JOHANNA LINDSEY ΕΡΑΣΤΈΣ ΓΙΑ ΠΆΝΤΑ ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΩΝ ΜΑΛΟΡΙ Μετάφραση: Σοφία Ανδρεοπούλου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕLXIS
Τίτλος πρωτοτύπου: THAT PERFECT SOMEONE (malory family #10) © Johanna Lindsey, 2010 / © Για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο: Eκδόσεις Elxis, 2017 / Οι Εκδόσεις Elxis αποτελούν σήμα των Εκδόσεων Διόπτρα Eκδίδεται κατόπιν συμφωνίας με τους Simon & Schuster Inc. & JLM Agency ISBN: 978-618-5229-17-7 Ηλεκτρονική έκδοση Μάρτιος 2017 Μετάφραση: Σοφία Ανδρεοπούλου / επιμέλεια – διόρθωση Βίκυ Κατσαρού / σχεδιασμός εξωφύλλου ηλεκτρονική: Ελένη Οικονόμου Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη. Εκδόσεις Εlxis Αγ. Παρασκευής 40, 121 32 Περιστέρι Τηλ.: 210 380 52 28, Fax: 210 330 04 39
[email protected]
Κεφάλαιο Ένα Μπορεί να φαίνεται παράξενο να θεωρεί κανείς το Χάιντ Παρκ ως τον προσωπικό του κήπο, αλλά η Τζούλια Μίλερ έτσι το έβλεπε. Καθώς είχε μεγαλώσει στο Λονδίνο, έκανε ιππασία στο Χάιντ Παρκ από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, από το πρώτο πόνι που είχε σαν παιδί μέχρι τις καθαρόαιμες φοράδες που ακολούθησαν. Οι άνθρωποι της κουνούσαν το χέρι είτε τη γνώριζαν προσωπικά είτε όχι, απλώς και μόνο επειδή είχαν συνηθίσει να τη βλέπουν εκεί. Οι αριστοκράτες, οι υπάλληλοι των καταστημάτων που έκοβαν δρόμο μέσα από το πάρκο πηγαίνοντας στη δουλειά τους, οι κηπουροί, όλοι πρόσεχαν την Τζούλια και την αντιμετώπιζαν σαν να ήταν γνωστή τους. Ψηλή, ξανθιά και κομψά ντυμένη, ανταπέδιδε πάντα τα χαμόγελα και τους χαιρετισμούς. Ήταν γενικά φιλική και οι άνθρωποι συνήθως της φέρονταν εξίσου φιλικά. Ακόμα πιο ασυνήθιστες ήταν οι συνθήκες της ζωής της. Είχε μεγαλώσει στο πιο αριστοκρατικό μέρος της πόλης αλλά η οικογένειά της δεν ήταν καθόλου αριστοκρατική. Ζούσε σε ένα από τα μεγαλύτερα σπίτια της πλατείας Μπέρκλεϊ μιας και δεν είχε μόνο η αριστοκρατία τη δυνατότητα να διατηρεί τέτοιες επαύλεις. Στην πραγματικότητα, η οικογένειά της, που απέκτησε το επίθετο Μίλερ τον Μεσαίωνα όταν άρχισαν να φωνάζουν έτσι έναν μυλωνά πρόγονό τους, ήταν από τις πρώτες που αγόρασαν γη και έχτισαν στην πλατεία Μπέρκλεϊ γύρω στο 1750, όταν η πλατεία πρωτοδημιουργήθηκε. Έτσι, οι Μίλερ ζούσαν εκεί, εδώ και πολλές γενιές. Η Τζούλια ήταν πολύ γνωστή και αγαπητή στη γειτονιά. Η πιο στενή της φίλη, η Κάρολ Ρόμπερτς, ανήκε στην αριστοκρατία και διάφορες νέες αριστοκράτισσες που τη γνώρισαν μέσω της Κάρολ, ή από την ιδιωτική σχολή στην οποία είχε φοιτήσει, τη συμπαθούσαν επίσης και την προσκαλούσαν στις συγκεντρώσεις τους. Η ομορφιά της και η γεμάτη τσέπη της δεν τις απειλούσαν επειδή ήταν ήδη αρραβωνιασμένη. Ήταν αρραβωνιασμένη σχεδόν από νεογέννητο.
«Φοβερό που σε συναντάω εδώ», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή πίσω της. Η Κάρολ Ρόμπερτς την πλησίασε και η φοράδα της άρχισε να τριποδίζει ήρεμα δίπλα στη φοράδα της Τζούλια. Η Τζούλια γέλασε βλέποντας τη μικροκαμωμένη, μαυρομάλλα φίλη της. «Αυτό θα έπρεπε να το πω εγώ. Σπάνια κάνεις ιππασία πια». Η Κάρολ αναστέναξε. «Το ξέρω. Ο Χάρι δεν θέλει, ειδικά εφόσον προσπαθούμε να κάνουμε το πρώτο μας παιδί. Δεν θέλει να ρισκάρω να το χάσω πριν καν μάθουμε ότι έχει συλληφθεί». Η Τζούλια ήξερε ότι η ιππασία μπορούσε πραγματικά να προκαλέσει αποβολή. «Τότε γιατί το ρισκάρεις τώρα;» «Επειδή δεν έχει συλληφθεί κανένα μωρό αυτόν τον μήνα», είπε η Κάρολ με μια γκριμάτσα που έδειχνε απογοήτευση. Η Τζούλια κούνησε το κεφάλι με συμπάθεια. «Επιπλέον», πρόσθεσε η Κάρολ, «μου έχουν λείψει τόσο οι βόλτες που κάναμε μαζί ώστε είμαι διατεθειμένη να αψηφήσω τον Χάρι τις λίγες εκείνες μέρες που έχω περίοδο και δεν προσπαθούμε να συλλάβουμε». «Δεν ήταν σπίτι και δεν το κατάλαβε, έτσι;» μάντεψε χαμογελώντας η Τζούλια. Η Κάρολ γέλασε και τα γαλάζια μάτια της πήραν μια πονηρή λάμψη. «Όχι, και θα γυρίσω πριν επιστρέψει». Η Τζούλια δεν ανησυχούσε αν η φίλη της θα είχε προβλήματα με τον άντρα της. Ο Χάρολντ Ρόμπερτς λάτρευε τη γυναίκα του. Γνωρίζονταν και συμπαθούσαν ο ένας τον άλλο πριν από την πρώτη κοσμική σεζόν της Κάρολ στην καλή κοινωνία εδώ και τρία χρόνια, οπότε κανείς δεν είχε εκπλαγεί όταν αρραβωνιάστηκαν μερικές βδομάδες μετά το ντεμπούτο της Κάρολ και παντρεύτηκαν λίγους μήνες αργότερα. Η Κάρολ και η Τζούλια ήταν γειτόνισσες σε όλη τους τη ζωή καθώς έμεναν και οι δύο στην πλατεία Μπέρκλεϊ και τα σπίτια τους χωρίζονταν μόνο από ένα στενό δρομάκι. Ακόμα και τα παράθυρα των δωματίων τους ήταν απέναντι –το είχαν φροντίσει αυτό– έτσι ώστε όταν δεν ήταν στο ίδιο σπίτι, μπορούσαν να μιλούν από το παράθυρο χωρίς να υψώσουν τη φωνή τους. Δεν ήταν παράξενο που είχαν γίνει καλύτερες φίλες. Της Τζούλια της έλειπε πολύ η Κάρολ. Παρόλο που όταν η Κάρολ ήταν στο Λονδίνο συναντιούνταν συχνά, δεν ζούσε πια δίπλα της. Όταν παντρεύτηκε, μετακόμισε στο σπίτι του άντρα της, πολλά τετράγωνα μακριά, και κάθε λίγους μήνες πήγαινε μερικές βδομάδες με τον Χάρολντ στο πατρογονικό
κτήμα του στην εξοχή. Εκείνος ήλπιζε να μείνουν κάποτε μόνιμα εκεί. Η Κάρολ εξακολουθούσε να αντιστέκεται στην ιδέα αυτή. Ευτυχώς, ο Χάρολντ δεν ήταν το είδος του δεσποτικού συζύγου που παίρνει όλες τις αποφάσεις χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις επιθυμίες της γυναίκας του. Συνέχισαν να ιππεύουν η μια δίπλα στην άλλη για λίγα λεπτά, αλλά η Τζούλια ήταν ήδη στο πάρκο για μία ώρα. «Θέλεις να σταματήσουμε στο τεϊοποτείο για καμιά γρανίτα γυρίζοντας σπίτι;» πρότεινε. «Είναι πολύ νωρίς το πρωί και δεν κάνει τόση ζέστη για γρανίτα. Αλλά πεινάω και μου έχουν λείψει τα πρωινά καλούδια της κυρίας Κέιμπλ. Εξακολουθείτε να έχετε έναν μπουφέ στρωμένο όλο το πρωί;» «Φυσικά. Γιατί να αλλάξει αυτό μόνο και μόνο επειδή εσύ παντρεύτηκες;» «Ξέρεις, ο Χάρολντ αρνείται να σας κλέψει τη μαγείρισσα. Του γκρινιάζω συνέχεια για να προσπαθήσει τουλάχιστον». Η Τζούλια ξέσπασε σε γέλια. «Ξέρει ότι δεν μπορεί να την πληρώσει. Κάθε φορά που κάποιος προσπαθεί να την πάρει, έρχεται σε μένα και της αυξάνω τον μισθό. Γνωρίζει ποιο είναι το συμφέρον της». Η Τζούλια έπαιρνε τέτοιου είδους αποφάσεις επειδή ο πατέρας της, ο Τζέραλντ, δεν ήταν πλέον σε θέση. Η μητέρα της δεν αποφάσιζε για τίποτα όσο ζούσε. Η Έλεν Μίλερ δεν είχε τον έλεγχο κανενός πράγματος στη ζωή της, ούτε καν του νοικοκυριού της. Ήταν μια συνεσταλμένη γυναίκα που φοβόταν μήπως προσβάλει τον άλλον, ακόμα και τους υπηρέτες. Είχε σκοτωθεί πριν από πέντε χρόνια στο δυστύχημα με την άμαξα εξαιτίας του οποίου έμεινε ανάπηρος ο Τζέραλντ Μίλερ. «Πώς είναι ο πατέρας σου;» ρώτησε η Κάρολ. «Τα ίδια». Η Κάρολ ρωτούσε πάντα και η απάντηση της Τζούλια σπάνια ήταν διαφορετική. «Είναι τυχερός που ζει», της είχαν πει οι γιατροί όταν την είχαν σοκάρει ενημερώνοντάς την ότι ο Τζέραλντ δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο εαυτός του. Είχε τραυματίσει το κεφάλι του στο δυστύχημα. Παρόλο που τα κόκαλά του, επτά εκ των οποίων είχαν σπάσει εκείνη τη μέρα, είχαν επουλωθεί, το μυαλό του δεν θα συνερχόταν ποτέ. Οι γιατροί ήταν κυνικοί. Δεν της είχαν δώσει καμία ελπίδα. Ο πατέρας της θα κοιμόταν και θα ξυπνούσε κανονικά, θα μπορούσε να φάει αν τον τάιζαν, αλλά δεν θα έλεγε ποτέ τίποτα άλλο πέρα από ασυναρτησίες. Ήταν όντως τυχερός που ζούσε; Η Τζούλια είχε συχνά αποκοιμηθεί κλαίγοντας καθώς θυμόταν τη φράση αυτή. Κι ωστόσο ο Τζέραλντ είχε διαψεύσει τις προβλέψεις των γιατρών του. Μια
φορά τον πρώτο χρόνο μετά το δυστύχημα, και μετά κάθε μερικούς μήνες, αναγνώριζε, έστω και για λίγο, ποιος ήταν, πού βρισκόταν και τι του είχε συμβεί. Τόση οργή και αγωνία τον πλημμύριζαν τις πρώτες φορές που είχε συμβεί αυτό, ώστε η προσωρινή αυτή διαύγεια δεν μπορούσε να θεωρηθεί ευλογία. Και θυμόταν! Κάθε φορά που είχε διαύγεια, θυμόταν τις προηγούμενες φορές που είχε διαύγεια. Για λίγα λεπτά, λίγες ώρες, ήταν πάλι ο εαυτός του. Αλλά ποτέ δεν διαρκούσε πολύ. Και ποτέ δεν θυμόταν τίποτα σχετικά με τον νεκρό χρόνο που είχε μεσολαβήσει. Οι γιατροί του δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν. Ποτέ δεν περίμεναν ότι θα είχε λογικές σκέψεις ξανά. Εξακολουθούσαν να μη δίνουν στην Τζούλια καμία ελπίδα ότι μπορεί κάποια μέρα να συνερχόταν πλήρως. Θεωρούσαν τις στιγμές διαύγειάς του απλή τύχη. Κάτι τέτοιο δεν είχε ξαναγίνει ποτέ άλλοτε και προειδοποιούσαν την Τζούλια να μην περιμένει να επαναληφθεί. Αλλά συνέβη. Την τρίτη φορά που ο πατέρας της είχε συνέλθει για λίγο, της ράγισε την καρδιά όταν τη ρώτησε: «Πού είναι η μητέρα σου;» Την είχαν προειδοποιήσει ότι έπρεπε να τον κρατήσει ήρεμο αν «ξυπνούσε» ποτέ ξανά, και αυτό σήμαινε πως δεν έπρεπε να του πει ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει στο δυστύχημα. «Έχει πάει για ψώνια σήμερα. Την ξέρεις – ξέρεις πόσο της αρέσει να ψωνίζει». Εκείνος είχε γελάσει. Ένα από τα ελάχιστα πράγματα για τα οποία ήταν αποφασιστική η μητέρα της ήταν να ψωνίζει αντικείμενα που δεν χρειαζόταν πραγματικά. Αλλά η Τζούλια πενθούσε ακόμα και ήταν ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα που είχε κάνει στη ζωή της να χαμογελάσει εκείνη τη μέρα στον πατέρα της και να συγκρατήσει τα δάκρυά της μέχρι εκείνος να γλιστρήσει πάλι στο γκρίζο βασίλειο του κενού. Φυσικά, είχε συμβουλευτεί διάφορους γιατρούς. Και κάθε φορά που κάποιος της έλεγε ότι ο πατέρας της δεν θα συνερχόταν ποτέ, τον έδιωχνε και έβρισκε έναν καινούριο γιατρό. Ωστόσο, ύστερα από λίγο, σταμάτησε να το κάνει αυτό. Αποφάσισε να κρατήσει τον τελευταίο, τον δρα Άντριου, επειδή εκείνος είχε την ειλικρίνεια να παραδεχτεί ότι η περίπτωση του πατέρα της ήταν μοναδική. Λίγη ώρα αργότερα στην αίθουσα του πρωινού στο σπίτι των Μίλερ, η Κάρολ μετέφερε το γεμάτο πιάτο της και το μεγάλο καλάθι με τα γλυκίσματα στο τραπέζι, όταν σταμάτησε απότομα, έχοντας επιτέλους προσέξει τη νέα προσθήκη στο δωμάτιο.
«Ω, Θεέ μου, πότε το έκανες αυτό;» αναφώνησε η Κάρολ γυρίζοντας να κοιτάξει την Τζούλια με γουρλωμένα μάτια. Η Τζούλια κοίταξε το περίτεχνο κουτί πάνω στη βιτρίνα με τις πορσελάνες που είχε τραβήξει την προσοχή της Κάρολ. Ήταν ντυμένο με γαλάζιο σατέν και στολισμένο με πετράδια, και πίσω από το γυάλινο περίβλημά του στεκόταν μια υπέροχη κούκλα. Η Τζούλια κάθισε στο τραπέζι και κατάφερε να μην κοκκινίσει. «Πριν από λίγες βδομάδες», απάντησε και έκανε νόημα στην Κάρολ να καθίσει. «Έπεσα πάνω σε αυτόν τον τύπο που έχει ανοίξει πρόσφατα ένα μαγαζί κοντά σε ένα δικό μας. Φτιάχνει αυτά τα όμορφα κουτιά για αντικείμενα που οι άνθρωποι θέλουν να προστατεύσουν, και επειδή δεν θέλω να διαλυθεί η συγκεκριμένη κούκλα καθώς είναι αρκετά παλιά, παρήγγειλα αυτό το κουτί για να τη βάλω μέσα. Απλώς δεν έχω αποφασίσει ακόμα πού να το τοποθετήσω αφού το δωμάτιό μου είναι τόσο γεμάτο. Αλλά έχω αρχίσει να τη συνηθίζω εδώ μέσα». «Δεν ήξερα ότι είχες ακόμα αυτή την παλιά κούκλα που σου είχα χαρίσει», είπε με απορία η Κάρολ. «Φυσικά την έχω. Είναι το πιο πολύτιμο απόκτημά μου». Ήταν αλήθεια, όχι επειδή η Τζούλια θεωρούσε τόσο πολύτιμη την κούκλα, αλλά επειδή θεωρούσε πολύτιμη τη φιλία που η κούκλα αντιπροσώπευε. Η Κάρολ δεν της είχε χαρίσει την κούκλα όταν πρωτογνωρίστηκαν, αλλά όταν πήρε μια καινούρια, αντί να παραχώσει την παλιά στη σοφίτα, είχε θυμηθεί ότι η Τζούλια την ήθελε και της την είχε προσφέρει κάπως ντροπαλά. Η Κάρολ κοκκίνισε καθώς θυμήθηκαν και οι δύο τη συγκεκριμένη μέρα, αλλά τελικά γέλασε. «Ήσουν ένα αληθινό τερατάκι εκείνη την εποχή». «Δεν ήμουν ποτέ τόσο κακή», γρύλισε η Τζούλια. «Ήσουν! Είχες πολύ έντονα ξεσπάσματα, φώναζες, απειλούσες, απαιτούσες. Θιγόσουν με το παραμικρό! Παραλίγο να μου δώσεις μια μπουνιά στη μύτη την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε και θα το είχες κάνει αν δεν σε είχα ρίξει κάτω πρώτη». «Είχα εντυπωσιαστεί πολύ με αυτό», παραδέχτηκε χαμογελώντας πονηρά η Τζούλια. «Ήσουν το πρώτο άτομο που μου είπε όχι». «Ε, λοιπόν, δεν θα σε άφηνα να πάρεις την αγαπημένη μου κούκλα, όχι την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε! Δεν έπρεπε να την έχεις καν ζητήσει. Αλλά αλήθεια;» είπε η Κάρολ έκπληκτη. «Ποτέ δεν σου είχαν πει όχι;» «Ναι, αλήθεια. Η μητέρα μου ήταν πολύ αδύναμη και αναποφάσιστη, ε,
θυμάσαι πώς ήταν. Πάντα υποχωρούσε. Και ο πατέρας μου ήταν πολύ καλόψυχος. Δεν έλεγε ποτέ όχι σε κανέναν, πόσο μάλλον σε μένα. Να σκεφτείς ότι είχα ένα πόνι αρκετά χρόνια πριν να είμαι σε θέση να ιππεύσω, μόνο και μόνο επειδή το είχα ζητήσει». «Αχά! Προφανώς γι’ αυτό ήσουν τέτοιο τερατάκι όταν πρωτογνωριστήκαμε. Απίστευτα κακομαθημένη». «Δεν ήταν αυτό – ε, η αλήθεια είναι ότι ίσως ήμουν λίγο κακομαθημένη επειδή οι γονείς μου δεν μπορούσαν να είναι σταθεροί μαζί μου, ενώ η γκουβερνάντα μου και οι υπηρέτες δεν είχαν την εξουσία να με πειθαρχήσουν. Αλλά έγινα μια αληθινή στρίγκλα την ημέρα που πρωτογνώρισα τον μνηστήρα μου. Ήταν αμοιβαίο κεραυνοβόλο μίσος. Δεν ήθελα να τον ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου. Ήταν η πρώτη φορά που οι γονείς μου πάτησαν πόδι, οπότε μπορείς να πεις ότι είχα ένα ξέσπασμα θυμού που κράτησε χρόνια! Μέχρι να γνωρίσω εσένα δεν είχα φίλες για να μου πουν πόσο χαζά φερόμουν. Εσύ με βοηθούσες να τον ξεχνάω, τουλάχιστον ανάμεσα στις επισκέψεις που οι γονείς μας μας επέβαλλαν». «Άλλαξες αρκετά γρήγορα όταν γνωριστήκαμε. Πόσων χρόνων ήμασταν;» «Έξι, αλλά δεν άλλαξα τόσο γρήγορα, απλώς φρόντισα να μην παρευρίσκεσαι εσύ στις εκρήξεις μου – εκτός αν ερχόταν ο μνηστήρας μου για επίσκεψη. Δεν μπορούσα να κρύψω την εχθρότητά μου ακόμα κι αν ήσουν παρούσα εσύ, έτσι δεν είναι;» Η Κάρολ γέλασε, αλλά μόνο επειδή η Τζούλια είχε πάρει μια πονηρή έκφραση. Η Τζούλια ήξερε ότι η φίλη της καταλάβαινε πως δεν ήταν καθόλου αστεία όλη αυτή την εποχή. Μερικοί από τους καβγάδες με τον μνηστήρα της ήταν πολύ βίαιοι. Κάποτε παραλίγο να τον δαγκώσει στο αφτί! Αλλά εκείνος έφταιγε. Από την πρώτη φορά που συναντήθηκαν, όταν εκείνη ήταν μόνο πέντε χρόνων και ένιωθε βέβαιη ότι θα γίνονταν οι καλύτεροι φίλοι, εκείνος είχε συνθλίψει τις ελπίδες της με την αγένειά του και τον θυμό του γιατί του την είχαν επιβάλει. Κάθε φορά που συναντιούνταν, την εκνεύριζε τόσο που ήθελε να του επιτεθεί και να του βγάλει τα μάτια. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι εκείνος προκαλούσε τους καβγάδες αυτούς επίτηδες. Το χαζό αγόρι νόμιζε ότι εκείνη μπορούσε να βάλει ένα τέλος στον αρραβώνα που κανείς από τους δύο δεν ήθελε. Η Τζούλια δεν αμφέβαλε ότι ο μνηστήρας της το είχε σκάσει από την Αγγλία όταν τελικά κατάλαβε ότι δεν εξαρτιόταν να διαλύσει τον αρραβώνα τους από τον ίδιο – κι έτσι τους είχε σώσει και τους δύο από έναν γάμο που θα ήταν σίγουρα σκέτη κόλαση. Πόσο παράξενο να νιώθει
ευγνωμοσύνη για εκείνον για κάτι που έκανε! Αλλά τώρα που είχε φύγει, μπορούσε να παραδεχτεί με χιούμορ πόσο τρομερή στρίγκλα ήταν – κοντά του. Η Τζούλια έδειξε το φαγητό τους που είχε αρχίσει να κρυώνει, αλλά η Κάρολ άλλαξε πάλι τη συζήτηση. «Θα κάνω ένα μικρό δείπνο αυτό το Σάββατο, Τζούλι. Θα έρθεις, έτσι;» Το χαϊδευτικό αυτό της το είχε κολλήσει από τότε που ήταν παιδιά και ακόμα και ο πατέρας της Τζούλια το χρησιμοποιούσε. Πάντα σκεφτόταν ότι ήταν χαζό να έχει ένα χαϊδευτικό που ήταν σχεδόν το ίδιο μεγάλο με το κανονικό της όνομα, αλλά αφού είχε ένα γράμμα λιγότερο, το είχε τελικά αποδεχτεί. Κοίταξε τη φίλη της πάνω από το κεκάκι που ετοιμαζόταν να δαγκώσει. «Ξέχασες ότι εκείνη τη μέρα είναι ο χορός των Ίντεν;» «Όχι, απλώς σκέφτηκα ότι μπορεί να λογικεύτηκες και να αρνήθηκες την πρόσκληση», είπε γκρινιάρικα η Κάρολ. «Κι εγώ ήλπιζα ότι εσύ θα είχες αλλάξει γνώμη και θα είχες δεχτεί την πρόσκληση». «Για κανένα λόγο». «Ω, έλα, Κάρολ», την καλόπιασε η Τζούλια. «Απεχθάνομαι να σέρνω τον αχαΐρευτο τον ξάδελφό μου σε τέτοια πράγματα κι εκείνος το απεχθάνεται επίσης. Δεν προλαβαίνουμε καλά καλά να περάσουμε την είσοδο κι εκείνος ψάχνει για την έξοδο. Δεν κάθεται ποτέ να μου κάνει παρέα. Αλλά εσύ–» «Δεν χρειάζεται να σου κάνει παρέα», την έκοψε η Κάρολ. «Θα τους ξέρεις όλους εκεί. Δεν μένεις ποτέ μόνη σου περισσότερο από ένα λεπτό στα πάρτι. Επιπλέον, εκείνο το συμβόλαιο αρραβώνα που ο κόμης του Μάνφορντ έχει κλειδωμένο στα συρτάρια του σημαίνει ότι δεν χρειάζεσαι συνοδό. Είναι σαν να είσαι ήδη παντρεμένη. Ω, Θεέ μου, δεν ήθελα να σου το θυμίσω αυτό πάλι. Συγγνώμη». Η Τζούλια κατάφερε να χαμογελάσει. «Μη ζητάς συγγνώμη. Το ξέρεις ότι δεν χρειάζεται να αποφεύγεις αυτό το θέμα κι ας είναι απεχθές. Έχουμε ρίξει αρκετό γέλιο γι’ αυτό. Δεδομένου ότι μισούμε ο ένας τον άλλο, αυτός ο ηλίθιος ο μνηστήρας μου δεν μπορούσε να μου έχει κάνει καλύτερο δώρο απ’ το να το σκάσει». «Ένιωθες έτσι πριν να φτάσεις σε ηλικία γάμου, αλλά αυτό ήταν πριν από τρία χρόνια. Δεν μπορείς να αρνηθείς ότι το να σε λένε γεροντοκόρη θα σε ενοχλεί».
Η Τζούλια έβαλε τα γέλια. «Αυτό νομίζεις; Ξεχνάς ότι δεν είμαι αριστοκράτισσα όπως εσύ, Κάρολ. Τέτοιες ταμπέλες δεν έχουν κανένα νόημα για μένα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν είμαι αναγκασμένη να δίνω λόγο σε κανέναν. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο υπέροχο είναι αυτό. Και είναι επίσημο. Η περιουσία της οικογένειας είναι στα χέρια μου τώρα – εκτός αν αυτός ο αγροίκος γυρίσει πίσω».
Κεφάλαιο Δύο Η Τζούλια κράτησε την ανάσα της όταν είδε την έντρομη αντίδραση της Κάρολ στο απερίσκεπτο σχόλιό της. «Δεν εννοούσα αυτό! Σου είπα ότι η κατάσταση του πατέρα μου είναι η ίδια». «Τότε πώς όλα του τα χρήματα και οι επιχειρήσεις είναι δικά σου αν εκείνος δεν – δεν έχει αναχωρήσει;» ρώτησε η Κάρολ με λεπτότητα. «Γιατί σε μία από τις σπάνιες στιγμές διαύγειας πριν από λίγους μήνες, κάλεσε τους δικηγόρους και τους τραπεζίτες του και μου έδωσε τον έλεγχο όλης της περιουσίας. Όχι ότι δεν είχα ήδη τον έλεγχο από το δυστύχημα και μετά, αλλά τώρα πια οι δικηγόροι δεν θα μπορούν να με επιβλέπουν. Μπορούν βέβαια να με συμβουλεύουν αλλά εγώ δεν είμαι αναγκασμένη να τους ακούω. Αυτό που έκανε ο πατέρας εκείνη τη μέρα ήταν ότι μου έδωσε την κληρονομιά μου πιο νωρίς απ’ ό,τι θα ήθελα». Οι δικηγόροι δεν μπορούσαν να σπάσουν το συμβόλαιο μνηστείας, αλλά βέβαια αυτό το ήξερε ήδη. Ο πατέρας της είχε προσπαθήσει να το λύσει χωρίς επιτυχία πριν από αρκετά χρόνια όταν είχε γίνει φανερό ότι ο μνηστήρας της είχε εξαφανιστεί. Το συμβόλαιο μπορούσε να λυθεί μόνο με αμοιβαία συμφωνία των δύο γονέων που το είχαν αρχικά υπογράψει, και ο κόμης του Μάνφορντ, αυτός ο φρικτός άνθρωπος, δεν συμφωνούσε να το λύσει. Εξακολουθούσε να τρέφει την ελπίδα ότι θα έβαζε χέρι στην περιουσία των Μίλερ – μέσα από εκείνη. Αυτό ήταν από την αρχή το σχέδιό του και αυτός ήταν ο λόγος που είχε έρθει στους γονείς της, λίγα χρόνια μετά τη γέννησή της, με την πρόταση να παντρέψουν τα παιδιά τους. Η Έλεν ήταν ενθουσιασμένη που θα είχαν έναν κόμη στην οικογένειά τους και ήθελε να αρπάξει την ευκαιρία για να παντρέψει την κόρη της με ένα μέλος της αριστοκρατίας. Ο Τζέραλντ, ο οποίος ήταν λιγότερο ξετρελαμένος με την αριστοκρατία, είχε συμφωνήσει με τον αρραβώνα για να ικανοποιήσει τη γυναίκα του. Θα μπορούσε πράγματι να είχε ευτυχή έκβαση για όλους – αν οι δύο αρραβωνιασμένοι δεν μισούσαν τόσο ο ένας τον άλλο. «Καταλαβαίνω πόσο απολαμβάνεις αυτή την ελευθερία αλλά αυτό σημαίνει
ότι έχεις παραιτηθεί από την ιδέα να παντρευτείς και να κάνεις παιδιά;» ρώτησε η Κάρολ προσεκτικά. Ήταν λογικό να βάλει τη φίλη της να σκεφτεί για παιδιά όταν η ίδια προσπαθούσε τόσο να μείνει έγκυος. «Όχι, αντιθέτως. Θέλω παιδιά», είπε η Τζούλια. Το συνειδητοποίησα αυτό όταν μου είπες πρώτη φορά ότι εσύ και ο Χάρι προσπαθείτε να κάνετε ένα. Και κάποια στιγμή θα παντρευτώ». «Πώς;» ρώτησε η Κάρολ απορημένη. «Νόμιζα ότι μπορούσαν να σε κρατούν δεμένη για πάντα». «Μπορούν, εφόσον ο γιος του κόμη είναι ζωντανός. Αλλά έχουν περάσει περισσότερα από εννέα χρόνια από τότε που έφυγε και κανείς δεν έχει ακούσει τίποτα για εκείνον. Θα μπορούσε ωραιότατα να είναι νεκρός και πεταμένος σε κάποιο χαντάκι κάπου, έχοντας πέσει θύμα ληστείας ή κάποιου άλλου εγκλήματος». «Ω, Θεέ μου!» αναφώνησε η Κάρολ και τα γαλάζια μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Αυτό είναι, έτσι δεν είναι; Μπορείς να ζητήσεις να τον ανακηρύξουν νεκρό αφού έχει περάσει τόσος χρόνος! Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι δεν σκέφτηκα ποτέ κάτι τέτοιο!» «Ούτε κι εγώ. Αλλά αυτό μου πρότεινε να κάνω ένας από τους δικηγόρους μου πριν από τρεις μήνες που πήρα την κληρονομιά», είπε η Τζούλια κουνώντας το κεφάλι της. «Ο κόμης θα αντιδράσει βέβαια, αλλά η κατάσταση μιλάει από μόνη της και είναι ευνοϊκή για μένα». «Πρέπει να παραδεχτώ ότι θα μου λείψει η λευκή κάρτα που μου δίνει αυτός ο αρραβώνας», πρόσθεσε η Τζούλια. «Σκέψου το. Το είπες και μόνη σου, δεν χρειάζομαι ούτε καν συνοδό επειδή είμαι αρραβωνιασμένη. Όταν με κοιτούν όλοι βλέπουν μια γυναίκα σχεδόν παντρεμένη. Σε πόσα πάρτι φαντάζεσαι ότι θα με καλούν όταν μάθουν ότι είμαι μια κληρονόμος που ψάχνει σύζυγο;» «Μη λες παραλογισμούς», την αποπήρε η Κάρολ. «Όλοι σε συμπαθούν και το ξέρεις». «Κι εσύ είσαι πολύ πιστή για να δεις τη μεγαλύτερη εικόνα. Δεν είμαι απειλή για κανέναν τώρα, γι’ αυτό η αριστοκρατία με βρίσκει αποδεκτή προσθήκη στη λίστα των καλεσμένων της. Δεν ανησυχούν ότι μπορεί να παρασύρω τους γιους τους και να πάρουν μια κατώτερή τους κοινωνικά. Δεν ανησυχούν ότι μπορεί να κλέψω την πρώτη επιλογή της κόρης τους μέσα από τα χέρια της». «Ανοησίες, ανοησίες και πάλι ανοησίες», επέμεινε η Κάρολ. «Εσύ, κορίτσι μου, δεν βλέπεις την πραγματική σου αξία. Οι άνθρωποι σε συμπαθούν γι’
αυτό που είσαι, όχι για τα λεφτά σου ούτε γιατί δεν είσαι διαθέσιμη, όπως το θέτεις». Η Κάρολ μιλούσε ακόμα μέσα από την πιστή της καρδιά αλλά η Τζούλια ήξερε ότι η αριστοκρατία συχνά περιφρονούσε τους ανθρώπους του εμπορίου θεωρώντας τους κοινωνικά κατώτερους. Αλλά περιέργως το στίγμα αυτό δεν την είχε ποτέ αγγίξει. Ίσως επειδή ήταν αρραβωνιασμένη με έναν αριστοκράτη όλη της τη ζωή και όλοι το γνώριζαν. Ή ίσως επειδή η οικογένειά της ήταν τόσο πλούσια ώστε καμιά φορά της προξενούσε αμηχανία, ειδικά όταν τόσοι ευγενείς έρχονταν στον πατέρα της για να τους δανείσει χρήματα σαν να ήταν τράπεζα. Αλλά ο πατέρας της Κάρολ είχε επίσης χρησιμοποιήσει τις γνωριμίες του μετά από παράκλησή της, για να γίνει δεκτή η φίλη της στο ιδιωτικό σχολείο στο οποίο φοιτούσε κι εκείνη, κι εκεί η Τζούλια είχε κάνει κι άλλες φίλες από την αριστοκρατία. Όλα αυτά της είχαν ανοίξει πόρτες. Αλλά οι ίδιες αυτές πόρτες θα έκλειναν πολύ γρήγορα μόλις γινόταν γνωστό ότι έψαχνε σύζυγο. «Δεν το πιστεύω ότι δεν σκεφτήκαμε τη λύση αυτή νωρίτερα», σχολίασε η Κάρολ. «Τώρα λοιπόν που είσαι έτοιμη να απαλλαγείς από τη θηλιά αυτή γύρω από τον λαιμό σου, έχεις αρχίσει να ψάχνεις για αληθινό σύζυγο;» Η Τζούλια χαμογέλασε. «Έχω ψάξει. Απλώς δεν έχω βρει ακόμα κάποιον που να θέλω να παντρευτώ». «Ω, μην είσαι τόσο αναθεματισμένα δύσκολη», είπε η Κάρολ χωρίς ασφαλώς να συνειδητοποιεί ότι μιλούσε σαν τον άντρα της, τον Χάρι. «Εγώ μπορώ να σκεφτώ ένα σωρό κατάλληλους–» Όταν η Τζούλια γέλασε, η Κάρολ σταμάτησε και ρώτησε: «Τι είναι τόσο αστείο;» «Εσύ σκέφτεσαι τον δικό σου κύκλο, αλλά εγώ δεν είμαι αναγκασμένη να βρω έναν άλλο ευγενή για σύζυγο μόνο και μόνο επειδή τυχαίνει αυτή τη στιγμή να είμαι αρραβωνιασμένη με έναν. Το αντίθετο. Έχω πολύ περισσότερες επιλογές. Όχι ότι αποκλείω τελείως να είναι αριστοκράτης. Να σκεφτείς ότι ανυπομονώ να πάω σ’ αυτόν τον χορό το Σαββατοκύριακο όπου ξεκινά η κοσμική σεζόν». Η Κάρολ συνοφρυώθηκε. «Οπότε τους τελευταίους μήνες κανείς δεν σου τράβηξε το ενδιαφέρον;» Η Τζούλια κοκκίνισε. «Εντάξει, λοιπόν, είμαι λίγο ιδιότροπη, αλλά ας το παραδεχτούμε, εσύ ήσουν πολύ, πολύ τυχερή που βρήκες τον Χάρι σου. Αλλά πόσοι Χάρι υπάρχουν εκεί έξω, ε; Εγώ θέλω έναν άντρα που θα σταθεί δίπλα μου, όπως εσύ, όχι κάποιον που θα με βάλει πίσω του. Πρέπει επίσης να
προστατεύσω την κληρονομιά μου από έναν άντρα που μπορεί να την κατασπαταλήσει. Πρέπει να φροντίσω να υπάρχει για τα παιδιά που ελπίζω να αποκτήσω μια μέρα». Τα μάτια της Κάρολ άνοιξαν ξαφνικά διάπλατα. «Κοίτα πόσος χρόνος πήγε χαμένος! Είσαι είκοσι ενός και δεν έχεις παντρευτεί ακόμα!» «Κάρολ!» φώναξε η Τζούλια γελώντας. «Είμαι είκοσι ενός εδώ και τόσους μήνες. Τίποτα δεν άλλαξε ως προς την ηλικία μου». «Αλλά ήσουν μια μνηστευμένη γυναίκα είκοσι ενός ετών. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από το να είσαι μια γυναίκα είκοσι ενός χωρίς μνηστήρα. Και όταν θα βάλεις μπροστά τη διαδικασία για να θεωρηθεί ο γιος του κόμη νεκρός, θα το γράψουν όλες οι εφημερίδες. Θα το μάθουν όλοι – ω, σταμάτα να με κοιτάς έτσι. Δεν σε λέω εγώ γεροντοκόρη–» «Το έκανες ήδη, πριν από δεκαπέντε περίπου λεπτά, ακριβώς εδώ, σ’ αυτό το τραπέζι». «Δεν το εννοούσα. Ήθελα απλώς να σου δείξω κάτι και, διάβολε, αυτό είναι πολύ διαφορετικό! Εσύ... χωρίς μνηστήρα! Ποιος να το φανταζόταν!» Η Τζούλια κούνησε το κεφάλι της. «Βλέπεις πράγματα με τα δικά σου μάτια πάλι αντί να προσπαθήσεις να τα δεις μέσα από τα δικά μου. Εσύ και οι άλλες κοπέλες με τις οποίες πήγαμε στο ίδιο σχολείο πιστεύατε ότι αν δεν παντρευτούμε την πρώτη σεζόν που βγαίνουμε στην κοσμική ζωή, τότε ο ουρανός θα πέσει να μας πλακώσει. Αυτό είναι πολύ χαζό και σου το είπα και τότε. Φέτος, σε πέντε χρόνια, σε δέκα χρόνια, δεν έχει καμία σημασία για μένα πότε θα παντρευτώ αρκεί να μην παντρευτώ τον τωρινό μνηστήρα μου και αρκεί να είμαι ακόμα αρκετά νέα ώστε να μπορώ να κάνω παιδιά». «Είναι πολυτέλεια να σκέφτεσαι έτσι, ξέρεις», ξεφύσηξε πάλι η Κάρολ. «Υπάρχουν λοιπόν κάποια πλεονεκτήματα στο να μην είσαι αριστοκράτισσα». Ο γεμάτος υπονοούμενα τρόπος με τον οποίο μίλησε η Τζούλια έκανε την Κάρολ να ξεσπάσει σε γέλια. «Mε αποστόμωσες. Αλλά ξέρεις τι σημαίνει αυτό, έτσι δεν είναι; Θα πρέπει να κανονίσω αρκετά πάρτι για σένα τώρα». «Όχι, δεν θα κάνεις τίποτα τέτοιο». «Ναι, θα το κάνω. Οπότε βρες μια δικαιολογία για να μην πας σ’ εκείνον τον χορό των Μάλορι το Σαββατοκύριακο. Δεν θα βρεις πολλούς νέους εκεί και εγώ θα συμπεριλάβω στη λίστα των προσκεκλημένων μου–» «Κάρολ, μη λες χαζομάρες! Ξέρεις πολύ καλά ότι ο χορός αυτός θα είναι το κοσμικό γεγονός της χρονιάς. Όλοι θέλουν να προσκληθούν. Να σκεφτείς ότι
μου πρόσφεραν τριακόσιες λίρες για τη δική μου πρόσκληση». Τα μάτια της Κάρολ έλαμψαν. «Σίγουρα αστειεύεσαι». «Ναι, αστειεύομαι. Ήταν μόνο διακόσιες λίρες». Η Τζούλια δεν πέτυχε το γέλιο που ήλπιζε. Η Κάρολ την κοίταξε σοβαρά και είπε: «Ξέρω για ποια είναι αυτός ο χορός ακόμα κι αν υποτίθεται ότι είναι μυστικό. Έχετε γίνει φίλες με την Τζορτζίνα Μάλορι και έχεις πάει σπίτι της μερικές φορές–» «Είναι γείτονές μας, για τ’ όνομα του Θεού, και είναι γείτονές μας εδώ και επτά με οκτώ περίπου χρόνια. Μένουν λίγο πιο κάτω από εμάς!» «Αλλά δεν πρόκειται να με δεις να πατάω το πόδι μου εκεί», συνέχισε η Κάρολ σαν να μην την είχε διακόψει. «Ο χορός δεν είναι στο σπίτι της Τζορτζίνα. Οικοδέσποινα είναι η ανιψιά της, η λαίδη Ίντεν». «Δεν έχει σημασία. Ο άντρας της θα είναι εκεί και έχω καταφέρει να αποφύγω τον Τζέιμς Μάλορι όλα αυτά τα χρόνια. Έχω ακούσει τόσες ιστορίες για εκείνον. Σκοπεύω να συνεχίσω να τον αποφεύγω, ευχαριστώ πολύ». Η Τζούλια σήκωσε αποδοκιμαστικά τα μάτια της στον ουρανό. «Δεν είναι το τέρας που τον κάνεις να φαίνεται, Κάρολ. Σου το έχω πει κάμποσες φορές. Δεν υπάρχει τίποτα κακό ή επικίνδυνο πάνω του». «Προφανώς κρύβει αυτή την πλευρά του από τη γυναίκα του και τις φίλες της!» «Δεν θα το μάθεις ποτέ με βεβαιότητα αν δεν τον γνωρίσεις, Κάρολ. Άλλωστε, μισεί τις κοινωνικές εκδηλώσεις τόσο πολύ που μπορεί να μην έρθει». «Αλήθεια;» Η Τζούλια κράτησε το στόμα της κλειστό. Φυσικά θα ήταν εκεί. Ο χορός γινόταν προς τιμή της γυναίκας του. Αλλά άφησε την Κάρολ με την εντύπωση ότι μπορεί να μην πήγαινε στον χορό και εισέπραξε την αντίδραση που ήλπιζε. «Πολύ καλά, θα πάω μαζί σου». Αλλά η Κάρολ δεν ήταν τόσο εύπιστη, γιατί πρόσθεσε: «Και αν είναι εκεί, μην το αναφέρεις. Προτιμώ να μην το μάθω».
Κεφάλαιο Τρία Η Γκαμπριέλ Άντερσον στεκόταν στο πηδάλιο του Τρίτων. Η θάλασσα ήταν ήρεμη σήμερα. Δεν χρειαζόταν να κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια για να κρατήσει το πηδάλιο σταθερό. Ο άντρας της, ο Ντρου, δεν φοβόταν ότι μπορεί να βούλιαζε το αγαπημένο του πλεούμενο. Ήξερε ότι τα τρία χρόνια που τριγύριζε στην Καραϊβική με τον πατέρα της, τον Νέιθαν Μπρουκς, και το πλήρωμά του που κυνηγούσε θησαυρούς, ο Νέιθαν της είχε μάθει τα πάντα για το πώς κυβερνιέται ένα πλοίο. Της άρεσε πραγματικά να έχει το τιμόνι. Απλώς δεν μπορούσε να το κάνει πολλή ώρα χωρίς να αρχίσουν τα χέρια της να τρέμουν από την προσπάθεια. Ο Ντρου ανέλαβε χωρίς να πει λέξη, μόνο με ένα φιλί στο μάγουλό της. Ωστόσο, δεν της έδωσε την ευκαιρία να απομακρυνθεί κι έτσι ήταν τώρα παγιδευμένη ανάμεσα στα χέρια του, πράγμα που δεν την πείραζε καθόλου. Ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο πλατύ στέρνο του με έναν αναστεναγμό ικανοποίησης. Η μητέρα της την είχε προειδοποιήσει ότι δεν έπρεπε ποτέ να ερωτευτεί έναν άντρα που αγαπούσε τη θάλασσα. Καθώς ο πατέρας της ταξίδευε συνεχώς όταν εκείνη ήταν μικρή, η Γκάμπριελ είχε πάρει στα σοβαρά αυτή τη συμβουλή, μέχρι που συνειδητοποίησε πόσο αγαπούσε κι εκείνη τη θάλασσα. Έτσι ο άντρας της δεν θα την άφηνε σπίτι ενώ γύριζε τον κόσμο. Θα ήταν εκεί, μαζί του. Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο ταξίδι τους από τότε που είχαν παντρευτεί τον περασμένο χρόνο. Είχαν κάνει πολλά σύντομα ταξίδια ανάμεσα στα νησιά και δυο τρία στην πατρίδα του Ντρου, το Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ για να αγοράσουν έπιπλα, αλλά το ταξίδι αυτό τους γύριζε επιτέλους στην Αγγλία, όπου είχαν πρωτογνωριστεί και όπου ζούσε πια η μισή οικογένεια του Ντρου. Ένα γράμμα από τον αδελφό του, τον Μπόιντ, είχε φτάσει στα χέρια τους στην αρχή του χρόνου δίνοντάς τους το καταπληκτικό νέο ότι κι εκείνος είχε παντρευτεί και μάλιστα λίγο μετά από την ημέρα που είχε δέσει τη θηλιά στον λαιμό του ο Ντρου. Ο γάμος του Μπόιντ ήταν απροσδόκητος, αλλά όχι τόσο μη αναμενόμενος καθώς εκείνος δεν ήταν ορκισμένος εργένης όπως ο Ντρου.
Η έκπληξη ήταν ότι με τον γάμο του, ο Μπόιντ ήταν ο τρίτος Άντερσον που έμπαινε στην τεράστια οικογένεια Μάλορι. Αλλά η πραγματικά μεγάλη έκπληξη ήταν ότι ο Μπόιντ είχε ερωτευτεί μια Μάλορι που κανείς δεν γνώριζε, ούτε καν η γυναίκα του και ο πατέρας της! Και ο φρικτός Μπόιντ τους είχε δώσει ελάχιστες πληροφορίες για το πώς είχαν συμβεί όλα αυτά. Ο Ντρου ήθελε πολύ να ακούσει ολόκληρη την ιστορία και θα είχε τρέξει στην Αγγλία μόλις έλαβε το γράμμα του αδελφού του, αν εκείνος και η Γκάμπριελ δεν έχτιζαν εκείνη την εποχή το σπίτι τους στο όμορφο νησάκι που είχε πάρει ως δώρο γάμου η Γκάμπριελ. Αλλά τελικά το σπίτι τους τελείωσε, και τώρα πήγαιναν με το πλοίο τους στην Αγγλία. Ο Μπόιντ είχε προτείνει στο γράμμα του να συναντηθεί όλη η οικογένεια στην Αγγλία αυτή τη χρονιά για τα γενέθλια της αδελφής τους της Τζορτζίνα, πράγμα που αποτελούσε την τέλεια δικαιολογία για μια οικογενειακή συγκέντρωση. Η Γκάμπριελ και ο Ντρου θα έφταναν στην κατάλληλη ώρα και για τα δύο. Καθώς ήταν μοναχοπαίδι, η Γκάμπριελ χαιρόταν πολύ που είχε μπει με τον γάμο της σε μια μεγάλη οικογένεια. Υπήρχαν πέντε αδέλφια Άντερσον και μια αδελφή. Η Γκάμπριελ είχε συναντήσει μόνο τα τρία μικρότερα μέχρι τότε, αλλά δεν ανησυχούσε καθόλου σχετικά με το πώς ήταν τα τρία μεγαλύτερα. Αντίθετα, ανυπομονούσε να τους γνωρίσει. Κρύωνε λίγο μέχρι που ο Ντρου την αγκάλιασε και τη ζέστανε με το σώμα του. Μπορεί να ήταν σχεδόν καλοκαίρι, κι αν ο άνεμος έμενε σταθερός θα έφταναν στην Αγγλία την επομένη, αλλά δεν υπήρχε καμία σύγκριση ανάμεσα στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού και στα ζεστά νερά της Καραϊβικής που είχε συνηθίσει εκείνη. «Μου φαίνεται πως εσείς οι δύο πρέπει να αποσυρθείτε στην καμπίνα σας», είπε ο Ρίτσαρντ Άλεν με ένα πονηρό χαμόγελο καθώς τους πλησίαζε. «Θέλεις να πάρω εγώ το τιμόνι;» «Ανοησίες! Δεν είμαστε νιόπαντροι πια», άρχισε ο Ντρου, αλλά η Γκάμπι τον έσφιξε πάνω της κι εκείνος βόγκηξε. «Δηλαδή…» Η κοπέλα γέλασε και γαργάλησε τον Ντρου. Μπορούσε κι εκείνη να τον πειράζει αλλά συνήθως δεν τα κατάφερνε τόσο καλά γιατί παρασυρόταν όταν ήταν τόσο κοντά του. «Βάλτε μια φωνή, αν αλλάξετε γνώμη», είπε ο Ρίτσαρντ και, καθώς κατέβαινε στο δεύτερο κατάστρωμα, πρόσθεσε γελώντας: «Εγώ πάντως αυτό θα έκανα!»
Η Γκάμπριελ τον κοίταξε που απομακρυνόταν. Ο αγαπημένος φίλος της είχε ζήσει σχεδόν τη μισή ζωή του στην Καραϊβική, τουλάχιστον τη μισή που γνώριζε εκείνη, και προφανώς ένιωθε το ίδιο κρύο που ένιωθε και η ίδια. Φορούσε ένα πανωφόρι σαν στρατιωτική χλαίνη! Πού στο καλό είχε βρει ένα παλτό που έδειχνε τόσο αγγλικό; Ήταν ψηλός, εξαιρετικά ωραίος, ένας τολμηρός νέος άντρας –ίσως υπερβολικά τολμηρός–, αλλά με τόσο χαριτωμένο χιούμορ. Ήταν παράξενο που η Γκάμπριελ δεν τον είχε ερωτευτεί ποτέ και είχαν γίνει στενοί φίλοι. Τα μαύρα του μαλλιά ήταν τόσο μακριά που αναγκαζόταν να τα δένει πίσω. Ένα λεπτό μουστάκι του έδινε μια αρρενωπή όψη και τα πράσινα μάτια του συνήθως έλαμπαν γελαστά. Ο Ρίτσαρντ ήταν πολύ πιο λεπτός όταν τον πρωτοσυνάντησε πριν από τέσσερα χρόνια. Αλλά τώρα, στα είκοσι έξι του, το σώμα του είχε γεμίσει και είχε γίνει πιο μυώδες. Ήταν εξαιρετικά καθαρός. Από τα μαλλιά μέχρι τα ρούχα και τις καλογυαλισμένες μπότες του, πάντα ξεχώριζε ανάμεσα στους άλλους πειρατές. Είχε ενταχθεί στο πειρατικό πλήρωμα του πατέρα της λίγο μετά από τότε που είχε φτάσει στην Καραϊβική, χωρίς κανείς να ξέρει την καταγωγή του. Οι πιο πολλοί πειρατές δεν έλεγαν ποτέ από πού έρχονταν και οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν ψεύτικα ονόματα που άλλαζαν συχνά. Ζαν Πολ ήταν το ψεύτικο όνομα που ο Ρίτσαρντ χρησιμοποιούσε και είχε προσπαθήσει να πάρει μια γαλλική προφορά για να ταιριάζει με αυτό. Ακουγόταν πάντα τόσο αστείος όταν προσπαθούσε να μιλά έτσι! Του είχε πάρει πολύ καιρό για να είναι πραγματικά άνετος με την προφορά αυτή, αλλά μόλις το έκανε, σταμάτησε να τη χρησιμοποιεί, μαζί και το γαλλικό όνομα. Δεν ήθελε να τα παρατήσει μέχρι να το πετύχει, και μετά την άφησε στην άκρη σαν να ήταν απλώς ένα επίτευγμά του. Ο πατέρας της δεν ήταν ένας συνηθισμένος πειρατής, ωστόσο. Είχε γίνει κάτι σαν μεσάζων που έπαιρνε ομήρους από άλλους πειρατές και τους επέστρεφε στην οικογένειά τους ζητώντας λύτρα. Τους ομήρους για τους οποίους οι οικογένειές τους δεν μπορούσαν να πληρώσουν λύτρα, τους άφηνε ελεύθερους. Στο μεταξύ, έψαχνε να βρει θησαυρούς. Αλλά αφού πέρασε μήνες στο αμπάρι ενός αληθινού πειρατή την προηγούμενη χρονιά, ο Νέιθαν έκοψε κάθε σχέση με τους παλιούς συντρόφους του. Ο γάμος της Γκάμπριελ με ένα μέλος μιας εφοπλιστικής οικογένειας που θεωρούσε τους πειρατές εχθρούς μπορεί, επίσης, να είχε
επηρεάσει την απόφασή του. Ωστόσο, εξακολουθούσε να κυνηγάει θησαυρούς και μερικές φορές μετέφερε κάποια φορτία για τη Σκάιλαρκ, την εταιρεία της οικογένειας του Ντρου – αν το φορτίο έπρεπε να παραδοθεί στην ίδια κατεύθυνση με τον θησαυρό που αναζητούσε. Καθώς ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της, δεν πρόσεξε τον Ρίτσαρντ που είχε πλησιάσει την κουπαστή στο δεύτερο κατάστρωμα. Τώρα όμως τον έβλεπε εκεί, να κοιτάζει προς την κατεύθυνση της Αγγλίας. Από τη στιγμή που σταμάτησε να χρησιμοποιεί τη χαζή γαλλική προφορά, έγινε φανερό ότι ήταν Άγγλος. Αλλά βέβαια εκείνη το είχε από παλιά υποψιαστεί καθώς πολλές φορές του ξέφευγαν διάφορες χαρακτηριστικές αγγλικές εκφράσεις όπως «διάβολε» ή «μα την αλήθεια». Παρόλο που τώρα μιλούσε σαν αληθινός Άγγλος, ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι ήταν Άγγλος, κι εκείνη δεν τον ρώτησε ποτέ ευθέως – για έναν καλό λόγο. Οι άντρες που γίνονταν πειρατές συνήθως κρύβονταν από το παρελθόν τους, μερικές φορές από τον νόμο, και ο Ρίτσαρντ δεν ήθελε να πάει στην Αγγλία μαζί της την προηγούμενη χρονιά. Είχε προσπαθήσει να το κρύψει και ήταν το ανέμελο πειραχτήρι που ήταν πάντα, αλλά σε στιγμές που δεν το καταλάβαινε ότι εκείνη τον παρατηρούσε, η κοπέλα είχε διαισθανθεί… τι; Ανησυχία; Τρόμο; Φόβο μήπως βρισκόταν κλειδαμπαρωμένος στην πιο κοντινή φυλακή για κάποια πράξη που είχε κάνει παλιά; Δεν είχε ιδέα. Αλλά τότε εκείνος γνώρισε την Τζορτζίνα Μάλορι και τώρα ήταν σειρά της Γκάμπριελ να ανησυχήσει. Κοιτάζοντάς τον τώρα, δεν μπορούσε παρά να παρατηρήσει τις ανεπαίσθητες αλλαγές στη συμπεριφορά του, τη βαθιά μελαγχολία που τον περιτριγύριζε. Υποψιάστηκε ότι σκεφτόταν την Τζορτζίνα πάλι, και όλες οι αμφιβολίες που είχε η Γκάμπριελ από τη στιγμή που ξεκίνησαν, επέστρεψαν δέκα φορές πιο έντονες. «Πώς τον αφήσαμε να μας πείσει να τον πάρουμε μαζί μας στην Αγγλία;» Το είχε πει στον εαυτό της, αλλά ο Ντρου ακολούθησε το βλέμμα της και ρουθούνισε. «Επειδή είναι ο καλύτερός σου φίλος». Εκείνη γύρισε και κοίταξε τον Ντρου. «Εσύ είσαι ο καλύτερός μου φίλος τώρα», τον διαβεβαίωσε. «Εγώ είμαι ο άντρας σου. Εκείνος είναι ακόμα ο καλύτερός σου φίλος. Κι άφησες τον άλλο καλύτερό σου φίλο, τον Ορ, να σε πείσει ότι ο Ρίτσαρντ δεν είναι ερωτευμένος με την αδελφή μου. Ξέρεις, Γκάμπι», πρόσθεσε απότομα ο Ντρου μισοκλείνοντας τα σκούρα μάτια του, «έχεις πάρα πολλούς άντρες
φίλους». Εκείνη γέλασε με τη ζήλια του άντρα της, αποσπώντας το μυαλό της από τον Ρίτσαρντ και τα θέματά του. Καθώς ο Ντρου την κοίταζε, ακόμα και με αυτό το κατσούφιασμα, είτε ήταν ψεύτικο είτε όχι, δεν μπορούσε να μην ανασηκώσει το πρόσωπό της για να τον φιλήσει. Τον αγαπούσε τόσο ώστε ήταν πολύ δύσκολο να μην τον αγγίζει για πολύ – κι εκείνος ένιωθε το ίδιο. «Σταμάτα», την προειδοποίησε εκείνος με βραχνή φωνή, «αλλιώς θα αναγκαστώ να δεχτώ την προσφορά του Ρίτσαρντ να πάρει εκείνος το τιμόνι». Εκείνη χαμογέλασε πονηρά. Αυτή δεν ήταν καθόλου κακή ιδέα. Η σκέψη να χωθεί στην αγκαλιά του Ντρου στην καμπίνα τους ήταν αναμφίβολα προτιμότερη από τη σκέψη του Ρίτσαρντ να πέσει σε μια θανάσιμη παγίδα στην Αγγλία. Αλλά η ιδέα της παγίδας εξακολούθησε να ελλοχεύει στο μυαλό της γιατί ο Ντρου είπε: «Μια καλύτερη ερώτηση είναι πώς έπεισες εμένα να αφήσω αυτούς τους δύο να έρθουν μαζί μας σε αυτό το ταξίδι;» Εκείνη γύρισε από την άλλη μεριά για να μη δει τον μορφασμό που έκανε. Όσο κι αν αγαπούσε τον Ορ και τον Ρίτσαρντ σαν να ήταν μέλη της οικογένειάς της, μετάνιωνε που τους είχε αφήσει να έρθουν μαζί. «Ήταν μια απόφαση της στιγμής και το ξέρεις», θύμισε στον Ντρου. «Είχα πει όχι στον Ρίτσαρντ πριν από πολλούς μήνες όταν είχαμε αρχίσει να μιλάμε για το ταξίδι αυτό κι εκείνος μου είχε ζητήσει να έρθει μαζί. Αλλά μετά ο πατέρας μου έσπασε το πόδι του ακριβώς πριν ξεκινήσουμε, πράγμα που θα κρατήσει εκείνον και το πλήρωμά του στο σπίτι για έναν ή δύο μήνες, και ξέρεις πόσο επικίνδυνο είναι να κρατάς για καιρό στη στεριά ένα πλήρωμα χωρίς να κάνει τίποτα». «Ναι, αλλά αυτοί οι δύο μπορούσαν να είχαν βρει κάτι να κάνουν – παραδέξου το, ο πατέρας σου ήθελε να έρθουν μαζί για να σε προσέχουν. Δεν με εμπιστεύεται ότι θα σε φροντίζω». «Δεν μπορεί να το πιστεύεις αυτό στ’ αλήθεια όταν βλέπεις πόσο ενθουσιασμένος είναι που σε έχει γαμπρό του. Άλλωστε, δεν μου ζήτησε εκείνος να τους πάρω μαζί, παρόλο που μάλλον θα το είχε κάνει αν το είχε σκεφτεί. Πραγματικά ανησυχεί, ξέρεις. Θεωρούν τον πατέρα μου οικογένειά τους κι εκείνος όμως νιώθει το ίδιο για εκείνους». «Ξέρω, μια μεγάλη, ευτυχισμένη οικογένεια», γέλασε ο Ντρου. «Τους έχω παντρευτεί όλους, έτσι;» «Εσύ είσαι που έχεις μια μεγάλη οικογένεια η οποία έχει παντρευτεί μία
ακόμα πιο μεγάλη οικογένεια. Και ο Τζέιμς μπορεί να αγνόησε τον Ρίτσαρντ την τελευταία φορά που συναντήθηκαν, αλλά αυτό συνέβη επειδή είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή, όπως το να σώσει τον πατέρα μου από εκείνο το φρικτό μπουντρούμι. Πράγμα που δεν σημαίνει ότι ο Τζέιμς έχει ξεχάσει την υπόσχεση που έδωσε εκείνη τη μέρα όταν είδε τη γυναίκα του να χαστουκίζει τον Ρίτσαρντ στον κήπο τους επειδή είχε ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντί της. Ο Τζέιμς μου είπε χωρίς να μασάει τα λόγια του ότι αν ο Ρίτσαρντ πλησίαζε ποτέ ξανά τη γυναίκα του, θα αναγκαζόταν να τον χτυπήσει. Δεν αμφέβαλλα ούτε για μια στιγμή ότι το εννοούσε. Τον ξέρεις καλύτερα από μένα και επιβεβαίωσες ότι μιλούσε σοβαρά». «Φυσικά και μιλούσε σοβαρά, όπως θα έκανα κι εγώ αν έβλεπα έναν άλλο άντρα να χαριεντίζεται με τη γυναίκα μου. Νομίζω ότι ανησυχείς χωρίς λόγο, γλυκιά μου», πρόσθεσε ο Ντρου καθώς εκείνη ακουμπούσε πάλι το κεφάλι της στο στέρνο του. «Ο Ρίτσαρντ δεν είναι χαζός. Και θα έπρεπε να είναι κανείς τελείως ηλίθιος για να τα βάλει με τον συγκεκριμένο Μάλορι». «Ε, εσύ και τα αδέλφια σου δεν κάνατε ακριβώς αυτό όταν τον αναγκάσατε να παντρευτεί την αδελφή σας; Αφού πρώτα τον ρίξατε αναίσθητο από το ξύλο;» «Γλυκιά μου, χρειαστήκαμε και οι πέντε για να τον ρίξουμε κάτω. Δοκιμάσαμε πρώτα ένας ένας και δεν είχε αποτέλεσμα. Άλλωστε, σου το είπα, ο Τζέιμς ουσιαστικά μας ανάγκασε να το κάνουμε. Ήταν ο αλλόκοτος τρόπος του να παντρευτεί την Τζορτζίνα χωρίς να χρειαστεί να της το ζητήσει ή να το ζητήσει από εμάς – κι αυτό γιατί κάποτε είχε ορκιστεί ότι δεν θα παντρευόταν ποτέ». «Εγώ νομίζω πως ήταν αρκετά ρομαντικό». Ο Ντρου γέλασε. «Εσύ τι άλλο θα έλεγες! Αλλά μόνο ένας πεισματάρης Άγγλος θα έμπαινε σε τόσο κόπο για να κρατήσει τον λόγο του σχετικά με τον γάμο. Αν αφορούσε την τιμή ή την πατρίδα, θα ήταν λογικό. Αλλά τον γάμο; Αλήθεια, μην ξεχάσεις ποτέ ότι όλα αυτά είναι πληροφορίες που μοιράζομαι μαζί σου επειδή είσαι η γυναίκα μου. Μην αφήσεις ποτέ τον Τζέιμς να καταλάβει ότι τα αδέλφια μου κι εγώ καταλάβαμε την αλήθεια. Εκείνος εξακολουθεί να πιστεύει ότι μας την έχει φέρει. Και πίστεψέ με, είναι πολύ πιο υποφερτός όταν κομπάζει από μέσα του, παρά όταν είναι θυμωμένος και θέλει εκδίκηση». «Έχω ορκιστεί να μην πω τίποτα», τον διαβεβαίωσε εκείνη με ένα χαμόγελο. «Αλλά έχεις δίκιο για τον Ρίτσαρντ. Δεν είναι χαζός. Όμως ξέρεις
πώς είναι. Είναι γοητευτικός άντρας, γεμάτος χιούμορ, χαμογελάει συνέχεια–» «Σταμάτα να πλέκεις το εγκώμιό του!» «Δεν με άφησες να τελειώσω. Σκόπευα να πω ότι μοιάζει ανέμελος μέχρι που θυμάται την Τζορτζίνα. Τότε γίνεται τόσο μελαγχολικός που σου ραγίζει την καρδιά». «Εμένα πάντως δεν μου τη ραγίζει». «Ω, έλα τώρα. Αφού τον συμπαθείς, το ξέρεις ότι τον συμπαθείς. Πώς μπορείς να μην τον συμπαθείς;» «Ίσως επειδή είναι ερωτευμένος με την αδελφή μου. Είναι τυχερός που δεν σκουπίζω το κατάστρωμα με το πρόσωπό του». Εκείνη αγνόησε την γκριμάτσα που έκανε ο άντρας της. «Ο Ορ λέει ότι ο Ρίτσαρντ δεν αγαπάει την Τζορτζίνα. Κι εγώ το πιστεύω, αλλιώς δεν θα τον άφηνα να έρθει μαζί». Η αλήθεια ήταν πως αμφέβαλλε για την ορθότητα της άποψης του Όρ μέχρι που ανακάλυψε ότι ο Ρίτσαρντ είχε τουλάχιστον τρεις σχέσεις μέσα στον τελευταίο χρόνο. Αυτός ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που την έκανε να δεχτεί να απολαύσουν οι φίλοι της το ταξίδι αυτό μαζί τους. «Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια», είπε ο Ντρου, «αλλά τι σημασία έχει αν ο Ρίτσαρντ νομίζει ότι είναι ερωτευμένος με την αδελφή μου;» «Ναι, αλλά ο Ορ είπε ότι ο Ρίτσαρντ είναι ένας άντρας που του αρέσει να είναι ερωτευμένος, ότι το θέλει τόσο πολύ ώστε εύκολα αντιλαμβάνεται τον πόθο για αγάπη. Και δεν ξέρει καν ότι αυτό ψάχνει. Αλλά ίσως επειδή δεν έχει βιώσει ποτέ την αληθινή αγάπη, δεν αναγνωρίζει τη διαφορά ανάμεσά τους». Ο Ντρου είχε βιώσει την ίδια δυσκολία και το έδειξε λέγοντας: «Ακριβώς, αλλά τώρα μοιάζεις να το αμφισβητείς ξαφνικά». «Όχι, όμως δεν μπορώ να μη θυμηθώ τα πράγματα που είπε ο Ρίτσαρντ για την Τζορτζίνα. Όταν του θύμισα ότι έχει έναν ευτυχισμένο γάμο και ότι πρέπει να την ξεχάσει, εκείνος μου είπε ότι το είχε προσπαθήσει, αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει τη “μία και μοναδική του” αγάπη. Πόσο συχνά αποκαλεί έτσι ένας άντρας μια γυναίκα;» «Χρειάζομαι δύο, όχι, τρία, όχι, μια ντουζίνα χέρια για να μετρήσω πόσες φορές το είπα ή το σκέφτηκα αυτό – για σένα». Εκείνη, μόλις άκουσε την απάντησή του, γύρισε πάλι προς το μέρος του και τον αγκάλιασε. Αλλά αναλογιζόταν μια συζήτηση που είχε με τον Ρίτσαρντ τον καιρό που είχε πρωτοκαταλάβει ότι αγαπούσε τον Ντρου – και ήταν τόσο σίγουρη ότι εκείνος δεν ανταποκρινόταν στην αγάπη της. Ο Ρίτσαρντ είχε
περάσει το χέρι του γύρω από τους ώμους της και της είχε πει: «Όλα θα πάνε καλά, σερί. Σε λατρεύει». «Λατρεύει όλες τις γυναίκες», είχε απαντήσει εκείνη. Ο Ρίτσαρντ είχε γελάσει. «Το ίδιο κι εγώ, αλλά θα τις θυσίαζα όλες για–» «Σσσς!» του είχε πει πολύ σοβαρά. «Ρίτσαρντ, σε παρακαλώ, σταμάτα να σκέφτεσαι τη γυναίκα ενός άλλου. Ο Μάλορι δεν θα ανεχτεί άλλη ανάρμοστη συμπεριφορά. Με κάνεις να φοβάμαι για τη ζωή σου έτσι που δεν σκέφτεσαι καθόλου». «Ποιος είπε ότι η αγάπη είναι λογική;» ήταν η απάντηση που είχε κολλήσει στο μυαλό της. Τώρα επανέλαβε τη φράση αυτή στον άντρα της. «Και δες πόσο αλήθεια είναι», πρόσθεσε. «Εσύ ήσουν ένας αμετανόητος εργένης με μια αγαπημένη σε κάθε λιμάνι». Εκείνος δεν απάντησε και σήκωσε τα μάτια της για να δει το βλέμμα του που έδειχνε πως περίμενε κάτι από εκείνη. Χαμογέλασε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. «Ναι, σε άκουσα», είπε. «Πραγματικά χρειάζεσαι μια ντουζίνα χέρια για να μετρήσεις τις φορές που με αποκάλεσες “μία και μοναδική σου αγάπη”;» Πιο ήρεμος τώρα, την αγκάλιασε καθώς έλεγε: «Όχι, ήμουν συντηρητικός λέγοντας μια ντουζίνα. Αλλά όσο για το τελευταίο σου σχόλιο, υπήρχε ένας καλός λόγος που ήμουν αμετανόητος εργένης. Ήμουν αποφασισμένος να μην αναγκάσω ποτέ μια γυναίκα να περάσει την αγωνία που βίωνε η μητέρα μου καθώς κοίταζε μελαγχολικά με τις ώρες τη θάλασσα περιμένοντας ένα πλοίο που σπάνια επέστρεφε στο λιμάνι. Ποτέ, ούτε μια φορά όλα αυτά τα χρόνια, δεν σκέφτηκα ότι μπορεί να έβρισκα μια γυναίκα η οποία θα ήθελε να ταξιδεύει μαζί μου. Το ξέρω ότι η γυναίκα του αδελφού μου του Γουόρεν ταξιδεύει μαζί του, αλλά δεν περίμενα ότι θα στεκόμουν κι εγώ τόσο τυχερός. Αλλά έχεις δίκιο που λες ότι η αγάπη μπορεί να μην είναι λογική. Η αγάπη γκρέμισε τις ακλόνητες πεποιθήσεις που είχα. Μάλιστα, μπορεί να είναι τόσο παράλογη ώστε δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα μπορούσα να παρατήσω τη θάλασσα για χάρη σου. Θεέ μου, δεν το πιστεύω ότι είπα κάτι τέτοιο. Αλλά ξέρεις, είναι αλήθεια». Την αγκάλιασε τόσο σφιχτά που σχεδόν πόνεσε. «Δεν θα χρειαστεί ποτέ να κάνεις κάτι τέτοιο!» τον καθησύχασε. «Αγαπώ τη θάλασσα όσο κι εσύ». «Το ξέρω και ξέρω ακριβώς πόσο τυχερός είμαι γι’ αυτό. Τώρα, έχεις ανησυχήσει αρκετά για τον φίλο σου, δεν νομίζεις;» Εκείνη αναστέναξε. «Μακάρι να μπορούσα να σταματήσω. Αλλά φοβάμαι
ότι όταν δει ξανά την αδελφή σου, θα ξεχάσει τα πάντα και–» «Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν θα έπρεπε να τα βάλει μόνο με τον Τζέιμς», την προειδοποίησε ο Ντρου. «Το συνειδητοποιείς αυτό, έτσι δεν είναι;» «Ναι». Εκείνη αναστέναξε πάλι. «Θα μπορούσα πάντα να πετάξω εκείνον και τον Ορ στη θάλασσα – με μια βάρκα φυσικά. Μέχρι να φτάσουν στην Αγγλία κάνοντας κουπί, εμείς θα είμαστε έτοιμοι να ξαναφύγουμε. Κι έτσι λύθηκε το πρόβλημα!» Εκείνη ήξερε ότι δεν το έλεγε σοβαρά και ότι προσπαθούσε απλώς να την κάνει να ξεχάσει την ανησυχία της, αλλά δεν μπορούσε να απαλλαχτεί από το κακό προαίσθημα που τη διακατείχε. Είτε λόγω κάποιων κακών πράξεων που είχε κάνει ο Ρίτσαρντ στο παρελθόν είτε λόγω των απειλών που είχε προκαλέσει σε μια γυναίκα που νόμιζε ότι αγαπούσε, η Γκάμπριελ φοβόταν ότι κάτι κακό θα συνέβαινε, και το φταίξιμο θα ήταν δικό της που είχε φέρει τον Ρίτσαρντ στην Αγγλία.
Κεφάλαιο Τέσσερα Ο Ρίτσαρντ κατέβασε χαμηλά το καπέλο του. Όχι πως ανησυχούσε ότι μπορεί να τον αναγνώριζαν. Στις αποβάθρες του Λονδίνου; Δεν υπήρχε καμία περίπτωση. Αλλά θα ήταν ανόητο να κάνει αισθητή την παρουσία του και να προκαλέσει έτσι την τύχη του. Γιατί να ρισκάρει αυτή να είναι η μία μέρα από τις χίλιες που ένας παλιός γνωστός μπορεί να επέστρεφε από ένα ταξίδι στο εξωτερικό και να βρισκόταν στην ίδια αυτή αποβάθρα; Είχε βγάλει το παλτό του τώρα που έκανε πολλή ζέστη και φορούσε τη συνηθισμένη στολή του, ρούχα άνετα με τα οποία μπορούσε να δουλέψει. Το άσπρο πουκάμισο με τα μακριά μανίκια ήταν φαρδύ για να κινείται άνετα, είχε μεγάλη λαιμόκοψη και ήταν δεμένο με ζώνη. Το μαύρο παντελόνι του ήταν χωμένο μέσα στις μπότες του. Έμοιαζε με λιμενεργάτη – εκτός από τις καλογυαλισμένες μπότες του. Ήταν πολύ απίθανο να τον αναγνωρίσει κάποιος μετά από τόσα χρόνια. Είχε φύγει από την Αγγλία ως κοκαλιάρης δεκαεπτάχρονος νεαρός που δεν είχε ακόμα φτάσει στο τελικό ύψος του. Είχε αργήσει να ψηλώσει, πράγμα που τον είχε κρατήσει πιο αδύνατο απ’ όσο θα ήθελε, αλλά τελικά το σώμα του έδεσε και δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί κοκαλιάρης. Τα μακριά μαύρα μαλλιά του συνέβαλλαν στο να είναι αγνώριστος καθώς ήταν πολύ διαφορετικά από την τρέχουσα μόδα στην Αγγλία. Τα μακριά μαλλιά ήταν δημοφιλή στην Καραϊβική και τα είχε αφήσει έτσι για να μοιάζει με τους άλλους. Δεν έπλεκε τα μαλλιά του όπως το έκανε ο Ορ, αλλά ήταν τόσο μακριά τώρα ώστε έπρεπε οπωσδήποτε να τα κρατάει δεμένα πίσω για να μην τον ενοχλούν πάνω στο πλοίο. Έπρεπε να τα κόψει όσο ήταν στην Αγγλία. Το ίδιο πράγμα είχε σκεφτεί όταν ήταν εδώ την προηγούμενη χρονιά. Αλλά γιατί; Δεν θα έμενε και του άρεσαν μακριά. Άλλωστε, συμβόλιζαν την επανάσταση που είχε αρχίσει πριν φύγει για τα καλά από το πατρικό του. Ποτέ δεν θα του επιτρεπόταν να χτενίζει έτσι τα μαλλιά του όσο ζούσε κάτω από τη σιδερένια γροθιά του πατέρα του.
«Λόρδε Άλεν;» Ο Ρίτσαρντ είχε δει τον άντρα να πλησιάζει, αλλά τώρα, καθώς κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπό του, τον αναγνώρισε. Θεέ μου, ένας από τους ρέμπελους τύπους που έκανε παρέα πριν φύγει; Αυτή η μία στις χίλιες πιθανότητα να τον αναγνωρίσουν; Διάβολε! «Κάνετε λάθος, μεσιέ. Είμαι ο Ζαν Πολ από τη Χάβρη». Έκανε υπόκλιση αλλά ουσιαστικά ήθελε να ρίξει μπροστά τα μακριά μαλλιά του για να επιβεβαιώσει το ψέμα του. «Το πλοίο μου μόλις έφτασε από τη Γαλλία». Όλοι οι μύες στο σώμα του ήταν σε ετοιμότητα για να το βάλει στα πόδια αν η μπλόφα του και η γαλλική προφορά του δεν έπιαναν, αλλά ο τύπος έμοιαζε ενοχλημένος με το λάθος που νόμιζε ότι είχε κάνει. «Κρίμα. Αυτό θα ήταν αληθινό λαβράκι». Και βέβαια θα ήταν. Και έτσι ο πατέρας του Ρίτσαρντ θα μάθαινε ότι ήταν ακόμα ζωντανός. Αλλά ο τύπος έφυγε χωρίς καν να χαιρετήσει. Ο Ρίτσαρντ χρειάστηκε μερικά λεπτά για να αναπνεύσει πάλι κανονικά. Παρά τρίχα! Και πόσο ξαφνικό! Όμως τουλάχιστον αυτός ο τύπος δεν τον ήξερε καλά και δεν ήταν σίγουρος ότι ήταν ο λόρδος Άλεν. Και είχε αλλάξει τόσο, καθησύχασε ο Ρίτσαρντ τον εαυτό του, ώστε κανείς δεν θα μπορούσε να είναι σίγουρος εκτός από την οικογένειά του. «Σου το είχα πει ότι θα τα κατάφερνα να βρω άμαξα πριν από σένα», είπε η Μάρτζορι επιστρέφοντας εκεί που ήταν στοιβαγμένες οι αποσκευές τους και έκανε νόημα στον αμαξά να περιμένει. «Πού είναι η Γκάμπι; Ακόμα πάνω στο πλοίο;» Η καμαριέρα της Γκάμπριελ κοίταξε προς το Τρίτων που ήταν αγκυροβολημένο στη μέση του Τάμεση. Επί του παρόντος, δεν υπήρχε χώρος στην προκυμαία για να δέσει και, καθώς ήταν καλοκαίρι και υπήρχε πολλή κίνηση, ήταν αρκετά πιθανό να μη βρεθεί χώρος πριν να είναι έτοιμοι να αποπλεύσουν! Ο Ρίτσαρντ πήρε βαθιά ανάσα, τίναξε από πάνω του όση ένταση ένιωθε ακόμα και χαμογέλασε στην καμαριέρα. «Περιμένει τον Ντρου. Ξέρεις πώς είναι οι καπετάνιοι, πάντα υπάρχουν μια ντουζίνα λεπτομέρειες της τελευταίας στιγμής πριν κατέβουν από το πλοίο». Ο Ορ κωπηλατούσε προς την αποβάθρα μέσα σε μια βάρκα γεμάτη με τις υπόλοιπες αποσκευές. Είχαν φέρει τόσα πράγματα που θα υπέθετε κανείς ότι θα έμεναν τουλάχιστον έναν μήνα και όχι τις δύο βδομάδες που σχεδίαζαν. «Το μυρίζεις;» ρώτησε με εκστατικό ύφος η Μάρτζορι. «Δεν μυρίζει
υπέροχα;» Ο Ρίτσαρντ κοίταξε την κοπέλα σαν να ήταν τρελή. «Τι στο καλό μυρίζεις; Εγώ το μόνο που μυρίζω είναι–» «Αγγλία!» Εκείνος σήκωσε τα πράσινα μάτια του στον ουρανό. «Βρομάει εδώ και το ξέρεις. Οι αποβάθρες στην πατρίδα με τους ανέμους που φυσούν μυρίζουν σαν κήπος σε σύγκριση με αυτό». Εκείνη ρουθούνισε περιφρονητικά. «Η Γκάμπι σίγουρα κάνει λάθος όταν υποθέτει ότι έχεις γεννηθεί εδώ. Αν ίσχυε, τότε θα εκτιμούσες περισσότερο την πατρίδα σου. Παραδέξου το, η βρετανική προφορά που χρησιμοποιείς τώρα είναι εξίσου ψεύτικη με τη γαλλική που χρησιμοποιούσες πριν. Είσαι απλώς καλύτερος σε αυτή». Σουφρώνοντας τη μύτη του για να την πειράξει, ο Ρίτσαρντ περιορίστηκε να απαντήσει: «Μία από τις μέρες αυτές, η πόλη πρέπει να κάνει έναν νόμο που να απαγορεύει να πετούν τα σκουπίδια τους στο ποτάμι». Αλλά η Μάρτζορι δεν περίμενε ότι θα της ανοιγόταν μόνο και μόνο επειδή είχε προσπαθήσει να μαντέψει το παρελθόν του και απάντησε απλώς στο σχόλιό του. «Μπορεί να έχουν κάνει τέτοιο νόμο. Αυτή εδώ δεν είναι η πλέον νομοταγής γειτονιά του Λονδίνου και ποτέ δεν ήταν. Όχι ότι παραπονιέμαι. Είναι υπέροχο να είμαι πάλι στην πατρίδα, έστω και μόνο για μια επίσκεψη». Η Μάρτζορι είχε επιλέξει να ακολουθήσει την Γκάμπριελ στον Νέο Κόσμο και, παρότι είχε προσαρμοστεί σε αυτόν τον πολύ διαφορετικό τρόπο ζωής, νοσταλγούσε ακόμα το σπίτι της. Ο Ρίτσαρντ δεν νοσταλγούσε καθόλου το δικό του, αλλά διάβολε, του έλειπε ο αδελφός του ο Τσαρλς. Και καθώς ήταν πάλι τόσο κοντά του, δεν μπορούσε παρά να αναρωτιέται μήπως έπρεπε να προσπαθήσει αυτή τη φορά να δει κλεφτά τον Τσαρλς – χωρίς να το μάθει ο πατέρας τους. «Έλα τώρα, φτάνουν οι ονειροπολήσεις», είπε η Μάρτζορι κάνοντάς τον να στρέψει την προσοχή του σε εκείνη. «Αρκετά ονειροπόλησες στο πλοίο. Χρησιμοποίησε λίγους από τους μυς που έχεις αποκτήσει και άρχισε να φορτώνεις τα μπαούλα στην άμαξα. Ο αμαξάς οδηγεί μόνο, δεν φορτώνει. Ο τύπος το έχει καβαλήσει το καλάμι. Ξέρει ότι είναι δυσεύρετος εδώ πέρα. Θα χρεώσει περισσότερο όσο πιο πολύ περιμένει». Μετά πρόσθεσε με ένα λαμπερό χαμόγελο: «Τίποτα δεν αλλάζει στην παλιά αυτή πόλη. Δεν είναι υπέροχο;» Η Μάρτζορι παραπονιόταν διαρκώς και για τα πάντα, οπότε αυτή η τόσο
θετική στάση και η χαρούμενη έκφραση ήταν τόσο ασυνήθιστες για εκείνη ώστε ο Ορ σχολίασε καθώς πλησίαζε τον Ρίτσαρντ: «Περνάει πάλι τη φάση “όλα είναι υπέροχα επειδή είναι στην Αγγλία”;» «Εύστοχος όπως πάντα», γέλασε ο Ρίτσαρντ. «Όπως και την προηγούμενη φορά που ήμασταν εδώ. Όταν σου λείπει κάτι πολύ και ξαφνικά το έχεις, νιώθεις αληθινή ευφορία – αν και η ευφορία αυτή θα αρχίσει να σβήνει καθώς η πραγματικότητα θα επιστρέψει». Ο Ρίτσαρντ ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Ο Ορ ήταν τόσο διεισδυτικός και ο Ρίτσαρντ γνώριζε ότι ο φίλος του δεν μιλούσε απλώς για τη Μάρτζορι τώρα. Αν και ο Ρίτσαρντ δεν θα έπαιρνε αυτό που ήθελε και το ήξεραν καλά και οι δύο. Αλλά αυτό υπονοούσε ο Ορ, ότι θα ήταν μια πολύ φευγαλέα ευφορία και δεν άξιζε να πεθάνει κανείς γι’ αυτό. «Δεν θα μου αρχίσεις κι εσύ το κήρυγμα, έτσι;» ρώτησε ο Ρίτσαρντ. Οι προθέσεις του Ορ ήταν καλές. Το ίδιο και της Γκάμπριελ. Αν ο Ρίτσαρντ δεν το ήξερε αυτό, θα είχε ενοχληθεί με την πίεση που του είχαν ασκήσει σχετικά με την Τζορτζίνα Μάλορι στη διάρκεια του ταξιδιού. Αν και ο Ορ το έκανε σίγουρα λιγότερο φανερά από την Γκάμπι. Ο Ρίτσαρντ ήταν ψηλός, ένα ογδόντα περίπου, αλλά όπως και ο Ντρου, ο Ορ του έριχνε μερικά εκατοστά και καμιά δεκαριά χρόνια, αν και κανείς δεν μπορούσε να το πει αυτό με σιγουριά μόνο κοιτάζοντάς τον. Καθώς ήταν μιγάς, με Ασιάτισσα μητέρα και Αμερικανό πατέρα ο οποίος είχε φτάσει μέχρι την Άπω Ανατολή, το πρόσωπο του Ορ δεν είχε ηλικία και δεν έδειχνε μεγαλύτερος την παρούσα στιγμή από την ημέρα που είχαν πρωτογνωριστεί πριν από οκτώ χρόνια – την ημέρα που ο Ορ είχε βγάλει κάμποσα μέλη του πληρώματος του Νέιθαν από τη φυλακή της Σάντα Λουτσία και ο Ρίτσαρντ έτυχε να βρίσκεται στο ίδιο κελί. Ο Ρίτσαρντ είχε καταφέρει να πείσει τον Ορ να τον αφήσει να πάει μαζί τους. Όταν ανακάλυψε με τι ασχολούνταν, δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ για να μπαρκάρει με το πλοίο τους. Η Καραϊβική δεν ήταν η πρώτη επιλογή του Ρίτσαρντ ως προορισμός. Ήταν απλώς ο προορισμός του πρώτου πλοίου που είχε πετύχει να φεύγει από την Αγγλία τη μέρα που είχε αποφασίσει να το σκάσει. Με χιλιάδες νησιά, ήταν ένα θαυμάσιο μέρος για να κρυφτεί, αν και αυτό δεν το ήξερε εκείνη τη στιγμή. Αλλά δεν ήταν καλό μέρος για να δουλέψει ένας αριστοκράτης νεαρός Άγγλος. Καθώς ήταν δεκαεπτά χρόνων και πολύ ιδιότροπος για να συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να προσαρμοστεί ώστε να επιβιώσει εκεί, για έναν ολόκληρο χρόνο τριγύριζε απένταρος από νησί σε νησί και από δουλειά
σε δουλειά. Κατέληγε διαρκώς απολυμένος γιατί ήταν πολύ αλαζόνας για να κάνει σωστά μια χειρωνακτική δουλειά. Και αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν στη φυλακή επειδή δεν είχε καταφέρει να πληρώσει το ενοίκιο ούτε καν για τη χειρότερη τρύπα. Εκείνος και ο Ορ είχαν περιέργως καταλήξει στις Δυτικές Ινδίες για αντίθετους λόγους. Ο Ορ είχε πάει με την ελπίδα να βρει τον πατέρα που δεν είχε ποτέ γνωρίσει, ενώ ο Ρίτσαρντ είχε πάει για να αποφύγει έναν πατέρα που δεν μπορούσε να αντέξει. Η γνωριμία του με τον Ορ εκείνη τη μέρα στη φυλακή της Σάντα Λουτσία μάλλον του είχε σώσει τη ζωή. Κοντά στον Νέιθαν Μπρουκς και στο πλήρωμά του είχε βρει μια νέα οικογένεια, νέους φίλους, που ήταν πιο κοντά του από οποιονδήποτε φίλο είχε μέχρι τότε, και μια δουλειά που του άρεσε! «Και εγώ;» είπε τώρα ο Ορ. «Σε έχει πρήξει η Γκάμπι με τις ανησυχίες της;» «Έχεις μήπως δει την καλή μας την Γκάμπι να κοιτάζει ποτέ τη δουλειά της;» ρώτησε ο Ρίτσαρντ. «Σου τα χώνει μόνο για ένα πράγμα και λυπάμαι που το λέω, αλλά–» «Ναι, ναι, συμφωνείτε απόλυτα εσείς οι δύο», τον έκοψε ο Ρίτσαρντ με απόγνωση. «Είσαι πολύ μυγιάγγιχτος. Αλλά πες μου ένα πράγμα – αγαπάς την Τζορτζίνα Μάλορι επειδή πραγματικά την ξέρεις ή σε έχει απλώς μαγέψει η ομορφιά της; Στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται να απαντήσεις. Απλώς σκέψου το». Δηλαδή, οι φίλοι του πραγματικά πίστευαν ότι η αγάπη του ήταν τόσο επιφανειακή; Εντάξει, δεν τον πείραζε να απαντήσει. «Της έχω μιλήσει αρκετά, Ορ. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ άλλη γυναίκα που να είναι τόσο εύκολο να μιλάς μαζί της. Εκτός από την Γκάμπι, βέβαια. Αλλά ξέρω ότι η Τζορτζίνα έχει επίσης μια θαυμάσια αίσθηση του χιούμορ. Έχω δει από πρώτο χέρι πόσο αφοσιωμένη είναι στα παιδιά της. Είναι γενναία –δες ποιον έχει παντρευτεί– και περιπετειώδης – πέρυσι ήρθε για να βοηθήσει να σωθεί ένας φίλος της. Είναι τέλεια για μένα με κάθε έννοια!» «Εκτός από το γεγονός ότι αγαπάει κάποιον άλλο». Ένα μικροσκοπικό εμπόδιο στη ζωή που ήθελε να φτιάξει για τον εαυτό του; Οι γυναίκες με τις οποίες ερχόταν συνήθως σε επαφή ήταν ταβερνιάρισσες ή γυναίκες ελαφρών ηθών, καμία εκ των οποίων δεν μπορούσε να φανταστεί ως μητέρα των παιδιών του. Όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε συναντήσει καμία γυναίκα, εκτός από την Γκάμπριελ, που να μπορούσε να φανταστεί να του
δίνει τη μεγάλη, γεμάτη αγάπη οικογένεια που επιθυμούσε – μια οικογένεια τελείως διαφορετική από εκείνη στην οποία είχε γεννηθεί. Αν η Γκάμπι κι εκείνος δεν είχαν γίνει τόσο καλοί φίλοι, και αν δεν ήταν η μοναχοκόρη του καπετάνιου του, θα την είχε κυνηγήσει. Δεν είχε γνωρίσει άλλη γυναίκα τόσο κατάλληλη για εκείνον, μέχρι που γνώρισε την Τζορτζίνα Μάλορι. Εκείνη συμβόλιζε όλα όσα ήθελε σε μια γυναίκα. Δεν μπορούσε να παρατήσει την προσπάθεια να αποκτήσει αυτή τη γυναίκα. Αλλά περιέργως, ο άντρας με τον οποίο ήταν παντρεμένη δεν τον τρόμαξε. Αντιθέτως, του έδωσε ελπίδα. Πώς μπορούσε να αγαπάει έναν βάναυσο τύπο σαν τον Τζέιμς Μάλορι; Ο Ρίτσαρντ απλούστατα δεν πίστευε ότι μπορούσε. Εξαιτίας αυτού, ήταν αποφασισμένος να περιμένει μέχρι να λογικευτεί και να τον εγκαταλείψει. Ήθελε να της πει ότι θα την περίμενε με ανοιχτές αγκάλες. Ο Ορ κούνησε το κεφάλι του. «Πολύ καλά, δεν θα πω τίποτα άλλο. Ή μάλλον θα πω κάτι τελευταίο. Δεν μου αρέσουν οι κηδείες. Μη με κάνεις να πρέπει να έρθω στη δική σου». Ο Ρίτσαρντ ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Αντίθετα με αυτό που πιστεύετε εσύ και η Γκάμπι, πραγματικά θα προτιμούσα να ζήσω τη ζωή μου μέχρι το φυσικό τέλος της, και όχι να τη χάσω στα χέρια αυτού του γίγαντα. Δεν θα προσπαθήσω πάλι να την πείσω να φύγει από τον άντρα της, Ορ. Σ’ το ορκίζομαι ότι δεν θα το κάνω». «Εντάξει. Μείνε μακριά της και όλα θα πάνε καλά». Ο Ρίτσαρντ δεν απάντησε, απλώς κοίταξε αλλού. Ο Ορ ρουθούνισε. «Όπως το περίμενα. Αλλά να θυμάσαι ότι η προειδοποίηση του Μάλορι δεν ήταν να μην της κάνεις άσεμνες προτάσεις, ήταν να μην την πλησιάσεις καν». «Μια απλή υπερβολή. Οι περισσότερες απειλές γίνονται για εντυπωσιασμό. Πόσο συχνά υλοποιούνται;» «Αυτό εξαρτάται από το άτομο που τις διατυπώνει. Ο Τζέιμς Μάλορι, αν σε προειδοποιεί ότι θα σου κάνει κακό, μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα σου κάνει». «Νόμιζα ότι δεν θα έλεγες τίποτα άλλο σχετικά με αυτό», μουρμούρισε ο Ρίτσαρντ. Ο Ορ κάγχασε. «Εσύ είσαι αυτός που προκαλεί, φίλε μου. Ίσως επειδή χάνεις διαρκώς επαφή με τη λογική σου και χρειάζεσαι βοήθεια για να την ξαναβρείς». Πραγματικά χρειαζόταν; Ο Ρίτσαρντ είχε καθησυχάσει τον εαυτό του ότι δεν
θα προσπαθούσε πάλι να πείσει την αγάπη του να αφήσει τον άντρα της, αλλά τι θα γινόταν αν δεν κατάφερνε να συγκρατηθεί; Όχι, δεν ήταν ηλίθιος. «Γιατί εσείς οι δύο στέκεστε εκεί;» ρώτησε η Γκάμπριελ καθώς τους πλησίασε μαζί με τον Ντρου. «Έπρεπε να έχετε φορτώσει τα μπαούλα μας και να είμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Δεν είστε πολύ χρήσιμοι αυτή τη στιγμή». «Περιμέναμε τον άντρα σου», είπε ο Ορ. «Εκείνος έχει περισσότερους μυς». Η Γκάμπριελ έριξε ένα βλέμμα θαυμασμού στον Ντρου, ο οποίος ήταν αρκετά κοντά για να ακούσει τον Ορ. «Έχει, έτσι δεν είναι;» συμφώνησε με ένα γεμάτο περηφάνια χαμόγελο. «Ο Ντρου κανονικά θα κορόιδευε το σχόλιο για τους μυς, αλλά η έκφραση της γυναίκας του τον έκανε να κοκκινίσει, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι να γελάσουν. Καθώς η καλή διάθεση επανήλθε στην παρέα, ο Ρίτσαρντ έβαλε στην άκρη τις ανησυχίες του για το ταξίδι αυτό. Τι ωραία που θα ήταν αν έκαναν και οι φίλοι του το ίδιο…
Κεφάλαιο Πέντε Η Τζούλια Μίλερ ήξερε ότι ο χορός των ΄Ιντεν θα ήταν αναμφίβολα ο χορός της κοσμικής σεζόν. Όχι μόνο είχαν γίνει δεκτές όλες οι προσκλήσεις, αλλά κρίνοντας από το πλήθος που στριμωχνόταν στην αίθουσα χορού της Παρκ Λέιν, φαίνεται πως βρίσκονταν εκεί και κάμποσοι απρόσκλητοι. Πράγμα που εξηγούσε γιατί η οικοδέσποινά τους, η Ρετζίνα Ίντεν, έδειχνε τόσο εξουθενωμένη. Καθώς ήταν χορός μεταμφιεσμένων, ήταν δύσκολο να αναγνωρίσει τους προσκεκλημένους πίσω από τις περίτεχνες μάσκες, και δεν μπορούσε βέβαια να δείξει κάποιον και να πει «Δεν είσαι καλεσμένος, φύγε». Στην πραγματικότητα, η Ρετζίνα Ίντεν, ανιψιά των τεσσάρων αδελφών Μάλορι, ήταν πολύ γλυκιά για να κάνει κάτι τόσο αγενές. Η Τζούλια δεν θα είχε ωστόσο καμία δυσκολία για να κάνει κάτι τέτοιο αν το φαγητό και τα ποτά που είχε κανονίσει για μια κοινωνική συγκέντρωση δεν έφταναν λόγω των απρόσκλητων που είχαν χωθεί ανάμεσα στον κόσμο. Η Τζούλια φορούσε τα δύο αγαπημένα της χρώματα απόψε. Η καινούρια τουαλέτα της ήταν από τιρκουάζ μεταξωτό με τελειώματα από τιρκουάζ δαντέλα ραμμένη με ασημένια κλωστή. Το τιρκουάζ αναδείκνυε τα πρασινογάλαζα μάτια της φωτίζοντάς το γαλάζιο και σκουραίνοντας το πράσινο, δίνοντάς τους μια απόχρωση ανάμεσα στα δύο χρώματα που προτιμούσε. Ήταν κρίμα που έπρεπε να φορέσει μάσκα η οποία θα σκίαζε τα μάτια της, αλλά αυτή που είχε διαλέξει ήταν πολύ στενή και οι οπές ήταν στολισμένες με μικρά πετράδια που άστραφταν. Η μάσκα αυτή ήταν πολύ στενή για να κρύψει την ταυτότητα κάποιου. Έτσι δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει πίσω από μια παρόμοια μάσκα τον λόρδο Πέρσιβαλ Όλντεν, ο οποίος άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος για να φτάσει δίπλα της. Της τον είχαν συστήσει οι Μάλορι καθώς ήταν φίλος των νεότερων αντρών της οικογένειας από παλιά. Ήταν λίγο τσιμπημένος μαζί της παρόλο που ήταν μνηστευμένη. Ήταν ψηλός, γύρω στα τριάντα και αρκετά εμφανίσιμος. Ο Πέρσι, όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, έψαξε το χέρι της και το φίλησε
ιπποτικά. Μετά αναστέναξε. «Η ομορφιά σας μου κόβει την ανάσα, μις Μίλερ, αλήθεια σας λέω. Δεν βιάζομαι να παντρευτώ αλλά φαντάζομαι ότι θα πρέπει να το κάνω κάποια στιγμή. Η αλήθεια είναι ότι όλοι οι φίλοι μου έχουν περάσει την κουλούρα. Αλλά αν ήσασταν εσείς διαθέσιμη, είμαι σίγουρος ότι θα σκεφτόμουν τον γάμο πολύ νωρίτερα». Εκείνη κοκκίνισε. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που της έλεγε κάτι τέτοιο. Ο Πέρσι μιλούσε πολύ και έλεγε απερίσκεπτα πράγματα που δεν έπρεπε και είχε δει πόσο ενοχλούνταν οι φίλοι του από αυτό. Αλλά ο Πέρσι ήταν γενικώς άκακος. Απλώς δεν του είπε ότι οι συνθήκες στη ζωή της μπορεί να άλλαζαν σύντομα. Παρότι ήταν αρκετά αποδεκτός ως σύζυγος, δεν της έκοβε την ανάσα. Αλλά ήταν σίγουρα καιρός να αρχίσει να ψάχνει έναν άντρα που να της την κόβει. Τώρα έδωσε την αναμενόμενη απάντηση σε τόσο τολμηρά λόγια. «Ντροπή σας, Πέρσι. Όλοι ξέρουν ότι είστε ορκισμένος εργένης». Καθώς ένας φίλος του τον φώναξε εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν σίγουρη ότι την είχε ακούσει. Φαινόταν απρόθυμος να φύγει από κοντά της αλλά τελικά αναστέναξε και πάλι. «Σας εκλιπαρώ, να με έχετε υπόψη σας αν αλλάξουν ποτέ οι συνθήκες σας». Και καθώς απομακρυνόταν, της φώναξε: «Και κρατήστε έναν χορό για μένα, παρακαλώ!» Να χορέψουν με τόσο κόσμο; Η Τζούλια γέλασε από μέσα της. Τα μεσάνυχτα θα έβγαζαν τις μάσκες και ήταν σίγουρη ότι τουλάχιστον το ένα τρίτο των ανθρώπων που παρευρίσκονταν θα εξαφανιζόταν. Αλλά μέχρι τότε, θα είχαν πάρει αυτό που ήθελαν – την ευκαιρία να δουν τον έναν Μάλορι που δεν εμφανιζόταν ποτέ σε κοσμικές εκδηλώσεις, κι έτσι γινόταν βασικό αντικείμενο φημών και εικασιών. Απόψε ήταν μια εξαιρετική βραδιά και ο Τζέιμς Μάλορι είχε έρθει στον χορό επειδή δινόταν προς τιμή της γυναίκας του. Οι Μάλορι δεν ήταν απλώς μια μεγάλη οικογένεια. Ήταν πλούσιοι και είχαν τίτλους ευγενείας, και φαίνεται πως είχαν έρθει όλοι απόψε για τα γενέθλια της Τζορτζίνα. Η Τζούλια είχε γνωρίσει τους περισσότερους και κάποιους τους ήξερε αρκετά καλά. Η γειτόνισσά της η Τζορτζίνα την είχε κάνει φίλη εδώ και πολύ καιρό και η Τζούλια είχε προσκληθεί στο σπίτι της σε μικρές συγκεντρώσεις, ακόμα και σε ήσυχα «οικογενειακά» δείπνα. Η Τζορτζίνα ήταν Αμερικάνα και τα
αδέλφια της ήταν «στο εμπόριο» όπως η οικογένεια της Τζούλια. Ένας από τους αδελφούς της Τζορτζίνα είχε κάνει μια συμφωνία με τον πατέρα της Τζούλια πριν από το ατύχημά του, ένα συμβόλαιο για να μεταφέρουν φορτία μαλλί με τα πλοία τους. Τα υφάσματα ήταν μία από τις επιχειρήσεις των Μίλερ. Προς το τέλος της περασμένης χρονιάς, η Τζούλια είχε βοηθήσει τον μικρότερο αδελφό της Τζορτζίνα, τον Μπόιντ Άντερσον, ο οποίος είχε μόλις παντρευτεί μια Μάλορι και έψαχνε σπίτι για τον εαυτό του και τη γυναίκα του στην πόλη. Ο πατέρας της Τζούλια είχε αποκτήσει αρκετά ακίνητα στο Λονδίνο στο πέρασμα των ετών, μερικά από τα οποία βρίσκονταν στις περιζήτητες αριστοκρατικές γειτονιές και τα είχε πάρει ως πληρωμή χρεών. Από τη στιγμή που ο πατέρας της αποκτούσε ένα ακίνητο, δεν το πουλούσε ποτέ. Κι εκείνη συμφωνούσε ολόψυχα με τη στρατηγική αυτή. Κι έτσι, ενώ δεν ήθελε να πουλήσει στον Μπόιντ το σπίτι που είχε επιλέξει, του το είχε νοικιάσει για πολλά χρόνια, πράγμα που τον είχε ικανοποιήσει απολύτως. Ναι, ήξερε καλά τους Μάλορι και ήξερε ότι μερικοί από εκείνους τη λυπούνταν, όπως άλλωστε έκαναν και άλλα μέλη της αριστοκρατίας. Όχι επειδή σταδιακά γινόταν γεροντοκόρη, αλλά επειδή ήξεραν ότι δεν μπορούσε να παντρευτεί μέχρι να επιστρέψει στην Αγγλία ο από χρόνια εξαφανισμένος μνηστήρας της, πράγμα που έμοιαζε απίθανο να συμβεί. Την Τζούλια δεν την πείραζε αυτός ο οίκτος. Η αλήθεια ήταν ότι κι εκείνη θα ένιωθε έτσι για κάποια που θα βρισκόταν στη δυσάρεστη κατάστασή της. Παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν αρκετά ευγενικοί ώστε να μην αναφέρουν τον αρραβώνα της –με εξαίρεση τον Πέρσι βέβαια!– αυτό δεν θα συνέχιζε να συμβαίνει για πολύ ακόμα. Ήλπιζε. Μετά από τη συζήτηση που είχε με την Κάρολ, είχε επισκεφθεί τον δικηγόρο της την επόμενη μέρα. Εκείνος είχε ήδη αρχίσει να δουλεύει πάνω σε αυτό, παρόλο που την είχε προειδοποιήσει ότι ο κόμης του Μάνφορντ κατά πάσα πιθανότητα θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να καθυστερήσει οποιαδήποτε νομική ενέργεια. Επομένως, μπορεί να έπαιρνε περισσότερο καιρό απ’ όσο νόμιζε για να απαλλαγεί από το φρικτό αυτό συμβόλαιο. «Το ήξερα!» αναφώνησε η Κάρολ καθώς πλησίαζε την Τζούλια. «Αρκεί να του ρίξεις μια ματιά για να καταλάβεις ότι είναι όλα αλήθεια, όλα εκείνα τα φοβερά και τρομερά πράγματα που λένε για εκείνον». Η Τζούλια κατάφερε να μη γελάσει. Η Κάρολ είχε έναν τόσο δραματικό τόνο που φαινόταν αστεία! Αλλά όταν η Τζούλια κοίταξε από κοντά το
πρόσωπο της φίλης της που ήταν καλυμμένο από μια ροζ μάσκα παρόμοια με τη δική της, συνειδητοποίησε ότι η Κάρολ το εννοούσε. Θα το έβαζε στα πόδια αν η Τζούλια δεν την έπειθε πόσο λάθος ήταν να στηρίξει την άποψή της για τον Τζέιμς Μάλορι μόνο και μόνο στις φήμες που κυκλοφορούσαν. Οι δύο μικρότεροι από τους αδελφούς Μάλορι, ο Τζέιμς και ο Άντονι, μπορεί να ήταν διαβόητοι στα νιάτα τους καθώς έμπλεκαν σε διάφορους καβγάδες και δεν έχαναν ποτέ σε μονομαχία είτε ήταν με γροθιές είτε με πιστόλια έχοντας τη φήμη πως ήταν πολύ επικίνδυνοι. Κανείς δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει αυτό, αλλά όλα αυτά είχαν συμβεί πριν από πολλά χρόνια. Δυστυχώς όμως μια τέτοια κατάσταση μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε περισσότερες φήμες και τώρα τελευταία κυκλοφορούσαν κάποια κουτσομπολιά σχετικά με τη μακροχρόνια απουσία του Τζέιμς Μάλορι από την Αγγλία που ήταν πραγματικά γελοία. Έλεγαν ότι τον είχαν στείλει στην αποικία καταδίκων στην Αυστραλία, όπου υποτίθεται πως είχε σκοτώσει όλους τους δεσμοφύλακες και είχε δραπετεύσει. Ή ότι ήταν πειρατής και βύθιζε πλοία για την πλάκα του. Ή ακόμα πως ήταν ο αρχηγός των λαθρεμπόρων της Κορνουάλης που επιτέλους τον είχαν φυλακίσει για φόνο. Αυτά ήταν μερικά μόνο από τα πιο εξωφρενικά πράγματα που ψιθυρίζονταν για εκείνον από ανθρώπους που δεν γνώριζαν προσωπικά ούτε τον ίδιο ούτε την οικογένειά του. Όχι ότι ήταν δουλειά κανενός για ποιο λόγο ο Τζέιμς είχε εξαφανιστεί για τόσα χρόνια ή τι έκανε στη διάρκεια αυτής της απουσίας. Αλλά η αριστοκρατία ήταν διαβόητη όταν επρόκειτο για κουτσομπολιά και παρότι οι περισσότεροι ικανοποιούνταν με τα αληθινά σκάνδαλα, άλλοι, που ήθελαν απαντήσεις οι οποίες δεν έρχονταν αμέσως, φρόντιζαν να φτιάχνουν σκάνδαλα από τη φαντασία τους. Η Τζούλια δεν αμφέβαλλε ότι οι περισσότερες από τις φήμες για τον Τζέιμς Μάλορι δεν είχαν απολύτως καμία βάση. Η απειλητική αύρα του ήταν που το έκανε τόσο εύκολο για τους ανθρώπους να φαντάζονται διάφορα, καθώς και το γεγονός ότι ήταν αρκετά απόμακρος και έτσι δυσκολεύονταν να τον γνωρίσουν. Ναι, δεν αμφέβαλλε ότι μπορούσε να γίνει επικίνδυνος αν τον προκαλούσαν, αλλά ποιος λογικός άνθρωπος θα τον προκαλούσε; Ψηλός, ξανθός και ωραίος, ο Τζέιμς θα τραβούσε τα βλέμματα ακόμα κι αν δεν μάντευε κανείς ποιος ήταν εκείνος που τριγύριζε διαρκώς γύρω από την ωραία, μικροκαμωμένη, επίτιμη προσκεκλημένη με την πορφυρή τουαλέτα της. Οι δυο τους ήταν ένα πολύ εντυπωσιακό ζευγάρι. Αλλά ο Τζέιμς δεν
φορούσε μάσκα απόψε όπως όλοι. Η μάσκα του ήταν περασμένη στο μπράτσο της γυναίκας του και η Τζούλια είχε προσέξει ότι η Τζορτζίνα τον είχε παροτρύνει αρκετές φορές να τη φορέσει. Εκείνος την είχε κοιτάξει απλώς ανέκφραστα, αρνούμενος να συμμορφωθεί. Η Τζούλια το είχε θεωρήσει αυτό διασκεδαστικό. Ήταν τόσο χαρακτηριστικό για τον Τζέιμς να απεχθάνεται οτιδήποτε ανούσιο ή ρηχό. Οι πιο περίτεχνες μάσκες κάλυπταν ολόκληρο το πρόσωπο ή το μεγαλύτερο μέρος του και επομένως πράγματι έκρυβαν την ταυτότητα εκείνου που τη φορούσε. Αλλά η Τζούλια ήταν σίγουρη ότι θα αναγνώριζε τον Τζέιμς ακόμα κι αν φορούσε ολόκληρη μάσκα. Το σώμα του ήταν πολύ χαρακτηριστικό, σχεδόν κτηνώδες τόσο μυώδες που ήταν. Και κανείς άλλος δεν είχε τόσο μακριά μαλλιά που απλώνονταν στους ώμους του, πράγμα τελείως εκτός μόδας. Ίσως αν φορούσε μια μάσκα, μπορεί η Κάρολ να περνούσε τη βραδιά χωρίς να τον φοβάται. Η Τζούλια έπρεπε να ενημερώσει τη φίλη της. «Ξέρεις, Κάρολ, ο Τζέιμς Μάλορι μισεί τις κοινωνικές εκδηλώσεις, πραγματικά δεν τις αντέχει καθόλου. Ωστόσο, είναι εδώ απόψε επειδή αγαπάει τη γυναίκα του και δεν θέλει να την απογοητεύσει απουσιάζοντας από τον χορό για τα γενέθλιά της». «Πραγματικά τις μισεί;» «Ναι». «Αυτό εξηγεί γιατί δεν πηγαίνει ποτέ σε καμία, έτσι δεν είναι;» «Ακριβώς». «Νόμιζα ότι ήταν επειδή είναι τόσο παρίας», πρόσθεσε η Κάρολ με ακόμα πιο σιγανή φωνή, «τόσο που καμία οικοδέσποινα δεν θα τον συμπεριελάμβανε στη λίστα των προσκεκλημένων της». Η Τζούλια κατάφερε να συγκρατήσει το γέλιο που απειλούσε να ξεσπάσει, αλλά είπε ξερά: «Ξέρεις για ποιους μιλάμε, σωστά; Είναι μία από τις πιο ισχυρές οικογένειες του βασιλείου. Τους προσκαλούν παντού». «Μπορεί να προσκαλούν τους υπόλοιπους αλλά αμφιβάλλω αν προσκαλούν εκείνον», μουρμούρισε η Κάρολ διαφωνώντας. «Ειδικά εκείνον, Κάρολ, ή μήπως δεν έχεις προσέξει πόσο κόσμο έχει εδώ απόψε; Δεν πιστεύεις πραγματικά ότι η λαίδη Ίντεν προσκάλεσε τόσους ανθρώπους, έτσι; Αν δεν είχε τέτοια φήμη, οι αριστοκράτες δεν θα ανυπομονούσαν τόσο να τον συναντήσουν εδώ, πράγμα που εξηγεί γιατί όλοι ήθελαν μια πρόσκληση και γιατί εμφανίστηκαν τόσοι άνθρωποι απρόσκλητοι. Εκείνος δεν πιστεύεις ότι το γνωρίζει; Κι όμως ήρθε για χάρη της γυναίκας
του παρόλο που ήξερε αρκετά καλά ότι θα τον χάζευαν όλοι». «Αυτό είναι καλό εκ μέρους του, έτσι δεν είναι;» «Έλα να σε συστήσω», πρότεινε η Τζούλια. «Είναι πολύ ευγενικός με τις κυρίες. Από τη στιγμή που θα τον συναντήσεις, δεν θα ξαναπιστέψεις ποτέ εκείνες τις ανόητες φήμες». Αλλά η Κάρολ στήλωσε τα πόδια της και με ένα απότομο κούνημα του κεφαλιού είπε: «Δεν πειράζει. Θα τον αφήσουμε να μείνει σε εκείνη την πλευρά του δωματίου και εμείς θα μείνουμε σε τούτη εδώ. Μπορεί να μην υπάρχει ίχνος αλήθειας στις φήμες αυτές και είναι πολύ πιο ωραίος απ’ όσο περίμενα, αλλά εξακολουθεί να μην είναι καθόλου ευπροσήγορος. Μα δεν έχει χαμογελάσει ούτε μια φορά στη γυναίκα του, γιατί προφανώς δεν ξέρει πώς! Και δεν βλέπω κανέναν άλλο να τολμάει να τον πλησιάσει. Ό,τι και να λες εσύ, Τζούλι, έχει ακόμα κάτι πάνω του που με κάνει να ανατριχιάζω. Είναι λες και ετοιμάζεται να ορμήσει σε οποιονδήποτε τον πλησιάσει και να του πάρει το κεφάλι με τα δόντια του». «Φρικτή εικόνα!» είπε η Τζούλια, καταφέρνοντας να μη γελάσει με τη φαντασία της φίλης της. «Ντροπή σου». «Ναι, είναι αλήθεια! Μπορεί να είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Και μάλλον είναι. Ορίστε, βλέπεις; Άκουγα όσα έλεγες. Παρ’ όλα αυτά, μοιάζει πράγματι αγριάνθρωπος όπως τον αποκάλεσες κι εσύ η ίδια». «Δεν τον αποκάλεσα τίποτα τέτοιο», διαμαρτυρήθηκε η Τζούλια. «Νομίζω πως αντίθετα προσπαθούσα να σε πείσω να μην τον λες έτσι». «Δεν είναι αγριάνθρωπος;» απόρησε η Κάρολ με θριαμβευτικό ύφος. «Κοίταξέ τον τώρα και πες μου. Αν αυτός ο άντρας δεν έχει τον φόνο στο μυαλό του, τότε δεν ξέρω ποιος τον έχει». Η Τζούλια συνοφρυώθηκε και ακολούθησε το βλέμμα της Κάρολ. Και, διάβολε, αναγκάστηκε να συμφωνήσει. Όλες τις φορές που είχε βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο με τον Τζέιμς Μάλορι, δεν τον είχε ποτέ της δει με μια τέτοια έκφραση. Αν το βλέμμα μπορούσε να σκοτώσει, τότε κάποιος στην αίθουσα ήταν ήδη νεκρός.
