1_35ζί0 ΚΓΒδΖΓΟίΐΟΐΊΟΪ Πόλεμος και πόλεμος
Μ Α Ν ΒΟΟΚΕΡ. ΙΝ ΤΕ Κ Ν Α ΊΊΟ Ν Α Ι ΡΛΙΖΕ 2015
Από τις γειτονιές μιας μικρής ουγγρικής πόλης, στη Βουδαπέστη, στη Νέα Υόρκη και αλλού, ακολουθούμε τη μανιακή φωνή του Γκιόργκι Κόριμ, του ήρωα του Πόλεμος και πόλεμος, αυτού του ταπεινού, θλιμμένου γραφιά. Απελπισμένος, ώρες ώρες σχεδόν τρελός, αλλά επίσης έντονα συ ναισθηματικός, ο Κόριμ έχει ανακαλύψει, στα σκονισμένα Αρχεία της μικρής ουγγρικής πόλης όπου εργάζεται, ένα χειρόγραφο το οποίο επί δεκαετίες δεν έχει αγγίξει κανείς. Το συγκλονιστικής ποιητικής ομορφιάς κείμενο εξι στορεί την περιπλάνηση τεσσάρων συντρόφων, που πολέμησαν μαζί σ'έναν καταστροφικό πόλεμο και αγωνίζονται τώρα να επιστρέφουν σπίτι τους και να ξεφύγουν από τον αμείλικτο κόσμο της βίας. Συγκινημένος από τον εξαιρετικά ευάλωτο χαρακτήρα των ηρώων του χειρογράφου, ο Κόριμ θέτει ως σκοπό της ζωήςτου να μεταβιβάσει στον κόσμο το ζωτικής σημασίας μήνυμα του κειμένου που μόλις ανακάλυψε. Αποφασίζει να εκπληρώσει αυτό το κα θήκον στη Νέα Υόρκη, που αποτελεί για κείνον το «κέντρο του κόσμου». Ακολουθώνταςτον Κόριμ με επίμονο ρεαλισμό σε όλη του τη διαδρομή, και κυρίως στους δρόμους της Νέας Υόρκης, το Πόλεμος και πόλεμος-έ\/α από τα σημαντικότερα και πλέον φιλόδοξα βιβλία αυτού του Ούγγρου «μαιτρ της Αποκάλυψης», όπως τον αποκαλεί η 5υδ3π 5οπϊ39- μας μεταφέρει με συγκλονιστικό και ανθρώπινο τρόπο σ’έναν κόσμο που διχάζεται ανάμεσα στην αγριότητα και τη μανιώδη ομορφιά. Με γραφή που δεν μοιάζει με καμιάάλλη, το Πόλεμος και πόλεμοςεη ιβεβαιώνει τα λόγια του \λ/. Β. 5θΕ>3ΐύ ότι η πρόζα τουΚρασναχορκάι «ξεπερνά κατά πολύ όλες τις ήσσονος σημασίας ανησυχίες τηςσύγχρονης γραφής».
Ι5ΒΝ 978-960-435-475-7
στο εξώφυλλο: ϋοβπ ΜΙτό, Η ελπίδα του καταδικασμένου σε θάνατο 1 (1974)
>
Ο Λάσλο Κρασναχορκάι γεννήθηκε το 1954 στην πόλη 0γυΐ3 της Ουγγαρίας. Σπούδασε νομικά και φιλολογία στα Πανεπιστήμια του Ζέγκεντ και της Βουδαπέστης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγ χρονους Ούγγρους συγγραφείς, ο οποίος υπηρετεί πιστά μια λογοτεχνία φιλόδοξη και απαιτητική.Έχει τι μηθεί με πολλά βραβεία (ανάμεσά τους το βραβείο ΚοδδυΐΙι, που αποτελεί την πιο σημαντική διάκριση τηςΟυγγαρίας, και το γερμανικό βραβείο ΒθδΐβπΙίδίβΡΓίζβ). Το 2015 τιμήθηκε με το βραβείο ΤΗθ Μ3Π Β ο ο Κθ γ Ιη ΐθ Γ η 3 ΐίο π 3 ΐ Ρπζε.
Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα τσέχικα, τα βουλγάρικα, τα εβραϊκά, τα ιαπωνικά και τώρα και στα ελληνικά. Δύο βιβλία του Λάσλο Κρασναχορκάι (Το Τανγκό του Σατανά και η Μελαγχολία της Αντίσταση^) έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον φίλο του σκηνοθέτη ΜπέλαΤαρ, για τον οποίο έχει γράψει επίσης πρωτό τυπα σενάρια.
Υπάρχει κάτι το υπνωτιστι κό στα βι βλία του Λάσλο Κρασναχορκάι, κάτι βαθιά απαισιόδοξο και σκοτεινό, αλλά ταυτόχρονα και κάτι που μαγεύει και γοητεύει. Και η γραφή του είναι ένα ρευστό υλικό που καίει, που εισχωρεί βαθιά. Ο Ούγγρος συγγραφέας ανανεώνει τη λογοτεχνία της Κεντρικής Ευρώπης, ακολουθώ ντας τα ίχνη του Γιόζεφ Ροτ και του Ρόμπερτ Μούζιλ. ία Ο ν ί χ Ο Κρασναχορκάι έχει στόχο να δημιουργήσει έναν κόσμο ανησυχητικά αναποφάσιστο και το κα τορθώνει με τον εκπληκτικό του τρόπο, που είναι αντάξιος του Κάφκα. Ρυϋ//5/ΐ£Γ5 ν/ββΜγ
Π Ο Λ Ε Μ Ο Σ ΚΑΙ Π Ο Λ Ε Μ Ο Σ
Ευχαριστώ θερμά τον κ. Θεόδωρο Παπαγγελή, καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ, για τη βοήθεια του στη μετάφραση των λατινικών όρων. Ι.Α.
Με την έγκριση του συγγραφέα, η παρούσα μετάφραση έγινε από τα γαλλικά. Στηρίχτηκε στην έκδοση Ιάδζΐό ΚΓΑ8ζη^1ΐ0Γΐ<αί, ΟυβΓΓβ 6ΐ ϋυβΓΓθ, μτφρ. | 0θ11θϋιιΓθπί11γ,εκδ. ΟιπλοιίΓΐΜδ, 201
Π ό λ ε μ ο ς και Πόλεμος
μακέτα εξωφύλλου-συντονισμός έκδοσης:
Μαρία Τσουμαχίδου διόρθωση:
Στέλα Ζουμπουλάκη σελιδοποίηση:
εκδόσεις Πόλις πρώτη έκδοση: Μάρτιος 2015 (ι.οοο αντίτυπα) δεύτερη έκδοση: Απρίλιος 2015 (ι.οοο αντίτυπα) τρίτη έκδοση: Ιούνιος 2015 (ι.οοο αντίτυπα) τέταρτη έκδοση: Ιούνιος 2015 (ι.οοο αντίτυπα) ανατύπωση: Αύγουστος 2015
Ε&δζΐό ΚΓαδζηώοΓ^ΐ, Ηέύοτύ έε Ιιέύοτύ (Ζοργήξΐιΐ: © 19991>γ Εέδζΐό Κ ο δ ζ η Λ ο Γ ^ ί
© 2015, για την ελληνική γλώσσα, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ Αιόλου 33, 105 51 Αθήνα τηλ.: 210 36 43 382, £*χ: 210 36 36 501 θ-Γηαί1: ίηίο@ρο1ίδ-θ<1.£Γ
ί3ΓθΙ)οο1<: Εκδόσεις Πόλις Ι5ΒΝ: 978 - 960 -435 -475-7
ΛΑΣΑΟ ΚΡΑΣΝΑΧΟΡΚΑΪ
ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΙΩΑΝΝΑ ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ
ΠΟΛΙΣ
παράδεισος είναι λυπημένος
Περιεχόμενα
I. Σαν ένα φλεγόμενο σπίτι
{11 } II. Εορταστική διάθεση {73}
III. Όλη η Κρήτη { 129 }
IV. Η υπόθεση της Κολωνίας { 161 }
V. Καθ' όδόν προς τη Βενετία { 189 }
VI. Να βρουν μια θύρα εξόδου { 219 }
VII. Δεν θα πάρει τίποτε μαζί του { 283 }
VIII. Είχαν πάει στην Αμερική { 315 } ΗΈλευση του Ησαΐα { 341 }
Σημειώσεις { 373 }
I
ΣΑΝ ΕΝΑ Φ Λ Ε Γ Ο Μ Ε Ν Ο ΣΠΙ ΤΙ
ι. Τώρα, λίγο μ ε νοιάζει αν θα πεθάνω, είπε ο Κόριμ, κι ύστερα, μετά από μακρά παύση, έδειξε ένα πλημμυρισμένο λατομείο: είναι κύκνοι αυτοί εκ εί κάτω; 2. Τον περικύκλωσαν εφτά παιδιά στο μέσον της πεζογέφυρας πάνω απότιςσιδηροδρομικέςγραμμές, καθισμένα οκλαδόν, σεημικύκλιο, τον στρίμωξαν κόντρα στα κάγκελα, ακριβώς όπως και πριν από μισή ώρα, όταν του επιτέθηκαν για να τον ληστέψουν, με τη μικρή διαφορά ότι αυτή τη φορά, κανένα δεν σκεφτόταν πια να του επιτεθεί ή να τον ληστέψει, εφόσον, και όπως αποδείχτηκε από την απρόβλεπτη τροπή των γεγονότων, το να του επιτεθούν και να τον ληστέψουν μπορούσαν σίγουρα να το κάνουν, αλλά προφανώς κάτι τέτοιο δεν είχε κανένα ενδιαφέρον, έμοιαζε να μην έχει στην κατοχή του παρά μόνο το μυστηριώδες φορτίο, αλλά όταν άρχισαν να το συνειδητοποιούν -κάποια στιγμή που ήταν βυθισμένος στον ακατάληπτο και χειμαρρώδη, για τα παιδιά όμως «ανιαρό μέχρι θανάτου», μονόλογό του-, περίπου τη στιγμή που ξεκίνησε να τους μιλάει για την απώλεια του κεφαλιού του, δεν σηκώθηκαν να φύγουν, αφήνοντάς τον στο παραλήρη μά του, αλλά παρέμειναν στις θέσεις τους, καθισμένα οκλαδόν σε ημικύκλιο, ακίνητα, μη λησμονώντας τον λόγο για τον οποίον έφτασαν 11
εδώ, γιατί, στο μεταξύ, είχε αρχίσει να βραδιάζει, γιατί το σκοτάδι που έπεφτε μες στη σιωπή του σούρουπου πάνω από τη βιομηχανική περιοχή τους είχε ναρκώσει, και γιατί αυτή η απουσία κίνησης και λόγου ήταν δηλωτική της βαθιάς τους συγκέντρωσης -τώρα που απέσπασαν την προσοχή τους από τον Κόριμ- προς έναν και μοναδικό στόχο: τις ράγες εκεί κάτω. 3*
Κανείς δεν του είχε ζητήσει να μιλήσει, το μόνο που ήθελαν ήταν τα λεφτά του, αλλά εκείνος δεν τους έδωσε τίποτα, λέγοντας πως δεν είχε χρήματα, στην αρχή μιλούσε τραυλίζοντας, στη συνέχεια με έναν πιο ρέοντα λόγο ο οποίος, στο τέλος, έγινε ένας ακατάπαυστος χείμαρρος, μιλούσε προφανώς γιατί τα μάτια των εφτά παιδιών του προκαλούσαν τρόμο, ή, όπως παρατήρησε ο ίδιος αργότερα, επειδή το στομάχι του είχε γίνει κόμπος από τον φόβο, και όταν ο φόβος άρχιζε να του προκαλεί κράμπες στο στομάχι, έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσει, και καθώς ο φόβος δεν μπορούσε να διαλυθεί όσο δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει εάν εκείνα οπλοφορούσαν, συμπαρασυρόταν ολοένα και περισσότερο από την αφήγησή του, άρχισε να τους διηγείται τα πάντα, τέλος πάντων, να διηγείται τα πάντα σε κάποιον, γιατί, από τότε που επιχείρησε, με μεγάλη μυστικότητα -και την τελευταία στιγμή!- να κάνει το «μεγάλο ταξίδι», όπως το ονόμαζε ο ίδιος, δεν είχε απευθύνει τον λόγο σε κανέναν, ούτε λέξη, το θεωρούσε πολύ επικίνδυνο, κι ύστερα, σε ποιον θα μπορούσε να μιλήσει, δεν είχε και πολλές πιθανότητες να συναντήσει στον δρόμο του κάποιον αθώο ή αξιόπιστο, τελικά, κατά τη γνώμη του, κανείς δεν ήταν αρκετά αθώος κι έπρεπε να είναι δύσπιστος απέναντι σ’ όλο τον κόσμο, γιατί εκείνος, όπως τους εξήγησε στην αρχή, έβλεπε σε κάθε άτομο κάποιον, που, άμεσα ή έμμεσα, είχε σχέση με εκείνους που τον καταδίωκαν, είτε από κοντά είτε από μακριά, σε κάθε περίπτωση, είχε σχέση μ’ εκείνους οι οποίοι, κατά την άποψή του, γνώριζαν 12
όλες τις πράξεις και τις κινήσεις του, μόνο που αυτός ήταν γρηγορότερος από εκείνους, και τους κρατούσε σε μια απόσταση «τουλάχιστον μισής μέρας», τους είπε, ένα γεωγραφικό και χρονικό πλεονέκτημα που είχε το τίμημά του: να μην απευθύνει πραγματικά τον λόγο σε κανέναν, εκτός από τώρα, όπου εξαιτίας του φόβου του, έμπαινε στις πιο ση μαντικές φάσεις της ζωής του και, όπως ήταν φυσικό, υπό την πίεση του φόβου, τους έδινε όλο και πιο προσωπικές, όλο και πιο ενδόμυχες λεπτομέρειες , επιδιώκοντας μ’ αυτόν τον τρόπο να τους υποχρεώσει να στρέψουν την προσοχή τους επάνω του, να εξουδετερώσει τον επιτιθέμενο που βρισκόταν σε καθέναν από τους επιτιθέμενούς του, να πείσει και τους εφτά: κάποιος εδώ δεν είχε αρκεστεί στην υποταγή, αλλά με αυτή την υποταγή είχε, κατά κάποιον τρόπο, υπερφαλαγγίσει τους επιτιθέμενούς του. 4*
Μια μυρωδιά πίσσας αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα, μια αηδιαστική , διαπεραστική μυρωδιά που διαπότιζε τα πάντα, και ο άνεμος, ενώ φυσούσε μανιασμένα, δεν βοηθούσε καθόλου, γιατί, ενώ τους τρυπούσε μέχρι το μεδούλι, το μόνο που κατάφερνε ήταν να την εκσφενδονίζει παντού και να την κάνει να στροβιλίζεται δίχως να μπορεί να την ανταλλάξει με κάποια άλλη, και σε όλη την περιοχή, σε απόσταση χιλιομέτρων, και κυρίως εδώ, μεταξύ της διασταύρωσης των σιδηροδρομικών γραμμών που έφταναν από τα ανατολικά και ξεδιπλώνονταν σαν βεντάλια και του εμπορικού σταθμού του Ράκοσρεντεζο, που βρισκόταν πίσω, αυτή η μυρωδιά πίσσας είχε διαποτίσει, είχε μπουκώσει την ατμόσφαιρα και ήταν αρκετά δύσκολο να προσδιορίσει κανείς τη σύνθεσή του, με εξαίρεση τη μυρωδιά από τα κατάλοιπα της αιθάλης και του καπνού, την οποίαν άφηναν πίσω τους χιλιάδες τρένα που περνούσαν μουγκρίζοντας, τη μυρωδιά από τις λιγδιασμένες τραβέρσες και τη μυρωδιά από τη σαβούρα και τον χάλυβα των γραμ13
μών, διότι δεν υπήρχαν μόνο αυτά, μα και άλλα συστατικά, μυστηριώδη συστατικά, απροσδιόριστα ή, πολύ απλά, αδύνατον να προσδιοριστούν, μεταξύ αυτών, πιθανώς, και η μυρωδιά του υπέρμετρου βάρους της ανθρώπινης κενότητας, μεταφερμένη έως εδώ, με εκατοντάδες χιλιάδες τρένα, η αναγουλιαστική μυρωδιά από εκατομμύρια αποστειρωμένες βουλήσεις, κενές από κάθε νόημα, η οποία, από το ύψος της πεζογέφυρας, φάνταζε ακόμη πιο φρικτή, μια μυρωδιά τροφοδοτούμενη σίγουρα από το πνεύμα της περιβάλλουσας φασματικής ερημιάς, του παγωμένου βιομηχανικού μαρασμού που επί δεκαετίες έπληττε αυτό το μέρος, όπου ο Κόριμ έψαχνε τώρα να καθίσει, αυτός που, με τη φυγή του, ήθελε -ανεπαισθήτως, γρήγορα, σιωπηλά-να περάσει απλώς στην άλλη πλευρά και να συνεχίσει τον δρόμο του προς το σημείο που θεωρούσε πώς ήταν το κέντρο της πόλης, πριν αναγκαστεί να προσγειωθεί σ' αυτό το ψυχρό και ανεμοδαρμένο μέρος και να γαντζωθεί από λεπτομέρειες -κάγκελα, άσφαλτο, μέταλλο, κράσπεδο πεζοδρομίου-, σίγουρα τυχαίες, αλλά, για τη δική του οπτική, σημαντικές, διότι, μια πεζογέφυρα, εκατό μέτρα μπροστά από τον εμπορικό σταθμό, ένα ανύπαρκτο κομμάτι του κόσμου, αποκτά ξαφνικά υπόσταση, σφραγίζει έναν από τους μεγάλους σταθμούς της νέας του ζωής, της «παράφρονος φυγής» του, όπως θα την ονόμαζε αργότερα, μια πεζογέφυρα, την οποία, εάν δεν τον συγκρατούσαν, θα την είχε διασχίσει πολύ γρήγορα, στα τυφλά. 5· Είχε αρχίσει τελείως ξαφνικά, δίχως προοίμιο, δίχως κανένα προειδοποιητικό σημάδι, δίχως καμιά προετοιμασία, το είχε συνειδητοποιήσει, άξαφνα και με τρόπο πολύ οδυνηρό και, μάλιστα, με τρόπο απερίγραπτο και ταυτοχρόνως πολύ οδυνηρό,ακριβώς την ημέρα των τεσσαρακοστών τεσσάρων γενεθλίων του, ακριβώς όπως έπεσαν επάνω του και οι εφτά μαζί στο μέσον της πεζογέ14
φυρας, είπε, με τρόπο τόσο άξαφνο όσο και απρόβλεπτο, καθόταν τότε στην όχθη ενός ποταμού - ένα μέρος όπου συνήθιζε να πηγαίνει πότε πότε- γιατί δεν είχε καμία διάθεση να επιστρέφει στο άδειο διαμέρισμά του την ημέρα των γενεθλίων του και, τότε, εντελώς μα εντελώς ξαφνικά, είχε συνειδητοποιήσει, Θεέ και Κύριε! , ότι δεν είχε ιδέα από τίποτε, Κύριε Ιησού Χριστέ!, δεν σκάμπαζε τίποτε απολύτως, να πάρει η οργή! δεν κατανοούσε τον κόσμο, και τρόμαξε από τον τρόπο του να διατυπώνει τα πράγματα, από τον κοινότοπο, στερεότυπο, τον αφελή του τρόπο, ναι, αλλά γεγονός είναι ότι, στα σαράντα τέσσερα του χρόνια, έβρισκε τον εαυτό του φοβερά ηλίθιο, έναν πανηλίθιο που, επί σαράντα τέσσερα χρόνια, πίστευε πως κατανοούσετον κόσμο, ενώ στην πραγματικότητα, παραδέχτηκε εκεί, στην όχθη του ποταμού, όχι μόνο δεν κατανοούσε τον κόσμο αλλά δεν κατανοούσε τίποτε απολύτως, και το χειρότερο απ' όλα ήταν ότι, επί σαράντα τέσσερα χρόνια, πίστευε πως είχε κατανοήσει τα πάντα, κι όμως δεν είχε κατανοήσει τίποτε, αυτό ήταν το χειρότερο εκείνη τη βραδιά των γενεθλίων του που ήταν μόνος στην όχθη του ποταμού, το χειρότερο γιατί από αυτή την αποκάλυψη δεν προέκυπτε ότι: ωραία, πολύ ωραία, τώρα είχε κατανοήσει τα πάντα, όχι, δεν είχε κατακτήσει καμιά νέα γνώση έναντι της παλιάς, αλλά βρισκόταν αντιμέτωπος με μια τρομερή περιπλοκότητα, και από τη στιγμή εκείνη, μόλις σκεφτόταν τον κόσμο -και το βράδυ εκείνο τον σκεφτόταν με ένταση καί βασανίζοντας το μυαλό του, δίχως όμως αποτέλεσμαη περιπλοκότητα αυτή γινόταν όλο και πιο αδιαφανής, και διαισθάνθηκε τότε ότι αυτή ακριβώς η περιπλοκότητα ήταν η ίδια η ενσάρκωση της ουσίας αυτού του κόσμου τον οποίο προσπαθούσε τόσο απεγνωσμένα να κατανοήσει, πως ο κόσμος ήταν ένα και το αυτό με την ίδια του την περιπλοκότητα, να σε ποιο συμπέρασμα είχε καταλήξει και δεν παραιτήθηκε, όταν, λίγες ημέρες αργότερα, άρχισαν τα προβλήματα με το κεφάλι του. 9 15
6.
Ζούσε ήδη εδώ και πολλά χρόνια μόνος του, εξήγησε στα πιτσιρίκια, καθισμένος και ο ίδιος οκλαδόν, με την πλάτη κόντρα στα κάγκελα της παρασυρόμενης από τον άνεμο του Νοέμβρη πεζογέφυρας, μόνος, είπε, γιατί ο γάμος του δεν κράτησε πολύ, εξαιτίας της υπόθεσης Ερμής -έκανε μια χειρονομία πως θα τους εξηγούσε αργότερα-, στη συνέχεια, «έκαψε τα φτερά του από ένα φλογερό πάθος», και μετά από αυτό είπε στον εαυτό του: ποτέ πια, ποτέ πια, καμιά γυναίκα, ούτε από μακριά ούτε από κοντά, πράγμα που δεν σήμαινε, βεβαίως, πως θα ζούσε μια ζωή μοναχού, γιατί πάντοτε υπήρχαν κάποιες ευκαιριακές σχέσεις με γυναίκες για τις δύσκολες νύχτες, είπεοΚόριμ, κοιτάζοντας τα πιτσιρίκια και ύστερα, παρόλο που ήταν ουσιαστικά μόνος του, την επαφή με κάποιους ανθρώπους την είχε διατηρήσει, και συντηρούσε και κάποιες σχέσεις στον χώρο της δουλειάς του με τους συναδέλφους του στα Αρχεία, σχέσεις γειτονίας με τους γείτονες, σχέσεις συναλλαγής με τους μαγαζάτορες και σχέσεις ευγενικές με τους ανθρώπους στον δρόμο και στο καπηλειό, και ούτω καθεξής και, στην τελική, τώρα που το ξανασκεφτόταν, είχε παραμείνει πολύ «κοντά» σε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ανθρώπων, αν και με την πιο απόμακρη έννοια του όρου, αρκετά μεγάλο αριθμό λοιπόν, έως ότου απομακρύνθηκαν κι εκείνοι, ουσιαστικά, από τη στιγμή που χρειάστηκε να εξηγήσει στα Αρχεία, στην πολυκατοικία του, στον δρόμο, στα καταστήματα και στο καπηλειό ότι είχε τη δυσάρεστη εντύπωση πως θα έχανε το κεφάλι του, γιατί, όταν κατάλαβαν πως δεν μιλούσε μεταφορικά και ότι επρόκειτο πράγματι για το κεφάλι του που, δυστυχώς, θα αποχωριζόταν από τον λαιμό του, λάκισαν στο πιτς φιτίλι, σαν να έτρεχαν να γλιτώσουν από ένα φλεγόμενο σπίτι και, πολύ γρήγορα, τα πάντα γύρω του είχαν διαλυθεί, κι έμεινε εκεί, σαν ένα φλεγόμενο σπίτι: κάποιοι άρχισαν να τον αγνοούν, μετά, οι συνάδελφοί του στα Αρχεία έπαψαν να του απευθύνουν τον λόγο, στη συνέχεια άρχισαν να ι6
μην απαντούν στον χαιρετισμό του, να μη γευματίζουν στο ίδιο τραπέζι μαζί του, μέχρι που έφτασαν στο σημείο να αλλάζουν πεζοδρόμιο όταν τον έβλεπαν στον δρόμο, το φαντάζεστε; ρώτησε ο Κόριμ τα εφτά πιτσιρίκια, άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν τον διέκριναν στον δρόμο, στη στιγμή, και αυτό ήταν το πιο οδυνηρό, πρόσθεσε, πιο οδυνηρό ακόμα και από αυτό που του συνέβαινε με το αυχενικό, τη στιγμή που χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ, δεδομένης της κατάστασής του, την παρηγοριά τους, είπε, κι έβλεπες πολύ καλά στο πρόσωπό του ότι ήταν έτοιμος να συνεχίσει την ιστορίατου μπαίνοντας στις πλέον ασήμαντες λεπτομέρειες, όπως έβλεπες και στις φάτσες των εφτά πιτσιρικάδων πως ήταν χαμένος κόπος, δεν αντιδρούσαν σε τίποτε, διότι όλη αυτή η ιστορία δεν τους ενδιέφερε, κυρίως από τη στιγμή που «ο κωλόγερος άρχισε να μιλά για το κεφάλι που θα έχανε», όπως θα έλεγαν εκείνα αργότερα, αλλά αυτή τη φορά το είχε «παρακάνει» και, τότε, αντάλλαξαν ένα βλέμμα, ο μεγαλύτερος έκανε νόημα στους άλλους με ένα νεύμα του κεφαλιού, πουσήμαινε, «ας τα παρατήσουμε, δεν αξίζει τον κόπο», όμως, έμειναν εκεί, καθισμένα οκλαδόν, ακίνητα , με τα μάτια προσηλωμένα στο ση μείο όπου διασταυρώνονταν οι σιδηροτροχιές και, όταν καμιά φορά περνούσε ένα εμπορικό τρένο κάτω από την πεζογέφυρα, ένα από αυτά ρωτούσε: πόσο χρόνο ακόμα; ερώτηση στην οποία απαντούσε ένα άλλο, πάντα το ίδιο, ένα ξανθό αγόρι καθισμένο δίπλα στο μεγαλύτερο, κοιτούσε το ρολόι του και απαντούσε πως θα τους ειδοποιούσε την κατάλληλη στιγμή και, στο μεταξύ, βουλώστε το! 7·
Εάν ο Κόριμ γνώριζε ότι η απόφασή τους -και μάλιστίαίαυτή η συγκεκριμένη· είχε ήδη ληφθεί, εάν είχε υποπέσει στην αντίληψή του ο τρόπος με τον οποίο συγκατένευαν μεταξύ τους, τότε, φυσικά, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, αλλά δεν το γνώριζε, δεν είχε αντιληφθεί τίποτε, και, προφανώς, είχε ερμη17
νεύσει τα πράγματα εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι ήταν, εν πάση περιπτώσει, η κατάστασή του -να κάθεται δηλαδή οκλαδόν, εδώ, στο έλεος του ανέμου μ’ αυτά τα πιτσιρίκια-γινόταν όλο και πιο ανησυχητική, και είχε ανάγκη, ακριβώς επειδή δεν συνέβαινε τίποτε και τίποτε δεν άφηναν εκείνα να διαφανεί από τις πραγματικές τους προθέσεις-εάν πραγματικά ήθελαν κάτι και τι ήταν αυτό το κάτι- έστω μια εξήγηση, το λόγο που δεν τον άφηναν να φύγει, τώρα που κατάφερε να τους πείσει ότι δεν είχε χρήματα, το να τον κρατούν δεν είχε κανένα νόη μα, χρειαζόταν μια εξήγηση , και βρήκε μία, η οποία όμως, από την άποψη των εφτά πιτσιρικάδων, δεν ήταν η σωστή, γιατί, για τον ίδιο που γνώριζε ακριβώς πόσα χρήματα υπήρχαν στη δεξιά πλευρά της εσωτερικής φόδρας του παλτού του, η ακινησία τους, η βουβαμάρα τους, η αδράνειάτους, και το γεγονός ότι δεν συνέβαινε τίποτε, αντί να τον καθησυχάζουν για την τύχη που του επιφύλασσαν, τον έκαναν να αγχώνεται ακόμα περισσότερο, κι ενώ ετοιμαζόταν ανά πάσα στιγμή να πεταχτεί επάνω και ν’ αρχίσει να τρέχει, την επομένη στιγμή, έμενε στη θέση του και προσποιούνταν πως ήταν ευτυχής που βρισκόταν εκεί, και μιλούσε, σαν να ήταν ακόμα στην αρχή της αφήγησής του, με άλλα λόγια, ενώ ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια, την τελευταία στιγμή αποφάσιζε να παραμείνει, από φόβο, βεβαίως, και δεν σταματούσε να τους λέει πόσο ευτυχισμένος ήταν που βρήκε ένα ακροατήριο τόσο συμπαθητικό, και να μπορεί επιτέλους κάποιος να ακούει όλα όσα είχε να πει, γιατί, αφού το σκέφτηκε καλύτερα, είπε, ήταν απίστευτο, ναι, ήταν η κατάλληλη λέξη, «απίστευτο», το πόσα πράγματα είχε να διηγηθεί εάν ήθελε να γίνει κατανοητός: δεν ήξερε ακριβώς τι ώρα, αλλά τριάντα με σαράντα ώρες νωρίτερα, την Τετάρτη, η ζωή του ήρθε τα πάνω-κάτω, όταν είχε καταλάβει ότι έπρεπε τελικά να επιχειρήσει το «μεγάλο ταξίδι», είχε καταλάβει ότι τα πάντα, από τον Ερμή και μέχρι που βρέθηκε ολομόναχος, κατά την άποψή του, τα πάντα οδηγούσαν προς την ίδια κατεύθυνση και 18
είχε καταλάβει ότι στην ουσία είχε ήδη φύγει, εφόσον όλα έμπαιναν σε τάξη και όλα κατέρρεαν, με άλλα λόγια, όλα έμπαιναν σε τάξη μπροστά τον και όλα κατέρρεαν πίσω του, όπως συνήθως συμβαίνει πιθανώς μ’ αυτού του είδους τα «μεγάλα ταξίδια». 8. Μόνο δυο λάμπες, τοποθετημένες στο κεφαλόσκαλο της κάθε σκάλας, λειτουργούσαν και διέχεαν δυο κώνους γλαυκού και χλωμού φωτός, τρεμοσβήνοντας από τη σφοδρότητα του ανέμου που φυσομανούσε ανάμεσά τους, δηλαδή σε μιαν απόσταση περίπου τριάντα μέτρων, όλες οι άλλες λάμπες απόνέον ήταν σπασμένες, έτσι ώστε το μέρος όπου βρίσκονταν, καθισμένοι οκλαδόν, να βρίσκεται μες στο σκοτάδι, κι όμως: ο καθένας τους αντιλαμβανόταν με ακρίβεια τη θέση των άλλων, όπως επίσης και τον ουρανό, αυτή τη γιγάντια και σκοτεινή, εξαιτίας της έλλειψης φωτός, μάζα, τον ουρανό ο οποίος θα μπορούσε τώρα να βλέπει να αντανακλάται η δική του, γιγαντιαία, θεοσκότεινη και αστεροπαλλόμενη μάζα, μέσα στο απέραντο σιδηροδρομικό τοπίο το οποίο απλωνόταν από κάτω, εάν υπήρχε μια οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα στα ασπαίροντα αστέρια του ουρανού και το ξέθωρο κόκκινο των αναρίθμητων σηματοφόρων, που ήταν διάσπαρτοι ανάμεσα στις σιδηροτροχιές, αλλά δεν υπήρχε καμία σχέση μεταξύ τους, καμία κοινή λογική, καμία αντιστοιχία, το καθένα είχε τους δικούς του κανόνες, τη δική του συνοχή, ο ωκεανός των αστεριών και το δάσος των σηματοφόρων κοιτάζονταν μεταξύ τους σαν τυφλοί, όλες οι μεγάλες συνιστώσες της ύπαρξης ήταν τυφλές, οι μεν απέναντι στις δε, το σκοτάδι ήταν τυφλό, η φωτεινότητα ήταν τυφλή, η γη ήταν τυφλή, ο ουρανός ήταν τυφλός, δημιουργώντας έτσι, μέσα στο χαμένο βλέμμα ενός ανώτερου όντος, μια νεκρή συμμετρία μέσα στην απεραντοσύνη, στο κέντρο της οποίας βρισκόταν, βεβαίως, μια μικροσκοπική κηλίδα, οΚόριμ... στην πεζογέφυρα... και τα εφτά πιτσιρίκια. 19
9*
Εντελώς παλαβός ο μπάσταρδος, έλεγαν την επομένη σε κάποιον από τη γειτονιά, ήταν τελείως τρελός ο τύπος, στ' αλήθεια, διανοητικά καθυστερημένος, έλεγαν, δεν έχει σημασία, έπρεπεπαρ’ όλα αυτά να τον είχαν καθαρίσει, γιατί μ’ αυτόν τον τύπο, πώς να είσαι σίγουρος πως δεν θα τα ξεράσει όλα, είχε δει τα πρόσωπά τους και είχε συγκρατήσει καλά στη μνήμη του τα ρούχα, τα παπούτσια και όλα όσα φορούσαν εκείνο το απόγευμα, έπρεπε να τον καθαρίσουν, παραδέχονταν την επομένη, μόνο που εκείνη τη στιγμή κανείς δεν το είχε σκεφτεί, όλα τους ξεροστάλιαζαν πάνω στην πεζογέφυρα, εφόσον εκεί κάτω τα πάντα είχαν προετοιμαστεί στην εντέλεια και από πριν, χάζευαν μόνο τη σκοτεινή έκταση πάνω από τη διασταύρωση των σιδηροδρομικών γραμμών, καιροφυλακτώντας, για να δουν από μακριά το πρώτο σήμα του τρένου των έξι και σαράντα οχτώ, και να φύγουν στη συνέχεια ολοταχώς προς τις αντιστηρίξεις των σιδηροδρομικών γραμμών, να πάρουν θέση πίσω από τους θάμνους, και ν' αρχίσει μετά το πανηγύρι! με λίγα λόγια, κανείς, έλεγαν, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το πανηγύρι μπορούσε να τελειώσει αλλιώς αυτή τη φορά, δηλαδή με την ολοκληρωτική νίκη, το μεγάλο, το τέλειο χτύπημα, δηλαδή τον θάνατο και στην περίπτωση αυτή, βεβαίως, ένας τύπος σαν και του λόγου του ήταν άκρως επικίνδυνος, προφανώς, γιατί θα μπορούσε να μιλήσει, ω, ναι, θα μπορούσε σε μια από εκείνες τις παραληρηματικές του κρίσεις, να πάει να τα ξεράσει όλα στους μπάτσους, ναι, αλλά εάν έφτασαν σ' αυτό τον συλλογισμό, ήταν γιατί δεν ήταν και πολύ προσεκτικοί, όχι, αλλιώς θα τους περνούσε από το μυαλό ότι, στην πραγματικότητα, δεν παρουσίαζε κανέναν κίνδυνο γι' αυτούς, αφού ούτε καν θυμόταν ότι εδώ, γύρω στις έξι και σαράντα οχτώ, είχε συμβεί κάτι, επειδή τον είχε κυριεύσει εντελώς ο φόβος και η αφήγησή του, η οποία, γιατί να το αρνηθεί άλλωστε, ήταν, από την αρχή ακόμα, 20
εντελώς ασυνάρτητη και, ειλικρινά, δεν είχε τίποτε το συναρπαστικό, ήταν μόνο ένας ρυθμός, και... ένας ακατάσχετος χείμαρρος, γιατί ήθελε να τα αφηγηθεί όλα μονομιάς, με τον τρόπο που είχαν εμφανιστεί ταυτοχρόνως και μονομιάς όλα όσα του είχαν συμβεί εκείνο το περίφημο πρωινό της Τετάρτης, τριάντα ή σαράντα ώρες νωρίτερα, διακόσια είκοσι χιλιόμετρα μακριά από δω, σ’ ένα γραφείο ταξιδίων όπου, όταν ήρθε η σειρά του κι ενώ ετοιμαζόταν να ρωτήσει την ώρα της επόμενης αναχώρησης της πτήσης από τη Βουδαπέστη και την τιμή του εισιτηρίου, ένιωσε ξαφνικά, μπροστά στο γκισέ, πώς δεν έπρεπε να θέσει αυτή την ερώτηση εκ εί, επειδή είχε διακρίνει να αντανακλώνται στο τζάμι που προστάτευε μια διαφημιστική αφίσα πίσω από το γκισέ, δύο υπαλλήλους του Δημοτικού Ψυχιατρικού Κέντρου, πίσω του, στην είσοδο, δυο «νοσοκόμες» οι οποίες, πίσω από το προσωπείο της καλόψυχης φιλανθρωπίας και μέσα από τους πόρους του δέρματός τους, εκτόξευαν κύματα επιθετικότητας.
ίο. Οι υπάλληλοι του Δημοτικού Ψυχιατρικού Κέντρου, τους είπε ο Κόριμ, δεν μπόρεσαν ποτέ να του εξηγήσουν όλα όσα ήθελε να μάθει, δηλαδή τον λόγο για τον οποίο είχε αρχίσει τις επισκέψεις του εκεί: πώς λειτουργούσε το σύστημα στο σύνολό του, από τον άνω αυχενικό σπόνδυλο, τον άτλαντα, μέχρι τον σύνδεσμο, δεν του είχαν δώσει καμία εξήγηση, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν γνώριζαν τίποτε, δεν καταλάβαιναν απολύτως τίποτε, απόλυτο σκοτάδι βασίλευε μες στο κεφάλι τους, την πρώτη φορά τον κοίταξαν με ηλίθιο και αμήχανο ύφος, στη συνέχεια, έκαναν σαν το θέμα αυτό καθαυτό να ήταν βλακώδες, και μόνο το γεγονός ότι είχε έρθει εδώ μόνο γι' αυτό -είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους ένα βλέμμα γεμάτο νόημα, κουνώντας διακριτικά το κεφάλι τουςμαρτυρούσε πολλά, και ήταν η χειροπιαστή απόδειξη της τρέλας του, στη συνέχεια, άλλαξαν θέμα συζήτησης, με αποτέλεσμα να 21
μην τους θέσει άλλες σχετικές ερωτήσεις και να επιχειρήσει, σηκώνοντας, δίχως να βαρυγκομά, όλο το βάρος του προβλήματος στους ώμους του, να ανακαλύψει μόνος του τι ήταν εκείνος ο περίφημος αυχενικός σπόνδυλος και εκείνος ο περίφημος σύνδεσμος , σε τι συνίστατο η κρίσιμης ση μασίας σύνδεση μεταξύ τους -αναστέναξε ο Κόριμ- με ποιο τρόπο το κρανίο του ήταν συνδεδεμένο με τον άνω σπόνδυλο της σπονδυλικής στήλης και, αν γνώριζε τότε, είπε, ότι τα νεύρα παρεμβάλλονταν στον αυχενικό σπόνδυλο και, όπως πια το γνωρίζει, ότι το κρανίο του ήταν στερεωμένο στη σπονδυλική του στήλη με απλούς συνδέσμους, και ότι αυτοί συγκρατούσαν το όλον, και μόνο που το είχε σκεφτεί τότε και είχε την εικόνα αυτού του πράγματος μπρος στα μάτια του του είχε προκαλέσει -και του προκαλεί ακόμα και σήμερα- ρίγη στη ραχοκοκαλιά του, καθώς μετά από μια γρήγορη εξέταση και μετά από μια επίσης αρκετά γρήγορη αυτό-παρατήρηση, ήταν πλέον προφανές ότι, αφού αυτή η άρθρωση ήταν μια από τις πλέον λεπτές, τις πλέον ευαίσθητες, τις πλέον εύθραυστες και τις πλέον τρωτές του οργανισμού, το πρόβλημά του άρχιζε και τελείωνε σίγουρα, είπε, σ' εκείνη την άρθρωση, διότι, εάν οι γιατροί δεν ήταν σε θέση να κάνουν μια λογική διάγνωση, με βάση τις ακτινογραφίες, και αυτή ήταν η περίπτωση τους, ο ίδιος δεν αμφέβαλλε καθόλου, αφού είχε πια, ως ένα βαθμό, εντρυφήσει και ολοκληρώσει τις έρευνές του γύρω από το θέμα της εξέτασης και της αυτό-παρατήρησης, κατέληξε στο ότι, ναι, ο πόνος εντοπιζόταν πράγματι σ’ αυτό το σημείο, σ’ αυτό το σημείο συναρμογής, σ’ αυτό το σημείο άρθρωσης, στο σημείο συνάντησης του αυχενικού σπονδύλου και του ινιακού οστού, επομένως, τελείως λογικά, έπρεπενα επικεντρωθεί σ’ αυτό το σημείο ή ίσως στους συνδέσμους, ακόμα αμφιταλαντευόταν, αντιθέτως, αυτό για το οποίο ήταν σίγουρος εκατό τοις εκατό ήταν ότι οι πόνοι που αισθανόταν στον αυχένα και στην πλάτη, πόνοι που γίνονταν όλο και πιο έντονοι μέρα με τη μέρα, βδομάδα τη βδομάδα και μήνα 22
με τον μήνα, ατιοδείκνυαν ότι η διαδικασία είχε ξεκινήσει και εξελισσόταν κατά τρόπο μη αναστρέψιμο, και ότι αυτή η ιστορία, εντελώς αντικειμενικά, θα οδηγούσε αναπόφευκτα σ' έναν μοιραίο εκφυλισμό των συνδέσμων μεταξύ κρανίου και σπονδυλικής στήλης και, τελικά, στην απώλεια - κι εδώ δεν το λέει καθόλου μ ε τη μεταφορική έννοια: και γιατί άλλωστε; είπε ο Κόριμ και έδειξε τον λαιμό του, να μπορεί ένα κομματάκι δέρματος να το συγκρατεί;- του κεφαλιού του. 11. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννιά, ήταν ο αριθμός των σιδηροδρομικών γραμμών που μπορούσε κανείς να μετρήσει από την πεζογέφυρα και τα εφτά πιτσιρίκια δεν είχαν τίποτε καλύτερο να κάνουν από το να τις μετρούν και να τις ξαναμετρούν, γι' αυτό και άφηναν το βλέμμα τους να περιπλανιέται κάθε τόσο στο σημείο όπου διασταυρώνονταν οι ράγες, το οποίο, στο κόκκινο φως των σηματοφόρων, μόλις και μετά βίας διακρινόταν μέσα στο σκοτάδι, δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν ενόσω περίμεναν να εμφανιστεί το τρένο των έξι και σαράντα οχτώ, και η ένταση που είχε αποτυπωθεί ξαφνικά στα πρόσωπά τους ενώ μέχρι τότε ήταν ήρεμα, δεν είχε άλλη αιτία από την άφιξη των έξι και σαράντα οχτώ, γιατί το αρχικό τους σχέδιο με τον κωλόγερο χαρακτηρισμό τον οποίο υιοθέτησαν οριστικά την επόμενη μέρα, και αφού δοκίμασαν κάποιους άλλους, όταν εξιστορούσαν την εμπειρία τους^, να τον ληστέψουν για να σκοτώσουν την ώρα τους, το είχαν εγκαταλείψει από μόνοι τους ένα τέταρτο της ώρας αφότου τον είχαν στριμώξει και ακόμα κι αν το ήθελαν, δεν θα μπορούσαν ν' ακούσουν έστω και μια λέξη από τον ατελείωτο και μονότονο μονόλογο που εκεί, στο κέντρο του ημικύκλιου, στριμωγμένος στα κάγκελα, ξεφούρνιζε ασταμάτητα, μιλούσε, μιλούσε συνεχώς, έλεγαν εκείνα την επομένη και,(έτσι, είχαν αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα, γιατί μόνο μ’ αυτό τον τρόπο, 23
με το μυαλό τους αλλού, μπορούσαν να τον αντέξουν, εάν τον άκουγαν, έλεγαν, για να μη χάσουν τα λογικά τους, θα ήταν αναγκασμένα να τον σπάσουν στο ξύλο, κι έτσι, δυστυχώς, προκειμένου να διατηρήσουν τη νοητική τους υγεία, είχαν επιλέξει να αποσυνδεθούν από την πραγματικότητα και δεν τον είχαν καθαρίσει, θα έπρεπε όμως να τον ξεπαστρέψουν, επαναλάμβαναν, επιρρίπτοντας ευθύνες ο ένας στον άλλο, εφόσον και οι εφτά ήταν σε θέση να γνωρίζουν τι συνεπάγεται να αφήνεις ζωντανό έναν μάρτυρα σαν και του λόγου του, για να μη μιλήσουμε για το γεγονός ότι γι' αυτούς, που σε κάποιες «θερμές» συνοικίες είχαν αποκτήσει τη φήμη «λαιμητόμων», πραγματικά, η δουλειά δεν θα ήταν ούτε νέα ούτε ιδιαιτέρως παρακινδυνευμένη. 12. Αυτό που του συνέβη -είπε ο Κόριμ κουνώντας το κεφάλι και μην μπορώντας ακόμα να το πιστέψει-, στην αρχή, ήταν δύσκολο να τοσυλλάβεικαινατο αποδεχτεί, γιατί, αφού διαπίστωσε και συνειδητοποίησε την περιπλοκότητα των πραγμάτων, χρειάστηκε, υπακούοντας σε μια πρώτη και αστραπιαία παρόρμηση, να παραιτηθεί μια για πάντα από το «νοσηρό του όραμα του ιεραρχημένου κόσμου» και να κατεδαφίσει την «ψευδοπυραμίδα», να απελευθερωθεί από την αυταπάτη, ω, πόσο ισχυρή και καθησυχαστική, αλλά εντελώς παιδιάστικη, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος σχημάτιζε ένα αδιαίρετο όλον, ένα όλον συνεχές και σταθερό, διεπόμενο εκ των έσω από μια ομοιογενή δομή της οποίας τα στοιχεία ήταν αυστηρώς αλληλοεξαρτώμενα, δίνοντας έτσι στο σύνολο του συστήματος μια κατεύθυνση, μια εξέλιξη, μια πρόοδο, μια σαφώς καθορισμένη ταχύτητα, δηλαδή, ένα όμορφο, απολύτως ορθολογικό περιεχόμενο, να λοιπόν από τι έπρεπε να παραιτηθεί, με την πρώτη και μια για πάντα, και στη συνέχεια, πολύ αργότερα, ας πούμε γύρω εκεί στην εκατοστή φάση του συλλογισμού του, να αναθεωρήσει ορισμένες πτυχές αυτού που είχε 24
χαρακτηρίσει ως παραίτηση απ' αυτό τον τρόπο ιεραρχικής σκέψης, αλλά αν χρειάστηκε να παραιτηθεί αρχικά και να αναθεωρήσει στη συνέχεια αυτή την τάξη του ορθολογικού κόσμου, με την πυραμιδοειδή δομή, η οποία αποδείχτηκε ψευδής και απατηλή, δεν ήτανγια να χάσει τον κόσμο για πάντα, όχι, γιατί, κατά έναν παράξενο τρόπο, και μάλιστα, κατά έναν εξαιρετικά παράξενο τρόπο, είπε, δεν είχε χάσει τίποτε, αντιθέτως, εκείνο το περίφημο βράδυ των γενεθλίων του ήταν η αφετηρία όχι για μια απώλεια, αλλά για ένα κέρδος που με δυσκολία μπορούσε να το συλλάβει ο νους του και να το αποδεχτεί, εφόσον, κατά τη διάρκεια αυτής της αργής διαδικασίας, ανάμεσα στην όχθη του ποταμού και στην εκατοστή φάση της εσωτερικής του πάλης, είχε συνειδητοποιήσει, παρατηρώντας την εξαιρετική περιπλοκότητα των πραγμάτων, ότι ο κόσμος δεν υπάρχει, όμως, όλη η ανθρώπινη σκέψη που αναφέρεται σ' αυτόν είναι απολύτως υπαρκτή και ότι μόνο μ’ αυτό τον τρόπο υφίσταται ο κόσμος, δηλαδή στις χιλιάδες παραλλαγές του: στις χιλιάδες προβολές του ανθρωπίνου πνεύματος που τον περιγράφει, εκείνον, τον κόσμο και, εφόσον, είπε, υπάρχει ως λέξη, ως Ρήμα αιωρούμενο υπεράνω των υδάτων, έγινε αμέσως σαφές για κείνον ότι το να εκφράσει μια τέτοια άποψη και να κάνει υποθέσεις ή να πρέπει να επιλέξέϊ δεν είχε κανένα νόημα, εφόσον δεν χρειάζεται να επιλέξουμε, αλλά να αποδεχτούμε το γεγονός ότι τίποτε δεν εξαρτάται από εμάς, να αποδεχτούμε ότι η ορθότητα ενός συλλογισμού, όσο αξιοσημείωτη κι αν είναι, δεν εξαρτάται από την ακρίβεια ή την ανακρίβειά του, εφόσον δεν υπήρχε κανένα μοντέλο αναφοράς ώστε να συγκριθεί με αυτό, αλλά από την ομορφιά του, και ότι αυτή η ομορφιά είναι που μας προτρέπει να πιστέψουμε στην ακρίβειά του, να λοιπόν, είπε ο Κόριμ, τι συνέβη ανάμεσα στο βράδυ των γενεθλίων του και στην εκατοστή φάση του συλλογισμού του, να τι του συνέβη, είχε κατανοήσει την αβυθομέτρητη δύναμη της πίστης και είχε δώσει μια νέα ερμηνεία σ' αυτό που γνώριζαν οι Αρχαίοι, 25
ότι δηλαδή ο κόσμος ήταν και υφίστατο χάρη στην πίστη για την ύπαρξή του και ότι, αν χανόταν αυτή η πίστη, θα αφανιζόταν κι αυτός, γεγονός που είχε ως φυσική συνέπεια, είπε, να κατακλυστεί από ένα παραλυτικό και τρομακτικό αίσθη μα πλούτου, διότι γνώριζε εφεξής ότι όλα όσα είχαν υπάρξει συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα και ότι ο ίδιος, εντελώς τυχαία, είχε βρεθεί σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση, από την οποία μπορούσε να δει καθαρά, πώς θα μπορούσε να το εκφράσει... αναστέναξε ο Κόριμ, ότι για παράδειγμα, ο Δίας είναι ακόμα εδώ και ότι όλοι οι θεοί του Ολύμπου είναι ακόμα ζωντανοί, ότι ο Γιαχβέ και ο Θεός βρίσκονται πάντα στον ουρανό και ότι όλα τα φαντάσματα, κουρνιασμένα σε διάφορες γωνιές, είναι πάντα δίπλα μας· ότι δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτε και να φοβόμαστε τα πάντα, γιατί τίποτε δεν εξαφανίζεται δίχως να αφήσει ίχνη και ότι το μη υπαρκτό έχει, όπως καιτο υπαρκτό, τους δικούς του νόμους* ότι υπάρχει πάντα ο Αλλάχ, όπως και ο αντάρτης Πρίγκιπας, και όλα τα νεκρά αστέρια του στερεώματος, και η στερεά Γη με τους ασεβείς της νόμους, όπως επίσης και η τρομακτική πραγματικότητα της κόλασης και του βασιλείου των δαιμόνων: υπάρχουν χιλιάδες και χιλιάδες κόσμοι, είπε ο Κόριμ και ο καθένας -είτε είναι μεγαλοτ πρεπής είτε τρομακτικός- ακολουθεί τους δικούς του νόμους, χιλιάδες και χιλιάδες, -ύψωσε τον τόνο της φωνής του- δίχως καμία σχέση μεταξύ τους, έτσι είχε σκεφτεί τότε τα πράγματα, είπε και, όταν είχε φτάσει σ’ αυτό το σημείο του συλλογισμού του, απολαμβάνοντας αυτή την άπειρη πληθώρα υπάρξεων, άρχισαν τα προβλήματα με το κεφάλι του, προβλήματα για την προβλέψιμη κατάληξη των οποίων τους είχε μιλήσει λίγο πριν, ίσως να μην μπόρεσε ν' αντέξει εκείνον τον πλούτο, εκείνη την άφθαρτη φύση του παρελθόντος και των θεών, δεν ήξερε τίποτε, το σημείο αυτό δεν το είχε ακόμα ξεκαθαρίσει, το θέμα είναι ότι ταυτόχρονα με τις κεφαλαλγίες και τους πόνους στον αυχένα και στην πλάτη, είχε αρχίσει ξαφνικά να ξεχνά: το ένα πράγμα μετά το άλλο, απροει26
δοποίητα, άναρχα και πολύ γρήγορα, κι αυτό είχε αρχίσει με τα κλειδιά που κρατούσε στα χέρια του, μετά με τη σελίδα του βιβλίου στην οποία είχε σταματήσει την προηγούμενη μέρα, στη συνέχεια, όλα όσα είχε κάνει τρεις μέρες νωρίτερα, μια Τετάρτη, από το πρωί μέχρι το βράδυ, έπειτα ξεχνούσε ανάκατα πράγματα, σημαντικά, επείγοντα, ανιαρά, ασήμαντα, έφτασε στο σημείο να ξεχάσειτο όνομα της μητέραςτου, είπε, καιτο άρωματων ροδάκινων, να ξεχάσει το γιατί κάποια πρόσωπα οικεία τού ήταν οικεία, το πώς είχε φέρει εις πέρας κάποια καθήκοντα που είχε αναλάβει, με λίγα λόγια, όλαάρχισαννα βγαίνουν από το κεφάλι του, ο κόσμος όλος, λίγο λίγο, αλλά κι αυτό ακόμα, δίχως καμία λογική , σαν να ήταν ακόμα αρκετό αυτό που έμενε ή, σαν να υπήρχε πάντα κάτι πιο σημαντικό από αυτό που μια ανώτερη, ακατανόητη δύναμη τον είχε καταδικάσει να λησμονήσει. 13* Πρέπει να έχω πιει το νερό της Λήθης, εξήγησε ο Κόριμ και, κουνώντας το κεφάλι του, με ύφος αποθαρρημένο, δίνοντάςτουςμ' αυτόν τον τρόπο να καταλάβουν πως δεν θα γνώριζε αναμφίβολα ποτέ πως έφτασαν τα πράγματα ώς εδώ, έβγαλε ένα πακέτο Μάλμπορο: Έχει κανείς φωτιά; % 14* Είχαν όλοι περίπου την ίδια ηλικία, ο νεότερος πρέπει να ήταν έντεκα χρονών, ο μεγαλύτερος δεκατρία ή δεκατέσσερα και όλοι τους είχαν στην κατοχή τους ένα ξυράφι, όχι μόνο το είχαν, αλλά ήξεραν όλοι, από τον μικρότερο ώς τον μεγαλύτερο, να το χειρίζονται, είτε το «απλό» είτε το τριπλό, το «συνδυαστικό», όπως το ονόμαζαν, και όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, ήταν ικανοί να το βγάλουν σε κλάσμα δευτερολέπτου και να το κάνουν να γλιστρά ανάμεσα στα δυο τους δάχτυλα, κόντρα στην τεντωμένη παλάμη, χωρίς ούτε έναν βλεφαρισμό, με το βλέμμα καρφωμένο στα μάτια 27
του θύματός τους και, στη συνέχεια, ο καταλληλότερος όλων, να μπορεί αστραπιαία να πετύχει την καρωτίδα, αυτό ήταν το μόνο που ήξεραν να κάνουν καλύτερα, κυρίως όλοι μαζί, και οι εφτά, πράγμα που τους καθιστούσε άκρως επικίνδυνους και είχε αρχίσει να τους προσδίδει μια κάποια φήμη, αλλά για να φτάσουν σ' αυτό το αποτέλεσμα, χρειάστηκε, βεβαίως, να εξασκούνται τακτικά, ακολουθώντας ένα σαφώς καθορισμένο πρόγραμμα, αλλάζοντας συνεχώς τόπο, επαναλαμβάνοντας εκατοντάδες και εκατοντάδες φορές τις ίδιες κινήσεις, μέχρι να καταφέρουν να τις εκτελέσουν σε χρόνο ρεκόρ και με τέλειο συγχρονισμό, μέχρι να φτάσουν σε τέτοιο σημείο τελειότητας ώστε, κατά την επίθεση , ο καθένας να ξέρει, δίχως να ανταλλάξουν έστω και μία λέξη, ποιος έπρεπε να προχωρήσει, ποιος έπρεπε να μείνει ακίνητος, με ποια σειρά έπρεπε οι υπόλοιποι να πάρουν θέση στα μετόπισθεν και, αφού έφταναν σ9αυτό το σημείο συγχρονισμού, δεν υπήρχε πια κανένα περιθώριο για δισταγμούς, για αυτοσχεδιασμούς, λειτουργούσαν τόσο καλά ως σύνολο, που δεν χρειαζόταν πλέον να μιλάνε και, επιπλέον, η θέα του αίματος, στραγγάλιζε τις λέξεις στο λαρύγγι τους, τους άφηνε βωβούς, πειθαρχημένους και σοβαρούς, ίσως υπερβολικά σοβαρούς, μια σοβαρότητα που, κατά κάποιο τρόπο, τους στοίχιζε, τώρα τους χρειαζόταν κάτι που θα τους οδηγούσε στον θάνατο με πιο διασκεδαστικό τρόπο, πιο παρακινδυνευμένο, δηλαδή με μεγαλύτερο ρίσκο, αυτό επεδίωκαν όλοι, αυτό τους ενδιέφερε και γι' αυτό έρχονταν εδώ πολλές εβδομάδες τώρα, για να διασκεδάσουν, είχαν περάσει εδώ αμέτρητα απογεύματα και αμέτρητα βράδια. 15Δεν υπήρχε τίποτε το διφορούμενο στη χειρονομία του, εξήγησε ο Κόριμ την επομένη στο γραφείο ταξιδίων της ΜΑί£ν, ήταν μια κίνηση εντελώς φυσική, συνηθισμένη, έβγαλε απλώς από την τσέπη του το πακέτο Μάλμπορο, μια ενστικτώδης χειρονομία, 28
ανώδυνη, που δεν είχε τίποτε το απειλητικό, ένα αντανακλαστικό, μια ξαφνική ιδέα που του πέρασε από το μυαλό, η ιδέα πως μ’ αυτή τη φιλική χειρονομία θα μπορούσε να χαλαρώσει λίγο την ατμόσφαιρα, μια απλή προσπάθεια να προσφέρει τσιγάρα για να ελαφρύνει λίγο την κατάσταση, με λίγα λόγια, ειλικρινά, όλα τα περίμενε εκτός από αυτό: τη στιγμή που έβγαζε το χέρι με το πακέτο Μάλμπορο από την τσέπη του, ένα άλλο χέρι τον έπιασε από τον καρπό, ένα χέρι που δεν τον έσφιξε σαν να του περνούσαν χειροπέδες , αλλά που παρέλυσε τον καρπό του, ο οποίος είχε αρχίσει να τον καίει, έλεγε την επομένη σοκαρισμένος ακόμα, είχε αισθανθεί τους μύες του να χαλαρώνουν, αλλά μόνον εκείνους που κρατούσαν το πακέτο Μάλμπορο, κι όσο συνέβαιναν αυτά δεν είχε ακουστεί ούτε γρι, κι ακόμα πιο εκπληκτικό, εκτός από το αγόρι δίπλα του που, έχοντας ερμηνεύσει λάθος την κίνησή του, είχε αντιδράσει με δεξιοτεχνία αντάξια ενός ακροβάτη που σου έκοβε την ανάσα, η υπόλοιπη ομάδα δεν είχε κάνει ρούπι, όλοι αρκέστηκαν να κοιτάζουν το πακέτο Μάλμπορο να πέφτει, μετά, ο ένας από αυτούς το είχε μαζέψει, είχε βγάλει ένα τσιγάρο και στη συνέχεια, το πακέτο περνούσε από χέρι σε χέρι, ενώ αυτός, ο Κόριμ, τρομοκρατημένος, έκανε πως δεν συμβαίνει τίποτε, ένα μικροεπεισόδιο, τόσο θλιβερό και γελοίο που δεν άξιζε τον κόπο να του δώσει την παραμικρή σημασία, μετά, με το αθώοχου χέρι, έπιασε ενστικτωδώς τον πληγωμένο καρπό του, χωρίς να έχει καταλάβει αμέσως τι ακριβώς είχε γίνει και, όταν λίγο μετά το είχε συνειδητοποιήσει, πίεσε μόνο με τον αντίχειρα το ασήμαντο τραύμα του, γιατί δεν ήταν τίποτε περισσότερο, μια τοσοδούλα γρατζουνιά και, όταν ο φρικτός θόρυβος που είχε αρχίσει να σφυροκοπά και να βαράει στο κεφάλι του -όπως συνήθως συνέβαινε σε παρόμοιες περιστάσεις- κόπασε, μια ψυχρή ηρεμία πλημμύρισε το κεφάλι του, σαν το αίμα που είχε απλωθεί στον καρπό του, με άλλα λόγια, διαβεβαίωνε την επομένη με σταθερή φωνή, ήξερε τότε με βεβαιότητα ότι θα τον σκότωναν. 29
ι6. Η δουλειά στα Αρχεία, είπε, αφού περίμενε ν’ ανάψει το τσιγάρο του και το τελευταίο πιτσιρίκι, ή ίσως, για να είμαστε πιο ακριβείς, διευκρίνισε μετρεμάμενη φωνή, η δική του δουλειά, κατά την άποψή του, δεν ήταν από εκείνες που ταπεινώνουν, εξευτελίζουν και καταρρακώνουν ψυχικά τους ανθρώπους, όχι, δεν ήταν καθόλου αυτή η περίπτωσή του, μάλιστα όφειλε να αναγνωρίσει ότι μετά από τη «θλιβερή τροπή των γεγονότων της συντροφικής ζωής», αυτή η δουλειά έγινε και παρέμεινε το μοναδικό, μάλιστα, το κύριο καταφύγιό του, τόσο στον χώρο των υποχρεωτικών του καθηκόντων όσο και στο επίπεδο των προσωπικών του ενασχολήσεων -εκτός ωρών εργασίας-, γιατί, κατά τους τελευταίους μήνες και από τη στιγμή που απέκτησε τη βασική, και μοιραία για τον ίδιο, γνώση ότι η Ιστορία ήταν, αν όχι η πιο πικρή, τουλάχιστον η πιο διασκεδαστική απόδειξη πως δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης στην αλήθεια, όλα όσα είχε ολοκληρώσει ως ιστορικός τεκμηρίωσης της ιστορίας ενός τόπου, προκειμένου να φωτίσει, να αποκαταστήσει, να διαιωνίσει και να προστατεύσει αυτή την Ιστορία, στην πραγματικότητα του επέτρεψαν να φτάσει σε μια κατάσταση εξαιρετικής ελευθερίας διότι, όταν βρέθηκε στη θέση να επιβεβαιώσει ότι οι πηγές αυτής της Ιστορίας των οποίων η προέλευση ήταν αβέβαιη και ο τελικός σκοπός τους αντιμετωπιζόταν συχνά με κυνισμό- συνιστούσαν ένα περίεργο κράμα από αναμνήσεις της ιστορικής πραγματικότητας, πραγματικής ή φανταστικής γνώσης του παρελθόντος, λάθη, ψεύδη, υπερβολές, γενικεύσεις, ακρίβεια ή ανακρίβεια των χρονολογικών και των αριθμητικών δεδομένων, σωστές ή εσφαλμένες ερμηνείες, παραπλανήσεθς, υποκειμενικότητα, τότε η δουλειά του στα Αρχεία ή, όπως έλεγαν εκεί κάτω, η μεθοδική αρχειοθέτηση των εγγράφων, ανεξαρτήτως του τρόπου αρχειοθέτησης, έγινε η ελευθερία του αυτή καθαυτή, διότι λίγο ενδιέφερε η φύση της 30
δουλειάς του, λίγο ενδιέφερε το γεγονός ότι ασχολούνταν με τη συνήθη, μεταβατική ή ειδική ταξινόμηση, λίγο ενδιέφερε το προς υπογραφή υλικό, ό,τι κι αν έκανε, όποιος κι αν ήταν ο τομέας οτον οποίον ανήκαν εκείνα τα περίπου δύο χιλιάδες μέτρα από λαβυρινθώδη έγγραφα που έπρεπε να ταξινομήσει, το δικό του Καθήκον περιοριζόταν στο να διατηρεί ζωντανή την Ιστορία, αλλά ακόμα και αν περνούσε πάντοτε δίπλα από την αλήθεια, το γεγονός ότι το γνώριζε και το έκανε συνειδητά, του εξασφάλιζε μια Τέλεια σιγουριά, μιαγαλήνη, μια σταθερότητα και, μάλιστα, κατά μία έννοια, μια μορφή άτρωτης προσωπικότητας, η οποία αναγνωρίζει μεν ότι είναι περιττό αυτό που κάνει, καθότι άνευ νοήματος, αλλά ότι αυτό το περιττό και το άνευ νοήματος εμπεριέχει μια μυστηριώδη και ασύγκριτη γλυκύτητα -ναι, αναμφίβολα, χάρη στη δουλειά του, είχε κατακτήσει την ελευθερία, δυστυχώς όμως όχι αρκετή, διότι από τη στιγμή που είχε γευτεί κατά τους τελευταίους μήνες τον εξαιρετικό χαρακτήρα αυτής της ελευθερίας, ζυγίζοντάς την, του φάνηκε αμέσως ελάχιστη, και άρχισε να επιθυμεί και να ποθεί διακαώς την υπέρτατη ελευθερία, είχε αρχίσει να αναρωτιέται λοιπόν, τι έπρεπε να κάνει για να την αποκτήσει, προςτα πού έπρεπε να στραφεί για να τη βρει, με άλλα λόγια, εκεί, στα Αρχεία είχε αρχίσει να τον βασανίζει το ερώτημα: αυτή η υπέρτατη ελευθερία πού θα μπορούσε να βρίσκεται;
Όλα αυτά, βέβαια, και στην πραγματικότητα όλη η ιστορία του, ανάγονταν στο απώτερο παρελθόν, είπε ο Κόριμ, στην ημέρα κατά την οποία είχε πει, για πρώτη φορά στον εαυτό του, ότι σ' αυτόν τον εντελώς τρελό κόσμο, σε καμία περίπτωση δεν θα άφηνε να κάνουν και τον ίδιο έναν κανονικό τρελό, θα ήταν βεβαίως βλακεία του να αμφισβητήσει το γεγονός ότι αργά ή γρήγορα τα πράγματα θα «κατέληγαν εκεί», ότι μία των η μερών θα του συνέβαινε
κάτιτέτοιο, ήταν όμως προφανές ότι δεν είχε φτάσει ακόμα σ' αυτό τοσημείο, εξάλλου, η τρέλα, σταδικάτου μάτια δεν είχε τίποτε το θλιβερό και το ολέθριο, δεν τη θεωρούσε καθόλου σοβαρή απειλή μπροστά στην οποία έπρεπε να τρέμει από πριν, όχι, πρόσω- πικά, ούτε μια στιγμή δεν είχε φοβηθεί, σε καμία περίπτωση, απλώς, αυτό που συνέβη, εξήγησε στα εφτά πιτσιρίκια, είναι πως μια ωραία μέρα, στα καλά του καθουμένου, είχε μια τεράστια «κρίση κατάθλιψης», και όταν το ξανασκέφτεται, η ιστορία του δεν είχε πραγματικά αρχίσει στην όχθη εκείνου του περίφημου ποταμού, αλλά πολύ νωρίτερα, πολύ πριν από τα γεγονότα στην όχθη του ποταμού, την ημέρα όπου ξαφνικά είχε νιώσει μια βαθιά, εντελώς ανείπωτη θλίψη που είχε συγκλονίσει όλο του το είναι, μια ωραία μέρα, στα καλά του καθουμένου και εντελώς ξαφνικά, είχε παρατηρήσει πως αυτό που τότε ονόμαζε «κατάσταση του κόσμου», τον είχε καταθλίψει μέχρι θανάτου, και αυτό δεν είχε καθόλου να κάνει με μια περαστική διάθεση που θα εξαφανιζόταν τόσο γρήγορα όσο γρήγορα είχε εμφανιστεί, αλλά με μια ιδιαιτέρως σφοδρή αναλαμπή που θα έκαιγε για πάντα μέσα του και θα τον φώτιζε μέσα στον κόσμο, έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν υπήρχε πλέον τίποτε το ευγενές, εάν ποτέ είχε υπάρξει, όχι, όχι, δεν υπερέβαλε, όχι, σοβαρά, ίσως δεν είχε υπάρξει ποτέ κάτι το «ωραίο» και το «αγαθό» γύρω του και σίγουρα δεν θα υπάρξει ποτέ πια, βεβαίως, αυτό ακουγόταν λίγο παιδιάστικο, τόσο παιδιάστικο, όσο και τα πικρά συμπεράσματά του για την Ιστορία, παραδέχτηκε, παιδιάστικο όπως ακριβώς και το γεγονός ότι βάλθηκε, με την πίκρα του υπό μάλης, να βολοδέρνει, την εποχή εκείνη, εδώ κι εκεί, κάθε μέρα και από μπαράκι σε μπαράκι, αναζητώντας κάποιον, έναν από εκείνους τους «ουράνιους αγγέλους» , για να επαναλάβει μια έκφραση την οποία χρησιμοποιούσε τότε που βρισκόταν σε κατάσταση «απόλυτης κατάθλιψης», και όταν τον βρήκε και του διηγήθηκε τα πάντα, μέσα στην απελπισία του, έστρεψε το όπλο εναντίον του, δόξα τω Θεώ! ευτυχώς 32
δίχως επιτυχία, με λίγα λόγια, όλα αυτά ήταν πραγματικά βλακείες, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι'αυτό, αλλά έτσι είχαν αρχίσει όλα, είναι εκείνη η κατάθλιψη που «γέννησε τον εντελώς νέο Κόριμ», και από εκείνη τη στιγμή και μετά, είχε αρχίσει να συλλογίζεται το πώς και το γιατί των πραγμάτων και αυτό που τον περίμενε, όταν κατάλαβε ότι ο ίδιος προσωπικά δεν είχε πια τίποτε να περιμένει από αυτόν τον κόσμο και, όταν είχε συνειδητοποιήσει ότι όλα είχαν τελειώσει γι' αυτόν, είχε πει: ωραία, σύμφωνοι, κατάλαβε, τα πράγματα ήταν όπως ήταν, τι να κάνει λοιπόν; να παραιτηθεί; να αποχωρήσει ωραία και αθόρυβα από τον κόσμο; ή τι άλλο; κι ακριβώς αυτό το ερώτημα, ή μάλλον η αδιαφορία με την οποία το διατύπωσε, τον οδήγησε κατευθείαν σ’ εκείνη τη μέρα της κρίσιμης απόφασης, ο* εκείνο το περίφημο πρωινό της Τετάρτης, κατά το οποίο ξαφνικά είχε πάρει την απόφαση: ή τώρα ή ποτέ, όταν κατάλαβε ότι έπρεπε να δράσει, να ορμήσει προςτα μπρος, ναι, αλλά περνώντας από φοβερά τρομακτικές φάσεις, είπε κουνώντας πάντα το κεφάλι, αυτοί, και οι εφτά, γνώριζαν στο μεταξύ από τι είδους δύσκολες φάσεις έπρεπε να περάσει, είπε, καθισμένος οκλαδόν στο μέσον της πεζογέφυρας, όλα είχαν αρχίσει στην όχθη του ποταμού, όταν είχε συνειδητοποιήσει την περιπλοκότητα του κόσμου και στη συνέχεια, όταν, εμβαθύνοντας τη σκέψη του, χρειάστηκε εκείνος, ο τοπικός ιστορικός μιας φωλίτσας εγκαταλελειμμένης από τον Θεό και χαμένης στα βάθη της Ουγγαρίας, να αναγνωρίσει τον φοβερό φιλοσοφικό πλούτο για τον υπάρχοντα κόσμο και τη μοναδική δημιουργική δύναμη της πίστης, και μετά, ήταν και ο φόβος για την απώλεια της μνήμης του και του κεφαλιού του και, τέλος, η γεύση της ελευθερίας σταΑρχεία, όλα αυτά ήταν που τον οδήγησαν στην τελική φάση, στο μη περαιτέρω, όπου έπρεπε να πάρει μια απόφαση, να ομολογήσει ότι, από την πλευρά του, δεν μπορούσενα συνεχίσει έτσι, εμποδίζοντας τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους, αλλά «να περάσει στην πράξη», να δράσει αλλιώς, με άλλο τρόπο από εκεί33
νον που δρουν οι άλλοι γύρω του, και πιο συγκεκριμένα: να πάρει μια μεγάλη απόφαση, την απόφαση να φύγει, να εγκαταλείψει το μέρος που του τάχθηκε να μείνει, να φύγει για πάντα, και όχι μόνο για να πάει αλλού, αλλά -η ιδέα αυτή πέρασε ξαφνικά από το μυαλό του- να πάει στο κέντρο τον κόσμον, εκεί όπου αποφασίζονται τα πάντα, συμβαίνουν και αποφασίζονται, όπως κάποτε στη «Ρώμη», πήρε λοιπόν την απόφαση να φτιάξει τις αποσκευές του και να φύγει με προορισμό αυτή τη «Ρώμη», γιατί-είχε αναρωτηθεί τότε-γιατί, για ποιο λόγο να σαπίσει σ’ ένα Κέντρο Αρχείων που βρίσκεται διακόσια είκοσι χιλιόμετρα νότια της Βουδαπέστης, όταν μπορούσε να εγκατασταθεί στο κέντρο του κόσμου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση ήταν χαμένος, έτσι δεν είναι; η ιδέα έπαιρνε σιγά σιγά τον δρόμο της μέσα στο πονεμένο κεφάλι του, είχε αρχίσει να μαθαίνει ξένες γλώσσες κι έπειτα, μια ωραία μέρα, στο τέλος του απογεύματος κι ενώ είχε μείνει μόνος στα Αρχεία, είχε αρχίσει να περιπλανιέται ανάμεσα στα ράφια ώσπου έπεσε, εντελώςτνχαία, πάνω ο9ένα ράφιτο οποίο δεν είχε ερευνήσει ποτέ και κατέβασε ένα φάκελο που δεν είχε ανοιχτεί ποτέ και από κανέναν, τουλάχιστον όχι από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, σ’ αυτόν τον φάκελο, μέσα στον οποίο διατηρούνταν κάποια οικογενειακά έγγραφα χωρίς ενδιαφέρον, βρήκε το έγγραφο αρ. IV· 3/10/1941-42 και όλη του η ζωή είχε ανατραπεί, γιατί εκείνο που ανακάλυψε εκεί μέσα του έδειχνε τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει αν ήθελε «να περάσει στην πράξη» για την «τελική σκηνή», του επέτρεψε να γνωρίζει πια μια για πάντα τι έπρεπε να κάνει μετά απ' όλα αυτά τα χρόνια σκέψεων, υπεκφυγών, αμφιβολιών, δηλαδή να ξεχάσει τα πάντα και να τα αφήσει πίσω του αμέσως, γιατί το έγγραφο αρ. IV. 3/10/1941-42 δεν του άφηνε κανένα περιθώριο και καμιά αμφιβολία για τη δράση που έπρεπε να αναλάβει στην κατάσταση θλίψης και νοσταλγίας για τη χαμένη ευγένεια στην οποία βρισκόταν, με άλλα λόγια , αυτό που του απέμενε ακόμα να κάνει ήταν, κυρίως, να ψά34
ξει αυτό το οποίο είχε τόσο σκληρά στερηθεί: εκείνο το τόσο ιδιαίτερο, το τόσο επιθυμητό, το τόσο φλογερά ποθητό πράγμα, την υπέρτατη ελευθερία. ι8. Το μόνο πράγμα που τους ενδιέφερε, εξηγούσαν την επομένη μπροστά στο «Βίη§ο Β^ γ », ήταν η καινούργια σφεντόνα την οποία χρησιμοποιούσαν γενικά για να σκοτώνουν τα ψάρια, πάντως, όχι ο παράλογος σωρός από βλακείες που έβγαινε ασταμάτητα από το στόμα του κωλόγερου, που έμοιαζε ανίκανος να σταματήσει και, μετά από μια ώρα, γινόταν όλο και πιο φανερό πως μπερδευόταν τελικά κι ο ίδιος από την ίδια του τη χαζοφλυαρία, αλλά αυτοί αδιαφορούσαν παντελώς για τον κωλόγερο, άδικα κουραζόταν, για κείνους, όλα αυτά ήταν μόνο αέρας κοπανιστός, ακριβώς όπως ο αέρας που φυσούσε πάνω στην πεζογέφυρα, δεν τον σκέφτονταν, δεν νοιάζονταν για κείνον, μπορούσε να φλυαρεί όσο ήθελε, το μόνο σημαντικό γι' αυτούς ήταν να ξέρουν πώς θα λειτουργούσαν οι τρεις σφεντόνες για ψάρεμα όταν θα έφτανε το τρένο των έξι και σαράντα οχτώ, λίγα λεπτά πριν περάσει το τρένο, δεν σκέφτονταν πια παρά μόνο αυτό, τις τ^ειςγερμανικές επαγγελματικές σφεντόνες που είχαν αγοράσει κρυφά για εννιά χιλιάδες φιορίνια στα παλιατζίδικα Γιόζεφ Αττίλα και τώρα τις είχαν κάτω από τα μπουφάν τους και βιάζονταν να δουν τι ψάρια πιάνουν, όπως έλεγαν, μ’ αυτές μπορούσες να χτυπήσεις απίστευτα πιο δυνατά απ' ό,τι με τις ουγγρικές σφεντόνες, όσο για την ελεύθερη λιθοβολία ούτε λόγος να γίνεται, κατά την άποψη ορισμένων, όχι μόνο αυτό το γερμανικό μαραφέτι χτυπούσε δυνατότερα, αλλά είχε και εκατό τοις εκατό εγγύηση ότι πετύχαινε τον στόχο, επομένως, είχε τη φήμη ότι ήταν ασυζητητί το καλύτερο, κυρίως χάρη στον νάρθηκα που συνδέει απευθείας τον καρπό με τη διχάλα και περιόριζε στο ελάχιστο ένα ενδεχόμενο τρέμουλο ή αμφιταλάντευση του χεριού, γιατί κρατούσε τον πήχη εν35
τελώς τεντωμένο, αυτό κυκλοφορούσε ως φήμη, είπαν, αλλά η πραγματικότητα είχε ξεπεράσει όλα όσα είχαν φανταστεί, ακόμα και στ’ όνειρό τους, γιατί, αυτό που ήταν ικανό να κάνει τούτο δω το μαραφέτι ήταν μοναδικό, εξήγησαν, κυρίως οι τέσσερις που δεν μπόρεσαν να το χειριστούν κατά την πρώτη έφοδο, απολύτως εκπληκτικό. 19. Ένα νέο εμπορικό τρένο πέρασε μουγκρίζοντας κάτω από την πεζογέφυρα η οποία δονήθηκε ελαφρώς και συνέχισε να δονείται έως ότου απομακρυνθεί και το τελευταίο βαγόνι, αφήνοντας πίσω του δύο φωτάκια που αναβόσβηναν και, ύστερα, πολύ γρήγορα, έσβησε σιγά σιγά και το κροτάλισμα των τροχών, επανήλθε η απόλυτη σιωπή και πάνω στα ίχνη που άφησαν πίσω τους τα δύο κόκκινα σημεία που απομακρύνονταν, ακριβώς πάνω από τις ράγες, μόλις ένα μέτρο πιο πάνω, φάνηκε ένα σμήνος από νυχτερίδες που ακολούθησαν το τρένο με προορισμό τον σιδηροδρομικό σταθμό Ράκοσρεντεζο' όλα συνέβησαν μες στη σιωπή, δίχως τον παραμικρό θόρυβο, σαν μια ίλη μεσαιωνικών φαντασμάτων που πετά, σε αρμονική διάταξη, με σταθερή ταχύτητα, παράξενα σταθερή, με απόλυτη ακρίβεια, στο κέντρο των δύο σιδηροτροχιών, σαν να ρυμουλκούνταν προς τη Βουδαπέστη, εκμεταλλευόμενες το ρεύμα αέρος που προκαλούσε η κίνηση του τρένου, το οποίο χάραζε την πορεία τους, τις παρέσυρε, τις απορροφούσε για να τις βοηθήσει να φτάσουν στη Βουδαπέστη, με ανοιγμένα τα φτερά τους, ένα μέτρο πάνω από τις τραβέρσες και ενώ έπεφτε η νύχτα. 20.
Γενικά δεν κάπνιζε, είπε ο Κόριμ, το πακέτο Μάλμπορο το κουβαλούσε επάνω του μόνο και μόνο γιατί έπρεπε καθ’ οδόν να κάνει κέρματα για να πάρει έναν καφέ από το αυτόματο μηχάνημα και στο κιόσκι του σταθμού δεν δέχονταν να τον εξυπηρετήσουν 36
παρά μόνο υπό τον όρο ότι θα αγόραζε ένα πακέτο τσιγάρα, άρα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έπρεπε να το αγοράσει και φυσικά θα μπορούσε να το είχε πετάξει, αλλά την τελευταία στιγμή δεν το έκανε, γιατί σκέφτηκε πως θα μπορούσε να του χρησιμεύσει σε κάτι και τελικά είχε δίκιο, έτσι δεν είναι; είπε, καλά έκανε που το κράτησε, αν και για τον ίδιο προσωπικά δεν είχε καμία χρησιμότητα, μόνο μια φορά, είπε ο Κόριμ, υψώνοντας τον δείκτη του χεριού του στον αέρα, για να είναι απόλυτα ειλικρινής, μια φορά, μόνο μία, θα άναβε ευχαρίστως ένα τσιγάρο, την ημέρα που είχε βγει άπρακτος από το γραφείο ταξιδίων ΙΒυδΖ, εξαιτίας των δύο νοσοκόμων του ψυχιατρείου* όταν είχε περάσει από μπροστά τους, είχαν αρχίσει να τον παρακολουθούν με τα μάτια τους, μετά αντάλλαξαν ένα βλέμμα αλλά δεν όρμησαν καταπάνω του, τουλάχιστον όχι αμέσως, αλλά τον παρακολουθούσαν σαν να ήταν ύποπτος, βασικά, είναι απόλυτα σίγουρος γι' αυτό, παρόλο που δεν είχε στρέψει ούτε μια φορά το κεφάλι του για να τις δει, ένιωθε μέσα από τους πόρους του δέρματός του ότι οι νοσοκόμες ήταν πίσω του, τον παρακολουθούσαν βήμα βήμα, κι εκείνος, είπε ο Κόριμ, είχε επιστρέφει κατευθείαν στο σπίτι του, δίχως πολλές σκέψεις, αποφασισμένος να φτιάξει τις αποσκευές του, και παρόλο που είχε πουλήσει ήδη το διαμέρισμά του, είχε ξεπουλήσει όλα τα υπάρχοντά του, είχε καταστρέψει τον τεράστισρωρό των συσσωρευμένων επί σειρά ετών εγγράφων, τις σημειώσεις, τις εφημερίδες, τις φωτοτυπίες, τις επιστολές... είχε ρίξει στη φωτιά όλες τις φωτογραφίες και όλα τα επίσημα έγγραφα -εκτός από το διαβατήριό του- την ταυτότητα, το οικογενειακό βιβλιάριο, το βιβλιάριο κοινωνικής ασφάλισης, κ.λπ., έτσι ώστε να νιώθει ξαλαφρωμένος από κάθε περιττό βάρος, μπαίνοντας στο διαμέρισμά του τον είχε πιάσει πανικός, γιατί είχε την αίσθηση πως έπρεπε να φύγει το συντομότερο δυνατόν, αλλά οι πολλές προετοιμασίες θα του έπαιρναν πολύ χρόνο, γεγονός που αποδείχτηκε λάθος υπολογισμός, εφόσον «οι πολλές προετοιμασίες» του πήραν όλο 37
κι όλο μόνο μια ώρα γεμάτη, μια ώρα ήταν αρκετή για να είναι πανέτοιμος, το διανοείστε; είπε, υψώνοντας τη φωνή του, μια ώρα όλο κι όλο και για όλα, μετά από όλους αυτούς τους μήνες, μέσα σε μια ώρα ήταν ξαφνικά έτοιμος να επιχειρήσει το μεγάλο ταξίδι, έτοιμος να αφήσει ένα διαμέρισμα όπου δεν θα ξαναπατούσε ποτέ πια το πόδι του, μια ώρα ώστε το όνειρό του να γίνει πραγματικότητα, δηλαδή να εγκαταλείψει οριστικά τα πάντα και, ενώ στεκόταν στο κέντρο του άδειου διαμερίσματος, σαρώνοντας με το βλέμμα του όλο αυτό το κενό, δίχως την παραμικρή λύπη ή συγκίνηση, είχε συνειδητοποιήσει ότι μια ώρα είναι αρκετή για να διαλυθούν τα πάντα και να βρεθούμε, πριν εξαφανιστούμε, στο κέντρο ενός εντελώς διαλυμένου διαμερίσματος, και ακριβώς εκείνη τη στιγμή, είπε ο Κόριμ, θα άναβε ευχαρίστως ένα τσιγάρο, θα κάπνιζε μια γερή γόπα, ήταν παράξενο, αλλά ξαφνικά είχε την επιθυμία να νιώσει αυτή τη γεύση, να τραβήξει μια γερή ρουφηξιά, μετά να φυσήξει αργά αργά τον καπνό, ήταν η μία και μοναδική φορά στη ζωή του που το αισθάνθηκε αυτό και ακόμη και τώρα δεν καταλάβαινε γιατί. 21
.
Ένας αρχειοφύλακας, είπε ο Κόριμ και, κυρίως, ένας αρχειοφύλακας που έχει ελπίδες να προαχθεί σε προϊστάμενο όπως ο ίδιος, έπρεπε να έχει γνώσεις σε πολλούς τομείς, αλλά υπήρχε κάτι που μπορούσε να τους το ομολογήσει: κανείς αρχειοφύλακας, ούτε καν ένας αρχειοφύλακας που έχει ελπίδες να προαχθεί σε προϊστάμενο, δεν κατείχε τις γνώσεις και τις ικανότητες που ήταν αναγκαίες για ένα ταξίδι πάνω στους προσκρουστήρες ή στον θάλαμο χειροπέδης μιας εμπορικής αμαξοστοιχίας και γι· αυτό, αφού είχε αποφασίσει ότι ως φυγάς δεν μπορούσε να πάρει το λεωφορείο, το τρένο ή να κάνει ωτοστόπ, εφόσον κάποιος που είναι εξαρτημένος από ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο, το οποίο ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει αντικείμενο ελέγχου, μπορεί να 38
εντοπιστεί πολύ γρήγορα, να ταυτοποιηθεί και εύκολα να συλληφθεί, είχε αρχίσει για κείνον ένας απαίσιος Γολγοθάς, το φαντάζεστε!, είπε ο Κόριμ, αυτός που, καθώς γνώριζαν, είχε ζήσει απομονωμένος επί δεκαετίες, στο εσωτερικό, τρόπος του λέγειν, ενός τετραγώνου, οριοθετημένου από το διαμέρισμά του, το μπαράκι του, το γραφείο του στα Αρχεία και το μπακάλικο, και δεν είχε βγει ποτέ από εκεί, όχι, όχι, χωρίς πλάκα, δεν είχε βγει ούτε καν για μια ώρα, εκσφενδονίστηκε άξαφνα προς τα έξω, σε μια συνοικία εντελώς άγνωστη και εγκαταλελειμμένη, πίσω από ένα σταθμό, να σουλατσάρει ανάμεσα σε σιδηροδρομικές γραμμές, ισορροπώντας πάνω σε τραβέρσες, με το βλέμμα προσηλωμένο στα φώτα σηματοδότησης και στους σηματοφόρους, υποχρεωμένος, κάθε φορά που εμφανιζόταν ένα τρένο ή ένας σιδηροδρομικός υπάλληλος, να τρέξει να κρυφτεί μέσα σ’ ένα χαντάκι ή ένα θάμνο, γιατί έτσι έγιναν τα πράγματα: γινόταν καπνός και έφευγε μακριά από τις τραβέρσες, τους σηματοφόρους, τα φώτα, κι έπειτα, φτου κι απ’ την αρχή, πηδούσε σ' ένα τρένο που ήταν εν κινήσει και με τη διαρκή αγωνία, κατά τη διαδρομή των διακοσίων είκοσι χιλιομέτρων, μην τυχόν και εντοπιστεί από έναν υπάλληλο, έναν σταθμάρχη, έναν ελεγκτή των φρένων ή των τροχών, ήταν εφιαλτικό, είπε, ακόμα καιτώρα που τα είχε αφήσει όλα αυτά πίσω του, δυσκολευόταν να ξανασκεφτεί όλα όσα έζησε σ' αυτό το ταξίδι, και δεν ήξερε πια τι ήταν το πιο αφόρητο και το πιο καταθλιπτικό, η παγωνιά που του τρυπούσε το μεδούλι μέσα στον θάλαμο χειροπέδης ή η δυσκολία του να κοιμηθεί* ήταν τόσο στενάχωρα εκεί που δεν μπορούσε να απλώσει τα πόδια του και συνεχώς έπρεπε να σηκώνεται, πράγμα εξαντλητικό, για να μη μιλήσει για τα υπόλοιπα, όπως η τροφή που περιοριζόταν μόνο σε μπισκότα, κάποιες πλάκες σοκολάτας και καφέδες, όλα αυτά τα έβρισκε στα κυλικεία των σταθμών, αλλά μετά από δυο μέρες του προκαλούσαν ναυτία, ήταν μια πραγματική κόλαση, είπε στα εφτά πιτσιρίκια, έπρεπε να τον πιστέψουν, και όχι μόνο εξαιτίας 39
της παγωνιάς, της αϋπνίας, των μουδιασμένων ποδιών και της ναυτίας, αλλά και γιατί σε όλα αυτά έπρεπε να προστεθεί και το άγχος του αν πάνε ή όχι προς τη σωστή κατεύθυνση, ακόμα και όταν ο προορισμός στις αναρτημένες πάνω στα βαγόνια πινακίδες ήταν σωστός, κάθε φορά που διέσχιζε μια πόλη ή ένα χωριό, Μπεκέσαμπα, Μεζόμπερενγκ, Γκίομα, Σάγιομπ, άρχιζε να αμφιβάλλει, κι αυτή η αμφιβολία του μεγάλωνε από χιλιόμετρο σε χιλιόμετρο και ετοιμαζόταν να πηδήξει για να σκαρφαλώσει σε ένα άλλο τρένο που πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά τελικά παραιτούνταν, λέγοντας πως θα είχε μεγαλύτερες πιθανότητες σε έναν μεγάλο σταθμό, αλλά αμέσως μετά μετάνιωνε που είχε μείνει εκεί και δεν είχε πηδήξει εγκαίρως, και τότε ένιωθε εντελώς χαμένος, αλλά παρ'όλα αυτά, έπρεπε να είναι σε επιφυλακή για την περίπτωση που θα έμπαινε σε πιο επικίνδυνο έδαφος, όπου μπορούσενα εμφανιστεί ο οποιοσδήποτε, ένας υπάλληλος, ένας μηχανικός ή ένας οδηγός αμαξοστοιχίας, ή οποιοδήποτε άλλο άτομο, γιατί αυτό θα σήμαινε το τέλος, τότε θα έπρεπε να βγει στο άψε-σβήσε από τον θάλαμο χειροπέδης, για να βρει κρησφύγετο, ένα ρουμάνι, ένα κτίριο ή έναν θάμνο, να πώς έφτασε μέχρι εδώ, εντελώς παγωμένος και πεινασμένος και είχε όρεξη να φάει κάτι αλμυρό και, κυρίως, αν δεν ήταν υπερβολικό αυτό που τους ζητούσε και με την άδειά τους, θα προτιμούσε να φύγει τώρα και να φτάσει στο κέντρο της πόλης, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να βρει ένα μέρος για να περάσει τη νύχτα, και να περιμένει να ανοίξει, το επόμενο πρωί, το γραφείο της ΜΑΕΕν. 22. Απίστευτο! Η πέτρα που διάλεξαν και πρέπει να είχε το μέγεθος μιας παιδικής γροθιάς, με το πρώτο χτύπημα διέλυσε ένα από τα τζάμια, και όχι μόνο άκουσαν τον θόρυβο που έκανε, παρά το μουγκρητό του τρένου, αλλά είδαν να εκρήγνηται σε κλάσμα δευτερολέπτου και ένα από τα πολλά παράθυρα και να σπάει σε χι40
λιάδες μικροσκοπικά γυάλινα θραύσματα, γιατί είχε φτάσει, εξηγούσαν την επομένη, με ελαφρά καθυστέρηση, αλλά είχε φτάσει, και μόλις το διέκριναν, το έβαλαν στα πόδια για να βρουν την κρυψώνα τους δίπλα στην επιχωμάτωση της σιδηροδρομικής γραμμής και, όταν πέρασε το τρένο από μπροστά τους, όρμησαν και: πυρ! Τρεις με τις σφεντόνες για ψάρεμα, τρεις με κανονικές σφεντόνες και ένας με ελεύθερη λιθοβολία, αλλά όλοι, ταυτοχρόνως, σε θέση μάχης, και: πυρ! εκσφενδόνισαν χαλίκια στο τρένο των έξι και σαράντα οχτώ, εκσφενδόνισαν χαλίκια και ένα από τα τζάμια στο πρώτο βαγόνι έγινε θρύψαλλα, αλλά δεν μπορούσαν να αρκεστούν σε τόσα λίγα, έτσι ήρθε η δεύτερη ριπή, αλλά αυτή τη φορά έπρεπε να καραδοκούν για το ενδεχόμενο ν' αρχίσει να χτυπάει ο συναγερμός και να έχουν την προσοχή τους συγκεντρωμένη στο έπακρο για να βεβαιωθούν γρήγορα ότι όχι, ο συναγερμός δεν χτύπησε, δεν ακούστηκε κανένας διαπεραστικός συριγμός, ο επιβάτης που καθόταν δίπλα στο παράθυρο θα πρέπει να είχε γίνει κομμάτια και ο πανικός πρέπει να ήταν πολύ μεγάλος και όλο αυτό ήταν απίστευτο αλλά αληθινό, εξηγούσαν κατά τη διάρκεια της λεπτομερούς περιγραφής που έκαναν μπροστά στο «Βίη§ο Β * γ » , όλα έγιναν σε λιγότερο από ένα λεπτό της ώρας, ίσως μόνο μέσα σε είκοσι δευτερόλεπτα, λιγότερα μάλιστα, ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πει κανείς, αντίθετα, ένα πράγμα ήταν σίγουρο, ότι όλοι είχαν αποδείξει πως βρίσκονταν σε ετοιμότητα για το ενδεχόμενο που θα χτυπούσε ο συναγερμός και, μετά, αφού τίποτε δεν συνέβη σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα των είκοσι δευτερολέπτων, διακινδύνευσαν μια δεύτερη ριπή και άκουσαν τις πέτρες να χτυπούν τα...τα...τα...τα...τα... τα... με μεγάλη ταχύτητα, τις λαμαρίνες των βαγονιών και, ύστερα, στο ύψος του τελευταίου βαγονιού, είχαν πετύχει ακόμα μια φορά τον στόχο τους, ένα τζάμι εξερράγη μέσα σ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο, καλύπτοντας το μούγκρισμα του τρένου, αλλά αργότερα, αφού την κοπάνησαν και κούρνιασαν σε απόσταση ασφαλείας, όταν άρχι41
σαν να αναλύουν, με την υπερδιέγερση που τους χαρακτήριζε, όλα όσα συνέβησαν, υπέθεσαν ότι το δεύτερο χτύπη μα πρέπει να πέτυχε απλώς την ταχυδρομική άμαξα, ενώ το πρώτο -και τότε η φωνή τους πνίγηκε από τον ενθουσιασμό- είχε πετύχει τον στόχο χίλια τα εκατό! και επαναλάμβαναν την έκφραση που είχε αρχίσει να κυκλοφορεί εκ περιτροπής από τον έναν στον άλλο, σαν γαργαλιστικό δάχτυλο, την πάσαραν ο ένας στον άλλο και τελικά άρχισαν να κυλιούνται καταγής, ουρλιάζοντας, με κομμένη την ανάσα και έχοντας λόξιγκα, πνιγμένοι από την κρίση γέλιου που, από τη στιγμή που είχε ξεκινήσει, ήταν αδύνατο πια να σταματήσει και την επόμενη μέρα ακόμα, μόλις την πρόφεραν, ξανάρχιζε: χίλια τα εκατό! και χτυπούσαν ο ένας την πλάτη του άλλου, ω, διάολε, διάνα! το 'δες αυτό, δικέ μου; διάνα κολλητέ μου! κι αυτό κράτησε μέχρι τελικής εξαντλήσεως, αρκετά μακριά από τον τόπο του εγκλήματος, μακριά, πολύ μακριά, ώστε να ανησυχούν για τον υποτιθέμενο νεκρό και, φυσικά, δίχωςνα αντιληφθείοΚόριμ το παραμικρό, γιατί δεν θα μπορούσε ποτέ να ξέρει τι είχε συμβεί, όταν τα εφτά πιτσιρίκια τινάχτηκαν επάνω και εξαφανίστηκαν από την πεζογέφυρα, είχαν γίνει καπνός για πάντα, και οι εφτά, σαν να μην υπήρξαν ποτέ, και ο Κόριμ πήρε τότε τα ποδαράκια του στον ώμο και βάλθηκε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση , σαν τρελός, δίχως να κοιτάζει πίσω, να δραπετεύσει όσο γίνεται πιο μακριά, τόνιζε μία μία τις λέξεις στο κεφάλι του, αλλά το σημαντικό ήταν, μονολογούσε ασθμαίνοντας, να μην παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του κέντρου της πόλης, από τον στόχο του, το κέντρο της Βουδαπέστης, κι εκεί να βρει ένα μέρος να περάσει τη νύχτα, ένα καταφύγιο όπου θα μπορούσε να ζεσταθεί και, ίσως, ενδεχομένως, να φάει κάτι, αλλά πάνω απ' όλα να βρει ένα μέρος να περάσει τη νύχτα, δωρεάν, γιατί δεν μπορούσε να ξοδέψει τα χρήματα πριν μάθει πόσο θα κόστιζε το εισιτήριο της επομένης, ένα ήσυχο μέρος, είπε στο γραφείο της Μ Αΐ£ν, ήταν αυτό που ήθελε όταν συνήλθε ξαφνικά και βρέθηκε, εντελώς 42
απροσδόκητα, ελεύθερος, όταν χωρίς να εκστομίσουν λέξη, είχαν εξαφανιστεί, όταν με τα μουδιασμένα πόδια του και, ξεχνώντας το τραύμα του στο χέρι -είχε σταματήσει η αιμορραγία- είχε αρπάξει αυτή την ανέλπιστη ευκαιρία και βάλθηκε να τρέχει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, προχωρούσε, προχωρούσε, με κατεύθυνση προς το φως, μετά επιβραδύνοντας και περπατώντας, ξεθεωμένος από κούραση και φόβο και λίγο τον ενδιέφερε τι έλεγαν οι περαστικοί, αδιαφορούσε παντελώς για το αν θα τράκαρε, ίσως τυχαία, τους διώκτες του, κάρφωνε μόνο με το βλέμμα του τους περαστικούς, τους κοίταζε ολόισια μες στα μάτια, ψάχνοντας ανάμεσά τους να βρει αυτόν στον οποίον θα μπορούσε, εξαντλημένος και πεινασμένος, να απευθυνθεί. 23* Έτσι είμα ι εγώ, είπε ο Κόριμ, ανοίγοντας τα χέρια του, όταν διέκρινε ένα ζευγάρι μπροστά σ' ένα μπουλούκι ανθρώπων, μετά, συνειδητοποιώντας ξαφνικά την αδυναμία του να εξηγήσει ποιος ήταν, τη στιγμή μάλιστα που αυτό δεν ενδιέφερε κανέναν, αρκέστηκε να προσθέσει: Μήπως έχετε κανένα σχέδιο... για τη νύχτα; 24. Η μουσική, ο τόπος, το πλήθος ή μάλλον αυτή η μάζα νεανικών προσώπων* το ημίφως, ο ηχητικός όγκος, ο καπνός, το αγόρι και το κορίτσι στους οποίους απευθύνθηκε και που τον είχαν βοηθήσει, κατά τη σωματική έρευνα και μετά στο ταμείο, το πως τον άφησαν να μπει, εξηγώντας πού, τι και πώς, κι εκείνοι επαναλαμβάνοντας ευγενικά πως ναι, σίγουρα είχαν λύση για το πρόβλημά του, η καλύτερη λύση ήταν να μπει και να μείνει στο Άλμασυ, όπου προβλεπόταν να γίνει ένα μεγάλο πάρτι, με τους Μπάλατον αλλά και με τον Μιχάλι Βιγκ, γενικώς, το πάρτι μαζί του κράταγε ώς το πρωί, οπότε δεν είχε να φοβάται τίποτε· κι ύστερα, αυτό το απίστευτο πλήθος, η δυσοσμία και, τέλος, όλα 43
εκείνα τα ζευγάρια εξαγριωμένων ματιών, των απλανών και λυπημένων, παντού, με λίγα λόγια, όλα ξαφνικά, πολύ ξαφνικά, εξήγησε ο Κόριμ την επομένη στο γραφείο της ΜΑΙΕν, μετά από ατέλειωτες μέρες μοναξιάς, μετά από ώρες αγωνίας, όταν του επιτέθηκαν στην πεζογέφυρα, όλα αυτά λοιπόν τον είχαν καταβάλει και μετά από ένα μόλις λεπτό, το κεφάλι του είχε αρχίσει να γυρίζει και να βουίζει, ήταν ανίκανος να προσαρμοστεί στο οτιδήποτε, τα μάτια του δεν μπορούσαν να συνηθίσουν το ημίφως και τον καπνό, τα αυτιά του τον θόρυβο που, μετά από το διαβολεμένο κροτάλισμα του τρένου, του ήταν ανυπόφορος, και στην αρχή δεν ήταν σε θέση να κουνηθεί μέσα σ' αυτό τον «συνωστισμό απελπισμένων γλεντο κόπων», όπως το ονόμαζε, κι έμεινε λοιπόν για μια στιγμή στη θέση του, μετά, σιγά σιγά, κατάφερεν’ ανοίξει δρόμο μέσα από τους κολλημένους μεταξύ τους χορευτές, που έσταζαν ιδρώτα και κατάφερε να φτάσει σε μιαν άκρη και να εισχωρήσει ανάμεσα σε δυο ακίνητες και σιωπηλές ομάδες, όπου επιτέλους, μπόρεσε να αντιμετωπίσει τον ηχητικό όγκο και να αναπτύξει ένα είδος άμυνας, μάλιστα: άμυνας απέναντι σ' αυτό που εντελώς απροσδόκητα έπεσε στο κεφάλι του, μόνο εκεί και σιγά σιγά άρχισε να συνέρχεται και να βάζει σε τάξη τις σκέψεις του, γιατί , τώρα που βρήκε καταφύγιο, ας ήταν χαοτικό και φίσκα, οι σκέψεις του είχαν διασκορπιστεί τελείως μες στο κεφάλι του, και όσο προσπαθούσε να τις συμμαζέψει, τόσο εκείνες διασκορπίζονταν, και ευχαρίστως θα ήθελε να τα παρατήσει όλα και να ξαπλώσει καταγής σε μια γωνιά, αλλά δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση, σκέφτηκε, και αυτή ήταν η τελευταία του σκέψη, η μόνη που μπόρεσε να κάνει μετά από καιρό, κι έμεινε εκεί καρφωμένος, με τις σκέψεις του σκόρπιες μες στο κεφάλι του, να κοιτάζει το συγκρότημα, μετά το πλήθος, μετά πάλι το συγκρότημα, προσπάθησε μάταια να πιάσει το αυτί του κάποιες λέξεις από τα μουσικά κομμάτια που διαδέχονταν το ένα το άλλο, ασταμάτητα, έπιασε στον αέρα μόνο κάποια ψίχουλα, «είναι το τέλος», «όλα είναι ελεεινά», κι εκείνη η 44
παγωμένη μελαγχολία των τραγουδιών τον άγγιξε αμέσως, παρά τονγενικευμένο θόρυβο, παρατήρησε τους τρεις μουσικούς, τον ντράμερ στο βάθος με τα πράσινα μαλλιά του, που χτυπούσε τα ντραμς με το βλέμμα προσηλωμένο σ' ένα σημείο μπροστά του, μετά τον μπασίστα, στην άκρη, με τα ξανθά πλατινένια μαλλιά του, που λίκνιζε οκνηρά το σώμα του στον ρυθμό των ακόρντων και, μετά, στην περίοπτη θέση της σκηνής, τον τραγουδιστή, έναν άντρα της ίδιας ηλικίας περίπου με τον Κόριμ, που το αυστηρό του βλέμμα μαρτυρούσε τη θανάσιμη ανία του και τη διάθεση να μιλήσει μόνο για τη θανάσιμη ανία και, πότε πότε, σάρωνε με το αυστηρό του βλέμμα το μαζεμένο μπροστά στα πόδια του πλήθος και έδινε την εντύπωση πως ήθελε, στη θέα αυτού του πλήθους, να εγκαταλείψει τη σκηνή για πάντα, αλλά έμενε και συνέχιζε να τραγουδά, τους παρατηρούσε και αισθανόταν πελαγωμένος, μ* εκείνη την απελπιστική μελαγχολία που του προκαλούσε ζάλη, τον έθλιβε, του έσφιγγε το λαρύγγι, με λίγα λόγια, είπε ο Κόριμ, όλα αυτά για να πει πως κατά τη διάρκεια των δύο ή τριών πρώτων ωρών, το Πολιτιστικό Κέντρο της πλατείας Άλμασυ, μ’ εκείνο το μεγάλο πάρτι, ήταν για κείνον κάθε άλλο παρά καταφύγιο. 25Μια καρδιά ατιό τεφλόν, σιγοτραγουδούσαν εν χορώ με τον τραγουδιστή και, αμέσως μετά, έκαναν ένα τσιγαριλίκι και τέρμα οι έγνοιες, μόνον ο ελαφρύς τελετουργικός ίλιγγος, με λίγα λόγια, εξηγούσαν σε έναν από τους στενούς τους φίλους την επομένη στο τηλέφωνο, λίγη ώρα αφότου επέστρεψαν στο σπίτι τους, ο τύπος εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος και τον είχαν χάσει από τα μάτιατους, απίστευτος τύπος, είχε καρφωθεί μπροστά τους στην πλατεία και τους είχε πει, έτσι είμαι εγώ, έχετε κάνα σχέδιο για τη νύχτα, το φαντάζεσαι, είπαν στον φίλο τους, τους είπε επί λέξει, έτσι είμαι εγώ, χωρίςνα εξηγήσει τι σήμαινε το «έτσι», πραγματικό παραλήρημα, ή μήπως όχι; και μετά έπρεπε να δεις την 45
εμφάνισή του! φοβερή! φορούσε ένα μακρύ μαύρο παλτό που μύριζε ναφθαλίνη και το κεφάλι του, σε σχέση με το σώμα του, ήταν μικροσκοπικό, κεφάλι φαλακρό, ολοστρόγγυλο, με δυο μεγάλα αυτιά σαν λάχανα, θα 'λεγες, μια γριά νυχτερίδα κουρνιασμένη πάνω στα δυο της πόδια, πραγματικά, η εμφάνιση αυτού του τύπου ήταν χάλια, ενός τύπου, που ασφαλώς δεν ήταν άλλος από τον Κόριμ, ο οποίος με δυσκολία θα αναγνώριζε τον εαυτό του μέσα από αυτή την περιγραφή, τον Κόριμ, που θυμόταν το νεαρό αγόρι και το νεαρό κορίτσι τα οποία τον άφησαν να μπει και σκεφτόταν πως δεν θα είχε καμία πιθανότητα να τους ξαναδεί μια μέρα, τουλάχιστον όχι μέσα σ' αυτό το πλήθος, γιατί, πολύ αργότερα , δυο με τρεις ώρες μετά, αφού είχε ζεσταθεί και είχε αρχίσει να εγκλιματίζεται στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην αίθουσα, άφησε τον τοίχο και πήγε να ψάξει τον μπουφέ, κυρίως για να πιει κάτι, όχι αλκοόλ βεβαίως, γιατί το είχε κόψει οριστικά μήνες πριν, με λίγα λόγια, όρμησε μέσα σ' αυτό το απερίγραπτο πλήθος και ήπιε μια κόκα κόλα, στην αρχή μια μικρή, μετά μια μεγάλη, δεν υπήρχε εμφιαλωμένη κόκα, μόνο κόκα από βαρέλι, σερβιρισμένη σε κύπελλα, αλλά όλα καλά, και μετά το τρίτο ποτήρι, δεν είχε πια όρεξη ούτε καν να φάει, το στομάχι του είχε φουσκώσει, επίσης επιχείρησε, μιας και ήταν περασμένα μεσάνυχτα , να εξερευνήσει τον χώρο, και εντόπισε στα σκοτεινά τους χώρους που διέθετε το Πολιτιστικό Κέντρο της Πλατείας Άλμασυ, όπου μπορούσε να περάσει τη νύχτα, γιατί, αυτό ήθελε, ένα μέρος όπου δεν θα τον έβρισκαν οι φύλακες, εάν ποτέ αυτό το διαβολεμένο πάρτι τελείωνε πριν από το χάραμα* περιπλανήθηκε εδώ κι εκεί, σκαρφάλωσε δυο-τρεις σκάλες, γύρισε κάποια χερούλια από πόρτες, χωρίς κανείς να του δώσει την παραμικρή προσοχή, γιατί εκείνη τη στιγμή, όλοι ανεξαιρέτως, αγόρια και κορίτσια, ήταν μισοπεθαμένοι από το μεθύσι, τα μάτια που διασταυρώνονταν με τα δικά του, ήταν όλο και πιο γυάλινα, σκόνταφτε σε αδρανή σώματα, καμιά φορά κάποιοι κατέρρεαν επάνω 46
του σαν άδεια σακιά και ήταν δύσκολο να τους ξανασηκώσεις, στο τέλος, ολόκληρο το Κέντρο Άλμασυ πρόσφερε ένα απίστευτο θέαμα, όλοι κατέρρευσαντελικά πάνω στο πάτωμα, στα σκαλοπάτια, ή στα πλακάκια της τουαλέτας, θα ’λεγες ένα παράξενο πεδίο μάχης όπου σιγά σιγά κυριαρχούσε η ιδέα της ήττας, ο τραγουδιστής συνέχιζε να τραγουδά, μετά σταμάτησε, όχι -όπως μάντεψε ο Κόριμ- στο τέλος, αλλά στη μέση του τραγουδιού, σταμάτησε τόσο απότομα όσο και ο θάνατος, πέταξε το λουρί της κιθάρας του, και δίχως λέξη, με το βλέμμα πιο σοβαρό και πιο αυστηρό από ποτέ, κατέβηκε από τη σκηνή, πήγε στο πίσω μέρος, στο πλάι, καιοΚόριμ, που ήξερε πια πώς «θα περνούσε τη νύχτα» σε περίπτωση που το μεγάλο πάρτι σταματούσε πριν το χάραμα, μόλις ο τραγουδιστής είχε τελειώσει την εμφάνισή του με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο, βγήκε βιαστικά από την αίθουσα, από την αριστερή πόρτα, ανέβηκε μερικά σκαλοπάτια, γιατί είχε εντοπίσει νωρίτερα ένα είδος αποθήκης πίσω από τη σκηνή, όπου ήταν στοιβαγμένα διάφορα αντικείμενα, έπιπλα, παραβάν και σανίδες από νοβοπάν, το οποίο θα μπορούσε να του χρησιμεύσει ως ιδανικό κρησφύγετο, και ενώ κατευθυνόταν προς την αποθήκη, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον τραγουδιστή, οοποίος, με συντετριμμένο ύφος του έριξε μόνο μια διαπεραστική ματιά -πρέπει να ήταν ο Μιχάλι Βιγκ, εξήγησε ο Κόριμ την επομένη-, και πέρασε από δίπλα του με μεγάλες δρασκελιές, τα μακριά μαλλιά του λικνίζονταν στον ρυθμό των βημάτων του, ο Κόριμ δίστασε τότε για μια στιγμή και μετά, διαπιστώνοντας πως ο τραγουδιστής δεν ενδιαφερόταν καθόλου να μάθει τι έκανε εκεί ένας ξένος, συνέχισε τον δρόμο του, μπήκε μέσα στην αποθήκη, εγκαταστάθηκε πίσω από ένα ντουλάπι κι ένα παραβάν, ξετρύπωσε ένα κομμάτι υφασμάτινης κουρτίνας, αρκετά ζεστό, ξάπλωσε, κουκουλώθηκε, κουλουριάστηκε μες στο κουρελάκιτου και, πριν ακόμα προλάβει ν' ακουμπήσει το κεφάλι του κάτω, αποκοιμήθηκε, ή μάλλον, έπεσε ξερός, σε βαθύ ύπνο, σχεδόν σε κώμα. 47
20
.
Ένα τοπίο ανείπωτης ομορφιάς και απερίγραπτης γαλήνης απλωνόταν γύρω του, το ένιωθε μέχρι τα μύχια του είναι του, μάλλον το ένιωθε, εξήγησε, παρά το έβλεπε, γιατί είχετα μάτιατου κλειστά, τα χέρια ανοιχτά, χαλαρά, τα πόδια ελαφρώς ανοιχτά, σε άνετη στάση, το παχύ γρασίδι, τόσο μαλακό όσο ένα πούπουλο, η θωπευτική αύρα σαν χέρια τρυφερά, τα αέρινα κύματα του ήλιου σαν οικεία ανάσα που σχεδόν τον άγγιζε... και η πλούσια βλάστηση που τον περιέβαλλε, και τα ζώα πέρα μακριά που αναπαύονταν στη σκιά, και ο ουρανός, αυτό το γαλάζιο πέπλο εκεί ψηλά, και η γη, με την ποικιλία των αρωμάτων της, κι αυτό, κι εκείνο, είπε, μια άπειρη, απεριόριστη, ατέλειωτη αλληλουχία παρατιθέμενων στοιχείων, ακινητοποιημένων μέσα στην άκαμπτη ενδελέχειά τους, και ο ίδιος επίσης βρισκόταν στην ίδια κατάσταση άκαμπτης ενδελέχειας, ξαπλωμένος έτσι, σχεδόν καρφωμένος στο έδαφος, τεντωνόταν και βυθιζόταν και αναδυόταν ξανά, ξεδιπλωνόταν μέσα στη μεθυστική γλυκύτητα της ηρεμίας, θαρρείς και υπήρχε μια τέτοια γλυκύτητα και μια τέτοια ηρεμία, σαν να υπήρχαν ένα τέτοιο τοπίο και μια τέτοια γαλήνη, ή, είπε ο Κόριμ, σαν να μπορούσαν να υπάρχουν. 27Δεν θα μπορούσε να πει κανείς, είπε την επομένη στην αεροσυνοδό που καθόταν δίπλα του στο γραφείο της ΜΑΙΕV, όχι, δεν θα μπορούσε πραγματικά να πει ότι είναι το είδος του ανθρώπου που προσεγγίζει εύκολα αγνώστους για να περάσει την ώρα του εφόσον, έτσι κι αλλιώς, ήταν υποχρεωμένος να περιμένει, μόνο που η νεαρή αεροσυνοδός δίπλα του ήταν τόσο όμορφη, με το χαμόγελο και τα δυο λακκάκια της, που από την ώρα που κάθισε, δηλαδή πριν λίγα λεπτά, δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να ρίχνει το βλέμμα του πάνω της, αλλά ήταν πολύ υποκριτικό, 48
δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, όχι, θα προτιμούσε να της ομολογήσει την αλήθεια: ήταν πιο ισχυρό από τον ίδιο, και στο κάτω κάτω, δεν ήταν και τόσο υποκριτικό και τόσο αγενές, και η δεσποινίς ίσως να μην του κρατούσε κακία και να μην εκλάμβανε τη συμπεριφορά του ως ένα χοντροκομμένο και ανόητο τρόπο για να την πλευρίσει και να την αναγκάσει να ξεκινήσει την κουβέντα μαζί του, μακριά από αυτόν μια τέτοια η σκέψη, αλλά η δεσποινίς ήταν τόσο όμορφη και είχε τόσο ιδιαίτερη ομορφιά, που δεν μπορούσε να παραμείνει στη θέση του δίχως να πει κάτι, δεν επεδίωκε να τη φλερτάρει, όχι, χωρίς να θέλει να την προσβάλλει, δεν είχε καμιά πρόθεση να της κάνει οποιαδήποτε πρόταση, απολύτως καμία, αλλά αυτή η ομορφιά, αυτή η εξαιρετική ομορφιά, που εκείνος, ο Κόριμ, έβλεπε στη δεσποινίδα, τον άφηνε αποσβολωμένο, αυτό μόνο, καταλαβαίνετε; δεν ήταν εκείνος, ο Κόριμ, που ήθελε να αιφνιδιάσει τη νεαρή αεροσυνοδό, αλλά η ομορφιά της νεαρής αεροσυνοδού αιφνιδίαζε αυτόν, τον Κόριμ, και εφόσον είχε φτάσει σ' αυτό το σημείο, πρόσθεσε, τουλάχιστον..., α, πράγματι, χίλια συγγνώμη, δεν είχε καν συστηθεί, Γκιόργκι Κόριμ, σχετικά με το τι επαγγέλλεται, σήμερα ειδικά, θα προτιμούσε να μην επεκταθεί, γιατί στο εξής, για όλα εκείνα που σχετίζονται μ’ αυτό, μόνο σε παρελθόντα χρόνο θα μπορούσε να μιλήσει, και για τον εαυτό του, κυρίως σήμερα και κυρίως στη νεαρή δεσποινίδα, θα ήθελε να μιλήσει μόνο σε μέλλοντα χρόνο, πράγμα όμως σχεδόν αδύνατον, κι έτσι καλύτερα να της πει όλη την αλήθεια, στην πραγματικότητα, εάν τόλμησε να την πλησιάσει, ήταν για να της διηγηθεί το απίστευτο, μα πραγματικά απίστευτο όνειρο που είδε την περασμένη νύχτα, στην πραγματικότητα δεν συνήθιζε καθόλου να ονειρεύεται, τουλάχιστον δεν θυμόταν τα όνειρά του, αλλά η περασμένη νύχτα ήταν εξαίρεση, γιατί, όχι μόνο είδε όνειρο, αλλά θυμόταν και τις παραμικρές λεπτομέρειες, φανταστείτε ένα τοπίο ανείπωτης ομορφιάς και απερίγραπτης γαλήνης, που το ένιωθε μέχρι τα μύχια του είναι του, 49
ωστόσο, είχε τα μάτια του κλειστά, αλλά το ένιωθε, και τα χέρια του ήταν ανοιχτά και τα πόδια του ελαφρώς ανοιχτά, σε άνετη στάση και, φανταστείτε, ένα παχύ γρασίδι, τόσο απαλό όσο ένα πούπουλο, φανταστείτε μια θωπευτική αύρα, σαν τρυφερό χέρι και, τέλος, φανταστείτε το αέρινο κύμα του ήλιου, σαν μια ανάσα που γλιστρά επάνω σας, και μετά, συνέχισε ο Κόριμ, την πλούσια βλάστηση γύρω τριγύρω, και πέρα μακριά τα ζώα να αναπαύονται στη σκιά, κι έπειτα το γαλάζιο πέπλο εκεί ψηλά, καιηποικιλία των αρωμάτων της γης, και ούτω καθεξής, μια άπειρη, ατελείωτη, απεριόριστη αλληλουχία παρατιθέμενων στοιχείων, μέσα σε μια άκαμπτη ενδελέχεια, κι ο ίδιος, ξαπλωμένος, να τεντώνεται, να βυθίζεται, να αναδύεται, να ξεδιπλώνεται μέσα σ’ αυτή την πληρότητα, πώς να το εκφράσει, ήταν απίστευτο, από τον τρόπο που ένιωθε σχεδόν να απλώνεται μέσα στη μεθυστική γλυκύτητα της ηρεμίας αυτού του ονείρου, αισθανόταν ρίγη στη ραχοκοκαλιάτου, φαντάζεστε δεσποινίς, ήταν σαν... σαν να υπήρχε μια τέτοια γλυκύτητα και μια τέτοια ηρεμία! βλέπετε; σαν να υπήρχε ένα τέτοιο τοπίο και μια τέτοια γαλήνη, καταλαβαίνετε; ήταν σαν να υπήρχαν όλα τούτα... σαν να μπορούσαν να υπάρξουν πραγματικά, δηλαδή όλο αυτό, είπε, ήταν εντελώς παράλογο, ακόμα και αν συνέβαινε στο όνειρο, τόσο παράλογο, όσο παράλογη ήταν και η ιστορία του, φανταστείτε, λοιπόν, φανταστείτε έναν άνθρωπο, εκείνον, τον Γκιόργκι Κόριμ σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, διακόσια είκοσι χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από δω, που.... από πούν’ αρχίσει; ήταν φοβερά δύσκολο να γνωρίζει από πού έπρεπε να αρχίσει, μα αν εκείνη δεν βαριόταν τόσο την ιστορία του, εφόσον ήταν καταδικασμένοι να περιμένουν, θα της διηγούνταν δυο-τρία πράγματα, για να ξέρει τουλάχιστον με ποιον έχει να κάνει, ποιος ήταν τέλος πάντων αυτός ο άνδρας που τόλμησε να την ενοχλήσει πλησιάζοντάς την, έτσι στα καλά του καθουμένου. 50
28.
