ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
ΕΛΕΝΑ ΛΑΠΠΑ
ΚΙΝΗΣΙΣ, ΑΛΛΟΙΩΣΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007
ΕΛΕΝΑ ΛΑΠΠΑ
ΚΙΝΗΣΙΣ, ΑΛΛΟΙΩΣΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Υποβλήθηκε στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής Τομέας Φιλοσοφίας Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: 27 Ιουνίου 2008
Εξεταστική Επιτροπή Καθηγήτρια Δήμητρα Σφενδόνη-Μέντζου, Επιβλέπουσα Καθηγητής Νικόλαος Αυγελής, Μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Λέκτορας Στυλιανός Δημόπουλος, Μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής
Καθηγητής Βασίλειος Κάλφας, Εξεταστής Αν. Καθηγήτρια Θεόπη Παρισάκη, Εξετάστρια Αν. Καθηγητής Παύλος Καϊμάκης, Εξεταστής Επικ. Καθηγητής Γεώργιος Ζωγραφίδης, Εξεταστής
©Έλενα Λάππα © Α.Π.Θ. Τίτλος Διδακτορικής Διατριβής: ΚΙΝΗΣΙΣ, ΑΛΛΟΙΩΣΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ISBN
«Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από το Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών της συγγραφέως» (Ν. 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2)
Η διατριβή υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΚ ΙΙ με τη συγχρηματοδότηση της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και του ΥΠΕΠΘ.
Στην οικογένειά μου
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ..............................................................................................4 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ...............................................................................................7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ..............................................................18 1. Ο ορισμός της κινήσεως. Η κίνησις ως μετάβαση από το ἐν δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ ......................................................................................18 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ..................................................................51 1. Κίνησις και μεταβολή μέσα στη φύση ................................................51 2. Τα είδη της κινήσεως και μεταβολῆς ..................................................54 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΚΙΝΗΣΙΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΙΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ, ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΚΙΝΟΥΝ..........................................68 1. Η τοπική κίνηση των ουρανίων σωμάτων ..........................................68 2. Η κίνηση των τεσσάρων στοιχείων.....................................................70 3. Το πρῶτον κινοῦν..............................................................................74 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΙΝΗΣΙΣ, ΤΟΠΟΣ, ΚΕΝΟ ...................................................................82 1. Κίνησις και τόπος ...............................................................................82 1.1 Υπάρχει ο τόπος;...........................................................................82 1.2. Ποια είναι η ουσία του τόπου; .....................................................84 1.3. Τόπος και ύλη...............................................................................86 1.4. Τόπος: Το πέρας του περιέχοντος σώματος ................................87 2. Κίνησις και Κενό ................................................................................89 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ .......................................................................................101
1. Η διάκριση των όρων κίνησις και μεταβολή.....................................101 2. Γένεσις και ἀλλοίωσις ως είδη της μεταβολής .................................109 Η διάκριση των όρων γένεσις και ἀλλοίωσις ......................................109 3. Η γένεσις των ουσιών και η σχέση ὄντος και μη ὄντος.....................115 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΤΗΤΑ .................................................128 1. Τα ἐναντία ως αναγκαίες προϋποθέσεις κάθε κινήσεως ή μεταβολής ..............................................................................................................128 2. Τα ἐναντία ως αρχές.........................................................................138 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΥΛΗΣ ....................................................150 1. Κίνησις, ἀλλοίωσις, μεταβολή, ενάντια και πρώτη ὕλη....................150 2. Η πρώτη ὕλη και οι οντολογικές κατηγορίες του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ..............................................................................................166 3. Η πρώτη ὕλη ως αρχή μεταβολής ....................................................182 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΚΙΝΗΣΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ..................................................................192 1. Οι έννοιες της κινήσεως και της συνέχειας στη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη ............................................................................................192 2. Κίνησις και Άπειρο ..........................................................................206 3. Το άπειρο στον κόσμο των αισθητών: Απόρριψη του e)nergei¿# απείρου .................................................................................................211 4. Το δυνάμει άπειρο ............................................................................214 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΚΙΝΗΣΙΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ .....................................................................220 1. Χρόνος: a)riqmo/j κινήσεως κατὰ τὸ πρότερον καὶ ὕστερον ............220 2. Χρόνος: τὸ μέτρον κινήσεως.............................................................228 3. Η πραγματικότητα του χρόνου ..........................................................231 ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ....................................................234
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ..................................................................................241 Α. Έργα του Αριστοτέλη ........................................................................241 Β. Υπομνήματα- Σχόλια ........................................................................242 Γ. Μονογραφίες, μελέτες, άρθρα ..........................................................243
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το αρχικό ενδιαφέρον μου για την Αριστοτελική Φυσική φιλοσοφία γεννήθηκε κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Η παρακολούθηση του μεταπτυχιακού μαθήματος “Η Φυσική Φιλοσοφία του Αριστοτέλη” της καθηγήτριας της Φιλοσοφίας της Επιστήμης κ. Δήμητρας Σφενδόνη-Μέντζου, καθώς και η παρακολούθηση του Διεθνούς Συνεδρίου “Aristotle and Contemporary Science”, το οποίο διοργάνωσε η ίδια στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., μου έδωσαν το αρχικό ερέθισμα για την περαιτέρω ενασχόληση με τον ενδιαφέροντα κλάδο της Φιλοσοφίας της Επιστήμης γενικά και της Φιλοσοφίας του Αριστοτέλη ειδικότερα. Στο διάστημα που μεσολάβησε, η συμμετοχή σε συνέδρια και η μελέτη φιλοσοφικών άρθρων της καθηγήτριας κ. Δήμητρας ΣφενδόνηΜέντζου, επιβλέπουσας της παρούσης διατριβής, διαμόρφωσαν σταδιακά την ιδέα για την εκπόνηση της εργασίας αυτής. Θα πρέπει να σημειωθεί πως τα τελευταία χρόνια γίνεται μια συστηματική προσπάθεια από την επιβλέπουσα καθηγήτρια της εργασίας να παρουσιαστούν οι αναλογίες που παρουσιάζει το νέο μοντέλο που διαγράφεται στη Φυσική με το Αριστοτελικό
μοντέλο
εξήγησης
του
κόσμου.
Η
συγκεκριμένη
προσπάθεια πραγματοποιείται από μια ευρύτερη ομάδα ερευνητών σε διεθνές επίπεδο. Μέσα σ’ αυτό το ευρύτερο πλαίσιο επανεκτίμησης της Αριστοτελικής Φιλοσοφίας της Φύσης, επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε τις έννοιες της κινήσεως, της αλλοιώσεως και της μεταβολής, οι οποίες κατέχουν σημαντική θέση στην Φυσική Φιλοσοφία του Σταγειρίτη, μέσα από μια προσεκτική ανάγνωση τόσο του Αριστοτελικού έργου όσο και βασικών 4
μελετών πάνω στο θέμα αυτό. Απώτερος στόχος ήταν να σημειωθεί η στενή σχέση των παραπάνω εννοιών με τις κατηγορίες του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ και να υποστηριχθεί η θέση πως το Αριστοτελικό μοντέλο του φυσικού κόσμου αποτελεί ένα δυναμικό μοντέλο. Το θέμα αυτό, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς με βάση τη σύγχρονη βιβλιογραφία θεωρείται εξαιρετικά ενδιαφέρον από σημαντικούς μελετητές της Αριστοτελικής Φιλοσοφίας και της Φιλοσοφίας της Επιστήμης γενικότερα. Στην καθηγήτρια μου και επιβλέπουσα της παρούσης διατριβής κ. Δήμητρα Σφενδόνη-Μέντζου, η οποία υπήρξε το πνευματικό μου πρότυπο, οφείλω τις θερμές μου ευχαριστίες για την πολύτιμη καθοδήγησή της, τις χρήσιμες παρεμβάσεις και συμβουλές και τις εξαιρετικής
σημασίας
υποδείξεις
της
τόσο
κατά
τη
διάρκεια
συγκέντρωσης του υλικού και της σχετικής βιβλιογραφίας όσο και κατά τη σύνθεση και συγγραφή της παρούσης διατριβής. Τα μεταπτυχιακά μαθήματα και τα φιλοσοφικά άρθρα της, αποτέλεσαν τη βάση και το έναυσμα για την περαιτέρω ενασχόλησή μου με τις βασικές Αριστοτελικές έννοιες της κινήσεως και μεταβολής και οι κριτικές παρατηρήσεις της συνέβαλαν στην βελτίωση της ανάπτυξης του θέματος της παρούσης διατριβής. Εκφράζω, τέλος, την ευγνωμοσύνη μου για τη συνεχή παρακολούθηση, τη συνεργασία και τις παραγωγικές συζητήσεις σε όλα τα στάδια της προσπάθειας αυτής, καθώς και για τα κίνητρα και τη στήριξη που μου παρείχε. Θερμές ευχαριστίες οφείλω στον καθηγητή της Φιλοσοφίας κ. Νικόλαο Αυγελή, για την συμμετοχή του στην Τριμελή Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και για την ενθάρρυνση και τις υποδείξεις του. Επίσης, τον κ. Στυλιανό Δημόπουλο, μέλος της Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής, ευχαριστώ θερμά για την εγκάρδια στήριξη, τη συνεργασία και τις παρατηρήσεις του. 5
Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στον καθηγητή κ. John P. Anton για τις ωφέλιμες υποδείξεις και τις πολύτιμες παρατηρήσεις του, καθώς και την ενθάρρυνση και το ενδιαφέρον του. Του οφείλω, επίσης, θερμές ευχαριστίες για τις απαντήσεις και τα σχόλια στα ερωτήματα που του έθεσα. Θα ήθελα, επίσης, να σημειώσω πως η διατριβή υλοποιήθηκε στα πλαίσια του ΕΠΕΑΚ ΙΙ με τη συγχρηματοδότηση της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και του ΥΠΕΠΘ. Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου για την ηθική ενθάρρυνση και την οικονομική στήριξη που μου προσέφεραν ως υπότροφο του Προγράμματος Υποτροφιών “Ηράκλειτος: Υποτροφίες Έρευνας με Προτεραιότητα στη Βασική Έρευνα”. Τέλος, επιθυμώ να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς το ΥΠΕΠΘ, την Περιφερειακή Δ/νση Εκπ/σης Βορ. Αιγαίου και τη ΔΙ.Δ.Ε. Ν. Σάμου για τη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας, ώστε να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της τελικής φάσης της παρούσης διατριβής.
6
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το κεντρικό θέμα της παρούσης διατριβής περιστρέφεται γύρω από το πρόβλημα της κινήσεως και μεταβολής στην Αριστοτελική φυσική φιλοσοφία. Η εξέταση και η κατανόηση του προβλήματος αυτού δύναται να μας οδηγήσει στην κατανόηση της φύσης και του γίγνεσθαι του κόσμου. Στην παρούσα εργασία επιχειρείται η προσέγγιση της Αριστοτελικής θεωρίας της κινήσεως με απώτερο στόχο να φωτιστεί η στενή σχέση της έννοιας αυτής με τις κατηγορίες του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ και να θεμελιωθεί η άποψη ότι το Αριστοτελικό μοντέλο του φυσικού κόσμου αποτελεί ένα δυναμικό και όχι στατικό μοντέλο. Το ζήτημα της κινήσεως και μεταβολής κατέχει κεντρική θέση στη φυσική φιλοσοφία του Σταγειρίτη, ο οποίος ασχολείται μ’ αυτήν σε αρκετά από τα έργα του, ορίζοντας μάλιστα τη φύση ως αρχή κινήσεως και μεταβολής (Φυσ. 192b13-24). Άλλωστε, όπως ο ίδιος ο φιλόσοφος σημειώνει, η φυσική, η οποία ανήκει στις θεωρητικές επιστήμες, μελετά τα πράγματα που έχουν χωριστή ύπαρξη και βρίσκονται σε κίνηση, μάλιστα, φέρουν μέσα τους την αρχή της κίνησης και της ηρεμίας. Αντικείμενο της φιλοσοφίας της Φύσης του Αριστοτέλη είναι όλα τα πράγματα που βρίσκονται σε κίνηση, που υπόκεινται σε ποιοτική ή ποσοτική ή τοπική αλλαγή καθώς και αυτά που παρουσιάζουν αλλαγή ουσίας, γεννιούνται, δηλαδή, και πεθαίνουν. Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε στην εισαγωγή των Μετεωρολογικῶν (Μετεωρ. 338a2024) ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον όρο φυσική για κάποια έργα του τα οποία θεωρούσε ότι αποτελούν σύνολο. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει ότι έχει ήδη ασχοληθεί α. με τον αριθμό και το χαρακτήρα των πρώτων 7
αρχών της φύσης στο Βιβλίο Ι και ΙΙ των Φυσικῶν και με τη φυσική κίνηση στα υπόλοιπα Βιβλία των Φυσικῶν, β. με την κίνηση των ουρανίων σωμάτων στα δύο πρώτα Βιβλία του Περὶ Οὐρανοῦ και την κίνηση των τεσσάρων στοιχείων και το μετασχηματισμό του ενός στοιχείου στο άλλο στα δύο τελευταία, γ. με τη γένεση και τη φθορά γενικά στο Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς, ενώ δηλώνει ότι στα Μετεωρολογικὰ θέλει να ασχοληθεί με αυτά που συμβαίνουν σύμφωνα με τη φύση, στην περιοχή εκείνη που προσεγγίζει περισσότερο την κίνηση των αστέρων1. Η προσπάθειά μας να αναπτυχθεί και να ερμηνευθεί η Αριστοτελική θεωρία της κινήσεως θα κινηθεί κυρίως στο πλαίσιο των παραπάνω έργων καθώς επίσης και σε σημαντικές αναφορές του φιλοσόφου σχετικά με το ζήτημα που μας απασχολεί στα Μετὰ τὰ Φυσικά. Μέσα από την ανάλυση και ερμηνεία της θεωρίας του Σταγειρίτη για την κίνηση, επιδιώκεται να καταστεί φανερό ότι παρά το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ως είδος της κίνησης και την τοπική κίνηση, όπως και ο Δημόκριτος, δεν οδηγείται σε ένα στατικό μοντέλο εξήγησης του κόσμου και δεν σταματά εδώ την ανάλυσή του. Αντίθετα, θα υποστηρίξουμε την άποψη ότι αυτό που είναι εξαιρετικής σημασίας είναι το γεγονός ότι κίνηση για τον Σταγειρίτη υπάρχει και στην περίπτωση αλλαγής ποιοτήτων, και στην περίπτωση γενέσεως και φθοράς. Αναλαμβάνεται, λοιπόν, μέσα από την παρούσα έρευνα να τεκμηριωθεί επαρκώς η θέση πως είναι η μετάβαση από τη δύναμη στην ενέργεια που
1
“dielqo/ntej de\ periì tou/twn, qewrh/swmen eiã ti duna/meqa kata\ to\n
u(fhghme/non tro/pon a)podou=nai periì z%¯wn kaiì futw½n, kaqo/lou te kaiì xwri¿j: sxedo\n ga\r tou/twn r(hqe/ntwn te/loj aÄn eiãh gegono\j th=j e)c a)rxh=j h(miÍn proaire/sewj pa/shj” (Μετεωρ. 339a6-9).
8
αποτελεί την θεμελιώδη και ουσιαστική μορφή κίνησης για τον Αριστοτέλη. Τα προβλήματα που καθόρισαν τον θεματικό πυρήνα της παρούσης εργασίας είναι τα ακόλουθα: Κεντρική είναι η θέση του ζητήματος της ανάλυσης του Αριστοτελικού ορισμού της κινήσεως, ο οποίος δίνεται από τον Σταγειρίτη στο Βιβλίο ΙΙΙ των Φυσικῶν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα προβλήματα που γεννώνται κατά την προσπάθεια ερμηνείας του ορισμού και οι προσεγγίσεις που προτείνονται. Επίσης, εξαιρετικά σημαντική είναι η διερεύνηση του ερωτήματος, αν θα μπορούσε ο ορισμός αυτός να παράσχει ερείσματα της βασικής μας τοποθέτησης ότι η κίνηση για τον Αριστοτέλη είναι μια διαδικασία πραγμάτωσης του δυνάμει, μετάβασης από μια δυνάμει κατάσταση σε μια ἐν ἐνεργείᾳ.
Ένα εξίσου σημαντικό ερώτημα το οποίο σχετίζεται άμεσα με τον
παραπάνω προβληματισμό, είναι το αν και στην περίπτωση της γενέσεως έχουμε πέρασμα από το δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ και αν, εν τέλει, η γένεσις είναι μια από τις κινήσεις ή κάτι διαφορετικό. Άμεσα συνυφασμένο με το ζήτημα αυτό είναι το ερώτημα που προκύπτει από την ανάλυση των ειδών της κινήσεως και αφορά στο αν η κίνηση και η μεταβολή είναι έννοιες ταυτόσημες ή αν η έννοια της μεταβολής είναι πλατύτερη και περιλαμβάνει ως είδη της την γένεσιν και φθοράν αφ’ ενός και την κίνηση αφ’ ετέρου. Η απόπειρα να δοθεί απάντηση στο παραπάνω ζήτημα οδηγεί στην ανάγκη μιας σε βάθος εξέτασης των κατηγοριών του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ και στη διερεύνηση ενός εξαιρετικά σημαντικού θέματος, της Αριστοτελικής πρώτης ύλης, η προσέγγιση της οποίας έχει προκαλέσει σειρά συζητήσεων ανάμεσα στους μελετητές του Αριστοτελικού έργου 9
και παλαιότερα αλλά και στις μέρες μας. Σημαντικό έργο σχετικά με το ζήτημα της Αριστοτελικής πρώτης ύλης και των οντολογικών κατηγοριών του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ αλλά και σχετικά με την ανάδειξη των πτυχών του Αριστοτελικού μοντέλου της φύσης έχει παρουσιάσει η Καθηγήτρια της Φιλοσοφίας της Επιστήμης κ. Δ. Σφενδόνη-Μέντζου, οι προτάσεις της οποίας αποτέλεσαν τη βάση και το έναυσμα για την πραγμάτευση του θέματος αυτού στην παρούσα εργασία. Η πρώτη ύλη αποτελεί, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μαζί με τα ενάντια αρχή της μεταβολής. Καθίσταται, λοιπόν, φανερό πως θα πρέπει, παράλληλα με την εξέταση της έννοιας της πρώτης ύλης, να αναλάβουμε τη διερεύνηση του ζητήματος της σχέσης της πρώτης ύλης με τα ενάντια και εν συνεχεία το ενδιαφέρον να επικεντρωθεί στο ρόλο της Αριστοτελικής θεωρίας της εναντιότητας σε σχέση με το πρόβλημα της κινήσεως που μας απασχολεί στην παρούσα εργασία. Τα παραπάνω ζητήματα καθόρισαν το πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε η διατριβή αυτή. Κατά την πραγμάτευση των ανωτέρω θεματικών ανέκυψαν και ορισμένα ακόμη προβλήματα, η παρουσίαση των οποίων συμβάλλει στη σφαιρική κατά το δυνατόν αντιμετώπιση του κεντρικού θέματος. Παράλληλα, λοιπόν, με την εξέταση των βασικών ερωτημάτων, υπήρξε διερεύνηση και ορισμένων ακόμη ζητημάτων, στο βαθμό που αυτό κρίθηκε απαραίτητο για την ολοκληρωμένη παρουσίαση της θεωρίας της κινήσεως. Υπό αυτό το σκεπτικό, παρά το γεγονός ότι στην παρούσα διατριβή επιχειρείται η ανάπτυξη της θεωρίας της κινήσεως των γήινων σωμάτων, των αισθητών, δηλαδή, ατομικών υπαρκτών στο υποσελήνιο επίπεδο, ωστόσο παρουσιάζεται συνοπτικά το ζήτημα της κινήσεως των ουρανίων σωμάτων, των τεσσάρων στοιχείων και το πρόβλημα του πρώτου κινούντος ακινήτου στο βαθμό μόνο που σχετίζονται με το 10
κεντρικό θέμα. Επίσης, στο γενικότερο πλαίσιο της ανωτέρω προβληματικής ερευνάται το ζήτημα του τόπου, το οποίο συνδέεται άμεσα με την έννοια της κινήσεως. Τέλος, η προσπάθεια να αναδειχτεί ο δυναμικός χαρακτήρας του Αριστοτελικού μοντέλου της φύσης βρίσκει, όπως θα αναπτύξουμε, ερείσματα μέσα στην σύνδεση της έννοιας της κινήσεως με τις έννοιες του συνεχούς, του απείρου, του χρόνου και του κενού, τις οποίες αναλαμβάνουμε να εξετάσουμε σε στενή σχέση και συνάρτηση με την κίνηση. Στόχο, λοιπόν, της παρούσης εργασίας αποτελεί η προσπάθεια να παρουσιαστεί η βαθιά σχέση της Αριστοτελικής θεωρίας της κίνησης με της κατηγορίες του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ και να φωτιστούν εκείνα τα σημεία της Αριστοτελικής προσέγγισης της κινήσεως τα οποία θα μας επιτρέψουν να στηρίξουμε τη θέση πως αυτό που κατά κύριο λόγο ενδιαφέρει τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, χωρίς, βέβαια, να αποκλείει την περίπτωση της τοπικής κίνησης, είναι η κίνηση ως μετάβαση από το δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ, εφόσον κοινό υπόβαθρο της έννοιας της κινήσεως αλλά και των συναφών εννοιών του συνεχούς, του απείρου και του χρόνου και του κενού, είναι η κατηγορία του δυνάμει. Έτσι, αυτό που κατά την άποψή μας είναι εξαιρετικής σημασίας είναι πως η κίνηση προβάλλεται μέσα στο Αριστοτελικό μοντέλο της φύσης ως μια δυναμική έκφραση του γίγνεσθαι του κόσμου, μέσα από διαρκείς ποιοτικούς μετασχηματισμούς. Η έρευνά μας βασίζεται στα ίδια τα Αριστοτελικά έργα, όπως αναλυτικά
σημειώθηκαν
στην
αρχή
του
εισαγωγικού
αυτού
σημειώματος, στα οποία ο Σταγειρίτης πραγματεύεται την έννοια της κινήσως και των προβλημάτων που συνδέονται με αυτή. Επίσης, η μελέτη αυτή βασίζεται και στη σύγχρονη βιβλιογραφία, με στόχο να
11
παρουσιάσει τις θέσεις των σύγχρονων μελετητών του Αριστοτελικού έργου σχετικά με τα προβλήματα που επιχειρούμε να πραγματευθούμε και να εμβαθύνει στη συζήτηση των βασικών θεμάτων που αποτελούν κεντρικό θέμα της παρούσης διατριβής. Η διάρθρωση του παρόντος εγχειρήματος είναι η ακόλουθη: Ο ίδιος ο Σταγειρίτης σημειώνει πως η κίνηση είναι το ιδιάζον χαρακτηριστικό της φύσης καθώς η τελευταία αποτελεί αρχή κινήσεως ή μεταβολής και επομένως, αν θέλουμε να γνωρίσουμε τη φύση θα πρέπει να γνωρίσουμε τι είναι η κίνηση. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Αριστοτέλης αναλαμβάνει να περιγράψει αλλά και να ορίσει την κίνηση, έργο ιδιαίτερα δύσκολο. Η ανάλυση της έννοιας της κινήσεως ως μετάβασης από το δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ, που όπως ήδη σημειώσαμε είναι ένα ιδιαιτέρως σημαντικό θέμα, καθώς και ο εξαιρετικής σημασίας ορισμός της κινήσεως, που έχει εγείρει πολύ μεγάλη συζήτηση στους κόλπους
των
σύγχρονων
μελετητών
του
Αριστοτέλη,
θα
μας
απασχολήσουν στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην προσέγγιση της κινήσεως ως διαδικασίας για την πραγμάτωση του δυνάμει, καθώς και στην προσπάθεια ερμηνείας και απόδοσης του Αριστοτελικού ορισμού κυρίως αναφορικά με τον όρο ἐντέλεχεια και τον ρόλο της επεξηγηματικής φράσης vÂ
toiou=ton που
εμπεριέχεται στον ορισμό.
Ακολουθεί στο επόμενο κεφάλαιο της διατριβής η διάκριση των ειδών της κινήσεως ή μεταβολής και η διερεύνηση καθενός από τα είδη της κινήσεως. Το μεταβαλλόμενο μπορεί να παρουσιάσει τέσσερα είδη μεταβολής, ωστόσο, επειδή η μεταβολή από μη υποκείμενο σε μη υποκείμενο δεν συμβαίνει μεταξύ εναντίων, προκύπτει πως υπάρχουν τρεις μεταβολές: η από υποκείμενο σε υποκείμενο, η από υποκείμενο σε μη υποκείμενο και η από μη υποκείμενο σε υποκείμενο. Οι δύο τελευταίες
12
περιπτώσεις, είναι μεταβολές, δεν είναι όμως κινήσεις. Κίνηση είναι η πρώτη περίπτωση και για να βρούμε, τώρα, τα είδη της πρέπει να αναζητήσουμε σε ποιες κατηγορίες υπάγεται το ὄν. Στο σημείο αυτό γεννάται το πρόβλημα της διάκρισης μεταξύ μεταβολής και κινήσεως το οποίο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια της εργασίας, αφού πρώτα παρουσιάσουμε εν συντομία το ζήτημα της κίνησης των ουρανίων σωμάτων, των τεσσάρων στοιχείων και το πρόβλημα του πρώτου κινούντος. Στο τρίτο, λοιπόν, κεφάλαιο της διατριβής και αφού έχουν αναλυθεί τα είδη της κινήσεως παρουσιάζεται, εφόσον αποτελεί ένα είδος κινήσεως, και η κίνηση των ουρανίων σωμάτων. Η παρουσίαση περιορίζεται στις βασικές θέσεις του φιλοσόφου και δεν είναι αναλυτική, διότι, όπως επισημάνθηκε ήδη, αντικείμενο της έρευνάς μας είναι η κίνηση στον υποσελήνιο κόσμο. Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η κίνηση των τεσσάρων στοιχείων τα οποία αποτελούν σημαντικό στοιχείο στην Αριστοτελική φιλοσοφία και σχετίζονται άμεσα τόσο με την αριστοτελική θεωρία της εναντιότητας όσο και με το ζήτημα της ύλης που θα εξεταστούν στη συνέχεια. Τέλος, η ανάλυση της κίνησης των τεσσάρων στοιχείων θα οδηγήσει στο ερώτημα από τι κινούνται τα πράγματα και θα φέρει την έρευνα στο πρόβλημα του πρώτου κινούντος. Δεν ασχολούμαστε αναλυτικά με το ευρύ αυτό θέμα, αλλά προσπαθούμε να δώσουμε τα βασικά σημεία του που σχετίζονται με το αντικείμενο της διατριβής. Εφόσον τα στοιχεία, όπως σημειώνεται στο προηγούμενο κεφάλαιο, έχουν τη φυσική τάση να κινούνται προς ορισμένους τόπους, θα πρέπει να αναζητήσουμε τι είναι ο τόπος για τον Σταγειρίτη και πως αποδεικνύεται ότι υπάρχει. Το ζήτημα αυτό μας απασχολεί στο τέταρτο κεφάλαιο όπου επίσης εξετάζεται το ζήτημα του κενού καθώς ο Αριστοτέλης παρουσιάζει και ανασκευάζει την άποψη πως το κενό 13
αποτελεί ένα είδος τόπου. Η κατηγορία του δυνάμει που, όπως επισημάναμε, μας απασχολεί ιδιαίτερα στην παρούσα εργασία, συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα του κενού και την έννοια της κίνησης ως μετάβασης από τη δύναμη στην ενέργεια. Στο πέμπτο κεφάλαιο της διατριβής αναπτύσσουμε και αναλύουμε το σημαντικό πρόβλημα της διάκρισης μεταξύ κινήσεως και μεταβολής. Αυτό που προκαλεί εντύπωση και έχει εγείρει σειρά συζητήσεων είναι το γεγονός ότι ο Σταγειρίτης φιλόσοφος κάποιες φορές χρησιμοποιεί τους όρους κίνησις και μεταβολή επισημαίνοντας τη διαφορά τους, και περιορίζοντας την κίνηση στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει αλλαγή ουσίας, όπως σημειώθηκε ήδη στο δεύτερο κεφάλαιο της διατριβής, όπου παρουσιάστηκαν τα είδη της κινήσεως, ενώ κάποιες άλλες φορές δεν ακολουθεί αυτή την τόσο σαφή διάκριση και χρησιμοποιεί τους δύο όρους ως εναλλακτικούς. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως παρατηρείται μια “στενή και μια ευρεία” θεώρηση της κινήσεως από τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, η οποία δίνει το έναυσμα για μια σειρά συζητήσεων σχετικά με το αν η γένεσις είναι μία από τις κινήσεις, ή είναι κάτι τελείως διαφορετικό, καθώς και σχετικά με το αν ο Αριστοτέλης πέρασε από μια στενή θεώρηση της κινήσεως, σύμφωνα με την οποία η γένεσις και η φθορά δεν περιλαμβάνονται ως είδη της κίνησης, σε μια ευρεία θεώρησή της, κατά την οποία η κίνηση διαιρείται σε τέσσερα είδη,
συμπεριλαμβανομένης
και
της
γενέσεως
και
φθορᾶς,
ή
αντιστρόφως. Αυτό που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια είναι η ανάλυση της έννοιας της γενέσεως και η αναζήτηση της ειδοποιού διαφοράς ανάμεσα στην έννοια αυτή και την ἀλλοιώσιν. Το πρόβλημα της γενέσεως των ουσιών είναι άμεσα συνυφασμένο στην Αριστοτελική φιλοσοφία με τη σχέση ὄντος και μη ὄντος και επομένως με το ζεύγος του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ. Η διερεύνηση του ζητήματος αυτού οδηγεί σε
14
ένα άλλο εξαιρετικά σημαντικό ζεύγος στην Αριστοτελική φιλοσοφία, αυτό της ύλης και της μορφής. Το ζεύγος ύλης και μορφής αποτελεί προϋπόθεση για την ερμηνεία του φαινομένου της γενέσεως καθώς και της μεταβολής γενικότερα. Η ύλη υπόκειται πάντα ως κάτι που είναι κατάλληλο να πάρει μια ορισμένη μορφή και είναι δεκτική των εναντίων. Η θεωρία της εναντιότητας κατέχει εξέχουσα θέση στην Αριστοτελική φιλοσοφία και σχετίζεται άμεσα με το πρόβλημα της κίνησης. Στο έκτο, λοιπόν, κεφάλαιο της διατριβής εξετάζεται το ζήτημα των εναντίων σε στενή σχέση και συνάρτηση με την κίνηση και τη μεταβολή. Κάθε μεταβολή προϋποθέτει την ύπαρξη των αντιθέτων, εφόσον καμία αλλαγή δεν αποτελεί μία τυχαία αντικατάσταση μίας κατάστασης από μία άλλη. Θα πρέπει, επομένως, να δεχτούμε την ύπαρξη μερικών εναντιοτήτων που θα χρησιμοποιηθούν ως αρχές, αφού κάθε γένεση και φθορά καθορίζεται από εναντιότητες. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη το ένα από τα δύο αντίθετα δίνει κάποια μορφή στο χωρίς προσδιορισμούς υποκείμενο, ενώ το άλλο αντίθετο αποτελεί τη στέρηση της μορφής (Μετ. 1029a2122). Το έδαφος για να συμβεί κάθε μορφή αλλαγής, μετάβασης από μία κατάσταση σε μία άλλη το προσφέρει η ύλη, και είναι αυτό το οποίο έχει τη δυνατότητα να προσλάβει διαφορετικές μορφές και όχι απλά αυτό που δεν έχει μορφή. Έτσι, στο επόμενο κεφάλαιο (έβδομο) επικεντρωνόμαστε στο πρόβλημα της ύλης και εξετάζεται ιδιαίτερα το ζήτημα της πρώτης ύλης, το οποίο είναι εξαιρετικά επίκαιρο και προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον και εκτενή συζήτηση ανάμεσα στους μελετητές του Αριστοτέλη. Η πρώτη ύλη γίνεται αρχή της μεταβολής με την έννοια ότι αποτελεί το υποκείμενο όπου συντελείται το πέρασμα από το δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ, ενώ η κίνηση είναι ο μόνος δρόμος μέσω του οποίου μπορούν να πραγματωθούν οι διάφοροι προσδιορισμοί. Η Αριστοτελική σύλληψη της πρώτης ύλης φωτίζει, κατά την άποψή μας, το δυναμικό 15
χαρακτήρα του μοντέλου του φυσικού κόσμου, όπως σκιαγραφείται από τον Σταγειρίτη φιλόσοφο. Ο δυναμικός, όμως, χαρακτήρας του Αριστοτελικού μοντέλου της φύσης καταδεικνύεται, όπως επισημάνθηκε στην αρχή της εισαγωγής, και από τον τρόπο που ο Σταγειρίτης συνέδεσε την θεωρία της κινήσεως με τις έννοιες του συνεχούς, του απείρου και του χρόνου καθώς κοινό στοιχείο όλων είναι η κατηγορία του δυνάμει. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στα δύο τελευταία κεφάλαια της διατριβής εξετάζουμε τις έννοιες του συνεχούς, του απείρου (κεφάλαιο όγδοο) και του χρόνου (κεφάλαιο ένατο) σε σχέση πάντα με την κίνηση. Η κίνηση, ακόμα και στην περίπτωση της μετάθεσης μέσα στο χώρο αποτελεί για τον Σταγειρίτη μια συνεχή διαδικασία, επομένως η κίνηση και το συνεχές σχετίζονται άμεσα. Η έννοια του συνεχούς συνδέεται με τη σειρά της με την έννοια της άπειρης διαιρετότητας και επομένως με την έννοια του απείρου. Τέλος, η κίνηση συνδέεται με την έννοια του χρόνου, ο οποίος είναι συνεχής και άπειρα διαιρετός. Ολοκληρώνεται έτσι η πραγμάτευση του προβλήματος της κινήσεως, της αλλοιώσεως και της μεταβολής στην Αριστοτελική φυσική φιλοσοφία, καθώς και η σύνδεση των παραπάνω εννοιών με τις έννοιες των εναντίων, της πρώτης ύλης, του συνεχούς, του απείρου, του κενού και του χρόνου τα οποία αποτελούν συστατικά στοιχεία της φυσικής πραγματικότητας και είναι δεμένα με την κατηγορία του δυνάμει. Σημειώνεται τέλος, χωρίς να προβαίνουμε σε ιδιαίτερη εξέταση, πως η Αριστοτελική θεωρία της κινήσεως αποτελεί ένα εξαιρετικά επίκαιρο και ανοιχτό σε νέες προσεγγίσεις θέμα, ιδωμένο ιδιαίτερα μέσα από το πρίσμα των νέων δεδομένων που διαμορφώθηκαν στο χώρο της φυσικής αλλά και της φιλοσοφίας ύστερα από τις νέες επιστημονικές ανακαλύψεις στον υποατομικό κόσμο. Η ανακάλυψη του φυσικού μικρόκοσμου οδήγησε σε αμφισβήτηση του μηχανιστικού πνεύματος της Νευτώνειας 16
φυσικής και άνοιξε το δρόμο για μια δυναμική εξήγηση του φυσικού κόσμου. Οι πρωτότυπες και ιδιαίτερα σημαντικές εργασίες της Καθηγήτριας της Φιλοσοφίας και επιβλέπουσας της παρούσας διατριβής, κ. Δ. Σφενδόνη-Μέντζου σ’ αυτόν τον χώρο αποτέλεσαν το έναυσμα για τις αναζητήσεις μας πάνω στο Αριστοτελικό έργο γενικά και τις έννοιες τις κινήσεως, της αλλοιώσεως και της μεταβολής ειδικότερα.
17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ 1. Ο ορισμός της κινήσεως. Η κίνησις ως μετάβαση από το ἐν δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ Ο Αριστοτέλης αναλαμβάνει όχι μόνο να περιγράψει την έννοια της κινήσεως αλλά και να την ορίσει. Ο ορισμός του σχετίζεται άμεσα με ένα πρόβλημα το οποίο απασχόλησε και τους προγενέστερους φιλοσόφους και υπήρξε πολύπλοκο και δυσεπίλυτο. Ο ίδιος ο Σταγειρίτης θα επισημάνει στα Φυσικά, πως ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την εξεύρεση μιας απάντησης στο ερώτημα, τι είναι κίνηση σημειώνοντας πως αν δεν γίνει γνωστή η κίνηση, θα μείνει αναγκαστικά έξω από τη γνώση μας και η φύση1. deiÍ
mh\
lanqa/nein
ti¿
e)sti
ki¿nhsij:
a)nagkaiÍon
ga\r
a)gnooume/nhj au)th=j a)gnoeiÍsqai kaiì th\n fu/sin.
(Φυσ. 200b13-15) Στα Φυσικὰ οδηγείται στην απάντηση του παραπάνω εξαιρετικά σημαντικού ερωτήματος καθώς με τη διατύπωση του ορισμού και την ανάλυση που ακολουθεί, όπως ο ίδιος o φιλόσοφος θα υπογραμμίσει, έχει αναπτύξει τι είναι κίνηση και από γενική και από ειδική άποψη. ti¿ me\n ouÅn e)stin ki¿nhsij eiãrhtai kaiì kaqo/lou kaiì kata\ me/roj·
(Φυσ. 202b23-24) 1
Όπου δεν αναφέρεται άλλο όνομα η απόδοση στη νέα ελληνική είναι δική μας. 18
Σύμφωνα μάλιστα με τον J. Kostman, όταν ο Σταγειρίτης αναφέρει πως η ορθότητα των ορισμών του μπορεί να καταστεί φανερή και από τους ορισμούς που οι άλλοι έχουν διατυπώσει σχετικά με την κίνηση, και από το γεγονός ότι δεν είναι εύκολο να δώσει κανείς γι’ αυτήν έναν άλλο ορισμό, αφήνει να εννοηθεί ότι ο ίδιος στην πραγματικότητα “ορίζει” αυτό που οι προγενέστεροί του προσπαθούσαν να ορίσουν.2 (“dh=lon kaiì e)c wÒn oi¸ aÃlloi periì au)th=j le/gousin, kaiì e)k tou= mh\ r(#/dion eiånai diori¿sai aÃllwj au)th/n.” Φυσ. 201b16-18). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο
ίδιος ο φιλόσοφος αναφέρεται και λίγο αργότερα στα Φυσικὰ στον ορισμό
της
κινήσεως
(“kaiì
xwriìj
de\
tou=
th=j
kinh/sewj
o(rismou=…”Φυσ. 251a11-12).
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον ορισμό του αυτό, κίνηση ονομάζει την εντελεχειακή ύπαρξη του δυνάμει όντος, θεωρημένου στην καθαρή δυνάμει ύπαρξή του. divrhme/nou de\ kaq' eÀkaston ge/noj tou= me\n e)ntelexei¿# tou= de\ duna/mei, h( tou= duna/mei oÃntoj e)ntele/xeia, v toiou=ton, ki¿nhsi¿j e)stin…
(Φυσ. 201a9-11) Στον ορισμό αυτό, όπως σημειώνει η S. Waterlow, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει πως η κίνηση και η μεταβολή “είναι κάποιο είδος εν ενεργεία πραγματικότητας”. Αναμφίβολα, αυτό σημαίνει πως η κίνηση ή μεταβολή είναι πραγματική, όσο πραγματικό είναι και ο,τιδήποτε άλλο υπαρκτό. Πολλοί από τους προγενέστερους φιλοσόφους αρνήθηκαν την πραγματικότητα της κίνησης κυρίως αναφορικά με το πρόβλημα του μη 2
Βλ. James Kostman, “Aristotle’s Definition of Change,” στο History of Philosophy
Quarterly, Vol. 4, no 1, (1987): 3-16.
19
όντος και σχετικά με το πως θα μπορούσε η έννοια της κίνησης να περικλείει, να περιλαμβάνει το μη ον χωρίς ωστόσο να οδηγείται η ίδια στη μη ύπαρξη3. Ο Σταγειρίτης έχει δώσει ήδη μια λύση στην παραπάνω δυσκολία στο Βιβλίο I των Φυσικῶν (7-8) όπου αναφέρεται στο θέμα της γενέσεως των ουσιών και σημειώνει χαρακτηριστικά πως σε κάθε γένεση υπάρχει κάτι που στέκεται από κάτω, υπόκειται και δέχεται την μορφή. Υπάρχουν, επομένως, δύο αρχές, υποκείμενο και είδος, ή τρεις, υποκείμενο, είδος και εναντίωση ή στέρηση. Έτσι, μπορεί να λυθεί η φαινομενική, κατά τον Αριστοτέλη, δυσκολία που είχε οδηγήσει τους προγενέστερους φιλοσόφους στην άρνηση της πραγματικότητας της μεταβολής καθώς θεωρούσαν ότι το όν πρέπει να γεννιέται ή από όν ή από μη όν, όμως κατά την άποψή τους και τα δύο αυτά ήταν αδύνατα. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Σταγειρίτης στο Βιβλίο I ένα ον γεννιέται από ένα μη ον, θεωρημένο όμως όχι ως μη ον, και από ένα ον, θεωρημένο όμως όχι ως ον. Η έννοια του δυνάμει, η οποία αποτελεί βασική έννοια στον ορισμό της κίνησης, προσφέρει επίσης μια λύση στο παραπάνω
πρόβλημα
και
ένα
ισχυρό
επιχείρημα
υπέρ
της
πραγματικότητας της μεταβολής. Τα ίδια πράγματα είναι δυνατό να τα εννοήσουμε και από την άποψη της δύναμης και από την άποψη της ενέργειας, και υπό αυτήν την έννοια δεν είναι άλυτες, κατά τον Αριστοτέλη, οι απορίες των παλαιότερων οι οποίες τους οδήγησαν σε λάθος δρόμο και λάθος συμπεράσματα αναφορικά με την μελέτη της μεταβολής. Σύμφωνα με τον Σταγειρίτη μια ματιά στην ίδια τη φύση θα μπορούσε να διαλύσει την άγνοια τους. eiâj me\n dh\ tro/poj ouÂtoj, aÃlloj d' oÀti e)nde/xetai tau)ta\ le/gein kata\ th\n du/namin kaiì th\n e)ne/rgeian: tou=to d' e)n 3
Βλ. Sarah Waterlow, Nature, Change and Agency in Aristotle’s Physics, A
Philosophical Study, (New York: Oxford University Press, 1982), σ. 109.
20
aÃlloij diw¯ristai di' a)kribei¿aj ma=llon. wÐsq' (oÀper e)le/gomen) ai¸ a)pori¿ai lu/ontai di' aÁj a)nagkazo/menoi a)nairou=si tw½n ei¹rhme/nwn eÃnia: dia\ ga\r tou=to tosou=ton kaiì oi¸ pro/teron e)cetra/phsan th=j o(dou= th=j e)piì th\n ge/nesin kaiì fqora\n kaiì oÀlwj metabolh/n: auÀth ga\r aÄn o)fqeiÍsa h( fu/sij aÀpasan eÃlusen au)tw½n th\n aÃgnoian.
(Φυσ. 191b27-34) Κάτι γίνεται κάτι άλλο που προηγούμενα δεν ήταν. Δεν πρόκειται όμως για μια τυχαία μετάβαση από κάτι σε κάτι άλλο. Σύμφωνα με τον ορισμό του Αριστοτέλη, αν κάτι είναι ἐν ἐνεργείᾳ χ και δυνάμει ψ, κίνηση είναι η διαδικασία για την πραγμάτωση της κατάστασης ψ. “Η κίνηση που ονομάζεται οικοδόμηση είναι η ανάλογη τοποθέτηση τούβλων και λάσπης που είναι ‘οικοδομητά’. Πριν αρχίσει η οικοδόμηση, το οικοδομητό δεν είναι ακόμη ἐντελεχείᾳ, και όταν αυτή ολοκληρωθεί, το οικοδομητό παύει να είναι ἐντελεχείᾳ”4 oÀtan ga\r to\ oi¹kodomhto/n, v toiou=ton au)to\ le/gomen eiånai, e)ntelexei¿# vÅ, oi¹kodomeiÍtai, kaiì eÃstin tou=to oi¹kodo/mhsij…
(Φυσ. 201a15-17) Μόνο κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης το “οικοδομητό v toiou=ton …είναι ἐντελεχείᾳ” και η πραγμάτωσή του συντελείται με την
οικοδόμηση. Η επεξηγηματική φράση “v toiou=ton” δίνεται από τον Αριστοτέλη προκειμένου να καταστήσει σαφές το πως πρέπει να εννοηθεί το πάσχoν. Για τον ίδιο σκοπό ο Σταγειρίτης χρησιμοποιεί επίσης τη φράση v 4
Βλ. W. D. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1993), σ.
122.
21
kinhto/n (“oÀtan e)ntelexei¿# oÄn e)nergv= ou)x v au)to\ a)ll' v kinhto/n, ki¿nhsi¿j e)stin” Φυσ.201a28-29) και v dunato/n (“h( tou= dunatou=, v dunato/n, e)ntele/xeia fanero\n oÀti ki¿nhsi¿j e)stin” Φυσ.201b4-5).
“Για κάθε τι το οποίο είναι δυνάμει Α, υπάρχει κάποιο Β που είναι ἐν ἐνεργείᾳ το συγκεκριμένο πράγμα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Τα τούβλα και οι πέτρες τα οποία είναι δυνάμει σπίτι, είναι ἐν ἐνεργείᾳ τούβλα και πέτρες. Δεν είναι όμως η εντελέχεια των τούβλων ή των λίθων θεωρημένα ως τούβλα ή λίθοι αυτή που σχετίζεται με την οικοδόμηση, αλλά η εντελέχειά τους θεωρημένα ως δυνάμει σπίτι.”5 Εάν ο στόχος είναι να οριστεί με σαφήνεια η κίνηση με την οποία παράγεται ένα σπίτι, δεν ενδιαφέρει η ἐν ἐνεργείᾳ πραγματικότητα των “οικοδομητών” αυτών καθαυτά (για παράδειγμα τα τούβλα ή οι πέτρες). Όπως σημειώνει ο Σταγειρίτης χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του χαλκού, το να είναι κάτι χαλκός και το να είναι μια ορισμένη δύναμη επιδεκτική κίνησης δεν αποτελούν ταυτότητα. Έτσι, μπορεί βέβαια ο χαλκός να είναι δυνάμει άγαλμα, όμως στην περίπτωση της κίνησης δεν μας ενδιαφέρει ο χαλκός αυτός καθαυτός, καθώς η εντελέχεια του χαλκού, ως χαλκού θεωρημένου, δεν είναι κίνηση. Με άλλα λόγια η κατ’ εντελέχεια παρουσία του χαλκού δεν αποτελεί κίνηση αλλά η εντελέχεια του δυνάμει, θεωρημένου στην καθαρή δυνάμει άποψή του είναι κίνηση. le/gw de\ to\ v w¨di¿. eÃsti ga\r o( xalko\j duna/mei a)ndria/j, a)ll' oÀmwj ou)x h( tou= xalkou= e)ntele/xeia, v xalko/j, ki¿nhsi¿j e)stin: ou) ga\r to\ au)to\ to\ xalk%½ eiånai kaiì duna/mei tini¿ [kinht%½], e)peiì ei¹ tau)to\n hÅn a(plw½j kaiì kata\ to\n lo/gon, hÅn aÄn h( tou= xalkou=, v xalko/j, e)ntele/xeia ki¿nhsij: ou)k eÃstin de\ tau)to/n... 5
Βλ. L. A. Kosman, “Aristotle’s Definition of Motion,” Phronesis, vol. 14(1969), σσ.
40-62, σ. 43.
22
(Φυσ. 201a29-34) Το γεγονός ότι δεν είναι ταυτόσημο το να είναι κάτι χαλκός και το να είναι δυνάμει τινί [kinht%½] φαίνεται καθαρά αν εξετάσει κανείς τις εναντιότητες. “Το να δύναται κάποιος να υγιαίνει δεν αποτελεί ταυτότητα με το να δύναται να είναι άρρωστος. Γιατί αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα ταυτιζόταν η υγεία και η αρρώστια. Το υποκείμενο, όμως, που λέμε ότι έχει την υγεία του…είναι ένα και το αυτό.”6 Ο χαλκός, λοιπόν, είναι δυνάμει πολλές διαφορετικές μορφές, όπως ακριβώς το σώμα μπορεί να είναι δυνάμει υγιές ή άρρωστο. “Επειδή μέσα στα φυσικά όντα παρατηρείται η διαφορά της κατά δύναμη και κατά εντελέχεια ύπαρξης, η κίνηση είναι η κατά εντελέχεια πραγμάτωση του κατά τη δύναμη, θεωρημένου αποκλειστικά ως κατά δύναμη.”7 Η επεξηγηματική φράση v toiou=ton είναι ένα από τα ζητήματα που έχουν εγείρει σειρά συζητήσεων. Οι υπομνηματιστές του Αριστοτέλη συγκλίνουν στην θέση πως η προσθήκη της φράσης στον ορισμό δίνεται από τον Σταγειρίτη προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι η ενέργεια του δυνάμει επιτελείται ενώ το δυνάμει παραμένει δυνάμει, σώζεται ως δυνάμει. Όπως ήδη σημειώθηκε, όταν το δυνάμει χάσει τη δυνατότητά του και μετατραπεί σε ἐν ἐνεργείᾳ, η κίνηση έχει ολοκληρωθεί. Όταν, λοιπόν, ο Σταγειτρίτης ορίζει την κίνηση ως εντελέχεια ή ενέργεια του δυνάμει ενδεχομένως να οδηγηθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι η ενέργεια 6
“dh=lon d' e)piì tw½n e)nanti¿wn: to\ me\n ga\r du/nasqai u(giai¿nein kaiì du/nasqai
ka/mnein eÀteron®kaiì ga\r aÄn to\ ka/mnein kaiì to\ u(giai¿nein tau)to\n hÅn®to\ de\ u(pokei¿menon kaiì to\ u(giaiÍnon kaiì to\ nosou=n, eiãq' u(gro/thj eiãq' aiâma, tau)to\n kaiì eÀn). e)peiì d' ou) tau)to/n, wÐsper ou)de\ xrw½ma tau)to\n kaiì o(rato/n, h( tou= dunatou=, v dunato/n, e)ntele/xeia fanero\n oÀti ki¿nhsi¿j e)stin” (Φυσ. 201a34-201b5). 7
Βλ. Κ.Δ. Γεωργούλη, Αριστοτέλους Φυσική Ακρόασις (Τα Φυσικά), Αθήνα: Εκδ.
Παπαδήμα 1972, σ. 71.
23
με την έννοια της ἐν ἐνεργείᾳ πραγματικότητας καταργεί το δυνάμει. Η προσθήκη, όμως, της φράσης v toiou=ton (θεωρημένου, δηλαδή, ως δυνάμει) διαλύει κάθε τέτοιου είδους δυσκολία και κίνδυνο παρανόησης. Η κίνηση προϋποθέτει, απαιτεί την ύπαρξη του δυνάμει και όταν το δυνάμει δεν υπάρχει πλέον, τότε δεν υπάρχει ούτε κίνηση8. Πιο συγκεκριμένα, ο Σιμπλίκιος σημειώνει πως: ouÀtwj aÃra kaqo\ e)nergei¿# e)stiìn ou)de\n kineiÍtai: ou) me/ntoi ou)de\
kaqo\
duna/mei,
me/non
duna/mei
kaiì
e)n
mo/nv
tv=
e)pithdeio/thti, ou)k aÄn le/goito kineiÍsqai: a)ll' oÀtan a)po\ tou= duna/mei metaba/llv ei¹j to\ e)nergei¿# me/nontoj e)n au)t%½ tou= duna/mei, to/te le/getai kineiÍsqai. ei¹ko/twj ouÅn prose/qhken
, iàna h( e)ne/rgeia tou= duna/mei me/nontoj e)pitelh=tai: pausame/nou ga\r tou= duna/mei ou)ke/ti e)stiì ki¿nhsij. to\ ga\r e)nergei¿# geno/menon kaqo/son e)nergei¿# e)n sta/sei kaiì monv= e)stin, a)ll' ou)k e)n kinh/sei. ou) me/ntoi ou)de\ eiã ti tv= duna/mei e)stiì mo/non, tou=to hÃdh kineiÍtai. to\ gou=n oi¹kodomhto/n, oÀper e)stiì to\ duna/menon oi¹kodomhqh=nai, eÀwj me\n a)nene/rghton me/nei kata\
to\
oi¹kodomhto/n,
a)ki¿nhto/n
e)stin:
oÀtan
de\
kaqo\
oi¹kodomhto/n e)sti kata\ tou=to e)nergv= eÃti eÃxon e)n t%½ e)nergeiÍn to\ oi¹kodomhto/n, to/te kineiÍtai, toute/stin oÀtan oi¹kodomh=tai. kaiì h( oi¹kodo/mhsij e)ne/rgeia ouÅsa tou= oi¹kodomhtou= to/te ki¿nhsi¿j e)sti. me/xri ga\r aÄn oi¹kodomh=tai oi¹kodomhto/n e)sti kaiì kata\ to\ duna/mei e)nergeiÍ kaiì kineiÍtai.
(Σιμπλικίου φιλοσόφου εἰς τὰ τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 414, 115) 8
Για μια εκτενή παρουσίαση των σωζόμενων ερμηνευτικών υπομνημάτων στο
κείμενο της Φυσικῆς ἀκροάσεως, τα οποία έχουν εκπονηθεί από τον Σιμπλίκιο, τον Φιλόπονο και τον Θεμίστιο, βλ. Μελίνα Γ. Μουζάλα, Το πρόβλημα της Κινήσεως και της Μεταβολής εις την «Φυσικήν Ακρόασιν» του Αριστοτέλους, (διδ. διατρ.), Αθήνα 2001.
24
Ο Θεμίστιος ερμηνεύει τη φράση v toiou=ton με σκεπτικό παρόμοιο με αυτό του Σιμπλίκιου και επισημαίνει πως: ti¿
ouÅn
pro/skeitai
menou/shj
eÃti
kaiì
"vÂ
toiou=ton";
s%zome/nhj
iàna
th=j
e)ntele/xeia
duna/mewj,
ge/nhtai
hÂsper
hÅn
e)ntele/xeia
(Θεμιστίου Παράφρασις εἰς τὰ τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως 5,2.69.8-11)
Επίσης, λίγο πιο κάτω θα υπογραμμίσει ότι: oÀtan dh/ ti aÃllo oÄn e)nergei¿# duna/mei aÃllo vÅ, h( e)ne/rgeia au)tou=, hÁ kaqo\ duna/mei e)sti¿, ki¿nhsi¿j e)stin: ou)de\n ga\r a(plw½j duna/mei oÄn mo/non, e)nergei¿# de\ ou)de\n aÄn kinhqei¿h pot' aÃn. dia\ tou=to ou)de\ h( uÀlh kineiÍtai kaq' e(auth/n, oÀti mhde\ eÃsti kaq' e(auth\n e)nergei¿#. deiÍ ouÅn e)nergei¿# ti eiånai kaiì e)nergeiÍn ou) kaqo/ ti¿ e)stin, a)lla\ kaqo\ du/natai eiånai aÃllo ti, le/gw de\ to\ "kaqo\ du/natai": tou=ton to\n tro/pon: eÃsti ga\r o( xalko\j duna/mei a)ndria/j, a)ll' oÀmwj ou)x h( tou= xalkou= e)ntele/xeia, v xalko/j, ki¿nhsi¿j e)stin (h)remeiÍ ga\r kaqo\ xalko/jŸ, a)ll' h( tou= duna/mei
au)t%½
proso/ntoj,
u(pa/rxei
de\
au)t%½
duna/mei
to\
a)ndria/nti gene/sqai, h( dh\ tou/tou e)ne/rgeia ki¿nhsi¿j e)stin.
(Θεμιστίου Παράφρασις εἰς τὰ τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως 70,33-71,1-9)
Τέλος, ανάλογη είναι και η ερμηνεία που παραθέτει ο Φιλόπονος όταν σημειώνει πως: prose/qhke de\ to\ a)ntiì tou= v duna/mei to/de ti¿
e)stin,
iàna
h(
e)ntele/xeia
gi¿nhtai
menou/shj
eÃti
kaiì
s%zome/nhj th=j duna/mewj, hÂsper hÅn h( e)ntele/xeia
25
(Ιωάννου τοῦ Φιλοπόνου, εἰς τὰ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα 16.342.16-20) Ο W.D. Ross προχωρά σε μια ερμηνεία της φράσης v toiou=ton αποδίδοντας τον αριστοτελικό ορισμό ως εξής: “Κίνηση είναι η εντελέχεια του δυνάμει από τη σκοπιά ή από την άποψη εκείνη κατά την οποία αναφερόμαστε σ’ αυτό, όταν το αποκαλούμε ‘δυνάμει’ ”. Αναφερόμαστε, δηλαδή, κατά τον W. D. Ross στην πραγμάτωση του δυνάμει ως δυνάμει. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, αυτό που μας ενδιαφέρει στην περίπτωση των τούβλων και των λίθων είναι η πραγμάτωσή τους ως δυνάμει οικοδομητών, από την άποψη δηλαδή που αυτά είναι οικοδομήσιμα και όχι η πραγμάτωση της ύπαρξής τους ως τούβλων ή λίθων, καθώς αυτή ήταν ἐν ἐνεργείᾳ πριν ξεκινήσει η κίνηση9. Ο J. L. Acrill10 επικαλείται την άποψη του W. D. Ross σημειώνοντας ιδιαίτερα πως το δυνάμει το οποίο είναι ικανό να πραγματωθεί ως τέτοιο, ως δυνάμει δηλαδή, είναι στην πραγματικότητα το ατελές (imperfect) δυνάμει. Πιο συγκεκριμένα, παραθέτει το σχόλιο του W. D. Ross σύμφωνα με το οποίο “Ένα σύνολο τούβλων, λίθων κτλ, μπορεί να θεωρηθεί 1. ως πολλά τούβλα και πέτρες κτλ, 2. ως δυνάμει σπίτι, 3. ως δυνάμει ευρισκόμενα σε στάδιο προετοιμασίας, σε πορεία διαμόρφωσής τους σε σπίτι. Η κίνηση της οικοδόμησης είναι,” όπως σημειώθηκε προηγούμενα, “η πραγματοποίηση όχι 1. των υλικών ως υλικών,” ούτε όμως και η πραγματοποίηση “2. της δυνατότητάς τους ως 9 10
Βλ. W.D. Ross, Aristotle’s Physics, (Oxford, 1936), σ. 537. J. L. Ackrill, “Aristotle’s Distinction between ENERGEIA and KINESIS,” στο New
Essays on Plato and Aristotle, R. Bambrough (ed.), London, 1965, σσ. 121-141. σ.139-140.
26
σπίτι (το σπίτι είναι η πραγματοποίηση αυτού), αλλά 3. της δυνατότητάς τους να διαμορφωθούν σε σπίτι. Αντίστοιχα κάθε κίνηση είναι η πραγμάτωση του δυνάμει η οποία είναι ένα στάδιο προς την περαιτέρω πραγμάτωση του δυνάμει, και υπάρχει μόνο ενόσω το περαιτέρω δυνάμει δεν έχει ακόμη πραγματωθεί”11. Υπό αυτή την έννοια είναι ατελής και ενώ είναι κατά μια έννοια ενέργεια, ωστόσο είναι διακριτέα από μια ενέργεια με την πιο στενή σημασία της κατά την οποία κανένα δυνάμει στοιχείο δεν μπορεί να είναι παρόν. Επομένως κατά τον J. L. Acrill, το ερώτημα εάν το δυνάμει είναι ατελές ταυτίζεται με το ερώτημα του κατά πόσο είναι το είδος του δυνάμει που πραγματώνεται v toiou=ton, θεωρημένο δηλαδή ως δυνάμει. Το παραπάνω σχόλιο του W. D. Ross θα παραθέσει και ο L. A. Kosman12 καθώς πραγματεύεται το συγκεκριμένο ζήτημα και επιχειρεί να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα τι προσθέτει η φράση v toiou=ton στον Αριστοτελικό ορισμό και ποια είναι η σημασία και η βαρύτητά της. Όπως σημειώνει, η κίνηση κατά τον Αριστοτέλη είναι η εντελέχεια ενός πράγματος που είναι δυνάμει, θεωρημένου όχι ως (qua) αυτό που είναι το συγκεκριμένο πράγμα τη συγκεκριμένη στιγμή ἐν ἐνεργείᾳ, αλλά θεωρημένου ως αυτό που είναι δυνάμει. Σύμφωνα με τον L. A. Kosman εδώ υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγηθεί κανείς όχι στη διαδικασία κτισίματος (ακολουθώντας το Αριστοτελικό παράδειγμα), αλλά στο κτίσμα που είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. Κατά την άποψή του το σχόλιο του W. D. Ross, που παρατέθηκε προηγούμενα, και το οποίο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ευφυές, έρχεται ως μια προσπάθεια 11
“every kinesis is an actualization-of-a-potentiality which is a stage on the way to a
further actualization of potentiality, and only exists while the further potentiality is not yet actualized.” 12
L. A. Kosman, “Aristotle’s Definition of Motion,” Phronesis, vol. 14(1969), σσ.40-
62, σσ.43-45.
27
να δοθεί λύση στην δυσκολία αυτή. Η προσπάθεια, όμως, του W. D. Ross να βρει ερείσματα της θέσης αυτής στo τέλος του Κεφαλαίου στο οποίο ορίζεται η κίνηση (Φυσικὰ 201b9 κ.ε.), δεν βρίσκει τον L. A. Kosman σύμφωνο. Ο τελευταίος υποστηρίζει, μάλιστα, πως η υπόδειξη ότι η κίνηση της οικοδόμησης είναι η πραγματοποίηση της δυνατότητας των οικοδομητών να διαμορφωθούν σε σπίτι, δεν βρίσκει επαρκή τεκμηρίωση στο Αριστοτελικό κείμενο. Επανέρχεται στην ανάλυση του ίδιου του Σταγειρίτη αναφορικά με τη φράση “v toiou=ton”, όπου γίνεται η διάκριση ανάμεσα στον χαλκό α. θεωρημένο ως δυνάμει άγαλμα και β. θεωρημένο ως χαλκό και υποστηρίζει πως όταν ο φιλόσοφος καταλήγει στο συμπέρασμα πως “h( tou= dunatou=, v dunato/n, e)ntele/xeia fanero\n
oÀti
ki¿nhsi¿j
e)stin”13 αναφέρεται ξεκάθαρα στο χαλκό
θεωρημένο ως δυνάμει άγαλμα και όχι ως δυνάμενο να διαμορφωθεί σε άγαλμα (being made into a statue). Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν αναφέρεται πουθενά. Κατά τον Kosman η φράση “v toiou=ton” δείχνει πως στον Αριστοτελικό ορισμό γίνεται αναφορά “στη συναπαρτίζουσα, συστατική και όχι στη στερητική ἐν ἐνεργείᾳ πραγματικότητα (εντελέχεια)”14. “Η κίνηση, με άλλα λόγια δεν είναι η ενέργεια του δυνάμει με την έννοια της ενέργειας ή πραγματικότητας που είναι αποτέλεσμα του δυνάμει, αλλά με την έννοια της ενέργειας η οποία είναι δυνάμει στη συνολική της εκδήλωση.”15 Πιο συγκεκριμένα, κατά τον 13
Φυσ. 201b4-5.
14
(the phrase as such signals that it is the constitutive and not the deprivative actuality
which is reffered to in Aristotle’s definition), L. A. Kosman, “Aristotle’s Definition of Motion,” Phronesis, vol. 14(1969), σ. 50. 15
(motion is not the actuality of a potentiality in the sense of an actuality which results
from a potentiality, but rather in the sense of an actuality which is a potentiality in its full manifestation) L. A. Kosman, “Aristotle’s Definition of Motion,” Phronesis, vol. 14(1969), σ. 50.
28
Kosman, ο Αριστοτέλης σημειώνει πως μόνο όταν κτίζονται τα τούβλα και οι λίθοι, βρίσκονται στην πλήρη εκδήλωση του δυνάμει τους να γίνουν σπίτι, θεωρημένο ως δυνάμει16. Μόνο τότε η “συναπαρτίζουσα” (constitutive) ενέργεια του δυνάμει να γίνουν σπίτι πραγματώνεται, πριν τη γένεση της “στερητικής” ενέργειας του δυνάμει, η οποία συμβαίνει όταν τα τούβλα και οι πέτρες θεωρημένα ως οικοδομητά εξαφανιστούν και αντικατασταθούν από το σπίτι από πέτρες και τούβλα που έχει ήδη χτιστεί. O Joseph Owens17 θα προβάλει αντιρρήσεις αναφορικά με τη θέση του Kosman ότι “το να μιλούμε για την ενέργεια του δυνάμει ως δυνάμει σημαίνει πως η ενέργεια είναι συστατική και όχι στερητική”18. Αντίθετα, κατά την άποψή του, η φράση v dunato/n, φαίνεται να είναι εφαρμοστέα τόσο όπου η ενέργεια (actuality) είναι στερητική όσο και όπου είναι συστατική, καθώς η τελική ἐν ἐνεργείᾳ πραγματικότητα είναι η μορφή η οποία ήταν απούσα όταν η κίνηση άρχισε και αυτή ακριβώς η απουσία είναι κατά τον Joseph Owens η στέρηση από την οποία η κίνηση αρχίζει. Παρεμφερής με τη θέση του W. D. Ross σχετικά με την ερμηνεία της φράσης v toiou=ton είναι η άποψη του F. Solmsen, ο οποίος επισημαίνει τη δυσκολία που παρουσιάζει η απόδοση ή ερμηνεία του Αριστοτελικού ορισμού κυρίως αναφορικά με την φράση v toiou=ton και τονίζει πως η δυσκολία αυτή έγκειται και στο γεγονός ότι η 16
“oÀtan ga\r to\ oi¹kodomhto/n, v toiou=ton au)to\ le/gomen eiånai, e)ntelexei¿# vÅ,
oi¹kodomeiÍtai,
kaiì
eÃstin
tou=to
oi¹kodo/mhsij…
h(
de\
tou=
duna/mei
oÃntoj
, oÀtan e)ntelexei¿# oÄn e)nergv= ou)x v au)to\ a)ll' v kinhto/n, ki¿nhsi¿j e)stin” (Φυσ. 201a16-29). 17
Joseph Owens, “Aristotle- Motion as Actuality of the Imperfect,” Paideia: Special
Aristotle Issue (1978), σσ. 120-132, σσ.130-131, σημ. 20. 18
“to speak of the actuality of a potentiality qua potentiality is to signal that the
actuality is constitutive and not deprivative” βλ. L.A. Kosman, ό.π., σ. 50.
29
συγκεκριμένη φράση είναι επιδεκτική διαφορετικών ερμηνειών. Ωστόσο, ο ίδιος προτιμά όχι την ερμηνεία “η εντελέχεια του δυνάμει ως τέτοιου, δηλαδή ως δυνάμει”, αλλά η εντελέχεια του δυνάμει “από τη σκοπιά που αυτό είναι δυνάμει, ή, με άλλα λόγια από την άποψη κατά την οποία αυτό είναι δυνάμει. Αυτό σημαίνει από την άποψη που αυτό είναι επιδεκτικό αλλαγής”. Όπως ο ίδιος σημειώνει η θέση του αυτή επεξηγείται και διαφωτίζεται από τα παραδείγματα τα οποία δίνονται από τον Αριστοτέλη αμέσως μετά τη διατύπωση του ορισμού19. Αντίστοιχη προσέγγιση της φράσης “v toiou=ton” προτείνει ο Joseph Owens20 αποδίδοντας τον Αριστοτελικό ορισμό της κίνησης ως “εντελέχειας αυτού που υπάρχει δυνάμει, στο μέτρο που υπάρχει κατ’ αυτόν τον τρόπο”. Η φράση “στο μέτρο που είναι δυνάμει” υποδηλώνει ότι το υποκείμενο της αλλαγής πραγματώνεται από τη σκοπιά κατά την οποία είναι ικανό να συνεχίζει προς μια περαιτέρω ἐν ἐνεργείᾳ πραγματικότητα21. Η συζήτηση σχετικά με το θέμα αυτό και η προσπάθεια των μελετητών να αποδώσουν, να ερμηνεύσουν και να αναλύσουν την Αριστοτελική φράση καταδεικνύει τόσο την δυσκολία στην προσέγγιση της όσο και τη σημασία της και τον σημαντικό ρόλο της προκειμένου να καταστεί δυνατή η ερμηνεία και η κατανόηση του Αριστοτελικού ορισμού της κίνησης. Οι ερμηνευτικές προτάσεις των σύγχρονων μελετητών είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές, στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό 19
Βλ. Friedrich Solmsen, Aristotle's System of the Physical World. (Ithaca, New York:
Cornell University Press, 1960) σ. 186, σημ. 49. 20
Joseph Owens, “Aristotle- Motion as Actuality of the Imperfect,” Paideia: Special
Aristotle Issue (1978), σσ. 120-132, σσ.123-124. 21
Joseph Owens, “Aristotle- Motion as Actuality of the Imperfect,” Paideia: Special
Aristotle Issue (1978), σσ.123-124.
30
στο Αριστοτελικό κείμενο και στα παραδείγματα που ο ίδιος ο φιλόσοφος παραθέτει και φαίνεται να συγκλίνουν ως προς το γενικό τους πλαίσιο, παρά τις κάποιες επιμέρους διαφορές τους, κυρίως αναφορικά με την επιχειρηματολογία στήριξης της θέσης τους. Επισημαίνουν, ορθώς, πως η φράση “v toiou=ton” δηλώνει με σαφήνεια ότι η κίνηση είναι η ενέργεια του δυνάμει ως δυνάμει, ή αλλιώς από τη σκοπιά ή στο μέτρο που είναι δυνάμει και δεν έχει γίνει ἐν ἐνεργείᾳ. Εξαιρετικά, όμως, σημαντικές, ενδιαφέρουσες και απαραίτητες για την προσέγγιση της σημασίας της φράσης “v toiou=ton” είναι και οι ερμηνευτικές προτάσεις των υπομνηματιστών του Αριστοτέλη, οι οποίες μας βρίσκουν σύμφωνους. Συγκλίνουν στο ότι η φράση προσετέθη από τον Σταγειρίτη προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι το δυνάμει παραμένει, σώζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της κίνησης και δεν χάνεται όσο η κίνηση διαρκεί. Η εντελέχεια, επομένως, του δυνάμει δεν καταργεί το δυνάμει, καθώς αυτό είναι θεωρημένο στην καθαρή δυνάμει ύπαρξή του22. Από την ανάλυση που προηγήθηκε γίνεται σαφές ότι, αναφορικά με την κίνηση, όπως δεν ενδιαφέρουν τα πάσχοντα καθαυτά (για παράδειγμα ο χαλκός στην περίπτωση του αγάλματος ή τα τούβλα ή οι λίθοι στην περίπτωση του σπιτιού), κατά τον ίδιο τρόπο δεν ενδιαφέρει και η ἐν ἐνεργείᾳ κατάσταση στην οποία απολήγει η κίνηση, για παράδειγμα το ἐν ἐνεργείᾳ σπίτι. Κίνηση μπορεί να είναι η οικοδόμηση, η ενέργεια, με άλλα λόγια, του οικοδομητού θεωρημένου ως τέτοιου, δηλαδή ως οικοδομητό. Από τη στιγμή που υπάρχει ἐν ἐνεργείᾳ σπίτι δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάτι οικοδομητό και επομένως δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ακόμη κίνηση.
22
Φιλόπονος, ό.π., Θεμίστιος, ό.π. 31
kaiì
h(
tou=
oi¹kodomhtou=
oi¹kodo/mhsi¿j
e)stin
oi¹kodomhtou=]
hÄ
h(
(hÄ
ga\r
oi¹ki¿a:
e)ne/rgeia,
vÂ
oi¹kodomhto/n,
oi¹kodo/mhsij
h(
a)ll'
oi¹ki¿a
oÀtan
e)ne/rgeia vÅ,
[tou=
ou)ke/t'
oi¹kodomhto\n eÃstin: oi¹kodomeiÍtai de\ to\ oi¹kodomhto/n: a)na/gkh ouÅn oi¹kodo/mhsin th\n e)ne/rgeian eiånaiŸ: h( d' oi¹kodo/mhsij ki¿nhsi¿j tij.
(Φυσ. 201b9-13) Συνεπώς αυτό που έχει εξαιρετική σημασία και ενδιαφέρει αναφορικά με την κίνηση είναι η ενέργεια του δυνάμει ως δυνάμει, αυτού δηλαδή που είναι δυνάμει σπίτι και όχι ἐν ἐνεργείᾳ σπίτι. Ο ορισμός της κίνησης “συλλαμβάνει” το αντικείμενο σε όλες του τις στιγμές κατά την μετάβαση από μια δυνάμει κατάσταση χ στην ἐν ἐνεργείᾳ κατάσταση ψ, αλλά εξαιρεί τη στιγμή κατά την οποία κάτι είναι πλέον ἐν ἐνεργείᾳ ψ23. Κατά την άποψη της Gill, θα μπορούσε να υπάρξει ο ισχυρισμός πως ο ορισμός της κίνησης εξαιρεί βέβαια την ἐν ἐνεργείᾳ κατάσταση στην οποία απολήγει η κίνηση, δεν φαίνεται όμως να εξαιρεί και την αρχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το υποκείμενο της αλλαγής πριν αυτή ξεκινήσει. Επίσης, θα μπορούσε κάποιος να προβάλει την άποψη πως ο ορισμός δεν φαίνεται να συλλαμβάνει την κίνηση στη δυναμική της συνέχεια, αντιθέτως φαίνεται να απομονώνει το υποκείμενο της αλλαγής στην αρχική του κατάσταση και σε κάθε στάδιο της μετάβασής του από τη δυνάμει στην ἐν ἐνεργείᾳ κατάσταση. Πως μπορεί ο Αριστοτέλης να συλλάβει την κίνηση ή τη μεταβολή ως ένα δυναμικό σύνολο εξαιρώντας τόσο την αρχική όσο και την τελική κατάσταση του υποκειμένου της μεταβολής; Η απάντηση στις παραπάνω παρατηρήσεις 23
Βλ. Mary Louise Gill, “Aristotle’s Distinction between Change and Activity,” στο
Axiomathes 14: 3-22, 2004. σ. 10. (2003 Kluwer Academic Publishers. Printed in the Netherlands.)
32
δίνεται από τον ίδιο το φιλόσοφο στα Φυσικὰ ΙΙΙ 3, όπου υποστηρίζει πως μια ενέργεια εμφανίζεται να ενεργεί μέσα σ’ ένα παθητικό, και έτσι μια κίνηση προχωρεί και ως ενεργητική και ως παθητική. Ορίζει επίσης την αλλαγή ως την ενέργεια “tou= duna/mei poihtikou= kaiì paqhtikou=, v toiou=ton…” (Φυσ.202b26-27)24. Σύμφωνα πάντα με την Gill, η θέση
πως η κίνηση είναι η ενέργεια του δυνάμει ποιητικού και παθητικού επιτρέπει στον Αριστοτέλη να ορίσει την κίνηση ως μια συνεχή διαδικασία προς την πραγμάτωση του δυνάμει. “Η ενέργεια αρχίζει να υπάρχει από τη στιγμή που το παθητικό εγκαταλείπει την αρχική του θέση “ωθούμενο” από το ποιητικό και συνεχίζει να υφίσταται μέχρι την τελευταία στιγμή πριν φτάσει στον τελικό σκοπό.”25 Η κίνηση, λοιπόν, είναι η διαδικασία για την πραγμάτωση του δυνάμει. Στη φύση της ανάγεται το γεγονός ότι το δυνάμει παραμένει δυνάμει με την έννοια ότι δεν έχει χάσει εντελώς τη δυνατότητά του και δεν έχει γίνει ἐνεργείᾳ. Κίνηση, λοιπόν, είναι η ενέργεια του δυνάμει ως δυνάμει και εδώ ακριβώς βρίσκεται η διαφορά κίνησης και ενέργειας. Σε κάθε στιγμή ενέργειας, η δυνατότητα παύει να υφίσταται και μετατρέπεται
σε
εντελέχεια.
Στην
κίνηση,
η
μεταβολή
δεν
ολοκληρώνεται προτού τελειώσει η κίνηση.26 Έτσι, για παράδειγμα, στην περίπτωση της μεταβολής ενός παιδιού σε έφηβο ή ενός εμβρύου σε μωρό, κίνηση είναι το ενδιάμεσο της ανάπτυξης αυτής. Φαίνεται να είναι ο αναγκαίος ενδιάμεσος κρίκος του δυνάμει όντος με το ἐν ἐνεργείᾳ. Σύμφωνα με το παράδειγμα του Σιμπλίκιου αν κάποιος άνθρωπος είναι ἐν ἐνεργείᾳ λευκός και δυνάμει 24
Βλ. ό.π.
25
Βλ. ό.π.
26
Βλ. W. D. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1993), σ.
122.
33
μέλας, κίνηση είναι όταν συμβεί σ’ αυτόν ἔκστασις από την “λευκότητα” στην “μελανία”, σύμφωνα με τη δυνατότητα που έχει εκ φύσεως να γίνεται μέλας. Όταν γίνει μέλας τότε η κίνηση έχει ολοκληρωθεί, δεν κινείται πλέον “κατά τὸ μέλαν” αλλά είναι ἐν ἐνεργείᾳ μέλας.27 “Η κίνηση διαφέρει από την ενέργεια όπως διαφέρει το ατελές από το τέλειο” ή όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο W. D. Ross “η κίνηση είναι ατελής ενέργεια και η ενέργεια τελειωμένη κίνηση”28. Μπορεί, λοιπόν, να νοηθεί ως το πέρασμα από κάτι σε κάτι, από μη προσδιορισμό σε προσδιορισμό. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το ενδιάμεσο, ούτε ο μη προσδιορισμός, ούτε ο προσδιορισμός. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη δεν πρέπει να ταυτίζουμε την κίνηση με την ἐν ἐνεργείᾳ ύπαρξη ούτε με την κατάσταση στην οποία απολήγει. “Δεν είναι κίνηση το γεγονός ότι το νερό παγώνει ή θερμαίνεται ή ότι το κρασί γίνεται ξύδι, παρά μόνο η διαδικασία ως τέτοια είναι κίνηση. Αυτή η διαδικασία δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλά ως διαδικασία είναι πάντα ανολοκλήρωτη”29. “Η πορεία μεταβολής λαμβάνει χώρα μόνο όσο διαρκεί η συγκεκριμένη πραγμάτωση (ενέργεια) κάποιας δυνατότητας (δύναμις), και μάλιστα μέχρι εκείνο το σημείο, όπου η πραγμάτωση θα έχει φτάσει στην ολοκλήρωσή
της-ή
την
ματαίωσή
της.
Η
μεταβολή
αποτελεί
πραγμάτωση, μόνο εφόσον ή διάπτυξη [της κίνησης] είναι ακόμη 27
“e)a\n de\ leuko\j wÔn aÃnqrwpoj e)nergei¿# duna/mei me/laj vÅ, w¨j duna/menoj
melai¿nesqai, oÀtan eÃkstasij a)po\ leuko/thtoj au)t%½ ge/nhtai e)piì melani¿an kaqo\ e)pefu/kei, toute/sti kata\ to\ duna/menon gene/sqai me/lan, e)nergou=nti, to/te le/getai kineiÍsqai e)piì to\ me/lan. kaiì pa/lin oÀtan ge/nhtai me/laj, to/te iàstatai e)n au)t%½ kaiì ou)ke/ti kineiÍtai kata\ to\ me/lan, a)ll' eÃstin e)nergei¿# me/laj”
(Σιμπλικίου φιλοσόφου εἰς τὰ τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 413,29-414,6). 28
Βλ. W. D. Ross, Αριστοτέλης, ό.π., σ. 122.
29
Ingemar Düring, Ο Αριστοτέλης, Παρουσίαση και Ερμηνεία της Σκέψης του, Μτφ.
Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1994), σ. 36.
34
ανολοκλήρωτη (ατελής). Τη στιγμή ακριβώς που η διαδικασία πραγμάτωσης σε μια δεδομένη ουσία φτάσει στον έναν από τους δύο όρους μιας δεδομένης εναντιότητας, εκείνη ακριβώς τη στιγμή αυτή η πορεία μεταβολής ολοκληρώνεται και ο όρος αυτός καθίσταται ενεργεία.”30 ouÃte ga\r to\ dunato\n poso\n eiånai kineiÍtai e)c a)na/gkhj ouÃte to\ e)nergei¿# poso/n, hÀ te ki¿nhsij e)ne/rgeia me\n eiånai¿ tij dokeiÍ, a)telh\j
de/:
aiãtion
d'
oÀti
a)tele\j
to\
dunato/n,
ouÂ
e)stin
e)ne/rgeia.