Κεφάλαιο Έξι «Δεν το πιστεύω ότι έχεις το θράσος να εμφανιστείς εδώ», είπε η Γκάμπριελ χτυπώντας τον Ρίτσαρντ στην πλάτη για να τραβήξει την προσοχή του. Εκείνος γύρισε απότομα άφήνοντας έναν αναστεναγμό που έδειχνε την ενόχλησή του. Τα είχε καταφέρει να μείνει μακριά από τα βλέμματα της Γκάμπι, του Τζέιμς και δύο παλιών γνωστών του που νόμιζε ότι είχε αναγνωρίσει, παρόλο που ήξερε ότι τα χαρακτηριστικά του ήταν καλά κρυμμένα κάτω από τη μελαγχολική μάσκα του κλόουν, μια μάσκα που κάλυπτε όλο του το πρόσωπο και ήταν τρομερά ζεστή. Αλλά δεν σκόπευε να την αφήσει να τον επιπλήξει πάλι όταν τα είχε βάλει και ο ίδιος μαζί της. «Κι εγώ δεν πιστεύω ότι δεν μου είπες ότι ο χορός για τα γενέθλια της Τζορτζίνα ήταν μεταμφιεσμένων. Δεν καταλαβαίνεις πόσο τέλειο είναι; Σβήνει όλες τις ανησυχίες σου. Αλήθεια, πώς στο καλό με κατάλαβες;» «Από τα μαλλιά σου φυσικά». «Ίσως έπρεπε να φορέσω ένα φουστάνι», μουρμούρισε. «Γιατί δεν το σκέφτηκα;» «Γιατί δεν είσαι πια αρκετά αδύνατος ώστε να γίνεις πειστικός ως γυναίκα, ακόμα κι αν υπήρχαν γυναίκες τόσο ψηλές όσο εσύ, που δεν υπάρχουν. Και κρύψου πριν σε δει», σφύριξε μέσα από τα δόντια της καθώς τραβούσε τον Ρίτσαρντ μέσα στο πλήθος. Η συζήτηση αυτή είχε ήδη αρχίσει να θυμίζει πολύ την τελευταία τους συζήτηση. Ο Ρίτσαρντ δεν πίστευε ότι άντεχε να ακούσει ένα ακόμα «όχι». Αλλά η Γκάμπριελ έδειχνε αποφασισμένη από τη στιγμή που είχαν δέσει. Καθώς οι πέντε τους μοιράστηκαν μια άμαξα, το αρχικό σχέδιο ήταν ο Ορ και ο Ρίτσαρντ να αφήσουν την Γκάμπριελ, τη Μάρτζερι και τον Ντρου στο σπίτι των Μάλορι και μετά να βρουν κάπου να μείνουν οι ίδιοι. Η Γκάμπριελ όμως είχε διαφωνήσει με την ιδέα αυτή πριν καν ξεκινήσουν. Είχε τραβήξει στην άκρη τον Ρίτσαρντ και του είχε εξηγήσει ότι δεν ήθελε να βρεθεί κοντά στο συγκεκριμένο σπίτι, ούτε καν στο πεζοδρόμιο απέξω. «Δεν είναι λογικό αυτό που λες», είχε διαφωνήσει εκείνος. «Δεν πρόκειται
να με θυμηθεί. Έχει τα διπλάσια χρόνια από μένα και σίγουρα θα έχει αρχίσει να ξεχνάει λόγω ηλικίας». Η Γκάμπριελ είχε πνίξει το γέλιο της. «Αποκαλείς τον Τζέιμς Μάλορι γέρο όταν είναι στην καλύτερή του φάση; Μην αυταπατάσαι. Μπορεί να πήρες λίγο βάρος και να έδεσες λίγο από την τελευταία φορά που σε είδε, αλλά το πρόσωπό σου είναι το ίδιο και, Ρίτσαρντ, το πρόσωπό σου είναι τόσο ωραίο που δεν το ξεχνάει κανείς εύκολα. Εγώ θα σε αναγνώριζα οπουδήποτε – το ίδιο θα κάνει κι εκείνος. Διάβολε, ακόμα και η παλιά σου νταντά θα σε αναγνώριζε». «Δεν είχα ποτέ νταντά», απάντησε εκείνος στυφά. «Μην προσπαθείς να αγνοήσεις αυτό που θέλω να πω. Θα σε προσέξει και θα θυμηθεί τον άντρα που η γυναίκα του χαστούκισε επειδή τη φλέρταρε μέσα στον κήπο της μπροστά στα δύο μικρά παιδιά της! Θα σε είχε κυνηγήσει την ίδια εκείνη μέρα αν δεν του είχα υποσχεθεί ότι δεν θα την ξαναπλησιάσεις ποτέ και μου εξήγησε πολύ καλά τι θα συμβεί αν καταπατήσεις την υπόσχεσή σου». Λες και δεν τα ήξερε όλα αυτά! Λες και είχε καμία σημασία όταν ποθούσε με ολόκληρη την ύπαρξή του να δει έστω την Τζορτζίνα. «Μην είσαι άκαρδη, Γκάμπι», είπε μαλακά, απευθυνόμενος στην πιο ευαίσθητη πλευρά της. «Δεν θα την πλησιάσω αλλά πρέπει να με αφήσεις να τη δω μια τελευταία φορά. Μπορείς να το κανονίσεις. Αυτό το κτήνος που έχει παντρευτεί δεν θα μάθει ποτέ ότι είμαι εδώ. Διάλεξε μια μέρα που να λείπει από το σπίτι». «Γιατί δεν μπορείς–» άρχισε η Γκάμπριελ, αλλά μετά συνειδητοποίησε τι είχε μόλις πει ο Ρίτσαρντ και σταμάτησε απότομα. «Μια τελευταία φορά; Και θα τη βγάλεις από το μυαλό σου μετά από αυτό;» Δεν ήθελε να της πει ψέματα αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να απαλύνει τις ανησυχίες της. «Είναι χαμένη υπόθεση για μένα. Λες να μην το ξέρω αυτό;» Νόμιζε ότι την είχε πείσει, όταν εκείνη είπε συνοφρυωμένη: «Πηγαίνεις γυρεύοντας για μπελάδες, Ρίτσαρντ». Αλλά τότε το πιγούνι της σφίχτηκε και πρόσθεσε: «Ε, λοιπόν, όχι. Λυπάμαι αλλά είσαι ο καλύτερός μου φίλος και δεν θα σε βοηθήσω να προχωρήσεις στον καταστροφικό αυτόν δρόμο όσο κι αν εσύ μοιάζεις αποφασισμένος να το κάνεις. Ξέχασέ την!» Απογοητευμένος και θυμωμένος, σήκωσε τα χέρια του. «Πολύ καλά! Κέρδισες! Θα πνίξω τη στενοχώρια μου στο ποτό για όσο καιρό μείνουμε εδώ. Είμαι σίγουρος ότι ο Ορ, που συμφωνεί μαζί σου, θα με βοηθήσει σε
αυτό τουλάχιστον», είπε και ανέβηκε στην άμαξα. Είχε αποφασίσει να μη διαφωνεί μαζί της πια. Έπρεπε να βρει έναν δικό του τρόπο για να ξαναδεί την Τζορτζίνα. Και σε αυτό στάθηκε τυχερός. «Και πώς βρήκες βραδινά ρούχα τόσο γρήγορα;» ρώτησε η Γκάμπριελ κοιτάζοντας θυμωμένη το μαύρο επίσημο ένδυμά του. «Φτάσαμε μόλις πριν από δύο μέρες. Νόμιζα ότι τα παλιά ρούχα σου δεν σου έκαναν πια». «Δεν μου κάνουν. Αλλά έχω έναν καλό ράφτη στο Σαιντ Κιτς που χρησιμοποιώ εδώ και αρκετά χρόνια, και ήρθα σ’ αυτό το ταξίδι έτοιμος για όλα». «Ήρθες έτοιμος να πεθάνεις! Θεέ μου, δεν το πιστεύω ότι είσαι στο ίδιο δωμάτιο με εκείνον!» «Το έχεις παραφουσκώσει στο μυαλό σου, Γκάμπι. Δεν θα με σκοτώσει μόνο και μόνο επειδή την κοίταξα». «Σε προειδοποίησε ευθέως να μην την ξαναπλησιάσεις καθόλου, και παρόλο που μπορείς να αγνοήσεις μια τέτοια προειδοποίηση από οποιονδήποτε άλλον άντρα, δεν μπορείς να την αγνοήσεις όταν προέρχεται από εκείνον. Και πώς έμαθες για τον χορό;» «Εσύ πρέπει να μου είχες πει γι’ αυτό». Το πρόσωπό της σκοτείνιασε ακούγοντάς τον να την κατηγορεί. «Όχι, δεν έπρεπε, και γι’ αυτό δεν το έκανα. Πώς το έμαθες;» Εκείνος αναστέναξε με την επιμονή της. «Εκείνο το ξενοδοχείο που μας αφήσατε –αλήθεια, σε ευχαριστώ γι’ αυτό, είναι ένα από τα καλύτερα στην πόλη– έχει κάμποσες άμαξες για τους πελάτες του. Χρησιμοποίησα μία χθες. Έβαλα τον αμαξά να παρκάρει την άμαξα απέναντι από το σπίτι της Τζορτζίνα και μετά του έδωσα άδεια για την υπόλοιπη μέρα. Έμεινα εκεί με την ελπίδα να τη δω να βγαίνει από το σπίτι αλλά δεν βγήκε ποτέ». «Έχει καλεσμένους, οπότε φυσικά δεν θα έφευγε, αλλά αυτό δεν εξηγεί πώς έμαθες για τον χορό και πού θα γινόταν». «Έμεινα κρυμμένος εκεί το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας όταν δύο κυρίες πέρασαν από μπροστά μου και υποθέτω, επειδή περνούσαν έξω από την έπαυλη των Μάλορι, ανέφεραν αυτόν τον χορό. Παραλίγο να πέσω από την άμαξα προσπαθώντας να πιάσω τι έλεγαν». Τώρα η Γκάμπριελ αναστέναξε. «Συνήθως είσαι απολύτως λογικός – μέχρι που το θέμα είναι εκείνη οπότε δεν είσαι καθόλου. Και πώς μπήκες εδώ χωρίς πρόσκληση;» Ξαφνικά χαμογέλασε. Αυτό είχε πράγματι ξυπνήσει αναμνήσεις από τα
παλιά χρόνια, τότε που ήταν αληθινός διάβολος και έκανε τα πάντα για να σπρώξει τον πατέρα του να τον αποκληρώσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. «Με τον ίδιο τρόπο», εξήγησε στην Γκάμπριελ, «που μπήκαν οι δύο νεαροί κύριοι, τους οποίους βρήκα μπροστά στο σπίτι να συζητούν πώς θα μπουν. Τους ακολούθησα στο πίσω μέρος του σπιτιού και τους παρακολούθησα να σκαρφαλώνουν πάνω στον τοίχο του κήπου. Είναι μικρός ο κήπος σε σύγκριση με του Μάλορι, και είχε πολύ κόσμο, αλλά κυρίως ήταν άνθρωποι που είχαν μπει με τον ίδιο τρόπο. Εκείνοι που μας είδαν να μπαίνουμε έτσι, απλώς γέλασαν». Εκείνη έκανε έναν μορφασμό που φανέρωνε αποδοκιμασία. «Και ο Ορ συμφώνησε με αυτή την τρέλα; Υποτίθεται πως θα σε πρόσεχε. Δεν μοιράζεστε ένα δωμάτιο ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο;» «Μοιραζόμασταν αλλά τον έκανα έξαλλο κι αναγκάστηκε να βρει ένα άλλο δωμάτιο να ηρεμήσει για να μην έρθουμε στα χέρια». «Δεν το πιστεύω!» «Δεν ήταν εύκολο. Ξέρεις πόσο απαθής είναι». «Τον νευρίασες επίτηδες;» Το ένοχο ύφος του την έκανε να κουνήσει αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. «Πρέπει να του ζητήσεις συγγνώμη». «Το ξέρω». «Τώρα θα ήταν μια καλή στιγμή να το κάνεις. Φύγε, Ρίτσαρντ, όσο ακόμα μπορείς». Εκείνος ζύγισε τις εναλλακτικές του και αποφάσισε ότι δεν θα τον έβγαζε πουθενά να συνεχίσει να διαφωνεί μαζί της. Έτσι, κούνησε το κεφάλι για να την αποχαιρετήσει και τράβηξε για τον κήπο. Τουλάχιστον είχε δει την Τζορτζίνα. Μα τον Θεό, ήταν τόσο ωραία όσο τη θυμόταν και την ήθελε ακόμα πιο πολύ! Ο χρόνος δεν τον είχε κάνει να την ξεχάσει. Ο χρόνος δεν είχε σβήσει τον ενθουσιασμό της. Ήλπιζε ότι η Γκάμπριελ θα πίστευε ότι είχε πάρει αυτό που ήθελε και ότι πραγματικά θα έφευγε. Αλλά δεν του έφτανε αυτή η μια ματιά που είχε ρίξει στην αγάπη του, όχι όσο ήταν στην Αγγλία και τόσο κοντά του. Προφανώς, η Γκάμπι δεν τον εμπιστευόταν και τόσο όταν θεωρούσε πως διακυβεύονταν τόσα. Τον ακολούθησε μέχρι την μπαλκονόπορτα που έβγαζε στον κήπο, πράγμα που τον ανάγκασε να πηδήξει από τον φράχτη και να χαθεί από το βλέμμα της. Δεν προχώρησε περισσότερο αλλά περίμενε τουλάχιστον δέκα λεπτά πριν ξανακοιτάξει πάνω από τον τοίχο για να βεβαιωθεί ότι είχε πάει να βρει τον Ντρου στην κεντρική αίθουσα.
Ήταν πολύ απλό να μην τον ανακαλύψει ξανά. Υπέροχο πράγμα οι μάσκες – τουλάχιστον απόψε. Ειδικά εκείνες που κάλυπταν ολόκληρο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια, πράγμα που εξηγεί γιατί δεν είναι άνετες. Είχε ήδη προσέξει έναν άλλο άντρα με μια ολόκληρη μάσκα πολύ διαφορετική από τη δική του που στεκόταν μόνος κάτω από τη βεράντα στον κήπο. Ο Ρίτσαρντ ξαναπήδηξε πάνω από τον τοίχο και πλησίασε γρήγορα τον τύπο. Με την άκρη του ματιού του κοίταζε τη βεράντα για να βεβαιωθεί ότι η Γκάμπι δεν θα εμφανιζόταν ξανά. Του πήρε ένα λεπτό για να προσέξει ότι ο τύπος με τη μάσκα είχε το βλέμμα του στραμμένο επίσης προς τη βεράντα. «Θα ήθελες να αλλάξουμε μάσκες, παλιόφιλε;» ρώτησε ο Ρίτσαρντ. «Όχι». Ο άντρας ούτε καν τον κοίταξε! Το βλέμμα του πήγαινε από τις δύο μπαλκονόπορτες στη βεράντα και μετά στο ρολόι που κρατούσε στο χέρι του. Προφανώς περίμενε με ανυπομονησία κάποιον. Αλλά ήταν μεγάλη τύχη που η μάσκα του ήταν διαφορετική από τη μάσκα του Ρίτσαρντ καθώς οι περισσότερες που είχε δει μέσα έμοιαζαν με τη δική του, κι έτσι προσπάθησε πάλι. «Δέκα λίρες;» Ο τύπος τον κοίταξε τώρα και γέλασε. «Α, είσαι πολύ απελπισμένος, έτσι; Θα δεχόμουν ευχαρίστως αν δεν μου είχε αγοράσει αυτή τη μάσκα η αγαπημένη μου ακριβώς για να μπορεί να με αναγνωρίσει μέσα στο πλήθος. Αλλά την ειδοποίησα να με συναντήσει στον κήπο. Είχα το προαίσθημα ότι θα είχε πάρα πολύ κόσμο». «Τότε δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα. Θα την αναγνωρίσεις εσύ, έτσι δεν είναι;» «Δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Και δεν σκοπεύω να τη χάσω απόψε για κανένα λόγο». Καθώς η ερωμένη του είχε ήδη αργήσει και προφανώς θα έφτανε από στιγμή σε στιγμή, ο Ρίτσαρντ πρότεινε: «Θέλεις να αλλάξουμε όταν έρθει;» Ο τύπος κούνησε το κεφάλι του. «Δεν μπορώ να το κάνω. Εκείνη μου τη χάρισε. Καταλαβαίνεις τι συμβαίνει όταν δίνεις κάτι που σου χάρισε η αγαπημένη σου, έτσι;» Αφού δεν υπήρχε άλλος στον κήπο με τέτοια τέλεια μάσκα, ο Ρίτσαρντ απελπίστηκε. Αναστέναξε βαθιά. Έπρεπε να φύγει. Τελικά, ίσως ήταν μοιραίο. Αλλά ο νεαρός μάλλον άκουσε τον αναστεναγμό του. «Δεν μπορείς να πάρεις τη δική μου, αλλά έχω έρθει με έναν φίλο. Μπορεί εκείνος να θέλει να
αλλάξει μαζί σου». Καθώς τελικά φάνηκε αρκετά εξυπηρετικός, πήγε και έφερε τον φίλο του και η ανταλλαγή έγινε γρήγορα. Δυστυχώς, η καινούρια μάσκα δεν ήταν καθόλου του γούστου του Ρίτσαρντ. Ήταν ένα διαβολικό προσωπείο με κεραμικά κέρατα και δεν κάλυπτε καν ολόκληρο το πρόσωπο. Η μισή μάσκα άφηνε το στόμα του ακάλυπτο. Αλλά τι στο καλό, τα στόματα δεν είναι τόσο χαρακτηριστικά. Και δεν είχε άλλες επιλογές. Τουλάχιστον η Γκάμπριελ δεν θα τον αναγνώριζε τόσο εύκολα παρόλο που μπορεί να τα έβαζε με τον τύπο που φορούσε την παλιά του μάσκα του κλόουν. Αλλά στο τέλος θα ντρεπόταν για το λάθος της και θα σταματούσε να τον ψάχνει σίγουρη ότι είχε πραγματικά φύγει. Έτοιμος για μια ακόμα φορά –είχε χώσει τα μακριά μαλλιά του κάτω από το παλτό του–, ο Ρίτσαρντ ήταν πρόθυμος να τα ρισκάρει πάλι όλα για μερικές ακόμα ώρες που θα έτρωγε την Τζορτζίνα με τα μάτια από απόσταση. Στην άκρη του μυαλού του ανησυχούσε μήπως έμπαινε στον πειρασμό να κάνει περισσότερα από αυτό, αλλά το αγνόησε. Δεν ήθελε πραγματικά να πεθάνει για την αγάπη της συζύγου ενός άλλου άντρα.
Κεφάλαιο Επτά Η απειλητική έκφραση στα μάτια του Τζέιμς Μάλορι δεν ήταν φευγαλέα. Επέμεινε, και γι’ αυτό η περιέργεια της Τζούλια φούντωσε. Αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ή τι είχε τραβήξει τη γεμάτη οργή προσοχή του. Όποιος κι αν ήταν, βρισκόταν στην ίδια πλευρά της αίθουσας με εκείνη, όμως δεκάδες άτομα της έκλειναν τη θέα. Έτσι, όταν η Κάρολ προσπάθησε να την οδηγήσει πάλι κοντά στον άντρα της τον Χάρι, για να τη συστήσει στον φίλο του με τον οποίο συζητούσε, η Τζούλια ζήτησε συγγνώμη και άνοιξε δρόμο μέσα από το πλήθος. Ήταν αναγκασμένη να κοιτάζει πάνω από τους ώμους των ανθρώπων και να σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της κάθε λίγο και λιγάκι για να μπορεί να βλέπει τον Τζέιμς και να εντοπίσει το πρόσωπο στο οποίο εστίαζε το βλέμμα του. Μετά από λίγα λεπτά άρχισε να τον βλέπει καθαρά αλλά προς μεγάλη της απογοήτευση διαπίστωσε ότι είχε αργήσει. Ο Τζέιμς είχε στρέψει πάλι την προσοχή του στη γυναίκα του και είχε σκύψει να της πει κάτι στο αφτί. Μέχρι που τη φίλησε στο μάγουλο, πράγμα που προκάλεσε αναστεναγμούς και σχόλια του τύπου «τι γλυκό!» από τους καλεσμένους που στέκονταν κοντά τους, και στη συνέχεια μερικά ντροπαλά γελάκια. Η Τζορτζίνα γέλασε με τις αντιδράσεις αυτές. Ο Τζέιμς κοίταξε το ταβάνι με απόγνωση, χωρίς αμφιβολία, αφού αποκλείεται να μην είχε ακούσει τον αναστεναγμό αυτόν. Αλλά τότε η Τζορτζίνα γύρισε και άρχισε να μιλάει με έναν από τους πολλούς συγγενείς που είχαν έρθει να τη δουν, και το βλέμμα του Τζέιμς επέστρεψε εκεί όπου βρισκόταν προηγουμένως. Σαν την Κάρολ, η Τζούλια δεν μπόρεσε να μην ανατριχιάσει όταν φάνηκε να καρφώνει το άγριο βλέμμα του πάνω της! Συνειδητοποίησε ότι προφανώς κοίταζε το ένα από τα τέσσερα άτομα που στέκονταν μπροστά της στην άκρη του πλήθους που βρισκόταν κοντά στην πίστα. Η μουσική σταμάτησε απότομα και τα λίγα ζευγάρια που χόρευαν σκόρπισαν, δίνοντάς της έτσι μια πιο καθαρή εικόνα του Τζέιμς. Παρόλο που η πέτρινη έκφρασή του δεν πρόδιδε τίποτα, τα πράσινα μάτια του είχαν γίνει πάλι θανάσιμα. Ήταν απίστευτο το ότι
σκεφτόταν κάτι κακό και κανείς δεν μπορούσε να το καταλάβει, παρά μόνο αν συναντούσε το βλέμμα του. Τότε συνειδητοποίησε ότι ο τύπος συνήθως κρατούσε για τον εαυτό του τα συναισθήματά του άρα θα πρέπει να τα επιδείκνυε επίτηδες τώρα. Μήπως έστελνε ένα μήνυμα σε κάποιον; Προσπάθησε να μαντέψει ποιος είχε τραβήξει την αμέριστη προσοχή του Τζέιμς. Από τα τέσσερα άτομα που στέκονταν με την πλάτη τους σε εκείνη, η γυναίκα και ο ένας από τους άντρες ήταν ολοφάνερα μαζί. Ο δεύτερος άντρας ήταν ένας κοντός, γεμάτος τύπος που ήταν εύκολο να δει κανείς πάνω από το κεφάλι του. Ο τρίτος άντρας ήταν τόσο ψηλός που ξεχώριζε μέσα στο πλήθος. Το ζευγάρι ήταν τόσο απορροφημένο από τη συζήτηση ώστε δεν είχαν προσέξει τίποτα παράξενο, και μόλις άρχισε πάλι η μουσική, πήγαν να χορέψουν. Το βλέμμα του Τζέιμς δεν τους ακολούθησε, πράγμα που σήμαινε ότι είχαν μείνει μόνο οι δύο άντρες. Ο κοντός γύρισε ξαφνικά και έφυγε βιαστικά περνώντας δίπλα από την Τζούλια, ενώ φαινόταν πολύ ταραγμένος. Βγήκε γρήγορα στη βεράντα χωρίς το βλέμμα του Τζέιμς να τον ακολουθήσει. Επομένως, είχε μείνει τώρα μόνο ο ψηλός. Δεν ήξερε πολλούς άντρες πέρα από την οικογένεια του Μάλορι που ήταν τόσο ψηλοί και ο Τζέιμς δεν ήταν πιθανό να έχει εξοργιστεί τόσο με έναν συγγενή. Αυτό ήταν! Θα πρέπει να ήταν τα αδέλφια της Τζορτζίνα φυσικά! Πώς είχε ξεχάσει ότι ο Τζέιμς δεν έκρυβε την εχθρότητά του απέναντί τους; Με δυσκολία τους ανεχόταν. Αυτός ο ψηλός άντρας με το πλατύ στέρνο θα πρέπει να ήταν ένας από τους πέντε αδελφούς της Τζορτζίνα. Η Τζούλια δεν τους είχε συναντήσει όλους, αλλά εκείνοι που ήξερε δεν είχαν μαύρα μαλλιά όπως ο συγκεκριμένος. Και η αλήθεια ήταν ότι ο Τζέιμς μπορεί να μη συμπαθούσε τους αδελφούς Άντερσον αλλά δεν θα τους έριχνε δολοφονικές ματιές. Άρχισε να συνειδητοποιεί πόσο χαζή ήταν η έρευνά της. Αν δεν αναγνώριζε τον άντρα αυτόν –πράγμα απίθανο αφού φορούσαν όλοι μάσκες απόψε–, τι νόμιζε ότι θα μπορούσε να ανακαλύψει; Δεν μπορούσε να τον ενημερώσει ότι ήταν ετοιμοθάνατος και να τον ρωτήσει και τον λόγο. Όχι, δεν θα κατάφερνε να ανακαλύψει απολύτως τίποτα. Καθώς γύρισε να ψάξει την Κάρολ, ένας μάλλον δυνατός αναστεναγμός τη σταμάτησε και την έκανε να κοιτάξει αυτή τη φαρδιά, αντρική πλάτη. Μήπως είχε καταλάβει ότι ο Τζέιμς τον κοίταζε; Αν ναι, τότε θα περίμενε να τον δει να
περνάει τρέχοντας από δίπλα της και να εξαφανίζεται, αλλά αυτός δεν έκανε τίποτα τέτοιο. Μάλιστα, ο αναστεναγμός αυτός ήταν μελαγχολικός – σχεδόν συγκινητικός. Αυτό σίγουρα δεν είχε καμία σχέση με τον Τζέιμς Μάλορι, οπότε προφανώς δεν ήξερε ακόμα ότι βρισκόταν σε κίνδυνο. Έπρεπε να τον προειδοποιήσει; Ενώ μια κυρία της αριστοκρατίας δεν μπορούσε να μιλήσει σε έναν άντρα με τον οποίο δεν την είχαν συστήσει, ο κανόνας αυτός δεν ίσχυε για εκείνη. Στον κόσμο των επιχειρήσεων ήταν αναγκασμένη να μιλάει με ξένους όλη την ώρα. Αλλά αυτό δεν ήταν δική της δουλειά και άλλωστε η περιέργειά της την έσπρωχνε να καταλήγει σε συμπεράσματα που μπορεί να μην ήταν καθόλου σωστά. Γύρισε πάλι να φύγει, αλλά τότε με φρίκη συνειδητοποίησε ότι άθελά της είχε αγγίξει τον ώμο του άγνωστου. Την είχε αγγίξει ο αναστεναγμός του. Πώς μπορούσε να αγνοήσει κάτι τόσο μελαγχολικό; «Όλα εντάξει;» ρώτησε η Τζούλια. Εκείνος γύρισε απότομα και η διαβολική μάσκα που φορούσε την ξάφνιασε. Αλλά ήταν μόνο μισή και από κάτω της διακρίνονταν η σκιά ενός μουστακιού, ένα ζευγάρι αισθησιακά χείλη και ένα θεληματικό πιγούνι. Όμως μόλις που της έριξε μια ματιά και μετά ξανακάρφωσε το βλέμμα του πλάγια πάνω από τον ώμο του, στην ίδια κατεύθυνση που κοίταζε και πριν. Με έναν ακόμα αναστεναγμό, είπε: «Είναι υπέροχη, δεν είναι;» Είχε μια ελαφριά προφορά που η Τζούλια δεν μπορούσε να αναγνωρίσει, αλλά αναρωτήθηκε αν την είχε ακούσει να του μιλάει. «Ακούγεστε πολύ τσιμπημένος», σχολίασε, παρατηρώντας το προφανές. «Περισσότερο από τσιμπημένος. Είμαι ερωτευμένος μαζί της από τότε που την πρωτοκοίταξα πέρσι». «Ποια;» «Τη λαίδη Μάλορι». Η Τζούλια κατάφερε να πνίξει το γέλιο της γιατί αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε ποτέ να ακούσει. Ωστόσο αυτό σίγουρα εξηγούσε την εχθρότητα του Τζέιμς. Τελικά η περιέργειά της είχε ικανοποιηθεί. Οι Μάλορι έπαιρναν πολύ σοβαρά την οικογένειά τους. Για όποια από τις γυναίκες τους κι αν μιλούσε αυτός ο άνθρωπος, όλες όσες ήταν στον χορό απόψε ήταν παντρεμένες, οπότε ο Τζέιμς θα αντιδρούσε άσχημα. «Ξεπέρασε τα όρια με μία και είναι σαν να τα έχεις ξεπεράσει με όλες» θα μπορούσε να είναι το οικογένειακό τους σύνθημα. Εκτός… όχι, ο τύπος αυτός δεν ήταν ένας από τους συζύγους των Μάλορι που θαύμαζε απλώς τη γυναίκα του από
απόσταση. Ήταν όλοι παρόντες σε διάφορα σημεία της αίθουσας και ήταν εύκολο να τους αναγνωρίσει γιατί φορούσαν μισές μάσκες. «Και για ποια λαίδη Μάλορι πρόκειται;» ρώτησε. «Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε εδώ απόψε και είναι όλες–» «Για την Τζορτζίνα». «Παντρεμένες!» τελείωσε τη φράση της και κράτησε την ανάσα της. Αν έπρεπε να είναι τρελά ερωτευμένος με μία από αυτές, δεν μπορούσε να είχε διαλέξει χειρότερη περίπτωση, δηλαδή τη γυναίκα του Τζέιμς Μάλορι. «Έχω οδυνηρή επίγνωση της δυσάρεστης αυτής αλήθειας», απάντησε εκείνος. «Αλλά έχετε επίγνωση ότι ο σύζυγός της σας σκοτώνει με τα μάτια του εδώ και τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά;» Αυτό τον έκανε να τραβήξει αμέσως το βλέμμα του από την Τζορτζίνα και να το γυρίσει στην Τζούλια. «Δεν μπορεί να ξέρει ότι είμαι εγώ! Δεν είμαι προσκεκλημένος. Δεν έχει ιδέα!» Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Είτε γνωρίζει ποιος είστε είτε όχι, είναι πάντως φανερό ότι έχει ενοχληθεί από το γεγονός ότι κοιτάζετε τόση ώρα τη γυναίκα του». Εκείνος βόγκηξε. «Είμαι νεκρός». Αυτό ακριβώς σκεφτόταν κι εκείνη, αλλά τον ειρωνεύτηκε. «Δεν είχατε προσέξει ότι σας κοίταζε;» «Όταν δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της;» Τον είχε τυφλώσει ο έρωτας; Εξακολουθούσε να τον λυπάται λίγο, όμως ασφαλώς λιγότερο από πριν γιατί γνώριζε το ζευγάρι και πόσο ευτυχισμένοι ήταν μαζί. Και ήταν φίλοι της. Αυτός ο τύπος δεν ήταν. Έτσι, είπε: «Θα πρέπει να φύγετε». «Δεν θα ωφελήσει. Θα με κυνηγήσει – εκτός αν νομίζει ότι έκανε λάθος. Μπορείτε να βοηθήσετε σε αυτό. Είστε διατεθειμένη να μου σώσετε τη ζωή;» «Θέλετε να τον κάνετε να πιστέψει ότι είστε μαζί μου;» «Ακριβώς». «Θα μπορούσαμε να χορέψουμε φαντάζομαι». «Ευχαριστώ, αλλά αυτό δεν φτάνει. Πρέπει να νομίζει ότι είστε η μόνη γυναίκα στη ζωή μου, ίσως μάλιστα παντρεμένη μαζί μου. Και τα παντρεμένα ζευγάρια φιλιούνται–» «Α, για ένα λεπτό», αντέδρασε εκείνη. «Δεν είμαι διατεθειμένη να φτάσω μέχρι εκεί όταν δεν σας γνωρίζω–»
«Σας παρακαλώ, σερί», την έκοψε πάλι με έναν τόσο χαριτωμένο τρόπο. Τα ξαφνικά γαλλικά την μπέρδεψαν. Μιλούσε τόσο καθαρά αγγλικά που ποτέ δεν θα μάντευε ότι ήταν Γάλλος. Η προφορά του έγινε πιο έντονα γαλλική καθώς συνέχιζε: «Αν φύγω χωρίς να δείξω καθαρά ότι ενδιαφέρομαι για κάποια άλλη, θα ψάξει να με βρει. Υποσχέθηκε ότι θα κάνει αυτό ακριβώς αν ξαναπλησιάσω ποτέ τη γυναίκα του». «Τότε δεν έπρεπε να έχετε έρθει εδώ!» «Το ξέρω». Αναστέναξε πάλι. «Αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ όταν ήθελα τόσο πολύ να τη δω. Δεν έχετε ερωτευτεί ποτέ για να καταλάβετε πώς είναι;» Την έκανε να τον λυπάται πάλι. Φυσικά δεν είχε ιδέα πώς ήταν ο έρωτας αφού ήταν κολλημένη με τον απαίσιο μνηστήρα της σε όλη της τη ζωή, πράγμα που κρατούσε όλους τους άντρες που γνώριζε σε απόσταση. Η αλήθεια ήταν ότι δεν την είχαν καν φιλήσει ποτέ. Ποιος θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο όταν ήταν λογοδοσμένη; Ωστόσο, καθώς αναφέρθηκε το θέμα του φιλιού, η Τζούλια δυσκολευόταν να τραβήξει τα μάτια της από τα χείλη του… «Ω, πολύ καλά! Απλώς κάντε το γρήγορα», και ευχήθηκε να μην το μετάνιωνε. «Δεν θέλω να το προσέξει κανείς άλλος εκτός από τον Τζέιμς».
Κεφάλαιο Οκτώ Αν δεν ήταν το πρώτο της φιλί, η Τζούλια δεν θα είχε ποτέ δεχτεί. Αλλά το γεγονός ότι ήταν είκοσι ενός ετών και ποτέ δεν είχε δεχτεί κανένα ρομαντικό φιλί ήταν πολύ ισχυρό κίνητρο. Δεν επρόκειτο απλώς για μια φευγαλέα περιέργεια. Επρόκειτο για μια ισχυρή επιθυμία να μάθει, την οποία ένιωθε από τότε που ήταν δεκατεσσάρων ετών. Τότε που οι περισσότερες φίλες της είχαν δεχτεί το πρώτο τους φιλί και της διηγούνταν πόσο συναρπαστικό ήταν. Αυτό πρόσθετε κι άλλη οργή στη φωτιά της δυσαρέσκειας που της είχε προκαλέσει ο αρραβώνας της. Είχε χάσει τόσα πράγματα καθώς μεγάλωνε εξαιτίας του. Τη συγκίνηση της πρώτης κοσμικής σεζόν. Μα τον Θεό, για έναν ολόκληρο χρόνο οι φίλες της δεν μιλούσαν και δεν χασκογελούσαν για τίποτα άλλο. Τα ρίγη των πρώτων αθώων φλερτ τα βίωναν όλες πριν από την πρώτη τους σεζόν, αλλά η Τζούλια δεν μπορούσε να τα ζήσει. Και κάθε φορά που συνειδητοποιούσε πόσα έχανε εξαιτίας του, πρόσθετε έναν ακόμα λόγο για τον οποίο θα ήθελε να τον πυροβολήσει αν ποτέ γύριζε πίσω. Αλλά το να μην μπορεί να φιληθεί τουλάχιστον μία φορά, μόνο και μόνο για να ξέρει πώς ήταν, ήταν μάλλον αυτό που τη στενοχωρούσε περισσότερο. Και θα μπορούσε να είναι το πιο απλό πράγμα για εκείνη αφού στο κάτω κάτω είχε έναν μνηστήρα. Όμως την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί, εκείνη ήταν δέκα και εκείνος δεκαπέντε, και είχαν συμφωνήσει να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο αν πλησίαζαν τόσο ώστε να μπορούν να το κάνουν. Και αυτά δεν ήταν απλώς κενές απειλές. Απεχθάνονταν ο ένας τον άλλο τόσο ώστε κάθε συνάντησή τους τελείωνε με μια βίαιη διαφωνία. Έτσι είχαν αποφύγει άλλες επισκέψεις μετά από αυτό, και έπειτα εκείνος είχε ευτυχώς εξαφανιστεί δύο χρόνια αργότερα με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται να τον ξαναδεί ποτέ πια στα μάτια της. Αλλά θα ήταν ωραίο να είχε τουλάχιστον ένα ακόμη φιλί για να το συγκρίνει με αυτό εδώ. Τότε μπορεί να μην τη συγκλόνιζε τόσο πολύ. Τη φίλησε αμέσως μόλις δέχτηκε. Εκείνος δεν έβγαλε τη μάσκα του γιατί τίποτε δεν εμπόδιζε τα αισθησιακά χείλη του να αγγίξουν τα δικά της. Ένιωσε
μια στιγμιαία απογοήτευση που δεν θα έβλεπε το υπόλοιπο πρόσωπό του. Το μόνο που είδε ήταν ένα ζευγάρι πράσινα μάτια πριν κλείσει τα δικά της για να απολαύσει πιο ολοκληρωμένα την πρωτόγνωρη εμπειρία να νιώθει τα χείλη κάποιου άλλου να την αγγίζουν. Ήταν πιο συναρπαστικό απ’ όσο μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Το γεγονός ότι ήταν ξένος ίσως να έπαιξε έναν ρόλο σε αυτό. Το γεγονός ότι δεν ήξερε καν πώς ήταν το πρόσωπό του έπαιξε επίσης ρόλο. Μπορούσε να τον φανταστεί όπως ήθελε, ότι ήταν ο πιο ωραίος άντρας – ε, τότε θα έπρεπε να είναι αντίγραφο του Τζέρεμι Μάλορι αφού εκείνος ήταν ο πιο ωραίος άντρας που είχε δει ποτέ, αλλά δεν ήταν ελεύθερος... ή του θείου του, του Άντονι… ή, ένα λεπτό, ήταν και ο ξάδελφός του ο Ντέρεκ, ω, διάβολε, ήταν όλοι παντρεμένοι. Άλλωστε, δεν είχε σημασία πώς ακριβώς ήταν, όχι αυτή τη θεϊκή στιγμή που θα ανακάλυπτε κάτι που περίμενε τόσο καιρό. Αλλά εκείνος δεν τη φίλησε σαν κάποιος που ήταν ερωτευμένος με μια άλλη γυναίκα. Έμοιαζε εξίσου απορροφημένος από το φιλί τους αυτό. Είχε γλιστρήσει το ένα χέρι του γύρω από τους ώμους της και το άλλο γύρω από τη μέση της και την είχε τραβήξει σταθερά πιο κοντά του μέχρι που δεν υπήρχε πια χώρος ανάμεσά τους για τίποτα που να θυμίζει αγνή αγκαλιά, το αντίθετο μάλιστα. Αλλά παρίστανε ότι ήταν ένα φιλί ανάμεσα σε ένα παντρεμένο ζευγάρι, οπότε έπρεπε να θυμάται ότι προφανώς δεν τον είχε παρασύρει η στιγμή, ότι δεν σήμαινε τίποτα περισσότερο για εκείνον πέρα από μια φάρσα για να ξεγελάσει τον Τζέιμς Μάλορι. Ωστόσο, ήταν τόσο πραγματικό και τόσο συναρπαστικό για εκείνη. Ποιος να το φανταζόταν ότι ένα φιλί ήταν πολύ περισσότερα από ένα απλό άγγιγμα των χειλιών; Ήταν η αγκαλιά, η συναρπαστική αίσθηση να έχει τα χέρια του γύρω της, να πιέζεται πάνω σε ένα τόσο σκληρό ανδρικό στέρνο. Οι τριχούλες στο πάνω χείλος του τη γαργάλησαν ευχάριστα. Η γλώσσα του προσπάθησε και απέτυχε να κάνει τα χείλη της να ανοίξουν γιατί δεν ήξερε ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μέρος ενός φιλιού. Ένιωσε μια υπέροχη αίσθηση στην κοιλιά της, τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν αναγκάζοντάς τη να κρατηθεί από πάνω του. «Είσαι πολύ καλή που το κάνεις αυτό. Ένα ή δύο λεπτά ακόμα και είμαστε εντάξει». Το ψιθύρισε αυτό μέσα από τα δόντια του πριν συνεχίσει να τη φιλάει. Όμως η υπενθύμιση ότι αυτό το πρώτο της φιλί δεν ήταν αληθινό, αλλά μόνο μια επίδειξη για κάποιον άλλο, και ειδικά όταν αυτός ο άλλος ήταν
ερωτευμένος με μια παντρεμένη γυναίκα, ήταν σαν ψυχρολουσία για εκείνη. Τόσο ώστε η ευχάριστη παραζάλη που ένιωθε διαλύθηκε πριν καν εκείνος κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, βάζοντας τέλος στη στιγμή αυτή της οικειότητας ανάμεσά τους. «Λίγο αργά, το ξέρω», είπε με έναν παράξενο τόνο ενώ τα χείλη του σχημάτιζαν μισό χαμόγελο, «αλλά να μου επιτρέψεις να σου συστηθώ. Είμαι ο Ζαν Πολ και σου είμαι υπόχρεος». Το χαμόγελό του της έκοψε την ανάσα. Είχε μόλις γευτεί αυτά τα χείλη! Έβρισκε το στόμα του πολύ συναρπαστικό τώρα, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από αυτό. «Εξακολουθεί να κοιτάζει ο Μάλορι προς τα εδώ;» Αναγκάστηκε να πάρει μερικές βαθιές ανάσες για να συγκεντρωθεί σε αυτό που έλεγε ο Ζαν Πολ. «Δεν πρέπει να κοιτάξω», είπε. «Δεν είναι χαζός. Θα καταλάβει ότι μιλάμε για εκείνον». «Σωστά». «Με λένε Τζούλια». Άκουσε τη συστολή στον τόνο της και έμεινε έκπληκτος. Ντροπαλή; Δεν ήταν ποτέ ντροπαλή. Ο άντρας αυτός είχε πολύ ασυνήθιστη επίδραση πάνω της. Μόνο και μόνο επειδή είχε μοιραστεί μαζί του το πρώτο της φιλί; «Πολύ ωραίο όνομα και στις δύο πλευρές του ωκεανού», απάντησε εκείνος. «Σε ποια μέρη στην άλλη πλευρά έχεις πάει;» «Έχω έρθει επίσκεψη στην Αγγλία με φίλους». Εκείνη κατάλαβε ότι δεν είχε απαντήσει στην ερώτησή της, αν και αυτό μπορεί να μην ήταν ηθελημένο. «Οπότε δεν ζεις εδώ;» «Όχι». «Αλλά ακούγεσαι τελείως Άγγλος». «Προσπαθώ, σερί». «Ω!» Ντράπηκε που είχε ξεχάσει τόσο γρήγορα την προφορά που εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν από τον λόγο του. Αλλά θέλησε να το διευκρινίσει για την περίπτωση που ήταν ένας Άγγλος ο οποίος είχε μεγαλώσει στη Γαλλία. «Δηλαδή είσαι Γάλλος;» ρώτησε. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που το παρατήρησες». Τώρα, αυτό που είχε πει ήταν μάλλον παράξενο. Σκέφτηκε όμως ότι παρόλο που έδειχνε να κατέχει την αγγλική γλώσσα, μερικές φορές μπορεί να μην έβρισκε τις σωστές λέξεις, οπότε ίσως γι’ αυτό να υπήρχε κάποια σύγχυση. Τώρα που τον είχε βοηθήσει ό,τι κι αν σήμαινε αυτό, ήξερε ότι έπρεπε να
τον αφήσει και να γυρίσει στην Κάρολ, αλλά διαπίστωσε ότι δεν ήθελε να τον αποχαιρετήσει. Συνειδητοποίησε καθυστερημένα ότι μάλλον δεν τον είχε βοηθήσει όσο εκείνος ήλπιζε. Σκεφτόταν μόνο τον εαυτό της και όχι εκείνον όταν του επέτρεψε να τη φιλήσει. Έπρεπε να τον προειδοποιήσει. Αυτό ήταν το σωστό. «Το φιλί αυτό μπορεί να μην ξεγέλασε τον Τζέιμς, μιας που με ξέρει». «Θεέ μου, έπρεπε να σε είχα ρωτήσει αν είσαι παντρεμένη». Αυτό είχε καταλάβει από την προειδοποίησή της; Σήκωσε επιτιμητικά το φρύδι της. «Ο γάμος δεν φαίνεται να σε αποτρέπει». «Μακάρι να μην ήταν έτσι, σερί. Είναι οδυνηρό να αγαπάς κάποια που ξέρεις ότι δεν μπορείς να έχεις». Ο αναστεναγμός του επιβεβαίωσε τα λόγια του και την έκανε να τον λυπηθεί πάλι. Μάντεψε ότι μάλλον θα είχε κοκκινίσει, παρόλο που το κάτω μισό του προσώπου του, ακόμα και ο λαιμός του, ήταν πολύ ηλιοκαμένα για να είναι σίγουρη. Για την περίπτωση που είχε δίκιο, παραδέχτηκε: «Τελικά όμως δεν είμαι παντρεμένη». «Αλλά θα πρέπει να έχεις θαυμαστές που σε φλερτάρουν». «Όχι, στην πραγματικότητα–» «Τώρα έχεις». Εκείνη δεν μπορούσε παρά να γελάσει. Ήταν δυνατόν να τη φλερτάρει. Είχε αποκτήσει κάποια μικρή εμπειρία στο φλερτ μετά τα δέκατα όγδοα γενέθλιά της, αν και όχι σε τέτοιου είδους αθώα κομπλιμέντα, όπου ήξερε ότι ο άντρας δεν τα εννοούσε και τόσο σοβαρά. Είχε συναντήσει μερικούς άντρες κατώτατης ηθικής οι οποίοι, γνωρίζοντας τις παράξενες συνθήκες της ζωής της, είχαν προσπαθήσει να την παρασύρουν σε ανήθικες σχέσεις. Παρόλο που ντρεπόταν να το παραδεχτεί, είχε μπει στον πειρασμό! Αλλά αυτό πριν ανακαλύψει ότι μπορούσε να υπάρχει ένα τέλος στη φρικτή κατάστασή της. Και άλλωστε, δεν είχε μπει σε τόσο μεγάλο πειρασμό. Αλλά ο Ζαν Πολ ήταν γοητευτικός όταν δεν αναστέναζε για τη ραγισμένη του καρδιά, κι έτσι συνέχισε το παιχνίδι λέγοντας με πονηρό ύφος: «Πρέπει να σου θυμίσω ότι είσαι ερωτευμένος με άλλη;» Χάιδεψε το μάγουλό της με την άκρη του δαχτύλου του. «Εσύ μπορεί να με κάνεις να την ξεχάσω. Θα ήθελες να προσπαθήσεις;» Το να τον πάρει από μια άλλη γυναίκα δεν ακουγόταν πολύ ωραίο, αλλά η εν λόγω γυναίκα δεν ήταν δική του, ήταν ήδη παντρεμένη. Στην περίπτωση
αυτή, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί μια καλή πράξη; Να τον βοηθήσει να επουλώσει τη ραγισμένη του καρδιά; Ξαφνικά η Τζούλια κατάλαβε ότι το είχε παρακάνει. Τι στο καλό σκεφτόταν; Μόνο και μόνο επειδή εκείνος ακουγόταν ξαφνικά σαν να το εννοούσε, είχε αρχίσει κι εκείνη να το σκέφτεται; Η αλήθεια ήταν πως θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό. Δεν μπορούσε να το αρνηθεί αυτό. Αλλά δεν ήθελε πραγματικά να ενθαρρύνει τη σχέση με κάποιον ο οποίος φαινόταν πως δεν θα έμενε για πολύ στην Αγγλία. Αυτό θα μπορούσε να τη βάλει στην ίδια κατάσταση στην οποία βρισκόταν εκείνος – να θέλει κάποιον που δεν μπορούσε να έχει. Πριν προλάβει να αλλάξει γνώμη, βιάστηκε να πει: «Πρέπει να γυρίσω στους φίλους μου και εσύ πρέπει να φύγεις, διαφορετικά όλη η προσπάθεια που κάναμε να σε γλιτώσουμε από το δολοφονικό βλέμμα του Τζέιμς θα έχει πάει χαμένη». «Καλή συμβουλή, σερί. Εις το–» Η Τζούλια δεν έμεινε για να ακούσει τον υπόλοιπο αποχαιρετισμό του και άρχισε να ανοίγει δρόμο γρήγορα μέσα από το πλήθος. Πριν φτάσει στην Κάρολ, έριξε μια ακόμα ματιά στον Τζέιμς Μάλορι και είδε ότι είχε στρέψει πάλι όλη του την προσοχή στη γυναίκα του. Επομένως, το κόλπο μπορεί να είχε πιάσει τελικά.
Κεφάλαιο Εννέα Τι απογοήτευση! Αν και δεν είναι απολύτως αδιέξοδο, έτσι; Η Τζούλια δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τα λόγια της Κάρολ. Όταν είχε φτάσει κοντά στη φίλη της, η Κάρολ είχε ρωτήσει: «Λοιπόν, ποιος είναι;» «Ποιος;» «Ποιος άλλος είχε την αμέριστη προσοχή σου για τόση ώρα;» Η Τζούλια κοκκίνισε και η Κάρολ γέλασε. «Αυτό είναι τόσο συναρπαστικό! Σχεδόν αισθάνομαι σαν να κάνω πάλι το ντεμπούτο μου ως γυναίκα τώρα που επιτέλους το κάνεις εσύ». «Δεν–» «Και βέβαια το κάνεις. Απλώς και μόνο επειδή κανείς άλλος δεν το ξέρει ακόμα, δεν σημαίνει ότι δεν έχει αρχίσει για σένα. Το βασικό είναι ότι αναζητάς το ιδανικό ταίρι για να περάσεις μαζί του την υπόλοιπη ζωή σου. Και είπες ότι ψάχνεις, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Πήγα να σε βρω αλλά όταν σε είδα τόσο απορροφημένη από τη συζήτηση με εκείνον τον ψηλό τύπο, δεν ήθελα να διακόψω. Ποιος είναι λοιπόν; Με τη μάσκα που φορούσε, δεν μπορούσα να μαντέψω». «Έχει έρθει επίσκεψη στην Αγγλία». «Είναι ξένος; Κρίμα, αυτό δεν είναι και τόσο ωραίο –θα καταρρακωνόμουν αν έφευγες από την Αγγλία–, αλλά πολλοί ξένοι έχουν εγκατασταθεί στην ωραία μας χώρα». Αυτό ήταν αλήθεια. Η Τζούλια είχε υψώσει τεράστια εμπόδια στο μυαλό της χωρίς να το έχει σκεφτεί καλά καλά. Όμως το γεγονός ότι εκείνη και ο Ζαν Πολ ζούσαν σε δύο διαφορετικές χώρες δεν σήμαινε τίποτα όταν οι χώρες αυτές γειτόνευαν. Και η ίδια είχε πάει στη Γαλλία για δουλειές. Ήξερε πόσο λίγος χρόνος χρειαζόταν για να διασχίσει κανείς τη Μάγχη. Μα ήταν πιο δύσκολο να πάει στη Βόρεια Αγγλία για να συζητήσει με τους διαχειριστές της εκεί παρά να επισκεφθεί τη Γαλλία. Οπότε αυτό τουλάχιστον δεν ήταν καλός
λόγος για να μην ξαναδεί τον συγκεκριμένο άντρα. Αλλά δεν το είπε στη φίλη της. «Βιάζεσαι λιγάκι, δεν νομίζεις;» την πείραξε. «Ανοησίες, πρέπει να τα σκεφτούμε όλα, ξέρεις, αν πρόκειται να διαλέξουμε σύζυγο για σένα και οπωσδήποτε είναι σημαντικό πού θα θέλει να μείνετε. Ωστόσο δεν θα βρεις πολλούς άντρες με τόσα λεφτά όσα έχεις εσύ, οπότε είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσες να πείσεις τον αγαπημένο σου να μείνει εκεί που θέλεις. Θα μπορούσες να το βάλεις και στο γαμήλιο συμβόλαιο». Η Τζούλια γέλασε. Δεν συνήθιζε να σκέφτεται τόσο μακριά, όχι σε ό,τι αφορούσε τους άντρες και σίγουρα όχι μετά την πρώτη συνάντηση με κάποιον. «Πραγματικά», παραδέχτηκε με μισό χαμόγελο, «η Γαλλία δεν είναι και τόσο μακριά». «Ω, Θεέ μου! Είναι Γάλλος; Όχι βέβαια, είναι μόνο ένα βήμα από εδώ, όπως θα έλεγε και ο Χάρι. Ξέρεις, έχω γνωρίσει κάποιους Γάλλους τώρα τελευταία, οπότε ίσως να τον ξέρω». «Το όνομά του είναι Ζαν Πολ». Η Κάρολ συνοφρυώθηκε και μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, αυτό δεν ακούγεται καθόλου οικείο. Αλλά η σημαντική ερώτηση είναι αν σε ενδιαφέρει. Θέλεις να τον ξαναδείς;» Ο ενθουσιασμός που υπήρχε στην ατμόσφαιρα μειώθηκε ξαφνικά όταν η Τζούλια παραδέχτηκε: «Είναι γοητευτικός, ενδιαφέρων και η επαφή μας με άγγιξε, αλλά φοβάμαι ότι είναι λογοδοσμένος, ή τουλάχιστον είναι ερωτευμένος με κάποια άλλη, παρότι εκείνη είναι παντρεμένη». «Τι απογοήτευση! Αν και δεν είναι απολύτως αδιέξοδο, έτσι;» «Όχι βέβαια», και έχοντας αυτό κατά νου, η Τζούλια πήγε να τον βρει λίγο αργότερα. Αλλά φαίνεται πως είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της. Είχε εξαφανιστεί. Συνειδητοποιώντας ότι προφανώς δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ, ένιωσε μια παράξενη αίσθηση απώλειας. Πράγμα που ήταν χαζό. Δεν ήξερε καλά καλά πώς ήταν το πρόσωπό του, παρότι το μισό που φαινόταν υποδήλωνε ότι ήταν ωραίος. Ναι, ένιωθε έλξη για εκείνον. Γινόταν διασκεδαστικός όταν δεν τον έριχνε η απογοήτευση. Την είχε κάνει να γελάσει. Την είχε κάνει να ανατριχιάσει με το άγγιγμα των χειλιών του. Και της είχε κόψει την ανάσα – πόσο καιρό περίμενε κάτι τέτοιο να συμβεί! Αλλά δεν ήταν πραγματικά διαθέσιμος κι εκείνη δεν είχε ιδέα πώς να κερδίσει έναν άντρα που τον είχε ήδη κερδίσει μια άλλη! Προσπάθησε να τον βγάλει από το μυαλό της. Αρκετοί είχαν φύγει πολύ
πριν τη στιγμή που θα έβγαζαν τις μάσκες, και πολλοί άλλοι έφυγαν ακριβώς πριν από αυτό. Αλλά έφυγαν τόσοι ώστε οι υπόλοιποι είχαν αρκετό χώρο να χορέψουν και η Τζούλια σταμάτησε πια να αρνείται όταν τη ζητούσαν σε χορό. Είχε έτσι την ευκαιρία να φλερτάρει σύντομα με έναν νεαρό ο οποίος δεν ήξερε την κατάστασή της, κι εκείνη ομολόγησε ότι ήταν αρραβωνιασμένη, πράγμα που διέκοψε απότομα τις προσπάθειές του. Δεν ήξερε καν γιατί το είχε κάνει αυτό. Ήξερε μόνο ότι όλο το κέφι που είχε νωρίτερα, είχε εξαφανιστεί. Καθώς η νύχτα προχωρούσε, η διάθεσή της δεν βελτιωνόταν. Έγινε σχεδόν το ίδιο μελαγχολική με τον Ζαν Πολ. Έτσι χάρηκε όταν έφτασε η ώρα να γυρίσει σπίτι της. Καθώς γλιστρούσε στο κρεβάτι της εκείνο το βράδυ, συνειδητοποίησε απότομα πόσο παράξενη ήταν η κατάστασή της. Βρισκόταν επιτέλους πολύ κοντά στην απελευθέρωση, κόντευε να γίνει διαθέσιμη, να κάνει το επίσημο ντεμπούτο της στην κοινωνία, να «βγάλει τον εαυτό της στο νυφοπάζαρο», κατά την προσφιλή έκφραση της αριστοκρατίας. Θα έπρεπε να είναι η πιο συναρπαστική περίοδος της ζωής της, και ήταν. Μέχρι απόψε. Μέχρι που ένιωσε συναισθήματα που ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει. Και ίσως ήταν αυτό ακριβώς. Αυτό που την είχε κάνει να νιώσει ο Ζαν Πολ ήταν αυτό που πάντα φανταζόταν ότι θα ένιωθε όταν έβρισκε τον ιδανικό σύντροφο. Για ποιον άλλο λόγο θα ήταν τόσο γεμάτη από εκείνον μετά από μια μόνο συνάντηση; Το κακό ήταν πως ήξερε ότι δεν θα επακολουθούσαν άλλες συναντήσεις. Είχε φύγει πριν του πει πώς θα μπορούσε να τη βρει – αν ήθελε να προσπαθήσει. Και ήταν Γάλλος. Κανείς δεν τον ήξερε, ή τουλάχιστον η Κάρολ δεν τον ήξερε και γι’ αυτό αμφέβαλλε αν τον ήξερε κανείς άλλος. Δεν ήταν καν προσκεκλημένος στον χορό. Οπότε δεν είχε κανέναν τρόπο να τον βρει, ακόμα κι αν το ήθελε. Το ήθελε; Αλλά υπήρχαν δύο άτομα που τον γνώριζαν. Εκείνη που αγαπούσε και εκείνος που ήθελε να τον σκοτώσει για τον λόγο αυτόν. Όμως θα ήταν πολύ αγενές να τους ρωτήσει, έτσι δεν είναι;
Κεφάλαιο Δέκα «Τι στο καλό;» φώναξε ο Ορ ενώ έτρεχε να βοηθήσει τον υπάλληλο του ξενοδοχείου να μεταφέρει τον Ρίτσαρντ στο δωμάτιό τους. Η πόρτα που άνοιξε απότομα δεν τον είχε ξαφνιάσει. Η εικόνα του Ρίτσαρντ όμως τον είχε ξαφνιάσει και πολύ μάλιστα. Ο νεαρός υπάλληλος, που ήταν σχεδόν παιδί, δυσκολευόταν να μεταφέρει το βάρος του Ρίτσαρντ. «Τον βρήκα ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο έξω από το ξενοδοχείο», εξήγησε ο νεαρός καθώς ο Ορ ανέλαβε δράση και μετέφερε εύκολα τον Ρίτσαρντ στο κρεβάτι του. «Ο αμαξάς δεν ήθελε να βοηθήσει άλλο», μουρμούρισε ο Ρίτσαρντ. «Είχε θυμώσει που λέρωσα με αίμα τα καθίσματά του». Συνοφρυωμένος ο Ορ του έδωσε ένα νόμισμα για τη βοήθειά του και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Άναψε άλλη μια λάμπα πριν πλησιάσει πάλι το κρεβάτι. Η σιωπή έσπρωξε τον Ρίτσαρντ να ρωτήσει: «Είμαι τόσο χάλια;» «Τι σε πάτησε;» είπε μόνο ο Ορ. Ο Ρίτσαρντ ήταν κουλουριασμένος στο πλάι και κρατούσε τα πλευρά του. Δεν μπορούσε να φανταστεί πόσα ήταν σπασμένα αλλά θα πρέπει να ήταν αρκετά. Κάθε ανάσα τον πονούσε αφάνταστα. Όμως καταλάβαινε πως ήταν τυχερός που ήταν ακόμα ζωντανός. Και να σκεφτεί κανείς ότι παραλίγο να τη γλιτώσει! Ετοιμαζόταν να πηδήξει πάνω από τον ίδιο εκείνον τοίχο στον οποίο είχε σκαρφαλώσει νωρίτερα για να μπει στον χορό, όταν ένα χέρι τον γύρισε από την άλλη μεριά και μια γροθιά προσγειώθηκε στο στομάχι του. Διπλώθηκε στα δύο και καθώς αγωνιζόταν να πάρει ανάσα, ψέλλισε: «Γιατί το έκανες αυτό;» «Πραγματικά χρειάζεται να ρωτήσεις;» Δεν είχε δει ποιος τον είχε χτυπήσει αλλά μπορούσε να φανταστεί. Και η ξερή αυτή φωνή το επιβεβαίωσε. Από τότε που είχε πηδήξει πάνω από έναν άλλο τοίχο, τον φράχτη του κήπου της Τζορτζίνα αφού εκείνη τον είχε χαστουκίσει, εκείνος είχε γυρίσει και είχε αντιληφθεί ότι ο άντρας της είχε δει
το περιστατικό, γνωρίζοντας πια ότι θα ερχόταν κάποτε η μέρα αυτή. Αλλά έπρεπε να το ρισκάρει, την ήθελε τόσο πολύ! Και τώρα έπρεπε να το πληρώσει. Ήταν δικό του λάθος που είχε αφήσει την τελευταία συνάντησή του με τον Μάλορι να τον ξεγελάσει και να νομίζει ότι δεν θα τον σκότωνε. Ο Τζέιμς είχε πάει στην Καραϊβική για να βοηθήσει την Γκάμπι να σώσει τον πατέρα της κι έτσι είχε αγνοήσει πλήρως την παρουσία του Ρίτσαρντ. Έτσι δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στην προειδοποίηση του Τζέιμς ότι θα τον χτυπούσε αν πλησίαζε ποτέ ξανά τη γυναίκα του. Απόψε προσπάθησε να πει στον Τζέιμς: «Έφευγα–» «Άργησες». Το δεύτερο χτύπημα τον βρήκε στο μάγουλο και τον έριξε ανάσκελα. Με την άκρη του ματιού του είδε ότι τουλάχιστον οι μισοί άντρες που στέκονταν στη βεράντα και στον μικρό κήπο είχαν τρέξει να πηδήξουν πάνω από τον τοίχο προφανώς νομίζοντας ότι ο θείος της λαίδης Ρετζίνα είχε επιλεγεί για να διώξει όλους εκείνους που είχαν έρθει ακάλεστοι. «Φτάνει», είπε ο Ρίτσαρντ ενώ σηκωνόταν όρθιος. «Έδωσες το μήνυμά σου». Η λεπτή πορσελάνη της μάσκας του είχε σπάσει τελείως με το τελευταίο αυτό χτύπημα και τα μικρά κομμάτια είχαν πέσει γύρω από τα πόδια του. Καθώς η μάσκα θρυμματίστηκε πάνω στο μάγουλό του, ένιωσε μια σουβλιά στο πρόσωπο μαζί με τον έντονο πόνο στο στομάχι του εκεί που τον είχε χτυπήσει ο Τζέιμς, αλλά σε λίγο το μάγουλό του μούδιασε. Όρθιος πάλι κοίταξε καταπρόσωπο τον Τζέιμς Μάλορι και πήρε λίγο κουράγιο. Ο τύπος δεν φαινόταν θυμωμένος. Φαινόταν σχεδόν βαριεστημένος, τόσο ανέκφραστος ήταν. Έτσι ένιωσε το στομάχι του να ανακατεύεται από τον φόβο όταν ο Τζέιμς είπε: «Μόλις αρχίσαμε». Αν ο τύπος δεν ήταν τόσο κτηνώδης, ίσως ο Ρίτσαρντ να κατάφερνε να τον αντιμετωπίσει. Ο Ορ του είχε διδάξει κάποιες ασυνήθιστες ασιατικές κινήσεις που τον είχαν βοηθήσει να φεύγει χωρίς ούτε μια γρατζουνιά από όλους τους καβγάδες στους οποίους έμπλεκε το πλήρωμα στις διάφορες ταβέρνες των λιμανιών. Σήμερα είχε αμυνθεί σωστά αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αυτός ο συγκεκριμένος Μάλορι ήταν ασταμάτητος. Η Γκάμπριελ του το είχε εξηγήσει αυτό όταν του είχε μεταφέρει την προειδοποίηση του Τζέιμς ότι θα τον σκότωνε αν τον ξανάβλεπε ποτέ μπροστά του. Ο τύπος ήταν τρομερά καλός στην πυγμαχία. Δεν τον είχαν ποτέ, ποτέ νικήσει, του είχε πει. Αλλά βέβαια
αρκούσε να ρίξεις μια ματιά στον Μάλορι για να το μαντέψεις – το στέρνο του ήταν τόσο μυώδες και οι γροθιές του ήταν σαν βαριοπούλες. Ήταν τρομερή τιμωρία για την παραβίαση του Ρίτσαρντ, το χειρότερο ξύλο που είχε φάει στη ζωή του. Ο Τζέιμς δεν σταμάτησε μέχρι που ο Ρίτσαρντ έχασε τις αισθήσεις του. Μακάρι να είχε λιποθυμήσει νωρίτερα. Οι περισσότεροι από τους άντρες που είχαν πηδήξει από τον τοίχο είχαν μείνει να παρακολουθήσουν την παράσταση νιώθοντας ασφάλεια με την απόσταση ανάμεσα σε εκείνους και στον Μάλορι. Όταν ο Τζέιμς επέστρεψε στην αίθουσα χορού, κάποιοι είχαν λυπηθεί τόσο τον Ρίτσαρντ ώστε τον είχαν βοηθήσει να φύγει από τον κήπο και να μπει σε μια περαστική άμαξα. «Λοιπόν;» επέμεινε ο Ορ. «Τι σε πάτησε;» «Ο Μάλορι», μουρμούρισε ο Ρίτσαρντ. «Τότε θα χρειαστείς γιατρό». Ο Ορ πήγε γρήγορα στην πόρτα για να φωνάξει τον νεαρό υπάλληλο πριν εξαφανιστεί στις σκάλες, αλλά ο τύπος είχε κάνει την ίδια σκέψη. Ο Ορ άνοιξε βιαστικά την πόρτα και τον βρήκε έτοιμο να χτυπήσει. «Σκέφτηκα ότι ο φίλος σας μπορεί να χρειάζεται–» «Έναν γιατρό, ναι, ευχαριστώ πολύ». Ο Ορ έδωσε στον νεαρό άλλο ένα νόμισμα. «Αμέσως, κύριε». Ο Ορ έκλεισε την πόρτα με ένα χαχανητό. Ο Ρίτσαρντ ήξερε ότι διασκέδαζε τρομερά τον φίλο του να τον αποκαλούν «κύριο», μια προσφώνηση που δεν ταίριαζε καθόλου σε έναν πειρατή. Συνήθως έμεναν σε κάποιο δωμάτιο πάνω από ένα καπηλειό, εκτός κι αν βρίσκονταν στο Σεντ Κιτς όπου τους φιλοξενούσαν πάντα στο σπίτι του Νέιθαν. Αλλά το ξενοδοχείο αυτό ήταν στην καλύτερη πλευρά της πόλης, στο Μέιφερ, μια περιοχή του Λονδίνου που είχε αναπτυχθεί για πολυτελείς κατοικίες κυρίως της πανίσχυρης οικογένειας Γκρόσβενορ τον δέκατο έβδομο αιώνα. Η περιοχή περιελάμβανε στα βόρεια αρκετά τεράστια οικοδομικά τετράγωνα, μεταξύ των οποίων και την πλατεία Μπέρκλεϊ όπου ζούσε η Τζορτζίνα. Το ξενοδοχείο τους ήταν μια από τις πολυτελείς αυτές κατοικίες και ήταν το πρώτο μέρος στο οποίο είχε κανείς αποκαλέσει ποτέ τον Ορ «κύριο». Όταν ο Ορ γύρισε δίπλα στο κρεβάτι για να κοιτάξει τον Ρίτσαρντ, είπε: «Άσε με να μαντέψω. Πήγες στο πάρτι της, έτσι;» «Ήταν χορός και μάλιστα μεταμφιεσμένων. Δεν έπρεπε να με έχει
προσέξει». «Τότε πώς έγινε και σε πρόσεξε; Όχι, άσε με να μαντέψω πάλι. Έκανες κάποια βλακεία, σωστά; Δεν μπορούσες απλώς να της ρίξεις μια ματιά και να φύγεις, ε;» Ο Ρίτσαρντ μπορεί να έκανε έναν μορφασμό. Δεν ήταν σίγουρος γιατί το πρόσωπό του ήταν πολύ μουδιασμένο. «Δεν νομίζω πως ήξερε ότι ήμουν εγώ στην αρχή, απλώς με έπιασε να την κοιτάζω πολλή ώρα». «Μην αυταπατάσαι. Η Γκάμπι ήταν εκεί, οπότε σίγουρα το μυαλό του πήγε αμέσως σε σένα. Και τι είναι αυτό που είναι κολλημένο στο μάγουλό σου;» «Προφανώς κομματάκια πορσελάνης. Έσπασε τη μάσκα που φορούσα όταν με χτύπησε στο πρόσωπο». «Δεν σου έβγαλε τη μάσκα;» «Είμαι σίγουρος ότι δεν τον ένοιαξε καθόλου». «Το πρόσωπό σου είναι γεμάτο αίματα. Να εύχεσαι να μην σου αφήσει σημάδι. Αλλά έχεις περισσότερο αίμα πάνω σου απ’ όσο δικαιολογούν μερικές γροθιές. Είχε μαχαίρι; Μου φαίνεται λίγο απίθανο να–» «Όχι, οι γροθιές του έφταναν. Τα αίματα πρέπει να είναι από τη μύτη μου όταν έσπασε. Έτρεξε πολύ αίμα. Αυτό το έχω ξαναπάθει και δεν με απασχολεί και τόσο. Ανησυχώ περισσότερο για τα πλευρά μου. Νιώθω σαν να έχουν σπάσει τουλάχιστον ένα ή δύο». Ο Ορ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του. «Άσε με να ρίξω μια ματιά». «Όχι! Μη με κουνήσεις. Στη στάση αυτή καταφέρνω να αναπνέω». «Θα ξεκουμπώσω μόνο το πουκάμισό σου. Μην κάνεις σαν κοριτσάκι», τον αποπήρε ο Ορ, αλλά αφού το έκανε, πρόσθεσε, «υποθέτω ότι επιτρέπεται να κάνεις λίγο σαν κοριτσάκι μετά από όλα αυτά. Διάβολε, Ριτς, είσαι ένα μάτσο χάλια». «Εξέχουν τίποτα κόκαλα;» ρώτησε ο Ρίτσαρντ έντρομος. «Όχι απ’ όσο βλέπω από πάνω, αλλά δεν θέλω να σου βγάλω το γιλέκο και το πουκάμισο για να δω τα υπόλοιπα. Θα αφήσω τον γιατρό να το κάνει». «Έχουμε κανένα μπουκάλι φτηνό οινόπνευμα;» «Δεν ταξιδεύω ποτέ χωρίς μερικά. Και καλή ιδέα. Αν αυτά τα κόκαλα έχουν σπάσει, ο γιατρός θα πρέπει να τα ξαναβάλει στη θέση τους πριν σε δέσει. Καλύτερα να μην αισθάνεσαι τίποτα τότε». Ο Ρίτσαρντ βόγκηξε. Δεν πίστευε ότι θα άντεχε περισσότερο πόνο από αυτόν που ένιωθε ήδη. «Προφανώς θα χρειαστεί κάμποση ώρα για να βρουν γιατρό μέσα στη
νύχτα. Μην ανησυχείς, προλαβαίνεις να πιεις τόσο που να πέσεις ξερός», τον παρηγόρησε ο Ορ. Πήρε λίγα λεπτά στον Ορ να χώσει αρκετά μαξιλάρια κάτω από το κεφάλι του Ρίτσαρντ ώστε να μη χρειαστεί να αλλάξει στάση και να μπορεί να πιει χωρίς να χύσει το ουίσκι. «Ήσουν τυχερός, ξέρεις», είπε ο Ορ όταν πια ο Ρίτσαρντ είχε κατεβάσει το ένα τρίτο του μπουκαλιού. «Ο Μάλορι μπορούσε να σου έχει χαλάσει τόσο το πρόσωπο που δεν θα αναγνώριζες τον εαυτό σου ούτε όταν θα συνερχόσουν. Και γιατί δεν το έκανε;» «Ασφαλώς σκέφτηκε πως δεν θα πονούσα αρκετά. Και η στρατηγική του ήταν καλή. Με κρατούσε σε μια κατάσταση που θα έπρεπε να αγωνίζομαι συνέχεια για να πάρω ανάσα». «Τι διάβολο; Ξέχασες όλα όσα σου είχα μάθει;» είπε θυμωμένος ο Ορ. Ο Ρίτσαρντ κατέβασε άλλο ένα τρίτο του μπουκαλιού πριν απαντήσει: «Όχι, Ήμουν καλός μαθητής. Κι εσύ ο ίδιος το είχες παραδεχτεί. Δεν προσπάθησα καν να τον χτυπήσω. Ήμουν πολύ απασχολημένος να αμύνομαι. Αλλά δεν έπιασε. Έχεις ξεχάσει πώς είναι;» «Ακόμα και βουνά μπορούν να λυγίσουν, αλλά κατάλαβα τι εννοείς. Ο Μάλορι είναι ο τύπος που πρέπει να χτυπήσεις αμέσως αλλιώς έχασες. Και έπρεπε να είχες μείνει κάτω όταν σε έριξε κάτω». Ο Ρίτσαρντ κάγχασε. «Νομίζεις ότι δεν το προσπάθησα; Με έστηνε όρθιο κάθε φορά». Είχε αρχίσει να μπερδεύει τα λόγια του. «Αλήθεια… συγγνώμη που σε… που σε έκανα έξαλλο πριν. Δεν εννοούσα τίποτα από αυτά που είπα…» «Το κατάλαβα αυτό πολύ αργά. Μέχρι να γυρίσω στο δωμάτιο εσύ είχες φύγει. Αλλά δεν έλειψα τόσο πολύ», πρόσθεσε ο Ορ συνοφρυωμένος. «Τι έκανες; Άρπαξες τα καλά σου και βγήκες τρέχοντας από το δωμάτιο για να ντυθείς κάπου αλλού;» «Αναγκάστηκα. Ήξερα ότι δεν θα έμενες θυμωμένος για πολύ. Ποτέ δεν μένεις». Ο Ορ αναστέναξε. «Πραγματικά δεν πίστευα ότι θα φερόσουν τόσο χαζά για μια γυναίκα που δεν μπορείς να έχεις. Δεν έχεις καμία δυσκολία να τη βγάλεις από το μυαλό σου όταν κοιμάσαι με κάποια άλλη. Δεν έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί συμβαίνει αυτό;» Ο Ρίτσαρντ δεν απάντησε. Είχε ήδη λιποθυμήσει.
Κεφάλαιο Έντεκα Χρειάστηκαν δύο μέρες για να βρει η Τζούλια το κουράγιο να επισκεφθεί το σπίτι των Μάλορι, που βρισκόταν λίγο πιο κάτω από το δικό της, επειδή δεν πήγαινε εκεί απλώς και μόνο για να επισκεφθεί τη φίλη της την Τζορτζίνα. Ήλπιζε να μάθαινε κάτι, οτιδήποτε, σχετικά με τον Ζαν Πολ που θα τη βοηθούσε να τον ξαναδεί. Ήταν μάλλον τολμηρό εκ μέρους της να προσπαθήσει αλλά πώς μπορούσε να μην το κάνει όταν δεν ήταν δυνατό να τον βγάλει από το μυαλό της; Ή την ιδέα ότι θα μπορούσε να είναι ο τέλειος σύντροφος για εκείνη. Πώς μπορούσε να τον αφήσει να χαθεί από τη ζωή της χωρίς να το διαπιστώσει με βεβαιότητα; Αυτό την έπεισε τελικά. Θα μετάνιωνε πάντα αν δεν έκανε καμία προσπάθεια. Δεν επρόκειτο να το αναφέρει στον Τζέιμς φυσικά. Αλλά σκέφτηκε λογικά ότι η Τζορτζίνα μπορεί να μην είχε πρόβλημα να μιλήσει για εκείνον και μπορεί μάλιστα να ένιωθε κολακευμένη που ένας τόσο γοητευτικός νέος άντρας ήταν ερωτευμένος μαζί της. Το σπίτι των Μάλορι δεν βρισκόταν στη συνηθισμένη ήρεμη κατάστασή του, ωστόσο. Είχε ξεχάσει ότι και τα πέντε αδέλφια της Τζορτζίνα είχαν έρθει στο Λονδίνο για τα γενέθλιά της φέτος, και κανένα από τα πέντε δεν είχε επιστρέψει ακόμα στη θάλασσα. Μόνο ο Μπόιντ ζούσε μόνιμα στο Λονδίνο. Παρόλο που ο Γουόρεν και η γυναίκα του, η Έιμι, είχαν ένα σπίτι στην πόλη, βρίσκονταν συνήθως στη θάλασσα τον μισό χρόνο. Όταν τη σύστησαν στα δύο αδέλφια που δεν είχε γνωρίσει μέχρι τότε, τον Κλίντον και τον Τόμας Άντερσον, οι οποίοι εκείνη τη στιγμή έφευγαν, υπέθεσε ότι έμεναν στο σπίτι της αδελφής τους πριν γυρίσουν στην Αμερική. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που σχολίασε όταν τη δέχτηκε η Τζορτζίνα στο σαλόνι της και έγιναν μερικές ακόμα συστάσεις. Εκεί βρίσκονταν δύο από τις νύφες της Τζορτζίνα καθώς και ο Μπόιντ, ο μικρότερος αδελφός της. Η Τζούλια γνώριζε ήδη τη γυναίκα του Μπόιντ, την Κέιτι. Και παρόλο που είχε γνωρίσει τον Ντρου Άντερσον μια φορά πριν από μερικά χρόνια και είχε δει τη νέα γυναίκα του στον χορό, δεν είχε συστηθεί με την Γκάμπριελ μέχρι
τώρα. «Στην πραγματικότητα», είπε η Τζορτζίνα με ένα πονηρό χαμόγελο, «αυτή είναι η πρώτη φορά που κανένας από τους αδελφούς μου δεν μένει μαζί μου. Αλλά βέβαια είναι μια τέλεια ευκαιρία για τον Κλίντον και τον Τόμας να γνωρίσουν τις καινούριες συζύγους της οικογένειας κι έτσι τους φιλοξενεί ο Μπόιντ χάρη στο μεγάλο σπίτι που του βρήκες». «Και ευτυχώς!» είπε ξερά ο Τζέιμς καθώς έμπαινε στο σαλόνι. «Δεν μπορώ να σε ευχαριστήσω αρκετά, Τζούλια, που του νοίκιασες εκείνο το σπίτι το οποίο είναι αρκετά μεγάλο ώστε να χωρούν όλοι. Τώρα, αν σταματούσαν να περνούν και όλες τις ώρες της ημέρας εδώ…» Το κακεντρεχές σχόλιο ήταν συνηθισμένο για τον Τζέιμς όταν επρόκειτο για τους πέντε κουνιάδους του. Ακόμα και η Τζούλια το ήξερε αυτό. Και κανείς εκεί δεν το έπαιρνε σοβαρά. Η Κέιτι Άντερσον, η οποία είχε ανακαλύψει ότι ήταν μια Μάλορι μόλις τον προηγούμενο χρόνο, γέλασε. «Δεν θα απαλλαγείς από μένα τόσο εύκολα, θείε Τζέιμς». «Εσύ και η Γκάμπι αποτελείτε εξαίρεση, γλυκιά μου», είπε ο Τζέιμς καθώς έσκυβε να φιλήσει τα μαλλιά της Κέιτι. Μετά πλησίασε την πολυθρόνα της Τζορτζίνα και κάθισε στο μπράτσο της. «Και αν κάποια από εσάς βρει τα λογικά της, ξέρω σε ποιον να απευθυνθώ για ένα διακριτικό διαζύγιο». Ο Μπόιντ ήταν αρκετά οξύθυμος παλιότερα σύμφωνα με την αδελφή του. Παρόλο που υποτίθεται ότι είχε μαλακώσει με το πέρασμα του χρόνου, δεν ακούστηκε καθόλου ήρεμος όταν είπε: «Το παρατραβάς, Μάλορι». Μετά, γυρίζοντας στην Τζορτζίνα, ρώτησε: «Δεν υποτίθεται ότι θα έπρεπε τουλάχιστον να παριστάνει τον ευγενικό όταν έχετε παρέα;» «Ωραία το έθεσες, Γιάνκη!» Ο Μπόιντ κούνησε το κεφάλι αναγνωρίζοντας τη φιλοφρόνηση από τον Τζέιμς, αλλά η Τζορτζίνα είπε: «Αν εννοείς την Τζούλια, είναι φίλη και γειτόνισσα, και όταν είναι μπροστά φίλοι δεν μαζεύεται καθόλου, οπότε σε παρακαλώ, μην τον ενθαρρύνεις». «Μην τον αποθαρρύνεις, Τζορτζ», είπε ο Τζέιμς. «Έχει αρχίσει επιτέλους να συνηθίζει». Η Τζορτζίνα σήκωσε αποδοκιμαστικά τα μάτια στο ταβάνι. Η Τζούλια χαμογέλασε. Είχε συνηθίσει αυτού του είδους τη συμπεριφορά στο συγκεκριμένο σπιτικό. Ήταν παρούσα όταν ο Τζέιμς είχε αποπάρει βάναυσα τον κουνιάδο του τον Γουόρεν, και κανείς στην οικογένειά τους δεν
είχε πει το παραμικρό, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Γουόρεν. Αλλά ο Τζέιμς δεν τα έβαζε μόνο με τους άντρες των Άντερσον. Αν δεν ήταν κανένας τους παρών, φερόταν εξίσου άσχημα στον ίδιο του τον αδελφό, τον Άντονι. Η ανιψιά τους η Ρετζίνα το είχε εκφράσει πολύ καλά κάποτε όταν είχε πει ότι ήταν πιο ευτυχισμένοι όταν καβγάδιζαν, είτε μεταξύ τους είτε εναντίον ενός κοινού εχθρού. Ασφαλώς δεν ήταν καλή στιγμή για να αρχίσει να ρωτάει για κρυφούς θαυμαστές, σκέφτηκε η Τζούλια, όταν η Τζορτζίνα ήταν περιτριγυρισμένη από την οικογένειά της. Η Τζούλια δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι ήταν απογοητευμένη. Τώρα που είχε βρει το κουράγιο να θίξει το θέμα, θα αναγκαζόταν να φύγει με άδεια χέρια. Ωστόσο, πάνω απ’ όλα σκεφτόταν ότι ο Ζαν Πολ δεν θα βρισκόταν στο Λονδίνο για πολύ ακόμα, οπότε δεν είχε χρόνο για χάσιμο αν ήθελε να τον ξαναδεί. Προσπάθησε ωστόσο να ευχαριστηθεί την επίσκεψη. Οι Μάλορι ήταν πάντα ευχάριστοι. Αλλά η απογοήτευσή της της είχε αναμφίβολα χαλάσει τη διάθεση. Ετοιμαζόταν να πει μια δικαιολογία και να φύγει όταν την πρόλαβε ο Τζέιμς. «Υποτίθεται ότι θα συναντούσα τον Τόνι στο Νάιτον’ς Χολ για έναν ή δύο γύρους σήμερα το πρωί. Υποθέτω ότι θα έπρεπε τουλάχιστον να περάσω από εκεί». «Έχουμε παρέα», είπε η Τζορτζίνα με νόημα καθώς εκείνος σηκωνόταν να φύγει. «Ναι, αλλά τώρα εσείς οι κυρίες μπορείτε να συζητήσετε γυναικεία θέματα και η αλήθεια είναι, αγαπητή μου, ότι προτιμώ να έχω τον Τόνι να με γρονθοκοπά παρά να πρέπει να υπομείνω μια ακόμα συζήτηση για τη μόδα. Τι λες, Γιάνκη;» πρόσθεσε ρίχνοντας μια ματιά στον κουνιάδο του. «Θέλεις να έρθεις μαζί;» Ο Μπόιντ πετάχτηκε αμέσως όρθιος. «Αστειεύεσαι; Σαν τρελός». Μόλις οι άντρες έφυγαν, η Κέιτι γέλασε και στράφηκε στην Τζορτζίνα. «Αυτό ήταν τεράστιο δώρο για τον Μπόιντ», είπε. «Ήταν σίγουρος ότι δεν θα τον καλούσαν ποτέ στο γυμναστήριο που πάνε και κάνουν πυγμαχία. Και ήθελε τόσο να έχει την ευκαιρία να τους δει να παλεύουν! Αισθάνεται καλά ο θείος Τζέιμς; Συνήθως δεν είναι τόσο –τολμώ να πω– ευγενικός με τα αδέλφια σου». «Αν η πρόσκλησή του περιλαμβάνει να καλέσει τον Μπόιντ στο ριγκ, τότε δεν είναι και τόσο ευγενικό, έτσι δεν είναι;» σχολίασε η Γκάμπριελ.
«Στην πραγματικότητα ο Μπόιντ θα το θεωρούσε αυτό προνόμιο! Θαυμάζει τρομερά τις πυγμαχικές τους ικανότητες». «Δεν νομίζω να έχει τέτοια πρόθεση ο Τζέιμς», είπε η Τζορτζίνα. «Η αλήθεια είναι ότι τώρα που ο χορός τελείωσε, έχει καλύτερη διάθεση. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο μισούσε το γεγονός ότι έπρεπε να παρευρεθεί καθώς ήξερε ότι όλοι θα ασχολούνταν μαζί του. Ήταν μέσα στην ειρωνεία και στον σαρκασμό όλη την προηγούμενη βδομάδα και δεν μπορούσα καν να του δείξω ότι τον καταλαβαίνω γιατί υποτίθεται πως δεν ήξερα τίποτα για τον χορό». «Είχε μεγάλη επιτυχία, ωστόσο, ε;» είπε η Γκάμπριελ. Η Ρετζίνα θα πρέπει να ήταν πολύ ικανοποιημένη». «Τόσο μεγάλη ώστε δεν μπορούσες να κάνεις βήμα από τον κόσμο», σχολίασε η Κέιτι. «Και η Ρετζίνα δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη», τις πληροφόρησε η Τζορτζίνα. «Περίμενε ότι θα εμφανίζονταν κάποιοι απρόσκλητοι αλλά όχι τόσο πολλοί». Η Γκάμπριελ κοίταζε την Τζούλια στη διάρκεια αυτής της συζήτησης και τελικά είπε: «Ήλπιζα να σε συναντήσω πάλι πριν φύγουμε με τον σύζυγό μου. Η Τζορτζίνα μου έχει πει ότι ασχολείσαι με το εμπόριο όπως η οικογένειά της, αλλά επίσης ότι διευθύνεις μόνη σου την οικογενειακή επιχείρηση εδώ και αρκετό καιρό. Το βρίσκω αυτό εκπληκτικό δεδομένου του νεαρού της ηλικίας σου». Η Τζούλια χαμογέλασε. «Δεν είναι τόσο δύσκολο όταν ασχολείσαι με αυτό όλη σου τη ζωή. Ο πατέρας μου με εκπαίδευε πάντα για να μπορέσω να αναλάβω εγώ μια μέρα». «Δεν αντιμετωπίζεις δυσκολίες επειδή είσαι γυναίκα;» «Ασφαλώς. Όταν πρέπει να διαπραγματευτώ μια νέα συμφωνία ή να αγοράσω κάποια επιχείρηση, παίρνω τις αποφάσεις μου και αφήνω τους δικηγόρους μου να με εκπροσωπήσουν. Έτσι είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Τα υπόλοιπα είναι σχετικά απλά επειδή ο πατέρας μου είχε ήδη πολύ ικανούς διευθυντές». «Οπότε δεν κάνεις εσύ τις προσλήψεις και τις απολύσεις, σωστά;» «Όχι, τις κάνουν οι διευθυντές και μέχρι τώρα έχει χρειαστεί να αντικαταστήσω μόνο έναν. Ήταν καλός άνθρωπος, απλώς νόμιζε ότι μπορούσε να εκμεταλλευτεί μια γυναίκα εργοδότη. Αλλά πες μου για σένα. Έχω ακούσει ότι εσύ και ο Ντρου ζείτε στην Καραϊβική και όχι στην
Αμερική». «Αγάπησα τα νησιά όταν πήγα να ζήσω με τον πατέρα μου εκεί. Και πήρα ένα υπέροχο νησάκι σαν γαμήλιο δώρο». «Ένα ολόκληρο νησί;» θαύμασε η Τζούλια. «Στην πραγματικότητα είναι μικροσκοπικό!» γέλασε η Γκάμπριελ. «Αλλά ο Ντρου συμφώνησε να χτίσουμε το σπίτι μας εκεί αφού έκανε εμπόριο στα νησιά επί χρόνια έτσι κι αλλιώς». Κρίμα, σκέφτηκε η Τζούλια, που η Γκάμπριελ και ο Ντρου θα έφευγαν σύντομα. Η νεα γυναίκα ήταν πολύ ζεστή και η Τζούλια ήταν σίγουρη ότι θα γίνονταν καλές φίλες. Αλλά καθώς είχε αναφερθεί ο χορός, η Τζούλια άρπαξε την ευκαιρία να μιλήσει γι’ αυτό που την απασχολούσε. «Αλήθεια, Τζορτζίνα, γνώρισα έναν θαυμαστή σου εκείνη τη νύχτα στον χορό», είπε. «Έναν νεαρό Γάλλο ονόματι Ζαν Πολ». «Έναν Γάλλο;» η Τζορτζίνα κούνησε το κεφάλι της. «Είμαι σίγουρη ότι δεν ξέρω κανέναν Γάλλο». «Όχι; Επομένως, έχει κρατήσει κρυφή την αγάπη του ακόμα κι από σένα;» «Είπε ότι με αγαπάει;» αναφώνησε η Τζορτζίνα συνοφρυωμένη τώρα. «Είναι καινούρια μόδα των νεαρών τελευταία να ρισκάρουν τη ζωή τους για την αγάπη;» «Αυτός δεν είναι ο πρώτος κρυφός θαυμαστής σου;» μάντεψε η Τζούλια. «Όχι, δυστυχώς». Η Κέιτι γέλασε. «Πραγματικά θα ρίσκαρε κανείς τη ζωή του αν σε ερωτευόταν, έτσι δεν είναι;» είπε. «Γι’ αυτό το βρίσκω τόσο παράλογο», είπε η Τζορτζίνα. «Θα πρέπει να ξέρουν ότι είμαι ευτυχισμένη στον γάμο μου. Λογικά θα έπρεπε να τρέμουν τον άντρα μου. Ίσως είναι κάποια τελετή ενηλικίωσης – να διαλέγουν τη λιγότερο διαθέσιμη γυναίκα, εκείνη που είναι πιο πιθανό να χάσουν τη ζωή τους επειδή την κυνηγούν. Ενοχλεί πολύ τον Τζέιμς, ξέρετε». Η Κέιτι γέλασε πάλι. Η Γκάμπριελ κοίταξε αποδοκιμαστικά το ταβάνι. Η Τζούλια αναστέναξε από μέσα της. Δεν ήταν σίγουρη τι ακριβώς περίμενε να ανακαλύψει εδώ σήμερα, αλλά σίγουρα δεν ήταν ότι η Τζορτζίνα αγνοούσε εντελώς ποιος ήταν ο Ζαν Πολ. «Δεν πιστεύω να σε ενδιέφερε αυτός ο Γάλλος, έτσι;» ρώτησε η Γκάμπριελ κοιτάζοντας ανήσυχα προς το μέρος της Τζούλια. «Όχι, φυσικά όχι», απάντησε η Τζούλια, αλλά το κοκκίνισμά της μάλλον πρόδωσε το ψέμα της.
Κεφάλαιο Δώδεκα Το θάρρος της Τζούλια είχε αρχίσει να την εγκαταλείπει. Στεκόταν έξω από το ξενοδοχείο του Ζαν Πολ. Ήθελε πραγματικά να το κάνει αυτό, να δείξει τόσο καθαρά το ενδιαφέρον της σε έναν άντρα κι ας μην είχε καν δει ολόκληρο το πρόσωπό του ακόμα. Το γεγονός και μόνο ότι στεκόταν εκεί ήταν τόσο απροσδόκητο που ένιωθε κατάπληκτη από αυτό. Όταν η Γκάμπριελ Άντερσον την ακολούθησε έξω από το σπίτι των Μάλορι, η Τζούλια σκέφτηκε ότι είχε ξεχάσει κάτι και της το έφερνε. Αλλά όχι. Η Γκάμπριελ είχε απλώς πει, «Ξέρω εκείνον για τον οποίο μιλούσες. Ο Ζαν Πολ είναι καλός μου φίλος». «Αλλά η Τζορτζίνα δεν τον ξέρει;» «Τον ξέρει. Απλώς μάλλον ξέχασε να της πει το όνομά του. Δεν είναι μόνο παράτολμος όταν είναι κοντά της αλλά και ξεχασιάρης». «Ο έρωτας φαίνεται πως το κάνει αυτό στους άντρες». «Μεταξύ άλλων», είπε με μυστηριώδες ύφος η Γκάμπριελ. «Όμως εσύ φαίνεται πως γνωρίζεις την κατάσταση και παρ’ όλα αυτά εξακολουθείς να ενδιαφέρεσαι για εκείνον, σωστά;» «Είναι τόσο φανερό;» μουρμούρισε η Τζούλια κοκκινίζοντας. «Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεσαι. Δεν μου φαίνεται παράξενο. Ο Ζαν Πολ δεν είναι μόνο ωραίος, αλλά μπορεί να γίνει και πολύ γοητευτικός. Ωστόσο η μανία που έχει με την κουνιάδα μου δεν είναι καλή για κανέναν μας, και περισσότερο για εκείνον. Στενοχωριέται εδώ και πολύ καιρό για μια χαμένη υπόθεση. Πρέπει να σωθεί. Και, παρόλο που κανονικά δεν θα ανακατευόμουν, σκέφτηκα ότι μια όμορφη κοπέλα όπως εσύ θα μπορούσε να είναι η σωτηρία του». «Αυτό είναι–» ψέλλισε αμήχανα η Τζούλια. «Εννοούσα απλώς ότι θα μπορούσες να τον βοηθήσεις να ξεχάσει την Τζορτζίνα». Σχεδόν το ίδιο πράγμα δεν είχε πει και ο ίδιος ο Ζαν Πολ; Και εκείνη αυτό δεν είχε σκεφτεί; Την είχε γοητεύσει ένας μασκοφόρος γόης και τώρα της
φαινόταν ακόμα πιο αποδεκτός μέσα στο μυαλό της. Ήταν φίλος των Άντερσον και η Γκάμπριελ είχε επιβεβαιώσει ότι ήταν ωραίος και γοητευτικός. Η Τζούλια δεν έβρισκε κανένα λόγο για να μην προχωρήσει η συγκεκριμένη γνωριμία. Την ιδέα αυτή τη φύτεψε στο μυαλό της η Γκάμπριελ όταν πρόσθεσε: «Μένει στο ξενοδοχείο Κουλσον, σε περίπτωση που θα ήθελες να του αφήσεις ένα μήνυμα. Ίσως μπορείτε να συναντηθείτε κάπου για να γνωριστείτε καλύτερα. Περίμενε, δεν έφερες την καμαριέρα σου σαν συνοδό, έτσι δεν είναι;» «Όχι, μένω λίγο πιο κάτω, αρκετά κοντά για να περπατήσω, οπότε δεν υπήρχε λόγος να έχω συνοδό». «Δεν υπάρχει λόγος να το καθυστερούμε, λοιπόν! Η άμαξά μου είναι εδώ. Θα έρθω μαζί σου», είχε προτείνει η Γκάμπριελ. «Δεν θα πάρει πολλή ώρα να αφήσεις ένα σημείωμα». Η αθώα αυτή πρόταση έβαζε την Τζούλια στον ρόλο του κυνηγού και ο Ζαν Πολ θα το καταλάβαινε. Θα προτιμούσε μια τυχαία συνάντηση. Ακόμα κι αν το κανόνιζε η ίδια, τουλάχιστον εκείνος δεν θα το ήξερε ότι το είχε κανονίσει. Αλλά καθώς η καινούρια φίλη της έμπαινε στον κόπο να τη συνοδεύσει, δεν μπορούσε να κάνει πίσω τώρα. Ούτε και μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τον χρονικό περιορισμό. Ο Ζαν Πολ ήταν απλώς επισκέπτης στην Αγγλία. Το είχε πει καθαρά. Μπορούσε να φύγει ανά πάσα στιγμή. Στην πραγματικότητα, η Γκάμπριελ μπορεί να ήξερε. Μπορεί να ήταν η φίλη που είχε έρθει να δει. Τον είχε αποκαλέσει καλό φίλο. Ίσως να ήξερε πολλά για εκείνον. Καθώς έμπαιναν μαζί στο ξενοδοχείο, η Τζούλια ρώτησε: «Τι δουλειά κάνει ο Ζαν Πολ;» «Δεν σου είπε;» απάντησε επιφυλακτικά η Γκάμπριελ. «Όχι, δεν είπαμε πολλά για τον εαυτό μας στον χορό». «Ε, λοιπόν, θα έχεις κάτι να συζητήσεις μαζί του όταν τον συναντήσεις». Μήπως η Γκάμπριελ απέφευγε επίτηδες το θέμα; Η Τζούλια έκανε μια ακόμα προσπάθεια. «Ξέρεις πόσο θα μείνει στην Αγγλία;» ρώτησε. «Όχι πολύ. Αλλά αυτό είναι ήδη περισσότερο απ’ όσο πρέπει», είπε η Γκάμπριελ αφηρημένα. Μετά κοίταξε την Τζούλια και αναστέναξε. «Με συγχωρείς, αλλά με ανησυχεί τόσο με αυτή την εμμονή που έχει με την κουνιάδα μου. Γι’ αυτό σκέφτηκα–» Η Γκάμπριελ σταμάτησε απότομα. Συνοφρυώθηκε. Μετά πρόσθεσε απροσδόκητα: «Έχεις σκεφτεί ποτέ να
επισκεφθείς την Καραϊβική;» Η Τζούλια γέλασε με την τόσο απότομη αλλαγή θέματος. «Ω, όχι. Πετάγομαι μερικές φορές στη Γαλλία για δουλειές αλλά δεν μπορώ να αφήσω τις υποχρεώσεις μου εδώ για περισσότερο από λίγες μέρες». «Ω, καταλαβαίνω και ίσως αυτό δεν ήταν τόσο–» Η Γκάμπριελ σταμάτησε πάλι. «Ω, τι στο καλό, η μοίρα μας έφερε μέχρι εδώ. Θα αφήσω το σημείωμα. Αλήθεια, το καλύτερο είναι να δω αν μπορεί να μας συναντήσει για φαγητό». Η Τζούλια χαμογέλασε. Αυτό ήταν πολύ προτιμότερο και έκανε λιγότερο φανερό το γεγονός ότι τον κυνηγούσε, μετριάζοντας κάπως την αμηχανία της. Στη ρεσεψιόν ωστόσο ενημερώθηκαν ότι ο Ζαν Πολ έτρωγε ήδη στον κήπο. Ο υπάλληλος ζήτησε από έναν άλλο υπάλληλο να τις οδηγήσει σε εκείνον. «Θα χρειαστείτε κάποιον να σας πάει», τους εξήγησε, «γιατί είναι λίγο σαν λαβύρινθος εκεί έξω. Μερικοί από τους πελάτες μας προτιμούν την ησυχία τους, κι έτσι έχουμε βάλει μερικά τραπέζια ανάμεσα στους θάμνους. Ο νεαρός κύριος κάθεται σε ένα από αυτά». Η Τζούλια και η Γκάμπριελ διέσχισαν έναν όμορφο κήπο με μερικά στρωμένα τραπέζια στη σκιά δύο μεγάλων βελανιδιών, όπου, αν ο καιρός ήταν καλός, οι πελάτες μπορούσαν να πάρουν πρωινό, γεύμα ή τσάι, και έφτασαν σε έναν λαβύρινθο από ψηλούς θάμνους στο πίσω μέρος του κήπου. Η Τζούλια προσπαθούσε απεγνωσμένα να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της και να κρύψει τον ενθουσιασμό της αλλά δεν τα κατάφερε. Θα τον έβλεπε! Μέσα σε λίγα λεπτά. Αλλά τελείως απροσδόκητα δέχτηκε μια απρόσμενη βοήθεια στην προσπάθεια αυτή καθώς παραλίγο να τη ρίξουν κάτω. Ο υπάλληλος τους έκανε νόημα δείχνοντας τους τελευταίους θάμνους και, καθώς η Τζούλια έστριβε, ένας ψηλός άντρας κόντεψε να πέσει πάνω της. Ευτυχώς είχε την ετοιμότητα να απλώσει τα χέρια του και να τη συγκρατήσει. Ο άνθρωπος αυτός είχε μια μακριά μαύρη κοτσίδα που του έδινε όψη ανατολίτη και, όπως στάθηκε μπροστά της, έκρυψε το τραπέζι από πίσω του. Την κοίταξε εξεταστικά. «Αναμφίβολα όχι το φαγητό που παραγγείλαμε», είπε με αγγλική προφορά. Μετά στράφηκε στον υπάλληλο. «Ξέχασες ότι το τραπέζι αυτό είναι κατειλημμένο;» «Μας είπαν ότι ο Ζαν Πολ–» άρχισε η Τζούλια. «Σωστά», την έκοψε ο άντρας, όμως μετά πρόσεξε την Γκάμπριελ από πίσω της και μουρμούρισε: «Οχ!» Η Γκάμπριελ σήκωσε τα φρύδια της ακούγοντας αυτό το «Οχ!», αλλά το
μόνο που άκουσε η Τζούλια ήταν η φωνή του Ζαν Πολ πίσω από τον άντρα. «Ο φύλακας-άγγελός μου από τον χορό; Τι απρόσμενη χαρά, σερί. Έλα να μου κάνεις παρέα. Και, Ορ, κάνε μου τη χάρη και πήγαινε να βρεις τι απέγινε το φαγητό μας, έτσι;» Ο Ορ άρχισε να γελάει. «Σίγουρα, αλλά ο άγγελός σου δεν είναι μόνος». Η Τζούλια δεν μπορούσε να μη χαμογελάσει ακούγοντας πόσο είχε τονίσει τη λέξη «χαρά». Όμως καθώς ο Ορ παραμέρισε για να δει τον Ζαν Πολ, το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό της. «Θεέ μου, τι σου συνέβη;» αναφώνησε. «Ο Τζέιμς Μάλορι – αυτό μου συνέβη». «Πότε; Σίγουρα όχι εκείνο το βράδυ;» «Ακριβώς τότε. Με πρόλαβε καθώς έφευγα από τον χορό. Λίγα ακόμα λεπτά και θα είχα φύγει». Μετά έκανε έναν μορφασμό βλέποντας την Γκάμπριελ να στέκεται δίπλα στην Τζούλια. «Θεέ μου, δεν σε προειδοποιήσαμε αρκετά;» είπε η Γκάμπριελ με φρίκη. «Ίσως έπρεπε να σε έχω χτυπήσει με ένα ρόπαλο εγώ η ίδια για να γλιτώσω από τον κόπο τον Τζέιμς». Εκείνος της έσκασε μισό χαμόγελο. «Η συμπάθειά σου μου ζεσταίνει την καρδιά, σερί». «Ω, σταμάτα», τον αποπήρε η Γκάμπριελ και μετά έκανε νόημα στον Ορ. «Εσύ έλα μαζί μου. Θέλω πλήρη αναφορά». Γύρισε στην Τζούλια. «Θα επιστρέψω σε ένα λεπτό». Η Τζούλια μόλις που την άκουσε. Τον κοίταζε με περιέργεια καθώς ο Ζαν Πολ σηκώθηκε και τράβηξε την καρέκλα της δίπλα στη δική του. Ήταν ντυμένος πολύ ανεπίσημα για ένα ξενοδοχείο τέτοιου επιπέδου, χωρίς σακάκι, ούτε γραβάτα, και ίσως αυτός ήταν ο λόγος που είχε χωθεί στο συγκεκριμένο τραπέζι. Ή μήπως ήταν λόγω των επιδέσμων του; Όταν έσκυψε ελαφριά, η Τζούλια είδε την άκρη από τους επιδέσμους που προφανώς ήταν τυλιγμένοι γύρω από το στέρνο του και τις μελανιές που φαίνονταν από πάνω. Είδε τον μορφασμό πόνου που έκανε και πρόσεξε πόσο άκαμπτες ήταν οι κινήσεις του καθώς καθόταν πάλι. Αλλά το καημένο το πρόσωπό του! Η ζημιά που είχε γίνει εκεί απαιτούσε έναν χοντρό επίδεσμο που περνούσε πάνω από τη μύτη του και κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος από την αριστερή πλευρά του προσώπου του. «Πόσο άσχημα έχεις χτυπήσει;» τον ρώτησε κάνοντας μόνο ένα βήμα προς το μέρος του. Αρνήθηκε την καρέκλα που της πρόσφερε. Δεν ήταν σωστό να
καθίσει δίπλα του αν δεν γύριζαν οι φίλοι του. Η δεξιά άκρη των χειλιών του ανασηκώθηκε σε ένα πονηρό χαμόγελο. «Όχι τόσο άσχημα όσο φαίνεται». «Αλλά το στέρνο σου είναι τυλιγμένο, δεν είναι;» «Έχω απλώς μελανιές. Νόμιζα πως ήταν χειρότερα, αλλά ο γιατρός με διαβεβαίωσε ότι θα πονούσα πολύ περισσότερο αν είχα σπάσει κάποιο πλευρό. Ο Μάλορι φρόντισε να μη με χτυπήσει στο ίδιο σημείο δεύτερη φορά». «Μελανιές που να χρειάζονται δέσιμο;» «Προληπτικά. Ο γιατρός δεν μπορούσε να είναι απολύτως βέβαιος ότι δεν υπάρχει ένα μικρό κάταγμα κάπου. Άλλωστε, παρόλο που δεν φαίνεται, αναπνέω πολύ καλύτερα έτσι». Η κοπέλα μισόκλεισε τα μάτια της. Φοβερό ξύλο πρέπει να είχε φάει! Αλλά λαμβάνοντας υπόψη ποιος του το είχε δώσει, ο Ζαν Πολ ήταν τυχερός που είχε καταφέρει να φύγει ζωντανός. «Να υποθέσω ότι η μύτη σου έχει σπάσει, ωστόσο;» ρώτησε κοιτάζοντας τις γάζες στο πρόσωπό του. «Μικρό το κακό», απάντησε εκείνος σηκώνοντας τους ώμους του. «Καθώς έχει σπάσει κι άλλοτε, σπάει πολύ πιο εύκολα τώρα. Συνήθως τα καταφέρνω να αποφεύγω τα χτυπήματα στο πρόσωπο». Αυτό το είπε με ένα πλατύ χαμόγελο που αποκάλυψε μια σειρά από άσπρα δόντια. Σίγουρα δεν πρέπει να ήταν σοβαρά τραυματισμένος, αλλά οπωσδήποτε φαίνεται πως οι καβγάδες και τα γρονθοκοπήματα δεν του ήταν άγνωστα, πράγμα που την έκανε να αναρωτηθεί πάλι τι είδους επάγγελμα έκανε ή τι χόμπι είχε. Ήταν άραγε ένας ριψοκίνδυνος νεαρός που σύχναζε σε κακόφημα μέρη; Ένας πυγμάχος σαν τους αδελφούς Μάλορι, οι οποίοι γυμνάζονταν σε ένα ριγκ; Μακάρι να της είχε πει περισσότερα η Γκάμπριελ για εκείνον. «Όλοι αυτοί οι επίδεσμοι δεν μπορεί να είναι για τη μύτη σου», σχολίασε. «Για να μαντέψω – είσαι νοσοκόμα;» Εκείνη γέλασε. «Όχι, ασφαλώς όχι». Τα πράσινα μάτια του άστραψαν. «Ε, λοιπόν, αν ήσουν, θα ήσουν πολύ επιφυλακτική με τους γιατρούς του Λονδίνου. Έχουν κάτι πολύ παράξενες ιδέες. Τούτος εδώ ήθελε να τυλίξει το πρόσωπό μου με επιδέσμους και να με κάνει μούμια. Αρνήθηκα. Μετά πρότεινε ψαρόκολλα για να κολλήσει τους επιδέσμους στο δέρμα μου. Όχι, ευχαριστώ!» Χαμογέλασε μαζί του με το
αστείο του. «Αλλά αλήθεια, σερί, ο γιατρός απλώς ανησύχησε υπερβολικά για τις γρατζουνιές στο μάγουλό μου, οπότε έκανε περισσότερα απ’ ό,τι έπρεπε. Και η μύτη μου θα φτιάξει, όπως έχει κάνει και άλλοτε». «Οπότε δεν θα σου μείνει καμία ουλή;» «Από μερικές γρατζουνιές; Η ανησυχία σου μου ζεσταίνει την καρδιά. Ίσως αν με επισκέπτεσαι καθημερινά μέχρι να αναρρώσω, θα συνέλθω πιο γρήγορα. Στο κάτω κάτω, είσαι ο φύλακας-άγγελός μου». Εκείνη κοκκίνισε. Ήξερε ότι δεν ήταν μόνο η συμπόνια που την έκανε να ρωτάει τόσα πράγματα για τα τραύματά του αλλά και η νευρικότητα που ένιωθε επειδή ήταν εκεί. Και μια πολύ αληθινή απογοήτευση. Είχε φανταστεί ότι θα έβλεπε το πρόσωπο του Ζαν Πολ σήμερα. Και ανυπομονούσε πολύ γι’ αυτό. Αλλά χάρη στην οργή του Τζέιμς Μάλορι και στον υπερβολικό γιατρό, το πρόσωπό του ήταν εξίσου παραμορφωμένο τώρα όσο ήταν και όταν φορούσε τη μάσκα. Παρά τους επιδέσμους, δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει ότι ήταν τόσο νέος όσο είχε φανταστεί αρχικά, κάπου γύρω στα είκοσι πέντε. Τίποτα δεν έκρυβε το μέτωπό του σήμερα και μπόρεσε να δει ότι ήταν πλατύ και απαλό με πυκνά μαύρα φρύδια. Και τουλάχιστον το ένα μάγουλο δεν ήταν τραυματισμένο και ήταν αρρενωπό. Τα χείλη του ήταν τόσο αισθησιακά όσο τα είχε βρει εκείνο το βράδυ, απαλά, έτοιμα πάντα να χαμογελάσουν, και τα στόλιζε ένα λεπτό μουστάκι. Ήταν ηλιοκαμένος, πράγμα που σήμαινε ότι του άρεσε να βρίσκεται έξω στον καθαρό αέρα όσο και στην ίδια. «Δεν αναρωτιέσαι πώς σε βρήκα αφού δεν ήξερα ότι η Γκαμπριελ είναι φίλη σου;» ρώτησε. «Δεν αναρωτιέμαι για τα δώρα που παίρνω, σερί. Έλα, κάθισε εδώ και άσε με να απολαύσω την ομορφιά σου». Της έδειξε την καρέκλα δίπλα του. Μήπως την είχε τραβήξει λίγο πιο κοντά του τώρα; Ήξερε ότι δεν έπρεπε να το κάνει, αλλά βρέθηκε να κάθεται δίπλα του υπάκουα. Ένιωσε μια ανεξήγητη ζέστη, σαν να είχε φουντώσει. Θα πρέπει να είχε πάλι κοκκινίσει. Η έλλειψη περιέργειας της φάνηκε ασυνήθιστη. Ή ίσως η δική της ήταν υπερβολική καθώς ήθελε να τα μαθαίνει όλα για το καθετί – και ωστόσο ακόμα δεν είχε μάθει στ’ αλήθεια τίποτα για εκείνον. Αλλά πάντα ήταν έτσι, στις σπουδές της, στη ζωή της, ενώ μάθαινε τις λεπτομέρειες των επιχειρήσεων από τον πατέρα της. Και ένα μεγάλο μέρος από την περιέργειά της ξυπνούσε τώρα από τον άντρα
αυτόν. «Η Τζορτζίνα δεν ξέρει ότι είσαι Γάλλος». «Όχι, δεν ήθελα να παρερμηνεύσει τις προθέσεις μου κι έτσι μίλησα τα καλύτερα αγγλικά μου μαζί της». Η Τζούλια χαμήλωσε το βλέμμα. «Δεν ξέρει καν το όνομά σου». Εκείνος γέλασε. «Θα ήμουν συντετριμμένος αν σκεφτόμουν ότι της το είχα πει και το είχε ξεχάσει, αλλά δεν θυμάμαι να της το έχω αναφέρει. Όταν είμαι μαζί της, τα έχω λίγο χαμένα – όσο χαμένα τα έχω και τώρα». Το κοκκίνισμά της έγινε πιο έντονο και ένιωσε να καίγεται. Φοβόταν ότι θα της ξέφευγε κανένα νευρικό γελάκι. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες συγκινήσεις. Παραήταν όλα αυτά για εκείνη. Και μόνο που καθόταν εκεί μόνη μαζί του ήταν τόσο ασυνήθιστο! Έτσι θα έμοιαζαν μάλλον τα πονηρά ραντεβουδάκια! Δεν έπρεπε να έχει τραβήξει τα μάτια της από το πρόσωπό του. Η παραμόρφωση που προκαλούσαν οι επίδεσμοι μείωνε τον ενθουσιασμό της και κρατούσε το μυαλό της εστιασμένο στην κατάστασή του, πράγμα που της προκαλούσε συμπάθεια και όχι έλξη. Έτσι σήκωσε αργά τα μάτια της, αλλά δεν έφτασε πιο ψηλά από τον ώμο του. Είχε γυρίσει προς το μέρος της και τα μαλλιά του έπεφταν στη βάση του λαιμού του. Ήταν τόσο μακριά! Έδειξε τα μαλλιά του με ένα χαμόγελο. «Αυτό είναι γαλλική μόδα;» «Ο λόγος που έχω έτσι τα μαλλιά μου είναι μια μεγάλη ιστορία που προτιμώ να μη σου τη διηγηθώ τώρα. Θα αρκεστώ να σου πω ότι μου αρέσει να τα έχω μακριά». «Είναι σχεδόν τόσο μακριά όσο τα δικά μου!» σχολίασε εκείνη. «Αλήθεια; Λύσε τα και δείξε μου». Ο τόνος του ήταν πολύ βραχνός. Η Τζούλια ένιωσε κάτι να φτερουγίζει στην κοιλιά της και ο παλμός της έγινε πιο γρήγορος. Αυτό ξέφευγε από κάθε όριο! Συνειδητοποίησε ότι εκείνος μπορεί να σκεφτόταν πως είχε έρθει για να φλερτάρει μαζί του. Και γιατί να μην το σκεφτεί; Δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί! «Πρέπει να φύγω», είπε απότομα και ετοιμάστηκε να σηκωθεί. «Όχι, όχι, μην το κάνεις αυτό! Ο πόνος μου έφυγε μόλις εμφανίστηκες». Τι ψέμα, παρόλο που χαμογέλασε έτσι κι αλλιώς για τη φιλοφρόνηση. Μετά εκείνος ακούμπησε το χέρι του πάνω στο μπράτσο της για να την κρατήσει καθισμένη και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν το άγγιγμά του. «Η φίλη σου, η Γκάμπριελ», ψέλλισε, «σκέφτηκε ότι θα σου έκανε καλό λίγη παρέα, αλλά προφανώς δεν ήξερε ότι είχες χτυπήσει».