Είχε πάρει τη δεύτερη θέση σε κάποια καλλιστεία, αισθάνθηκε εκείνη υποχρεωμένη ν' απαντήσει, κι ενώ δεν είχε καμιά πρόθεση να ξεκινήσει κουβέντα με τον άντρα που είχε καθίσει δίπλα της, και του το είχε δώσει πολλές φορές να το καταλάβει, αντί να σιωπήσει και να στρέψει αλλού το κεφάλι της, παρασύρθηκε και απάντησε σε μια ερώτησή του, με μια ή δυο λέξεις στην άκρη των χειλιών της, και δίχως να το καταλάβει, άρχισε να κουβεντιάζει με κάποιον που ήθελε ν' αποφύγει, μ’ έναν άγνωστο, εξηγώντας του, για παράδειγμα, πώς δεν άντεχε άλλο, και αναρωτιόταν πόσο χρόνο έπρεπε ακόμα να περιμένει, και ότι αυτή η αναμονή ήταν πραγματικά αφύσικη, και ότι της είχαν αναθέσει να υποδεχτεί μια επιβάτιδα σε αναπηρικό καρότσι, μια γηραιά κυρία από την Ελβετία, την οποία, κατ' εξαίρεση, έπρεπε να συνοδεύσει μέχρι το αεροδρόμιο και να την εγκαταστήσει στη βραδινή πτήση για τη Ρώμη, με λίγα λόγια, αντίθετα από τις αρχικές της προθέσεις, μ’ αυτές τις λίγες λέξεις, έλαβε μέρος, άθελάτης, σε μια συζήτηση την οποία δεν επιθυμούσε καθόλου, όμως τελικά δεν το μετάνιωσε, έλεγε λίγο αργότερα μέσα στο αεροπλάνο, αλλά στην αρχή εκείνος ήταν λίγο παράξενος, τον είχε μάλιστα περάσει για τρελό, ο τύπος του ανθρώπου που μιλά μόνος του, αλλά όχι, τελικά ήταν διαφορετικός, καιτελείως ακίνδυνος, και είχε τεράστια αξιολάτρευτα αυτιά, από πάντα είχε μια μικρή αδυναμία στα μεγάλα αυτιά, προσέδιδαν γοητεία ακόμη και στα πιο ασήμαντα πρόσωπα όπως το δικό του, και μετά, πρακτικά, του μίλησε για όλη τη ζωή της, ήταν αδύνατον να κάνει αλλιώς, δεν μπορούσε να κάθεται εκεί μόνο να τον ακούει, και δεν έχει νόη μα να το αρνηθεί, τον άκουσε, αν και, για να είναι απόλυτα ειλικρινής, δεν είναι σίγουρη πως εκείνος της έλεγε την αλήθεια, γιατί, για παράδειγμα, πώςναπιστέψειένανάνδρατηςηλικίαςτου, σαράντα και τόσο, που τα παρατάει όλα για να πάει στη Νέα Υόρκη, όχι για ν' αρχίσει μια νέα ζωή, αλλά για να τελειώσει τη ζωή του, και 5ΐ
ειδικά εκεί, στο μέρος που ο τύπος ονόμαζε «το κέντρο του κόσμου», έπρεπενατονπιστέψει, δεν ήξερε κι αυτή γιατί, έλεγε μέσα στο αεροπλάνο, αλλά η αλήθεια είναι πως ήταν πειστικός, γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, αλλά, τέλος πάντων, θα μπορούσε κανείς να είναι επιφυλακτικός, στις μέρες μας οι άνθρωποι λένε τόσα πολλά που, ως επί το πλείστον, είναι λόγια του αέρα, αλλά εκείνος ο άνδρας της ενέπνεε εμπιστοσύνη, δεν έδινε την εντύπωση πως έπρεπε κάποιος να έχει αμφιβολίες σχετικά με όσα έλεγε κι έτσι, και αυτή η ίδια, είπε δείχνοντας τον εαυτό της, -ο χρόνος αναμονής ήταν πολύς- κατέληξε να του πει πράγματα που, πραγματικά, δεν είχε εμπιστευτεί ποτέ σε κανέναν, είχε εκμυστηρευτεί τη ζωή της σ’ εκείνον τον άντρα, ήταν τόσο ειλικρινής και τόσο απελπισμένος, είχε συνεχώς την εντύπωση πως αυτή ήταν το τελευταίο πρόσωπο στο οποίο θα μιλούσε, είχε μια μελαγχολία, κι ύστερα, οτρόποςτουνα εκθειάζει την ομορφιά της, την είχε ρωτήσει μάλιστα γιατί δεν έπαιρνε μέρος στα καλλιστεία, ήταν σίγουρο ότι θα κέρδιζε, και κατέληξε να του ομολογήσει πως μια μέρα, σε μια στιγμή αδυναμίας, είχε γραφτεί σε έναν τέτοιο διαγωνισμό, αλλά είχε απογοητευτεί τρομερά απ’ όσα είδε, και ότι αυτή η εμπειρία της είχε αφήσει μια μεγάλη πίκρα, και την είχε χαροποιήσει τόσο πολύ όταν της είπε μα πώς, όχι, δεν έπρεπε ποτέ να είναι δεύτερη, είναι απολύτως παράλογο και άδικο, της άξιζε, και μάλιστα με το παραπάνω, η πρώτη θέση. 29. Θα ήθελε ένα εισιτήριο για την αμέσως επόμενη πτήση, είπε ο Κόριμμπροστά στο γκισέ, όταν, στηριζόμενος στο εν λόγω γκισέ, εξηγούσε στην υπάλληλο που ήταν κολλημένη στην οθόνη του υπολογιστή της περί τίνος επρόκειτο, ότι δεν επρόκειτο για ένα συνηθισμένο ταξίδι, δεν πήγαινε να επισκεφτεί την οικογένειά του ή να κάνει τουρισμό, δεν ήταν ούτε ένα ταξίδι για δουλειές, οπότε έλαβε για απάντηση, απάντηση την οποία διέκοπταν τα 52
«χμ», «χμ», και το κούνημα του κεφαλιού της, ότι αν μπορούσε και ήθελε να σταματήσει να ακουμπά στο γκισέ, είχε μια μικρή πιθανότητα να προλάβει την πτήση της «Ι^δίθππηΐ», όσο για το αν άξιζε τον κόπο να περιμένει, δεν γινόταν αλλιώς, έπρεπε να περιμένει και, αν είχε την καλοσύνη ο κύριος να επιστρέφει και να περιμένει εκεί όπου... μια τι; ρώτησε ο Κόριμ, μια «Ι&δΐβπιιπι», είπε η υπάλληλος τονίζοντας μία μία τις συλλαβές, και ο Κόριμ, αφού πρόφερε και ξαναπρόφερε κάθε συλλαβή ξεχωριστά μέσα στο στόμα του, στηριζόμενος στα μαθήματα αγγλικών που έκανε τους προηγούμενους μήνες, είπε: μαναι, βεβαίως, πρέπει να εννοεί «ΐ3.5ΐ πιίηηίθ», ωραία είπε, κατάλαβα, στην πραγματικότητα δεν είχε καταλάβει τίποτε, τίποτε απολύτως, του το εξήγησε η αεροσυνοδός όταν, με ύφος αμήχανο, επέστρεψε στη θέση του, αλλά όταν ειπώθηκε η λέξη «βίζα» και φάνηκε πως, προφανώς, δεν είχε, τότε το ωραίο πρόσωπο της αεροσυνοδού σκοτείνιασε, βίζα; όλοι στο γκισέ έστρεψαν το βλέμμα προς το μέρος του, οκύριος θέλει να πει πως δεν διαθέτει βίζα; μα, αυτό μπορεί να πάρει και μια εβδομάδα, πώς τόλμησε να παρουσιαστεί και να ζητήσει εισιτήριο για την αμέσως επόμενη πτήση; α, ναι πράγματι, έκανε η αεροσυνοδός, κουνώντας το κεφάλι της λυπημένα, μετά, βλέποντας τον Κόριμ δίπλα της να καταρρέει, του είπε πως θα μπορούσε ίσως να προσπαθήσει να κάνει κάτι, δεν έπρεπε να χάνει τις ελπίδες του, και κατευθύνθηκε προς τον τηλεφωνικό θάλαμο, έκανε κάποια τηλεφωνήματα, από τα οποία ο Κόριμ, εξαιτίας του θορύβου, δεν μπόρεσε να πιάσει ούτε μια λέξη, αλλά μισή ώρα αργότερα εμφανίστηκε ένας άνδρας που του ανήγγειλε πως όλα είχαν τακτοποιηθεί, και τότε ο Κόριμ, με πομπώδες ύφος, δήλωσε πως η αεροσυνοδός τον είχε σαγηνεύσει τρομερά, γιατί, όχι μόνο ήταν συγκλονιστικά ωραία, αλλά επιπλέον ήταν και μάγισσα, αφού εκείνος ο άνθρωπος ήρθε πραγματικά, δεκαπέντε χιλιάδες φιορίνια, έκανε ο εν λόγω, δεκαπέντε χιλιάδες; ρώτησε ο Κόριμ και σηκώθηκε κάτωχρος, αυτή είναι η τιμή, απάν53
τησεοάντρας, αλλά εντάξει, ανδενθέλει, να τιάει μόνοςτου στο προξενείο, να κάνει ο ίδιος ουρά επί ώρες και να επιοτρέψει πάλι εδώ τρεις ή τέσσερις μέρες αργότερα, όπως νομίζει, αν είχε καιρό για χάσιμο, αλλιώς, αυτή ήταν η τιμή που έπρεπε να πληρώσει, δεν έχω άλλη επιλογή, είπε ο Κόριμ κοιτάζοντας την αεροσυνοδό, και πήγε στις τουαλέτες, όπου έβγαλε από τη φόδρα του παλτού του τρία χαρτονομίσματα των πέντε χιλιάδων φιορινιών και τα έδωσε στον άντρα ο οποίος του είπε να μην ανησυχεί, θα ασχολούνταν ο ίδιος με όλες τις διατυπώσεις, η υπόθεση βρισκόταν στα καλύτερα δυνατάχέρια, δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί, εκείνη η καταραμένη βίζα θα ήταν έτοιμη το απόγευμα και μετά θα μπορούσε να κοιμάται ήσυχος για δέκα χρόνια και, πριν εξαφανιστεί, ο άνδρας του έκλεισε το μάτι, έχοντας στην κατοχή του όλα τα αναγκαία στοιχεία, ενώ ο Κόριμ επέστρεψε στο γκισέ για να επιβεβαιώσει την κράτηση του εισιτηρίου για την αμέσως επόμενη πτήση, στη συνέχεια, γύρισε να καθίσει δίπλα στην αεροσυνοδό και της ομολόγησε πως δεν ήξερε τι θ' απογίνει όταν θα κατέφτανε η γηραιά κυρία με το αναπηρικό καρότσι, όχι πραγματικά, και όχι μόνο γιατί δεν είχε πάρει ποτέ το αεροπλάνο και χρειαζόταν να του εξηγήσει κάποιος τι έπρεπε να κάνει, αλλά κυρίως γιατί ο ουρανός που είχε φωτιστεί πάνω από το κεφάλι του από τη στιγμή που εμφανίστηκε η νεαρή αεροσυνοδός, θα σκοτείνιαζε μόλις εκείνη θα απομακρυνόταν μαζί μ’ αυτή την επιβάτιδα στο αναπηρικό καροτσάκι. 30. Όλα τα άτομα που ήταν στο γραφείο γύρισαν προς το μέρος τους, από τους υπαλλήλους που κάθονταν πίσω από το γκισέ υποδοχής, μέχρι τους διοικητικούς υπαλλήλους που ήταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο στο πίσω μέρος, καθώς και τους υποψήφιους ταξιδιώτες που ζητούσαν σπάνιες διαθέσιμες μπροσούρες, ούτε ένα ζευγάρι μάτια που να μην τους είχε καρφώσει με το 54
βλέμμα, χωρίς τελικά να μπορεί κάποιος να βρει μια εξήγηση για το ζευγάρι που σχημάτιζαν οι δυο τους: πώς να εξηγήσει κανείς την εξαιρετική ομορφιά της γυναίκας με τη στολή της αεροσυνοδού ή ακριβέστερα: πώς μια τόσο όμορφη γυναίκα μπορούσε να είναι αεροσυνοδός ή πώς μια αεροσυνοδός μπορούσε να είναι τόσο όμορφη ; την άθλια εμφάνιση του Κόριμ, με το λιγδιασμένο και τσαλακωμένο παλτό του που βρωμούσε, ή, ακριβέστερα: πώς ένας τόσο μίζερος τύπος μπορούσε να πάει στην Αμερική ή μάλλον, πώς ένας τύπος που έφευγε για την Αμερική μπορούσε να είναι τόσο μίζερος· αλλά ακόμα πιο δύσκολο ήταν να εξηγήσει την ολοφάνερη σχέση συνενοχής που είχαν, το αμοιβαίο εσωτερικό ενδιαφέρον και την κουβέντα τους από το περιεχόμενο της οποίας ήταν αδύνατον να πιάσουν έστω και μια λέξη, γιατί ο παθιασμένος τόνος με τον οποίο συζητούσαν δεν αποκάλυπτε τίποτε άλλο, εκτός από αυτόν τον παθιασμένο τόνο, ούτε καν μάλιστα εάν είχαν γνωριστεί μόλις τώρα ή γνωρίζονταν εδώ και καιρό -κατά την άποψη του γραφείου και τα δυο σενάρια ήταν πιθανά- με λίγα λόγια, ησχέση αυτής της βασιλικής ομορφιάς, πουτην έφερε με μετριοφροσύνη, και αυτού του ξεπεσμένου ζητιάνου, αναστάτωσε σοβαρά τη ζωή αυτού του πρακτορείου ταξιδίων και, μάλιστα, μέχρι του σημείου να προκληθεί σιγά σιγά σκάνδαλο και εφόσον, προφανώς, η αεροσυνοδός δεν ήταν βασίλισσα, όπως και ο Κόριμ δεν ήταν ζητιάνος, δεν απέμενε τίποτε άλλο από το να τους παρατηρούν και να περιμένουν: να περιμένουν αυτή την παράξενη νεκρή φύση να διαλύεται και να εξαφανίζεται διαμιάς, γιατί, δεν υπήρχε αμφιβολία, επρόκειτο για νεκρή φύση πάνω σε παγκάκι, με τον Κόριμ και την εμφάνιση του ξεπεσμένου ζητιάνου, με το ανυπεράσπιστο ύφος εξωγήινου και την αεροσυνοδό με το ονειρικό κορμί και την αισθαντικότητα που ανέδιδε, μια νεκρή φύση επομένως με τους δικούς της κώδικες, η οποία, βεβαίως, τραβούσε την προσοχή όλου του κόσμου, είπε αργότερα η αεροσυνοδός μέσα στο αεροπλάνο: όταν αντιλήφθηκε ότι όλος ο κόσμος 55
τους παρατηρούσε, είχε ενοχληθεί πάρα πολύ και, επιπλέον, πρόσθεσε, υπήρχε κάτι το τρομακτικό μέσα σε όλα εκείνα τα βλέμματα, ανεξαιρέτως, κάθε ζευγάρι μάτια τους κοίταζε με το ίδιο βλέμμα που κοίταζαν και όλα τα άλλα, πώς θα μπορούσε να το εκφράσει... σαν να τους παρατηρούσε ένα και μοναδικό πρόσωπο, ήταν πραγματικά τρομακτικό, τρομακτικό και γελοίο, είπε μέσα στο αεροπλάνο που πετούσε προς τη Ρώμη. 3ΐ.
Οι πρόγονοίμου ήταν βασικά άνθρωποι ήρεμοι, είπε ο Κόριμ μετά από μια παρατεταμένη σιωπή, κι ύστερα, με ύφος απογοητευμένο και ξύνοντας το κεφάλι του, πρόσθεσε, δίνοντας έμφαση σε κάθε του λέξη: εγώ ήμουν πάντα νευρικός. 32. Οι ρώγες του στήθους της προεξείχαν ελαφρώς κάτω από το ζεστό λευκό ύφασμα του κολλαριστού σεμιζιέ, το βαθύ ντεκολτέ άφηνε ακάλυπτη τη μεγαλοπρεπή και ντελικάτη γραμμή του λαιμού της, την ευγενή καμπύλη των ώμων, το γεμάτο και σφιχτό σχήμα των δύο παλλόμενων μαστών της, αυτά ήταν που ανάγκαζαν όλα τα βλέμματα να στρέφονται συνεχώς προς το μέρος της, αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να πει αν ήταν αυτά που ανάγκαζαν κάθε τόσο όλα τα βλέμματα να στρέφονται καταπάνω της ή η κοντή μπλε μαρέν φούστα που έσφιγγε τη μέση της, τόνιζε τους γοφούς της και συγκρατούσε τους δυο μηρούς της κολλημένους τον έναν με τον άλλον ή, ακόμα, τα πλούσια και λαμπερά μαύρα μαλλιά της που έπεφταν στους ώμους της, το μεγάλο και λείο της μέτωπο, το θαυμάσια σμιλεμένο πιγούνι της, τα μεγάλα σαρκώδη χείλη της, η ελαφρώς ανασηκωμένη μύτη της, ή τέλος: τα μάτια της που στο βάθος τους έλαμπαν δυο μαργαριτάρια πυρακτωμένης φωτεινότητας, με λίγα λόγια, ήταν δύσκολο να προσδιορίσεις τι ακριβώς τραβούσε όλα τα βλέμματα και όλοι οι άντρες και όλες 56
οι γυναίκες μέσα στο γραφείο ταξιδίων, ασυναίσθητα, αρκούνταν μόνο να κοιτάζουν, αναλύοντας ο καθένας με τη σειρά του όλα τα επιμέρους στοιχεία αυτής της φλογερής καλλονής, να την τρώνε με τα μάτια τους -έχοντας πάντοτε συνείδηση του εξαιρετικού χαρακτήρα αυτής της ομορφιάς σε σχέση με τη δική τους την ασήμαντη-, οι άντρες με μια βουβή αδηφαγία, με βλέμμα γεμάτο λαγνεία και χυδαιότητα την οποία δεν μπορούσαν να κρύψουν, οι δε γυναίκες, αναλύοντάς την από τα νύχια των ποδιών της μέχρι την κεφαλή, από πάνω προς τα κάτω κι έπειτα από κάτω προς τα πάνω, στην αρχή έκπληκτες από το θέαμα, στη συνέχεια καταλήγοντας λίγο λίγο, κατά τη διάρκεια της σχολαστικής εξέτασης, στην κακόβουλη ζήλια, στην εχθρότητα, και μάλιστα στην περιφρόνηση, παρατηρώντας, αφού έλαβε τέλος το επεισόδιο, δηλαδή αφού το σκανδαλώδες ζευγάρι είχε πλέον εξαφανιστεί οριστικά -χωριστά- από το πρακτορείο της Μ Α ΐ£ν, ότι εντελώς αντικειμενικά, επειδή ήταν και οι ίδιες γυναίκες και οι γυναίκες έτσι κοιτάζονταν πάντα, δηλαδή εντελώς αντικειμενικά, ο τρόπος με τον οποίο αυτή η μικρή αεροσυνοδός -αυτό το πορνίδιο, διόρθωναν κάποιες- έπαιρνε το ύφος της οσίας Μαρίας, το ύφος της αξιολάτρευτης πριγκιποπούλας, της αθώας και εξυπηρετικής, ήταν, αν μη τι άλλο, ενοχλητικός, ενώ, -αγανακτούσαν, όταν μπόρεσαν να μαζευτούν σ' ένα σημείο πίσω από το γκισέ για να ανταλλάξουν τις απόψεις τους για το θέμα-, με το υπερβολικά χυτό της σεμιζιέ και την εξαιρετικά κοντή της φούστα που έσφιγγε τους γοφούς της, άφηνε να φανούν οι μακριοί μηροί της και να διαγράφεται το άσπρο κιλοτάκι της, με λίγα λόγια, μ’ αυτόν τον τρόπο της να εκθέτει τα πάντα σε κοινή θέα, επεδίωκε σκόπιμα να την προσέξουν, κι αν έχουν δει στη ζωή τους αθώες σαν κι αυτήν, και ήξεραν πολύ καλά όλα τα κολπάκια που έκαναν για να προβάλλουν τα ατού τους και να κρύβουν τα ελαττώματά τους, και δεν θα είχαν τίποτε να προσάψουν σ* αυτό, αλλά να, τέτοιο θράσος, μια πόρνη να θέλει να περνιέται και για λεπτεπίλεπτη 57
πριγκίπισσα, ε, όχι κι αυτό βέβαια! στην ηλικία τους, δεν μπορούσαν να τις εξαπατούν έτσι και, λίγο αργότερα, κάποιοι άρρενες μάρτυρες της σκηνής, -πελάτες ή προϊστάμενοι- λίγο πριν ξαναβρούν το σπίτι τους, σταματώντας για λίγο ο9ένα πάρκο ή ο9 ένα μπαρ για ν’ ανταλλάξουν κάποιες κουβέντες, πρόσθετον πως μ’ αυτό το είδος γυναίκας ήσουν πάντα χαμένος, μιας γυναίκας με ονειρεμένο σώμα, τεράστια στητά στήθη, κι ύστερα... πώς να το πούμε, έλεγαν, ένα μικρό ολοστρόγγυλο κωλαράκι να λικνίζεται ηδονικά, με τέτοιο κωλαράκι και με τέτοια στήθη, συν το γοητευτικό χαμόγελο, με τα λαμπερά κάτασπρα δόντια, τους λεπτούς μηρούς, με τον αέρα της κομψής γυναίκας, και τελικά εκείνο το βλέμμα, την κατάλληλη στιγμή, ένα βλέμμα που σου μιλά, εσένα που ξεροσταλιάζεις και μόνο που την κοιτάζεις, και σου λέει ότι απατάσαι, απατάσαι οικτρά εάν πιστέψεις πως μπορείς να τα έχεις όλα αυτά, γιατί αυτό το βλέμμα, σου λέει πως έχεις να κάνεις με μια παρθένα, μια αειπάρθενο που αγνοεί ακόμα και γιατί έχει πλαστεί, με λίγα λόγια, αν τα συγκεντρώσεις όλα αυτά, είσαι χαμένος, δήλωναν οι άντρες εκείνοι στο πάρκο και στο μπαρ, κι εσύ, έλεγαν δείχνοντας τον συνομιλητή τους, είσαι καμένος φίλε, και άρχιζαν να περιγράφουν τη γυναίκα στο γραφείο της Μ Α ΐ£ν, από τις ρώγες του στήθους της μέχρι τον αστράγαλό της, άρχιζαν και δεν τελείωναν, γιατί αυτή τη γυναίκα, επαναλάμβαναν ασταμάτητα, ήταν αδύνατον να την περιγράφεις, τι να πεις στ’ αλήθεια; να μιλήσεις για τη φούστα της που χυνόταν στους μηρούς της, για τις μακριές της γάμπες, ναι, και μετά; τα μαλλιά της που πέφτουν στους ώμους της, τα σαρκώδη της χείλη, το μέτωπό της, το πιγούνι της, τη μύτη της, και λοιπόν; τι έγινε; ήταν αδύνατον, απολύτως αδύνατον να τη συλλάβεις εκείνη τη γυναίκα, να συλλάβεις αυτό που μέσα στην ωραιότητά του ήταν ζωωδώς ακατανίκητο, εκείνη τη γυναίκα ή, για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, εκείνο το αυθεντικό και μεγαλοπρεπές αγρίμι, μέσα σ' αυτόν τον νοσηρό και αηδιαστικό κόσμο των δήθεν. 58
33*
Εάν υπήρχε κάποιος που ευχόταν με όλη του την καρδιά να καταφέρει εκείνος ο άνθρωπος να φέρει εις πέρας τα σχέδια του, ήταν αυτή, δήλωσε η αεροσυνοδός στους συναδέλφους της μέσα στο αεροπλάνο, αλλά ήταν περισσότερο από σίγουρη ότι μετά την αναχώρησή της, εκείνος δεν μπόρεσε να φέρει τίποτε εις πέρας, είναι σίγουρη πως μάλλον θα έχει συλληφθεί, από τη στιγμή κιόλας που βγήκε η ίδια από το γραφείο, σπρώχνοντας το αναπηρικό καροτσάκι της Ελβετίδαςγηραιάς κυρίας η οποία -με τρεισήμισι ώρες καθυστέρηση, κατάφερε τελικά να φτάσει- θα έχει συλληφθεί, ισχυρίστηκε η αεροσυνοδός, ήταν προφανές, από ποιον, αυτό το αγνοούσε, από την αστυνομία, τις νοσοκόμες του ψυχιατρείου ή τους άνδρες ασφαλείας, με λίγα λόγια, από εκείνους που συνήθιζαν να συλλαμβάνουν ανθρώπους, αλλά ήταν εκατό τοις εκατό σίγουρη γι' αυτό, με την εμφάνισή που είχε ήταν κιόλας θαύμα που μπόρεσε να φτάσει μέχρι το πρακτορείο της ΜΑΙΕν, αλλά από κει καιπέρα, κατάτην άποψή της, και όπως τον έχει γνωρίσει, κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει, ούτε στιγμή, παρόλο που η ίδια το ευχόταν, ότι θα μπορούσε να πάει λίγο πιο μακριά: να διασχίσει την πόλη, να φτάσει στο αεροδρόμιο Φέριχεγκι, να περάσει τον έλεγχο των εισιτηρίων, τον αστυνομικό έλεγχο, τον τελωνειακό έλεγχο και μετά να φτάσει στην Αμερική, όχι, όχι, είπε η αεροσυνοδός κουνώντας το κεφάλι, ήταν αδιανόητο, κι ακόμη καιτώρα, δυο ώρες μετά, ακόμα και η ίδια, αναρωτιόταν εάν δεν είχε ονειρευτεί όλη αυτή την ιστορία, ποτέ της δεν είχε δει ένα τόσο παράξενο όνειρο, έπρεπε να το ομολογήσει και, προς το παρόν, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να μιλά γι’ αυτό, μετά θα το τακτοποιούσε ανάμεσα στις πιο παράξενες αναμνήσεις της, για την ώρα ήταν ακόμα πολύ μέσα ο* αυτό, όλα ήταν ακόμα πολύ νωπά ώστε να μπορέσει να δει καθαρά και, παρόλο που δεν ήταν σε θέση να πει ποιος πραγματικά ήταν, σε κάθε περίπτωση, θα 59
έπαιρνε αμέσως το μέρος του, θα τον δικαιολογούσε και θα τον υπερασπιζόταν ενάντια σε κάθε κατηγορία, χωρίς να έχει καμία βεβαιότητα για το άτομό του, θα απέκρουε τις κατηγορίες, για παράδειγμα, θα εξηγούσε πως, αν και εκ πρώτης όψεως είχε ύφος ηλιθίου, δεν ήταν, όπως το έχει ήδη δηλώσει, ηλίθιος, αλλά να, πώς να το εκφράσει, υπήρχε κάτι το τόσο σοβαρό πάνω σ' αυτόν τον άνθρωπο, το τόσο ασυνήθιστο, το τόσο συγκινητικό, ναι, δεν δίσταζε καθόλου να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη, όλη αυτή η σοβαρότητα για όλα και για όλους έδειχνε πως αυτός ο άνθρωπος ήταν πραγματικά αποφασισμένος για όλα, δεν αστειευόταν, όλα όσα έλεγε δεν ήτανλόγιατου αέρα, ήταν αλήθεια, κι από την άλλη αυτή ,-και η αεροσυνοδός έδειξε τον εαυτό της-, με την προθυμία της για φλυαρία και τον ενθουσιασμό της, με τον τρόπο της να μπλέκεται, τελικά μπορεί να θεωρήσουν αυτήν ηλίθια, να πουν ότι βρέθηκε μες στο στοιχείο της, δεν είναι έτσι; όχι, όχι, είπε, εάν οι συνάδελφοί της σκέφτονταν κάτι τέτοιο, θα το καταλάβαινε πολύ καλά και θα σιωπούσε, δεν θα έβγαζε τσιμουδιά πια γι’ αυτή την ιστορία που έτυχε να ζήσει, και άρχισε να γελά μέσα στο κλίμα της γενικευμένης ευθυμίας, και πρόσθεσε μόνο: είναι όμως λυπηρό, συναντάμε κάποιον τυχαία, συζητάμε μαζί του, αρχίζουμε νατονγνωρίζουμελίγο, δεν μας αφήνει αδιάφορους, καιμετάτον χάνουμε από τα μάτια μας, και δεν θα τον ξαναδούμε ποτέ πια, παρ’ όλα όσα λέμε, είναι λυπηρό, είπε, γελώντας και η ίδια με την καρδιά της, πραγματικά λυπηρό. 34 *
Ο Ερμής, είπε ο Κόριμ, αυτό το όνομα βρίσκεται στο επίκεντρο εκείνου που θεωρεί ως την πραγματική αφετηρία της ζωής του, τη βαθύτερη πηγή της πνευματικής του αφύπνισης, δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν γι' αυτό, αλλά το θεωρούσε απολύτως αναγκαίο να πει στη νεαρή δεσποινίδα ότι κατέληξε να φτάσει μέχρι τον Ερμή, αφού προσπάθησε πολλές φορές να ανακαλύψει τη γε6ο
νεσιουργό αιτία αυτής της αφετηρίας, αφού προσπάθησε επανειλημμένα να κατανοήσει, να εξιχνιάσει, να ανακαλύψει, και, πράγμα που δεν ήταν καθόλου αμελητέο, να διηγηθεί σε όλους εκείνους που η ζωή τούς έφερε στον δρόμο του, το πού και το πότε η μοίρα αποφάσισε πως δεν θα ήταν ένας συνήθης αρχειοφύλακας, όχι πως δεν ήθελε να είναι, ήταν πραγματικά αρχειοφύλακας, αλλά όχι συνήθης αρχειοφύλακας, αλλά για ποιο λόγο, αυτό ακριβώς αναζητούσε απεγνωσμένα, μη σταματώντας να ανεβαίνει ανάποδα το νήμα του χρόνου, και έβρισκε πάντα κάτι, ένα ίχνος του παρελθόντος του, που τον έκανε να λέει εδώ είμαστε, με λίγα λόγια, έψαχνε να βρει ποια ήταν η πηγή, η αρχή της αναστάτωσης της ζωής του η οποία, τελικά, τριάντα με σαράντα ώρες νωρίτερα, τον έκανε ν' αποτολμήσει αυτό το ταξίδι, αλλά αναζητούσε συνεχώς νέες πηγές, νέα ξεκινήματα, νέες ενάρξεις, έως ότου έφτασε σ’ ένα σημείο που μπορούσε να πει, ιδού, είναι το σημείο που έψαχνα, και το σημείο αυτό ονομαζόταν Ερμής, γιατί πραγματικά, ο Ερμής ήταν γι' αυτόν η απόλυτη αρχή: η μέρα, η ώρα που τον συνάντησε και βρέθηκε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τον Ερμή, όταν, τρόπος του λέγειν, τον γνώρισε και εισέβαλε μέσα στον ερμητικό κόσμο, έναν κόσμο που τον σμίλεψε ο Ερμής και στον οποίο κυριαρχούσε εκείνος, γιατί αυτός οΈλληνας θεός, ο δωδέκατος από τους δώδεκα, με τη μυστηριώδη πλευρά του, τον διφορούμενο χαρακτήρα του, τις πολλαπλές του όψεις, τα απόκρυφα χαρακτηριστικά του, τις σκιώδεις περιοχές με τη βαριά, υποβλητική σιωπή, γοήτευσε ή, ακριβέστερα, μάγεψε τη φαντασία του, τον βύθισε στην αγωνία, τον παρέσυρε στο εσωτερικό ενός κύκλου από τον οποίο δεν υπήρχε διαφυγή, σαν να έπεσε πάνω του κατάρα ή σαν να του είχε κάνει μάγια, ο θεός Ερμής λοιπόν, αλλά αντί να τον καθοδηγήσει, τον έκανε να χάσει τον δρόμο του, τον έβγαλε από τον δρόμο του, τον αποσταθεροποίησε, τον γοήτευσε, τον σαγήνευσε, τον πήρε στην άκρη για να του ψιθυρίσει λέξεις στο αυτί, γιατί αυτόν, γιατί έναν αρχει6ι
οφύλακα που εργαζόταν διακόσια είκοσι χιλιόμετρα μακριά από τη Βουδαπέστη, αυτό δεν ήταν σε θέση να το πει, και είχε την εντύπωση ότι δεν έπρεπε να επιδιώξει καν να το μάθει, έτσι είχαν τα πράγματα, μια μέρα έμαθε κάτι γι’ αυτόν, ίσως στα ομηρικά έπη ή στις εργασίες του ψυχαναλυτή Κερένυϊ,1ή ακόμα στα γραπτά του θαυμαστού Γκρέιβς,2ένας Θεός ξέρει πού, είπε ο Κόριμ, αλλά ήταν, ούτως ειπείν, η φάση μύησης, πολύ γρήγορα ακολούθησε μια φάση εμβάθυνσης, κατά την οποία είχε ένα και μοναδικό ανάγνωσμα, το μεγαλειώδες και ασύγκριτο έργο του \ν^1ΐ6Γ Ρ. Οΐΐο, Όίβ ΟόΐΐθΓ Οήβείίθηίαηάδ, έστω στην ουγγρική μετάφραση του κεφαλαίου που ήταν αφιερωμένο στον θεό Ερμή, που το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε μέχρι που το είχε κάνει φύλλο και φτερό, και ήταν από κείνη τη στιγμή και μετά που το άγχος εγκαταστάθηκε μόνιμα στη ζωή του και τίποτα πια δεν ήταν όπως και πριν, έβλεπε πλέον τα πράγματα με άλλο μάτι, γιατί ο κόσμος είχε αρχίσει να του αποκαλύπτει μια τρομακτική όψη, ο Ερμής τον απελευθέρωσε απ' όλα τα δεσμά του, μια απελευθέρωση με όλη τη φοβερή σημασία του όρου, γιατί ο Ερμής, είπε ο Κόριμ, σήμαινε να χάνεις όλα τα σημεία αναφοράς σου, τα στηρίγματά σου, τους δεσμούς εξάρτησης, το αίσθημα σιγουριάς, ξαφνικά φρόντιζε να υπεισέρχεται ένας παράγοντας αβεβαιότητας στο μεγάλο σύνολο, για να του αποκαλύψει στη συνέχεια, και εξίσου βίαια, ότι στην πραγματικότητα, η αβεβαιότητα ήταν ο μοναδικός παράγοντας, γιατί ο Ερμής ήταν η ενσάρκωση του προσωρινού και σχετικού χαρακτήρα των νόμων που διέπουν την ύπαρξη, ο Ερμής εισήγαγε και καταργούσε τους νόμους, με άλλα λόγια, άφηνε ελεύθερο πεδίο, γιατί περί αυτού πρόκειται, είπε ο Κόριμ στην αεροσυνοδό, όποιος έστρεφε το βλέμμα επάνω του, δεν ήταν πια εξαρτημένος από καμιά φιλοδοξία και από καμιά γνώση , η φιλοδοξία και η γνώση ήταν μόνο ένας φθαρμένος μανδύας, για να χρησιμοποιήσουμε μια ποιητική εικόνα, που μπορούσε κανείς να τον φορέσει ή να τον πετάξει κατά το δοκούν, να τι του 62
έμαθε ο Ερμής, ο θεός των νυχτερινών μονοπατιών, της νύχτας, ηοττοία, με την παρουσία της, άπλωνε το βασίλειό της ακόμα και πάνω στην ημέρα, γιατί μόλις εκείνος εμφανιζόταν κάπου, μεταμόρφωνε τον κόσμο των ανθρώπων, κι ακόμα κι αν, φαινομενικά, αγνοούσε τον κόσμο της μέρας και αναγνώριζε την εξουσία των συναδέλφων του στον Όλυμπο, ακόμα κι αν όλα έμοιαζαν πως εξελίσσονταν σύμφωνα με τα σχέδια του Δία, ο Ερμής ψιθύριζε στο αυτί των δικών του υπηκόων ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι, και τους οδηγούσε μέσα στη νύχτα, τους έδειχνε την περιπλοκότητα των δικών του μονοπατιών και τους έφερνε αντιμέτωπους με το τυχαίο, το απρόβλεπτο, το αβέβαιο, με την ανησυχητική βεβαιότητα του κινδύνου και της εξουσίας του θανάτου και της σεξουαλικότητας, με λίγα λόγια, αποσπούσε τους υπηκόους του από τον κόσμο του φωτός του Δία για να τους βυθίσει στο ερμητικό σκοτάδι, όπως συνέβη και στην περίπτωση τη δική του, του Κόριμ, όταν τον έκανε να καταλάβει ότι το άγχος του, το οποίο είχε αρχίσει μόλις τον αντίκρισε, δεν θα εγκατέλειπε πια ποτέ την καρδιά του, όταν του αποκαλύφθηκε, κι έτσι τον κατέστρεψε, γιατί το βλέμμα που έριξε στον Ερμή, η ανακάλυψη του Ερμή, δεν σημαίνει ότι τον είχε αγαπήσει, όχι καθόλου δεν τον είχε αγαπήσει, ο Ερμής τον φόβισε, να τι του είχε συμβεί, τίποτε άλλο, φοβήθηκε όπως όταν μαθαίνει κανείς τη στιγμή της καταστροφής του ότι είναι ήδη κατεστραμμένος, δηλαδή, όταν μαθαίνει κανείς κάτι που δεν επιθυμεί καθόλου να γνωρίζει, ήταν το ίδιο πράγμα γι' αυτόν, γιατί ήθελε να είναι όπως όλος ο κόσμος, δεν είχε καμιά όρεξη να ξεχωρίζει, να βγει από τον σωρό, δεν είχε τέτοιες φιλοδοξίες, αυτός επιθυμούσε διακαώς την εξάρτηση, τη σιγουριά, τη διαφάνεια, το αίσθημα του ανήκειν, με λίγα λόγια, απλά και κανονικά πράγματα, τα οποία είχε χάσει τόσο γρήγορα όσο διαρκεί ένα βλεφάρισμα, μόλις ο Ερμής μπήκε στη ζωή του τον είχε, ας μη φοβόμαστε τις λέξεις, καθυποτάξει, και αυτός ήταν και ο λόγος εξαιτίας του οποίου είχε πάρει αμέσως αποστάσεις από τη 63
γυναίκα του, από τους γείτονες, από τους συναδέλφους του στη δουλειά, γιατί, πώς θα τους έπειθε εάν τους εξηγούσε, τους έδινε να καταλάβουν, τους ομολογούσε ότι η έκδηλη αλλαγή του οφειλόταν ο9ένανΈλληνα θεό, κάτι τέτοιο ήταν καταδικασμένο, βλέπετε, να αποτύχει, είπε ο Κόριμ στην αεροσυνοδό, τον βλέπετε εσείς να πηγαίνει στη γυναίκα του ή στους συναδέλφους του στα Αρχεία και να τους λέει, ωραία, σίγουρα παρατηρήσατε μια παράξενη αλλαγή στη συμπεριφορά μου, ε, λοιπόν, μάθετε ότι πίσω απ' όλα αυτά κρύβεται έναςΈλληνας θεός, φαντάζεστε τις αντιδράσεις τους, να ομολογείς κάτι τέτοιο στη γυναίκα σου! να δίνεις τέτοιες εξηγήσεις στους συναδέλφους σου, κι έτσι συνέβη, λοιπόν, αυτό που έπρεπε να συμβεί: στο σπίτι του ένα γρήγορο διαζύγιο και στα Αρχεία τα πάντα, από τα έκπληκτα βλέμματα μέχρι τον απόλυτο αποκλεισμό, είχαν φτάσει μάλιστα μέχρι του σημείου να τον αποφεύγουν, να μην ανταποκρίνονται στον χαιρετισμό του στον δρόμο, ήταν πολύ οδυνηρό, οι ίδιοι οι συνάδελφοί του! που τους έβλεπε καθημερινά, να μην τον χαιρετάνε στον δρόμο και όλα αυτά εξαιτίας του Ερμή, κι αυτό δεν το έλεγε ως παράπονο, απλώς ήθελε να συσχετίσει τα γεγονότα, κατά τ' άλλα, δεν είχε κανέναν λόγο να παραπονιέται, στην αρχή ήταν αρχειοφύλακας που μπορούσε, μάλιστα, να προαχθεί σε προϊστάμενο, αντ’ αυτού, είπε ο Κόριμ, βρέθηκε εδώ, στη Βουδαπέστη, κάνοντας ένα μεγάλο χρονικό άλμα, στο γραφείο της Μ Α ΐ£ν, όπου ήλπιζε, και πραγματικά το ήλπιζε, να λάβει βίζα κι ένα αεροπορικό εισιτήριο, όχι μόνο για να φτάσει στην πόλη της Νέας Υόρκης, αλλά και ίσως, κι εκεί χαμήλωσε τη φωνή του, να πετυχει και τους μεγάλους στόχους που έθεσε στην κατάσταση της ερμητικής αβεβαιότητας στην οποία βρισκόταν, για να μη μιλήσουμε για το γεγονός, πρόσθεσε, ότι αν επιθυμούσε κάποια αποζημίωση, που δεν ήταν η περίπτωσή του, εάν ήθελε να λάβει κάτι για αντάλλαγμα, αλλά δεν ήθελε, ως αποζημίωση και ως αντάλλαγμα για το γεγονός ότι δεν έγινε ένας κανονικός άνθρωπος, θα μπορούσε, 64
ίσως, πότε πότε να πιστεύει, μεταξύ άλλων, ότι καμιά φορά θα έβλεπε τον ίδιο τον Ερμή, τον θεό, αυτοπροσώπως: όταν θα ήταν τελείως ήρεμος -πράγμα που του συνέβαινε- και έριχνε το βλέμμα του σε μια σκιώδη κόγχη · όταν, ενώ κοιμόταν το απόγευμα στο δωμάτιό του, θα ξυπνούσε και θα σηκωνόταν αστραπιαία ή, όταν με το που έπεφτε το βράδυ, θα πήγαινε κάπου με βήμα βιαστικό, τότε, ίσως, θα μπορούσε να δει τον Ερμή να εμφανίζεται δίπλα του, όπως το φεγγάρι, και να περπατά με την ίδια ταχύτητα μ’ εκείνον, να νεύει από μακριά με το κηρύκειό του, σε κάτι και όχι σ' αυτόν, και μετά να φεύγει. 35Όταν έφτασε η βίζα, ήταν πάντα καθισμένοι στην ίδια θέση, να περιμένουν, στο ίδιο παγκάκι, γιατί η γηραιά κυρία από την Ελβετία δεν είχε φτάσει ακόμα, όσο δε για τη δυνατότητα να αγοράσει αεροπορικό εισιτήριο δείχνοντας τη βίζα του στο γκισέ, τώρα όπως και πριν, δεν είχε λάβει τίποτε περισσότερο από: σταματήστε να συγχύζεστε και να έρχεστε κάθε τόσο στο γκισέ για ένα ναι ή ένα όχι, πρέπει να περιμένετε τη σειρά σας, θα σας καλέσουμε, υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι περιμένουν εβδομάδες, και τότε ο Κόριμ συμφώνησε, κουνώντας το κεφάλι του, καθησύχασε τους υπαλλήλους ότι πια δεν θα τους δημιουργούσε κανένα πρόβλημα και ότι τους κατανοούσε πλήρως, υποσχέθηκε πως θα μείνει ήσυχος και επέστρεψε για να καθίσει δίπλα στην αεροσυνοδό, κι έμεινε λίγα λεπτά δίχως να αρθρώσει λέξη, περιμένοντας, προφανώς ανήσυχος, διερωτώμενοςαν με τη συμπεριφορά του υπήρχε κίνδυνος να στρέψειτους υπαλλήλους εναντίον του, πράγμα που θα επιδείνωνε την κατάστασή του, και ύστερα ξαφνικά, λησμονώντας αυτή την παρένθεση, γύρισε πάλι προς το μέρος της αεροσυνοδού και ξανάπιασε το νήμα της αφήγησής του από κει που το είχε αφήσει και της εξομολογήθηκε πως τίποτε δεν θα του έκανε μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να πε65
ράσει μια εβδομάδα εδώ, να μιλά και να ξαναμιλά, ακόμα κι ο ίδιος δεν ξέρει τι τον έπιασε και φλυαρεί έτσι, και μάλιστα να μιλά μόνο για τον εαυτό του, αυτό δεν του είχε συμβεί ποτέ, ποτέ, είπε ο Κόριμ κοιτάζοντας την αεροσυνοδό στα μάτια, παλαιότερα κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο, γιατί, αν υπήρχε κάτι που τον χαρακτήριζε, ήταν να μη μιλά ποτέ για τον εαυτό του, σε κανέναν, εκτός από τώρα, εξαιτίας κάποιας αδιευκρίνιστης αιτίας, σίγουρα κάποιου φόβου, γιατί τον καταδίωκαν και του είχαν επιτεθεί, πολύ πιθανό να ήταν αυτό, αλλά δεν είναι σίγουρο, με λίγα λόγια, κάτι τον ωθούσε να μιλά ασταμάτητα, να τα αποκαλύπτει όλα, τη σκηνή στην όχθη του ποταμού, το ψυχιατρικό κέντρο, την ιεραρχία, τη λήθη, την ελευθερία, το κέντρο του κόσμου, κάτι τον ωθούσε να ξανοιχτεί σε κάποιον, πράγμα που δεν ήταν ποτέ της ιδιοσυγκρασίας του, να αποκαλύπτει δηλαδή όλα όσα συνέβησαν τα τελευταία αυτά χρόνια, τους τελευταίους μήνες, τις τελευταίες ώρες, αυτό που συνέβη στα Αρχεία, στον θάλαμο χειροπέδης, στην πεζογέφυρα, στο κέντρο της πλατείας Άλμασυ, με λίγα λόγια, όλα, ή μάλλον τα ουσιώδη, ναι, να διηγείταιτα ουσιώδη, ναι, αλλά να διηγείται τα ουσιώδη γινόταν όλο και πιο δύσκολο, όχι μόνον γιατί τα ουσιώδη εμπεριείχαν μια απίστευτη αφθονία λεπτομερειών, αλλά και για λόγους καθαρά πιο πεζούς, δηλαδή εξαιτίας της μόνιμης κεφαλαλγίας του, αλλά είχε πετύχει να την περιορίσει σε υποφερτό βαθμό, άλλωστε δεν ήταν στο κεφάλι του, είπε, αλλά εδώ, στο ύψος του λαιμού, του αυχένα και των ώμων του, εδώ, βλέπετε; κι έδειξε το σημείο, και όταν άρχιζε ο πόνος σε κείνο το σημείο, γινόταν αφόρητος, και κατά τη διάρκεια αυτών των κρίσεων, τίποτε δεν μπορούσε να τον ηρεμήσει, ούτε οι μαλάξεις ούτε οι ασκήσεις του κεφαλιού ή των ώμων, τίποτε, εκτός από τον ύπνο, την απόλυτη διανοητική χαλάρωση, μόνο που το πρόβλημα μ' αυτόν ήταν ότι δεν μπορούσε να χαλαρώσει τη συνείδησή του ή, ακριβέστερα, το κεφάλι του, δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την ένταση που ένιωθε, και τότε οι μύες του, 66
φυσικά, συσπώνταν, οι σύνδεσμοι, φυσικά, διαμαρτύρονταν, με λίγα λόγια, όλα εκεί πάνω άρχιζαν να εξεγείρονται, και τότε, όπως κι αυτήν εδώ τη στιγμή, δεν του έμενε, δυστυχώς, παρά να κάνει ένα μόνο πράγμα: να ξαπλώσει για λίγο στο παγκάκι, κι ας τον συγχωρήσει η νεαρή δεσποινίς, είναιυπόθεση μόνο λίγων λεπτών, αλλά έπρεπε οπωσδήποτε να ξαπλώσει για να αναπαυθούν πλήρως οι σύνδεσμοι, οι μύες, ο τραπεζοειδής, ο σπλήνιος μυς, οι υπο-ινιακοί κεφαλικοί μύες και οι στερνοκλειδομαστοειδείς μύες, αλλιώς θα του συμβεί ό,τι φοβόταν εδώ και χρόνια, θα χάσει το κεφάλι του, όλοτοσύστημα θα καταρρεύσει, και, τέρμα, τέρμα η Νέα Υόρκη, τίποτε πια, όλα θα τελειώσουν στο πι και φι. 36. Η αεροσυνοδός σηκώθηκε για να του κάνει χώρο και ο Κόριμ ξάπλωσε ανάσκελα κατεβάζοντας, σιγά, πολύ απαλά, το κεφάλι, πριν το ακουμπήσει στο παγκάκι, αλλά ακόμα δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια και τα ξανάνοιξε αμέσως, γιατί η πόρτα εισόδου άνοιξε απότομα και μπήκε μια ομάδα ανθρώπων ή, ακριβέστερα, εισέβαλε μέσα, κατευθύνθηκε στο εσωτερικό του γραφείου, με μια ανήκουστη βιαιότητα, σαν να ήθελαν να συντρίψουν τα πάντα στο πέρασμά τους, φωνάζοντας σύντομες οδηγίες -δεξιά! αριστερά! εμπρός! πίσω!- και δεν σήκωναν κουβέντα, για να δείξουν ότι αυτή που περιέβαλαν, αυτή που έσπρωχναν στο κυλιόμενο, φτιαγμένο από μαύρο αστραφτερό έβενο, καρότσι, αυτή που άνοιγε δρόμο μέσα από τους πελάτες και τους υπαλλήλους, είχε σοβαρότατο λόγο να εισβάλει μ* αυτόν τον τρόπο, και είχε απολύτως το ελεύθερο να συντρίψει όλον τον κόσμο στο πέρασμά της, έναν λόγο και ένα δικαίωμα που κανείς δεν είχε δικαίωμα να αμφισβητήσει, με λίγα λόγια, η Ελβετίδα γηραιά κυρία έφτασε με περίπου μισή μέρα καθυστέρηση, προς μεγάλη απογοήτευση του Κόριμ, αλλά προς μεγαλύτερη ανακούφιση της αεροσυνοδού, η γηραιά κυρία που με το μικρό, ισχνό, αποστεωμένο κορμί της, το 67
βαθουλωμένο και αυλακωμένο από τις πολλές ρυτίδες πρόσωπο, τα σβησμένα μάτια, τα σφιχτά και ραγισμένα χείλη και τα δυο τεράστια χρυσά σκουλαρίκια που της μαστίγωναν τους ώμους, έδωσε αμέσως να καταλάβουν, δίχως να βγάλει τον παραμικρό ήχο, ότι μ’ αυτό το σώμα, μ' αυτό το πρόσωπο, μ’ αυτά τα μάτια, μ' αυτό το στόμα, με άλλα λόγια, μ’ αυτή την περιφρονητική σιωπή, θα αποφάσιζε για το τι θα επακολουθήσει μέσα στα επόμενα λεπτά , και όλα αυτά χωρίς να προφέρει ούτε μια λέξη, πράγμα που δεν σήμαινε πως τα μέλη της συνοδείας της μάντευαν ή προαισθάνονταν τις προσταγές της, όχι, στην πραγματικότητα, βημάτιζαν προς μια κατεύθυνση, έπειτα προς μια άλλη, επιτάχυναν, επιβράδυναν, έχοντας πάντα τα μάτια τους επάνω της, κρέμονταν και από τις πιο παραμικρές κινήσεις της, όπως κρέμονταν τα τεράστια σκουλαρίκια από τ’ αυτιά της, για να ανιχνεύσουν κάθε σημάδι, όσο ελάχιστο κι αν ήταν, των επιθυμιών της, πού ήθελε να πάει, ποια κατεύθυνση έπρεπε να πάρει, προς ποιο γκισέ να κατευθυνθούν, των επιθυμιών της, στις οποίες ούτε οι πελάτες ούτε οι υπάλληλοι μπορούσαν να εναντιωθούν και, πράγματι, πίσω από τογκισέ, όλοι είχαν σταματήσει τη δουλειά τους, μπροστά στο γκισέ, οι ουρές είχαν διαλυθεί και πάνω στο παγκάκι, έλαβε τέλος η παράξενη κατάσταση στην οποία είχαν βρεθεί η αεροσυνοδός και ο Κόριμ, εξαιτίας του πονοκεφάλου του, γιατί ο Κόριμ χρειάστηκε να ξανακάτσει, αφού συνήλθε από την αρχική τρομάρα του, και πείστηκε πως αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν εκεί γι' αυτόν, όσο δε για την αεροσυνοδό, χρειάστηκε αμέσως να πάει προς το μέρος τους και να συστηθεί: η ουγγρική αεροπορική εταιρεία, τέλος πάντων, η υπηρεσία βοήθειας προσώπων, της είχε αναθέσει, αφού τακτοποιηθούν οι αναγκαίες διατυπώσεις, να αναλάβει αυτή τη γηραιά κυρία και να τη βοηθήσει να πάρει την πτήση που επιθυμούσε και θα επέλεγε, να της προσφέρει βοήθεια και στήριξη και να είναι κυριολεκτικά η ξεναγόςττ\ς μέχρι το αεροδρόμιο Φέριχεγκι. 68
37-
Η κρέπα Χόρτομπαγκι ήταν καλή, ε ίπ ε ο διερ μη νέα ς τη ς γηρα ιός κυρίας, απευθυνόμενος στη νευρική υπάλληλο που τους κοίταζε, αλλά ο α έρα ς, και μ ’ αυτό δια γρά φ ηκε ένα χαμόγελο στα χείλη όλων των μελώ ν τη ς συνοδείας, δ εν ήταν του γούστου της Φράου Χανζλ, θιιγθ Ι λ ί ί ΐ , επ α νέλα βε η γηρα ιά κυρία μ ε τη βραχνή και αρρενωπή φωνή της πριν κουνήσει το κεφ άλι μ ε ύφος θυμω μένο, ίδ ΐ θ ΐη ί^ ε ΐι, ιιη φ ί^ Ιίβ ζ ίθ Γ ΐ)^ !·, νθΓδΐθΙιΐ; ι1ιγ? α η φ ί^ Κ ίϊζ ίθ Λ ίΐΐΓ , μ ετά , μ ε ένα ν εύ μ α , ζήτησε να στρέψουν την οθόνη του υπολογιστή προς το μέρος της, έβα λ ε το δάχτυλο πάνω σε μια γρ α μ μ ή , και μετά από αυτό, όλα συνέβησαν αλυσιδωτά και μ ε απίστευτη ταχύτητα: σε λιγότερο από δύο λεπ τά , τα εισιτήρια ήτανστα χέρια των ανθρώπων της συνοδείας τη ς , και ακόμα δεν είχε προλάβει να εμ φ α νισ τεί η αεροσυνοδός, και τις δόθηκαν οι αναγκαίες οδηγ ίες για την αποστολή της μ ε «τη Φράου Χ ανζλ», η οποία σ υνηθισμένη να κανονίζει πάντα η ίδια τα ταξίδια τη ς ήταν εξα ιρετικά «ευ α ίσ θ η τη », το αστραφτερό αναπηρικό καροτσάκι από μαύρο έβ εν ο μ ε τη Φράου Χανζλ κ α θισ μένη επάνω του, έκα νε στροφή κ α ι, κάνοντας φ οβερό θόρυβο, κ α τευ θύ νθη κ ε προς τη ν έξοδο, και ο Κ όριμ, ο οποίος κοίταζε πανικόβλητος τη σ κ η νή , μόλις και μετά βία ς βρ ή κ ε τον χρόνο να τρ έξει προς την αεροσυνοδό και να π ροσ π α θήσ ει να συμπ υκνώ σει σε μ ια φράση όλα όσα έπ ρ επ ε, οπωσδήποτε, κατά την άποψή του, να γνω ρίζει ε κ ε ίν η , είχε τόσα ακόμα να τη ς π ε ι, ε ίπ ε, κοιτώντας τη ν μ ε ύφος π α νικόβλητο, κι έ λ ε ιπ ε ακόμα το επίμαχο σ η μ είο , το σημα ντικότερο, δηλαδή τι ή θ ελ ε να κά νει στη Ν έα Υ όρκη, δ εν τη ς το είχ ε π ει α κόμα , ε , λοιπόν, κ ι έδ ειξ ε μια πλευρά από το παλτό του, το χειρόγραφο! δεν το είχε α να φ έρει αυτό, μα ήταν το σημαντικότερο, χωρίς αυτό η νεα ρή αεροσυνοδός δεν θα μπορούσε να κα τα λά βει καθόλου την ιστορία του, γ ια τί αυτό το χειρόγραφο, είπ ε πιάνοντάς τη ς το χέρι και προσπαθώντας να την αποσπάσει από την κουστωδία που κα69
τευθυνόταν με φόρα προς τα μπρος, ήταν το εκπληκτικότερο κείμενο που έχει γραφτεί ποτέ πάνω σ' αυτή τη γη, αλλά παρόλο που μιλούσε στην αεροσυνοδό, εκείνη δεντονάκουγεπια, δυστυχώς, του είπε, έπρεπε να φύγει, και δεν απέμενε πια στον Κόριμ τίποτε άλλο να κάνει, από το να τρέξει μπροστά και, φτάνοντας πριν το αναπηρικό καροτσάκι που κυλούσε πολύ γρήγορα, ν' ανοίξει την πόρτα, να της ομολογήσει με δυνατή φωνή ώστενα σκεπάσει την οχλοβοή της κουστωδίας, πως ετούτη η μέρα ήταν θαυμάσια, αλησμόνητη και ότι, αν του επέτρεπε η νεαρή δεσποινίς, θα κρατούσε για πάντα στη μνήμη του χαραγμένα το χαμόγελό της και τα δυο λακκάκια, μπορείτε να τα κρατήσετε, είπε η νεαρή αεροσυνοδός χαμογελώντας του με τα δυο λακκάκια, και μετά από αυτό έκλεισε η πόρτα πίσω τους και ο Κόριμ ξαναβρέθηκε μόνος μέσα στην εκκωφαντική σιωπή που απλώθηκε ξαφνικά, με τα δυο λακκάκια χαραγμένα για πάντα στη μνήμη του. 38. Με 119.000 φιορίνια μπορείτε να πάτε για μια εβδομάδα στην Ισλανδία, ψέλλισε χαμηλόφωνα η υπάλληλος, με 99.000 φιορίνια, μια εβδομάδα στον Νείλο, με 98.000 μια εβδομάδα στηνΤενερίφη, με 75.000 φιορίνια πέντε μέρες στο Λονδίνο, με 69.900 φιορίνια μια εβδομάδα στην Κύπρο, με 55.000 φιορίνια μια εβδομάδα στην Τυνησία ή μια εβδομάδα στη Μαγιόρκα, με 49.900 φιορίνια μια εβδομάδα στην Τουρκική Ριβιέρα, με 39.900 φιορίνια μια εβδομάδα στη Ρόδο, με 34.900 φιορίνια μια εβδομάδα στην Κέρκυρα, με 24.900 φιορίνια μια εβδομάδα στο Ντουμπρόβνικ ή μια εβδομάδα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, στα μοναστήρια των Μετεώρων με 24.000 φιορίνια, μια εβδομάδα στο Γιέζολο με 22.900 φιορίνια, μια εβδομάδα στο Σαλού της Ισπανίας με 19.900 φιορίνια ή οχτώ μέρες στο Πόρτο Ρε με 18.200 φιορίνια, κι αν τίποτε απ'όλα αυτά δεν σας κάνει, έκανε στον πελάτη που δεν φαινόταν να είχε αποφασίσει, τότε, είπε 70
σκύβοντας το κεφάλι στο πλάι και κάνοντας μια περιφρονητική γκριμάτσα, μπορείτενα πάτε αλλού, και λέγοντας αυτό, πάτησε ένα πλήκτρο του υπολογιστή της, ακούμπησε αναπαυτικά στη ράχη της καρέκλας της και άρχισε να κοιτάζει το ταβάνι με ύφος που σήμαινε ότι, όσο την αφορά, είχε φέρει εις πέρας και είχε ολοκληρώσει τα ενημερωτικά της καθήκοντα. 39Ποιο αεροπορικό εισιτήριο; ρώτησε ο Κόριμ όταν τον φώναξαν στο γκισέ για να του ανακοινώσουν το νέο, μετά άρχισε να κάνει μαλάξεις στους κροτάφους του, σαν να ’θελε να επαναφέρει την προσοχή του που αλήτευε και, διακόπτονταςτον υπάλληλο, συνέχισε: αύριο; Πώς αύριο; 40.
Έφτασαν τέσσερις, τρεις γυναίκες ηλικίας περίπου πενήντα ετών κι ένα κοριτσάκι που έπρεπε να είναι πάνω-κάτω δώδεκα ετών, αλλά που έδειχνε δεκαοχτώ, καθεμιά κρατώντας στο χέρι έναν τσίγκινο κουβά γεμάτο με απορρυπαντικά και στο άλλο μια ηλεκτρική σκούπα: τέσσερις κουβάδες, τέσσερις σκούπες και τέσσερις γκρίζες στολές εργασίας, τόσα διακριτικά όσα χρειάζονται για να τις αναγνωρίσει κανείς και να μην παρεξηγηθούν οι προθέσεις τους, για να διαλυθεί και η παραμικρή αμφιβολία για τους λόγους της παρουσίας τους εδώ και τον τρόπο τους να κοιτάζουν τους πάντες και τα πάντα σηκώνοντας ντροπαλά τα μάτια, καιροφυλακτώντας να δουν από κάτω, μπροστά στην πόρτα του γραφείου του προσωπάρχη της εταιρείας, το σύνθημα του ανωτέρου τους, έτσι ώστε, αφού δοθεί το σύνθημα από το γυάλινο κουβούκλιο εκεί ψηλά, ν’ αρχίσουν να δουλεύουν, αρχίζοντας με προσεκτικές και αργές κινήσεις, και στη συνέχεια, αφού θα έχει εξαφανιστεί κι ο τελευταίος υπεύθυνος, κι ο τελευταίος υπάλληλος κι έχουν κατέβει τα ρολά, να επιταχύνουν με τους κουβάδες τους, 71
τις σκούπες τους και τις γκρίζες στολές τους: οι δυο μετακινήθηκαν, ενώ οι άλλες δύο έμειναν δίπλα στην είσοδο, από την πλευρά του δρόμου, και βύθιζαν και στράγγιζαν στον κουβά τα τυλιγμένα γύρω από τη βούρτσα σφουγγαρόπανα, και προχωρούσαν ανά δύο, η μια απέναντι στην άλλη, με μεγάλες δρασκελιές, σοβαρές και σιωπηλές, δεν ακουγόταν παρά μόνο το γρήγορο τρίψιμο των σφουγγαρόπανων πάνω στις ψευδο-μαρμάρινες πλάκες, μετά, τη στιγμή που βρέθηκαν όλες στο κέντρο της αίθουσας, ένας ελαφρύς θόρυβος και μετά πάλι το τρίψιμο στις πλάκες, και βύθιζαν και στράγγιζαν, κι αυτό κράτησε ώς τη στιγμή που το κοριτσάκι έβαλε το χέρι του μέσα στην τσέπη της μπλούζας του κι άνοιξε ένατρανζιστοράκι, ανέβασε την ένταση για να συνεχίσουν, μέσα από τον παχύρρευστο χυλό αυτής της ψυχρής, υπόκωφης, μονότονης, μηχανικής μουσικής, να τσαλαβουτούν σιωπηλές μέσα στα νερά, με τις σκούπες στο χέρι και τα ξέθωρα μάτια τους προσηλωμένα πάνω στις βρεγμένες σφουγγαρίστρες.
72
II
ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
ι. Στις 15 Νοεμβρίου του 1997, ο κυβερνήτης του αεροσκάφους, αφού κάλεσε στην αίθουσα του πληρώματος του Τερματικού Σταθμού II του αεροδρομίου Φέριχεγκι της Βουδαπέστης τα δέκα άτομα του πληρώματος, τους ανακοίνωσε τις συνηθισμένες πληροφορίες της πτήσης, μετεωρολογικές προβλέψεις, αριθμό επιβατών, τη φύση και την κατάσταση του φορτίου που μετέφερε, και τους γνωστοποίησε ότι μπορούν να είναι βέβαιοι πως θα έχουν μια πτήση δίχως κανένα πρόβλημα και, μετά απ' αυτό, το αεροπλάνο -αριθ. Πτήσης ΜΑ 090-, ένα Μπόινγκ 767, εξοπλισμένο με δύο κινητήρες τούρμπο 0Ρ6 και 80^2, επάρκεια καυσίμων 12.700χιλιομέτρων, χωρητικότητα φορτίου 175,5 τόνων, κατευθύνθηκε μετους 139 επιβάτες, έκτων οποίων 127 σετουριστική θέση και 12 στην πρώτη θέση, προς την πίστα απογείωσης όπου, αφού ολοκλήρωσε τη συνηθισμένη πορεία επιβράδυνσης, άγγιξε την ταχύτητα των 280 χιλιομέτρων την ώρα και απογειώθηκε από το τσιμεντένιο έδαφος στις 11 και 56 λεπτά* το αεροπλάνο έφτασε στο μέγιστο ύψος των 9.800 μέτρων, πάνω από την πόλη του Γκρατς, στις 12 και 24 και, υπό κανονικές ατμοσφαιρικές συνθήκες, μόνο με έναν ελαφρύ βορειοδυτικό άνεμο, εγκατέλειψετον άξονα Στουτγάρδη-Βρυξέλλες-Μπέλφαστ, με κατεύθυνση προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, όπου συμμορφώθηκε με τις οδηγίες που του δόθηκαν, σε 4 ώρες και 20 λεπτά προσέγγισε το σημείο ελέγχου της Νότιας Γροιλανδίας και σε λιγότερο από μία ώρα πριν φτά73
σει στον προορισμό του, ξεκίνησε τη διαδικασία προσγείωσης, στην αρχή μειώνοντας το ύψος κατά 800 μέτρα, μετά, και αφού έλαβε οδηγίες από το κέντρο προσανατολισμού της Νέας Γης, συνεχίζοντας προοδευτικά την κατάβαση από το ύψος των 4.200 μέτρων, για να προσγειωθεί τελικά, εφεξής υπό τις εντολές του πύργου ελέγχου της περιφέρειας της Νέας Υόρκης και σύμφωνα με το προβλεπόμενο ωράριο, δηλαδή, στις 15.25 λεπτά, στο έδαφος του Νέου Κόσμου και, ακριβέστερα, στον αεροδιάδρομο προσγείωσης αριθ. 36 του αεροδρομίου Τζων Φιτζέραλντ Κένεντυ. 2.
Οΐι, γβδ, γθδ, απάντησε ο Κόριμ, κουνώντας το κεφάλι με ενθουσιασμό σ' έναν μαύρο Αμερικανό και, συγκεκριμένα, σε έναν αστυνομικό της Υπηρεσίας Μεταναστών, μετά, διαπιστώνοντας ότι στο ερώτημα που του ετίθετο ξανά και ξανά, σε τόνο όλο και πιο νευρικό, τα έγγραφα που τους έδειξε, τα κουνήματα του κεφαλιού, και τα πολλά γθδ, γθδ, δεν τον βοηθούσαν καθόλου, άνοιξε τα χέρια, κούνησε το κεφάλι και είπε στα ουγγρικά: μπορείς να μου μιλάς όσο θέλεις, εγώ όμως δεν καταλαβαίνω γρι, ηο ηηάθΓδΐαηά. 3* Η αίθουσα όπου τον οδήγησαν από έναν μακρύ και στενό διάδρομο του θύμισε βαγόνι μεταφοράς δημητριακών, οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με ταπετσαρία χρώματος ατσάλινου γκρι, κανένα παράθυρο, η πόρτα άνοιγε μόνο απέξω, ναι, είχε την εντύπωση ότι βρέθηκε ξαφνικά στο εσωτερικό ενός άδειου βαγονιού, εξήγησε ο Κόριμ, γιατί υπήρχαν δύο πράγματα, μια μυρωδιά που την αναγνώριζε ανάμεσα σε όλες τις άλλες και μια ελαφρά δόνηση του εδάφους, που, αφού έμεινε μόνος στην αίθουσα, του έδιναν πραγματικά την εντύπωση ότι βρίσκεται σ' ένα βαγόνι εμπορευ74
μάτων, ένα βαγόνι, σίγουρα αμερικανικό, βαγόνι εμπορευμάτων ωστόσο, όπου, μόλις μπήκε, είπε, αναγνώρισε τη διαπεραστική μυρωδιά των δη μητριακών κι ένιωσε το έδαφος να δονείται κάτω από τα πόδια του, τη μυρωδιά των δημητριακών δεν υπήρχε περίπτωση να την μπερδέψει με καμιά άλλη, εφόσον την είχε γνωρίσει πολύ καλά στη διάρκεια του περιπετειώδους ταξιδιού του για τη Βουδαπέστη, όσο δε για τις δονήσεις του εδάφους, ήταν πεπεισμένος ότι δεν επρόκειτο για μια αισθητηριακή αυταπάτη οφειλόμενη στα φώτα νέον που αναβόσβηναν, όχι, το έδαφος δονούνταν πραγματικά, δεν υπήρχε αμφιβολία, και επιπλέον, όταν άγγιξε από απροσεξία τον τοίχο, ένιωσε αμέσως ότι δονούνταν κι αυτός, είπε ο Κόριμ, ο καθένας θα μπορούσε, λοιπόν, να φανταστεί πως ένιωθε, και τι πραγματικά είχε νιώσει, πόσο μάλλον που δεν καταλάβαινε τίποτε απ' όσα του συνέβαιναν, μα επιτέλους! τι ήθελαν απ' αυτόν, τι στο διάολο του ζητούσαν, τι σήμαιναν όλα αυτά; Κι έβγαλε από την τσέπη του το σημειωματάριό του όπου είχε αντιγράψει, κατά τη διάρκεια της πτήσης, από το λεξικό του, τις σημαντικότερες λέξεις, με τη σκέψη ότι αυτό το λεξικό μέσα στην τσέπη του σακακιού του δεν θα του ήταν και πολύ χρήσιμο αν θα έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον, όχι και τόσο πρακτικό, πολύ μεγάλο, πολύ αργό, μεγάλος μπελάς, με όλες εκείνες τις σελίδες που έπρεπε να τις γυρίζει για να βρει τις λέξεις, επιπλέον, το λεξικό αυτό, σε ορισμένα σημεία, δεν σταματούσε ποτέ στη σωστή σελίδα, είτε γιατί οι σελίδες που αντιστοιχούσαν στο γράμμα που έψαχνε κολλούσαν στα δάχτυλά του και περνούσε κατευθείαν στο αμέσως επόμενο γράμμα είτε γιατί, θέλοντας να αποφύγει το πρόβλημα, επιβράδυνε το γύρισμα των σελίδων, η φροντίδα με την οποία έπρεπε να το κάνει για να τα καταφέρει τον εκνεύριζε και τον έκανε να χάνει το γράμμα που ζητούσε, και αυτό τον υποχρέωνε να αρχίζει πάλι από την αρχή, κρατώντας το λεξικό αλλιώς και ψάχνοντας σελίδα τη σελίδα, με λίγα λόγια, όλα αυτά απαιτούσαν πολύ χρόνο, κι αυτός είναι ο λόγος που προτίμησε το ση75
μειωματάριο, στο οποίο μπορούσε να γράψει από πριν τις πιο σημαντικές λέξεις και να εφεύρει ένα σύστημα εύκολης αναζήτησης, δηλαδή να επιταχύνει την κίνηση γυρίσματος των σελίδων, εκμεταλλευόμενος λοιπόν το πολύωρο ταξίδι, προσπάθησε να επεξεργαστεί μια αποτελεσματική μέθοδο και να ετοιμάσει αυτό το σημειωματάριο, που έπρεπε τώρα να το ανοίξει και πάλι αν ήθελε να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν, να ψάξει μια αγγλική λέξη που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να βρει μια λύση, και να μη χαλάσει την εορταστική διάθεση που τον διακατείχε, εφόσον όλα πήγαν καλά, και τα είχε καταφέρει: όπως συνηθίζεται να λέγεται, είπε, είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο, γι' αυτό τον λόγο έπρεπε να διατυπώσει μια φράση κατανοητή, μια φράση που θα εξηγούσε με σαφήνεια ποιος είναι και ποιες είναι οι προθέσεις του, μια φράση που θα μιλούσε μόνο για το μέλλον, γιατί είχε αποφασίσει να μιλήσει αποκλειστικά για το μέλλον και να μην ξεφύγει απ’ αυτό τον στόχο, μονολόγησε, και στη συνέχεια, όπως εξηγούσε αργότερα, να αποσιωπήσει οτιδήποτε μπορούσε να αμαυρώσει αυτή την εορταστική διάθεση, ακόμα κι αν δεν ήθελε να δει την αλήθεια κατάματα: παρά την εορταστική του διάθεση, υπήρξε κάτι που του είχε προκαλέσει μεγάλη θλίψη τη στιγμή που βγήκε από το αεροπλάνο και είχε κοιτάξει προς τη μεριά της Ουγγαρίας, ναι, είχε ένα τσίμπημα στην καρδιά, γιατί δεν θα μπορούσε πια να δει την Ουγγαρία, παρόλο που όλα πήγαν καλά και δεν υπήρχε πια κανείς κίνδυνος από δω και πέρα να τον βρουν οι διώκτες του, παρόλο που αυτός, αυτή η μικροσκοπική κουκκίδα του σύμπαντος, αυτός ο ασήμαντος τοπικός ιστορικός που εργαζόταν στα σκονισμένα Αρχεία, διακόσια είκοσι χιλιόμετρα μακριά από τη Βουδαπέστη, ήταν όντως εδώ, στην Α-με-ρι-κή !!! και πολύ γρήγορα θα έθετε σε εφαρμογή το Μεγάλο του Σχέδιο, με λίγα λόγια, δίπλα σε όλες αυτές τις πηγές άντλησης χαράς και ευτυχίας, υπήρχε και κάτι άλλο: όταν κατέβηκε τη σκάλα του αεροπλάνου με τους υπόλοιπους επιβάτες, 76
και πριν ακόμα μπει στο λεωφορείο του αεροδρομίου, είχε στρέψει, μέσα στον ανεμοστρόβιλο, το κεφάλι του προς την πίστα προσγείωσης, και είχε πει: ποτέ πια! γιατί, με την επιτυχημένη αυτή άφιξη, είχε κόψει οριστικά όλους τους δεσμούς του, έκοψε με το παρελθόν του, με την Ουγγαρία και, όταν πιεσμένος από την αεροσυνοδό να κάνει γρήγορα και να κατευθυνθεί προς το λεωφορείο του αεροδρομίου, είχε ρίξει μια τελευταία ματιά στο σημείο όπου υπέθετε πως βρισκόταν η Ουγγαρία, είπε μεγαλόφωνα πως, ω, γι' αυτόν, αυτή η Ουγγαρία είχε πια χαθεί για πάντα.
Τελικά δεν υπήρχε πρόβλημα με τον τύπο, δήλωσε στον ανώτερο του ο άνδρας ασφαλείας του αεροδρομίου που ήταν επιφορτισμένος με τον έλεγχο των μεταναστών που έφταναν από την Ανατολική Ευρώπη, μόνο που είχε φτάσει χωρίς αποσκευές, ούτε καν μια μικρή τσάντα, μόνο με ένα παλτό, που μέσα στο τσεπάκι το οποίο ήταν ραμμένο στη φόδρα του υπήρχε ένα χειρόγραφο κείμενο, το οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενά του και μετά από έναν γρήγορο έλεγχο που έκανε ο διερμηνέας, ήταν ιδιωτικού περιεχομένου, αυτό, και μετά ένας φάκελος με χρήματα, τίποτε άλλο, ούτε καν μια πλαστική σακούλα ή μια τσάντα στον ώμο, τίποτε απολύτως, γεγονός που, φυσικά, τους κίνησε την περιέργεια συνέχισε Άντριου, του είπε ο ανώτερός του με ένα νεύμα- ίσως είχε αποσκευές που είχανχαθεί και, εάν ναι, πού πήγαν, με λίγα λόγια έπρεπε να το επαληθεύσει και να τον ανακρίνει και, σύμφωνα με τους κανόνες και με τη βοήθεια του Ούγγρου διερμηνέα, είχε λοιπόν ανακριθεί, αλλά δεν βρήκαν τίποτε το ύποπτο, ο τύπος φαινόταν να λέει την αλήθεια και για τις αποσκευές του, επομένως, κατά την άποψή του, είπε ο άνδρας ασφαλείας, μπορούσαν να τον αφήσουν να φύγει: είχε χρήματα, ένα μεγάλο ποσό σε ρευστό, αλλά εντάξει, από τους υπηκόους των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης δεν ζητούσαν τραπεζική κάρτα, το διαβατήριο 77
και η βίζα του ήταν εντάξει, και είχε δείξει την κάρτα με τη διεύθυνση ενός ξενοδοχείου στην πόλη της Νέας Υόρκης όπου είχε την πρόθεση να καταλύσει, κάτι που θα το έλεγχαν μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες και μετά θα μπορούσαν να κλείσουν την υπόθεση, κατά την άποψή του, -ναι, τον ενθάρρυνε ο ανώτερος του-, αυτό αρκεί, ο τύπος είναι μόνον ένας από εκείνους τους αφηρη μένους καθηγητές, εντελώς συνηθισμένος και ακίνδυνος, είχε δικαίωμα να βάλει ό,τι ήθελε στη φόδρα του παλτού του, μάλιστα μπορούσε να ξεσκατίζεται μ’ αυτό εάν αυτό τον ευχαριστούσε -και ο υπάλληλος αποκάλυψε τα κάτασπρα και αστραφτερά δόντια του-, με λίγα λόγια, συνιστούσε να τον αφήσουν άνετα να περάσει και να πάει όπου θέλει, ΟΚ, Άντριου, ένα πρόβλημα λιγότερο, απάντησε ο υπεύθυνος ασφαλείας και μισή ώρα αργότερα ο Κόριμ ξαναβρήκε την ελευθερία του, παρόλο που, για να πούμε την αλήθεια, φαινόταν ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει καν ότι την είχε χάσει, γιατί το μυαλό του ήταν απασχολη μένο με εντελώς άλλα πράγματα, κυρίως μετά το πέρας της ανάκρισης, όταν είχε παρατηρήσει ότι ο διερμηνέας τον άκουγε πράγματι με προσοχή, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να ολοκληρώσει αυτό που είχε να πει, καθώς επέμενε να τους γνωστοποιήσει ένα πράγμα: μια μέρα, ίσως, αργότερα, εάν πετύχαινε τον στόχο του, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα ήταν περήφανες γι' αυτόν, περήφανες που διάλεξε αυτή τη χώρα για να ολοκληρώσει το Μεγάλο Σχέδιο του.......όχι, όχι, όχι, τον διέκοψε χαμογελώντας ο διερμηνέας, ο οποίος βάλθηκε να ισιώνει ήρεμα τα χωρισμένα με μια χωρίστρα άσπρα μαλλιά του στο κρανίο, παρ' όλη τη συμπάθεια που ένιωθε για το πρόσωπό του, δεν ήταν η στιγμή, ο Κόριμ έπρεπε να το καταλάβει, και τότε ο Κόριμ απάντησε ότι καταλάβαινε απολύτως και ότι δεν θα του δημιουργούσε κι άλλους μπελάδες, το μόνο που ήθελε να προσθέσει ήταν, πρώτον: στην περίπτωσή του, εκείνο που ήθελε ήταν να χαράξει στην αιωνιότητα κάτι που θα ήταν εξαιρετικής ομορφιάς, με λίγα λόγια, ο λόγος του ταξιδιού του φαινόταν να 78
ε ίν α ιτ ό σ ο επ ικίνδυνος, αν μπ ορούσ ενα εκφ ρα σ τεί έτσ ι, όσο και το π έτα γ μ α μια ς πεταλούδας πάνω από μια πόλη κα ι, μάλιστα, ιδ ω μ έν ο από τη ν π λευρά τη ς π όλης, κα ι δ εύ τερ ο ν : ένιω θ ε την υποχρέω ση να του εκφ ρά σει τη μεγάλη ευγνω μοσύνη του, πραγμ α τικ ά , ευχαριστούσε τον διερμη νέα για τη βοήθεια πουτουπρόσ φ ερ ε π ρο κ ειμένο υ να τον βγά λει από τη δύσκολη θέσ η, ορίστε, δ ε ν είχ ε να π ε ι τίπ ο τε παραπάνω, ευχαριστώ , χίλια ευχαριστώ, όπω ς λ έν ε εδώ , και έριξε ένα φ ευγα λέο βλέμ μ α στο σημειω ματάριό το υ :
πΐ3.ηγ ί1ΐ3.η]<δ, ιη ίδ ίθ Γ .
Του έδωσε την επισκεπτήρια κάρτα του, εξηγούσε αργότερα ο διερμηνέας, έξαλλος από θυμό και γυρίζοντας απότομα την πλάτη στην εμβρόντητη σύντροφό του που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, μόνο και μόνο για να τον ξεφορτωθεί, άλλος τρόπος δεν υπήρχε, ο τύπος δεν σταματούσε να φλυαρεί, του είπε λοιπόν, εντάξει, εδώ είναι ο αριθμός του τηλεφώνου μου, τηλεφώνησέ μου, οΐαγ; αυτό μόνο, τίποτε περισσότερο, πού είναι το πρόβλημα; ήταν μια ευγενική χειρονομία, μια απλή κάρτα επισκεπτηρίου, από εκείνες που σπέρνει κανείς στους τέσσερις ανέμους, όπως σπέρνει ένας φτωχός γεωργός τον σπόρο του, τίποτε παραπάνω! και ο διερμηνέας, πικραμένος, κούνησε το κεφάλι του, ήταν ξεγραμμένος, πουθενά, δεν κατάφερενα φτάσει πουθενά, πουθενά, απολύτως πουθενά, πάνε τέσσερα χρόνια που ήταν στην Αμερική, και τίποτε, εκτός απ' αυτά τα σκατά! ούρλιαξε χτυπώντας το μαξιλάρι του, αυτή τη σκατοδουλειά στην Υπηρεσία Μετανάστευσης, και επιπλέον έπρεπε να είναι και ευγνώμων που είχε προσληφθεί ως εξωτερικός διερμηνέας, να τους λέει ευχαριστώ γι' αυτά τα σκατά, αλλά εντάξει, δεν είχε πια καμιά ση μασία εφόσον δεν χρειάστηκε παρά ένα μονάχα λεπτό για να τον πετάξουν έξω, και με τέτοια ευκολία, τέτοια φυσικότητα που μόνο όταν βγήκε έξω από το κτίριο του ήρθε σαν ταμπλάς, πραγματι79
κά, και όλα αυτά μόνο για κείνη την καταραμένη κάρτα επισκεπτηρίου, αλλά όλα αυτά δεν ήταν περίεργα, όταν κάνεις παρέα με μαλάκες, όταν δουλεύεις ως διερμηνέας σε μια τέτοια σάπια υπηρεσία, όταν κάνεις διερμηνεία ανάμεσα σε βλαχαδερά και σε γουρούνια, τότε πρέπεινα το περιμένεις, να περιμένειςνα σεπετάξουν έξω κλωτσηδόν και στο πιτς φιτίλι, έξω από δω, γιατί όλοι αυτοί οι Ούγγροι δεν είναι παρά βρωμοβλαχαδερά, και όλοι εκείνοι οι ελεγκτές διαβατηρίων, οι τελωνειακοί , οιάνδρες ασφαλείας ήταν όλοι τους βρωμογούρουνα, μια συμμορία μπουνταλάδων και διεφθαρμένων, είπε ο διερμηνέας κουνώντας το κεφάλι του υστερικά, σας ευχαριστούμε, ΜίστερΣάρβαρυ, αλλά υπήρξε εκ μέρους σας σοβαρή παραβίαση του εσωτερικού κανονισμού, απαγορεύεται να προτείνετε ή να δέχεστε οποιαδήποτε προσωπική επαφή, ο κανονισμός ορίζει... και... νιανιανιά καινιανιανί, σκατόφατσες! έκανε ο διερμηνέας, τόσο εξοργισμένος που είχε δάκρυα στα μάτια, και ο άλλος ο βλάκας δεν σταματούσε να τον φωνάζει Σάρβαρυ, ενώ ήξερε πολύ καλά ο κωλόγερος ότι το όνομά του προφερόταν Σάρβαρυ με παχύ σίγμα, αλλά τι μπορείς να κάνεις μ’ έναν τέτοιο μαλάκα, δεν υπήρχε καμία ελπίδα, είπε, βυθίζοντας το κεφάλι του μέσα στο μαξιλάρι, απλούστατα, ήταν ανίκανος να προσαρμοστεί, αυτός είναι ποιητής, ούρλιαξε απευθυνόμενος στη σύντροφό του, ποιητής και δημιουργός καλλιτεχνικών βίντεο και όχι διερμηνέας, ’ντάξει; και τους είχε χεσμένους όλους αυτούς τους μαλάκες, όπως εκείνον τον βρωμοαράπη, ήταν όλοι τους σκατά σε σύγκριση μ’ αυτόν, ούτε ένας τους, είπε, σκύβοντας το κεφάλι του πάνω από το πρόσωπο της γυναίκας, δεν είχε την παραμικρή ιδέα ποιος ήταν, ε; έφτανε να τους κοιτάξεις από κοντά για να δεις ότι ήταν όλοι τους γουρούνια ή βλαχαδερά, η φωνή του πνίγηκε, γύρισε ακόμα μια φορά, ρίχτηκε πάνω στην κουβέρτα, μετά γύρισε πάλι προς τη σύντροφό του, κι αυτός, βεβαίως, τον βοήθησε, βοήθησε αυτό τον ηλίθιο, αυτό τον ηλίθιο μαλάκα, γιατί και ο ίδιος δεν ήταν παρά ένας κρετίνος, 8ο
ο βασιλιάς των κρετίνων, γιατί τελικά, ποιος του ζήτησε να τον βοηθήσει, ποιος, γαμώτο; ποιος θα του πλήρωνε μια δεκάρα παραπάνω επειδή προσπάθησε να βοηθήσει εκείνον τον φτωχό ηλίθιο, εκείνον τον βλάκα που αυτή τη στιγμή πρέπει να βρίσκεται ακόμα στην ίδια θέση, με την κάρτα του επισκεπτηρίου στο χέρι, αντί να την πετάξει κάπου και να πάρει δρόμο, θα στοιχημάτιζε ότι ο τύπος δεν μετακινήθηκε ούτε εκατοστό, μ’ εκείνη τη βλακόφατσα που είχε, ένας κρετίνος που δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει η λέξη «αποσκευή», ενώ του είχε εξηγήσει, αλλά όχι, δεν είχε κουνηθεί, τον βλέπει ακόμα σαν να τον έχει απέναντι του, μαρμαρωμένοεκεί, σαν να τα είχε κάνει πάνω του και να περιμένει κάποιον να έρθει να του καθαρίσει τον κώλο, με το συμπάθειο -ο διερμηνέας χαμήλωσε τη φωνή του απευθυνόμενος στη γυναίκα-, της ζητούσε συγγνώμη που είχε χάσει την ψυχραιμία του και τη δουλειά του για την ίδια αιτία, και όλα αυτά γιατί; για έναν κρετίνο, έναν βλάκα, έναν μαλάκα, τόσο μαλάκα όσο και οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, όλοι, μηδενόςεξαιρουμένου! 6. Να έχει καρφωμένο το βλέμμα του στο Εχιί, μόνο στο Εχΐί, στις πινακίδες που έδειχναν τη λέξη Εχίΐ, τίποτε άλλο, αλλιώς θα χανόταν, ναι, εκεί, είπε ο Κόριμ μεγαλόφωνα, κάτι που, στην πραγματικότητα, δεν ενοχλούσε κανέναν, ποιος νοιαζόταν για το αν μιλά μόνος του; εξάλλου, ήταν μερικοί χιλιάδες ακόμα που έκαναν το ίδιο πράγμα, συνωστίζονταν βιαστικά, δεξιά κι αριστερά, με τα μάτια προσηλωμένα στις πινακίδες και στα βελάκια, γυρίζοντας αριστερά, σταματώντας, κάνοντας στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και μετά δεξιά, και μετά πάλι νέο σταμάτημα, καιπάλι στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, και προχωρώντας ευθεία, μέχρι τον επόμενο δισταγμό, με το βλέμμα προσηλωμένο σε ένα μόνο πράγμα, το ίδιο πράγμα που ο Κόριμ δεν έπρεπε να χάσει από τα μάτια του, δηλαδή το Εχιΐ, έπρεπε να ποντάρει τα πάντα στο 8ι
Εχΐ£, να μην το χάσει ποτέ από τα μάτια του, να βρίσκεται σε κατάσταση ύψιστης εγρήγορσης, να μην χαλαρώνει ποτέ την προσοχή του, γιατί ένα δευτερόλεπτο έλλειψης προσοχής μέσα σ' αυτή τη χάβρα και θα ήταν χαμένος, θα ήταν πια οριστικά αδύνατον να ξαναβρεί τον δρόμο του, να μην αμφιβάλλει, μονολόγησε, αλλά να προχωράει μέσα από τους διαδρόμους και τις σκάλες, και να μην αφαιρείται κοιτώντας τις διπλανές πόρτες, τις σκάλες και τους διαδρόμους, να μην τις κοιτά ή να τις κοιτά δίχως να τις βλέπει, να μην αφεθεί να δελεαστεί από μια πόρτα, πάνω στην οποία θα ήταν γραμμένη η λέξη Εχΐ£, να αγνοήσει αυτές τις διπλανές πόρτες, πράγμα που έκανε ο Κόριμ, πέρασε μπροστά από τις πόρτες και προχώρησε, σαν, ω, ναι, πραγματικά, έλεγε αργότερα, σαν σε λαβύρινθο, καιεπιπλέον, με βήμα ταχύ, πραγματικά, κάτι έσπρωχνε τους ανθρώπους να προχωρούν με μια απίστευτη ταχύτητα, και πάντα αναγκασμένοι να αποφασίσουν γρήγορα, αυτό ήταν το πιο δύσκολο, να επιλέγεις μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ανάμεσα σε δυο πιθανές κατευθύνσεις, γιατί, πότε πότε, στην έξοδο μιας σκάλας ή ενός διαδρόμου, εμφανιζόταν μια ένδειξη που έσπερνε την αμφιβολία, υποχρεώνοντας τους ανθρώπους να σταματούν, κάτι τους τάραζε, μια απρόσμενη πινακίδα που τους αποπροσανατόλιζε, και τότε, σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο έπρεπε να αποφασίσεις, να επιλέξεις μια κατεύθυνση , να εντοπίσεις τον πιο κατάλληλο δρόμο, αυτόν ή εκείνον; και έπρεπε να αποφασίσεις πολύ γρήγορα, αυτό ήταν το πιο φοβερό, και πάντα να κινείσαι, να προχωράς δίχως να σταματάς, ξέροντας ότι ακόμα και η σκέψη να σταματήσεις ήταν αδιανόητη, γιατί το ενδεχόμενο να κάνεις μια στάση εδώ αποκλειόταν εντελώς, ήταν σαν να είχαν σφυρηλατήσει μέσα στο κεφάλι όλων αυτών των ανθρώπων ότι η Θύρα εξόδου θα έκλεινε πολύ σύντομα και συνεπώς έπρεπε να βιαστούν, να προχωρήσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, χωρίς να σταματήσουν, να εντοπίσουν τον δρόμο και να προχωρήσουν προς το Εχίΐ, μια λέξη που, ειρήσθω εν 82
παρόδω, κι εκεί ήταν το άλλο πρόβλημα, ήταν από μόνη της ένα μυστήριο, γιατί, τι ακριβώς σήμαινε αυτή η λέξη; για τον Κόριμ, για παράδειγμα, σήμαινε βγαίνω από το κτίριο και ξαναβρίσκω την ελευθερία μου, μετά βρίσκω ένα λεωφορείο που με πάει στην πόλη ή ένα ταξί, εάν δεν ήταν πολύ ακριβό, αυτό θα το αποφάσιζε όταν θα έφτανε η στιγμή, αλλά είχε κανέναν λόγο να ερμηνεύει έτσι όλη αυτή την ιστορία του Εχίΐ, δηλαδή την έξοδο προς την ελευθερία, δεν είχε ιδέα, στο μεταξύ, ήταν υποχρεωμένος να προχωρεί, να διασχίζει νέους διαδρόμους, να ανεβοκατεβαίνει νέες σκάλες, και η αμφιβολία άρχισε να εγκαθίσταται στο κεφάλι του, άρχισε να φοβάται, και όταν ένιωσε το έδαφος να γλιστρά κάτω από τα πόδια του, ξαφνικά πέρασε από το μυαλό του η ιδέα ότι πήρε τη λάθος κατεύθυνση, και όλο αυτό, εδώ και κάποια λεπτά, αυτή τη φορά πανικοβλήθηκε, δεν ήταν πια σε θέση ούτε να σκεφτεί, έτσι δεν του έμενε παρά να ακούει αυτό που του υπαγόρευε το ένστικτό του: να εμπιστευτεί το πλήθος, να χωθεί μέσα του, να συντονίσει το βή μα του με την ταχύτητα του πλήθους, να αφεθεί να τον παρασύρει, όπως ένα φύλλο ανάμεσα σε τόσα άλλα, όπως, για να δανειστούμε μια παρωχημένη εικόνα, ένα φθινοπωρινό φύλλο που το παρασέρνει ο άνεμος, δεν έβλεπε πια τίποτε γύρω του, όλα συνέβαιναν πολύ γρήγορα, ακανόνιστα, συγκεχυμένα, πολύ φλου, το μόνο που έβλεπε καθαρά ήταν ότι όλα αυτά δεν είχαν τίποτε να κάνουν, πραγματικά τίποτε να κάνουν με όσα είχε φανταστεί, πράγμα που ενέτεινε την αγωνία του, όπως εξηγούσε αργότερα, βρισκόταν στη χώρα της ελευθερίας, κι όμως φοβόταν, χαιρόταν και αισθανόταν ανακουφισμένος, αλλά έτρεμε από φόβο, γιατί όλα έπεσαν στο κεφάλι του ξαφνικά, κι έπρεπε να τα χωνέψει όλα, να τα κατανοήσει όλα, να αντιληφθεί τα πάντα, και να βρει τρόπο να βγει από εκεί, αλλά μόνον οι διάδρομοι και οι σκάλες αλληλοδιαδέχονταν οι μεν τις δε μέσα στο κεφάλι του, οι μεν μετά τις δε, δίχως τελειωμό, και προχωρούσε μες στο πλήθος, μέσα σε μια οχλοβοή ανακατεμένη από συνομιλίες, θρή-
νους, κραυγές, ξεσπάσματα γέλιου, και μετά, πότε πότε, ανάμεσα σε δύο συγκεχυμένους βρυχηθμούς και κραυγές, κάποια «Ε χ ίί, ναι, ναι, από κει, ευθεία». 7*
Μπροστά στην είσοδο της αίθουσας αφίξεων, τοποθετημένοι στις τέσσερις γωνιές, σε μια περίμετρο δύο επί δύο, στέκονταν τέσσερις άντρες με μαύρη στολή, προφανώς εκπαιδευμένοι για ειδικές αποστολές, τέσσερις άντρες ασφαλείας οπλισμένοι με ρεβόλβερ, δακρυγόνα, γκλομπ από καουτσούκ, κι ένας Θεός ξέρει με τι ακόμα, ακίνητοι, ικανοί να βλέπουν ταυτοχρόνως σε τριάντα δύο μεριές, τέσσερις άνδρες ασφαλείας με πολεμική εμφάνιση, τοποθετημένοι με τα πόδια ελαφρώς ανοιχτά, σε ένα τετράγωνο δύο επί δύο, οριοθετημένο από ένα κορδόνι ασφαλείας, ένα κορδόνι το οποίο κρατούσε σε απόσταση το πλήθος, ήταν το μόνο ορατό στοιχείο αυτού του δήθεν ανήκουστου συστήματος ασφαλείας που υποδεχόταν στις αφίξεις τη μάζα των ανθρώπων που κατέφτανε συνεχώς: καμία κάμερα, καμία δύναμη παρέμβασης η οποία, κρυμμένη πίσω από τον τοίχο, θα ήταν έτοιμη να παρέμβει, καμία ουρά οχημάτων σε επιφυλακή μπροστά στην είσοδο του αεροδρομίου ή μέσα στο κτίριο, κανένα ίχνος από επιθεωρητές του Γενικού Επιτελείου από το οποίο ελέγχονται τα ογδόντα έξι χιλιάδες τετρακόσια δευτερόλεπτα της ημέρας, κι αυτό ήταν το άνευ προηγουμένου αυτού του μηχανισμού ασφαλείας, να μην είναι τίποτε άλλο ορατό, μόνον αυτοί οι τέσσερις άνδρες και αυτά τα τέσσερα κόκκινα κορδόνια, γιατί αυτό που είχαν καθήκον να προστατεύουν, αυτό για το οποίο συνέρρεαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ήταν ακόμα πιο εξαιρετικό, και υπήρχε εκεί μια στρατιά από πολίτες, μεταβιβαζόμενοι ταξιδιώτες, αλλοδαποί, υπήρχαν εκεί εμπειρογνώμονες, ερασιτέχνες, συλλέκτες, ειδωλολάτρες, κλέφτες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροι, και όλοι είχαν έρθει εκεί, όλοι σπρώχνονταν, έδιναν αγκωνιές για να δουν, να δουν με τα 84
ίδια τους τα μάτια τι ήταν αυτό που προστάτευαν αυτοί οι τέσσερις άνδρες ασφαλείας και τα τέσσερα κορδόνια: μια κολόνα επενδυμένη με μαύρο βελούδο, φωτισμένη από την οροφή με μια σειρά λευκά σποτ, προστατευμένη με μια βιτρίνα από τεθωρακισμένο γυαλί, γιατί όλοι ήθελαν να δουν τα διαμάντια, όπως τα ονόμαζαν πολύ απλά, μια από τις μεγαλύτερες συλλογές διαμαντιών στον κόσμο, όπως ανέφεραν οι μπροσούρες, εικοσιένα θαύματα κοσμηματοπωλείων, είκοσι και μία πανέμορφες ενσαρκώσεις ανόθευτου άνθρακα, είκοσι μία λάμψεις παγιδευμένες για πάντα μέσα στην πέτρα, εκτεθειμένες εδώ χάρη στο Ινστιτούτο της Γεμολογίας, με την ευγενική χορηγία πολυάριθμων οργανισμών και γενναιόδωρων ιδιωτών συλλεκτών, χωρίς να ξεχνάμε, φυσικά, κάθε φορά που κάποιος, κάπου στον κόσμο, πρόφερε τη λέξη διαμάντι -αλλά αυτή τη φορά επισήμως- την παρουσία στα παρασκήνια, της εταιρείας ϋ θ Βθθγ5 (Ιοηδοΐκΐ^ΐθά Μίηθδ, είκοσι ένα σπάνια κομμάτια, όπως αναγραφόταν στον κατάλογο, πράγμα που στην περίπτωση αυτή δεν ήταν υπερβολικό, εφόσον, συγκεντρώνοντας όλα αυτά τα κομμάτια, από τα οποία κανένα δεν ανήκε σε μια κατηγορία κατώτερη της ΙΡ και ν ν δ ΐ, σύμφωνα με τα κριτήρια των τεσσάρων 0: Ο ιί, (ΙίΐΐΊΐγ, (ΙοΙογ, δηλαδή κοπής, βάρους, διαύγειας και χρώματος, οι διοργανωτές επιθυμούσαν να δώσουν, με τα εικοσιένα αυτά αστέρια, τα προερχόμενα από όλο το σύμπαν, μια προσιτή εικόνα αυτού του τρομακτικού κόσμου των γωνιών του διαμαντιού, της κοπής, της στιλπνότητας, της διαύγειας, ένα εγχείρημα πολύ πρωτότυπο, όπως αναγραφόταν, εφόσον δεν απέβλεπε μόνο στο να θαμπώσει το κοινό με ένα δυο κομμάτια απόλυτου κάλλους, αλλά να του προσφέρει μια γενική άποψη του απόλυτου κάλλους, χωρίζοντάςτο σε είκοσι μία διαφορετικές μορφές, γιατί αυτοί οι εικοσιένας τέλειοι λίθοι, σύμφωνα με τις αμερικανικές, σκανδιναβικές και γερμανικές κλίμακες συμμετρίας, Το1]<ο^δ]<γ, δϋηά&τΐ δίΤΛίκϋη^νθ, ΕρρΙθΓ, προσέφεραν μια γκάμα διαφοροποιημένων αποχρώσεων, ΚίνθΓ 85
ΐορ Ανβδδθΐΐοη, λνβδδθΐϊοη, τρόπου κοπής, Μ^ζ3.ήη, Ρθηιζζί, Μ ϋ ψ ιΐδ θ, ΕπίθΓ^ιιάθ, και σχήματος, οβάλ, αχλαδιού, χαρταετού, ημι-χαρταετού, ξεκινώντας από πενήντα πέντε καράτια και φτάνοντας στα εκατόν σαράντα δύο, κι έπειτα, βεβαίως, υπήρχαν και τα δύο κλου της έκθεσης: το ΟΡΛΟΦ, δεμένο με πλατίνα, και το ΜΑΤΙ ΤΉΣ ΉΓΡΗΣ, ένα διαμάντι σε χρώμα κεχριμπαριού, εξήντα ενός καρατίων, και οι «λάμψεις» που εξέπεμπαν όλα αυτά τα διαμάντια πίσω από την τεθωρακισμένη βιτρίνα, ήταν πραγματικά μοναδικές και συναρπαστικές, συναρπαστικές διότι το σύνολο ήταν εκτεθειμένο σε ένα τουλάχιστον παράξενο μέρος: την πλέον ευαίσθητη ζώνη του πλέον πολυσύχναστου αεροδρομίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ένα μέρος όπου ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο να προστατεύσεις έναν τέτοιο θησαυρό, έναν θησαυρό εκτιμώμενο σε πολλά εκατομμύρια δολάρια και την ασφάλεια του οποίου, επί του παρόντος, εξασφάλιζαν τέσσερα κόκκινα κορδόνια και τέσσερις άνδρες ασφαλείας, με πολεμική εμφάνιση, τοποθετημένοι σ' αυτή τη θέση, ακίνητοι, με τα πόδια ελαφρώς ανοικτά. 8. Ο Κόριμ προχώρησε στον δεύτερο διάδρομο και κατάλαβε, παρατηρώντας από μακριά την αίθουσα αφίξεων, όπως διηγούνταν αργότερα, ότι είχε πάρει τον σωστό δρόμο, ευχαριστώ, Θεέ μου, μονολόγησε, είχε βρει επιτέλους την έξοδο από τον λαβύρινθο και επιτάχυνε το βήμα του, αισθανόμενος πιο ελεύθερος με κάθε μέτρο που έκανε, λιγότερο αγχωμένος, ξαναβρίσκοντας σιγά σιγά την εορταστική του διάθεση και δεν του απέμεναν πια παρά λίγα μόνο μέτρα, όταν, ξαφνικά, και ενώ είχε διανύσει το ένα τρίτο της απόστασης που τον χώριζε από το φως, από την οχλοβοή και το αίσθημα ασφάλειας, παρατήρησε ανάμεσα στο πλήθος που προχωρούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση έναν νεαρό άντρα είκοσι ετών περίπου, ένα μικρόσωμο και καχεκτικό αγόρι που φο86
ρούσε καρό παντελόνι και περπατούσε περίεργα, με πηδηχτό βάδισμα, και έμοιαζε να τον είχε παρατηρήσει κι εκείνο, γιατί, ενώ τους χώριζαν μόνο δέκα περίπου μέτρα, τον κοίταξε κατάματα και μια έκφραση έκπληξης φώτισε το πρόσωπό του, σαν να είχε αναγνωρίσει κατά τύχη έναν παλιό του γνώριμο, του χαμογέλασε και προχώρησε προς το μέρος του ανοίγοντας τα μπράτσα του για να τον χαιρετήσει, κι έτσι ο Κόριμ επιβράδυνε το βήμα του, και μ* ένα αναποφάσιστο χαμόγελο που διαγράφηκε στα χείλη του, περίμενε, λίγο αμήχανος, τη στιγμή της συνάντησής τους, αλλά όταν συναντήθηκαν, συνέβη κάτιτο'απίστευτο: μέσα σε κλάσμα δευτερολέπτου, ο κόσμος σκοτείνιασε στα μάτια του Κόριμ, ο οποίος διπλώθηκε στα δύο και κατέρρευσε στο δάπεδο, γιατί το βίαιο χτύπη μα τον είχε πετύχει στο ηλιακό πλέγμα, είπε ο Κόριμ, πιθανώς το αγόρι, για να διασκεδάσει, βρήκε κάποιον, τυχαία, ανάμεσα στο πλήθος των επιβατών, σήκωσε τα φρύδια του και πλησίασε αυτόν τον κάποιο, δείχνοντας φιλική διάθεση απέναντι του και του έδωσε μια γροθιά κατάστηθα, δίχως να πει μια λέξη, μια φιλική λέξη, μια λέξη που να εκφράζει τη χαρά του που ξαναβρήκε έναν παλιό γνώριμο, όχι, μπουμ! τον χτύπησε με όλη του τη δύναμη, είπε το νεαρό αγόρι από την Τρινιδάδ στο γκαρσόν ενός μπαρ της γειτονιάς του, έτσι, μπουμ! αναπαριστάνονταςτη χειρονομία, ένα χτύπη μα κατευθείαν στο στομάχι, που έριξε τον τύπο κάτω, και το νεαρό αγόρι μιμήθηκε τη σκηνή στο γκαρσόν, ο τύπος είχε φέρει ασυναίσθητα το χέρι του στο στομάχι, διπλώθηκε στα δύο και κατέρρευσε, δίχως να πει μια λέξη, είχε πέσει φαρδύς-πλατύς, είπε, αποκαλύπτοντας τα χαλασμένα δόντια του, πλαφ, σαν σβουνιά που έπεσε από τον πισινό μιας αγελάδας, φαντάζεστε τη σκηνή; ένα μόνο χτύπη μα και ο τύπος δεν είχε τον χρόνονα πει έστω ένα ουφ, είχεκαταρρεύσει, και στον χρόνο που χρειάστηκε για να ανοίξει τα μάτια του, είπε από την πλευρά του ο Κόριμ, το αγόρι είχε εξαφανιστεί μέσα στο πλήθος, σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε γίνει καπνός, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ,
όσο για τον ίδιο, αφού σηκώθηκε όρθιος, κοίταξε ολόγυρά του, δύσπιστος, τελείως αποσβολωμένος, αναζητώντας βοήθεια και μια εξήγηση στα πρόσωπα των δύο ή τριών ατόμων που τον βοήθησαν να σηκωθεί, αλλά δεν του την έδωσαν, ούτε αυτοί, αλλά ούτε και οι άλλοι, όταν ξαναπήρε τον δρόμο του, οι άλλοι, εμφανώς, δεν είχαν παρατηρήσει τίποτε και αγνοούσαν, μάλιστα, και το γεγονός ότι βρισκόταν, ήταν, πιθανώς να ήταν, στο σημείο εκείνο που οριοθετούσε το ένα τρίτο του διαδρόμου, ο οποίος οδηγούσε στην αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου 1ΡΚ.
Ο πόνος ήταν ακόμα πολύ έντονος και διαβαζόταν στο πρόσωπό του, όταν μπήκε στην αίθουσα, όπου δεν είδε ούτε τα διαμάντια ούτε το πλήθος που στριμωχνόταν για να τα δει, και πέρασε από δίπλα τους, δίχως να αποσύρει το χέρι του από το στομάχι, ή ακριβέστερα, εξήγησε στη συνέχεια, δίχως να μπορεί να το αποσύρει, τόσο πολύ πονούσε όταν έφτασε στο σημείο των διαμαντιών, πονούσαν το στομάχι του, τα πλευρά του, τα πνευμόνια του, το συκώτι του, αλλά εκείνο που τον έκανε να υποφέρει πιο πολύ ήταν το αίσθημα αδικίας, η δωρεάν κακία, ο παράλογος χαρακτήρας της επίθεσης της οποίας υπήρξε θύμα, και ο πόνος αυτός, απλωνόταν σε όλα τα κύτταρα του οργανισμού του, γι’ αυτό δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά μόνο να βγει από κει μέσα, να μην κοιτάξει ούτε δεξιά ούτε αριστερά, να προχωρήσει ευθεία, και δεν παρατήρησε ότι το χέρι που είχε αποθέσει στο στομάχι του, αρχικά για να απαλύνει τον πόνο, είχε μετακινηθεί και είχε λάβει θέση ετοιμότητας και άμυνας ενάντια σε κάθε κίνδυνο που θα μπορούσε να τον απειλήσει, αυτό έγινε ασυναίσθητα, είπε λίγες μέρες αργότερα στο κινέζικο εστιατόριο, το χέρι του είχε λάβει ασυναίσθητα αυτή τη θέση, και όταν επιτέλους μπόρεσε να ανοίξει δρόμο μέσα από το χαοτικό πλήθος και ξαναβρέθηκε, όχι στον καθαρό αέρα, αλλά κάτω από μια αψίδα από μπετόν, είχε συνεχίσει, 88
με το αριστερό του χέρι να κρατάει σε απόσταση όλους εκείνους που πλησίαζαν, θέλοντας μ’ αυτό το χέρι να τους δείξει ότι ήταν τρομοκρατημένος, και ότι αυτός ο τρόμος τον έκανε ικανό για όλα, το μήνυμα ήταν σαφές, κανείς δεν έπρεπε να τον πλησιάσει! και συγχρόνως, πήγαινε πέρα-δώθε, αναζητώντας μια στάση λεωφορείου, και όταν είχε διαπιστώσει ότι υπήρχαν, σίγουρα, πολλές στάσεις αλλά κανένα λεωφορείο στον ορίζοντα, ξαφνικά τον είχε κυριεύσει ο φόβος ότι μπορούσε να μείνει εκεί μπλοκαρισμένος εσαεί, και διέσχισε τη λεωφόρο για να πάει στη στάση των ταξί, μπήκε σε μια μεγάλη ουρά αναμονής που τη ρύθμιζε ένας άνδρας, ένας σωματώδης άνδρας που φορούσε στολή γκρουμ, και ένιωσε ευτυχής μ' αυτή του την πρωτοβουλία, έλεγε αργότερα, γιατί διασχίζοντας τον δρόμο και μπαίνοντας στην ουρά, μπόρεσε να βάλει τέλος στην προσπάθειά του να βρει τον δρόμο του, και στη σύγχυσή του, διότι βρισκόταν επιτέλους σ' ένα σημείο αυτής της τεράστιας μηχανής που ήταν το αεροδρόμιο, όπου δεν ήταν πια υποχρεωμένος να εξηγήσει ποιος ήταν και τι ήθελε, γιατί αυτό ήταν εμφανές μέσα στην ουρά όπου περίμενε τη σειρά του και προχωρούσε βήμα βήμα προς τον άνδρα, με λίγα λόγια, χάρη σ' αυτή την απελπισμένη του απόφαση, η οποία όμως αποδείχτηκε σοφή, όλα εξελίσσονταν απρόσκοπτα, έδειξε στον οδηγό του ταξί την κάρτα που του είχε δώσει η αεροσυνοδός στη Βουδαπέστη με την ονομασία του ευπρεπούς και φτηνού ξενοδοχείου, το οποίο το σύστηναν πολλοί ταξιδιώτες οι οποίοι είχαν διαμείνει εκεί, κι εκείνος, αφού την εξέτασε, δήλωσε: ΐννθηΐγ ίϊνε άοΙΙ^Γδ, και ένα δευτερόλεπτο μετά, καθόταν στο πίσω κάθισμα ενός ευρύχωρου κίτρινου ταξί που ξεκίνησε αμέσως με προορισμό το Μανχάταν και άρχισε να κάνει σλάλομ μέσα από τις ουρές, ενώ εκείνος, ο Κόριμ, πίεζε με τη γροθιά του το στομάχι του, έτοιμος να απαντήσει ή να αμυνθεί ενάντια στην επόμενη επίθεση, σε περίπτωση που έσπαγε το πλέγμα που τον χώριζε από τον οδηγό του ταξί ή, εάν ποτέ, κάποιος, έτσι, στα καλά του καθουμένου, σε ένα κόκ-
κινο φανάρι, πετούσε μια βόμβα από το παράθυρο αυτού του ωραίου κίτρινου ταξί, ή, εάν ακόμα, ο ίδιος ο οδηγός γύριζε το κεφάλι του -ένας οδηγός που εκ πρώτης όψεως φαινόταν να κατάγεται από το Πακιστάν, το Ιράν, τη Βεγγάλη ή το Μπαγκλαντέςκαι άρχιζε να ουρλιάζει: Μοηθγ -ο Κόριμ κοίταξε αγχωμένος το σημειωματάριό του- ο γ Ιίίθ !
ίο. Η κίνηση του προκαλούσε ίλιγγο, εξήγησε ο Κόριμ στο κινέζικο εστιατόριο και, επειδή, ανά πάσα στιγμή και σε κάθε γωνιά του δρόμου, περίμενε πως θα του επιτεθούν, είχε απομνημονεύσει όλες τις ονομασίες στις πινακίδες που παρήλαυναν μπροστά στα μάτια του: Σάουθερν Πάρκγουεϊ, Γκραντ Σέντραλ Εξπρέσγουεϊ, Ιντερμπόροου Πάρκγουεϊ, Ατλάντικ'Αβενιου, και στη συνέχεια, Λόνγκ'Αιλαντ, Τζαμάικα Μπέυ, Κουίνς, Μπρονξ καιΜπρούκλιν, όλες αυτές οι ονομασίες χαράχτηκαν μέσα στο μυαλό του, αλλά όσο βυθιζόταν στο κέντρο της πόλης, εκείνο που του έκανε εντύπωση δεν ήταν η συνολική, εξωφρενική εικόνα, μια εικόνα θανάσιμης και πολυτάραχης υστερίας, με τους ουρανοξύστες της Ντάουνταουν και τη γέφυρα του Μπρούκλιν, όπως το περίμενε και με βάση όσα είχε διαβάσει στους ταξιδιωτικούς οδηγούς που είχε ξεφυλλίσει άπειρες φορές στην Ουγγαρία, αλλά κάποιες ασή μαντες λεπτομέρειες, κάποια μικρά στοιχεία του μεγάλου αυτού συνόλου, όπως για παράδειγμα, το πρώτο στόμιο υπονόμου που είδε στο πεζοδρόμιο, απ' όπου έβγαινε ακατάπαυστα ατμός, η πρώτη παλιά Κάντιλακ που γλιστρούσε νωχελικά με όλο της το πλάτος και την οποία προσπέρασαν σ’ ένα βενζινάδικο, το πρώτο πυροσβεστικό όχη μα, γιγάντιο και απαστράπτον, αλλά και κάτι ακόμα, είπε χαμηλώνοντας τη φωνή του, κάτι που, πώς θα μπορούσε να το πει, πέρασε ακροθιγώς από το μυαλό του χωρίς να μπορεί να χαραχτεί, δηλαδή, το ταξί κυλούσε δίχως κανένα θόρυβο, σαν να γλιστρούσε μέσα σε βούτυρο και αυτός κοίταζε από το παράθυρο, 90
δεξιά κι αριστερά, με το χέρι πάντα πάνω στην κοιλιά του, όταν ξαφνικά είχε την αίσθηση ότι όφειλε να είχε παρατηρήσει κάτι το οποίο δεν έβλεπε, να αντιληφθεί κάτι το οποίο δεν αντιλαμβανόταν, κάτι το προφανές, εκεί, μπροστά του, κάτι που έβγαζε μάτι, ναι αλλά τι, το αγνοούσε, κι έπρεπε οπωσδήποτε να το ανακαλύψει αν ήθελε να κατανοήσει τον κόσμο στον οποίο μόλις είχε φτά» σει, αλλιώς, θα επαναλάμβανε τη φράση που αναμασούσε όλο τούτο το απόγευμα και όλο τούτο το βράδυ: Θεέ και Κύριε, είναι στ’ αλήθεια αυτό το Κέντρο του Κόσμου, κι αυτός τώρα βρισκόταν, δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία γι' αυτό, στο Κέντρο του Κόσμου, αλλά μέχρι εκεί, η σκέψη του δεν είχε πάει παραπέρα την πρώτη μέρα, και άφησαν την ΚάναλΣτρητ για να μπουν στην Μπόουερι, μετά, εντελώς ξαφνικά, το ταξί φρέναρε μπροστά στο «δηιΐθδ Ηοΐθΐ», τίποτε παραπάνω, είπε ο Κόριμ, κι από τότε τα πράγματα έμειναν έτσι, δεν είχε αλλάξει τίποτε, δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι έπρεπε να δει μέσα σ’ αυτή τη γιγαντιαία πόλη, ήξερε μόνο ότι αυτό το κάτι ήταν εκεί, ακριβώς δίπλα του, και ότι ήταν εκεί κι όταν έδωσε, σιωπηλός, τα είκοσι πέντε δολάρια στον οδηγό, όταν κατέβηκε από το ταξί, ακριβώς μπροστά από το ξενοδοχείο, όταν το αυτοκίνητο είχε ξαναφύγει, όταν κοίταξε τα δυο κόκκινα φώτα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου να απομακρύνονται μέχρι τη διασταύρωση , όταν το ταξί είχε στρίψει προς την Μπόουερι, και κατευθύνθηκε προς την καρδιά της Τσάιναταουν. 11. Γύρισε δύο φορές το κλειδί στην κλειδαριά, επαλήθευσε δύο φορές αν λειτουργεί η αλυσίδα ασφαλείας, κατόπιν κατευθύνθηκε προς το παράθυρο, για μερικές στιγμές παρατήρησε τον έρημο δρόμο, προσπαθώντας να μαντέψει τι θα μπορούσε να υπάρχει εκεί και μόνο αφού τα έκανε όλα αυτά, εξηγούσε λίγες μέρες αργότερα, αποφάσισε να καθίσει, είχε συνειδητοποιήσει ότι έτρεμε σύγκορμος, αλλά ακριβώς αυτή την ώρα, το να σταματήσει να 91
τρέμει, να μην καθίσει και να μην τρέμει, με άλλα λόγια να ηρεμήσει και να σκεφτεί, δεν το συζητούσε καν, γιατί, το να μπορεί να κάθεται και να τρέμει ήταν κιόλας πρόοδος, έτσι έμεινε καθισμένος για πολλά λεπτά της ώρας να τρέμει, και μετά απ' αυτό, δεν ντρεπόταν να το ομολογήσει, μετά από όλα αυτά τα ατελείωτα λεπτά τρεμώδους καταστάσεως, πέρασε πάνω από μισή ώρα να κλαίει -αναγνώρισε ότι το να κλαίει ήταν σύνηθες γι' αυτόν-, μόλις σταμάτησε να τρέμει, είχε αναλυθεί σε κλάματα, έκλαιγε με λυγμούς, με σπασμωδικούς λυγμούς που του προκαλούσαν λόξιγκα και του τράνταζαν τους ώμους και που ξεσπούσαν με μια τόσο οδυνηρή ταχύτητα όση ήταν και η βραδύτητα με την οποία γαλήνευαν, αλλά το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν ότι έτρεμε και έκλαιγε με λυγμούς, αλλά το ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει τόσα πολλά γεγονότα, τόσο διαφορετικά και τόσο περίπλοκα, και αφού πέρασε η κρίση των δακρύων, είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν μέσα σ' ένα κενό, σε μια κατάσταση έλλειψης βαρύτητας, αισθανόταν εντελώς μουδιασμένος, θολωμένος, το κεφάλι του, πώςνατο εκφράσει, ηχούσε κούφιο, ήθελε να καταπιεί αλλά δεν τα κατάφερνε, ήθελε να ξαπλώσει στο κρεβάτι αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί, και ως επιστέγασμα όλων αυτών, είχε αρχίσει να νιώθει στον αυχένα του τον γνωστό πόνο, έναν πόνο τόσο έντονο που προς στιγμήν πίστεψε πως το κεφάλι του θα αποκολλούνταν από το σώμα του, τα μάτια του άρχισαν να καίνε, τον κατέλαβε μια θανάσιμη κόπωση, δηλαδή, παρατήρησε, όλα αυτά τα συμπτώματα, πόνος, κούραση, φλόγωση, ίσως, σελανθάνουσα κατάσταση , να ήταν εκεί πολύ καιρό αλλά είχαν ξεσπάσει όλα ταυτοχρόνως, όμως εντάξει, τι σημασία έχει, είπε ο Κόριμ, όλα αυτά τα λέει για να εξηγήσει σε ποια κατάσταση βρισκόταν, μ* εκείνη την αίσθηση του κενού, εκείνη την κόπωση κι εκείνον τον πόνο, όταν τελικά επιχείρησε, αφού δεν τα κατανοούσε, τουλάχιστον να κάνει μια απογραφή των γεγονότων, κι έτσι λοιπόν, κουλουριάστηκε στην άκρη του κρεβατιού, και μ' εκείνον τον πόνο, εκεί92
νη τη φλόγωση, εκείνη την κόπωση, άρχισε να κάνει απογραφή των γεγονότων που είχε ζήσει πρόσφατα, ξεκινώντας από την αρχή , δηλαδή, την παράξενη ευκολία με την οποία διέσχισε τα ουγγρικά σύνορα, ενώ δεν διέθετε άδεια εξόδου συναλλάγματος, που, ωστόσο, ήταν υποχρεωτική, διότι αυτό το γεγονός σήμανε την έναρξη όλων των άλλων, γιατί, όταν είχε πουλήσει το διαμέρισμά του, το αυτοκίνητο και τα έπιπλά του, με λίγα λόγια, όταν όλα αυτά τα μετέτρεψε σε χρή μα, έπρεπε να ανταλλάξει σιγά σιγά τα φιορίνια του σε δολάρια, στη μαύρη αγορά, ναι, αλλά, δίχως αυτή την άδεια εξόδου συναλλάγματος δεν μπορούσε να πάει πουθενά, γι'αυτό έκρυψε τα χρήματά του στο χειρόγραφο, στην τσέπη που ήταν ραμμένη στο εσωτερικό του παλτού του, κι έτσι κατάφερε να εγκαταλείψει ήσυχα τη χώρα δίχως να τον ελέγξει κανείς, δίχως να τον ρωτήσουν οτιδήποτε, πράγμα που τον απάλλαξε από μεγάλη αγωνία και του επέτρεψε να διασχίσει τον Ατλαντικό ανέφελα, γιατί δεν θυμάται κανένα ιδιαίτερο συμβάν, εκτός από ένα κακό σπυρί στη μύτη και το ότι ανάλωσε τον χρόνο του να ψάχνει τα πράγματά του, το διαβατήριό του, την κάρτα του ξενοδοχείου, το λεξικό, το σημειωματάριο, πάντοτε φοβόταν μήπωςταχάσει, και συνεχώς επαλήθευε αν πράγματι βρίσκονταν πάντα εκεί όπου πίστευε πως ήταν, με λίγα λόγια, ψιλοπράγματα, όσο δε για την πτήση, όλα εξελίχθηκαν ομαλά, ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνε το αεροπλάνο και δεν ένιωσε κανένα φόβο, ούτε καμιά ιδιαίτερη ευχαρίστηση, αλλά μια τεράστια ανακούφιση, και μόνον όταν προσγειώθηκε το αεροπλάνο άρχισαν τα προβλήματα: η Υπηρεσία Μεταναστών, το νεαρό αγόρι, η στάση του λεωφορείου, το ταξί, αλλά κυρίως εδώ μέσα -έδειξε το κεφάλι τουη βαθιά νύχτα, μια μορφή στιγμιαίας διάλειψης, τουλάχιστον αυτό αισθάνθηκε φτάνοντας στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου, αυτό και την πεποίθηση ότι έπρεπε να αντιδράσει αμέσως, και πρώτα πρώτα να κατεβάσει το αριστερό του χέρι, μετά να ηρεμήσει προκειμένου να μπορέσει να κοιτάξει μπροστά του, εφόσον,
σε τελευταία ανάλυση -σηκώθηκε και επέστρεψε στο παράθυροαν το δούμε συνολικά, τα πράγματα έπαιρναν μάλλον μια ευχάριστη τροπή, δεν του έμενε πια παρά να βρει την «εσωτερική γαλήνη» και να εξοικειωθεί με την ιδέα ότι βρισκόταν στην Αμερική, και ότι θα έμενε εκεί* γύρισε, ακούμπησε στο παράθυρο, παρατήρησε τη φτωχική επίπλωση που αποτελούνταν από ένα τραπέζι, μια καρέκλα, ένα κρεβάτι και έναν νιπτήρα, και μονολόγησε: εδώ θα ζήσω και εδώ θα υλοποιηθεί και το Μεγάλο Σχέδιο, κι αυτή η σταθερή απόφαση τον εμπόδισε να κλάψει και να καταρρεύσει και πάλι, αλλιώς, ομολόγησε, θα κατέρρεε και πάλι, και δίχως αμφιβολία θα αναλυόταν σε κλάματα, εδώ, στη Νέα Υόρκη, στον πρώτο όροφο του «δαιίθδ Ηοίεΐ». 12 .