(Φυσ. 201b29-33) Η κίνηση, λοιπόν, φαίνεται να είναι κάποια ενέργεια, με τη διαφορά, όμως, ότι είναι ατελής ενέργεια και αυτό συμβαίνει γιατί το δυνάμει ον είναι ατελές. Επίσης, tou=to d' e)stiìn duna/mei kinou/menon, ou)k e)ntelexei¿#, to\ de\ duna/mei
ei¹j
e)ntele/xeian
badi¿zei,
eÃstin
d'
h(
ki¿nhsij
e)ntele/xeia kinhtou= a)telh/j.
(Φυσ. 257b6-9) Όπως συνάγεται από το παραπάνω χωρίο η κίνηση είναι και ατελής ἐντελέχεια και επομένως και η ἐντελέχεια μπορεί να διακριθεί σε τέλεια και ατελή, όπως σημειώνουν και οι υπομνηματιστές του Αριστοτέλη. Πιο 30
Βλ. J. P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας. Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη, Αθήνα 2001, σ. 130. “Επιλέξαμε τον όρο ‘πορεία μεταβολής’ γιατί περικλείει το σημασιολογικό περιεχόμενο των αριστοτελικών όρων κίνησις και μεταβολή.” Βλ. J. P. Anton, ό.π. σ. 40.
35
συγκεκριμένα ο Θεμίστιος αναφέρει “h( ki¿nhsij e)ntele/xeia... w¨j a)telh/j”31. Επίσης, ο Πορφύριος, σύμφωνα με την μαρτυρία του
Σιμπλίκιου θεωρεί ότι η κίνηση είναι ατελής εντελέχεια32. Αλλά και ο ίδιος ο Σιμπλίκιος αναφέρεται στην διπλή σημασία της εντελέχειας και στην κίνηση ως ατελή εντελέχεια. Σύμφωνη είναι και η άποψη του Φιλόπονου33. Με αλλά λόγια η κίνηση είναι η “η ενέργεια ενός τύπου υποκειμένου, και συγκεκριμένα η ενέργεια εκείνου το οποίο είναι ατελές”34. Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε πως η κίνηση, είναι κάτι το ατελές με την έννοια ότι δεν έχει τέλος. Εάν είχε τέλος δεν θα
31
“eÃsti dh\ kaiì metalamba/nonta ei¹peiÍn ki¿nhsin eiånai th\n tou= duna/mei oÃntoj
prw¯thn e)ntele/xeian: u(sta/th me\n ga\r h( ei¹j to\ eiådoj metabolh\ e)n %Ò h)remeiÍ loipo/n, prw¯th de\ h( e)p' e)keiÍno porei¿a hÀtij eÃti ki¿nhsi¿j e)stin. a)ll' e)peidh\ kaiì to\ eiådoj e)ntele/xeian le/gomen th\n kuri¿wj te kaiì a(plw½j, dh=lon w¨j h( e)piì to\ eiådoj porei¿a e)stiìn e)p' e)ntele/xeian th\n kuri¿wj te kaiì a(plw½j. ou)kou=n ou)de\ a(plw½j e)ntele/xeia. pw½j ga\r h( e)piì th\n tosau/thn poreuome/nh a)ll' a)telh\j e)ntele/xeia; ouÀtwj ouÅn h( ki¿nhsij e)ntele/xeia ou)x w¨j kuri¿wj ou)de\ a(plw½j, a)ll' w¨j a)telh/j” (Θεμιστίου Παράφρασις εἰς τὰ τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως 70,6-14). 32
“ditth\ ouÅn h( kuri¿wj e)ntele/xeia, h( me\n w¨j eiådoj te/leion h)remou=n, w¨j h( yuxh\
le/getai e)ntele/xeia, h( de\ h( kata\ tou=to e)ne/rgeia. ei¹ de/ pote kaiì a(plw½j h( e)ne/rgeia le/goito e)ntele/xeia, kaiì au)th\ kaqo/son eÀkaston e)nergou=n kata\ th\n e(autou= fu/sin ta\j e)nergei¿aj a)podi¿dwsin, eiãte a)telh\j h( fu/sij, eiãte telei¿a. o( de\ Porfu/rioj th\n ki¿nhsin e)ntele/xeian me\n a)telh= fhsin eiånai, e)ne/rgeian de\ telei¿an” (Σιμπλικίου φιλοσόφου εἰς τὰ τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 415, 2-8). 33
“ditth\ ga\r e)f' e(ka/stou h( e)ntele/xeia, h( me\n hÃdh teteleiwme/nou tou=
pra/gmatoj kaiì aÀpan to\ duna/mei a)pobalo/ntoj, h( de\ kinhqe/ntoj e)k th=j duna/mewj kaiì kata\ tau/thn a)lloioume/nou te kaiì e)piì to\ eiådoj a)gome/nou”
(Φιλόπονος, εἰς τὰ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 16.342.17 20). 34
Joseph Owens, “Aristotle-Motion as Actuality of the Imperfect,” Paideia: Special
Aristotle Issue (1978), σσ. 120-132, σ.120.
36
μιλούσαμε για κίνηση, αλλά για στάση. Και όπως είναι βέβαια φυσικό είναι ατελής όχι μόνο ως προς το τέλος, αλλά και ως προς την αρχή. pa=sa
ga\r
ki¿nhsij
a)telh/j,
i¹sxnasi¿a
ma/qhsij
ba/disij
oi¹kodo/mhsij: auÂtai dh\ kinh/seij, kaiì a)teleiÍj ge.
(Μετ. 1048b29-30) Επίσης, kaiì ga\r eÃstin h( ki¿nhsij e)ne/rgeia/ tij, a)telh\j me/ntoi, kaqa/per e)n e(te/roij eiãrhtai.
(Περὶ ψυχῆς 417a17-18)35 Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, υποστηρίζει ο Σταγειρίτης φιλόσοφος, δεν μπορούμε να ορίσουμε την κίνηση γενικά ως στέρησιν ή δύναμιν ή καθαρή ἐνέργειαν, παρά μόνο ως δραστηριότητα, ως κάποια ενέργεια υπό την έννοια που έχει ήδη αναφέρει, δύσκολα κατανοητή, βέβαια, παρόλα αυτά όμως εντελώς δυνατή και ικανή να υπάρξει. hÄ ga\r ei¹j ste/rhsin a)nagkaiÍon qeiÍnai hÄ ei¹j du/namin hÄ ei¹j e)ne/rgeian
a(plh=n,
tou/twn
d'
ou)de\n
fai¿netai
e)ndexo/menon.
lei¿petai toi¿nun o( ei¹rhme/noj tro/poj, e)ne/rgeian me/n tina eiånai, toiau/thn d' e)ne/rgeian oiàan eiãpamen, xaleph\n me\n i¹deiÍn, e)ndexome/nhn d' eiånai.
(Φυσ. 201b33-202a3) Συνεπώς, η κίνηση υπάρχει μόνο στο ενδιάμεσο, εφόσον είναι αόριστη και η αιτία είναι ότι δεν μπορεί να τεθεί ούτε ως δύναμη ούτε ως ενέργεια. Αποτελεί μια μεταβατική διαδικασία που θα αφανιστεί μόλις 35
Επίσης, “h( ga\r ki¿nhsij tou= a)telou=j e)ne/rgeia, h( d' a(plw½j e)ne/rgeia e(te/ra, h(
tou= tetelesme/nou” (Περὶ ψυχῆς 431a6-7).
37
συντελεσθεί. Από τη στιγμή που το μάρμαρο γίνει άγαλμα, η κίνηση έχει πάψει πλέον να υφίσταται. Έτσι, στην παρατήρηση του W.D. Ross ότι “αν υπάρχει κάτι που είναι ἐνεργείᾳ χ και δυνάμει ψ, κίνηση είναι η πραγμάτωση της κατάστασης ψ. Κίνηση, γενικά, είναι η πραγμάτωση του δυνάμει” θα πρέπει να επισημανθεί αυτό που χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ross στη συνέχεια, ότι δηλαδή η κίνηση είναι μεν πραγμάτωση του δυνάμει, ωστόσο, πρόκειται για “μια πραγμάτωση που περιέχει την ίδια της την ατέλεια και τη συνεχή παρουσία της δυνατότητας.”36 Επομένως, “η κίνηση δεν μπορεί να καταχωρισθεί απλώς ούτε ως δυνατότητα ούτε ως ενέργεια”37. Υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κίνηση είναι μια διαδικασία για την πραγμάτωση του δυνάμει. Είναι δύσκολο να ορίσουμε τη μεταβατική αυτή διαδικασία, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο φιλόσοφος επισημαίνει. Εξίσου όμως δύσκολη παρουσιάστηκε και η κατανόηση του ίδιου του ορισμού της κίνησης, ο οποίος διατυπώθηκε από τον Αριστοτέλη, αναφορικά με τη σημασία και τη μετάφραση της έννοιας της “εντελέχειας” ενός νεολογισμού που έπλασε ο ίδιος ο Σταγειρίτης. Η διατύπωση του ορισμού είναι δυσνόητη και τα παραδείγματα που παραθέτει ο Αριστοτέλης (Φυσ. 201a9-19) δεν βοηθούν ώστε να γίνει πιο ξεκάθαρος, αναφέρει χαρακτηριστικά η Sarah Waterlow38, ενώ ο L. A. Kosman θα σημειώσει πως ο Αριστοτελικός ορισμός είναι “λεπτός” και δυσδιάκριτος39. Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος είναι ίσως ο μόνος στοχαστής που προσπάθησε να ορίσει την κίνηση, και όχι απλώς να την περιγράψει 36
Βλ. W. D. Ross, Αριστοτέλης, ό.π. σ. 122-123.
37
Βλ. W. D. Ross, Αριστοτέλης, ό.π. σ. 122.
38
Βλ. Sarah Waterlow, Nature, Change and Agency in Aristotle’s Physics, A
Philosophical Study, (New York: Oxford University Press, 1982), σ. 112. 39
L. A. Kosman, “Aristotle’s Definition of Motion,” Phronesis, vol. 14(1969), σσ.40-
62.
38
ή να την αρνηθεί. Ο ορισμός του σύμφωνα με τον Joe Sachs αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ανθρώπινης λογικής και απαιτεί δουλειά για να τον κατανοήσουμε. Σημειώνει μάλιστα χαρακτηριστικά πως αρκετοί από τους μελετητές του Αριστοτελικού έργου είχαν παρερμηνεύσει τον ορισμό της κίνησης. Ενδεχομένως γιατί ο αριστοτελικός ορισμός έχει συνταχθεί και διατυπωθεί στα όρια της σκέψης και του λόγου και μια ανεπαρκής μετάφραση μπορεί να οδηγήσει στην παρερμηνεία του και την κατάρρευσή του40. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη υπάρχει μόνο μια κατηγορία στην οποία η κίνηση μπορεί να ενταχθεί: εάν η κίνηση είναι κάτι θετικό, παρά μια απλή στέρηση ή έλλειψη τινός ή αναχώρηση από κάτι, πρέπει να είναι ένα είδος “εντελέχειας”41. Ο J. Kostman θα σημειώσει χαρακτηριστικά, πως ο Αριστοτέλης προσφέρει κάτι περισσότερο από έναν απλό “λεκτικό ορισμό” και ο ορισμός του θα πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ως ανάλυση της έννοιας της κίνησης ή μεταβολής42. Τέλος, ο J. Owens τονίζει πως η Αριστοτελική ερμηνεία της κίνησης και ο ορισμός που δίνεται από τον Σταγειρίτη, “δεν είναι ούτε μυστηριώδης, ούτε κενός, ούτε όμως και από την άλλη πλευρά είναι και εύκολο να γίνει κατανοητός”43. Πολλοί από τους σύγχρονους μελετητές, μετέφρασαν την έννοια “εντελέχεια” με τον όρο πραγμάτωση, πραγματοποίηση (actualization ή realization) ενώ άλλοι προτίμησαν τον όρο εν ενεργεία πραγματικότητα 40
Βλ. Joe Sachs, Aristotle’s Physics, A Guided Study, (New Brunswick, New Jersey:
Rutgers University Press, 1995), σσ. 78-81. 41
“Aristotle says that there is only one class to which motion can be assigned: if
motion is anything positive at all, rather than just a lack of something or departure from something, it must be some sort of entelecheia.” Βλ. Joe Sachs, ό.π., σ. 78. 42
Βλ. James Kostman, ό.π., σ. 11.
43
Joseph Owens, “Aristotle - Motion as Actuality of the Imperfect,” Paideia: Special
Aristotle Issue (1978), σσ. 120-132, σ. 125.
39
(actuality). Υπάρχει μεγάλη συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό και πολλές είναι οι απόψεις και οι αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί. Ο J. Sachs, για παράδειγμα, σημειώνει πως η πιο συνήθης απόδοση της έννοιας “εντελέχεια” είναι η εν ενεργεία πραγματικότητα (actuality), αλλά, κατά την άποψή του, κι αν ακόμα δεν υπήρχε κανένας άλλος λόγος να απορρίψουμε αυτή τη μετάφραση, το γεγονός ότι κάνει τον ορισμό της κίνησης να μην έχει νόημα είναι αρκετός44. Είναι αλήθεια ότι το να ονομάσουμε την κίνηση ἐν ἐνεργείᾳ φαίνεται σαν να λέμε ότι δεν είναι κίνηση. Αν ταυτίζαμε την κίνηση με μια κατάσταση θα ήταν το ίδιο πράγμα με την ακινησία ή την ηρεμία. Την αντίρρησή του για την ορθότητα του όρου ἐν ἐνεργείᾳ πραγματικότητα (actuality) ως απόδοση της “εντελέχειας” διατυπώνει, επίσης, ο George A. Blair, ο οποίος μάλιστα σημειώνει πως ο όρος αυτός δεν αποτελεί καλή μετάφραση ούτε για την ἐνέργεια ούτε για την ἐντελέχεια καθώς η πρώτη σημαίνει “κάνοντας κάτι εσωτερικά”, ενώ η δεύτερη “έχοντας το τέλος εν αυτό”45. Δυσκολία, όμως, παρουσιάζει και η απόδοση της “εντελέχειας” με τον όρο “πραγμάτωση” (actualization), την οποία προτείνουν αρκετοί σημαντικοί μελετητές του αριστοτελικού έργου, όπως για παράδειγμα ο E. Zeller, οι P. Wicksteed και F.M. Cornford και ο W. D. Ross46. Ο
44
Βλ. Joe Sachs, ό.π.
45
Βλ. George A. Blair, “The meaning of ‘Energeia’ and ‘Entelecheia’ in Aristotle,”
International Philosophical Quarterly, VII (1967), σσ. 101-117, σσ. 114, 116. (“..Rather one means ‘doing something internally,’ and the other means ‘having its end inside it.’ ” 46
E. Zeller, (ή οι μεταφραστές του) Aristotle and the Earlier Peripatetics, vol. I, σ.
381, σημ.1. P. Wicksteed and F.M. Cornford, Aristotle, The Physics (Loeb ed.) vol. I, p. 195. W. D. Ross, Aristotle’s Physics, (Oxford, 1936), σσ. 45, 359 κ.εξ. Η παρατήρηση είναι δάνειο από τη μελέτη της Sarah Waterlow, Nature, Change and
40
τελευταίος υποστηρίζει πως μόνο στην περίπτωση του ορισμού της κίνησης από τον Αριστοτέλη ο όρος “εντελέχεια” σημαίνει πραγμάτωση, πραγματοποίηση (actualization) και όχι ἐν ἐνεργείᾳ πραγματικότητα (actuality). Είναι το πέρασμα από το δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ που αποτελεί κίνηση47. Όμως κατά τον Sachs και αυτή η ερμηνεία δημιουργεί προβλήματα στην κατανόηση του ορισμού48. Ο Kosman, επίσης, σημειώνει πως η προσέγγιση του W. D. Ross είναι εσφαλμένη όχι αναφορικά με την περιγραφή της κίνησης ως πραγμάτωσης του δυνάμει, αλλά υπό την έννοια ότι δεν είναι αυτός ο ορισμός που προτείνει ο Αριστοτέλης στην αρχή του Βιβλίου ΙΙΙ των Φυσικῶν49. Την προτίμηση του όρου πραγματοποίηση (realizing) στην απόδοση του Αριστοτελικού ορισμού της κίνησης βλέπουμε επίσης στον Arthur Peck50. Ακόμη, ο F. Solmsen μεταφράζει τον Αριστοτελικό ορισμό της κίνησης ως πραγματοποίηση (actualization) του δυνάμει51. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο J. L. Ackrill, υποστηρίζοντας την απόδοση της έννοιας της εντελέχειας ως πραγματοποίηση (actualisation)52. Τέλος, την άποψη πως ο όρος “εντελέχεια” σχετίζεται περισσότερο με την Agency in Aristotle’s Physics, A Philosophical Study (New York: Oxford University Press, 1982), σ. 112, σημ. 14. 47 48
W. D. Ross, Aristotle’s Physics, (Oxford, 1936), σ.537. Βλ. Joe Sachs, ό.π., σ.78.
49
L. A. Kosman, “Aristotle’s Definition of Motion,” Phronesis, vol. 14(1969), σ. 41.
50
Arthur L. Peck, “Aristotle on Κίνησις,” στο John P. Anton with George L. Kustas
(eds.), Essays in Ancient Greek Philosophy, (Albany: State University of New York Press, 1971), σσ. 478-490, σ. 479. 51
Βλ. Friedrich Solmsen, Aristotle's System of the Physical World, (Ithaca, New York:
Cornell University Press, 1960), σ. 186. 52
J. L. Ackrill, “Aristotle’s Distinction between ENERGEIA and KINESIS,” στο New
Essays on Plato and Aristotle, R. Bambrough (ed.), London, 1965, σσ. 121-141. σσ.138-140.
41
διαδικασία μέσω της οποίας κάτι γίνεται ἐν ἐνεργείᾳ, άποψη η οποία συνάδει με τη χρησιμοποίηση του όρου “πραγματοποίηση”, παρουσιάζει και ο Terry Penner53. Η Sarah Waterlow54, από την άλλη πλευρά, θα προτιμήσει τον όρο εν ενεργεία πραγματικότητα (actuality) σημειώνοντας πως ενδεχομένως οι μελετητές που προτείνουν τον όρο πραγματοποίηση, δίνοντας έμφαση στη διαδικασία πραγμάτωσης, ωθούνται από το γεγονός ότι η διαδικασία και η μεταβολή είναι “δραστηριότητες” εν αντιθέσει με τις στατικές και αδρανείς ἐν ἐνεργείᾳ συνθήκες από τις οποίες μια δραστηριότητα ξεκινά και στις οποίες απολήγει. Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση χρειάζεται προσοχή καθώς κάθε δραστηριότητα δεν αποτελεί απαραίτητα και μεταβολή, όπως για παράδειγμα το να ασκεί κάποιος μια δεξιότητα (σε αντίθεση με το να την μαθαίνει) ή το να παρατηρεί κάποιος ή να σκέφτεται55. Ένα επιχείρημα υπέρ της θέσης αυτής προσφέρει και ο L. A. 53
Terry Penner, “Verbs and the Identity of Actions,” στο Oscar P. Wood and George
Pitcher (eds.), Ryle: A Collection of Critical Essays, (Garden City: Anchor Books, 1970), σσ. 393-460 (ιδιαίτερα σσ. 427-433). 54
Βλ. Sarah Waterlow, Nature, Change and Agency in Aristotle’s Physics, A
Philosophical Study, (New York: Oxford University Press, 1982), σ.113. 55
“oiâon o(r#= aÀma kaiì froneiÍ kaiì noeiÍ kaiì
neno/hken, a)ll' ou) manqa/nei kaiì mema/qhken ou)d' u(gia/zetai kaiì u(gi¿astai” (Μετὰ
τὰ Φυσικά, 1048b23-26). Επίσης, “dio\ ou) kalw½j eÃxei le/gein to\ fronou=n, oÀtan fronv=, a)lloiou=sqai, wÐsper ou)de\ to\n oi¹kodo/mon oÀtan oi¹kodomv=. to\ me\n ouÅn ei¹j e)ntele/xeian aÃgein e)k duna/mei oÃntoj [kata\] to\ noou=n kaiì fronou=n ou) didaskali¿an a)ll' e(te/ran e)pwnumi¿an eÃxein di¿kaion: to\ d' e)k duna/mei oÃntoj manqa/non kaiì lamba/non e)pisth/mhn u(po\ tou= e)ntelexei¿# oÃntoj kaiì didaskalikou= hÃtoi ou)de\ pa/sxein fate/on, [wÐsper eiãrhtai,] hÄ du/o tro/pouj eiånai a)lloiw¯sewj, th/n te e)piì ta\j sterhtika\j diaqe/seij metabolh\n kaiì th\n e)piì ta\j eÀceij kaiì th\n fu/sin” (Περὶ
Ψυχῆς, 417b8-16).
42
Kosman σημειώνοντας πως πουθενά στον συγκεκριμένο ορισμό δεν δίνεται κάποια ειδοποιός διαφορά που θα βοηθούσε στη διάκριση μεταξύ της κίνησης ως είδους δραστηριότητας πραγματοποίησης και της δραστηριότητας
μέσω
της
οποίας
μια
δεξιότητα
ασκείται,
πραγματώνεται. Τέλος, η Sarah Waterlow επισημαίνει πως οι όροι πραγμάτωση ή πραγματοποίηση ενδεχομένως να είναι παραπλανητικοί και να έχουν ως αποτέλεσμα να φαίνεται ο αριστοτελικός ορισμός κυκλικός56. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο L. A. Kosman57 ο οποίος αναπτύσσει διεξοδικά τη θέση ότι ο όρος εν ενεργεία πραγματικότητα (actuality) θα ήταν ορθότερο να αποδώσει τον όρο “εντελέχεια,” υπό την έννοια ότι στον αριστοτελικό ορισμό η μεταβολή είναι μια πραγματική δυνατότητα και μια ατελής πραγματικότητα (incomplete actuality). Αντίθετα η απόδοση του όρου ως πραγματοποίηση (actualization) θα ήταν όχι μόνο άκομψη αλλά και παραπλανητική. Αναγνωρίζει, βέβαια, πως υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγηθεί κανείς στο συμπέρασμα πως ο ορισμός αναφέρεται στο προϊόν της κίνησης, στο άγαλμα, δηλαδή, ή το σπίτι, και όχι στη διαδικασία, στην κίνηση με την οποία ο χαλκός διαμορφώνεται, ή το σπίτι χτίζεται. Αυτό το πρόβλημα δεν υφίσταται αν για παράδειγμα ακολουθήσουμε την προσέγγιση του Ross και θεωρήσουμε ότι ο ορισμός αναφέρεται σε μια διαδικασία. Μόνο στην περίπτωση που θεωρήσουμε την ἐν ἐνεργείᾳ πραγματικότητα (actuality) με την έννοια του προϊόντος ή του αποτελέσματος, ο Αριστοτελικός ορισμός με τους όρους των τούβλων και λίθων θεωρημένων ως δυνάμει σπίτι ενέχει τον κίνδυνο να αναφέρεται στο σπίτι και όχι στη διαδικασία 56
Βλ. Sarah Waterlow, Nature, Change and Agency in Aristotle’s Physics, A
Philosophical Study (New York: Oxford University Press, 1982), σ. 112. 57
L. A. Kosman, “Aristotle’s Definition of Motion,” Phronesis, vol. 14 (1969), σσ.
40-62.
43
κτισίματος. Η απάντηση που προτείνει ο Kosman είναι πως η πραγματικότητα, η ενέργεια των οικοδομητών θεωρημένων ως οικοδομητά θα πρέπει να είναι η διαδικασία κτισίματος, καθώς όταν η οικία κτιστεί το οικοδομητό είναι βέβαια ἐν ἐνεργείᾳ αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε δεν είναι πλέον οικοδομητό. Η παραπάνω δυσκολία οδήγησε ενδεχομένως κάποιους μελετητές στην απόδοση του ορισμού με αναφορά κυρίως στην έννοια της διαδικασίας. Ωστόσο, σύμφωνα με την ανάλυσή του Kosman, το να ορίσουμε τη μεταβολή ως τη διαδικασία πραγματοποίησης μέσω της οποίας κάτι που είναι δυνάμει γίνεται ἐν ἐνεργείᾳ είναι σαν να την ορίζουμε “με όρους της υπό ερώτηση έννοιας, δηλαδή της διαδικασίας της πραγματοποίησης”. Ο λόγος που, κατά την άποψή του, ο Σταγειρίτης επισημαίνει ότι ο ορισμός της κίνησης είναι τόσο δύσκολος, είναι το ότι δεν είναι ξεκάθαρο το τι ακριβώς είναι μια διαδικασία πραγματοποίησης του δυνάμει. Υπό αυτή την οπτική, ο ορισμός του Αριστοτέλη σύμφωνα με την παραπάνω προσέγγιση, ως διαδικασία, δηλαδή, πραγματοποίησης του δυνάμει, θα μπορούσε, βέβαια, να είναι διαφωτιστικός αναφορικά με τη στενή σχέση ανάμεσα στην κίνηση και τις κατηγορίες του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ, αλλά ως ορισμός της κίνησης θα έμοιαζε κενός και κυκλικός καθώς η πραγματοποίηση ή πραγμάτωση είναι μια μεταβολή ή μια διαδικασία και επομένως η ερμηνεία του ορισμού θα ήταν λανθασμένη58. Επίσης, μια τέτοιου είδους απόδοση του ορισμού θα δημιουργούσε πολλά ερωτηματικά σχετικά με την αναγκαιότητα της προσθήκης της φράσης v 58
Ο L. A. Kosman επικαλείται στο σημείο αυτό τον Ακινάτη (Aquinas, Commentaria
in Octo Libros Physicorum Aristotelis, Lib. III, Cap. I, Lec. II, n.2), σύμφωνα με τον οποίο όσοι ορίζουν την κίνηση ως exitus de potentia in actum, έχουν πέσει σε πλάνη αναφορικά με τον ορισμό, καθώς το ίδιο το exitus είναι ένα είδος κίνησης. Βλ. L. A. Kosman, ό.π., σ.41, σημ.6.
44
toiou=ton,
η οποία περιέχεται στον ορισμό και φαίνεται να αποτελεί, όπως
ήδη επισημάνθηκε, ουσιώδες και σημαντικό τμήμα του59. Επιπροσθέτως, σε μια τέτοια μετάφραση ο όρος πραγμάτωση αιχμαλωτίζει, δεσμεύει τον δυναμικό χαρακτήρα της αλλαγής που αποτελεί βασικό στοιχείο στη θεωρία του Αριστοτέλη. Το να ισχυριστεί κάποιος μόνο ότι η μεταβολή τείνει προς μια τελικά πραγματική ἐν ἐνεργείᾳ κατάσταση ενέχει τον κίνδυνο να μείνει αστήρικτο το ότι η ίδια η μεταβολή και η διαδικασία είναι κάτι πραγματικό καθόσον βρίσκεται σε εξέλιξη60. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται τόσο ο Jaakko Hintikka61 όσο και η Mary Louise Gill62 πρεσβεύοντας την άποψη πως η κίνηση, ή μεταβολή, στον αριστοτελικό ορισμό είναι μια πραγματική δυνατότητα (actual potentiality). Το επιχείρημα πως ο Αριστοτελικός ορισμός θα ήταν κυκλικός αν ο όρος εντελέχεια αποδιδόταν ως διαδικασία πραγμάτωσης (actualization) προβάλλεται και από την Μ. L. Gill. Επίσης σημειώνει πως πουθενά αλλού ο Αριστοτέλης δεν χρησιμοποιεί τον όρο εντελέχεια για να δηλώσει μια διαδικασία, αλλά πάντα έχει την έννοια της πραγματικότητας. Σχετικά με το ζήτημα του Αριστοτελικού ορισμού της κινήσεως, που μας απασχολεί εδώ, ο C-H. Chen υποστηρίζει ότι ο όρος ἐντελέχεια παράλληλα με την ‘στατική’ του σημασία (‘στατική’ με την έννοια ότι δηλώνει αυτό στο οποίο μια διαδικασία τερματίζει, ή με άλλα λόγια την 59 60
L. A. Kosman, ό.π., σσ. 40-42. Βλ. Sarah Waterlow, Nature, Change and Agency in Aristotle’s Physics, A
Philosophical Study, (New York: Oxford University Press, 1982), σ.112-113. 61
Jaakko Hintikka, “Aristotle on Modality and Determinism,” Acta Philosophica
Fennica, vol.29 (1977), σσ. 59-77. 62
Mary Louise Gill, “Aristotle’s Theory of Causal Action in Phys. III. 3,” Phronesis,
vol. 25 (1980), σσ. 129-147.
45
εν ενεργεία πραγματικότητα σε αντίθεση με το δυνάμει)63, έχει επίσης μια ‘κινητική’ σημασία64. Η Sarah Waterlow θα διαφωνήσει με τη θέση του C-H. Chen ότι στον ορισμό της κινήσεως ο όρος ἐντελέχεια έχει ‘κινητική’ σημασία. Υπογραμμίζει ότι η θέση αυτή δεν τεκμηριώνεται με βάση άλλα Αριστοτελικά χωρία, και επιπροσθέτως και ο ορισμός τον οποίο ο Chen χρησιμοποιεί ως έρεισμα δείχνει μάλλον το αντίθετο από αυτό που πρεσβεύει ο Chen. Γιατί αν, κατά την Waterlow, ο όρος είχε ‘κινητική’ σημασία αυτό θα τον καθιστούσε ipso facto ακατάλληλο να χρησιμοποιηθεί στον ορισμό μιας “διαδικασίας”65. Σε μια εκτενή ανάλυση του παραπάνω προβλήματος και συζήτηση αρκετών από τις απόψεις και τις θέσεις που έχουν υποστηριχθεί σχετικά με το θέμα προβαίνει ο James Kostman στο άρθρο του “Aristotle’s Definition of Change”66. Συνοψίζει τις αντιρρήσεις που προβάλλουν όσοι μελετητές υιοθετούν τη θέση πως η μεταβολή στον Αριστοτέλη είναι μια ἐν ἐνεργείᾳ πραγματικότητα στα ακόλουθα: Πρώτον, ο όρος εντελέχεια δεν μπορεί να σημαίνει πραγματοποίηση (actualizing) στα Φυσικά, III 12, γιατί σε άλλα σημεία ο Αριστοτέλης πάντα χρησιμοποιεί τον όρο με 63
Κατά τον Chen, η ‘στατική’ σημασία του όρου ἐντελέχεια προηγείται της
‘κινητικής’, όπως μπορούμε να υποθέσουμε με βάση την ετυμολογία της λέξης που κατά τον Ross μπορεί να σχηματίστηκε από το ἐντελές ἔχον ή πιθανώς από το ἐντελῶς ἔχον τα οποία δηλώνουν μια κατάσταση και όχι μια δράση. Βλ. C- H. Chen, “The relation between the terms ἐνέργεια and ἐντελέχεια in the philosophy of Aristotle,” Classical Quarterly N.S. VIII, 1958, σ. 16. 64
Βλ. C- H. Chen, “The relation between the terms ἐνέργεια and ἐντελέχεια in the
philosophy of Aristotle,” Classical Quarterly N.S. VIII, 1958, σσ. 15-16. 65
Βλ. Sarah Waterlow, Nature, Change and Agency in Aristotle’s Physics, A
Philosophical Study, (New York: Oxford University Press, 1982), σ. 113, σημ. 16. 66
James Kostman, “Aristotle’s Definition of Change,” στο History of Philosophy
Quarterly, Vol. 4, no 1, (1987): 3-16.
46
την έννοια της ἐν ἐνεργείᾳ πραγματικότητας (actuality). Επίσης, εάν ο όρος σήμαινε απλώς την διαδικασία, τότε η επεξηγηματική φράση “qua potentiality”, “v toiou=ton” στον ορισμό (“h( tou= duna/mei oÃntoj e)ntele/xeia, v toiou=ton, ki¿nhsi¿j e)stin”
περιττή.
Τέλος,
το
να
ορίσει
κανείς
Φυσ. 201a9-11) θα ήταν την
μεταβολή
ως
μια
πραγματοποίηση (actualizing) είναι κυκλικό καθώς η πραγματοποίηση είναι μια διαδικασία ή μια μεταβολή.67 Μέσα από την ανάλυση που παραθέτει ανασκευάζει τις παραπάνω αντιρρήσεις και προχωρά ένα βήμα περισσότερο υποστηρίζοντας πως σε ορισμένες περιπτώσεις εισάγονται στα Φυσικά, III 1-2 έννοιες μη αριστοτελικές και ασαφείς, χωρίς συνοχή.68 Πιστεύει μάλιστα πως η άποψη του L. A. Kosman για την έννοια της πραγματικής δυνατότητας είναι ασαφής ενώ η θέση του J. Hintikka για την ολική δυνατότητα σε αντίθεση προς τη μερική “όχι μόνο στερείται κινήτρων αλλά είναι και μη Αριστοτελική”69. Σύμφωνα με την προσέγγιση του Αριστοτελικού ορισμού που προτείνει ο ίδιος, ο ορισμός “μπορεί να ιδωθεί ως μια ενδιαφέρουσα και καθόλου κενή εξήγηση της μεταβολής αν θεωρηθεί ότι δίνει την ανάλυση της έννοιας ενός συμβάντος”70. Το δυνάμει είναι επεξηγηματικό, ερμηνευτικό των συμβάντων του φυσικού κόσμου, και ο ορισμός του Αριστοτέλη υποδηλώνει πως κάθε συμβάν είναι η πραγματοποίηση του δυνάμει, το πέρασμα από το δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ.71 Κατά την άποψη μας, ο όρος “εντελέχεια” είτε αποδοθεί ως πραγματοποίηση είτε ως εν ενεργεία πραγματικότητα, παραμένει το 67
James Kostman, ό.π. σ. 3.
68
James Kostman, ό.π. σ. 3.
69
Ό.π. σ. 10-11.
70
“the definition can be seen as an interesting, non-vacuous account of change if it is
seen as giving an analysis of the notion of an event” Ό.π. σ. 3. 71
Βλ. ό.π. σ. 13.
47
γεγονός ότι η κίνηση, όπως ορίζεται από τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, αποτελεί την διαδικασία μέσω της οποίας κάτι γίνεται ἐν ἐνεργείᾳ, ταυτόχρονα όμως αποτελεί και μια εν ενεργεία πραγματικότητα. Επομένως, οι απόψεις που παρουσιάστηκαν παραπάνω μπορούν στο γενικό τους πλαίσιο να γίνουν δεκτές χωρίς, κατά την γνώμη μας, η μια προσέγγιση να αναιρεί την άλλη. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης αναφέρει πως η κίνηση είναι ενέργεια, άρα είναι ένα είδος πραγματικότητας. Η ειδοποιός διαφορά είναι πως η πραγματικότητα αυτή, όπως έχει ήδη επισημανθεί, είναι ατελής (Φυσ. 201b31-33). Είναι χαρακτηριστικό πως η M. L. Gill αποδίδει τον όρο εντελέχεια ως εν ενεργεία πραγματικότητα (actuality), επισημαίνει ωστόσο
αυτό
που
προηγούμενα
σημειώθηκε,
ότι,
δηλαδή,
η
πραγματικότητα αυτή είναι ατελής72. Προχωρά μάλιστα ένα βήμα περισσότερο υποστηρίζοντας πως αυτό που επιδιώκει ο Αριστοτέλης στον ορισμό της κινήσεως είναι να ορίσει όχι το προϊόν, ή αλλιώς το αποτέλεσμα της κίνησης, αλλά τη διαδικασία που αποδίδει το προϊόν, τη διαδικασία, δηλαδή, που οδηγεί στο αποτέλεσμα της παραγωγής73. Υπό αυτή την οπτική δύναται να γίνει κατανοητή η θέση πως οι προσεγγίσεις του αριστοτελικού ορισμού, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, κυρίως σε θέματα απόδοσης των αριστοτελικών εννοιών, θα μπορούσαν να συγκλίνουν στην παραπάνω θέση, στο ότι, δηλαδή, η κίνηση είναι ένα είδος πραγματικότητας, ένα είδος ενέργειας και ταυτόχρονα είναι η πορεία για την πραγμάτωση από το δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ ον. 72
Mary Louise Gill, “Aristotle’s Distinction between Change and Activity,” στο
Axiomathes 14: 3-22, 2004. σ. 10. (2003 Kluwer Academic Publishers. Printed in the Netherlands.) 73
Mary Louise Gill, “Aristotle’s Distinction between Change and Activity,” στο
Axiomathes 14: 3-22, 2004. σ. 10. (2003 Kluwer Academic Publishers. Printed in the Netherlands.)
48
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η M. L. Gill, η χρήση ορισμένων εννοιών από τον Αριστοτέλη, όπως οι έννοιες εντελέχεια και ενέργεια, είναι αρκετά ρευστή, ωστόσο ο διαχωρισμός μεταξύ τους δίνεται από τον Σταγειρίτη με ακρίβεια74. Επισημαίνει μάλιστα μια πολύ ενδιαφέρουσα διάκριση ανάμεσα στη μεταβολή και την ἐνέργεια, έρεισμα της οποίας αποτελεί η θέση του Σταγειρίτη πως μπορούμε να διακρίνουμε δύο ζεύγη δυνάμει-ἐν ἐνεργεία, από τα οποία το ένα αφορά το δυνάμει υπό μια αρκετά στενή έννοια και σχετίζεται άμεσα με την έννοια της κίνησης ή μεταβολής, και το άλλο αφορά το δυνάμει υπό μια διαφορετική έννοια, ιδωμένο ως δυνατότητα για ἐνέργεια (δραστηριότητα-activity), η πλήρης εκδήλωση αυτού που ένα πράγμα είναι75. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο ότι η μεταβολή προκαλείται από κάτι άλλο πέραν του αντικειμένου ή από το ίδιο το αντικείμενο θεωρημένο όμως ως άλλο (όπως για παράδειγμα ο γιατρός που θεραπεύει τον εαυτό του), ενώ η ἐνέργεια προκαλείται από το ίδιο το αντικείμενο θεωρημένο ως ίδιο. Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις δύο παραπάνω περιπτώσεις είναι σημαντική. Ό, τι υπόκειται σε μεταβολή οδηγείται σε μια κατάσταση την οποία είχε βέβαια δυνάμει, ωστόσο είναι διαφορετική από αυτήν (την ἐν ἐνεργείᾳ κατάσταση) στην οποία βρισκόταν πριν ξεκινήσει η μεταβολή ενώ αντίθετα η ἐνέργεια διατηρεί ή αναπτύσσει αυτό που το αντικείμενο ήδη είναι.76 74
Mary Louise Gill, “Aristotle’s Distinction between Change and Activity,” στο
Axiomathes 14: 3-22, 2004. σ. 20, σημ. 32. (2003 Kluwer Academic Publishers. Printed in the Netherlands.) 75 76
“the full manifestation of what a thing is”, Mary Louise Gill, ό.π. σ. 3. Mary Louise Gill, “Aristotle’s Distinction between Change and Activity,” στο
Axiomathes 14: 3-22, 2004. σ. 3. (2003 Kluwer Academic Publishers. Printed in the Netherlands.)
49
Κλείνοντας την αναφορά μας στην θεματική του ορισμού της κινήσεως από τον Αριστοτέλη, αξίζει να σημειώσουμε πως η θεώρηση και η ερμηνεία της κίνησης από τον Σταγειρίτη γίνεται σ’ ένα αυστηρά φιλοσοφικό επίπεδο και, όπως φάνηκε από την ανάλυση που προηγήθηκε, η
κίνηση γίνεται κατανοητή μέσα από το ζεύγος του
δυνάμει και ἐν ἐνεργεία. Υπό αυτή την οπτική, ο ορισμός και η ερμηνεία της κινήσεως παρουσιάζουν, βέβαια, δυσκολίες στην προσέγγισή τους και εγείρουν σειρά συζητήσεων, ωστόσο δεν είναι ούτε αινιγματικά, ούτε κενά περιεχομένου, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε και ο J. Owens77. Οι έννοιες του δυνάμει και ἐν ἐνεργεία, οι οποίες αποτελούν βασικό στοιχείο της Αριστοτελικής φιλοσοφίας και βρίσκουν εφαρμογή στο ζήτημα της κίνησης, έχουν φιλοσοφικά εξηγηθεί επαρκώς από τον Σταγειρίτη, ώστε δεν υπάρχει κάτι αινιγματικό σχετικά με αυτές και το ρόλο τους στο φαινόμενο της κίνησης. Μέσα από αυτές, η κίνηση συλλαμβάνεται ως μια δυναμική διαδικασία, μια διαρκής μετάβαση που συντελείται μέσα στη φύση από την κατηγορία του δυνάμει στην ἐν ἐνεργεία. Ούτε θα ήταν ορθό να ισχυριστούμε ότι σ’ αυτή την συγκεκριμένη περίπτωση χρήσης τους οι παραπάνω έννοιες είναι κενές. Αντίθετα “η Αριστοτελική ανάλυση της κίνησης με τους όρους του δυνάμει και ἐν ἐνεργεία, καθίσταται εξαιρετικά γόνιμη και καρποφόρα. Είναι αλήθεια, βέβαια, πως η θεώρηση της κίνησης δεν είναι εύκολα κατανοητή. Απαιτεί πολύ προσπάθεια.”78 Όμως, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο J. Owens, ποιο πράγμα με γνήσια, αυθεντική αξία στην φιλοσοφία δεν απαιτεί προσπάθεια προκειμένου να γίνει κατανοητό;79 77
Joseph Owens, “Aristotle-Motion as Actuality of the Imperfect,” Paideia: Special
Aristotle Issue (1978), σσ. 120-132, σ. 128-129. 78
Βλ. ό.π., σ.125.
79
Βλ. ό.π., σ.125.
50
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ
1. Κίνηση και μεταβολή μέσα στη φύση Αφού ο Αριστοτέλης ορίσει την κίνηση, αναλαμβάνει στη συνέχεια να την αναλύσει καθώς σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η κίνηση και η μεταβολή είναι τα θεμελιώδη φαινόμενα της φύσης, τα οποία πρέπει να κατανοήσει όποιος επιθυμεί και επιδιώκει να κατανοήσει τη φύση. Η κίνηση είναι αδύνατη χωρίς τον τόπο, τον χρόνο και το κενό. Καθώς η κίνηση είναι κάτι συνεχές θα πρέπει επίσης, σημειώνει ο Αριστοτέλης, να διερευνηθεί η σχέση κινήσεως και απείρου, καθώς αυτό είναι το πρώτο πράγμα που φαίνεται στο συνεχές.
¹Epeiì d' h( fu/sij me/n e)stin a)rxh\ kinh/sewj kaiì metabolh=j, h( de\ me/qodoj h(miÍn periì fu/sew¯j e)sti…diorisame/noij de\ periì kinh/sewj peirate/on to\n au)to\n e)pelqeiÍn tro/pon periì tw½n e)fech=j. dokeiÍ d' h( ki¿nhsij eiånai tw½n sunexw½n, to\ d' aÃpeiron e)mfai¿netai prw½ton e)n t%½ sunexeiÍ: dio\ kaiì toiÍj o(rizome/noij to\ sunexe\j sumbai¿nei prosxrh/sasqai polla/kij t%½ lo/g% t%½ tou= a)pei¿rou, w¨j to\ ei¹j aÃpeiron diaireto\n sunexe\j oÃn. pro\j de\ tou/toij aÃneu to/pou kaiì kenou= kaiì xro/nou ki¿nhsin a)du/naton eiånai. dh=lon ouÅn w¨j dia/ te tau=ta, kaiì dia\ to\ pa/ntwn eiånai koina\ kaiì kaqo/lou tau=ta, skepte/on proxeirisame/noij periì e(ka/stou tou/twn (u(ste/ra ga\r h( periì tw½n i¹di¿wn qewri¿a th=j periì tw½n koinw½n e)stin): kaiì prw½ton, kaqa/per eiãpamen, periì kinh/sewj.
51
(Φυσ. 200b12-25) Ο Αριστοτέλης επισημαίνει πως κάθε κίνηση είναι ένα είδος μεταβολής και όπως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια έχουμε τρία είδη μεταβολής. Επειδή όμως από τα τρία είδη μεταβολής οι κατά γένεση και φθορά μεταβολές υπό την απόλυτη έννοια τους δεν είναι κινήσεις, κατ’ αναγκαιότητα κίνηση είναι μόνο η περίπτωση της από υποκείμενο σε υποκείμενο μεταβολής. e)peiì de\ pa=sa ki¿nhsij metabolh/ tij, metabolaiì de\ treiÍj ai¸ ei¹rhme/nai,
tou/twn
de\
ai¸
kata\
ge/nesin
kaiì
fqora\n
ou)
kinh/seij, auÂtai d' ei¹siìn ai¸ kat' a)nti¿fasin, a)na/gkh th\n e)c u(pokeime/nou ei¹j u(pokei¿menon metabolh\n ki¿nhsin eiånai mo/nhn.
(Φυσ. 225a36-b3) Τα στοιχεία που περιέχονται στη μεταβολή είναι από το ένα μέρος το κινοῦν που δίνει άμεσα την κίνηση και από το άλλο μέρος το κινούμενο. Υπάρχει επίσης κάτι που μέσα σ’ αυτό επιτελείται η κίνηση, δηλαδή ο χρόνος, καθώς επίσης και το “ἐξ οὗ” και “εἰς ὅ”1, “το αρχικό και το τελικό όριο”2, το σημείο δηλαδή απ’ όπου ξεκινά η κίνηση και το σημείο που χρησιμεύει για τέρμα της. Γιατί κάθε κίνηση ξεκινά από κάτι και τερματίζεται σε κάτι. “Το αρχικό και το τελικό όριο περιλαμβάνουν όχι μόνο τους δύο τόπους που περιέχονται στην κατά τόπο κίνηση, αλλά και τους δύο ουσιαστικούς χαρακτήρες που περιέχονται στην αύξηση και την ελάττωση, και τις δύο ποιότητες που περιέχονται στην αλλοίωση.”3 1
Αριστ. Φυσικὰ V
2
David W. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1993), σ.
123. 3
Ό.π., σ. 123.
52
Η μεταβολή παρουσιάζεται μέσα στην περιοχή των εναντίων “ἐν τοῖς ἐναντίοις” και των μεταξύ “ἐν τοῖς μεταξύ” και στην περιοχή της αντίφασης “ἐν ἀντιφάσει”. Συμβαίνει δηλαδή πάντοτε ή μεταξύ εναντίων, ή μεταξύ ενός εναντίου και ενός ενδιάμεσου, που, σε αυτή την περίπτωση, αντιπροσωπεύει το άλλο ενάντιο, ή ανάμεσα σε αντιφατικά.4 Ο Αριστοτέλης αφού σημειώνει πως δεν θα εξετάσει την κατά συμβεβηκός μεταβολή, γιατί αυτή την συναντούμε παντού και πάντοτε και αναφορικά με όλα τα πράγματα, αναλαμβάνει να εξετάσει τα είδη της μεταβολής. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Robert Wardy5 ο Σταγειρίτης αντιμετωπίζει επανειλημμένως σε διάφορα σημεία του έργου του τα ποικίλα προβλήματα που ανακύπτουν σχετικά με την έννοια της κινήσεως και μεταβολής. Ωστόσο, κατά τον Robert Wardy, η πιο σθεναρή αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων παρουσιάζεται κυρίως στο Βιβλίο V των Φυσικw½ν, όπου ο Αριστοτέλης επιδιώκει όχι μόνο να ξεπεράσει τις εννοιολογικές δυσκολίες που επίκεινται από την ανάπτυξη
4
“ei¹ d' h( metabolh\ e)k tw½n a)ntikeime/nwn hÄ tw½n metacu/, a)ntikeime/nwn de\ mh\
pa/ntwn (ou) leuko\n ga\r h( fwnh/Ÿ a)ll' e)k tou= e)nanti¿ou, a)na/gkh u(peiÍnai¿ ti to\ metaba/llon ei¹j th\n e)nanti¿wsin: ou) ga\r ta\ e)nanti¿a metaba/llei. eÃti to\ me\n u(pome/nei, to\ d' e)nanti¿on ou)x u(pome/nei: eÃstin aÃra ti tri¿ton para\ ta\ e)nanti¿a, h( uÀlh” (Μετ. 1069b3-9).
“Η μεταβολή συμβαίνει πάντα ανάμεσα στα αντικείμενα ή τα μεταξύ. Τα ενάντια δεν μεταβάλλονται αλλά το ένα εμφανίζεται και το άλλο εξαφανίζεται. Γι’ αυτό και χρειάζεται ένα τρίτο που παραμένει στη μεταβολή, κι αυτό είναι η ύλη.” Επίσης, “h( de\ mh\ kata\ sumbebhko\j ou)k e)n aÀpasin, a)ll' e)n toiÍj e)nanti¿oij kaiì toiÍj metacu\ kaiì e)n a)ntifa/sei: tou/tou de\ pi¿stij e)k th=j e)pagwgh=j. e)k de\ tou= metacu\ metaba/llei: xrh=tai ga\r au)t%½ w¨j e)nanti¿% oÃnti pro\j e(ka/teron: eÃsti ga/r pwj to\ metacu\ ta\ aÃkra” 5
(Φυσ. 224b28-32).
Robert Wardy, The Chain of Change, A study of Aristotle’s Physics VII, (Cambridge:
Cambridge University Press, 1990).
53
της φυσικής φιλοσοφίας, αλλά επίσης προσπαθεί να διακρίνει τα είδη της κίνησης και μεταβολής σύμφωνα με το σχήμα των κατηγοριών.6
2. Τα είδη της κινήσεως και μεταβολῆς Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, επειδή κάθε μεταβολή ξεκινά από κάτι και κατευθύνεται προς κάτι (όπως άλλωστε φανερώνει και η λέξη, γιατί δείχνει κάτι που έρχεται μετά από ένα άλλο, και που το ένα είναι πρότερο και το άλλο ύστερο) το μεταβαλλόμενο μπορεί να παρουσιάσει τέσσερα είδη μεταβολής : 7
1.
Από
υποκείμενο
σε
υποκείμενο
“e)c
u(pokeime/nou
ei¹j
u(pokei¿menon”, από έναν θετικό δηλαδή όρο σε έναν θετικό (το εναντίον
του) π.χ. από μαύρο σε λευκό. 2. Από υποκείμενο σε μη υποκείμενο “e)c u(pokeime/nou ei¹j mh\ u(pokei¿menon”, από έναν θετικό δηλαδή όρο στον αντιφατικό του π.χ.
από λευκό σε μη λευκό. 3. Από μη υποκείμενο σε υποκείμενο “ou)k e)c u(pokeime/nou ei¹j u(pokei¿menon”, από έναν αρνητικό όρο στον αντιφατικό του π.χ. από μη
λευκό σε λευκό. 4. Από μη υποκείμενο σε μη υποκείμενο “ou)k e)c u(pokeime/nou ei¹j mh\ u(pokei¿menon”8, από έναν αρνητικό όρο σ’ έναν αρνητικό όρο π.χ.
από μη λευκό σε μη μουσικό9. 6 7
Βλ. Robert Wardy, ό.π. σ. 158-159. “e)peiì de\ pa=sa metabolh/ e)stin eÃk tinoj eiãj ti (dhloiÍ de\ kaiì touÃnoma: met'
aÃllo ga/r ti kaiì to\ me\n pro/teron dhloiÍ, to\ d' uÀsteronŸ, metaba/lloi aÄn to\ metaba/llon tetraxw½j…” (Φυσ. 225a1-3). 8
“hÄ
ga\r
e)c
u(pokeime/nou
ei¹j
u(pokei¿menon,
hÄ
e)c
u(pokeime/nou
ei¹j
mh\
u(pokei¿menon, hÄ ou)k e)c u(pokeime/nou ei¹j u(pokei¿menon, hÄ ou)k e)c u(pokeime/nou ei¹j mh\ u(pokei¿menon: le/gw de\ u(pokei¿menon to\ katafa/sei dhlou/menon. uÀste a)na/gkh e)k
tw½n
ei¹rhme/nwn
treiÍj
eiånai
metabola/j,
th/n
te
e)c
u(pokeime/nou
54
ei¹j
Η τέταρτη περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί μεταβολή, γιατί δεν συμβαίνει μεταξύ εναντίων, τα μέλη της δεν αποτελούν ούτε εναντίωση ούτε αντίφαση, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει αντίθεση μεταξύ δύο αρνητικών όρων. Έτσι προκύπτει πως υπάρχουν τρεις μεταβολές: η από υποκείμενο σε υποκείμενο, η από υποκείμενο σε μη υποκείμενο και η από μη υποκείμενο σε υποκείμενο. Η τρίτη περίπτωση, δηλαδή η από μη υποκείμενο σε υποκείμενο μεταβολή, όντας κατ’ αντίφαση είναι γένεση “h( me\n a(plw½j a(plh=, h( de\ tiìj tino/j” (Φυσ. 225a14). Η μεταβολή επομένως αυτή έχει δύο είδη: 1.
(γένεσις a(plw½j), δηλαδή απόλυτη γένεση, η οποία σχετίζεται με την παραγωγή μιας ουσίας, και 2. (γένεσίς τις) δηλαδή, γένεση κάθε γνωρίσματος που κατέχει μια ουσία, είτε πρόκειται για γένεση μιας συγκεκριμένης ποιότητας, ή αύξηση του μεγέθους μιας ουσίας ή μεταβολή της θέσης της10. Για παράδειγμα η από μη λευκό σε λευκό μεταβολή είναι γένεση αναφερόμενη σ’ αυτό ακριβώς, δηλαδή το λευκό, η μεταβολή όμως που ξεκινά από το μη ον και κατευθύνεται στην ουσία είναι με απόλυτη σημασία γένεση. Έχοντας αυτή υπόψη μας, τονίζει ο Αριστοτέλης, λέμε ότι πρόκειται για απόλυτα εννοημένη γένεση και όχι ότι κάτι γίνεται κάτι11. u(pokei¿menon, kaiì th\n e)c u(pokeime/nou ei¹j mh\ u(pokei¿menon, kaiì th\n e)k mh\ u(pokeime/nou ei¹j u(pokei¿menon” (Φυσ. 225a3-10). 9
Βλ. Mary Louise Gill, Aristotle on Substance. The Paradox of Unity, (Princeton:
Princeton University Press 1989), σ. 93. 10
Βλ. J. P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας, Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη, Αθήνα 2001, σ. 103. 11
“(oiâon h( me\n e)k mh\ leukou= ei¹j leuko\n ge/nesij tou/tou, h( d' e)k tou= mh\ oÃntoj
a(plw½j ei¹j ou)si¿an ge/nesij a(plw½j, kaq' hÁn a(plw½j gi¿gnesqai kaiì ou) tiì gi¿gnesqai le/gomenŸ: h( d' e)c u(pokeime/nou ei¹j ou)x u(pokei¿menon fqora/, a(plw½j me\n h( e)k th=j ou)si¿aj ei¹j to\ mh\ eiånai, tiìj de\ h( ei¹j th\n a)ntikeime/nhn a)po/fasin, kaqa/per e)le/xqh kaiì e)piì th=j gene/sewj” (Φυσ. 225a14-20).
55
H δεύτερη περίπτωση, η μεταβολή δηλαδή που ξεκινά από υποκείμενο και πάει σε μη υποκείμενο είναι φθορά και ακολουθεί την διάκριση που έγινε και στην περίπτωση της γένεσης: “a(plw½j me\n h( e)k th=j ou)si¿aj ei¹j to\ mh\ eiånai, tiìj de\ h( ei¹j th\n a)ntikeime/nhn a)po/fasin” (Φυσ. 225a17-19). Και σ’ αυτήν την περίπτωση, λοιπόν,
υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην 1. απόλυτη φθορά, που σημαίνει καταστροφή μιας ουσίας (φθορa\ a(plw½j), και 2. φθορά ως προς μια συγκεκριμένη όψη μιας ουσίας (φθορa\ τις), “που σημαίνει ότι μια ουσία χάνει μια ορισμένη ποιότητα ή μεταβάλλεται ως προς το μέγεθος ή τη θέση της”12. Και οι δύο παραπάνω περιπτώσεις, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στο χωρίο αυτό, είναι μεταβολές, δεν είναι όμως κινήσεις. Πιο συγκεκριμένα, η γένεση είναι μεταβολή αλλά όχι κίνηση καθώς γένεση έχει το μη ὄν και το μη ὄν είναι αδύνατο να βρίσκεται σε κίνηση. Η κίνηση από το μη υποκείμενο σε υποκείμενο ή αλλιώς από το μη α στο α, υπό την απόλυτη έννοια (περίπτωση 1), ονομάζεται μεταβολή και όχι κίνηση “γιατί αυτό που είναι μη α δεν ήταν ουσία έτσι όπως υφίσταται μια υπαρκτή ατομική ουσία”.13 a)du/naton [ga\r] to\ mh\ oÄn kineiÍsqai (ei¹ de\ tou=to, kaiì th\n ge/nesin ki¿nhsin eiånai: gi¿gnetai ga\r to\ mh\ oÃn: ei¹ ga\r kaiì oÀti ma/lista kata\ sumbebhko\j gi¿gnetai, a)ll' oÀmwj a)lhqe\j ei¹peiÍn oÀti u(pa/rxei to\ mh\ oÄn kata\ tou= gignome/nou a(plw½jŸ
(Φυσ. 225a25-29) Κατά τον ίδιο τρόπο το μη ὄν είναι ακόμη αδύνατο και να ηρεμεί. 12
Βλ. J. P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας, Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη, Αθήνα 2001, σ. 103. 13
Βλ. J. P. Anton, ό.π. σ.104.
56
o(moi¿wj de\ kaiì to\ h)remeiÍn
(Φυσ. 225a30) Επιπλέον κάθε τι που κινείται βρίσκεται σε τόπο, το μη ὄν όμως δεν είναι “ἐν τόπῳ” γιατί τότε θα ήταν κάπου, άρα δεν κινείται. Ούτε η φθορά είναι κίνηση γιατί το εναντίον της κίνησης είναι κίνηση ή ηρεμία, ενώ το εναντίον της φθοράς είναι γένεση14. Η αυστηρή αυτή και σαφής διάκριση της γενέσεως και φθοράς ως είδος μεταβολής αλλά όχι κίνησης δεν ακολουθείται πάντοτε από το φιλόσοφο, γεγονός που προκαλεί απορία και έχει εγείρει σειρά συζητήσεων, όπως θα φανεί στην ανάλυση που ακολουθεί στο πέμπτο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας. Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι ο Σταγειρίτης φιλόσοφος προβαίνει, όπως σημειώθηκε, σε μια διάκριση ανάμεσα σε απόλυτη γένεση και σχετική γένεση από τη μια και σε απόλυτη φθορά και σχετική φθορά από την άλλη. Αυτή η διάκριση δίνει τη δυνατότητα στον Αριστοτέλη “να υπαγάγει τις έννοιες της σχετικής γένεσης και της σχετικής φθοράς στην έννοια της πορείας μεταβολής που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στα ενάντια. Με τον τρόπο αυτό η μεταβολή αποκτά περιεκτική σημασία και δηλώνει δύο τύπους πορείας μεταβολής: α. την πορεία μεταβολής ανάμεσα σε ενάντια και β. την πορεία μεταβολής ανάμεσα σε αντιφατικούς όρους. Ο τύπος αυτός της πορείας μεταβολής ανάμεσα σε αντιφατικούς όρους, οριοθετείται από τη γένεση και τη φθορά υπό την απόλυτη έννοιά τους. Η σχετική γένεση και φθορά, αν και τυπικά δηλώνεται ως κίνηση ανάμεσα σε αντιφατικούς όρους, 14
“tau=ta/ te dh\ sumbai¿nei dusxerh= [t%½ kineiÍsqai to\ mh\ oÃn] kaiì ei¹ pa=n to\
kinou/menon e)n to/p%, to\ de\ mh\ oÄn ou)k eÃstin e)n to/p%: eiãh ga\r aÃn pou. ou)de\ dh\ h( fqora\ ki¿nhsij: e)nanti¿on me\n ga\r kinh/sei hÄ ki¿nhsij hÄ h)remi¿a, h( de\ fqora\ gene/sei e)nanti¿on” (Φυσ. 225a30-34).
57
ταυτίζεται με την πορεία μεταβολής ανάμεσα σε ενάντια”15. Ταυτίζεται με άλλα λόγια με την περίπτωση που η μεταβολή λαμβάνει χώρα από υποκείμενο σε υποκείμενο “e)c u(pokeime/nou ei¹j u(pokei¿menon”, από έναν θετικό δηλαδή όρο σε έναν θετικό (το εναντίον του). Η μεταβολή αυτή, από έναν καταφατικό όρο α σε έναν καταφατικό όρο β ή αλλιώς από το α στο β, είναι δυνατή με δύο τρόπους: είτε το α είναι το ένα ενάντιο και το β είναι το άλλο ενάντιο, περίπτωση κατά την οποία και οι δύο όροι είναι καταφατικοί, είτε το α είναι το ένα ενάντιο, ενώ το άλλο ενάντιο είναι ένας ενδιάμεσος όρος ανάμεσα στο α και το β, ο οποίος, βέβαια, είναι επίσης καταφατικός.16 Για να βρούμε, τώρα, τα είδη της κίνησης πρέπει να αναζητήσουμε σε ποιες κατηγορίες υπάγεται το ὄν. Οι κατηγορίες διαιρούνται σε ουσία, ποιότητα, τόπο, χρόνο, προς τι (δηλαδή σχέση), ποσό, ποιεῖν (ποίηση) και πάσχειν (πάθος). ei¹ ouÅn ai¸ kathgori¿ai div/rhntai ou)si¿# kaiì poio/thti kaiì t%½ pou\ [kaiì t%½ pote\] kaiì t%½ pro/j ti kaiì t%½ pos%½ kaiì t%½ poieiÍn hÄ pa/sxein…
(Φυσ. 225b5-7) Κίνηση ως προς την ουσία δεν υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει ὄν που να είναι ενάντιο προς την ουσία17. “Η θεμελιώδης εναντιότητα της ουσίας, 15
Βλ. J. P. Anton, ό.π. σ.104.
16
Βλ. J. P. Anton, ό.π. σ. 103.
17
“Kat' ou)si¿an d' ou)k eÃstin ki¿nhsij dia\ to\ mhde\n eiånai ou)si¿# tw½n oÃntwn
e)nanti¿on” (Φυσ. 225b10-11).
Ο Robert Wardy, σημειώνει χαρακτηριστικά πως, λίγο πριν ο Αριστοτέλης προχωρήσει στην διάκριση των ειδών της κίνησης επισημαίνει εκ νέου το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε στο Βιβλίο I, ότι, δηλαδή, η κίνηση συμβαίνει
58
είδος-στέρησιν δηλώνει δύο τύπους μεταβολής: α. την απόκτηση του είδους, τη γένεσιν και β. την απώλεια του είδους, τη φθοράν.”18 Η πορεία, επομένως, ως προς την ουσία δεν είναι κίνηση αλλά μεταβολή, εφόσον η ουσία δεν έχει ενάντιο. Η παραπάνω πρόταση ίσως παρουσιάζει μια δυσκολία στο να την κατανοήσουμε. Ουσία είναι το πράγμα καθεαυτό, αλλά και εκείνο που κάνει ένα πράγμα να είναι αυτό που είναι και όχι κάτι άλλο. Σύμφωνα με τον
Σταγειρίτη
ουσία
λέγεται
αυτό
που
ούτε
αποδίδεται
ως
κατηγορούμενο σ’ ένα υποκείμενο, ούτε βρίσκεται μέσα σε κάποιο υποκείμενο. Ou)si¿a de/ e)stin h( kuriw¯tata/ te kaiì prw¯twj kaiì ma/lista legome/nh, hÁ mh/te kaq' u(pokeime/nou tino\j le/getai mh/te e)n u(pokeime/n% tini¿ e)stin, oiâon o( tiìj aÃnqrwpoj hÄ o( tiìj iàppoj. deu/terai de\ ou)si¿ai le/gontai, e)n oiâj eiãdesin ai¸ prw¯twj ou)si¿ai lego/menai u(pa/rxousin, tau=ta/ te kaiì ta\ tw½n ei¹dw½n tou/twn
πάντοτε μεταξύ εναντίων και περιλαμβάνει τρεις θεμελιώδεις αρχές, το ζεύγος των εναντίων και το υποκείμενο το οποίο υφίσταται την αλλαγή. Η παραπάνω θέση, στο Βιβλίο Ι, έδινε μια απάντηση στο πρόβλημα του υπομένοντος υποκειμένου και της μετάβασης από το ένα ενάντιο στο άλλο, και η παρουσία του υποκειμένου προσέφερε μια λύση στο παράδοξο του Παρμενίδη. Ο λόγος που ο Σταγειρίτης σημειώνει εκ νέου την θέση του αυτή, είναι, σύμφωνα με τον Robert Wardy, όχι για να υποστηρίξει την πραγματικότητα της κίνησης, όπως συμβαίνει στο Βιβλίο Ι, αλλά για να εξαιρέσει την αλλαγή ως προς την ουσία από την εξέταση. Καθώς η ουσία δεν έχει ενάντιο, η γένεσις και η φθορά μένουν έξω από την παρούσα ανάλυση. Βλ. Robert Wardy, The Chain of Change, A study of Aristotle’s Physics VII, (Cambridge: Cambridge University Press, 1990), σσ. 158-159. Επίσης, “Upa/rxei de\ taiÍj ou)si¿aij kaiì to\ mhde\n au)taiÍj e)nanti¿on eiånai. tv= ga\r prw¯tv ou)si¿# ti¿ aÄn eiãh e)nanti¿on; oiâon t%½ tiniì a)nqrw¯p% ou)de/n e)stin e)nanti¿on, ou)de/ ge t%½ a)nqrw¯p% hÄ t%½ z%¯% ou)de/n e)stin e)nanti¿on” (Κατηγ. 3b24-27). 18
Βλ. J. P. Anton, ό.π. σ. 122-126. Επίσης, Φυσ. 225a33-34.
59
ge/nh: oiâon o( tiìj aÃnqrwpoj e)n eiãdei me\n u(pa/rxei t%½ a)nqrw¯p%, ge/noj
de\
tou=
eiãdouj
e)stiì
to\
z%½on:
deu/terai
ouÅn
auÂtai
le/gontai ou)si¿ai, oiâon oÀ te aÃnqrwpoj kaiì to\ z%½on.
(Κατηγ. 2a11-19) Στο Βιβλίο Ι των Φυσικῶν ο Αριστοτέλης αναφέρει το παράδειγμα του μουσικού ανθρώπου. Ο άνθρωπος γεννιέται, αυτό, σύμφωνα με όσα παρατηρεί στο Βιβλίο V (225b10κ.ε.) δεν είναι κίνησις αλλά γένεσις, γίγνεσθαι. Ο μουσικός άνθρωπος δεν γεννιέται αλλά ο μη μουσικός άνθρωπος γίνεται μουσικός. Άλλο λοιπόν ο άνθρωπος ως ουσία και άλλο η ιδιότητά του. Ο άνθρωπος μένει, είναι το σταθερό, ενώ η ιδιότητά του είναι αυτό που αλλάζει, που υπόκειται σε κίνηση19. “Η μεταβολή μιας ουσίας αφορά την ουσία ως όλον, ενώ η κίνησις αφορά τα μέρη της ουσίας.”20 Ούτε σχετικά με το “προς τι” υπάρχει κίνηση, γιατί μπορεί, ενώ το ένα μέλος της σχέσης να μεταβάλλεται, να μην αληθεύει κανένας χαρακτηρισμός για το αντίστοιχο μέλος, χωρίς ωστόσο αυτό να παθαίνει
19
“eÃsti ga\r gi¿gnesqai aÃnqrwpon mousiko/n, eÃsti de\ to\ mh\ mousiko\n gi¿gnesqai
mousiko\n hÄ to\n mh\ mousiko\n aÃnqrwpon aÃnqrwpon mousiko/n. a(plou=n me\n ouÅn le/gw to\ gigno/menon to\n aÃnqrwpon kaiì to\ mh\ mousiko/n, kaiì oÁ gi¿gnetai a(plou=n, to\ mousiko/n: sugkei¿menon de\ kaiì oÁ gi¿gnetai kaiì to\ gigno/menon, oÀtan to\n mh\ mousiko\n aÃnqrwpon fw½men gi¿gnesqai mousiko\n aÃnqrwpon. tou/twn de\ to\ me\n ou) mo/non le/getai to/de gi¿gnesqai a)lla\ kaiì e)k tou=de, oiâon e)k mh\ mousikou= mousiko/j, to\ d' ou) le/getai e)piì pa/ntwn: ou) ga\r e)c a)nqrw¯pou e)ge/neto mousiko/j, a)ll' aÀnqrwpoj e)ge/neto mousiko/j. tw½n de\ gignome/nwn w¨j ta\ a(pla= le/gomen gi¿gnesqai, to\ me\n u(pome/non gi¿gnetai to\ d' ou)x u(pome/non: o( me\n ga\r aÃnqrwpoj
u(pome/nei
mousiko\j
gigno/menoj
aÃnqrwpoj
kaiì
eÃsti,
to\
de\
mh\
mousiko\n kaiì to\ aÃmouson ouÃte a(plw½j ouÃte sunteqeime/non u(pome/nei” (Φυσ.
189b34-190a13). Πρβλ. το κεφάλαιο “Γένεσις και ἀλλοίωσις ως είδη της μεταβολῆς” 20
Βλ. J. P. Anton, ό.π. σ. 106.
60
καμία μεταβολή21. “Αν το α, που βρίσκεται σε σχέση με το β, μεταβληθεί, ο όρος που εκφράζει την κίνηση μπορεί να μην ισχύει πλέον ως προς το β, μολονότι το β δεν μεταβάλλεται καθόλου.”22 Πιο απλά, το “δεξιά” για παράδειγμα, σημαίνει πάντοτε “δεξιά”. Αν κάτι το οποίο ήταν στα δεξιά μου, δεν είναι πλέον στα δεξιά μου, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εγώ κινήθηκα. Έτσι, η κίνηση που αφορά τις συσχετικές έννοιες είναι πάντα κατά συμβεβηκός και δεν αποτελεί ανεξάρτητο είδος. e)peiì ouÅn ta\ pro/j ti ouÃte au)ta/ e)stin a)lloiw¯seij, ouÃte eÃstin au)tw½n a)lloi¿wsij ou)de\ ge/nesij ou)d' oÀlwj metabolh\ ou)demi¿a…
(Φυσ. 246b10-12) Ούτε βέβαια υπάρχει κίνηση των κατηγοριών της ποίησης και του πάθους (“ποιούντος και πάσχοντος” Φυσ. 225b15). Δεν υπάρχει δηλαδή κίνηση σχετική με οποιοδήποτε κινοῦν και κινούμενον, γιατί δεν υπάρχει κίνηση της κίνησης, ούτε γένεση της γένεσης ούτε γενικά μεταβολή της μεταβολής. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει μεταβολή της οποίας η μεταβολή να είναι το υποκείμενο είτε η αφετηρία ή το τέρμα. ou)de\
dh\
poiou=ntoj
kaiì
pa/sxontoj,
hÄ
kinoume/nou
kaiì
kinou=ntoj, oÀti ou)k eÃsti kinh/sewj ki¿nhsij ou)de\ gene/sewj ge/nesij, ou)d' oÀlwj metabolh=j metabolh/.
(Φυσ. 225b15-17)
21
“ou)de\ dh\ tou= pro/j ti: e)nde/xetai ga\r qate/rou metaba/llontoj
kaiì mh\> a)lhqeu/esqai qa/teron mhde\n metaba/llon, wÐste kata\ sumbebhko\j h( ki¿nhsij au)tw½n” (Φυσ. 225b11-13).
Βλ. W. D. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1993), σ. 124. 22
61
Η κίνηση δεν μπορεί να είναι υποκείμενο, και μια κίνηση της κίνησης θα ήταν μια αντιθετική κίνηση. Μια τέτοια συσχέτιση θα προχωρούσε στο άπειρο και θα είχε ως αποτέλεσμα να αναιρεθούν η έννοια και τα γνωρίσματα της μεταβολής. Επειδή λοιπόν δεν υπάρχει κίνηση ούτε της ουσίας, ούτε του προς τι, ούτε της ποίησης, ούτε του πάθους, ούτε του χρόνου, συνάγεται ότι τρία μόνο είναι τα είδη της κίνησης: 1) τοῦ ποιοῦ 2) τοῦ ποσοῦ 3) τοῦ κατὰ τόπον
ἀνάγκη τρεῖς εἶναι κινήσεις - τήν τε τοῦ ποιοῦ καὶ τὴν τοῦ ποσοῦ καὶ τὴν κατὰ τόπον (Φυσ. 225b8-9). Σε καθένα από αυτά τα είδη υπάρχει εναντίωσις. e)peiì de\ ouÃte ou)si¿aj ouÃte tou= pro/j ti ouÃte tou= poieiÍn kaiì pa/sxein, lei¿petai kata\ to\ poio\n kaiì to\ poso\n kaiì to\ pou\ ki¿nhsin eiånai mo/non: e)n e(ka/st% ga\r eÃsti tou/twn e)nanti¿wsij.
(Φυσ. 226a23-26) Πιο αναλυτικά, η κίνηση η οποία αναφέρεται στο ποιόν ονομάζεται ἀλλοίωσις, πρόκειται για ποιοτική αλλαγή. Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει πως στην περίπτωση αυτή δεν εννοεί το ποιόν που υπάρχει στην ουσία αλλά το παθητικό ποιόν, αυτό δηλαδή εξαιτίας του οποίου λέμε ότι ένα πράγμα έχει πάθει ή δεν έχει πάθει κάτι. Με άλλα λόγια, δεν αναφέρεται στην ποιότητα με την έννοια των ουσιαστικών ιδιοτήτων που αποτελούν την ειδοποιό διαφορά των πραγμάτων, αλλά στην ποιότητα με την έννοια 62
των “παθητικών ιδιοτήτων” σε σχέση με τις οποίες λέμε για ένα πράγμα “pa/sxein hÄ a)paqe\j eiånai”. Η αλλοίωση, λοιπόν, ως μεταβολή ως προς το παθητικό ποιόν, διακρίνεται στο σημείο αυτό, από τη γένεση και τη φθορά που είναι μεταβολή ως προς την ουσία. Η κίνηση ως προς το ποιόν επιδέχεται εναντιότητα, ωστόσο σ’ αυτό το είδος της κίνησης “δεν παρουσιάζεται μια εναντιότητα με γενικά πέρατα στα οποία να εντάσσονται όλες οι άλλες περιπτώσεις. Αντίθετα στην κατηγορία αυτή ανήκουν διάφορες εναντιότητες, όπως για παράδειγμα, λευκόν-μέλαν, θερμόν-ψυχρόν κτλ.”23 Η κίνηση ως προς την ποιότητα είναι πάντοτε μια κίνηση ανάμεσα σε δύο ενάντια.24 h( me\n ouÅn kata\ to\ poio\n ki¿nhsij a)lloi¿wsij eÃstw: tou=to ga\r e)pe/zeuktai koino\n oÃnoma. le/gw de\ to\ poio\n ou) to\ e)n tv= ou)si¿# (kaiì ga\r h( diafora\ poio/thjŸ a)lla\ to\ paqhtiko/n, kaq' oÁ le/getai pa/sxein hÄ a)paqe\j eiånai.
(Φυσ. 226a26-29) Η σχετική με το ποσό κίνηση δεν έχει όνομα που να δείχνει και τους δύο ενάντιους όρους, αλλά ανάλογα με τον καθένα από τους δύο όρους ονομάζεται
“αὒξησις
καὶ
φθίσις”.
Ειδικότερα
η
κίνηση
που
κατευθύνεται προς το τέλειον μέγεθος είναι αὒξησις, ενώ η κατά την
23
Βλ. J. P. Anton, ό.π. σ. 121.
24
“h( d' e)n t%½ au)t%½ eiãdei metabolh\ e)piì to\ ma=llon kaiì hÂtton a)lloi¿wsi¿j e)stin:
hÄ ga\r e)c e)nanti¿ou hÄ ei¹j e)nanti¿on ki¿nhsi¿j e)stin, hÄ a(plw½j hÄ pv/: e)piì me\n ga\r to\ hÂtton i¹ou=sa ei¹j tou)nanti¿on lexqh/setai metaba/llein, e)piì de\ to\ ma=llon w¨j e)k tou)nanti¿ou ei¹j au)to/. diafe/rei ga\r ou)de\n pv\ metaba/llein hÄ a(plw½j, plh\n pv\ deh/sei ta)nanti¿a u(pa/rxein: to\ de\ ma=llon kaiì hÂtto/n e)sti to\ ple/on hÄ eÃlatton e)nupa/rxein tou= e)nanti¿ou kaiì mh/” (Φυσ. 226b1-8).
63
αντίθετη κατεύθυνση κίνηση είναι η ἐλάττωσις 25. “Η εναντιότητα ως προς το ποσό είναι ολοκληρωμένο-ανολοκλήρωτο ή αλλιώς τέλειονἀτελές. Η ολοκλήρωση είναι η κίνηση που κατευθύνεται προς την αύξηση και τείνει να συμπέσει με την επίτευξη του είδους, ενώ η αντίθετη κίνηση δηλώνει την απουσία αύξησης και τη στέρηση.”26 Σε αυτό το είδος της κίνησης η αλλαγή είναι ποσοτική. Τέλος, η σχετική με τον τόπο κίνηση δεν έχει όνομα ούτε κοινό και για τους δύο όρους, ούτε διαφορετικό για καθέναν από αυτούς. Έτσι ο Σταγειρίτης φιλόσοφος προτείνει ως όνομα τη λέξη φορά, μολονότι η λέξη “φέρομαι” στην στενή της έννοια αναφέρεται μόνο σε πράγματα τα οποία, αλλάζοντας τόπο, δεν είναι σε θέση να σταματήσουν και σε πράγματα που παρουσιάζουν τοπική κίνηση μη εξαρτώμενη από τον εαυτό τους. Ως προς τον τόπο η εναντιότητα είναι άνω - κάτω27, και από αυτήν προκύπτουν δύο είδη φυσικής μετατόπισης, η κίνηση προς τα πάνω και η κίνηση προς τα κάτω. Η κίνηση και η ηρεμία του επάνω είναι ενάντια προς την κίνηση και την ηρεμία του κάτω, αφού αυτά είναι τοπικές εναντιώσεις. Οι φυσικές κινήσεις άνω-κάτω προσδιορίζονται από 25
“h( de\ kata\ to\ poso\n to\ me\n koino\n a)nw¯numoj, kaq' e(ka/teron d' auÃchsij kaiì
fqi¿sij, h( me\n ei¹j to\ te/leion me/geqoj auÃchsij, h( d' e)k tou/tou fqi¿sij” (Φυσ.
226a29-32). 26
Βλ. J. P. Anton, ό.π. σ. 121, 126, 128. Σύμφωνα με τον J. P. Anton “αν η ποσότητα
μελετηθεί χωριστά από την έννοια της ουσίας, αναπόφευκτα οδηγούμαστε σε άτοπο (Φυσ. 185a23)” 27
“h( de\ kata\ to/pon kaiì to\ koino\n kaiì to\ iãdion a)nw¯numoj, eÃstw de\ fora\
kaloume/nh to\ koino/n: kai¿toi le/getai¿ ge tau=ta fe/resqai mo/na kuri¿wj, oÀtan mh\ e)f' au(toiÍj vÅ to\ sth=nai toiÍj metaba/llousi to\n to/pon, kaiì oÀsa mh\ au)ta\ e(auta\ kineiÍ kata\ to/pon” (Φυσ. 226a33-b1).
Επίσης, “kaiì h( aÃnw fora\ tv= ka/tw (e)nanti¿a ga\r tau=ta e)n mh/keiŸ, kaiì h( ei¹j decia\ tv= ei¹j a)ristera/ (e)nanti¿a ga\r tau=ta e)n pla/teiŸ, kaiì h( ei¹j to\ eÃmprosqen tv= ei¹j to\ oÃpisqen (e)nanti¿a ga\r kaiì tau=ta)” (Φυσ. 229b7-11).