«Ανησυχεί υπερβολικά για μένα». «Δεν έχει λόγο;» Εκείνος χαμογέλασε. «Γίνε η ασπίδα μου, σερί. Δεν θα μου βάλει τις φωνές όσο είσαι εδώ». Η Τζούλια γέλασε. «Έχω την αίσθηση ότι…» Σταμάτησε απότομα καθώς εκείνος έσκυψε ξαφνικά πάνω από την καρέκλα του και έγειρε προς το μέρος της. Αλλά τότε άκουσε το βουητό της μέλισσας που ζουζούνιζε δίπλα στο αφτί της και ενστικτωδώς τραβήχτηκε, πράγμα που έκανε το μάγουλό της να αγγίξει το στέρνο του. Εκείνος κούνησε το χέρι του για να διώξει το έντομο. Τον άκουσε να βογκάει. Προφανώς τα μελανιασμένα πλευρά του πονούσαν. Αλλά η μέλισσα δεν ακουγόταν πια – την είχε διώξει. Τι ιπποτική κίνηση παρά τον πόνο που του είχε προκαλέσει. «Ευχαριστώ». Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα της ταυτόχρονα με εκείνον και είδε ότι η γάζα που είχε στο πρόσωπό του είχε φύγει. «Ήταν ενοχλητική και άλλωστε έπρεπε να τη βγάλω το απόγευμα έτσι κι αλλιώς», είπε εκείνος και έσκυψε προς το μέρος της. «Βλέπεις; Μόνο λίγες γρατζουνιές, έτσι δεν είναι; Δεν είμαι πολύ τρομακτικός, είμαι;» Όχι, μόνο πολύ ωραίος, σκέφτηκε εκείνη πριν τον κοιτάξει στα μάτια, συνειδητοποιώντας ότι ήταν πολύ κοντά του τώρα. Και ξαφνικά ένιωσε τα χείλη του να αγγίζουν τα δικά της, να τα πιέζουν, και τα είχε τόσο χαμένα ώστε δεν πρόλαβε να κλείσει το στόμα της αυτή τη φορά. Η γλώσσα του γλίστρησε στα χείλη της, εξερευνώντας το προσεκτικά και η αντίδρασή της ήταν άμεση, γεμάτη πάθος. Εκείνος την έσφιξε πάνω του με το ένα του χέρι, αλλά η Τζούλια δεν προσπαθούσε να τραβηχτεί έτσι κι αλλιώς. Ω, όχι. Βρισκόταν ακριβώς εκεί που ήθελε να είναι. Παρασυρμένη από το φιλί, σήκωσε το χέρι της να τον χαϊδέψει. Απερίσκεπτα, πολύ απερίσκεπτα, τα δάχτυλά της άγγιξαν τη μύτη του. Εκείνος βόγκηξε και τραβήχτηκε απότομα προς τα πίσω σαν να τον είχε κάψει κάτι. «Λυπάμαι!» «Όχι όσο λυπάμαι εγώ, σερί», είπε εκείνος με ένα πονηρό χαμόγελο. Τώρα μπορούσε να δει ολόκληρο το πρόσωπό του. Παρά τις μελανιές στη μύτη του και τις αμυχές στο μάγουλό του, είδε πόσο ωραίος ήταν, ακόμα πιο ωραίος απ’ όσο είχε φανταστεί εκείνο το βράδυ στον χορό. Αλλά τα χαρακτηριστικά του της φαίνονταν γνωστά. Μήπως τον είχε ξανασυναντήσει
κάποτε; Μπορεί να τον είχε δει στο Χάιντ Παρκ να κάνει ιππασία – όχι, θα είχε προσέξει κάποιον τόσο ωραίο, έτσι δεν είναι; Αλλά θα πρέπει να τον είχε συναντήσει κάπου αφού της φαινόταν τόσο γνωστός. Απλώς δεν μπορούσε να εντοπίσει πού. Και τότε το εντόπισε. Η οργή δεν βγήκε αργά αργά από μέσα της. Εξερράγη απότομα και χύθηκε σαν λάβα από εκεί που ήταν κρυμμένη τόσα χρόνια, περιμένοντάς τον για να ζωντανέψει και να ξεσπάσει. Ακόμα και μετά από τόσο καιρό μπορούσε ακόμα να την προκαλέσει. Αυτό δεν μπορεί να συνέβαινε. Δεν μπορεί να εμφανιζόταν ακριβώς όταν είχε κάνει αίτηση για να τον θεωρήσουν νεκρό και να τον βγάλει για τα καλά από τη ζωή της! «Ντιε, τι συμβαίνει, σερί;» Η ανακούφισή της ήταν τρομερή όταν άκουσε τη γαλλική προφορά του. Ήταν Γάλλος, δεν ήταν Άγγλος. Αυτός δεν ήταν ο μνηστήρας της. Αλλά, μα τον Θεό, ήταν τρομακτικό να νομίζει πως ήταν, έστω και για λίγο. Και φυσικά δεν ήταν. Ο Ζαν Πολ είχε ελάχιστη ομοιότητα με τον δεκαπεντάχρονο Μάνφορντ που είχε δει τελευταία φορά πριν από έντεκα χρόνια, και αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας άντρας είχε κάποιο χαρακτηριστικό που της θύμιζε αυτό το κοκαλιάρικο, γεμάτο αλαζονεία αγόρι. Ήταν ακόμα πολύ ταραγμένη, ωστόσο. Δεν είχε ιδέα ότι υπήρχε τόση οργή μέσα της όλα αυτά τα χρόνια. Αναγκάστηκε να πάρει μερικές βαθιές ανάσες πριν εμπιστευτεί τη φωνή της να μιλήσει ξανά. «Συγγνώμη, ήταν μια παλιά, φρικτή ανάμνηση που μου ήρθε ξαφνικά». Μετά χαμογέλασε για να ελαφρύνει το κλίμα. «Οι εκδορές σου είναι επιφανειακές, αλλά υπάρχει ένα καρούμπαλο. Θα φύγει όταν συνέλθει η μύτη σου;» «Η μύτη μου είναι μια χαρά. Το καρούμπαλο είναι από ένα παλιό σπάσιμο όταν ήμουν μικρός που δεν θεραπεύτηκε σωστά». «Την είχες σπάσει όταν ήσουν δώδεκα;» Μα τι έκανε; Είχε ακόμα αμφιβολίες; Εκείνη είχε σπάσει τη μύτη του μνηστήρα της όταν ήταν δώδεκα και μάλιστα το είχε ευχαριστηθεί ιδιαιτέρως. Αλλά εκείνος συνοφρυώθηκε ακούγοντας την ερώτησή της και μετά τα πράσινα μάτια του άστραψαν με την ίδια ανάμνηση που είχε και η ίδια. «Αν μου πεις ότι είσαι η Τζούλια Μίλερ, θα σου στρίψω το λαρύγγι», γρύλισε. Εκείνη πετάχτηκε από την καρέκλα τόσο γρήγορα που παραλίγο να πέσει.
«Κάθαρμα! Κάθαρμα! Πώς τολμάς να επιστρέφεις τώρα που κοντεύω να απαλλαγώ από σένα για τα καλά;» «Εσύ πώς τολμάς να μην παντρεύεσαι για να μπορώ να γυρίσω; Θεέ μου, δεν το πιστεύω ότι προσπαθούσα να σε γοητεύσω!» Ο τρόπος που ανατρίχιασε ή έκανε ότι ανατριχιάζει για να την προσβάλει, την εξαγρίωσε. Παραλίγο να του επιτεθεί. Αλλά ευτυχώς λειτούργησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης κι έτσι γύρισε και έφυγε γρήγορα πριν ξαναπιάσουν τον καβγά από εκεί που τον είχαν αφήσει πριν από χρόνια και ξαναπροσπαθήσουν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο.
Κεφάλαιο Δεκατρία «Τι έγινε κάτω;» ρώτησε ο Ορ τον Ρίτσαρντ από το άνοιγμα της πόρτας όταν ανέβηκε στο δωμάτιό τους. «Η Γκάμπι κι εγώ γυρίσαμε στο τραπέζι και εσείς είχατε φύγει. Η Γκάμπι ήταν ακόμα πολύ ταραγμένη αφού με είχε κατσαδιάσει πρώτα και φαντάστηκε ότι εσείς οι δύο είχατε πάει κάπου πιο ήσυχα για να μείνετε μόνοι. Ευτυχώς που έφυγε χωρίς να πει τίποτα άλλο». «Λυπάμαι για την κατσάδα». Ο Ορ σήκωσε τους ώμους του. «Αφού η δουλειά μου ήταν να σε κρατήσω μακριά από μπελάδες, μου άξιζε η κατσάδα. Τελείωσα το φαγητό μου, ωστόσο, για να σου δώσω λίγο χρόνο σε περίπτωση που κατάφερνες να πείσεις την κυρία να ανέβει μαζί σου». «Αν νόμιζες ότι υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι τέτοιο, έκανες ένα τεράστιο λάθος». Ο Ορ πρόσεξε τελικά ότι ο Ρίτσαρντ έχωνε τα ρούχα του στο σακίδιό του. «Έστειλε η Γκάμπι μήνυμα ότι θα φύγουμε νωρίτερα εξαιτίας αυτού;» «Όχι, αλλά εγώ θα φύγω». Ο Ρίτσαρντ δεν κοιτούσε τον φίλο του καθώς μιλούσε. Ο πανικός που ένιωθε ήταν παρόμοιος με αυτόν που είχε νιώσει πριν από εννέα χρόνια ενώ περίμενε το πλοίο του να σαλπάρει, με τον φόβο ότι οι άντρες του πατέρα του θα τον έβρισκαν και θα τον έσερναν πίσω στο Γουίλοου Γουντς, το πατρικό του έξω από το Μάντσεστερ, στο Λάνκασαϊρ – την προσωπική του κόλαση. Ο φόβος του ήταν πολύ πραγματικός εκείνο το βράδυ γιατί ήξερε ότι θα είχαν αρχίσει ήδη να τον ψάχνουν. Τώρα είχε μεγαλύτερο περιθώριο. Εκτός κι αν ο πατέρας του βρισκόταν στο Λονδίνο, πράγμα απίθανο καθώς σπάνια έφευγε τόσο μακριά από το σπίτι, θα χρειαζόταν μία ή δύο μέρες για να φτάσει σε εκείνον ένα μήνυμα, ανάλογα με το μεταφορικό μέσο που θα χρησιμοποιούσε ο αγγελιαφόρος. Ο Ρίτσαρντ δεν εμπιστευόταν την Τζούλια ότι δεν θα έστελνε αυτό το μήνυμα. Αλλά αν έφευγε από το ξενοδοχείο, θα είχε ακόμα τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια του. «Άσε με να μαντέψω», είπε ο Ορ. «Η νεαρή κυρία ήθελε ένα δαχτυλίδι αντί
για ένα ωραίο κουτούπωμα». «Ακριβώς». «Ε, αστειεύομαι. Δεν είσαι αρκετό καιρό στο Λονδίνο ώστε να επιμένει μια γυναίκα να σε παντρευτεί». «Ο χρόνος δεν έχει σημασία αν η γυναίκα ήταν αρραβωνιασμένη μαζί σου από τότε που γεννήθηκε». «Κάτι τέτοιο θα έκανε τον χρόνο ακόμα πιο σημαντικό», σχολίασε ο Ορ. «Αυτό ακούγεται περισσότερο σαν ένας κανονισμένος γάμος από τη δική μου κουλτούρα, όχι από τη δική σου». «Ο λαός μου συνδέεται με τον δικό σου, αλλά έτσι κι αλλιώς αυτό είναι τελείως ξεπερασμένο. Και δεν ξέφυγα από τη φρικτή αυτή κατάσταση πριν από τόσα χρόνια για να καταλήξω πάλι παγιδευμένος σε αυτή. Διάβολε, πραγματικά νόμιζα ότι θα είχε πια παντρευτεί κάποιον άλλο, τον οποίο θα μπορούσε να βασανίζει στην αιωνιότητα». «Γιατί δεν την παντρεύτηκες αν ήσουν υποχρεωμένος να το κάνεις;» ρώτησε προσεκτικά ο Ορ. «Υποχρεωμένος επειδή ο πατέρας μου υπέγραψε ένα συμβόλαιο και πούλησε ολόκληρη τη ζωή μου; Όχι βέβαια». «Παρ’ όλα αυτά–» «Όχι, για όνομα του Θεού, μην προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω ενοχές επειδή δεν τίμησα τον λόγο του τύραννου πατέρα μου ο οποίος νομίζει ότι μπορεί να ζει τη ζωή μου για μένα. Επιπλέον, δεν μπορώ να το θέσω ευγενικά, Ορ. Η κοπέλα αυτή κι εγώ μισούμε ο ένας τον άλλο. Αν της είχα ζητήσει να με παντρευτεί, τότε μπορεί να ένιωθα κάποια υποχρέωση, αλλά δεν της ζήτησα. Δεν ήθελα ποτέ τίποτα από εκείνη ή την καταραμένη περιουσία της που γλυκοκοιτάζει ο πατέρας μου». «Αρχίζω να καταλαβαίνω». Ο Ρίτσαρντ έκλεισε απότομα το σακίδιό του και κοίταξε τον Ορ κουνώντας το κεφάλι του. «Το περίμενα ότι θα καταλάβαινες. Δεν περνούν όλες οι κουλτούρες στα παιδιά την ιδέα ότι πρέπει να τιμούν τους γονείς τους πάνω απ’ όλα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα τιμούσα τον δικό μου από αγάπη αν μου είχε μείνει ένας γονιός που να άξιζε την αγάπη μου. Αλλά δεν μου έχει μείνει. Όμως δεν θα φύγω από εδώ αν δεν σπάσω όλους τους παλιούς δεσμούς με το μέρος αυτό και δεν μπορώ να το κάνω αν δεν δω τον αδελφό μου μια τελευταία φορά». «Τον αδελφό για τον οποίο μου είχες μιλήσει πριν δυο τρία χρόνια, τότε που
ήσουν τόσο μεθυσμένος ώστε δεν μπορούσες να σταθείς όρθιος;» «Σου έχω μιλήσει για εκείνον; Γιατί δεν το ανέφερες ποτέ;» Ο Ορ σήκωσε τους ώμους του. «Φαντάστηκα ότι ήταν κάτι για το οποίο δεν ήθελες να μιλάς αφού δεν το έκανες ποτέ εκτός κι αν ήσουν τύφλα στο μεθύσι». «Έχεις μια αξιοθαύμαστη έλλειψη περιέργειας, φίλε μου». «Λέγεται υπομονή. Αν πρέπει να ξέρω κάτι, τελικά θα το μάθω». Ο Ρίτσαρντ γέλασε. «Με τη στάση αυτή δεν μαθαίνεις πολλά πράγματα». «Θα ήθελες κάποια βοήθεια για να βρεις τον αδελφό σου;» Η πρώτη τάση του Ρίτσαρντ ήταν να πει όχι. Δεν ήθελε να μάθει ο φίλος του πόσο αξιολύπητη ήταν η ζωή του εδώ. Αλλά δεν μπορούσε να πλησιάσει το Γουίλοου Γουντς ο ίδιος. Ο χρόνος δεν τον είχε αλλάξει τόσο όσο νόμιζε ότι θα τον άλλαζε. Το σώμα του μπορεί να είχε αλλάξει, αλλά προφανώς το πρόσωπό του δεν είχε σημαντικές διαφορές μέσα σε εννέα χρόνια ή σε έντεκα χρόνια στην περίπτωση της Τζούλια. Εκείνη τον είχε αναγνωρίσει ή τουλάχιστον είχε σκεφτεί ότι φαινόταν γνωστός, κι έτσι του είχε κάνει την ερώτηση για τη μύτη του η οποία τον είχε βοηθήσει να συνειδητοποιήσει ποια ήταν. Μα τον Θεό, αυτό δεν το περίμενε ποτέ. Δεν είχε την παραμικρή ομοιότητα με το αδύνατο αγριοκάτσικο που τον βασάνιζε όταν ήταν παιδιά. Δεν θυμόταν καν το χρώμα των ματιών της εκείνη την εποχή καθώς τα έβλεπε πάντα μισόκλειστα από την οργή. Τα μαλλιά της ήταν πολύ πιο ανοιχτόχρωμα, σχεδόν άσπρα, όταν ήταν μικρή, όχι κατάξανθα όπως τώρα. Η αλήθεια ήταν πως είχε ομορφύνει! Ποιος θα το περίμενε; Αλλά ήξερε ότι ο διάβολος ήταν ακόμα μέσα της. Πόσο γρήγορα είχε εκδηλωθεί η οργή της μόλις κατάλαβε ποιος ήταν! «Ξέρω πού θα βρω τον Τσαρλς ή τουλάχιστον υποθέτω ότι εκείνος και η γυναίκα του η Κάντις μένουν ακόμα στο Γουίλοου Γουντς με τον πατέρα μου», είπε ο Ρίτσαρντ. «Απλώς δεν μπορώ να πλησιάσω εκεί γιατί κινδυνεύω να ρουφηχτώ πάλι από εκείνους». «Άρα αισθάνεσαι ότι έχεις κάποιες υποχρεώσεις;» «Όχι, απολύτως καμία. Αλλά τελικά χρειάζομαι τη βοήθειά σου». Ο Ορ έγνεψε και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του. Δεν ρώτησε τι φοβόταν ο Ρίτσαρντ ότι θα συνέβαινε αν τον έβρισκε ο πατέρας του. Η αυτοσυγκράτησή του ήταν πραγματικά καταπληκτική. Ο Ρίτσαρντ αποφάσισε να του πει μερικά πράγματα για τη ζωή του. «Είναι
μια πολύπλοκη ιστορία, Ορ. Μπορεί να είμαι κύριος του εαυτού μου τώρα, αλλά ο πατέρας μου δεν θα το λάβει αυτό υπόψη του. Χρησιμοποιεί σκληρούς τρόπους για να κάνει το δικό του και βάζει νταήδες για να το επιβάλουν στους άλλους. Είναι ο Μίλτον Άλεν, Κόμης του Μάνφορντ». «Είσαι δηλαδή αριστοκράτης όπως οι Μάλορι;» «Ναι, αλλά είμαι ο δεύτερος γιος. Δεν θα κληρονομήσω τον τίτλο. Ο πατέρας μου, αν και δεν είναι βέβαια φτωχός, δεν είναι και πλούσιος. Είναι μάλλον ευκατάστατος. Και τέτοιος άκαρδος τύραννος που είναι, αποφάσισε να πουλήσει τους γιους του για να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση». «Δεν είναι ασυνήθιστο να αυξάνει κανείς την περιουσία του μέσω του γάμου». «Σύμφωνοι, αλλά στην εποχή μας οι γονείς λαμβάνουν υπόψη τις προτιμήσεις των παιδιών τους. Ο αδελφός μου κι εγώ έπρεπε να είχαμε την ευκαιρία να επιλέξουμε μόνοι μας τις γυναίκες μας, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τα κριτήρια του πατέρα μας. Όμως δεν ερωτηθήκαμε καν. Μας είπαν απλώς ποια θα παντρευτούμε πριν καν φτάσουμε σε ηλικία γάμου. Ο Τσαρλς, που θα πάρει κάποτε τον τίτλο, έπρεπε φυσικά να παντρευτεί μια γυναίκα ανώτερη κοινωνικά και το πιο πάνω που μπορεί να φτάσει κανείς είναι η κόρη ενός δούκα. Αυτός ο τίτλος είναι τόσο ψηλά ώστε σε κανονικές συνθήκες θα αποκλειόταν τελείως για τον γιο ενός κόμη. Αλλά η Κάντις, η κοπέλα που αρραβωνιάστηκε τον Τσαρλς, ήταν τόσο απωθητική σε εμφάνιση και σε χαρακτήρα, ώστε ο πατέρας της, ο δούκας του Τσέστερ, δεν μπορούσε να την ξεφορτωθεί ούτε μετά από τρεις σεζόν στην κοσμική ζωή του Λονδίνου. Είναι στρίγκλα και παραπονιάρα. Και όλα αυτά έκαναν εκείνους που την πολιορκούσαν –και αρχικά ήταν αρκετοί καθώς πολλοί ήθελαν να συγγενέψουν με τον δούκα– να το βάλουν στα πόδια πολύ πριν φτάσουν στην εκκλησία. Ο αριθμός των αρραβώνων μαζί της που τελικά διαλύθηκαν είχε γίνει ανέκδοτο. Έτσι ο πατέρας της ενθουσιάστηκε με την πρόταση του δικού μου πατέρα να παντρευτεί τον μεγαλύτερο γιο του, παρά το γεγονός ότι ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του. Παντρεύτηκαν δύο χρόνια πριν φύγω από το σπίτι, και ο γάμος τους έγινε η κόλαση που ο Τσαρλς κι εγώ φοβόμασταν ότι θα γινόταν». «Εσύ έφυγες για να αποφύγεις τον γάμο που ο πατέρας σου κανόνισε για σένα. Εκείνος γιατί δεν έκανε το ίδιο;» «Ως μεγαλύτερος γιος είχε πολύ περισσότερα να χάσει. Και δεν είναι επαναστάτης σαν εμένα. Μπορεί να θύμωνε και να καταριόταν τη μοίρα του
αλλά στο τέλος έκανε πάντα αυτό που του έλεγε ο πατέρας. Θέλει να γίνει κόμης μια μέρα. Θεέ μου, θύμωνα τόσο μαζί του που υποχωρούσε πάντα. Και κοίτα πού βρίσκεται τώρα εξαιτίας αυτού, παντρεμένος με μια γυναίκα που κάνει τη ζωή του ζωντανή κόλαση. Τον έσπρωξε στο ποτό, ξέρεις. Δεν νομίζω να τον είδα ποτέ ξεμέθυστο από τη μέρα που την παντρεύτηκε». «Σκεφτόσουν ότι το ίδιο θα συνέβαινε και σε σένα, έτσι δεν είναι;» μάντεψε ο Ορ. «Αστειεύεσαι; Ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν ακριβώς έτσι. Στην ουσία φοβόμουν ότι θα κατέληγα να τη σκοτώσω αν δεν με σκότωνε εκείνη πρώτη. Μισήσαμε ο ένας τον άλλο με την πρώτη ματιά». «Γιατί;»
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα Ο Ρίτσαρντ έπρεπε να σκεφτεί την ερώτηση του Ορ για μια στιγμή. Από τη μέρα που γεννήθηκαν, δεν είχε επιτραπεί ποτέ σε εκείνον και στον αδελφό του να κάνουν τις δικές τους επιλογές για τίποτα. Τα παιχνίδια τους, τα κατοικίδιά τους, οι φίλοι τους, τα ρούχα τους, ακόμα και το χτένισμά τους, όλα αποφασίζονταν από τον κόμη και όχι από εκείνους. Δεν ήταν απλώς ένα αυστηρό αφεντικό, ήταν ένας τύραννος που απαιτούσε απόλυτη πειθαρχία. Ο Ρίτσαρντ δεν θυμόταν να είχε νιώσει ποτέ αγάπη για τον πατέρα του. Οπότε ήταν εύκολο να πει κανείς ότι ο προαποφασισμένος γάμος του Ρίτσαρντ ήταν η σταγόνα που είχε κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει, το χειρότερο παράδειγμα της μανίας του πατέρα του να ελέγχει κάθε πλευρά της ζωής του. Αυτός ήταν ο λόγος που είχε αντιπαθήσει την Τζούλια Μίλερ πριν καν τη γνωρίσει. Προσπάθησε να θυμηθεί εκείνη την πρώτη συνάντηση, πράγμα που δεν ήταν εύκολο. Αντίθετα, όλες τις επόμενες επεισοδιακές συναντήσεις τις θυμόταν πολύ καλά. Τα τέσσερα πρώτα χρόνια του αρραβώνα τους, δεν είχε ιδέα για την ύπαρξη της κοπέλας. Όταν τελικά έναν μήνα πριν τη γνωρίσει, του είπε ο πατέρας του ότι θα παντρευόταν μια κοπέλα κοινωνικά κατώτερή του για τα χρήματά της, εκείνος δήλωσε στον πατέρα του ότι δεν θα το έκανε. Αυτή ήταν μια μάλλον τολμηρή δήλωση για ένα δεκάχρονο, και είχε τιμωρηθεί σκληρά για την αυθάδειά του. Το μπαστούνι που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του για να πειθαρχεί εκείνον και τον αδελφό του είχε σπάσει στην πλάτη του Ρίτσαρντ τη συγκεκριμένη μέρα και οι πληγές δεν είχαν επουλωθεί πλήρως μέχρι τη μέρα που συνάντησε τη μνηστή του. Ίσως είχε μεταφέρει ένα μέρος από το μίσος που ένιωθε για τον πατέρα του στην Τζούλια χωρίς να το συνειδητοποιήσει. Αλλά η πραγματική επανάσταση ενάντια στην κατάστασή του άρχισε όταν ήταν δεκαπέντε χρόνων, οπότε πια εκείνος και η μνηστή του είχαν υποσχεθεί να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο αν ξανασυναντιούνταν. Το είχε πει αυτό στον πατέρα του και του είχε ζητήσει να διαλύσει το συμβόλαιο. Ο Μίλτον είχε γελάσει και του είχε απαντήσει: «Αν δεν την αντέχεις, περίμενε να κάνεις έναν
ή δύο απογόνους και μετά αγνόησέ τη. Είναι πολύ απλό, σωστά; Αυτό έκανα κι εγώ με τη μάνα σας, ο Θεός να αναπαύει την ψυχή της, της παλιοστρίγκλας». Ο Ρίτσαρντ δεν θυμόταν καθόλου τη μητέρα του. Είχε πεθάνει όταν εκείνος ήταν ενός. Αλλά ο Τσαρλς του είχε διηγηθεί πόσο άσχημα καβγάδιζαν οι γονείς τους. Φαίνεται πως ούτε κι εκείνοι είχαν επιλέξει να παντρευτούν. Έτσι, καταλαβαίνοντας ότι δεν υπήρχε τρόπος να βγει από το φρικτό αυτό συνοικέσιο εκτός κι αν ο πατέρας του τον αποκλήρωνε, ο Ρίτσαρντ είχε αρχίσει μια καμπάνια για να πετύχει ακριβώς αυτό συσσωρεύοντας χρέη από τον τζόγο. Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, δεν απέδωσε. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρει άντρες πρόθυμους να στοιχηματίσουν μαζί του σε τόσο νεαρή ηλικία, και όταν κατάφερε να βρει δυο τρεις απελπισμένους τύπους με τους οποίους μπορούσε να παίξει και να χάσει, κανείς τους δεν ήταν διατεθειμένος να πάει στον πατέρα του για να εξοφληθεί, επειδή ο πατέρας του ήταν αριστοκράτης. Αντ’ αυτού, φέρθηκαν πολύ ευγενικά στον Ρίτσαρντ και του είπαν ότι ήταν πρόθυμοι να περιμένουν όσο χρειαζόταν μέχρι να μπορέσει να τους εξοφλήσει μόνος του. Δύο χρόνια αργότερα κατάλαβε πια ότι έπρεπε να εγκαταλείψει την Αγγλία. Αυτή ήταν η μόνη του διέξοδος. Αλλά η ανάμνησή του από εκείνη τη μακρινή μέρα στο Γουίλοου Γουντς, όταν οι γονείς της Τζούλια την είχαν φέρει να τον γνωρίσει, ήταν τόσο θολή ώστε το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί ήταν ο πόνος που του είχε προκαλέσει. Ήταν δύσκολο να το ξεχάσει αυτό. Και ήταν μόνο πέντε χρόνων! Τον είχε πλησιάσει στο μεγάλο παρτέρι πίσω από την έπαυλη όπου εκείνος πετούσε ξυλαράκια στο σκυλί του για να του τα φέρει πίσω. Δεν ήθελε να σηκώσει το πρόσωπό της για να τον κοιτάξει. Προφανώς παρίστανε την ντροπαλή. Τα άσπρα κοτσιδάκια της ήταν δεμένα με ροζ κορδέλες και απλώνονταν στους αδύνατους ώμους της. Το μικρό μπονέ της ήταν μια μάζα από άσπρα και κίτρινα λουλούδια. Το ροζ και άσπρο φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από το καλύτερο λινό που μπορούσαν να αγοράσουν τα χρήματα. Ένα τόσο χαριτωμένο κοριτσάκι, θα σκεφτόταν κανείς – μέχρι να δουν τα μάτια του τέρατος. Ήξερε ότι οι γονείς τους τους παρακολουθούσαν από τη βεράντα. Ο πατέρας του τον είχε ειδοποιήσει για την άφιξη των Μίλερ και προφανώς είχε ενοχληθεί επειδή ο Ρίτσαρντ δεν είχε τρέξει αμέσως στο σπίτι να τους χαιρετήσει. Αλλά είχαν στείλει το κορίτσι να πάει να τον βρει. Ασφαλώς θα πρέπει να είχε φερθεί ευγενικά παρά την ενόχλησή του που έπρεπε να
συναντήσει το πλουσιοκόριτσο που τον ανάγκαζαν να παντρευτεί. Είχε πραγματικά πει κάτι γι’ αυτό; Δεν θυμόταν, αλλά τον είχε εκπλήξει όταν η μικρή είχε ξεσπάσει απροσδόκητα σε δάκρυα. Θυμόταν ότι είχε αναρωτηθεί τι στο καλό την είχε κάνει να κλάψει – άρα δεν θα ήταν κάτι που είχε πει εκείνος. Αλλά τα δάκρυα του κοριτσιού δεν πρέπει να είχαν κρατήσει περισσότερο από ένα λεπτό και μετά, τελείως ξαφνικά, όρμησε κατά πάνω του με τις γροθιές στον αέρα και μια από τις γροθιές αυτές τον είχε χτυπήσει χαμηλά στην κοιλιά, προφανώς άθελά της, και αυτό τον είχε κάνει να πέσει στα γόνατα από τον πόνο. Αυτό τον έφερε λίγο πολύ στο δικό της επίπεδο δυστυχώς, οπότε τον κλότσησε ακριβώς στο ίδιο σημείο, αυτή τη φορά επίτηδες, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, κι έτσι άρχισε ένας πόλεμος. Ο πατέρας της είχε φρίξει και είχε τρέξει να την τραβήξει από πάνω του, αλλά εκείνη πρόλαβε να ματώσει το χείλος του Ρίτσαρντ ενώ βογκούσε διπλωμένος στα δύο. Είχε ουρλιάξει στον Τζέραλντ Μίλερ ότι δεν ήθελε να παντρευτεί κανέναν Άλεν. Η μητέρα της είχε γίνει κατακόκκινη από την ντροπή και κοίταζε άφωνη. Ο Τζέραλντ είχε γυρίσει στον Μίλτον και είχε πει: «Ίσως δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα τελικά». Ο Μίλτον είχε αποπάρει τον ανήσυχο πατέρα, μειώνοντας τη σοβαρότητα του θέματος. «Τα παιδιά είναι παιδιά», είχε πει καθησυχαστικά. «Θυμηθείτε τα λόγια μου, ούτε που θα το θυμούνται το περιστατικό αυτό όταν θα μεγαλώσουν. Άλλωστε είναι πολύ αργά για δεύτερες σκέψεις. Ο αρραβώνας έχει ήδη ανακοινωθεί. Η κόρη σας θα δρέψει τα οφέλη πριν καν τον γάμο. Από τη στιγμή που υπογράφηκε το συμβόλαιο, μπήκε στην αριστοκρατία. Οπότε, παρακαλώ, προσπαθήστε να της διδάξετε τρόπους πριν από την επόμενη συνάντησή τους». Ήταν χαρακτηριστικό του πατέρα του Ρίτσαρντ να αντιδρά έτσι. Ο Τζέραλντ Μίλερ δεν ήταν ευχαριστημένος. Αυτή δεν ήταν η τελευταία φορά που ο πατέρας της Τζούλια προσπάθησε να πείσει τον Μίλτον να σκίσει το συμβόλαιο. Κάποια στιγμή, έφτασε στο σημείο να προσφερθεί να πληρώσει ολόκληρη την προίκα που είχε υποσχεθεί για να το λήξει. Αλλά ο Μίλτον είχε γίνει ακόμα πιο άπληστος. Το όνομα των Μίλερ εμφανιζόταν συχνά στις εφημερίδες εξαιτίας κάποιας καινούριας επιχειρηματικής συμφωνίας ή κάποια ιδιοκτησίας που είχαν αποκτήσει, ή κάποιας άλλης επιτυχίας, και ο Μίλτον κοκορευόταν κάθε φορά που διάβαζε κάτι για την καλή τύχη της οικογένειας Μίλερ γιατί σύντομα θα γινόταν δική του. Ο Ρίτσαρντ είχε ελπίσει για λίγο ότι ο Τζέραλντ Μίλερ θα διέλυε το συμβόλαιο έτσι κι αλλιώς, αλλά φαίνεται πως
η ζημιά που θα προκαλούσε αυτό στην επαγγελματική του φήμη καθώς και το κοινωνικό σκάνδαλο που φοβόταν η γυναίκα του η Έλεν τον συγκράτησε. Αν η Τζούλια έμαθε ποτέ τρόπους, δεν τους επέδειξε ποτέ μπροστά στον Ρίτσαρντ. Είχε μια ουλή στο αφτί του από τότε που είχε προσπαθήσει να τον δαγκώσει. Η μύτη του είχε παραμορφωθεί για όλη του τη ζωή όταν του την είχε σπάσει κι εκείνος ντρεπόταν να το παραδεχτεί, με αποτέλεσμα να μην έχουν καλέσει κανέναν γιατρό για να τη φτιάξει. Ούτε μια φορά δεν τα πήγαν καλά στις επισκέψεις αυτές, οι οποίες ευτυχώς δεν ήταν συχνές. Αλλά πάντα, μπροστά μπροστά στο νου του ήταν η γνώση ότι θα αναγκαζόταν να παντρευτεί αυτό το μικρό τέρας. Μόνο και μόνο επειδή ο πατέρας του ήθελε την τεράστια προίκα της και την πρόσβαση στην περιουσία των Μίλερ που θα τη συνόδευε. Γιατί, διάβολε, δεν προσπαθούσε να την παντρευτεί εκείνος αν ήθελε τόσο πολύ να τη βάλει στην οικογένεια; Είχε κάνει στον πατέρα του αυτή την ερώτηση μία από τις πολλές φορές που είχε προσπαθήσει να ξεφύγει από το συμβόλαιο αυτό. «Μην είσαι γελοίος», τον είχε αποπάρει ο Μίλτον. «Βλέπεις ότι ο πατέρας της την αγαπάει. Δεν πρόκειται να της φορτώσει έναν άντρα που είναι μεγαλύτερος από τον ίδιο». «Αλλά θα μπουν στην αριστοκρατία, οπότε τι σημασία έχει αυτό;» είχε ρωτήσει ο Ρίτσαρντ. «Έχει σημασία γιατί ο Μίλερ είναι ασυνήθιστος τύπος. Δεν τον ενδιαφέρει η κοινωνική άνοδος. Είναι τόσο πλούσιος ώστε δεν νοιάζεται για τίτλους ή τις ευκαιρίες που θα του ανοίγονταν με έναν αριστοκράτη στην οικογένεια». «Τότε γιατί δέχτηκε αυτή τη συμφωνία;» «Φαίνεται πως οι γυναίκες στην οικογένειά του αισθάνονται διαφορετικά. Όταν έψαξα να μάθω για την οικογένειά τους, αν δεν είχα ανακαλύψει ότι μία από τις γυναίκες των Μίλερ είχε αγοράσει με τα λεφτά της έναν λόρδο πριν από δύο αιώνες και μία άλλη είχε κάνει το ίδιο πριν από δύο γενιές, δεν θα είχα πουθενά να στηριχτώ. Αλλά χρησιμοποίησα τις πληροφορίες αυτές σαν βάση για τη συμφωνία. Οι Μίλερ θα γίνουν αριστοκράτες τώρα, μόλις αποκτήσετε απογόνους, ακριβώς αυτό που προσπάθησαν αλλά απέτυχαν να κάνουν παλιότερα. Η γυναίκα του Μίλερ ήταν ολοφάνερα ενθουσιασμένη με τον αρραβώνα. Παρ’ όλα αυτά, ο Τζέραλντ μπορεί να μην είχε υποσχεθεί την κόρη του σε τόσο νέα ηλικία αν δεν έμοιαζες στη μητέρα σου και δεν ήσουν τόσο ωραίο αγόρι ώστε η κόρη του δεν θα μπορούσε παρά να ενθουσιαστεί μαζί σου». «Δεν είναι καθόλου ενθουσιασμένη μαζί μου. Με απεχθάνεται όσο την
απεχθάνομαι κι εγώ». «Πράγμα που δεν έχει απολύτως καμία σημασία, νεαρέ. Η μητέρα της συμφώνησε μαζί μου ότι θα είστε ένα θαυμάσιο ζευγάρι και αυτό φτάνει». Αυτό ήταν το επιμύθιο – ήταν μια συμφωνία που θα έκανε τους Άλεν τόσο πλούσιους όσο ήταν οι Μίλερ, και ο Μίλτον δεν σκόπευε να παραιτηθεί από αυτό για κανέναν λόγο, και σίγουρα όχι επειδή το νεαρό ζευγάρι δεν άντεχε ο ένας τον άλλο. «Βγείτε λοιπόν από τη γελοία εχθρότητα που έχετε αναπτύξει», είχε προσθέσει ο Μίλτον εκείνη τη μέρα. «Είναι ακόμα παιδί. Δεν είναι αρκετά μεγάλη ώστε να νιώσει έλξη για σένα. Όταν το νιώσει, θα πάψει να είναι επιθετική μαζί σου». Προφανώς, ο πατέρας του είχε κάνει λάθος στην πρόβλεψή του αυτή, οπότε ήταν ευχής έργο που ο Ρίτσαρντ δεν είχε μείνει με τη μάταιη τούτη ελπίδα. Η Τζούλια είχε πραγματικά νιώσει έλξη για εκείνον σήμερα, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποίησε ποιος ήταν και τότε μετατράπηκε στον θηλυκό διάβολο που θυμόταν τόσο καλά. Αλλά ακόμα κι αν ο πατέρας του είχε δίκιο και ως ενήλικος τώρα έπρεπε να παραδεχτεί ότι ίσως θα μπορούσε να τη γοητεύσει και να πάψει να είναι εχθρική, δεν είχε νόημα να προσπαθήσει γιατί εξακολουθούσε να μην τη θέλει. Δεν σκόπευε να δώσει στο κάθαρμα αυτό που του είχε φερθεί τόσο βάναυσα, αυτό που ήθελε πάνω απ’ όλα – το μέσο για να μπουν οι Μίλερ με όλη τους την περιουσία στην οικογένεια Άλεν. Αφού τα αφηγήθηκε όλα αυτά στον Ορ, ο Ρίτσαρντ κατέληξε: «Κανείς δεν χαιρόταν με τον αρραβώνα αυτόν εκτός από τον πατέρα μου, και δεν θα παντρευόταν εκείνος. Αλλά δεν εγκατέλειψα την Αγγλία εξαιτίας της. Εκείνη δεν ήταν καν ο βασικότερος λόγος που έφυγα. Έφυγα γιατί ήθελα να ζήσω τη ζωή μου, και όχι να αφήσω τον πατέρα μου να τη ζήσει για μένα. Και τον μισούσα πάρα πολύ για να του δώσω τη χαρά να κάνω αυτόν τον γάμο». «Θα βρω μια άμαξα», ήταν το μόνο που είπε ο Ορ μετά από όλα αυτά. Ο Ρίτσαρντ σχεδόν έβαλε τα γέλια. Αυτό ήταν χαρακτηριστικό του Ορ. Πίστευε βαθιά στο πεπρωμένο και ήταν πολύ διακριτικός. Μπορεί να έκανε κάποια πρόταση, μπορεί να τόνιζε κάτι που θεωρούσε ότι το είχαν παραβλέψει, μπορεί να πρόσφερε τη βοήθειά του. Αλλά δεν θα προσπαθούσε να αλλάξει τη γνώμη κάποιου από τη στιγμή που είχε πάρει μια απόφαση. Κάτι τέτοιο θα το θεωρούσε παρέμβαση στο πεπρωμένο. «Νομίζω ότι τα άλογα θα μας πάνε πιο γρήγορα», είπε ο Ρίτσαρντ. «Εγώ πάνω σε άλογο;» αναφώνησε ο Ορ. «Αστειεύεσαι, έτσι;»
Ο Ρίτσαρντ γέλασε. «Προφανώς».
Κεφάλαιο Δεκαπέντε Η Τζούλια είχε πάει κατευθείαν στο σπίτι της και είχε κλειδωθεί στο δωμάτιό της. Είχε σκεφτεί να αναζητήσει την Κάρολ. Χρειαζόταν πραγματικά κάποιον να μιλήσει. Αλλά ήταν τόσο αναστατωμένη ώστε φοβόταν ότι ίσως άθελά της να ξεσπούσε σε οποιονδήποτε έβλεπε μπροστά της. Δεν ήθελε ούτε οι φίλοι της ούτε οποιοσδήποτε άλλος, συμπεριλαμβανομένων των υπηρετών, να τη δουν έτσι. Δεν ήταν απλώς ταραγμένη. Ήταν εξοργισμένη και ταυτόχρονα έντρομη, έτρεμε από τα έντονα συναισθήματα που ένιωθε σε σημείο να μην μπορεί να καθίσει. Ο χειρότερος εφιάλτης της είχε επιστρέψει, τώρα που ήταν τόσο κοντά στο να ξεκλειδώσει την αλυσίδα που ο φρικτός πατέρας του είχε τυλίξει γύρω από τον λαιμό της όταν ήταν μωρό. Αλλά δεν τον είχε δει στον ύπνο της. Τον είχε δει με τα ίδια της τα μάτια, είχε ακούσει τα άσχημα σχόλιά του, είχε νιώσει την οργή να την κατακλύζει όπως γινόταν πάντα δίπλα του. Έντεκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που τον είχε δει τελευταία φορά και εκτός από την εμφάνισή του, δεν είχε αλλάξει ούτε λίγο. Απόδειξη ήταν το πρώτο πράγμα που της είπε όταν την αναγνώρισε. Να της στρίψει το λαρύγγι! Και δεν αστειευόταν! Κάποτε, όταν ήταν παιδί, την είχε κρατήσει πάνω από το κιγκλίδωμα ενός μπαλκονιού στον δεύτερο όροφο μόνο και μόνο για να την τρομάξει. Αλλά εκείνη είχε αλλάξει. Δεν αναστατωνόταν πια τόσο εύκολα. Δεν άφηνε πλέον τον θυμό της να κυβερνάει τις πράξεις της. Δεν άφηνε πια κανέναν να την ταράζει τόσο πολύ ώστε να θέλει να τον χτυπήσει όπως ήθελε παλιά να χτυπήσει εκείνον. Είχε ωριμάσει και είχε ξεπεράσει αυτού του τύπου την ενστικτώδη συμπεριφορά. Να, όπως σήμερα. Δεν είχε προσπαθήσει να του βγάλει τα μάτια. Αντ’ αυτού, το είχε απλώς βάλει στα πόδια. Αυτό ήταν το πιο λογικό! Αλλά ο θυμός της δεν έφευγε. Είχε άραγε γυρίσει για να υλοποιήσει εκείνο το φρικτό συμβόλαιο; Ή μήπως δεν είχε φύγει ποτέ από την Αγγλία; Το σχόλιο που είχε κάνει ότι είχε ερωτευτεί την Τζορτζίνα Μάλορι την
περασμένη χρονιά υπονοούσε ότι ήταν εδώ τότε, και το Λονδίνο ήταν σίγουρα αρκετά μεγάλη πόλη ώστε να μπορεί κανείς να εξαφανιστεί και να μην τον βρουν. Βρισκόταν άραγε στην πόλη όλα αυτά τα χρόνια και γελούσε μαζί της που ήταν κολλημένη με τον αρραβώνα τους χωρίς εκείνος να χρειάζεται να την παντρευτεί; Κάτι τέτοιο ταίριαζε με τον χαρακτήρα του τέτοιο κάθαρμα που ήταν! Αλλά αυτό μπορούσε να το αποδεχτεί. Αρκεί ο πατέρας του να μην ανακάλυπτε την παρουσία του και να μην τους έσερνε και τους δύο στην εκκλησία. Εκείνη πάντως σίγουρα δεν θα έλεγε στον κόμη ότι ο γιος του είχε επιστρέψει στην Αγγλία. Θα προχωρούσε τη διαδικασία για να θεωρηθεί ο Ρίτσαρντ νεκρός. Η Γκάμπριελ Άντερσον ήξερε ότι ήταν ζωντανός, αλλά η Τζούλια δεν ήταν σίγουρη αν η Γκάμπριελ ήξερε ποιος πραγματικά ήταν ή αν τον ήξερε απλώς σαν Ζαν Πολ, όπως τον αποκαλούσε. Άλλωστε, η Γκάμπριελ είχε έρθει για επίσκεψη και σύντομα θα έφευγε. Και οι Μάλορι, που τον ήξεραν εξ όψεως, δεν γνώριζαν κανένα από τα δύο ονόματα. Άρα μπορούσε να προχωρήσει την αίτησή της. Έπρεπε να φροντίσει να καταστρέψει εκείνο το φρικτό συμβόλαιο. Θα μπορούσε άραγε να πιάσει; Εφόσον κανείς άλλος δεν γνώριζε την ύπαρξή του, γιατί όχι; Και αν λυνόταν το συμβόλαιο, τότε ο Ρίτσαρντ δεν θα χρειαζόταν να κρύβεται άλλο. Ίσως θα έπρεπε να κάνει μια συμφωνία μαζί του για να σιγουρευτεί ότι θα γίνονταν έτσι τα πράγματα. Ω, όχι, για τ’ όνομα του Θεού, είχε τρελαθεί; Με τέτοιο χαρακτήρα που είχε, σίγουρα θα αποκάλυπτε την παρουσία του στην Αγγλία μόνο και μόνο για να χαλάσει το σχέδιό της και μετά θα εξαφανιζόταν πάλι. Θα αναγκαζόταν να περιμένει άλλα δέκα χρόνια για να ξαναπροσπαθήσει! Πάντως, είτε βρισκόταν στην Αγγλία όλα αυτά τα χρόνια είτε είχε έρθει για λίγο όπως είχε πει, ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχε σκοπό να την παντρευτεί. Δεν είχε πάει σπίτι του. Ο κόμης θα την είχε ειδοποιήσει αμέσως αν είχε. Αντιθέτως, ο Ρίτσαρντ είχε πάει σε έναν χορό για να δει την αγάπη του! Και, παρόλο που ήταν ερωτευμένος με μια άλλη, είχε παραδεχτεί ότι είχε προσπαθήσει να τη γοητεύσει! Ταίριαζε τόσο σε έναν ρέμπελο νεαρό της αριστοκρατίας να κυβερνιέται από τα ένστικτά του! Γιατί της έκανε εντύπωση ότι αυτό είχε γίνει τελικά ο Ρίτσαρντ; Πώς μπόρεσε να νιώσει έλξη για εκείνον; Αηδίαζε με τον εαυτό της που τον είχε θεωρήσει γοητευτικό έστω και για ένα λεπτό! Αυτό την έκανε να μοιάζει με μια απελπισμένη γεροντοκόρη! Η γοητεία του ήταν τόσο ψεύτικη όσο και
ο ίδιος, που παρίστανε τον Γάλλο. Πώς μπόρεσε να τον θεωρήσει ωραίο σήμερα όταν η ομορφιά του ήταν τόσο επιφανειακή; Τίποτε μέσα του δεν ήταν ωραίο. Ήταν κακός και εκδικητικός. Ήταν το χειρότερο είδος σνομπ άντρα, εκείνος που δεν μπορούσε να κρατήσει κλειστό το στόμα του για την υποτιθέμενη ανωτερότητά του. Πάντα την περιφρονούσε, θεωρούσε ότι δεν ήταν αρκετά καλή για εκείνον και της το έδειχνε. Θεέ μου, οι αναμνήσεις την πλημμύριζαν. Νόμιζε ότι τα είχε αφήσει όλα αυτά πίσω της, δεν είχε ξανασκεφτεί ποτέ εκείνη την εποχή. Αλλά βέβαια ο Ρίτσαρντ Άλεν δεν ήταν εκεί για να της τη θυμίσει.
Κεφάλαιο Δεκαέξι «Θα πρέπει να είσαι τόσο ενθουσιασμένη», είπε η Έλεν Μίλερ στην κόρη της. «Είναι τόσο ωραίο παλικάρι. Και αριστοκράτης. Θα γίνεις λαίδη όπως ήταν η θεία σου η Άντι». Η μητέρα της Τζούλια ήταν σίγουρα ενθουσιασμένη. Σπάνια έπαιρνε απόφαση για οτιδήποτε αλλά αυτός ο αρραβώνας ήταν η μία και μοναδική εξαίρεση γιατί ήταν υπέρ από την αρχή. Η Τζούλια ήταν ενθουσιασμένη επίσης, κυρίως επειδή ο ενθουσιασμός της μητέρας της ήταν μεταδοτικός. Εφόσον το μόνο που έκαναν ήταν να μιλούν γι’ αυτό με τη μητέρα της, η Τζούλια ήταν ευχαριστημένη. Ο γιος του κόμη πραγματικά ακουγόταν θαυμάσιος. Αλλά ο γάμος ήταν κάτι τόσο μακρινό. Η αλήθεια ήταν ότι θα προτιμούσε να αποκτήσει μια καινούρια κούκλα παρά έναν σύζυγο. Μάθαινε συνέχεια πράγματα για το υπέροχο αυτό αγόρι με το οποίο ήταν λογοδοσμένη. Ο πατέρας του έστελνε τα νέα του στον πατέρα της και ο Τζέραρντ τα μετέφερε σε εκείνη. Ο λόρδος Ρίτσαρντ τα πήγαινε καλά στο σχολείο. Ο λόρδος Ρίτσαρντ είχε αποκτήσει καινούριο σκύλο. Ήθελε κι εκείνη έναν. Ο λόρδος Ρίτσαρντ είχε πιάσει ένα τεράστιο ψάρι στη λίμνη του. Γιατί δεν την είχαν πάει ποτέ για ψάρεμα; Οι γονείς της ήθελαν να την κάνουν να αισθάνεται σαν να γνώριζε τον λόρδο Ρίτσαρντ προτού τον γνωρίσει. Το κόλπο έδειχνε να πιάνει. Αλλά η μέρα που θα τον συναντούσε ήταν τόσο μακρινή ώστε δεν το σκεφτόταν καν. Και τότε η μεγάλη μέρα έφτασε, λίγο μετά τα πέμπτα της γενέθλια − και η αντίδρασή της δεν ήταν καθόλου η αναμενόμενη. Στο μεγάλο ταξίδι μέχρι το Γουίλοου Γουντς, το κτήμα του κόμη του Μάνφορντ, ένιωθε τόση νευρικότητα που έβγαλε ένα εξάνθημα το οποίο έβαψε κόκκινα τα μάγουλά της. Η μητέρα της έβαλε τα κλάματα όταν το πρόσεξε. Ο Τζέραλντ τις αποπήρε και τις δύο. Η Τζούλια δεν μπορούσε καν να πει γιατί ήταν τόσο νευρική. Επειδή ήθελε να τη συμπαθήσει ο Ρίτσαρντ και φοβόταν ότι δεν θα του άρεσε; Επειδή δεν της είχε φανεί ποτέ πραγματικός μέχρι τότε; Χρειάστηκε σχεδόν να τη σύρουν με το ζόρι μέχρι τη μεγάλη έπαυλη στην
εξοχή. Μετά ένιωσε δέος για το μέγεθος του συγκροτήματος καθώς τους πέρασαν μέσα από μερικά δωμάτια συνοδεύοντάς τους μέχρι τον κόμη. Το σπίτι της ήταν μεγάλο αλλά όχι τόσο μεγάλο. Εδώ όλα τα δωμάτια ήταν τεράστια και το σπίτι ήταν θεόρατο σε έκταση και σε ύψος. Όλα ταίριαζαν περίφημα μεταξύ τους, παλιοί πίνακες, τεράστια κρυστάλλινα κηροπήγια, ταπετσαρίες στους τοίχους. Τίποτα δεν ήταν φανταχτερό όπως η γαλλική διακόσμηση που προτιμούσε η μητέρα της. Είχε συναντήσει τον κόμη αλλά τον θυμόταν ελάχιστα. Τους είχε επισκεφθεί μία φορά πριν από τα τέταρτα γενέθλιά της για να δει πώς εξελισσόταν, καθώς δεν την είχε δει από τότε που ήταν μωρό. Δεν είχε φέρει τον γιο του μαζί του στην επίσκεψη αυτή. Το αγόρι δεν ήταν στο σπίτι όταν έφτασαν. Ήταν έξω με τον σκύλο του. Ένιωσε τέτοια ανακούφιση! Παραλίγο να βάλει τα κλάματα. «Πήγαινε να τον βρεις, Τζούλι», την είχε προτρέψει η Έλεν. «Εσείς οι δύο θα τα πάτε περίφημα. Το ξέρω!» Ο πατέρας της έκανε μια κίνηση για να πάει μαζί της, αλλά η Έλεν ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. «Θα είναι πιο χαλαροί αν δεν είμαστε μαζί τους», είπε η Έλεν λες και η Τζούλια δεν μπορούσε να την ακούσει. Η μητέρα της μιλούσε συχνά για εκείνη μπροστά της σαν να μην είχε αφτιά. «Ας είναι πιο άνετη αυτή η πρώτη συνάντηση». Η Τζούλια διέσχισε την αυλή νιώθοντας τα πόδια της βαριά. Τι έπρεπε να πει στο αγόρι; Μπορούσε να μιλήσει για τον σκύλο του και να του πει ότι εκείνη είχε τρία σκυλιά. Το ένα δεν την έφτανε. Μπορούσε να του πει για το πόνι που είχε μόλις αποκτήσει και για τα μαθήματα ιππασίας που θα άρχιζαν το καλοκαίρι. Ή μπορούσε να του ζητήσει να της μάθει να ψαρεύει! Ο πατέρας της της είχε υποσχεθεί ότι θα της μάθαινε σύντομα, παρόλο που η μητέρα της είχε παραπονεθεί ότι δεν ήταν καθωσπρέπει για ένα κορίτσι. Αλλά εκεί, λίγο πιο πέρα, υπήρχε μια λίμνη, μια μεγάλη λίμνη, και κατάλαβε ότι εκείνος ήξερε τα πάντα για το ψάρεμα. Δεν την είχε προσέξει ακόμα, αλλά καθώς πλησίασε πιο κοντά του, συνειδητοποίησε πόσο ψηλός ήταν. Ήταν δύο φορές όσο εκείνη! Αυτό δεν το περίμενε. Δεν γνώριζε άλλα δεκάχρονα αγόρια. Με τα κοντά μαύρα μαλλιά του και το καλοραμμένο σακάκι του ήταν σαν μικροσκοπικός ενήλικος, ενώ εκείνη φορούσε ακόμα ένα παιδικό φόρεμα. Ήταν τόσο ωραίος όσο της είχαν πει, τέλειος σε όλα, αν και μάλλον λίγο αδύνατος. Αλλά αυτό δεν μετρούσε. Κι εκείνη ήταν αδύνατη. Επιβράδυνε το βήμα της καθώς άρχισε να ζαλίζεται από την πρώτη αυτή
εικόνα του μνηστήρα της. Όταν εκείνος την πρόσεξε τελικά, χαμήλωσε αμέσως το βλέμμα. Θα μπορούσε να είχε πέσει στη λίμνη έτσι που δεν πρόσεχε πού πήγαινε. Ένιωθε πάλι τόση νευρικότητα που εμφανίστηκαν κι άλλα εξανθήματα στα μάγουλά της. Όμως συνέχισε να περπατάει με το κεφάλι κατεβασμένο μέχρι που έφτασε κοντά του και είδε τα πόδια του κάτω από το καπέλο της. «Εσύ είσαι λοιπόν το χοντρό πορτοφόλι που πρέπει να παντρευτώ;» της είπε. Εκείνη τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει τι εννοούσε με αυτό. Δεν ήταν χοντρή. «Τι κρίμα», πρόσθεσε με κακία κοιτάζοντας τα μάγουλά της. «Τουλάχιστον μπορούσες να είσαι όμορφη. Αυτό ίσως έκανε το συνοικέσιο αυτό λίγο πιο ανεκτό». Δεν κατανοούσε την περιφρόνηση ή την ειρωνεία ακόμα, αλλά κατάλαβε ότι δεν του άρεσε. Ένιωθε τόση νευρικότητα στη σκέψη να τον συναντήσει, τόσο φοβισμένη, και τώρα είχε πληγωθεί σε σημείο που ξέσπασε σε κλάματα. Μετά ντράπηκε που έκλαψε και αυτό τη γέμισε οργή, τέτοια οργή που πρώτη φορά ένιωσε. Όρμησε κατά πάνω του και άρχισε να τον γρονθοκοπάει. Οι γονείς της αναγκάστηκαν να την τραβήξουν από πάνω του. Ήταν κι εκείνοι αναστατωμένοι. Θυμόταν τον πατέρα της να λέει ότι ίσως δεν ήταν τόσο καλή ιδέα να την υποσχεθεί στον γιο ενός κόμη. Αλλά ο πατέρας του Ρίτσαρντ είχε απλώς γελάσει και είχε καθησυχάσει τους γονείς της λέγοντας ότι τα παιδιά φέρονται σαν παιδιά. Η Τζούλια δεν κατάφερε να ηρεμήσει μέχρι που βρέθηκε στην άμαξα στον δρόμο για το σπίτι. Η Έλεν απλούστατα δεν ήξερε πώς να χειριστεί τα ξεσπάσματα θυμού της κόρης της, και υπήρχαν πολλά τέτοια μετά τη μέρα αυτή – όποτε εκείνη ή ο Τζέραρντ πρότειναν μια επίσκεψη στο Γουίλοου Γουντς. Η Έλεν είχε πανικοβληθεί στη σκέψη ότι η Τζούλια θα κατέστρεφε κοινωνικά την οικογένεια προσβάλλοντας ευγενείς. Ο Τζέραρντ είχε πει κοφτά στη γυναίκα του να σταματήσει. Είχε επιμείνει ότι το συνοικέσιο αυτό ήταν λάθος και ποτέ δεν θα το δεχόταν αν εκείνη δεν έτρεφε τόσο μεγάλο θαυμασμό για τους συγκεκριμένους ευγενείς. Η Έλεν ήταν πάντα αναποφάσιστη αλλά μετά από αυτό έγινε τελείως ανίκανη να πάρει οποιαδήποτε απόφαση. Η Τζούλια έπρεπε να συναντήσει ξανά τον Ρίτσαρντ Άλεν, όμως πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος για να συμβεί αυτό. Της πήρε τόσο χρόνο ώστε να μην ξεσπάει σε κλάματα και σε φωνές κάθε φορά που γινόταν αναφορά σε μια
συνάντηση. Δεν ήταν ακόμα αρκετά μεγάλη για να καταλάβει τι είχε πάει στραβά την πρώτη φορά αλλά φαντάστηκε ότι είχε σχέση με το γεγονός ότι και οι δύο ένιωθαν αμηχανία. Επιπλέον, κατανοούσε πια τον σνομπισμό και συνειδητοποιούσε ότι αυτό ακριβώς ήταν, ένας σνομπ, αν και ήλπιζε πως θα κατάφερνε να τον συγχωρέσει γι’ αυτό και να αρχίσουν από την αρχή. Θα πρέπει να είχε φανταστεί χίλιες φορές μια τέτοια συνάντηση όπου εκείνος ζητούσε συγγνώμη και ήταν όσο υπέροχος έπρεπε να είναι. Φυσικά, τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη όταν τα πρώτα λόγια που βγήκαν από το στόμα του ήταν «Αν με ξαναχτυπήσεις, θα σε χτυπήσω κι εγώ». Αλλά αυτό της το είπε όταν βρέθηκαν μόνοι, μετά από μια ολόκληρη ώρα που την πέρασαν μαζί με τους γονείς τους και τον Τσαρλς, τον αδελφό του Ρίτσαρντ. Οι μεγάλοι φοβούνταν να τους αφήσουν πάλι χωρίς επίβλεψη. Σαν να το είχαν συμφωνήσει σιωπηλά, η Τζούλια και ο Ρίτσαρντ φέρονταν άψογα. Ήταν εύκολο εφόσον δεν μιλούσαν ο ένας στον άλλο. Η Τζούλια το πήγε ένα βήμα παραπέρα παριστάνοντας ότι ο Ρίτσαρντ δεν ήταν εκεί και μιλώντας μόνο στον Τσαρλς. Καθώς δεν υπήρχαν ξεσπάσματα βίας αυτή τη φορά, οι γονείς τους άρχισαν να χαλαρώνουν. Οι άντρες πήγαν να παίξουν μπιλιάρδο. Μόνη με τα δύο αγόρια και την ανεξέλεγκτη κόρη της, η Έλεν πιέστηκε και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Το λεπτό που βγήκε από το δωμάτιο, ο Τσαρλς, ο οποίος ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον Ρίτσαρντ, αναστέναξε βαριεστημένα και είπε ότι είχε καλύτερα πράγματα να κάνει. Ξαφνικά, τα αρραβωνιασμένα παιδιά έμειναν μόνα τους, να κοιτάζονται ανήσυχα. Και τότε ο Ρίτσαρντ την προειδοποίησε ότι θα τη χτυπούσε. «Θα χτυπούσες ένα κορίτσι;» ρώτησε. «Δεν είσαι κορίτσι, είσαι ένα μικρό τέρας. Έφαγα ξύλο επειδή μου επιτέθηκες. Ο πατέρας δεν πίστεψε ότι δεν σε είχα προκαλέσει». «Εσύ το άρχισες και χαίρομαι που σε χτύπησε», απάντησε ενώ τα χείλη της είχαν αρχίσει κιόλας να τρέμουν. «Μικρέ σατανά, ξέρεις πώς είναι να τρως ξύλο;» φώναξε εκείνος. «Όχι βέβαια. Ε, λοιπόν, πονάει». Έτσι όπως της φώναζε, δεν μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της. Ω, Θεέ μου, φερόταν σαν μωρό πάλι! Δεν θα συμπαθούσαν ποτέ ο ένας τον άλλο, ωστόσο ήταν δεμένοι ο ένας με τον άλλο. Όρμησε στο δάχτυλο που της κουνούσε με οργή μπροστά στο πρόσωπό της
και το δάγκωσε με όλη της τη δύναμη. Εκείνος έγινε έξαλλος αλλά δεν τη δάγκωσε ούτε τη χτύπησε. Αντ’ αυτού, την άρπαξε από τα κοτσιδάκια, την έβγαλε από το σπίτι και την έσυρε μέχρι τη λίμνη πίσω από το Γουίλοου Γουντς! Μετά την πέταξε από τη μικρή προκυμαία στο νερό. Εκείνη δεν ήξερε κολύμπι και άρχισε να χτυπιέται πανικόβλητη ενώ προσπαθούσε να φωνάξει. Εκείνος θύμωσε κι άλλο που αναγκάστηκε να βουτήξει στο κρύο νερό για να τη βγάλει έξω. Καθώς είχαν γίνει και οι δύο μούσκεμα, δεν μπορούσαν να κρύψουν αυτό που είχε συμβεί από τους γονείς τους. Οι γονείς της την πήραν αμέσως και γύρισαν σπίτι. Ευχόταν με όλη της την καρδιά να έδειραν πάλι τον Ρίτσαρντ. Ο καιρός πέρασε. Η φιλία που ανέπτυξε με τη γειτόνισσά της, την Κάρολ, προχώρησε μέχρι που έγιναν κολλητές φίλες. Δεν σκεφτόταν ποτέ τον Ρίτσαρντ όταν ήταν με την Κάρολ, και έγιναν αχώριστες. Ήξερε ότι ο πατέρας της είχε προσπαθήσει ξανά να τη βγάλει από τον φρικτό αυτό αρραβώνα. Είχε ακούσει τους γονείς της να μιλούν γι’ αυτό και πόσο είχε θυμώσει ο Τζέραλντ που ο κόμης δεν ήθελε να τους απελευθερώσει. Η μητέρα της εξακολουθούσε να είναι υπέρ του αρραβώνα, ωστόσο, και θύμισε στον πατέρα της ότι τα παιδιά θα ξεπερνούσαν την εχθρότητά τους μεγαλώνοντας. Τον ικέτευσε να δώσει χρόνο και να μην κάνει τίποτα βιαστικό και εκείνος τελικά συμφώνησε ότι δεν υπήρχε λόγος να αρχίσει έναν μεγάλο καβγά με τον κόμη για κάτι που μπορεί αργότερα να διορθωνόταν από μόνο του. Όταν η Τζούλια έγινε επτά, ήταν πιο ψηλή αλλά πολύ λεπτή ακόμα. Και ένιωθε τόσο σίγουρη ότι είχε την ωριμότητα να μην αφήσει τα συναισθήματά της να την παρασύρουν ώστε πρότεινε να κάνουν μια ακόμα επίσκεψη. Η μητέρα της ενθουσιάστηκε. Εξακολουθούσε να ελπίζει ότι θα έβγαιναν σπουδαία πράγματα από τον γάμο αυτόν. Αυτή τη φορά, θα περνούσαν ολόκληρο το Σαββατοκύριακο στο Γουίλοου Γουντς. Τα παιδιά δεν θα έμεναν μόνα τους ούτε για ένα λεπτό. Η επίσκεψη άρχισε αρκετά ευχάριστα. Ο Τσαρλς έπαιξε μια παρτίδα ντάμα μαζί της. Τον συμπαθούσε πολύ. Ήταν εξίσου ωραίος με τον αδελφό του, αλλά αρκετά μεγαλύτερος, παρότι ούτε εκείνος ήταν ακόμα ενήλικος. Ήταν σίγουρη ότι την άφησε επίτηδες να νικήσει αλλά αυτό της έφτιαξε τη διάθεση. Μετά πήρε τη θέση του ο Ρίτσαρντ και κάθισε στο τραπέζι απέναντί της. Δεν είχαν ποτέ πλησιάσει τόσο ο ένας τον άλλο χωρίς να ξεσπάσει βία. «Οι φίλες μου με φωνάζουν Τζούλι», είπε ντροπαλά στον αρραβωνιαστικό της καθώς το παιχνίδι προχωρούσε. «Είναι πιο λίγες συλλαβές από το
Τζούλια». «Όχι, είναι και αυτό αρκετά κουραστικό για τη γλώσσα», απάντησε χωρίς να την κοιτάξει. «Προτιμώ το Τζουλς. Ριτς και Τζουλς, Λεφτά και Κοσμήματα! Είμαστε ένα πλούσιο ζευγάρι, δεν το καταλαβαίνεις;» Δυστυχώς το είχε πιάσει. «Δεν μου αρέσει». «Δεν ζήτησα την άδειά σου. Και είναι πολύ εύστοχο. Μόνο γι’ αυτό είμαστε καλοί, έτσι δεν είναι; Για να γεμίσουμε την τσέπη του πατέρα μου με λεφτά». «Σου είπα ότι δεν μου αρέσει», σφύριξε μέσα από τα δόντια της εκείνη. «Κρίμα, Τζουλς». Από εκείνη τη στιγμή, όπου τη συναντούσε, τη φώναζε έτσι και κάθε φορά γινόταν έξαλλη, όπως τη συγκεκριμένη μέρα. Πετάχτηκε απότομα όρθια και βγήκε στη βεράντα για να μετρήσει μέχρι το εκατό. Η νταντά της της είχε μάθει αυτό το κόλπο και έπιανε πάντα! Δεν τον είχε κλοτσήσει κάτω από το τραπέζι. Δεν είχε γυρίσει ανάποδα το τραπέζι. Δεν του είχε καν πετάξει τα πιόνια, πράγμα που θα πονούσε γιατί ήταν φτιαγμένα από βαμμένο βαρύ μέταλλο. Αντί για όλα αυτά, είχε απλώς βγει από το δωμάτιο. Όταν γύρισε, δεν φανταζόταν ότι εκείνος θα ήταν ακόμα καθισμένος στο τραπεζάκι και θα την περίμενε. Κάθισε απέναντί του πολύ σφιγμένη. Εκείνος κέρδισε και αυτή την παρτίδα. Η Τζούλια ζήτησε να ξαναπαίξουν. Νόμιζε ότι θα αρνιόταν αλλά δεν αρνήθηκε. Μακάρι να είχε αρνηθεί. Τη νίκησε όλες τις φορές που έπαιξαν με ένα χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη. Εκείνη αρνιόταν να παραιτηθεί και επέμενε για έναν ακόμα γύρο και έναν ακόμα μέχρι που έφτασε η ώρα για το δείπνο. Είχαν καταφέρει να περάσουν τη μέρα χωρίς να τσακωθούν. Η Τζούλια είχε συγκρατηθεί και είχε αγνοήσει τις προσβολές του. Ήταν αρκετά ώριμη ώστε να μπορεί να τον αντιμετωπίσει και ήταν πολύ περήφανη για τον εαυτό της. Μετά το φαγητό πήγε αμέσως στο δωμάτιό της και αποκοιμήθηκε γρήγορα. Πράγμα που τελικά δεν βγήκε σε καλό γιατί έτσι ξύπνησε πολύ νωρίς το επόμενο πρωί, πριν από τους μεγάλους. Ο Ρίτσαρντ μπήκε στην αίθουσα του πρωινού και τη βρήκε μόνη της εκεί. Όταν την είδε, έκανε μια γκριμάτσα. Έπρεπε να είχε κρατήσει κλειστό το στόμα της και να τον άφηνε να φύγει. Αλλά νόμιζε ότι μπορούσε να συγκρατηθεί για μια ακόμα μέρα παρόλο που εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε για να την προκαλέσει. «Θα παίξουμε πάλι σήμερα;» ρώτησε. «Δεν έχω κερδίσει ακόμα».
«Ούτε υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις ποτέ όταν δεν έχεις ιδέα πώς να παίξεις. Είσαι ακόμα μωρό, έτσι δεν είναι Τζουλς; Δεν μπορείς να μάθεις ούτε ένα απλό παιχνίδι όπως η ντάμα». Η Τζούλια συνειδητοποίησε ότι εκείνος δεν σκόπευε να προσπαθήσει να τα πάνε καλά. Η χθεσινή μέρα, όπου βρίσκονταν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των γονιών τους, δεν μετρούσε. «Σε μισώ!» του φώναξε. Εκείνος γέλασε πικρόχολα. «Είσαι πολύ μικρή για να ξέρεις τι σημαίνει αυτό, χαζούλα. Αλλά εγώ το ξέρω πολύ καλά». Του πέταξε το πιάτο της στο κεφάλι. Φυσικά, δεν τον χτύπησε. Το πιάτο, που ήταν πολύ μεγάλο και βαρύ για να φτάσει κοντά του με την ελάχιστη δύναμη που είχε το κοριτσάκι, έπεσε στο πάτωμα και έγινε χίλια κομμάτια. Όμως τα μάτια του στένεψαν. Η πρόθεσή της ήταν ξεκάθαρη. Έκανε τον γύρο του τραπεζιού για να την πιάσει. Εκείνη έβγαλε μια κραυγή και έτρεξε από την άλλη μεριά ορμώντας έξω από την πόρτα. Δεν σταμάτησε να τρέχει μέχρι που βρέθηκε πάλι πάνω, ασφαλής στο δωμάτιό της. Αλλά εκείνος την ακολούθησε! Όρμησε μέσα πριν καν σκεφτεί να κλειδώσει την πόρτα και την έσυρε έξω στο μπαλκονάκι του δωματίου της σπρώχνοντάς την πάνω από το κιγκλίδωμα. Νόμιζε ότι ήθελε να τη σκοτώσει! Είχε τρομάξει τόσο που δεν μπορούσε να φωνάξει. Ο Ρίτσαρντ την έριξε πάνω από το κάγκελο και την κράτησε κρεμασμένη ανάποδα από τους αστραγάλους της. Δεν ήξερε τι σήμαινε οργή πριν γνωρίσει τον Ρίτσαρντ Άλεν. Αλλά ούτε και είχε βιώσει ποτέ κάτι τέτοιο. Καθαρό τρόμο. Είχε παραλύσει από τον τρόμο καθώς την κρατούσε πάνω από το κιγκλίδωμα. Δεν είχε τη δύναμη να το κάνει αυτό! Ήταν σίγουρη ότι θα πέθαινε! Όταν εκείνος την τράβηξε πάλι πάνω, άρχισε να την κοροϊδεύει πριν τα πόδια της αγγίξουν καλά καλά το πάτωμα του μπαλκονιού. «Είσαι τόσο κοκαλιάρα όσο νόμιζα!» Το φόρεμά της είχε γυρίσει ανάποδα όταν ήταν κρεμασμένη πάνω από το κάγκελο, καλύπτοντας το πρόσωπό της και αποκαλύπτοντας τα γυμνά πόδια και τα εσώρουχά της. Αλλά μόλις πάτησε στο δάπεδο, όλος ο τρόμος που είχε νιώσει μετατράπηκε αμέσως στη χειρότερη οργή που είχε βιώσει ποτέ. Δεν ήξερε καν πώς έσπασε τη μύτη του. Με τη γροθιά της; Με την παλάμη της; Πάντως ξαφνικά εκείνος άρχισε να πισωπατά καλύπτοντας τη μύτη του με το χέρι του. Γύρισε και το έβαλε στα πόδια αλλά όχι πριν δει το αίμα που
κυλούσε κάτω από το χέρι του. Δεν ήθελε να του σπάσει τη μύτη, είχε συμβεί από μόνο του, όμως χαιρόταν πολύ γι’ αυτό μετά από όσα της είχε κάνει. Τουλάχιστον έτσι είχε απαλλαγεί από εκείνον. Τον παρακολούθησε να τρέχει με τη ματωμένη μύτη του προς το δάσος σαν πληγωμένο ζωάκι. Αλλά δεν περίμενε να δει αν θα γύριζε πίσω. Μόλις ξύπνησαν οι γονείς της, τους έπεισε να γυρίσουν σπίτι. Δεν τους είπε τι είχε συμβεί. Πίστευε ότι ούτε και ο Ρίτσαρντ δεν θα το ανέφερε. Αρνήθηκε να ξαναπάει στο Γουίλοου Γουντς και αυτή τη φορά το τήρησε. Έξι μήνες αργότερα, ήρθε ο Ρίτσαρντ να την επισκεφθεί στο Λονδίνο. Αλλά ήταν πολύ νωρίς. Η φρίκη της προηγούμενης συνάντησής τους δεν είχε ξεθωριάσει ακόμα. Δεν θα του ξαναμιλούσε ποτέ πια ούτε θα προσπαθούσε να γίνουν φίλοι. Τώρα τον απεχθανόταν κυριολεκτικά. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος συνέχισε να έρχεται στο Λονδίνο. Ο πατέρας του τον ανάγκαζε να το κάνει. Φρόντιζε μάλιστα να φέρνει το σκυλί του μαζί του και το χρησιμοποιούσε σαν δικαιολογία για να περνάει τον περισσότερο χρόνο του στο πάρκο και όχι στο σπίτι της. Πράγμα πολύ καλό γιατί, με κάθε επίσκεψη, η εχθρότητα ανάμεσά τους όλο και μεγάλωνε. Κάθε φορά που βρίσκονταν μόνοι, του ορμούσε με λύσσα. Τώρα πια, εξαιτίας του, φοβόταν τα ύψη. Αλλά εκείνος είχε πάντα πλεονέκτημα επειδή ήταν πιο δυνατός, οπότε η κανονική επίθεση σπάνια είχε κάποιο όφελος γιατί απλώς της κρατούσε τα χέρια και γελούσε μαζί της, πράγμα που την εκνεύριζε περισσότερο. Οπότε, κάθε φορά που κατάφερνε να τον πλησιάσει πολύ, του έκανε μια γρήγορη και ύπουλη επιδρομή. Ναι, ύπουλη, και δεν ντρεπόταν καθόλου γι’ αυτό. Του άξιζε! Έχωσε τα δόντια της στο πόδι του μέχρι που μάτωσε και χάρηκε και γι’ αυτό. Βέβαια, εκείνος την κλείδωσε στη σοφίτα της για μια ολόκληρη μέρα για να την εκδικηθεί! Κανείς δεν την άκουσε να φωνάζει προκειμένου να της ανοίξουν. Περίμενε μέχρι να τελειώσουν το καθάρισμα του πάνω ορόφου οι καμαριέρες, οι οποίες θα μπορούσαν να την ακούσουν. Όταν τελικά της άνοιξε, είχε το θράσος να της πει ότι είχε πάει στο πάρκο, έπαιζε με τον σκύλο του και την ξέχασε. Δεν θυμόταν τι είχε κάνει για να τον προκαλέσει σε αυτή την τελευταία, όπως αποδείχτηκε, επίσκεψή του, αλλά αντί να την αποκρούει, είχε θυμώσει τόσο ώστε την είχε ρίξει πάνω στον ώμο του για να την πάει κάπου. Δεν ήξερε πού σκόπευε να την πάει, αλλά καθώς θυμόταν πώς ένιωθε κλεισμένη όλη μέρα στη σοφίτα, ανασηκώθηκε κάπως και του δάγκωσε το αφτί. Λόγω της
δύναμής του, ο μόνος τρόπος να τον πονέσει ήταν να τον δαγκώσει – και ήθελε τόσο να τον πονέσει! Την πέταξε κάτω. «Αν με ξανακάνεις να ματώσω, ορκίζομαι ότι θα σε σκοτώσω!» της φώναξε. Καθώς έπεσε, ο αστράγαλός της γύρισε. Όμως ήταν τόσο έξαλλη που δεν ένιωσε καν τον πόνο. «Όχι, αν σε σκοτώσω εγώ πρώτη! Και θα το κάνω, αν σε ξαναδώ μπροστά μου. Δοκίμασέ με». Εκείνη τη μέρα, ήταν δέκα χρόνων κι εκείνος ήταν δεκαπέντε. Δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα της της είπε ότι είχε εγκαταλείψει την Αγγλία. Πόσο είχε χαρεί! Μέχρι που έμαθε ότι ο κόμης εξακολουθούσε να αρνείται να σκίσει το συμβόλαιο. Ήταν σίγουρος ότι ο Ρίτσαρντ θα γύριζε σπίτι. Εκείνη την εποχή, η Τζούλια ήταν δώδεκα, αρκετά μακριά ακόμα από ηλικία γάμου. Αλλά ακόμα και όταν έγινε δεκαοκτώ, ο κόμης δεν δεχόταν να λύσει το συμβόλαιο. Πιθανώς επειδή ήταν ακόμα θυμωμένος που δεν είχε καταφέρει να πάρει την κηδεμονία της μετά το ατύχημα του πατέρα της. Ευτυχώς, οι δικηγόροι της είχαν παρεμποδίσει την προσπάθειά του αφού δεν μπορούσε να εμφανίσει τον γαμπρό. Οι αναμνήσεις της Τζούλια από τον Ρίτσαρντ ήταν φρικτές. Τις είχε κρατήσει κλειδωμένες στην άκρη του μυαλού της για τόσο καιρό ώστε δεν ήταν παράξενο που δεν τον είχε αναγνωρίσει αμέσως. Αλλά οι αναμνήσεις αυτές είχαν ξυπνήσει τώρα, και είχε συνειδητοποιήσει ότι κάθε φορά που συναντιούνταν, κατέληγαν να καβγαδίζουν. Οι γονείς τους δεν έπρεπε να τους είχαν φέρει σε επαφή όταν ήταν τόσο μικροί. Αν περίμεναν λίγα χρόνια, ο Ρίτσαρντ μπορεί να ήταν πιο ώριμος και όχι τόσο κακός και αλαζόνας. Λίγα ακόμα χρόνια και μπορεί να κατάφερνε η Τζούλια να συγκρατηθεί αντί να αντιδρά με τόσο θυμό στην αγένειά του. Ήταν μεγάλη ατυχία ότι η εχθρότητα ανάμεσά τους ήταν τόσο βαθιά ώστε υπήρχε ακόμα και μετά από τόσο καιρό! Αν είχαν συναντηθεί σε διαφορετικές συνθήκες, μπορεί να γίνονταν το τέλειο ζευγάρι, όπως η Κάρολ και ο Χάρι, αντί για τους χειρότερους εχθρούς.
Κεφάλαιο Δεκαεπτά Η λογική της είχε επιστρέψει! Και στην κατάλληλη στιγμή, σκέφτηκε η Τζούλια, καθώς είχαν μείνει λίγες ώρες προτού νυχτώσει. Όχι ότι το σκοτάδι θα τη σταματούσε τώρα που είχε ένα σχέδιο στο μυαλό της. Έπρεπε απλώς να θυμίζει στον εαυτό της ότι ήταν επιχειρηματίας. Ήξερε πώς να κάνει συμφωνίες. Αγόραζε επιχειρήσεις και έδινε οδηγίες στους δικηγόρους της για να διαπραγματευτούν τους όρους εδώ και πέντε χρόνια. Φυσικά, τα συμβόλαια αυτά αφορούσαν μόνο περιουσιακά στοιχεία, όχι τις πιο προσωπικές πλευρές της ζωής, αλλά ένα συμβόλαιο είναι ένα συμβόλαιο, και σκόπευε να κάνει ένα καινούριο με τον Ρίτσαρντ Άλεν. Αφού ηρέμησε, συνειδητοποίησε ότι το να μιλήσει απευθείας με τον Ρίτσαρντ αντί να αφήσει την κατάσταση στην τύχη, ήταν λαμπρή ιδέα. Εκείνος θα συμφωνούσε – το ήξερε ότι θα συμφωνούσε. Το σχέδιο που είχε κατά νου θα κατέλυε κάθε δεσμό ανάμεσά τους και αυτό ήθελαν και οι δύο. Έπρεπε απλώς να τον υπομείνει μία φορά ακόμα για λίγο, τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να του προτείνει να μείνει κρυμμένος λίγες ακόμα βδομάδες μέχρι να θεωρηθεί επισήμως νεκρός. Μετά, θα μπορούσε αν ήθελε να εμφανιστεί ή να μην εμφανιστεί, αλλά δεν θα χρειαζόταν ποτέ πια να κρύβεται για να αποφύγει έναν γάμο μαζί της. Έτσι επέστρεψε στο ξενοδοχείο Κούλσον. Το έκανε αποφασιστικά αυτή τη φορά, τώρα που πλησίαζε η στιγμή που δεν θα ασκούσε τέτοια επιρροή πια στη ζωή της. Αλλά όταν ζήτησε να τον ειδοποιήσουν να κατέβει στο σαλόνι για να τη συναντήσει, ο υπάλληλος της είπε: «Έχουν φύγει, κυρία. Και οι δύο κύριοι δεν μένουν πια εδώ». Η Τζούλια δεν πανικοβλήθηκε. Στην πραγματικότητα, ανακουφίστηκε, υποθέτοντας ότι ο Ρίτσαρντ δεν έχασε χρόνο και φρόντισε να φύγει αμέσως από την Αγγλία μετά τη συνάντησή τους. Προτιμούσε να εξαφανιστεί παρά να πρέπει να συζητήσει μαζί του. Αλλά για να βεβαιωθεί ότι είχε εγκαταλείψει τη χώρα, έβαλε τον αμαξά της να την πάει στο σπίτι του Μπόιντ Άντερσον όπου ήλπιζε ότι θα έβρισκε την Γκάμπριελ. Εκεί στάθηκε άτυχη. Ο μπάτλερ την
πληροφόρησε ότι οι περισσότεροι από τους Άντερσον ήταν πάλι στο σπίτι της Τζορτζίνα. Έτσι, στον δρόμο για το σπίτι σταμάτησε και εκεί. Καθώς γνώριζε καλά τον ηλικιωμένο θαλασσόλυκο Άρτι, τον έναν από τους ασυνήθιστους μπάτλερ του Τζέιμς Μάλορι, ο οποίος άνοιξε την πόρτα, του ζήτησε να της φωνάξει την Γκάμπριελ για να της πει κάτι στα γρήγορα. Πράγμα που ο μπάτλερ έκανε αμέσως. Και τότε την κυρίεψε και πάλι ο πανικός. Όχι, είπε η Γκάμπριελ, ο Ζαν Πολ δεν θα εγκατέλειπε τη χώρα χωρίς να της το πει. Όχι, δεν τον είχε δει από χθες που είχαν πάει μαζί στο ξενοδοχείο του ούτε και είχε την ευκαιρία να του μιλήσει τότε, και επομένως δεν είχε την παραμικρή ιδέα γιατί εκείνος και ο Ορ άλλαξαν ξενοδοχείο όταν αυτό στο οποίο έμεναν ήταν ήδη πληρωμένο. Η Τζούλια ευχαρίστησε την Γκάμπριελ και έφυγε βιαστικά, προφανώς αφήνοντας τη νεαρή γυναίκα πολύ μπερδεμένη. Αλλά η Τζούλια ήταν πια σίγουρη ότι ο Ρίτσαρντ δεν είχε απλώς αλλάξει ξενοδοχείο για να μην μπορέσει να τον βρει εκείνη. Της πέρασε από το μυαλό η τρομερή σκέψη ότι μπορεί να πήγαινε στο πατρικό του για να επισκεφθεί τον αδελφό του πριν φύγει ξανά από την Αγγλία και άρχισε να φοβάται ότι ίσως τον ανακάλυπτε ο πατέρας του. Αλλά μπορεί να κατάφερνε να τον σταματήσει πριν φτάσει στο Γουίλοου Γουντς και καταστρέψει τη ζωή και των δύο ακόμα περισσότερο απ’ όσο είχε ήδη καταστραφεί. Αν τον έβρισκε. Ήθελε να φύγει αμέσως, ωστόσο είχε αρκετή λογική για να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να τρέχει στους δρόμους της υπαίθρου μέσα στη νύχτα. Με τα τραύματά του ο Ρίτσαρντ δεν θα ταξίδευε τόσο γρήγορα όσο θα μπορούσε η ίδια να ταξιδέψει. Έτσι έστειλε ένα μήνυμα στον ξάδελφό της τον Ρέιμοντ ότι τον χρειαζόταν ως συνοδό για ένα γρήγορο ταξίδι στην εξοχή. Έφυγαν μόλις ξημέρωσε ταξιδεύοντας με τον πιο γρήγορο τρόπο, με άλογο, και γι’ αυτό δεν πήρε τον αμαξά μαζί της αλλά τον ξάδελφό της. Τουλάχιστον ο Ρέιμοντ ήταν εξίσου καλός ιππέας με εκείνη. Αντί για μιάμιση μέρα ταξίδι, τους πήρε μόνο τον μισό χρόνο καθώς έκαναν πέντε στάσεις για να αλλάξουν με πιο ξεκούραστα άλογα ώστε να συνεχίσουν με τον ίδιο εξαντλητικό ρυθμό. Δεν είχε ποτέ άλλοτε τρέξει για τόσες ώρες. Ο Ρέιμοντ παραπονιόταν συνεχώς. Η πλάτη της παραπονιόταν επίσης, και μέχρι να φτάσουν κοντά στον προορισμό τους είχε μουδιάσει. Εξακολουθούσε να νιώθει τον ίδιο πανικό. Ήλπιζε να βρει τον Ρίτσαρντ στον δρόμο, παρόλο που αυτό δεν ήταν ρεαλιστικό καθώς είχε περάσει καλπάζοντας δίπλα από πολλά οχήματα. Αλλά είχαν περάσει από πολλές
κωμοπόλεις και χωριά και μπορούσε να βρίσκεται σε ένα πανδοχείο σε κάποιο από αυτά. Ωστόσο, δεν είχε την πολυτέλεια να χάσει χρόνο για να ψάξει. Με τον γρήγορο όμως ρυθμό τους, ένιωθε τουλάχιστον αρκετά σίγουρη ότι ήταν μπροστά από εκείνον και έπρεπε μόνο να σταματήσει για λίγο στο Γουίλοου Γουντς όταν έφτασαν αργά το απόγευμα, για να βεβαιωθεί. Με λίγη καλή τύχη, δεν θα χρειαζόταν καν να μιλήσει στον κόμη του Μάνφορντ. Θα περίμενε στον δρόμο που οδηγούσε στο κτήμα και θα σταματούσε τον Ρίτσαρντ πριν προχωρήσει, ακόμα κι αν αυτό της έπαιρνε την υπόλοιπη μέρα. Ωστόσο, έπρεπε να βρει δωμάτια για εκείνη και τον Ρέιμοντ. Ήταν σίγουρη ότι μέχρι να τακτοποιήσει την υπόθεση με τον Ρίτσαρντ θα είχε πια πέσει η νύχτα και δεν ήθελε να μείνει στο Γουίλοου Γουντς ούτε για ένα βράδυ. Υπήρχε ένα χωριουδάκι που ήταν πιο κοντά στο Γουίλοου Γουντς από την πόλη του Μάντσεστερ και ήξερε ότι εκεί υπήρχε ένα πανδοχείο. Είχε περάσει από το συγκεκριμένο σημείο με τους γονείς της και στα τρία ταξίδια τους στην περιοχή αυτή, και μια φορά η μητέρα της είχε προτείνει να σταματήσουν εκεί για να φρεσκαριστούν πριν φτάσουν στο Γουίλοου Γουντς, πράγμα με το οποίο ο πατέρας της είχε γελάσει. Αλλά αυτό δεν ήταν κακή ιδέα στην παρούσα κατάσταση καθώς ήταν καλυμμένη με σκόνη από το τρελό τρέξιμο σε τόσους χωματόδρομους. Ήταν σχεδόν αστείο το σύννεφο σκόνης που δημιούργησε καθώς προσπάθησε να τινάξει λίγη από πάνω της πριν μπει στο πανδοχείο. Ο Ρέιμοντ της είχε πει να μη βιαστεί και είχε μπει στο διπλανό καπηλειό. Δεν πρόλαβε καλά καλά να μπει μέσα και πάγωσε καθώς το βλέμμα της έπεσε στον ψηλό ανατολίτη που κατέβαινε τη σκάλα. Ήταν ο φίλος του Ρίτσαρντ. Πώς τον είχε αποκαλέσει η Γκάμπριελ; Ορ, ή κάπως έτσι. Η παρουσία του σήμαινε ότι είτε είχε αργήσει είτε είχε φτάσει ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. Σχεδόν φοβόταν να ανακαλύψει τι από τα δύο. Κι εκείνος σταμάτησε βλέποντάς τη και έμεινε εκεί, ακίνητος, σαν ένα τείχος που την εμπόδιζε να ανέβει τα σκαλιά. Αναρωτήθηκε τι του είχε πει ο Ρίτσαρντ για εκείνη. Οπωσδήποτε δεν φαινόταν πολύ φιλικός εκείνη τη στιγμή έτσι που στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. Τον πλησίασε και είπε το προφανές. «Παραείναι κοντά στο Γουίλοου Γουντς για να μην έχει πάει εκει ο Ρίτσαρντ». «Δεν θα πάει». «Είναι εδώ, λοιπόν;» Δεν σκόπευε να της απαντήσει. Την κοίταξε αμίλητος και ανέκφραστος.
Πόσο ενοχλητικό! Η Τζούλια παρατήρησε ότι δεν την είχε ρωτήσει ποιος ήταν ο Ρίτσαρντ, επομένως ήξερε το αληθινό όνομά του. Άραγε μήπως το ήξερε και η Γκάμπριελ και απλώς δεν το είχε αναφέρει στην Τζούλια όταν εκείνη τον είχε αποκαλέσει Ζαν Πολ; Θα ήταν πολύ ντροπιαστικό αν ήξεραν και οι δύο γιατί κρυβόταν ο Ρίτσαρντ. «Δεν πειράζει», είπε ανυπόμονα. «Θα χτυπήσω όλες τις πόρτες. Δεν μπορεί να υπάρχουν πολλές». «Είναι η πρώτη μόλις φτάσεις πάνω, αλλά αν έχεις όπλο πάνω σου αποκλείεται να περάσεις αν δεν μου το δώσεις». Έγινε κατακόκκινη. Άρα ο άντρας αυτός ήξερε όλη την ιστορία. Ήταν σίγουρη ότι ο Ρίτσαρντ είχε ρίξει όλο το φταίξιμο σε εκείνη. Είχε πράγματι όπλο μαζί της, όμως δεν σκόπευε να το χρησιμοποιήσει για να πείσει τον Ρίτσαρντ. Μπορεί να ντυνόταν σαν αληθινή κυρία και συχνά την έπαιρναν για αριστοκράτισσα, αλλά ταξίδευε με συνοδούς μόνο αν πήγαινε σε μια συγκέντρωση της αριστοκρατίας καθώς αυτό περίμεναν οι ευγενείς, ή τουλάχιστον σε μεγάλα ταξίδια σαν το συγκεκριμένο. Διαφορετικά, μέσα στο Λονδίνο συχνά κυκλοφορούσε μόνη της ή με τη γραμματέα της όταν είχε δουλειά. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις, είχε αποκτήσει τη συνήθεια να κουβαλάει ένα πιστόλι για την περίπτωση που μπορεί να το χρειαζόταν. Το φυλούσε κρυμμένο στη μικρή βαλίτσα που είχε μαζί με μια αλλαξιά ρούχα. Πολύ ανυπόμονη για να ψάξει τη βαλίτσα να βρει το όπλο, του έδωσε ολόκληρη την αποσκευή και ανέβηκε πάνω. Ένιωσε ανακούφιση που δεν την ακολούθησε. Μόνο δύο δωμάτια ήταν εδώ, και τα δύο από την ίδια πλευρά του μικρού διαδρόμου. Στην άλλη πλευρά υπήρχαν τρία παράθυρα που ήταν ανοιχτά και άφηναν να περάσει το ζεστό αεράκι. Χτύπησε ζωηρά την πρώτη πόρτα. Άνοιξε μέσα σε δευτερόλεπτα, αλλά πρόλαβε μόνο να δει τη φευγαλέα έκπληξη στο πρόσωπο του άντρα που στεκόταν στο άνοιγμα και μετά η πόρτα έκλεισε πάλι απότομα ενώ ο Ρίτσαρντ φώναζε: «Αποκλείεται». Η Τζούλια έσφιξε τα δόντια της και χτύπησε πιο δυνατά. Τώρα που ο φόβος ότι δεν θα τον έβρισκε είχε διαλυθεί εντελώς, ήταν ο συνήθης ακατάβλητος εαυτός της. Η φασαρία που έκανε ανάγκασε τον Ρίτσαρντ να ανοίξει πάλι την πόρτα και να την τραβήξει μέσα. «Δεν θα κάνουμε σκηνή εδώ», είπε θυμωμένα. «Αν τραβήξεις την προσοχή σε μένα, θα–»
«Σκάσε, Ρίτσαρντ». Γύρισε και τον κοίταξε κατάματα. «Είμαι εδώ για να σε σταματήσω από το να κάνεις ένα λάθος που θα πληρώσουμε και οι δύο». Το μάγουλό του είχε ακόμα εκδορές και η μύτη του μελανιές, αλλά φερόταν σαν να μην υπήρχε κανένα πρόβλημα με τα πλευρά του. «Λάθος; Νόμιζες ότι θα πήγαινα στο πατρικό μου;» Γέλασε δυνατά. «Με τίποτα. Αλλά βάζω στοίχημα ότι εσύ εκεί πηγαίνεις. Φύγε». Κρατούσε ακόμα την πόρτα ανοιχτή. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Δεν θα φύγω αν δεν συζητήσουμε τις επιλογές που έχουμε και δεν καταλήξουμε σε μια συμφωνία. Έτσι κάνουν οι ώριμοι άνθρωποι. Μπορούμε ακόμα και να γράψουμε αυτό που συμφωνήσαμε». «Κι άλλο συμβόλαιο;» αναφώνησε εκείνος σαν να μην πίστευε στα αφτιά του. «Σου έχει στρίψει;» «Ένα συμβόλαιο με το οποίο μπορούμε και οι δύο να συμφωνήσουμε». «Εσύ κι εγώ δεν θα συμφωνήσουμε ποτέ με τίποτα, Τζουλς, οπότε κάνε και στους δυο μας τη χάρη και φύγε». «Όχι». «Βλέπεις; Δεν μπορούμε καν να συμφωνήσουμε για κάτι τόσο απλό όσο το ότι δεν είσαι ευπρόσδεκτη εδώ!» «Χαλάρωσε, δεν θα σε δαγκώσω». Το είπε σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, αλλά προφανώς το σχόλιό της του θύμισε τις βίαιες συναντήσεις του παρελθόντος. Το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο από τον θυμό και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε αλλά δεν τραβήχτηκε εγκαίρως. Μόλις όμως την άρπαξε, την πέταξε έξω. Πριν καν προλάβει να γυρίσει και να εκφράσει την αγανάκτησή της για τον τρόπο με τον οποίο της είχε φερθεί, η πόρτα έκλεισε πάλι με δύναμη.
Κεφάλαιο Δεκαοκτώ Το ένστικτο της Τζούλια της έλεγε να χτυπήσει την πόρτα του Ρίτσαρντ, αλλά άκουσε το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά. Δεν θα ξανάνοιγε. Και είχε δίκιο, δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή σε εκείνον κάνοντας επεισόδιο. Ήταν πολύ κοντά στο πατρικό του. Κατά πάσα πιθανότητα, θα μπήκε κρυφά από την πίσω πόρτα αφού ο φίλος του νοίκιασε το δωμάτιο. Άλλωστε, έπρεπε να ηρεμήσει. Η στάση του την εξόργιζε όπως πάντα. Ποτέ δεν κατάφεραν να κάνουν μια πολιτισμένη συζήτηση, εκτός από τη φάση που δεν αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο. Αλλά ήταν πια πολύ αργά για να επιστρέψουν στη φάση αυτή. Ή μήπως όχι; Έπρεπε να κάνει μια προσπάθεια να του δείξει ότι δεν ήταν πια το παιδί που είχε τόσο λίγη αυτοσυγκράτηση ώστε δάγκωνε αφτιά! Ήταν μια ενήλικη γυναίκα που έλεγχε τα συναισθήματά της και τη ζωή της. Έτσι κατέβηκε πάλι κάτω και άρπαξε τη βαλίτσα της από τον φίλο του Ρίτσαρντ χωρίς να πει λέξη. Ήταν ακόμα εκεί με την τσάντα στα πόδια του σαν να είχε μαντέψει ότι δεν θα αργούσε να επιστρέψει. Ρώτησε αν το άλλο δωμάτιο ήταν ελεύθερο. Ήταν. Λίγα λεπτά αργότερα βρισκόταν πίσω από μια δική της κλειστή πόρτα και κοίταζε με μισόκλειστα μάτια τον τοίχο που τη χώριζε από τον Ρίτσαρντ. Αν ήταν λογικός, θα είχαν καταλήξει σε μια γρήγορη συμφωνία κι εκείνη θα γύριζε σπίτι της. Μπορεί να κατάφερνε να ξεκινήσει το ταξίδι για το Λονδίνο σήμερα αν τελείωνε μαζί του μέσα σε μία ώρα. Έπρεπε απλώς να συγυριστεί λίγο και μετά να προσπαθήσει ξανά να μιλήσει με τον Ρίτσαρντ. Βγάζοντας το καπέλο της ιππασίας, διαπίστωσε ότι ήταν τόσο σκονισμένο ώστε ακόμα και τα ροζ φτερά είχαν γίνει καφέ και συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπό της θα πρέπει να ήταν εξίσου βρόμικο. Ευτυχώς, δεν υπήρχε καθρέφτης στο δωμάτιο για να σιγουρευτεί, αλλά δεν είχε αμφιβολία, και της έκανε εντύπωση το γεγονός ότι ο Ρίτσαρντ δεν είχε κάνει κάποιο κακεντρεχές σχόλιο γι’ αυτό. Βέβαια και η δική του εμφάνιση είχε τις ατέλειές της και οπωσδήποτε δεν ήταν κατάλληλη για τον γιο ενός κόμη.
Φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο που κρεμόταν έξω από το παντελόνι του και από πάνω μια φαρδιά ζώνη που ήταν πεσμένη στους γοφούς του. Το φαρδύ μαύρο παντελόνι του ήταν κομμένο στα γόνατα, πράγμα που το έκανε να φαίνεται πολύ παράξενο σε συνδυασμό με τις ψηλές μαύρες μπότες του. Τα πολύ μακριά μαλλιά του ήταν μαζεμένα σε αλογοουρά και είχε γενικά μια παράξενη όψη που την έκανε να αναρωτηθεί μήπως προσπαθούσε να μεταμφιεστεί για να μην τον αναγνωρίζουν. Αλλά μόλις έφτασε μια καράφα με φρέσκο νερό και μερικές πετσέτες, έπαψε να ασχολείται με την εμφάνισή του και άρχισε να ασχολείται με τη δική της. Η καμαριέρα ή γυναίκα του ιδιοκτήτη την οδήγησε σε μια μπανιέρα που βρισκόταν σε ένα δωματιάκι δίπλα στην αποθήκη στο ισόγειο για να κάνει μπάνιο. Εκείνη αρνήθηκε ευγενικά και πλύθηκε πρόχειρα με το νερό. Μετά άλλαξε πουκάμισο, όμως δεν φόρεσε το ειδικό σακάκι για την ιππασία. Δεν θα το χρειαζόταν μέχρι να φύγει. Αυτή τη φορά χτύπησε απαλά την πόρτα του Ρίτσαρντ κι αυτό τον ξεγέλασε και την άνοιξε. Εκείνη όρμησε μέσα πριν προλάβει να τη σταματήσει. Καθώς τα είχε καταφέρει, συγκράτησε την τάση της να χαμογελάσει θριαμβευτικά και γύρισε να τον κοιτάξει σοβαρά καθώς εκείνος έκλεινε την πόρτα με ένα θυμωμένο ύφος. «Άκουσέ με πριν αρχίσεις να γίνεσαι βίαιος πάλι», είπε γρήγορα. «Αν δεν είσαι εδώ για να επισκεφθείς το πατρικό σου, τι κάνεις τόσο κοντά στο Γουίλοου Γουντς;» «Είμαι εδώ για να δω τον αδελφό μου». «Μόνο αυτό;» Όταν εκείνος έγνεψε καταφατικά, εκείνη σχολίασε επικριτικά: «Τότε είσαι ανόητος που παίρνεις το ρίσκο να εμφανιστείς τόσο κοντά στο πατρικό σου. Έπρεπε να στείλεις κάποιον να φέρει τον Τσαρλς σε σένα στο Λονδίνο». Εκείνος φάνηκε να θυμώνει ακόμα περισσότερο που τον είχε πει ανόητο, προφανώς επειδή ήξερε ότι είχε δίκιο. Ήταν ολοφάνερο έτσι όπως έσφιξε τα χείλη του και τα πράσινα μάτια του άστραψαν. Έπρεπε να κρατήσει τα μάτια της μακριά από το καταραμένο πρόσωπό του. Την αναστάτωνε και την έκανε να λέει πράγματα που δεν έπρεπε να πει. Το ήξερε από παλιά ότι θα γινόταν ωραίος. Αυτό ήταν ολοφάνερο από τότε που ήταν παιδί. Απλώς δεν περίμενε ότι θα γινόταν τόσο ωραίος, ακόμα και με χτυπημένο πρόσωπο. Το γεγονός ότι την επηρέαζε παρόλο που τον μισούσε τόσο ήταν τρελό! Χωρίς αμφιβολία τα φιλιά που είχε μοιραστεί μαζί του της είχαν κάνει
μεγαλύτερη εντύπωση απ’ όσο ήθελε να παραδεχτεί. Τώρα, βλέποντάς τον πάλι, θυμόταν πόσο συναρπαστικά ήταν. Αλλά είχε φιλήσει τον Ζαν Πολ, κάποιον τελείως διαφορετικό, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε, όχι τον μισητό μνηστήρα της. Αυτό δεν έπρεπε να το ξεχνάει. Εστίασε στα ρούχα του για να μην κοιτάζει το πρόσωπό του. Ήταν καθαρά αλλά διόλου αριστοκρατικά. «Το αποκαλείς αυτό μεταμφίεση;» «Το αποκαλώ αυτό άνεση, και δεν σε αφορά τι φοράω. Θα το πω μόνο μια φορά, Τζουλς. Φύγε». Το είπε τόσο ήρεμα που ήταν εύκολο να το αγνοήσει. «Εκείνο το συμβόλαιο μας έχει δεμένους, ξέρεις», του είπε. «Ο πατέρας σου το έχει ακόμα. Του προσφέραμε ολόκληρη την προίκα για να το λύσει αλλά δεν δέχτηκε». «Το ξέρω. Δεν είναι μόνο τύραννος, είναι ένας άπληστος τύραννος. Τα θέλει όλα». «Συμφωνούμε λοιπόν σε κάτι;» Εκείνος την κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια του. «Η απουσία σου δεν το άλλαξε αυτό», πρόσθεσε η Τζούλια γρήγορα. «Εννέα χρόνια έχουν περάσει και ακόμα δεν θέλει να παραιτηθεί από το δικαίωμα που του δίνει εκείνο το συμβόλαιο να μας παντρέψει αν εμφανιστείς». «Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Δεν δεσμεύομαι από ένα κομμάτι χαρτί που δεν έχω υπογράψει. Κι ούτε είμαι πια παιδί για να με ελέγχει ένας τύραννος. Εκείνο το συμβόλαιο δεν έχει κανένα νόημα για μένα». Γενναία λόγια αλλά έβλεπε στα μάτια του ότι δεν τα πίστευε απόλυτα. Δεν ήξερε με βεβαιότητα τι ακριβώς ίσχυε. Εκείνη ήξερε. «Δεν ήταν ένα απλό συμβόλαιο που θα μπορούσαμε να ακυρώσουμε μόλις ενηλικιωθήκαμε. Ήταν ένα συμβόλαιο που έγινε ανάμεσα σε δύο οικογένειες, τη δική σου και τη δική μου, μια συμφωνία να ενωθούν οι δύο οικογένειες μέσα από τα δεσμά του γάμου. Τα δικαστήρια το θεωρούν δεσμευτικό σαν να το είχαμε υπογράψει εμείς. Ένας ιερέας θα το θεωρήσει δεσμευτικό και δεν θα χρειαστεί καν να ακούσει το ναι από σένα για να μας παντρέψει. Μην παριστάνεις ότι δεν το ήξερες αυτό και ότι δεν εξαφανίστηκες πριν συμβεί». «Μην το παίρνεις πάνω σου, Τζουλς. Εσύ δεν είσαι ο μοναδικός λόγος που έφυγα». Τη μείωνε κιόλας; Στην πραγματικότητα, πότε δεν το έκανε; Έπρεπε να σφίξει τα δόντια της για να συνεχίσει. «Αλλά είμαι στη διαδικασία να λύσω το συμβόλαιο αρκεί κανείς σε αυτή τη χώρα να μη μάθει ότι είσαι ακόμα ζωντανός».
Εκείνος γέλασε. «Θέλεις να θεωρηθώ νεκρός;» Εκείνη κοκκίνισε λίγο. «Ναι, αλλά δεν θα αλλάξει τίποτα για σένα. Μόλις λύσω αυτό το συμβόλαιο, μπορείς να επιστρέψεις από τους νεκρούς. Θα μπορείς ακόμα και να πας στο πατρικό σου όσο συχνά θέλεις». «Όχι, δεν μπορώ», είπε πικρά ο Ρίτσαρντ. «Αυτό δεν θα σβήσει αυτό που έκανα για να καταφέρω να με αποκληρώσει ο πατέρας πριν φύγω». Η Τζούλια συνοφρυώθηκε. «Τι έκανες;» «Δεν έχει σημασία, αλλά εκείνο το εκδικητικό κάθαρμα θα με κάνει να το πληρώσω αν με πιάσει στα χέρια του. Το πιθανότερο είναι ότι έχει κινήσει τις νομικές διαδικασίες για να με κλείσουν στη φυλακή». «Δεν θα έκανε κάτι τέτοιο στον ίδιο του τον γιο». «Με κοροϊδεύεις; Θα το έκανε πριν προλάβεις να πεις κύμινο. Δεν τον ξέρεις, έτσι δεν είναι;» «Ευτυχώς όχι. Είχα απειροελάχιστη επαφή μαζί του και ξέρω πολύ καλά μόνο το παράλογο πείσμα του». «Ε, λοιπόν, να είσαι βέβαιη ότι θα αποφύγω με κάθε τρόπο να τον ξαναδώ στα μάτια μου». «Τότε θα φύγεις πάλι από τη χώρα;» «Φυσικά». Η παύση ήταν απειροελάχιστη αλλά αισθητή. Η Τζούλια δεν αμφέβαλλε ότι σκεφτόταν την Τζορτζίνα Μάλορι. Η αγάπη του ήταν εδώ. Προφανώς θα γύριζε μόνο και μόνο για να τη δει. Όχι ότι η Τζούλια μπορούσε να εμπιστευτεί τον λόγο του, έτσι κι αλλιώς. Μακάρι να μπορούσε. Αλλά ήταν ο Ρίτσαρντ Άλεν και ποτέ δεν θα έκανε αυτό που εκείνη θα ήθελε να κάνει. Δεν μπορούσε καν να μείνει μακριά αρκετά χρόνια ώστε να θεωρηθεί νεκρός! Επισήμως δηλαδή. «Τουλάχιστον, γράψε το αυτό, διάβολε, για να μπορέσω να ηρεμήσω λίγο». Αυτό ήταν ό,τι πιο κοντινό στο να τον ικετεύσει. «Νομίζεις ότι δίνω δεκάρα για την ηρεμία σου;» είπε εκείνος. «Σκέψου λίγο. Αν δεν δεσμεύομαι από το συμβόλαιο του πατέρα μου, γιατί να δεσμευτώ από ένα συμβόλαιο μαζί σου; Σε συμπαθώ ακόμα λιγότερο από εκείνον και εκείνον τον απεχθάνομαι». Αυτό θα μπορούσε να την πληγώσει αλλά δεν το έκανε επειδή καθρέφτιζε και τα δικά της συναισθήματα για εκείνον. Όμως αυτό που την ενοχλούσε ήταν το γεγονός ότι δεν της έδινε άλλη επιλογή από το να δεχτεί τον λόγο του σε αυτό το θέμα που ήταν τόσο σημαντικό για εκείνη. Έτσι καθυστέρησε λίγο
για να σκεφτεί έναν άλλο τρόπο να εξασφαλίσει κάτι περισσότερο. «Συνήλθες αρκετά γρήγορα», σχολίασε κοιτάζοντας την ψηλή κορμοστασιά του που φαινόταν να σφύζει από υγεία. «Απλώς ο γιατρός παραήταν προσεκτικός. Οπωσδήποτε δεν ήταν απαραίτητο». Χτύπησε το στήθος του και δεν έδειξε να πονάει καθόλου. «Μάλιστα. Και έπρεπε να το θυμάμαι. Είσαι αρκετά συνηθισμένος να τρως ξύλο, έτσι δεν είναι;» Τι είχε πάθει πάλι; Δεν κατάφερνε να συγκρατηθεί και να μην τον προκαλέσει. Μόνο και μόνο επειδή την έκανε να αισθάνεται άσχημα; Εξακολουθούσαν να μην μπορούν να τα πάνε καλά ούτε καν για λίγα λεπτά. «Κι εσύ δεν έμαθες ποτέ πώς είναι να τρως ξύλο, έτσι;» Μίλησε με μια απατηλά ήρεμη φωνή αλλά η έκφρασή του την προειδοποίησε ότι ετοιμαζόταν να της δείξει. «Αν με ακουμπήσεις, θα σε κλείσω μέσα», τον προειδοποίησε. «Οι πεθαμένες γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν τίποτα». Εκείνη χλώμιασε καθώς θυμήθηκε με ποιο τρόπο είχε χρησιμοποιήσει τη δύναμή του όταν ήταν παιδί. Σαν ενήλικος, με εκείνα τα μυώδη μπράτσα του, ασφαλώς μπορούσε να της στρίψει το λαρύγγι χωρίς μεγάλη προσπάθεια. Και αν είχε γλιστρήσει κρυφά στο πανδοχείο χωρίς να τον δει κανείς, τότε κανείς δεν θα ήξερε ότι εκείνος ήταν ο δράστης.
Κεφάλαιο Δεκαεννέα Ο φόβος πλημμύρισε την Τζούλια. Είχε κοντέψει να τη σκοτώσει και άλλοτε, όταν την είχε κρατήσει κρεμασμένη πάνω από το κιγκλίδωμα και αν του ξέφευγε λίγο από το χέρι, θα σκοτωνόταν. Αυτή ήταν μια τρομακτική εμπειρία που δεν θα ξεχνούσε ποτέ. Τότε είχε υποσχεθεί ότι θα τη σκότωνε αν την ξανάβλεπε ποτέ. Ήταν θαύμα πώς είχε κρατηθεί τόσο. Ο θάνατός της θα έβαζε τέλος στα προβλήματά του. Ούτε για μια στιγμή δεν είχε πιστέψει ότι τον εμπόδιζε κάτι άλλο να επιστρέψει στο πατρικό του. Ο κόμης θα τον υποδεχόταν σίγουρα με ανοιχτές αγκάλες αν εκείνη δεν υπήρχε για να δημιουργήσει πρόβλημα πια. Έκανε μια κίνηση να τον αποφύγει και πήγε προς την πόρτα, έτοιμη να το βάλει στα πόδια αν εκείνος τολμούσε το παραμικρό. Τότε είδε το πονηρό χαμόγελό του. Την είχε τρομάξει επίτηδες. Η οργή που ένιωσε ήταν πιο έντονη από οτιδήποτε είχε νιώσει σαν παιδί. Ανίκανη να συγκρατηθεί, όρμησε κατά πάνω του. Κατέληξε πεσμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι ενώ το βαρύ σώμα του ήταν πεσμένο πάνω της. «Άσε με να σηκωθώ!» «Όχι, δεν νομίζω», είπε ήρεμα ο Ρίτσαρντ. «Μου αρέσεις σε αυτή τη στάση. Οπωσδήποτε μου θυμίζει ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να σε τρομάξω. Επιπλέον, έτσι τα δόντια σου είναι μακριά μου». Η Τζούλια άρχισε να στριφογυρίζει προσπαθώντας να ελευθερωθεί και έκανε τόση προσπάθεια που σύντομα κουράστηκε. Εκείνος γέλασε με τις προσπάθειές της που ήταν τελείως μάταιες καθώς βρισκόταν εγκλωβισμένη από κάτω του. Τότε έσκυψε κοντά στο αφτί της. «Τι λες, Τζουλς;» ψιθύρισε προκλητικά. «Θέλεις να περάσουμε στο επόμενο επίπεδο;» «Είσαι άξιος περιφρόνησης». Αλλά το είχε πει χωρίς αρκετή θέρμη, ίσως επειδή η πρότασή του είχε ξυπνήσει έντονα συναισθήματα μέσα της, τα οποία καταλάβαινε πολύ καλά. Πρώτα απ’ όλα, ήθελε παιδιά, και αυτός ήταν ο τρόπος για να δημιουργηθούν.