Υπολογίζοντας σαράντα δολάρια ημερησίως και πολλαπλασιάζοντας επ ί δέκα, μας κάνουν τετρακόσια δολάρια, είναι τρέλα, έλεγε στον άγγελο τη μέρα κατά την οποία, μετά από μια λευκή νύχτα λόγω της διαφοράς της ώρας, κατάφερε τελικά να κοιμηθεί τις πρωινές ώρες, αλλά μάταια περίμενε μιαν απάντηση, γιατί ο άγγελος έμενε μαρμαρωμένος, με τα μάτια του προσηλωμένα ο9 ένα σημείο πίσω από την πλάτη του, και ο Κόριμ γύρισε και είπε: Έχω ήδη κοιτάξει εκεί. Δεν υπάρχει τίποτε απολύτως. 13. Πέρασε όλη τη μέρα κλεισμένος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, για ποιο λόγο να βγει, είπε κουνώνταςτο κεφάλι του, μια μέραχαμένη δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου, ήταν τόσο εξαντλημένος, εξήγησε, που δεν είχε τη δύναμη να ξεμυτίσει, κι ύστερα, γιατί να βιάσει σήμερα τη φυσική πορεία των πραγμάτων, αύριο, μεθαύριο, τι ση μασία έχει; με λίγα λόγια, δεν έκανε τίποτε μες στη μέρα, εκτός από το να ελέγχει πότε πότε την αλυσίδα ασφαλείας, α, ναι, χρειάστηκε να διώξει με πολλαπλά ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ και τις καμα94
ριέρες, οι οποίες του χτυπούσαν την πόρτα και αφού δεν έπαιρναν απάντηση, ετοιμάζονταν να μπουν με τα πασπαρτού, αν εξαιρέσουμε αυτές τις μικροενοχλήσεις, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας κατάκοπος, να κοιμάται, καιτη νύχτα, είχε μείνει καθισμένος πολλές ώρες στο παράθυρο να χαζεύει, πανικόβλητος, τον δρόμο, εν πάση περιπτώσει, μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα του, παρατηρούσε το κάθε σημείο, εντοπίζοντας ένα μαγαζί εδώ, ένα κατάστημα ξύλινων πινακίδων εκεί ή μια αποθήκη χρωμάτων, κι επειδή ο δρόμος δεν είχε και τόση κίνηση τη νύχτα, τον έβλεπε πάντα στην ίδια κατάσταση, έτσι ώστε να μπορέσει να αποτυπώσει στο μυαλό του και την παραμικρή λεπτομέρεια, την ευθυγραμμισμένη σειρά των παρκαρισμένων αυτοκινήτων κατά μήκος του πεζοδρομίου, τα αδέσποτα σκυλιά που οσφραίνονταν τους κάδους σκουπιδιών, έναν άντρα να επιστρέφει στο σπίτι του, ή το ομιχλώδες φως από τους φανοστάτες που σείονταν από τις ριπές του ανέμου, τίποτε δεν του ξέφυγε, τα κατέγραψε όλα, τα πρόσεξε όλα, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του, καθισμένο μπροστά στο παράθυρο του πρώτου ορόφου, παρατηρώντας τον δρόμο, και επαναλαμβάνοντας: ήρεμα! η ημέρα αυτή θα ήταν ημέρα ανάπαυσης, έπρεπε οπωσδήποτε να ξεκουραστεί, να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τόσο τις σωματικές όσο και τις διανοητικές, γιατί, όπως και να το κάνουμε, αυτά που έζησε δεν ήταν και τόσο ανώδυνα, κυρίως όταν τα έβαζε όλα στη σειρά: την καταδίωξη, την πεζογέφυρα στον σιδηροδρομικό σταθμό, τη βίζα, την αναμονή, το άγχος στα σύνορα κι ύστερα στο αεροδρόμιο, την επίθεση, και τέλος, το ταξί, την αγωνιώδη αίσθηση ότι προχωρούσε μέσα σε ομίχλη, όλα αυτά είναι πολλά για έναν άνθρωπο μόνο και απροστάτευτο, τότε, τι ήταν εκείνο το θαύμα που τον συγκροτούσε από το να βγει έξω; τίποτε, δεν υπήρχε κανένα θαύμα, επ ανέλαβε παρατηρώντας τον δρόμο από το παράθυρο, πανικόβλητος και ακίνητος, κι αν η μέρα της άφιξής του κύλησε έτσι, το ίδιο συνέβη και την επομένη, κι όταν μετά οπό μια νέα μέρα κωματώδους ύπνου 95
έφτασε το... το... ποιο; το τρίτο βράδυ, επανέλαβε τα ίδια με την προηγούμενη, δηλαδή: όχι, σήμερα, ίσως αύριο, ναι, αύριο, σίγουρα, και μετά απ' αυτό άρχισε να κόβει βόλτες κατά μήκος και κατά πλάτος του μικρού δωματίου, πηγαίνοντας από το παράθυρο στην πόρτα, και δεν θα ήταν σε θέση να πει πόσες, δεκάδες χιλιάδες; εκατοντάδες χιλιάδες φορές; την απόσταση αυτή την είχε κάνει την τρίτη νύχτα, κι αν το ρήμα «κοιτάζω» μπορούσε να συνοψιστεί στην ημερήσια δραστηριότητά του, το ρήμα «βαδίζω» χαρακτήριζε τις νύχτες του, πηγαινέλα, καταλαγιάζοντας πότε πότε την πείνα του με τα μπισκότα του γεύματος που του είχαν δώσει στο αεροπλάνο και τα είχε πάρει μαζί του, πηγαινοερχόταν μεταξύ παραθύρου και πόρτας, μέχρι τη στιγμή που, εξαντλημένος από την κούραση, τα χαράματα της τέταρτης μέρας κατέρρευσε πάνω στο κρεβάτι, δίχως να έχει πάρει την παραμικρή απόφαση για όλα όσα ήθελε να κάνει. 14Το ξενοδοχείο βρισκόταν στη Ρίβινγκτον Στρητ, κάτω δεξιά ήταν η Κρίστι Στρητ που κατέληγε σ’ ένα πάρκο, ολόκληρο στο έλεος του ανέμου, επάνω αριστερά ήταν η Μπόουερι, έπρεπε οπωσδήποτε να απομνημονεύσειτο όνομα, μονολόγησε, όταν μετά από πολλές λευκές νύχτες και πολλές μέρες που κοιμήθηκε -πόσες ακριβώς το αγνοούσε-, κατέληξε επιτέλους να βγει από το «διιίΐθδ Ηοϊθΐ», γιατί δεν μπορούσε πλέον να χρονοτριβεί, δεν μπορούσε πλέον να αναβάλλει για αύριο ή μεθαύριο την έξοδό του, έπρεπε να ξυπνήσει και να ρισκάρει την έξοδο, το απόθεμα των μπισκότων είχε εξαντληθεί και είχε αρχίσει να έχει κράμπες στο στομάχι, έπρεπε να φάει κάτι, κι έπειτα να βρει επειγόντως, εξήγησε στο κινεζικό εστιατόριο, τονίζοντας τη λέξη «επειγόντως», ένα νέο κατάλυμα, γιατί με την τιμή των σαράντα δολαρίων την ημέρα, μπορούσε να μείνει μόνο λίγες ημέρες, όμως, οι λίγες αυτές μέρες είχαν ήδη περάσει, η μικρή προθεσμία που είχε παραχωρήσει 96
στον εαυτό του είχε ήδη λήξει, αυτό ήταν, δεδομένης της κούρασης και του άγχους του, ένα δώρο απέναντι στον εαυτό του, αλλά δεν ήταν δυνατόν πια να παρατείνει τη διαμονή του στο ξενοδοχείο, δεν το συζητούσε καν, σαράντα επί δέκα, μας έκανε τετρακόσια δολάρια για δέκα μέρες, δηλαδή, πολλαπλασιάζοντας επί τρία, χίλια διακόσια δολάρια τον μήνα, ήταν αδιανόητο, είπε ο Κόριμ, δεν διέθετε τα μέσα, και έκανε δυο φορές τη διαδρομή Κρίστι Στρητ και Μπόουερι για να είναι σίγουρος πως θα ξαναβρεί τον δρόμο του και μετά μπήκε με φόρα μέσα στην, όχι και τόσο πυκνή, κίνηση της Μπόουερι και στόχευσε, στην άλλη πλευρά του δρόμου, ένα μαγαζί που φαινόταν ότι μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του: φαίνεται πως είχε στοχεύσει σωστά, το πρόβλημα όμως δεν ήταν ο στόχος, αλλά το θάρρος του που χάθηκε στο δευτερόλεπτο μπροστά στην είσοδο του καταστήματος: τι θα έλεγε, πώς θα εκφραζόταν, δεν ήξερε ούτε καν να λέει «πεινάω» στα αγγλικά, το λεξικό του -ψηλάφισε τις τσέπες του- έμεινε φυσικά στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, τι να κάνει τώρα; άρχισε να βαδίζει πέρα-δώθε μπροστά στο μαγαζί, και μετά μπήκε μέσα με φόρα, άρπαξε στην απελπισία του το πρώτο φαγώσιμο πράγμα που αναγνώρισε ανάμεσα σε όλα τα καφάσια και, πιο συγκεκριμένα, δυο μεγάλατσαμπιά μπανάνες, και με το ίδιο απελπισμένο ύφος, πλήρωσε τον τρομαγμένο πωλητή, μετά βγήκεγρήγορα και έφυγε καταβροχθίζοντας τις μπανάνες τη μια μετά την άλλη, αλλά, ξαφνικά, υπέπεσε στην αντίληψή του κάτι, στο αντίθετο πεζοδρόμιο, δυο τετράγωνα πιο πάνω, ένα μεγάλο κτίριο με κόκκινα κεραμίδια και στην πρόσοψη μια μεγάλη επιγραφή, και για να μην υπερβάλλει λέγοντας πως αυτή η εικόνα έβαλε τέλος στα προβλήματά του, τουλάχιστον άξιζε, γιατί τον έκανε να αντιδράσει, αφού σταμάτησε να περπατά, και με τις μπανάνες στο χέρι, άρχισε να μιλά μεγαλοφώνως: μα επιτέλους! ποιος είσαι; η συμπεριφορά του ήταν συμπεριφορά ενός αχαλίνωτου τρελού, ενός διανοητικά ασθενούς, τι έλλειψη αξιοπρέπειας! ήρεμα! είπε εκεί, 97
στην Μπόουερι παίρνοντας το κεφάλι του στα χέρια του, αυτά τα χέρια που ήταν φορτωμένα με τις μπανάνες, να μη χάσει την αξιοπρέπειά του, και όλα θα πήγαιναν καλά, όλα θα πήγαιναν καλά, επαναλάμβανε, εάν διατηρούσε την αξιοπρέπειά του. 15Το ξενοδοχείο «διιηδίιίηθ» βρισκόταν στην Πρινς Στρητ, εκεί όπου ο δρόμος διασταυρωνόταν με την Μπόουερι, κατέληγε λίγο πιο πάνω στη Σάιντον Στρητ και βρισκόταν ακριβώς δίπλα από το μεγάλο κτίριο με τα κόκκινα τούβλα και τη μεγάλη πινακίδα πάνω στην οποία ήταν γραμμένη με γράμματα σε χρώμα κόκκινο του αίματος, μια μόνο λέξη: δΑνΕ, η οποία είχε τραβήξει την προσοχή του Κόριμ από μακριά και τον είχε ηρεμήσει, διότι τη λέξη: δΑνΕ, την οποία αντιλήφθηκε μόλις βγήκε ταραγμένος από το μαγαζί και είχε αρχίσει να καταβροχθίζει μια μπανάνα, την είχε εκλάβει ως προσωπικό μήνυμα γραμμένο από ευλογημένο χέρι, και θα μπορούσε να είναι πολύ απογοητευμένος όταν έφτασε κοντά στο μαγαζί και ανακάλυψε περί τίνος επρόκειτο, διότι στην πραγματικότητα αντί για δΑνΕ, έγραφε δΑΙΕ και αφορούσε ένα μαγαζί πώλησης και ενοικίασης αυτοκινήτων, ναι, δίχως αμφιβολία θα είχε απογοητευτεί πολύ εάν δεν είχε παρατηρήσει, στα αριστερά του κτιρίου, μια μικρή πινακίδα που έγραφε: «Ηοΐθίδιιηδίιιηθ», 25 δολάρια, τίποτε παραπάνω, καμία άλλη διευκρίνιση για το πού βρισκόταν το εν λόγω ξενοδοχείο των είκοσι πέντε δολαρίων, αλλά το αναγραφόμενο ποσό καθώς και η λέξη διιηδίιιηθ, που δεν δυσκολεύτηκε να μεταφράσει, λειτούργησε -όπως και πριν η λέξη δΑνΕ- καθησυχαστικά επάνω του και κίνησε την περιέργειά του, διότι αυτό που έψαχνε ακριβώς ήταν να βρει ένα νέο κατάλυμα, και με είκοσι πέντε δολάρια επί είκοσι, μας έκανε εξακόσια , στα οποία έπρεπε να προσθέσει και τα τριάντα επί πέντε, δηλαδή, εκατόν πενήντα, δηλαδή σύνολο εφτακόσια πενήντα δολάρια τον μήνα, ένα ποσό πραγματικά λογικό και πιο αποδεκτό 98
από τα χίλια διακόσια δολάρια του ξενοδοχείου Ρίβινγκτον Στρητ, βάλθηκε λοιπόν αμέσως να ψάχνει την είσοδο του ξενοδοχείου, αλλά δίπλα στο κτίριο με τα κόκκινα τούβλα υπήρχε μόνο ένα παλιό κτίριο έξι ορόφων, άθλιο και ερειπωμένο, χωρίς καμία ένδειξη, μόνο με μια καφετιά εξώπορτα, γιατί να μην μπει μέσα και να ρωτήσει; αναρωτήθηκε ο Κόριμ, δεντου ήταν δύσκολο να προφέρει τις λέξεις «Ηοΐθ1δτιηδ1ιιηθ»και, αναμφίβολα, θα μπορούσε να μαντέψει την απάντηση, άνοιξε λοιπόν την πόρτα και κατέβηκε τη στενή και απότομη σκάλα που τον οδήγησε, ενάντια σε κάθε προσδοκία του, μπροστά σε μια καγκελόπορτα: καμία πόρτα, κανένα κλιμακοστάσιο, κανένας διάδρομος, παρά μόνο μια κλειστή καγκελόπορτα που του έφραζε τον δρόμο* είχε άσχημο προαίσθημα και ετοιμαζόταν βέβαια να κάνει στροφή και να φύγει, όταν ξαφνικά πήρε τ' αυτί του κάποια λόγια από μια συζήτηση , κι αποφάσισε να χτυπήσει την καγκελόπορτα -εξάλλου, τι θα μπορούσε να του συμβεί;- τα κάγκελα ήταν εκεί για να τον προστατεύουν* άρχισε λοιπόν να τα χτυπά με δύναμη -το μάτι του εντόπισε ένα κουδούνι παραδίπλα, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά- κι άκουσε κάτι που έμοιαζε μάλλον με βρισιά, μετά, ένα δευτερόλεπτο αργότερα, εμφανίστηκε πίσω από την καγκελόπορτα ένας τεράστιος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι που τον κοιτούσε επίμονα, και επέστρεψε, δίχωςνα πει λέξη, εκεί απ' όπου ήρθε, ο Κόριμ άκουσε ένα θόρυβο, η καγκελόπορτα μισάνοιξε και δίχως καν να έχει τον χρόνο να σκεφτεί, βρέθηκε σε μια εσωτερική αυλή, μπροστά σ' ένα είδος γραφείου με καγκελωτά παράθυρα όπου κάποιος του έδειξε μια χαραμάδα μέσα από την οποία έπρεπε να μιλήσει: «διιηδίιιηθ;» ρώτησε, γβΒΐι, «Ηοίθίδυτίδίπηθ», και του έδειξαν άλλα κάγκελα στο πλάι, αλλά ο Κόριμ ήταν τόσο τρομοκρατημένος από αυτά τα υποκείμενα, που αντιλήφθηκε πως δεν είχε πια την τόλμη να κοιτάζει προς το μέρος τους, «Ηοίθΐ διιηδίιίηθ;» επέμενε ο άντρας πίσω από το καγκελωτό παράθυρο κοιτάζοντάς τον με ύφος καχύποπτο, ο Κόριμ δεν ξέρει πια τι του είχε απαν99
τήσει, είπε ναι; ήταν το μέρος που έψαχνε; τον είχε ευχαριστήσει; δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι μπορεί να είχε απαντήσει, αλλά λίγα λεπτά αργότερα, βρέθηκε και πάλι στον δρόμο όπου, συνειδητοποιώντας ότι έπρεπε να ζητήσει βοήθεια από κάποιον, πήρε τα πόδια του στον ώμο του και έγινε καπνός, πρέπει να επιστρέψει γρήγορα στο δωμάτιό του, του έλεγε μια εσωτερική φωνή ενώ έτρεχε προς την κατεύθυνση της Ρίβινγκτον Στρητ, πρέπει να επιστρέφει στο «διιίΐθδ Ηοΐθΐ», επαναλάμβανε στον ρυθμό των βημάτων του, και κατά μήκος όλης της μακράς διαδρομής, και μέχρι την είσοδο του ξενοδοχείου, δεν έβλεπε μπροστά του τίποτε άλλο εκτός από τους μορφασμούς αυτών των φρικτών ανθρώπων, δεν άκουγε τίποτε εκτός από το διαπεραστικό και παγωμένο τρίξιμο της κλειδαριάς της καγκελόπορτας και μια μυρωδιά ταγκίλας, άγνωστη, που είχε εισχωρήσει στα ρουθούνια του, τον συνόδευσε από το «Ηοΐθΐ δνιηδίπηθ» ώς το «διιίΐθδ Ηοΐθΐ», σαν να έπρεπε να διαβεβαιώσει τον εαυτό του ότι θα θυμόταν τουλάχιστον κάτι απ' αυτή τη μυρωδιά, όταν θα ξανασκεφτόταν αυτό το αξέχαστο πρωινό, κατά το οποίο είχε διαβεί, για πρώτη φορά, εάν του επιτρεπόταν η έκφραση -είπε εμπιστευτικά στον άνδρα που καθόταν στο τραπέζι μαζί του στο κινέζικο εστιατόριο- το κατώφλι της σκοτεινής και τρομακτικής Νέας Υόρκης. ι6. Δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά, κι έπειτα, ήταν φυσικό, αυτός που λαμβάνει πρέπει να πλη ρώνει με το ίδιο νόμισμα, κι αυτό ακριβώς είχε συμβεί, ο τύπος είχε ξοφλήσει το χρέος του, δεν ισχυριζόταν ότι όλα πήγαιναν ρολόι, αλλά, τουλάχιστον, θα κέρδιζε για ένα χρονικό διάστημα εξακόσια δολάρια το μήνα, περισσότερα από πριν, είπε ο διερμηνέας, εντελώς εξαντλημένος, απευθυνόμενος στον οδηγό του μεξικάνικου ταξί ο οποίος δεν καταλάβαινε τίποτε, δεν καταλάβαινε γρι, αλλά αν υπήρχε κάτι που δεν είχε προβλέψει ήταν αυτό, και έδειξε τον Κόριμ που κοιμόταν ιο ο
με ανοιχτό το στόμα στο πίσω κάθισμα, είπε καγχάζοντας και κουνώντας το κεφάλι, ποτέ, ούτε στο όνειρό του, θα είχε φανταστεί ότι αυτός ο τύπος θα είχε το θράσος να του τηλεφωνήσει ενώ τον είχαν απολύσει σαν βρωμιάρη εξαιτίας του, αλλά όχι, ο τύπος δεν δίστασε και του τηλεφώνησε, επειδή του είχε δώσει την επισκεπτήρια κάρτα του, θεώρησε αυτονόητο να του τηλεφωνήσει, και στο τηλέφωνο, τον ικέτευσε να τον συναντήσει και να τον βοηθήσει γιατί αυτός ο διανοητικά καθυστερη μένος αισθανόταν εντελώς χαμένος στη Νέα Υόρκη, ακούτε; είπε στον Μεξικανό οδηγό, εντελώςχαμένος, είπε, δεν είναι καταπληκτικό; φώναξε χτυπώντας τα γόνατά του, σαν κάτι τέτοιο να ενδιέφερε κάποιον σε μια πόλη όπου όλος ο κόσμος είναι εντελώς χαμένος, και ήταν έτοιμος να κλείσει το τηλέφωνο και να του πει να πάει να αστειευτεί αλλού, αλλά ο τύπος του είπε πως έχει κάποια χρήματα, κι ότι έψαχνε κατάλυμα και κάποιον για να τον βοηθήσει το πρώτο διάστημα, να τι του ξεφούρνισε αυτός ο βλάκας, αυτά, κι επίσης ότι μπορεί να πληρώνει εξακόσια δολάρια τον μήνα, όχι παραπάνω, είχε προσθέσει ζητώντας συγγνώμη, γιατί έπρεπε να ελέγχει τα έξοδά του, γιατί δεν ήξερε πραγματικά πώς έπρεπε να συνεννοηθεί με έναν ξένο αλλά: η κατάσταση είναι σοβαρή, κύριε Σάρβαρυ, του είπε, ήταν λίγο κουρασμένος από το ταξίδι, αλλά όφειλε να του πει ότι δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε τουρίστας, δεν είχε έρθει εδώ για να επισκεφτεί τη Νέα Υόρκη, όχι, αλλά για να φέρει εις πέρας μια υπόθεση, και ο χρόνος πίεζε, και είχε ανάγκη από βοήθεια, από κάποιον για να του συμπαρασταθεί, στην πραγματικότητα, όχι και πολλά πράγματα, δεν απαιτούσε σχεδόν τίποτε, ήθελε απλώς να ξέρει σε ποιον να απευθυνθεί σε περίπτωση ανάγκης, και αν ήταν δυνατόν, μήπως ο κύριος Σάρβαρυ θα μπορούσε να έρθει αμέσως, διότι ήταν εντελώς χαμένος και δεν ήξερε πια που βρισκόταν, μα πού βρίσκεστε; τον είχε ρωτήσει ο διερμηνέας, έπρεπε τουλάχιστον να ξέρει το όνομα του ξενοδοχείου από το οποίο τηλεφωνούσε, μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; για εξακόσια δολάρια
είχε πάει κατευθείαν στη συνοικία ΛιτλΊταλυ, γιατί οτύπος έμενε προς τη Μπόουερι, εξακόσια δολάρια! φώναξε ο διερμηνέας, ευελπιστώντας σ' ένα σημάδι επιδοκιμασίας εκ μέρους του Μεξικανού οδηγού, για εξακόσια ψωροδολάρια είχε ριχτεί στο μετρό, ποτέ του δεν είχε φανταστεί ότι ερχόμενος στην Αμερική, θα καταντούσε έτσι, ότι η μοναδική του περιουσία θα συνοψιζόταν σε τρία χρόνια ενοίκιο πληρωμένα προκαταβολικά για ένα διαμέρισμα στη δυτική πλευρά της 159ης οδού και, κυρίως, κυρίως ότι ο τύπος αυτός θα τον έβγαζε από τη δύσκολη κατάσταση, κι όμως, αυτή ήταν η αλήθεια, όταν ο τύπος τού είχε μιλήσει για κατάλυμα, αμέσως είχε σκεφτεί ότι το δωμάτιο στο βάθος θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά, εξακόσια δολάρια, δεν ήταν δα και κάνα μεγάλο ποσό, αλλά τα είχε ανάγκη, του είπε λοιπόν ότι θα ήταν εκεί, σε μια ώρα, σε μια ώρα; ούρλιαξε από χαρά ο τύπος και του είχε πει: κύριε Σάρβαρυ, μου σώζετε τη ζωή! μετά από αυτό, ο Κόριμ κατέβηκε στη ρεσεψιόν, τακτοποίησε τον λογαριασμό του που ανερχόταν σε εκατόν εξήντα δολάρια, όπως του εξήγησε αργότερα, είχε βγει στον δρόμο, είχε καθίσει στην άκρη μιας πεζούλας, ακριβώς δίπλα από το μαγαζί των ξύλινων πινακίδων, απέναντι από το ξενοδοχείο «διιηδίιίηθ», και ευλογούσε τη στιγμή που μετά από την άσχημη περιπέτειά του στο ξενοδοχείο «διιηδίιίηθ» είχε καταλάβει ότι είχε πιάσει πάτο, και ότι αν δεν ήθελε να καταστραφεί, έπρεπε, χωρίς αναβολή, να ζητήσει βοήθεια από κάποιον και καθώς δεν υπήρχε παρά μόνο ένας στον οποίο μπορούσε να τηλεφωνήσει, είχε αρχίσει να ψαχουλεύει τις τσέπες του για να βρει την επισκεπτήρια κάρτα και είχε αποκωδικοποιήσει τα όμορφα τυπωμένα γράμματα: ΙοδθρίιδΙι^Γνατγ, τηλ. 212 611 19 037. 17* Ίσως είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, αλλά εγώ δεν έχω έρθει στιςΗΠΛ για να ξεκινήσω μια νέα ζωή, είπε ως εισαγωγή ο Κόριμ, και μη ξέροντας αν ο συνομιλητής του τον άκουγε ή εάν, 102
ζαβλακωμένος από τις πολλές μπίρες που είχε κατεβάσει, είχε κοιμηθεί ακουμπώντας το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι, ακούμπησε το ποτήρι του, έβαλε το χέρι του στον ώμο του άντρα, έριξε κάποια βλέμματα γύρω του και συνέχισε χαμηλώνοντας τη φωνή του: θα ήθελα μάλλον να βάλω ένα τέλος στα παλιά. ι8. Είχε πληρώσειτα πάντα: το ζεστό γεύμα στο κινέζικο εστιατόριο, όλες τις μπίρες, τα τσιγάρα, και μετά το ταξί μέχρι την Άπερ Ουέστ Σάιντ, τα πάντα, και μάλιστα, με μια ανακούφιση και ευχαρίστηση που δεν μπορούσε να κρύψει, διότι, όπως επαναλάμβανε συνεχώς, δεν έβλεπε φως στο βάθος του τούνελ και άρχιζε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, μέχρι που εμφανίστηκε ο διερμηνέας στη ζωή του, και δεν σταματούσε να τον ευχαριστεί, νατού εκφράζει την ευγνωμοσύνη του και, μετά, είχεγίνει ανυπόφορος, εξήγησεο διερμηνέας στην κουζίνα, ο τύπος μιλούσε ακατάπαυστα, του διηγούνταν τα πάντα με τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, από τη στιγμή που είχε βγει από το αεροδρόμιο, σχολιάζοντας τα γεγονότα και τις κινήσεις του, μία προς μία, πραγματικός εφιάλτης, δίχως να γελά, αυτό είχε κρατήσει ώρες, είχε αρχίσει με την ιστορία ενός τύπου που του είχε δήθεν επιτεθεί, ακριβώς λίγο πριν φτάσει στην αίθουσα αφίξεων, και στη συνέχεια, εξηγούσε ότι δεν είχε βρει τη στάση του λεωφορείου που θα τον οδηγούσε στην πόλη, και ότι είχε πάρει ταξί, και είχε περιγράφει τον οδηγό και τη θέση του χεριού του καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το Μανχάταν, και μετά είχε πει κάτι παράξενο, σαν να έπρεπε να είχε δει κάτι από το παράθυρο κατά τη διαδρομή, αλλά που δεν το είχε δει, χωρίς πλάκα, όλα, λεπτό προς λεπτό, μέχρι που έφτασε στο Μανχάταν, και μετά το ξενοδοχείο, του είχε περιγράφει όλη την επίπλωση του δωματίου κι όλα όσα είχε κάνει κατά τη διάρκεια όλων των ημερών, ότι δεν τολμούσενα βγει από το δωμάτιό του, αλλά, στο τέλος, κατέληξε,
παρ’ όλα αυτά, να βγει για να πάει ν' αγοράσει μπανάνες, σαν όλα αυτά να έμοιαζαν με αστείο, χωρίς να γελά και να αστειεύεται, αστειεύτηκε ο διερμηνέας ακουμπώντας τους αγκώνες του στο τραπέζι της κουζίνας, αλλά ο τύπος, ήταν σοβαρός, και μετά, είχε πει πως βρέθηκε σ’ ένα είδος φυλακής, ένα μέρος με κάγκελα, και το είχε βάλει στα πόδια σαν λαγός, με λίγα λόγια, ο τύπος τα είχε εντελώς χαμένα, το μυαλό του όπως και το βλέμμα του ήταν διαταραγμένα, έλεγε μόνο μαλακίες, κι επιπλέον, επαναλάμβανε συνεχώς το ίδιο ρεφρέν, ότι είχε έρθει εδώ δήθεν για να πεθάνει, και αν και φαινόταν εντελώς αβλαβής, αυτός ήταν λιγάκι δύσπιστος, αυτή η ιστορία θανάτου δεν του πολυάρεσε, ήταν σίγουρα κουραφέξαλα, αλλά ακόμα κι αν ο τύπος φαινόταν εντελώς άκακος, έπρεπε ίσως να τον πάρει στα σοβαρά, ακόμα και η ίδια, είπε στη σύντροφό του, έπρεπε να έχει τα μάτια της ανοιχτά, πράγμα που δεν σήμαινε βέβαια ότι έπρεπε να ανησυχεί, αλλιώς δεν θα τον είχε αφήσει να πατήσει το πόδι του εκεί, όχι, στην πραγματικότητα ο τύπος, και κόβει το χέρι του γι'αυτό, έλεγε αρλούμπες, και δεν έπρεπε να πιστεύει ούτε λέξη απ’ όσα έλεγε, αλλά δεν μπορεί να είναι κανείς πάντα προσεκτικός, σύμφωνοι, υπήρχε μόνο μια πιθανότητα στις χίλιες, αλλά τι θα συνέβαινε αν ο τύπος έκανε πράξη όσα έλεγε, και μάλιστα εδώ, στο σπίτι του; -ο διερμηνέας έτριξε τα δόντια του- προτιμά να μην το σκέφτεται, αλλά εντάξει, σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, το πρωί ακόμα, δεν έλπιζε ότι θα κέρδιζε εξακόσια δολάρια μέσα στη μέρα, και είναι, συγγνώμη μόνο τρεις η ώρα το απόγευμα ακόμα, και έχει ήδη τσεπώσει εξακόσια δολάρια, και επιπλέον ένα δωρεάν γεύμα στο κινέζικο εστιατόριο, καμιά δεκαπενταριά μπίρες και ένα πακέτο Μάλμπορο, δεν ήταν και άσχημα, σήμερα το πρωί ήταν ακόμα στις μαύρες του, και να ο ουρανοκατέβατος τύπος με τα εξακόσια δολάρια, ένα καλό εισόδημα, εξακόσια δολάρια τον μήνα, δεν μπορούσε να αφήσει να του φύγει μέσα από τα χέρια του μια τέτοια ευκαιρία και να του 104
πει όχι, πόσο μάλλον που δεν του κόστιζε και πολύ, ο τύπος θα μείνει εδώ -ο διερμηνέας χασμουρήθηκε και σωριάστηκε στην καρέκλα του-, και όλα θα πάνε καλά, θα είναι διακριτικός, είπε ο Κόριμ, και δεν θα ενοχλεί, οι ανάγκες του είναι περιορισμένες, ένα τραπέζι και μια καρέκλα για να δουλεύει, ένα κρεβάτι, ένα νιπτήρα και κάποια μικροπραγματάκια για την καθημερινότητά του, αυτές είναι όλες κι όλες οι επιθυμίες του, και βλέπει πως υπάρχουν στη διάθεσή του ήδη όλα τα απαραίτητα, και πραγματικά δεν ήξερε πώς να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, γιατί τον έχει απαλλάξει από ένα μεγάλο βάρος, α, όχι! τον διέκοψε ο διερμηνέας, φτάνει με όλα αυτά! και τον εγκατέλειψε στο πίσω δωμάτιο, όπου, αφού έμεινε μόνος του, ο Κόριμ σάρωσε με το βλέμμα το δωμάτιό του, το δωμάτιό μου, είπε μεγαλοφώνως, αλλά όχι τόσο δυνατά, για να μην ακουστεί από τον κύριο Σάρβαρυ και τη σύντροφό του, γιατί σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να τους ενοχλήσει, και κάθισε στο κρεβάτι, ξανασηκώθηκε, περπάτησε μέχρι το παράθυρο, ξαναγύρισενα καθίσει, ξανασηκώθηκε, και αυτό κράτησε κάμποσα λεπτά, γιατί η ευτυχία, που τον πλημμύρισε με απανωτά κύματα, τον υποχρέωνε να κάθεται και να σηκώνεται, καιτέλος, γιανα ολοκληρώσει την ευτυχία του, έσυρε δίχως θόρυβο το τραπέζι μέχρι το παράθυρο, το τοποθέτησε κατά τρόπο ώστε να κολυμπάει μέσα στο φως, έφερε την καρέκλα και, μετά απ’ όλα αυτά, γύρισεγιανα καθίσει στο κρεβάτι, απ' όπου ατένιζε το πλημμυρισμένο από το φως τραπέζι, και την καρέκλα ελαφρώς μετατοπισμένη, για να μπορέσει αργότερα να καθίσει επάνω της, τα ατένιζε όλα δίχως να βαριέται, είχε ένα σπιτικό, ένα τραπέζι και μια καρέκλα, και, κυρίως: ο κύριος Σάρβαρυ υπήρχε, αυτό το διαμέρισμα υπήρχε, ένα διαμέρισμα δίχως όνομα πάνω στην πόρτα, ένα διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο, στον αριθμό 547 της δυτικής πλευράς της 159ης οδού, ακριβώς δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στις σοφίτες. 105
19.
Στα παιδικά του χρόνια, άρχισε το επόμενο πρωί ο Κόριμ στην κουζίνα, ενώ η σύντροφος του διερμηνέα μαγείρευε με γυρισμένη την πλάτη, ήταν με το μέρος των ηττημένων, τέλος πάντων, όχι εντελώς, έκανε κουνώντας το κεφάλι, θα ήταν πιο ακριβές αν έλεγε ότι πέρασε όλα τα παιδικά του χρόνια παίρνοντας θέση υπέρ των ηττημένων, μόνο των ηττημένων, αισθανόταν άνετα μόνο με τους δυστυχείς, τους απόκληρους, τους αποτυχημένους, τους αφη μένους στη μοίρα τους, ήταν οι μόνοι των οποίων τη συντροφιά αναζητούσε, οι μόνοι με τους οποίους αισθανόταν κοντά, οι μόνοι που κατανοούσε, και αυτή η έλξη αφορούσε ακόμα και τη σχολική ύλη, θυμάται, είπε καθισμένος στην άκρη της καρέκλας, ακριβώς δίπλα στην πόρτα, ότι στο μάθημα της λογοτεχνίας, μόνον οι ποιητές με τραγική μοίρα τον συγκινούσαν, για να είναι πιο ακριβής πάντως, μόνο το τραγικό τέλος των ποιητών, και όταν διέτρεχε τις σελίδες των σχολικών εγχειριδίων, τους έβλεπε τσακισμένους, εγκαταλελειμμένους, ταπεινωμένους, καθημαγμένους από το βάρος της κρυφής γνώσης της ζωής και του θανάτου, πραγματικά, ένιωθε μια ενστικτώδη αποστροφή για τους νικητές, η μέθη της νίκης τον άφηνε ψυχρό και τελείως αδιάφορο, μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό του μόνο στην ήττα, μια αναγνώριση άμεση, αυθόρμητη, που λειτουργούσε μετονοποιονδήποτε, με τον οποιονδήποτεηττημένο* στην πραγματικότητα, είπε ο Κόριμ, αφού σηκώθηκε διστάζοντας από την καρέκλα του και απευθυνόμενος στην ακίνητη πλάτη της γυναίκας, στην οδύνη που ένιωθε τότε, υπήρχε ένα είδος ηδονής, μια γλυκιά ηδονή που κατέκλυζε όλο το είναι του, ενώ, απέναντι στη νίκη και στους νικητές, υπήρχε πάντα, δίχως εξαίρεση, η ίδια ψυχρότητα, η παγερή ψυχρότητα της αποστροφής που τον αναστάτωνε και τον κατέκλυζε ολόκληρο, για να είναι ειλικρινής, δεν ένιωθε γι' αυτούς ούτε μίσος ούτε περιφρόνηση, όχι, μόνον που δεν τους κατανοούσε , η ευτυχία του νικητή δεν είχε γι' αυτόν καμία σχέση με την ιο 6
ευτυχία, και η ήττα ενός συνηθισμένου στις νίκες, δεν ήταν μια αληθινή ήττα, μόνο οι αποκλεισμένοι, οι περιθωριοποιημένοι, οι κατατρεγμένοι, οι... πώς να το πει, οι καταδικασμένοι στη μοναξιά και στη δυστυχία τον συγκινούσαν και είχαν τη συμπάθειά του, να λοιπόν γιατί -και πώς να μην εκπλαγεί κανείς μετά από τέτοια παιδικά χρόνια- ο ίδιος υποχωρούσε πάντα και έμενε στο περιθώριο, κρυβόταν, έδειχνε αδύναμος και συγκρατημένος, και, ως ενήλικας, εξαιτίαςτων υποχωρήσεων, της περιθωριοποίησης, των υπεκφυγών και των παλινδρομήσεων, είχε γίνει το πρότυπο της ήττας, κι αυτό, είπε κάνοντας ένα βήμα προς την πόρτα, δεν ήταν επειδή αναγνώριζε ο ίδιος τον εαυτό του ανάμεσα στους ηττημένους, όχι, έναςτέτοιοςλόγος για να εξηγήσει τη στάση του θα ήταν τόσο απωθητικός όσο και εγωκεντρικός, όχι, αφενός η προσωπική του ζωή δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαιτέρως δύσκολη, είχε έναν πατέρα, μια μάνα, μια οικογένεια, μια παιδική ηλικία, καιαφετέρου, η βαθιά του έλξη για τους ηττημένους της ζωής καθοριζόταν από μια ανώτερη δύναμη, ανεξάρτητη της θέλησήςτου, μια αδιάσειστη αλήθεια, σύμφωνα με την οποία, η ψυχική κατάστασή του στα παιδικά του χρόνια, βασισμένη στην ενσυναίσθηση, στην ευγένεια και στην τυφλή εμπιστοσύνη, ήταν δίκαιη, βαθύτατα δίκαιη, αλλά, και άφησε έναν αναστεναγμό προσπαθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να τραβήξει την ελάχιστη, έστω, προσοχή της γυναίκας, ίσως όλα αυτά να ήταν μόνο προσχήματα, μάταιες προσπάθειες για να βρει δικαιολογίες, καιτελικά, για να μιλήσει πιο απλά, ίσως να ήταν ένα θλιμμένο παιδί, υπήρχαν παιδιά χαρούμενα και παιδιά θλιμμένα, και ο ίδιος ανήκε στην κατηγορία των θλιμμένων παιδιών, εκείνων των παιδιών που αφήνονται να αναλωθούν σιγά σιγά από τη θλίψη τους σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, ίσως να ήταν αυτό, ποιος ξέρει, ό,τι κι αν είναι, δεν ήθελε να ενοχλήσει περισσότερο τη νεαρή γυναίκα, και έπιασε αργά το πόμολο της πόρτας, έτσι κι αλλιώς έπρεπε να επιστρέψει στο δωμάτιό του, όλη αυτή η ιστορία ήττας και θλί107
ψηςτου βγήκε αυθόρμητα, δεν ξέρει τι τον έπιασε, ήταν γελοίο, και ήλπιζε να μην την είχε ενοχλήσει τόσο, μπορούσε να συνεχίσει το μαγείρεμα με την ησυχία της, όσο για τον ίδιο, πρόσθεσε απευθυνόμενος στην πάντα αμετακίνητη πλάτη της γυναίκας, θα έφευγε, λοιπόν... στο επανιδείν. 20.
Αν εξαιρέσουμε τις τουαλέτες που βρίσκονταν στο πλατύσκαλο, δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στις σοφίτες, το διαμέρισμα αποτελούνταν από τρεις συνεχόμενους χώρους, μια κουζίνα, ένα μικρό ντους και ένα είδος αποθηκευτικού χώρου, πράγμα που μας έκανε τρία συν τρία, συνολικά έξι χώρους, αλλά όταν έφτανε το βράδυ, όταν οι ένοικοι έβγαιναν, ο Κόριμ είχε επιτέλους την ευκαιρία να εξετάζει από πιο κοντά το νέο του περιβάλλον, μισάνοιγε μόνο τις πόρτες και έριχνε κάποια φευγαλέα και αδιάφορα βλέμματα στο εσωτερικό τους, γιατί η άχρωμη επίπλωση, η σκισμένη ταπετσαρία με τους λεκέδες μούχλας επάνω της, η άδεια ντουλάπα, τα τέσσερα ή πέντε ράφια τα ξεκολλημένα από τον τοίχο, δεν ξυπνούσαν την περιέργειά του, ούτε και η παλιά βαλίτσα που χρησίμευε ως κομοδίνο ή το σκουριασμένο ντους δίχως το διάτρητο πώμα, ούτε οι γυμνές ηλεκτρικές λάμπες ή η κλειδαριά ασφαλείας με τους τέσσερις συνδυασμούς της εξώπορτας, και δεν έψαχνε να βγάλει το παραμικρό συμπέρασμα για το τι σήμαιναν όλα αυτά, επειδή, ένα μόνο πράγμα τον ενδιέφερε, ένα μόνο πράγμα κινητοποιούσε όλη την προσοχή του: πώς να επιστρατεύσει το κουράγιο του, να πάει να τους βρει, μόλις επιστρέφουν, και να ζητήσει από τον κύριο Σάρβαρυ να του αφιερώσει την επομένη μέρα λίγο χρόνο, αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που περιφερόταν μέσα στο διαμέρισμα, κι αυτό διήρκεσε πολλές ώρες, για να βρει επιχειρήματα, να προετοιμαστεί ψυχικά, να επαναλάβει, ώστε να ζητήσει, μόλις επιστρέψουν, μια τελευταία -το υπόσχεται!-χάρη: κύριε Σάρβαρυ, έκανε πρόβες με δυνατή ιο 8
φωνή, πριν προφέρει πραγματικά τη φράση του γύρω στη μία το πρωί, όταν ακόμα δεν είχαν μπει οι ένοικοι μέσα, και στάθηκε μπροστά τους, μήπως ο κύριος Σάρβαρυ θα είχε την καλοσύνη να τον συνοδεύσει την επομένη σε ένα μαγαζί όπου θα μπορούσε να αγοράσει τα υλικά που χρειαζόταν για να δουλέψει, όπως ήξεραν, δεν μιλούσε ακόμη καλά τα αγγλικά, κι ακόμα κι αν ήταν σε θέση να διατυπώσει μέσα στο κεφάλι του μια πρόταση για να εκφράσει το αίτημά του, θα ήταν ανίκανος, μ’ αυτό το ίδιο κεφάλι, να καταλάβει την απάντηση, τελικά χρειαζόταν έναν υπολογιστή για να δουλέψει, είπε με μάτια ζώου που το καταδιώκουν, για τον κύριο Σάρβαρυ μπορεί να μην είναι τίποτε, αλλά τον ίδιο, είπε παίρνοντας τον διερμηνέα αγκαζέ και ενώ η γυναίκα τους άφησε δίχως να πει κουβέντα και μπήκε με χαμηλωμένο το κεφάλι στο δωμάτιο, αυτό το τίποτε θα τον εξυπηρετούσε πάρα πολύ, γιατί, όχι μόνο είχε το ακόμα άλυτο πρόβλημα με τα αγγλικά, αλλά δεν γνώριζε τίποτε, πραγματικά, απολύτως τίποτε για την πληροφορική, υπολογιστές είχε ήδη δει, αλλά δυστυχώς, δεν είχε ιδέα πώς να τους χρησιμοποιεί, δεν ήξερε ποιο μοντέλο να αγοράσει, το μόνο που ήξερε ήταν τι ήθελε να κάνει μ’ αυτόν, αυτό εξαρτιόταν, τον διέκοψε ο διερμηνέας που ανοιγόκλεινε τα μάτια του από νύστα και δεν είχε παρά μόνο μια επιθυμία: να πάει να κοιμηθεί, αυτό εξαρτιόταν από τι; ρώτησε ο Κόριμ, από το τι ακριβώς ήθελε να κάνει με αυτόν, απάντησε ο διερμηνέας, α, έκανε ο Κόριμ ανοίγονταςτα μπράτσα του, ε, λοιπόν, αν είχε ένα λεπτό στη διάθεσή του, θα μπορούσε να του το εξηγήσει εν συντομία, και ο διερμηνέας, με ύφος απογοητευμένο, τον κάλεσε, με ένα νεύμα του κεφαλιού, να τον ακολουθήσει στην κουζίνα, όπου κάθισαν στο τραπέζι, ο ένας απέναντι στον άλλον, μετά ο Κόριμ ξερόβηξε, αλλά δεν είπε λέξη, ξερόβηξε ξανά, δύο και τρεις φορές, σαν να μην ήξερε από πού ν' αρχίσει, σαν κάτι να τον εμπόδιζε να ξεκινήσει, σαν να είχε παγιδευτεί σ’ έναν βούρκο απ' όπου δεν ήξερε πώς να βγει, ενώ ο διερμηνέας, εξουθενωμένος και αγχωμένος, 109
αναρωτιόταν πότε επιτέλους θα ξερνούσε αυτό που ήθελε να πει, και, περιμένοντας, ψηλαφούσε ασταμάτητα με το χέρι του τη χωρίστρα των λευκών μαλλιών του, θέλοντας να επαληθεύσει, αν αυτή η χωρίστρα, που ξεκινούσε από την κορυφή του κρανίου του κι έφτανε μέχρι το μέτωπο, ήταν ίσια. 21. Βρισκόταν στο μέσον ακριβώς των Αρχείων, για την ακρίβεια, είχε αφήσει τα ράφια στο βάθος για να πάει σ' ένα καλύτερα φωτισμένο σημείο, όλος ο κόσμος είχε φύγει γιατί ήταν περασμένες τέσσερις το απόγευμα, ίσως τέσσερις και τέταρτο, ίσως μάλιστα και πιο αργά, προχώρησε λοιπόν κρατώντας ένα φάκελο που περιείχε μια δέσμη εγγράφων ιδιωτικού χαρακτήρα, και στην προκειμένη περίπτωση, έγγραφα της οικογένειαςΒλάσιχ, σταμάτησε στο ύψος του μεγάλου φωτιστικού, είχε ανοίξει τον φάκελο, ξεφύλλισε τα έγγραφα, εξέτασε προσεκτικά το περιεχόμενό τους, με την πρόθεση, εφόσον αυτός ο φάκελος είχε βρεθεί τυχαία στα χέρια του μετά από δεκαετίες κατά τις οποίες δεν τον είχε αγγίξει κανείς, να τον τακτοποιήσει, και τότε ήταν τότε που ανακάλυψε, ανάμεσα στις σημειώσεις, τις επιστολές, τους τίτλους ιδιοκτησίας, τα αντίγραφα διαθηκών, και άλλες συμβολαιογραφικές πράξεις και επίσημα έγγραφα, ένα έγγραφο με τον αριθμό ΐν.3/10/1941-42, που δεν ανταποκρινόταν στην κατηγορία των «ιδιωτικών εγγράφων», διότι δεν επρόκειτο ούτε για σημειώσεις ούτε για επιστολές ούτε για τίτλους ιδιοκτησίας ούτε για καμιά συμβολαιογραφική πράξη ή επίσημο έγγραφο, αλλά για εντελώς άλλο πράγμα, όπως είχε δει με την πρώτη ματιά παίρνοντας τα χαρτιά στα χέρια του* άρχισε λοιπόν να εξετάζει όλο το έγγραφο, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες τυχαία και αναζητώντας κάποια ένδειξη, μια ημερομηνία, κάποιο οικογενειακό όνομα ή κάτι τέλος πάντων που θα μπορούσε να τον διαφωτίσει για τη φύση του εγγράφου και να του επιτρέψει, στη συνέχεια, να το ταξινομήσει, ιιο
αφού πρώτα κάνει τις αναγκαίες διορθώσεις, με λίγα λόγια, όταν αναζήτησε ένα στοιχείο ή ένα όνομα, που θα τον βοηθούσε να το ταυτοποιήσει, είχε διαπιστώσει πως ήταν μάταιος κόπος, το δακτυλογραφη μένο χειρόγραφο που με μια πρώτη ματιά έπρεπε να είναι κάπου 150-160 μη αριθμημένες σελίδες, δεν περιείχε τίποτε εκτός από το ίδιο, κανέναν τίτλο, καμιά ημερομηνία, καμιά σημείωση στο τέλος που να δείχνει ποιος και που το είχε γράψει, τίποτε, περί τίνος επρόκειτο; αναρωτήθηκε ο Κόριμ συνοφρυωμένος* κάθισε δίπλα στο μεγάλο τραπέζι και άρχισε να εξετάζει τον τύπο και την ποιότητα του χαρτιού, τον τύπο και την ποιότητα της δακτυλογράφησης και των τυπογραφικών στοιχείων, και από την εξέταση αυτή προέκυψε πως αυτό το έγγραφο δεν είχε καμιά σχέση με τα υπόλοιπα έγγραφα του φακέλου, σίγουρα διαφορετικά και ποικίλα, αλλά είχαν μια κάποια συγγένεια μεταξύ τους, ήταν ολοφάνερο πως το έγγραφο αυτό δεν είχε καμία σχέση με τα υπόλοιπα, κι έτσι αποφάσισε να το ξαναπιάσει και να εφαρμόσει άλλη μέθοδο, δηλαδή να διαβάσει όλο το κείμενο, έτσι, κάθισε παίρνοντας προφυλάξεις και προσέχοντας μην υποχωρήσει η καρέκλα και βυθίστηκε στην ανάγνωση του κειμένου, το ρολόι πάνω από τη γυάλινη πόρτα έδειχνε πέντε, μετά έξι, μετά εφτά, αλλά δεν σήκωσε κεφάλι, μετά οκτώ, εννιά, δέκα, έντεκα, και δεν είχε κουνηθεί καθόλου από τη θέση του, και όταν επιτέλους σήκωσε τα μάτια του και είδε την ώρα: έντεκα και επτά; κιόλας;!!! τακτοποίησε γρήγορα τα υπόλοιπα έγγραφα, ενώ το μη ταυτοποιημένο, και αδύνατον να ταυτοποιηθεί, έγγραφο, το έβαλε σε ένα χάρτινο ντοσιέ και, με το έγγραφο υπό μάλης, έσβησε το φως, έκλεισε πίσω του τη γυάλινη πόρτα και γύρισε στο σπίτι του, με την πρόθεση να το ξαναδιαβάσει από την αρχή. 22. Στην πατρίδα του, είπε ο Κόριμ, που έσπασε τελικά τη σιωπή, στην πατρίδα του, εργαζόταν στα Αρχεία, και μια ωραία μέρα, 111
γύρω στις τέσσερις και τριάντα το απόγευμα, είχε ανακαλύψει σε ένα ράφι στο βάθος, ένα ντοσιέ που κανείς δεν είχε αγγίξει επί δεκαετίες, και είχε μετακινηθεί προς το φως για να το εξετάσει, είχε σταματήσει κάτω από το φωτιστικό που φώτιζε το μεγάλο κεντρικό τραπέζι, κι εκεί, είχε ανοίξει το ντοσιέ, το διέτρεξε με τα μάτια του, το ξεφύλλισε, είχε εξετάσει τα διάφορα έγγραφα με την πρόθεση, είπε στον διερμηνέα, ο οποίος δυσκολευόταν να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά, να το τακτοποιήσει, εάνχρειαζόταν, κι ενώ εξέταζε τα διάφορα έγγραφα, τις σημειώσεις, τις επιστολές, τους τίτλους ιδιοκτησίας, τα αντίγραφα των διαθηκών, κι άλλες συμβολαιογραφικές πράξεις και επίσημα έγγραφα που αφορούσαν την οικογένεια Βλάσιχ, με λίγα λόγια, το είδος των συνηθισμένων εγγράφων, είχε ανακαλύψει ένα έγγραφο με τον αριθμό, αν δεν τον απατά η μνήμη του, ΐν.3/10/1941-42, που δεν είχε καμία σχέση, αυτό το είχε παρατηρήσει αμέσως, με την κατηγορία των ιδιωτικών εγγράφων, τα οποία ήταν ταξινομημένα στα αρχεία με τον κωδικό IV, εφόσον δεν επρόκειτο ούτε για σημειώσεις ούτε για επιστολές, ή τίτλους ιδιοκτησίας, ούτε για αντίγραφα διαθηκών ή άλλες συμβολαιογραφικές πράξεις και επίσημα έγγραφα, αλλά για εντελώς άλλο πράγμα, το είχε παρατηρήσει μόλις το πήρε στα χέρια του και είχε αρχίσει να εξετάζει όλο το περιεχόμενο, φυλλομετρώντας τυχαία μερικές σελίδες σε αναζήτηση κάποιας ένδειξης, μιας ημερομηνίας, ενός οικογενειακού ονόματος ή κάποιου στοιχείου τέλος πάντων, που θα μπορούσε να τον διαφωτίσει ως προς τη φύση του εγγράφου και να του επιτρέψει στη συνέχεια να ταξινομήσει το ντοσιέ κάνοντας τις αναγκαίες διορθώσεις, με λίγα λόγια, αναζητούσε ένα στοιχείο ή ένα όνομαγιανα μπορέσει να το ταυτοποιήσει, μάταια όμως, το δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, το οποίο, εκ πρώτης όψεως, πρέπει να ήταν γύρω στις 150-160 μη αριθμημένες σελίδες, δεν περιείχε τίποτε εκτός από το ίδιο, καμιά ημερομηνία, καμιά σημείωση στο τέλος που να δείχνει ποιος το είχε γράψει, απολύτως τί112
ποτε, πράγμα που προκάλεσε την περιέργειά του, είπε ο Κόριμ, και είχε αρχίσει να εξετάζει τον τύπο και την ποιότητα του χαρτιού, τον τύπο και την ποιότητα της δακτυλογράφησης και των τυπογραφικών στοιχείων, και είχε βγάλει το συμπέρασμα, πως αυτό το έγγραφο δεν έμοιαζε με τα άλλα έγγραφα των υπόλοιπων φακέλων, που, σίγουρα ήταν διαφορετικά και ποικίλα, αλλά που είχαν μια κάποια συγγένεια μεταξύ τους, αυτό το χειρόγραφο, εξήγησε ο Κόριμ στον διερμηνέα που λαγοκοιμόταν, ήταν ολοφάνερο πως δεν είχε καμία σχέση με τα υπόλοιπα, γι' αυτό και πήρε την απόφαση να ξαναπιάσει το έγγραφο και να εφαρμόσει άλλη μέθοδο, δηλαδή να το διαβάσει, κάθισε, λοιπόν, και βυθίστηκε στην ανάγνωση, οι ώρες περνούσαν, αλλά δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του μέχρι να φτάσει στο τέλος, και μετά, έσβησε τα φώτα, έκλεισε την πόρτα, γιατί είχε τη διαίσθηση ότι έπρεπε να ξαναδιαβάσει αυτό που έπεσε τυχαία στα χέρια του, να το ξαναδιαβάσει αμέσως, είπε με σταθερή φωνή, γιατί οι τρεις πρώτες προτάσεις ήταν αρκετές για να τον πείσουν ότι κρατούσε ένα όχι και τόσο συνηθισμένο έγγραφο, πραγματικά όχι και τόσο συνηθισμένο, μάλιστα μπορούσε να αποκαλύψει στον κύριο Σάρβαρυ ότι είχε στην κατοχή του ένα εξαιρετικό έγγραφο, απολύτως συναρπαστικό, συγκλονιστικό, οικουμενικής εμβέλειας, το είχε διαβάσει λοιπόν όλο, φράση τη φράση, και γύρω στις έξι το πρωί, -είχε αρχίσει να χαράζει αλλά ήταν ακόμα σκοτεινά-, είχε καταλάβει ότι έπρεπε να κάνει κάτι, και είχε αρχίσει να διατυπώνει μεγαλεπή βολές ιδέες που θα είχαν ως συνέπεια τη λήψη μεγάλων αποφάσεων, αποφάσεων ζωής και θανάτου, και όλα αυτά εξαιτίας αυτού του χειρογράφου, το οποίο δεν έπρεπε να επιστρέφει στα Αρχεία, αλλά να προωθηθεί προς τα μπρος, προς την αθανασία, εκεί όπου ήταν η θέση του, και είχε πάρει λοιπόν την απόφαση να διακινδυνεύσει τη ζωή του γι' αυτό, και ο κύριος Σάρβαρυ έπρεπε να πάρει τα λόγια του κατά γράμμα, εκείνη τη νύχτα είχε αποφασίσει, εφόσον ούτως ή άλλως επιθυμούσε να πεθάνει, να θέσει σε
κίνδυνο τη ζωή του γι' αυτή την αθανασία, είχε λοιπόν αναλύσει όλες τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν ιστορικά, μια δήλωση, ένα μήνυμα ιερού χαρακτήρα, με τις οποίες μπορούσε να περάσει κάποιος στην αθανασία, είχε συγκεντρώσει και αναλύσει τις ιδιότητες όλων των βοηθημάτων, βιβλίων, περγαμηνών, ταινιών, μικροφίλμ, λίθων, κ.λπ. αλλά δεν ήξερε τι να σκεφτεί, διότι όλα αυτά τα βοηθήματα, βιβλία, περγαμηνές, ταινίες, μικροφίλμ, λίθοι, ήταν πράγματα φθαρτά και προορισμένα να καταστραφούν, όμως έπρεπε να βρει ένα βοήθημα άφθαρτο, και λίγους μήνες αργότερα, τέλος πάντων, λίγους μήνες νωρίτερα, κι ενώ γευμάτιζε σ’ ένα εστιατόριο όπου πήγαινε καμιά φορά τις Κυριακές, είχε πάρει το αυτί του μια συζήτηση στο διπλανό τραπέζι μεταξύ δύο νέων, δύο νέων ανθρώπων, είπε, χαμογελώντας αμυδρά, που διαβεβαίωναν ότι το Διαδίκτυο πρόσφερε για πρώτη φορά στην Ιστορία μια υλική δυνατότητα για να προσεγγίσεις την αθανασία, γιατί υπήρχαν τόσοι υπολογιστές στον κόσμο, που εκ των πραγμάτων, ο υπολογιστής γινόταν άφθαρτος, και αμέσως είχε συμπεράνει πως αυτό που μόλις άκουσε, ένα συμπέρασμα που θα άλλαζε την πορεία της ζωής του, αυτό που ήταν άφθαρτο ήταν, με άλλα λόγια, αιώνιο, και είχε λοιπόν διακόψει το γεύμα του, δεν χρειάζεται να πει πως δεν θυμάται καν τι ακριβώς έτρωγε, ίσως καπνιστά λουκάνικα με φασόλια, ίσως, το θέμα είναι ότι είχε εγκαταλείψει το πιάτο του, είχε σηκωθεί και είχε πάει στο σπίτι του για να ηρεμήσει, και ήδη την επομένη πήγε στη βιβλιοθήκη, όπου διάβασε όλα τα έργα που είχαν σχέση με το αντικείμενο, είχε διατρέξει έναν απίστευτο αριθμό βιβλίων εμπλουτισμένων με τεχνικές και ακατανόητες παραπομπές, έργα υπογεγραμμένα από επιφανείς και λιγότερο επιφανείς ειδικούς, και τα αναγνώσματα αυτά ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο την πεποίθησή του, ναι, έπρεπε να μεταφέρει πάνω σ9αυτό το πράγμα με το τόσο παράξενο όνομα, ο9 αυτό το καθαρά εικονικό πράγμα, εφόσον υπήρχε μόνο μέσα στο τροφοδοτούμενο από τον υπολογιστή φαν114
τασιακό, να μεταφέρει, λοιπόν, στο αιώνιο Διαδίκτυο, αυτό το εξαιρετικά ποιητικό κείμενο που βρέθηκε στα Αρχεία, να το μεταφέρει στην αιωνιότητα, κιαντοκατάφερνε, είχε πει στον εαυτό του, τουλάχιστον δεν θα ήταν άδικος ο θάνατός του, εάν το πετύχαινε, τότε ο θάνατός του θα είχε ένα νόημα, τη στιγμή μάλιστα, είπε ο Κόριμ χαμηλώνοντας τη φωνή του, καθισμένος πάντα στο τραπέζι της κουζίνας, που η ζωή του δεν είχε κανένα. 23Μπορούσε να περπατά δίπλα του δίχως πρόβλημα, είπε ο διερμηνέας την επομένη στον Κόριμ, ο οποίος περπατούσε συνεχώς πίσω του και ακολουθούσε τα ίχνη του στον δρόμο, στο μετρό, στις υπόγειες διαβάσεις και στην κυλιόμενη σκάλα της 47ης οδού, σταματήστε! μη μένετε κολλημένος πίσω από την πλάτη μου! ελάτε! αλλά παρ' όλα τα νεύματα και τις βρισιές του διερμηνέα, δεν γινόταν τίποτε, στα δέκα βήματα κιόλας, ο Κόριμ περπατούσε μηχανικά πίσω από τον διερμηνέα, ο οποίος, τελικά, παραιτήθηκε και τον έστειλε στο διάολο, και στο κάτω κάτω, αν ήθελε οπωσδήποτενα μείνει πίσω, κανένα πρόβλημα, ποσώς τον ενδιέφερε, αντιθέτως, ήταν η τελευταία φορά που έβγαινε μαζί του, είπε αποφασιστικά, δεν είχε καιρό για χάσιμο, ήταν πολύ απασχολημένος, θα τον βοηθούσε λοιπόν αυτή τη φορά αλλά μετά, ο Κόριμ θα έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του, ολομόναχος, μ’ ακούτε; και ύψωσε τον τόνο της φωνής του, γιατί ο Κόριμ φαινόταν να μην ακούει και να μη δίνει προσοχή σε τίποτε, περπατούσε πίσω του σαν υπνωτισμένος, θα μπορούσατε τουλάχιστον να μ’ ακούτε! ούρλιαξε ο διερμηνέας στον Κόριμ, ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν όλος αυτιά, αλλά έπρεπε να προσέχει και εκατοντάδες, χιλιάδες άλλα πράγματα ταυτοχρόνως, διότι από τη στιγμή της άφιξής του και τη φρικτή περιπέτειά του στο ξενοδοχείο «δυτίδΐιιηθ» και μετά, ήταν η πρώτη φορά που περπατούσε στον δρόμο υπό κανονικές συνθήκες, η πρώτη φορά που κατα-
λάβαινε όσα συνέβαιναν γύρω του, αν και, όπως εμπιστεύτηκε την επομένη στην κουζίνα, φοβόταν ακόμα, φοβόταν τα πάντα και τίποτε, μη γνωρίζοντας από τι και από ποιον έπρεπε να προφυλαχτεί, τι και ποιον έπρεπε να προσέχει, και αυτός είναι ο λόγος που, από τα πρώτα μέτρα, φρόντιζε να μην απομακρύνεται από τον διερμηνέα, αλλά και να μην περπατά και πολύ γρήγορα, μετά όμως, προσπάθησενα βάλει το εισιτήριο του μετρό στην αυτόματη θυρίδα και να πάρει άνετο ύφος, κανονικό, για να μην τραβήξει την προσοχή επάνω του, με λίγα λόγια, να συμπεριφέρεται με φυσιολογικό τρόπο, φυσιολογικό ως προς τι; αυτό το αγνοούσε, αλλά το θέμα είναι ότι είχε φτάσει εξουθενωμένος, ακολουθώντας τον διερμηνέα, μπροστά στο κατάστη μα «Ρΐιοϊο», που βρισκόταν στην 47η οδό, τόσο εξουθενωμένος που έσυρε τα πόδια του για να μπει και ν' ανεβεί αμέσως στον πρώτο όροφο, χωρίς να καταλαβαίνει πραγματικά τι συνέβαινε, ο κύριος Σάρβαρυ, εξήγησε στη γυναίκα, είχε απευθυνθεί σ' έναν Εβραίο Χασιντίμ που στεκόταν πίσω από έναν πάγκο, εκείνος του είχε απαντήσει κάτι, και μετά απ' αυτό έπρεπε να περιμένουν υπομονετικά, το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο, υπήρχε όλος κι όλος μόνο ένας πελάτης, ακριβώς μπροστάτους, αλλά χρειάστηκε να περιμένουν είκοσι γεμάτα λεπτά μέχρι να εγκαταλείψει τον πάγκο του ο πωλητής και να τους οδηγήσει στους υπολογιστές, όπου είχε αρχίσει να δίνει κάποιες εξηγήσεις, από τις οποίες, βεβαίως, δεν είχε καταλάβει ούτε λέξη, εκτός από το τέλος, όταν ο κύριος Σάρβαρυ, του είχε αναγγείλει ότι υπήρχε ένα μοντέλο που αντιστοιχούσε τέλεια ο* αυτό που έψαχνε, και τον είχε ρωτήσει εάν επιθυμούσε να δημιουργήσει μια ιστοσελίδα, αλλά μπροστά στο αλαφιασμένο του ύφος, είχε κάνει μια χειρονομία που σήμαινε «άσ’ το καλύτερα», για να αστειευτεί βεβαίως, διευκρίνισε ο Κόριμ, και δόξα τω Θεώ, είχε αναλάβει να διεκπεραιώσει όλες τις λεπτομέρειες και δεν έμενε πια στον Κόριμ τίποτε άλλο παρά να πληρώσει ένα συνολικό ποσό χιλίων διακοσίων ογδόντα εννιά δολαρίων, και σε ανιι6
τάλλαγμα, είδε να του δίνουν ένα μικρό πακέτο, πολύ ελαφρύ, με το οποίο πήραν τον δρόμο της επιστροφής, ο Κόριμ παρέμενε σιωπηλός, δεν τολμούσε να ρωτήσει τίποτε, γιατί του ήταν λίγο δύσκολο να χωνέψει τη διαφορά μεταξύ του βάρους των χιλίων διακοσίων ογδόντα εννέα δολαρίων και της ελαφρότητας του πακέτου, είχαν πάρει το μετρό δίχως να μιλάνε, άλλαξαν στάση μία ή δύο φορές και μετά κατευθύνθηκαν προς την 159η οδό, δίχως να προφέρουν ούτε μια λέξη, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι ο κύριος Σάρβαρυ ήταν κι εκείνος εξαντλημένος απ’ όλες αυτές τις ώρες μετακίνησης, πρέπει να το ομολογήσει, κάθε φορά που ο διερμηνέας αισθανόταν ότι θα άνοιγε το στόμα του, του έριχνε απειλητικά βλέμματα, έλεος, όχι! από φόβο μην ξαναρχίσει έναν από κείνους τους παρανοϊκούς του μονολόγους, σιωπή! τουλάχιστον μέχρι το διαμέρισμα όπου θα του εξηγούσε τι έπρεπε να κάνει και, πράγματι, του είχε εξηγήσει, είχε ανάψει τον υπολογιστή, του είχε δείξει τα διάφορα πλήκτρα, πώς και πότε έπρεπε να χρησιμοποιεί το τάδε ή το δείνα πλήκτρο και, τέλος, πώς θα είχε πρόσβαση στις μακρές ουγγρικές συλλαβές, και μετά απ’ όλα αυτά, του είχε ζητήσει, όχι διακόσια δολάρια, όπως είχαν αρχικά συμφωνήσει την προηγούμενη νύχτα, όταν είχε δεχτεί να τον βοηθήσει, αλλά κατευθείαν τετρακόσια, ο τύπος είχε χρήμα που του έτρεχε από τα μπατζάκια, τέλος πάντων, το παλτό του ήταν φίσκα στο χρήμα, είπε στη σύντροφό του γελώντας, την ώρα του φαγητού, απίστευτο! κρατούσε όλη την περιουσία του μέσα σ’ ένα τσεπάκι ραμμένο στη φόδρα του παλτού του και πλήρωνε βουτώντας το χέρι του μέσα, σαν να ήταν πορτοφόλι, είχε βγάλει τέσσερα χαρτονομίσματα των εκατό, έτσι, συνολικά όλα αυτά μας έκαναν χίλια, χίλια δολάρια ακριβώς, είπε στη γυναίκα, αποκαλώντας την «αγάπη μου», αλλά πριν βγει από το δωμάτιο, είχε πει στον τύπο: ειλικρινά κύριε Κόριμ, δεν θα πάτε και πολύ μακριά εάν συνεχίσετε να κρατάτε τα λεφτά σας στο τσεπάκι της φόδρας, υπάρχουν άνθρωποι εδώ που μυρίζονται το χρήμα από χι117
λιόμετρα μακριά, και που, μαγεμένοι από αυτή τη μυρωδιά, είναι ικανοί να σας δολοφονήσουν όταν θα ξαναβγείτε έξω. 24. Ένας κλασικός υπολογιστής, εξήγησε ο διερμηνέας, κανονικά αποτελείται από μια οθόνη, μια κεντρική μονάδα, ένα πληκτρολόγιο, ένα ποντίκι, ένα μόντεμ, και διάφορα λογισμικά, αλλά με τον δικό σας, είπε στον Κόριμ, ο οποίος κουνούσε έκπληκτος το κεφάλι, τα έχετε όλα σε ένα, και επιπλέον, ο δικός σας είναι μια συσκευή, και έδειξε τον συσκευασμένο φορητό υπολογιστή πάνω στο τραπέζι, που είναι ήδη έτοιμη προς χρήση, και μπορείτε αμέσως, φυσικά, να συνδεθείτε στο Διαδίκτυο και να δημιουργήσετε μια προσωπική ιστοσελίδα, εφόσον με την προμήθεια των διακοσίων τριάντα δολαρίων που έχετε αφήσει, έχετε έναν πάροχο που σας εγγυάται πολλούς μήνες σύνδεσης, το μόνο που σας απομένει να κάνετε είναι... περιμένετε, ξεκινάμε από την αρχή, είπε ο διερμηνέας βλέποντας το τρομοκρατημένο βλέμμα του Κόριμ: εάν πατήσετε αυτότο κουμπί, είπε, πατώντας ένα πλήκτροπίσω από το μηχάνημα, θέτετε σε λειτουργία τον υπολογιστή και τότε βλέπετε να εμφανίζονται διάφορα έγχρωμα εικονίδια, τα βλέπετε; ρώτησε δείχνοντάς τα με το δάχτυλο, βλέπετε όλα αυτά τα εικονίδια; και στη συνέχεια του εξήγησε τα πάντα, αλλά επιστρατεύοντας βασικές έννοιες και χρησιμοποιώντας ένα εξαιρετικά απλό λεξιλόγιο, γιατί, οι διανοητικές ικανότητες του τύπου, διηγούνταν στη σύντροφό του, ήταν καταστροφικές, για να μην πούμε για τον χρόνο αντίδρασής του, τέλος πάντων, με λίγα λόγια, δεν έχει σημασία, του τα εξήγησε όλα από την αρχή, του είχε εξηγήσει τι έπρεπε να κάνει όταν θα έβλεπε αυτό ή εκείνο πάνω στην οθόνη, κανονικά έπρεπε να είχε ξεκινήσει να του εξηγεί το γιατί και το πώς των πραγμάτων αλλά είχε πολύ γρήγορα καταλάβει ότι θα ήταν χαμένος κόπος, κι έτσι αρκέστηκε να του δείξει κάποιες μηχανικές κινήσεις και να τον βάλει να τις επαναλάβει, ήταν ο ιι8
μόνος τρόπος να του μάθει τα βασικά και να του ζητήσει να τα επαναλάβει ο ίδιος, είπε, και χρειάστηκαν τρεις ατελείωτες κοπιαστικές ώρες για να κατανοήσει ο τύπος τη δημιουργία μιας ιστοσελίδας και να είναι ικανός, ακόμα κι αν δεν καταλάβαινε τι έκανε, ν' ανοίξει το αρχείο ΟΓίϊαθ 97, να πάρει ένα μικρό κειμενάκι και να μάθει, όταν ήθελε να σταματήσει το βράδυ, να το μορφοποιήσει σε υπερκείμενο, μετά να το σώσει, να συνδεθεί με τον διακομιστή, να εισάγει τον κωδικό, τον κωδικό πρόσβασης, το όνομα χρήστη, την ονομασία του διακομιστή, κ.λπ., πραγματικά όλη τη διαδικασία από το άλφα μέχρι το ωμέγα, πριν να μπορεί στη συνέχεια να στείλει το κείμενό του στην ιστοσελίδα του, δημιουργώντας έναν προσωπικό αριθμό ασφαλείας, και να επαληθεύσει εάν το κείμενο βρίσκεται πραγματικά στην τοποθεσία του διακομιστή, πώς μπορεί να το ανακτήσει, χρησιμοποιώντας κάποιες λέξεις-κλειδιά, μέσω μιας μηχανής αναζήτησης, τα πάντα, πραγματικά, τα πάντα, φώναξε ο διερμηνέας που ακόμα δεν μπορούσε να συνελθεί, χρειάστηκε να του εξηγήσει τα πάντα χρησιμοποιώντας την πιο πρωτόγονη μέθοδο που υπάρχει, γιατί ο εγκέφαλος του τύπου ήταν γεμάτος τρύπες και ό,τι έμπαινε από το ένα αυτί έβγαινε από το άλλο, μόλις του έλεγαν κάτι, σούφρωνε τα φρύδια και κατέβαλε τεράστια προσπάθεια, ο τύπος είναι η προσπάθεια προσωποποιημένη, αλλά έβλεπες καλά πως ό,τι έμπαινε ξανάβγαίνε, και δεν έμενε τίποτε, μπορείτε να φανταστείτε, παραδέχτηκε ο Κόριμ την επομένη στην κουζίνα, τι προσπάθειες είχε κάνει για να τα αφομοιώσει όλα, γιατί όχι μόνον παραδεχόταν ότι το μυαλό του δεν είναι πια αυτό που ήταν παλιά, αλλά μπορούσε μάλιστα να διαβεβαιώσει ότι το μυαλό του είναι εντελώς άχρηστο, παλιοσίδερα, καπούτ, δεν χρησίμευε πια σε τίποτε, και αν έφτασε σ' αυτό το αποτέλεσμα, ήταν μόνο χάρη στις αξιοσημείωτες παιδαγωγικές ικανότητες του κυρίου Σάρβαρυ, κι ύστερα, πρόσθεσε χαμογελώντας πονηρά, και στην αστείρευτη υπομονή του, διότι, γιατί να το αρνηθεί άλλωστε, πρώτος αυτός
είχε εκπλαγεί όταν είδε τα δάχτυλά του να θέτουν σε λειτουργία αυτό το απίστευτο τεχνολογικό θαύμα που ζύγιζε μόνο καμιά εκατοστή γραμμάρια, δεν μπορούσε να το πιστέψει, όμως ήταν αλήθεια, μπορείτε να το σκεφτείτε δεσποινίς, είπε, η συσκευή βρισκόταν στο δωμάτιό του, τοποθετημένη πάνω στο τραπέζι του, ακριβώς στο κέντρο, και το μόνο που είχε να κάνει ήταν να καθίσει μπροστά κι εκείνη άρχιζε να λειτουργεί, και, ξαφνικά ξεκαρδίστηκε στα γέλια, δεν είχε παρά να πατήσει αυτό ή εκείνο το πλήκτρο και γίνονταν αμέσως όλα όσα του είχε πει ο κύριος Σάρβαρυ, χρειαζόταν ακόμα να κάνει εξάσκηση μια-δυο μέρες, είπε χαμηλόφωνα στη γυναίκα που, ως συνήθως, στεκόταν αμίλητη μπροστά στην κουζίνα γκαζιού και του γύριζε την πλάτη, και θα ήταν ίσως έτοιμος να αρχίσει, μια-δυο μέρες ακόμα και θα τα κατάφερνε, δυο μέρες επίμονης εξάσκησης και θα μπορούσε μετά να ξεκινήσει να εργάζεται, να ξεκινήσει για τα καλά, να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά, με λίγα λόγια, μια-δυο μέρες ακόμα και θα μπορούσε επιτέλους να καθίσει και να αρχίσει να γράφει κάτι που θα έμενε αθάνατο, εκείνος, ο Γκιόργκι Κόριμ, εδώ, στη Νέα Υόρκη, στον τελευταίο όροφο του κτιρίου που βρίσκεται στον αριθμό 547 της 159ης οδού, και όλα αυτά για χίλια διακόσια ογδόντα εννέα δολάρια, εκ των οποίων, τα διακόσια τριάντα προμήθεια. 25Έψαξε μέσα στο δωμάτιο ένα μέρος που θα ήταν απολύτως σίγουρο, μετά, όπως τον είχε συμβουλεύσει ο διερμηνέας, έβγαλε όλα τα λεφτά που είχαν απομείνει μέσα στο τσεπάκι της φόδρας του παλτού του, έδεσε τη δέσμη των χαρτονομισμάτων μ’ ένα λαστιχάκι, την έχωσε ανάμεσα στα ελατήρια του σομιέ, έβαλε το στρώμα στη θέση του, τακτοποίησε τις κουβέρτες, σιγουρεύτηκε, στέκοντας σε διαφορετικά σημεία του δωματίου, όρθιος ή σκυμμένος, ότι τίποτε δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα ενός ξέ120
νου, και μετά απ' αυτό, αισθάνθηκε έτοιμος να βγει, γιατί είχε αποφασίσει ότι, μεταξύ πέντε το απόγευμα και τρεις το πρωί, ώρες κατά τις οποίες το δίκτυο ήταν απασχολημένο από τον διερμηνέα, δηλαδή όταν η τηλεφωνική γραμμή για να συνδεθεί στο Διαδίκτυο δεν ήταν διαθέσιμη, θα εξερευνούσε την πόλη για να ανακαλύψει πού βρισκόταν, πού ζούσε, πού είχε αποβιβαστεί, να ανακαλύψει το κέντρο του κόσμου, τη Νέα Υόρκη, το μέρος που είχε επιλέξει για να περάσει στην αθανασία, και μετά να πεθάνει, θα εξερευνούσε λοιπόν την πόλη, ανακοίνωσε με αποφασιστική φωνή στη γυναίκα στην κουζίνα, θα περπατούσε, θα μάθαινε να προσανατολίζεται, πράγμα που έκανε την επομένη της αγοράς του υπολογιστή και των πρώτων μαθημάτων του στην πληροφορική, ακριβέστερα, λίγο μετά τις πέντε, κατέβηκε τη σκάλα, βγήκε από το κτίριο, διένυσε καμιά εκατοστή μέτρα, επέστρεψε πίσω, και μετά ξανά και ξανά πολλές φορές την ίδια διαδρομή , στρέφοντας πότε πότε το κεφάλι για να σιγουρευτεί ότι αναγνώριζε το κτίριο, και μετά, αφού πέρασε μια ώρα, περιπλανήθηκε μέχρι τη στάση του μετρό που βρισκόταν στη γωνία της 159ης οδού και της Ουάσιγκτον Άβενιου, μελέτησε προσεκτικά το πλάνο του μετρό, αλλά δεν τόλμησε να αγοράσει εισιτήριο και να ανέβει σ' ένα βαγόνι, γι' αυτό έπρεπε να περιμένει την επόμενη μέρα, όταν, επιστρατεύοντας όλο το κουράγιο του, αγόρασε ένα εισιτήριο, πήρε τον πρώτο συρμό που μπήκε στον σταθμό, κατέβηκε στην Τάιμς Σκουέρ, γιατί αυτό το όνομα κάτι του έλεγε, βγήκε από το μετρό και διέσχισε με τα πόδια όλο το Μπρόντγουεϋ, περπάτησε μέχρι να πέσει ξερός από κούραση, κι αυτό το επανέλαβε για πολλές μέρες, και επέστρεφε, είτε με το μετρό είτε με ένα λεωφορείο που του είχε υποδείξει ο διερμηνέας, και αυτές οι έξοδοι, οι όλο και πιο τολμηρές, τον βοήθησαν να ζει λίγο λίγο μέσα σ’ αυτή την πόλη, μετά από μια εβδομάδα είχε αρχίσει να μην αισθάνεται θανάσιμο τρόμο, όταν έκανε βόλτες ή πήγαινε να ψωνίσει στο βιετναμέζικο μαγαζί, στη γωνιά του δρόμου, και κυ121
ρίως: να μη φοβάται πια τους ανθρώπους, εκείνους που κάθονταν δίπλα του στο λεωφορείο, εκείνους με τους οποίους διασταυρωνόταν στον δρόμο, ναι, άρχιζε πραγματικά να εγκλιματίζεται, αντίθετα, υπήρχε ένα μόνο πράγμα που δεν έλεγε να αλλάξει μετά από μια βδομάδα: η δυσφορία του, κι εκείνη η αίσθηση αγωνίας που δεν είχε μειωθεί, ούτε και μπόρεσε να απαλλαγεί από αυτήν, συνέχιζε να μην κατανοεί, παράτα όσα είχε μάθει, εκείνη την αίσθηση την οποία είχε αμέσως μετά την άφιξή του και κατά τη διάρκεια της αξέχαστης διαδρομής με το ταξί, όπου πρέπει να είχε κοιτάξει κάτι, εκεί, ανάμεσα στα γιγαντιαία κτίρια, αλλά που δεν το είχε δει, παρόλο που είχε τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά, εκείνη η αίσθηση δεν τον είχε εγκαταλείψει και ήταν παρούσα κάθε στιγμή, από την Τάιμς Σκουέρ στο Ιστ Βίλατζ, από το Τσέλσεϊ στο Αόουερ Ιστ Σάιτ, από το Σέντραλ Παρκ στην Ντάουνταουν, από την Τσάιναταουν στο Γκρήνουιτς Βίλατζ, παντού είχε την εντύπωση ότι αυτό που έβλεπε του θύμιζε κάτι, αλλά τι, δεν είχε την παραμικρή ιδέα, καμιά ιδέα, είπε στη γυναίκα την οποία απασχολούσε κάτι που έψηνε στην γκρίζα κατσαρόλα, με γυρισμένη την πλάτη και σιωπηλή · ο Κόριμ μπορούσε να της μιλά αλλά δεν τολμούσε να της απευθυνθεί απευθείας, να την υποχρεώσει διακριτικά να γυρίσει και να της πει κάτι, κι έτσι αρκούνταν να της μιλά όλα τα μεσημέρια, όταν ήταν και οι δύο στην κουζίνα, να της διηγείται ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι, ελπίζοντας να βρει ένα θέμα που θα την έκανε να αντιδράσει, που θα τον βοηθούσε να καταλάβει τον λόγο που εκείνη δεν έλεγε τίποτε, γιατί, ενστικτωδώς, αισθανόταν να τον ελκύει εκείνη περισσότερο από τον άλλο ένοικο του διαμερίσματος, καικάθεμέρα, μιλώνταςτης έτσι, προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοιά της, όλα τα μεσημέρια, της διηγούνταν τα πάντα, από την πρόοδό του στην πληροφορική μέχρι τους ουρανοξύστες, με τα μάτια του καρφωμένα στην ελαφρώς κυρτωμένη πλάτη της, στα λιπαρά μαλλιά της που έπεφταν τούφες τούφες στους κοκαλιάρικους ώμους της, στα 122
κορδόνια της γαλάζιας ποδιάς της που ταλαντεύονταν κατά μήκος των κοκαλιάρικων μηρών της, και τέλος να την κοιτάζει να πιάνει με τα γάντια της κουζίνας την καυτή κατσαρόλα, και μετά να περνά δίπλα του για να πάει στο δωμάτιό της, σιωπηλή, χαμηλοβλεπούσα, σαν πάντοτε να φοβόταν κάτι. 26. Στην Αμερική είχε γίνει άλλος άνθρωπος, είπε ο Κόριμ στη γυναίκα, μέσα σε μια βδομάδα δεν ήταν πια ο ίδιος, πράγμα που δεν σημαίνει ότι είχε υποστεί ριζική μεταμόρφωση, καλή ή κακή, όχι, αφορούσε μόνο κάποιες ασή μαντες λεπτομέρειες που για τον ίδιο όμως δεν ήταν και τόσο ασήμαντες, επίπαραδείγματι, είχε σταματήσει να ξεχνά, και αυτό το είχε συνειδητοποιήσει πριν από δυο μέρες, κι ακόμα κι αν ακουγόταν παράλογο να μιλά για διακοπή της λήθης, αυτό συνέβαινε στην προκειμένη περίπτωση, γιατί είχε παρατηρήσει δυο μέρες νωρίτερα ότι δεν ξεχνούσε πια ό,τι του είχε συμβεί, αυτό είχε μείνει καλά χαραγμένο μέσα στο μυαλό του και δεν ήταν πια αναγκασμένος να ψάχνει παντού τα πράγματά του, είναι αλήθεια ότι δεν είχε και πολλά, αλλά αυτά τα λίγα τα έβρισκε αμέσως, δίχως μάλιστα να μπει στον κόπο να τα ψάξει, όσο δε για τα γεγονότα, που άλλοτε τα ξεχνούσε κιόλας την επομένη, τώρα, θυμόταν με ακρίβεια τα μέρη στα οποία είχε πάει, όλα όσα είχε δει, ένα πρόσωπο, μια βιτρίνα, ένα κτίριο, όλα έμεναν στη μνήμη του, και σε τι μπορούσε να το αποδώσει αυτό αν όχι στην Αμερική; τέλος πάντων, δεν είχε άλλη εξήγηση, δεν μπορούσε να είναι παρά η Αμερική, ο αέρας ήταν αναμφίβολα διαφορετικός, ή το νερό, πού να ξέρει, αλλά έπρεπε να υπάρχει κάτι το ριζικά διαφορετικό, ακόμα και ο αυχένας του και οι ώμοι του του δημιουργούσαν λιγότερα προβλήματα απ’ ό,τι παλιότερα, όταν ήταν στη χώρα του, τόσο που το μόνιμο άγχος του μη χάσει το κεφάλι του είχε μειωθεί αρκετά, πράγμα που ήταν βέβαια πολύ καλό, γιατί αυτό του άφηνε ελεύθερο το πεδίο να προχωρή123
σει, δεν ήξερε πια αν είχε διηγηθεί, ήδη, στη νεαρή δεσποινίδα, είπε ο Κόριμ στην κουζίνα, ότι αυτή η ιδέα της Αμερικής του είχε έρθει ξαφνικά, όταν είχε αποφασίσει να θέσει τέρμα στη ζωή του, διότι, παρόλο που δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για την επιθυμία του να τελειώνει με τη ζωή του, δεν ήξερε ακόμα πώς να το κάνει, στην πραγματικότητα, όταν του πέρασε από το μυαλό η ιδέα να τελειώνει, στην αρχή είχε σκεφτεί να αποσυρθεί από τον κόσμο αθόρυβα, απλώς να εξαφανιστεί, κι από τότε δεν είχε αλλάξει πράγματι άποψη, γιατί, αν είχε έρθει εδώ, δεν ήταν για να καταφύγει σε κάποιο τέχνασμα, ώστε να πετύχει μια κάποια δημοσιότητα πριν πεθάνει, επί παραδείγματι, να αναγορευτεί σε μάρτυρα για ένα αλτρουιστικό ζήτημα, όχι, αυτά τα πράγματα, τόσο συνηθισμένα στις μέρες μας, δεν του πήγαιναν, δεν ταίριαζαν στον χαρακτήρα του, στην περίπτωσή του, επρόκειτογια εντελώς άλλο πράγμα, τέλος πάντων, τη στιγμή που η ιδέα είχε αρχίσει να κλωθογυρίζει μέσα στο κεφάλι του, η μοίρα στάθηκε ευνοϊκή απέναντι του και, πώς να το εκφράσει, τον μετέτρεψε σ’ έναν ευτυχισμένο εφευρέτη, η εικόνα κάποιου ανθρώπου που κουβαλά μέσα του τον θάνατο και που το βλέμμα του, ενώ δουλεύει στον κήπο του σκάβοντας, διβολίζοντας, φυτεύοντας, πέφτει σ’ ένα λαμπερό αντικείμενο μέσα στο χώμα, ίσως βοηθήσει τη δεσποινίδα να έχει μια ιδέα για το τι του συμβαίνει και πως, από άνθρωπος που ήταν αποφασισμένος να πεθάνει, είχε μετατραπεί σε ευτυχισμένο εφευρέτη ενός θησαυρού, γιατί, από τη στιγμή εκείνη, τίποτε πια δεν μετρούσε για εκείνον τον άνθρωπο που δούλευε στον κήπο του παρά μόνο το λαμπερό αντικείμενο, που εφεξής θα καθόριζε τη μοίρα του, και αυτό συνέβη και στον ίδιο, τέλος πάντων, τρόπος του λέγειν, μεταφορικά μιλώντας, αλλά κι αυτός είχε κάνει μια ανακάλυψη, στα Αρχεία όπου δούλευε, πράγματι, είχε πέσει τυχαία σ’ ένα χειρόγραφο του οποίου η προέλευση, η καταγωγή και ο συγγραφέας ήταν άγνωστα, κι ακόμα πιο παράξενο, είπε ο Κόριμ σηκώνοντας το δάχτυλο για να τραβήξει την 124
προσοχή της, το περιεχόμενό του ήταν και θα παρέμενε για πάντα σκοτεινό, και αντί να τρέξει και να δείξει το χειρόγραφο στον γενικό διευθυντή των Αρχείων, όπως θα άρμοζε να κάνει, είχε διαπράξει κάτι που κανείς αρχειοφύλακας δεν θα είχε ποτέ διαπράξει: το είχε πάρει μαζί του, θέτοντας έτσι τέρμα, το ήξερε καλά, στη ζωή του, στη ζωή ενός αυθεντικού αρχειοφύλακα, για να γίνει τελικά ένας χυδαίος κλέφτης, κι αυτό το χειρόγραφο, το ένα και μοναδικό σημαντικό έγγραφο που είχε φτάσει ποτέ στα χέρια ενός αρχειοφύλακα, ο μοναδικός θησαυρός της ζωής του, άσκησε τέτοια γοητεία πάνω του, που είχε πει ότι δεν μπορούσε να το κρατήσει μόνο για τον εαυτό του, όπως θα έκανε ένας χυδαίος κλέφτης, αλλά έπρεπε να κοινοποιήσει, σαν άλλος κλέφτης, την ύπαρξή του σε όλο τον κόσμο, όχι στον σημερινό κόσμο, που είχε κιόλας αρχίσει να χάνει την αξιοπρέπειά του, η οποία, για τέτοιου είδους ενέργειες, είναι αναγκαία, ούτε στον κόσμο του αύριο που σίγουρα θα την έχανε κι εκείνος, ούτε στον χθεσινό που θα την είχε χάσει εδώ και πολύ καιρό, αλλά στην αιωνιότητα: η αιωνιότητα έπρεπε να γνωρίσει την ύπαρξη αυτού του μυστηριώδους έργου, και θυμάται λοιπόν ότι είχε σκεφτεί τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει, και μετά, μια μέρα, κι ενώ είχε πάρει τ'αυτί του μια συζήτηση σ' ένα εστιατόριο, του είχε κατέβει η ιδέα να μεταφέρει το χειρόγραφο στη μνήμη δισεκατομμυρίων υπολογιστών, η οποία, απέναντι στη γενικευμένη αμνησία της ανθρωπότητας, είχε γίνει μια προσωρινή νησίδα αιωνιότητας, και λίγο τον ενδιέφερε, κι επιμένει σ’ αυτό το σημείο, λίγο τον ενδιέφερε πόσο θα διαρκούσε αυτή η ιστορία με τους υπολογιστές, το σημαντικό, εξήγησε ο Κόριμ στη γυναίκα στην κουζίνα, θα ήταν, μεταξύ των εκατομμυρίων συνδεδεμένων μεταξύ τους υπολογιστών να δημιουργηθεί ένας εικονικός χώρος μνήμης, έστω και μία φορά, ακόμα κι αν δεν έμοιαζε αυτό, όπως το υποψιαζόταν -υποψίες που είχαν επιβεβαιωθεί μετά από πολύωρο στοχασμό-να έχει κάποια συγγένεια με την αιωνιότητα, έναν χώρο λοιπόν, μέσα στον οποίον 125
να μεταφέρει αυτό που του κληροδοτήθηκε, και σκεφτόταν ότι είχε δίκιο να εκτιμά ότι δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει την αιωνιότητα παρά μόνο μέσα από το αιώνιο, και λίγο τον ενδιέφερε τι θα συνέβαινε μετά, η ο βούρκος, το σκοτάδι, και ο Κόριμ χαμήλωσε τη φωνή του, η άκρη ενός καναλιού, ένα δωμάτιο άδειο και ψυχρό, εδώ και λίγο καιρό, λίγο πια τον ενδιέφερε ο τρόπος με τον οποίο θα τελείωνε, με μια σφαίρα, ή αλλιώς, το σημαντικό ήταν να αρχίσει και να ολοκληρώσει, εδώ, στο κέντρο του κόσμου, την αποστολή που ανέλαβε, και να παραδώσει, αν του επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει έναν τόνο λίγο παθιασμένο, αυτό που είχε παραλάβει, να τοποθετήσει μέσα στο βασίλειο της εικονικής μνήμης αυτή τη συγκλονιστική αφήγηση, της οποίας το μοναδικό στοιχείο που ήταν σε θέση να αποκαλύψει τώρα, αφού θα το παρουσίαζε αργότερα, και για να μιλήσει και λίγο ωμά, ήταν ότι μιλούσε για μια γη που εγκατέλειψαν οι άγγελοι, και, πραγματικά, είπεοΚόριμ, εάν το κατάφερνε, λίγο θα τον ενδιέφερε η συνέχεια, λίγο θα τον ενδιέφερε η νύχτα, λίγο θα τον ενδιέφερε ο βούρκος. 27. Καθόταν στο κρεβάτι, με το παλτό του πάνω στα γόνατα και μόλις είχε ανοίξει, με τη βοήθεια ενός ψαλιδιού που είχε δανειστεί από τους ανθρώπους που του παρείχαν φιλοξενία, το πάνω μέρος μιας κρυψώνας την οποία είχε ράψει επιμελώς στο εσωτερικό της φόδρας, για να βγάλει τελικά το χειρόγραφο και να αρχίσει να δουλεύει χαρούμενος, όταν, εντελώς σιγανά, άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε αθόρυβα η σύντροφος του διερμηνέα με ένα περιοδικό στο χέρι* έριξε το βλέμμα της στο κρεβάτι, κάπου προς τη μεριά του, αλλά δίχως να κοιτάξει τον Κόριμ, έμεινε κάποιες στιγμές ακίνητη, πιο βουβή και αλαφιασμένη από ποτέ, κι έμοιαζε να μη θέλει να σπάσει τη σιωπή, σαν να είχε μετανιώσει που μπήκε, σαν να ήθελε να το βάλει στα πόδια και να εξαφανιστεί, αλλά τελικά, επειδή και ο Κόριμ, όπως κι εκείνη, φαινόταν το ίδιο ταραγμένος 126
από την απροσδόκητη εμφάνισή της, δείχνοντάς του τη φωτογραφία του περιοδικού, τον ρώτησε με φωνή αδύναμη που μόλις και μετά βίας ακουγόταν: Όιά γοη $θ θ Λ θ άί^πιοηάδ; αλλά ο Κόριμ είχε τόσο αιφνιδιαστεί, που δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα του, και αντί απάντησης, έμεινε καρφωμένος, καθισμένος, με το παλτό του στα γόνατα, με το ψαλίδι στο μετέωρο χέρι, σε σημείο που η γυναίκα άφησε το περιοδικό να πέσει σιγά, και με χαμηλωμένο το κεφάλι, έκανε στροφή και έκλεισε την πόρτα, τόσο απαλά όσο την είχε ανοίξει. 28.
Η αιωνιότητα μέσω του αιώνιου, είπε ο Κόριμ με δυνατή φωνή, και, μετά, επειδή από το παρατεταμένο καθισιό είχε πάθει αγκύλωση η δεξιά πλευρά του, σηκώθηκε, έβαλε τον αριστερό γλουτό του στο περβάζι του παραθύρου, και άρχισε να χαζεύει τις φωτεινές λάμψεις από τις πυροσβεστικές κλίμακες των απέναντι κτιρίων, την ερημική έκταση των σκεπών, την πορεία των τρελαμένων από τον άνεμο του Νοέμβρη νεφών, και είπε : αύριο πρωί, τελευταία προθεσμία, αύριο.
127
III ΟΛΗ Η ΚΡΗΤΗ
ι. Σύμφωνα με τις ρέουσες και με εξαιρετική κομψότητα δομημένες φράσεις του χειρογράφου, το πλοίο θύμιζε αιγυπτιακό σκάφος, αλλά ήταν αδύνατον να καταλάβεις στ* αλήθεια την προέλευσή αυτού του καραβιού που τα βίαια ρεύματα και οι ανεμοστρόβιλοι είχαν παρασύρει μέχρι εδώ, μπορεί να ερχόταν από τη Γάζα, από τη Βύβλο, από τη Λούκα ή ακόμα και από την αυτοκρατορία του Τουταγχαμών, αλλά η καταιγίδα μπορεί κάλλιστα να το είχε παρασύρει από το Ακρωτήρι, την Πύλο, την Αλασία, και μάλιστα από τις μακρινές νήσους Λίπαρι, αντιθέτως, ένα πράγμα ήταν σίγουρο, έγραψε ο Κόριμ χτυπώντας γράμμα γράμμα στο πληκτρολόγιο, οι Κρητικοί, μαζεμένοι στην ακτή, δεν είχαν δει ούτε ακούσει ποτέ να μιλούν για ένα τέτοιο πλοίο, πρώτον, παρατήρησαν δύσπιστοι, επειδή η πρύμνη δεν ήταν ανασηκωμένη, δεύτερον, το πλοίο ήταν εξοπλισμένο, τουλάχιστον αρχικά, με δυο σειρές τριάντα κωπηλατών, ενώ τα πλοία που γνώριζαν διέθεταν το πολύ είκοσι πέντε και, κυρίως, παρατήρησαν οι άντρες που κατέφυγαν κάτω από έναν τεράστιο βράχο, από το σχήμα και τις διαστάσεις των -φυσικά, σκισμένων ιστίων του- από τον διάκοσμο της πλώρης, και από την παράξενη θέση των σχοινιών ρυμούλκησης, μπορούσαν να μαντέψουν ότι όλα αυτά ήταν ασυνήθιστα, ασυνήθιστα και έκαναν το πλοίο να μοιάζει τρομακτικό, ακόμα κι 129
έτσι, ακόμα και κατεστραμμένο, διότι τα γιγαντιαία κύματα, τα οποία, αφού το ώθησαν από τη Λεβήνα μέχρι τον όρμο του Κομμού, το είχαν εκσφενδονίσει πάνω σ’ έναν ύφαλο γέρνοντάς το στο πλάι, σαν για να εκθέσει στα μάτια των τρομαγμένων κατοίκων το τσακισμένο του σώμα, έναν ύφαλο που το είχε προστατεύσει από άλλα, επικείμενα ναυάγια, το είχε υψώσει πάνω από τα μανιασμένα κύματα, δείχνοντας τι μπορούσε να πάθει μια κατασκευή, όσο γιγαντιαία κι αν ήταν σε ανθρώπινη κλίμακα, αν η θάλασσα και η καταιγίδα είχαν αποφασίσει έτσι, δείχνοντας πώς τα χιλιάδες αδάμαστα κύματα είχαν μεταχειριστεί αυτό το εμπορικό πλοίο, το τόσο ιδιαίτερο και ασυνήθιστο, πάνω στο οποίο, πράγμα που δεν σταματούσαν να επαναλαμβάνουν οι Κρητικοί, όλα ήταν νεκρά, τουλάχιστον έτσι έδειχνε, όλα έπρεπε να είναι νεκρά, διότι τίποτε και κανένας δεν θα μπορούσε να επιβιώσει απ’ αυτή την κόλαση και από τους φονικούς ανέμους, ούτε καν ένας θεός, διαβεβαίωναν προστατευμένοι κάτω από τον βράχο, δεν θα μπορούσε να βγει σώος απ’ αυτή την τρομερή καταστροφή, ένας τέτοιος θεός, επαναλάμβαναν, κουνώντας το κεφάλι στην ακτή, δεν είχε ακόμα γεννηθεί, και κατά την άποψή τους, δεν θα γεννιόταν ποτέ. 2.
Είχαν έρθει εκ εί για πάντα, δήλωσε ο Κόριμ στην κουζίνα, μιλώντας στη γυναίκα που, σιωπηλή, του γύριζε την πλάτη, πάντα στη συνηθισμένη της θέση, μπροστά από την κουζίνα γκαζιού και ανακάτευε κάτι μέσα στην κατσαρόλα, χωρίς να κάνει έστω και μια κίνηση που να δείχνει ότι τον είχε ακούσει ή είχε δώσει προσοχή σ’ αυτά που έλεγε, αλλά ο Κόριμ, αυτή τη φορά, δεν γύρισε στο δωμάτιό του για να ψάξει το λεξικό του, όπως έκανε συχνά, και παραιτήθηκε από το να της εξηγήσει αυτό το «έρθει» και το «για πάντα», προτίμησε να αλλάξει θέμα και, δείχνονταςτην κατσαρόλα, της είπε ντροπαλά: κάτι το νόστιμο... όπως πάντα; 130
3·
Έπρεπε να περιμένουν μέχρι την επομένη για να γαληνέψει η καταιγίδα, ώστε να τολμήσει μια ναυαγοσωστική λέμβος να ανοιχτεί στη θάλασσα και να κατευθυνθεί προς τον ύφαλο, μόνο λοιπόν την επομένη, έγραψε ο Κόριμ, με τη νηνεμία και στην αρχή του απογεύματος, ανακάλυψαν ότι αυτό που απέξω φαινόταν να είναι μόνο ένα ναυάγιο από το οποίο δεν μπορούσαν να σώσουν τίποτε, από κοντά, σίγουρα φαινόταν σαν ναυάγιο, αλλά όχι εντελώς κατεστραμμένο, διότι τα μέλη αυτής της αυτοσχέδιας αποστολής διάσωσης, είχαν εκπλαγεί όταν βρήκαν τρεις, ίσως και τέσσερις, μάλιστα, διασωθέντες σε μια καμπίνα στο αμπάρι, στην οποία δεν είχε εισχωρήσει το νερό, τρεις, έκαναν νεύμα με τα χέρια τους στους ανθρώπους που είχαν μείνει στην ακτή, ενδεχομένως και τέσσερις διασωθέντες, δεμένους σε πασσάλους, αναίσθητους αλλά ζωντανούς, ήταν σίγουροι για τους τρεις, για τον τέταρτο ήταν πιο επιφυλακτικοί, αλλά η καρδιά του φαινόταν να χτυπά ακόμα, κι αμέσως έλυσαν τους τέσσερις άνδρες και τους έβγαλαν από το αμπάρι, μόνον αυτούς τους τέσσερις, γιατί οι υπόλοιποι καταποντίστηκαν και είχαν πνιγεί, εξήντα; ογδόντα; εκατό άνδρες; είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή πριν φτάσουν, και τίποτε πια δεν μπορούσε να τους κάνει να υποφέρουν, είπαν, ενώ αυτοί οι τρεις άνδρες, εξηγούσαν οι διασώστες, ή οι τέσσερις, είχαν ως εκ θαύματος σωθεί, και βιαστικά λοιπόν τους ανέβασαν στη γέφυρα και έναν έναν τους μετέφεραν μετά στη ναυαγοσωστική λέμβο, αμέσως μετά, έφυγαν αφήνοντας τους άλλους, εγκαταλείποντας το πλοίο στην τύχη του, γιατί ήξεραν τι θα επακολουθούσε, ήξεραν πολύ καλά τι θα συνέβαινε και πραγματικά συνέβη: δύο μέρες αργότερα, ένα βίαιο κύμα έκοψε στα δύο το σκαρί του κατεστραμμένου σκάφους, το οποίο αποκολλήθηκε από τον ύφαλο με απίστευτη ταχύτητα, μόνο μέσα σε λίγα λεπτά, βυθίστηκε στη θάλασσα, και μέσα σε λιγότερο από ένα τέ131
ταρτοτης ώρας, τα τελευταία κύματα, γλιστρώντας ήδη στην επιφάνεια του νερού, έσπαγαν στην ακτή όπου όλοι οι κάτοικοι ο* αυτό το ψαροχώρι, στον Κομμό, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροι, παρέμεναν βουβοί και ακίνητοι, γιατί μέσα σ’ ένα τέταρτο της ώρας δεν έμεινε πια τίποτε απ’ αυτό το γιγάντιο πλοίο, το τόσο μοναδικό και τρομακτικό, τίποτε πια, ούτε καν ένα τελευταίο κύμα , μόνο τρεις διασωθέντες κι ένας τέταρτος άνδρας που ίσως να ζούσε, τέσσερις από τους εξήντα, ογδόντα ή εκατό, μόνο τέσσερις, είχαν επιζήσει της καταστροφής. 4·
Κατά τη διάρκεια των δύσκολων ημερών ανάρρωσης που ακολούθησαν, έλεγαν τα ονόματά τους προφέροντάς τα κάθε φορά διαφορετικά , οπότε οι χωρικοί αποφάσισαν να φωνάζουν τα ονόματά τους όπως τα είχαν καταλάβει, ή όπως πίστευαν πως τα είχαν καταλάβει, την πρώτη μέρα, τον έναν τον έλεγαν Κάσερ, τον άλλο Φάλκε, τον τρίτο Μπενγκάτζα και τον τέταρτο Τοότ, διότι έτσι τους φαινόταν πως ήταν το σωστό, ακόμα κι αν όλοι γνώριζαν ότι τα τέσσερα αυτά ονόματα, με την τόσο παράξενη ηχητική, ήταν μόνον κατά προσέγγιση και, αναμφίβολα, μακριά από την πραγματικότητα, πράγμα που, για να πούμε την αλήθεια, δεν αποτελούσε το κύριο πρόβλημά τους, διότι, σε αντίθεση με προηγούμενους ναυαγούς τους οποίους είχε ξεβράσει η θάλασσα στην ακτή, και των οποίων κατάφερναν λίγο λίγο, και συχνά πολύ γρήγορα, να γνωρίζουν τα ονόματα, την καταγωγή, τον τόπο κατοικίας και την ιστορία, μ’ αυτούς εδώ: όνομα, καταγωγή, τόπος κατοικίας, ιστορία, όλα μα όλα γίνονταν όλο και πιο σκοτεινά, με άλλα λόγια, η παραξενιά τους, η ιδιαιτερότητάτους, αντί να μειώνεται, κατά έναν εκπληκτικό τρόπο, αυξανόταν όλο και περισσότερο με τον καιρό, τόσο που, όταν εκείνοι ήταν σε θέση να αφήσουν το κρεβάτι τους και να διακινδυνεύσουν να βγουν έξω, παίρνοντας πολλές και ακατανόητες προφυλάξεις -αυτή η σκηνή, λέει ο Κόριμ στην 132
κουζίνα, ιστορούνταν με πολλές λεπτομέρειες σ9ένα έξοχο κεφάλαιο, ο1ΐ3.ρΐθΓ-, είδαν να εμφανίζονται τέσσερις μυστηριώδεις άνδρες για τους οποίους δεν γνώριζαν απολύτως τίποτε και οι οποίοι προσπαθούσαν να παρακάμψουν όλες τις ερωτήσεις που τους έθεταν στα βαβυλωνιακά, γλώσσα, Ι3.π§ιΐ3.§θ, που ήταν κοινή και για τις δυο πλευρές, αν και τη μιλούσαν όλοι πολύ άσχη μα, απαντώντας συστηματικά με υπεκφυγές, σε σημείο που, κι αυτός ακόμα ο Μάστεμαν, ένας ξένος από τα Γουρνιά, στα ανατολικά του νησιού, ο οποίος είχε φτάσει με το πλοίο λίγες βδομάδες νωρίτερα, φαινόταν αμήχανος και δεν εξέφραζε καμία άποψη, ακόμα κι εκείνος, που δεν ήταν ποτέ αμήχανος, και εξέφραζε πάντα την άποψή του, παρέμενε άφωνος, κοιτώντας πίσω από την άμαξά του, τους τέσσερις άνδρες να διασχίζουν σιωπηλοί τους δρόμους του χωριού, πριν πάρουν τον δρόμο για τα περιβόλια με τις συκιές και στη συνέχεια να κάθονται μέσα σ’ έναν ελαιώνα, να κάθονται στη δροσιστική σκιά των δέντρων και να ατενίζουν τον ήλιο, ΐΐΐθ δυ.π, που έγερνε στα δυτικά του ορίζοντα. 5· Όλο αυτό το απόσπασμα, είπε ο Κόριμ στη γυναίκα, φαινόταν να αναφέρεται στον Κήπο της Εδέμ, κάθε φράση του χειρογράφου που περιέγραφε αυτό το χωριό, την κάθε ακτή, και την απαράμιλλη ομορφιά αυτής της περιοχής, αντί να κοινοποιήσει κάποιες πληροφορίες, φαινόταν να θέλει να βρει ένα δρόμο για τον παράδεισο, δεν αρκούνταν να περιγράφει ή να ανακοινώσει αυτή την ομορφιά, αλλά χρονοτριβούσε πολύ σ' αυτήν, επινοώντας με τον τρόπο του αυτή την ομορφιά, \)ΒΒΧχΧγ, την τόσο ιδιαίτερη, που δεν ανάβλυζε μόνο από το τοπίο, αλλά και από αυτό που απέκρυπτε, τη γαλήνη, την ευφορία, μια ακτινοβολούσα γαλήνη και μια ευφορία που υπαινίσσονταν πως ό,τι ήταν καλό ήταν αναγκαστικά και αιώνιο, κι εδώ, σύμφωνα με το κείμενο, υπογράμμισε ο Κόριμ, όλα ήταν καλά, εφόσον όλα είχαν δημιουργηθεί καλά, το 133
σπινθηροβόλο κόκκινο του ήλιου, το εκτυφλωτικό λευκό των βράχων, το μυστηριώδες πράσινο των πεδιάδων, η αγέρωχη χάρη και γοητεία των ανδρών που κυκλοφορούσαν ανάμεσα σ' αυτά τα βράχια και σ' αυτές τις πεδιάδες, και μετά, είπεοΚόριμ, και μετά το κόκκινο, το λευκό, το πράσινο, η χάρις που είχαν οι άμαξες στις οποίες ήταν ζεμένα τα μουλάρια κατά μήκος των δρόμων, τα χταπόδια που στέγνωναν στον άνεμο, τα φυλαχτά στους λαιμούς των ανθρώπων, τα κοσμήματα των μαλλιών, τα ελαιοτριβεία, τα εργαστήρια κεραμικής, τα ψαροκάικα, τα τεμένη που υψώνονταν στις κορυφές, με άλλα λόγια είπε, η γη, η θάλασσα και ο ουρανός, ίΐΐθ δΐζγ, όλα εδώ ήταν γαλήνη και ευφορία, και ωστόσο όλα ήταν πραγματικά, με την αυστηρή έννοια του όρου, τουλάχιστον έτσι, μ' αυτά τα λόγια, περιέγραψε ο Κόριμ τα πράγματα και προσπάθησε να δώσει στη γυναίκα μια ιδέα για το απόσπασμα πάνω στο οποίο είχε δουλέψει το ίδιο πρωινό, αλλά οι προσπάθειές του να της περιγράψει τα πράγματα αποδείχτηκαν πιο μάταιες από ποτέ, γιατί, όχι μόνο η γυναίκα εξακολουθούσε να βρίσκεται στη συνηθισμένη της θέση, αλλά, -κι αυτό ο Κόριμ το παρατήρησε όταν εκείνη γύρισε ξαφνικά το κεφάλι της κατά τύχη-, ήταν και χτυπημένη στο πρόσωπο, μετά απ' αυτό, το θέμα για κείνον δεν ήταν να αναρωτηθεί σε ποια γλώσσα έπρεπε να μιλά, κι αν εκείνη είχε ακούσει όλα όσα της διηγήθηκε στα ουγγρικά, τη συνηθισμένη ώρα, από τις έντεκα μέχρι τις δώδεκα και τριάντα ή μία η ώρα -υπο βοηθού μένος πότε πότε από μια λέξη που είχε αλιεύσει από το λεξικό του ή στο σημειωματάριό του- αλλά οι μώλωπες στο πρόσωπό της, τα πρησμένα της μάτια, το γδαρμένο της μέτωπο, ίσως είχε βγει τη νύχτα και της είχαν επιτεθεί κατά την επιστροφή της, το αγνοούσε, αλλά αισθάνθηκε φοβερά συγκλονισμένος, γι' αυτό, αν και έκανε πως δεν είδε τίποτα και συνέχισε ατάραχος τον μονόλογό του, το βράδυ, μόλις εμφανίστηκε στην κουζίνα ο διερμηνέας που απούσιαζε πολλές μέρες, επιστράτευσε το κουράγιο του και πήγε με φόρα καταπάνω του, ρωτώντας τον τι είχε 134
συμβεί και ποιος είχε τολμήσει να επιτεθεί στη νεαρή δεσποινίδα, να της επιτεθεί;!!! είπε αργότερα ο διερμηνέας εκτός εαυτού, να της επιτεθεί;!!! ούρλιαζε στη γυναίκα που, κουρνιασμένη στην άκρη του κρεβατιού, κοιτούσε τρομοκρατημένη τον σύντροφό της να πηγαίνει πάνω-κάτω στο δωμάτιο, μα ποιος νομίζει πώς είναι; γιατί η ζωή τους ενδιέφερε αυτόντον μαλάκα; πίστευε, ίσως, ότι είχε το δικαίωμα να τρίβεται επάνω του και να τον ρωτά για την ιδιωτική τους ζωή; α, όλα κι όλα! είπε παίρνοντας ύφος απειλητικό, του είπε να πάει στον διάολο, αλλά με τι ύφος! του άλλου του είχε κοπεί η ανάσα, και άρχισε να τραυλίζει κάποια πράγματα του στιλ ότι ήθελε μόνο αυτό κι εκείνο, και τότε του είπε ότι αν δεν ήθελε να φάει κι ο ίδιος ένα σκαμπίλι, καλά θα έκανε να την κοπανήσειγρήγορα μαζί με τις ερωτήσεις του, και τότε ο Κόριμ είχε φύγει δίχως να ζητήσει τα ρέστα, είχε τρυπώσει σαν φίδι μέσα στο δωμάτιό του και είχε κλείσει την πόρτα, τόσο απαλά που ακόμα και μια μύγα δεν θα είχε ενοχληθεί από τον θόρυβο, μια μύγα, επέμενε ο διερμηνέας, από τον θόρυβο αυτής της πόρτας. 6.
Έπεσε η νύχτα, φάνηκαν τ’ αστέρια, αλλά οι τέσσερις άντρες δεν είχαν επιστρέφει στον Κομμό, έμειναν, αφού βεβαιώθηκαν για πολλοστή φορά ότι το μέρος ήταν ασφαλές, εκεί όπου τους βρήκε το σούρουπο, μέσα στον ελαιώνα που δέσποζε του χωριού, στα βόρεια, καθισμένοι, ακουμπισμένοι σ’ έναν γέρικο κορμό δέντρου και ενώ η μέρα έφτανε προς το τέλος της, για πολλή ώρα έμειναν σιωπηλοί μέχρι που πήρε τον λόγο ο Μπενγκάτζα και δήλωσε, με την ψιθυριστή φωνή του, πως έπρεπε ίσως να πουν κάτι στους κατοίκους του χωριού, δεν γνώριζε τι σκέφτονταν οι άλλοι γι' αυτό, αλλά, κατά την άποψή του, ίσως θα ήταν προτιμότερο να βρουν μια καθησυχαστική διατύπωση για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους εδώ, αλλά αντί για απάντηση στην πρότασή του, εισέπραξε μια παρατεταμένη σιωπή, που καθώς φαινόταν, 135
κανένας δεν ήθελε να διακόψει, και όταν τελικά στο τέλος είχε διακοπεί, ήταν για να μιλήσουν για εντελώς άλλο θέμα, γιατί ο Κάσερ επέστησε την προσοχή τους στο ότι δεν υπήρχε τίποτε πιο όμορφο από ένα ηλιοβασίλεμα στα βουνά και στη θάλασσα, το ηλιοβασίλεμα, αυτό το θαυμαστό παιχνίδισμα του φωτός στον ουρανό που σκοτεινιάζει, εκείνη η μεγαλοπρεπής ενσάρκωση της μετάβασης και της ενδελέχειας, η έξοχη τραγωδία, συνέχισε ο Φάλκε, κάθε μετάβασης και κάθε ενδελέχειας, ένα επιβλητικό θέαμα, μια θαυμάσια νωπογραφία που αναπαριστά κάτι το οποίο δεν υπήρχε, αλλά απεικόνιζε, με τον τρόπο του, τη βαθμιαία εξαφάνιση, την περατότητα, το αργό σβήσιμο και την πανηγυρική είσοδο στη σκηνή των χρωμάτων, επενέβη ο Κάσερ, εκείνη τη συναρπαστική τελετουργία του κόκκινου, του λιλά, του κίτρινου, του καστανού, του γαλάζιου, του λευκού, τη δαιμονική όψη αυτού του ζωγραφισμένου ουρανού, ήταν όλα αυτά, όλα αυτά, κι ακόμα πιο πολλά, συνέχισε ο Φάλκε, γιατί έπρεπε να αναφέρουν και τα χιλιάδες ρίγη που προκαλούσε το θέαμα του σούρουπου σε όποιον το ατένιζε, την έντονη συγκίνηση που τον πλημμύριζε, αναπόφευκτα, ένα σούρουπο, είπε ο Κάσερ, ενσάρκωνε την ομορφιά, την έμπλεη ελπίδας αποχαιρετισμού, την εκθαμβωτική εικόνα της αναχώρησης, της απομάκρυνσης, της εισόδου στο σκοτάδι, αλλά και της βέβαιης υπόσχεσης της ηρεμίας, της ανάπαυσης και του επικείμενου ύπνου, ήταν όλα αυτά μαζί, και πόσα άλλα πράγματα, παρατήρησε ο Φάλκε, πόσα άλλα πράγματα, υπερθεμάτισε ο Κάσερ, αλλά τη στιγμή εκείνη ο αέρας άρχισε να δροσίζει, και καθώς τα ρούχα τους, τα λινά καλύμματα που τους είχαν δώσει οι χωρικοί, δεν τους προστάτευαν καθόλου από το κρύο, ξαναπήραν τον δρόμο του γυρισμού στο χωριό, κατηφόρισαν το στενό ελικοειδές μονοπάτι που περνούσε ανάμεσα από τα μικρά πέτρινα σπίτια, και μπήκαν στο ένα από αυτά, ένα ακατοίκητο σπίτι, που οι καλοί διασώστες τους, οι ψαράδες χταποδιού του Κομμού, τους είχαν παραχωρή136
σει προσωρινά, για όσο χρόνο τους χρειαζόταν, τους είπαν* μπήκαν και ξάπλωσαν στα στρώματά τους, εκείνη τη γλυκιά και ευχάριστη νύχτα ήταν προστατευμένοι, κοιμήθηκαν λίγες ώρες, όπως πάντα, έναν ταραγμένο ύπνο, και μετά ήρθε η αυγή, μια νέα ημέρα, και πριν από την εμφάνιση της πρώτης λάμψης του φωτός, ήταν και οι τέσσερις ήδη έξω, μπροστά στο σπίτι, καθισμένοι οκλαδόν δίπλα σε μια συκιά πάνω στο υγρό από την πρωινή δροσιά χορτάρι, περιμένοντας την απαρχή της αυγής, κοιτώντας τον ήλιο να ανατέλλει στα ανατολικά μέσα στον κόλπο, γιατί και οι τέσσερις συμφωνούσαν ότι δεν υπήρχε τίποτε πιο ωραίο στη γη από μια ανατολή ηλίου, η αυγή, είπε ο Κάσερ, αυτή η θαυμαστή ανάληψη, αυτό το συναρπαστικό θέαμα της αναγέννησης του φωτός, της επιστροφής της θέασης των πραγμάτων και της καθαρότητας των περιγραμμάτων τους, ο εορτασμός της επιστροφής των πάντωνκαι της πληρότητας αυτής καθ’ εαυτής, συνέχισε ο Φάλκε, της τάξης, της κανονικότητας, και μαζί με όλα αυτά το αίσθημα ασφάλειας, η αυγή ενσάρκωνε τη γέννηση, την ιεροτελεστία αυτής της γέννησης, όχι, σίγουρα, παρατήρησε ο Κάσερ, δεν υπήρχε τίποτε πιο ωραίο, και έπρεπε σε όλα αυτά να προστεθούν και όλες οι συγκινήσεις εκείνου που τα ατένιζε όλα αυτά, που συμμετείχε σιωπώντας σ' αυτή τη λαμπρότητα, ναι είπε ο Φάλκε, ακόμα και αν προανήγγειλε μια αντι-κίνηση, εκείνη τουλυκόφωτος, η αυγή, μετο ευεργετικό της φως, ήταν η πηγή του νέου ξεκινήματος, της έναρξης, της θετικής ενέργειας, και επίσης της εμπιστοσύνης, παρατήρησε ο Κάσερ, γιατί, σε κάθε πρωινό υπήρχε μια μορφή απόλυτης εμπιστοσύνης, και τόσα άλλα πράγματα ακόμα, πρόσθεσε ο Φάλκε, αλλά τώρα είχε χαράξει πια εντελώς και η μέρα είχε κάνει τη μεγαλοπρεπή της είσοδο μέσα στο χωριό του Κομμού, έτσι σιγά σιγά, ο ένας μετά τον άλλον σηκώθηκαν και επέστρεψαν στο σπίτι, γιατί όλοι είχαν συμφωνήσει με την παρατήρηση του Τοότ, ότι όλα αυτά μπορεί να ήταν ωραία, αλλά ίσως ήταν η ώρα να δοκιμάσουν τελικά και
τα τρόφιμα, τα ψάρια, τα σύκα, τα σταφύλια, που τους είχαν προσφέρει την προηγούμενη μέρα οι χωρικοί. 7·
Πέρασαν ήδη δώδεκα μέρες από τη στιγμή που ναυάγησε το πλοίο, αλλά οι κάτοικοι του Κομμού, έγραψεοΚόριμ, ακόμα δεν γνώριζαν τίποτε παραπάνω για τους τέσσερις διασωθέντες απ' ό,τι την πρώτη μέρα, η μόνη πληροφορία που κατάφεραν να αποσπάσουν από τον ένα εκ των τεσσάρων, όταν, στερημένοι από ιδέες, τους είχαν ζητήσει να αποκαλύψουν τουλάχιστον τον αρχικό προορισμό τους, ή πώς είχαν φτάσει μέχρι εδώ, ήταν ότι ήταν μες στις προθέσεις τους να έρθουν εδώ, ναι, όπως θυμούνταν, και οι τέσσερις επιθυμούσαν να αποβιβαστούν εδώ, να τι απάντησαν, χαμογελώντας αμυδρά στους χωρικούς, και μετά άρχισαν εκείνοι με τη σειρά τους να θέτουν ερωτήσεις, αρκετά παράξενες, όπως πού βρίσκονταν τα κυριότερα οχυρά, πόσους στρατιώτες απαριθμούσε ο τακτικός στρατός, ποια ήταν τα γενικά αισθήματά τους για τον πόλεμο, ποια ήταν η στρατιωτική στρατηγική της Κρήτης, ιδού το είδος των παράλογων ερωτήσεων που έθεταν στους κατοίκους του Κομμού, και όταν εκείνοι απάντησαν ότι δεν υπήρχε κανένα οχυρό στο νησί, κανένας τακτικός στρατός, αλλά μόνο στόλος, αγκυροβολημένος στην Αμνισό, και ότι, εκεί, τα όπλα τα κρατούσαν μόνο οι νέοι κατά τη διάρκεια των εορτασμών, ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη τους και κούνησαν το κεφάλι, σαν να δυσπιστούσαν απέναντι ο9αυτές τις απαντήσεις, κι αφού τελείωσε η συζήτηση, έδειχναν και οι τέσσερις τόσο χαρούμενοι , που οι ψαράδες του Κομμού παραιτήθηκαν από την προσπάθειά τους να τους καταλάβουν, και αρκέστηκαν να παρατηρούν και τους τέσσερις άνδρες, οι οποίοι, όσο περνούσαν οι μέρες, έδειχναν όλο και πιο ήρεμοι, όλο και πιο γαλήνιοι, περνούσαν όλο και περισσότερο χρόνο με τους χωρικούς, με τις γυναίκες στους μύλους, στα ελαιοτριβεία με τους άνδρες, στα ναυι 38
πηγεία των ψαροκάικων, προσφέροντας σε όλους τις υπηρεσίες τους, πριν πάνε, κάθε βράδυ, ανεξαιρέτως, στον ελαιώνα που δέσποζε του χωριού για να περάσουν ένα μέρος της νύχτας κάτω από τον έναστρο ουρανό, αλλά τι έκαναν εκεί, για ποιο πράγμα μιλούσαν, κανένας στο χωριό δεν το ήξερε, καιοΜάστεμαν, ήταν κι εκείνος κλεισμένος στη βουβαμάρα του, περνούσε τις μέρες του καθισμένος δίχως να κάνει οποιαδήποτε κίνηση στην πλατεία του χωριού, δίπλα στην άμαξά του, με το βλέμμα χαμένο, με τις γάτες του να βγάζουν πότε πότε φοβερά ουρλιαχτά μέσα στα κλουβιά τους, ο Μάστεμαν, ο οποίος, όπως έμαθαν οι τέσσερις διασωθέντες στα εργαστήρια και πάνω στα ψαροκάικα, έλεγε δήθεν ότι είναι πωλητής γατών από τα Γουρνιά, και ισχυριζόταν ότι περίμενε πελάτες για τα ζώα, ενώ τα είχε ήδη πουλήσει από τη στιγμή κιόλας που είχε φτάσει εκεί, στην πραγματικότητα , περίμενε κάτι άλλο, έλεγαν οι χωρικοί, αλλά τι, περιττό να πούμε ότι δεν το είχε εμπιστευτεί σε κανέναν, το θέμα είναι, ότι η παρουσία του Μάστεμαν προκαλούσε φόβο, ένα φόβο γενικό και επίμονο, παρόλο που δεν έκανε και τίποτε, παρέμενε καθισμένος δίπλα στην άμαξά του καιχάιδευε μια γάτα καθισμένη στα γόνατά του, διότι, από τη στιγμή τηςάφιξήςτου, όλα πήγαιναν στραβά στο χωριό: η τύχη είχε γυρίσει, δεν υπήρχαν ψάρια στη θάλασσα, τα ελαιόδεντρα είχαν αρχίσει να ξεραίνονται, μουρμούριζαν οι γυναίκες μεταξύ τους, ακόμα και οι άνεμοι είχαν τρελαθεί, παρόλο που πήγαιναν στους βωμούς με τα χέρια τους γεμάτα δώρα, παρόλο που ικέτευαν την Ειλείθυια σύμφωνα με το τελετουργικό, δεν γινόταν τίποτε, ο Μάστεμαν ήταν πάντα εκεί, σαν σκιά που απλωνόταν πάνω στο χωριό του Κομμού, και βιάζονταν να συμβεί αυτό που περίμενε ο Μάστεμαν, γιατί τότε θα έφευγε, και ίσως η ζωή να ξαναέβρισκε τον παλιό της ρυθμό και τα πουλιά του ουρανούνα έβρισκαν την ησυχία τους, το φαντάζεστε! έλεγαν οι άνδρες πανικόβλητοι, ακόμα καιτα πουλιά, οιγλάροι, τα χελιδόνια, τασκοινοπούλια, οι πέρδικες, φαίνονταν να είχαν τρελαθεί, πε-
τούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, έκαναν ζικ ζακ στους αιθέρες, κάθετες βουτιές, τιτίβιζαν, έμπαιναν μέσα στα σπίτια, έψαχναν γωνιές σαν να ήθελαν να κρυφτούν, κανείς δεν καταλάβαινε τι τους συνέβαινε, αλλά όλος ο κόσμος ήλπιζε πως μια μέρα ο Μάστεμαν θα έφευγε, ότι μια μέρα θα έπαιρνε την κόκκινη γάτα του και τα κλουβιά του, θα σκαρφάλωνε στην άμαξά του και θα εξαφανιζόταν τελικά στον δρόμο της Φαιστού, εκεί απ’ όπου ήρθε. 8.