64
τον Σταγειρίτη ανάλογα με την φορά “που παρουσιάζει από τη φύση του κάθε στοιχειακό περιεχόμενο”.28 Πιο συγκεκριμένα, όπως θα σημειωθεί και στη συνέχεια, φυσική μετατόπιση προς τα επάνω παρουσιάζει το πυρ και προς τα κάτω η γη. Από τα παραπάνω, λοιπόν, καθίσταται φανερό ότι ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει τρία είδη κίνησης: κατὰ τὸ ποιόν, τὸ ποσὸν και κατὰ τόπον. Οι κινήσεις αυτές και η γένεση και φθορά ονομάζονται μεταβολές. Έτσι έχουμε τέσσερα είδη μεταβολής: 1) τοῦ τι - γένεσις και φθορά - Αλλαγή ουσίας 2) τοῦ ποιοῦ - ἀλλοίωσις - Ποιοτική αλλαγή 3) τοῦ ποσοῦ- αὒξησις καὶ φθίσις - Ποσοτική αλλαγή 4) τοῦ κατὰ τόπον - φορά - τοπική αλλαγή. Δηλαδή, μεταβολή κατά την ουσία, την ποιότητα, την ποσότητα και τον τόπο. ei¹ dh\ ai¸ metabolaiì te/ttarej, hÄ kata\ to\ ti¿ hÄ kata\ to\ poiÍon hÄ po/son hÄ pou=, kaiì ge/nesij me\n h( a(plh= kaiì fqora\ h( kata\ to/de, auÃchsij de\ kaiì fqi¿sij h( kata\ to\ poso/n, a)lloi¿wsij de\ h( kata\ to\ pa/qoj, fora\ de\ h( kata\ to/pon, ei¹j e)nantiw¯seij aÄn eiåen ta\j kaq' eÀkaston ai¸ metabolai¿. 28
“oÀlwj me\n ouÅn e)nanti¿ai kinh/seij kaiì h)remi¿ai to\n ei¹rhme/non tro/pon ei¹si¿n,
oiâon h( aÃnw tv= ka/tw: to/pou ga\r e)nantiw¯seij auÂtai. fe/retai de\ th\n me\n aÃnw fora\n fu/sei to\ pu=r, th\n de\ ka/tw h( gh=: kaiì e)nanti¿ai g' au)tw½n ai¸ forai¿. to\ de\ pu=r aÃnw me\n fu/sei, ka/tw de\ para\ fu/sin: kaiì e)nanti¿a ge h( kata\ fu/sin au)tou= tv= para\ fu/sin. kaiì monaiì d' w¨sau/twj: h( ga\r aÃnw monh\ tv= aÃnwqen ka/tw kinh/sei e)nanti¿a. gi¿gnetai de\ tv= gv= h( me\n monh\ e)kei¿nh para\ fu/sin, h( de\ ki¿nhsij auÀth kata\ fu/sin. wÐste kinh/sei monh\ e)nanti¿a h( para\ fu/sin tv= kata\ fu/sin tou= au)tou=: kaiì ga\r h( ki¿nhsij h( tou= au)tou= e)nanti¿a ouÀtwj: h( me\n ga\r kata\ fu/sin [eÃstai] au)tw½n, h( aÃnw hÄ h( ka/tw, h( de\ para\ fu/sin”. (Φυσ. 230b10-
21). Βλ. J. P. Anton, ό.π. σ. 128.
65
(Μετ. 1069b19-14) Η μεταβολή κατά την ουσία συμβαίνει ανάμεσα σε αντιφατικούς όρους (μη α και α) και η ως προς την ουσία εναντιότητα είναι είδοςστέρηση, ενώ η μεταβολή κατά την ποιότητα, την ποσότητα και τον τόπο συμβαίνει μεταξύ εναντίων29. eÀkaston de\ dixw½j u(pa/rxei pa=sin, oiâon to\ to/de (τo\ me\n ga\r morfh\ au)tou=, to\ de\ ste/rhsijŸ, kaiì kata\ to\ poio/n (τo\ me\n ga\r leuko\n to\ de\ me/lanŸ, kaiì kata\ to\ poso\n to\ me\n te/leion to\ d' a)tele/j. o(moi¿wj de\ kaiì kata\ th\n fora\n to\ me\n aÃnw to\ de\ ka/tw, hÄ to\ me\n kou=fon to\ de\ baru/. wÐste kinh/sewj kaiì metabolh=j eÃstin eiãdh tosau=ta oÀsa tou= oÃntoj.
(Φυσ. 201a3-9) Όπως φάνηκε στην ανάλυση που προηγήθηκε, τόσο στον ορισμό όσο και στα άλλα σημεία όπου ο Αριστοτέλης πραγματεύεται την κίνηση, διακρίνει και αναλύει τα είδη της, περιλαμβάνεται ως είδος της κίνησης και η τοπική. Αυτή αποτέλεσε τη βασική θέση του Δημόκριτου και των ατομικών φιλοσόφων και οδήγησε σε μια ποσοτική και όχι ποιοτική ερμηνεία των φαινομένων. Αυτό που θα πρέπει να τονίσουμε εδώ είναι πως παρά το γεγονός ότι στον Αριστοτέλη δεν αποκλείεται η τοπική κίνηση, ως μετάθεση μέσα στο χώρο, ωστόσο η πιο ουσιαστική και θεμελιώδης μορφή κίνησης είναι αυτή που αντιπροσωπεύει τις ποιοτικές μεταβολές. Ο Milic Čapek αναφέρει χαρακτηριστικά πως η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον Δημόκριτο και τον Αριστοτέλη έγκειται στο ότι ο πρώτος δεχόταν μόνο την τοπική κίνηση ενώ ο δεύτερος εισήγαγε και δέχθηκε την πραγματικότητα των ποιοτικών αλλαγών και θεώρησε πως η
29
“mi¿a te e)nanti¿wsij e)n pantiì ge/nei e(ni¿, h( d' ou)si¿a eÀn ti ge/noj…” (Φυσ.
189a13-14). Επίσης, βλ. J. P. Anton, ό.π. σσ. 108, 121.
66
πραγματική φύση της αλλαγής είναι η ποιοτική αλλαγή και όχι μια απλή μετατόπιση στο χώρο30. Άλλωστε, όπως ήδη σημειώθηκε κατά την ανάλυση του ορισμού και των ειδών της κινήσεως και όπως θα φανεί και στην συνέχεια της παρούσης εργασίας, αυτό που ενδιαφέρει τον Σταγειρίτη φιλόσοφο και είναι εξαιρετικής σημασίας είναι ακριβώς η μετάβαση από το δυνάμει στο ενεργεία προβάλλοντας έτσι την κίνηση ως μια δυναμική έκφραση του
γίγνεσθαι
του
κόσμου,
μέσα
από
διαρκείς
ποιοτικούς
μετασχηματισμούς, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως αποκλείει και την περίπτωση της τοπικής κίνησης. Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση των ειδών της κινήσεως θα πρέπει να επισημανθεί πως ένα είδος κίνησης αποτελεί και η κυκλική κίνηση. Ωστόσο η κυκλική κίνηση δεν εξετάστηκε σε σχέση με τα προηγούμενα καθώς σχετίζεται με τα πρώτα κινούντα και τα ουράνια σώματα και όχι με τον υποσελήνιο κόσμο. Η κυκλική ή αιώνια κίνηση των ουρανίων σωμάτων παρουσιάζει διαφορές σε σχέση με την κίνηση των γήινων σωμάτων, των αισθητών, δηλαδή, ατομικών υπαρκτών στο υποσελήνιο επίπεδο που μας ενδιαφέρουν στην παρούσα εργασία, ωστόσο, στο βαθμό που αποτελεί ένα είδος κίνησης, θα παρουσιαστεί εν συντομία στο επόμενο κεφάλαιο της εργασίας.
30
Milic Čapec, “Two Views of Motion: Change of Position or Change of Quality?”,
Review of Metaphysics 33 (1979): 337-346.
67
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΚΙΝΗΣΙΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΙΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ, ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΚΙΝΟΥΝ
1. Η τοπική κίνηση των ουρανίων σωμάτων Τοπική κίνηση έχουν τόσο τα φθαρτά γήινα υλικά σώματα όσο και τα ουράνια. Όπως ήδη επισημάνθηκε κατά την ανάλυση των ειδών της κίνησης στο προηγούμενο κεφάλαιο, η κυκλική, ή αιώνια, κίνηση των ουρανίων σωμάτων παρουσιάζει διαφορές σε σχέση με την κίνηση των γήινων σωμάτων, των αισθητών, δηλαδή, ατομικών υπαρκτών στο υποσελήνιο επίπεδο που μας ενδιαφέρουν στην παρούσα εργασία. Εφόσον, όμως, αποτελεί ένα είδος κίνησης θα παρουσιαστεί στο σημείο αυτό εκείνο το μέρος της Αριστοτελικής θεωρίας που αναφέρεται στην κίνηση των ουρανίων σωμάτων. Ωστόσο, η παρουσίαση δεν θα είναι αναλυτική, διότι αντικείμενο της έρευνάς μας είναι τα είδη της κίνησης των γήινων σωμάτων. Τα ουράνια σώματα διαθέτουν μόνο τοπική κίνηση, καθώς δεν υπόκεινται σε γένεση και φθορά, σε αλλοίωση ή μεταβολή μεγέθους. Είναι άφθαρτα και αγέννητα και όπως ήδη σημειώθηκε, δεν κινούνται ευθύγραμμα, όπως τα γήινα σώματα, αλλά κυκλικά1. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, πως σύμφωνα με τον Σταγειρίτη, την κυκλική κίνηση των ουρανίων σωμάτων μιμούνται και τα απλά σώματα και συνεπώς και η ευθύγραμμη κίνηση είναι συνεχής, εφόσον μιμείται την κυκλική κίνηση.
1
Περὶ Οὐρανοῦ Ι.2,3
68
Dio\ kaiì taÅlla oÀsa metaba/llei ei¹j aÃllhla kata\ ta\ pa/qh kaiì ta\j duna/meij, oiâon ta\ a(pla= sw¯mata, mimeiÍtai th\n ku/kl% fora/n: oÀtan ga\r e)c uÀdatoj a)h\r ge/nhtai kaiì e)c a)e/roj pu=r kaiì pa/lin e)k puro\j uÀdwr, ku/kl% fame\n perielhluqe/nai th\n ge/nesin dia\ to\ pa/lin a)naka/mptein.
àWste kaiì h( eu)qeiÍa fora\
mimoume/nh th\n ku/kl% sunexh/j e)stin.
(Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, 337a1-7)
Το σύμπαν αποτελείται από μία σειρά ομόκεντρων σφαιρών. Ο Αριστοτέλης αναφέρει χαρακτηριστικά στα Μετεωρολογικά: “e)n toiÍj periì to\n aÃnw to/pon qewrh/masi” (Μετεωρ. 339b36). O “aÃnw τόπος”
είναι ο τόπος του πρώτου ουρανού, ο οποίος αποτελεί το εξωτερικό περίβλημα του σύμπαντος και είναι ο τόπος της σφαίρας των απλανών αστέρων (Περὶ Οὐρανοῦ Ι5, ΙΙ4) και των σφαιρών του ηλίου, της σελήνης και των πέντε πλανητών που ήταν τότε γνωστοί2. Οι αστέρες δεν έχουν δική τους κίνηση, αλλά συμπαρασύρονται από την περιστροφική κίνηση του πρώτου ουρανού, η οποία διαρκεί είκοσι τέσσερις ώρες. Ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήτες παρουσιάζουν μια αρκετά περίπλοκη κίνηση. Η καθημερινή κίνηση του ήλιου προς δυσμάς, με τη σφαίρα των σταθερών αστέρων και την ετήσια κίνηση προς ανατολάς κατά τη διάρκεια της έκθλιψης, που έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ή
2
Σύμφωνα με τον Ingemar Düring, οι μεταριστοτελικές εκφράσεις ‘ο υποσέληνος’ ή
‘υπερσέληνος’ κόσμος αποδίδουν σωστά την άποψη του Αριστοτέλη. Πρβ. “pa/nta de\ ka/tw tau=ta selh/nhj gi¿gnetai” (Μετεωρ. 342a30), και “to\ me\n ga\r aÃnw kaiì me/xri
selh/nhj…” (Μετεωρ.
340b6). Βλ. Ingemar Düring, Ο Αριστοτέλης,
Παρουσίαση και Ερμηνεία της Σκέψης του, Μετάφραση Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1994), σ. 85, σημ.2.
69
μικρότερες μέρες, φαίνεται στη βασική αλλαγή που παρατηρείται σε εποχικές διαφοροποιήσεις3. Η γη είναι μια σφαίρα μικρού σχετικά μεγέθους που ηρεμεί στο κέντρο του σύμπαντος4. Η θέση της αυτή είναι μέρος της ιδιαίτερης φύσης της και γι’ αυτό ηρεμεί μόνο όταν έλθει σ’ αυτή τη θέση. Οι κινήσεις των ουρανίων σφαιρών πέραν του ότι είναι κυκλικές, είναι και αιώνιες, δεν χρειάζονται υποκίνηση και δεν παρεμβάλλονται. Αυτή την αιώνια κίνηση μιμούνται, όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης, στα Μετὰ τὰ Φυσικά, (1050b28-30), και τα φθαρτά γήινα σώματα με ένα τρόπο όμως διαφορετικό: “Τη συμπεριφορά των άφθαρτων μιμούνται και όσα βρίσκονται σε μεταβολή, όπως η γη και η φωτιά. Γιατί και αυτά πάντα ενεργούν, γιατί έχουν την κίνηση από μόνα τους και μέσα στον εαυτό τους.”5
2. Η κίνηση των τεσσάρων στοιχείων Στα Βιβλία ΙΙΙ και IV του Περὶ Οὐρανοῦ ο Σταγειρίτης εξετάζει αναλυτικά την κίνηση των γήινων σωμάτων, ενώ ιδιαίτερα ασχολείται με τα τέσσερα στοιχεία, φωτιά, αέρα, νερό και γη6 και τις τάσεις τους προς 3
Βλ. M. L. Gill, - J. C. Lennox, Self-motion. From Aristotle to Newton, (Princeton:
Princeton University Press, 1994), σ. 28. 4
Περὶ Οὐρανοῦ ΙΙ.13,14.
5
“mimeiÍtai de\ ta\ aÃfqarta kaiì ta\ e)n metabolv= oÃnta, oiâon gh= kaiì pu=r. kaiì ga\r
tau=ta a)eiì e)nergeiÍ: kaq' au(ta\ ga\r kaiì e)n au(toiÍj eÃxei th\n ki¿nhsin” (Μετ.
1050b28-30) 6
Σχετικά με την φύση των στοιχείων, σημειώνουμε ότι: η φωτιά είναι σύζευξη του
θερμού και του ξηρού, ο αέρας του θερμού και του υγρού, το νερό του ψυχρού και του υγρού και τέλος η γη του ψυχρού και του ξηρού. “ ¹Epeiì de\ te/ttara ta\ stoixeiÍa,
tw½n
de\
tetta/rwn
eÁc
ai¸
suzeu/ceij,
ta\
d'
e)nanti¿a
ou)
pe/fuke
70
κατὰ τόπον κίνηση. Θα τα εξετάσει ως προς το βάρος και την ελαφρότητά τους και θα υποστηρίξει πως το καθένα από τα τέσσερα στοιχεία έχει τη φυσική του θέση, έχει γραμμική κίνηση και τα τέσσερα στοιχεία κινούνται προς ορισμένη κατεύθυνση για να βρουν τον φυσικό τους τόπο. àOti me\n ouÅn e)sti fusikh/ tij ki¿nhsij e(ka/stou tw½n swma/twn, hÁn ou) bi¿# kinou=ntai ou)de\ para\ fu/sin, fanero\n e)k tou/twn. àOti d' eÃxein eÃnia a)nagkaiÍon r(oph\n ba/rouj kaiì koufo/thtoj, e)k tw½nde dh=lon. KineiÍsqai me\n ga/r famen a)nagkaiÍon eiånai: ei¹ de\ mh\ eÀcei fu/sei r(oph\n to\ kinou/menon, a)du/naton kineiÍsqai hÄ pro\j to\ me/son hÄ a)po\ tou= me/sou.
(Περὶ Οὐρανοῦ 301a20-26)
Έτσι, άλλα σώματα κινούνται προς το κέντρο ενώ άλλα παρουσιάζουν την τάση να κινούνται προς την περιφέρεια του σύμπαντος. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι η γη έχει μια τάση να πάει προς το κέντρο του κόσμου, ενώ η φωτιά να πάει προς τα πάνω. Η κίνηση των σωμάτων προς τα επάνω και προς τα κάτω είναι η πραγμάτωση μιας δυνατότητας. Τα ενδιάμεσα, αέρας και νερό έχουν διττή δυνατότητα. Όπως το ίδιο sundua/zesqai (qermo\n ga\r kaiì yuxro\n eiånai to\ au)to\ kaiì pa/lin chro\n kaiì u(gro\n a)du/natonŸ, fanero\n oÀti te/ttarej eÃsontai ai¸ tw½n stoixei¿wn suzeu/ceij, qermou= kaiì chrou=, kaiì qermou= kaiì u(grou=, kaiì pa/lin yuxrou= kaiì u(grou=, kaiì yuxrou= kaiì chrou=. Kaiì h)kolou/qhke kata\ lo/gon toiÍj a(ploiÍj fainome/noij sw¯masi, puriì kaiì a)e/ri kaiì uÀdati kaiì gv=: to\ me\n ga\r pu=r qermo\n kaiì chro/n, o( d' a)h\r qermo\n kaiì u(gro/n (oiâon a)tmiìj ga\r o( a)h/rŸ, to\ d' uÀdwr yuxro\n kaiì u(gro/n, h( de\ gh= yuxro\n kaiì chro/n, wÐst' eu)lo/gwj diane/mesqai ta\j diafora\j toiÍj prw¯toij sw¯masi, kaiì to\ plh=qoj au)tw½n eiånai kata\ lo/gon” (Περὶ γενέσεως
καὶ φθορᾶς, 330a30-b7) Βλ. επίσης, J. P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2001, σ 92.
71
σώμα είναι δυνάμει υγιές και άρρωστο, ο αέρας τείνει προς τα πάνω σε σχέση με τη γη, αλλά προς τα κάτω σε σχέση με τη φωτιά. Το νερό από την άλλη, τείνει προς τα επάνω σε σχέση με τη γη, αλλά προς τα κάτω σε σχέση με τη φωτιά ή τον αέρα. Kaiì e)n toiÍj kata\ to/pon w¨sau/twj to\ me\n aÃnw tou= w¨risme/nou, to\ de\ ka/tw th=j uÀlhj. àWste kaiì e)n au)tv= tv= uÀlv tv= tou= bare/oj kaiì kou/fou, v me\n toiou=ton duna/mei, bare/oj uÀlh, v de\ toiou=ton, kou/fou: kaiì eÃsti me\n h( au)th/, to\ d' eiånai ou) tau)to/n, wÐsper kaiì to\ nosero\n kaiì to\ u(giasto/n. To\ ga\r eiånai ou) tau)to/n: dio/per ou)de\ to\ nosw¯dei eiånai hÄ u(giein%½.
(Περὶ Οὐρανοῦ 312a15-21)
Στην πραγματικότητα η κίνηση της φωτιάς προς τα επάνω και η κίνηση της γης προς τα κάτω είναι όμοιες με τη φυσική τάση των πραγμάτων να αποκτούν ορισμένη φύση ή ορισμένες ιδιότητες ή ορισμένο μέγεθος7. Η κίνηση ενός σώματος εις τον αυτού τόπον είναι κίνηση εις το αυτού είδος. to\ d' ei¹j to\n au(tou= to/pon fe/resqai eÀkaston to\ ei¹j to\ au(tou= eiådo/j e)sti fe/resqai
(Περὶ Οὐρανοῦ 310a33-b1)
Όλη η γη θα διαταχθεί σε μια μπάλα στο κέντρο και θα περιβάλλεται από όλο το νερό, τον αέρα και τη φωτιά. Τα στοιχεία στην προσπάθειά τους να διαταχθούν σωστά, συχνά αλληλεπιδρούν και μια τέτοια αλληλεπίδραση μερικές φορές καταλήγει σε μεταμόρφωση ενός 7
Περὶ Οὐρανοῦ ΙV, 3.
72
στοιχείου σε άλλο και μερικές φορές σε συνδυασμό των στοιχείων σε ομοιόμορφα συστατικά, όπως τα μεταλλικά υλικά, τα φυσικά υλικά και τα διάφορα υλικά8. “Ο μετασχηματισμός των στοιχείων εξηγεί την αμοιβαιότητα που υπάρχει στην κίνηση aÃnw και κάτω, η οποία εμποδίζει την αναγκαστική πτώση όλων των πραγμάτων πάνω στη γη.”9 Στο έργο του Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, ο Αριστοτέλης θα εξετάσει τα στοιχεία σε σχέση με τις δυνατότητές τους να επενεργούν το ένα στο άλλο και με αυτό τον τρόπο να παράγουν τα άλλα τρία είδη μεταβολής, τη γένεση, δηλαδή, την αλλοίωση και τη μεταβολή μεγέθους10. Προκειμένου
να
δώσει
εξήγηση
στο
δύσκολο
ζήτημα
του
μετασχηματισμού των στοιχειών και της δυνατότητας τους να μεταβάλλονται το ένα στο άλλο, ο Αριστοτέλης καθόρισε τη φύση των εναντιοτήτων, σημειώνοντας πως σε κάθε μεταβολή, προϋποτίθεται η παρουσία μιας εναντιότητας, η ίδια όμως η εναντιότητα δεν υφίσταται μεταβολή. Στο πρόβλημα του μετασχηματισμού των στοιχείων ο Σταγειρίτης προσφέρει μια λύση με την εφαρμογή της εναντιότητας e)νέργεια-δύναμις 8
11
. Το εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα των εναντιοτήτων,
Βλ. M. L. Gill, - J. C. Lennox, Self-motion. From Aristotle to Newton, (Princeton:
Princeton University Press, 1994), σ. 28. 9
Βλ. J.P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας, Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη, Αθήνα 2001, σ. 98. 10
Το πρόβλημα του μετασχηματισμού του ενός στοιχείου σε άλλο απασχόλησε και
τον Εμπεδοκλή, (ο οποίος επίσης δεχόταν στο υποσελήνιο επίπεδο μόνο τέσσερα στοιχεία: τον αέρα, τη φωτιά, το νερό και τη γη), δεν μπόρεσε, όμως, ο Εμπεδοκλής να δώσει λύση και να εξηγήσει το πρόβλημα αυτό. Βλ. J. P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2001, σ. 91. 11
Βλ. J. P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας. Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη, Αθήνα 2001, σ. 91 και σσ. 99-100. Βλ. Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, ΙΙ, κεφ. 1.
73
το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη μεταβολή μέσα στο φυσικό κόσμο, θα εξεταστεί αναλυτικά στο σχετικό κεφάλαιο της παρούσης εργασίας.
3. Το πρῶτον κινοῦν Καθένα, λοιπόν, από τα τέσσερα στοιχεία έχει μόνο μια κίνηση και ανάλογα με το βάρος ή την ελαφρότητά του κινείται προς ορισμένη κατεύθυνση για να βρει τον φυσικό του τόπο. Ο Αριστοτέλης παραθέτει δύο παραδείγματα θέλοντας να διευκρινίσει τη διαφορά ανάμεσα στη φυσική και μη φυσική κίνηση: Με έναν μοχλό μπορούμε να κινήσουμε μια βαριά πέτρα προς τα πάνω. Αυτή είναι μη φυσική κίνηση. Αντίθετα ένα θερμό πράγμα θερμαίνει ένα άλλο υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι το τελευταίο είναι επιδεκτικό στη θερμότητα. Αυτή είναι η φυσική κίνηση. Κάτι, λοιπόν, κινείται “ἐκ φύσεως”, όταν έχει την ικανότητα να αποκτά ποιότητα ή ποσότητα ή να κινείται προς κάποια κατεύθυνση, καθώς και όταν έχει μέσα του μια παρόμοια αρχή. ta\ me\n ga\r para\ fu/sin au)tw½n kinhtika/ e)stin, oiâon o( moxlo\j ou) fu/sei tou= ba/rouj kinhtiko/j, ta\ de\ fu/sei, oiâon to\ e)nergei¿# qermo\n kinhtiko\n tou= duna/mei qermou=. o(moi¿wj de\ kaiì e)piì tw½n aÃllwn tw½n toiou/twn. kaiì kinhto\n d' w¨sau/twj fu/sei to\ duna/mei poio\n hÄ poso\n hÄ pou/, oÀtan eÃxv th\n a)rxh\n th\n toiau/thn e)n au(t%½ kaiì mh\ kata\ sumbebhko/j (eiãh ga\r aÄn to\ au)to\ kaiì poio\n kaiì poso/n, a)lla\ qate/r% qa/teron sumbe/bhken kaiì ou) kaq' au(to\ u(pa/rxeiŸ. to\ dh\ pu=r kaiì h( gh= kinou=ntai u(po/ tinoj bi¿# me\n oÀtan para\ fu/sin, fu/sei d' oÀtan ei¹j ta\j au(tw½n e)nergei¿aj duna/mei oÃnta.
(Φυσ. 255a22-30)
74
Στο Περὶ Οὐρανοῦ ο Σταγειρίτης φιλόσοφος θα συνδέσει τη φυσική κίνηση με τις έννοιες του βαρέος και του ἐλαφροῦ και θα πει συγκεκριμένα πως όταν μιλούμε για βαριά και ελαφρά πράγματα εννοούμε ότι αυτά είναι σε θέση να υφίστανται φυσική κίνηση. Δεν υπάρχει λέξη για να χαρακτηρίσουμε τις ενέργειες αυτών των πραγμάτων εκτός αν δεχτούμε ότι η “ώθηση” είναι κατάλληλη λέξη. ãEsti ga\r h( periì au)tw½n qewri¿a toiÍj periì kinh/sewj lo/goij oi¹kei¿a: baru\ ga\r kaiì kou=fon t%½ du/nasqai kineiÍsqai fusikw½j pwj le/gomen. (TaiÍj de\ e)nergei¿aij o)no/mat' au)tw½n ou) keiÍtai, plh\n eiã tij oiãoito th\n r(oph\n eiånai toiou=ton.Ÿ
(Περὶ Οὐρανοῦ 307b30-33)
Στο Βιβλίο VIII των Φυσικῶν θα προσπαθήσει ο Αριστοτέλης να παραλληλίσει τη φυσική κίνηση των στοιχείων με την αυτοκίνηση των έμβιων όντων. Και τα δύο έχουν μέσα τους, στον εαυτό τους την αρχή της κίνησης, απαραίτητη προϋπόθεση όμως για την κίνηση και των δύο είναι μία εξωτερική ώθηση12. Ο Αριστοτέλης επισημαίνει πως τα στοιχεία έχουν μέσα τους “δεκτικότητα ως προς το να υφίστανται κίνηση”. a)lla\ kinh/sewj a)rxh\n eÃxei, ou) tou= kineiÍn ou)de\ tou= poieiÍn, a)lla\ tou= pa/sxein.
(Φυσ. 255b30-31)
12
Βλ. I. Düring, ό.π., σ. 69.
75
Το γεγονός αυτό οδηγεί τον φιλόσοφο στην άποψη πως υπάρχει ένα κινοῦν που κινεί απ’ έξω. Το κινοῦν όμως σύμφωνα με όσα συχνά αναφέρει πρέπει να βρίσκεται σε επαφή με το κινούμενο. ¹Alla\ mh\n ei¹ periì tou= poieiÍn kaiì pa/sxein kaiì periì mi¿cewj qewrhte/on, a)na/gkh kaiì periì a(fh=j: ouÃte ga\r poieiÍn tau=ta kaiì pa/sxein du/natai kuri¿wj aÁ mh\ oiâo/n te aÀyasqai a)llh/lwn, ouÃte mh\ a(ya/mena/ pwj e)nde/xetai mixqh=nai prw½ton. àWste periì triw½n tou/twn dioriste/on, ti¿ a(fh\ kaiì ti¿ mi¿cij kaiì ti¿ poi¿hsij.
(Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 322b21-6) Επίσης, to\ ga\r pro\j tou=to e)nergeiÍn, v toiou=ton, au)to\ to\ kineiÍn e)sti: tou=to de\ poieiÍ qi¿cei, wÐste aÀma kaiì pa/sxei: dio\ h( ki¿nhsij e)ntele/xeia tou= kinhtou=, v kinhto/n, sumbai¿nei de\ tou=to qi¿cei tou= kinhtikou=, wÐsq' aÀma kaiì pa/sxei.
(Φυσ. 202a5-9)13 Μια επαφή μάλιστα που, όπως σημειώνει ο Σταγειρίτης, διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της κίνησης. “nu=n de\ fai¿netai¿ ti eÁn kinou/menon sunexw½j” (Φυσ. 267a19-20).
Στο Βιβλίο VIII των Φυσικῶν αυτή η ανάγκη για επαφή κινούντος, κινουμένου φαίνεται να καλύπτεται από την εσωτερική φύση των πραγμάτων. Ο Αριστοτέλης τοποθετεί αυτή την εσωτερική αρχή της κίνησης ως απάντηση στο ερώτημα γιατί τα ελαφριά και τα βαριά 13
Βλ. επίσης, “ a)na/gkh aÃra to\ au)to\ e(auto\ kinou=n eÃxein to\ kinou=n a)ki¿nhton de/,
kaiì to\ kinou/menon mhde\n de\ kinou=n e)c
a)na/gkhj, a(pto/mena hÃtoi aÃmfw
a)llh/lwn hÄ qate/rou qa/teron” (Φυσ. 258a18-21), και (Φυσ. 266b28-267a20).
76
πράγματα κινούνται προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Στο ερώτημα όμως από τι κινούνται τα πράγματα (ὑπό τίνος), οφείλουμε να δώσουμε μια διαφορετική απάντηση14. Η Αριστοτελική θέση σχετικά με το ζήτημα του πρώτου κινούντος a)κινήτου αποτελεί ένα σημαντικό και ευρύ θέμα, το οποίο συνδέεται άμεσα με την έννοια της κίνησης. Δεν θα ασχοληθούμε όμως αναλυτικά με αυτό αλλά θα προσπαθήσουμε να δώσουμε τα βασικότερα σημεία του που σχετίζονται με το αντικείμενο της εργασίας αυτής. Ο Αριστοτέλης, θέλοντας να απαντήσει στο ερώτημα από τι κινούνται τα πράγματα “ὑπό τίνος
ouÅn;”
(Φυσ. 267a20), θα πει πως το κινοῦν
γίνεται αιτία της κίνησης με δύο τρόπους: ή δια μέσου ενός άλλου ή δια μέσου του εαυτού του. Με άλλα λόγια, ή θα είναι πρώτο μετά το τελευταίο κινούμενο ή θα κινεί χρησιμοποιώντας κάποια ενδιάμεσα κινούντα, τα οποία παρεμβάλλονται και μεταδίδουν την κίνηση. Για παράδειγμα, το ραβδί βάζει σε κίνηση τον λίθο, το ραβδί όμως το κινεί το χέρι και το χέρι το κινεί ο άνθρωπος. Αν όμως κάθε τι το κινούμενο το κινεί κάποιο κινοῦν και αυτό το κινοῦν χρωστά την κίνησή του σε κάποιο άλλο κινοῦν, θα έπρεπε να δεχτούμε την ύπαρξη ενός πρώτου κινούντος το οποίο δεν κινείται από κάτι άλλο. ei¹ dh\ a)na/gkh pa=n to\ kinou/menon u(po/ tino/j te kineiÍsqai, kaiì hÄ u(po\ kinoume/nou u(p' aÃllou hÄ mh/, kaiì ei¹ me\n u(p' aÃllou [kinoume/nou],
a)na/gkh
ti
eiånai
kinou=n
oÁ
ou)x
u(p'
aÃllou
prw½ton, ei¹ de\ toiou=to to\ prw½ton, ou)k a)na/gkh qa/teron…
(Φυσ. 256a14-17)
14
Βλ. Richard.Sorabji, Matter, Space and Motion, (Ithaca, New York: Cornell
University Press, 1988), σσ. 222-223.
77
Δεν θα μπορούσαμε, λοιπόν, να δεχτούμε ότι το πρῶτον κινοῦν κινείται από κάτι, γιατί αυτό θα σήμαινε πως θα έπρεπε να αναζητούμε επ’ άπειρον κάποιο αίτιο της κίνησης και ότι κανένα πρώτο δεν θα ήταν δυνατό να βρεθεί. e)peiì de\ pa=n to\ kinou/menon a)na/gkh kineiÍsqai u(po/ tinoj, e)a/n ge/ ti kinh=tai th\n e)n to/p% ki¿nhsin u(p' aÃllou kinoume/nou, kaiì pa/lin to\ kinou=n u(p' aÃllou kinoume/nou kinh=tai ka)keiÍno u(f' e(te/rou kaiì a)eiì ouÀtwj, a)na/gkh eiånai¿ ti to\ prw½ton kinou=n, kaiì mh\ badi¿zein ei¹j aÃpeiron: mh\ ga\r eÃstw, a)lla\ gene/sqw aÃpeiron.
(Φυσ.242a49-55) Επίσης, ei¹ ouÅn kinou/meno/n ti kineiÍ, a)na/gkh sth=nai kaiì mh\ ei¹j aÃpeiron i¹e/nai: ei¹ ga\r h( bakthri¿a kineiÍ t%½ kineiÍsqai u(po\ th=j xeiro/j, h( xeiìr kineiÍ th\n bakthri¿an: ei¹ de\ kaiì tau/tv aÃllo kineiÍ, kaiì tau/thn eÀtero/n ti to\ kinou=n. oÀtan dh/ tini kinv= a)eiì eÀteron, a)na/gkh eiånai pro/teron to\ au)to\ au(t%½ kinou=n. ei¹ ouÅn kineiÍtai me\n tou=to, mh\ aÃllo de\ to\ kinou=n au)to/, a)na/gkh au)to\ au(to\ kineiÍn: wÐste kaiì kata\ tou=ton to\n lo/gon hÃtoi eu)qu\j to\ kinou/menon u(po\ tou= au(to\ kinou=ntoj kineiÍtai, hÄ eÃrxetai¿ pote ei¹j to\ toiou=ton.
(Φυσ. 256a28-b3) Όπως συνάγεται από τα παραπάνω χωρία το πρῶτον κινοῦν δεν κινείται από κάτι άλλο, αλλά ως καθαρή ενέργεια είναι το ίδιο ακίνητο. ¹Epeiì de\ deiÍ ki¿nhsin a)eiì eiånai kaiì mh\ dialei¿pein, a)na/gkh eiånai¿ ti a)i¿+dion oÁ prw½ton kineiÍ, eiãte eÁn eiãte plei¿w: kaiì to\ prw½ton kinou=n a)ki¿nhton.
(Φυσ. 258b10-12)
78
Το πρῶτον κινοῦν, σύμφωνα με την Αριστοτελική θεωρία είναι εκτός από ακίνητο και αιώνιο. Σημειώνει μάλιστα ο Σταγειρίτης πως το πρῶτον κινοῦν κινεί με μία αιώνια κίνηση. eiã ge eÃstin ti a)eiì toiou=ton, kinou=n me/n ti a)ki¿nhton de\ au)to\ kaiì a)i¿+dion, a)na/gkh kaiì to\ prw½ton u(po\ tou/tou kinou/menon a)i¿+dion eiånai.
(Φυσ. 259b32-260a1) Αν υπάρχει ένα κινοῦν που το ίδιο είναι ακίνητο και αΐδιο, αναγκαστικά πρέπει και το κάτω από την επενέργειά του πρώτο κινούμενο να είναι αΐδιο. Η παραπάνω θέση μπορεί να γίνει κατανοητή αν σκεφτούμε πως η γένεση και η φθορά και η μεταβολή που παρουσιάζουν τα υπόλοιπα όντα δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν τα βάλει σε κίνηση ένα κινούμενο ον. Το ακίνητο θα προκαλεί πάντα την ίδια κίνηση, επειδή στη συσχέτισή του με το κινούμενο δεν παρουσιάζει καμία μεταβολή15. Το πρῶτον κινοῦν προκαλεί κίνηση που έχει αιωνιότητα και διαρκεί άπειρο χρόνο, ενώ το ίδιο είναι “αδιαίρετο” και “αμερές”.
15
“eÃstin de\ tou=to dh=lon me\n kaiì e)k tou= mh\ aÄn aÃllwj eiånai ge/nesin kaiì
fqora\n kaiì metabolh\n toiÍj aÃlloij, ei¹ mh/ ti kinh/sei kinou/menon: to\ me\n ga\r a)ki¿nhton [th\n au)th\n] a)eiì to\n au)to\n kinh/sei tro/pon kaiì mi¿an ki¿nhsin, aÀte ou)de\n au)to\ metaba/llon pro\j to\ kinou/menon. to\ de\ kinou/menon u(po\ tou= kinoume/nou me/n, u(po\ tou= a)kinh/tou de\ kinoume/nou hÃdh, dia\ to\ aÃllwj kaiì aÃllwj eÃxein pro\j ta\ pra/gmata, ou) th=j au)th=j eÃstai kinh/sewj aiãtion, a)lla\ dia\ to\ e)n e)nanti¿oij eiånai to/poij hÄ eiãdesin e)nanti¿wj pare/cetai kinou/menon eÀkaston tw½n aÃllwn, kaiì o(te\ me\n h)remou=n o(te\ de\ kinou/menon” (Φυσ. 260a1-
10).
79
to\ de/ ge prw½ton kinou=n a)i¿+dion kineiÍ ki¿nhsin kaiì aÃpeiron xro/non. fanero\n toi¿nun oÀti a)diai¿reto/n e)sti kaiì a)mere\j kaiì ou)de\n eÃxon me/geqoj.
(Φυσ. 267b24-26) Εισάγει, λοιπόν, ο Αριστοτέλης μια πρώτη αρχή η οποία είναι μία, άυλη και ακίνητη και κινεί όπως to\ o)rekto\n kaiì to\ nohto/n. Η αρχή αυτή μεταδίδει την κίνηση στα πράγματα του κόσμου. kaiì eÃsti ti a)eiì kinou/menon ki¿nhsin aÃpauston, auÀth d' h( ku/kl% (kaiì tou=to ou) lo/g% mo/non a)ll' eÃrg% dh=lonŸ, wÐst' a)i¿+dioj aÄn eiãh o( prw½toj ou)rano/j. eÃsti toi¿nun ti kaiì oÁ kineiÍ. e)peiì de\ to\ kinou/menon kaiì kinou=n [kaiì] me/son, toi¿nun eÃsti
ti oÁ ou) kinou/menon kineiÍ, a)i¿+dion kaiì ou)si¿a kaiì e)ne/rgeia ouÅsa. kineiÍ de\ wÒde to\ o)rekto\n kaiì to\ nohto/n: kineiÍ ou) kinou/mena. tou/twn ta\ prw½ta ta\ au)ta/. e)piqumhto\n me\n ga\r to\ faino/menon kalo/n, boulhto\n de\ prw½ton to\ oÄn kalo/n: o)rego/meqa de\ dio/ti dokeiÍ ma=llon hÄ dokeiÍ dio/ti o)rego/meqa: a)rxh\ ga\r h( no/hsij.16
(Μετ. 1072a21-30b4) Όπως αναφέρεται, λοιπόν, στο παραπάνω χωρίο των Μετὰ τὰ Φυσικὰ (Μετ. Λ. 1072a21-b4) η απάντηση του ερωτήματος, ποια είναι η αιτία της κίνησης του πρώτου ουρανού ο οποίος κινείται με μια αιώνια κυκλική 16
Επίσης, “nou=j de\ u(po\ tou= nohtou= kineiÍtai, nohth\ de\ h( e(te/ra sustoixi¿a kaq'
au(th/n: kaiì tau/thj h( ou)si¿a prw¯th, kaiì tau/thj h( a(plh= kaiì kat' e)ne/rgeian (eÃsti de\ to\ eÁn kaiì to\ a(plou=n ou) to\ au)to/: to\ me\n ga\r eÁn me/tron shmai¿nei, to\ de\ a(plou=n pwÜj eÃxon au)to/Ÿ. a)lla\ mh\n kaiì to\ kalo\n kaiì to\ di' au(to\ ai¸reto\n e)n tv= au)tv= sustoixi¿#: kaiì eÃstin aÃriston a)eiì hÄ a)na/logon to\ prw½ton. oÀti d' eÃsti to\ ou eÀneka e)n toiÍj a)kinh/toij, h( diai¿resij dhloiÍ: eÃsti ga\r tiniì to\ ou eÀneka tino/j, wÒn to\ me\n eÃsti to\ d' ou)k eÃsti. kineiÍ dh\ w¨j e)rw¯menon, kinou/mena de\ taÅlla kineiÍ” (Μετ. 1072a30-b4).
80
κίνηση, είναι πως το πρῶτον κινοῦν αποτελεί την αρχή που κινεί τον πρώτο ουρανό και τα κινούντα των ουρανίων σωμάτων. Επομένως, το πρῶτον κινοῦν είναι η αιώνια, χωριστή, μη αισθητή ουσία. Αξίζει να επισημάνουμε πως ο Αριστοτέλης αποδίδει στο πρῶτον κινοῦν ιδιότητες που παραπέμπουν στο Θεό χωρίς ωστόσο να αναφέρεται, παρά μόνον σε ελάχιστες περιπτώσεις, στην έννοια του Θεού17. Τα χαρακτηριστικά του πρώτου κινούντος ακινήτου που θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως παραπέμπουν στο Θεό είναι τα παρακάτω: Το πρῶτον κινοῦν είναι ακίνητο και κινεί όλα τα πράγματα με συνεχή κίνηση. Δεν έχει μέγεθος και η ουσιαστική ιδιότητά του είναι η ζωή. Έχει ως περιεχόμενό του το nou= και αυτός ο nou=j νοεί το απόλυτο και το άριστο και καθώς δεν μπορεί να νοήσει κάτι που βρίσκεται έξω από τον εαυτό του, ταυτίζεται η νόηση με το νοητό. Με άλλα λόγια έχουμε ταύτιση του nou=, ο οποίος αποτελεί το υποκείμενο, και του νοητού που είναι το αντικείμενο. Έτσι η νόηση είναι νόησις νοήσεως18.
17
Για μια λεπτομερή εξέταση του θέματος αυτού βλ. Α. Τ. Πεντζοπούλου - Βαλαλά,
“Η Θεολογία του Αριστοτέλη,” στο Αριστοτέλης, Αφιέρωμα στον J. P. Anton, Εκδοτική επιμέλεια Δ. Ζ. Ανδριόπουλος, (Αθήνα: Εστία, 1994), σσ. 180-204. 18
Ο Θεός του Αριστοτέλη είναι καθαρή άυλη μορφή, η οποία υπάρχει και
εξασφαλίζει την ύπαρξη του κόσμου. Ενυπάρχει μέσα στον άνθρωπο και τα πράγματα, αφού αυτός κατέχει τη γνώση του εαυτού του και του κόσμου, όμως δεν αποτελεί τον δημιουργό της φύσης. Βρίσκεται πέρα από τον χρόνο και αποτελεί το τελικό αίτιο όλων των πραγμάτων. Τέλος, ο κόσμος, για τον Αριστοτέλη, δεν βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο της θείας πρόνοιας, ούτε υπάρχει πίστη του φιλοσόφου στη θεία ανταμοιβή ή τη θεία τιμωρία. Δεν θα προσπαθήσει να δικαιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο Θεός στους ανθρώπους.
81
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΙΝΗΣΙΣ, ΤΟΠΟΣ, ΚΕΝΟ
1. Κίνησις και τόπος 1.1 Υπάρχει ο τόπος; Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, τα στοιχεία έχουν την φυσική τάση να κινούνται προς ορισμένους τόπους και να ηρεμούν σ’ αυτούς. Θα πρέπει, επομένως, να αναζητηθεί μια απάντηση στο ερώτημα τι είναι ο τόπος και πώς αποδεικνύεται ότι υπάρχει. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η ύπαρξη του τόπου αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εκεί που υπάρχει ένα σώμα, μπορεί στη συνέχεια να υπάρξει ένα άλλο. Αυτό συνεπάγεται ότι ο τόπος είναι κάτι διαφορετικό από τα σώματα που τον καταλαμβάνουν. Η δυνατότητα, λοιπόν, αμοιβαίας μετάθεσης των αντικειμένων είναι μια πρώτη απόδειξη της ύπαρξης του τόπου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Σταγειρίτης στα Φυσικά, σημειώνοντας πως στον τόπο που ήταν νερό, όταν το νερό βγει απ’ αυτόν, έρχεται και τοποθετείται αέρας. Συνεπώς, αφού τον συγκεκριμένο αυτό τόπο, τον καταλαμβάνει ένα σώμα διαφορετικό απ’ αυτόν, μπορούμε να συμπεράνουμε πως πρόκειται για κάτι που ξεχωρίζει από όλα τα πράγματα όσα υπάρχουν και μετακινούνται μέσα σ’ αυτόν. oÀti me\n ouÅn eÃstin o( to/poj, dokeiÍ dh=lon eiånai e)k th=j a)ntimetasta/sewj:
oÀpou
ga\r
eÃsti
nu=n
uÀdwr,
e)ntau=qa
e)celqo/ntoj wÐsper e)c a)ggei¿ou pa/lin a)h\r eÃnestin, o(te\ de\ to\n
82
au)to\n to/pon tou=ton aÃllo ti tw½n swma/twn kate/xei: tou=to dh\ tw½n e)ggignome/nwn kaiì metaballo/ntwn eÀteron pa/ntwn eiånai dokeiÍ: e)n %Ò ga\r a)h\r eÃsti nu=n, uÀdwr e)n tou/t% pro/teron hÅn, wÐste dh=lon w¨j hÅn o( to/poj ti kaiì h( xw¯ra eÀteron a)mfoiÍn, ei¹j hÁn kaiì e)c hÂj mete/balon.
(Φυσ. 208b1-8) Όπως μάλιστα θα υπογραμμίσει στην συνέχεια ο Αριστοτέλης, η φυσική τάση των στοιχείων να κατευθύνονται προς κάποιους τόπους, είναι μια ισχυρή απόδειξη όχι μόνο του ότι ο τόπος είναι κάτι, αλλά και ότι έχει κάποια δύναμη1. Το “άνω” και το “κάτω” δεν υπάρχουν μόνο σε σχέση με εμάς. Όπως ήδη σημειώθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο το “άνω” είναι η κατεύθυνση προς την οποία κινείται η φωτιά και το “κάτω” η θέση προς την οποία κατευθύνεται η γη. Τα απλά φυσικά σώματα κινούνται, όπως είπαμε ήδη, προς τους “φυσικούς τόπους” τους, τα βαριά κατευθύνονται στο κέντρο του κόσμου και τα ελαφριά απομακρύνονται από το κέντρο. Η δομή ενός οργανισμού καθορίζεται από τέσσερις πάγιες διευθύνσεις: δεξιά-αριστερά-εμπρός-πίσω. Αυτές οι διευθύνσεις είναι σχετικές ως προς εμάς, όταν βρισκόμαστε σε κίνηση, δεν είναι όμως σχετικές στη φύση. ou) ga\r oÀ ti eÃtuxe/n e)sti to\ aÃnw, a)ll' oÀpou fe/retai to\ pu=r kaiì to\ kou=fon: o(moi¿wj de\ kaiì to\ ka/tw ou)x oÀ ti eÃtuxen, a)ll' oÀpou
ta\
eÃxonta
ba/roj
kaiì
ta\
gehra/,
w¨j
ou)
tv=
qe/sei
diafe/ronta mo/non a)lla\ kaiì tv= duna/mei. dhloiÍ de\ kaiì ta\ maqhmatika/: ou)k oÃnta ga\r e)n to/p% oÀmwj kata\ th\n qe/sin th\n
1
“eÃti de\ ai¸ foraiì tw½n fusikw½n swma/twn kaiì a(plw½n, oiâon puro\j kaiì gh=j kaiì
tw½n toiou/twn, ou) mo/non dhlou=sin oÀti e)sti¿ ti o( to/poj, a)ll' oÀti kaiì eÃxei tina\ du/namin” (Φυσ. 208b8-11).
83
pro\j h(ma=j eÃxei decia\ kaiì a)ristera\ w¨j ta\ mo/non lego/mena dia\ qe/sin, ou)k eÃxonta fu/sei tou/twn eÀkaston.
(Φυσ. 208b19-25)
1.2. Ποια είναι η ουσία του τόπου; Στηριγμένος στα παραπάνω επιχειρήματα ο Αριστοτέλης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο τόπος υπάρχει, και αναλαμβάνει να εξετάσει το δύσκολο ερώτημα, τι είναι ο τόπος, ποια είναι η ουσία του. Ξεκινά κάνοντας μια διάκριση ανάμεσα στον κοινo\n τόπο, τον οποίο ένα πράγμα μοιράζεται με άλλα πράγματα και στον iãdioν τόπο, στον ιδιαίτερο δηλαδή τόπο που κατέχει το κάθε σώμα2. Πιο συγκεκριμένα, κάποιος βρίσκεται στον ουρανό, γιατί είναι μέσα στον αέρα και ο αέρας είναι μέσα στον ουρανό, βρίσκεται πάλι στον αέρα γιατί είναι στη γη, και είναι στη γη γιατί βρίσκεται σ’ αυτόν τον τόπο που χωρά μόνον αυτόν και τίποτα περισσότερο3. Κάθε πράγμα, λοιπόν, βρίσκεται σε μια σειρά τόπων όπου ο ένας περιέχεται μέσα στον άλλον. Υπάρχει όμως και ο ιδιαίτερος τόπος που περιέχει ένα συγκεκριμένο πράγμα άμεσα και δεν περιέχει τίποτα άλλο. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας πρώτος ορισμός του τόπου4. Τόπος είναι αυτό που άμεσα περιβάλλει το καθένα από τα σώματα και μοιάζει να είναι ένα είδος ορίου. ei¹ dh/ e)stin o( to/poj to\ prw½ton perie/xon eÀkaston tw½n swma/twn, pe/raj ti aÄn eiãh, wÐste do/ceien aÄn to\ eiådoj kaiì h( 2
“ ¹Epeiì de\ to\ me\n kaq' au(to\ to\ de\ kat' aÃllo le/getai, kaiì to/poj o( me\n koino/j,
e)n %Ò aÀpanta ta\ sw¯mata/ e)stin, o( d' iãdioj, e)n %Ò prw¯t%” (Φυσ. 209a31-33). 3
“le/gw de\ oiâon su\ nu=n e)n t%½ ou)ran%½ oÀti e)n t%½ a)e/ri ouÂtoj d' e)n t%½ ou)ran%½,
kaiì e)n t%½ a)e/ri de\ oÀti e)n tv= gv=, o(moi¿wj de\ kaiì e)n tau/tv oÀti e)n t%½de t%½ to/p%, oÁj perie/xei ou)de\n ple/on hÄ se/...” (Φυσ. 209a33-b1). 4
David W. Ross, Aristotle, (London and New York: Methuen, 1985), σ. 85. 84
morfh\ e(ka/stou o( to/poj eiånai, %Ò o(ri¿zetai to\ me/geqoj kaiì h( uÀlh h( tou= mege/qouj: tou=to ga\r e(ka/stou pe/raj.
(Φυσ. 209b1-5) Ο τόπος πρέπει να είναι ένα από τα εξής: μορφή, ύλη, το διάστημα μεταξύ των εσχάτων ή τα ίδια τα έσχατα. sxedo\n ga\r te/ttara/ e)stin wÒn a)na/gkh to\n to/pon eÀn ti eiånai: hÄ ga\r morfh\ hÄ uÀlh hÄ dia/sthma/ ti to\ metacu\ tw½n e)sxa/twn, hÄ ta\
eÃsxata
ei¹
mh\
eÃsti
mhde\n
dia/sthma
para\
to\
tou=
e)ggignome/nou sw¯matoj me/geqoj.
(Φυσ. 211b6-9) Η μορφή ίσως δίνει την εντύπωση πως είναι τόπος, ωστόσο δεν είναι. Μπορεί βέβαια τα έσχατα όρια του περιέχοντος και του περιεχομένου να συμπίπτουν, ωστόσο είναι διαφορετικά. Η μορφή ενός πράγματος είναι το όριο του πράγματος, ενώ ο τόπος είναι το όριο του σώματος που περιέχει το πράγμα. Επειδή όμως πολλές φορές το περιεχόμενο μεταβάλλεται ενώ το περιέχον μένει αμετάβλητο, όπως για παράδειγμα το νερό μπορεί να χυθεί από το αγγείο, δίνεται η εντύπωση ότι το διάστημα μεταξύ εσχάτων (“δηλαδή τα εξωτερικά όρια του περιεχομένου ή τα εσωτερικά όρια του περιέχοντος”5) είναι κάτι το ανεξάρτητο από το σώμα που μετατοπίστηκε. Ένα τέτοιο όμως διάστημα δεν υπάρχει παρά μόνον ως συμβεβηκός των σωμάτων που γεμίζουν διαδοχικά το αγγείο. Αν υπήρχε κάποιο διάστημα φτιαγμένο από τη φύση να παρουσιάζει απόλυτη και σταθερή ύπαρξη, θα υπήρχαν άπειροι τόποι μέσα στο ίδιο πράγμα. Γιατί καθώς το νερό και ο αέρας θα άλλαζαν θέση μέσα στο αγγείο, όλα τα μόρια θα έκαναν μέσα στο όλο ό, τι ακριβώς έκανε όλο το 5
David W. Ross, Aristotle, (London and New York: Methuen, 1985), σ. 86.
85
νερό μέσα στο αγγείο, θα υποχωρούσαν δηλαδή και θα άφηναν πίσω αυθύπαρκτους τόπους. Από την άλλη, αν το αγγείο μετακινούνταν, θα μετακινούνταν και ο τόπος του περιεχομένου, ο τόπος όμως δεν μεταβάλλεται. Αντίθετα παραμένει ο ίδιος ακόμη κι αν το αγγείο μετακινείται σε νέα θέση6.
1.3. Τόπος και ύλη Όπως η μορφή θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ότι είναι τόπος, αντίστοιχα και η ύλη θα μπορούσε να δώσει την ίδια εντύπωση, αν κάνει κάποιος τις παρατηρήσεις του πάνω σε ένα πράγμα που παραμένει σε κατάσταση ηρεμίας και παρουσιάζει αδιάσπαστη συνέχεια. Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά της ηρεμίας (διατήρησης δηλαδή δια της μεταβολής) και της συνέχειας θα μπορούσαν να παραπέμψουν στην ύλη καθώς και αυτή έχει τις ίδιες ιδιότητες7. Η ύλη ίσως φαίνεται ότι είναι 6
“a)lla\ dia\ me\n to\ perie/xein dokeiÍ h( morfh\ eiånai: e)n tau)t%½ ga\r ta\ eÃsxata
tou= perie/xontoj kaiì tou= periexome/nou. eÃsti me\n ouÅn aÃmfw pe/rata, a)ll' ou) tou= au)tou=, a)lla\ to\ me\n eiådoj tou= pra/gmatoj, o( de\ to/poj tou= perie/xontoj sw¯matoj. dia\ de\ to\ metaba/llein polla/kij me/nontoj tou= perie/xontoj to\ periexo/menon kaiì divrhme/non, oiâon e)c a)ggei¿ou uÀdwr, to\ metacu\ eiånai¿ ti dokeiÍ dia/sthma, w¨j oÃn ti para\ to\ sw½ma to\ meqista/menon. to\ d' ou)k eÃstin, a)lla\ to\ tuxo\n e)mpi¿ptei sw½ma tw½n meqistame/nwn kaiì aÀptesqai pefuko/twn. ei¹ d' hÅn ti [to\] dia/sthma to\ pefuko\j kaiì me/non, e)n t%½ au)t%½ aÃpeiroi aÄn hÅsan to/poi (meqistame/nou ga\r tou= uÀdatoj kaiì tou= a)e/roj tau)to\ poih/sei ta\ mo/ria pa/nta e)n t%½ oÀl% oÀper aÀpan to\ uÀdwr e)n t%½ a)ggei¿%Ÿ: aÀma de\ kaiì o( to/poj eÃstai metaba/llwn: wÐst' eÃstai tou= to/pou t' aÃlloj to/poj, kaiì polloiì to/poi aÀma eÃsontai. ou)k eÃsti de\ aÃlloj o( to/poj tou= mori¿ou, e)n %Ò kineiÍtai, oÀtan oÀlon to\ a)ggeiÍon meqi¿sthtai, a)ll' o( au)to/j: e)n %Ò ga\r eÃstin, a)ntimeqi¿statai o( a)h\r kaiì to\ uÀdwr hÄ ta\ mo/ria tou= uÀdatoj, a)ll' ou)k e)n %Ò gi¿gnontai to/p%, oÁj me/roj e)stiì tou= to/pou oÀj e)sti to/poj oÀlou tou= ou)ranou=” (Φυσ. 211b10-29). 7
Βλ. David W. Ross, Aristotle, (London and New York: Methuen, 1985), σ. 86.
86
τόπος επειδή αν ένα αντικείμενο αλλάζει, το ίδιο πράγμα που πριν ήταν μαύρο τώρα είναι λευκό, και το ίδιο πράγμα που πριν ήταν σκληρό τώρα είναι μαλακό. Αυτό μας κάνει να αναγνωρίζουμε στην ύλη κάποια υπόσταση και γίνεται, όπως θα παρουσιάσουμε αναλυτικά στο σχετικό κεφάλαιο της παρούσης εργασίας, το αναγκαίο υποκείμενο των αλλάγων. Είναι αλήθεια πως και στην περίπτωση του τόπου, ο ίδιος τόπος καταλαμβάνεται τώρα από αέρα και έπειτα πάλι από νερό. Η διαφορά έγκειται στο ότι θα πρέπει να πούμε “Νερό είναι τώρα εκεί όπου ήταν αέρας” και όχι “αυτό που ήταν αέρας είναι τώρα νερό”. Το “αυτό που ήταν” πραγματικά αναφέρεται στην ύλη8. Η ύλη ενός πράγματος ούτε διαχωρίζεται από αυτό, ούτε το περιέχει, ενώ ο τόπος ενός πράγματος και διαχωρίζεται από αυτό και το περιέχει. Επομένως, σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση η ύλη δεν είναι τόπος9.
1.4. Τόπος: Το πέρας του περιέχοντος σώματος Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, αφού έδειξε, ύστερα από εκτενή ανάλυση, πως ο τόπος δεν είναι ούτε μορφή, ούτε ύλη, ούτε κάποιο διάστημα, που πάντοτε υπάρχει όντας ξεχωριστό και επιπρόσθετο δίπλα στο διάστημα 8
Friedrich Solmsen, Aristotle’s System of the Physical World, (Ithaca, New York:
Cornell University Press, 1960), σσ.126-127. 9
“kaiì h( uÀlh de\ do/ceien aÄn eiånai to/poj, eiã ge e)n h)remou=nti¿ tij skopoi¿h kaiì
mh\ kexwrisme/n% a)lla\ sunexeiÍ. wÐsper ga\r ei¹ a)lloiou=tai, eÃsti ti oÁ nu=n me\n leuko\n pa/lai de\ me/lan, kaiì nu=n me\n sklhro\n pa/lai de\ malako/n ždio/ famen eiånai¿ ti th\n uÀlhnŸ, ouÀtw kaiì o( to/poj dia\ toiau/thj tino\j eiånai dokeiÍ fantasi¿aj, plh\n e)keiÍno me\n dio/ti oÁ hÅn a)h/r, tou=to nu=n uÀdwr, o( de\ to/poj oÀti ou hÅn a)h/r, e)ntau=q' eÃsti nu=n uÀdwr. a)ll' h( me\n uÀlh, wÐsper e)le/xqh e)n toiÍj pro/teron, ouÃte xwristh\ tou= pra/gmatoj ouÃte perie/xei, o( de\ to/poj aÃmfw” (Φυσ.
211b29-212a2).
87
του πράγματος που μετακινείται, θα συμπεράνει πως ο τόπος είναι το πέρας του περιέχοντος σώματος. ei¹ toi¿nun mhde\n tw½n triw½n o( to/poj e)sti¿n, mh/te to\ eiådoj mh/te h( uÀlh mh/te dia/sthma/ ti a)eiì u(pa/rxon eÀteron para\ to\ tou= pra/gmatoj tou= meqistame/nou, a)na/gkh to\n to/pon eiånai to\ loipo\n tw½n tetta/rwn, to\ pe/raj tou= perie/xontoj sw¯matoj . le/gw de\ to\ periexo/menon sw½ma to\ kinhto\n kata\ fora/n.
(Φυσ. 212a4-7) Θα μπορούσαμε ίσως να συγκρίνουμε τον τόπο με ένα αγγείο. Όπως το αγγείο είναι “τόπος μεταφορητός”, έτσι ο τόπος μπορεί να είναι “a)ggeiÍon a)metaki¿nhton”. Μέσω του συλλογισμού αυτού ο φιλόσοφος θα καταλήξει στον τελικό ορισμό του τόπου: Τόπος είναι το ακίνητο και άμεσο όριο του περιέχοντος σώματος. wÐste to\ tou= perie/xontoj pe/raj a)ki¿nhton prw½ton, tou=t' eÃstin o( to/poj.
(Φυσ. 212a20) Σε σχέση με το πράγμα ο τόπος του είναι κάτι αμετάβλητο και ακίνητο. Αυτό που κινείται είναι το πράγμα και όχι ο τόπος. Μπορούμε να πάρουμε ένα σώμα από τον τόπο του, ο τόπος του όμως δεν θα κινηθεί. Κάθε τι στο φυσικό σύμπαν είναι e)n τόπ%, το σύμπαν όμως δεν είναι 10
e)n τόπ% . Με άλλα λόγια κάθε τι στο σύμπαν είναι σε συγκεκριμένο και 10
“para\ de\ to\ pa=n kaiì oÀlon ou)de/n e)stin eÃcw tou= panto/j, kaiì dia\ tou=to e)n t%½
ou)ran%½ pa/nta: o( ga\r ou)rano\j to\ pa=n iãswj. eÃsti d' o( to/poj ou)x o( ou)rano/j, a)lla\ tou= ou)ranou= ti to\ eÃsxaton kaiì a(pto/menon tou= kinhtou= sw¯matoj [pe/raj
88
καθορισμένο τόπο. Το σύμπαν όμως ως σύνολο δεν μπορεί να είναι σε τόπο καθώς δεν σχετίζεται ή δεν κινείται σε σχέση με τίποτα άλλο11. Η Αριστοτελική ανάλυση του τόπου είναι στενά συνδεδεμένη με την κοσμολογία του και τη θεωρία του για τους φυσικούς τόπους προς τους οποίους τα σώματα έχουν την τάση να κινούνται. Ο τόπος είναι ένα σύστημα αναφοράς ενώ τόπος και κίνηση προϋποθέτουν το ένα το άλλο. a)du/naton ga\r ou mh\ ki¿nhsij mhde\ to\ aÃnw hÄ ka/tw e)sti¿, to/pon eiånai. wÐste zhthte/oj e)n toiÍj toiou/toij o( to/poj…
(Φυσ. 210a3-5) Δεν υπάρχει τόπος έξω από τα πράγματα.Ο φυσικός τόπος δεν είναι “κενός χώρος” αλλά δημιουργείται μόνο μέσω του πράγματος. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τον τόπο από το κενό και δίνει μία απάντηση σε όσους θεωρούν το κενό ένα είδος τόπου, λέγοντας πως το “είναι τους” δεν είναι το ίδιο.
2. Κίνησις και Κενό Ο Αριστοτέλης αφού παρουσιάσει με συντομία τις κυρίαρχες απόψεις σχετικά με το πρόβλημα του κενού, το οποίο συνδέεται άμεσα με τον τόπο, και προβεί σε μία ανασκευή τους, θα εξετάσει, όπως ακριβώς και
h)remou=n]. kaiì dia\ tou=to h( me\n gh= e)n t%½ uÀdati, tou=to d' e)n t%½ a)e/ri, ouÂtoj d' e)n t%½ ai¹qe/ri, o( d' ai¹qh\r e)n t%½ ou)ran%½, o( d' ou)rano\j ou)ke/ti e)n aÃll%” (Φυσ.
212b16-22). 11
Βλ. John Herman Randall, Aristotle, (New York: Columbia University Press, 1960),
σ. 197.
89
στην περίπτωση του τόπου, αν το κενό υπάρχει ή δεν υπάρχει, κατά ποιο τρόπο υπάρχει και ποια είναι η ουσία του12. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο υπάρχουν δύο κυρίαρχες απόψεις πάνω στο πρόβλημα αυτό13. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, η έννοια του κενού συνδέεται άμεσα με την έννοια του τόπου, το κενό αποτελεί ένα είδος τόπου και άρα το κενό υπάρχει. Μάλιστα, είναι πλήρες όταν ένας τόπος περιέχει τον όγκο που μπορεί να δεχτεί, και κενό όταν του αφαιρεθεί αυτός ο όγκος. Συνάγεται από τα παραπάνω ότι το κενό, το πλήρες και ο τόπος αποτελούν το ίδιο πράγμα, ενώ το “είναι” τους είναι διαφορετικό. Είναι σαφές ότι η αναφορά αυτή του Αριστοτέλη παραπέμπει στους ατομικούς φιλοσόφους, οι οποίοι αναγνωρίζουν την πραγματικότητα του πλήρους και του κενού. Το κενό, μάλιστα, αποτελεί προϋπόθεση για την κίνηση των ατόμων μέσα στο χώρο καθώς και για να μπορούν τα άτομα να έχουν διακριτή μεταξύ τους ύπαρξη. Το ζήτημα της αλλαγής που παρατηρείται στο φυσικό κόσμο μπορεί κατά τους ατομικούς να εξηγηθεί με βάση τα δύο παραπάνω στοιχεία, την δυνατότητα, δηλαδή, της κίνησης και την διακριτότητα της ύλης. Η αλλαγή είναι το αποτέλεσμα της ένωσης και του χωρισμού των ατόμων, τα οποία, όμως, εσωτερικά είναι αμετάβλητα. Επομένως στο
12
“To\n au)to\n de\ tro/pon u(polhpte/on eiånai tou= fusikou= qewrh=sai kaiì periì
kenou=, ei¹ eÃstin hÄ mh/, kaiì pw½j eÃsti, kaiì ti¿ e)stin, wÐsper kaiì periì to/pou” (Φυσ.
213a12-14). 13
“oiâon ga\r to/pon tina\ kaiì a)ggeiÍon to\ keno\n tiqe/asin oi¸ le/gontej, dokeiÍ de\
plh=rej me\n eiånai, oÀtan eÃxv to\n oÃgkon ou dektiko/n e)stin, oÀtan de\ sterhqv=, keno/n, w¨j to\ au)to\ me\n oÄn keno\n kaiì plh=rej kaiì to/pon, to\ d' eiånai au)toiÍj ou) tau)to\ oÃn. aÃrcasqai de\ deiÍ th=j ske/yewj labou=sin aÀ te le/gousin oi¸ fa/skontej eiånai kaiì pa/lin aÁ le/gousin oi¸ mh\ fa/skontej, kaiì tri¿ton ta\j koina\j periì au)tw½n do/caj” (Φυσ. 213a15-22).
90
φυσικό κόσμο έχουμε, σύμφωνα με την παραπάνω θέση, μόνο ποσοτικές ανακατατάξεις και ποτέ δημιουργία νέων ποιοτήτων. Σε αντιδιαστολή με την παραπάνω θέση σύμφωνα την οποία το κενό υπάρχει, βρίσκεται η άποψη όσων προσπαθούν να αναιρέσουν την ύπαρξη του κενού, υποστηρίζουν πως ο αέρας είναι και αυτός ένα κάτι, και χρησιμοποιούν για να στηρίξουν τη θέση αυτή το παράδειγμα της κλεψύδρας. Τα πειράματα του Αναξαγόρα δεν δείχνουν τίποτα άλλο παρά ότι ο αέρας είναι σώμα. Αυτό, όμως, όπως σημειώνει ο Σταγειρίτης, είναι άτοπο, γιατί αυτό που εννοούν οι οπαδοί του κενού είναι ότι αυτό αποτελεί έναν τόπο ή δοχείο μέσα στο οποίο δεν υπάρχει κανένα σώμα14. Η ύπαρξη της τοπικής κίνησης χρησιμοποιείται από τους ατομικούς ως επιχείρημα για να αποδειχθεί τόσο η πραγματικότητα του τόπου όσο και η ύπαρξη του κενού. dio\ kaiì to\ keno\n dokeiÍ ti eiånai, oÀti kaiì o( to/poj, kaiì dia\ tau)ta/. hÀkei ga\r dh\ h( ki¿nhsij h( kata\ to/pon kaiì toiÍj to\n to/pon fa/skousin eiånai¿ ti para\ ta\ sw¯mata ta\ e)mpi¿ptonta kaiì toiÍj to\ keno/n. aiãtion de\ kinh/sewj oiãontai eiånai to\
14
“oi¸ me\n ouÅn deiknu/nai peirw¯menoi oÀti ou)k eÃstin, ou)x oÁ bou/lontai le/gein oi¸
aÃnqrwpoi
keno/n,
tou=t'
e)cele/gxousin,
a)ll'
<
j. oi¸ de\ aÃnqrwpoi bou/lontai keno\n eiånai dia/sthma e)n %Ò mhde/n e)sti sw½ma ai¹sqhto/n: oi¹o/menoi de\ to\ oÄn aÀpan eiånai sw½ma fasi¿n, e)n %Ò oÀlwj mhde/n e)sti, tou=t' eiånai keno/n, dio\ to\ plh=rej a)e/roj keno\n eiånai. ouÃkoun tou=to deiÍ deiknu/nai, oÀti e)sti¿ ti o( a)h/r, a)ll' oÀti ou)k eÃsti dia/sthma eÀteron tw½n swma/twn, ouÃte xwristo\n ouÃte e)nergei¿# oÃn, oÁ dialamba/nei to\ pa=n sw½ma wÐste eiånai mh\ sunexe/j, kaqa/per le/gousin Dhmo/kritoj kaiì Leu/kippoj kaiì eÀteroi polloiì tw½n fusiolo/gwn, hÄ kaiì eiã ti eÃcw tou= panto\j sw¯mato/j e)stin oÃntoj sunexou=j” (Φυσ.
213a22-b2).
91
keno\n ouÀtwj w¨j e)n %Ò kineiÍtai: tou=to d' aÄn eiãh oiâon to\n to/pon fasi¿ tinej eiånai.
(Φυσ. 214a22-26) Όπως σημειώνει ο Αριστοτέλης, κάποιοι θεωρούν πως το κενό είναι αιτία της κίνησης, καθώς αποτελεί το χώρο μέσα στον οποίο γίνεται η κίνηση. Ωστόσο, το κενό σύμφωνα με τον Σταγειρίτη, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη της κίνησης καθώς τα σώματα μπορούν να ανταλλάσουν τόπους, χωρίς να υπάρχει κάποιο ενδιάμεσο διάστημα ξεχωριστό από τα κινούμενα σώματα. Αυτό συμβαίνει στις δίνες των συνεχών σωμάτων, όπως για παράδειγμα στις δίνες των υγρών15. Επίσης η πύκνωση μπορεί να γίνεται χωρίς να κατευθύνονται τα μόρια προς το κενό, αλλά εξαιτίας του ότι με την πίεση εκτοπίζονται αυτά που περιέχονται μέσα, για παράδειγμα όταν πιέζουμε το νερό ο αέρας που περιέχεται μέσα του. Η αύξηση δεν οφείλεται στο ότι μέσα σε κάτι μπαίνει ένα άλλο, αλλά γίνεται εξ αιτίας της αλλοίωσης, πράγμα που συμβαίνει κάθε φορά που από νερό παράγεται αέρας16. Ο συλλογισμός, όμως, που συνάγει το κενό με βάση το επιχείρημα το σχετικό με την αύξηση των σωμάτων, και το επιχείρημα που αναφέρεται στο νερό που ρίχνουμε μέσα στην τέφρα, αναιρεί ο ίδιος τον 15
“ou)demi¿a d' a)na/gkh, ei¹ ki¿nhsij eÃstin, eiånai keno/n. oÀlwj me\n ouÅn pa/shj
kinh/sewj ou)damw½j, di' oÁ kaiì Me/lisson eÃlaqen: a)lloiou=sqai ga\r to\ plh=rej e)nde/xetai. a)lla\ dh\ ou)de\ th\n kata\ to/pon ki¿nhsin: aÀma ga\r e)nde/xetai u(pecie/nai a)llh/loij,
ou)deno\j
oÃntoj
diasth/matoj
xwristou=
para\
ta\
sw¯mata
ta\
kinou/mena. kaiì tou=to dh=lon kaiì e)n taiÍj tw½n sunexw½n di¿naij, wÐsper kaiì e)n taiÍj tw½n u(grw½n” (Φυσ. 213a26-32). 16
“e)nde/xetai de\ kaiì puknou=sqai mh\ ei¹j to\ keno\n a)lla\ dia\ to\ ta\ e)no/nta
e)kpurhni¿zein (oiâon uÀdatoj sunqlibome/nou to\n e)no/nta a)e/raŸ, kaiì au)ca/nesqai ou) mo/non ei¹sio/ntoj tino\j a)lla\ kaiì a)lloiw¯sei, oiâon ei¹ e)c uÀdatoj gi¿gnoito a)h/r. oÀlwj de\ oÀ te periì th=j au)ch/sewj lo/goj kaiì tou= ei¹j th\n te/fran e)gxeome/nou uÀdatoj au)to\j au(to\n e)mpodi¿zei” (Φυσ. 214a32-b5).
92
εαυτό του. Γιατί συνεπάγεται, είτε ότι δεν αυξάνεται κάθε μέρος του αυξανόμενου σώματος, είτε αν αυξάνεται συμβαίνει κάτι από τα ακόλουθα: Ή τα πράγματα δεν αυξάνονται με την αύξηση του σώματος,17 με άλλα λόγια η προσθήκη σώματος δεν αποτελεί αυξητικό τρόπο, ή είναι δυνατό δύο σώματα να υπάρχουν στον ίδιο τόπο. Επιχειρούν, θα σημειώσει ο Αριστοτέλης, να δώσουν απάντηση σε μια κοινή απορία, δεν αποδεικνύουν όμως την ύπαρξη του κενού. Αν το σώμα αυξάνεται σε όλα τα μέρη και αυξάνεται διαμέσου του κενού θα πρέπει το σώμα ως όλο να είναι κενό. Καθίσταται, λοιπόν, φανερό ότι οι συνέπειες του συλλογισμού αυτού είναι αδύνατες και τα επιχειρήματα που συνηγορούν για την ύπαρξη του κενού αναιρούνται με ευκολία18. Αφού λοιπόν παρουσίασε και ανασκεύασε τις κυρίαρχες απόψεις (“fanero\n oÀti ouÀtw me\n keno\n ou)k eÃstin, ouÃte kexwrisme/non ouÃte a)xw¯riston” Φυσ. 214a18-19) θα συνεχίσει την επιχειρηματολογία
του θέλοντας να αποδείξει, πρώτον ότι το κενό δεν έχει χωριστή ύπαρξη, δεύτερον ότι δεν υπάρχει κενό που να καταλαμβάνεται από σώματα και τρίτον ότι δεν υπάρχουν κενά διαστήματα μέσα στα σώματα. Πιο αναλυτικά, θα στραφεί αρχικά εναντίον της άποψης ότι το κενό έχει χωριστή ύπαρξη και θα χρησιμοποιήσει ως βασικό του επιχείρημα το εξής: η ταχύτητα της κίνησης ποικίλλει ανάλογα με την πυκνότητα του μέσου και ανάλογα με το βάρος του κινούμενου σώματος19. Σε κάθε κίνηση, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, υπάρχουν δύο βασικοί παράγοντες, 17
David W. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου, (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1993), σ.
87. 18
“hÄ ga\r ou)k au)ca/netai o(tiou=n, hÄ ou) sw¯mati, hÄ e)nde/xetai du/o sw¯mata e)n
tau)t%½ eiånai (a)pori¿an ouÅn koinh\n a)ciou=si lu/ein, a)ll' ou) keno\n deiknu/ousin w¨j eÃstinŸ, hÄ pa=n eiånai a)nagkaiÍon to\ sw½ma keno/n, ei¹ pa/ntv au)ca/netai kaiì au)ca/netai dia\ kenou=. o( d' au)to\j lo/goj kaiì e)piì th=j te/fraj. oÀti me\n ouÅn e)c wÒn deiknu/ousin eiånai to\ keno\n lu/ein r(#/dion, fanero/n” (Φυσ. 214b5-11). 19
Βλ. David W. Ross, ό.π., σ. 88.
93
η κινητήρια δύναμη (“r(oph\n
eÃxonta hÄ ba/rouj hÄ koufo/thtoj”
Φυσ. 216a13)
και η αντίσταση που προέρχεται από το μέσο (“to\ di' ou” Φυσ. 215a26). Η αντίσταση πρέπει να είναι μικρότερη από την κινητήρια δύναμη, διαφορετικά καμία κίνηση δεν είναι δυνατόν να συντελεστεί20. eÃti de\ kaiì e)k tw½nde fanero\n to\ lego/menon. o(rw½men ga\r to\ au)to\ ba/roj kaiì sw½ma qa=tton fero/menon dia\ du/o ai¹ti¿aj, hÄ t%½ diafe/rein to\ di' ouÂ, oiâon di' uÀdatoj hÄ gh=j hÄ di' uÀdatoj hÄ a)e/roj,
hÄ
t%½
diafe/rein
to\
fero/menon,
e)a\n
taÅlla
tau)ta\
u(pa/rxv, dia\ th\n u(peroxh\n tou= ba/rouj hÄ th=j koufo/thtoj. to\ me\n ouÅn di' ou fe/retai aiãtion, oÀti e)mpodi¿zei ma/lista me\n a)ntifero/menon,
eÃpeita
kaiì
me/non:
ma=llon
de\
to\
mh\
eu)diai¿reton: toiou=to de\ to\ paxu/teron.
(Φυσ. 215a25-31) Στην περίπτωση όμως της κίνησης στο κενό, η αρχή ότι η ταχύτητα είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την πυκνότητα του μέσου, δεν θα ίσχυε, καθώς υπάρχει αναλογία μόνο ανάμεσα στην ισχυρή και την αδύνατη αντίσταση όχι όμως και ανάμεσα στην αντίσταση και τη μη-αντίσταση21. Η πυκνότητα, δηλαδή, στο κενό είναι μηδέν και επομένως η ταχύτητα στο κενό δεν έχει καμία σχέση με το μέσο. Ούτε, όμως, η δεύτερη αρχή, η αναλογία δηλαδή της ταχύτητας προς το βάρος του κινουμένου σώματος, θα μπορούσε να ισχύσει στο κενό. Πιο συγκεκριμένα, υπό την προϋπόθεση ότι οι άλλοι παράγοντες είναι ίδιοι, η ταχύτητα ενός σώματος είναι ευθέως ανάλογη προς το βάρος του πράγματος. Στο κενό, όμως, τα σώματα θα κινούνταν με την ίδια 20
Βλ. Ingemar Düring, Ο Αριστοτέλης, Παρουσίαση και Ερμηνεία της Σκέψης του,
Μετάφραση Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα, (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1994), σ. 51. 21
Βλ. Friedrich Solmsen, Aristotle’s System of the Physical World, (Ithaca, New
York: Cornell University Press, 1960), σ. 137.
94
ταχύτητα ανεξάρτητα από τη μορφή ή το βάρος τους. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, παράλογο. Όταν δεν υπάρχει μέσο προς “διαίρεσιν”, δεν υπάρχει και λόγος για τον οποίο ένα βαρύ σώμα θα πρέπει να κινείται ταχύτερα απ’ ότι ένα ελαφρό22. o(rw½men ga\r ta\ mei¿zw r(oph\n eÃxonta hÄ ba/rouj hÄ koufo/thtoj, e)a\n taÅlla o(moi¿wj eÃxv [toiÍj sxh/masi], qa=tton fero/mena to\ iãson xwri¿on, kaiì kata\ lo/gon oÁn eÃxousi ta\ mege/qh pro\j aÃllhla. wÐste kaiì dia\ tou= kenou=. a)ll' a)du/naton: dia\ ti¿na ga\r ai¹ti¿an oi¹sqh/setai qa=tton; e)n me\n ga\r toiÍj plh/resin e)c a)na/gkhj: qa=tton ga\r diaireiÍ tv= i¹sxu/i+ to\ meiÍzon: hÄ ga\r sxh/mati diaireiÍ, hÄ r(opv= hÁn eÃxei to\ fero/menon hÄ to\ a)feqe/n. i¹sotaxh= aÃra pa/nt' eÃstai. a)ll' a)du/naton.
(Φυσ. 216a14-21) Στη συνέχεια στρέφεται εναντίον της άποψης ότι υπάρχει κενό που να καταλαμβάνεται από σώματα23. Αν δεχτούμε ότι ο όγκος ενός σώματος 22
David W. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου, (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1993), σ.