Ύστερα, φοβόταν ότι η αίτησή της δεν θα προχωρούσε τώρα, ακόμα κι αν εκείνος έφευγε πράγματι από την Αγγλία, επειδή κάποιος θα εμφανιζόταν και θα έλεγε ότι τον είχε δει και επομένως δεν ήταν νεκρός. Ο αδελφός του μπορούσε ωραιότατα να το κάνει αυτό, αν ο Ρίτσαρντ επέμενε να τον δει όσο ήταν εδώ. Και δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι η περιέργειά της την έσπρωχνε να μάθει τι ακολουθούσε μετά τα φιλιά. Όλα αυτά που είχε ακούσει τα τελευταία χρόνια από τις παντρεμένες φίλες της είχαν φουντώσει την περιέργειά της ακόμα περισσότερο. Μπορούσε να ξεχάσει την απέχθειά της για εκείνον αρκετά ώστε να το μάθει; Θα πρέπει να είχε τρελαθεί τελείως! Τη σκέψη μάλιστα αυτή ενίσχυσε κι εκείνος όταν πρόσθεσε: «Αν δεν σε βλέπω, μπορώ να παριστάνω ότι δεν κάνω έρωτα με σένα αλλά με κάποια άλλη». Εκείνη τινάχτηκε και αυτή τη φορά τον έπιασε στον ύπνο. Γλίστρησε από πάνω της και άφησε ένα από τα χέρια της. Γύρισε και προσπάθησε να πιέσει το στήθος του με τον αγκώνα της. Αυτό τον ανάγκασε να τραβηχτεί και η Τζούλια παραλίγο να σηκωθεί όρθια. Αλλά ο Ρίτσαρντ κρατούσε ακόμα το άλλο της χέρι και το χρησιμοποίησε για να την τραβήξει πίσω. Έπεσε ανάσκελα πάνω του με το πρόσωπο προς το ταβάνι. Αμέσως τύλιξε τα χέρια του σφιχτά γύρω από την κοιλιά της και το χέρι που της κρατούσε. Το άλλο της χέρι ήταν παγιδευμένο μέσα στο δικό του ενώ εκείνη κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του σώματός του με το δικό της. «Κι αυτό καλό είναι», γέλασε εκείνος. Ω, Θεέ μου, συνειδητοποίησε ότι ο Ρίτσαρντ το διασκέδαζε να την έχει στο έλεός του. Αλλά βέβαια πάντα ένιωθε μια διεστραμμένη ευχαρίστηση κάθε φορά που κυριαρχούσε πάνω της με την ανδρική του δύναμη. Ωστόσο, δεν ήταν τόσο ανήμπορη όσο νόμιζε στην καινούρια αυτή θέση. Τον κλότσησε πάλι με τρομερή οργή και αυτό του έκοψε την ανάσα. Το τακούνι της μπότας της τον χτύπησε στο καλάμι του ποδιού. Και το πίσω μέρος του κεφαλιού της τον χτύπησε στο πιγούνι. Αυτό πόνεσε. Εκείνη. Αλλά έτσι ο Ρίτσαρντ σταμάτησε να διασκεδάζει. Γρυλίζοντας τη γύρισε έτσι ώστε βρέθηκε η μισή από κάτω του πάλι, αλλά δεν πρόλαβε να πιάσει εγκαίρως το χέρι της για να την εμποδίσει να αρπάξει μια τούφα από τα μαλλιά του. Ήθελε να του ξεριζώσει τις τρίχες μία μία και το προσπάθησε, όμως είχε πιάσει πάρα πολλές οπότε το μόνο που κατάφερε ήταν να τον τραβήξει προς το μέρος της. Τα μάτια τους απείχαν μόνο λίγα εκατοστά, και κοιτάχτηκαν πολύ ταραγμένοι και οι δύο… και τότε το βλέμμα
του κατέβηκε στα χείλη της. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο θυμός είχε παραλύσει τη λογική της και μεμιάς μεταμορφώθηκε σε ένα πολύ διαφορετικό συναίσθημα, εξίσου εκρηκτικό, εξίσου υπεράνω λογικής, το δευτερόλεπτο που τα χείλη του πίεσαν τα δικά της. Αυτό δεν ήταν απλώς ένα φιλί, ήταν πολύ περισσότερα. Ήταν ωμός πόθος που κατέκλυζε τις αισθήσεις, κάτι τόσο πρωτόγονο που ήταν ανεξέλεγκτο. Τράβηξε πάλι τα μαλλιά του αλλά αυτή τη φορά για να τον κρατήσει κοντά της. Το χέρι του γλίστρησε στο στήθος της και καθώς τα δάχτυλά του το χάιδεψαν, το κουμπί της μπλούζας της κόπηκε. Δεν κατάλαβε τι έγινε, δεν την ένοιαζε, ένιωθε μόνο το κορμί του να πιέζει το δικό της και η αίσθηση αυτή τη συγκλόνιζε. Σήκωσε το πόδι του και ανασήκωσε τη φούστα της με το γόνατό του. Εκείνη τύλιξε το χέρι της γύρω από τον λαιμό του. Η φούστα της είχε μαζευτεί στους γοφούς της τώρα και το χέρι του γλίστρησε κάτω από το εσώρουχό της. Παραλίγο να ουρλιάξει από την ηδονή που ένιωσε καθώς τα δάχτυλά του χώθηκαν μέσα της. Τότε, ξαφνικά, τόσο απότομα όσο είχε αρχίσει, όλο αυτό τελείωσε. Εκείνος πετάχτηκε πάνω έξαλλος. «Τι διάβολο; Τι διάβολο; Επίτηδες το έκανες αυτό;» Η Τζούλια ανασηκώθηκε στους αγκώνες της παραζαλισμένη. Ήταν έξαλλος, αλλά ταυτόχρονα υπέροχος, με τα μακριά μαύρα του μαλλιά να χύνονται ελεύθερα στους ώμους του, τους μυς του φουσκωμένους και τις γροθιές σφιγμένες. Ήξερε ότι ο θυμός μπορούσε να την κατακλύσει. Το είχε διαπιστώσει τόσες φορές μαζί του, Αλλά δεν είχε ιδέα ότι και το πάθος μπορούσε να τη συγκλονίσει με τον ίδιο τρόπο. Ήταν επικίνδυνο αυτό που είχε μόλις ανακαλύψει – ότι μπορούσε να τη φέρει στο σημείο να τον θέλει. Αλήθεια, θα προτιμούσε να μην το είχε μάθει αυτό. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε άδεια, λες και το πάθος είχε σβήσει τον θυμό της. Έτσι η φωνή της ήταν απολύτως ήρεμη όταν είπε: «Ποιο έκανα;» «Άρχισες όλο αυτό». «Μην είσαι καθίκι. Εγώ έφευγα». «Μου επιτέθηκες!» «Αλήθεια; Τότε είμαι σίγουρη ότι θα πρέπει να με προκάλεσες… ως συνήθως». Σηκώθηκε από το κρεβάτι – από την άλλη πλευρά που στεκόταν εκείνος. Το κουμπί της ήταν πεσμένο κάπου πάνω στο στρώμα, αλλά δεν είχε προσέξει
ακόμα το μεγάλο άνοιγμα της μπλούζας στο στήθος της. Τα μαλλιά της είχαν ανακατευτεί και αυτό δεν μπορούσε να μην το παρατηρήσει καθώς μια μπούκλα έπεφτε στο πρόσωπό της. Τα μαλλιά της πρέπει να ήταν τόσο ανακατεμένα όσο τα δικά του. Έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της πριν γυρίσει να τον κοιτάξει. Ευτυχώς εκείνος είχε φερθεί λογικά. Ήθελε παιδιά αλλά όχι τα δικά του. Εξακολουθούσε να μη θέλει να τον παντρευτεί ακόμα κι αν ήταν πολύ πλούσιος, που δεν ήταν. Ήθελε να κόψει κάθε δεσμό ανάμεσα σε εκείνη και στον καταραμένο πατέρα του, και αυτό δεν θα συνέβαινε αν γεννούσε το παιδί του. Καθώς γύρισε, τον έπιασε να κοιτάζει το σώμα της. Πρόσεξε ότι η βαριά βελούδινη φούστα ιππασίας που φορούσε, δεν είχε κατέβει όταν σηκώθηκε. Με ένα αποδοκιμαστικό «τς» την έστρωσε γύρω από τα γόνατά της. Εκείνος ήταν ακόμα θυμωμένος, και κατηγορούσε εκείνη επειδή οι δεσποτικές τακτικές του είχαν στραφεί εναντίον του. Καλά να πάθει. Εκείνη ήταν ακόμα ήρεμη. Αυτό ήταν πραγματικά αξιοσημείωτο. Δεν είχε υπάρξει ποτέ άλλοτε τόσο ήρεμη μπροστά του. «Ας ευχηθούμε αυτή να είναι η τελευταία φορά που συναντιόμαστε», είπε. «Το καλό που σου θέλω να είναι», την προειδοποίησε. «Να που συμφωνούμε για μια ακόμα φορά». Σχεδόν του χαμογέλασε. Μα τι στο καλό είχε πάθει; Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. «Θα δεχτώ τον λόγο σου, αφού δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή, και θα συνεχίσω την προσπάθεια να απαλλαγώ από σένα για να προχωρήσω τη ζωή μου όπως έχεις κάνει εσύ. Αν επιμένεις να επισκεφθείς τον αδελφό σου, προειδοποίησε τον Τσαρλς να κρατήσει κλειστό το στόμα του όταν θα ζητήσω να σε ανακηρύξουν νεκρό». Αυτό το είπε πηγαίνοντας προς την πόρτα και κοντοστάθηκε μόνο για να προσθέσει: «Σου υπόσχομαι, Ρίτσαρντ, αν εσύ ή η οικογένειά σου καταστρέψετε τις προσπάθειές μου να σπάσω αυτό το απαίσιο συμβόλαιο, θα δώσω σε κάποιον ολόκληρη την προίκα μου – για να σε σκοτώσει».
Κεφάλαιο Είκοσι «Είχε πιστόλι πάνω της», είπε ο Ορ όταν γύρισε στο δωμάτιο αργότερα την ίδια μέρα. «Δεν προσπάθησε να σε σκοτώσει, έτσι δεν είναι;» «Μόνο τη λογική μου – την απειλεί πολύ αποτελεσματικά». Ο Ρίτσαρντ απέρριψε την πιθανότητα να τον είχε σκοτώσει η Τζούλια πάνω στην ταραχή της στιγμής όταν του φώναζε, αλλά ήξερε ότι μπορούσε να προκαλέσει πολύ πόνο. Ήταν καλή στο να τον κάνει να πονάει. Αλλά ήταν βέβαιος ότι ο ένας τους θα σκότωνε τελικά τον άλλο αν αναγκάζονταν να παντρευτούν. Έκαναν και οι δύο σαν τρελοί όταν ήταν μαζί. Αυτή η απειλή που είχε εκτοξεύσει σήμερα, ωστόσο, είχε στείλει δυνατά ρίγη στο κορμί του. Το είχε πει τόσο ψύχραιμα, σαν να ήταν κάτι που είχε συνηθίσει να κάνει, να πληρώνει άλλους για να κάνουν αυτό που ήθελε – ακριβώς όπως ο πατέρας του. Ανατρίχιασε καθώς συλλογίστηκε τη σύγκριση αυτή και προσπάθησε να βγάλει την Τζούλια από το μυαλό του. Είχε φύγει. Την κοίταζε από το παράθυρό του να ορμάει καλπάζοντας στον δρόμο προς το Λονδίνο. Και ο ίδιος σκόπευε να φύγει σύντομα από τη χώρα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να διασταυρωθούν ποτέ ξανά οι δρόμοι τους. «Όμορφη κοπέλα», σχολίασε ο Ορ. «Κρίμα που δεν τα πάτε καλά». Ο Ρίτσαρντ ρουθούνισε περιφρονητικά. «Η ομορφιά δεν σημαίνει τίποτα όταν ένα μικρό τέρας κρύβεται κάτω από την επιφάνεια». Ο Ορ χαμογέλασε. «Όχι και τόσο μικρό πια». Όχι, διάβολε, σίγουρα δεν ήταν πια μικρή. Η Τζούλια είχε αποκτήσει μερικές αισθησιακές καμπύλες. Τίποτα πάνω στο κοκαλιάρικο, μόνιμα θυμωμένο παιδί δεν έδειχνε ότι μια μέρα θα μεταμορφωνόταν σε μια καλλονή. Όχι ότι θα είχε καμία σημασία. Θα μπορούσαν να γίνουν οι καλύτεροι φίλοι και πάλι δεν θα την παντρευόταν, επειδή ήταν αυτό που ήθελε ο πατέρας του και αρνιόταν να δώσει την παραμικρή ικανοποίηση σε εκείνο το κάθαρμα. Αλλά για λίγα λεπτά σήμερα, μάλλον για υπερβολικά πολλά λεπτά, είχε
αγνοήσει την πεποίθηση αυτή με την οποία είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Την ήθελε. Πώς στο καλό είχε συμβεί αυτό; Του είχε επιτεθεί και εκείνος την είχε ρίξει στο κρεβάτι. Μακάρι να μην του είχε περάσει από το μυαλό η ιδέα ότι θα του ήταν πιο εύκολο να κρατήσει μακριά του τα δόντια και τα νύχια της αν την είχε από κάτω του. Το σώμα του, λοιπόν, είχε αντιδράσει φυσιολογικά. Πώς θα μπορούσε να μην αντιδράσει έτσι όταν εκείνη στριφογύριζε και κουνιόταν τόσο προκλητικά; Αλλά όφειλε να συνειδητοποιήσει μεμιάς τι συνέβαινε και να κατέβαινε αμέσως από πάνω της. Αντ’ αυτού, την είχε φιλήσει και αυτό τον είχε ανάψει ακόμα περισσότερο. Κοιτάζοντας πίσω ήταν μάλλον προφανές. Έπρεπε να κλoτσήσει τον εαυτό του που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί αν άρχιζαν να χτυπιούνται με τον τρόπο που το έκαναν όταν ήταν παιδιά. Τώρα ήταν ενήλικες. Αναπόφευκτα ένα τέτοιο γεμάτο οργή πάθος θα οδηγούσε στο σεξ. Και δεν είχε συμβεί μόνο σε εκείνον. Κι εκείνη τον είχε φιλήσει το ίδιο παθιασμένα. Αλλά τώρα την έβγαλε από το μυαλό του για να ρωτήσει τον Ορ: «Είχες καμία τύχη;» «Άφθονη», χαμογέλασε ο Ορ. «Καθυστέρησα να γυρίσω, οπότε θα πρέπει να φτάσει από στιγμή σε−» Δεν πρόλαβε να τελειώσει και ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Γελώντας ενθουσιασμένος ο Ρίτσαρντ όρμησε και την άνοιξε διάπλατα. Βρέθηκε μέσα σε μια αγκαλιά και την ανταπέδωσε με όλη του την καρδιά. Είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε που είχε δει τελευταία φορά την οικογένειά του, ή τουλάχιστον το μοναδικό μέλος της οικογένειάς του το οποίο αγαπούσε, που τα συναισθήματα τον πλημμύρισαν και βούρκωσε. «Στην πραγματικότητα δεν πίστεψα τον φίλο σου», είπε ο Τσαρλς γελώντας. «Μυστική συνάντηση; Εσύ εδώ; Θύμωσα μαζί του γιατί μου έδινε ελπίδες με ψέματα». «Πραγματικά θύμωσε», πετάχτηκε ο Ορ. «Αλλά δεν μπορούσα να μην έρθω να δω και μόνος μου. Και πραγματικά γύρισες σπίτι!» «Όχι και τόσο», είπε ο Ρίτσαρντ τραβώντας τον Τσαρλς στο δωμάτιο. «Αλλά δεν μπορούσα να φύγω πάλι από την Αγγλία χωρίς να σε δω αυτή τη φορά. Θεέ μου, πραγματικά χαίρομαι που σε βλέπω, Τσαρλς». «Κι εγώ χαίρομαι! Αλλά τι έπαθε το πρόσωπό σου;»
«Δεν είναι τίποτα», είπε καθησυχαστικά ο Ρίτσαρντ. «Ήπια παραπάνω και έπεσα με τα μούτρα σε έναν τοίχο». «Ξέρω πώς είναι αυτό», παραδέχτηκε ο Τσαρλς κλείνοντάς του το μάτι. Αλλά μετά έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε εξεταστικά τον Ρίτσαρντ. «Έχεις ξεχάσει σε ποιον αιώνα ζεις; Ή μήπως φοράς περούκα για να κρυφτείς όσο είσαι στη γειτονιά;» Ο Ρίτσαρντ γέλασε και έβγαλε μια κορδέλα από την τσέπη του για να δέσει τα μαλλιά του αλογοουρά. «Είναι αληθινά και όχι τόσο ασυνήθιστα εκεί που μένω. Αλλά κι εσύ άλλαξες. Δεν είσαι τόσο κοκαλιάρης πια, έτσι; Κάποιος σε ταΐζει πολύ καλά;» «Κοίτα ποιος μιλάει!» είπε ο Τσαρλς. «Με δυσκολία σε αναγνωρίζω». Μετά πρόσθεσε πιο σοβαρά. «Αλλά είναι εύκολο να τρως φυσιολογικά όταν δεν αισθάνεσαι πια μια διαρκή αγωνία που σου προξενεί συνέχεια αναγούλες». Ο Ρίτσαρντ κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. Θυμόταν και τον εαυτό του να κάνει εμετό μερικές φορές όταν ένιωθε τόσο γεμάτος οργή που έπρεπε κάπως να ξεσπάσει. Αλλά στον Τσαρλς το υπερβολικό ποτό είχε προκαλέσει χειρότερα προβλήματα. Ο Ρίτσαρντ δεν θυμόταν τον Τσαρλς παρά να τσιμπολογάει μόνο το φαγητό του μετά τον γάμο του. Αντίθετα τον θυμόταν πάντα μεθυσμένο. Δεν ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ήταν αδέλφια καθώς έμοιαζαν ελάχιστα. Κανένας τους δεν έμοιαζε στον πατέρα τους, παρότι ο Τσαρλς είχε κληρονομήσει τα σκούρα καστανά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια του. Είχε επίσης τον ίδιο σωματότυπο τώρα που είχε πάρει βάρος. Επιπλέον, ήταν λίγα εκατοστά πιο κοντός από τον Ρίτσαρντ. Ο Ρίτσαρντ, από την άλλη μεριά, δεν έμοιαζε με τη μητέρα του, παρότι του είχαν πει ότι τα μαύρα μαλλιά και τα πράσινα μάτια του προέρχονταν από τη δική της πλευρά. Αλλά καθώς ο αδελφός του στεκόταν εκεί ξεμέθυστος και προφανώς είχε ξαναβρεί την όρεξή του, ο Ρίτσαρντ μάντεψε: «Λοιπόν, έκοψες το ποτό έτσι;» «Ναι, αλλά δεν είναι αυτό που μου χάρισε τη γαλήνη». «Μη μου πεις ότι τα πηγαίνεις καλά με τον πατέρα τώρα;» Ο Ρίτσαρντ αστειευόταν. Κανείς δεν μπορούσε να τα πηγαίνει καλά με τον άνθρωπο αυτόν. Αλλά ο Τσαρλς απάντησε: «Εκείνος κι εγώ έχουμε βρει μια ισορροπία, αλλά αυτό που μου έκανε μεγάλο καλό ήταν η Κάντις. Πέθανε. Από τότε έχω βρει την ησυχία μου». Ο Ρίτσαρντ δεν το περίμενε αυτό και έμεινε να τον κοιτάζει αμίλητος για
λίγο. «Θα αποφύγω τα συλλυπητήρια, αν δεν σε πειράζει». «Παρακαλώ. Η αλήθεια να λέγεται, δυσκολεύτηκα πολύ να μη χαμογελάσω στην κηδεία της. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν την ευγνωμονώ κάθε μέρα». «Που πέθανε;» «Όχι. Που τελικά μου χάρισε έναν γιο. Πήρε τρία χρόνια, πράγμα για το οποίο έφταιγα κυρίως εγώ – μου ήταν πολύ δύσκολο να την αγγίζω. Δεν σταματούσε τα παράπονα ούτε στο κρεβάτι ξέρεις. Αλλά μάθαμε ότι ήταν έγκυος λίγο μετά από τότε που έφυγες». «Έχω έναν ανιψιό;» ρώτησε ο Ρίτσαρντ με ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο. «Ναι, ο Μάθιου μόλις έγινε οκτώ και μου έχει αλλάξει τελείως τη ζωή. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο προστατευτικός είμαι απέναντί του ή πόσο τον αγαπάω. Το διαπίστωσα ολοκάθαρα όταν εμφανίστηκε ο πεθερός μου μετά την κηδεία της κόρης του και απαίτησε να του δώσω τον Μάθιου για να τον αναθρέψει εκείνος». «Αστειεύεσαι;» «Όχι, ο Μάθιου είναι ο μοναδικός αρσενικός απόγονός του οπότε ο δούκας ήταν απολύτως σοβαρός και αποφασισμένος. Να σκεφτείς ότι έφερε τον δικηγόρο του μαζί για να το επισημοποιήσει. Άρχισε να εκτοξεύει διάφορες φοβερές απειλές μεταξύ των οποίων ότι θα με καταστρέψει. Φυσικά, ο πατέρας πήρε το μέρος του. Φοβάται ότι αν προσβάλλει τον γέρο αυτόν για οποιονδήποτε λόγο, θα πάψει να είναι καλός μαζί μας. Γι’ αυτό άλλωστε έγινε και ο γάμος μου με την Κάντις. Φαίνεται πως ο πατέρας του χρωστάει, και έτσι έγινε έξαλλος όταν του αρνήθηκα και με διέταξε να υπακούσω αμέσως». «Διάβολε, Τσαρλς, σου πήραν τον γιo σου;» Ο Τσαρλς γέλασε. «Δεν σε κατηγορώ που έβγαλες αυτό το συμπέρασμα. Δεν έχω πει ποτέ όχι στον πατέρα, έτσι δεν είναι; Το αντίθετο από αυτό που έκανες πάντα εσύ». Μόνο που κάθε «όχι» του Ρίτσαρντ κατέληγε σε ξυλοδαρμό. Ο Τσαρλς δεν είχε βρει έναν αρκετά καλό λόγο που να άξιζε να αντέξει τέτοιο πόνο. «Δεν ήσουν τόσο πεισματάρης όσο εγώ ούτε τόσο αντιδραστικός». «Αυτό είναι αλήθεια, ή τουλάχιστον όχι μέχρι εκείνη την ημέρα». Ο Τσαρλς χαμογέλασε. «Προειδοποίησα τον πατέρα να μην ανακατευτεί. Το παιδί είναι δικό μου. Μου δίνει το θάρρος που μου έλειπε πάντα. Όσο για τον δούκα, μεγάλωσε την κόρη του έτσι που απέκτησε τον χειρότερο χαρακτήρα που έχω δει ποτέ και του το είπα. Δεν θα τον άφηνα να μεγαλώσει τον γιο μου με τον ίδιο τρόπο».
«Τι έγινε;» «Του είπα ότι θα έπαιρνα το αγόρι και θα έφευγα από τη χώρα και δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Εδώ που τα λέμε, εσύ μου έδωσες την ιδέα αυτή». «Σε πίστεψε;» «Γιατί να μη με πιστέψει; Το εννοούσα». Ο Ρίτσαρντ γέλασε. «Μπράβο σου!» «Άλλωστε, δεν του αρνήθηκα ποτέ να βλέπει τον Μάθιου. Τον πηγαίνω να τον βλέπει κάθε λίγες βδομάδες. Μάλιστα, ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε για μια από τις επισκέψεις αυτές σήμερα, αλλά τότε με βρήκε ο φίλος σου, κι έτσι ανέβαλα την αναχώρησή μας για αύριο. Ας πούμε, λοιπόν, ότι έχουμε όλοι αποφασίσει να ξεχάσουμε την αρχική αυτή προστριβή». «Ακόμα κι ο πατέρας;» «Η στάση του πατέρα άλλαξε εκείνη τη μέρα. Δεν προσπαθεί πια να μου επιβάλλει τη θέλησή του. Μου φέρεται με το γάντι τώρα. Έχω την αίσθηση ότι εσύ είσαι υπεύθυνος και γι’ αυτό. Καθώς ο ένας του γιος έφυγε, κατάλαβε ότι θα μπορούσα κι εγώ να εξαφανιστώ. Ο Μάθιου κι εγώ είμαστε ο κρίκος που κρατάει τον δούκα ικανοποιημένο με την οικογένεια Άλεν. Ο πατέρας δεν θέλει να το χάσει αυτό. Έτσι του είπα ότι έχουμε βρει μια ισορροπία. Έχουμε συμφωνήσει, χωρίς να το πούμε καθαρά, ότι θα αφήσουμε ο ένας τον άλλο στην ησυχία του». «Δεν πιστεύω στα αφτιά μου». «Εγώ πιστεύω», πετάχτηκε ο Ορ. «Όλοι αλλάζουν και εννέα χρόνια είναι αρκετά μεγάλο διάστημα για να αλλάξει κάποιος». Τα δύο αδέλφια κοίταξαν τον Ορ αλλά μετά ο Τσαρλς κάγχασε. «Δεν θα έφτανα στο σημείο να πω κάτι τέτοιο. Ο πατέρας μου εξακολουθεί να είναι ο τύραννος που ήταν πάντα. Απλώς καταφέρνει να ελέγχει τη δεσποτική ιδιοσυγκρασία του όταν είναι κοντά στον γιο μου. Όχι ότι θα το επέτρεπα, αλλά ποτέ δεν προσπάθησε να επιβάλλει τους αυστηρούς κανόνες του στο παιδί ούτε να ανακατευτεί στον τρόπο με τον οποίο το μεγαλώνω. Και αντίθετα από τον τρόπο που ο πατέρας φερόταν σε σένα και σε μένα, Ρίτσαρντ, αφήνω τον Μάθιου να παίρνει τις αποφάσεις του και παίρνει λογικές αποφάσεις. Είναι ένα τόσο έξυπνο και τρυφερό παιδί. Να σκεφτείς ότι αγαπάει και τους δύο παππούδες του, αλλά περιέργως και οι δύο φέρονται πολύ καλά όταν είναι κοντά του». Ο Ρίτσαρντ δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ο πατέρας του είχε αλλάξει για οποιονδήποτε λόγο, ακόμα και για το ίδιο του το συμφέρον. Αλλά οι αλλαγές
στον πατέρα του ήταν αξιοσημείωτες. Ο Τσαρλς έλαμπε από ευτυχία όταν μιλούσε για το παιδί. «Όμως αρκετά μίλησα για μένα», είπε ο Τσαρλς. «Πού στο καλό πήγες; Σε άλλη χώρα; Τι έκανες όλα αυτά τα χρόνια;» Ο Ρίτσαρντ, με μάτια που έλαμπαν πονηρά, έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στον Ορ πριν του δώσει την πιο συγκρατημένη εκδοχή. «Μπάρκαρα στα πλοία». Ο Τσαρλς τον κοίταξε για μια στιγμή και μετά γέλασε. «Αυτό είναι σίγουρα το μοναδικό πράγμα που δεν θα φανταζόμουν ποτέ. Εσύ; Μα εσύ είχες μια τόσο επαναστατική φύση που ήμουν σίγουρος ότι θα είχες πάει κάπου να βρεις μια άλλη μάχη. Τουλάχιστον κάνοντας κάτι περιπετειώδες». Ο Ρίτσαρντ γέλασε. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι η ζωή του ναυτικού δεν είναι περιπετειώδης; Και είμαι πολύ ικανοποιημένος από τη ζωή μου. Έχω κάνει καλούς φίλους που είναι σαν οικογένειά μου τώρα. Έχω πάντα ένα μέρος να κοιμηθώ, φαγητό να φάω, καλή παρέα και όσες γυναίκες θέλω. Τι άλλο θα μπορούσα να επιθυμήσω;» «Παιδιά». Αυτή ήταν μια λογική σκέψη και φυσικά τώρα που ο Τσαρλς ήταν ένας περήφανος πατέρας, ήταν φυσικό ότι το έβλεπε με αυτόν τον τρόπο. Αλλά ο Ρίτσαρντ δεν χρειαζόταν να το σκεφτεί πολύ για να του δώσει μια απάντηση. «Προτιμώ να κάνω παιδιά με μία γυναίκα που αγαπάω παρά με μία που μου την έχουν επιβάλει». Ο Τσαρλς έκανε έναν μορφασμό. «Δεν μπορώ να διαφωνήσω. Και είσαι νέος ακόμα. Αλλά δεν σε ενδιαφέρει καμία;» «Ναι, αλλά δεν είναι ελεύθερη», μουρμούρισε ο Ρίτσαρντ τόσο σιγανά ώστε μόνο ο Ορ τον άκουσε και έκανε έναν μορφασμό αποδοκιμασίας. «Τι;» είπε ο Τσαρλς. «Χαίρομαι που ανακαλύπτω ότι δεν ζεις ακόμα μέσα στην κόλαση», είπε ο Ρίτσαρντ αλλάζοντας θέμα. «Είχα σκοπό να προσπαθήσω να σε πείσω να φύγεις μαζί μου αλλά φαίνεται πως είσαι πιο ευχαριστημένος εδώ τώρα». «Είμαι. Όμως θα ήμουν ακόμα πιο ευχαριστημένος αν μου έλεγες ότι ήρθες για να μείνεις». «Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, και όχι μόνο επειδή απεχθάνομαι τον πατέρα μας. Μόλις έμαθα ότι είμαι ακόμα δεσμευμένος από εκείνο το αναθεματισμένο συμβόλαιο με το οποίο με έχει δέσει. Πραγματικά νόμιζα ότι η Τζούλια Μίλερ θα είχε παντρευτεί κάποιον άλλο μέχρι τώρα». «Ο πατέρας εξακολουθεί να μην την ελευθερώνει», είπε ο Τσαρλς με έναν
αναστεναγμό. «Το άκουσα». «Την έχεις δει;» «Όχι εκ προθέσεως. Πέσαμε τυχαία ο ένας πάνω στον άλλο». «Κι εγώ την είδα πριν από λίγα χρόνια. Έχει ομορφύνει πολύ. Είσαι σίγουρος;» «Θυμάσαι πώς ήμασταν μαζί;» πετάχτηκε ο Ρίτσαρντ. «Έτσι είμαστε ακόμα. Εκείνη κι εγώ δεν μπορούμε να βρεθούμε στο ίδιο δωμάτιο χωρίς να επιτεθούμε ο ένας στον άλλο. Άλλωστε, αρνούμαι να κάνω τον πατέρα ευτυχισμένο δίνοντάς του αυτό που θέλει». «Είναι κρίμα που δεν ταιριάζετε». Ο Ρίτσαρντ σήκωσε τους ώμους του. «Δεν ήταν γραφτό. Αλλά εκείνη κάνει κάποια βήματα για να μας απελευθερώσει και τους δύο οπότε σε προειδοποιώ, μην προσπαθήσεις να τη σταματήσεις». «Από τι;» «Από το να καταφέρει να θεωρηθώ νεκρός». Ο Τσαρλς τον κοίταξε συνοφρυωμένος. «Αστειεύσαι;» «Όχι». «Αλλά αυτό είναι – διάβολε, Ριτς, αυτό είναι μακάβριο. Δεν νομίζω ότι μου αρέσει η ιδέα αυτή». «Δεν χρειάζεται να σου αρέσει. Απλώς αγνόησέ τη. Από τη στιγμή που θα γίνει, η Τζούλια θα είναι ελεύθερη να προχωρήσει τη ζωή της και εγώ θα είμαι ελεύθερος να έρχομαι να σε βλέπω πιο συχνά». Αυτό δεν έκανε το πρόσωπο του αδελφού του να χαλαρώσει, απλώς κούνησε το κεφάλι του μουτρωμένος.
Κεφάλαιο Είκοσι Ένα Ο Ρίτσαρντ νεκρός; Ο Τσαρλς δεν μπορούσε να βγάλει την φρικτή αυτή σκέψη από το μυαλό του στη σύντομη διαδρομή μέχρι το Γουίλοου Γουντς. Δεν ήθελε να διακόψει την επίσκεψή του. Δεν ήθελε καθόλου να τον αποχαιρετήσει. Αλλά έπρεπε να γυρίσει σπίτι πριν σκοτεινιάσει γιατί αλλιώς ο πατέρας του μπορεί να έστελνε τους υπηρέτες να τον αναζητήσουν. Ο Ρίτσαρντ αρνιόταν να μείνει περισσότερο στην περιοχή ώστε να συναντηθούν πάλι την επομένη. Ο Τσαρλς απεχθανόταν αυτά που εμπόδιζαν τον αδελφό του να γυρίσει σπίτι, αλλά το δραστικό μέτρο που χρησιμοποιούσε η Μίλερ για να βγάλει από τη μέση ένα από τα εμπόδια αυτά ήταν ακόμα πιο απεχθές. Ήταν πολύ προληπτικός για να καταφέρει να το δει ως οτιδήποτε άλλο εκτός από γρουσουζιά και όχι σαν το απλό μέσο για να επιτευχθεί ένας σκοπός, όπως το έβλεπαν ο Ρίτσαρντ και το κορίτσι. Όταν έφτασε σπίτι, πέρασε από το γραφείο του κόμη για να πει στον Μίλτον ότι είχε γυρίσει και να τον ενημερώσει για την αλλαγή στα σχέδιά του. Όπως και το υπόλοιπο σπίτι, το γραφείο είχε αρχίσει να καταρρέει γιατί ο Μίλτον δεν είχε τα κεφάλαια για να συντηρήσει σωστά την έπαυλη, ούτε καν το προσωπικό που χρειαζόταν κανονικά. Η παλιά καφεκίτρινη ταπετσαρία στο γραφείο ήταν σκισμένη σε πολλά σημεία και το μεγάλο οβαλ χαλί που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του πατώματος ήταν τριμμένο στις άκρες. Μόνο μια επιπλέον καρέκλα υπήρχε στο δωμάτιο. Οι άλλες δύο είχαν σπάσει και δεν είχαν αντικατασταθεί ποτέ. Όχι ότι δεν είχαν έσοδα. Είχαν καλούς ενοικιαστές. Αλλά ο Μίλτον είχε πολλά παλιά χρέη και χρησιμοποιούσε ένα μεγάλο μέρος από το εισόδημά τους για να αποπληρώσει το χρέος του στον δούκα καθώς δεν άντεχε να του χρωστάει. Προφανώς περίμενε ότι ο γάμος του Ρίτσαρντ θα τακτοποιούσε τα υπόλοιπα. Αυτό όμως δεν θα συνέβαινε ποτέ. Στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. «Θα φύγω το πρωί για να πάω τον Μάθιου στον δούκα».
Ο Μίλτον, που έγραφε ένα γράμμα, σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε ενοχλημένος. «Σκόπευες να φύγεις σήμερα. Γιατί δεν έφυγες;» «Ξεχάστηκα και πέρασε η ώρα», είπε ο Τσαρλς. Αυτό δεν ήταν ψέμα. Αφού δεν ήταν ψέμα, ο Τσαρλς δεν είχε πρόβλημα να το πει. Δεν ήταν καλός στα ψέματα, ποτέ του δεν ήταν. Ο Τσαρλς ετοιμάστηκε να κάνει στροφή και να φύγει, αλλά καθώς το σχέδιο της Τζούλια Μίλερ ήταν ακόμα στο μυαλό του, αποφάσισε να δοκιμάσει έναν λιγότερο δραστικό τρόπο για να βοηθήσει τον αδελφό του. «Είδα πρόσφατα το κορίτσι των Μίλερ», είπε γρήγορα πριν χάσει το θάρρος του. Αυτό και πάλι δεν ήταν ψέμα. Δύο χρόνια μπορούσαν να θεωρηθούν πρόσφατα. «Πότε σκοπεύεις να ελευθερώσεις το καημένο το κορίτσι από εκείνο το συμβόλαιο; Έχει μεγαλώσει και σε λίγο δεν θα είναι πια σε ηλικία γάμου». Ο Μίλτον άφησε την πένα του και κοίταξε άγρια τον Τσαρλς. «Τι σημασία έχει αυτό; Όταν ο Ρίτσαρντ λογικευτεί, θα παντρευτούν». Η έκφραση του Τσαρλς έγινε μελαγχολική. «Έχεις συνειδητοποιήσει πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έφυγε;» «Φυσικά και ξέρω, μέχρι την τελευταία μέρα», είπε ο Μίλτον θυμωμένος. Αυτό ήταν σίγουρα ένα πονεμένο θέμα σε αυτό το σπίτι. Από τότε που ο Ρίτσαρντ είχε φύγει, ο Τσαρλς δεν μπορούσε να τον αναφέρει στον πατέρα τους χωρίς να τον εξοργίσει. Αλλά αυτή τη φορά έπρεπε να αγνοήσει πόσο άβολα τον έκανε να αισθάνεται ο θυμός του. «Δεν είναι πια αγόρι, πατέρα. Αν δεν έχει επιστρέψει μέχρι τώρα, τότε δεν θα επιστρέψει ποτέ. Πάρε το απόφαση και άφησε την καημένη την κοπέλα να συνεχίσει τη ζωή της. Εκείνο το συμβόλαιο είναι άχρηστο έτσι όπως είναι». «Δεν είναι άχρηστο, αυτό είναι το ωραίο. Οι Μίλερ μου έχουν ήδη προσφέρει την προίκα της και ακόμα περισσότερα. Σε πέντε ή δέκα χρόνια μπορεί να αναγκαστώ να το δεχτώ, αλλά όχι ακόμα». «Θα μπορούσε να κουραστεί πια με όλη αυτή την ατέρμονη αναμονή και να παντρευτεί κάποιον άλλον παρά το συμβόλαιο ξέρεις». Ο Μίλτον γέλασε με κακεντρέχεια. «Δεν θα το κάνει. Αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, ο πατέρας της θα είχε αναγγείλει δημόσια τη λύση του συμβολαίου εδώ και πολύ καιρό – πριν από το δυστύχημα. Ένα συμβόλαιο σημαίνει τα πάντα στον κόσμο του εμπορίου, και αυτός είναι ο κόσμος των Μίλερ. Έχουν δώσει τον λόγο τους. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι διακυβεύεται η φήμη τους. Για εκείνους, το να υπαναχωρήσουν σε μια
συμφωνία που την ξέρει τόσος κόσμος θα μπορούσε να τους καταστρέψει». «Πιστεύεις ότι αυτό θα έχει σημασία όταν εσύ ήδη καταστρέφεις τη ζωή της;» «Δεν κάνω τίποτα τέτοιο. Εκείνη δρέπει ήδη τα οφέλη της σύνδεσής της με το όνομά μας, ενώ εγώ δεν έχω κερδίσει τίποτα μέχρι στιγμής. Η αριστοκρατία τη δέχεται στις αγκάλες της επειδή είναι δεμένη μαζί μας με αυτό το συμβόλαιο. Άλλωστε, κάποια παιδιά κατανοούν το χρέος τους και τιμούν τις υποχρεώσεις που έχουν εναποθέσει πάνω τους οι γονείς τους». Ο Τσαρλς είχε κάνει ακριβώς αυτό. Είχε παντρευτεί μια γυναίκα με πολύ άσχημο χαρακτήρα την οποία δεν μπορούσε να αντέξει, αλλά όχι επειδή τιμούσε τον πατέρα του. Τίποτα πάνω στον Μίλτον Άλεν δεν ενέπνεε το αίσθημα της τιμής, της αγάπης ή ακόμα και του καθήκοντος. Ο Τσαρλς είχε κάνει αυτό που του είχε πει, επειδή σε εκείνη την τρυφερή ηλικία φοβόταν τον άντρα που καθόταν τώρα μπροστά του περισσότερο από οτιδήποτε. «Κανείς τους δεν ήθελε τον γάμο αυτόν ή μήπως ξεχνάς ότι μισούσαν ο ένας τον άλλο;» Ο Μίλτον κάγχασε. «Αυτό συνέβαινε όταν ήταν παιδιά. Όταν ο Ρίτσαρντ θα τη δει τώρα, θα αλλάξει γνώμη. Έχει γίνει πολύ πιο όμορφη απ’ όσο περιμέναμε, έτσι δεν είναι;» Γέλασε ξαφνικά. «Αυτός ο επιπλέον χρόνος είναι τελικά πλεονέκτημα γιατί, όταν θα γυρίσει εκείνη, θα θέλει τόσο πολύ να παντρευτεί που θα πάει τρέχοντας στην εκκλησία. Οι γεροντοκόρες έτσι κάνουν ξέρεις». Ο Τσαρλς ένιωσε αηδία για την άκαρδη στάση του Μίλτον και για το γεγονός ότι η άσχημη θέση της Τζούλια Μίλερ τον διασκέδαζε. Ο Μίλτον δεν έδινε δεκάρα ποιον θα έβλαπτε αρκεί να γέμιζαν οι τσέπες του με τα χρήματα που περίμενε να πάρει. Ο Ρίτσαρντ είχε δει την Τζούλια – και εξακολουθούσε να μην τη θέλει. Παρότι αυτό, δυστυχώς, είχε πολύ περισσότερη σχέση με τον κόμη παρά με το ίδιο το κορίτσι. «Πρέπει να γυρίσει για να συμβούν όλα αυτά», είπε στυφά ο Τσαρλς. «Έχω παραιτηθεί από την ελπίδα ότι θα γυρίσει σπίτι εδώ και πολλά χρόνια. Γιατί δεν το κάνεις κι εσύ;» «Ανοησίες», τον αποπήρε ο Μίλτον. «Τώρα είναι πιο πιθανό να γυρίσει ο Ρίτσαρντ επειδή έχουν περάσει τόσα χρόνια ώστε θα νομίζει ότι η κοπέλα έχει παντρευτεί και δεν υπάρχει πια θέμα». «Μην το πιστεύεις αυτό, πατέρα. Εσύ ήσουν το θέμα. Δεν γυρίζει σπίτι εξαιτίας σου!»
Ο Μίλτον ξαφνικά συνοφρυώθηκε, ο Τσαρλς υπέθεσε λόγω της υψωμένης φωνής του, μέχρι που τον ρώτησε: «Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω; Τον έχεις δει, Τσαρλς;» «Όχι, φυσικά όχι. Απλώς τον σκέφτομαι περισσότερο από το συνηθισμένο – από τότε που είδα το κορίτσι των Μίλερ». Τα μάγουλα του Τσαρλς είχαν γίνει κατακόκκινα τώρα. Γύρισε πριν τον δει ο Μίλτον και ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. *** Ο Μίλτον πήγε στο άνοιγμα της πόρτας και κοίταξε τη μορφή του γιου του που ανέβαινε γρήγορα τη σκάλα. Ήταν ακόμα συνοφρυωμένος. Ήξερε τον Τσαρλς. Ήξερε ότι ο γιος του έλεγε ψέματα. Απλώς του φαινόταν δύσκολο να πιστέψει αυτό που του έλεγε το ένστικτό του. Αν ο Ρίτσαρντ είχε πραγματικά γυρίσει στην Αγγλία, δεν θα ερχόταν εδώ να κοκορευτεί ότι ήταν αφέντης του εαυτού του τώρα και δεν μπορούσε ο Μίλτον να τον ελέγξει; Φυσικά και θα το έκανε. Ο Μίλτον απόδιωξε τη σκέψη αυτή. Απλώς δεν είχε συνηθίσει να βλέπει τον πράο γιο του να αντιδρά τόσο έντονα για τίποτα άλλο εκτός από τον Μάθιου. Σίγουρα, ο Τσαρλς πρέπει να είχε πει ψέματα για το κορίτσι των Μίλερ. Θα πρέπει να είχε έρθει να παρακαλέσει τον Τσαρλς να πείσει τον Μίλτον να της δώσει το συμβόλαιο, ξέροντας πολύ καλά ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρει η ίδια. Ανόητο κορίτσι! Έπρεπε να είναι ευγνώμων που εκείνος εξακολουθούσε να διατηρεί τη σύνδεσή τους. Θα έπρεπε να είχε καταλάβει πια πόσες πόρτες θα έκλειναν για εκείνη χωρίς τη σύνδεση αυτή. Καθώς γύριζε στο γραφείο του, όχι απόλυτα ικανοποιημένος με το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει, είδε τον Όλαφ να διασχίζει τον διάδρομο μασουλώντας ένα γλυκό και κοντοστάθηκε πάλι. Προφανώς έπρεπε να απαλλαγεί από τον υπηρέτη αυτόν πριν από πολύ καιρό. Πραγματικά δεν είχε ανάγκη από τη δύναμή του πλέον, και ένας άντρας σε αυτό το μέγεθος ήταν αστείος ως λακές, πράγμα που ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα πια. Ο Όλαφ ήταν ο μόνος από τους τρεις γεροδεμένους τύπους που είχε προσλάβει όταν ο Ρίτσαρντ είχε μεγαλώσει πολύ για να τον χτυπά με τη βίτσα. Αλλά η ιδέα να βάζει αυτούς τους τρεις να τιμωρούν τον Ρίτσαρντ ίσως τελικά ήταν λάθος γιατί τον είχε κάνει πιο ατίθασο.
Όμως η κτηνώδης δύναμή του ίσως ήταν πάλι χρήσιμη. Αφού έδωσε οδηγίες στον Όλαφ, έστειλε ένα μήνυμα στον Άμπελ Καντέλ, τον ειρηνοδίκη της περιοχής, προσκαλώντας τον σε δείπνο. Είχε περάσει σχεδόν μισός χρόνος από την τελευταία φορά που το είχε κάνει. Δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Αλλά έβλεπε μακριά και φρόντισε να καλλιεργήσει μια φιλία με τον Άμπελ λίγο μετά την εξαφάνιση του Ρίτσαρντ. Είχε μάλιστα φτάσει στο σημείο, παριστάνοντας τον μεθυσμένο, να ενημερώσει τον Άμπελ για τα εγκλήματα του Ρίτσαρντ. Ο Άμπελ είχε πει στον Μίλτον περισσότερες από μία φορές ότι θα έκλεινε τον Ρίτσαρντ στη φυλακή μόλις γύριζε. Όταν ο κόμης τον ειδοποιούσε, η δουλειά θα τελείωνε. Αλλά ο Μίλτον είχε ανακαλύψει ότι ο Άμπελ είχε έναν αδελφό που θα μπορούσε να του φανεί ακόμα πιο χρήσιμος. Πάντως, ό,τι κι αν αποφάσιζε τελικά να κάνει, ο Άμπελ του έδινε διάφορες επιλογές για τη μέρα που ο Ρίτσαρντ θα γύριζε σπίτι, και του Μίλτον του άρεσε να έχει πολλές επιλογές.
Κεφάλαιο Είκοσι Δύο Το δείπνο είχε τελειώσει από ώρα. Ο Τσαρλς και ο Μάθιου αποσύρθηκαν αμέσως μετά το φαγητό καθώς θα έφευγαν νωρίς το πρωί. Ο Μίλτον είχε πάρει τον Άμπελ στο γραφείο του για ένα μπράντι αλλά χρειαζόταν μια δικαιολογία για να τον κρατήσει κι άλλο μαζί του. Ο Μίλτον είχε δώσει εντολή στον Όλαφ να ψάξει για τον Ρίτσαρντ στα τρία πανδοχεία που βρίσκονταν πιο κοντά στο Γουίλοου Γουντς, και μετά να προχωρήσει αναζητώντας τον προς το Λονδίνο. Το Μάντσεστερ ήταν πολύ μακριά στην άλλη κατεύθυνση, οπότε τουλάχιστον δεν χρειαζόταν να ψάξουν εκεί. Αν ο Ρίτσαρντ είχε έρθει βόρεια να δει τον αδελφό του, μπορεί να σχεδίαζε την επομένη να πάει ανατολικά με τον Τσαρλς στο Ρόδερχαμ, για να τον δει λίγο περισσότερο. Αν όχι, τότε έπρεπε να ερευνηθεί ο δρόμος για το Λονδίνο. Είχε δώσει στον Όλαφ, και στην ομάδα που του είχε πει να φτιάξει, πρόσβαση στα καλύτερα άλογα του στάβλου του, συμπεριλαμβανομένου του επιβήτορά του. Ήθελε η έρευνα να γίνει γρήγορα και χωρίς λάθος ώστε να μη χωριστούν, καθώς μόνο ο Όλαφ μπορούσε να αναγνωρίσει τον Ρίτσαρντ αν τον συναντούσαν. Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Ο Όλαφ και ο γιος του παλιού κηπουρού έσυραν έναν άντρα μέσα στο δωμάτιο. Ο Άμπελ πετάχτηκε πάνω έκπληκτος από την εισβολή. Το ίδιο και ο Μίλτον. Μπορούσε να είναι εκείνος επιτέλους; Έκανε γρήγορα τον γύρο του γραφείου του για να βεβαιωθεί. Ο τύπος ήταν αναίσθητος αν έκρινε κανείς από το κεφάλι του που κρεμόταν και τα μακριά μαλλιά που κάλυπταν το πρόσωπό του. Ο Μίλτον ανασήκωσε τα μαλλιά και κράτησε την ανάσα του. Ο Ρίτσαρντ. Ο Μίλτον ένιωσε μια τόσο έντονη αίσθηση θριάμβου που δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Ο θυμός τον βοήθησε σε αυτό. Ο Όλαφ ήταν τελείως ηλίθιος! Θα μπορούσε να είναι στο γραφείο ο Τσαρλς και αυτό θα τον εμπόδιζε να φερθεί όπως ήθελε στον Ρίτσαρντ. Αλλά επιτέλους, το αντιδραστικό παλιόπαιδο ήταν πάλι στο έλεός του! Για μια στιγμή σκέφτηκε να στείλει να φέρουν την Τζούλια Μίλερ για να
τους αναγκάσει να παντρευτούν αμέσως, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν ήταν καλή ιδέα. Αντίθετα, ήταν πολύ μεγάλο το ρίσκο. Ο πάστορας που ζούσε στο κτήμα του Μίλτον θα συμμορφωνόταν, φυσικά, αλλά η κοπέλα μπορεί να αντιδρούσε άσχημα αν ο Ρίτσαρντ φώναζε ότι δεν την ήθελε. Και με αυτούς τους διαβολεμένα ικανούς δικηγόρους που είχε, και οι οποίοι τον είχαν εμποδίσει όταν προσπαθούσε να κερδίσει την κηδεμονία της, δεν τολμούσε να το ριψοκινδυνεύσει. Οι δύο άντρες πέταξαν τον Ρίτσαρντ στα πόδια τους. Τα χέρια του Ρίτσαρντ ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη του. Είχε μεγαλώσει. Πολύ. Ένας ψηλός, στιβαρός άντρας ήταν πεσμένος εκεί, όχι ένα αγόρι. Έπρεπε να είχαν δέσει και τα πόδια του. Ο Μίλτον δεν ήθελε να ρισκάρει να τον χάσει πάλι. «Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε ο Άμπελ τους δύο υπηρέτες. «Φαίνεται πως ο αντάρτης γιος μου τριγύριζε κάπου εδώ γύρω και βρέθηκε», απάντησε ο Μίλτον, κοιτάζοντας αηδιασμένος το μεγάλο μήκος των μαλλιών του Ρίτσαρντ. «Ο Ρίτσαρντ;» ρώτησε έκπληκτος ο Άμπελ. «Ακριβώς, ο Ρίτσαρντ. Και κοίτα αυτό». Ο Μίλτον έσκυψε, έβγαλε το δαχτυλίδι-σφραγίδα από το δάχτυλο του Ρίτσαρντ και το έβαλε εκεί όπου ανήκε, στο δικό του δάχτυλο. «Μου κάνει μεγάλη εντύπωση που έχει ακόμα αυτό το δαχτυλίδι που έκλεψε από μένα. Όχι ότι δεν αναγκάστηκα να το αντικαταστήσω, αλλά αυτό ήταν ιδιαίτερο καθώς προερχόταν από τον πρώτο κόμη του Μάνφορντ πριν από αιώνες κι εκείνος το ήξερε. Προφανώς δεν το πήρε για να το πουλήσει αλλά για να χλευάσει την εξουσία μου και να με προσβάλει αφού ήξερε πόσο σημαντικό ήταν για μένα». «Μπορώ να τον κλείσω μέσα γι’ αυτό και μόνο. Μόλις μου έδωσες την απόδειξη που χρειάζομαι». Ο Μίλτον χάρηκε που ο Καντέλ αντιδρούσε όπως είχε ελπίσει, αλλά ήταν σίγουρος ότι μερικές μέρες στην τοπική φυλακή δεν θα έπειθαν τον Ρίτσαρντ για τίποτα. Όμως πριν συζητήσει μαζί του τι θα τον έπειθε, έδιωξε τον γιο του κηπουρού. Ο Όλαφ ετοιμάστηκε να τον ακολουθήσει, αναγκάζοντας τον Μίλτον να φωνάξει: «Όχι εσύ. Εσύ φρόντισε να μην το σκάσει μόλις ξυπνήσει». Μετά γύρισε στον ειρηνοδίκη. «Ο ίδιος μου ο γιoς με έπνιξε στα χρέη», είπε. «Σου το έχω αναφέρει ποτέ αυτό; Δώδεκα χιλιάδες λίρες, παρακαλώ! Και ένα σωρό μάρτυρες για να αποδειχθεί του λόγου το αληθές». Ο Άμπελ κούνησε το κεφάλι λίγο αμήχανα. «Ένα βράδυ που είχαμε πιει
παραπάνω, νομίζω ότι μου το είπες». «Αν δεν είχε πληρώσει για μένα ο δούκας του Τσέλτερ, θα ήμουν στη φυλακή για χρέη αυτή τη στιγμή». Και τότε, σαν να του είχε μόλις περάσει η σκέψη αυτή από το μυαλό, ο Μίλτον ρώτησε: «Δεν είναι ο αδελφός σου ναύτης σε ένα από εκείνα τα πλοία που μεταφέρουν κατάδικους στις νέες αποικίες καταδίκων στην Αυστραλία;» Ο Άμπελ συνοφρυώθηκε. «Στην πραγματικότητα, είναι καπετάνιος, αλλά αυτό είναι λίγο σκληρό, δεν νομίζεις;» «Δεν υπάρχει λόγος να γίνει κάτι τέτοιο αν ο Ρίτσαρντ έχει γυρίσει σπίτι για να κάνει το καθήκον του. Αν ισχύει αυτό, τότε όλα θα του συγχωρεθούν. Αλλά αν όχι… Δεν σκεφτόμουν να μεταφερθεί σε ένα τέτοιο μέρος για πάντα. Δυο τρεις μήνες και θα είναι έτοιμος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, δεν συμφωνείς;» «Χρειάζεται περισσότερους από δυο τρεις μήνες μόνο και μόνο για να φτάσει κανείς εκεί και μερικοί από τους κατάδικους πεθαίνουν στη διάρκεια του ταξιδιού. Και αν φτάσουν, οι πολύ σκληρές συνθήκες τους αποτελειώνουν μέσα σε λίγες βδομάδες. Είσαι βέβαιος ότι θέλεις να στείλεις τον γιο σου εκεί;» Ο Μίλτον δεν σκόπευε να αφήσει τον Ρίτσαρντ να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια του ξανά. Αν δεν μπορούσε να λογικευτεί, τότε εκείνος θα φρόντιζε να τον κάνει να λογικευτεί. Έπρεπε να τον αποζημιώσει για εννέα χρόνια ένδειας. Εννέα χρόνια οργής επειδή ο Μίλτον δεν μπορούσε πια να έχει τα ελάχιστα πράγματα στη ζωή που του έδιναν ευχαρίστηση. «Υπάρχουν άντρες που στέλνονται εκεί για μικρότερα εγκλήματα, έτσι δεν είναι;» θύμισε στον Άμπελ. Εκείνος σήκωσε τους ώμους του. «Οι φυλακές μας είναι γεμάτες και η εργασία των καταδίκων είναι δωρεάν. Η Αυστραλία χρειάζεται πολλούς εργάτες αν θέλουμε να την κάνουμε μια υποσχόμενη αποικία για το στέμμα. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτα εκεί εκτός από αποικίες καταδίκων και κανένας τρόπος για να ξεφύγει κανείς από μια τέτοια. Τα μόνα πλοία που φτάνουν είναι πλοία καταδίκων. Δεν έχει κανείς καμία ελπίδα εκεί». Ο Μίλτον γέλασε από μέσα του. «Ναι, είναι σκληρό, αλλά προφανώς είναι το μοναδικό πράγμα που θα κάνει τον αντάρτη αυτόν να αλλάξει – αρκεί να μπορεί να κανονιστεί η απελευθέρωσή του μόλις αποφασίσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Αυτό μπορεί να κανονιστεί;» «Τα πάντα μπορούν να κανονιστούν», είπε ο Άμπελ λίγο αμήχανα.
Ο Μίλτον συνοφρυώθηκε βλέποντας την ολοφάνερη αμηχανία του. Μήπως φαινόταν πολύ ψυχρός και σκληρός στα μάτια ενός κοινού θνητού όπως ο Καντέλ; Δεν ήταν ολοφάνερο ότι του άξιζε του Ρίτσαρντ; Αρκούσε να ρίξει μια ματιά ο Καντέλ γύρω του, στην φρικτή κατάσταση του Γουίλοου Γουντς, για να καταλάβει τη ζημιά που είχε κάνει ο Ρίτσαρντ στην ίδια του την οικογένεια. «Ας δούμε τι έχει να πει πρώτα. Αν είναι έτοιμος να συμμορφωθεί και να βοηθήσει αυτή την οικογένεια αντί να τη βλάπτει, τότε θα τον συγχωρέσω. Ξύπνησέ τον», είπε ο Μίλτον στον Όλαφ. Ο Όλαφ ερμήνευσε την εντολή αυτή ως μια δυνατή κλοτσιά στα πλευρά του Ρίτσαρντ. Ο Άμπελ γύρισε από την άλλη μεριά. Ο Μίλτον κοίταξε άγρια τον βάναυσο άντρα. «Με νερό ή άλατα, ηλίθιε». «Δεν βλέπω πουθενά», είπε ο Όλαφ. «Δεν χρειάζεται», βόγκηξε ο Ρίτσαρντ, και μετά πρόσθεσε, «Τι διάβολο;» όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν δύσκολο να σηκωθεί, ότι τα χέρια του ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη του. Το είχε καταλάβει ότι αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα όταν ο Όλαφ είχε κλοτσήσει και είχε ρίξει την πόρτα του – ο ηλίθιος γίγαντας δεν είχε καν φροντίσει να ελέγξει αν ήταν ανοιχτή. Ο Ρίτσαρντ ήταν μόνος του στο δωμάτιο και έτρωγε το δείπνο που του είχε στείλει ο Ορ μαζί με ένα σημείωμα που έλεγε ότι θα καθυστερούσε λίγο γιατί είχε δουλειά – με τη σερβιτόρα στο διπλανό καπηλειό. Ο Ρίτσαρντ αναγνώρισε αμέσως τον Όλαφ, έναν από τους τρεις νταήδες που είχε προσλάβει ο Μίλτον, όταν ο Ρίτσαρντ είχε μεγαλώσει πολύ πια για τη βίτσα. Η τελευταία ανάμνηση που είχε από το Γουίλοου Γουντς ήταν ο πατέρας του να απαιτεί να κόψει τα μαλλιά του, τα οποία μόλις που έφταναν στους ώμους του. Είχε αρνηθεί φυσικά παρόλο που ήξερε ότι θα τον τιμωρούσε γι’ αυτό. Αλλά εκείνος και ο πατέρας του βρίσκονταν σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Έτσι ο Μίλτον είχε διατάξει τους νταήδες του να κόψουν με τη βία τα μαλλιά του Ρίτσαρντ και τον είχαν σύρει από το κρεβάτι του, τον είχαν δέσει σε μια καρέκλα και τον είχαν κουρέψει γουλί. Η οργή που είχε νιώσει ήταν ανείπωτη. Το έσκασε για το Λονδίνο το ίδιο βράδυ και δεν ξανακοίταξε ποτέ πίσω του. Ο Ρίτσαρντ χάρηκε που είδε τον Όλαφ να στέκεται εκεί, πάνω από τη σπασμένη πόρτα. Δεν πρόλαβε καν να αναρωτηθεί τον λόγο της παρουσίας
του. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η εκδίκηση. Ο Όλαφ εξακολουθούσε να είναι πιο ψηλός από εκείνον, ένας αληθινός γίγαντας, αλλά ήταν ηλίθιος και ο Ρίτσαρντ δεν ήταν πια παιδί. Όμως δεν πρόλαβε καλά καλά να απολαύσει τη σκέψη ότι θα μπορούσε να δείρει τον Όλαφ όταν πέντε άλλοι άντρες εμφανίστηκαν δίπλα του και όλοι μαζί άρπαξαν τον Ρίτσαρντ και τον πέταξαν στο πάτωμα. Ήταν πολύ περισσότεροι από εκείνον. Δεν υπήρχε λόγος να τον ρίξουν αναίσθητο, αλλά ένας τους το έκανε. Τώρα, στο γραφείο του πατέρα του ο Ρίτσαρντ κατάφερε επιτέλους να σταθεί όρθιος. Η προσπάθεια να ελευθερώσει τα χέρια του αποδείχτηκε μάταιη, το ίδιο και το βλέμμα που έριξε στον πατέρα του. Πώς είχε συμβεί αυτό; Ήταν τελείως βέβαιος ότι κανείς άλλος στην περιοχή δεν τον είχε αναγνωρίσει, αλλά προφανώς κάποιος είχε και είχε τρέξει απευθείας στον κόμη με τα νέα. Δεν έπρεπε εκείνος και ο Ορ να έχουν μείνει εκεί! Το λογικό ήταν να έφευγαν και να έβρισκαν ένα πανδοχείο πιο κοντά στο Λονδίνο για να περάσουν τη νύχτα, κάπου πολύ μακριά από το Γουίλοου Γουντς. Αλλά έπαιζε με την ιδέα να προσπαθήσει να συναντήσει τον Τσαρλς στον δρόμο το επόμενο πρωί ώστε να γνωρίσει τον ανιψιό του πριν φύγει για τα καλά από την Αγγλία. Ο Μίλτον δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα. Τα μαλλιά του ήταν λίγο πιο ανοιχτά καστανά από πριν, τα γαλάζια μάτια του ήταν το ίδιο σκληρά, και μόνο το δέρμα του, που είχε χαλαρώσει λίγο, έδειχνε το πέρασμα των χρόνων. Αλλά ο Μίλτον δεν τον είχε καν κοιτάξει καταπρόσωπο ακόμα. Κοίταζε αηδιασμένος τα μακριά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους του Ρίτσαρντ. «Θεέ μου, είναι ακόμα πιο μακριά απ’ όσο νόμιζα αρχικά. Μοιάζεις με ζητιάνο που δεν έχει λεφτά για ένα κούρεμα», είπε ο Μίλτον και μετά διέταξε τον νταή του, «Ξεφορτώσου τα». Ο Ρίτσαρντ γύρισε στον πιο μεγαλόσωμο άντρα και του είπε ήρεμα: «Δοκίμασε και θα σε σκοτώσω αυτή τη φορά». Ο Όλαφ γέλασε αλλά ο Μίλτον κούνησε το κεφάλι του. «Δεν πειράζει. Είναι φανερό ότι θα είναι αντάρτης όπως πάντα». «Τι περίμενες;» είπε απότομα ο Ρίτσαρντ στον πατέρα του. «Εσύ, γέρο, δεν έχεις πια λόγο σχετικά με την εμφάνισή μου ή με το τι κάνω. Έχω μεγαλώσει πολύ για να με ελέγχεις πια». «Έτσι λες; Δεν έχεις μεγαλώσει πολύ για τον νόμο όμως, και έχεις
καταπατήσει μερικούς νόμους πριν το σκάσεις». «Ποιους νόμους; Τους δικούς σου;» Ο Μίλτον χάιδεψε το δαχτυλίδι-σφραγίδα που ήταν πάλι στο δάχτυλό του. «Το έκλεψες αυτό πριν φύγεις. Το ξέχασες αυτό το έγκλημα;» Ο Ρίτσαρντ σήκωσε τους ώμους του. «Το συγκεκριμένο δαχτυλίδι πηγαίνει στον αδελφό μου όταν πεθάνεις και δεν θα τον πείραζε να το δανειστώ. Και αλήθεια, γιατί δεν πεθαίνεις να μας απαλλάξεις όλους από τη δυστυχία μας;» Ο Μίλτον αναστέναξε. «Βλέπεις τι είχα να αντιμετωπίσω; Είναι ο πιο ανάποδος γιος που θα μπορούσε να έχει κανείς». Ο Ρίτσαρντ έσμιξε τα φρύδια βλέποντας την επίδειξη αυτή πατρικής απογοήτευσης η οποία γινόταν ολοφάνερα για τους άλλους άντρες που βρίσκονταν στο δωμάτιο. Αν ο Μίλτον είχε δείξει ποτέ αληθινή απογοήτευση ή έστω λίγη ανησυχία ή ένα ίχνος νοιαξίματος, η σχέση τους μπορεί να αναπτυσσόταν με έναν πιο φυσικό τρόπο. Στο κάτω κάτω, η έμφυτη τάση ενός παιδιού είναι να ικανοποιήσει τον γονιό του – μέχρι το παιδί να καταλάβει ότι τίποτα δεν θα τον ικανοποιήσει ποτέ. «Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Ρίτσαρντ τον τρίτο άντρα. «Ο Άμπελ Καντέλ είναι ένας παλιός μου φίλος», απάντησε ο Μίλτον αντί για εκείνον. Αλλά ο Άμπελ ένιωσε υποχρεωμένος να προσθέσει: «Είμαι επίσης ο τοπικός ειρηνοδίκης, λόρδε Ρίτσαρντ». Αυτό ήταν προειδοποίηση; Ο Ρίτσαρντ σφίχτηκε. Μόνο ένας ευγενής χωρίς τίτλο και ένας κοινός θνητός θα χρησιμοποιούσε τον κατώτερο τίτλο του Ρίτσαρντ, και ένας τέτοιος άνθρωπος προφανώς θα συμμορφωνόταν με τις επιθυμίες ενός κόμη. Αλλά βέβαια, πάντα το ήξερε ότι ο πατέρας του θα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει εκείνα τα παλιά λάθη εναντίον του αν συναντιόνταν ποτέ ξανά. Ήθελε να τον αναγκάσει να τον αποκληρώσει. Ήταν πολύ μικρός για να συνειδητοποιήσει ότι είχε δώσει ένα ακόμα εργαλείο στον πατέρα του για να τον πιέσει να συμμορφωθεί με το περίφημο συμβόλαιο. Αλλά ακόμα δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Μπορεί να ήταν σύμπτωση ότι ο «νόμος» εκπροσωπούνταν στο δωμάτιο. Και δεν σκόπευε να μείνει για πολύ εκεί, ούτε και ήταν μόνος του αυτή τη φορά. Ο Τσαρλς ήταν κάπου στο σπίτι, καθώς είχε πει ότι θα έφευγε το πρωί για μια επίσκεψη στον παππού από τη μεριά της μητέρας του. Ο αδελφός του δεν είχε ποτέ μέχρι τώρα το θάρρος να ανακατευτεί, αλλά τώρα ήταν κύριος του εαυτού του. Και ο Ορ θα έψαχνε πρώτα στο Γουίλοου Γουντς όταν θα γύριζε και θα έβλεπε πως είχε
εξαφανιστεί – και ο χαμός στο δωμάτιό τους θα ήταν η απόδειξη ότι δεν είχε φύγει με τη θέλησή του. Τι ήταν το χειρότερο που θα του έκανε –που θα μπορούσε να του κάνει– ο Μίλτον; Θα έβαζε να τον δείρουν ξανά; Τίποτα καινούριο σε αυτό. Θα τον έκλεινε σε ένα δωμάτιο απειλώντας τον με φυλάκιση; Επειδή δανείστηκε ένα δαχτυλίδι από την οικογένειά του; Στο δικαστήριο θα γελούσαν μαζί του. Άλλωστε, θα τον βοηθούσαν να το σκάσει πολύ πριν μια απειλή υλοποιηθεί. Το ίδιο εκείνο βράδυ, ήταν σίγουρος. Περισσότερο ανησυχούσε για την προφητεία της Τζούλια, ότι θα μπορούσε να στέκεται εκεί και να φωνάζει, όχι κι όμως να τον παντρέψουν μαζί της. Ο Μίλτον συντηρούσε τουλάχιστον έναν πάστορα στο κτήμα του κι αυτός του ήταν υποχρεωμένος για το υπόλοιπο της ζωής του. Αλλά η Τζούλια βρισκόταν στον δρόμο για το Λονδίνο. Θα χρειαζόταν οπωσδήποτε μια ή δύο μέρες για να τη φέρουν εδώ και ήταν σίγουρος ότι θα καθυστερούσε την επιστροφή της αν της έλεγαν γιατί ήταν απαραίτητη η παρουσία της. Δεν πίστευε ότι θα έμενε εκεί για τόσο πολύ. «Ξέρεις, πατέρα, μπορούσες να είχες ζητήσει να συναντηθούμε αντί να μου το επιβάλλεις με τη βία ως συνήθως». «Ξέρουμε και οι δύο ποια θα ήταν η απάντησή σου», είπε ξερά ο Μίλτον. «Ε, λοιπόν, εγώ ξέρω, αλλά εσύ ξέρεις πραγματικά; Κι αν ήρθα για να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις;» Ο Μίλτον κοντοστάθηκε. «Γι’ αυτό ήρθες;» Ο Ρίτσαρντ δεν κατάφερνε να κάνει τον εαυτό του να πει ναι, παρόλο που αυτό θα τον έβγαζε από τη δύσκολη θέση. «Όχι, αλλά θα έπρεπε να είχες κάνει μια προσπάθεια να το διαπιστώσεις πριν στείλεις τους νταήδες σου να με βρουν, γιατί αν πραγματικά είχα έρθει γι’ αυτό, η υποδοχή σου θα με είχε κάνει να αλλάξω γνώμη. Αλλά όταν το μόνο που κάνεις πάντα, πατέρα, είναι να βάζεις να με δείρουν ή να πληρώνεις κάποιον–» «Φτάνει!» τον έκοψε κατακόκκινος ο Μίλτον. Ο Ρίτσαρντ ανασήκωσε τα φρύδια του. «Δεν θέλεις να μάθει ο ειρηνοδίκης από δω πόσο βάρβαρη ήταν η ζωή κάτω από τη στέγη σου; Αλλά έχεις απόλυτο δίκιο, πατέρα. Ξέρουμε και οι δύο ότι δεν θα υπάρξει ποτέ συμφιλίωση ανάμεσά μας. Οπότε τι νόημα έχει να με φέρνεις εδώ;» «Πρέπει να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας. Έχεις τα χρήματα να αποπληρώσεις τα τεράστια χρέη που μου φόρτωσες, τα οποία χρωστάω ακόμα στον δούκα του Τσέλτερ που πλήρωσε την εγγύηση για να μη με φυλακίσουν
και από τότε μου το τρίβει στη μούρη;» Ήταν η σειρά του Ρίτσαρντ να κάνει παύση τώρα. Αυτοί οι αναθεματισμένοι τζογαδόροι είχαν πάει τελικά στον πατέρα του για να τους πληρώσει; Τότε γιατί δεν είχε διακόψει κάθε δεσμό μαζί του; «Είσαι χαζός αν πλήρωσες τα χρέη αυτά όταν μπορούσες να με αποκηρύξεις», είπε ο Ρίτσαρντ. «Το είχες κάνει επίτηδες λοιπόν, έτσι; Προσπάθησες να με αναγκάσεις να σε αποκληρώσω;» «Τι άλλη επιλογή μου άφηνε η βάρβαρη τυραννία σου; Και δεν είναι πολύ αργά για να το κάνεις τώρα. Έχεις μάρτυρα. Κάν' το επίσημο». Ο Μίλτον κούνησε το κεφάλι του. «Ακόμα κι αν υπήρχε αυτή η επιλογή, δεν θα έλυνε τίποτα τότε. Ήσουν ανήλικος και συνεπώς ήμουν υπόλογος για τις πράξεις σου. Επομένως, να συμπεράνω ότι η απάντησή σου είναι όχι; Δεν έχεις τα χρήματα για να πληρώσεις άμεσα;» «Φυσικά όχι». «Τότε είσαι έτοιμος να παντρευτείς τη μνηστή σου για να καλύψεις τα χρέη σου;» «Όχι βέβαια». «Βλέπεις;» είπε ο Μίλτον στον ειρηνοδίκη. «Δεν απολογείται καν που προσπάθησε να φτωχύνει την οικογένειά του. Ούτε είναι διατεθειμένος να με αποζημιώσει με όποιο τρόπο μπορεί». Τότε ο Μίλτον αναστέναξε. «Άσε μας μόνους για λίγα λεπτά με τον γιο μου. Δεν θα ήμουν σωστός πατέρας αν δεν προσπαθούσα μια τελευταία φορά να τον κάνω να λογικευτεί πριν καταφύγω σε δραστικά μέτρα». Στον Ρίτσαρντ δεν άρεσε αυτό. Ωστόσο, εξακολουθούσε να σκέφτεται ότι δεν θα ήταν εκεί αρκετά για να αποδώσουν καρπούς αυτά τα «δραστικά μέτρα». Ο Μίλτον ήταν χαζός αν νόμιζε ότι ο Ρίτσαρντ θα έκανε έναν γάμο που του είχε επιβληθεί. Ή μήπως ο πατέρας του θα έπαιρνε αυτό που ήθελε είτε έτσι είτε αλλιώς; Η συγκεκριμένη προοπτική ανησυχούσε τον Ρίτσαρντ. Δεν είχε αυτοεξοριστεί από την Αγγλία μόνο και μόνο για να βγει κερδισμένος τελικά ο πατέρας του. Ο κόμης ακουμπούσε στο γραφείο του με τα χέρια σταυρωμένα και περίμενε να κλείσει η πόρτα. Δεν έδειχνε θυμωμένος, έδειχνε σαστισμένος. «Ποτέ δεν σε κατάλαβα», άρχισε ο Μίλτον. «Ποτέ δεν προσπάθησες». «Έκανα κάτι καλό για σένα πριν από τόσα χρόνια όταν υπέγραψα αυτό το
συμβόλαιο που μας έδενε με τους Μίλερ. Έτσι σου εξασφάλισα μεγάλο πλούτο». «Χωρίς να με ρωτήσεις», του θύμισε ο Ρίτσαρντ. «Ήσουν πολύ νέος για να έχεις δική σου γνώμη τότε και οπωσδήποτε δεν ήξερες τι ήταν καλό για σένα. Και τώρα είσαι τόσο πεισματάρης, τόσο αποφασισμένος να μου κάνεις κακό, ώστε δεν συνειδητοποιείς τι απορρίπτεις». «Ακούω με κομμένη την ανάσα», είπε ο Ρίτσαρντ σαρκαστικά. «Τολμάς να αστειεύεσαι; Όταν οι συνθήκες άλλαξαν τόσο δραματικά από τότε που έφυγες; Ο Τζέραλντ Μιλερ έπαθε ένα δυστύχημα πριν από πέντε χρόνια που τον έχει αφήσει σχεδόν φυτό μέχρι σήμερα χωρίς καμία ελπίδα να συνέλθει. Αυτό σημαίνει ότι το μοναχοπαίδι του, η μνηστή σου, έχει τον έλεγχο ολόκληρης της περιουσίας των Μίλερ κι εσύ γύρισες πίσω τη σωστή στιγμή για να το εκμεταλλευτείς αυτό. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να πας στην εκκλησία και θα είσαι παντρεμένος με μια από τις πλουσιότερες γυναίκες στην Αγγλία ελέγχοντας την τεράστια περιουσία της, πράγμα που θα ενισχύσει τη θέση καθώς και την κοινωνική και οικονομική δύναμη όλων μας, όχι μόνο τη δική σου και τη δική μου, αλλά και του αδελφού σου και του ανιψιού σου». «Εκείνοι συγγενεύουν με τον Δούκα του Τσέλτερ. Δεν χρειάζονται να ενισχύσουν τη θέση τους». «Η περιουσία του Τσέλτερ όλο και μειώνεται». «Εξακολουθεί να είναι πλούσιος». «Όχι όμως όπως οι Μίλερ!» αναφώνησε ο Μίλτον. Μετά αναστέναξε και προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του πριν προσθέσει: «Άλλωστε, ο δούκας μας έκανε πάντα να αισθανόμαστε σαν φτωχοί συγγενείς». Ο Ρίτσαρντ ανασήκωσε το φρύδι του. «Μας; Εννοείς εσένα, έτσι δεν είναι;» Ο Μίλτον έσφιξε τα δόντια του. «Με ακούς που σου εξηγώ τι διακυβεύεται εδώ; Οι επιχειρήσεις των Μίλερ έχουν αυξηθεί αστρονομικά τα τελευταία χρόνια. Το ξέρεις ότι ένας τέτοιος πλούτος μπορεί να επηρεάσει τον βασιλιά; Θα μπορούσε να δώσει καινούριους τίτλους στην οικογένειά μας μαζί με γη». «Δεν υπάρχει “μας” σε αυτό, πατέρα. Εσύ δεν είσαι αναγκασμενος να παντρευτείς μια στρίγκλα που δεν αντέχεις». «Το έχω ήδη κάνει», γρύλισε ο Μίλτον. «Παντρεύτηκα τη μητέρα σας». Ο Ρίτσαρντ δεν πίστευε στα αφτιά του. «Γι’ αυτό δεν μου έδειξες ποτέ την παραμικρή αγάπη ή στοργή ή έστω καλοσύνη καθώς μεγάλωνα; Επειδή
μισούσες τη γυναίκα σου; Και αυτό προσπαθείς τώρα να μου επιβάλλεις; Έναν γάμο το ίδιο φρικτό όσο και ο δικός σου; Γιατί δεν είπες τίποτα μέχρι τώρα;» «Ήσουν παιδί», είπε στυφά ο Μίλτον. «Τα παιδιά δεν χρειάζονται εξηγήσεις». «Αυτό το παιδί χρειαζόταν. Από τη στιγμή που γεννήθηκα επέμενες να ζεις τη ζωή μου για μένα. Αλλά αυτή είναι η δική μου ζωή, πατέρα. Θα τη ζήσω και θα πάρω τις δικές μου αποφάσεις, καλές ή κακές. Και η απόφασή μου είναι να μην παντρευτώ την Τζούλια Μίλερ». Ο Μίλτον είχε γίνει κατακόκκινος από θυμό, μια έκφραση που ήταν πολύ πιο γνώριμη για τον Ρίτσαρντ. «Έπρεπε να καταλάβω ότι δεν έχει νόημα να προσπαθώ να σε λογικέψω. Είσαι πεισματάρης και επιπόλαιος όπως πάντα. Άμπελ!» φώναξε και πριν ανοίξει τελείως η πόρτα, ο Μίλτον είπε στον ειρηνοδίκη: «Πάρ’ τον».
Κεφάλαιο Είκοσι Τρία Η Τζούλια δεν μπορούσε να βγάλει εκείνη την τελευταία εικόνα του Ρίτσαρντ από το κεφάλι της. Ούτε που έδωσε σημασία όταν ο Ρέιμοντ τους οδήγησε σε ένα πανδοχείο στην επόμενη κωμόπολη. Θα μπορούσαν να είχαν προχωρήσει περισσότερο. Δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα. Αλλά ήταν εξουθενωμένη, όπως και ο ξάδελφός της, και γι’ αυτό παρακοιμήθηκαν και οι δύο μέχρι το επόμενο πρωί. Αναγκάστηκε να χτυπήσει πολλές φορές την πόρτα του Ρέιμοντ πριν τον ακούσει να φωνάζει: «Δεν υποχωρώ! Θα γυρίσουμε σπίτι αύριο!» «Σήμερα!» φώναξε εκείνη. Αγαπούσε τον ξάδελφό της αλλά κάτι τέτοιες στιγμές δεν τον συμπαθούσε καθόλου. Ήταν ένας αληθινός τεμπέλης. Το μόνο για το οποίο ήταν καλός ήταν να τη συνοδεύει όταν χρειαζόταν συνοδό και μόνο αν του το έλεγε πολύ νωρίτερα. Ποτέ δεν είχε λεφτά. Έπαιρνε ένα πολύ καλό επίδομα αλλά το σπαταλούσε όλο στις γυναίκες και στον τζόγο. Του είχε πει αναρίθμητες φορές ότι έπρεπε να αναλάβει κάποιες ευθύνες για να κερδίσει ένα μέρος από τα χρήματα αυτά, αλλά εκείνος είχε ατελείωτες δικαιολογίες για να αποφεύγει οποιαδήποτε δουλειά. Τουλάχιστον ήταν καλός ιππέας και είχε ακολουθήσει τον δικό της ρυθμό στο ταξίδι αυτό, αν και παραπονιόταν σε όλο τον δρόμο. Ο εκνευρισμός της που δεν ξεκίνησαν νωρίς την ακολούθησε όλη την ημέρα – όπως και η εικόνα του Ρίτσαρντ. Ένιωθε σαν να έτρεχε για να ξεφύγει από την εικόνα αυτή. Τα μακριά μαλλιά, που ήταν εκτός μόδας εδώ και αιώνες, δεν μείωναν καθόλου την αρρενωπότητά του. Του έδιναν απλώς μια άγρια, πρωτόγονη όψη, ειδικά όταν ήταν έξαλλος από οργή. Είχε θυμώσει τόσο πολύ! Επειδή την είχε φιλήσει – όχι, ένα λεπτό, είχε κατηγορήσει εκείνη γι’ αυτό, την είχε κατηγορήσει ότι το είχε αρχίσει όταν δεν είχε κάνει τίποτα τέτοιο. Το φιλί αυτό ήταν καταπληκτικό, ωστόσο ήταν μια απλή εισαγωγή στο πάθος. Δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί τι θα γινόταν αν δεν το είχε διακόψει εκείνος. Ακολούθησαν τον ίδιο τρελό ρυθμό εκείνη τη μέρα, προσπαθώντας να
γυρίσουν σπίτι πριν σκοτεινιάσει. Δεν έπιασε. Όταν σταμάτησαν για να πάρουν τα δικά τους άλογα στην πρώτη πόλη στην οποία είχαν σταματήσει το προηγούμενο πρωί, είχε πέσει το σούρουπο και ο Ρέιμοντ αρνήθηκε να προχωρήσει περισσότερο καθώς δεν είχε συνηθίσει τόσο μεγάλα ταξίδια χωρίς τουλάχιστον έναν υπνάκο. Η Τζούλια ήταν τόσο κουρασμένη που δεν μπορούσε καν να αντιδράσει κι ας ένιωθε μουδιασμένη και βρόμικη από τη σκόνη. Κι έτσι βρήκε δύο δωμάτια για τη δεύτερη νύχτα. Ευχόταν απλώς να κατάφερνε να κοιμηθεί αυτή τη φορά. Παρά την εξουθένωσή της, στριφογύριζε το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας ξαναζώντας με τη φαντασία της εκείνη τη σκηνή με τον Ρίτσαρντ και όλα τα πράγματα που θα έπρεπε να είχε πει αλλά δεν το έκανε, και όλα τα πράγματα που μπορούσαν να είχαν συμβεί αλλά δεν συνέβησαν. Ξεκίνησαν πάλι μόλις χάραξε και μπήκαν στα περίχωρα του Λονδίνου λίγες ώρες αργότερα. Ο Ρέιμοντ, ενοχλημένος που αναγκάστηκε να σηκωθεί τόσο νωρίς τρία πρωινά στη σειρά, δεν την αποχαιρέτησε καλά καλά όταν έφτασαν στο σπίτι της και απλώς συνέχισε για το δικό του που ήταν δύο τετράγωνα πιο πέρα. Και η ίδια σχεδίαζε να πάει κατευθείαν στο κρεβάτι της μετά από τον ελάχιστο ύπνο που είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι της, ένας υπηρέτης έτρεξε προς το μέρος της και ένιωσε αμέσως να αναζωογονείται από τον ενθουσιασμό στο πρόσωπό του και στη φωνή του καθώς είπε: «Ο πατέρας σας−» Δεν χρειαζόταν να ακούσει τίποτα άλλο. Ήξερε. Αυτό γινόταν κάθε φορά που ο πατέρας της ξυπνούσε, πραγματικά ξυπνούσε: όλοι στο σπίτι ενθουσιάζονταν. Ήδη ανέβαινε τρέχοντας τη σκάλα. «Δεν έχω αργήσει πολύ;» ρώτησε καθώς όρμησε στο δωμάτιο του πατέρα της και έτρεξε στο κρεβάτι του Τζέραλντ. Ο πατέρας της ήταν καθισμένος με την πλάτη να στηρίζεται σε μαξιλάρια και της χαμογελούσε. «Πόση ώρα είσαι ξύπνιος; Σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν είσαι πολλή ώρα». «Ηρέμησε, Τζούλι». Χάιδεψε το στρώμα δίπλα του δείχνοντάς της πως έπρεπε να καθίσει. «Ο χρόνος δεν θα έχει σημασία πια−» «Φυσικά και θα έχει, το ξέρεις ότι θα έχει – το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι; Αυτή τη φορά θυμάσαι, έτσι;» «Ναι, τα πάντα». Πήρε βαθιά ανάσα και του χαμογέλασε νιώθοντας ντροπή για το υπερβολικό άγχος της. Θα θύμωνε τρομερά με τον εαυτό της αν έχανε αυτή τη φορά που
είχε ξυπνήσει ο πατέρας της – λόγω του Ρίτσαρντ. Αλλά επιτέλους πρόσεξε το πανί, ή μάλλον το μικρό σακουλάκι που βρισκόταν πάνω στο μαξιλάρι δίπλα στο κεφάλι του, όπως και το ασυνήθιστο γεγονός ότι ο Άρθουρ δεν ήταν μέσα στο δωμάτιο. Είχε προσλάβει τον υπηρέτη λίγο μετά το δυστύχημα για να είναι συνέχεια δίπλα στον Τζέραλντ, να τον ταΐζει, να τον πλένει, ακόμα και να τον κουβαλάει στο μπαλκονάκι που είχε χτίσει ώστε ο πατέρας της να απολαμβάνει τον ήλιο όταν το επέτρεπε ο καιρός. Ο Άρθουρ κοιμόταν σε ένα κρεβάτι στη γωνία του δωματίου για να είναι πάντα κοντά στον άρρωστο. «Για τι είναι αυτό;» Έδειξε το μικρό σακούλι. «Και πού είναι ο Άρθουρ;» «Πήγε να μου φέρει φαγητό», είπε ο Τζέραλντ με ένα χαμόγελο. «Μου είπαν ότι έχουν πέσει με τα μούτρα όλο το πρωί στην κουζίνα για να μου φτιάξουν τα αγαπημένα μου πιάτα. Θα δοκιμάσω λίγο από το καθένα». «Όλο το πρωί;» Η Τζούλια πετάχτηκε πάλι πάνω. «Πότε ξύπνησες;» Εκείνος αναστέναξε βλέποντας το άγχος της ότι δεν θα περνούσε αρκετή ώρα μαζί του. «Τζούλι, υπάρχουν καλά νέα αν ηρεμήσεις αρκετή ώρα ώστε να σου τα πω». Χτύπησε πάλι το στρώμα δίπλα του. Το γεγονός ότι ο πατέρας της μπορούσε να κάνει αυτή την κίνηση οφειλόταν στην ευσυνειδησία του Άρθουρ, ο οποίος είχε αρχίσει να κάνει μασάζ και να κουνάει τα άκρα του μερικές φορές τη μέρα όταν κατάλαβαν ότι οι μύες του θα ατροφούσαν λόγω ακινησίας. Τώρα, όταν ο πατέρας της ξυπνούσε, μπορούσε τουλάχιστον να κουνάει τα χέρια και τα πόδια του λίγο, αν και δεν ήταν αρκετά δυνατός ώστε να μπορεί να στηριχτεί σε αυτά και δεν έμενε ποτέ ξύπνιος για τόσες ώρες ώστε να εξασκηθεί περισσότερο. Αλλά ο Άρθουρ είχε φροντίσει αν ερχόταν ποτέ εκείνη η μέρα, τα άκρα του Τζέραλντ να είναι σε τέτοια κατάσταση ώστε να μπορούν να δυναμώσουν και να τον στηρίξουν. Κάθισε πάλι δίπλα του, αλλά η κίνηση έκανε το σακούλι να κυλήσει από το μαξιλάρι του και να πέσει στα πόδια της. Κοίταξε φοβισμένη, με μάτια γουρλωμένα, τις σταγόνες αίματος πάνω της. «Θεέ μου, τι σου συνέβη;» Άγγιξε το σακούλι. Ήταν παγωμένο. «Πάγος», εξήγησε εκείνος. «Δεν έχει κάνει ακόμα αρκετή ζέστη ώστε να λιώσει ο πάγος που είχαμε από τον χειμώνα στο κελάρι. Ο γιατρός ήρθε χθες και σύστησε κάτι κρύο για το πρήξιμο – και μην αρχίσεις πάλι να φωνάζεις. Ανέφερα καλά νέα, έτσι δεν είναι;» Εκείνος χαμογέλασε. Η Τζούλια είχε ανησυχήσει επειδή είχε αιμορραγία.
Αλλά τότε συνειδητοποίησε αυτό που είχε μόλις ακούσει. Χθες; Ήταν ξύπνιος μια ολόκληρη μέρα; Αγχωμένη, ρώτησε: «Πες μου πώς χτύπησες;» «Ξύπνησα χθες πριν από τον Άρθουρ. Τα είχα χαμένα και νόμιζα ότι είχα δει εφιάλτη με εκείνο το φρικτό δυστύχημα και ότι ήταν μια κανονική μέρα σαν όλες τις άλλες και έπρεπε να ξυπνήσω. Κι έτσι το προσπάθησα». «Έπεσες από το κρεβάτι;» ρώτησε η Τζούλια κάνοντας έναν μορφασμό. «Όχι, σηκώθηκα κανονικά. Στάθηκα, ή μάλλον έριξα όλο μου το βάρος στο αριστερό μου πόδι πρώτα και μισοστάθηκα, όταν ξαφνικά το πόδι μου λύγισε. Έπεσα στα αριστερά και χτύπησα το κεφάλι μου στη γωνία του κομοδίνου. Θα πρόσεξες ότι δεν είναι στη θέση του, έτσι; Χτύπησα το τραπεζάκι τόσο πολύ ώστε το έσπασα. Κατατρόμαξα τον Άρθουρ με το πέσιμό μου, έτσι μου είπε μετά. Και λιποθύμησα». «Αλλά όχι για πολύ;» «Αρκετά ώστε να προλάβει ο Άρθουρ να στείλει να ειδοποιήσουν τον δρα Άντριου. Ξύπνησα όταν άρχισε να πασπατεύει το κεφάλι μου. Του έκανε μεγάλη εντύπωση ότι είχα χτυπήσει στο ίδιο σημείο με το αρχικό τραύμα». Η Τζούλια κράτησε την ανάσα της. «Είναι μια μικρή εκδορά αν και έχει πρηστεί, πράγμα που εξηγεί γιατί σύστησε κρύες κομπρέσες. Ο Άρθουρ πρότεινε να δοκιμάσουμε πάγο, αφού είχαμε. Σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε πιο άμεσα αποτελέσματα». Ο Τζέραλντ έκανε μια παύση και σήκωσε το αριστερό του χέρι για να αγγίξει την τραυματισμένη περιοχή. Το χειρότερο από τα αρχικά τραύματα στο κεφάλι του ήταν ψηλά στην αριστερή πλευρά. Υπήρχαν και άλλα ,όχι όμως τόσο άσχημα. «Αυτό είναι αρκετά μεγάλο καρούμπαλο», είπε η Τζούλια νιώθοντας άσχημα που μπορούσε να το δει μέσα από τα μαλλιά του. «Όχι, είναι πιο μικρό απ’ όσο ήταν, οπότε ο πάγος θα πρέπει να βοήθησε», την καθησύχασε εκείνος. «Πόσο πονάει;» «Μόλις που το αισθάνομαι, οπότε μην αγχώνεσαι. Δεν πονάω, γλυκιά μου, αλήθεια σου λέω». «Και γιατί έκανε τόση εντύπωση στον δρα Άντριου;» Ο Τζέραλντ κάγχασε. «Ανέφερε έναν ασθενή του που είχε πάθει αμνησία και ο οποίος ανέκτησε τη μνήμη του όταν τραυματίστηκε πάλι στο κεφάλι. Αυτό βέβαια δεν είναι συγκρίσιμο με τη δική μου περίπτωση και του το είπα. Αλλά
ξέρουν τόσο λίγα για τον εγκέφαλο ώστε δίσταζε να κάνει οτιδήποτε στο νέο αυτό τραύμα. Μάλιστα είπε ότι δεν είχε ανοίξει πολύ και ήθελε μόνο ένα ή δύο ράμματα, και θα περίμενε μέχρι να πέσω πάλι σε κώμα για να το ράψει. Μπορεί να του έκανε εντύπωση αλλά δεν ήταν πολύ αισιόδοξος. Αλλά όταν γύρισε αργότερα εκείνο το απόγευμα, ήμουν ακόμα ξύπνιος. Προσπάθησε πάλι χθες το βράδυ πριν πάει σπίτι του αλλά ήμουν ακόμα ξύπνιος». Ο Τζέραλντ χαμογέλασε πλατιά. Η Τζούλια άρχισε να κλαίει, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Ο πατέρας της δεν είχε ποτέ μείνει ξύπνιος για τόσο πολύ μετά το δυστύχημα, το μόνο που είχε ήταν μερικές ώρες μαζί του και κάποτε, μόνο λεπτά, πριν γλιστρήσει πάλι στην ομίχλη της έλλειψης συνείδησης. Παρόλο που δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της καθώς του έσφιγγε το χέρι, το χαμόγελό της ήταν το ίδιο πλατύ με το δικό του. «Θέε μου, γύρισες επιτέλους σπίτι – για τα καλά». Η συγκίνησή της ήταν τεράστια.
Κεφάλαιο Είκοσι Τέσσερα Η Τζούλια έφυγε ελάχιστα από το πλάι του πατέρα της εκείνη τη βδομάδα. Ήθελε να βρίσκεται κάποιος ξύπνιος δίπλα του συνέχεια και, παρόλο που είχε πολλούς υπηρέτες στους οποίους μπορούσε να αναθέσει το καθήκον αυτό, το έκανε μόνη της, αλλάζοντας μόνο με τον Άρθουρ έτσι ώστε ο ένας από τους δύο να είναι πάντα με τον Τζέραλντ ακόμα και ενώ κοιμόταν. Αγνόησε όλους τους επισκέπτες εκείνη τη βδομάδα, ακόμα και την Τζορτζίνα και την Γκάμπριελ, ακόμα και την Κάρολ. Έβαλε απλώς τον λακέ της να τους μεταφέρει τα καλά νέα για τον πατέρα της και ότι θα τις έβλεπε σύντομα. Ωστόσο, δεν ήξερε πόσο σύντομα θα ήταν αυτό. Δεν μπορούσε παρά να φοβάται ότι ο πατέρας της θα ξαναχειροτέρευε, ότι οι μέρες της μαζί του ήταν δανεικές. Εξαιτίας του φόβου αυτού, ο παλιός περιορισμός του χρόνου, η αίσθηση ότι ήθελε να περάσει κάθε λεπτό μαζί του όσο ήταν ξύπνιος, υπήρχε ακόμα. Παρά το γεγονός ότι εκείνος ξυπνούσε κάθε πρωί με εκείνο το υπέροχο χαμόγελο που τόσο της ζέσταινε την καρδιά, το άγχος της δεν έφευγε. Κάθε πρωί σηκωνόταν νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στομάχι μέχρι να τρέξει στο δωμάτιό του για να δει με τα ίδια της τα μάτια ότι ήταν ακόμα μαζί τους, πραγματικά μαζί τους. Ο δρ Άντριου έγραφε μια έκθεση για να στείλει στους συναδέλφους του που ανέλυε την ανάρρωση του Τζέραλντ, όπως είχε κάνει και με τα ασυνήθιστα αποτελέσματα του πρώτου τραύματος. Ο Τζέραλντ ήθελε να μάθει όλα όσα είχε χάσει, φυσικά, και υπήρχαν τόσα θέματα που δεν είχαν προλάβει να συζητήσουν παλιότερα όταν ο χρόνος ήταν τόσο λίγος. Η ενημέρωση για την επιχειρηματική αυτοκρατορία του χρειάστηκε σχεδόν μια ολόκληρη μέρα! Η Τζούλια είχε αποκτήσει επτά ακόμα επιχειρήσεις και είχε απολύσει μόνο έναν διευθυντή που δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον ρυθμό των άλλων. Δεν είχαν πει τίποτα για εκείνη, μέχρι που ο πατέρας της ρώτησε: «Πόσων χρόνων είσαι τώρα, Τζούλια; Πάντα δίσταζα να ρωτήσω. Φοβόμουν να μάθω πόσο χρόνο είχα χάσει».
«Ω, Θεέ μου, μπαμπά, έχουν περάσει πέντε χρόνια από το δυστύχημα. Είμαι είκοσι ενός τώρα». Η Τζούλια έκλαιγε με λυγμούς αυτή τη φορά. Αυτό συνόψιζε τη φρίκη του τραύματος που είχε υποστεί – ότι του είχε αφαιρέσει πέντε χρόνια από τη ζωή του και από τη δική της ζωή μαζί του. Αλλά το χειρότερο ήταν ότι έπρεπε να του πει την αλήθεια για τη μητέρα της. Εκείνη είχε ήδη πενθήσει για εκείνη, όμως ο πατέρας της δεν είχε την ευκαιρία να το κάνει. Δεν είχε μείνει ποτέ ξύπνιος περισσότερο από μερικά λεπτά ή μερικές ώρες τη φορά, και αυτό δεν ήταν αρκετό διάστημα για να του πει ότι μόνο εκείνος είχε επιβιώσει από το δυστύχημα. Αγαπούσε την Έλεν, την αγαπούσε αρκετά για να ανέχεται τις ιδιοτροπίες της και τις κοινωνικές φιλοδοξίες της να αναρριχηθούν στην αριστοκρατία. Έτρεμε αυτή τη στιγμή, αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να το αναβάλει άλλο. «Και η μαμά−» «Σώπα, γλυκιά μου», είπε με πνιχτή φωνή. «Το έχω ήδη μαντέψει». Την έσφιξε στην αγκαλιά του κι εκείνη έκλαψε ακόμα πιο γοερά, αλλά αυτή τη φορά για εκείνον. Κι εκείνος έκλαψε επίσης. Προσπάθησε να του εξηγήσει γιατί του το είχε κρύψει, αλλά της είπε ότι δεν χρειαζόταν να εξηγήσει, καταλάβαινε. Όλα αυτά τα δάκρυα της έφεραν τόση ανακούφιση! Όταν τελικά κατάφερε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της, συνειδητοποίησε ότι το τρομερό βάρος της αβεβαιότητας είχε διαλυθεί κι αυτό. Του τα είπε όλα. Δεν του έκρυψε τίποτα. Υπήρχαν τόσα πολλά να πουν που ήταν σαν να έσπασε κάποιο φράγμα. Επειδή ο Ρίτσαρντ την είχε απασχολήσει τόσο τις τελευταίες μέρες, αργότερα το ίδιο βράδυ αναφέρθηκε ακόμα και σε εκείνον, αν και εν συντομία. Τουλάχιστον, αυτό προσπάθησε. «Ειλικρινά δεν πίστευα ότι θα γύριζε ποτέ πίσω», παραδέχτηκε ο Τζέραλντ. «Δεν έχει γυρίσει στ’ αλήθεια. Κανείς άλλος δεν ξέρει ότι είναι εδώ εκτός από τον αδελφό του τον οποίο ήρθε να επισκεφτεί. Γι’ αυτό θα προχωρήσω και θα ζητήσω να θεωρηθεί νεκρός». Ο Τζέραλντ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, καλή μου. Δεν είναι σωστό. Ήταν μια λύση όταν πραγματικά νόμιζες πως ήταν νεκρός αφού έλειπε τόσα χρόνια. Αλλά τώρα που τον έχεις δει, ξέρεις ότι είναι ζωντανός. Κι εσείς οι δύο εξακολουθείτε να μη θέλετε αυτόν τον γάμο; Είσαι σίγουρη;» «Απολύτως. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Εξακολουθούμε να μην μπορούμε να
αντέξουμε ο ένας τον άλλο». Δεν ανέφερε ότι ο Ρίτσαρντ ήταν ερωτευμένος με κάποια άλλη, πράγμα που είχε αρχίσει να την ενοχλεί όταν το σκεφτόταν. «Αυτός ο πομπώδης βλάκας, ο Μίλτον», κάγχασε ο Τζέραλντ. «Ήταν τόσο σίγουρος ότι θα ξεπεράσετε την εχθρότητά σας που κατάφερε να με πείσει κι εμένα». «Γι’ αυτό δεν του πρόσφερες περισσότερα για να λύσεις τους δεσμούς ανάμεσα στις οικογένειές μας;» «Αλλά το έκανα, του πρόσφερα τρεις φορές την προίκα σου. Τότε πια έγινε ολοφάνερο ότι περίμενε πολύ περισσότερα από τον γάμο αυτόν. Έτσι σταμάτησα να προσπαθώ να μιλήσω λογικά μαζί του. Ήσουν ακόμα παιδί. Υπήρχε ακόμα η πιθανότητα κάποια μέρα να δεις πιο θετικά τον Ρίτσαρντ. Προτίμησα λοιπόν να μην πάρω καμία απόφαση μέχρι να φτάσεις σε ηλικία γάμου. Και τώρα που έφτασες, προχώρησε τη ζωή σου, αγαπημένη μου. Βρες τον ιδανικό άντρα που είναι κάπου εκεί έξω και σε περιμένει – πράγμα που απέτυχα πλήρως να κάνω εγώ για σένα». Δεν πίστευε ότι της πρότεινε κάτι τέτοιο. «Μα δεν μπορούμε να αθετήσουμε τον λόγο σου», αντέδρασε η Τζούλια με γουρλωμένα μάτια. «Αυτό είναι δική μου απόφαση. Εσύ δεν πρέπει να ανησυχείς γι’ αυτό». Η Τζούλια κατάλαβε ότι την έβλεπε ακόμα σαν παιδί. Αυτό ήταν κατανοητό αλλά δεν ήταν πια μικρή για να δεχτεί τα λόγια του πατέρα της χωρίς καμία συζήτηση. Έπρεπε να το συζητήσουν. «Τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί;» ρώτησε και μετά απάντησε μόνη της. «Ο κόμης μπορεί να προσφύγει στη Δικαιοσύνη και να ζητήσει αποζημίωση». «Ίσως, αλλά θα ήταν πενταροδεκάρες. Δεν είναι ότι ο γαμπρός στέκεται στον βωμό πρόθυμος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις των Άλεν». «Αλλά ο αντίκτυπος αν αθετήσεις τον λόγο σου−» «Αυτό είναι δικό μου πρόβλημα. Εσύ εγκλωβίστηκες για πολύ καιρό στη φρικτή αυτή κατάσταση εξαιτίας των δικών μου ενεργειών. Αν υπάρξουν αρνητικές συνέπειες λόγω αυτού, θα τις θεωρήσω δικαιολογημένες λόγω της βλακείας μου. Και το πράγμα θα ξεχαστεί πολύ γρήγορα». Η Τζούλια φοβόταν πως δεν θα ήταν τόσο εύκολο όσο το έκανε να φαίνεται ο πατέρας της. Θα τα έβαζαν με έναν αριστοκράτη και οι ίδιοι ήταν κατώτεροί του κοινωνικά. Ο κόμης θα προκαλούσε σίγουρα φασαρίες, το λιγότερο που θα έκανε θα ήταν να δημιουργήσει σκάνδαλο, θα αμφισβητούσε την ακεραιότητά τους που δεν τηρούσαν το συμβόλαιο που είχαν υπογράψει –
ακριβώς όλα αυτά που είχαν δέσει και τα δικά της χέρια μέχρι τώρα. Ο Τζέραλντ δεν ήταν αρκετά καλά ακόμα για να μπορεί να διαχειριστεί μια τέτοια κατάσταση. Αλλά η Τζούλια δεν το είπε αυτό στον πατέρα της. Κούνησε το κεφάλι αφήνοντάς τον να πιστεύει ότι συμμεριζόταν την άποψή του. Όμως δεν μπορούσε να συμφωνήσει ακόμα, όχι χωρίς να δει τουλάχιστον μια τελευταία φορά τον κόμη και να προσπαθήσει να τον πείσει να λύσουν αυτόν τον αρραβώνα με φιλικό τρόπο.