Το είχε διαβάσει ήδη, άπειρες φορές, είπε ο Κόριμ, παίρνοντας θέση στην κουζίνα, αφού πρώτα βεβαιώθηκε, κρυφακούγοντας πίσω από την πόρτα για αρκετή ώρα, ότι δεν θα διασταυρωνόταν με τον διερμηνέα, ναι, πραγματικά, το είχε διαβάσει τουλάχιστον δέκα φορές, αλλάτο μυστήριο του χειρογράφου παρέμενε άλυτο, το περιεχόμενό του παρέμενε πάντα ανεξήγητο, το μήνυμά του αδύνατον να αποκωδικοποιηθεί, τελικά, είπε, ό,τι δεν είχε καταλάβει από την πρώτη σελίδα, παρέμενε ακατανόητο μέχρι την τελευταία, κι ωστόσο, το κείμενο τον γοήτευε και δεν μπορούσε να ξεφύγει απ' αυτόν τον μαγικό χωροχρόνο μέσα στον οποίο βυθιζόταν και, ενώ καταβρόχθιζε τις σελίδες μία μία, ήταν πεπεισμένος πως ό,τι κρυβόταν πίσω από το μυστήριο αυτό, αυτό το ανεξήγητο, το αδύνατον να αποκωδικοποιηθεί μυστήριο, ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, και η πεποίθησή του ήταν πια αδιάσειστη, δεν αισθανόταν πια την ανάγκη να αναρωτιέται ποιοι ήταν οιλόγοι που τον ώθησαν να αφιερώσει τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του σ' αυτό το εξαιρετικό εγχείρημα, γιατί, στο κάτω κάτω, πού ήταν το πρόβλη μα; ρώτησε τη γυναίκα που του γύριζε την πλάτη, ξυπνούσε στις πέντε το πρωί, ίινθ ο’οΐοά, όπως έκανε εδώ και χρόνια, έπαιρνε τον καφέ του ελπίζοντας να μην ενοχλήσει κανέναν με τον θόρυβο που έκανε και, μεταξύ πέντε και μισή και έξι, καθόταν μπροστά στον φορητό υπολογιστή του, πατούσε το κατάλληλο πλήκτρο για να τον θέσει σε λειτουργία και όλα πήγαιναν ρο140
λόι, χωρίς το παραμικρό εμπόδιο, μετά, γύρω στις έντεκα, έκανε ένα μεγάλο διάλειμμα εξαιτίας του αυχένα και της πλάτης του, ξάπλωνε λίγο, και στη συνέχεια, ερχόταν στην κουζίνα και έδινε αναφορά στη νεαρή δεσποινίδα για τα τελευταία συμβάντα που είχε δακτυλογραφήσει το πρωί, κι ύστερα γευμάτιζε, ζέσταινε το περιεχόμενο μιας κονσέρβας που είχε αγοράσει από τον Βιετναμέζο, συνοδεύοντάςτο με ένα ψωμάκι και ένα ποτήρι κρασί, και έπιανε δουλειά, και δούλευε ασταμάτητα μέχρι τις πέντε, ώρα κατά την οποία έσβηνε τον υπολογιστή του και, τηρώντας τη συμφωνία τους, ελευθέρωνε την τηλεφωνική γραμμή για τους σπιτονοικοκύρηδές του, μετά φορούσε το παλτό του και πήγαινε να εξερευνήσει την πόλη μέχριτιςδέκα, δέκα και μισή, όχι δίχως φόβο, έπρεπενα το ομολογήσει, ναι, ο φόβος υπήρχε πάντα μέσα του, αλλά τον είχε συνηθίσει, κι αυτός ο φόβος, δεν ήταν τόσο ισχυρός ώστε να τον κάνει να παραιτηθεί από τον καθημερινό του περίπατο, γύρω στις πέντε, πέντε και μισή, διότι... δεν θυμάται αν έχει ήδη μιλήσει γι' αυτό... αλλά... είχε μια περίεργη αίσθηση που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ, είχε... πώς να το εκφράσει, την εντύπωση, ότι είχε ξανάρθει εδώ, τέλος πάντων, όχι ακριβώς, είπε κουνώντας το κεφάλι, τελικά δεν είχε την εντύπωση ότι είχε ξανάρθει εδώ, αλλά ότι είχε κάπου ξαναδεί αυτή την πόλη, είχε συνείδηση της γελοιότητας αυτού που έλεγε, εφόσον τελικά, πού θα μπορούσε να την είχε δει, μήπως στην όχθη του ποταμού Κέρες; αλλά όσο κι αν φαίνεται γελοίο, είχε μια περίεργη αίσθηση, όταν περπατούσε στο Μανχάταν και έβλεπε αυτούς τους τεράστιους, αυτούς τους ιλιγγιώδεις ουρανοξύστες, δεν ήταν παρά μια αίσθηση, αλλά δεν κατάφερνε να απαλλαγεί απ’ αυτήν, καικάθε μέρα, στις πέντε, έφευγε με την ελπίδα να τελειώνει μ’ αυτό, αλλά φυσικά δεν τελείωνε με τίποτε, και επέστρεφε, εξουθενωμένος, γύρω στις δέκα ή έντεκα το βράδυ, καθόταν μπροστά στον υπολογιστή του, ξαναδιάβαζε ό,τι είχε γράψει και, λίγο πριν πάει να κοιμηθεί, και αφού βεβαιωνόταν ότι δεν είχε κάνει κανένα λάθος, έσωνε, πώς το λένε, το κείμενό του, να πώς περ-
νούσε τις μέρες του, ή καλύτερα πώς διήγε τον βίο του στη Νέα Υόρκη, να τι θα έγραφε στους συγγενείς του στην Ουγγαρία, αν είχε συγγενείς για να τους γράψει και να τι θεωρούσε τώρα σημαντικό να πει: ποτέ δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι οι τελευταίες εβδομάδες της ζωής του, ύ ιβ Ι^δΐ ννθθΐίδ, θα ήταν τόσο ωραίες, κυρίως μετά απ' όλα όσα είχε περάσει, κι αν μιλούσε γι’ αυτά τώρα, ήταν μόνο για να πει στη νεαρή δεσποινίδα ότι αυτό θα μπορούσε να της συμβεί και της ίδιας, θα μπορούσε να περάσει, φερ’ ειπείν, μια δύσκολη περίοδο, 1)^(1 ρθήοά, αλλά μια μέρα θα γύριζε ο τροχός, ϋυ.Γηιη§ ροΐπί, και από τη μια μέρα στην άλλη θα μπορούσαν όλα να γίνουν καλύτερα, ανεξάρτητα από το τι μπορεί να έχει συμβεί στον καθένα, είπε ο Κόριμ με γλυκιά και καθησυχαστική φωνή, αυτή η καμπή, ηιΠΗϊΐ£ροίηΐ:, μπορούσε να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη, δεν μπορεί να ζει κανείς αιώνια, είπε καρφώνοντας το βλέμμα του στην κοκαλιάρικη και κυρτωμένη πλάτη τηςγυναίκας, μέσα στον τρόμο, δΙιικΜθΓ, και τότε ήταν που παρατήρησε το τρέμουλο των ώμων της, άκουσε τους λυγμούς της γυναίκας και πρόσθεσε ότι δεν έπρεπε να απελπίζεται, έπρεπε να πιστέψει σ9 αυτή την καμπή, ϊιορθ, και ΐιΐΓπίη^ροίηΐ;, και δ1ιυ.άάθΓ, η νεαρή γυναίκα έπρεπε να πιστέψει ο9αυτή την καμπή, όλα θα γίνουν, είπε χαμηλώνοντας τη φωνή του, είναι απολύτως βέβαιο. 9. Τη νύχτα, μέσα στον ελαιώνα, παρατηρώντας την απεραντοσύνη της φουρτουνιασμένης θάλασσας υπό το φως της σελήνης, συζητούσαν για την έντονη, σίγουρα, αλλά δύσκολο να διατυπωθεί, σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του τοπίου, μεταξύ του ατενίζοντος και του αντικειμένου της ενατένισης, μια θαυμαστή σχέση που επέτρεπε στον άνθρωπο να έχει μια εικόνα του όλου, μάλιστα ήταν η μόνη ευκαιρία στη ζωή, είπε ο Φάλκε, που ο άνθρωπος μπορούσε να ατενίσει το όλον, πραγματικά και αναμφισβήτητα, μια οποιαδήποτε άλλη μορφή του δέους για το όλον, θα ήταν μόνο 142
προϊόν της φαντασίας, μιας ιδέας, ενός ονείρου, ενώ εδώ, συνέχισε ο Φάλκε, αυτό το όλον ήταν πραγματικό και αυθεντικό, ουσιαστικό, δεν επρόκειτο ούτε για αντικατοπτρισμό ούτε για οφθαλμαπάτη, ο άνθρωπος δεν το είχε φανταστεί, δεν το είχε σκεφτεί, όχι, ατενίζοντας το τοπίο, έβλεπε όλη τη διαδικασία της ζωής σε πλήρη λειτουργία, τη ζωή στη χειμερία της ηρεμία, τη ζωή στον εαρινό της αναβρασμό, το όλον εμφανιζόταν μέχρι τις πιο μηδαμινές του λεπτομέρειες, η φύση, είπε ο Κάσερ, αντιπροσώπευε τη μία και μοναδική, την αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα, το άλφα και το ωμέγα της εμπειρίας και του θαυμάζειν, διότι εδώ, περισσότερο από αλλού, απέναντι στη φύση, μπορούσε κάποιος μόνον να αναριγά, να συγκλονίζεται, να συγκινείται από κάτι του οποίου η ουσία, αν και δεν μπορούσε να τη συλλάβει, ήξερε, ωστόσο, ότι μας μιλούσε, ναι, μπορούμε μόνο να αναριγούμε, να συγκλονιζόμαστε, να συγκινούμαστε, συνέχισε ο Κάσερ, στην προνομιούχο αυτή κατάσταση η οποία μας προσφέρθηκε και μας επέτρεψε να εκτιμούμε αυτό το κάλλος που φώτιζε το όλον, ακόμα και αν αυτή η εκτίμηση περιοριζόταν σ’ ένα θαυμάζειν έμπλεο συγκίνησης, διότι ήταν όλα ωραία, είπε ο Κάσερ, δείχνοντας την απεραντοσύνη της φουρτουνιασμένης θάλασσας στον ορίζοντα, η συνεχής και αέναη κίνηση των κυμάτων, το φως της νύχτας που πέφτει πάνω στις κορυφές τους, και τα βουνά πίσω από αυτά, και οι πεδιάδες μακριά, και τα ποτάμια, και τα δάση, όλα αυτά ήταν ωραία και διέθεταν έναν αμέτρητο πλούτο, είπε ο Κάσερ, πρέπει οπωσδήποτε να το προσθέσω αυτό, αυτό τον πλούτο και αυτό το άμετρο, γιατί ο άνθρωπος, μόλις στοχαζόταν αυτό που σκεφτόταν, όταν μιλούσε για τη φύση, σχεδόν αναπόφευκτα πνιγόταν μέσα ο’ αυτόν τον πλούτο και μέσα σ' αυτό το άμετρο, γιατί η φύση ήταν τόσο πλούσια, τόσο απύθμενη, ακόμα κι αν έπαιρνε υπόψη του μόνο τα δισεκατομμύρια των στοιχείων που την αποτελούσαν και άφηνε κατά μέρος τα δισεκατομμύρια των αντιδράσεων και των αλληλεπιδράσεων που λάμβαναν χώρα που, ωστόσο, έπρεπε να
τις συμπεριλάβει και αυτές, αν και μ’ αυτόν τον τρόπο θα κατέληγε, είπε ο Φάλκε, να αναφερθεί στη θεϊκή παρουσία για να ονομάσει το άλυτο μυστήριο της τελεολογίας, μια παρουσία τα ίχνη τηςοποίας, σύμφωνα με όλεςτις πιθανότητες, και παρόλο που είναι δύσκολο να αποδειχτεί ότι υπάρχει, έφεραν δισεκατομμύρια στοιχεία και δισεκατομμύρια αντιδράσεις, να τα λόγια που αντάλλαξαν εκείνη τη νύχτα στον ελαιώνα, μετά ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή και στη συνέχεια, ο Τοότ δήλωσε πως έπρεπε να συζητήσουν για το θέμα της ανησυχητικής συμπεριφοράς των πουλιών, καιαπότη στιγμή εκείνη, εξήγησε ο Κόριμ στη γυναίκα, δυο μέρες αργότερα, έθιγαν όλο και συχνότερα αυτό το θέμα και συζητούσαν συχνά για την ερμηνεία που έπρεπε να δώσουν σ' αυτό το φαινόμενο, και μια μέρα, ήταν αναγκασμένοι να παραδεχτούν ότι τα ανησυχητικά σημάδια που είχαν παρατηρήσει στα πουλιά, Μτάδ, επεκτάθηκαν και στις κατσίκες, στις αγελάδες και στους πιθήκους, ιηοη1<θγδ, και ότι έπρεπε να πάρουν σοβαρά υπόψη τους αυτή την ανησυχητική αλλαγή συμπεριφοράς, οι κατσίκες επί παραδείγματι, δεν μπορούσαν πλέον να σταθούν στις πλαγιές των βουνών και γκρεμίζονταν στο κενό, οι δε αγελάδες, δίχως κανέναν προφανή λόγο, άρχιζαν να τρέχουν σαν να είχαν τρελαθεί, όσο για τους πιθήκους, εκείνοι έμπαιναν στο χωριό τσιρίζοντας και σαν να τους κυνηγούσαν, και ούτω καθεξής, από τη στιγμή εκείνη φυσικά, δεν είχε μείνει ίχνος από τη χαρούμενη διάθεσή τους και τη γαλήνη των πρώτων ημερών, και, παρόλο που συνέχιζαν να βοηθούν τους άντρες και τις γυναίκες του χωριού, παρόλο που συνέχισαν να επισκέπτονται τακτικά τα ελαιοτριβεία, οίΐ-πηίΐ, παρόλο που, εξοπλισμένοι με πυροφάνια, συμμετείχαν στην αλιεία του χταποδιού, οεΐορηδ-ίϊδ1ιίη§, το βράδυ στον ελαιώνα, απέναντι από τον κόλπο του Κομμού, δεν προσπαθούσαν πια να κρύψουν το γεγονός ότι είχαν χάσει για πάντα την καλή τους διάθεση, και ότι ήταν πια καιρός να πουν τα πράγματα με τ’ όνομά τους, πράγμα που μια μέρα έκανε τελικά ο Μπενγ144
κάτζα, δηλώνοντας ότι, αν και ήταν οδυνηρό, έπρεπε να φύγουν από κει, γιατί έβλεπε στην αλλαγή της συμπεριφοράς των ζώων, τους οιωνούς ενός φοβερού ουράνιου πολέμου, 1ΐθΛνθη1γ νν^Γ, ακόμα πιο φονικού απ' ότι μπορούσαν να φανταστούν, υπήρχε φαίνεται κάτι, κάτι το πραγματικό, αν και δεν είχε καμία σχέση με τη φύση, κάτι, είπε, που ήθελε να απαγορεύσει σ'αυτό το θαυμάσιο νησί να παραμείνει σ9αυτό το θαυμάσιο νησί, και το οποίο έβρισκε απαράδεκτο το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι του πελάγους είχαν εγκαθιδρύσει εδώ την ειρήνη και αρνούνταν να αφεθούν στο έλεος της καταστροφής, π ιίπ , σαν κάτι τέτοιο να ήταν σκανδαλώδες, είπεοΜπενγκάτζα, και ανυπόφορο. ίο. Ο Μάστεμαν δεν έλεγε τίποτε και δεν εξέφραζε καμία άποψη, έγραψε ο Κόριμ, δεν έσπαγε τη σιωπή, παρά μόνο όταν του ερχόταν η διάθεση να καλέσει τις γυναίκες που διέσχιζαν την πλατεία για να επαινέσει την πραμάτεια του, πρόσφερε πολλές επιλογές, έλεγε χαμογελώντας και δείχνοντας τα κλουβιά στις γυναίκες, λευκή γάτα από τη Λιβύη, γάτα μάργκεϊ, αφρικανική αγριόγατα, γάτα αιγυπτιακή, αραβική γάτα άμμου, γάτα μάου από την Αίγυπτο, γάτα μπαστέτ από την Μπουμπάστις, γάτα καφίρ από το Ομάν, ή ακόμα και βιρμανική, τα πάντα, χάρμα των οφθαλμών και των παλατιών, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του, ή ακόμα κι άλλες που θα έφταναν αργότερα, με λίγα λόγια, όλα όσα μπορούσε να φανταστεί και να σκεφτεί κάποιος, μάταια, δεν μπορούσε με τίποτε να τραβήξει την προσοχή τους, ο ίδιος και οι γάτες του μάλλον προκαλούσαν τρόμο στις γυναίκες εκείνες, οι οποίες, με χτυποκάρδι, επιτάχυναντο βήμα τους για να απομακρυνθούν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν από την αδύνατη και μακρόστενη σιλουέτα του Μάστεμαν, που έμενε μόνος του μέσα στον μακρύ, μεταξωτό μανδύα του, εντελώς μόνος του, στο κέντρο ακριβώς της πλατείας του χωριού, πράγμα που δεν έμοιαζε 145
να τον πειράζει, ούτε καν που είχε ξοδέψει άδικα το σάλιο του, απλώς επέστρεφε στην άμαξά του και καθόταν πάλι ήσυχα στη θέση του, έβαζε την κόκκινη γάτα του να καθίσει στα γόνατά του και άρχιζε να τη χαϊδεύει, με λίγα λόγια, έπιανε πάλι τη συνήθη εργασία του: να παραμένει καθισμένος όλη την ημέρα στον ίσκιο της άμαξάς του, σαν να μην τον ενδιέφερε τίποτε και κανένας στον κόσμο, σαν να μην μπορούσε τίποτε και κανένας να τον βγάλει από τη σκοτεινή ησυχία του, ούτε καν ο Φάλκε, ο οποίος μια μέρα, σταμάτησε μπροστά στα κλουβιά και προσπάθησε να ανοίξει κουβέντα μαζί του, γιατί ο Μάστεμαν, εξακολουθούσε να σιωπά και αρκούνταν μόνο να βυθίζει τα ανοιχτά γαλάζια μάτια του στα μάτια του Φάλκε, έχετε πάει ήδη εκεί κάτω; ρωτούσε ο τελευταίος, δείχνοντας με το δάχτυλο προς τη Φαιστό, υπάρχει καθώς φαίνεται ένα υπέροχο παλάτι, ένα πραγματικό στολίδι της αρχιτεκτονικής, και πιο πάνω, είναιτο ξακουστό παλάτι της Κνωσού, σίγουρα θα έχετε πάει, και αναμφίβολα θα έχετε θαυμάσει τις νωπογραφίες, ίσως να έχετε μάλιστα δει τη βασίλισσα; αλλά ο άλλος δεν αντιδρούσε καθόλου, και εξακολουθούσε να τον καρφώνει με το βλέμμα του, κι έπειτα, συνέχισε ο Φάλκε, υπήρχαν επίσης και τα ξακουστά αγγεία και οι ξακουστοί αμφορείς, και ταγλυπτά, καιτα κοσμήματα, κι έπειτα, τα τεμένη στις κορυφές των βουνών, τι μεγαλείο, κύριε Μάστεμαν, και όλα αυτά χρονολογούνταν χίλια πεντακόσια χρόνια πριν, όπως έλεγαν οι Αιγύπτιοι, δεν ήταν ένα μοναδικό θαύμα; αλλά αυτός ο ενθουσιασμός δεν άναβε καμία σπίθα στο βλέμμα του Μάστεμαν, όλες οι προσπάθειες του Φάλκε, εξηγούσε ο Κόριμ στην κουζίνα, παρέμεναν δίχως αποτέλεσμα, και δεν του έμενε παρά να φεύγει, με κατεβασμένο το κεφάλι και λίγο μπερδεμένος, αφήνοντάς τον Μάστεμαν μόνο στο κέντρο της πλατείας, να τον αφήνει στη μοναξιά του, καθισμένο στο κέντρο ακριβώς της πλατείας, να τον αφήνει στη μοναξιά του, καθισμένο στον ίσκιο της άμαξάς του, να τον αφήνει να χαϊδεύει την κόκκινη γάτα του που την κρατούσε πάνω 146
στα γόνατά του, εφόσον τίποτε και κανείς... ούτε η Φαιστός ούτε η Κνωσός ούτε οι θεές των όφεων στις κορυφές από τα τεμένη... 11. Θα δυσκολευόταν πολύ, είπε ο Κόριμ την επομένη, απευθυνόμενος στη γυναίκα η οποία, αφού τελείωσε το μαγείρεμα, καθάριζε την κουζίνα γκαζιού, να περιγράφει επακριβώς την εμφάνιση του Κάσερ, του Φάλκε, του Μπενγκάτζα και του Τοότ, γιατί ακόμα και τώρα, και μετά από όλες τις ώρες που πέρασε συντροφιά μαζί τους, και παρά την ένταση των σχέσεών τους, θα ήταν ανίκανος να πει πώς έμοιαζαν, για παράδειγμα, ποιος ήταν ψηλός, ποιος ήταν κοντός, ποιος ήταν χοντρός, ποιος αδύνατος, εντελώς ειλικρινά, αν τον ρωτούσαν επιμόνως, θα απέφευγε το ερώτημα λέγοντας πως και οι τέσσερις ήταν μετρίου αναστήματος και μεγέθους, σε αντίθεση με τα βλέμματα και τα πρόσωπά τους που η εικόνα τους ήταν σαφής από τη στιγμή κιόλας που είχε αρχίσει να διαβάζει, και τα έβλεπε σαν να ήταν τώρα μπροστάτου, γιατί, αρκούσε να διασταυρώσεις το βλέμμα σου μία φορά με αυτά τα βλέμματα, το ονειροπόλο και ευαίσθητο του Κάσερ, το γλυκό και μελαγχολικό του Φάλκε, το κουρασμένο και μυστικοπαθές του Μπενγκάτζα, το ψυχρό και απόμακρο του Τοότ, καιναμηνταξεχάσειςποτέ, αυτάτα τέσσερα πρόσωπα, αυτά τα τέσσερα βλέμματα, η ευαίσθητη σκληρότητά τους, η μελαγχολική και κουρασμένη, είχε αποτυπωθεί για πάντα στη μνήμη του, και καλύτερα να το ομολογήσει δίχως περιστροφές, και μόνο που τους σκεφτόταν, σφιγγόταν η καρδιά του, γιατί, ήδη από τις πρώτες γραμμές, ο αναγνώστης μπορούσε να αισθανθεί ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν αυτά τα τέσσερα πρόσωπα, μιλώντας εντελώς ειλικρινά, ήταν εμφανώς η κατάσταση ευάλωτων ανθρώπων, πίσω απ’ αυτά τα τρυφερά, μελαγχολικά, κουρασμένα και σκληρά βλέμματα, δεν έβλεπες παρά απροστάτευτα πρόσωπα, υ.η(1θΓθηάθά, ναι, να το είδος των ανοησιών που του ξεφούρνισε, είπε ο διερμηνέας στη σύντροφό του, 147
αργά το βράδυ, όταν είχαν ήδη ξαπλώσει, δεν είχε ιδέα τι μπορούσε να της λέει όλες τις μέρες και κυρίως για ποιο λόγο και σε ποια γλώσσα, αλλά όταν εκείνος, σήμερα, για κακή του τύχη μπήκε στην κουζίνα, ο άλλος τον στρίμωξε μπροστά στην πόρτα και του σέρβιρε μια εφιαλτικά ανιαρή ιστορία για τέσσερις τύπους μέσα στο χειρόγραφο, που ήταν ευάλωτοι, όχι, ειλικρινά «αγάπη μου», τι μας νοιάζει εμάς αν οι τέσσερις τύποι είναι ευάλωτοι ή όχι, ποιον ενδιαφέρει, διάολε, να ξέρει τι σκάρωναν μέσα στο χειρόγραφο, και τι σκάρωνε εκείνος στο δωμάτιό του, το μόνο που μετράει είναι να πληρώνει το νοίκι του και να μη χώνειτη βρωμερή του μύτη στις υποθέσεις τους, αυτά που συνέβαιναν μεταξύ τους, είπε στη γυναίκα, προσφωνώντας την και πάλι «αγάπη μου», δεν αφορούσαν κανέναν, κι αν είχαν πότε πότε κάποιες διαφωνίες μεταξύ τους, αυτό αφορούσε μόνο τους ίδιους, και ήλπιζε κατά τις μακρές συζητήσεις που είχαν μεταξύ τους στην κουζίνα, όταν αυτός έλειπε από το σπίτι, να μην ξεφεύγει λέξη για το δικό τους πρόβλημα, ήλπιζε πως «η αγαπημένη του» δεν θα ανέφερε το οτιδήποτε για την ιδιωτική τους ζωή, ειλικρινά, δεν έβλεπε τι ενδιαφέρον μπορεί να είχαν αυτές οι ατελείωτες συζητήσεις στην κουζίνα, τη στιγμή μάλιστα που ο τύπος μιλούσε ουγγρικά, μια γλώσσα από την οποία η αγαπημένη του δεν καταλάβαινε λέξη, αλλά εντάξει, μπορούσε να αφήνει τον τύπο να μιλάει, δεν είχε αντίρρηση, αντιθέτως, εκείνης της απαγόρευε να πει το οτιδήποτε, κυρίως σχετικά με τη νέα του δουλειά, και ήλπιζε πως η αγαπη μένη του είχε μπει στο νόη μα, είπε ο διερμηνέας ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, στηρίζοντας με το χέρι του το κεφάλι και, μετά, έκανε με το ελευθερωμένο χέρι του μια χειρονομία προς το μέρος της γυναίκας, όμως άλλαξε γνώμη και προτίμησε να το κατευθύνει στη χωρίστρα των λευκών μαλλιών του, άφησε τα δάχτυλά του να γλιστρήσουν από τη ρινική άκανθα μέχρι το κρανίο του, ελέγχοντας συστηματικά αν κάποια τούφα έχει ξεφύγει από την άλλη πλευρά, πράγμα που θα χαλούσε την κανονικότητα της μεσαίας γραμμής που χώριζε τα μαλλιά του. 148
12.
Σκέφτομαι ηωςδεν υπάρχει τίποτε μετά, δήλωσε ο Κόριμ ύστερα από μακρά σιωπή, και δίχως να διευκρινίσει σε τι αναφερόταν, και γιατί έκανε αυτή την παρατήρηση ανάμεσα σε δύο φράσεις, κοίταξε από το παράθυρο την καταθλιπτική βροχή και πρόσθεσε: θα πέσει πυκνό σκοτάδι, θα γίνει μια μεγάλη διακοπή ρεύματος, και μετά, ακόμα κι αυτό το μεγάλο σκοτάδι θα σβήσει. 13* Έβρεχε καταρρακτωδώς, ένας ψυχρός και σφοδρός άνεμος φυσούσε από τη θάλασσα, οι άνθρωποι δεν περπατούσαν πια στον δρόμο αλλά έτρεχαν, έσπευδαν να βρουν καταφύγιο, λίγο σαν κι αυτό που έκαναν ο Κόριμ και η γυναίκα κατά τη διάρκεια κάποιων ημερών, δεν έβγαιναν παρά μόνο για να πάνε να ψωνίσουν στον Βιετναμέζο, όπου αγόραζαν τα απολύτως αναγκαία, ο Κόριμ τις κονσέρβες για ζέσταμα, κρασί, ψωμί και μια λιχουδιά, η γυναίκα φασόλια, καλαμπόκι, πατάτες, κρεμμύδια, ρύζι, λάδι, ανάλογα με το τι χρειαζόταν, και επίσης κρέας, τις περισσότερες φορές πουλερικών, και επέστρεφαν πολύ γρήγορα στο διαμέρισμα, απ’ όπουδεν ξανάβγαιναν μέχρι τα επόμενα ψώνια* η γυναίκα ετοίμαζε το γεύμα και ταυτοχρόνως καθάριζε λίγο το σπίτι και έκανε μπουγάδα, ο δε Κόριμ τηρούσε απαρεγκλίτως το ωράριο εργασίας του, δούλευε μέχρι τις πέντε, οπότε έσωνε το κείμενό του, έσβηνε τον υπολογιστή , μετά έμενε στο δωμάτιό του δίχως να κάνει τίποτε, περνούσε ώρες ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ακίνητος σαν να ήταν νεκρός, με τα μάτια του καρφωμένα στους γυμνούς τοίχους, ακούγοντας τη βροχή που σφυροκοπούσε τα τζάμια και μετά, σκεπαζόταν με την κουβέρτα και άφηνε να τον πάρει ο ύπνος. 14Μια μέρα, εμφανίστηκε στην κουζίνα και δήλωσε πως είχε φτάσει 149
η μοιραία μέρα. Κανένας, βεβαίως, δεν είχε προβλέψει, ποια στιγμή θα συνέβαινε, ούτε με ποια μορφή θα εκδηλωνόταν- η αγωνία, ^ηχίθΐγ, ήταν πολύ μεγάλη στον Κομμό, οι κάτοικοι δεν σταματούσαν να πηγαίνουν στα τεμένη για να προσφέρουν κάθε λογής θυσίες, δ ^α ίίκ θ , αλλά παρόλο που ρωτούσαν τις ιέρειες, εξέταζαν τη συμπεριφορά των ζώων, παρατηρούσαν τη χλωρίδα, τη γη, τον ουρανό, τη θάλασσα και τον ήλιο, τον άνεμο και το φως, το μήκος των σκιών και το κλάμα των μωρών, τη γεύση των τροφών, την αναπνοή των γέρων, όλα μα όλα, κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει πότε θα ερχόταν η μοιραία μέρα, άθάδίνθ άαγ, και μόνον όταν είχε φτάσει, ήξερε πια ο συγκεντρωμένος κόσμος, κατάλαβε αμέσως και διέδωσε την είδηση, γιατί τους αρκούσε που το διέκριναν, είπε ο Κόριμ, αρκούσε σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που είχαν μείνει ακίνητοι από την κατάπληξη, να το βλέπουν να προβάλλει στο ση μείο όπου διασταυρωνόταν ο δρόμος με την πλατεία, να προχωρεί παραπαίοντας, να σωριάζεται στη μέση της πλατείας και να μένει ακίνητο, ώστε να αναγνωρίσουν τον οιωνό του τέλους: ο χρόνος της ανησυχίας και της πνιγηρής αγωνίας μόλις είχε λάβει τέλος και άρχιζε πια ο χρόνος του δέους και της φυγής, γιατί, όταν ένα λιοντάρι κατέβαινε ανάμεσα στους ανθρώπους και ερχόταν να πεθάνει στην πλατεία ενός χωριού, δεν έμενε πια παρά μόνο το δέος και η φυγή, τίποτε άλλο παρά μόνον η φράση, για όνομα του Θεού; τι είναι αυτό; ένα λιοντάρι που εμφανίζεται ξαφνικά στην πλατεία! ένα λιοντάρι που προχωρεί τρεκλίζοντας, που υποφέρει τα πάνδεινα και που κοιτάζει μέσα στα μάτια έναν έναν τους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί άρον άρον στην πλατεία, τους αγγειοπλάστες, τους ελαιουργούς, πριν καταρρεύσει πάνω στο λιθόστρωτο! πώς αλλιώς να το ερμηνεύσουν, αν όχι ως έναν τελευταίο οιωνό, ως μια τελευταία προειδοποίηση, ως ένα σαφέστατο μήνυμα ότι το κακό ήταν ήδη εκεί, να, να τι ακριβώς είχαν καταλάβει, όλοι, θνθτγβοάγ, και τότε έπεσε σιωπή στον Κομμό, και τα παιδιά και τα πουλιά έσπαγαν τη σιωπή με το κλάμα τους, 150
ενώ οι ενήλικες βιάζονταν να πακετάρουν, να δέσουν σε μπόγους τα πράγματά τους και να σκεφτούν τη συνέχεια - οι άμαξες ήταν ήδη έτοιμες μπροστά στα σπίτια, και οι εκτροφείς βοοειδών και οι αιγοτρόφοι έπαιρναν ήδη δρόμο με τα κοπάδια τους, και μετά ήταν η ώρα του αποχαιρετισμού, οι ικεσίες μέσα στα τεμένη, η πρώτη στάση στην πρώτη στροφή του ορεινού δρόμου, το τελευταίο βλέμμαπίσω, ένα βλέμμα γεμάτο δάκρυα, πίκρα και πανικό, όλασυνέβησαν μέσα σε λίγες μέρες, εξήγησε ο Κόριμ, σεδιάστημα λίγων ημερών, το χωριό του Κομμού είχε αδειάσει από τους κατοίκους του, οι οποίοι είχαν μαζευτεί στα βουνά, με την ελπίδα να βρουν εκεί ένα καταφύγιο, την ασφάλεια, μια εξήγηση, τη σωτηρία, μέσα σε διάστημα μόνο λίγων η μερών, όλοι είχαν πάρει τον δρόμο της Φαιστού. 15Ο Μάστεμαν είχε εξαφανιστεί, έλεγε ένας ψαράς από τον Κομμό απευθυνόμενος στον Τοότ, ενώ ήδη βρίσκονταν στα βουνά, είχε εξαφανιστεί ξαφνικά, και το πιο παράξενο μ’ αυτή την ιστορία είναι ότι μαζί του είχαν εξαφανιστεί τα πάντα, δεν έμενε κανένα ίχνος πια από την άμαξά του, ούτε από τον μανδύα του ούτε μια τρίχα από τη γάτα του, πολλοί όμως θα ορκίζονταν ότι τον είχαν δει καθισμένο στην πλατεία, στη συνηθισμένη του θέση, ακριβώς λίγο πριν πεθάνει το λιοντάρι, αλλά μετά, κανείς πια δεν τον είχε δει, ούτε εκείνον, εξήγησε ο ψαράς στον Τοότ, ούτε την άμαξά του, κανείς δεν θυμόταν να τον έχει δείνα απομακρύνεται, κανείς δεν ήξερε τι απέγιναν οι γάτες του, κανείς δεν είχε ακούσει το παραμικρό νιαούρισμα, αντιθέτως, όλος ο κόσμος ήξερε ότι το βράδυ του γενικευμένου πανικού, όταν όλοι ήταν απασχολημένοι με το πακετάρισμα των υπαρχόντων τους και με τη ρυμούλκηση των πλοίων στην ακτή, η θέση του Μάστεμαν ήταν κενή, σαν να την περίμενε εκείνη τη στιγμή, σαν ο θάνατος του λιονταριού να ήταν για εκείνον το σύνθημα για αναχώρηση, να γιατί, για την πλειοψη151
φία των ανθρώπων, έλεγε ο ψαράς, το γεγονός ότι είχαν απαλλαγεί από τον Μάστεμαν, ήταν τόσο ανησυχητικό όσο ανησυχητική ήταν και η παρουσία του, τελικά, ακόμα κι αν δεν ήταν πια εκεί, κανείς δεν είχε πραγματικά την αίσθηση ότι είχαν απαλλαγεί από τον Μάστεμαν, και ορισμένοι μάλιστα θα έφταναν στο σημείο να διαβεβαιώσουν ότι στο εξής θα ήταν πάντα έτσι, ότι παντού, από τη στιγμή που θα έριχνε τη σκιά του ο Μάστεμαν, αυτή η σκιά θα έμενε για πάντα, αυτό ένιωθαν οι άνθρωποι, είπε ο ψαράς τελειώνοντας και πριν εγκαταλείψει τον Τοότ, ο οποίος περίμενε να φτάσουν οι σύντροφοί του για να τους διηγηθεί αυτά που μόλις είχε ακούσει, αλλά καθώς οι τελευταίοι δεν ήταν καθόλου πρόθυμοι να τον ακούσουν, περίμενε υπομονετικά, περίμενε να τελειώσουν την κουβέντα τους, αλλά όταν αυτό συνέβη, είχε ξεχάσει πια όλη την ιστορία ή, ακριβέστερα, έγραψε ο Κόριμ, του είχε φύγει όλη η διάθεση να τους τη διηγηθεί, προτίμησε να ακούει τον Κάσερ να μιλά για τον καιρό, να ακούει το τρίξιμο των αμαξών που σκαρφάλωναν στο απόκρημνο μονοπάτι, προτίμησε να στρέψει την προσοχή του στην ανάσα των μουλαριών που τραβούσαν τις άμαξες, στον βόμβο των μελισσών, στην αχτίδα του λυκόφωτος που έπεφτε στον δρόμο και, τέλος, στο μοναχικό τραγούδι του άγνωστου πουλιού, που ερχόταν από πιο χαμηλά, μέσα από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων και αντηχούσε μέσα στο σκοτάδι. ι6.
Η πομπή προχωρούσε πολύ αργά πάνω στο στενό και απόκρημνο μονοπάτι, οι άμαξες μόλις και μετά βίας χωρούσαν να περάσουν, τα λασπωμένα φαράγγια, ξ ΐιίεΐι, δεν ήταν και τόσο φαρδιά, και έπρεπε να ξεφορτώνουν όλα τα βαριά αντικείμενα, τα εφτά ή οχτώ άτομα λοιπόν που συνόδευαν κάθε άμαξα, τη σήκωναν με τα χέρια τους από τη μια πλευρά και τη βοηθούσαν να περάσει τα επικίνδυνα σημεία, με αυτές τις συνθήκες είναι πολύ εύκολο να φανταστεί κανείς την ταχύτητα με την οποία προχωρούσε η πομπή μέ152
σα ατχό τα βουνά, επιπλέον, τις πιο ζεστές ώρες της ημέρας, ο ήλιος έκαιγε τόσο πολύ που αναγκάζονταν να σταματήσουν για να ψάξουν ένα σκιερό μέρος στους πρόποδεςτου βουνού, να οδηγήσουν και τα ζώα εκεί και, στη συνέχεια, να καλύψουν τα κεφάλια τους με δέρματα ή με κομμάτια βρεγμένου υφάσματος, για να αποφύγουν τις αιμορραγικές καταστάσεις του εγκεφάλου, έτσι λοιπόν προχωρούσαν, έτσι μετακινούνταν μέρα με τη μέρα, και οι πιο φιλάσθενοι άρχιζαν να τρεκλίζουν από την εξάντληση, ακόμα και τα ζώα έδειχναν να είναι κουρασμένα, όταν, επιτέλους, έφτασαν στην πεδιάδα της Μεσσαράς και είδαν να υψώνεται, πάνω στην πλαγιά του βουνού, το παλάτι, ΐΐΐθ Ρώ οθ, να η Φαιστός, είπαν, δείχνοντας στα εξαντλημένα παιδιά το μέρος, φτάσαμε, έλεγαν στους γηραιότερους, φτάσαμε επαναλάμβαναν, και εγκαταστάθηκαν σε ένα σκιερό άλσος, 3. §Γονθ, όπου πέρασαν όλη την η μέρα να ατενίζουν τη βουνοπλαγιά, να θαυμάζουν τους τοίχους του παλατιού που άστραφταν στον ήλιο, να παρατηρούν την πληθώρα από τις υψωμένες σκεπές, όλοι βυθισμένοι στις σκέψεις τους και βουβοί, όλοι εκτός από τον Κάσερ, ο οποίος, από τη στιγμή που ξάπλωσε μαζί με τους συντρόφους του στη σκιά ενός κυπαρισσιού, δεν είχε σταματήσει να μιλάει, αναμφίβολα μιλούσε εξαιτίας, ΐΚθ ε^ιΐδθ, της μεγάλης κούρασης, εξηγούσε ότι, αν έκαναν έναν νοερό απολογισμό όλων όσων έπρεπε να αποχαιρετήσουν, ο κατάλογος θα ήταν ατελείωτος, αρχής γενομένης απ' όλα τα πράγματα που η γέννησή τους αποτελούσε ήδη θαύμα και η ενδεχόμενη καταστροφή των οποίων θα ήταν μια τεράστια απώλεια, παίρνοντας για παράδειγμα αυτό το θαυμαστό κτίριο, το κουρνιασμένο πάνω στο βουνό, που δέσποζε από τη μια πλευρά πάνω στην πεδιάδα της Μεσσαράς και από την άλλη στο όρος Ίδη, ή ακόμα πιο μακριά τις πόλεις Ζάκρο, Μάλια, Κυδωνία, δίχως να ξεχνάμε βεβαίως την Κνωσό, και επίσης τα τεμένη καιτουςναούς της Πότνιας Θηρών, τα εργαστήρια όπου κατασκευάζονταν τα αγγεία, τα ρυτά, οι σφραγίδες, καιέπειτατα κοσμήματα, τιςνω153
πογραφίες, τα τραγούδια, τους χορούς, τις γιορτές, τα παιχνίδια, τους αγώνες και τις ιεροτελεστίες, και όλα όσα είχαν την τύχη να δουν μέχρι τώρα και όλα εκείνα για τα οποία ακόυσαν να μιλούν στην Αίγυπτο, στη Βαβυλώνα, στη Φοινίκη, στην Αλασία, αλλά το πραγματικό θαύμα και η πραγματική απώλεια, εάν ποτέ χανόταν, θα ήταν ο Κρητικός, Λ θ ιη^η ίη (Ζγθ ϊ θ , αυτός ο άνθρωπος που στάθηκε ικανός να τα δημιουργήσει όλα αυτά και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα τα έχανε, την επινοητικότητά του, το τεράστιο ταλέντο του, την ιδιοσυγκρασία του και τη χαρά της ζωής, την ευφυΐα του και το κουράγιο του, ένα θαύμα και μια απώλεια δίχως προηγούμενο, είπε ο Κάσερ στους συντρόφους του που συνέχιζαν να σιωπούν, ξέροντας πολύ καλά τι ήθελε να πει, σιωπούσαν και κοίταζαν τα φώτα των πυρσών, ίοπΛιΙψΙιΐδ, της Φαιστού, κοίταζαν τη νύχτα να πέφτει γλυκά μέσα σ' αυτή την ευλαβική σιωπή, όταν ο Τοότ δήλωσε πως ήταν το ωραιότερο πράγμα που είχε δει ποτέ, μετά ξερόβηξε και ξάπλωσε ανάσκελα, ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στα σταυρωμένα χέρια του και, λίγο πριν κοιμηθεί, είπε στους συντρόφους του: αρκετά με τα θαύματα σήμερα! γιατί την επομένη το πρωί, μόλις θα ξυπνούσαν θα έπρεπε να ψάξουν ένα μέσον για να πάνε στο λιμάνι, να βρουν ένα καράβι έτοιμο να σηκώσει άγκυρα και να πάρουν πληροφορίες για τον προορισμό του, να τι τους περίμενε την επομένη, είπε, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του πριν αποκοιμηθεί. 17*
Είχαν διακρίνει από μακριά το παλάτι της Φαιστού, είπε ο Κόριμ, και τώρα βρίσκονταν μπροστά στα περίφημα σκαλοπάτια, στη δυτική πλευρά, αλλά αντί να ακολουθήσουν τους κατοίκους του Κομμού, που, φορτωμένοι με τις ειδήσεις τους και τους φόβους τους, έμπαιναν στο εσωτερικό της πόλης, τους αποχαιρέτησαν και αφού πήραν πληροφορίες για την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσουν για το λιμάνι, πήραν ένα δρόμο απόκρημνο και ελι154
κοειδή, ήταν πρωί, είπε ο Κόριμ στη γυναίκα, μόλις που χάραζε η μέρα, οι τέσσερις άντρες κατευθύνονταν προς τη θάλασσα, όταν ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε, ήταν πρωί, και ένα σκοτάδι, άζτ1σΐ688, απόλυτο, πυκνό, αδιαπέραστο απλώθηκε πάνω τους, και όλο αυτό μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο, κοίταζαν τον ουρανό με τρόμο και συνέχιζαν να προχωρούν παραπαίοντας μέσα σ’ αυτό το αδιαπέραστο σκοτάδι, μετά επιτάχυναν το βήμα, άρχισαν στην ουσία να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, έτρεχαν και κοίταζαν τον ουρανό, αλλά παρόλο που έτρεχαν και κοίταζαν απελπισμένοι και τυφλωμένοι τον ουρανό, το σκοτάδι ήταν απόλυτο και οριστικό, ήταν αδύνατον να βγουν από κει, δεν υπήρχε κανένας τρόπος διαφυγής, είναι η απόλυτη νύχτα! ούρλιαξε τρέμοντας σύγκορμος ο Μπενγκάτζα, ρθΓρθΐα^ΙηίβΙιΙ:, μουρμούρισε ο Κόριμ απευθυνόμενος στη γυναίκα, η οποία γύρισε και του έριξε ένα τρομοκρατημένο βλέμμα, αναμφίβολα εξαιτίας αυτής της απρόσμενης μουρμούρας, πριν ξαναρχίσει να ανακατώνει με το κουτάλι τις κατσαρόλες καιτις μαρμίτεςτης, και μετά, βγάζοντας έναν αναστεναγμό, κατευθύνθηκε προς το παραθυράκι του εξαερισμού, τοάνοιξε, κοίταξε έξω, με την ανάποδη του χεριού της σκούπισε το μέτωπό της, ξανάκλεισε το παράθυρο, ξανάκατσε στην καρέκλα μπροστά στην κουζίνα της, με την πλάτη γυρισμένη στον Κόριμ, και περίμενε, περίμενε υπομονετικά να ψηθεί το φαγητό της. ι8. Στο λιμάνι, ΐΐΐθ Ιί ^Λ ο γ, το πλήθος ήταν τέτοιο, που ήταν αδύνατον να κουνηθεί άνθρωπος: υπήρχε κόσμος από τη Αουβία, τη Λιβύη , τις Κυκλάδες, την Αργολίδα, άλλοι έρχονταν από την Αίγυπτο, τα Κύθηρα, τη Μήλο, την Κω, αλλά οι περισσότεροι ήταν από τη Θήρα, ένα πλήθος πολύχρωμο λοιπόν, αλλά όλοι, ανεξαιρέτως, βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση σύγχυσης και πανικού και, ίσως, να ήταν αυτό ακριβώς το θέαμα των ανθρώπων που έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις, οι οποίοι ούρλιαζαν, τρέκλιζαν και 155
έπεφταν στα γόνατα, που ηρέμησε τον Τοότ και τους συντρόφους του και τους επέτρεψε να ξεπεράσουν τον φόβο τους, γιατί, αντί να πέσουν στη θάλασσα, όπως έκανε ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς, απομακρύνθηκαν απ’ αυτόν τον τόπο της γενικής υστερίας και οχυρώθηκαν σε μια σκοτεινή γωνιά όπου, για μια στιγμή, δηλαδή για μια στιγμή που κράτησε απελπιστικά πολλή ώρα, δεν τους απασχολούσε τίποτε άλλο παρά μόνο η προετοιμασία του θανάτου τους, και μετά, όταν συνειδητοποίησαν πως η καταστροφή τούς είχε δώσει αναστολή, άρχισαν να σκέφτονται μήπως υπήρχε κάποια δυνατότητα να φύγουν, η ιη 3νν^γ, και κατά τον Μπενγκάτζα, αυτή η δυνατότητα ήταν πραγματική, και σήμερα όπως και χθες, αυτή η δυνατότητα ήταν η θάλασσα, έπρεπε λοιπόν να πάνε να δουν, εξήγησε ο Μπενγκάτζα, αν υπήρχε ένα πλοίο στο οποίο μπορούσαν να επιβιβαστούν και οι τέσσερις, τουλάχιστον έπρεπε να το προσπαθήσουν, είπε δείχνοντας τον κόλπο, ίΐΐθ 1)3.γ, που τον φώτιζαν οι φλόγες, και μόνο το γεγονός ότι τόλμησε να προφέρει τη λέξη «φεύγω» έκανε τους συντρόφους του να ξαναβρουν το κουράγιο τους, εκτός από τον Κάσερ, ο οποίος, εμφανώς απαθής στα λόγια του Μπενγκάτζα, χαμήλωσε το κεφάλι και δεν είπε λέξη, και όταν οι άλλοι συμφώνησαν ότι έπρεπε να το επιχειρήσουν, τουλάχιστον να κάνουν μια προσπάθεια, και έφυγαν για την ακτή, εκείνος παρέμεινε καθισμένος, με χαμηλωμένο το κεφάλι, ακίνητος, αρνούμενος να φύγει, τόσο που οι σύντροφοί του αναγκάστηκαν να τον σύρουν με το ζόρι μαζί τους, γιατί, όπως έλεγε αργότερα στο κατάστρωμα του πλοίου που πήγαινε στην Αλασία, είχε δει μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι που απλώθηκε επάνω τους και τη στάχτη που δεν άργησε να πέσει από τον ουρανό, την αναπόφευκτα επικείμενη Τελική Κρίση, και για τον ίδιο δεν υπήρχε θέμα να φύγει, να δοκιμάσει την τύχη του και τελικά να ελπίζει, είχε χάσει οριστικά κάθε ελπίδα, όταν είδε τις πρώτες νιφάδες στάχτης να πέφτουν από τον ουρανό, γιατί είχε προαισθανθεί, γιατί ήξερε, γνώριζε απολύτως τι συνέβαινε εκείνη 156
τη στιγμή, ήξερε ότι κάπου, πολύ κοντά, και σκέφτηκε την Κνωσό, όλος ο κόσμος ήταν στις φλόγες, είχε την πεποίθηση πως η γη και όλα όσα βρίσκονταν πάνω και κάτω από τη γη καίγονταν, και ότι είχε έρθει το τέλος αυτού του κόσμου και των μελλοντικών επίσης, και δεν ήταν σε θέση να μιλήσει, κι έτσι, ανίκανος να εκφραστεί, αφέθηκενα τον σέρνουν οι άλλοι στην ακτή καινα τον ρίχνει καταγής η ορμή του πανικόβλητου πλήθους, αφέθηκενα τον ανεβάσουν πάνω στο πλοίο δίχως να έχει συναίσθηση τι του συνέβαινε και τι συνέβαινε γύρω του, απλώς είχε καθίσει στην πλώρη, ρτο\ν, του πλοίου και με αυτή την εικόνα, είπε ο Κόριμ, τελείωνε το κεφάλαιο, με τον Κάσερ καθισμένο στην πλώρη, η οποία ανασηκωνόταν και μετά βυθιζόταν στα κύματα, έτσι τον έβλεπε ακόμα, να λικνίζεται μαζί με την πλώρη, αφήνοντας πίσω την Κρήτη βυθισμένη στο απόλυτο σκοτάδι, και κάπου, μπροστά, σε αβέβαιη απόσταση, η Αλασία, το καταφύγιο. 19Ηνεαρή δεσποινίς έπρεπε να γνωρίζει, είπε ο Κόριμ την επομένη, παίρνοντας τη συνηθισμένη του θέση στο τραπέζι της κουζίνας, ότι την πρώτη φορά που είχε διαβάσει το χειρόγραφο στα μακρινά Αρχεία, ήταν πολύ αμήχανος φτάνοντας ο9αυτό το σημείο, όταν εξαφανίζονταν με το πλοίο προς την Αλασία, γιατί εάν η ιστορία, ΐΐΐθ δΐοτγ, ή ό,τι όνομα μπορούσε να δώσει κανείς στο κείμενο, όπως το έχει ήδη δηλώσει, τον συνάρπαζε, αντιθέτως, δεν την κατανοούσε καθόλου, και η νεαρή δεσποινίς έπρεπε να τον πιστέψει, δεν υπερέβαλε, καθόλου μα καθόλου, τελικά, μπορεί κανείς να έχει την εντύπωση ότι καταλαβαίνει αυτό που διαβάζει ή ακούει -κι αυτό μπορεί να συνέβαινε καμιά φορά και με τη νεαρή δεσποινίδα- και έκτων υστέρων ν' αρχίσει να αμφιβάλλει, να αμφιβάλλει ακόμα και για το ότι είχε την εντύπωση πως καταλάβαινε, και αυτός ο κάποιος, και εν προκειμένω ο ίδιος, μπορούσε τότε να αρχίσει να αναρωτιέται, και να λέει ότι όλα αυτά ήταν 157
ωραία, για να χρησιμοποιήσει μια αγαπημένη έκφραση τουΤοότ, η θάλασσα τούς είχε ρίξει σ9εκείνη την ακτή, είχαν περάσει κάποιες ονειρικές εβδομάδες εκεί, είχαν γνωρίσει τον παράδεισο επί γης και μετά είχε έρθει η Τελική Κρίση, κανένα πρόβλημα, μπορούσε κανείς να γράφει τέτοια πράγματα, κρυφά, μέσα στον ελεφάντινο πύργο του, χωρίς να έχει την πρόθεση να τα δημοσιεύσει, όπως είχε κάνει ο συγγραφέας του χειρογράφου, ωραία, αλλά όλα αυτά για ποιο λόγο; σίγουρα, όλα αυτά ακούγονται λίγο τροχιά, είπε ο Κόριμ, οο^Γδθ, αλλά μ’ αυτή την μορφή, τη λίγο ωμή και απλοϊκή, τέθηκε το ερώτημα μέσα στο μυαλό του, όλα αυτά ήταν θαυμάσια, άκρωςλαμπερά, συναρπαστικά, ναι, αλλά προς τι; γιατί να επινοήσει, ακόμα και κρυφά, ακόμα και μέσα στον ελεφάντινο πύργο του, ακόμα και χωρίς την πρόθεση να τη δημοσιεύσει, μια τέτοια ιστορία, γιατίνα ανασύρει από τα ερέβη τέσσερα πρόσωπα καινό τα περιφέρει εδώ κι εκεί, στο μακρινό και εκτός χρόνου παρελθόν, έναν κόσμο χαμένο μέσα στους μύθους, ποιο ήταν το νόημα, ποιο ήταν το ενδιαφέρον όλου αυτού του εγχειρήματος, αυτό ήταν το ερώτημα που είχε θέσει και θέτει ακόμα στον εαυτό του, εξήγησε ο Κόριμ, με το ίδιο πάντα αποτέλεσμα, εξακολουθούσε να μην έχει απάντηση σήμερα, όπως και τότε στα Αρχεία, όταν το είχε διαβάσει για πρώτη φορά και, παίρνοντας μια ανάσα, σήκωσε το κεφάλι για να σκεφτεί αυτό που μόλις είχε κάνει, δηλαδή να στείλει το κείμενο στην ιστοσελίδα του, στο εξής, όλη η Κρήτη θα ήταν στην ιστοσελίδα του, ανακοίνωσε θριαμβευτικά ο Κόριμ, προσπελάσιμη από όλον τον κόσμο, ή, για να είναι πιο ακριβής, προσπελάσιμη από την αιωνιότητα, η νεαρή δεσποινίς ήξερε τι ήθελε να πει, στο εξής, ο οποιοσδήποτε μπορούσε να διαβάσει το κεφάλαιο για την Κρήτη, ο οποιοσδήποτε από την αιωνιότητα, και γι' αυτό, αρκούσε μόνο να πατήσει το κουμπί όταν θα εμφανιζόταν ο τίτλος στη σελίδα αναζήτησης Α ΐΐ^νίδΐ^, ένα κλικ και ήταν εκεί, θαήτανεκεί, είπε ο Κόριμ με ενθουσιώδη φωνή, κοιτάζοντας τη γυναίκα, χάρη στις 158
συμβουλές του κυρίου Σάρβαρυ, μόλις είχε μεταφέρει τις πρώτες σελίδες στην αιωνιότητα, ορισμένα μικρά κλικ και όλα ήταν εκεί, αλλά αν με όλα αυτά ήθελε να μοιραστεί τον ενθουσιασμό του με τη σύντροφο του διερμηνέα, που ήταν καθισμένη μπροστά στην κουζίνα γκαζιού, αποδείχτηκε πως έχανε τον χρόνο του, γιατί δεν μπόρεσε ούτε καν να τραβήξει την προσοχή της γυναίκας η οποία, με κυρτωμένη την πλάτη, καθόταν στην καρέκλα της σκύβοντας πότε-πότε μπροστά για να χαμηλώσει ή να δυναμώσει τη φωτιά και να ανακατέψει με μια ξύλινη κουτάλα αυτό που σιγόβραζε μέσα στην κατσαρόλα. 20
.
Ο μινωικός πολιτισμός, είπε ο Κόριμ, ο Μινώταυρος, ο Θησέας, η Αριάδνη και ο Λαβύρινθος, χίλια πεντακόσια χρόνια μοναδικής ειρήνης, τόσο κάλλος, τόση ενέργεια, τόση ευαισθησία, ο διπλός πέλεκυς και τα κεραμικά από τις Καμάρες, οι θεές του όπιου και οι ιερές σπηλιές, το λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όπως λένε, η χρυσή εποχή, ο 15ος αιώνας, και στη συνέχεια η Θήρα, είπε με πίκρα, οι Μυκηναίοι και οι ορδές των Αχαιών, η ολοκληρωτική καταστροφή , τόσο ακατανόητη και οδυνηρή, να τι γνωρίζουμε δεσποινίς, και μετά σώπασε, σήκωσε τα πόδια του για να της επιτρέψει να σκουπίσει κάτω από το τραπέζι και η γυναίκα, λίγο πριν συνεχίσει το σκούπισμα προς την πόρτα και, αναμφίβολα, για να τον ευχαριστήσει που είχε την ευγένεια να σηκώσει τα πόδια του, του είπε με αδύναμη φωνή και με έντονη προφορά: «]ό», δηλαδή, «εντάξει» στα ουγγρικά, και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, σκούπισε προσεκτικά όλες τις γωνιές και τις χαραμάδες μπροστά από το κατώφλι, μάζεψε όλα τα σκουπίδια, που τα έσπρωξε με τη σκούπα στο φαράσι, μετά πήγε να ανοίξει τον φεγγίτη του εξαερισμού και πέταξε όλα τα σκουπίδια που σκόρπισαν στον άνεμο, στον ουρανό, ανάμεσα στις θλιβερές σκεπές και τις ξεφτισμένες καμινάδες, και όταν έκλεισε τον φεγγίτη, ακούστηκαν στον τοίχο 159
τα χτυπήματα μιας άδειας κονσέρβας που έπεφτε και έσβηνε σιγά σιγά ο θόρυβός της στον άνεμο, στον ουρανό, ανάμεσα στις σκεπές και στις καμινάδες. 21.
Δεν θ' αργήσει ναχιονίσει, είπε ο Κόριμ κοιτάζοντας από το παράθυρο, μετά έτριψε τα μάτια του, έριξε μια ματιά στο ξυπνητήρι πάνω στον μπουφέ και, δίχως να πει λέξη, βγήκε από την κουζίνα, ξανακλείνοντας την πόρτα πίσω του.
ι 6ο
IV Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΟΛΩΝΙΑΣ
ι. Από θέμα ασφάλειας, δεν είχαν να φοβούνται τίποτε, μαζί του η ασφάλεια ήταν απολύτως εγγυημένη, δήλωσε ο διερμηνέας μέσα στη Λίνκολν, προσπαθώντας να συμμορφωθεί με τις αυστηρές οδηγίες που του είχαν δοθεί, δηλαδή να παραμείνει καθισμένος, με ίσια την πλάτη, να κοιτάζει ευθεία μπροστά του ήσυχα, χωρίς να κουνιέται, το μόνο πρόβλημα, πρόσθεσε, θα μπορούσε να προκύψει από τη σύντροφό του, αλλά ήταν μια διανοητικά καθυστερημένη, μια παθολογική κατάσταση, με άλλα λόγια, θα μπορούσαν να την αποκλείσουν, ήταν Πορτορικανή που την είχε βγάλει πριν από ένα χρόνο από τη βρωμιά και τη δυστυχία μέσα στην οποία μαράζωνε χωρίς ελπίδα και δίχως την παραμικρή προοπτική , δεν είχε τίποτε και κανέναν στον κόσμο, ούτε στη χώρα της, την οποία εγκατέλειψε περνώντας παράνομα τα σύνορα, ούτε εδώ, όπου δεν είχε ούτε καν ένα δικαιολογητικό, μέχρι τη στιγμή που τους είχε ενώσει η μοίρα, με άλλα λόγια εκείνη του χρωστούσε τη ζωή της, του χρωστούσε τα πάντα, μάλιστα, ακόμαπιο πολλά κι από τα πάντα και ήξερε πολύ καλά ότι μπορούσε να χάσει τα πάντα από τη μια μέρα στην άλλη, αν η συμπεριφορά της δεν ήταν η πρέπουσα, σύμφωνοι, δεντου έτυχεκαιτο μεγάλο λαχείο μαζί της, αλλά εντάξει, του ταίριαζε, γιατί, δεν ήταν ξύπνια μεν, αλλά ήξερε να μαγειρεύει, να σκουπίζει, και μπορούσε να του ζει 6ι
σταίνει το κρεβάτι του, καταλάβαιναν τι ήθελε να τους πει, α, ναι, και μετά, έμενε και κάποιος άλλος μαζί τους στο διαμέρισμα , αλλά αυτός δεν μετρούσε, έμενε μόνο προσωρινά μαζί τους, ένας Ούγγρος εντελώς παλαβός, τον οποίο φιλοξενούσαν για μια εβδομάδα ή δύο, όσο χρόνο χρειαζόταν, δηλαδή, για να βρει ένα οριστικό κατάλυμα, είχαν ένα δωμάτιο στο βάθος, είπε ο διερμηνέας δείχνοντας ψηλά το κτίριο και ενώ περνούσαν πάλι άπό μπροστά, που του το νοίκιασαν για να τον βγάλουν από τη δύσκολη θέση, από αλληλεγγύη απέναντι σ’ έναν συμπατριώτη, τελικά τον είχαν λυπηθεί, ήταν ένα φτωχό ανθρωπάκι, εντελώς ασήμαντο, δίχως καμιά προσωπικότητα, ναι, αυτό τον χαρακτήριζε καλύτερα απ’ όλα, μελίγαλόγια, ήταν αυτός ο παλαβός ο Ούγγρος, η Πορτορικανή και ο ίδιος, αυτή ήταν η κατάσταση, και όταν διάβεβαίωνε ότι το διαμέρισμά του ήταν περισσότερο κι από ασφαλές, ήταν η μόνη αλήθεια, δεν είχε φίλους, τα έβγαζε πέρα μόνος του, δεν ήταν μέλος καμιάς οργάνωσης ή σωματείου, γνώριζε μόνο δύο ή τρεις τύπους, με τους οποίους μιλούσε, έπιανε κουβέντα πότε πότε στο βιντεοκλάμπ, και επίσης, μ’ εκείνους που δούλευαν μαζί του παλιά στο αεροδρόμιο, αυτοί ήταν όλοι κι όλοι, και μετά τους είπε ότι μπορούν να τον ρωτήσουνό,τι θέλουν, αλλά στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου δεν υπήρξε καμία αντίδραση , ούτε καμιά ερώτηση, και ξανάκαναν τον γύρο του οικοδομικού τετραγώνου όπου βρισκόταν το κτίριο του διερμηνέα, ο οποίος, όταν επιτέλους μπόρεσε να κατεβεί από το αυτοκίνητο και να ανεβεί στο διαμέρισμά του, βυθίστηκε στις σκέψεις του, όπως παρατήρησε ο Κόριμ, τη στιγμή που διασταυρώθηκαν στη σκάλα, καλησπέρα κύριε Σάρβαρυ, του είπε, ο κύριος Σάρβαρυ φαίνεται πολύ ανήσυχος και ζητούσε συγγνώμη αν τον ενοχλούσε εδώ στη σκάλα, αλλά εφόσον δεν έβρισκαν ποτέ την ευκαιρία να συναντηθούν στο διαμέρισμα, να, έπρεπε οπωσδήποτε να του πει, σχετικά με το συμβάν της προηγούμενης μέρας, ότι ήταν απλώς μια θλιβερή παρεξήγηση, δεν ήθελε με τίποτε να είναι 162
αδιάκριτος ή να αναμειχθεί στην ιδιωτική τους ζωή, το να αναμειγνύεται στις υποθέσεις των άλλων ήταν αντίθετο στη φύση του, και αν υπήρξε κάποια παρεξήγηση, το λάθος ήταν εντελώς δικό του και γι' αυτό του ζητούσε συγγνώμη, φώναξε ο Κόριμ, αλλά τα τελευταία λόγια του έπεσαν στο κενό, γιατί ο διερμηνέας, αφού έκανε ένα νεύμα με το χέρι του, που σήμαινε αφήστε με ήσυχο, βρισκόταν ήδη στον επάνω όροφο, και ο Κόριμ, μετά από κάποιες στιγμές δισταγμού και σύγχυσης, συνέχισε την κάθοδο των σκαλοπατιών και στις πέντε και δέκα ακριβώς, βγήκε στον δρόμο για να συνεχίσει -εφόσον η βροχή, ο άνεμος και ο φρικτός καιρός είχαν σταματήσει εδώ και πολλές μέρες, παραχωρώντας τη θέση τους στο ξηρό κρύο- τις εξορμήσεις του «για το κυνήγι του μυστηρίου της Νέας Υόρκης», σύμφωνα με την έκφραση που χρησιμοποιούσε κατά τις συζητήσεις του με τη σύντροφο του διερμηνέα στην κουζίνα: έπαιρνε το μετρό μέχρι το Κολόμπους Σερκλ, κατέβαινε με τα πόδια την Μπρόντγουεϋ τεντώνοντας τον λαιμό του για να δει τους ουρανοξύστες, μετά έπαιρνε είτε τη Φιφθ'Δβενιου είτε την Παρκ'Αβενιου, μέχρι το ύψος τηςΓιούνιον Σκουέρ και μετά, έκανε στροφή προς το Γκρίνουιτς Βίλατζ ή περπατούσε μέχρι το Σόχο παίρνοντας τις οδούς Γούστερ, Γκρην και Μέρσερ, ξανάπαιρνετο μετρό, είτε στηνΤσάιναταουν είτε ακόμα πιο κάτω, στο ΟυόρλντΤρέιντ Σέντερ, μέχρι το Κολόμπους Σερκλ, μετά την ΟυάσιγκτονΆβενιου και επέστρεφε, εξαντλημένος και πάντα εξίσου αμήχανος εξαιτίας του μυστηρίου, στο διαμέρισμα της 159ης οδού, όπου ξαναδιάβαζε για τελευταία φορά ό,τι είχε γράψει μέσα στη μέρα και, εάν ήταν ικανοποιημένος, έσωζε το κείμενό του πατώντας το κατάλληλο πλήκτρο, με άλλα λόγια, παρατήρησε, όλα πήγαιναν ρολόι, δίχως εμπόδια και σύμφωνα με ένα πρόγραμμα ασφαλές και καθησυχαστικό, τελικά είπε, όσο η ιστορία προχωρούσε, τόσο μειώνονταν οι δικές του μέρες, αλλά αυτό δεν του προκαλούσε αγωνία, αντιθέτως, ήταν απόλυτα ικανοποιημένος, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι η μόνη του ευκαιρία να 163
πετύχει βασιζόταν στη μοιραία ισορροπία ανάμεσα στην αιωνιότητα και στο πέρασμα του χρόνου, και όλα έπρεπε να παραμείνουν έτσι, σύμφωνα με το αρχικό του σχέδιο, με αυτή την κίνηση που αυξανόταν από τη μια μεριά και μειωνόταν από την άλλη. 2. Η τηλεόραση, τοποθετημένη σε μια γωνιά του δωματίου, απέναντι από το κρεβάτι, ήταν αναμμένη σε ένα κανάλι που είχε συνεχώς το ίδιο διαφημιστικό πρόγραμμα: ένας γοητευτικός και φαιδρός άντρας και μια γοητευτική και φαιδρή γυναίκα πρότειναν στους τηλεθεατές διαμάντια, και ρολόγια διακοσμημένα με διαμάντια, τα οποία μπορούσαν να παραγγείλουν άμεσα σε τιμή που εμφανιζόταν στα δεξιά της οθόνης και τη χαρακτήριζαν μοναδική , αν τηλεφωνούσαν σε έναν αριθμό που αναγραφόταν σε μια λωρίδα που περνούσε συνεχώς στο κάτω μέρος της οθόνης, ενώ τα κοσμήματα και τα ρολόγια ή, ακριβέστερα, οι πολύτιμοι λίθοι, άστραφταν κάθε τόσο υπό το φως των προβολέων* κάθε φορά, η γυναίκα, και μετά ο άντρας, αστειευόμενοι, ζητούσαν συγγνώμη από τους τηλεθεατές, εξηγώντας πως δεν διέθεταν δυστυχώς κάμερα ικανή να σβήσει αυτή τη λάμψη, λυπόταν, αλλά δεν μπορούσε να τα εμποδίσει να λάμπουν και να αστράφτουν, έλεγε η γυναίκα γελώντας και κοιτώντας κατάματα τον τηλεθεατή, ε, ναι, λυπόταν, αλλά εκείνα θα συνέχιζαν να λάμπουν εκτυφλωτικά, αστειευόταν ο άντρας, ένα αστείο που είχε αποτελέσματα, τουλάχιστον μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, γιατί, εάν η σύντροφός του ήταν απασχολημένη με τις καθημερινές της δουλειές και έδειχνε να αδιαφορεί, οδιερμηνέας, ο οποίος περνούσε τον περισσότερο χρόνο του ξαπλωμένος με τα ρούχα στο ξέστρωτο κρεβάτι, με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη, χαμογελούσε πάντα όταν άκουγε αυτό το αστείο, παρόλο που το έχει ακούσει εκατοντάδες φορές, μόλις η παρουσιάστρια και ο παρουσιαστής πρόφεραν αυτές τις λέξεις, δεν μπορούσε να συγκροτήσει το χαμόγελό του: το σήμα 164
ΤΕΙΕ5ΗΟΡ, ΤΕ1Ε5ΗΟΡ, ΤΕΙΕ5ΗΟΡ περνούσε σπινθηροβολώντας πάνω στην οθόνη, η γυναίκα έκανε την είσοδό της με ελαφρύ καιχαριτωμένο βάδισμα και ακολουθούσε ο άντρας, τρέχοντας, στον ρυθμό των μηχανικών χειροκροτημάτων, και μετά, τα πρώτα κοσμήματα αναδύονταν από επιδέξια τσαλακωμένα, χυτά βελούδινα υφάσματα, που είχαν φλογερό κόκκινο χρώμα, ενώ μια φωνή χαρούμενη και κελαρυστή ανακοίνωνε το βάρος, την αξία, τις διαστάσεις και την τιμή, και μετά, άρχιζαν οι αστεϊσμοί της γυναίκας και του άντρα για την κάμερα και το θάμπωμα, και το πρόγραμμα τελείωνε με κάποιες λέξεις που έλεγαν, εν είδει αποχαιρετισμού, στους τηλεθεατές, με τη συνοδεία μιας εύθυμης μελωδίας, κι αμέσως μετά, όλο αυτό ξανάρχιζε από την αρχή, η είσοδος των δύο παρουσιαστών, τα χειροκροτήματα, το κόκκινο βελούδο, και τα αστεία των δύο, πάλι και πάλι, με την ανελέητη αδιαφορία της επανάληψης, σφυρηλατώντας μέσα στον εγκέφαλο του τηλεθεατή ότι αυτή η είσοδος, αυτά τα χειροκροτήματα, αυτό το κόκκινο βελούδο, αυτά τα δύο αστεία θα ήταν εκεί για πάντα και, πράγματι, δεν σταματούσε να κοιτάζει την οθόνη από το κρεβάτι του μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, σαν μαγεμένος, σαν να του υπαγόρευαν ότι κάθε φορά που γελούσαν εκείνοι, αυτός έπρεπε να χαμογελά. 3. Ο καθεδρικός ήταν απλούστατα εκθαμβωτικός, της είπε μια μέρα οΚόριμστην κουζίνα, κι εκείνοι έμειναν έκθαμβοι, θηώο11ίη§, και, πραγματικά, του ήταν δύσκολο να αποφασίσει τι ακριβώς ήταν εκθαμβωτικό, η περιγραφή του καθεδρικού και το θάμβος τους ή ότι το χειρόγραφο, μετά το αφιερωμένο στην Κρήτη κεφάλαιο-θυμάστε, είπε στη γυναίκα, ήταν σ’ ένα πλοίο με προορισμό την Αλασία, αφήνοντας πίσω τους το αποκαλυπτικό σκοτάδι, ΐΐιε άζγ οΓώθ άοοιη- το χειρόγραφο, λοιπόν, αφού τελείωσε με το κεφάλαιο για την Κρήτη, αντί να συνεχίσει την ιστορία, να την ανα165
πτύξει, να την κάνει να εξελιχθεί, της έδωσε ένα νέο ξεκίνημα, γ θ δίΧΓπρΐιοπ, και, ήταν πεπεισμένος γι'αυτό, ήτανηπρώτη καιμοναδική φορά που κάποιος ακολουθούσε αυτή τη μέθοδο, με μια... πώς να το εκφράσει; ας πούμε με μια ιστορία που άρχιζε και συνέχιζε με ένα νέο ξεκίνημα, με καταλαβαίνετε, ο ανώνυμος συγγραφέας της οικογένειας Βλάσιχ είχε αποφασίσει να αρχίσει μια ιστορία και να οδηγήσει τους ήρωεςτου μέχρις ενός ορισμένου σημείου, και στη συνέχεια να τα σταματήσει όλα, και να ξαναρχίσει πάλι από την αρχή, εντελώς φυσικά, 2 πιειΙθγ οΓ οοιιτδθ, όχι πως είχε μετανιώσει για ό,τι είχε γράψει και είχε αποφασίσει να το πετάξει και να ξαναρχίσει από την αρχή, όχι, δεν μετάνιωνε για τίποτε , δεν είχε πετάξει τίποτε, αλλά άρχισε από την αρχή, αυτό συνέβη, οιτέσσερις πρωταγωνιστές, αφού μπάρκαρανγια την Αλασία , βρέθηκαν εκτοξευμένοι σ' έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, και, ακόμα πιο εκπληκτικό, πρόσθεσε, ο αναγνώστης δεν ένιωθε καμία απογοήτευση ή αγωνία, δεν έλεγε, α, για δες, ακόμα ένα ταξίδι μέσα από τον χρόνο, αυτό δα μας έλειπε, ένα παραπάνω ταξίδι από τη μια εποχή στην άλλη, δεν γνώριζε ο συγγραφέας ότι αυτές οι λογοτεχνικές μέθοδοι που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τους ερασιτέχνες συγγραφείς των οποίων η φαντασία έχει στερέψει, είχαν κάνει τον κύκλο τους; όχι, ο αναγνώστης δεν το έλεγε αυτό, αντιθέτως, αποδεχόταν αμέσως την κατάσταση σαν κάτι το προφανές, κι έβρισκε εντελώς φυσιολογικό το γεγονός ότι οι τέσσερις ήρωες της προηγούμενης ιστορίας εμφανίζονταν ξανά, καθισμένοι ο9ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο μιας μπιραρίας κάτω από το Ντόμκλοστερ, γιατί εκεί βρίσκονταν τώρα, ατενίζοντας από το παράθυρο το εκπληκτικό οικοδόμημα, κοιτάζοντάς το να υψώνεται μέρα τη μέρα, πέτρα την πέτρα, κι αν έρχονταν κάθε μέρα να καθίσουν ο9αυτή την μπιραρία, δεν ήταν καθόλου κατά τύχη, αλλά γιατί ήταν το ιδανικό μέρος, και κυρίως αυτό το τραπέζι , για να δουν το συνολικό έργο από κοντά και από τα νοτιοδυτικά, και να δουν επίσης ότι αυτός ο καθεδρικός, όταν θα τελεί166
ωνε, θα ήταν ο πιο θαυμαστός καθεδρικός του κόσμου, η λέξηκλειδί εδώ, επέστησε ο Κόριμ την προσοχή της γυναίκας, και το χειρόγραφο επέμενε πολύ σ' αυτό το σημείο, ήταν η λέξη νοτιοδυτικά, εοιιΐΐιγνθδΐ:, από τη βάση του «νοτίου πύργου», από ένα συγκεκριμένο σημείο αυτού του πύργου, πραγματικά από το σημείο όπου βρισκόταν το τραπέζι τους, ένα τραπέζι από μασίφ δρύινο ξύλο που δικαιωματικά μπορούσαν να το ονομάζουν το τραπέζι τους, εφόσον ο Χίρσχαρντ, το αφεντικό, είχε δεχτεί να τους το παραχωρήσει, μπορείτε να το θεωρείτε δικό σας, τους είχε πει μετά από μια εβδομάδα, με μια ευγένεια που ερχόταν σε αντίθεση με τον συνηθισμένο του αγροίκο και χοντροκομμένο τρόπο, αυτό το τραπέζι, αγαπητοίμου κύριοι, θα είναι κρατημένο αποκλειστικά για σας, δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει, η τιμή που τους έκανε δεν περιοριζόταν μόνο στα λόγια, αλλά μεταφραζόταν και σε πράξεις, πράγματι, 3.&01:, εφόσον πάντα εκεί πήγαιναν να καθίσουν, σ’ αυτό το τραπέζι δίπλα στο παράθυρο που είχε την καλύτερη θέα, μόλις ο Χίρσχαρντ άνοιγε τις πόρτες του καταστήματος του, εμφανίζονταν αμέσως, σαν να παραφύλαγαν, και πράγματι, παραφύλαγαν τον Χίρσχαρντ, περιμένοντας κάπου κοντά, γιατί όλοι είχαν ξυπνήσει από την αυγή, και όταν ο Χίρσχαρντ άνοιγε τις ξύλινες πόρτες της μπιραρίας του, είχαν ήδη ολοκληρώσει τον πρωινό τους περίπατο, πολλές ώρες βαδίσματος με προορισμό τον καθεδρικό, ξεκινώντας από το Μαρίενμπουργκ, κατά μήκος της ανεμοδαρμένης όχθης του Ρήνου, έστριβαν αριστερά στο ύψος του πορθμείου του Ντόιτς, έπαιρναν τη Νόιμαρκτ, μετάτηνΆλτερ Μαρκτ ανάμεσα στην εκκλησία Σανκτ Μάρτιν και το Ρατχάουζ και στη συνέχεια, διασχίζοντας τα στενά δρομάκια του Μάρτινσφιρτελ, έφταναν επιτέλους στον καθεδρικό, και συνέχιζαν να περπατούν γύρω από την οικοδομή χωρίς να έχουν ανταλλάξει όλο αυτό το διάστημα και πολλά λόγια μεταξύ τους, γιατί ο άνεμος ήταν πραγματικά πολύ ψυχρός στις όχθες του Ρήνου, και είχαν ήδη ξεπαγιάσει, όταν πια γύρω στις εφτά, είπε ο Κόριμ,
άνοιγαν επιτέλους οι πόρτες της μπιραρίας του Χίρσχαρντ και έμπαιναν μέσα. 4· Είχαν μάθει για τα όσα συνέβαιναν στην Κολωνία, όταν διέσχιζαν, μετά τη φυγή τους, την Κάτω Βαυαρία, το νέο έφτασε στ* αυτιά του Φάλκε σε μια αγορά, όπου σταμάτησε μπροστά στον πάγκο ενός βιβλιοπώλη, και είχε δείξει ενδιαφέρον για το έργο ενός ΣούλπιτζΜπουασερέ, είχε ξεφυλλίσει το βιβλίο και μετά αποσύρθηκε σε μια άκρη και είχε βυθιστεί στην ανάγνωσή του, όταν ο βιβλιοπώλης, ύ ιβ 1>οο]<8θ11θγ, αφού βεβαιώθηκε πως ο Φάλκε δεν είχε πρόθεση να το κλέψει, αλλά ήταν ένας σοβαρός πελάτης, του είχε πει πως η επιλογή αυτή έδειχνε άνθρωπο γνώστη και με ιδιαίτερο γούστο, γιατί στην Κολωνία συνέβαιναν μεγαλειώδη πράγματα, μπορούσε μάλιστα να τον διαβεβαιώσει και ο ίδιος ο βιβλιοπώλης πως έχτιζαν ένα θαύμα για το οποίο θα μιλούσε όλος ο κόσμος, το βιβλίο που κρατούσε ο Φάλκε στα χέρια του ήταν ένα από τα καλύτερα έργα για το θέμα αυτό και του το συνιστούσε ανεπιφύλακτα, ο συγγραφέας ήταν νεαρός γόνος μιας οικογένειας παλαιών μεγαλεμπόρων, ο οποίος είχε αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή του στην τέχνη και είχε θέσει ως κύριο στόχο της ζωής του να συμβάλει με κάτι που θα συνάρπαζε όλο τον κόσμο, δηλαδή να ξεχαστεί ένα σκάνδαλο που είχε σοκάρει όλο τον κόσμο, αν μπορούσε να το ονομάσει έτσι, ο αξιότιμος κύριος, είπε ο βιβλιοπώλης σκύβοντας στο αυτί του Φάλκε, έπρεπε ίσως να γνωρίζει ότι το 1248, ο αρχιεπίσκοπος Κόνραντ φον Χόχσταντεν είχε θέσει τον θεμέλιο λίθο του καθεδρικού, σφραγίζοντας μ’ αυτό την πρώτη φάση ενός υπεράνθρωπου σχεδίου, την ανέγερση του πλέον μεγαλοπρεπούς καθεδρικού του κόσμου, όπως επίσης έπρεπε να γνωρίζει και το τι είχε απογίνει εκείνο το σχέδιο, αναφερόταν φυσικά, στον Γκέρχαρντ, τον αρχιμάστορα, όπως επίσης και στον διάβολο, ώ θ άθνίΐ, και στο γεγονός ότι μετά τον πολύ ι 68
παράξενο θάνατο του Γκέρχαρντ, το 1279, κανένας δεν ήταν σε θέση να ολοκληρώσει την κατασκευή του καθεδρικού, ούτε ο αρχιμάστορας Άρνολντ, ο οποίος εργάστηκε για την επιτυχία του έργου έως το 1308, ούτε ο γιος του Γιοχάνες, ο οποίος εργάστηκε ώς το 1330, ούτε καν ο Μίχαελ φον Σαβόγιεν μετά το 1350, ακόμη χειρότερα, κανείς δεν ήταν σε θέση να σημειώσει μια σημαντική πρόοδο στις εργασίες, με αποτέλεσμα, μετά από 312 χρόνια, πρόσθεσε ο βιβλιοπώλης, οι εργασίες να έχουν σταματήσει, με το οικοδόμημα να έχει μείνει όπως το είχαν παρατήσει, προσφέροντας μια καταθλιπτική εικόνα σκελετού, μοναχά με το Πρεσβυτέριο, το Ιεροφυλάκιο και τα πρώτα 58 μέτρα του νότιου πύργου, τίποτε άλλο, καισύμφωνα με τις φήμες, το λάθος ήταντουΓκέρχαρντ και της συμφωνίας του με τον διάβολο, καθώς και αυτής της θολής και εξαιρετικά μυστηριώδους ιστορίας σχετικά με την κατασκευή ενός καναλιού, σε κάθε περίπτωση, το σίγουρο είναι ότι, το 1279, ο αρχιμάστορας είχε χάσει τα λογικά του και βούτηξε από μια σκαλωσιά στο κενό, από τη στιγμή εκείνη, είχε πέσει κατάρα στο οικοδόμημα και ο καθεδρικός, μετά από αιώνες ανολοκλήρωτων εργασιών, είχε παραμείνει τελικά στην ίδια σκανδαλώδη κατάσταση, εκεί, στην όχθη του Ρήνου, όπως τον είχαν αφήσει μετά την εγκατάσταση του κωδωνοστασίου, το 1437, είχαν επικαλεστεί την έλλειψη σημαντικού ποσού τάλιρων, στην πραγματικότητα όμως, στα χείλη όλων ήταν το όνομα του Γκέρχαρντ, γιατί όλος ο κόσμος ήταν σίγουρος, και με το δίκιο του, ότι ο Γκέρχαρντ ήταν ο πραγματικός υπαίτιος, ώ θ α ιΐδθ, είπε ο βιβλιοπώλης, και μετά ξαφνικά, το 1814! το 1814!!!, δηλαδή 246 χρόνια μετά την παύση των εργασιών, ένας ενθουσιώδης, παθιασμένος και θεόσταλτος άνθρωπος, αυτός ο Σούλπιτζ, είχε καταφέρει να εφοδιαστεί με τα σχέδια του καθεδρικού του 13ου αιώνα, ΑηδίΛ ΐθ η , Κίδδθ ηηά θΐηζθΐηθ Τ Ι ι θ ι Ιθ άθδ Ώοπίδ νοη Κδΐη,1που είχε χρησιμοποιήσει ο Γκέρχαρντ, τα οποία τον μάγεψαν αμέσως, με συνέπεια να χτυπηθεί κι αυτός από την ίδια κατάρα με τον Γκέρ169
χαρντ, και ιδού το έργο του, είπε δείχνοντας το βιβλίο που κρατούσε ο Φάλκε, εδώ μέσα υπάρχει και η είδηση ότι η κατασκευή είχε ξεκινήσει και πάλι 621 χρόνια αφότου είχε τοποθετηθεί ο θεμέλιος λίθος, ο αξιότιμος κύριος έκανε λοιπόν πολύ καλά που επέλεξε αυτό το βιβλίο, και ακόμα καλύτερα θα ήταν να το αγοράσει έναντι μιας πραγματικά ευτελούς τιμής, να το πάρει μαζί του για να το μελετήσει, θα τον γέμιζε μεχαρά, γιατί, δίχως υπερβολές, δεν υπήρχε όμοιό του, και ο παλαιοβιβλιοπώλης χαμήλωσε τη φωνή του, δεν υπήρχε όμοιο έργο στον κόσμο. 5· ϋοηΊΐ^ηπίθίδίΐθΓ νοίβΐθΐ2ήταν το όνομα που ακουγόταν πιο συχνά απ' όλα, κι επίσης, λέξεις όπως Βοιτώ^ιινθΓθΐη3 και Όο γπ ϋατι-ίοικίδ,4 ή ακόμα ΐνθδΐίαδδ^άθ και Νοπ1ί&88αά65 και δΐίάΐιΐΓΐη και Ν ο π Ι π ι γ π ι , 6 και κυρίως πόσα εκατομμύρια τάλιρα και μάρκα είχαν δαπανηθεί χθες και πόσα σή μερα, όλα αυτά επανέρχονταν ασταμάτητα στο στόμα του γκρινιάρη Χίρσχαρντ, κάθε μέρα, ασταμάτητα, ο Χίρσχαρντ, ο οποίος, παρόλο που αναγνώριζε ότι, όταν μια μέρα θα τελείωνε ο καθεδρικός, θα συγκαταλεγόταν στα θαύματα του κόσμου και θα προκαλούσε σίγουρα τον θαυμασμό όλου του πολιτισμένου κόσμου, δεν παρέλειπε να προσθέτει αμέσως μετά ότι κατά τη γνώμη του δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ, γιατί με ένα τέτοιο ϋοιηΙϊΛΐινθΓθίη, και με τέτοια ϋοπΛ^ιι-ίοηάδ, καθώς και με τις ατέλειωτες διαμάχες ανάμεσα στην Κ ι ι χ Ιί θ 7και στο δ ΐω ΐ,8για το ποιος θα πληρώσει τι, δεν μπορούσε να προκύψει τίποτε καλό, και προπαντός ένα θαύμα του κόσμου, και ούτω καθεξής, όποιο κι αν ήταν το θέμα της συζήτησης, ο Χίρσχαρντ ήταν αστείρευτος όταν επρόκειτο να δυσφημήσει κάποιον, να κατηγορήσει, να ασκήσει οξεία κριτική ή να εκφράσει τον σκεπτικισμό του, αναθεματίζοντας με τη σειρά τους τους λιθοξόους, τους ξυλουργούς, τους προμηθευτές πέτρας, τα λατομεία τουΚαίνιγκσβίντερ, του Στάουντερνχαϊμ, του 170
Όμπερκιρχεν, του ΡίντελνκαιτουΧίλντενσχαϊμ, αρκεί να βρισκόταν κάποιος ώστε να του ασκήσει κριτική, έτσι ήταν, είπε ο Κόριμ, αλλά συγχρόνως, κανείς δεν ήταν καλύτερα ενημερωμένος για το τι συνέβαινε εκεί έξω, στην άλλη πλευρά του παραθύρου της μπιραρίας, ήξερε για παράδειγμα ότι στο εργοτάξιο δούλευαν 368 λιθοξόοι, 15 μαρμαρογλύπτες, 14 ξυλουργοί, 37 γλύπτες και 113 μαθητευόμενοι, ήξερε σε ποιο σημείο βρίσκονταν οι τελευταίες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Εκκλησίας και του Στέμματος, ήταν ενήμερος για τους καβγάδες ανάμεσα στους λιθοξόους και τους γλύπτες, ανάμεσα στους γλύπτες και τους ξυλουργούς, ήξερε ποιος ήταν άρρωστος, γνώριζε τις καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση, όλες τις διαμάχες, τα ατυχήματα, ήξερε τα πάντα για τους πάντες, γι’ αυτό και ο Κάσερ και οι σύντροφοί του, παρόλο που με δυσκολία τον ανέχονταν, του ήταν ευγνώμονες, διότι χάρη στον Χίρσχαρντ και τις πληροφορίες του, γνώριζαν όλο το κρυφό παρασκήνιο το οποίο δεν ήταν εμφανές απέξω, γιατί ο Χίρσχαρντ ήξερε ακόμα κι άλλα πράγματα, για παράδειγμα, ποιος ήταν ο προκάτοχος του Φόιγκτελ, ο ϋοπιβαιιιηθίδΐθΓ Τζβίρνερ, ένας νεαρός με ανεξάντλητη ενέργεια που είχε βρει πρόωρο θάνατο, τους είχε επίσης μιλήσει για παλαιότερα ονόματα, όπως Βίρνεμπουργκ, Γκέννεπ, ΖάαρβερντενκαιΜερς, καθώς και άλλα, πιο πρόσφατα, όπως Ρόζενταλ, Σμιτζ, Βιρσμπίτζκυ, Άντον Καμπ, Καρλ'Αμπελχαουζερ καιΑουγκουστίνιςΒένγκανγκ, η λειτουργία των βαρούλκων, των τροχαλιών, ο τρόπος μεταφοράς της πέτρας, οιτεχνικέςτης ξυλουργικής, η κατασκευή των παλάγκων και των ατμομηχανών, δεν είχαν κανένα μυστικό γι' αυτόν, με λίγα λόγια, ο Χίρσχαρντ είχε απάντηση σε όλα, όμως, ο Κάσερ και οι σύντροφοί του δίσταζαν να του θέσουν ερωτήσεις, γιατί γνώριζαν ότι κάτι τέτοιο θα εξαπέλυε νέο χείμαρρο επιπλήξεων, αρκούνταν έτσι μόνο να νεύουν πότε πότε με το κεφάλι, τίποτε παραπάνω, γιατί, ό,τι αυτοί οι τέσσερις άνδρες εκτιμούσαν πάνω απ’ όλα ήταν η σιωπή μέσα στην μπιραρία, η σιωπή και ένα πο171
τήριξανθιάς βαρελίσιας μπίρας, να μπορούν να απολαμβάνουν, τουλάχιστον το πρωί, όταν ήταν σχεδόν μόνοι στο κατάστημα, την μπίρα τους δίπλα στο παράθυρο και να παρακολουθούν την ανέγερση του καθεδρικού. 6.
Στα Αηδίοΐιΐθη του Μπουασερέ υπήρχε ένα σκίτσο της δυτικής πρόσοψης που χρονολογούνταν από το 1300 και, αναμφίβολα, ανήκε στον Γιοχάνες, τον γιο του αρχιμάστορα Άρνολντ, ένα σκίτσο που η αξιοσημείωτη ομορφιά του και μόνο αποκάλυπτε τις εξαιρετικά μεγάλες φιλοδοξίες που κρύβονταν πίσω από αυτό το σχέδιο ανέγερσης, αλλά το καθοριστικό στοιχείο -καταρχήν για τον Φάλκε και, μετά απ' όλα όσα τους είπε, και για τους υπόλοιπους· ήταν ένα χαρακτικό, που αργότερα το είδαν κρεμασμένο στον τοίχο όλων των κουρείων και πανδοχείων της Αυτοκρατορίας, φιλοτεχνημένοαπότον ίδιοτονΡίχαρντΦόιγκτελγιατο ν θ Γθίη-ΟθάθηΙΛΙ^ΐΐ:,9ο οποίος, για να το φτιάξει, βασίστηκε σε μια χαλκογραφία του Β. φον Αμπέμα, με προφανή στόχο να τραβήξει την προσοχή σε αυτό που συνέβαινε στην Κολωνία, ήταν λοιπόν ένα χαρακτικό του 1867, φτιαγμένο στο εργαστήριο του Καρλ Μάγιερ στη Νυρεμβέργη, το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του προορισμού τους, γιατί είχαν διαβλέψει αμέσως, έλεγε το χειρόγραφο, πάνω στο σχέδιο του γιγαντιαίου έργου που είχε αναπαραχθεί στο χαρακτικό, ένα εν δυνάμει εξαιρετικό αμυντικό μνημείο, ένα καταφύγιο, πρόσθεσε οΚόριμ, γι’ αυτούς τους τέσσερις οι οποίοι -όπως εμπιστεύτηκε ο Κάσερ σ’ έναν ξένο ο οποίος τον είχε ρωτήσει για την καταγωγή τους με μεγαλύτερη επιδεξιότητα απ’ ό,τι οι άλλοι- δεν ήταν παρά μόνο καταναγκαστικοί δραπέτες, μια έκφραση που ο Κάσερ δεν χρησιμοποιούσε πια εδώ και μια εβδομάδα, προτιμώντας να διαβεβαιώνει τον Χίρσχαρντ, για παράδειγμα, ότι ήταν απλοί εμπειρογνώμονες σε θέματα άμυνας, ξέρετε, έλεγε στον Χίρσχαρντ, όταν εκείνος ετοιμαζόταν να 172
πάρει τον λόγο, βρίσκονταν εδώ, όχι μόνο για να επιθεωρήσουν, να αναλύσουν, αλλά καταρχήν και κυρίως για να θαυμάσουν αυτό που συνέβαινε, και μ' αυτό δεν έλεγαν κάτι το οποίο δεν θα μπορούσαν να υποστηρίξουν, γιατί όντως το θαύμαζαν, και μάλιστα από τη στιγμή που είχαν κατεβεί από την επιβατική άμαξα και το είχαν αντικρίσει, από τη στιγμή που είχαν πατήσει το πόδι τους στη γη και το είχαν δει, αμέσως τους είχε σαγηνεύσει, γιατί το να το φαντάζονται και να το ονειρεύονται μόνο μέσα από το βιβλίο του Μπουασερέ, από τα σκίτσα και από το χαρακτικό, δεν συγκρινόταν με τίποτε με τη μοναδική αυτή στιγμή που βίωναν εδώ, κάτω από τον νότιο πύργο, απ' όπου τον αντίκριζαν πραγματικά, και όλα όσα είχαν φανταστεί και ονειρευτεί ήταν μπροστά τους, αληθινά, έπρεπε βεβαίως να κάθονται, εξήγησε ο Κόριμ στην κουζίνα, σε μια συγκεκριμένη θέση σε σχέση με τη νοτιοδυτική γωνία του πύργου, σε συγκεκριμένη απόσταση, σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, έπρεπε να μην κάνουν λάθος, καιδεν έκαναν, είχαν βρει την κατάλληλη απόσταση, το κατάλληλο σημείο και την κατάλληλη γωνία, και είδαν, είδαν και κατάλαβαν, ότι δεν επρόκειτο μόνο για την απλή ανέγερση του καθεδρικού, για την ολοκλήρωση των εργασιών, οι οποίες είχαν διακοπεί πολλούς αιώνες πριν ή για ένα ιερό γοτθικό μνημείο, αλλά για έναν γιγαντιαίο όγκο, για ένα απίστευτο οικοδόμημα, ασύλληπτο, με όλα όσα έπρεπε να διαθέτει, μια Αγία Τράπεζα, έναν Εσταυρωμένο, ένα κυρίως κλίτος και άλλα πλάγια, υαλογραφίες και πύλες, αλλά στην πραγματικότητα, λίγο ενδιέφερε εδώ αν το κλίτος ήταν έτσι ή αλλιώς, αν οι υαλογραφίες και οι πύλες ήταν φτιαγμένες έτσι ή αλλιώς, γιατί αυτό που μετρούσε ήταν αυτός ο πελώριος, τεράστιος και γιγαντιαίος όγκος, που ανέβαινε προς τον ουρανό, δίπλα του θα υπήρχε ένα σημείο, θα είχε πει στον εαυτό του εξακόσια χρόνια νωρίτερα ο Γκέρχαρντ, ένα σημείο θέασης, θα έλεγαν κρυφά όλοι οι ϋοπιΙ)3απΐθί8ΐ:θΓ, μέχρι και ο Φόιγκτελ, ένα σημείο παρατήρησηςαπότο οποίο αυτό το μεγαλοπρεπές οικοδομή μα, που ανε-
γέρθηκε κατά τα πρότυπα του καθεδρικού της Αμιέν, θα εμφανιζόταν με τη μορφή ενός γιγαντιαίου και ογκώδους πύργου, ένα συγκεκριμένο μέρος, λοιπόν, απ’ όπου θα παρατηρούσε κανείς την ουσία του συνόλου, να τι είχαν ανακαλύψει οι τέσσερις άνδρες στον θρύλο του Γκέρχαρντ, στο σκίτσο του Γιοχάνες, στο χαρακτικό των Αμπέμα-Φόιγκτελ και είχαν δει, αμέσως μόλις είχαν φτάσει, μια πραγματικότητα που τους είχε αφήσει άφωνους, είχαν αναζητήσει το καλύτερο σημείο για να μπορούν να στοχάζονται με την άνεσή τους για το αντικείμενο της αφωνίαςτους, καιαυτό το σημείο δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί, ήταν η μπιραρία, απ' όπου μπόρεσαν να δουν και να σιγουρευτούν, μέρα με τη μέρα ότι αυτό που έβλεπαν, δεν ήταν ένα απλό σχέδιο επί χάρτου, βγαλμένο από τη φαντασία ενός αρχιτέκτονα, ήταν πραγματικό, ήταν αδιανόητο, αλλά υπήρχε πραγματικά. 7· Καμιά φορά έχω διάθεση να σταματήσω τα πάντα, να εγκαταλείπω τα πάντα, έτσι, είπε ο Κόριμ στην κουζίνα, και μετά από μια παρατεταμένη σιωπή, κατά την οποία είχε καρφώσει τα μάτια του στο δάπεδο, σήκωσε το κεφάλι και πρόσθεσε μιλώντας πολύ σιγά: γιατί κάτι σπάει μέσα μου, και νιώθω κουρασμένος. 8.
Η μέρα άρχιζε γι* αυτόν γύρω στις πέντε το πρωί, ώρα κατά την οποία ξυπνούσε από μόνος του και μάλιστα πολύ γρήγορα* άνοιγε τα μάτια, σηκωνόταν για να καθίσει, έκανε αμέσως μια γρήγορη αναγνώριση του μέρους όπου βρισκόταν, και ήξερε τι έπρεπε να κάνει: να πλυθεί στον νιπτήρα, να φορέσει το πουκάμισό του πάνω από το φανελάκι με το οποίο είχε κοιμηθεί, μετά ένα πουλόβερ και το γκρίζο σακάκι του, στη συνέχεια να φορέσει το μακρύ του σώβρακο, το παντελόνι με τις τιράντες, και τέλος, τις κάλτσες του που ήταν απλωμένες πάνω στο καλοριφέρ, και τα παπούτσια του, τα οποία είχε τακτοποιήσει κάτω από το κρεβάτι, κι όλα αυτά μέσα 174
σ'ένα λεπτό, σαννα ήταν όλα χρονομέτρη μένα, μετά πήγαινε πίσω από την πόρτα και κολλούσε το αυτί του για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε κανείς, πράγμα που συνήθως συνέβαινε αυτή την ώρα, άνοιγε κατόπιν την πόρτα με προσοχή ώστε να μην τρίξει και, κυρίως, να μην αφήσει ξαφνικά το πόμολο που μπορούσε να κάνει φρικτό θόρυβο, μετά, περπατώντας κατά μήκος του διαδρόμου στις μύτες των ποδιών του, διέσχιζε την κουζίνα, έβγαινε στο κεφαλόσκαλο, χτυπούσε την πόρτα της τουαλέτας, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανείς μέσα, έκανε την ανάγκη του, και επέστρεφε στο διαμέρισμα, έβαζετονερόνα βράσει, έπαιρνε τον στιγμιαίο καφέ που οι σπιτονοικοκύρηδες είχαν τακτοποιήσει πάνω από την κουζίνα γκαζιού δίπλα στο κουτί με το τσάι, διέλυε τον καφέ μέσα στο νερό, έβαζε ζάχαρη, και μετά απ' όλα αυτά, κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο, αποσυρόταν στο δωμάτιο του βάθους, να πώς ξεκινούσε η μέρα του και, όπως και η συνέχεια, υπάκουε σε μια μόνιμη και αμετάβλητη τάξη, αφού, στ’ αλήθεια, τα πράγματα δεν συνέβαιναν ποτέ αλλιώς, και κάθε πρωί, καθόταν στο τραπέζι, άνοιγε τον υπολογιστή ανακατεύοντας συγχρόνως τον καφέ του και βρέχοντας τα χείλη του μ’ αυτόν, και συνέχιζε την εργασία του, με άλλα λόγια, ξεκινούσε την εργασία του, υπό το αιωνίως σκοτεινό και γκρίζο φως του παραθύρου του, άρχιζε επαληθεύοντας καταρχάς ότι όλα όσα είχε σώσει την προηγούμενη μέρα ήταν ακόμα εκεί, μετά έπαιρνε με το αριστερό του χέρι το χειρόγραφο και το άνοιγε στο σωστό σημείο, και συνέχιζε να διερευνά το κείμενο, δακτυλογραφούσε σχολαστικά λέξη λέξη με τα δυο δάχτυλα το νέο απόσπασμα, μέχρι τις έντεκα η ώρα, όταν πια η πλάτη του πονούσε τόσο πολύ που έπρεπε να ξαπλώσει για λίγο, μετά σηκωνόταν και έκανε κυκλικές ασκήσεις στο ύψος των νεφρών και κυρίως του αυχένα, πριν ξαναπιάσει δουλειά που τραβούσε μέχρι το μεσημεριανό διάλειμμα, όταν κατέβαινε πια για να πάει στον Βιετναμέζο, και στη συνέχεια, συναντούσε τη γυναίκα στην κουζίνα, εφοδιασμένος με το λεξικό και το σημειωματάριό του, συζητούσε μαζί της, αναλό-
γως, μία ή καμιά φορά και μιάμιση ώρα, συζητούσε, ή μάλλον την ενη μέρωνε για τις τελευταίες εξελίξεις της ιστορίας και επέστρεφε πάλι στο δωμάτιό του για να φάει και να συνεχίσει τη δουλειά του μέχρι τις πέντε, ή τις τέσσερις και μισή, του συνέβαινε καμιά φορά να σταματά στις τέσσερις και μισή και να ξαπλώνει στο κρεβάτι, όταν οι πόνοι στην πλάτη και στον αυχένα ήταν αφόρητοι, και όταν το κεφάλι του ήταν πολύ βαρύ -μισή ώρα ανάπαυσης τού έφτανε, μια σαφής πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν-, και μετά απ' όλα αυτά, κρυφάκουγε πάλι στην πόρτα, επειδή προτιμούσε, εάν ήταν δυνατόν, να αποφεύγει μια συνάντηση με τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος, και αφού σιγουρευόταν πως ο δρόμος ήταν ελεύθερος, έβγαινε με το παλτό και το καπέλο του, διέσχιζε τον διάδρομο, την κουζίνα, το κεφαλόσκαλο, κατέβαινε τις σκάλες και έβγαινε από το κτίριο πολύ γρήγορα, από φόβο μην συναντήσει κανέναν, γιατί οι χαιρετισμοί του δημιουργούσαν προβλήματα, πάντα δίσταζε ανάμεσα στο §οοά ιηοΓηίη§, §οοά άζγ ή την πιο σύντομη λέξη, Ίή, μ’ ένα ελαφρύ νεύμα του κεφαλιού, εν συντομία, προτιμούσε να αποφεύγει τον χαιρετισμό, και αφού πια είχε βγει στον δρόμο, έκανε τη συνηθισμένη του διαδρομή στη Νέα Υόρκη, όπως έλεγε, στη συνέχεια, επέστρεφε, ανέβαινε τις σκάλες, χρονοτριβούσε λίγο μπροστά στην εξώπορτα του διαμερίσματος όταν άκουγε φωνές, κι αυτό μπορούσε να διαρκέσει κάποια λεπτά, αλλάτου συνέβη να περιμένει μέχρι και μισή ώρα, τρέμοντας από το κρύο πριν μπορέσει επιτέλους να μπει και να φτάσει στο δωμάτιό του, να κλείσει πολύ σιγά την πόρτα, να αναπνεύσει βαθιά, να ξαναβρεί λίγο λίγο την κανονική τουαναπνοή, να βγάλει και να ακουμπήσει πάνω στην καρέκλα το παλτό του, το σακάκι του, το πουλόβερ του, το πουκάμισό του, το παντελόνι του, το σώβρακό του, να απλώσει στο καλοριφέρ τις κάλτσες του, να τακτοποιήσει κάτω από το κρεβάτι τα παπούτσια του και, τέλος, να ξαπλώσει, εξουθενωμένος, να αναπνεύσει όσο γίνεται με μεγαλύτερη διακριτικότητα, να προσέχει, όταν γύριζε πλευρό στο κρεβάτι του κάτω από την κουβέρτα, 176
γιατί φοβόταν, φοβόταν διαρκώς να μην ακουστεί, οι τοίχοι ήταν τόσο λεπτοί που άκουγε συνεχώς εκκωφαντικές φωνές, τις φωνές του άντρα που ούρλιαζε. 9· Τώρα, η καινούργια του παραξενιά ήταν κάποιος Κίρσαρτ, ή κάτι τέτοιο, είπε ο διερμηνέας στη σύντροφό του κουνώντας το κεφάλι, είχε σκάσει μύτη ακόμα και χθες το βράδυ στην κουζίνα, είχε πραγματικά την αίσθηση ότι ο τύπος τον καταδίωκε, στην κυριολεξία, κρυβόταν κάπου μεταξύ της πόρτας εισόδου, του διαδρόμου και της κουζίνας και παραφύλαγε την κατάλληλη στιγμή για να διασταυρωθεί μαζί του «τυχαία», επιτέλους, είχε απαυδήσει να είναι υποχρεωμένος να το βάζει στα πόδια μέσα στο ίδιο του το διαμέρισμα και να πρέπει να σιγουρευτεί, πριν μπει στην κουζίνα, ότι ο τύπος δεν είναι εκεί, είναι πραγματικά ανυπόφορο, και ενώ ήξερε ότι ο άλλος κρυφάκουγε πίσω από την πόρτα, παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσε πάντα να αποφεύγει αυτές τις «τυχαίες» συναντήσεις, όπως για παράδειγμα, το προηγούμενο βράδυ, εκείνη κοιμόταν ήδη, και ο τύπος τού την είχε πέσει με κάποιον Μίσφαρτ, και του είχε ζητήσει να τον ακούσει για ένα λεπτό, του μίλησε για την πρόοδο της εργασίας του, και απ' όσα του έλεγε για την ιστορία του με τον Φίσαρτ ή δεν ξέρω κι εγώ πως τον λένε, περιττό να πει ότι δεν είχε καταλάβει λέξη, όλα ήταν θολά, του μιλούσε σαν να όφειλε αυτός, ο διερμηνέας, να γνωρίζει ποιος ήταν ο Ντίσμαρς, ο τύπος ήταν ολωσδιόλου παλαβός, τώρα πια είναι σίγουρος ότι ο τύπος είναι επικίνδυνος, το έβλεπες στα μάτια του, με λίγα λόγια, έπρεπε να τον ξεφορτωθούν, αλλιώς δεν θα είχαν καλό τέλος, και ήταν σε θέση να της αναγγείλει ότι οι μέρες αυτού του Κόριμ ήταν μετρημένες και ότι θα τον πέταγε αμέσως έξω από την πόρτα, κυρίως τώρα που του είχε γίνει αυτή η καταπληκτική πρόταση, ήταν η ευκαιρία της ζωής του, έπρεπε να τον πιστέψει, είπε ο διερμηνέας στη σύντροφό του και, αν όλα 177
πήγαιναν καλά, και όλα έδειχναν πως αυτή τη φορά η τύχη ήταν με το μέρος του, θα ήταν το τέλος της ταλαιπωρίας και για τους δύο και για πολύ καιρό, θα μπορούσαν να αγοράσουν επιτέλους μια καινούργια τηλεόραση, ένα καινούργιο βίντεο, και όλα, όλα όσα επιθυμούσαν, μια νέα κουζίνα γκαζιού, ντουλάπια κουζίνας, με λίγα λόγια θα άρχιζαν μια νέα ζωή, ως και καινούργιες κατσαρόλες θα αγόραζαν, δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί, ο Κόριμ θα τους άδειαζε τη γωνιά, δεν θα είχαν πια ανάγκη να τον αποφεύγουν, να κρύβονται σαν τα ποντίκια μέσα στο ίδιο τους το διαμέρισμα, και δεν θα είχε πια ανάγκη να ακούει το βράδυ στην κουζίνα εκείνες τις ιστορίες του για τον Μπίσχαρντ, Χίρσχαρντ, τον διόρθωσε ο Κόριμ, συγχυσμένος, γιατί δεν ήξερε πώς να βάλει τέλος στην κουβέντα που είχε την ατυχία να αρχίσει μαζί του, τον έλεγαν Χίρσχαρντ, κύριε Σάρβαρυ, και επρόκειτο για κάποιον που σιχαινόταν κάθε μορφή μυστηρίου, η οποία για εκείνον σήμαινε άγνοια, και όχι μόνο σιχαινόταν το μυστήριο, αλλά ντρεπόταν κιόλας και έκανε τα πάντα για να το διαλύσει, στην περίπτωση του Κάσερ και των συντρόφων του, για παράδειγμα, κατέγραφε όλες τις παρατηρήσεις, ακόμα και τις πλέον ασήμαντες, που άφηναν οι τέσσερις να τους ξεφύγουν και έβγαζε συχνά αστήριχτα συμπεράσματα, με βάση κάποια λόγια τους που τα ερμήνευε λάθος, με άλλα λόγια, συμπλήρωνε αυθαίρετα και αλλόκοτα τις σπάνιες και μυστηριώδεις παρατηρήσεις που είχε ακούσει, για να ισχυριστεί στη συνέχεια ότι ήξερε τα πάντα, και καθόταν στο τραπέζι των πελατών και τους διηγούνταν χαμηλοφώνως, ώστε να μην τον ακούσουν οι ενδιαφερόμενοι, ότι τα τέσσερα άτομα εκεί δίπλα στο παράθυρο ήταν ύποπτα, δεν μιλούσαν, πηγαινοέρχονταν, είχαν παράξενα ονόματα και κανείς δεν ήξερε τίποτε γι' αυτούς, ακόμα και από πού είναι, η συμπεριφορά τους ήταν μάλλον περίεργη, ναι, αλλά βλέπετε, αυτοί οι άνδρες είχαν γνωρίσει τον θρίαμβο, ή μάλλον την κόλαση του Καίνιχγκρεντζ, γιατί είχαν παρευρεθεί, στις 3 Ιουνίου, πριν από τέσσερα χρόνια, στον ι 78
θριαμβευτικό εορτασμό των Πρώσων, μια νίκη που κόστισε τη ζωή σαράντα τριών χιλιάδων ανθρώπων, μόνο από την πλευρά των Αυστριακών, εξηγούσε ο Χίρσχαρντ στους πότες μπίρας στο τραπέζι, σαράντα τρεις χιλιάδες άνθρωποι στο εχθρικό στρατόπεδο σκοτώθηκαν μέσα σε μια μέρα, και όπως μπορούσαν να φανταστούν, ο καθένας που έχει δει σαράντα τρεις χιλιάδες σκοτωμένους ανθρώπους δεν θα μπορούσε να παραμείνει ο ίδιος, κι όμως, αυτοί οι τέσσερις άνδρες, έλεγε ο Χίρσχαρντ δείχνοντάς τους, ανήκαν στο στενό περιβάλλον του ένδοξου στρατηγού ως μέλη του συμβουλίου άμυνας, με άλλα λόγια, ήταν συνηθισμένοι στην οσμή του μπαρουτιού, και είχαν ήδη αντιμετωπίσει τον θάνατο στο πεδίο της μάχης, είπε ο Χίρσχαρντ τονίζοντας τη λέξη «θάνατο» με παλλόμενη φωνή, αλλά η κόλαση του Καίνιχγκρεντζ, τους είχε σοκάρει, ακόμα και αυτούς, γιατί ήταν πραγματική κόλαση, τέλος πάντων, σίγουρα για τους Αυστριακούς, πρόσθεσε, γι' αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσονται που αυτοί οι τέσσερις ήρωες του Καίνιχγκρεντζ, είχαν καμιά φορά κακή διάθεση, και μετά απ’ όλα αυτά, όλος ο κόσμος τους θεωρούσε ήρωες* μόλις οι πελάτες έμπαιναν στην μπιραρία, κοίταζαν γύρω τους για να βρουν ένα ελεύθερο τραπέζι ή ένα τραπέζι με φίλους, κάθονταν, παράγγελναν μια μπίρα, έριχναν κάποια βλέμματα προς το παράθυρο, για να σιγουρευτούν πως οι ήρωες του Καίνιχγκρεντζ ήταν στη θέση τους, μετά άκουγαν τον Χίρσχαρντ να τους διηγείται για πολλοστή φορά την ένδοξη μάχη, που ήταν θρίαμβος για τους μεν και κόλαση για τους δε, με σαράντα τρεις χιλιάδες νεκρούς, καθώς και την ιστορία αυτών των τεσσάρων ανδρών, που, μέσα σε μια μέρα, είχαν πάρει μέρος στη μάχη και είχαν έρθει αντιμέτωποι με τον θάνατο σαράντα τριών χιλιάδων ανθρώπων.
ίο. Φυσικά ο Κάσερ και οι σύντροφοί του ήξεραν πολύ καλά, εξήγησε ο Κόριμ στη γυναίκα, ότι ο ιδιοκτήτης της μπιραρίας έλεγε ό,τι 179
να ’ναι, αλλά έχοντας διαπιστώσει ότι χάρη σ' αυτές τις ψεύτικες ιστορίες του, ο κόσμος τούς άφηνε στην ησυχία τους, σπάνια έθιγαν αυτό το θέμα με τον Χίρσχαρντ και δεν τον ρωτούσαν τίποτε, παρά μόνον γιατί τους παρουσίαζε ως ήρωες του Καίνιχγκρεντζ, εφόσον ποτέ δεν είχαν πάει εκεί και ποτέ δεν ισχυρίστηκαν κάτι τέτοιο, και προσπαθούσαν ακόμα πιο σπάνια να του δώσουν να καταλάβει ότι το βάζω στα πόδια μπροστά στο Καίνιχγκρεντζ δεν σημαίνει δραπετεύω από το Καίνιχγκρεντζ, και ότι δεν ανήκαν στο περιβάλλον του Μόλτκε, δεν ήταν στρατιώτες, και ότι δεν ήταν ο πόλεμος αλλά το ενδεχόμενο ενός πολέμου που τους έκανε να το βάλουν στα πόδια, αλλά πραγματικά, αυτό συνέβαινε πολύ σπάνια, γιατί, παρόλο που είχαν εξηγήσει στον Χίρσχαρντ την κατάσταση, εκείνος δεν ήθελε να ξέρει τίποτε και αρκούνταν να κουνά το φαλακρό, γυαλιστερό από τον ιδρώτα κεφάλι του, σαν να ήξερε καλύτερα από τον καθένα την αλήθεια, τόσο που πια δεν επέμεναν, και ο Κάσερ ξανάβρισκε, λοιπόν, το νήμα της αρχικής του σκέψης, ώ θ οή^ίη^Ι ϊ 1ι γ θ 3.<1, με άλλα λόγια, συνέχιζε τη συζήτηση που τους ζωήρευε από τη στιγμή της άφιξής τους, διαβεβαιώνοντας ότι έπρεπε ασυζητητί να προετοιμαστούν για την ολοκληρωτική χρεοκοπία, εφόσον η Ιστορία εξελισσόταν αδυσώπητα προς τη φορά της επέκτασης του βασιλείου της βίας, Λ θ νίοΙθΓΚθ, αυτή η διαπίστωση αποτυχίας δεν έπρεπε ωστόσο να συγκαλύπτει όλα τα εξαιρετικά έργα που είδαν το φως της μέρας εδώ, όλα εκείνα τα λαμπρά έργα του ανθρώπου, μεταξύ των οποίων πρώτα πρώτα η ανακάλυψη του ιερού, ιΗθ Ιιοΐίηθδδ, η ανακάλυψη ενός άυλου χώρου και χρόνου, εκείνου του Θεού και του θείου, γιατί δεν υπήρχε τίποτε πιο θαυμαστό, δήλωσε ο Κάσερ, από το γεγονός ότι ένας άνθρωπος ανακάλυψε την ύπαρξη του Θεού, αναγνώρισε τη μαγευτική πραγματικότητα του ιερού, και δημιούργησε όλα αυτά με βάση αυτή του την ανακάλυψη και αυτή του την αναγνώριση, ναι, υπήρχαν μεγάλες στιγμές και μεγάλα έργα, και στην καρδιά, στον κολοφώνα αυτών των έργων, άστραι 8ο
φτε το εκτυφλωτικό φως του Θεού, ΤΗθ Οοά, ναι, είπε, και μετά ο άνθρωπος που τον ατένιζε και έχτισε ένα ολόκληρο σύμπαν από μόνος του, σαν έναν καθεδρικό ναό στραμμένο προς τον ουρανό, και γενικότερα, η ανάγκη του ιερού που νιώθουν οι θνητοί, να τι τον άφηνε κατάπληκτο, εκείνον, τον Κάσερ, μέσα σ’ αυτή την αναπόφευκτη γενική χρεοκοπία, μέσα σ' αυτή την επιταχυνόμενη πτώση προς την τελική ήττα, ναι ήταν καταπληκτικό, παρενέβη ο Φάλκε, και ακόμα πιο καταπληκτική ήταν η προσωπική διάσταση αυτού του Θεού, γιατί ο άνθρωπος, ανακαλύπτοντας ότι μπορούσε να υπάρχει ένας Θεός στον ουρανό, και ότι μπορούσε να υπάρχει ένας ουρανός πάνω από τη γη, δεν είχε βρει μοναχά έναν Κύριο, εγκατεστημένο πάνω στον θρόνο του κόσμου, αλλά ένα πρόσωπο, στο οποίο μπορούσε να απευθύνεται προσωπικά, και τι συνέβη; ρώτησε ο Φάλκε, ννΐι^τ Ιι^ρρεηθά; ρώτησε με τη σειρά του ο Κόριμ, η διάδοση σε ολόκληρο τον κόσμο του αισθήματος της εγγύτητας ήταν η απάντηση, και αυτό ήταν το πλέον καταπληκτικό, το πλέον εξαιρετικό, η ιδέα ότι ένα πλάσμα, τόσο αδύναμο και τόσο μικροσκοπικό, μπόρεσε να δημιουργήσει ένα σύμπαν που το ξεπερνούσε, γιατί τελικά αυτό ήταν το μεγαλειώδες και το μαγικό, το ότι ένας άνθρωπος μπορεί να αρθεί πάνω από τον εαυτό του και να φτάσει σε τέτοια ύψη, μπορεί να δημιουργήσει κάτι θεμελιωδώς μεγαλύτερο από το μηδαμινό του άτομο, είπε ο Φάλκε, και ο τρόπος του να αγκιστρώνεται, να προστατεύει και να εκφράζει αυτό το γιγαντιαίο το οποίο δημιούργησε, ήταν εξαιρετικά όμορφο, συναρπαστικό και επίσης συγκινητικό, ροι§η3.ηΐ, διότι βεβαίως δεν μπορούσε να κυριαρχεί πάνω σ9αυτό το μεγαλείο, να ελέγχει αυτό το γιγαντιαίο, που κατέληγε να καταρρέει, για να ξαναρχίσει στη συνέχεια από την αρχή, και αυτό να συνεχίζεται αέναα, είπε ο Φάλκε, εφόσον η προοδευτική συνειδητοποίηση της καταστροφής, δεν επηρέαζε καθόλου την επιθυμία του να οικοδομεί όλο και υψηλότερα έργα τα οποία ήταν προορισμένα να καταρρεύσουν, και αυτό στο διηνεκές, διότι ι 8ι
η τεράστια, η αφόρητη ένταση ανάμεσα στο μνημειώδες και στον μικροσκοτιικό του δημιουργό τταρέμενε αμείωτη. 11
.
Η συζήτηση συνεχίστηκε μέχρι αργά το βράδυ και τελείωσε μ’ έναν ύμνο του καλού και της αγάπης, τις δύο μείζονες επινοήσεις του δυτικού κόσμου, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Τοότ, τη στιγμή ακριβώς που, διευκρίνισε ο Κόριμ, ο Χίρσχαρντ έκανε τον γύρο των τραπέζιών, έκανε το λογαριασμό για τις μπίρες που είχαν καταναλωθεί, για να ξαποστείλει στα σπίτια τους τους πελάτες και να απαλλαγεί από τον Κάσερ και τους συντρόφους του, ακριβώς όπως είχε κάνει την προηγούμενη και την παρα-προηγούμενη, και δεν περνούσε από το μυαλό κανενός ότι όλα θα άλλαζαν, ότι αυτή η ρουτίνα θα διαταρασσόταν, ακόμα και ο Κάσερ και οι σύντροφοί του δεν είχαν διαβλέψει αυτό που ερχόταν, και, περπατώντας κατά μήκος του Ρήνου, στον δρόμο της επιστροφής τους και παρά το γεγονός ότι αισθάνονταν πως είχαν βαρύνει από τις πολλές μπίρες που είχαν κατεβάσει, συνέχισαν την κουβέντα τους, ανέφεραν την παρουσία, κατά τις τελευταίες μέρες, ενός ατόμου με περίεργη και τρομακτική εμφάνιση, και αναρωτήθηκαν αν αυτό είχε κάποια σχέση με την ανέγερση του καθεδρικού* ο άνδρας που είχαν δει από το παράθυρο ήταν ψηλός, πολύ αδύνατος, είχε μάτια χρώματος πολύ ανοιχτού γαλάζιου και φορούσε έναν μανδύα από μαύρο μετάξι, είναι ο Κύριος Μάστεμαν απάντησε ο Χίρσχαρντ όταν τον ρώτησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να αποσπάσουν πιο ακριβείς πληροφορίες, παρόλο που οι φήμες που τον αφορούσαν διαδίδονταν πολύ γρήγορα: τη μια ήταν απεσταλμένος του την άλλη δούλευε για την Κ ι γο Ιι θ , σύμφωνα με κάποιους, ερχόταν από μια χώρα πέραν των Άλπεων, σύμφωνα με άλλους, από ένα πριγκιπάτο που βρισκόταν κάπου βορειοανατολικά, και αν η ακρίβεια ορισμένων από αυτές τις φήμες δεν μπορούσε να αποκλειστεί, κανείς δεν ήταν βέβαι182
ος, καινέες φήμες, Ιΐθ^Γδ^γδ, έρχονταν ασταμάτητα στοφωςτης μέρας, έλεγαν για παράδειγμα ότι εθεάθη συντροφιά με τον αρχιμάστορα, μετά με τον αρχιξυλουργό, ή ακόμα με τον Φόιγκτελ τον ίδιο, και ότι είχε κι έναν υπηρέτη, έναν βοστρυχωτό νεαρό, μοναδικό καθήκον του οποίου ήταν να πηγαίνει κάθε πρωί στον καθεδρικό με μια πτυσσόμενη καρέκλα την οποία τοποθετούσε μπροστά στην πρόσοψη, στο κέντρο ακριβώς του προαύλιου, και στην οποία καθόταν ο κύριός του μόλις έφτανε, κι έμενε εκεί καθισμένος ώρες ολόκληρες, ακίνητος και σιωπηλός, διέδιδαν επίσης ότι οι γυναίκες, ίΐιε ννοπίθη, ιδιαιτέρως οι καμαριέρες του ξενοδοχείου όπου είχε καταλύσει, ήταν τρελές γ ι’ αυτόν, είχαν χάσει τα μυαλά τους, κι ύστερα έλεγαν ότι δεν έπινε μπίρα, προτιμούσε το κρασί, πράγμα που εδώ, στην ξακουστή πόλη της Αγίας Ούρσουλας, ήταν πραγματική προσβολή, με λίγα λόγια, υπήρχαν κάθε λογής φή μες και λεπτομέρειες, αλλά τίποτε σίγουρο, τίποτε που να επιτρέπει σε κάποιον να σχηματίσει μια καθαρή και ακριβή ιδέα για το άτομο, τίποτε το σημαντικό, τίποτε το ουσιαστικό, κι έτσι η φήμη αυτού του φον Μάστεμαν, χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, όλη η πόλη της Κολωνίας ήταν σε επιφυλακή και είχε αρχίσει να φοβάται, και κάθε πιθανότητα να αποκαλυφθεί η αλήθεια, ύ ιβ ΐπ ιΛ , εξανεμίστηκε μπροστά στον συνεχή χείμαρρο από τις νέες φήμες, που ήταν πιο ανησυχητικές οι μεν από τις δε, γιατί ορισμένοι ισχυρίζονταν πως, όταν πλησίαζε, ο αέρας ήταν πιο παγερός ή ότι τα ανοιχτά γαλάζια μάτια του ήταν στην πραγματικότητα ατσάλινες μπίλιες, εξαιρετικά λαμπερές, και ότι αυτός, ο φον Μάστεμαν, ήταν εντελώς τυφλός απέναντι σε όλα αυτά, η αλήθεια δεν μπορούσε παρά να είναι άνευ ουσίας, αν και κανείς πια δεν έψαχνε στ* αλήθεια να τη γνωρίσει, ούτε καν οΤοότ, οοποίος, παρόλο που δεν ήταν του χαρακτήρα του να δίνει βάση στα κουτσομπολιά, αναγνώρισε πως ρίγη διέτρεχαν τη σπονδυλική του στήλη, όταν έβλεπε τον Μάστεμαν καθισμένο επί ώρες, ακίνητο και με τα μάτια προσηλωμένα στον καθεδρικό ναό. 183
12.
Η απειλή πλησίαζε ακάθεκτη, εξήγησε ο Κόριμ στην κουζίνα, υπήρχαν πολλά προειδοποιητικά σημάδια, όμως μια λέξη μόνο είχε καθορίσει τα πράγματα στην Κολωνία και δεν άφηνε πια καμιά αμφιβολία για το τι θα επακολουθούσε, η λέξη Ρθδΐτιη§δ§ΐΐπ:θ1,10είπε ο Κόριμ, ή μάλλον το γεγονός που συνδέεται με αυτή τη λέξη και που ήταν το σημαντικότερο απ' όλα τ’ άλλα, τουλάχιστον για τον Κάσερ και τους συντρόφους του, γιατί η αναστάτωση γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη και την αντιλαμβανόσουν αμέσως στην μπιραρία και στην πόλη, και αν η παρουσία των στρατευμάτων που παρήλαυναν όλο και συχνότερα στους δρόμους, τους προκαλούσε ανησυχία, κατάλαβαν το πραγματικό της μέγεθος μόνον όταν, το βράδυ, είχε ακουστεί η λέξη, με τις πολεμοχαρείς της συνδηλώσεις, και όταν οι μπότες των στρατιωτών σφυροκοπούσαν το δάπεδο της μπιραρίας, ο Χίρσχαρντ κάθισε στο τραπέζι τους και τους ανήγγειλε πως ο διοικητής των στρατευμάτων που στρατοπέδευσαν στην πόλη, ο Ρθδίιιη£δ§οιινθΐ:π θ ι ι γ , 11 και στην προκειμένη περίπτωση, ο αντιστράτηγος φον Φράνκενμπεργκ αυτοπροσώπως, παρά τις διαμαρτυρίες αγανάκτησης του αρχιεπισκόπου, διέταξε την εκκένωση της ΡθδίιιηβδβΐΐΓίθΙ, για να εγκαταστήσει εκεί μια μονάδα πυροβολικού, στην ΡθδΐιχηβδβΐίΓίίθΙ, επέμενε ο Χίρσχαρντ η οποία, όπως σίγουρα γνώριζαν αυτοί οι κύριοι, ήταν το νευραλγικό κέντροτης κατασκευής του καθεδρικού ναού, γιατί εκεί βρισκόταν το Όοπιδίθΐπΐ3.§θΓρΐ3.ϊζ,12εκεί όπου είχαν αποθηκευτεί οι πέτρες, δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Τούρμχεν και η διαταγή απαιτούσε από τον κύριο Φόιγκτελ να σταματήσει όλες τις προμήθειες υλικού μέσω του σιδηροδρομικού σταθμού, -πράγμα που απειλούσε το σύνολο του σχεδίου-, και να προβεί άμεσα στην απομάκρυνση των υλικών κατασκευής, μυστικά και στα γρήγορα, η διαταγή, σε τόνο επιτακτικό, έπρεπενα εφαρμοστεί αμέσως, έπρεπε 184
λοιπόν να εκτελεστείκαιοκ. Φόιγκτελ δεν είχε, επομένως, άλλη επιλογή από το να σώσει ό,τι μπορούσε και να θάψει επιτόπου τα υπόλοιπα και, όταν είχε επικαλεστεί την πρωταρχικής σημασίας ανέγερση του καθεδρικού ναού, έλαβε την απάντηση πως μόνο η γερμανική αυτοκρατορία ήταν πρωταρχικής σημασίας, Ρ θ 8ΐαη£8£ΰΠ6ΐ, δεν σταματούσε να λέει ο Χίρσχαρντ κουνώντας το κεφάλι, μετά, βλέποντας πως οι πελάτες του παρέμεναν σιωπηλοί, προσπάθησε να τους χαλαρώσει επαινώντας τις μεγάλες προοπτικές που άνοιγε ο επικείμενος πόλεμος, Κήθ§, μάταια, ο Κάσερ και οι σύντροφοί του είχαν μείνει άναυδοι από την κατάπληξη , με το βλέμμα στο κενό, και έθεσαν στη συνέχεια κι άλλες ερωτήσεις για να κατανοήσουν καλύτερα την κατάσταση, αλλά ο Χίρσχαρντ δεν μπορούσε παρά να επαναλαμβάνει όσα τους είχε ήδη πει, μετά πήγε να συναντήσει τους χαρούμενους και θορυβώδεις στρατιώτες, οι οποίοι έδειχναν ευτυχισμένοι και, μάλιστα, αφήνοντας τη συνηθισμένη του κατήφεια, δέχτηκε να πιει μια μπίρα, πράγμα που δεν έκανε ποτέ, δηλαδή να πιει μαζί τους μια μεγάλη κούπα μπίρας και να ενώσει τη φωνή του με τη δική τους, για να γιορτάσει τραγουδώντας την αναμενόμενη ένδοξη νίκη ενάντια στους αγύρτες Γάλλους. 13.
Άφησαν τα χρήματα στην άκρη του πάγκου και έφυγαν χωρίς να τους πάρει είδηση ο Χίρσχαρντ, ο οποίος είχε παρασυρθεί από τη γενική ευφορία* άφησαν τα χρή ματα διακριτικά και έφυγαν αθόρυβα , και η νεαρή δεσποινίς έπρεπε να αναρωτιέται τι συνέβη τότε, είπε ο Κόριμ, περιττό να της διηγηθεί τη συνέχεια, ήταν τόσο προβλεπόμενη, βεβαίως, οι δικές του λέξεις δεν είχαν καμία σχέση με τις φράσεις με τις οποίες όλα αυτά ήταν διατυπωμένα μέσα στο χειρόγραφο, κυρίως όσον αφορά το πολύ όμορφο απόσπασμα το οποίο περιγράφει την τελευταία τους βραδιά, Λ θ Ι^δΐ θνθηίη§, τον δρόμο της επιστροφής κατά μήκος του Ρήνου, την παι 85
ρατεταμένη σιωπή τους, όταν πια ήταν καθισμένοι στην άκρη των κρεβατιώντους καιεπίσης, την τελευταία τουςνύχτα, την οποία την πέρασαν περιμένοντας το χάραμα, τη δυσκολία τους να σπάσουν τη σιωπή και να αρχίσουν επιτέλους μια νέα συζήτηση, για τον καθεδρικό βέβαια, και για εκείνο το συγκεκριμένο νοτιοδυτικό σημείο απ' όπου δεν θα μπορούσαν ποτέ πια, η θ ν θ Γ π ι ο γ θ , να τον παρατηρούν, εκείνο το σημείο από το οποίο φαινόταν, σαν ένας απόλυτα συμπαγής όγκος, με τις πανέμορφες αντηρίδες του, τα πολύ όμορφα φιλοτεχνημένα αντιστηρίγματα, τη λεπτότητα του σκαλιστού διακόσμου της πρόσοψης, που απέκρυπτε τη βαριά και ογκώδη όψη του συνόλου, και μετά η συζήτηση περιστράφηκε, φυσικά, γύρω από μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα, αναφέρθηκαν στα απαράμιλλα αριστουργήματα της ανθρώπινης φαντασίας, στην Ουράνια και στη Γήινη τάξη, στον κόσμο του Ερέβους, στη δημιουργία αυτού του αόρατου σύμπαντος, γιατί περιττό να πει ότι μόλις άκουσαν τα λόγια του Χίρσχαρντ, κυρίως το μέρος που αφορούσε την Ρθδ£ηη§δ§ϋ.Γΐ:θ1 και τη διαταγή εκκένωσης του χώρου, είχαν καταλάβει αμέσως τι ετοιμαζόταν και η απόφασή τους είχε ληφθεί αμέσως, έπρεπε δίχως αναβολή να εγκαταλείψουν αυτή την Κολωνία, να εγκαταλείψουν αυτό το μέρος, είχε πει ο Μπενγκάτζα, όπου το πνεύμα της δημιουργίας, θα παραχωρούσε τη θέση του στο πολεμικό πνεύμα, ΐΐΐθ ζτΐ οΓ δοΙάΐθΓδ, είπεοΚόριμ με τη βοήθεια του λεξικού του, καιένανέο κεφάλαιο θα έφτανε στο τέλος του δίχως να λυθεί το μυστήριο που περιέβαλε τον Κάσερ και τους συντρόφους του, ούτε να φωτιστεί το νόημα και ο τελικός σκοπός αυτού του χειρογράφου: τι νόημα είχε όλο αυτό και γιατί αυτός που το διάβαζε ή το άκουγε είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν σε λάθος δρόμο, όταν επεδίωκε να κατανοήσει τους τέσσερις αιθέριους ήρωες, τον Κάσερ και τους συντρόφους του; γιατί, φυσικά, θα ήθελε να κατανοήσει, τουλάχιστον αυτός, ο Κόριμ, αλλά στο μεταξύ έπρεπε να αρκείται μόνον στο να κοιτάζει, να παρατηρεί μια εικόνα, την εικόνα που εκείνη ι 86
τη συγκεκριμένη στιγμή είχε σχη ματίσει στο μυαλό του ενόσω μετέφερε στον υπολογιστή τη σκηνή της επόμενης μέρας, τότε, που την αυγή, είχαν πάρει την επιβατική άμαξα για να τους μεταφέρει μακριά από την Κολωνία, και η εικόνα αυτή ήταν η τελευταία που είχαν πάρει μαζί τους: ο νεαρός υπηρέτης με τα κατσαρά μαλλιά είχε εμφανιστεί στο προαύλιο του Καθεδρικού, με το ένα χέρι να κρατά το πτυσσόμενο κάθισμα και το άλλο στην τσέπη, η αύρα ανέμιζε τα μαλλιά του, ενώ τοποθετούσε το κάθισμα στο κέντρο της πλατείας μπροστά στη δυτική πρόσοψη και είχε καθίσει δίπλα του περιμένοντας, αλλά τίποτε δεν συνέβαινε και έμεινε εκεί, με τα δυο του χέρια τώρα στις τσέπες, είχε χαράξει η μέρα, αλλά η πλατεία παρέμενε έρημη και το κάθισμα κενό.
187
V Κ Α Θ ’ Ο Δ Ο Ν ΠΡΟ Σ Τ Η Β Ε Ν Ε Τ Ι Α
ι. Ήταν περίπου δύο και τέταρτο το πρωί, και ακόμα κι από απόσταση, ήταν εύκολο να διακρίνει κανείς ότι ήταν τύφλα στο μεθύσι, γιατί, μόλις πέρασε το κατώφλι του διαμερίσματος ουρλιάζοντας: Μαρία! σκόνταψε στον τοίχο, και αμέσως μετά ακούστηκε ένας θόρυβος από αλλεπάλληλες πτώσεις, συνοδευόμενες από βρισιές, πράγμα που δεν άφηνε καμιά αμφιβολία, ήταν μεθυσμένος, και όσο περισσότερο πλησίαζε στο διαμέρισμα, τόσο εκείνη βυθιζόταν μέσα στο πάπλωμα, μην αφήνοντας να εξέχει τίποτε, ούτε τα πόδια ούτε τα χέρια ούτε καν το κεφάλι, και αφού σκεπάστηκε ολόκληρη, άρχισε να τρέμει, κρατώντας την αναπνοή της, τραβήχτηκε προς τον τοίχο για να αφήσει τον μεγαλύτερο δυνατό χώρο στο κρεβάτι και να περιοριστεί η ίδια σ' έναν όσο γίνεται μικρότερο, να υπολογίσει από το δωμάτιο τον βαθμό αλκοολαιμίας ήταν φυσικά αδύνατον, μόνον όταν εκείνος κατάφερε τελικά, και αφού το προσπάθησε πολλές φορές, να πιάσει και να γυρίσει το πόμολο και να ανοίξει διάπλατα την πόρτα, είχε διαπιστώσει η γυναίκα ότι βρισκόταν στα όρια αιθυλικού κώματος και, όπως ήταν λογικό, μόλις άνοιξε την πόρτα, σωριάστηκε φαρδύς πλατύς κάτω, ακολούθησε τότε μια μακρά σιωπή, ο διερμηνέας παρέμενε ακίνητος, αλλά ούτε κι εκείνη κουνήθηκε κάτω από το πάπλωμα, μόνο, συσπώντας όλους τους μύες της, μπό189
ρεσε να συγκρατήσει την αναπνοή της, αλλά η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά από τον φόβο, που δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο, και στη μεγάλη προσπάθειάτηςνα μην κάνει θόρυβο, άφησε να της ξεφύγει κάτω από το πάπλωμα ένα βογκητό, κι έμεινε εκεί για κάποια λεπτά πετρωμένη, αλλά δεν συνέβη τίποτε, δεν ακούστηκε τίποτε, εκτός από το ραδιόφωνο του γείτονα στο επάνω διαμέρισμα που ακουγόταν από μακριά, και πιο συγκεκριμένα τον υπόκωφο ήχο του μπάσου από το κομμάτι «Οοά Ιονθ», των ΤΙί γθ θ Ιθδΐΐδ, όχι όμως την τσιριχτή φωνή του τραγουδιστή και τα ουρλιαχτά του συνθεσάιζερ, μόνον οι διάχυτες και επαναλαμβανόμενες συγχορδίες του μπάσου διέσχιζαν το ταβάνι, και αποφάσισε τότε να διακινδυνεύσει να βγάλει το κεφάλι της από το πάπλωμα και να δει πώς έχει η κατάσταση και, ενδεχομένως, να τον βοηθήσει, σκεπτόμενη ότι ο διερμηνέας θα έμενε εκεί μέχρι την επομένη το πρωί, αλλά εκείνη τη στιγμή, ενάντια σε κάθε προσδοκία και με μια απίστευτη ζωηράδα, ο διερμηνέας σηκώθηκε σαν όλα αυτά να ήταν μόνο μια φάρσα, σηκώθηκε λοιπόν ξαφνικά και, αν και τρεκλίζοντας, στάθηκε ανάμεσα στο κούφωμα της πόρτας, καιμεένααμυδρό, απειλητικό χαμόγελο στα χείλη, κοίταξε επίμονα τη γυναίκα στο κρεβάτι, ξαφνικά το πρόσωπό του πήρε μια πολύ σοβαρή έκφραση, το βλέμμα του σκλήρυνε, τα μάτια του έγιναν τόσο αιχμηρά όσο δυο λάμες μαχαιριού, ενώ εκείνη ήταν τόσο τρομοκρατημένη, που δεν μπορούσε να σηκώσει το πάπλωμα για να σκεπαστεί, και άρχισε να τρέμει, να τρέμει σύγκορμη , ζαρωμένη στον τοίχο, Μαρία! ούρλιαξε ο διερμηνέας τονίζοντας το «ι», μεχλεύη και περιφρόνηση, μετά προχώρησε προς το κρεβάτι, άρπαξε μεμιάς το πάπλωμα και το έριξε κάτω, έβγαλε με τη βία το νυχτικό της, εκείνη δεν τόλμησε να φωνάξει όταν είδε το νυχτικό της να γλιστρά από το σώμα της, αλλά νιώθοντας άθλια μέσα στη γύμνια της, υπάκουσε άφωνη, όταν εκείνος με βραχνή και ψιθυριστή φωνή τη διέταξε να γυρίσει και να καθίσει στα τέσσερα πάνω στο κρεβάτι, βγάλε το βρακί σου, παλιοπουτάνα! γρύ190
λισε βγάζοντας το πέος του και, παρόλο που μιλούσε ουγγρικά, εκείνη μάντευε ακριβώς τι ήθελε, ανασήκωσε τα οπίσθια, και ο διερμηνέας διείσδυσε μέσα της πολύ βίαια, ο πόνος την έκανε να κλείσει τα μάτια, αλλά και πάλι δεν έβγαλε άχνα, ούτε όταν ο διερμηνέας άρχισε να της σφίγγει τον λαιμό, εξίσου βίαια, δεν έβγαλε άχνα, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της που έτρεχαν τώρα σε όλο το πρόσωπό της, και άντεξε μέχρι που εκείνος άφησε τον λαιμό της και γαντζώθηκε από τους ώμους της, αν δεν το έκανε, ήταν σίγουρος, η γυναίκα, από τα όλο και πιο βίαια χυυπήματά του, θα σωριαζόταν κάτω, την άρπαξε, λοιπόν, και την ταρακούνησε με μια απεγνωσμένη δύναμη, αλλά του ήταν αδύνατον να τελειώσει, κι έτσι, εξαντλημένος, την έσπρωξε και έπεσε στο κρεβάτι, μετά ξάπλωσε ανάσκελα, άνοιξε τα σκέλια του και της έδειξε το μαλακό του πέος, μια κίνηση που σήμαινε ότι έπρεπε να το πάρει στο στόμα της, πράγμα που έκανε, αλλά ακόμα κι έτσι, ο διερμηνέας δεν κατάφερε να τελειώσει και εξοργισμένος τη χτύπησε στο πρόσωπο αποκαλώντας την Πορτορικανή παλιοπουτάνα, η δύναμη από το χαστούκι έριξε τη γυναίκα στο πάτωμα, όπου και έμεινε, γιατί δεν είχε τη δύναμη να κουνηθεί από τη θέση της και να κάνει το οτιδήποτε, ενώ ο διερμηνέας έχασε πάλι τις αισθήσεις του και άρχισε να ροχαλίζει με το στόμα διάπλατα ανοιχτό, προσφέροντάς της έτσι μια ευκαιρία να φύγει έρποντας, και έφυγε όσο πιο μακριά μπορούσε, σκεπάστηκε με μια κουβέρτα, και απέφυγε να κοιτάξει προς το κρεβάτι, απέφυγε να κοιτάξει τον αναίσθητο άνδρα, να κοιτάξει εκείνο το διάπλατα ανοιχτό στόμα που ανέπνεε, εκείνα τα δόντια, εκείνη τη γλώσσα, και το σάλιο που αργοκυλούσε και κάλυπτε το μακρουλό του πιγούνι. 2.