88. 23
“kaiì kaq' au(to\ de\ skopou=sin fanei¿h aÄn to\ lego/menon keno\n w¨j a)lhqw½j
keno/n. wÐsper ga\r e)a\n e)n uÀdati tiqv= tij ku/bon, e)ksth/setai tosou=ton uÀdwr oÀsoj o( ku/boj, ouÀtw kaiì e)n a)e/ri: a)lla\ tv= ai¹sqh/sei aÃdhlon. kaiì ai¹eiì dh\ e)n pantiì sw¯mati eÃxonti meta/stasin, e)f' oÁ pe/fuke meqi¿stasqai, a)na/gkh, aÄn mh\ sumpilh=tai, meqi¿stasqai hÄ ka/tw ai¹ei¿, ei¹ ka/tw h( fora\ wÐsper gh=j, hÄ aÃnw, ei¹ pu=r, hÄ e)p' aÃmfw, [hÄ] o(poiÍon aÃn ti vÅ to\ e)ntiqe/menon: e)n de\ dh\ t%½ ken%½ tou=to me\n
a)du/naton
(ou)de\n ga\r
sw½maŸ,
dia\
de\
tou= ku/bou to\ iãson dia/sthma
dielhluqe/nai, oÀper hÅn kaiì pro/teron e)n t%½ ken%½, wÐsper aÄn ei¹ to\ uÀdwr mh\ meqi¿stato t%½ culi¿n% ku/b% mhd' o( a)h/r, a)lla\ pa/ntv div/esan di' au)tou=. a)lla\ mh\n kaiì o( ku/boj ge eÃxei tosou=ton me/geqoj, oÀson kate/xei keno/n: oÁ ei¹ kaiì qermo\n hÄ yuxro/n e)stin hÄ baru\ hÄ kou=fon, ou)de\n hÂtton eÀteron t%½ eiånai pa/ntwn tw½n paqhma/twn e)sti¿, kaiì ei¹ mh\ xwristo/n: le/gw de\ to\n oÃgkon tou= culi¿nou ku/bou...” (Φυσ. 216a26-b21).
95
είναι κάτι ξεχωριστό από τις αισθητές ιδιότητες, (έστω κι αν διαχωρίζεται μόνο με τη σκέψη24), τότε δεν υπάρχει λόγος να δεχτούμε και την ύπαρξη ενός κενού. Αν ο όγκος δεν διαφέρει καθόλου από τον τόπο, θα πει ο Αριστοτέλης, γιατί θα πρέπει να δεχτούμε πως υπάρχει για τα σώματα τόπος έξω από τον όγκο τους, αφού μπορούμε να εννοήσουμε τον όγκο τους ξεχωριστά από τα χαρακτηριστικά του. wÐst' ei¹ tou= to/pou mhde\n diafe/rei, ti¿ deiÍ poieiÍn to/pon toiÍj sw¯masin para\ to\n e(ka/stou oÃgkon, ei¹ a)paqe\j o( oÃgkoj; ou)de\n ga\r
sumba/lletai,
ei¹
eÀteron
periì
au)to\n
iãson
dia/sthma
toiou=ton eiãh.
(Φυσ. 216b13-16) Τέλος, θα επιχειρηματολογήσει υπέρ της άποψης ότι δεν υπάρχουν κενά διαστήματα ανάμεσα στα σώματα (Φυσ. IV.9). Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη της αραιότητας και της πυκνότητας δείχνει την ύπαρξη κενού. Αν υπάρχουν διαφορές πυκνότητας ανάμεσα στα σώματα, πρέπει να υπάρχει κενό, ενώ στην περίπτωση που δεχτούμε πως δεν υπάρχουν διαφορές πυκνότητας τότε είναι αδύνατο να συμπιέζονται τα πράγματα και χωρίς το φαινόμενο της συμπίεσης η κίνηση δεν θα υπάρχει. Ο Αριστοτέλης αντιτάσσεται σε όσους πρεσβεύουν τη θέση αυτή, επισημαίνοντας πως η ύπαρξη του κενού δεν κάνει πιο εύκολη την εξήγηση των γεγονότων, και συνεχίζει παραθέτοντας την δική του ερμηνεία. e)peiì de\ keno\n me\n ouà famen eiånai, ta\ aÃlla d' h)po/rhtai a)lhqw½j, oÀti hÄ ki¿nhsij ou)k eÃstai, ei¹ mh\ eÃstai pu/knwsij kaiì ma/nwsij, hÄ kumaneiÍ o( ou)rano/j, hÄ ai¹eiì iãson uÀdwr e)c a)e/roj 24
Βλ. David W. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου, (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.,
1993), σ. 88.
96
eÃstai kaiì a)h\r e)c uÀdatoj (dh=lon ga\r oÀti plei¿wn a)h\r e)c uÀdatoj
gi¿gnetai:
a)na/gkh
toi¿nun,
ei¹
mh\
eÃsti
pi¿lhsij,
hÄ
e)cwqou/menon to\ e)xo/menon to\ eÃsxaton kumai¿nein poieiÍn, hÄ aÃlloqi¿ pou iãson metaba/llein e)c a)e/roj uÀdwr, iàna o( pa=j oÃgkoj tou= oÀlou iãsoj vÅ, hÄ mhde\n kineiÍsqai...
(Φυσ. 217a10-18) Δέχεται το ότι υπάρχει πύκνωση και αραίωση, ωστόσο τονίζει πως δεν μπορεί κάποιος στηριγμένος σε αυτά τα επιχειρήματα να υποστηρίζει την ύπαρξη του κενού. Ο Σταγειρίτης προβαίνει στο σημείο αυτό σε μια σημαντική επισήμανση, η οποία αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο της Αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας και θα παρουσιαστεί αναλυτικά στα επόμενα κεφάλαια της παρούσης εργασίας. Συγκεκριμένα σημειώνει ότι υπάρχει μία μοναδική ύλη για τα ενάντια, για το θερμό και το ψυχρό καθώς και για όλες τις άλλες φυσικές εναντιώσεις και ότι από το δυνάμει ὄν παράγεται το ἐν ἐνεργείᾳ ὄν. oi¸ me\n dh\ dia\ tau=ta keno/n ti faiÍen aÄn eiånai, h(meiÍj de\ le/gomen
e)k
tw½n
u(pokeime/nwn
oÀti
eÃstin
uÀlh
mi¿a
tw½n
e)nanti¿wn, qermou= kaiì yuxrou= kaiì tw½n aÃllwn tw½n fusikw½n e)nantiw¯sewn, kaiì e)k duna/mei oÃntoj e)nergei¿# oÄn gi¿gnetai, kaiì ou) xwristh\ me\n h( uÀlh, to\ d' eiånai eÀteron, kaiì mi¿a t%½ a)riqm%½, ei¹ eÃtuxe, xroia=j kaiì qermou= kaiì yuxrou=. eÃsti de\ kaiì sw¯matoj uÀlh kaiì mega/lou kaiì mikrou= h( au)th/. dh=lon de/: oÀtan ga\r e)c uÀdatoj a)h\r ge/nhtai, h( au)th\ uÀlh ou) proslabou=sa/ ti aÃllo e)ge/neto, a)ll' oÁ hÅn duna/mei, e)nergei¿# e)ge/neto, kaiì pa/lin uÀdwr e)c a)e/roj w¨sau/twj, o(te\ me\n ei¹j me/geqoj e)k mikro/thtoj, o(te\ d' ei¹j mikro/thta e)k mege/qouj. o(moi¿wj toi¿nun kaÄn o( a)h\r polu\j wÔn e)n e)la/ttoni gi¿gnhtai oÃgk% kaiì e)c e)la/ttonoj mei¿zwn, h( duna/mei ouÅsa uÀlh gi¿gnetai aÃmfw.
(Φυσ. 217a20-33)
97
Η ύλη αυτή δεν ξεχωρίζεται αλλά για κάθε σώμα είναι η ίδια. Όταν από το νερό παραχθεί αέρας, η ίδια ύλη έγινε κάτι άλλο χωρίς καμία ξένη προσθήκη. Αυτό που προηγουμένως ήταν δυνάμει γίνεται ενεργεία. Και πάλι μπορεί να παραχθεί νερό από αέρα κατά τον ίδιο τρόπο. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του αέρα, όταν αυτός συστέλλεται ή διαστέλλεται. Γιατί όπως ακριβώς η ίδια ύλη γίνεται και από ψυχρό θερμό και από θερμό ψυχρό γιατί ήταν δυνάμει και τα δύο αυτά, όπως θα δούμε αναλυτικά στα σχετικά με τις εναντιότητες και την πρώτη ύλη κεφάλαια της παρούσης εργασίας, κατά τον ίδιο τρόπο η ίδια ύλη που ήταν θερμή μπορεί να γίνει θερμότερη, και κανένα μέρος της δεν γίνεται θερμό χωρίς να υπάρξει θερμό όταν το σύνολο ήταν λιγότερο θερμό25. Κατά τον ίδιο τρόπο, το μέγεθος ενός αισθητού όγκου μπορεί να αλλάζει και να υφίσταται επέκταση γιατί η ύλη είναι δυνάμει ύλη και του ενός και του άλλου και όχι γιατί η ύλη δέχτηκε κάτι ξένο προς τον εαυτό της. Υπό αυτήν την έννοια η ύλη δύναται να καταλαμβάνει λιγότερο ή περισσότερο χώρο. Το ίδιο λοιπόν πράγμα μπορεί να είναι και πυκνό και αραιό και για τα δύο υπάρχει μία ύλη26. Η έννοια λοιπόν της ύλης και τα χαρακτηριστικά που ο Σταγειρίτης της αποδίδει, όπως αναλυτικά θα σημειωθούν στο σχετικό 25
“o(moi¿wj toi¿nun kaÄn o( a)h\r polu\j wÔn e)n e)la/ttoni gi¿gnhtai oÃgk% kaiì e)c
e)la/ttonoj mei¿zwn, h( duna/mei ouÅsa uÀlh gi¿gnetai aÃmfw. wÐsper ga\r kaiì e)k yuxrou= qermo\n kaiì e)k qermou= yuxro\n h( au)th/, oÀti hÅn duna/mei, ouÀtw kaiì e)k qermou= ma=llon qermo/n, ou)deno\j genome/nou e)n tv= uÀlv qermou= oÁ ou)k hÅn qermo\n oÀte hÂtton hÅn qermo/n...” (Φυσ. 217a32-b2). 26
“wÐste kaiì to\ me/geqoj kaiì h( mikro/thj tou= ai¹sqhtou= oÃgkou ou) proslabou/shj
ti th=j uÀlhj e)pektei¿netai, a)ll' oÀti duna/mei e)stiìn uÀlh a)mfoiÍn: wÐst' e)stiì to\ au)to\ pukno\n kaiì mano/n, kaiì mi¿a uÀlh au)tw½n” (Φυσ. 217b8-11).
98
κεφάλαιο της παρούσης εργασίας, είναι η έννοια κλειδί για την εξήγηση και της συστολής και διαστολής των σωμάτων όπως ακριβώς και της αλλοιώσεως. Τόσο η συστολή και η διαστολή των σωμάτων όσο και η αλλοίωση αποδίδονται σε μια ύλη που επιδέχεται διαφορετικές καταστάσεις. Κάθε αλλαγή, όπως τονίσαμε ήδη, οφείλεται στο πέρασμα από τη δυνάμει στην ἐν ἐνεργείᾳ κατάσταση και η ύλη αποτελεί το αδιαφοροποίητο και χωρίς προσδιορισμούς υποκείμενο που προσφέρει το έδαφος για να συμβεί αυτή η μετάβαση από τη δύναμη στην ενέργεια. Η άποψη αυτή είναι εξαιρετικής σημασίας και φανερώνει το δυναμικό χαρακτήρα του φυσικού κόσμου. Είναι αξιοσημείωτο ότι στις μέρες μας οι ανακαλύψεις στο χώρο της κβαντικής φυσικής, οδηγούν σε συμπεράσματα που, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, παρουσιάζουν αναλογία με την Αριστοτελική αντίληψη. Το κενό θεωρείται δυναμικό και πλήρες κβαντικών διακυμάνσεων και το σύμπαν, σύμφωνα με την Κβαντική Κοσμολογία, δημιουργήθηκε από ένα τέτοιο ενεργητικό κενό27. Στα Μετὰ τὰ Φυσικά, ο Αριστοτέλης θα επισημάνει την αναλογία ανάμεσα στο κενό και στο άπειρο. Δεν υπάρχει ἐν ἐνεργείᾳ αλλά μόνον δυνάμει άπειρο, όπως επίσης δεν υπάρχει ἐν ἐνεργείᾳ αλλά μόνον δυνάμει κενό28. 27
Για μια λεπτομερή εξέταση του θέματος αυτού βλ. Δήμητρα Σφενδόνη-Μέντζου,
στα: “What is Matter for Aristotle: ‘A Clothes-Horse’ or a Dynamic Element in Nature?”, στο Aristotle and Contemporary Science, (ed.) Demetra Sfendoni Mentzou (New York: Peter Lang, 2000), Vol I, σ. 237-258. 28
“aÃllwj de\ kaiì to\ aÃpeiron kaiì to\ keno/n, kaiì oÀsa toiau=ta, le/getai duna/mei
kaiì e)nergei¿# polloiÍj tw½n oÃntwn, oiâon t%½ o(rw½nti kaiì badi¿zonti kaiì o(rwme/n%. tau=ta me\n ga\r e)nde/xetai kaiì a(plw½j a)lhqeu/esqai¿ pote (to\ me\n ga\r o(rw¯menon oÀti o(ra=tai, to\ de\ oÀti o(ra=sqai dunato/nŸ: to\ d' aÃpeiron ou)x ouÀtw duna/mei eÃstin w¨j e)nergei¿# e)so/menon xwristo/n, a)lla\ gnw¯sei. to\ ga\r mh\
99
Όπως η διαίρεση δεν φτάνει ποτέ σ’ ένα τέλος, έτσι ώστε η γραμμή για παράδειγμα να είναι επ’ άπειρον διαιρετή, έτσι μπορούμε πάντα να φανταζόμαστε κάποιο σώμα λιγότερο πυκνό από οποιοδήποτε άλλο σώμα. Η πιθανή αραιότητα της ύλης δεν έχει όρια ωστόσο η ίδια είναι συνεχής σ’ όλο το σύμπαν29.
u(polei¿pein th\n diai¿resin a)podi¿dwsi to\ eiånai duna/mei tau/thn th\n e)ne/rgeian, to\ de\ xwri¿zesqai ouÔ (Μετ. 1048b10-17). 29
David W. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου, (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1993),
σσ. 88-89.
100
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ
1. Η διάκριση των όρων κίνησις και μεταβολή Το πρόβλημα της κινήσεως και μεταβολῆς συνιστά ένα κεντρικό ζήτημα στην Αριστοτελική Φυσική Φιλοσοφία. Αυτό που προκαλεί εντύπωση και έχει εγείρει σειρά συζητήσεων είναι το γεγονός ότι, όπως επισημάνθηκε ήδη στο δεύτερο κεφάλαιο κατά την ανάλυση των ειδών της κινήσεως, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος κάποιες φορές χρησιμοποιεί τους όρους κίνησις και μεταβολή επισημαίνοντας τη διαφορά τους και περιορίζοντας την κίνηση στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει αλλαγή ουσίας ενώ κάποιες άλλες δεν ακολουθεί αυτή την τόσο σαφή διάκριση και χρησιμοποιεί τους δύο όρους ως εναλλακτικούς. Στο ευρύτερο πρόβλημα της κινήσεως και μεταβολῆς εντάσσεται και το ζήτημα της γένεσεως και ἀλλοιώσεως. Οι έννοιες της γενέσεως και της ἀλλοιώσεως αποτελούν έννοιες εξαιρετικά σημαντικές και οδηγούν στη δυναμική εξήγηση του φυσικού κόσμου κατά τον Αριστοτέλη. Τόσο η γένεσις όσο και η ἀλλοίωσις, αποτελούν, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, είδη της μεταβολῆς, η οποία περιλαμβάνει επίσης, όπως είδαμε, την αύξηση και φθίση και τη φορά. Πιο συγκεκριμένα, όπως έχει σημειωθεί στην προηγούμενη ενότητα της παρούσης εργασίας, ο Αριστοτέλης διακρίνει τρία είδη κινήσεως: 1. Κατὰ τὸ ποιόν, 2. Κατὰ τὸ ποσόν 3. Κατὰ τόπον: “ἀνάγκη τρεῖς εἶναι κινήσεις - τήν τε τοῦ ποιοῦ
101
καὶ τὴν τοῦ ποσοῦ καὶ τὴν κατὰ τόπον” (Φυσ. 225b8-9). Σε καθένα από αυτά τα είδη υπάρχει εναντίωση1. Στη μεταβολή εντάσσεται, όμως, εκτός από τα τρία αυτά είδη της κίνησης, και η περίπτωση αλλαγής της ουσίας, η γένεση, δηλαδή, και η φθορά. Έτσι, λοιπόν, έχουμε τέσσερα είδη μεταβολής: 1) Τοῦ τί - γένεσις καὶ φθορά - Αλλαγή ουσίας 2) Τοῦ ποιοῦ- ἀλλοίωσις - Ποιοτική αλλαγή 3) Τοῦ ποσοῦ - αὒξησις καὶ φθίσις - Ποσοτική αλλαγή 4) Τοῦ κατὰ τόπον - φορά- Τοπική αλλαγή. Δηλαδή μεταβολή κατά την ουσία, την ποιότητα, την ποσότητα και τον τόπο. “ἢ κατὰ τὸ τὶ ἢ κατὰ τὸ ποιὸν ἢ ποσὸν ἢ ποῦ” (Μετ. 1069b10-11). Επίσης στα Φυσικά, “μεταβάλλει γὰρ τὸ μεταβάλλον ἀεὶ ἢ κατʹ οὐσίαν ἢ κατὰ ποσὸν ἢ κατὰ ποιὸν ἢ κατὰ τὸπον” (Φυσ. 200b33-34). Στα Φυσικά, Βιβλίο V ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τους όρους κίνησις και μεταβολή επισημαίνοντας με σαφήνεια τη διαφορά τους και περιορίζοντας την κίνηση στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει αλλαγή ουσίας. Οι δύο όροι δεν είναι ταυτόσημοι, καθώς η μεταβολή περιλαμβάνει εκτός από τα τρία είδη της κίνησης και την περίπτωση αλλαγής της ουσίας, τη γένεση δηλαδή και τη φθορά. Για παράδειγμα, όταν αναφέρεται στην εναντιότητα των κινήσεων και λέει πως, παρ’ όλη τη διαφορετικότητα, αυτή συνίσταται στο ότι από δύο κινήσεις η μία από τη μια εναντιότητα κατευθύνεται προς την άλλη και η άλλη από την τελευταία προς την πρώτη, θα διευκρινίσει πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει 1
Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο: “Ἐπεὶ δὲ οὒτε οὐσίας οὒτε τοῦ πρός τι
οὒτε τοῦ ποιεῖν και πάσχειν, λείπεται κατὰ τὸ ποιὸν καὶ τὸ ποσὸν καὶ τὸ ποῦ κίνησιν εἶναι μόνον• ἐν ἑκάστῳ γάρ ἐστι τούτων ἐναντίωσις” (Φυσ. 226a23-26).
102
σχετικά με τη γένεση και τη φθορά, γιατί πρόκειται σχετικά μ’ αυτές όχι για κίνηση αλλά για μεταβολή. e)peiì
de\
diafe/rei
metabolh\
kinh/sewj
(h(
eÃk
tinoj
ga\r
u(pokeime/nou eiãj ti u(pokei¿menon metabolh\ ki¿nhsi¿j e)stinŸ, h( e)c e)nanti¿ou ei¹j e)nanti¿on tv= e)c e)nanti¿ou ei¹j e)nanti¿on ki¿nhsij e)nanti¿a, oiâon h( e)c u(giei¿aj ei¹j no/son tv= e)k no/sou ei¹j u(gi¿eian. dh=lon de\ kaiì e)k th=j e)pagwgh=j o(poiÍa dokeiÍ ta\ e)nanti¿a eiånai: to\ nosa/zesqai ga\r t%½ u(gia/zesqai kaiì to\ manqa/nein t%½ a)pata=sqai
mh\
di'
au(tou=
žei¹j
e)nanti¿a
ga/r:
wÐsper
ga\r
e)pisth/mhn, eÃsti kaiì a)pa/thn kaiì di' au(tou= kta=sqai kaiì di' aÃllouŸ, kaiì h( aÃnw fora\ tv= ka/tw (e)nanti¿a ga\r tau=ta e)n mh/keiŸ, kaiì h( ei¹j decia\ tv= ei¹j a)ristera/ (e)nanti¿a ga\r tau=ta e)n pla/teiŸ, kaiì h( ei¹j to\ eÃmprosqen tv= ei¹j to\ oÃpisqen
(e)nanti¿a ga\r kaiì tau=taŸ. h( d' ei¹j e)nanti¿on mo/non ou) ki¿nhsij a)lla\ metabolh/, oiâon to\ gi¿gnesqai leuko\n mh\ eÃk tinoj. kaiì oÀsoij de\ mh\ eÃstin e)nanti¿a, h( e)c au)tou= tv= ei¹j au)to\ metabolv= e)nanti¿a: dio\ ge/nesij fqor#= e)nanti¿a kaiì a)pobolh\ lh/yei: auÂtai de\ metabolaiì me/n, kinh/seij d' ouÃ.
(Φυσ. 229a31-b15) Επίσης στο Βιβλίο VIII των Φυσικῶν διακρίνει για μια ακόμη φορά τη γένεση και τη φθορά από τις άλλες κινήσεις τονίζοντας και πάλι πως τρία είναι τα είδη της κίνησης: “Τριῶν δʹ οὐσῶν κινήσεων, τῆς τε κατὰ μέγεθος καὶ τῆς κατὰ πάθος καὶ τῆς κατὰ τόπον, ἣν καλοῦμεν φοράν ...” (Φυσ. 260a26κ.ε.). Είναι αξιοσημείωτο και εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι, όπως επισημάνθηκε στην αρχή του κεφαλαίου, η διάκριση αυτή, και κατ’ επέκταση η διάκριση ανάμεσα στους όρους κίνησις και μεταβολή, δεν είναι πάντοτε τόσο σαφής και σε ορισμένες περιπτώσεις ο Αριστοτέλης
103
χρησιμοποιεί τους όρους ως ταυτόσημους ή εναλλακτικούς. Έτσι, όταν ο φιλόσοφος στρέφεται στην εξέταση της μεταβολής, τονίζει πως: “αφού η φύση είναι αρχή κίνησης και μεταβολής ... πρέπει να διασαφηνίσουμε τι είναι η κίνηση” (Φυσ. 200b12-14). Στο σημείο αυτό χρησιμοποιεί τον όρο μεταβολή ως εναλλακτικό της λέξης κίνησις2. Το ίδιο όμως θα παρατηρήσουμε και σε άλλα χωρία του Βιβλίου ΙΙΙ: wÐst' ou)de\ ki¿nhsij ou)de\ metabolh\ ou)qeno\j eÃstai para\ ta\ ei¹rhme/na, mhqeno/j ge oÃntoj para\ ta\ ei¹rhme/na. eÀkaston de\ dixw½j u(pa/rxei pa=sin, oiâon to\ to/de (to\ me\n ga\r morfh\ au)tou=, to\ de\ ste/rhsijŸ, kaiì kata\ to\ poio/n (to\ me\n ga\r leuko\n to\ de\ me/lanŸ, kaiì kata\ to\ poso\n to\ me\n te/leion to\ d' a)tele/j. o(moi¿wj de\ kaiì kata\ th\n fora\n to\ me\n aÃnw to\ de\ ka/tw, hÄ to\ me\n kou=fon to\ de\ baru/. wÐste kinh/sewj kaiì metabolh=j eÃstin eiãdh tosau=ta oÀsa tou= oÃntoj.
(Φυσ. 201a1-9)
Επίσης σ’ έναν από τους θεμελιώδης ορισμούς που δίνει ο Αριστοτέλης στα Μετὰ τὰ Φυσικά, θα πει πως η δύναμις είναι ἀρχὴ κινήσεως ἤ μεταβολῆς: “δύναμις ἐστι ἀρχὴ κινήσεως ἤ μεταβολῆς ἐν ἑτέρῳ ἤ ᾗ ἓτερον” (Μετ. 1019a15κ.ε.). Επιπλέον, στα Φυσικὰ βλέπουμε πως σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιεί
τον
όρο
κίνησις
για
να
καλύψει
αλλαγές
που
αποκλείστηκαν από τη σημασία της κίνησης, όπως αυτή αναλύθηκε και ορίστηκε στο Βιβλίο V. Ο βασικός ορισμός της κίνησης (Φυσ. 201a9-16), περιλαμβάνει τη γένεση ως μία από τις κινήσεις.
2
Βλ. Sarah Waterlow, Nature, Change and Agency, in Aristotle's Physics. A
Philosophical Study, (New York: Oxford University Press 1982) σ.189.
104
divrhme/nou de\ kaq' eÀkaston ge/noj tou= me\n e)ntelexei¿# tou= de\ duna/mei, h( tou= duna/mei oÃntoj e)ntele/xeia, v toiou=ton, ki¿nhsi¿j e)stin, oiâon tou= me\n a)lloiwtou=, v a)lloiwto/n, a)lloi¿wsij, tou= de\ au)chtou= kaiì tou= a)ntikeime/nou fqitou= (ou)de\n ga\r oÃnoma koino\n e)p' a)mfoiÍnŸ auÃchsij kaiì fqi¿sij, tou= de\ genhtou= kaiì fqartou= ge/nesij kaiì fqora/, tou= de\ forhtou= fora/. oÀti de\ tou=to eÃstin h( ki¿nhsij, e)nteu=qen dh=lon.
(Φυσ. 201a9-16) Δίπλα λοιπόν στην ἀλλοίωσιν, την αὒξησιν και φθίσιν, και την φοράν, θα τοποθετήσει ο Αριστοτέλης και την γένεσιν και την φθοράν ως μια από τις κινήσεις, ενώ και λίγο πιο κάτω θα κάνει το ίδιο λέγοντας πως το κινοῦν οπωσδήποτε φέρει κάθε φορά κάποιο είδος αναφερόμενο είτε στην ουσία, είτε στην ποιότητα, είτε στην ποσότητα, και το είδος αυτό χρησιμεύει ως αρχή και αιτία της κίνησης (Φυσ. 202a7-12). dio\ h( ki¿nhsij e)ntele/xeia tou= kinhtou=, v kinhto/n, sumbai¿nei de\ tou=to qi¿cei tou= kinhtikou=, wÐsq' aÀma kaiì pa/sxei. eiådoj de\ a)eiì oiãsetai¿ ti to\ kinou=n, hÃtoi to/de hÄ toio/nde hÄ toso/nde, oÁ eÃstai a)rxh\ kaiì aiãtion th=j kinh/sewj, oÀtan kinv=, oiâon o( e)ntelexei¿# aÃnqrwpoj poieiÍ e)k tou= duna/mei oÃntoj a)nqrw¯pou aÃnqrwpon.
(Φυσ. 202a8-12) Συνοψίζοντας τα παραπάνω καθίσταται φανερό πως παρατηρείται μια “στενή και μια ευρεία” θεώρηση της κινήσεως από τον Σταγειρίτη φιλόσοφο3. Πιο συγκεκριμένα, κατά την στενή θεώρηση της κινήσεως, η μεταβολή, όπως σημειώθηκε, (σύμφωνα με την ανάλυση του Αριστοτέλη 3
J. P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας, Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη, Αθήνα 2001, σσ. 354-355, σημ. 2.
105
και τη διαίρεσή της, όπως δίνεται στο Βιβλίο V των Φυσικῶν, κεφ.1-2) περιλαμβάνει από την μια την περίπτωση αλλαγής ως προς την ουσία, την γένεση δηλαδή και τη φθορά και από την άλλη την κίνηση, η οποία με τη σειρά της διακρίνεται σε τρία είδη (κατὰ τὸ ποιὸν‐ ἀλλοίωσις, κατὰ τὸ ποσὸν‐αὒξησις καὶ φθίσις, κατὰ τόπον-φορά). Στο Βιβλίο ΙΙΙ, όμως, των Φυσικῶν (κεφ. 1) η θεώρηση της κινήσεως από τον Σταγειρίτη είναι ευρεία και η κίνησις χρησιμοποιείται ως “όρος γένους ταυτόσημος με τον όρο μεταβολή” και η κίνησις ή μεταβολή διαιρείται σε τέσσερα είδη (γένεσις και φθορά, ἀλλοίωσις, αὒξησις καὶ φθίσις, και φορά). Το γεγονός, βέβαια, αυτό, δίνει το έναυσμα για μια σειρά συζητήσεων σχετικά με το αν η γένεσις είναι μία από τις κινήσεις, ή είναι κάτι τελείως διαφορετικό, ένα sui generis,4 καθώς και σχετικά με το αν ο Αριστοτέλης πέρασε από μια στενή θεώρηση της κινήσεως, σύμφωνα με την οποία η γένεσις και η φθορά δεν περιλαμβάνονται ως είδη της κίνησης, σε μια ευρεία θεώρησή της, κατά την οποία η κίνηση διαιρείται σε τέσσερα είδη, συμπεριλαμβανομένης και της γενέσεως και φθορᾶς, ή αντιστρόφως, αν δηλαδή ο Αριστοτέλης από μια ευρεία θεώρηση της κινήσεως, πέρασε σε μια στενότερη αποκλείοντας την γένεσιν και την φθοράν από τα είδη της5. Ο P. Tannery υποστηρίζει ότι ο Σταγειρίτης φιλόσοφος πέρασε από μια στενή θεώρηση της κινήσεως κατά την οποία υπήρχε σαφής διάκριση ανάμεσα στην κίνηση και την μεταβολή και αποκλεισμός της γενέσεως και φθορᾶς, από τα είδη της κίνησης, σε μια ευρεία θεώρησή 4
Βλ. Friedrich Solmsen, Aristotle's System of the Physical World, (Ithaca, New York:
Cornell University Press, 1960), σ. 178. 5
J. P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας, Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη, Αθήνα 2001, σσ. 354-355, σημ. 2.
106
της, όπου οι όροι κίνηση και μεταβολή ταυτίζονται και η αλλαγή ως προς την ουσία συμπεριλαμβάνεται ως είδος της κίνησης. Επομένως, κατά τον P. Tannery, οι δύο όροι “κίνησις” και “μεταβολή” είναι ταυτόσημοι. Ο W. D. Ross διαφωνεί με την θέση του P. Tannery και στηρίζει με στοιχεία την άποψη ότι ο Αριστοτέλης πέρασε από μια ευρεία θεώρηση της κινήσεως σε μια στενότερη και η έννοια “μεταβολή” δεν είναι ταυτόσημη με την έννοια “κίνησις” αλλά η μεταβολή είναι έννοια πλατύτερη της κινήσεως. Με την άποψη αυτή συντάσσεται και ο G. Rodier. Ο W. D. Ross σημειώνει πως συχνά ο Σταγειρίτης κατά την πραγμάτευση ενός θέματος ξεκινά από το γενικό και ευρύ, όπου ενδέχεται να μην υπάρχει σαφής διάκριση των όρων, για να καταλήξει στο ειδικό και να διακρίνει με σαφήνεια τους υπό εξέταση όρους6. Ένα σημαντικό επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι ο Αριστοτέλης προχώρησε από την ευρεία στην στενή έννοια της κινήσεως είναι πως η στενή θεώρηση της κινήσεως απαντάται σε χωρία των ύστερων έργων του (Φυσικὰ 265a11, Φυσικὰ 269a27, Περὶ Οὐρανοῦ 310a23, Περὶ ψυχῆς 406a12, Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς 319b31, 336a19, Μετὰ τὰ Φυσικά 1042b4). Σύμφωνα με τον W. D. Ross, στα παραπάνω χωρία “η μεταβολή και όχι η κίνηση είναι ο γενικός όρος στον οποίο υπάγεται η γένεση”.7
6
Βλ. W. D. Ross, Aristotle’s Physics, a revised text with introduction and
commentary, (Oxford 1936), σσ. 7-8. (P. Tannery, “Sur la Composition de la Physique d’ Aristote” στο Archiv für Geschichte der Philosophie vii (1894), 224-9 και ix (1896), 115-8. G. Rodier “Sur la Composition de la Physique d’ Aristote” στο Archiv für Geschichte der Philosophie viii (1895),445-60 και ix (1896), 185-9). 7
Βλ. W. D. Ross, Aristotle’s Physics, a revised text with introduction and
commentary, (Oxford 1936), σ. 8. Επίσης, για μια εκτενή ανάλυση του θέματος βλ. W. D. Ross, Aristotle’s Physics, ό.π. σσ. 45-47.
107
Οι παραπάνω απόψεις προσπάθησαν να δώσουν μια ερμηνεία εξετάζοντας το πρόβλημα των διαφορών στη χρήση των όρων σύμφωνα με την πορεία της Αριστοτελικής σκέψης και την εξέλιξη της8. Ο Bochner, από την άλλη, θα επισημάνει την ποικιλία των όρων που χρησιμοποιεί ο φιλόσοφος για να δηλώσει τη μεταβολή (μεταβολή, κίνησις, ἀλλοίωσις) και θα πει πως, ενώ αρκετοί μελετητές προσπάθησαν να τοποθετήσουν αυτά τα ονόματα σε ιεραρχική σειρά-και αρκετές είναι οι προτάσεις που έγιναν-ωστόσο καμία δεν είναι πραγματικά πειστική και πιθανή. Είναι γεγονός, συνεχίζει, πως τα ονόματα αυτά είναι ρευστά από την προέλευσή τους και τέτοιες ρευστές έννοιες στη φυσική συνήθως δεν στερεοποιούνται σε έννοιες διαχωρισμένες με ακρίβεια και σαφήνεια, εκτός αν συγκεκριμένες και σαφείς σημασίες έχουν δοθεί σ’ αυτές από σκόπιμες συμβάσεις9. Η άποψη αυτή είναι αρκετά αυστηρή· ωστόσο είναι αλήθεια πως δεν είναι εύκολο να διαχωριστούν με απόλυτη σαφήνεια οι δύο όροι. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε πως η χρήση της μεταβολῆς εκφράζει την πρόθεση του Αριστοτέλη να μην αφήσει τίποτα που θα μπορούσε να ονομαστεί αλλαγή από μια κατάσταση σε άλλη, να βρεθεί έξω από τους θεμελιώδεις ορισμούς της κινήσεως που προτείνει10 Επίσης, βλ. J. P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2001, σσ. 354-355, σημ. 2. 8
Ο F. Solmsen συμφωνεί με τον W. D. Ross ότι η μελέτη της διαφορετικής χρήσης
των όρων από τον Αριστοτέλη αποφέρει μικρό κέρδος σχετικά με την χρονολόγηση των έργων του. Βλ. Friedrich Solmsen, Aristotle's System of the Physical World, (Ithaca, New York: Cornell University Press, 1960) σ. 178, σημ. 20. 9
Βλ. Salomon Bochner, The Role of Mathematics in the Rice of Science, (Princeton,
New Jersey: Princeton University Press, 1966), σ. 161. 10
Βλ. Sarah Waterlow, Nature, Change and Agency, in Aristotle's Physics. A
Philosophical Study, (New York: Oxford University Press 1982), σελ. 94.
108
(Φυσικὰ 201a10-12, Μετὰ τὰ Φυσικὰ 1019a15). Λίγο πριν ο Σταγειρίτης φιλόσοφος παρουσιάσει τον περίφημο ορισμό του της μεταβολής, ή κίνησης, στο Βιβλίο ΙΙΙ των Φυσικῶν, τονίζει πως οι μεταβολές πρέπει να κατατάσσονται με τους όρους των κατηγοριών. Οι κατηγορίες καθορίζουν όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η αλλαγή είναι δυνατή (Φυσ. 200b32-201a9). Αυτό είναι μια καλή απόδειξη του στόχου του Αριστοτέλη, ότι ο ορισμός του πρέπει να είναι περιεκτικός και ευρύς11 και να αφορά τόσο τη γένεση και τη φθορά, όσο και τα άλλα είδη κίνησης: την ποιοτική, την ποσοτική και την τοπική (Φυσ. 201a8-17).
2. Γένεσις και ἀλλοίωσις ως είδη της μεταβολῆς Η διάκριση των όρων γένεσις και ἀλλοίωσις Αυτό, λοιπόν, που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια είναι η ανάλυση της έννοιας της γενέσεως με βάση κυρίως την Αριστοτελική πραγματεία Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς, καθώς και η αναζήτηση της ειδοποιού διαφοράς ανάμεσα στην έννοια αυτή και την ἀλλοίωσιν. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μεταβολή κατὰ τὸ ποιόν. Στην περίπτωση της ἀλλοιώσεως, ο Αριστοτέλης επισημαίνει, πως πρόκειται για το παθητικό ποιόν, ενώ στην περίπτωση της γενέσεως πρόκειται για το ποιὸν τὸ ἐν τῇ οὐσίᾳ. Πιο συγκεκριμένα, στα Φυσικὰ 226a26-29, ο Αριστοτέλης διευκρινίζει πως στην περίπτωση της ἀλλοιώσεως δεν εννοεί το ποιόν που υπάρχει στην ουσία, αλλά το παθητικό ποιόν, αυτό 11
Βλ. Sarah Waterlow, Nature, Change and Agency, in Aristotle's Physics. A
Philosophical Study, (New York: Oxford University Press 1982), σελ.189.
109
δηλαδή εξ’ αιτίας του οποίου λέμε ότι ένα πράγμα έχει πάθει ή δεν έχει πάθει κάτι. Με άλλα λόγια, δεν αναφέρεται στην ποιότητα με την έννοια των ουσιαστικών ιδιοτήτων που αποτελούν την ειδοποιό διαφορά των πραγμάτων, αλλά στην ποιότητα με την έννοια των “παθητικών ιδιοτήτων” σε σχέση με τις οποίες λέμε για ένα πράγμα ότι πάσχει ή είναι απαθές. Λέγω δὲ τὸ ποιὸν οὐ τὸ ἐν τῇ οὐσία (καὶ γὰρ ἡ διαφορὰ ποιότης) ἀλλά το παθητικόν, καθ’ ὃ λέγεται πάσχειν ἢ ἀπαθές εἶναι.
(Φυσ. 226a28-29) Οι δύο αυτές σημασίες του ποιοῦ εμπίπτουν σε δύο διαφορετικές κατηγορίες. Το ποιὸν τὸ ἐν τῇ οὐσίᾳ ανήκει στην κατηγορία της ουσίας, ενώ το παθητικό ποιὸν, στην κατηγορία της ποιότητας. Έτσι, όταν ορίζεται η ἀλλοίωσις ως κίνησις κατά το ποιὸν, σημαίνει κίνηση κατά τις παθητικές ποιότητες και όχι κίνηση ως προς την ουσία. Ουσία, όπως σημειώθηκε κατά την ανάλυση των ειδών της κίνησης, είναι το πράγμα καθεαυτό, αλλά και εκείνο που κάνει ένα πράγμα να είναι αυτό που είναι και όχι κάτι άλλο. Ο άνθρωπος12 για παράδειγμα γεννιέται και φθείρεται και το ίδιο ισχύει και για ένα άγαλμα. Το γεγονός ότι πρόκειται για άνθρωπο ή άγαλμα δεν αλλάζει, όποια μεταβολή και αν επέλθει, μέχρι τη στιγμή που ο άνθρωπος πεθαίνει ή το άγαλμα καταστρέφεται ολοκληρωτικά. Στο Βιβλίο I των Φυσικών, όπως είδαμε ήδη, ο Αριστοτέλης αναφέρει το παράδειγμα του μουσικού ανθρώπου. Ο άνθρωπος γεννιέται, και αυτό, σύμφωνα με όσα παρατηρεί στο Βιβλίο V (225b10κ.ε.) δεν είναι κίνησις αλλά γένεσις, γίγνεσθαι. Ο μουσικός άνθρωπος δεν γεννιέται, αλλά ο μη μουσικός άνθρωπος γίνεται μουσικός. 12
Πρβ Δισσοί λόγοι 5, 15, σ. 413 Diels – Kranz, Συμπόσιον 207d.
110
Άλλο, λοιπόν, ο άνθρωπος ως ουσία και άλλο η ιδιότητά του. Ο άνθρωπος μένει, είναι το σταθερό, ενώ η ιδιότητά του είναι αυτό που αλλάζει, που υπόκειται σε κίνηση. eÃsti
ga\r
gi¿gnesqai
aÃnqrwpon
mousiko/n,
eÃsti
de\
to\
mh\
mousiko\n gi¿gnesqai mousiko\n hÄ to\n mh\ mousiko\n aÃnqrwpon aÃnqrwpon mousiko/n. a(plou=n me\n ouÅn le/gw to\ gigno/menon to\n aÃnqrwpon kaiì to\ mh\ mousiko/n, kaiì oÁ gi¿gnetai a(plou=n, to\ mousiko/n: sugkei¿menon de\ kaiì oÁ gi¿gnetai kaiì to\ gigno/menon, oÀtan to\n mh\ mousiko\n aÃnqrwpon fw½men gi¿gnesqai mousiko\n aÃnqrwpon. tou/twn de\ to\ me\n ou) mo/non le/getai to/de gi¿gnesqai a)lla\ kaiì e)k tou=de, oiâon e)k mh\ mousikou= mousiko/j, to\ d' ou) le/getai e)piì pa/ntwn: ou) ga\r e)c a)nqrw¯pou e)ge/neto mousiko/j, a)ll' aÃnqrwpoj e)ge/neto mousiko/j. tw½n de\ gignome/nwn w¨j ta\ a(pla= le/gomen gi¿gnesqai, to\ me\n u(pome/non gi¿gnetai to\ d' ou)x u(pome/non:
o(
me\n
ga\r
aÃnqrwpoj
u(pome/nei
mousiko\j
gigno/menoj aÃnqrwpoj kaiì eÃsti, to\ de\ mh\ mousiko\n kaiì to\ aÃmouson ouÃte a(plw½j ouÃte sunteqeime/non u(pome/nei.
(Φυσ.189b34-190a13) Στο Α4 Κεφάλαιο του Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς ο Αριστοτέλης επισημαίνει τη διαφορά της γενέσεως από την ἀλλοίωσιν: “ἀλλοίωσις μέν ἐστίν, ὅταν ὑπομένοντος τοῦ ὑποκειμένου, αἰσθητοῦ ὄντος, μεταβάλλῃ ἐν τοῖς αὑτοῦ πάθεσιν, ἢ ἐναντίοις οὖσιν, ἢ μεταξύ, οἷον τὸ σῶμα ὑγιαίνει καὶ πάλιν κάμνει ὑπομένον γε ταὐτό, καὶ ὁ χαλκός στρογγύλος, ὁτε δὲ γωνιοειδὴς ὁ αὐτός γέ ὤν” (Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 319b1015). Ἀλλοίωσις επομένως υπάρχει όταν το υποκείμενο το οποίο είναι αισθητό παραμένει, ωστόσο όμως υπάρχει μεταβολή στις ιδιότητές του, οι οποίες είναι ή ενάντιες η μία προς την άλλη, ή ενάντιες ως προς το μεταξύ αυτών, όπως για παράδειγμα το σώμα υγιαίνει και πάλι ασθενεί 111
παραμένοντας όμως το ίδιο σώμα, και ο χαλκός είναι στρογγυλός και μετά γωνιώδης, παραμένοντας όμως ο ίδιος ως χαλκός. Στην περίπτωση λοιπόν της ἀλλοιώσεως το ὑπομένον υποκείμενο πρέπει να είναι αισθητό κατά τη διάρκεια της μεταβολής των ιδιοτήτων του και να γίνεται αντιληπτό ως το ίδιο υποκείμενο και μετά το πέρας της αλλοιώσεως, ενώ στην περίπτωση της γενέσεως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Συνεπώς, “ἀλλοίωσις είναι εκείνο το είδος που συμβαίνει όταν α) υπάρχει ένα αισθητό σταθερό υποκείμενο και β) η νέα ιδιότητα είναι μια ιδιότητα του σταθερού υποκειμένου.”13 Όπως επισημαίνει ο Ross14 “οι δύο αυτοί όροι χρησιμεύουν στη διάκριση της αλλοίωσης και της γένεσης γιατί α) σε κάθε γένεση υπάρχει ένα σταθερό υποκείμενο, αλλά αυτό το υποκείμενο είναι μη αισθητό, δηλαδή είναι η πρώτη ὕλη,” την οποία εισάγει ο Αριστοτέλης “και β) μολονότι σε ορισμένες γενέσεις διατηρείται μια αισθητή ιδιότητα (λ.χ. η διαφάνεια στη γένεση του νερού από αέρα), η νέα ιδιότητα (λ.χ. ψυχρότητα) δεν είναι ιδιότητα του σταθερού υποκειμένου αλλά κοινή ιδιότητα των δύο στοιχείων”. ¹En de\ tou/toij aÃn ti u(pome/nv pa/qoj to\ au)to\ e)nantiw¯sewj e)n t%½ genome/n% kaiì t%½ fqare/nti, oiâon oÀtan e)c a)e/roj uÀdwr, ei¹ aÃmfw diafanh= hÄ yuxra/, ou) deiÍ tou/tou qa/teron pa/qoj eiånai ei¹j
oÁ
metaba/llei.
Ei¹
de\
mh/,
eÃstai
a)lloi¿wsij,
oiâon
o(
mousiko\j aÃnqrwpoj e)fqa/rh, aÃnqrwpoj d' aÃmousoj e)ge/neto, o( d' aÃnqrwpoj u(pome/nei to\ au)to/. Ei¹ me\n ouÅn tou/tou mh\ pa/qoj hÅn kaq' au(to\ h( mousikh\ kaiì h( a)mousi¿a, tou= me\n ge/nesij hÅn aÃn, tou= de\ fqora/: dio\ a)nqrw¯pou me\n tau=ta pa/qh, a)nqrw¯pou de\
13
Βλ. W.D. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου, (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1993), σ.
149. 14
Βλ. W.D. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου, (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1993), σ.
149.
112
mousikou= kaiì a)nqrw¯pou a)mou/sou ge/nesij kaiì fqora/: nu=n de\ pa/qoj tou=to tou= u(pome/nontoj. Dio\ a)lloi¿wsij ta\ toiau=ta. àOtan me\n ouÅn kata\ to\ poso\n vÅ h( metabolh\ th=j e)nantiw¯sewj, auÃch kaiì fqi¿sij, oÀtan de\ kata\ to/pon, fora/, oÀtan de\ kata\ pa/qoj kaiì to\ poio/n, a)lloi¿wsij, oÀtan de\ mhde\n u(pome/nv ou qa/teron pa/qoj hÄ sumbebhko\j oÀlwj, ge/nesij, to\ de\ fqora/. ¹Estiì
de\
uÀlh
ma/lista
me\n
kaiì
kuri¿wj
to\
u(pokei¿menon
gene/sewj kaiì fqora=j dektiko/n, tro/pon de/ tina kaiì to\ taiÍj aÃllaij
metabolaiÍj,
oÀti
pa/nta
dektika\
ta\
u(pokei¿mena
e)nantiw¯sew¯n tinwn. Periì me\n ouÅn gene/sewj, eiãte eÃstin eiãte mh/, kaiì pw½j eÃsti, kaiì periì a)lloiw¯sewj diwri¿sqw tou=ton to\n tro/pon.
(Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 319b21-320a7)
Στο σημείο αυτό τίθεται το σοβαρό θέμα της Αριστοτελικής ύλης για το οποίο, όμως, θα μιλήσουμε στη συνέχεια, σε ιδιαίτερο κεφάλαιο. Προς το παρόν θα πρέπει να μείνουμε στη διάκριση μεταξύ γενέσεως και a)lloiw¯sewj. Στην περίπτωση, λοιπόν, κατά την οποία κάτι που ανήκει
στα ενάντια παραμένει το ίδιο στο πράγμα που γίνεται με αυτό που υπήρχε στο πράγμα που έχει φθαρεί, δεν έχουμε αλλοίωση αλλά γένεση. Αυτό ισχύει για παράδειγμα στην περίπτωση που από τον αέρα παράγεται νερό, και είναι και τα δύο διαφανή και ψυχρά, και αυτό δηλαδή που γεννήθηκε και αυτό που εφθάρη. Αντιθέτως, αλλοίωση έχουμε στην περίπτωση κατά την οποία ο μουσικός άνθρωπος εφθάρη και έγινε άμουσος. Το υποκείμενο, δηλαδή ο άνθρωπος, παραμένει σταθερό και αυτό που μεταβάλλεται είναι κάποια ιδιότητά του. Πιο συγκεκριμένα τόσο η ιδιότητα της μουσικότητας όσο και αυτή της αμουσίας είναι ιδιότητες του ανθρώπου, ο οποίος παραμένει σταθερός κατά τη μεταβολή και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έχουμε αλλοίωση και όχι γένεση και φθορά. Αντίθετα, σύμφωνα πάντα με το παραπάνω χωρίο
113
η μεταβολή κατά την ουσία δεν είναι ἀλλοίωσις – αλλαγή ποιότητας – αλλά γένεσις και φθορά. Γένεσις υπάρχει όταν το μεταβαλλόμενον μεταβάλλεται ως όλο, χωρίς να παραμένει τίποτα το αισθητό ως υποκείμενο του ίδιου. àOtan d' oÀlon metaba/llv mh\ u(pome/nontoj ai¹sqhtou= tino\j w¨j u(pokeime/nou tou= au)tou=, a)ll' oiâon e)k th=j gonh=j aiâma pa/shj hÄ e)c uÀdatoj a)h\r hÄ e)c a)e/roj panto\j uÀdwr, ge/nesij hÃdh to\ toiou=ton, tou= de\ fqora/, ma/lista de/, aÄn h( metabolh\ gi¿nhtai e)c a)naisqh/tou ei¹j ai¹sqhto\n hÄ a(fv= hÄ pa/saij taiÍj ai¹sqh/sesin, oiâon oÀtan uÀdwr ge/nhtai hÄ fqarv= ei¹j a)e/ra: o( ga\r a)h\r e)pieikw½j a)nai¿sqhton.
(Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 319b15-21)
Έτσι, όταν το σπέρμα μετατρέπεται σε αίμα, ή το νερό σε αέρα, ή ο αέρας σε νερό, τότε πρόκειται για γένεση. Ιδιαίτερα μάλιστα πρόκειται για τη γένεση της μιας ουσίας και τη φθορά της άλλης, όταν η μεταβολή γίνεται από κάτι που δεν είναι αισθητό, σε κάτι που είναι αισθητό, είτε με την αφή, είτε με όλες τις αισθήσεις, όπως για παράδειγμα όταν το νερό γίνει από τον αέρα ή φθαρεί σε αέρα, διότι ο αέρας δεν είναι αισθητός. Αξίζει να επισημανθεί πως ο Αριστοτέλης ονομάζει απλή γένεση τη μεταβολή από κάτι σε κάτι ως όλο, και τη διακρίνει σαφώς από την a)lloi¿wsin κατά την οποία μεταβάλλεται μόνο ένα μέρος του
υποκειμένου κατά συμβεβηκός, ενώ το υποκείμενο καθαυτό παραμένει. ãEsti
ga\r
ge/nesij
a(plh=
kaiì
fqora\
ou)
sugkri¿sei
kaiì
diakri¿sei, a)ll' oÀtan metaba/llv e)k tou=de ei¹j to/de oÀlon. Oi¸ de\ oiãontai a)lloi¿wsin pa=san eiånai th\n toiau/thn metabolh/n: to\ de\ diafe/rei.
¹En ga\r t%½ u(pokeime/n% to\ me/n e)sti kata\ to\n
lo/gon, to\ de\ kata\ th\n uÀlhn. àOtan me\n ouÅn e)n tou/toij vÅ h(
114
metabolh/, ge/nesij eÃstai hÄ fqora/, oÀtan d' e)n toiÍj pa/qesi kaiì kata\ sumbebhko/j, a)lloi¿wsij.
(Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 317a20-27)
3. Η γένεσις των ουσιών και η σχέση ὄντος και μη ὄντος Το πρόβλημα της γενέσεως των ουσιών είναι άμεσα συνυφασμένο στην Αριστοτελική φιλοσοφία με τη σχέση ὄντος και μη ὄντος. Στο πλαίσιο αυτό θα διερευνήσουμε ειδικότερα το θέμα της σχέσης του μη ὄντος με το δυνάμει ὄν κατά τον Αριστοτέλη και θα υποστηρίξουμε την άποψη ότι το δυνάμει ὄν δεν αντιστοιχεί προς το μηδέν. Το πρόβλημα της γενέσεως εκ του μηδενός, σημειώνει ο Αριστοτέλης στο Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς έχει απασχολήσει και τους προγενέστερους φιλοσόφους. “…καὶ ἔτι, ὅ μάλιστα φοβούμενοι διετέλεσαν οἱ πρῶτοι φιλοσοφήσαντες, τό ἐκ μηδενός γίνεσθαι προϋπάρχοντος” (Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 317b29-30). Ο Αριστοτέλης επισημαίνει πως εάν υπάρξει ἁπλῶς γένεσις, τότε κάτι θα πρέπει να γίνει ἁπλῶς ἐκ μή ὄντος, και συνεπώς θα είναι αλήθεια να πούμε ότι το μη ὄν υπάρχει για κάποια όντα “εἰ γάρ ἁπλῶς ἔσται γένεσις, ἁπλῶς ἄν τι γίνοιτο ἐκ μή ὄντος, ὥστ’ ἀληθές ἄν εἴη λέγειν ὅτι ὑπάρχει τισί τό μή ὄν” (Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 317b2-4). Όταν ο φιλόσοφος αναφέρει το μη ὄν, δεν εννοεί το ὄν εκείνο το οποίο δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση. Άλλωστε κατά τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει απόλυτη γένεσις του ὄντος εκ του μηδενός. Η γένεσις μιας ουσίας είναι πάντοτε γένεσις από μια άλλη ουσία, η οποία, συγχρόνως με τη γένεση της νέας ουσίας, φθείρεται, “kaiì eÃstin h( qate/rou ge/nesij a)eiì e)piì tw½n ou)siw½n aÃllou fqora\ kaiì h( aÃllou fqora\ aÃllou
115
ge/nesij.” (Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 319a20-22). Πάντοτε η γένεσις
κάποιας ουσίας συνεπάγεται τη φθορά κάποιας άλλης ουσίας, και η φθορά κάποιας ουσίας συνεπάγεται τη γένεση κάποιας άλλης. Η γένεσις δεν σταματά, καθώς η μεν γένεσις είναι φθορά του μη όντος, η δε φθορά είναι γένεσις του μη όντος, “ àWste o(moi¿wj kaiì gi¿netai e)k mh\ oÃntoj kaiì fqei¿retai ei¹j to\ mh\ oÃn.
Ei¹ko/twj ouÅn ou)x u(polei¿pei: h( ga\r
ge/nesij fqora\ tou= mh\ oÃntoj, h( de\ fqora\ ge/nesij tou= mh\ oÃntoj.” (Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 319a26-29) Έτσι εξηγείται η
αέναη
διαδικασία γενέσεως και φθορᾶς μέσα στον κόσμο. åAr' ouÅn dia\ to\ th\n tou=de fqora\n aÃllou eiånai ge/nesin kaiì th\n tou=de ge/nesin aÃllou eiånai fqora\n aÃpauston a)nagkaiÍon eiånai th\n metabolh/n; Periì me\n ouÅn tou= ge/nesin eiånai kaiì fqora\n o(moi¿wj periì eÀkaston tw½n oÃntwn, tau/thn oi¹hte/on eiånai pa=sin i¸kanh\n ai¹ti¿an. Dia\ ti¿ de/ pote ta\ me\n a(plw½j gi¿nesqai le/getai kaiì fqei¿resqai ta\ d' ou)x a(plw½j, pa/lin skepte/on, eiãper to\ au)to/ e)sti ge/nesij me\n toudiì fqora\ de\ toudi¿, kaiì fqora\ me\n toudiì ge/nesij de\ toudi¿: zhteiÍ ga/r tina tou=to lo/gon.
(Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 318a23-31)
Τίποτα δεν είναι δυνατόν να γεννηθεί από το απόλυτο μη ὄν. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη, το ὄν είναι πολυσήμαντο, λέγεται “πολλαχῶς” (“ἐπειδὴ πολλαχῶς λέγεται τὸ ὄν” Φυσ. 195a21, Μετὰ τὰ Φυσικά 1028a10). Σε κάθε στιγμή μπορεί, λοιπόν, να αποδοθούν σε ένα υποκείμενο δύο πραγματικότητες οι οποίες είναι διαφορετικές μεταξύ τους. Το ἐν ἐνεργείᾳ ὄν είναι ένα συγκεκριμένο πράγμα, μια πραγματικότητα, σε μια συγκεκριμένη στιγμή.
116
Υπάρχει όμως και το δυνάμει ὄν, το ὄν ως δυνατότητα υποδοχής νέων προσδιορισμών. Εάν το δυνάμει ὄν συγκριθεί με το ἐν ἐνεργείᾳ ὄν, τότε θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως το δυνάμει ὄν είναι μή ὄν. Ωστόσο, το μή ὄν στον Αριστοτέλη το οποίο συνδέεται με το δυνάμει ὄν, δεν είναι το μηδέν. Ο Σταγειρίτης επιχειρεί να δώσει μια λύση στο πρόβλημα του ὄντος και του μη ὄντος με απώτερο στόχο να εξηγήσει τη μεταβολή και το γίγνεσθαι. Κάθε αλλαγή προϋποθέτει την ύπαρξη των αντιθέτων, εφόσον καμία αλλαγή δεν αποτελεί ποτέ μια τυχαία αντικατάσταση μιας κατάστασης από μια άλλη (Φυσ. 188a33-34). Είναι
δικαιολογημένο
να
δεχτούμε
την
ύπαρξη
μερικών
εναντιοτήτων που θα χρησιμοποιηθούν ως αρχές, αφού κάθε γένεση και φθορά καθορίζεται από εναντιότητες. “Γιατί πώς θα ήταν δυνατόν να παραχθεί το λευκό από το μουσικό, αν δεν ήταν το μουσικό κάτι που θα μπορούσε να παρουσιαστεί στο μη λευκό ή στο μελανό. Μόνο το μη λευκό μπορεί να γίνει λευκό και μόνο ο άμουσος μπορεί να γίνει μουσικός” (Φυσ. 188a35-36). Ωστόσο, μόνα τους τα αντίθετα δεν μπορούν να μετασχηματιστούν το ένα στο άλλο. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιο υποκείμενο των δύο αντιθέτων (Φυσ. 191a32 “...ὑποκεῖσθαι γάρ τι δεῖ”, Φυσ. 191a4-5 “…δεῖ ὑποκεῖσθαί τι τοῖς ἐναντίοις και τἀναντία δύο εἶναι”). Πώς όμως μπορεί να συμβεί αυτή η αλλαγή; Η εξήγηση που δίνει ο Αριστοτέλης είναι ότι το ένα από τα δύο αντίθετα δίνει κάποια μορφή στο χωρίς προσδιορισμούς υποκείμενο, ενώ το άλλο αντίθετο αποτελεί τη στέρηση της μορφής (Μετ. 1029a21-22). Αυτή η στέρηση της μορφής αποτελεί ένα είδος μη ὄντος, χωρίς όμως να δηλώνει το μηδέν. Η στέρηση της μορφής είναι για τον
117
Σταγειρίτη φιλόσοφο το δυνάμει ὄν και όχι το μὴ ὄν. Ο Αριστοτέλης λοιπόν οδηγείται στη λύση του προβλήματος της μεταβολής από το μη ὄν στο ὄν, μέσα από μια βασική οντολογική διάκριση ανάμεσα στο δυνάμει ὄν και το ἐν ἐνεργείᾳ ὄν. (Μετ. 1069b15-2015, Φυσικά 191b27κ.ε.). “Το δυνάμει ὄν είναι αυτό που δεν έχει ακόμη προσδιορισμούς, έχει ωστόσο τη δυνατότητα να πάρει μια μορφή στο μέλλον. Όταν συμβεί αυτό τότε θα έχει περάσει από την δυνάμει στην εν ενεργεία ύπαρξη.”16 Το ἐν ἐνεργείᾳ ὄν χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο συγκεκριμένων ιδιοτήτων και προσδιορισμών. Δυνάμει ύπαρξη, λοιπόν, είναι αυτό που έχει τη δυνατότητα να πάρει μορφή, ενώ ενεργεία ύπαρξη είναι αυτό που έχει κάποια μορφή και κάποιες πραγματοποιημένες ιδιότητες. Έτσι, για παράδειγμα, ένα κομμάτι χαλκός είναι δυνάμει άγαλμα, όπως και ένα κομμάτι ξύλο είναι δυνάμει κλίνη. Ο μη μουσικός άνθρωπος είναι δυνάμει μουσικός και ένας σπόρος είναι δυνάμει φυτό. Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά πως το δυνάμει και το ενεργεία αποτελούν μια συνέχεια, και είναι πολύ στενά δεμένα μεταξύ τους. Στη φύση πραγματοποιείται μια διαρκής μετάβαση από τη δυνάμει
15
“a)na/gkh dh\ metaba/llein th\n uÀlhn duname/nhn aÃmfw: e)peiì de\ ditto\n to\
oÃn, metaba/llei pa=n e)k tou= duna/mei oÃntoj ei¹j to\ e)nergei¿# oÃn (oiâon e)k leukou= duna/mei ei¹j to\ e)nergei¿# leuko/n, o(moi¿wj de\ kaiì e)p' au)ch/sewj kaiì fqi¿sewjŸ, wÐste ou) mo/non kata\ sumbebhko\j e)nde/xetai gi¿gnesqai e)k mh\ oÃntoj, a)lla\ kaiì e)c oÃntoj gi¿gnetai pa/nta, duna/mei me/ntoi oÃntoj, e)k mh\ oÃntoj de\ e)nergei¿#” (Μετὰ τὰ Φυσικὰ 1069b14-20). 16
Demetra Sfendoni - Mentzou, “What is Matter for Aristotle: ‘A Clothes-Horse’ or a
Dynamic Element in Nature?”, στο Aristotle and Contemporary Science, (ed.) Demetra Sfendoni - Mentzou (New York: Peter Lang, 2000), Vol I, σ. 246.
118
στην εν ενεργεία κατάσταση και οι δύο αυτοί όροι δεν μπορούν να νοηθούν χωριστά17. Η ύλη περιέχει ἐν δυνάμει τη δυνατότητα να πάρει τη μια ή την άλλη μορφή, να περάσει στην ἐν ἐνεργείᾳ κατάσταση κάτω από την ενέργεια ενός παράγοντα εξωτερικού ή εσωτερικού. Όταν το αίτιο της αλλαγής βρίσκεται έξω από το ον, αυτό υπάρχει στην ἐν δυνάμει κατάσταση κατά τρόπο παθητικό. Αντίθετα όταν το αίτιο της αλλαγής βρίσκεται μέσα στο ίδιο το ον, αυτό βρίσκεται στην ἐν δυνάμει κατάσταση κατά τρόπο ενεργητικό18. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις, είτε δηλαδή το ον υφίσταται παθητικά την ενέργεια ενός άλλου, είτε έχει μέσα του το αίτιο της αλλαγής του, πρέπει να περιέχει ἐν δυνάμει τη δυνατότητα της αλλαγής. Η δυνάμει κατάσταση διαφέρει από την ἐν ἐνεργείᾳ, καθώς η πρώτη κλείνει μέσα της τη δυνατότητα πραγματοποίησης ενός σκοπού, ο οποίος ενδέχεται και να μην πραγματοποιηθεί, ενώ η δεύτερη εκφράζει την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού. Ύλη και μορφή διέπονται από την ίδια σχέση που διέπει την ενεργεία και δυνάμει ύπαρξη, μια σχέση στην οποία οικοδομείται όλη η θεωρία του Αριστοτέλη για το γίγνεσθαι
17
Για μια λεπτομερή εξέταση του θέματος αυτού βλ. Demetra Sfendoni - Mentzou,
“What is Matter for Aristotle: ‘A Clothes-Horse’ or a Dynamic Element in Nature?”, στο Aristotle and Contemporary Science, (ed.) Demetra Sfendoni - Mentzou (New York: Peter Lang, 2000), Vol I, σσ. 246-247, και Δήμητρα Σφενδόνη-Μέντζου “Η Αριστοτελική Πρώτη Ύλη Μέσα από το Πρίσμα της Κβαντικής Φυσικής και της Φυσικής των Στοιχειωδών σωματίων,” Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου “Ο Αριστοτέλης, γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης”, (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα: 2004), σσ. 67-111. 18
Βλ. Γεώργιος Μουρέλος, “Οι βασικές έννοιες της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη,”
στο Αριστοτελικά (Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ., 1980), σσ. 69-85.
119
της φύσης19: “ἔστι δʹ , ὣσπερ εἲρηται, ἡ ἐσχάτη ὕλη καὶ ἡ μορφὴ ταὐτὸ καὶ ἓν, <τὸ μὲν> δυνάμει, τὸ δὲ ἐνεργείᾳ” (Μετ. 1045b18). Ωστόσο, από αυτό που δεν είναι ακόμα κάτι συγκεκριμένο και δεν έχει συγκεκριμένους προσδιορισμούς, που δεν είναι δηλαδή ένα τόδε τι, είναι δυνατό να γεννηθεί εκείνο που έχει τη δύναμη του γίγνεσθαί τι. Επομένως, το μη ὄν στον Αριστοτέλη δεν αντιστοιχεί προς το μηδέν. Πρόκειται για το δυνάμει ὄν το οποίο δεν έχει πάρει ακόμη προσδιορισμούς κλείνει όμως μέσα του τη δυνατότητα να λάβει στο μέλλον.20 Στο Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς, 317b16-18 ο Αριστοτέλης τονίζει ότι κατά ένα μεν τρόπο το γινόμενον γίνεται “ἐκ mh\ ὄντος ἁπλῶς” κατ’ άλλο δε τρόπο “ἐξ’ ὄντος a)eί” και αυτό οφείλεται στο ότι 19
Βλ. Demetra Sfendoni - Mentzou, “What is Matter for Aristotle: ‘A Clothes-Horse’
or a Dynamic Element in Nature?”, στο Aristotle and Contemporary Science, (ed.) Demetra Sfendoni - Mentzou (New York: Peter Lang, 2000), Vol I, σσ. 246. 20
Για το ρόλο που παίζουν οι οντολογικές κατηγορίες του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ
στην κατανόηση της Αριστοτελικής πρώτης ὕλης βλ. Demetra Sfendoni – Mentzou, “What is matter for Aristotle: ‘A Clothes-Horse’ or a Dynamic Element in Nature?” στο Aristotle and Contemporary Science, (ed.) Demetra Sfendoni - Mentzou (New York: Peter Lang, 2000), Vol I, σσ. 246-247. Επίσης, Δήμητρα Σφενδόνη-Μέντζου “Χρόνος και γίγνεσθαι στον Αριστοτέλη και στον Prigogine,” στο Αριστοτέλης Σήμερα (Μίεζα-Νάουσα, 2001), Αριστοτελική Φυσική Φιλοσοφία και Σύγχρονη Φυσική (Διδακτικές Σημειώσεις), Θεσσαλονίκη: 2003. “Η Αριστοτελική Πρώτη Ύλη Μέσα από το Πρίσμα της Κβαντικής Φυσικής και της Φυσικής των Στοιχειωδών σωματίων”, Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου “Ο Αριστοτέλης, γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης”, (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα: 2004), σσ. 67-111. “Το ‘Πάγωμα’ της Κίνησης και το Αριστοτελικό ‘Γίγνεσθαι’ του Φυσικού Κόσμου”, στο VITA CONTEMPLATIVA, Essays in Honour of Demetrrios N. Koutras, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2006: 469-485. Οι προτάσεις που παρουσιάζονται στις παραπάνω μελέτες αποτέλεσαν τη βάση και το έναυσμα για την πραγμάτευση του θέματος στο παρόν κεφάλαιο.
120
κάθε γενέσεως πρέπει αναγκαστικά να προϋπάρχει αυτό που είναι δυνάμει μεν ὄν, εντελεχεία δε, μη ὄν (“sunto/mwj de\ kaiì nu=n lekte/on, oÀti tro/pon me/n tina e)k mh\ oÃntoj a(plw½j gi¿netai, tro/pon de\ aÃllon e)c oÃntoj a)ei¿: to\ ga\r duna/mei oÄn e)ntelexei¿# de\ mh\ oÄn a)na/gkh proupa/rxein lego/menon a)mfote/rwj”). Αντίστοιχα και στα
Μετὰ τὰ Φυσικὰ Λ1069 b15-20 αναφέρει, “Ἐπεί δέ διττόν τό ὄν, μεταβάλλει πᾶν ἐκ τοῦ δυνάμει ὄντος εἰς τό ἐνεργείᾳ ὄν…”21. Επίσης στο Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς ο Αριστοτέλης υποστηρίζει πως εάν κάτι γίνεταί τι, είναι προφανές ότι θα υπάρχει κάποια ουσία δυνάμει από την οποία θα προκύψει η γένεσις: “Ei¹ ga/r ti gi¿netai, dh=lon w¨j eÃstai duna/mei tij ou)si¿a, e)ntelexei¿# d' ouÃ, e)c hÂj h( ge/nesij eÃstai kaiì ei¹j hÁn
a)na/gkh
metaba/llein
to\
fqeiro/menon”
(Περὶ Γενέσεως καὶ
Φθορᾶς 317b24-25). Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Φιλόπονος υποκείμενο κάθε γενέσεως είναι η ύλη (“oÀti a)na/gkh eiånai¿ ti oÁ me/llei th\n ge/nesin a)nade/casqai: tou=to d' h( uÀlh” Φιλόπ. 154,11).
Σε κάθε γένεση και μεταβολή υπάρχει η ύλη την οποία ο Αριστοτέλης συνδέει με το δυνάμει ὄν και το είδος (μορφή) την οποία συνδέει με το ενεργεία ὄν. “le/gomen dh\ ge/noj eÀn ti tw½n oÃntwn th\n ou)si¿an, tau/thj de\ to\ me/n, w¨j uÀlhn, oÁ kaq' au(to\ ou)k eÃsti to/de ti, eÀteron de\ morfh\n kaiì eiådoj, kaq' hÁn hÃdh le/getai to/de ti, kaiì tri¿ton to\ e)k tou/twn. eÃsti d' h( me\n uÀlh du/namij, to\ d' eiådoj e)ntele/xeia, kaiì tou=to dixw½j, to\ me\n w¨j e)pisth/mh, to\ d' w¨j to\ 21
“e)peiì de\ ditto\n to\ oÃn, metaba/llei pa=n e)k tou= duna/mei oÃntoj ei¹j to\
e)nergei¿# oÃn (oiâon e)k leukou= duna/mei ei¹j to\ e)nergei¿# leuko/n, o(moi¿wj de\ kaiì e)p' au)ch/sewj kaiì fqi¿sewjŸ, wÐste ou) mo/non kata\ sumbebhko\j e)nde/xetai gi¿gnesqai e)k mh\ oÃntoj, a)lla\ kaiì e)c oÃntoj gi¿gnetai pa/nta, duna/mei me/ntoi oÃntoj, e)k mh\ oÃntoj de\ e)nergei¿#” (Μετὰ τὰ Φυσικὰ 1069
b15-20).
121
qewreiÍn” (Περί Ψυχῆς 412a6-11). Η άποψη του Αριστοτέλη για τη σχέση
ύλης και μορφής και τη σύνδεσή τους με τις οντολογικές κατηγορίες του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ παρουσιάζεται επίσης στα Μετὰ τὰ Φυσικά. Πιο συγκεκριμένα: “eÃsti d' ou)si¿a to\ u(pokei¿menon, aÃllwj me\n h( uÀlh, uÀlhn de\ le/gw hÁ mh\ to/de ti ouÅsa e)nergei¿# duna/mei e)stiì to/de ti” (Μετὰ τὰ Φυσικά 1042a26-28), “wÐsper le/gomen, to\ me\n uÀlh to\ de\ morfh/, kaiì to\ me\n duna/mei to\ de\ e)nergei¿#...” (Μετὰ τὰ Φυσικὰ
1045a23-24), “eÃti h( uÀlh eÃsti duna/mei oÀti eÃlqoi aÄn ei¹j to\ eiådoj: oÀtan de/ ge e)nergei¿# vÅ, to/te e)n t%½ eiãdei e)sti¿n” (Μετὰ τὰ Φυσικὰ
1050a15-16), “e)nergei¿# me\n ga\r to\ eiådoj, e)a\n vÅ xwristo/n, kaiì to\ e)c a)mfoiÍn ste/rhsij de/, oiâon sko/toj hÄ ka/mnon, duna/mei de\ h( uÀlh” (Μετὰ τὰ Φυσικὰ 1071a8-10).
Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό πως η ύλη περιέχει εν δυνάμει τη δυνατότητα να πάρει τη μια ή την άλλη μορφή. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα της αλλαγής υπάρχει, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Αριστοτέλης, και σε άψυχα και σε έμψυχα όντα22. Η φύση, μας λέει ο Σταγειρίτης φιλόσοφος, είναι αιτία και αρχή της κίνησης: “ὡς οὒσης τῆς φύσεως ἀρχῆς τινος καὶ αἰτίας τοῦ κινεῖσθαι καὶ ἠρεμεῖν” (Φυσ. 192b21-22) και όλα τα πράγματα που
22
“ ¹Epeiì d' ai¸ me\n e)n toiÍj a)yu/xoij e)nupa/rxousin a)rxaiì toiau=tai, ai¸ d' e)n toiÍj
e)myu/xoij kaiì e)n yuxv= kaiì th=j yuxh=j e)n t%½ lo/gon eÃxonti, dh=lon oÀti kaiì tw½n duna/mewn ai¸ me\n eÃsontai aÃlogoi ai¸ de\ meta\ lo/gou: dio\ pa=sai ai¸ te/xnai kaiì ai¸ poihtikaiì e)pisth=mai duna/meij ei¹si¿n: a)rxaiì ga\r metablhtikai¿ ei¹sin e)n aÃll% hÄ v aÃllo. kaiì ai¸ me\n meta\ lo/gou pa=sai tw½n e)nanti¿wn ai¸ au)tai¿, ai¸ de\ aÃlogoi mi¿a e(no/j, oiâon to\ qermo\n tou= qermai¿nein mo/non' h( de\ i¹atrikh\ no/sou kaiì u(giei¿aj” (Μετ. 1046a36-1047b7).
122
υπάρχουν φύσει έχουν μέσα τους την αρχή της κίνησης και της ηρεμίας23. Με ποιο τρόπο όμως είναι η φύση αρχή της κίνησης; Η άποψη του Αριστοτέλη είναι ότι η φύση ως αιτία και αρχή της κίνησης είναι και η ύλη και η μορφή, και αυτά τα δύο βρίσκονται σε στενή σχέση μεταξύ τους (“eÀna me\n ouÅn tro/pon ouÀtwj h( fu/sij le/getai, h( prw¯th e(ka/st% u(pokeime/nh uÀlh tw½n e)xo/ntwn e)n au(toiÍj a)rxh\n kinh/sewj kaiì metabolh=j, aÃllon de\ tro/pon h( morfh\ kaiì to\ eiådoj to\ kata\ to\n
lo/gon”
Φυσ. 193a28-31). Τα φυσικά, λοιπόν, πράγματα
αποτελούνται από ύλη και μορφή. Η ύλη υπόκειται πάντα ως κάτι που είναι κατάλληλο να πάρει μια ορισμένη μορφή και παραμένει ως υποκείμενο και μετά το τέλος, την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μεταβολής. Αποτελεί μαζί με τη μορφή sunaiti¿a των γινομένων ως μητέρα. (“h( me\n ga\r u(pome/nousa gignome/nwn
e)sti¿n,
wÐsper
sunaiti¿a
mh/thr”
Φυσ.
tv=
morfv=
tw½n
192a13-14).
Πιο
συγκεκριμένα, όπως παρατηρεί ο Φιλόπονος: de/, dio/ti wÐsper h( mh/thr de/xetai to\ spe/rma kaiì fula/ttei kaiì telesforeiÍ, ouÀtw kaiì h( uÀlh de/xetai ta\ eiãdh kaiì
23
Στο σημείο αυτό προκαλεί εντύπωση το ότι ο Αριστοτέλης ορίζει τη φύση ως αρχή
κίνησης και στάσης και όχι μόνο ως αρχή κίνησης. Από την στιγμή που η φυσική κίνηση είναι για τον Σταγειρίτη αιώνια γεννάται το ερώτημα γιατί ορίζει την φύση και ως αρχή στάσης και πότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα φύσει όντα ηρεμούν. Μια απάντηση στο ερώτημα αυτό “θα μπορούσε να είναι ότι στο σημείο αυτό η συζήτηση τοποθετείται στο επίπεδο της απλής παρατήρησης και στο επίπεδο αυτό αντιλαμβανόμαστε αυτοκινούμενα φυσικά όντα να ηρεμούν, έστω και προς στιγμήν. Ίσως πάλι η ηρεμία να εισάγεται γιατί εδώ ο Αριστοτέλης έχει συμπεριλάβει στα φύσει όντα τα απλά σώματα, που υπό την επίδραση του βάρους τους μπορούν να ισορροπούν στη φυσική τους θέση”. Βλ. Β. Κάλφας, Αριστοτέλης Περί Φύσεως. Το Δεύτερο Βιβλίο των “Φυσικών”. Εισαγωγή, μετάφραση, σχολιασμός. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 1999, σ. 145.
123
fula/ttei kaiì ei¹j to\ te/leion aÃgei tv= e(auth=j xorhgi¿#, a)eiì tv= par'
e(auth=j
prosqh/kv
u(poba/qran
t%½
eiãdei
poiou=sa
th=j
telei¿aj parousi¿aj.
(Φιλόπονος, εἰς τὰ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς ἀκροάσεως
Ὑπόμνημα, 16.186.21 -24)24 Η ύλη, λοιπόν, και η μορφή αποτελούν τα συστατικά μέρη των φυσικών πραγμάτων, και είναι στοιχεία που μπορούν να διακριθούν στη νόηση, ωστόσο στην πραγματικότητα είναι αδιαχώριστα και δεν μπορούν με κανένα τρόπο να υπάρξουν χωριστά το ένα από το άλλο.25 Η Αριστοτελική έννοια της ύλης και το ζεύγος ύλης και μορφής αποτελούν προϋποθέσεις για την ερμηνεία του φαινομένου της γενέσεως καθώς και της μεταβολής γενικότερα.26 Όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης στα Μετὰ τὰ Φυσικά, ύλη δεν έχει κάθε ον, αλλά μόνο όσα υπόκεινται σε γένεση και μεταβολή ei¹j aÃllhla. Από την άλλη πλευρά, όσα υπάρχουν ή όχι, ανεξάρτητα από μια τέτοια μεταβολή, αυτά δεν έχουν ύλη.27 24
όπως ακριβώς η μητέρα δέχεται το σπέρμα, το φυλάσσει και τελεσφορεί, έτσι
ακριβώς και η ύλη δέχεται τα είδη, τα φυλάσσει και διαθέτοντας τον εαυτό της ως υπόβαθρο στο είδος, οδηγεί τη μεταβολή στην ολοκλήρωση και στη γένεση της τέλειας παρουσίας. 25
Πρβλ. David W. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου, (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.,
1993), σ. 100. 26
Ο Φιλόπονος σημειώνει πως υποκείμενο κάθε γενέσεως και μεταβολής είναι η ύλη
(“oÀti a)na/gkh eiånai¿ ti oÁ me/llei th\n ge/nesin a)nade/casqai: tou=to d' h( uÀlh”
, εἰς
τὰ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 16.154.10 -11). 27
“ou)de\ panto\j uÀlh eÃstin a)ll' oÀswn ge/nesij eÃsti kaiì metabolh\ ei¹j aÃllhla:
oÀsa d' aÃneu tou= metaba/llein eÃstin hÄ mh/, ou)k eÃsti tou/twn uÀlh” (Μετὰ τὰ
Φυσικά 1044b27-29).
124
Ο Σταγειρίτης αναφερόμενος στο ζήτημα της ύλης σημειώνει χαρακτηριστικά στο Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς πως η ύλη, είναι κυρίως το υποκείμενο που επιδέχεται γένεση και φθορά, κατά κάποιο δε τρόπο είναι το υποκείμενο και για τις άλλες μεταβολές, διότι όλα τα υποκείμενα είναι δεκτικά κάποιων εναντιώσεων.28 Ο Φιλόπονος θα σημειώσει πως στο παραπάνω χωρίο μπορούμε να επισημάνουμε την “a)kribh= do/can” του Αριστοτέλη σχετικά με το “th=j uÀlhj
shmainόmenoν.” Σύμφωνα με τον Φιλόπονο, η θέση του
Σταγειρίτη είναι πως ύλη λέγεται κυρίως το υποκείμενο στην κατ’ ουσίαν και στην κυρίως γένεση και φθορά, ύλη, όμως, είναι και κάθε υποκείμενο, το οποίο υπόκειται σε ο,τιδήποτε μεταβάλλεται. Όπως μετέχουν του γίγνεσθαι όλα τα μεταβαλλόμενα, έτσι μετέχουν και της ύλης, διότι αυτό που είναι επιδεκτικό κάποιων εναντίων είναι ύλη εκείνου (δηλαδή του μεταβαλλόμενου). Άρα και η kat' e)ne/rgeian ουσία και η αισθητή, είναι ύλη της ἀλλοιώσεως και της αὐξήσεως και φθορᾶς.29
“ ¹Estiì de\ uÀlh ma/lista me\n kaiì kuri¿wj to\ u(pokei¿menon gene/sewj kaiì
28
fqora=j dektiko/n, tro/pon de/ tina kaiì to\ taiÍj aÃllaij metabolaiÍj, oÀti pa/nta dektika\ ta\ u(pokei¿mena e)nantiw¯sew¯n tinwn” (Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 320a2-
5). 29
“
¹Entau=qa
th\n
a)kribh=
do/can
¹Aristote/louj
eÃxeij
periì
tou=
th=j
uÀlhj
shmainome/nou. kuri¿wj me\n ga/r, fhsi¿n, uÀlh le/getai to\ tv= ou)si¿# u(pokei¿menon kaiì tv= kuri¿wj gene/sei kaiì fqor#=, hÃdh de\ kaiì pa=n uÀlh e)stiìn e)kei¿nou %Òtini ei¹j metabolh\n u(po/keitai. w¨j ga\r tou= gi¿nesqai mete/xei pa/nta ta\ metaba/llonta, ouÀtwj kaiì uÀlhj: to\ ga\r e)nanti¿wn tinw½n e)pidektiko\n uÀlh e)kei¿nou. tau/tv aÃra kaiì h( kat' e)ne/rgeian ou)si¿a kaiì h( ai¹sqhth/, uÀlh e)stiìn a)lloiw¯sewj kaiì au)ch/sewj kaiì fqora=j, wÐsper proei¿rhtai” (Σχόλια στο Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς
14,2.69,19-70,3).