Κεφάλαιο Είκοσι Πέντε Την έκανε να περιμένει! Μισή καταραμένη μέρα! Η Τζούλια δεν είχε δει τον Μίλτον Άλεν, τον κόμη του Μάνφορντ, εδώ και πέντε χρόνια, από το δυστύχημα των γονιών της που είχε καταστρέψει τη ζωή της. Ο κόμης είχε έρθει στην κηδεία της μητέρας της και την είχε συλλυπηθεί τυπικά, αλλά ο πραγματικός λόγος που είχε εμφανιστεί στην πόλη ήταν για να αρχίσει τις διαδικασίες προκειμένου να την πάρει υπό την κηδεμονία του. Οι δικηγόροι της οικογένειάς της της είχαν περιγράψει πόσο είχε θυμώσει όταν απέτυχε στην προσπάθειά του αυτή. Έτσι θα είχε πάρει αυτό που ήθελε από την αρχή, τον απόλυτο έλεγχο όλης της περιουσίας των Μίλερ. Είχε περάσει ακόμα περισσότερος καιρός από τότε που είχε βρεθεί στο Γουίλοου Γουντς τελευταία φορά. Το μέγαρο το οποίο την είχε εντυπωσιάσει τόσο σαν παιδί έδειχνε διαφορετικό μέσα από τα μάτια ενός ενήλικου. Άραγε σε τόσο κακή κατάσταση ήταν και τότε; Ασφαλώς όχι. Αλλά η κακή κατάσταση του σπιτιού αύξησε την πεποίθησή της ότι θα κατάφερνε επιτέλους να σπάσει τους δεσμούς με τους Άλεν. Ο κόμης είχε αρνηθεί να πάρει χρήματα στο παρελθόν, όμως αν τα οικονομικά του ήταν σε τόσο κακή κατάσταση ώστε δεν μπορούσε ούτε το σπίτι του να συντηρήσει σωστά, ίσως να αποδεχόταν αυτή τη λύση τώρα. Η Τζούλια είχε αφήσει την καμαριέρα της στο κοντινό πανδοχείο. Ήταν τυχερή που βρήκε ένα δωμάτιο εκεί καθώς ο ιδιοκτήτης την κατηγόρησε ότι ήταν υπεύθυνη για τις φθορές που είχε υποστεί η περιουσία του την προηγούμενη βδομάδα. Δεν κατάλαβε για τι πράγμα μιλούσε αλλά πλήρωσε τριπλή τιμή για το δωμάτιο, κι έτσι του έκλεισε το στόμα. Ούτως ή άλλως, δεν σκόπευε να κοιμηθεί εκεί, αλλά στο κατά πολύ καλύτερο πανδοχείο που είχε μείνει το προηγούμενο βράδυ. Όπως και η μητέρα της παλιά, ήθελε ένα δωμάτιο για να φρεσκαριστεί πριν από τη συνάντηση με τον κόμη. Αυτή τη φορά είχε ταξιδέψει με άμαξα, οπότε είχε φέρει μαζί της την καμαριέρα της αντί να αναγκαστεί να ζητήσει από τον Ρέιμοντ να τη συνοδεύσει πάλι. Ωστόσο το ταξίδι με την άμαξα ήταν πολύ πιο αργό και
τώρα δεν θα έφευγε από το Γουίλοου Γουντς προτού σκοτεινιάσει καθώς ο κόμης δεν είχε δεήσει να τη δεχτεί ακόμα, πράγμα που θα έκανε το ταξίδι να κρατήσει τέσσερις μέρες αντί για τρεις όπως είχε υπολογίσει. Δεν είχε πει στον πατέρα της πού πήγαινε ξέροντας ότι προφανώς θα προσπαθούσε να τη μεταπείσει και μάλλον θα το είχε πετύχει. Έτσι του είχε πει ότι έπρεπε να κάνει ένα γρήγορο επαγγελματικό ταξίδι στον Βορρά. Δεν της άρεσε να του λέει ψέματα αλλά δεν ήθελε να ανησυχεί για την απουσία της και θα του το εξηγούσε όταν θα γύριζε σπίτι, πιθανώς με καλά νέα. Αν, δηλαδή, εμφανιζόταν ποτέ ο κόμης. Ο Τσαρλς δεν ήταν σπίτι για να της κάνει παρέα. Ο μπάτλερ της είπε ότι δεν είχε επιστρέψει ακόμα από την επίσκεψη που είχε πάει με τον γιο του στον άλλο παππού. Έτσι η ώρα περνούσε πολύ αργά εκείνο το απόγευμα. Και ο εκνευρισμός της μεγάλωνε διαρκώς. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν έφτασε ο λακές για να την οδηγήσει στο γραφείο του Μίλτον. Δεν αμφέβαλε ούτε για μια στιγμή ότι την είχε αφήσει επίτηδες να σιγοβράζει στο ζουμί της όλο το απόγευμα. Και, ενώ σκόπευε να είναι ευγενική και με σεβασμό, τώρα είχε θυμώσει και βιαζόταν να φύγει από εκεί μέσα. Δεν περίμενε καν να κλείσει την πόρτα πίσω της ο υπηρέτης και μπήκε αμέσως στο θέμα. «Έχω έρθει να σας πω δύο πράγματα, λόρδε Άλεν. Ο−» «Πού είναι οι τρόποι σου, κοπελιά;» τη διέκοψε θυμωμένος. «Κάθισε». Η Τζούλια υπάκουσε αυτόματα και κάθισε στην καρέκλα που της έδειξε μπροστά από το γραφείο του. Το έκανε μηχανικά λόγω του δεσποτικού τόνου του που δεν άφηνε περιθώριο για συζητήσεις. Ήταν πιο λεπτός απ’ όσο τον θυμόταν και τα μαλλιά του ήταν πιο θαμπά. Και καθώς είχε δει πρόσφατα τον Ρίτσαρντ, συνειδητοποίησε ότι πατέρας και γιος είχαν ελάχιστες ομοιότητες. Αλλά θυμόταν ότι ούτε και ο Τσαρλς δεν έμοιαζε με τον πατέρα του. Υπέθετε ότι και οι δύο γιοι είχαν πάρει από την πλευρά της μητέρας τους. «Τώρα», πρόσθεσε, μόνο και μόνο για να επισημάνει την ευγένεια που έλειπε σε εκείνη, «πώς είναι ο πατέρας σου;» Ξαφνικά, χαμογελούσε. Μήπως επειδή είχε πάρει το πάνω χέρι χωρίς καν να προσπαθήσει; Εκείνη πετάχτηκε πάνω. «Έχει συνέλθει». Ο κόμης ανακάθισε. «Πώς;» «Ο πατέρας μου συνήλθε. Το μυαλό του λειτουργεί κανονικά και κάθε μέρα δυναμώνει όλο και περισσότερο». Προφανώς, όπως και όλοι οι άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του γιατρού του
Τζέραλντ, ο Μίλτον δεν περίμενε να το ακούσει ποτέ αυτό. Η απορία του φάνηκε για ελάχιστα δευτερόλεπτα και μετά το πρόσωπό του σφίχτηκε. «Πόσο – καλό νέο», είπε ξερά. Δεν τον ένοιαζε. Ήταν ένας απαίσιος άνθρωπος. Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει. Μάλιστα, η Τζούλια συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ο Μίλτον προφανώς είχε ενθουσιαστεί από την αναπηρία του Τζέραλντ. Αν ο Ρίτσαρντ είχε εμφανιστεί για να την παντρευτεί οποιαδήποτε στιγμή μέσα στα τρία προηγούμενα χρόνια από τότε που είχε ενηλικιωθεί, οι Άλεν θα έπαιρναν τον έλεγχο όλης της περιουσίας χωρίς να χρειάζεται να περιμένουν να πεθάνει ο Τζέραλντ. «Ήρθα επίσης να σας πω ότι είδα τον Ρίτσαρντ και δεν έχει αλλάξει τίποτα ανάμεσά μας. Εξακολουθούμε να μισούμε ο ένας τον άλλο και έχουμε συμφωνήσει ότι δεν θα παντρευτούμε ποτέ». Τα μάτια του Μίλτον στένεψαν. «Πραγματικά νομίζεις ότι έχει καμία σημασία τι θέλει οποιοσδήποτε από εσάς; Αλλά ο Ρίτσαρντ θα αλλάξει γνώμη». «Δεν θα αλλάξει». «Ω, θα αλλάξει. Σε περίπου επτά μήνες. Οπότε έχεις αυτό το διάστημα για να προετοιμαστείς για τον γάμο σου». Η Τζούλια ένιωσε ότι πλησίαζε σε ένα επίπεδο που δεν θα ήταν εφικτό πια να συγκρατηθεί. Πώς μπορούσε να λέει κάτι τέτοιο και να ακούγεται τόσο σίγουρος για τον εαυτό του όταν δεν είχε καν δει τον Ρίτσαρντ; Έτσι μέτρησε από μέσα της μέχρι το πέντε, μετά μέχρι το δέκα, και χρειαζόταν να μετρήσει μέχρι ένα πολύ μεγαλύτερο νούμερο, αλλά ο κόμης την κοίταζε με τα παγερά γαλάζια μάτια του αυξάνοντας τη νευρικότητα στα υπόλοιπα ταραγμένα συναισθήματά της. «Τι αυθαίρετο νούμερο είναι αυτό; Πραγματικά πιστεύετε ότι μπορείτε να τον βρείτε σε επτά μήνες;» «Ξέρω ακριβώς πού είναι». «Πού;» «Έχει σημασία; Το μόνο που έχει σημασία για σένα είναι ότι σύντομα θα είναι διαθέσιμος για να αφαιρέσει το στίγμα της γεροντοκόρης από πάνω σου. Θα έπρεπε να είσαι πολύ χαρούμενη». Δεν πίστευε στα αφτιά της. Γιατί οι αριστοκράτες το θεωρούσαν τόσο σπουδαίο μια γυναίκα να παντρεύεται μόλις τελείωνε τα σχολείο; Όμως δεν της είχε δώσει απάντηση, προφανώς επειδή δεν ήξερε πού βρισκόταν ο
Ρίτσαρντ, πράγμα που σήμαινε ότι απλώς μπλόφαρε. Έπρεπε να μπλοφάρει. Έτριξε τα δόντια της. «Αν αυτό είχε σημασία για μένα, πράγμα που δεν έχει, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός−» «Διαφωνείς μαζί μου;» «Όχι, φυσικά όχι−» Εκείνη σταμάτησε απότομα, συνειδητοποιώντας ότι την είχε τρομάξει. Με τον τόνο του; Θεέ μου, πώς είχε καταφέρει ο Ρίτσαρντ να ζει κάτω από τη στέγη αυτού του άντρα όταν ήταν παιδί και να τον αψηφά σε βαθμό που να τρώει ξύλο; Της είχε αναφέρει τουλάχιστον έναν τέτοιο ξυλοδαρμό και μάλιστα είχε κατηγορήσει εκείνη γι’ αυτό. Τώρα δεν αμφέβαλλε ότι σίγουρα αυτό θα είχε συμβεί πολλές φορές. Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι αν ο κόμης είχε καταφέρει να πάρει την κηδεμονία της, κι εκείνη προφανώς θα προσπαθούσε να το σκάσει όπως ο Ρίτσαρντ – ή όχι, όχι, δεν θα το είχε κάνει. Η κηδεμονία αυτή θα του είχε δώσει πλήρη εξουσία πάνω στον Τζέραλντ και με κανέναν τρόπο δεν θα άφηνε τον πατέρα της στο αμφίβολο έλεος του κόμη. Η σκέψη αυτή την έκανε να αντιδράσει. «Ναι», είπε, «διαφωνώ μαζί σας. Και καταλαβαίνω γιατί θα μπορούσατε να πείτε ψέματα για να επιμηκύνετε την ανυπόφορη αυτή κατάσταση−» «Πώς τολμάς!» φώναξε και τα μάγουλά του είχαν γίνει κατακόκκινα από θυμό. Εκείνη μισόκλεισε τα μάτια της. Ξαφνικά ευχαριστούσε την τύχη της που το γραφείο ήταν ανάμεσά τους. Τι την είχε πιάσει και εκτόξευσε τη χειρότερη από όλες τις προσβολές σε έναν κόμη, έστω κι αν ήταν αλήθεια; Αν ήταν άντρας, εκείνος σίγουρα θα απαιτούσε μονομαχία. «Ζητώ συγγνώμη», είπε γρήγορα. «Αυτό ήταν λίγο υπερβολικό, αλλά−» «Είσαι αυθάδης όπως ο Ρίτσαρντ. Πόσο μοιάζετε εσείς οι δύο!» Δεν της άρεσε να τη συγκρίνουν με τον Ρίτσαρντ, αλλά τουλάχιστον η συγγνώμη της μαλάκωσε λίγο τον κόμη. Τώρα ήταν καλή στιγμή να φύγει, πριν ο θυμός της την παρασύρει πάλι. Ήταν προετοιμασμένη να του προσφέρει χρήματα για μια τελευταία φορά αν δεν λογικευόταν αλλιώς, καθώς οι δικηγόροι δεν είχαν ακόμα κληθεί να μεταφέρουν τον έλεγχο των επιχειρήσεων και των οικονομικών της οικογένειας πίσω στον πατέρα της, δεν του άξιζε να πάρει ούτε πεντάρα μετά από όλα αυτά τα χρόνια που τους είχε ταλαιπωρήσει. «Ήρθα για να το τελειώσω φιλικά, αλλά είτε έτσι είτε αλλιώς, έχει λήξει»,
είπε. «Έχει λήξει;» «Ναι. Ήμουν πρόθυμη να τηρήσω το δικό μου μέρος του φρικτού αυτού συμβολαίου, αλλά ο Ρίτσαρντ δεν ήταν, και είναι αρκετά μεγάλος πια ώστε να μπορεί να πάρει τις αποφάσεις του. Οπότε ουσιαστικά έχω εγκαταλειφθεί». Εκείνος κάγχασε. «Δεν έχεις εγκαταλειφθεί. Σε επτά μήνες−» «Λυπάμαι, αλλά επτά ακόμα μήνες σημαίνει συνολικά τέσσερα χρόνια καθυστέρηση. Οπότε αν δεν μπορείτε να φέρετε τον γαμπρό αμέσως, δεν είμαι πλέον υποχρεωμένη να περιμένω. Βγαίνω επισήμως από τον αρραβώνα με τον γιο σας, με τις ευλογίες του πατέρα μου πρέπει να προσθέσω, εφόσον ο Ρίτσαρντ το έκανε πριν από πολύ καιρό. Ήρθα εδώ από ευγένεια να σας το πω κατ’ ιδίαν πριν γίνει δημόσια γνωστό». «Κατάλαβα», είπε ενώ ο τόνος του γινόταν πιο παγερός. «Θα αφήσεις τον πατέρα σου να υποστεί τις συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας τη στιγμή που μόλις συνήλθε, απλώς και μόνο επειδή δεν μπορείς να περιμένεις λίγους ακόμα μήνες για να παντρευτείς;» «Ο πατέρας μου με διαβεβαίωσε ότι θα ξεπεράσουμε την καταιγίδα», είπε εκείνη ξερά. Ο κόμης σταύρωσε τα χέρια του και ξαφνικά άλλαξε στάση τόσο απότομα που την κατέπληξε. Με τόνο που ακουγόταν σαν να νοιαζόταν για εκείνη, της είπε: «Θα πρέπει να καταλάβεις ότι ο πατέρας σου σου λέει αυτό που θέλεις να ακούσεις επειδή σε αγαπάει. Αλλά δεν θα ήμουν εντάξει αν δεν σε προειδοποιούσα, για το δικό σου καλό, τι πραγματικά θα συμβεί αν διαλύσεις τον αρραβώνα σου. Δεν είναι μόνο ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει κακή εικόνα για εσένα και την οικογένειά σου, αλλά κυρίως ότι το κοινωνικό σκάνδαλο που θα προκαλέσει και οι αρνητικές συνέπειες στις επιχειρήσεις Μίλερ θα αναστατώσουν τόσο τον πατέρα σου που είναι πολύ πιθανό να διαταράξουν την ανάρρωσή του. Δεν θα μου άρεσε να συμβεί αυτό. Πραγματικά θέλεις να είσαι υπεύθυνη αν αρρωστήσει ξανά ο πατέρας σου; Δεν είχα καταλάβει ότι ήσουν τόσο εγωίστρια». Της κόπηκε η ανάσα. Πίσω από το υποτιθέμενο ενδιαφέρον του έκρυβε μια ξεκάθαρη απειλή. Ήξερε πως ήταν ένας τρομερά άπληστος άνθρωπος που θα έκανε τα πάντα για να κερδίσει, αλλά τώρα είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί και την ενοχή. «Λίγους ακόμα μήνες βάσει ποιων στοιχείων;» ρώτησε έντονα ενώ τα γαλάζια μάτια της άστραφταν από οργή. «Σας είπα ήδη ότι είδα τον Ρίτσαρντ
την προηγούμενη βδομάδα και μου είπε κατάμουτρα ότι δεν θα με παντρευτεί! Τι θα μπορούσατε να του πείτε που θα τον έκανε να αλλάξει γνώμη; Και αν δεν μου εξηγήσετε τι εννοείτε, τότε δεν έχουμε τίποτα άλλο να συζητήσουμε». Φυσικά, μπλόφαρε. Ο κόμης τα είχε καταφέρει. Αυτό το καταραμένο συμβόλαιο θα ίσχυε στον αιώνα των αιώνων τώρα. Δεν σκόπευε να βάλει σε κίνδυνο την υγεία του πατέρα της για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, αυτή τη φορά της απάντησε. «Τα λόγια δεν θα έπιαναν με τον Ρίτσαρντ. Θα έπρεπε να δει καθαρά πόσο λάθος ήταν. Θα έπρεπε να τιμωρηθεί για τα χρέη που μου άφησε επίτηδες και για την κλοπή που έκανε πριν εξαφανιστεί. Η τιμωρία αυτή θα μπορούσε να είναι ελαφριά, ένα απλό χτύπημα στο χέρι, αν ήταν λογικός, αλλά ως συνήθως δεν ήταν. Έτσι, θα υποστεί την πιο ακραία τιμωρία». Δεν ήξερε ότι ο Ρίτσαρντ είχε κάνει κάτι κακό, έστω και ασήμαντο όπως φαινόταν, αλλά το ύφος του τη βοήθησε να μαντέψει. «Θεέ μου, ρίξατε τον ίδιο τον γιο σας στη φυλακή;» «Φυλακή;» Ο κόμης της έριξε ένα υπεροπτικό βλέμμα. «Οι φυλακές μας θα ήταν σαν διακοπές σε σύγκριση με τις αποικίες καταδίκων στην Αυστραλία όπου τον μεταφέρουν αυτή τη στιγμή. Δεν χαίρεσαι, αφού τον μισείς τόσο;» Ο κόμης χαμογέλασε σαρδόνια κοιτάζοντάς τη στα μάτια. Η Τζούλια πάλεψε σκληρά για να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της και να αποτρέψει την αγανάκτηση να σκιάσει το πρόσωπό της. «Με έχουν διαβεβαιώσει ότι θα ικετεύει να τον στείλουν σπίτι μέσα σε λίγες βδομάδες», συνέχισε κουνώντας το κεφάλι του. «Οι συνθήκες εκεί είναι πολύ σκληρές. Ετοιμάσου, λοιπόν, για τον γάμο σου, κορίτσι μου. Ο Ρίτσαρντ θα είναι απολύτως πρόθυμος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του εδώ και να σε παντρευτεί. Μόλις ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις της απελευθέρωσής του, θα του επιτρέψω να γυρίσει σπίτι».
Κεφάλαιο Είκοσι Έξι Η Τζούλια ήταν πολύ ταραγμένη στο ταξίδι της επιστροφής στο Λονδίνο. Όταν άρχισε να σκέφτεται πιο καθαρά πάλι, συνειδητοποίησε ότι ο λόρδος Άλεν δεν είχε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει μια βρετανική αποικία καταδίκων με τον τρόπο που είχε περιγράψει. Δεν έστελναν εκεί ανθρώπους αν δεν είχαν καταδικαστεί πρώτα. Έτσι ο κόμης θα πρέπει να είχε βάλει κάποιο μέσο για να παρακάμψει τη φάση αυτή της δίκης – και αυτό μπορούσε να το κάνει και η ίδια. Αλλά οι μόνοι ευγενείς που ήξερε, οι οποίοι θα μπορούσαν να βάλουν ένα τέτοιο μέσο, ήταν ο πατέρας της Κάρολ και ο Τζέιμς Μάλορι, και η Κάρολ είχε αναφέρει ότι ο πατέρας της θα έλειπε στο εξωτερικό όλο τον μήνα. Έτσι δεν πέρασε καν από το σπίτι της αλλά πήγε απευθείας στο σπίτι των Μάλορι. Μπορεί να είχε συνέλθει, όμως ήταν ακόμα ταραγμένη. Ο χρόνος είχε τρομερή σημασία αν είχαν πιάσει τον Ρίτσαρντ μετά την τελευταία φορά που τον είχε δει, πριν από μια βδομάδα, και ο κόμης φαινόταν σίγουρος ότι το πλοίο με τους καταδίκους είχε ξεκινήσει το ταξίδι του. Ήθελε να σταματήσει το πλοίο και να βγάλει από μέσα τον Ρίτσαρντ πριν πάθαινε κι άλλα. Αλλά αν το πλοίο είχε σαλπάρει μόλις τον είχαν πιάσει, τότε θα προπορευόταν ήδη περίπου μια βδομάδα! Είχε την ελπίδα ότι θα έβρισκε τους Μάλορι μόνους ώστε να μπορέσει να τους θέσει άμεσα το αίτημά της, αλλά καθώς ο μπάτλερ την οδηγούσε στο σαλόνι, άκουγε ήδη κι άλλες φωνές και κάποιες με αμερικανική προφορά. Ήλπιζε τουλάχιστον ο Τζέιμς να ήταν σπίτι και να μην προσπαθούσε πάλι να αποφύγει τους συγγενείς της γυναίκας του. Αλλά τότε διέκρινε μια φωνή πιο δυνατή από τις άλλες. «Πέρασα όλη τη βδομάδα εκεί, ψάχνοντας και ρωτώντας. Σταμάτησα τον αδελφό του Ρίτσαρντ που ετοιμαζόταν να φύγει με τον γιο του και του ζήτησα να ερευνήσει καλά το σπίτι τους και το έκανε. Ο Ρίτσαρντ δεν είναι εκεί. Έψαξα ακόμα και στις κοντινές φυλακές. Και δεν έχω άλλες ιδέες, Γκάμπι. Έχει εξαφανιστεί». Η Τζούλια αναγνώρισε τη φωνή – ανήκε στον φίλο του Ρίτσαρντ, τον Ορ. Έφτασε στην πόρτα ακριβώς τη στιγμή που τελείωνε. Ο Τζέιμς ήταν εκεί,
ανέκφραστος ως συνήθως. Η Τζορτζίνα και η Γκάμπριελ κάθονταν στον καναπέ και έδειχναν και οι δύο ανήσυχες. Η Γκάμπριελ, ωστόσο, φαινόταν πολύ ταραγμένη. Ο Ντρου στεκόταν όρθιος με το χέρι του στον ώμο της γυναίκας του. Ο Μπόιντ και ο Ορ κάθονταν στον απέναντι καναπέ. «Ξέρουμε ότι δεν θα έφευγε χωρίς να μας πει τίποτα», είπε η Γκάμπριελ στον Ορ. «Άρα θα πρέπει να είναι κάπου εδώ, απλώς πρέπει να βρούμε το πού. Λες ότι μισεί τον πατέρα του; Γι’ αυτό δεν μας έχει μιλήσει ποτέ για εκείνον;» «Και μισεί τη μνηστή του. Γι’ αυτό δεν ήθελε να γυρίσει εδώ». Η Τζούλια έκανε έναν μορφασμό. Προφανώς ο Ορ είχε εξηγήσει τη σχέση της με τον Ρίτσαρντ στους υπόλοιπους νωρίτερα. Αλλά σίγουρα δεν περίμενε να τον ακούσει να προσθέτει: «Πρέπει να της κάνετε μερικές ερωτήσεις. Αυτό το αφήνω σε εσάς». «Δεν μπορεί να νομίζεις−» Ο Ορ διέκοψε την Γκάμπριελ. «Εκείνη ήταν στην περιοχή την ίδια μέρα και υπήρχαν ίχνη βίας στο δωμάτιο που έδειχναν ότι τον πήραν με το ζόρι από το πανδοχείο. Και έχει απειλήσει ότι θα τον σκοτώσει». «Ω, Θεέ μου, αυτό το είπα στα νεύρα μου», είπε η Τζούλια αηδιασμένη μπαίνοντας στο δωμάτιο. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της. «Δεν θα το έκανα ποτέ». Ο Τζέιμς ήταν ο πρώτος που συνήλθε από την εκπληκτική αποκάλυψή της. «Εσύ είσαι το άλλο μισό του ζεύγους; Ναι, βέβαια, ο αρραβωνιαστικός που έλειπε και όλα αυτά. Τι τραγική ειρωνεία!» Η Γκάμπριελ συνήλθε αμέσως μετά. «Αλλά γιατί είπες ότι τον γνώρισες τώρα όταν ήσουν αρραβωνιασμένη μαζί του σε όλη σου τη ζωή;» ρώτησε την Τζούλια. «Φορούσε μάσκα στον χορό και μου συστήθηκε με ψεύτικο όνομα. Ζαν Πολ νομίζω ήταν», της θύμισε η Τζούλια. «Ω, φυσικά. Ξέρεις τι του έχει συμβεί;» ρώτησε απότομα. «Ναι». «Ω, δόξα τω Θεώ». «Όχι, δεν υπάρχει λόγος να δοξάζεις τον Θεό», είπε μελαγχολικά η Τζούλια. «Έρχομαι από την επαρχία όπου μίλησα με τον πατέρα του. Πήγα να ενημερώσω τον κόμη ότι δεν θεωρώ πλέον τον εαυτό μου δεσμευμένο από το συμβόλαιο γιατί είδα τον Ρίτσαρντ και ως ενήλικοι συμφωνήσαμε ότι δεν θα παντρευτούμε. Ο κόμης με τη σειρά του με ενημέρωσε ότι ο Ρίτσαρντ θα
αλλάξει γνώμη σε επτά μήνες, οπότε πρέπει να αρχίσω να προετοιμάζομαι για τον γάμο. Του είπα ότι δεν θα περιμένω ούτε έναν μήνα ακόμα. Τότε απείλησε ότι θα καταστρέψει την οικογένειά μου. Θεώρησα ότι μπλόφαρε σχετικά με τους επτά μήνες κι έτσι μπλόφαρα κι εγώ και του είπα ότι αν δεν μου πει έναν πειστικό λόγο για τον οποίο ο Ρίτσαρντ θα αλλάξει γνώμη μέσα σε επτά μήνες, δεν θα άλλαζα γνώμη ούτε εγώ. Κι έτσι μου είπε τον λόγο. Ανέφερε κάποια αδικήματα που έκανε για τα οποία έπρεπε να τιμωρηθεί και−» «Αυτά που έκανε για να καταφέρει να τον αποκληρώσει ο πατέρας του;» πετάχτηκε ο Ορ. «Σε ποια φυλακή είναι;» ρώτησε ο Ντρου. «Θα τον βγάλουμε». «Αυτή ήταν και η δική μου πρώτη σκέψη», παραδέχτηκε η Τζούλια. «Αλλά αυτά που έκανε φαίνεται πως ήταν τόσο μικρά ώστε θα μπορούσαν να είχαν συγχωρεθεί αν ο Ρίτσαρντ είχε υποκύψει στην επιθυμία του πατέρα του και είχε δεχτεί να με παντρευτεί. Δεν το έκανε όμως. Έτσι ο κόμης έβαλε να τον στείλουν στην Αυστραλία». «Αλλά η Αυστραλία έχει πολύ πρόσφατα προσαρτηθεί στην Αγγλία», είπε ο Τζέιμς. «Δεν υπάρχει τίποτα εκεί ακόμα εκτός…» «Ακριβώς», είπε η Τζούλια. «Ακριβώς τι;» απαίτησε να μάθει η Τζορτζίνα κοιτάζοντας πότε τον έναν και πότε τον άλλο. «Από κατάδικους, αγαπητή μου. Όταν χάσαμε τις αποικίες μας στην Αμερική», είπε ο Τζέιμς χαμογελώντας ξαφνικά γιατί ο συγκεκριμένος πόλεμος είχε οδηγήσει έμμεσα στη γνωριμία τους, «χρειαζόμασταν ένα καινούριο μέρος για να στέλνουμε τους χειρότερους εγκληματίες μας. Τα πράγματα ήταν εύκολα στην Αμερική. Ουσιαστικά έγιναν όλοι υπηρέτες. Η κατάσταση όμως είναι πολύ διαφορετική στην Αυστραλία. Οι αποικίες καταδίκων εκεί λειτουργούν μόνο εδώ και λίγα χρόνια αλλά έχουν ήδη γίνει διαβόητες για τις κακουχίες και τις στερήσεις που επικρατούν. Είναι μια άγρια γη. Οι κατάδικοι δουλεύουν μέχρι θανάτου για να την εξημερώσουν». «Θεέ μου», αναφώνησε η Τζορτζίνα. «Ασφαλώς ο πατέρας του Ρίτσαρντ δεν το ήξερε αυτό όταν τον έστειλε εκεί». «Το ξέρει», είπε η Τζούλια με μια σιγανή, πνιχτή φωνή. Τι αλλόκοτο συναίσθημα ήταν αυτό; Αναγκάστηκε να καθαρίσει τον λαιμό της για να συνεχίσει. «Ο κόμης το έκανε αυτό για να σπάσει τον Ρίτσαρντ. Είναι πολύ κακός γονιός. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε κάποιος να είναι τόσο σκληρός με το ίδιο του το παιδί».
«Ίσως ο Ρίτσαρντ να μην είναι παιδί του», σχολίασε ο Τζέιμς. Η Τζούλια τον κοίταξε αμίλητη αλλά η Τζορτζίνα ανασήκωσε το φρύδι της. «Εννοείς…;» «Ναι. Υπήρχε μια λαίδη Άλεν που τριγύριζε με διάφορους την εποχή που ήμουν πολύ νέος στο Λονδίνο». «Δεν πιστεύω εσύ–» ψέλλισε η Τζορτζίνα. Ο Τζέιμς γέλασε. «Όχι, ασφαλώς όχι. Παραήταν εύκολη για μένα. Μπορεί να είχα μόλις αρχίσει αλλά μου άρεσαν οι προκλήσεις. Οι φήμες έλεγαν ότι το έκανε επίτηδες για να εκθέσει τον άντρα της επειδή τον μισούσε και ότι φρόντιζε να δημιουργηθεί σκάνδαλο που θα έφτανε στα αφτιά του. Ήταν γάμος από προξενιό και τον απεχθανόταν». «Οπότε τον τιμώρησε με έναν νόθο γιο;» Ο Τζέιμς σήκωσε τους ώμους του. «Δεν έχω ιδέα τι έκανε. Πέρασε μια σκανδαλώδη σεζόν στο Λονδίνο και μετά γύρισε στην επαρχία. Δεν θυμάμαι να είχε ξαναέρθει. Αλλά αυτά είναι εικασίες, αγαπητή μου. Θα μπορούσε να είναι όπως το είπε η Τζούλια, και ο πατέρας του Ρίτσαρντ να είναι απλώς ένας κακός γονιός». «Ο Ρίτσαρντ τον αποκάλεσε τύραννο και αναφέρθηκε σε ξυλοδαρμούς», είπε ήσυχα η Τζούλια. «Αυτό δεν τον εμπόδισε να επαναστατεί, ωστόσο», πρόσθεσε. Ο Τζέιμς κούνησε το κεφάλι του. «Αυτό βγάζει νόημα. Ο Μανφορντ δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που απαιτεί απόλυτη υπακοή από την οικογένειά του και εφαρμόζει όλο και πιο σκληρές τιμωρίες αν δεν την πάρει. Ο Ρίτσαρντ ξέφυγε από την οργή του πατέρα του για πολλά χρόνια και θα μπορούσε να ξεφύγει πάλι, οπότε εφόσον τον είχε στα χέρια του, ο Μάνφορντ το θεώρησε αυτό ύστατη ευκαιρία. Στο κάτω κάτω, ο νεαρός τον εμποδίζει να βάλει στο χέρι την περιουσία που περιμένει τόσο καιρό. Και δεν φαίνεται να σκοπεύει να τον αφήσει εκεί». «Όχι», είπε με σφιγμένα χείλη η Τζούλια. «Περιμένει ότι αυτή η βάναυση εμπειρία θα σπάσει το ηθικό του Ρίτσαρντ. Υπονόησε μάλιστα ότι δεν θα κανόνιζε να τον αφήσουν ελεύθερο αν δεν ήταν σίγουρος πως είχε συμβεί αυτό». Μετά από ένα λεπτό σιωπής, ο Ορ σηκώθηκε. «Θα μάθω πότε σάλπαρε εκείνο το καράβι. Αν ήταν την περασμένη βδομάδα, τότε που εξαφανίστηκε, μπορεί να μας πάρει βδομάδες για να το προλάβουμε». Ο Μπόιντ σηκώθηκε μαζί του. «Όχι, το άλογό μου είναι μπροστά. Θα πάω
εγώ. Ξέρω το λιμάνι καλύτερα από σένα και όσο πιο γρήγορα πάρουμε πληροφορίες, τόσο το καλύτερο». «Ένας από σας», είπε ο Ντρου, «να σταματήσει στο Τρίτων και να πει στον πρώτο μου να μαζέψει το πλήρωμα. Μπορούμε να σαλπάρουμε με την απογευματινή παλίρροια». «Δεν θα μπορέσετε να κατεβάσετε τον Ρίτσαρντ από το πλοίο», είπε η Τζούλια. «Περίμενε και θα δεις», επέμεινε ο Ντρου με απόλυτη βεβαιότητα. Εκείνη αναστέναξε. «Πραγματικά, δεν θα μπορέσεις. Είσαι Αμερικανός με αμερικανικό πλοίο και αμερικανικό πλήρωμα, και ο Ρίτσαρντ είναι σε ένα βρετανικό πλοίο που μεταφέρει κατάδικους. Μπορεί να καταφέρεις να το κάνεις να σταματήσει αλλά ο καπετάνιος δεν θα ελευθερώσει ποτέ με τη θέλησή του έναν από τους κρατούμενούς του. Θα έπρεπε να ρίξεις στο πλοίο και ο Ρίτσαρντ μπορεί να σκοτωνόταν». «Τζούλια, δεν μπορούμε να τους αφήσουμε να τον πάνε σε μια αποικία καταδίκων», είπε πολύ σοβαρά η Γκάμπριελ. «Συμφωνώ», απάντησε η Τζούλια. «Δεν θα ήμουν εδώ αν δεν ήθελα να τους σταματήσω. Όμως ο κόμης έβαλε κάποιο υψηλό μέσο για να καταφέρει να ανεβάσουν τον Ρίτσαρντ σ’ εκείνο το πλοίο χωρίς δίκη. Θα χρειαστεί ένας εξίσου ισχυρός ευγενής για να τον κατεβάσει». Όλοι στο δωμάτιο κοίταξαν αμέσως τον Τζέιμς Μάλορι. Η αντίδρασή του ήταν άμεση. «Όχι», είπε κοφτά. Η Τζορτζίνα σηκώθηκε και πλησίασε τον άντρα της. «Τζέιμς», είπε μόνο. «Έχεις τρελαθεί τελείως, Τζορτζ; Νομίζεις ότι δεν ξέρω πως όλη αυτή η ανησυχία είναι για εκείνο το κάθαρμα που σε γλυκοκοιτάζει; Η μόνη βοήθεια που θα του προσφέρω ποτέ είναι να πάει μια ώρα αρχύτερα στον τάφο του. Τίποτα πέρα από αυτό». Η Τζορτζίνα αγνόησε το σχόλιό του. «Επίσης έχεις το πιο γρήγορο πλοίο», του θύμισε. «Ένα πλοίο χωρίς πλήρωμα», υπογράμμισε εκείνος. «Θα χρειαστούν μέρες για να−» «Μπορείς να πάρεις το δικό μου πλήρωμα», πετάχτηκε ο Ντρου. «Η Γκάμπι κι εγώ θα έρθουμε μαζί, φυσικά, αφού ο Ρίτσαρντ είναι φίλος μας». «Δεν υπάρχει περίπτωση να κουμαντάρεις εσύ το πλοίο μου, Γιάνκη», προειδοποίησε ο Τζέιμς τον κουνιάδο του. «Όχι, φυσικά όχι».
Αλλά ο Ντρου χαμογελούσε καθώς έκανε τον γύρο του καναπέ και κάθισε δίπλα στη γυναίκα του. Αυτοί οι δύο, τουλάχιστον, θεωρούσαν ότι το θέμα είχε τελειώσει. Η Τζούλια δεν ήταν και τόσο σίγουρη ακόμα. Όμως τότε είδε την Τζορτζίνα να αγκαλιάζει τον άντρα της. «Είσαι καλός άνθρωπος», είπε η Τζορτζίνα. Ο Τζέιμς αναστέναξε. «Όχι, είμαι καλός σύζυγος. Υπάρχει μεγάλη διαφορά». «Σε ευχαριστώ, Τζέιμς», είπε τελικά η Τζούλια. «Ομολογώ ότι είχα στηρίξει σε σένα όλες μου τις ελπίδες. Δεν ξέρω κανέναν άλλο αριστοκράτη τόσο καλά ώστε να μπορώ να ζητήσω μια τέτοια βοήθεια». Η Τζορτζίνα δεν είχε αφήσει τον Τζέιμς ακόμα, οπότε σήκωσε το φρύδι του πάνω από το κεφάλι της γυναίκας του. «Απλώς εξήγησέ μου, αν θέλεις, γιατί ήρθες εδώ να ζητήσεις βοήθεια για έναν άντρα που ισχυρίζεσαι ότι μισείς. Δεν είναι λίγο αντιφατικό αυτό;» «Υποθέτεις ότι θα προτιμούσα να τον φέρουν σπίτι διαλυμένο και πρόθυμο να με παντρευτεί όταν εκείνος δεν θέλει καθόλου να το κάνει;» «Σωστά», συμφώνησε ο Τζέιμς. «Και καθώς ο αρραβώνας αυτός έγινε προφανώς για τα χρήματα, να υποθέσω ότι έχεις ήδη προσπαθήσει να λύσεις το συμβόλαιο προσφέροντας ένα αξιοσέβαστο ποσό;» «Ο πατέρας μου το έκανε πολλές φορές, αλλά ο κόμης πάντα αρνιόταν. Θέλει να αποκτήσει πρόσβαση σε ολόκληρη την περιουσία της οικογένειάς μου μέσω του γάμου αυτού». «Αυτό το διαβόητο συμβόλαιο του δίνει αυτό το δικαίωμα;» «Όχι, αλλά είναι ευγενής και ο πατέρας μου δεν είναι. Θεωρούσε πάντα δεδομένο ότι ως συγγενής θα είχε απεριόριστη πρόσβαση στα πάντα. Και ανάθεμά με αν παραδώσω αιώνες σκληρής δουλειάς της οικογένειάς μου στην απληστία ενός ανθρώπου. Καλύτερα να τον σκοτώσω παρά−» «Θέλεις να τον σκοτώσουμε εμείς για σένα;» Ο Τζέιμς το είπε με μια τόσο σοβαρή έκφραση και έναν τόσο σοβαρό τόνο ώστε η Τζούλια είχε την αίσθηση ότι μπορεί να μην αστειευόταν. «Όχι βέβαια. Δεν το εννοούσα. Έχω την τρομερή συνήθεια να λέω πράγματα που δεν εννοώ όταν είμαι θυμωμένη και ο κόμης με κάνει τόσο έξαλλη που θα μπορούσα να βάλω τις φωνές». «Ω, σε παρακαλώ, μην το κάνεις». Χαμογέλασε με τον ξερό τόνο του Τζέιμς. «Ο Μάνφορντ έκανε αυτό το φοβερό πράγμα πριν μάθει για την ανάρρωση του πατέρα μου. Δεν υπήρχε
ποτέ καμία αμφιβολία ότι θα συμμορφωνόμουν με το συμβόλαιο για να τιμήσω τον λόγο του πατέρα μου – μέχρι αυτή τη βδομάδα, όταν μου είπε να το ξεχάσω. Αλλά ο κόμης δεν το ήξερε αυτό ακόμα, οπότε αν κατάφερνε να λυγίσει τον Ρίτσαρντ, τότε προφανώς θεωρούσε ότι θα τα είχε όλα. Τώρα που ο πατέρας μου έχει συνέλθει, αυτό δεν θα συμβεί. Όμως θα ήθελα να έρθω μαζί σας, αν δεν σε πειράζει. Ο Ρίτσαρντ κι εγώ πρέπει να λύσουμε τον αρραβώνα μας και να βρούμε έναν τρόπο να εμποδίσουμε αυτό να ξανασυμβεί. Και δεν νομίζω πως θα μείνει αρκετά στην Αγγλία ώστε να προλάβουμε να τα πούμε όταν θα τον φέρετε πίσω». «Έχει καμία σημασία αυτό τώρα αφού έχεις την άδεια του πατέρα σου για να αγνοήσεις το συμβόλαιο;» «Έχει, μέχρι ο πατέρας μου να συνέλθει πλήρως. Δεν θα ρισκάρω να αναστατώσει τίποτα την ανάρρωσή του, και σίγουρα όχι το σκάνδαλο που με απείλησε ο κόμης ότι θα σκάσει αν δεν τηρήσω το συμβόλαιο». Ο Τζέιμς κούνησε το κεφάλι του. «Όπως θέλεις». Η Τζορτζίνα άφησε τον Τζέιμς και πήγε προς την πόρτα. «Θα πάω να φτιάξω τις βαλίτσες μας». «Θα φτιάξεις τη δική μου βαλίτσα, Τζορτζ», είπε με αποφασιστικό ύφος ο Τζέιμς. «Δεν πρόκειται να ξαναβρεθείς κοντά σε εκείνον τον αναθεματισμένο πειρατή ποτέ ξανά». Πειρατής ήταν παράξενο επίθετο δεδομένων των συνθηκών, σκέφτηκε η Τζούλια, ακόμα και ήπιο για τη γλώσσα που συνήθιζε να χρησιμοποιεί ο Τζέιμς. Αλλά κανείς άλλος δεν έδειξε να παραξενεύεται. Η Τζορτζίνα γύρισε κοντά στον Τζέιμς. «Θα με κάνεις να χάσω αυτό που ακούγεται σαν ένα συναρπαστικό ταξίδι μόνο και μόνο από τη ζήλια σου;» «Είχες την παραμικρή αμφιβολία;» «Αλλά−» «Πέτυχες κάτι απίστευτο σήμερα, Τζορτζ. Δέχτηκα να σώσω το κάθαρμα. Μην το παρακάνεις». Εκείνη κούνησε το κεφάλι απρόθυμα. «Δεν θα χάσεις τίποτα, γλυκιά μου», είπε πιο μαλακά ο Τζέιμς. «Δεν θα απαιτήσω να τον ελευθερώσουν χωρίς τα κατάλληλα έγγραφα. Και ξέρω ποιον πρέπει να δω για να πάρω τα έγγραφα αυτά. Όλα θα είναι νόμιμα. Γρήγορα. Θα είμαστε πίσω σε λίγες μέρες».
Κεφάλαιο Είκοσι Επτά Η Τζούλια είχε δανειστεί τα λόγια του Τζέιμς Μάλορι για να διαβεβαιώσει τον πατέρα της, το ίδιο απόγευμα, ότι δεν θα έλειπε για πολύ. Ήταν βουτηγμένη στις τύψεις καθώς του ομολογούσε τι είχε κάνει – και αφηγούνταν τι είχε κάνει ο κόμης του Μάνφορντ στον Ρίτσαρντ και τι είχε προβλέψει ο κόμης ότι θα συνέβαινε στους Μίλερ. Το σκάνδαλο και όλες οι συνέπειες από αυτό δεν θα έσβηναν όπως νόμιζε ο πατέρας της. Θα το φρόντιζε αυτό ο κόμης. «Λυπάμαι πολύ», είχε καταλήξει. «Έχω συνηθίσει να κάνω αυτό που πρέπει χωρίς να το συζητάω με κανέναν πιο πριν και αυτό έπρεπε να γίνει χωρίς καθυστέρηση. Έτσι, κανονίστηκε και ο λόρδος Μάλορι δέχτηκε να βοηθήσει. Το πλοίο του θα σαλπάρει στην επόμενη παλίρροια και θα πάω μαζί». «Εσύ; Γιατί;» «Επειδή αρνούμαι να επιβραβεύσω τον κόμη του Μάνφορντ για την κακία του. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος να βγω από το συμβόλαιο αυτό χωρίς να ζημιωθούν οι επιχειρήσεις μας και χωρίς να λερωθεί το καλό όνομα της οικογένειάς μας. Η λύση του Ρίτσαρντ ήταν να εξαφανιστεί, αλλά εγώ δεν έχω αυτή την επιλογή. Θα βοηθήσω λοιπόν τον Ρίτσαρντ να βγει από την τρομερή αυτή κατάσταση στην οποία τον έριξε ο ίδιος του ο πατέρας. Μετά θα νιώθει πια την υποχρέωση να με βοηθήσει να βρούμε έναν τρόπο για να λύσουμε το θέμα οριστικά». «Και αυτή είναι η μόνη σου ελπίδα;» «Ναι – φυσικά». Γιατί είχε κοκκινίσει όταν το είχε πει αυτό; Ακόμα δεν ήξερε. Αλλά εκείνος μάλλον δεν το πρόσεξε γιατί το μόνο που είπε ήταν, «Έχεις μεγαλώσει πολύ, γλυκιά μου, έτσι δεν είναι;» Δεν ένιωθε μεγάλη καθώς στεκόταν στο κατάστρωμα του Μέιντεν Τζορτζ τρεις μέρες αργότερα. Ο απέραντος ωκεανός που απλωνόταν γύρω από το πλοίο μπορούσε να κάνει τον καθένα να νιώσει μικρός και ασήμαντος. Ακόμα και το πλοίο των καταδίκων φαινόταν σαν μια κουκκίδα μόνο στον ορίζοντα. Ο Τζέιμς και ο Ντρου είχαν εντοπίσει το άλλο πλοίο την προηγουμένη. Θα
μπορούσαν να το είχαν φτάσει νωρίτερα αν δεν είχαν πέσει σε θύελλα καθώς διέσχιζαν τη Μάγχη το πρώτο βράδυ. Το πλοίο του Τζέιμς ήταν ασυνήθιστα γρήγορο επειδή είχε αφαιρέσει όλα τα κανόνια για το τελευταίο του ταξίδι καθώς η ταχύτητα τώρα ήταν πολύ σημαντική. Αλλά το πλοίο των καταδίκων είχε φύγει από το Λονδίνο μόνο δύο μέρες πριν σαλπάρουν, όχι μια ολόκληρη βδομάδα όπως νόμιζαν αρχικά. Φαίνεται πως τέτοια πλοία έμεναν δεμένα στο λιμάνι για βδομάδες, ακόμα και για μήνες, γιατί δεν σάλπαραν αν δεν γέμιζαν από καταδίκους. Ο Τζέιμς επέμενε να περιμένουν μέχρι το πρωί για να φτάσουν το πλοίο. Κανείς δεν είχε διαφωνήσει μαζί του γιατί η σκέψη του ήταν λογική. Δεν ήθελε να καταλήξει με κάποιους Βρετανούς αξιωματικούς οι οποίοι θα ανυπομονούσαν να πάνε στα κρεβάτια τους και θα έπαιρναν βιαστικές αποφάσεις. Αυτό μπορεί να οδηγούσε σε περιττή σύγκρουση. Η Γκάμπριελ έκανε παρέα στην Τζούλια καθώς προχωρούσαν ολοταχώς για να προλάβουν το πλοίο με τους κατάδικους. Δεν της μιλούσε, απλώς της πρόσφερε μια ήσυχη υποστήριξη. Η Τζούλια το χρειαζόταν αυτό. Φοβόταν ότι θα έβρισκαν τον Ρίτσαρντ άρρωστο λόγω των κακουχιών που είχε υποστεί, ίσως ακόμα και τραυματισμένο πάλι, σε πολύ κακή κατάσταση για να μπορεί να συζητήσει λογικά. Και θα είχε μόνο μια ή δύο μέρες μαζί του. Αλλά τότε έπιασε τον εαυτό της να μιλάει στη καινούρια της φίλη για τον μνηστήρα της. Ό,τι τους είχε πει ο Ορ ήταν η εκδοχή του Ρίτσαρντ. Δεν ήθελε να παρουσιάσει τη δική της στάση ως τέλεια αφού δεν ήταν. Η δική της φλογερή ιδιοσυγκρασία και τα κακεντρεχή σχόλια του Ρίτσαρντ ήταν ένας εκρηκτικός συνδυασμός. Ήταν και οι δύο εξίσου υπεύθυνοι για το γεγονός ότι δεν τα πήγαν ποτέ καλά. «Ήμουν τόσο ευέξαπτη εκείνη την εποχή», παραδέχτηκε η Τζούλια τελειώνοντας την ιστορία της. «Κι εκείνος ήξερε πάντα πώς να με προκαλεί». «Είσαι ακόμα;» Η Τζούλια γέλασε πνιχτά. «Δεν ξέρω! Δεν θυμάμαι να είχα κανένα μεγάλο ξέσπασμα μετά την τελευταία επίσκεψη του Ρίτσαρντ. Αλλά η σκέψη του και μόνο με θυμώνει, οπότε έχω σταματήσει να τον σκέφτομαι». «Αυτό δεν ακούγεται σαν τον Ρίτσαρντ που ξέρω», είπε η Γκάμπριελ. «Από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα ήταν ένας ανέμελος γοητευτικός τύπος που πάντα γελούσε και ήταν πάντα έτοιμος να πειράξει τους φίλους του. Έδινε την εντύπωση πως δεν υπήρχε ίχνος σοβαρότητας πάνω του». Ακούγοντάς το αυτό η Τζούλια ένιωσε ένα κύμα θλίψης και ενοχής που
έκανε το στομάχι της να σφιχτεί. Μήπως τελικά ήταν εκείνη που του είχε σβήσει τη χαρά της ζωής όταν ήταν παιδιά; Είχε δει φευγαλέα τον άντρα που η Γκάμπριελ ήξερε και αγαπούσε. Ο γοητευτικός άντρας που γνώρισε η Τζούλια στον χορό πριν μάθει ποιος ήταν. Ο ευγενικός άντρας στο ξενοδοχείο που είχε πεταχτεί πάνω και είχε διώξει τη μέλισσα παρόλο που πονούσε παντού. Ο γελαστός άντρας στο πανδοχείο που την είχε πετάξει στο κρεβάτι του και την είχε φιλήσει – αυτός σίγουρα δεν ήταν ο παλιός Ρίτσαρντ! Φυσικά, ήταν ενήλικος τώρα και η παλιά εκδικητική συμπεριφορά είχε βγει στην επιφάνεια αμέσως μετά από εκείνο το φιλί. «Έχεις δίκιο, περιγράψαμε δύο διαφορετικούς άντρες», είπε ήσυχα η Τζούλια. «Όλες τις φορές που τον συνάντησα μέσα σ’ αυτά τα χρόνια δεν τον είδα ποτέ, ούτε μια φορά, να χαμογελάει. Κάγχαζε πολύ, ωστόσο». «Δεν είναι καταπληκτικό πόσο μπορούν να αλλάξουν κάποιον μερικά χρόνια;» ρώτησε η Γκάμπριελ. «Μπορεί να ήταν τα χρόνια, αλλά περισσότερο ήταν οι συνθήκες. Εσύ γνώρισες τον άντρα που είχε αφήσει τα προβλήματά του πολύ πίσω του. Μακριά από τον πατέρα του και την απειλή ενός ανεπιθύμητου γάμου, φαντάζομαι πως βρήκε την ηρεμία του και έγινε ο άνθρωπος που θα ήταν πάντα αν δεν είχε μεγαλώσει με έναν τύραννο για πατέρα. Και είμαι σίγουρη ότι θα γίνει πάλι ο άντρας που ξέρεις εσύ όταν αφήσει όλα αυτά πίσω του». «Αλλά κι εσύ πέρασες εξίσου δύσκολα, έτσι δεν είναι; Με αυτόν τον ανεπιθύμητο γάμο να κρέμεται πάντα πάνω από το κεφάλι σου;» «Δεν ήταν τόσο άσχημο όταν ήμασταν παιδιά. Όταν γύριζα σπίτι μετά από μια επίσκεψη ή έφευγε ο Ρίτσαρντ και γύριζε στο δικό του, η ζωή μου ξαναγινόταν φυσιολογική και ήμουν ευτυχισμένη. Μόνο όταν έφτασα σε ηλικία γάμου άρχισα να αναρωτιέμαι για το μέλλον μου. Στο κάτω κάτω θέλω παιδιά, έναν αληθινό σύζυγο. Αγάπη». «Έχεις κανέναν υπόψη σου;» Η Τζούλια γέλασε πικρά. «Ήμουν αρραβωνιασμένη σε όλη μου τη ζωή και μάλιστα με ευγενή. Όλοι το ξέρουν. Οι άντρες που με γνωρίζουν με αντιμετωπίζουν σαν να είμαι ήδη παντρεμένη. Είχα μόλις αποφασίσει να αρχίσω να κοιτάζω για σύζυγο επειδή είχε περάσει πολύς καιρός και θα ζητούσα να θεωρηθεί ο Ρίτσαρντ νεκρός. Μετά εμφανίστηκε ξαφνικά και κατέστρεψε αυτό το σχέδιο». Η Γκάμπριελ έκανε έναν μορφασμό. «Αυτή είναι μια τόσο θλιβερή κατάσταση. Ο Ρίτσαρντ δεν μου είχε προκαλέσει ποτέ καμία ανησυχία μέχρι
που ερωτεύτηκε μια παντρεμένη, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στο γεγονός ότι τον πηγαίνουν σε μια αποικία καταδίκων στην άλλη άκρη της γης! Ποιος όμως θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ έναν πατέρα σαν τον δικό του;» Η Γκάμπριελ αναστέναξε. «Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν ο Τζέιμς είχε δίκιο. Είναι πολύ πιθανό ο κόμης να μην είναι ο αληθινός πατέρας του Ρίτσαρντ και να του έχει φερθεί τόσο άσχημα επειδή αναγκάστηκε να τον δεχτεί και να μεγαλώσει το νόθο παιδί της γυναίκας του». «Θέλεις να πεις ότι τιμωρούσε το παιδί για τις δικές της αμαρτίες, κάτι σαν εκδίκηση;» Η Γκάμπριελ κούνησε το κεφάλι της. «Αυτό βγάζει περισσότερο νόημα από το να είναι ένας γονιός τόσο σκληρός – εκτός αν είναι ψυχοπαθής». «Όχι, δεν είναι ψυχοπαθής. Ή, αν είναι, τότε καταφέρνει και το κρύβει κάτω από τη μάσκα του φυσιολογικού». «Ο Ορ είπε ότι ο Ρίτσαρντ πραγματικά μισεί τον πατέρα του, οπότε δεν αμφιβάλλω ότι θα προτιμούσε να ήταν πράγματι νόθος». «Αυτό, ωστόσο, δεν πρόκειται να μας βγάλει από την κατάσταση αυτή», είπε η Τζούλια. «Αν πετούσαμε κάτι τέτοιο στον κόμη δεν θα τον έκανε να λύσει εκείνο το φοβερό συμβόλαιο. Ο Ρίτσαρντ φέρει το όνομά του, οπότε καλύπτει τις προϋποθέσεις του συμβολαίου, νόθος ή όχι». «’Ωρα να κατεβείτε κάτω, κυρίες», είπε ο Ντρου πηγαίνοντας κοντά στη γυναίκα του και αγκαλιάζοντάς την από τη μέση. «Παρόλο που είναι λογικό ότι η μνηστή και οι φίλοι του ήρθαν μαζί για να φροντίσουν για την απελευθέρωσή του, ο Τζέιμς δεν θέλει γυναίκες στο κατάστρωμα». Η Γκάμπριελ κάγχασε. «Αυτό το πλοίο έχει σαλπάρει πριν από πέντε μέρες. Δεν τους έχει λείψει τόσο η εικόνα μιας γυναίκας ακόμα». «Θέλεις να το συζητήσεις με τον Τζέιμς;» «Όχι, βέβαια. Έλα, Τζούλια. Έτσι κι αλλιώς, ίσως θα έπρεπε να αφήσουμε τον Ρίτσαρντ να καθαριστεί πρώτα λίγο πριν του μιλήσουμε. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μόνο αυτό θα σκέφτεται αφού ήταν κρατούμενος για περισσότερο από μια βδομάδα. Είναι τόσο υπερβολικός με την εμφάνισή του. Μπορεί να φοράει κουρέλια αλλά πρέπει να είναι καθαρά κουρέλια. Πάντα σκεφτόμουν ότι αυτό ήταν λίγο παράξενο, ωστόσο βέβαια δεν ήξερα ότι ήταν ευγενής. Είναι πιο κατανοητό τώρα που το γνωρίζω. Οι ευγενείς πράγματι φαίνεται πως διδάσκονται να δείχνουν προς τα έξω την καλύτερη εικόνα τους». Η Τζούλια συνειδητοποίησε πόσο λίγα ήξερε για τον άντρα με τον οποίο
ήταν αρραβωνιασμένη σε όλη της τη ζωή. Αλλά συμφώνησε με το τελευταίο σχόλιο της Γκάμπριελ. Δεν θυμόταν να είχε δει ποτέ τον Ρίτσαρντ ατημέλητο ή βρόμικο. Ήταν αυτό άλλη μια εντολή του κόμη, τα αγόρια του να μη λερωθούν ποτέ; Είχαν φτάσει πολύ κοντά στο άλλο πλοίο. Η Τζούλια δεν το είχε προσέξει καθώς είχε ξεχαστεί με τη συζήτηση. Ξαφνικά, ένιωσε μια έντονη νευρικότητα. «Χαίρομαι που είστε όλοι τόσο σίγουροι για το αποτέλεσμα της παρέμβασής μας εδώ», είπε στο ζευγάρι. «Μην ανησυχείς», την καθησύχασε ο Ντρου. «Δεν έχω γνωρίσει άλλον άνθρωπο που να μπορεί να πετύχει ό,τι θέλει όσο ο Τζέιμς Μάλορι».
Κεφάλαιο Είκοσι Οκτώ Ο Τζέιμς φώναξε τον Ντρου πριν περάσει στο άλλο πλοίο. Ο Τζέιμς είχε ντυθεί επίσημα για την περίσταση. Δεν έκανε συχνά την προσπάθεια να φαίνεται τόσο αριστοκράτης, αλλά σήμερα το επιχείρησε. Παρόλο που η άσπρη γραβάτα του δεν ήταν υπερβολικά ακριβή, το καφετί γιλέκο του ήταν καλοραμμένο, οι μπότες του γυάλιζαν και το σακάκι του ήταν από το καλύτερο μεταξωτό ύφασμα. «Εσύ θα έρθεις μαζί μου», είπε ο Τζέιμς. «Αν ο καπετάνιος αρνηθεί ότι είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην ιστορία αυτή, κάποιος που ξέρει τον Ρίτσαρντ θα πρέπει να κατέβει στα αμπάρια για να τον δείξει». «Υποθέτω πως εσύ δεν θέλεις;» «Δεν έχει να κάνει με το αν θέλω ή όχι, Γιάνκη. Αφού θα το παίξω σπουδαίος και τρανός, ο καπετάνιος θα το βρει πιο πειστικό αν αρνηθώ να κατέβω στο αμπάρι του και αναθέσω το έργο αυτό στον υπηρέτη του Ρίτσαρντ. Η μπόχα, ξέρεις, πρέπει να είναι ήδη φοβερή». Ο Ντρου έπνιξε το γέλιο του. «Πρέπει λοιπόν να παίξω τον ρόλο του υπηρέτη που κάνει ό,τι του λένε;» «Ακριβώς, και να μην πεις ούτε μια λέξη γιατί θα προδώσεις την εθνικότητά σου». «Ω, έλα τώρα». Ο Ντρου χαμογέλασε. «Οι Αμερικανοί είναι εξίσου καλοί υπηρέτες με τους Άγγλους». «Ίσως, αλλά ένας Άγγλος ευγενής δεν θα καταδεχόταν ποτέ να έχει Αμερικανό υπηρέτη». Αυτό ήταν παλιό κόλπο. Ο Τζέιμς απολάμβανε τόσο να αναφέρεται στους Αμερικανούς σαν να ήταν βάρβαροι ώστε ποτέ δεν θα παραδεχόταν το αντίθετο. Και ο Ντρου είχε αποκτήσει ανοσία στα πειράγματα αυτά με το πέρασμα των χρόνων. Λίγο-πολύ, δηλαδή. Ο καπετάνιος δεν τους υποδέχτηκε στο κατάστρωμα αλλά τους οδήγησαν κατευθείαν στην καμπίνα του. Το να βάλει να τους πάνε σε εκείνον ήταν μια μάλλον προφανής τακτική για να δείξει την ανωτερότητά του. Πράγμα που
κατέρρευσε μόλις ο Τζέιμς συστήθηκε. «Τζέιμς Μάλορι, υποκόμης του Ράιντινγκ. Καλοσύνη σας που μας δεχθήκατε, κάπτεν…;» «Καντέλ», απάντησε ο άντρας ενώ πεταγόταν όρθιος πίσω από το γραφείο του. «Κάπτεν Καντέλ». Ο Τζέιμς έγειρε ελαφριά το κεφάλι του σε ένδειξη χαιρετισμού. Ο Ντρου θαύμασε την τακτική του Τζέιμς. Νωρίτερα ο Ντρου είχε φωνάξει από το ένα κατάστρωμα στο άλλο ότι το ζήτημα ήταν επείγον, πράγμα που έκανε το άλλο πλοίο να κατεβάσει τα πανιά του και να προετοιμαστεί να τους δεχτεί. Αλλά ο Τζέιμς είχε μόλις χαλαρώσει τον καπετάνιο με τον εγκάρδιο χαιρετισμό του. Έτσι θα ήταν τελείως απροετοίμαστος για την επίθεση. Η πρώτη ομοβροντία ξεκίνησε με τα επίσημα έγγραφα που έβγαλε από την τσέπη του ο Τζέιμς και τα ακούμπησε πάνω στο γραφείο. Ο καπετάνιος τον κοίταξε παραξενεμένος καθώς τα σήκωσε και άρχισε να διαβάζει το ένα. Αμέσως συνοφρυώθηκε. Ο Τζέιμς δεν περίμενε να τελειώσει το διάβασμα. «Όπως μπορείτε να δείτε, έπεσε στην αντίληψή μας ότι μεταφέρετε έναν αθώο. Πρέπει να μου τον παραδώσετε αμέσως». Ο κάπτεν Καντέλ δεν απάντησε για λίγο. Συνέχισε να διαβάζει και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Ένας από τους κρατούμενους είναι ευγενής; Σφάλματα τέτοιου μεγέθους δεν συμβαίνουν, λόρδε Μάλορι. Δεν υπάρχει κανένας με αυτό το όνομα στο αμπάρι μου». «Δεν είχα φανταστεί ότι θα έκανες τον χαζό», είπε ξερά ο Τζέιμς. «Αλλά καταλαβαίνω πως έχεις επίγνωση των συνεπειών της εμπλοκής σου στη συνωμοσία αυτή, οπότε δεν μπορώ να σε κατηγορήσω που προσπαθείς να το αρνηθείς». Το πρόσωπό του καπετάνιου έγινε κατακόκκινο. «Πραγματικά δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάτε. Μπορώ να σας δείξω τον κατάλογό μου. Όλοι οι κρατούμενοι είναι καταγεγραμμένοι». Μετά γάβγισε μια εντολή στον ναύτη που τους είχε συνοδεύσει. «Πήγαινε μέτρησέ τους». «Μείνε ακίνητος», πρόσταξε ο Τζέιμς και ο τόνος του παρέλυσε τον ναύτη. «Τώρα, κοιτάξτε−» άρχισε να φουντώνει ο Καντέλ. «Δεν πιστεύεις ότι θα σου δώσω την ευκαιρία να κρύψεις τις αποδείξεις, έτσι δεν είναι;» «Μη με προσβάλετε περισσότερο απ’ όσο το έχετε ήδη κάνει, λόρδε Μάλορι».
«Ή αλλιώς;» Ο Ντρου βόγκηξε από μέσα του. Ο Τζέιμς υποτίθεται πως θα το έπαιζε ανώτερος, όχι νταής, αλλά βέβαια έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο κουνιάδος του είχε συνηθίσει να κάνει το δεύτερο. Ο Τζέιμς δεν έδωσε στον καπετάνιο την ευκαιρία να απαντήσει. «Δεν σκέφτεσαι να με εκνευρίσεις, έτσι;» Ξαφνικά, άρπαξε τον ναύτη που στεκόταν δίπλα του από τα πέτα, τον σήκωσε και έχωσε μια από τις τεράστιες γροθιές του στο πρόσωπό του. Τον άφησε να πέσει αργά στο πάτωμα, ημιλιπόθυμος, πριν κοιτάξει πάλι τον καπετάνιο. «Δεν θα το συμβούλευα», είπε με απειλητικό τόνο. «Αυτό είναι αίσχος», ξεφύσηξε χωρίς ιδιαίτερη ζέση ο καπετάνιος. «Συμφωνώ. Ένας ευγενής του στέμματος δεν αντιμετωπίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ό,τι έγκλημα κι αν έχει κάνει. Το συνειδητοποιείς αυτό, σωστά;» «Φυσικά». «Πολύ καλά. Θα αγνοήσω τη λογική μου, και θα δεχτώ ότι ενδέχεται να μην ήξερες τίποτα για όλα αυτά. Υποθέτω ότι μπορεί να σου έδωσαν τον γιο του κόμη με ψεύτικο όνομα, μπορεί να ήταν αναίσθητος κι έτσι ανίκανος να διορθώσει το αίσχος αυτό πριν προχωρήσει κι άλλο. Παρόλο που», πρόσθεσε σκεπτικός ο Τζέιμς, «το πιθανότερο είναι ότι φώναζε ποιος είναι τόσο δυνατά που θα μπορούσαν να τον ακούσουν στο Λονδίνο». «Οι φρουροί δεν θα τον πίστευαν», είπε γρήγορα ο Καντέλ, προφανώς προτιμώντας την τελευταία εκδοχή του Τζέιμς αν έπρεπε να παραδώσει τον κρατούμενό του, αλλά ήταν αρκετά χαζός ώστε να προσπαθήσει μια τελευταία φορά να το αποφύγει, προσθέτοντας: «Θα βάλω να ρωτήσουν αμέσως τους φρουρούς. Θα δείτε ότι κάποιος έχει κάνει λάθος σχετικά με το πού βρίσκεται ο λόρδος Άλεν». «Σπαταλώντας έτσι ακόμα περισσότερο από τον χρόνο μου; Δεν νομίζω. Άκου τις τρεις επιλογές σου. Μπορείς να μου δώσεις τον λόρδο Άλεν τώρα και έτσι ίσως καταφέρεις να αποφύγεις να χάσεις τη δουλειά σου όταν γυρίσεις στο Λονδίνο. Πολύ αμφίβολο, βέβαια, αλλά σίγουρα θα θεωρήσεις την επιλογή αυτή καλύτερη από το να συλληφθείς στο επόμενο λιμάνι». «Δεν έχετε την εξουσία να κάνετε κάτι τέτοιο». «Αμφισβητείς τη δύναμή μου; Μήπως δεν γνωρίζεις την οικογένειά μου;» Μετά ο Τζέιμς πρόσθεσε κουρασμένα, «Θεέ μου, πρέπει να αναφέρω συγκεκριμένα ονόματα;» Ο Ντρου παραλίγο να γελάσει. Αλλά η προσπάθεια του Τζέιμς να μειώσει
την ένταση, αν αυτός ήταν ο στόχος του τελευταίου σχολίου του, έπιασε. «Δεν χρειάζεται», είπε ο καπετάνιος. «Η οικογένειά σας είναι πολύ γνωστή, λόρδε Μάλορι. Θέλετε να κατεβούμε στο αμπάρι για να δούμε αν ο εξαφανισμένος λόρδος μεταφέρθηκε εσφαλμένα στο πλοίο μου;» Παρίστανε τον αθώο μέχρι την τελευταία στιγμή; Ο Τζέιμς δεν τον πίστευε. Ανασηκώνοντας το φρύδι του είπε: «Εγώ; Στα βάθη ενός πλοίου με κατάδικους; Όχι βέβαια. Έφερα μαζί μου τον υπηρέτη του Άλεν για να τον αναγνωρίσει. Δώσε αμέσως τη διαταγή». Ο καπετάνιος ένευσε καταφατικά, πήγε στην πόρτα να φωνάξει τον υποπλοίαρχό του και γύρισε στο γραφείο του. Μετά από λίγα λεπτά, ο υποπλοίαρχος μπήκε στο γραφείο ρίχνοντας πλάγιες ματιές στον λιπόθυμο ναύτη στο πάτωμα. Αυτό προκάλεσε την ανυπόμονη εξήγηση του καπετάνιου. «Επιβολή πειθαρχίας». Μετά συνέχισε: «Οι κύριοι αυτοί έχουν έρθει να παραλάβουν έναν αθώο που ενδέχεται να μεταφέρουμε κατά λάθος. Αν είναι αλήθεια, πρέπει να ελευθερωθεί αμέσως. Ο υπηρέτης του από εδώ μπορεί να τον αναγνωρίσει». Ο Ντρου ακολούθησε τον υποπλοίαρχο και έβγαιναν από την πόρτα όταν άκουσε τον Κάπτεν Καντέλ να ρωτάει τον Τζέιμς: «Ποια ήταν η τρίτη επιλογή, λόρδε Μάλορι;» «Να σε σκοτώσω».
Κεφάλαιο Είκοσι Εννέα «Νόμιζα ότι ήμουν τελειωμένος. Δεν μπορείς να φανταστείς κάποιες από τις τιμωρίες που μας επέβαλαν αυτοί οι φρουροί», είπε ο Ρίτσαρντ. Είχε πλυθεί. Ο Ορ είχε φέρει μαζί τη βαλίτσα του Ρίτσαρντ κι έτσι είχε καθαρά ρούχα να αλλάξει. Τώρα το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν να φάει μέχρι σκασμού. Δεν είχε φάει ένα κανονικό γεύμα από τότε που τον είχαν πάρει διά της βιας από εκείνο το πανδοχείο κοντά στο Γουίλοου Γουντς πριν από μια βδομάδα και περισσότερο. Το πλοίο δεν σέρβιρε τίποτα άλλο εκτός από χυλό πριν ξεκινήσουν αλλά τουλάχιστον τους έδιναν μαζί και φρέσκο ψωμί. Μόλις σάλπαραν, το ψωμί κόπηκε και ένας φρουρός είπε γελώντας ότι και ο χυλός μπορεί να σταματούσε καθώς οι προμήθειες θα μειώνονταν επειδή δεν υπήρχαν λιμάνια στο τελευταίο μέρος του τρίμηνου ταξιδιού τους για να τις ανανεώσουν. Οι περισσότεροι από τους λιγότερο σκληραγωγημένους κρατούμενους δεν θα επιβίωναν μέχρι το τέλος του ταξιδιού. Αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Δεν ήταν μόνο η πείνα, ήταν επίσης και η σκληρή δουλειά, τα μαστιγώματα με κάθε ευκαιρία, ή ότι τους έκλειναν σε κελιά που ήταν τόσο μικρά ώστε δεν μπορούσε να ξαπλώσει κανείς κανονικά για να κοιμηθεί. Οι κατάδικοι στην αποικία σκότωναν ο ένας τον άλλο μόνο και μόνο για να τους κρεμάσουν και να γλιτώσουν από την κόλαση αυτή. Αυτό, είχαν πει οι φρουροί, τους επεφύλασσε το μέλλον αν επιβίωναν από το ταξίδι. «Πραγματικά σου το έκανε ο πατέρας σου αυτό;» ρώτησε ο Ντρου. «Ναι, και δεν μου κάνει εντύπωση. Έβαζε υπηρέτες να με χτυπάνε και με κλείδωνε στο δωμάτιό μου». «Δεν είναι το ίδιο», σχολίασε με πολύ σοβαρό ύφος ο Ντρου. «Αλλά πώς σε πέταξαν στο πλοίο χωρίς κανονικά έγγραφα;» Ο Ντρου και ο Ορ ήταν μόνοι με τον Ρίτσαρντ στην κεντρική καμπίνα. Διάφορα πιάτα ήταν απλωμένα πάνω στο τραπέζι για εκείνον. Από τη στιγμή που ο Ντρου εμφανίστηκε στο αμπάρι του πλοίου των
καταδίκων και αφαιρέθηκαν από τα χέρια και τα πόδια του οι αλυσίδες, ο Ρίτσαρντ ήταν συνεχώς έτοιμος να βάλει τα γέλια. Εξακολουθούσε να μην πιστεύει αυτό που του συνέβη και ένιωθε μια απέραντη ανακούφιση. Είχε ελπίσει, είχε προσευχηθεί να σωθεί πριν σαλπάρει το πλοίο και είχε χάσει κάθε ελπίδα από τη στιγμή που σάλπαρε. «Ο πατέρας μου είναι φίλος με τον τοπικό ειρηνοδίκη», εξήγησε ο Ρίτσαρντ. «Αλλά η μεγαλύτερη ατυχία για μένα ήταν ότι καπετάνιος αυτού του πλοίου ήταν ο αδελφός του ειρηνοδίκη. Ο καπετάνιος δεν ήθελε να με πάρει. Καβγάδισαν. Όμως φαντάζομαι ότι του χρωστούσε κάτι κι έτσι βρέθηκα πεταμένος στο αμπάρι μαζί με τους άλλους. Δεν πιστεύω ότι είπαν στον καπετάνιο ποιος πραγματικά είμαι. Αλλά βέβαια αυτό δεν θα είχε καμία σημασία. Εσείς πώς με βρήκατε; Δείρατε μέχρι θανάτου τον πατέρα μου για να τον αναγκάσετε να ομολογήσει;» Ο Ρίτσαρντ ρώτησε τον Ορ και θα προτιμούσε να ακούσει ένα ναι, αλλά ο Ορ χαμογέλασε πονηρά και είπε: «Όχι, αυτό δεν μου πέρασε καν από το μυαλό. Αφού έβαλα τον αδελφό σου να ψάξει το παλιό σου σπίτι, και εκείνος με διαβεβαίωσε ότι ο πατέρας σου φερόταν φυσιολογικά–» «Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει συναισθήματα, οπότε η συμπεριφορά του δεν θα αποκάλυπτε τίποτα». «Δεν θα κοκορευόταν ότι θα πετύχει επιτέλους αυτό που θέλει;» «Ω, ναι», είπε πικρά ο Ρίτσαρντ. «Αλλά θα το κρατούσε για τον εαυτό του. Οπωσδήποτε δεν θα άφηνε τον Τσαρλς να το δει. Ξέρει ότι ο Τσαρλς κι εγώ είμαστε κοντά. Αν ο Τσαρλς το μάθαινε αυτό, θα κατέστρεφε τη σχέση τους τελείως». «Εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένα συμπέρανα ότι ο πατέρας σου δεν ήταν αναμειγμένος». «Μακάρι να μην είχες πει στον αδελφό μου ότι έχω εξαφανιστεί. Δεν θέλω να τον σκέφτομαι να ανησυχεί». Ο Ντρου γέλασε. «Αλλά δεν υπήρχε πρόβλημα να ανησυχούμε εμείς οι υπόλοιποι, έτσι;» Ο Ρίτσαρντ χαμογέλασε. «Το περίμενα ότι θα με σώσεις και το έκανες. Ενώ ο Τσαρλς δεν θα είχε ιδέα πώς να με βγάλει από όλο αυτό». «Δεν τον άφησα με την ανησυχία», διαβεβαίωσε ο Ορ τον Ρίτσαρντ. «Του είπα ότι κι άλλοτε έχεις φύγει ξαφνικά και ότι μάλλον θα άφησες κάποιο σημείωμα που θα παράπεσε κι έτσι δεν το είδα. Αλλά έψαξε το μέρος εκείνο για μένα νωρίς το επόμενο πρωί, άρα θα πρέπει να σε πήραν από εκεί το ίδιο
βράδυ». «Αμέσως μετά τη συνάντηση με τον πατέρα μου, ναι, με πήγαν κατευθείαν στη φυλακή για να περάσω εκεί τη νύχτα και μετά με πέταξαν σε μια άμαξα για να με πάνε στο λιμάνι του Λονδίνου». «Διάβολε, έψαξα και στις φυλακές αλλά την επόμενη μέρα. Και αφού έψαξα παντού για σχεδόν μια βδομάδα, ξέμεινα από ιδέες και γύρισα στο Λονδίνο». Ο Ρίτσαρντ συνοφρυώθηκε. «Δεν καταλαβαίνω. Πώς με βρήκες λοιπόν;» «Πόσο κουραστικό», είπε ο Τζέιμς μπαίνοντας. «Μπορούσες να τον ταΐσεις στη δική του καμπίνα, όχι στη δική μου». Ο Ρίτσαρντ πετάχτηκε πάνω και το σώμα του σφίχτηκε ενστικτωδώς για να προετοιμαστεί για έναν ακόμα ξυλοδαρμό στα θανάσιμα χέρια του Μάλορι. «Δική σου είναι αυτή η καμπίνα;» «Χαλάρωσε, Ρίτσαρντ», πετάχτηκε ο Ντρου. «Δεν μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό χωρίς τη βοήθειά του. Ο καπετάνιος του πλοίου των καταδίκων θα γελούσε μαζί μας αν απαιτούσαμε να σε αφήσει ελεύθερο. Ένας ευγενής με τίτλο σε ανέβασε σ’ εκείνο το πλοίο και χρειαζόταν ένας άλλος ευγενής με τίτλο για να σε κατεβάσουμε από αυτό». «Στην πραγματικότητα», είπε ο Τζέιμς καθώς πήγαινε να καθίσει στην άκρη του γραφείου του, «μόλις ανέφερα ότι δεν ήταν νόμιμο να μεταφέρει έναν Άγγλο ευγενή στο αμπάρι του, ο κάπτεν Καντέλ προσπάθησε να αρνηθεί ότι σε είχε. Μπορούσες να μυρίσεις την ενοχή του, ωστόσο. Ανέφερα λοιπόν απλώς μερικές συνέπειες για να πετύχω τη συνεργασία του». Ο Ντρου γέλασε. «Πραγματικά, καταφέρνεις να πετύχεις αυτό που θέλεις με πολύ ασυνήθιστο τρόπο». Ο Τζέιμς σήκωσε τους ώμους του. «Έχω έμφυτο χάρισμα». Είχε αφήσει ανοιχτή την πόρτα και ξαφνικά εμφανίστηκε στο άνοιγμα η Γκάμπριελ, η οποία, με ένα επιφώνημα χαράς, όρμησε στον Ρίτσαρντ και τον αγκάλιασε. Γελώντας εκείνος τη σήκωσε στον αέρα. Διάβολε, ήταν ωραία να είναι πάλι με τους φίλους του. Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι δεν θα τους ξανάβλεπε ποτέ. «Διάβολε, Ρίτσαρντ, μην μου το ξανακάνεις ποτέ αυτό!» φώναξε η Γκάμπριελ. «Σε σένα;» γέλασε εκείνος. Εκείνη έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και χτύπησε ελαφρά το στέρνο του. «Το εννοώ! Αυτό ήταν τόσο άσχημο όσο τότε που ο ΛεΚρος αιχμαλώτισε τον πατέρα μου και τον φυλάκισε στο μπουντρούμι του για να με βάλει στο χέρι.
Αλλά ο πειρατής αυτός ήταν κακός και δεν είχα κανέναν ενδοιασμό να του ρίξουμε. Εδώ όμως επρόκειτο για βρετανικό πλοίο. Δεν μπορούσαμε να τους ρίξουμε για να σε πάρουμε χωρίς να αρχίσουμε έναν καινούριο πόλεμο!» «Χαίρομαι που δεν το κάνατε! Μη νομίζεις ότι θα μου άρεσε να βουλιάξω μαζί με εκείνο το πλοίο αν είχατε καταφέρει να το βυθίσετε». «Ναι, ήταν κι αυτό ένα θέμα», μουρμούρισε η κοπέλα. Τότε ο Ρίτσαρντ κοίταξε τον Τζέιμς και μουρμούρισε: «Διάβολε, προφανώς πρέπει να σε ευχαριστήσω». «Δεν χρειάζεται», απάντησε ο Τζέιμς. «Εσύ κι εγώ ξέρουμε ακριβώς πού βρισκόμαστε. Δεν θα ήμουν εδώ αν η γυναίκα μου δεν είχε καλή καρδιά». Το πρόσωπο του Ρίτσαρντ άρχισε να φωτίζεται στη σκέψη ότι η Τζορτζίνα είχε παρέμβει για να τον βοηθήσει, αλλά μετά το ξανασκέφτηκε. Δεν ήθελε να φάει κι άλλο ξύλο από τον Μάλορι. Αλλά ήταν ακόμα μπερδεμένος. Ακόμα κι αν ο Άμπελ Καντέλ είχε πάθει κρίση συνείδησης και είχε μετανιώσει που παρανομούσε όπως το έκανε, δεν γνώριζε τους φίλους του Ρίτσαρντ για να τους ενημερώσει. Επομένως, δεν μπορούσε να σκεφτεί ποιος θα μπορούσε να έχει ενορχηστρώσει αυτή τη διάσωση. «Θα ήθελα να μάθω πώς–» άρχισε αλλά σταμάτησε απότομα. Η Τζούλια είχε μόλις εμφανιστεί στο άνοιγμα της πόρτας. Κοιτάζοντάς την ένιωσε ένα παράξενο μείγμα από θυμό και επιθυμία. Εξακολουθούσε να είναι η ευέξαπτη αγριόγατα που θυμόταν από παλιά, αλλά τώρα είχε κι άλλα όπλα στη διάθεσή της. Το υπέροχο κορμί της. Διάβολε, η γυναίκα αυτή είχε αποκτήσει μερικές πολύ ωραίες καμπύλες, και θύμωνε με τον ίδιο του τον εαυτό που την ήθελε τόσο. Αλλά τότε τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της και ο θυμός κάλυψε τον πόθο. Τα πάντα γύριζαν σε εκείνη, εκείνη ήταν ο λόγος για την απληστία του πατέρα του και γιατί παραλίγο να πεθάνει αυτή τη φορά. Δεν αμφέβαλε ότι αυτό θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα. «Πόσο – απροσδόκητο», είπε σαρκαστικά. «Ήλπιζες για ένα διαφορετικό αποτέλεσμα, Τζουλς;» Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Τι υπονοείς;» «Ξέρω ότι παρασυρθήκαμε λίγο την τελευταία φορά που βρεθήκαμε». Το γεμάτο υπονοούμενα βλέμμα του χάιδεψε το σώμα της. «Αλλά θα έπρεπε επίσης να θυμάμαι ότι μου είχες πει ότι θα έβαζες να με θεωρήσουν νεκρό – ή ότι θα πλήρωνες κάποιον να με σκοτώσει. Μη μου πεις ότι πλήρωσες τον πατέρα μου για να κάνει τη βρόμικη δουλειά για σένα;» Βλέποντας την έκφρασή της που έδειχνε μεγάλο σοκ, πρόσθεσε θυμωμένα: «Όχι; Δεν
πειράζει, απλώς μείνε μακριά μου. Αυτό δεν θα συνέβαινε αν δεν ήσουν εσύ και τα καταραμένα τα λεφτά σου». Εκείνη έκανε μεταβολή και έφυγε. Απόλυτη σιωπή ακολούθησε την αναχώρησή της. Εκείνος κοίταξε γύρω του αμήχανα και είδε τους φίλους του να τον κοιτάζουν άναυδοι. «Τι βλάκας!» μουρμούρισε με περιφρόνηση ο Τζέιμς. Αλλά ήταν η απογοήτευση στα μάτια της Γκάμπι που έκανε τον Ρίτσαρντ να πάρει αμυντική στάση. «Τι; Δεν έχεις ιδέα τι έχει συμβεί ανάμεσα σε εκείνη και σε μένα. Θα ενθουσιαζόταν αν η τιμωρία του πατέρα μου τελείωνε με τον θάνατό μου». «Στην πραγματικότητα, Ρίτσαρντ, έχω ακούσει και τις δύο πλευρές αυτής της παιδικής βεντέτας», είπε η Γκάμπριελ εκνευρισμένη. «Μια βεντέτα που πήρε τέτοιες διαστάσεις επειδή δεν μπορούσατε να εκτονωθείτε παίζοντας ξύλο. Αν ήταν αγόρι, θα είχατε σπάσει ο ένας τη μύτη του άλλου σαν παιδιά και θα γελούσατε με αυτό σαν ενήλικες». «Εκείνη μου έσπασε τη μύτη», είπε ο Ρίτσαρντ, δείχνοντας με το δάχτυλό του το μικρό καρούμπαλο. «Κρίμα», πετάχτηκε ο Τζέιμς. «Ήλπιζα ότι το είχα κάνει εγώ αυτό». Ούτε η Γκάμπριελ ούτε ο Ρίτσαρντ έδωσαν σημασία στο αστειάκι του Τζέιμς. «Ναι», συνέχισε η Γκάμπριελ. «Και επειδή δεν μπορούσες να χτυπήσεις ένα κορίτσι, την κρέμασες πάνω από το μπαλκόνι». Ο Ρίτσαρντ κοκκίνισε νιώθοντας ντροπή που η φίλη του το ήξερε αυτό. Δεν ήταν περήφανος για όσα είχε κάνει. Απλώς είχε βαρεθεί να αιμορραγεί κάθε φορά που η Τζούλια τον πλησίαζε αρκετά για να τον δαγκώσει. Αλλά η Γκάμπριελ δεν είχε ολοκληρώσει την προσπάθεια να τον κάνει να νιώσει ένοχος. «Δεν θα είχαμε την παραμικρή ιδέα πού να σε βρούμε, Ρίτσαρντ, αν δεν είχε έρθει η Τζούλια να μας πει τι είχε κάνει ο πατέρας σου. Και το έκανε επειδή δεν ήθελε να πάθεις κάτι τέτοιο». «Μίλησε με τον πατέρα μου;» ρώτησε ο Ρίτσαρντ χωρίς να πιστεύει στα αφτιά του. «Ναι, εκείνη ζήτησε από τον Τζέιμς να σε σώσει. Ο Ορ, ο Ντρου κι εγώ ήρθαμε μαζί μήπως και μπορούσαμε να βοηθήσουμε με κάποιον τρόπο. Σου ακούγεται αυτό σαν μια γυναίκα που θέλει να πεθάνεις;» Ο Ρίτσαρντ αναστέναξε. «Φαίνεται πως πρέπει να της ζητήσω συγγνώμη». Ο Τζέιμς δεν κρατήθηκε. «Λες;» είπε ειρωνικά.
Αλλά και πάλι τον αγνόησαν καθώς ο Ρίτσαρντ έβγαινε από την καμπίνα. «Με συγχωρείτε, πρέπει να πάω να διορθώσω το λάθος μου».
Κεφάλαιο Τριάντα Η Τζούλια δεν πρόλαβε να κλείσει την πόρτα της καμπίνας της και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Για μια ακόμα φορά, ο θυμός και ο πόνος τη διέλυαν. Ανήμπορη να ελέγξει τα τόσο έντονα συναισθήματά της, ένιωσε πάλι σαν μικρό κοριτσάκι, ανήμπορο, αδύναμο και πάντα χαμένο όταν επρόκειτο για τον Ρίτσαρντ. Πώς μπορούσε να είναι τόσο κακός ακόμα μετά από ό,τι είχε κάνει για εκείνον; Σκούπισε τα μάτια της στο μανίκι της αλλά τα δάκρυα συνέχισαν να κυλάνε. Πήρε μια πετσέτα από τη λεκάνη για να σκουπίσει το πρόσωπό της όταν άκουσε τις πόρτες του διαδρόμου να ανοίγουν και να κλείνουν. Κοίταξε πίσω της και το βλέμμα της έπεσε στο πόμολο της πόρτας. Ξαφνικά, όρμησε μπροστά για να γυρίσει το κλειδί αλλά ήταν πολύ αργά. Η πόρτα άνοιξε διάπλατη. «Εννοείται ότι θα ήσουν στην τελευταία καμπίνα που κοίταξα», ξεφύσηξε ο Ρίτσαρντ καθώς μπήκε μέσα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Δεν ζήτησε την άδειά της για να μπει στο δωμάτιό της. Τόσο χαρακτηριστικό για εκείνον! Και φαινόταν αναστατωμένος. Αλλά το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί η Τζούλια ήταν πώς θα κρύψει τα στοιχεία που έδειχναν ότι την είχε κάνει να κλάψει. Του γύρισε την πλάτη και σκούπισε το πρόσωπό της με την πετσέτα. «Έκλαιγες;» ρώτησε εκείνος καχύποπτα. «Όχι», αρνήθηκε εκείνη αμέσως. «Έπλενα το πρόσωπό μου και άκουσα όλη τη φασαρία που έκανες εκεί έξω και σκέφτηκα να κλειδώσω την πόρτα μου». Γύρισε και τον κοίταξε. Ο Ρίτσαρντ δεν χαμογελούσε αλαζονικά – αντίθετα, ήταν κατακόκκινος. Η όψη του δεν έδειχνε ότι είχε μόλις περάσει όλο αυτό το μαρτύριο την τελευταία βδομάδα. Τα μακριά μαύρα μαλλιά του ήταν καθαρά και τακτικά μαζεμένα πίσω. Φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο χωμένο σε ένα μαύρο παντελόνι το οποίο ήταν χωμένο σε ψηλές μέχρι το γόνατο μπότες. Οι μπότες ήταν ταλαιπωρημένες, προφανώς τις φορούσε όλη τη βδομάδα, αλλά τα ρούχα ήταν φρέσκα. Οι μελανιές στο πρόσωπό του είχαν φύγει, και ήταν
τόσο αναθεματισμένα ωραίος που έπιασε τον εαυτό της να τον κοιτάζει σχεδόν σαν υπνωτισμένη. Και αυτό ακόμα, όμως, την εξόργισε. «Πιστεύω ότι σου χρωστάω μια συγγνώμη», είπε. «Λες;» τον ειρωνεύτηκε εκείνη. «Μη μιλάς σαν τον Μάλορι», την προειδοποίησε. Εκείνη κράτησε την ανάσα της. Ήταν αυτή στάση ενός μεταμελημένου ανθρώπου; «Απλώς φύγε! Δεν μπορείς να αντέξεις ούτε να με βλέπεις; Ε, το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ για σένα. Εκεί είναι η πόρτα». Εκείνος δεν έκανε βήμα. «Η Γκάμπι», είπε με ύφος σαστισμένο, «ανέφερε ότι πήγες να δεις τον πατέρα μου και έτσι τα ανακάλυψες όλα αυτά. Αλλά γιατί πήγες; Πότε; Θα ορκιζόμουν ότι σε είδα να ξεκινάς για το Λονδίνο την ημέρα που ήρθες στο πανδοχείο». «Γύρισα στο Λονδίνο. Αλλά ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω μια τελευταία προσπάθεια να το λήξουμε αυτό φιλικά, κι έτσι επέστρεψα στο Γουίλοου Γουντς. Ήταν μάταιη προσπάθεια. Παριστάνοντας ότι ανησυχεί για τον πατέρα μου, ο πατέρας σου με προειδοποίησε για το τι θα συμβεί στην οικογένειά μου αν δεν ετοιμαστώ να σε παντρευτώ. Σκέφτηκα ότι μπλόφαρε πως σε είχε δει και πως θα σε έπειθε να με παντρευτείς με τη θέλησή σου. Στο τέλος, μου εξήγησε γιατί θα δεχόσουν αυτό τον γάμο και τι είχε οργανώσει για να το πετύχει». Ο Ρίτσαρντ έκανε έναν μορφασμό. «Λυπάμαι που αναγκάστηκες να μιλήσεις με τον τύραννο αυτόν για οποιονδήποτε λόγο. Λυπάμαι επίσης που τα έβαλα μαζί σου. Σε ευχαριστώ που οργάνωσες τη διάσωσή μου. Είναι κάποιες στιγμές που είσαι πραγματικά υπέροχη». Χαμογέλασε. «Θα δεχτείς τη συγγνώμη μου;» Εκείνη ήταν πολύ ταραγμένη ακόμα για να φανεί γενναιόδωρη. Ήταν ήδη παράξενο που είχε απαντήσει στην ερώτησή του χωρίς να του φωνάξει. Αλλά αυτό; «Αστειεύεσαι; Θα έπρεπε να μου ζητήσεις χίλιες φορές συγγνώμη για να διορθώσεις το κακό που μου έχεις κάνει». «Πρέπει πάντα να υπερβάλλεις; Ποτέ δεν σου έκανα κακό, απλώς σε εξόργιζα. Υπάρχει μεγάλη διαφορά». «Ξέρεις πόσα πράγματα έχασα καθώς μεγάλωνα εξαιτίας σου; Κανένα αγόρι δεν φλέρταρε ποτέ μαζί μου επειδή ήμουν λογοδοσμένη. Δεν μπόρεσα να κάνω το ντεμπούτο μου κανονικά ενώ όλες οι φίλες μου σχεδίαζαν τα δικά τους. Γιατί; Επειδή ήμουν ήδη αρραβωνιασμένη! Έπρεπε να έχω παντρευτεί
πριν από τρία χρόνια. Τώρα, η αριστοκρατία με θεωρεί γεροντοκόρη!» Τα έλεγε όλα αυτά σαν να τον κατηγορούσε και αυτό τον έκανε να σφιχτεί. «Θα προτιμούσες να έμενα και να παντρευόμασταν και μετά να καταλήγαμε να αλληλοσκοτωθούμε;» ρώτησε σαν να μην πίστευε στα αφτιά του. «Δεν θα κάναμε τίποτα τέτοιο, χαζέ». «Εσύ είχες ορκιστεί ότι θα–» «Όταν είμαι θυμωμένη», τον διέκοψε, «λέω πράγματα που δεν εννοώ. Εσύ δεν το παθαίνεις ποτέ αυτό;» «Δεν εννοώ προμελετημένο φόνο. Μιλάω για τη βία της στιγμής. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν συγκρατούσες ποτέ τις αντιδράσεις σου». «Δεν έχει σημασία. Δεν το έχω μέσα μου να σκοτώσω κάποιον, ούτε καν εσένα. Οπότε όσο έξαλλη κι αν με έκανες, δεν θα φτάναμε ποτέ σε κάτι τέτοιο». «Σίγουρα! Εσύ μου δάγκωσες το αφτί! Το έχεις ξεχάσει αυτό;» «Τώρα ποιος υπερβάλλει;» κάγχασε εκείνη. «Προσπάθησες, Τζουλς. Πάντα ήθελες αίμα». Εκείνη κοκκίνισε. «Εσύ ήσουν πολύ δυνατός. Δεν είχα άλλο τρόπο να σε πολεμήσω». «Δεν χρειαζόταν να με πολεμήσεις!» «Με πλήγωνες συνέχεια», ψιθύρισε η Τζούλια και τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν ενώ τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Πάντα αυτό έκανες. Δεν ήμουν αρκετά ετοιμόλογη εκείνη την εποχή για να μπορώ να σε πληρώσω με το ίδιο νόμισμα». «Θεέ μου, κλαις;» Εκείνη γύρισε απότομα από την άλλη μεριά. «Φύγε». Δεν έφυγε. Τον άκουσε να την πλησιάζει. Ήρθε τόσο κοντά της που μπορούσε να τον μυρίσει πίσω της – και τότε ένιωσε τα χέρια του στους ώμους της. Αυτό παραήταν. Γύρισε να τον χτυπήσει με τις γροθιές της. Εκείνος την αγκάλιασε για να την εμποδίσει αλλά περιέργως βρήκε το άγγιγμα του παρηγορητικό. Προσπαθούσε πραγματικά να την ηρεμήσει; Αυτό την έκανε να κλάψει ακόμα πιο γοερά με δυνατούς λυγμούς και πολλά δάκρυα που έβρεξαν το πουκάμισό του και δεν έλεγαν να σταματήσουν. Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που είχε κάποιον να κλάψει στην αγκαλιά του. Στην πραγματικότητα, είχε κλάψει πάνω στον ώμο του πατέρα της μερικές φορές καθώς της έλειπε πολύ, αλλά εκείνος δεν ήταν ξύπνιος – και η ανάμνηση αυτή της έφερε κι άλλα δάκρυα.
«Μην κλαις», είπε απαλά ο Ρίτσαρντ προσπαθώντας να σκουπίσει το μάγουλό της με τα δάχτυλά του. «Μην κλαις», είπε πάλι, χαϊδεύοντας το κεφάλι της, αλλά τα τσιμπιδάκια έφυγαν από τη θέση τους και τα μαλλιά της χύθηκαν στην πλάτη της. Πέρασε τα δάχτυλά του από τα μαλλιά της βγάζοντας και τα υπόλοιπα τσιμπιδάκια. «Σε παρακαλώ, μην κλαις», είπε και τη φίλησε στο μέτωπο. Δύο φορές. Και τόσο τρυφερά. Η τρυφερότητα στη φωνή του έκανε θαύματα. Αναρωτήθηκε γιατί ήθελε να την παρηγορήσει. Τύψεις; Ή μήπως έτσι ξεπερνούσε και ο ίδιος τον πόνο του; Ήταν άντρας. Προφανώς δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του την πολυτέλεια να κλάψει, αλλά τον αγκάλιασε – για την περίπτωση που το χρειαζόταν. Η τρυφερότητα στα χάδια του έκανε επίσης θαύματα αλλά με άλλο τρόπο. Το ένα του χέρι ήταν πλεγμένο στα μαλλιά της και το άλλο χάιδευε την πλάτη της. Δεν την έσφιγγε πάνω του αλλά ούτε που της πέρασε από το μυαλό να τραβηχτεί. Δεν ένιωθε κανέναν θυμό εκείνη τη στιγμή, καμία οργή που θα μπορούσε να ξεσπάσει και να μετατραπεί σε άλλου είδους πάθος. Αλλά αυτό το άλλου είδους πάθος είχε αρχίσει να φουντώνει μέσα της έτσι κι αλλιώς. Ο Ρίτσαρντ προσπάθησε να σκουπίσει το μάγουλό της με το δικό του. Εκείνη έγειρε λίγο το κεφάλι της και ξαφνικά βρέθηκαν να φιλιούνται. Αυτό μπορεί να ήταν ο δικός του τρόπος να την παρηγορήσει, αλλά για εκείνη δεν ήταν καθόλου παρηγοριά. Τα μάτια της στέγνωσαν. Η ζέστη που ένιωθε στις φλέβες της μπορεί να βοήθησε. Το φιλί αυτό αν και ήταν τόσο απαλό, έκαψε τα σωθικά της. Αυτό ήταν – ρομαντικό, μια προσεκτική εισαγωγή στην πιο αισθησιακή πλευρά της ζωής. Ήταν αυτό που θα έπρεπε να είχε συμβεί όταν ήταν δεκαοκτώ χρόνων και παντρεμένη – μαζί του. Προσπάθησε να βγάλει από το μυαλό της τη συγκεκριμένη σκέψη. Δεν θα άφηνε το παρελθόν τους να εισβάλει σε αυτό που ζούσαν τώρα. Το φιλί του έγινε λίγο πιο έντονο, και η γλώσσα του άρχισε να εξερευνά το στόμα της. Ακόμα και η γεύση του ήταν ευχάριστη στις αισθήσεις της. Τον έσφιξε πάνω της. Εκείνος έκλεισε το πρόσωπό της στα χέρια του και τα δάχτυλά του απλώθηκαν στο σβέρκο της κάνοντάς τη να ανατριχιάσει από ευχαρίστηση. Αλλά τότε ξαφνικά σταμάτησε να τη φιλάει και την κοίταξε. Τα πράσινα μάτια του ήταν ζεστά και γεμάτα ερωτηματικά. Τα δικά της μάτια παρέμειναν φωτεινά. Της έδινε την ευκαιρία να σταματήσει αυτό που γινόταν ανάμεσά
τους; Αλλά ήταν μια πολύ σύντομη ευκαιρία. Το επόμενο φιλί ήταν πολύ πιο προκλητικό και πιο συναρπαστικό επειδή είχαν πάρει μαζί, αν και σιωπηλά, την απόφαση να προχωρήσουν. Άρχισε να ξεκουμπώνει την μπλούζα της. Εκείνη τράβηξε το πουκάμισό του από το παντελόνι του. Κινούνταν και οι δύο αργά για να μη σταματήσουν το φιλί. Δεν υπήρχε βιασύνη – ακόμα. Η επιθυμία γινόταν πιο έντονη, αλλά ήταν συναρπαστικό να την απολαύσουν. Η φούστα της ξεκουμπώθηκε και έπεσε στους γοφούς της. Το χέρι του γλίστρησε μέσα στα εσώρουχά της και την πίεσε πάνω του. Ω, Θεέ μου, όλες της οι αισθήσεις είχαν ξυπνήσει! Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του με ένα βογκητό. Εκείνος την ανασήκωσε και πέρασε το ένα της πόδι γύρω από τους γοφούς του κι έτσι εκείνη έκανε το ίδιο με το άλλο πόδι. Την πήγε έτσι στο κρεβάτι και την ακούμπησε προσεκτικά στην άκρη του. Δεν ξάπλωσε μαζί της αλλά στάθηκε εκεί όρθιος με το βλέμμα καρφωμένο στο δικό της. Έβγαλε το πουκάμισό του και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Εκείνη τον κοίταξε σαν μαγεμένη. Είχε πραγματικά ωριμάσει και είχε γίνει ένας εντυπωσιακός νέος άντρας με φουσκωμένους μυς, γυμνασμένα μακριά πόδια, λεπτή μέση. Και εκείνα τα πολύ μακριά, κατάμαυρα μαλλιά που του έδιναν μια τόσο άγρια, πρωτόγονη όψη όταν χύνονταν ελεύθερα όπως τώρα. Αλλά η έκφραση στα μάτια του τη συγκλόνισε. Δεν ήταν το πάθος – μαζί με το πάθος υπήρχε και κάτι άλλο, μια ανάγκη, μια βαθιά επιθυμία, σαν να περίμενε σε όλη του τη ζωή γι’ αυτό. Το φανταζόταν; Θα μπορούσε να το είχε πει αυτό για τον εαυτό της, αλλά για εκείνον; Ωστόσο, η επιθυμία στα μάτια του τη συγκλόνισε. Χτύπησε ακριβώς τη σωστή χορδή μέσα της και την έκανε να απλώσει τα χέρια της προς εκείνον. Με ένα βογκητό έβγαλε τα εσώρουχά της, έσκυψε μπροστά και γλίστρησε τα χέρια του μέσα στο μεσοφόρι της. Οι λεπτές τιράντες που το συγκρατούσαν άνοιξαν εύκολα καθώς πέρασε τα χέρια του από κάτω τους, άγγιξε το στήθος της και λύθηκαν τελείως όταν έσκυψε και πήρε ένα από τα στήθη της στο στόμα του. Εκείνη τον έσφιξε πάνω της με τα χέρια και τα πόδια της. Μια υπέροχη ταραχή απλώθηκε μέχρι βαθιά μέσα της. Οι αισθήσεις της πήραν φωτιά. Δεν μπορούσε να μείνει ακίνητη. Άρχισε να πάλλεται, να στριφογυρίζει, να απαιτεί – κάτι. Και, ξαφνικά, είχε αυτό που ποθούσε, αυτή τη σκληρή πίεση στη λεκάνη της που διείσδυε μέσα της και τη γέμιζε ακριβώς εκεί που ένιωθε
κενό. Ένιωσε τόση ανακούφιση που εκείνος ήξερε πώς να της δώσει αυτό που χρειαζόταν ώστε μόλις που ένιωσε έναν στιγμιαίο πόνο – και μετά πλημμύρισε το είναι της. Εκπληκτικό! Μια τόσο υπέροχη αίσθηση να τον έχει βαθιά μέσα της. Η προσμονή τής είχε κόψει την ανάσα. Αλλά εκείνος δεν κουνήθηκε! Τουλάχιστον το σώμα του έμεινε απολύτως ακίνητο, κρατώντας την καρφωμένη εκεί στο κρεβάτι ενώ το στόμα του άγγιζε και εξερευνούσε το δικό της. Δεν ήξερε γιατί ένιωθε τόσο απελπισμένα γεμάτη ανάγκες, αλλά τον φίλησε κι εκείνη άγρια, έτοιμη να εκραγεί από το πάθος που ουρλιάζει για ανακούφιση. Ο Ρίτσαρντ βόγκηξε, τραβήχτηκε λίγο και μετά χώθηκε πάλι μέσα της. Δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα. Ω, Θεέ μου, η ηδονή που ένιωθε ξεπερνούσε οτιδήποτε θα μπορούσε να φανταστεί. Την πλημμύρισε ολόκληρη φτάνοντας μέχρι τα δάχτυλά της. Κάθε αργή κίνησή του τη συγκλόνιζε περισσότερο, την ανάγκαζε να σφιχτεί πάνω του για το υπέροχο ταξίδι, κυρίευε το μυαλό της, την ύπαρξή της. Τελείωσε πολύ γρήγορα. Η Τζούλια ένιωσε μια αμυδρή απογοήτευση που οι εκπληκτικές αυτές αισθήσεις δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο. Αλλά εκείνος σφίχτηκε, πήρε μια έκφραση σαν να πονούσε και μετά αφέθηκε σε μια κραυγή ηδονής. Το κεφάλι του έπεσε στον ώμο της κι εκείνος έγειρε πάνω της λαχανιασμένος. Μετά από ένα τρυφερό φιλί στον λαιμό, ένιωσε ολόκληρο το σώμα του να χαλαρώνει πάνω στο δικό της. Η τρυφερότητα που την πλημμύρισε τη συγκλόνισε.
Κεφάλαιο Τριάντα Ένα Η λάμψη του πάθους τους είχε σβήσει –αλλά είχε μείνει αρκετά ώστε να καταλάβει η Τζούλια ότι δεν ήθελε να τσακώνεται πια με τον Ρίτσαρντ– τουλάχιστον όχι σήμερα. Ήταν ακόμα ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Όταν κατέβηκε από πάνω της, την ανασήκωσε, τη γύρισε στο πλάι και στήριξε το κεφάλι της πάνω στο μαξιλάρι. Ξάπλωσε πίσω της και κουλουριάστηκε γύρω της. Φίλησε τον ώμο της και πέρασε το χέρι του γύρω της για να την κρατήσει εκεί. Τουλάχιστον δεν την είχε εγκαταλείψει αμέσως όταν ένιωθε ακόμα ένα μοναδικό δέσιμο μαζί του. Αυτό θα την πλήγωνε. Παρόλο που αγγίζονταν ακόμα, κανένας τους δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Στο τέλος, η Τζούλια άρχισε να νομίζει ότι τον είχε πάρει ο ύπνος, κουλουριασμένος πάνω της, κι αυτό μπορεί να ήταν καλό. Δεν ήταν σίγουρη τι έπρεπε να του πει τώρα, μετά απ’ ό,τι είχαν κάνει. Φοβόταν ότι το θέμα που έπρεπε να συζητήσουν θα κατέστρεφε αυτή την εύθραυστη ανακωχή. Στην πραγματικότητα, δεν ήξερε καν αν αυτό μπορούσε να θεωρηθεί ανακωχή. Η ίδια ένιωθε ευάλωτη και δεν είχε ιδέα πώς θα τον επηρέαζε η απροσδόκητη αυτή κατάσταση. Ο Ρίτσαρντ είχε θυμώσει μετά το φιλί τους στο πανδοχείο, κατηγορώντας εκείνη για αυτό που δεν έπρεπε να έχει συμβεί. Η τωρινή φάση ξεπερνούσε τόσο ένα απλό φιλί ώστε δεν υπήρχε σύγκριση. Επιτέλους ήξερε τι είναι ο έρωτας και ήταν υπέροχο. Αλλά δεν εξαπατούσε τον εαυτό της – ήξερε ότι μπορούσε να βιώσει την ίδια συγκίνηση με κάποιον που αγαπούσε. Δεν ήταν μόνο ο Ρίτσαρντ που μπορούσε να ξυπνήσει τέτοιες επιθυμίες μέσα της. Μπορεί να ένιωθε μεγάλη έλξη για εκείνον, μπορεί ακόμα και να της άρεσε – μερικές φορές. Θα μπορούσε να είναι το τέλειο ταίρι αν είχαν γνωριστεί σε διαφορετικές συνθήκες και δεν είχαν εκείνη την άθλια ιστορία του συμβολαίου ανάμεσά τους. Αντ’ αυτού, τώρα ήταν η τέλεια τιμωρία για εκείνη! Μέχρι να τον ξεφορτωθεί, δεν θα έβρισκε εκείνον τον έναν και μοναδικό άντρα που υπήρχε κάπου εκεί έξω και την περίμενε. Ήταν σίγουρη για αυτό.
Έπρεπε να σηκωθεί και να ντυθεί. Η καμπίνα, που δεν είχε παράθυρο, δεν ήταν κρύα, αλλά δεν είχε και τόση ζέστη ώστε να μπορεί να μείνει ξαπλωμένη γυμνή. Ωστόσο, δεν κρύωνε καθώς ο Ρίτσαρντ τη ζέσταινε με το σώμα του. Άλλωστε, δεν κατάφερνε να βρει τη δύναμη να σταματήσει να τον αγγίζει. Αναστέναξε. Γιατί απολάμβανε να είναι ξαπλωμένη στην αγκαλιά του; Εκείνος θα πρέπει να άκουσε τον αναστεναγμό της γιατί τελικά της μίλησε. Ο τόνος του ήταν ανάλαφρος αλλά το θέμα ήταν τόσο διαφορετικό από οτιδήποτε είχε φανταστεί ώστε έμεινε εμβρόντητη. «Με τρομάζεις, Τζουλς. Δεν έχω νιώσει ποτέ έτσι με γυναίκα. Φιλάς τον ώμο μου και φοβάμαι ότι θα βυθίσεις τα δόντια σου στη σάρκα μου. Φιλάω το στόμα σου και φοβάμαι ότι θα μου σκίσεις τα χείλη. Αισθάνομαι ότι ρισκάρω τη ζωή μου όταν είμαι κοντά σου. Όχι, μη θίγεσαι». Γέλασε καθώς ολόκληρο το σώμα της σφίχτηκε. «Δεν λέω ότι αυτό είναι κακό. Μάλιστα είναι παράξενα συναρπαστικό». Το γέλιο την έκανε να κρατήσει τη γλώσσα της. Γύρισε ανάσκελα και τον κοίταξε. Ναι, τα πάντα πάνω του γελούσαν. Η Γκάμπριελ ήξερε αυτόν τον άντρα και τον θεωρούσε φίλο της. Αυτός δεν ήταν ο άντρας που ήξερε η Τζούλια. Δεν είχε κανέναν τρόπο να καταλάβει αν εκείνος αστειευόταν ή όχι, κι έτσι δεν προσπάθησε να βρει μια έξυπνη απάντηση για την περίπτωση που το έλεγε σοβαρά. Αλλά φαίνεται πως ήταν σε σκεπτική ή σκανταλιάρικη διάθεση γιατί συνέχισε: «Κρίμα που ήμασταν πολύ μικροί γι’ αυτό τότε. Αν το είχαμε κάνει, δεν θα είχαμε ανταλλάξει ποτέ ούτε μια κακή λέξη». «Μην είσαι σίγουρος». Η Τζούλια χαμογέλασε. «Ήσουν σνομπ». «Ίσως λίγο», παραδέχτηκε εκείνος γελώντας. «Αλλά όχι απέναντι σε σένα. Θα μπορούσες να είσαι βασίλισσα και θα φερόμουν το ίδιο. Δεν τα είχα ποτέ με σένα. Τα είχα με τον πατέρα μου που ήθελε να διαλέξει νύφη για μένα χωρίς καν να με ρωτήσει. Ο πυρήνας της οργής μου ήταν το γεγονός ότι δεν είχα κανέναν έλεγχο πάνω στη ζωή μου». Το θέμα είχε αρχίσει να γίνεται δύσκολο, αλλά εξακολουθούσαν να είναι ήρεμοι, ή τουλάχιστον η Τζούλια ήταν. Το γεγονός ότι μπορούσαν να το συζητήσουν αυτό χωρίς να πνίξουν ο ένας τον άλλο ήταν κάτι καταπληκτικό. Τότε ο τόνος του έγινε σοβαρός και συνέχισε. «Όταν ήμουν δεκαέξι, ήμουν πολύ μεγάλος πια για να μπορεί να με δέρνει ο πατέρας μου. Του έπαιρνα τη βίτσα όταν προσπαθούσε να με χτυπήσει με αυτή. Έτσι προσέλαβε τρεις νταήδες για να μου επιβάλλει τη βούλησή του. Ξέρεις πώς ήταν να με χτυπάνε
υπηρέτες οι οποίοι μισούσαν την αριστοκρατία και ένιωθαν μια διεστραμμένη ευχαρίστηση όταν τους πρόσταζε να μου δώσουν ένα μάθημα; Μετά με πετούσαν στα πόδια του πατέρα και το μόνο που έλεγε εκείνος ήταν: “Ίσως την επόμενη φορά θα κάνεις αυτό που σου λένε”. Τι είδους άντρας μπορεί να φέρεται έτσι στον γιο του;» «Κάποιος που σε μισεί;» «Μισεί; Ανοησίες. Όλο το μίσος είναι στη δική μου πλευρά. Είμαι σίγουρος ότι δεν ξέρει κανέναν άλλο τρόπο να υπάρχει». Η στάση αυτή την ενόχλησε, ειδικά μετά την ανάμνηση που είχε μοιραστεί μαζί της, η οποία την είχε κάνει να τον λυπάται. «Μην τον δικαιολογείς, Ρίτσαρντ, μόνο και μόνο επειδή είναι πατέρας σου». Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι του. «Δεν άκουσες ότι μόλις είπα πόσο τον μισώ;» Είχε θιχτεί. Η συζήτηση θα είχε τελειώσει απότομα αν δεν τον είχε σοκάρει ρωτώντας: «Είσαι σίγουρος ότι είναι ο αληθινός σου πατέρας;» «Φυσικά και είναι. Δεν ξέρεις πόσες φορές ευχήθηκα να μην ήταν, αλλά είναι». «Όμως πώς το ξέρεις;» «Επειδή δεν επεφύλασσε μόνο σε μένα αυτή τη σκληρή πειθαρχία. Στον Τσαρλς φερόταν με τον ίδιο τρόπο. Απλώς εκείνος υποχωρούσε και δεν αντιδρούσε ποτέ όπως εγώ. Και όταν ο πατέρας δεν μας τιμωρούσε, ήταν μάλλον φιλικός και με τους δυο μας. Όχι στοργικός, βέβαια. Ποτέ δεν ήταν στοργικός. Αλλά δεν έδειχνε και μίσος, απλώς θυμό όποτε καταπατούσαμε τους κανόνες του ή δεν υπακούαμε αμέσως σε αυτό που έλεγε. Και έτσι μεγάλωσε κι εκείνος, ξέρεις, οπότε υποθέτω πως θεωρούσε ότι αυτό που έπιασε στον ίδιο θα έπιανε και στους γιους του. Κακοί γονείς που μεγαλώνουν περισσότερους κακούς γονείς», κατέληξε αηδιασμένος ο Ρίτσαρντ. «Ανοησίες, ή μήπως θέλεις να πεις ότι εσύ θα μεγαλώσεις έτσι τα παιδιά σου;» «Θεέ μου, όχι βέβαια!» «Ακριβώς. Οπότε αυτό δεν είναι δικαιολογία για τον τρομερό τρόπο με τον οποίο ο πατέρας σου φερόταν στα παιδιά του». Η Τζούλια ήξερε για τη σεζόν που είχε περάσει η μητέρα του στο Λονδίνο, αλλά δεν ήταν σίγουρη ότι ήταν καλή ιδέα να το αναφέρει αυτό όταν φαινόταν πως ο Ρίτσαρντ δεν ήξερε τίποτα σχετικά και είχε ήδη αμυντική στάση σε σχέση με τον πατέρα του. Αν εκείνος και ο αδελφός του πραγματικά είχαν την
ίδια αντιμετώπιση, τότε οι υποψίες του Τζέιμς ότι ο Ρίτσαρντ θα μπορούσε να είναι νόθος ίσως ήταν τελείως αβάσιμες. «Είναι απλώς κακός», είπε τελικά. «Να που συμφωνούμε πάλι». Ο Ρίτσαρντ δεν φαινόταν να το διασκεδάζει καθόλου. Ανακάθισε στο κρεβάτι και φόρεσε το παντελόνι του. Καθώς έχασε ξαφνικά τη ζεστασιά του κορμιού του, η Τζούλια ένιωσε πραγματικά γυμνή, αλλά τα ρούχα της ήταν πεταμένα στο κέντρο του δωματίου. Ενώ προσπαθούσε να τυλιχτεί με τα σκεπάσματα, εκείνος πέταξε την μπλούζα και τη φούστα της στο κρεβάτι, κι έτσι ντύθηκε στα γρήγορα ενώ εκείνος κοίταζε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Ρίτσαρντ γύρισε προς το μέρος της μόνο αφού είχε βάλει το πουκάμισό του μέσα στο παντελόνι του. «Γιατί είσαι εδώ, Τζουλς;» Στον τόνο του, ακόμα και στην έκφραση του προσώπου του, υπήρχε μια κατηγόρια η οποία την έκανε να σφιχτεί. Γύρισε και σηκώθηκε από την άλλη πλευρά του κρεβατιού. «Σου το είπα. Μίλησα με τον πατέρα σου κι εκείνος μου είπε να προετοιμαστώ για τον γάμο μου – και μου εξήγησε τι είχε κάνει για να το πετύχει. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να τον σταματήσω». «Κατάλαβα», είπε λίγο εριστικά εκείνος. «Επομένως δεν βοηθούσες εμένα, βοηθούσες τον εαυτό σου». «Ακριβώς!» Ένιωσε τόσο θιγμένη ώστε της ήρθε αυθόρμητα να αντιδράσει έτσι. Εκείνος έσφιξε τα δόντια του. «Μπορούσες να μας είχες γλιτώσει και τους δύο από τον εφιάλτη αυτόν αν είχες απλώς αγνοήσει εκείνο το συμβόλαιο και είχες παντρευτεί κάποιον άλλο». «Αυτό σκόπευα να κάνω, με τις ευλογίες του πατέρα μου. Εκείνος πίστευε ότι μπορούμε να αντέξουμε τη θύελλα που θα δημιουργηθεί αν σπάσουμε το συμβόλαιο. Δεν ήξερε όμως ότι ο πατέρας σου σκόπευε να το μετατρέψει σε προσωπική βεντέτα και θα έκανε τα πάντα ώστε να μη συνέλθουμε ποτέ από το σκάνδαλο. Ο πατέρας σου το υπονόησε αυτό όταν πήγα να τον ενημερώσω ότι θα συνεχίσω τη ζωή μου. Δυστυχώς έχει τίτλο. Μπορεί να δημιουργήσει πολλά προβλήματα». «Δεν είναι ήδη τόσο πλούσια η οικογένειά σου ώστε να μην έχει σημασία;» «Προτείνεις να αποσυρθεί ο πατέρας μου; Δεν είναι καν μεσήλικας». «Όχι, αλλά μήπως υπερβάλλεις λίγο;» «Όταν ο πατέρας μου έχει αρχίσει μόλις να συνέρχεται από ένα σοβαρό
δυστύχημα που προκάλεσε μια μεγάλη βλάβη στον εγκέφαλό του για πέντε ολόκληρα χρόνια; Εσύ μπορεί να μην είχες πρόβλημα να αφήσεις τον πατέρα σου να μπλεχτεί σε ένα κοινωνικό και επαγγελματικό σκάνδαλο, αν η κατάσταση ήταν αντίστροφη, αλλά εγώ αγαπάω τον δικό μου πατέρα και δεν θα αφήσω τίποτα να διαταράξει την ανάρρωσή σου». «Λυπάμαι, δεν ήξερα ότι η κατάσταση του πατέρα σου είναι τόσο εύθραυστη». Ένιωσε πάλι τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα και χαμήλωσε το βλέμμα προσπαθώντας να ελέγξει τα συναισθήματά της. Τα μάτια της έπεσαν στο κρεβάτι και στα ανακατεμένα σκεπάσματα, απόδειξη ενός πολύ όμορφου πράγματος που είχε συμβεί ανάμεσά τους. Αυτό την ηρέμησε λίγο – στην πραγματικότητα, πολύ. Θα πρέπει να υπήρχε ένας τρόπος να πειστεί ο Ρίτσαρντ ότι το λογικό ήταν να βρουν μια λύση για να βγουν από την κατάσταση αυτή και όχι απλώς να την αγνοούν. «Δεν σκόπευε να σε αφήσει για πάντα στην Αυστραλία, ξέρεις», είπε σηκώνοντας τα μάτια της σε εκείνον πάλι. «Ήθελε απλώς να υποφέρεις και να νομίζεις ότι δεν θα έφευγες ποτέ από εκεί, ώστε να κάνεις ό,τι σου πει προκειμένου να γλιτώσεις από εκείνη την κόλαση». «Εκείνος κάτι τέτοιο θα σκεφτόταν βέβαια. Αλλά αμφιβάλλω αν ήξερε ακριβώς σε τι πράγμα με καταδίκαζε, αν είχε καταλάβει ότι μπορεί να μην επιβίωνα αρκετά ώστε να με “σπάσει”». Η Τζούλια είχε τις αμφιβολίες της, αλλά αποφάσισε να μην τις εκφράσει. «Ήμουν σίγουρη ότι μετά από αυτό το μαρτύριο θα έφευγες και θα εξαφανιζόσουν πάλι. Έτσι αντέδρασες παλιότερα – το έβαλες στα πόδια». «Τι άλλη επιλογή είχα τότε; Ουσιαστικά ήμουν παιδί». «Δεν είσαι παιδί πια», είπε εκείνη ήρεμα. «Και πιστεύω ότι μου το χρωστάς τώρα να βρεις έναν τρόπο να τελειώσουμε και οι δύο με όλο αυτό μια και καλή». Εκείνος την κοίταξε για λίγο πριν ρωτήσει καχύποπτα: «Προτείνεις να παντρευτούμε;» «Όχι! Φυσικά όχι. Αλλά έχω ξεμείνει από ιδέες. Αυτό το συμβόλαιο πρέπει να καταστραφεί, όμως δεν έχω κανέναν τρόπο να το βάλω στο χέρι». «Αν καταστραφεί θα τελειώσουν τα πάντα, παρόλο που όλοι ξέρουν ότι είμαστε αρραβωνιασμένοι όλα αυτά τα χρόνια;» «Όλοι το ξέρουν, αλλά κανείς δεν ξέρει ότι είναι γραμμένο με αίμα, ότι δένει τις οικογένειές μας και όχι μόνο εμάς. Οποιοδήποτε παιδί κάθε
οικογένειας θα έφτανε, ξέρεις. Δεν χρειαζόταν να είμαστε εσύ κι εγώ. Αλλά οι γονείς μου δεν είχαν άλλα παιδιά, και υποθέτω ότι ο πατέρας σου είχε ήδη σχέδια για τον Τσαρλς, οπότε μέχρι να πρωτοσυναντηθούμε, θεωρούνταν πια δεδομένο ότι εσύ κι εγώ θα φτιάχναμε αυτόν τον οικογενειακό δεσμό». «Θέλεις να πεις ότι ο Τσαρλς μπορούσε να σε είχε παντρευτεί – αφού έμεινε χήρος;» Εκείνη μισόκλεισε τα μάτια της. «Ναι, αν και αυτό δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό. Είμαι σίγουρη ότι ο πατέρας σου θα πρέπει να το είχε σκεφτεί, ωστόσο δεν πρότεινε ποτέ κάτι τέτοιο όσο καιρό έλειπες. Ίσως ο Τσαρλς να αρνήθηκε να πάρει και δεύτερη σύζυγο με το ζόρι». Ο Ρίτσαρντ συνοφρυώθηκε. «Την τελευταία φορά που τον είδα, ο αδελφός μου παραδέχτηκε ότι ο γιος του του έδωσε το θάρρος να αψηφήσει τον πατέρα μας και ότι ο πατέρας του φέρεται με το γάντι τώρα. Ο Τσαρλς και το αγόρι είναι ο σύνδεσμος του πατέρα με τον δούκα, στο κάτω κάτω». Τα μάτια του Ρίτσαρντ γλίστρησαν από πάνω της πριν προσθέσει: «Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι ο Τσαρλς δεν θα δεχόταν να σε παντρευτεί, αν του το ζητούσε. Εσύ κι εκείνος δεν ήσασταν ποτέ σε πόλεμο όπως εμείς». Η Τζούλια κοκκίνισε ελαφρά. «Ίσως μπορείς να τον ρωτήσεις γι’ αυτό κάποια μέρα. Αλλά αυτό δεν μας λύνει το πρόβλημά μας. Ο δεσμός μας είναι πολύ γνωστός. Επιπλέον, είναι επίσης γνωστό ότι εσύ έλειπες τόσα χρόνια και φαντάζομαι ότι θα φύγεις πάλι. Χωρίς γαμπρό και χωρίς συμβόλαιο ο πατέρας σου δεν θα είχε τίποτα για να με κρατήσει και αυτό θα έδινε λιγότερη βαρύτητα στις απειλές του». Ο Ρίτσαρντ αναστέναξε. «Εντάξει, δώσε μου λίγο χρόνο να σκεφτώ. Και μετά από αυτό, θα τελειώσουμε οριστικά, σωστά;» «Ασφαλώς, γιατί όχι;» Σταμάτησε και τα μάγουλά της βάφτηκαν κατακόκκινα καθώς εκείνος είχε καρφώσει το βλέμμα του στο κρεβάτι.