Ήταν δημιουργός βίντεο και ποιητής, είπε ο διερμηνέας στον Κόριμ , ενώ κάθονταν οι δυο τους στο τραπέζι της κουζίνας την επο191
μένη το πρωί, και υπήρχε κάτι που έπρεπε ο Κόριμ να το βάλει καλά στο μυαλό του μια για πάντα, ότι το μόνο πράγμα στον κόσμο που τον ενδιέφερε, ο μόνος λόγος ύπαρξης γι’ αυτόν ήταν η τέχνη, ήτανγεννημένοςγι’ αυτή, μόνο αυτή σκεφτόταν, μόνο μ* αυτήν ασχολούνταν, τέλος πάντων, πολύ σύντομα θα ήταν και πάλι έτσι, μετά από κάποια χρόνια αναγκαστικής διακοπής, θα δημιουργούσε ένα σπουδαίο, αριστουργηματικό βίντεο, είπε, σφαιρικό και βασικό, για τον χώρο και για τον χρόνο, για τη σιωπή και για τον λόγο, και κυρίως, φυσικά, για τα αισθήματα, τα ένστικτα, το πάθος, ό,τι αποτελεί την ουσία, τη βάση της ανθρώπινης κατάστασης, τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, τη φύση, το σύμπαν, πρόκειται για ένα έργο ακαταμάχητο που δεν θα περνούσε απαρατήρητο, και ελπίζει ότι ο Κόριμ κατανοεί το νόημα των λέξεών του, ένα ακαταμάχητο βίντεο που δεν θα περνούσε απαρατήρητο και θα μιλούσαν γι' αυτό με τέτοιους όρους, που ακόμα κι ένα μηδαμινό και ασήμαντο πλάσμα όπως εκείνος, ο Κόριμ, θα μπορούσε να καυχιέται ότι τον είχε γνωρίσει και να λέει: εμ, βέβαια, καθόμουν μαζί του στην κουζίνα, έμεινα πολλές εβδομάδες στο σπίτι του, με φιλοξένησε, με βοήθησε, με στήριξε, μου πρόσφερε στέγη, ελπίζει μια μέρα να τα λέει όλα αυτά, γιατί τίποτε πια δεν μπορούσε να τον σταματήσει, η επιτυχία ήταν εγγυημένη , τα πράγματα προχωρούσαν, κινούνταν, και σε λίγες μέρες από τώρα, όλα θα ήταν έτοιμα, θα είχε μια κάμερα, μια μονταζιέρα και όλα τα υπόλοιπα, τη δική του κάμερα, τη δική του μονταζιέρα και γέμισε πάλι τα δύο ποτήρια με μπίρα, τα τσούγκρισε με δύναμη, ήπιε τη δική του μονορούφι και όχι γουλιά γουλιά, τα μάτια του ήταν κόκκινα, το πρόσωπό του πρησμένο, τα χέρια του έτρεμαν τόσο, που για να ανάψει τσιγάρο, χρειάστηκε να κάνει πολλές προσπάθειες μέχρι να βρει η φλόγα του αναπτήρα του την άκρη του τσιγάρου του και, εάν ο Κόριμ ήθελε να μάθει περισσότερα, είπε σωριασμένος στο τραπέζι, δεν είχε παρά να ρωτήσει, και πήρε ύφος αυστηρό, σηκώθηκε και, τρεκλίζον192
τας, πήγε μέχρι το δωμάτιό του, για να επιστρέφει αμέσως με έναν φάκελο χαρτιά που τον πέταξε πάνω στο τραπέζι μπροστά στον Κόριμ, εμπρός! είπε, σκύβοντας στο πρόσωπό του, ίσως σας βοηθήσει να μπείτε στο νόημα, να μαντέψετε περί τίνος πρόκειται, εμπρός! του είπε δείχνοντας τον κλειστό με λαστιχάκι φάκελο, μπορείτε να τον ανοίξετε και να τον διαβάσετε, και ο Κόριμ τράβηξε το λαστιχάκι σιγά, σαν να επρόκειτο για βαμμένο πασχαλινό αυγό που και η παραμικρή απότομη κίνηση μπορούσε να το σπάσει, έσκυψε, και άρχισε υπάκουα να διαβάζει την πρώτη σελίδα, εμπρός! είπε ο διερμηνέας χτυπώντας τα φύλλα, διαβάστε! διαβάστε λοιπόν! και θα καταλάβαινε επιτέλους ποιον είχε απέναντι του, ποιος ήταν ο Γιόζεφ Σάρβαρυ, ο χώρος, είπε, και ο χρόνος, και ξανακάθισε, ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι, στήριξε το κεφάλι του στα δυο του χέρια, κρατώντας με το ένα το τσιγάρο, που ο καπνός του ανέβαινε αργά σχηματίζοντας τολύπες, ναι, είπε ο Κόριμ φοβισμένα, καταλάβαινε πολύ καλά, κι αυτό του άρεσε πολύ, πόσο μάλλον που κι ο ίδιος ασχολούνταν με ένα καλλιτεχνικό έργο το οποίο απασχολούσε όλες τις μέρες του, ο κύριος Σάρβαρυ γνώριζε στο μεταξύ ότι το χειρόγραφο πάνω στο οποίο δούλευε ήταν ένα μέγιστο καλλιτεχνικό έργο, ήταν λοιπόν σε θέση να καταλαβαίνει τα προβλήματα δημιουργίας, από μακριά, βεβαίως, και έμμεσα, εφόσον ο ίδιος δεν ήταν άμεσα εμπλεκόμενος, και αρκούνταν στο να το θαυμάζει μόνο και να το υπηρετεί, είχε αφιερώσει τελικά τη ζωή του στην υπηρεσία της τέχνης, μια ζωή που δεν άξιζε πια τίποτε, που δεν άξιζε δεκάρα! παρενέβη ο διερμηνέας γυρίζοντας το κεφάλι του απ’ την άλλη, αλλά η τέχνη, αντιθέτως, συνέχισε ο Κόριμ, από δω και στο εξής, σήμαινε τα πάντα γι' αυτόν, για παράδειγμα, η αρχή του τρίτου κεφαλαίου ήταν απλούστατα συναρπαστική, κύριε Σάρβαρυ! μόλις πριν είχε πιάσει το νόημα ενώ μετέφερε στον υπολογιστή -λυπόταν που δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει άλλη λέξη απ’ αυτήν: είχε πιάσει το νόημα- του επεισοδίου του τρίτου κε193
φαλαίου, το οποίο περιέγραφε το Μπασάνο και τους τέσσερις πρωταγωνιστές έτοιμους να αναχωρήσουν για τη Βενετία, το απόσπασμα αυτό ήταν απαράμιλλης ομορφιάς, με τους μακρινούς περιπάτους τους στο Μπασάνο, όσο περίμεναν μια άμαξα στην οποία θα μπορούσαν να επιβιβαστούν, τις ατελείωτες συζητήσεις τους για όλα όσα θεωρούσαν ότι ήταν τα ωραιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου, την εξαιρετική ευαισθησία η οποία επέτρεψε στους ανθρώπους να ανακαλύψουν έναν εξαιρετικό κόσμο, τις στοχαστικές κουβέντες του Κάσερ για την αγάπη και τις ερωτήσεις του Φάλκε, τον τρόπο τους να διατυπώνουν και να αναλύουν μαζί τον συλλογισμό τους, γιατί οι συζητήσεις τους διεξάγονταν πάντα έτσι, ο Κάσερ εισήγαγε και ανέπτυσσε μια σκέψη, ο Φάλκε την τεκμηρίωνε και τη συνέχιζε, και ο Τοότ και ο Μπενγκάτζα παρενέβαιναν πότε πότε, και ξέρετε κύριε Σάρβαρυ! αυτό που είναι εκπληκτικό είναι ότι ποτέ δεν είχαν αναφερθεί σ’ ένα ουσιώδες στοιχείο, ένα στοιχείο που μόλις θα αποκαλυπτόταν, θα αποδεικνυόταν ότι ήταν κεφαλαιώδους ση μασίας: ο ένας από τους τέσσερις άνδρες ήταν τραυματισμένος, κι αυτό είχε κρατηθεί μυστικό μέχρι τη στιγμή της αναχώρησής τους, στιγμή η οποία αναφέρεται μία και μοναδική φορά, όταν, πολύνωρίςτο πρωί, και ενώ ο Μάστεμαν, που έφτασε από το Τρέντο, άλλαζε τα άλογα στον ενδιάμεσο σταθμό, στην αυλή του πανδοχείου στο Μπασάνο, ο πανδοχέας εξηγούσε σ' αυτόν τον τελευταίο, ανάμεσα σε δύο βαθιές υποκλίσεις, ότι μια ομάδα ταξιδιωτών, κατά τα φαινόμενα προσκυνητών, που ήταν καθ' οδόν για τη Βενετία, διέμενε στο πανδοχείο του εδώ και μια εβδομάδα, και ότι ο ένας από τους τέσσερις ήταν τραυματισμένος και δεν ήξερε ούτε πού ούτε σε ποιον να το αναφέρει, γιατί, κατά τη γνώμη του, είπε χαμηλώνοντας τη φωνή του, αυτή η ομάδα ήταν άκρως ύποπτη, κανείς δεν γνώριζε τίποτε εκτός από το γεγονός ότι πήγαιναν στη Βενετία, και η συμπεριφορά τους ήταν πολύ παράξενη, συνέχισε ο πανδοχέας χαμηλόφωνα, περνούσαν όλη τη μέρα καθισμένοι ή κάνοντας πε194
ριπαίους, ονειροπολώντας, και ήταν πεπεισμένος ότι δεν ήταν πραγματικοί προσκυνητές, γιατί, αφενός περνούσαν τον καιρό τους μιλώντας για γυναίκες και, αφετέρου, εκφράζονταν μετόσο ασεβή και ακατανόητα λόγια που ο κοινός θνητός, εκτός από τον σκανδαλώδη χαρακτήρα τους, δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτε άλλο, και κατά την άποψή του, τα ρούχα τους ήταν απλώς μια μεταμφίεση, με λίγα λόγια, αυτά τα κουμάσια δεν έλεγαν τίποτε που να βγάζει κάποιο νόημα, είπε ο πανδοχέας στον Μάστεμαν ο οποίος, μ' ένα νεύμα του χεριού του, του πρόσταζε να απομακρυνθεί από την άμαξα, και μια ώρα αργότερα ο πανδοχέας αισθάνθηκε φοβερά συγχυσμένος, όταν ο άντρας, κατά τα φαινόμενα ένας ευγενής από το Τρέντο, του είχε αναγγείλει αντί αποχαιρετισμού, ότι για να διώξει την ανία του ταξιδιού, αποφάσισε, εάν τους βόλευε κι εκείνους, να πάρει μαζί του αυτούς τους τέσσερις άνδρες, και ο πανδοχέας, αφού χαλίνωσε και έζεψε τα νέα άλογα και έλεγξε αν οι αποσκευές είχαν τοποθετηθεί και δεθεί γερά στην οροφή της άμαξας, έτρεξε να κάνει το καθήκον που του ανατέθηκε, και να μεταφέρει την καλή είδηση στους τέσσερις άνδρες, και παρόλο που δεν καταλάβαινε τίποτε από την όλη ιστορία, αισθάνθηκε πραγματικά ανακουφισμένος όταν τους είδε να φεύγουν, και όταν η άμαξα πέρασε την πύλη της αυλής και πήρε τον δρόμο προς την Πάδουα, παραιτήθηκε από κάθε προσπάθεια να καταλάβει, αρκέστηκε μόνο να κάνει τον σταυρό του και να κοιτά την άμαξα να απομακρύνεται στον δρόμο, και έμεινε μπροστά στο πανδοχείο για πολλή ώρα, μέχρι να εξαφανιστεί μαζί τους το σύννεφο της σκόνης που σήκωνε η άμαξα. 3.
Πιέτρο Αλβίζε Μάστεμαν, είπε ο άνδρας, κάνοντας ελαφρά υπόκλιση της κεφαλής και πήγε να καθίσει ξανά, τους κάλεσε κι αυτούς να καθίσουν μαζί του, όμως, με τόσο ψυχρή έκφραση, που έγινε αμέσως φανερό πως η αδιαμφισβήτητη εκδήλωση γενναι195
οδωρίας εκ μέρους του, δεν υπαγορευόταν από την καλοσύνη, την εξυπηρετικότητα, την επιθυμία συντροφιάς ή την περιέργεια, αλλά, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ήταν αποτέλεσμα στιγμιαίας ιδιοτροπίας ενός υπεροπτικού χαρακτήρα, γεγονός που προκαλούσε δυσκολίες στην κατανομή των θέσεων, γιατί πού θα κάθονταν εκείνοι, τη στιγμή που αυτός είχε καταλάβει μόνος του ολόκληρο το ένα κάθισμα και δεν μπορούσαν να καθίσουν και οι τέσσερις στο άλλο, προσπάθησαν, στριμώχτηκαν όσο μπορούσαν, αλλά ο τέταρτος άνδρας, και στην προκειμένη περίπτωση ο Φάλκε, δεν χωρούσε να καθίσει κι έτσι κατέληξε, μετά από κάποιους αμήχανους δισταγμούς και ζητώντας ταυτοχρόνως χίλια συγγνώμη, να τολμήσει να καθίσει δίπλα στον Μάστεμαν, δηλαδή αφού παραμέρισε τις κουβέρτες, τα βιβλία, τους χάρτες και τα καλάθια με τις προμήθειες και ακουμπώντας, διπλωμένος στα δύο, στο εσωτερικό τοίχωμα της άμαξας, ενώ ο Μάστεμαν δεν κουνήθηκε καθόλου από τη θέση του, αμέριμνος, με τα πόδια του σταυρωμένα, άνετα καθισμένος, παρατηρούσε κάτι από το παράθυρο, πράγμα που το ερμήνευσαν ως σημάδι ανυπομονησίας να τους δει επιτέλους να κάθονται για να δώσει το τελικό σινιάλο αναχώρησης, να πώς εκτυλίχθηκαν τα πρώτα λεπτά της ώρας μέσα στην άμαξα, κι αυτή η ατμόσφαιρα δεν άλλαξε καθόλου στη συνέχεια: ο Μάστεμαν έκανε νεύμα στον αμαξά, η άμαξα ξεκίνησε, και η σιωπή συνέχισε να βασιλεύει στο εσωτερικό της, ενώ οι τέσσερις άνδρες ένιωθαν πως ήταν η στιγμή, τώρα ή ποτέ, να συστηθούν, ναι, αλλά πώς ν’ αρχίσουν; εμφανώς, ο Μάστεμαν δεν είχε καμιά διάθεση να πιάσει κουβέντα, αλλά να μην μπορούν να κάνουν αυτά τα τυπικά ως όφειλαν, γινόταν γι' αυτούς όλο και πιο ενοχλητικό, η ευπρέπεια απαιτούσε -ξερόβηξαν- να εξηγήσουν ποιοι είναι, από πού έρχονται και πού πηγαίνουν, αλλά πώς να το κάνουν; αντάλλαξαν ένα βλέμμα, και μετά απ’ όλα αυτά τα λεπτά αμήχανης σιωπής, άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους όσο πιο σιγά μπορούσαν, για να μην ενοχλήσουν τον Μάστεμαν, μί196
λησαν για το πόσο τους άρεσε η διαμονή τους στο Μπασάνο, όπου μπόρεσαν να θαυμάσουν το γραφικό όρος Γκράππα, και την εκκλησία των Φραγκισκανών με τον αρχαίο της τρούλο, να περπατούν μέσα στα δρομάκια και να ακούνε τον γλυκό παφλασμό του Μπρέντα, να διαπιστώνουν πόσο ευγενικοί ήταν οι άνθρωποι, πόσο φιλικοί και ανοιχτοί, και ιδιαιτέρως ο πανδοχέας, πρέπει να ευγνωμονούν τον Θεό που τους έφερε στον δρόμο τους το Μπασάνο, και, κυρίως, που τους επέτρεψε να συνεχίσουν το ταξίδι τους, αν και σ' αυτή την περίπτωση δεν ήταν ο Θεός που έπρεπε να ευγνωμονούν αλλά ο κύριος Μάστεμαν, είπαν ρίχνοντάς του ένα βλέμμα, όμως χωρίς κανένα αποτέλεσμα, γιατί ο ευεργέτης τους είχε πάντα τα μάτια του προσηλωμένα στη σκόνη του δρόμου για την Πάδουα και τότε, τη στιγμή που κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, κατάλαβαν πως ο Μάστεμαν, όχι μόνο δεν είχε διάθεση να κουβεντιάσει μαζί τους, αλλά δεν επιθυμούσε και να τους ακούει, τελικά, και αντίθετα με ό,τι πίστευαν, δεν περίμενε τίποτε από αυτούς, αρκούνταν μόνο στην παρουσία τους και έβγαλαν το συμπέρασμα ότι τον Μάστεμαν λίγο τον ενδιέφερε το θέμα της συζήτησής τους, όποιο κι αν ήταν αυτό, γεγονός που έκανε το ταξίδι των τεσσάρων ανδρών πιο ευχάριστο, γιατί κατάλαβαν ότι μπορούσαν να ξαναπιάσουν και να συνεχίσουν τη συζήτηση εκεί που την είχαν αφήσει στο Μπασάνο, να συνεχίσουν την κουβέντα τους για την αγάπη, διευκρίνισε ο Κόριμ, για τον τρόπο με τον οποίο η αγάπη έχει μεταμορφώσει τον κόσμο, είπε ο Κάσερ, ενώ η άμαξα έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα και το Μπασάνο χανόταν από τα μάτια τους. 4. Ο Κόριμ καθόταν στο δωμάτιό του και ήταν σαφές ότι δεν ήξερε τι να κάνει, τι να σκεφτεί, ποια συμπεράσματα να βγάλει για όλα όσα συνέβησαν στο διαμέρισμα το πρωί και δεν σταματούσε να σηκώνεται, να περπατά νευρικά πάνω-κάτω στο δωμάτιο, ναξα197
νακάθεται, να ξανασηκώνεται, να περπατά, να ξανακάθεται, και όλο αυτό κράτησε πάνω από μια ώρα, ήταν απολύτως κατανοητό, γιατί είχε φοβηθεί πολύ όταν, γύρω στις εννέα και τέταρτο το πρωί, ο διερμηνέας είχε ανοίξει ξαφνικά την πόρτα του και τον είχε σύρει με τη βία στην κουζίνα, η οποία έμοιαζε με πεδίο μάχης, λέγοντάς του ότι έπρεπε να σφραγίσουν τη φιλία τους με μια μπίρα, για να ξεκινήσει στη συνέχεια έναν ακαταλαβίστικο μονόλογο που του είχε φανεί πως περιείχε και κάποιες θολές απειλές, ανάμεσα στα υπόλοιπα θέματα που ήταν άσχετα μεταξύ τους, του ανέφερε πως κάτι είχε φτάσει στο τέλος του το προηγούμενο βράδυ, και ότι ένα κεφάλαιο είχε κλείσει οριστικά, καιοΚόριμ τον διέκοφε γιατί δεν ήθελε να ξέρει για ποιο κεφάλαιο μιλούσε, ενώ έβλεπε πως η διάθεση του διερμηνέα μπορούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξει και να γίνει τελείως εχθρική, άρχισε λοιπόν να μιλά, να μιλά ακατάπαυστα, μέχρι τη στιγμή που ο διερμηνέας σωριάστηκε πάνω στο τραπέζι και αποκοιμήθηκε, και ο ίδιος αποσύρθηκε γρήγορα στο δωμάτιό του, αλλά δεν μπορούσε να ηρεμήσει, τότε, λοιπόν, ξεκίνησαν τα πηγαινέλα μέσα στο δωμάτιο, δηλαδή η μάχη που έδινε για να μη στήσει αυτί, να μην αναρωτιέται αν ο διερμηνέας ήταν ακόμα στην κουζίνα ή αν είχε επιστρέφει στο δωμάτιό του, και ύστερα, λίγο μετά, καιενώ έφτανε από μακριά ο θόρυβος των πιάτων και των ουρλιαχτών, δήλωσε: φτάνει! ήταν καιρός να αρχίσει τη δουλειά, είπε, ήταν καιρός να καθίσει στον υπολογιστή του και να ξαναπιάσει το νή μα της ιστορίας, κι έτσι αφέθηκε να απορροφηθεί εντελώς από τη δουλειά μέχρι το βράδυ, οπότε σταμάτησε και ξάπλωσε στο κρεβάτι του βουλώνοντας τα αυτιά του, έβλεπε μόνον τον Κάσερ, τον Φάλκε, τον Μπενγκάτζα και τον Τοότ, και μόνον έτσι μπόρεσε να αποκοιμηθεί, παρά τον θόρυβο των πιάτων και τις φωνές που έφταναν κάθε τόσο, με την εικόνα του Κάσερ καιτων συντρόφων του που απασχολούσαν όλη τη φαιά ουσία του, και, αναμφίβολα, χάρη σ' αυτούς μπόρεσε, όταν την επομένη μπήκε τη συνηθισμέ198
νη ώρα στην κουζίνα, να αντικρίσει ένα αληθινό θαύμα, γιατί είχε βρει τον χώρο άθικτο, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, ό,τι ήταν σπασμένο είχε σκουπιστεί, τα αίματα είχαν καθαριστεί, το φαί σιγόβραζε και πάλι στις κατσαρόλες, το ξυπνητήρι πάνω στον μπουφέ σφυροκοπούσε και πάλι με τα τικ-τακ του, και η σύντροφος του διερμηνέα βρισκόταν στη συνηθισμένη της θέση, με την πλάτη γυρισμένη, ακίνητη, και εφόσον όλα έδειχναν ότι ο διερμηνέας είχε, ως συνήθως αυτή την ώρα, βγει, αφού συνήλθε από την έκπληξη, κάθισε στη θέση του στο τραπέζι της κουζίνας και άρχισε αμέσως να μιλά, της είπε ότι πέρασε τη βραδιά συντροφιά με τον Κάσερ και τους συντρόφους του και ότι δεν έβλεπε παρά μόνον αυτούς, τον Κάσερ, τον Φάλκε, τον Τοότ και τον Μπενγκάτζα, και είχε αποκοιμηθεί με την εικόνα των τεσσάρων μέσα στο κεφάλι του, ήταν μάλιστα σε θέση να ομολογήσει στη νεαρή δεσποινίδα ότι απασχολούσαν όχι μόνο το μυαλό του αλλά και την καρδιά του, γιατί, σήμερα το πρωί, όταν ξύπνησε και είχε αρχίσει να σκέφτεται, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε στη ζωή παρά μόνον αυτούς, ότι ζούσε μαζί τους, περνούσε τις μέρες του μαζί τους, τις μέρες καιτιςνύχιεςτου, μάλιστα μπορούσενα πει ότι δεν είχε κανέναν στον κόσμο εκτός από κείνους, ήταν οι μόνοι, ίσως επειδή διάβαζε για τελευταία φορά την ιστορία τους και τους αισθανόταν κοντά του, τους ένιωθε τόσο κοντά του που αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, κι ενώ η άμαξα τους μετέφερε στη Βενετία, θα μπορούσε να τους περιγράφει στη νεαρή δεσποινίδα, είπε με ύφος στοχαστικό, ίσωςμάλιστανα μπορούσενα τους περιγράφει λεπτομερώς τον έναν μετά τον άλλον, αρχίζονταςγια παράδειγμα με το πρόσωπο του Κάσερ: πυκνά φρύδια, μαύρα και λαμπερά μάτια, μυτερό πιγούνι και μέτωπο μεγάλο και φαρδύ, κι εκείνο του Φάλκε: μικρά αμυγδαλωτά μάτια, μεγάλη γαμψή μύτη και μακριά κατσαρά μαλλιά να πέφτουν στους ώμους του, και μετά του Μπενγκάτζα με τα υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια του, τη λεπτή, σχεδόν γυναικεία, μύτη και το μέτωπο αυλακωμένο από τις
ρυτίδες και, τέλος, του Τοότ, με τα μικρά στρογγυλά μάτια του, τη μυτερή μύτη και κάτω από τα μάτια, γύρω από τη μύτη και το πιγούνι, τις βαθιές ρυτίδες που έμοιαζαν σαν να είχαν σκαφτεί με καλέμι, να τι έβλεπε κάθε μέρα, έβλεπε από πολύ κοντά, και την κάθε στιγμή και μπορούσε πια να της ομολογήσει ότι, μόλις ξύπνησε σήμερα το πρωί, ένας φόβος τον κυρίευσε ξαφνικά, γιατί τώρα που ήταν στην πολλοστή ανάγνωσή του, είχε την εντύπωση ότι διαισθανόταν λίγο λίγο τους λόγους της φυγής τους, διέβλεπε πού θα τους οδηγούσε αυτό το παράξενο χειρόγραφο, γιατί δεν είχαν ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, γιατί υπήρχε γύρω τους αυτή η διαρκής ομίχλη, τους είχε απλώς κοιτάξει, είπε στη γυναίκα, είχε κοιτάξει αυτά τα τέσσερα όμορφα και αγαπημένα πρόσωπα και για πρώτη φορά, και όχι δίχως να αναριγά από τρόμο, είχε την εντύπωση ότι τα προαισθανόταν, ότι τα ήξερε όλα. 5* Εάν απέμενε να διατυπωθείμια μόνο πρόταση ακόμα, εγώ θα τη διατύπωνα ως εξής, αγαπητή μου δεσποινίς, όλα αυτά δεν έχουν νόημα, κανένα απολύτως νόημα, δήλωσε την επομένη μετά από ένα, σύνηθεςγιατον ίδιο, παρατεταμένο διάλειμμα σιωπής, και μετά στύλωσε το βλέμμα του στο παράθυρο και κοίταξε απέναντι τον αντιπυρικό τοίχο, τις στέγες, και τα απειλητικά μαύρα σύννεφα στον ουρανό και είπε: αλλά απομένουν ακόμα πολλές προτάσεις να διατυπωθούν κι αρχίζει να χιονίζει. 6. Χιόνι, φώναξε ο Κόριμ, δείχνοντας τις νιφάδες που στροβιλίζονταν έξω, αλλά καθώς είχε αφήσει το λεξικό του στο δωμάτιό του, επέστρεψε να το πάρει για να ψάξει τη λέξη στα αγγλικά, και γύρισε στην κουζίνα επαναλαμβάνοντας, δηονν, δηονν, και χάρη ο9 αυτή τη λέξη, μπόρεσε να αποσπάσει την προσοχή της γυναίκας η οποία, όχι μόνο γύρισε το κεφάλι, αλλά αφού χαμήλωσε τη φω200
τιά στην κουζίνα γκαζιού, στράγγιζε και ακούμπησε στη θέση της την ξύλινη κουτάλα, προχώρησε προς το μέρος του, έσκυψε για να δει κι εκείνη από το παράθυρο, μετά κάθισε στο τραπέζι, ακριβώς απέναντι από τον Κόριμ, και άρχισαν κι οι δυο τους να ατενίζουν τις στέγες που σιγά σιγά τις κάλυπτε το χιόνι, οι δυο τους, ο ένας απέναντι από τον άλλο, για πρώτη φορά, και ο Κόριμ σταμάτησε να ενδιαφέρεται για το χιόνι και κοίταξε τη γυναίκα, το πρόσωπό της απ' αυτή την απόσταση τον άφησε άναυδο, σε σημείο που του ήταν αδύνατον να πάρει τα μάτια του από πάνω του, όχι μόνο εξαιτίας ενός πρόσφατου μώλωπα, που την εμπόδιζε σχεδόν να ανοίξει το αριστερό μάτι, αλλά και γιατί, απ' αυτή την απόσταση, ανακάλυψε ότι αυτό το πρόσωπο ήταν γεμάτο με παλαιότερα σημάδια, σημάδια από χτυπήματα, εκδορές, τραύματα, κάποια από τα οποία είχαν αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στο μέτωπο, στο πιγούνι, στα μάγουλα, και ο Κόριμ ένιωσε φρίκη, αν και αισθανόταν πολύ αμήχανος, δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να την κοιτάει, και όταν συνειδητοποίησε ότι ακόμα κι αν κατάφερνε κάποιες στιγμές να στρέψει την προσοχή του αλλού, το βλέμμα του ξανάπεφτε αναπόφευκτα σ’ αυτό το πρόσωπο, έψαξε μια δικαιολογία για να βάλει τέρμα σ’ αυτή την κατάσταση , σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε στον νεροχύτη για να πιει ένα ποτήρι νερό, αυτό τον βοήθησε να γυρίσει πάλι, να καθίσει στο τραπέζι και να επικεντρωθεί στην άμαξα προς τη Βενετία και όχι πια στα φρικτά τραύματα, με άλλα λόγια, έστρεψε το βλέμμα του προς το χιόνι που έπεφτε σε χοντρές νιφάδες, εδώ είναι χειμώνας, είπε, αλλά εκεί κάτω, αντίθετα, ήταν άνοιξη, 5ρπη§ ίη νθηθΐο, η πιο ωραία εποχή, όταν ο ήλιος λάμπει δίχως να καίει, όταν φυσά, όχι όμως δυνατός άνεμος, αλλά μια ελαφριά αύρα, όταν ο ουρανός είναι γαλήνιος, διαυγής και γαλανός, όταν το πράσινο των δασών σκεπάζει τους γειτονικούς λόφους, με λίγα λόγια, δεν μπορούσαν να ονειρευτούν καλύτερη εποχή για να ταξιδέψουν, τώρα πια η βουβαμάρα του Μάστεμαν δεν τους βάραι201
νε, την είχαν αποδεχτεί δίχως να χρειάζεται να αναζητήσουν τους λόγους της συμπεριφοράς του, και αφέθηκαν να λικνιστούν από την άμαξα που προχωρούσε μέσα από τον αμαξωτό δρόμο, έμειναν για λίγο σιωπηλοί, και μετά ο Κάσερ ξανάπιασε το νήμα των σκέψεών του για την αγνή αγάπη, εντελώς αγνή, ύ ιβ οΙθ^γ Ιονθ, μόνο αυτή, γιατί, διευκρίνισε ο Κόριμ, οι άλλες μορφές αγάπης δεν τον ενδιέφεραν, η εντελώς αγνή αγάπη για την οποία μιλούσε αντιπροσώπευε για κείνον, την πιο βαθιά και την πιο ευγενή μορφή αντίστασης, μάλιστα τη μοναδική, ϋχβ Γθδίδίαηεθ, γιατί μόνο αυτή η αγάπη θα βοηθούσε τον άνθρωπο να κατακτήσει την απόλυτη και άνευ όρων ελευθερία του, πράγμα που θα τον καθιστούσε άκρως επικίνδυνο για τον κόσμο που τον περιέβαλε, ναι, έτσι είναι, συνέχισε ο Φάλκε, και αν το καλοσκεφτούμε, ο ερωτευμένος άνθρωπος είναι ο πιο επικίνδυνος απ' όλους, γιατί είναι αυτός που αποστρέφεται βαθύτατα το ψέμα, θα ήταν ανίκανος να πει ψέματα και θα ένιωθε καλύτερα από τον καθένα τη σκανδαλώδη διαφορά ανάμεσα στην αγνή, από τη φύση της, αγάπη, και στη διεφθαρμένη, από τη φύση της, τάξη του κόσμου και αυτό δεν σήμαινε πως η αγάπη ήταν η ενσάρκωση της τέλειας ελευθερίας, ΐΐΐθ ρβτίβοχ. ίτθθάοιη, αλλά ότι αυτή η αγάπη έκανε ανυπόφορη την έλλειψη ελευθερίας και αυτό που έλεγε ήταν ίδιο μ* αυτό που έλεγε και ο Κάσερ, αλλά με άλλες λέξεις, σε κάθε περίπτωση, συνέχισε ο Κάσερ, εάν η ελευθερία η οποία απορρέει από την αγάπη αντιπροσωπεύει το υψηλότερο στάδιο της ανθρώπινης κατάστασης, κατά έναν περίεργο τρόπο, αυτή η ελευθερία παραχωρείται πάντα μόνο στα μοναχικά άτομα, με άλλα λόγια, αυτή η αγάπη είναι μια από τις περιπτώσεις άλυτης μοναξιάς, με συνέπεια, όλα αυτά τα εκατομμύρια αγάπης, όλα αυτά τα εκατομμύρια αντίστασης, όλες αυτές οι προσωπικές εμπειρίες που επιβεβαιώνουν τον ανυπόφορο χαρακτήρα αυτού του κόσμου ο οποίος πάει ενάντια στο ιδανικό τους, δεν θα μπορούσαν ποτέ να ενώσουν τις δυνάμεις τους, με συνέπεια, ο κόσμος να μην είναι ακόμα ικανός
να κάνει την πρώτη του ριζοσπαστική επανάσταση, η οποία, ωστόσο, λογικά και πραγματικά, θα έπρεπε να είχε ήδη συμβεί, η ριζοσπαστική επανάσταση αυτού του κόσμου που εναντιώνεται, με λόγια και με πράξεις, σ' αυτό το ιδανικό, δεν έχει λάβει ακόμα χώρα και δεν επρόκειτο να λάβει ποτέ, είπε ο Κάσερ χαμηλώνοντας τη φωνή του, και μετά έπεσε σιωπή, έμειναν αμίλητοι, και για πολλή ώρα δεν άκουγαν πια παρά μόνο τις φωνές του αμαξά, ο οποίος ενθάρρυνε τα άλογα να σκαρφαλώσουν στην πλαγιά, άκουγαν τους τροχούς της άμαξας που διέσχιζε την κοιλάδα του Μπρέντα και τους παρέσυρε ήδη μακριά, πολύ μακριά από το Μπασάνο.
«Ιό» , είπε στα ουγγρικά η σύντροφος του διερμηνέα, δείχνοντας το παράθυρο και έστειλε, δίκην αποχαιρετισμού, ένα χαμόγελο στο χιόνι, μετά το πρόσωπό της συσπάστηκε από τον πόνο, σηκώθηκε φέρνοντας το χέρι στο πρησμένο της μάτι, γύρισε στην κουζίνα γκαζιού της και άρχισε να ανακατεύει γρήγορα τα φαγητά της μέσα στις δύο κατσαρόλες, βάζοντας έτσι τέλος στο διάλειμμα χιονιού, γιατί από τη στιγμή εκείνη και μετά, δεν κουνήθηκε πια από την κουζίνα της και δεν έριξε κανένα βλέμμα στο παράθυρο για να δει αν χιόνιζε ακόμα, ούτε μια κίνηση ούτε ένα βλέμμα, τίποτε που να αποκαθιστά μια κάποια σχέση ανάμεσα σ' εκείνη και στο πρόσωπο που, ολοφάνερα, ένιωσετόσο μεγάλη χαρά λίγες στιγμές νωρίτερα, και ο Κόριμ δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραιτηθεί από τις ελπίδες του -ελπίδες που τις διάβαζες καθαρά στο πρόσωπό του-να δημιουργήσει μια μορφή συνενοχικής σχέσης μαζί της, που πίστεψε πως την είχε βρει μέσα στη γαλήνη του χιονιού και, πιο συγκεκριμένα, να εκφράσει αυτή τη συνενοχή, οπότε, ξαναβρήκε κι εκείνος τις παλιές του συνήθειες και συνέχισε την αφήγησή του, αλλά όχι ακριβώς από το ίδιο σημείο που την είχε αφήσει, γιατί στο μεταξύ, είπε, η άμαξα είχε 203
κάνει μια σύντομη στάση στην Τσιταντέλα και κατευθυνόταν προς την Πάδουα, ο Μάστεμαν, τουλάχιστον όπως έδειχνε, κοιμόταν βαθιά, ο Φάλκε και ο Κάσερ, κοιμόντουσαν γλυκά και μόνον ο Μπενγκάτζα και ο Τοότ έμειναν ξύπνιοι και συνέχισαν την κουβέντα τους, εξηγώντας ότι το νερό ήταν σίγουρα ο καλύτερος δυνατός τρόπος άμυνας, γι' αυτό και η ιδέα να χτίσουν μια ολόκληρη πόλη πάνω στο νερό ήταν απολύτως ευφυής, και ο Τοότ δήλωσε πόσο ευτυχής και ανυπόμονος ένιωθε που θα πήγαινε σ' ένα μέρος όπου το θέμα της άμυνας, Λ θ άθίθΠδθνίθννροιηΐ:, ήταν πολύ βασικό, γιατί κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα, με το ερώτημα πώς θα δοθεί η καλύτερη δυνατή λύση στο θέμα της άμυνας, το πρόβλημα είχε καταρχήν εγερθεί στην Ακουιλεία, μετά αναδύθηκε και πάλι την εποχή της εισβολής των Λομβαρδών, και η ιδέα εξελισσόταν συνεχώς μέχρι τη βασιλεία του δόγη Αντενορέο, για να λυθεί οριστικά, μετά από το Μαλαμόκκο, την Κιότζια, το Κάορλε, το Γιέζολο και την Ηρακλιανή, κατά την εισβολή των Φράγκων στο Λίντο, τότε που ο δόγης είχε εγκατασταθεί, το 810, στο Ριάλτο, γιατί πραγματικά ήταν η τέλεια λύση, και μετά από αυτή την τέλεια λύση αναπτύχθηκε το ΙΜ>8 νθηεΐοπ ιιη και είχε επινοηθεί η έννοια του απαραβίαστου της νήσου του Ριάλτο, μια απόφαση με σκοπό την ειρήνη, θα ευνοούσε το εμπόριο και θα επέτρεπε στην πόλη να γίνει αυτό που είναι σήμερα, και για να φτάσουν στη σωστή απόφαση, έπρεπε να βρεθεί το κατάλληλο πρόσωπο που θα έπαιρνε τη σωστή απόφαση, αλλά τι ακριβώς σκέφτεστε; -η φωνή του Μάστεμαν, που όπως είχαν υποψιαστεί λαγοκοιμόταν, αντήχησε από το απέναντι κάθισμα, μια παρέμβαση τόσο απροσδόκητη και τόσο αναπάντεχη που ξύπνησε απότομα τον Κάσερ και τον Φάλκε-, μα τι σκέφτεστε πραγματικά;! και ο Τοότ, ταραγμένος, στράφηκε προς το μέρος του και απάντησε ευγενικά, ε, λοιπόν, οι άνθρωποι θεωρούσαν από πάντα ότι το νερό ήταν η καλύτερη και, μάλιστα, η μόνη δυνατότητα άμυνας, γι' αυτό και η ιδέα τους να χτίσουν μια ολόκληρη πόλη πάνω στο νερό ήταν
κατά την ταπεινή τους γνώμη, εξαιρετικά ευφυής, και προσωπικά, είπε ο Τοότ χαμηλόφωνα, ήταν ευτυχής και ανυπόμονος να φτάσει σε ένα μέρος, όπου το θέμα της άμυνας ήταν τόσο βασικό, γιατί η Βενετία, όπως σίγουρα θα γνωρίζει ο κύριος Μάστεμαν, είχε χτιστεί για να δοθεί μια λύση σ’ αυτό το πρόβλημα: πώς να βρουν τον καλύτερο τρόπο να αμυνθούν, ένα πρόβλη μα που είχε ήδη εγερθεί στην Ακουιλεία με τους θύννους, μετά τέθηκε εκ νέου με τους Λομβαρδούς και η πιθανή του λύση είχε ξεκινήσει κατά τη βασιλεία του δόγη Αντενορέο, κύριε Μάστεμαν, είπε ο Τοότ, και στη συνέχεια, μετά από το Μαλαμόκκο, την Κιότζια, το Κάορλε, το Γιέζολο και την Ηρακλιανή, είχε λυθεί οριστικά όταν, μετά από την εισβολή του Πεπίνο στο Λίντο, ο δόγης εγκαταστάθηκε, το 810, στη νήσο του Ριάλτο, γιατί ήταν πραγματικά η τέλεια λύση και χάρη σ’ αυτήν την τέλεια απόφαση αναπτύχθηκε το υΛ δ νθΠθΐΌΠΐηι και είχε επινοηθεί και η έννοια του απαραβίαστου της νήσου του Ριάλτο, μια απόφαση που αποσκοπούσε στην ειρήνη , η οποία είχε ευνοήσει την ανάπτυξη του εμπορίου και επέτρεψε στην πόλη να γίνει αυτό που είναι σή μερα, και για τη σωστή απόφαση, έπρεπε να βρεθεί ο σωστός άνθρωπος, ναι, αλλά ποιον ακριβώς σκέφτεστε; επέμενε ο Μάστεμαν, συνοφρυώνοντας τα φρύδια του, ε, λοιπόν, απάντησε ο Μπενγκάτζα, όχι μόνον εκείνον που ενσάρκωσε το πνεύμα της δημοκρατίας, αλλά που της έδωσε και την πλήρη της σημασία, διακηρύσσοντας στη διαθήκη του ότι μόνο η συνέχιση της ειρήνης, ΐΐΐθ εοηδθΓν^ίιοη ο£ ΐΗθ ρθ3£θ, θα επέτρεπε στη Βενετία να διατηρήσει τη λαμπρότητά της, στη διαθήκη του δόγη Μοτσενίγο, είπε ο Τοότ, του Τομάζο Μοτσενίγο, αυτή σκέφτονταν, αυτή την περίφημη διαθήκη, αυτό το θαυμάσιο έγγραφο με το οποίο, αρνούμενος τη συμμαχία με τη Φλωρεντία, απέρριπτε τον πόλεμο, συντάσσοντας έτσι την πρώτη διακήρυξη ειρήνης στη Βενετία, και της ειρήνης γενικότερα, και τα λόγια του Μοτσενίγο είχαν διαδοθεί γρήγορα στις διάφορες ηγεμονίες, ήταν κοινό μυστικό και κανέναν δεν είχε εκ205
πλήξει το γεγονός, όταν μαθεύτηκε, τι είχε συμβεί στο Παλάτσο Ντουκάλε, δύο εβδομάδες νωρίτερα, κι έτσι είχαν αποφασίσει να αναχωρήσουν, χωρίς να γνωρίζουν πραγματικά πώς θα πήγαιναν εκεί, αλλά μόλις δημοσιοποιήθηκε η διαθήκη με τις τελευταίες επιθυμίες του Μοτσενίγο, στα τέλη Μαρτίου, καθώς και το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των εκλογών της Γαληνοτάτης, είχαν αναχωρήσει αμέσως, γιατί γι* αυτούς, που απέφευγαν την κόλαση του πολέμου, δεν μπορούσενα υπάρχει άλλο καλύτερο μέρος από αυτό, από τη Βενετία του Μοτσενίγο, αυτή την εκθαμβωτική πόλη η οποία, μετά από τόσες μεταπτώσεις, ανέπνεε την ειρήνη, τη διαρκή και απόλυτη ειρήνη. 8. Διέσχιζαν ένα δάσος με καστανιές που σκόρπιζε στον αέρα ένα
γλυκό και δροσιστικό άρωμα, τόσο που στο εσωτερικό της άμαξας απλώθηκεγια μια στιγμή σιωπή, είπε ο Κόριμ, και όταν ξανάρχισε η συζήτηση, ώ θ εοηνθΓδ^Ιιίοη, περιστράφηκε γύρω από θέματα ομορφιάς και ορθολογισμού, της ομορφιάς της Βενετίας, βεβαίως, και του ακραίου ορθολογισμού της, και ο Κάσερ, αφού παρατήρησε ότι ο Μάστεμαν, παρά την επίμονη και απόμακρη βουβαμάρα του, ήταν όλος αυτιά, είπε ότι μια τέτοια συνάντηση ομορφιάς και ορθολογισμού δεν είχε ποτέ άλλοτε εμφανιστεί στην ιστορία του πολιτισμένου κόσμου, πράγμα που σήμαινε ότι η απαράμιλλη ομορφιά της Βενετίας βασιζόταν σε έναν καθαρό, διαυγή και διαφανή ορθολογισμό, κι αυτό το έβρισκε κανείς μόνο στη Βενετία, στις περισσότερες των μεγάλων πόλεων, η ομορφιά ήταν καρπός παράλογων, σκοτεινών και τυχαίων καταστάσεων, τυχαίων και άμετρων σκέψεων, ενώ στη Βενετία, η ομορφιά συμβάδιζε με τη λογική, ακουμπούσε επάνω της και είχε θεμελιωθεί, με την αυστηρή έννοια του όρου, σε καθαρές, διαυγείς αποφάσεις, σε σωστές απαντήσεις στις πολύ συγκεκριμένες προκλήσεις, φαντάζεστε! είπε ο Κάσερ στρεφόμενος προς τους συντρόφους 206
του, ξέροντας ότι τον άκουγε και ο Μάστεμαν, όλα ξεκίνησαν με τις συνεχείς επιθέσεις, τον διαρκή κίνδυνο, ϋΐθ εοηίιηποαδ άζη§ θ γ , που είχε αναγκάσει τους Βενετούς εκείνης της εποχής να οχυρωθούν μέσα στη λιμνοθάλασσα, μια απίστευτη, αλλά πολύ σωστή απόφαση που, με την πάροδο των χρόνων, θα αποδεικνυόταν ακόμα πιο σωστή, και θα έφερνε στο φως μια πόλη εξ ολοκλήρου χτισμένη στον αναγκαστικό ορθολογισμό, μια πόλη μοναδική, είπε ο Φάλκε, η πιο παραμυθένια, η πιο μαγευτική, π ΐ3§κ, που είχε χτίσει ποτέ ο άνθρωπος, και η οποία, χάρη στην απίστευτη και, συνάμα, ευφυέστατη επιλογή, θα γινόταν μια πόλη απόρθητη, απαραβίαστη, ικανή να αντιστέκεται σε κάθε δύναμη της καταστροφικής ορμής του ανθρώπου, άφθαρτη και πανέμορφη, είπε ο Φάλκε σηκώνοντας ελαφρώς το κεφάλι, αυτό το μυστηριώδες σύμπαν, το φτιαγμένο από μεγαλοπρέπεια και παρακμή, από μάρμαρο και μούχλα, από χρυσαφένια πορφύρα και μολυβένια μουντάδα, αν και βασισμένο στη λογική, ήταν κι αυτό παράλογο και άχρηστο, ^Ιϊδΐΐπΐ ζηά ιΐδθΐθδδ, μια ασωτία απερίσκεπτης πολυτέλειας, μια υπερφυσική, σαγηνευτική τόλμη στην υπηρεσία ενός απροσπέλαστου φαντασιακού, ένα άλυτο αίνιγμα, όπου τα πάντα ήταν βαρύτητα και αισθαντικότητα, ελαφρότητα και επιπολαιότητα, επικίνδυνα παιχνίδια αλλά και μια τεράστια αποθήκη , όπου στοιβάζονταν όλες οι αναμνήσεις της εμπειρίας του θανάτου, από τις γλυκές αναθυμιάσεις της θλίψης ώς το εφιαλτικό ουρλιαχτό, αλλά στο σημείο αυτό έπρεπε να διακόψει, είπε ο Κόριμ, γιατί ήταν εντελώς ανίκανος να αναπαραγάγει το πνεύμα και τη γλώσσα του χειρογράφου, γι' αυτό έπρεπε να κάνει μια εξαίρεση στον κανόνα και να πάει να φέρει το χειρόγραφο και να διαβάσει λέξη προς λέξη όλο το τέλος του κεφαλαίου, γιατί με τις δικές του λέξεις δεν μπορούσε να μεταβιβάσει τη συγκίνηση, το δικό του λεξιλόγιο ήταν πολύ φτωχό και η σύνταξή του πολύ χαοτική , υπήρχε μάλιστα κίνδυνος να καταστρέψει το κείμενο, όσο θα περίμενε , λοιπόν, και χωρίς να θέλει να την υποχρεώσει, ζητούσε 207
μόνο από τη νεαρή γυναίκα να φανταστεί τον Κάσερ και τον Φάλκε μέσα στην άμαξα του Μάστεμαν, να φανταστεί το Μπατσίνο Σαν Μάρκο την αυγή ή την ολοκαίνουργια κύρια όψη του Κα ντ’ Όρο, γιατί γι' αυτή μιλούσαν, και το περιεχόμενο, όπως και η μορφή του λόγου τους, είχαν τόση δύναμη, που ακόμα και η άμαξα έμοιαζε να τρέχει πιο γρήγορα ανάμεσα από τις μπουμπουκιασμένες καστανιές που ευωδίαζαν τόσο όμορφα, μόνο ο Μάστεμαν παρέμενε ασυγκίνητος από την ορμή του λόγου τους, αδιάφορος στα ερωτήματά τους, όπως και στις απαντήσεις τους, διότι μόνο ένα πράγμα τον ένοιαζε, το λίκνισμα της άμαξας, ο τρόπος με τον οποίο λίκνιζε τον κουρασμένο ταξιδιώτη που ήταν καθισμένος στο βελούδινο κάθισμά του. 9· Ο Κόριμ πέρασε τη νύχτα άυπνος και ντυμένος μέχρι τις δύο ή δύο και μισή το πρωί, κάνοντας βόλτες πάνω-κάτω, μεταξύ πόρτας και γραφείου, ωστόσο, κάποια στιγμή αποφάσισε να ξεντυθεί και να πάει να ξαπλώσει, χωρίς όμως να μπορεί να κοιμηθεί* γύριζε και στριφογύριζε, ξεσκεπαζόταν γιατί ζεσταινόταν πολύ, σκεπαζόταν γιατί κρύωνε, και μετά έστησε αυτί στον θόρυβο του καλοριφέρ, κοιτάζοντας τις ρωγμές στο ταβάνι, μέχρι τα ξημερώματα, κι όταν την επομένη μπήκε στην κουζίνα, έβλεπε κανείς αμέσως πως δεν είχε κοιμηθεί, γιατί δεν ήταν ως συνήθως: τα μάτια του ήταν κόκκινα, το κεφάλι του αναμαλλιασμένο, το πουκάμισο εξείχε από το παντελόνι του, και, αντίθετα προς τις συνήθειές του, δεν κάθισε στο τραπέζι, αλλά προχώρησε με διστακτικά βήματα και κάνοντας πολλές στάσεις, προς την κουζίνα γκαζιού, σταματώντας ακριβώς πίσω από τη γυναίκα, γιατί εδώ και πολύ καιρό ήθελε να της πει, πρόφερε αμήχανος, εδώ και πολύ καιρό ήθελε να της μιλήσει, αλλά δεν είχε βρει ποτέ την ευκαιρία, να, ήξερε σχεδόν τα πάντα γι' αυτόν, της είχε διηγηθεί τα πάντα, ο λόγος της παρουσίας του στην Αμερική δεν ήταν πια μυστικό για 208
τη νεαρή δεσποινίδα, ούτε αυτό που θα έκανε, επειδή θα συνέβαινε κι αυτό όταν θα έφτανε στο τέλος, της είχε διηγηθεί τα πάντα, και μάλιστα πολλές φορές, αλλά υπήρχε κάτι για το οποίο δεν της είχε μιλήσει ποτέ, για το τι αντιπροσώπευαν οι δυο τους στη ζωή του, και κυρίως εκείνη, η νεαρή δεσποινίς, πράγμα που σήμαινε πως οι ένοικοι αυτού του διαμερίσματος, και ιδιαιτέρως η νεαρή δεσποινίς, ήταν ο μόνος του δεσμός με τον κόσμο των ζωντανών, με άλλα λόγια, ο κύριος Σάρβαρυ και η νεαρή δεσποινίς ήταν τα δύο πρόσωπα της ζωής του, ας τον συγχωρούσε για τη σύγχυσή του και τον λίγο αδέξιο τρόπο του να εκφράζεται, αλλά δεν έφταιγε αυτός και, αλήθεια, μετρούσαν πολύ στη ζωή του, και ό,τι τους αφορούσε ήταν πολύ σημαντικό γι' αυτόν, επίσης, όταν η νεαρή δεσποινίς αισθανόταν θλιμμένη, αυτός το ένιωθε και λυπόταν και βασανιζόταν πολύ να βλέπει κάποιον τόσο λυπημένο μέσα σ' αυτό το σπίτι, του προκαλούσε μεγάλη στενοχώρια, να τι ήθελε να της πει, μόνον αυτό, και μετά σώπασε, και στάθηκε για μια στιγμή πίσω από τη γυναίκα, η οποία τελικά γύρισε και του έριξε ένα βλέμμα, και του είπε χαμηλόφωνα και με την ιδιαίτερη εκείνη προφορά της: «θ γ£θ ]ο >, δηλαδή «καταλαβαίνω» στα ουγγρικά, και, αμέσως μετά, έστρεψε το βλέμμα της στην κουζίνα γκαζιού, ενώ ο Κόριμ ένιωσε ότι η γυναίκα δεν άντεχε πια αυτή την εγγύτητα, βιάστηκε λοιπόν να καθίσει στο τραπέζι. προσπαθώντας να διαλύσει τη δυσφορία που προκάλεσε και, συνεχίζοντας με το αγαπημένο του θέμα, εξήγησε ότι η άμαξα στο μεταξύ είχε πλησιάσει στην Πάδουα και στο χρονικό διάστημα που τους χώριζε πια από τα περίχωρα της πόλης, ανέφεραν έναν μεγάλο αριθμό ονομάτων, ονομάτων και υποθέσεων για τα αποτελέσματα των εκλογών καθώς και για την ταυτότητα του νέου δόγη, ο οποίος θα κυβερνούσε τώρα, μετά τον θάνατο του Τομάζο Μοτσενίγο, θα ήταν ο Φραντσέσκο Μπάρμπο; ή ο Αντόνιο Κόνταρίνι; οΜαρίνοΚαβάλλοή ίσωςοΠιέτροΛορένταν, ή μήπως ο νεότερος αδελφός του Μοτσενίγο, ο Λεονάρντο Μοτσενίγο; δεν 209
ήταν απίθανο, δήλωσε ο Τοότ, όλοι είχαν πιθανότητες, παρενέβη ο Μπενγκάτζα, ναι, συνέχισε ο Φάλκε, ο οποιοσδήποτε απ' όλους αυτούς μπορούσε να εκλεγεί εκτός από τον Φραντσέσκο Φόσκαρι, ο οποίος ήταν υπέρμαχος της συμμαχίας με το Μιλάνο και επομένως και του πολέμου, όλοι, είπε ο Κάσερ, εκτός απ’ αυτόν τον ζάμπλουτο εισαγγελέα του Σαν Μάρκο, εναντίον του οποίου ο Τομάζο Μοτσενίγο, στην αξέχαστη ομιλία του, είχε προειδοποιήσει, με επιτυχή αποτελέσματα, τη δημοκρατία να προσέχει, εφόσον τα σαράντα μέλη της εκλογικής συνέλευσης, είχαν από την πρώτη μέρα επιδοκιμάσει τα λόγια του Μοτσενίγο και επέδειξαν και τη δική τους σοφία, διότι εκείνος, ο Φόσκαρι, δεν είχε λάβει παρά μόνο 3 άθλιες ψήφους, αριθμός που αναμφίβολα στους επόμενους γύρους θα είχε μειωθεί σε δύο, μετά σε μία, αλλά εντάξει, δεν μπορούμε να είμαστε και σίγουροι, είπε ο Κάσερ απευθυνόμενος στον Μάστεμαν, γιατί καμιά πληροφορία δεν είχαν ακόμα μετά τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου, αλλά κατά τη γνώμη τους, μπορούσαν να το πουν με σιγουριά, ήταν εμφανές πια ποιος θα ήταν ο διάδοχος, θα ονομαζόταν Μπάρμπο, ή Κονατρίνι, ή Καβάλλο, ή Λορένταν ή ακόμα και Λεονάρντο Μοτσενίγο , αλλά σε καμία περίπτωση Φραντσέσκο Φόσκαρι, είχαν περάσει ήδη δύο εβδομάδες από τον πρώτο γύρο των εκλογών, ίσως να μάθαιναν περισσότερα στην Πάδουα, είπε ο Κάσερ, ενώ ο Μάστεμαν καθόταν πάντα σιωπηλός και, αυτή τη φορά, ήταν προφανές πως δεν κοιμόταν, γιατί τα μάτια του ήταν μισάνοιχτα, αλλά ακόμα κι αν δεν κοιμόταν, είπε ο Κόριμ, η συμπεριφορά του είχε αποθαρρύνει τους τέσσερις άντρες που είχαν διακόψει τη συζήτησή τους κι έπεσε, ξαφνικά, και πάλι σιωπή, και μέσα σ’ αυτή τη σιωπή που κανένας δεν τολμούσε να σπάσει, έφτασαν στην Πάδουα: στην κοιλάδα είχε κιόλας πέσει, εδώ και αρκετή ώρα, το σκοτάδι, η άμαξα προχωρούσε μέσα στη νύχτα και χρειάστηκε δύο φορές να φρενάρει μπροστά σε ένα πανικόβλητο ελάφι, μετά έφτασαν στην πύλη της πόλης, οι φρουροί σήκωσαν τους πυρσούς 210
για να φωτίσουν τα πρόσωπα των επιβατών, εξήγησαν στον αμαξά πού βρισκόταντο κατάλυμα που έψαχναν και, κάνοντας πίσω, στάθηκαν προσοχή και τους άφησαν να συνεχίσουν τον δρόμο τους, δηλαδή να μπουν στην Πάδουα, εξήγησε ο Κόριμ στη γυναίκα, ήταν λοιπόν αργά μέσα στη νύχτα όταν μπήκαν στην αυλή ενός πανδοχείου, τα σκυλιά αλυχτούσαν, ο πανδοχέας και το προσωπικό του έσπευσαν να τους υποδεχτούν, τα άλογα τρέκλιζαν από την εξάντληση, με λίγα λόγια, είπε ο Κόριμ, έφτασαν λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, στις 28 Απριλίου του 1423.
ίο. Σίγουρα οι κύριοι θα τον συγχωρήσουν για την αργοπορημένη και κάπως ευθεία εξήγηση, είπε ο αμαξάς του Μάστεμαν, όταν χαράματα της επομένης και, αφού ξύπνησε όλο το προσωπικό, κάλεσε τους τέσσερις άντρες ο9ένα από τα τραπέζια του πανδοχείου, αλλά να, αν κάτι βασάνιζε πραγματικά τον κύριό του, ήταν να ταξιδεύει με έξι υποζύγια άλογα πάνω στους φρικτούς βενετσιάνικους δρόμους, γιατί νιώθει ότι θα σπάσουν τα νεφρά του, τα κόκαλά του θα γίνουν θρύψαλα, το κεφάλι του θα εκραγεί και τα πόδια του, εξαιτίας της κακής κυκλοφορίας του αίματός του, θα τα νιώθει μουδιασμένα, παράλυτα, με λίγα λόγια, θα ήταν μια δοκιμασία για κείνον που θα τον έκανε να χάσει τη μιλιά του και να μην μπορεί να συζητήσει, και μάλιστα να ζήσει, γι' αυτό απέφευγε αυτού του είδους τις περιπέτειες, και αν, παρ’ όλα αυτά, ήταν πρόθυμος να επιχειρήσει αυτό το ταξίδι, ήταν γιατί του το υπαγόρευετο καθήκον, είπεοαμαξάς, εξαιτίας της είδησης, της καλής είδησης, που έπρεπε, σύμφωνα με τις εντολές του κυρίου του, να τους ανακοινώσει νωρίς το πρωί, τελικά, είπε βγάζοντας ένα φύλλο χαρτί από μια εσωτερική τσέπη, φτάνοντας τη νύχτα ο κύριος Μάστεμαν, όπως θα έχουν ίσως ακούσει οι κύριοι, είχε ζητήσει να του ετοιμάσουν, όχι ένα κρεβάτι, αλλά μια άνετη πολυθρόνα με κουβέρτες, απέναντι από ένα ανοιχτό παράθυρο, κα211
θώς επίσης κι ένα υποπόδιο, για να ξεκουραστεί λίγο, επειδή για κείνον, η ιδέα και μόνον να κοιμηθεί σ' ένα κρεβάτι όταν ήταν τόσο εξαντλημένος, αποκλειόταν εντελώς, οι υπηρέτριες λοιπόν του είχαν ετοιμάσει μια πολυθρόνα με κουβέρτες, όπου εγκαταστάθηκε ο κύριος Μάστεμαν, αφού νίφτηκε και έφαγε καλά για να στυλωθεί, μετά, μισοκοιμήθηκεγια τρεις ώρες, δηλαδή περίπου μέχρι τις τέσσερις το πρωί, ώρα κατά την οποία είχε ξυπνήσει και τον είχε καλέσει, αυτόν, τον απλό αμαξά, που χάρη στις φροντίδες του κυρίου του ήταν ένας γραμματιζούμενος άνθρωπος και του έκανε την τιμή, προβιβάζοντάς τον έτσι στο πόστο του ιδιαιτέρου γραμματέα, να του υπαγορεύσει μια ολόκληρη σελίδα με σημειώσεις, οι οποίες περιέχουν ουσιαστικά ένα μήνυμα, ένα μήνυμα εξήγησε ο αμαξάς, το οποίο έπρεπε οπωσδήποτε να τους διαβιβάσει την επομένη το πρωί, δηλαδή τώρα, και να τους εξηγήσει, εάν ήταν αναγκαίο, το περιεχόμενό του και να απαντήσει υπομονετικά και σχολαστικά σε κάθε ενδεχόμενη ερώτηση, και λοιπόν, καθώς ήταν υποχρεωμένος να εκτελέσει την αποστολή του σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε λάβει, εάν υπήρχε μια έκφραση , μια λέξη, μια σκέψη που το νόη μά της τους διέφευγε, να μη δίσταζαν να θέσουν ερωτήσεις, και ο αμαξάς, μετά απ' αυτόν τον πρόλογο, έτεινε το φύλλο προς το μέρος τους, αλλά δίχως να απευθύνεται συγκεκριμένα σ' έναν από τους άνδρες, κι έτσι κανείς τους δεν το άγγιξε και μόνο όταν ο αμαξάς το έδωσε ιδιαιτέρως στον Κάσερ κι εκείνος δεν αντέδρασε, το πήρε ο Μπενγκάτζα και άρχισε να διαβάζει τη σελίδα την οποία είχε γράψει ο αμαξάς καλλιγραφικά, στη συνέχεια την έδωσε στον Φάλκε ο οποίος τη διάβασε με τη σειρά του, και από χέρι σε χέρι, έφτασε πάλι στον Μπενγκάτζα και μετά από μακρά και βαριά σιωπή άρχισαν, διατυπώνοντάς τα με κάποια δυσκολία, να θέτουν ερωτήματα, μάταια όμως, ο αμαξάς μπορεί να απάντησε με υπομονή και σχολαστικότητα , αλλά δεν τους είχε διαφωτίσει καθόλου ως προς το περιεχόμενο αυτήςτηςεπιστολής, αν μπορούμε, είπεοΚόριμτην 212
επομένη απευθυνόμενος στη γυναίκα, να μιλήσουμε για επιστολή, ώ θ Ι θ ϊ ϊ θ γ , γιατί επρόκειτο στην πραγματικότητα για δεκατρείς διακηρύξεις, διαφορετικού μεγέθους και δίχως καμία προφανή σχέση μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα, ΜΗ ΦΟΒΑΣΤΕ ΤΟΝ ΦΟΣΚΑΡΙ, και όταν ρώτησαν τι έπρεπε να καταλάβουν απ’ αυτό, ο αμαξάς απάντησε ότι όσον αφορά αυτό το σημείο, ο κύριος Μάστεμαν είχε επιμείνει μόνο στον τονισμό, λέγοντας πως έπρεπε να τονιστεί η λέξη ΦΟΒΟΣ, η εξήγηση σταματούσε εκεί, και ήταν ανώφελο να ζητήσουν διευκρινίσεις από τον αμαξά, και το ίδιο συνέβη, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ, γιατί εδώ ο αμαξάς προχώρησε σ’ ένα εγκώμιο του πολέμου, ύ ιβ §1οπίκ3ΐ:ίοη οίνν^Γ, εξηγώντας πως οι πράξεις ηρωισμού ανύψωναν τον άνθρωπο, και ότι ο άνθρωπος έτεινε προς το μεγαλείο το οποίο δεν απέρρεε μόνο από την ικανότητα εκτέλεσης μιας ηρωικής πράξης, αλλά από την πράξη αυτή καθαυτή, η οποία δεν μπορούσε να συλληφθεί, να εκφραστεί, να εκτελεστεί, παρά μόνο με την έκθεση στον κίνδυνο, μέσα στον παροξυσμό του κινδύνου, είπε ο αμαξάς χρησιμοποιώντας λέξεις που ολοφάνερα δεν ήταν οι δικές του, όταν η ζωή βρισκόταν υπό μια συνεχή απειλή, με άλλα λόγια, στον πόλεμο, οπότε ο Κάσερ κοίταξε τον αμαξά ξαφνιασμένος, και εντελώς πελαγωμένος, και μετά κοίταξε τους συντρόφους του που ήταν εξίσου ξαφνιασμένοι και πελαγωμένοι, και ξαναδιάβασε την επιστολή του Μάστεμαν, ξαναδιάβασε για τρίτη φορά το δέκατο τρίτο μέρος: Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΔΡΑΖΕΤΑΙ ΣΤΗ ΝΙΚΗ, και ρώτησε τον αμαξά αν μπορούσε να τους δώσει κάποιες διευκρινίσεις, και ο αμαξάς απάντησε πως, σύμφωνα με τον κύριο Μάστεμαν, η εκλογική συνέλευση, μετά από δέκα μέρες διαβουλεύσεων, είχε αποφασίσει για την εκλογή του νέου δόγη και ότι, όσο περνούσαν οι μέρες, απέκλειε με τη σειρά τους έναν έναν, τον Καβάλλο, που κρίθηκε πολύ γέρος και ανίκανος, τον Μπάρμπο, πολύ αδέξιος και ματαιόδοξος, τον Κονταρίνι, πολύ επικίνδυνος 213
και με τάσεις αυταρχικότητας, τον Λορένταν, η θέση του οποίου ήταν μάλλον να τεθεί επικεφαλής του στόλου παρά στο Παλάτσο Ντουκάλε, με άλλα λόγια, ο μόνος σοβαρός υποψήφιος, ο μόνος ικανός να διατηρήσει το μεγαλείο της Βενετίας, ο νικητής, εκείνος που τελικά, μετά από δέκα μέρες, είχε εκλεγεί δόγης της Βενετίας, συγκεντρώνοντας είκοσι έξι ψήφους, ήταν βεβαίως ο μεγάλος Φόσκαρι, Φόσκαρι; είστε σίγουρος; ρώτησε ο Κάσερ, ναι, απάντησε ο αμαξάς, και του έδειξε στο κάτω μέρος της επιστολής, υπογραμμισμένο με διπλή γραμμή, το όνομα Φραντσέσκο Φόσκαρι, ο αξιότιμος εισαγγελέας του Σαν Μάρκο, εκλέχθηκε με ψήφους είκοσι έξι έναντι δεκαπέντε. 11.
Η απογοήτευσή τους ήταν απερίγραπτη, ίηάθδοηΙΐέΐΜθ, αλλά η νεαρή δεσποινίς δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να πάρει τον όρο «απερίγραπτη» κατά γράμμα, ήταν απλώς μια στερεότυπη έκφραση, εφόσον η απογοήτευση του Κάσερ περιγραφόταν ενδελεχώς μέσα στο χειρόγραφο, και μάλιστα με πολύ εκλεπτυσμένο και πολύ λεπτομερή τρόπο, όπως και το πρωινό ύ ιβ πιοπιίη§, μετά τον διάλογο που είχαν με τον αμαξά και στο τέλος του οποίου είχαν τελικά καταλάβει, με στενοχώρια είναι η αλήθεια, ότι ο Μάστεμαν δεν είχε την πρόθεση να συνεχίσει το ταξίδι του μαζί τους, κι αυτό το βάθος, αυτή η λεπτότητα, αυτή η αφθονία των λεπτομερειών, είπε ο Κόριμ, με άλλα λόγια, το γεγονός ότι το χειρόγραφο ξαφνικά έγινε εξαιρετικά ακριβές, το τοποθετούσε σε μια ιδιαιτέρως παράξενη θέση, γιατί τώρα, προς το τέλος του τρίτου κεφαλαίου, δεν ετίθετο πλέον ζήτημα για κείνον να διηγηθεί τα γεγονότα, για παράδειγμα, τι συνέβη στο πανδοχείο της Πάδουα μετά την προσεκτικά προετοιμασμένη παρέμβαση του αμαξά, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με μια αποστολή, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ιδιαίτερη, αλλά να μιλήσει για την ίδια την περιγραφή, για τη μοναδικότητά της, το σημαντικό δεν ήταν να εξηγήσει ότι 214
ο Κάσερ και οι σύντροφοί του, αφού είχαν αντιληφθεί την κατάσταση , δεν επιθυμούσαν πια να συνεχίσουν το ταξίδι τους με τον Μάστεμαν, εφόσον και με βάση τη δέκατη τρίτη παράγραφο της επιστολής, το να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τη Βενετία, είτε με τον Μάστεμαν είτε με κάποιον άλλον, δεν είχε κανένα νόημα για κείνους, αλλά το γεγονός ότι από τη στιγμή εκείνη, κάθε συμβάν, κάθε κίνηση, όσο μηδαμινή κι ασήμαντη κι αν ήταν, αποκτούσε κεφαλαιώδη σημασία, για να εκφράσει τα πράγματα πιο απλά, είπε ο Κόριμ στη γυναίκα, ήταν σαν το χειρόγραφο να είχε κάνει σ9αυτό το σημείο της ιστορίας, μια κίνηση απότομης παύσης, είχε σταματήσει, προκειμένουνα παρατηρήσει εξεταστικά όλους τους ήρωες, όλα τα αντικείμενα, όλες τις καταστάσεις, όλες τις σχέσεις, θολώνοντας και ακυρώνοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ σημαντικού και ασήμαντου, διότι κάποια εμφανώς σημαντικά πράγματα -όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι ο Κάσερ και οι σύντροφοί του είχαν μείνει για πολλή ώρα σιωπηλοί στο τραπέζι απέναντι από τον αμαξά, κι εκείνος είχε σηκωθεί υποκλινόμενος για να βγει και να ετοιμάσει την άμαξα, να φορτώσει τις αποσκευές και να ελέγξει τους άξονες των τροχών και τα ηνία- τα διαδέχονταν αμέσως μετά, εμφανώς, ασήμαντα πράγματα, με ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα το φως της μέρας που διείσδυε στο εσωτερικό, το τμήμα των φωτισμένων σαλονιών, καθώς κι εκείνο που παρέμενε σκοτεινό· τα σκυλιά που αλυχτούσαν, με τι έμοιαζαν, πόσα ήταν, πώς σταμάτησαν να αλυχτούν· τι έκαναν οι υπηρέτριες στα δωμάτια, στους ορόφους και μέχρι το υπόγειο, τη γεύση του κρασιού που είχε ξεχαστεί το προηγούμενο βράδυ στην καράφα, τα πάντα, σημαντικά και ασήμαντα, θδδθηΐώΐ ζηά ίηθδδθηΐίαΐ, παρατίθονταν, αναμειγνύονταν, εγκιβωτίζονταν τα μεν μέσα στα δε, ως εάν το χειρόγραφο να αποσκοπούσε τώρα στην περιγραφή μιας κατάστασης που χαρακτηριστικό της ήταν πως τίποτε δεν ήταν αμελητέο, με την αυστηρή έννοια του όρου, να είπε ο Κόριμ, τι 215
θα μπορούσε να πει για να εξηγήσει τη ριζική αλλαγή που είχεσυντελεστεί μέσα στο χειρόγραφο, και ο αναγνώστης, είπε υψώνοντας τον τόνο της φωνής του, χωρίς καννα το αντιλαμβάνεται, αφηνόταν στο έλεος της απογοήτευσης και της πικρίας που ένιωθαν ο Κάσερ και οι σύντροφοί του, και μ* αυτή την απογοήτευση και μ’ αυτή την πικρία προσέγγιζε τη συνέχεια, διότι υπήρχε βεβαίως και συνέχεια, και το κεφάλαιο που περιέγραφε το ταξίδι για τη Βενετία δεν εγκατέλειπε τον αναγνώστη σ’ αυτό το ση μείο, όχι, αλλά τη στιγμή που ο Μάστεμαν, με ύφος απαθές και σκοτεινό, εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια με τον βαθυγάλαζο μανδύα του και τις μαύρες αστραφτερές του μπότες και, φτάνοντας κάτω, ενεχείρησε κάποια δουκάτα στον πανδοχέα που στεκόταν με χαμηλωμένο το κεφάλι και, μετά, ο Μάστεμαν, δίχως να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στους άνδρες που κάθονταν στο τραπέζι, βγήκε, ανέβηκε στην άμαξα, η οποία ξεκίνησε αμέσως και άρχισε να τρέχει κατά μήκος του Μπρέντα, ενώ οι τέσσερις άνδρες είχαν μείνει καθισμένοι γύρω από το τραπέζι: ο πανδοχέας προχώρησε προς το μέρος τους και άφησε πάνω στο τραπέζι έναν πάνινο σάκο, εξηγώντας πως ο ευγενής κύριος από το Τρέντο του είχε δώσει εντολή να δώσει αυτό εδώ, μετά την αναχώρησή του, σ’ εκείνον ο οποίος, σύμφωνα με τις φήμες, ήταν τραυματισμένος και, αφού άνοιξαν τον σάκο, ανακάλυψαν μέσα μια λεπτή σκόνη με θεραπευτικές ιδιότητες, έτσι τελείωνε το τρίτο κεφάλαιο, είπε ο Κόριμ, κάνοντας στροφή για να επιστρέφει στο δωμάτιό του, μ’ εκείνη την αινιγματική χειρονομία του Μάστεμαν, και οι τέσσερις άνδρες, αφού πλήρωσαν τον πανδοχέα και τον αποχαιρέτησαν -ο Κόριμ δίστασε λίγο μπροστά στην πόρτα-, βγήκαν στο εκτυφλωτικό φως του πρωινού. 12. Όλα τα πράγματα έχουν το ίδιο βάρος και την ίδια θεμελιώδη σημασία, είπε ο Κόριμ στη γυναίκα την επομένη το μεσημέρι και, 216
δίχως να θέλει να κρύψει τη σύγχυσή του, ούτε το γεγονός ότι του συνέβη κάτι, δεν είχε καθίσει στη συνήθη του θέση, αλλά άρχισε να πηγαινοέρχεται μέσα στην κουζίνα, λέγοντας πως, ή αυτό που σκεφτόταν ή έκανε δεν είχε κανένα νόημα ή ότι έπρεπε να κάνει έναν απολογισμό των γεγονότων και των καταστάσεων και, λέγοντάς το, επέστρεψε στο δωμάτιό του, όπου έμεινε κλεισμένος επί πολλές ημέρες, σε σημείο που την τρίτη μέρα η σύντροφος του διερμηνέα, άνοιξε την πόρτα του, και τον ρώτησε με ανήσυχο ύφος: Ι ϊ’δ 3.11 ή β ΐιί; γιατί, κάτι τέτοιο δεν του είχε συμβεί ποτέ, δηλαδή να μείνει τόσο διάστημα κλεισμένος δίχως να βγει, με αποτέλεσμα εκείνη να φοβηθεί μήπως του συνέβη κάτι, αλλά ο Κόριμ της απάντησε, εντάξει, ί ΐ ’δ ^11ή§1ΐ£ και σηκώθηκε από το κρεβάτι όπου είχε ξαπλώσει με τα ρούχα του, χαμογέλασε στη γυναίκα και, με μια ασυνήθιστη άνεση, της είπε ότι χρειαζόταν ακόμα μια μέρα, θα επέστρεφε στην κουζίνα την επομένη, γύρω στις έντεκα το πρωί και θα της διηγούνταν τα πάντα, της είπε σπρώχνοντάς την ελαφρώς, μπορούσενα μείνει ήσυχη, και της έκλεισε την πόρτα. 13Ε, λοιπόν, όλα τα πράγματα έχουν το ίδιο βάρος και την ίδια θεμελιώδη σημασία, είπε ο Κόριμ την επομένη στις έντεκα η ώρα ακριβώς, προφέροντας κάθε λέξη αργά, έκανε μια μεγάλη παύση, και μετά, σαν να είχε πει όλα όσα ήθελε να πει, επανέλαβε με βαρυσήμαντο τόνο: την ίδια, δεσποινίς, και θεμελιώδη.
217
VI ΝΑ ΒΡΟΥΝ Μ Ι Α Θ Υ Ρ Α Ε Ξ Ο Δ Ο Υ
ι. Άρχισαν με τη μεταφορά της μεγάλης ντουλάπας που βρισκόταν στο δωμάτιο του βάθους, και απέμειναν και οι δύο με την απορία, δίχως να καταλαβαίνουν τι ακριβώς συνέβαινε, ούτε ποιος τους έστειλε και τι ήθελαν, πριν μπουν μέσα, είχαν πει τσάτρα πάτρα κάποιες λέξεις σε ακατανόητα αγγλικά, τσαλακώνοντας τα κασκέτα που κρατούσαν στα χέρια τους, και μετά έδειξαν στη γυναίκα ένα χαρτί με την υπογραφή του διερμηνέα, είχαν μπει μέσα στο διαμέρισμα και είχαν πιάσει δουλειά, έκαναν στην αρχή τον γύρο των δωματίων, γκρινιάζοντας, μετρώντας και σπρώχνοντας όλα τα αντικείμενα που βρίσκονταν στον δρόμο τους, με λίγα λόγια, επιθεώρησαν, κατέγραψαν, αράδιασαν τα πάντα, από το ψυγείο μέχρι τις σφουγγαρίστρες και από το χάρτινο φωτιστικό μέχρι τις παλιές κουβέρτες που χρησίμευαν ως κουρτίνες, τα αράδιασαν όλα, σαν να τα περνούσαν σε ένα αόρατο κορδόνι και, μετά, άρχισαν να τα ταξινομούν με βάση κάποια ειδικά κριτήρια, τόσο προφανή για κείνους, ώστε δεν μπήκαν καν στον κόπο να τους εξηγήσουν, και έτσι, όταν και οι τέσσερις κάθισαν στο δάπεδο της κουζίνας για να φάνε το κολατσιό τους, κοιτάζοντας ταυτοχρόνως επιδεικτικά τα ρολόγια τους και με δουλοπρέπεια τους ενοίκους του διαμερίσματος, ούτε η γυναίκα που, τρομαγμένη και ενοχλημένη, αποσύρθηκε παράμερα, ούτε ο Κόριμ που, 219
διωγμένος από το πόστο της δουλειάς του, περιφερόταν με ύφος εμβρόντητο, τόλμησαν να τους πουν το οτιδήποτε, και οι δυο, ο Κόριμ και η γυναίκα, συνέχιζαν να τηρούν την ίδια στάση, εκείνη τον φόβο της και την ενόχλησή της, εκείνος τα πηγαινέλα του με το εμβρόντητο ύφος του, γιατί ο διερμηνέας δεν ήταν εκεί για να τους δώσει κάποιες εξηγήσεις, εξάλλου δεν θα εμφανιζόταν μέσα στη μέρα, ούτε την επομένη και, παρόλο που υποψιάζονταν την εμπλοκή του, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα ποιος ήταν ο λόγος για τον οποίο οι τέσσερις άνδρες, αφού έφαγαν το κολατσιό τους και τους απηύθυναν κάποιες λέξεις μόνο, στην ακατανόητη μητρική τους γλώσσα, άρχισαν να αδειάζουν μεθοδικά όλα τα δωμάτια και να φορτώνουν σ' ένα φορτηγό που περίμενε μπροστά στο κτίριο όλα τα φορητά αντικείμενα, την κουζίνα γκαζιού, το τραπέζι της κουζίνας, τη ραπτομηχανή, ακόμα και την παλιά μισοσπασμένη σαλατιέρα, με λίγα λόγια, όλο το διαμέρισμα, και δεν καταλάβαιναν κιόλας τι ήθελαν πάλι την επομένη το πρωί και, αφού δίχως κανέναν οίκτο φόρτωσαν και τα κρεβάτια που τους τα είχαν αφήσει για τη νύχτα, ξαναήρθαν, χτύπησαν το κουδούνι, έριξαν σε μια γωνιά δίπλα στην πόρτα μια τεράστια κορδέλα από ροζ πλαστικό, και με τα κασκέτα τους στο χέρι είπαν: ιηοΓηιη§, και ξανάρχισε ο εφιάλτης της προηγούμενης μέρας, αυτή τη φορά όμως αντιστρόφως, δηλαδή, άρχισαν να ξεφορτώνουν από το φορτηγό, που είχε σταθμεύσει κάτω από το κτίριο, έναν απίστευτο όγκο ξύλινων και χάρτινων κιβωτίων, ορισμένα από τα οποία περιείχαν τόσο βαριά αντικείμενα, που χρειάστηκε να τα ανεβάσουν στους ώμους με τη βοήθεια λουριών, δυο δυο, και μάλιστα και οι τέσσερις μαζί, και η εκφόρτωση του φορτηγού κράτησε ώρες, τόσο που, γύρω στο μεσημέρι, τα κασόνια και τα χαρτοκιβώτια ήταν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, σε ύψος ενάμιση μέτρου, και καταλάμβαναν όλη την επιφάνεια του διαμερίσματος, όπου ήταν πια αδύνατον να καθίσει κανείς ή να ξαπλώσει, πολύ δε λιγότερο να περπατήσει, και η σύντροφος του διερμηνέα, 220
όπως και ο Κόριμ, στριμωγμένοι ο ένας κόντρα στον άλλον σε μια γωνιά της κουζίνας, μπορούσαν μόνο να κοιτάζουν αυτή την απίστευτη αναστάτωση, μόνον κατά τις τέσσερις, μετά την αναχώρηση των εργατών, έπεσε βαριά σιωπή μέσα στο διαμέρισμα και, θέλοντας μια εξήγηση για όλα αυτά, άρχισαν και οι δύο, αργά αργά και παίρνοντας προφυλάξεις, να βγάζουν τα πράγματα από τα κιβώτια. 2. Κινούνταν με το αυτοκίνητο στην Ουέστ Σάιτ Ελεβέιτετ Χάιγουεϊ και φαίνονταν και οι τέσσερις να έχουν χαρούμενη διάθεση, γιατί το «καλαμπαλίκι» της προηγούμενης, με άλλα λόγια η λεία τους, είχε ανεκτίμητη αξία γι' αυτούς, μεγάλη τύχη, είπαν χτυπώντας ο ένας την πλάτη του άλλου και γελώντας μέσα στην καμπίνα του οδηγού, να σουφρώνουν τα πράγματα αυτών των «Μαγιάρων», και αντί να τα πάνε, όπως προβλεπόταν, στην αποθήκη, να τα πηγαίνουν στο διαμέρισμά τους που βρισκόταν πίσω από το Γκρηνπόιντ, ήταν πιο απλό απ' ό,τι περίμεναν, γιατί η πλαστή απόδειξη της αποθήκης δεν είχε κινήσει την υποψία κανενός, ποιος θα έκανε έλεγχο; σίγουρα, ο Ούγγρος θα είχε πετάξει, έτσι κι αλλιώς, όλο αυτό το καλαμπαλίκι, και όσο για τον ευεργέτη τους, όπως τον αποκαλούσαν, τον κύριο Μάνεα, δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον, ενώ αυτοί είχαν τώρα όσα τους χρειάζονταν, κρεβάτια, τραπέζια, καρέκλες, κουζίνα, και πολλά άλλα μικροπράγματα, όλα όσα χρειάζονταν για να επιπλώσουν και να νοικοκυρέψουν το διαμέρισμα, μέχρι και φλιτζάνια του καφέ και βούρτσες παπουτσιών, και όλα αυτά για πενταροδεκάρες που έριξε από προκατάληψη πίσω του ο Βασίλε την ώρα που τους αποχαιρετούσε, ούτε λόγος να πετάξουν στην αποθήκη το κρεβάτι, τη ντουλάπα, το τραπέζι και τις καρέκλες, την κουζίνα, τα φλιτζάνια του καφέ και τη βούρτσα παπουτσιών, είχαν πει την προηγούμενη το βράδυ, θα τα μετέφεραν ήσυχα στο σπίτι τους μόλις θα βράδιαζε και 221
κανείς δεν θα μάθαινε τίποτε, και, εφόσον έπρεπε να τα εξαφανίσουν όλα, γιατί να μην τα εξαφανίσουν στο Γκρηνπόιντ και συγχρόνως να επιπλώσουν και ένα άδειο διαμέρισμα, που βρίσκεται σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο με θέα στο Νιουτάουν Κρηκ, στην προκειμένη περίπτωση, το δικό τους διαμέρισμα, αυτό όπου έμεναν από τότε που έφτασαν στον Νέο Κόσμο, δηλαδή, λιγότερο από δυο εβδομάδες πριν, έναντι εφτακοσίων πενήντα δολαρίων, δηλαδή εκατόν ογδόντα οχτώ δολάρια ανά άτομο, που τους είχε προσφέρει ο κύριος Μάνεα μαζί με τη δουλειά, όλα παίχτηκαν πολύ γρήγορα, την προηγούμενη το πρωί, το είχαν αποφασίσει την ώρα που κατέγραφαν τα αντικείμενα τα οποία έπρεπε να κουβαλήσουν και, πρινπάρουντο κολατσιό τους, όταν είχαν ξεκινήσει να κατεβάζουν όλα τα έπιπλα, να τα οικειοποιούνται οι ίδιοι αδιαφορώντας πλήρως για τους δύο ενοίκουςτου διαμερίσματος, πώ ϊ)0Ζ£0Γ03ΐ03. αίΓνΜ ΐϊΐρυΐιώ , είχαν πει στη γυναίκα, με ευγενικό χαμόγελο, ΛβΧβ Ιζ ο ρ^ιΐθ βοζ^οιτέιηριίΠΐ: στον άνδρα, κοιτώντας τον λοξά, και είχαν διάθεση να σκάσουν στα γέλια, αλλά κατάφεραν να συγκρατηθούν, καιπερίμεναντο βράδυ, και αφού φόρτωσαν το φορτηγό, πήραν τον δρόμο για το Γκρηνπόιντ, και τώρα, τώρα που ο φόβος να μην πιαστούν στα πράσα τούς είχε φύγει, εφόσον κανείς δεν τους ρώτησε τίποτε, κανείς δεν έλεγξε το οτιδήποτε, κανείς δεν νοιαζόταν πού θα ξεφόρτωναν όλο αυτό το καλαμπαλίκι, έφυγαν από την τρελή κυκλοφορίά της Δωδέκατης Λεωφόρου, και πήραν χαρούμενοι την Ουέστ Σάιτ Ελεβέιτετ Χάιγουεϊ, γέλασαν, γέλασαν για πολλή ώρα, γέλασαν με την ψυχή τους, μέσα στην καμπίνα του οδηγού, και μετά άρχισαν να ρίχνουν βλέμματα γύρω τους με μάτια που άστραφταν και με το στόμα ανοιχτό, θαμπωμένοι από το στροβίλισμα των φάρων, με τρία ζευγάρια χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα, και το τέταρτο, του Βασίλε, να στρίβει το τιμόνι δεξιά κι αριστερά, ενώ βυθίζονταν μέσα στην καρδιά αυτής της άγνωστης και τρομακτικής πόλης, της πετρωμένης μέσα στην ελπίδα.
3.
Έφυγαν, είπε ο Κόριμ στη γυναίκα, το βράδυ της πρώτης θυελλώ; δους ημέρας* ο Κόριμ φαινόταν πολύ λυπημένος μέσα στο άδειο διαμέρισμα, ή μάλλον καταβεβλημένος, τσακισμένος και, επίσης , τα νεύρα του ήταν εξαιρετικά τεταμένα, έκανε συνεχώς μαλάξεις στον αυχένα του και κυκλικές ασκήσεις με το κεφάλι του, έμπαινε στο δωμάτιό του για να ξαναβγεί αμέσως μετά και, επειδή ήταν προφανές ότι δεν τον χωρούσε ο τόπος, και κάθε φορά που έμπαινε μέσα στην κουζίνα, δεν μπορούσε να κρατηθεί και κοίταζε από τον φεγγίτη της μισάνοιχτης πόρτας του δωματίου στο βάθος, εκεί όπου η γυναίκα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, περίμενε ακίνητη, έπαιρνε γρήγορα τα μάτια του από πάνω της, έφευγε δίχως να πει τίποτε, και όλο αυτό, μέχρι το βράδυ όπου επιστράτευσε το κουράγιο του και μπήκε μέσα στο δωμάτιο, κάθισε δίπλα της, αλλά μόνογιανα την παρηγορήσει και, κυρίως, όχιγιανατην τρομάξει, ακόμα δε λιγότερο για να της ανακοινώσει, όπως είχε προβλέψει αρχικά, την ανακάλυψη που έκανε στις τουαλέτες του διαδρόμου ή για να τη ρωτήσει τι θα απογίνονταν αν θα τους έκαναν έξωση από το σπίτι, γιατί από την πλευρά του, ήταν πεπεισμένος, επρόκειτο για έξωση, όχι, απέφυγε αυτά τα θέματα και προτίμησε -πραγματικά για να την καθησυχάσει- να μιλήσει για τα τρία μεγάλα κεφάλαια που έπρεπε να της τα παρουσιάσει όλα μαζί, βεβαίως, θα μπορούσενα τα πηδήξει, να τ' αφήσει στην άκρη, και να μην τα αναφέρει, αλλά ήταν αδύνατον, γιατί η εξήγηση που της είχε υποσχεθεί, δεν θα ήταν σαφής, οΙθεγ, δεν μπορούσε να πηδήξει αυτά τα τρία κεφάλαια, ύιτββ οΙι^ρΐθΓδ, και αν αυτές τις τρεις μέρες δεν είχε πει: ωραία, όλα είναι απολύτως σαφή, αύδοΐαΐβΐγ οΙθλγ, τα σταματώ όλα, δεν θα γράψω ούτε μια γραμμή παραπάνω, θα μπορούσε να το είχε κάνει πραγματικά, γιατί τώρα όλα ήταν αβδοΐιιΐθΐγ οΙθλγ, αλλά παρ' όλα αυτά, έπρεπε να φτάσει μέχρι το τέλος και να μην εγκαταλείψει στα μισά του δρόμου έναν 223
αρχειοφύλακα, απτίηνίδΐ:, δεν επέτρεπε στον εαυτό του να σταματήσει, με το πρόσχημα ότι είχε ξαφνικά λύσει το αίνιγμα, ώ θ Γθβυ.8, μόνο που τώρα, είναι η αλήθεια, τώρα που είχε μια σφαιρική εποπτεία του υλικού, και το ζήτημα είναι εκεί, είχε λύσει το αίνιγμα, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει ριζικά τα σχέδια του, με άλλα λόγια, είχαν αλλάξει τα πάντα, αλλά πριν προσεγγίσει το όλο θέμα, είπε, θα αρκούνταν μόνο στο να πει: ( Ι ο Γ δ ίιο ρ ιΐιιπ ι1και μετά Γιβραλτάρ και μετά Ρώμη, και έπρεπε οπωσδήποτε να γυρίσει πίσω, εκεί όπου είχε σταματήσει, γιατί δεν θα μπορούσε να κατανοήσει κανείς, όπως συμβαίνει και με όλα τα πράγματα πάνω στη γη, παρά μόνο στο πλαίσιο μιας συνεχούς διαδικασίας, ε ο η ΐ ι η ι ι ο ι ί δ η η ά θ Γ δ £ 3 . η < 1 ιη § , είπε, αφού πρώτα έψαξε μέσα στο σημειωματάριό του την έκφραση που θεωρούσε πιο κατάλληλη, έπρεπε λοιπόν οπωσδήποτεναγυρίσειπίσω, στην εφιαλτική εποχή που το ^ Γ δ ΐο ρ ίΐιιιη μαστίζονταν από εκείνο το ανελέητο ψιλόβροχο που έπεφτε ασταμάτητα, να επιστρέφει στην αγριότητα, θηοπηίΐγ, του παγωμένου ανέμου που φυσούσε χωρίς σταματημό και τρυπούσε τα κόκαλα, και ακόμα πιο φρικτό, στην υπεράνθρωπη προσπάθεια με την οποία το χειρόγραφο επιχειρούσε να περιγράφει το ( Ζ ο Γ δ ϋ ο ρ ί ϊ ι ι ι η , μετά το Γιβραλτάρ, και μετά τη Ρώμη, γιατί, από το τέταρτο κεφάλαιο και μετά, το κείμενο δεν προσπαθούσε, όπως πριν, να περιγράφει, με απίστευτη σχολαστικότητα, τα αποφασιστικής σημασίας γεγονότα και τις περιστάσεις υπό τις οποίες εξελίχτηκαν, αλλά έκανε μια βαθιά και δυναμική κατάδυση στα γεγονότα και στις περιστάσεις, φαντάζεστε, είπε στη γυναίκαηοποία, πολύ νευρική, δεν τον άκουγε πια και παραμόνευε τον παραμικρό θόρυβο που ερχόταν απέξω, ξεφυλλίζοντας ταυτοχρόνως μια διαφημιστική ασπρόμαυρη μπροσούρα που είχε στα γόνατα, πάρτε ως παράδειγμα, τον δρόμο, ύιβτοζά, απότοφρούριο 5θ§θηάιαηιιπι,2 δηλαδή από την εκβολή του Τάιν, που τους οδηγούσε προς τα δυτικά, μέχρι το τέταρτο φρούριο και στη συνέχεια, μέχρι το (ΤοΓδΐορίπιπι, αυτό τον δρόμο τον περιγράφει
τέσσερις φορές συνεχόμενα στην αρχή του κεφαλαίου, τέσσερις φορές το ίδιο πράγμα, με μόνη διαφορά, σε ορισμένα ση μεία, την προσθήκη μιας αναφορικής αντωνυμίας, ή, πιο συχνά, ενός επιθέτου ή ενός επιρρήματος, προκειμένουνα διευκρινίσει κάτι, σαν να ήθελενα περιγράφει τέσσερις ανάσες, £ουχΙ>Γθίΐΐ1ΐθ8, και μετά, βεβαίως, όλες τις λεπτομέρειες αυτού του ταξιδιού μέσα στην ομίχλη και κάτω από τη βροχή, οι οποίες μπορεί να περιέχονται μέσα σε μια ανάσα, τέσσερις ανάσες και, επομένως, τέσσερις φορές ο ίδιος στρατιωτικός δρόμος κατά μήκος του ϋ ίν ίη ν^Πιιπϊ,3τέσσερις φορές αλλαγή αλόγων στο φρούριο ΟοηάθΓΟίιιπ, και την πρώτη εντύπωση του Κάσερ και των συντρόφων του, μόλις αντίκρισαν τα προπύργια του Όίνίη ναΐίαιη, τα οχυρά και τα φυλάκια, και πώς τους σταμάτησαν έξι λεύγες πριν από τη νίηάοναΐΑ, όπου χρειάστηκε να επέμβει δυναμικά ο διοικητής των στρατευμάτων και να τους δοθεί η άδεια ελευθέρας κυκλοφορίας από τον Ργλ θ ίθΟΠίδ Ραβηιπι,4προκειμένου να τους επιτρέψει ο εκατόνταρχος του φρουρίου να συνεχίσουν τον δρόμο τους προς τη ν ίη ά ο ν ώ , θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρει και το κεφάλαιο για το Γιβραλτάρ, όπου η περιγραφή εξυπηρετούσε μια άλλη, ιδιαίτερη μορφή της επανάληψης, επιστρέφοντας συνεχώς σε μια εικόνα, ρΐοίατθ, η οποία περιγραφόταν με απίστευτη σαφήνεια και η πανταχού παρουσία της οποίας βοηθούσε να χαραχτούν όλα μέσα στο κεφάλι του αναγνώστη, ήταν η περίπτωση για παράδειγμα, του θεάματος που προσφέρθηκε, στα μάτια του Κάσερ και των συντρόφων του, όταν, αφού έφτασαν στο Κάλπε οδικώς, κατέλυσαν σ' ένα πανδοχείο που το έλεγαν «ΑΐΙ)θΓ§υ.θπ^», και μετά κατέβηκαν για να πάρουν συνάλλαγμα, και κοιτώντας έξω από το παράθυρο, είδαν να προβάλλει, μέσα από τα σεντόνια της πυκνής ομίχλης που σκέπαζε τον κόλπο, μια εφιαλτική συγκέντρωση από γαλόνια, φρεγάτες, κορβέτες, καράκες, καραβέλες, πολάκες, καράβια της Βενετίας, της Γένοβας, της Καστίλλης, της Βρετάνης, της Αλγερίας, της Φλωρεντίας, της Μπισκάγια,5της Πίζας, της Λισαβώ225
νας, και όλα αυτά, πετρωμένα μέσα σε μια ταφική ακινησία, η οποία, με την πρώτη ματιά, αποκάλυπτε το νόημα που αποκτούσε εδώ η 03.1ιιΐ£ Λ κ ΐι^ , η νηνεμία, είπε ο Κόριμ, στο στενό του θανάσιμα επικίνδυνου Γιβραλτάρ, να τι αντίκριζε το μυαλό του αναγνώστη , αυτές και άλλες παρόμοιες εικόνες, με ολοένα και πιο τελειοποιημένα περιγράμματα, όπως τις αντίκρισε και ο ίδιος εξάλλου, όταν, δακτυλογραφώντας το τέταρτο και το πέμπτο κεφάλαιο, είδε ξαφνικά να εκτινάσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, στην οδό, αν μπορούσε να την πει έτσι, της κατανόησης. 4*
Χρειαζόταν ακριβώς δύο λεπτά το πρωί για να ζεσταθεί με την ανάσα του: σφράγιζε καλά την πόρτα, ξεκούμπωνε το παντελόνι του, και μετά καθόταν στη λεκάνη και φυσούσε, φυσούσε, μέχρι τη στιγμή που ένιωθε ότι ο χώρος άρχιζε να ζεσταίνεται, καθόταν στη θέση αυτή μεταξύ πέντε και πέντε και μισή, ώρα κατά την οποία ήταν σίγουρος πως δεν ενοχλούσε, γιατί ήταν πολύ νωρίς για τους συγκατοίκους του, κι έτσι, μπορούσε να είναι ήσυχος, ήταν μάλιστα, εξηγούσε ένα βράδυ, το μόνο μέρος όπου αισθανόταν ήσυχος και το είχε ανάγκη αυτό το πρωινό μισάωρο, είχε ανάγκη αυτή τη σιγουριά και αυτή τη σιωπή, εκεί, στις τουαλέτες του διαδρόμου, γιατί τόσο χρόνο χρειαζόταν μέχρι να του έρθει η διάθεση, παρατηρούσε τους τοίχους, κοίταζε γύρω του δίχως να σκέφτεται τίποτε, ατένιζε ονειροπόλα όλα όσα ήταν μπροστά του και όλα όσα κυριολεκτικά ρουφούσε ο εγκέφαλός του και, εφόσον γνώριζε καλά τον χώρο, μέχρι και τις ρωγμές των τοίχων, της πόρτας και του τσιμεντένιου δαπέδου, μπόρεσε πολύ φυσικά να διακρίνει, κάποιο πρωινό, μια περίεργη λεπτομέρεια ψηλά στον τοίχο μετα τούβλα, πράγματι, δεν ήταν ως συνήθως, δεν ήταν όπως την προηγούμενη ή την προ-προηγούμενη μέρα, δεν το είχε δει αμέσως, όσο ήταν καθισμένος με κατεβασμένο το παντελόνι και με τους αγκώνες στα γόνατα, το βλέμμα του ήταν καρφωμένο 226
μπροστά του, προς την κλειδαριά ή προς το δάπεδο, και μόνο όταν τελείωσε την ανάγκη του, ανέβασε το παντελόνι του και σήκωσε τυχαία το κεφάλι του, διέκρινε την αλλαγή, τελικά, ο αρμός γύρω από το τούβλο είχε απομακρυνθεί, είχε ολοφάνερα εξαφανιστεί, έβγαζε μάτι, κατέβασε πάλι το καπάκι της λεκάνης, σκαρφάλωσε επάνω για να το φτάσει, χτύπησε πάνω στο τούβλο που έκανε έναν κούφιο θόρυβο, και μετά, πιέζοντας στο πλάι, κατάφερε να το βγάλει, ανακάλυψε τότε ένα μέρος σκαμμένο προσεκτικά , γεμάτο με πλαστικά σακουλάκια, πω, πω, πω! έκανε ο Κόριμ, θα έλεγες ότι είναι αλεύρι, αλλά απέφυγε να κοιτάξει πιο κοντά και να ανοίξει ένα από τα σακουλάκια, γιατί δεν τον καθησύχαζαν καθόλου όλα αυτά και, εάν, για να είναι ειλικρινής, όπως εξήγησε αργότερα, δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τι ακριβώς βρισκόταν μέσα στα σακουλάκια, γνώριζε πολύ καλά,κατά βάθος, περί τίνος επρόκειτο, ήταν προφανές, όσο δε για το ποιος τα έβαλε εκεί, ούτε και σ' αυτό επέμενε πολύ για να μαντέψει την απάντηση, θα μπορούσε να είναι ο καθένας, πιθανώς ένας από τους ενοίκους των κάτω ορόφων, έβαλε λοιπόν το τούβλο στη θέση του, τέλειωσε με το κούμπωμα του παντελονιού του, τράβηξε το καζανάκι και μπήκε τρέχοντας στο διαμέρισμα. 5· Υπάρχει μια δυνατή σχέση ανάμεσα στα κοντινά πράγματα, μια αδύναμη σχέση ανάμεσα στα απομακρυσμένα πράγματα, και ανάμεσα στα πολύ απομακρυσμένα πράγματα δεν υπάρχει καμία σχέση, και εδώ, αγγίζουμε το θείο, είπε ο Κόριμ μετά από μια μακρά στιγμή στοχασμού, και μετά, μη γνωρίζοντας αν είπε τη φράση μεγαλόφωνα ή από μέσα του, ξερόβηξε πολλές φορές και αντί να ξαναπιάσει το νή μα της ιστορίας του εκεί που τη διέκοψε, έμεινε για πολύ δίχως να πει λέξη, ακούγοντας μόνο το τσαλάκωμα του χαρτιού, ενώ η σύντροφος του διερμηνέα ξεφύλλιζε τη διαφημιστική μπροσούρα. 227
6.
Ο Κάσερ ήταν εκείνος που υπέφερε περισσότερο απ' όλους από το κρύο, είπε αργότερα σπάζοντας επιτέλους τη σιωπή του, μόλις αποβιβάστηκαν από μια γιγάντια άθΟθΠδ6 στις όχθες του Τάιν, πήραν τα άλογά τους και, υπό την προστασία μιας ίλης, προχώρησαν στο εσωτερικό του ν^ΙΙα πι, είχε αρχίσει να τουρτουρίζει από το κρύο, και όταν έφτασε στο πρώτο φρούριο, όλα τα μέλη του ήταν μουδιασμένα και δεν υπάκουαν πλέον στη θέλησή του, χρειάστηκε να τον κατεβάσουν από το άλογο, να τον μεταφέρουν στο εσωτερικό του φρουρίου, £ ο γ ϊ, και να τον βάλουν να καθίσει δίπλα στη φωτιά, Γιγθ, όπου δύο Τσιγγάνες του έτριψαν την πλάτη, τα πόδια και τα χέρια, και μετά αναχώρησαν με προορισμό το ( Ι ο η ά θ Γ α ι ι η , και αυτή τη διαδικασία έπρεπε να την επαναλάβουν επί τρεις μέρες και σε κάθε σταθμό, επί τρεις μέρες, μέχρι να φτάσουν το απόγευμα στο ΟοΓδΐορίΐνιιη, τον τόπο άφιξης και έναρξης της αποστολής τους, διότι είχαν επιφορτιστεί από τον ΡΓ3.θίθθΐιΐδ Ρ^βηιιη να συντάξουν μια έκθεση για το Τείχος και από κει επιχείρησαν να διατρέξουντο Αθάνατο Οικοδομικό Έργο του πιο Θεϊκού Αυτοκράτορα, μετά από λίγες μέρες ανάπαυσης, φυσικά, που ήταν αφιερωμένες στην ανακούφιση των πόνων του Κάσερ με ευεργετικούς υδρατμούς, ν^ρουχ, με βρετανικά φαρμακευτικά βότανα, μια θεραπεία που σίγουρα τη χρειαζόταν ο τελευταίος, όταν έφτασαν οι τέσσερις στο Κάλπε, γιατί το περιπετειώδες ταξίδι με αναχώρηση από τη Λισαβώνα, σχο τέταρτο κεφάλαιο, τον είχε ταλαιπωρήσει ιδιαίτερα, τελικά, ο Κάσερ ήταν ο μόνος από τους τέσσερις, είπε ο Κόριμ κοιτώντας το κενό, που υπέστη μια αμυδρή, αλλά καθαρή μετάλλαξη, ιπ η ί^ΐΐο η , στο δεύτερο μέρος του χειρογράφου, και η ευαισθησία του, ο τρωτός και εύθραυστος χαρακτήρας του ήταν ολοφάνερα ένα γεγονός που αποδεικνύεται και από τις αυξανόμενες φροντίδες των συντρόφων του προς το πρόσωπό του, για παράδειγμα, ενώ ταξί228
δευαν με την άμαξα υπό την προστασία του δούκα της ΜεδίναΣιδόνια, ο Τοότ και μετά ο Μπενγκάτζα, τον ρώτησαν αν «όλα πήγαιναν καλά», μια άλλη φορά, όταν ήταν στο « Α 1& θ γ § ι ι θ ι ί * » , ο Φάλκε επισκέφτηκε κρυφά έναν στρατιωτικό γιατρό, για να βρει «ενδεχομένως ένα φάρμακο για την παράξενη ασθένεια από την οποία έπασχε ο σενιόρ Κάσερ», με λίγα λόγια, εξήγησε ο Κόριμ, από το τέταρτο κεφάλαιο, η προσοχή τους προς τον Κάσερ διαφοροποιήθηκε αμυδρά, ηιι^ηοθ, και αυτή η διαρκής προσοχή, από τις πρώτες κιόλας ώρες της άφιξής τους, έριχνε πάνω τους μια ανησυχητική σκιά, για παράδειγμα, όταν κάθισαν σ’ ένα τραπέζι μέσα στο συνωστισμένο από κόσμο «Αΐβθ§ιΐθΐΊ3.» και κοίταζαν όλοι κρυφά τον Κάσερ, για να δουν αν θα φάει το φαγητό που έβαλε η γυναίκα του πανδοχέα μπροστά του ή, ακόμη, αργότερα, μετά το δείπνο, όταν αναρωτήθηκαν εάν άκουγε ό,τι λεγόταν γύρω του, γιατί όλοι οι παρόντες σχολίαζαν, καθένας στη γλώσσα του, την ανησυχητική κατάσταση, την κάπως εφιαλτική, του κόλπου: το αργό λίκνισμα των ακινητοποιημένων πλοίων μέσα στην ομίχλη... την απελπιστική και θανάσιμη νηνεμία και, κοντά στις ακτές του Γιβραλτάρ, με άλλα λόγια, δίπλα τους, τις στάσιμες σκιές από τις καράκες της Γένοβας και τα γαλιόνια της Βενετίας, με τα κατάρτια τους να τρίζουν, σαν να βογκούσαν μέσα στην εκκωφαντική σιωπή. 7·
Σύμφωνα μετο περιεχόμενο της εντολής, Μαηά^ΐιιιη/τουΡΉθΓθοίιΐδ Ρ^βηιηι, είχαν καθήκον να ελέγξουν την ποιότητα τουΈνδοξου Οικοδομικού Έργου, να διατυπώσουν την άποψή τους για την αξία της εργασίας που είχε ολοκληρωθεί και, ως διακεκριμένοι εμπειρογνώμονες, να καταθέσουν τις συμβουλές τους στο επιτελείο του μηχανικού το οποίο είχε την έδρα του στο Ε ΐη ιο α ιιη -όπου στάθμευε η VI. Ι&ξίο νκτΐηχ-8και ήταν υπεύθυνο για την ίιιΜ ο, δηλαδή για τη συντήρηση του Τείχους, την εκτίμηση των 220
υλικών αναγκών και του ανθρώπινου δυναμικού που ήταν αναγκαία για την εν λόγω συντήρηση, καθώς και για τη χρονική και χωρική οργάνωσή της, αλλά στην πραγματικότητα, είπε ο Κόριμ στη γυναίκα, ενώ ήταν και οι δυο καθισμένοι στο κρεβάτι, εάν είχαν σταλεί εκεί για να φέρουν εις πέρας την εντολή που έλαβαν, ήταν πάνω απ’ όλα για να εκστασιαστούν, να θαυμάσουν αυτό το μοναδικό έργο, και στη συνέχεια να κοινοποιήσουν αυτό τον θαυμασμό τους, με στόχο να ενισχύσουν τη θέση των εμπνευστών του και να τους καθησυχάσουν για τον εξαιρετικό, ένδοξο και αθάνατο χαρακτήρα του συντελεσμένου έργου, και πρώτα απ’ όλους, τον Αιιΐιΐδ Ρΐ^ΐοιίιΐδ Νθριίδ, τον λεγάτο9της εποχής της Β ή ΐ^ η ιώ Κοιη*η3., ο οποίος διέμενε στο μακρινό ίοηά ίηίιίΓη: το πολύ φροντισμένο, καθώς και πομπώδες ύφος του Μ3.ηά3ΐιιιη, άφηνε να εννοηθεί ότι αυτό περίμεναν από αυτούς, και δεν θα είχαν ποτέ επιχειρήσει να κάνουν οδικώς αυτό το φρικτό ταξίδι, και μετά διά θαλάσσης, ακόμα πιο φρικτό, εάν δεν ήταν σίγουροι πως το τιτάνιο σχέδιο, Λ ερ ω θ ε ί:, της Θεϊκής του Μεγαλειότητας, δεν είχε άλλη φιλοδοξία από το να προκαλέσει τον θαυμασμό, την έκσταση και το θάμπωμα, ένα στοιχείο από το οποίο δεν είχαν απογοητευτεί καθόλου: το Τείχος του Αδριανού, όπως το ονόμαζαν οι απλοί λεγεωνάριοι, είχε σαγηνεύσει και τους τέσσερις, ήταν πολύ διαφορετικό και πολύ μεγαλύτερο από αυτό που είχαν φανταστεί με βάση τις πληροφορίες και τις φήμες που είχαν ακούσει πριν φτάσουν, και μόνον η υλική πραγματικότητα αυτού του φιδωτού τείχους που εκτείνονταν μίλια ανάμεσα στις γυμνές ορεινές ράχες της Καληδονίας, μέχρι τα δυτικά, την Ι£αιΐ3. Αθδΐιι^ήηιη,10 μάγευε, βθννιΐχΐι, κάθε παρατηρητή, και οι τέσσερις άνδρες, αφού συνήλθαν από την κούραση τους, και με τον Κάσερ κουκουλωμένο με παπλώματα, φτιαγμένα από γούνες αρκούδας, αλεπούς, ζαρκαδιών και προβάτων, συνέχισαν επί πολλές εβδομάδες ακόμα τη διαδρομή τους κατά μήκος του ναΐΐιιπι, είχαν μαγευτεί, όχι ως εμπειρογνώμονες στα πλαίσια μιας επίσημης 230
αποστολής, αλλά ως παρατηρητές, και επίσης ως παρατηρητές διέμειναν και στο πανδοχείο «Α11>θ§ιιθπλ», που φώλιαζε στους πρόποδες του Κάλπε του Γιβραλτάρ, όπου, αυτή τη φορά, παρουσιάστηκαν ως εντεταλμένοι, νια π ο ιίδθδ,11 είπε ο Κόριμ, του Συμβουλίου Χαρτογράφησης του βασιλιά Ιωάννη του Β ', ενώ στην πραγματικότητα, είχαν έρθει να παρατηρήσουν τον κόλπο από τον όροφο όπου βρίσκονταν τα δωμάτιά τους, ο οποίος κόλπος μπορούσε να θεωρηθεί, κατά την έκφραση του Φάλκε, ως το όριο του κόσμου, βοπΙθΓ οΓΐΐΐθ ννοτίά, και συνεπώς, των βεβαιοτήτων, των αποδείξιμων θέσεων, της τάξης και της καθαρότητας, με άλλα λόγια: ως το όριο της πραγματικότητας, το σύνορο που χώριζε την πραγματικότητα από την αβεβαιότητα, από την ακαταμάχητη δύναμη γοητείας των μη αποδείξιμων θέσεων, την άσβεστη δίψα για σκοτεινότητα, για αδιαφάνεια, την αναζήτηση του αδύνατου, του παράλογου, με λίγα λόγια, ήταν εδώ που ο κόσμος των θνητών είχε χαράξει τη διαχωριστική γραμμή του από όλο αυτό που εκτεινόταν πίσω από τον υπάρχοντα κόσμο, μια γραμμή, παρατήρησε ο Μπενγκάτζα, μπαίνοντας και αυτός στη συζήτηση την επομένη, πέρα από την οποία, έλεγαν, ότι δεν υπάρχει τίποτε, και ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να υπάρχει, είπε υψώνοντας τον τόνο της φωνής του, και λέγοντας αυτό, αποκάλυψε τον πραγματικό στόχο, 3ΐιη, της άφιξης και παρουσίας τους εδώ, δηλαδή να περιμένουν τη Μεγάλη Είδηση, η οποία είχε ήδη αναφερθεί από τον Κάσερ στη Λισαβώνα, γιατί η νεαρή δεσποινίς, είπεοΚόριμ, έπρεπε να γνωρίζειότι εδώ, στο πέμπτο κεφάλαιο, το σύνολο του χριστιανικού κόσμου, και ειδικότερα το βασίλειο της Ισαβέλλας και του Ιωάννη του Β ' , φλεγόταν από αναταραχές άνευ προηγουμένου, και ο Κάσερ, ο Μπενγκάτζα, ο Φάλκε και ο Τοότ, ως μέλη τηςΈνωσης Μαθηματικών και πιστοί μαθητές και υπηρέτες του Δούκα της Μεδίνα-Σιδόνια, του αξιότιμου Ντον Ενρίκε Γκουζμάν, σκέφτονταν κι εκείνοι ότι η τολμηρή αποστολή, την οποία είχε απορρίψει αρχικά ο Ιωάννης, αλλά τε231
λικά την είχε υποστηρίξει η Ισαβέλλα, είχε μεγάλη, πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι μπορούσε κανείς να φανταστεί, καιδεν ήταν μια απλή περιπέτεια, διότι, είπε ο Τοότ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, αν ποτέ το τρελό εγχείρημα του σενιόρ Κολόμπο στεφόταν με επιτυχία, αυτό θα σήμαινε το τέλος του Γιβραλτάρ, και μαζί και του κόσμου και, μαζί με τον κόσμο, η έννοια του ορίου και όλου αυτού που υπήρχε πριν, όλα θα εξαφανίζονταν είπε ο Τοότ, η λανθάνουσα έννοια του πεπρωμένου στον πυρήνα όλων των αντιλήψεων, η διαφορά μεταξύ της τάξεως των υπαρχόντων και μη υπαρχόντων πραγμάτων και, επομένως, η σωστή -αν και αδύνατον να εκφραστεί και να μετρηθεί- σχέση θεϊκού και γήινου, το δε οριστικό θα παραμεριζόταν προς όφελος της επικίνδυνης ευφορίας της ανακάλυψης, της αναζήτησης του αδύνατου και της εξύμνησης της διαπίστωσης και της παραδοχής του σφάλματος, ο πυρετός του πεπρωμένου θα παραγκωνιζόταν από τη μέθη της νηφαλιότητας, ίηδϊθ3.ά ο£ίθνθτ ο£ ΐζχ,β ΐΐΐθ ίηΙοχίοΒΧιοη ο£δοΒήθίγ, ναι, παρενέβη ο Κάσερ, αυτό το μέρος, το Γιβραλτάρ, ήταν εξαιρετικής σημασίας, είπε κοιτώντας στοχαστικά από το παράθυρο, το Κάλπε και η Άβιλα, είπε χαμηλόφωνα, οι Ηράκλειες Στήλες, μουρμούρισε, αυτές που είχαν θέα στο Τίποτε και μπορούσαν τώρα ξαφνικά να ανοιχτούν στο Κάτι, και μετά σιώπησαν και παρέμειναν σιωπηλοί, αυτή τη δεύτερη βραδιά, και οι τέσσερις, καθισμένοι, μετο βλέμμα στο κενό, μετά μια σκιά γλίστρησε στα πρόσωπά τους, σαν να ονειρεύονταν τα πλοία που ήταν φυλακισμένα στον κόλπο λόγω της φοβερής νηνεμίας, 03.11113. <:1ικ:1ΐ3, μέσα στην ομίχλη και μέσα στους παραπονιάρικους στεναγμούς των καταρτιών των ακινητοποιημένων πλοίων. 8. Αυτά τα δύο κεφάλαια, είπε ο Κόριμ, με την προοδευτική ανάδειξη του ρόλου του Κάσερ και την υπερβολική και καταχρηστική χρή232
ση της επανάληψης και της εμβάθυνσης, το τέταρτο και το πέμπτο κεφάλαιο λοιπόν, θα έπρεπε να τον είχαν διαφωτίσει από την πρώτη ανάγνωσή τους, για τις πραγματικές προθέσεις του συγγραφέα και, επομένως, και για το πραγματικό νόημα του χειρογράφου, αλλά αυτός, βλάκας καθώς είναι, με το διαταραγμένο του μυαλό, δεν είχε, κατά τη διάρκεια αυτών των τελευταίων ημερών, καταλάβει γρι, δεν είχε καταλάβει τίποτε απολύτως, το αρχικό και ανεξήγητο μυστήριο του κειμένου, η ποιητική δύναμη που ανάβλυζε απ’ αυτό, το γεγονός ότι έστρεφε αποφασιστικά την πλάτη στις συμβατικές μορφές αφήγησης, όλα αυτά τον είχαν καταστήσει τυφλό και κουφό, τον είχαν εκμηδενίσει, σαν να είχε δεχτεί μια κανονιά, Ο3.πηοπ, ενώ, είπεκουνώνταςτο κεφάλι, η εξήγηση βρισκόταν εκεί, μπροστάτου, από την αρχή, έπρεπε να την είχε δει, και πράγματι την είδε, και επιπλέον τη θαύμασε, μόνο που δεν ήξερε τι έβλεπε και τι θαύμαζε, δηλαδή πως το χειρόγραφο ενδιαφερόταν μόνο για ένα πράγμα: να περιγράφει τη μέχρι τρέλας περίπλοκη πραγματικότητα, να εντυπώσει στον φαντασιακό του αναγνώστη τις σκηνές με παραληρηματικές λεπτομέρειες και επαναλήψεις, με τρόπο που άγγιζε τα όρια της ψύχωσης, ήταν ως εάν ο συγγραφέας, εξήγησε ο Κόριμ -και αυτό δεν είναι μια εικόνανα είχε χρησιμοποιήσει, αντί για στιλό και λέξεις, τα νύχια του, για να χαράξει τα πράγματα στο χαρτί και στον φαντασιακό του αναγνώστη, γιατί, παρόλο που η συσσώρευση των λεπτομερειών, των επαναλήψεων και των εμβαθύνσεων καθιστούσε την ανάγνωση πιο δυσχερή, ωστόσο, όλα όσα αναλύονταν, επαναλαμβάνονταν, περιγράφονταν σε βάθος, παρέμεναν χαραγμένα για πάντα στο μυαλό, βιτ^ιη, και τις φράσεις τις οποίες επαναλάμβανε τις μετέτρεπε ελαφρώς, τις εμπλούτιζε εδώ, τις απλοποιούσε εκεί, αλλού έκανε τη φράση πιο σκοτεινή και αλλού πιο σαφή, και κατά έναν περίεργο τρόπο, είπε ο Κόριμ ονειροπολώντας, αυτή η επανάληψη δεν δημιουργούσε εκνευρισμό, άγχος ή ανία στον αναγνώστη , όχι, αντιθέτως του πρόσφερε ένα καταφύγιο, είπε ο Κόριμ
κοιτώντας το ταβάνι, μια κρυψώνα μέσα στο συγκεκριμένο σύμπαν, αλλά εντάξει, σ’ αυτό θα επανέλθει αργότερα, για την ώρα, θα πρέπει να ξαναπιάσει το νή μα της αφήγησης από το ταξίδι Οηπαπι-ΜαίΕ12 μετ’ επιστροφής, και αν στα μάτια όλων όσων δεν παραβρίσκονταν στην ανάπαυλα που έκαναν στους διάφορους σταθμούς, και το βράδυ στα αυτοσχέδια καταφύγιά τους, το ταξίδι από το οχυρό Οηηυ.πι στη Μ^ώ, ήταν ίδιο με το ταξίδι από τη Μ3ιζ στο Οηηιιπι, με τρεις άθαιποηθδ13να προηγούνται και να ακολουθούν τέσσερις ιπποκόμοι και, στο τέλος της πομπής, μια ηΐΓπΐΕ14με τριάντα δύο στρατιώτες καβάλα πάνω σε βαριά οπλισμένους ίππους, δεν ήταν έτσι, είπε ο Κόριμ κουνώντας το κεφάλι, γιατί επρόκειτο για έναν και μοναδικό δρόμο, για μια συνεχή διαδρομή κατά μήκος της φιδωτής γραμμής του γιγαντιαίου Τείχους και για μια ατελείωτη συζήτηση, &1]αη§, που συνέχιζαν μόλις έπεφτε η νύχτα, όταν αναπαύονταν μέσα στα ζεστά φρούρια της Αθδίεα,15του Μ3.§ηΐ8,16ή του ΐΛΐ§ανα1ιιιιη,17 μια ατελείωτη συζήτηση μπροστά στη φωτιά, καθισμένοι πάνω σε δέρματα αρκούδας, όπου διαπίστωναν συνεχώς ότι όλα όσα είχαν δει μέσα στη μέρα, τη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν για την επιλογή της πελεκητής πέτρας, την εξαιρετική επινοητικότητά τους να προσαρμόζονται στο φυσικό περιβάλλον, τον τέλειο συντονισμό μεταξύ της μεταφοράς της πέτρας, της σήμανσης, της θεμελίωσης και της ανέγερσης του Τείχους, την ικανότητα και την επινοητικότητα των στρατιωτικών μηχανικών της II. 1θ£ΐο Αυ.§αδί^,18με μια λέξη, την ποιότητα της εκτέλεσης, ΐΐΐθ ζ η ο ί ιιηρίθΐηθηΐ:*ύοη, δεν ήταν τίποτε, μπροστά στην ιδέα του ν^Π ιιπ ι, δηλαδή στο πνευματικό περιεχόμενο του ν^11υ.ιη που αποτελούσε, είπε ο Μπενγκάτζα, την ενσάρκωση του ορίου, σήμαινε με εκπληκτική σαφήνεια, τι ήταν και τι δεν ήταν η Αυτοκρατορία, και η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο κόσμων που χωρίζονταν από το ν3.11αιη Αάηαηιιπι, πολύ απλά ξεπερνούσε οποιαδήποτε φαντασία, είπε ο Φάλκε, γιατί, στην πιο βαθιά ανθρώπινη προσδοκία, παρενέβη 234
ο Τοότ, δηλαδή στο πιο πρωτόγονο στάδιό του ανθρώπου, ιη ΐΐιε ριίπι^Γγ Ιθνθΐ οίΊιιιηι^η, αυτά που προείχαν ήταν η ακόρεστη δίψα για ασφάλεια και απόλαυση, η φλογερή επιθυμία για απόκτηση ιδιοκτησίας και εξουσίας, η επιθυμία για την κατάκτηση της ελευθερίας και της μη εξάρτησης από τη φύση, και στο πεδίο αυτό, παρατήρησε, ο άνθρωπος έφτασε μακριά, εξαιρετικά μακριά, και κατάφερε έτσι να καθιερώσει την ευγλωττία έναντι του τραυλίσματος, το μνημειώδες έναντιτου κατακερματισμού, την ασφάλεια έναντι της επισφάλειας, την προστασία έναντι της επίθεσης, την καλαισθησία έναντι της αφιλοκαλίας, την απρόσκοπτη ελευθερία έναντι της υποδούλωσης, με άλλα λόγια, είχε αντικαταστήσει την εντέλεια με το μεγαλείο, ή για να πούμε τα πράγματα αλλιώς, είπε ο Μπενγκάτζα, είχε αντικαταστήσει τον πόλεμο με την ειρήνη, ίηδϋθ^ά ο£ννατ ώ θ , η ειρήνη υπήρξε το μεγαλύτερο, το επιφανέστερο, το ύψιστο έργο του ανθρώπου, η αδιατάρακτη Ρ3.χ του θεϊκού Αδριανού, που εδώ συμβολιζόταν από το ν3.11υ.πι το οποίο εκτεινόταν μίλια μακριά και, ως προς την ουσία του, θα γινόταν η τέλεια αντίθεση αυτού που αντιπροσώπευε, να για ποια πράγματα μιλούσαν στο Γιβραλτάρ, στο τραπέζι του «ΑΐβθΓ§ιΐθΓ13.», στις ατέλειωτες συζητήσεις τους κατά τη διάρκεια των οποίων αναγνώριζαν την ανωτερότητα, τον ανυπέρβλητο χαρακτήρα, καθώς και τη μεγαλοπρέπεια και την εξαιρετική ικανότητα του ανθρώπου να θέτει νέες προκλήσεις και να παίρνει νέα ρίσκα, το ατομικό θάρρος, την περιέργεια και την ακόρεστη δίψα του να κατανοήσει, ιιηάθΓδΐ^ικϋηβ, να για τι μιλούσαν μέσα στο πυρετώδες βουητό των πηγαινέλα στο ισόγειο του πανδοχείου «Α11>θ γ§ι ι θ π £» , κατά τη διάρκεια των μακρών ημερών απραξίας, το 1493, περιμένοντας νέα για τα γεγονότα που ση μάδεψαν την ιστορία της ανθρωπότητας, περιμένοντας να μάθουν εάν ο ναύαρχος Κολόμβος είχε επιστρέψει νικητής από την αποστολή του ή εάν είχε εξαφανιστεί για πάντα μέσα στην αδιαπέραστη ομίχλη, πέρα από τα όρια τουκόσμου. 235
9 ·
Γυρίστε πίσω! είπαν στον οδηγό οι δύο άντρες που κάθονταν στο πίσω κάθισμα, πάρτε τον πρώτο δεξιά, κάντε τον γύρο, και όταν ξαναβρεθείτε στην 159η οδό, αφήστε λίγο αυτό το αναθεματισμένο γκάζι και πηγαίνετε αργά, μα ήταν απίστευτο που δεν μπορούσαν να το βρουν, όλα αυτά τα παλιοκτίρια ήταν ίδια, αλλά διάολε, πού θα πήγαινε, θα έπεφταν επάνω του στο τέλος, τώρα ή κάποια άλλη στιγμή, και αν χρειαζόταν, θα έκαναν γύρους όλη νύχτα, γιατί κάπου εδώ ήταν, στο δεξί πεζοδρόμιο, ήταν κάπου εδώ, είπε ένας από τους άνδρες, όχι, εκεί, δίπλα στον Βιετναμέζο, είπε ο άλλος, τις προάλλες είχαν κάνει τον γύρο τρεις φορές, σκατά! γιατί δεν πρόσεξαν τότε; πραγματικά, είπεοοδηγός, είναι να αναρωτιέται κανείς, πώς δυο κανονικές γυναίκες έβγαλαν δυο βλάκες σαν και δαύτους, είχαν κάνει τρεις φορές τον γύρο με τον τύπο, και όταν εκείνος το έβαλε στα πόδια, δεν γύρισαν καν να ρίξουν ένα βλέμμα πίσω τους, και τώρα, κανείς δεν ήξερε πού έμενε, και μετά, περιττό να του πει τι έπρεπε να κάνει μετογκάζι, αλλιώς θα τους παρατούσε επιτόπου, θα τους άφηνε το τιμόνι και θα τα έβγαζαν πέρα μόνοι τους, στη χειρότερη περίπτωση, είπε ένας από τους άνδρες που ήταν καθισμένοι πίσω, ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν γύρους, μέχρι να σκάσει μύτη εκείνη η ποντικόφατσα, να σταματήσουμε, είπε ένας από τούς άνδρες, όχι, είπεοάλλος, προχωράμε, ωραία! είπε ο οδηγός χτυπώντας το τιμόνι του, θέλετε πραγματικά να κάνουμε γύρους όλη νύχτα ο* αυτό τον δρόμο που βρωμοκοπάει; και συνέχισαν, προχωρούσαν αργά αργά στην 159η οδό, μια Αίνκολν και τρεις άνδρες μέσα, να τι είχε δει ο Βιετναμέζος μπακάλης, όταν αποφάσισε κάποια στιγμή να βγει και να πάει να δει τι συνέβαινε, γιατί εκείνο το αυτοκίνητο δεν σταματούσε να περνάει με χαμηλή ταχύτητα μπροστά από το μαγαζί του, μετά εξαφανιζόταν καιξαναεμφανιζόταν μέσα σε λίγα λεπτά, και όλο αυτό πάλι και πάλι, μια Λίνκολν Οοη236
ΰηθη&ΐΜΚΗΙ, χρώματος μπλε ανοιχτού, είπε αργότερα στη γυναίκα του, με εξαιρετικό αμάξωμα, με καπάκια από χρώμιο στις ρόδες, με δερμάτινα καθίσματα και αστραφτερά πίσω φανάρια, και, βεβαίως, με αργή, μεγαλειώδη, μαγευτική ανάρτηση.