125
Η ύλη, λοιπόν, όπως σημειώνεται και στο παραπάνω απόσπασμα, είναι δεκτική των εναντίων. Είναι κοινή και μια για όλα τα σώματα και τις φυσικές εναντιώσεις. ¸HmeiÍj de\ fame\n me\n eiånai¿ tina uÀlhn tw½n swma/twn tw½n ai¹sqhtw½n,
a)lla\
tau/thn
ou)
xwristh\n
a)ll'
a)eiì
met'
e)nantiw¯sewj, e)c hÂj gi¿netai ta\ kalou/mena stoixeiÍa. Diw¯ristai de\ periì au)tw½n e)n e(te/roij a)kribe/steron. Ou) mh\n a)ll' e)peidh\ kaiì to\n tro/pon tou=to/n e)stin e)k th=j uÀlhj ta\ sw¯mata ta\ prw½ta, dioriste/on kaiì periì tou/twn, a)rxh\n me\n kaiì prw¯thn oi¹ome/noij eiånai th\n uÀlhn th\n a)xw¯riston me/n, u(pokeime/nhn de\ toiÍj e)nanti¿oij: ouÃte ga\r to\ qermo\n uÀlh t%½ yuxr%½ ouÃte tou=to t%½ qerm%½, a)lla\ to\ u(pokei¿menon a)mfoiÍn.
(Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 329a24-34)
Επίσης, ¸Upa/rcei aÃra t%½ a)e/ri tou=to, kaiì eÃstai o( a)h\r yuxro/n ti. àWste a)du/naton to\ pu=r a)e/ra qermo\n eiånai: aÀma ga\r to\ au)to\ qermo\n kaiì yuxro\n eÃstai.
ãAllo ti aÃr' a)mfo/tera to\ au)to\
eÃstai, kaiì aÃllh tij uÀlh koinh/.
(Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς Β332a15-18)
Ο Αριστοτέλης πιστεύει λοιπόν, όπως είδαμε ήδη στο τρίτο κεφάλαιο, ότι τα τέσσερα στοιχεία: αέρας, φωτιά, γη και νερό, μπορούν να αλλάζουν και να μετασχηματίζονται, να περνούν από το ένα στο άλλο. Επειδή ωστόσο δεν μπορούμε να βρούμε άλλη ύλη πιο πρωταρχική από τα τέσσερα αυτά στοιχεία παρουσιάζεται το πρόβλημα τι αποτελεί τη βάση του μετασχηματισμού των τεσσάρων στοιχείων, ποιο είναι, με άλλα λόγια, το υποκείμενο πάνω στο οποίο δρούν τα ενάντια αλλά και με ποιο
126
τρόπο τα ενάντια προκαλούν την αλλαγή και το γίγνεσθαι στο φυσικό κόσμο. O Αριστοτέλης δίνει απάντηση στα προβλήματα αυτά αναπτύσσοντας την θεωρία της εναντιότητας, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε σε αρκετές περιπτώσεις, θεωρούμε όμως ότι είναι ανάγκη να την δούμε τώρα πιο αναλυτικά στο κεφάλαιο που ακολουθεί, και την οποία θα πρέπει, όπως έχει ήδη φανεί, να συμπληρώσουμε με τη θεωρία της πρώτης ύλης, την οποία θα δούμε επίσης πιο αναλυτικά στο μεθεπόμενο κεφάλαιο.
127
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΤΗΤΑ
1. Τα ἐναντία ως αναγκαίες προϋποθέσεις κάθε κίνησης ή μεταβολής Όπως έχει ήδη επισημανθεί, κίνησις είναι η μετάβαση από μια κατάσταση στην εναντία αυτής. Συνεπώς, για τη μελέτη και την ερμηνεία της κινήσεως, είναι απαραίτητο να εξεταστεί η έννοια των εναντίων, καθώς η τελευταία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια της κινήσεως. Στο πλαίσιο αυτό θα διερευνήσουμε ειδικότερα το θέμα της σημασίας των εναντίων στην περιοχή της κατ’ οὐσίαν μεταβολής καθώς και τα ενάντια των άλλων γενών του όντος (ποιόν, ποσόν, προς τι). Θα εξετάσουμε, επίσης, το εξαιρετικά ενδιαφέρον πρόβλημα των πρώτων εναντίων ως αρχών της διαδικασίας της μεταβολής και θα υποστηρίξουμε την άποψη, την οποία ήδη εν συντομία παρουσιάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ότι ο Σταγειρίτης φιλόσοφος δίνει μια λύση με την εισαγωγή ενός τρίτου παράγοντα, ενός υποκειμένου το οποίο μεταβάλλεται και συνδέει κατά κάποιο τρόπο τα δύο ενάντια, δηλαδή την πρώτη ύλη. Oi¸ me\n ga\r pleiÍstoi tou=to/ ge o(monohtikw½j le/gousin, w¨j to\ me\n oÀmoion u(po\ tou= o(moi¿ou pa=n a)paqe/j e)sti dia\ to\ mhde\n ma=llon poihtiko\n hÄ paqhtiko\n eiånai qa/teron qate/rou. pa/nta ga\r o(moi¿wj u(pa/rxein tau)ta\ toiÍj o(moi¿oij, ta\ d' a)no/moia kaiì ta\ dia/fora poieiÍn kaiì pa/sxein ei¹j aÃllhla pe/fuken.
(Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 323b3-8)
128
Όπως είδαμε, ο Αριστοτέλης σημειώνει πως τα ενάντια είναι αναγκαία σε κάθε μεταβολή καθώς είναι από τη φύση καθορισμένο να μην πάσχει το τυχόν υπό του τυχόντος, ούτε να ποιεί το τυχόν εις τυχόν και επίσης ούτε γίνεται το τυχόν υπό του τυχόντος, ούτε φθείρεται το τυχόν εις το τυχόν. Aiãtion de\ th=j e)nantiologi¿aj oÀti de/on oÀlon ti qewrh=sai me/roj ti tugxa/nousi le/gontej e(ka/teroi: to/ te ga\r oÀmoion kaiì to\ pa/ntv pa/ntwj a)dia/foron euÃlogon mh\ pa/sxein u(po\ tou= o(moi¿ou mhqe/n: ti¿ ga\r ma=llon qa/teron eÃstai poihtiko\n hÄ qa/teron; eiã te u(po\ tou= o(moi¿ou ti pa/sxein dunato/n, kaiì au)to\ u(f' au(tou=: kai¿toi tou/twn ouÀtwj e)xo/ntwn ou)de\n aÄn eiãh ouÃte aÃfqarton
ouÃte
a)ki¿nhton,
eiãper
to\
oÀmoion
vÂ
oÀmoion
poihtiko/n: au)to\ ga\r au(to\ kinh/sei pa=n, to/ te pantelw½j eÀteron kaiì to\ mhqamv= tau)to\n w¨sau/twj: ou)de\n ga\r aÄn pa/qoi leuko/thj u(po\ grammh=j hÄ grammh\ u(po\ leuko/thtoj, plh\n ei¹ mh/ pou kata\ sumbebhko/j, oiâon ei¹ sumbe/bhke leukh\n hÄ me/lainan eiånai th\n grammh/n: ou)k e)ci¿sthsi ga\r aÃllhla th=j fu/sewj oÀsa mh/t' e)nanti¿a mh/t' e)c e)nanti¿wn e)sti¿n.
(Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 323b17-29)
Αντίθετα, καθετί που γίνεται πρέπει να γίνεται ή ξεκινώντας από τα ενάντια ή καταλήγοντας στα ενάντια και στα ενδιάμεσά τους και το ίδιο ακριβώς πρέπει να ισχύει και για καθετί που φθείρεται, πρέπει, δηλαδή, να φθείρεται ή ξεκινώντας από τα ενάντια ή καταλήγοντας σε αυτά και τα ενδιάμεσά τους. Τα ενδιάμεσα με τη σειρά τους αποτελούνται και αυτά από ενάντια. Για παράδειγμα, τα ενδιάμεσα χρώματα είναι συνθέσεις του λευκού και του μελανού. Έτσι, ο σταγειρίτης καταλήγει στο συμπέρασμα πως όλα τα πράγματα που έχουν φυσική γένεση πρέπει να είναι ή ενάντια ή συνθέσεις εναντίων. “aÀpan aÄn gi¿gnoito to\
129
gigno/menon kaiì fqei¿roito to\ fqeiro/menon hÄ e)c e)nanti¿wn hÄ ei¹j e)nanti¿a kaiì ta\ tou/twn metacu/.” Φυσ. 188b21-23 και “wÐste pa/nt' aÄn eiãh ta\ fu/sei gigno/mena hÄ e)nanti¿a hÄ e)c e)nanti¿wn.” Φυσ. 188b25. “Η
μη κατά συμβεβηκός μεταβολή δεν παρουσιάζεται παντού, αλλά μέσα στην περιοχή των εναντίων και των μεταξύ και στην περιοχή της αντίφασης”. 1 Για κάθε, λοιπόν, είδος μεταβολής, (γένεση και φθορά, αλλοίωση, αύξηση και φθίση, και φορά), τα ενάντια αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση. Πρωταρχική, όμως, είναι η σημασία των εναντίων στην περιοχή της κατ’ οὐσίαν μεταβολής, παρά τη δυσκολία που δημιουργείται από τη θέση του φιλοσόφου πως οι ουσίες δεν έχουν ενάντια: “Δεν υπάρχει ον που να είναι ενάντιο προς την ουσία”, αναφέρει χαρακτηριστικά στα Φυσικά2. Επίσης στις Κατηγορίες ¸Upa/rxei de\ taiÍj ou)si¿aij kaiì to\ mhde\n au)taiÍj e)nanti¿on eiånai. tv= ga\r prw¯tv ou)si¿# ti¿ aÄn eiãh e)nanti¿on; Oiâon t%½ tiniì a)nqrw¯p% ou)de/n e)stin e)nanti¿on, ou)de/ ge t%½ a)nqrw¯p% hÄ t%½ z%¯% ou)de/n e)stin e)nanti¿on.
(Κατ. 3b24-27) Οι παραπάνω απόψεις του φιλοσόφου δεν έρχονται σε αντίθεση με τη βασική του θέση για τη σημασία των εναντίων σε κάθε μεταβολή, συμπεριλαμβανομένης και της γενέσεως και φθοράς. Καθετί που γίνεται πρέπει να γίνεται ή ξεκινώντας από τα ενάντια ή καταλήγοντας σ’ αυτά 1
Επίσης “h( de\ mh\ kata\ sumbebhko\j ou)k e)n aÀpasin, a)ll' e)n toiÍj e)nanti¿oij kaiì
toiÍj metacu\ kaiì e)n a)ntifa/sei…” (Φυσ. 224b28-30). 2
“Kat' ou)si¿an d' ou)k eÃstin ki¿nhsij dia\ to\ mhde\n eiånai ou)si¿# tw½n oÃntwn
e)nanti¿on” (Φυσ. 225b10-11).
130
και τα ενδιάμεσά τους και το ίδιο ισχύει και για καθετί που φθείρεται. Έτσι, η θεωρία των εναντίων ισχύει και για την κατ’ ουσίαν μεταβολή εφόσον, για παράδειγμα, σε κάθε είδος φυτού ή ζώου υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό χ και ένα ενάντιο ψ, τέτοιο που ένα μέλος αυτού του είδους γεννιέται στην περίπτωση που κάποια ύλη μεταβληθεί από το ψ στο χ και φθείρεται στην περίπτωση που ένα υποκείμενο μεταβληθεί από το χ στο ψ3. Το χ θα μπορούσε να αποτελεί ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάποιου είδους ενώ το ψ τη στέρησή του. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε πως η ύπαρξη ενός εναντίου είναι ταυτόχρονα η στέρηση του άλλου. Επομένως σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι αρκετό το ένα από τα ενάντια να παράγει τη μεταβολή με την απουσία ή την παρουσία του.4 Την άποψη πως η αρχή της εναντιότητας βρίσκει εφαρμογή και στην περίπτωση της κατ’ ουσίαν μεταβολής υποστηρίζει η M. L. Gill επισημαίνοντας πως στη γένεση και τη φθορά των υποσελήνιων απλών σωμάτων
(γη,
νερό,
αέρας,
φωτιά)
και
των
σύνθετων
(συμπεριλαμβανομένων του σπέρματος, του αίματος, της σάρκας και των οστών) τα ενάντια παίζουν καθοριστικό ρόλο.5 Οι ζωντανοί οργανισμοί είναι ουσίες και η γένεσή τους προϋποθέτει τη γένεση και τη φθορά με αφετηρία ή κατάληξη τα ενάντια.
3
James Bogen, “Change and Contrariety in Aristotle,” στο Phronesis Vol. XXXVII/1
(1992):1-21, σ.16. 4
“i¸kano\n ga\r eÃstai to\ eÀteron tw½n e)nanti¿wn poieiÍn tv= a)pousi¿# kaiì parousi¿#
th\n metabolh/n”, επίσης
“mi¿a me\n ouÅn a)rxh\ auÀth, ou)x ouÀtw mi¿a ouÅsa ou)de\ ouÀtwj oÄn w¨j to\ to/de ti, mi¿a de\ hÂj o( lo/goj, eÃti de\ to\ e)nanti¿on tou/t%, h( ste/rhsij” (Φυσ. 191a12-14). 5
M. L. Gill, Aristotle on Substance: The Paradox of Unity, (Princeton: Princeton
University Press, 1989), σσ. 46-67.
131
Εξίσου, όμως, σημαντική είναι παρουσία των εναντίων και στα άλλα είδη μεταβολής, (αλλοίωση, αύξηση και φθίση, και φορά), όπου τα ενάντια αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση. Πιο συγκεκριμένα, ο Σταγειρίτης χρησιμοποιεί χαρακτηριστικά, όπως ήδη αναφέραμε στο πέμπτο κεφάλαιο, το παράδειγμα του χρώματος και το παράδειγμα του μουσικού και άμουσου ανθρώπου6. Δεν θα ήταν δυνατόν να παραχθεί το λευκό από το μουσικό, αν το μουσικό δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να παρουσιαστεί στο μη λευκό ή στο μελανό. Το λευκό γίνεται από το μη λευκό, το οποίο δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε, αλλά θα είναι ή μελανό ή κάποιο από τις ενδιάμεσες αποχρώσεις. Όταν, λοιπόν, κάτι λευκό αλλάζει αναφορικά με το χρώμα του, θα γίνει είτε μελανό είτε κάποιο άλλο χρώμα το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο μελανό και στο άσπρο. Δεν μπορεί να γίνει από λευκό μουσικό ή πικρό παρά μόνο κατά συμβεβηκός. Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση που κάτι το οποίο χάνει το χρώμα του γίνει κατά συμβεβηκός πικρό, θα πρέπει, αν έχει απωλέσει, για παράδειγμα, το λευκό του χρώμα, να αποκτήσει ένα νέο χρώμα, σύμφωνα με την αρχή της εναντιότητας. Η μη κατά συμβεβηκός αλλαγή αναφορικά με την ποιότητα του χρώματος περιλαμβάνει τη στέρηση ενός χρώματος και την απόκτηση ενός άλλου, το οποίο θα βρίσκεται κάπου μεταξύ των δύο εναντίων, του λευκού δηλαδή και του μελανού χρώματος, θα ανήκει, με άλλα λόγια, σε κάποιο
6
“pw½j ga\r aÄn ge/noito leuko\n e)k mousikou=, plh\n ei¹ mh\ sumbebhko\j eiãh t%½ mh\
leuk%½ hÄ t%½ me/lani to\ mousiko/n; a)lla\ leuko\n me\n gi¿gnetai e)c ou) leukou=, kaiì tou/tou ou)k e)k panto\j a)ll' e)k me/lanoj hÄ tw½n metacu/, kaiì mousiko\n ou)k e)k mousikou=, plh\n ou)k e)k panto\j a)ll' e)c a)mou/sou hÄ eiã ti au)tw½n e)sti metacu/”
(Φυσ. 188a35-188b2).
132
από τα ενδιάμεσα χρώματα, καθώς από το λευκό ως το ενάντιό του το μελανό έχουμε διαβάθμιση πολλών χρωμάτων.7 Σχετικά με την παραπάνω επισήμανση ο Bogen στο άρθρο του Change and Contrariety in Aristotle8 δέχεται την ύπαρξη της διαβάθμισης μεταξύ των εναντίων για ορισμένες αλλαγές της κατηγορίας της ποιότητας, όπως για παράδειγμα αυτή του χρώματος, αλλά υποστηρίζει πως, εφόσον ο Αριστοτέλης όταν χρησιμοποιεί το παράδειγμα του μουσικού και του άμουσου ανθρώπου δεν κάνει λόγο για ενδιάμεσα εναντίων, ίσως θα πρέπει να δεχτούμε πως υπάρχουν εναντιότητες, (όπως άρρωστος – υγιής, ή μονός – ζυγός), οι οποίες δεν έχουν ενδιάμεσα στάδια. Το αριστοτελικό κείμενο (Φυσικά 188b1-2) θα επέτρεπε ενδεχομένως μια τέτοιου είδους ερμηνεία καθώς ο σταγειρίτης αναφέρει χαρακτηριστικά πως το μουσικό παράγεται από το άμουσο ή από κάποιο ενδιάμεσο, αν τυχόν υπάρχει ένα τέτοιο μεταξύ τους, ενώ στο παράδειγμα του χρώματος το λευκό παράγεται από το μη λευκό, το οποίο είναι ή μελανό ή κάποια ενδιάμεση απόχρωση.9 Ένα ακόμη ερώτημα που θα μπορούσε να γεννηθεί με βάση το παραπάνω χωρίο είναι γιατί το μελανό και όχι κάποιο άλλο χρώμα αποτελεί το ενάντιο του λευκού. Ο Αριστοτέλης δίνει απάντηση στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ σημειώνοντας πως ενάντιο είναι αυτό που έχει μέσα σ’ 7
James Bogen, “Change and Contrariety in Aristotle,” στο Phronesis Vol. XXXVII/1
(1992):1-21, σ. 3. Επίσης, James Bogen, “Aristotelian Contrariety,” Topoi 10, March 1991, σσ. 67-78. 8
James Bogen, “Change and Contrariety in Aristotle,” στο Phronesis Vol. XXXVII/1
(1992):1-21, σ. 4-5. 9
Επίσης “ou)de\ dh\ fqei¿retai ei¹j to\ tuxo\n prw½ton, oiâon to\ leuko\n ou)k ei¹j to\
mousiko/n, plh\n ei¹ mh/ pote kata\ sumbebhko/j, a)ll' ei¹j to\ mh\ leuko/n, kaiì ou)k ei¹j to\ tuxo\n a)ll' ei¹j to\ me/lan hÄ to\ metacu/: w¨j d' auÃtwj kaiì to\ mousiko\n ei¹j to\ mh\ mousiko/n, kaiì tou=to ou)k ei¹j to\ tuxo\n a)ll' ei¹j to\ aÃmouson hÄ eiã ti au)tw½n e)sti metacu/” (Φυσ. 188b3-8).
133
ένα γένος τη μέγιστη διαφορά. “ ¹Epeiì de\ diafe/rein e)nde/xetai a)llh/lwn ta\ diafe/ronta pleiÍon kaiì eÃlatton, eÃsti tij kaiì megi¿sth diafora/, kaiì tau/thn le/gw e)nanti¿wsin” (Μετ. 1055a3-5). Επομένως,
το μελανό και όχι κάποιο άλλο χρώμα είναι το ενάντιο του λευκού καθώς κανένα άλλο χρώμα δεν διαφέρει του λευκού περισσότερο από το μελανό. Αντίστοιχα, το ψυχρό είναι το ενάντιο του θερμού καθώς καμία θερμοκρασία δεν διαφέρει περισσότερο του θερμού από ό,τι το ψυχρό και το πικρό είναι το ενάντιο του γλυκού καθώς ανάμεσά τους υπάρχει η μέγιστη διαφορά.10 Εξίσου σημαντική είναι η επισήμανση του φιλοσόφου πως το λευκό μπορεί να έχει μόνο ένα ενάντιο παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις μεταξύ του λευκού και του μελανού. Κάθε κατηγόρημα μπορεί να έχει μόνο ένα ενάντιο, το οποίο θα αποτελεί την τελεία στέρηση του είδους και θα διαφέρει περισσότερο από κάθε ενδιάμεσο που τυχόν υπάρχει. oÀti me\n ouÅn h( e)nantio/thj e)stiì diafora\ te/leioj, e)k tou/twn dh=lon: pollaxw½j de\ legome/nwn tw½n e)nanti¿wn, a)kolouqh/sei to\ telei¿wj ouÀtwj w¨j aÄn kaiì to\ e)nanti¿oij eiånai u(pa/rxv au)toiÍj. tou/twn de\ oÃntwn fanero\n oÀti ou)k e)nde/xetai e(niì plei¿w e)nanti¿a eiånai (ouÃte ga\r tou= e)sxa/tou e)sxatw¯teron eiãh aÃn ti, ouÃte tou= e(no\j diasth/matoj plei¿w duoiÍn eÃsxaτα), oÀlwj te ei¹ eÃstin h( e)nantio/thj diafora/, h( de\ diafora\ duoiÍn, wÐste kaiì h( te/leioj.
(Μετ.1055a16-23) Το μελανό είναι η στέρηση του λευκού, όπως ακριβώς το σκότος είναι η στέρηση του φωτός.
10
James Bogen, ό.π., σ. 8.
134
a)lla\ mh\n eÃn ge xrw¯masi¿n e)sti to\ eÁn xrw½ma, oiâon to\ leuko/n, eiåta ta\ aÃlla e)k tou/tou kaiì tou= me/lanoj fai¿netai gigno/mena, to\ de\ me/lan ste/rhsij leukou= wÐsper kaiì fwto\j sko/toj [tou=to d' e)stiì ste/rhsij fwto/j]… (Μετ.
1053b28-32)
Η σημασία, όμως, και η πρωταρχικότητα των εναντίων δεν περιορίζεται μόνο στην μεταβολή κατὰ τὸ ποιὸν. Κάθε μεταβολή, υποστηρίζει ο Αριστοτέλης στα Φυσικά, έχει ως αφετηρία της το μεταξύ, το οποίο έχει την ιδιότητα να είναι ενάντιο τόσο προς το ένα όσο και προς το άλλο άκρο της εναντίωσης. Το μεταξύ ταυτίζεται κατά κάποιο τρόπο με τα άκρα. Γι’ αυτό χαρακτηρίζεται από την άποψη της σχέσης του με τα άκρα ως ενάντιο, και τα άκρα από την άποψη της σχέσης τους με το μεταξύ πάλι ως ενάντια. Τα παραδείγματα που αναφέρονται αφορούν τόσο την ποιοτική μεταβολή (το φαιό χρώμα είναι λευκό αν συγκριθεί με το μελανό, και μελανό αν συγκριθεί με το λευκό), όσο και την κατὰ τόπον μεταβολή (ο μέσος τόνος είναι βαρύς, αν συγκριθεί με τον οξύτατο τόνο, και οξύς αν συγκριθεί με τον χαμηλότατο). e)k de\ tou= metacu\ metaba/llei: xrh=tai ga\r au)t%½ w¨j e)nanti¿% oÃnti pro\j e(ka/teron: eÃsti ga/r pwj to\ metacu\ ta\ aÃkra. dio\ kaiì tou=to pro\j e)keiÍna ka)keiÍna pro\j tou=to le/getai¿ pwj e)nanti¿a, oiâon h( me/sh o)ceiÍa pro\j th\n u(pa/thn kaiì bareiÍa pro\j th\n nhth/n, kaiì to\ faio\n leuko\n pro\j to\ me/lan kaiì me/lan pro\j to\ leuko/n.
(Φυσ. 224b30-35) Εκτός από την κατὰ τὸ ποιὸν και την κατὰ τόπον μεταβολή, εναντίωση υπάρχει επίσης και στην ποσοτική μεταβολή, την αύξηση, δηλαδή, και τη φθίση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αριστοτέλης:
135
“kata\ to\ poio\n kaiì to\ poso\n kaiì to\ pou\ ki¿nhsin eiånai mo/non: e)n e(ka/st% ga\r eÃsti tou/twn e)nantίwsij” (Φυσ. 226a24-26). Αυτό που
γεννά ερωτηματικά είναι το γεγονός ότι ενώ στα Φυσικά ο φιλόσοφος σημειώνει πως σε κάθε μια από τις κατηγορίες (kata\ to\ poio\n, to\ poὺ και to\ poso\n) υπάρχει εναντίωση, στις Κατηγορίες αναφέρει πως το ποσό δεν έχει ενάντιο. Στην περίπτωση των καθορισμένων ποσοτήτων που έχουν συγκεκριμένα όρια δεν υπάρχει ενάντιο. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει ενάντιο στα δύο ή στα τρία μέτρα.11 ãΕti
t%½
pos%½
ou)de/n
e)stin
e)nanti¿on, (ἐpiì
me\n
ga\r
tw½n
a)fwrisme/nwn fanero\n oÀti ou)de/n e)stin e)nanti¿on, oiâon t%½ diph/xei hÄ triph/xei hÄ tv= e)pifanei¿# hÄ tw½n toiou/twn tini¿, ®ou)de\n ga/r e)stin e)nanti¿ον) ei¹ mh\ to\ polu\ t%½ o)li¿g% fai¿h tij eiånai e)nanti¿on hÄ to\ me/ga t%½ mikr%½.12
(Κατ. 5b11-15) Μια πρώτη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα ήταν το ότι ο σταγειρίτης περιορίζει τη θέση του, για την μη ύπαρξη εναντίου στο ποσό, σ’ εκείνες τις ποσότητες που είναι καθορισμένες και έχουν συγκεκριμένα όρια (για παράδειγμα, μήκος τριών μέτρων). Σύμφωνα με τον Bogen13 ο λόγος που ο Αριστοτέλης εισάγει αυτόν τον περιορισμό είναι ότι οι συγκεκριμένες ποσότητες δίνονται με αριθμούς. “Για κάθε, όμως, δύο αριθμούς, β και γ, όπου γ > β, όση διαφορά και αν υπάρχει 11
Βλ. James Bogen, ο.π., σσ. 5 και 16-19.
12
Επίσης, “tou/twn de\ ou)de/n e)sti poso\n a)lla\ tw½n pro/j ti: ou)de\n ga\r au)to\ kaq'
au(to\ me/ga le/getai hÄ mikro/n, a)lla\ pro\j eÀteron a)nafe/retai, oiâon oÃroj me\n mikro\n le/getai, ke/gxroj de\ mega/lh t%½ th\n me\n tw½n o(mogenw½n meiÍzon eiånai, to\ de\ eÃlatton tw½n o(mogenw½n: ou)kou=n pro\j eÀteron h( a)nafora/, e)peiì eiãge kaq' au(to\ mikro\n hÄ me/ga e)le/geto…” (Κατ. 5b16-21). 13
Βλ. James Bogen, ό.π. σσ. 5 και 16-19.
136
ανάμεσά τους και όσο μεγαλύτερος κι αν είναι ο γ από τον β, μπορούμε πάντα να παράγουμε έναν άλλο αριθμό, για παράδειγμα τον δ, ο οποίος θα είναι μεγαλύτερος από τον γ. Ο δ θα διαφέρει από τον β περισσότερο από τον γ”14 Επειδή αυτό μπορεί να ισχύει για κάθε γ, δεν μπορεί κανένας αριθμός να έχει τη μέγιστη διαφορά από τον β, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο β δεν έχει ενάντιο. Επομένως, από τη στιγμή που κανένας αριθμός δεν μπορεί να έχει ενάντιο, δεν μπορεί και η συγκεκριμένη ποσότητα, για παράδειγμα τα δύο μέτρα ύψος, να έχει ενάντιο. Ωστόσο, δεν θα αποτελούσε σφάλμα να ισχυριστεί κανείς πως η θεωρία της εναντιότητας βρίσκει εφαρμογή και σ’ αυτήν την περίπτωση της ποσοτικής αλλαγής. Αν και τα 2 μέτρα, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν έχουν ενάντιο, θα μπορούσε κάτω από κάποιες προϋποθέσεις τα 5 μέτρα, για παράδειγμα, να είναι το ενάντιο του 2 μέτρα. Δύο ποσά θα μπορούσαν να είναι ενάντια στην περίπτωση που
αποτελούν το
μικρότερο και το μεγαλύτερο σε ό,τι αφορά την κατηγορία της ποσότητας για κάποιο συγκεκριμένο είδος. Ακόμη, ο Αριστοτέλης αναφέρει στα Φυσικά, πως η σχετική με το ποσό κίνηση δεν έχει όνομα που να δείχνει και τους δύο ενάντιους όρους, αλλά ανάλογα με τον καθένα από τους δύο ενάντιους όρους, ονομάζεται αύξηση ή φθίση. Επομένως, η ύπαρξη των εναντίων όχι μόνο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά είναι και άμεσα συνδεδεμένη με την ονομασία που δίνεται από το φιλόσοφο. Χωρίς την ύπαρξη των δύο αυτών εναντίων δεν θα μπορούσαμε να έχουμε αλλαγές kata\ to\ ποσόν. Αύξηση, όπως σημειώθηκε στην ανάλυση των ειδών της μεταβολής, είναι η κίνηση που έχει για τέρμα της το τέλειο μέγεθος και φθίση είναι η ενάντια κατεύθυνση: “h( de\ kata\ to\ poso\n to\ me\n koino\n a)nw¯numoj, kaq' e(ka/teron d' auÃchsij kaiì fqi¿sij, h( me\n ei¹j to\ te/leion me/geqoj
14
Ό.π., σ. 17.
137
auÃchsij, h( d' e)k tou/tou fqi¿sij” (Φυσ. 226a29-32). Η αύξηση, λοιπόν,
είναι η κίνηση προς το μεγαλύτερο μέγεθος που μπορεί να υπάρξει για το είδος στο οποίο ανήκει το κινούμενο, ενώ η φθίση είναι η κίνηση προς το μικρότερο δυνατό μέγεθος. Καθίσταται φανερό από την ανάλυση που προηγήθηκε πως καθένα από τα είδη της μεταβολής είναι άμεσα συνδεδεμένο με τα ενάντια και η θεωρία της εναντιότητας βρίσκει εφαρμογή στην ποιοτική, την ποσοτική, την τοπική αλλαγή καθώς και στην κατηγορία της ουσίας. Τα πρώτα μάλιστα ενάντια θα μπορούσαν κατά τον Αριστοτέλη να θεωρηθούν αρχές κίνησης ή μεταβολής.
2. Τα ἐναντία ως αρχές Τα ενάντια είναι, κατά τον Αριστοτέλη, αρχές των όντων. Ο Σταγειρίτης δεν είναι ο μόνος που ενστερνίζεται την άποψη αυτή. Όπως ο ίδιος σημειώνει, και προγενέστεροι φιλόσοφοι βάζουν κατά κάποιο τρόπο τα ενάντια ως αρχές, με τη διαφορά ότι δεν συμφωνούν στο βαθμό της πρωταρχικότητάς τους και τις θεωρούν άλλοι ως αισθητές και άλλοι ως νοητές. “Για παράδειγμα, ο Παρμενίδης βάζει ως αρχές το θερμό και το ψυχρό, και τα ονομάζει πυρ και γη, ενώ ο Δημόκριτος βάζει ως αρχές το πλήρες και το κενό, θεωρώντας το πρώτο ως όν και το δεύτερο ως μη όν, επίσης τους δίνει διαφορές κατά το σχήμα, τη θέση και την τάξη˙ και αυτές όμως είναι γένη εναντιοτήτων”.15 Η αντίληψη πως τα ενάντια είναι 15
“Pa/ntej dh\ ta)nanti¿a a)rxa\j poiou=sin oià te le/gontej oÀti eÁn to\ pa=n kaiì mh\
kinou/menon (kaiì ga\r
Parmeni¿dhj qermo\n kaiì yuxro\n a)rxa\j poieiÍ, tau=ta de\
prosagoreu/ei pu=r kaiì gh=nŸ kaiì oi¸ mano\n kaiì pukno/n, kaiì
Dhmo/kritoj to\
plh=rej kaiì keno/n, wÒn to\ me\n w¨j oÄn to\ de\ w¨j ou)k oÄn eiånai¿ fhsin: eÃti qe/sei, sxh/mati, ta/cei. tau=ta de\ ge/nh e)nanti¿wn: qe/sewj aÃnw ka/tw, pro/sqen oÃpisqen, sxh/matoj gegwniwme/non a)gw¯nion, eu)qu\ perifere/j” (Φυσ.188a19-26) και
138
αρχές είναι, κατά τον Αριστοτέλη, εύλογη καθώς πρέπει οι αρχές ούτε να βγαίνουν η μία από την άλλη, ούτε να βγαίνουν από άλλα, και από αυτές να βγαίνουν τα πάντα. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά μπορούμε να τα εντοπίσουμε στις αρχικές εναντιότητες, στα πρώτα ενάντια. Πιο συγκεκριμένα, τα πρώτα ενάντια επειδή ακριβώς είναι πρώτα δεν μπορούν να παράγονται από άλλα, και επειδή είναι ενάντια δεν μπορούν να παράγονται το ένα από το άλλο. oÀti me\n ouÅn ta)nanti¿a pwj pa/ntej poiou=si ta\j a)rxa/j, dh=lon. kaiì tou=to eu)lo/gwj: deiÍ ga\r ta\j a)rxa\j mh/te e)c a)llh/lwn eiånai mh/te e)c aÃllwn, kaiì e)k tou/twn pa/nta: toiÍj de\ e)nanti¿oij toiÍj prw¯toij u(pa/rxei tau=ta, dia\ me\n to\ prw½ta eiånai mh\ e)c aÃllwn, dia\ de\ to\ e)nanti¿a mh\ e)c a)llh/lwn. (Φυσ.
188a26-30)16
Τα πρώτα ενάντια θα μπορούσαν, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο να θεωρηθούν ως αρχές της διαδικασίας της μεταβολής. Σύμφωνα με τον J. P. Anton17 η εναντιότητα έχει τρεις βασικές
“tau/tv te dh\ w¨sau/twj le/gousi kaiì e(te/rwj, kaiì xeiÍron kaiì be/ltion, kaiì oi¸ me\n gnwrimw¯tera kata\ to\n lo/gon, wÐsper eiãrhtai pro/teron, oi¸ de\ kata\ th\n aiãsqhsin to\ me\n ga\r kaqo/lou kata\ to\n lo/gon gnw¯rimon, to\ de\ kaq' eÀkaston kata\ th\n aiãsqhsin: o( me\n ga\r lo/goj tou= kaqo/lou, h( d' aiãsqhsij tou= kata\ me/roj, oiâon to\ me\n me/ga kaiì to\ mikro\n kata\ to\n lo/gon, to\ de\ mano\n kaiì to\ pukno\n kata\ th\n aiãsqhsin” (Φυσ. 189a3-10). 16
Επίσης “me/xri me\n ouÅn e)piì tosou=ton sxedo\n sunhkolouqh/kasi kaiì tw½n
aÃllwn oi¸ pleiÍstoi, kaqa/per eiãpomen pro/teron: pa/ntej ga\r ta\ stoixeiÍa kaiì ta\j u(p' au)tw½n kaloume/naj a)rxa/j, kai¿per aÃneu lo/gou tiqe/ntej, oÀmwj ta)nanti¿a le/gousin, wÐsper u(p' au)th=j th=j a)lhqei¿aj a)nagkasqe/ntej” (Φυσ. 224b26-30). 17
John P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας, Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη, Αθήνα 2001, σσ. 37-38, 45-48. (Τίτλος πρωτοτύπου: John P. Anton, Aristotle’s Theory of Contrariety. London: Routledge and Kegan Paul Limited, 1957.)
139
εφαρμογές στην Αριστοτελική θεωρία: 1. ως αναγκαία προϋπόθεση της κατανόησης (“νοητότητας”) η εναντιότητα είναι ένας τρόπος για να αναφέρει κανείς και να περιγράψει με το λόγο τα ενάντια οριακά σημεία, τη σχέση, δηλαδή, των εναντίων ακραίων όρων, που αποτελούν την αφετηρία και το πέρας κάθε κίνησης ή μεταβολής. “Αποτελεί δηλαδή έναν τρόπο συσχέτισης εννοιών, έτσι ώστε να οριοθετηθεί το υπό εξέταση περιεχόμενο”18. 2. Δεύτερος τρόπος εφαρμογής της έννοιας της εναντιότητας είναι οι “μεταφυσικές εναντιώσεις”, οι οποίες είναι γενικές και περιεκτικές εναντιότητες που αφορούν μια ουσία και σχετίζονται με την κατ’ ουσίαν μεταβολή. Ο όρος “μεταφυσική εναντιότητα” περιλαμβάνει έναν αριθμό από γενικότατα ζεύγη εναντίων, τα οποία οριοθετούν την πορεία της μεταβολής και έχουν ως έννοιες τη μέγιστη δυνατή ευρύτητα, έτσι ώστε να υπάγονται σ’ αυτά και πολλά άλλα ειδικότερα ζεύγη εναντίων. “Η εναντιότητα είναι μια πρώτη ἀρχή για την κατανόηση μιας ουσίας, εφόσον αυτή βρίσκεται σε πορεία μεταβολής”.19 Η “πρώτη” μεταφυσική εναντιότητα είναι η εναντιότητα κατά το εἶδος και τη στέρησιν, και είναι παρούσα σε όλη την πορεία μιας ατομικής ουσίας.
Ο John P. Anton έχει παρουσιάσει ένα σημαντικό έργο για την Αριστοτελική θεωρία της εναντιότητας. Το βιβλίο του, Aristotle’s Theory of Contrariety, ένα έργο αναγνωρισμένης αξίας στη διεθνή Αριστοτελική βιβλιογραφία, το οποίο πρόσφατα μεταφράστηκε και στα Ελληνικά, διασαφηνίζει το δύσκολο ζήτημα της εναντιότητας και φωτίζει τον σημαντικό ρόλο της θεωρίας της εναντιότητας στην Αριστοτελική φιλοσοφία. Οι θέσεις και οι προτάσεις που παρουσιάζονται στο έργο αυτό μου προσέφεραν το έναυσμα και τη βάση για την πραγμάτευση του θέματος στο παρόν κεφάλαιο. 18
Ό.π., σσ. 37-38, 45-48.
19
Ό.π., σσ. 37-38, 45-48.
140
prw¯th de\ e)nanti¿wsij eÀcij kaiì ste/rhsi¿j e)stin: ou) pa=sa de\ ste/rhsij (pollaxw½j ga\r le/getai h( ste/rhsijŸ a)ll' hÀtij aÄn telei¿a vÅ. ta\ d' aÃlla e)nanti¿a kata\ tau=ta lexqh/setai, ta\ me\n t%½ eÃxein ta\ de\ t%½ poieiÍn hÄ poihtika\ eiånai ta\ de\ t%½ lh/yeij eiånai kaiì a)pobolaiì tou/twn hÄ aÃllwn e)nanti¿wn.
(Μετ. 1055a33-38) Η εναντίωση που υπάρχει στην ουσία είναι πρώτη ανάμεσα στις εναντιώσεις των άλλων γενών, καθώς η ουσία είναι το πρῶτον ανάμεσα στα άλλα γένη. Σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, όλες οι άλλες εναντιώσεις ανάγονται στο εἶδος και τη στέρησιν. ei¹ dh\ ai¸ gene/seij tv= uÀlv e)k tw½n e)nanti¿wn, gi¿gnontai de\ hÄ e)k tou= eiãdouj kaiì th=j tou= eiãdouj eÀcewj hÄ e)k sterh/sew¯j tinoj tou= eiãdouj kaiì th=j morfh=j, dh=lon oÀti h( me\n e)nanti¿wsij ste/rhsij
aÄn
eiãh
pa=sa,
h(
de\
ste/rhsij
iãswj
ou)
pa=sa
e)nantio/thj (aiãtion d' oÀti pollaxw½j e)nde/xetai e)sterh=sqai to\ e)sterhme/non): e)c wÒn ga\r ai¸ metabolaiì e)sxa/twn, e)nanti¿a tau=ta.
(Μετ. 1055b11-17) “Πάντα μέσα στο ένα γένος υπάρχει μόνο μία εναντίωση, και όλες οι εναντιώσεις φαίνονται πως ανάγονται σε μία.”20 Τα ακραία όρια της συνολικής πορείας την οποία διαγράφει μια ουσία δηλώνει η εναντιότητα της γενέσεως-φθορᾶς, ενώ μια άλλη γενική εναντιότητα είναι η εναντιότητα κατά την δύναμιν και την ἐνέργειαν. Τέλος, ο Anton ονομάζει κατηγορικές εναντιότητες τις εναντιότητες που απαντώνται στις κατηγορίες της ποιότητας, της ποσότητας και του τόπου 20
“α)eiì ga\r e)n e(niì ge/nei mi¿a e)nanti¿wsij eÃstin, pa=sai¿ te ai¸ e)nantiw¯seij
a)na/gesqai dokou=sin ei¹j mi¿an” (Φυσ.189b25-27).
141
και οριοθετούν τις ιδιαίτερες πορείες μεταβολής που λαμβάνουν χώρα ως προς τις παραπάνω κατηγορίες. 3. Ο τρίτος τρόπος εφαρμογής της έννοιας της εναντιότητας είναι τα ειδικά ενάντια τα οποία είναι τα ενάντια οριακά σημεία κάθε επιμέρους μεταβολής και οριοθετούν τις συγκεκριμένες πορείες κίνησης και μεταβολής σε ένα τόδε τι. Τα ενάντια αυτά μπορούν να διακριθούν μέσα στην περιοχή της κατὰ τὸ ποιόν, της κατὰ τὸ ποσόν, και της κατὰ τόπον μεταβολῆς. Σύμφωνα με τον Anton τα ειδικά ενάντια μας ενδιαφέρουν μόνο στο βαθμό που παραπέμπουν στα μεταφυσικά ενάντια. Η αποτυχημένη
διάκριση
ανάμεσα
στη
μεταφυσική
χρήση
της
εναντιότητας, δηλαδή στα καθόλου ενάντια και στα ειδικά ή καθέκαστα ενάντια, που αποτελούν τα δεδομένα στα οποία τα πρώτα αναφέρονται και τα γενικεύουν, οδηγεί, σύμφωνα με τον Anton, σε μια λανθασμένη ανάλυση της αριστοτελικής έννοιας της εναντιότητας. Όταν, λοιπόν, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στα πρῶτα ἐνάντια, τα οποία αποτελούν αρχές της διαδικασίας της κίνησης ή της μεταβολής, εννοεί τα γενικότατα ενάντια, τα καθόλου, δηλαδή, ενάντια στα οποία εντάσσονται όλα τα άλλα21, καθώς από τα ενάντια μερικά περιέχουν άλλα, και μερικά περιέχονται από άλλα: “ta\ me\n ga\r perie/xei, ta\ de\ perie/xetai tw½n e)nanti¿wn” (Φυσ. 189a2).
Τα ενάντια, τα οποία εμπεριέχονται από τα πρῶτα εναλλάσσονται αδιάκοπα μεταξύ τους καθώς από τα πρότερα γίνονται τα δεύτερα, όπως το γλυκό και το πικρό και το λευκό και το μελανό. Αντίθετα, αυτά που 21
“prw½ta me\n ouÅn e)nanti¿a le/gei ta\ genikw¯tata”, (Σιμπλίκιος, Σιμπλικίου
φιλοσόφου εἰς τά τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 9.182.15) και “prw½ta de\ e)nanti¿a le/gw ta\ genikw¯tata: ou)k e)c aÃllwn me\n ga/r, oÀti dh\ kaiì prw½ta:
ou)k
e)c
a)llh/lwn
de/,
oÀti
dh\
kaiì
e)nanti¿a”, (Θεμίστιος, Θεμιστίου
Παράφρασις εἰς τά τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως, 5,2.18.14-18).
142
είναι πρῶτα και είναι αρχές πρέπει να παραμένουν πάντα αμετάβλητα, σταθερά σε κάθε φύσει ὄν που υπόκειται σε μεταβολή. eÃti de\ eÃstin aÃlla aÃllwn pro/tera e)nanti¿a, kaiì gi¿gnetai eÀtera e)c a)llh/lwn, oiâon gluku\ kaiì pikro\n kaiì leuko\n kaiì me/lan, ta\j de\ a)rxa\j a)eiì deiÍ me/nein.
(Φυσ. 189a17-20) Επειδή ακριβώς τα καθόλου ενάντια μένουν πάντα, είναι δηλαδή αμετάβλητα, θεωρούνται αρχές. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο J. P. Anton22 τα ενάντια είναι κατά τον Αριστοτέλη αρχές υπό δύο έννοες. Κατά πρώτον τα ενάντια είναι φυσικά ορόσημα των ακραίων σημείων, τα οποία ορίζουν, οριοθετούν τη συγκεκριμένη κίνηση ή μεταβολή που παρουσιάζεται, που συμβαίνει σε μια ουσία. Κατά δεύτερον, τα ενάντια, ως ακραίοι όροι κάθε μεταβολής, μπορούν να γενικευτούν και να δηλώσουν στο λόγο τα γενικότατα ενάντια. Ως εκ τούτου είναι αρχές της κατανόησης, είναι δηλαδή γενικές έννοιες που χρησιμεύουν στην ανάλυση κάθε κίνησης ή μεταβολής. Καθώς τα ενάντια είναι αρχές δεν μπορούν να παραχθούν με γένεση γιατί στην περίπτωση αυτή δεν θα ήταν αρχές. Τα πρώτα ενάντια, είναι αρχές όλων των κινητών, καθώς τα φύσει όντα έχουν μέσα στα ίδια την αρχή της κινήσεως και της στάσεως, άλλα από την άποψη του τόπου, άλλα από την άποψη της αύξησης και της φθίσης και άλλα από την άποψη της αλλοίωσης. tou/twn me\n ga\r eÀkaston e)n e(aut%½ a)rxh\n eÃxei kinh/sewj kaiì sta/sewj, ta\ me\n kata\ to/pon, ta\ de\ kat' auÃchsin kaiì fqi¿sin, ta\ de\ kat' a)lloi¿wsin. 22
Ο.π., σσ.37-38.
143
(Φυσ. 192b13-15) Η ύπαρξη, λοιπόν, της μεταβολής προϋποθέτει την ύπαρξη τουλάχιστον ενός ζεύγους εναντίων.23 Ωστόσο, “ένα ζεύγος εναντίων μόνο δεν επαρκεί, αν και είναι αναγκαίο (όπως για παράδειγμα, η αραίωση και η πύκνωση, η φιλότης και το νεῖκος) για την κατανόηση μιας ουσίας ή μιας πορείας μεταβολής, γιατί καμία δεδομένη εναντιότητα καθεαυτή δεν μπορεί να συγκροτήσει ουσία ή πορεία μεταβολής. Μια εναντιότητα προϋποθέτει πάντα ένα υπόστρωμα ως το ‘χώρο’ της.”24 Κάθε πορεία μεταβολής εμπεριέχει τόσο τα δύο ενάντια γένους τα οποία δημιουργούν την πρώτη εναντιότητα, όσο και το υποκείμενο το οποίο μεταβάλλεται.25 Και το υποκείμενο και τα ενάντια είναι αρχές. Τα ενάντια μόνα δεν εξασφαλίζουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη γένεση και τη φθορά των φυσικών πραγμάτων. Δεν αρκεί μια και μόνη εναντίωση αλλά θα πρέπει να προϋπάρχει και κάτι άλλο, ένα αναγκαίο υποκείμενο, πάνω στο οποίο θα ενεργούν τα δύο αυτά ενάντια. Τα τελευταία είναι κατηγορούμενα τα οποία αποδίδονται σ’ ένα υποκείμενο και το υποκείμενο αυτό δεν υπάγεται στα ενάντια αλλά στέκεται κάτω από αυτά και παρέχει το έδαφος για να συμβεί κάθε κίνηση ή μεταβολή. 23
Βλ. W. D. Ross, Aristotle’s Physics, A revised text with introduction and
commentary, (Oxford, 1936), σ. 21. 24
J. P. Anton, ό.π., σ. 76.
25
“dio\ eÃsti me\n w¨j du/o lekte/on eiånai ta\j a)rxa/j, eÃsti d' w¨j treiÍj: kaiì eÃsti me\n
w¨j ta)nanti¿a, oiâon eiã tij le/goi to\ mousiko\n kaiì to\ aÃmouson hÄ to\ qermo\n kaiì to\ yuxro\n hÄ to\ h(rmosme/non kaiì to\ a)na/rmoston, eÃsti d' w¨j ouÃ: u(p' a)llh/lwn ga\r pa/sxein ta)nanti¿a a)du/naton. lu/etai de\ kaiì tou=to dia\ to\ aÃllo eiånai to\ u(pokei¿menon: tou=to ga\r ou)k e)nanti¿on. wÐste ouÃte plei¿ouj tw½n e)nanti¿wn ai¸ a)rxaiì tro/pon tina/, a)lla\ du/o w¨j ei¹peiÍn t%½ a)riqm%½, ouÃt' auÅ pantelw½j du/o dia\ to\ eÀteron u(pa/rxein to\ eiånai au)toiÍj, a)lla\ treiÍj: eÀteron ga\r to\ a)nqrw¯p% kaiì to\ a)mou/s% eiånai, kaiì to\ a)sxhmati¿st% kaiì xalk%½” (Φυσ. 190b29-191a3).
144
Σε κάθε γένεση υπάρχει ένα υποκείμενο που βρίσκεται από κάτω και δέχεται την μορφή. Σ’ αυτό το οποίο βρίσκεται ως υποκείμενο πρέπει να υπάρχει το ενάντιο εκείνου του είδους που του δίνει η γένεση, δηλαδή το αόριστο. Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν δύο αρχές, υποκείμενο και είδος, ή τρεις, υποκείμενο, είδος και εναντίωση ή στέρηση.26 Ο Αριστοτέλης27 σημειώνει πως οι προγενέστεροι κατέστησαν τα ενάντια ως αρχές και προσπάθησαν να δείξουν πως από τα ενάντια παράγονται τα πάντα. Στο σημείο αυτό, όμως, παρουσιάζεται μια δυσκολία. Πως είναι δυνατόν από τα ενάντια να παραχθούν όλα εκείνα τα πράγματα μέσα στα οποία υπάρχουν τα ενάντια, εφόσον τα ενάντια δεν επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο; Η δυσκολία αυτή βρίσκει τη λύση της, όπως επισημάναμε ήδη εν συντομία στο προηγούμενο κεφάλαιο, με την ύπαρξη του τρίτου παράγοντα. Πρόκειται για το υποκείμενο των δύο εναντίων το οποίο δεν βρίσκεται σε εναντιότητα με κανένα από τα δύο ενάντια και είναι διαφορετικό από αυτά. pa/ntej ga\r e)c e)nanti¿wn poiou=si pa/nta. ouÃte de\ to\ pa/nta ouÃte to\ e)c e)nanti¿wn o)rqw½j, ouÃt' e)n oÀsoij ta\ e)nanti¿a u(pa/rxei, pw½j e)k tw½n e)nanti¿wn eÃstai, ou) le/gousin: a)paqh= ga\r ta\ e)nanti¿a u(p' a)llh/lwn. h(miÍn de\ lu/etai tou=to eu)lo/gwj t%½ tri¿ton ti eiånai. oi¸ de\ to\ eÀteron tw½n e)nanti¿wn uÀlhn poiou=sin, 26
“mi¿a me\n ouÅn a)rxh\ auÀth, ou)x ouÀtw mi¿a ouÅsa ou)de\ ouÀtwj oÄn w¨j to\ to/de ti,
mi¿a de\ hÂj o( lo/goj, eÃti de\ to\ e)nanti¿on tou/t%, h( ste/rhsij. tau=ta de\ pw½j du/o kaiì pw½j plei¿w, eiãrhtai e)n toiÍj aÃnw. prw½ton me\n ouÅn e)le/xqh oÀti a)rxaiì ta)nanti¿a mo/non, uÀsteron d' oÀti a)na/gkh kaiì aÃllo ti u(pokeiÍsqai kaiì eiånai tri¿a: e)k de\ tw½n nu=n fanero\n ti¿j h( diafora\ tw½n e)nanti¿wn, kaiì pw½j eÃxousin ai¸ a)rxaiì pro\j a)llh/laj, kaiì ti¿ to\ u(pokei¿menon. po/teron de\ ou)si¿a to\ eiådoj hÄ to\ u(pokei¿menon, ouÃpw dh=lon. a)ll' oÀti ai¸ a)rxaiì treiÍj kaiì pw½j treiÍj, kaiì ti¿j o( tro/poj au)tw½n, dh=lon. po/sai me\n ouÅn kaiì ti¿nej ei¹siìn ai¸ a)rxai¿, e)k tou/twn qewrei¿sqwsan” (Φυσ. 191a12-22). 27
Επίσης, Φυσικὰ188a19.
145
wÐsper oi¸ to\ aÃnison t%½ iãs% hÄ t%½ e(niì ta\ polla/. lu/etai de\ kaiì tou=to to\n au)to\n tro/pon: h( ga\r uÀlh h( mi¿a ou)deniì e)nanti¿on.
(Μετ. 1075a28-34) Η εισαγωγή, λοιπόν, ενός τρίτου παράγοντα, μιας τρίτης αρχής συμπληρώνει τη θεωρία του Αριστοτέλη για τα ενάντια και δίνει λύση στο πρόβλημα που θα μπορούσε να δημιουργηθεί από τις θέσεις του φιλοσόφου πως, από τη μια πλευρά είναι εύλογη η αντίληψη ότι τα ενάντια είναι αρχές (Φυσ. 188a26-27), από την άλλη, όμως, τα ενάντια δεν είναι αρχές καθαυτά.28 Καθαυτό αρχή θα μπορούσε να θεωρηθεί το υποκείμενο, το οποίο παρέχει το έδαφος για να συμβεί κάθε κίνηση ή μεταβολή, παρά τα ενάντια. Το υποκείμενο αυτό παραμένει μετά από κάθε μεταβολή ενώ αντίθετα σε κάθε ζεύγος εναντίων το ένα ενάντιο υποχωρεί μόλις εμφανιστεί το άλλο και το ένα δεν έχει τη δυνατότητα να δράσει πάνω στο άλλο. Η πυκνότητα δεν έχει επίδραση πάνω στην αραιότητα καθώς και το αντίστροφο, η αραιότητα δηλαδή δεν δρα πάνω στην πυκνότητα. Το ίδιο συμβαίνει και σχετικά με οποιαδήποτε άλλη εναντιότητα. Η φιλία, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης, δεν συγκεντρώνει το νείκος και δεν παράγει τίποτε από αυτό, όπως ακριβώς και το νείκος δεν παράγει τίποτε από τη φιλία. Αντίθετα και τα δύο
28
“pro\j de\ tou/toij eÃti kaÄn to/de tij a)porh/seien, ei¹ mh/ tij e(te/ran u(poqh/sei
toiÍj e)nanti¿oij fu/sin: ou)qeno\j ga\r o(rw½men tw½n oÃntwn ou)si¿an ta)nanti¿a, th\n d' a)rxh\n ou) kaq' u(pokeime/nou deiÍ le/gesqai¿ tinoj. eÃstai ga\r a)rxh\ th=j a)rxh=j: to\ ga\r u(pokei¿menon a)rxh/, kaiì pro/teron dokeiÍ tou= kathgoroume/nou eiånai. eÃti ou)k eiånai¿ famen ou)si¿an e)nanti¿an ou)si¿#: pw½j ouÅn e)k mh\ ou)siw½n ou)si¿a aÄn eiãh; hÄ pw½j aÄn pro/teron mh\ ou)si¿a ou)si¿aj eiãh; dio/per eiã tij to/n te pro/teron a)lhqh= nomi¿seien eiånai lo/gon kaiì tou=ton, a)nagkaiÍon, ei¹ me/llei diasw¯sein a)mfote/rouj au)tou/j, u(potiqe/nai ti tri¿ton, wÐsper fasiìn oi¸ mi¿an tina\ fu/sin eiånai le/gontej to\ pa=n, oiâon uÀdwr hÄ pu=r hÄ to\ metacu\ tou/twn” (Φυσ. 189a27-b3).
146
επιδρούν σε ένα τρίτο στοιχείο το οποίο είναι διαφορετικό από τα ίδια και λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα δύο ενάντια. a)porh/seie ga\r aÃn tij pw½j hÄ h( pukno/thj th\n mano/thta poieiÍn ti pe/fuken hÄ auÀth th\n pukno/thta. o(moi¿wj de\ kaiì aÃllh o(poiaou=n e)nantio/thj: ou) ga\r h( fili¿a to\ neiÍkoj suna/gei kaiì poieiÍ ti e)c au)tou=, ou)de\ to\ neiÍkoj e)c e)kei¿nhj, a)ll' aÃmfw eÀtero/n ti tri¿ton.
(Φυσ. 189a22-26) Η θέση αυτή του Αριστοτέλη, όπως παρατηρεί ο J. P. Anton29 έρχεται ως απάντηση στη θεωρία του Εμπεδοκλή30 και δίνει μια λύση στη δυσκολία που δημιουργείται από τη θεωρία των τεσσάρων υλικών στοιχείων και των δύο ποιητικών αιτίων, της φιλότητας και του νείκους την οποία προτείνει ο Εμπεδοκλής. Η θεωρία αυτή κατά τον Σταγειρίτη δεν προσφέρει μια πειστική ερμηνεία του φαινομένου της κινήσεως ή μεταβολής, καθώς από την αρχή τα στοιχεία είναι αμιγή. Πως θα μπορούσαν τα πρώτα στοιχεία να αποτελέσουν το υλικό της δημιουργίας του κόσμου όταν εκ προοιμίου παρουσιάζεται ως δεδομένη η μη αναγωγιμότητά τους. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η αλλοίωση, η αλλαγή δηλαδή κατά το ποιόν, αναγκαστικά αναιρείται από όσους διατυπώνουν τέτοιες θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες ούτε το ψυχρό μπορεί να προέλθει από το θερμό, ούτε το αντίστροφο, το θερμό, δηλαδή από το ψυχρό. Για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να υπάρχει κάτι που 29 30
Βλ. J. P. Anton, ό.π., σσ. 66-67. “kaiì ga\r oÀnper oi¹hqei¿h le/gein aÃn tij ma/lista o(mologoume/nwj au(t%½,
¹Empedoklh=j, kaiì ouÂtoj tau)to\n pe/ponqen: ti¿qhsi me\n ga\r a)rxh/n tina ai¹ti¿an th=j fqora=j to\ neiÍkoj, do/ceie d' aÄn ou)qe\n hÂtton kaiì tou=to genna=n eÃcw tou= e(no/j: aÀpanta ga\r e)k tou/tou taÅlla/ e)sti plh\n o( qeo/j” (Μετ.1000a24-29).
Επίσης, Μετ. 1000a30-1001a2.
147
να μπορεί να υποστεί αυτές τις ενάντιες αλλοιώσεις, να υπάρχει, δηλαδή, μια φύση ή αλλιώς ένα υποκείμενο που να γίνεται φωτιά και νερό, άποψη την οποία δεν ενστερνίζεται ο Εμπεδοκλής. oÀlwj te a)lloi¿wsin a)naireiÍsqai a)na/gkh toiÍj ouÀtw le/gousin: ou) ga\r e)k qermou= yuxro\n ou)de\ e)k yuxrou= qermo\n eÃstai. tiì ga\r au)ta\ aÄn pa/sxoi ta)nanti¿a, kaiì tiìj eiãh aÄn mi¿a fu/sij h( gignome/nh pu=r kaiì uÀdwr, oÁ e)keiÍnoj ouà fhsin.
(Μετ. 989a26-30) Αν όμως, στη θεωρία του Εμπεδοκλή προστεθεί η θέση του Αριστοτέλη για την ύπαρξη ενός υποκειμένου το οποίο μεταβάλλεται και συνδέει κατά κάποιο τρόπο τα δύο ενάντια, τότε η δυσχέρεια που παρουσιάστηκε, λύεται. Αυτό που λείπει είναι το αναγκαίο υποκείμενο κάθε μεταβολής, η εισαγωγή μιας φύσης. “Η ατομική φύση, που είναι πορεία μεταβολής, έχει τη δυνατότητα να υφίσταται τις μεταβολές από το ένα ενάντιο στο άλλο και να περιέχεται μέσα στο διάστημα που οριοθετείται από τα δύο πιο γενικά ενάντια (γένεσις-φθορά). Μόνο μια τέτοια φύση, είτε στοιχειακή είτε οργανική, μπορεί να υποστεί μετατροπές, από νερό σε φωτιά ή από γη σε αέρα”.31 Αυτή η φύση, όπως ήδη επισημάνθηκε, δεν είναι άλλο παρά το υποκείμενο το οποίο παραμένει μετά από κάθε μεταβολή. Το υποκείμενο είναι αρχή και είναι πρότερο του κατηγορουμένου (Φυσ. 189a31-32). Το ένα από τα δύο αντίθετα δίνει κάποια μορφή στο χωρίς προσδιορισμούς υποκείμενο, ενώ το άλλο αντίθετο αποτελεί τη στέρηση της μορφής (Μετ. 1029a21-22). Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Friebrich Solmsen, αυτό που κάνει τον Αριστοτέλη να διαφέρει από τους προηγούμενους φιλοσόφους στο θέμα 31
J. P. Anton, ό.π., σ. 67.
148
των αντιθέτων είναι ακριβώς η άποψή του ότι αυτά είναι στενά δεμένα με ένα υποκείμενο και καθιστούν αυτό ικανό να γίνει “κάτι”32. Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανάλυση που προηγήθηκε, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως σε κάθε περίπτωση κίνησης ή μεταβολής, είτε πρόκειται για γένεση και φθορά, είτε για αλλοίωση ή ποσοτική ή τοπική αλλαγή υπάρχει η εναντίωση σύμφωνα με την οποία τελείται η αλλαγή. Τα ενάντια όμως δεν επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο, αλλά ο Σταγειρίτης εισάγει έναν τρίτο παράγοντα, το υποκείμενο των δύο εναντίων το οποίο δεν βρίσκεται σε εναντιότητα με κανένα από τα δύο ενάντια και είναι διαφορετικό από αυτά. Πάνω σ’ αυτό δρούν τα ενάντια κατά τρόπο ποιητικό ή παθητικό, και προκαλούν την αλλαγή. Η παραπάνω θέση του Αριστοτέλη, όπως έχει ήδη επισημανθεί, σχετίζεται άμεσα με την έννοια της ύλης και κατ’ επέκταση με την έννοια της πρώτης ύλης στην φυσική φιλοσοφία του Σταγειρίτη. Οι έννοιες αυτές έχουν προκαλέσει πολύ μεγάλη συζήτηση και έχουν εγείρει διαφορετικές απόψεις και ερμηνείες.
32
Βλ. Friedrich Solmsen, ό.π., σσ. 81-82.
149
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΥΛΗΣ
1. Κίνησις, ἀλλοίωσις, μεταβολή, ενάντια και πρώτη ὕλη Όπως είδαμε, η πρώτη ύλη κατά τον Σταγειρίτη, είναι κοινή στα τέσσερα στοιχεία και είναι οποιοδήποτε από αυτά τα στοιχεία ως υποκείμενο όσων πραγμάτων αλλοιώνονται, γεννιούνται και πεθαίνουν. …le/gw ga\r uÀlhn to\ prw½ton u(pokei¿menon e(ka/st%, e)c ou gi¿gnetai¿ ti e)nupa/rxontoj mh\ kata\ sumbebhko/j.
(Φυσ. 192a32-33) Αποτελεί το υποκείμενο πάνω στο οποίο δρούν τα ενάντια κατά τρόπο ποιητικό ή παθητικό, και προκαλούν την αλλαγή, είτε πρόκειται για γένεση και φθορά, είτε για αλλοίωση ή ποσοτική ή τοπική αλλαγή. Η εισαγωγή της έννοιας της πρώτης ύλης από το Σταγειρίτη είναι εξαιρετικά σημαντική και η κατανόηση του περιεχομένου της είναι απαραίτητη για την εξέταση και την κατανόηση του γίγνεσθαι μέσα στο φυσικό κόσμο. Ωστόσο, η θεώρηση της πρώτης ύλης δεν είναι πάντοτε κοινή από τους μελετητές του Αριστοτελικού έργου. Ο τρόπος που ο φιλόσοφος παρουσιάζει και ορίζει την έννοια αυτή εγείρει μια σειρά συζητήσεων και διαφορετικών προσεγγίσεων και απόψεων. Θα επιχειρήσουμε, λοιπόν, στο κεφάλαιο αυτό να προσεγγίσουμε το ιδιαίτερα ενδιαφέρον και επίκαιρο πρόβλημα της Αριστοτελικής πρώτης ύλης και αφού παρουσιάσουμε τις κυριότερες θέσεις που έχουν
150
υποστηριχθεί από τους μελετητές του Αριστοτελικού έργου, θα ταχθούμε υπέρ της άποψης ότι η πρώτη ύλη για τον Σταγειρίτη δεν είναι μια έννοια κενή περιεχομένου αλλά είναι ένα δυνάμει ον, το προσφέρει το έδαφος για να συμβεί κάθε είδος μεταβολής, μετάβασης από τη δύναμη στην ενέργεια. Αρκετοί είναι οι μελετητές που επιχειρούν μια προσέγγιση της έννοιας της πρώτης ύλης επισημαίνοντας ως βασικό χαρακτηριστικό της την απουσία προσδιορισμών. Ο Κ. Γεωργούλης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι “η φύση ενεργεί μεν αυστηρά προς ένα τέλος, παραμένει όμως ασταθής υποκύπτουσα στην επίδραση της μεταβολής”1. Ο H. M. Robinson, επισημαίνει ως βασικό χαρακτηριστικό της πρώτης ύλης την απουσία προσδιορισμών και τη σχέση της με την έννοια του δυνάμει και διαχωρίζει την πρώτη ύλη η οποία υπάρχει δυνάμει από την συγκεκριμένη ύλη η οποία υπάρχει εν ενεργεία.2 Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο Luyten, ο οποίος επισημαίνει πως αυτό που χαρακτηρίζει την ύλη είναι η απουσία κάθε προσδιορισμού.3 Ανάλογη είναι και η προσέγγιση του Zeller σύμφωνα 1
Βλ. Κωνσταντίνος Γεωργούλης, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, (εκδόσεις Ιστορικής και
Λαογραφικής Εταιρείας Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκη, 1962), σ. 256. 2
H. M. Robinson, “Prime Matter in Aristotle,” Phronesis, 19 (1974): 168-188, σ.
168. Στην μελέτη της Δήμητρας Σφενδόνη – Μέντζου, “Η Αριστοτελική Πρώτη Ύλη Μέσα από το Πρίσμα της Κβαντικής Φυσικής και της Φυσικής των Στοιχειωδών σωματίων”, Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου “Ο Αριστοτέλης, γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης”, (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών) σσ. 67-111, γίνεται αναφορά στους περισσότερους από τους μελετητές που μνημονεύονται. 3
Norbert Luyten, “Matter as Potency,” στο Ernan McMullin (ed.) The Concept of
Matter in Greek and Medivial Philosophy, (Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963), 102-123, σσ. 106-107.
151
με την οποία η ύλη είναι κάτι “που δεν είναι τίποτα αλλά μπορεί να γίνει τα πάντα”, στερείται προσδιορισμών, παράλληλα, όμως, έχει τη δυνατότητα
να
δεχτεί
κάθε
προσδιορισμό.
Βασικό,
λοιπόν,
χαρακτηριστικό της πρώτης ύλης είναι πως παρά το γεγονός ότι χαρακτηρίζεται από απουσία προσδιορισμών, έχει δυνάμει την ικανότητα να λάβει προσδιορισμούς στο μέλλον. Επομένως, η κατηγορία του δυνάμει και
η πρώτη ύλη είναι στενά δεμένες στην προσπάθεια
κατανόησης του γίγνεσθαι στο φυσικό κόσμο4. Στο ερώτημα που γεννάται, σχετικά με το αν αυτή η απροσδιόριστη
ύλη
είναι
κάτι
πραγματικό,
κάποιοι
μελετητές
υποστηρίζουν πως η αριστοτελική πρώτη ύλη δεν έχει ως έννοια κανένα αντίκρισμα στο φυσικό κόσμο ενώ κάποιοι άλλοι επιχειρηματολογούν υπέρ της φυσικής πραγματικότητάς της. Ανάμεσα στους θερμούς υποστηρικτές της άποψης πως η πρώτη ύλη δεν είναι το πραγματικό υπόστρωμα του φυσικού κόσμου βρίσκεται ο A. Wenzl, σύμφωνα με τον οποίο η ύλη δεν είναι παρά ένα “δημιούργημα φαντασίας, μια εγγενώς αντιφατική έννοια”5, ενώ ο Milton Fisk θα υποστηρίξει πως στο ερώτημα, αν η πρώτη ύλη υπάρχει, θα πρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις να δώσουμε αρνητική απάντηση, σε άλλες, όμως, να δεχτούμε την ύπαρξή της6.
4
Edward Zeller, Aristotle and the EarlierPeripatetics, Μετάφρ. Costelloe και
Muirhead (London, 1897), 342-348. A. Wenzl, Sitzungsberichte der Bayerischen Akademie (Philosophish-Historische
5
Klasse, 1958), σ. 1. Η έκφραση (μεταφρασμένη στ’ αγγλικά) είναι δάνειο από το άρθρο του Eugene Schlossberger, “Aristotelian Matter, Potentiality and Quarks,” στο Southern Journal of Philosophy 17 (1979), σσ. 507-521. 6
Milton Fisk, “Primary Matter and Unqualified Change,” στο Ernan McMullin (ed.)
The Concept of Matter in Greek and Medivial Philosophy, (Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963), 218-247.
152
Αρκετοί είναι οι μελετητές οι οποίοι δέχονται την ύπαρξη της πρώτης ύλης με τις ιδιότητες της ἐγγυτάτης ύλης, που παραμένει σταθερή σε κάθε περίπτωση αλλαγής και είναι σχετική προς την μορφή, απορρίπτουν ωστόσο τη θέση ότι αυτή αποτελεί το έσχατο υποκείμενο της αλλαγής. Ο Thomas M. Olshewsky, για παράδειγμα, ακολουθώντας τον William Charlton7, υποστηρίζει πως “το υποκείμενο της αλλαγής δεν είναι ένα αδιαφοροποίητο υλικό, αλλά μια ύλη σχετική με τη συγκεκριμένη αλλαγή”8. Θεωρεί ότι αποτελεί σφάλμα να δεχτούμε την ύπαρξη μιας απόλυτης, αδιαφοροποίητης πρώτης ύλης, καθώς σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Αριστοτέλης στο Περὶ Οὐρανοῦ (302a3-9)9 μπορούμε να συμπεράνουμε πως “κάθε γένεση θα πρέπει να προέρχεται από ένα εν ενεργεία προγενέστερο αυτής ον”10 αντικρούοντας έτσι την έννοια της απροσδιόριστης πρώτης ύλης. Στις περιπτώσεις όπου έχουμε αλλαγή ως προς τις ιδιότητες, στις περιπτώσεις αλλοίωσης, δηλαδή, αυτό που παραμένει το ίδιο, όπως έχει ήδη επισημανθεί σε προηγούμενη ενότητα της παρούσης εργασίας, είναι το απλό συγκεκριμένο υλικό αντικείμενο και υπό αυτή την έννοια αποτελεί το υποκείμενο της αλλαγής, (“ou) ga\r e)c a)nqrw¯pou e)ge/neto mousiko/j, a)ll' aÃnqrwpoj e)ge/neto mousiko/j”
Φυσ. 190a7-8). Η ατομική, λοιπόν, ουσία, η οποία είναι φτιαγμένη από 7
William Charlton, Aristotle’s Physics I and II (Oxford: The Clarendon Press, 1970).
8
Thomas M. Olshewsky, “The Matter with Matter,” στο Aristotle and Contemporary
Science, (ed.) Demetra Sfendoni - Mentzou (New York: Peter Lang, 2000), Vol I, 203-219 σ.208. 9
“ ãAllo me\n ga\r e)c aÃllou sw½ma gi¿gnesqai dunato/n, oiâon e)c a)e/roj pu=r, oÀlwj
d' e)k mhdeno\j aÃllou prou+pa/rxontoj mege/qouj a)du/naton: ma/lista ga\r aÄn e)k duna/mei tino\j oÃntoj sw¯matoj e)nergei¿# ge/noit' aÄn sw½ma. oÄn
sw½ma
mhqe/n
e)stin
aÃllo
sw½ma
e)nergei¿#
¹All' ei¹ to\ duna/mei
pro/teron,
keno\n
eÃstai
kexwrisme/non” (Περὶ Οὐρανοῦ 302a3-9). 10
Thomas M. Olshewsky, ό.π., σ.206.
153
ένα ορισμένο, αισθητό υλικό, είναι το σταθερό υποκείμενο της αλλαγής ως προς την ποιότητα.11 Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της τοπικής αλλαγής και της αλλαγής ως προς το ποσό. a(plw½j de\ gi¿gnesqai tw½n ou)siw½n mo/non, kata\ me\n taÅlla fanero\n oÀti a)na/gkh u(pokeiÍsqai¿ ti to\ gigno/menon (καiì ga\r poso\n
kaiì
poio\n
kaiì
pro\j
eÀteron
[kaiì
pote\]
kaiì
pou\
gi¿gnetai u(pokeime/nou tino\j dia\ to\ mo/nhn th\n ou)si¿an mhqeno\j kat' aÃllou le/gesqai u(pokeime/nou, ta\ d' aÃlla pa/nta kata\ th=j ou)si¿ajŸ...
(Φυσ. 190a32 -190b1) Μεγαλύτερη
δυσκολία
σχετικά
με
το
ζήτημα
της
ύλης
παρουσιάζεται στην περίπτωση αλλαγής ως προς την ουσία. Στην περίπτωση αυτή ο Αριστοτέλης, όπως φαίνεται στο παραπάνω χωρίο, εισάγει την έννοια της ύλης ως υποκειμένου, καθώς μόνο για μια συγκεκριμένη ουσία μπορούμε να μιλήσουμε για γίγνεσθαι με την πλήρη έννοια του όρου. Στις περιπτώσεις γενέσεως και φθοράς, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη, τίποτα το αισθητό δεν παραμένει σταθερό ως υποκείμενο του ίδιου πράγματος, επομένως θα πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από τον αισθητό υλικό κόσμο. àOtan d' oÀlon metaba/llv mh\ u(pome/nontoj ai¹sqhtou= tino\j w¨j u(pokeime/nou tou= au)tou=, a)ll' oiâon e)k th=j gonh=j aiâma pa/shj hÄ e)c uÀdatoj a)h\r hÄ e)c a)e/roj panto\j uÀdwr, ge/nesij hÃdh to\ toiou=ton, tou= de\ fqora/.
(Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 319b14-18) 11
Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 319b10-14.
154
Όμως και στην περίπτωση αλλαγής ως προς την ουσία, ο Olshewsky προσεγγίζει την αριστοτελική πρώτη ύλη ως τη σχετική προς τη μορφή ύλη και θεωρεί πως είναι λανθασμένη η ερμηνεία της έννοιας “prw½ton u(pokei¿menon” ως πρώτη ύλη. (“le/gw ga\r uÀlhn to\ prw½ton u(pokei¿menon e(ka/st%, e)c ou gi¿gnetai¿ ti e)nupa/rxontoj mh\ kata\ sumbebhko/j” Φυσικά 192a31-32).
Διαφορετική είναι η ανάγνωση του χωρίου αυτού από τον J. Owens, ο οποίος αναλύει την έννοια της πρώτης ύλης ως υποκειμένου της κατηγόρησης12. Η ύλη είναι το πρώτο υποκείμενο από το οποίο γίνεται κάθε φύσει ον και ενυπάρχει σ’ αυτό που γίνεται μη κατά συμβεβηκός. Η Δ. Σφενδόνη-Μέντζου, κινείται στην ίδια κατεύθυνση και υποστηρίζει πως στην περίπτωση της μεταβολής ουσιών, της γένεσης, δηλαδή, και της φθοράς, ο Αριστοτέλης εισάγει την ύλη ως το σταθερό prw½ton u(pokei¿menon το οποίο δεν είναι μόνο το u(pokei¿menon
της
κατηγόρησης13, αλλά κάτι το οποίο είναι ακόμη πιο σημαντικό. Η πρώτη ύλη δεν είναι απλώς μια έννοια κενή περιεχομένου, αλλά αποτελεί το υπόστρωμα (u(pokei¿menon) κάθε μεταβολής μέσα στον φυσικό κόσμο, αντιστοιχεί δηλαδή σε μια φυσική πραγματικότητα14. 12
Joseph Owens, “Matter and Predication in Aristotle,” στο Ernan McMullin (ed.) The
Concept of Matter in Greek and Medivial Philosophy, (Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963), σ. 84 κ.ε. 13
“ta\ me\n ga\r aÃlla th=j ou)si¿aj kathgoreiÍtai, auÀth de\ th=j uÀlhj.” (Μετ.
1029a23-24). 14
Η Δήμητρα Σφενδόνη-Μέντζου έχει παρουσιάσει ένα σημαντικό έργο για το
πρόβλημα της Αριστοτελικής πρώτης ὕλης. Πιο συγκεκριμένα, οι έννοιες αυτές εξετάζονται στα: “What is Matter for Aristotle: ‘A Clothes-Horse’ or a Dynamic Element in Nature?”, στο Aristotle and Contemporary Science, (ed.) Demetra Sfendoni - Mentzou (New York: Peter Lang, 2000), Vol I, σσ. 237-258. “Αριστοτελική πρώτη ύλη και σύγχρονη Φυσική” Πρακτικά του 6ου Πανελληνίου
155
Ο Φιλόπονος επισημαίνει πως ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί στο παραπάνω χωρίο την έννοια του πρώτου υποκειμένου θέλοντας να διακρίνει το πρώτο υποκείμενο από τις περιπτώσεις που το trixv= diastato/n μπορεί να είναι υποκείμενο σε όλα τα άλλα εκτός της ύλης,
αλλά δεν αποτελεί το πρώτο υποκείμενο. Πιο συγκεκριμένα μπορεί έτερο ον (εκτός της ύλης) να είναι υποκείμενο σε έτερο ον, όμως εφόσον πρώτο υποκείμενο σε όλα τα φύσει όντα είναι η ύλη, αυτό θα είναι μερικότερο υποκείμενο και όχι πρώτο. , fhsi¿, me\n
eiåpe
dia\
to\
trixv=
diastato/n:
eÃsti
ga\r
kaiì
tou=to
u(pokei¿menon pa=si toiÍj loipoiÍj a)ll' ou) prw½ton, kaiì eÀteron e(te/r% prw½ton
merikw¯tero/n d'
e)stin
u(pokei¿menon
e)nupa/rxontoj>,
oÀti
u(pokei¿menon pa=sin
gi¿netai
kaiì
h(
a)ll'
ou)
prw½ton,
to\
de\
ouÂ
sterh/sewj
ta\
uÀlh. e)k
th=j
gino/mena, a)ll' ou)k e)nupa/rxontoj, a)lla\ kata\ sumbebhko/j, e)k th=j uÀlhj de\ kaq' au(to/: e)nupa/rxon ga/r.
(εἰς τὰ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα 16.190.20-
27) Το trixv= diastato/n
είναι, σύμφωνα με τον Φιλόπονο, το
δεύτερο κατά σειρά υποκείμενο, ενώ το πρώτο υποκείμενο είναι η πρώτη ύλη. Πιο συγκεκριμένα, υποκείμενο όσων γεννιούνται και Συνεδρίου, “Ο Αριστοτέλης και η εποχή μας” (19-21 Οκτωβρίου 2001, Ιερισσός Χαλκιδικής), Θεσσαλονίκη 2004. “Η Αριστοτελική Πρώτη Ύλη Μέσα από το Πρίσμα της Κβαντικής Φυσικής και της Φυσικής των Στοιχειωδών σωματίων”, Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου “Ο Αριστοτέλης, γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης”, (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών) σσ. 67-111, (σ.75).
156
φθείρονται είναι τα τέσσερα στοιχεία, υποκείμενο, τώρα, των τεσσάρων στοιχείων είναι το trixv= diastato/n , και υποκείμενο αυτού και άρα πρώτο υποκείμενο, είναι η πρώτη ύλη.15 Σύμφωνα με τον Olshewsky, η χρησιμοποίηση του επιθέτου ἄμορφον δίπλα στην ύλη στα Φυσικά (191a10)16 θα μπορούσε πράγματι να οδηγήσει σε μια θεώρηση του πρώτου ὑποκειμένου ως πρώτης ύλης. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί πως στα Φυσικά (191a10) ο Ross ακολουθεί τον Diels στην προσθήκη “h( uÀlh kaiì” που βάζει πριν από το ἄμορφον. Οι υποστηρικτές της πρώτης ύλης ως συγγενούς ύλης 15
“(oiâon tou= a)nqrwpei¿ou sw¯matoj eÃsti me\n prosexesta/th uÀlh tou= oÀlou
sw¯matoj ta\ a)nomoiomerh=, w¨j au)to/j fhsin, eÃsti de\ pro\ tou/twn uÀlh ta\ o(moiomerh=: tau=ta ga\r e)n uÀlhj ta/cei u(po/keintai toiÍj o)rganikoiÍj: kaiì pro\ tw½n o(moiomerw½n oi¸ xumoi¿, kaiì pro\ tw½n xumw½n ta\ stoixeiÍa, kaiì pro\ tw½n stoixei¿wn to\ trixv= diastato/n, kaiì pro\ tou/tou h( prw¯th uÀlh)”
(Φιλόπονος, εἰς τὰ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 16.232.1-7). Επίσης, “e)peidh\ ta\j prosexeiÍj uÀlaj a)pode/dwke, dia\ tou=to prose/qhke , toute/sti kaiì ta\ tou/twn kaqolikw¯tera, hÃtoi ta\ u(pokei¿mena/ fhsi: tou= ga\r a)ndria/ntoj prosexh\j me\n uÀlh o( xalko/j, e)peidh\ de\ kaiì tou/t% u(po/keitai eÀtero/n ti, oiâon to\ uÀdwr, kaiì to\ uÀdwr aÃra uÀlh tou= a)ndria/ntoj: a)lla\ kaiì to\ trixv= diastato/n, oÀper u(po/keitai t%½ uÀdati, kaiì h( prw¯th uÀlh, hÀtij prosexw½j t%½ trixv= diastat%½ u(po/keitai. eiãte ouÅn e)c uÀdato/j tij h(goiÍto eiånai to\ tou= xalkou= me/tallon eiãte e)k gh=j, ou daÄn vÅ uÀlh o( xalko/j, tou/tou kaiì ta\ t%½ xalk%½ u(pokei¿mena eiãte prosexw½j eiãte kaiì dia\ me/swn pleio/nwn uÀlh aÄn eiãh”
(Φιλόπονος, εἰς τὰ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα
16.244.4-12). 16
“w¨j ga\r pro\j a)ndria/nta xalko\j hÄ pro\j kli¿nhn cu/lon hÄ pro\j tw½n
aÃllwn ti tw½n e)xo/ntwn morfh\n [h( uÀlh kaiì] to\ aÃmorfon eÃxei priìn labeiÍn th\n morfh/n, ouÀtwj auÀth pro\j ou)si¿an eÃxei kaiì to\ to/de ti kaiì to\ oÃn” (Φυσ. 191a8 -12).
157
διαφωνούν με την προσθήκη αυτή. Ο William Charlton, για παράδειγμα, στο Aristotle’s Physics I και II (Oxford: The Clarendon Press, 1970) θα αποδώσει τον όρο prw½ton u(pokei¿menon με τον αγγλικό όρο proximate substratum (εγγύτατο, άμεσο υποκείμενο) και τον όρο ἐσχάτη uÀlh (Μετ. 1044a28-30) με τον όρο proximate matter (εγγυτάτη ύλη) διαφωνώντας με την διόρθωση του Ross. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο Olshewsky, ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά πως διαφωνεί με την προσθήκη του Ross η οποία θα μας επέτρεπε να θεωρήσουμε την ύλη ως ένα πραγματικό ισοδύναμο προς το άμορφο, και άρα ένα απόλυτο, απροσδιόριστο υλικό. Αντίθετα, χωρίς την προσθήκη αυτή θα μπορούσαμε να αναγνώσουμε το ἄμορφον ως το συγγενές άμορφο ως προς αυτό που θα αποκτήσει μορφή, όπως για παράδειγμα είναι το ξύλο για το κρεβάτι ή ο χαλκός για το άγαλμα.17 Άλλωστε, υπάρχουν κατά την άποψη του Olshewsky αρκετοί λόγοι που υπαγορεύουν την ανάγνωση της ύλης ως της συγγενούς προς τη μορφή ύλη και δεν επιτρέπουν την ερμηνεία του πρώτου υποκειμένου ως αδιαφοροποίητης πρώτης ύλης. Πιο συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης επιχειρηματολογεί ενάντια στην πλατωνική θέση ότι το υποκείμενο της αλλαγής είναι αρνητικό και άμορφο (Τίμαιος 50) και επομένως, όταν μιλά για άμορφη ύλη δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στην άμορφη ως προς τη μορφή ύλη. Επίσης, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο φιλόσοφος στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ “η έσχατη ύλη και η μορφή είναι ένα και το αυτό. Το ένα υπάρχει δυνάμει και το άλλο ενεργεία” (Μετ. 1045b18). Η σύνδεση αυτή της μορφής με την κατάλληλη γι’ αυτήν ύλη σε ένα συγκεκριμένο πράγμα οδηγεί στην ερμηνεία της πρώτης ύλης ως της συγγενούς ύλης του κάθε είδους. Ακόμη, λαμβάνοντας υπόψη του τη θέση του
17
Thomas M. Olshewsky, ό.π., σ.217, σημ.4.
158
Αριστοτέλη πως αυτό που “o)re/geτai” την μορφή είναι η ύλη18 καταλήγει στο συμπέρασμα πως “το ότι η ύλη επιθυμεί πραγμάτωση έχει νόημα μόνο κατά συμβεβηκός σχετικά με αλλαγές άλλες από την αλλαγή ως προς την ουσία εξαιτίας της συγγενούς και ενιαίας σύστασής της σχετικά με την εν ενεργεία μορφή.”19 Τέλος, κατά τον Olshewsky, η έννοια της ύλης ως συγγενούς και σχετικής με τη μορφή ύλη διαφαίνεται από τα όσα αναφέρονται στο τέλος του δεύτερου βιβλίου των Φυσικῶν: “e)n ga\r tv= uÀlv to\ a)nagkaiÍon, to\ d' ou eÀneka e)n t%½ lo/g%” (Φυσ. 200a14-15).
Η αναγκαιότητα παρουσιάζεται, λοιπόν, μέσα στην ύλη ενώ το ὅτινος ἕνεκα μέσα στον ορισμό. “Η αναγκαία δέσμευση της ύλης στη σύσταση του ατόμου είναι μόνο υποθετική γιατί είναι κατά συμβεβηκός στην εγγυτάτη σύστασή του σχετικά με το εν ενεργεία άτομο.”20 Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Αριστοτέλης στο Περὶ Γενέσεως και Φθορᾶς (329a24-34) ο Olshewsky θα σημειώσει πως τρεις είναι οι αρχές κάθε αλλαγής, το δυνάμει αισθητό σώμα, τα ενάντια και τα στοιχεία τα οποία έχουν τη δυνατότητα να μετασχηματίζονται και να περνούν από το ένα στο άλλο.
18
“kai¿toi ouÃte au)to\ au(tou= oiâo/n te e)fi¿esqai to\ eiådoj dia\ to\ mh\ eiånai
e)ndee/j, ouÃte to\ e)nanti¿on (fqartika\ ga\r a)llh/lwn ta\ e)nanti¿a), a)lla\ tou=t' eÃstin h( uÀlh, wÐsper aÄn ei¹ qh=lu aÃrrenoj kaiì ai¹sxro\n kalou=: plh\n ou) kaq' au(to\ ai¹sxro/n, a)lla\ kata\ sumbebhko/j, ou)de\ qh=lu, a)lla\ kata\ sumbebhko/j” (Φυσ. 191a20 -25). 19
Thomas M. Olshewsky, ό.π., σ. 206. “matter desiring fulfillment makes sense only
contingently relative to change other than substantial because of its proximate, integral constitution relative to actual form”. 20
Thomas M. Olshewsky, ό.π., σ.204-206. “the necessary constraint of matter on the
constitution of the individual is only hypothetical because it is contingent on its proximate constitution relative to the actual individual”.
159
¸HmeiÍj de\ fame\n me\n eiånai¿ tina uÀlhn tw½n swma/twn tw½n ai¹sqhtw½n,
a)lla\
tau/thn
ou)
xwristh\n
a)ll'
a)eiì
met'
e)nantiw¯sewj, e)c hÂj gi¿netai ta\ kalou/mena stoixeiÍa. Diw¯ristai de\ periì au)tw½n e)n e(te/roij a)kribe/steron. Ou) mh\n a)ll' e)peidh\ kaiì to\n tro/pon tou=to/n e)stin e)k th=j uÀlhj ta\ sw¯mata ta\ prw½ta, dioriste/on kaiì periì tou/twn, a)rxh\n me\n kaiì prw¯thn oi¹ome/noij eiånai th\n uÀlhn th\n a)xw¯riston me/n, u(pokeime/nhn de\ toiÍj e)nanti¿oij: ouÃte ga\r to\ qermo\n uÀlh t%½ yuxr%½ ouÃte tou=to t%½ qerm%½, a)lla\ to\ u(pokei¿menon a)mfoiÍn.
(Περὶ Γενέσεως και Φθορᾶς 329a24-34)
Η ερμηνεία που δίνει ο Olshewsky21 σχετικά με το χωρίο αυτό είναι τελείως αρνητική για την εξήγηση της πρώτης ύλης ως του έσχατου υποκειμένου της αλλαγής. Υποστηρίζει πως η υιοθέτηση μιας τέτοιας θέσης θα σήμαινε ότι δεν έχει ληφθεί υπόψη ούτε η ανάλυση του Αριστοτέλη
για
τα
στοιχεία
και
τη
δυνατότητά
τους
να
μετασχηματίζονται το ένα στο άλλο, ούτε η κριτική που ασκεί ο Σταγειρίτης στην πλατωνική θέση πως υπάρχει ένα υλικό υπόστρωμα πρότερο των στοιχείων το οποίο είναι το υποκείμενο της αλλοίωσης.22 Το υποκείμενο, λοιπόν, της αλλαγής πρέπει, κατά τον Olshewsky, να είναι το ένα αισθητό πράγμα, όπως ακριβώς ο χρυσός είναι κάτι 21 22
Thomas M. Olshewsky, ό.π., σ.207.
“¸Wj d' e)n t%½ Timai¿% ge/graptai, ou)de/na eÃxei diorismo/n: ou) ga\r eiãrhke safw½j
to\ pandexe/j, ei¹ xwri¿zetai tw½n stoixei¿wn. Ou)de\ xrh=tai ou)de/n, fh/saj eiånai u(pokei¿meno/n ti toiÍj kaloume/noij stoixei¿oij pro/teron, oiâon xruso\n toiÍj eÃrgoij toiÍj xrusoiÍj. Kai¿toi kaiì tou=to ou) kalw½j le/getai tou=ton to\n tro/pon lego/menon, a)ll' wÒn me\n a)lloi¿wsij, e)stiìn ouÀtwj, wÒn de\ ge/nesij kaiì fqora/, a)du/naton e)keiÍno prosagoreu/esqai e)c ou ge/gonen. Kai¿toi ge/ fhsi makr%½ a)lhqe/staton eiånai xruso\n le/gein eÀkaston eiånai. ¹Alla\ tw½n stoixei¿wn oÃntwn sterew½n me/xri e)pipe/dwn poieiÍtai th\n a)na/lusin: a)du/naton de\ th\n tiqh/nhn kaiì th\n uÀlhn th\n prw¯thn ta\ e)pi¿peda eiånai” (Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς 329a13-23).
160
αισθητό πριν γίνει το υλικό ενός αγάλματος και από τη στιγμή που γίνει το υλικό ενός πράγματος παύει να αποτελεί το υποκείμενο της αλλαγής.23 Έτσι ο χρυσός, για παράδειγμα, παύει να είναι υποκείμενο της αλλαγής όταν πάρει τη μορφή του αγάλματος και αποτελεί το υλικό από το οποίο αυτό δημιουργήθηκε (χρυσό άγαλμα)24. Αυτό που προκαλεί ενδιαφέρον και είναι ενδεικτικό της ποικιλίας των προσεγγίσεων και διαφορετικών αναγνώσεων της Αριστοτελικής πρώτης ύλης είναι πως, με αναφορά στο παραπάνω χωρίο του Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς (329a24-34), η Δήμητρα Σφενδόνη-Μέντζου θα υποστηρίξει, σε αντίθεση με τον Olshewsky, πως η πρώτη ύλη δεν είναι η συγγενής/εγγυτάτη ύλη, αλλά κάτι πιο θεμελιώδες. Είναι “το βαθύτερο υπόστρωμα όλων των επιπέδων του υλικού κόσμου: των συγκεκριμένων ατομικών ουσιών, της συγγενούς ύλης, των τεσσάρων στοιχείων, και, τέλος, ακόμη και των εναντίων…Είναι το ἔσχατον ὑποκείμενον του φυσικού κόσμου”25. Η παραπάνω προσέγγιση εντάσσεται στη γενικότερη τάση της μερίδας εκείνης των Αριστοτελιστών που υποστηρίζουν ότι η πρώτη ύλη έχει αντίκρισμα στη φυσική πραγματικότητα. Η θέση αυτή έχει υποστηριχθεί από σημαντικούς μελετητές, όπως ο Ernan McMullin26 και 23
“eÃoike de\ oÁ le/gomen eiånai ou) to/de a)ll' e)kei¿ninon®oiâon to\ kibw¯tion ou) cu/lon
a)lla\ cu/linon, ou)de\ to\ cu/lon gh= a)lla\ gh/i+non, pa/lin h( gh= ei¹ ouÀtwj mh\ aÃllo a)lla\ e)kei¿ninon®a)eiì e)keiÍno duna/mei a(plw½j to\ uÀstero/n e)stin.” (Μετ. 1049a18-
22). 24 25
Thomas M. Olshewsky, ό.π., σ.207. Βλ. Δήμητρα Σφενδόνη – Μέντζου, “Η Αριστοτελική Πρώτη Ύλη Μέσα από το
Πρίσμα της Κβαντικής Φυσικής και της Φυσικής των Στοιχειωδών σωματίων,” ό.π., σ. 78. 26
Ernan McMullin, “Four Senses of ‘Potency’,” στο The Concept of Matter in Greek
and Medivial Philosophy, (Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963), σσ.
161
ο Joseph Owens27 οι οποίοι προσπαθούν να διασώσουν “τη φυσική πραγματικότητα της πρώτης ύλης με την έννοια του θεμελιώδους υλικού, το οποίο αποτελεί το ὑποκείμενον του γίγνεσθαι και της μεταβολής που συντελείται μέσα στο φυσικό κόσμο”28. Στο πλαίσιο της άποψης αυτής η έννοια της πρώτης ύλης δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την θεωρία του Αριστοτέλη για τα ενάντια και το γεγονός ότι τα στοιχεία έχουν τη δυνατότητα να μετασχηματίζονται το ένα στο άλλο, ούτε αναιρεί την κριτική του Σταγειρίτη στην πλατωνική θέση, όπως σημείωσε ο Olshewsky29. Αυτό που επισημαίνει ο Αριστοτέλης είναι πως η πρώτη ύλη δεν είναι χωριστή αλλά πάντα ενωμένη με τα ενάντια και από αυτή γεννιούνται τα στοιχεία, τα οποία μπορούν να αλλάζουν και να περνούν από το ένα στο άλλο. Δεν σταματά, όμως, εδώ την ανάλυσή του, αλλά διευκρινίζει πως η ύλη είναι μεν αχώριστη από τα ενάντια αλλά βρίσκεται κάτω από αυτά και αποτελεί το υποκείμενο, το υπόστρωμα γι’ αυτά. Επειδή ακριβώς, ούτε το θερμό είναι ύλη για το ψυχρό, ούτε το ψυχρό για το θερμό, θα πρέπει να δεχτούμε την ύπαρξη μιας πρώτης ύλης που να αποτελεί το υποκείμενο και για τα δύο χωρίς, ωστόσο, να είναι χωριστή από αυτά. Αυτό το υποκείμενο, όπως ο ίδιος ο Αριστοτέλης αναφέρει στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ, δεν είναι μια εν ενεργεία ατομική ουσία, 299-319. Επίσης, Ernan McMullin, “Matter as a Principle,” στο The Concept of Matter in Greek and Medivial Philosophy, (Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963), σσ. 173-212. 27
Joseph Owens, “Matter and Predication in Aristotle,” στο Ernan McMullin (ed.) The
Concept of Matter in Greek and Medivial Philosophy, (Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963), σσ. 79-96. 28
Βλ. Δήμητρα Σφενδόνη – Μέντζου, “Η Αριστοτελική Πρώτη Ύλη Μέσα από το
Πρίσμα της Κβαντικής Φυσικής και της Φυσικής των Στοιχειωδών σωματίων,” ο.π., σ. 69 και σ. 101, σημ.11. 29
Thomas M. Olshewsky, ό.π., σ.207.
162
αλλά είναι δυνάμει ένα συγκεκριμένο πράγμα (“…uÀlhn de\ le/gw hÁ mh\ to/de ti ouÅsa e)nergei¿# duna/mei e)stiì to/de ti” Μετ. 1042a27-28)30.
Επομένως, η πρώτη ύλη δεν μπορεί να είναι ένα αισθητό πράγμα και υπό αυτή την έννοια είναι κάτι διαφορετικό από την συγγενή προς τη μορφή ύλη. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο W.D. Ross, “Η πρώτη ύλη δεν υπάρχει ποτέ χωριστά∙ τα στοιχεία είναι τα απλούστερα φυσικά όντα, και η διάκριση ύλης και μορφής μέσα σ’ αυτά μπορεί να γίνει μόνο με την αφαιρετική σκέψη. Αντίθετα, η δευτέρα ὕλη, σε όλα της τα στάδια, υπάρχει χωριστά∙ λ.χ., μπορούμε να βρούμε με την εμπειρία όχι μόνο ιστούς συνδυασμένους μέσα σε όργανα, αλλά και ιστούς μη συνδυασμένους. Η δευτέρα ὕλη μπορεί να διαχωριστεί από τη μορφή της όχι μόνο στη σκέψη, αλλά και στην πραγματικότητα∙ για παράδειγμα, τα
30
Ο Σιμπλίκιος σημειώνει πως δεν είναι κυρίως ουσία η ύλη. Ούτε η νοητή ουσία
είναι η ύλη, ούτε η αισθητή. Διότι, η μεν πρώτη είναι ολοκληρωτικά άυλη, ενώ η δεύτερη έχει και αυτή γένεση και φθορά, καθώς είναι η κυρίως γενητή ουσία. Εάν δεχτούμε ότι η ύλη είναι αισθητή ουσία, τότε από τη στιγμή που το γινόμενον και το φθειρόμενον, (το οποίο είναι η αισθητή ουσία), έχει ανάγκη για να γεννηθεί υποκειμένου και ύλης, θα οδηγηθούμε στο εξής παράλογο, ότι δηλαδή η ύλη, θεωρημένη ως υποκείμενο, ποιεί ύλη. “ou) me/ntoi oÀti kuri¿wj ou)si¿a e)stiìn h( uÀlh. ouÃte ga\r h( nohth\ ou)si¿a e)stiìn h( uÀlh ouÃte h( ai¹sqhth/. h( me\n ga\r panta/pasi¿n e)stin aÃuloj, h( de\ kaiì au)th\ ge/nesin eÃxei kaiì fqora\n hÀ ge kuri¿wj genhth\ ou)si¿a. to\ de\ gino/menon kaiì fqeiro/menon u(pokeime/nou deiÍtai kaiì uÀlhj, w¨j kaiì e)n toiÍj e(ch=j maqhso/meqa. uÀlhn de\ uÀlhj poieiÍn aÃlogon” (Σιμπλίκιος, Σιμπλικίου φιλοσόφου εἰς τά τῆς Φυσικῆς
ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 9.207.30-208.5).
163
όργανα μπορούν να αναλυθούν στους ιστούς από τους οποίους αποτελούνται”31. Στο Αριστοτελικό, λοιπόν, μοντέλο του φυσικού κόσμου συνυπάρχουν τόσο η σχετική προς τη μορφή ύλη, η ύλη δηλαδή των αισθητών πραγμάτων που σχετίζεται πάντα με το συγκεκριμένο αντικείμενο και το συγκεκριμένο υλικό από το οποίο αυτό είναι φτιαγμένο (για παράδειγμα χρυσό άγαλμα), όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τ. Olshewsky32, όσο και η πρώτη ύλη με την έννοια του αδιαφοροποίητου και άμορφου υποκειμένου της μεταβολής, όπως σημειώνει η Δ. Σφενδόνη-Μέντζου.33 Δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην ύλη με την έννοια της συγγενούς ή σχετικής με τη μορφή ύλης σε αρκετά σημεία του έργου του, όμως δεν σταματά εκεί την ανάλυση του αλλά προχωρεί σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο και εισάγει την έννοια της πρώτης ύλης. Πιο συγκεκριμένα, στα Φυσικὰ αναφέρει χαρακτηριστικά πως η ύλη είναι όρος σχετικός με την μορφή, αφού διαφορετικές μορφές απαιτούν για την πραγμάτωσή τους διαφορετικές ύλες, σε κάθε είδος, δηλαδή, αντιστοιχεί άλλη ύλη. (“eÃti tw½n pro/j ti h( uÀlh: aÃll% ga\r eiãdei aÃllh uÀlh” Φυσ. 194b8-9). Τον άνθρωπο, για παράδειγμα, τον
γεννά άλλος άνθρωπος.34 Κάποια διαφορετικά πράγματα, λοιπόν, πρέπει David W. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1993), σ.
31
111. 32
ό.π.
33
Βλ. Demetra Sfendoni-Mentzou “What is Matter for Aristotle: ‘A Clothes-Horse’
or a Dynamic Element in Nature?”, στο Aristotle and Contemporary Science, (ed.) Demetra Sfendoni - Mentzou (New York: Peter Lang, 2000), Vol I, σ. 237-258. 34
“eÃti tw½n pro/j ti h( uÀlh: aÃll% ga\r eiãdei aÃllh uÀlh. me/xri dh\ po/sou to\n
fusiko\n deiÍ ei¹de/nai to\ eiådoj kaiì to\ ti¿ e)stin; hÄ wÐsper i¹atro\n neu=ron hÄ xalke/a xalko/n, me/xri tou= ti¿noj [ga\r] eÀneka eÀkaston, kaiì periì tau=ta aÀ e)sti
164
να έχουν αναγκαστικά διαφορετική ύλη. Έτσι, για παράδειγμα, το πριόνι δεν μπορεί να γεννηθεί από ξύλο, και αυτό δεν είναι κάτι που εξαρτάται από το κινητικό αίτιο, γι’ αυτό δεν θα ήταν δυνατό να κάνει κάποιος πριόνι από μαλλί ή ξύλο. (“e)ni¿wn d' e(te/ra h( uÀlh e)c a)na/gkhj e(te/rwn oÃntwn, oiâon pri¿wn ou)k aÄn ge/noito e)k cu/lou, ou)d' e)piì tv= kinou/sv ai¹ti¿# tou=to: ou) ga\r poih/sei pri¿ona e)c e)ri¿ou hÄ cu/lou” Μετ.
1044a27-29) Ένα συγκεκριμένο, λοιπόν, αισθητό αντικείμενο αποτελείται από ένα συγκεκριμένο υλικό ανάλογα με το είδος του, και είναι e)kei¿ninon, ένα κιβώτιο, για παράδειγμα, δεν είναι ξύλο αλλά ξύλινο35. Ωστόσο, αν υπάρχει κάποιο υλικό το οποίο δεν ονομάζεται πια e)kei¿ninon, δηλαδή υλικό κάποιου άλλου πράγματος, αυτό, επισημαίνει ο σταγειρίτης φιλόσοφος στα Μετὰ τὰ Φυσικά, είναι η πρώτη ύλη. ei¹ de/ ti¿ e)sti prw½ton oÁ mhke/ti kat' aÃllo le/getai e)kei¿ninon, tou=to prw¯th uÀlh: oiâon ei¹ h( gh= a)eri¿nh, o( d' a)h\r mh\ pu=r a)lla\ pu/rinoj, to\ pu=r uÀlh prw¯th ou) to/de ti ouÅsa.
(Μετ. 1049a24-27) Οι αναφορές του φιλοσόφου στη σχετική προς τη μορφή ύλη δείχνουν πως “υπάρχουν ενδιάμεσα επίπεδα που οδηγούν από την ἐσχάτη ὕλη, ή το έσχατο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα όλα τα αισθητά πράγματα, στην κάθε ειδική συγκεκριμένη ουσία, η οποία είναι πάντοτε για τον Αριστοτέλη σύνθεση μιας ιδιαίτερης μορφής και μιας ιδιαίτερης ύλης”. Όμως ο Αριστοτέλης προχωρεί πέρα από το επίπεδο των ατομικών ουσιών
και
της
συγκεκριμένης
ύλης
με
τους
χώρο-χρονικούς
xwrista\ me\n eiãdei, e)n uÀlv de/; aÃnqrwpoj ga\r aÃnqrwpon genn#= kaiì hÀlioj”
(Φυσικά 191b8-13). 35
Μετ. 1049a18-28.
165
προσδιορισμούς, στα τέσσερα στοιχεία, τα οποία είναι βέβαια και αυτά αισθητά και σ’ ένα ακόμη βαθύτερο επίπεδο στην πρώτη ύλη, η οποία δεν είναι αισθητή.36
2. Η πρώτη ὕλη και οι οντολογικές κατηγορίες του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ Όπως
ήδη
αναφέραμε,
ένα
βασικό
ερώτημα
στο
οποίο
επιχειρήσαμε να απαντήσουμε είναι αν, ακόμη και στην περίπτωση που δεχτούμε πως η πρώτη ύλη είναι το αδιαφοροποίητο υποκείμενο κάθε κίνησης ή μεταβολής, έχει κάποιο αντίκρισμα στο φυσικό κόσμο ή είναι μια έννοια κενή περιεχομένου. Θα επιχειρήσουμε, λοιπόν, μια λεπτομερέστερη ανάλυση αυτού του ζητήματος. Αυτό που δυσχεραίνει την προσπάθεια να δοθεί απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι πως, αυτό που ο σταγειρίτης ονομάζει πρώτη ύλη είναι άμορφο ως προς αυτό που έχει μορφή και παράλληλα δεν μπορούμε να την πλησιάσουμε˙ μόνο κατ’ αναλογία είμαστε σε θέση να τη συλλάβουμε. h( de\ u(pokeime/nh fu/sij e)pisthth\ kat' a)nalogi¿an. w¨j ga\r pro\j a)ndria/nta xalko\j hÄ pro\j kli¿nhn cu/lon hÄ pro\j tw½n aÃllwn ti tw½n e)xo/ntwn morfh\n [h( uÀlh kaiì] to\ aÃmorfon eÃxei priìn labeiÍn th\n morfh/n, ouÀtwj auÀth pro\j ou)si¿an eÃxei kaiì to\ to/de ti kaiì to\ oÃn. mi¿a me\n ouÅn a)rxh\ auÀth, ou)x ouÀtw mi¿a ouÅsa ou)de\ ouÀtwj oÄn w¨j to\ to/de ti, mi¿a de\ hÂj o( lo/goj, eÃti de\ to\ e)nanti¿on tou/t%, h( ste/rhsij. 36
Βλ. Δήμητρα Σφενδόνη – Μέντζου, “Η Αριστοτελική Πρώτη Ύλη Μέσα από το
Πρίσμα της Κβαντικής Φυσικής και της Φυσικής των Στοιχειωδών σωματίων,” ό.π., σσ.76- 78.
166
(Φυσικά 191a7-14) Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί στο παραπάνω χωρίο, παραδείγματα από τον χώρο της τέχνης (ανδριάντας-χαλκός, κλίνη-ξύλο) για να περιγράψει αναλογικά τη σχέση της ύλης προς την ουσία και να διευκρινίσει πως μπορούμε να συλλάβουμε κάτι το οποίο είναι άμορφο37. Μάλιστα, όποια σχέση έχει το άμορφο προς το προϊόν της τέχνης , την ίδια σχέση έχει και η ύλη προς την ουσία. Το γεγονός ότι η ύλη είναι άμορφη συντελεί στο να μην είναι ένα to/de ti. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Schlossberger,38 η ύλη δεν είναι ένα to/de ti, αφού δεν μπορεί να κατέχει κάποια κατηγορία, όπως για παράδειγμα της ποιότητας ή της ποσότητας, παρά μόνο ως έμμορφο πράγμα.39 Ο Σιμπλίκιος αναφέρει χαρακτηριστικά: ti¿ pote aÄn eiãh au)th\ kaq' au(th\n h( u(pokeime/nh toiÍj eiãdesin uÀlh. kaiì ga\r eÃstw tou= me\n a)nqrw¯pou uÀlh to\ spe/rma, tou= de\ spe/rmatoj ei¹ tu/xoi to\ aiâma, tou/tou de\ siti¿a kaiì pota/, tou/twn
de\
ta\
te/ttara
stoixeiÍa.
a)ll'
e)peidh\
kaiì
tau=ta
metaba/llei ei¹j aÃllhla kata\ ta\j e)nanti¿aj poio/thtaj, deiÍtai
37
Ο Sheldon M. Cohen αναφερόμενος στο θέμα της ύλης και με αφορμή το
παραπάνω Αριστοτελικό χωρίο επισημαίνει πως “η υποκείμενη φύση δεν ταυτίζεται με την ουσία αλλά σχετίζεται με αυτή όπως ο χαλκός με το άγαλμα”. (“The underlying nature is not identified with substance but is related to it as bronze is to the statue”). Βλ. Sheldon M. Cohen, Aristotle on Nature and Incomplete Substance. (Cambridge: Cambridge University Press, 1996), σ. 19-20. 38
Με αναφορά στο εξής χωρίο: “le/gw d' uÀlhn hÁ kaq' au(th\n mh/te tiì mh/te
poso\n mh/te aÃllo mhde\n le/getai oiâj wÐristai to\ oÃn”(Μετ. 1029a20-21) 39
Eugene Schlossberger, “Aristotelian Matter, Potentiality and Quarks,” Southern
Journal of Philosophy 17 (1979): 514.
167
pa/ntwj kaiì au)ta\ koinou= tinoj u(pokeime/nou mhdemi¿an eÃxontoj poio/thta tv= e(autou= fu/sei.
(Σιμπλικίου φιλοσόφου εἰς τά τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 9.225.24-29) Οδηγούμαστε, λοιπόν, όπως είδαμε, στα τέσσερα στοιχεία και, καθώς και αυτά μεταβάλλονται το ένα στο άλλο, είναι σαφής η ανάγκη ύπαρξης ενός κοινού υποκειμένου, της άμορφης πρώτης ύλης. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως ο John Anton θεωρεί ότι “τα τέσσερα στοιχεία στην πιο απογυμνωμένη κατάστασή τους, όπου τίθενται απλώς ως ένα δυνάμει υλικό υπόστρωμα, δεν μπορούν να υποστούν καμία πραγματική μεταβολή, μια και δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας ανάλυσης, και οι αφαιρέσεις δεν επιδέχονται μεταβολή. Τα τέσσερα στοιχεία δεν είναι μόνο ένα δυνάμει υπόστρωμα αλλά και πλήρεις αρνήσεις. Ως καθαρά οριακά σημεία μιας αφαιρετικής διαδικασίας στερούνται όλους τους καθορισμούς κι αποτελούν απόλυτες στερήσεις.”40 Ο Σιμπλίκιος, αναφερόμενος στα παραδείγματα που επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο σταγειρίτης για να διασαφηνίσει την έννοια της πρώτης ύλης, σημειώνει πως ορθώς έλαβε το παράδειγμα από τις τέχνες, (το παράδειγμα του χαλκού που ο τεχνίτης μετατρέπει σε άγαλμα και του ξύλου από το οποίο ο τεχνίτης φτιάχνει κρεβάτι), διότι σ’ αυτές το άμορφο και προηγείται χρονικά και o(ra=tai καθ’ εαυτό: texnhtw½n h( e)n toiÍj fusikoiÍj prw¯th uÀlh . kalw½j de\ a)po\ tw½n
40
Βλ. J. P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας, Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη, Αθήνα 2001, σ. 96.
168
texnhtw½n eÃlabe to\ para/deigma, e)peidh\ e)n tou/toij kaiì xro/n% prohgeiÍtai to\ aÃmorfon kaiì kaq' e(auto\ o(ra=tai.
(Σιμπλικίου φιλοσόφου εἰς τά τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 9.226.6-11) Η πρώτη ύλη είναι λοιπόν το άμορφο, χωρίς προσδιορισμούς υποκείμενο της αλλαγής, αυτό που προσφέρει το έδαφος για να συμβεί κάθε μορφή αλλαγής, μετάβασης από τη δύναμη στην ενέργεια41. Η ύλη δεν έχει μορφή αλλά απ’ αυτήν προκύπτουν μορφές. Όπως επισημαίνει ο Κ. Γεωργούλης, υπάρχει ως δυνατότητα, ως προδιάθεση και έχει μέσα στον ίδιο της τον εαυτό την τάση να υποβληθεί σε μορφοποίηση.42 Έχει μέσα της τη δυνατότητα να δεχθεί προσδιορισμούς επειδή ακριβώς στερείται προσδιορισμών και χαρακτηριστικών. “Η ύλη περιέχει εν δυνάμει τη δυνατότητα να πάρει τη μια ή την άλλη μορφή κάτω από την ενέργεια ενός παράγοντα εξωτερικού ή εσωτερικού” σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γ. Μουρέλος. Ένα όν πρέπει να περιέχει δυνάμει τη δυνατότητα της αλλαγής τόσο στην περίπτωση που περιλαμβάνει μέσα του το στοιχείο της αλλαγής του όσο και στην περίπτωση που υφίσταται παθητικά την ενέργεια ενός άλλου.43 Με την εισαγωγή, λοιπόν, της έννοιας της ύλης αντιλαμβανόμαστε γιατί συνυπάρχουν το ἐν ἐνεργείᾳ και το δυνάμει ὄν μέσα στο φυσικό κόσμο. Όταν, για παράδειγμα, ένα κομμάτι χαλκός έχει μορφή, υπάρχει 41
Βλ. Demetra Sfendoni - Mentzou, ό.π. σ. 248.
42
Κ. Δ. Γεωργούλη, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, (Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα
2000), σελ. 285. 43
Γ. Μουρέλος, “Οι έννοιες της Ουσίας και του Συμβεβηκότος στην οντολογία του
Αριστοτέλη”
στο
Αριστοτέλης.
Οντολογία,
Γνωσιοθεωρία,
Ηθική,
Πολιτική
Φιλοσοφία, (επιστ. εποπτεία) Δ. Ζ. Ανδριόπουλος, (Εκδόσεις Παπαδήμα (3η εκδ.), Αθήνα 1997), σ. 305.
169
ἐν ἐνεργείᾳ. Έχει δηλαδή σε συγκεκριμένη στιγμή, συγκεκριμένες ιδιότητες και προσδιορισμούς. Οι προσδιορισμοί, δηλαδή, ανήκουν στην ἐν ἐνεργείᾳ ύπαρξη, στον κόσμο της εμπειρίας, των ατομικών πραγμάτων σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Αυτό όμως δεν καλύπτει όλο το φάσμα της πραγματικότητας στο Αριστοτελικό σχήμα. Η πραγματικότητα για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο περιλαμβάνει και τo δυνάμει ὄν44. Οι πραγματωμένες ιδιότητες δεν μπορούν να εξαντλήσουν τη θεμελιώδη απροσδιοριστία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ύλη είναι η ίδια απροσδιόριστη στη ρίζα της. Οι συγκεκριμένες ιδιότητες και προσδιορισμοί ενός πράγματος δεν εξαντλούν την ύλη, γιατί ακριβώς η ίδια μπορεί να προσθέσει σ’ αυτό κι άλλες ιδιότητες. Υπό αυτή την έννοια το ἐν ἐνεργείᾳ κομμάτι, π.χ. χαλκός, είναι δυνάμει άγαλμα. Ενυπάρχει σ’ αυτό το κομμάτι χαλκού το γίγνεσθαι, η κίνηση. Συνδέεται, με άλλα λόγια, αυτό που είναι μ’ αυτό που μπορεί να γίνει. Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να πούμε πως η ύλη βρίσκεται στην κατάσταση του γίγνεσθαι. Η ύλη, λοιπόν, “είναι δυνάμει και πραγματώνεται, γίνεται ενεργεία χάρη στην εσωτερική της σκοπιμότητα: την ενδελέχεια”.45 Είναι αλήθεια ότι η δύναμις περιλαμβάνει τη στέρηση της μορφής46, και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην άρνηση της πραγματικότητας της πρώτης ύλης με τον ισχυρισμό πως αν η ύλη είναι δύναμις και η δύναμις είναι στέρηση της μορφής, τότε δεν έχουμε άλλη 44
Βλ. Demetra Sfendoni - Mentzou, ό.π.
45
Ευτύχης Μπιτσάκης, Η φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, (Εκδόσεις “Σύγχρονη
Εποχή” (2η εκδ.), Αθήνα 1978), σ. 60. 46
Για την έννοια του δυνάμει και για την σχέση ὄντος και μη ὄντος στην
Αριστοτελική Φιλοσοφία μιλήσαμε ήδη στο πέμπτο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας. Βλ. Κεφ. Πέμπτο, 3. Η γένεσις των ουσιών και η σχέση ὄντος και μη ὄντος.
170
επιλογή παρά να ταυτίσουμε την ύλη με τη στέρηση και άρα με το μη ον47. Όμως, σύμφωνα και με τους αρχαίους σχολιαστές ο Αριστοτέλης τονίζει ακριβώς την αντιδιαστολή της ύλης προς τη στέρηση όταν σημειώνει στα Φυσικά “e)c ou gi¿gnetai¿ ti e)nupa/rxontoj mh\ kata\ sumbebhko/j” Φυσικά 192a31-32), ενώ αντίθετα όσα γίνονται από τη
στέρηση γίνονται “ou)k e)nupa/rxontoj, a)lla\ kata\ sumbebhko/j, e)k th=j uÀlhj de\ kaq' au(to/: e)nupa/rxon ga/r” όπως χαρακτηριστικά
σημειώνει ο Φιλόπονος48. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο Σιμπλίκιος ο οποίος τονίζει: to\ de\ pro\j a)ntidiastolh\n eiãrhtai th=j sterh/sewj: kaÄn ga\r le/ghtai kaiì
e)k
tau/thj
e)nuparxou/shj,
gi¿nesqai
ouÃte
kaq'
to\ au(to\
gino/menon, e)k
tau/thj,
a)ll'
ouÃte
a)lla\
kata\
sumbebhko/j.
(Σχόλια στην Φυσ. Ἀκρόασιν 9.254.7 -12)
Από την ύλη, συνεπώς, γίνεται το γινόμενον διότι η ύλη ενυπάρχει σ’ αυτό ενώ η στέρηση ούτε ενυπάρχει και είναι αρχή κατά συμβεβηκός. Την ίδια άποψη θα διατυπώσει και ο Θεμίστιος επισημαίνοντας πως η ύλη είναι άφθαρτη και αγέννητη και είναι κάτι διαφορετικό από τη στέρηση, διότι αποτελεί το πρώτο υποκείμενο από το οποίο γίνεται κάτι e)nupa/rxontoj 47
mh\
kata\
sumbebhko/j σε αντιδιαστολή προς την
Βλ. Δήμητρα Σφενδόνη – Μέντζου, “Η Αριστοτελική Πρώτη Ύλη Μέσα από το
Πρίσμα της Κβαντικής Φυσικής και της Φυσικής των Στοιχειωδών σωματίων”, ό.π., σ. 81. 48
“to\ de\ , oÀti gi¿netai kaiì e)k th=j sterh/sewj ta\
gino/mena, a)ll' ou)k e)nupa/rxontoj, a)lla\ kata\ sumbebhko/j, e)k th=j uÀlhj de\ kaq' au(to/: e)nupa/rxon ga/r” (Φιλόπονος, εἰς τὰ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς
ἀκροάσεως Ὑπόμνημα 16.190.25-27).
171
στέρηση εκ της οποίας μπορεί, βέβαια, να γίνει κάτι αλλά μόνο κατά συμβεβηκός. kaiì
periì
me\n
a)ge/nhtoj,
oÀti
uÀlhj
a)rkei¿tw
eÀteron
tau=ta,
th=j
oÀti
sterh/sewj,
aÃfqartoj, oÀti
oÀti
prw½ton
u(pokei¿menon, e)c ou prw½ton gi¿gnetai eÀkaston e)nupa/rxontoj mh\
kata\
sumbebhko/j,
a)ntidiastolh\n
th=j
tou=to
sterh/sewj:
de\
oÁ
prosteqei¿kamen
gi¿gnetai
ga\r
kaiì
e)k
pro\j th=j
sterh/sew¯j ti, a)lla\ kata\ sumbebhko/j.
(Θεμιστίου Παράφρασις εἰς τὰ τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως 5,2.34.4-12)
Η στέρηση, λοιπόν, είναι κατά συμβεβηκός ον και άρα κατά συμβεβηκός αρχή και δεν συνεισφέρει στο είναι και την ύπαρξη ενός πράγματος, αλλά συμβάλλει στη γένεσή του μόνο με την έννοια ότι ένα πράγμα αρχικά στερείται το είδος και αποβάλλοντας τη στέρηση δέχεται το είδος. “Η στέρηση δεν εμπεριέχεται στη φύση ενός πράγματος ως ον. Το να έχει κάτι μια μορφή σημαίνει, ipso facto, ότι στερείται την αντίθετη μορφή”49. ou)kou=n h( me\n uÀlh kaq' au(to\ oÄn ouÅsa kaq' au(to\ aÄn eiãh kaiì a)rxh\
kaiì
kuri¿wj
a)rxh/,
h(
de\
ste/rhsij,
e)peidh\
kata\
sumbebhko\j oÃn e)sti, kata\ sumbebhko\j aÄn eiãh a)rxh/: ou)de\n ga\r suneisfe/rei ti h( ste/rhsij ei¹j to\ eiånai kaiì th\n uÀparcin tou= pra/gmatoj, a)lla\ mo/non tv= a)pousi¿# e(auth=j ei¹j th\n tou= pra/gmatoj sumba/lletai ge/nesin.
(Φιλόπονος, Σχόλια στην Φυσ. Ἀκρόασιν 16.161.17-25)50 49
W. D. Ross, Αριστοτέλης, ό.π. σ.101.
50
Επίσης, “kuri¿wj me\n ga\r ai¸ a)rxaiì du/o h( uÀlh kaiì to\ eiådoj (auÂtai ga/r
ei¹sin ai¸ sumplhrwtikaiì tw½n pragma/twn kaiì ei¹j to\ eiånai au)tw½n sumballo/menai), eiãpoij d' aÄn kata/ tina tro/pon treiÍj ta\j a)rxa/j, dio/ti
172
O Αριστοτέλης τονίζει το γεγονός πως η δύναμις είναι κάτι περισσότερο από στέρηση. Όπως σημειώνει ο Ernan Mc Mullin, το να πούμε ότι το Χ είναι ικανό να γίνει Ψ ή ότι το Χ στερείται της μορφής Ψ σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, είναι κάτι πολύ περισσότερο από το να πούμε ότι το Χ είναι απλά μη Ψ.51 Η δύναμις, βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην ολοκλήρωση, στην εν ενεργεία, δηλαδή, κατάσταση και στο μη ον της στέρησης. Έχει, με άλλα λόγια, δύο όψεις, την αρνητική όψη της στέρησης και τη θετική όψη της πραγματικότητας της ύλης, της τάσης για την επίτευξη του τέλους, της πραγμάτωσης, δηλαδή, του σκοπού.52 Η στέρηση είναι με άλλα λόγια η τάση να φτάσει κάτι στην ολοκλήρωσή του και βρίσκεται στο εσωτερικό των σωμάτων. Η στέρηση δεν είναι το μη ον εν γένει, αλλά το μη ον με την σημασία της απουσίας μιας συγκεκριμένης μορφής από ένα υποκείμενο. Το γεγονός ότι ένα έμβρυο είναι δυνάμει βρέφος ή ένας σπόρος είναι δυνάμει φυτό, δεν σημαίνει απλώς ότι το έμβρυο δεν είναι βρέφος και ο σπόρος δεν είναι φυτό. Δεν πρόκειται για μια απλή άρνηση. Αυτό που επισημαίνει ο Αριστοτέλης είναι πως έχουν μέσα τους την δυνατότητα να γίνουν στο μέλλον το έμβρυο βρέφος και ο σπόρος φυτό.53
sumba/lletai¿ pwj ei¹j th\n ge/nesin tou= pra/gmatoj kaiì h( ste/rhsij: deiÍ ga\r to\ lhyo/menon eiådo/j ti pro/teron e)sterh=sqai tou/tou, eiåta th\n ste/rhsin a)poba/llon ouÀtw to\ eiådoj de/xesqai” (Φιλόπονος, Σχόλια στην Φυσ.
Ἀκρόασιν 16.161.23-28). 51
Ernan McMullin, “Four Senses of ‘Potency’,” στο The Concept of Matter in Greek
and Medivial Philosophy, (Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963) σσ. 299-319. Επίσης, Δήμητρα Σφενδόνη – Μέντζου, ό.π. 52
Βλ. Demetra Sfendoni - Mentzou,ό.π., σ. 247.
53
Δήμητρα Σφενδόνη – Μέντζου, ό.π. σσ. 81-82.
173
eiãper e)stiìn a)riqm%½ mi¿a, kaiì duna/mei mi¿a mo/non eiånai. tou=to de\ diafe/rei pleiÍston. h(meiÍj me\n ga\r uÀlhn kaiì ste/rhsin eÀtero/n famen eiånai, kaiì tou/twn to\ me\n ou)k oÄn eiånai kata\ sumbebhko/j, th\n uÀlhn, th\n de\ ste/rhsin kaq' au(th/n, kaiì th\n me\n e)ggu\j kaiì ou)si¿an pwj, th\n uÀlhn, th\n de\ ou)damw½j: oi¸ de\ to\ mh\ oÄn to\ me/ga kaiì to\ mikro\n o(moi¿wj, hÄ to\ sunamfo/teron hÄ to\ xwriìj e(ka/teron. wÐste pantelw½j eÀteroj o( tro/poj ouÂtoj th=j tria/doj ka)keiÍnoj. me/xri me\n ga\r deu=ro proh=lqon, oÀti deiÍ tina\ u(pokeiÍsqai fu/sin, tau/thn me/ntoi mi¿an poiou=sin: kaiì ga\r eiã tij dua/da poieiÍ, le/gwn me/ga kaiì mikro\n au)th/n, ou)qe\n hÂtton tau)to\ poieiÍ: th\n ga\r e(te/ran pareiÍden.
(Φυσ. 192a2-12) Η ύλη, λοιπόν, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη, είναι το kata\ sumbebhko/j ou)k oÄn, ενώ η στέρηση είναι “καθ’ au(th/n ou)k oÄn” και
άρα η ύλη είναι e)ggu\j kaiì ou)si¿an pwj, ενώ η στέρηση ou)damw½j. Η ύλη είναι δυνάμει ον ενώ η στέρηση καθαυτή είναι μη ον. (“eÃti h( uÀlh eÃsti duna/mei oÀti eÃlqoi aÄn ei¹j to\ eiådoj: oÀtan de/ ge e)nergei¿# vÅ, to/te e)n t%½ eiãdei e)sti¿n” Μετ. 1050a15-16). Μόνο κατά συμβεβηκός, θα
μπορούσαμε να πούμε πως η ύλη ταυτίζεται με το μη ον ενώ η στέρηση, όπως σημειώσαμε, είναι μη ον καθαυτή. Η στέρηση, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο John Anton, σημαίνει “(α) τη σχετική απουσία μιας καθορισμένης ικανότητας ανάλογα με το πόσο έχει εκπληρωθεί η ικανότητα αυτή και (β) δηλώνει την πλήρη απουσία μιας όψης [του μεταβαλλόμενου υποκειμένου] ή σημαίνει κάποια καθορισμένη ανικανότητα ή απώλεια”. Η ύλη, όμως, από τη στιγμή που είναι απαραίτητη για την “εξατομικευτική αποτελεσματικότητα του εἴδους” είναι ουσία και μάλιστα ουσία που
174
βρίσκεται σε πορεία μεταβολής.54 Αντίθετα, η στέρηση καθαυτή, δεν είναι απολύτως τίποτα. eÃsti d' ou)si¿a to\ u(pokei¿menon, aÃllwj me\n h( uÀlh (uÀlhn de\ le/gw hÁ mh\ to/de ti ouÅsa e)nergei¿# duna/mei e)stiì to/de tiŸ, aÃllwj d' o( lo/goj kaiì h( morfh/, oÁ to/de ti oÄn t%½ lo/g% xwristo/n e)stin: tri¿ton de\ to\ e)k tou/twn, ou ge/nesij mo/nou kaiì fqora/ e)sti, kaiì xwristo\n a(plw½j: tw½n ga\r kata\ to\n lo/gon ou)siw½n ai¸ me\n ai¸ d' ouÃ. oÀti d' e)stiìn ou)si¿a kaiì h( uÀlh, dh=lon: e)n pa/saij ga\r taiÍj a)ntikeime/naij metabolaiÍj e)sti¿ ti to\ u(pokei¿menon taiÍj metabolaiÍj, oiâon kata\ to/pon to\ nu=n me\n e)ntau=qa pa/lin d' aÃlloqi, kaiì kat' auÃchsin oÁ nu=n me\n thliko/nde pa/lin d' eÃlatton hÄ meiÍzon, kaiì kat' a)lloi¿wsin oÁ nu=n me\n u(gie\j pa/lin de\ ka/mnon: o(moi¿wj de\ kaiì kat' ou)si¿an oÁ nu=n me\n e)n gene/sei pa/lin d' e)n fqor#=, kaiì nu=n me\n u(pokei¿menon w¨j to/de ti pa/lin d' u(pokei¿menon w¨j kata\ ste/rhsin. kaiì a)kolouqou=si dh\ tau/tv ai¸ aÃllai metabolai¿, tw½n d' aÃllwn hÄ mi#= hÄ duoiÍn auÀth ou)k a)kolouqeiÍ: ou) ga\r a)na/gkh, eiã ti uÀlhn eÃxei topikh/n, tou=to kaiì gennhth\n kaiì fqarth\n eÃxein
(Μετ.1042a26-b6) Η ύλη είναι άγνωστη55 μόνο αν τεθεί απόλυτα, χωρίς καθορισμούς και ως τελείως άμορφη, πράγμα που κατά τον Αριστοτέλη, όπως σημειώνει ο John Anton, είναι αδύνατο56. Ο Anton οδηγείται στο
54 55
Βλ. J. P. Anton, ό.π.
“h( d' uÀlh aÃgnwstoj kaq' au(th/n. uÀlh de\ h( me\n ai¹sqhth/ e)stin h( de\
nohth/, ai¹sqhth\ me\n oiâon xalko\j kaiì cu/lon kaiì oÀsh kinhth\ uÀlh, nohth\ de\ h( e)n toiÍj ai¹sqhtoiÍj u(pa/rxousa mh\ v ai¹sqhta/, oiâon ta\ maqhmatika/”
(Μετ.1036a8-12). 56
Βλ. J. P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας, Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη, Αθήνα 2001, σσ. 150-151.
175
συμπέρασμα πως “πρώτη ύλη καθαυτή δεν υπάρχει στον Αριστοτέλη. Όποτε χρησιμοποιεί την έννοια της πρώτης ύλης, ο όρος αυτός δεν είναι ποτέ απογυμνωμένος από κάθε μορφική σχέση, μια και η αφαίρεση όλων των προσδιοριστικών θεμελίων θα καθιστούσε καθετί ασύλληπτο. Ακόμα και στη θεωρία των στοιχείων η ύλη παραμένει μια οντότητα, -όπως, λ.χ., η φωτιά, ο αέρας, το νερό, η γη-η οποία επιδέχεται ορισμό”57. Ο Anton, στηρίζει την άποψή του αυτή σε αρκετά αριστοτελικά χωρία58 και καταλήγει πως παρ’ όλα αυτά ο Αριστοτέλης δηλώνει καταφατικά ότι η ύλη είναι ένα δυνάμει ον και χρησιμοποιεί την έννοια της πρώτης ύλης ως μια πρώτη αρχή για την κατανόηση της πορείας μεταβολής. Την άποψη ότι η ύλη γίνεται μια αρχή μεταβολής, αρχή, όμως, που έχει μια φυσική οντότητα καθώς είναι ένα δυνάμει ὄν, όπως ήδη αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, υποστηρίζει η Δ. ΣφενδόνηΜέντζου. Πιο συγκεκριμένα η ύλη γίνεται αρχή μεταβολής με την έννοια ότι, 57 58
θεωρημένη
ως
δύναμις,
προσφέρει
το
έδαφος
για
να
ό.π. “fu/sij de\ hÀ te prw¯th uÀlh (kaiì auÀth dixw½j, hÄ h( pro\j au)to\ prw¯th hÄ h(
oÀlwj prw¯th, oiâon tw½n xalkw½n eÃrgwn pro\j au)ta\ me\n prw½toj o( xalko/j, oÀlwj d' iãswj uÀdwr, ei¹ pa/nta ta\ thkta\ uÀdwrŸ kaiì to\ eiådoj kaiì h( ou)si¿a: tou=to d' e)stiì to\ te/loj th=j gene/sewj” (Μετ.1015a7-11). “…ta\ de\ t%½ diaireth\n eÃxein th\n uÀlhn kata\ to\ eiådoj…” (Μετ.1017a4-5). “To\ eÃk tinoj eiånai le/getai eÀna me\n tro/pon e)c ou e)stiìn w¨j uÀlhj, kaiì tou=to dixw½j, hÄ kata\ to\ prw½ton ge/noj hÄ kata\ to\ uÀstaton eiådoj, oiâon eÃsti me\n w¨j aÀpanta ta\ thkta\ e)c uÀdatoj, eÃsti d' w¨j e)k xalkou= o( a)ndria/j” (Μετ.1023a26-29). “…kaiì h( au)th\ uÀlh w¨j a)rxh\ toiÍj gignome/noij, oÀmwj eÃsti tij oi¹kei¿a e(ka/stou, oiâon fle/gmatoj [e)sti prw¯th uÀlh] ta\ gluke/a hÄ lipara/, xolh=j de\ ta\ pikra\ hÄ aÃll' aÃtta: iãswj de\ tau=ta e)k tou= au)tou=” (Μετ.1044a17-20). “oiâon h( gh= aÅr' e)stiì duna/mei aÃnqrwpoj; hÄ ouÃ, a)lla\ ma=llon oÀtan hÃdh ge/nhtai spe/rma, kaiì ou)de\ to/te iãswj; ” (Μετ.1049a1-3)
176
πραγματοποιηθεί η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη. “Η ύλη ως δυνάμει ον αποβαίνει το οντολογικό υπόβαθρο του δυναμικού μοντέλου της Αριστοτελικής φιλοσοφίας της φύσης. Η πρώτη ύλη δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να ταυτιστεί με το μη ον και να θεωρηθεί ως μια έννοια κενή περιεχομένου.”59 Την πραγματικότητα της Αριστοτελικής πρώτης ύλης έχει υποστηρίξει και ο Ε. Mc Mullin,60 ο οποίος αφού τονίζει τον ορισμό του δυνάμει με την έννοια της “αρχικής πηγής της αλλαγής σ’ ένα άλλο πράγμα ή στο ίδιο το πράγμα”, θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως η πρώτη ύλη είναι στενά συνδεδεμένη με την αριστοτελική θεώρηση της ουσίας και της μεταβολής ως προς την ουσία και υπό την έννοια αυτή αποτελεί το “οντολογικό θεμέλιο της δυνατότητας για αλλαγή”. Θεωρούμε ότι η υιοθέτηση της άποψης πως η αριστοτελική πρώτη ύλη αποτελεί το απροσδιόριστο, πραγματικό φυσικό υποκείμενο κάθε μεταβολής είναι πιο κοντά στη σκέψη του φιλοσόφου, αν δεχτεί κανείς, ότι το φάσμα του πραγματικού για τον Αριστοτέλη δεν περιορίζεται μόνο στην εν ενεργεία πραγματικότητα αλλά εξαιρετικά σημαντική θέση μέσα στον Αριστοτελικό φυσικό κόσμο κατέχει η κατηγορία του δυνάμει. Εισάγοντας την έννοια του δυνάμει, εισάγει ο Σταγειρίτης και ένα επίπεδο πραγματικότητας βαθύτερο, το οποίο δεν έχει συγκεκριμένους προσδιορισμούς και ιδιότητες, περιλαμβάνει, ωστόσο, το δυνάμει ον, το οποίο έχει τη δυνατότητα να προσλάβει στο μέλλον ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Σ’ αυτό το βαθύτερο επίπεδο πραγματικότητας η πρώτη 59 60
Δήμητρα Σφενδόνη – Μέντζου, ό.π. Ernan McMullin, “Four Senses of ‘Potency’,” στο The Concept of Matter in Greek
and Medivial Philosophy, (Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963), σσ. 299-319, και “Matter as a Principle,” στο The Concept of Matter in Greek and Medivial Philosophy, (Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963), σσ. 173212.
177
ύλη προσφέρει το έδαφος για να αποκτήσει το δυνάμει ον συγκεκριμένους προσδιορισμούς και άρα να περάσει στην εν ενεργεία κατάσταση˙ από αυτή την άποψη μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχει μια φυσική πραγματικότητα και δεν είναι μια έννοια κενή περιεχομένου. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, χωρίς να μπορούμε να προβούμε σε μια λεπτομερή πραγμάτευση του θέματος διότι δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της παρούσης μελέτης, ότι έχει γίνει σημαντική προσπάθεια από κάποιους μελετητές να βρουν ερείσματα της παραπάνω θέσης όχι μόνο στο αριστοτελικά κείμενα αλλά και στο χώρο της σύγχρονης Φυσικής, και πιο συγκεκριμένα σε παραδείγματα από την Κβαντική Φυσική και τη Φυσική των Στοιχειωδών Σωματίων. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ευτ. Μπιτσάκης, οι έννοιες του δυνάμει και εν ενεργεία δεν αποτελούν πλέον έννοιες μόνο φιλοσοφικές, αλλά, με την ανάπτυξη της σύγχρονης φυσικής και τις ανακαλύψεις στο χώρο αυτό, μετατράπηκαν σε επιστημονικές έννοιες61. Σημαντική είναι η συγγένεια που θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς ανάμεσα στη σύγχρονη επιστήμη και στην αριστοτελική σύλληψη των κατηγοριών του δυνάμει και ενεργεία. “Η ύλη ξεδιπλώνει τις δυνατότητές της, δημιουργώντας νέες μορφές σε ένα ατέρμονο γίγνεσθαι” αναφέρει χαρακτηριστικά ο
61
Eftichios Bitsakis, “The Potential and the Real: From Aristotle to Modern Physics,”
στο Aristotle and Contemporary Science, (ed.) Demetra Sfendoni - Mentzou (New York: Peter Lang, 2000), Vol I, 185-200, σ.185. Επίσης, Eftichios Bitsakis, “Quantum Statistical Determinism,” στο Foundations of Physics I8 (1987): 331-335, και “A generalization of the EPR Criterion of Reality,” στο L. Costro et al. (eds.) Problems in Quantum Physics, (Singapore: World Scientific, 1988), 3-23.
Ευτύχης Μπιτσάκης, Η φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία,
Εκδόσεις “Σύγχρονη Εποχή” (2η εκδ.), Αθήνα, 1978, και
Είναι και Γίγνεσθαι,
Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1996.
178
Μπιτσάκης και καταλήγει πως η σχέση ανάμεσα στο δυνάμει και εν ενεργεία φαίνεται να εκφράζει ένα γενικό χαρακτηριστικό της φύσης.62 Την αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στη σύγχρονη Φυσική και την Αριστοτελική φυσική φιλοσοφία έχει επισημάνει επίσης ο M. Čapec63, ο οποίος σημειώνει πως παρά το γεγονός ότι μετά το 1900 σημειώθηκε μια επιστημονική επανάσταση (κβαντική θεωρία, θεωρία της σχετικότητας, κβαντομηχανική) ευρέως γνωστή, η φιλοσοφική της σπουδαιότητα και βαρύτητα αναγνωρίστηκε από λίγους μόνο φιλοσόφους. Η πλειοψηφία των
φιλοσόφων
της
επιστήμης
ενδιαφέρεται
πρωτίστως,
όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει ο Čapec, για προβλήματα μεθοδολογίας παρά για το περιεχόμενο της σύγχρονης Φυσικής. Αυτό, όμως, το νέο περιεχόμενο είναι που κάνει τη σύγχρονη φυσική τόσο εντυπωσιακά διαφορετική από τη φυσική του Νεύτωνα και του Laplace. Η ερμηνεία της κίνησης ως μιας απλής μετατόπισης, ή με άλλα λόγια ως ενός συνδυασμού σταθερών και σαφώς προσδιορισμένων, μοριακών μονάδων (ή ατομικών σωματιδίων) φαίνεται να μην είναι πια επαρκής. Ο δρόμος έχει ανοίξει, ύστερα από τις νέες ανακαλύψεις, για την αποκατάσταση της έννοιας της ποιοτικής αλλαγής ακόμα και στο φυσικό κόσμο. Η Δ. Σφενδόνη-Μέντζου επισημαίνει πως “η Αριστοτελική πρώτη ύλη θα μπορούσε να βρει το ανάλογό της, όχι βέβαια σε κάποιο συγκεκριμένο ‘σωμάτιο’ στο μικρό-κόσμο, όπως λ.χ. στα κουάρκς, αλλά στη γενική εικόνα της ύλης που έχει διαμορφωθεί στον κόσμο των κβαντικών φαινομένων,…όπου κυριαρχεί η εικόνα των μη σαφώς προσδιορισμένων ‘σωματιδίων’ που έχουν μια εφήμερη, ασταθή, απροσδιόριστη και διαρκώς μετασχηματιζόμενη ‘ύπαρξη,’ η οποία 62
Eftichios Bitsakis, “The Potential and the Real: From Aristotle to Modern Physics,”
ό.π. σ. 199. 63
Milic Čapec, “Two Views of Motion: Change of Position or Change of Quality?”,
Review of Metaphysics 33 (1979): 337-346.
179
χαρακτηρίζεται από το διαρκές πέρασμα από την εν δυνάμει στην εν ενεργεία κατάσταση…Τα βασικά χαρακτηριστικά των κουάρκς μας παραπέμπουν μ’ έναν εκπληκτικό τρόπο στο Αριστοτελικό μοντέλο του φυσικού κόσμου και η ιδέα του δυνάμει βρίσκει στην περίπτωσή τους ένα ακόμη ισχυρό επιχείρημα, καθώς η ‘ύπαρξή’ τους είναι πάντοτε δυνάμει και ποτέ ενεργεία” εφόσον αποτελούν πάντα τα συστατικά στοιχεία των ανδρονίων και δεν έχουν ποτέ μια εν ενεργεία ύπαρξη ως ατομικά καθέκαστον σωματίδια.64 Μια ανάλογη άποψη, αποδίδοντας όμως μεγαλύτερη ομοιότητα ανάμεσα στην Αριστοτελική πρώτη ύλη και συγκεκριμένα στα κουάρκς
64
Σχετικά με την αναλογία που φαίνεται να υπάρχει ανάμεσα στην εικόνα της φύσης
που αναδύεται στη σύγχρονη Φυσική και πιο συγκεκριμένα στη Κβαντική Φυσική και τη Φυσική των Στοιχειωδών Σωματίων, και στην εικόνα του Φυσικού Κόσμου όπως αυτός παρουσιάζεται στο Αριστοτελικό Μοντέλο, η Δήμητρα Σφενδόνη – Μέντζου, επιχειρηματολογεί στις ακόλουθες μελέτες: “Popper’s Propensities: An Ontological Interpretation of Probability,” στο Imre Lakatos and Theories of Scientific Change, eds. K. Gavroglou et. al., (Boston: Kluwer Academic Publishers, 1989), 441455. “Models of Change: A Common Ground for Ancient Greek Philosophy and Modern Physics,” στο Greek Studies in the Philosophy and History of Science, ed. P. Nicolacopoulos (Boston: Kluwer Academic Publishers, 1990), 149-169. “Laws of Nature: ante Res or in Rebus?,”International Studies in the Philosophy of Science 8, no.3 (1994). “The Reality of Thirdness: a Potential-Pragmatic Account of Laws of Nature,” στο Realism and Anti-realism in the Philosophy of Science, eds. R. S. Cohen, Risto Hilpinen and Qiu Rensong (Boston: Kluwer Academic Publishers, 1996), 75-95. “Peirce on Continuity and Laws of Nature,” Transactions of the Charles S. Peirce Society 33, no.3 (1997). “Χρόνος και γίγνεσθαι στον Αριστοτέλη και τον Prigogine”, ό.π. “Η θεωρία της τραγωδίας και της επιστήμης: Μερικές παρατηρήσεις πάνω στον εμπειρισμό του van Fraassen”, Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου “Ποιητική του Αριστοτέλους”, (Αθήνα, Δεκέμβριος 2001), 2003. “Αριστοτελική πρώτη ύλη και σύγχρονη Φυσική,”, όπ.π.
180
υποστηρίζει
ο
Ε.
Schlossberger65
δηλώνοντας
ότι
τα
κουάρκς
“ικανοποιούν όλες τις απαιτήσεις για την πρώτη ύλη. Κάθετι που λέει ο Αριστοτέλης για την πρώτη ύλη συμβαίνει να μπορεί να αποδοθεί στα κουάρκς.” Η αναλογία είναι πραγματικά εντυπωσιακή αν σκεφτεί κανείς πως η πρώτη ύλη στον Αριστοτέλη έχει μια δυνάμει οντότητα και όταν έρθει στο είδος τότε είναι έμμορφη ύλη, άρα υπάρχει εν ενεργεία μόνο στη συγκεκριμένη μορφή (Μετ. 1050a15-16), όπως και τα κουάρκς υπάρχουν εν ενεργεία μόνο με τη μορφή του πρωτονίου ή νετρονίου. Είναι, επομένως, απαραίτητο να αναζητηθούν νέα εξηγητικά σχήματα τα οποία παραπέμπουν στο Αριστοτελικό μοντέλο του φυσικού κόσμου66. Ωστόσο, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, ότι, όπως σημειώνει ο Čapec67, δεν πρόκειται για μια απλή επιστροφή στον Αριστοτέλη για τον απλό λόγο ότι στην ιστορία της ανθρώπινης διανόησης δεν υπάρχουν απλές και απόλυτες επιστροφές στο παρελθόν. Αυτό που μπορεί να προσφέρει η φυσική φιλοσοφία του Σταγειρίτη, είναι ένα θεωρητικό υπόβαθρο και ένα εννοιολογικό εργαλείο για την κατανόηση της σύγχρονης επιστήμης και του φυσικού κόσμου όπως διαφαίνεται μέσα από αυτήν68. 65
Eugene Schlossberger, “Aristotelian Matter, Potentiality and Quarks,” στο Southern
Journal of Philosophy 17 (1979): 507-521. 66
Βέβαια, θα πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό πως, μια τέτοιου είδους
ανάγνωση του Αριστοτελικού έργου δεν θα βρει σύμφωνους τόσο κάποιους μελετητές του Αριστοτέλη, όσο και μια μεγάλη μερίδα Φυσικών. Ωστόσο, κατά την άποψη μας, οι μελέτες που επιχειρούν να συνδέσουν την Αριστοτελική σκέψη με την σύγχρονη επιστημονική σκέψη προσφέρουν αρκετά επιχειρήματα υπέρ μιας τέτοιας προσέγγισης και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μέσα από αυτή την προσέγγιση προβάλλεται ο επίκαιρος χαρακτήρας της Αριστοτελικής φιλοσοφίας και ανοίγεται ένας νέος ορίζοντας για τη σύνδεση της επιστήμης με τη φιλοσοφία. 67
Ό.π.
68
Βλ. Δ. Σφενδόνη-Μέντζου, ό.π.
181
3. Η πρώτη ὕλη ως αρχή μεταβολής Σύμφωνα με την ανάλυση που προηγήθηκε, κατέστη φανερό ότι η ύλη δεν είναι απλά αυτό που δεν έχει μορφή αλλά αυτό το οποίο έχει τη δυνατότητα να προσλάβει διαφορετικές μορφές και προσφέρει το έδαφος για να συμβεί κάθε μορφή αλλαγής, μετάβασης από τη δύναμη στην ενέργεια. Η μετάβαση αυτή εκφράζει μια κίνηση στον Αριστοτέλη. Έτσι, η ύλη γίνεται αρχή μεταβολής, ενώ η κίνηση είναι ο μόνος δρόμος μέσω του οποίου μπορούν να πραγματωθούν οι διάφοροι προσδιορισμοί. “Διῃρημένου δὲ καθʹ ἓκαστον γένος τοῦ μὲν ἐντελεχείᾳ τοῦ δὲ δυνάμει, ἡ τοῦ δυνάμει ὄντος ἐντελέχεια, ἧ τοιοῦτον, κίνησίς ἐστιν˙” (Φυσ. 201a10-13). Κίνηση, λοιπόν, όπως αναλυτικά σημειώθηκε στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας, ονομάζει ο Αριστοτέλης την εντελεχειακή ύπαρξη του δυνάμει ὄντος, θεωρημένου στην καθαρή δυνάμει ύπαρξη του. Όπως είδαμε κατά την ανάλυση του ορισμού της κινήσεως υπάρχει μεγάλη συζήτηση στους κόλπους των μελετητών του Αριστοτελικού έργου σχετικά με την ερμηνεία και την απόδοση του ορισμού. Εξίσου σημαντική είναι και η, σχετική με την ανωτέρω θεματική, συζήτηση αναφορικά με την έννοια της ἐντελέχειας και τη σχέση της με την ἐνέργεια. Αναλαμβάνεται, λοιπόν, στο σημείο αυτό, η εξέταση των παραπάνω εννοιών, ώστε να φωτιστεί περισσότερο η σημασία της κίνησης ως εντελέχειας του δυνάμει και να οδηγηθούμε, λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση που προηγήθηκε για το ζήτημα της πρώτης ύλης, σε ορισμένα συμπεράσματα.
182
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που πολύ εύστοχα σημειώνει για τον όρο ἐντελέχεια ο Will Durant: η ἐντελέχεια “είναι ένας από εκείνους τους θαυμάσιους Αριστοτελικούς όρους, που συγκεντρώνουν στο εσωτερικό τους μια ολόκληρη φιλοσοφία”69. Επομένως, η προσέγγιση και η ερμηνεία της ἐντελέχειας, και η αναζήτηση της σχέσης της έννοιας αυτής με την ενέργεια, αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση των υπομνηματιστών του Αριστοτέλη
σχετικά
με
το
θέμα70.
Ο
Σιμπλίκιος
αναφέρει
χαρακτηριστικά πως ο Αριστοτέλης όρισε αρχικά την κίνηση ως “ tou= kinhtou= v toiou=ton”, όμως οι άλλοι σχολιαστές, ανάμεσά τους ο Αλέξανδρος, ο Πορφύριος και ο Θεμίστιος επειδή συνάντησαν σε κάποια αντίγραφα τη γραφή “” οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα
πως η έννοια της e)ntele/xeiaς ταυτίζεται στον Αριστοτελικό ορισμό της κινήσεως με την e)ne/rgeian71. Ο Σιμπλίκιος δεν συμφωνεί με το
69
Βλ. Will Durant, The Story of Philosophy, 1926, σ. 81, σημ.
Βλ. Επίσης, Wm. E Ritter, “Why Aristotle invented the word entelecheia” in Quarterly Review of Biology 7, 1932, 377-403. 9, 1934, 1-35, σ. 390. 70
Βλ. Μελίνα Μουζάλα, Το πρόβλημα της Κινήσεως και της Μεταβολής εις την
«Φυσικήν Ακρόασιν» του Αριστοτέλους, (διδ. διατρ.), Αθήνα 2001, σσ. 104-115. 71
“ ¹Episth=sai de\ aÃcion, oÀti o( me\n
¹Aristote/lhj o(rizo/menoj th\n ki¿nhsin e)n
a)rxv= au)th\n eiåpe tou= kinhtou= v toiou=ton, Porfu/rioj kaiì
¹Ale/candroj de\ kaiì
Qemi¿stioj kaiì oi¸ aÃlloi to\n o(rismo\n e)chgou/menoi a)kou/santej
met' o)li¿ga tou= ¹Aristote/louj kaiì e)ntele/xeian kalou=ntoj au)th/n, eÃn tisin a)ntigra/foij ouÀtwj eu(rhko/tej th\n grafh\n , ei¹j e)ntele/xeian th\n e)ne/rgeian e)n t%½ o(rism%½ th=j kinh/sewj metalamba/nousin w¨j tau)to\n oÄn para\
¹Aristote/lei”
(Σιμπλικίου
φιλοσόφου εἰς τὰ τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 414, 14-21).
183
συμπέρασμα αυτό, υποστηρίζει πως η έννοια της e)ntele/xeiaς δηλώνει “th\n tou= e)ntelou=j sune/xeian72” και αναφέρει συγκεκριμένα: mh/pote
de\
th\n
e)ntele/xeian
o(
¹Aristote/lhj
e)piì
th=j
teleio/thtoj a)kou/ei. kaiì eiã pote e)piì e)nergei¿aj au)th\n ti¿qhsin, ou) th=j tuxou/shj a)lla\ th=j telei¿aj, kaq' oÀti eÃxei te/leion, dio/ti eÀkaston to/te e)n tv= e(autou= teleio/thti eÃxetai, oÀte ta\j kata\ fu/sin e(autou= e)nergei¿aj a)podi¿dwsi. dio\ kaiì th\n yuxh\n e)ntele/xeian w¨ri¿sato tou= fusikou= kaiì o)rganikou= kaiì duna/mei zwh\n eÃxontoj sw¯matoj, ou)x oÀti e)ne/rgeia/ e)stin h( yuxh/, a)ll' oÀti kat' e)kei¿nhn h( teleio/thj au)t%½.
(Σιμπλικίου φιλοσόφου εἰς τὰ τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 414, 22-32) Ο Φιλόπονος θα δώσει μια διαφορετική ετυμολογία της λέξης υποστηρίζοντας ότι η e)ntele/xeia αποτελείται από το ‘ἓν’, το ‘τέλειον’ και το ‘ἔχειν’73. Στο H. Liddell- R. Scott, στο λήμμα e)ntele/xeia αναφέρεται “η πραγματική ύπαρξις, η πραγματικότης, η απόλυτος ύπαρξις πράγματος τινός, το εν ενεργεία υπάρχον, η ενέργεια εν αντιθέσει προς την δύναμιν.” Αναφέρεται, επίσης, ότι πρόκειται για φιλοσοφική λέξη που σχηματίστηκε από τον Αριστοτέλη ο οποίος καλεί, στο Περὶ ψυχῆς, την ψυχή εντελέχεια του σώματος και προέρχεται από το “ἐν τέλει ἔχειν”. Επισημαίνεται, τέλος, πως ο όρος e)ntele/xeia συνεχέατο και από τους 72 73
(Σιμπλικίου φιλοσόφου εἰς τὰ τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 414, 14-21). “to\ me\n ouÅn th=j e)ntelexei¿aj oÃnoma shmai¿nei para\ t%½
¹Aristote/lei
th\n e)ne/rgeian kaiì th\n teleio/thta: su/gkeitai ga\r para\ to\ "eÀn" kaiì to\ "te/leion" kaiì to\ "eÃxein": oÀtan ouÅn eÀkaston eÃxv th\n e(autou= teleio/thta, e)ntelexei¿# le/getai eiånai” (Φιλόπονος, εἰς τὰ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς
ἀκροάσεως Ὑπόμνημα, 16.342.12 -18).
184
αρχαίους με την λέξη e)nδele/xeia η οποία είναι διαφορετική και σημαίνει το συνεχές, τη διάρκεια.74 Η παρατήρηση αυτή μας παραπέμπει στην ετυμολογία που πρότεινε ο Σιμπλίκιος και σχετίζεται με την συνέχειαν. Μια προσπάθεια προσέγγισης και ερμηνείας του όρου με βάση κυρίως την ετυμολογία του, επιχειρεί ο George A. Blair, ο οποίος, όπως είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο, σημειώνει πως ο όρος ἐντελέχεια σημαίνει “έχοντας το τέλος εν αυτό” και ο όρος ἐνέργεια “κάνοντας κάτι εσωτερικά”75. Η θέση αυτή του George A. Blair βασίζεται, όπως αναφέραμε, κυρίως στην ετυμολογία της λέξης ἐντελέχεια, η οποία, σύμφωνα με τα όσα σημειώνει, είναι σύνθετη από το ‘ἐν’, το ‘τέλος’ και το ‘ἔχειν’76. Ως απάντηση στη θέση αυτή έρχεται η παρατήρηση του Joseph Owens ότι τα στοιχεία, οι ενδείξεις για την ετυμολογία τόσο του όρου ἐνέργεια όσο και του όρου ἐντελέχεια είναι ισχνά, και δεν φαίνονται να επιτρέπουν να εκληφθεί με ασφάλεια η σημασία του αρχικού ‘ἐν’ ως εσωτερικό ή ενυπάρχoν77. Ο Wm. E. Ritter78, σημειώνει πως φαίνεται ορθή η άποψη του W. D. Ross ότι η ἐντελέχεια γενικά (και όχι στον συγκεκριμένο ορισμό της
74
Βλ. H. Liddell- R. Scott, εκδ. Ιωάννης Σιδέρης, (Αθήνα: Ανατύπωση 1997), Τόμος
2, σ. 152. 75
Βλ. George A. Blair, “The meaning of ‘Energeia’ and ‘Entelecheia’ in Aristotle,”
International Philosophical Quarterly, VII (1967), σσ. 101-117, σ.114, 116. (“..Rather one means ‘doing something internally,’ and the other means ‘having its end inside it.’ ” 76
Βλ. George A. Blair, ό.π., σ. 110.
77
Joseph Owens, “Aristotle- Motion as Actuality of the Imperfect,” Paideia: Special
Aristotle Issue (1978), σσ. 120-132, σ. 129, σημ.5. 78
Wm. E Ritter, “Why Aristotle invented the word entelecheia,” στο Quarterly
Review of Biology 7, 1932, 377-403. 9, 1934, 1-35.