Κεφάλαιο Τριάντα Δύο Όταν ο Ρίτσαρντ της εξήγησε το σχέδιο να κλέψουν το συμβόλαιο από τον κόμη, η πρώτη σκέψη της Τζούλια ήταν «ναι!» Η τέλεια λύση! Αλλά μετά της είπε πώς θα το έκαναν κι εκείνη σκέφτηκε ότι είχε σίγουρα τρελαθεί. Εξακολουθούσε να το σκέφτεται αυτό. Το σχέδιό του παραήταν ριψοκίνδυνο! Οπότε φυσικά αρνήθηκε και ήταν κάθετη στην άρνησή της. Δεν τον είχε σώσει μόνο και μόνο για να ξαναπηδήξει στη φωτιά. Εκείνος δεν θύμωσε που η Τζούλια αντέδρασε – ενοχλήθηκε ίσως, αλλά δεν θύμωσε. Όμως η κοπέλα σίγουρα δεν περίμενε ότι θα παρουσίαζε το σχέδιο στους φίλους του το ίδιο βράδυ καθώς έτρωγαν στην καμπίνα του καπετάνιου. Αφού ο Ρίτσαρντ παρουσίασε το σχέδιό του, η Γκάμπριελ ήταν η πρώτη που αντέδρασε. «Τι καταπληκτική ιδέα! Και τόσο τολμηρή! Σχεδόν εύχομαι να μπορούσα κι εγώ να έρθω μαζί». Ο Ντρου κοίταξε τη γυναίκα του. «Αποκλείεται!» Μετά κοίταξε την Τζούλια με μια ανήσυχη έκφραση. «Εσύ συμφώνησες με αυτό το σχέδιο;» «Όχι, νομίζω ότι είναι πολύ επικίνδυνο τώρα που ξέρουμε μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο κόμης του Μάνφορντ», απάντησε η Τζούλια. «Έξυπνο κορίτσι», επιδοκίμασε ο Ντρου. Το γεγονός ότι ο Ντρου πήρε το μέρος της, έκανε την Τζούλια να παραδεχτεί: «Ωστόσο, πιστεύω ότι το να κλέψουμε το συμβόλαιο είναι καλή ιδέα. Απλώς δεν πιστεύω ότι ο Ρίτσαρντ κι εγώ θα έπρεπε να ρισκάρουμε να έρθουμε σε επαφή με τον κόμη για να το πετύχουμε». «Τότε πώς θα το κλέψουμε;» ρώτησε η Γκάμπριελ. «Θα μπορούσα να προσλάβω έναν επαγγελματία να το κάνει». «Έναν πραγματικό κλέφτη;» την αποπήρε ο Ρίτσαρντ. «Νομίζεις ότι διαφημίζονται;» Εκείνη τον κοίταξε απορημένη. Του είχε μόλις δώσει μια διέξοδο, απαλλάσσοντάς τον από άλλη ανάμειξη. Γιατί δεν είχε ενθουσιαστεί με τη δική της εκδοχή του αρχικού σχεδίου προκειμένου να αποφύγει τη συμμετοχή στη ληστεία;
Ο Τζέιμς φάνηκε να συντάσσεται μαζί της. «Οι κλέφτες βρίσκονται αρκετά εύκολα αρκεί να ξέρεις πού να ψάξεις», σχολίασε. «Έτσι γνώρισε τη γυναίκα του, την Ντάνι, ο γιος μου ο Τζέρεμι. Έπρεπε να προσλάβει έναν κλέφτη κι εκείνη έπεσε στην παγίδα που είχε στήσει για να βρει έναν». Η Τζούλια απόρησε που άκουσε τη φήμη αυτή να επιβεβαιώνεται. «Είχα ακούσει διάφορα άτομα να αστειεύονται ότι έχει παράξενο παρελθόν, αλλά δεν το είχα πιστέψει». «Είναι αλήθεια, αν και δεν έφταιγε η ίδια γι’ αυτό. Η καημένη η κοπέλα χωρίστηκε από την οικογένειά της όταν ένας συγγενής προσπάθησε να σκοτώσει εκείνη και τους γονείς της για να τους πάρει τον τίτλο. Ήταν πολύ μικρή και δεν είχε ιδέα ποια ήταν όταν τη βρήκε μια συμμορία νεαρών ληστών και την πήραν μαζί τους. Ο Τζέρεμι τη βοήθησε να έρθει σε επαφή με τη μητέρα της, η οποία είχε επιβιώσει από την τραγωδία. Φυσικά, ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της πια», πρόσθεσε ο Τζέιμς με ένα γέλιο. «Οπότε δεν θα είχε σημασία αν ήταν αριστοκράτισσα ή όχι». «Πράγμα που συνέβη στην περίπτωσή σου, έτσι δεν είναι;» Ο Ντρου δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να πεταχτεί. «Κλείσ' το, Γιάνκη», είπε ο Τζέιμς ανάλαφρα. «Και οι δύο ξέρουμε ότι η αδελφή σου είναι εξαίρεση σε όλους τους κανόνες. Άλλωστε, δεν φταίει η Τζορτζ που έχει βάρβαρους για αδέλφια». Η Τζούλια κοίταξε προσεκτικά τον Ρίτσαρντ τη στιγμή που αναφέρθηκε η μια και μοναδική αληθινή αγάπη του. Δεν έδειξε να το προσέχει καθόλου. Παρόλο που μπορεί να ήταν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που τον έκανε να κρύψει τα συναισθήματά του αφού στο δωμάτιο ήταν ο σύζυγος της εν λόγω κυρίας. Αλλά ο Ρίτσαρντ φαίνεται πως εξακολουθούσε να προτιμάει το δικό του σχέδιο από εκείνο της Τζούλια, προφανώς επειδή ήταν πράγματι τόσο τολμηρό όπως είχε τονίσει η Γκάμπι, και αυτό του άρεσε. Ή ίσως ένιωθε τόσο υποχρεωμένος απέναντί της επειδή είχε οργανώσει τη διάσωσή του, ώστε αν το σχέδιό του δεν ήταν ριψοκίνδυνο, δεν θα αφαιρούσε το χρέος του προς εκείνη. Ήθελε οπωσδήποτε να τακτοποιήσει το χρέος αυτό. Θα πρέπει να τον ενοχλούσε πολύ ότι της χρωστούσε κάτι. Είτε έτσι είτε αλλιώς, φαίνεται πως ήθελε κι άλλη σύμφωνη γνώμη για να γείρει η πλάστιγγα προς το μέρος του. Τελικά γύρισε στον Ορ. «Τι γνώμη έχεις εσύ για το σχέδιό μου;» ρώτησε. Ο Ορ δεν το σκέφτηκε καν. «Η μοίρα θα αποφασίσει», είπε.
Ακούστηκαν κάποιες αποδοκιμασίες. «Οι άνθρωποι αποφασίζουν τη μοίρα τους», είπε ο Ρίτσαρντ. «Δεν αποφασίζει η μοίρα για εκείνους». «Όχι;» αναρωτήθηκε ο Ορ και χαμογέλασε. «Είναι θέμα ερμηνείας λοιπόν». Η Τζούλια αναστέναξε. Ένας ουδέτερος, ένας με τον Ρίτσαρντ και ένας μαζί της. Ήλπιζε να το λύσει επιβεβαιώνοντας την υποστήριξη του Τζέιμς για την οποία δεν ήταν απολύτως σίγουρη ακόμα. «Οπότε πιστεύεις ότι ένας πληρωμένος κλέφτης είναι το καλύτερο σχέδιο;» «Δεν είπα αυτό, αγαπητή μου. Μάλιστα, θα πρέπει να τονίσω ότι αν τύχει να πιαστεί ο κλέφτης σου, το συμβόλαιο αυτό θα καταλήξει να κρυφτεί τόσο καλά που δεν θα ξαναδεί ποτέ το φως της μέρας. Οπότε φοβάμαι ότι θα πρέπει να συμφωνήσω με το κάθαρμα. Εκπληκτικό, δεν είναι; Θα υπέθετε κανείς ότι ένας άντρας που γλυκοκοιτάζει τη γυναίκα ενός άλλου δεν θα είχε το θάρρος να–» Ο Ρίτσαρντ πρόσεξε οπωσδήποτε αυτή την αναφορά στην Τζορτζίνα. «Εντάξει, το πιάσαμε, Μάλορι!» γρύλισε. «Όσο δυσάρεστο κι αν μου ήταν, πήγα να σου κάνω μια φιλοφρόνηση, βλάκα», είπε ξερά ο Τζέιμς. «Θα προτιμούσα να με προσβάλεις, ευχαριστώ πολύ», είπε εξίσου ξερά ο Ρίτσαρντ. Ο Τζέιμς σήκωσε τους ώμους του, αλλά μετά, ρίχνοντας μια ματιά στην Τζούλια, είπε: «Εκείνος θα πάρει το ρίσκο, όχι εσύ, πράγμα δίκαιο αν σκεφτεί κανείς τι σου χρωστάει». Η Τζούλια δεν μίλησε. Δεν μπορούσε να διαφωνήσει με τον Τζέιμς Μάλορι και αυτό έλυσε το ζήτημα.
Κεφάλαιο Τριάντα Τρία Η Τζούλια έπρεπε να είχε επιμείνει στην αρχική της απόφαση. Το σχέδιο του Ρίτσαρντ δεν μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς την πλήρη συμμετοχή της, και παρόλο που μπορεί να την έπεισαν να συμφωνήσει εκείνο το βράδυ πάνω στο πλοίο του Τζέιμς, όσο περισσότερο το σκεφτόταν τόσο περισσότερο πίστευε ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα. Και να που τώρα ταξίδευε με την οικογενειακή άμαξα και ο Ρίτσαρντ καθόταν δίπλα της στο κομψό κάθισμα και θα έφταναν στο Γουίλοου Γουντς μέσα σε μία ώρα. «Είσαι έτοιμη να το συζητήσουμε αυτό;» ρώτησε ο Ρίτσαρντ με ύφος που έδειχνε ότι το διασκέδαζε. «Το αναβάλλεις διαρκώς αλλά πραγματικά δεν μπορείς να το αναβάλλεις άλλο». Την ενοχλούσε που το αντιμετώπιζε όλο αυτό σαν ένα παιχνίδι. Ήταν πραγματικά τόσο περιπετειώδης; Έπρεπε να είναι το ίδιο νευρικός με εκείνη! Ήταν πραγματικά γενναίο εκ μέρους του να το τολμήσει, μετά από αυτό που είχε προσπαθήσει ο πατέρας του να του κάνει – και που μπορούσε ωραιότατα να ξανακάνει. Ο πατέρας της είχε τονίσει τη συγκεκριμένη προοπτική όταν είχε πάει τον Ρίτσαρντ στο σπίτι της και του είχαν εξηγήσει μαζί το σχέδιο. Ο Ρίτσαρντ είχε δείξει πολύ σεβασμό στη συνάντηση αυτή. Η Τζούλια του είχε μιλήσει στο πλοίο για το ατύχημα του Τζέραλντ αλλά δεν είχε αναφέρει τις συνέπειες. Μέχρι τη συνάντηση με τον πατέρα της, ο Ρίτσαρντ δεν ήξερε ότι διηύθυνε μόνη της την οικογενειακή επιχείρηση τα τελευταία πέντε χρόνια. Της είχε ρίξει μερικά παραξενεμένα βλέμματα, σαν να μην μπορούσε να το πιστέψει. Αλλά χρειάστηκαν όλο το βράδυ για να πείσουν τον Τζέραλντ για την αναγκαιότητα του σχεδίου τους γιατί εκείνος επέμενε ότι η καλύτερη λύση ήταν να δώσει στον Μίλτον τόσα χρήματα που να μην μπορούσε να τα αρνηθεί. Αλλά τα χρήματα δεν είναι πάντα η λύση και ο Ρίτσαρντ είχε αντιδράσει στην ιδέα αυτή. «Δηλαδή νικάει; Κι εγώ αυτοεξορίστηκα από την Αγγλία εννέα ολόκληρα χρόνια για το τίποτα; Σας παρακαλώ, μην το κάνετε αυτό. Δεν το αξίζει». Να ανταμειφθεί ο κακός; Η Τζούλια είχε συμφωνήσει με όλη της την καρδιά
με τον Ρίτσαρντ πάνω σε αυτό. Ο Μίλτον έπρεπε να αναγκαστεί να δώσει λόγο, όχι να πληρωθεί. Ο Τζέιμς πρότεινε να ξεκινήσουν μια νομική διαδικασία εναντίον του. Είχε ήδη υποσχεθεί ότι θα φρόντιζε οι αδελφοί Καντέλ να βρουν τον μπελά τους αμέσως μόλις μάθαινε ότι το συμβόλαιο είχε καταστραφεί. Θα περίμενε μέχρι να πετύχει το σχέδιο του Ρίτσαρντ ώστε να μην υποψιαστεί ο κόμης ότι είχαν θυμώσει τόσο για εκείνο που είχε προσπαθήσει να κάνει στον Ρίτσαρντ. Όταν ο Τζέιμς θα τελείωνε μαζί τους, κανένας από τους αδελφούς Καντέλ δεν θα ξαναέπαιρνε ποτέ θέση εξουσίας. Αλλά ένας ευγενής του στέμματος δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί τόσο εύκολα και ο Ρίτσαρντ είχε αρνηθεί τη βοήθεια του Μάλορι σε αυτό, τονίζοντας ότι το σκάνδαλο θα επηρέαζε επίσης τον αδελφό και τον ανιψιό του, οι οποίοι ήταν αθώοι. Στο τέλος, η Τζούλια είπε στον πατέρα της: «Το σκάνδαλο, ακόμα κι αν τελικά ξεχαστεί, θα με εμποδίσει να συνεχίσω τη ζωή μου όπως λέγαμε». Δεν ήθελε να του πει ότι προσπαθούσε να τον προστατεύσει από αυτό μέχρι να αναρρώσει πλήρως, καθώς εκείνος θα θεωρούσε σίγουρα πως ήταν δικό του καθήκον να προστατεύσει την κόρη του και όχι το αντίστροφο. «Αλλά το σχέδιο αυτό θα βάλει όλο αυτό το πράγμα πίσω μας. Θα σπάσει όλους τους δεσμούς χωρίς να γίνει σκάνδαλο, κι έτσι θα μπορέσω να συνεχίσω τη ζωή μου». Ο Τζέραλντ είχε τελικά συμφωνήσει με την προϋπόθεση ότι θα έστελνε μια συνοδεία οκτώ οπλισμένων φρουρών μαζί τους. Έτσι θα είχαν και μάρτυρες αλλά και προστασία. Ο Ρίτσαρντ το είχε δεχτεί παρόλο που σχεδίαζε να αφήσει αυτόν τον μικρό στρατό στο κοντινότερο πανδοχείο κάτω από τις οδηγίες του Ορ. Θα παρακολουθούσαν το σπίτι μέρα και νύχτα αλλά από μακριά, γιατί αν εμφανίζονταν με τον στρατό αυτόν θα έδειχναν στον κόμη ότι ανησυχούσαν για κάτι. Και αυτό δεν θα υποστήριζε το ψέμα. Τώρα η Τζούλια γύρισε και κοίταξε τον Ρίτσαρντ. Είχε ντυθεί καλά για την περίσταση και έμοιαζε με έναν τυπικό νεαρό αριστοκράτη. Μέχρι που είχε και μια γραβάτα προσεκτικά δεμένη στον λαιμό του. Δεν είχε κόψει τα μαλλιά του αλλά τουλάχιστον ήταν τακτικά μαζεμένα πίσω του. Ήταν μόνοι τους στην άμαξα σε αυτό το τελευταίο μέρος του ταξιδιού. Χρειάζονταν δύο άμαξες για όλα της τα πράγματα και ο Ρίτσαρντ επέμεινε η καμαριέρα να ταξιδέψει μαζί με τον Ορ στην άλλη άμαξα ώστε να μιλήσουν χωρίς να τους ακούει κανείς. Ο καιρός ήταν ζεστός, ο ουρανός ασυννέφιαστος – ωραία μέρα για μια τέτοια φαρσοκωμωδία.
«Τι έχουμε να συζητήσουμε;» ρώτησε τον Ρίτσαρντ. «Εσύ θα τον αντιμετωπίσεις, εγώ θα συμφωνήσω μαζί σου, θα εγκατασταθούμε για να ψάξουμε. Πολύ απλό». «Τότε σταμάτα να τρίζεις τα δόντια σου σαν να πρόκειται να σ’ τα βγάλουν. Θα αναγκαστείς να πεις κάποια ψέματα κι εσύ. Είσαι σε θέση να το κάνεις;» «Το ρωτάς αυτό επειδή δεν ήθελα να πω ψέματα στον πατέρα μου; Τον αγαπάω. Υπάρχει μεγάλη διαφορά». «Το να προστατεύεις κάποιον που αγαπάς είναι μερικές φορές προτιμότερο». «Και αν ο πατέρας σου τρέξει στο Λονδίνο να μιλήσει στον δικό μου γι’ αυτό;» Εκείνος αναστέναξε. «Έχεις ένα δίκιο». «Άλλωστε θα ακολουθήσω το παράδειγμά σου και θα αυτοσχεδιάσω αν χρειαστεί». «Τότε σε προειδοποιώ. Ο πατέρας μου μου είπε κάποτε ότι αν κοιμόμουν μαζί σου θα άλλαζες στάση. Μην κοκκινίσεις πολύ όταν του πω ότι είχε δίκιο». «Και γιατί πρέπει να το αναφέρεις αυτό;» Είχε ήδη κοκκινίσει. «Δεν είναι χαζός. Δεν θα πιστέψει ότι στα καλά του καθουμένου, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο, αλλάξαμε ξαφνικά γνώμη και θέλουμε να παντρευτούμε». Η Τζούλια ήλπιζε ότι θα έβρισκαν το συμβόλαιο κάποια στιγμή σήμερα. Όσο λιγότερο χρόνο περνούσε κάτω από τη στέγη του κόμη, τόσο καλύτερα θα ήταν. Αλλά δεν υπήρχε τρόπος να αποφύγει την αρχική αντιπαράθεση που θα τους έφερνε στη θέση να μείνουν κάτω από εκείνη τη στέγη για όσο καιρό χρειαζόταν ώστε να βρουν το συμβόλαιο και να το καταστρέψουν. Αν παρίσταναν το ευτυχισμένο ζευγάρι, θα είχαν πλήρη πρόσβαση στο σπίτι καθώς αυτή ήταν η μόνη δικαιολογία για να βρίσκονται εκεί. Εξακολουθούσε να το θεωρεί παράξενο ότι ο Ρίτσαρντ σκέφτηκε μια τέτοια ιδέα. Ούτε και μπορούσε να ξεχάσει το γλυκόπικρο σχόλιο του πατέρα της σχετικά: «Πάντα ήλπιζα ότι θα έβλεπα τη μέρα που η κόρη μου και ο γιος του κόμη θα σχεδίαζαν τον γάμο τους. Είναι τραγική ειρωνεία να συμβαίνει, αλλά να, είναι μόνο μια φάρσα». Η Τζούλια τινάχτηκε όταν ο Ρίτσαρντ άγγιξε ξαφνικά το μάγουλό της. Εκείνος κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του. «Δεν πρέπει να τινάζεσαι όταν σε χαϊδεύω», είπε. «Υποτίθεται πως είσαι ερωτευμένη».
«Αυτό δεν σημαίνει λευκή κάρτα δημοσίως», διαφώνησε εκείνη. «Τέτοιες εκδηλώσεις αποδοκιμάζονται ξέρεις». «Από ποιον;» Γέλασε. «Από ηλικιωμένες κυρίες που προέρχονται από τον περασμένο αιώνα όπου οι περισσότεροι γάμοι ήταν από προξενιό; Επιπλέον, η κατάστασή μας είναι μοναδική με την έννοια ότι είναι απλώς μια παράσταση, και οι παραστάσεις χρειάζονται αυτό το κάτι επιπλέον για να γίνουν πειστικές. Ίσως μάλιστα χρειαστεί να το κάνουμε αυτό περισσότερες φορές – για καλύτερο αποτέλεσμα». Έσκυψε και τη φίλησε τόσο ξαφνικά ώστε δεν είχε την ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί. Την τράβηξε κοντά του και το χέρι του σκέπασε το μάγουλό της καθώς τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της και τα πίεσαν ελαφρά. Σύντομα η πίεση δεν ήταν τόσο ελαφριά πια και ο Ρίτσαρντ έχασε τον έλεγχο. Εκείνη σφίχτηκε. Δεν έπρεπε να το κάνουν αυτό ξανά! Δεν υπήρχε κανένας λόγος! Αλλά η θέλησή της δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να αγνοήσει τον πειρασμό. Ακριβώς όταν άρχισε να λιώνει, την έσπρωξε πίσω στη θέση της, ένα μέτρο μακριά του. «Κατάλαβες τι εννοώ, έτσι;» Ακούστηκε λαχανιασμένος. Αναγκάστηκε και η ίδια να πάρει μια βαθιά ανάσα πριν ακουμπήσει το κεφάλι της στο κάθισμα, κλείσει τα μάτια της και πει όσο πιο ήρεμα μπορούσε: «Θα αποφύγεις να δώσεις μια τόσο καλή παράσταση, σε παρακαλώ». «Χρειάζεσαι περισσότερη εξάσκηση;» Τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του. «Κατάλαβα! Τώρα δώσε μου λίγη ηρεμία για την υπόλοιπη διαδρομή ώστε να ανασυγκροτηθώ». «Μη με απογοητεύσεις, Τζουλς. Το κάνω αυτό για σένα, ξέρεις. Προσωπικά, θα προτιμούσα χίλιες φορές να μην ξαναδώ στα μάτια μου αυτόν τον τύραννο».
Κεφάλαιο Τριάντα Τέσσερα Καθώς η Τζούλια κατέβαινε από την άμαξα, θυμήθηκε την πρώτη επίσκεψή της στο Γουίλοου Γουντς. Το δέος της ήταν ίδιο με την ημέρα εκείνη πριν από τόσο καιρό. Ήταν τρομοκρατημένη αλλά έπρεπε να το κρύψει. Δεν ήταν πια το μικρό κοριτσάκι που ήλπιζε πως ο μνηστήρας της θα τη συμπαθούσε. Ήταν μια ενήλικη γυναίκα που έπρεπε να παριστάνει ότι την ήθελε. Δεν τους ανήγγειλε κανείς. Ο Ρίτσαρντ δεν χτύπησε την εξώπορτα. Μπήκε μέσα σαν να μην είχε φύγει ποτέ – σαν να ήταν ακόμα σπίτι του. Στον προθάλαμο δεν υπήρχαν υπηρέτες για να τους σταματήσουν. Το Γουίλοου Γουντς δεν είχε ποτέ πολλούς υπηρέτες παρά το εντυπωσιακό μέγεθός του. Η μητέρα της Τζούλια είχε σχολιάσει κάποτε με αρκετά πονηρό ύφος ότι οι Μίλερ είχαν διπλάσιους υπηρέτες και για ένα σπίτι που ήταν πολύ μικρότερο. Ο Τζέραλντ συνοφρυώθηκε με τη στάση της και της θύμισε ότι δεν χρειάζονταν όλους τους υπηρέτες που εκείνη τόσο σπάταλα συνήθιζε να προσλαμβάνει. Η Τζούλια χαιρόταν που θυμήθηκε το σχόλιο της μητέρας της σήμερα. Αυτός ήταν ουσιαστικά ο βασικός λόγος που ο κόμης αρνιόταν να λύσει το συμβόλαιο. Η έλλειψη χρημάτων τον ανάγκαζε να ζει σε όλα τα επίπεδα πολύ συγκρατημένα σε σχέση με άλλους αριστοκράτες του επιπέδου του. Ήταν επίσης ο βασικός λόγος που μπορεί να τους πίστευε σήμερα... επειδή ήθελε να τους πιστέψει. Πήγαν ίσια στο γραφείο του κόμη και μπήκαν. Το χέρι του Ρίτσαρντ ήταν περασμένο γύρω από τη μέση της. Για να δημιουργήσει τη σωστή πρώτη εντύπωση; Ή επειδή νόμιζε ότι μπορεί να έκανε πίσω εκείνη; Αλλά ένιωθε πιο σίγουρη για τον εαυτό της τώρα. Μπορούσε να τα καταφέρει. Ο Μίλτον καθόταν στο γραφείο του. Δεν σήκωσε αμέσως το βλέμμα, ίσως γιατί νόμιζε ότι ήταν κάποιος υπηρέτης που είχε έρθει να τον ενοχλήσει για κάτι. Όταν σήκωσε το βλέμμα του, τους κοίταξε εμβρόντητος. Δεν κουνήθηκε, δεν ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του. Φαίνεται πως είχε σοκαριστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε έμεινε άφωνος.
Αυτό επέτρεψε στον Ρίτσαρντ να αναγγείλει: «Θα παντρευτούμε πατέρα. Δεν θα πω ότι κέρδισες» –έκανε μια παύση και κοίταξε την Τζούλια με ένα τρυφερό χαμόγελο– «όταν εγώ είμαι αυτός που κερδίζει εδώ». Ο κόμης δεν πήρε καμία θριαμβευτική έκφραση αλλά το χρώμα ανέβηκε στα μάγουλά του και τα παγωμένα γαλάζια μάτια του καρφώθηκαν στον γιο του. Η Τζούλια άρχισε να αναρωτιέται αν είχε ακούσει τον Ρίτσαρντ ή αν δεν μπορούσε να συνέλθει από το γεγονός ότι ο Ρίτσαρντ δεν ήταν πια πάνω σε ένα πλοίο πηγαίνοντας στην κόλαση – εκεί που τον είχε βάλει. Μάλιστα, φαίνεται πως αυτό ήταν το μόνο που τον ενδιέφερε καθώς τελικά είπε: «Πώς είναι δυνατόν να είσαι εδώ;» «Αυτό το κατάφερε η μέλλουσα γυναίκα μου». «Η – μέλλουσα γυναίκα σου;» Τα μάτια του Μίλτον έπεσαν πάνω στην Τζούλια σαν να την έβλεπαν για πρώτη φορά. «Μου είπες ψέματα;» τη ρώτησε συνοφρυωμένος. «Για ποιο πράγμα; Ότι ο γιος σας κι εγώ είχαμε συμφωνήσει να μην παντρευτούμε ποτέ; Όχι, αυτό ήταν αλήθεια εκείνη τη στιγμή. Όταν τον συνάντησα πρόσφατα στο Λονδίνο και αρχίσαμε να μιλάμε, δεν αναγνωρίσαμε ο ένας τον άλλο. Όταν καταλάβαμε την αλήθεια, ξαφνιαστήκαμε τόσο και που όλη η παλιά εχθρότητα ξύπνησε μέσα μας κι έτσι χωριστήκαμε με μερικά πολύ οργισμένα λόγια. Εγώ ήμουν πεπεισμένη ότι δεν είχε αλλάξει καθόλου». «Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ για εκείνη», πρόσθεσε ο Ρίτσαρντ με ένα χαμόγελο. «Αλλά όταν μου είπατε πού τον είχατε στείλει, θυμάστε ότι με ρωτήσατε αν ήμουν ευχαριστημένη;» Τα μάτια της στένεψαν. «Δεν ήμουν, καθόλου! Και πριν καλά καλά γυρίσω σπίτι, ήξερα ότι έπρεπε να τον βγάλω από την τρομερή αυτή κατάσταση. Δεν μπορούσα να αντέξω την ιδέα ότι εκείνος υπέφερε. Τότε κατάλαβα ότι αυτό που είχα νιώσει σαν παιδί, είχε σβήσει». «Είναι ακόμα εκρηκτική», πετάχτηκε ο Ρίτσαρντ κοιτάζοντάς την τρυφερά. «Αλλά όταν είναι με το μέρος μου, είναι αξιαγάπητη». Η Τζούλια παραλίγο να ξεχάσει τι ήθελε να πει γιατί ο Ρίτσαρντ ακουγόταν τόσο περήφανος για εκείνη ώστε αυτό την τάραξε. Τελικά, κατάφερε να συνεχίσει. «Πήγα ίσια στις αποβάθρες και βρήκα το πλοίο με τους κατάδικους πριν σαλπάρει. Βρήκα τον φίλο του Ρίτσαρντ εκεί. Κι εκείνος έψαχνε–» «Και κάποιος άλλος ξέρει για όλα αυτά;» τη διέκοψε ο Μίλτον απότομα. Ο Ρίτσαρντ ανασήκωσε το ένα του φρύδι. «Πραγματικά νόμιζες ότι θα
πλησίαζα τα λημέρια του λιονταριού μόνος; Ένας φίλος είχε έρθει μαζί μου, απλώς δεν ήταν μέσα στο δωμάτιο όταν οι λακέδες σου με έβγαλαν σηκωτό από αυτό. Ήξερε πού έπρεπε να ψάξει για να με βρει. Απλώς δεν είχε την ευκαιρία να με ελευθερώσει από τους φρουρούς που με συνόδευσαν στο Λονδίνο. Και μια βδομάδα πήγε χαμένη επειδή νόμιζε ότι με κρατούσαν στις αποβάθρες, σε ένα κτίριο που θα χρειαζόταν ένας μικρός στρατός για να μπει σε αυτό. Δεν είδε ότι με είχαν βγάλει από την πίσω πόρτα και με είχαν σύρει μέχρι το πλοίο». Είχαν συμφωνήσει να δώσουν μια τελείως διαφορετική εκδοχή της διάσωσης για τρεις καλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα, ο Ρίτσαρντ δεν ήθελε να σκέφτεται ο πατέρας του ότι μόνο εκείνος και η Τζούλια ήξεραν πως είχε παρανομήσει για να φυλακίσει τον γιό του. Αν το ήξερε και κάποιος άλλος, και μάλιστα ένας φίλος, αυτό θα έκανε τον κόμη να το σκεφτεί διπλά πριν δοκιμάσει πάλι κάτι ανάλογο. Ωστόσο, αν ανέφεραν την ανάμειξη του Τζέιμς Μάλορι, μπορεί να πετύχαιναν το αντίθετο αποτέλεσμα, κάνοντας τον Μίλτον να πανικοβληθεί που ένας άλλος ευγενής ήξερε αυτό που είχε κάνει, και ο πανικός μπορεί να τον ωθούσε να αντιδράσει άσχημα. Η απλοποιημένη αυτή εκδοχή τούς επέτρεπε να αφήσουν τον Τζέιμς έξω από την ιστορία. Και τέλος, η πιο γρήγορη διάσωση τους έδινε σχεδόν μια βδομάδα για να «ερωτευτούν» αντί για τις δύο μέρες που είχαν πάνω στο πλοίο. Η Τζούλια ένιωθε αρκετά σίγουρη για τον εαυτό της ώστε να τελειώσει την ιστορία. «Ο φίλος του είχε μόλις ανακαλύψει πού πήγαιναν τον Ρίτσαρντ και είχε αποφασίσει να τον βγάλει από το πλοίο, ακριβώς όπως εγώ, αν κι εκείνος θα το έκανε επιθετικά. Του έδωσα αρκετά χρήματα για να το κάνει με τον εύκολο τρόπο. Είναι τόσο απλό να δωροδοκήσεις έναν φρουρό. Μόλις τους υποσχεθήκαμε το σωστό ποσό, μας έδωσαν αμέσως τον Ρίτσαρντ». Ο Μίλτον κατάφερε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του καθώς άκουγε με ποιο τρόπο είχε καταστραφεί το σχέδιό του. «Και τώρα;» ρώτησε ψυχρά. Ο Ρίτσαρντ γέλασε. «Φαντάζομαι πως δεν με άκουσες, πατέρα. Η Τζούλια κι εγώ θα παντρευτούμε, όχι λόγω εκείνου του ηλίθιου συμβολαίου αλλά επειδή το θέλουμε. Είναι καταπληκτικό πράγμα ο έρωτας. Σε σπρώχνει να συγχωρέσεις ανθρώπους που δεν τους αξίζει καμία συγχώρεση». Ο τόνος του Ρίτσαρντ είχε γίνει ξεκάθαρα παγερός και η Τζούλια άρχισε να πανικοβάλλεται. Μιλούσε για εκείνη; Ή για τον πατέρα του; Αλλά βέβαια αυτό ήταν για τον πατέρα του. Συνειδητοποίησε ότι δεν θα ήταν καθόλου φυσικό να παραστήσει ο Ρίτσαρντ ότι δεν ένιωθε καμία πικρία για αυτό που
είχε κάνει ο πατέρας του. Η παράστασή του θα ήταν πιο πειστική με την προσθήκη λίγης οργής. Για να μειώσει την ξαφνική ένταση ανάμεσα στον πατέρα και στον γιο, στράφηκε στον Μίλτον. «Είμαι σίγουρη ότι δεν θα σας πειράξει αν ανακαινίσω μία από τις μεγάλες αίθουσες στο ισόγειο. Ίσως την αίθουσα της μουσικής;» Το βλέμμα του κόμη στράφηκε σε εκείνη και την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Για ποιο λόγο;» «Για κάποιον ακατανόητο λόγο, θέλει να παντρευτεί εδώ», απάντησε ο Ρίτσαρντ. «Ερωτεύτηκε το Γουίλοου Γουντς σαν παιδί παρά το γεγονός ότι έμενα εγώ εδώ», πρόσθεσε με ένα γέλιο. Πριν αρνηθεί ο κόμης, η Τζούλια συνέχισε. «Θα κάνω το δωμάτιο ένα υπέροχο παρεκκλήσι. Οι εργάτες και τα υλικά θα φτάσουν στις επόμενες μέρες. Έχετε πάστορα στο κτήμα, έτσι δεν είναι; Αν όχι, μπορώ να κανονίσω να έρθει επίσκοπος από το Λονδίνο για–» «Ναι, έχω πάστορα», την έκοψε ο Μίλτον. «Θαυμάσια, ένα λιγότερο πράγμα στο κεφάλι μου. Προσέλαβα τριπλά άτομα για να είμαι βέβαιη ότι η αίθουσα θα είναι έτοιμη στην ώρα της. Μπορεί να προσθέσω και έναν κλειστό κήπο, αν το επιτρέψει ο χρόνος. Και σας παρακαλώ μην ανησυχείτε, θα βάλω να αποκαταστήσουν τον χώρο στην παρούσα κατάστασή του μετά τον γάμο». «Τότε γιατί δεν γίνεται η τελετή έξω;» είπε ο Μίλτον. «Έχω ήδη πολλούς κήπους». «Αλλά αν βρέξει!» αναφώνησε η Τζούλια. «Όχι, πρέπει να γίνει μέσα. Τίποτα δεν θα με σταματήσει από το να κάνω τον γάμο που πάντα ονειρευόμουν». Ο Μίλτον κοίταξε και τους δυο τους. Το χέρι του Ρίτσαρντ έσφιξε τη μέση της. Αν αυτό δεν την προειδοποίησε για ό,τι θα επακολουθούσε, τότε η καχύποπτη λάμψη στα μάτια του Μίλτον της επιστούσε την προσοχή. «Το βρίσκω πολύ παράξενο ότι ερωτευτήκατε ο ένας τον άλλο μέσα σε μια βδομάδα – ακόμα κι αν δεν μισούσατε ο ένας τον άλλο τόσα χρόνια. Γιατί–» «Περάσαμε ένα μέρος από τη βδομάδα αυτή στο κρεβάτι», τον έκοψε ο Ρίτσαρντ. «Δεν μου είχες πει κάποτε ότι αυτό θα άλλαζε τη στάση της;» συνέχισε με ειρωνικό τόνο. «Ξέχασες να αναφέρεις ότι θα άλλαζε και τη δική μου». «Ρίτσαρντ!» φώναξε η Τζούλια, νιώθοντας ντροπή αλλά και θυμό, τον οποίο
έστρεψε στον κόμη του Μάνφορντ. «Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να σας εξηγήσουμε. Ο μόνος λόγος που είμαστε εδώ είναι για τον γάμο, αλλά εδώ που τα λέμε, ήταν μάλλον της μητέρας μου το όνειρο να γίνει εδώ ο γάμος παρά δικό μου. Μου εμφύσησε αυτό το όνειρο επειδή έβλεπα μεγαλείο στο μέρος αυτό μέσα από τα μάτια του παιδιού, αλλά η αλήθεια είναι ότι το σπίτι σας έτσι όπως είναι, μάλλον δεν κάνει». «Πώς τολμάς–» άρχισε ο Μίλτον. «Ταπετσαρίες που ξεφλουδίζουν», συνέχισε η Τζούλια, «σπασμένες σανίδες στο πάτωμα, το ένα τρίτο από τα κρύσταλλα του κεντρικού πολυέλαιου λείπουν, κορνίζες που σαπίζουν. Θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από ένα παρεκκλήσι για να γίνει το Γουίλοου Γουντς κατάλληλο να υποδεχτεί μέλη της αριστοκρατίας σε λιγότερο από έναν μήνα. Όχι ότι δεν μπορώ να τα καταφέρω. Όλα όσα χρειάζονται για να ανακαινιστεί ολόκληρο το σπίτι μπορούν προφανώς να βρεθούν σε αποθήκες των Μίλερ. Αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι θέλω να το κάνω τώρα. Μάλιστα, Ρίτσαρντ, ίσως είναι καλύτερα να φύγουμε. Ήταν κακή ιδέα». «Ένα λεπτό, αγάπη μου», είπε εκείνος κοιτάζοντας παραξενεμένος τον πατέρα του. «Δεν πιστεύεις ότι αυτή είναι μια επανένωση, έτσι; Η Τζούλια προσπάθησε πολύ για να με πείσει να έρθουμε εδώ και να είσαι σίγουρος ότι δεν ήταν εύκολο. Θα ήμουν απολύτως ευχαριστημένος να μην ξαναπατήσω το πόδι μου στο μέρος αυτό, και μετά τον γάμο, δεν σκοπεύω να επιστρέψω ποτέ. Έχει δίκιο, αυτή ήταν μια κακή ιδέα, αλλά είναι μια ιδέα που έχει τεθεί ήδη σε λειτουργία. Η αναγγελία αναρτήθηκε πριν φύγουμε από το Λονδίνο και ο πατέρας της προφανώς θα έχει ήδη στείλει τις περισσότερες από τις προσκλήσεις». «Η τοποθεσία μπορεί να αλλάξει», διαβεβαίωσε τον Ρίτσαρντ. «Δεν χρειάζεται», είπε ο Μίλτον βραχνά και με κόκκινα μάγουλα. «Είστε ευπρόσδεκτοι να κάνετε τον γάμο εδώ». «Όταν μόλις αμφισβήτησες την αγάπη που τρέφουμε ο ένας για τον άλλο;» είπε ο Ρίτσαρντ στον πατέρα του. «Συνειδητοποιείς πόσο σκληρόκαρδος και στενόμυαλος είσαι όταν δεν καταλαβαίνεις πόσο εύκολο ήταν για μένα να την ερωτευτώ; Αλλά, έτσι για να ξέρεις, πατέρα, συναντηθήκαμε στο Λονδίνο και δεν αναγνωρίσαμε ο ένας τον άλλο. Την ερωτεύτηκα αυτόματα και προσπάθησα να την αποπλανήσω. Παραλίγο να υποκύψει καθώς ένιωθε κι εκείνη έλξη για μένα». «Ρίτσαρντ, σταμάτα να του δίνεις προσωπικές λεπτομέρειες!»
διαμαρτυρήθηκε πάλι η Τζούλια. Εκείνος δεν την αγνόησε, αλλά έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. «Σσσς», είπε πριν συνεχίσει τον αυτοσχεδιασμό του. «Ήταν σοκ για εμάς να ανακαλύψουμε ποιοι πραγματικά ήμασταν και όπως σου είπε, χωριστήκαμε θυμωμένοι. Αλλά μετά μας έφερες εσύ σε επαφή και εσύ είσαι υπεύθυνος για τα έντονα συναισθήματα που νιώσαμε – ανακούφιση, ευγνωμοσύνη, και θυμός, που για μια φορά δεν στρεφόταν ανάμεσά μας αλλά σε σένα. Και το ένα έφερε το άλλο, και η πρόσφατη έλξη που είχαμε μόλις νιώσει κυριάρχησε πάλι». «Θεέ μου», είπε απορημένη εκείνη. «Πραγματικά εκείνος είναι υπεύθυνος, έτσι δεν είναι; Δεν θα είχαμε ξανασυναντηθεί ποτέ αν δεν ένιωθα υποχρεωμένη να σε σώσω». Ο Ρίτσαρντ γέλασε. Θα πρέπει να είχε πετύχει τη σωστή έκφραση δέους, γιατί της είπε: «Δεν χρειάζεται να αισθάνεσαι υποχρεωμένη στον πατέρα μου, αλήθεια δεν χρειάζεται, αγάπη μου. Αλλά αν εξακολουθείς να θέλεις να παντρευτείς εδώ, υποθέτω ότι μπορώ να υπομείνω μερικές βδομάδες κάτω από τη στέγη αυτή μέχρι να τελειώσεις τις προετοιμασίες για τον μεγαλειώδη γάμο μας».
Κεφάλαιο Τριάντα Πέντε Η νεαρή καμαριέρα που είχε οδηγήσει την Τζούλια σε ένα δωμάτιο, ήθελε να καθαρίσει αμέσως. Δεν την είχαν ενημερώσει ότι θα είχαν καλεσμένους, κλαψούρισε, κι έτσι δεν είχε ετοιμάσει εγκαίρως το δωμάτιο. Η Τζούλια της είπε να φύγει και να επιστρέψει αργότερα για να καθαρίσει όταν δεν θα ήταν εκείνη εκεί. Ήθελε να μείνει μόνη της για λίγο για να ηρεμήσει και να σταματήσει να τρέμει. Μόλις έκλεισε την πόρτα, κατέρρευσε στο κρεβάτι αλλά ένα σύννεφο σκόνης την τύλιξε και άρχισε να βήχει και να φταρνίζεται για σχεδόν ένα λεπτό. Αυτό έκοψε μαχαίρι το τρέμουλο και παραλίγο να γελάσει όταν είδε το περίγραμμα των παπουτσιών της στο σκονισμένο πάτωμα. Δεν υπερέβαλλε για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το Γουίλοου Γουντς. Το δωμάτιο στο οποίο την είχαν οδηγήσει προφανώς δεν είχε χρησιμοποιηθεί ούτε καθαριστεί, εδώ και χρόνια. Εφόσον υπήρχαν τόσο λίγοι υπηρέτες, οι καμαριέρες −αν υπήρχαν περισσότερες από μία για όλο τον πάνω όροφο− καθάριζαν μόνο τα δωμάτια που χρησιμοποιούσαν μόνιμα. Της είχαν δώσει ένα δωμάτιο με γαλάζιες κουρτίνες, γαλάζιες ταπετσαρίες και γαλάζιο κάλυμμα κρεβατιού. Ή, τουλάχιστον, όλα αυτά ήταν κάποτε γαλάζια. Η ταπετσαρία ήταν τόσο ξεθωριασμένη πλέον που ήταν μάλλον γκρίζα. Οι σανίδες στο πάτωμα χρειάζονταν βερνίκι. Υπήρχε ένα στενό γραφείο αλλά όχι τουαλέτα ούτε καθρέφτης. Έπρεπε να κάνει μια λίστα με όλα τα πράγματα που θα χρειαζόταν από τις αποθήκες τους στο Λονδίνο. Γέμιζε το μυαλό της με τις λεπτομέρειες αυτές για να μη σκέφτεται τη συνάντηση με τον κόμη που της είχε κάνει τα νεύρα κουρέλι. Μπορεί να νόμιζε ότι ήταν σε θέση να τον αντιμετωπίσει, αλλά ήξερε πόσο εύκολο θα ήταν να κάνει λάθος και να πει κάτι που δεν έπρεπε. Δεν ήταν σίγουρη ότι ο Μίλτον είχε πειστεί πλήρως από την παράστασή τους παρά το γεγονός ότι τους έδωσε την άδειά του για τον γάμο, πράγμα που την είχε κάνει να τρέμει βγαίνοντας από το γραφείο του. Για έναν άντρα που ήθελε αυτόν τον γάμο επί τόσα χρόνια, δεν φαινόταν
καθόλου ευχαριστημένος που επιτέλους θα γινόταν. Ή τουλάχιστον όχι ακόμα. Προφανώς είχε κάποιους ενδοιασμούς – ή χρειαζόταν περισσότερες αποδείξεις ότι εκείνη και ο Ρίτσαρντ ήταν ειλικρινείς. Όπως έναν αληθινό γάμο. Άρχισε να γελάει υστερικά στη σκέψη αυτή, όμως σταμάτησε απότομα όταν η πόρτα άνοιξε ξανά και μπήκε μέσα ο Ρίτσαρντ. Τινάχτηκε όρθια σηκώνοντας ένα άλλο σύννεφο σκόνης το οποίο προσπάθησε να διώξει κουνώντας τα χέρια της. «Πρέπει να μάθεις να χτυπάς», είπε. Εκείνος έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω του. «Σε λίγο παντρευόμαστε. Δεν χρειάζεται να χτυπάω». «Αυτό δεν σου δίνει κανένα τέτοιο δικαίωμα», είπε η Τζούλια. «Ακόμα κι αν πραγματικά παντρευόμασταν», πρόσθεσε ψιθυριστά. Εκείνος χαμογέλασε και κοίταξε τη φρικτή κατάσταση του δωματίου. «Ήλπιζα», είπε κάνοντας μια γκριμάτσα, «ότι το δωμάτιό σου θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση από το δικό μου, αλλά προφανώς δεν είναι. Το Γουίλοου Γουντς είναι πραγματικά σε άθλια κατάσταση». «Αυτό δείχνει πόσο απελπισμένα θέλει ο πατέρας σου να παντρευτούμε». «Πάντα ήταν άπληστος αλλά τώρα προφανώς είναι απελπισμένος. Τα χρέη που του φόρτωσα έχουν αδειάσει τις τσέπες του. Φαίνεται πως αναγκάστηκε να δανειστεί από τον πεθερό του Τσαρλς για να ξεχρεώσει». «Σου αρέσει ο τζόγος;» «Όχι πραγματικά. Το είχα κάνει επίτηδες για να τον αναγκάσω να με αποκληρώσει τότε. Δεν έπιασε κι έτσι αναγκάστηκα να φύγω». Ήξερε τόσο λίγα πράγματα για τον Ρίτσαρντ. Αλλά δεν ήταν πια σνομπ. Υπήρξε άραγε ποτέ πραγματικά σνομπ; Ή μήπως ήταν η οργή του για την κατάσταση που είχε προκαλέσει τις κακίες που θυμόταν; Και σήμερα ήταν αξιοθαύμαστος. Καθώς θυμόταν την παράσταση που είχε δώσει, είπε: «Ήσουν απίστευτος κάτω. Πώς τα κατάφερες; Κρύβεις τόσο καλά τα συναισθήματά σου! Ακόμα κι εγώ κόντεψα να σε πιστέψω!» Εκείνος κοκκίνισε ελαφρά. «Λυπάμαι που σε έκανα να νιώσεις άσχημα, αλλά ο πατέρας μου είναι καχύποπτος. Αν κάτι αποκλίνει από το συνηθισμένο, θέλει να ξέρει τον λόγο. Και αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε εδώ απέχει πάρα πολύ από το συνηθισμένο». «Θεωρείς ότι μας πίστεψε;»
«Είναι δύσκολο να το πει κανείς αυτό. Δεν τον ξέρω πια. Πριν από εννέα χρόνια, όταν έφυγα, δεν θα είχε κάνει κάτι τόσο τρομερό σαν αυτό που μόλις μου έκανε. Αλλά πήγαινε προς αυτή την κατεύθυνση και οι τιμωρίες του γίνονταν όλο και πιο σκληρές. Αν δεν μας πίστεψε, τουλάχιστον είναι αναγκασμένος να παραστήσει ότι μας πίστεψε. Αυτό που του προσφέρουμε είναι πολύ μεγάλο για να ρισκάρει να το χάσει. Αν μας πίστεψε, τότε θα έλεγα ότι έχει απλώς ξεχάσει πώς να φέρεται με ευγένεια». «Δεν τον θυμάμαι ποτέ να είναι ιδιαίτερα ευγενής». Αυτό δεν ήταν απολύτως αλήθεια. Όταν ήταν μικρή, ο κόμης της φαινόταν όπως οποιοσδήποτε άλλος ενήλικος. Η επιθετικότητά του είχε αρχίσει να φαίνεται μόνο όταν η κατάσταση είχε αρχίσει να χαλάει και ο πατέρας της είχε προσπαθήσει να διαλύσει τη σχέση ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν μιλούσε ψιθυριστά, όπως ούτε και ο Ρίτσαρντ. Έτρεξε στην πόρτα, την άνοιξε, κοίταξε στον διάδρομο και την έκλεισε πάλι με έναν αναστεναγμό. «Θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί εδώ γύρω. Δεν πρέπει να μας ακούσει κανείς». «Γιατί δεν βγαίνουμε έξω να απολαύσουμε λίγο από τον θαυμάσιο αυτόν καιρό;» πρότεινε. «Και να δώσουμε στους υπηρέτες την ευκαιρία να καθαρίσουν τα δωμάτια». Η Τζούλια σκέφτηκε ότι αυτό ήταν μια εξαιρετική ιδέα, ειδικά εφόσον μπορούσαν να μιλούν ελεύθερα έξω χωρίς κανείς να τους ακούει. Άρπαξε το καπελάκι της και άνοιξε την πόρτα, αλλά κοντοστάθηκε για να ξεσκονίσει τη φούστα της λίγο. Είχε πράγματι αφήσει το περίγραμμα του σώματός της πάνω στο κάλυμμα, τόσο σκονισμένο ήταν. «Περίμενε!» φώναξε ο Ρίτσαρντ και κράτησε το χέρι της. «Άσε με να το κάνω εγώ για σένα». Εκείνη τον κοίταξε και είδε την πονηρή λάμψη στα μάτια του καθώς άπλωνε το χέρι του. Γύρισε και τον κοίταξε. «Όχι, δεν νομίζω». Εκείνος γελούσε ανοιχτά τώρα. «Ω, έλα, αγάπη μου, τι καλύτερη ευκαιρία από λίγη σκόνη!» «Αλήθεια σου λέω, δεν πρόκειται να βάλεις τα χέρια σου στα οπίσθιά μου με τίποτα». Προσπάθησε να φανεί σοβαρή, όμως το κέφι του ήταν μεταδοτικό. «Γίνε λίγο συνεργάσιμη», την πείραξε εκείνος και άπλωσε πάλι το χέρι του προς τη φούστα της. Εκείνη γέλασε και βγήκε γρήγορα από την πόρτα με ένα σταθερό «Όχι».
Ο Ρίτσαρντ αγνόησε την άρνησή της και άπλωσε το χέρι του να την πιάσει. Η Τζούλια έβγαλε μια μικρή κραυγή και έτρεξε στον διάδρομο. Γελώντας γύρισε να βεβαιωθεί ότι δεν την είχε πλησιάσει πάρα πολύ… και έπεσε πάνω στον πατέρα του. Έγινε κατακόκκινη! «Με συγχωρείτε», φώναξε και κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. «Σίγουρα ξέρεις πώς να βάζεις ένα τέλος στα πράγματα», άκουσε τον Ρίτσαρντ να παραπονιέται πριν την ακολουθήσει στις σκάλες.
Κεφάλαιο Τριάντα Έξι Με τα αστειάκια αυτά, η νευρικότητα της Τζούλια εξανεμίστηκε. Της έκανε εντύπωση που παρασύρθηκε από την παιδαριώδη συμπεριφορά του Ρίτσαρντ, αν και σκέφτηκε λογικά ότι χρειαζόταν κάπως να ξεσπάσει και το γέλιο ήταν μια ισχυρή θεραπεία για τα αρνητικά συναισθήματα. Προσωρινά τουλάχιστον. Αλλά ακόμα και η αμηχανία που είχε νιώσει, επειδή ο πατέρας του Ρίτσαρντ την είχε δει να γελάει στον διάδρομο, εξανεμίστηκε όταν ο απογευματινός ήλιος άγγιξε τα μάγουλά της. Έβγαλε το καπέλο της ώστε να νιώσει τη ζεστασιά του ήλιου και το κρέμασε από το χέρι της. Είπε στην καμαριέρα της, η οποία στεκόταν δίπλα στις άμαξες, ότι μπορούσε να ξεφορτώσει και να τακτοποιήσει τα πράγματά της. Δεν είχε νόημα να το κάνει αυτό νωρίτερα όταν δεν ήταν σίγουρο ότι θα ήταν ευπρόσδεκτοι. «Αυτό ήταν μεγαλοφυές», δήλωσε ο Ρίτσαρντ καθώς έκλεισε την εξώπορτα και ήρθε κοντά της στη βάση της εξωτερικής σκάλας. Εκείνη τον κοίταξε παραξενεμένη. «Το έκανες επίτηδες για να με κυνηγήσεις μέσα στο σπίτι;» «Εσύ τι λες;» Δεν ήξερε τι να σκεφτεί, αλλά καθώς το ύφος του ήταν τόσο θριαμβευτικό, είπε απλώς: «Άλλη φορά να με προειδοποιείς». Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με ένα πονηρό χαμόγελο. «Ο αυθορμητισμός έχει καλύτερα αποτελέσματα». Σε αυτό ίσως είχε, αλλά τέτοιου τύπου παιχνιδιάρικη συμπεριφορά μπορούσε να οδηγήσει και σε αντίθετα αποτελέσματα. Δεδομένου του παρελθόντος τους και της νευρικότητάς της, θα μπορούσε εξίσου εύκολα να είχε θυμώσει μαζί του που δεν ήταν σοβαρός, οπότε ο Μίλτον θα έπεφτε πάνω σε έναν καβγά. «Το είχες υποψιαστεί ότι θα ανέβαινε πάνω και θα έβλεπε τα κόλπα μας;» ρώτησε. «Υποψιάζομαι ότι θα μας παρακολουθεί σαν γεράκι. Αλλά επίσης θα πρέπει
να είναι γεμάτος απορίες, οπότε ναι, είχα το προαίσθημα ότι θα ερχόταν να με βρει μέσα στην ώρα». Ο Ρίτσαρντ πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της για να την οδηγήσει. Μπροστά τους απλωνόταν η αλέα του κήπου που είχε σειρές ολόκληρες από ανθισμένα δέντρα δεξιά και αριστερά και ο ήλιος περνούσε μέσα από τις κορυφές. Αλλά εκείνος αγνόησε το γραφικό αυτό δρομάκι και την οδήγησε στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Εκεί υπήρχε μια μεγάλη βεράντα που εκτεινόταν παράλληλα με το σαλόνι, την επίσημη τραπεζαρία, ακόμα και την αίθουσα του πρωινού. Το μέρος αυτό δεν έφερε όμορφες αναμνήσεις στην Τζούλια και η λίμνη που ήταν πιο κάτω τής προκάλεσε ακόμα χειρότερες. Προσπάθησε να τις διώξει. «Άρχισες να ψάχνεις; Δεν θέλω να μείνω εδώ ούτε λεπτό περισσότερο απ’ όσο είναι απαραίτητο». Εκείνος την κοίταξε απορημένος, κάνοντάς τη να κοκκινίσει με τη συνειδητοποίησή του πόσο παράλογη ήταν η ερώτησή της. «Τα πράγματά μας δεν έχουν καν μεταφερθεί στο σπίτι», της θύμισε. «Αλλά δώσε μου την ευκαιρία να περάσω λίγες μέρες με τον αδελφό μου και τον ανιψιό μου, τον οποίο δεν έχω γνωρίσει ακόμα. Όταν φύγουμε από εδώ, εγώ θα γυρίσω στην Καραϊβική». «Πού;» «Στην Καραϊβική. Εκεί είναι τώρα το σπίτι μου». «Όχι στη Γαλλία;» Μετά χτύπησε αμέσως το μέτωπό της. «Όχι, σίγουρα όχι στη Γαλλία. Τι χαζό εκ μέρους μου. Αυτή ήταν η ψεύτικη ταυτότητά σου». «Δεν πιστεύεις ότι θα ρωτήσει πού ήσουν τόσα χρόνια;» «Ασφαλώς θα ρωτήσει, αλλά δεν θα ένιωθα υποχρεωμένος να του απαντήσω ακόμα κι αν είχα την τύχη να είμαι ερωτευμένος όπως παριστάνουμε ότι είμαστε». Αν είχε την τύχη να είναι ερωτευμένος; Τι παράξενος τρόπος να το θέσει! Ακουγόταν σαν να ήθελε να είναι ερωτευμένος. Στην πραγματικότητα, ήταν ερωτευμένος με κάποια άλλη, ή μήπως αυτό δεν ήταν παρά ένας επιπόλαιος ενθουσιασμός για μια ωραία, απρόσιτη γυναίκα; Στην πραγματικότητα, ο περιπετειώδης, γελαστός Ρίτσαρντ που είχε περιγράψει η Γκάμπριελ ήταν το είδος του άντρα που προφανώς ερωτευόταν εύκολα πολλές γυναίκες. Η σκέψη αυτή δεν της άρεσε καθόλου. «Εσύ;» ρώτησε ο Ρίτσαρντ. «Τι θα κάνεις εσύ όταν τελειώσουν όλα αυτά;» Εκείνη τον κοίταξε ερωτηματικά. «Με άκουσες να το συζητάω με τον πατέρα μου. Θα προχωρήσω επιτέλους τη ζωή μου».
«Πράγμα που σημαίνει;» «Γάμος. Παιδιά. Θα βρω έναν άντρα που θα είναι ο τέλειος σύντροφος για μένα, κάποιον σαν τον Χάρι Ρόμπερτς». Ο Ρίτσαρντ κοντοστάθηκε συνοφρυωμένος. «Έχεις ήδη διαλέξει σύζυγο;» Εκείνη γέλασε. «Ο Χάρι είναι ο άντρας της καλύτερής μου φίλης. Τον ανέφερα επειδή είναι τέλειος. Λατρεύει τη γυναίκα του, την Κάρολ. Δεν της φέρεται σαν να είναι οικονόμος, όπως κάνουν πολλοί σύζυγοι. Δεν έχει το στιλ “θα το κάνεις με τον δικό μου τρόπο”. Παίρνει την άποψη της Κάρολ πολύ σοβαρά. Κάνουν συμβιβασμούς, σαν να είναι συνέταιροι σε μια επαγγελματική σχέση – μάλιστα, αυτό το περιγράφει πολύ καλά. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, της φέρεται σαν να είναι ίσοι κι εκείνη τον αγαπάει περισσότερο γι’ αυτό. Και αυτό θέλω εγώ, έναν άντρα με τον οποίο να μοιραστώ τη ζωή μου, όχι κάποιον που να μου επιβάλλει πώς θα τη ζήσω. Και φυσικά δεν πρέπει να έχει αντίρρηση για το γεγονός ότι θα συνεχίσω να διευθύνω τις επιχειρήσεις μας». «Αυτό μάλλον δεν είναι και τόσο εύκολο», σχολίασε ο Ρίτσαρντ αλλά χαμογέλασε πάλι καθώς συνέχισαν τον περίπατό τους. «Δεδομένου ότι η οικογένειά σου είναι τόσο πλούσια, δεν ανησυχείς μήπως κάποιος προικοθήρας σου πει ακριβώς αυτό που θα ήθελες να ακούσεις, και μετά τον γάμο κάνει μια τεράστια στροφή;» Εκείνη σφίχτηκε. «Πιστεύεις ότι ο πλούτος της οικογένειάς μου είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να βρει ελκυστικό σε μένα ένας άντρας;» «Όχι βέβαια, αλλά είναι κάτι που πρέπει να λάβεις υπόψη σου». Δεν θα παντρευόταν ποτέ αν έπρεπε να λάβει και αυτό υπόψη της. Πόσοι άντρες εκεί έξω ήταν σαν τον Ρίτσαρντ, που δεν έδινε δεκάρα για τα χρήματά της; Της έκανε εντύπωση που δεν το ανέφερε κι εκείνος αυτό. Πόσο γρήγορα μπορούσε να αλλάξει το κλίμα ανάμεσά τους! Ετοιμαζόταν να κάνει μεταβολή και να γυρίσει στο σπίτι, κατά προτίμηση μόνη της, όταν ο Ρίτσαρντ είπε: «Πρόσεχε, Τζουλς. Η πλαγιά αυτή έχει κάποια τραχιά σημεία». «Μπορείς, σε παρακαλώ, να σταματήσεις να με φωνάζεις με το κακόγουστο παρατσούκλι που μου είχες δώσει όταν ήμασταν παιδιά;» Εκείνος δεν έδωσε σημασία στον τόνο της, δεν την κοίταξε καν. Προσήλωσε το βλέμμα του στη λίμνη με ονειροπόλα έκφραση. «Ένα πλοίο με το οποίο είχα ταξιδέψει», είπε, «το Σκουριασμένο Πετράδι... Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο γελούσα κάθε φορά που το όνομα αυτό με έκανε να σκεφτώ εσένα. Όχι, πάντα θα σε λέω Τζουλς. Παραδέξου το, είναι ωραίο
όνομα – τουλάχιστον όταν δεν συνοδεύεται από τη λέξη “σκουριασμένο”». Δεν σκόπευε να παραδεχτεί τίποτα τέτοιο. Αλλά συνειδητοποίησε ότι είχε τσιτώσει χωρίς λόγο. Για χάρη της κοινής προσπάθειάς τους άλλαξε θέμα. «Η λίμνη είναι τεχνητή, έτσι δεν είναι; Η όχθη μπορεί να είναι λίγο κατηφορική από την πλευρά αυτή, αλλά είναι απότομη στις άλλες, πράγμα που την κάνει να φαίνεται παράξενη». «Ναι, ο πρώτος κόμης του Μάνφορντ άρχισε να σκάβει για να φτιάξει τη λίμνη στις αρχές του 1700». «Α, μια εποχή κατά την οποία ήταν της μόδας τα μακριά μαλλιά σαν τα δικά σου. Θα ήθελες να είχες γεννηθεί τότε; Τα μαλλιά σου είναι τόσο μακριά όσο τα δικά μου, ξέρεις». Εκείνος γέλασε. «Όχι, δεν είναι». «Είναι». «Λύσε τα δικά σου και δείξε μου». Έβγαλε μερικά τσιμπιδάκια, κούνησε το κεφάλι της και τα μαλλιά της χύθηκαν στην πλάτη της. Μετά γύρισε να του δείξει, αλλά τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Τι λες;» «Διάβολε», είπε μόνο και μετά την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε. Το φιλί του δεν ήταν τρυφερό, ήταν παθιασμένο και την αποσυντόνισε αμέσως. Ήταν απρόσμενο και έτσι ακόμα πιο έντονο. Θεέ μου, είχε τόσο ωραία γεύση και παρέσυρε τις αισθήσεις της σε νέους πειρασμούς. Δεν μπορούσε να τον πλησιάσει χωρίς να νιώσει μια αλλόκοτη ζαλάδα. Η εικόνα του και μόνο της το έκανε αυτό. Αλλά το να είναι σφιγμένη πάνω στο σκληρό του σώμα δεκαπλασίαζε αυτό το αίσθημα, και ένιωθε μέσα της μια αίσθηση απόλαυσης που ξεχυνόταν από τα βάθη του είναι της και διέγειρε όλο της το κορμί. Ξαφνικά, εκείνος σταμάτησε να τη φιλάει. Προφανώς ο Ρίτσαρντ είχε αρκετή αυτοκυριαρχία ώστε να μην τη ρίξει στο χορτάρι. Εκείνη δεν είχε. Δεν θα διαμαρτυρόταν καθόλου, δεν μπορούσε καν να σκεφτεί ακόμα, μπορούσε μόνο να λυπάται που αυτά τα υπέροχα συναισθήματα έπρεπε να σβήσουν. Δεν την πίεζε πια πάνω του, όχι ότι αυτό άλλαζε πολύ τη στάση τους όταν εκείνη κρατιόταν ακόμα από εκείνον. Αλλά τα χέρια του ανέβηκαν στους ώμους της, το μέτωπό του άγγιξε το δικό της, η ζεστή ανάσα του χάιδεψε το πρόσωπό της. «Μην κουνηθείς για ένα λεπτό», ψιθύρισε ο Ρίτσαρντ. Η Τζούλια γέλασε. Δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να κουνηθεί ακόμα κι αν
προσπαθούσε. «Το έκανες επίτηδες αυτό;» πρόσθεσε. Δεν καταλάβαινε τι εννοούσε, αλλά ο τόνος του ήταν σαν να την κατηγορούσε και αυτό την έκανε να σφιχτεί. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς». «Όχι, προφανώς δεν καταλαβαίνεις», αναστέναξε εκείνος. Το χέρι του κατέβηκε στο μπράτσο της τόσο αργά που η Τζούλια ανατρίχιασε και σκέφτηκε πως δεν είχαν τελειώσει τα φιλιά ακόμα. Αλλά εκείνος τράβηξε το καπελάκι της από τον καρπό της και το έβαλε στο κεφάλι της με μια αδέξια κίνηση. «Έχεις όμορφα μαλλιά, Τζουλς. Να τα κρατάς μαζεμένα», είπε μάλλον υπερβολικά έντονα. Εκείνη ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά του, αλλά τα χέρια του βρέθηκαν πάλι στους ώμους της και δεν την άφηνε να φύγει. «Μη θυμώνεις, δεν τελειώσαμε με την επίδειξη αυτή. Ο τύραννος μας παρακολουθεί από το σπίτι. Οπότε μείνε ακίνητη και βάλε το χέρι σου στο μάγουλό μου». Εκείνη υπάκουσε. «Ή μπορεί και να μη μας παρακολουθεί καθόλου», είπε. «Μας έφερα στην πίσω αυλή επειδή φαίνεται από περισσότερα δωμάτια, μεταξύ των οποίων και το δωμάτιό του. Μας κοιτάζει. Σχεδόν νιώθω την κακία να έρχεται από εκείνο το σπίτι». «Μάλλον αισθάνεσαι αυτό που έρχεται από μένα». Εκείνος την κοίταξε και μετά άρχισε να γελάει. Αυτό θα μπορούσε πολύ εύκολα να την είχε κάνει έξαλλη. Αλλά κατάλαβε ότι δεν την κορόιδευε, πραγματικά του είχε φανεί αστείο το σχόλιό της και δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει γιατί. Είχε κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια για να απαλλαγούν από το συμβόλαιο, κι εκείνη γινόταν δύσκολη, αντιδραστική και αμυντική. Ενώ τα πήγαιναν τόσο καλά! «Ίσως πρέπει να μιλήσουμε πάλι για τη λίμνη», πρότεινε πιο ήρεμα. «Μα τον Θεό, ναι! Ας το κάνουμε αυτό». Εκείνος κρυφογελούσε καθώς πήρε το χέρι της και την τράβηξε προς την άκρη του νερού. Δεν ήταν τόσο μεγάλη για να θεωρηθεί κανονική λίμνη, αλλά ήξερε ότι ήταν βαθιά ακόμα και κοντά στην όχθη και γι’ αυτό προφανώς οι Άλεν την ονόμαζαν λίμνη. «Οι αριστοκράτες ήταν πολύ ρηχοί τότε, με τα ακριβά ρούχα τους και τις περούκες τους και τις σπατάλες τους», είπε. «Λένε ότι ο πρώτος κόμης του Μάνφορντ έβαλε ένα ολόκληρο χωριό να δουλέψει για να σκάψει αυτή την
τρύπα. Όταν του τελείωσαν τα λεφτά, έμεινε στη μέση – μια τεράστια τρύπα πίσω από το σπίτι. Δυστυχώς, δεν μαζεύονταν ποτέ τα νερά της βροχής, απλώς στράγγιζαν στο χώμα. Το χειμώνα μαζευόταν καμιά φορά χιόνι, όμως όταν έλιωνε, δεν κατάφερνε ποτέ να αφήσει κάτι περισσότερο από λάσπη που ξεραινόταν το καλοκαίρι». «Και ποιος την τελείωσε;» «Ο επόμενος κόμης έκανε έναν πλούσιο γάμο αλλά η γυναίκα του δεν ήταν καθόλου γενναιόδωρη. Έτσι, όταν ανανέωνε την γκαρνταρόμπα της, πράγμα που φυσικά γινόταν κάθε χρόνο, δεν χάριζε τα παλιά ρούχα της στους φτωχούς, απλώς τα πετούσε. Και την πρώτη χρονιά της στο Γουίλοου Γουντς αποφάσισε ότι η τεράστια απαίσια τρύπα στην πίσω αυλή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως χωματερή, ένα μέρος όπου θα πετούσε ό,τι δεν ήθελε, συμπεριλαμβανομένων και των ρούχων της. Φυσικά, οι κηπουροί του κόμη δεν μπορούσαν να αφήσουν ένα σωρό με σκουπίδια μέσα στον κήπο. Η λύση ήταν να σκεπάσουν τα σκουπίδια με χώμα. Αλλά καθώς οι υπηρέτες είχαν την τάση να κάνουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τις δουλειές τους για να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, σκόρπισαν τα ρούχα έτσι ώστε αρκούσαν μερικές φτυαριές χώμα εδώ κι εκεί για να καλυφθούν. Όταν ήρθε η άνοιξη εκείνη τη χρονιά, σχηματίστηκε πάλι λάσπη, αλλά αυτή τη φορά έμεινε εκεί και απλώς έμπαινε πιο βαθιά». Η Τζούλια γέλασε. «Άρα βρήκαν κατά τύχη έναν τρόπο να τελειώσουν τη λίμνη, έτσι;» «Ακριβώς. Μια γενιά αργότερα, έφεραν ψάρια και χτίστηκε η μικρή αποβάθρα». Σε αυτή την αποβάθρα στέκονταν τώρα. «Ζήλευα την άνεση που είχες με το ψάρεμα», του ομολόγησε η Τζούλια. «Η μητέρα μου δεν πίστευε ότι ήταν κατάλληλη δραστηριότητα για μένα, επομένως αυτό με έκανε να θέλω να το δοκιμάσω ακόμα περισσότερο. Τελικά ο πατέρας μου υποχώρησε και με πήγε για ψάρεμα κρυφά από εκείνη. Ήταν το μικρό μας μυστικό. Αλλά τα καημένα τα σκουλήκια που είδα καρφωμένα στα αγκίστρια τους εκείνη τη μέρα γιάτρεψαν οριστικά τη μανία μου με το ψάρεμα». Ο Ρίτσαρντ γέλασε. «Έμαθες ποτέ να κολυμπάς;» Εκείνη τον κοίταξε έντονα. Δεν ήταν καθόλου ευγενικό εκ μέρους του να το πει αυτό, όμως περιέργως δεν έμοιαζε να καμαρώνει για την εφηβική απόπειρά του να την πνίξει. Την εξέπληξε προσθέτοντας: «Με κατατρόμαξες εκείνη τη μέρα. Εγώ ήθελα να βραχείς μόνο, όχι να πνιγείς».
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Εγώ ήθελα να βραχείς μόνο, όχι να πνιγείς. Για πόσα άλλα πράγματα είχε κάνει λάθος τότε; Έπρεπε να του δώσει τη δική της ερμηνεία για τις πράξεις του εκείνη τη μέρα; Γύρισε προς το μέρος του, αλλά εκείνος είχε πάει από πίσω της. Τέντωσε τον λαιμό της για να τον κοιτάξει και είδε την πονηρή λάμψη στα μάτια του. Μετά, ξαφνικά, βρέθηκε στο νερό. Ανέβηκε στην επιφάνεια φτύνοντας νερό ενώ η φούστα της έπλεε γύρω της και τα λυτά μαλλιά της κάλυπταν τα μάτια της, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δει. Την είχε ρίξει μέσα στη λίμνη; Πάλι; Έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της αλλά πριν προλάβει να τον κοιτάξει άγρια, ένα μεγάλο κύμα έσκασε στο πρόσωπό της καθώς ο Ρίτσαρντ πήδηξε μέσα και βρέθηκε δίπλα της. «Φαίνεται πως τώρα πια κολυμπάς μια χαρά», τον άκουσε να λέει. «Πάει η ευκαιρία μου για μια ακόμα γενναία διάσωση». Της πέταξε νερό γελώντας. Του πέταξε κι εκείνη. «Το ονομάζεις αυτό γενναίο;» «Το κατέστρεψες επειδή δεν κινδύνευσες», παραπονέθηκε με ένα πλατύ χαμόγελο. «Πρέπει να σου δείξω πώς γίνεται;» Εκείνη έβγαλε μια κραυγή καθώς ο Ρίτσαρντ χώθηκε στο νερό και φυσικά την τράβηξε μαζί του. Αλλά το ίδιο γρήγορα την ελευθέρωσε και βγήκε στην επιφάνεια όπου την περίμενε με ένα πονηρό χαμόγελο. «Έχεις ωραία πόδια, Τζουλς». Έχωσε το κεφάλι του στο νερό για να τα θαυμάσει πάλι. Η φούστα της δεν ανέμιζε πια γύρω της αλλά δεν γινόταν να την κρατήσει κάτω για να καλύψει τα πόδια της. Διάφορα συναισθήματα φούσκωναν μέσα της. Πραγματικά δεν μπορούσε παρά να γελάει με τα αστεία του. Το κεφάλι του Ρίτσαρντ βγήκε πάλι στην επιφάνεια. Ήταν αρκετά ψηλός ώστε να μπορεί να στέκεται στο σημείο εκείνο με το κεφάλι του έξω. Η Τζούλια το προσπάθησε αλλά δεν μπορούσε να φτάσει κάτω οπότε βούλιαξε πάλι στο νερό. «Τώρα κινδυνεύεις;» τη ρώτησε εκείνος όταν ξαναβγήκε στην επιφάνεια. «Όχι». «Ασε με να προσπαθήσω περισσότερο». «Μην κάνεις τίποτα!» φώναξε εκείνη πριν ξαναβουλιάξει. Καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να κερδίσει σε αυτό το παιχνίδι, αλλά αυτό δεν την πείραζε καθόλου. Δεν την απέτρεψε από το να προσπαθεί, και όσο ήταν ακόμα μέσα στη λίμνη γύρισε και έσπρωξε τον Ρίτσαρντ για να πάρει
φόρα και να τιναχτεί μακριά από εκείνον. Έτσι πέρασαν το υπόλοιπο απόγευμα παίζοντας μέσα στο δροσερό, καθαρό νερό και γελώντας. Όπως έπρεπε να είχαν κάνει όταν ήταν παιδιά…
Κεφάλαιο Τριάντα Επτά Το απόγευμα αυτό ήταν πολύ ευχάριστο παρόλο που ήταν μόνο μια επίδειξη για να δείξουν στον πατέρα του Ρίτσαρντ πόσο καλά τα πήγαιναν. Η Τζούλια πέρασε τόσο όμορφα ώστε δεν το σκέφτηκε καν. Αλλά το να υποκρίνονται από μακριά ήταν πολύ ευκολότερο από το να υποκρίνονται όταν βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο με τον κόμη, επομένως έτρεμε το δείπνο. Ντύθηκε μάλλον επίσημα με μια κρεμ βραδινή τουαλέτα, με ψηλό λαιμό και στολισμένη στα μανίκια και στο ντεκολτέ με μικροσκοπικά άσπρα μαργαριτάρια. Στο κάτω κάτω, θα δειπνούσε με έναν κόμη και θυμόταν πολύ καλά ότι εκείνος ντυνόταν πάντα κομψά όταν έτρωγε μαζί με τους γονείς της. Ο Ρίτσαρντ πήγε σε μια καρέκλα στη μια άκρη του μεγάλου τραπεζιού, προφανώς όσο πιο μακριά μπορούσε από τη συνηθισμένη θέση του κόμη. Τράβηξε κοντά του μία από τις πλαϊνές καρέκλες και την έβαλε να καθίσει δίπλα του. Δεν μπορούσε να είχε ντυθεί πιο ανεπίσημα, με το άσπρο πουκάμισό του που ήταν ανοιχτό στον λαιμό, τα μακριά μανίκια και το μαύρο παντελόνι. Αλλά ο πατέρας του δεν ήρθε για να το σχολιάσει. Όταν άρχισαν να τους σερβίρουν, εκείνη και ο Ρίτσαρντ συνειδητοποίησαν ότι ο κόμης μάλλον δεν θα έτρωγε μαζί τους. Ένας υπηρέτης το επιβεβαίωσε. «Είναι αδιάθετος, λόρδε μου», είπε ο άντρας που γέμιζε με κρασί το ποτήρι του Ρίτσαρντ δείχνοντας με ένα νεύμα την άδεια καρέκλα στην κεφαλή του μεγάλου τραπεζιού. Η Τζούλια χαλάρωσε αμέσως. Ο Ρίτσαρντ δεν χαλάρωσε, προφανώς επειδή δεν ήταν μόνοι τους. Δύο υπηρέτες στάθηκαν ακριβώς μέσα από την πόρτα. Αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο στα σπίτια που είχαν άφθονο υπηρετικό προσωπικό. Αλλά σε ένα σπίτι με τόσο λίγους υπηρέτες; Προφανώς τους κατασκόπευαν. Αν ίσχυε αυτό, τότε έπρεπε να δείχνουν πιο χαλαροί και όχι να τρώνε σιωπηλοί. «Ούτε ο αδελφός σου δεν θα φάει μαζί μας;» ρώτησε η Τζούλια καθώς σέρβιραν το πρώτο πιάτο, φρέσκο ψάρι με κρέμα από βότανα.
«Δεν είναι εδώ», απάντησε ο Ρίτσαρντ φανερά απογοητευμένος. «Ο άλλος παππούς του Μάθιου είχε κάποια δουλειά στο Μάντσεστερ. Τους προσκάλεσε να τον συναντήσουν εκεί για μερικές μέρες. Είναι ο δούκας του Τσέλτερ, ξέρεις». «Ναι, το ξέρω. Η οικογένειά μου είχε προσκληθεί στον γάμο του Τσαρλς. Δεν το θυμάσαι;» «Μάλλον εσύ δεν θυμάσαι ότι δεν ήμουν εκεί». «Πράγματι, αυτό μου διέφυγε. Γιατί δεν πήγες στον γάμο του αδελφού σου;» «Επειδή δεν ήθελα να τον βλέπω να κάνει ένα τόσο μεγάλο λάθος. Δεν άντεχε τη γυναίκα του, ξέρεις, ακόμα και πριν από τον γάμο». Αυτό έμοιαζε τόσο με τη δική τους κατάσταση ώστε ξαφνικά σοβάρεψαν και οι δύο. Αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει έτσι απότομα τη συζήτηση. «Το μόνο που θυμάμαι για εκείνη είναι ότι είχε μια πολύ τσιριχτή φωνή». «Να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, αγαπητή μου. Η λαίδη Κάντις τσίριζε σαν γουρούνι που το σφάζουν». Η Τζούλια παραλίγο να πνιγεί. Την έπιασε ένα νευρικό γέλιο που ήταν αδύνατο να συγκρατήσει. «Σαν παιδί, πίστευα ότι η φωνή της ήταν μοναδική, αλλά ας μην είμαστε αγενείς. Προφανώς θα γεννήθηκε με κάποιο πρόβλημα στις φωνητικές της χορδές». Εκείνος την κοίταξε για ένα ολόκληρο λεπτό πριν πει: «Μα τον Θεό, δεν το είχα ποτέ σκεφτεί αυτό. Αλλά ήταν επίσης απίστευτα γκρινιάρα και αυτό δεν το έχεις εκ γενετής». «Σωστά», χαμογέλασε η Τζούλια. «Αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη−» «Μην ξεχνάς – τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη», τη διέκοψε χαμογελώντας επίσης. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Πολύ καλά, ήταν μάλλον άσχημη με μια παράξενη φωνή, δεν μπορούσε να βρει σύζυγο μόνη της – θα έλεγα ότι είχε λόγους να γκρινιάζει». «Παίρνεις το μέρος της επειδή είσαι γυναίκα;» τη ρώτησε παραξενεμένος. «Όχι, απλώς τη βλέπω από άλλη οπτική γωνία». «Τότε λάβε υπόψη σου αυτή την οπτική γωνία», είπε καθώς της έδινε μια μπουκιά από το ψάρι του. «Οι φτωχοί και οι άρρωστοι έχουν λόγους να γκρινιάζουν. Εκείνη ήταν κόρη δούκα και ήταν απλώς… κακομαθημένη». Αναρωτήθηκε γιατί είχε κάνει παύση μέχρι που συνειδητοποίησε ότι την κοίταζε με μια έκφραση σχεδόν ερωτική. Άρχισε να την ταΐζει από το πιάτο
του σαν να ήταν δύο πιτσουνάκια. Καλή πινελιά, σκέφτηκε εκείνη και το δέχτηκε. Άρχισε μάλιστα να παριστάνει ότι το δικό του φαγητό είχε πολύ καλύτερη γεύση από το δικό της παίρνοντας μια ονειροπόλα έκφραση κάθε φορά που της έδινε μια μπουκιά. Αλλά τώρα τα μάτια του ήταν πιο καυτά. Η κατεύθυνση που έπαιρναν οι σκέψεις του φάνηκε καθαρά στα επόμενα λόγια του. «Είμαι έτοιμος να διώξω αυτούς τους δύο και να φάω εσένα», είπε βραχνά. Η Τζούλια ένιωσε κάτι καυτό να την πλημμυρίζει. Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν το έλεγε σοβαρά! Εκείνη το ήξερε αυτό αλλά έπρεπε να πολεμήσει την τάση να σκαρφαλώσει πάνω του και να τυλίξει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Αλλά ο Ρίτσαρντ είχε μιλήσει τόσο δυνατά ώστε οι δύο υπηρέτες τον είχαν ακούσει οπότε δεν κοκκίνισε όσο θα κοκκίνιζε αν δεν ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για μια ακόμα επίδειξη. Πώς έπρεπε να αντιδράσει; Τι θα έλεγε μια ερωμένη σε μια τόσο προκλητική δήλωση; Υπέθετε ότι θα έπρεπε να πει κάτι του τύπου «Κάνε υπομονή. Αργότερα…» «Με μια τέτοια υπόσχεση», είπε ο Ρίτσαρντ με ένα σαγηνευτικό χαμόγελο, «θα πιέσω τον εαυτό μου να περιμένει». Ω, Θεέ μου, το είχε πει δυνατά; Αλλά το χαμόγελό του, ένα αληθινό χαμόγελο, τη διαβεβαίωσε ότι ήταν ικανοποιημένος με τη συμβολή της στην «επίδειξη». Αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, της επέτρεψε να επιστρέψει στο ουδέτερο θέμα που συζητούσαν πριν, αν και αναγκάστηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα πρώτα. «Οπότε η Κάντις δεν είχε τίποτα συμπαθητικό πάνω της;» Ο Ρίτσαρντ δεν απάντησε αμέσως. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε το ταβάνι για μια στιγμή και μετά κοίταξε πάλι εκείνη. «Όταν έρθει ο Τσαρλς, ρώτησέ τον αν κατάφερε ποτέ να τη συμπαθήσει». Η Τζούλια κούνησε το κεφάλι της. «Πάντα συμπαθούσα τον Τσαρλς αλλά η ερώτηση αυτή είναι πολύ προσωπική – ακόμα και για τον μέλλοντα γαμπρό μου. Θα δεχτώ τη δική σου άποψη πάνω σε αυτό». Ανασήκωσε το φρύδι του με απορία. «Ώστε συμπαθούσες τον αδελφό μου, έτσι;» Εκείνη γέλασε. «Δεν υπάρχει λόγος να ζηλεύεις. Γιατί να μην τον συμπαθώ; Ήταν πάντα ευγενικός μαζί μου». Κι εσύ δεν ήσουν, σκέφτηκε, αλλά κράτησε τη σκέψη αυτή για τον εαυτό της.
Εκείνος όμως είπε δυνατά αυτό που σκεφτόταν. «Κι εγώ δεν ήμουν». «Σσσς», προσπάθησε να τον σταματήσει η Τζούλια. «Μη μου λες σσς, όλος ο κόσμος ξέρει ότι μισούσαμε ο ένας τον άλλο». «Μην υπερβάλεις». «Πολύ καλά. Τότε όλη η Αγγλία». Και πάλι υπερέβαλε καθώς μόνο οι οικογένειές τους και οι υπηρέτες τους το ήξεραν. Αλλά δεν καταλάβαινε γιατί εκείνος είχε αναφέρει ένα θέμα που δεν έπρεπε να συζητούν όταν και οι τοίχοι είχαν αφτιά. Είχε αρχίσει να αισθάνεται άβολα όταν εκείνος προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα προσθέτοντας, «Δεν χρειάζεται να πατάμε στις μύτες των ποδιών μας, αγάπη μου. Αυτό είναι το παρελθόν μας. Προφανώς δεν αισθανόμαστε έτσι τώρα». Όχι, δεν αισθάνονταν έτσι. Δεν υπήρχε τίποτα για να μισήσει σε αυτόν τον Ρίτσαρντ. Όπως ο άντρας που είχε γνωρίσει στο Λονδίνο στον χορό της Τζορτζίνα ήταν γοητευτικός, ακόμα και ιπποτικός. Επίσης, είχε μια υπέροχη αίσθηση του χιούμορ. Και ήταν σωστός. Δεν ήταν υποχρεωμένος να είναι εδώ και να το κάνει αυτό για εκείνη, μόνο για εκείνη. Αλλά της χρωστούσε κι έτσι ξεπλήρωνε το χρέος του. Μια απίστευτη σκέψη τής πέρασε από το μυαλό. Της άρεσε ο άντρας αυτός. Πολύ. Πόσο ανησυχητική σκέψη!
Κεφάλαιο Τριάντα Οκτώ Αμέσως μετά το δείπνο η Τζούλια αποσύρθηκε στο φρεσκοκαθαρισμένο δωμάτιό της. Ήθελε να ξυπνήσει νωρίς για να δώσει οδηγίες στους εργάτες όταν θα έφταναν. Εκείνη και ο Ρίτσαρντ είχαν αποφασίσει να φέρουν πολλά συνεργεία για διάφορους λόγους. Αυτό θα έκανε πιο πιστευτό το γεγονός ότι ήθελαν να παντρευτούν. Επίσης, θα προκαλούσε τόση αναστάτωση ώστε ο κόμης θα ταραζόταν και θα έπαυε να ασχολείται μαζί τους. Αλλά κυρίως τους έδινε τη δικαιολογία να μπουν σε όλα τα δωμάτια του ισογείου καθώς υποτίθεται πως έπρεπε να αποφασίσουν τι εργασίες θα γίνονταν πριν φτάσουν οι προσκεκλημένοι για τον γάμο. Καθόταν σταυροπόδι στη μέση του κρεβατιού και βούρτσιζε τα μαλλιά της. Συνήθως έκανε τη βραδινή αυτή τελετουργία μπροστά σε έναν καθρέφτη, αλλά δεν υπήρχε καθρέφτης στο δωμάτιο. Είχε προσθέσει έναν καθρέφτη στη λίστα με τα αντικείμενα που είχε συμπεριλάβει στο σημείωμα το οποίο είχε στείλει στον πατέρα της για να τον ενημερώσει για την υποδοχή που τους είχε κάνει ο κόμης. Είχε επιμείνει να τον ενημερώσουν αμέσως. Υπήρχε ακόμα η πιθανότητα να εμφανιστεί για να πει δυο λογάκια στον Μίλτον αν ένιωθε αρκετά δυνατός ώστε να ταξιδέψει πριν πετύχουν τον σκοπό τους. Αλλά ήλπιζε ακόμα ότι εκείνη και ο Ρίτσαρντ θα τελείωναν και θα έφευγαν μέσα σε μερικές μέρες, όχι εβδομάδες. Έπρεπε να είναι εξουθενωμένη μετά από όλα αυτά τα παιχνίδια στη λίμνη σήμερα, αλλά περιέργως ήταν τελείως σε εγρήγορση. Πολλές σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό της, όμως προσπαθούσε να τις αγνοήσει μετρώντας τα βουρτσίσματα στα μαλλιά της. Είχε φτάσει στις εκατό όταν άνοιξε η πόρτα. Πάγωσε. Δεν ήταν ντυμένη κατάλληλα για να δεχτεί κανέναν, πόσο μάλλον τον Ρίτσαρντ, ο οποίος πάγωσε εξίσου βλέποντας την αμφίεσή της. Φορούσε το αγαπημένο της καλοκαιρινό νυχτικό το οποίο δεν είχε μανίκια και ήταν φτιαγμένο από ένα τόσο λεπτό μετάξι ώστε ήταν το πιο απαλό ρούχο της. Και το πιο διαφανές. Εκείνος συνήλθε πρώτος. Ένα αργό χαμόγελο άρχισε να σχηματίζεται στα
χείλη του αλλά μετά βόγκηξε και άλλαξε έκφραση. Ωστόσο, δεν έφυγε, απλώς έκλεισε την πόρτα. «Φόρεσε κάτι», είπε βραχνά και γύρισε από την άλλη μεριά. Εκείνη πήδηξε από το κρεβάτι, έτρεξε στην ντουλάπα όπου κρεμόταν η ρόμπα της και τη φόρεσε γρήγορα. Η ρόμπα ήταν φτιαγμένη από το ίδιο λεπτό μεταξωτό, και δεν την κάλυπτε ιδιαίτερα, αλλά τουλάχιστον τα μπράτσα της δεν ήταν γυμνά και μια επιπλέον στρώση από μετάξι κάλυπτε το στήθος της. Όμως για καλό και για κακό, μόλις έσφιξε τη ζώνη στη μέση της, έριξε τα μαλλιά της πάνω από τους ώμους της και στο στήθος της. «Είσαι εντάξει τώρα;» Η Τζούλια τον κοίταξε επιτιμητικά. «Αν αποκτούσες τη συνήθεια να χτυπάς την πόρτα, δεν θα βρισκόσουν στη δυσάρεστη θέση να βλέπεις αυτό που δεν πρέπει να δεις». «Δεν είμαι σε καμία δύσκολη θέση. Απλώς παλεύω με νύχια και με δόντια να συγκρατηθώ και να μείνω σε αυτή την πλευρά του δωματίου». Τα χείλη της σχημάτισαν ένα «ω!» αν και δεν βγήκε κανένας ήχος από το στόμα της. Ακουγόταν τόσο στενοχωρημένος! Αυτό που είχε δει είχε ξυπνήσει τον πόθο του; Η ιδέα ότι δυσκολευόταν να συγκρατηθεί μόνο και μόνο επειδή είχε δει δύο ρώγες κάτω από το μεταξωτό νυχτικό έκανε την Τζούλια να χαμογελάσει. «Ναι, είναι ασφαλές να γυρίσεις – και να μου εξηγήσεις τι δουλειά έχεις εδώ». Ο Ρίτσαρντ γύρισε και την κοίταξε. Τα μάτια του τη χάιδεψαν από την κορυφή ως τα νύχια πριν απαντήσει. «Θα περάσουμε μαζί τη νύχτα». Ω, Θεέ μου! Μια εικόνα γέμισε αμέσως το μυαλό της – οι δυο τους αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι της στο πλοίο. Ένιωσε κάτι καυτό να κυλάει μέσα της. Αλλά δεν μπορεί να εννοούσε ότι θα το έκαναν πάλι! Δεν μπορεί να είχε έρθει εδώ για να της πει αυτό. Είχε απλώς μια πολύ ανδρική αντίδραση στην προκλητική εμφάνισή της. Πραγματικά, έπρεπε να προσέχει περισσότερο τα λόγια του. «Ορίστε;» είπε ταραγμένη ακόμα από το γεγονός ότι την είχε αναστατώσει τόσο εύκολα. «Μη θίγεσαι. Δεν θα σε αγγίξω. Σου δίνω τον λόγο μου. Είναι απλώς για στάχτη στα μάτια. Θέλω η καμαριέρα να μας βρει μαζί το πρωί και να το αναφέρει στον πατέρα μου». Το έλεγε σοβαρά! Πώς μπορούσε να αντέξει μια ολόκληρη νύχτα μαζί του χωρίς να την αγγίζει; Δεν μπορούσε. Αυτό δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα.
«Ήμασταν αρκετά εκδηλωτικοί σήμερα», του θύμισε. «Πρέπει πραγματικά να κάνουμε περισσότερα;» «Δεν μου άρεσε το γεγονός ότι δεν εμφανίστηκε στο δείπνο απόψε», είπε ο Ρίτσαρντ. «Όταν δεν τον βλέπω, δεν τον εμπιστεύομαι». «Και όταν τον βλέπεις;» «Δεν τον εμπιστεύομαι ούτε τότε, αλλά είναι ευκολότερο να μαντέψω τι σκέφτεται όταν βλέπω τη διάθεσή του». «Προφανώς δεν ξέρει ακόμα τι συμπέρασμα να βγάλει για την επιθυμία μας να παντρευτούμε. Είναι το τελευταίο πράγμα που περίμενε ποτέ να συμβεί, να ερωτευτούμε ο ένας τον άλλο. Και άλλωστε, η δική μου καμαριέρα θα ανοίξει την πόρτα το πρωί, όχι του πατέρα σου, οπότε δεν πρόκειται κανείς να του πει τίποτα». «Εμπιστεύεσαι την καμαριέρα σου;» «Όχι, είναι καινούρια, αλλά της αρέσει η δουλειά γιατί την πληρώνω πολύ καλά οπότε δεν θα ρισκάρει να τη χάσει». «Πληρώνεις παραπάνω όλους τους υπηρέτες σου επειδή είσαι πλούσια;» Η Τζούλια αναρωτήθηκε γιατί ακουγόταν τόσο ενοχλημένος. Τον ενοχλούσαν τα χρήματά της; Ή ήταν ακόμα αναστατωμένος επειδή την είχε βρει μισοντυμένη; Προσπάθησε να μην αντιδράσει στην κακή του διάθεση με κακή διάθεση. «Συμβαίνει να πιστεύω ότι ο μέσος μισθός δεν φτάνει για να ζήσουν ούτε γουρούνια, όχι άνθρωποι. Και η οικογένειά μου πλήρωνε πάντα τους εργαζόμενους ανάλογα με την αξία τους και όχι σύμφωνα με τους δεδομένους μισθούς. Έχεις πολύ καλύτερα αποτελέσματα όταν ένας εργαζόμενος είναι ικανοποιημένος και χορτάτος, ξέρεις. Ή μήπως δεν ξέρεις;» Επιτέλους, ο Ρίτσαρντ γέλασε. «Έχεις δίκιο. Όχι, δεν ξέρω. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω πληρώσει υπηρέτη κανενός είδους». «Ποτέ; Όλα τα χρόνια που έλειπες;» «Δεν σου έχω πει ότι τον περισσότερο καιρό ζούσα στη θάλασσα; Ή στο σπίτι κάποιου άλλου;» «Ένας αριστοκράτης χωρίς βαλέ; Εντυπωσιάζομαι». «Μην εντυπωσιάζεσαι. Δεν είναι τόσο δύσκολο να γυαλίζεις τις μπότες σου μόνος σου ή να πλένεις τα ρούχα σου. Τώρα για να μαγειρεύω – όχι, αυτό δεν το έχω δοκιμάσει ποτέ, αν θέλεις να ξέρεις». Ο Ρίτσαρντ χαμογέλασε. «Όσο για το καινούριο μου σχέδιο», πρόσθεσε, «είναι καλό σχέδιο. Ο πατέρας έχει ακούσει ότι κοιμηθήκαμε μαζί από μένα.
Και αυτό είναι το αδύναμο σημείο στην παράστασή μας. Θέλω λοιπόν να το ακούσει και από κάποιον άλλο. Και αν η καμαριέρα σου δεν είναι σίγουρο ότι θα του μεταφέρει το νέο, τότε έλα στο δικό μου δωμάτιο». Δεν περίμενε να συμφωνήσει μαζί του, απλώς την άρπαξε από το χέρι και την οδήγησε σε ένα από τα δύο γωνιακά δωμάτια που υπήρχαν στην άκρη του διαδρόμου. Το καινούριο αυτό σχέδιο δεν της άρεσε και τόσο πολύ, παρόλο που είχε κάποια λογική. Αλλά ένιωθε συστολή ανάμεικτη με περιέργεια. Ήθελε να δει το δωμάτιο στο οποίο είχε μεγαλώσει. Όμως όταν μπήκε μέσα και κοίταξε γύρω της, δεν είδε τίποτα που να υποδηλώνει ότι ένα παιδί είχε ζήσει ποτέ εδώ. Η γαλαζοπράσινη ταπετσαρία ήταν ξεθωριασμένη, οι κίτρινες κουρτίνες ξεφτισμένες, το τζάκι άδειο και δεν υπήρχε τίποτα πάνω στο ράφι του, ενώ στους τοίχους δεν κρεμόταν ούτε ένας πίνακας. Καθώς ήταν γωνιακό δωμάτιο, δύο παράθυρα έβλεπαν στην πλαϊνή αυλή και δύο στον μπροστινό κήπο. Κανένα παράθυρο δεν ήταν ανοιχτό, οπότε το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα παρόλο που είχε καθαριστεί. Υπήρχε ένα μικρό γραφείο όπου ο Ρίτσαρντ μπορεί να έκανε τα μαθήματά του. Και μια βιβλιοθήκη χωρίς βιβλία. «Δεν ήταν αυτό το δωμάτιό σου όταν ήσουν παιδί;» τον ρώτησε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω τους. «Ήταν». Τίποτα στο δωμάτιο δεν έδειχνε ότι είχε κάποτε χρησιμοποιηθεί ως οτιδήποτε πέρα ααπό ξενώνα. «Τα πήρες όλα μαζί σου όταν έφυγες;» τον ρώτησε. «Όχι, μάλλον τα πέταξαν όλα όταν έγινε φανερό ότι δεν θα γύριζα. Πήρα μαζί μου μόνο ό,τι μπορούσα να κουβαλήσω. Λίγα παιδικά ενθύμια και μερικά ρούχα. Έφευγα για να γλιτώσω τη ζωή μου – ή τουλάχιστον έτσι ένιωθα τότε. Μου είχαν μόλις κόψει τα μαλλιά με τη βία, με είχαν κουρέψει γουλί με ένα μαχαίρι επειδή δεν ήθελα να τα κόψω όταν μου το είπε ο πατέρας μου». Τον κοίταξε έντονα. «Αυτό δεν είναι καθόλου αστείο». «Όχι, δεν ήταν». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από τη φρίκη. «Δεν αστειεύεσαι;» ρώτησε. «Γι’ αυτό τα αφήνεις τόσο μακριά τώρα; Επειδή ο πατέρας σου δεν σε άφηνε να τα έχεις μακριά;» «Τα μαλλιά μου εκφράζουν τις επιλογές που ποτέ δεν είχα, και μου θυμίζουν πάντα από τι ξέφυγα».
Η Τζούλια άρχισε να συνειδητοποιεί ότι δεν είχε φύγει από την Αγγλία εξαιτίας της. Εκείνη ήταν απλώς άλλη μία από τις επιλογές του πατέρα του που του είχε επιβληθεί. Αλλά δεν ήταν πια παιδί και ο πατέρας του δεν μπορούσε να κάνει επιλογές για εκείνον – παρά μόνο με παράνομο τρόπο. Τα σκληρά μέτρα αυτού του είδους δεν θα χρειάζονταν πια αρκεί ο Μίλτον να πίστευε την παράστασή τους. «Τώρα μπορείς να γελάσεις», είπε ο Ρίτσαρντ. Εκείνη κάγχασε με την ανόητη αυτή ιδέα. «Δεν νομίζω». «Μη λυπάσαι εκείνο το αγόρι, Τζουλς», είπε ο Ρίτσαρντ με αγανάκτηση. «Δεν υπάρχει πια. Είμαι απολύτως ικανοποιημένος με τη ζωή μου τώρα, ή τουλάχιστον θα είμαι μόλις φύγω από την Αγγλία». Μετά έδειξε με το κεφάλι του τον τοίχο στα δεξιά του. «Αυτό είναι το δικό του δωμάτιο. Θέλω να γελάσεις δυνατά για να καταλάβει ότι είσαι εδώ». Εκείνη δεν μπορούσε παρά να κοκκινίσει. Άλλο ήταν να μιλούν για τη φάρσα αυτή και άλλο να καταφέρουν να την εκτελέσουν. Ο Ρίτσαρντ είδε το κοκκίνισμά της και κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά. «Μην είσαι χαζή», είπε. «Όλο το θέμα είναι να τον κάνουμε να πιστέψει ότι διασκεδάζουμε εδώ. Τώρα γέλα». Εκείνη αναστέναξε. «Δεν μπορώ να γελάσω χωρίς κανέναν λόγο, ειδικά μετά από αυτό που μόλις μου είπες». «Τότε άσε με να σε βοηθήσω». Εκείνη ήταν σίγουρη ότι δεν υπήρχε περίπτωση οποιοδήποτε αστείο να διώξει τη θλίψη που ένιωσε όταν άκουσε για τη φρικτή παιδική του ηλικία. Αλλά δεν φανταζόταν ότι ο Ρίτσαρντ θα την γαργαλούσε. Κι έκανε ακριβώς αυτό – την τράβηξε στο κρεβάτι, την έριξε στο στρώμα και άρχισε να τη γαργαλάει. Εκείνη υπέκυψε αμέσως βγάζοντας μια αστεία στριγκλιά. Άρχισε να γελάει και μέχρι να σταματήσει τής είχε κοπεί η ανάσα. Ο Ρίτσαρντ ξάπλωσε δίπλα της και στερέωσε το κεφάλι του στο χέρι του. Έδειχνε ικανοποιημένος με την επίδοσή της και της χαμογέλασε. Είχε τόσο αισθησιακό στόμα. Όταν ήταν έτσι, με τα πράσινα μάτια του να λάμπουν, με τα χείλη του μισάνοιχτα, ένιωθε έντονη έλξη για εκείνον. Κοίταξε το στόμα του ελπίζοντας ότι θα τη φιλούσε. Δεν το έκανε όμως. Χωρίς να κοιτάξει το στήθος της, τράβηξε τη ρόμπα που είχε ανοίξει και τη σκέπασε. Αυτό της θύμισε ότι είχε πει πως δεν θα την άγγιζε. Έτσι έδιωξε όλες τις ερωτικές σκέψεις και προσπάθησε να χαλαρώσει. Αλλά όπως το περίμενε, δεν ήταν εύκολο να χαλαρώσει με εκείνον δίπλα της.
Προσπάθησε να ασχοληθεί με κάτι άλλο και έσυρε το δάχτυλό της πάνω στη μύτη του αγγίζοντας το μικρό καρούμπαλο. «Αυτό έκανα λοιπόν στη μύτη σου;» «Ναι, με κατατρόμαξες τότε». «Ανοησίες, σου δίνει χαρακτήρα. Ήσουν υπερβολικά χαριτωμένος χωρίς αυτό». «Άρχισες κιόλας να με προσβάλεις;» Δεν φαινόταν να το εννοεί σοβαρά αλλά εκείνη φρόντισε να το διευκρινίσει. «Θεωρείς ότι το να σου πω ότι ήσουν ωραίος είναι προσβολή;» «Δεν μπορούσες να χρησιμοποιήσεις αυτή τη λέξη από την αρχή;» Εκείνη γέλασε. «Μα όταν ήσουν παιδί, ήσουν χαριτωμένος. Πραγματικά ήσουν». «Με περίμενες απόψε», την πείραξε με τη σειρά του, «ντυμένη έτσι, σωστά;» «Φυσικά όχι», είπε κοφτά εκείνη. «Γιατί αν με περίμενες, θα ερχόμουν πολύ νωρίτερα. Είσαι σίγουρη; Δεν είμαστε αναγκασμένοι να κοιμηθούμε σαν ξένοι, ξέρεις». Την πείραζε ή υπήρχε πραγματικά ελπίδα στα μάτια του τώρα; Αλλά δεν μπορούσε να τον ενθαρρύνει, παρόλο που είχε μόλις σκεφτεί ότι θα ήθελε να τη φιλήσει. Όταν είχε κάνει έρωτα μαζί του ήταν κάτι τελείως αυθόρμητο και την είχε παρασύρει το πάθος. Αλλά να το αποφασίσει συνειδητά – απλώς δεν μπορούσε να το κάνει. «Είμαι σίγουρη», είπε. Όμως εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει έντονα και ξαφνικά βρέθηκε να κρατάει την ανάσα της. «Εγώ δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι είσαι σίγουρη». Έγειρε κοντά της. «Απόδειξέ το», ψιθύρισε βραχνά. Τα μάτια της άστραψαν καθώς τα χείλη του εγκλώβισαν τα δικά της με το φιλί που τόσο ποθούσε. Το χέρι του την έσφιξε πάνω του. Η Τζούλια άκουσε ένα βογκητό – από ποιον; Σφίχτηκε πάνω του και τον γεύτηκε. Να το αποδείξει; Σε ένα λεπτό θα το αποδείκνυε, σε ένα λεπτό ακόμα…Όχι, δεν θα το αποδείκνυε. Πώς μπορούσε να μην το θέλει αυτό όταν το ένιωθε τόσο σωστό; Αλλά πώς μπορούσε να το επιτρέψει όταν στην πραγματικότητα δεν ήταν σωστό; Το πρωί θα ένιωθε αμήχανα και αυτό μπορεί να κατέστρεφε την παράσταση. Με το τελευταίο απομεινάρι θέλησης, τράβηξε πίσω το κεφάλι της. «Ρίτσαρντ, τι κάνεις;»
Εκείνος την κοίταξε έντονα αρκετή ώρα. «Προσπαθώ να τρελάνω τον εαυτό μου», μουρμούρισε. Μετά, με έναν αναστεναγμό, πρόσθεσε: «Επομένως θα κοιμηθούμε σαν ξένοι και είναι ώρα να ετοιμαστούμε για ύπνο». Ανακάθισε για να βγάλει τις μπότες του. Τα δικά της πόδια ήταν ήδη γυμνά. Μετά σηκώθηκε, έβγαλε το πουκάμισό του και πήγε στην άλλη πλευρά του κρεβατιού. Η Τζούλια τον κοιτούσε με κομμένη την ανάσα. Όμως το μόνο που έκανε ο Ρίτσαρντ ήταν να τραβήξει τα σεντόνια και να της κάνει νόημα να ξαπλώσει. Μικρές λεπτομέρειες, όπως το να βρεθούν κάτω από τα σκεπάσματα το πρωί. Αλλά αυτό του επέτρεπε να κρατήσει το παντελόνι του κι εκείνη δεν σκόπευε να βγάλει τη ρόμπα της η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί μέρος του νυχτικού της. Χτύπησε μερικές φορές το μαξιλάρι του, μετά ξάπλωσε, της γύρισε την πλάτη και είπε απλά: «Καληνύχτα, Τζουλς». «Καληνύχτα», μουρμούρισε εκείνη. Ήταν τόσο εύκολο για εκείνον! Προφανώς θα τον έπαιρνε ο ύπνος μέσα σε λίγα λεπτά. Είχε αρκετή ζέστη, οπότε είχε τραβήξει το σεντόνι μέχρι τη μέση του, πράγμα που της επέτρεπε να βλέπει τη γυμνή πλάτη του. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Μήπως να άλλαζε γνώμη πριν τον πάρει ο ύπνος; Γιατί έπρεπε να φερθεί λογικά; Δεν ήταν σαν να μην είχαν κάνει άλλη φορά έρωτα. Ήθελε να νιώσει πάλι τα χέρια του πάνω στο κορμί της. Ξαφνικά, ο Ρίτσαρντ πετάχτηκε πάνω, λες και διάβαζε τη σκέψη της. Η Τζούλια κοκκίνισε αλλά δεν έκανε την κοιμισμένη. Ωστόσο, εκείνος δεν την κοίταξε για να δει αν κοιμόταν ή όχι, απλώς πήγε σε ένα από τα παράθυρα και το άνοιξε. Δροσερός αέρας πλημμύρισε το δωμάτιο και την έκανε να χωθεί πιο βαθιά κάτω από τα σκεπάσματα. Ο Ρίτσαρντ στάθηκε μπροστά στο παράθυρο για λίγο. Η Τζούλια φρόντισε να γυρίσει από την άλλη μεριά ώστε να είναι πιο μακριά του. Εκείνος έσβησε το αχνό φως που βρισκόταν από τη δική του μεριά και ξάπλωσε. Δεν ήταν παράξενο που δεν είχε καταφέρει να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Τουλάχιστον τώρα το δωμάτιο ήταν πραγματικά σκοτεινό. Η Τζούλια κουνήθηκε λίγο προσπαθώντας να βρει μια στάση που θα τη βοηθούσε να κοιμηθεί. Το γόνατό της ακούμπησε κατά λάθος τα οπίσθιά του. Βόγκηξε και κατάλαβε ότι έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη. Ήλπιζε ότι ο Ρίτσαρντ είχε αποκοιμηθεί και δεν το είχε προσέξει. Εκείνος της διέλυσε την ελπίδα αυτή αμέσως. «Διάβολε, Τζουλς, κρατιέμαι με μεγάλη δυσκολία εδώ». Αλλά μετά της ζήτησε συγγνώμη. «Με συγχωρείς.
Θα γελάμε γι’ αυτό αύριο – ή κάποια στιγμή μέσα στον επόμενο αιώνα!» Η σύντομη προσπάθειά του να αστειευτεί δεν βοήθησε. Τριάντα λεπτά αργότερα, η Τζούλια παραδέχτηκε ότι ούτε το σκοτάδι δεν τη βοηθούσε να κοιμηθεί. Εκείνος ήταν ακόμα μόνο καμιά τριανταριά εκατοστά μακριά της και δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της. Έτσι ήταν ακόμα ξύπνια όταν η άμαξα σταμάτησε μπροστά στο σπίτι. Ανακάθισε και θα πήγαινε στο παράθυρο να δει ποιος είχε έρθει τόσο αργά τη νύχτα, αλλά την πρόλαβε ο Ρίτσαρντ. «Διάβολε, άδικα κάναμε τόση φασαρία», ξεφύσηξε. «Ο πατέρας δεν είναι στο δωμάτιό του. Δεν ήταν καν μέσα στο σπίτι όλες αυτές τις ώρες». «Πού μπορεί να πήγε;» «Να βρει μια εφημερίδα του Λονδίνου για να δει αν πραγματικά δημοσιεύσαμε την αναγγελία του γάμου, θα έλεγα. Ο καταραμένος – δεν μπορεί να δεχτεί αυτό που του λέμε με τίποτα». «Πρέπει να γυρίσω στο δωμάτιό μου». «Μείνε εκεί που είσαι». «Είμαι πολύ κουρασμένη τώρα για να ξαναρχίσω τα γέλια». «Το ίδιο κι εγώ». Τραβήχτηκε από το παράθυρο και γύρισε στο κρεβάτι με ένα πονηρό χαμόγελο. «Αλλά εξακολουθώ να θέλω να μας βρει εδώ η καμαριέρα το πρωί και να του το πει». Η Τζούλια βόγκηξε. Δεν θα έκλεινε μάτι απόψε, ήταν σίγουρη γι’ αυτό.