ίο. Το « Α ΐ Ι ) θ Γ § α θ ή 3 . » δεν ήταν πραγματικά πανδοχείο, είπε ο Κόριμ στη γυναίκα στο κρεβάτι, ακόμα και λόγω των διαστάσεών του, γιατί ποτέ δεν είχε χτίσει κανείς ένα τόσο απίστευτα τεράστιο πανδοχείο, εξάλλου, η λέξη «χτίσιμο» δεν ταίριαζε καθόλου, εάν με αυτήν εννοούσε κανείς κάτι το οποίο είχε σχεδιαστεί, οι διαστάσεις του κτιρίου μεγάλωσαν σιγά σιγά, με το πέρασμα του χρόνου, είχε πάρει σε ύψος και σε πλάτος, είχαν γίνει προσθήκες, είχε επεκταθεί, θχρ^ηδίοη, έβρισκε κανείς πολλά κλιμακοστάσια, πολλούς ορόφους με αναρίθμητα δωμάτια και με διάφορες γωνιές, με ενισχύσεις, περάσματα, διαδρόμους προς όλες τις κατευθύνσεις, μια χωροταξική διάταξη εντελώς ακατανόητη, στη στροφή του τάδε διαδρόμου για παράδειγμα, έπεφτες ξαφνικά πάνω σε ένα θολό φωτοστέφανο ομίχλης που σε τραβούσε μέσα σε μια κουζίνα ή σε ένα πλυσταριό χωρίς πόρτα, απ’ όπου έβγαινε συνεχώς και αδιαλείπτως ατμός, ίΐΐθδίθ^πι, ή ακόμα, εντελώς απροσδόκητα, σε έναν από τους ορόφους, ανάμεσα σε δύο δωμάτια, έπεφτε κανείς πάνω σε ένα ανοιχτό μπάνιο με τεράστιους κάδους, και μέσα τους αχνιστά σώματα, όπου ορισμένοι καχεκτικοί Βέρβεροι, μόνο με πετσέτες που κάλυπταν το κάτω μέρος του σώματος, τριγύριζαν παντού, ακόμα και στο εσωτερικό των δωματίων υπήρχαν σκάλες που οδηγούσαν σε όλα τα επίπεδα, σε ορισμένα από τα οποία υπήρχαν γραφεία, οίϊϊεθ, με επιγραφές των εμπορικών ονομασιών πάνω στις πόρτες, μπροστά από τις οποίες υπήρχαν τεράστιες και πυρετώδεις ουρές αναμονής από ανθρώπους προερχόμενους από την Προβηγκία, τη Σαρδηνία, την Καστίλλη, τη Νορμανδία, τη Βρετάνη, την Πικαρδία, την Γκασκώ237
νη,τηνΚαταλονία, καιούχω καθεξής, υπήρχαν ιερείς, ναυτικοί, κληρικοί, έμποροι, τραπεζίτες, διερμηνείς, και μετά, σε όλους τους διαδρόμους και σε όλες τις σκάλες, ιερόδουλες, ν ν Ιιο Γ θ δ , από τη Γρανάδα ή την Αλγερία, ιερόδουλες παντού, και όλα αυτά ήταν τόσο υπερβολικά, τόσο μπερδεμένα, τόσο περίπλοκα, που κανείς δεν μπορούσε να προσανατολιστεί, γιατί εδώ δεν υπήρχε ένας, αλλά πολλοί ιδιοκτήτες, και ο καθένας πρόσεχε μόνο την επικράτειά του, αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα, κανέναν δεν ενδιέφερε το σύνολο, και έπρεπε να ομολογήσει, είπε ο Κόριμ, κάνοντας μαλάξεις στον αυχένα του, ότι αν η κατάσταση ήταν αυτή στους ορόφους, τι να πει κανείς για το ισόγειο, άοννη βθίονν, όπου επικρατούσε ένα χάος τόσο αδιαπέραστο, ίιηρθηθ£Γ3Μθ5ΐ£η*ΐίοη, που ήταν αδύνατον να αναγνωρίσεις το μέρος, γιατί αυτή η τεράστια αίθουσα με τη θαυμάσια ζωγραφισμένη οροφή, που τη στήριζαν πενήντα μαυριτανικές κολόνες, ήταν εστιατόριο; τελωνείο; ιατρείο; καφενείο; ανταλλακτήριο συναλλάγματος; εξομολογητήριο; ναυτιλιακό γραφείο πρόσληψηςναυτικών; οίκος ανοχής; κουρείο; ή όλα μαζίταυτοχρόνως; όλα αυτά ταυτοχρόνως, απάντησε ο Κόριμ, όλα αυτά βρίσκονταν στο ισόγειο, άοννηδί^ΐΓδ, και, μέσα σε μια φρικτή κακοφωνία, μπαινόβγαινε ένα απίστευτο πλήθος ανθρώπων, το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ και τη νύχτα, πηγαινοέρχονταν πέρα-δώθε και φαίνονταννα βρίσκονται, πρόσθεσεοΚόριμ, εκτόςχρόνοϋ καιίστορίας, γιατί έβρισκες φύρδην μίγδην, εχθρούς, φυγάδες, διώκτες και διωκόμενους, ανθρώπους ξεπεσμένους και ανθρώπους στα όρια του ξεπεσμού, εδώ ένας κατάσκοπος πληρωμένος από Αλγερινούς πειρατές, συντροφιά με κάποιον μυστικό πράκτορα της Ιεράς Εξέτασης της Αραγονίας, εκεί Μαροκινοί λαθρέμποροι πυρίτιδας συζητούσαν τόσο με πλανόδιους εμπόρους από τη Μεδίνα, οι οποίοι εμπορεύονταν αγαλματίδια δΐθΐΐα Μ^τίδ, όσο και με Κορσικανούς που ήταν καθ' οδόν προς την Ταντζουρά, τη Μασσούρ, ή το Αλγέρι, θλιμμένοι και εξαίσιοι απάτριδες Σεφα238
ραδίτες, διωγμένοι ένα χρόνο πριν από τη βασίλισσα Ισαβέλλα, συζητούσαν με Εβραίους της Σικελίας, συντετριμμένοι από τον πόνο, διωγμένοι από τους ίδιους τους Σικελούς και όλοι, παραπαίοντας ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία, ανάμεσα στην αποστροφή και στο όνειρο, στην εμπιστοσύνη και στην αναμονή κάποιου θαύματος, εδώ, στο επανακτημένο λίγα χρόνια νωρίτερα από τους απόδημους καθολικούς Βασιλιάδες έδαφος, και όλοι ζούσαν μέσα στην αναμονή, οη οϊΙιθγ βχιρβ&ζηογ: οι τρεις εύθραυστες καραβέλες θα έκαναν την εμφάνισή τους και όταν θα συνέβαινε αυτό, ο κόσμος θα άλλαζε, ο κόσμος που, εδώ, στο «Α1ϊ>θγ§ιιθπ3.» , φαινόταν, όπως και τα πλοία στον κόλπο, ακινητοποιημένος από τη νηνεμία, σαν να είχε αναστείλει τις δραστηριότητές του, αφήνοντας τα πράγματα να τραβήξουν τον δρόμο τους, επιτρέποντας σ’ αυτό το χάος και σ’ αυτή τη σύγχυση να βασιλεύουν στο ισόγειο και στους ορόφους, εφόσον αντισταθμίζονταν από μια δύναμη που έλειπε φοβερά εκεί έξω, την ειρήνη, ώ θ ρεαοθ, εκείνη την ειρήνη την οποία ο Κάσερ, ο Μπενγκάτζα, ο Φάλκε και ο Τοότ είχαν γευτεί ευτυχισμένοι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους από τη Λισαβώνα μέχρι τη Θέουτα, αυτή ήταν ουσιαστικά, ιπ 3. ροίηΐ ο££3.01, η κατάσταση πίσω από τα μεγάλα και ασφαλή τείχη της έπαυλης του (ΤοΓδΐΟΓριΐιιιη, όπου αισθανόσουν μια εσωτερική γαλήνη, μια μορφή αναγέννησης, όπως παρατήρησε ο Φάλκε, όταν είχαν επιστρέφει, μετά από εβδομάδες κατά τις οποίες επιθεώρησαν το Τείχος, γιατί το 0)Γδ£ορί£ΐιιη σήμαινε γι' αυτούς την ασφάλεια, την οποία εξασφάλιζε ένα εξαιρετικό Τείχος, χτισμένο κάπου τριάντα μίλια μακριά από εδώ: έμπαιναν στις θέρμες της έπαυλης την οποία έθεσε στη διάθεσή τους το αίΓδτΐδ ρυΗ ίαΐδ,19έριχναν το βλέμμα τους πάνω στα λαμπερά ψηφιδωτά που καλύπταν το δάπεδο και τους τοίχους, βυθίζονταν μέσα στα λουτρά και άφηναν τα μουδιασμένα τους μέλη να καταπραΰνονται από τη ζέστη, όλα αυτά τους έδιναν την εντύπωση ότι απολάμβαναν μια εξαιρετική πολυτέλεια, την πολυτέλεια της 239
γαλήνης, για τη διατήρηση της οποίας άξιζε η ανέγερση του ν^ΙΙιχπι, ένα Τείχος το οποίο είχε ανεγερθεί για να προσφέρει στο (ΙθΓ8ϋοριΐ:υ.ιτι ασφάλεια, γαλήνη και ειρήνη, όλα όσα συμβόλιζαν την αληθινή νίκη έναντι όλων όσων υπήρχαν πέρα από το Τείχος, μια νίκη επί των σκοτεινών δυνάμεων της βαρβαρότητας, της βίαιης απόλαυσης, επί του φονικού πάθους και της πλεονεξίας, έναν θρίαμβο, ΐή ο α ιη ρ ίι, απέναντι σε όλα όσα είχαν τη δυνατότητα να διαβάσουν ο Κάσερ και οι σύντροφοί του, μια μέρα, στο άγριο βλέμμα ενός Πίκτου στασιαστή,20 κρυμμένου σ’ έναν αγκαθωτό θάμνο πίσω από τους προμαχώνες του οχυρού νθκτονίαυ,πι,21 μια νίκη επί του διαρκούς κινδύνου, μια νίκη επί της αιώνιας κτηνωδίας. 11
.
Ακόυσαν ένα θόρυβο που ερχόταν από τον διάδρομο, η σύντροφος του διερμηνέα γύρισε απότομα το κεφάλι της προς την εξώπορτα , με το σώμα της τεντωμένο και τον φόβο στα μάτια, αλλά τελικά η πόρτα δεν άνοιξε κι έτσι ξαναπήρε την μπροσούρα της, έσκυψε και κοίταξε τη φωτογραφία με την καρφίτσα, μια καρφίτσα διακοσμημένη μ’ ένα εκτυφλωτικό διαμάντι, που το κοίταζε, το κοίταζε για πολλή ώρα, πριν γυρίσει σελίδα. 12 .
Έφτασε φορώντας τη στολή του εκατόνταρχου των Σύριων τοξοτών, με ένα κράνος απλού λεγεωνάριου, με λεπτό δερμάτινο χιτώνα, αλυσιδωτό θώρακα πανοπλίας, ένα λαιμοδέτη, μια χλαμύδα με πυκνή ύφανση, ένα μακρύ ξίφος κρεμασμένο στον τελαμώνα, καθώς και το αναπόφευκτο δαχτυλίδι στον αντίχειρα, αλλά κυρίως εμφανίστηκε ως τελετάρχης, είπε ο Κόριμ, πίΛδϊθΓ ο ί ήϋιιαΐ, ανάμεσα στο προσωπικό της έπαυλης, την εβδομάδα μετά την επιστροφή τους από το Τείχος, κανείς δεν ήξερε ποιος τον είχε διορίσει, ήταν ο Ροθίθοΐιΐδ Ρ ^ η ιπ ι, το α ί Γ δ ί ΐ δ ρτώΐίαΐδ 240
ή μήπως το επιτελείο της βοηθητικής κοόρτιδος, επρόκειτο για αξιωματικό της II. 1 θ § ι ο Ε βιικια ιπ ι; το θέμα είναι ότι εμφανίστηκε μια ωραία μέρα, ανάμεσα σε δυο υπηρέτες -οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με τον ανεφοδιασμό σε τρόφιμα από το Ροηδ Αθίιιΐδ,22και κουβαλούσαν μια ποικιλία από φρούτα πάνω σε μεγάλες πιατέλες- στην κεντρική αίθουσα της έπαυλης που χρησίμευε ως κοινή αίθουσα εστίασης, και συστήθηκε με το όνομα Ιλιάιΐδ δθπΐίιΐδ (Ι^δΐιΐδ, κάνοντας μια υπόκλιση της κεφαλής και παρα μένοντας για λίγο σιωπηλός, με τον απροκάλυπτο στόχονα κάνει εντύπωση και να τραβήξει την προσοχή του Κάσερ και των συντρόφων του, τους οποίους διαβεβαίωσε πως δεν τον είχε διορίσει κανένας, κανένας, επανέλαβε, αλλά θα ήταν μεγάλη τιμή γι' αυτόν, νβτγ <ϋ§ηί£ίθά, να θεωρείται ως κάποιος ο οποίος έχει αναλάβει μια αποστολή και ο οποίος, αφού θα είχε φέρει εις πέρας την αποστολή του, θα έβαζε τέλος, όχι μόνο σ’ αυτή την αποστολή αλλά και στην ίδια τη ζωή του, ερχόταν λοιπόν ως ένας απλός μαντατοφόρος, ο οποίος έφτασε με μια είδηση και μια πρόταση και επιθυμούσε να θέσει τέρμα στον ρόλο του απεσταλμένου και, μάλιστα, αφού θα τους έχει ανακοινώσει την είδηση και την πρόταση, και ας τον συγχωρήσουν γι' αυτό, να εξαφανιστεί ως 0)Γ3.χ και μετά απ' αυτό, έμεινε σιωπηλός για λίγο, δίίθηοθ, διερευνώντας τα πρόσωπα των τεσσάρων ανδρών για να δει αν είχαν καταλάβει, στη συνέχεια, άρχισε να βγάζει έναν λόγο ο οποίος, γι' αυτόν, τον Κόριμ, ήταν παντελώς ακαταλαβίστικος, ήταν μια σειρά από αναφορές, από τσιτάτα, από υπαινιγμούς, τελικά, είπε ο Κόριμ, αυτός ο θ3.δίυ.δ μιλούσε ένα είδος κωδικοποιημένης γλώσσας, η οποία, σύμφωνα με το χειρόγραφο, είχε γίνει πλήρως κατανοητή από τον Κάσερ και τους συντρόφους του, αλλά για τον ίδιο ήταν πολύ δύσκολο, ά ίίϊια ιΐΐ, να σχηματίσει μια συγκεκριμένη άποψη, γιατί για να μπορέσει να το κάνει, θα πρέπει να συσχετίσει τα πράγματα, τα ονόματα και τα γεγονότα τα οποία δεν είχαν απολύτως καμία σχέση μεταξύ τους, όχι μόνο για το δικό 241
του διαταραγμένο μυαλό αλλά για κάθε μυαλό, γιατί λέξεις και εκφράσεις όπως δοΐ Ιηνίεΐιΐδ και ανάσταση, ταύρος και φρυγικός σκούφος, ψωμί, αίμα και νερό, βωμός, λατρεία του Μίθρα, μα περί τίνος επρόκειτο επιτέλους; είπε ο Κόριμ κουνώντας το κεφάλι, δεν υπήρχε τρόπος να το μάθεις, γιατί το χειρόγραφο περιοριζόταν μόνο στην αναπαραγωγή της ομιλίας του (Γ^δίιΐδ, δίχως καθόλου να διαφωτίζει, να δίνει την παραμικρή εξήγηση, την παραμικρή ερμηνεία, ούτε ένα, έστω θολό, ενδεικτικό στοιχείο, αλλά, ως συνήθως, μέσα σ’ αυτό το κεφάλαιο, επαναλαμβάνοντας για τρεις συνεχόμενες φορές όλα όσα είπε, βρήκαμε τον Κάσερ, τον Μπενγκάτζα, τον Φάλκε και τον Τοότ, σε μια έξοχα περιγραφόμενη σκηνή, ξαπλωμένους πάνω σε ανάκλιντρα, ανάμεσα στους τοίχους της αίθουσας εστίασης, τους διακοσμημένους με τεράστιους κλάδους δάφνης, και πίσω τους να στέκεται μια στρατιά από υπηρέτες με έκπληκτα πρόσωπα, ενώ μπροστά τους υπήρχαν πιατέλες γεμάτες με χουρμάδες, σταφίδες, καρύδια, αμύγδαλα και πεντανόστιμα γλυκά φτιαγμένα από τους ζαχαροπλάστες του κάστρου του ΟοΓδΐοριΐιιιη, και με μάτια που έλαμπαν από την υπερδιέγερση, άκουγαν αυτόν τον (^δϋιΐδ, ο οποίος, σύμφωνα με την υπόσχεσή του, θα εξαφανιζόταν ως (Ιογ^χ, και αυτή η σκηνή σημάδευε βαθιά το μυαλό του αναγνώστη, όπως και οι ελλειπτικές φράσεις του €3.δΐυ.δ, αλλά όλα αυτά δεν οδηγούσαν πουθενά αλλού, ι ΐ άίηάη’ΐ Ιβαά ηοννΙΐθΓθ, παρά μόνο στο απόλυτο σκοτάδι ή, ενδεχομένως, είπε ο Κόριμ, στο αδιαπέραστο σκοτάδι του Μιθραίου, γιατί προς το τέλος του λόγου του, όταν ο Κάσερ έκανε ένα νεύμα επιδοκιμασίας εκ μέρους του, αλλά και εκ μέρους των συντρόφων του, ο (ΤΕδΐυ,δ φάνηκενα κάνει έναν υπαινιγμό σε κάποιον τάδε Πατέρα, ο οποίος θα τους περίμενε την ημέρα της ανάστασης του Ήλιου μέσα στο Μιθραίο του Βγοοοΐοάίτιπχ, κάποιος, ίσως ο ίδιος, είπε, δείχνοντας τον εαυτό του ή κάποιος άλλος, ένας 0ογ3.χ ή ένας Νίιηρίιαθίΐδ ή ένας Μίΐθδ, θα ερχόταν να τους πάρει και να τους οδηγήσει στη σπηλιά, δεν ξέ242
ρουμε ακόμα ποιος, αλλά θα ερχόταν κάποιος οδηγός, ϊΙιθ £ΐιί<Ιθ, και, αμέσως μετά, σήκωσε τα δυο του χέρια, στύλωσε τα μάτια του στο ταβάνι και πρόφερε τις εξής λέξεις: Αξίωσέ μας να μπορούμε να σε επικαλούμαστε ως τον ερυθρωπό Αήττητο Ήλιο, κατά τον τρόπο του Ασιμένιους ή του Οσίριδος του γόνιμου, ή ακόμα του Μίθρα, του ύψιστου θεού, πιάσε τον ταύρο από τα κέρατα στα κοιλώματα του περσικού βράχου, και ακινητοποίησε τον για να σε ακολουθήσει, και αφού είπε αυτά, κατέβασε τα χέρια, έκανε υπόκλιση της κεφαλής και πρόσθεσε χαμηλόφωνα: νοίιιιη δοΐνιΐ ΙΛθΠδ π ίθηίο,23 και μετά σταμάτησε να μιλά, Ιθ^νθ ί3.Μπ§, με λίγα λόγια, το τέλος του τέταρτου κεφαλαίου ήταν ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα, και αυτή ήταν και η περίπτωση του επόμενου κεφαλαίου, στο οποίο ένα βασικό απόσπασμα ήταν από μόνο του ένα μυστήριο, ένα μυστήριο και ένα αίνιγμα, επρόκειτο για μια σκηνή που επανερχόταν ασταμάτητα και αφορούσε μια ομάδα ανθρώπων ανάμεσα σε όλους εκείνους που περίμεναν στο «Αΐΐ3θΓ§ηθη.3», μια ομάδα από Σεφαραδίμ και από Σικελούς αδελφούς τους, η σκηνή έδειχνε έναν Σεφαραδίμ ή έναν Σικελό, ο οποίος, όποιο κι αν ήταν το επίσημο επάγγελμά του, είτε ήταν ζητιάνος, τυπογράφος, ράφτης, υποδηματοποιός, διερμηνέας ή γραφέας στα ελληνικά, τουρκικά, ιταλικά ή αρμένικα, τραπεζίτης ή πλανόδιος εκριζωτήςοδόντων, δεν είχε σημασία, ηθνθπτηηά, είπεοΚόριμ, εγκατέλειπε αμέσως τον ρόλο του και περνούσε σε έναν άλλο κόσμο, ιη 3Π ούιβτ ννοτίά, ξαφνικά, τα ψαλίδια του ράφτη, το κοπίδι του υποδηματοποιού, το πτυελοδοχείο, τα μετρημένα μαραβέδια24πάγωναν στα χέρια και για πολλά λεπτά ο άνδρας χανόταν μέσα στις σκέψεις του, βιτοοά, έπαυε να είναι ράφτης, υποδηματοποιός, ζητιάνος ή διερμηνέας, γινόταν κάτι άλλο, με το βλέμμα βυθισμένο στον διαλογισμό του, παρέμενε τυφλός και κουφός σε όποιον του απηύθυνε τον λόγο και, καθώς αυτή η κατάσταση παρατεινόταν, ο άνθρωπος που του μιλούσε, σιωπούσε κι εκείνος, δεν επεδίωκε να του μιλήσει ή να τον ταρακουνήσει, αλλά ατένιζε 243
το παράξενα μεταμορφωμένο του πρόσωπο, τα ανεστραμμένα από την έκσταση μάτια, αυτό το εξαιρετικό πρόσωπο και αυτά τα εξαιρετικά μάτια, 1>63ΐιΐιίτι1 ζηά Β θ^ιιίιίιιΐ θγθδ, το χειρόγραφο επανερχόταν συνεχώς σ' αυτό το απόσπασμα, σαν να κατέφευγε καιτόΐδιο στις σκέψειςτου, σαν να άρχιζε να ονειροπολεί και να διαλογίζεται και αυτό, εγκατέλειπε ξαφνικά τα πάντα για να ξεκουραστεί μέσα σ' αυτά τα πρόσωπα και μέσα σ' αυτά τα βλέμματα, το χειρόγραφο, είπεοΚόριμ, από το οποίο γνωρίσαμε τώρα κάποια πράγματα και, όσο για τον ίδιο, είχε καταλάβει ήδη από την αρχή -ήταν μάλιστα το μόνο που ήξερε με βεβαιότηταότι είχε γραφτεί από έναν τρελό, γεγονός που δικαιολογούσε την απουσία του τίτλου και το όνομα του συγγραφέα του. 13.
Άρχιζε να βραδιάζει, αλλά ούτε ο ένας ούτε η άλλη κουνήθηκαν από τις θέσεις τους, ο Κόριμ, -μετο σημειωματάριο καιτο λεξικό του στο χέρι- διηγούνταν, εξηγούσε ασταμάτητα, η δε σύντροφος του διερμηνέα είχε πάντα την μπροσούρα πάνω στα γόνατά της* πότε πότε σήκωνε τα μάτια, έκλεινε την μπροσούρα για μια στιγμή , αλλά δίχως ποτέ να την αφήνει από τα χέρια και, κάθε φορά που έστρεφε το κεφάλι της προς την πόρτα, κάθε φορά που με το κεφάλι σκυμμένο στο πλάι, έτεινε αυτί στο κενό, αμέσως μετά, επέστρεφε και πάλι σ' αυτές τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, σ’ αυτούς τους αριθμούς τηλεφώνου, στις τιμές από τα περιδέραια, από τα σκουλαρίκια, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια, στην άχρωμη λάμψη τους πάνω στο κακής ποιότητας χαρτί. Η. Φιληδονία, ερωτισμός, πάθος, αισθαντικότητα, συνέχισε ο Κόριμ αφού σκέφτηκε για λίγο, εμφανώς αμήχανος απέναντι στη γυναίκα, το να κρύψει το θέμα και να μην το αναφέρει θα σήμαινε ότι εξαπατά τη νεαρή δεσποινίδα, γιατί, πέρα από όλα αυτά για τα 244
οποία έχει μιλήσει, υπήρχε κι ένα άλλο, πολύ σημαντικό στοιχείο μέσα στο απόσπασμα του κειμένου, το οποίο οδηγούσε στην πλήρη κατάρρευση, δηλαδή προς τη Ρώμη, πράγματι, το κείμενο ήταν βαθιά διαποτισμένο από αισθαντικότητα, ποιος θα μπορούσε να το αρνηθεί αν έπαιρνε υπόψη του τη συνέχεια, εφόσον το «ΑΐβθΓ§ΐΐθΠ£», όπως έχει ήδη αναφέρει, ήταν γεμάτο από ιερόδουλες, και οι φράσεις του κειμένου, υπνοβατώντας από όροφο σε όροφο, δεν παρέλειπαν ποτέ να διασταυρώνονται μ* αυτές τις ιερόδουλες, πράγμα που, -και θέλει να είναι ειλικρινής μαζί τηςέδινε αφορμή για περιγραφές απίστευτα άσεμνες: στέκονταν με νωχέλεια πάνω στα σκαλοπάτια, στο κεφαλόσκαλο, στους διαδρόμους, στις φωτισμένες και σκοτεινές κόγχες, και οι φράσεις του χειρογράφου δεν περιορίζονταν μόνο στην περιγραφή της ποικιλόμορφης και ποικιλόχρωμης ποσότητας των προϊόντων αυτής της αγοράς, στα τεράστια στήθη, στα πολυάριθμα οπίσθια, στο λίκνισμα των γοφών, στη λεπτότητα των αστραγάλων, στα πυκνά μαλλιά και στις στρογγυλές καμπύλες των ώμων, αλλά τις ακολουθούσε, όταν εκείνες, γλείφοντας με φιληδονία τα χείλη και ρίχνοντας προκλητικά βλέμματα στον πελάτη τους, εξαφανίζονταν σε κάποιο σκοτεινό δωμάτιο, συνοδεία κάποιου ναυτικού ή συμβολαιογράφου, κάποιου εμπόρου ή τραπεζίτη, όλοι άνδρες από την Ανδαλουσία, την Πίζα, τη Λισαβώνα, την Ελλάδα, έφηβοι, λεσβίες, γέροι και ιερείς που έριχναν τρομοκρατημένα βλέμματα πίσω τους, ε, ναι, είπε ο Κόριμ κοκκινίζοντας ξαφνικά, οι φράσεις άνοιγαν παραπετάσματα τα οποία δεν έπρεπε ποτέ και σε καμιά περίπτωση να ανοιχτούν, και χωρίς να θέλει να μπει σε λεπτομέρειες, ήταν αναγκασμένος ωστόσο να μην παραλείψει ότι το πέμπτο κεφάλαιο, ώ θ ί ϊ ί ί ί ι ά ιζρίβτ, περιέγραφε λεπτομερώς όλα όσα συνέβαιναν μέσα στο μισοσκόταδο εκείνων των δωματίων, την αναρίθμητη γκάμα των σεξουαλικών στάσεων, εξιστορούσε με ακρίβεια τις χυδαίες περιπτύξεις των ιερόδουλών με τους πελάτες τους, περιέγραφε την περίπλοκη ή ψυχρή φύση 245
των παιχνιδιών, την κορύφωση, την ικανοποίηση της επιθυμίας, διευκρινίζοντας τη σκανδαλωδώς ευέλικτη τιμολόγηση αυτής της εμπορικής και ερωτικής συναλλαγής, αλλά κάνοντάς το αυτό, το κείμενο δεν επεδίωκε να περιγράφει έναν διεστραμμένο κόσμο, έλεγε τα πράγματα δίχως να πέφτει στη λογική της ηδονοβλεψίας, δεν έδειχνε καμιά μορφή ευχαρίστησης, δεν εξέφραζε καμία κρίση , αλλά τα παρουσίαζε με πολύ ακριβή και απίστευτα αισθαντικό τρόπο, εάν μπορούσε να εκφραστεί έτσι, είπε ο Κόριμ ανοίγοντας τα χέρια, και αυτό το ακριβές και αισθαντικό στιλ, ήταν τόσο ισχυρό, που επιβλήθηκε από τη μέση του κεφαλαίου, όπου, κάθε νέο πρόσωπο, που εμφανιζόταν μέσα στο «ΑΐΙ)θΓ§υ.θΠ3», διαποτιζόταν από αυτή την αισθαντικότητα, με πρώτο πρώτο τον Μάστεμαν, ο οποίος εμφανίστηκε πάλι εντελώς απροσδόκητα εκείνη τη στιγμή, ο Μάστεμαν, ο οποίος βαριεστη μένος από την επικίνδυνη σιωπή που παρέλυε τον κόλπο, είχε εγκαταλείψει μια α χ:α 25που θα πήγαινε στη Γένοβα, για να φτάσει στην ακτή με μια λέμβο, συνοδευόμενος από κάποιους υπηρέτες, είχε πιάσει ένα δωμάτιο στον όροφο του «ΑΐΙ>θΓ§υ.θΠ3», ο Μάστεμαν, είπε ο Κόριμ, υψώνοντας ελαφρώς τον τόνο της φωνής του, ο οποίος είχε σοβαρούς λόγους να μην επισπεύσει τα πράγματα, γιατί έπρεπε να λάβει υπόψη του το μίσος, ύ ιβ ϊιαίθ, που είχαν οι κάτοικοιτου Γιβραλτάρ απέναντι στους Γενοβέζους και, επομένως, και απέναντι του, γιατί τότε βρίσκονταν υπό ισπανική κατοχή, μια κατοχή που την απήχησή της είδαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, όταν ο Κάσερ και οι σύντροφοί του είχαν ακούσει για πρώτη φορά να μιλούν -από ορισμένους πελάτες που είχαν φτάσει εκεί, όπως ο πρώτος λόχος των ρήιηιΐδ ρ ίΐιΐδ,26 ο διοικητής της πρώτης κοόρτιδος του Ε ΐη ιΐΐα ιπ ι, ο 1ιΙ>Γ3.πτΐδ27του (ΖοΓδίοριΐυ.ιη, και τέλος, κατά την πέμπτη εβδομάδα της διαμονής τους στο έδαφος της Βρετανίας, ο ίδιος ο ΡοθΓβοΐτΐδ Εαβηιιη - για τον αινιγματικό προϊστάμενο των £ηιηΐθηΐβΐηι,28ο οποίος, σύμφωνα με τις φήμες, έχαιρε της μεγαλύτερης εύνοιας του αυτοκράτορα 246
και θεωρούνταν, από τους μεν ως άνθρωπος ευφυής και από τους δε ως ένα εντελώς διεφθαρμένο υποκείμενο, τη μια ως ευάλωτος και την άλλη ως άξιος περιφρόνησης, αλλά όλοι οι παρόντες στην αίθουσα εστίασης, υπό τους ευμενείς κλάδους δάφνης, τον θεωρούσαν φοβερά επικίνδυνο, ΐΐΐθ πιοδΐ ίθ ^ ιΐιιΐ, να πως άκουσαν να μιλάνε την πρώτη φορά για τους ίηιπΐθηϊ3χη, είπε ο Κόριμ, αυτή τη μυστική αστυνομία η οποία είχε εισχωρήσει μέσα στα γρανάζια του αίΓδίΐδ ριΛΗαΐδ, και ήταν ικανή να ελέγχει τέλεια τα πάντα και τους πάντες στον κόσμο για λογαριασμό του αθάνατου Αδριανού, προκειμένου να μην του ξεφύγει τίποτε, είτε στο Ιοηά ίηηιπ ι είτε στην Αλεξάνδρεια είτε στο Ταράκο,29 είτε ακόμα και στη Γερμανία ή στην Αθήνα, παντού όπου εκτεινόταν η αιώνια Ρώμη. 15 -
Ο Κάσερ ήταν πια πολύ άρρωστος, Κ^δδθΓ νν^δ ιΐΐ, εξήγησε ο Κόριμ, και δεν εγκατέλειπε το κρεβάτι του όλη μέρα, εκτός από το βράδυ όταν σηκωνόταν για να δειπνήσει, και κανείς δεν ήξερε από τι υπέφερε, το μόνο εμφανές σύμπτωμα ήταν ότι κρύωνε* δεν είχε πυρετό, δεν έβηχε, δεν αισθανόταν κανέναν πόνο, αλλά τουρτούριζε μέρα-νύχτα, έτρεμε από την κορυφή ώς τα νύχια, οι δύο υπηρέτες που είχε στην υπηρεσία του δεν σταματούσαν να τροφοδοτούν τη φωτιά, που ζέσταινε τόσο πολύ, ώστε τους έλουζαν χοντρές στάλες ιδρώτα, αλλά αυτό δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στον Κάσερ, ο οποίος εξακολουθούσε να κρυώνει τόσο, που τίποτε δεν τον βοηθούσε, είχε επισκεφτεί έναν γιατρό στο κάστρο Ο ο Γ δ ΐο ρ ίίιΐΓ Π , είχε εξεταστεί από έναν γιατρό στο Ε ^ ο γ ^ ο ιχ ιπ , του είχαν δώσει να πιει ροφήματα από ρίζες φυτών, να φάει δέρμα φιδιού, μάταια* επιπλέον, πληροφορίες που αποκαλύφθηκαν από τους τρεις επισκέπτες όσον αφορά τους πανίσχυρους ΓηιπίθηΖ3.ηι και τον Μάστεμαν είχαν επιδεινώσει την κατάστασή του, και μάλιστα σε φοβερό βαθμό, εφόσον, μετά την επίσκεψη του 247
ΡΓαθίθοπιδ Ρ^βηιιη, είχε πάφει να κατεβαίνει το βράδυ για δείπνο και, όταν οι σύντροφοί του τον επισκέπτονταν στο δωμάτιό του, ήταν αδύνατον να του μιλήσουν, ΐα11<, γιατί, είτε έτρεμε τόσο πολύ κάτω από τα παπλώματα και τα δέρματα των ζώων, ώστε να μην αντιμετωπίζουν καν το ενδεχόμενο να ανοίξουν συζήτηση μαζί του, είτε τον έβρισκαν βυθισμένο μέσα στη βαθιά σιωπή του, από την οποία δεν τολμούσαν να τον βγάλουν και περνούσαν, λοιπόν, τις νύχτες τους, ύ ιβ η ΐ£ ΐΐΐ3 , σιωπηλοί, ή ανταλλάσσοντας μόλις και μετά βίας λίγες κουβέντες, το ίδιο συνέβαινε άλλωστε και τη μέρα: ο Μπενγκάτζα, ο Φάλκε και ο Τοότ, περνούσαν το πρωινό συντάσσοντας την έκθεσή τους για το ν ιΐΐιιιη , τα απογεύματα πήγαιναν στις θέρμες, και μόλις έπεφτε η νύχτα, ξαναέβρισκαν τηνηρεμία της έπαυλης, να τι συνέβαινε, είπεοΚόριμ, τουλάχιστον φαινομενικά, γιατί, όπως φαινόταν από το χειρόγραφο, ενώ ο Κάσερ έτρεμε στο κρεβάτι του όσο οι σύντροφοί του ήταν σκυμμένοι πάνω από την έκθεσή τους ή κάθονταν μέσα στα λουτρά, στην πραγματικότητα εγκαταλείπονταν όλοι σε μία και μόνη δραστηριότητα: σιωπούσαν όσον αφορά τον Μάστεμαν, δεν μιλούσαν ποτέ γι' αυτόν, δεν πρόφεραν το όνομά του, ωστόσο, ακόμα και ο αέρας ήταν διαποτισμένος από το πρόσωπό του, τη σιλουέτα του και την ιστορία του, που χάρη στη λεπτομερή αφήγηση των τριών επισκεπτών, είχε πάρει πιο συγκεκριμένη μορφή και μονοπωλούσε τις σκέψειςτους, και στο τέλος της νέας εβδομάδας, είχε γίνει πλέον εμφανές ότι, όχι μόνο έμεναν σιωπηλοί ως προς το πρόσωπό του, αλλά περίμεναν, ήλπιζαν στην άφιξή του, ήταν πεπεισμένοι ότι θα ερχόταν να τους βρει ως Βρετανός Μ 3 .§ ί8 £ θ Γ θ του α ΐ Γ 8 ΐ ΐ 8 ραΜίαΐδ,30και το κείμενο δεν σταματούσε να επανέρχεται σε μια σκηνή που συνέβαινε μπροστά στην είσοδο της έπαυλης, όταν σκιρτούσαν κάθε φορά που ανακοίνωναν την άφιξη ενός νέου πελάτη, αλλά ο Μάστεμαν δεν ερχόταν, Ιί θ νν^δ ηοΐ οοιηίη§, γι' αυτό, έπρεπε να περιμένουν το επόμενο κεφάλαιο, όταν το βράδυ της άφιξής του, είχε παρου-
σιαστεί ως ειδικός απεσταλμένος του ΟοΓΠίπΕΠίθ31 της Γένοβας και, σέρνοντας στο διάβα του ένα σύννεφο από λεπτό άρωμα, ζήτησε την άδεια να καθίσει στο τραπέζι τους, υποκλίθηκε γρήγορα, κάθισε, τους κοίταξε φευγαλέα, και δίχως μάλιστα να τους αφήσει τον χρόνο να δηλώσουν την ταυτότητά τους, άρχισε να πλέκει το εγκώμιο του βασιλιά Ιωάννη, σαν να ήξερε κιόλας πολύ καλά σε ποιους απευθυνόταν, διαβεβαιώνοντας ότι για τον ίδιο και για τη Γένοβα, ο βασιλιάς Ιωάννης ενσάρκωνε το μέλλον, το νέο πνεύμα, τη Ναον^ Ευχορα, ήταν ένας υποδειγματικός ηγεμόνας, οι αποφάσεις του οποίου δεν υπαγορεύονταν από τις ορμές του, τις ανάγκες του και τις ιδιοτροπίες της μοίρας του, αλλά από τον θρίαμβο της λογικής επί των ορμών, των αναγκών και των ιδιοτροπιών της μοίρας του, μετά αναφέρθηκε στο Μεγάλο Νέο, μίλησε για τον Κολόμβο, ονομάζοντάς τον πότε 5 ι § π ο γ Ο ο Ι ο π Λ ο , πότε «ο δικός μας Χριστόφορος», και, προς κατάπληξη των τεσσάρων ανδρών, μιλούσε για τη μεγάλη αποστολή με όρους που άφηναν να εννοηθεί ότι θα είχε αίσιο τέλος, και μετά απ’ όλα αυτά παράγγειλε κόκκινο κρασί από τη Μάλαγα για τον ίδιο και για τους ομοτράπεζούς του, και ανακοίνωσε την αυγή ενός νέου κόσμου, 3. ηθνν ννοτίά αοπιιη§, μέσα στον οποίο θα θριάμβευε, θα κυριαρχούσε και θα υπερίσχυε, όχι μόνον ο ναύαρχος Κολόμβος, αλλά το ίδιο το πνεύμα της Γένοβας, είπε μεγαλόφωνα υψώνοντας το ποτήρι του, το πνεύμα της Γένοβας, το οποίο, κρίνοντας από τα βλέμματα των πελατών του « Α ΐ 1 ) θ Γ § ι ΐ θ η 3 . » , οι οποίοι παρακολουθούσαν και την παραμικρή χειρονομία του Μάστεμαν, εξήγησε ο Κόριμ στη γυναίκα, ενέπνεε μόνο μίσος, ένα μίσος που κυριαρχούσε στα πάντα, εξαπλωνόταν στα πάντα. ι6.
Όταν πεθαίνουμε, ο μηχανισμός συνεχίζει να λειτουργεί, αυτό είναι το πιο τρομερό για τους ανθρώπους, είπε ο Κόριμ, διακόπτοντας το νήμα της αφήγησης και χαμηλώνοντας το κεφάλι, 249
δραπέτευσε για μια στιγμή μέσα στις σκέψεις του, και μετά το πρόσωπό του συσπάστηκε από τον πόνο, άρχισε σιγά σιγά να κάνει κυκλικές κινήσεις με το κεφάλι του και είπε: το γεγονός και μόνον ότι συνεχίζει να λειτουργεί αποδεικνύει πως δεν υπάρχει μηχανισμός. 17. Οι ιερόδουλες είχαν τρελαθεί, συνέχισε ο Κόριμ, και αυτό δεν μπορούσε να εξηγηθεί παρά μόνον από την εμφάνιση του 5ι § π ο γ Μάστεμαν, κανείς δεν ήξερε πραγματικά γιατί, κανείς δεν ήξερε από που πήγαζε η σχεδόν μαγνητική δύναμη που ασκούσε η παρουσία του, αλλά δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν αλλιώς, είχε φτάσει ο Μάστεμαν, και στο «ΑΐΙ)θ§ιΐθή2 » είχαν όλα αλλάξει, ενώ εκείνος είχε εγκατασταθεί σε ένα δωμάτιο στον όροφο, στο ισόγειο είχε εγκατασταθεί η σιωπή, ένα συμβάν δίχως προηγούμενο, το οποίο είχε παραταθεί μέχρι τη στιγμή που, το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, είχε κατεβεί και είχε καθίσει ο1ένα τραπέζι, προφανώς το είχε διαλέξει τυχαία και, εν προκειμένω, το τραπέζι του Κάσερ και των συντρόφων του, και εκείνη τη στιγμή, η ζωή ξαναβρήκε τον ρυθμό της, αν και αυτός ο ρυθμός δεν ήταν πια όπως παλιά, γιατί οι ράφτες, οι υποδηματοποιοί, οι διερμηνείς και οι ναυτικοί συνέχισαν δίχως να διακόψουν την κουβέντα τους, αλλά παρακολουθώντας πάντα με τα μάτια τους τον Μάστεμαν και τις κινήσεις του, και τι έκανε; ρώτησε ο Κόριμ ανοίγοντας τα χέρια, τίποτε το ιδιαίτερο, ήταν καθισμένος στο τραπέζι των τεσσάρων ανδρών, μιλούσε, παράγγελνε κρασί, έπινε, καθόταν αναπαυτικά στην καρέκλα του, με λίγα λόγια, δεν έκανε τίποτε που να δικαιολογεί αυτό το γενικευμένο δέος, Λ θ βθηθταί ή§0Γ, αν και αρκούσε να τον κοιτάξεις για να αρχίσεις αμέσως να φοβάσαι, η θέα των τρομακτικών, ανοιχτόχρωμων και παγωμένων γαλάζιων ματιών του, του βλογιοκομμένου δέρματός του, της τεράστιας μύτης του, του μυτερού πιγουνιού του, των ντελικάτων χεριών του με τα μακριά λε250
πτοκαμωμένα δάχτυλα, του μαύρου εβένινου μανδύα του που η φόδρα του έριχνε πότε πότε ανταύγειες πυρακτωμένου κόκκινου, σου πάγωνε το αίμα, με άλλα λόγια, μίσος και φόβο, Ιιαίθ ζηά ίθ^Γ, αυτά τα συναισθήματα προκαλούσε στους ράφτες, στους υποδηματοποιούς, στους διερμηνείς και στους ναυτικούς, αλλά όλα αυτά δεν ήταν τίποτε μπροστά στην εντύπωση που προκαλούσε ο Μάστεμαν στις ιερόδουλες, οι οποίες, όχι μόνο έτρεμαν στη θέα του, αλλά έχαναν τα λογικά τους μόλις εμφανιζόταν, παντού όπου πήγαινε, οι καλλονές από την Αλγερία και τη Γρανάδα έσπευδαν προς το μέρος του, τον περικύκλωναν, σαν να μην μπορούσαν να αντισταθούν στη μαγική του δύναμη και σαν μαγεμένες άγγιζαν τον μανδύα του και τον ικέτευαν να τις ακολουθήσει, δωρεάν, του μουρμούριζαν στο αυτί, όλη τη νύχτα, ό,τι ήθελε, όλα, και γουργούριζαν, ξεσπούσαν σε τρελά υστερικά γέλια, τον κλωθογύριζαν, πηδούσαν στον λαιμό του, τονταρακουνούσαν, τον ψηλαφούσαν, τον τραβούσαν βγάζοντας αναστεναγμούς, με τα μάτια ανεστραμμένα, λες και μόνο η εγγύτητα του Μάστεμαν να τις έκανε να τελειώνουν, με άλλα λόγια, η άφιξη του Μάστεμαν τις έκανε όλες να τρελαθούν, τόσο που το ανθηρό εμπόριο του οποίου ήταν αντικείμενο, να σημειώσει μια γρήγορη και θεαματική πτώση, γιατί είχε αρχίσει μια νέα εποχή, θροοίι, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ιερόδουλες δεν επεδίωκαν πλέον να κερδίσουν χρή ματα, αλλά να απολαύσουν, να ευχαριστηθούν, ευχαρίστηση την οποία δεν μπορούσαν να έχουν, γιατί κανείς δεν μπορούσε να τις ικανοποιήσει, «απόφυγέ τες αν δεν θέλεις να πέσεις θύμα απάτης», αυτή ήταν η οδηγία που κυκλοφορούσε μεταξύ των ανθρώπων, «αυτές θα εκμεταλλευτούν εσένα και όχι το αντίθετο», και όλος ο κόσμος ήξερε πολύ καλά από πού εκπορεύονταν όλα αυτά, όλος ο κόσμος ήξερε ότι ο Μάστεμαν ήταν ο υπεύθυνος, και το μίσος και ο φόβος μεγάλωναν από ώρα σε ώρα πίσω από τη φαινομενική ηρεμία, Ιι^ΐθαηάθΓΐΙΐθίμιίθΐικΙθ, ακριβώς όπως καιστοίΤοΓδΐορίίππι, γιατί τα αισθήματα του Μπενγκάτζα και των συντρόφων 251
του απέναντι στον άγνωστο ΜΛβίδΐθΓ, ήταν μόνον μίσος και φόβος, και αφού είχαν ακούσει τη θλιβερή αναφορά του ρήπιτίδ ρϋιΐδ και του ΙΛ οπ ηδ, κατανόησαν και ξαναέφεραν στον νου τους τα πικρά λόγια του Ρταθίβαηΐδ Ρ ώ ηιιη για την ικανότητα του Μάστεμαν να χρησιμοποιεί τον τέλεια λαδωμένο μηχανισμό του αίΓδίΐδ ρίΜίαΐδ, για να δημιουργήσει το δικό του δίκτυο από μυστικούς πράκτορες, τον είχαν μισήσει και φοβηθεί πριν ακόμα τον δουν, τον περιφρόνησαν και τρόμαξαν από τη στιγμή που τέθηκε θέμα να τον συναντήσουν, ο Κάσερ ήταν ο μόνος που δεν αποκάλυπτε τα συναισθήματά του, είπε ο Κόριμ, και ήταν αδύνατον να ξέρει κανείς τι σκεφτόταν, γιατί δεν έλεγε τίποτε, δεν εξέφραζε καμία άποψη, ούτε στο ( Ι ο Γ δ ΐ ο ρ ί ϋ ι ι ι η , όπου έρχονταν οι φίλοι του να τον επισκεφτούν το βράδυ, πολύ περισσότερο δε στο τραπέζι του «ΑΐΙ)θΓ§υ.θΓί3», όπου δεν συμμετείχε σχεδόν ποτέ στη συζήτηση , προτιμούσε να μένει σιωπηλός και να κοιτάζει έξω από το παράθυρο, να ατενίζει τους φανούς των πλοίων που πρόβαλλαν μέσα από σεντόνια ομίχλης, να κοιτάζει εκείνη τη φασματική συγκέντρωση από γαλιόνια, φρεγάτες, κορβέτες, καράκες, καραβέλες και γκάμπαρες που περίμεναν τον άνεμο, τον άνεμο που, μετά από έντεκα μέρες, 3.ίΐβ τ θΐθνθη ά^γδ, είχε επιτέλους σηκωθεί. ι8.
Ο ^^.8ΐ113 επανεμφανίστηκε επτά ημέρες αργότερα, δηλαδή μια μέρα αφότου είχαν καταθέσει την ενθουσιώδη τους έκθεση -ένας πραγματικά ποιητικός ύμνος στη δόξα του θεϊκού να ΐΐιιπ ι στον ΡταθΓθεηΐδ Ραβηιπι, θέτοντας έτσι τέλος στην αποστολή τους στη Βρετανία, και τους απευθύνθηκε ως απεσταλμένος του Πατέρα, επιφορτισμένος με την εξαίρετη τιμή, είπε κάνοντας υπόκλιση, να τους οδηγήσει στην Βπχοΐίπ^, επ’ ευκαιρία της γιορτής του Ήλιου και του Απόλλωνα, της μεγάλης θυσίας, είπε σηκώνοντας το δεξί του χέρι και του μεγάλου συμποσίου, της τελετής κάθαρσης όσων επιθυμούσαν να παραβρίσκονται στο Ταυροβόλιο32και στην 252
αναγέννηση του Μίθρα, αλλά μόνον ο Μπενγκάτζα, ο Φάλκε και ο Τοότ έφυγαν, ο Κάσερ δεν ήταν σε θέση να επιχειρήσει ένα τέτοιο ταξίδι με το άλογο και, επιπλέον, με τέτοιες κλιματικές συνθήκες, που ήταν χειρότερες από ποτέ, όχι, αυτά τα πράγματα δεν ήταν πια γι' αυτόν, είπε με φωνή αδύναμη στον Φάλκε, έπρεπεναπάνε δίχως εκείνον και να του διηγηθούν τα πάντα στην επιστροφή τους, με την παραμικρή λεπτομέρεια, οι τρεις άνδρες, λοιπόν, μάζεψαν τους μανδύες και τα κράνη που απαιτούνταν για το τελετουργικό, φόρεσαντα βαριά γούνινα πανωφόριατους και, σύμφωνα με τις οδηγίες, πήραν τον δρόμο δίχως συνοδούς, δηλαδή με άκρα μυστικότητα, και για πρώτη φορά στην ιστορία τους, δίχως τον Κάσερ, ννιώουΐ Κ^δδθΓ, καλπάζοντας προς τα μπρος και αλλάζοντας τρεις φορές τα άλογα, διέτρεξαν όλη τη διαδρομή σε μια μόνο νύχτα, παρά τον παγωμένο άνεμο που μάστιζε τα πρόσωπά τους, ο καλπασμός ενάντια στον άνεμο, Λ θ ννιηά, ήταν για κείνους μια φρικτή, υπεράνθρωπη δοκιμασία, διηγούνταν στην επιστροφή τους στο προσκεφάλι του Κάσερ, αλλά είχαν φτάσει εγκαίρως, ακριβώς λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, στην Βγοοο Ιι ϊ ι ε , όπου ο Ο^δίυ,δ τους είχε οδηγήσει μέχρι τη μυστική είσοδο μιας σπηλιάς που βρισκόταν δυτικά του στρατοπέδου, αλλά ακούγοντάς τους ο Κάσερ είχε τη διαίσθηση ότι κάτι του έκρυβαν, και τους κοίταζε με όλο και μεγαλύτερη λύπη στα μάτια, δίχως να ρωτά το οτιδήποτε, δίχως ακόμα να ελπίζει κάποια αλήθεια εκ μέρους τους, όχι, αλλά έβλεπες ότι ήξερε πως κάτι είχε συμβεί καθ' οδόν, κάτι που δεν έλεγαν, και αν τα μάτια τους έλαμπαν όταν διηγούνταν την ανάσταση του Μίθρα, τη διάχυση του αίματος του Ταύρου, το συμπόσιο, την τελετή και τον ίδιο τον έξοχο και θαυμάσιο Πατέρα, ο Κάσερ είχε ανιχνεύσει μέσα στα μάτια τους μια μικρή μυστική σκιά, που εξέφραζε εντελώς άλλο πράγμα, και δεν έκανε λάθος, ηο θ γ γ ο γ , το χειρόγραφο ανέφερε, πράγματι, ότι κάτι είχε συμβεί καθ’ οδόν: κατά τη διάρκεια του δεύτερου σταθμού, μεταξύ ΟιΙαΓηαπι και Ο ηηιιιη, όπου είχαν σταματήσει για να αλ253
λάξουν άλογα και να πιουν μια κούπα ζεστού υδρόμελου, είχαν έρθει αντιμέτωποι με κάτι το οποίο, αν και προβλεπόμενο, τους είχε αιφνιδιάσει: ενώ έβγαιναν από την αυλή του σταθμού αντικατάστασης και ήταν έτοιμοι να φύγουν, μια ίλη ιππέων, με άγνωστες στολές, που θύμιζαν αμυδρά τις στολές των Ελβετών βοηθητικών, με βαριές πανοπλίες και οπλισμένοι με δαιΐαπι και βίαάιυ.δ,33πρόβαλε ξαφνικά μέσα στη νύχτα και κατευθύνθηκε κυριολεκτικά προς το μέρος τους, αναγκάζοντάςτους να πηδήξουν μέσα στο χαντάκι με τα άλογά τους για να γλιτώσουν από τον θάνατο, ένα τσούρμο από ιππείς,σε σφιχτή παράταξη, και στο κέντρο, έναν ψηλό άντρα, δίχως διακριτικά, φορούσε έναν μακρύ μανδύα που ανέμιζε και ο οποίος καταδέχτηκε να τους ρίξει μόνο ένα βλέμμα, όταν τελικά μπόρεσαν να βγουν με δυσκολία από το χαντάκι και πριν ξαναφύγουν προςτο Οηηιιιτι, ένα βλέμμα μόνο, αλλά που αρκούσε στον Μπενγκάτζα και στους συντρόφους του για να καταλάβουν ποιος ήταν και να επαληθεύσουν τη φήμη που τον συνόδευε: το βλέμμα εκείνο ήταν πολύ σκληρό, έλεγε το χειρόγραφο, αλλά δεν ήταν αρκετά σαφές, στην πραγματικότητα, είπε ο Κόριμ, αυτή η σκληρότητα, αυτή η αυστηρότητα, δθήου.δηθδδ 3ηά άοιιτηθδδ, ταίριαζαν σε δολοφόνο που αναγγέλλει στο θύμα του ότι έφτασε η τελευταία του ώρα, με άλλα λόγια, είπε ο Κόριμ με φωνή φορτισμένη από πίκρα, αναγνώρισαν σ’ αυτόν τον άνδρα, τον Κύριο του Θανάτου, ΊΊΐθ Ιοτά ο£ώ ε Όβζύι, εκεί, στην άκρη από το χαντάκι, μεταξύ Ο ιΐιιπ ιιιιη και Ο ηηιιιη, και το κεφάλαιο για το Γιβραλτάρ, δεν διαφοροποιούνταν παρά μόνο σε ένα σημείο: ενώ εδώ ήταν η φοβερή απόσταση που τους χώριζε, εκεί, ήταν η φοβερή εγγύτητα που τρόμαξε τον Μπενγκάτζα και τους συντρόφους του, γιατί, περιττό να πούμε, παρατήρησε ο Κόριμ, ότι όταν ο Μάστεμαν είχε καθίσει στο τραπέζι τους, στο «ΑΐΙϊθΓ^ιΐθΐίΛ», και είχε αρχίσει να βγάζει τον λόγο του, το να βρίσκεσαι τόσο κοντά σ’ ένα τέτοιο πρόσωπο ήταν κάτι παραπάνω από τρομακτικό: το αίμα είχε παγώσει στις φλέβες τους. 254
19.
Εκτιμούοε πολύ το κρασί από τη Μάλαγα, εκείνο το βαρύ κρασί με τη δυνατή, παχιά γεύση, και παράγγελνε τα πρώτα βράδια, μετά το ακοστάρισμα του πλοίου του, συντροφιά με τον Κάσερ και τους συντρόφους του, ολόκληρες καράφες από κρασί της Μάλαγα, τη μια μετά την άλλη* γέμιζε τα ποτήρια, άδειαζε το δικό του, τα ξαναγέμιζε πάλι, και ενθάρρυνε τους άλλους να πίνουν ανεπιφύλακτα, μετά, περικυκλωμένος από ιερόδουλες διψασμένες για έρωτα, μιλούσε, μιλούσε, 13.1Κ Β,ηά Ια11<, και κανείς δεν τολμούσε να τον διακόψει, γιατί μιλούσε για τη Γένοβα, για τη μεγαλύτερη δύναμη που είχε γνωρίσει ποτέ ο άνθρωπος, κι όταν πρόφερε την ονομασία της Γένοβας, ήταν σαν η τελευταία να συνόψιζε τα πάντα, Γένοβα, επαναλάμβανε, και απαριθμούσε έναν κατάλογο από ονόματα, Αμβρόσιο Μποκανέρα, Ούγκο Βέντο και Μανουέλ Πεζάνιο, αλλά παρατηρώντας ότι το ακροατήριό του δεν αντιδρούσε, έσκυψε προς το μέρος του Μπενγκάτζα και τον ρώτησε ψιθυριστά, εάν τα ονόματα των Μπαρτολομέο, Ντανιέλε και Μάρκο Λομελλίνι του ήταν οικεία, όχι είπε ο Μπενγκάτζα κουνώντας το κεφάλι, ηο, Ιι θ δ ^ ίά , κι έτσι ο Μάστεμαν στράφηκε προς τον Τοότ: η περίφημη φράση του Σουάρεθ Μπαλτάθαρ: «Για τους άνδρες αυτούς, ο κόσμος δεν είναι αρκετά μεγάλος, ώστε να μην μπορούν να τον κατακτήσουν», του έλεγε κάτι; όχι, απολύτως τίποτε, απάντησε ο Τοότ, λίγο αμήχανος, όλος ο κόσμος, επέμενε ο Μάστεμαν, δείχνοντας με το δάχτυλο τον Τοότ, ήταν μια απολύτως ενδεδειγμένη έκφραση, γιατί, όχι μόνον ο κόσμος θα τους ανήκε πολύ σύντομα, αλλά θα πραγματοποιούνταν κι ένα γεγονός δίχως προηγούμενο: η Γένοβα θα ζούσε τη χρυσή της εποχή και, μετά, ακολουθώντας τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, θα γνώριζε την παρακμή, αλλά το πνεύμα της Γένοβας, ίΗθ δρίπΐ, εκείνο θα έμενε, και ο κόσμος, μετά τον αφανισμό της, θα συνέχιζε να λειτουργεί στηριζόμενος στους μοχλούς της Γένο255
βας· ήθελαν να ξέρουν ποιοι ήταν αυτοί οι μοχλοί; ρώτησε υψώνοντας το ποτήρι του προς το φως, ε, λοιπόν, είναι ο θρίαμβος των ΝοΜϋ νθίχΐιί,·34δηλαδή του εμπορίου, του απολύτως στραμμένου προς το χρήμα, επί των ΝοΜΙί Νονι,35δηλαδή του κόσμου των απλών εμπορικών συναλλαγών, το πνεύμα της Γένοβας, είπε ο Μάστεμαν με βροντερή φωνή, συνίστατο στην επεξεργασία ενός συστή ματος <Γ ^δίθπΐο και άθ ]\ιτο άβ Γθδ§υ.^Γάο,36δανείων και πιστώσεων, αξιόγραφων και τόκων, με λίγα λόγια, άβ ΐ30Γδ3. §βηθΓα1θ,37 που θα γεννούσε έναν εντελώς νέο κόσμο, όπου το χρήμα και όλες οι σχετικές δραστηριότητες, δεν θα είχαν πραγματική βάση, αλλά εικονική, πλασματική, όπου τις πραγματικές εμπορικές συναλλαγές θα τις επωμίζονταν μόνον οι φτωχοί και οι ανυπόδητοι, ενώ οι ηθ§οζώζοηθ άθΐ εΕΐηρί,38θα ανήκαν στους νικητές, στα αφεντικά της Γένοβας, με άλλα λόγια και για να συνοψίσουμε, είπε ο Μάστεμαν με δυνατή φωνή, μια νέα τάξη θα κυβερνούσε τον κόσμο, μια τάξη μέσα στην οποία η εξουσία θα ήταν εξαϋλωμένη, και οι ϋ^ηοΐιΐθη άί οοηίο,39 οι ολπιΜλΙόπ40 και οι ΙΐθΓοΙάί,41δηλαδή διακόσια άτομα περίπου, θα μαζεύονταν κατά διαστήματα στη Λυών, τηνΜπεζανσόν ή στην Πιατσέντζα, με μόνο σκοπό να δείξουν ότι ο κόσμος τούς ανήκε και ότι το χρήμα τούς ανήκε, η λίρα, η ουγκία, το μαραβέδι, το δουκάτο, το ρεάλιο, η γαλλική λίρα,42και μέσα απ’ αυτό, η απεριόριστη εξουσία, διακόσιοι άνθρωποι για όλα και για όλους, είπε ο Μάστεμαν χαμηλόφωνα, και μετά, ανακίνησε το κρασί του στο ποτήρι, το ύψωσε προς τη μεριά των τεσσάρων ανδρών και το άδειασε μέχρι τελευταίας σταγόνας. 20.
Διακόσια; ρώτησε ο Κάσερ απευθυνόμενος στον Μάστεμαν το τελευταίο βράδυ που πέρασαν μαζί, και μετά είχε φτάσει η στιγμή να ετοιμάσουν τις αποσκευές τους, Λ θ \ντ&ρρίη£, γιατί το προηγούμενο βράδυ, ανεβαίνοντας τα σκαλιά για τα δωμάτιά 256
τους, είχαν ανταλλάξει ένα βλέμμα και δίχως να πουν ούτε λέξη, αποφάσισαν να μην συνεχίσουν, ήταν καιρός να ετοιμάσουν τις αποσκευές τους, δεν είχε κανένα νόημα να περιμένουν, ακόμα κι αν έφτανε το Νέο, ακόμα κι αν τα πράγματα θα συνέβαιναν όπως είχε αφήσει να εννοηθεί ο Μάστεμαν, δεν αισθάνονταν πλέον ότι κάτι τέτοιο τους αφορούσε, Λ θ ηθννδ ζτβ η ο ί Γογ Λθπχ, διότι είχαν πιστέψει τον Μάστεμαν, και πώς θα μπορούσαν να μην τον πιστέψουν, τα λόγια του εντυπώθηκαν στο μυαλό των τεσσάρων ανδρών, ήταν σαν να το σφυρηλατούσαν κάθε βράδυ, και τους είχε πείσει κάπως γι' αυτόν τον επικείμενο νέο κόσμο, έναν κόσμο μολυσμένο από τη γένεσή του, είχαν πάρει λοιπόν την απόφασή τους, έτσι το ερώτημα του Κάσερ, που, ειρήσθωενπαρόδω, το είχε αγνοήσει ο Μάστεμαν, μήπως το έθετε, για να δώσει μια μουσική νότα, πιιχδκ, σε όλα αυτά; διακόσια; ρώτησε ξανά, αλλά ο Μάστεμαν έκανε πως δεν άκουσε, σε αντίθεση με τους άλλους που είχαν ακούσει και προφανώς είχαν καταλάβει πολύ καλά ότι αν σηκωνόταν ο άνεμος, δεν θα είχαν πλέον κανένα λόγο να μείνουν, λίγο τους ενδιέφερε εάν το Νέο θα είχε ανακοινωθεί στο Πάλος της Ουέλβα, στη Σάντα Φε, ή αλλού, λίγο τους ενδιέφερε αν θα την ανακοίνωνε το περιβάλλον του Αουίς ντε Σαντάντζελ, τουΧουάνΚαμπρέραήτουΊμιγκοΔόπεθ δεΜαντόθα, αυτός ο νέος κόσμος αναγγελλόταν ακόμα πιο εφιαλτικός από τον παλιό, αννΓυ.11ί1<θ ί:1ΐθ οΐά, και όλο αυτό το τελευταίο βράδυ, ο Μάστεμαν δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει ότι το κρασί της Δα Ροσέλ, οι σκλάβοι, η γούνα κάστορα, το κερί της Βρετάνης, το αλάτι, η λάκα, το σαφράν της Ισπανίας, η ζάχαρη της Θέουτα, το ξίγκι από δέρμα κατσίκας, το μαλλί της Νάπολης, το σφουγγάρι της Τζέρμπα, το ελληνικό ελαιόλαδο και το ξύλο Γερμανίας, όλα αυτά θα είχαν στο εξής μια θεωρητική αξία πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί, καταλαβαίνετε; ένα στοιχείο αναφοράς, μια επίσημη διαβεβαίωση, το σημαντικό ήταν αυτό που αναγραφόταν στις σελίδες του δ03.Γΐ3.ί3χ:αο,43αυτό που ήταν γραμμένο στα δεμένα 257
λογιστικά βιβλία των μεγάλων αγορών του Πδοοηΐο, και εάν πρόσεχαν λίγο, θα μπορούσαν σύντομα να επαληθεύσουν την εγκυρότητα των λόγων του, είπε αδειάζοντας άλλο ένα ποτήρι κρασί, και μετά, την επομένη, έφτασε μια ομάδα ναυτικών από τη Λαγκντόκ, που ισχυρίζονταν ότι είχαν δει κάποιους ιιΐ3.§ο§844 από το Κάλπε να πλησιάζουν την ακτή, και αυτό ήταν ο πρώτος οιωνός, και ακολούθησαν κι άλλοι, μέχρι την ημέρα που οι προσκυνητές της Ανδαλουσίας διαβεβαίωναν πως είχαν δει στον κόλπο ένα τεράστιο άλμπατρος να πετά ξυστά πάνω από τη θάλασσα και όλος ο κόσμος είχε καταλάβει τότε ότι η ανελέητη εξουσία της νηνεμίας, οα1πΐ3. οΜοΙιε, είχε επιτέλους λήξει, ΐΐΐθ Ιυ.11 ίδ ο ν θ Γ και, πράγματι, μετά από λίγες ώρες, είχαν κάνει την εμφάνισή τους οι υπηρέτες στα κλειδωμένα εδώ και πολλές μέρες δωμάτια των τεσσάρων ανδρών, και τους ανακοίνωσαν με χαρά ότι είχε σηκωθεί ο άνεμος και ότι τα πανιά των πλοίων ανέμιζαν, τα πλοία άρχιζαν να κινούνται, όλες οι κόκκες, οι φρεγάτες, οι καράκες, τα γαλιόνια, είχαν σηκώσει άγκυρα και ανοίχτηκαν στη θάλασσα, στην αρχή πολύ αργά, μετά αναπτύσσοντας λίγο λίγο ταχύτητα, τότε μια γενική αναταραχή ξέσπασε στο πανδοχείο «Α11> θ γ § ι ι θ Π3», ο Κάσερ και οι σύντροφοί του αναχώρησαν καίγύρισαν την πλάτη στο Γιβραλτάρ για να πάνε στη Θέουτα, όπου, σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, θα έπαιρναν εντολή για μια νέα αποστολή από τον Επίσκοπο Ορτίζ, που ήταν να συντάξουν ένα νέο ρ ο π ι χ Ι^η, με άλλα λόγια, ήξεραν κι αυτή τη φορά τι θα συνέβαινε στη συνέχεια, όπως ήξεραν και στο 0 θ Γ 8 ΐ ο ρ ί ί : υ . π ι , όταν το είχαν αποχαιρετήσει για να διασχίσουν τη Μάγχη, τι τους περίμενε στις ακτές της Νορμανδίας, νΑιζΐ. οοπίθδ ώ θ οίΝοππ^ικϋθ, εκτός από τον Κάσερ που αγνοούσε μάλιστα αν θα μπορούσε να φτάσει στην απέναντι ακτή: οι σύντροφοί του τον είχαν κουκουλώσει με ζεστά δέρματα ζώων, τον είχαν οδηγήσει μέχρι την οατπιο 2 ά ο π η ίίο ή *,45 που είχε θέσει στη διάθεσή τους το αίΓδίΐδ ρ ι ι Μ ι α ΐ δ , τον είχαν βοηθήσει και στηρίξει να εγκατασταθεί και, 258
μετά, ανέβηκαν στις σέλες τους και τον ξεπροβόδισαν, αντιμετωπίζοντας τον φοβερό άνεμο, και όταν έφτασαν στο ύψος του (ΙοικΙθΓαιπι, τους σκέπασε η ομίχλη, λίγο πριν από την Ροηδ Αθίπΐδ, τους είχαν επιτεθεί λύκοι, και όταν είχαν φτάσει στο λιμάνι, επιβιβάστηκαν σ' ένα η^νίδ 1οη§£, που τους είχε φανεί πολύ εύθραυστο, για να αντιμετωπίσει τα γιγαντιαία κύματα της φουσκωμένης θάλασσας, καιτέλος, είδαν στην ακτή, στο μέσον της ημέρας,η νύχτα, ο Ήλιος σε εξορία, είπε ο Κόριμ, κανένα φως, κανένα πλέον φως! 21. Επί πολλή ώρα το βλέμμα του ήταν βυθισμένο στο κενό δίχως να πειλέξη, πήρε βαθιά ανάσα, δείχνοντας έτσι ότι για σήμερα είχε τελειώσει την αφήγηση, και έριξε ένα βλέμμα στη γυναίκα, που φαινόταν ότι είχε τελειώσει, ήδη, εδώ και αρκετή ώρα, γιατί κοιμόταν, με την πλάτη στηριγμένη στον τοίχο, το κεφάλι γερμένο στο πλάι, με τα τσουλούφια των μαλλιών της πεσμένα στο πρόσωπο, και ο Κόριμ, ο οποίος δεν είχε αντιληφθεί τίποτε πριν αποφασίσει να σταματήσει την αφήγησή του, έβρισκε πλέον περιττό να αναζητήσει μια διατύπωση ως κατακλείδα αυτής της αφήγησης, σηκώθηκε προσεκτικά από το κρεβάτι και βγήκε από το δωμάτιο στις μύτες των ποδιών του, αλλά μετά, συλλογίστηκε λίγο και ξαναγύρισε πάλι στις μύτες των ποδιών του, διάλεξε από τη στοίβα των σεντονιών και των παπλωμάτων που είχαν την καλοσύνη να τους αφήσουν οι μεταφορείς, μια κουβέρτα με την οποία σκέπασε τη γυναίκα και, στη συνέχεια, επέστρεψε στο δωμάτιό του, ξάπλωσε ντυμένος, αλλά άργησε να τον πάρει ο ύπνος και, ξαφνικά, αστραπιαία, αν και δεν είχε τον χρόνο ούτε να σκεπαστεί ούτε να ξεντυθεί, ξύπνησε, και ενώ ήταν ντυμένος, άρχισε να τουρτουρίζει από το κρύο, έξω ήταν ακόμη νύχτα, πέρασε μια στιγμή μπροστά στο παράθυρο χαζεύοντας τις φωτισμένες από το πρώτο φως της μέρας στέγες, έτριψε τα χέρια και τα πόδια του 259
για να τα ζεστάνει, επέστρεψε και κάθισε στο κρεβάτι, άναψε τον φορητό υπολογιστή του, πληκτρολόγησε τον προσωπικό του κωδικό, έλεγξε ακόμα μια φορά ότι όλα είχαν αποθηκευτεί στην ιστοσελίδα, ότι δεν είχε κάνει λάθος, όχι, δεν είχε κανένα λάθος, εφόσον, μετά τους πρώτους συνήθεις χειρισμούς, που τους είχε μάθει καλά, είδε να εμφανίζονται στην οθόνη του οι πρώτες φράσεις του χειρογράφου, στη συνέχεια έκλεισε τον υπολογιστή, τον έβαλε στην άκρη, και περίμενε να αρχίσει η έξωση, αλλά στην πραγματικότητα, διηγούνταν αργότερα, η έξωση δεν ήταν έξωση αλλά ανακαίνιση, γιατί δεν έπαυαν να καταφθάνουν και να στοιβάζονται κασόνια και χαρτοκιβώτια μπροστά του και μπροστά στη γυναίκα, και είχαν στριμωχτεί σε μια γωνιά της κουζίνας όπου δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο από το να κοιτάζουν τους τέσσερις μεταφορείς να κάνουν τη δουλειά τους, να κουβαλάνε κασόνια και χαρτοκιβώτια και να μην τελειώνουν, ενώ ο βασικός ένοικος, ο διερμηνέας, δεν ήταν πουθενά, έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης και τα κασόνια και τα χαρτοκιβώτια δεν σταματούσαν να καταφθάνουν και κάλυπταν τώρα όλη την επιφάνεια του διαμερίσματος, δεν υπήρχε πια κανένας ελεύθεροςχώρος, και μετά, οιτέσσερις μεταφορείς έδωσαν στη γυναίκα να υπογράψει ένα χαρτί και εξαφανίστηκαν, έμειναν και οι δύο μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας, να κοιτάζουν δίχως να καταλαβαίνουν όλη αυτή την αναστάτωση, μετά, η γυναίκα αποφάσισε δειλά δειλά να ανοίξει ένα χαρτοκιβώτιο που βρισκόταν στο ύψος του χεριού της, έσκισε το χαρτί περιτυλίγματος, το άνοιξε, και είδε ότι περιείχε ένα φούρνο μικροκυμάτων, κι έτσι συνέχισαν και οι δύο να ανοίγουν τα κιβώτια, το ένα μετά το άλλο, ο Κόριμ, είτε με τα χέρια του είτε με τη βοήθεια ενός μαχαιριού, ανακάλυψε σε ένα από αυτά, ένα ψυγείο, σε ένα άλλο, ένα τραπέζι, ένα φωτιστικό, ένα χαλί, ένα σερβίτσιο φαγητού, ένα μπουρνούζι, κατσαρόλες, ένα πιστολάκι για τα μαλλιά, στο τέλος της ημέρας, η σύντροφος του διερμηνέα πηγαινοερχόταν ποδο26ο
πατώντας τα πολυάριθμα και σκόρπια πάνω στο πάτωμα χαρτιά περιτυλίγματος, πηγαινοερχόταν εν μέσω όλων αυτών των επίπλων και των αντικειμένων, τρίβοντας τα χέρια της και ρίχνοντας πότε πότε μια τρομαγμένη ματιά στον Κόριμ που δεν έλεγε λέξη, αλλά περπατούσε, πηγαινοερχόταν κι εκείνος, σταματώντας πότε πότε για να εξετάσει μια καρέκλα, μια κουρτίνα, μια βρύση, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί ότι πράγματι, επρόκειτο για μια καρέκλα, μια κουρτίνα, μια βρύση, μετά γύρισε προς την πόρτα εισόδου, στο σημείο όπου, το ίδιο πρωί, οι μεταφορείς είχαν ρίξει καταγής μια φαρδιά ροζ πλαστική κορδέλα, τη μάζεψε, την εξέτασε, και διάβασε μεγαλοφώνως αυτό που αναγραφόταν επάνω: δΐίΓΐ: ονθΐ 3£αίη, κατά την άποψή του, είπε τότε, μάλλον επρόκειτο για ένα τηλεοπτικό διαγωνισμό ή ένα έπαθλο, ένα λαχείο το οποίο είχε δεθεί μ’ αυτή την κορδέλα, αλλά η γυναίκα δεν έδωσε καμία σημασία στα λόγια του, και συνέχισε να πηγαινοέρχεται μέσα ο9αυτό το χάος, και αυτό συνεχίστηκε μέχρις ότου έπεσαν και οι δυο ξεροί από την κούραση* η γυναίκα κάθισε πάνω στο κρεβάτι και ο Κόριμ πήρε θέση δίπλα της, ακριβώς όπως την προηγούμενη νύχτα, γιατί η κατάσταση ήταν τόσο ακατανόητη και ανησυχητική όσο και την προηγούμενη νύχτα, τουλάχιστον, διηγούνταν αργότερα ο Κόριμ, κρίνοντας από την αγωνία που διάβαζε κανείς μέσα στο βλέμμα της συντρόφου του διερμηνέα, και όλα εξελίχθηκαν στη συνέχεια με τον ίδιο τρόπο, η γυναίκα ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο, έριχνε πότε πότε ένα βλέμμα στην πόρτα εισόδου, που μπορούσε να τη βλέπει, επειδή είχαν αφήσει όλες τις πόρτες ανοιχτές, και άρχισε να διαβάζει πάλι την ίδια διαφημιστική μπροσούρα, ενώοΚόριμ, προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή της συνεχίζοντας την αφήγησή του εκεί που την είχε διακόψει την προηγούμενη νύχτα, γιατί πλησίαζε, είπε με ενθουσιασμένο ύφος, στην τελευταία πράξη, στην επίλυση, στο τέλος, στο σημείο όπου μπορούσε να αποκαλύψει αυτό που κρυβόταν πίσω από την αποφασιστικής σημασίας ανακάλυψη
που είχε κάνει, η οποία είχε ανατρέψει ριζικά όλα τα σχέδια του και του είχε εμφανιστεί ως θεία επιφοίτηση. 22 .
Οι φράσεις ήταν καλά δομημένες, οιλέξεις, τα σημεία στίξης, οι τελείες, τα κόμματα, όλα ήταν ωραία τοποθετημένα, κι ωστόσο, είπε ο Κόριμ αρχίζοντας πάλι τις κυκλικές ασκήσεις του κεφαλιού του, όλα όσα συνέβαιναν στο τελευταίο μέρος μπορούσαν να συνοψιστούν σε μια λέξη: κατάρρευση, κατάρρευση, κατάρρευση, οοΐίαρδθ, οοΐΐ^ρδθ, οοΐΐ^ρδθ, γιατί οι φράσεις έμοιαζαν να τρελάθηκαν, μόλις άρχιζαν, ανέπτυσσαν αμέσως υψηλότερη ταχύτητα, ανασκουμπώνονταν και άρχιζαν να τρέχουν με ξέφρενη ταχύτητα, 0Γ3.Ζγ ηΐδΐι, δεν ήταν ένας καθαρολόγος της ακαδημαϊκής ουγγρικής γλώσσας, είπε δείχνοντας τον εαυτό του, δεν ήθελε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο, κι αυτός ο ίδιος εκφραζόταν συμπιέζοντας, συντρίβοντας τις λέξεις, σαν να ήταν οδοστρωτήρας, προκειμένου να τα συμπυκνώσει όλα σε μια φράση και σε μια μακρά και βαθιά πνοή, είχε απόλυτη συνείδηση αυτού του γεγονότος, αλλά αυτό που συνέβαινε στο έκτο κεφάλαιο, Λ θ δίχΐΐι εΙι^ρΐθΓ, ήταν εντελώς διαφορετικό, γιατί εδώ, η γλώσσα εξεγείρονταν, έπαυε να εκπληρώνει την αρχική της λειτουργία, άρχιζε μια φράση και δεν ήθελε πια να σταματήσει, όχιγιατί -αςτο πούμε έτσι- κρεμόταν πάνω από μια άβυσσο, με άλλα λόγια, όχι εξαιτίας μιας αδυναμίας, όχι, ήταν προϊόν μιας μορφής απερίσκεπτης ακρίβειας, σαν να είχαν απελευθερωθεί μέσα της δαιμονισμένες δυνάμεις, για να την παρασύρουν, πράγμα ασυνήθιστο και αντίθετο προς τη φύση τους που ήταν η πειθαρχία, ίΐΐθ άΐδάρΐίπθ, στην πραγματικότητα, στο χειρόγραφο, είπε ο Κόριμ στη γυναίκα, παρουσιαζόταν μια ατέλειωτη φράση που κοπίαζε να είναι όσο πιο ακριβής και υποβλητική μπορούσε, ανατρέχοντας σε όσα η γλώσσα επέτρεπε ή δεν επέτρεπε, οι λέξεις συνέρρεαν μέσα στις φράσεις, στριμώχνονταν και μπερδεύονταν, συγ262
κρούονταν, αλλά όχι κατά τον τρόπο μιας καραμπόλας, όχι, μάλλον σαν ένα παζλ που η λύση του ήταν ζωτικής σημασίας, στριμώχνονταν σε έναν χώρο αποπνικτικό, συμπαγή, κλειστό, ναι, αυτό ήταν, είπε ο Κόριμ κουνώντας το κεφάλι, ήταν σαν κάθε φράση, βΙΙ ΐΐΐθ δθηίθηοθδ, να ήταν κεφαλαιώδους ση μασίας, σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, Ιίίθ ζηά άθ&ΐΐι, και ακολουθούσε έναν ιλιγγιώδη ρυθμό και ό,τι περιγραφόταν, συντασσόταν, αναπτυσσόταν και εκτίθετο, ήταν τόσο περίπλοκο, δ ο ε ο ι η ρΐίε^ϊθά, που δεν καταλάβαινε κανείς τίποτε, ναι, δήλωσε ο Κόριμ, και ευτυχώς που αποκάλυψε το ουσιώδες, γιατί η Ρώμη του έκτου κεφαλαίου ήταν ακόμα πιο απάνθρωπα περίπλοκη και αυτό ήταν το ουσιώδες, καθώς επίσης και το γεγονός ότι το χειρόγραφο, εξαιτίας αυτής της απάνθρωπης περιπλοκότητας, γινόταν πραγματικά δυσανάγνωστο, δυσανάγνωστο, αλλάταυτοχρόνως, απίστευτα ωραίο, το είχε κιόλας αισθανθεί από την αρχή, όταν στα μακρινά Αρχεία της μακρινής Ουγγαρίας, σε εποχές που του φαίνονταν προκατακλυσμιαίες, είχε φτάσει -όπως ήδη της έχει διηγηθεί-για πρώτη φορά στο τέλος του χειρογράφου και, παρόλο που το διάβασε και το ξαναδιάβασε, ένας Θεός μόνο ξέρει πόσες φορές, αυτή η αίσθησή του δεν είχε αλλάξει, και σήμερα ακόμα, το έβρισκε ακατάληπτο και υπέροχο συγχρόνως, ιη ^ ρ ρ Γ θ Ι ίθ η δ ίΜθ αηά β θα ιιΐίίιιΐ, όσον αφορά δε το περιεχόμενο του κειμένου, το μόνο πράγμα που μπόρεσε να αποκωδικοποιήσει κατά την πρώτη προσπάθεια, ήταν ότι στέκονταν μπροστά σε μια από τις πύλες της οχυρωμένης πόλης του Αυρηλιανού, στην Ρογϊλ Αρρί^, και ακριβέστερα, καμιά κατοσταριά μέτρα έξω από τα οχυρωμένα τείχη, γύρω από έναν μικρό πέτρινο Ναό και κοίταζαν τον δρόμο, τη νί3. Αρρΐ3., που ήταν μια ευθεία γραμμή που ξεκινούσε από τον Νότο, και μπροστά σ9αυτή την Ροτία Αρρΐ3. δεν συνέβαινε τίποτε, ήταν φθινόπωρο ή η αρχή της άνοιξης, δύσκολο να πει κανείς, η πύλη ήταν κατεβασμένη, από τους δύο φρουρούς δεν διέκρινες παρά μόνον τα πρόσωπά τους μέσα από τις πολεμίστρες 263
της αίθουσας στρατιωτικών ασκήσεων, γύρω τους απλωνόταν η πεδιάδα, γεμάτη με αγριόχορτα, δίπλα στην πύλη βρισκόταν η κρήνη με κάποιους ά δώ π ί,46ορίστε, αυτό είχε περίπου καταλάβει από το τελευταίο κεφάλαιο, αυτό, και επιπλέον, είπε ο Κόριμ σουφρώνοντας τα χείλη, όλα, όλα ήταν τρομερά περίπλοκα. 23* Περίμεναν μπροστά στον Ναό του Ερμή, περίπου εκατό ή εκατόν πενήντα μέτρα από την ΡθΓΐ3.Αρρί^, ο Μπενγκάτζα καθιστάς, ο Φάλκε όρθιος, ο Τοότ με το δεξί πόδι ακουμπισμένο πάνω σε μια πέτρα, τα χέρια σταυρωμένα στο ένα γόνατο, και δεν συνέβαινε απολύτως τίποτε, είπε ο Κόριμ, αυτή η αναμονή βρισκόταν στον πυρήνα των πραγμάτων, θχρθοΐ^ηεγ, ίη ΐΐΐθ Ιιθ ο γϊ ο ί ί1ιιπ§8, ή μάλλον, κοιτάζοντας τα πράγματα από πιο κοντά ακόμα: ο χρόνος είχε σταματήσει την πορεία του μέσα στην ιστορία, τόσο που και η ίδια η ιστορία είχε σταματήσει, ό,τι κι αν εμφανιζόταν μέσα στις γιγαντιαίες φράσεις, ας ήταν και νέο, δεν οδηγούσε πουθενά, δεν κατέληγε πουθενά, δεν εξηγούσε τίποτε, δεν ήταν παρά ένα απλό στοιχείο μιας εικόνας που έτρεχε με εξωφρενική ταχύτητα, μια λεπτομέρεια, ένα κύτταρο, ένα απόσπασμα, ένα κομμάτι που αποσπάστηκε από ένα σύνολο μιας ανήκουστης περιπλοκότητας, ακίνητο, στο μέσον τεράστιων φράσεων, με άλλα λόγια είπε ο Κόριμ, εάν τώρα έλεγε πως το έκτο κεφάλαιο ήταν τελικά μόνο μια τεράστια κατασκευασμένη καταγραφή, θα έκανε λάθος και ο ίδιος και οι άλλοι, την ίδια στιγμή όμως δεν μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να το περιγράφει διαφορετικά, και αυτή η αντίφαση τον είχε αναστατώσει πολύ τον τελευταίο καιρό, και πράγματι, πώς μπορούσε να συμφιλιώσει δύο διαμετρικά αντίθετους ισχυρισμούς, εκτιμώντας πως και οι δύο ήταν σωστοί, ενώ γνώριζε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, όχι, όχι, δεν έβγαζε άκρη, κι όμως, είπε ο Κόριμ με ένα πλατύ χαμόγελο, βρίσκονταν εκεί, στο έκτο κεφάλαιο, και οι τρεις, δίχως τον Κάσερ, εκεί που 264
κατέληγε η ν ί^ Αρρώ, να κοιτάζουν τον δρόμο, και τότε ξεκίνησε η τερατώδης καταγραφή, από τη Κο ιπλ ΟιΐβΐάΓΗΐΕ47μέχρι τον Ναό της νθδΐα,48περνώντας από τη νΐ3. 53.0:3. και την Αφΐ3 (Ιΐ3ΐΐ(1ΐ3, από τη μια ήταν έτσι, πραγματικά, από την άλλη όμως, είπε ο Κόριμ που τα μάτια του είχαν αρχίσει να τσούζουν, δεν ήταν καθόλου έτσι. 24. Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, ξαναγύρισε ένα λεπτό αργότερα, μ’ ένα χοντρό ντοσιέ γεμάτο φυλλάδια, κάθισε δίπλα στη γυναίκα, απόθεσε το ντοσιέ στα γόνατά του, το ξεφύλλισε, και μετά, εξηγώντας της πως, κατ'εξαίρεση, σήμερα χρειαζόταν το κείμενο, έβγαλε κάμποσες σελίδες και ρίχνοντας πότε πότε ένα βλέμμα στα φύλλα, συνέχισε την αφήγησή του εκεί που την είχε σταματήσει, στον δρόμο προς τη Ρώμη, όπου κυκλοφορούσαν οι σκλάβοι, 0 ΐ1 ιΐ3 θ Γ £ ί49κ α ΐ 0 ΐ £ θ η ι ι ΐ 0 Γ θ 8 , οι χτίστες σκαλοπατιών, οι υποδηματοποιοί γυναικείων παπουτσιών, οι χύτες χαλκού, οι φυσητές γυαλιού, οι αρτοποιοί, οικεραμοποιοί, οι υφαντές της Πομπηίας, οι αγγειοπλάστες από το Αρέτσο, οι βυρσοδέψες, οι κουρείς, οι τσαρλατάνοι, οιυδροφορείς, οι ιππείς, οι συγκλητικοί ακολουθούμενοι από ^εοεηδί, νώϋοΓθδ, ροθοοηθδ, 1ιΐλΓ3.ηί, και στη συνέχεια από Ια ά ιιη ^ ίδ ΐή , βΓ^ιηπίΕίικι,50 υπήρχαν επίσης και ρήτορες, ανθοπώλες, εαρβΔίϋ, ζαχαροπλάστες και ταβερνιάρηδες, μονομάχοι, προσκυνητές, ά θ ΐ3 £ 0 Γ θ δ ,51 και τέλος Η Μ ύ η 3 Γ Π , 52 νθδρϋΐοηθδ και άΐδδΐ^η^ΐοΓθδ,53 με άλλα λόγια, όλοι όσοι έπαιρναν ή μάλλον είχαν πάρει αυτόν τον δρόμο, γιατί δεν ήταν πια εκεί, είπε ο Μπενγκάτζα κοιτάζοντας τον έρημο δρόμο, όχι, συνέχισε ο Φάλκε, γιατί δεν υπήρχε πια Ρ ο π ιιπ , ούτε Ραΐαίιηιΐδ, ούτε 03ριΐοΐθ ούτε 03ΐηριΐδ Μ3Χ£ΐιΐδ ούτε 53θρΐ3 το Ειηροηιιπι στις όχθες του Τίβερη είχε εξαφανιστεί όπως και το υπέροχο ΗοΠΐ (Ιαθ δ Ε Π δ ,55 και το €οπιΜ ιιπι,56 και η Ωχχήζ,57δεν υπήρχε πια Α γ χ , ούτεΤ3Ϊ)αΐ3πυ.πι,58ούτε Κ θ § 1 3 ,59 το ιερό της Κυβέλης και τα υπέ,
,
, 5 4
265
ροχα ιερά του Κρόνου, του Αυγούοτου, του Δία, της Αρτέμιδος, δεν υπήρχαν πια, η Σύγκλητος δεν δημοσίευε πια νόμους, ουτεο Αυτοκράτορας, γιατί η Σύγκλητος και ο Αυτοκράτορας είχαν καθαιρεθεί και ούτω καθεξής, μέχρι το άπειρο, εξήγησε ο Κόριμ, μιλούσαν, μιλούσαν, δίνοντας τον λόγο τους ο ένας στον άλλον, μια πλημμυρίδα λέξεων χυνόταν από το στόμα τους, για να απαριθμήσουν, για παράδειγμα, την αμέτρητη ποσότητα των αγαθών της γης που συνέρρεαν σ' αυτά τα μέρη, το σιτάρι, το ξύλο θέρμανσης και τους κορμούς των δέντρων, είπεοΤοότ, στονίαΐδΜα£θγ3.πλι8 60έφταναν μέλι, καρποί, άνθη και κοσμήματα, μεταφέρονταν μέσω της νία δαατα, τα βοοειδή μεταφέρονταν στο Ροηιιη Βο^πηιη,61 οι χοίροι στο Ροηιιη δηαήιπη,62τα ψάρια στο Ρίδ(:3ίοΓππη,63τα λαχανικά στο Ηο1ίΐοηιιπι,64καιτολάδι, το κρασί, ο πάπυρος, τα μπαχαρικά στους πρόποδες του Ανθηΐίηιΐδ στις όχθες του Τίβερη, αλλά γιατί να συρρέουν τόσα αγαθά της γης σ’ αυτά τα μέρη, συνέχισε ο Μπενγκάτζα, εφόσον δεν υπήρχε πια ζωή, δεν υπήρχαν πια γιορτές, εφόσον δεν θα γίνονταν ποτέ πια αρματοδρομίες, ούτε Σατουρνάλια, αφού η Κέρες και η Φλόρα είχαν περιπέσει στη λήθη, δεν θα διοργανώνονταν πια ποτέ οι ΐΛίάι Κοι τ ι ε π ι , ούτε οι ΐ Λ ί ά ί νίείοπαθ διι1ΐ3.π3θ,65οι θέρμες ήταν ερειπωμένες, οι θέρμες του Καρακάλλα και του Διοκλητιανού σκουριασμένες, τα μεγάλα υδραγωγεία τηςΑφΐ3Αρρΐ3καιτηςΑ(μΐ3.Μ3Γα * είχαν στεγνώσει, αλλά αυτό δεν είχε πια καμία σημασία, λίγο ενδιέφερε πού είχαν ζήσει ο Κάτουλλος, ο Κικέρωνας και ο Αύγουστος, είπε ο Τοότ, λίγο ενδιέφερε πού βρίσκονταν τα ευρύχωρα και εντυπωσιακά παλάτια, ποιος νοιαζόταν για το τι κρασί έπιναν, καμπανίτη ΡλΙθγπθ ή Μ^δδίΐια, Χίου ή από την Ακουιλεία εφόσον δεν υπήρχαν πλέον, δεν έρρεαν και δεν υπήρχε και λόγος να ρέουν, αυτή η τρέλα συνεχιζόταν σε σελίδες ολόκληρες, είπε ο Κόριμ ξεφυλλίζοντας το χειρόγραφο με ύφος λίγο χαμένο, αλλά φυσικά, πρόσθεσε, του ήταν αδύνατον να κάνει τον άλλο να νιώσει την άκρα πειθαρχία που κυριαρχούσε στο συνολικό κείμενο, γιατί δεν 266
επρόκειτο για μια απλή απαρίθμηση, όχι, αλλά παράλληλα με την καταγραφή, εισέρρεαν και χιλιάδες άλλα στοιχεία, ο αναγνώστης μπορούσε να μάθει, για παράδειγμα, τι έκαναν μεταξύ του Ρο π ι π ι Βο^πιιιπ και των θερμών του Καρακάλλα οι άδ3.ΓΠ μπροστά στις άμαξές τους, ή πώς οι φύλακες κατέβαζαν την Πύλη -τα κιγκλιδώματα και τα ξύλινα φύλλα της- ή ακόμα, μεταξύ της Αςιι^θ, των δΛΐυ.ΓΠΕΐΐ3.θ και του Η οΐιΐοήιιπ ι, με τι έμοιαζε η πολύτιμη ΪΘΓΓ3. δ ί ^ ί ΐ ΐ ^ , 66και μετά η σκόνη που κάλυπτε τα φύλλα από τα κυπαρίσσια, τα πεύκα, τα αγκάθια και τις μουριές σε κάθε πλευρά τηςνΐ3.Δρρΐ£, ναι, ήταν ακριβώς αυτό, αναστέναξε ο Κόριμ, αλλά όλα αυτά ήταν ανακατεμένα με τα υπόλοιπα, παρεμβάλλονταν στη μεγάλη καταγραφή, με άλλα λόγια, η δεσποινίς έπρεπε να καταλάβει ότι δεν υπήρχε μια αλληλουχία πραγμάτων σύμφωνα με μια γραμμική τάξη, ας πούμε, σύμφωνα με μια λίστα προσώπων που πήγαιναν στη Ρώμη και μετά η περιγραφή της σκόνης που κάλυπτε τα κυπαρίσσια, και μετά πάλι ένα μέρος της απογραφής της τεράστιας ποσότητας εμπορευμάτων που διοχετεύονταν, και μετά, ας πούμε οι εβδ^πί, όχι, δεν λειτουργούσε έτσι, όλα αυτά τα στοιχεία βρίσκονταν μέσα σε μία και μοναδική φράση, μια εφιαλτική και τερατώδη φράση που κατάπινε τα πάντα, άρχιζε μ* ένα πράγμα και μετά ακολουθούσε ένα δεύτερο, ένα τρίτο, και μετά η φράση επέστρεφε και πάλι στο πρώτο, και ούτω καθεξής, και ήλπιζε, είπε ο Κόριμ κοιτάζοντας τη σύντροφο του διερμηνέα, ότι εκείνη, ίσως, να καταλάβαινε περίπου τι ήθελε να πει και ότι τώρα, να πίστευε, να ήξερε ότι δεν ήταν υπερβολικός, όταν έλεγε ότι όλο αυτό ήταν ακατάληπτο, ότι ήταν καθαρή παραφροσύνη!!! και ήλπιζε πως η νεαρή δεσποινίς ήξερε επίσης ότι, παρ’ όλα αυτά, ήταν εξαιρετικής ομορφιάς, κάθε φορά που το διάβαζε ήταν συγκλονισμένος, όταν το διάβαζε έμενε συγκλονισμένος, και μετά, δυο, τρεις ή τέσσερις η μέρες νωρίτερα, φτάνοντας σ' αυτότο έκτο κεφάλαιο, το είχε διαβάσει και πάλι για να το δακτυλογραφήσει στον υπολογιστή του και ενώ είχε χάσει κάθε ελπίδα και το είχε 267
πάρει απόφαση ότι το κείμενο θα παρέμενε ένα μυστήριο, τότε, είπε ο Κόριμ με μάτι που γυάλιζε, πλησιάζοντας στην τελευταία φράση της δακτυλογράφησής του, είχε πέσει ξαφνικά στο κλειδί, δενμπορούσενα πει τα πράγματα διαφορετικά, δυο, τρειςήτέσσερις μέρες νωρίτερα, δεν ήξερε πια ακριβώς, μετά από τόσες ώρες ανάγνωσης, είχε πέσει τυχαία στο κλειδί του μυστηρίου, μετά από τόσο πόνο και τόσο κόπο για να καταλάβει, κι αυτή η φώτιση τον έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι του και να αρχίσει ξαναμμένος τα πηγαινέλα στο δωμάτιο* περπατούσε, πηδούσε, και τώρα πια, καταλάβαινε τα πάντα. 25* Διάβαζε τις μακροπερίοδες, όλο και πιο μακροπερίοδες προτάσεις και τις χτυπούσε στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, το μυαλό του όμως ήταν αλλού, εντελώς αλλού, είπε στη γυναίκα, τόσο που όλο το υπόλοιπο μέρος του τελευταίου κεφαλαίου του χειρογράφου είχε βρεθεί από μόνο του στην οθόνη και είχε ακόμα πολλά πράγματα να δακτυλογραφήσει, είπε, υπήρχε ακόμη όλο το κομμάτι για τον δρόμο, για τα διάφορα μέσα μετακίνησης, και για τον Μ^ταΐδ (ΙοπίθΙηΐδ Μ^δΐθΐη^ηη, στον οποίο, στις τελευταίες αυτές σελίδες, και ακριβώς λίγο πριν πάρει το καπέλο του και φύγει, είχε απονεμηθεί ο τίτλος του αχτΒΖοτ ν ι^ π ιιη ,67 του είχε ανατεθεί η συντήρηση των δρόμων, όσο για τον δρόμο, όλη η τεχνική κατασκευή περιγραφόταν λίαν λεπτομερώς, εξηγώντας τι ήταν το δΐ^ΐηπίθη,68το ηιάιΐδ,69το ηιιοίθχΐδ, το ρανίπ ίθ η ΐΐιιη ,70 μετά οι καθορισμένες διαστάσεις του δρόμου, μετα δυο δίκτυα αποστράγγισης των υδάτων σε κάθε πλευρά, οι κανόνες τοποθέτησης των κρηπίδων και των στηλών των οκτασταδίων, καθώς και ο τρόπος λειτουργίας του περίφημου £θη ΐιιή 3 3.ατθ8δοηιιη,71νθίαΐοηιιη,72 που κατασκευάστηκε από τον Αύγουστο, και στη συνέχεια, απαριθμούνταν πολλοί τύποι οχημάτων, το οζχρβηΧΜΤΩ, η ε^Γηιο^, η τζβάζ., το θδδθάιιιη, η ΗγοΟ., 268
το ρθίοΓήΐιιιη, το 03τηΐ8, το α δ ίυ ιη ,73 ένα γρήγορο όχημα με δύο τροχούς και δίχως σκεπή, και μετά από όλα αυτά, ήταν η σειρά του Μάστεμαν, ή ακριβέστερα, η περιγραφή των δικαιοδοσιών και των ευθυνών ενός ο ι π ι ϊ ο γ νι^η ιιη και το όλον, φυσικά, παρεμβαλλόταν μέσα στην κεντρική εικόνα, εκείνη όπου ο Μπενγκάτζα, ο Φάλκε και ο Τοότ, στέκονταν δίπλα στο ιερό του Ερμή και παραφύλαγαν την ενδεχόμενη εμφάνιση κάποιου στη νΐ3.Αρρΐ3, όλα αυτά για να πούμε, είπε ο Κόριμ, ότι έγραφε, δακτυλογραφούσε τις τελευταίες φράσεις στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, αλλά και ότι μέσα στο κεφάλι του συνέβαινε εντελώς κάτι άλλο, οι σκέψεις του δεν σταματούσαν να βρυχώνται, να κροταλίζουν, να τραντάζονται, ενόσω προσπαθούσε να διατυπώσει αυτό με το οποίο είχε φωτιστεί, αναρωτήθηκε πώς είχαν αρχίσει όλα, εκεί, είπε, τότε που είχε εγκαταλείψει τα Αρχεία και είχε πάρει το χειρόγραφο μαζί του στο σπίτι, και το είχε διαβάσει και ξαναδιαβάσει, λέγοντας στον εαυτό του κάθε φορά, πολύ ωραία, αλλά πού οδηγεί όλο αυτό, πού, πού; ήταν η πρώτη, αλλά και η τελευταία ερώτηση, γιατί περιείχε όλες τις άλλες, όπως για παράδειγμα εκείνη που αφορά τη γλώσσα του χειρογράφου, για ποια μορφή του λόγου επρόκειτο, εφόσον ήταν ολοφάνερο ότι το κείμενο δεν απευθυνόταν σε κανέναν, και ο συγγραφέας δεν έμπαινε στον κόπο να συμμορφωθεί, τουλάχιστον με τις απαιτήσεις που επιβάλλει κάθε λογοτεχνικό έργο, και αν δεν επρόκειτο για λογοτεχνικό έργο, κι αυτή ήταν η περίπτωσή του, τότε τι ήταν; και γιατί ο συγγραφέας κατέφυγε σε τόσα ερασιτεχνικά τεχνάσματα, χωρίς τον παραμικρό φόβο να θεωρηθεί ερασιτέχνης; και γενικότερα, γιατί-η έξαψη διαβαζόταν πια στο βλέμμα του Κόριμ- περιγράφει με τόση ακρίβεια τέσσερις ήρωες και τους τοποθετεί σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, γιατί αυτό και όχι κάποιο άλλο, γιατί αυτά τα τέσσερα πρόσωπα και όχι κάποια άλλα, και τι ήταν αυτή η ομίχλη μέσα από την οποία τα κάνει συνεχώς να προβάλλουν, κι αυτή η ομίχλη μέσα στην οποία τα οδη269
γεί, γιατί επαναλαμβάνονταν όλα αυτά, και πού εξαφανίστηκε στο τέλος ο Κάσερ, και γιατί αυτό το συνεχές, αυτό το αιώνιο μυστήριο, αυτή η αυξανόμενη ένταση από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ποιος ήταν εκείνος ο Μάστεμαν και γιατί κάθε επεισόδιο που τον αφορούσε ακολουθούσε συνεχώςτο ίδιο νήμα, ακριβώς όπως και η ιστορία των τεσσάρων ανδρών, και μετά κυρίως, γιατί ο συγγραφέας, όποια κι αν είναι η ταυτότητά του, είτε είναι μέλος της οικογένειας Βλάσιχ, είτε επειδή το κείμενό του βρέθηκε εντελώς τυχαία μέσα στον φάκελο Βλάσιχ, γινόταν εντελώς παράφρονας, με άλλα λόγια, είπε ο Κόριμ καθισμένος στο κρεβάτι, τι επεδίωκε -ύψωσε τη φωνή του- σε τελική ανάλυση αυτό το χειρόγραφο; γιατί έπρεπε να είχε έναν λόγο ύπαρξης, κάθε φορά που το σκεφτόταν, επαναλάμβανε το ίδιο πράγμα: έπρεπε να έχει κάποιον λόγο, και μια ωραία μέρα, δεν ήξερε ακριβώς πότε, δυο, τρεις ή τέσσερις μέρες νωρίτερα, αρχίζει να δακτυλογραφείτο έκτο και πιο παραληρηματικό κεφάλαιο, με τις διαβολεμένες εκείνες προτάσεις, όταν ξαφνικά είχε αρχίσει να πέφτει φως σε όλα αυτά, αστραπιαία είχε πέσει φως πάνω σε όλα, ήταν δύσκολο να εξηγήσει γιατί εκείνη τη στιγμή και όχι νωρίτερα, αναμφίβολα, επειδή μέχρι εκείνη τη στιγμή, δηλαδή δυο, τρεις ή τέσσερις μέρες νωρίτερα, είχε σκεφτείαρκετά κατά τους προηγούμενους μήνες και οι σκέψεις του είχαν φτάσει σ’ ένα στάδιο επαρκούς ωρίμανσης, ώστε τελικά να φωτιστούν τα πάντα, και θυμάται πολύ καλά ότι τη στιγμή που συνέβη αυτό, δηλαδή αυτή η ιστορία της κατανόησης και της ωρίμανσης, ένα κύμα ζεστασιάς πλημμύρισε την καρδιά του, δεν ντρεπόταν να το ομολογήσει, και μάλιστα ίσως θα έπρεπε να είχε αρχίσει μ’ αυτό, γιατί πιθανώς τα πάντα ξεκίνησαν από αυτό, εκείνη η ξαφνική σαφήνεια προερχόταν από τη ζεστασιά που είχε πλημμυρίσει την καρδιά του, δεν ήθελε να πέσει σε συναισθηματισμούς, αλλά έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος, ένας κύριος ονόματι Βλάσιχ, ή όποιο κι αν είναι το όνομά του, είχε αποφασίσει να επινοήσει τέσσερις υπέροχους, 270
αγνούς, χρηστούς άνδρες, τέσσερις αγγέλους, τέσσερα αιθέρια πλάσματα, λαμπρά, απείρως λεπτεπίλεπτα, προικισμένα μ ε υπέροχες ιδέες, και διατρέχοντας την οδό που χάραξε η Ιστορία μας, αναζήτησε ένα σημείο της, απ’ όπου θα τους έκανε να βγουν, ναι, είπε ο Κόριμ και τα χέρια του είχαν αρχίσει να τρέμουν, τα μάτια του να τσούζουν, έμοιαζε να τον είχε πιάσει ξαφνικά πυρετός, μια θύρα εξόδου, ιδού τι έψαξε γι’ αυτούς εκείνος ο Βλάσιχ, ή όποιο κι αν είναι το όνομά του, έψαξε ένα υπερφυσικό μέσο για να τους κάνει να βγουν, αλλά δεν μπόρεσε να το βρει κι έτσι έστειλε τους τέσσερις άνδρες στον πραγματικό κόσμο, μέσα στην Ιστορία, δηλαδή στην κατάσταση του διαρκούς πολέμου, και προσπάθησε να τους εγκαταστήσει σε διάφορα μέρη που υπόσχονταν την ειρήνη, μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε ποτέ, κι έτσι άρχισε να περιγράφει αυτή την πραγματικότητα, τοποθετώντας μέσα της τα δικά του δημιουργήματα, με όλο και μεγαλύτερη δύναμη, με έναν όλο και πιο σατανικό ρεαλισμό και με μια ακρίβεια όλο και πιο εφιαλτική, μάταια, γιατί ο δρόμος τούς οδηγούσε από τον έναν πόλεμο στον άλλον, ποτέ από τον πόλεμο στην ειρήνη, κι εκείνος ο Βλάσιχ, ή όποιο κι αν είναι το όνομά του, απελπισμένος, είχε βυθιστεί στην τελετουργική του μονωδία του ερασιτέχνη, για να καταλήξει στο τέλος στην τρέλα, γιατί δεν υπήρχε καμία Θύρα Εξόδου, δεσποινίς, είπε ο Κόριμ χαμηλώνοντας το κεφάλι, και για τον ίδιο, που αγαπούσε τόσο εκείνους τους τέσσερις άνδρες, ο πόνος ήταν απερίγραπτος, εκείνοι οι τέσσερις άνδρες, ο Μπενγκάτζα, ο Φάλκε, ο Τοότ και ο Κάσερ, ο οποίος είχε στο τέλος εξαφανιστεί, ζούσαν τόσο έντονα μέσα του, που δυσκολευόταν να βρει λόγια για να το εκφράσει, για να εξηγήσει ότι τους κουβαλούσε μέσα του, όταν περπατούσε στο δωμάτιό του, ότι τους έπαιρνε μαζί του στην κουζίνα, μετά τους ξαναπήγαινε στο δωμάτιό του, κάτι τον ωθούσε να ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο και ήταν φρικτό, φρικτό, δεσποινίς, είπε ο Κόριμ κοιτάζοντας τη γυναίκα με ύφος απελπισμένο, δεν 271
είχαν πια Θύρα Εξόδου, δεν υπήρχε παρά πόλεμος και πόλεμος, παντού, ακόμα και μέσα του, και τώρα που έφτασε στο τέλος και όλο το κείμενό του βρισκόταν στην ιστοσελίδα του, δεν είχε ιδέα τι τον περίμενε, γιατί αρχικά -και όλα τα σχέδια του βασίστηκαν σ’ αυτό-, αφού θα ολοκλήρωνε τη δουλειά του, είχε σκεφτεί να επιχειρήσει το «τελευταίο του ταξίδι», αλλά τώρα ήταν υποχρεωμένος να φύγει με την οδυνηρή εκείνη αδυναμία στην καρδιά του, και ένιωθε πως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν σωστό, έπρεπε να βρει κάτι, να βρει οπωσδήποτε κάτι, γιατί δεν μπορούσενα τους πάρει μαζί του, έπρεπε να τους αφήσει κάπου, αλλά ήταν πολύ βλάκας, το κεφάλι του ήταν άδειο, τον πονούσε, ήταν πολύ βαρύ, θα ξεκολλούσε από τον λαιμό του, πονούσε, καιτο μυαλό του δεν κατέβαζε καμιά ιδέα. 26. Η σύντροφος του διερμηνέα κοίταξε τον Κόριμ και τον ρώτησε με σιγανή φωνή: \νΐΐ3.ί’8 ϊΙιθγθ οη γοητ 1ΐ3.ηά; αλλά ο Κόριμ είχε τόσο πολύ εκπλαγεί που την άκουσε να μιλά και να προφέρει την φράση της τόσο γρήγορα που, σε πρώτη φάση, ήταν ανίκανος να της απαντήσει και αρκέστηκε να κουνήσει το κεφάλι και να κοιτάξει το ταβάνι, σαν κάτι να σκεφτόταν, μετά πήρε το χειρόγραφο από τα γόνατά του, έπιασε το λεξικό και βάλθηκε να ψάχνει μια λέξη που δεν είχε καταλάβει και, μετά, το άφησε και φώναξε με ανακούφιση: «ννΐι^ί’δ» και «ύιβτβ», α, ναι, δεν ήταν «ννΙι^ΐθδθΓ» ή κάτι τέτοιο, μα, ναι, «νν1ΐ2ΐ:ΐδΐ:]ΐθΓθοηγοιΐΓ...» τέλος πάντων... «πιγ]ΐ3.ηά», καισήκωσετα δυο χέρια, ταγύρισε, καιτα εξέτασε από κοντά, δίχως να δει κάτι το ιδιαίτερο, αλλά κατάλαβε σε τι αναφερόταν, έβγαλε έναν αναστεναγμό, έδειξε με το αριστερό του χέρι μια ουλή στο δεξί, α; αυτό; είπε κατεβάζοντας τα μούτρα, ω, ήταν παλιά ιστορία, οΐά ΐΜ η§, δίχως ενδιαφέρον, ηο ιηίθΓθδΐίηβ, μια μέρα, πάει καιρός από τότε, είχε κατάθλιψη, σήμερα ντρεπόταν γι' αυτό, γιατί εκείνη η κατάθλιψη ήταν τόσο 272
παιδαριώδης, παιδιάστικη, αλλά τι να κάνουμε, συνέβη, είχε πυροβολήσει το χέρι του, ρθΐίοΓ^ΐθ ννίϋι&οοίΐ, είπε, κοιτάζοντας ακόμα μια φορά το λεξικό του, αλλά δεν ήταν τίποτε, τίποτε το σοβαρό, μάλιστα δεν το πρόσεχε πια καθόλου, γεγονός είναι, όπως μπορούσε πολύ καλά να δει η δεσποινίς, ότι το σημάδι θα το είχε μέχρι το τέλος της ζωής του, ήταν σίγουρο, όπως θα κουβαλούσε -κι αυτό για κείνον ήταν ακόμα πιο βαρύ- αυτό το κεφάλι, εκεί, πάνω στον πονεμένο και ευαίσθητο λαιμό του, το βάρος ήταν πολύ μεγάλο για τον λαιμό του, είπε δείχνοντάς τον με * το δάχτυλο και μετά, άρχισε να κάνει μαλάξεις, αλλά δεν άντεχε άλλο, και άρχισε να κάνει κυκλικές ασκήσεις με το κεφάλι του, από δεξιά προς τ' αριστερά, το πρόβλη μα, μετά από μια σύντομη περίοδο προσωρινής ανακούφισης, είχε ξαναεμφανιστεί, τον ξαναβρήκε το παλιό και οδυνηρό φορτίο, όπως και πριν, και καμιά φορά είχε την εντύπωση, κυρίως τις τελευταίες μέρες, ότι όλα θα μπορούσαν πραγματικά να καταρρεύσουν και, λέγοντάς το αυτό, σταμάτησε τις κυκλικές ασκήσεις και τις μαλάξεις, ξαναπήρε το χειρόγραφο στα γόνατά του, τακτοποίησε κάπως τις τελευταίες σελίδες, εξηγώντας πως δεν κατάφερνε να βρει πού ακριβώς βρισκόταν το τέλος, γιατί όλα είχαν γίνει τόσο πυκνά και τόσο αδιαπέραστα, μάλιστα δυσκολευόταν να το ορίσει χρονικά, έβρισκες, σε ένα είδος μονολόγου γεμάτου πίκρα, μια αναφορά σ’ έναν σεισμό του έτους 402, μετά κάποιες σκοτεινές και παραληρηματικές φράσεις που αναφέρονταν στις φρικτές κατακτήσεις των Βησιγότθων, στον Γενσέριχο, στον Θεοδώριχο, στον Ορέστη, στον Οδόακρο, και μετά στον Ρωμύλο Αυγουστύλο, κάποια ονόματα μόνο, τίποτε παραπάνω, είπε ο Κόριμ ανοίγοντας τα χέρια, κάποιες απλές αναφορές, κάποιες φευγαλέες εικόνες, με μοναδική βεβαιότητα, ότιη Ρώμη, εδώ μπροστά στην Ροιΐ^ Αρρώ, είχεπάψει να υφίσταται οριστικά, είπε, αλλά σταμάτησε ξαφνικά από έναν μεγάλο θόρυβο που ερχόταν από το κλιμακοστάσιο, αλλεπάλληλοι βρυχηθμοί, τριγμοί, κατρακύλες, και όλα αυτά συνο273
δευόμενα από κάποια λόγια που έμοιαζαν με βρισιές, αλλά το σασπένς, όσον αφορά την προέλευση αυτών των βρυχηθμών, των τριγμών, της κατρακύλας και των ύβρεων, κράτησε λίγο, γιατί ακούστηκε μια ανδρική φωνή, ένας άνδρας που ούρλιαζε στο κεφαλόσκαλο: καλησπέρα, αγάπη μου, χτυπώντας δυνατά την πόρτα για να μπει στο διαμέρισμα. 27* Περιττό να τον ρωτήσει, πρέπει μόνο να χαίρεται, είπε ο διερμηνέας τρεκλίζοντας μπροστά στην πόρτα, κι αν ο τεράστιος αριθμός από σακούλες και πακέτα, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων που είχε στους ώμους και γύρω από τον λαιμό του, δικαιολογούσε εν μέρει αυτό το τρέκλισμα, ο πραγματικός λόγος δεν άφηνε καμιά αμφιβολία: ήταν μεθυσμένος, κι αυτό το επιβεβαίωναν τα κόκκινα μάτια του, η απάθεια του βλέμματος και το μπέρδεμα στα λόγια του, όπως επίσης και η ευθυμία του που βιάστηκε να τη δείξει στους άλλους δύο, διότι, όταν, σαρώνοντας με το βλέμμα του το διαμέρισμα διέκρινε τις δυο σιλουέτες που είχαν τρυπώσει ανάμεσα στα κασόνια και στα χαρτοκιβώτια, ξέσπασε σε γέλια, ένα τρελό και ασυγκράτητο γέλιο που τον ανάγκασε να ακουμπήσει στον τοίχο, ανίσχυρος, το σάλιο έτρεχε από το στόμα του, αλλά δεν μπορούσε να το σταματήσει και, μάλιστα, όταν, κουρασμένος πια, ηρέμησε λίγο και φώναξε προς το μέρος του Κόριμ και της γυναίκας, ε, λοιπόν, τι περιμένετε; δεν βλέπετε όλα αυτά τα πακέτα και τις σακούλες που κουβαλάω; και οι δυο τους έτρεξαν να τον απαλλάξουν από το βάρος, είχε αρχίσει να γελάει, και τίποτε δεν τον σταματούσε, ούτε καν το ένα βήμα που έκανε προς τα μπρος, γιατί από το δεύτερο, όταν περιπλανήθηκε το βλέμμα του στο χάος από τα χαρτοκιβώτια και τα κασόνια, το γέλιο του δυνάμωσε και πάλι, γελούσε, γελούσε, και ανάμεσα σε δύο κρίσεις γέλιου, επαναλάμβανε: 8£3ΓΐονθΓ3§3.ίη, μετά έδειξε με το δάχτυλο τα χαρτοκιβώτια και σωριάστηκε καταγής, η γυ274
ναίκα έτρεξε προς το μέρος του, τον βοήθησε να σηκωθεί, και ο διερμηνέας, στηριζόμενος επάνω της, κατάφερε να φτάσει μέχρι το δωμάτιο όπου σωριάστηκε πάνω στο κρεβάτι και, πιο συγκεκριμένα, πάνω στο χειρόγραφο, στο λεξικό, στο σημειωματάριο του Κόριμ και στη διαφημιστική μπροσούρα, μετά έβγαλε έναν βρυχηθμό και αποκοιμήθηκε αμέσως, άρχισε να ροχαλίζει, με το στόμα ορθάνοιχτο, αλλά καθώς τα βλέφαρά του δεν ήταν εντελώς κλειστά, η γυναίκα δεν τολμούσε να κουνηθεί από τη θέση της, γιατί αναρωτιόταν αν της έκανε πλάκα, τελικά, ίσως να είχε κοιμηθεί λίγα λεπτά, πριν ανοίξει τα μάτια και αρχίσει να φωνάζει πάλι: δίΕΓΐ ονθΓ 3£3ΐη, αλλά πολύ π ιθανόν να της έκανε πλάκα, αν έβλεπε κανείς το πονηρό ύφος με το οποίο κοίταζε τη γυναίκα λέγοντάς της να πλησιάσει, δεν είχε να φοβάται τίποτε, δεν θα τη δάγκωνε, έπρεπε να έρθει να καθίσει στο κρεβάτι δίπλα του, και να πάψει να τρέμει σαν φύλλο, θα της άστραφτε μία αν δεν σταματούσε, έπρεπε να καταλάβει ένα πράγμα, είχαν τελειώσει με τη μιζέρια και έπρεπε κι εκείνη τώρα να αρχίσει στο εξής να συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος που έχει το πορτοφόλι του γεμάτο, δεν ήξερε, είπε, ανασηκωμένος και καθισμένος στο κρεβάτι και κλείνοντάς της το μάτι, εάν εκείνη το είχε αντιληφθεί, αλλά η ζωή τους ξαφνικά είχε μεταμορφωθεί εντελώς, το είχε αποφασίσει με τη μία, είχε πάει στο «Η ιιΐοΙιίικοη», και είχε προσφέρει στον εαυτό του ένα βϋΠ: ονθΓ 3§3ΐη, με αυτή τη λύση, μέσα σε μια μέρα, σου αντικαθιστούν τα παλιά με νέα, λοιπόν, είχε ξεπουλήσει όλα τα παλιά σκατά που είχαν εδώ, για να τα αντικαταστήσει με ολοκαίνουργια, ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν, η ιδέα του ιδιοφυούς «Ηπίοΐιίηδοη», των καταστημάτων «Η ιιΐχΐιιηδοη», μια ιδέα στοιχειώδους απλότητας, δηλαδή να απαλλαγείς μέσα σε μια μέρα από όλα τα παλιά σκατά, αλλά πραγματικά όλα, καινατα αντικαταστήσεις με καινούργια, μέσα σε μια μέρα, και μετά απ’ αυτό, το δϊ3.Π: μπορούσε πραγματικά ν’ αρχίσει, το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να βρει την κατάλληλη στιγμή για 275
να αλλάξει τα πάντα, κι αυτός μπόρεσε να τη βρει για να αλλάξει τα πάντα, γιατί τα πράγματα είχαν πραγματικά αρχίσει να παίρνουν άσχημη τροπή και είχε βαρεθεί να μετράει τα ψιλά του για να δει αν μπορούσε να αγοράσει κάτι στον Βιετναμέζο, είχε βαρεθεί, και αποφάσισε να δράσει, να ανασκουμπωθεί για να βγει από τη μιζέρια, είχε αλλάξει, και είχε αδράξει την ευκαιρία, χοντρικά, αυτό ήταν το ρεζουμέ και τώρα, είπε ενώ σηκώθηκε ξαφνικά όρθιος και κατευθύνθηκε προς την πόρτα για να πάει να φέρει τον Κόριμ, τώρα, είπε υψώνοντας τον τόνο της φωνής του, θα το γιορτάσουν, ε! που κρύφτηκε ο Ούγγρος; είπε μπροστά στην πόρτα του Κόριμ, ο οποίος εμφανίστηκε αμέσως και μόλις που βρήκε τον χρόνο να πει: καλησπέρα κύριε Σάρβαρυ, και ο τελευταίος ήδη τον έσερνε μαζί του, πού είναι το ζεμπίλι μου; ούρλιαξε χαρούμενα ο διερμηνέας, που μετά από λίγο, το βρήκε ο ίδιος δίπλα στην πόρτα εισόδου, το ζεμπίλι του, απ’ όπου έβγαλε δύο μπουκάλια που τα ύψωσε φωνάζοντας δΐ^π: ο ν θ Γ 2§3ΐη, και ζήτησε από τη γυναίκα να φέρει τρία ποτήρια, πράγμα που δεν ήταν και τόσο εύκολο, γιατί έπρεπε να ψάξει μέσα σε όλα τα χαρτοκιβώτια με τα κουζινικά, κι αφού βρήκε τα ποτήρια, άνοιξαν το πρώτο μπουκάλι, ο διερμηνέας γέμισε τα ποτήρια χύνοντας το μισό καταγής, σήκωσε το δικό του: στη νέα μας ζωή! είπε στον Κόριμ ο οποίος, αν και τρομαγμένος, προσπάθησε να χαμογελάσει, πρέπει να παίρνεις ό,τι είναι καλό να πάρεις, είπετσουγκρίζοντας το ποτήρι του με το ποτήρι της επίσης τρομαγμένης γυναίκας, μετά έκανε μια απότομη κίνηση και έριξε το ποτήρι του, και σαν να μην είχε αντιληφθεί τίποτε, σήκωσε το βλέμμα του ψηλά , θέλοντας να δείξει ότι είχε να κάνει μια πανηγυρική δήλωση, όμως σιώπησε για πολλή ώρα, για να πολλαπλασιάσει το αποτέλεσμα αυτού που θα έλεγε, και αρκέστηκε να πει... όλα αυτά... όλα αυτά... μετά κατέβασε τα χέρια, ένα φως πέρασε αστραπιαία από το βλέμμα του, κούνησε το κεφάλι, μια φορά, δυο φορές, ζήτησε άλλο ένα ποτήρι, το γέμισε, το άδειασε μονοκοπανιά, διέ276
ταξε τη γυναίκα να πλησιάσει, την αγκάλιασε από τον ώμο και τη ρώτησε αν της άρεσε η σαμπάνια, και μετά, δίχως να περιμένει την απάντησή της, έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτάκι που το γλίστρησε στην παλάμη της, δίπλωσε τα δάχτυλά της ένα προς ένα πάνω στο κουτάκι, έσκυψε πάνω από το πρόσωπό της, την κοίταξε μέσα στα μάτια, και τη ρώτησε μουρμουρίζοντας, αν της άρεσε η ωραία ζωή. 28
.