185
κινήσεως) μπορεί να οριστεί ως “πραγματικότητα, ή ολοκληρωμένη πραγματικότητα”, αν δεχτούμε ότι η λέξη συντίθεται από το ‘ἐντελές’ και το ‘ἔχειν’, ωστόσο το θέμα χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη διερεύνηση79. Στο δεύτερο μέρος του άρθρου του σημειώνει πως η λέξη πραγματοποίηση-εκπλήρωση (fulfillment) προτείνεται από τον Ross ως ένας πιθανός ισοδύναμος όρος80. Αναφορικά με τη χρήση του όρου σε σχέση με την κίνηση, φαίνεται να προτιμά και ο ίδιος την απόδοση της ἐντελέχειας ως πραγματοποίησης (actualizing), όπως πρότεινε ο Ross και ο Wicksteed. Σημειώνει μάλιστα, αναφερόμενος στο Αριστοτελικό παράδειγμα πως, κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης, η εντελέχεια του οικοδομητού είναι η πραγματοποίηση του δυνάμει ως οικοδομητό.81 Τόσο η Μ. L. Gill όσο και ο Jaakko Hintikka, σημειώνουν, πως ο όρος “εντελέχεια” σε άλλα σημεία του αριστοτελικού έργου σημαίνει ἐν ἐνεργείᾳ πραγματικότητα (ἐνέργεια), και χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι στον ορισμό της κίνησης που δίνει ο Αριστοτέλης στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ (Μετ. 1065b16) “th\n tou= duna/mei [oÃntoj] v toiou=to/n e)stin e)ne/rgeian le/gw ki¿nhsin” αντικαθιστά τον όρο “εντελέχεια” με τον όρο
“ενέργεια”82. Υπό αυτή την έννοια και η εντελέχεια και η ενέργεια θα 79
Wm. E Ritter, “Why Aristotle invented the word entelecheia,” στο Quarterly
Review of Biology 7, 1932, 377-403, σσ.379-380. 80
Wm. E Ritter, “Why Aristotle invented the word entelecheia,” στο Quarterly
Review of Biology Vol. 9, No. 1, 1934, 1-35, σ. 1. 81
“Building material is actualizing (entelecheia) the potentialities in virtue of which
we call it ‘building material’ when it is in the act of being built into a structure, and this act is the process or ‘movement’ of ‘building…” (Φυσ. 201a13-20), Wm. E Ritter, “Why Aristotle invented the word entelecheia” in Quarterly Review of Biology 7, 1932, 377-403. 9, 1934, 1-35, σ. 384. 82
Βλ. Jaakko Hintikka, “Aristotle on Modality and Determinism,” Acta Philosophica
Fennica, vol.29 (1977), σ. 60. Mary Louise Gill, “Aristotle’s Theory of Causal Action
186
μπορούσαν να αποδοθούν ως εν ενεργεία πραγματικότητα στα Φυσικά. III 1-283. Ως ισοδύναμους θεωρεί τους όρους ἐντελέχεια και ἐνέργεια και η Waterlow η οποία σημειώνει πως “η ἐντελέχεια είναι προτιμητέα σε σχέση με την ισότιμη ἐνέργεια (Φυσ. 201b32-202a2)”. Μάλιστα κατά τον Αριστοτέλη “η ἐνέργεια στην αρχική της και την πιο συνήθη σημασία, σημαίνει την πραγματική ἐν ἐνεργείᾳ ύπαρξη μιας διαδικασίας (βλ. Μετ. 1046a1-2 και 1047a30-33)”84. Τη σχέση ανάμεσα στους δύο όρους πραγματεύεται και ο ChungHwan Chen85 σημειώνοντας πως ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν πως οι δύο όροι χρησιμοποιούνται από τον Αριστοτέλη πρακτικά με την ίδια έννοια, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως υπάρχει διαφοροποίηση στην in Phys. III. 3,” Phronesis, vol. 25 (1980), σ. 130, επίσης, “Aristotle’s Distinction between Change and Activity” στο Axiomathes 14: 3-22, 2004, σ. 20 σημ. 32. Ο L. A. Kosman, παρατηρεί πως ενώ ο Αριστοτέλης σε κάποια σημεία αναφέρεται στην κίνηση ως ένα είδος ενέργειας, ωστόσο στις διάφορες εκδοχές του ορισμού της κίνησης φαίνεται να προτιμά τον όρο ἐντελέχεια, με εξαίρεση το χωρίο στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ (1065b16), ό.π. 42. 83
James Kostman, “Aristotle’s Definition of Change,” στο History of Philosophy
Quarterly, Vol. 4, no 1, (1987): 3-16, σ. 3. Επίσης, L. A. Kosman, ό.π., σ. 43. 84
“e)lh/luqe d' h( e)ne/rgeia touÃnoma, h( pro\j th\n e)ntele/xeian suntiqeme/nh, kaiì
e)piì ta\ aÃlla e)k tw½n kinh/sewn ma/lista: dokeiÍ ga\r h( e)ne/rgeia ma/lista h( ki¿nhsij eiånai, dio\ kaiì toiÍj mh\ ouÅsin ou)k a)podido/asi to\ kineiÍsqai...” (Μετ.
1047a30-33), “e)piì ple/on ga/r e)stin h( du/namij kaiì h( e)ne/rgeia tw½n mo/non legome/nwn kata\ ki¿nhsin” (Μετ. 1046a1-2).
Βλ. Sarah Waterlow, Nature, Change and Agency in Aristotle’s Physics, A Philosophical Study (New York: Oxford University Press, 1982), σ.113, σημ. 16. 85
C- H. Chen, “The relation between the terms ἐνέργεια and ἐντελέχεια in the
philosophy of Aristotle”, Classical Quarterly N.S. VIII, 1958, σσ.12-17.
187
σημασία τους (για παράδειγμα ο H. Bonitz,86 ο Biese και o J. L. Ideler)87. Ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα πως “οι όροι ἐνέργεια και ἐντελέχεια έχουν μια διαφορά, ωστόσο αυτή η διαφορά δεν έγκειται στην σημασία τους, στο νόημά τους αλλά στην προέλευσή τους, με άλλα λόγια στην ετυμολογία τους και στην εξέλιξη και αξιοποίησή τους”88. Την αναλογία ανάμεσα στους δύο αριστοτελικούς όρους, επισημαίνει επίσης ο J. L. Ackrill, υποστηρίζοντας πως υπάρχουν περιπτώσεις όπου θα μπορούσαμε να εξισώσουμε την ἐντελέχεια με την ἐνέργεια υπό την ευρύτερη έννοια όμως, της πραγματοποίησης (actualization)89. Στενή σχέση ανάμεσα στους δύο όρους εντοπίζει και ο Joseph Owens90 ο οποίος σημειώνει πως για πρακτικούς λόγους θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως συνώνυμοι τουλάχιστον αναφορικά με τη βασική τους σημασία. Επισημαίνει το γεγονός πως οι δύο όροι αποτελούν νεολογισμό του Αριστοτέλη και κανείς από τους δύο δεν απαντάται πριν από το Σταγειρίτη, και προβαίνει σε μια διερεύνηση της σημασίας τους και μια 86
O H. Bonitz θεωρεί ότι ο Αριστοτέλης προβαίνει σε μια διάκριση των όρων
ἐνέργεια και ἐντελέχεια, όπως φαίνεται στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ (1047a30, 1050a23). Βλ. H. Bonitz Index Aristotelicus, Berolini 1870 (Ανατύπωση 1960), λήμμα “ἐντελέχεια”. Επίσης, Η. Bonitz, Aristotelis De Anima Libri Tres, σ. 279 και Η. Bonitz, Aristotelis Opera edidit Academia Regia Borussica, vol. V, 253b κ.εξ., στο C- H. Chen, ό.π. , σ. 12. 87
Βλ. C- H. Chen, ό.π., σ.12, σημ.4, 5.
88
Βλ. C- H. Chen, ό.π., σ. 17.
89
J. L. Ackrill, “Aristotle’s Distinction between ENERGEIA and KINESIS,” στο New
Essays on Plato and Aristotle, R. Bambrough (ed.), London, 1965, σσ. 121-141. σ. 139. 90
Joseph Owens, “Aristotle- Motion as Actuality of the Imperfect,” Paideia: Special
Aristotle Issue (1978), σσ. 120-132, σ. 121.
188
προσπάθεια απόδοσης και ερμηνείας τους. Σημειώνει τη δυσκολία που γεννάται σε ένα τέτοιο εγχείρημα καθώς “δεν υπάρχει καμία σαφώς τεκμηριωμένη απόδειξη για την εξακρίβωση της διαμόρφωσης, του σχηματισμού της λέξης ἐντελέχεια ή των αντιθέσεων που υποδηλώνει ή συνεπάγεται”91. Η ἐντελέχεια χρησιμοποιείται στο Περὶ ψυχῆς για την πρώτη ‘πραγματικότητα’ του σώματος92, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Owens, πάνω στην οποία ακολουθεί περαιτέρω τελειοποίηση93, ενώ δεν 91 92
Joseph Owens, ό.π., σ. 122. “dio\ h( yuxh/ e)stin e)ntele/xeia h( prw¯th sw¯matoj fusikou= duna/mei zwh\n
eÃxontoj” (Περὶ ψυχῆς 412a27-28),
“ei¹ dh/ ti koino\n e)piì pa/shj yuxh=j deiÍ le/gein, eiãh aÄn e)ntele/xeia h( prw¯th sw¯matoj fusikou= o)rganikou=. dio\ kaiì ou) deiÍ zhteiÍn ei¹ eÁn h( yuxh\ kaiì to\ sw½ma, wÐsper ou)de\ to\n khro\n kaiì to\ sxh=ma, ou)d' oÀlwj th\n e(ka/stou uÀlhn kaiì to\ ou h( uÀlh: to\ ga\r eÁn kaiì to\ eiånai e)peiì pleonaxw½j le/getai, to\ kuri¿wj h( e)ntele/xeia/ e)stin” (Περὶ ψυχῆς 412b4-9) 93
Για την σημασία του όρου e)ntele/xeia σχετικά με την ψυχή, εξαιρετικά
ενδιαφέρουσα είναι η προσέγγιση του John P. Anton, ο οποίος εύστοχα σημειώνει ότι “H ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια, υπό την έννοια ότι είναι και η αρχή της δομικής σχηματοποίησης του οργανισμού και η αρχή που τον καθιστά ικανό να διαπτύσσεται σκόπιμα. Άρα η πορεία μεταβολής, την οποία διανύουν τα υπαρκτά στη διάρκεια της όλης της ζωής τους, αποτελεί μια διαδρομή ανάμεσα σε δύο οριακά σημεία: 1. την πρώτη εντελέχεια, η οποία ένα υπαρκτό το καθιστά εξαρχής καθορισμένο μεταβαλλόμενο υποκείμενο, και 2. το τελικό στάδιο της εντελέχειας, που σημαίνει την εκπλήρωση του εἴδους ενός υπαρκτού και την τέλεια πραγμάτωση των αντίστοιχων ενεργοποιημένων δυνάμεών του… Και στις δύο εντελέχειες έχουμε να κάνουμε με το ίδιο πράγμα: την ψυχή των έμβιων σωμάτων ως εἶδος, αλλά ως εἶδος που βρίσκεται σε δύο διαφορετικά στάδια της πορείας μεταβολής του οργανισμού προς την πραγμάτωσή του… Η ψυχή ως εἶδος δεν μεταβάλλεται αφού κατά τον Αριστοτέλη, η ψυχή δεν είναι ένα τόδε τι, δηλαδή μεταβαλλόμενο υποκείμενο, αλλά δομική αρχή: η μοναδική ενότητα των λειτουργιών και ενεργειών ενός οργανικού όντος.”
189
την συναντούμε πουθενά στα Ἠθικὰ Νικομάχεια όπου ο όρος ἐνέργεια χρησιμοποιείται για την έσχατη τελείωση του ανθρώπου. Η έννοια της ολοκλήρωσης συνίσταται στην πραγματικότητα, και μπορεί να διαβαθμιστεί σύμφωνα με την βαθμίδα της πραγματικότητας. Η ανάλυση του,
λοιπόν,
φαίνεται
να
οδηγεί
στην
προτίμηση
του
όρου
πραγματικότητα (actuality) αν και όπως ο ίδιος επισημαίνει η χρήση του όρου αυτού έχει αμφισβητηθεί. Μια άλλη πρόταση για την απόδοση της ἐντελέχειας θα ήταν ο όρος τελειότητα, τελειοποίηση (perfection), εννοούμενη όμως ως πραγματικότητα στις διάφορες διαβαθμίσεις της.94 Κίνηση, λοιπόν, αν κάτι είναι ενεργεία χ και δυνάμει ψ, είναι, σύμφωνα με τα παραπάνω, η πραγμάτωση της κατάστασης ψ. Η κίνηση είναι, με άλλα λόγια, η διαδικασία για την πραγμάτωση της μορφής. Στη φύση της κίνησης ανάγεται το γεγονός ότι το δυνάμει παραμένει δυνάμει με την έννοια ότι δεν έχει χάσει εντελώς τη δυνατότητά του και δεν έχει γίνει ακόμη ἐν ἐνεργείᾳ. Κίνηση είναι η εντελέχεια του δυνάμει ως δυνάμει. Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως, εφόσον, τόσο στην αλλοίωση, όσο και στη γένεση έχουμε πέρασμα από το δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ, αποτελούν και οι δύο περιπτώσεις κινήσεως. Επομένως θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η γένεσις, παρά το γεγονός ότι δεν δηλώνεται αυτό από τον Αριστοτέλη στο V Βιβλίο των Φυσικῶν, αποτελεί επίσης μορφή Βλ. J. P. Anton, Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2001, σσ. 209-211. 94
Joseph Owens, “Aristotle- Motion as Actuality of the Imperfect,” Paideia: Special
Aristotle Issue (1978), σσ. 120-132, σ. 122. (“Perhaps ‘perfection’ may be as serviceable as any. What is to be remembered is that the perfection meant is actuality in its various degrees.”)
190
κινήσεως, καθώς στην περίπτωση της γενέσεως έχουμε ένα πέρασμα από το μη ὄν (δυνάμει ὄν) στο ὄν (εν ενεργεία ὄν), εφόσον πάντα υπάρχει από κάτω το ἔσχατον ὑποκείμενον, η Αριστοτελική πρώτη ὕλη. Το πέρασμα, λοιπόν, από το δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ αποτελεί βασικό στοιχείο της Αριστοτελικής θεωρίας της κινήσεως. Στα πλαίσια της θεωρίας αυτής μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως άμεσα συνδεδεμένες με την κατηγορία του δυνάμει είναι και οι έννοιες του συνεχούς, του χρόνου και του απείρου, έννοιες τις οποίες ο Σταγειρίτης συνδέει με την κίνηση. Για το λόγο αυτό αναλαμβάνεται η εξέτασή τους στο κεφάλαιο που ακολουθεί.
191
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΚΙΝΗΣΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
1. Οι έννοιες της κινήσεως και της συνέχειας στη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη Σύμφωνα με την ανάλυση της έννοιας της κινήσεως, όπως δίνεται από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο III των Φυσικῶν και παρουσιάστηκε στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας, υπάρχει στενή σχέση και συνάφεια ανάμεσα στην κίνηση και την έννοια του συνεχοῦς. Η συνέχεια αποτελεί το κοινό γνώρισμα της κινήσεως, του χρόνου και του μεγέθους και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Σταγειρίτης επιχειρεί να εξετάσει παράλληλα τις παραπάνω έννοιες. Επιπροσθέτως, επειδή το συνεχές είναι αυτό το οποίο διαιρείται επ’ άπειρον, και το άπειρο e)mfai¿netai πρώτο στο συνεχές, θα πρέπει επίσης ν’ αναλυθεί η έννοια του απείρου. ¹Epeiì d' h( fu/sij me/n e)stin a)rxh\ kinh/sewj kaiì metabolh=j, h( de\ me/qodoj h(miÍn periì fu/sew¯j e)sti, deiÍ mh\ lanqa/nein ti¿ e)sti ki¿nhsij: a)nagkaiÍon ga\r a)gnooume/nhj au)th=j a)gnoeiÍsqai kaiì th\n fu/sin. diorisame/noij de\ periì kinh/sewj peirate/on to\n au)to\n e)pelqeiÍn tro/pon periì tw½n e)fech=j. dokeiÍ d' h( ki¿nhsij eiånai tw½n sunexw½n, to\ d' aÃpeiron e)mfai¿netai prw½ton e)n t%½ sunexeiÍ:
dio\
kaiì
toiÍj
o(rizome/noij
to\
sunexe\j
sumbai¿nei
prosxrh/sasqai polla/kij t%½ lo/g% t%½ tou= a)pei¿rou, w¨j to\ ei¹j aÃpeiron diaireto\n sunexe\j oÃn. pro\j de\ tou/toij aÃneu to/pou kaiì kenou= kaiì xro/nou ki¿nhsin a)du/naton eiånai. dh=lon ouÅn w¨j dia/ te tau=ta, kaiì dia\ to\ pa/ntwn eiånai koina\ kaiì kaqo/lou
192
tau=ta,
skepte/on
proxeirisame/noij
periì
e(ka/stou
tou/twn
u(ste/ra ga\r h( periì tw½n i¹di¿wn qewri¿a th=j periì tw½n koinw½n e)stin.
(Φυσ. 200b12-25)
Κίνηση, λοιπόν, μέγεθος και χρόνος, τόπος, και κενό αποτελούν έννοιες οι οποίες, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους. Η κίνηση είναι αδύνατη χωρίς τον τόπο και το κενό, έννοιες οι οποίες παρουσιάστηκαν στο τέταρτο κεφάλαιο της παρούσης μελέτης, αλλά επίσης είναι αδύνατη χωρίς τον χρόνο. Κaiì wÐsper h( ki¿nhsij ai¹eiì aÃllh kaiì aÃllh, kaiì o( xro/noj o( d' aÀma pa=j xro/noj o( au)to/j: to\ ga\r nu=n to\ au)to\ oÀ pot' hÅn®to\ d' eiånai au)t%½ eÀteron®to\ de\ nu=n to\n xro/non o(ri¿zei, v pro/teron kaiì uÀsteronŸ. to\ de\ nu=n eÃsti me\n w¨j to\ au)to/, eÃsti d' w¨j ou) to\ au)to/: v me\n ga\r e)n aÃll% kaiì aÃll%, eÀteron tou=to d' hÅn au)t%½ to\ nu=n , oÁ de/ pote oÃn e)sti to\ nu=n, to\ au)to/. a)kolouqeiÍ ga/r, w¨j e)le/xqh, t%½ me\n mege/qei h( ki¿nhsij, tau/tv d' o( xro/noj, wÐj famen: kaiì o(moi¿wj dh\ tv= stigmv= to\ fero/menon, %Ò th\n ki¿nhsin gnwri¿zomen kaiì to\ pro/teron e)n au)tv= kaiì to\ uÀsteron.
(Φυσ. 219b10-18) Ουσιαστικό γνώρισμα των εννοιών της κίνησης, του μεγέθους και του χρόνου είναι η απεριόριστη διαιρετότητα. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι θα μπορούσαν να αναλυθούν σε αδιαίρετα μέρη. Το μέγεθος δεν αποτελείται από σημεία, ο χρόνος δεν αποτελείται από πολλά νῦν, ούτε η κίνηση από ροπές. Το κοινό γνώρισμα όλων αυτών είναι η συνέχεια1. 1
Το θέμα του συνεχούς σε σχέση με την κίνηση και με το χρόνο το εξετάζει
αναλυτικά η Δ. Σφενδόνη-Μέντζου στο άρθρο της “Το ‘Πάγωμα’ της Κίνησης και το
193
Έτσι, η γραμμή, για παράδειγμα, είναι ένα γεωμετρικό αντικείμενο, που δεν επιδέχεται σμίκρυνση, και όχι μια συλλογή από πιο στοιχειώδη αντικείμενα. Το κύριο συμπέρασμα που συνάγεται από την ιδέα αυτή είναι πως αν διαιρέσουμε μια γραμμή σε δύο μέρη, δεν υπάρχει λόγος να αναρωτηθούμε σε ποιο μέρος ανήκει το σημείο της διαίρεσης. Αυτό οφείλεται απλά στο ότι τα σημεία δεν ανήκουν στις γραμμές παρόλο που βρίσκονται σ’ αυτές. Πιο συγκεκριμένα, αν χωρίσουμε μια γραμμή ΑΔ σε ένα σημείο Ρ και χωρίσουμε τα δύο τμήματα της γραμμής, το σημείο Ρ θα χωριστεί στα σημεία Β και Γ. Το ενδιαφέρον ερώτημα που τίθεται είναι εάν το σημείο Ρ υπήρχε πριν χωρίσουμε την γραμμή ΑΔ. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη το σημείο Ρ υπάρχει σε μια εν δυνάμει κατάσταση και περνά στην ενεργεία μόλις η γραμμή χωριστεί. Το ίδιο θα ίσχυε αν επέλεγε κάποιος να χωρίσει τη γράμμη ΑΔ και σε κάποιο άλλο σημείο. Τα σημεία, λοιπόν, στα οποία θα μπορούσε να διαιρεθεί η γραμμή, δεν έχει όμως ακόμη διαιρεθεί, είναι τα δυνάμει σημεία2. Όταν η γραμμή πράγματι χωρίζεται σε ένα σημείο, τότε αυτό παύει να είναι δυνάμει και γίνεται ενεργεία. Συνάγεται, λοιπόν, από τα παραπάνω πως μια γραμμή αποτελείται από δυνάμει και εν ενεργεία σημεία. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα δύο τμήματα της γραμμής υπάρχουν δυνάμει μέχρι τη Αριστοτελικό ‘Γίγνεσθαι’ του Φυσικού Κόσμου”, στο VITA CONTEMPLATIVA, Essays in Honour of Demetrrios N. Koutras, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2006: 469-485. Βλ. επίσης, Demetra Sfendoni-Mentzou, “Laws of Nature: Ante Res or in Rebus?”. Στο International Studies in the Philosophy of Science, Vol.8, No 3, (1994): 229-242. 2
Demetra Sfendoni-Mentzou, “Laws of Nature: Ante Res or in Rebus?”. Στο
International Studies in the Philosophy of Science, Vol.8, No 3, (1994): 229-242, καθώς και στο “Peirce on Continuity and Laws of Nature,” Transactions of the Charles S. Peirce Society Vol. XXXIII, No 3, (Summer 1997): 646-678.
194
στιγμή που αυτή χωρίζεται, οπότε και περνούν στην εν ενεργεία ύπαρξη. Όπως ακριβώς το άγαλμα του Ερμή βρίσκεται δυνάμει σε ένα κομμάτι ξύλο έτσι και το ήμισυ της γραμμής βρίσκεται εν δυνάμει μέσα στο όλο3. le/gomen de\ duna/mei oiâon e)n t%½ cu/l%
¸Ermh=n kaiì e)n tv= oÀlv
th\n h(mi¿seian, oÀti a)faireqei¿h aÃn, kaiì e)pisth/mona kaiì to\n mh\ qewrou=nta, aÄn dunato\j vÅ qewrh=sai: to\ de\ e)nergei¿#.
(Μετ. 1048a32-35)
¹Ela/xistoj de\ a)riqmo\j o( me\n a(plw½j e)stiìn h( dua/j: tiìj de\ a)riqmo\j eÃsti me\n w¨j eÃstin, eÃsti d' w¨j ou)k eÃstin, oiâon grammh=j e)la/xistoj plh/qei me/n e)stin ai¸ du/o hÄ h( mi¿a, mege/qei d' ou)k eÃstin e)la/xistoj: a)eiì ga\r diaireiÍtai pa=sa grammh/. wÐste o(moi¿wj kaiì xro/noj: e)la/xistoj ga\r kata\ me\n a)riqmo/n e)stin o( eiâj hÄ oi¸ du/o, kata\ me/geqoj d' ou)k eÃstin.
(Φυσ. 220a27-33) Την ίδια άποψη διατυπώνει ο Σταγειρίτης αναφερόμενος και στο ζήτημα της διαίρεσης του μήκους και του χρόνου. Το μήκος είναι αδιαίρετο εν ενεργεία καθώς τα μέρη του υπάρχουν μόνο δυνάμει και όχι ενεργεία. to\ d' a)diai¿reton e)peiì dixw½j, hÄ duna/mei hÄ e)nergei¿#, ou)qe\n kwlu/ei noeiÍn to\ a)diai¿reton, oÀtan nov= to\ mh=koj a)diai¿reton ga\r e)nergei¿#Ÿ, kaiì e)n xro/n% a)diaire/t%: o(moi¿wj ga\r o( xro/noj diaireto\j kaiì a)diai¿retoj t%½ mh/kei.
3
Αξίζει εδώ να επισημάνουμε ότι την ίδια άποψη θα συναντήσουμε στον 19ο αιώνα
διατυπωμένη από τον Αμερικανό φιλόσοφο C.S. Peirce, ιδρυτή του Πραγματισμού. Για μια λεπτομερή ανάλυση Βλ. Demetra Sfendoni-Mentzou, “Peirce on Continuity and Laws of Nature,” ό.π.
195
ouÃkoun eÃstin ei¹peiÍn e)n t%½ h(mi¿sei ti¿ e)no/ei e(kate/r%: ou) ga\r eÃstin, aÄn mh\ diaireqv=, a)ll' hÄ duna/mei.
(Περὶ ψυχῆς 430b6-11) Ανάμεσα σε δύο διαδοχικά μέρη, υπάρχει το σημείο στο οποίο άπτονται και όπως ακριβώς δηλώνει και το όνομα συνέχονται. Αυτό το σημείο είναι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ένα και το αυτό. to\ de\ eÃsti me\n oÀper e)xo/meno/n ti, le/gw d' eiånai sunexe\j oÀtan tau)to\ ge/nhtai kaiì eÁn to\ e(kate/rou pe/raj oiâj aÀptontai, kaiì wÐsper shmai¿nei touÃnoma, sune/xhtai. tou=to d' ou)x oiâo/n te duoiÍn oÃntoin eiånai toiÍn e)sxa/toin. tou/tou de\ diwrisme/nou fanero\n oÀti e)n tou/toij e)stiì to\ sunexe/j, e)c wÒn eÀn ti pe/fuke gi¿gnesqai kata\ th\n su/nayin. kaiì wÐj pote gi¿gnetai to\ sune/xon eÀn, ouÀtw kaiì to\ oÀlon eÃstai eÀn, oiâon hÄ go/mf% hÄ ko/llv hÄ a(fv= hÄ prosfu/sei.
(Φυσ. 227a10-17)
Το συνεχές, λοιπόν, είναι “a(pto/menon” και “e)fech=j”, και είναι αδύνατο να αποτελείται από αδιαίρετες μονάδες όπως τα σημεία μιας γραμμής, καθώς η γραμμή είναι κάτι συνεχές ενώ το σημείο αδιαίρετο. Ei¹ d' e)stiì sunexe\j kaiì a(pto/menon kaiì e)fech=j, w¨j diw¯ristai pro/teron, sunexh= me\n wÒn ta\ eÃsxata eÀn, a(pto/mena d' wÒn aÀma, e)fech=j d' wÒn mhde\n metacu\ suggene/j, a)du/naton e)c a)diaire/twn eiånai¿ ti sunexe/j, oiâon grammh\n e)k stigmw½n, eiãper h( grammh\ me\n sunexe/j, h( stigmh\ de\ a)diai¿reton.
(Φυσ. 231a21-26)
Η άποψη αυτή του Αριστοτέλη παρουσιάζει, ίσως, μια δυσκολία στην κατανόηση, γι’ αυτό και ο ίδιος αναλαμβάνει να τη θεμελιώσει
196
προβάλλοντας τρία επιχειρήματα. Πιο συγκεκριμένα, ο Σταγειρίτης υποστηρίζει πως κάτι το οποίο είναι αδιαίρετο δεν είναι δυνατόν να έχει όρια, διότι το eÃsxaton, δηλαδή το όριο, θα πρέπει να είναι κάτι άλλο από αυτό που ορίζει. Άρα αυτό που έχει όρια πρέπει να είναι διαιρετό, και πρέπει να αποτελείται από μέρη. ouÃte ga\r eÁn ta\ eÃsxata tw½n stigmw½n ou) ga/r e)sti to\ me\n eÃsxaton to\ d' aÃllo ti mo/rion tou= a)diaire/tou, ouÃq' aÀma ta\ eÃsxata ou) ga/r e)stin eÃsxaton tou= a)merou=j ou)de/n: eÀteron ga\r to\ eÃsxaton kaiì ou eÃsxaton. eÃti d' a)na/gkh hÃtoi sunexeiÍj eiånai ta\j stigma\j hÄ a(ptome/naj a)llh/lwn, e)c wÒn e)sti to\ sunexe/j: o( d' au)to\j lo/goj kaiì e)piì pa/ntwn tw½n a)diaire/twn. sunexeiÍj me\n dh\ ou)k aÄn eiåen dia\ to\n ei¹rhme/non lo/gon: aÀptetai d' aÀpan hÄ oÀlon oÀlou hÄ me/roj me/rouj hÄ oÀlou me/roj.
(Φυσ. 231a26-b2) Επιπλέον τα αδιαίρετα πράγματα δεν θα μπορούσαν να σχηματίσουν ένα συνεχές όντας σε επαφή μεταξύ τους, καθώς εάν ένα σημείο ήταν σε επαφή με κάποιο άλλο, θα έπρεπε από τη στιγμή που είναι αδιαίρετο να άπτεται στο συνολό του και άρα κατά τον Αριστοτέλη να καταλαμβάνει τον ίδιο χώρο. Εάν όμως κάτι βρίσκεται σε επαφή στο σύνολό του, τότε αυτό δεν μπορεί να είναι συνεχές, γιατί το συνεχές διαιρείται σε μέρη που το καθένα καταλαμβάνει διαφορετικό τόπο. Ἐpeiì d' a)mere\j to\ a)diai¿reton, a)na/gkh oÀlon oÀlou aÀptesqai. oÀlon d' oÀlou a(pto/menon ou)k eÃstai sunexe/j. to\ ga\r sunexe\j eÃxei to\ me\n aÃllo to\ d' aÃllo me/roj, kaiì diaireiÍtai ei¹j ouÀtwj eÀtera kaiì to/p% kexwrisme/na.
(Φυσ. 231b2-6)
197
Τέλος τα σημεία δεν μπορούν να είναι διαφορετικά, διότι μεταξύ δύο σημείων υπάρχει πάντα μία γραμμή, όπως ακριβώς ανάμεσα στα νυν υπάρχει ο χρόνος. Επομένως συνεχές είναι αυτό, το οποίο μπορεί να διαιρεθεί σ’ αυτό που με τη σειρά του μπορεί να διαιρεθεί στη συνέχεια. Ἀlla\ mh\n ou)de\ e)fech=j eÃstai stigmh\ stigmv= hÄ to\ nu=n t%½ nu=n, wÐst' e)k tou/twn eiånai to\ mh=koj hÄ to\n xro/non: e)fech=j me\n ga/r e)stin wÒn mhqe/n e)sti metacu\ suggene/j, stigmw½n d' ai¹eiì [to\] metacu\ grammh\ kaiì tw½n nu=n xro/noj. eÃti diairoiÍt' aÄn ei¹j a)diai¿reta, eiãper e)c wÒn e)stin e(ka/teron, ei¹j tau=ta diaireiÍtai: a)ll' ou)qe\n hÅn tw½n sunexw½n ei¹j a)merh= diaireto/n. aÃllo de\ ge/noj ou)x oiâo/n t' eiånai metacu\ [tw½n stigmw½n kaiì tw½n nu=n ou)qe/n]. hÄ ga\r [eÃstai, dh=lon w¨j hÃtoi] a)diai¿reton eÃstai hÄ diaireto/n,
kaiì
ei¹
diaireto/n,
hÄ
ei¹j
a)diai¿reta
hÄ
ei¹j
a)eiì
diaireta/: tou=to de\ sunexe/j. fanero\n de\ kaiì oÀti pa=n sunexe\j diaireto\n ei¹j ai¹eiì diaireta…
(Φυσ. 231b6-232b25)
Σύμφωνα με το παραπάνω χωρίο η έννοια της συνέχειας είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια της επαφής, του aÀptesqai4. Ο ίδιος ο 4
Βλ.επίσης: “fanero\n de\ kaiì oÀti prw½ton to\ e)fech=j e)sti: to\ me\n ga\r a(pto/menon
e)fech=j a)na/gkh eiånai, to\ d' e)fech=j ou) pa=n aÀptesqai dio\ kaiì e)n prote/roij t%½ lo/g% to\ e)fech=j eÃstin, oiâon e)n a)riqmoiÍj, a(fh\ d' ou)k eÃstin, kaiì ei¹ me\n sunexe/j, a)na/gkh aÀptesqai, ei¹ d' aÀptetai, ouÃpw sunexe/j: ou) ga\r a)na/gkh eÁn eiånai au)tw½n ta\ aÃkra, ei¹ aÀma eiåen: a)ll' ei¹ eÀn, a)na/gkh kaiì aÀma. wÐste h( su/mfusij u(sta/th kata\ th\n ge/nesin: a)na/gkh ga\r aÀyasqai ei¹ sumfu/setai ta\ aÃkra, ta\ de\ a(pto/mena ou) pa/nta sumpe/fuken: e)n oiâj de\ mh\ eÃstin a(fh/, dh=lon oÀti ou)k eÃstin ou)de\ su/mfusij e)n tou/toij. wÐst' ei¹ eÃsti stigmh\ kaiì mona\j oiàaj le/gousi kexwrisme/naj, ou)x oiâo/n te eiånai mona/da kaiì stigmh\n to\ au)to/: taiÍj me\n ga\r u(pa/rxei to\ aÀptesqai, taiÍj de\ mona/sin to\ e)fech=j, kaiì tw½n me\n e)nde/xetai eiånai¿ ti metacu/ pa=sa ga\r grammh\ metacu\ stigmw½n, tw½n d' ou)k a)na/gkh: ou)de\ ga\r metacu\ dua/doj kaiì mona/doj. ti¿ me\n ouÅn e)sti to\ aÀma kaiì xwri¿j, kaiì ti¿ to\
198
Αριστοτέλης επισημαίνει πως η τελευταία αποτελεί έννοια εξαιρετικά σημαντική καθώς αυτά τα οποία δεν είναι ικανά να έρθουν σε επαφή το ένα με το άλλο δεν μπορούν ούτε poieiÍn ούτε pa/sxein, ούτε, βέβαια, μπορούν να αναμιχθούν χωρίς πρώτα να έχουν έρθει σε επαφή. ¹Alla\ mh\n ei¹ periì tou= poieiÍn kaiì pa/sxein kaiì periì mi¿cewj qewrhte/on, a)na/gkh kaiì periì a(fh=j: ouÃte ga\r poieiÍn tau=ta kaiì pa/sxein du/natai kuri¿wj aÁ mh\ oiâo/n te aÀyasqai a)llh/lwn, ouÃte mh\ a(ya/mena/ pwj e)nde/xetai mixqh=nai prw½ton. àWste periì triw½n tou/twn dioriste/on, ti¿ a(fh\ kaiì ti¿ mi¿cij kaiì ti¿ poi¿hsij. ¹Arxh\n de\ la/bwmen th/nde. ¹Ana/gkh ga\r tw½n oÃntwn oÀsoij e)stiì mi¿cij, eiånai tau=t' a)llh/lwn a(ptika/: kaÄn eiã ti poieiÍ, to\ de\ pa/sxei kuri¿wj, kaiì tou/toij w¨sau/twj. Dio\ prw½ton lekte/on periì a(fh=j.
(Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς 322b22 κ.ε.)
Επίσης στο VIII Βιβλίο των Φυσικῶν ο Σταγειρίτης θα υποστηρίξει πως αυτό το οποίο κινεί τον εαυτό του πρέπει να περιέχει ένα kinou=n το οποίο μένει ακίνητο και ένα kinou/menon το οποίο δεν είναι υποχρεωμένο αναγκαστικά να κινεί κάτι άλλο, να μεταδίδει, δηλαδή, και σε άλλο πράγμα την κίνησή του. Αυτά τα δύο στοιχεία, πρέπει να βρίσκονται σε επαφή είτε αμοιβαία είτε μόνο το ένα θα έρχεται σε επαφή με το άλλο. Και εάν το kinou=n είναι συνεχές, καθένα από τα δύο θα βρίσκεται σε επαφή με το άλλο. a)na/gkh aÃra to\ au)to\ e(auto\ kinou=n eÃxein to\ kinou=n a)ki¿nhton de/, kaiì to\ kinou/menon mhde\n de\ kinou=n e)c a)na/gkhj, a(pto/mena aÀptesqai, kaiì ti¿ to\ metacu\ kaiì to\ e)fech=j, kaiì ti¿ to\ e)xo/menon kaiì to\ sunexe/j, kaiì toiÍj poi¿oij eÀkaston tou/twn u(pa/rxei, eiãrhtai” (Φυσ. 227a17-b2).
199
hÃtoi aÃmfw a)llh/lwn hÄ qate/rou qa/teron. ei¹ me\n ouÅn sunexe/j e)sti to\ kinou=n to\ me\n ga\r kinou/menon a)nagkaiÍon eiånai sunexe/j, aÀyetai e(ka/teron e(kate/rou.
(Φυσ. 258a18-23) Η παρατήρηση αυτή του Σταγειρίτη φιλοσόφου εγείρει ορισμένα ερωτήματα κυρίως αναφορικά με το ζήτημα του πρώτου κινούντος, το οποίο παρουσιάστηκε συνοπτικά στο τρίτο κεφάλαιο της παρούσης μελέτης. Θα μπορούσε να υπάρξει οποιουδήποτε είδους επαφή εάν το πρῶτον κινοῦν δεν έχει μέρη και υλική υπόσταση;5 Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνεται από τον φιλόσοφο στα Μετὰ τὰ Φυσικά, όπoυ αναφέρει πως το πρῶτον κινοῦν κινεί τον εξώτατο ουρανό όπως το αντικείμενο της αγάπης. oÀti d' eÃsti to\ ou eÀneka e)n toiÍj a)kinh/toij, h( diai¿resij dhloiÍ: eÃsti ga\r tiniì to\ ou eÀneka tino/j, wÒn to\ me\n eÃsti to\ d' ou)k eÃsti. kineiÍ dh\ w¨j e)rw¯menon, kinou/mena de\ taÅlla kineiÍ.
(Μετ. 1072b1-4)6 Επιπροσθέτως στο Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς αφού επισημάνει για μια ακόμη φορά τον ουσιαστικό ρόλο του aÀptesqai σχετικά με το ζήτημα 5
Βλ. Friedrich Solmsen, Aristotle's System of the Physical World, (Ithaca, New York:
Cornell University Press, 1960), σ. 193. 6
Βλ. επίσης “e)peiì de\ to\ kinou/menon kaiì kinou=n [kaiì] me/son, toi¿nun eÃsti ti oÁ
ou) kinou/menon kineiÍ, a)i¿+dion kaiì ou)si¿a kaiì e)ne/rgeia ouÅsa. kineiÍ de\ wÒde to\ o)rekto\n kaiì to\ nohto/n: kineiÍ ou) kinou/mena. tou/twn ta\ prw½ta ta\ au)ta/. e)piqumhto\n me\n ga\r to\ faino/menon kalo/n, boulhto\n de\ prw½ton to\ oÄn kalo/n: o)rego/meqa de\ dio/ti dokeiÍ ma=llon hÄ dokeiÍ dio/ti o)rego/meqa: a)rxh\ ga\r h( no/hsij. nou=j de\ u(po\ tou= nohtou= kineiÍtai, nohth\ de\ h( e(te/ra sustoixi¿a kaq' au(th/n…”
(Μετ. 1072a24-31).
200
της κινήσεως, τονίζει πως είναι πιθανόν κάποιες φορές να λέμε πως μόνο το kinou=n αγγίζει (aÀptesqai) το κινούμενο, όπως κάποιες φορές λέμε πως κάποιος ο οποίος μας προκαλεί λύπη, μας “αγγίζει”, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι τον αγγίζουμε εμείς.7 ãEsti me\n ouÅn w¨j e)piì to\ polu\ to\ a(pto/menon a(ptome/nou a(pto/menon:
kaiì
ga\r
kineiÍ
kinou/mena
pa/nta
sxedo\n
ta\
e)mpodw¯n, oÀsoij a)na/gkh kaiì fai¿netai to\ a(pto/menon aÀptesqai a(ptome/nou: eÃsti d' w¨j e)ni¿ote/ famen to\ kinou=n aÀptesqai mo/nou
tou=
a(ptome/nou:
kinoume/nou, a)lla\
dia\
to\
to\
d'
kineiÍn
a(pto/menon kinou/mena
a)na/gkh dokeiÍ eiånai a(ptome/nou aÀptesqai.
mh\
aÀptesqai
ta\
o(mogenh=,
àWste eiã ti kineiÍ
a)ki¿nhton oÃn, e)keiÍno me\n aÄn aÀptoito tou= kinhtou=, e)kei¿nou de\ ou)de/n: fame\n ga\r e)ni¿ote to\n lupou=nta aÀptesqai h(mw½n, a)ll' ou)k au)toiì e)kei¿nou. Periì me\n ouÅn a(fh=j th=j e)n toiÍj fusikoiÍj diwri¿sqw tou=ton to\n tro/pon.
(Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς 323a25-34) Στην περίπτωση, λοιπόν, του πρώτου κινούντος ἀκινήτου θα μπορούσαμε να πούμε πως η επαφή ανάμεσα στο kinou=n και κινούμενον δεν είναι αμοιβαία αλλά μονόπλευρη, με την έννοια ότι μόνο το kinou=n αγγίζει το κινούμενον και όχι vice versa. Το kinou=n βρίσκεται, λοιπόν, πάντα σε επαφή με το κινούμενον8. Η ανάγκη για επαφή κινούντος, κινουμένου φαίνεται να καλύπτεται από 7 8
Βλ. Friedrich Solmsen, ό.π., σ.193, υποσημείωση 71. Βλ. επίσης: “ ¹Alla\ mh\n ei¹ periì tou= poieiÍn kaiì pa/sxein kaiì periì mi¿cewj
qewrhte/on, a)na/gkh kaiì periì a(fh=j: ouÃte ga\r poieiÍn tau=ta kaiì pa/sxein du/natai kuri¿wj aÁ mh\ oiâo/n te aÀyasqai a)llh/lwn, ouÃte mh\ a(ya/mena/ pwj e)nde/xetai mixqh=nai prw½ton.
àWste periì triw½n tou/twn dioriste/on, ti¿ a(fh\ kaiì ti¿ mi¿cij
kaiì ti¿ poi¿hsij. ¹Arxh\n de\ la/bwmen th/nde. ¹Ana/gkh ga\r tw½n oÃntwn oÀsoij e)stiì mi¿cij, eiånai tau=t' a)llh/lwn a(ptika/: kaÄn eiã ti poieiÍ, to\ de\ pa/sxei kuri¿wj, kaiì
201
την εσωτερική φύση των πραγμάτων. Ο Αριστοτέλης τοποθετεί αυτή την εσωτερική αρχή της κίνησης ως απάντηση στο ερώτημα, γιατί τα ελαφριά και τα βαριά πράγματα κινούνται προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Στο ερώτημα όμως από τί κινούνται (ὑπό τινος) τα πράγματα, όπως σημειώθηκε ήδη, οφείλουμε να δώσουμε μια διαφορετική απάντηση.9 Ο Solmsen χαρακτηριστικά σημειώνει πως υπάρχει κάποια διαφοροποίηση ανάμεσα στο να κινεί ένα σώμα τον εαυτό του και στο να έχει έμφυτη αρχή κίνησης10. “Ο Αριστοτέλης φαίνεται να αντιλαμβάνεται αυτήν τη διαφορά, και στο Βιβλίο VIII των Φυσικῶν προβαίνει σε μια αναθεώρηση της θεωρίας της κίνησης των φύσει όντων, όπου μια εξωτερική αρχή κίνησης -το Πρώτο κινούν ακίνητο, σε τελευταία ανάλυση- συμπράττει με τη φύση για τη διατήρηση της κίνησης. Η βελτιωμένη θεώρηση του Αριστοτέλη στηρίζεται στην πληρέστερη αξιοποίηση του ζεύγους αρχών δυνάμει και
tou/toij w¨sau/twj. Dio\ prw½ton lekte/on periì a(fh=j.” (Περὶ γενέσεως καί φθορᾶς
322b21-29). “ei¹ ga\r pa=n to\ kinou/menon kineiÍtai u(po\ tino/j, oÀsa mh\ au)ta\ e(auta\ kineiÍ, pw½j kineiÍtai eÃnia sunexw½j mh\ a(ptome/nou tou= kinh/santoj, oiâon ta\ r(iptou/mena; ei¹ d' aÀma kineiÍ kaiì aÃllo ti o( kinh/saj, oiâon to\n a)e/ra, oÁj kinou/menoj kineiÍ, o(moi¿wj a)du/naton tou= prw¯tou mh\ a(ptome/nou mhde\ kinou=ntoj kineiÍsqai, a)ll' aÀma pa/nta kineiÍsqai kaiì pepau=sqai oÀtan to\ prw½ton kinou=n pau/shtai, kaiì ei¹ poieiÍ, wÐsper h( li¿qoj, oiâo/n te kineiÍn oÁ e)ki¿nhsen. a)na/gkh dh\ tou=to me\n le/gein, oÀti to\ prw½ton kinh=san poieiÍ oiâo/n te kineiÍn hÄ to\n a)e/ra [toiou=ton] hÄ to\ uÀdwr hà ti aÃllo toiou=ton oÁ pe/fuke kineiÍn kaiì kineiÍsqai: a)ll' ou)x aÀma pau/etai kinou=n kaiì kinou/menon, a)lla\ kinou/menon me\n aÀma oÀtan o( kinw½n pau/shtai kinw½n, kinou=n de\ eÃti e)sti¿n” (Φυσ. 266b28-267a7). 9
Βλ. Richard Sorabji, Matter, Space and Motion, (Ithaca, New York: Cornell
University Press. 1988), σσ. 222-223. 10
Friedrich Solmsen, Aristotle’s System of the Physical World, (Ithaca, New York:
Cornell University Press, 1960), σσ. 100-102.
202
ἐν ἐνεργείᾳ.”11 Η Αριστοτελική θέση σχετικά με το ζήτημα του πρώτου κινοῦντος ἀκινήτου αποτελεί ένα σημαντικό και ευρύ θέμα, το οποίο συνδέεται άμεσα με την έννοια της κίνησης και προσπαθήσαμε σε προηγούμενη ενότητα της παρούσης εργασίας να δώσουμε τα βασικότερα σημεία του θέματος αυτού στο βαθμό, βέβαια, που σχετίζονται με το αντικείμενο της εργασίας αυτής12. Ολοκληρώνοντας την ανάλυση της έννοιας του aÀptesqai σε στενή σχέση και συνάρτηση με το ζήτημα της κινήσεως θα πρέπει να αναζητηθεί το, αν όσα προαναφέρθησαν θα μπορούσαν να ισχύσουν και στη περίπτωση της αισθητηριακής αντίληψης, καθώς ο Αριστοτέλης στο Περὶ ψυχῆς ορίζει την τελευταία ως κίνηση που πραγματώνεται στο αισθητήριο όργανο και προκαλείται από το αντικείμενο της αντίληψης13. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι η επισήμανση του Σταγειρίτη πως σε καθένα από τα πέντε είδη των αισθήσεων θα πρέπει να υπάρχει κάτι (“to\ metacύ”)
ανάμεσα στο kinou=n, που στην περίπτωση αυτή είναι το
αντικείμενο
της
αίσθησης,
και
στα
αισθητήρια
όργανα
που
ανταποκρίνονται σ’ αυτό (στο kinou=n) μπαίνοντας σε κίνηση. a)lla\ to\ me\n xrw½ma kineiÍ to\ diafane/j, oiâon to\n a)e/ra, u(po\ tou/tou de\ sunexou=j oÃntoj kineiÍtai to\ ai¹sqhth/rion. ou) ga\r kalw½j tou=to le/gei Dhmo/kritoj, oi¹o/menoj, ei¹ ge/noito keno\n to\ metacu/, o(ra=sqai aÄn a)kribw½j kaiì ei¹ mu/rmhc e)n t%½ ou)ran%½ eiãh:
tou=to
ga\r
a)du/nato/n
e)stin.
pa/sxontoj
ga/r
ti
tou=
ai¹sqhtikou= gi¿netai to\ o(ra=n: u(p' au)tou= me\n ouÅn tou= o(rwme/nou 11
Βλ. Β. Κάλφας, Αριστοτέλης Περί Φύσεως. Το Δεύτερο Βιβλίο των “Φυσικών”.
Εισαγωγή, μετάφραση, σχολιασμός. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 1999, σ. 146. 12
Πρβλ. το τρίτο κεφάλαιο “Η κίνηση των ουρανίων σωμάτων, των τεσσάρων
στοιχείων και το πρῶτον κινοῦν ” 13
Βλ. Friedrich Solmsen, ό.π., σ. 195.
203
xrw¯matoj
a)du/naton:
lei¿petai
dh\
u(po\
tou=
metacu/,
wÐst'
a)nagkaiÍo/n ti eiånai metacu/: kenou= de\ genome/nou ou)x oÀti a)kribw½j, a)ll' oÀlwj ou)qe\n o)fqh/setai.
(Περὶ ψυχῆς 419a13-21)14
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω στην περίπτωση κάποιων αισθητήριων οργάνων ο αέρας είναι το metacu/, το ενδιάμεσο δηλαδή, που κάνει δυνατή την αίσθηση. Ενώ στην περίπτωση της αφής, η σάρκα πέραν του ότι είναι το όργανο της αφής, στην πραγματικότητα είναι και ο ενδιάμεσος παράγων. wÐste a)nagkaiÍon to\ sw½ma eiånai to\ metacu\ tou= a(ptikou= prospefuko/j, di' ou gi¿nontai ai¸ ai¹sqh/seij plei¿ouj ouÅsai. dhloiÍ d' oÀti plei¿ouj h( e)piì th=j glw¯tthj a(fh/: a(pa/ntwn ga\r tw½n a(ptw½n ai¹sqa/netai kata\ to\ au)to\ mo/rion kaiì xumou=. ei¹ me\n ouÅn kaiì h( aÃllh sa\rc v)sqa/neto tou= xumou=, e)do/kei aÄn h( au)th\ kaiì mi¿a eiånai aiãsqhsij h( geu=sij kaiì h( a)fh/: nu=n de\ du/o dia\ to\ mh\ a)ntistre/fein. 14
Βλ. επίσης: “di' hÁn me\n ouÅn ai¹ti¿an to\ xrw½ma a)nagkaiÍon e)n fwtiì o(ra=sqai,
eiãrhtai. pu=r de\ e)n a)mfoiÍn o(ra=tai, kaiì e)n sko/tei kaiì e)n fwti¿, kaiì tou=to e)c a)na/gkhj: to\ ga\r diafane\j u(po\ tou/tou gi¿netai diafane/j. o( d' au)to\j lo/goj kaiì periì yo/fou kaiì o)smh=j e)stin: ou)qe\n ga\r au)tw½n a(pto/menon tou= ai¹sqhthri¿ou poieiÍ th\n aiãsqhsin, a)ll' u(po\ me\n o)smh=j kaiì yo/fou to\ metacu\ kineiÍtai, u(po\ de\ tou/tou tw½n ai¹sqhthri¿wn e(ka/teron: oÀtan d' e)p' au)to/ tij e)piqv= to\ ai¹sqhth/rion to\ yofou=n hÄ to\ oÃzon, ou)demi¿an aiãsqhsin poih/sei. periì de\ a(fh=j kaiì geu/sewj eÃxei me\n o(moi¿wj, ou) fai¿netai de/: di' hÁn d' ai¹ti¿an, uÀsteron eÃstai dh=lon. to\ de\ metacu\ yo/fwn me\n a)h/r, o)smh=j d' a)nw¯numon: koino\n ga/r ti pa/qoj e)p' a)e/roj kaiì uÀdatoj eÃstin, wÐsper to\ diafane\j xrw¯mati, ouÀtw t%½ eÃxonti o)smh\n oÁ e)n a)mfote/roij u(pa/rxei tou/toij…” (Περὶ ψυχῆς 419a22-35). “periì me\n ouÅn tou= aÃneu fwto\j mh\ o(ra=n eiãrhtai e)n aÃlloij: a)ll' eiãte fw½j eiãt' a)h/r e)sti to\ metacu\ tou= o(rwme/nou kaiì tou= oÃmmatoj, h( dia\ tou/tou ki¿nhsi¿j e)stin h( poiou=sa to\ o(ra=n” (Περὶ αἰσθήσεως καὶ αἰσθητῶν 438b2-5).
204
(Περὶ ψυχῆς 423a15-21)15 Το γεγονός ότι στην περίπτωση των αισθήσεων απαιτείται, όπως φάνηκε, ένας ενδιάμεσος παράγων εγείρει ορισμένα ερωτήματα σχετικά με το αν η άποψη του Αριστοτέλη ότι το κινοῦν πρέπει να βρίσκεται σε επαφή με το κινούμενον, μπορεί να εφαρμοστεί και στη περίπτωση της αισθητηριακής αντίληψης εφόσον και αυτή αποτελεί ένα είδος κίνησης. Η απάντηση δίνεται από τον ίδιο τον φιλόσοφο στα Φυσικὰ όπου διευκρινίζει πως σε καθένα από τα είδη των αισθήσεων το τελευταίο κινοῦν βρίσκεται σε επαφή με το κινούμενον, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το αισθητήριο όργανο και τίποτα δεν μπορεί να βρεθεί ανάμεσά τους. eiãper ouÅn a)lloiou=tai to\ a)lloiou/menon u(po\ tw½n ai¹sqhtw½n, e)n aÀpasi¿ ge tou/toij fanero\n oÀti aÀma e)stiì to\ eÃsxaton a)lloiou=n kaiì to\ prw½ton a)lloiou/menon: t%½ me\n ga\r sunexh\j o( a)h/r, t%½ d' a)e/ri to\ sw½ma. pa/lin de\ to\ me\n xrw½ma t%½ fwti¿, to\ de\ fw½j 15
Βλ. επίσης: “e)peiì ai¹sqano/meqa/ ge pa/ntwn dia\ tou= me/sou, a)ll' e)piì tou/twn
lanqa/nei.
kai¿toi
ai¹sqanoi¿meqa
tw½n
kaqa/per a(ptw½n
eiãpomen a(pa/ntwn
kaiì
pro/teron,
lanqa/nontoj
oÀti
kaÄn
ei¹
diei¿rgei,
di'
u(me/noj
o(moi¿wj
aÄn
eÃxoimen wÐsper kaiì nu=n e)n t%½ uÀdati kaiì e)n t%½ a)e/ri: dokou=men ga\r nu=n au)tw½n aÀptesqai kaiì ou)de\n eiånai dia\ me/sou. a)lla\ diafe/rei to\ a(pto\n tw½n o(ratw½n kaiì tw½n yofhtikw½n, oÀti e)kei¿nwn me\n ai¹sqano/meqa t%½ to\ metacu\ poieiÍn ti h(ma=j, tw½n de\ a(ptw½n ou)x u(po\ tou= metacu\ a)ll' aÀma t%½ metacu/, wÐsper o( di' a)spi¿doj plhgei¿j: ou) ga\r h( a)spiìj plhgeiÍsa e)pa/tacen, a)ll' aÀm' aÃmfw sune/bh plhgh=nai. oÀlwj d' eÃoiken h( sa\rc kaiì h( glw½tta, w¨j o( a)h\r kaiì to\ uÀdwr pro\j th\n oÃyin kaiì th\n a)koh\n kaiì th\n oÃsfrhsin eÃxousin, ouÀtwj eÃxein pro\j to\ ai¹sqhth/rion wÐsper e)kei¿nwn eÀkaston. au)tou= de\ tou= ai¹sqhthri¿ou a(ptome/nou ouÃt' e)keiÍ ouÃt' e)ntau=qa ge/noit' aÄn aiãsqhsij, oiâon eiã tij sw½ma/ ti leuko\n e)piì tou= oÃmmatoj
qei¿h to\ eÃsxaton. v kaiì dh=lon oÀti e)nto\j to\ tou= a(ptou= ai¹sqhtiko/n” (Περὶ
ψυχῆς 423b7-23).
205
tv= oÃyei. to\n au)to\n de\ tro/pon kaiì h( a)koh\ kaiì h( oÃsfrhsij: prw½ton ga\r kinou=n pro\j to\ kinou/menon o( a)h/r. kaiì e)piì th=j geu/sewj o(moi¿wj: aÀma ga\r tv= geu/sei o( xumo/j. w¨sau/twj de\ kaiì e)piì tw½n a)yu/xwn kaiì a)naisqh/twn. wÐst' ou)de\n eÃstai metacu\ tou= a)lloioume/nou kaiì tou= a)lloiou=ntoj.
(Φυσ. 245a2-11)16 Το eÃsxaton a)lloiou=n είναι όπως φαίνεται στο παραπάνω χωρίο ο αέρας ή ο,τιδήποτε άλλο λειτουργεί ως ενδιάμεσος παράγων. Αυτό καταδεικνύει τη στενή σχέση και τη συμφωνία ανάμεσα στην Αριστοτελική θεωρία για την κίνηση και στη θεωρία του Σταγειρίτη για τις αισθήσεις και την αισθητηριακή αντίληψη ειδικότερα. Πιο συγκεκριμένα, το eÃsxaton a)lloiou=n ή κινou=n μεταξύ του οποίου και του κινούμενου αντικειμένου τίποτε δεν μπορεί να παρεμβληθεί, είναι το ίδιο με το ενδιάμεσο (μεταξύ) που αναφέρεται στο Περὶ ψυχῆς. Άρα η θέση του φιλοσόφου για το ρόλο και τη σημασία της επαφής και της συνέχειας στην κίνηση μπορεί να βρεί εφαρμογή και στη διαδικασία της αισθητηριακής αντίληψης.
2. Κίνησις και Άπειρο
16
Βλ. επίσης: “ou)de\ mh\n tou= au)canome/nou te kaiì auÃcontoj: au)ca/nei ga\r to\
prw½ton auÅcon prosgigno/menon, wÐste eÁn gi¿gnesqai to\ oÀlon. kaiì pa/lin fqi¿nei to\ fqiÍnon a)pogignome/nou tino\j tw½n tou= fqi¿nontoj. a)na/gkh ouÅn sunexe\j eiånai kaiì to\ auÅcon kaiì to\ fqiÍnon, tw½n de\ sunexw½n ou)de\n metacu/. fanero\n ouÅn oÀti tou= kinoume/nou kaiì tou= kinou=ntoj prw¯tou kaiì e)sxa/tou pro\j to\ kinou/menon ou)de/n e)stin a)na\ me/son” (Φυσ. 245a11-b2).
206
Η έννοια του συνεχούς, συνδέεται όπως φάνηκε στην προηγουμένη ανάλυση με την έννοια της άπειρης διαιρετότητας και κατά συνέπεια με την έννοια του απείρου. Το πρόβλημα του απείρου με τη σειρά του αποτελεί ένα από τα σημαντικά ζητήματα που συνδέονται με την έννοια της κίνησης. Το πρόβλημα του απείρου, θα τονίσει ο Αριστοτέλης, είναι ένα φυσικό πρόβλημα. Η φυσική επιστήμη ασχολείται με μεγέθη, με την κίνηση και το χρόνο, καθένα από τα οποία είναι αναγκαστικά ή άπειρο ή πεπερασμένο. Όσον αφορά το άπειρο, λοιπόν, θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα αν υπάρχει ή δεν υπάρχει και τι είναι, ποια είναι η ουσία του. Αξίζει να επισημάνουμε ότι, όπως και στην περίπτωση του τόπου και του κενού, τις οποίες αναλύσαμε ήδη, ο Αριστοτέλης δεν εξετάζει μόνο τι είναι το άπειρο αλλά και αν αυτό υπάρχει. Το αν, με άλλα λόγια, υπάρχει κάποια πραγματικότητα που να ανταποκρίνεται σ’ αυτή την έννοια. ¹Epeiì d' e)stiìn h( periì fu/sewj e)pisth/mh periì mege/qh kaiì ki¿nhsin kaiì xro/non, wÒn eÀkaston a)nagkaiÍon hÄ aÃpeiron hÄ peperasme/non
eiånai,
ei¹
kaiì
mh\
pa=n
e)stin
aÃpeiron
hÄ
peperasme/non, oiâon pa/qoj hÄ stigmh/ tw½n ga\r toiou/twn iãswj ou)de\n a)nagkaiÍon e)n qate/r% tou/twn eiånai, prosh=kon aÄn eiãh to\n periì fu/sewj pragmateuo/menon qewrh=sai periì a)pei¿rou, ei¹ eÃstin hÄ mh/, kaiì ei¹ eÃstin, ti¿ e)stin.
(Φυσ. 202b30-36) Όλοι οι γνωστοί φυσικοί φιλόσοφοι, θα πει ο Αριστοτέλης, ασχολήθηκαν με το άπειρο (“pa/ntej ga\r oi¸ dokou=ntej a)ciolo/gwj hÂfqai
th=j
toiau/thj
filosofi¿aj
pepoi¿hntai
lo/gon
periì
tou=
a)pei¿rou…” Φυσ. 203a1-3). Έτσι πριν εκθέσει τη δική του άποψη, ο
Σταγειρίτης φιλόσοφος θα αναφερθεί στις απόψεις όσων είχαν προηγηθεί. Ο Πλάτων και οι Πυθαγόρειοι αντιλαμβάνονται το άπειρο ως 207
ον. Με τη διαφορά όμως ότι οι Πυθαγόρειοι υποστηρίζουν ότι ο αριθμός υπάρχει μέσα στα αισθητά και ότι είναι το έξω του ουρανού άπειρο. Αντίθετα ο Πλάτων υποστηρίζει ότι έξω από το σύμπαν δεν υπάρχει κανένα σώμα, ούτε οι ιδέες, γιατί αυτές δεν είναι πουθενά. Το άπειρο είναι μέσα στα αισθητά πράγματα όσο και στις ιδέες. Τέλος, κατά τον Πλάτωνα υπάρχουν δύο aÃpeirα, το μεγάλο και το μικρό. oi¸ me/n, wÐsper oi¸ Puqago/reioi kaiì Pla/twn, kaq' au(to/, ou)x w¨j sumbebhko/j tini e(te/r% a)ll' ou)si¿an au)to\ oÄn to\ aÃpeiron. plh\n oi¸ me\n Puqago/reioi e)n toiÍj ai¹sqhtoiÍj ou) ga\r xwristo\n poiou=sin to\n a)riqmo/n, kaiì eiånai to\ eÃcw tou= ou)ranou= aÃpeiron, Pla/twn de\ eÃcw me\n ou)de\n eiånai sw½ma, ou)de\ ta\j i¹de/aj, dia\ to\ mhde\
pou\
eiånai
au)ta/j,
to\
me/ntoi
aÃpeiron
kaiì
e)n
toiÍj
ai¹sqhtoiÍj kaiì e)n e)kei¿naij eiånai: kaiì oi¸ me\n to\ aÃpeiron eiånai to\
aÃrtion
tou=to
ga\r
e)napolambano/menon
perittou= peraino/menon pare/xein toiÍj
kaiì
u(po\
tou=
ouÅsi th\n a)peiri¿an:
shmeiÍon d' eiånai tou/tou to\ sumbaiÍnon e)piì tw½n a)riqmw½n: peritiqeme/nwn ga\r tw½n gnwmo/nwn periì to\ eÁn kaiì xwriìj o(te\ me\n aÃllo a)eiì gi¿gnesqai to\ eiådoj, o(te\ de\ eÀn, Pla/twn de\ du/o ta\ aÃpeira, to\ me/ga kaiì to\ mikro/n.
(Φυσ. 203a4-16) Ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Αριστοτέλης, δέχονται ένα ποσοτικό άπειρο, και πιο συγκεκριμένα ο Αναξαγόρας έναν άπειρο αριθμό στοιχείων και ο Δημόκριτος έναν άπειρο συνδυασμό των ατόμων. Και οι δύο περιγράφουν το άπειρο ως το συνεχές μέσω της επαφής. oi¸ de\ periì fu/sewj pa/ntej [a)eiì] u(potiqe/asin e(te/ran tina\ fu/sin t%½ a)pei¿r% tw½n legome/nwn stoixei¿wn, oiâon uÀdwr hÄ a)e/ra hÄ to\ metacu\ tou/twn. tw½n de\ peperasme/na poiou/ntwn
208
stoixeiÍa ou)qeiìj aÃpeira poieiÍ: oÀsoi d' aÃpeira poiou=si ta\ stoixeiÍa, kaqa/per ¹Anacago/raj kaiì Dhmo/kritoj, o( me\n e)k tw½n o(moiomerw½n, o( d' e)k th=j panspermi¿aj tw½n sxhma/twn, tv= a(fv= sunexe\j to\ aÃpeiron eiånai fasi¿n…
(Φυσ. 203a16-23)17 Ο Αναξίμανδρος τέλος, κατά τον Αριστοτέλη, θεωρούσε το aÃpeiron ως φυσική αρχή, ως την αρχή δηλαδή όλων των πραγμάτων και
ως στοιχείο θεϊκό και αθάνατο. eu)lo/gwj de\ kaiì a)rxh\n au)to\ tiqe/asi pa/ntej: ouÃte ga\r ma/thn oiâo/n te au)to\ eiånai, ouÃte aÃllhn u(pa/rxein au)t%½ du/namin plh\n w¨j a)rxh/n: aÀpanta ga\r hÄ a)rxh\ hÄ e)c a)rxh=j, tou= de\ a)pei¿rou ou)k eÃstin a)rxh/: eiãh ga\r aÄn au)tou= pe/raj. eÃti de\ kaiì a)ge/nhton kaiì aÃfqarton w¨j a)rxh/ tij ouÅsa: to/ te ga\r geno/menon a)na/gkh te/loj labeiÍn, kaiì teleuth\ pa/shj eÃstin fqora=j. dio/, kaqa/per le/gomen, ou) tau/thj a)rxh/, a)ll' auÀth tw½n aÃllwn eiånai dokeiÍ kaiì perie/xein aÀpanta kaiì pa/nta kuberna=n, wÐj fasin oÀsoi mh\ poiou=si para\ to\ aÃpeiron aÃllaj ai¹ti¿aj, oiâon nou=n hÄ fili¿an: kaiì tou=t' eiånai to\ qeiÍon: a)qa/naton ga\r kaiì a)nw¯leqron, wÐsper fhsiìn ¹Anaci¿mandroj kaiì oi¸ pleiÍstoi tw½n fusiolo/gwn. 17
“kaiì o( me\n o(tiou=n tw½n mori¿wn eiånai mi¿gma o(moi¿wj t%½ pantiì dia\ to\ o(ra=n
o(tiou=n e)c o(touou=n gigno/menon: e)nteu=qen ga\r eÃoike kaiì o(mou= pote\ pa/nta xrh/mata fa/nai eiånai, oiâon hÀde h( sa\rc kaiì to/de to\ o(stou=n, kaiì ouÀtwj o(tiou=n: kaiì pa/nta aÃra: kaiì aÀma toi¿nun: a)rxh\ ga\r ou) mo/non e)n e(ka/st% eÃsti th=j diakri¿sewj, a)lla\ kaiì pa/ntwn. e)peiì ga\r to\ gigno/menon e)k tou= toiou/tou gi¿gnetai sw¯matoj, pa/ntwn d' eÃsti ge/nesij plh\n ou)x aÀma, kai¿ tina a)rxh\n deiÍ eiånai th=j gene/sewj, auÀth d' e)stiìn mi¿a, oiâon e)keiÍnoj kaleiÍ nou=n, o( de\ nou=j a)p' a)rxh=j tinoj e)rga/zetai noh/saj: wÐste a)na/gkh o(mou= pote pa/nta eiånai kaiì aÃrcasqai¿ pote kinou/mena. Dhmo/kritoj d' ou)de\n eÀteron e)c e(te/rou gi¿gnesqai tw½n prw¯twn fhsi¿n: a)ll' oÀmwj ge au)t%½ to\ koino\n sw½ma pa/ntwn e)stiìn a)rxh/. mege/qei kata\ mo/ria kaiì sxh/mati diafe/ron” (Φυσ. 203a23-203b2)
209
(Φυσ. 203b4-15) Τέλος, λίγο πριν ο Αριστοτέλης ξεκινήσει την ανάλυση της δικής του θέσης θα αναφέρει τους ακόλουθους λόγους οι οποίοι οδηγούν τους ανθρώπους στην πίστη για την ύπαρξη του απείρου. Ο χρόνος είναι άπειρος, τα μεγέθη μπορούμε να τα διαιρέσουμε επ’ άπειρον (γι’ αυτό οι μαθηματικοί χρησιμοποιούν την έννοια του απείρου), η σταθερή εναλλαγή της γένεσης και της φθοράς, ή, με άλλα λόγια ο βιολογικός κύκλος πρέπει να είναι άπειρος, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι προχωρεί ασταμάτητα. Επίσης από το γεγονός ότι κάτι μπορεί να είναι περιορισμένο έπεται κατ’ ανάγκη ότι πρέπει να δεχτούμε τη δυνατότητα μιας άπειρης ακολουθίας τέτοιων περιορισμών. Εκείνο που δημιουργεί τη μεγαλύτερη δυσκολία, σημειώνει ο Αριστοτέλης, είναι ότι, επειδή δεν εξαντλείται μέσα στη σκέψη, φαίνεται και ο αριθμός να είναι άπειρος. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μαθηματικά μεγέθη καθώς και με αυτό που είναι έξω από τον ουρανό. tou= d' eiånai¿ ti aÃpeiron h( pi¿stij e)k pe/nte ma/list' aÄn sumbai¿noi skopou=sin, eÃk te tou= xro/nou ouÂtoj ga\r aÃpeiroj kaiì e)k th=j e)n toiÍj mege/qesi diaire/sewj xrw½ntai ga\r kaiì oi¸ maqhmatikoiì u(polei¿pein
t%½
a)pei¿r%:
ge/nesin
kaiì
eÃti
t%½
fqora/n,
ouÀtwj ei¹
aÄn
mo/nwj
aÃpeiron
eiãh
mh\ oÀqen
a)faireiÍtai to\ gigno/menon: eÃti t%½ to\ peperasme/non a)eiì pro/j ti
perai¿nein,
perai¿nein
wÐste
a)na/gkh
a)na/gkh eÀteron
mhde\n
pro\j
eiånai
eÀteron.
pe/raj,
ei¹
a)eiì
ma/lista
de\
kaiì
kuriw¯taton, oÁ th\n koinh\n poieiÍ a)pori¿an pa=si: dia\ ga\r to\ e)n tv= noh/sei mh\ u(polei¿pein kaiì o( a)riqmo\j dokeiÍ aÃpeiroj eiånai kaiì ta\ maqhmatika\ mege/qh kaiì to\ eÃcw tou= ou)ranou=.
(Φυσ. 203b15-25)
210
3. Το άπειρο στον κόσμο των αισθητών: Απόρριψη του e)nergei¿#
απείρου
Ο Αριστοτέλης θα εγκαταλείψει σχεδόν αμέσως αυτή την ευρεία προσέγγιση καθώς είναι πολύ γενική, και θα αναφερθεί κυρίως στο άπειρο όπως αυτό εμφανίζεται ή μπορεί να εμφανιστεί στο χώρο των αισθητών αντικειμένων, ως αντικείμενο του φυσικού18. (“ma/lista de\ fusikou= e)stin ske/yasqai ei¹ eÃsti me/geqoj ai¹sqhto\n aÃpeiron” Φυσ.
204a1-2) Η κύρια προκαταρκτική διάκριση που κάνει είναι ανάμεσα στο άπειρο κατά πρόσθεσιν, εκείνο δηλαδή που δεν εξαντλείται με καμία πρόσθεση μέρους σε μέρος και στο άπειρο κατά διαίρεσιν, εκείνο δηλαδή που είναι διαιρετό ἐπ’ aÃpeiron.19 eÃti aÃpeiron aÀpan hÄ kata\ pro/sqesin hÄ kata\ diai¿resin hÄ a)mfote/rwj.
(Φυσ. 204a6-7) Ο αριθμός είναι άπειρος κατά πρόσθεσιν, το μέγεθος κατά διαίρεσιν, ενώ ο χρόνος και με τις δύο σημασίες. Αρχικά ο Αριστοτέλης αναλαμβάνει να εξετάσει το ερώτημα που αφορά τη φυσική, το αν δηλαδή υπάρχει σώμα άπειρο επί την αύξηση20. Εάν το άπειρο δεν ήταν ούτε μέγεθος, ούτε πλήθος, αλλά ήταν ουσία και όχι συμβεβηκός, θα 18
Βλ. Friedrich Solmsen, Aristotle's System of the Physical World, (Ithaca, New
York: Cornell University Press, 1960), σ. 161. 19
Βλ. David W. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου, (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.,
1993), σ. 83. 20
David W. Ross, ό.π.
211
έπρεπε να είναι κάτι αδιαίρετο καθώς το διαιρετό πρέπει να είναι ή μέγεθος ή πλήθος, και επομένως άπειρο υπό μια έννοια που δεν ενδιαφέρει τον Αριστοτέλη, όπως όταν μιλάμε για μια αόρατη φωνή. Xwristo\n me\n ouÅn eiånai to\ aÃpeiron tw½n ai¹sqhtw½n, au)to/ ti oÄn aÃpeiron, ou)x oiâo/n te. ei¹ ga\r mh/te me/geqo/j e)stin mh/te plh=qoj, a)ll' ou)si¿a au)to/ e)sti to\ aÃpeiron kaiì mh\ sumbebhko/j, a)diai¿reton eÃstai to\ ga\r diaireto\n hÄ me/geqoj eÃstai hÄ plh=qoj: ei¹ de\ toiou=ton, ou)k aÃpeiron, ei¹ mh\ w¨j h( fwnh\ a)o/ratoj.
(Φυσ. 204a8-13) Όπως δεν υπάρχει αριθμός και μέγεθος που να έχει μια καθεαυτή ύπαρξη, έτσι δεν υπάρχει και καθεαυτό άπειρο21. Το aÃpeiron
δεν
υπάρχει ως ένα εν ενεργεία όν που είναι ουσία και αρχή. Γιατί το γεγονός ότι επιδέχεται μερισμό συνεπάγεται ότι οποιοδήποτε μέρος του και αν παίρναμε θα ήταν και αυτό άπειρο. Αν υποθέσουμε ότι το άπειρο είναι ουσία και δεν αποδίδεται σε υποκείμενο ως κατηγόρημα, τότε το είναι του απείρου και το άπειρο αποτελούν ταυτότητα. Επομένως, ή θα είναι αδιαίρετο ή θα μπορεί να διαιρεθεί σε άπειρα μόρια. Όμως, δεν είναι δυνατόν το ίδιο πράγμα να αποτελείται από ένα πλήθος μορίων, που το καθένα τους θα είναι άπειρο. Αν το άπειρο είναι ουσία και αρχή, τότε ένα μέρος του απείρου θα πρέπει να είναι άπειρο όπως ακριβώς ένα μέρος του αέρα είναι αέρας. Κάτι τέτοιο είναι όμως αδύνατο, επομένως το άπειρο είναι αμέριστο και αδιαίρετο. Για τον Αριστοτέλη, είναι αδύνατο το ἐντελεχείᾳ ὄν να είναι άπειρο. Επομένως το άπειρο υπάρχει κατά
21
“eÃti pw½j e)nde/xetai eiånai¿ ti au)to\ aÃpeiron, eiãper mh\ kaiì a)riqmo\n kaiì me/geqoj,
wÒn e)sti kaq' au(to\ pa/qoj ti to\ aÃpeiron; eÃti ga\r hÂtton a)na/gkh hÄ to\n a)riqmo\n hÄ to\ me/geqoj” (Φυσ. 204a17-20).
212
συμβεβηκός και “είναι κάτι που ανήκει στα πράγματα όπως και η κίνηση είναι πάντοτε κίνηση ενός κινητού”22. fanero\n de\ kaiì oÀti ou)k e)nde/xetai eiånai to\ aÃpeiron w¨j e)nergei¿# oÄn kaiì w¨j ou)si¿an kaiì a)rxh/n: eÃstai ga\r o(tiou=n au)tou= aÃpeiron to\ lambano/menon, ei¹ meristo/n to\ ga\r a)pei¿r% eiånai kaiì aÃpeiron to\ au)to/, eiãper ou)si¿a to\ aÃpeiron kaiì mh\ kaq' u(pokeime/nou, wÐst' hÄ a)diai¿reton hÄ ei¹j aÃpeira diaireto/n: polla\ d' aÃpeira eiånai to\ au)to\ a)du/naton a)lla\ mh\n wÐsper a)e/roj a)h\r me/roj, ouÀtw kaiì aÃpeiron a)pei¿rou, eiã ge ou)si¿a e)stiì kaiì a)rxh/: a)me/riston aÃra kaiì a)diai¿reton. a)ll' a)du/naton to\ e)ntelexei¿# oÄn aÃpeiron: poso\n ga/r ti eiånai a)nagkaiÍon. kata\ sumbebhko\j aÃra u(pa/rxei to\ aÃpeiron.
(Φυσ. 204a20-30) Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος θα συνεχίσει την επιχειρηματολογία του χρησιμοποιώντας αρκετά σημεία από τη θεωρία του για τους φυσικούς τόπους των τεσσάρων στοιχείων (όπως το ότι για κάθε στοιχείο υπάρχει ένας φυσικός τόπος και μια φυσική κίνηση, το ότι οι φυσικές διευθύνσεις είναι έξι, επάνω-κάτω, εμπρός-πίσω, δεξιά-αριστερά, και δεν ισχύουν μόνο σε σχέση με εμάς, αλλά ισχύουν απόλυτα, και τέλος ότι το σύμπαν είναι πεπερασμένο). Θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κανένα άπειρο σώμα (“oÀti de\ oÀlwj a)du/naton eiånai sw½ma aÃpeiron ai¹sqhto/n, e)k tw½nde dh=lon” Φυσ. 205a8-9).
Αν όμως δεν υπάρχει καθόλου άπειρο, θα προσθέσει αμέσως, θα παρουσιαστούν
πολλά
πράγματα,
τα
οποία
είναι
αδύνατο
να
παραδεχθούμε. Γιατί θα πρέπει να υπάρχει για το χρόνο κάποια αρχή και κάποιο τέλος, τα μεγέθη δεν θα μπορούσαν να διαιρεθούν σε μικρότερα
22
Ι. Düring, ό.π., σ. 40.
213
μεγέθη και ο αριθμός δεν θα είναι άπειρος. Επομένως, από κάποια άποψη το άπειρο υπάρχει και από κάποια άλλη άποψη το άπειρο δεν υπάρχει. àOti d' ei¹ mh\ eÃstin aÃpeiron a(plw½j, polla\ a)du/nata sumbai¿nei, dh=lon. tou= te ga\r xro/nou eÃstai tij a)rxh\ kaiì teleuth/, kaiì ta\ mege/qh
ou)
diaireta\
ei¹j
mege/qh,
kaiì
a)riqmo\j
ou)k
eÃstai
aÃpeiroj. oÀtan de\ diwrisme/nwn ouÀtwj mhdete/rwj fai¿nhtai e)nde/xesqai, diaithtou= deiÍ, kaiì dh=lon oÀti pwÜj me\n eÃstin pwÜj d' ouÃ.
(Φυσ. 206a9-14)
4. Το δυνάμει άπειρο Ο Αριστοτέλης θα δώσει μία λύση στο πρόβλημα αυτό στηριγμένος στην έννοια του δυνάμει. Πιο συγκεκριμένα, αναπτύσσει το συλλογισμό του λέγοντας πως το ὄν υποδιαιρείται σε δυνάμει και ἐντελεχεία ὄν, και το άπειρο σε κατά πρόσθεση και κατ’ αφαίρεση άπειρο. Το μέγεθος δεν είναι άπειρο κατ΄ ἐνέργειαν, αλλά άπειρο διαιρέσει. Το άπειρο, λοιπόν, υπάρχει δυνάμει, όχι όπως υπάρχει η μορφή του αγάλματος στο μάρμαρο, η οποία κάποτε θα γίνει εν ενεργεία άγαλμα ολόκληρη, το οποίο περιέχεται στην ύλη, αλλά έτσι ώστε να είναι ικανό να υφίσταται ορισμένες δραστηριότητες. Κανένα μέγεθος δεν θα διαιρεθεί ποτέ σε έναν ενεργεία άπειρο αριθμό μερών. Το άπειρο βρίσκεται σε διαρκή διαδικασία πραγμάτωσης, θα υποστηρίξει ο Σταγειρίτης και θέλοντας να καταστήσει σαφή την άποψή του θα χρησιμοποιήσει το παράδειγμα της ημέρας και των Ολυμπιακών αγώνων. Έτσι, όταν λέμε για παράδειγμα ότι είναι ημέρα ή αγώνας, εννοούμε την μια και την άλλη ημέρα, τον ένα
214
ή τον άλλο αγώνα στη διαδοχική τους κάθε φορά παρουσίαση. Στην ίδια σημασία πρέπει να εννοήσουμε και το άπειρο23. le/getai dh\ to\ eiånai to\ me\n duna/mei to\ de\ e)ntelexei¿#, kaiì to\ aÃpeiron eÃsti me\n prosqe/sei eÃsti de\ kaiì diaire/sei. to\ de\ me/geqoj oÀti me\n kat' e)ne/rgeian ou)k eÃstin aÃpeiron, eiãrhtai, diaire/sei d' e)sti¿n: ou) ga\r xalepo\n a)neleiÍn ta\j a)to/mouj gramma/j: lei¿petai ouÅn duna/mei eiånai to\ aÃpeiron. ou) deiÍ de\ to\ duna/mei oÄn lamba/nein, wÐsper ei¹ dunato\n tou=t' a)ndria/nta eiånai, w¨j kaiì eÃstai tou=t' a)ndria/j, ouÀtw kaiì aÃpeiron oÁ eÃstai e)nergei¿#: a)ll' e)peiì pollaxw½j to\ eiånai, wÐsper h( h(me/ra eÃsti kaiì o( a)gwÜn t%½ a)eiì aÃllo kaiì aÃllo gi¿gnesqai, ouÀtw kaiì to\ aÃpeiron kaiì ga\r e)piì tou/twn eÃsti kaiì duna/mei kaiì e)nergei¿#: ¹Olu/mpia ga\r eÃsti kaiì t%½ du/nasqai to\n a)gw½na gi¿gnesqai kaiì t%½ gi¿gnesqai..
(Φυσ. 206a14-25)24 Οι περιπτώσεις του χρόνου και του βιολογικού κύκλου είναι όμοιες με την περίπτωση του μεγέθους κατά το ότι το άπειρο χρωστά την ύπαρξή του στο γεγονός ότι κάθε φορά παίρνουμε κάτι που είναι άλλο, και έπειτα κάτι άλλο, και μολονότι αυτό που παίρνουμε είναι κάθε φορά πεπερασμένο, νέα μέρη μπορούν να λαμβάνονται επ’ άπειρον. Άρα το άπειρο δεν είναι μια ατομική ουσία, ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, όπως ο άνθρωπος ή το σπίτι. (“oÀlwj me\n ga\r ouÀtwj eÃstin to\ aÃpeiron, t%½ a)eiì aÃllo kaiì aÃllo lamba/nesqai, kaiì to\ lambano/menon me\n a)eiì
23
Όπως παρατηρεί ο Ross, “Το άπειρο δεν υπάρχει in actu permanente, in facto, αλλά
successive, in fieri,” D. W. Ross, ό.π., σ. 83. 24
Η τελευταία πρόταση εμφανίζεται ελαφρά τροποποιημένη και στη συνέχεια, “ou)de\
me/nei h( a)peiri¿a a)lla\ gi¿gnetai, wÐsper kaiì o( xro/noj kaiì o( a)riqmo\j tou= xro/nou” (Φυσ. 207b14-15).
215
eiånai peperasme/non, a)ll' a)ei¿ ge eÀteron kaiì eÀteron” Φυσ. 206a27-
29). Από την άλλη πλευρά όμως, αυτές οι περιπτώσεις διαφέρουν από την περίπτωση του μεγέθους, ως προς το ότι στη δεύτερη κάθε λαμβανόμενο μέρος διατηρείται, ενώ στο χρόνο και στους ανθρώπους παρουσιάζεται φθορά χωρίς όμως να σημειώνεται ποτέ ολοκληρωτική εξάντληση. eÃti to\ eiånai pleonaxw½j le/getai, wÐste to\ aÃpeiron ou) deiÍ lamba/nein w¨j to/de ti, oiâon aÃnqrwpon hÄ oi¹ki¿an, a)ll' w¨j h( h(me/ra le/getai kaiì o( a)gw¯n, oiâj to\ eiånai ou)x w¨j ou)si¿a tij ge/gonen, a)ll' a)eiì e)n gene/sei hÄ fqor#=, peperasme/non, a)ll' a)ei¿ ge eÀteron kaiì eÀteron:] a)ll' e)n toiÍj mege/qesin u(pome/nontoj tou= lhfqe/ntoj [tou=to sumbai¿nei], e)piì de\ tou= xro/nou kaiì tw½n a)nqrw¯pwn fqeirome/nwn ouÀtwj wÐste mh\ e)pilei¿pein.
(Φυσ. 206a29- 206b3)
Ο Αριστοτέλης σημειώνει έπειτα πως το κατά πρόσθεσιν άπειρο είναι από μια άποψη το ίδιο με το κατά διαίρεσιν άπειρο. Γιατί, παίρνοντας, μέσα σ’ ένα πεπερασμένο μέγεθος ίσα μέρη, οσοδήποτε μικρά, φτάνουμε κάποια στιγμή να το εξαντλήσουμε. Αν, αντίθετα, παίρνουμε διαδοχικά μέρη που να ελαττώνονται κατά ένα σταθερό λόγο, δεν θα εξαντλήσουμε ποτέ το πεπερασμένο μέγεθος. Το πεπερασμένο μέγεθος είναι παρόλα ταύτα άπειρο κατά πρόσθεσιν, με την έννοια ότι δεν μπορεί να σχηματιστεί με την πρόσθεση μερών που ελαττώνονται κατά ένα σταθερό λόγο.25 Σε αντίθεση μάλιστα με αυτό που η κοινή γνώμη χαρακτηρίζει ως άπειρο, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος θα επισημάνει πως άπειρο δεν είναι 25
Βλ. David W. Ross, ό.π.
216
αυτό έξω από το οποίο δεν υπάρχει τίποτα, αλλά αυτό έξω από το οποίο υπάρχει πάντοτε κάτι ακόμα (“ou) ga\r ou mhde\n eÃcw, a)ll' ou a)ei¿ ti eÃcw e)sti¿, tou=to aÃpeiro/n e)stin” Φυσ. 207a1-2). Άπειρο είναι κάτι, αν
έξω από τα όριά του μπορούμε να βρούμε από ποσοτική άποψη κάθε φορά κάτι άλλο. Αυτό έξω από το οποίο δεν υπάρχει τίποτα είναι μάλλον κάτι ολοκληρωμένο και όλο. aÃpeiron me\n ouÅn e)stin ou kata\ to\ poso\n lamba/nousin ai¹ei¿ ti lamba/nein eÃstin eÃcw. ou de\ mhde\n eÃcw, tou=t' eÃsti te/leion kaiì oÀlon: ouÀtw ga\r o(rizo/meqa to\ oÀlon, ou mhde\n aÃpestin, oiâon aÃnqrwpon oÀlon hÄ kibw¯tion. wÐsper de\ to\ kaq' eÀkaston, ouÀtw kaiì to\ kuri¿wj, oiâon to\ oÀlon ou mhde/n e)stin eÃcw…
(Φυσ. 207a7-13) Κατά συνέπεια, το άπειρο, θα πει ο Αριστοτέλης, στο IX βιβλίο των Μετὰ τὰ Φυσικά, δεν υπάρχει ποτέ εν ενεργεία μέσα στη φυσική πραγματικότητα, αλλά μόνο στη γνώση. Πραγματώνεται μόνο διαμέσου του νοεῖν26.
26
Την άποψη αυτή διατυπώνει ο Αριστοτέλης και στα Φυσικά: “ou) ga\r e)piì tou=
pra/gmatoj h( u(peroxh\ kaiì h( eÃlleiyij, a)ll' e)piì th=j noh/sewj. eÀkaston ga\r h(mw½n noh/seien aÃn tij pollapla/sion e(autou= auÃcwn ei¹j aÃpeiron: a)ll' ou) dia\ tou=to eÃcw [tou= aÃsteo/j] ti¿j e)stin [hÄ] tou= thlikou/tou mege/qouj oÁ eÃxomen, oÀti noeiÍ tij, a)ll' oÀti eÃsti: tou=to de\ sumbe/bhken. o( de\ xro/noj kaiì h( ki¿nhsij aÃpeira/ e)sti kaiì h( no/hsij ou)x u(pome/nontoj tou= lambanome/nou. me/geqoj de\ ouÃte tv= kaqaire/sei ouÃte tv= nohtikv= au)ch/sei eÃstin aÃpeiron. a)lla\ periì me\n tou= a)pei¿rou, pw½j eÃsti kaiì pw½j ou)k eÃsti kaiì ti¿ e)stin, eiãrhtai” (Φυσ. 208a15-23)
και “dia\ ga\r to\ e)n tv= noh/sei mh\ u(polei¿pein kaiì o( a)riqmo\j dokeiÍ aÃpeiroj eiånai kaiì ta\ maqhmatika\ mege/qh kaiì to\ eÃcw tou= ou)ranou=. a)pei¿rou d' oÃntoj tou= eÃcw, kaiì sw½ma aÃpeiron eiånai dokeiÍ kaiì ko/smoi: ti¿ ga\r ma=llon tou= kenou= e)ntau=qa
217
tau=ta me\n ga\r e)nde/xetai kaiì a(plw½j a)lhqeu/esqai¿ pote to\ me\n ga\r o(rw¯menon oÀti o(ra=tai, to\ de\ oÀti o(ra=sqai dunato/n: to\ d' aÃpeiron
ou)x
ouÀtw
duna/mei
eÃstin
w¨j
e)nergei¿#
e)so/menon
xwristo/n, a)lla\ gnw¯sei. to\ ga\r mh\ u(polei¿pein th\n diai¿resin a)podi¿dwsi to\ eiånai duna/mei tau/thn th\n e)ne/rgeian, to\ de\ xwri¿zesqai ouÃ.
(Μετ. 1048b12-17) Η πραγμάτωση όμως αυτή διαμέσου του νοεῖν δεν οδηγεί στη μορφή αλλά στην έλλειψη μορφής. “Το άπειρο παρουσιάζεται ως αίτιο θεωρημένο ως ύλη, την ουσία του αποτελεί η στέρηση, και το καθαυτό υποκείμενό του είναι το συνεχές και το αισθητό.” (“fanero\n oÀti w¨j uÀlh to\ aÃpeiron aiãtio/n e)sti, kaiì oÀti to\ me\n eiånai au)t%½ ste/rhsij, to\ de\ kaq' au(to\ u(pokei¿menon to\ sunexe\j kaiì ai¹sqhto/n. fai¿nontai de\ pa/ntej kaiì oi¸ aÃlloi w¨j uÀlv xrw¯menoi t%½ a)pei¿r%: dio\ kaiì aÃtopon to\ perie/xon poieiÍn au)to\ a)lla\ mh\ periexo/menon” Φυσ.
207b35-208a4). Η πραγμάτωση, θα μπορούσαμε να πούμε πως εκφράζεται ως “απειρότητα της διαιρετότητας”.27 Πιο συγκεκριμένα, ο Σταγειρίτης θα πει πως ο αριθμός που προκύπτει από τη διχοτομία δεν έχει αυθυπόστατη ύπαρξη, ούτε η απειρότητα παρουσιάζεται ως μόνιμη, αλλά βρίσκεται πάντα στο στάδιο της γένεσης (“a)ll' ou) xwristo\j o( a)riqmo\j ouÂtoj [th=j dixotomi¿aj], ou)de\ me/nei h( a)peiri¿a a)lla\ gi¿gnetai, wÐsper kaiì o( xro/noj kaiì o( a)riqmo\j tou= xro/nou” Φυσ.
207b13-14), όπως ο χρόνος και ο αριθμός του χρόνου. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει μορφή του απείρου ως ενός δεδομένου συνόλου
hÄ e)ntau=qa; wÐst' eiãper monaxou=, kaiì pantaxou= eiånai to\n oÃgkon. aÀma d' ei¹ kaiì eÃsti keno\n kaiì to/poj aÃpeiroj, kaiì sw½ma eiånai a)nagkaiÍon…” (Φυσ. 203b23-29). 27
Βλ. I. Düring, ό.π., σ. 42.
218
που υπάρχει ταυτόχρονα στην ολότητά του. Δεν υπάρχει μέγεθος άπειρο προς την κατεύθυνση της αύξησης. Ο Αριστοτέλης ολοκληρώνει την ανάλυση του ζητήματος του απείρου, αναφερόμενος πιο συγκεκριμένα στο ζήτημα της γένεσης, του χρόνου αλλά και της κίνησης που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ. Για να μην εξαντλείται η γένεση, θα σημειώσει, δεν είναι ανάγκη να υπάρχει άπειρο αισθητό σώμα. Γιατί μπορεί η φθορά του ενός να είναι γένεση του άλλου, και έτσι το σύμπαν να είναι πεπερασμένο (“ouÃte ga\r iàna h( ge/nesij mh\ e)pilei¿pv, a)nagkaiÍon e)nergei¿# aÃpeiron eiånai sw½ma ai¹sqhto/n:
e)nde/xetai
ga\r
th\n
qate/rou
fqora\n
ge/nesin, peperasme/nou oÃntoj tou= panto/j”
qate/rou
eiånai
Φυσ. 208a8-10). Ο
χρόνος τέλος και η κίνηση είναι άπειρα, μόνο όμως ως διαδικασία, χωρίς να διατηρείται στην ύπαρξη εκείνο που κάθε φορά παίρνεται (“o( de\ xro/noj kaiì h( ki¿nhsij aÃpeira/ e)sti kaiì h( no/hsij ou)x u(pome/nontoj tou=
lambanome/nou.
me/geqoj
de\
ouÃte
tv=
kaqaire/sei
ouÃte
tv=
nohtikv= au)ch/sei eÃstin aÃpeiron” Φυσ. 208a20-21). Ο χρόνος δεν
υπάρχει ως ένα άπειρο δεδομένο σύνολο, είναι άπειρος δυνάμει και κατά πρόσθεσιν, είναι άπειρα διαιρετός αλλά όχι άπειρα διαιρεμένος.28
28
Βλ. D. W. Ross, ό.π., σ. 85.
219
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΚΙΝΗΣΙΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ
1. Χρόνος: a)riqmo/j κινήσεως κατὰ τὸ πρότερον καὶ ὕστερον Όπως είδαμε ο Αριστοτέλης επιχειρεί να παραλληλίσει τη γραμμή με το χρόνο επισημαίνοντας πως βασικό κοινό χαρακτηριστικό και των δύο είναι η συνέχεια. Υπό το πρίσμα της ανάλυσης αυτής ο χρόνος συνδέεται άμεσα, όπως άλλωστε και η γραμμή, με την κίνηση. Όπως ακριβώς η γραμμή γεννιέται από τις διαδοχικές εμφανίσεις σε διαδοχικές θέσεις ενός κινούμενου σώματος, έτσι και ο χρόνος γεννιέται από το νῦν και είναι συνεχής και άπειρα διαιρετός. Τις θέσεις του αυτές παρουσιάζει ο Σταγειρίτης τόσο στο Περὶ ψυχῆς, όσο και στα Φυσικά. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με το ζήτημα της γραμμής, τονίζει “eÃti d' e)pei¿ fasi kinhqeiÍsan grammh\n e)pi¿pedon poieiÍn, stigmh\n de\ grammh/n, kaiì ai¸ tw½n mona/dwn kinh/seij grammaiì eÃsontai” (Περὶ ψυχῆς
409a3-5). Αντίστοιχα το νῦν είναι αυτό που δίνει συνέχεια στο χρόνο, συνέχει τον παρελθόντα με τον μέλλοντα χρόνο, αποτελώντας αρχή του ενός και τέλος του άλλου. To\ de\ nu=n e)stin sune/xeia xro/nou, wÐsper e)le/xqh: sune/xei ga\r to\n xro/non to\n parelhluqo/ta kaiì e)so/menon, kaiì pe/raj xro/nou e)sti¿n: eÃsti ga\r tou= me\n a)rxh/, tou= de\ teleuth/. a)lla\ tou=t' ou)x wÐsper e)piì th=j stigmh=j menou/shj fanero/n. diaireiÍ de\ duna/mei. kaiì v me\n toiou=to, ai¹eiì eÀteron to\ nu=n, v de\ sundeiÍ, ai¹eiì to\ au)to/, wÐsper e)piì tw½n maqhmatikw½n grammw½n
220
(Φυσ. 222a10-16) Το ζήτημα του χρόνου είναι εξαιρετικά σημαντικό και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Αριστοτέλης αναλαμβάνει να εξετάσει αναλυτικά το χαρακτήρα της έννοιας αυτής. Το πρόβλημα του χρόνου είναι ένα ευρύ θέμα
το
οποίο
δεν
θα
παρουσιάσουμε
αναλυτικά,
αλλά
θα
προσπαθήσουμε να δώσουμε τις βασικές θέσεις του φιλοσόφου σ’ ό,τι αφορά την έννοια του χρόνου και τη στενή σχέση της με την έννοια της κίνησης. Η σχέση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του Αριστοτελικού μοντέλου του φυσικού κόσμου, μοντέλο που οικοδομείται πάνω στη βασική οντολογική διάκριση ανάμεσα στο δυνάμει και εν ενεργεία και τη διαρκή κίνηση, με την έννοια της μετάβασης από τη δύναμη στην ενέργεια που συντελείται στη φύση1. Η φύση του χρόνου, παρατηρεί ο Αριστοτέλης στο ξεκίνημα της αναζήτησής του για τη φύση του χρόνου, παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες που υποδηλώνουν ότι είναι ή μη πραγματικός ή ελάχιστα πραγματικός. ¹Exo/menon de\ tw½n ei¹rhme/nwn e)stiìn e)pelqeiÍn periì xro/nou: prw½ton de\ kalw½j eÃxei diaporh=sai periì au)tou= kaiì dia\ tw½n e)cwterikw½n lo/gwn, po/teron tw½n oÃntwn e)stiìn hÄ tw½n mh\
1
Βλ. Δήμητρα Σφενδόνη-Μέντζου, “Το ‘Πάγωμα’ της Κίνησης και το Αριστοτελικό
‘Γίγνεσθαι’ του Φυσικού Κόσμου,” στο VITA CONTEMPLATIVA, Essays in Honour of Demetrrios N. Koutras, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2006: 469-485, σ. 483, “Χρόνος και γίγνεσθαι στον Αριστοτέλη και στον Prigogine,” Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου “Ο Αριστοτέλης Σήμερa” (20-23 Σεπτεμβρίου 2001, Νάουσα-Μίεζα), Νάουσα 2002, “Peirce and Aristotle on Time,” (υπό εκτύπωση), στα Πρακτικά του “10th International Meeting on Pragmatism” (November 12-15, 2007), Sao Paolo, Brazil.
221
oÃntwn, eiåta ti¿j h( fu/sij au)tou=. oÀti me\n ouÅn hÄ oÀlwj ou)k eÃstin hÄ mo/lij kaiì a)mudrw½j, e)k tw½nde/ tij aÄn u(popteu/seien. (Φυσ.
217b29-33)
Θα πρέπει, λοιπόν, να αναζητήσουμε, τονίζει ο Αριστοτέλης, αν κατατάσσεται στην περιοχή των όντων ή των μη όντων και ποια είναι η φύση του. Ο χρόνος δίνει την εντύπωση ότι είναι κίνηση και ένα νέο είδος μεταβολής. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύσει γιατί ο χρόνος είναι ένας, ενώ οι κινήσεις είναι πολλές, και επιπλέον ο χρόνος δεν μπορεί να παρουσιάσει διαβαθμίσεις ταχύτητας και βραδύτητας καθώς οι τελευταίες έχουν οριστεί με βάση το χρόνο. Ταχύ είναι ό,τι σε λίγο χρόνο διατρέχει με την κίνησή του πολύ διάστημα και βραδύ το αντίστροφο. Δεν είναι δυνατόν ο χρόνος να χρησιμοποιηθεί για να οριστεί ο χρόνος, ούτε κατά την άποψη της ποσότητας που παρουσιάζει ούτε και της ποιότητας. e)peiì de\ dokeiÍ ma/lista ki¿nhsij eiånai kaiì metabolh/ tij o( xro/noj, tou=t' aÄn eiãh skepte/on. h( me\n ouÅn e(ka/stou metabolh\ kaiì ki¿nhsij e)n au)t%½ t%½ metaba/llonti mo/non e)sti¿n, hÄ ou aÄn tu/xv oÄn au)to\ to\ kinou/menon kaiì metaba/llon: o( de\ xro/noj o(moi¿wj kaiì pantaxou= kaiì para\ pa=sin. eÃti de\ metabolh\ me/n e)sti qa/ttwn kaiì bradute/ra, xro/noj d' ou)k eÃstin: to\ ga\r bradu\ kaiì taxu\ xro/n% wÐristai, taxu\ me\n to\ e)n o)li¿g% polu\ kinou/menon, bradu\ de\ to\ e)n poll%½ o)li¿gon: o( de\ xro/noj ou)x wÐristai xro/n%, ouÃte t%½ poso/j tij eiånai ouÃte t%½ poio/j. oÀti me\n toi¿nun ou)k eÃstin ki¿nhsij, fanero/n: mhde\n de\ diafere/tw le/gein h(miÍn e)n t%½ paro/nti ki¿nhsin hÄ metabolh/n.
(Φυσ. 218b10-20) Ωστόσο είναι αλήθεια ότι ο χρόνος δεν υπάρχει χωρίς να υπάρχει μεταβολή. Χρόνος και κίνηση βρίσκονται σε πολύ στενή σχέση και 222
συνάφεια. Όταν η κατάσταση του νου μας δεν μεταβάλλεται ή δεν αισθανόμαστε αυτή τη μεταβολή, δεν θεωρούμε ότι έχει περάσει χρόνος. Αντίθετα, όταν αισθανόμαστε και ξεχωρίζουμε την ύπαρξη μεταβολής, τότε λέμε ότι έχει υπάρξει χρόνος, και το αντίστροφο. ¹Alla\ mh\n ou)d' aÃneu ge metabolh=j: oÀtan ga\r mhde\n au)toiì metaba/llwmen th\n dia/noian hÄ la/qwmen metaba/llontej, ou) dokeiÍ h(miÍn gegone/nai xro/noj, kaqa/per ou)de\ toiÍj e)n SardoiÍ muqologoume/noij kaqeu/dein para\ toiÍj hÀrwsin, oÀtan e)gerqw½si: suna/ptousi ga\r t%½ pro/teron nu=n to\ uÀsteron nu=n kaiì eÁn poiou=sin, e)cairou=ntej dia\ th\n a)naisqhsi¿an to\ metacu/. wÐsper ouÅn ei¹ mh\ hÅn eÀteron to\ nu=n a)lla\ tau)to\ kaiì eÀn, ou)k aÄn hÅn xro/noj, ouÀtwj kaiì e)peiì lanqa/nei eÀteron oÃn, ou) dokeiÍ eiånai to\ metacu\ xro/noj. ei¹ dh\ to\ mh\ oiãesqai eiånai xro/non to/te sumbai¿nei h(miÍn, oÀtan mh\ o(ri¿swmen mhdemi¿an metabolh/n, a)ll' e)n e(niì kaiì a)diaire/t% fai¿nhtai h( yuxh\ me/nein, oÀtan d' ai¹sqw¯meqa
kaiì
o(ri¿swmen,
to/te
fame\n
gegone/nai
xro/non,
fanero\n oÀti ou)k eÃstin aÃneu kinh/sewj kaiì metabolh=j xro/noj.
(Φυσ. 218b21-219a1) Είναι φανερό, λοιπόν, ότι χωρίς να υπάρχει κίνηση και μεταβολή χρόνος δεν υπάρχει. Ο χρόνος ούτε είναι κίνηση, ούτε μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα απ’ αυτήν. Την κίνηση και τον χρόνο τα αισθανόμαστε ταυτόχρονα. (“aÀma ga\r kinh/sewj ai¹sqano/meqa kaiì xro/nou” Φυσ. 219a3-4) Ποια ακριβώς όμως είναι η σχέση των δύο εννοιών; Επειδή το κινούμενο μεταβάλλεται από κάτι σε κάτι άλλο, και κάθε μέγεθος είναι συνεχές, η κίνηση είναι ανάλογη προς το μέγεθος. Είναι συνεχής, επειδή είναι κίνηση μέσα σε συνεχές μέγεθος, ενώ κατ’ επέκτασιν και ο χρόνος είναι συνεχής, επειδή καλύπτεται από συνεχή κίνηση. Ο χρόνος φαίνεται ότι είναι πάντοτε τόσο μεγάλος όσο και η κίνηση. 223
e)peiì de\ to\ kinou/menon kineiÍtai eÃk tinoj eiãj ti kaiì pa=n me/geqoj sunexe/j, a)kolouqeiÍ t%½ mege/qei h( ki¿nhsij: dia\ ga\r to\ me/geqoj eiånai sunexe\j kaiì h( ki¿nhsi¿j e)stin sunexh/j, dia\ de\ th\n ki¿nhsin o( xro/noj: oÀsh ga\r h( ki¿nhsij, tosou=toj kaiì o( xro/noj ai¹eiì dokeiÍ gegone/nai. to\ dh\ pro/teron kaiì uÀsteron e)n to/p% prw½to/n e)stin.
(Φυσ. 219a10-15) Το pro/teron
kai
uÀsteron αναφέρονται αρχικά στον τόπο, εν
συνεχεία στην κίνηση και τέλος στο χρόνο. Θεωρούμε ότι πέρασε κάποιος χρόνος, όταν έχουμε παρατηρήσει με τις αισθήσεις μας ένα pro/teron και uÀsteron σε μια κίνηση. Το πρωτύτερο και το υστερότερο
τα ξεχωρίζουμε, επειδή παίρνουμε το καθένα ως κάτι διαφορετικό από το άλλο και παρεμβάλλουμε ανάμεσα σ’ αυτά κάτι διαφορετικό, ένα ενδιάμεσο. Ο νους (ψυχή) διακρίνει, δηλαδή, δύο νῦν και ένα ενδιάμεσο διάστημα και καθετί που συνδέεται με αυτά τα νῦν είναι χρόνος.2 Όταν θεωρούμε το νῦν ως ένα, χωρίς να το συνδέουμε με ένα πρότερον ή ύστερον στην κίνηση, ή χωρίς να το ταυτίσουμε μ’ αυτά, τότε 2
“e)ntau=qa me\n dh\ tv= qe/sei: e)peiì d' e)n t%½ mege/qei eÃsti to\ pro/teron kaiì
uÀsteron, a)na/gkh kaiì e)n kinh/sei eiånai to\ pro/teron kaiì uÀsteron, a)na/logon toiÍj e)keiÍ. a)lla\ mh\n kaiì e)n xro/n% eÃstin to\ pro/teron kaiì uÀsteron dia\ to\ a)kolouqeiÍn a)eiì qate/r% qa/teron au)tw½n. eÃsti de\ to\ pro/teron kaiì uÀsteron e)n tv= kinh/sei oÁ me/n pote oÄn ki¿nhsij [e)stin]: to\ me/ntoi eiånai au)t%½ eÀteron kaiì ou) ki¿nhsij. a)lla\ mh\n kaiì to\n xro/non ge gnwri¿zomen oÀtan o(ri¿swmen th\n ki¿nhsin, t%½ pro/teron kaiì uÀsteron o(ri¿zontej: kaiì to/te fame\n gegone/nai xro/non, oÀtan tou= prote/rou kaiì u(ste/rou e)n tv= kinh/sei aiãsqhsin la/bwmen. o(ri¿zomen de\ t%½ aÃllo kaiì aÃllo u(polabeiÍn au)ta/, kaiì metacu/ ti au)tw½n eÀteron: oÀtan ga\r eÀtera ta\ aÃkra tou= me/sou noh/swmen, kaiì du/o eiãpv h( yuxh\ ta\ nu=n, to\ me\n pro/teron to\ d' uÀsteron, to/te kaiì tou=to/ famen eiånai xro/non: to\ ga\r o(rizo/menon t%½ nu=n xro/noj eiånai dokeiÍ: kaiì u(pokei¿sqw” (Φυσ. 219a15-30).
224
μας φαίνεται ότι δεν πέρασε χρόνος, επειδή ούτε κίνηση υπήρξε. Μόνο όταν προστεθεί ένα πρότερον και ένα ύστερον, λέμε ότι παρουσιάζεται χρόνος. “Χρόνος είναι ο αριθμός [η αρίθμηση] της κίνησης από την άποψη του πρωτύτερα και υστερότερα” θα πει ο Αριστοτέλης δίνοντας τον πρώτο ορισμό του χρόνου. Tou=to
ga/r
e)stin
o(
xro/noj,
a)riqmo\j
kinh/sewj
kata\
to\
pro/teron kaiì uÀsteron
(Φυσ. 219b2) Ο ορισμός αυτός, εκτός του ότι συνδέει το χρόνο με την κίνηση, ενσωματώνει επίσης το στοιχείο του αριθμού, δηλαδή της αρίθμησης, και ο Σταγειρίτης προχωρά ένα βήμα περισσότερο, όταν αμέσως μετά τον ορισμό σημειώνει πως “ο χρόνος είναι ένα είδος αρίθμησης”. shmeiÍon de/: to\ me\n ga\r pleiÍon kaiì eÃlatton kri¿nomen a)riqm%½, ki¿nhsin de\ plei¿w kaiì e)la/ttw xro/n%: a)riqmo\j aÃra tij o( xro/noj
(Φυσ. 219b3-5) Είναι φανερή η πεποίθηση του Αριστοτέλη ότι η αρχή του a)riqmoῦ καθορίζει τη σχέση ανάμεσα στο χρόνο και την κίνηση.3 Ο χρόνος βέβαια, είναι αριθμός όχι με την έννοια εκείνου που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε την αρίθμηση, (“δηλαδή με την έννοια του καθαρού αριθμού”4) αλλά με την έννοια του αριθμούμενου, εκείνου δηλαδή που αριθμείται. “a)riqmo\j aÃra tij o( xro/noj. e)peiì d' a)riqmo/j e)sti dixw½j, kaiì ga\r to\ a)riqmou/menon kaiì to\ a)riqmhto\n a)riqmo\n le/gomen, kaiì 3
Βλ. Friedrich Solmsen, Aristotle’s System of the Physical World, (Ithaca, New York:
Cornell University Press, 1960), σ. 145. 4
W. D. Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση: Μ. Μήτσου (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1993), σ. 133.
225
%Ò a)riqmou=men, o( dh\ xro/noj e)stiìn to\ a)riqmou/menon kaiì ou)x %Ò a)riqmou=men” (Φυσ. 219b5-8).
Ο Αριστοτέλης λοιπόν θεωρεί το χρόνο ως όψη ή διάσταση της κίνησης. Έχουμε τη δυνατότητα να συλλάβουμε το χρόνο νοητικά παρακολουθώντας με τη βοήθεια των αισθήσεων μας τα πράγματα που κινούνται και περιγράφοντας την κίνηση αυτή μ’ έναν αριθμό. Στο σημείο αυτό ο I. Düring επισημαίνει τη μεγάλη πρόοδο που έχει συντελεστεί σε σχέση με τους Πυθαγορείους, οι οποίοι πίστευαν ότι “τα πράγματα είναι αριθμοί”5. “Όπως ακριβώς αναγνωρίζουμε την κίνηση παρατηρώντας ένα κινούμενο σώμα σε διαφορετικά διαδοχικά σημεία, έτσι αναγνωρίζουμε και τη ροή του χρόνου, παρατηρώντας ότι η μοναδικότητα του νῦν έχει συνδεθεί με περισσότερα γεγονότα τα οποία έχει καταγράψει η εμπειρία”6. Πιο αναλυτικά, κίνηση, μέγεθος και χρόνος, όπως ήδη επισημάνθηκε στη αρχή του Κεφαλαίου βρίσκονται σε στενή σχέση μεταξύ τους. Το μετατοπιζόμενο σώμα, που μας κάνει να αντιληφθούμε την κίνηση και τα πρωτύτερα και υστερότερα που περιέχονται σ’ αυτήν, ακολουθεί το σημείο. Το νῦν σχετίζεται με το κινούμενο σώμα όπως ο χρόνος με την κίνηση. Ο χρόνος καθορίζεται από το νῦν και ως προς την συνέχεια και ως προς τη διαίρεσή του σε μέρη, όπως η κίνηση καθορίζεται από το σώμα το οποίο κινείται και η γραμμή από το σημείο. kaiì wÐsper h( ki¿nhsij ai¹eiì aÃllh kaiì aÃllh, kaiì o( xro/noj o( d' aÀma pa=j xro/noj o( au)to/j: to\ ga\r nu=n to\ au)to\ oÀ pot' hÅn®to\ d' eiånai au)t%½ eÀteron®to\ de\ nu=n to\n xro/non o(ri¿zei, v pro/teron
5
Ingemar Düring, Ο Αριστοτέλης, Παρουσίαση και Ερμηνεία της Σκέψης του,
Μετάφραση Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1994), σ. 54. 6
David Ross, ο.π. σ.133.
226
kaiì uÀsteron. to\ de\ nu=n eÃsti me\n w¨j to\ au)to/, eÃsti d' w¨j ou) to\ au)to/: v me\n ga\r e)n aÃll% kaiì aÃll%, eÀteron (tou=to d' hÅn au)t%½ to\ nu=n ), oÁ de/ pote oÃn e)sti to\ nu=n, to\ au)to/. a)kolouqeiÍ ga/r, w¨j e)le/xqh, t%½ me\n mege/qei h( ki¿nhsij, tau/tv d' o( xro/noj, wÐj famen: kaiì o(moi¿wj dh\ tv= stigmv= to\ fero/menon, %Ò th\n ki¿nhsin gnwri¿zomen kaiì to\ pro/teron e)n au)tv= kaiì to\ uÀsteron.
(Φυσ. 219b10-18) Τα nu=n δεν είναι μόρια του χρόνου, μολονότι ο χρόνος αριθμείται με βάση αυτά, αλλά είναι κάτι διαρκώς μεταβαλλόμενο. wÐsq' o( xro/noj a)riqmo\j ou)x w¨j th=j au)th=j stigmh=j, oÀti a)rxh\ kaiì teleuth/, a)ll' w¨j ta\ eÃsxata th=j grammh=j ma=llon®kaiì ou)x w¨j ta\ me/rh, dia/ te to\ ei¹rhme/νον (tv= ga\r me/sv stigmv= w¨j dusiì xrh/setai, wÐste h)remeiÍn sumbh/seται), kaiì eÃti fanero\n oÀti ou)de\n mo/rion to\ nu=n tou= xro/nou, ou)d' h( diai¿resij th=j kinh/sewj, wÐsper ou)d' h( stigmh\ th=j grammh=j
(Φυσ. 220a14-20) Όπως ακριβώς μια τομή της κίνησης δεν είναι μέρος της κίνησης και τα σημεία δεν είναι μέρη της γραμμής, έτσι και το nu=n δεν είναι μόριον του χρόνου. Δεν υπάρχει ελάχιστος χρόνος, όπως δεν υπάρχει ελάχιστη γραμμή. Αυτό συνδέεται άμεσα με την αντίληψη του Αριστοτέλη για την άπειρη διαιρετότητα και τη συνέχεια, που παρουσιάστηκαν σε προηγούμενο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας. (Ουσιαστικό γνώρισμα τόσο του μεγέθους, όσο και του χρόνου και της κίνησης είναι η απεριόριστη διαιρετότητα. Το μέγεθος δεν αποτελείται από σημεία, ο χρόνος δεν αποτελείται από πολλά νῦν, ούτε η κίνηση από ροπές. Το κοινό γνώρισμα όλων αυτών είναι η συνέχεια.)
227
2. Χρόνος: τὸ μέτρον κινήσεως Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αναφέρεται στο χρόνο χαρακτηρίζοντάς τον επίσης ως μέτρον κινήσεως με το οποίο μετρούμε την κίνηση και ο,τιδήποτε άλλο βρίσκεται ἐν χρόνῳ7. Μέσα στο χρόνο διεξάγεται κάθε κίνηση και μεταβολή, και υπό αυτήν την έννοια, ο χρόνος είναι ένα από τα στοιχεία που καθορίζουν την κίνηση. (“…fanero\n oÀti pa=sa metabolh\ kaiì pa=sa ki¿nhsij e)n xro/n% e)sti¿n” Φυσ. 223a14-15,
Επίσης, “ E ¹ peiì de\ pa=n to\ kinou/menon e)n xro/n% kineiÍtai...” Φυσ. 237b23) Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο χρόνος είναι μέτρο κίνησης και κινητικής κατάστασης, μετρά την κίνηση με τον καθορισμό μιας ορισμένης κίνησης που θα χρησιμοποιηθεί ως μονάδα για τη συνολική καταμέτρηση, ορίζοντας ένα μέγεθος που θα χρησιμοποιηθεί ως μονάδα για τη μέτρηση του όλου. Τι σημαίνει όμως το να είναι κάτι “ἐν χρόνῳ”; Μπορεί να σημαίνει ότι είναι κάτι που έχει δική του ύπαρξη, όταν υπάρχει ο χρόνος ή ότι είναι μέρος ή ιδιότητα του χρόνου ή τέλος ότι μετριέται με το χρόνο. Το να είναι όμως κάτι μέσα στο χρόνο δεν σημαίνει ότι συνυπάρχει με τον χρόνο, όπως ακριβώς το να είναι κάτι σε κίνηση ή σε τόπο δεν σημαίνει τη συνύπαρξή του με την κίνηση ή τον τόπο. Το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον είναι ἐν χρόνῳ ως μέρη του χρόνου. Τα γεγονότα είναι ἐν χρόνῳ γιατί μετρούνται με τον χρόνο. Για την κίνηση ο όρος “είναι μέσα στο χρόνο” σημαίνει ότι μετριέται με το χρόνο, και ο ίδιος της ο εαυτός είναι το είναι της. Γιατί μετρά ταυτόχρονα και την κίνηση και το είναι που υπάρχει στην κίνηση. O Σιμπλίκιος και ο Αλέξανδρος σημειώνουν πως: “o( xro/noj metreiÍ th\n ki¿nhsin, to\ de\ metreiÍn th\n ki¿nhsin 7
Βλ. F. Solmsen, ό.π., σ. 145.
228
th\n mh\ aÀma ouÅsan, a)ll' e)n t%½ gi¿nesqai to\ eiånai eÃxousan kuri¿wj tau)to/n e)sti t%½ metreiÍn to\ eiånai au)th=j, toute/stin e)f' oÀson e)stiìn h( ki¿nhsij”
“kaiì dia\ tou=to tau)to/n e)sti to\ metreiÍn th\n ki¿nhsin 8
kaiì to\ eiånai th=j kinh/sewj.” Ο όρος “ἐν χρόνῳ” σημαίνει ότι το είναι
της κίνησης υφίσταται μέτρηση όπως αντίστοιχα και για τα άλλα πράγματα ο όρος σημαίνει ότι μετρείται με το χρόνο το είναι τους. Γι’ αυτό, τα πράγματα (ή τα γεγονότα) περιέχονται από το χρόνο, όπως ακριβώς τα πράγματα ἐν τόπῳ περιέχονται από τον τόπο τους. Ἐpeiì d' e)stiìn o( xro/noj me/tron kinh/sewj kaiì tou= kineiÍsqai, metreiÍ d' ouÂtoj th\n ki¿nhsin t%½ o(ri¿sai tina\ ki¿nhsin hÁ katametrh/sei th\n oÀlhn (wÐsper kaiì to\ mh=koj o( ph=xuj t%½ o(ri¿sai ti me/geqoj oÁ a)nametrh/sei to\ oÀlon) kaiì eÃstin tv= kinh/sei to\ e)n xro/n% eiånai to\ metreiÍsqai t%½ xro/n% kaiì au)th\n kaiì to\ eiånai au)th=j - aÀma ga\r th\n ki¿nhsin kaiì to\ eiånai th=j kinh/sewj metreiÍ, kaiì tou=t' eÃstin au)tv= to\ e)n xro/n% eiånai, to\ metreiÍsqai au)th=j to\ eiånai - dh=lon oÀti kaiì toiÍj aÃlloij tou=t' eÃsti to\ e)n xro/n% eiånai, to\ metreiÍsqai au)tw½n to\ eiånai u(po\ tou= xro/nou.
(Φυσ. 221a1-9) Επειδή η “ἐν χρόνῳ” ύπαρξη είναι σαν την μέσα στον αριθμό ύπαρξη, μπορεί να υπάρχει ένας χρόνος, ο οποίος θα ξεπερνά καθετί που υπάρχει μέσα στο χρόνο. Έτσι, τα αιώνια όντα, θεωρημένα ως αιώνια, δεν είναι μέσα σε χρόνο. Γιατί ο χρόνος δεν τα περιέχει, ούτε μετριέται το είναι τους από αυτόν. Αφού ο χρόνος είναι μέτρο κίνησης, θα είναι και μέτρο ηρεμίας. Γιατί κάθε ηρεμία είναι μέσα στο χρόνο. Μόνο τα πράγματα που είναι, 8
Βλ. Σιμπλίκιος, 735, 17-736,14.
229
είτε ἐν κινήσει, είτε ἐν ἠρεμίᾳ είναι ἐν χρόνῳ. Όσα δεν παρουσιάζουν ούτε κίνηση ούτε ηρεμία δεν είναι μέσα σ’ αυτόν. Ἐpeiì d' e)stiìn o( xro/noj me/tron kinh/sewj, eÃstai kaiì h)remi¿aj me/tron [kata\ sumbebhko/j]: pa=sa ga\r h)remi¿a e)n xro/n%. ou) ga\r wÐsper to\ e)n kinh/sei oÄn a)na/gkh kineiÍsqai, ouÀtw kaiì to\ e)n xro/n%: ou) ga\r ki¿nhsij o( xro/noj, a)ll' a)riqmo\j kinh/sewj, e)n a)riqm%½ de\ kinh/sewj e)nde/xetai eiånai kaiì to\ h)remou=n.
(Φυσ. 221b8-9) Στο ερώτημα, αν μπορεί να εξαντληθεί ο χρόνος, ο Αριστοτέλης θα απαντήσει αρνητικά. Ο ἐν ἐνεργείᾳ χρόνος πρέπει βέβαια να είναι πεπερασμένος, αφού δεν υπάρχει χρόνος που να μην έχει κάποτε υπάρξει. Δεν θα εξαντληθεί όμως, γιατί η κίνηση θα υπάρχει πάντοτε, και γιατί το νῦν είναι τέλος και αρχή χρόνου, τέλος για τον παρελθόντα και αρχή για τον μέλλοντα. Εi¹
de\
mhdeiìj
xro/noj
oÁj
ouÃ
pote,
pa=j
aÄn
eiãh
xro/noj
peperasme/noj. aÅr' ouÅn u(polei¿yei; hÄ ouÃ, eiãper ai¹eiì eÃsti ki¿nhsij; aÃlloj ouÅn hÄ o( au)to\j polla/kij; dh=lon oÀti w¨j aÄn h( ki¿nhsij, ouÀtw kaiì o( xro/noj: ei¹ me\n ga\r h( au)th\ kaiì mi¿a gi¿gnetai¿ pote, eÃstai kaiì xro/noj eiâj kaiì o( au)to/j, ei¹ de\ mh/, ou)k eÃstai. e)peiì de\ to\ nu=n teleuth\ kaiì a)rxh\ xro/nou, a)ll' ou) tou= au)tou=, a)lla\ tou= me\n parh/kontoj teleuth/, a)rxh\ de\ tou= me/llontoj, eÃxoi aÄn wÐsper o( ku/kloj e)n t%½ au)t%½ pwj to\ kurto\n kaiì to\ koiÍlon, ouÀtwj kaiì o( xro/noj a)eiì e)n a)rxv= kaiì teleutv=. kaiì dia\ tou=to dokeiÍ a)eiì eÀteroj: ou) ga\r tou= au)tou= a)rxh\ kaiì teleuth\ to\ nu=n: aÀma ga\r aÄn kaiì kata\ to\ au)to\ ta)nanti¿a aÄn eiãh. kaiì ou)x u(polei¿yei dh/: ai¹eiì ga\r e)n a)rxv=.
(Φυσ. 222a29-b7)
230
3. Η πραγματικότητα του χρόνου Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης συζητά την πιθανότητα να εξαρτάται η πραγματικότητα του χρόνου από την ύπαρξη της ανθρώπινης ψυχής. Γιατί, αν είναι ουσιαστικό για το χρόνο να μετριέται, πρέπει να υπάρχει κάποιος που θα μετρά. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι ικανό να μετρά παρά μόνο η ψυχή, και στην ψυχή, ο νους9. Η μέτρηση του χρόνου είναι πνευματική δραστηριότητα, όπως και κάθε είδος αρίθμησης. Αν δεν υπήρχε λοιπόν ο άνθρωπος που είναι προικισμένος με ψυχή και νου, δεν θα υπήρχε ούτε χρόνος που αριθμείται. “Εκείνο που θα υπήρχε τότε δεν θα ήταν χρόνος αλλά η υποκειμενική του κίνηση. Δηλαδή θα υπήρχε ακόμα κίνηση αλλά δεν θα είχε μετρήσιμη διάσταση.”10 Θα πρέπει να εξετάσουμε, σημειώνει λοιπόν ο Σταγειρίτης φιλόσοφος, ποια σχέση έχει ο χρόνος με την ψυχή και για ποια αιτία φαίνεται να υπάρχει ο χρόνος παντού, στη γη, στη θάλασσα και στον ουρανό. Πo/teron
de\
a)porh/seien
mh\ aÃn
ouÃshj tij.
yuxh=j
eiãh
a)duna/tou
aÄn
ga\r
o(
xro/noj
oÃntoj
hÄ
eiånai
ouÃ, tou=
a)riqmh/sontoj a)du/naton kaiì a)riqmhto/n ti eiånai, wÐste dh=lon oÀti
ou)d'
a)riqmo/j.
a)riqmo\j
ga\r
hÄ
to\
h)riqmhme/non
hÄ
to\
a)riqmhto/n. ei¹ de\ mhde\n aÃllo pe/fuken a)riqmeiÍn hÄ yuxh\ kaiì yuxh=j nou=j, a)du/naton eiånai xro/non yuxh=j mh\ ouÃshj, a)ll' hÄ tou=to oÀ pote oÄn eÃstin o( xro/noj, oiâon ei¹ e)nde/xetai ki¿nhsin eiånai aÃneu yuxh=j.
(Φυσ. 223a21-28)
9
Βλ. F. Solmsen, ο.π., σ. 150.
10
Ingemar Düring, Ο Αριστοτέλης, Παρουσίαση και Ερμηνεία της Σκέψης του,
Μετάφραση Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1994), σ. 56.
231
Η αιτία είναι ότι ο χρόνος είναι ιδιότητα ή κατάσταση της κίνησης και ότι το σύμπαν και ό,τι υπάρχει τοπικά μέσα σ’ αυτό, κινείται. Όπου υπάρχει κίνηση ή δυνατότητα για κίνηση, υπάρχει και χρόνος. Ο Αριστοτέλης οδηγείται, λοιπόν, στην αποδοχή της αντικειμενικής ύπαρξης του χρόνου, εφόσον υπάρχει κίνηση. Τo\ de\ pro/teron kaiì uÀsteron e)n kinh/sei e)sti¿n: xro/noj de\ tau=t' e)stiìn v a)riqmhta/ e)stin.
(Φυσ. 223a28-29) Απορία επίσης δημιουργείται, θα σημειώσει ο Αριστοτέλης, αν ζητούσαμε να προσδιορίσουμε ποιας κίνησης είναι ο χρόνος αριθμός11. Είναι αλήθεια ότι τα πράγματα παρουσιάζουν γένεση μέσα σε χρόνο, και φθείρονται, και αυξάνονται και αλλοιώνονται και μετατοπίζονται. Επομένως, ο χρόνος είναι αριθμός κάθε είδους κίνησης, και της γένεσης και της φθοράς, και της αύξησης και της αλλοίωσης και της τοπικής κίνησης. Η μετατόπιση μάλιστα παρουσιάζει το χαρακτηριστικό της ομαλότητας, το οποίο δεν παρουσιάζουν τα άλλα είδη κίνησης, και η 11
“Ἀporh/seie d' aÃn tij kaiì poi¿aj kinh/sewj o( xro/noj a)riqmo/j. hÄ o(poiasou=n;
kaiì ga\r gi¿gnetai e)n xro/n% kaiì fqei¿retai kaiì au)ca/netai kaiì a)lloiou=tai kaiì fe/retai: v ouÅn ki¿nhsi¿j e)sti, tau/tv e)stiìn e(ka/sthj kinh/sewj a)riqmo/j. dio\ kinh/sew¯j e)stin
a(plw½j
a)riqmo\j sunexou=j,
a)ll' ou)
tino/j.
a)ll'
eÃsti nu=n
kekinh=sqai kaiì aÃllo: wÒn e(kate/raj th=j kinh/sewj eiãh aÄn a)riqmo/j. eÀteroj ouÅn xro/noj eÃstin, kaiì aÀma du/o iãsoi xro/noi aÄn eiåen: hÄ ouÃ; o( au)to\j ga\r xro/noj kaiì eiâj o( iãsoj kaiì aÀma: eiãdei de\ kaiì oi¸ mh\ aÀma: ei¹ ga\r eiåen ku/nej, oi¸ d' iàppoi, e(ka/teroi d' e(pta/, o( au)to\j a)riqmo/j. ouÀtw de\ kaiì tw½n kinh/sewn tw½n aÀma perainome/nwn o( au)to\j xro/noj, a)ll' h( me\n taxeiÍa iãswj h( d' ouÃ, kaiì h( me\n fora\ h( d' a)lloi¿wsij: o( me/ntoi xro/noj o( au)to/j, eiãper kaiì [o( a)riqmo\j] iãsoj kaiì aÀma, th=j te a)lloiw¯sewj kaiì th=j fora=j. kaiì dia\ tou=to ai¸ me\n kinh/seij eÀterai kaiì xwri¿j, o( de\ xro/noj pantaxou= o( au)to/j, oÀti kaiì o( a)riqmo\j eiâj kaiì o( au)to\j pantaxou= o( tw½n iãswn kaiì aÀma” (Φυσ. 223a29 -223b120).
232
ομαλή κυκλική κίνηση μπορεί σε μεγάλο βαθμό να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο. Γι’ αυτό υπάρχει η δοξασία ότι ο χρόνος είναι η κίνηση της ουράνιας σφαίρας, επειδή με την κίνηση αυτή μετρούνται οι άλλες κινήσεις και ο χρόνος. Απ’ αυτό προέρχεται και η άποψη ότι τα ανθρώπινα πράγματα είναι ένα κύκλος και ότι και τα άλλα πράγματα όσα παρουσιάζουν φυσική γένεση και φθορά αποτελούν κύκλο. Τέλος, και στην αρίθμηση και μέτρηση των πραγμάτων, που γίνεται με το χρόνο, δεν πρόκειται για την διαφορετικότητα των αριθμημένων, αλλά ο αριθμός μένει ο ίδιος, εφόσον ως αριθμός δεν είναι διαφορετικός. Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, ολοκληρώνοντας την ανάπτυξη του ζητήματος του χρόνου, θα οδηγηθεί στην αποδοχή της αντικειμενικής ύπαρξης του χρόνου, εφόσον υπάρχει κίνηση, με διάφορες έννοιες. Είναι αλήθεια ότι τα πράγματα παρουσιάζουν γένεση μέσα σε χρόνο, και φθείρονται, και αυξάνονται και αλλοιώνονται και μετατοπίζονται. Επομένως ο χρόνος είναι “αριθμός” κάθε είδους κίνησης, όχι μόνο της τοποικής, αλλά και της γένεσης και της φθοράς, και της αύξησης και της αλλοίωσης.
233
ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το κεντρικό θέμα της διατριβής, όπως είδαμε, περιστρέφετε γύρω από το πρόβλημα της κινήσεως ή μεταβολής στην Αριστοτελική φυσική φιλοσοφία. Όπως φάνηκε μέσα από την παρούσα εργασία, η έννοια της κινήσεως είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον Σταγειρίτη, ο οποίος ασχολείται με αυτήν σε αρκετά έργα του. Η ίδια η φύση ορίζεται από τον Αριστοτέλη στα Φυσικά, ως a)ρχή κινήσεως ή μεταβολής και αντικείμενο της φιλοσοφίας της φύσης είναι όλα τα πράγματα που βρίσκονται σε κίνηση, που υπόκεινται σε ποιοτική ή ποσοτική ή τοπική αλλαγή, καθώς και αυτά που παρουσιάζουν αλλαγή ουσίας, γεννιούνται δηλαδή και πεθαίνουν. Καθίσταται, λοιπόν, φανερό πως η Αριστοτελική θεωρία της κινήσεως,
την
οποία
επιχειρήσαμε
να
παρουσιάσουμε
και
να
αναπτύξουμε στην παρούσα μελέτη, κατέχει κεντρική θέση στην φυσική φιλοσοφία του Σταγειρίτη και η κατανόησή της είναι αυτή που μπορεί να μας οδηγήσει στην κατανόηση της φύσης και του γίγνεσθαι του κόσμου. Βέβαια δεν θα ήταν δυνατόν να εξεταστεί η έννοια της κινήσεως χωρίς την ανάλυση των εννοιών του τόπου, του κενού, του χρόνου, και του απείρου, έννοιες με τις οποίες το ζήτημα της κίνησης συνδέεται άμεσα. Ο δυναμικός, μάλιστα, χαρακτήρας του Αριστοτελικού μοντέλου της φύσης καταδεικνύεται και από τον τρόπο που ο Σταγειρίτης συνέδεσε τη θεωρία της κινήσεως με τις έννοιες του συνεχούς, του απείρου και του χρόνου καθώς κοινό στοιχείο όλων είναι η κατηγορία του δυνάμει. Ο Αριστοτέλης επιχείρησε όχι μόνο να αναλύσει και να περιγράψει την κίνηση αλλά και να την ορίσει. Σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό
234
του, κίνηση είναι η εντελεχειακή ύπαρξη του δυνάμει όντος, θεωρημένου στην καθαρή δυνάμει ύπαρξή του. h( tou= duna/mei oÃntoj e)ntele/xeia, v toiou=ton, ki¿nhsi¿j e)stin…
(Φυσ. 201a10-11) Η ερμηνεία και ανάλυση του ορισμού γεννά αρκετές δυσκολίες κυρίως αναφορικά με τον όρο e)ntele/xeia, ο οποίος αποτελεί έναν νεολογισμό του Αριστοτέλη, καθώς και σε ό, τι αφορά στον ρόλο και τη σημασία της επεξηγηματικής φράσης v toiou=ton. Υπάρχει μεγάλη συζήτηση σχετικά με τα παραπάνω ζητήματα και αρκετές είναι οι προτάσεις που έχουν διατυπωθεί. Παρά, όμως, τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, κατά την άποψή μας, παραμένει το γεγονός ότι η κίνηση, όπως ορίζεται από τον Αριστοτέλη, αποτελεί τη διαδικασία μέσω τις οποίας κάτι το οποίο είναι δυνάμει γίνεται ἐν ἐνεργείᾳ, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και μια ἐν ἐνεργείᾳ πραγματικότητα, η οποία όμως, όπως υπογραμμίζει ο Αριστοτέλης, είναι ατελής. Αν, επομένως, κάτι είναι ἐνεργείᾳ, χ και δυνάμει ψ, κίνηση είναι η διαδικασία για την πραγμάτωση της κατάστασης ψ. Είναι, με άλλα λόγια, η ενέργεια του δυνάμει ως δυνάμει. Ο όρος ενέργεια, θα σημειώσει ο Σταγειρίτης φιλόσοφος στα Μετὰ τὰ Φυσικά, τον οποίο χρησιμοποιούμε συσχετίζοντας τον με την εντελέχεια, είναι παρμένος από την κυριολεκτική περιοχή των κινήσεων, και ειπωμένος πάνω σε άλλα πράγματα (μη κινητά), γιατί στον ύψιστο βαθμό ενέργεια είναι η κίνηση (Μετ. 1047a30-33). Ο ορισμός της κινήσεως ως ενέργειας του δυνάμει όντος δύναται να αποτελέσει έρεισμα της βασικής μας τοποθέτησης ότι η κίνηση είναι για τον Σταγειρίτη μια διαδικασία πραγμάτωσης του δυνάμει, μετάβασης από μια δυνάμει κατάσταση σε μια ἐνεργείᾳ.
235
Ο Αριστοτέλης, όπως είδαμε, αναγνωρίζει τέσσερα είδη κινήσεως ή μεταβολής: - τοῦ τι, τοῦ ποιοῦ, τοῦ ποσοῦ και τοῦ κατὰ τόπον, δηλαδή μεταβολή κατά την ουσία, την ποιότητα, την ποσότητα και τον τόπο. Στο πέμπτο Βιβλίο των Φυσικῶν θα αναφέρει πως η ἀλλοίωσις, η αὒξησις καὶ φθίσις, και η φορά, είναι κινήσεις, ενώ η μεταβολή περιλαμβάνει εκτός από αυτά τα τρία είδη κίνησης και την περίπτωση της γενέσεως και της φθοράς. Η σαφής αυτή διάκριση δεν ακολουθείται πάντοτε από τον Σταγειρίτη, αντιθέτως κάποιες φορές χρησιμοποιεί τους όρους κίνηση και μεταβολή ως ταυτόσημους, γεγονός που έχει προκαλέσει αρκετές συζητήσεις και ερμηνείες. Άμεσα συνυφασμένο με το παραπάνω πρόβλημα είναι το ερώτημα αν και στην περίπτωση της γενέσεως έχουμε πέρασμα από το δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ και αν, εν τέλει, η γένεσις είναι μια από τις κινήσεις ή κάτι διαφορετικό. Μέσα από την ανάλυση της έννοιας της γενέσεως και την αναζήτηση της ειδοποιού διαφοράς ανάμεσα στην έννοια αυτή και την ἀλλοίωσιν οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μεταβολή κατὰ τὸ ποιόν, ωστόσο στην περίπτωση της ἀλλοιώσεως, ο Αριστοτέλης επισημαίνει, πως πρόκειται για το παθητικό ποιόν, ενώ στην περίπτωση της γενέσεως πρόκειται για το ποιὸν τὸ ἐν τῇ οὐσίᾳ. Στην περίπτωση της ἀλλοιώσεως το ὑπομένον υποκείμενο πρέπει να είναι αισθητό κατά τη διάρκεια της μεταβολής των ιδιοτήτων του και να γίνεται αντιληπτό ως το ίδιο υποκείμενο και μετά το πέρας της αλλοιώσεως, ενώ στην περίπτωση της γενέσεως το μεταβαλλόμενον μεταβάλλεται ως όλον, χωρίς να παραμένει τίποτα το αισθητό ως υποκείμενο του ίδιου. Το πρόβλημα της γενέσεως των ουσιών είναι άμεσα συνυφασμένο στην Αριστοτελική φιλοσοφία με τη σχέση ὄντος και μη ὄντος και 236
επομένως με το ζεύγος του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ. Η διερεύνηση του ζητήματος αυτού οδηγεί σε ένα άλλο εξαιρετικά σημαντικό ζεύγος στην Αριστοτελική φιλοσοφία, αυτό της ύλης και της μορφής. Το ζεύγος ύλης και μορφής αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση του φαινομένου της γενέσεως καθώς και της μεταβολής γενικότερα. Η ύλη είναι πάντα το ὑποκείμενον κάθε πράγματος που μπορεί να πάρει μία ορισμένη μορφή, ενώ η μορφή του πράγματος είναι ο σκοπός προς τον οποίο τείνει η ανάπτυξή του. Η ύλη, λοιπόν, υπόκειται πάντα ως κάτι που είναι κατάλληλο να πάρει μια ορισμένη μορφή και είναι δεκτική των εναντίων. Σε κάθε περίπτωση κίνησης ή μεταβολής, είτε πρόκειται για γένεση και φθορά, είτε για αλλοίωση ή ποσοτική ή τοπική αλλαγή, υπάρχει η ἐναντίωσις σύμφωνα με την οποία τελείται η αλλαγή. Τα ενάντια όμως δεν επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο, αλλά ο Σταγειρίτης εισάγει έναν τρίτο παράγοντα, το υποκείμενο των δύο εναντίων το οποίο δεν βρίσκεται σε εναντιότητα με κανένα από τα δύο ενάντια και είναι διαφορετικό από αυτά. Πάνω σ’ αυτό δρούν τα ενάντια κατά τρόπο ποιητικό ή παθητικό, και προκαλούν την αλλαγή. Η παραπάνω θέση του Αριστοτέλη σχετίζεται άμεσα με την έννοια της ύλης και κατ’ επέκταση με την έννοια της πρώτης ύλης στην φυσική φιλοσοφία του Σταγειρίτη. Η πρώτη ύλη είναι κοινή στα τέσσερα στοιχεία και είναι οποιοδήποτε από αυτά τα στοιχεία ως υποκείμενο όσων πραγμάτων αλλοιώνονται, γεννιούνται και πεθαίνουν. Η θεώρηση της πρώτης ύλης δεν είναι πάντοτε κοινή από τους μελετητές του Αριστοτελικού έργου. Ο τρόπος που ο φιλόσοφος παρουσιάζει και ορίζει την έννοια αυτή εγείρει μια σειρά συζητήσεων και διαφορετικών προσεγγίσεων και απόψεων. Θεωρούμε ότι η υιοθέτηση της άποψης πως η Αριστοτελική πρώτη ύλη αποτελεί το απροσδιόριστο, πραγματικό υποκείμενο κάθε μεταβολής είναι πιο κοντά στη σκέψη του φιλοσόφου,
237
αν δεχτεί κανείς, ότι το φάσμα του πραγματικού για τον Αριστοτέλη δεν περιορίζεται μόνο στην εν ενεργεία πραγματικότητα αλλά εξαιρετικά σημαντική θέση μέσα στον Αριστοτελικό φυσικό κόσμο κατέχει η κατηγορία του δυνάμει. Εισάγοντας την έννοια του δυνάμει, εισάγει ο Σταγειρίτης και ένα επίπεδο πραγματικότητας βαθύτερο, το οποίο δεν έχει συγκεκριμένους προσδιορισμούς και ιδιότητες, περιλαμβάνει, ωστόσο, το δυνάμει ον, το οποίο έχει τη δυνατότητα να προσλάβει στο μέλλον ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Σ’ αυτό το βαθύτερο επίπεδο πραγματικότητας η πρώτη ύλη προσφέρει το έδαφος για να αποκτήσει το δυνάμει ον συγκεκριμένους προσδιορισμούς και άρα να περάσει στην εν ενεργεία κατάσταση˙ από αυτή την άποψη μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχει μια φυσική πραγματικότητα και δεν είναι μια έννοια κενή περιεχομένου. Αν γίνει δεκτή η παραπάνω προσέγγιση της έννοιας της πρώτης ύλης και του ζεύγους δυνάμει-ἐν ἐνεργείᾳ, τότε θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε μια απάντηση σχετικά που το πρόβλημα που σημειώθηκε προηγούμενα και αφορά στο αν η γένεσις είναι μια από τις κινήσεις. Πιο συγκεκριμένα, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως, εφόσον, τόσο στην ἀλλοίωσιν, όσο και στη γένεσιν έχουμε πέρασμα από το δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ, και οι δύο περιπτώσεις αποτελούν κινήσεις. Επομένως θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η γένεσις, παρά το γεγονός ότι δεν δηλώνεται αυτό από τον Αριστοτέλη στο V Βιβλίο των Φυσικῶν, αποτελεί επίσης μορφή κινήσεως, καθώς στην περίπτωση της γενέσεως έχουμε ένα πέρασμα από το μη ὄν (δυνάμει ὄν) στο ὄν (ἐν ἐνεργείᾳ ὄν), εφόσον πάντα υπάρχει από κάτω το ἔσχατον ὑποκείμενον, η Αριστοτελική πρώτη ὕλη.
238
Μέσα από την ανάλυση που προηγήθηκε, επιχειρήσαμε να καταστήσουμε σαφές ότι η πιο ουσιαστική και σημαντική μορφή κίνησης για τον Σταγειρίτη, είναι αυτή που αντιπροσωπεύει τις ποιοτικές μεταβολές, τη μετάβαση από το δυνάμει στο ἐν ἐνεργείᾳ, που πραγματοποιείται συνεχώς στη φύση. Σε αυτή τη βάση οικοδομείται όλη η θεωρία του Αριστοτέλη για το γίγνεσθαι της φύσης. Έτσι παρά το γεγονός ότι στο Αριστοτελικό μοντέλο εξήγησης του κόσμου δεν αποκλείεται η τοπική κίνηση, ως μετάθεση μέσα στο χώρο, ο φιλόσοφος δεν οδηγείται σε μια ερμηνεία του κόσμου αντίστοιχη με αυτή του Δημόκριτου. Θα συμπεριλάβει, βέβαια, στα είδη της κινήσεως και την κίνηση κατὰ τόπον, ωστόσο θα προχωρήσει ακόμη περισσότερο εισάγοντας την θεωρία του για τις ποιοτικές μεταβολές και την διαρκή μετάβαση από τη δυνάμει στην εν ενεργεία κατάσταση που συμβαίνει στη φύση. Το σημείο αυτό της Αριστοτελικής θεώρησης είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και οδηγεί σε μια δυναμική εικόνα του κόσμου ως αποτέλεσμα ποιοτικών μετασχηματισμών. Το Αριστοτελικό μοντέλο παρουσιάζει, σε αντίθεση με το στατικό Δημοκρίτειο μοντέλο, μία δυναμική εικόνα του φυσικού κόσμου θεμελιωμένη πάνω στην έννοια της κίνησης ως μετάβασης από το δυνάμει στο ενεργεία. Πρόσφατα αναπτύσσεται όλο και περισσότερο η άποψη ότι υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στο Αριστοτελικό μοντέλο και σ’ αυτό που διαγράφεται στη σύγχρονη Φυσική, άποψη που φαίνεται να ενισχύεται από τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις στο χώρο της Φυσικής του μικρόκοσμου με τους ποικίλους μηχανισμούς που εσωκλείει, οι οποίες φαίνεται να επιβεβαιώνουν αυτή τη διαρκή κίνηση και μετάβαση από τη δύναμη στην ενέργεια. Η νέα διάσταση που παίρνει η έννοια της κίνησης στη σύγχρονη Φυσική φαίνεται να παρουσιάζει κάποιες αναλογίες με την προσέγγιση της έννοιας της κίνησης ως μετάβασης από το δυνάμει στο εν
239
ενεργεία, που όπως σημειώθηκε κατέχει σημαντική θέση στην Αριστοτελική Φυσική Φιλοσοφία. Η εξέταση, λοιπόν, της έννοιας της κινήσεως ή μεταβολής, η σύνδεσή της με τις κατηγορίες του δυνάμει και ἐν ἐνεργείᾳ και η προβολή του δυναμικού χαρακτήρα του Αριστοτελικού μοντέλου του φυσικού κόσμου αποτελούν ένα θέμα εξαιρετικά ενδιαφέρον, επίκαιρο και ανοιχτό σε νέες προσεγγίσεις, ιδιαίτερα μάλιστα υπό το πρίσμα των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων στον υποατομικό τομέα, που έχουν αντίκτυπο όχι μόνο στο χώρο της φυσικής αλλά και στο φιλοσοφικό στοχασμό και οδηγούν, όπως φαίνεται, στην ανάγκη αναζήτησης νέων εξηγητικών μοντέλων για την κατανόηση του φυσικού κόσμου.
240
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α. Έργα του Αριστοτέλη Φυσικά, The Physics. Ed. W.D. Ross. Oxford: Oxford Clarendon Press, 1950 (1966). Περὶ Οὐρανοῦ, On the Heavens. Translated by W.K.C. Guthrie. The Loeb Classical Library. Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1971 (1939). Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, On Generation and Corruption. Translated by E.S. Foster. The Loeb Classical Library. Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1955. Μετεωρολογικά, Meteorology. Ed. F.H Fobes. The Loeb Classical Library. Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1919 (1967). Μετὰ τὰ Φυσικά, Metaphysics, 2vols. Ed. W.D. Ross. Oxford: Oxford Clarendon Press, 1924 (1970, 1953). Περὶ ψυχῆς, On the Soul. Ed. W.D. Ross, Oxford: Oxford Clarendon Press, 1961 (1967). Κατηγορίαι,Categories. Ed. L. Minio-Paluello, Oxford: Oxford Clarendon Press, 1949 (1966). Ἠθικὰ Νικομάχεια, Nicomachean Ethics. Ed. I. Bywater, Oxford: Oxford Clarendon Press, 1894 (1962). Περὶ αἰσθήσεως καὶ αἰσθητῶν, On Sense. Ed. W.D. Ross. Oxford: Oxford Clarendon Press, 1955 (1970).
241
Β. Υπομνήματα-Σχόλια Aquinas, Commentaria in Octo Libros Physicorum Aristotelis, Lib. III, Cap. I, Lec. II, n.2). Θεμίστιος, Θεμιστίου Παράφρασις εἰς τὰ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς ἀκροάσεως. In Aristotelis Physica paraphrases, Consilio et Auctoritate
Academiae
Litterarum
Regiae
Borussicae,
ed.
Maximilianus Wallies, Berolini 1900. Σιμπλίκιος, Σιμπλικίου φιλοσόφου εἰς τά τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα. In Aristotelis Physicorum libros quattuor priores
commentaria,
Consilio
et
Auctoritate
Academiae
Litterarum Regiae Borussicae, ed. Hermanus Diels, Berolini 1882. Φιλόπονος Ιωάννης, Ιωάννου τοῦ Φιλοπόνου, εἰς τὰ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς ἀκροάσεως Ὑπόμνημα. In Aristotelis Physicorum libros tres priores commentaria, Consilio et Auctoritate Academiae Litterarum Regiae Borussicae, ed. Hieronymus Vitelli, Berolini 1887. In Aristotelis Physicorum libros quinque posteriores commentaria, Consilio et Auctoritate Academiae Litterarum Regiae Borussicae, ed. Hieronymus Vitelli, Berolini 1888.
242
Γ. Μονογραφίες, μελέτες, άρθρα Ackrill, J. L. “Aristotle’s Distinction between ENERGEIA and KINESIS,” στο New Essays on Plato and Aristotle, R. Bambrough (ed.), London, 1965, σσ. 121-141. Άντον (Αντωνόπουλος) Τζον Πίτερ. Αριστοτέλης: η θεωρία της Εναντιότητας. Μετάφραση: Νικόλαος Σ. Μελισσίδης. Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2001. Τίτλος πρωτοτύπου: Anton, J. P. Aristotle’s Theory of Contrariety. London: Routledge and Kegan Paul Limited, 1957. Bitsakis, Eftichios. “Quantum Statistical Determinism.” Στο Foundations of Physics I8 (1987): 331-335. __________________
. “A generalization of the EPR Criterion of Reality.” Στο L.
Costro et al. (eds.) Problems in Quantum Physics, (Singapore: World Scientific, 1988), 3-23. __________________
. “Classical and Quantum Probabilities.” Στο The Concept
of Probability (Dordrecht: Kluwer Academic Pudlishers, 1989), 335-351. __________________
. “The Potential and the Real: From Aristotle to Modern
Physics.” Στο Aristotle and Contemporary Science, Vol I, (ed.) Demetra Sfendoni – Mentzou, 185-200. New York: Peter Lang, 2000. Blair, George A. “The meaning of ‘Energeia’ and ‘Entelecheia’ in Aristotle.” International Philosophical Quarterly, VII (1967), σσ. 101-117. Bochner, Salomon. The Role of Mathematics in the Rice of Science. Princeton, New Jersey: Princeton University Press, 1966. Bogen, James. “Aristotelian Contrariety.” Topoi 10, March 1991, σσ. 6778. 243
__________________
. “Change and Contrariety in Aristotle.” Στο Phronesis
Vol. XXXVII/1 (1992): 1-21. Bonitz, H. Index Aristotelicus. Berolini 1870 (Ανατύπωση 1960). __________________
. Aristotelis De Anima Libri Tres.
__________________
. Aristotelis Opera edidit Academia Regia Borussica, vol.
V. Γεωργούλης, Κωνσταντίνος. Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης. Εκδόσεις Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκη, 1962. Γεωργούλης, Κ. Δ. Αριστοτέλους Φυσική Ακρόασις (Τα Φυσικά). Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμα 1972. __________________
. Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας. Εκδόσεις Παπαδήμα,
Αθήνα 2000. Čapec, Milic “Two Views of Motion: Change of Position or Change of Quality?”. Review of Metaphysics 33 (1979): 337-346. Charlton, William Aristotle’s Physics I and II. Oxford: The Clarendon Press, 1970. Chen, C- H. “The relation between the terms ἐνέργεια and ἐντελέχεια in the philosophy of Aristotle.” Classical Quarterly N.S. VIII, 1958. Cohen, M. Sheldon. Aristotle on Nature and Incomplete Substance. Cambridge: Cambridge University Press, 1996. Durant, Will. The Story of Philosophy. 1926. Düring, Ingemar. Ο Αριστοτέλης, Παρουσίαση και Ερμηνεία της Σκέψης του. Μετάφραση Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα. Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1994. Fisk, Milton. “Primary Matter and Unqualified Change.” Στο The Concept of Matter in Greek and Medivial Philosophy, edited by Ernan McMullin, 218-247. Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963.
244
Gill, Mary Louise. “Aristotle’s Theory of Causal Action in Phys. III. 3.” Phronesis, vol. 25 (1980). __________________
. Aristotle on Substance: The Paradox of Unity. Princeton:
Princeton University Press, 1989. Gill, M. L. - Lennox, J. C. Self-motion. From Aristotle to Newton. Princeton: Princeton University Press, 1994. Gill, Mary Louise. “Aristotle’s Distinction between Change and Activity.” Στο Axiomathes 14: 3-22, 2004. (2003 Kluwer Academic Publishers. Printed in the Netherlands.) Hintikka, Jaakko. “Aristotle on Modality and Determinism.” Acta Philosophica Fennica, vol.29 (1977). Kάλφας, Βασίλης. Αριστοτέλης Περί Φύσεως. Το Δεύτερο Βιβλίο των “Φυσικών”. Εισαγωγή, μετάφραση, σχολιασμός. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 1999. Kosman, L. A. “Aristotle’s Definition of Motion.” Phronesis, vol. 14(1969). Kostman, James “Aristotle’s Definition of Change.” Στο History of Philosophy Quarterly, Vol. 4, no 1, (1987): 3-16. Liddell, H. - Scott, R. εκδ. Ιωάννης Σιδέρης. Αθήνα: Ανατύπωση 1997. Luyten, Norbert. “Matter as Potency.” Στο The Concept of Matter in Greek and Medivial Philosophy, edited by Ernan McMullin, 102123. Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963. McMullin, Ernan. “Four Senses of ‘Potency’.” Στο The Concept of Matter in Greek and Medivial Philosophy,edited by Ernan McMullin, 299-319. Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963. __________________
. “Matter as a Principle.” Στο The Concept of Matter in
Greek and Medivial Philosophy,edited by Ernan McMullin, 173212. Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963. 245
Μουζάλα, Μελίνα Γ. Το πρόβλημα της Κινήσεως και της Μεταβολής εις την «Φυσικήν Ακρόασιν» του Αριστοτέλους, (διδ. διατρ.). Αθήνα 2001. Μουρέλος, Γεώργιος. “Οι βασικές έννοιες της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη.” Στο Αριστοτελικά, 69-85. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ., 1980. __________________
. “Οι έννοιες της Ουσίας και του Συμβεβηκότος στην
οντολογία
του
Αριστοτέλη.”
Στο
Αριστοτέλης.
Οντολογία,
Γνωσιοθεωρία, Ηθική, Πολιτική Φιλοσοφία, (επιστ. εποπτεία) Δ. Ζ. Ανδριόπουλος, εκδόσεις Παπαδήμα (3η εκδ.), Αθήνα: 1997. Μπιτσάκης, Ευτύχης. Είναι και Γίγνεσθαι. Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1996. __________________
. Η φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία. Εκδόσεις “Σύγχρονη
Εποχή” (2η εκδ.), Αθήνα: 1978. Olshewsky, Thomas M. “The Matter with Matter.” Στο Aristotle and Contemporary Science, Vol I, edited by Demetra Sfendoni Mentzou, 203-219. New York: Peter Lang, 2000. Owens, Joseph. “Matter and Predication in Aristotle.” Στο The Concept of Matter in Greek and Medivial Philosophy, edited by Ernan McMullin, 79-93. Notre Dame: University of Notre Dame Press, 1963. __________________
. “Aristotle-Motion as Actuality of the Imperfect,” Paideia:
Special Aristotle Issue (1978). Peck, Arthur L. “Aristotle on Κίνησις.” Στο John P. Anton with George L. Kustas (eds.), Essays in Ancient Greek Philosophy. Albany: State University of New York Press, 1971, σσ. 478-490. Penner, Terry. “Verbs and the Identity of Actions.” Στο Oscar P. Wood and George Pitcher (eds.), Ryle: A Collection of Critical Essays. Garden City: Anchor Books, 1970.
246
Πεντζοπούλου – Βαλαλά, Α. Τ., “Η Θεολογία του Αριστοτέλη.” Στο Αριστοτέλης, Αφιέρωμα στον J.P. Anton. Εκδοτική επιμέλεια Δ. Ζ. Ανδριόπουλος. Αθήνα: Εστία, 1994, σσ. 180-204. Randall, John Herman. Aristotle. New York: Columbia University Press, 1960. Ritter, Wm. E. “Why Aristotle invented the word entelecheia.” Στο Quarterly Review of Biology 7, 1932, 377-403. 9, 1934, 1-35. Rodier, G. “Sur la Composition de la Physique d’ Aristote.” Στο Archiv für Geschichte der Philosophie viii (1895), 445-60 και ix (1896), 185-9). Robinson, H. M. “Prime Matter in Aristotle.” Στο Phronesis, 19 (1974): 168-188. Ross, W. David. Aristotle’s Physics, A revised text with introduction and commentary. Oxford 1936. __________________
. Aristotle. London and New York: Methuen, 1985.
__________________
. Αριστοτέλης. Μετάφραση: Μ. Μήτσου. Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.,
1993. Sachs, Joe. Aristotle’s Physics, A Guided Study. New Brunswick, New Jersey: Rutgers University Press, 1995. Schlossberger, Eugene. “Aristotelian Matter, Potentiality and Quarks.” Στο Southern Journal of Philosophy 17 (1979): 507-521. Sfendoni - Mentzou Demetra. “Popper’s Propensities: An Ontological Interpretation of Probability.” Στο Imre Lakatos and Theories of Scientific Change, eds. K. Gavroglou et. al., (Boston: Kluwer Academic Publishers, 1989), 441-455. __________________
. “Models of Change: A Common Ground for Ancient
Greek Philosophy and Modern Physics.” Στο Greek Studies in the Philosophy and History of Science, ed. P. Nicolacopoulos (Boston: Kluwer Academic Publishers, 1990), 149-169. 247
__________________
. “The Role of Potentiality in C. S. Peirce’s Tychism and
in Contemporary Discussions in Quantum Mechanics and MicroPhysics.” Στο Charles S. Peirce and the Philosophy of Science: Papers from the 1989 Harvard Conference, edited by E. Moore, 246-261. Tuscaloosa and London: The University of Alabama Press, 1993. __________________
. “Laws of Nature: Ante Res or in Rebus?”. Στο
International Studies in the Philosophy of Science, Vol.8, No 3, (1994): 229-242. __________________
. “The Reality of Thirdness: a Potential-Pragmatic Account
of Laws of Nature.” Στο Realism and Anti-realism in the Philosophy of Science, eds. R. S. Cohen, Risto Hilpinen and Qiu Rensong (Boston: Kluwer Academic Publishers, 1996), 75-95. __________________
. “Peirce on Continuity and Laws of Nature.” Στο
Transactions of the Charles S. Peirce Society, Vol. XXXIII, No 3, (Summer 1997): 646-678. __________________
. “What is Matter for Aristotle: ‘A Clothes-Horse’ or a
Dynamic Element in Nature?”. Στο Aristotle and Contemporary Science Vol I, edited by Demetra Sfendoni – Mentzou, 237-263. New York: Peter Lang, 2000. Σφενδόνη – Μέντζου, Δήμητρα. “Χρόνος και γίγνεσθαι στον Αριστοτέλη και στον Prigogine.” Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου “Ο Αριστοτέλης Σήμερa” (Μίεζα-Νάουσα, 20-23 Σεπτεμβρίου 2001), Νάουσα, 2002. __________________
. “Η θεωρία της τραγωδίας και της επιστήμης: Μερικές
παρατηρήσεις πάνω στον εμπειρισμό του van Fraassen.” Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου “Ποιητική του Αριστοτέλους”, (Αθήνα, Δεκέμβριος 2001), Αθήνα, 2003.
248
__________________
. “Αριστοτελική πρώτη ύλη και σύγχρονη Φυσική”
Πρακτικά του 6ου Πανελληνίου Συνεδρίου, “Ο Αριστοτέλης και η εποχή μας” (19-21 Οκτωβρίου 2001, Ιερισσός Χαλκιδικής), Θεσσαλονίκη, 2004. __________________
. “Η Αριστοτελική Πρώτη Ύλη Μέσα από το Πρίσμα της
Κβαντικής Φυσικής και της Φυσικής των Στοιχειωδών σωματίων”, Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου “Ο Αριστοτέλης, γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης”, (Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα: 2004), σσ. 67-111. __________________
. “Το ‘Πάγωμα’ της Κίνησης και το Αριστοτελικό
‘Γίγνεσθαι’ του Φυσικού Κόσμου.” Στο VITA CONTEMPLATIVA, Essays in Honour of Demetrrios N. Koutras. Αθήνα: ΕΚΠΑ, 2006: 469-485. Sfendoni-Mentzou, Demetra. “Peirce and Aristotle on Time,” (υπό εκτύπωση), στα Πρακτικά του “10th International Meeting on Pragmatism” (November 12-15, 2007), Sao Paolo, Brazil. Solmsen, Friedrich. Aristotle’s System of the Physical World. Ithaca, New York: Cornell University Press, 1960. Sorabji, Richard. Matter, Space and Motion. Ithaca, New York: Cornell University Press, 1988. Tannery, P. “Sur la Composition de la Physique d’ Aristote.” Στο Archiv für Geschichte der Philosophie vii (1894), 224-9 και ix (1896), 115-8. Wardy, Robert. The Chain of Change, A study of Aristotle’s Physics VII. Cambridge: Cambridge University Press, 1990. Waterlow, Sarah. Nature, Change and Agency, in Aristotle's Physics. A Philosophical Study. New York: Oxford University Press, 1982. Wicksteed, P. and Cornford, F.M. Aristotle, The Physics (Loeb ed.) vol. I.
249
Zeller, Edward. Aristotle and the EarlierPeripatetics. Μετάφραση Costelloe και Muirhead, 342-348. London, 1897.
250