Κεφάλαιο Τριάντα Εννέα Ο Ρίτσαρντ ξύπνησε πολύ πριν ακουστεί το χτύπημα στην πόρτα. Τι απαίσια νύχτα! Κοιμήθηκε ελάχιστα. Η ιδέα να κοιμηθεί μαζί με την Τζούλια, για να ενισχύσουν τη φάρσα τους, του είχε φανεί τόσο καλή στην αρχή. Αλλά δεν είχε σκεφτεί πώς θα ένιωθε όταν θα είχε το χυμώδες κορμί της δίπλα του όλη τη νύχτα και δεν θα μπορούσε να το αγγίξει. Είχε βλακωδώς υποθέσει ότι θα μπορούσε να κρατήσει υπό έλεγχο τις ορέξεις του αν εστίαζε στο άσχημο παρελθόν τους και τον λόγο για τον οποίο είχαν έρθει στο Γουίλοου Γουντς. Μεγάλη βλακεία του. Είχε φτάσει στο σημείο να θυμηθεί όλες τις προηγούμενες φορές που είχαν συναντηθεί και πόσο άσχημα ήταν. Αλλά ούτε αυτό δεν είχε βοηθήσει. Απλούστατα, η Τζούλια δεν ήταν πια εκείνο το μικρό τέρας. Είχε αλλάξει τόσο ώστε ήταν ένα τελείως διαφορετικό άτομο. Τώρα μπορούσαν να κάνουν μια κανονική συζήτηση χωρίς κανείς τους να θυμώσει. Γελούσε μαζί του. Δεχόταν τα πειράγματά του. Τι έκπληξη και τι ευχαρίστηση ήταν αυτό! Και τι μπορούσε να πει για το γεγονός ότι τον είχε σώσει; Το είχε κάνει για τον εαυτό της, όπως είχε αρχικά νομίσει; Ή μήπως είχε απλώς τόση συμπόνια ώστε ένιωσε ότι έπρεπε να τον σώσει παρόλο που τον μισούσε; Τον μισούσε ακόμα άραγε; Δεν μπορούσε καν να καταλάβει πια. Η αλήθεια ήταν ότι οι αλλαγές στην Τζούλια τον είχαν γοητεύσει. Είχε δείξει πολύ θάρρος με το να έρθει εδώ και να τον βοηθήσει σε αυτό το θέατρο μετά απ’ ό,τι είχε κάνει ο πατέρας του. Βέβαια, αυτό ήταν κάτι που εξυπηρετούσε την ίδια. Το συμβόλαιο δεν σήμαινε τίποτα για εκείνον όταν ζούσε σε μια άλλη ήπειρο τώρα και μπορούσε να παντρευτεί όποια ήθελε εφόσον ήταν έτοιμος να το κάνει. Αλλά έπρεπε να καταστρέψει το συμβόλαιο ώστε να προχωρήσει τη ζωή της και να παντρευτεί κάποιον άλλο. Όταν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα, έδιωξε αυτή τη σκέψη. «Εμπρός», είπε. Η Τζούλια κουνήθηκε δίπλα του αλλά δεν ξύπνησε. Κοιμόταν πραγματικά τόσο βαθιά; Ή είχε περάσει μια εξίσου απαίσια νύχτα με εκείνον; Πολύ
ενδιαφέρουσα σκέψη, όμως την έβρισκε μη ρεαλιστική. Μπορεί να είχε υποκύψει στο πάθος στο πλοίο του Μάλορι, αλλά τότε ήταν συναισθηματικά ευάλωτη κι εκείνος είχε φανεί αρκετά κάθαρμα ώστε να το εκμεταλλευτεί. Αλλά, διάβολε, ήταν εκθαμβωτική τώρα, σαν άγγελος που κοιμόταν με εκείνα τα κατάξανθα μαλλιά απλωμένα πάνω στο μαξιλάρι της. Με εξαίρεση την πρώτη φορά που την είχε δει, όταν ήταν ένα εκνευριστικό πεντάχρονο με κατακόκκινα μάγουλα, ήταν ένα όμορφο κοριτσάκι. Έπρεπε να το περιμένει ότι, όταν μεγάλωνε, θα γινόταν πολύ ωραία γυναίκα. Η πόρτα που άνοιξε τράβηξε την προσοχή του από την Τζούλια. Μια νεαρή καμαριέρα μπήκε με μια κανάτα νερό. Όταν τον είδε στο κρεβάτι ακόμα, σταμάτησε απότομα και τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα. Νιώθοντας προφανώς αμηχανία, άρχισε να πισωπατά για να βγει από το δωμάτιο. Για την περίπτωση που δεν είχε προσέξει την Τζούλια, την πρόσταξε να αφήσει το νερό, ώστε να προχωρήσει περισσότερο στο δωμάτιο και να δει την κοιμισμένη κοπέλα. Αλλά πραγματικά πώς ήταν δυνατόν κάποιος να μη δει εκείνα τα κατάξανθα μαλλιά που ήταν απλωμένα στο μαξιλάρι; Η καμαριέρα έγνεψε καταφατικά ενοχλημένη, αλλά κράτησε το βλέμμα της καρφωμένο στο πάτωμα καθώς έτρεξε στη λεκάνη, άφησε την καράφα και γύρισε βιαστικά στην πόρτα χωρίς να ξανακοιτάξει προς το μέρος του. Ο Ρίτσαρντ αναστέναξε. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να το πει ορθά-κοφτά, διαφορετικά αυτή η απαίσια νύχτα θα είχε πάει τελείως χαμένη. «Δεν υπάρχει λόγος για αμηχανία. Θα παντρευτούμε μέσα σε λίγες βδομάδες!» είπε πριν κλείσει η πόρτα. Η Τζούλια θα έπρεπε να τον είχε ακούσει, παρόλο που δεν το έδειξε. Αλλά θύμισε στον εαυτό του ότι δεν θα χρειάζονταν κι άλλες βδομάδες. Ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε το συμβόλαιο μετά από δυο τρεις μέρες ερευνών. Μπορεί ο πατέρας του να είχε φτιάξει διάφορες κλειδωμένες κρυψώνες στο σπίτι, όμως σίγουρα θα βρίσκονταν μέσα σε δύο μόνο δωμάτια, το γραφείο του πατέρα του και το υπνοδωμάτιό του. Το μόνο πράγμα που τον ανησυχούσε ήταν ότι, αν βρισκόταν εκείνος στη θέση του, δεν θα έκρυβε κάπου το συμβόλαιο. Δεδομένου του γεγονότος ότι είχαν εμφανιστεί τόσο ξαφνικά, το λογικό ήταν να το κρατάει πάνω του μέρα και νύχτα. Τι τρομερή σκέψη. Εξαιρετικά ενοχλημένος τώρα, σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε. Μετά γύρισε για να ξυπνήσει την Τζούλια αλλά σταμάτησε απότομα. Δεν τολμούσε να την αγγίξει όταν ήξερε ότι την ήθελε ακόμα! Η επιθυμία που ένιωθε τον
δυσκόλευε. Μπορούσε να κουνήσει λίγο το στρώμα και να πει δυνατά το όνομά της για να την ξυπνήσει, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι θα άντεχε να τη δει να ανακάθεται στο κρεβάτι, ζεστή και αναμαλλιασμένη από τον ύπνο με αυτό το αποκαλυπτικό νυχτικό. Έτσι, προτίμησε να κατέβει κάτω για πρωινό. Δυστυχώς, ο πατέρας του ήταν ακόμα στο τραπέζι στην αίθουσα του πρωινού. Μετά από τόσα χρόνια, δεν έπρεπε να αισθάνεται το στομάχι του να σφίγγεται μπροστά στον Μίλτον, αλλά το ένιωθε ακόμα. Όλοι εκείνοι οι ξυλοδαρμοί στα παιδικά του χρόνια είχαν αφήσει ένα βαθύ τραύμα. Φρικτό πράγμα να συνδέεις τον γονιό σου με τον πόνο και με τίποτα άλλο. «Άργησες», είπε ο Μίλτον αποδοκιμαστικά καθώς ο Ρίτσαρντ καθόταν απέναντί του. Ο Ρίτσαρντ τον κοίταξε έντονα. «Σου φαίνομαι σαν παιδί που πρέπει να του πουν πότε να φάει;» «Μου φαίνεσαι σαν ο αντάρτης που ήσουν πάντα», είπε ο Μίλτον κοιτάζοντας την αλογοουρά που είχε αφήσει να πέσει πάνω από τον ώμο του. «Θα την κόψεις αυτή για το γάμο;» «Όχι». «Θα μας ντροπιάσεις όλους;» «Κανείς δεν θα δώσει την παραμικρή σημασία πώς είναι τα μαλλιά μου, πατέρα, και δεν είναι δική σου απόφαση. Εντάξει;» Ο Μίλτον δεν απάντησε, πιθανώς λόγω της υπηρέτριας που μπήκε με ένα πιάτο για τον Ρίτσαρντ. Προαποφασισμένο φαγητό. Καμία επιλογή. Έσφιξε τα δόντια του αλλά μετά, το ίδιο γρήγορα, χαλάρωσε. Γινόταν σχολαστικός. Το φαγητό ήταν ανεκτό και άφθονο. Τουλάχιστον ο πατέρας του δεν τσιγκουνευόταν προκειμένου να ταϊσει τον εαυτό του και την οικογένειά του. Αλλά ο Μίλτον συνέχισε. «Τρώμε ακριβώς στις οκτώ το πρωί, ακριβώς στη μία το μεσημέρι και ακριβώς στις επτά το απόγευμα. Αυτό επιτρέπει στη μαγείρισσα, που δεν έχει πολλές βοηθούς, να κάνει το πρόγραμμά της». «Δεν μπορώ να φανταστώ τη γριά Γκρέτα να παραπονιέται για οτιδήποτε. Είναι θαυμάσια μαγείρισσα και ένα από τα ελάχιστα μέλη του προσωπικού που θυμάμαι με συμπάθεια. Και γιατί δεν έχω δει–» «Αναγκάστηκα να απολύσω την Γκρέτα. Στην πραγματικότητα, όλοι οι παλιοί απολύθηκαν πριν από πολύ καιρό και αντικαταστάθηκαν με νέους που είναι φθηνότεροι». Από την έκφραση στο πρόσωπο του Μίλτον ο Ρίτσαρντ κατάλαβε πως ο πατέρας του κατηγορούσε εκείνον γι’ αυτό, επειδή του είχε φορτώσει τα χρέη
του. Αλλά ο Ρίτσαρντ δεν σκόπευε να το συζητήσει πάλι το συγκεκριμένο θέμα, τη στιγμή που ο πατέρας του δεν είχε καταφύγει στην απλή λύση που τόσο εκείνος ήθελε – να τον αποκηρύξει. «Φοβάμαι πως δεν συμπαθώ πολύ το ακριβώς», είπε ο Ρίτσαρντ και μετά πρόσθεσε πιο μαλακά, «αν δεν υπάρχει φαγητό όταν θέλω να φάω, δεν πειράζει, θα το αντέξω». «Και πού είναι η μέλλουσα γυναίκα σου σήμερα;» «Κοιμάται ακόμα», είπε ο Ρίτσαρντ και η προκλητική εικόνα της Τζούλια του πέρασε πάλι από το μυαλό. «Έχει συνηθίσει τις ώρες των κοσμικών του Λονδίνου φαντάζομαι;» ρώτησε ο Μίλτον αποδοκιμαστικά. Ο Μίλτον δεν είχε ποτέ συμπαθήσει το Λονδίνο. Όλοι εκείνοι που είτε ζούσαν εκεί είτε πήγαιναν για την κοσμική σεζόν, ήταν πλούσιοι. Εκείνος δεν ήταν. Αλλά η ερώτησή του πρόσφερε την ιδανική ευκαιρία για να αναφερθεί στο γεγονός ότι είχαν περάσει μαζί τη νύχτα. «Καθόλου», απάντησε ο Ρίτσαρντ στον πατέρα του. «Φοβάμαι ότι φταίω εγώ επειδή την κράτησα ξύπνια μέχρι αργά. Αλλά μου επιτρέπεις να προτείνω να αποφύγεις αυτόν τον επιθετικό τόνο μαζί της; Έχει ήδη ενδοιασμούς για το αν πρέπει να γίνει εδώ ο γάμος μετά τον τρόπο που μας υποδέχτηκες». Ο Μίλτον είπε κάτι μέσα από τα δόντια του. Ο Ρίτσαρντ επέλεξε να το αγνοήσει και προσπάθησε να βρει ένα ουδέτερο θέμα. «Ο μπάτλερ ανέφερε ότι ο Τσαρλς θα γυρίσει σήμερα. Είναι αλήθεια;» «Ασφαλώς. Ο αδελφός σου είναι πολύ προβλέψιμος και αξιόπιστος. Είπε ότι θα γυρίσει σήμερα και θα γυρίσει». Του Ρίτσαρντ δεν του διέφυγε το υπονοούμενο στο σχόλιο αυτό. Κι εκείνος μπορούσε να είναι πολύ αξιόπιστος αν και προτιμούσε να μην είναι προβλέψιμος. Αλλά ο Μίλτον θαύμαζε τις ιδιότητες αυτές, οπότε ο Ρίτσαρντ είχε προσπαθήσει να τις αναπτύξει σαν παιδί – μέχρι που έγινε φανερό ότι τίποτα δεν επρόκειτο να κάνει τον πατέρα του να τον αγαπήσει. Ο Ρίτσαρντ σταμάτησε να του μιλάει και συγκεντρώθηκε στο φαγητό του. Αλλά του Μίλτον δεν του άρεσε η σιωπή. «Ξέχασες να αναφέρεις τον στρατό που έφερες μαζί σου. Με ενημέρωσε ο Καντέλ γι’ αυτό». Ο Ρίτσαρντ έκανε μια γκριμάτσα. «Ώστε εκεί πήγες χθες το βράδυ; Φοβήθηκες ότι ο λακές σου δεν υπάκουσε τις εντολές σου και πήγες να του τα ψάλεις;»
«Ο ειρηνοδίκης δεν είναι λακές μου», μουρμούρισε ο Μίλτον. «Και είχε ήδη αναφέρει την προηγούμενη βδομάδα−» άρχισε να εξηγεί αλλά σταμάτησε και τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Γιατί προσπάθησες να κρύψεις μια τόσο μεγάλη συνοδεία από μένα;» Ο Ρίτσαρντ γέλασε. «Είσαι απίστευτος, το ξέρεις αυτό; Υπάρχει τίποτα που να μη σε πειράζει; Η απλή αλήθεια είναι ότι δεν θέλαμε να σε ανησυχήσουμε χωρίς λόγο ερχόμενοι εδώ με όλους εκείνους τους φρουρούς, και γι’ αυτό τους αφήσαμε λίγο πιο κάτω. Και δεν είναι δικοί μου, είναι του Τζέραλντ Μίλερ. Να τους φέρω στο σπίτι; Μπορεί να βοηθήσουν στην ανακαίνιση». «Άφησέ τους εκεί που είναι», είπε ο Μίλτον. Ο Ρίτσαρντ γέλασε από μέσα του. Είχε πραγματικά νομίσει ο πατέρας του ότι τους είχε πιάσει να λένε ψέματα; Προφανώς. «Πραγματικά πιστεύεις», πρόσθεσε για καλό και για κακό ο Ρίτσαρντ, «ότι ο πατέρας της Τζούλια θα την άφηνε να έρθει εδώ χωρίς καμία προστασία μετά από ό,τι έκανες σε μένα; Είναι η δική της συνοδεία. Εγώ δεν χρειάζομαι καμία συνοδεία. Εσύ κι εγώ ξέρουμε ακριβώς πού βρισκόμαστε. Αν δεν ήθελα να την παντρευτώ, μπορείς να είσαι απολύτως σίγουρος ότι δεν θα ήμουν εδώ».
Κεφάλαιο Σαράντα Είχε παρακοιμηθεί! Έριξε μια ματιά δίπλα της και κατάλαβε ότι ο Ρίτσαρντ την είχε αφήσει μόνη της στο δωμάτιό του. Αλλά γιατί δεν την ξύπνησε πριν φύγει; Ήξερε ότι τα συνεργεία θα έφταναν σήμερα και θα χρειάζονταν καθοδήγηση. Έτρεξε στο δωμάτιό της χωρίς να μπει στον κόπο να καλέσει την καμαριέρα της, βρήκε ένα φόρεμα που μπορούσε να φορέσει χωρίς βοήθεια και μετά έτρεξε πάλι στη σκάλα. Στην κορυφή της σκάλας κοντοστάθηκε, πήρε βαθιά ανάσα και αφιέρωσε ένα λεπτό για να στρώσει τα μαλλιά της. Ο προθάλαμος κάτω ήταν άδειος. Τα συνεργεία δεν είχαν φτάσει ακόμα. Φερόταν χαζά, προσπαθώντας να δημιουργήσει μια κρίση μόνο και μόνο για να μη χρειαστεί να σκεφτεί για το προηγούμενο βράδυ. Αλλά οι σκέψεις αυτές πλημμύρισαν τώρα το μυαλό της. Ποτέ ξανά δεν θα έβαζε τον εαυτό της σε τόσο δύσκολη θέση, για κανέναν λόγο. Ο Ρίτσαρντ είχε τηρήσει τον λόγο του και δεν την είχε αγγίξει ξανά μετά από εκείνο το φιλί. Αυτή ήταν η μοναδική φορά που είχε ευχηθεί να μην είναι τόσο καθωσπρέπει, αλλά ήταν. Φυσικά, εκείνη είχε επιμείνει να αποφύγουν οποιαδήποτε σωματική επαφή στο κρεβάτι, όμως δεν είχε ιδέα πόσο δύσκολο και άβολο θα ήταν αυτό. Ωστόσο, αν εκείνος πραγματικά πίστευε ότι ήταν απαραίτητο να κοιμηθούν ξανά μαζί, τότε θα το έκαναν σωστά και δεν θα υποκρίνονταν. Όχι βέβαια, και εκείνη θα ξεκαθάριζε ότι ήταν πρόθυμη να κάνει τη θυσία αυτή για χάρη της φάρσας που έπαιζαν. Γρύλισε από μέσα της και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. Δεν θα του έλεγε τίποτα τέτοιο. Προφανώς όχι μόνο δεν θα του άρεσε το γεγονός ότι θα χαρακτήριζε «θυσία» τον έρωτα μαζί του, αλλά, πραγματικά, πώς αλλιώς μπορούσε να το θέσει όταν δεν μπορούσε να πει ότι ήθελε να του κάνει έρωτα; Επιπλέον, δεν θα του άρεσε να πάρει εκείνη τον έλεγχο της κατάστασης όταν ήταν δικό του το αρχικό σχέδιο. Βρήκε τον Ρίτσαρντ στην αίθουσα του πρωινού. Δυστυχώς, ο κόμης ήταν επίσης εκεί.
Ο Ρίτσαρντ σηκώθηκε μόλις εκείνη εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. «Κακός συγχρονισμός, αγάπη μου. Μόλις τελείωσα». Θα την άφηνε εκεί μόνη της με τον πατέρα του; Φόρεσε γρήγορα ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Έτσι κι αλλιώς, θα προτιμούσα έναν περίπατο πριν φάω. Είναι ένα τόσο όμορφο πρωινό». «Το πρωινό δεν θα σερβίρεται για πολύ ακόμα», δήλωσε ο Μίλτον. Ήταν επικριτικό το βλέμμα του; Δεν είχε ακόμα βελτιωθεί καθόλου η στάση του, λοιπόν; Ή ίσως δεν είχε ενημερωθεί ακόμα για τον τρόπο που είχαν κοιμηθεί το βράδυ; Προσπάθησε να θυμηθεί πώς ένιωθε μετά από τότε που είχαν στ’ αλήθεια κάνει έρωτα. Γαλήνια, τρυφερή, καλοσυνάτη – ευτυχισμένη. Χάρισε ένα ήρεμο χαμόγελο στον κόμη. «Αλήθεια; Δεν πρόσεξα την ώρα. Μου αρέσει να περπατάω πριν φάω. Συνήθως κάνω λίγη ιππασία αλλά δεν έφερα το άλογό μου – ή μήπως έχετε άλογα στον στάβλο σας;» «Πέρα από το άλογο του Τσαρλς και το πόνι του Μάθιου, τα άλλα είναι άλογα άμαξας. Εγώ δεν κάνω ιππασία». «Πιστεύετε ότι θα τον πείραζε τον Τσαρλς αν δανειζόμουν το άλογό του;» «Ναι», είπε ο Μίλτον. «Όχι», είπε ο Ρίτσαρντ και κοίταξε επιτιμητικά τον πατέρα του. Ο Μίλτον αγνόησε τον γιο του. «Δεν έχουμε σέλες για γυναίκες». Ο άνθρωπος αυτός ήταν αποφασισμένος να είναι αφιλόξενος. Είχε αρχίσει να γίνεται κωμικό αλλά η Τζούλια κρατήθηκε να μη γελάσει. «Δεν πειράζει. Θα περπατήσω», είπε. Ο Ρίτσαρντ την πήρε από το χέρι και την έβγαλε από εκεί πριν συμβεί τίποτα πιο δυσάρεστο. Ένιωσε την έντασή του. Ήταν τρομερά τσιτωμένος. «Αυτό ήταν δύσκολο;» μάντεψε καθώς την οδηγούσε στον κήπο. Την πήγε στη μεγάλη αλέα που απομακρυνόταν από το σπίτι. Προφανώς, δεν είχε σχεδιάσει κάποια επίδειξη για τον πατέρα του σε αυτή τη βόλτα. «Δεν μπορεί καν να είναι ευγενικός με σένα! Ποτέ δεν ήταν τόσο δυσάρεστος. Φυσικά, πάντα γινόταν έξαλλος όταν ένας από εμάς καταπατούσε τους κανόνες του, αλλά μετά την τιμωρία, είτε αγνοούσε τον Τσαρλς κι εμένα είτε μας φερόταν κανονικά». «Τι εννοείς “κανονικά”; Όπως ένας φυσιολογικός γονιός θα φερόταν στα παιδιά του;» «Όχι, όχι έτσι. Αν ένιωθε κάτι για κάποιον από τους δυο μας, δεν το έδειξε ποτέ. Η στάση του ήταν περισσότερο όπως θα φερόταν σε έναν
προσκεκλημένο, ευγενική, αλλά χωρίς κανένα συναίσθημα. Αναρωτιέμαι μήπως τα χρέη που του φόρτωσα τον δυσκόλεψαν πολύ και τον έχουν κάνει έτσι πικρόχολο. Το μέρος αυτό δεν ήταν ποτέ τόσο παρατημένο πριν φύγω. Δεν ήταν ποτέ σπάταλος βέβαια. Μάλιστα, έκοβε κάποιο έξοδο πού και πού, αλλά δεν ζούσαμε φτωχικά. Θα πρέπει να του στοίχισε ότι αναγκάστηκε να αφήσει το μέρος να ρημάξει έτσι». Ο Ρίτσαρντ έκανε μεταβολή και γύρισαν προς τα πίσω. Τη στενοχωρούσε να τον βλέπει τόσο αναστατωμένο και ένιωθε μια έντονη τάση να τον αγκαλιάσει. Αντ’ αυτού, είπε γρήγορα: «Ίσως ο πατέρας σου να είναι τόσο δυσάρεστος επειδή δεν μας πιστεύει». «Ή έχει μαντέψει γιατί είμαστε εδώ», μουρμούρισε ο Ρίτσαρντ. Η σκέψη αυτή προβλημάτιζε και εκείνη. «Πρέπει πραγματικά να μείνουμε τόσο ώστε να δεις τον Τσαρλς; Δεν μπορείς να κανονίσεις να τον δεις αφού πετύχουμε τον στόχο μας;» «Ασφαλώς. Προσπάθησα να μπω στο γραφείο του πατέρα μου χθες το βράδυ που δεν ήταν στο ισόγειο, πριν έρθω στο δωμάτιό σου. Ήταν κλειδωμένο. Και ένας από τους υπηρέτες εμφανίστηκε ξαφνικά σαν να ήταν κάπου κρυμμένος και μου είπε ότι ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί. Ο καταραμένος, μπορούσε να μου είχε πει ότι δεν ήταν καν σπίτι, αλλά δεν το έκανε». «Πιστεύεις ότι το συμβόλαιο είναι εκεί μέσα;» «Αυτό θα ήταν το πιο λογικό μέρος. Αν εξακολουθήσει να έχει έναν υπηρέτη κρυμμένο απέξω, θα αναγκαστώ να δοκιμάσω να μπω από το παράθυρο. Θυμάμαι πως είχε μια κλειδωμένη σανίδα κάτω από το γραφείο του». Η Τζούλια γέλασε. «Κλείδωνε το πάτωμα;» Ο Ρίτσαρντ χαμογέλασε. «Ναι, αλήθεια. Είχε ένα κουτί που χωρούσε ίσα ίσα κάτω από τη σανίδα και είχε βάλει μια κλειδαριά πάνω της, οπότε δεν μπορείς να τη σηκώσεις αν δεν έχεις το κλειδί. Αλλά τον απασχολούσε πολύ να μην αφήνει χρήματα σκόρπια εδώ κι εκεί για να μην τα κλέψουν οι υπηρέτες, επομένως αυτή δεν είναι η μοναδική κρυψώνα. Ένα από τα συρτάρια στο γραφείο του έχει επίσης μια κλειδαριά. Εδώ που τα λέμε, και τα τρία συρτάρια ενός επίπλου που έχει στο δωμάτιό του έχουν κλειδαριές, όπως επίσης κλειδαριά έχει και το μικρό ντουλαπάκι στο οποίο φυλάει τα ρολόγια του. Τώρα που το σκέφτομαι, υπάρχει μια κλειδωμένη πόρτα μέσα στο δωμάτιο που έχει τα ρούχα του».
«Δεν είναι εκεί η μπανιέρα του;» «Όχι, υπάρχει ένα ξεχωριστό δωμάτιο για την μπανιέρα, στην άλλη μεριά της γκαρνταρόμπας του. Ο Τσαρλς κι εγώ πάντα αναρωτιόμασταν τι είχε κρυμμένο εκεί μέσα, αλλά ποτέ δεν το ανακαλύψαμε. Μια φορά, μας τιμώρησε επειδή μας βρήκε μέσα στο δωμάτιό του κι έτσι δεν ξαναπήγαμε ποτέ». Η Τζούλια αναστέναξε. «Και πώς θα καταφέρεις να αποκτήσεις τόσα κλειδιά;» «Δεν σκόπευα να κάνω κάτι τέτοιο. Έφερα μαζί μου μερικά εργαλεία που μπορούν να παίξουν τον ρόλο κλειδιών». Η Τζούλια δεν καταλάβαινε τι εννοούσε. «Ω;» είπε. «Ο Τζέρεμι Μάλορι, ο γιος του Τζέιμς, μου τα έδωσε πριν φύγουμε για το Λονδίνο. Ανήκουν στη γυναίκα του, την Ντάνι. Ο Τζέρεμι είπε ότι ο πατέρας του πρότεινε να μου τα δανείσει». Ο Ρίτσαρντ κούνησε το κεφάλι του. «Υπάρχει κάτι τελείως αλλόκοτο στο γεγονός ότι ο Τζέιμς Μάλορι με βοηθάει». «Γιατί; Είναι καλός άνθρωπος». «Σιγά μην είναι! Το ξέρεις ότι παλιά ήταν πειρατής;» «Άκουσα να το λένε στ’ αστεία αλλά δεν το πίστεψα». «Είναι αλήθεια». «Πώς το ξέρεις;» «Ο πατέρας της Γκάμπι τού έσωσε τη ζωή πριν από πολύ καιρό και μου είπε όλη την ιστορία». «Σίγουρα!» γέλασε η Τζούλια. «Εξακολουθώ να μην το πιστεύω». «Υποθέτω ότι δεν θα πιστέψεις ούτε ότι κάποτε ήμουν κι εγώ πειρατής, έτσι;» Εκείνη γέλασε ακόμα περισσότερο. Αλλά καθώς ήταν φανερό πως εκείνος δεν διασκέδαζε, έπνιξε το γέλιο της και προσπάθησε να πάρει μια σοβαρή έκφραση. Όμως απέτυχε. Στο τέλος, εκείνος την κοίταξε πολύ έντονα. «Θα το πίστευες ότι ήμουν κυνηγός θησαυρών;» Αυτό πια δεν μπορούσε να το πάρει στα αστεία. «Αλήθεια;» είπε παραξενεμένη. Εκείνος δεν φαινόταν πια ενοχλημένος μαζί της και έγνεψε καταφατικά. «Ο παλιός μου καπετάνιος λάτρευε το κυνήγι θησαυρών και κατέληξε να ασχολείται μόνο με αυτό».
«Βρήκατε ποτέ κανέναν θησαυρό;» «Αρκετούς για να συνεχίσω να βρίσκω το κυνήγι εξαιρετικά συναρπαστικό. Ρώτα την Γκάμπι. Ο καπετάνιος μου είναι πατέρας της». Είχαν πια φτάσει στο σπίτι, αλλά αντί να ανοίξουν την πόρτα, εκείνος την κοίταξε απορημένος. «Πραγματικά σου αρέσει η ιππασία;» «Είναι ένα από τα πάθη μου». «Ένα;» Η Τζούλια κοκκίνισε. Κακή επιλογή λέξεων. Αλλά απέφυγε να απαντήσει καθώς εκείνος γύρισε απότομα ακούγοντας μια άμαξα να πλησιάζει το σπίτι. «Ο Τσαρλς;» αναρωτήθηκε. «Το ελπίζω». Και πράγματι, ο αδελφός του πετάχτηκε από την άμαξα πριν καλά καλά σταματήσει και αγκάλιασε τον Ρίτσαρντ. «Τι κάνεις εσύ εδώ;» φώναξε. «Νόμιζα−» Ο Ρίτσαρντ τον έκοψε αμέσως. «Θα σου εξηγήσω την επίσκεψη αυτή αργότερα». «Και η Τζούλια;» Ο Τσαρλς της χαμογέλασε. «Αυτό σημαίνει−» «Ναι», είπε ο Ρίτσαρντ προκαλώντας ένα γέλιο γεμάτο ενθουσιασμό στον αδελφό του. Η Τζούλια κατάφερε να μη συνοφρυωθεί. Άραγε ο Ρίτσαρντ δεν θα έλεγε την αλήθεια στον αδελφό του για τη φάρσα που έπαιζαν; Αλλά μετά μάντεψε ότι απλώς δεν ήθελε να ρισκάρει να τους ακούσει κανείς να το συζητούν. Θα χρειάζονταν αρκετές εξηγήσεις. Η πόρτα της άμαξας ανοιγόκλεινε ακόμα αλλά, μόλις σταμάτησε, ένα μικρό χέρι την κράτησε και ένα αγόρι κατέβηκε. Ένα ωραίο αγόρι που έμοιαζε πολύ με τον πατέρα του και που τώρα έδειχνε σαστισμένο και ντροπαλό. Ο Τσαρλς γύρισε στον γιο του. «Έλα να γνωρίσεις τον θείο σου, Μάθιου». Ο Ρίτσαρντ γονάτισε και άνοιξε τα χέρια του για να τον αγκαλιάσει. Αλλά ο Μάθιου ήταν διστακτικός και κοίταξε τον πατέρα του για καθοδήγηση. Ο Τσαρλς χαμογέλασε. «Είναι ο αδελφός μου, Μάθιου. Ο μόνος που έχω». Το αγόρι χαμογέλασε τελικά και έτρεξε μπροστά. Ήταν μια τόσο συγκινητική στιγμή και η Τζούλια παραλίγο να δακρύσει βλέποντας την τρυφερότητα στο πρόσωπο του Ρίτσαρντ καθώς κρατούσε στην αγκαλιά του τον ανιψιό του για πρώτη φορά. Τότε ο Μίλτον άνοιξε την εξώπορτα και με ένα πλατύ χαμόγελο άνοιξε τη δική του αγκαλιά στο αγόρι. Ο Μάθιου γέλασε και έτρεξε στον παππού του.
«Σου έλειψα;» αναφώνησε ο Μάθιου. «Το ξέρεις ότι μου έλειψες», είπε ο Μίλτον και τράβηξε το παιδί μέσα στο σπίτι. Ο Ρίτσαρντ σηκώθηκε αργά. «Θεέ μου! Κάποιος να με τσιμπήσει. Σίγουρα ονειρεύομαι – αποκλείεται να είδα αυτό που είδα». Ο Τσαρλς γέλασε δίπλα του. «Σου το είχα πει ότι φέρεται καλύτερα όταν είναι μαζί με τον γιο μου. Για τον Μάθιου, είναι όλα όσα θα έπρεπε να είναι ένας παππούς». Ο Ρίτσαρντ κοίταξε έντονα τον αδελφό του. «Θέλεις να πεις, ο πατέρας που δεν είχαμε ποτέ;» «Ακριβώς».
Κεφάλαιο Σαράντα Ένα Ο Ρίτσαρντ ήταν μούσκεμα ενώ καθόταν δίπλα στον αδελφό του στην αποβάθρα. Καθώς είχε βγάλει το πουκάμισό του, το νερό έσταζε από το παντελόνι του και από τα μαλλιά του, ενώ το γυμνό στέρνο του γυάλιζε. Αλλά δεν θα έπαιρνε πολλή ώρα να στεγνώσει γιατί η μέρα ήταν πολύ ζεστή. Συχνά μοιραζόταν το γαλήνιο αυτό τοπίο με τον αδελφό του όταν ήταν παιδιά. Τεράστια, γέρικα δέντρα σκίαζαν την περιοχή, και πέρα από το περιποιημένο χορτάρι φύτρωναν άφθονα αγριολούλουδα. Ήταν εύκολο να ξεχάσουν πού βρίσκονταν αν δεν κοίταζαν προς τη μεριά του σπιτιού. Ο Ρίτσαρντ είχε μάθει κατά τη διάρκεια του φαγητού ότι ο Μάθιου δεν ήξερε να κολυμπάει, κι έτσι είχε προσφερθεί να τον διδάξει κολύμπι μαζί με την Τζούλια. Το αγόρι είχε αρνηθεί ευγενικά το μάθημα αλλά ήθελε να τους δει να κολυμπούν, οπότε κατέβηκαν έτσι κι αλλιώς στη λίμνη. Ο Τσαρλς είχε πάει μαζί τους. Καθώς η Τζούλια και ο Μάθιου περπατούσαν μπροστά πιασμένοι χέρι χέρι, ο Τσαρλς εξήγησε στον Ρίτσαρντ γιατί ο Μάθιου δεν ήθελε να κολυμπήσει. «Φοβάται το νερό», είπε, «οπότε μην εκπλαγείς αν δεν μπορέσεις να τον παρασύρεις να μπει ούτε καν στα ρηχά. Ένας από τους γιους του κηπουρού παραλίγο να πνιγεί πριν από μερικά χρόνια. Ήξερε κολύμπι αλλά έπαθε κράμπα και ο Μάθιου, ο οποίος έπαιζε στην πίσω αυλή, άκουσε τις κραυγές του αγοριού και νόμιζε ότι μπορούσε να τον σώσει ενώ δεν ήξερε ούτε ο ίδιος κολύμπι. Τελικά, τους έσωσε και τους δύο ο πατέρας. Πήγαινε να βρει τον Μάθιου και ήταν ο μόνος που ήταν αρκετά κοντά ώστε να βοηθήσει. Από τότε, ο Μάθιου αρνείται κάθε φορά που προσπαθώ να του δείξω πώς να κολυμπά. Κατηγορώ τον εαυτό μου που δεν του έμαθα νωρίτερα». Μετά από αυτό, ο Ρίτσαρντ ήταν αποφασισμένος να μάθει στο αγόρι να κολυμπάει, αλλά ο Τσαρλς είχε δίκιο. Παρόλο που ο Ρίτσαρντ έδειξε στον Μάθιου πόσο διασκεδαστικό μπορούσε να είναι το νερό, και η Τζούλια τον είχε βοηθήσει σε αυτό, δεν κατάφερε να παρασύρει το αγόρι να δοκιμάσει. Αλλά στο τέλος, η Τζούλια τα κατάφερε! Αναγκάστηκε μόνο να υποσχεθεί ότι
θα τον κρατούσε διαρκώς μέχρι να συνηθίσει. Τα δύο αδέλφια παρατηρούσαν πόσο υπομονετική και καλή ήταν μαζί του. «Φαίνεται πως έχει τον τρόπο της με τα παιδιά, έτσι δεν είναι;» σχολίασε ο Τσαρλς. Ο Ρίτσαρντ σκεφτόταν το ίδιο πράγμα. Αλλά βέβαια ο Μάθιου είχε κολλήσει αμέσως πάνω της επειδή προφανώς δεν ήξερε πώς να φερθεί σε έναν θείο που πρώτη φορά συναντούσε. Θεέ μου, σκέφτηκε ο Ρίτσαρντ, είχε χάσει τόσα πολλά στα εννέα χρόνια που έλειπε. «Δώσ’ του λίγο χρόνο», συνέχισε ο Τσαρλς παρατηρώντας το σκεπτικό βλέμμα του αδελφού του. «Του έχω πει τόσες ιστορίες για σένα, όλες καλές, και φρόντισα να μην αναφέρει ο πατέρας μια άσχημη λέξη για σένα μπροστά του. Ίσως τον ξενίζουν τα μαλλιά σου αφού δεν έχει δει ποτέ άντρα με τόσο μακριά μαλλιά. Αλλά το πιθανότερο είναι πως το ύψος σου τον κάνει να νιώθει άβολα. Τώρα τελευταία νιώθει άσχημα γιατί είναι λίγο κοντός για την ηλικία του. Αλλά με την Τζούλια είναι διαφορετικά. Δεν συναντάει συχνά νέες γυναίκες που δεν είναι υπηρέτριες. Και δεν θα μου φαινόταν καθόλου παράξενο αν την έχει ερωτευτεί». Δεν χρειαζόταν να δικαιολογεί ο Τσαρλς το αγόρι. Ο Ρίτσαρντ ήξερε ότι πρέπει να είσαι κοντά σε ένα παιδί για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη και την αγάπη του, κι εκείνος δεν ήταν εδώ ούτε θα ήταν στο μέλλον. Κι ωστόσο, αυτή ήταν η οικογένεια που ήθελε πάντα για τον εαυτό του, συνειδητοποίησε με μια θλίψη να τον κατακλύζει. Γυναίκα και παιδί που παίζουν, αδέλφια που κάθονται και τους χαζεύουν, γέλια, μια αίσθηση συντροφικότητας – και προφανώς δεν θα ξανασυνέβαινε ποτέ πια. Εκείνος και η Τζούλια θα έφευγαν σύντομα. Δεν είχε ακόμα την ευκαιρία να εξηγήσει στον Τσαρλς τι έκαναν εκεί. Ο Μίλτον τους είχε φωνάξει στο σαλόνι όταν μπήκαν στο σπίτι και μετά πήγαν όλοι μαζί στην τραπεζαρία για το γεύμα. Ο Μίλτον εξακολούθησε να καταπλήσσει τον Ρίτσαρντ γιατί όσο το παιδί ήταν μαζί τους, ούτε μια φορά δεν μίλησε καυστικά ή με κακία. Ο Ρίτσαρντ και ο Τσαρλς ήταν αρκετά μακριά από το νερό ώστε να μπορούν να μιλήσουν χωρίς να ακούγονται. «Ριτς, τι συμβαίνει με εσένα και την Τζούλια;» ρώτησε ο Τσαρλς. «Γιατί έχετε έρθει στο Γουίλοου Γουντς; Η συμπεριφορά σου έρχεται σε αντίθεση με όλα όσα μου είπες στο πανδοχείο». Τώρα που είχε φτάσει η στιγμή να το συζητήσουν, ο Ρίτσαρντ παραλίγο να αποφασίσει να πει την ίδια ιστορία στον Τσαρλς που είχαν πει και στον
Μίλτον. Όχι ότι δεν εμπιστευόταν τον αδελφό του, αλλά ο Τσαρλς δεν ήταν καλός στο να φυλάει μυστικά. Αλλά ήταν ο αδελφός του και, στο κάτω κάτω, ο Τσαρλς μπορεί να τους βοηθούσε να βρουν το συμβόλαιο πιο γρήγορα. Τουλάχιστον μπορούσε να ρίξει φως στην καθημερινή ρουτίνα του πατέρα τους και αυτό θα βοηθούσε τον Ρίτσαρντ στην έρευνά του. Ο Ρίτσαρντ κούνησε το κεφάλι του και έδωσε στον αδελφό του μια σύντομη περιγραφή της αλήθειας. «Φυσικά, δεν δείχνει καμία χαρά για τον επικείμενο γάμο μας», κατέληξε, «παρόλο που θα περίμενε κανείς ότι θα ήταν εκστασιασμένος από το γεγονός ότι θα πετύχει τελικά αυτό που θέλει». «Τότε ίσως απλώς να μη σας πιστεύει, πράγμα που δεν με εκπλήσσει καθόλου. Είναι απίστευτα καχύποπτος. Αλλά βέβαια πάντα υποπτευόταν οτιδήποτε έξω από το συνηθισμένο, και αυτό τώρα είναι κάτι αρκετά απροσδόκητο για εκείνον. Δεν το θυμάσαι;» «Το έχω καταλάβει, παρόλο που σημαίνει ότι απλώς πρέπει να γίνουμε πιο πειστικοί – ή να βρούμε γρήγορα το συμβόλαιο. Ξέρεις πού μπορεί να το φυλάει;» «Λυπάμαι, δεν έχω ιδέα. Όλα αυτά τα χρόνια δεν μιλούσε για σένα, κι όταν έφερνα εγώ την κουβέντα, γινόταν έξαλλος. Τελικά, του ανέφερα εγώ το συμβόλαιο μετά από τότε που σε είδα στο πανδοχείο και μου είπες τι θα έκανε η Τζούλια». Ο Ρίτσαρντ γούρλωσε τα μάτια του. «Του είπες ότι με είδες;» «Όχι, φυσικά όχι. Αλλά το σχέδιό της δεν μου άρεσε καθόλου. Είμαι πολύ προληπτικός, ξέρεις. Το να βάλει να σε θεωρήσουν νεκρό θα ήταν σαν να σε γρουσουζεύει και να πεθάνεις στ’ αλήθεια. Έπρεπε τουλάχιστον να προσπαθήσω να το σταματήσω αυτό πείθοντάς τον να την απελευθερώσει. Φυσικά, απέρριψε αμέσως τα επιχειρήματά μου». Και με τη γνωστή καχυποψία του, ο Μίλτον προφανώς είχε μαντέψει ότι ο Ρίτσαρντ θα ήταν κάπου στην περιοχή. Αλλά ο Ρίτσαρντ δεν θα ανέφερε το ταξίδι στην Αυστραλία που είχε κανονίσει για εκείνον ο Μίλτον, για την περίπτωση που ο Τσαρλς ήταν έμμεσα υπεύθυνος για το γεγονός ότι τον είχε βρει ο πατέρας του. Ωστόσο, ο Ρίτσαρντ έπρεπε να μάθει τις συνήθειες του πατέρα του. «Ο πατέρας έμεινε έξω μέχρι αργά χθες το βράδυ. Είναι συνηθισμένο να λείπει τα βράδια;» «Περνάει αρκετό χρόνο με μια χήρα εδώ κοντά». Ο Ρίτσαρντ τον κοίταξε παραξενεμένος. «Έχει ερωμένη; Εκείνος;»
Ο Τσαρλς κούνησε το κεφάλι του. «Μη νομίζεις ότι πληρώνει για εκείνη. Δεν έχει τα χρήματα να το κάνει. Εκείνη ζει άνετα με ένα μικρό επίδομα και προφανώς απολαμβάνει την παρέα του». Η ιδέα ότι κάποια γυναίκα θα μπορούσε να απολαμβάνει την παρέα του Μίλτον του φαινόταν αστεία. «Κάτι δεν πάει καλά μαζί της, έτσι;» Ο Τσαρλς γέλασε. «Όχι, δεν νομίζω. Είναι περίπου στην ηλικία του και δεν ανήκει στην αριστοκρατία». «Οπότε ελπίζει στον τίτλο του;» «Ίσως, ή μπορεί απλώς να έχει μοναξιές. Τον καλεί συχνά για φαγητό, κι έτσι δυο τρεις φορές τη βδομάδα ο Μάθιου κι εγώ τρώμε μόνοι μας. Και κάθε βδομάδα κάποια φορά γυρίζει σπίτι πολύ αργά, οπότε, ενώ δεν μπορείς να πεις ότι είναι ερωμένη του, προφανώς κοιμούνται πού και πού μαζί». «Λες να την παντρευτεί;» «Όχι», είπε ο Τσαρλς κοφτά. «Αν ήταν πλούσια, ίσως, αλλά δεν είναι». «Δεν έχει αρκετά χρήματα; Τι κρίμα! Το έχεις καταλάβει ότι είχε πάντα μανία με τα λεφτά;» «Δεν είναι εύκολο να μην το καταλάβω. Αλλά ξέρεις γιατί; Τα δικά σου χρέη δεν ήταν τα πρώτα που αναγκάστηκε να πληρώσει. Οι γονείς της μητέρας μας ήταν καταχρεωμένοι και, όταν πέθαναν, λίγο μετά τον γάμο των γονιών μας, οι πιστωτές τους χτύπησαν την πόρτα του πατέρα. Η οικογένεια της μητέρας νόμιζε πως ο πατέρας ήταν πλούσιος και γι’ αυτό δεν του επέτρεψαν να αποφύγει εκείνον τον κανονισμένο γάμο όπως εκείνος δεν το επέτρεψε σε εμάς. Στην πραγματικότητα, το κτήμα αυτό έχει τόσους ενοικιαστές που θα πήγαινε μια χαρά αν δεν είχαν μαζευτεί τόσα χρέη. Και η μητέρα είχε πολλά. Και η Κάντις δεν είχε προίκα. Ο πατέρας της θεωρούσε ότι το να παντρευτεί κανείς την κόρη ενός δούκα ήταν αρκετή προίκα, και πραγματικά ήταν. Ο γάμος μου έγινε για αυτή τη σύνδεση με τον δούκα. Εσύ υποτίθεται πως θα γέμιζες πάλι το άδειο ταμείο και θα πλήρωνες τα παλιά χρέη». Ο Ρίτσαρντ έκανε έναν μορφασμό. «Και αντ’ αυτού, πρόσθεσα νέα χρέη. Αισθάνεσαι δεμένος με το σπίτι σου όταν είναι σε τόσο φρικτή κατάσταση λόγω έλλειψης χρημάτων;» «Έχω χρήματα», είπε περιέργως ο Τσαρλς. «Το επίδομα που έπαιρνε η Κάντις από τον πατέρα της μόλις παντρευτήκαμε διπλασιάστηκε όταν γεννήθηκε ο Μάθιου και τώρα πέρασε σε μένα για να είναι σίγουρο ότι δεν θα του λείψει ποτέ τίποτα. Ο δούκας θα κακομάθαινε τρομερά τον Μάθιου αν το επέτρεπα, αλλά δεν τον αφήνω».
«Επομένως μπορούσες να έχεις ανακαινίσει το μέρος αυτό;» «Ναι. Εύκολα. Αλλά τότε ο πατέρας θα ήξερε ότι έχω χρήματα και θα τα θεωρούσε δικά του. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί». Ο Ρίτσαρντ γέλασε. «Μπράβο σου! Όμως θα το φτιάξει η Τζουλς – αν μείνουμε εδώ αρκετά». Ξαφνικά θυμήθηκε τη συζήτηση που είχε με την Τζούλια όταν είχαν αναρωτηθεί γιατί ο Μίλτον δεν είχε πιέσει τον Τσαρλς να την παντρευτεί εκείνος. «Σου ζήτησε ποτέ ο πατέρας να παντρευτείς εσύ την Τζούλια; Όταν έμεινες χήρος;» ρώτησε. Ο Τσαρλς γέλασε. «Στην πραγματικότητα, μου το ζήτησε πριν από περίπου τρία χρόνια, όταν η Τζούλια θα γινόταν δεκαοκτώ χρόνων κι εσύ δεν είχες γυρίσει για να την παντρευτείς. Επιστράτευσε μάλιστα τα μεγάλα μέσα θυμίζοντάς μου ότι ο Μάθιου, στην τρυφερή ηλικία των πέντε, χρειαζόταν μια μητέρα». «Διαφώνησες μαζί του;» «Ο Μάθιου είχε μια παραμάνα και μια γκουβερνάντα, δύο πολύ τρυφερές γυναίκες που δέθηκαν τόσο μαζί του ώστε δεν φεύγουν ούτε τώρα που έχει μεγαλώσει. Οπότε δεν του έλειψαν ποτέ γυναίκες που να τον φροντίζουν. Αλλά ο πατέρας το ανέφερε μία ή δύο ακόμα φορές, πολύ προσεκτικά. Μην ξεχνάς ότι μου φέρεται με το γάντι τώρα, επομένως δεν επέμεινε αρκετά». «Κι εσύ προφανώς αρνήθηκες». Ο Ρίτσαρντ κοίταξε την Τζούλια και το όμορφο χαμόγελο στα χείλη της καθώς μιλούσε στον Μάθιου. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της ακόμα και την ώρα που μιλούσε στον αδελφό του. «Να υποθέσω ότι δεν ήξερες πως είχε γίνει αληθινή καλλονή;» ρώτησε. «Ω, το ήξερα». Αυτό έκανε τον Ρίτσαρντ να στρέψει την προσοχή του πάλι στον αδελφό του. «Και παρ’ όλα αυτά του είπες όχι;» Ο Τσαρλς χαμογέλασε πονηρά. «Σπάνια μου ζητάει κάτι τον τελευταίο καιρό, και ποτέ δεν με διατάζει, οπότε δεν έχω συχνά την ευκαιρία να του πω όχι τώρα που έχω το θάρρος να το κάνω. Το διασκέδασα με την ψυχή μου». Μετά, με πιο σοβαρό τόνο, πρόσθεσε: «Άλλωστε, ξέρω γιατί δεν την ήθελες. Πόσες φορές δεν έχεις πει ότι δεν θα τον ανταμείψεις για την κόλαση στην οποία μας καταδίκασε; Δεν ήθελα να του δώσω ακριβώς αυτό που εσύ εγκατέλειψες τη χώρα για να του το στερήσεις». «Σ’ ευχαριστώ», είπε ο Ρίτσαρντ με μισό χαμόγελο. «Θα ήταν αληθινό σοκ αν γύριζα σπίτι και την έβρισκα στην οικογένεια. Αλλά αρκετά με το θέμα
αυτό. Πες μου, γιατί ζεις ακόμα εδώ;» Ο Τσαρλς γέλασε. «Ένας λόγος είναι το γεγονός ότι έχω μια ερωμένη εδώ κοντά». «Ζήσε μαζί της». «Δεν μπορώ. Έχει έναν άντρα, έναν ηλικιωμένο τύπο ο οποίος έμεινε ανάπηρος λίγο μετά τον γάμο τους. Είναι καλή γυναίκα. Δεν θέλει να τον εγκαταλείψει». «Την αγαπάς;» Το ζεστό χαμόγελο του Τσαρλς ήταν αρκετή απάντηση. «Την έχω συνηθίσει – ναι, είμαι πολύ δεμένος μαζί της», είπε. «Στην αρχή, ήταν μόνο σεξ, αλλά τη βλέπω εδώ και έξι χρόνια. Δεν είναι της αριστοκρατίας, όμως δεν με νοιάζει. Σκοπεύω να την παντρευτώ όταν πεθάνει ο άντρας της. Την αγαπάω αρκετά ώστε να περιμένω». Τώρα αυτό ήταν το είδος της αγάπης που έψαχνε πάντα ο Ρίτσαρντ: ανθεκτική, να αψηφά τα εμπόδια, να έχει ανταπόκριση. Έπιασε τον εαυτό του να κοιτάζει πάλι την Τζούλια. «Αλλά είδες τον άλλο λόγο για τον οποίο μένω ακόμα εδώ», συνέχισε ο Τσαρλς. «Ο Μάθιου αγαπάει τον παππού του. Δεν θέλω να του στερήσω την ευκαιρία να νιώσει τι σημαίνει οικογένεια». «Δεν θα του πεις ποτέ πώς είναι πραγματικά ο Μίλτον, έτσι;» μάντεψε ο Ρίτσαρντ. «Μάλλον όχι».
Κεφάλαιο Σαράντα Δύο Η Τζούλια δεν σκόπευε να φορέσει το νυχτικό της μέχρι να είναι έτοιμη να πέσει κάτω από τα σκεπάσματα. Όταν όμως μπήκε στο δωμάτιό της εκείνο το βράδυ, ένιωσε πως δεν θα άντεχε να μείνει ξύπνια για τη βραδινή της τελετουργία, παρόλο που τώρα είχε έναν καθρέφτη που τον είχαν φέρει από το Μάντσεστερ εκείνο το απόγευμα. Δεν θυμόταν να ήταν ποτέ άλλοτε τόσο κουρασμένη, αλλά βέβαια είχε περάσει δύο μέρες κολυμπώντας στη λίμνη και δεν είχε κοιμηθεί αρκετά το προηγούμενο βράδυ. Και το δείπνο που είχε μόλις πάρει με τους Άλεν, χωρίς όμως τον κόμη, ήταν τόσο χαλαρό ώστε παραλίγο να αποκοιμηθεί στο τραπέζι! Η απουσία του Μίλτον για δεύτερη φορά στη σειρά θα την είχε ανησυχήσει, αλλά ο Ρίτσαρντ είχε σκύψει και της είχε ψιθυρίσει: «Επισκέπτεται μια φίλη του». Αυτά ήταν τα μοναδικά λόγια που είχαν ανταλλάξει κατ’ ιδίαν από το πρωί όταν επέστρεψε ο αδελφός του. Οι εργάτες είχαν φτάσει και τους είχε πάει στην αίθουσα της μουσικής για να τους εξηγήσει τις βελτιώσεις που σκόπευε να κάνει. Μετά, εκείνη και ο Ρίτσαρντ είχαν περάσει την υπόλοιπη μέρα με τον Τσαρλς και τον Μάθιου. Ύστερα από το μάθημα κολύμβησης στη λίμνη, είχαν παίξει κροκέ σε ένα από τα πλαϊνά παρτέρια που ήταν επίπεδα. Χωρίς να το συνεννοηθούν, όλοι οι ενήλικες ήθελαν να βεβαιωθούν ότι ο Μάθιου θα κέρδιζε. Η Τζούλια το βρήκε αυτό μάλλον αστείο, ειδικά τα επιφωνήματα απογοήτευσης που έβγαζαν οι δύο άντρες καθώς έχαναν επίτηδες τις βολές τους. Δεν ενοχλήθηκε που ο Ρίτσαρντ είχε περάσει τη μέρα του με τα δύο μέλη της οικογένειάς του που αγαπούσε. Αλλά ήλπιζε ότι αυτό θα του έφτανε και ότι στο εξής θα εστίαζε στην προσπάθεια να βρει το συμβόλαιο. Ήταν πολύ δυσάρεστο για εκείνη να βρίσκεται σε αυτό το σπίτι με τον κόμη, ο οποίος ήταν τόσο απρόβλεπτος. Για παράδειγμα, η συμπεριφορά του με τον εγγονό του σήμερα! Είχε φερθεί σαν να ήταν ένας τελείως άλλος άντρας από εκείνον
που είχε στείλει τον γιο του για ένα ταξίδι στην κόλαση. Χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς τύψεις. Αναστέναξε όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα λίγα λεπτά αφότου την είχε κλείσει. Δεν αμφέβαλλε ότι ήταν ο Ρίτσαρντ και χαιρόταν τώρα που δεν είχε προλάβει να γδυθεί. Παρόλο που φοβόταν ότι εκείνος θα πρότεινε μια ακόμα νύχτα «κραιπάλης» στο δωμάτιό του, αν και ο πατέρας του δεν είχε γυρίσει ακόμα, η σκέψη και μόνο την ξύπνησε λίγο. Αλλά όταν άνοιξε την πόρτα, ο Ρίτσαρντ την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε στον διάδρομο λέγοντας σιγά: «Έλα, θέλω να φυλάς τσίλιες. Τώρα που λείπει ο πατέρας, είναι η ευκαιρία μας». Επιτέλους! Τώρα ένιωθε τελείως ξύπνια! Αλλά στα μισά σταμάτησε. Μπορούσαν να δουν τον υπηρέτη που στεκόταν στην αρχή του πιο στενού διαδρόμου στα αριστερά της, ο οποίος οδηγούσε στο γραφείο του κόμη. Ο Ρίτσαρντ θα αναγκαζόταν να βγει έξω και να μπει από το παράθυρο αν ήθελε να βρεθεί στο δωμάτιο αυτό απόψε. Σκέφτηκε να πει δυνατά μια δικαιολογία για να βγουν στον κήπο, τόσο δυνατά ώστε να την ακούσει ο υπηρέτης, αλλά κράτησε κλειστό το στόμα της γιατί ένιωσε το χέρι του Ρίτσαρντ να σφίγγει το δικό της. Σχεδόν ένιωθε την οργή που αναδυόταν από εκείνον, το είδος της οργής που ο πατέρας του μπορούσε εύκολα να εμπνεύσει, καθώς όμως έσκυψε αριστερά για να καταλάβει τι την είχε προκαλέσει, είδε ότι δεν ήταν ο Μίλτον. Ένας γίγαντας διέσχιζε με βαριά βήματα τον πλαϊνό διάδρομο που ερχόταν από το πίσω μέρος του σπιτιού. Ήταν μεσόκοπος, μάλλον άσχημος, και σχεδόν κωμικά μυώδης. Καθώς πέρασε μπροστά από τον υπηρέτη, του έδωσε μια γροθιά στην κοιλιά. Ο καημένος ο υπηρέτης έκανε μια γκριμάτσα πόνου που προκάλεσε το γέλιο του γίγαντα, ο οποίος συνέχισε προς τις σκάλες και άρχισε να τις ανεβαίνει. Βλέποντας τον Ρίτσαρντ, ο γίγαντας γέλασε ειρωνικά. «Καλύτερα να κόψεις τα μαλλιά σου για τον γάμο, ε;» Ο Ρίτσαρντ άφησε το χέρι της, αρπάχτηκε από το κιγκλίδωμα, πήδηξε και τον κλότσησε με τα δύο πόδια στο στέρνο. Ο γίγαντας έπεσε πίσω με τόση φόρα ώστε πιθανότατα έσπασε μερικές από τις παλιές σανίδες του πατώματος. Ο άντρας ήταν ζαλισμένος και δεν σηκώθηκε αλλά η Τζούλια έτρεμε στη σκέψη αυτού που θα συνέβαινε όταν θα στεκόταν πάλι στα πόδια του. Θα πρέπει να είχε το διπλάσιο βάρος από τον Ρίτσαρντ και τα χέρια του ήταν αφύσικα μεγάλα, όπως και το υπόλοιπο κορμί του.
Ο Ρίτσαρντ προφανώς δεν έλαβε τίποτα από όλα αυτά υπόψη του, ή ήταν απλώς πολύ θυμωμένος για να ασχοληθεί. Κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. «Σήκω, Όλαφ. Σήκω και δώσε μου την ευκαιρία να σε δείρω! Ή μήπως δεν τολμάς να κάνεις τίποτα χωρίς την άδεια του πατέρα μου;» Ο Όλαφ δεν σάλεψε, αλλά έμεινε πεσμένος εκεί, βογκώντας, προσπαθώντας να προστατεύσει την κοιλιά του με τα χέρια του γιατί μάλλον περίμενε άλλη μια κλοτσιά από τον Ρίτσαρντ. Αλλά το μόνο που έκανε ο Ρίτσαρντ ήταν να σκύψει από πάνω του. Η Τζούλια δεν τον είχε ξανακούσει να μιλάει με τόσο άγριο τρόπο. «Φύγε από αυτό το σπίτι», είπε. «Και μην ξαναγυρίσεις ποτέ. Δεν έχει σημασία που ένας κόμης σου έδωσε την εντολή να μου επιτεθείς στο πανδοχείο και να με φέρεις εδώ. Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι άσκησες βία εναντίον ενός ευγενή. Παλιά κρεμούσαν όποιον έκανε κάτι τέτοιο, ξέρεις. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως ακόμα το κάνουν». Ο άλλος υπηρέτης στεκόταν εκεί τρέμοντας και παριστάνοντας ότι δεν παρατηρούσε τη φασαρία που γινόταν γύρω του. Η Τζούλια βρήκε την αυτοκυριαρχία της και έτρεξε δίπλα στον Ρίτσαρντ. Αυτή ήταν η ευκαιρία που έψαχνε. «Γιατί δεν πάμε μια βόλτα στον κήπο – για να ηρεμήσεις;» Ο Ρίτσαρντ κούνησε το κεφάλι του και πήρε πάλι το χέρι της στα δικά του. Μόλις βρέθηκαν έξω και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, ο Ρίτσαρντ πήρε μερικές βαθιές ανάσες και την κοίταξε απολογητικά. «Λυπάμαι που αναγκάστηκες να δεις κάτι τέτοιο». «Ήταν – απροσδόκητο». «Αλλά του το χρωστούσα από καιρό». Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει. Ο γίγαντας αυτός θα πρέπει να ήταν ένας από τους νταήδες που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του για να τον συνετίσει πριν από πολύ καιρό. Ένας τέτοιος γίγαντας εναντίον ενός ανυπεράσπιστου αγοριού – στην πραγματικότητα, της είχε κάνει εντύπωση ότι ο Ρίτσαρντ είχε δείξει τόση αυτοσυγκράτηση και δεν είχε χτυπήσει τον τύπο μέχρι λιποθυμίας. Την οδήγησε στο πλάι του σπιτιού. Η αυλή ήταν καλά φωτισμένη. Μερικά από τα δωμάτια είχαν ακόμα λάμπες αναμμένες, ακόμα και το γραφείο. Η Τζούλια σκέφτηκε πως αυτό ήταν παράξενο μέχρι που ο Ρίτσαρντ κοίταξε απέξω και μετά έσκυψε απότομα και την τράβηξε πιο πέρα. «Διάβολε», ψιθύρισε. «Άφησε έναν υπηρέτη μέσα στο γραφείο. Ο τύπος κοιμάται σε μια καρέκλα, αλλά αν ανοίξω αυτό το παράθυρο προφανώς θα
ξυπνήσει. Άρα εδώ το έχει κρύψει». «Αν έχει πάντα φρουρούς, δεν θα μπούμε, έτσι δεν είναι;» ρώτησε απογοητευμένη. «Θα μπούμε. Στη διάρκεια της μέρας, όταν οι υπηρέτες θα είναι πολύ απασχολημένοι με τα άλλα καθήκοντά τους και δεν θα μπορούν να στέκονται φρουροί». «Το ξέρεις ότι αυτό είναι πολύ ριψοκίνδυνο». «Όχι αν ο πατέρας αρχίσει να χαλαρώνει. Δεν έχει χαλαρώσει ακόμα. Παραμένει πολύ καχύποπτος. Αμφιβάλλω αν η καμαριέρα του έχει πει ότι μας βρήκε στο κρεβάτι μαζί σήμερα το πρωί. Αλλά μία ακόμα νύχτα στο ίδιο κρεβάτι να χαριεντιζόμαστε και να γελάμε θα τον πείσει. Μπορούμε να το κάνουμε απόψε, μόλις γυρίσει». «Τη στιγμή που το κεφάλι μου θα αγγίξει το μαξιλάρι, θα κοιμηθώ αμέσως. Είμαι πολύ κουρασμένη απόψε». «Αύριο, τότε, ή μεθαύριο, όταν θα είμαστε σίγουροι ότι είναι στο δωμάτιό του». Δύο ακόμα μέρες στο Γουίλοου Γουντς; Η Τζούλια άλλαξε αμέσως γνώμη. «Εντάξει, απόψε».
Κεφάλαιο Σαράντα Τρία Η Τζούλια θα πρέπει να χασμουρήθηκε τρεις φορές καθώς ανέβαινε τη σκάλα. Δεν ήξερε πώς θα τα κατάφερνε να αντισταθεί και στον ύπνο και στην έλξη που της ασκούσε ο Ρίτσαρντ – αλήθεια, αυτά τα δύο δεν ήταν αταίριαστα; Αναστέναξε και προσπάθησε να βρει έναν άλλο τρόπο να πείσει τον κόμη ότι κοιμούνταν μαζί χωρίς πραγματικά να το κάνουν, όμως ήταν τόσο κουρασμένη ώστε δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Αν μπορούσε, δεν θα διέσχιζε τώρα τον διάδρομο για να πάει στο δωμάτιο του Ρίτσαρντ. Όταν έφτασαν στην πόρτα του, ο Ρίτσαρντ κοντοστάθηκε και έδειξε με το κεφάλι την πόρτα του κόμη. «Παρόλο που θα ’βαζα στοίχημα ότι το συμβόλαιο είναι στο γραφείο, υπάρχει πάντα η περίπτωση ο πατέρας να έβαλε φρουρούς εκεί μόνο και μόνο για να μας δώσει αυτή την εντύπωση». Η Τζούλια διαφώνησε. «Θα μπορούσε βέβαια να σκεφτεί κάτι τέτοιο, αλλά δεν νομίζω να έμπαινε σε αυτόν τον κόπο». «Ενώ θα μπορούσα να χτυπήσω έναν φρουρό, να πάρω αυτό που ψάχνω και να το σκάσω; Έχω την αίσθηση ότι ο Όλαφ ερχόταν εδώ πάνω για να σταθεί έξω από το δωμάτιο του πατέρα μου. Και θα ήταν πιο δύσκολο να χτυπήσω αυτόν παρά έναν από τους υπηρέτες. Αυτή είναι η τέλεια ευκαιρία να ψάξουμε το δωμάτιό του για να είμαστε σίγουροι. Ο Τσαρλς είπε ότι βγαίνει μια δυο φορές τη βδομάδα, οπότε δεν είναι πιθανό να ξαναβγεί όσο είμαστε εμείς εδώ». Εκτός κι αν βρίσκονταν ακόμα εκεί την επόμενη βδομάδα, σκέφτηκε η Τζούλια με τρόμο. «Έχεις δίκιο. Ας ελέγξουμε τώρα». Ο Ρίτσαρντ προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα. «Είναι κλειδωμένη», είπε. Πριν προλάβει να εκφράσει την απογοήτευσή της, της χαμογέλασε και πασπάτεψε την κλειδαριά για λίγο. Μετά άρπαξε τη λάμπα από το τραπεζάκι του διαδρόμου και έσπρωξε την πόρτα. Η Τζούλια πήγε ίσια στο πλαϊνό παράθυρο και το άνοιξε για να ακούσει την άμαξα όταν θα έφτανε. Δεν σκόπευε να επιτρέψει στον Μίλτον να τους πιάσει μέσα στο δωμάτιό του μόνο και μόνο επειδή δεν θα είχαν καταλάβει εγκαίρως ότι γύρισε.
Έριχνε συνέχεια ματιές πάνω από τον ώμο της για να βλέπει την πρόοδο του Ρίτσαρντ ο οποίος άνοιγε τα συρτάρια στο γραφειάκι του Μίλτον. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε είχαν τόσο γρήγορο αποτέλεσμα σαν να είχε το κλειδί. Έπρεπε να ευχαριστήσει τον Τζέιμς Μάλορι όταν όλα αυτά θα τελείωναν. Μόλις ο Ρίτσαρντ και η λάμπα μπήκαν στην γκαρνταρόμπα, κατάλαβε ότι είχε σχεδόν τελειώσει, και μόνο η κρυφή ντουλάπα έμενε για να ξεκλειδωθεί. Είχε αρχίσει να κλείνει το παράθυρο όταν άκουσε τον Ρίτσαρντ να αναφωνεί κατάπληκτος: «Διάβολε!» Το είχε βρει; Έτρεξε στην γκαρνταρόμπα και σταμάτησε απότομα. «Ω, Θεέ μου», μπόρεσε μόνο να ψελλίσει. «Ω, Θεέ μου». Το μακρύ, στενό δωμάτιο είχε από πάνω μέχρι κάτω ράφια. Και σε όλα τα ράφια υπήρχαν βάζα και πιθάρια σε όλων των ειδών τα σχήματα και τα μεγέθη, μερικά αρκετά παράξενα αλλά τα περισσότερα όμορφα. «Αυτά δεν είναι συνηθισμένα κομμάτια που θα χρησιμοποιούσε κανείς για να διακοσμήσει το σπίτι του», είπε με δέος. «Τα πιο μικρά φαίνεται πως είναι φτιαγμένα από αληθινά πετράδια κι όχι βαμμένο γυαλί. Και κοίτα αυτό». Έπιασε ένα που ήταν στο μέγεθος του χεριού της. «Όπως το περίμενα, αυτό έχει το βάρος καθαρού χρυσού και όχι βαμμένου μέταλλου». «Δεν το καταλαβαίνω. Αφήνει τα χρέη του να μεγαλώνουν ενώ κρατάει αυτή την περιουσία κλειδωμένη εδώ πάνω;» Ούτε η Τζούλια το καταλάβαινε. «Προφανώς τα έχει κλειδωμένα επειδή είναι τόσο πολύτιμα. Ουσιαστικά είναι έργα τέχνης. Θα έλεγα ότι ίσως είναι οικογενειακά κειμήλια». «Τα οποία δεν μοιράστηκε ποτέ με την οικογένεια;» «Αυτό το αναγνωρίζω», είπε η Τζούλια εξετάζοντας πιο προσεκτικά το χρυσό βάζο. «Παραλίγο να το αγοράσω. Ήταν σε ένα από τα πιο ακριβά μαγαζιά με εισαγόμενα είδη στην οδό Μποντ. Αλλά δεν είμαι τόσο επιπόλαιη για να ξοδέψω χιλιάδες λίρες για ένα βάζο μόνο και μόνο επειδή θεωρείται μοναδικό και επομένως ανεκτίμητο. Αυτό είναι κάτι που θα έκανε η μητέρα μου. Οπότε, παρόλο που μερικά από αυτά μπορεί πράγματι να είναι κειμήλια που απέκτησαν οι πρόγονοί σου στο πέρασμα του χρόνου, δεν είναι όλα». Ο Ρίτσαρντ κοίταξε μέσα σε όλα τα βάζα για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε τίποτα κρυμμένο εκεί. Όταν τελείωσε, της έδωσε τη λάμπα και την έσπρωξε έξω για να ξανακλειδώσει. Πολύ σύντομα, τα είχε τακτοποιήσει όλα και βρίσκονταν ασφαλείς στο δωμάτιό του. Καθώς έχωνε τα εργαλεία στη βαλίτσα του, μουρμούρισε: «Άσχετα από το
γιατί και το πώς, τελικά έχει μια περιουσία εκεί μέσα – κι ωστόσο, έχει πάθει εμμονή με τη δική σου. Δεν είναι λογικό». «Ο πατέρας σου δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Τίποτα από όσα κάνει δεν είναι λογικό. Σκέψου πόσο άσχημα έχει φερθεί στους ίδιους του τους γιους. Αλλά και το γεγονός ότι κρατιόταν για εννέα ολόκληρα χρόνια από την ελπίδα ότι θα γύριζες πίσω και θα έκανες το καθήκον σου; Και την εικόνα του ιδανικού παππού που είναι όλα όσα θα μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν παππού! Τουλάχιστον όμως, όταν θα φύγουμε από εδώ, δεν θα αισθάνομαι ενοχές που θα πάρω τα συνεργεία πριν τελειώσουν – όχι με όλο τον πλούτο που έχει με αυτή τη συλλογή με τα βάζα και τα πιθάρια. Έχω ήδη συμπαθήσει τον ανιψιό σου, οπότε είχα αρχίσει να αισθάνομαι άσχημα που θα τον άφηνα εδώ, σε αυτό το μέρος που σαπίζει». Ο Ρίτσαρντ γέλασε. «Δεν σαπίζει. Τα θεμέλια είναι μια χαρά. Δεν αρνούμαι ότι χρειάζεται πολλή δουλειά βέβαια, αλλά τα παιδιά δεν δίνουν σημασία σε τέτοια πράγματα. Και ο Τσαρλς έχει δικά του λεφτά οπότε δεν χρειάζεται να ανησυχείς μήπως ο Μάθιου στερηθεί ποτέ τίποτα». «Αυτό με ανακουφίζει, ευχαριστώ». Πήγε κοντά της και την έσπρωξε στο κρεβάτι. Η καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά. «Μπορείς να πάρεις έναν υπνάκο αφού είσαι τόσο κουρασμένη», είπε ο Ρίτσαρντ. «Θα σε ξυπνήσω όταν φτάσει η άμαξα του πατέρα. Α, και, Τζουλς; Καλύτερα να φορέσεις κάτι πιο άνετο. Αν για κάποιον παράξενο λόγο δεν γυρίσει σπίτι απόψε, θα σε αφήσω να κοιμηθείς». «Δεν μπορώ να φτάσω τα κουμπιά μου», είπε εκείνη με ένα χασμουρητό. «Αυτή ήταν πρόσκληση;» «Τι;» Εκείνος γέλασε. «Δεν πειράζει, κοιμάσαι όρθια. Άσε με να σε βοηθήσω». Η Τζούλια ήξερε ότι έπρεπε να προσέξει. Εκείνος την έγδυνε. Δεν ήθελε να το χάσει αυτό ή ό,τι θα επακολουθούσε. Αλλά είχε ξοδέψει τα τελευταία απομεινάρια ενέργειας στο δωμάτιο του κόμη και δεν της είχε μείνει άλλη δύναμη. Μισόκλεισε τα μάτια και παραλίγο να την πάρει ο ύπνος ενώ ο Ρίτσαρντ με προσεκτικές κινήσεις της έβγαζε το φόρεμα, τα παπούτσια και τις κάλτσες. Όταν έμεινε με τα αποκαλυπτικά εσώρουχα, τη σκέπασε με την κουβέρτα. Μετά ένιωσε το φιλί στο μέτωπό της και τον άκουσε να ψιθυρίζει «όνειρα γλυκά, αγάπη μου». Πώς ήξερε ότι θα ονειρευόταν εκείνον;
Κεφάλαιο Σαράντα Τέσσερα «Γύρισε. Χρειάζεσαι βοήθεια για να ξυπνήσεις;» Η Τζούλια δεν θυμόταν να την παίρνει ο ύπνος, δεν θυμόταν τίποτα από τη στιγμή που το κεφάλι της άγγιξε το μαξιλάρι. Αλλά τα μάτια της άνοιξαν τώρα καθώς ένιωσε την καυτή ανάσα του Ρίτσαρντ στο μάγουλο και στον λαιμό της. Τα χείλη του ήταν ακόμα πιο καυτά. Τη φιλούσε για να την ξυπνήσει. Δεν σκόπευε να του απαντήσει για να του δείξει ότι το κόλπο του είχε πιάσει. Ένιωθε ήδη πεταλούδες στην κοιλιά της. Τώρα δεν ένιωθε καθόλου μπερδεμένη ή απογοητευμένη. Αλλά σύντομα αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τη σκέψη αυτή όταν κατάλαβε ότι εκείνος προσπαθούσε μόνο να την ξυπνήσει. «Πρέπει να χοροπηδήσουμε πάνω στο κρεβάτι», της είπε όταν κατάλαβε ότι είχε ξυπνήσει. «Καθώς δεν υπάρχει χαλί στο πάτωμα, θα κάνει αρκετή φασαρία». Η Τζούλια δεν μπόρεσε παρά να γελάσει. «Αυτό υπονοεί χοντροκομμένες κινήσεις. Τυγχάνει να γνωρίζω ότι εσύ λειτουργείς με περισσότερη επιδεξιότητα». «Αλήθεια;» ρώτησε εκείνος με βραχνή φωνή. Κατάλαβε ότι θα πρέπει να ξύπνησε κάποιες πονηρές σκέψεις στο μυαλό του με τη φιλοφρόνηση αυτή γιατί τα χείλη του κόλλησαν στα δικά της και τη φίλησε με πάθος. Αλλά ήταν πολύ ήσυχοι – το μόνο που ακουγόταν ήταν ένα μαλακό βογκητό ή μια βαριά ανάσα. Αυτό δεν γινόταν καθόλου για να ακούσει ο πατέρας του, συνειδητοποίησε η Τζούλια. Αυτό γινόταν επειδή εκείνος την ήθελε και με τον πόθο του ξύπνησε και το δικό της πάθος. Τόσο εύκολα ξέχασε γιατί το έκαναν αυτό. Τύλιξε τα χέρια της γύρω του απολαμβάνοντας την αίσθηση του ζεστού του δέρματος κάτω από τα δάχτυλά της. Είχε βγάλει το πουκάμισό του για να είναι έτοιμος για την πρωινή επίδειξη στην καμαριέρα, αλλά δεν την ενδιέφερε που το είχε κάνει. Αγαπούσε την αίσθηση του κορμιού του, το πλατύ στέρνο του, τους μυς του που φούσκωναν κάτω από τα δάχτυλά της. Στο παρελθόν, πάντα μισούσε τη
δύναμή του, τον κατηγορούσε γι’ αυτή, αλλά τώρα γελούσε από μέσα της για τις παιδικές αυτές σκέψεις όταν τη συνάρπαζε τόσο το μεγάλο, μυώδες κορμί του. Έσκυψε από πάνω της και η γλώσσα του χώθηκε στο στόμα της για ένα ακόμα βαθύ φιλί καθώς γλίστρησε το χέρι του κάτω από το μεσοφόρι της και το τράβηξε τόσο που αποκάλυψε τα στήθη της. Χούφτωσε το ένα και μετά το άλλο. Όταν τράβηξε τα χείλη του από τα δικά της και ρούφηξε ένα από τα στήθη της με τόση θέρμη, εκείνη τεντώθηκε και το κεφάλι της έπεσε πίσω. Τα χέρια του γλίστρησαν κάτω από την πλάτη της, κρατώντας τη στη θέση αυτή για μερικά ερεθιστικά λεπτά πριν τα χείλη του ανέβουν στον λαιμό της, μετά στο αφτί της, κάνοντάς τη να ανατριχιάσει. Τη δάγκωσε ελαφρά στέλνοντας ρίγη σε όλο της το κορμί. Τα χείλη του ταξίδεψαν στο μπράτσο της ενώ η γλώσσα του έγλειφε τις φλέβες της που πάλλονταν. Πήρε ένα από τα δάχτυλά της στο στόμα του και το πιπίλισε. Ήταν τόσο παράξενα ερωτικό που της κόπηκε η ανάσα. Με ένα τελευταίο φιλί στην παλάμη της, έσκυψε πάλι από πάνω της πιέζοντας το στέρνο του στο στήθος της, φιλώντας τη με πάθος ενώ γλιστρούσε το χέρι του κάτω από τα εσώρουχά της. Ένιωσε κάτι καυτό να κυλάει μέσα της. Αλλά υπήρχαν ακόμα πολλά ρούχα ανάμεσά τους! Ήξερε ότι εκείνος μπορούσε να το αλλάξει αυτό αμέσως, οπότε προσπάθησε να ελέγξει την ανυπομονησία της, όμως ήταν σχεδόν αδύνατο. Θεέ μου, τον ήθελε τόσο πολύ, τον ήθελε μέσα της, να την ταξιδέψει πάλι σε εκείνα τα μαγικά ύψη της ηδονής. Αλλά ξαφνικά εκείνος συνήλθε! Θεέ μου, όχι πάλι! Άφησε το κεφάλι του να πέσει στο στήθος της και βόγκηξε. «Πρέπει να πιάσει αυτή τη φορά, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να το ξανακάνω αυτό και να μη σου κάνω έρωτα». Ετοιμαζόταν να του πει ότι ένιωθε το ίδιο, ότι δεν χρειαζόταν να συγκρατείται, όταν η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Είχαν τόσο απορροφηθεί από τα χάδια τους που δεν είχαν ακούσει τον κόμη να διασχίζει τον διάδρομο. Ο Μίλτον όρμησε στο δωμάτιο του Ρίτσαρντ με τρεις άντρες να τον ακολουθούν κατά πόδας. Οι δύο κρατούσαν λάμπες που φώτισαν όλο το δωμάτιο. Η Τζούλια είχε ανακαθίσει τρομαγμένη και τώρα το αίμα έφυγε από το πρόσωπό της. Ο Ρίτσαρντ πετάχτηκε αμέσως από το κρεβάτι, πέταξε τα σκεπάσματα πάνω στο μισόγυμνο σώμα της, και στάθηκε έξαλλος μπροστά στον πατέρα του.
Έδειχνε τόσο οργισμένος όσο ήταν νωρίτερα όταν είχε αντιμετωπίσει έναν άντρα τόσο μεγαλόσωμο που θα μπορούσε να τον διαλύσει. Αυτή ήταν η απερίσκεπτη, απρόβλεπτη πλευρά του Ρίτσαρντ και η Τζούλια φοβόταν περισσότερο αυτό που μπορεί εκείνος να έκανε παρά αυτό που σχεδίαζε ο πατέρας του. Ο Μίλτον δεν τους άφησε να αναρωτιούνται για πολύ. «Δεν το περίμενα πως θα εξελισσόταν έτσι η ιστορία», είπε με υπερβολικά ευχάριστο ύφος, «αλλά για την περίπτωση που θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, έφερα μαζί τον πάστορα της ενορίας μας». Καταλαβαίνοντας ακριβώς τι σήμαινε αυτό, η Τζούλια άρχισε να πανικοβάλλεται, αλλά ο Ρίτσαρντ δεν αναγνώρισε τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκονταν. «Για ποιο λόγο;» ρώτησε. Ο Μίλτον χαμογέλασε θριαμβευτικά. «Την έχεις διασύρει. Δεν θα προσπαθήσεις να το αρνηθείς αυτό, έτσι δεν είναι; Το έχεις ήδη παραδεχτεί και τώρα στέκομαι εδώ και βλέπω τη ζωντανή απόδειξη μαζί με τους μάρτυρες αυτούς, οι οποίοι θα είναι μάρτυρες και στον γάμο σας – απόψε». Ο Ρίτσαρντ δεν είπε τίποτα αλλά έσφιξε τις γροθιές του. Η Τζούλια βρήκε με δυσκολία τη φωνή της. «Αυτό δεν είναι νόμιμο», είπε, «όταν η αναγγελία −» «Δεν έχει σημασία όταν έχω ειδική άδεια που δεν απαιτεί να γίνει καμία αναγγελία», τη διέκοψε ο Μίλτον. «Την έχω τα τελευταία εννέα καταραμένα χρόνια». Η Τζούλια άρχισε να καταλαβαίνει ότι δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουν. Βρισκόταν ξαπλωμένη δίπλα στον άντρα με τον οποίο ήταν αρραβωνιασμένη από τότε που ήταν παιδί, και δεν την είχε δει μόνο ο κόμης στη στάση αυτή. Ήταν παρών και ο πάστορας. Αλλά ήξερε ότι ο Ρίτσαρντ θα αρνιόταν να προχωρήσει με τον γάμο, οπότε τι θα γινόταν μετά; Μήπως θα τους έστελνε και τους δύο στην Αυστραλία; «Γιατί το κάνετε αυτό αφού σχεδιάζουμε να παντρευτούμε με μια κανονική τελετή;» ρώτησε πανικόβλητη. «Μπορείς να κάνεις τον μεγαλοπρεπή γάμο σου, αγαπητή μου. Αυτό είναι απλώς η δική μου ασφάλεια». «Όχι, αυτό είναι η συνήθειά σου να τα κάνεις όλα με τη βία και να δίνεις μια βρόμικη χροιά στα πάντα», φώναξε έξαλλος ο Ρίτσαρντ. «Δεν είναι τίποτα τέτοιο», αντέδρασε ο Μίλτον. «Αν την αγαπάς, όπως λες, θα έπρεπε να είσαι ενθουσιασμένος να την παντρευτείς νωρίτερα». Έκανε μια
παύση και πρόσθεσε με πονηρό ύφος: «Ή μήπως δεν σκοπεύατε ποτέ να παντρευτείτε;» Ο Ρίτσαρντ δεν απάντησε. «Αν είχατε άδεια», είπε η Τζούλια γρήγορα, «και σκοπεύατε να κάνετε έναν γάμο με το ζόρι, γιατί δεν στείλατε να με φέρετε όταν είχατε τον Ρίτσαρντ στα χέρια σας αντί να τον βάλετε σε εκείνο το πλοίο για τους κατάδικους;» Ο Μίλτον θύμωσε που είχε αναφέρει κάτι τέτοιο μπροστά στον πάστορα και στους άλλους άντρες. «Θα ερχόσουν για τον γάμο;» είπε γρήγορα. «Όχι, θα έστελνες κάποιον να βεβαιωθεί ότι ο Ρίτσαρντ είχε πράγματι γυρίσει και συμφωνούσε να παντρευτείτε, και όταν θα διαπίστωνες ότι εξακολουθούσε να είναι εναντίον του γάμου αυτού, θα το έβαζες κι εσύ στα πόδια, έτσι δεν είναι; Μπορείς να το αρνηθείς όταν μια βδομάδα αργότερα ήρθες να μου πεις ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει ανάμεσά σας και δεν επρόκειτο να παντρευτείτε; Όχι, έπρεπε να είναι σύμφωνος προτού έρθεις εσύ στην εκκλησία και δεν ήταν – ακόμα». Η Τζούλια πρόσεξε ότι η ανάλυση των κινήτρων του Μίλτον εξόργιζε περισσότερο τον Ρίτσαρντ, αλλά επέμεινε. «Αυτό δεν είναι αλήθεια. Εγώ δεν είπα ποτέ ότι δεν θα τον παντρευόμουν αν ήταν εδώ. Είτε συμφωνούσε, είτε όχι, εγώ θα τηρούσα τους όρους του συμβολαίου». Ο Μίλτον κούνησε το χέρι του ανυπόμονα. «Δεν σε πιστεύω. Αλλά αφού και οι δύο έχετε αλλάξει τόσο πολύ και ισχυρίζεστε ότι αγαπάτε ο ένας τον άλλο τώρα, δεν έχει σημασία, έτσι δεν είναι; Φτάνουν οι συζητήσεις. Σε παρακαλώ, σήκω και ετοιμάσου για τον γάμο σου». Η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Ο Ρίτσαρντ δεν προσπάθησε καν να κρύψει την οργή του, φαινόταν στη στάση του, σε κάθε γραμμή του προσώπου του, στα μάτια του − και η ένταση στο δωμάτιο μεγάλωνε διαρκώς. Δεν θα άφηνε τον πατέρα του να κερδίσει τη μάχη αυτή. Δεν θα απαντούσε και αυτή ήταν αρκετή απάντηση. Η Τζούλια κράτησε την ανάσα της περιμένοντας την αντίδραση του Μίλτον, ανήμπορη να σκεφτεί να πει κάτι άλλο που θα μπορούσε να εμποδίσει ή να καθυστερήσει αυτό που θα συνέβαινε. «Το ήξερα ότι ήταν λάθος να έρθουμε εδώ», είπε τελικά ο Ρίτσαρντ και η Τζούλια προετοιμάστηκε για τη βία που σίγουρα θα ακολουθούσε το σχόλιο τούτο. Αλλά μετά τον κοίταξε απορημένη μην πιστεύοντας στα αφτιά της, όταν πρόσθεσε: «Βιάσου, πάστορα. Αρκετά έχει ταλαιπωρηθεί η μέλλουσα γυναίκα μου».
Κεφάλαιο Σαράντα Πέντε Ήταν παντρεμένη με εκείνον. Η Τζούλια ήταν τόσο κοντά να αφήσει ελεύθερα τα δάκρυά της ώστε δεν τολμούσε να πει τίποτα ακόμα, δεν τολμούσε ούτε καν να κοιτάξει τον θυμωμένο άντρα που καθόταν απέναντι από εκείνη στην άμαξα στον δρόμο για το Λονδίνο. Ένιωθε ακόμα τόση ντροπή που δεν πίστευε ότι θα έφευγε ποτέ. Αναγκάστηκε να σταθεί εκεί, τυλιγμένη με μια κουβέρτα, για να παντρευτεί! Δεν της έδωσαν ούτε καν την ευκαιρία να ντυθεί πρώτα. Ο πάστορας είχε αρχίσει αμέσως την τελετή. Αναγκάστηκαν να τη σκουντήξουν για να απαντήσει εκεί που έπρεπε, καθώς ήταν τελείως ζαλισμένη, και τη σκούντηξαν πάλι για να υπογράψει. Τρεις φορές αναγκάστηκε να επικυρώσει αυτή την παρωδία με την υπογραφή της, μία για το έγγραφο της ενορίας στο οποίο υπέγραψαν και οι μάρτυρες, μία για το αντίγραφο που ήθελε ο Μίλτον, και μία για το έγγραφο που έδωσαν σε εκείνη και το οποίο ήταν η απόδειξη ότι ήταν παντρεμένη – λες και χρειαζόταν καμία τέτοια απόδειξη μετά από αυτό. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω από τους μάρτυρες, και το γέλιο του Μίλτον ακούστηκε στον διάδρομο, ο Ρίτσαρντ πήρε μια έκφραση σαν να ήθελε να κάνει φόνο, στην κυριολεξία να κάνει φόνο. Εκείνη ήταν ακόμα πολύ σοκαρισμένη με αυτό που είχε συμβεί για να νιώσει οργή, αλλά καταλάβαινε ότι το είχαν κάνει πολύ εύκολο για τον κόμη. Προσπάθησε να μην ακουστεί σαν να τον κατηγορεί αλλά έπρεπε να ρωτήσει. «Είχες σκεφτεί αυτή την πιθανότητα όταν αποφάσισες να κάνουμε την επίδειξή μας;» ρώτησε. «Διάβολε, όχι, καθόλου. Και τώρα δεν είναι καλή στιγμή για να μου μιλήσεις, Τζουλς. Πήγαινε να μαζέψεις τα πράγματά σου. Φεύγουμε». Δεν είπε τίποτα άλλο. Εκείνη δεν διαφώνησε γιατί ήθελε να φύγει από το Γουίλοου Γουντς όσο κι εκείνος. Το να φύγουν μέσα στη νύχτα δεν ήταν κάτι τόσο απλό, ωστόσο. Οι περισσότεροι από τους υπηρέτες είχαν πέσει για ύπνο, οπότε έπρεπε να τους ξυπνήσουν για να μεταφέρουν τις αποσκευές και να φέρουν τις άμαξες. Αλλά
δεν θα ταξίδευαν μέσα στο σκοτάδι. Η Τζούλια ήταν σίγουρη ότι ο Ρίτσαρντ θα τους έβρισκε ένα πανδοχείο όπου θα μπορούσαν να περάσουν τη νύχτα όταν θα είχαν απομακρυνθεί αρκετά από το Γουίλοου Γουντς. Αλλά δεν το έκανε. Σταμάτησε μόνο όσο χρειαζόταν για να πάρει μαζί του τον Ορ και μερικούς από τους φρουρούς οι οποίοι θα ξεκούραζαν τους οδηγούς των δύο αμαξών, καθώς ήθελε να φτάσουν στο Λονδίνο την επομένη προτού νυχτώσει. Η Τζούλια κοιμήθηκε την υπόλοιπη νύχτα παρά την ταραχή της που είχε αρχίσει να χειροτερεύει. Ήταν πολύ κουρασμένη και δεν μπορούσε να μείνει ξύπνια ούτε καν στην καθιστή στάση της. Κάποια στιγμή, ο Ρίτσαρντ έσκυψε και την έσπρωξε να ξαπλώσει για να είναι πιο άνετα. Εκείνη ούτε που το πρόσεξε και συνέχισε τον ύπνο της. Τελικά ξύπνησε το μεσημέρι νιώθοντας ξεκούραστη αλλά καθόλου έτοιμη να αντιμετωπίσει έναν σύζυγο που ήταν έξαλλος επειδή ήταν σύζυγος. Ο Ρίτσαρντ δεν είπε τίποτα καθώς εκείνη ανακάθισε και έτριψε τα μάτια της. Της έδωσε μόνο ένα καλάθι με φαγητό που μάλλον είχαν σταματήσει για να αγοράσουν. Δεν φαινόταν να είχε φάει τίποτα ο ίδιος, ούτε φαινόταν να έχει κοιμηθεί καθόλου. Κοίταζε μουτρωμένος από το παράθυρο. Κάθε λίγο ένας μυς σφιγγόταν στο σαγόνι του. Τα μαλλιά του ήταν λυτά και ήταν έτσι από το προηγούμενο βράδυ. Αλλά φορούσε ένα σακάκι και μια χαλαρή γραβάτα. Πόσο έντονη αντίθεση έκαναν εκείνα τα μακριά μαλλιά με τα καλοραμμένα ρούχα του. Ήταν μισός αριστοκράτης και μισός τολμηρός τυχοδιώκτης, όμως παρέμενε τόσο ωραίος, αν και ύψωνε ένα παγωμένο, θυμωμένο τείχος ανάμεσα στον εαυτό του και στον κόσμο. Την έκανε να αναρωτιέται τι πραγματικά είχε κάνει όλα αυτά τα χρόνια. Τι τον είχε οδηγήσει να γίνει τόσο αντισυμβατικός; Όταν τον είχε ρωτήσει, οι απαντήσεις του ήταν πολύ παράξενες και δεν μπορούσε να τις πιστέψει. Αλλά τώρα που είχαν ενωθεί με τα δεσμά του γάμου, είχε το δικαίωμα να μάθει την αλήθεια. «Είσαι πειρατής, έτσι δεν είναι;» Μετάνιωσε για την ερώτηση μόλις την έκανε. Αυτή δεν ήταν κατάλληλη στιγμή για να συζητήσουν για το παρελθόν του όταν δεν είχαν καν συζητήσει τι θα έκαναν για το μέλλον τους. Και δεν έδειχνε να έχει ηρεμήσει καθόλου. «Όχι, όχι πια», είπε χωρίς να την κοιτάζει. Δεν το περίμενε ότι εκείνος θα το επιβεβαίωνε. «Ήσουν παλιά;» «Ναι».
«Γιατί δεν προσπάθησες να με πείσεις γι’ αυτό;» «Όταν το βρήκες τόσο αστείο ότι μπορεί να ζούσα μια τέτοια ζωή;» «Αλλά πειρατής, Ρίτσαρντ; Δεν το βρήκα αστείο ότι ήσουν πειρατής, απλώς δεν πίστευα ότι υπάρχουν ακόμα πειρατές. Ξέρεις σε ποιον αιώνα είμαστε;» Εκείνος την κοίταξε και ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Μήπως είχε μόλις καταφέρει να σπάσει το τείχος του θυμού του; «Υποψιάζομαι ότι έχεις στο μυαλό σου αιμοδιψείς εγκληματίες. Έχεις δίκιο, αυτοί ζούσαν σε μια άλλη εποχή. Άσε με να σου μιλήσω για τον καπετάνιο μου, τον Νέιθαν Μπρουκς. Είναι πατέρας της Γκάμπι και είναι ένας ευγενικός και καλοσυνάτος άντρας – ο οποίος κάποτε ήταν πειρατής». Η Τζούλια τον άκουγε γοητευμένη παρατηρώντας πώς φωτίζονταν τα μάτια του όταν μιλούσε για τις περιπέτειές του στο πειρατικό. Της είπε πώς γνώρισε τον Ορ και μετά τον Νέιθαν και το υπόλοιπο πλήρωμα και ότι τώρα τους ένιωθε σαν οικογένειά του. Ναι, μπορεί να ονόμαζαν τους εαυτούς τους πειρατές αλλά ήταν και κυνηγοί θησαυρών. «Αυτό ήταν πάντα το αληθινό πάθος του Νέιθαν και περνούσαμε τουλάχιστον τον μισό χρόνο μας ψάχνοντας θησαυρούς παλαιότερων πειρατών. Και τώρα τελευταία κάνουμε μόνο αυτό. Αφού ο Νέιθαν πέρασε κάμποσο χρόνο σαν όμηρος ενός άλλου πειρατή, αποφάσισε να αποσυρθεί. Φυσικά, ήταν αρκετά εύκολο για εκείνον να πάρει αυτή την απόφαση καθώς η Γκάμπι μπήκε με τον γάμο της στην εφοπλιστική οικογένεια της εταιρείας Σκάιλαρκ και αυτοί βέβαια αποδοκιμάζουν τους πειρατές». «Οπότε σου αρέσει πραγματικά η Καραϊβική;» «Αν μου αρέσει; Την αγαπάω – αλλά δεν την αγαπούν όλοι. Είναι όμορφο μέρος, όμως τίποτα εκεί δεν θυμίζει ούτε στο ελάχιστο την Αγγλία. Είναι ένας τελείως διαφορετικός τρόπος ζωής από αυτόν που ξέρεις, σκληρός μερικές φορές, και έχει τρομερή ζέστη. Οι Άγγλοι που πάνε εκεί, σύντομα μαραζώνουν και γυρίζουν σπίτι». «Εσύ δεν γύρισες». «Εγώ ήμουν αναγκασμένος να προσαρμοστώ επειδή δεν είχα σπίτι για να γυρίσω». Ξαφνικά στράφηκε προς το παράθυρο και το τείχος υψώθηκε πάλι γύρω του καθώς θυμήθηκε γιατί δεν είχε ένα σπίτι να γυρίσει. Η Τζούλια χαμήλωσε τα μάτια της και ένιωσε μια θλίψη να την πλημμυρίζει. Το βλέμμα της έπεσε στο δαχτυλίδι που φορούσε, στη βέρα της. Θα πρέπει να το είχε αγοράσει γρήγορα ο Μίλτον από μια καμαριέρα για να το παρουσιάσει στην τελετή. Δεν της
καθόταν καλά στο δάχτυλο και ήταν τόσο άσχημο όσο άσχημη υπήρξε και η διαδικασία. Ένιωσε το στήθος της να πονάει. Μακάρι να μην είχε μάθει όλα αυτά τα πράγματα για τη ζωή του Ρίτσαρντ μακριά από την Αγγλία. Υπήρχε μια πλευρά της, μια συναισθηματική πλευρά της, στην οποία άρεσε το γεγονός ότι ήταν παντρεμένη μαζί του. Φοβόταν ότι είχαν συνδεθεί υπερβολικά πολύ τον τελευταίο μήνα και τώρα τον είχε ερωτευτεί. Αλλά όλα αυτά που της είχε μόλις πει και το γεγονός ότι αγαπούσε τη ζωή στην Καραϊβική έδειχναν ότι δεν υπήρχε χώρος για εκείνη. Ακόμα κι αν μπορούσε να βρει τη θέση της εκεί, δεν μπορούσε να αγνοήσει το γεγονός ότι στον Ρίτσαρντ δεν άρεσε καθόλου η τωρινή τους κατάσταση. Και το είχε δείξει πεντακάθαρα αυτό. Επομένως, έπρεπε να του δώσει κάποια διέξοδο. Ωστόσο, διστάζοντας να φέρει το θέμα στο προσκήνιο, περίμενε τόσο που στο τέλος ήταν αργά. Η άμαξα σταμάτησε μπροστά στο σπίτι της στην πλατεία Μπέρκλεϊ και ο Ρίτσαρντ της άνοιξε την πόρτα και τη βοήθησε να κατέβει. Εκείνος ωστόσο έμεινε μέσα στην άμαξα. Προφανώς ήταν πολύ θυμωμένος ακόμα και για να μπει στο σπίτι μαζί της και να πει στον πατέρα της ότι είχαν παντρευτεί! Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ένιωσε ότι εκείνος θα έκλεινε την πόρτα χωρίς καν να την αποχαιρετήσει. «Θα βάλω μπροστά τη διαδικασία διαζυγίου αμέσως», του υποσχέθηκε. «Εσύ δεν χρειάζεται−» Εκείνος τη διέκοψε απότομα. «Θέλεις διαζύγιο;» Κανένας αναστεναγμός ανακούφισης; Κανένα ευχαριστώ; Ο θυμός ήταν ακόμα εκεί; Έσφιξε τα χείλη της. «Ναι, φυσικά. Κανείς μας δεν περίμενε ούτε ήθελε κάτι τέτοιο». «Όπως θέλεις, Τζουλς», είπε με μια θλίψη που δεν μπορούσε να καταλάβει η Τζούλια. Αλλά θα πρέπει να είχε κάνει λάθος γιατί πρόσθεσε έντονα: «Εγώ φεύγω». Άρχισε να κλείνει την πόρτα της άμαξας. «Περίμενε! Θα πρέπει να είσαι παρών για το διαζύγιο. Δεν θα πάρει περισσότερες από δυο τρεις βδομάδες. Πού μπορώ να σε βρω;» Εκείνος την κοίταξε αμίλητος αρκετή ώρα. «Μάλλον πρέπει να ετοιμαστείς για ένα μεγάλο ταξίδι. Αν θέλεις να πάρεις διαζύγιο, πρέπει να έρθεις μαζί μου. Δεν σκοπεύω να μείνω σε αυτή τη χώρα ούτε μια μέρα ακόμα. Αν το Τρίτων δεν είναι έτοιμο να σαλπάρει, θα πάρω άλλο πλοίο. Θα γυρίσω πίσω, εκεί που μπορώ να αναπνεύσω ελεύθερα και να ξεχάσω πάλι αυτό το
αδίστακτο κάθαρμα». «Δεν σκέφτεσαι λογικά. Θα πάρει μόνο λίγες μέρες ακόμα και μετά θα τελειώσουμε μια και καλή». Κούνησε το κεφάλι του ανένδοτος. «Αν μείνω εδώ μια μέρα ακόμα, θα γυρίσω πίσω και θα τον σκοτώσω. Πρέπει να φύγω πολύ μακριά από τον πειρασμό αυτόν. Αμέσως. Οπότε, διάλεξε, Τζουλς. Έχεις την υπόλοιπη μέρα να το σκεφτείς». «Έτσι απλά; Περίμενε! Πού πας; Θα πρέπει να μπορώ να σε βρω κάπου για να σου πω αν συμφωνώ». «Μπορείς να στείλεις το μήνυμα στο σπίτι του Μπόιντ Άντερσον αφού εκεί μένουν η Γκάμπι και ο Ντρου και θα τους συναντήσω». Ο Ρίτσαρντ έκλεισε την πόρτα και χτύπησε με τη γροθιά του την οροφή της άμαξας για να δείξει στον αμαξά ότι έπρεπε να ξεκινήσει. Η Τζούλια έμεινε να κοιτάζει την άμαξα που απομακρυνόταν σαστισμένη. Θεέ μου, τι είχε μόλις συμβεί; Εκείνη του έκανε τη χάρη να τον βγάλει από όλο αυτό γρήγορα κι εκείνος δεν συνεργαζόταν;
Κεφάλαιο Σαράντα Έξι Η απόφαση να φύγει από την Αγγλία με τον Ρίτσαρντ δεν ήταν τόσο δύσκολη όσο έπρεπε να είναι. Η Τζούλια την πήρε πριν καν μπει στο σπίτι της εκείνη τη μέρα. Περίμενε την καμαριέρα της να βγει από τη δεύτερη άμαξα. «Κατέβασε κι άλλα μπαούλα από τη σοφίτα και ετοίμασε τα πράγματά μου», της είπε. «Θα πάω ένα μεγάλο ταξίδι με πλοίο μαζί με τον άντρα μου». Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι, έστρεψε το βλέμμα της προς τη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο όπου ήταν ο πατέρας της και ήξερε ότι το πιο δύσκολο κομμάτι της απόφασης αυτής δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα. Δεν της άρεσε να παραδέχεται ότι είχε αποτύχει σε κάτι και αυτή η φαρσοκωμωδία στο Γουίλοου Γουντς έγινε η μεγαλύτερη αποτυχία της ζωής της. Δεν βρήκε τον πατέρα της ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. Ο Άρθουρ τον βοηθούσε να γυμνάσει τα πόδια του περπατώντας πάνω-κάτω στο δωμάτιο. Το χέρι του Τζέραλντ ήταν περασμένο γύρω από τους ώμους του Άρθουρ για να τον στηρίζει. Η Τζούλια χάρηκε που είδε ότι δούλευαν σκληρά για να γυμνάσουν τους μυς του. «Καλωσόρισες!» φώναξε χαρούμενος ο Τζέραλντ μόλις την είδε. «Δεν περίμενα τελικά ότι θα τα καταφέρνατε τόσο γρήγορα. Έλα να καθίσουμε σε αυτό το θαυμάσιο μπαλκόνι που έχτισες για μένα και πες μου τα όλα». Οι μπαλκονόπορτες ήταν ορθάνοιχτες αφήνοντας τον ζεστό, φρέσκο αέρα να πλημμυρίσει το δωμάτιο. Ο Άρθουρ οδήγησε τον Τζέραλντ στο μπαλκόνι και η Τζούλια τους ακολούθησε και κάθισε δίπλα του. Πόσες φορές του είχε διαβάσει καθισμένη εδώ, δίπλα του, τους καλοκαιρινούς μήνες; Ήταν σίγουρη ότι εκείνος δεν αντιλαμβανόταν τίποτα, αλλά αυτό δεν την είχε εμποδίσει να το κάνει για την απίθανη περίπτωση που κάτι καταλάβαινε. Βλέποντας τη γεμάτη προσμονή έκφρασή του, αναστέναξε. «Δεν έπιασε, μπαμπά. Ο κόμης μάς την έφερε». «Πώς;» «Με μια ειδική άδεια γάμου και έναν πάστορα στις διαταγές του. Είμαστε
παντρεμένοι». Ο Τζέραλντ συνοφρυώθηκε. «Αυτή δεν είναι μια χαρούμενη δήλωση, έτσι δεν είναι;» «Όχι, καθόλου». Ο Τζέραλντ αναστέναξε. «Λυπάμαι, δεν έπρεπε να το έχω καν ρωτήσει. Αλλά εσύ και ο Ρίτσαρντ μοιάζατε να τα πηγαίνετε τόσο καλά όταν ήσασταν εδώ μαζί ώστε σκέφτηκα πως μπορεί να είχατε αρχίσει να συμπαθείτε ο ένας τον άλλο μετά από τόσα χρόνια και ότι κάτι μπορεί να έβγαινε από αυτό». Η Τζούλια ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό και κοίταξε αλλού πριν απαντήσει. «Συμπαθούμε ο ένας τον άλλο», είπε, «απλώς δεν ταιριάζουμε καθόλου. Εκείνος ζει μια περιπετειώδη ζωή στην άλλη πλευρά του ωκεανού και περνάει τον περισσότερο καιρό στη θάλασσα. Εγώ θα προτιμούσα να αθροίζω τα κέρδη μας σε ένα λογιστικό βιβλίο – εδώ». «Τότε, αν εσείς οι δύο δεν θέλατε να παντρευτείτε, γιατί παντρευτήκατε; Σου το είπα ότι θα αντιμετώπιζα εγώ οποιοδήποτε σκάνδαλο. Γιατί δεν αρνηθήκατε;» Μακάρι να μην το είχε ρωτήσει αυτό. Ένιωσε τα μάγουλά της να βάφονται κόκκινα. Παρόλο που δεν είχε κάνει έρωτα με τον Ρίτσαρντ εκείνο το βράδυ, οι μάρτυρες θα έλεγαν το αντίθετο. «Ήμουν με τα εσώρουχά μου – στο δωμάτιο του Ρίτσαρντ». Ο Τζεραλντ ξερόβηξε. «Α, μάλιστα». Εκείνη έκανε μια γκριμάτσα. «Δεν είναι μόνο αυτό. Ήταν μέρος της φάρσας μας. Θέλαμε να νομίζει ο κόμης ότι κοιμόμασταν μαζί, για να πιστέψει ότι θέλαμε πραγματικά να παντρευτούμε και να χαλαρώσει. Ήταν πολύ επιφυλακτικός. Νομίζαμε ότι αυτό μπορεί να τον έπειθε. Δεν μας πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα το χρησιμοποιούσε σαν μια δικαιολογία για να μας παντρέψει αμέσως. Όρμησε στο δωμάτιο του Ρίτσαρντ με έναν πάστορα και μερικούς μάρτυρες. Ακριβώς όπως προφανώς ήλπιζε, μας έπιασε σε μια ένοχη στάση. Οπότε όλο αυτό γύρισε μπούμεραγκ εναντίον μας. Και ο Ρίτσαρντ δεν θέλει να μείνει στο Λονδίνο αρκετά για να πάρουμε διαζύγιο». «Θέλεις να πεις ότι δεν συμφωνεί να πάρετε διαζύγιο;» «Συμφωνεί, αλλά όχι εδώ. Φεύγει από τη χώρα αύριο. Οπότε, αν θέλω διαζύγιο, πρέπει να πάω στην Καραϊβική όπου μένει για να το πάρω. Έχει θυμώσει τόσο που ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε δεν θέλει να ακούσει τη φωνή της λογικής». «Θα του μιλήσω εγώ».
«Αυτό είναι το θέμα, δεν θέλει να το συζητήσει. Αν είχε περισσότερο χρόνο για να ηρεμήσει και να το σκεφτεί ήρεμα, μπορεί να λογικευόταν, αλλά δεν έχει. Και εγώ μπορώ να καταλάβω γιατί είναι τόσο έξαλλος. Όλα αυτά τα χρόνια που έμεινε μακριά, δεν ήταν για να αποφύγει εμένα, ήταν για να εμποδίσει τον πατέρα του να πάρει αυτό που ήθελε. Ωστόσο, ο κόμης κέρδισε τη μάχη με τον γάμο αυτόν». «Ο Μίλτον Άλεν», είπε αηδιασμένος ο Τζέραλντ, «δεν θα βγάλει τίποτα από τούτο τον γάμο από την προίκα που είμαι δεσμευμένος να του δώσω». «Χαίρομαι που σκέφτεσαι έτσι. Μακάρι να μην έπαιρνε ούτε αυτό μετά από όλα όσα έχει κάνει, αλλά καταλαβαίνω ότι η προίκα είναι στο συμβόλαιο. Κι ωστόσο, μπορούσε να είχε πάρει περισσότερα. Δεν είναι λογικό ότι απέρριψε τις άλλες προτάσεις σου, έτσι δεν είναι; Κι εξακολουθεί να νομίζει ότι θα πάρει πολύ περισσότερα, πράγμα που, λυπάμαι που το λέω, αλλά με κάνει να φοβάμαι για τη ζωή σου. Και ο Ρίτσαρντ τον διευκολύνει φεύγοντας πάλι. Αν πεθάνεις εσύ, ο Μίλτον θα ελέγχει τα πάντα μέσα από τον γάμο αυτόν». Εκείνος γέλασε. «Μην αφήνεις τη φαντασία σου να οργιάζει, καλή μου. Η απάντηση είναι απλή. Όπως το γεγονός ότι εγώ δεν έσπασα τον δεσμό αυτόν όταν έπρεπε επειδή η μητέρα σου με ικέτευε να περιμένω. Μετά ήρθε το δυστύχημα και ο Μίλτον συνέχισε να πιστεύει ότι ο γάμος αυτός θα μας έκανε όλους μια ευτυχισμένη οικογένεια. Και οι οικογένειες φροντίζουν τους δικούς τους, ακόμα και τα μαύρα πρόβατα». Η Τζούλια κατάλαβε πού το πήγαινε. Ακόμα και ο ξάδελφός της, ο Ρέιμοντ, ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί το μαύρο πρόβατο της οικογένειας επειδή απεχθανόταν τις ευθύνες και ζούσε με πολύ επιπόλαιο τρόπο, υποστηριζόταν από τον Τζέραλντ και πάντα θα γινόταν έτσι. Ήταν μέλος της οικογένειας. Και τώρα ο Μίλτον ήταν επίσης μέλος της οικογένειας κι ας μην τον ήθελαν. «Αυτό σημαίνει ότι θα βοηθήσεις τον κόμη όταν θα έρθει να σου χτυπήσει την πόρτα», σχολίασε η Τζούλια. «Και δεν αμφιβάλλω ότι σκοπεύει να το κάνει αυτό, και μάλιστα διαρκώς». «Όχι, δεν σημαίνει τίποτα τέτοιο. Απλώς εξηγεί γιατί νομίζει ότι θα τον βοηθήσω. Έπρεπε να με είχες αφήσει να μιλήσω στον Μίλτον. Θα του είχα ξεκαθαρίσει ότι δεν ξεχνώ ούτε συγχωρώ. Και έχει κερδίσει την εχθρότητά μου γι’ αυτό που έκανε στον ίδιο του τον γιο και για τα δάκρυα που σου προκάλεσε εσένα». «Αλλά δεν το ξέρει αυτό ακόμα», είπε η Τζούλια ανήσυχη. «Και αν δεν μπορείς να μιλήσεις λογικά μαζί του λόγω της εμμονής που έχει πάθει με τα
λεφτά σου και−» Ο Τζεραλντ ακούμπησε το δάχτυλό του στα χείλη της. «Σώπα. Αν θα σε ανακουφίσει, θα βάλω να φτιάξουν ένα νομικό έγγραφο σήμερα που θα τον εμποδίσει να κληρονομήσει οτιδήποτε δικό μου και θα του το στείλω όσο πιο γρήγορα γίνεται». «Μου αρέσει η ιδέα αυτή. Επίσης, θέλω να τα γυρίσουμε όλα στο όνομά σου πριν φύγω – οπότε μπορούμε να το κάνουμε ταυτόχρονα». Ο Τζέραλντ έγνεψε καταφατικά αλλά μετά αναστέναξε. «Οπότε θα πας στην Καραϊβική;» «Δεν θα είναι για πολύ. Μια δυο βδομάδες και−» «Χρειάζονται τρεις ή τέσσερις βδομάδες μόνο και μόνο για να φτάσεις εκεί». Εκείνη αναστέναξε. «Ε, λοιπόν, θα βρω μια θετική πλευρά σε αυτό με κάποιον τρόπο. Δεν έχω ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό εκτός από δυο τρεις φορές που πήγα στη Γαλλία, επομένως θα είναι ένα ενδιαφέρον ταξίδι. Και όταν ο Ρίτσαρντ ηρεμήσει, είναι εύκολος στη συναναστροφή». «Αλήθεια;» «Ναι, πολύ. Δεν μοιάζει καθόλου με τον άντρα, ή μάλλον με το παιδί, που ήξερα και απεχθανόμουν παλιά. Το γεγονός ότι έζησε τόσα χρόνια στο εξωτερικό, μακριά από τον πατέρα του, τον άλλαξε δραματικά – τουλάχιστον, όταν δεν είναι κοντά στον πατέρα του». Ο Τζέρλαντ την κοίταξε παραξενεμένος. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις διαζύγιο;» Εκείνο το παράξενο συναίσθημα φούσκωνε πάλι μέσα της. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί να πει ήταν: «Είμαι σίγουρη ότι εκείνος θέλει». «Αυτό δεν απαντάει στην ερώτησή μου». Όχι, δεν απαντούσε, κι έτσι του εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια με μελαγχολικό ύφος. «Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι υπήρχαν στιγμές που είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι θα ήταν ιδανικός για μένα. Αλλά ο τρόπος που ζούμε μας απομακρύνει, μπαμπά. Εκείνος δεν πρόκειται να γυρίσει στην Αγγλία όσο ο πατέρας του ζει εδώ. Όμως μπορείς να με φανταστείς εμένα να ζω στους Τροπικούς, όπου κάνει πάντα τόση ζέστη ώστε θα θέλω σαν τρελή μια νιφάδα χιονιού; Δεν μπορώ να το φανταστώ και – και δεν με αγαπάει». «Κατάλαβα». Ο Τζέραλντ αναστέναξε. «Αυτός δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο ήθελα να βγεις από το αδιέξοδο στο οποίο σε έβαλα». «Το ξέρω, αλλά τουλάχιστον αυτό το ηλίθιο συμβόλαιο υλοποιήθηκε και
δεν θα με κυνηγάει πια». «Όμως ένα διαζύγιο είναι σοβαρό θέμα. Οι αριστοκράτες με τους οποίους συγχρωτίζεσαι θα το θεωρήσουν μια σκανδαλώδη λύση. Θα υπάρξουν συνέπειες που δεν θα είναι ευχάριστες, τουλάχιστον με κοινωνική έννοια. Μπορεί να πάψουν να σε καλούν στα σπίτια τους, ακόμα και να σε σνομπάρουν». «Προτείνεις κάτι άλλο;» «Όχι, καλή μου, αν αισθάνεσαι ότι πρέπει να το κάνεις, τότε θα σε υποστηρίξω στην απόφασή σου. Και ανέφερα απλώς το χειρότερο που μπορεί να συμβεί, αν και μπορεί να μην είναι τόσο άσχημα τα πράγματα. Η κατάστασή σου είναι μοναδική στο κάτω κάτω αφού είχες έναν μνηστήρα που έλειπε τόσα χρόνια. Επιπλέον, εσύ αναγκάστηκες να περιμένεις τα τρία από αυτά. Αυτό μπορεί να κάνει τον κόσμο να σου δείξει συμπάθεια ή τουλάχιστον κατανόηση σχετικά με τον λόγο που δεν μπορούσες να τον συγχωρέσεις». Οι αριστοκράτες θα έδειχναν κατανόηση; Αν θεωρούσαν ότι κάτι δεν είναι σωστό να γίνεται, τότε οι λόγοι δεν θα είχαν σημασία. Μπορούσε πραγματικά να χάσει όλους τους φίλους της εξαιτίας αυτού. Ο πατέρας της φαίνεται πως διάβασε τη σκέψη της. «Γιατί δεν μιλάς με την Κάρολ πριν φύγεις και να δεις τι έχει εκείνη να πει γι’ αυτό;» πρότεινε. «Ο Άρθουρ μου είπε ότι δεν ζει δίπλα από τότε που παντρεύτηκε, αλλά μένει πολύ μακριά για μια γρήγορη επίσκεψη. Δεν σκέφτηκα να τη ρωτήσω όταν πέρασε από εδώ τις προάλλες για να εκφράσει τη χαρά της για την ανάρρωσή μου». «Εκείνη και ο Χάρι ζουν στο κτήμα του στην εξοχή αλλά έχουν επίσης ένα σπίτι στο Λονδίνο και, καθώς τώρα γίνονται πολλά πάρτι, κατά πάσα πιθανότητα θα είναι εδώ. Αυτή είναι μια εξαιρετική ιδέα, μπαμπά. Θα ήθελα να τη δω πριν φύγω για τις σύντομες διακοπές μου στην Καραϊβική». Εκείνος γέλασε με τον τρόπο που είχε εκφραστεί. «Αν, όπως λες, η παρέα του Ρίτσαρντ δεν σε εκνευρίζει όπως παλιά, τότε μπορεί να απολαύσεις το ταξίδι. Τα νησιά στην περιοχή εκείνη έχουν τη φήμη πως είναι πολύ όμορφα, αν και ίσως λίγο ζεστά αυτή την εποχή». «Λίγο; Ο Ρίτσαρντ τα περιέγραψε ως πολύ ζεστά. Αλλά δεν σκοπεύω να μείνω περισσότερο απ’ όσο είναι απαραίτητο. Μακάρι να μπορούσες να έρθεις μαζί μας». «Αυτό είναι αδύνατον. Ακόμα κι αν ήμουν σε κατάσταση να κάνω ένα
τέτοιο ταξίδι, ένας από εμάς πρέπει να μείνει να φροντίζει το κάστρο μας εδώ. Αλλά θα ήθελες να πάρεις τον Ρέιμοντ;» «Θεέ μου, όχι. Τότε το ταξίδι θα ήταν πραγματικά εκνευριστικό». Μόλις βγήκε από το δωμάτιο του πατέρα της, αναρωτήθηκε αν θα προλάβαινε να κάνει όλα όσα έπρεπε εκείνο το απόγευμα. Πρώτα, έστειλε ένα μήνυμα στην Κάρολ ελπίζοντας ότι θα ερχόταν η φίλη της σε εκείνη ώστε να της μιλήσει ενώ ετοιμαζόταν. Επιπλέον, δεν ήθελε να φύγει και να λείπει όταν θα έφτανε ο δικηγόρος. Και καθώς είχε να συναντήσει την Κάρολ από τον χορό των Μάλορι, αυτά που είχαν να πουν ήταν αρκετά και άκρως αποκαλυπτικά. Αλλά δεν είχε προλάβει καλά καλά να στείλει τον λακέ με το σημείωμά της, και η Κάρολ όρμησε στο δωμάτιό της ενώ εκείνη άπλωνε διάφορα ρούχα για να τα βάλει στα μπαούλα μόλις θα τα κατέβαζαν από τη σοφίτα. Προφανώς η Κάρολ είχε ήδη έρθει επίσκεψη και η πρώτη της ερώτηση ήταν: «Πώς κατέληξες παντρεμένη;» «Εσύ πώς το έμαθες;» ρώτησε η Τζούλια έκπληκτη που η Κάρολ το ήξερε ήδη. «Αστειεύεσαι; Οι υπηρέτες σου κάτω δεν μιλούν για τίποτα άλλο από τη στιγμή που η καμαριέρα σου διέδωσε το νέο. Ο μπάτλερ μού το είπε μόλις μου άνοιξε». Η Τζούλια αναστέναξε. Θα αναγκαζόταν να μαλώσει την καμαριέρα της. Η κοπέλα παραήταν γρήγορη στα κουτσομπολιά. Αλλά η Κάρολ την εξέπληξε ακόμα περισσότερο καθώς πρόσθεσε: «Μα ήξερα ήδη τι υποτίθεται ότι θα έκανες στο Γουίλοου Γουντς». «Πώς;» Αλλά μετά η Τζούλια μάντεψε. «Άσε, κατάλαβα. Ο πατέρας είπε ότι του έκανες μια επίσκεψη όσο έλειπα. Υποθέτω ότι σου το είπε εκείνος, έτσι;» «Ναι, ήρθα να σε δω, όμως για μια ακόμα φορά δεν ήσουν σπίτι. Είναι σχεδόν κωμικό πόσες φορές προσπαθήσαμε να δούμε η μία την άλλη εκείνη τη βδομάδα και δεν τα καταφέραμε. Έτσι ανέβηκα να δω τον πατέρα σου, αφού δεν τον είχα δει από τότε που συνήλθε. Ωστόσο εκείνος ανέφερε μόνο πού είχες πάει και αυτό επειδή υπέθετε ότι το ήξερα ήδη. Γνωρίζει ότι εσύ κι εγώ λέμε τα πάντα η μία στην άλλη. Απογοητεύτηκα τόσο που δεν το έμαθα από σένα. Ο πατέρας σου απέφυγε τις λεπτομέρειες όταν κατάλαβε ότι δεν ήξερα καν πως ο μνηστήρας σου ήταν εδώ». «Σου μίλησα για εκείνον το βράδυ του χορού». «Δεν έκανες τίποτα τέτοιο».