Μετακινούνταν με ταξί εδώ και πολλές μέρες , και την η μέρα εκείνη , είχε πάρει ταξί για να γυρίσει στο σπίτι του, μεθυσμένος και φορτωμένος μ’ έναν απίστευτο αριθμό από σακούλες και πακέτα, το πορτμπαγκάζ του ταξί ήταν γεμάτο, όπως και το κάθισμα στο πίσω μέρος, και αναρωτιόταν, όπως εμπιστεύτηκε στον οδηγό του ταξί, πώς θα τα κουβαλούσε όλα αυτά μέχρι τον τελευταίο όροφο, παραήταν πολλά για έναν μόνο άνθρωπο, δεν είναι αλήθεια; αυτό είναι χαβιάρι, είπε σηκώνοντας μια σακούλα, και μάλιστα Βθ 1ι ι §£ Ρθ£Γ088Ϊ3.η παρακαλώ, αυτό εδώ είναι τυρί δίΐΐίοπ, φρούτα κομπόστα, για να δούμε τι άλλο; είπε ψαχουλεύοντας μέσα στη σακούλα, μπλινί με κρέμα σολομού, α, και μετά; βλέπετε, είπε, σηκώνοντας μια άλλη σακούλα, ήταν σαμπάνια, Ι^β£ΐθ, η ακριβότερη όλων, και βιολογικές φράουλες από τη Φλόριντα, είπε ψαχουλεύοντας ανάμεσα στις χάρτινες σακούλες που ήταν σκορπισμένες στο κάθισμα, 03ΐηιηθΐΌ3.η3]<; το γνωρίζετε; και μετά τσορίθο, ρέγκες, και κάποια μπουκάλια ΒοιΐΓ§ο§ηθ, ένα φημισμένο σε όλο τον κόσμο κρασί, και με όλα αυτά, είχε σίγουρα καταλάβει, είπε στον οδηγό, θα γινόταν μια μεγάλη γιορτή στο σπίτι του απόψε, στην πραγματικότητα, η πιο μεγάλη γιορτή της ζωής του και μήπως μπορούσε να μαντέψει τι θα γιόρταζε; και πλησίασε πολύ κοντά στο σεπαρέ για να είναι σίγουρος ότι τον ακούει ο οδηγός, παρά τον θόρυβο της μηχανής, δεν ήταν ούτε γενέθλια ούτε καμιά γιορτή ούτε επέτειος γάμου ούτε βαφτίσια, 277
όχι, τίποτε απ' όλα αυτά, δεν θα μάντευε ποτέ, γιατί υπήρχαν λίγοι άνθρωποι στη Νέα Υόρκη που θα μπορούσαν να γιορτάσουν κάτι τέτοιο, να γιορτάσουν το προσωπικό θάρρος, γεγονός είναι, είπε δείχνοντας τον εαυτό του, ότι είχε υπολογίσει σωστά και την κατάλληλη στιγμή, για να μην τα κάνει πάνω του, για να μην κάνει πίσω τη στιγμή που είχε πάρει την απόφαση να το αποτολμήσει, και το είχε αποφασίσει δίχως να σκεφτεί, και το είχε αποτολμήσει και, επιπλέον, και αυτό ήταν το πιο σπουδαίο, την κατάλληλη στιγμή, ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα, αλλά ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε, να γιατί απόψε θα γινόταν η γιορτή του θάρρους, η οποία θα σήμαινε μια νέα αρχή, μια μεγάλη καλλιτεχνική καριέρα, θα έκαναν μια μεγάλη γιορτή, αυτό μπορούσε να του το εγγυηθεί, εξάλλου μπορούσαν να ξεκινήσουν πίνοντας μια γουλιά οι δυο τους, είχε όσα έπρεπε γι' αυτό, κι έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό επίπεδο μπουκάλι ΒοιιΛ οη, το οποίο το άφησε να γλιστρήσει μέσα από το σεπαρέ, ο οδηγός του ταξί το πήρε, έγλειψε τον λαιμό του μπουκαλιού και του το επέστρεψε κουνώντας το κεφάλι και χαχανίζοντας, ΟΚ, είπε ο διερμηνέας, ΟΚ, εάν ήθελε κι άλλο, δεν έπρεπε να διστάσει, μάλιστα μπορούσαν να το τελειώσουν, είχε κι άλλα, πολλά, όλα αυτά τα πακέτα είχαν μέσα ποτά, το μόνο πρόβλημα ήταν πώς θα τα μετέφερε όλα αυτά, όλες αυτές τις σακούλες, είπε κουνώνταςτο κεφάλι και δίχως να γελά, δεν είχε ιδέα, α, μα τελικά, μόλις σκέφτηκε μία, εάν το έκαναν οι δυο τους; ελάτε! θα του απέφερε ένα δολάριο ή δύο, κι ύστερα, το ταξί του δεν θα έκανε φτερά, εντάξει, σύμφωνοι, είπε ο οδηγός του ταξί χαμογελώντας, και τον βοήθησε να βγάλει όλες τις σακούλες από το ταξί και να τις μεταφέρει, αλλά μόνο μέχρι τα πόδια της σκάλας, δεν μπορούσε να κάνει περισσότερα, είπε γελώντας πάντα και κουνώνταςτο κεφάλι, έπρεπε να φύγει, είπε ο οδηγός, ο οποίος δέχτηκε ένα μόνο δολάριο και έναν χείμαρρο από ύβρεις από τον διερμηνέα, ο οποίος χρειάστηκε να κάνει πολλά πηγαινέλα μεταξύ ισογείου και τελευταίου ορό278
φου, αλλά όταν έδωσε μια κλωτσιά στην πόρτα με όλα εκείνα τα πακέτα, αισθάνθηκε τόσο ευτυχισμένος, είπε το επόμενο πρωί στη γυναίκα, ενώ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι εκείνη όρθια στην πόρτα του δωματίου, όταν είδε τα εμβρόντητα μούτρα, το δικό της κι εκείνου του ασήμαντου ανθρωπάκου, του Ούγγρου, χαμένα μέσα σε τόνους από χαρτοκιβώτια, κασόνια, σακούλες και πακέτα, δίχως να καταλαβαίνουν τι συνέβαινε, ήταν τόσο ωραίο ώστε του πέρασε όλος ο θυμός του, και είχε πια μόνο μια επιθυμία, να τους πάρει στην αγκαλιά του, εξάλλου, αυτό είχε κάνει, ή όχι; ίσως και να τους είχε πάρει στην αγκαλιά του, για κείνην ήταν σίγουρος, οι αναμνήσεις του είναι τόσο θολές που χρειάζεται επιβεβαίωση: εκείνη του είχε τείνει τον λαιμό της για να της φορέσει το περιδέραιο, δεν είναι έτσι; και μετά, είχε βγάλει από τα χαρτοκιβώτια ένα τραπέζι και δυο καρέκλες, και ο Κόριμ είχε καθίσει απέναντι του, ήταν σίγουρος γι’ αυτό και είχε βάλει στο τραπέζι ένα ή δύο μπουκάλια σαμπάνιας και του είχε εξηγήσει, στα ουγγρικά, πώς έπρεπε να ζει, ότι δεν έπρεπε να χάνει τον καιρό του χαζά, με τις βλακείες του, αλλά ο άλλος, δεν είχε ακούσει τίποτε, το μόνο που τον ενδιέφερε, ήταν να μάθει πού βρίσκεται η ουγγρική συνοικία, εκεί όπου μια μέρα του είχε πει ότι μπορούσε να βρει το καλύτερο πιπεράτο σαλάμι της Νέας Υόρκης, μόνο αυτό τον ενδιέφερε, θα μπορούσε να πάρει όρκο πως δεν είχε σταματήσει να τον ζαλίζει μ’ αυτό, ωραία, εντάξει, το μέρος βρισκόταν κάπου νότια του Ζαμπάρ, προς την 81η ή την 82η οδό, ναι αλλά ποια ακριβώς, και σε ποια λεωφόρο; κι αυτό είχε κρατήσει ώρες, αλλά γιατί ήθελε να το μάθει δεν είχε ιδέα, όπως δεν είχε και την προηγούμενη, θυμόταν μόνο πως είχε προσπαθήσει να του εξηγήσει τι έπρεπε να κάνει, αν καμιά μέρα βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών, ότι έπρεπε να αφουγκραστεί το ένστικτό του, να είναι θαρραλέος, θάρρος, θάρρος, το είχε σφηνώσει στο μυαλό του, είπε χαχανίζοντας στο κρεβάτι του και χώνοντας το κεφάλι του στο μαξιλάρι, και ο τύπος, είχε βαλθεί να του ξεφουρ279
νίζει τα κύριε Σάρβαρυ αυτό και κύριε Σάρβαρυ εκείνο, και ότι είχε λήξει η προθεσμία, και ότι είχε φέρει εις πέρας την αποστολή του, μια σειρά από μαλακίες αυτού του τύπου, και μετά, -α ναι, τώρα άρχιζε να τα θυμάται!- είχε πληρώσει το ενοίκιό του, και του είχε δώσει όλα τα χρήματα που του απέμειναν -αν θυμάται καλά, ήταν μέσα στην τσέπη του παντελονιού του- ζητώντας του να πληρώσει εξ ονόματος του μια πάγια συνδρομή στον πάροχο του Διαδικτύου, ώστε να εξασφαλίσει τη διάρκεια της ιστοσελίδας του, και θυμόταν αμυδρά ότι στο τέλος είχαν αγκαλιαστεί και φιληθεί και ο διερμηνέας άρχισε να γελά, με το κεφάλι χωμένο στο μαξιλάρι, πίστευε πως είχαν συνάψει ένα είδος συμφώνου φιλίας, αλλά αυτό ήταν όλο, δεν θυμόταν τίποτε άλλο, ωραία, και τώρα, άδειασε μου τη γωνιά, είπε στη γυναίκα, είχε πονοκέφαλο, το κεφάλι του ήταν εντελώς θολωμένο, άσε με ήσυχο! είπε, ήθελε να κοιμηθεί λίγο, κι έπειτα, αν εκείνος δεν ήταν πια εδώ, δεν ήταν πια εδώ, τι τους ενδιέφερε; αλλά η γυναίκα έμεινε στην πόρτα και συνέχισε να κλαίει, επαναλαμβάνοντας συνεχώς ότι είχε φύγει, είχε αφήσει όλα τα πράγματά του αλλά είχε φύγει, και ότι το δωμάτιό του ήταν άδειο. 29-
Στη γωνία, απέναντι από το κρεβάτι, η τηλεόραση ήταν αναμμένη, μια ολοκαίνουργια τηλεόραση, μάρκας δΟΝΥ, τελευταίας τεχνολογίας, οθόνη φαρδιά, τηλεχειριστήριο, διακόσια πενήντα κανάλια, δεν υπήρχε ήχος αλλά η εικόνα προβαλλόταν από την αρχή μέχρι το τέλος, και μετά πάλι από την αρχή, με την εμφάνιση των γοητευτικών και φαιδρών παρουσιαστών, και μετά, όλο το πρόγραμμα των διαμαντιών, και όταν όλο αυτό τελείωνε, η οθόνη σκοτείνιαζε, μετά φωτιζόταν και πάλι και όλο αυτό άρχιζε πάλι από την αρχή και κάθε φορά που η οθόνη σκοτείνιαζε και μετά φωτιζόταν, το τρεμουλιαστό φως έκανε το δωμάτιο να δονείται, ο διερμηνέας ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και κοιμόταν με τα πό28ο
δια ανοιχτά και δίπλα του, με γυρισμένη την πλάτη, η γυναίκα ξαπλωμένη στο πλάι, προς το παράθυρο, φορούσε το γαλάζιο μπουρνούζι, ο διερμηνέας είχε τυλιχτεί με όλο το πάπλωμα, και καθώς εκείνη κρύωνε, τυλίχτηκε στο μπουρνούζι, αυτή την πρώτη νύχτα είχε φοβερή υπερδιέγερση για να μπορέσει να κοιμηθεί, έμεινε έτσι, ξαπλωμένη στο πλάι, μεταπόδιαναακουμπούνστην κοιλιά, τα μάτια ανοιχτά, χωρίς καν να βλεφαρίζουν, ένα χέρι, το δεξί, ακουμπισμένο στο μαξιλάρι γιανα κρατάτο κεφάλι, το άλλο μπροστά της, τα δάχτυλα σφιγμένα πίεζαν το κουτάκι, το πίεζαν με όλη τη δύναμή τους, χωρίς ποτέ να το αφήσουν, το έσφιγγε με ευτυχία, κοιτώντας μπροστά της, μέσα στο γαλαζωπό φως που έκανε το δωμάτιο να δονείται, κοιτώντας μπροστά της, χωρίς καν να κουνήσει τα βλέφαρα.
281
VII Δ ΕΝ Θ Α ΠΑΡΕΙ Τ Ι Π Ο Τ Ε ΜΑΖΙ Τ Ο Υ
ι. Προχωρούσε πάνω στο παγωμένο πεζοδρόμιο, δίχως να γυρίσει το κεφάλι πίσω, μόλις είχε βγει από το κτίριο, είχε κατευθυνθεί προς τη στάση του μετρότης Ουάσιγκτον'Αβενιου, χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα πίσω, όχι πως, όπως διηγούνταν αργότερα, το είχε αποφασίσει, αλλά γιατί στην πραγματικότητα, τα είχε αφήσει όλα πίσω, μπροστά του δεν υπήρχε τίποτε παρά μόνο το απόλυτο κενό και το παγωμένο πεζοδρόμιο, και μέσα στο κεφάλι του, το ίδιο απόλυτο κενό και φυσικά ο Κάσερ και οι σύντροφοί του που τους κουβαλούσε μαζί του στην ΟυάσιγκτονΆβενιου, αυτές ήταν όλες κι όλες οι αναμνήσεις του την πρώτη ώρα· είχε αφήσει το κτίριο της 159ης οδού πολύ νωρίς το πρωί, ήταν ακόμα σκοτάδι, οι δρόμοι ήταν έρημοι, και στα πρώτα εκατόν πενήντα μέτρα πάνω στο παγωμένο πεζοδρόμιο, τα γεγονότα της νύχτας είχαν αρχίσει να ξετυλίγονται σιγά σιγά μέσα από την ομίχλη, για να ξαναμπούν στον εγκέφαλό του, η μεγάλη γιορτή, ο κύριος Σάρβαρυ, ο σωτήρας του, που, αφού, είχε σφραγίσει επανειλημμένα με προπόσεις τη φιλία τους, τελικά βυθίστηκε σε σιωπή και του επέτρεψε να επιστρέψει στο δωμάτιό του, να κλείσει την πόρτα και να σωριαστεί πάνω στο κρεβάτι, δεν θα έπαιρνε τίποτε μαζί του, το είχε αποφασίσει και είχε κλείσει τα μάτια, αλλά δίχως να μπορεί να κοιμηθεί και, λίγο αργότερα, η πόρτα είχε ανοίξει σιγανά, ήταν η σύντροφος του κυρίου Σάρβαρυ, η πιστή του ακροάτρια 283
όλες αυτές τις εβδομάδες, είχε προχωρήσει αθόρυβα προς το κρεβάτι, αυτός έκανε πως κοιμάται βαθιά, επειδή ήθελε να αποφυγει τους αποχαιρετισμούς, τι θα μπορούσενα της πει; δεν μπορούσε καν να της εξηγήσει πού θα πήγαινε, και η νεαρή γυναίκα έμεινε κάμποση ώρα όρθια δίπλα στο κρεβάτι να τον παρατηρεί, αναμφίβολα για να σιγουρευτεί ότι κοιμάται και, καθώς δεν είχε κάνει τίποτε που να δείχνει το αντίθετο, γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι και του χάιδεψε τρυφερά, πολύ τρυφερά, μόλις αγγίζοντάς το, το δεξίτουχέρι, διευκρίνισε ο Κόριμ λίγο αργότερα, να αυτό, είπε ο Κόριμ στον συνομιλητή του, δείχνοντας το χέρι του, αυτό με την ουλή, και μετά εκείνη έφυγε τόσο διακριτικά όσο είχε μπει, δεν του έμενε πια παρά να περιμένει υπομονετικά να τελειώσει η νύχτα, αλλά, δυστυχώς, η νύχτα ήταν πολύ μεγάλη, δεν σταματούσε να κοιτάζει το ρολόι του, τρεις η ώρα, τρεις και τέταρτο, τρεις και μισή, πέντε παρά τέταρτο, το θυμόταν πολύ καλά, και μετά σηκώθηκε, ντύθηκε, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και πήγε στις τουαλέτες, όπου μια ιδέα πέρασε από το κεφάλι του, είχε ανέβει πάνω στο καπάκι της τουαλέτας για να δει τι περιείχαν τα σακουλάκια, τελικά, διευκρίνισε, μια μέρα, είχε ανακαλύψει μια κρυψώνα πίσω από ένα τούβλο, γεμάτη με μικρά σακουλάκια που περιείχαν μια άσπρη, λεπτή σκόνη, είχε αμέσως υποψιαστεί περί τίνος επρόκειτο, αλλά εκείνο το πρωί, αγνοούσε γιατί, ήθελε να βεβαιωθεί, αναμφίβολα από περιέργεια, τράβηξε το τούβλο αλλά αντί για τα σακουλάκια, είχε βρει έναν τεράστιο φάκελο με χαρτονομίσματα, τόσο τεράστιο, που βιάστηκε να ξαναβάλει το τούβλο στη θέση του και να επιστρέφει γρήγορα γρήγορα στο διαμέρισμα, από φόβο μην πιαστεί στα πράσα από έναν ένοικο του κάτω ορόφου, από εκείνον για παράδειγμα, που είχε κρύψει όλο αυτό στις τουαλέτες, είχε λοιπόν επιστρέψει, είχε κλείσει σιγά την πόρτα εισόδου και πήγε στο δωμάτιό του, είχε σηκώσει τα σεντόνια και τις κουβέρτες, τα είχε διπλώσει και τα άφησε οτην άκρη του κρεβατιού, είχε ρίξει ακόμα ένα βλέμμα, ένα τελευταίο βλέμ284
μα γύρω του, είχε πάρει το παλτό του και τα πεντακόσια δολάρια που χρειαζόταν και είχε αφήσει όλα τα υπόλοιπα, σε τι θα του χρησίμευαν όλα αυτά τα πράγματα; Είχε λοιπόν αφήσει τον φορητό του υπολογιστή, το λεξικό, το σημειωματάριο, κάποια πουκάμισα και εσώρουχα, που δεν θα χρειαζόταν πια να πλένει, με λίγα λόγια, δεν υπήρξε μια μεγάλη αποχαιρετιστήρια σκηνή, ούτε δάκρυα, είπε ανασηκώνοντας τους ώμους, γιατί να προκαλέσει πόνο στη νεαρή δεσποινίδα -γιατί είναι σίγουρος πως θα της προκαλούσε πόνο- είχαν συνηθίσει ο ένας την παρουσία του άλλου, όχι, όχι, έπρεπε να φύγει όπως είχε έρθει, και βγήκε στον δρόμο, με το κεφάλι άδειο, αλλά με τον Κάσερ και τους συντρόφους του, και με τη λύπη πως δεν υπήρχε κανένα μέρος για να τους οδηγήσει εκεί. 2. Άνοιξε το αρχείο, έγραφε τον τίτλο του κειμένου, Πόλεμος και Πόλεμος, τίτλος με τον οποίο αποθήκευσε το αρχείο, στη συνέχεια το έσωσε, επαλήθευσε πως είχε αποθηκευτεί καλά μ’ αυτόν τον τίτλο, το ξανάκλεισε, το άφησε με προσοχή πάνω στο κρεβάτι, και εγκατέλειψε αμέσως το κτίριο, περπατούσε πολύ γρήγορα, δίχως να σκέφτεται, δίχως να ξέρει που πηγαίνει, και μετά, πολύ γρήγορα, σταμάτησε, γύρισε και πήρε την αντίθετη κατεύθυνση, με την ίδια ταχύτητα και με την ίδια αβεβαιότητα, και μετά από εκατό μέτρα, επιβράδυνε το βήμα του και πάλι, έκανε μαλάξεις στον αυχένα και κυκλικές κινήσεις με το κεφάλι του, κοίταξε μπροστά του, πίσω του, σαν να έψαχνε κάποιον, κάποιον δυσεύρετο, επειδή ήταν ακόμα πολύ νωρίς, οι περαστικοί ήταν σπάνιοι, και μακριά, πολύ μακριά, τουλάχιστον δύο δρόμους πιο πάνω, προςτηνΟυάσιγκτονΆβενιου, κοντά του, ακριβώς απέναντι, στο αντίθετο πεζοδρόμιο, υπήρχαν κάποιοι ζητιάνοι οχυρωμένοι μέσα στα φρούριά τους από χαρτοκιβώτια και σακούλες σκουπιδιών και μετά, στην 159η οδό, ξεπρόβαλε μια πολύ παλιά γαλάζια Λίν285
κολν, ο οδηγός έβαλε δευτέρα, μετά τρίτη ταχύτητα και τον προσπέραοε, πού πήγαινε άραγε; αναρωτήθηκε, στο πρόσωπό του μπορούσες να διαβάσεις την απόλυτη απόγνωση, έμενε εκεί, ακίνητος, ήξερε ωστόσο, αλλά το είχε ξεχάσει, πού ήθελε να πάει, τσαλάκωσε ένα χαρτομάντιλο στην τσέπη του, ξερόβηξε, και έδωσε μια κλωτσιά σε ένα άδειο πακέτο Οιϊηίοδ το οποίο είχε ξεμείνει μέσα στο χιόνι, το χαρτί ήταν μούσκεμα, και επομένως δύσκολο νατο μετακινήσει, αλλά ο Κόριμ κατάφερε να το αναποδογυρίσει και να το κάνει να προχωρήσει: με το πόδι του, με την άκρη του παπουτσιού του, ξεροβήχοντας και τσαλακώνοντας το χαρτομάντιλό του μέσα στην τσέπη του και, κοιτώντας γύρω του, με την ελπίδα ότι θα θυμηθεί το μέρος όπου ήθελε να πάει. 3.
Είχε να επιλέξει ανάμεσα στην κόκκινη γραμμή αριθ. 1 και στην κόκκινη γραμμή αριθ. 9, εφόσον και οι δύο πήγαιναν από την Ουάσιγκτον Άβενιου στην Τάιμς Σκουέρ, όπου έπρεπε να αλλάξει και να πάρει τη μαύρη γραμμή για να φτάσει στο Γκραντ Σέντραλ, και μετά την πράσινη γραμμή μέχρι την ΆπερΙστΣάιντ, βιαζόταν να φτάσει, εξήγησε ο Κόριμ στον συνομιλητή του, γιατί το προηγούμενο βράδυ, όταν είχε μάθει από τον συγκάτοικό του πως υπήρχε μια ουγγρική συνοικία στη Νέα Υόρκη, είχε αμέσως αποφασίσει να αγοράσει εκεί ένα ρεβόλβερ και, καθώς δεν μιλούσε καλά τα αγγλικά και χρειαζόταν εξηγήσεις στα ουγγρικά, τα λόγια του σπιτονοικοκύρη του είχαν πέσει την κατάλληλη στιγμή, δεν θα μπορούσε να τον παρακαλέσει να τον εξυπηρετήσει ακόμα μια φορά, τον είχε ήδη ενοχλήσει αρκετά, το ενδεχόμενο να ζητήσει από κάποιον άλλον βοήθεια ήταν αδύνατον, εφόσον δεν μιλούσε αγγλικά, έπρεπε λοιπόν να απευθυνθεί σε έναν Ούγγρο που θα μπορούσενα του εξηγήσει με σαφήνεια τι ακριβώς ήθελε και να τον ρωτήσει πού θα μπορούσενα προμηθευτεί το αντικείμενο, έναν Ούγγρο, ένα άτομο εμπιστοσύνης, εξαιτίας της γλώσ286
σας, και όταν τελικά κατέληξε να πάρει τη γραμμή αριθ. 9, είχε καθίσει απέναντι σε μια σωματώδη μαύρη κυρία, και είχε αρχίσει να εξετάζει το πλάνο που βρισκόταν πάνω από το κεφάλι της γυναίκας, είχε τελικά πάρει την απόφαση να κάνει την απόσταση Τάιμς Σκουέρ-Γκραντ Σέντραλ με τα πόδια -δεν καταλάβαινε ακριβώς ποια ήταν η ανταπόκριση της μαύρης γραμμής στο πλάνο- με άλλα λόγια, η τύχη, η καθαρή τύχη είχε αποφασίσει στη θέση του, ήταν καθισμένος απέναντι σ’ εκείνη την τεράστια μαύρη γυναίκα και είχε καταλάβει ότι όσο κι αν μελετούσε το πλάνο προς όλες τις κατευθύνσεις, δεν θα καταλάβαινε ποτέ σε τι αντιστοιχούσε εκείνη η μαύρη γραμμή που ένωνε την κόκκινη και την πράσινη, κανένα πρόβλημα, θα πήγαινε με τα πόδια, και αυτό έκανε και δεν είχε ιδέα για το παράξενο αποχαιρετιστήριο δώρο που του επιφύλασσε η μοίρα εκείνη την τελευταία μέρα, δεν είχε την παραμικρή ιδέα, είπε με εύθυμη φωνή, τέλος πάντων, όλα πήγαιναν μάλλον καλά εκείνη την τελευταία μέρα, προχωρούσε προς τον τελευταίο του στόχο, σαν να τον είχε πάρει κάποιος από το χέρι και τον οδηγούσε προς τη σωστή κατεύθυνση, είχε κατέβει στην Τάιμς Σκουέρ, είχε βγει από το μετρό, προχωρούσε πεζός με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, και είχε παρατηρήσει πως όλα γύρω του είχαν επιταχυνθεί, φτάνοντας στο πλατύσκαλο του μετρό, είχε την εντύπωση πως ο κόσμος είχε περάσει σε υψηλότερη ταχύτητα, προχωρούσε ανάμεσα από τους ουρανοξύστες, υπήρχε ήδη πολύς κόσμος στα πεζοδρόμια και η κυκλοφορία ήταν αρκετά πυκνή, τόσο που οι περαστικοί στα πεζοδρόμια και οι επιβάτες των αυτοκινήτων, και ο ίδιος ακόμα, τέντωναν τον λαιμό τους για να κοιτάξουν τα κτίρια, αυτά τα κτίρια που μάταια έψαχνε το κρυμμένο τους νόημα, είχε ωστόσο ψάξει δίχως σταματημό και, μάλιστα, από τη στιγμή που τα είχε δει για πρώτη φορά από το παράθυρο του ταξί, την περίφημη όψη τουΜανχάταν, που, κατά την άποψή του, έκρυβε ένα ιδιαίτερο νόημα, το οποίο είχε προσπαθήσει να αποκαλύψει, να ανιχνεύσει, να ξετρυπώσει, κάθε 287
μέρα, γύρω στις πέντε το απόγευμα, όταν, αφού είχε τελειώσει τη δουλειά του, έπαιρνε τους δρόμους, κυρίως τη λεωφόρο Μπρόντγουεϋ, προσπαθώντας να έχει μια πιο καθαρή εικόνα όλων εκείνων που τον εντυπώσιαζαν, καταρχάς είχε πει πως όλο αυτό του θύμιζε πολύ καθαρά κάτι, αργότερα, είχε την αίσθηση πως είχε έρθει ήδη εδώ και, μετά, ότι είχε δει κάπου αυτό το παγκοσμίως γνωστό πανόραμα, με τους συναρπαστικούς του ουρανοξύστες στο Μανχάταν, μάταια, δεν έβρισκε καμία λύση, είχε περπατήσει τους δρόμους για το τίποτα, είχε κάνει όλες εκείνες τις προσπάθειες για το τίποτα, το μυστήριο παρέμενε ακέραιο, και σήμερα το πρωί, είχε πει στον εαυτό του, αφήνοντας πίσω του την οχλοβοή της Τάιμς Σκουέρ για να προχωρήσει ίσια μπροστά, θα έφευγε δίχως να έχει καταλάβει τίποτα, δίχως να έχει λύσει το αίνιγμα και δίχως να υποψιαστεί ότι λίγα λεπτά αργότερα θα καταλάβαινε, ότι λίγα λεπτά αργότερα θα έλυνε το αίνιγμα, λίγα λεπτά, είπε ο Κόριμ, όσο χρειαζόταν για να χωθεί ανάμεσα στους ουρανοξύστες με κατεύθυνση το Γκραντ Σέντραλ.
Καμιά φορά περνάμε δίπλα από κάποια πράγματα δίχως να δούμε το πράγμα δίπλα από το οποίο μόλις έχουμε περάσει, δεν ξέρει, είπε ο Κόριμ στον συνομιλητή του, εάν εκείνοςτο είχε νιώσει, αλλά αυτό ακριβώς συνέβη στον ίδιο, με τη κυριολεκτική σημασία του όρου, είχε περάσει δίπλα από κάποιο πράγμα δίχως να το συνειδητοποιήσει, και μόνο λίγα μέτρα παραπέρα επιβράδυνε το βήμα του και είχε αυτή την παράξενη αίσθηση, η οποία τον υποχρέωσε να σταματήσει, δεν ήξερε πραγματικά με τι είχε σχέση, αλλά είχε κυριολεκτικά σταματήσει, είχε σκεφτεί, και μετά ξανάρχισε να περπατάει αλλά πολύ αργά, μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε μπροστά στη βιτρίνα του καταστήματος, και να, αυτό ήταν το πράγμα δίπλα από το οποίο είχε περάσει, μια τεράστια προθήκη, μια βιτρίνα γεμάτη από οθόνες τηλεόρασης, τηλεοπτικά 288
κανάλια, το ένα δίπλα στο άλλο σε μήκος είκοσι μέτρων και σε πολλά επίπεδα, και όλες ήταν αναμμένες, όλες λειτουργούσαν και όλες εξέπεμπαν διαφορετικά προγράμματα, και γνώριζε πως υπήρχε εκεί κάτι το πολύ σημαντικό, ναι αλλά τι, γιατί να τον αφορούσαν τα διαφημιστικά σποτάκια, τα ζενερίκ από ταινίες, οι ξανθοί βόστρυχοι, οι καουμπόικες μπότες, οι κοραλλιογενείς σχηματισμοί, οι ειδήσεις, τα κινούμενα σχέδια, οι αναμεταδόσεις συναυλιών, οι εναέριες μάχες; είχε αρχίσει να σκέφτεται περπατώντας κατά μήκος και κατά πλάτος μπροστά από τη βιτρίνα, μάταια, και μετά, ξαφνικά, κάτι... πλησίασε, έσκυψε ελαφρώς, ναι, εκεί, στη δεύτερη σειρά, στο ύψος των ματιών, παρατήρησε ξαφνικά έναν πίνακα, έναν μεσαιωνικό πίνακα, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, είχε περάσει μπροστά και ήταν αυτό που τον ανάγκασε να σταματήσει, αλλά γιατί; πλησίασε περισσότερο, επρόκειτο για πίνακα του Μπρέγκελ που απεικόνιζε την κατασκευή του πύργου της Βαβέλ, έναν πίνακα που ως παλαιός φοιτητής της Ιστορίας, γνώριζε πολύ καλά, η κάμερα σταματούσε πάνω σε μια λεπτομέρεια, την άφιξη του βασιλιά Νεμρώδ μετο πολύ σκληρό, πολύ αυστηρό, πολύ τρομακτικό πρόσωπό του, συνοδευόμενο από έναν σύμβουλο, έναν άνδρα με φεγγαρίσιο πρόσωπο, και μερικούς φρουρούς, μπροστά από αυτούς, τέσσερις λιθοξόοι δούλευαν μέσα στη σκόνη, έπρεπε να είναι ένα ντοκιμαντέρ, είπε ο Κόριμ, αυτή την εντύπωση είχε, αλλά φυσικά, δεν μπορούσαν να ακουστούν τα σχόλια μέσα από τη βιτρίνα, ακούγονταν μόνο οι θόρυβοι του δρόμου: σειρήνες, τρίξιμο φρένων, κλάξον, και μετά, η κάμερα απομακρύνθηκε από το πρώτο πλάνο με τον Νεμρώδ, για να αποκαλύψει σταδιακά το σύνολο του πίνακα, και ο Κόριμ βρέθηκε στο μέσον του τοπίου, απέναντι στον γιγαντιαίο πύργο με τους εφτά τερατώδεις, ανολοκλήρωτους, εγκαταλελειμμένους και καταραμένους ορόφους, να υψώνονται προς τον ουρανό, αυτό ήταν, μόλις είχε κατανοήσει τη Βαβέλ, εάν είχε υποψιαστεί πως ήταν τόσο απλό, η Νέα Υόρκη και η Βαβέλ, δεν θα 289
τριγύριζε στους δρόμους επί βδομάδες ολόκληρες προς αναζήτηση του μυστηρίου, κι έμεινε για μια στιγμή να κοιτάζει τον πίνακα, και μετά, ένας αρκετά ψηλός έφηβος, με δερμάτινο μπουφάν, βγήκε ξαφνικά μέσα από το πλήθος των περαστικών, και άρχισε να κοιτάζει προκλητικά το ίδιο πράγμα μ’ εκείνον, προτίμησε τότε να φύγει και να συνεχίσει τον δρόμο του, ενόσω περπατούσε και προχωρούσε προς το Γκραντ Σέντραλ, αισθανόταν όλο και πιο γαλήνιος, τα μαγαζιά άρχιζαν να ανοίγουν τις πόρτες τους, οι μανάβηδες και οι μπακάληδες, και αργότερα, ένα μικρό βιβλιοπωλείο από το οποίο ο βιβλιοπώλης έβγαζε εκείνη τη στιγμή ένα έπιπλο με ρόδες, φορτωμένο με βιβλία σε μειωμένη τιμή, ο Κόριμ σταμάτησε, είχε όλο τον χρόνο, εφόσον ποτέ του δεν είχε αισθανθεί τόσο ελεύθερος, είχε αρχίσει να κοιτάζει τα εικονογραφημένα άλμπουμ, όπως έκανε και κατά τις εξορμήσεις του στις πέντε το απόγευμα, κάθε φορά που περνούσε από ένα τέτοιο μαγαζί, πήρε ένα βιβλίο στο εξώφυλλο του οποίου είχε αναγνωρίσει ένα κτίριο, ο τίτλος του ήταν Εΐγ/ΛεφίθδΚαΙιη, και ακριβώς από κάτω, με μικρότερα γράμματα: ΝθννΥοτίΑΓεΙιιΐθαΐ, πρόλογος του Οΐΐο ΙοΙιηΤθθ^θη, 1931, ξεφύλλισε το βιβλίο που περιείχε έναν μεγάλο αριθμό ασπρόμαυρων φωτογραφιών, οι οποίες απεικόνιζαν τα κτίρια της Νέας Υόρκης, όμοια μ’ εκείνα που έβλεπε κατά τους περιπάτους του, φωτογραφίες από τους περίφημους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, ουρανοξύστες, επανέλαβε από μέσα του τη λέξη που αντήχησε στο κεφάλι του, και συνέχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο, όχι σελίδα σελίδα, αλλά τυχαία, πηδώντας τις σελίδες και ξαναγυρνώντας πίσω, και μετά, ξαφνικά, στη σελίδα 88, έπεσε σε μια φωτογραφία με τη λεζάντα: «Θέα από την ΙστΡίβερ, 120ΓουώλΣτρητΜπίλντιγκ, Πόλη της Νέας Υόρκης», και μόνον εκείνη τη στιγμή, εξηγούσε την ίδια μέρα το απόγευμα στο εστιατόριο «1θ Μοίϋεα», είχε κάτι σαν επιφοίτηση και άνοιξε το βιβλίο από την αρχή και το ξεφύλλισε, αλλά αυτή τη φορά, σελίδα σελίδα, ΙηδίΐΓ^ηοθ Βιή1άιη§, 42-44 \νθ8ί ΊΊπιΐγ-Ν ίηΐΙι 290
5£ΓθθίΒιή1(1ιη§, Νππιΐ3θΓΤννοΡ3Γ^ΑνθηαθΒυ.ι1άίη§, ΝΛν. Οογπθγ δ ι χ ΐ ΐ ι Ανθηαβ « Λ Τ ΐή Γ ΐγ - δ θ ν ν θ η ίΐΊ δ ί Γ θ θ ΐ Βιιί1(ϋη§, Ι η ίθ Γ η ^ άοη3.1Τθ1θρ1ιοη ^ηάΤθ1θ§Γ^ρ1ι Βηι1άιη§, ΡθάθΓ^ίίοη Βιιί1<ϋη§, δ . Ε . (Ζογπθγ Βτοαάνν^γ ζηά Ρ ο Γ ΐγ - Ρ ίΓ δ ΐ δ ί τ θ θ ΐ Βιιΐ1(ϋη§, καιούτω καθεξής, μέχρι χο τέλος του βιβλίου, και μετά ξανακοίταξε το όνομα πάνω στο εξώφυλλο, Εΐγ ^εςιΐθδ Κ^ΐιη ακόμα μια φορά: Εΐγ ^ φ ΐθ δ Κ3.1ιη, και μετά, σήκωσε τα μάτια του προς τα πιο κοντινά κτίρια της Λόου Ίστ Σάιντ και του Λόουερ Μανχάταν και δεν πίστευε στα μάτια του, δεν κατάφερνε να δει στ* αλήθεια αυτό το κτίριο, και αν, ασυζητητί, όλα εκείνα που βρίσκονταν μέσα στο βιβλίο είχαν μια συγγένεια μεταξύ τους, ωστόσο, είχαν μια συγγένεια και μ ε τον πύργο της Βαβέλ του Μπρέγκελ, και αμέσως άρχισε να ψάχνει κι άλλα κτίρια, πήγε στη γωνία του δρόμου για να βλέπει καλύτερα, για να ατενίζει καλύτερα το Λόουερ Μανχάταν και ήταν τόσο έκπληκτος από αυτό που αντίκριζε, που οπισθοχώρησε, κατέβηκε άθελά του από το πεζοδρόμιο, βρέθηκε στη διασταύρωση, κόντεψε να τον πατήσει ένα αυτοκίνητο που κόρναρε, ανέβηκε μ’ ένα πήδημα στο πεζοδρόμιο χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια του από το Λόουερ Μανχάταν που φαινόταν μακριά, έμοιαζε μαγεμένος απ’ αυτό το θέαμα και είδε πια καθαρά πως όλη η Νέα Υόρκη ήταν γεμάτη από πύργους της Βαβέλ, Θεέ και Κύριε, το φαντάζεστε! είπε την ίδια μέρα το απόγευμα, ακόμα φοβερά ταραγμένος, επί εβδομάδες είχε τριγυρίσει σ9αυτούς τους δρόμους, είχε περπατήσει ανάμεσα στους πύργους, λέγοντας στον εαυτό του ότι έπρεπε να υπάρχει κάτι το οποίο δεν μπορούσε να διακρίνει, αλλά τώρα καταλάβαινε, είπε παίρνοντας επίση μο ύφος, είχε ανακαλύψει ότι κάποιος είχε ανεγείρει το κέντρο του κόσμου, το κεντρικό σημείο του κόσμου, τη σημαντικότερη πόλη, την πιο αξιόλογη, τη μεγαλύτερη του κόσμου, γεμίζοντάς την με πύργους της Βαβέλ των εφτά ορόφων! είπε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, εφτά όροφοι σκαλοπατιών όπως στα ζιγκουράτ, γνώριζε καλά το θέμα, εξήγησε στον συνομιλητή του, 291
γιατί πριν από είκοσι χρόνια είχε σπουδάσει Ιστορία στο πανεπιστήμιο, πριν γίνει τοπικός ιστορικός, και είχε την ευκαιρία να μελετήσει τους πύργους της Μεσοποταμίας, όχι μόνον εκείνον που απεικόνισε ο Μπρέγκελ, αλλά και το υλικό του Κόλντεβαϊ, εκείνου του παθιασμένου Γερμανού αρχαιολόγου Ρόμπερτ Κόλντεβαϊ, ο οποίος, αν θυμόταν καλά, είχε ανακαλύψει τον αρχαιολογικό τόπο της Βαβέλ, αλλά και τα ζιγκουράτ Εσαγκίλα και Ετεμενάνκι, τα είχε εν μέρει ανασκάψει και αναπαραστήσει σε μακέτες, να γιατί, όταν είχε φτάσει στο αεροδρόμιο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, είχε ανακαλύψει για πρώτη φορά, εκείνο το περίφημο πανόραμα μέσα από το τζάμι του ταξί, κάτι τον είχε αμέσως εντυπωσιάσει, κάτι το οποίο δεν κατάφερνε να ονομάσει, το οποίο είχε δραπετεύσει κάπου, σε μια οδυνηρή γωνιά του μυαλού του, αρνούμενο να βγει, μέχρι αυτή τη μέρα και, για να είναι ειλικρινής, δεν καταλάβαινε πώς είχε ανοιχτεί ο δρόμος ξαφνικά, αυτή την τελευταία μέρα, είναι σαν να τον είχε ξεδιπλώσει κάποιος μπροστά του, γιατί, από τα χαράματα είχε την εντύπωση πως τον είχε πάρει κάποιος από το χέρι για να τον κατευθύνει, και του είχε βάλει σχεδόν το βιβλίο του Εΐγ ^αμίθδ Καίιη μέσα στα χέρια, γιατί, για ποιο λόγο σταμάτησε τότε μπροστά στο βιβλιοπωλείο; γιατί βρέθηκε ο9αυτόν τον δρόμο; γιατί έκανε τη διαδρομή με τα πόδια; ήταν απολύτως βέβαιος, είπε χαμογελώντας στο τραπέζι του «Ι^ΜοΜ^α», ότι κάποιος ήταν εκεί, πολύκοντάτου, κάποιος που τον κατηύθυνε, κρατώντας τον από το χέρι.
Ένας βασιλιάς ανάμεσα σε λιθοξόους, η είδηση είχε καταπλήξει όλο τον κόσμο της Βαβυλώνας, δεν υπήρχε πια κανένας νόμος για να τους καθοδηγήσει, τα θεμέλια πάνω στα οποία μπορούσε να βασίζεται μια διαταγή είχαν καταρρεύσει, ο χρόνος του κόσμου φαινόταν να μετριέται στα δάχτυλα, ενός κόσμου όπου κυριαρχούσαν το απρόβλεπτο, το εντυπωσιακό και το παράλογο, 292
ναι, αλλά, παρ’ όλα αυτά, να πηγαίνεις με τα πόδια ανάμεσα σε λιθοξόους, σαν ένας οποιοσδήποτε, να κατεβαίνεις όλη την οδό Μαρντούκ, να περνάς την Πύλη της Ιστάρ για να πας στον απέναντι λόφο και να καταπατάς μ’ αυτόν τον τρόπο τις τελευταίες παραδόσεις, σαν να θέλεις να επιβεβαιώσεις ότι η αυτοκρατορία έχει χάσει τις τελευταίες της δυνάμεις, να εγκαταλείπεις το παλάτι δίχως ακολούθους και δίχως την παρουσία της Αυλής, έχοντας δίπλα σου μόνο τέσσερις φρουρούς και φυσικά τον φοβερό πρωτοσύγκελλο, με το φεγγαρίσιο του κεφάλι, σήμαινε κάτι παραπάνω από αυτό που μπορούσε να αντέξει η Βαβυλώνα, ο βασιλιάς! φώναξε από μακριά ο πρωτοσύγκελλος, ο βασιλιάς, αντήχησε ο προκλητικός τόνος της φωνής των τεσσάρων φρουρών, αλλά οι λιθοξόοι, σκεπτόμενοιπωςεπρόκειτογια αστείο, δεν σηκώθηκαν και συνέχισαν να δουλεύουν στον λόφο, κι όταν συνειδητοποίησαν ότι ήταν πράγματι ο βασιλιάς, ρίχτηκαν όλοι καταγής για να προσκυνήσουν, αλλά ο πρωτοσύγκελλος και εκπρόσωπος του βασιλιά τούς διέταξε να σηκωθούν και να συνεχίσουν τη δουλειά τους, συνεχίστε να δουλεύετε! αυτή ήταν η εντολή του βασιλιά, το πρόσωπό του ήταν φοβερά σοβαρό και τρομακτικό, αλλά το βλέμμα του φαινόταν θολωμένο, τα μάτια του ήταν μάτια τρελού, ο Νεμρώδ, με τον βασιλικό του μανδύα και το σκήπτρο στο χέρι, ανάμεσα σε εργάτες: οι ιερείς του Μαρντούκ συμπέραναν αμέσως ότι η μέρα της τελικής κρίσεως ήταν στα πρόθυρα και οι θυσίες στους βωμούς αλληλοδιαδέχονταν η μία την άλλη, ο βασιλιάς να απευθύνεται στους λιθοξόους στον λόφο: το νέο ήταν τρομακτικό και έκανε να τρέμουν ακόμα κι εκείνοι που είχαν καταφύγει ήδη μέσα στη μέθη της ηδονής και της λήθης πίσω από τα μεγάλα και, εφεξής, άχρηστα τείχη της πόλης* τέσσερις άνδρες προσκύνησαν και πάλι, αλλά κανείς δεν τόλμησε να απαντήσει, επειδή δεν είχαν καταλάβει την ερώτηση, η καρδιά τους χτυπούσε από φόβο, ο μεγάλος Νεμρώδ ήταν εκεί, μπροστά τους, σε κατάσταση τρέλας, ο βασιλιάς ρωτούσε αν η πέτρα είναι αρκετά γε293
ρή, ψιθύρισε με οικειότητα ο πρωτοσύγκελλος, σκύβοντας προς το μέρος τους, ναι, ναι, είπαν εκείνοι κάνοντας βαθιά υπόκλιση, είναι, αλλά ο βασιλιάς έκανε πως δεν άκουσε την απάντησή τους κι έφυγε, συνοδευόμενος από τους φρουρούς που χαχάνιζαν φανερά, μετά σταμάτησε στο χείλος του γκρεμού, εκεί απ’ όπου η θέα ήταν τέλεια, με το κενό στα πόδια του και τον πύργο του Ετεμενάνκι να υψώνεται μπροστά του, ο Νεμρώδ είναι ακίνητος, μια απαλή αύρα, ζεστή και ξερή, σηκώνεται από το ποτάμι κι έρχεται να του χαϊδέψει το πρόσωπο, ο Νεμρώδ παρατηρεί την πρόοδο των εργασιών, εκείνο το γιγαντιαίο μνημείο που υψώνεται απέναντι του, εκείνο το αδύνατο που σε λίγο θα γίνει πραγματικότητα, πίσω του, η σιωπή είναι απόλυτη, τα καλέμια και τα ψαλίδια πέτρωσαν στα χέρια των εργατών, ο βασιλιάς κοιτάζει το δημιούργημά του, εκείνο το μοναδικό σε όλο τον κόσμο οικοδόμημα, εκείνο το αριστούργημα, εκείνον τον θρίαμβο του δίχως Θεό μεγαλείου, που προορίζεται για την αιωνιότητα, τέλος πάντων, αυτό ονειρευόταν, είπε ο Κόριμ, στον νέο του φίλο, όταν είχαν καθίσει και οι δυο τους στο «Ιε Μο1ί1ί&» για να πιουν ένα ποτό, δεν θα μπορούσαν τα πράγματα να γίνουν αντιληπτά με άλλο τρόπο, τουλάχιστον αν εμπιστευόταν κανείς τον Μπρέγκελ και όχι τον Κόλντεβαϊ, κι αυτός, ο Κόριμ, εκκινούσε από την αρχή ότι ο πίνακας του Μπρέγκελ αντανακλούσε την πραγματικότητα, εφόσον, για να την κατανοήσει, χρειαζόταν από κάπου να ξεκινήσει, γιατί, αν ένας μυστηριώδης οδηγός τον είχε οδηγήσει ώς εδώ, στη Νέα Υόρκη, προκειμένου, αφού ολοκληρώσει το δικό του ταπεινό έργο, να αποκαταστήσει τις σχέσεις συνάφειας με τη Βαβέλ, υπήρχε σίγουρα κάποιος λόγος, και μια εξήγηση, όμως, ποιος μπορούσε να είναι ο λόγος και ποια η εξήγηση; είπε ο Κόριμ κουνώντας το κεφάλι και χαμογελώντας, αν όχι για να κατανοήσει, και να που θα τον βοηθούσε να κατανοήσει και να μεταβιβάσει ότι ο δρόμος δίχως Θεό οδηγούσε σε ένα υπέροχο, λαμπρό, εκθαμβωτικό πλάσμα, ικανό για όλα, εκτός από ένα: να εξουσιάζει 294
την ίδια του τη δη μιουργία, γιατί ειλικρινά, για τον ίδιο δεν υπήρχε τίποτε πιο θαυμάσιο εκτός από το ανθρώπινο ον, το ικανό να δημιουργεί, ας πάρουμε για παράδειγμα τους υπολογιστές, τους διαστημικούς πυραύλους, τα κινητά τηλέφωνα, τα ολοκληρωμένα κυκλώματα, τα αυτοκίνητα, τα φάρμακα, τις τηλεοράσεις, τις μη επανδρωμένες ιπτάμενες μηχανές και ο κατάλογος είναι ατέλειωτος, ναι, πιθανώς να ήρθε εδώ, στη Νέα Υόρκη γΓ αυτό, για να αποστάξει την ουσία από τις κοινοτοπίες, για να κατανοήσει και να μεταβιβάσει ότι αυτό που είναι πολύ μεγάλο είναι πολύ μεγάλο για εμάς, γιατί ήταν υποχρεωμένος να επιμείνει σ’ αυτό, τώρα, δεν ήταν πια μια εντύπωση μόνο, ήταν απολύτως σίγουρος γΓ αυτό, κάποιος τον είχε πάρει από το χέρι για να τον καθοδηγήσει. 6. Ναι, γνώριζαν τον Γκιούρι Σάμπο, είπε η ιδιοκτήτρια του εστιατορίου «ίθ Μο 1&£» , όταν, αφού γύρισε στο σπίτι της κι έκανε ένα ντους και άνοιξε την τηλεόραση, είχε πάρει το τηλέφωνο για να τηλεφωνήσει σε μια από τις φίλες της, είχε κουβαλήσει στο μαγαζί τους μια από τις κούκλες της βιτρίνας, την περασμένη εβδομάδα, την είχε βάλει να καθίσει σ’ ένα τραπέζι, με την άδειά τους, κι από τότε δεν είχε πια κουνηθεί από την καρέκλα της, είναι πια μια βδομάδα που ήταν εκεί, ανάμεσα στους πελάτες, ήταν πολύ σωστός, ήσυχος, ευγενικός, παρά τις μικροϊδιοτροπίεςτου, λοιπόν, εκείνον τον γνώριζαν, αλλά τον άλλον που έφερε μαζί του, τον τύπο με το κεφάλι της νυχτερίδας, εκείνον τον έβλεπαν για πρώτη φορά, ένας πραγματικά στριμμένος! είπε η γυναίκα, μιλούσε μόνος του, και είχε μια λογοδιάρροια, δεν μπορείς να φανταστείς! είχαν πιει μπίρα με υ η ια ιιη , αλά ουγγρικά, έντεκα ποτήρια ο καθένας, από τις τέσσερις το απόγευμα μέχρι τις δύο το πρωί, φαντάζεσαι! ο τύπος με τη νυχτερίδα στο κεφάλι μιλούσε, μιλούσε, και ο Γκιούρι Σάμπο τον άκουγε, αλλά ήταν τύφλα στο μεθύσι, κιοάλλοςτο ίδιο, κατάτα άλλα, εκείνη είχε προσπαθήσει 295
να τον φέρει στα συγκαλά του, όταν τον είχε στριμώξει στην έξοδο της τουαλέτας, αλλά δίχως αποτέλεσμα, εκείνοι συνέχιζαν ενώ έπρεπε να είχαν κλείσει ήδη από ώρα, είχαν κάνει εδώ και ώρα ταμείο, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να τους σηκώσει από τη θέση τους, χρειάστηκε λοιπόν να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα μέσα, να σβήσει τα φώτα, το σιχαινόταν αυτό, γιατί της θύμιζε πολύ την Ουγγαρία, όπου ήταν συνεχώς υποχρεωμένοι να σβήνουν πολλές φορές τα φώτα, αλλά τέλος πάντων, το έκανε, και σηκώθηκαν επιτέλους και βγήκαν έξω, λυπόταν πολύ για τον Γκιούρι Σάμπο, γιατί ήταν ο γιος του Μπέλα Σάμπο από τον δεύτερο γάμο του, ξέρεις, είπε η γυναίκα στη φίλη της, εκείνος που ήταν προϊστάμενος στην ΐΛογά, τέλος πάντων, ήταν ένα ευγενικό αγόρι, η προσωποποίηση της ευγένειας, αλλά για τον άλλο, δεν γνώριζε απολύτως τίποτε, και για να είναι ειλικρινής, ήταν ο τύπος του ανθρώπου για τον οποίον δεν ήξερε τι θα μπορούσε να περάσει από το μυαλό του, αλλά εντάξει, δεν είχε περάσει τίποτε, δόξα τω Θεώ, είχε βγει ήσυχα, αφού πλήρωσε, είχε αναποδογυρίσει μία ή δύο καρέκλες στο πέρασμά του, αλλά, δεν μπορεί να πει, είχε βγει, και ο Κόριμ είπε τότε στον φίλο του ότι αισθανόταν άσχημα και είχε τάση για εμετό, ε, λοιπόν δεν είχε παρά να πάει να ξεράσει, του είπε ο φίλος του, ο Κόριμ προχώρησε λοιπόν σε μια γωνιά δίπλα από την είσοδο, έκανε εμετό κι αμέσως αισθάνθηκε καλύτερα και έτρεξε προςτο αυτοκίνητο για να βοηθήσειτον άντρα να το σπρώξει, αλλά εκείνος του είπε όχι, δεν χρειαζόταν να μπει στον κόπο, θα τα έβγαζε πέρα μόνος του, ήταν συνηθισμένος, αλλά ο Κόριμ έκανε πως δεν άκουγε, γιατί ήδη το απόγευμα, στον παρακάτω δρόμο, στην 81η οδό, ο άνδρας τού είχε πει το ίδιο πράγμα, επί λέξει, το ίδιο πράγμα, όταν τον πλησίασε και τον ρώτησε αν χρειάζεται βοήθεια για να το σπρώξει, είχαν τότε αμέσως μαντέψει και οι δυο από την προφορά τους ότι ήταν Ούγγροι, με το «οαηI Ιΐθΐρ γοα» του Κόριμ, ήταν μάλλον εύκολο, αλλά ούτε και με το «ηο ΐ1ΐ3η1<8» του άλλου ήταν και τόσο δύσκολο, εδώ και
ώρες προσπαθούσε ο Κόριμ να επιστρατεύσει το κουράγιο του και να απευθυνθεί σε κάποιον, αλλά δεν είχε βρει ούτε το κουράγιο ούτε κάποιον που να μοιάζει με Ούγγρο, όταν, ξαφνικά, είχε διακρίνει έναν περίεργο τύπο, ο Κόριμ δεν πίστευε στα μάτια του, προσπαθούσε να τοποθετήσει μια κούκλα βιτρίνας σε φυσικό μέγεθος σε μια στάση λεωφορείου, στην 81η οδό, να την τοποθετήσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μοιάζει ότι περιμένει το λεωφορείο, είχε δέσει με αλυσίδα το ένα της χέρι στην κολόνα, της είχε γυρίσει το κεφάλι, μετά σήκωσε ελαφρώς το αριστερό της μπράτσο, για να φαίνεται ότι έκανε νεύμα στο λεωφορείο να σταματήσει, και μετά, επέστρεψε στο αυτοκίνητό του και είχε αρχίσει να το σπρώχνει, εκείνη τη στιγμή λοιπόν πλησίασε ο Κόριμ και του πρότεινε να τον βοηθήσει. 7· Είχε τη συνήθεια να τα βγάζει πέρα μόνος του και είχε την πρόθεση να συνεχίσει μόνος, του απάντησε ο άνδρας, αλλά τελικά, άφησε τον Κόριμ να τον βοηθήσει, παρόλο που, προφανώς, δεν είχε καμιά ανάγκη βοήθειας, εφόσον κάποια πλαστικά χέρια και πόδια που εξείχαν από τον μουσαμά που κάλυπτε το φορτίο του, έδειχναν πως επρόκειτο για κούκλες, με άλλα λόγια, για πολύ ελαφριά αντικείμενα, αλλά τι σημασία έχει, ο Κόριμ άρχισε να σπρώχνει από πίσω, ενώ ο άντρας είχε πιάσει το τιμόνι και τραβούσε το αυτοκίνητο το οποίο έτριζε και τρανταζόταν με κάθε εμπόδιο που παρουσιαζόταν πάνω στον παγωμένο δρόμο, αναγκάζοντας τον Κόριμ και τον άνδρα να γλιστρούν πότε ο ένας και πότε ο άλλος στο πλάι, ώστε να βάλουν στη θέση τους κάποια μέλη του φορτίου, και προχωρώντας έτσι, ο ένας τραβώντας κι ο άλλος σπρώχνοντας, βρήκαν μετά από λίγα λεπτά έναν αρκετά καλό ρυθμό και κατέληξαν στο μέσον της κυκλοφορίας της 2ης λεωφόρου και εκείνη τη στιγμή βρήκε ο Κόριμ να ρωτήσει τον άνδρα εάν ήξερε κατά τύχη πού βρισκόταν η ουγγρική συνοικία, μα εδώ εί297
μαστέ, στην ουγγρική συνοικία! έλαβε ως απάντηση, α, μάλιστα και μπορούσε να του πει, συνέχισε ο Κόριμ, που μπορούσε να βρει έναν Ούγγρο στη γειτονιά για να τον βοηθήσει για μια υπόθεση; ποια υπόθεση; ο Κόριμ ξερόβηξε, ε, λοιπόν, ήθελε να αγοράσει ένα ρεβόλβερ, α, ναι; ένα ρεβόλβερ; είπε ο άνδρας, που το πρόσωπό του σκοτείνιασε αμέσως, εδώ μπορούσε να αγοράσει κανείς οπουδήποτε, είπε βάζοντας τέλος στη συζήτηση, οι δυο άνδρες έμειναν σιωπηλοί για πολλή ώρα και μετά ο άνδρας σταμάτησε, άφησε το τιμόνι του αυτοκινήτου και γύρισε προς τον Κόριμ, για να τον ρωτήσει τι ακριβώς έψαχνε, ένα ρεβόλβερ επανέλαβε ο Κόριμ, δεν τον ένοιαζε ο τύπος του ρεβόλβερ, μεγάλο, μικρό, μεσαίο, του ήταν αδιάφορο, διέθετε πεντακόσια δολάρια, όσα του είχαν απομείνει όλα κι όλα, και όλα όσα ήταν διατεθειμένος να πληρώσει για το ρεβόλβερ, αλλά προπαντός δεν ήθελε να τον τρομάξει, πρόσθεσε, ήταν εντελώς ακίνδυνος, καιθα ήταν πρόθυμοςνατου εξηγήσει τα πάντα, δεν υπήρχε ένα μέρος κάπου κοντά όπου θα μπορούσε να του διηγηθεί τα πάντα, και μετά να πιουν και να φάνε κάτι; ρώτησε ο Κόριμ κοιτάζοντας γύρω του, γιατί ήταν έξω από τα χαράματα, είχε ξεπαγιάσει, λίγη ζέστη θα του έκανε καλό και θα ήθελε πραγματικά να πιει και να φάει κάτι, έτσι λοιπόν, θέλετε ένα ρεβόλβερ; ρώτησε ο άνδρας κοιτάζοντας για ώρα τον Κόριμ, ναι, αλλά, ειλικρινά, θα ήταν ευτυχής να τον καλέσει και να του διηγηθεί τα πάντα λεπτομερώς, για να σκεφτώ, να φάμε και να πιούμε κάτι, είπε ο άνδρας, υπήρχαν δυοτρία μέρη που θα μπορούσαν να πάνε, και δύο λεπτά αργότερα, κάθονταν στο εστιατόριο « 1 θ ΜοΙ&λ»: οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με καθρέφτες και διακοσμητικά πιάτα, η οροφή ήταν καλυμμένη με ανάγλυφη πλαστική επένδυση, τρεις δύστυχοι πελάτες ήταν καθισμένοι στα τραπέζια και η ιδιοκτήτρια, πίσω από τον πάγκο, έμοιαζε με κοράκι, φορούσε οβάλ γυαλιά πάνω στη μύτη και μια κατσαρή φράντζα έπεφτε στο μέτωπό της, μπορείτε και να φάτε, τους είπε φιλικά, αλλά μόνον ο Κόριμ δέχτηκε την
πρότασή της, κι έφαγεγκούλας με μακαρόνια, ο άνδρας δεν είχε παραγγείλει φαγητό, πήρε μόνο ένα μικρό σακουλάκι ζάχαρης σε σκόνη που υπήρχε πάνω στο τραπέζι, το άνοιξε, έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, άνοιξε διάπλατα το στόμα του και το άδειασε όλο μέσα στον λαιμό του, χτυπώντας με τον δείκτη του το σακουλάκι για να μη χάσει ούτε έναν κόκκο -και το ίδιο το έκανε πολλές φορές στη συνέχεια- αρνήθηκε λοιπόν την πρόταση να φάει, αλλά δέχτηκε την πρόταση να πιει, ήπιαν και οι δύο, ήπιαν πολύ, υ π ία ιπ ι με μπίρα, ενώ ο Κόριμ διηγούνταν κι ο άλλος άκουγε. 8. Η κούκλα καθόταν σ’ ένα τραπέζι δίπλα στον πάγκο και έδινε πραγματικά την εντύπωση ότι κάποιος καθόταν στο τραπέζι, ήταν απλώς μια κούκλα βιτρίνας, από πλαστικό σε ροζ χρώμα και φυσικό μέγεθος, ίδια μ’ εκείνες που ήταν φορτωμένες στο αυτοκίνητο, αλλά εδώ μέσα, κάτω από το φως του εστιατορίου, το ροδαλό της δέρμα φαινόταν πιο διάφανο και το βλέμμα της πιο ονειροπόλο από τις ομογενείς της εκεί έξω* καθόταν έτσι, με ίσια την πλάτη και τις γάμπες της διπλωμένες, το ένα χέρι πάνω στα γόνατα και το άλλο κάτω από το τραπέζι, το κεφάλι της ήταν ελαφρώς γυρισμένο προς τον ώμο, σαν να ήθελε να δώσει την εντύπωση πως κοίταζε μακριά και ήταν χαμένη στις σκέψεις της* μπαίνοντας, ο άντρας κατευθύνθηκε αμέσως στο τραπέζι της, ενόσω ο Κόριμ έβγαζε το παλτό του, πριν κάτσει και εκείνος δίπλα στην κούκλα, και παρόλο που στην αρχή φαινόταν να δυσκολεύεται να αποφύγειτις ερωτήσεις, σιγά σιγά άρχισε να συνηθίζει την παρουσία της, κατέληξε μάλιστα να την αποδεχτεί, δεν αναφέρθηκε καθόλου στο θέμα, αρκούμενος μόνο να ρίχνει κάποιες ματιές προς το μέρος της, και μετά το πέμπτο ή έκτο υ η ία ιιη , κι ενώ το αλκοόλ είχε αρχίσει να έχει αποτελέσματα, έφτασε ακόμα και στο σημείο να μιλά και στους δυο, δεδομένου ότι, ακόμα δεν είχε προλάβει να καθίσει, και άρχισε να μιλά, εντελώς φυσικά, 299
και να εξηγεί τα πάντα στον φίλο του, τα προβλήματα με το κεφάλι του, την αποκάλυψη που έκανε σχετικά με τη Βαβέλ, τα Αρχεία, τον Σάρβαρυ και τη σύντροφό του, και το ταξίδι του μέχρι την Αμερική, και μετά, για το χειρόγραφο, την αιωνιότητα και το ρεβόλβερ, και τέλος για τον Κάσερ, τον Μπενγκάτζα, τον Φάλκε και τον Τοότ, τη θύρα εξόδου που δεν έβρισκε, και το γεγονός ότι τους κουβαλούσε μαζί του και ότι ήταν πολύ αγχωμένος, ενώ πάντα σκεφτόταν πως θα ήταν πολύ ήρεμος, όταν θα έφτανε η στιγμή, αλλά δεν κατάφερνε να τους αφήσει, γαντζώνονταν πάνω του, και ένιωθε πολύ καλά πως δεν θα μπορούσε να τους κουβαλά επ'αόριστον, αλλά τι να έκανε, πού και πώς θα έβρισκε τη λύση; αναστέναξε και σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα, και επιστρέφοντας, στον στενό διάδρομο που ένωνε τις τουαλέτες με την αίθουσα του εστιατορίου, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με την αφεντικίνα, η οποία, μετά από κάποιες λέξεις συγγνώμης, του ζήτησε σε τόνο φιλικό, να μη δίνει στον φίλο του να πίνει, γιατί, εδώ, στο εστιατόριο, τον γνώριζαν καλά, δεν ήταν συνηθισμένος στο πιοτό, όχι, ασφαλώς, είπε ο Κόριμ, αλλά η γυναίκα τον διέκοψε αγχωμένη, δεν το συνιστούσε καθόλου για τον φίλο του, ξέρετε, είπε σε τόνο ελαφρώς οικείο, ταχτοποιώντας ταυτόχρονα την κατσαρή της φράντζα, είναι ευαίσθητο αγόρι και πολύ ευγενικό, και είχε αυτή την αθώα μανία να τοποθετεί σε όλη τη γειτονιά αυτές τις κούκλες βιτρίνας, και είχε βάλει κι εδώ μία, στο εστιατόριό της, αλλά κι αλλού, παντού, όπου του το επέτρεπαν, τρόπος του λέγειν, πολλοί του έδιναν την άδεια, γιατί ήταν τόσο γλυκός, τόσο ήρεμος, τόσο ευγενικός, υπήρχαν ήδη τρεις στο Γκραντ Σέντραλ, κι άλλες, στη Βιβλιοθήκη, στο ΜακΝτόναλτς και στο σινεμά της 11ης οδού, και μια άλλη πολύ κοντά από δω, μπροστά στο κιόσκι με τις εφημερίδες, αλλά είχε κι άλλες στο σπίτι του, κάποιος της είπε ότι υπήρχε μία καθισμένη στην πολυθρόνα μέσα στο σαλόνι του κι έβλεπε τηλεόραση, και μια άλλη ήταν καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, και μια άλλη ακόμα που 300
κοίταζε έξω από το παράθυρο, με λίγα λόγια, δεν μπορούσε να αρνηθεί πως είχε αυτή την αθώα και λίγο παράξενη μανία, αλλά δεν ήταν τρελός, εξάλλου, όλα αυτά τα έκανε εξαιτίας μιας γυναίκας, λένε ότι είναι πολύ ερωτευμένος μαζί της... του ζητούσε λοιπόν να δείξει λίγη κατανόηση απέναντι του και, αν ήταν δυνατόν, να τον πρόσεχε λίγο, γιατί, δεν έπρεπε να του δίνει να πίνει, υπήρχε κίνδυνος να πάρει το πράγμα άσχημη τροπή, ναι, ναι, απάντησε ο Κόριμ, καταλάβαινε και θα πρόσεχε, ήτανπολύ φυσικό, πόσο μάλλον που αυτός ο άνθρωπος τού ήταν πολύ συμπαθής, οφείλει μάλιστα να ομολογήσει ότι ένιωσε ένα είδος τρυφερότητας γι’ αυτόν μόλις τον πρωτοαντίκρυσε, υποσχόταν ότι θα τον πρόσεχε, μια υπόσχεση που, μόλις ξανάκατσε, την είχε κιόλας ξεχάσει, εφόσον είχε ήδη παραγγείλει έναν δεύτερο γύρο, και τίποτε δεν μπορούσε να τον αποτρέψει από το να παραγγείλει και τους επόμενους, τόσο που, όπως ήταν προβλεπόμενο, τέλειωσε άσχημα, αν και όχι με τον τρόπο που είχε φανταστεί η αφεντικίνα, γιατί ήταν αυτός, ο Κόριμ που αισθανόταν άσχημα, πολύ άσχημα μάλιστα, κι αν ο εμετός τον είχε ανακουφίσει, αυτό κράτησε λίγο, γιατί, στη συνέχεια, είχε αρχίσει να αισθάνεται όλο και πιο άσχημα, αντί να σπρώχνει το αυτοκίνητο, γραπωνόταν από αυτό, δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει στον άνδρα ότι, εφεξής, μπορούσε να τον θεωρεί φίλο του και ότι αδιαφορούσε για τον θάνατο, και γραπωνόταν από τη ρυμούλκα, άφηνετον εαυτό του να συρθεί προς τα μπρος, τα πόδια του γλιστρούσαν στο χιόνι που εκείνη την ώρα, γύρω στις τέσσερις με τέσσερις και μισή, είχε μετατραπεί σε πάγο. 9· Προχωρούσαν μέσα στο χιόνι, ο Κόριμ δεν ενδιαφερόταν καθόλου να μάθει πού πήγαιναν και, προφανώς, ούτε ο άνδρας ο οποίος, πότε πότε τακτοποιούσε τον μουσαμά που κάλυπτε τις κούκλες, και μετά έσκυβε και τραβούσε στα τυφλά προς τα μπρος το αυ301
τοκίνητο με τα χέρια, ο αέρας ήταν τσουχτερός, κυρίως στις λεωφόρους που οδηγούσαν προς βορρά και προς νότο, κάθε φορά που έχαναν τον δρόμο τους σε μία από αυτές, έφευγαν αμέσως, έμεναν για μια ολόκληρη στιγμή δίχως να πούνε λέξη, και μετά ξαφνικά, ο άνδρας γυρνούσε το κεφάλι του για να πει κάτι το οποίο φαινόταν να είναι καρπός μακρού διαλογισμού, αλλά ο Κόριμ δεν άκουγε τίποτε, έτσι, ο άνδρας χρειάστηκε να αφήσει το τιμόνι και να πάει να χώσει το μήνυμα μες στο κεφάλι του Κόριμ: όλα όσα του είχε διηγηθεί στο « Ι θ Μο1ύ£&» σχετικά με εκείνο το χειρόγραφο, ήταν πολύ ωραία, πολύ ωραία, του είπε καρφώνοντάςτον μετο βλέμμα, αλλά τα είχε όλα επινοήσει, έτσι δεν είναι; ελάτε τώρα, όλη αυτή η ιστορία για την Κρήτη, τη Ρώμη και τη Βενετία, ήταν υπέροχη αλλά, μπορούσε πολύ απλά να το ομολογήσει, δεν υπήρχε παρά μόνο στη φαντασία του, μα όχι, διαμαρτυρήθηκε ο Κόριμ τρεκλίζοντας, τίποτε δεν είχε επινοήσει, και το χειρόγραφο υπήρχε πραγματικά, βρισκόταν πάνω στο κρεβάτι της 159ης οδού, εξάλλου, αν ήθελε να το δει, είπε γραπωμένος από το αυτοκίνητο το οποίο είχε αφήσει για λίγο, ναι, ήθελε, είπε ο άνδρας αρθρώνοντας σιγά τις λέξεις, γιατί, αν ήταν αλήθεια, ήταν πραγματικά ωραία, είπε σηκώνοντας το κεφάλι, κι ύστερα, όσο για κείνη τη θύρα εξόδου, έπρεπε να βρει κάτι, ξέρετε κάτι; θα μπορούσαν να βρεθούν αύριο στο σπίτι του στις έξι, και ο Κόριμ δεν είχε παρά να φέρει το χειρόγραφο, γιατί, αν υπήρχε πραγματικά , θα ήθελε πολύ, είπε κοιτώντας τις κούκλες κάτω από τον μουσαμά, να δείξει κάποια αποσπάσματα στη φιλενάδα του, κι έβγαλε από την τσέπη του μια επισκεπτήρια κάρτα, να η διεύθυνση, είπε στον Κόριμ, γλιστρώντας την μέσα στην τσέπη του παλτού του, ήταν εύκολο να το βρει, ες αύριον λοιπόν, στις έξι, πρόσθεσε πριν πέσει πρώτος με το κεφάλι μέσα στο χιόνι, όπου έμεινε ακίνητος μπροστά στον Κόριμ, ο οποίος Κόριμ είχε μείνει για μια στιγμή δίχως να κουνηθεί από τη θέση του, μετά άφησε το αυτοκίνητο κι έκανε ένα βήμα προς τα μπρος για να τον βοη302
θήσει, αλλά έχασε την ισορροπία του κι έπεσε κι εκείνος, ακριβώς δίπλα στον άνδρα που, το δίχως άλλο, εξαιτίας του κρύου, ξαναβρήκε πρώτος τις αισθήσεις του, τέλος πάντων, όχι ακριβώς να βρει τις αισθήσεις του, αλλά τουλάχιστον να σηκωθεί και να βοηθήσει και τον Κόριμ να σταθεί στα πόδια του, και οι δυο βρέθηκαν λοιπόν ο ένας απέναντι στον άλλον, με τα πόδια ανοιχτά, κι έμειναν έτσι, παραπαίοντας, για ένα ολόκληρο λεπτό, μετά ο άνδρας είπε στον Κόριμ ότι ήταν ένας άνθρωπος καθ’ όλα αξιοσέβαστος αλλά δεν είχε κανένα κέντρο βάρους, και λέγοντας αυτό, πήγε μπροστά στο αυτοκίνητο, πήρε το τιμόνι και ξανάφυγε μέσα στο χιόνι, αυτή τη φορά δίχως τον Κόριμ ο οποίος, ανίκανος να τον ακολουθήσει και να γαντζωθεί από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου, τους κοίταζε για ώρα, κοίταζε τον άνδρα και τις κούκλες που απομακρύνονταν και μετά, πήγε τρεκλίζοντας μέχρι την πόρτα εισόδου του κοντινότερου κτιρίου, μπήκε και ξάπλωσε κατά μήκος του τοίχου στα πόδια της σκάλας.
ίο. Τετρακόσια σαράντα δολάρια, αυτό τον έκανε να εξεγερθεί περισσότερο, όταν είχε βρει τα χρήματα πάνω του, πώς ένα τέτοιο κάθαρμα μπορούσε να έχει τετρακόσια δολάρια ενώ αυτός, είπε ο άντρας με την κίτρινη φόρμα, δείχνοντας τον εαυτό του, έπρεπε να καθαρίζει όλη τη λίγδα του σπιτιού, να διορθώνει τις σωληνώσεις, να βγάζει έξω τα σκουπίδια και να σκουπίζει το χιόνι μπροστά από την πόρτα για ογδόντα δολάρια την εβδομάδα, με άλλα λόγια, έπρεπε να χτυπιέται σαν μανιακός για να βγάλει το ψωμί του, ενώ αυτός ο παλιάνθρωπος είχε τετρακόσια σαράντα δολάρια στην τσέπη σήμερα το πρωί, σήμερα το πρωί, κατεβαίνοντας αυτή τη σάπια σκάλα, είχε δει ή, μάλλον, είχε νιώσει, πως υπήρχε ακόμα ένας από αυτούς τους βρωμιάρηδες άστεγους ξαπλωμένος καταγής, να κολυμπά μέσα στα ξερατά του, και είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι του, θα τον είχε καθαρίσει ευχαρίστως, αλλά αρ303
κέστηκε να του δώσει μια κλωτσιά και να τον πετάξει έξω, και ήταν εκείνη τη στιγμή που βρήκε τα χρήματα πάνω του, είχε μετρήσει τα χαρτονομίσματα, τα είχε τακτοποιήσει μέσα στο πορτοφόλι του, μετά του έδωσε μια γερή κλωτσιά, πρέπει να άγγιξε κόκαλο γιατί του πονούσε ακόμα η φτέρνα του, τετρακόσια σαράντα δολάρια, το φαντάζεστε; είπε με φωνή που έτρεμε από θυμό, τον είχε πετάξει έξω, και τον είχε ξαποστείλει με γερές κλωτσιές στον δρόμο, σαν μια κουράδα, μια αηδιαστική κοϋράδα, είπε ο άντρας με την κίτρινη φόρμα, πιάνοντας τον ενοικιαστή του πρώτου ορόφου από το χέρι, και θεωρεί πως έκανε ό,τι οφείλε να κάνει, ο άλλος μπορεί να ξεπαγιάσει, είπε με αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο, μπορεί να παραμείνει ξαπλωμένος και να τον πατήσει αυτοκίνητο, και πράγματι, ήταν ξαπλωμένος πάνω στο οδόστρωμα, ανίκανος ν' ανοίξει τα μάτια του, τόσο πολύ πονούσε, κι όταν τελικά τα άνοιξε και συνειδητοποίησε, με τη βοήθεια μιας φρικτής συναυλίας από κόρνες, πού βρισκόταν, και έκανε προσπάθειες να ανέβει στο πεζοδρόμιο, δίχως να καταλαβαίνει πώς έφτασε εκεί, ούτε γιατί πονούσαν τόσο πολύ η κοιλιά του, το πρόσωπο και το στήθος του, έμεινε για λίγο ξαπλωμένος στην άκρη του πεζοδρομίου, κάποιος του απευθύνθηκε και τον ρώτησε, φαίνεται, αν αισθάνεται καλά, αλλά τι ν'απαντήσει; όλα καλά, απάντησε, και είπε από μέσα του ότι, αν δεν ήθελε να τον πιάσει κάνας αστυνομικός, έπρεπε να φύγει από δω το συντομότερο, αμέσως, σκέφτηκε πανικόβλητος, και κατάφερε να σηκωθεί, είχε ήδη χαράξει, δύο μαθητέςτον κοίταξαν με συμπόνια και τον ρώτησαν με τη σειρά τους αν αισθανόταν καλά κι αν έπρεπε να καλέσουν ασθενοφόρο, ασθενοφόρο; απάντησε με δυσκολία ο Κόριμ, όχι, με τίποτε, δεν είχε τίποτε σοβαρό, απλώς του συνέβη κάτι, δεν ήξερε τι, αλλά τώρα όλα ήταν καλά, μπορούσαν να τον αφήσουν, όλα θα πήγαιναν καλά, και αντιλήφθηκε τότε ότι μιλούσε ουγγρικά, προσπάθησε να θυμηθεί κάποιες λέξεις στα αγγλικά, αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις του, σηκώθηκε λοιπόν 304
όρθιος, άρχισε να περπατάει πάνω στο πεζοδρόμιο, και κατάφερε, όχι χωρίς δυσκολία, να φτάσει στη γωνία της 2ηςλεωφόρου και της 51ης οδού, κατέβηκε κουτσαίνοντας τα σκαλοπάτια του μετρό και αισθάνθηκε λίγο καλύτερα μέσα σ' αυτόν τον συρφετό, όπου ένα στραπατσαρισμένο άτομο περνούσε πιο εύκολα απαρατήρητο, γιατί όλο του το σώμα ήταν στραπατσαρισμένο, σε χίλια κομμάτια, είπε αργότερα στον φίλο του, σε σημείο που αναρωτιόταν αν μια μέρα θα μπορούσε να ανασυγκολλήσει πάλι τα κομμάτια του, και ανέβηκε σ’ έναν συρμό, δίχως να γνωρίζει πού πήγαινε, το μόνο που μετρούσε γι' αυτόν ήταν να φύγει απ' αυτό το μέρος, και όταν θεώρησε ότι είχε διανύσει μια αρκετά μεγάλη απόσταση, κατέβηκε, σύρθηκε μέχρι το πλάνο του μετρό, έψαξε το όνομα του σταθμού, ήταν κάπου στο Μπρούκλιν, τι να έκανε; σκέφτηκε και ξαφνικά θυμήθηκε τι είχαν πει με τον φίλο του λίγο πριν αποχαιρετιστούν, κατά ένα παράξενο τρόπο, είχε ξεχάσει όλα όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες, αλλά θυμόταν πολύ καλά ότι είχε να πάει στις έξι η ώρα στον καινούργιο του φίλο με το χειρόγραφο, να πάρει η ευχή! το χειρόγραφο είπε, και πήρε τη γραμμή αριθ. 7, έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση , προς την 42η οδό, αλλά είχε αρχίσει να φοβάται, να φοβάται ότι ο κόσμος θα έβλεπε πως τον είχαν ξυλοκοπήσει, και, επιπλέον, ήταν βρώμικος, μύριζε άσχημα, είχε εμετό πάνω του, αλλά η ιδέα να τον συλλάβουν δεν πέρασε από το μυαλό κανενός, ο κόσμος προσπαθούσε περισσότερο να τον αποφύγει παρά να τον βρίσει, κατέβηκε στη δυτική πλευρά της 42ης Λεωφόρου, πήρε τη γραμμή 9, να γυρίσω στο σπίτι, είπε, σαν να προσευχόταν, στο σπίτι, αυτές οι λέξεις τραβούσαν αυτό το χιλιοκομματιασμένο σώμα προς τα μπρος, και όταν έφτασε μπροστά στο κτίριο και ανέβηκε τη σκάλα, αισθανόταν ακόμη τόσο χάλια, που δεν του πέρασε από το μυαλό του η ιδέα ότι είχε εγκαταλείψει οριστικά αυτό το μέρος την προηγούμενη μέρα, θα έπρεπε να το είχε σκεφτεί, είπε αργότερα στον φίλο του, θα τον βοηθού305
σε να κατανοήσει καλύτερα για ποιο λόγο είχε την αίσθηση πως είναι ένας ζωντανός νεκρός. 11. Και οι δύο βρίσκονταν ξαπλωμένοι στην κουζίνα, ανάμεσα στα χαρτοκιβώτια, η γυναίκα ανάσκελα, με το σώμα διαλυμένο και το πρόσωπο παραμορφωμένο από τα χτυπήματα, ο διερμηνέας αιωρούνταν από τον σωλήνα του καυστήρα, αλλά το αίμα που κάλυπτε το πρόσωπό του έδειχνε ότι είχε δεχτεί ριπές από οπλοπολυβόλο* ήταν αδύνατον να φωνάξει, αδύνατον να κουνηθεί από τη θέση του, έμεινε εκεί, στην πόρτα, και άνοιξε σιγά σιγά το στόμα, αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος από το λαρύγγι του, ήθελε να φύγει, να κάνει πίσω, να βγει, αλλά κανένα μέλος του σώματός του δεν υπάκουε, και όταν τελικά μπόρεσε να κουνηθεί, τα πόδια του τον τραβούσαν προς τα μπρος, όλο και πιο κοντά τους, αισθάνθηκε ένα φρικτό πονοκέφαλο, σταμάτησε, και ήταν πάλι ανίκανος να κουνηθεί, κι έμεινε έτσι για μια ολόκληρη στιγμή, δίχως να μπορεί να γυρίσει τα μάτια, με πρόσωπο έντρομο, κατάπληκτο και, ξαφνικά, γερασμένο, άνοιξε πάλι το στόμα, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να βγάλει άχνα, έκανε ένα βήμα μπροστά και σκόνταψε πάνω σε κάτι που παραλίγο να τον έκανε να πέσει κάτω, ήταν το τηλέφωνο, έσκυψε, σχημάτισε αργά τον αριθμό, άκουσε για αρκετή ώρα το σήμα που έδειχνε ότι είναι κατειλημμένο και, μετά, συνειδητοποίησε πως είχε σχηματίσει τον δικό του αριθμό, ψαχούλεψε την τσέπη του και, μετά από αρκετά λεπτά, βρήκε αυτό που έψαχνε απελπισμένα, την επισκεπτήρια κάρτα, ω, Θεέ μου, είπε στη συσκευή, ω, ω, ω! επανέλαβε μόνο, είναι νεκροί, είναι και οι δύο νεκροί, η νεαρή δεσποινίς και ο κύριος Σάρβαρυ, μιλήστε πιο δυνατά! δεν σας ακούω καλά, είπε ο άνδρας, σταματήστε να ψιθυρίζετε και πείτε μου καθαρά τι ακριβώς συνέβη, δεν ψιθυρίζω, ψιθύρισε ο Κόριμ, τους δολοφόνησαν, είναι νεκροί και οι δύο, το σώμα της νεαρής γυναίκας είναι δια306
λυμένο, και ο Κύριος Σάρβαρυ είναι κρεμασμένος στο.... φύγετε αμέσως! φώναξε ο άνδρας στην άλλη άκρη της γραμμής, ω, είπε ο Κόριμ, όλα είναι αναποδογυρισμένα, και μετά άφησε το ακουστικό, σήκωσετο βλέμματου και, τρομοκρατημένος, βγήκε από το διαμέρισμα, άνοιξε με βία την πόρτα της τουαλέτας, ανέβηκε πάνω στο καπάκι της λεκάνης, έβγαλε το τούβλο, έβγαλε το μάτσο τα χαρτονομίσματα, επέστρεψε στο διαμέρισμα με τα λεφτά, ξανάπιασε το ακουστικό, ήξερε, είπε, ήξερε τι συνέβη, άρχισε να διηγείται τα πάντα, την καινούργια δουλειά του κυρίου Σάρβαρυ, και όλα τα ψώνια του, και το μάτσο τα χαρτονομίσματα που κρατούσε στο χέρι, και τα σακουλάκια με την άσπρη σκόνη στην κρυψώνα, και με ποιο τρόπο τα είχε ανακαλύψει, όλα, έλεγε όλο και πιο πανικόβλητος και τρομοκρατημένος από τα ίδια του τα λόγια, πάψτε να ψιθυρίζετε! είπε ο άνδρας, δεν σας ακούω καλά, τώρα ήταν σίγουρος, συνέχισε ο Κόριμ, δεν του είχε περάσει από το μυαλό η ιδέα ότι θα μπορούσε να είναι ο κύριος Σάρβαρυ, κι όμως, ήταν εκείνος, άρχισε να κλαίει, παρόλο που του μιλούσε ο άντρας, εκείνος δεν άκουγε τίποτε, έκλαιγε με λυγμούς, τόσογοερά που χρειάστηκε να αφήσει κάτω το ακουστικό, και μετά το ξαναπήρε, το κόλλησε στο αυτί του και άκουσε: είστε ακόμα εκεί; ναι, απάντησε ο Κόριμ, φύγετε αμέσως! φώναξε ο άνδρας, όσο για τα λεφτά, αφού τα άγγιξε, έπρεπε να τα πάρει οπωσδήποτε μαζί του, δεν έπρεπενα αγγίξει τίποτε και να φύγει, να έρθει στο δικό του σπίτι ή να πάει αλλού, αν το προτιμούσε, αλλά να φύγετε, μ’ ακούτε; είστε εκεί; αλλά η ερώτηση έπεσε στο κενό και έμεινε δίχως απάντηση, γιατί ο Κόριμ άφησε το ακουστικό, έκρυψε τα λεφτά μέσα στο παλτό του και άρχισε να οπισθοχωρεί και να κλαίει πάλι, και έτσι, οπισθοχωρώντας, εγκατέλειψε το διαμέρισμα, και κατρακύλησε τις σκάλες, βγήκε στον δρόμο και, μετά από διακόσια μέτρα, άρχισε να τρέχει με την επισκεπτήρια κάρτα στο χέρι, την κάρτα που την έσφιγγε τόσο δυνατά ώστε έτρεμε το χέρι του, έτρεμε μέχρι το τέλος. 307
Ήταν καθισμένοι και οι τρεις στις πολυθρόνες, απέναντι από την τηλεόραση, η κούκλα, ο άνδρας και ο Κόριμ, δεν ακουγόταν παρά μόνο το βουητό της τηλεόρασης, ο ήχος της οποίας ήταν κομμένος, και το πλυντήριο στο μπάνιο που γουργούριζε, ρέταρε και τρανταζόταν, γιατί εκείνοι δεν έλεγαν τίποτε· όταν ο Κόριμ είχε φτάσει, ο άνδρας τον κάλεσε να καθίσει, κι εκείνος κάθισεδίπλα του, αλλά δεν τον ρώτησε τίποτα, έμεινε να κοιτάζειτο κενό, να σκέφτεται, μετά σηκώθηκε, ήπιε ένα ποτήρι νερό και κάθισε ξανά, είπε στον Κόριμ να μην ανησυχεί, θα έβρισκαν μια λύση, αλλά έπρεπε να αρχίσει με το καθάρισμα των ρούχων του, γιατί δεν θα μπορούσε να κάνει βήμα στον δρόμο σ’ αυτή την κατάσταση, τον βοήθησε να ξεντυθεί, καθώς ο Κόριμ δεν καταλάβαινε το γιατί των πραγμάτων και δυσκολευόταν να ξεκουμπωθεί, όλα τα ρούχα του έπεσαν σε σωρό μπροστά στα πόδια του, ο άνδρας τού φόρεσε ένα μπουρνούζι, άδειασε όλες τις τσέπες των ρούχων του και μετά πήγε τα άπλυτα στο μπάνιο, τα έβαλε όλα, από το παλτό μέχρι τα εσώρουχα, μέσα στο πλυντήριο, πάτησε το κουμπί και επέστρεψε για να καθίσει στην πολυθρόνα, όπου ξανάρχισε να σκέφτεται, κι έμειναν έτσι για πάνω από μια ώρα, μέχρι τη στιγμή που το πλυντήριο, μετά από ένα τελευταίο τράνταγμα, σταμάτησε να θορυβεί στο μπάνιο, ο άνδρας είπε τότε στον Κόριμ ότι έπρεπε να του εξηγήσει τα πάντα, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές, τιακριβώς συνέβη, αλλιώς δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει, ο Κόριμ λοιπόν του διηγήθηκε πως μια μέρα είχε ανακαλύψει την κρυψώνα στις τουαλέτες, αλλά ήταν σίγουρος πως ανήκε σε κάποιον ένοικο του κάτω ορόφου, δεδομένου ότι όλοι στο κτίριο είχαν πρόσβαση στις τουαλέτες, ποια κρυψώνα; ρώτησε ο άνδρας, ε, λοιπόν, την κρυψώνα, είπε ο Κόριμ, και μετά, μια μέρα, ανακάλυψε πως τα σακουλάκια με την άσπρη σκόνη είχαν αντικατασταθεί με χρήματα, μα ποια σακουλάκια; και πότε; επέμενε ο άνδρας, αλ-
λά ο νους του δεν πήγε καθόλου, συνέχισε ο Κόριμ, ότι όλο αυτό μπορούσε να έχει σχέση μ' εκείνους, τόσο που είχε ξεχάσει να τους μιλήσει γι' αυτό, πρέπει, βέβαια, να ομολογήσει, πως η ζωή τους είχε ανατραπεί εντελώς, είχαν έρθει κάτι τύποι που είχαν αδειάσει όλο το διαμέρισμα και την επόμενη μέρα είχαν ξαναφέρει τα πάντα, αλλά καινούργια, και η νεαρή γυναίκα ήταν τόσο αναστατωμένη, που χρειάστηκε να τη φροντίσει και είχε, αλίμονο, ξεχάσει όλη αυτή την ιστορία, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί ότι το κλειδί του μυστηρίου βρισκόταν εκεί, και ξανάρχισε να κλαίει, στην πολυθρόνα, καιαρνήθηκε να απαντήσει στις καινούργιες ερωτήσεις του άντρα, που έπρεπε να τα ανακαλύψει όλα μόνος του: να ψάξει ανάμεσα στα αντικείμενα που έβγαλε από τις τσέπες του, το διαβατήριό του, να ελέγξει αν ίσχυε ακόμα, να απλώσει τα ρούχα του στο μπάνιο, να μετρήσει τα λεφτά του, να σκεφτεί, να βρει μια λύση, να καθίσει δίπλα του και να του πει ότι το καλύτερο γι’ αυτόν θα ήταν να εγκαταλείψει όσο το δυνατόν γρηγορότερα τη χώρα, αλλά ο Κόριμ δεν απάντησε, συνέχισε να κοιτάζει την τηλεόραση, με τη συντροφιά της κούκλας, και να κλαίει.
.
13
Στο δωμάτιο υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι και μια κούκλα, ακουμπισμένη στον τοίχο, κοντά στο παράθυρο, και έμοιαζε να κοιτάζει έξω, στην κουζίνα ένα τραπέζι και τέσσερις καρέκλες, από τις οποίες η μία ήταν κι αυτή κατειλημμένη από μια κούκλα που είχε σηκωμένο το δεξί της χέρι, σαν να έδειχνε κάτι στην οροφή ή ακόμα πιο μακριά, στο σαλόνι υπήρχαν τρεις πολυθρόνες, μια τηλεόραση, μια κούκλα, ο άνδρας και ο Κόριμ, τίποτε άλλο, το διαμέρισμα ήταν εντελώς άδειο, μόνο στους τοίχους κρέμονταν φωτογραφίες, για την ακρίβεια, η ίδια φωτογραφία κάλυπτε όλο το διαμέρισμα, μια μόνο φωτογραφία, σε διάφορα μεγέθη, μικρή, μεσαία, μεγάλη, πανοραμική, η ίδια φωτογραφία που απεικόνιζε 309
το ίδιο πράγμα: τον σκελετό μιας κατασκευής σε σχήμα ημισφαιρίου, καλυμμένο με κυρτωμένα γυάλινα φύλλα, την επομένη το πρωί, όταν ο άνδρας, ακούγοντας ένα θόρυβο, άνοιξε τα μάτια του, είδε τον Κόριμ ντυμένο μετο παλτό του στους ώμους, εμφανώς έτοιμο για αναχώρηση και, περιμένοντας, εξέταζε μία προς μία τις φωτογραφίες στον τοίχο, έσκυβε από κοντά για να τις παρατηρήσει με προσοχή και, όταν αντιλήφθηκε ότι ο άνδρας είχε ξυπνήσει, πήγε στο σαλόνι, κάθισε στην πολυθρόνα διπλά στην κούκλα, και κάρφωσε το βλέμμα του στην τηλεόραση, θέλετε έναν καφέ; τον ρώτησε ο άνδρας πηδώντας από το κρεβάτι, αλλά ο Κόριμ δεν απάντησε, και συνέχισε να έχει καρφωμένο το βλέμμα του στη βουβή τηλεόραση, ο άνδρας ετοίμασε έναν καφέ, γέμισε το φλιτζάνι του, έβαλε ζάχαρη, ανακάτεψε με το κουτάλι και ήρθε να καθίσει δίπλα στον Κόριμ, πού είναι η φίλη σας; ρώτησε ξαφνικά ο Κόριμ, έφυγε ταξίδι, απάντησε ο άνδρας μετά από μακρά σιωπή, κι εκείνη; εδώ στην κουζίνα και στη στάση του λεωφορείου; ρώτησε ο Κόριμ, νεύοντας με το κεφάλι προς τις κούκλες, της μοιάζουν πολύ, είπε, μετά ήπιε γουλιά γουλιά τον καφέ του, σηκώθηκε, πήγε να τακτοποιήσει το φλιτζάνι στην κουζίνα και όταν ξανάρθε, ο Κόριμ, που φαινόταν να μην είχε παρατηρήσει την απουσία του, ήταν πλήρως απορροφημένος από την ιστορία που διηγούνταν, είχε παρατηρήσει δυο παιδικά πρόσωπα σκυμμένα επάνω του, είπε, είχαν απειλήσει πως θα καλέσουν τις πρώτες βοήθειες, αλλά είχε καταφέρει να το βάλει στα πόδια, για μια στιγμή κατέφυγε στο μετρό, πονούσε φρικτά σε όλο του το σώμα, κυρίως στην κοιλιά, στο στήθος και στον λαιμό, καιτο κεφάλι του βούιζε, τα πόδια του δεν είχαν δύναμη, αλλά προχωρούσε, είχε περάσει μια στάση, και μετά μια άλλη και μια άλλη, δεν καταλαβαίνω τίποτε από αυτά που μου λέτε, τον διέκοψε ο άνδρας, ο Κόριμ δεν του έδωσε καμιά εξήγηση, αλλά σταμάτησε να μιλάει, κι έμειναν και οι τρεις τους να κοιτάνε την τηλεόραση, κινούμενα σχέδια που τα διαδέχονταν διαφημιστικά σποτ, γρήγο3 ΐο
ρες εικόνες, ακανόνιστες και βουβές, σαν να γυρίστηκαν μέσα σε νερό, έπρεπε να φύγει αμέσως, είπε ο άνδρας χαμηλώνοντας το κεφάλι, αυτή η πόλη είναι πολύ σκληρή, έπρεπε να κάνει γρήγορα γιατί, ή θα τον δολοφονούσαν, ή θα τον συλλάμβανε η αστυνομία, πράγμα που ήταν το ίδιο, είχε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, επομένως δεν είχε παρά να αποφασίσει σε ποιο μέρος ήθελε να πάει, και αυτός θα κανόνιζε τις λεπτομέρειες, έπρεπε οπωσδήποτε να έρθει στα συγκαλά του, είπε στον Κόριμ ο οποίος φαινόταν εντελώς αφηρημένος, και προφανώς, δεν είχε ακούσει τα λόγια του άντρα, και κοίταξε για μια ολόκληρη στιγμή ακόμα το στροβίλισμα των εικόνων που περνούσαν από την οθόνη, με τα φρύδια συνοφρυωμένα, σαν να ήταν εντελώς συγκεντρωμένος, μετά σηκώθηκε από την πολυθρόνα, προχώρησε προς τον τοίχο που ήταν καλυμμένος με τις φωτογραφίες, γύρισε προς τον άνδρα δείχνοντας μια από αυτές, και τον ρώτησε: πού βρίσκεται; 14Ξάπλωσε στο κρεβάτι που στρώθηκε γι' αυτόν πίσω από τις πολυθρόνες, γλίστρησε μέσα στις κουβέρτες, αλλά έμεινε ξύπνιος, και μόλις άκουσε τον άνδρα να ροχαλίζει μέσα στο δωμάτιο, σηκώθηκε, πήγε στο μπάνιο για να δει αν τα ρούχα του, που ήταν απλωμένα πάνω στο καλοριφέρ, είχαν στεγνώσει, και ύστερα πήγε να εξετάσει τις φωτογραφίες στον τοίχο* ήταν αναγκασμένος να σκύψει και να ακουμπήσει στην κυριολεξία τη μύτη του πάνω για να δει κάτι μέσα στο σκοτάδι, αλλά τις εξέτασε όλες μία μία, παρατηρώντας τες με προσοχή, και όλη τη νύχτα έκανε τον γύρο όλων των δωματίων, περνώντας από το μπάνιο στο δωμάτιο, από το δωμάτιο στο σαλόνι, επιστρέφοντας τακτικά στο μπάνιο για να ελέγξει αν έχουν στεγνώσει τα ρούχα του, τα ψηλαφούσε και τα τακτοποιούσε πάνω στο καλοριφέρ, πριν επιστρέφει και πάλι στις φωτογραφίες, κοίταζε αυτόν τον παράξενο αέρινο θόλο, με τα τόξα του, τα φτιαγμένα από απλούς μεταλλικούς σωλήνες που 311
σχημάτιζαν ένα μεγάλο ημισφαίριο στον χώρο, παρατηρούσε τα μεγάλα κυρτωμένα γυάλινα φύλλα -μήκους πενήντα εκατοστών έως ένα μέτρο- που κάλυπταν τον σκελετό, εξέταζε τον αρμό που ένωνε τα διάφορα κομμάτια, προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει ένα κείμενο μέσα σε σωλήνες νέον, κι έμεινε εκεί, δίπλα στις φωτογραφίες, και όσο γούρλωνε τα μάτια τόσο περισσότερο έμοιαζε να είναι συγκεντρωμένος σε μια λεπτομέρεια και μετά, σιγά σιγά, είχε αρχίσει να ξημερώνει και μπορούσε να διακρίνει καλύτερα τα περιγράμματα και, τότε, ο Κόριμ είδε, μέσασ’ έναν χώρο εντελώς άδειο, με λευκούς τοίχους παντού τριγύρω, έναν σκελετό που φαινόταν εξαιρετικά ελαφρύς και εύθραυστος, ίσως επρόκειτο για μια κατοικία, είπε καθώς απομακρυνόταν από τη φωτογραφία και πριν περάσει στην επόμενη, μια πρωτόγονη κατασκευή, του εξήγησε λίγο αργότερα ο άντρας, η ρεπλίκα ενός ιγκλού, τουλάχιστον ο σκελετός του, φτιαγμένος από σωλήνες αλουμινίου και κυρτωμένα γυάλινα φύλλα, ακανόνιστου μεγέθους, και πού βρίσκεται αυτό; ρώτησε ο Κόριμ, στοΣαφχάουζεν, απάντησε ο άνδρας, και πού βρίσκεται το Σαφχάουζεν; στην Ελβετία , κοντά στη Ζυρίχη, εκεί όπου ο Ρήνος συναντάται με τα όρη Γιούρα, και είναι μακριά; ρώτησε ο Κόριμ, αυτό το Σαφχάουζεν είναι μακριά;
Το ταξί που είχαν καλέσει για τις δύο η ώρα είχε φτάσει στην ώρα του, πρέπει να φύγουμε, είπε ο άνδρας, τακτοποιώντας το παλτό του Κόριμ, το οποίο, δυστυχώς, ήταν ακόμα λίγο βρεγμένο, ζήτησε συγγνώμη και επαλήθευσε αν το εισιτήριο και το διαβατήριό του ήταν μέσα στην εσωτερική τσέπη, του έδωσε κάποιες τελευταίες συμβουλές για το πώς θα προσανατολιζόταν μέσα στο αεροδρόμιο ]ΈΚ, κατέβηκαν δίχως να ανταλλάξουν λέξη, βγήκαν από το κτίριο, ο άνδρας τον βοήθησε, παίρνοντάς τον αγκαλιά, να ανέβει στο ταξί, που ξεκίνησε προς το Μπρούκλιν, κινούμενο 312
στη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας, ο άνδρας έμεινε μπροστά στο κτίριο, σήκωσε το χέρι και του έκανε ένα διστακτικό νεύμα, αλλά ο Κόριμ δεν το έμαθε, γιατί δεν γύρισε να κοιτάξει ούτε μία φορά, όπως δεν κοίταξε και έξω από τα πλαϊνά παράθυρα, γιατί έμεινε με το σώμα του σκυμμένο προς τα μπρος, στο πίσω κάθισμα, με τα μάτια προσηλωμένα στον δρόμο, πάνω από τον ώμο του οδηγού, σαν να μην τον ενδιέφερε πια τίποτε άλλο εκτός από ένα μόνο πράγμα: αυτό που βρισκόταν μπροστά του, μπροστά του, και πάνω από τον ώμο του οδηγού του ταξί.
313
VIII ΕΙΧΑΝ ΠΑΕΙ Σ Τ Η Ν Α Μ Ε Ρ Ι Κ Η
ι. Ήταν τέσσερις μέσα, είπε ο Κόριμ στον γηραιό κύριο που φορούσε στο κεφάλι μια τόκα από γούνα λαγού και καθόταν δίπλα του στο παγκάκι, στην όχθη της λίμνης της Ζυρίχης, τέσσερις αγαπημένοι, καρδιακοί άνδρες, είχαν κάνει το ταξίδι μαζί του, τέλοςπάντων, είχαν πάει στην Αμερική και είχαν ξανάρθει, τελικά, όχι ακριβώς εκεί απ' όπου είχαν ξεκινήσει, αλλά επέστρεψαν, και ήθελε να βρει, πριν τον βρουν οι διώκτες του -ναι, τον καταδίωκαν- ένα μέρος, 3. ρΐ^εθ, κατάλληλο, ένα ιδιαίτερο μέρος, απ’ όπου δεν θα ήταν αναγκασμένοι να δραπετεύσουν και πάλι, γιατί ο ίδιος δεν μπορούσενα τους συνοδεύσει πιο μακριά, αυτός θα πήγαινε στο Σαφχάουζεν, αλλά εντελώς μόνος, οι άλλοι έπρεπε να κατέβουν κάποια στιγμή και είχε την αίσθηση ότι ήταν τώρα, το πρόσωπο του γηραιού κυρίου είχε φωτιστεί, α, ναι, είπε, μην έχοντας προφανώς καταλάβει ούτε μια λέξη από αυτά που του είχε πει ο Κόριμ, ναι, ναι, καταλάβαινε, είπε στρίβοντας το μουστάκι του και με το μπαστούνι του έκανε δύο σχήματα πάνω στο λιωμένο χιόνι, ακριβώς μπροστά στα πόδια του, Αμέρικα, είπε δείχνοντας το ένα από τα δύο και, χαμογελώντας, χάραξε μια γραμμή ανάμεσα στα δύο, και Σαφχάουζεν, είπε δείχνοντας με την άκρη του μπαστουνιού του το άλλο, και για να δηλώσει ότι όλα ήταν ξεκάθαρα, έδειξε τον Κόριμ και μετά τα δύο σχήματα και με ύφος ικανοποιημένο είπε, Εσείς - Αμέρικα Σαφχάουζεν, 315
ΐΐιίδ ίδ ννοηάθΓίηΙ και Οηίθδδβοΐΐ:,1ναι,συγκατένευσε ο Κόριμ, αλλά στο μεταξύ, έπρεπε να βρει ένα μέρος για να αφήσει τους τέσσερις άνδρες και, γιατί όχι, τη λίμνη; ρθΓΐΐ3.ρ8 Λ θ 1ε ]<θ , αναφώνησε ευτυχής με την ξαφνική ιδέα, και σηκώθηκε αμέσως και εγκατέλειψε τον γηραιό άνδρα, που λίγο έκπληκτος, κοίταζε με αμήχανο ύφος τα δύο στρογγυλά σχήματα στο λιωμένο χιόνι μπροστά στα πόδια του, μετά, τα έσβησε με το μπαστούνι του, σηκώθηκε από το παγκάκι, ξερόβηξε, κοίταξε δεξιά αριστερά, και συνέχισε τον περίπατό του ανάμεσα από τα δένδρα, με κατεύθυνση τη γέφυρα. 2.
Η πόλη ήταν μικρότερη, πολύ μικρότερη από εκείνη από την οποία ερχόταν και, ενώ ήθελε να πάει εκεί το γρηγορότερο, για να ξεφύγει από τους διώκτες του, ταλαιπωρήθηκε πολύ για να βρει τον δρόμο του, ήδη στο αεροδρόμιο, έκανε πολλές φορές λάθος και μετά, κάποιες φιλεύσπλαχνες ψυχές, τον είχαν βάλει μέσα στο τρένο για τη Ζυρίχη, αλλά είχε κατέβει δύο στάσεις νωρίτερα, και αυτό γινόταν συνεχώς, δεν σταματούσε να κάνει λάθος και να χάνεται, να ρωτά τους κατοίκους τις Ζυρίχης για τον δρόμο που έψαχνε, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν διατεθειμένοι να του απαντήσουν, όσοι μπορούσαν να καταλάβουν αυτά που έψαχνε, επιπλέον, όταν πήρε το τραμ, βρέθηκε στην πλατεία Μπελβιού, ρώτησε τους περαστικούς πού ήταν το κέντρο της πόλης, και αυτοί του απάντησαν πως βρισκόταν ήδη στο κέντρο της πόλης, δεν ήθελε να τους πιστέψει, παρέμεινεεπιτόπου, φανερά εκνευρισμένος, έκανε μαλάξεις στον αυχένα του, και κυκλικές ασκήσεις με το κεφάλι, παντελώς αναποφάσιστος, ώσπου κατέληξε, παρ’ όλα αυτά, να διαλέξει μια κατεύθυνση, και γυρνώντας συνεχώς να δει αν τον κυνηγούσαν, μπήκε ο9ένα πάρκο και ρώτησε κι εκεί: ένα ρεβόλβερ; και αμέσως μετά: το κέντρο της πόλης; κι αν κανείς δεν καταλάβαινε την πρώτη ερώτηση, για τη δεύτερη, τον διαβεβαί316
ωναν όλοι ότι βρίσκεται ήδη στο κέντρο της πόλης, αλλά ο Κόριμ τους έδιωχνε με μια χειρονομία και συνέχιζε τον δρόμο του, μέχρι που είδε κάποια άτομα στο βάθος του πάρκου τα οποία φορούσαν σκισμένα ρούχα και του έριχναν σκοτεινές ματιές, να, ανακούφιση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, ίσως αυτά να ήταν τα σωστά άτομα, και έτρεξε προς το μέρος τους και τους είπε: I νν^πί £ο 1>αγ 3 ΓθνοΙνθΓ, εκείνοι έμειναν μια στιγμή δίχως να πουν τίποτε και τον κοίταζαν με ύφος καχύποπτο, μετά, ένας απ’ αυτούς σήκωσε τους ώμους, ΟΚ, ί ΐ ’δ ΟΚ, και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει, αλλά ήταν πολύ νευρικός και περπατούσε τόσο γρήγορα, που ο Κόριμ με δυσκολία τον ακολουθούσε, ο ο π ι θ , ο ο ι π θ , του επαναλάμβανε τρέχοντας σχεδόν και, μετά, στοσημείοόπου βρισκόταν ένα παγκάκι μέσα στους θάμνους και πάνω στο οποίο ήταν καθισμένοι δύο άνδρες, ακριβέστερα, ήταν καθισμένοι πάνω στη ράχη από το παγκάκι, με τα πόδια τους ακουμπισμένα στο κάθισμα, επιβράδυνε το βήμα του, ο ένας ήταν καμιά εικοσαριά χρονών και ο άλλος τριάντα, αλλά και οι δύο φορούσαν το ίδιο δερμάτινο μπουφάν, το ίδιο δερμάτινο παντελόνι, τις ίδιες μπότες και το ίδιο σκουλαρίκι, θα έλεγε κανείς πως ήταν δίδυμοι, ήταν κι εκείνοι φοβερά εκνευρισμένοι, δεν σταματούσαν να χτυπούν με τα πόδια τους το παγκάκι και με τα δάχτυλά τους τα γόνατα, αντάλλασσαν κάποιες λέξεις στα γερμανικά, λέξεις τις οποίες ο Κόριμ δεν καταλάβαινε, και στη συνέχεια, ο νεότερος στράφηκε στον Κόριμ και του είπε αργά αργά, τονίζοντας την κάθε συλλαβή, ΐννο ΙιοιίΓδ Ι ι θ γ θ 3§3ΐη, δείχνοντας ταυτοχρόνως με τον δείκτη του χεριού του το παγκάκι, σε δύο ώρες; ίννο ΙιοιίΓδ; και Ι ι θ γ θ ; ρώτησε ο Κόριμ, ΟΚ, ί ί ’δ ΟΚ , είπε, αλλά αίδΗ, είπε ο μεγαλύτερος, σκύβοντας πολύ κοντά στο πρόσωπό του, άο1ΐ3Γ, ΟΚ; ο Κόριμ οπισθοχώρησε, ϊ Ιι γ θ θ ΙπιηάΓθά άοΙΙ^Γ, κατάλαβες; ο Κόριμ συμφώνησε, ι ΐ ’δ 3.11 ή§1ιΐ, σύμφωνοι, σε δύο ώρες, ΐννο ΙιοιίΓδ, εδώ, είπε δείχνοντας το παγκάκι, μετά τους άφησε και επέστρεψε στο πάρκο, αλλά πολύ γρήγορα τον έφτασε εκείνος που τον συνόδεψε ψιθυρίζοντάς 317
του στο αυτί, ροί, ροί, ροΐ, σχηματίζοντας στην παλάμη του ένα μυστηριώδες σχήμα, μέχρι τη στιγμή που έφτασαν μπροστά από την έξοδο του πάρκου, όπου σταμάτησε και έπαψε να τον παρακολουθεί, σε δύο ώρες, επανέλαβε, στην πλατεία Μπελβιού, ο Κόριμ, που δυσκολεύτηκε να πείσει έναν μαγαζάτορα να του πουλήσει ένα σάντουιτς και μια κόκα πληρώνοντας με δολάρια, αφού ήπιε κι έφαγε, κοίταζε για ώρα τα τραμ να βγαίνουν κάτω από τη γέφυρα, να στρίβουν και να εξαφανίζονται κορνάροντας και κουδουνίζοντας σ’ έναν στενό δρόμο, μετά έφυγε με κατεύθυνση προς τη λίμνη, πέρασε μπροστά από τη γέφυρα και περπάτησε, περπάτησε πολλή ώρα, γυρνώντας το κεφάλι του πότε πότε, έχοντας στη μια πλευρά τη λίμνη, όπου δεν κυκλοφορούσε κανένα πλοίο, και στην άλλη τα δέντρα, και πίσω του, τα σπίτια, Μπέλριβεστράσε, διάβασε σε μια πινακίδα και, όσο απομακρυνόταν από το κέντρο της πόλης, τόσο λιγότερους ανθρώπους συναντούσε, στη συνέχεια βρέθηκε μπροστά σε ένα είδος λούνα παρκ, με πολύχρωμα σταντ, μια μεγάλη ρόδα, τέντες, αλλά όλα ήταν κλειστά, έκανε λοιπόν στροφή και ξαναέκανε τον ίδιο δρόμο προς την αντίθετη κατεύθυνση, έχοντας αυτή τη φορά, στη μια πλευρά τη λίμνη με το μοναδικό της πλοίο και στην άλλη τα δέντρα και τα σπίτια, και υπήρχε όλο και περισσότερος κόσμος, όλο και δυνατότερος άνεμος, και μετά την πλατεία Μπελβιού, πάλι το πάρκο, παρέλαβε το ρεβόλβερ και τα φυσίγγια, μέσα σε πλαστική σακούλα, του έδειξαν πώς να το γεμίσει, πώς να το απασφαλίσει, πώς να πατήσει τη σκανδάλη, κα ι στη συνέχεια, ο μεγαλύτερος έκανε μια γκριμάτσα, πήρεταλεφτά και ως διά μαγείας εξαφανίστηκαν, όσο για τον Κόριμ, εκείνος κατευθύνθηκε πάλι προς την πλατεία Μπελβιού, διέσχισε τη γέφυρα, για να περάσει στην απέναντι όχθη της λίμνης, όπου βρήκε ένα μέρος προστατευμένο από τον άνεμο και επιτέλους κάθισε, γιατί ήταν πολύ κουρασμένος, είπε εμπιστευτικά σε έναν γηραιό άνδρα που καθόταν στην άλλη άκρη στο παγκάκι, δεν είχε πια δυνάμεις, κι όμως, έπρεπε να τις ξαναβρεί, γιατί 318
ήταν εκεί, και οι τέσσερις, μέσα του, και αυτό δεν γινόταν να συνεχιστεί και ο γηραιός κύριος κούνησε το κεφάλι και κοίταξε, με την ευχαρίστηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, το μοναδικό πλοίο που κυκλοφορούσε πάνω στη λίμνη, ακριβώς απέναντι τους. 3·
Περπάτησε κατά μήκος του Αίματ, μετά στην προκυμαία Μίτεν με κατεύθυνση το λιμάνι, εφόσον, ως υπεύθυνος του λιμεναρχείου, έπρεπε να ελέγξει τις ενδεχόμενες ζημιές που προκλήθηκαν από τον πάγο, να ελέγξει, ιδίως, αν η υπηρεσία συντήρησης των πλοίων που είναι ελλιμενισμένα κατά τους χειμερινούς μήνες, έχει πραγματοποιήσει τη συντήρηση και εάν ο λεπτός, αλλά εν δυνάμει επικίνδυνος πάγος, καθαριζόταν τακτικά στην προκυμαία, με λίγα λόγια, περπατούσε, έλεγε στους πελάτες του γειτονικού του κρεοπωλείου, καθώς είχε καλό καιρό, είχε αποφασίσει να κάνει όλη τη διαδρομή με τα πόδια, και στο μέσον του Αρμπορέτουμ, είχε ξαφνικά αντιληφθεί ότι κάποιος τον ακολουθούσε* στην αρχή δεν ανησύχησε, ίσως ήταν σύμπτωση, ο άνθρωπος ίσως να είχε κάτι να κάνει εκεί γύρω, δεν ήταν απίθανο, είχε δικαίωμα να περπατάει πίσω του εάν αυτό τον ευχαριστούσε, κάποια στιγμή θα έστριβε κάπου και θα εξαφανιζόταν, μόνο που να, είπε ο λιμενάρχης υψώνοντας τον τόνο της φωνής του, όχι μόνο ο τύπος δεν είχε στρίψει ποτέ, όχι μόνο δεν είχε εξαφανιστεί, αλλά τον ακολουθούσε κατά πόδας, στο ύψος όμως των σκαλοπατιών που οδηγούν στις αποβάθρες, είχε στηθεί μπροστά του και του είχε πει: Μίστερ Κάπτεν και, δείχνοντας τη στολή του, είχε αρχίσει να του λέει μέσες άκρες κάτι σε μια ξένη γλώσσα, κατά τη γνώμη του πρέπει να ήταν δανέζικα, τον είχε λοιπόν αποπάρει λέγοντάς του ή να του μιλήσει στα αγγλικά ή να τον αφήσει ήσυχο, και ο τύπος, με δυσκολία κατάφερε να επιστρατεύσει κάποιες λέξεις στα αγγλικά, για να σχηματίσει μια φράση, από την οποία συμπέρανε ότι ήθελενα πάρει ένα πλοίο, μα τι λέτε! αδύνατον να 319
πάρετε πλοίο, είναι χειμώνας και τον χειμώνα σταματά η κυκλοφορία στη λίμνη, αλλά ο άνδρας επέμενε, ήθελε πάση θυσία να πάρει ένα πλοίο, είχε βγάλει από την τσέπη του ένα μάτσο δολάρια, αλλά τον είχε σταματήσει αμέσως και του ζήτησε να μην επιμένει, δεν ήταν θέμα χρημάτων και τα δολάρια δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε γι' αυτό, έπρεπε να ξανάρθει εδώ την άνοιξη, ήταν μια καλή απάντηση, Γκούστι! και τα γέλια αντήχησαν σε όλο το κρεοπωλείο, αλλά περιμένετε τη συνέχεια, είπε ο άντρας, ζητώντας με ένα νεύμα του χεριού από το ακροατήριό του να κάνει ησυχία, αυτή η ιστορία είχε αρχίσει να του κινεί την περιέργεια, τον ρώτησε, λοιπόν, τι ήθελε να κάνει μ’ ένα πλοίο πάνω στη λίμνη, και ο τύπος του απάντησε, κρατηθείτε! είπε ρίχνοντας ένα κυκλικό βλέμμα και κάνοντας μια μικρή παύση για να αυξήσει το σασπένς, απάντησε πως ήθελε να γράψει κάτι πάνωστο νερό, νόμιζε πως δεν άκουσε καλά, αλλά όχι, καθόλου, αυτό ακριβώς ήθελε ο τύπος, να γράψει κάτι πάνω στο νερό με ένα πλοίο, διάολε! είπε χτυπώντας τα χέρια του, ενώ οι άλλοι ξανάρχισαν να γελούν, φυσικά, έπρεπε να καταλάβει αμέσως πως ο άλλος ήταν τρελός, ο τρόπος του να χειρονομεί προς όλες τις κατευθύνσεις, να κάνει μεγάλες χειρονομίες για να εξηγήσει, με τα μάτια του να λάμπουν σαν μάτια μουρλού τρομοκράτη, ήταν αρκετά για να μαντέψει μεποιονείχενα κάνει, καιαυτή ήταν η περίπτωσή του, αλλά, για να το διασκεδάσει λίγο, και ο λιμενάρχης έκλεισε το μάτι στο όλο και μεγαλύτερο ακροατήριό του, είχε αποφασίσει να δουλέψειλίγο τον τύπο για να μάθει τι ήταν αυτό το νβτγ ίπιροΓΟηΐ;, το πολύ ση μαντικό που έπρεπε να γράψει πάνω στο νερό! πείτε μου, τι είναι! και ο τύπος είχε αρχίσει να του εξηγεί μέσες-άκρες κάτι και, καθώς δεν είχε καταλάβει ούτε μια λέξη, ο τύπος δοκίμασε τα πάντα για να γίνει κατανοητός από τον κύριο Λιμενάρχη, όπως τον ονόμαζε, χρησιμοποίησε τα χέρια και τα πόδια, είχε ζωγραφίσει κάτι με το πόδι του πάνω στο χιόνι, ένα καράβι που εγκατέλειπε το λιμάνι και προχωρούσε στη μέση της λίμνης, γλιστρού320
σε σαν μολύβι πάνω σ’ ένα φύλλο χαρτί, 1ί1<θ 3. ρθηαΐ οη ώ θ ρ3ρθΓ, και έγραφε στο νερό: ο δρόμος εξόδου, ώ θ νν3.γ χίιζί §οθδ οιιΐ, κάτι τέτοιο, παρατηρώντας με άγχος το πρόσωπο του λιμενάρχη , για να δει αν είχε καταλάβει, μετά προσπάθησε το ου.£§οιη § νν3γ, και βλέποντας ότι αυτός δεν αντιδρούσε, πρότεινε τη διατύπωση ννζγοηΐ, είπε ότι αυτό θα έγραφε το πλοίο πάνω στο νερό, εντάξει; ρώτησε γεμάτος ελπίδα και γραπώθηκε από το παλτό του άνδρα, αλλά εκείνος τον έσπρωξε και κατέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στις αποβάθρες, ο Κόριμ, έμεινε στη θέση του, αδύναμος και στερημένος από ιδέες και, τελικά, καθώς το είχε πάρει απόφαση και είχε αποδεχτεί την κατάσταση, όσο κι αν τον λυπούσε αυτό, φώναξε προς τον άνδρα: ηο Χιζίίιο οη ύιβ Ι ^ θ , ο λιμενάρχης σταμάτησε, γύρισε και του είπε: μα, βλέπετε, τελικά είστε λογικός άνθρωπος και καταλάβατε ακριβώς αυτό: ηο ϊιζίΐιο οη ώ θ ΙεΙ^θ, ηο ΐτζΐΐιο οη ΐΐΐθ 13&θ, αυτή η φράση αντηχούσε σίγουρα για πολλή ώρα μέσα στο κεφάλι του Κόριμ, ο οποίος γύρισε πίσω και, περπατώντας με σιγανά βήματα κατά μήκος της λίμνης, σαν ένας άνθρωπος καταπονημένος, με την πλάτη του καμπουριασμένη, το κεφάλι λυγισμένο προς τα μπρος, προχωρούσε στην προκυμαία Μίτεν επαναλαμβάνοντας μεγαλοφώνως: ε, λοιπόν, ωραία, δεν είχαν παρά να έρθουν μαζί του, να τον συνοδεύσουν και οι τέσσερις ώς το Σαφχάουζεν. 4. Δεν ήταν δύσκολο να βρει τον κεντρικό σταθμό, γιατί είχε κάνει ήδη τη διαδρομή με το τραμ προς την αντίθετη κατεύθυνση και κατάφερε να την απομνημονεύσει, αλλά μόλις βρέθηκε στον σταθμό, ο χρόνος για να τα κανονίσει όλα, για να καταλάβει ότι για να αγοράσει το εισιτήριό του του χρειάζονταν ελβετικά φράγκα και μετά, αφού είχε το εισιτήριο στο χέρι, μέχρι να βρει την καμπίνα, είχε κιόλας βραδιάσει, και στο τρένο υπήρχαν μόνο λίγοι επιβάτες, που, επιπλέον, δεν φαίνονταν να είναι του γούστου 321
του Κόριμ, ο οποίος, προφανώς, είχε ανάγκη από κάποιον, εφόσον είχε κάνει πολλές φορές τον γύρο τον βαγονιών, κοιτώντας έναν έναν τους επιβάτες και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι, αλλά λίγο πριν την αναχώρηση, δηλαδή μόλις ο σταθμάρχης έδωσε το σινιάλο αναχώρησης στην άλλη άκρη της αποβάθρας, στο τελευταίο βαγόνι έκανε την εμφάνισή του ένα άτομο πολύ αγχωμένο και ταραγμένο, μπαίνοντας κυριολεκτικά μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα, μια ψηλή γυναίκα, γύρω στα σαράντα, με πρόσωπο χαραγμένο από τις πολλές ταλαιπωρίες που χρειάστηκε να υποστεί για να προλάβει το τρένο, αλλά που έδειχνε να μην το πιστεύει, είχε χάσει κάθε ελπίδα αλλά έπρεπε να το προσπαθήσει πάση θυσία, ήταν λοιπόν την τελευταία στιγμή και με τρόπο θαυματουργό, που κατάφερε να σκαρφαλώσει στο τρένο και, επιπλέον, με τα χέρια της φορτωμένα με αποσκευές, τόσο που όταν το τρένο ξεκίνησε με δυο τραντάγματα, λίγο έλειψε, υπό το βάρος των αποσκευών και μέσα στη βιασύνη της, να πέσει και να χτυπήσει το κεφάλι της στη σχάρα τοποθέτησης των αποσκευών, κανείς δεν ήρθε να τη βοηθήσει, γιατί το μόνο πρόσωπο δίπλα ήταν ένας νεαρός Άραβας ο οποίος, αν έκρινε κανείς από τη στάση του σώματός του, είχε αποκοιμηθεί βαθιά, τουλάχιστον αυτό πίστευε πως διέκρινε η γυναίκα από τη θέση που βρισκόταν, με αποτέλεσμα να μην έχει άλλη επιλογή από το να πετάξει τις αποσκευές της στην κοντινότερη θέση και να σωριαστεί κι εκείνη δίπλα τους, έκλεισε τα μάτια, και με κομμένη την ανάσα, έβγαλε αρκετούς αναστεναγμούς προσπαθώντας να ηρεμήσει, ενώ το τρένο διέσχιζε τα περίχωρα, κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Κόριμ είχε μπει στο τελευταίο βαγόνι, τη διέκρινε καθισμένη και με τα μάτια κλειστά, ανάμεσα στις αποσκευές ,I Ιΐθΐρ γοη; έτρεξε να πάρει τη βαλίτσα, την τσάντα που κρατούσε στο χέρι, και τις διάφορες σακούλες και να τις πάει στον χώρο των αποσκευών, μετά αφέθηκε να πέσει στο κάθισμα απέναντι της, κοιτώντας τη βαθιά στα μάτια. 322
5·
Η αγάπη για τάξη είναι το ήμισυ της ζωής, επομένως, η αγάπη για τάξη είναι η αγάπη για συμμετρία, όσο δε για την αγάπη για συμμετρία αυτή είναι μια ανάμνηση της αιωνιότητας, είπε μετά από μακρά σιωπή και, βλέποντας την έκπληξη της συνεπιβάτισσάς του, επιβεβαίωσε τα λεγόμενά του κουνώντας το κεφάλι του, μετά σηκώθηκε, παρατήρησε τον σταθμό που μόλις είχαν περάσει, σαν να ήθελε να ελέγξει ότι οι διώκτες του είχαν μείνει πίσω στην αποβάθρα, ξανακάθισε, σκεπάστηκε με το παλτό του και δήλωσε, αντί άλλης εξήγησης: μιαήδύοώρες, όχι παραπάνω από μια ή δύο ώρες. 6. Στην αρχή δεν καταλάβαινε τίποτε απ' όσα της έλεγε, και πέρασε ώρα μέχρι να καταλάβει σε ποια γλώσσα μιλούσε, έλεγε η γυναίκα δυο μέρες αργότερα στον σύζυγό της, όταν εκείνος είχε έρθει να τη συναντήσει στο σπίτι που είχαν νοικιάσει στα όρη Γιούρα για τις διακοπές, αλλά τα πράγματα είχαν φωτιστεί, όταν εκείνη είχε αρχίσει να αναπνέει κανονικά και, κυρίως, όταν ο άντρας είχε βγάλει από την τσέπη του ένα χαρτί πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο: Μάριο Μερτζ, Σαφχάουζεν, φαντάζεσαι; είπε ταραγμένη στον σύζυγό της, τον Μάριο, έναν από τους πιο στενούς τους φίλους, δεν μπορούσε να το πιστέψει, δεν καταλάβαινε στ’ αλήθεια πού ήθελε να καταλήξει και μετά, λίγο λίγο, είχε καταλάβει ότι δεν προσπαθούσε να της πει κάτι, να της διηγηθεί μια ιστορία, αλλά να τη ρωτήσει κάτι, τελικά, ήθελε να μάθει πού μπορούσενα βρει τον Μερτζ στο Σαφχάουζεν, πράγμα που προκάλεσε μια μάλλον αστεία παρεξήγηση, γιατί ο άνδρας έλεγε πως έψαχνε έναν Μερτζ κι εκείνη του είχε εξηγήσει, και άρχισε να γελά βάζοντας τα δυο της χέρια στο στόμα ενθυμούμενη τη σκηνή, ότι δεν θα έβρισκε τον Μερτζ στο Σαφχάουζεν εφόσον εκείνος ζούσε στο Τορίνο και κατά διαστήματα και στη Νέα Υόρκη και δεν καταλάβαινε γιατί 323
του είχαν πει για το Σαφχάουζεν, αλλά ο Κόριμ κουνούσε το κεφάλι, όχιΤορίνο, όχιΝέα Υόρκη, Σαφχάουζεν, Μερτζ στο Σαφχάουζεν, και έψαχνε μια λέξη που του ήρθε λίγο αργότερα: γλυπτό, ένα γλυπτό στο Σαφχάουζεν, α; τα μάτια της γυναίκας είχαν φωτιστεί καιείχε αρχίσει ναγελάει, ΐ3.πΐδο 0Γ3.ζγ, είπε κουνώνταςτο κεφάλι, μα φυσικά, υπήρχε ένα γλυπτό του Μερτζ στο Σαφχάουζεν, στο Ηαΐΐθη ίυ τ <ϋβ Νθ ιιθ Κυηδΐ του Σαφχάουζεν, υπήρχαν μάλιστα δύο, αυτό ακριβώς, είπε ο Κόριμ χαρούμενος, ένα μουσείο, και τότε όλα ήταν ξεκάθαρα, τι ήθελε, τι έψαχνε, πού πήγαινε και γιατί, γιατί άρχισε αμέσως να της διηγείται όλη την ιστορία του, δυστυχώς στα ουγγρικά, ζήτησε συγγνώμη ανοίγοντας τα χέρια του, είχε πρόβλημα με τα αγγλικά και βιαζόταν, επειδή τον καταδίωκαν, δυσκολευόταν πολύ να βρει τις κατάλληλες λέξεις, εκτός από μία ή δύο, δεν έκανε λοιπόν καμία προσπάθεια και συνέχισε να μιλάει στα ουγγρικά, ελπίζοντας πως η γυναίκα θα μπορούσε να πιάσει κάποια ψίχουλα από την ιστορία του, την ιστορία του Κάσερ, του Μπενγκάτζα, του Φάλκε και του Τοότ, την οποία είχε περιγράψει λεπτομερώς, τον τρόπο με τον οποίο εμφανίστηκαν στην Κρήτη, στη Βρετανία, τι είχε συμβεί στη Ρώμη και στην Κολωνία και, μετά, κυρίως, για την όλο και μεγαλύτερη θέση που καταλάμβαναν μέσα του, μια τόσο σημαντική θέση που δεν μπορούσε πια να τους αφήσει, φαντάζεστε, είπε στην συνεπιβάτισσά του, πάνε μέρες τώρα που το προσπαθεί, δίχως αποτέλεσμα, και μόνο σήμερα κατάλαβε, στις όχθες της λίμνης της Ζυρίχης, ιΐιβ Ζχιήοΐι Ι& β, ι ΐ ι , Λ θ Ζηήοή Ι ^ θ , είπε η γυναίκα που έλαμψε το πρόσωπό της μόλις αναγνώρισε τη λέξη, ναι, συμφώνησε ο Κόριμ, εκεί συνειδητοποίησε άξαφνα πως ήταν παράλογο να τους εγκαταλείψει έτσι, δεν υπήρχε θύρα εξόδου, αλλά μόνο σήμερα παραδέχτηκε, πως έπρεπε να τους πάρει μαζί του, όπου κι αν πήγαινε, δηλαδή στο Σαφχάουζεν, -το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει- στο... Η^ΙΙθ π ϊύτ άίθ Νθ ιιθ Κιχηδΐ, συμπλήρωσε η γυναίκα γελώντας, και μετά είχαν αρχίσει να γελάνε και οι δύο. 324
7·
Την έλεγαν Μαρί, είπε η γυναίκα σκύβοντας ελαφρώς το κεφάλι, και είχε έναν υπέροχο άνδρα, που τον λάτρευε, τον κανάκευε, τον προστάτευε, τον βοηθούσε και ήταν τα πάντα στη ζωή της, εγώ, είπε ο Κόριμ δείχνοντας τον εαυτό του, το όνομά μου είναι Γκιόργκι, Γκιούρι, α; μήπως είστε Ούγγρος; ναι, η Ουγγαρία, είπε εκείνος συγκατανεύοντας, η γυναίκα χαμογέλασε καιτου είπε πως είχε ακούσει να μιλούν πολύ γι' αυτή τη χώρα αλλά δεν την γνώριζε καθόλου, θα μπορούσε ίσως να της πει κάποια πράγματα γιατους Ούγγρους, είχαν ακόμα λίγο χρόνο μέχρι να φτάσουν στο Σαφχάουζεν, τους Ούγγρους; ρώτησε ο Κόριμ, ναι, ναι, είπε η γυναίκα κουνώνταςτο κεφάλι, δεν υπάρχουν Ούγγροι, δήλωσε, Ιιιιηβαή^η ηο βχίδΐ, έχουν όλοι τους εξαφανιστεί, Λθγ άίθά οιχΐ, είχε ξεκινήσει περίπου εκατό, εκατόν πενήντα χρόνια νωρίτερα, και μ' έναν απίστευτο τρόπο, εντελώς ασύλληπτο, 1ιυη£&η 2 η ; ηο θχίδί; αναφώνησε η γυναίκα, δύσπιστη, γθδ, ύ ιβγ άίθά οιιί, διαβεβαίωσε ο Κόριμ με σθένος, η διαδικασία είχε αρχίσει τον19ο αιώνα, όταν υπήρξε μια τέτοια επιμειξία λαών, που δεν είχε μείνει ούτε ένας Ούγγρος, μόνο ένα μείγμα, και κάποιοι Σουάβοι και Τσιγγάνοι, Σλοβάκοι, Αυστριακοί, Εβραίοι, Ρουμάνοι, Κροάτες, Σέρβοι και ούτω καθεξής, και, κυρίως, άνθρωποι που προέκυψαν απ’ αυτή την επιμειξία των λαών, αλλά οι Ούγγροι, εκείνοι είχαν εξαφανιστεί, επέμενε ο Κόριμ, μόνο η Ουγγαρία υπήρχε ακόμα, όχι οι Ούγγροι, μόνο η Ουγγαρία, Ηηη§ζτγ γθδ, 1ιυ.η£3.ή^η ηο£, μάλιστα δεν έμενε ούτε μια ανάμνηση άθικτη και ειλικρινής απ’ αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο λαό, έναν υπέροχο, υπερήφανο, αήττητο λαό -γιατί αυτό ήταν- άνθρωποι που υπάκουαν σε νόμους ανελέητους και ταυτοχρόνως σαφείς, που ενθουσιάζονταν πάντα όταν έπρεπε να φέρουν εις πέρας πράξεις ηρωικές, βάρβαροι που σιγά σιγά είχαν πάψει να ενδιαφέρονται για έναν κόσμο ο οποίος είχε στραφεί προς στενούς ορίζοντες, κι έτσι είχαν 325
χαθεί, είχαν εκφυλιστεί, είχαν χωνευτεί μέσα σ’ αυτό το μείγμα και αφανίστηκαν, δεν έμενε πια τίποτε απ’ αυτούς, εκτός από τη γλώσσα τους και την ποίησή τους κι ένα τόσο δα κατιτίς, πώς; ρώτησε η γυναίκα με συνοφρυωμένο το μέτωπό της, ναι, έτσι συνέβη, είπε, και το πιο ενδιαφέρον σ’ αυτή την ιστορία, αν και τον ίδιο δεν τον ενδιέφερε πια, ήταν ότι κανένας δεν ανέφερε ποτέ αυτή τη διάλυση και αυτή την εξαφάνιση, και ό,τι έχει ειπωθεί γι' αυτήν, ήταν όλα ψέματα, εσφαλμένα και παράλογα πράγματα, παρανοήσεις, συγγνώμη, παρενέβη η γυναίκα, αλλά όλα αυτά ήταν για κείνη πολύ συγκεχυμένα και τότε ο Κόριμ σταμάτησε και ζήτησε από τη γυναίκα να του γράψει σ' ένα κομμάτι χαρτί το όνομα του Μουσείου, έπαψε να μιλά και κοίταζε τη γυναίκα, η οποία, δίχως να αποσπά το γλυκό βλέμμα της από το δικό του, άρχισε να του εξηγεί κάτι, σιγά σιγά, για να την καταλάβει, αλλά ο Κόριμ δεν είχε καταλάβει, επειδή ήταν ολοφάνερα αλλού, και αρκέστηκε να κοιτάζει τη γυναίκα, εκείνο το γοητευτικό πρόσωπο και τα φώτα των μικρών σταθμών που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. 8. Ο Κόριμ στεκόταν κάτω από το ρολόι του σταθμού του Σαφχάου-
ζεν, που έδειχνε έντεκα και τριάντα εφτά το βράδυ· η αποβάθρα ήταν έρημη, μόνο ένας υπάλληλος εμφανίστηκε -η δουλειά του ήταν να υποδέχεται τα τρένα που έφταναν και να επιτρέπει την αναχώρησή τους με μια αναγνωριστική πινακίδα- αλλά πριν ακόμα ο Κόριμ αποφασίσει να πάει να τον βρει, είχε κιόλας εξαφανιστεί πίσω από μια πόρτα ενός χώρου, στον οποίο είχε πρόσβαση μόνο το προσωπικό* τη σιωπή τη διέκοπτε μόνο το τικ-τακ του ρολογιού πάνω από το κεφάλι του και, ξαφνικά, ένα ρεύμα αέρα χύθηκε ορμητικά και σάρωσε όλη την αποβάθρα, ο Κόριμ βγήκε από τον σταθμό, όπου κι εκεί ακόμα δεν υπήρχε κανείς, κατευθύνθηκε προς το κέντρο της πόλης, περπάτησε ώςτη στιγμή που βρήκε ένα ταξί σταθμευμένο μπροστά σ9ένα ξενοδοχείο* ο οδηγός κοιμόταν 326
ακουμπισμένος στο βολάν, χρειάστηκε να χτυπήσει πολλές φορές το τζάμι για να ξυπνήσει τον άνθρωπο, ο οποίος άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου, ο Κόριμ του έδειξε ένα κομμάτι χαρτί στο οποίο ήταν γραμμένο το όνομα του Μουσείου, ο οδηγός το εξέτασε, κούνησε το κεφάλι του γκρινιάζοντας, του έκανε νεύμα να μπει και δέκα λεπτά μετά, ο Κόριμ βρισκόταν μπροστά σ’ ένα μεγάλο κτίριο, σκοτεινό και σιωπηλό, έψαξε την είσοδο, επαλήθευσε πάνω στην ταμπέλα αν το όνομα αντιστοιχούσε σ' αυτό που αναγραφόταν στο χαρτί, έκανε κάποια βήματα προς τα αριστερά, επέστρεψε και πάλι μπροστά στην είσοδο, ξανάφυγε προς τα δεξιά και μέχρι τη γωνία, εκεί όπου τον είχε αφήσει το ταξί, και μετά επιχείρησε να κάνει τον γύρο του κτιρίου, σαν να ήθελε να κάνει μια εκτίμηση του συνολικού χώρου, προχώρησε κάνοντας μαλάξεις στον αυχένα του και με τα μάτια πάντα καρφωμένα στα παράθυρα , παρατηρώντας τα με την ελπίδα να δει να αναβλύζει κάποιο φως από αυτά, μια λάμψη, μια σκιά, μια φευγαλέα κίνηση, κάτι που να προδίδει ένα οποιοδήποτε σημάδι ζωής, και στη συνέχεια, επέστρεψε μπροστά στην είσοδο και χτύπησε αποφασιστικά την πόρτα, χτύπησε, χτύπησε, αλλά δεν συνέβη τίποτε, ο νυχτοφύλακας διαβεβαίωσε αργότερα ότι αυτό έγινε ακριβώς τα μεσάνυχτα, το γουόκι τόκι που βρισκόταν πάνω στο γραφείο του είχε εκπέμψει ήδη τα δώδεκα ηχητικά μπιπ, όταν άκουσε τα χτυπήματα στην πόρτα, πρέπει να ομολογήσει πως δεν είχε αντιδράσειαμέσως, γιατί ήταν λίγο προβληματισμένος, από τότε που δούλευε εδώ, κανείς δεν είχε χτυπήσει μεσάνυχτα την πόρτα, κι έπειτα, ποιος μπορούσε να χτυπά την πόρτα της εισόδου μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα; τελικά, πήγε να δει, είχε μισανοίξειτην πόρτα και αυτό που συνέβη, διηγούνταν την επομένη το πρωί όταν είχε επιστρέψειστο σπίτι του, αφού είχε ανακριθεί, τον είχε καταπλήξει τόσο, που δεν ήξερε τι να κάνει, το πιο απλό θα ήταν, το αναγνωρίζει, να τον στείλει από εκεί που 'ρθε, αλλά οι λίγες λέξεις που είχε καταφέρει να καταλάβει απ' όλα όσα έλεγε, όπως γλυπτό, 327
Ούγγρος, Μίοτερ Ντιρέκτορ και Νέα Υόρκη, του είχαν σπείρει την αμφιβολία και τότε, ξαφνικά, μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του: τι θα συνέβαινε εάν, ας υποθέσουμε, έπρεπε να τον δεχτεί και είχαν ξεχάσει να τον ειδοποιήσουν; τι θα συνέβαινε, είπε πίνοντας με θόρυβο τον καφέ με γάλα, εάν τον είχε διώξει σαν έναν βρομιάρη και την επομένη το πρωί διαπίστωνε ότι είχε διαπράξει σοβαρό σφάλμα γιατί ήταν, ας πούμε, ένας επιφανής καλλιτέχνης, ο οποίος έπρεπε να είχε φτάσει νωρίτερα, αλλά είχε αργήσει και δεν έβρισκε πού να κοιμηθεί και δεν μπορούσε να ειδοποιήσει γιατί είχε χάσει τον αριθμό τηλεφώνου, ή, ακόμη χειρότερα, επειδή το καρνέ του βρισκόταν μέσα στις αποσκευές του που είχαν χαθεί στο αεροπλάνο το οποίο είχε προσγειωθεί με καθυστέρηση, πόσες φορές δεν είχε συμβεί στο παρελθόν κάτι τέτοιο μ' αυτούς τους καλλιτέχνες! είπε ο φύλακας στη μητέρα του, συνοδεύοντας τα λόγια του με μια χειρονομία που φανέρωνε απογοήτευση, είχε λοιπόν ξανακλείσει την πόρτα, σκεπτόμενος πως το καλύτερο θα ήταν να μην τον διώξει χωρίς να τον αφήσει να μπειστο Μουσείο, στον κύριο διευθυντή, όμως, δεν μπορούσε φυσικά να τηλεφωνήσει περασμένα μεσάνυχτα, αλλά τι να έκανε; τι να έκανε; γύρισε στο πόστο του σκεφτικός και, ξαφνικά, του ’ρθε στον νου ένας από τους φύλακες αιθούσης, ο κύριος Κάλοτασεγκι και είχε αποφασίσει, μεσάνυχτα ξεμεσάνυχτα, να του τηλεφωνήσει, έψαξε τον αριθμό του τηλεφώνου του στον τηλεφωνικό κατάλογο των υπαλλήλων του Μουσείου, αυτός ο κύριος Καλοτάσεγκι ήταν ουγγρικής καταγωγής και μπορούσε ίσως να καταλάβειτα αλαμπουρνέζικα του τύπου, θα πήγαινε λοιπόν να του ζητήσει να έρθει και να τον ρωτήσει, και θα αποφάσιζαν μαζί για τη συνέχεια που έπρεπε να δώσουν, κύριε Κάλοτασεγκι, είπε στο ακουστικό, λυπόταν πραγματικά που τον ενοχλούσε, αλλάνα, μόλις τώρα εμφανίστηκε ένας τύπος, που αναμφίβολα ήταν ένας Ούγγρος καλλιτέχνης, αλλά αυτός δεν είχε ενημερωθεί για τίποτε, και επειδή δεν μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί του, δεν ήξερε τι να κάνει, είχε μόνο 328
καταλάβει ότι, ίσως, να ήταν γλύπτης, και ότι, πιθανώς, να ερχόταν από τη Νέα Υόρκη και, ίσως, να ήταν Ούγγρος, και δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει, Μίστερ Ντιρέκτορ και Μίστερ Ντιρέκτορ και δεν μπορούσε να πάρει μια απόφαση μόνος του, ευχαρίστως θα τον έστελνε στον διάολο, εξήγησε ο φύλακας αίθουσας την επομένη στον διευθυντή του -κυρίως γιατί κοιμόταν με υπνωτικά και αν ποτέ κάποιος τον ξυπνούσε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, δεν μπορούσενα ξανακοιμηθεί-γιατί, εκείνος ο νυχτοφύλακας του είχε τηλεφωνήσει τα μεσάνυχτα και του είχε ζητήσει να έρθει στο Μουσείο, ναι, μα ειλικρινά! η πρώτη του αντίδραση, όφειλε να ομολογήσει, ήταν να μην πάει πουθενά, γιατί ήταν σκανδαλώδες να τηλεφωνείς μεταμεσονύκτια σε κάποιον που όπως αυτός υπέφερε από αϋπνίες, αλλά ο νυχτοφύλακας είχε προφέρει τ' όνομα του κυρίου διευθυντή, λέγοντας πως ο τύπος δεν σταματούσε να το αναφέρει, σκέφτηκε λοιπόν πως δεν μπορούσε να το διακινδυνεύσει, μπορεί την επομένη ο τύπος να προκαλούσε σκάνδαλο, γιατί δεν τον είχε βοηθήσει, και τότε ανέλαβε την ευθύνη , κατάπιε την οργή του, -ε, όχι και μεσάνυχτα- ντύθηκε και πήγε στο Μουσείο και καλά έκανε, μάλιστα θα έλεγε, πολύ καλά έκανε, δεν ήταν του χαρακτήρα του να λέει μεγάλα λόγια, ο κύριος διευθυντής το ήξερε, αλλά έζησε μια από τις πιο απίστευτες νύχτες της ζωής του και αυτό που του έτυχε, αυτό που έζησε, ανάμεσα στις δώδεκα και μισή τα μεσάνυχτα και μέχρι τώρα, τον είχε τόσο πολύ συγκλονίσει που δεν κατάφερνε ακόμα να ηρεμήσει, δεν είχε ακόμη συνέλθει από την εμπειρία αυτή, μια εντελώς εξωφρενική εμπειρία που έζησε και δεν έβρισκε ακόμα τις σωστές λέξεις για να την περιγράφει, ζητούσε συγγνώμη γι' αυτό, αλλά ήταν ακόμα σοκαρισμένος και δεν ήταν ακόμα στα καλά του, δεν μπορούσε να ξαλαφρώσει, δεν βρήκε ούτε ένα λεπτό να πάρει απόσταση από τα γεγονότα, ακόμα και τώρα που κάθονταν στο γραφείο του κυρίου διευθυντή, είχε την εντύπωση πως αυτή η ιστορία δεν είχε τελειώσει και ότι όλα μπορούσαν να ξαναρχίσουν από την αρχή, από 329
την άφιξή του στο Μουσείο, πρέπει να ήταν μετά τις δώδεκα και μισή τα μεσάνυχτα, είχε χτυπήσει την πόρτα, είχε βγει ο νυχτοφύλακας, του είχε επαναλάβει όλη την ιστορία, και μετά ο τύπος όπως τον έλεγε ο φύλακας- που μέχρι τότε περίμενε σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων από την είσοδο, και παρατηρούσε τα παράθυρα του ορόφου, πήγε κοντά τους, αυτός είπε κάποιες λέξεις στον άνδρα, ο οποίος φαινόταν τόσο ευτυχισμένος που του απευθύνεται κάποιος στα ουγγρικά που τον αγκάλιασε δίχως να πει κουβέντα, πράγμα που μάλλον τον εξέπληξε, γιατί από τότε που είχε φτάσει στο Σαφχάουζεν είχε ξεσυνηθίσει αυτού του είδους τα συναισθηματικά ξεχειλίσματα, τον έσπρωξε λοιπόν και του είχε πει τ’ όνομά του, του είχε πει ποιος ήταν και του είχε προτείνει να τον βοηθήσει, αν μπορούσε, ο άνδρας είχε κι εκείνος με τη σειρά του συστηθεί, τον έλεγαν Γκιόργκι Κόριμ, και του είχε εξηγήσει πως είχε φτάσει στο τέρμα μιας πολύ μακράς διαδρομής και πως δυσκολευόταν να εκφράσει τη χαρά του που μπορούσε, αυτή την τόσο αποφασιστικής σημασίας νύχτα της ζωής του, να μιλήσει στα ουγγρικά σ’ έναν Ούγγρο, και, στη συνέχεια, είχε διηγηθεί πως ήταν αρχειοφύλακας σε μια μικρή πόλη της Ουγγαρίας και ότι μια αποστολή που υπερέβαινε κατά πολύ το άτομό του τον είχε οδηγήσει στη Νέα Υόρκη απ’ όπου ερχόταν μετά από μια φρικτή κούρσα καταδίωξης, για να φτάσει στο Σαφχάουζεν που ήταν ο προορισμόςτου, στοΗ3.11θπ£ύΓΝθΐΐθΚυ.η8ΐ:και, πιο συγκεκριμένα, στο παγκοσμίως γνωστό έργο του Μάριο Μερτζ, το οποίο έπρεπε να βρίσκεται κάπου εδώ και ο άνδρας είχε δείξει το κτίριο, πράγματι, του είχε απαντήσει, είχαν δύο έργα του Μερτζ στον πρώτο όροφο και είχε παρατηρήσει τότε ότι ο άνδρας έτρεμε σύγκορμος, αναμφίβολα είχε κρυώσει περιμένοντας έξω, είχε λοιπόν φωνάξει τον νυχτοφύλακα και του ζήτησε την άδεια να συνεχίσουν τη συζήτηση στο εσωτερικό του Μουσείου, γιατί φυσούσε πολύ δυνατός αέρας, ο φύλακας έδωσε την άδεια, είχαν μπει και είχαν καθίσει γύρω από το τραπέζι, στην καμπίνα του φύλακα, κι εκείνος, ο Κό330
ριμ, είχε αρχίσει την ιστορία του, επιστρέφοντας πολύ πίσω στον χρόνο, θα μπορούσε, τον διέκοψε ο διευθυντής, να κάνει μια σύντομη σύνοψη των γεγονότων; ναι, είπε ο φύλακας, θα προσπαθούσε να είναι όσο πιο σύντομος μπορούσε, αλλά αυτή η ιστορία ήταν τόσο μπερδεμένη, και ήταν όλα ακόμη τόσο νωπά που του ήταν αδύνατον να ξεχωρίσει τι είναι ση μαντικό και τι όχι, αντιθέτως, ένα πράγμα ήταν σίγουρο, είπε σηκώνοντας το βλέμμα του στον διευθυντή, μόλις είχαν μπει μέσα στην καμπίνα του νυχτοφύλακα και μπόρεσε να δει από κοντά τον τύπο, έναν άντρα ψηλό, αδύνατο, μεσήλικα, μ’ ένα κεφαλάκι φαλακρό, μάτια λαμπερά, και μεγάλα πεταχτά αυτιά, είχε καταλάβει πως ήταν τρελός, αντιθέτως, εκείνο που συνέχισε να μην κατανοεί ήταν πώς είχε καταφέρει, μέσα σε λίγα λεπτά, να τον πείσει και να τον κερδίσει, τους είχε στην κυριολεξία μαγέψει, γιατί, παρόλο που ήταν τρελός , αυτά που έλεγε δεν ήταν ό,τι να ’ναι, και ακούγοντάς τον προσεκτικά , η ιστορία του έβγαζε νόημα, και κάθε μία από τις λέξεις του είχε ένα νόημα και μια δραματική εμβέλεια, ένα δράμα στο οποίο ένιωσενα πρωταγωνιστεί κι ο ίδιος, κύριε Κάλοτασεγκι, παρενέβη εκνέου ο διευθυντής, είχαν κι οι δυο τους πολλή δουλειά, λοιπόν, αν μπορούσε να συντομεύει, ναι, βεβαίως, ζήτησε συγγνώμη ο φύλακας, με λίγα λόγια, είχε αρχίσει την ιστορία του λέγοντας πως μια μέρα, σε μια μικρή πόλη της Ουγγαρίας, είχε βρει στον χώρο της δουλειάς του, δηλαδή στα Αρχεία, ένα μυστηριώδες χειρόγραφο που το είχε πάρει μαζί του στο σπίτι, μετά πήγε στη Νέα Υόρκη αφού, κύριε διευθυντά, είχε βγάλει στο σφυρί όλη την περιουσία του, πούλησε το διαμέρισμά του, τα έπιπλά του, τα είχε εγκαταλείψει όλα, το περιβάλλον του, τη δουλειά του, τη χώρα του και είχε φύγει στη Νέα Υόρκη για να πεθάνει, κύριε διευθυντά και, αφού διέσχισε έναν πραγματικό λαβύρινθο και βίωσε φρικτές δοκιμασίες, για τις οποίες θα προτιμούσε να μη μιλήσει, η τύχη τον έφερε ώς εδώ, τελικά, είχε ακούσει να μιλάνε για κάτι, και είχε επιμείνεισ’ αυτό «το κάτι», για ένα γλυπτό, ακριβέστερα, είχε δει 331
αυτό το γλυπτό σε μια φωτογραφία, και είχε αποφασίσει να πάει να δει πώς είναι στην πραγματικότητα, γιατί το είχε ερωτευτεί, αυτόςοάνδρας, κύριε διευθυντά, είχε κυριολεκτικά ερωτευτεί το γλυπτό του κυρίου Μερτζ, και ήθελε να περάσει μια ώραμαζί τον, συγγνώμη; είπε ο διευθυντής σκύβοντας μπροστά, τι ήθελε; να περάσει μια ώρα μαζί του, μια επιθυμία στην οποία δεν μπορούσε να δώσει, φυσικά, ευνοϊκή συνέχεια, και είχε προσπαθήσει να του εξηγήσει ότι ένας φύλακας αιθούσης δεν είχε τη δικαιοδοσία να δίνει μια τέτοια άδεια, με λίγα λόγια, είχε απορρίψει το αίτημά του τύπου, αλλά είχε ακούσει την ιστορία του, και αυτή η ιστορία, όπως μπορούσενα διαπιστώσει ο κύριος διευθυντής, τον είχε στην κυριολεξία συγκλονίσει και είχε εξουδετερώσει κάθε επιθυμία του να αντισταθεί ή να διαμαρτυρηθεί, γιατί, έπρεπε να το ομολογήσει, ακούγοντάς τον είχε σπαράξει η καρδιά του, και είχε πειστεί πως εκείνο το άτομο δεν μιλούσε στον αέρα, αλλά είχε έρθει πραγματικά στο Σαφχάουζεν για να βάλει τέρμα στη ζωή του, ένας Ούγγρος όπως κι εκείνος, ένας φουκαράς που είχε μια έμμονη ιδέα: να μεταφέρει στην αιωνιότητα ένα μαγευτικό χειρόγραφο που είχε βρει στην Ουγγαρία, βλέπετε, κύριε διευθυντά, είχε πάει στη Νέα Υόρκη γιατί θεωρούσε αυτή την πόλη κέντρο του κόσμου, και ήθελε να φέρει εις πέρας την αποστολή του, δηλαδή, να μεταβιβάσει στην αιωνιότητα το χειρόγραφο, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του, στο κέντρο του κόσμου, και είχε αγοράσει έναν υπολογιστή, είχε δακτυλογραφήσει ολόκληρο το χειρόγραφο στον υπολογιστή, και τώρα, είχε ολοκληρώσει τη δουλειά του, το Διαδίκτυο, του είχε εξηγήσει ο άνδρας λίγες ώρες νωρίτερα στην καμπίνα του νυχτοφύλακα, ήταν η πλέον σίγουρη οδός για να περάσει στην αιωνιότητα, ορίστε, ήταν η έμμονη ιδέα του, είπε ο φύλακας κουνώντας το κεφάλι, και ύστερα, το γεγονός ότι έπρεπε οπωσδήποτε να πεθάνει, γιατί σύμφωνα με τον ίδιο, η ζωή του δεν είχε κανένα νόημα, είπε κοιτάζοντας τον διευθυντή στα μάτια, είχε επιμείνει πολλές φορές σ' αυτό το σημείο, διευκρινίζοντας πως 332
αυτό αφορούσε μόνο τον ίδιο, και ότι η δική του ζωή δεν είχε πια κανένα νόημα, ήταν ξεκάθαρο σαν το νερό της πηγής μέσα στο μυαλό του, αντίθετα, υπήρχε κάτι που δεν ήταν εντελώς ξεκάθαρο για κείνον: οι ήρωες του χειρογράφου είχαν καταλάβει στην καρδιά του μια θέση υπέρμετρη, και δεν ήξερε τι να κάνει μ’ αυτούς τους άνδρες που του ήταν τόσο αγαπη μένοι, γιατί δεν τον άφηναν, και φαίνονταν αποφασισμένοι να τον συνοδεύσουν, να τι είχε πει χοντρικά, δεν είχε δώσει άλλες διευκρινίσεις, καικυρίως, δεν είχε αποκαλύψει τις προθέσεις του, είχε αρκεστεί μόνο να ρωτήσει αν μπορούσε τουλάχιστον να δει το έργο του κυρίου Μερτζ, ένα αίτημα που όφειλε να απορρίψει, έπρεπε να περιμένει υπομονετικά μέχρι το πρωί, αλλά ο άνδρας του είχε απαντήσει πως δεν θα υπήρχε πρωί και του είχε πάρει το χέρι, τον είχε κοιτάξει στα μάτια, στην περίπτωση αυτή, κύριε Κάλοτασεγκι, του είχε πει, έχετε να διατυπώσετε δύο απλά αιτήματα: όταν θα έβλεπε τον κύριο διευθυντή, θα μπορούσε να του ζητήσει να έρθει σ9επαφή μια μέρα με τον κύριο Μερτζ και να του πει να γνωστοποιήσει στον κύριο Μερτζ πόσο τον είχε βοηθήσει το γλυπτό του, γιατί, ενώ δεν ήξερε πού να πάει, είχε επιτέλους βρει έναν προορισμό και όφειλε να ευχαριστήσει τον κύριο Μερτζ από καρδιάς, και να του πει πως ο Γκιόργκι Κόριμ, Ούγγρος υπήκοος, θα τον σκεφτόταν πάντα σαν εκείνον τον αγαπητό κύριο Μερτζ, αυτό, κύριε διευθυντά, ήταν το πρώτο του αίτημα, το δεύτερο, και αυτό που αιτιολογούσε τη δική του παρουσία μέσα σ’ αυτό το γραφείο, είπε ο φύλακας δείχνοντας τον εαυτό του, ήταν να τοποθετήσει κάποια πλακέτα, κάπου, σε έναν από «τους τοίχους του Μουσείου του κυρίου Μερτζ» και του είχε αφήσει ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, είπε ο φύλακας, για να χρηματοδοτήσει την κατασκευή και την τοποθέτηση της πλακέτας αυτής, με χαραγμένη πάνω της μία και μοναδική φράση, μια φράση που θα εξηγούσε τι του είχε συμβεί, είχε σημειώσει τη φράση σε ένα κομμάτι χαρτί και του το έβαλε στο χέρι λέγοντας πως έτσι θα μπορούσε να παραμείνει, τουλάχιστον νο333
ερά, δίπλα στον κύριο Μερτζ, ο ίδιος και οι άλλοι, όσο πιο κοντά γινόταν, να πως το είχε διατυπώσει, μιαπλακέτα, κύριεδιευθυντά, και να και τα χρήματα και το κομμάτι το χαρτί, είπε στον διευθυντή, αφήνοντάς το πάνω στο τραπέζι, στον διευθυντή που, όταν ο κύριος Κάλοτασεγκι του είχε δώσει την αναφορά, είχε βρει αυτή την ιστορία εντελώς μπερδεμένη, όπως ομολόγησε εμπιστευτικά στη γυναίκα του, όταν εκείνη είχε μπει στο γραφείο του και λίγο πριν φτάσει η αστυνομία, αλλά υπήρχε συγχρόνως κάτι το συναρπαστικό και κάτι το τραγικό σ’ αυτή την αφήγηση, είχε, λοιπόν, ζητήσει κάποιες διευκρινίσεις από τον φύλακα της αίθουσας και ξαναπήρε την ιστορία από την αρχή, προσπαθώντας να μαζέψει όλα τα κομμάτια της αναφοράς του Κάλοτασεγκι και να τα τοποθετήσει μέσα στην τελική σκηνή, όταν αυτός, ο Κόριμ, είχε αποχαιρετήσει τον φύλακα, κι εκείνος είχε βγει και είχε καταφέρει κουτσά-στραβά να αναπαραστήσει όλη την ιστορία, την οποία είχε βρει ειλικρινά συγκλονιστική και συναρπαστική, αλλά αυτό που τελικά τον είχε πείσει, ήταν ότι, όταν είχε ανοίξει τον υπολογιστή του και είχε δακτυλογραφήσει τον τίτλο Πόλεμος και Πόλεμος στο Αΐΐ3. νίδΐα -που ο άνδρας είχε αναφέρει επανειλημμένα· και είχε δει με τα ίδια του τα μάτια να εμφανίζεται το χειρόγραφο, είχε ζητήσει από τον Κάλοτασεγκι να μεταφράσει τις πρώτες φράσεις, που, ακόμα και σ' αυτή την αυτοσχέδια μετάφραση, ήταν τόσο όμορφες και τόσο μαγευτικές, που μετά από σκέψη, και πριν ακόμα φτάσει εκείνη, είπε δείχνοντας τη γυναίκα του, είχε πάρει την απόφασή του, ποιος ο λόγος να είναι διευθυντής Μουσείου εάν δεν μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση, μετά από όλα αυτά τα γεγονότα, και να: μόλις θα τελείωνε με την αστυνομία, θα έσπευδε, με τη βοήθεια και του φύλακα, να επιλέξει ένα μέρος στον εξωτερικό τοίχο, γιατί είχε αποφασίσει πως αυτή η πλακέτα θα τοποθετούνταν στην πρόσοψη του Μουσείου, μια απλή πλακέτα, που θα εξηγούσε τι είχε συμβεί στον Γκιόργκι Κόριμ, και πάνω στην οποία θα αναγραφόταν μια φράση, λέξη 334
προς λέξη, την οποία εκείνος είχε γράφει πάνω στο κομμάτι το χαρτί, γιατί αυτός ο άνδρας άξιζε να βρει τη γαλήνη μέσα στο κείμενο τηςπλακέτας, εκείνος ο άνδρας, είπε ο διευθυντής χαμηλώνοντας τη φωνή του, που η ιστορία του είχε τελειώσει στο Σαφχάουζεν, το τέλος βρίσκεται πραγματικά στο Σαφχάουζεν.
Η ίΐρ : / / \νλ\τνν. \ν3Χ3Ι1(1\νεΙΓ. ΟΟΙΠ
335
Αυτή η πλακέτα δείχνει το μέρος όπου ο Γκιόργκι Κόριμ, ο ήρωας του μυθιστορήματος του Αάσλο Κρασναχορκάι, πυροβόλησε τον εαυτό του στο κεφάλι. Όσο κι αν έψαξε, δεν κατάφερε να βρει αυτό που αποκαλούσε Θύρα Εξόδου.
Η ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΗΣΑΪΑ
Φεγγάρι, κοιλάδα, πάχνη, θάνατος. Τη νύχτα της τρίτης ημέρας του Μαρτίου του ΣωτηρίουΈτους 1992, για την ακρίβεια, μεταξύ τέσσερις και τέσσερις και τέταρτο το πρωί, και κάτι λιγότερο από οκτώ χρόνια πριν από τον εορτασμό των δύο χιλιάδων χρόνων αυτού που οι Χριστιανοί θεωρούν ως Νέα Εποχή, πολύ μακριά, όμως, απότη διάθεση αγαλλίασης που συνήθως προκαλούν τέτοιου είδους γεγονότα, ο Γκιόργκι Κόριμ, πάτησε φρένο μπροστά στην είσοδο του κυλικείου «ΝΟΝ 5ΤΟΡ» του σταθμού των λεωφορείων, κατάφερενα σταματήσει το αυτοκίνητο, πετάχτηκε έξω, πάνω στο πεζοδρόμιο κι έπειτα, αφού σιγουρεύτηκε ότι, μετά από τρεις διαδοχικές ημέρες αιθυλικού παραληρήματος, είχε φτάσει σε ένα μέροςόπου, μεαυτέςτιςτέσσεριςλέξεις να κουδουνίζουν μέσα στο κεφάλι του, θα ανακάλυπτε αυτό που αναζητούσε, έσπρωξε την πόρτα για να μπει και πλησίασε τον μοναδικό, και απ' ό,τι έδειχνε, μοναχικό άνδρα στο μπαρ, και, αντί να καταρρεύσει επιτόπου, όπως θα ήταν αναμενόμενο στην κατάστασή του, μετά από τεράστια προσπάθεια και τονίζοντας κάθε συλλαβή, του είπε: Άγγελέ μου αγαπημένε, πάει πολύς καιρός που σε ψάχνω.
Ο άνδρας στον οποίο απευθύνθηκε έστρεψε αργά το κεφάλι για να τον δει. Δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά, αν είχε καταλάβει κάτι απ’ αυτά που του είπε. Το πρόσωπό του φαινόταν κουρασμένο, 343
καμία λάμψη δεν φώτιζε το βλέμμα του και ο ιδρώτας έσταζε ποτάμι από το μέτωπό του. Πάνε τρεις μέρες τώρα που σε ψάχνω, εξήγησε ο Κόριμ. Γιατί, τελικά πρέπει να μάθεις οπωσδήποτε ότι εδώ... για άλλη μια φορά, είναι το τέλος... γιατί, αυτά τα καθάρματα... έπειτα, έμεινε για πολλή ώρα σιωπηλός και το μόνο πράγμα που μαρτυρούσε τα άγρια συναισθήματα που καταπίεζε μέσα του -γιατί η έκφραση του προσώπου του δεν μαρτυρούσε τίποτα- ήταν ο τρόπος με τον οποίο επαναλάμβανε τη φράση την οποία πρέπει να είχε προβάρει καμιά χιλιοστή φορές: για άλλη μια φορά, είναι το τέλος.. Ο άνδρας, με την ίδια βραδύτητα που είχε ρίξει το βλέμμα επάνω του, στράφηκε και πάλι προς το μπαρ, με αργές και προσεκτικές κινήσεις ύψωσε το τσιγάρο του και το άφησε να γλιστρήσει απαλά στο στόμα του, το άναψε και πήρε μια γερή ρουφηξιά, όσο πιο γερή μπορούσε, ρουφώντας τον καπνό μέχρι τον πάτο των πνευμόνων του, και όταν η θωρακική του κοιλότητα είχε κορεστεί, έσφιξε τα χείλη του σουφρώνοντάς τα ελαφρώς, κράτησε τον καπνό μέσα του για απίστευτα πολλή ώρα, και μόνο όταν το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο και οι φλέβες στους κροτάφους του είχαν πεταχτεί έξω, άρχισε να τον φυσά σε λεπτές λωρίδες. Ο Κόριμ παρακολουθούσε τη σκηνή τελείως ακίνητος, και ήταν αδύνατον να πει κανείς με σιγουριά αν το έκανε γιατί περίμενε μια κάποια απάντηση στα σχόλιά του μόλις θα τελείωνε όλη αυτή η παράσταση ή επειδή είχε για λίγο αποσυνδεθεί από την πραγματι κότητα, όπως και να ’χει πάντως, είχε προσηλωμένο το βλέμμα του στον άνδρα, και τον παρατηρούσε καθώς τον τύλιγε σιγά σιγά ένα σύννεφο καπνού, μετά, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω του, χωρίς να είναι σε θέση να πάρει τα μάτια από πάνω του, κατάφερε να αρπάξει στα τυφλά ένα άδειο ποτήρι, που το χτύπησε αρκετές φορές πάνω στον πάγκο του μπαρ για να έρθει ο μπάρμαν. Ο μπάρμαν όμως δεν ήταν που344
θενά, και εκτός από αυτούς, δεν υπήρχε κανείς άλλος πελάτηςστο μακρόστενο αυτό κυλικείο που έμοιαζε με αποθήκη, με εξαίρεση ένα ζευγάρι ζητιάνων που κάθονταν στριμωγμένοι δίπλα δίπλα μέσα σ' ένα παράπηγμα, αριστερά της τουαλέτας, ένας γηραιός άνδρας, ακαθόριστης ηλικίας, με βρώμικο και απεριποίητο μούσι και πολλά λιπαρά σπυριά στο πρόσωπο, και μια ηλικιωμένη γ υ ν α ίκ α η οποία, αν την παρατηρούσε κανείς από κοντά, ήταν της ίδιας ακαθόριστης ηλικίας, ξερακιανή και ξεδοντιάρα, με σκασμένα χείλη πουτηςπροσέδιδαν μια έκφραση ηλίθιας ευθυμίας. Αλλά αυτοί δεν μετρούσαν πραγματικά, γιατί κάθονταν, αν και σε απόσταση αναπνοής, στο περιθώριο αυτού του κυλικείου, πολύπιο μακριά απ’ ό,τι άφηνε να εννοηθεί η γεωγραφική θέση που καταλάμβαναν τα σώματά τους μέσα εκεί: οι μπότες που φορούσαν ήταν δεμένες, στην περίπτωση του ενός με σκοινί και της άλλης με σύρμα, τα πανωφόρια τους ήταν σκισμένα, τα κασκόλ τους χρησίμευαν ως ζώνες, είχαν ένα μπουκάλι κρασί μπροστά τους, ενώ το πάτωμα τριγύρω τους ήταν καλυμμένο από μια στοίβα παραγεμισμένες πλαστικές σακούλες. Δεν έλεγαν λέξη, μόνο κοιτούσαν ίσια μπροστά τους στο κενό, κρατώντας τρυφερά ο έναςτο χέρι του άλλου. Τα πάντα έχουν καταστραφεί , τα πάντα έχουν υποβαθμιστεί - συνέχισε ο Κόριμ.
Θα μπορούσε, όμως, κάλλιστα να είχε πει, πρόσθεσε με τον δικό του αδέξιο και, σχεδόν ασυνάρτητο, τρόπο, στην προσπάθειά του να γίνει κατανοητός, ότι αντοσκεφτεί κανείς καλύτερα, θα έπρεπε να είναι καθαρό σαν κρύσταλλο στον οιονδήποτε συμβολαιογράφο ουρανού και γης, ο οποίος έχει αναλάβει να μεταφέρει αυτά τα λόγια, ότι εκείνοι είχαν καταστρέψει τα πάντα, είχαν υποβαθμίσει τα πάντα, και πως τουλάχιστον αυτός, ο άνδρας στο μπαρ, έπρεπε να μάθει πάση θυσία και με ακρίβεια ότι δεν επρόκειτο για κάποια μυστηριώδη και σκοτεινή θεία τιμωρία, η οποία εκτελούνταν με την 345
αθώα συνδρομή των ανθρώπων-το άδειο ποτήρι στο δεξί του χέρι άρχισε να τρέμει όταν πρόφερετη λέξη «θεία»-αλλά ακριβώς το αντίθετο, μια ελεεινή και αμετάκλητη απόφαση, που πάρθηκε, με την έμμεση συνδρομή του Θεού, από την ανθρωπότητα στο σύνολό της, μια απόφαση που ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια της συνήθους ανθρώπινης εξουσίας, με άλλα λόγια: επρόκειτο για την πιο ωμή, για την πιο χυδαία υλοποίηση μιας απόφασης, η οποία προκαθορίστηκε από τον λεγόμενο «πολιτισμένο» κόσμο, για μια τέλεια και συνολική επιχείρηση, τρομερά επιτυχημένη. Κατά τη γνώμη του, τρομερά, επανέλαβε, και προκειμένου να δώσει έμφαση, βραδυπόρησε όσο μπορούσε στη λέξη «τρομερά», η οποία έκανε την ομιλία του τόσο αργή, που, σχεδόν προς το τέλος, έδινε την εντύ πωση πως είχε φρενάρει και, λίγο ακόμα, και θα σταματούσε πριν ολοκληρωθεί η λέξη, ένα αξιοθαύμαστο κατόρθωμα, καθώς όλη αυτή την ώρα, από την αρχή ακόμη, μιλούσε ήδη με την ελάχιστη δυνατή ταχύτητα, κατακερματίζοντας κάθε συλλαβή στα φωνήματά της, σαν να έπρεπε να εξαπολύσει έναν ανελέητο αγώνα, για να τις βοηθήσει να βγουν μία μία προς τα έξω, σαν να μαινόταν μέσα του ένα είδος εξαιρετικά πολύπλοκου αγώνα, κάπου στο βάθοςτουλάρυγγάτου, για να αναζητήσει, να επιλέξει, να αποκλείσει, να αποσπάσει απότη φωλιά των περιττών, από τον παχύρρευστο χυλό των προνυμφώνσυλλαβών, τη σωστή συλλαβή, να τη βοηθήσει να ανεβεί μέχρι το λαρύγγι του, να την οδηγήσει απαλά μέχρι τη στοματική κοιλότητα, νατηνωθήσει με δύναμη έξω από το έρκοςτωνοδόντων, και τελικά να την αφήσει ελεύθερη, μέσα στη φοβερά αποπνικτική ατμόσφαιρα του κυλικείου, όπου παρήγαγε έναν μοναδικό ήχο, εκτός από τις ασθμαίνουσες τσιρίδες του ψυγείου, και να την εκτοξεύσει τελικά στον άνδρα που καθόταν ακίνητος και βλοσυρός, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στον πάγκο του μπαρ:τρο-με-ρά, κατά τη γνώμη του, είπε ο Κόριμ, αργά αργά, και στο σημείο αυτό, σταμάτησε να μιλά, κι αυτή τη φορά, από την αλλαγή στο βλέμμα του το οποίο ξαφνικά συννέφιασε κι έγινε πιο αφηρημένο από ποτέ, ήταν σαφές 346
ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, από τον τρόπο που πρόφερε εκείνο το τρο-με-ρά, το μυαλό του είχε αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα, κι έστεκε εκεί, όρθιος, με άλλα λόγια δεν κατέρρευσε, παρόλο που η ισχυρή βαρυτική δύναμη που ασκούνταν στη δεξιά πλευρά του σώματός του, θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τον κάνει να σωριαστεί κάτω, στεκόταν όρθιος, με τη δεξιά πλευρά του σώματός του να στηρίζεται με δύναμη στο μπαρ, με το βλέμμα του καρφωμένο στα άδεια και θολά μάτια του άνδρα, σαν να έβλεπε αυτό που κοίταζε, ενώ, στην πραγματικότητα, δεν έβλεπε τίποτε, τον κοίταζε, κλυδωνιζόμενος ελαφρώς και στηριζόμενος από τον γερό πάγκο, τρο-με-ρά. Έχουνδιαφθείρει τον κόσμο-είπε, και μετά από ένα ολόκληρο λεπτό, τα μάτια του ξαναβρήκαν τη ζωντάνια τους, με άλλα λόγια, τα μάτια του ξαναβρή καν το παλιό τους χρώμα της ξεθωριασμένης λάσπης. Αλλά, ποιος ο λόγος να μιλήσει γι' αυτό, είπε, εφόσον εκείνοι έχουν καταστρέψει όλα όσα είχαν κατακτήσει, είχαν κατακτήσει τα πάντα, κηρύσσοντας έναν ατέλειωτο, ύπουλο πόλεμο, είχαν διαφθείρει τα πάντα, διότι, μόλις άγγιζαν κάτι -κι εκείνοι άγγιζαν τα πάντα-το διέφθειραν, κι αυτό συνέβαινε μέχρι να πετύχουντην απόλυτη νίκη, κατακτούσαν και διέφθειραν, διέφθειραν και μετά κατακτούσαν, έτσι προχωρούσαν μέχρι το τέλος, μέχρι τον ολοφάνερο θρίαμβό τους, έτσι, ή, για να είναι πιο ακριβής: άγγιζαν, διέφθειραν κι έτσι κατακτούσαν ή, μάλλον, άγγιζαν, κατακτούσαν κι έτσι διέφθειραν, δρώντας είτε κρυφά είτε στο φως της μέρας, είτε με δεξιοτεχνία είτε απροκάλυπτα, κι αυτό, επί αιώνες, και πάντοτε, πάντοτε βεβαίως, δρώντας με τον ίδιο τρόπο, με τον τρόπο των αρουραίων που είναι έτοιμοι να χιμήξουν, γιατί, φυσικά, για να εξασφαλίσουν μια ολοσχερή και τέλεια νίκη, έπρεπε το αντίπαλο στρατόπεδο, δηλαδή, κάθε μορφή ευγένειας, μεγαλείου και αριστείας, 347
να μην μπορεί, για λόγους που μόνο αυτοί γνώριζαν, να διεξαγάγει έναν αγώνα, να μην μπορεί, εξαιτίας και μόνο της παρουσίας τους, να αγωνιστεί για έναν πιο ισορροπημένο κόσμο, έπρεπε πάση θυσία να αποφύγουντη σύγκρουση, αλλά το αντίπαλο στρατόπεδο έπρεπε να εξαφανιστεί, να εξαφανιστεί, ενδεχομένως, μια για πάντα κάθε μορφή ευγένειας, μεγαλείου και αριστείας, να το εξαφανίσουν από τους αγώνες και από τη ζωή, δηλαδή, στη χειρότερη των περιπτώσεων, απ’όσο ξέρουμε, είπε ο Κόριμ, να προκαλέσουν την ολοσχερή και οριστική εξάλειψή του, για κάποιους μυστηριώδεις λόγους, τους οποίους μόνον οι ίδιοι γνώριζαν και δίχως να υπάρχει δυνατότητα να ανακαλύψουμε, ούτε το γιατί ούτε το πώς εκείνοι οι αρουραίοι, που καραδοκούν για να χιμήξουν, είχαν επιτύχει να νικήσουν και να εξουσιάζουν σήμερα τον κόσμο, γιατί, δεν υπήρχε πια ούτε μια γωνίτσα, ούτε μία χαραμάδα όπου μπορούσε να κρύψει κάποιος το οτιδήποτε από εκείνους, όλα τους ανήκαν, είπε ο Κόριμ με τη συνηθισμένη του ταχύτητα, ό,τι μπορούσε να αποκτηθεί, τους ανήκε, αλλά κι ένα μη αμελητέο μέρος όσων είναι αδύνατον να αποκτηθούν, γιατί στο εξής, ο ουρανός τους ανήκε, όπως επίσης και τα όνειρα, και οι στιγμές σιωπής μέσα στη φύση και, για να χρησιμοποιήσουμε και τη λαϊκή έκφραση, ακόμα κι αυτή η αθανασία τούς ανήκε -τουλάχιστον η αθανασία της χυδαιότητας και της ποταπότητάςτους- με άλλα λόγια, όπως λανθασμένα, αλλά δικαίως λένε οι πικρόχολοι, όλα είχαν χαθεί και μάλιστα για πάντα. Και η εξουσία, τα ηνία της οποίας κρατούσαν, συνέχισε χωρίς ανάπαυλα, δεν ήταν καθόλου αμελητέα, διότι, στηριζόμενοι στη θέση που κατείχαν καθώς και στην έκδηλη διεφθαρμένη τους ισχύ, φρόντισαν να υποβιβάσουντο περιεχόμενο και την κλίμακα των αξιών στο δικό τους επίπεδο, εφόσον μια τέτοια εξουσία δεν θα ήταν δυνατόν να επιβιώσει για πολύ, και είχαν, κατά τρόπο πολύ προμελετημένο, αντικαταστήσει με τη δική τους κλίμακα αξιών το σύνολο της κλίμακας των αξιών, με άλλα λόγια, χρίστηκαν οι ίδιοι σημαιοφόροι των αξιών των οποίων ήταν εντελώς ανάξιοι, κρατώντας πάντα τα μάτια 348
τους ανοιχτά και παρατηρώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια, προκειμένου να υποστηρίξουν, να ενισχύσουν, να διασφαλίσουν και έτσι να διαιωνίσουν από κάθε άποψη, αυτή την παγκόσμια ιστορική ανατροπή, αυτή την επανάσταση η οποία νόθευσε τις αξίες, και μαζί και το μέγεθος τους, το περιεχόμενό τους και τις αναλογίες τους. Παρόλο που το αντίπαλο στρατόπεδο ήταν αόρατο, και μάλιστα ανύπαρκτο, ο αγώνας τους για τη νίκη ήταν μακροχρόνιος, είπε, και κατά τη διάρκεια αυτού του μακροχρόνιου αγώνα είχαν καταλάβει ότι για να επιτύχουν μια άνευ όρων νίκη, δεν έπρεπε ούτε να καταστρέφουν ούτε να εξορίζουν ό,τι πήγαινε ενάντια στα σχέδια τους, αλλά να το απορροφούν και να το διαλύουν μέσα στην απεχθή χυδαιότητα του κόσμου τον οποίον εξούσιαζαν, να μην καταστρέφουν ούτε να εξορίζουν, για να χρησιμοποιήσει έναν αρχαϊκό όρο, το αγαθό και το μεγαλειώδες, είπε ο Κόριμ, αλλά να το οικειοποιούνται κι έτσι να το αλλοιώνουν, να μη λένε αφ' υψηλού «όχι», σ’ αυτό που ενσάρκωνε το καλό και το μεγαλειώδες, αλλά, με τους πλέον άτιμους υπολογισμούς, να λένε «ναι», να υποστηρίζουν, να προαγάγουν, να συντηρούν αυτό το καλό και το μεγάλο, είχαν καταλάβει ότι δεν έπρεπε να ποδοπατούν, να γελοιοποιούν, να αφανίζουν αυτές τις αξίες, αλλά αντιθέτως, να τις εξυμνούν, να τις διεκδικούν, να τις εκμεταλλεύονται, προκειμένου να δημιουργήσουν έναν κόσμο μέσα στον οποίον μόνον οι πιο μολυσμένοι από αυτούς θα είχαν μια μικρή πιθανότητα να εναντιωθούν και να προβάλλουν αντίσταση και, έτσι, να μας διαφωτίσουν για το πώς κατάντησαν την ανθρώπινη ζωή, μια ζωή, ...πώς να το πω..., διέκοψε τον μονόλογό του ο Κόριμ, ...πώς θα μπορούσε να εκφράσει τα πράγματα με μεγαλύτερη σαφήνεια... -φάνηκε να στοχάζεται για μια στιγμή - , ίσως επαναλαμβάνοντας αυτό που μόλις είπε, ...εκείνη τη σκληρή έλλειψη ευγένειας. Ασπαζόμενοι την υπόθεση του καλού και του μεγάλου, συνέχισε, με το βλέμμα καρφωμένο και δίχως να το μετακινήσει χιλιοστό από τον άνδρα στο μπαρ, είχαν μετατρέψει το καλό και το
μεγάλο, τα δύο πιο απεχθή πράγματα που υπάρχουν, αρκεί και μόνοννα προφέρεις σήμερα αυτές τις δύο λέξεις, και να γεμίσεις ντροπή, είχαν γίνει τόσο αξιοκαταφρόνητες, τόσο απωθητικές, πουαρκούσε να πεις «καλό» και «μεγάλο » για να σου έρθει η διάθεση να ξεράσεις, όχι εξαιτίας αυτού που σή μαιναν αυτές οι δύο λέξεις, όχι ( αρκούσε μόνο να τις προφέρεις ή να τις ακούσεις, αυτές τις δύο και πόσες ακόμα, και αυτό ήταν, τελείωσε! κάθε φορά που προφέρονται, οι θριαμβευτές κυρίαρχοι του κόσμου βολεύονται όλο και πιο πολύ στους θρόνους τους, είναι περισσότερο από ποτέ πιο σταθερά εδραιωμένοι στις θέσεις τους, γιατί ο δρόμος που οδηγούσε σ' αυτόν τον θρόνο ήταν στρωμένος μ' αυτές τις λέξεις, κλικ-κλακ, ντινντον, αντηχούσαν τα βήματα μέσα στην ιστορία του κόσμου, το βήμα της μικρής Κοκκινοσκουφίτσας, οι οπλές των αλόγων, οι τροχοί των αμαξών και τα πιστόνια των αυτοκινήτων, κλικ-κλοκ, τικ-τοκ, είναι απελπιστικό, είπε ο Κόριμ, επιβραδύνοντας και πάλι τον ρυθμό του, όχι, στην πραγματικότητα δεν ήταν αυτή η κατάλληλη λέξη, η λέξη «απελπιστικό», γιατί δεν υπήρχε έξοδος διαφυγής από αυτό το οποίο, στη σύλληψή του, ήταν με τον τρόπο του τέλειο, και αν λέγαμε ότι είναι απελπιστικό, αυτή η λέξη όχι μόνον δεν θα διατάρασσε τη λειτουργία του, αλλά θα ακόνιζε, θα εκλέπτυνε και θα στίλβωνε τον μηχανισμό του. Ένα σύστημα που αυτό-λαδώνεται, είπε ο Κόρι μ υψώνοντας ελαφρώς τον τόνο της φωνής του και στρέφοντας το βλέμμα του προς το ταβάνι, σαν να έλειπε φως, ενώ το φως ήταν σχεδόν αφόρητο.Όλο το ταβάνι ήτανγεμάτο μελαμπτήρεςνέον, οι μεν πολύ κοντά στουςδε, υπήρχαντουλάχιστονεκατό, από αριστερά προς τα δεξιά κι από δεξιά προς τ' αριστερά, τοποθετημένοι στη σειρά, σαν τάφοι στρατιωτών σε στρατιωτικό νεκροταφείο, δεν υπήρχε καθόλου ελεύθερος χώρος, και όλοι τους ανεξαιρέτως, ήταν αναμμένοι, και έφεγγαντόσο πολύ, ώστε όλο το κυλικείο να κολυμπά μέσα στο φως, όπως και ο άνδρας που καθόταν στον πάγκο του μπαρ, έχοντας την πλάτη γυρισμένη σε όλα, με ένα τσιγάρο στο δεξί του χέρι, και με το βλέμμα του καρφωμένο μόνο 350
στην άκρη του μπαρ ,όπως και ο Κόριμ δίπλα του, με τα μάτια του, χρώματος ξέθωρης λάσπης, καρφωμένα στον άντρα, ενώ οι λέξεις έβγαιναναπότο στόμα του, αργά, ασταμάτητα, με ακανόνιστο ρυθμό- όπως και το ζευγάρι των ζητιάνων που κάθονταν μέσα στο παράπηγμα δίπλα στις τουαλέτες, πίσω, στριμωγμένοι ο ένας κόντρα στον άλλο, σαν δύο λαμπτήρες νέον: ο γηραιός άνδρας χάιδευε το αριστερό χέρι της γυναίκας, η οποία δεντο τραβούσε, αλλά τοπρόσφερε στα χάδια του, και οι δυο ήταν καθισμένοι, κοιτάζονταν τρυφερά στα μάτια, και η ηλικιωμένη γυναίκα περνούσε πότε πότε το ελεύθερο χέρι της στα λιπαρά και ξεχτένιστα μαλλιά της για να τακτοποιήσει μια τούφα. Δεν τρελάθηκα - μια απειλητική σκιά φάνηκε στα μάτια χρώματος ξέθωρης λάσπης του Κόριμ - αλλά βλέπω τόσο καθαρά λες και είμαι τρελός. Και επιπλέον, πρόσθεσε, από τότε που είχε αρχίσει να βλέπει καθαρά, ο εγκέφαλός του είχε παραμείνει δεμένος στο κρανίο του,με τη μεταφορική έννοια φυσικά, ήταν μόνο μια εικόνα, αλλά ακριβώς επειδή έβλεπε τα πάντα τόσο ξεκάθαρα, είχε συνεχώς την εντύπωση ότι αυτοί οι σύνδεσμοι θα μπορούσαν να σπάσουν ανά πάσα στιγμή, κι έτσι μόλις που τολμούσε να κουνήσει το κεφάλι του, και το κρατούσε όσο το δυνατόν πιο όρθιο, ο άνδρας πρέπει να έχει παρατηρήσει αυτή τηνακαμψία του κεφαλιού του, ε, λοιπόν, οφειλόταν σ' αυτό, αλλά εντάξει, αυτό δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον, είπε με μια κάποια ενόχληση στη φωνή του, κατά τα άλλα, δεν ξέρει ούτε αυτός γιατί έθιξε αυτό το θέμα, καθώς δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος να παρεκκλίνει από την οδό που χάραζε, χωρίς αμφιβολία, ήταν λόγω της μέθης του, πράγμα που δεν μπορούσε να αρνηθεί, εφόσον ήταν ολοφάνερο ότι είχε ηττηθεί από τον αλκοολισμό, γιατί το σημαντικό ήταν να μπορεί να περιγράφει επακριβώς και με απλό και όσο γίνεται πιο κατανοητό τρόπο, τι ακριβώς συνέβη και να εξη351
γήσει ότι, στο ερώτημα, στο πρωταρχικής σημασίας ερώτημα, να μάθει γιατί τα πράγματα εξελίχθη καν έτσι, ε, λοι πόν, ήταν ανίκανος να δώσει την παραμικρή απάντηση, στις ερωτήσεις του τύπου: γιατί η ευγένεια δραπέτευσε από τον κόσμο; πού πήγε όλο εκείνο το ευγενές,το μεγαλειώδες και τοάριστο; προσωπικά, δεν μπορούσε να δώσει την παραμικρή απάντηση, και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, εφόσον όλα αυτά ήταν απολύτως ακατανόητα, κι έτσι, αφού δεν κατανοούσε το ακατανόητο, δεν του έμενε παρά να αποτολμήσει κάποιες υποθέσεις, κι αυτό έκανε, αλλά αυτό δεν τον οδήγησε πουθενά, απ' όποια γωνία και αν τα προσέγγιζε, έφτανε πάντα στο ίδιο σημείο, σε ένα σημείο, σε ένα άχαρο και ανούσιο σύνολο ιδεών και εξίσου ανούσιων εξηγήσεων, κι αν κατά καιρούς είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν στον σωστό δρόμο, το συμπέρασμα που προέκυπτε στο τέλος ήταν πάντα εξίσου έωλο, αφού αυτή η εξαφάνιση ή ο αφανισμός, ή όπως αλλιώς το λένε, ήταν ένα τόσο μυστηριώδες φαινόμενο που η κατανόησή τούτον ξεπερνούσε και, κατάτηνάποψή του, ξεπερνά και τον καθένα, ενώ το μόνο σίγουρο είναι ότι η εμφάνιση και η εξαφάνιση της ευγένειας στην Ιστορία ή, ακριβέστερα, η εμφάνιση και η εξαφάνιση της ευγένειας απέναντι σ’ αυτή την Ιστορία, ήτανένααπότα μεγαλύτερα αινίγματα της ανθρωπότητας, εφόσον το μόνο πράγμα για το οποίο μπορεί να είναι κανείς σίγουρος, είναι ότι η Ιστορία, μιλώντας μεταφορικά βεβαίως, αν και με μια κάποια υπερβολή, είναι μια ατέρμονη σειρά από αδιάκοπες μάχες και οδομαχίες, ίσως ακόμη και μια μόνο συνεχής μάχη ή οδομαχία, αλλά αυτή η Ιστορία, παρά την εκπληκτική εμβέλειά τής, παρά την εμφανώς απεριόριστη δύναμη της λάμψης της, δεν μπορούσε να περικλείει την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον κοινό άνθρωπο, είτε τον αιμοδιψή είτε τον δειλό, ο οποίος, συνηθισμένος από γεννησιμιού του στις οδομαχίες, προχωρούσε μέσα σ' αυτές, τρέχοντας ή έρποντας από το ένα καταφύγιο στο άλλο, ε, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος, διέθετε τουλάχιστον ένα χαρακτηριστικό πάνω στο οποίο η Ιστορία δεν είχε καμία δύνα352
μη, δηλαδή τη σκιά του, η σκιά δεν μετρούσε, της μέρας όπως κι αυτή της νύχτας, η σκιά ξέφευγε από τον εξαιρετικά περίπλοκο ιστό των οδομαχιών, ξέφευγε λοιπόν από την εξουσία της Ιστορίας, γιατί, πείτε μου, είπε ο Κόριμ, υψώνοντας το άδειο ποτήρι του προς τον άνδρα, ο οποίος ακόμη δεν έμοιαζε να έχει προσέξει, ή ακούσει το οτιδήποτε γύρω του, πείτε μου: πιστεύετε ότι είναι δυνατόν να πυροβολήσει κανείς μια σκιά; δεν υπάρχει περίπτωση, απάντησε στεγνά ο Κόριμ, μια σφαίρα δεν μπορεί να πετύχει μια σκιά, κι αυτό αρκεί, ήταν σίγουρος γι' αυτό, δήλωσε για να πείσει τον άνδρα στο μπαρ ότι αυτός, ο Κόριμ, κατανοούσε ότι κατανοούσε πολύ καλά την κατάσταση, η σφαίρα δεν μπορούσενα την πετύχει, τελεία και παύλα! αυτό αρκεί και με το παραπάνω για να αποδείξουμε ότι η σκιά του ανθρώπου δεν συμμετείχε στον εμφανώς σφαιρικό και εξαιρετικά περίπλοκο ιστό της Ιστορίας, τελεία! Αυτό αρκεί για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας, είναι περιττό να μπούμε σε λεπτομέρειες, είναι περιττό να προσπαθήσουμε να το αποδείξουμε, έτσι έχουν τα πράγματα, το θέμα έχει κλείσει, όσο δε για τη σκιά, η μόνη που μπορεί να την ορίσει και να την περιγράφει, να της δώσει νόημα, ήταν φυσικά - κι ακόμα μια φορά προσπάθησε με το άδειο ποτήρι του να κάνει αισθητή την παρουσία του στον μπάρμαν, ο οποίος, όπως έμοιαζε, είχε εξαφανιστεί, και μάλιστα οριστικά, από εκείνη τη σφαίρα της εκτυφλωτικά φωτεινής νύχτας, εγκαταλείποντας τη θέση του πίσω από τον πάγκο του μπαρ - ήταν φυσικά η ποίηση. Ποίηση και σκιά είπε, με δυνατή και πάλι φωνή, έθιξετο θέμα μόνο και μόνο για να τονίσει το γεγονός ότι υπήρχε κάτι που ο τρόπος λειτουργίας του ήταν υπεράνω της Ιστορίας, κάτι που, με τον δικό του τρόπο, αναιρούσε το τι πρέπει να θεωρούμε, υπό τη στενή έννοια του όρου, ως τρέχουσα εκδοχή της Ιστορίας, η οποία Ιστορία όφειλε τον θρίαμβό της στον δόλο εκείνων των αρουραίων, και αυτό το κάτι ήταν η ύπαρξη της ευγένειας, του μεγαλείου, της αριστείας, γιατί, μόνον οι έννοιες της ευγένειας, του μεγαλείου και της αριστείας μπορούσαν να αντιπαρατεθούν σ' αυτή την Ιστορία,
για τον πολύ σημαντικό λόγο ότι το ευγενές, το μεγαλειώδες και το άριστο ήταν τα μόνα που δεν προέκυπταν από αυτή την ιστορική διαδικασία, αυτή η συγκεκριμένη Ιστορία δεν ήξερε τι να κάνει μ' αυτά, είπε ο Κόριμ, μόνο για μια πιο ισορροπημένη εκδοχή της Ιστορίας, βασιζόμενης και στηριζόμενης στην ύπαρξη της ευγένειας, θα ήταν απαραίτητα όλα τούτα, ώστε να την αποτρέψουν από την ολέθρια τροπή που είχε λάβει και έχει και σήμερα και η οποία, με την τραγική έλλειψη κάθε μορφής ευγένειας και μέσα στον χαοτικό λαβύρινθο του χυδαίου υλικού κόσμου ο οποίος λυμαίνεται τα πάντα, ήταν, μέσα στο μυαλό των απεχθών εμπνευστών της, σίγουρη για τη νίκη της, διότι μέσα σ' αυτόν τον λαβύρινθο δεν μπορούσε παρά να κερδίσει και να τελειοποιήσει, ναλειάνει αυτή τη νίκη, μέχρι να φτάσει σε ένα σημείο απίστευτης και οριστικής τελειότητας. Το τσιγάρο στο χέρι του άνδρα είχε καεί ολοσχερώς, αφού όλη αυτή την ώρα, δεν είχε καπνίσει ούτε κουνήσει το χέρι του καθόλου, έτσι ώστε η στάχτη που μαζεύτηκε, να σχηματίζει ένα συμπαγές κομμάτι το οποίο, υπό το βάρος του, είχε αρχίσει να λυγίζει ελαφρώς, σχηματίζοντας, απότη βάση του φίλτρου, ένα μικρό τόξο με κλίση προς τα κάτω και ακριβώς πάνω από το σταχτοδοχείο. Για να το διατηρήσει σ' αυτή την κατάσταση, ο άνδρας χρειάστηκε, χιλιοστό με χιλιοστό, να σηκώνει το τσιγάρο και να το κρατά προσεκτικά σε οριζόντια θέση όσο καιγόταν, και ώσπου η στάχτη να είναι πια μια μακρόστενη γραμμούλα που κρεμόταν πάνω από το σταχτοδοχείο. Μόλις το τσιγάρο έφτανε στην οριζόντια θέση, περίμενε έως ότου καεί εντελώς και μείνει μόνο ένας σωρός από στάχτες στην άκρη του φίλτρου που κρεμόταν στον αέρα, ακριβώς πάνω από το σταχτοδοχείο, και μετά, όταν δεν είχε απομείνει πια τίποτε, έπρεπε να το κατεβάσει και με μικρά χτυπηματάκια να αφήσει τη στάχτη να πέσει μέσα στο σταχτοδοχείο και να διασκορπιστεί αμέσως, μη θυμίζοντας πια, παρά μόνον πολύ αμυδρά, την αρχική της μορφή, την κατάσταση της ευθείας γραμμής ολόκληρου του τσιγάρου, και αργότερα, το τόξο της καμπυλωτής στάχτης που είχε διαλυθεί σε μι354
κρούς κόκκους σκόνης. Στη συνέχεια, πέταξε το φίλτρο που είχε απομείνει, έβγαλε αμέσως ένα καινούργιο τσιγάρο και το άναψε. Και πάλι, πήρε μια βαθιά ρουφηξιά, πολύ βαθιά, κρατώντας τον καπνό μέσα στα πνευμόνια του για πολλή ώρα, τόση που παραλίγο να σκάσει. Στη συνέχεια, ο καπνός άρχισε να βγαίνει πολύ αργά, σαν μια λεπτή λωρίδα σύννεφου, ακριβώς όπως και την πρώτη φορά, και για ένα ή δύο δευτερόλεπτα που ο καπνός κάλυπτε το πρόσωπό του, έριξε το βλέμμα του πάλι εκεί που ήταν και πριν, πίσω από τον πάγκο του μπαρ, σαν να υπήρχε κάτι που τον υποχρέωνε να κοιτά ασταμάτητα αυτό το σημείο, κάτι το ασήμαντο, μια γρατζουνιά, μια πληγή ή, μάλλον, κάτι πιο συνηθισμένο, το τίποτα, απλώς μια αχνή δέσμη φωτός. Νους και Φώτιση, είπε ο Κόριμ. Και αυτό που εννοούσε μ’ αυτό, συνέχισε ατάραχος ο Κόριμ, ήταν η ακαταμάχητη εξουσία του νου και η μοναδική δύναμη φώτισης που αναπόφευκτα απέρρεε απ’ αυτόν, εκεί, σ' αυτό το «ακαταμάχητο» και «αναπόφευκτο» έπρεπε να αναζητηθεί η απαρχή αυτού που, κατά την άποψή του, οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Βεβαίως, αγνοούσε το τι συνέβη, πώς θα μπορούσε να το ξέρει, το θέμα, εντελώς λογικά, υπερέβαινε τις δυνατότητες ενός αρχειοφύλακα που εργαζόταν στα βάθη της ουγγρικής επαρχίας, έβρισκε ήδη εξωφρενικό, σκεπτόμενος αυτούς τους αιώνες εφιαλτικής θριαμβευτικής πορείας, να βλέπει πώςονους είχεαφαιρέσει βήμα βήμα και ανελέητα από την ανθρωπότητα εκείνο που δεν υπήρχε, και πώς την απογύμνωσε από οτιδήποτε είχε λανθασμένα, αλλά εύλογα, θεωρήσει ως υπαρκτό, με άλλα λόγια, πως διαμέλισε αδίστακτα ολόκληρο τον κόσμο, έως ότου βρέθηκε ο κόσμος ξαφνικά εντελώς διαμελισμένος, από τη μια με την απίστευτη δύναμη δημιουργίας του νου, και από την άλλη με τα φονικά, καταστρεπτικά ένστικτα του φωτός του, γιατί, εάν η δημιουργική δύναμη του νου
μπορούσενα θεωρηθεί εκπληκτική, η δύναμη της φονικής καταστρεπτικής δύναμης του φωτός του ήταν ακόμα πιο εκπληκτική, εφόσονη καταιγίδα που προκλήθηκεαπότοννου, σάρωσετα πάντα στο πέρασμά της, όλα εκείνα πάνω στα οποία βασιζόταν ο κόσμος μέχρι τότε, ερήμωσε τα θεμέλια του κόσμου, διακηρύσσοντας μάλιστα πως αυτά τα θεμέλια ήταν ανύπαρκτα, πως δεν υπήρξαν ποτέ και πως δεν είχαν καμιά πιθανότητα πια να αναγεννηθούν από την ανυπαρξία τους, σε κάποιο μακρινό μέλλον, μάταια προσδοκώμενο. Η απώλεια, σύμφωνα με τον Κόριμ, ήταν τεράστια: τεράστια, ακατανόητη και αξεπέραστη.Όλα όσα συνιστούσαν την ευγένεια, το μεγαλείο, την αριστεία είχαν μείνει καρφωμένα στη θέση τους, εάν του επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει αυτή την έκφραση, είχαν μείνει καρφωμένα στη θέση τους εκείνη τη στιγμή, η πραγματική εμβέλεια της οποίας ήταν ακόμα ασύλληπτη, και χρειάστηκε να συνειδητοποιήσουν αυτό που δεν υπήρχε και δεν υπήρξε ποτέ. Χρειάστηκε καταρχάς, και για να ξεκινήσουν από το ύψιστο, να κατανοήσουν και να αποδεχτούν το γεγονός ότι δεν υπήρχε ούτε Θεός ούτε θεοί, να τι έπρεπε να κατανοήσουν αμέσως όλοι εκείνοι που ενσάρκωναν την ευγένεια, το μεγαλείο, την αριστεία, να το κατανοήσουν και να το αποδεχτούν, όμως, κατά την άποψή του, είπε ο Κόριμ, ήταν ανίκανοι, πολύ απλά, δεν μπορούσαν να το κατανοήσουν και να το πιστέψουν, ναι, να το συνειδητοποιήσουν ναι, αλλά όχι να το κατανοήσουν, κι έμειναν καρφωμένοι στη θέση τους, δίχως να κατανοούν και δίχως να το αποδέχονται, και πολύ γρήγορα θα έπρεπε να είχαν περάσει στο επόμενο στάδιο, δηλαδή να αναγνωρίσουν ότι, εφόσον δεν υπήρχαν ούτε Θεός ούτε θεοί, τότε δεν υπήρχε ούτε καλό ούτε μεγάλο, αλλά δεν αντέδρασαν, τουλάχιστον αυτός, ο Κόριμ, έτσι έβλεπε τα πράγματα, πως δίχως Θεό και δίχως θεούς ήταν, πολύ απλά, ανίκανοι να αντιδράσουν, μέχρι τη στιγμή που κάτι, πιθανώς αυτή η καταιγίδα την οποία προκάλεσε ο νους, τους παρέσυρε στο διάβα της, και τότε, εντελώς ξαφνικά, κατάλαβαν και αντιλήφθηκαν ότι, αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε, ούτε 356
αυτοί υπήρχαν. Κατά τη γνώμη του, είπε ο Κόριμ, ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που άρχισε η εξαφάνισή τους από την Ιστορία, ή μάλλον, από ιστορική άποψη, τότε ξεκίνησε ο αργός αφανισμός τους, εφόσον αυτό συνέβη τελικά, είχαν αργοσβήσει, είχαν γίνει στάχτες, όπως μια φωτιά στο βάθος ενός κήπου, ...αυτή η εικόνα που του ήρθε ξαφνικά στο μυαλό, αυτή η εικόνα της εγκαταλελειμμένης φωτιάς μέσα σ’ έναν κήπο, τον τάραξε, ξαφνικά είχε τη φρικτή αίσθηση πως δεν επρόκειτο, ίσως, για μια αργή διαδι κασία εμφάνισης και εξαφάνισης, αλλά για ένα ξαφνικό φαινόμενο εμφάνισης και εξαφάνισης, που κανείς δεν μπορούσε πραγματικά να το γνωρίζει, και κυρίως όχι αυτός, αντιθέτως, γνώριζε με απόλυτη σιγουριά το πώς οι κυρίαρχοι του κόσμου, είχαν πάρει σιγά σιγά, αλλά μια για πάντα, τα ηνία της εξουσίας στα χέρια τους, στηριζόμενοι σε ένα σατανικό τέχνασμα παρασιτικής συμμετρίας: ενόσω μια τάξη εξασθενούσε σταδιακά και αποσυντίθονταν και διαλυόταν, μια άλλη αποκτούσε δύναμη, επιβαλλόταν και τελικά αποκτούσε τον πλήρη έλεγχο· ενώ οι μεν αναδιπλώνονταν σιγά-σιγά στον εαυτό τους μέχρι να περιπέσουν στην ανωνυμία, οι δε αναδύονταν στην επιφάνεια· ενώ οι μεν υφίσταντο αλλεπάλληλες ήττες, οι δε συσσώρευαν νίκες, ήττα-νίκη, ήττα-νίκη, να πώς είχαν συμβεί τα πράγματα, να πως οι μεν εξαφανίστηκαν δίχως να αφήσουν ίχνη, ενώ οι δε σφετερίζονταν, δίχως αιδώ, τον θρόνο, όσο για τον ίδιο, μια ωραία μέρα, χρειάστηκε να παραδεχτεί πως είχε κάνει λάθος, βαρύ λάθος, αρνούμενος αυτή τη ριζική ανατροπή και κάθε ενδεχόμενο μιας τέτοιας ανατροπής στον κόσμο, λάθος, γιατί αυτή η ριζική ανατροπή στον κόσμο είχε, πολύ απλά, συντελεστεί και ήταν μη αναστρέψιμη. Μέσα στο παράπηγμα, στο βάθος της αίθουσας, ο γέρος ζητιάνος άφησε το χέρι της γυναίκας. Μόνο για μια στιγμούλα, γιατί αμέσως μετά το τράβηξε προς το μέρος του κι άρχισε να φιλά με πάθος το ξεδοντιασμένο της στόμα. Η ηλικιωμένη γυναίκα δεν είχε προβάλλει καμία αντίσταση, χωρίς όμως και να δείχνει ότι συναινεί σε κάτι τέτοιο. Έδινε μάλλον την εντύπωση πως ξαφνικά, είχε χάσει τις δυνάμεις
της, σαν πληγωμένο πουλί: με το κεφάλι γερμένο πίσω, τα μάτια διάπλατα ανοιχτά, με τα μπράτσα της να κρέμονται αδύναμα, σαν φτερά, στις δυο πλευρές του σώματος, με άλλα λόγια ήταν σαν να είχε καταρρεύσει, υπό αυτόν τον ασφυκτικό κλοιό, μέσα στο πανωφόρι της, που, όταν ο άνδρας την τράβηξε προς το μέρος του, είχε μαζευτεί γύρω από τον λαιμό της, γεγονός που προκαλούσε μια περίεργη εντύπωση· και πράγματι, αυτή η ξαφνική περίπτυξη, έκανε το πολύ μεγάλο για τις διαστάσεις της πανωφόρι, να γλιστρήσει, ο γιακάς είχε περάσει πάνω από το κεφάλι της, η περίπτυξη είχε βυθίσει το κεφάλι μέσα στον γιακά, και το υπόλοιπο σώμα της έμοιαζε με αντικείμενο μέσα σε σακί, από μακριά, είχε κανείςτην εντύπωση ότι ο άνδρας αγκάλιαζε ένα τεράστιο παλτό, και μόνο μετά από ώρα μπορούσε να δει ότι υπήρχε κάτι μέσα στο παλτό, γιατί μια τούφα μαλλιά εξείχε από τον γιακά, καθώς κι ένα κοκκαλιάρικο πρόσωπο, τουλάχιστον ένα μάγουλο, που εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν μέσα στο εκτυφλωτικό φως κι ενώ ο γέρος το φιλούσε με τη γλώσσα του παθιασμένα. Φεγγάρι, κοιλάδα, πάχνη, θάνατος. Πίσω απ’τον πάγκο, το ψυγείο τραντάχτηκε και έβγαλε έναν δυνατό συριγμό, σαν να ετοιμαζόταν να παραδώσει το πνεύμα, αλλά τελικά, αγκομαχώντας και τσιρίζοντας, ξανάρχισε να λειτουργεί, και τα μεγάλα μπουκάλια κόκα κόλα που, αναμφίβολα, εξαιτίαςτου τραντάγματος βρέθη καν στρι μωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο πάνω στο ψυγείο, άρχισαν να συγκρούονται μεταξύ τους, και να κουδουνίζουν στον ρυθμό των δονήσεων. ΑΑια ιστορική καμπή! δήλωσεο Κόριμ, καθώς οι τέσσερις λέξεις μέσα στο κεφάλι του, σαντέσσερις κουρούνες που έκαναν κύκλους στον σκοτεινό ουρανό, άφηναν να τις ρουφά αργά αργά ο ορίζοντας που αργόσβηνε στο βάθος.
358
Μια ιστορική καμπή σε παγκόσμια κλίμακα, είπε, και ταυτοχρόνους με αυτήν την άκρως σοβαρή πρόταση, καισαννα ήθελε να τεκμηριώσει τα λεγόμενό του, άλλαξε την άρθρωσή του, μια αλλαγή κανονική και προβλεπόμενη, που οφειλόταν στην ολέθρια και ανεξέλεγκτη επίδραση του αλκοόλ, μια ρωγμή δημιουργήθηκε κάπου ανάμεσα στον εγκέφαλο, τον λάρυγγα και τη γλώσσα του, η οποία προκάλεσε μια αλύπητη λεκτική ανισορροπία. Γιατί, ενώ οι λέξεις μέχρι τώρα έσπαγαν σε ανεξάρτητες συμπαγείς συλλαβές, άρχισε τώρα μια αντίστροφη κίνηση, η οποία προκάλεσε κυκλοφοριακή συμφόρηση των συλλαβών, και η δύναμη η οποία μέχρι τώρα εξασφάλιζε μια δήθεν τάξη και πειθαρχία, εξέπνευσε σύντομα και δεν απέμεινε παρά μόνο μια πικρή αναγκαιότητα να εκφράσει μέχρι τέλους, μετά από τρεις άτυχες μέρες που τις πέρασε αναζητώντας τις ουράνιες αρχές, αυτό που είχε να πει, πράγμα που έπρεπε οπωσδήποτε να γνωρίζει ο απεσταλμένος αυτής της ουράνιας εξουσίας, τον οποίο βρήκε επιτέλους, να του το πει όπως μπορούσε, δηλαδή, στοιβάζοντας τις συλλαβές τη μια πάνω στην άλλη, όπως σε ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα, όταν η μηχανή του τρένου πέφτει πάνω στα σταματημένα βαγόνια, με την ελπίδα πως ο ακροατής του και συμβολαιογράφος-ουρανού και γης-ο οποίος έχει αναλάβει να μεταφέρει τα λόγια του, θα μπορούσενα μαντέψει ότι «στρκμπή»σήμαινε «ιστορική καμπή» και πίσω από το «πγκμκλακα» να αναγνωρίσει την «παγκόσμια κλίμακα». Έ... ξα... μμτιά... στμλον... πουχμ... μρόζμας... δήλωσε ο Κόριμ με το νέο του ρητορικό ύφος. Πράγμα που σήμαινε ότι η θεία φώτιση του διέλυσε πλήρως τις αυταπάτες, του είχε ανοίξει τα μάτια, και ότι «είχε δει το μέλλον που μας περίμενε», ένα μέλλον που τον είχε, για να συμπυκνώσει τη σκέψη του σε μια μόνο λέξη, είπε, υψώνοντας τον τόνο της φωνήςτου, γεμίσει φρίκη. Φρίκη, επανέλαβε με την ίδια χροιά στη φωνή του 359
και τσακισμένος, γιατί, αν είχε εξηγήσει προηγουμένως πως το καλό και το μεγάλο είχαν ηττηθεί μετά από μια απεχθή εξέγερση, τώρα που έχει διαβλέψει αυτό το μέλλον, οφείλει να αποκαλύψει ότι σ' αυτό το μέλλον το οποίο προέκυψε απ' αυτή την εξέγερση, το καλό και το μεγάλο θα εξέλειπαν, όχι μόνο ως πραγματικότητες, αλλά και ως κριτήρια, με άλλα λόγια, συνέχισε με μια ολοένα και μεγαλύτερη ένταση στη φωνή του, σύμφωνα με όλα όσα είδε, το καλό και το μεγάλο, δεν θα υποσκελίζονταν στο μέλλον από το κακό και την ποταπότητα, όχι, θα υπήρχε κάτι το ριζικά και απίστευτα διαφορετικό, στο μέλλον αυτό το κακό θα ήταν, όπως και το καλό, απόν-τουλάχιστον αυτό είχε διαπιστώσει ο Κόριμ, όταν, με τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά, είχε δει κάτι σαν, όπως λέμε, όραμα για το σκοτεινό μέλλον, αφού είχε κοιτάξει, είχε ψάξει, δίχως να βρει κάτι, αφού τα κριτήρια που χρησίμευαν ως μέτρο για να μετρηθεί η αξία του αγαθού, του μεγάλου, του κακού, της ποταπότητας, και για να κριθούν οι πράξεις και οι σκέψεις, αυτά τα ήδη θολά και κενά ουσίας κριτήρια, εδώ και αιώνες -το ποτήρι άρχισε πάλι να τρέμει στο χέρι του-, είχαν εκπνεύσει μέσα σ' αυτό το μέλλον, είχαν ξεπεραστεί, για να χρησιμοποιήσουμε μια λίγο χυδαία εικόνα, η ημερομηνία τους είχε λήξει όπως τα χαλασμένα προϊόντα μέσα στον χώρο κατάψυξης ενός κρεοπώλη, κι όταν το είχε ανακαλύψει αυτό, όταν αυτή η πραγματικότητα είχε φτάσει στον εγκέφαλό του ο οποίος κρατιόταν στο κρανίο του με συνδέσμους, είχε νιώσει τσακισμένος και παντελώς εκμηδενισμένος, γιατί είχε δει να εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά του ένας χάρτης του κόσμου απείρωςλυπηρός, είχε δει μια ολόκληρη ήπειρο να καταποντίζεται, την πραγματική Ατλαντίδα, η οποία, εφεξής, θα ήταν πραγματικά και για πάντα χαμένη.Ήταν ένας τσακισμένος άνθρωπος που τα έλεγε αυτά, τσακισμένος, είπε ο Κόριμ χαμηλώνοντας τη φωνή του, και, θέλοντας να διαλύσει κάθε ενδεχόμενη αμφιβολία για το πρόσωπο που εννοούσε, έδειξε, με το άδειο ποτήρι, τον εαυτό του. Ηχειρονομία αυτή, που είχε ως αποτέλεσμα, ν’αφήσει τον πάγκο του μπαρ και να ξαναβρεί την ισορροπία του, ήταν 36ο
πιο πλατιά απ’ ό,τι μπορούσε κανείς να προβλέψει, τόσο πλατιά που έμοιαζε να θέλει ν’ αγκαλιάσει όλη την αίθουσα, μια αίθουσα, όπου κανένας δεν μπορούσε να αισθάνεται ότι αυτή η χειρονομία τον αφορά, αφού ο συνομιλητής του στεκόταν πάντα πετρωμένος να ατενίζει τον καπνό του τσιγάρου του, όσο δε για το ζευγάρι των ζητιάνων, έμοιαζαν να είχαν γλιστρήσει οριστικά έξω από τη χωρική πραγματικότητα του κυλικείου. Τα κασκόλ τους ήταν τώρα πεταμένα στο πάτωμα, τα βαριά πανωφόρια τους ήταν ανοιχτά και οι ίδιοι δεν ήταν πια καθιστοί, αλλά μέσα στο αμείωτο πάθος τους, είχαν γείρει σε μια μάλλον οριζόντια θέση. Ο γέρος ήταν πάνω από τη γυναίκα και το μουστάκι και το μούσι του ήταν μούσκεμα από τα σάλια. Φιλούσε τη γυναίκα λαχανιασμένος, την έσφιγγε με όλη του τη δύναμη, χαλαρώνοντας μόνο για μια στιγμή το αγκάλιασμα για να την αρπάξει ξανά αμέσως, παρασύροντάς την στα κύματα του κορυφωμένου πόθου του, κυριεύοντάςτην με ακόμη πιο σπασμωδική ορμή. Η γριά δεν έμοιαζε πια με πληγωμένο πουλί, αλλά συμπεριφερόταν σαν ένα πουλί οριστικά νεκρό, που κρεμόταν αδρανές στην αγκαλιά του άνδρα, σαν κάποιος που λιποθύμησε και προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν, αδύναμη, τόσο αδύναμη και παραιτημένη όσο μια υπηρέτρια που υποκύπτει στις επιθυμίεςτου αφεντικού της, αλλά όταν οι περιπτύξεις και τα φιλιά είχαν γίνει πιο πιεστικά, πιο παθιασμένα, πιο πνιγηρά, εκείνη είχε νιώσει υποχρεωμένη να βγει από την παθητικότητά της και να ανταποκριθεί, έστω και με μια ασήμαντη χειρονομία, στο φλογερό του πάθος, κι έτσι, πολύ σιγά, ύψωσε το αριστερό της χέρι που ακουμπούσε στο πάτωμα, για να χαϊδέψει νωχελικάτοπρόσωποτου άνδρα.Όμως, επειδή το χέρι της στο άγγιγμα του προσώπου του σκόνταψε δυο φορές στα τεράστια σπυριά, έμεινε μετέωρο, σαν να δίσταζε μπροστά σ' αυτή την αντίφαση μεταξύ σπυριών και χαδιών, και μετά απ' αυτή την πρώτη αντίδραση, έγειρε, ξανάπεσε αναποφάσιστο, πέρασε από τον λαιμό, το στήθος, το στομάχι, σταμάτησε στα μισά του δρόμου μεταξύ προσώπου και πατώματος, και στη συνέχεια, γλίστρησε 36ι
ανάμεσα στα δύο μπλεγμένα μεταξύ τους σώματα, περίπου στο ύψος της κοιλιάς του άνδρα, πριν κατεβεί λίγο πιο κάτω, να ψάξει ψαχουλεύοντας το άνοιγμα του παντελονιού για να φτάσει, διστάζοντας κάπως, στο πέος του που βρισκόταν σε στύση. Τα κασκόλ είχαν πλέον πατηθεί κάτω από τα κορμιά τους και τα πόδια τους κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις, ψάχνοντας να βρουν ένα στήριγμα ή τεντώνονταν και κλωτσούσαν προκαλώντας ζημιά στις πλαστικές σακούλες. Καμιά δεν άδειασε εντελώς, αλλά όλες άφησαν να ξεφύγουν κάποια πράγματα, σαν ένας ψωριάρης σκύλος που τον χτύπησε αυτοκίνητο και αφήνει στη θέα όλων ένα μέρος από τα εντόσθιά του, από τη μια έβγαινε ένα μανίκι λιγδιασμένου πουκάμισου, από την άλλη, το φθαρμένο καλώδιο από ένα ηλεκτρικό σίδερο σιδερώματος, από μια τρίτη, οι ζώνες από μπουρνούζια, από την τέταρτη, πόμολα από πόρτες δεμένες σε κρίκους, από την πέμπτη, λιγδιασμένα εσώρουχα, απότηνέκτη, δυο κιτρινισμένα χριστουγεννιάτικα στεφάνια και άλλα πολλά, από την έβδομη μέχρι την ενδέκατη, τα ξύλινα στηρίγματα από ρολά τουαλέτας, ένα πραγματικό χάος λίγδας επικρατούσε γύρω από τα πόδια τους που τα φώτιζε ένα φωτοστέφανο, και αυτό το χάος, μέσα σ' αυτό το λιγδιασμένο μισοσκόταδο, σφράγιζε οριστικά τη θέση των κατόχων αυτών των ποδιών, τα αποσπούσε από τη χωρι κή πραγματικότητα του κυλικείου, σαν αυτό το κυλικείονα μην υπήρξε ποτέ γι’ αυτούς, για να τους μεταφέρει σε μια άλλη πραγματικότητα, σαν άρρωστους γόνους που ρίζωσαν και μεγάλωσαν μέσα σ' αυτόν τον σωρό από σκουπίδια, και που συνέχιζαννα μεγαλώνουν λεπτό προςλεπτό, μετα πόδια τους να τσαλαβουτούν αναπόφευκτα μέσα σ’ αυτό το σωρό απορριμμάτων, ενώ οι περιπτύξεις τους, τα μπερδεμένα μεταξύ τους σώματα, απλώνονταν με τρόπο ακόμα πιο θολό, σαν μια σκιά που τεντώνεται ανάμεσα στα ξεραμένα και μπερδεμένα κλαδιά μιας απερίγραπτης ερωτικής ορμής, που τους είχε κυριεύσει ξαφνικά και τους δυο. Ήταν πλέον ξαπλωμένοι στο πάτωμα, με το τραπέζι να τους προστατεύει από τα βλέμματα των ανδρών στο μπαρ, οι οποίοι, 362
στη θέα ενός αγκώνα που εμφανιζόταν μυστηριωδώς, μπορούσαν να μαντέψουν στο περίπου τι είχε συμβεί. Ο άνδρας στο μπαρ έσβησε τη γόπα του και άναψε ένα νέο τσιγάρο. Άγγλμου αγμένεΙ... ο Κόριμ έγειρε προς το μέρος του. Ό,τχα... βρίταν... σεκήτην... Ατλίδα! Με άλλα λόγια, ό,τι είχε και δεν είχε βρισκόταν σ' εκείνη την Ατλαντίδα, όλα όσα είχε, είπε επανειλημμένα, βάζοντας κάθε φορά τον τόνο και σε άλλη λέξη, και μετά, τεντώθηκε, ισορρόπησε ακουμπώντας το χέρι του στον πάγκο του μπαρ και φρόντισε, καταβάλλοντας τεράστιες προσπάθειες, γιατί είχε φτάσει σ’ ένα ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο της ομιλίας του, να μηνξεφύγει από αυτόν τον ψυχρό και αποστασιοποιημένο τόνο. Πράγματι, με την πολύ προσωπική του συλλαβική συναίρεση, που μόνον ένας συμβολαιογράφος ουρανού και γης θα ήταν ικανός να αποκωδικοποιήσει, εξέφρασε τη δυσκολία για κείνον να συνεχίσει σ' αυτόν τον αποστασιοποιημένο τόνο, και έπρεπε να γνωστοποιήσει τη φρικτή γεύση από την οποία ήτανδιαποτισμένη κάθε λέξη που θα πρόφερετώρα, τη στιγμή της οδυνηρής απογραφής όλων εκείνων που είχε χάσει στηνΑτλαντίδα. Και, ξεκινώντας από τις αυγές και τα απογεύματα, τα βράδια, τις νύχτες, όλες τις υπέροχες και αλησμόνητες φθινοπωρινές και εαρινές μέρες, όλα αυτά που αποτελούσαν την αθωότητα, την εντιμότητα, την ενσυναίσθηση, εκείνες τις άκρως συγκινητικές χιλιάδες παλιές ιστορίες έρωτα και ελευθερίας, την ασφάλεια της παντοτινής διάρκειας στα βλέμματα, -που απομακρύνονται και πλησιάζουν, που αφυπνίζονται ή βυθίζονται στον ύπνο-τα παιδιά και τους ερωτευμένους, όλα αυτά, είπε, δεν μπορούσε να τα εκφράσει με λέξεις, όπως δεν μπορούσε να εκφράσει με λέξεις και την οδύνη για το ότι είχε απολέσει και δεν μπορούσε πια να επικαλείται αυτό που μας θάμπωνε, μας συγκινούσε και φαινόταν αιώνιο, πολύ απλά, το βάθος αυτής της οδύνης δεν μπορούσε να το περι363
γράψει, μπορούσε μόνο να το θίξει με κάποιες λέξεις, να το υπαινιχθεί, γι' αυτό και ο Κόριμ, θα το έθιγε, θα έλεγε γΓ αυτό απλώς κάποιες λέξεις, θα έκανε μόνο κάποιον υπαινιγμό, θα έλεγε πόσο αυτή η οδύνη ήταν βαθιά, πόσο πολύ πονούσε.Έπρεπε να το ομολογήσει, ομολόγησε, ότι όταν αποφάσισε να λογοδοτήσει γι' αυτή τη μοιραία ανατροπή της εξελικτικής πορείας της ανθρωπότητας, ενώπιον εκείνου που για τον ίδιο αντιπροσώπευε την ύψιστη αρχή, όταν είχε αποφασίσει να προειδοποιήσει τους ουράνιους ενοίκους, ότι εδώ κάτω το καλό είχε φτάσει στο τέλος του, όπως και ο χρόνος που του απέμεινε για να το ανακοινώσει, ήλπιζε μέσα του να είναι σε θέση να περιγράφει τη θανάσιμη πληγή που είχε σπαράξει την ψυχή του, εκείνο το χτύπημα που τον είχε ταυτοχρόνως καταδικάσει στη μελαγχολία και στην καταδίωξη, σαν μια προσωπική τιμωρία που την επέβαλλε η μοίρα ή το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει επειδή συνειδητοποίησε αυτή την πραγματι κότητα. Και ήξερε πως ήρθε η στιγμή, έφτανε στο τέλος του λόγου του, και πως, από την πλευρά του, ένιωθε έτοιμος. Δεν ήταν πια απολύτως τίποτε, δεν είχε στην κατοχή του πλέον τίποτε, ούτε καν ένα μέρος όπου, πώς να το πει, να στοιβάξει όλαόσαείχεχάσει, κανένα μέσονγια να ενταφιάσει τις προσωπικές του αναμνήσεις, εφόσον όλα είχαν βουλιάξει δίχως να αφήσουν ίχνη, όσο δε για την πίστη του σε μια ανώτερη δύναμη, τόσο ριζωμένη άλλοτε μέσα του, είχε παρασυρθεί κι αυτή από το πελώριο κύμα που καταπόντισε την Ατλαντίδα, μελίγαλόγια, είπε, ένιωθε, ήξερε, ότι είχε φτάσει για κείνον ο καιρός των εξομολογήσεων, αλλά ήταν ανίκανος να μιλήσει. Κι αυτός ο προσωπικός πόνος, αυτό το αίσθημα καταδίωξης, αυτή η μελαγχολία, οφείλονταν μόνο κατά ένα μέρος στην πικρή απώλεια εκείνων που μόλις είχε περιγράφει, για παράδειγμα, στην οδυνηρή απώλεια του θαμπώματος που εμψύχωνε τα πρωινά του, τα βράδια του και φώτιζε τα βλέμματα, στην απώλεια των συγκινητικών ιστοριών και της ενδελέχειας των πραγμάτων, επειδή ο πόνος του ήταν αποτέλεσμα και του-ειρήσθωενπαρόδω-απίστευτου γεγονότος ότι τα πρωινά αυ-
364
τά καθ'εαυτά είχαν παρέλθει, ότι όλες οι ιστορίες, όλα τα βλέμματα είχαν σβηστεί, ακόμα και τα άσχημα πρωινά, τα άσχημα βράδια, οι άσχημες ιστορίες και τα άσχημα βλέμματα, γιατί το καλό παρέσυρε μαζί του στην πτώση του και το κακό, και μια ωραία μέρα, τη στιγμή που ξυπνούσε ή έπεφτε για ύπνο, χρειάστηκε να διαπιστώσει πως δεν είχε πλέον κανένα νόημα να κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στο ξυπνώ και στο πέφτω για ύπνο, ανάμεσα σε ένα πρωί και σ' ένα άλλο, ανάμεσα σ’ ένα βράδυ ή κάποιο άλλο, εφόσον αυτή η διαφορά, από τη μια μέρα στην άλλη, είχε εξαφανιστεί, και τότε ο κόσμος είχε καταλάβει, τουλάχιστον αυτός. ο Κόριμ, πως δεν υπήρχε παρά ένα και μοναδικό πρωί, ένα και μοναδικό βράδυ, κι αυτό το μοναδικό ήταν η τύχη του καθενός, κι ότι όλοι μοιράζονταν το ίδιο πρωινό, το ίδιο βράδυ, την ίδια ιστορία, το ίδιο βλέμμα, όσο δε για το θάμπωμα, τη συγκίνηση και την ενδελέχεια των πραγμάτων, κανείς πια δεν τα μοιραζόταν, επειδή, πολύ απλά, έπαψαν να υπάρχουν, και ο πόνος ήταντόσο μεγάλος που μπορούσε κανείς να αρχίσει να πιστεύει πως δεν υπήρξαν ποτέ. Με άλλα λόγια, συνέχισε ακάθεκτος ο Κόριμ, από τη φωνή του οποίου ένιωθε κανείς, στιγμές στιγμές πως άρχιζε να σπάει, πως οι σκέψεις του τον οδηγούσαν σε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο έδαφος, ενάντια στο οποίο δεν μπορούσε να αντισταθεί, με άλλα λόγια, είπε, τα πρωινά και οι βραδιές, οι ιστορίες και τα βλέμματα, για τον ίδιο έπαψαν να υπάρχουν, μικρή σημασία είχε ο χώρος, πάντα βρισκόταν στο πουθενά, με άλλα λόγια, είπε, και η φωνή του έσπασε και πάλι, με λύπη του ανακοίνωνε ότι ενσάρκωνε τον άνθρωπο του μέλλοντος, γιατί ζούσε ήδη μέσα σ’ αυτό, ένα μέλλον από το οποίο, το να ανακαλεί το παρελθόν και να μιλά για την απώλεια αυτή ήταν αδύνατον, εκεί δεν εισακούονταν καμία ομιλία, διότι στη νέα γλώσσα, όλα έπρεπε να είναι ψέμα, κυρίως όταν έπαιρνε το ρίσκο να μιλήσει για τα πρωινά και τις βραδιές, ή ακόμα για τις ιστορίες και τα βλέμματα, ή ακόμα περισσότερο για το θάμπωμα, τη συγκίνηση, την ενδελέχεια. Υπό τις συνθήκες αυτές, είπε ο Κόριμ, γι’ αυτόν που έβλεπε καθαρά πως αυτή η τραγική εξέλιξη του κό3 ^5
σμου δεν οφειλόταν σε υπερφυσι κές δυνάμεις, ούτε σε κάποια θεϊκή τιμωρία, αλλά ήταν έργο μιας συμμορίας άθλιων υποκειμένων, δεν του έμενε τίποτα άλλο, από το να κάνει κάτι ακόμα πριν ολοκληρώσει την ομιλία του, να επωφεληθεί από τον λίγο χρόνο που του απομένει, για να εκτοξεύσει εναντίον τους τη φοβερότερη και την πλέον σκληρή κατάρα, να βρει, εφόσον δεν μπορεί να δράσει μέσα στην πραγματικότητα, τις πιο ισχυρές λέξεις για να τους καταραστεί, να υποχωρήσει το έδαφος κάτω από τα πόδια αυτών των βδελυρών υποκειμένων, να πέσει ο ουρανός στα κεφάλια τους και να εκπληρωθούν όλες οι κατάρες που έπεσαν επάνω τους. Καταραμένοι να είναι! Είπε με τρεμάμενη από τη συγκίνηση φωνή, καταραμένα να είναι αυτά τα μιαρά και διεφθαρμένα πλάσματα, να στεγνώσει η σάρκα τους και να γίνουν σκόνη τα οστά τους! Τους καταριόταν τώρα και για πάντα: να προετοιμαστούν για την καταστροφή, να δουν τους γιους τους, τα ορφανά τους, τις χήρες τους να περιπλανώνται αιωνίως πάνω στη γη, όπως περιπλανιόταν κι αυτός, πεινασμένος, αγχωμένος, μέσα στον γνόφο της νύχτας, εγκαταλελειμμένος από όλους. Καταριόταν εκείνους που δεν τους έπιασε ποτέ και δεν θα τους έπιανε ποτέ κατάρα, καταριόταν αυτά τα σατανικά πλάσματα που είχαν καταστρέψει την εμπιστοσύνη, καταριόταν εκείνους τους ψυχρούς υπολογιστές, στη νίκη τους και στην ήττα τους, καταριόταν μάλιστα την ιδέα της νίκης ή της ήττας, καταριόταν τη σκληρότητα, τονφθόνο, τη βία, ακόμα κι αν υπήρχε μόνο ως σκέψη, καταριόταν τους προδότες και τον αιώνιο θρίαμβο της προδοσίας, της μετριότητας, της κακοβουλίας, της ατιμίας. Καταραμένος να είναι ο κόσμος! είπε με πνιγμένη φωνή, αυτός ο κόσμος στον οποίον δεν υπάρχει ούτε Παντοδύναμος ούτε Τελική Κρίση, όπου οι κατάρες και ο καθένας που τις εκστομίζει, χλευάζονται, κι όπου το τίμημα της δόξας δεν μπορούσε να είναι παρά η ατίμωση. Κι ακόμα πιο καταραμένος ας είναι ο διαβολικός μηχανισμός της τύχης που, αποκαλύπτοντας αυτή την πραγματικότητα, τη δυναμώνει, καταραμένο να είναι το φως το οποίο, φωτίζοντάς μας, μας 366
έδειχνε πως υπήρχε μόνο ένας κόσμος και ότι τίποτε δεν υπήρχε έξω από αυτόν τον κόσμο. Και περισσότερο απ' όλα, καταραμένοι να είναι οι άνθρωποι που απολάμβαναν την εξουσία αυτού του κόσμου κι αυτού του μηχανισμού, εκείνοι οι άνθρωποι οι οποίοι είχαν φαλκιδεύσει και νοθεύσει την ουσία των ανθρωπίνων πραγμάτων κι έκαναν αυτή τη φαλκιδευμένη ουσία, τον ακρογωνιαίο λίθο των βαθύτερων νόμων της ύπαρξής μας. Από δω και στο εξής, τα πάντα είναι μόνο ψέμα, κι αυτό το ψέμα, είπε κουνώντας το κεφάλι, έχει παρεισφρήσει μέχρι τα πιο μυστικά μύχια της ψυχής μας, μην αφήνοντας κανένα χώρο για τις προσδοκίες και τις ελπίδες μας, κι αν ποτέ, μια μέρα, ερχόταν αυτό που δεν ερχόταν ποτέ, αν ποτέ μια μέρα, ξαναγινόταν όπως ήταν πριν, να ποιο είναι το μήνυμα που θα επιθυμούσενα μεταβιβάσει σ'αυτούς τους ανθρώπους: μην προσδοκάτε καμία επιείκεια, φύγετε όσο πιο μακριά μπορείτε, είναι μάταιο να ποντάρετε στη λήθη, τίποτε δεν θα ξεχαστεί, μάταιο να διορθωθείτε, να μετανοήσετε, γιατί σας έχει αποκλειστεί κάθε δυνατότητα αλλαγής και μετάνοιας, δεν προβλέπεται καμία συγχώρεση, δεν θα υπάρχει παρά μόνο η ανάμνηση και η τιμωρία, θα τιμωρηθείτε που μετατρέψατε το καλό σε κακό, μπορείτε να πεθάνετε όλοι και να σαπίσετε, εφόσον το ανεξίτηλο ίχνος που θα έχετε αφήσει, θα μείνει για πάντα κι αυτό είναι ήδη υπεραρκετό. Ο άνδρας δεν έκανε καμία κίνηση επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας, ούτε καν ότι έχει ακούσει ή έχει καταλάβει το οτιδήποτε. Ωστόσο, ούτε έκανε καμία κίνηση που να δείχνει το αντίθετο. Η μόνη βεβαιότητα: ότι δεν άλλαξε τίποτε στη συμπεριφορά του, συνέχισε να καπνίζει, συνέχισε να βγάζει τον καπνό σε λεπτές λωρίδες, με τα μάτια μονίμως καρφωμένα στο ίδιο σημείο στο βάθος του μπαρ, αλλά ξαφνικά, κι ενώ ξεφυσούσε τη λεπτή λωρίδα καπνού, αυτή... ανεβαίνοντας ...και αφού έφτασε στο ύψοςτου κεφαλιού του... φάνηκε να σταματά, σχημάτισε μια μπάλα που αργά αργά και παλινδρομώντας, έφτασε μέχρι το πρόσωπό του.Ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς τι συνέβαινε γιατί ο άνδρας δεν κουνιόταν καθόλου: η μπάλα σταμάτησε, μετά
367
ξανάφυγε αργά αργά, τύλιξε το κεφάλι του σαν ένα σύννεφο που τυλίγει σαν φωτοστέφανο την κορυφή ενός βουνού και έχασε λίγο από τον όγκο του. Χρειάστηκε ένα γεμάτο λεπτό για να αντιληφθεί κανείς πως ο άνδρας προσπαθούσε να ρουφήξει τον καπνό τον οποίο μόλις είχε ξεφυσήξει και ο οποίος είχε μετατραπεί σε μπάλα, και ότι προσπαθούσε να την τραβήξει προς το στόμα του για να την εισπνεύσει στους πνεύμονέςτου, ένα εγχείρημα που απαιτούσε μια τέλεια εκτίμηση του όγκου της μπάλας, και όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά ήταν και μια μεγάλη επιτυχία, διότι, η μπάλα καπνού, αν και λιγότερο ογκώδης, είχε εξαφανιστεί εντελώς από το ύψος του κεφαλιού του, χίμηξε μες στο στόμα του και στα πνευμόνια του, πριν επανεμφανιστεί αργότερα, για μια στιγμή, με τη μορφή ενός πολύ λεπτού νήματος καπνού. Θ ψτέψ... πέν... σφρες... σσώμμ, δήλωσε ο Κόριμ. Με άλλα λόγια, θα φύτευε πέντε σφαίρες στο σώμα του, όλες κι όλες πέντε σφαίρες, προειδοποίησε, θα πυροβολούσε πέντε φορές τον εαυτό του, αλλά ήθελε να τους ανακοινώσει ότι δεν είχε προσχεδιάσει τίποτε, δεν είχε αποφασίσει εκ των προτέρων για τον τόπο και τον χρόνο, αλλά εδώ και τώρα, τον βόλευε απολύτως, για ποιο λόγο να περιμένει και να πάει να ψάξει αλλού, από την πλευρά του, είχε πει όσα είχε να πει , δεν περίμενε πια τίποτε, οπότε, καλύτερα να τελείωνε εδώ και τώρα. Μιασφαίρα στο αριστερό του χέρι, μιασφαίρα στο αριστερό του πόδι, μια σφαίρα στο δεξί του πόδι, και, ει δυνατόν, μια σφαίρα στο δεξί του χέρι. Η πέμπτη και τελευταία... διέκοψε τη φράση του και, αντί να την ολοκληρώσει, άφησε το άδειο ποτήρι που κρατούσε στο δεξί του χέρι και έβγαλε από την τσέπη του παλτού του ένα περίστροφο. Απασφάλισε τον μηχανισμό ασφαλείας, σήκωσε το αριστερό του χέρι πάνω από το κεφάλι του, τοποθέτησε το περίστροφο από πάνω και πυροβόλησε. Και πράγματι, η σφαίρα διαπέρασε το χέρι και καρφώθηκε στο ταβάνι, ανάμεσα σε δύο λαμπτήρες νέον, αλλά ο Κόριμ έπεσε αναίσθητος, σαν να είχε 368
πυροβοληθεί στο κεφάλι και όχι στο χέρι. Στο βάθος, μέσα στο παράπηγμα, η εκπυρσοκρότηση αντήχησε σαν μια βροντή συνοδευόμενη από αστραπή. Οι δύο ζητιάνοι, κατατρομαγμένοι, αναπήδησαν και άρχισαν να ψηλαφούν τα σώματά τους από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, φοβούμενοι πως είχαν πυροβολήσει εκείνους, μετά, έσιαξαν τα ρούχα τους και, σαν να υπάκουαν σε μια εντολή, ξανακάθισαν στη θέση τους.Έστρεψαν τα βλέμματά τους προς τον πάγκο του μπαρ, αλλά ήταν ανίκανοι να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση, έμειναν πετρωμένοι στην καθιστή τους θέση, παράλυτοι από φόβο, και σίγουρα για πολλή ώρα. Αντιθέτως, ο άνδρας στο μπαρ, δεν είχε καν κουνηθεί από τη θέση του, όταν εκπυρσοκρότησε το όπλο. Μόνον όταν ο Κόριμ σωριάστηκε στο πάτωμα και το περίστροφο, μετά από τρία διαδοχικά αναπηδήματα, κατέληξε στη βάση του πάγκου, γύρισε το κεφάλι του. Κοίταξε τη σκηνή, με την ίδια έκφραση που θα κοιτούσε και το καπάκι μιας κατσαρόλας να πέφτει στα πλακάκια της κουζίνας, και έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι, κούμπωσε το παλτό του, κατευθύνθηκεμε αργά βήματα προς την πόρτα, και βγήκε από το κυλικείο. Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή κάτω από τους λαμπτήρες νέον, μια ιδιαίτερη σιωπή, σαν η αίθουσα να είχε καταποντιστεί στο νερό, στη συνέχεια άνοιξε μια πόρτα στον τοίχο που βρισκόταν πίσω από τον πάγκο, και εμφανίστηκε το κεφάλι ενός αναμαλλιασμένου, αναψοκοκκινισμένου άνδρα.Έμεινεγιαλίγοακίνητος, με τα μαλλιά του να κρέμονται έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα, και μετά, αφού διαπίστωσε πως ο θόρυβος δεν επαναλήφθηκε, άνοιξε διάπλατα την πόρτα, προχώρησε με διστακτικά βήματα προςτον πάγκο, πίσω από τον οποίον κειτότανο Κόριμ-που βρισκόταν εκτός του οπτικού του πεδίου- και ρίχνοντας ανήσυχα βλέμματα δεξιά κι αριστερά, άρχισε να κουμπώνει πάλι το παντελόνι του. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» τον ρώτησε η βραχνιασμένη γυναικεία φωνή πίσω απ’την ανοιχτή πόρτα. «Δεν βλέπω τίποτα...» «Σ’το 'πα, ακούστηκε απ' τον δρόμο! Βγες να ρίξεις μια ματιά!» Ο άνδρας σήκωσε τους ώμους και ετοιμαζόταν να βγει έξω για να δει τι συνέβη-εφόσον μες 3^9
στο κυλικείο όλα φαίνονταν εντάξει- όταν, ξαφνικά, κι αφού προχώρησε κάνα δυο βήματα, το βλέμμα του έπεσε στο σταχτοδοχείο. Έμεινε ακίνητος, το χέρι του σταμάτησε πάνω σε ένα από τα κουμπιά του πουκαμίσου του, μάλλον μια ιδέα είχε περάσει από το μυαλό του και προκάλεσε την οργή του, γιατί το αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο, έγινε κατακόκκινο. «Το καθίκι!», έμεινε ακίνητος, έκλεισε τα μάτια, έσφιξετη γροθιάτου και τη χτύπησε με δύναμη στον πάγκο. «Τι συμβαίνει;» ανησύχησε η γυναίκα. «Το κοπρόσκυλο! Ο κωλόγερος!», είπε ο άνδρας τονίζοντας κάθε λέξη και κουνώντας το κεφάλι του. Αυτό που συμβαίνει, μικρή μου Ντέττι, είναι ότι αυτός ο μπάσταρδος την έκανε! Ο αγαπητός μας θαμώνας, αυτός ο βρωμιάρης μαλάκας την κοπάνησε! Ο μόνος σοβαρός εδώ και μέρες...» «Μα, μήπως είναι στην τουαλέτα;», ρώτησε η γυναίκα. Ο άνδρας ήταν τόσο εξαγριωμένος που ένιωσε ίλιγγο και χρειάστηκε να πιαστεί από την άκρη του μπαρ. «Και ήταν και ιερέας, δήθεν, απότην Ιερουσαλήμ! Πώς μπόρεσα να είμαι τόσο μαλάκας; Ο γαμημένοςΓΕνας ιερέας από την Ιερουσαλή μ! Ε, ναι, τότε εγώ είμαι η βασίλισσα της Αγγλίας! »«Μπέλα αγάπη μου, σταμάτα να θυμώνεις! Δεν πήγες καν να δεις αν ήταν...... «Άκου Ντέττι», αγριοκοίταξε ο άνδρας πάνω από τον ώμο του, «κόφ’ το με την τουαλέτα: Αυτό το κάθαρμα μας φέσωσε μιαχαρά! Και την έκανε δίχως να αφήσει δεκάρα, μπήκες;Ήπιε κι έφαγε όλη τη μέρα, μπήκες στο νόημα;». «Ναι, αγάπη μου, καταλαβαίνω πολύ καλά», είπεη γυναίκα -που ήταν σίγουρα ξαπλωμένη σε κάποιο κρεβάτι- προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. «Μα δεν θα πάρεις πίσω τα λεφτά σου με το να συγχύζεσαι... Δεν ρίχνεις μια ματιά στηντουαλέτα,ε;» «Τοχειρότερο είναι ότι τον υποψιαζόμουν», είπε ο άνδρας που τα σφιγμένα δάχτυλά του πάνω στον πάγκο του μπαρ είχαν γίνει κάτασπρα σαν κιμωλία. «Είπα στον εαυτό μου, άκου Μπέλα, κι αν ο άνθρωπος αυτός μας πουλούσε παραμύθια; Μπορείς να μου πεις τι δουλειά είχε ένας ιερέας από την Ιερουσαλήμ εδώ; Πώς μπόρεσα να καταπιώ μια τέτοια μαλακία, μπορείς να μου το πεις, Ντέττι;» «Άκου, Μπέλα, αγάπη μου, πρέπει να...» Ο άνδρας ταλαν370
τευόταν επιτόπου, του χρειάστηκε ένα λεπτό για να αφήσει τελικά τον πάγκο, όρθωσε το κορμί του, σκούπισε με το χέρι του το πρόσωπο, σαν να ήθελε να σβήσει τις αυλακιές της πικρίας που είχαν χαραχτεί πάνω του και ήταν έτοιμος να γυρίσει στη γυναίκα, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του να προδίδουν την πικρία του την οποία ήταν αδύνατον να σβήσει, όταν το βλέμμα του έπεσε στους δυο ζητιάνους που έμοιαζαν με μούμιες, δίπλα στην πόρτα της τουαλέτας. «Τι; Είστε ακόμα εδώ, βρωμερά ψοφίμια!». Αυτό το ξέσπασμά του, σαν κλωτσιά που έδωσε σε σκυλί για να ξεσκάσει, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, διότι φυσικά, αντί να πάει προς το μέρος τους και να τους διώξει, επέστρεψε ήσυχα, με ύφος λυπημένο και καταπονημένο, στονχώρο πίσω από τον πάγκο και έκλεισε αθόρυβα την πόρτα. Μέσα στο κυλικείο έπεσε ξανά σιωπή. Ο Κόριμ κείτονταν στη βάση του πάγκου, αναίσθητος. Φεγγάρι, κοιλάδα, πάχνη, θάνατος. Λίγο αργότερα ήρθαν να τον πάρουν.
371
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
I 1. ΚθΓβηγί Κ^ΓοΙγ (1897-1973): Ούγγρος κλασικός φιλόλογος, μελετητής της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και θρησκείας. 2. Οτ^νθδ ΚοβθΓΤ νοη Κ^ηΐίβ (1895-1985): Άγγλος ποιητής, μυθιστοριογράφος και κριτικός. Έγραψε ιστορικά μυθιστορήματα και μία μυθολογία (Οι ελληνικοί μύθοι).
IV 1. ΑηδκΗίθη, Κίδδθ αηά θίηζθΐηθ Τ Κ θ ιΙ θ άθδ ϋοπίδ νοη Κοίη: Όψεις, Γραμμικά Σχέδια και μεμονωμένα Τμήματα του Καθεδρικού της Κολωνίας. 2. ΌοπιΙϊΛηιηείδΐθΓνοί^ΐθΙ: Ο Αρχιμάστορας του Καθεδρικού. 3. ΠοπιΙ)3αν6Γθίη: Συντεχνία Οικοδόμων του Καθεδρικού. 4. ϋοηιβΛίι-ίοηάδ: Κεφάλαια για την ανέγερση του Καθεδρικού. 5. ^εδϊ&δδ^ίΐε καιΝοπΙ&δδίκΙθ: Η Δυτική και η Βόρεια Όψη. 6. δαάΐιχππ και Νοτάίιιπη: Ο Νότιος και ο Βόρειος Πύργος. 7. Κη γ Ιιθ : Εκκλησία. 8. δΐα&ΐ:Κράτος. 9. νθΓβιη-Οθάθη^Μ&ΐΐ: Αναμνηστικό Φυλλάδιο. ΙΟ.ΡθδϋαηβδβαΓΐθΙ: Οχυρωματική Ζώνη. 11. Ρθδΐ:ιιη§δ§οιινθΓηθαΓ: Διοικητής των οχυρωματικών έργων. 12. Όοπΐδΐ:θίηΐ3£θΓρΐ£ΐζ: Χώρος αποθήκευσης της πέτρας στον Καθεδρικό.
373
VI 1. (ΙοΓδΐορχΐιιιη: Νεότερη ονομασία ΟοΛπά^θ, ρωμαϊκή πόλη-οχυρό κοντά στο τείχος του Αδριανού, στη βόρεια Αγγλία.
2. 5θ£6ηάιιηιιιη: Ρωμαϊκό οχυρό στην ανατολική κατάληξη του Τείχους του Αδριανού, το νεότερο \να11δ6ηά, που σημαίνει στα γερμανικά, το τέλος του Τείχους. 3. να ΐΐιιπ ι: Χαράκωμα για φύλαξη στρατοπέδου. 4. ΡΓαθίθοΐιΐδ Ραβηιπι: Ο προϊστάμενος των τεχνιτών
5. νίζοαγα: Επαρχία της Ισπανίας, στη χώρα των Βάσκων. 6.ϋθα6Γΐδ: Στα λατινικά η δεκήρης (ναυς), δηλαδή το πλοίο που διαθέτει δέκα σειρές κωπηλατών. 7.
Μαηάαΐιιπι: Γραπτή εντολή, διαταγή.
8. VI Ιθ£ΐο ν ίε ΐή χ : Η έκτη νικήτρια λεγεώνα. 9. Ιθβαΐιΐδ: Πρεσβευτής, απεσταλμένος, ύπαρχος. 10. Ιίιιηα αβδϋυαπιιπι: Είδος λιμνοθάλασσας. 11. νκΗχίοιίδθδ: Εκπρόσωποι.
12.0ηηυπι και Μαία: Ρωμαϊκά οχυρά. Το Οππιππ πιθανότατα είναι το σημερινό Ηαΐίοη €ΐΐθδΐθΓδ και το Μαία είναι το ρωμαϊκό οχυρό που βρίσκεται στο Βοννηθδδ-οη-δοίνναγ. 13. ϋ θ α ιή ο : Στρατιωτική μονάδα, λόχος. 14. Τιιπηα: Ίλη ιππικού. 15.Αθδκα: Ρωμαϊκό οχυρό, στο ΟΓθαΐ ΟΐιεδΐθΓδ. Μα§ηίδ: Γνωστό ως (!£Γνοΐ3η Κοπιαπ Ρογϊ, οχυρό στο Τείχος του Αδρια-
16. νού.
17. ΐΛΐ£ΐινα1ίιιπι: Ρωμαϊκό οχυρό, το σημερινό Οαήίδίθ, στην ΟιιπΛήα της Βρεττανίας.
18. II ίθ§ίο Αιχ^υδία: Η Δεύτερη Αυγούστεια Λεγεώνα. 19.0ΐΓδυ.δ ρυΜ ίαΐδ: Σταθμοί ταχυδρομικού τύπου για τη γρήγορη μεταφορά μηνυμάτων, εντολών, επιστολών κ.λπ. με κρατική σημασία. 20. Ρίοΐ: Φυλή στη ΒΑ Σκωτία, Πίκτος.
21. νθΓεονίάηπι: Γνωστό ως Ηοιίδθδΐθαάδ Κοπιαη Ρο γϊ , οχυρό στο Τείχος του Αδριανού.
22. Ροηδ Αθίίηδ: Γέφυρα του Αελίου. 23. νοΐιιηι δοΐνίΐ: Ιίβθηδ: Σημαίνει «ξεπλήρωσε το τάμα (ή την υπόσχεση) ευχαρίστως». Το π ιεπ ίο σημαίνει «επαξίως». 374
24. Μ3.Γ3νθ(ϋ: Παλιό ισπανικό νόμισμα. 25. 0οα:3.: Είδος εμπορικού πλοίου. 26. Ρητηαδ ρίΐιΐδ: Ο πρώτος εκ των εκατόνταρχων. 27. ϋ ΐ)Γ 3.η ιΐ8 :0 γραμματέας της λεγεώνας. 28. ΡπιιπθηίΑΓίιΐδ: Ο σιτιστής. 29. Τζιπ:«κ:ο: Παλιό λατινικό όνομα της ισπανικής Τλ γγ^
ο πλ .
30. Μ3.§ί8ίθΓε άθ αίΓδίΐδ ρυΜ ίαΐδ: Διοικητής της επίσημης Ταχυδρομικής Υπηρεσίας. 31.
αρχηγός, ο ηγεμόνας, ο άρχοντας. Εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται προφανώς σε κάποιο διοικητικό αξίωμα. 32. Ταυροβόλιο: Θρησκευτική τελετή του μιθριδατισμού, με σκοπό να καΟ ο ιπ ιπ α π ιθ : Ο
θαρθούν οι λάτρεις με το αίμα του θυσιασμένου ταύρου. 33. δ α ιΐιιπ ι θ ΐ βΐ^άιαδ: Με ασπίδα και ξίφος. 34. ΝοΜΙί ν β α ίιι: Οι παλαιοί ευγενείς, δηλαδή η παλιά τάξη των ευγενών. 35. ΝοΜΙί Νονί: Οι νέοι ευγενείς. 36. ϋ ’ 3.δίθηΐο θ ί άθ]ι ι γο άθ Γθδ£ΐΐΑΓ<1ο: Σύστημα σύναψης δανείων με ιδιώτες εμπόρους και εγγύησης καταβολής των τοκοχρεολυσίων με εγγυητική επιστολή. 37. ΒθΓδ3.§θηθΓα1θ: Γενικό Χρηματιστήριο. 38. Νθ§οζΐ3.£οηθ άθΐ α3.ιηρί: Ελεύθερες διαπραγματεύσεις. 39. ΒΜΗίπθή άί οοηΐο: Τραπεζίτες. 40. (!&ιηΜ&(οή: Το ιταλικό (:3ΐηΜαΐθΓ6 σημαίνει αυτόν που ασχολείται με το συνάλλαγμα. 41. ΗθΓοΙάί: Η λέξη αυτή μοιάζει να είναι θδρθΓ3.η<1ο και αντιστοιχεί στο αγγ λ ικ ό Ιί θ γ α Μ , π ο υ σ η μ α ίν ε ι κ ή ρ υ κ α ς , α γ γ ε λ ιο φ ό ρ ο ς .
42. Ιίντθ ίοιίΓηοίδ: Γαλλικό μεσαιωνικό νόμισμα. 4 3 .5(ΤίΐΓΐ:3ί3.(:άο: Σημειωματάριο, στα ιταλικά. 44.Μ2£0£δ: Μαγώγ, πρόσωπο της Βίβλου ( Ιεζεκιήλ, λη' , λθ'). 4 5 Χ λ γπ ι ο λ ά ο π η ιίο η *: Είδος κλινάμαξας. 46. ϋ β ία η υ δ : Ο οδηγός ελαφρού δίτροχου οχήματος. 47. Κοπΐ3.0ιΐ3.(ΐΓ3.ΐ:3.: Πρόκειται για μια περιοχή, συγκεκριμένα ένα τετράγωνο, εντός των γραμμών που οριοθετούσαν την πόλη της Ρώμης. 48. Ναός της Εστίας στη Ρώμη. 49. ϋ&θΓϊιΐδ: Οι απελεύθεροι, δηλαδή οι δούλοι που ελευθερώθηκαν. 50. Ιαάίπι&ξίδϋι, φ ζιη τη ζύ ά : Δημοδιδάσκαλοι και γραμματικοί, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τις δύο βαθμίδες της ρωμαϊκής εκπαίδευσης. 51. ϋθΙ^ίοΓθδ: Καταδότες. 375
52. ΙίΜϋη&ήτΐδ: Νεκροθάφτες. 53. ϋίδδί^πΛίοπ: Αυτοί που φροντίζουν τα τυπικά της επικήδειας τελετής. 54. δ^θρίΒ.: Συγκεκριμένος χώρος στο Πεδίον τουΆρεως στη Ρώμη, όπου γίνονταν οι ψηφοφορίες.
55. ΗοΓϋί (ΓΗΘ83.Γ18: Οι Κήποι του Καίσαρος. 56. (Ιοπηίχιπι; Ο σωστός όρος είναι Οο ι ϊ ι Μ ι ι ι ϊ ι και αναφέρεται στους Κήπους όπου γίνονταν οι ψηφοφορίες. 57. 0αή3.: Το βουλευτήριο. 58. Τη &ι ι Ιη γπ ι π ι : Γραμματοφυλάκιο, το μέρος όπου φυλάσσονταν δημόσιες επιστολές. 59. Κθ£ΐ£: Ρηγία, ιερό οίκημα στον Ναό της Εστίας, στη Ρώμη. 60. νία ΐδ ΜΕΐθΓίαπίδ: Το νία ΐδ είναι ο οικισμός και το Μ3.ΐθΠ3.ηΐδ το όνομα του συγκεκριμένου οικισμού. 61. Ροπιπι Βο&ήτιπι: Η Αγορά των βοοειδών στη Ρώμη, το «Βοωνείον». 62. Ροπιπι διΐ3.πιιιη: Αγορά Χοίρων. 63. Ρίδ€3ίοήιιιη: Ιχθυαγορά. 64. Η ο ΐίΐο ή ιιπ ι: Αγορά οπωρολαχανικών. 65. ΐΛίάί ν ίείο ή ^ θ διι1ΐ3ΐΐ3θ: Αγώνες προς τιμήν της νίκης του Σύλλα. 66. Τθ γγ3 δί§ί1ΐ3ΐ3: Πήλινα δοχεία με ανάγλυφο διάκοσμο. 67. (211Γ3.Π1ΙΤ1νΐ3ΧΐΐΓη: Επιμελητής, επιστάτης, επίτροπος, επιμελητής οδών. 68. δ ί3 ΐιιιη 6 η : Πιθανότατα σημαίνει στήριγμα, έρεισμα ή υπόστρωμα.
69. ΚΛίάιΐδ: Χαλίκι, χώμα. 70. Ρπνίιηθηίιιιη: Δάπεδο, έδαφος ή και λιθόστρωτο. 71. Μ ίΠίαπί 0θπηιπ3. αο:6δδοπιπι: Στήλες που δήλωναν τις αποστάσεις στους δρόμους. 72. νθίΑΐοπιιη: Λόχος συμπληρωματικών στρατιωτών, ν έΐζ ύ ήταν οι οπλίτες που ακολουθούσαν το κύριο σώμα και συμπλήρωναν τις τυχόν απώλειές του. 73. Είδη ιππήλατων, άλλοτε δίτροχων και άλλοτε τετράτροχων, αρμάτων. 74. (ΙιίΓαϊηιη νίαηπη: Επιμελητής, επιστάτης, επίτροπος, επιμελητής οδών.
V III 1. Οίίθδδβοϊΐ:: Γεια σας, χαίρεται.
376
«
ΓΠ 7\
> ο Μ ΓΤΊ
Μ
=]
ο· > Μ
Π Ο Λ Ι Σ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΤΡΙΓΚΟΣ
ΠΟΛΙΣ
μυθιστόρημα
Μεταμορφώσεις
"Φ ....................
\ γ ίϋ 1φ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
ΕΚΔΟΣΕΙ Σ
ΠΟΛΙΣ
Υοram Κ aniuk
1948
μυθιστόρημα
Ο συγγραφέας κατορθώνει με αξιοθαύμαστο τρόπο να μεταμορφώσει ένα βιβλίο για τον πόλεμο σε ένα συγκλονιστικό βιβλίο για την ειρήνη.
Π Ο Λ Ι Σ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΖΑ ΝΤΕΚΑ ΣΤ ΡΟ
Το γλυκό σκοτάδι που διαχέεται στο κείμενο δεν είναι σκοτάδι που πηγάζει από το νόημα, αλλά η σκιά που προβάλλεται από τον κεντρικό ήρωά του. Το Πόλεμος και πόλεμος μοιάζει με το σούρουπο, το φως ξεπροβάλλει και διαφεύγει συγχρόνως, δεν υπάρχει τίποτα το αδιαπέραστο εδώ, αντιθέτως. Αρκεί μόνο να βυθιστούμε, να αφήσουμε το κείμενο να μας παρασύρει, να αφεθούμε στις μακρόσυρτες φράσεις του Κρασναχορκάι, τις τόσο σκοτεινές και αισθησιακές. Le Monde
Ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του Κρασνα χορκάι: η αδιάκοπη, συνεχόμενη σύνταξη, ο τρόπος που το μυαλό του Κόριμ σκορπίζεται, διαλύεται, και μετά επανέρχεται, σαν ένας παραφρονημένος σκορπιός που προσπαθεί να τσιμπήσει τον ίδιο του τον εαυτό, η τέλεια αλλά και κωμική τοποθέτηση της τελευταίας φράσης. Ηγλώσσα του μοιάζει να αυτο-διορθώνεται εντελώς τυχαία, λες και κάτι έχει στ' αλήθεια δουλευτεί, όμως, με οδυνηρό αλλά και ταυτόχροναχιουμοριστικότρόπο,αυτέςοι διορθώσεις μοιάζουν ακόμη σαν να μην έχουν βρει τη σωστή λύση.ΌπωςστονΤόμας Μπέρνχαρντ, η επίδραση του οποίου είναι εμφανής στο έργο του Κρασναχορκάι, μια απλή ή σύνθετη λέξη μπορεί να κατα κτάται, να βασανίζεται, και τελικά να καταστρέφε ται στη μη σημασία, κι έτσι η επανάληψή της μοιάζει ταυτοχρόνως αστεία και ανησυχητική.Όπως οι χαρακτήρες στο έργο του Μπέρνχαρντ εμπλέκονται σε ένα κομψό έως και παράξενα επίσημο παραλήρημα έτσι και το έργο του Κρασναχορκάι ωθεί τον μακροπερίοδο λόγο στα απώτατα όριά του, βυθίζο ντάς τον σε μια θολή, ατίθαση ατμόσφαιρα, μια δυναμική παράλυση κατά την οποία το μυαλό γυρνά από δω κι από κει, ξανά και ξανά, χωρίς κανένα προφανές αποτέλεσμα. The New Yorker