«Ναι, το έκανα, αλλά έμμεσα», είπε η Τζούλια. «Στην πραγματικότητα, δεν το ήξερα ακόμα ότι ήταν ο Ρίτσαρντ. Θυμάσαι που σου είχα πει για έναν Γάλλο;» «Αυτός ήταν; Ω, Θεέ μου. Μα δεν είχες πει ότι ήταν ερωτευμένος με μια άλλη, μια παντρεμένη;» «Την Τζορτζίνα Μάλορι». «Θέλει να πεθάνει;» «Όχι, και είμαι σίγουρη ότι αυτό ήταν πολύ επιφανειακό. Ποτέ δεν φάνηκε να μελαγχολεί όταν αναφερόταν το όνομά της. Τώρα ξέρω πως είναι πολύ ριψοκίνδυνος και δεν αμφιβάλλω ότι ερωτεύτηκε περισσότερο το ρίσκο να την κυνηγήσει». Η Κάρολ αναστέναξε. «Όμως αυτό σημαίνει ότι δεν έχετε πραγματικά παντρευτεί, έτσι δεν είναι; Απλώς άφησες την καμαριέρα σου να νομίζει ότι είστε παντρεμένοι για κάποιον λόγο;» «Μάλλον πρέπει να καθίσεις», είπε η Τζούλια και άρχισε να ενημερώνει τη φίλη της για τις εξελίξεις. Αφού τα άκουσε όλα, ακόμα και τις πιο προσωπικές λεπτομέρειες που η Τζούλια δεν θα έλεγε ποτέ σε κανέναν άλλο, η Κάρολ αναφώνησε κατάπληκτη: «Πόπο, αυτό είναι αληθινό αδιέξοδο. Όχι, μην κλαις!» Η Τζούλια δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. «Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ο Ρίτσαρντ είναι ιδανικός για μένα, αλλά εγώ δεν είμαι ιδανική για εκείνον». «Θεέ μου, τον αγαπάς; Μετά από όλα αυτά τα χρόνια που τον μισούσες, τώρα τον αγαπάς;» «Δεν είπα κάτι τέτοιο». «Δεν χρειαζόταν να το πεις». «Αλλά δεν θέλω να ζω τόσο μακριά από όλα τα πράγματα που μου είναι οικεία, σε ένα μέρος τόσο ξένο». Η Κάρολ κούνησε το κεφάλι της. «Δεν θα ξέρεις αν σου αρέσει ή όχι μέχρι να πας. Τι άλλες αμφιβολίες έχεις;» «Δεν με αγαπάει», ψιθύρισε η Τζούλια. «Είσαι σίγουρη;» «Ε, όχι, αλλά−» «Μπορεί να έχει κι εκείνος τις ίδιες αμφιβολίες με σένα». Η Τζούλια δάγκωσε νευρικά τα χείλη της. «Δεν είμαι σίγουρη». «Τότε θα πρέπει να το διαπιστώσεις. Έχεις έναν ολόκληρο ωκεανό να διασχίσεις πριν σταθείς μπροστά σε έναν αξιωματούχο για να διαλύσεις έναν
γάμο που είναι πιθανό κανείς από τους δυο σας να μη θέλει να διαλυθεί. Δείξε στον Ρίτσαρντ πώς αισθάνεσαι».
Κεφάλαιο Σαράντα Επτά Η Γκάμπριελ και ο Ντρου περίμεναν να γυρίσει ο Ρίτσαρντ στο Λονδίνο πριν σαλπάρουν για την Καραϊβική, κι έτσι δεν είχαν κανένα πρόβλημα να κάνουν τις προετοιμασίες για να ξεκινήσουν το άλλο πρωί, όπως διαβεβαίωσε ο Ντρου τον φίλο του. Ο Ρίτσαρντ ανακουφίστηκε που είδε ότι η Γκάμπριελ δεν ήταν στο σπίτι του Μπόιντ όταν έφτασε εκεί, επειδή ήξερε ότι εκείνη θα επέμενε να της δώσει πλήρη αναφορά για το τι είχε συμβεί στο Γουίλοου Γουντς. Καθώς τα συναισθήματά του ήταν ακόμα ρευστά και έντονα, δεν ήταν έτοιμος να το συζητήσει. Είπε απλώς στον Ντρου ότι το σχέδιό τους δεν πήγε καλά. Αυτό φυσικά δεν εξέφραζε καθόλου την πραγματικότητα. Όταν στάθηκε στο παλιό δωμάτιό του στο Γουίλοου Γουντς μπροστά στον πατέρα του που χαμογελούσε χαιρέκακα, συνειδητοποίησε ότι ο απεχθής γονιός του τον ανάγκαζε να κάνει κάτι που ήθελε – να παντρευτεί τη γυναίκα με την οποία ήταν δεμένη στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ωστόσο, το να πάρει αυτό που ήθελε σήμαινε ότι θα κέρδιζε ο πατέρας του. Αυτό ήταν που δεν μπορούσε να αποδεχτεί μέσα του. Δεν έμεινε στο σπίτι του Μπόιντ περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν για να αφήσει το σακίδιό του στο δωμάτιο που του έδειξαν, το οποίο θα μοιραζόταν με τον Ορ τη νύχτα. Έπρεπε να βρει έναν δικηγόρο που θα μπορούσε να τον δεχτεί σήμερα. Αν συνέβαινε κάτι σε εκείνον ή στην Τζούλια πριν πάρουν διαζύγιο, ήθελε να είναι σίγουρος ότι ο πατέρας του δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει κανένα μέρος από την περιουσία των Μίλερ. Ήθελε να συνταχθεί μια διαθήκη που ρητώς θα απέκλειε τον Μίλτον Άλεν από οτιδήποτε δικό του – ή της γυναίκας του. Η γυναίκα του! Μα τον Θεό, αυτό ακουγόταν τόσο ωραία. Αλλά η Τζούλια δεν το έβλεπε έτσι, και προφανώς είχε δίκιο. Στο κάτω κάτω, τι είχε να της προσφέρει; Όχι ότι δεν είχε καθόλου χρήματα. Δεν είχε πού να ξοδέψει λεφτά στην Καραϊβική, οπότε είχε μαζέψει μερικές χιλιάδες λίρες, αλλά το ποσό αυτό ήταν ψίχουλα σε σύγκριση με τα χρήματα που είχε η Τζούλια. Δεν είχε
καμία άλλη περιουσία ούτε καν ένα δικό του σπίτι. Και ήταν δεύτερος γιος, οπότε δεν θα έπαιρνε κανέναν άλλο τίτλο πέρα από τον τίτλο του «λόρδου», τον οποίο δεν χρησιμοποιούσε στα νησιά. Να πάρει την Τζούλια μακριά από τον κόσμο της υψηλής κοινωνίας που είχε τόσο συνηθίσει; Μακριά από την αυτοκρατορία που διοικούσε μόνη της τα τελευταία πέντε χρόνια; Στ’ αλήθεια, πώς μπορούσε να της το κάνει αυτό; Έπρεπε να την αφήσει να φύγει και αυτό σήμαινε ότι δεν έπρεπε να πολεμήσει την απόφασή της. Δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλον τρόπο. Αλλά δεν άντεχε να το κάνει ακόμα. Η ιδέα να της προτείνει να πάει μαζί του ήταν τελείως αυθόρμητη, αλλά τώρα χαιρόταν που το είχε κάνει. Τουλάχιστον, θα του έδινε μερικές ακόμα βδομάδες μαζί της πριν χωρίσουν οριστικά. Αλλά μπορεί να μην ερχόταν. Όταν γύρισε στο σπίτι του Μπόιντ αργά το ίδιο απόγευμα, ένιωθε σαν να κρατούσε την ανάσα του μέχρι να του δώσουν το μήνυμά της που τον ενημέρωνε ότι θα τον συναντούσε στην αποβάθρα το επόμενο πρωί. Ο Ορ εμφανίστηκε στο κατώφλι. Ο Ρίτσαρντ δεν είχε κλείσει την πόρτα όταν του έφεραν το μήνυμα της Τζούλια. Ήταν τόσο βαθιά χωμένος στις σκέψεις του ώστε δεν συνειδητοποίησε ότι ο Ορ του μιλούσε. «Τι;» «Ρώτησα τι έγινε στο Γουίλοου Γουντς», επανέλαβε ο Ορ. «Μας κατάλαβε. Είμαστε παντρεμένοι». Ο Ορ γέλασε. «Δεν περίμενα να το ακούσω αυτό. Τότε γιατί έχεις πάλι μούτρα;» «Δεν έχω». «Έχεις. Μετά τα πρόσφατα γεγονότα πίστευα ότι θα είχες ξεμπερδέψει με αυτό». Ο Ρίτσαρντ δεν ήθελε να μιλήσει για την Τζούλια ακόμα. «Είναι μια πολύπλοκη κατάσταση», είπε μόνο. «Εμένα μου φαίνεται απλή. Ή μήπως δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι ήσουν ερωτευμένος με τον κίνδυνο που συνεπάγεται το να την αγαπάς λόγω της προσωπικότητας του άντρα της;» Ο Ρίτσαρντ έπνιξε ένα γελάκι καταλαβαίνοντας το λάθος που είχε κάνει ο Ορ και μετά προσπάθησε να τον διακόψει, αλλά εκείνος ήταν αποφασισμένος να τελειώσει αυτό που ήθελε να πει. «Ο Μάλορι μας απείλησε από την πρώτη φορά που συνάντησες τη γυναίκα του, όταν αφήσαμε την Γκάμπι στο σπίτι τους. Ήταν εξαιρετικά τρομακτικός, όπως είναι συνήθως, και αυτό μπορεί να
σε επηρέασε. Σου πρόσφερε μια μοναδική πρόκληση. Αλλά πήρες τελικά μια γεύση της ζήλιας του, οπότε πρέπει να ρωτήσω, πιστεύεις πραγματικά ότι την αγαπάς ακόμα;» Ο Ρίτσαρντ γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. Δεν ήταν αναγκασμένος να εξηγήσει το λάθος. Ο Ορ δεν θα επέμενε. Έτσι είπε απλώς: «Όχι, ό,τι κι αν ήταν αυτό, έχει φύγει». «Οπότε έχεις αυτά τα μούτρα για τη γυναίκα σου;» επέμεινε ο Ορ. «Πολύ παράξενο». Τα χείλη του Ρίτσαρντ σφίχτηκαν. Δεν έβρισκε διασκεδαστικό τίποτα στο θέμα αυτό. «Θα μου περάσει». «Λοιπόν, αν θέλεις να το συζητήσεις, έχουμε αρκετή ώρα μέχρι το πάρτι». «Ποιο πάρτι;» «Το αποχαιρετιστήριο πάρτι της Γκάμπι και του Ντρου απόψε. Είμαστε καλεσμένοι». «Καλεσμένοι όταν μένουμε εδώ; Υπήρχε καμία αμφιβολία ότι θα ήμασταν ευπρόσδεκτοι;» «Μα το πάρτι δεν είναι εδώ», είπε ο Ορ με ένα χαμόγελο. «Είναι στο σπίτι του Τζέιμς Μάλορι». Ο Ριτσαρντ δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι θα τον προσκαλούσαν στο σπίτι του Τζέιμς. Μάλλον δεν θα το ήξερε ο Μάλορι, είχε σκεφτεί. Ωστόσο, όταν εκείνος και ο Ορ οδηγήθηκαν στο σαλόνι όπου ήταν μαζεμένοι διάφοροι Άντερσον και διάφοροι Μάλορι, ο Τζέιμς τον είδε και δεν έδειξε να ενοχλείται από την παρουσία του. Η Γκάμπριελ, ωστόσο, του όρμησε μόλις εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Ο Ορ τον είχε προειδοποιήσει ότι είχε αναφέρει τον γάμο του στον Ντρου και ο Ντρου είχε συναντήσει νωρίτερα τη γυναίκα του στο σπίτι των Μάλορι. «Χάρηκα τόσο πολύ!» είπε η Γκάμπριελ στον Ρίτσαρντ. «Μη χαίρεσαι. Νίκησε ο πατέρας μου, Γκάμπι». «Αυτό είναι αλήθεια αλλά βγήκες κι εσύ κερδισμένος, έτσι δεν είναι; Είδα πώς κοίταζες την Τζούλια στο πλοίο. Δεν μπορούσες να τραβήξεις τα μάτια σου από πάνω της. Και την παντρεύτηκες!» Χαιρόταν τόσο για εκείνον ώστε δεν είχε το κουράγιο να της πει για το διαζύγιο, τουλάχιστον όχι σε αυτό το πάρτι που ήταν προς τιμή της.
«Θα έρθει μαζί μας», είπε μόνο. «Φυσικά και θα έρθει, γιατί να μην έρθει; Ω, για περίμενε, θα πρέπει να έχει τόσα να μαζέψει για να μετακομίσει σε μια άλλη χώρα. Μήπως χρειάζεται βοήθεια; Μήπως πρέπει να καθυστερήσουμε την αναχώρησή μας μία ή δύο μέρες;» «Δεν θέλω καμία καθυστέρηση, Γκάμπι, σε παρακαλώ. Ήμουν προετοιμασμένος να βρω ένα άλλο πλοίο αν το Τρίτων δεν μπορούσε να σαλπάρει το πρωί. Δεν μπορώ να περάσω άλλη μια μέρα στην ίδια ήπειρο με τον πατέρα μου». Εκείνη τον κοίταξε έντονα. «Τι άλλο έγινε;» «Ας μην το συζητήσουμε απόψε. Και η Τζούλια θα τα καταφέρει περίφημα. Προφανώς έχει περισσότερους υπηρέτες για να τη βοηθήσουν απ’ όσους μπορούμε να μετρήσουμε. Πήγαινε να διασκεδάσεις». Την έσπρωξε προς τον άντρα της και απομακρύνθηκε γρήγορα για να αποφύγει άλλες ερωτήσεις. Ο γιος του Τζέιμς, ο Τζέρεμι, τον κοίταξε και ο Ρίτσαρντ τον πλησίασε. Δεν είχε δει ποτέ τη γυναίκα του Τζέρεμι. Ασφαλώς θα ήταν στον χορό της Τζορτζίνα, αλλά εκείνος δεν την είχε παρατηρήσει έτσι ξετρελαμένος που ήταν μαζί της. Τώρα δεν μπορούσε παρά να την προσέξει καθώς γύρισε και τον κοίταξε. Η ομορφιά της του έκοψε την ανάσα. Η Ντάνι Μάλορι είχε μια αιθέρια ομορφιά και τα κάτασπρα μαλλιά της, που ήταν τόσο ασυνήθιστα για μια νέα γυναίκα, της έδιναν αγγελική όψη. Παρόλο που ήταν κομμένα πολύ κοντά, πράγμα ιδιαίτερα παράξενο για μια κυρία της υψηλής κοινωνίας, της πήγαιναν εξαιρετικά. Ο Τζέρεμι τον χτύπησε στην πλάτη για να κάνει τον Ρίτσαρντ να πάρει τα μάτια του από τη γυναίκα του. Ο Ρίτσαρντ χαμογέλασε καθώς συνειδητοποίησε ότι πραγματικά την κοίταζε σαν χαζός. «Συγγνώμη», είπε στο ζευγάρι με ένα ντροπαλό χαμόγελο. «Φαντάζομαι ότι αυτό συμβαίνει συχνά;» Ο Τζέρεμι κούνησε το κεφάλι του. «Είναι τυχερή που δεν είμαι ζηλιάρης». «Όχι, είμαι απλώς τυχερή», είπε η Ντάνι και χαμογέλασε τρυφερά στον άντρα της. Ο Ρίτσαρντ ένιωσε ζήλια για την ευτυχία τους. Στην πραγματικότητα, όλα τα ζευγάρια στο δωμάτιο φαίνονταν πως είχαν ευλογηθεί με ευτυχισμένους γάμους. Ο Τζέρεμι είδε το βλέμμα του Ρίτσαρντ. «Δεν τους ξέρεις όλους, έτσι δεν
είναι;» «Δυστυχώς όχι. Ο πατέρας σου δεν με άφηνε να μπω στο σπίτι μέχρι τώρα». «Αλήθεια; Αυτό είναι ενδιαφέρον. Πριν μάθει ότι είσαι ευγενής;» «Όχι. Απλώς με πήρε με στραβό μάτι», είπε ο Ρίτσαρντ. «Α, τέλος πάντων. Προφανώς έχει ξεπεραστεί αυτό αφού είσαι εδώ τώρα», συμπέρανε ο Τζέρεμι. «Έλα να σε συστήσω στη δική μου πλευρά της οικογένειας. Δεν είναι όλοι εδώ, φυσικά, μόνο όσοι ήταν στην πόλη και μπορούσαν να έρθουν αφού προσκλήθηκαν την τελευταία στιγμή. Αλλά είμαι σίγουρος ότι ξέρεις την πλευρά του Ντρου ήδη». Ο Ρίτσαρντ δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον μεγαλύτερο αδελφό του Ντρου, τον Γουόρεν, αλλά αφού είχε παντρευτεί μια Μάλορι, ο Τζέρεμι του σύστησε τη γυναίκα του την Έιμι. «Ένας αληθινός διάβολος», ήταν ο χαρακτηρισμός του Τζέρεμι για την ξαδέλφη του και προειδοποίησε τον Ρίτσαρντ να μη βάλει στοίχημα μαζί της. Φαίνεται πως δεν έχανε ποτέ. Άλλη μια ξαδέλφη του Τζέρεμι ήταν παρούσα, η Ρετζίνα Ίντεν, η οποία είχε κάνει τον χορό προς τιμή της Τζορτζίνα, και ο άντρας της ο Νίκολας. «Αν ακούσεις τον πατέρα μου να τα βάζει με τον Νικ, μην το πάρεις στα σοβαρά», είπε ο Τζέρεμι γελώντας. «Ο πατέρας μου και τα αδέλφια του συνέβαλαν στην ανατροφή της Ρέτζι όταν πέθαναν οι γονείς της, οπότε είναι λίγο υπερπροστατευτικοί απέναντί της και φροντίζουν να το θυμίζουν διαρκώς στον Νικ – τουλάχιστον, ο πατέρας μου και ο θείος Τόνι το κάνουν». Παρών ήταν επίσης ο θείος του Τζέρεμι, ο Τόνι, ένας εξαιρετικά ωραίος άντρας στον οποίο ο Τζέρεμι έμοιαζε περισσότερο από ό,τι έμοιαζε στον δικό του πατέρα! Ο Τζέρεμι γέλασε όταν ο Ρίτσαρντ το ανέφερε αυτό. «Αυτό τρελαίνει τον πατέρα μου, οπότε μην το σχολιάσεις μπροστά του. Φταίνε αυτά τα μαύρα μαλλιά. Μόνο λίγοι Μάλορι τα έχουν. Όλοι οι άλλοι στην οικογένεια είναι ξανθοί». Ένας από τους μεγαλύτερους θείους του Τζέρεμι ήταν εκεί επίσης, ο Έντουαρντ Μάλορι και η γυναίκα του η Σαρλότ, οι οποίοι έμεναν στην Γκρόσβενορ Σκουέρ. Ένας ακόμα από τους μεγαλύτερους αδελφούς του Ντρου, ο Τόμας, παρευρισκόταν επίσης. Ο μεγαλύτερος Άντερσον είχε ήδη σαλπάρει. «Κρίμα», είπε ο Τζέρεμι για τον Έντουαρντ, «που ο θείος Έντι δεν θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τη γυναίκα σου πριν φύγεις μαζί της. Εκείνος είναι η οικονομική ιδιοφυΐα της οικογένειας. Η Τζούλια φαίνεται πως τα πηγαίνει αρκετά καλά με τα οικονομικά, οπότε θα είχαν πολλά να συζητήσουν».
Ακούγοντας το όνομα της Τζούλια, η διάθεση του Ρίτσαρντ πήρε την κάτω βόλτα. Αλλά θυμήθηκε τα εργαλεία που είχε στην τσέπη του και τα έδωσε στον Τζέρεμι. «Σ’ ευχαριστώ που μου τα δάνεισες αυτά». Ο Τζέρεμι έδωσε τα εργαλεία στη γυναίκα του, η οποία χαμογέλασε. «Παρακαλώ», είπε. «Δεν τα χρησιμοποιώ τον τελευταίο καιρό. Τα κρατάω σαν ένα ενθύμιο των φίλων που έκανα στα νιάτα μου». «Δούλεψαν τέλεια», τη διαβεβαίωσε ο Ρίτσαρντ. «Χαίρομαι που το ακούω». «Αρκετά τον μονοπώλησες, μικρέ», δήλωσε ο Τζέιμς στον γιο του καθώς τους πλησίασε. «Έλα, έχουμε κάτι λογαριασμούς να ξεκαθαρίσουμε εμείς οι δύο», είπε μετά στον Ρίτσαρντ και του έγνεψε να τον ακολουθήσει. Ο Ρίτσαρντ αναστέναξε αλλά ακολούθησε τον Τζέιμς στο σβηστό τζάκι που βρισκόταν αρκετά μακρύτερα από τους υπόλοιπους προσκεκλημένους. Ακουμπώντας με το ένα χέρι του στο ράφι του τζακιού, ο Τζέιμς άρχισε να μιλάει χωρίς να κοιτάζει τον Ρίτσαρντ – τα μάτια του ήταν καρφωμένα στη γυναίκα του. «Τι ακούω; Λογικεύτηκες επιτέλους και έκανες το σωστό; Προσπαθείς να με καταπλήξεις πριν φύγεις;» «Πολύ αστείο», απάντησε ο Ρίτσαρντ σοβαρά. «Απλώς να μη σου περάσει ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί να έρθεις να μείνεις στο άλλο τετράγωνο, παλιόφιλε. Ποτέ». «Έχεις τον λόγο μου: αυτό δεν θα συμβεί ποτέ». Ο Τζέιμς κοίταξε επιτέλους τον Ρίτσαρντ. «Ούτε καν για επίσκεψη; Υποθέτω ότι μπορώ να κάνω μια εξαίρεση για τις επισκέψεις». Τώρα ο Ρίτσαρντ δεν μπορούσε παρά να γελάσει. «’Εχεις μεγάλη καρδιά, Μάλορι». «Έτσι γεννήθηκα», είπε ανέκφραστα ο Τζέιμς. Καθώς ο Τζέιμς φαινόταν να έχει καλή διάθεση, προφανώς επειδή ο Ρίτσαρντ θα έφευγε πάλι από την Αγγλία, ο τελευταίος αποφάσισε να το ρισκάρει. «Θα σε πείραζε», είπε προσεκτικά, «τώρα που είμαι εδώ, να ζητούσα συγγνώμη από την Τζορτζίνα αν της δημιούργησα κάποιο πρόβλημα με το κόλλημά μου μαζί της;» «Ναι, θα με πείραζε». «Θα πάρει μόνο ένα λεπτό». «Είπα ότι με πειράζει». Ο Ρίτσαρντ αναστέναξε. «Τότε θα μπορούσες να της μεταφέρεις εσύ τη συγγνώμη μου; Πες της ότι είναι μία από τις ωραιότερες γυναίκες που έχω
γνωρίσει–» «Το παρακάνεις». «Αλλά τώρα καταλαβαίνω τη διαφορά ανάμεσα σε μια μικρή εμμονή και στην αγάπη», τελείωσε γρήγορα ο Ρίτσαρντ. Ο Τζέιμς τον κοίταξε έντονα. «Αν νομίζεις ότι θα πω στη γυναίκα μου ότι βρέθηκε στη δεύτερη θέση, τα έχεις τελείως χαμένα. Θα της μεταφέρω τη συγγνώμη και ούτε μια λέξη παραπάνω». «Εντάξει», χαμογέλασε ο Ρίτσαρντ. «Αλλά αυτό μου θύμισε ότι της Τζορτζ θα της λείψει η Τζούλια. Καθώς μένουμε τόσο κοντά, έκαναν πολλή παρέα». «Η Τζούλια θα γυρίσει», είπε απλά ο Ρίτσαρντ. «Εκείνη; Όχι εσύ;» Καθώς ο Ρίτσαρντ έγνεψε διστακτικά, ο Τζέιμς συνέχισε. «Υπέροχα. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω τίποτα καλύτερο. Εγώ βέβαια δεν θα άφηνα την Τζορτζ να φύγει τόσο μακριά μου, αλλά τουλάχιστον αφού η Τζούλια θα ταξιδεύει με πλοία της Σκάιλαρκ, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα είναι ασφαλής». Ο Ρίτσαρντ έπρεπε να το αφήσει εκεί. Δεν χρωστούσε στον Μάλορι καμία εξήγηση. Αλλά δεν διέκοψε τη συζήτηση. «Δεν κατάλαβες καλά. Θα έρθει στην Καραϊβική μόνο και μόνο για να πάρει διαζύγιο». Ο Τζέιμς τον κοίταξε για ένα λεπτό, ένα πολύ σύντομο λεπτό, και μετά η πέτρινη γροθιά του προσγειώθηκε στο στομάχι του Ρίτσαρντ. «Λάθος απάντηση. Προσπάθησε πάλι». Το μόνο που προσπάθησε να κάνει ο Ρίτσαρντ ήταν να γεμίσει τους πνεύμονές του με αέρα και να σβήσει τον μορφασμό πόνου από το πρόσωπό του. Όταν τελικά τα κατάφερε να σταθεί ίσια και να αναπνέει ταυτόχρονα, κοίταξε τον Τζέιμς με μισόκλειστα μάτια. «Αυτή δεν είναι δική μου ιδέα. Εγώ την αγαπάω. Αλλά εκείνη δεν θα είναι ευτυχισμένη εκεί που πηγαίνω, μακριά από όλα όσα γνωρίζει και αγαπάει. Δεν μπορώ να της το κάνω αυτό». «Τότε γύρισε στην Αγγλία. Ή βρες έναν άλλο τρόπο. Αλλά δεν πρέπει να αφήσεις την ευτυχία να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια σου χωρίς να το παλέψεις καθόλου». «Αυτό έκανε κι εκείνος», είπε ο Άντονι Μάλορι καθώς τους πλησίαζε και άκουσε μόνο τα τελευταία λόγια του αδελφού του. «Ο Τζέιμς αναγκάστηκε να ξεπεράσει το γεγονός ότι τα αδέλφια της γυναίκας του ήθελαν να τον σκοτώσουν και να την πάρουν μαζί τους στην πατρίδα τους. Είναι πολύ δύσκολο να διατηρήσεις έναν γάμο από διαφορετικές πλευρές του ωκεανού.
Αλλά τους ανάγκασε να λογικευτούν. Είναι καλός σε αυτό». «Κλείσ’ το, Τόνι», είπε ο Τζέιμς. Ο Άντονι χαμογέλασε. «Ήθελα να φανώ χρήσιμος». «Φάνηκες ενοχλητικός», διαφώνησε ο Τζέιμς. Ο Ρίτσαρντ γλίστρησε κι έφυγε ενώ τα δύο αδέλφια άρχισαν να μαλώνουν με τρόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί φιλικός, αν και δεν ήταν καθόλου σίγουρο. Με τις σκέψεις του τόσο μακριά από όλα αυτά που γίνονταν γύρω του, ο Ρίτσαρντ έφυγε νωρίς. Όμως, πριν φωνάξει την άμαξα για να τον πάει στο σπίτι του Μπόιντ, κοίταξε τον δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της Τζούλια και άρχισε να περπατάει αργά προς τα εκεί. Όταν έφτασε, δεν δίστασε να χτυπήσει την πόρτα. Όμως όταν του άνοιξε ο μπάτλερ, δεν ζήτησε να δει την Τζούλια. Ήθελε να μιλήσει με τον Τζέραλντ Μίλερ πριν σαλπάρει το πρωί.
Κεφάλαιο Σαράντα Οκτώ «Ω, Θεέ μου, βρέχει», είπε ο Ρέιμοντ ενώ κατέβαινε από την άμαξα και άπλωνε το χέρι για να βοηθήσει την Τζούλια. «Θα γίνεις μούσκεμα πριν καν ανέβεις στο πλοίο». «Ανοησίες», είπε εκείνη κοιτάζοντας με περιέργεια γύρω της. «Αυτές είναι μόνο μερικές ψιχάλες». Ακόμα και τόσο νωρίς το πρωί, η περιοχή ήταν γεμάτη φασαρία. Το Τρίτων δεν ήταν το μοναδικό πλοίο που ετοιμαζόταν να σαλπάρει με την παλίρροια. Διάφορες προμήθειες μεταφέρονταν στο πλοίο του Ντρου ενώ κάμποσα κάρα περίμεναν για να ξεφορτώσουν κι άλλες. Μερικοί ναύτες ήρθαν για να πάρουν τις αποσκευές της. Κοίταξε τον ξάδελφό της ο οποίος παρατηρούσε συνοφρυωμένος τον γκρίζο ουρανό. Ήταν κρίμα που ο καλός καιρός που είχαν τόσες μέρες δεν είχε κρατήσει μέχρι να φύγουν. Αλλά τα σύννεφα δεν ήταν πολύ μαύρα ακόμα και ο άνεμος που φυσούσε σήμαινε ότι ήταν πιθανό να καθάριζε σύντομα ο ουρανός. «Μην ξεχνάς να περνάς από τον πατέρα μου – συχνά», είπε στον Ρέιμοντ καθώς ανέβαζαν το τελευταίο μπαούλο. Έπρεπε να ανέβει κι εκείνη, αλλιώς πραγματικά θα γινόταν μούσκεμα σε λίγο. «Ναι, ναι, αλλά σε μια λογική ώρα!» είπε ο Ρέιμοντ και την αγκάλιασε. Τον άκουσε να μουρμουρίζει καθώς έμπαινε πάλι μέσα στην άμαξα. «Δεν μπορώ ακόμα να το πιστέψω ότι με ανάγκασες να βγω πριν καλά καλά ξημερώσει, πάλι!» Η γκρίνια του ξάδελφού της ήταν τόσο συνηθισμένη ώστε δεν την πρόσεχε καν. Αλλά ήταν ακόμα λίγο σαστισμένη για την καλή διάθεση που είχε ο πατέρας της το πρωί πριν φύγει. Είχε μια πολύ πιο θετική στάση απέναντι στο ταξίδι της από την προηγούμενη μέρα. Μήπως παρίστανε τον χαρούμενο για εκείνη; Η Τζούλια επιβιβάστηκε στο πλοίο. Καλύτερα που έβρεχε. Δεν ήθελε να δει το Τρίτων να αφήνει πίσω του την Αγγλία. Μπορεί να έβαζε τα κλάματα.
Πάλι. Αλλά όταν βρέθηκε στην καμπίνα της, κάθισε στο κρεβάτι και κοίταξε τα μπαούλα της που έπιαναν όλο τον ελεύθερο χώρο της καμπίνας, πασχίζοντας να μη σκέφτεται γιατί ήταν εκεί. Τέσσερα μπαούλα. Προφανώς, είχε φέρει υπερβολικά πολλά ρούχα. Αλλά δεν είχε ταξιδέψει τόσο μακριά από το σπίτι της ποτέ. Η μικρή καμπίνα διέθετε ένα κρεβάτι φυσιολογικού μεγέθους, ένα μικροσκοπικό τραπέζι φαγητού, τη μικρότερη κυκλική μπανιέρα που είχε δει ποτέ της, έναν νιπτήρα και μια κανονική ντουλάπα. Έπρεπε να βγάλει τα ρούχα της από τα μπαούλα ώστε να ζητήσει να τα πάρουν από εκεί για να έχει περισσότερο χώρο. Αναρωτήθηκε μήπως ήταν καλή ιδέα να πάρει έναν υπνάκο πρώτα. Μπορεί να είχε αναπληρώσει τον χαμένο ύπνο της στην άμαξα στο μεγάλο ταξίδι μέχρι το Λονδίνο, αλλά δεν είχε ξεκουραστεί αρκετά το προηγούμενο βράδυ καθώς σκεφτόταν αυτό το ταξίδι και τι θα γινόταν στο τέλος του. Αφού έστειλε το σημείωμά της στον Ρίτσαρντ, εκείνος της έστειλε με τη σειρά του ένα άλλο σημείωμα με οδηγίες για να βρει το Τρίτων στο λιμάνι και με την προτροπή να είναι εκεί πριν χαράξει. Θα μπορούσε να είχε πει ότι θα περνούσε να την πάρει, αλλά δεν το είπε. Αυτό θα της έδινε μια ακόμα ευκαιρία να τον πείσει να μη φύγει αμέσως από την Αγγλία πριν να είναι πολύ αργά. Και δεν τον βρήκε στο πλοίο πριν σαλπάρουν παρόλο που τη διαβεβαίωσαν ότι ήταν κάπου εκεί. Χαιρόταν τουλάχιστον που η Γκάμπριελ και ο Ντρου είχαν δεχτεί να σαλπάρουν τόσο γρήγορα, αλλά αναρωτιόταν αν ο Ρίτσαρντ τους είχε μιλήσει για τον γάμο τους. Της είχαν δώσει δική της καμπίνα, οπότε ίσως να το είχε κρατήσει κρυφό – αλλά όχι, θα έπρεπε να εξηγήσει κάπως την παρουσία της. Η Κάρολ είχε πει, Έχεις έναν ολόκληρο ωκεανό να διασχίσεις πριν σταθείς μπροστά σε έναν αξιωματούχο για να βάλεις τέλος σε έναν γάμο που ίσως κανείς σας δεν θέλει να τελειώσει. Δείξε στον Ρίτσαρντ πώς αισθάνεσαι. Το είχε πει τόσο απλά σαν να ήταν κάτι πολύ εύκολο. Αλλά η Τζούλια δεν πίστευε πως η φίλη της είχε αναγκαστεί ποτέ να αντιμετωπίσει κάποιον σαν τον Ρίτσαρντ. Είχε δαίμονες που τον κατέτρωγαν. Οι δαίμονες αυτοί την είχαν κάνει ένα μικρό τερατάκι όταν ήταν και οι δύο παιδιά. Είχαν κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Μπορούσαν να ξεσπάσουν ανά πάσα στιγμή εκτοξεύοντας οργή και πικρία. Αλλά όταν οι δαίμονες αυτοί ήταν σιωπηλοί, όταν δεν σκεφτόταν τον πατέρα του, τότε ήταν ένας τελείως διαφορετικός άντρας, ο άντρας που είχε ερωτευτεί.
Κοιτάζοντας ακόμα τα μπαούλα που ήταν παρατημένα στη μέση της καμπίνας, παραιτήθηκε από την ιδέα του ύπνου καθώς οι σκέψεις δεν θα την άφηναν να κοιμηθεί, και άρχισε να τακτοποιεί τα ρούχα της. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να καταλάβει ότι στην ντουλάπα δεν χωρούσαν ούτε τα μισά από αυτά που είχε φέρει μαζί της, οπότε έβγαλε μόνο τα αγαπημένα της ρούχα. Τα υπόλοιπα θα έμεναν στη θέση τους. Όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα, σταμάτησε τη δουλειά της και κράτησε την ανάσα της. Ήλπιζε ότι θα ήταν ο Ρίτσαρντ αν ήταν έτοιμος να μιλήσουν, αλλά ήλπιζε ότι δεν ήταν εκείνος αν ήταν ακόμα κυριευμένος από εκείνους τους δαίμονες. Φοβόταν ότι θα θύμωνε αν αναγκαζόταν να τους αντιμετωπίσει πάλι. Αλλά ήταν η Γκάμπριελ που έχωσε το κεφάλι της ξαφνικά από το άνοιγμα της πόρτας, της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο και μετά μπήκε μέσα. «Πού είναι η καμαριέρα σου;» ρώτησε με μια δόση ενδιαφέροντος και καχυποψίας. «Ο άντρας της δεν την άφηνε να φύγει από την Αγγλία. Είναι νέα και δεν είναι πολύ καιρό παντρεμένοι. Και δεν προλάβαινα να βρω άλλη». Η Γκάμπριελ κούνησε το κεφάλι της. «Σε καταλαβαίνω. Ήταν καιρός να φύγουμε, βέβαια, αλλά ο Ρίτσαρντ επέμενε να αναχωρήσουμε σήμερα αλλιώς θα έβρισκε άλλο πλοίο. Ήταν τόσο αγενές εκ μέρους του και δεν ήθελε καν να το συζητήσει. Αλλά μην ανησυχείς για την καμαριέρα. Η δική μου είναι εδώ και μπορεί να σε βοηθήσει». «Σ’ ευχαριστώ. Δεν χρειάζομαι πολλή βοήθεια. Κυρίως με τα μαλλιά μου χρειάζομαι, γιατί δεν καταφέρνω ποτέ να τα χτενίσω καλά». Η Γκαμπριελ γέλασε. «Μπορείς να ξεχάσεις τα περίτεχνα χτενίσματα όσο είσαι στο πλοίο, εκτός αν σκοπεύεις να περάσεις ολόκληρο το ταξίδι κάτω. Το Τρίτων είναι γρήγορο και αυτό σημαίνει ότι συνήθως έχει πολύ αέρα στο κατάστρωμα.Το βρίσκω πολύ ευκολότερο να τα πλέξω κοτσίδα». Η Τζούλια μόλις που την άκουγε. Ήταν ακόμα σαστισμένη που διαπίστωσε ότι ο Ρίτσαρντ δεν ήθελε να μιλήσει ούτε με τους πιο στενούς του φίλους. «Ο Ρίτσαρντ είναι θυμωμένος», είπε τελικά προς υπεράσπισή του. «Ήταν φανερό πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά αυτός και πάλι δεν είναι λόγος να είναι τόσο απότομος με τους φίλους του», μουρμούρισε η Γκάμπριελ. «Κι εμένα αυτό μου επισήμανε – να είμαι έτοιμη να φύγουμε σήμερα αλλιώς θα πούμε αντίο». «Αλλά εσύ είσαι η γυναίκα του!»
«Αυτό σας είπε, ε;» «Αυτό μόνο μας είπε», είπε η Γκάμπριελ κοιτάζοντας την Τζούλια με προσδοκία. Η Τζούλια δεν ήθελε να μιλήσει πάλι για την καταστροφή στο Γουίλοου Γουντς. Δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια της κάθε φορά που το έκανε και είχε κλάψει αρκετά. Αλλά η Γκάμπριελ δεν έδωσε σημασία στη σιωπή της. «Ξέρεις, όταν είπα ότι θα μπορούσες να είσαι η σωτηρία του, δεν εννοούσα–» «Δεν έχει σημασία. Δεν έπιασε έτσι κι αλλιώς». «Δεν έπιασε;» είπε η Γκάμπριελ σαστισμένη. «Αλλά σε παντρεύτηκε!» Η Τζούλια αναστέναξε. Δεν μπορούσε να το αποφύγει. Βολεύτηκε στο κρεβάτι και έκανε νόημα στην Γκάμπριελ να καθίσει δίπλα της. Μετά, όσο πιο σύντομα μπορούσε, είπε στην καινούρια φίλη της την ίδια ιστορία που είχε πει και στον πατέρα της. Απλώς, δεν ανέφερε πόσο ωραία είχε περάσει στο Γουίλοου Γουντς όταν δεν ήταν εκεί ο κόμης. Είχε αρχίσει να σκέφτεται πως είχε ονειρευτεί τις όμορφες στιγμές που είχε περάσει με τον Ρίτσαρντ και τον Τσαρλς και τον Μάθιου. Η Γκάμπριελ είχε καρφώσει το βλέμμα στο πάτωμα. «Αποκλείεις την πιθανότητα να μείνεις παντρεμένη μαζί του;» Να τον κρατήσει σε έναν γάμο που τους είχε επιβληθεί; Η Κάρολ πίστευε ότι αν η Τζούλια έλεγε στον Ρίτσαρντ ότι τον αγαπούσε, όλα θα άλλαζαν. Όμως δεν θα άλλαζε τίποτα. Πώς θα άλλαζε όταν εκείνος δεν την αγαπούσε; Έτσι παρέλειψε όλους τους λόγους για τους οποίους αυτό δεν θα δούλευε. «Η θέση μου είναι στην Αγγλία», είπε απλά. «Αλλά καθώς το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειας του Ντρου ζει εκεί, εμείς θα πηγαίνουμε συχνά επίσκεψη. Είσαι ευπρόσδεκτη να έρχεσαι μαζί μας. Και ο Ρίτσαρντ θα γινόταν τόσο καλός σύζυγος!» Η Τζούλια σάστισε με τη σιγουριά της Γκάμπριελ. «Το πιστεύεις; Ξέρω ότι μπορεί να είναι γοητευτικός, διασκεδαστικός, τρυφερός – έπρεπε να τον έβλεπες με τον ανιψιό του. Αυτό ήταν πολύ συγκινητικό και φαντάζομαι ότι θα γινόταν καλός πατέρας. Μου έχει δείξει πόσο καλός μπορεί να είναι. Αλλά εκείνος κι εγώ ζούμε σε δύο τελείως διαφορετικούς κόσμους. Μετά τις συναρπαστικές περιπέτειες που έζησε από τότε που έφυγε, δεν θα ήταν ευτυχισμένος να ζήσει στην Αγγλία τώρα, ακριβώς όπως εγώ δεν θα ήμουν ευτυχισμένη μακριά από τον κόσμο στον οποίο έχω ζήσει όλη μου τη ζωή. Επιπλέον, αν μείνουμε μαζί, ο πατέρας του θα έχει νικήσει».
Η Γκάμπριελ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. «Ο πατέρας του έχει ήδη νικήσει αλλά ήταν μόνο μια μικρή νίκη. Εσύ και ο Ρίτσαρντ δεν έχετε πραγματικά χάσει – ακόμα. Οπότε μην αφήσετε εκείνον τον τύραννο να καθορίζει άλλο τη ζωή σας γιατί τότε θα έχει πραγματικά νικήσει».
Κεφάλαιο Σαράντα Εννέα Όταν η Τζούλια ανέβηκε στο κατάστρωμα, αφού έπαψαν να φαίνονται τα Βρετανικά Νησιά, έψαξε αμέσως να βρει τον Ρίτσαρντ, αλλά δεν τον βρήκε πουθενά. Η Γκάμπριελ της είχε δώσει τροφή για σκέψη. Μην αφήσετε εκείνον τον τύραννο να καθορίζει άλλο τη ζωή σας. Δεν καθόριζε τη ζωή τη δική της. Αλλά θα το έβλεπε ποτέ έτσι ο Ρίτσαρντ; Δεν σκέφτηκε να κοιτάξει ψηλά. Αλλά τότε άκουσε ένα γέλιο από πάνω της και σήκωσε το κεφάλι για να δει τον Ρίτσαρντ και τον Ορ. Κρεμόταν από ένα κατάρτι; Και γελούσε; Αυτό ήταν πολύ απροσδόκητο. Ο θυμός του είχε υποχωρήσει τόσο γρήγορα μόνο και μόνο επειδή είχε φύγει από την πατρίδα; Ή μήπως ήταν ο Ορ που είχε γελάσει; Ο Ρίτσαρντ βοηθούσε τον φίλο του να δέσει περισσότερα πανιά για να εκμεταλλευτούν τον δυνατό άνεμο. Η Γκάμπι είχε δίκιο όταν την είχε συμβουλεύσει να χτενίζει απλά τα μαλλιά της στη διάρκεια του ταξιδιού. Παρόλο που ήταν πιασμένα αλογοουρά, τα μακριά μαλλιά του Ρίτσαρντ ανέμιζαν γύρω από τους ώμους του, και το χτένισμα με το οποίο είχε ανέβει στο πλοίο εκείνο το πρωί είχε καταρρεύσει μέσα σε λίγα λεπτά που στεκόταν με αυτόν τον άνεμο. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τον Ρίτσαρντ. Ήταν ξυπόλυτος, προφανώς για να κρατιέται καλύτερα στο κατάρτι, αλλά ήταν πολύ ψηλά και το παραμικρό γλίστρημα μπορούσε να τον ρίξει στο κατάστρωμα. Ωστόσο, φαινόταν ατρόμητος εκεί πάνω, σαν να ήταν κάτι που είχε κάνει και μάλιστα τόσες φορές ώστε μπορούσε να το κάνει με κλειστά μάτια! Ο σβέρκος της άρχισε να την πονάει καθώς τον κοίταζε. Τα μαλλιά της την ενοχλούσαν όπως έπεφταν συνέχεια στα μάτια της. Δεν θα την έβλεπε ποτέ; Και τότε την είδε. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Υπήρχε τόση ένταση στα μάτια του, τόσα συναισθήματα στα δικά της, αλλά ο αέρας έριξε πάλι τα μαλλιά της στο πρόσωπό της. Όταν τα έσπρωξε πίσω, είδε ότι ο Ρίτσαρντ κατέβαινε στο κατάστρωμα. Χαμήλωσε το βλέμμα και περίμενε, συνειδητοποιώντας ότι μπορεί να
πήγαινε κάπου αλλού, απρόθυμος ακόμα να μιλήσει μαζί της. Αλλά τότε είδε μπροστά της τα πόδια του. Ο Ρίτσαρντ έβγαλε κάτι από την τσέπη του και τα χέρια του ανέβηκαν στους ώμους της. Η Τζούλια κράτησε την ανάσα της. Αλλά το μόνο που έκανε ήταν να τη γυρίσει από την άλλη μεριά, να μαζέψει τα μαλλιά της και να τα δέσει με μια κορδέλα. «Σ’ ευχαριστώ», είπε εκείνη. Τα είχε χαμένα, καταλαβαίνοντας ότι θα πρέπει να ένιωθε πολύ οικεία μαζί της για να το κάνει αυτό. Γύρισε να τον κοιτάξει γεμάτη προσδοκία, αλλά η έκφρασή του ήταν τελείως αδιαπέραστη και δεν της έδινε την παραμικρή ιδέα πώς να συνεχίσει. «Νόμιζα ότι σε άκουσα να γελάς με τον φίλο σου», άρχισε προσεκτικά. «Αισθάνεσαι καλύτερα τώρα που κατάφερες να φύγεις γρήγορα από την Αγγλία;» «Όχι ακόμα». Ένιωσε έναν κόμπο να στέκεται στον λαιμό της με την απάντηση αυτή. Ήταν τρομερό! Δεν άντεχε να τον βλέπει έτσι, με τους δαίμονές του να τον βασανίζουν τόσο. Και εκείνη μπορούσε να τους διώξει. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις, Ρίτσαρντ», άρχισε πάλι. «Ο πατέρας σου δεν νίκησε. Δεν θα πάρει ποτέ τίποτα περισσότερο από την προίκα μου». «Κι έτσι νίκησε», είπε με πικρία εκείνος. «Το καταραμένο το συμβόλαιό του υλοποιήθηκε. Και προφανώς πιστεύει ότι αυτό θα οδηγήσει σε μεγαλύτερα πράγματα». «Αλλά κάνει λάθος. Ο Μίλτον δεν ξέρει τον πατέρα μου. Δεν ξεχνάει ποτέ μια αδικία». «Τώρα το ξέρω αυτό», είπε ο Ρίτσαρντ με ένα αμυδρό χαμόγελο. «Ο Τζέραλντ με διαβεβαίωσε γι’ αυτό χθες το βράδυ όταν πήγα να τον δω». Η Τζούλια προσπάθησε να κρύψει την έκπληξή της. «Ήρθες σπίτι χθες το βράδυ;» Και δεν ζήτησε να τη δει; Και γιατί δεν το ανέφερε ο πατέρας της; «Ναι, δεν μπορούσα να φύγω χωρίς να του υποσχεθώ ότι δεν θα χρειαζόταν να ανησυχεί για σένα όσο θα ήσουν μακριά». «Αυτό ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σου», είπε η Τζούλια και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Και έπιασε τόπο. Ο πατέρας μου ήταν σε πολύ καλύτερη διάθεση σήμερα το πρωί». «Οπότε δεν υπάρχει λόγος να κλαις!» την πείραξε εκείνος. Σκούπισε τα μάτια της. «Είσαι πολύ καλός. Γιατί δεν μπορούσες να είσαι έτσι όταν ήμασταν παιδιά;»
«Ξέρεις γιατί, αλλά έχεις δίκιο. Κάποια στιγμή έπρεπε να σου είχα πει γιατί ήμουν κατά του γάμου αυτού τότε. Δεν υπήρχε λόγος να γίνουμε εχθροί μόνο και μόνο επειδή ήμουν εξοργισμένος που με χρησιμοποιούσε ο πατέρας μου για να του γεμίσω την τσέπη και επειδή δεν είχα καμία επιλογή σ’ αυτό». Τότε το χέρι του άγγιξε το μάγουλό της. «Δεν χρειάζεται να το ξανασυζητήσουμε αυτό, Τζουλς. Δεν θα νιώσω ποτέ καλύτερα για όλη αυτή τη φάση, οπότε ας το αφήσουμε πίσω μας επί του παρόντος. Θέλω να ευχαριστηθείς αυτό το ταξίδι όσο το δυνατόν περισσότερο». Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι είχε μόλις πει κάτι τέτοιο και μάλιστα τόσο τρυφερά. Αλλά ξαφνικά κοίταξε πίσω της, προς την κατεύθυνση της Αγγλίας, και άρπαξε ξαφνικά το χέρι της. «Άσε με να σε πάω στην καμπίνα σου πριν μας φτάσει εκείνη η καταιγίδα», είπε, τραβώντας την πίσω του. «Ποια καταιγίδα;» «Εκείνη που μας ακολουθεί από τη Μάγχη. Ο Ντρου ήλπιζε ότι θα την απέφευγε και γι’ αυτό βάλαμε περισσότερα πανιά, αλλά κοντεύει να μας φτάσει». Μπήκε στην καμπίνα μαζί της και κοίταξε τριγύρω. «Τα μεγάλα έπιπλα είναι καρφωμένα στο πάτωμα, αλλά τη λάμπα πρέπει να τη σβήσεις. Δεν είναι ασφαλές να την έχεις. Και για να αποφύγεις κάποια πτώση, θα πρότεινα να μείνεις στο κρεβάτι μέχρι να ακούσεις ότι όλα είναι εντάξει». Νόμιζε ότι ήταν υπερβολικός μέχρι που ένιωσε το πλοίο να χοροπηδάει κάτω από τα πόδια της. Αλλά δεν της διέφυγε το γεγονός ότι εκείνος είχε φροντίσει να βεβαιωθεί πως ήταν ασφαλής πριν τρέξει στο κατάστρωμα για να βοηθήσει το πλήρωμα. Η έγνοια του για εκείνη σε συνδυασμό με την καταπληκτική συζήτηση που είχαν πριν, στην οποία δεν φαινόταν να είναι θυμωμένος πια – μήπως όλα αυτά σήμαιναν ότι νοιαζόταν για εκείνη; Χαμογέλασε από μέσα της χωρίς να δίνει καμία σημασία στο κούνημα του πλοίου.
Κεφάλαιο Πενήντα Απόψε θα γινόταν εορταστικό δείπνο επειδή το πλοίο δεν είχε πάθει τόσες ζημιές όσες είχαν φοβηθεί. Όταν ήρθε η Γκάμπριελ να συνοδεύσει την Τζούλια στην καμπίνα του καπετάνιου, ανέφερε ότι ένα από τα μικρά κατάρτια είχε σπάσει, αλλά θα ήξεραν το πρωί αν έπρεπε να γυρίσουν στην Αγγλία για να το φτιάξουν ή αν μπορούσε να το επισκευάσει ο μαραγκός του πλοίου. Ανέφερε επίσης και άλλες περιπτώσεις όπου είχε βρεθεί σε καταιγίδα, αλλά καμία δεν τους είχε κουνήσει τόσο όσο αυτή παρόλο που όλες είχαν κάποιον κίνδυνο. Η Τζούλια ήλπιζε ότι δεν θα χρειαζόταν να γυρίσουν στην Αγγλία. Φοβόταν ότι αυτό θα ξυπνούσε τους δαίμονες του Ρίτσαρντ. Προτιμούσε πολύ περισσότερο την καλή του διάθεση και ήθελε πιο πολύ χρόνο για να εξερευνήσει τι πραγματικά σήμαινε. Δεν θα καθόταν να σκέφτεται άλλο, όμως θα έλεγε στον Ρίτσαρντ πώς ένιωθε πριν δέσουν στο λιμάνι. Τουλάχιστον αυτό έπρεπε να το κάνει. Αν υπήρχε κάποιος τρόπος να λύσουν τις διαφορές στον τρόπο ζωής τους και να παραμείνουν παντρεμένοι, το χρωστούσε στον εαυτό του και σε εκείνον να τον βρει. Η διάθεσή της είχε καλυτερέψει και γελούσε με την καινούρια της φίλη καθώς έμπαιναν στην καμπίνα του Ντρου. Ο Ρίτσαρντ ήταν εκεί – και της χαμογελούσε! Δεν μπόρεσε να μην του χαμογελάσει κι εκείνη. Ποτέ δεν κατάφερνε να αντισταθεί στο χαμόγελό του. Ακόμα δεν μπορούσε να συνηθίσει την αλλαγή αυτή σ’ εκείνον. Τότε συνειδητοποίησε ότι ούτε κι εκείνη δεν ήταν σε καλή διάθεση μετά τον γάμο τους εξαιτίας των αμφιβολιών της. Μήπως εκείνος αντιδρούσε στη δική της κακή διάθεση όλο αυτόν τον καιρό; Και την είχε μόλις δει να γελάει… Εκείνος σηκώθηκε να τη βοηθήσει να καθίσει. Δεν δίστασε να βολευτεί δίπλα του παρόλο που στην καμπίνα υπήρχαν κι άλλες άδειες καρέκλες που δεν ήταν κοντά στη δική του. Όταν κάθισαν και οι δύο, εκείνος έσκυψε προς το μέρος της. «Τα έβγαλες πέρα στην καταιγίδα;»
«Ναι». «Καμία μελανιά;» «Καμία». «Ίσως πρέπει να κάνω μια αναλυτική εξέταση για να είμαστε σίγουροι». Αυτό το είπε με ένα πονηρό χαμόγελο! Θεέ μου, την πείραζε; Της άρεσε πολύ όταν ήταν έτσι, με το γέλιο στα μάτια του. Και εξακολούθησε να έχει την ίδια διάθεση καθώς οι υπόλοιποι άρχισαν να την εντυπωσιάζουν με περιγραφές της Καραϊβικής. Ένα ευχάριστο αεράκι όλο τον χρόνο, ζεστά, κρυστάλλινα νερά ιδανικά για κολύμπι, υπέροχα ηλιοβασιλέματα, εξωτικά φρούτα που προφανώς δεν είχε ξαναδοκιμάσει στη ζωή της. Το έκαναν να φαίνεται τόσο υπέροχο ώστε σκέφτηκε ότι μπορεί τελικά να της άρεσε να ζούσε εκεί – αν δεν είχε τόσο στέρεους δεσμούς με την Αγγλία. Όλοι έμοιαζαν να προσπαθούν να την πείσουν να δώσει μια ευκαιρία στα νησιά τους και ο Ρίτσαρντ δεν ανακατεύτηκε καθόλου. Ήταν ξανά ο εαυτός του, το γελαστό πειραχτήρι που ήταν τόσο ευχάριστο να βρίσκεσαι μαζί του. Άραγε θα παρέμενε αυτή η διάθεσή του αν εκείνη δεν ανέφερε τι θα συνέβαινε στο τέλος του ταξιδιού; Αυτό θα σήμαινε ότι θα αγνοούσε επί του παρόντος το όλο θέμα του διαζυγίου; Ή μήπως απλώς χαιρόταν που θα τελείωναν φιλικά τον γάμο τους; Αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει το γεγονός ότι στις προηγούμενες συζητήσεις τους της είχε δώσει μια τελείως διαφορετική εντύπωση για τη δεύτερη πατρίδα του. «Γιατί δεν μου τα είπες όλα αυτά», τον ρώτησε με περιέργεια, «αντί να με κάνεις να πιστεύω ότι θα υπέφερα από τη ζέστη;» «Επειδή δεν πίστευα ότι θα έμενες αρκετά ώστε να προσαρμοστείς στο τροπικό κλίμα. Πες της, Γκάμπι». «Στην αρχή, σου φαίνεται ότι κάνει υπερβολική ζέστη», παραδέχτηκε η Γκάμπριελ. «Αλλά όταν το συνηθίσεις, το τροπικό αεράκι φτάνει για να σε δροσίσει και ένα σπίτι μπορεί εύκολα να σχεδιαστεί έτσι ώστε να το αξιοποιεί. Και σκέψου τι ωραία που είναι να μη χρειάζεται να αντιμετωπίσεις το κρύο. Ούτε καυτά τούβλα στα πόδια του κρεβατιού, ούτε εκείνα τα απαίσια καφέ χρώματα του χειμώνα όπου το τοπίο μαραζώνει. Φαντάσου να βλέπεις δέντρα που δεν χάνουν ποτέ τα φύλλα τους, λουλούδια που ανθίζουν συνέχεια. Υπάρχουν λίγες μόνο μέρες μέσα στον χρόνο που θα με ακούσεις να γκρινιάξω γιατί μπορεί να μη φυσάει καθόλου και η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Αλλά αυτό είναι μικρό τίμημα για τόση ομορφιά και τόσο πλούσια βλάστηση όλο τον χρόνο».
Μιας και ο Ντρου έκανε εμπόριο στην Καραϊβική για χρόνια, ανέφερε τα εμπορικά οφέλη της περιοχής καθώς υπήρχαν άφθονα προϊόντα που ήταν αποκλειστικά των Τροπικών –φρούτα, ρούμι, ζαχαροκάλαμο, καπνός– και τότε ήταν που τα μάτια της Τζούλια έλαμψαν από ενθουσιασμό. Καθώς ο πατέρας της είχε συνέλθει και θα αναλάμβανε πάλι τις επιχειρήσεις τους στην Αγγλία, είχε αρχίσει να βλέπει απεριόριστες ευκαιρίες για εκείνους στην Καραϊβική. Θα μπορούσε τελικά να επεκτείνει τις επιχειρήσεις τους. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι μιλούσε δυνατά, μέχρι που ο Ρίτσαρντ σχολίασε: «Θα κάνεις τους Μίλερ αγρότες τώρα;» Αστειευόταν, αλλά η Τζούλια απάντησε σοβαρά. «Ανέκαθεν ήμασταν αγρότες. Οι επιχειρήσεις μας βασίζονται στη γη. Εκτρέφουμε πρόβατα και αγελάδες, καλλιεργούμε σιτάρι, επεξεργαζόμαστε τις πρώτες ύλες στα εργοστάσιά μας και στους μύλους μας, πληρώνουμε τους τεχνίτες που θα τα μετατρέψουν όλα στα προϊόντα που πουλάμε στα μαγαζιά μας ή χονδρική σε άλλες αγορές. Σχεδόν όλα όσα κάνουμε και πουλάμε προέρχονται από τη γη». «Δεν είχα καταλάβει ότι η οικογένειά σου ασχολείται με τόσα πράγματα», είπε εκείνος έκπληκτος. «Ω, ναι. Και αν κάτι φαίνεται ότι θα μπορούσε να είναι επικερδές, το δοκιμάζουμε. Και μάλλον υπάρχουν πολλές δυνατότητες στα νησιά αυτά, πράγματα που ποτέ δεν σκεφτήκαμε επειδή η Αγγλία δεν έχει το σωστό κλίμα για να τα παράγει». «Υπάρχουν ήδη πολλοί προμηθευτές για τα συγκεκριμένα προϊόντα», αναγκάστηκε να τονίσει ο Ντρου. «Και λοιπόν;» γέλασε η Τζούλια. «Υπάρχει πάντα περιθώριο για ανταγωνισμό ή για παρθένες αγορές. Και επιπλέον, εμείς οι Μίλερ κάνουμε τα πράγματα σε μεγάλη κλίμακα». Ο ενθουσιασμός της έγινε μεταδοτικός, τουλάχιστον για τον Ντρου ο οποίος έβλεπε ξαφνικά νέους πελάτες για τα εμπορικά πλοία της οικογένειάς του. Το συζήτησαν αυτό την ώρα του επιδόρπιου. Αλλά τελικά συνειδητοποίησε ότι ο Ρίτσαρντ είχε σταματήσει να συμβάλλει στη συζήτηση και όταν τον κοίταξε για να καταλάβει το γιατί, τον είδε να την παρατηρεί κατάπληκτος. Μήπως ακουγόταν πολύ επαγγελματίας για τα αριστοκρατικά του γούστα; Ένιωσε τα μάγουλά της να βάφονται κόκκινα ακούγοντάς τον. «Παντρέψου με», είπε εκείνος ξαφνικά. Η Τζούλια ανοιγόκλεισε τα μάτια της κατάπληκτη. «Είμαστε ήδη
παντρεμένοι». «Παντρέψου με πάλι. Στ’ αλήθεια». «Θέλεις να με παντρευτείς;» «Σου φάνηκε πως θα σε άφηνα να φύγεις;» «Γι’ αυτό δεν ήθελες να πάρουμε διαζύγιο στην Αγγλία;» Η Τζούλια δεν συνειδητοποίησε ότι γύρω τους υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι που τους άκουγαν. Η ιδέα ότι εκείνος ήθελε να την παντρευτεί την αναστάτωσε τόσο ώστε ξέχασε πως δεν ήταν μόνοι. Αλλά εκείνος το συνειδητοποίησε και αρπάζοντάς την από το χέρι, την οδήγησε έξω, αφήνοντας τους φίλους του να διαμαρτύρονται γιατί θα τους στερούσε μια τέτοια ψυχαγωγία. Όταν βρέθηκαν στην καμπίνα της, τύλιξε με τα χέρια του τη μέση της. «Είσαι θυμωμένη;» τη ρώτησε διστακτικά. «Έπρεπε να είμαι». Εκείνος χαμογέλασε αργά. «Δεν είσαι». «Φυσικά δεν είμαι. Νόμιζα ότι ήταν μάλλον φανερό ότι ούτε εγώ δεν ήθελα διαζύγιο». «Καθόλου φανερό δεν ήταν. Ήσουν πολύ στενοχωρημένη που θα έφευγες από την Αγγλία». «Όχι, ήμουν στενοχωρημένη –με ραγισμένη καρδιά είναι πιο σωστό– επειδή δεν με ήθελες». «Θεέ μου, Τζουλς, δεν θα μπορούσα να θέλω καμία περισσότερο απ’ όσο θέλω εσένα. Σ’ αγαπώ! Το υποψιαζόμουν ότι ένιωθα κάτι τέτοιο όταν εμφανίστηκες για να με σώσεις. Και δεν είχα καμία αμφιβολία πια όταν σε κράτησα στην αγκαλιά μου πάνω στο Μέιντεν Τζορτζ. Δεν έχω νιώσει ποτέ τόσο γεμάτος. Αλλά κατάλαβα ότι ήταν μόνιμο, ότι σε ήθελα δίπλα μου στην υπόλοιπη ζωή μου, όταν σε είδα να αφήνεις τον ανιψιό μου να σε πνίξει για να νιώσει ασφαλής στη λίμνη». Τη φίλησε απαλά, χωρίς πάθος, μόνο με την ανάγκη να νιώσει πως του ανταποδίδει την αγάπη του. Αλλά είχαν και οι δύο πολύ έντονη επιθυμία ο ένας για τον άλλο ώστε να μην παρασυρθούν από το πάθος. Κι αυτό έγινε μάλλον γρήγορα για εκείνη. Είχε μόλις ακούσει αυτό που ήθελε να ακούσει από την πρώτη μέρα που συναντήθηκαν. Τα συναισθήματα αυτά ήταν εκεί αλλά αρνούνταν την ύπαρξή τους για τόσο πολλά χρόνια – αλλά όχι πια. Άρχισαν να γδύνουν ο ένας τον άλλο. Δεν θα περίμενε να της βγάλει εκείνος τα παπούτσια, οπότε γέλασαν καθώς έπεφταν στο κρεβάτι της. Η Τζούλια είχε
την αίσθηση πως αυτό το γέλιο θα γέμιζε την υπόλοιπη ζωή της με αυτόν τον άντρα. Τι υπέροχη σκέψη και τι επιπλέον δώρο για την αγάπη της! Αλλά με τα χέρια του γύρω της ένιωθε την ανάσα της να κόβεται. Την άναβε τόσο εύκολα. Ανέκαθεν ήταν καλός στο να ξυπνάει το πάθος μέσα της –με τη μια ή την άλλη έννοια– και να την κάνει να χάνει τον αυτοέλεγχό της. Αλλά το πάθος αυτό ήταν ευπρόσδεκτο! Το πάθος αυτό ήταν συναρπαστικό και το γεγονός ότι ήξερε την απόλαυση στην οποία θα οδηγούσε το έκανε ακόμα πιο συναρπαστικό. Την άγγιξε παντού. Το ίδιο έκανε κι εκείνη. Τον έσπρωξε πίσω και σκαρφάλωσε πάνω του. Ήταν μια συναρπαστική εμπειρία να κάθεται σε αυτή τη στάση. Τον ένιωθε σκληρό πάνω της, αλλά όχι μέσα της, να παίζει μαζί της, να τη βάζει σε πειρασμό, να βρίσκεται στον απόλυτο έλεγχό της. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν το πλατύ στέρνο του, ανέβηκαν στον λαιμό του και πλέχτηκαν στα απαλά μαλλιά του. Έσκυψε μπροστά για να τον φιλήσει βαθιά, αλλά μόνο για λίγο – κι εκείνη μπορούσε να παίξει μαζί του. Είχε περισσότερο έλεγχο απ’ όσο φανταζόταν! Την άφηνε να παίζει μαζί του, να εξερευνά το σκληρό, ωραίο σώμα του. Αλλά όλα όσα έκανε ντύνονταν από την αγάπη της. Ήταν σίγουρη ότι θα έπαιρνε περισσότερο απόλαυση από τα χάδια της απ’ ό,τι εκείνος – ή ίσως όχι. Οι ήχοι που έκανε ήταν πολύ εκφραστικοί. Ένιωθε το όργανό του σκληρό να την πιέζει. Όταν ίσιωσε την πλάτη της και τον κοίταξε, ένιωσε μεγάλη έκπληξη βλέποντας τη διέγερσή του να μεγαλώνει. Ακούμπησε το χέρι της πάνω του και τον άκουσε να βογκάει. Δεν ήταν σίγουρη αν τον πονούσε ή του έδινε ευχαρίστηση, αλλά ένιωθε πολύ ωραία για να σταματήσει. Όταν όμως τον κοίταξε και είδε την ένταση στα πράσινα μάτια του, το πάθος, τους μυς στον σβέρκο και στους ώμους του να φουσκώνουν, ήξερε ότι δεν τον πονούσε καθόλου. Δεν είχε ιδέα ότι εκείνος προσπαθούσε να συγκρατηθεί και να μην τη γυρίσει αμέσως ανάσκελα. Αλλά το μάντεψε και, με ένα αισθησιακό χαμόγελο, ανασήκωσε τους γοφούς της αρκετά ώστε να τον καθοδηγήσει εκεί που τον ήθελε. Τι υπέροχη ηδονή να τη γεμίζει! Το κεφάλι της έπεσε πίσω, τα μαλλιά της χύθηκαν στους γοφούς του σαν μεταξένιο χάδι. Ωστόσο τον είχε ήδη πιέσει πολύ. Την άρπαξε από τη μέση, την τράβηξε πάνω του και χώθηκε τόσο δυνατά μέσα της ώστε αναγκάστηκε να κρατηθεί από εκείνον και εξερράγη. Το βογκητό της ηδονής του γέμισε το δωμάτιο.
«Διάβολε», ψέλλισε εκείνος. «Με αναστατώνεις τόσο που αισθάνομαι σαν έφηβος πάλι, ανίκανος να ελέγξω τον εαυτό μου. Με συγχωρείς». «Για… τι πράγμα;» βόγκηξε εκείνη με έναν σπασμό, ενώ τριβόταν αργά πάνω του για να κάνει τον οργασμό της να κρατήσει περισσότερο. Εκείνος γέλασε όταν συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε λόγος να ζητήσει συγγνώμη. «Νόμιζα ότι σε άφησα πίσω, ανικανοποίητη». Η Τζούλια χαμογέλασε πονηρά. «Μην ανησυχείς», είπε. «Δεν θα επιτρέψω ποτέ να συμβεί αυτό». Ο Ρίτσαρντ γέλασε. «Μου φαίνεται ότι είχες τον έλεγχο της αυτοκρατορίας σας για υπερβολικά πολύ καιρό. Σκοπεύεις να έχεις το πάνω χέρι στο κρεβάτι, έτσι;» «’Ισως, αλλά θα φροντίσω να απολαμβάνεις κι εσύ το κάθε λεπτό». Την ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα του και την πήρε αγκαλιά. Κανείς τους δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά βέβαια ήταν τόσο αργά ώστε δεν υπήρχε λόγος να το κάνουν. Η Τζούλια αναρωτήθηκε πώς θα τα έβγαζε πέρα με τόση ευτυχία. Είχε την τάση να γελάσει, να φωνάξει από χαρά, να χοροπηδήσει χαρούμενη πάνω-κάτω. Τον είχε κάνει να αισθάνεται έφηβος; Αυτό προφανώς ήταν αμοιβαίο. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε κάνει κάτι σημαντικό και ανακάθισε απότομα. «Δεν σε άφησα να αναρωτιέσαι, έτσι δεν είναι; Σχετικά με το πόσο σε αγαπώ;» «Με άφησες». Χαμογέλασε. «Αλλά μάντεψα σωστά». Εκείνη κοκκίνισε λίγο. «Μην εκπλαγείς αν σου πω ότι σε ήθελα πάντα για άντρα μου. Όταν σε πρωτοείδα, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ενθουσιασμένη ήμουν. Ένιωθα ότι οι γονείς μου μου είχαν βρει τον ιδανικό σύντροφο. Νομίζω ότι σε μίσησα τόσο επειδή δεν ένιωθες το ίδιο για μένα». Ο Ρίτσαρντ ανακάθισε και την αγκάλιασε. «Λυπάμαι πολύ γιατί άφησα αυτό που ένιωθα για τον πατέρα μου να με κάνει να σε σπρώξω μακριά μου». «Σσσς. Δεν χρειάζονται άλλες συγγνώμες. Με έχεις κάνει πιο ευτυχισμένη απ’ όσο μπορώ να περιγράψω». «Πράγμα που εξακολουθώ να βρίσκω απίστευτο. Αν έχω φερθεί σαν αγροίκος από τότε που παντρευτήκαμε, ήταν επειδή ήμουν σίγουρος ότι δεν θα σου άρεσε να ζεις στην Καραϊβική μαζί μου – μέχρι που είδα την αντίδρασή σου στη συζήτηση απόψε». «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα μου αρέσει πολύ εκεί». «Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό».
«Τι άλλο;» «Δεν έχω τίποτα άλλο να σου προσφέρω εκτός από την αγάπη μου. Δεν έχω καν ένα σπίτι. Ζω σε ένα πλοίο ή στο σπίτι του καπετάνιου μου ή στο σπίτι της Γκάμπι. Δεν χρειάστηκα ποτέ ένα δικό μου σπίτι». Εκείνη ακούμπησε πίσω και γέλασε. «Νομίζεις ότι δεν μπορώ να μας αγοράσω ένα σπίτι;» «Δεν είπα ότι δεν έχω τα χρήματα για να αγοράσω ένα σπίτι. Θα το αγοράσω εγώ, Τζουλς». Αυτός ο ανδρικός τόνος την έκανε να ρωτήσει επιφυλακτικά: «Δεν θα αρχίσεις να έχεις πρόβλημα που είμαι πλούσια, έτσι; Ξέρω ότι ο Άντονι Μάλορι είναι έτσι. Αρνείται να αφήσει τη γυναίκα του να ξοδέψει έστω και μια δεκάρα από τα δικά της χρήματα». Στα μάτια του Ρίτσαρντ άστραψε μια παιχνιδιάρικη διάθεση. «Αλήθεια; Ε, λοιπόν, εγώ δεν είμαι τόσο υπερβολικός. Θα έχεις την επιλογή να ξοδέψεις τα χρήματά σου σε ό,τι θέλεις. Αλλά εγώ θα αγοράσω το πρώτο μας σπίτι». Τώρα άρχισε και η Τζούλια να γελάει. «Αυτό το θεωρείς επιλογή;» «Το θεωρώ λογικό καθώς εγώ ξέρω πολύ περισσότερα για τη ζωή στα νησιά απ’ ό,τι εσύ – ακόμα. Αλλά δεν είπα ότι δεν μπορείς να αγοράσεις κι εσύ ένα σπίτι. Θα έχουμε δύο ή περισσότερα. Διάβολε, όσα θέλεις, αλλά τουλάχιστον ένα στην Αγγλία και ένα στα νησιά». Εκείνη ενθουσιάστηκε. «Το εννοείς; Μπορούμε να ζούμε και στα δύο μέρη;» «Ό,τι θέλεις εσύ, Τζουλς».
Κεφάλαιο Πενήντα Ένα Στέκονταν έξω από το σπίτι της Τζούλια στην Πλατεία Μπέρκλεϊ. Ο Ρίτσαρντ πήρε το χέρι της στο δικό του, το έφερε στα χείλη του και το φίλησε. Είχαν επιστρέψει τόσο σύντομα! Αλλά δεν θα έμεναν για πολύ, μόνο λίγες μέρες για να κάνουν τις απαραίτητες επισκευές στο Τρίτων. Λίγες μέρες έφταναν για να μοιραστούν τα υπέροχα νέα τους και να κλείσουν έναν παλιό λογαριασμό. Απλώς ο Ρίτσαρντ δεν ήξερε ακόμα ότι εκείνη ήθελε να βάλει τη σφραγίδα «εξοφλήθηκε» σε αυτό το κομμάτι της ζωής τους. «Ο πατέρας μου θα χαρεί τόσο», είπε καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά και μετά πρόσθεσε, «Υπάρχει περίπτωση να συμφιλιωθείς ποτέ με τον δικό σου;» «Αστειεύεσαι;» Η έκφρασή του επιβεβαίωσε ότι αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ. «Έπρεπε να ρωτήσω», είπε, «γιατί θα ήθελα να κλείσει η ιστορία με εκείνον. Θέλω να μάθει, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι δεν θα είναι ποτέ μέρος της ζωής μας». «Δεν θα είναι». «Εμείς το ξέρουμε αυτό, αλλά θέλω να το μάθει κι εκείνος, ώστε να μην προσπαθήσει ποτέ να κάνει καμία άλλη συνωμοσία ή να ανακατευτεί στη ζωή μας. Μπορούμε να βάλουμε ένα τέλος, μια και καλή, ώστε κανείς μας να μην έχει κανέναν λόγο να ασχοληθεί με εκείνον ποτέ ξανά». «Θέλεις να πας πάλι στο Γουίλοου Γουντς;» «Ναι, μια τελευταία φορά». «Άσε με να το σκεφτώ, Τζουλς. Δεν σχεδίαζα να τον ξαναδώ ποτέ». Εκείνη κούνησε το κεφάλι και τον τράβηξε μέσα στο σπίτι. Δεν σκόπευε να επιμείνει. Έπρεπε να είναι δική του επιλογή. Όσο περνούσε από το χέρι της, ο Ρίτσαρντ θα είχε πάντα επιλογές. Βρήκαν τον πατέρα της κάτω στο γραφείο του. «Περπατάς!» αναφώνησε η Τζούλια. «Τι κάνετε εδώ τόσο σύντομα;» φώναξε ο Τζέραλντ σχεδόν ταυτόχρονα. Πατέρας και κόρη έβαλαν τα γέλια. Ο Τζέραλντ εξήγησε πρώτος. «Ο Άρθουρ βρήκε ένα φορείο με το οποίο με κατεβάζει εύκολα. Μου έχει λείψει
αυτή η παλιά πολυθρόνα. Και δεν μου φαινόταν σωστό να διευθύνω τις επιχειρήσεις μας από το κρεβάτι». «Οπότε έχεις γυρίσει στη δουλειά;» «Μόνο όσο το επιτρέπει ο Άρθουρ», μουρμούρισε ο Τζέραλντ. Ο Άρθουρ πετάχτηκε από τη θέση του δίπλα στην πόρτα. «Το μεγαλύτερο μέρος της μέρας πρέπει να αφιερώνεται στην άσκηση. Οδηγίες του γιατρού. Αλλά την κάνουμε εδώ κάτω τώρα. Έχει βαρεθεί εκείνο το δωμάτιο». «Δεν τον κατηγορώ καθόλου». Η Τζούλια χαμογέλασε. «Όσο για εμάς, μόλις βγήκαμε στ’ ανοιχτά, πέσαμε σε μια καταιγίδα. Γυρίσαμε για να επιδιορθώσουμε τις ζημιές. Αν και έχουμε καλά νέα». Το πρόσωπό της έλαμπε, οπότε ο Τζέραλντ μάντεψε. «Του μόνιμου είδους;» Εκείνη γέλασε. «Ξέρω τι σου είπε ο Ρίτσαρντ τη νύχτα πριν σαλπάρουμε. Μου το ομολόγησε. Αλλά γιατί δεν μου το είπες, μπαμπά;» « Ότι σ’ αγαπάει; Παραλίγο να σου το πω. Αλλά εκείνος πίστευε ότι χρειαζόταν χρόνο στο ταξίδι για να σε πείσει. Και δούλεψες τόσο σκληρά τα προηγούμενα χρόνια, Τζούλια. Δεν έπρεπε να αναγκαστείς να σηκώσεις τόση ευθύνη σε τόσο μικρή ηλικία. Σκέφτηκα ότι το ταξίδι θα σου έκανε καλό, θα σου έδινε τον χρόνο να χαλαρώσεις και να διασκεδάσεις, όπως θα έπρεπε να κάνεις στην ηλικία σου. Και τελικά ήλπιζα ότι θα κατέληγε να γίνει μήνας του μέλιτος για εσάς». Η Τζούλια σήκωσε το χέρι της για να του δείξει την όμορφη ασημένια βέρα που είχε αγοράσει για εκείνη ο Ρίτσαρντ την ημέρα πριν σαλπάρουν. Εκείνο το πρωί, λίγο πριν δέσουν στο λιμάνι, είχε πάρει το άσχημο δαχτυλίδι που τους είχε δώσει ο Μίλτον και το είχε πετάξει στον Τάμεση. Μετά, της είχε φορέσει το καινούριο. «Θα χρειαστεί να το βγάλεις αυτό μόνο μια φορά», είπε, «τη μέρα που θα κάνουμε έναν γάμο που θα αξίζει να θυμόμαστε, είτε σε μια όμορφη παραλία στα νησιά είτε σε έναν παλιό καθεδρικό ναό εδώ στην Αγγλία – εσύ θα αποφασίσεις». «Όταν ξαναγυρίσουμε», του είπε σφίγγοντάς τον πάνω της. «Θέλω ο πατέρας μου να είναι αρκετά δυνατός ώστε να μπορεί να με συνοδεύσει». Ο Τζέραλντ κοίταξε ερωτηματικά τον Ρίτσαρντ. «Δεν χρειάστηκες πολύ χρόνο, έτσι δεν είναι;» είπε. «Όχι, κύριε». Ο Τζέραλντ γέλασε. «Δεν πίστευα ότι θα είχα ποτέ την ευκαιρία να το πω αυτό – καλωσόρισες στην οικογένεια, γιε μου». Πέρασαν την υπόλοιπη μέρα με τον πατέρα της. Η Τζούλια του μετέδωσε
τον ενθουσιασμό της εξηγώντας του πώς μπορούσαν να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους για να συμπεριλάβουν πρώτες ύλες και προϊόντα από τους Τροπικούς. «Μία από τις ημέρες αυτές, θα πρέπει να ανοίξετε τη δική σας τράπεζα για να έχετε ένα μέρος να αποθηκεύσετε τον πλούτο σας», αστειεύτηκε ο Ρίτσαρντ. «Αυτή δεν είναι κακή ιδέα!» συμφώνησε η Τζούλια. «Και είναι καλό σχέδιο για εσένα». Ο Ρίτσαρντ κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. «Από πειρατής τραπεζίτης; Για κάποιον λόγο, αυτό δεν ακούγεται τόσο σωστό». Το ταξίδι τους στην επαρχία την επόμενη μέρα ήταν σοβαρό. Ο Ρίτσαρντ είχε συμφωνήσει να πάει στο Γουίλοου Γουντς επειδή ήθελε να πει τα νέα στον αδελφό του. Εκείνο το βράδυ, σε ένα πανδοχείο στον δρόμο, ενώ ο Ρίτσαρντ την κρατούσε τόσο τρυφερά στην αγκαλιά του, η Τζούλια έθεσε το τελευταίο πράγμα που ήθελε να ξεκαθαριστεί. Εξακολουθούσε να είναι σίγουρη ότι ο Μίλτον Άλεν δεν ήταν ο αληθινός πατέρας του Ρίτσαρντ. Ο τρόπος που του φερόταν θα ταίριαζε σε έναν άντρα που κακομεταχειρίζεται ένα νόθο παιδί το οποίο του έχουν φορτώσει. Ο Ρίτσαρντ είχε αντιδράσει στην ιδέα αυτή παλιότερα, αλλά αν είχε δίκιο, η επίγνωση αυτή θα τον έκανε να νιώσει καλύτερα. Σωστά; Όταν του το είπε, ο Ρίτσαρντ την έσφιξε πάνω του. «Το ξέρω ότι νομίζεις πως αυτό θα λύσει διάφορα θέματα, αλλά ειλικρινά, Τζουλς, δεν έχει σημασία για μένα, είτε έτσι είτε αλλιώς. Δεν τον νιώθω συγγενή μου και δεν ήταν για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Αλλά αν αυτό θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, θα τον ρωτήσω». Τώρα είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για το σχέδιό της. Αν πραγματικά δεν τον ενδιέφερε τον Ρίτσαρντ, ίσως θα έπρεπε να το αφήσει. Όμως δεν είπε τίποτα. Εκείνος είχε κάποιες ιδέες για το πώς θα μπορούσαν να περάσουν την υπόλοιπη νύχτα. Ωραίες ιδέες που θα τους έκαναν να σκεφτούν άλλα πράγματα.
Κεφάλαιο Πενήντα Δύο Στο Γουίλοου Γουντς τους υποδέχτηκε στην πόρτα ένας ενθουσιασμένος Μάθιου ο οποίος φαίνεται πως στη διάρκεια της απουσίας τους είχε αποφασίσει ότι τελικά του άρεσε να έχει έναν θείο. Ο Ρίτσαρντ χάρηκε πολύ που το παιδί δεν τον ντρεπόταν πια. Η Τζούλια είχε ήδη σκεφτεί να καλέσουν τον Τσαρλς να τους επισκεφθεί στην Καραϊβική. Του Μάθιου θα του άρεσε πολύ, ήταν σίγουρη. Ο Ρίτσαρντ ανακάτεψε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά του παιδιού και τον ρώτησε πού ήταν ο κόμης. Μετά τον έστειλε να πει στον πατέρα του ότι είχαν έρθει. Ο Μίλτον ήταν στη μικρή βιβλιοθήκη και διάβαζε. Δεν σηκώθηκε όταν μπήκαν. Ούτε φάνηκε να εκπλήσσεται που τους έβλεπε. Μάλιστα, είχε ακόμα το ίδιο αλαζονικό ύφος που είχε την τελευταία φορά που τον είχαν δει. Πράγμα που δεν ήταν και τόσο λογικό. Το σπίτι ήταν επίσης όπως το είχαν αφήσει. Οι εργάτες της Τζούλια, που είχαν πάρει εντολή να φύγουν όταν έφυγε κι εκείνη, είχαν αποκαταστήσει τα πράγματα όπως ήταν πριν, αλλά τίποτα δεν είχε ανακαινιστεί ακόμα. Φυσικά, έλειπαν μόνο μια βδομάδα. Όμως η προίκα είχε σταλεί μαζί με την υπόσχεση του Τζέραλντ ότι δεν θα έπαιρνε τίποτα άλλο. Θα υπέθετε κανείς ότι ο κόμης θα ήταν έξαλλος. «Φύγατε τόσο βιαστικά», είπε ο Μίλτον αφήνοντας στην άκρη το βιβλίο του. «Ξεχάσατε τίποτα μήπως;» Ο Ρίτσαρντ προφανώς ενοχλήθηκε από το ύφος του Μίλτον και μπήκε αμέσως στο θέμα. «Δεν σου είπε ο πατέρας της Τζούλια ότι δεν θα πάρεις τίποτα άλλο από τους Μίλερ;» «Ο Τζέραλντ θα αλλάξει γνώμη όταν του χαρίσεις μερικά εγγόνια», κάγχασε ο Μίλτον. Τι απίστευτη ανοησία! Ο Ρίτσαρντ δεν πίστευε στα αφτιά του. «Θα μπορούσαμε να πάρουμε διαζύγιο», είπε. «Αυτό δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό;» «Δεν θα πάρετε», είπε ο κόμης με σιγουριά. «Το διαζύγιο προκαλεί το
χειρότερο είδος σκάνδαλου στην–» «Πραγματικά δεν πιστεύεις ότι μπορεί να πάρουμε διαζύγιο;» «Φυσικά όχι». «Όταν ξέρεις ότι δεν δίνω δεκάρα για τα σκάνδαλα;» «Αυτό το σκάνδαλο θα άγγιζε τον αδελφό σου και τον ανιψιό σου. Για εκείνους δίνεις δεκάρα, έτσι δεν είναι;» Ο Ρίτσαρντ ξαφνικά γέλασε. «Αυτοί είναι προστατευμένοι». Του Μίλτον δεν του άρεσε το χιούμορ του Ρίτσαρντ. «Τι έχει αλλάξει σε σένα;» ρώτησε καχύποπτα. «Είμαι ερωτευμένος», απάντησε ο Ρίτσαρντ. «Το έχεις ξαναπεί αυτό». Ο Ρίτσαρντ κούνησε το κεφάλι του. «Τότε δεν συνειδητοποιούσα το βάθος των συναισθημάτων μου για την Τζούλια. Τώρα το συνειδητοποιώ. Τότε παίζαμε μια παράσταση για σένα–» «Το ήξερα!» «Τώρα δεν παίζουμε», τελείωσε ο Ρίτσαρντ. «Οπότε όχι, δεν θα πάρουμε διαζύγιο». «Το ήξερα ότι θα το βλέπατε από τη δική μου–» άρχισε να καυχιέται πάλι ο Μίλτον. «Αλλά εσύ δεν θα κερδίσεις τίποτα από αυτό», τον διέκοψε ο Ρίτσαρντ. Όπως και ο Τζέραλντ, το έκανα κι εγώ επίσημο. Τίποτα δικό μου δεν θα περάσει σε σένα ούτε όσο ζω ούτε αν πεθάνω. Στην ουσία, σε έχω αποκληρώσει, πράγμα που σημαίνει πως δεν ανήκεις στην οικογένειά μου». Τα μάτια του Μίλτον άστραψαν. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό». «Έχει ήδη γίνει». Ο Μίλτον πετάχτηκε έξαλλος από την καρέκλα του. «Πώς τολμάς να καταστρέφεις χρόνια ολόκληρα προγραμματισμού;» «Ποιου προγραμματισμού;» ρώτησε με περιέργεια ο Ρίτσαρντ. Η Τζούλια είχε γλιστρήσει το χέρι της μέσα στο δικό του για υποστήριξη αλλά συνειδητοποίησε ότι ήταν αρκετά ήρεμος μπροστά στην οργή του πατέρα του. «Είμαι ενήλικος. Ό,τι είναι δικό της, είναι και δικό μου, όχι δικό σου». «Θα ήμασταν μια οικογένεια και οι οικογένειες φροντίζουν τους δικούς τους. Περίμενα πως δεν θα μου έλειπε ποτέ τίποτα ξανά». «Οι Μίλερ σου πρόσφεραν μια περιουσία για να ελευθερώσεις την Τζούλια από εκείνο το συμβόλαιο», του θύμισε ο Ρίτσαρντ. «Γιατί δεν το δέχτηκες όταν είχες την ευκαιρία;»
«Δεν έφτανε». «Θα έφτανε και με το παραπάνω αν πουλούσες τη συλλογή που έχεις πάνω». Ο Μίλτον παραλίγο να βάλει τις φωνές. «Τρελάθηκες; Μαζεύω αυτά τα βάζα από τότε που ήμουν πολύ νέος. Είναι το μόνο πάθος που έχω». «Θεέ μου», μάντεψε η Τζούλια. «Ξοδέψατε κιόλας την προίκα για περισσότερα βάζα, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά το έκανα. Ξέρεις πόσο καιρό αναγκάστηκα να περιμένω για να αγοράσω τα κομμάτια που ήθελα; Ό,τι είχε απομείνει από την οικογενειακή περιουσία εξανεμίστηκε πολύ πριν πεθάνει η γυναίκα μου, χάρη στους γονείς της. Μέχρι τότε τα κατάφερνα μια χαρά και ήμουν σε θέση να αγοράζω ένα βάζο μια φορά στο τόσο. Αλλά μετά οι τιμές άρχισαν να ανεβαίνουν πολύ και αυτό με εξόργιζε. Δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει να αγαπάς κάτι τόσο πολύ και να μην μπορείς να το αποκτήσεις. Είναι σημαντικό να έχεις όμορφα πράγματα στη ζωή σου που να τα αγαπάς. Αλλά δεν μπορούσα να πληρώσω γι’ αυτά πια. Κάθε λίγο οι προμηθευτές μου έρχονταν με ένα βάζο που ήξεραν ότι ήθελα, κι εγώ ήμουν αναγκασμένος να τους διώχνω ξανά και ξανά». «Συνειδητοποιείς πόσο αξιοθρήνητο ακούγεται αυτό;» είπε ο Ρίτσαρντ. «Και πόσο ανόητο που δίνεις μεγαλύτερη αξία στα ψυχρά αντικείμενα παρά στους ανθρώπους στη ζωή σου;» «Μη με κρίνεις, νεαρέ», γρύλλισε ο Μίλτον. «Η μητέρα σου έφταιγε για όλα. Τα χρέη της, τα χρέη των γονιών της. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μου φόρτωσε εσένα. Αλλά εσύ θα έγερνες τη ζυγαριά προς το μέρος μου και θα διόρθωνες την αδικία. Θα έκανες αυτή την οικογένεια πλούσια ξανά. Και τώρα κοίτα τι πήγες κι έκανες, αχάριστο παλιόπαιδο». «Είσαι ο πραγματικός μου πατέρας;» «Σε ανέθρεψα, δεν σε ανέθρεψα;» ρώτησε με αμυντικό ύφος ο Μίλτον. «Αυτό δεν απαντάει στην ερώτησή μου. Αλλά θεωρείς ότι η ζωή μαζί σου είναι ανατροφή ενός παιδιού; Αν δεν είμαι δικός σου, θα προτιμούσα να με είχες δώσει ακόμα και στον πιο φτωχό αγρότη. Οποιαδήποτε άλλη ζωή θα ήταν προτιμότερη από εκείνη που είχα εδώ μαζί σου». «Αυτό έπρεπε να είχα κάνει. Φυσικά δεν είσαι δικός μου. Δεν μπορούσε να κρατηθεί και να μη μου το τρίψει στη μούρη μόλις γύρισε από το Λονδίνο, όπως μου έτριψε στη μούρη και το πώς φέρθηκε σαν πόρνη όσο ήταν εκεί. Γελούσε όταν μου ομολόγησε ότι υπήρχαν τόσοι άντρες ώστε δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο πατέρας σου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τη μισούσα».
«Και μένα», είπε ο Ρίτσαρντ. «Ναι! Και σένα». «Φοβάμαι ότι αυτό δεν είναι όλο», ακούστηκε η φωνή του Τσαρλς από το άνοιγμα της πόρτας πίσω τους. «Τσαρλς, φύγε από εδώ», τον διέταξε ο Μίλτον. «Αυτό δεν σε αφορά». «Με αφορά», είπε ο Τσαρλς καθώς έμπαινε μέσα στο δωμάτιο. «Και είναι καιρός να μιλήσω. Η μητέρα μου τα είπε όλα, ξέρεις. Ήμουν ο έμπιστός της. Αυτό θα ήταν το μυστικό μας. Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω και η οργή της με τρόμαζε. Σε μισούσε τόσο πολύ. Προσπάθησα κι εγώ να σε μισήσω αλλά δεν μπορούσα. Ο Ρίτσαρντ είναι ετεροθαλής αδελφός μου, αλλά εγώ είμαι ο νόθος που έκανε απατώντας σε. Ο Ρίτσαρντ είναι ο αληθινός σου γιος». Ο Μίλτον έπεσε πίσω στην καρέκλα του και το πρόσωπό του έγινε κάτασπρο. «Λες ψέματα». «Όχι, λέω επιτέλους την αλήθεια. Ήθελε εκδίκηση και η εκδίκησή της ήταν διπλή. Ήθελε να αγαπήσεις το νόθο παιδί και να μισήσεις τον γιο σου. Ο πατέρας μου ήταν ο άντρας που αγαπούσε και που ήθελε να παντρευτεί. Τον ήξερε από μικρό παιδί. Αλλά η οικογένειά του δεν ήταν αρκετά πλούσια για να τους ταιριάζει κι έτσι οι γονείς της την έδωσαν σε σένα». «Λες ψέματα!» είπε πάλι ο Μίλτον. Ο Τσαρλς κούνησε το κεφάλι του με θλιμμένο ύφος. «Αγαπούσε τον πατέρα μου μέχρι τη μέρα που πέθανε. Τον συναντούσε κρυφά κάθε μέρα στο δάσος εδώ κοντά μέχρι που μια μέρα εκείνος αναγκάστηκε να γυρίσει γρήγορα σπίτι του γιατί υπήρχε μια έκτακτη ανάγκη. Και μετά πέθανε – ύποπτα. Εκείνη θεώρησε εσένα υπεύθυνο. Νόμιζε ότι είχες μάθει για εκείνους και ότι είχες κανονίσει τον θάνατό του. Έτσι σχεδίασε την απόλυτη εκδίκηση. Ήθελε να σε κάνει να πιστεύεις ότι ο αληθινός γιος σου ήταν το νόθο παιδί της. Ήταν ήδη έγκυος στον Ρίτσαρντ όταν πήγε στο Λονδίνο. Αλλά ήξερε ότι θα έκανε το παιδί του αγαπημένου της μετά τον γάμο σας. Δεν αναρωτήθηκες ποτέ γιατί ήρθε στο κρεβάτι σου ικετεύοντάς σε να της κάνεις ένα παιδί παρόλο που σε μισούσε;» Ο Μίλτον ήταν πολύ σοκαρισμένος για να απαντήσει και κοίταζε τον Ρίτσαρντ με άλλη μάτια. Η Τζούλια είχε μείνει επίσης άφωνη. Αυτή δεν ήταν μια αληθινή οικογένεια, καθώς ήταν τόσο γεμάτη με μίσος, ψέματα και εκδίκηση. Το γεγονός ότι ο άντρας της τα είχε ξεπεράσει όλα αυτά και είχε γίνει ο τρυφερός άντρας που ήταν, αποτελούσε αληθινό θαύμα. Περιέργως, ο
Ρίτσαρντ δεν έδειχνε πολύ επηρεασμένος από αυτά που είχε ακούσει. «Ε, λοιπόν, αυτή ήταν σίγουρα μια ανακούφιση που κράτησε ελάχιστα», σχολίασε ξερά. «Λυπάμαι, Ρίτσαρντ», είπε ο Τσαρλς με έκφραση που έδειχνε ότι ντρεπόταν. «Υποτίθεται ότι θα του το έλεγα, κι εκείνου και σένα, την κατάλληλη στιγμή. Υπήρχαν πολλές κατάλληλες στιγμές αλλά δεν είχα ποτέ το θάρρος να το κάνω». «Δεν πειράζει», είπε ο Ρίτσαρντ και χαμογέλασε στον αδελφό του. «Όπως είπα και στη γυναίκα μου, το αν είναι ή όχι πατέρας μου δεν αλλάζει τίποτα. Θα προτιμούσα να σκέφτομαι ότι δεν είναι, δεν μπορώ να το αρνηθώ. Αλλά όλα αυτά τα χρόνια δεν αμφέβαλλα ποτέ ότι ήταν και γι’ αυτό ένιωθα πολύ άσχημα που δεν μπορούσα να τον αγαπήσω. Αυτό φαίνεται πως έχει τελειώσει τώρα και πρέπει να ευχαριστήσω εσένα γι’ αυτό. Είναι ανακούφιση να ξέρω ότι είχε τους λόγους του, όσο εγωιστικοί και λάθος κι αν ήταν, για να μου φέρεται όπως μου φερόταν». Ο Μίλτον φαίνεται πως βρήκε τη φωνή του. «Ρίτσαρντ;» ψέλλισε με έναν συμφιλιωτικό τόνο. «Μη», είπε ο Ρίτσαρντ κόβοντάς τον. «Το ξέρεις ότι είναι πολύ αργά. Άφησες το μίσος να κυβερνήσει τη ζωή σου και εξαιτίας αυτού το έκανες να κυβερνήσει και τη δική μου ζωή. Αυτή είναι η μόνη κληρονομιά που έχω από σένα. Αλλά θα αποκοπώ από την πηγή του μίσους μια και καλή». «Αλλά αυτό τα αλλάζει όλα». «Θεέ μου, πόσο παρανοϊκός είσαι. Όλες οι γέφυρες έχουν κοπεί εδώ. Δεν μπορείς να αλλάξεις αυτό που έχεις κάνει. Δεν υπάρχει επιστροφή. Για μένα, δεν υπάρχεις πια». Στο δωμάτιο έπεσε σιωπή. Κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν θα θεωρούσε ότι η δήλωση του Ρίτσαρντ ήταν σκληρή, εκτός από τον Μίλτον. Εκείνος είχε διαλύσει την οικογένειά του. Δεν υπήρχε περιθώριο για οίκτο για κάποιον σαν εκείνον. «Ας φύγουμε από εδώ», πρότεινε ο Τσαρλς. «Ο Μάθιου κι εγώ θα φύγουμε επίσης. Έκανα λάθος που πίστευα ότι έπρεπε να βλέπει και τους δύο παππούδες του όταν στην πραγματικότητα έχει μόνο έναν». «Μη μου τον πάρεις. Σε παρακαλώ». Ο ικετευτικός τόνος του Μίλτον ήταν τόσο ασυνήθιστος για εκείνον που δεν ακούστηκε καν αληθινός, αλλά σταμάτησε τον Τσαρλς. «Ένα βάρος έφυγε από τους ώμους μου σήμερα. Δεν θα το ξαναβάλεις εκεί. Ο Μάθιου δεν είναι
συγγενής σου. Εγώ δεν είμαι συγγενής σου». «Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι αγαπάω τον Μάθιου». Δεν πίστευαν στα αφτιά τους. Και παρόλο που τα αδέλφια δεν θα έκαναν την προφανή ερώτηση, την έκανε η Τζούλια. «Γιατί δεν μπορούσατε να αγαπήσετε τους γιους σας;» Ο Μίλτον την κοίταξε άγρια για το θράσος της. «Επειδή ήταν δικοί της γιοι και τη μισούσα. Αλλά πέθανε πριν από τόσο πολλά χρόνια, και τίποτα στον Μάθιου δεν μου τη θυμίζει». «Θα μπορούσα να σας λυπηθώ, αλλά δεν σας λυπάμαι», είπε η Τζούλια. «Εσείς, κύριε, είστε μια αρρώστια και έχετε μολύνει τα άτομα που βρίσκονται σε αυτό το δωμάτιο, μεταξύ των οποίων και εμένα, για αρκετό καιρό. Δώσατε μεγαλύτερη αξία στα αντικείμενα παρά στους ανθρώπους. Πληγώσατε αθώα παιδιά επειδή δεν σας άρεσε η μητέρα τους. Είχατε μια οικογένεια και δεν την αγαπήσατε ποτέ, δεν προσπαθήσατε καν να την αγαπήσετε. Δεν σας αξίζει άλλη οικογένεια. Ο άντρας μου έκλεισε τους λογαριασμούς του μαζί σας. Η απόδειξη βρίσκεται μπροστά σας. Τώρα θα δρέψετε τους καρπούς αυτού που σπείρατε και δεν θα έχετε κανέναν να νοιάζεται για εσάς». «Ο Μάθιου μ’ αγαπάει!» «Ο Μάθιου δεν σας ξέρει: Δεν έχει σημασία ποιο πρόσωπο του δείχνετε. Η μόλυνση είναι ακόμα εδώ και ευτυχώς που θα απομακρυνθεί από αυτή».
Κεφάλαιο Πενήντα Τρία Η Τζούλια ένιωθε λίγο άσχημα όταν έφυγαν από το Γουίλοου Γουντς – για τελευταία φορά. Δεν είχε σκοπό να φερθεί με αυτόν τον τρόπο στη συνάντηση με τον κόμη. Ούτε είχε σκοπό να δείξει την αηδία της. Αλλά δεν είχε καταφέρει να συγκρατηθεί. Τώρα ανησυχούσε λίγο για την αντίδραση του Ρίτσαρντ όχι μόνο για αυτό που είχε μάθει σήμερα, αλλά και για τη μάλλον ανάρμοστη συμπεριφορά της. Αλλά δεν είχε την ευκαιρία να το συζητήσει μαζί του μέχρι το βράδυ όταν έμειναν τελικά μόνοι στο δωμάτιο του πανδοχείου όπου σταμάτησαν για να σπάσουν στη μέση το ταξίδι μέχρι το Λονδίνο. Ο Τσαρλς και ο Μάθιου είχαν τελικά έρθει μαζί τους με την άμαξα. Ο Τσαρλς δεν ήθελε να περάσει ούτε ένα λεπτό ακόμα σε αυτό το σπίτι, όπως δεν ήθελαν ούτε και εκείνοι, ούτε καν όσο χρειαζόταν για να πακετάρει. Θα έστελνε κάποιον να τους φέρει τα πράγματά τους αργότερα. Αυτή τη στιγμή το μόνο που ήθελε ήταν να περάσει όσο μπορούσε περισσότερο χρόνο με τον αδελφό του πριν ξανασαλπάρει το Τρίτων. Μετά σκόπευε να μείνει για λίγο με τον αληθινό παππού του Μάθιου μέχρι να βρει ένα δικό τους σπίτι στο Μάντσεστερ. Η Τζούλια ανησυχούσε ότι αυτό θα ήταν πολύ κοντά στο Γουίλοου Γουντς και το είπε στον Ρίτσαρντ καθώς έμπαιναν στο πανδοχείο, με τον Τσαρλς και τον Μάθιου να προπορεύονται. Χάρηκε πολύ που έμαθε για την αγαπημένη του Τσαρλς και ότι δεν ήθελε να φύγει μακριά της. Αλλά έβαλε τον Τσαρλς να υποσχεθεί ότι θα τους επισκέπτονταν στα νησιά όταν εκείνη και ο Ρίτσαρντ θα είχαν τακτοποιηθεί. Ο Μάθιου ήταν τόσο ενθουσιασμένος με την ιδέα ώστε δεν πίστευε ότι θα περίμεναν πολύ. Οι τέσσερίς τους απόλαυσαν το φαγητό τους εκείνο το βράδυ, καθώς όλη η ένταση, όλα τα βάρη είχαν χαθεί. Ο Μάθιου δεν ήξερε ακόμα ότι εκείνος και ο πατέρας του δεν θα έμεναν πια στο Γουίλοου Γουντς. Ο Τσαρλς είχε πει ιδιαιτέρως στην Τζούλια ότι θα διηγιόταν στον γιο του μια ιστορία για δύο αδέλφια και για έναν όχι και τόσο καλό πατέρα και θα τον άφηνε εκείνον να
αποφασίσει αν ήθελε ένα τέτοιο άτομο στη ζωή του. Και πάλι, οι επιλογές ήταν πολύ σημαντικές για τους δύο αυτούς άντρες στους οποίους δεν είχε επιτραπεί να έχουν επιλογές καθώς μεγάλωναν. Μετά το φαγητό, αποσύρθηκε πρώτη για να περάσουν τα αδέλφια λίγο χρόνο μόνοι τους. Αλλά ο Ρίτσαρντ δεν άργησε να ανέβει στο δωμάτιό τους. Εκείνη καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι και χτένιζε τα μαλλιά της αλλά σηκώθηκε αμέσως να τον υποδεχτεί και τον αγκάλιασε. «Χαίρομαι τόσο πολύ που η μέρα αυτή είναι πίσω μας», είπε. «Το ίδιο κι εγώ. Όμως ήθελα πολύ να σε ρωτήσω από τότε που φύγαμε – δεν τον λυπάσαι, έτσι;» «Εγώ;» ρώτησε έκπληκτη. «Θα σου έκανα την ίδια ερώτηση». Εκείνος γέλασε. «Ε, λοιπόν, η απάντησή μου είναι ένα εκκωφαντικό όχι. Η δική σου;» «Το ίδιο». «Χαίρομαι που το ακούω. Γιατί πραγματικά σκότωσε όποια αγάπη μπορεί να είχα για εκείνον όταν ήμουν παιδί. Το γεγονός ότι είμαι ο μοναχογιός του τώρα είναι τραγική ειρωνεία. Όπως σου είπα και άλλη φορά, δεν δίνω δεκάρα». Εκείνη χαμογέλασε. «Ξέρεις, αυτό σημαίνει πως ο τίτλος του θα περάσει τελικά σε σένα». Ο Ρίτσαρντ ρουθούνισε. «Δεν τον θέλω. Δεν θέλω τίποτα δικό του. Θα προτιμούσα να περνούσε στον Τσαρλς όπως υπέθετα πάντα ότι θα συνέβαινε, και μετά στον Μάθιου. Είμαι σίγουρος ότι ο Μίλτον θα το σκεφτεί έτσι και δεν θα πει σε κανέναν τίποτα. Άλλωστε, εσύ είσαι το μόνο πράγμα που θέλω, Τζουλς. Αλλά…» Εκείνη τον χτύπησε παιχνιδιάρικα στο στήθος. «Δεν μπορείς να βάζεις αλλά μετά από τη δήλωση αυτή!» «Ωστόσο;» την πείραξε. «Ούτε ωστόσο». «Τότε ίσως θα έπρεπε να με αφήσεις να τελειώσω. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι με ξεσήκωσες με τη σκέψη ότι ήμουν νόθος και τώρα είμαι λιγάκι απογοητευμένος που είμαι ακόμα συγγενής εξ αίματος του Μίλτον Άλεν. Αλλά θα το ξεπεράσω». Μετά χαμογέλασε πονηρά. «Θα με βοηθήσεις να το ξεπεράσω;» Αυτή ήταν ουσιαστικά η ίδια ερώτηση που του είχε κάνει όταν είχε ξαναμπεί στη ζωή της τη νύχτα του χορού στο σπίτι των Μάλορι. Γέλασε και έγειρε
πάνω του ναζιάρικα. «Αυτό είναι πολύ πιθανό», είπε βραχνά. Εκείνος γέλασε μαζί της. «Θεέ μου, πόσο σ’ αγαπώ! Κι αυτό είναι μια ακόμα τραγική ειρωνεία». «Ορίστε; Πρόσεξε – το παρατραβάς τώρα». Ο Ρίτσαρντ την τράβηξε κοντά του παρά τον προειδοποιητικό τόνο της. «Νόμιζα ότι ο υποχρεωτικός γάμος μου θα ήταν σαν του πατέρα μου». Της χαμογέλασε όλο αγάπη και τη φίλησε. «Η τραγική ειρωνεία είναι πόσο λάθος έκανα». Τον είχε τόση ώρα στην αγκαλιά της. Έφταναν οι συζητήσεις – οποιαδήποτε άλλη συζήτηση έπρεπε να περιμένει. Τύλιξε το ένα χέρι της γύρω από τη μέση του και πέρασε το άλλο στα μαλλιά του για να φέρει το πρόσωπό του κοντά στο δικό της. Και τότε κατάλαβε τι έλειπε! Κρατώντας την ανάσα της, τον γύρισε από την άλλη μεριά και ανακάλυψε πως η μακριά αλογοουρά του δεν υπήρχε πια. «Θεέ μου, τι έκανες;» φώναξε σοκαρισμένη. «Μου άρεσαν τα μαλλιά σου». «Σκέφτηκα πως ήταν καιρός να τα κόψω αφού δεν έχω κανέναν λόγο πλέον για να επαναστατήσω εναντίον του. Έτσι, ο Τσαρλς, ο Μάθιου κι εγώ πήγαμε στον κουρέα μετά το φαγητό. Αλλά θα τα αφήσω να μακρύνουν για σένα». «’Οχι, όχι για μένα. Είναι δική σου επιλογή». Εκείνος γέλασε με την προσπάθειά της να μην ακούγεται απογοητευμένη. «Εσύ είσαι η επιλογή μου, Τζουλς, και ό,τι σε κάνει εσένα ευτυχισμένη, κάνει κι εμένα». Η Τζούλια αναρωτήθηκε αν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε εκχωρήσει όλες τις μελλοντικές επιλογές του σε εκείνη. Αλλά όχι πραγματικά, γιατί ένα ιδανικό ταίρι –και εκείνος ήταν σίγουρα το ιδανικό ταίρι της– είχε πολλά οφέλη. Ευτυχισμένους συμβιβασμούς, για παράδειγμα. Καθώς τον αγαπούσε τόσο πολύ, ό,τι θα έκανε εκείνον ευτυχισμένο, θα έκανε και εκείνη ευτυχισμένη. Δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά.