JANELLE TAYLOR ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ Η Τζένι Χόλογουει δεν είναι πια το καλομαθημένο, ηροστατευμένο κορίτσι του μπαμπά. Είναι μία χωρισμένη μητέρα, και είναι αποφασισμένη να κάνει ένα νέο ξεκίνημα σε μία νέα πόλη. Σκοπεύει δε να το καταφέρει χωρίς την οικονομική Βοήθεια της πάμπλουτης οικογένειας της. Μ ίλια μακριά από το σπίτι της και από τον οργισμένο, απειλητικό, πρώην σύζυγο της, η Τζένι νιώθει μια απρόσμενη έλξη για έναν όμορφο, αινιγματικό και μοναχικό άνδρα. Παράλληλα, νιώθει ολοένα εντονώτε-ρα ότι κάποιος την παρακολουθεί. Δεσμευμένος με άκρα μυστικότητα -και αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση- ο Χάντερ Κάλγκαρι ανέλαβε απρόθυμα να αναλάβει την προστασία της Τζένι. Εκείνη δε μπορεί να φανταστεί το λόγο που οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν. Ούτε πρέπει να μάθει γιατί ο Χάντερ δεν την αφήνει στιγμή από το Βλέμμα του. Τώρα, καθώς μια απειλή τούς πλησιάζει, ο Χάντερ Βρίσκεται διχασμένος ανάμεσα στη δίψα του να εκδικηθεί τον άγνωστο που κατέστρεψε τη ζωή του, και τη λαχτάρα του για τη γυναίκα που δεν πρέπει να μάθει ποτέ την αλήθεια για τα κίνητρα του. Ή για τα
αισθήματα του. Ένα βιβλίο γεμάτο αγωνία και σνναίσθημα... ανεβάζει τους σφυγμούς στα ύψη" Booklist Βιβλία της ίδιας συγγραφέως που κυκλοφόρησαν από τη σειρά Best Sellers PLAZA: Τα βιβλία της σειράς PLAZA θα τα βρείτε στα περίπτερα, τους εφημεριδοπώλες και τα σούπερ μάρκετ. Αν έχουν εξαντληθεί, μπορείτε να απευθυνθείτε στις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΑΓΟΥΝΗΣ Α.Ε., Τηλ.: 21068.59.100 JANELLE TAYLOR ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ Μ ειάφραση: Δέσποινα Τούσα Copyright © 2001 by Janelle Taylor All rights reserved. Τίτλος πρωτοτύπου: In Too Deep © για την ελληνική γλώσσα 2004 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΑΓΟΥΝΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Ε
Την επιμέλεια της έκδοσης έχει Ο ΟΜ ΙΛΟΣ ΑΤΤΙΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ Μ ετάφραση: Δέσποινα Τούσα Διόρθωση - Επιμέλεια: Βαγγελιώ Χατζηευστρατίου Στοιχειοθεσία: LEXIGRAM - Ε. ΧΑΤΖΗΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Ντάρα Πανταζή Παραγωγή: DRAGPRESS ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ Α.Ε. Υπεύθυνη σειράς: Έλενα Λαναρά Συντονισμός έκδοσης: Μ υρτώ Σιμιτοπούλου Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του βιβλίου αυτού ή η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο, χωρίς την άδεια του εκδότη. ISBN 960-373-175-7 Λίγα λόγια για τη συγγραφέα Η Τζανέλ Τέιλορ έχει αποσπάσει πολλά βραβεία για τα βιβλία της, ενώ οκτώ από αυτά έχουν μπει στη λίστα των μπεστ σέλερ των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Το Προσωπική Υπόθεση είναι το τεσσαρακοστό δεύτερο μυθιστόρημά της.
πρόλογος
Σάντα Φε, Νέο Μ εξικό ΟΌμπι Λόγκερφιλντ ήταν πραγματικά αηδιαστικός, κυρίως από κοντά. Ο ντετέκτιβ Χάντερ Κάλγκαρι προσπάθησε να μην εισπνέει από τη μύτη κοντά του. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι είχε να κάνει μπάνιο μερικές δεκαετίες. Η βρόμα, ανακατεμένη με τον ιδρώτα, είχε σχηματίσει ένα μαύρο στρώμα που σκέπαζε όλο το σώμα του και γέμιζε τις αυλακιές του προσώπου του. Ο Χάντερ ήξερε πως ο γερο-μεθύστακας ερχόταν σ’ επαφή με το νερό μόνο όταν έβρεχε, αλλά και τότε έκανε το παν για να το αποφύγει. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που βρισκόταν εκεί σήμερα το πρωί. Έβρεχε καταρρακτωδώς και όπως πάντα ο γεροαλή-της βρήκε καταφύγιο στα σκαλιά του αστυνομικού τμήματος. Ο Χάντερ δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον πάρει μέσα. Σίγουρα, αν ήταν να διαλέξουν κάποιον αντιπροσωπευτικό τύπο για να διαφημίσουν τις ομορφιές του Νέου Μ εξικού, της Χώρας της Ευδαιμονίας όπως την αποκαλούσαν, αυτός δε θα ήταν ο Όμπι. Ευτυχώς για τους τουρίστες και τους μόνιμους κατοίκους, συνήθως έβρεχε ελάχιστα και η μόνιμη κατοικία του Όμπι —ένα παλιό και σχεδόν κουρελιασμένο αντίσκηνο, κρυμμένο στη σκιά ενός τεράστιου κόκκινου βράχου— ήταν αρκετά μακριά από την πόλη, κάπου στα βόρεια σύνορά της, όπου δεν μπορούσε να προσβάλει κανέναν με την παρουσία του,.
Τώρα, ενώ καθόταν σε μια παλιά δρύινη καρέκλα γραφείου, έριξε ένα πονηρό βλέμμα στον Χάντερ. «Θα με κρατήσεις εδώ, αστυνόμε;» Η δυσοσμία του ήταν δύσκολο να περιγράφει. Ε-πρόκειτο για ένα μείγμα τόσων πολλών πραγμάτων, που το σε γενικές γραμμές πλούσιο λεξιλόγιο του Χάντερ διέθετε μόνο μια λέξη: άσχημη. «Θα σε πάω με τ’ αμάξι μου έξω από την πόλη, Όμπι. Διαφορετικά υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιος άλλος να σε κλείσει στη φυλακή». «Τα κελιά είναι στεγνά», απάντησε ο Όμπι, ελπίζοντας βέβαια να τον βάλει σε κανένα κελί. Από την ανοιχτή πόρτα του γραφείου του υπαστυ-νόμου Ορτέγκα ακούστηκε ένας περιφρονητικός καγχασμός. «Ούτε να το σκέφτεσαι», προειδοποίησε αυστηρά τον Όμπι, ο οποίος είχε αρχίσει να ξύνεται σε μέρη που συνήθως μένουν κρυφά στην κοινή θέα. «Τα κελιά της φυλακής είναι για τους εγκληματίες, όχι τους περαστικούς». «Εγώ δεν είμαι κανένας περαστικός». Ο Χάντερ έκρυψε το χαμόγελό του. Ήταν γεγονός, αφού ο Όμπι δεν είχε ζήσει ποτέ πουθενά αλλού έξω από το αντίσκηνό του, τουλάχιστον τα έξι χρόνια που ο Χάντερ υπηρετούσε στην Αστυνομία της Σάντα Φε.
Η απάντηση του Όμπι φούντωσε τον ευέξαπτο Ορτέγκα. «Θα σου πω εγώ τι είσαι, Λόγκερφιλντ. Ένας μεγάλος μπελάς είσαι, κατάλαβες; Και θέλω να φύγεις αμέσως από δω. Δεν μπορούμε ούτε ν’ α-νασάνουμε με την μπόχα σου. Κάλγκαρι, βγάλ’ τον αμέσως έξω!» Ο Χάντερ πήρε τα κλειδιά του τζιπ του. «Έλα, Όμπι. Πάμε να φύγουμε από δω». Δεν πρόλαβαν να κάνουν ούτε τρία βήματα και η έξοδός τους μπλοκαρίστηκε από έναν αδύνατο άντρα με -ψαρά μαλλιά και χέρια που έτρεμαν νευρικά. Έσφιγγε το χαρτοφύλακά του λες και η ζωή του εξαρτιό-ταν από αυτόν, αλλά η φωνή του, όταν μίλησε, ήταν απαλή και ήρεμη. «Ο ντετέκτιβ Κάλγκαρι;» ρώτησε. Οι τρίχες στον αυχένα του Χάντερ ανασηκώθηκαν και προς στιγμήν κοίταξε τον άντρα σιωπηλός. Δικηγόρος, σίγουρα. Σταλμένος από κάποιον. Κάποιον με λεφτά, αν έκρινε από το κοστούμι του και τα ακριβά ολοκαίνουρια παπούτσια του. «Εγώ είμαι», είπε σέρνοντας τη φωνή του. Ο Όμπι κοίταξε τον νεόφερτο με περιέργεια. Τα ρουθούνια του άντρα πετάρισαν άθελά του όταν το βλέμμα του στάθηκε στον Όμπι και ο Χάντερ με βία έπνιξε το χαμόγελό του. Ναι, ο Όμπι είχε πάντοτε αυτή την επίδραση στους ανθρώπους. «Λέγομαι Τζόζεφ Γουέσβερ, της φίρμας Γουέσβερ, Μ ουρ, Τέιτ και Μ ακνίλ. Βρίσκομαι εδώ εκ μέρους του κυρίου Άλεν Χόλογουεϊ. Ο
κύριος Χόλογουεϊ θα ήθελε να σας προσλάβει». Ο Χάντερ ξανακοίταξε τον άντρα σιωπηλός. Δεν υπήρχε λόγος να ρωτήσει ποιος ήταν ο Άλεν Χόλο-γουεϊ. Ο Χόλογουεϊ —για την ακρίβεια, η τεράστια εταιρεία Χόλογουεϊ— ήταν ιδιοκτήτης ενός μεγάλου κομματιού της Σάντα Φε, καθώς και πολλών άλλων πόλεων σε όλο το Νέο Μ εξικό, την Αριζόνα και το Τέξας. Είχε αρχίσει με ένα ρεστοράν μεξικανικής κουζίνας στο Ντάλας, το Ράντσο ντελ Σολ, το οποίο είχε γίνει το πρώτο μιας επιτυχημένης αλυσίδας. Σήμερα υπήρχαν Ράντσο ντελ Σολ σε όλες τις Νοτιοδυτικές Πολιτείες. Φυσικά ο Χόλογουεϊ είχε επενδύσει τα κέρδη του σε ακίνητα και στο χρηματιστήριο και είχε κερδίσει εκατομμύρια. Το όνομά του εμφανιζόταν συχνά στον τοπικό Τύπο, με εκτενή άρθρα για τις πολλές αγαθοεργίες του. Ο Χόλογουεϊ ήταν επίσης ο ιδιοκτήτης πολλών κτιρίων όπου στεγάζονταν διάφορες επιχειρήσεις και γηροκομείων. Επίσης, είχε χρηματοδοτήσει διάφορες ανεξάρτητες κινηματογραφικές παραγωγές γυρισμένες όλες στην περιοχή της Σάντα Φε. Όλα αυτά σήμαιναν απίστευτα πολλά χρήματα και έναν κοινωνικό κύκλο στον οποίο ο Χάντερ δεν ανήκε και ούτε το ήθελε βέβαια. Τώρα, η μεγάλη ερώτηση ήταν: τι ήθελε ένας άντρας σαν τον Αλαν Χόλογουεϊ απ’ αυτόν; Παρόλο που υπήρχε κάτι που τους συνέδεε, ο Χάντερ αμφέβαλλε αν εκείνος το γνώριζε. Αλλά, ακόμα κι αν το ήξερε, γιατί να επικοινωνήσει τώρα μαζί του, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια;
Ο Γουέσβερ τον κοίταζε σκεφτικός, σαν να περνούσαν οι ίδιες απορίες και από το δικό του μυαλό. «Μ ε πληροφόρησαν ότι έχετε εγκαταλείπει τη δουλειά σας. Τώρα δουλεύετε πάλι για την αστυνομία;» «Όχι». Ο Χάντερ σκέφτηκε να του εξηγήσει τι συνέβαινε, ύστερα όμως κατέληξε ότι αυτό δεν τον αφορούσε. «Κατάλαβα», απάντησε ο Γουέσβερ, αν και ήταν φανερό πως δεν είχε καταλάβει. Κοίταξε πάλι τον Όμπι και έβηξε ελαφρά. Η δυσοσμία από το σώμα του άντρα ήταν υπερβολικά έντονη. Περνώντας τα δάχτυλά του κάτω από τα πέτα του αδιάβροχού του, ευχήθηκε να μπορούσε να κρύψει το πρόσωπό του κάτω από το ύφασμα για να κρατήσει την απαίσια μυρωδιά μακριά. «Λοιπόν, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε κάπου ιδιαιτέρως;» ρώτησε, προσπαθώντας να κρατήσει την ανάσα του. Ο ντετέκτιβ αναστέναξε. Το ήξερε πάντα, μα πάντα, πότε θα του συνέβαινε κάτι δυσάρεστο. «Θα πάω τον Όμπι στο σπίτι του», είπε κουρασμένα. «Θα επιστρέφω σε μία ώρα περίπου. Μ πορείς να περιμένεις, ή ν’ αφήσεις ένα τηλέφωνο ή να έρθεις μαζί...» «Θα περιμένω», τον έκοψε ο αδύνατος άντρας βιαστικά. Ο Χάντερ τον κοίταξε χαμογελώντας ανάλαφρα και χτύπησε τον Όμπι στην πλάτη, με αποτέλεσμα να υψωθεί ένα σύννεφο σκόνης από τα ρούχα του. Κατόπιν κατευθύνθηκαν προς την έξοδο.
* Είχε πέσει κιόλας το σκοτάδι όταν επέστρεψε ο Χάντερ. Σταματώντας μπροστά στο Τμήμα, έσβησε τη μηχανή και παρέμεινε στο τζιπ ακούγοντας τον ελαφρό ήχο του βεντιλατέρ. Η βροχή είχε σταματήσει και μικρά λαμπερά αστέρια σκέπαζαν τον ουρανό. Χαλαρώνοντας τους ώμους του, ο Χάντερ ακούμπησε την πλάτη του στο σκισμένο κάθισμα. Του άρεσε το Νέο Μ εξικό. Ο καθαρός, ελαφρύς αέρας και οι ανοιχτοί ορίζοντες ταίριαζαν απόλυτα με την παρούσα κατάστασή του. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε ζήσει στο Λος Αντζελες, αλλά με το θάνατο της Μ ισέλ οι αντοχές του τον είχαν εγκα-ταλέιψει. Δε μετάνιωνε για την απόφασή του να φύγει για πάντα από τη μεγαλούπολη. Η οργή του με την Αστυνομία του Λος Αντζελες και το γραφείο του εισαγγελέα, καθώς και όσων είχαν εμπλακεί σε εκείνο το φιάσκο, είχε απεμπολήσει τη θετική επίδραση αυτών των ευλογημένων έξι χρόνων γαλήνης, ενώ η πίστη του στη δικαιοσύνη είχε χαθεί σχεδόν τελείως. Είχε προσπαθήσει να ξαναβρεί το πάθος του για την επιβολή του νόμου στη Σάντα Φε, αλλά τα τραύματά του ήταν πολύ βαθιά. Ένιωθε ξοφλημένος και το κενό μέσα του παρέμενε τεράστιο. Αφήνοντας ένα μικρό αναστεναγμό, βγήκε από το τζιπ και ανέβηκε
τα σκαλιά του αστυνομικού τμήματος. Είχε παραιτηθεί από την αστυνομική δύναμη της Σάντα Φε τον περασμένο μήνα για ν’ αποσυρθεί στο απομονωμένο ράντσο του, μήπως και κατάφερνε να ξαναβρεί πάλι τον εαυτό του, αλλά περνούσε καμιά φορά από δω, κυρίως για να δει τον Ορτέγκα. Ο υπαστυνόμος δεν του είχε συγχωρήσει την παραίτησή του. Πρώτα τον παρακάλεσε ν’ αλλάξει γνώμη, μετά τον διέταξε, μετά άρχισε να τριγυρίζει σαν μανιακός και να κοπανάει ό,τι έβρισκε μπροστά του, τελικά δέχτηκε την απόφαση του Χάντερ, αν και με βαριά καρδιά. «Θα επιατρέψεις», ήταν η μάλλον απειλητική πρόβλεψή του καθώς έδινε στον Χάντερ την επιταγή του τελευταίου μισθού του. «Νωρίτερα από όσο νομίζεις». Μ παίνοντας, διαπίστωσε ότι ο Ορτέγκα δε φαινόταν πουθενά. Η πόρτα του δικού του γραφείου ήταν κλειστή και μάλλον κλειδωμένη. Η μόνη ανθρώπινη παρουσία στο χώρο ήταν του Γουέσβερ, ο οποίος καθόταν σφιγμένος σε έναν ξύλινο πάγκο του χολ, κρατώντας πάντοτε το χαρτοφύλακά του επάνω στα γόνατά του. Βλέποντας τον Χάντερ να κατευθύνεται προς το μέρος του σηκώθηκε όρθιος. «Το αυτοκίνητό μου είναι απέξω. Μ ήπως θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας στο Ράντσο ντελ Σολ;» ρώτησε. «Ο κύριος Χόλογουεϊ θα ήθελε να σας κάνει το τραπέζι, ανεξάρτητα από την απόφαση που θα πάρετε». Ο Χάντερ κατένευσε σιωπηλός και ακολούθησε τον κοντύτερό
του άντρα στη σκουροπράσινη λιμουζίνα του. Το Ράντσο ντελ Σολ της Σάντα Φε ήταν ένα χαμηλό, ακανόνιστου σχήματος κτίσμα με βίγκας —σκούρες μαύρους δοκούς που περνούσαν μέσα από το γυψομάρμαρο προς τα έξω— και καμάρες από κόκκινο τούβλο φτιαγμένες έτσι ώστε να μοιάζουν με παλιές. Το εστιατόριο ήταν γνωστό για την αυθεντική νοτιοδυτική κουζίνα του αλλά και για τα ψητά στα κάρβουνα που θεωρούνταν από τα καλύτερα της περιοχής. Όπως πάντα, έτσι κι απόψε ένιωσε το κρέας να λειώνει μέσα στο στόμα του. Δε θα καταλάβαινε ποτέ τους χορτοφάγους. Ο Τζόζεφ Γουέσβερ επέλεξε το κρασί. Παρόλο που ο Χάντερ δεν ήταν ειδήμων στα κρασιά, μόλις το δοκίμασε κατάλαβε πως ήταν εξίσου καλό με το κρέας. Όταν βρισκόταν στο δεύτερο ποτήρι του, αντιλήφθηκε ότι ο Γουέσβερ προσποιούνταν πως έπινε, έτσι αποφάσισε πως ήταν ώρα να έρθουν θέμα τους. «Τι θέλει ο κύριος Χόλογουεϊ από εμένα;» ρώτησε και κάθισε πιο αναπαυτικά στην πολυθρόνα του. Τα μακριά πόδια του ήταν στριμωγμένα και πολύ θα ήθελε να σηκωνόταν και να περπατούσε για να τα ξεμουδιάσει. Φορούσε μαύρο τζιν παντελόνι και γκρίζο πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος. Αν δεν ήταν σωστά ντυμένος για τα στάνταρ του Γουέσβερ, ήταν κάτι που τον άφηνε αδιάφορο. Κανένας δε νοιαζόταν για τέτοια πράγματα στη Σάντα Φε. «Θέλει να προστατεύσεις την κόρη του».
«Την κόρη του;» Ο Χάντερ συνοφρυώθηκε, τεντώνοντας το ένα πόδι του όσο πιο μακριά μπορούσε, χωρίς να κλοτσήσει τον νευρικό Γουέσβερ. «Από τι;» «Από τον πρώην σύζυγό της». Σταμάτησε και κοίταξε τον Χάντερ επιφυλακτικά. Ο ντετέκτιβ πάγωσε. Ήξερε πού θα οδηγούσε αυτό. Ο Γουέσβερ συνέχισε. «Η κόρη του Τζενίβα —οι φίλοι της τη φωνάζουν Τζένι— ήταν παντρεμένη για ένα σύντομο διάστημα με κάποιον που ενδιαφερόταν μόνο για την περιουσία της, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, την περιουσία που θα κληρονομούσε κάποια ημέρα. Ο πατέρας της τη βοήθησε στο διαζύγιο και φρόντισε να τον κρατήσει μακριά της όλα αυτά τα χρόνια». «Πόσα;» ρώτησε ο Χάντερ αργά. «Δεκαπέντε». Ο Χάντερ ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο σοβαρό πρόσωπο του άλλου άντρα. «Και εμφανίστηκε πάλι;» «Ναι». Ο Γουέσβερ πήρε βαθιά ανάσα και έμεινε σιωπηλός. Η λιγόλεπτη σιωπή έπεσε βαριά επάνω τους. «Γιατί θέλει εμένα;» ρώτησε ο Χάντερ τελικά.
«Επειδή γνωρίζετε αυτό τον άντρα». Οι τρίχες στον αυχένα του Χάντερ σηκώθηκαν πάλι όρθιες. Περίμενε πάλι σιωπηλός, ώσπου ο Γουέσβερ είπε ήσυχα: «Είναι ο Τρόι Ράσελ». Το πρόσωπο του Χάντερ παρέμεινε παγωμένο. Ο Γουέσβερ σχεδόν χαμογέλασε: συνέβη ακριβώς αυτό που περίμενε. «Να συνεχίσω;» Ο Χάντερ κατένευσε απότομα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πολύ δυνατά. Ο Τρόι Ράσελ ήταν υπεύθυνος για το θάνατο της αδερφής του Μ ισέλ.
κεφάλαιο 1 Ο άντρας στο τραπέζι δεκατέσσερα σε παρακολουθεί». Η Τζένι Χόλογουεϊ σήκωσε το κεφάλι της από τα χαρτιά που κρατούσε, προσπαθώντας να καταλάβει τι της έλεγε η φίλη της Κάρολαϊν Ρόμπερτς, της οποίας τα χέρια ήταν φορτωμένα με αχνιστά πιάτα σπαγγέτι και προχωρούσε ανάμεσα στα τραπέζια με τη δεξιοτεχνία χορευτή μπαλέτου. «Τι είπες;» «Εκείνος ο άντρας. Στο δεκατέσσερα». Η Κάρο-λαϊν έκανε ένα νεύμα προς το βάθος της αίθουσας του εστιατορίου Ρικάρντος. Εκεί που της έδειχνε, μια θολωτή πέτρινη καμάρα οδηγούσε σε ένα μικρότερο δωμάτιο με τετράγωνα τραπέζια σκεπασμένα με λευκά δαμάσκο τραπεζομάντιλα. Αλλά το τραπέζι στο οποίο αναφερόταν
η φίλη της ήταν πίσω από τη γωνία. Το μόνο που διέκρινε η Τζένι ήταν οι απαλές, θαμπές σκιές που έπεφταν στους πέτρινους τοίχους από τα κρυστάλλινα κηροπήγια που βρίσκονταν στα τραπέζια. «Εντάξει, σε πιστεύω. Δεν μπορώ να δω το τραπέζι δεκατέσσερα», είπε η Τζένι, πηγαίνοντας προς το γραφείο της που ήταν πίσω από την κουζίνα του Ρικάρντος. Μ ια ανατριχίλα φόβου διέτρεξε τη σπονδυλική της στήλη. Την παρακολουθούσε κάποιος; Η αλήθεια ήταν πως τις τελευταίες εβδομάδες είχε την παράξενη αίσθηση ότι κάποιος την παρακολουθούσε, αλλά την είχε αποδώσει στα κουρασμένα νεύρα της. Ανυπομονούσε —για την ακρίβεια αδημονούσε— να βάλει σ’ εφαρμογή τις αποφάσεις της για τα χρήματα της κληρονομιάς που επρόκειτο να εισπράξει σε λίγες ημέρες. Θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας της και η ανάμνηση αυτή της έφερε πάλι δάκρυα στα μάτια. «Έχω βάλει κάποια χρήματα στην άκρη για εσένα, Τζενί-βα», της είχε ψιθυρίσει η Άιρις Χόλογουεϊ από το κρεβάτι του νοσοκομείου. «Αλλά δε θα γίνουν δικά σου μέχρι να φτάσεις τα τριάντα πέντε. Απλά να ξέρεις πως είναι εκεί και ότι προέρχονται από τη μεγάλη αγάπη μου για εσένα». Όμως η έφηβη Τζένι, πνιγμένη στις ανασφάλειες και το φόβο για τον αναπόφευκτο θάνατο της μητέρας της από καρκίνο στο πάγκρεας, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτ’ άλλο πέρα από τη δυστυχία της. Είχε χύσει δάκρυα οργής, θυμωμένη με τη μητέρα της που πέθαινε
τόσο σύντομα και με τον πατέρα της, του οποίου η ερωτική σχέση με μια γυναίκα που είχε σχεδόν την ίδια ηλικία μ’ εκείνη —την οποία μάλιστα παντρεύτηκε λίγο αργότερα— την είχαν αποξενώσει από αυτόν για πάντα. Αλλά τώρα, πολλά χρόνια αργότερα, η Τζένι μπορούσε να δει πόσο σοφή υπήρξε η μητέρα της και πόσο προνοητική. Αν είχε πάρει τα χρήματα της κληρονομιάς της όταν ήταν νέα, σίγουρα θα τα είχε σπαταλήσει. Τώρα, έχοντας ένα έφηβο γιο και οδυνηρές εμπειρίες να καθοδηγούν τις αποφάσεις της, ήταν έτοιμη να τα επενδύσει σε μια επιχείρηση την οποία η οικογένειά της γνώριζε καλά: τα εστιατόρια. Είχε πάρα πολλούς λόγους για να είναι τεντωμένη. Και λοιπόν; Κακό ήταν; Δεν ήταν παρανοϊκή, απλά προσεκτική. «Ξέρω ότι το τραπέζι δεκατέσσερα είναι πίσω από τη γωνία», είπε η Κάρολαϊν, παίρνοντάς την από πίσω. «Πήγαινε να ρίξεις μια ματιά! Είναι παίδαρος με κεφαλαίο Πι!» Η Τζένι γέλασε ειρωνικά. Η Κάρολαϊν περιέγραφε κάθε γεροδεμένο άντρα με κανονικά χαρακτηριστικά ως παίδαρο. Τα τελευταία πέντε χρόνια που εργαζόταν στου Ρικάρντος, η Τζένι είχε μάθει να μην παίρνει κατά γράμμα όσα έλεγε η μικροκαμωμένη ξανθιά σερβιτόρα για τους άντρες. Η Κάρολαϊν έψαχνε επίμονα για τον κατάλληλο σύζυγο, μια αναζήτηση από την οποία η ίδια είχε παραιτηθεί χρόνια πριν.
«Άσε καλύτερα», της είπε. «Θα μετανιώσεις. Σε λίγα λεπτά θα έχει φύγει και θα χάσεις το ραντεβού σου με το πεπρωμένο». «Θα το ρισκάρω». Βλέποντας την απροθυμία της φίλης της, η Κάρο-λαϊν κούνησε το κεφάλι της επιτιμητικά, παρόλο που ήξερε την αιτία αυτής της στάσης. Η Τζένι είχε υποφέρει πολύ στα χέρια ενός εγωιστή, βίαιου συζύγου και αυτό την είχε κάνει πολύ αρνητική απέναντι στους άντρες γενικά. Βλέποντας το αφεντικό της, τον Αλμπέρτο Μ ολίνι, η Τζένι σήκωσε το χέρι της και τον χαιρέτησε χαρούμένα. Η Κάρολαϊν βόγκηξε. «Μ ην κάνεις τον Αλ-μπέρτο τον μόνο άντρα στη ζωή σου». «Πολύ αργά». Η Τζένι της χαμογέλασε πονηρά και φώναξε, «Έι, Αλμπέρτο», στον ευτραφή εστιάτορα, ενώ η Κάρολαϊν ανασήκωσε απελπισμένα τα χέρια της και έφυγε για να πάρει άλλη μια παραγγελία. «Μπέλα!» φώναξε ο Αλμπέρτο ανοίγοντας την αγκαλιά του στην Τζένι, διαχυτικός όπως πάντα. Θέλοντας ν’ αποφύγει τα αλευρωμένα χέρια και την εξίσου αλευρωμένη ποδιά του για να σώσει το μαύρο πουλόβερ και τη
φούστα της, η Τζένι τον χαιρέτησε από μακριά. «Ούτε να το σκέφτεσαι», τον μάλωσε πειραχτικά. «Δεν έχω λεφτά για καθαριστήριο». «Τότε θα σου στείλω ένα φιλί από μακριά», δήλωσε ο Αλμπέρτο, στέλνοντάς της ένα φιλί με τις άκρες των δαχτύλων του. Η Τζένι γέλασε σιγανά. Ο Αλμπέρτο ήταν ο εγγο-νός του Ρικάρντο, πρώτου ιδιοκτήτη του δημοφιλούς σε όλο το Χιούστον εστιατορίου. Πριν από πέντε χρόνια, όταν είχε έρθει ζητώντας δουλειά, ο Αλμπέρτο σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και δήλωσε ότι οι προσευχές του είχαν εισακουσθεί. «Είσαι η κόρη μου», είχε φωνάξει χαρούμενος, αγκαλιάζοντάς τη σαν να ήταν πραγματικά μια κόρη του που είχε επιστρέφει στο σπίτι ύστερα από εξαφάνιση χρόνων. Σαστισμένη από τον απρόσμενο ενθουσιασμό του, τον είχε κοιτάξει προσπαθώντας να καταλάβει τι στο καλό τού συνέβαινε. «Μ πελά!» είχε αναφωνήσει. «Είσαι ένα δώρο! Θείο δώρο! Προσευχόμουν για εσένα!» Η Τζένι θυμόταν ακόμα ότι εκείνη τη στιγμή είχε αναρωτηθεί μήπως αυτό ήταν ένας καινούριος τρόπος φλερτ. «Σοβαρά;» «Ω, ναι! Είσαι εδώ! Ο Θεός έριξε το βλέμμα Του στον φτωχό Αλμπέρτο και είπε: “Δουλεύεις σκληρά και σου αξίζει κάτι
όμορφο”. Και να που ήρθες». Πολύ σύντομα διαπίστωσε πως ο Αλμπέρτο ήταν ένα υπερβολικά διαχυτικό άτομο. Ήταν τρυφερός και γενναιόδωρος — και απαιτητικός και τυραννικός όταν επρόκειτο για την κουζίνα του Ρικάρντος. Τώρα, καθώς εξαφανιζόταν μέσα στο μικροσκοπι-κό γραφείο της, η Τζένι χαμογελούσε μόνη της. Ένιωθε όντως σαν κόρη του. Σίγουρα είχε υπάρξει περισσότερο πατέρας της από τον πραγματικό. Όταν όμως του είχε πει πως σχεδίαζε να εγκατασταθεί στη Σάντα Φε και ν’ ανοίξει εκεί δική της επιχείρηση, το εστιατόριο Τζενίβα, ο Αλμπέρτο είχε προσπαθήσει να τη σταματήσει. Σφίγγοντας τα χέρια του, την είχε ικετεύσει: «Μ είνε μαζί μου. Γίνε συνεταίρος μου! Μ πορούμε να επεκταθούμε! Μ η φύγεις!» «Αυπάμαι, Αλμπέρτο», ήταν η ευγενική αλλά αποφασιστική απάντησή της. «Είναι καιρός πια να φύγω από το Χιούστον. Ν’ αρχίσω μια καινούρια ζωή». «Τι είδους φαγητά θα κάνεις;» «Σκέφτομαι κουζίνα του Νότου», απάντησε. Ανταγωνισμό στον πατέρα μου... Η Τζένι δεν ήξερε ακόμα αν η απόφασή της ήταν σωστή. Η ανταγωνιστική σχέση της με τον Αλεν Χό-λογουεϊ δεν είχε
βελτιωθεί καθόλου με τα χρόνια. Ήταν ευτυχισμένη σαν προστατευομένη του Αλμπέρτο. Παρόλο που είχε περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στα εστιατόρια Ράντσο ντελ Σολ του πατέρα της, ο Αλμπέρτο ήταν εκείνος που της είχε πραγματικά διδάξει τη δουλειά. Το ότι τον είχε δεχτεί σαν μέντορά της ήταν ίσως η πιο σοφή επιλογή που είχε κάνει ύστερα από μια σειρά πραγματικά κακές επιλογές. Ο πρώην σύζυγός της, ο Τρόι Ρά-σελ, βρισκόταν στην κορυφή αυτής της λίστας. Ο καταπιεστικός πατέρας της πιθανόν να μην επιδοκίμαζε την αναχώρησή της από το Χιούστον, αλλά αυτό την άφηνε αδιάφορη. Έτσι κι αλλιώς τον έβλεπε σπάνια. Όσο ζεστός και ανιδιοτελής ήταν στην προσφορά του ο Αλμπέρτο, τόσο ο δικός της πατέρας ήταν ψυχρός και υπολογιστής. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ανάλογα με το πώς το έβλεπε ο καθένας, αυτή την εποχή η Τζένι είχε όσο το δυνατόν λιγότερες δοσοληψίες μαζί του. Από το θάνατο της μητέρας της και τον καινούριο γάμο του, η Τζένι είχε πάψει να είναι το κοριτσάκι του μπαμπά της. Όπως είχε πάψει επίσης να είναι η υποταγμένη σύζυγος του Τρόι. Ήταν μια χωρισμένη γυναίκα τριάντα πέντε χρονών και μητέρα σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής της. Αυτής των μεγάλων αλλαγών. Κοιτάζοντας τα χαρτιά που κρατούσε ακόμα στο χέρι της —και τα οποία είχε ξεχάσει τελείως—, έβγαλε το κεφάλι της από την πόρτα του γραφείου της. Βλέποντάς την ο Αλμπέρτο, φώναξε πάλι «Μπέλα!» Η Τζένι γέλασε δυνατά. Ήταν μια ρουτίνα που
είχε εξελιχθεί σε μια καθημερινή κωμωδία καταστάσεων* οι σερβιτόροι και οι σεφ που βρίσκονταν στην κουζίνα χαμογέλασαν και στους δύο. «Τελικά ανακάλυψα τι συμβαίνει με αυτό εδώ», του είπε η Τζένι, δείχνοντάς του το τιμολόγιο επάνω στο οποίο είχε σημειώσει αρκετές ερωτήσεις και είχε υπογραμμίσει διάφορους αριθμούς. Το τιμολόγιο ήταν όλο λάθος. Όχι πως οι άνθρωποι της εταιρείας Γκέινς είχαν την πρόθεση να κλέψουν τον Αλμπέρτο· απλά η εταιρεία τους, όπως και του Αλμπέρτο άλλωστε, ήταν καθαρά οικογενειακή και σε μια μόνιμη κατάσταση ανοργανωσιάς. Αν ήταν στο χέρι της, η Τζένι θα είχε αλλάξει προμηθευτές καιρό πριν, αλλά ο Αλμπέρτο ούτε που να το ακούσει. Η φιλία του με τους Γκέινς ήταν πολύ παλιά. Ανεχόταν τις καθυστερημένες παραδόσεις τους, την απουσία τιμολογίων μ’ ένα αδιάφορο κούνημα του χεριού, ενώ η Τζένι έπρεπε να βγάλει άκρη μέσα σε όλο αυτό το χάος. Ακριβώς ένα από τα πράγματα που ήταν αποφασισμένη να μην επιτρέψει στο δικό της εστιατόριο. «Μ πράβο, μπράβο». Τα μάτια του Αλμπέρτο είχαν στραφεί στο ριμπολίτα, ένα πιάτο της Τοσκάνης που θύμιζε τη γέμιση της γαλοπούλας των Ευχαριστιών, αλλά η γεύση του ήταν θεϊκή. Αυτήν τη στιγμή το ετοίμαζε ο νεότερος από τους σεφ. Χτυπώντας τη γλώσσα του επιτιμητικά, ο Αλμπέρτο κυριολεκτικά τον έσπρωξε στην άκρη, αγνοώντας τα δυσαρεστημέ-να βλέμματα των άλλων σεφ καθώς απαριθμούσε όλα όσα είχε κάνει λάθος ο άπειρος νεαρός.
Η Τζένι έκλεισε το μάτι της με νόημα στους άλλους στην κουζίνα. Οι εκφράσεις των προσώπων τους ήταν ποικίλες: από συμπάθεια έως ικανοποίηση — όλοι τους όμως σέβονταν τη μέχρι μανίας επιμονή του Αλμπέρτο στη λεπτομέρεια. Στην κουζίνα του κυριαρχούσε μόνο ένας κανόνας: Είτε μαθαίνεις είτε φεύγεις. Κανένας συμβιβασμός στου Ρικάρντος. Επιστρέφοντας στο γραφείο της, κάθισε πάλι στην παλιά φθαρμένη πολυθρόνα που όπως πάντα έτριξε από το βάρος της. Αυτή η πολυθρόνα ήταν η μοναδική προσωπική της προσθήκη στο μικρό γραφείο. Αν επρόκειτο να δουλέψει ώρες ατέλειωτες εκεί μέσα για να βάλει σε μια τάξη την επιχείρηση, τουλάχιστον θα το έκανε με άνεση. Ο Αλμπέρτο ποτέ δε νοιαζόταν για τέτοια πράγματα. Δεν είχε αντιμετώπισει κανένα πρόβλημα εξαιτίας του γεγονότος ότι προερχόταν από μια οικογένεια που ασχολιόταν με τα εστιατόρια. Το αντίθετο μάλιστα. Κυρίως επειδή η αλυσίδα των Ράντσο ντελ Σολ ήταν από τις καλύτερες του είδους. Ο Αλεν Χόλογου-εϊ μπορεί να ήταν ο ιθύνων νους πίσω από την επιτυχία τους, αλλά η νεαρή Τζένι ήταν εξαιρετική μαθήτρια. Πάντοτε σχεδίαζε να τη βάλει επικεφαλής της επιχείρησης, έτσι τουλάχιστον έλεγε. Έπειτα όλα άλλαξαν και η Τζένι είχε πάψει να λατρεύει τον πατέρα της. Η Κάρολαϊν όρμησε πάλι μέσα στην κουζίνα και κατευθύνθηκε στο γραφείο της Τζένι. «Λοιπόν;»
«Λοιπόν, τι;» «Πήγες να τον δεις;» «Ποιον;» Το μυαλό της Τζένι ήταν στις πληρωμές της εβδομάδας. «Τον παίδαρο! Χριστέ μου, είσαι απίθανη! Δεν κοίταξες καν! Μ α έχεις ξεχάσει τελείως ότι υπάρχει και ένα άλλο φύλο, το λεγόμενο αντρικό; Τι πρέπει να κάνει κανείς για να τραβήξει την προσοχή σου; Αν δεν τον θέλεις, τότε θα τον αναλάβω εγώ. Εμπρός, πήγαινε. Τώρα!» «Μ α εγώ...» Αλλά η Κάρολαϊν της είχε ήδη αρπάξει το μπράτσο, την είχε τραβήξει από την καρέκλα και την έσπρωχνε προς την κεντρική αίθουσα του εστιατορίου. «Πήγαινε», την παρότρυνε. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό συνέχεια. Έχω και δουλειά, ξέρεις». «Πώς είναι;» ρώτησε η Τζένι. «Ίσως τον γνωρίζω». «Ψηλός, μελαχρινός και κούκλος. Καλύτερος δε γίνεται, γλυκιά μου, πίστεψέ με». Ψηλός, μελαχρινός και κούκλος. Έτσι ακριβώς είχε περιγράφει τον Τρόι στις φίλες της όταν τον πρωτο-γνώρισε. Είχε ξετρελαθεί μαζί του, αλλά και με το γεγονός πως αυτός ο «μεγαλύτερος άντρας» την είχε ερωτευθεί. Μ όνο αργότερα έμαθε πως δεν είχε ερω-
τευθεί αυτήν αλλά τα λεφτά της και πολύ αργότερα πως είχε μια σαδιστική πλευρά που έφτανε στα όρια του εγκλήματος... Πήρε βαθιά ανάσα. Ο Τρόι ήταν έξω από τη ζωή της τώρα. Χάρη στα λεφτά του πατέρα της, μια ενέργεια την οποία αποδοκίμασε τότε, αλλά κατά βάθος τον ευγνωμονούσε, ειδικά από τη στιγμή που έμαθε πως ήταν έγκυος. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας του πατέρα της, ο Τρόι δε θα μπορούσε να επιστρέφει ποτέ στη ζωή της. Όμως αν υπήρχε ένα πράγμα το οποίο η Τζένι ήξερε πολύ καλά για τον πρώην άντρα της, ήταν πως ποτέ του δε θα απαρνιόταν τα λεφτά, ειδικά όταν γνώριζε πού να τα βρει. «Τζένι», της είπε η Κάρολαϊν εκνευρισμένη, «πήγαινε τώρα και κοίταξε. Πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε! Σου ορκίζομαι πως αν έχει φύγει θα πάθω κρίση υστερίας εδώ μέσα!» «Εντάξει». «Εντάξει;» Η Κάρολαϊν της έριξε ένα άγριο βλέμμα. Η Τζένι ανασήκωσε τα χέρια της ψηλά, σαν να έλεγε, «Παραιτούμαι», και κατένευσε ζωηρά. «Καλά! Καλά!» «Τότε, εμπρός». Η Κάρολαϊν κοίταξε ερευνητικά προς τα τραπέζια. Προς στιγμήν, η Τζένι έμεινε ακίνητη εισπνέοντας μ’ ευχαρίστηση το πλούσιο άρωμα σκόρδου, ντομάτας, βασιλικού και κρεμμυδιού, καθώς και το απαλό μουρμουρητό φωνών που διανθιζόταν από
κάποια σιγανά γέλια. Το φως των κεριών στα τραπέζια τρεμόπαιζε. Στα δεξιά της, μια από τις σερβιτόρες έβαλε στο ποτήρι ενός ασπρομάλλη κυρίου κόκκινο Κιάντι για να το δοκιμάσει. Βλέποντας το βλέμμα της Τζένι στυλωμένο επάνω του, ανασήκωσε το ποτήρι του και ήπιε σιωπηλά στην υγειά της κοιτάζοντάς τη με θαυμασμό. Κατευθύνθηκε προς τη θολωτή καμάρα της μικρότερης τραπεζαρίας, αλλά σταμάτησε νιώθοντας την ίδια πάλι ανησυχία. Δεν ήθελε να γνωρίσει κάποιον που πιθανόν να την παρακολουθούσε. Η όλη ιδέα την έκανε να νιώθει άβολα. Υπήρξε αντικείμενο του αντρικού θαυμασμού από την εφηβεία της. Τα γαλάζια μάτια της, οι ακατάστατες μπούκλες των κόκκινων μαλλιών της που τώρα ήταν δεμένα σφιχτά στον αυχένα, το αθλητικό σώμα της τραβούσαν πάντοτε βλέμματα θαυμασμού. Αλλά από το διαζύγιό της και μετά σπάνια φορούσε μεϊκάπ και ντυνόταν μόνο με σοβαρά κλασικά ταγέρ. Δε χρειαζόταν ψυχοθεραπευτής για να καταλάβει κανείς το λόγο: δεν ήθελε να ενδιαφερθεί κανένας άντρας γι’ αυτήν. Ποτέ ξανά. Διστάζοντας, κοίταξε μέσα στη μικρή τραπεζαρία. Οι πέτρινοι τοίχοι ήταν βαμμένοι με ένα απαλό χρώμα και η οροφή ήταν θολωτή. Βαριοί, μάλλον κακόγουστοι πολυέλαιοι κρέμονταν από ψηλά και οι κρυστάλλινοι ρόμβοι τους αντανακλούσαν το φως επάνω στα αστραφτερά σερβίτσια και τα λευκά δαμάσκο τραπεζομάντιλα. Το δωμάτιο ήταν ευχάριστα φιλόξενο, αλλά παρά τη ζεστή ατμόσφαιρά του η Τζένι ανατρίχιασε άθελά
της. Μ ια αντρική φωνή ακούστηκε από κάπου κοντά της προς τα δεξιά κάνοντάς τη ν’ αναπηδήσει ξαφνιασμένη. Μ ε μια κακή ιταλική προφορά άκουσε: «Μ αντάμ, αυτή η σαλάτα καπρέζε δεν είναι καθόλου πικάντικη, παρόλο που το μπαλσάμικο ξίδι “μιλάει” χαρούμενα στον ουρανίσκο. Προτείνω ένα διαφορετικό ελαιόλαδο, ίσως κάποιο με πιο έντονο άρωμα και... συναίσθημα». Μ ε χείλη μισάνοιχτα σ’ ένα σχεδόν αδιόρατο χαμόγελο, η Τζένι ανοιγόκλεισε τα μάτια της, ύστερα έριξε ένα σκληρό βλέμμα στον ομιλητή. Κρυμμένος πίσω από το μπορντό δερμάτινο μενού του εστιατορίου ήταν ένας μαυρομάλλης άντρας με μια πολύ οικεία φωνή τενόρου. Τεντώνοντας το ένα δάχτυλό της, τράβηξε το μενού πίσω από το οποίο κρυβόταν το όμορφο πρόσωπο του γιου της του Ρόουλι. Ώστε αυτός ήταν ο... άντρας που την κοιτούσε επίμονα! Ανακούφιση και χαρά την πλημμύρισαν. «Μ πορείς να μου πεις τι κάνεις εδώ;» ρώτησε, ξαφνιασμένη που είχε έρθει να τη δει. Ο νεαρός έφηβος, δεκαπέντε χρονών, είχε αρχίσει να γίνεται πολύ δύσκολος και απόμακρος. Εφηβεία. Τα γαλάζια μάτια του, τόσο όμοια με τα δικά της, άστραψαν γελαστά. Έμοιαζε όμως και του πατέρα του, γεγονός που μερικές φορές έκανε την καρδιά της να σφίγγεται από φόβο. Ο Τρόι υπήρξε —και σίγουρα παρέμενε— ένας αμετανόητα βίαιος
άνθρωπος. Τους ελάχιστους μήνες που είχαν ζήσει σαν αντρόγυνο, η Τζένι είχε μάθει να τον φοβάται και είχε χρειαστεί να επιστρατεύσει όλο το κουράγιο της για να τον εγκαταλείπει. Η φράση «εγώ σου το είχα πει» του πατέρα της, παρόλο που δεν ειπώθηκε έτσι ακριβώς, ήταν το τελειωτικό χτύπημα για την περηφάνια της. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Αλεν είχε κυριολεκτικά εξαγοράσει την ελευθερία της της δημιούργησε ένα αίσθημα ταπείνωσης και είχε σημαδέψει τη ζωή της για πάντα. Όμως τώρα είχαν τελειώσει όλα. Ο Τρόι ανήκε στο παρελθόν και όσο κι αν μερικές φορές αισθανόταν ενοχές για το ότι ο Ρόουλι δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του, ήξερε ότι ήταν καλύτερα έτσι. Ο γιος της δε χρειαζόταν να γνωρίσει τον Τρόι. «Απλά έκανα ένα σχόλιο για τη σαλάτα», είπε ο Ρόουλι, σαν να ήταν ειδήμων στην ιταλική κουζίνα. «Εμένα μου φάνηκε σαν να άκουγα τον Αλμπέρτο να μου κάνει παράπονα», τον πείραξε τρυφερά. Αυτή την εποχή έπρεπε να είναι προσεκτική με τον Ρόουλι. Η διάθεσή του ήταν τόσο ευμετάβλητη... τη μια τρυφερός την άλλη δηκτικός και εριστικός. Αυτήν τη στιγμή της χάρισε το πιο λαμπερό χαμόγελό του, τόσο γοητευτικό και γεμάτο ζωντάνια, που τα κορίτσια είχαν αρχίσει κυριολεκτικά να τον κυνηγούν. Δυστυχώς, αυτό το χαμόγελο της θύμιζε επίσης τον Τρόι. Τον είχε ερωτευθεί για την ομορφιά του, αδιαφορώντας για την ανωριμότητα, την κακία και τη βιαιότη-τά
του, που τελικά δεν ήταν και τόσο καλά κρυμμένα. Φυσικά, είχε παίξει μεγάλο ρόλο και η αντίθεση του πατέρα της σε αυτήν τη σχέση από την αρχή. Ένα γεγονός που την είχε ωθήσει προς το μέρος του σαν ανεμοδούρα που στροβιλίζεται στον άνεμο. «Πρώτα από όλα, η σαλάτα σου δεν είναι καπρέζε. Δεν υπάρχει ούτε σταγόνα μπαλσάμικο ξίδι ή ελαιόλαδο μέσα. Αυτό που έχεις μπροστά σου, νεαρέ, είναι μια παραδοσιακή αμερικανική πράσινη σαλάτα. Τα μόνα λαχανικά που τρως, από όσο ξέρω τουλάχιστον. Κι αν θέλεις να ξέρεις, η καπρέζε αποτελείται από φέτες ντομάτας, φρέσκο τυρί μοτσαρέλα και φρέσκα φύλλα βασιλικού. Την τελευταία φορά που σου τη σερβίρισα έβγαλες κάτι ήχους που έκαναν όχι μόνο εμένα αλλά και τον καλεσμένο μας Μ πένζαμιν ν’ αηδιάσου με». Το χαμόγελο του Ρόουλι έγινε ακόμα πιο πλατύ. «Ο Μ πένζαμιν δε νοιάζεται καθόλου». Η Τζένι έπνιξε το χαμόγελό της. Ο Μ πένζαμιν, ο Μ πένι, ήταν το μεγάλο σαν αρνί σκυλί των γειτόνων τους, με μια τόσο μεγάλη ουρά, που μέσα σε δευτερόλεπτα μπορούσε να καθαρίσει ένα ολόκληρο δωμάτιο. Η Τζένι τον έβγαζε έξω κάθε φορά που τον έβρισκε μέσα στο σπίτι, αλλά μόλις γύριζε την πλάτη της ο γιος της τον έβαζε πάλι κρυφά μέσα.
«Νόμισα πως θα έμενες στο σπίτι της Τζάνις και του Ρικ απόψε». «Είχα προπόνηση στις τρεις. Ο Ρικ ήρθε να δει την προπόνηση, αλλά μετά εγώ ήθελα να φύγω». Ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. Αυτή την περίοδο ο Ρόουλι έδειχνε ν’ αντιμετωπίζει τον Ρικ Φέργκιουσον κάπως σαν πατέρα του. Εδώ και πάρα πολύ καιρό λαχταρούσε να ήταν ο γιος κάποιου — οποιουδήποτε. Τον καταλάβαινε απόλυτα, αλλά αισθανόταν φρίκη και απέχθεια στη σκέψη ότι θα έπρεπε να μιλήσει στο γιο της για τον πραγματικό πατέρα του. Λίγους μήνες νωρίτερα, τακτοποιώντας τα πράγματα του Ρόουλι, είχε ανακαλύψει μια φωτογραφία του Τρόι ανάμεσα σε κάτι παλιές κάρτες του μπέιζμπολ. Αν και δεν την είχε ρωτήσει ποτέ για τον πατέρα του, ήταν φανερό πως τον σκεφτόταν και η Τζένι υποπτευόταν ότι δε θ’ αργούσε η ημέρα που θ’ αναγκαζόταν να του μιλήσει, να του εξηγήσει κάποια πράγματα. Συχνά αναρωτιόταν τι μπορεί να σκεφτόταν ο γιος της. Ήξερε ότι ο Τρόι δεν είχε επικοινωνήσει ποτέ μαζί του. Δύσκολη κατάσταση για ένα αγόρι που οι πατέρες των φίλων του παρακολουθούσαν τους αγώνες ποδοσφαίρου και τις άλλες αθλητικές εκδηλώσεις του σχολείου. Είχε την αίσθηση ότι τα κρυμμένα συναισθήματα του Ρόουλι σχετικά με το θέμα του πατέρα του δε θ’ αργούσαν να ξεσπάσουν. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κάνει
εκείνη. «Είπα στην Τζάνις ότι με χρειαζόσουν στο εστιατόριο», της εξήγησε ο Ρόουλι. «Και ο Αλμπέρτο μου είπε ότι μπορούσα να παραγγείλω ό,τι θέλω». «Το περίμενα από τον Αλμπέρτο», μουρμούρισε η Τζένι. «Θα περάσει να σε πάρει η Τζάνις;» «Μ πορώ να πάω με τα πόδια». Η Τζένι κόντεψε να πνιγεί από το σοκ. Το διαμέρισμά τους ήταν μίλια μακριά και ο δρόμος που οδηγούσε στη γειτονιά τους δεν ήταν και ο πιο ακίνδυνος για ένα παιδί, ειδικά τη νύχτα. Αλλά ο Ρόουλι δεν ήθελε να του φέρονται σαν να ήταν μωρό. Είχε μπει στην εφηβεία και έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική μαζί του. Μ ια λάθος λέξη από μέρους της θα κατέληγε να τους πληγώσει και τους δύο. Μ έχρι τώρα ο Ρόουλι δεν είχε φέρει πολλές αντιρρήσεις για τη μετακόμισή τους στη Σάντα Φε. Αν κατάφερνε να τον κρατήσει ήρεμο και ικανοποιημένο για ένα διάστημα, όλα θα κατέληγαν καλά. «Θα προτιμούσα να πας με αυτοκίνητο. Είναι ασφαλέστερο», είπε, σηκώνοντας το χέρι της για να προλάβει τις διαμαρτυρίες του. «Μ α δεν πρόκειται να πάθω τίποτα».
«Το ξέρω...» «Δε θα πάθω τίποτα. Δε μ’ εμπιστεύεσαι καθόλου». «Το πρόβλημα δεν είσαι εσύ», του εξήγησε κουρασμένα. «Οι άλλοι είναι! Για όνομα του Θεού, ξέρεις πώς οδηγούν στο Τέξας! Δε θα ησύχαζα λεπτό στη σκέψη. Εγώ έχω το πρόβλημα, όχι εσύ». Ο Ρόουλι σήκωσε τα μάτια του στο ταβάνι ενοχλημένος. «Δεν είμαι πέντε χρονών». «Το ξέρω». Κοίταξε γύρω της, νιώθοντας άβολα με τον καβγά τους. «Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά. Αν δεν μπορεί να έρθει η Τζάνις να σε πάρει, θα σε πάω εγώ». Ο Ρόουλι κρύφτηκε πάλι πίσω από το μενού οργισμένος. Η Τζένι αναστέναξε μέσα της. Διάφορες μητέρες την είχαν προειδοποιήσει για τα προβλήματα της εφηβείας, αλλά μέσα στη μακαριότητά της πίστευε πως ο Ρόουλι, του οποίου οι καλοί τρόποι έκαναν εντύπωση σε όλους και προκαλούσαν τη ζήλια των άλλων μητέρων, δε θα ενέδιδε στη βαριά ασθένεια της... εφηβίτίδας. Κι όμως συνέβη, και η ίδια είχε μείνει εμβρόντητη από την αλλαγή του. Επιστρέφοντας στο γραφείο της, τηλεφώνησε στην Τζάνις, τη γειτόνισσα και φίλη της. Η Τζάνις και ο Ρικ ζούσαν σ’ ένα άνετο διώροφο σπίτι σχεδόν δίπλα
στο ισόγειο διαμέρισμα όπου έμεναν η Τζένι και ο Ρόουλι. Ο Μ πένι ήταν δικός τους γι’ αυτό και η Τζένι τον ανεχόταν, οπότε ο σκύλος διάβαινε το κατώφλι των Χόλογουεϊ πιο συχνά από ό,τι το δικό τους. «Ναι;» Η φωνή της Τζάνις ακούστηκε βιαστική στο ακουστικό, ενώ πίσω της ακούγονταν φωνές και ουρλιαχτά. «Πήρα σε ακατάλληλη στιγμή;» ρώτησε η Τζένι. «Α, γεια σου, Τζένι», είπε η άλλη γυναίκα αναγνωρίζοντας τη φωνή της φίλης της. «Είναι τα δίδυμα. Αδύνατο να παίξουν μαζί, ακόμα κι ένα επιτραπέζιο. Η Μ πέκι έκλεψε και ο Τόμι της πέταξε τα ζάρια και τα πιόνια στο πρόσωπο». «Κατάλαβα». Τα δίδυμα ήταν εφτά χρονών και σύμφωνα με τα λεγάμενα των γονέων τους περνούσαν μια δύσκολη φάση. Έκαναν όλα εκείνα για τα οποία η ίδια έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό της που ο Ρόουλι δεν τα είχε κάνει ποτέ. Κοίτα όμως πώς αλλάζουν τα πράγματα... «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε η Τζάνις ξαφνικά. «Δεν είσαι στη δουλειά;» «Ναι, και ο Ρόουλι είναι εδώ. Απλώς ήθελα να μάθω τι γίνεται». «Είπε ότι δε θα σε πείραζε να έρθει εκεί». Κάπου στο βάθος ακούστηκε ένα ουρλιαχτό της Μ πέκι. «Τζένι; Μ πορείς να με
πάρεις αργότερα; Πρέπει να βάλω μια τάξη εδώ πέρα. Μ ετά θα μπορώ να μιλήσω». «Δεν πειράζει. Όλα είναι εντάξει. Θα τα πούμε αργότερα. Σ' ευχαριστώ που πρόσεχες τον Ρόουλι». Πήρε βαθιά ανάσα και έκλεισε το τηλέφωνο Δεν ήταν πια τόσο εύκολο να ζητάει τη βοήθεια των Φέργκιουσον. Τα δίδυμα γίνονταν κάθε ημέρα και πιο δύσκολα, όσο για τον μεγαλύτερο γιο τους τον Μ πρά-ντον, συνομήλικο και φίλο του Ρόουλι, ε, δεν ήταν και αγγελούδι. Κάποτε μπορούσε να στηρίζεται σ’ αυτούς, όμως τώρα... Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Ο Ρόουλι ήταν πια μεγάλος για να παίρνει μπέιμπι σί-τερ και υπερβολικά ξεροκέφαλος για να τον αφήνει μόνο του στο σπίτι. Και... στη Σάντα Φε τι θα κάνεις; «Μ ια καινούρια αρχή», είπε φωναχτά, λες και την είχε ρωτήσει κάποιος. Ίσως οι διακοπές που θα έκαναν μαζί σε λίγες ημέρες εξομάλυναν την κατάσταση. Κάποιοι φίλοι τής είχαν προτείνει να πάνε με τον Ρόουλι στο Που-έρτο Βαγιάρτα όπου είχαν νοικιάσει μια βίλα για οχτώ ημέρες. Μ ια απίστευτης ομορφιάς βίλα στην πλαγιά ενός λόφου* η μοναδική πρόσβαση ως εκεί ήταν ένας ελικοειδής πέτρινος δρόμος. Η βίλα είχε προσωπικό: μάγειρα, καμαριέρες, κηπουρό. Διέθετε οχτώ υπνοδωμάτια με αντίστοιχα μπάνια, μια πισίνα σε οβάλ σχήμα, μια συναρπαστική θέα και ένα νοικιασμένο
τζιπ για την εβδομάδα. Αυτό χρειάζονταν. Οι διακοπές ήταν η κατάλληλη περίοδος για την επανασύνδεση μιας οικογένειας, για διασκέδαση και, γιατί όχι, για τη λύση των όποιων παρεξηγήσεων. Επιστρέφοντας στη μικρή τραπεζαρία, βρήκε το γιο της κυριολεκτικά πεσμένο μέσα σε ένα πιάτο με ραβιόλια και ιταλικά λουκάνικα. Την κοίταξε λοξά. «Τηλεφώνησα στην Τζάνις, αλλά έκανε το διαιτητή στα δίδυμα». Ο Ρόουλι κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση, γεγονός που της έδωσε το κουράγιο να συνεχίσει. «Θα σε πάω εγώ στο σπίτι. Είμαι σχεδόν έτοιμη να φύγω». Δεν της άρεσε που έλεγε ψέματα, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. «Μ πορώ να περπατήσω. Έχω και τα δυο μου πόδια, ξέρεις». «Ας μην το συζητήσουμε άλλο». «Πότε θα μ’ αφήσεις να είμαι ο εαυτός μου;» Της ήρθε να γελάσει δυνατά. «Γιατί, πότε δε σ’ άφησα να είσαι ο εαυτός σου;» «Τώρα!»
«Μ ίλα πιο σιγά», του είπε ευγενικά αλλά αποφασιστικά. «Ο Αλμπέρτο σου έκανε το τραπέζι επειδή σε συμπαθεί. Σε παρακαλώ να φέρεσαι καλύτερα στο εστιατόριο». «Φέρομαι σύμφωνα με το χαρακτήρα μου. Εξάλλου, ο Ρωμαίος σου είπε πως δε θέλει να με δει να πεθαίνω από ασιτία. Αυτός ήταν που επέμεινε να παραγγείλω δύο λουκάνικα». Ρωμαίος ήταν το παρατσούκλι που χρησιμοποιούσε ο Ρόουλι για τον Αλμπέρτο. Τον είχε δει να ασκεί την ιταλική γοητεία του στις γυναίκες που έρχονταν στο εστιατόριο μόνες τους. Το αδιάκριτο φλερτ του διασκέδαζε τον Ρόουλι αφάνταστα, παρόλο που η Τζένι και όλες οι πελάτισσες ήξεραν πως ήταν τελείως ανώδυνο. «Σε συμπαθεί», είπε στο γιο της. Ο Ρόουλι χαμογέλασε πλατιά. «Το ξέρω». «Πρέπει να σταματήσεις να εκμεταλλεύεσαι την καλή του καρδιά. Μ ιλάω σοβαρά». Αυτήν τη φορά ο Ρόουλι δε διαφώνησε μαζί της. Η Τζένι είχε ακόμα κάποια μικρή ελπίδα πως η πρόσφατη εριστική συμπεριφορά του γιου της ήταν απλά μια μεταβατική φάση. To καταλάβαινε και ο ίδιος πότε γινόταν απαίσιος — αν και μερικές φορές έπρεπε να του το πουν, όπως τώρα.
Κοίταξε επάνω από τον ώμο της. Υπήρχαν ακόμα τόσα πολλά να κάνει. Μ πορούσε πραγματικά να φύγει; Ίσως. Αρκεί να κατάφερνε να εξοικονομήσει μερικές ώρες αύριο και να έρθει ν’ αποτελειώσει τη δουλειά της. Αύριο ήταν Κυριακή. Η ημέρα των γενεθλίων της... «Μ πορούμε να φύγουμε μόλις τελειώσεις», είπε αποφασιστικά στο γιο της. Ο Ρόουλι κατένευσε αμίλητος. Τον κοίταξε για μια στιγμή με θαυμασμό να γεμίζει το στόμα του με το μισό λουκάνικο χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Επι-στρέφοντας στην κουζίνα, ένιωσε πάλι εκείνη την ανησυχία να τη διαπερνάει και αναρωτήθηκε τι στο καλό μπορεί να της συνέβαινε. Ποτέ άλλοτε δεν της είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Βλέποντας τον Αλμπέρτο, πήγε κοντά του και του είπε σε απολογητικό τόνο: «Πρέπει να φύγω. Ο γιος μου χρειάζεται να τον πάει κάποιος στο σπίτι και νομίζω ότι θα έπρεπε να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί». Κούνησε το δάχτυλό της δήθεν απειλητικά μπροστά στο πρόσωπό του. «Όσο για εσένα, δε θα έπρεπε να τον αφήνεις να σε κάνει ό,τι θέλει. Σ’ έχει τυλίξει στο μικρό του δαχτυλάκι». «Είναι σαν εγγονός μου. Ό,τι έχω είναι και δικό του». Η πειραχτική λάμψη στα μαύρα μάτια του τον πρόδωσε δε μετάνιωνε καθόλου για την αδυναμία του στο αγόρι. «Χμ». Η Τζένι τον κοίταξε μ’ ένα δήθεν άγριο βλέμμα.
«Χρειάζεται φαγητό. Για να γίνει δυνατό παιδί». Ο Αλμπέρτο ανασήκωσε το πιγούνι του και φούσκωσε τους μυς των μπράτσων του. «Να γίνει άντρας και να φροντίσει τη μαμά του». «Ναι, καλά», μουρμούρισε η Τζένι. Ο Αλμπέρτο γέλασε δυνατά και η Τζένι κούνησε το κεφάλι της. Ήταν ανώφελο να μιλάει μαζί του. Αυτός και ο Ρόουλι είχαν μια σιωπηρή συμφωνία —συμφωνία μεταξύ ανδρών— και δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κάνει η ίδια για να την αλλάξει. Πέντε λεπτά αργότερα, έχοντας τα χαρτιά της στο χέρι, η Τζένι βγήκε από το γραφείο της και στάθηκε για μια στιγμή στη μέση της κουζίνας, την καρδιά του εστιατορίου. Πιάτα με αχνιστά καλαμαράκια, με σκαλοπίνι βουτηγμένα σε βούτυρο και σκόρδο και με πικάντικα όσο μπονκο περνούσαν σαν αστραπή δίπλα της. Αγαπούσε όλα τα υπέροχα αρώματα που έκαναν τα σάλια να τρέχων, καθώς και τις βακχικές ονομασίες των διαφόρων εδεσμάτων. Ήταν σαν ένα είδος οπτικής και ηχητικής έκστασης. Σύντομα, πολύ σύντομα, θ’ ασχολιόταν με το δικό της εστιατόριο, το Τζενίβας. Είχε τη δική της καταπληκτική σεφ, που την περίμενε έτοιμη ν’ αναλάβει τα καθήκοντά της αμέσως μόλις τελείωνε η ανακαίνιση του χώρου. Η Γκλόρια ήταν ένας από τους κύριους λόγους που η Τζένι είχε επιλέξει τη Σάντα Φε. Μ ισή Ινδιάνα και μισή Μ εξικάνα, μια μάγισσα της κουζίνας με γνήσιο ταμπεραμέντο σεφ, η Γκλόρια είχε γεννηθεί και μεγαλώσει
στην περιοχή της Σάντα Φε. Όμοια με τον Αλμπέρτο, ήταν άτομο απαιτητικό, αλλά η τελειομανία της μετουσιωνόταν σε μια πανδαισία εύγεστων εδεσμάτοτν. Είχε εργαστεί κάποτε με τον πατέρα της Τζένι, ο οποίος είχε προσπαθήσει να της επιβάλει τα στάνταρ των Ράντσο ντελ Σολ, και αυτή όπως αποδείχτηκε ήταν η τέλεια συνταγή για καταστροφή. Σπίθες ξεπήδησαν από τη σύγκρουση. Σπίθες; Όχι. Μ άλλον κάτι σαν έκρηξη ηφαιστείου. Αρχικά η Γκλόρια είχε αρνηθεί κατηγορηματικά να εργαστεί για έναν από τους Χόλογουεϊ. Όταν η Τζένι της εξήγησε τη σχέση της με τον πατέρα της, η γυναίκα υπέγραψε αμέσως, έτοιμη να μπει στο μάτι του άντρα που θεωρούσε «ηλίθιο στα θέματα του φαγητού». Η Τζένι ήταν κατενθουσιασμένη που είχε κάποιον με τόσο έντονη προσωπικότητα και ταλέντο στο πλευρό της. Χαμογέλασε και πάλι στον εαυτό της. Αυτή και η Γκλόρια θα πνίγονταν στη δουλειά τις επόμενες εβδομάδες, αλλά τώρα την περίμενε το Πουέρτο Βα-γιάρτα. Ήταν αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει αυτό το ταξίδι και σαν μια γαστρονομική εξερεύνηση. Αν υπήρχε εκεί πέρα με δυνατό άρωμα και όμορφη όψη, θα έπειθε την Γκλόρια να το δοκιμάσει. Τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει. Ο Αλμπέρτο στεκόταν επάνω από τον σεφ που είχε προσβάλει νωρίτερα. Ο νεαρός ήταν έτοιμος να εκρα-γεί. Αλλά για μια φορά ο Αλμπέρτο κράτησε το στόμα του κλειστό. Όποια κι αν ήταν η
διαφορά τους, προτιμούσε να την κρατήσει καλά κρυμμένη τώρα που όλες οι κατσαρόλες και τα τηγάνια κόχλαζαν επάνω στη φωτιά. «Όποτε θέλεις να σου πλύνει μερικά πιάτα για το δωρεάν γεύμα του ο έξτρα πελάτης που μας ήρθε, σε παρακαλώ μη διστάσεις να τον στήσεις μπροστά στο νεροχύτη», είπε η Τζένι στον Αλμπέρτο. «Α, Μπάλα, τι κακιά που είσαι!» Ο Αλμπέρτο άνοιξε τα χέρια του σε έκταση κάνοντας μερικά βήματα πιο πέρα από τον σεφ και η ειρήνη επανήλθε στην κουζίνα — τουλάχιστον προς το παρόν. «Είναι τόσο αδύνατος. Χρειάζεται τα ζυμαρικά μου για να κάνει γερούς μυς». «Γιατί χτυπάς χαϊδευτικά το στομάχι σου κάθε φορά που το λες αυτό;» σχολίασε η Τζένι. «Μ μ, αστείο, πολύ αστείο». Γελώντας σιγανά, της έκανε νόημα να φύγει. Η Τζένι έκλεισε την πόρτα του γραφείου της και την κλείδωσε. Επιτέλους, ώρα για το σπίτι... Η Κάρολαϊν ήταν στην κεντρική τραπεζαρία. Μ όλις την είδε, την άρπαξε από το μπράτσο και την τράβηξε κοντά της. «Τον είδες;» Η Τζένι χαμογέλασε στη φίλη της. «Ναι, τον είδα και είναι πολύ όμορφος. Λίγο νέος ίσως, αλλά τι σημασία έχουν είκοσι τόσα
χρόνια διαφοράς;» Η Κάρολαϊν την κοίταξε σαστισμένη. «Τι είναι αυτά που λες;» «Ο Ρόουλι. Τον βρήκα. Και θα του τα ψάλω, άσχετα αν δεν το πιστεύει ο ίδιος. Δεν μπορεί να έρχεται και να περιμένει να τον ταΐσουν επειδή τυχαίνει να δουλεύω εδώ. Ξέρει πολύ καλά πώς λειτουργεί το σύστημα». «Ο Ρόουλι;» «Ναι, ο Ρόουλι...» Η φωνή της Τζένι έσβησε. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο γιος της δεν καθόταν στο τραπέζι δεκατέσσερα αλλά στο έντεκα. «Όχι, που να πάρει, δεν εννοούσα αυτόν», δήλωσε η Κάρολαϊν. «Πήγαινε να κοιτάξεις πάλι! 7σως να είναι ακόμα εκεί. Θέλω να τον δεις. Δηλαδή, ο τρόπος που σε κοίταξε όταν μπήκε μέσα... Χριστούλη μου. Έπειτα, όταν ξ αναπέρασες, εγώ έπαιρνα την παραγγελία του... Δεν κατάλαβε ότι τον είδα, αλλά τα μάτια του ήταν καρφωμένα επάνω σου σαν να σε μελετούσε, ή κάτι τέτοιο». «Ε;» Η Κάρολαϊν κατένευσε. «Ήταν σαν να κρατούσε σημειώσεις στο μυαλό του. Μ ου κάνει εντύπωση που δεν το αισθάνθηκες».
«Κάρολαϊν, με κάνεις ν’ ανατριχιάζω». «Εμένα δε θα με πείραζε καθόλου να με κοιτάζει κάποιος μ’ αυτό τον τρόπο». «Ναι, αλλά εσύ δεν είσαι εγώ». «Κοίτα, ο τύπος είναι πολύ σέξι. Αυτό σου λέω μόνο. Πήγαινε να δεις. Τραπέζι δεκατέσσερα...» Νιώθοντας μεγάλη ταραχή, η Τζένι πλησίασε αργά στην πέτρινη καμάρα για μια τελευταία φορά. Το βλέμμα της πέρασε επάνω από το τραπέζι του Ρόουλι στο διπλανό, που τώρα ήταν άδειο. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει ακανόνιστα. Η ανάσα της έβγαινε με δυσκολία. Τίποτα. Κανένας λόγος να είναι τόσο νευρική. «Έλα», είπε στο γιο της, περιφέροντας το βλέμμα της στις σκοτεινές γωνίες της αίθουσας, για να μην έχει καμιά αμφιβολία. «Πάμε στο σπίτι». * Έξω από το εστιατόριο, ένα λεπτό κίτρινο φεγγάρι υψωνόταν επάνω από το δάσος με εμπορικά κτίρια, καλώδια και πάρκινγκ — μερικά από τα άσχημα στοιχεία της ζωής στις μεγαλουπόλεις. Ο Χάντερ περίμενε μέσα στο τζιπ του. Ήταν κουρασμένος. Είχε οδηγήσει από τη Σάντα Φε ως το Χιούστον χωρίς να σταματήσει πουθενά, και είχε κοιμηθεί ελάχιστα, κυρίως επειδή ήταν
υποχρεωμένος να ξαπλώσει στο σκληρό κρεβάτι ενός μοτέλ κοιτάζοντας το ταβάνι. Αλλά η κούρασή του δεν οφειλόταν μόνο στην έλλειψη ύπνου ήταν η φυσική συνέπεια ατέλειωτων ωρών αϋπνίας και χαμένων ελπίδων. Τα τελευταία έξι χρόνια στη Σάντα Φε είχε καταφέρει να την καταπολεμήσει κάπως, από τη στιγμή όμως που ο Τζό-ζεφ Γουέσβερ ανέφερε το όνομα του Τρόι Ράσελ είχαν επιστρέφει όλα πιο έντονα, πιο εκδικητικά. Φυσικά, κάπου μέσα του ήθελε πάντοτε να πιάσει τον Ράσελ, μια ελπίδα που αρνιόταν να πεθάνει, ανεξάρτητα από το πόσες φορές είχε υπενθυμίσει στον εαυτό του τη σκληρή πραγματικότητα των αδιάσειστων αποδείξεων. Ο Τρόι Ράσελ είχε σκοτώσει τη Μ ισέλ Κάλγκαρι, δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Μ πορεί να μην είχε κολλήσει το όπλο στον κρόταφό της και να μην είχε τραβήξει τη σκανδάλη, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Το ότι η Μ ισέλ είχε πηδήξει από την ταράτσα του πενταώροφου κτιρίου όπου βρισκόταν το διαμέρισμά της δε σήμαινε τίποτα για τον Χάντερ. Ήξερε ότι ο Ράσελ ήταν υπεύθυνος — και ο Χάντερ είχε χάσει τη δουλειά του στην αστυνομική διεύθυνση του Λος Άντζελες εξαιτίας αυτής της βεβαιότητας. Δεν είχε κατορθώσει να πείσει κανέναν ότι η Μ ισέλ, που φοβόταν τα ύψη όσο και κάθε άλλος φυσιολογικός άνθρωπος, δε θα επέλεγε αυτό τον τρόπο για να τερματίσει τη ζωή της. Ο Τρόι Ράσελ την είχε σπρώξει από εκείνο το κτίριο αφού την είχε κακοποιήσει
ψυχικά και σωματικά για αρκετά χρόνια. Αυτή ήταν η θεωρία του Χάντερ. Αλλά το ότι επρόκειτο να τον αφήσει, ότι είχε καταρρεύσει πια και είχε πει στον αδερφό της πως ήταν έτοιμη να καταθέσει επίσημα εναντίον του, πως θα έκανε τα πάντα για να τον κλείσει πίσω από τα σίδερα, δεν ήταν αρκετό για να αποδείξει ότι ο Ράσελ ήταν μαζί της στην ταράτσα εκείνη την ημέρα. Όμως ο Χάντερ ήξερε... Τώρα, έκλεισε τα μάτια του και ένιωσε αυτή την οικεία αίσθηση ανίας να τον κυριεύει. Τον είχε εγκαταλείψει για μερικά χρόνια, αλλά ήταν φανερό πως είχε επανέλθει. Ένιωθε άδειος. Ξοφλημένος. Χωρίς πάθος για οτιδήποτε. Είχε ξαναφορτώσει λίγο τις μπαταρίες του στη Σάντα Φε, αλλά στην ουσία όλα ήταν νεκρά μέσα του. Όμως είχε υποσχεθεί να προσέχει την κόρη του Αλεν Χόλογουεϊ. Να γίνει ο σωματοφύλακάς της. Να τη σώσει από τον Τρόι Ράσελ. Τον πρώην σύζυγό της. Αυτό, τουλάχιστον, του έδινε κάποιο σκοπό. Αναστενάζοντας, σκέφτηκε ξανά τη συνάντησή του με τον Γουέσβερ και με τον Χόλογουεϊ αργότερα. Είχε μάθει αρκετά γι’ αυτόν και για την κόρη του, καθώς και για τη σχέση τους με τον άντρα που ο Χάντερ ήθελε να φέρει ενώπιον της δικαιοσύνης όσο
τίποτ’ άλλο. Έτσι δέχτηκε να γίνει ο σωματοφύλακας της Τζένι, δέχτηκε και τον όρο να γίνουν όλα με απόλυτη μυστικότητα, γιατί η κόρη του Χόλογουεϊ αγνοούσε το σχέδιο του πατέρα της και τον κίνδυνο που καραδοκούσε κρυμμένος στο σκοτάδι. «Δε θα της άρεσε η ανάμειξή μου», του είπε ο Αλεν Χόλογουεϊ. «Έτσι και αναφέρεις το όνομά μου δε θα καταφέρεις να την πλησιάσεις ποτέ. Όμως πρέπει να είσαι κοντά της. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, εξαιτίας του Ράσελ. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένας αιμοδιψής παρανοϊκός που αυτή την περίοδο θέλει την κόρη μου περισσότερο από τα λεφτά μου». «Έτσι σας είπε;» ρώτησε ο Χάντερ. «Όχι είπε ότι θέλει κι άλλα λεφτά. Πολύ περισσότερα. Κι αν ήταν μόνο αυτό, θα του τα έδινα ευχαρίστως. Δε μ’ ενδιαφέρουν τα λεφτά. Όμως δεν είναι αυτό το μόνο που θέλει. Ίσως έχει μάθει για το αγόρι. Δεν είμαι σίγουρος. Η Τζένι ζει πολύ διακριτικά εδώ και πάρα μα πάρα πολύ καιρό. Αλλά ο Τρόι είχε φύγει από το Τέξας μετά το διαζύγιο και τώρα επέστρεψε. Μ ου τηλεφώνησε από το ξενοδοχείο Γουόρ-γουικ, το οποίο δεν είναι καθόλου φτηνό. Ζει τη μεγάλη ζωή. Είναι απαραίτητο για να μπορεί να “ψωνίζει” γυναίκες». Τα λόγια του Χόλογουεϊ καρφώθηκαν σαν βελόνες στην καρδιά του Χάντερ. Η Μ ισέλ είχε εντυπωσια-σθεί από την ομορφιά του Ράσελ, τη γοητεία του και, φυσικά, τα πάρα πολλά λεφτά του. Τα
λεφτά του Χόλογουεϊ. «Θέλω να είναι ασφαλής. Θα φύγει αεροπορικώς για το Πουέρτο Βαγιάρτα σε μια εβδομάδα περίπου. Ορίστε...» Πέταξε ένα αεροπορικό εισιτήριο προς το μέρος του Χάντερ. «Να είσαι κοντά της. Προτιμώ να πληρώσω εσένα παρά τον Ράσελ», είπε με έμφαση. Και τώρα βρισκόταν εδώ. Για να την παρακολουθήσει καθώς θα έφευγε. Ερχόταν εδώ κάθε βράδυ από την ημέρα της συνάντησής του με τον πατέρα της. Δεν το έκανε για τα λεφτά. Για τη Μ ισέλ και για τον εαυτό του και, ναι, για να προστατεύσει την Τζένι. Μ ε το πέρασμα των ημερών, περιμένοντας έξω από το διαμέρισμά της ώρες αφότου έσβηνε και το τελευταίο φως, είχε ποτιστεί με τη ζωή της νέας γυναίκας. Κάτι που είχε ξεκινήσει σαν δουλειά είχε εξελιχθεί σ’ εμμονή. Αλλά αυτό που ένιωθε πάνω από όλα ήταν κάτι σαν ανακούφιση. Παράλογο αν το καλοσκεφτόταν κανείς, αλλά ήταν ευχαριστημένος που είχε κάτι για να επικεντρώσει την προσοχή του. Ένα σκοπό. Το να εγκαταλείπει τη δουλειά του στην Αστυνομία της Σάντα Φε για να σκοτώνει το χρόνο του στο γεμάτο σκόνη μικρό ράντσο του τώρα του φαινόταν σαν ηττοπάθεια, αλλά τότε ήταν ανίκανος να κάνει οτιδήποτε άλλο. Οι φωνές τον απέσπασαν από τις σκέψεις του. Μ ια γυναίκα έβγαινε από την πίσω πόρτα του εστιατορίου έχοντας μαζί της
έναν ατημέλητο νεαρό έφηβο. Την αναγνώρισε αμέσως. Ήταν η Τζενίβα Χόλογουεϊ Ρά-σελ, αν και είχε εγκαταλείψει το επώνυμο του άντρα της πριν ακόμα επισημοποιηθεί το διαζύγιο. Το αγόρι ήταν ο γιος της, ο Ρόουλι Χόλογουεϊ. Ούτε το αγόρι έφερε το επώνυμο Ράσελ. Καλό αυτό, σκέφτηκε ο Χάντερ. Τους είδε να κατευθύνονται προς ένα μπλε Βόλβο. Γυρίζοντας το κλειδί στη μηχανή, περίμενε ν’ απομακρυνθεί εκείνη για να την πάρει από πίσω. Όταν η Χόλογουεϊ έστριψε για να μπει στο πάρκινγκ του κτιρίου όπου ζούσε, αυτός συνέχισε, έκανε το γύρο του τετραγώνου και επέστρεψε. Εκείνη τη στιγμή άναψε το φως στο υπνοδωμάτιό της. Παρκάρισε στην άκρη του δρόμου απέναντι από το σπίτι της και έσβησε τη μηχανή. Το κτίριο όπου έμενε η Χόλογουεϊ ήταν διώροφο. Μ ια πτώση από την ταράτσα μάλλον δε θα ήταν μοιραία, σκέφτηκε σκυθρωπός. Ένα αυτοκίνητο πέρασε αργά δίπλα του, συνέχισε με την ίδια ταχύτητα για ενάμισι τετράγωνο και αυξάνοντας ταχύτητα εξαφανίστηκε. Παρ’ ότι δεν ξα-ναγύρισε, ο Χάντερ σημείωσε τον αριθμό του, καλού κακού. Ίσως να μην ήταν ο μόνος που την παρακολουθούσε απόψε. Κάποια στιγμή το φως του υπνοδωματίου της έσβησε. Τότε ο Χάντερ κάθισε πιο αναπαυτικά στο κάθισμά του και μισόκλεισε τα μάτια του. Οι ώρες περνούσαν αργά και όλα ήταν ήσυχα. Οταν
άρχισε να ξημερώνει, έβαλε μπρος τη μηχανή του τζιπ και έφυγε για το κρύο δωμάτιο του μοτέλ όπου έμενε, στην άκρη της πόλης, στο σημείο όπου συναντιόνταν οι μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι που έφταναν στο κέντρο του Χιούστον. Μ παίνοντας στο δωμάτιό του στάθηκε στο κέντρο του και ανέπνευσε την ταγκή μυρωδιά της μούχλας. Προς στιγμήν ένιωσε νοσταλγία για το σπίτι του- θα ήθελε να βρισκόταν τώρα παρ’ ότι ήξερε ότι θα ένιωθε πολύ μόνος. Θα ήταν καλύτερα αν είχα ένα σκύλο. Ο Χάντερ ξαφνιάστηκε που μια τέτοια σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Ανάβοντας το φως του μικρού γραφείου κοίταξε τα ταξιδιωτικά έντυπα με το όνομά του επάνω. Ένα φυλλάδιο με έντονο κόκκινο χρώμα από το ξενοδοχείο Ρόζα ήταν δίπλα στο αεροπορικό του εισιτήριο. «Είναι κυριολεκτικά επάνω στη θάλασσα», του είχε πει ο Χόλογουεϊ. «Σπουδαίο υπαίθριο εστιατόριό και μπαρ. Καλαμένια σκεπή. Φημίζεται για την αυθεντική μεξικάνικη κουζίνα του Η Τζένι σίγουρα θα θέλει να δοκιμάσει το φαγητό τους. Της έχει μπει η ιδέα ότι ξέρει από εστιατόρια και έμαθα πως αγόρασε και ανακαινίζει ένα στη Σάντα Φε. Μ είνε στο ξενοδοχείο και θα τη συναντήσεις. Όλοι εκεί
πάνε». «Είπες στη Σάντα Φε;» ρώτησε ελαφρά ενοχλημένος ο Χάντερ. «Ναι, θα είστε σχεδόν γείτονες», αποκρίθηκε ο Άλεν με μια έκφραση δυσαρέσκειας στο πρόσωπο. «Ετοιμάζεται ν’ ανοίξει ένα εστιατόριο σ’ ένα από εκείνα τα δήθεν καλλιτεχνικά δρομάκια με τις γκαλε-ρί και τα παρόμοια. Το Τζενίβας. Του έδωσε το όνομα της γιαγιάς της. Ναι, ξέρω περισσότερα γι’ αυτήν απ’ όσα νομίζει η ίδια, αλλά θέλω εσύ να μάθεις ακόμα περισσότερα». Ο Χάντερ κοίταξε το διαφημιστικό φυλλάδιο και το αεροπορικό εισιτήριο. Υποψιαζόταν ότι ο Χόλο-γουεϊ δεν ήταν ειλικρινής απέναντι του, κάτι που κανονικά θα έπρεπε τον είχε ενοχλήσει. Αλλά ο Άλεν ήθελε να σταματήσει τον Τρόι Ράσελ. Και δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο που να θέλει περισσότερο ο Χάντερ.
κεφάλαιο 2 Τόσα πράγματα που έπρεπε να γίνουν... Η Τζένι διέγραψε ένα από τη λίστα και αναστέναξε διαβάζοντας τα υπόλοιπα είκοσι που της είχαν απομείνει. Έφευγε για το Πουέρτο Βαγιάρτα σε μια εβδομάδα και ένιωθε ήδη εξουθενωμένη. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε από τα ηχεία στο δωμάτιο του Ρόουλι· ήταν τόσο δυνατός, που τράνταξε το διαμέρισμα
αρκετά για να καταγραφεί στην κλίμακα Ρίχτερ. Προχώρησε αποφασιστικά στο διάδρομο, στάθηκε έξω από την πόρτα του και τη χτύπησε δυνατά. «Ρόουλι! Ρόουλι!» Αποκλείεται να την άκουσε με τόσο θόρυβο. Θα χρειαζόταν την ετοιμότητα ενός κυνηγημένου ζώου για να ξεχωρίσει οτιδήποτε έξω από αυτό τον απαίσιο θόρυβο. Χτύπησε πάλι δυνατά, αυτήν τη φορά με την παλάμη της, ώσπου το χέρι της πόνεσε· τελικά άνοιξε την πόρτα μια χαραμάδα. «Έι», φώναξε ο Ρόουλι θιγμένος. «Κγώ δε δικαιούμαι να έχω ιδιωτική ζωή;» «Όχι όταν η μουσική σου μπορεί να τινάξει το μισό Χιούστον στον αέρα». Το επαναστάτημένο βλέμμα του την ακολούθησε καθώς πήγαινε προς το στερεοφωνικό και χαμήλωνε την ένταση. «Υπάρχουν ορισμένοι κανόνες. Δεν τους έφτιαξα εγώ. Απλά είμαι υποχρεωμένη να τους ακολουθώ επειδή ήταν στους όρους του συμβολαίου που υπέγραφα για την ενοικίαση του διαμερίσματος. Δε θα μου άρεσε καθόλου να με πετάξουν έξω με τις κλοτσιές δύο εβδομάδες πριν από την οριστική μετακόμισή μας στο τέλος του μήνα». Η απάντηση ήρθε από τον Μ πένι, που άρχισε να γαβγίζει από την άλλη πλευρά του κρεβατιού του Ρόουλι. Τινάχτηκε στην άλλη άκρη του δωματίου και όρμησε επάνω της λερώνοντας την τζιν φούστα της με τις βρόμικες πατούσες του.
Νεύριασε, αλλά προσπάθησε να συγκρατηθεί. Αρπάζοντας τον Μ πένι από το κολάρο, τον έσυρε σχεδόν προς την πόρτα, από εκεί στο διάδρομο και μετά στα σκαλιά της εξώπορτας. Ο σκύλος γύρισε και δοκίμασε να περάσει ξυστά δίπλα από τα πόδια της για να μπει πάλι μέσα στο σπίτι, αλλά η Τζένι στάθηκε αποφασιστικά μπροστά του και του μπλοκάρισε την είσοδο. «Για όνομα του Θεού, πήγαινε σπίτι σου!» του είπε απελπισμένη. Μ ερικά λεπτά αργότερα έκλεισε την εξώπορτα δυνατά και επέστρεψε στο δωμάτιο του Ρόουλι. Η ένταση του ήχου είχε δυναμώσει ελαφρά, όχι όμως σε σημείο που να κινδυνεύει να βρεθεί με σπασμένο το τύμπανο. «Υπάρχουν λασπωμένες πατημασιές σε όλο το χαλί. Σε παρακαλώ να τις καθαρίσεις», είπε σε τόνο που προειδοποιούσε ότι θα ακολουθούσαν και άλλες κυρώσεις αν ο γιος της αγνοούσε την απαίτησή της, που στο κάτω της γραφής ήταν απόλυτα λογική. Κλείνοντας την πόρτα του δωματίου του απαλά πίσω της, η Τζένι πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τον αέρα να βγει αργά. Σπουδαία γενέθλια, σκέφτηκε. Θυμήθηκε την κληρονομιά της που θα μεταφερόταν στο λογαριασμό της την επομένη και αναρωτήθηκε γιατί δεν τη χαροποιούσε αυτή η σκέψη. Αυτήν τη στιγμή το μόνο που ήθελε ήταν να κλάψει. Ο Ρόουλι δε θυμήθηκε πως σήμερα ήταν τα γενέθλιά της.
Μ α γιατί θα έπρεπε; Δεν του το είχε αναφέρει. Άλλωστε ήταν γνωστό πως οι έφηβοι ενδιαφέρονταν μόνο για τον εαυτό τους. Αραγε ήταν κι αυτή έτσι στην ηλικία του; Τόσο απορροφημένη στον εαυτό της, που δεν μπορούσε καν να θυμηθεί τα γενέθλια των γονιών της; Όχι· πάντοτε θυμόταν τα γενέθλια της μητέρας της. Ήθελε να τα θυμάται. Ήταν σημαντικό για εκείνη. Σκουπίζοντας τις πατημασιές του Μ πένι από το πουκάμισο και το παντελόνι της, άφησε το μυαλό της να ταξιδέψει στο παρελθόν. Θυμήθηκε την πολύχρονη αρρώστια της μητέρας της. Τότε, της φαινόταν σαν μια αιωνιότητα. Είναι αλήθεια πως είχε θυμώσει μαζί της, από την άλλη, όμως, η απελπισία τής έτρωγε τα σωθικά. Η Άιρις Χόλογουεϊ έφυγε ήσυχα όταν η Τζένι μπήκε στην εφηβεία — και ενώ στο φως της ημέρας υποκρινόταν πως είχε αποδεχτεί την απώ-λειά της, τις νύχτες έκλαιγε σιωπηλά στο άδυτο του δωματίου της. Η κάποτε στενή σχέση της με τον πατέρα της τε-λείωσε την ίδια περίπου εποχή. Τέσσερις μήνες μετά το θάνατο της Αιρις παντρεύτηκε τη Νάταλι, η οποία είχε μόλις κλείσει τα είκοσι ένα της χρόνια. Τα υπόλοιπά χρόνια στο σχολείο τα είχε περάσει σαν να βρισκόταν μέσα σε ομίχλη και μόνο όταν γνώρισε τον Τρόι Ράσελ επανήλθε στην πραγματικότητα. Τι φοβερό λάθος! Το είχε σκάσει με τον Ράσελ στα δεκαοχτώ, τον είχε παντρευτεί και είχε ζήσει μαζί του έξι άθλιους μήνες. Όλο αυτό το διάστημα ο πατέρας της είχε προσπαθήσει να τον διαλύσει
με κάθε νόμιμο μέσο που υπήρχε. Στο τέλος άφησε η ίδια τον Τρόι, την τελευταία φορά που την πέταξε με δύναμη επάνω στον τοίχο. Δεν της έκαναν καθόλου καλό αυτές οι αναμνήσεις, γι’ αυτό και πίεσε τον εαυτό της να σταματήσει την αναδρομή στο παρελθόν. Είχε φτιάξει μια ανθρώπινη ζωή για εκείνη και τον Ρόουλι αυτά τα δεκαπέντε χρόνια και σπάνια σκεφτόταν εκείνες τις ζοφερές ημέρες. Είχε περάσει μέσα από τη φωτιά και είχε καταφέρει να βγει στην άλλη πλευρά σχεδόν αλώβητη. Ήταν μία από τις τυχερές. Ανακτώντας την αποφασιστικότητά της, πήγε να πάρει το καθοριστικό των χαλιών. Καλά έκανε και απαιτούσε από τον Ρόουλι να καθαρίζει το δωμάτιό του, αλλά αν ήθελε αποτελέσματα θα έπρεπε να του το πει εκατό φορές. Και μερικές φορές προτιμούσε να κάνει τη δουλειά μόνη της παρά να τσακώνεται. Αφού έτριψε τους χειρότερους λεκέδες από το χαλί του διαδρόμου, άφησε το καθοριστικό επάνω στον πάγκο της κουζίνας και πήγε να φτιάξει τσάι. Είναι αλήθεια πως είχε κάνει τεράστια λάθη στην εφηβεία της, αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο αντιδραστική όσο ο γιος της. Να έφταιγαν τα γονίδια, ή ήταν τυχαίο; Ό,τι και να ήταν πάντως, σήμερα ο Ρόουλι έδειξε μια άσχημη πλευρά του χαρακτήρα του. Οι αναμνήσεις άρχισαν πάλι να την κατακλύζουν. Γνώρισε τον
Τρόι το καλοκαίρι που αποφοίτησε από το λύκειο, όταν κανονικά έπρεπε να προετοιμάζεται για το κολέγιο. Όμως στο μυαλό της κυριαρχούσε μόνο η εικόνα της Νάταλι. Η Νάταλι να κρατιέται με τον πατέρα της από το χέρι, η Νάταλι να γελάει τσιριχτά σαν κοριτσόπουλο όταν ο Άλεν της αγόρασε ένα διαμαντένιο κολιέ, η Νάταλι να μαθαίνει τένις από έναν ακριβοπληρωμένο δάσκαλο που έκλεινε το μάτι πονηρά στην Τζένι κάθε φορά που περνούσε πλάι της. Ήταν αηδιαστικό, και η Τζένι έβρισκε διέξοδο οδηγώντας άσκοπα και επί ώρες το αυτοκίνητό της, μια μπλε καμπριολέ Μ ερσεντές, παρακαλώντας να της συμβεί κάτι. Χαμένη, οργισμένη και αναζητώντας μια μορφή απόδρασης, είχε κυριολεκτικά πέσει επάνω στο σαραβαλιασμένο φορτηγάκι του Τρόι με το αυτοκίνητό της. Είχε μόλις παρκάρει το φορτηγάκι του σε μια από τις ειδικές θέσεις που είχε το εστιατόριο Ράντσο ντελ Σολ για την ελίτ του Χιούστον. Η Τζένι δεν τον είχε χτυπήσει σκόπιμα. Απλά ήταν τόσο απορροφη-μένη στις σκέψεις της, που είχε πατήσει με δύναμη το γκάζι αντί για το φρένο και είχε πέσει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του. Η έκφραση τρόμου στο πρόσωπό του ήταν σχεδόν κωμική. Η Τζένι πετάχτηκε από το αυτοκίνητό της και του ζήτησε συγνώμη, όχι μία αλλά χίλιες φορές, ώσπου στο τέλος δεν ήξερε τι άλλο να κάνει αφού εκείνος δεν είχε αρθρώσει λέξη. «Λυπάμαι», του είπε άλλη μια φορά. «Θα πληρώσω εγώ τη ζημιά». «Δεν πειράζει», της απάντησε τελικά. «Δεν έπρεπε να παρκάρω
στη θέση σου». «Α, όχι!» Η Τζένι ανυπομονούσε ν’ αναλάβει εκείνη όλη την ευθύνη. «Εγώ φταίω. Ελάτε μέσα. Έχω τα χαρτιά της ασφάλειάς μου...» Έτσι έγινε και ο Τρόι γνώρισε τον Αλεν. Η Τζένι, αντιδρώντας σαν μικρό παιδάκι, άφησε τον πατέρα της να χειριστεί το θέμα. Αποδείχτηκε πως ο Τρόι έψαχνε για δουλειά. Είχε πάρει πτυχίο στα οικονομικά από το Πανεπιστήμιο Μ πέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, έτσι τουλάχιστον ισχυρίστηκε, και ήθελε να εργαστεί στον τομέα των εστιατορίων. Ήταν όλα ψέματα, αλλά είχε αρκετά ψεύτικα πιστοποιητικά που αποδείκνυαν όλα όσα έλεγε. Ο Αλεν, από την άλλη, ήταν πανευτυχής που θα ξέμπλεκε τόσο εύκολα με το τρακάρισμα της κόρης του. Έτσι προσέλαβε τον Τρόι αμέσως, ο οποίος έπαιξε πολύ καλά το ρόλο του καλού παιδιού. Κατάφερε να τον συμπαθήσουν όλοι. Ήταν ψύχραιμος και άνετος πάντα, ακόμα και στους χειρότερους καύσωνες του Χιούστον. Η Τζένι στην αρχή τον θαύμαζε και, παρά τις επιφυλάξεις του Αλεν, τον είχε υψώσει σε ένα βάθρο, είχε γίνει ο ήρωάς της. Και όταν ο σοκαρισμένος πατέρας της έπεσε επάνω τους την ώρα που ήταν αγκαλιασμένοι, ο Τρόι συνειδητοποίησε πως είχε βρει το όπλο με το οποίο θα τον χτυπούσε χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια. Ο Αλεν την άρπαξε και την τράβηξε μέσα στο γραφείο του, όπου της έδωσε ένα τελεσίγραφο: δε θα έβλεπε ξανά τον Τρόι Ράσελ
παρά σαν έναν από τους υπαλλήλους τους. Το έσκασε μαζί του την άνοιξη. Την πρώτη ένδειξη για τα μελλοντικά προβλήματα την είχε αμέσως μετά τη γαμήλια τελετή, όταν ο Τρόι Ράσελ φίλησε τη νεόνυμφη και την κοίταξε χαμογελαστός. Το χαμόγελό του δεν ήταν εκείνο ενός άντρα ερωτευμένου αλλά ενός καταχτητή... το χαμόγελο ενός αριστοτέχνη απατεώνα που είχε μόλις κάνει την απάτη του αιώνα. «Μ αμά;» Η φωνή του Ρόουλι την επανέφερε στην πραγματικότητα. Στεκόταν στην άκρη του πάγκου της κουζίνας και το βλέμμα του είχε καρφωθεί ανήσυχο επάνω της πριν στραφεί στο δοχείο με το καθοριστικό. «Α», μουρμούρισε η Τζένι, γυρίζοντας και πιάνοντας το ρολό με το χαρτί της κουζίνας. «Ορίστε. Ίσως καταφέρεις να καθαρίσεις τις πατημασιές στο δωμάτιό σου». Το αγόρι πήρε το απορροφητικό χαρτί και το καθοριστικό και ρώτησε: «Τι σκεφτόσουν;» «Τίποτα σπουδαίο». «Αλήθεια;» «Αλήθεια. Σκεφτόμουν τις δουλειές που έχω να τελειώσω πριν
φύγουμε για διακοπές». Ο Ρόουλι κατένευσε. «Θα πάω για λίγο στου Μ πράντον. Αφού τελειώσω μ’ αυτό», πρόσθεσε δείχνοντας το καθοριστικό. «Περίμενε. Μ ην πας». «Γιατί όχι;» «Θα ήθελα να μείνεις εδώ σήμερα το απόγευμα...» «Για ποιο λόγο;» Για ποιο λόγο αλήθεια; Για να κάνεις τα γενέθλια της μητέρας σου μια ημέρα αξέχαστη; «Δεν ξέρω. Τέλος πάντων, πήγαινε». Του χαμογέλασε άκεφα. «Καλή διασκέδαση». Τα δάκρυα που τόση ώρα πάλευε να συγκρατήσει γέμισαν τα μάτια της. Ο Ρόουλι την κοίταξε ανήσυχος. «Μ αμά;...» «Είμαι καλά... ειλικρινά... Ίσως λίγο κουρασμένη, αυτό είναι όλο». Σωριάστηκε σ’ ένα από τα σκαμνιά του μπαρ παλεύοντας να ελέγξει τη συγκίνησή της. Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε και ο Μ πένι, που βρισκόταν ακόμα στη βεράντα, άρχισε να γαβγίζει σ’ αυτόν που βρισκόταν έξω. Αμέσως ο Ρόουλι έτρεξε να σώσει τον άγνωστο
μισανοίγοντας την πόρτα και τραβώντας τον Μ πένι από το κολάρο για να τον βάλει μέσα. «Α, γεια», είπε στον άντρα που στεκόταν απέξω. «Γεια σου. Μ εγάλωσες κι άλλο από την τελευταία φορά που σε είδα. Πολύ σύντομα θα αρχίσεις να “ψάχνεις για δουλειά στο Ράντσο ντελ Σολ!» Η Τζένι σκούπισε βιαστικά τα δάκρυά της και σηκώθηκε, σταματώντας απότομα ξαφνιασμένη. Ο πατέρας της... ο Αλεν Χόλογουεΐ... στεκόταν στην πόρτα. Ο Ρόουλι σφίχτηκε δίπλα στον Μ πένι, σαν να ε-ξαρτιόταν η ζωή του από αυτή την επαφή, και κατά-φερε να χαμογελάσει. «Ίσως...» «Γεια σου», τον χαιρέτησε και η Τζένι, υιοθετώντας ένα ανάλαφρο ύφος που ήταν αντίθετο βέβαια με την πραγματική της διάθεση. Ο πατέρας της δεν είχε έρθει ποτέ στο διαμέρισμά της. Ποτέ δεν τον είχε καλέσει και δεν ήξερε πώς είχε βρει τη διεύθυνσή της. «Θα με καλέσεις μέσα ή θα με κάνεις να περιμένω έξω όλη την ημέρα;» ρώτησε ο Αλεν, του οποίου η προσπάθεια να αστειευτεί ήταν τόσο επιτυχημένη όσο και το χαμόγελο της Τζένι. «Φυσικά. Πέρασε». Προχώρησε στο δωμάτιο, ενώ ο Ρόουλι παραμέριζε κρατώντας πάντοτε τον Μ πένι από το
κολάρο. «Τι στην ευχή κάνεις εδώ;» Φορούσε γκρι παντελόνι, μπλε σκούρο σακάκι και μια μπλούζα με ανασημένο γιακά. Έτσι ντυνόταν πάντοτε τις Κυριακές τα απογεύματα όταν πήγαινε στη λέσχη του. Αν είχε σκεφτεί λιγάκι, η Τζένι θα είχε καταλάβει το λόγο της επίσκεψής του αμέσως, αλλά ήταν τόσο ξαφνιασμένη —και επιφυλακτική— που το μυαλό της αρνιόταν να λειτουργήσει. «Δεν είναι τα γενέθλιά σου σήμερα;» τη ρώτησε. Ο Ρόουλι κοίταξε τη μητέρα του σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. «Ε, ναι, είναι», είπε, νιώθοντας λύπη για το γιο της. Θα προτιμούσε να ήταν ο Αλεν αυτός που θα τα είχε ξεχάσει και όχι ο γιος της. «Χρόνια πολλά, γλυκιά μου». Νιώθοντας αμηχανία, την τράβηξε στην αγκαλιά του και η Τζένι έκανε μεγάλη προσπάθεια να τον αγκαλιάσει κι εκείνη. Οι επώδυνες αναμνήσεις που είχε μαζί του ήταν πάρα πολλές, αναμνήσεις από άλλα γενέθλια και γιορτές, τότε που της μιλούσε ώρες ατέλειωτες για το μέλλον της ενώ η ίδια βούλιαζε στη σιωπή. Ακόμα και όταν ο Τρόι έφυγε από τη ζωή τους, της είχε τηλεφωνήσει για να τη μαλώσει και είχε προσπαθήσει να την αναγκάσει να πάει να εργαστεί μαζί του. Η άρνησή της να δεχτεί την οποιαδήποτε χρηματική βοήθεια τον είχε αναστατώσει και εκνευρίσει.
Τώρα, όμως, γιατί; Η Τζένι ξεροκατάπιε, ενώ το βλέμμα της περνούσε επάνω από τα περιοδικά και την αλληλογραφία που ήταν απλωμένα στο τραπεζάκι του σαλονιού. Νοερά, έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό της που είχε πετάξι ι το μπουκάλι του Κιάντι που το είχε ανοίξει με την Τζάνις Φέργκιουσον λίγες ημέρες νωρίτερα και το είχε αποτελειώσει μόνη της το προηγούμενο βράδυ. Θα προτιμούσε την πρώτη φορά που θα έβλεπε ο πατέρας της το σπίτι να ήταν όλα άψογα, αλλά, δυστυχώς, ένα λασπωμένο αποτύπωμα της πατούσας του σκυλιού τράβηξε την προσοχή της και κατάλαβε πως οποιαδήποτε προσπάθεια θα ήταν ανώφελη. Δεν ήθελε να σκεφτεί γιατί την ενδιέφερε η άποψή του. Απλά έτσι ένιωθε. Από την άλλη, δεν ήθελε ν’ αρχίσει πάλι να της λέει ότι χρειαζόταν την οικονομική του στήριξη. «Λοιπόν, πώς σου φαίνεται που έγινες μια ώριμη γυναίκα τριάντα πέντε χρονών;» τη ρώτησε ο Αλεν. Προσπάθησε να του χαμογελάσει. Ο πατέρας της ήταν ειδικός στο να της λέει πάντοτε τα χειρότερα πράγματα. «Ούτε μια ημέρα πάνω από τα τριάντα τέσσερα». Το γέλιο του ήταν κάπως βεβιασμένο. Στον καθρέφτη που βρισκόταν επάνω από το τραπέζι είδε ότι οι μπούκλες των κόκκινων μαλλιών της ήταν ανακατωμένες. Ό,τι κι αν τους έκανε αυτά ήταν πάντοτε ατίθασα. Σήμερα ένιωθε κατάθλιψη από το
πρωί και δεν είχε καμία διάθεση ν’ ασχοληθεί με την εμφάνισή της. Απ’ όλες τις ημέρες, αυτήν βρήκε ο πατέρας της να εμφανιστεί. Φαίνεται πως ορισμένα πράγματα ήταν γραφτό να γίνουν. Ο Ρόουλι έσυρε τον Μ πένι έξω στη βεράντα ενώ η Τζένι κρατούσε την πόρτα ανοιχτή. Ο Αλεν μπήκε γρήγορα μέσα αποφεύγοντας την επαφή με το σκύλο, αλλά δεν τα κατάφερε μερικές από τις τρίχες του Μ πένι κόλλησαν πάνω στο παντελόνι του. Το επιφώνημα αηδίας του Αλεν έκανε την Τζένι να χα μογελάσει πονηρά. «Τίνος είναι το ζώο;» τη ρώτησε απότομα. «Όχι δικό σας, ελπίζω». «Των γειτόνων». «Μ αμά;...» είπε ο Ρόουλι μετακινώντας το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. «Πήγαινε». Τον απέπεμψε μ’ ένα χαμόγελο. «Και πάρε τον Μ πένι μαζί σου». Το αγόρι βρέθηκε έξω πριν η μητέρα του προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της. Τα γαβγίσματα του σκύλου και τα γρήγορα βήματα του Ρόουλι έξω φανέρωναν τη βιασύνη και των δύο ν’ απομακρυνθούν. «Έφυγε χωρίς να μου πει τίποτα. Έτσι του έμαθες να φέρεται στον παππού του;»
«Είσαι τυχερός που δεν τον πέτυχες σε μια από τις “αμίλητες” φάσεις του», υπερασπίστηκε η Τζένι το γιο της. Ο Ρόουλι μπορεί να την έκανε έξαλλη μερικές φορές, αλλά δεν της χρειάζονταν οι υποδείξεις του πατέρα της για την ανατροφή του. Ο Αλεν δεν επέμεινε. «Σου έφερα ένα δώρο», είπε, βγάζοντας ένα φάκελο από τη μέσα τσέπη του σακακιού του. Της τον έδωσε με μια θεατρική κίνηση. Η Τζένι τον πήρε απρόθυμα. Δεν ήθελε να τον ανοίξει. Ήξερε τι ήταν. Χρήματα. Αλλη μια δωροδοκία για να τη φέρει πίσω στην οικογενειακή επιχείρηση. «Δε θα τον ανοίξεις;» τη ρώτησε απότομα και κάθισε απρόθυμα στον καναπέ της προσέχοντας για τυχόν τρίχες του σκύλου. Κάθισε απέναντι του σε μια κουνιστή πολυθρόνα που έτριξε από το βάρος της. Δεν ήταν φτωχή, αλλά αποταμίευε τα χρήματά της εδώ και χρόνια· άλλωστε τα χρήματα δεν ήταν το πιο σημαντικό στη ζωή. «Θα πάρω την κληρονομιά που μου άφησε η μαμά», είπε, νιώθοντας το φάκελο σαν ασήκωτο βάρος στο χέρι της. «Ξέρω. Απλά ήθελα να έχεις αρκετά». «Αρκετά;» «Ξέρω ότι ανοίγεις εστιατόριο στη Σάντα Φε», παραδέχτηκε ο Άλεν. Η Τζένι πέρασε το χέρι της γύρω από το γιακά της. Ένιωθε να
πνίγεται. Έτσι άρχιζαν πάντοτε όλα με τον πατέρα της. Ανοιξε το φάκελο προσεκτικά. Ρίχνοντας μια ματιά στα μηδενικά στο τέλος του αριθμού επάνω στην επιταγή, τη δίπλωσε και του την επέστρεψε. Όμως εκείνος αρνήθηκε να την πάρει. «Σ’ ευχαριστώ, αλλά δεν μπορώ να τη δεχτώ». «Τζενίβα...» «Όχι». Τον έκοψε απότομα. «Είναι φανερό ότι παρακολουθείς από κοντά τη ζωή μου». «Ε, ναι. Φυσικό δεν είναι; Είσαι η κόρη μου». «Θα τα πάω μια χαρά με όσα μου άφησε η μαμά και με όσα έχω αποταμιεύσει. Πάρα πολύ καλά». «Χρειάζεσαι τα χρήματα», διαφώνησε μαζί της. «Πάρ’ τα. Αν δεν τα επενδύσεις στην επιχείρησή σου, κράτησέ τα για το γιο σου. Είναι δώρο γενεθλίων». Είναι δωροδοκία... Δεν το είπε. Ήθελε να το πει, αλλά δεν το είπε. «Έμαθα ότι ονόμασες το εστιατόριό σου Τζενίβα», της είπε, αγνοώντας το τεντωμένο χέρι της, ώσπου η Τζένι αναγκάστηκε να το αφήσει να πέσει χαλαρά στα γόνατά της. «Το ίδιο όνομα που είχε η γιαγιά μου και το... κληρονόμησα κι εγώ».
«Το φαντάστηκα». Ένα μικρό, αμυδρό χαμόγελο. «Δεν είναι εύκολο να τα καταφέρεις σ’ αυτό το είδος επιχείρησης». «Πέρασα πολλά χρόνια σαν μαθητευόμενη», του υπενθύμισε. «Χμ». Δε διαφώνησε μαζί της. Για πιο λόγο άλλωστε; Σίγουρα ήξερε τα πάντα για τη ζωή της όλα αυτά τα χρόνια, ίσως όσα κι εκείνη. Έτσι λειτουργούσε ο Άλεν Χόλογουεϊ. «Ξέρεις, επίσης, ότι θα έχω κουζίνα του Νότου;» «Ναι». Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατάει σφιγμένος μέσα στο δωμάτιο. «Νομίζω πως είσαι ανόητη. Δε θέλεις να δουλέψεις στο Ράντσο ντελ Σολ από αντίδραση σ’ εμένα, αλλά ορμάς να κάνεις δικό σου εστιατόριο χωρίς να ξέρεις τι χρειάζεται για να διευθύνεις μια τέτοια επιχείρηση. Και μη μου πεις για τα χρόνια που δουλεύεις μ’ εκείνο τον Ιταλό. Δεν είναι το ίδιο». «“Εκείνος ο Ιταλός” διευθύνει το Ρικάρντος, που είναι ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της πόλης», του απάντησε κοφτά. «Και “εκείνος ο Ιταλός” έχει όνομα· λέγεται Αλμπέρτο Μ ολίνι». Κούνησε το χέρι του στον αέρα, σαν να ήθελε να της πει ότι δεν υπήρχε λόγος να θυμώνει. «Δεν πρόκειται να μ’ ακούσεις, ό,τι κι αν πω».
«Όχι όταν ξέρω πως έχεις άδικο». «Τσ, Τσ». Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε: το προσωπείο του είχε αρχίσει να πέφτει. Αν υπήρχε ένα πράγμα που τον ενοχλούσε ήταν να τον αμφισβητούν. Κυριολεκτικά τον έκανε έξω φρενών. «Δεν πρόκειται να πάρω αυτή την επιταγή. Σ' ευχαριστώ». Η Τζένι άφησε τη διπλωμένη επιταγή στο τραπεζάκι του σαλονιού. «Εντάξει. Θα καταθέσω το ποσό στο χαρτοφυλάκιο του Ρόουλι». «Ο Ρόουλι δεν έχει μετοχές πουθενά». Αλλο ένα σφιγμένο χαμόγελο. «Κι όμως έχει». Η Τζένι θύμωσε. Αυτή η αφ’ υψηλού αντιμετώπιση ήταν τόσο τυπική του χαρακτήρα του. «Πόσα υπάρχουν στο λογαριασμό του;» απαίτησε να μάθει. «Αρκετά για να μην κάνει τα ίδια σφάλματα μ’ εσένα». «Τι πάει να πει αυτό;» Τώρα ήταν έξαλλη. Ο Αλεν άπλωσε τα χέρια του. «Μ ου κόστισε πάρα πολλά για να σε γλιτώσω από το φιάσκο μ’ εκείνον το Τρόι Ράσελ». Η Τζένι αισθάνθηκε σαν να την είχε μόλις χαστουκίσει. Ποτέ ως τότε δεν της το είχε πετάξει κατάμουτρα. Ένιωθε κι εκείνος τόσο ανακουφισμένος όσο και η ίδια όταν τέλειωσαν όλα.
Καταλαβαίνοντας ότι είχε ξεπεράσει τα όρια, ο Αλεν έσκυψε το κεφάλι του. «Απλά προσπαθώ να τον εμποδίσω να κάνει παρόμοια λάθη. Το ίδιο έπρεπε να είχα κάνει και μ’ εσένα. Έπρεπε να σου είχα ανοίξει έναν προσωπικό σου λογαριασμό και να σου είχα αφήσει κάποια ελευθερία στη διαχείριση των οικονομικών σου. Ίσως έτσι να μην παντρευόσουν τόσο μικρή, και μάλιστα με τον πρώτο που βρέθηκε στο δρόμο σου». «Τα χρήματα δεν ήταν ο λόγος που παντρεύτηκα τον Τρόι!» Η Τζένι τον κοίταζε σαν να είχε μπροστά της κάποιον που το μυαλό του είχε πάψει να λειτουργεί. «Η οικογένειά μου είχε τα χρήματα. Εσύ είχες τα χρήματα. Γι αυτό με παντρεύτηκε!» «Έστω... Πάντως θέλω ο Ρόουλι να έχει μια εξασφάλιση». «Μ α τι είναι αυτά που λες;» Κάτι στη φωνή του την έκανε ν’ ανατριχιάσει. Προς στιγμήν ο Άλεν φάνηκε σαστισμένος. Πήρε βαθιά ανάσα. «Τα γενέθλιά σου δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο ήρθα σήμερα». «Συνέχισε». Η Τζένι σφίχτηκε. Τώρα έμπαιναν στο κυρίως θέμα. Το ένστικτό της την προειδοποίησε ότι δε θα της άρεσαν καθόλου αυτά που θα άκουγε. «Μ ερικές φορές συμβαίνουν πράγματα τα οποία δε μας αφήνουν πολλές δυνατότητες επιλογής», της είπε αινιγματικά, περνώντας
το χέρι του επάνω από τα γκρίζα μαλλιά του. «Ξέρω ότι σχεδιάζεις ένα ταξίδι στο Πουέρτο Βαγιάρτα με φίλους πριν φύγεις για τη Σάντα Φε. Ο Ρόουλι θα έρθει μαζί σου;» «Ναι». Περίμενε τη συνέχεια αγωνιώντας. Αλλά ο Άλεν φάνηκε να χαλαρώνει κάπως. «Ωραία. Ωραία». Έτριψε τα χέρια του και κατένευσε. «Τι συμβαίνει;» «Απλά ήθελα να βεβαιωθώ». «Όχι. Κάτι άλλο συμβαίνει. Αν δεν ήρθες να με πιέσεις να δουλέψω μαζί σου, τότε ήρθες για κάποιον άλλο λόγο. Ειλικρινά, με τρομάζεις». Ο Αλεν την κοίταξε ίσια στα μάτια μ’ έναν τρόπο λες και το βλέμμα του είχε καρφωθεί σε κάτι υπερκόσμιο, κάτι που έβλεπε μόνο ο ίδιος και δεν ήταν καθόλου ευχάριστο. Η Τζένι ανησύχησε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ο Τρόι, σκέφτηκε, ενώ ο πατέρας της έλεγε σκυθρωπός: «Ο πρώην άντρας σου επικοινώνησε μαζί μου». Η Τζένι ένιωσε το αίμα να φεύγει από το πρόσωπό της. «Ήρθε στο σπίτι να μου πει πόσο λυπάται για τη συμπεριφορά του και ότι ήθελε να επανορθώσει για όλα όσα έχει κάνει».
«Δε σε πιστεύω», του είπε άχρωμα. «Είναι η αλήθεια». Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Θέλω να πω, δεν πιστεύω ότι είναι αυτός ο λόγος που σε επισκέ-φθηκε. Ο Τρόι δεν ξέρει τι θα πει μετάνοια. Ζει στην Καλιφόρνια, σωστά; Τι κάνει εδώ; Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που ήρθε;» «Δεν ξέρω». Ο σοβαρός τόνος του αντανακλούσε την ψυχική διάθεση και των δυο τους εκείνη τη στιγμή. «Δεν του έχω καμιά εμπιστοσύνη. Και δε θέλω να εισβάλει πάλι στη ζωή σου». «Ούτε εγώ». «Είσαι σίγουρη; Πίστεψες τα ψέματά του μια φορά». «Είμαι πολύ μεγαλύτερη και με περισσότερο μυαλό». «Ναι, αλλά ο τύπος είναι πολύ έξυπνος. Μ ας ξεγέλασε όλους κάποτε». «Αυτήν τη φορά δε θα το καταφέρει». «Εντάξει». Κατένευσε. «Σκόπευα να σου προτείνω να μείνει ο Ρόουλι μ’ εμένα και τη Νάταλι σε περίπτωση που δεν ερχόταν μαζί σου στο Πυέρτο Βαγιάρ-τα». Δε φαντάζεσαι πόσο Θα του άρεσε αυτό, σκέφτηκε η Τζένι, αλλά
προτίμησε να μην πει τίποτα. «Ανησυχούσα μήπως ο Τρόι προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του». Η καρδιά της Τζένι αναπήδησε από το φόβο της. «Δεν το έχει κάνει ποτέ ως τώρα!» «Ούτε εμφανίστηκε άλλη φορά, επίσης. Τον είχα πληρώσει αδρά τότε, Τζενίβα. Και τώρα έχει το θράσος να έρθει και να μας εμπαίζει κατάμουτρα. Αν μπορούσα, θα είχα ζητήσει να τον συλλάβουν την ίδια στιγμή». Η Τζένι προς το δωμάτιο του γιου της. «Ο Ρόουλι έχει διαφορετική άποψη για τον Τρόι». «Επειδή δεν τον ξέρει», φώναξε ο Άλεν. «Από την άλλη, ίσως είναι καλύτερα. Έτσι δεν ξέρει ότι ο Ρά-σελ είναι εγκληματίας». «Δεν έχει καταδικαστεί ποτέ για κάποιο έγκλημα, οπότε δε θεωρείται εγκληματίας», του υπενθύμισε η Τζένι. «Είναι εγκληματίας», αποκρίθηκε ο Αλεν μαλακώνοντας ελαφρά τη φωνή του. Για μια στιγμή απέφυγε το βλέμμα της Τζένι, μετά όμως έκανε κάτι που την ξάφνιασε. Την πλησίασε και πήρε το χέρι της μέσα στα δικά του. «Δε θα τον συγχωρήσω ποτέ». Η Τζένι ξεροκατάπιε, αρνούμενη να ενδώσει στη συγκίνηση που
της προκάλεσε η χειρονομία του. Η σκέψη ότι μπορεί να έβλεπε τον Τρόι ξανά την τρόμαζε. Δεν του είχε μιλήσει ποτέ για τη βιαιότητα του Τρόι, σωματική και ψυχική, αλλά ο πατέρας της το είχε καταλάβει. «Η αλήθεια είναι ότι δε θέλω να ξανασυναντήσω τον Τρόι». «Το κάθαρμα, είχε το θράσος να μου χαμογελάσει και να μου δώσει το χέρι του σαν να ήμαστε παλιοί φίλοι». Το σαγόνι του Αλεν σφίχτηκε. «Αρνήθηκα φυσικά». Ξαφνικά, αναδύθηκαν στην επιφάνεια μερικές επώδυνες σκηνές από το παρελθόν της. Δύο φορές ο Τρόι την είχε χτυπήσει με την ανάστροφη του χεριού του με τόση δύναμη, που την πέταξε κάτω στέλνοντάς τη στην άλλη άκρη του δωματίου. Και τις δύο φορές ήταν για κάτι τελείως ασήμαντο, αλλά αυτό που την είχε σοκάρει κυρίως ήταν η δύναμη με την οποία τη χτύπησε, παρ’ ότι δε φάνηκε να είχε καταβάλει κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια. Είχε κρυφτεί στο σπίτι αρκετές εβδομάδες περιμένοντας να φύγουν οι μελανιές από το πρόσωπό της. Για ποιο λόγο δεν μπόρεσε ποτέ να το πει σε κανέναν, ούτε η ίδια δεν ήξερε. Η αλήθεια ήταν πως ούτε τώρα ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό. Υπήρξε απίστευτα αφελής. Αλλά μέσα σε ελάχιστους μήνες ο Τρόι είχε γκρεμίσει όλα τα κοριτσίστικα όνειρά της με λευκούς ιππότες και έντιμους άντρες. Οι ψευδαισθήσεις της είχαν διαλυθεί τόσο γρήγορα όσο και τα δεσμά του γάμου της.
«Τι πιστεύεις ότι θέλει πραγματικά;» ρώτησε τον πατέρα της με φωνή που ακουγόταν παράξενη ακόμα και στην ίδια. Ο Αλεν έκανε ένα μορφασμό, σφίγγοντας τα δόντια του, πριν παραδεχτεί τελικά ότι δεν ήξερε. Τη δεύτερη φορά που την είχε χτυπήσει ο Τρόι, η Τζένι είχε μόλις μάθει πως ήταν έγκυος στον Ρόουλι. Δεν του είχε πει λέξη για την εγκυμοσύνη της. Και όταν ο πατέρας της την επισκέφτηκε για να την πα-ρακαλέσει, για μία ακόμα φορά, ν’ αφήσει τον Τρόι, δέχτηκε την προσφορά του μ’ ευγνωμοσύνη. Δεν του είπε ποτέ τους λόγους, αλλά ο πατέρας της ήταν άνθρωπος που καταλάβαινε τα πάντα πριν ακόμα ανοίξεις το στόμα σου. «Δεν πρόκειται ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό το θέμα όσο θα είμαστε στο Πουέρτο Βαγιάρτα», είπε η Τζένι φωναχτά τις σκέψεις της. «Εξάλλου, επιστρέφοντας, θα μείνουμε εδώ μόνο μερικές ημέρες. Μ ετά θα φύγουμε για τη Σάντα Φε». «Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα χαιρόμουν να σε δω να φεύγεις από το Χιούστον, αλλά αυτήν τη στιγμή έτσι νιώθω». Την κοίταξε. «Αυτό δε σημαίνει ότι νομίζω πως θα τα καταφέρεις με το εστιατόριο». «Αλίμονο», είπε η Τζένι και ανασήκωσε το ένα φρύδι της ειρωνικά, κάνοντας τον πατέρα της να της χαρίσει άλλο ένα από τα σπάνια χαμόγελά του.
Ο Αλεν σηκώθηκε να φύγει. Όταν όμως η Τζένι άπλωσε το χέρι της στην επιταγή για να του την επιστρέφει, της είπε: «Κράτησε τα χρήματα. Σε παρακαλώ». Η Τζένι έμεινε σαν κοκαλωμένη, με το χέρι της στον αέρα. Ποτέ ως τώρα δεν είχε ακούσει τον πατέρα της να χρησιμοποιεί τη φράση «σε παρακαλώ». «Έχω φροντίσει για την ασφάλειά σας», πρόσθεσε ο Αλεν. «Τι εννοείς;» ρώτησε η Τζένι επιφυλακτικά. Ο Αλεν δίστασε, ύστερα είπε: «Έβαλα κάποιον να ελέγχει τις κινήσεις αυτού του μπάσταρδου. Ξέροντας όσα έχει κάνει τα τελευταία χρόνια, θέλω να μάθω τι σχεδιάζει». Η Τζένι πήρε βαθιά ανάσα. «Το ίδιο κι εγώ». «Χρόνια πολλά, γλυκιά μου», της είπε πάλι, κάπως βραχνά. «Ευχαριστώ». Ήθελε να προσθέσει «μπαμπά», αλλά η λέξη δεν μπόρεσε να βγει από τα χείλη της. «Αν χρειαστείς κάτι, τηλεφώνησέ μου». «Εντάξει. «Θα είμαι πάντα κοντά σου, το ξέρεις».
«Ναι». Έκλεισε την πόρτα πίσω του και ακούμπησε βαριά επάνω της. Ναι, θα ήταν κοντά της αν τον χρειαζόταν, αλλά η αγάπη του πατέρα της απαιτούσε πάντοτε κάποιο αντίτιμο — δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να το ξεχνάει ποτέ αυτό. Κοίταξε πάλι την επιταγή. Κάνοντας ένα μορφασμό, αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή του και να ανοίξει έναν τραπεζικό λογαριασμό για τον Ρόουλι. Έτσι θα μπορούσε να πείσει τον εαυτό της ότι δεν είχε αφήσει πάλι τον πατέρα της να ελέγχει τη ζωή της. * Ο ήχος της εξώπορτας που άνοιγε τρίζοντας την ξύπνησε απότομα από τον απογευματινό της ύπνο. Πετάχτηκε επάνω τρομαγμένη ακριβώς τη στιγμή που ο γιος της έμπαινε στο δωμάτιό τηε πατώντας στα νύχια των ποδιών του. «Τι θέλεις;» τον ρώτησε επιτακτικά ανοιγοκλείνο-ντας τα μάτια της, ενώ η καρδιά της χτυπούσε ακανόνιστα. «Μ ε κατατρόμαξες». «Συγνώμη. Προσπαθούσα να...» Σταμάτησε απότομα, ανίκανος να βρει κάποια λογικοφανή δικαιολογία. «Έφυγε ο παππούς;» Ο παππούς... Ανατρίχιασε πάλι συνειδητοποιώντας ότι τα πράγματα ξέφευγαν γρήγορα από τον έλεγχό της. «Ναι, πριν από λίγο».
«Δεν ήθελα να ίου μιλήσω». Μ ετακίνησε το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο, δίστασε, έπειτα μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ένα «Ορίστε» και έβαλε ένα μικρό πακετάκι τυλιγμένο σε κόκκινο χαρτί πάνω στο μαξιλάρι της. Το περιτύλιγμα ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς από ένα δεκαπεντάχρονο — της κακιάς ώρας και έτοιμο να διαλυθεί. «Συγνώμη που το ξέχασα». «Δεν πειράζει». «Εσύ ποτέ δεν ξεχνάς τα γενέθλιά μου». «Ε, είναι διαφορετικό. Εγώ είμαι η μαμά σου». Η πράξη του γιου της τη συγκίνησε βαθύτατα, το ίδιο και η ενοχή που της ομολόγησε ότι ένιωσε. Άνοιξε το κουτί και είδε ένα κολιέ με ροζ ιμιτασιόν μαργαριτάρια. «Ρόουλι, είναι πολύ όμορφο!» «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο». Είχε το βλέμμα χαμηλωμένο και με τη μύτη του παπουτσιού του έξυνε το πάτωμα. «Ναι, είναι». Πέρασε το κολιέ γύρω από το λαιμό της. «Είναι το ωραιότερο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ», είπε συγκινημένη και ο Ρόουλι της έριξε ένα καχύποπτο βλέμμα κάτω από τις πυκνές βλεφαρίδες του. «Ναι, καλά». «Ειλικρινά», του είπε. «Είναι το ωραιότερο δώρο που μου έχουν
κάνει. Δε θα το έλεγα αν δεν το εννοούσα». Ο νεαρός ντράπηκε και το πρόσωπό του κοκκίνισε. Μ ουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο, πήγε στο δωμάτιό του και σε χρόνο μηδέν τα ντεσιμπέλ είχαν φτάσει στο επίπεδο που θρυμματίζονται τζάμια. Αυτήν τη φορά όμως η Τζένι δε διαμαρτυρήθηκε. Άγγιξε το κολιέ στο λαιμό της και χαμογέλασε. Μ ια ματιά στο ρολόι την έκανε ν' αρπάξει την τσάντα της και να φύγει τρέχοντας από το σπίτι. Είχε ακόμα κάποιες δουλειές να τελειώσει στο εστιατόριο και δεν ήθελε να καθυστερήσει άλλο. Ο Αλμπέρτο ήταν στην κουζίνα και ως συνήθως επέπληττε έναν από τους νεότερους σεφ όταν μπήκε η Τζένι μέσα. «Μ πέλα!» φώναξε, σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του μ’ ενθουσιασμό. Τον αγκάλιασε κι εκείνη, λίγο πιο σφιχτά από άλλες φορές. Η επίσκεψη του πατέρα της την έκανε ν’ αποζητήσει την αγάπη του Αλμπέρτο ακόμα περισσότερο... έστω κι αν θα έφευγε σε λίγο από το μαγαζί του. Στο γραφείο της, αποτελείωσε τον έλεγχο των βιβλίων που είχε αφήσει στη μέση την προηγουμένη και κάθισε πιο αναπαυτικά στην ξύλινη πολυθρόνα της που έτριξε αμέσως. Η συγκίνηση που ένιωθε τη βοήθησε να καταλάβει πόσο δεμένη ήταν τελικά με το χώρο αυτό και τους ανθρώπους του. Ακόμα και η σκέψη ότι θα
έφευγε έφερνε δάκρυα στα μάτια της. Όμως ήξερε ότι είχε μείνει εδώ πάρα πολύ. Έπρεπε ν’ ανοίξει τα δικά της φτερά και να μάθει να παίρνει αποφάσεις μόνη της. Τα λάθη του παρελθόντος που την οδήγησαν σ’ εκείνον το φρικτό γάμο δεν έπρεπε να επαναληφθούν. Δύο ώρες αργότερα είχε τελειώσει με τα πάντα. Κλείδωσε το γραφείο της και κοίταξε το κλειδί στο χέρι της. Ο νέος λογιστής θα έπιανε δουλειά το άλλο πρωί. «Νομίζω ότι θα το χρειαστείς αυτό», είπε στον Αλμπέρτο, τείνοντάς του το χέρι που κρατούσε το κλειδί. «Α, όχι, όχι». Ο Αλμπέρτο κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα. «Θα λείψω μια εβδομάδα και όταν επιστρέψω θα περάσω να δω να υπάρχει κάποιο πρόβλημα». Έδεσε τα χέρια του επάνω στο στομάχι του και κοίταξε το κλειδί. Έδειχνε τόσο λυπημένος, που η Τζένι αναγκάστηκε να κοιτάξει αλλού για να κρύψει και τη δική της συγκίνηση. Πίεσε απαλά το κλειδί στην παλάμη του και τον φίλησε στο μάγουλο. Ύστερα έφυγε τρέχοντας, πριν κάποιος από τους δύο ξεσπάσει σε κλάματα. Όταν βρέθηκε έξω από το εστιατόριο πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Πάτησε το κουμπί του συναγερμού και άκουσε τις ασφάλειες του αυτοκινήτου να ανοίγουν με ένα κλικ. Έκανε μερικά βήματα προς την πόρτα του οδηγού και μετά κοντοστάθηκε για να κοιτάξει
γύρω της. Είχε την αίσθηση ότι κάποιος την παρακολουθούσε. Ήταν ανατριχιαστικό. Φοβερά ανατριχιαστικό, όπως θα έλεγε και ο Ρόουλι. Μ παίνοντας στο Βόλβο, πάτησε τις αυτόματες ασφάλειες, αλλά ούτε το «κλικ» που έκαναν κλειδώνοντας την ηρέμησε. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα. Βάζοντας τα χέρια της στο τιμόνι, κάθισε τελείως ακίνητη περιμένοντας... κάτι. Πολλοί άνθρωποι έβγαιναν από την πίσω πόρτα του εστιατορίου. Ένας από αυτούς σταμάτησε ν’ ανάψει το τσιγάρο του. Τα μάτια της Τζένι «κόλλησαν» στη σιλουέτα του, αλλά, όπως κατέβαινε τα σκαλοπάτια, συνειδητοποίησε πως ήταν κάποιος τελείως άγνωστος. Ένα αυτοκίνητο πέρασε δίπλα της και μπήκε στο πάρκινγκ. Ένα νεαρό ζευγάρι μ’ ένα μικρό παιδί βγήκαν έξω και κατευθύνθηκαν προς το εστιατόριο, έχοντας το παιδάκι ανάμεσά τους. Το κρατούσαν από τα χέρια και στα σκαλιά το ανασήκωναν ψηλά κουνώντας το. Τίποτα. Κανένας ύποπτος που να παραμόνευε. Η Τζένι έβαλε μπρος τη μηχανή και βγήκε με την όπισθεν από το πάρκινγκ. Σε όλη τη διαδρομή για το σπίτι τα μάτια της ήταν συνεχώς καρφωμένα στον καθρέφτη' και για να είναι σίγουρη ότι κανείς δεν την παρακολουθούσε, έκανε πολλούς κύκλους πριν παρκάρει τελικά στη συνηθισμένη της θέση έξω από το διαμέρισμα. Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και μπήκε μέσα.
«Μ αμά;» Τινάχτηκε τρομαγμένη. «Ρόουλι!» είπε ανακουφισμένη και γέλασε βεβιασμένα ενώ ακουμπούσε την πλάτη της στον τοίχο. «Τι συμβαίνει;» Το αγόρι στεκόταν στην πόρτα της κουζίνας και την κοιτούσε ανήσυχο. «Έχω διαρκώς την αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθεί. Είναι γελοίο». Ο Ρόουλι κατένευσε, αλλά το συνοφρύωμα δεν έσβησε από το πρόσωπό του. «Κάνω ποπκόρν», είπε — κι αυτό ήταν πρόσκληση για να του κάνει παρέα. «Σπουδαία ιδέα». Πήγε προς τον καναπέ, φοβερά ενοχλημένη με τον εαυτό της. Η συζήτηση με τον πατέρα της σχετικά με τον Τρόι είχε τεντώσει τα νεύρα της απίστευτα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για πανικό. Ακόμα κι αν την πλησίαζε, ήταν σε θέση να τον αντιμετωπίσει. Στο κάτω κάτω ήταν άνθρωπος, όχι δαίμονας. Ένας άχρηστος, διεστραμμένος άντρας χωρίς καρδιά, υπενθύμισε στον εαυτό της μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. Αλλά, πάλι, κανένας δεν είναι τέλειος. «Γιατί χαμογελάς;» τη ρώτησε ο Ρόουλι, πέφτοντας με δύναμη στον καναπέ δίπλα της και δίνοντάς της το μπολ με το ποπκόρν. «Α, δεν ξέρω. Επειδή φέρομαι ανόητα και φοβάμαι χωρίς λόγο.
Επειδή είναι τα γενέθλιά μου και έχω έναν υπέροχο γιο». Ο Ρόουλι της έριξε ένα λοξό βλέμμα που έλεγε ότι δεν καταλάβαινε καθόλου τι του έλεγε. Η Τζένι έσκυψε και του έδωσε ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο. Ξεροβήχοντας για να καθαρίσει το λαιμό του, το αγόρι είπε: «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, αλλά ίσως αυτή να μην είναι η κατάλληλη στιγμή». «Μ ίλησέ μου, σε παρακαλώ». Προειδοποιητικά καμπανάκια ήχησαν μέσα στο κεφάλι της. «Πρέπει να έρθω κι εγώ στο Πουέρτο Βαγιάρτα; Υπάρχει μια κατασκήνωση για τις ανοιξιάτικες διακοπές όπου μπορώ να πάω με τον Μ πράντον, και οι Φέργκιουσον είπαν ότι μπορώ να μείνω μαζί τους. Η αλήθεια είναι ότι δε θέλω να κάνω αυτό το ταξίδι στο Μ εξικό. Θα φύγουμε από το Χιούστον οριστικά σε μερικές εβδομάδες και αυτή θα είναι η τελευταία μου ευκαιρία να είμαι με τον Μ πράντον. Σε πειράζει; Θέλω να πω, σε πειράζει πολύ; Δεν μπορείς να πας εσύ στο Πουέρτο Βαγιάρτα με τους φίλους σου και να μ’ αφήσεις εμένα εδώ; Δηλαδή, στους Φέρ-γκιουσον;» Τα είπε όλα βιαστικά με μια ανάσα και η Τζένι δεν μπόρεσε να τον διακόψει. Αφήνοντας το μπολ με τα ποπκόρν πλάι της, αγωνίστηκε να καταπνίξει τα συναισθήματα που την πλημμύρισαν. Φυσικά και την πείραζε. Φυσικά και ήταν μια απαίσια ιδέα! Πώς
ήταν δυνατόν να μη θέλει αυτό το ταξίδι; Όλοι τον περίμεναν. Και ο Τρόι ήταν κάπου εκεί έξω καραδοκώντας... «Αυτό θέλεις πραγματικά να κάνεις;» τον ρώτησε τελικά. Κούνησε το κεφάλι του ανήσυχα· ήταν φανερό ότι φοβόταν πως θα του έλεγε όχι. Ήθελε να του αρνηθεί. Ω, πόσο θα το ήθελε. «Η Τζάνις και ο Ρικ δεν έχουν αντίρρηση;» «Κανένα πρόβλημα. Μ πορείς να τους τηλεφωνήσεις. Νομίζω ότι περιμένουν τηλεφώνημά σου». Αναστενάζοντας, η Τζένι πήρε μια φούχτα από το πνιγμένο στο βούτυρο ποπκόρν. Στο διάολο οι θερμίδες. Απόψε θα μπορούσε να φάει ολόκληρο κουβά ποπκόρν. «Φαίνεται πως τελικά θα πάω μόνη μου». Την αγκάλιασε τόσο σφιχτά και απότομα, που τα-ρακουνιόταν ακόμα όταν ο Ρόουλι πήδηξε επάνω από την πλάτη του καναπέ και άρχισε να βγάζει κραυγές χαράς. Ύστερα έτρεξε στο τηλέφωνο. «Μ πράντον!» ούρλιαζε. «Μ πορώ να μείνω!» Η Τζένι ανοιγόκλεισε βιαστικά τα βλέφαρα για να συγκρατήσει τα δάκρυά της και πήρε άλλη μια φούχτα ποπκόρν.
κεφάλαιο 3
Το απότομο ελικοειδές πέτρινο μονοπάτι που οδηγούσε στη βίλα τής έδινε την εντύπωση ότι ήταν σκηνικό από κάποια ταινία θρίλερ. Το τζιπ που οδηγούσε η Μ άγδα Μ οντγκόμερι έμοιαζε έτοιμο να διαλυθεί από στιγμή σε στιγμή. Η Τζένι είχε κολλήσει κυριολεκτικά στο κάθισμα και ασυναίσθητα πατούσε με δύναμη το δεξί της πόδι στο δάπεδο, σε μια άκαρπη προσπάθεια να κόψει ταχύτητα. Ο ελικο-ειδής δρόμος ανέβαινε σχεδόν δίπλα από τις πορτοκαλί κεραμιδένιες στέγες άλλων εξοχικών σπιτιών, ενώ πιο κάτω άστραφταν τα νερά του Ειρηνικού. «Δεν είναι φανταστικά;» φώναξε η Μ άγδα για ν’ ακουστεί πάνω από το θόρυβο της μηχανής και το σφύριγμα των ελαστικών. «Πο-λύ», τραύλισε η Τζένι. Κρατούσε το καπέλο της με το ένα χέρι και το πόμολο της πόρτας με το άλλο. Τα ύψη δεν τα φοβόταν, ούτε όμως ήταν και ριψοκίνδυνος τύπος, γι’ αυτό και δεν έβλεπε την ώρα να φτάσουν στη βίλα. Προσπάθησε να μη σκέφτεται όλους τους λόγους για τους οποίους δεν έπρεπε να έχει έρθει. Πρώτ’ απ’ όλα, η απόφαση του Ρόουλι να μείνει με τους Φέργκιουσον. Η αλήθεια ήταν ότι είχε σκεφτεί ν’ ακυρώσει το ταξίδι. Ακόμα και μετά τη συγκατάθεσή της να μην έρθει μαζί της ο γιος της, είχε προσπαθήσει να του αλλάξει γνώμη. «Έχουμε τα αεροπορικά εισιτήρια και τις κρατήσεις στη βίλα...»
Εκείνος την είχε κοιτάξει μ’ εκείνα τα τεράστια γαλανά μάτια του. «Όμως εγώ ποτέ δεν ήθελα να πάω. Το έκανα μόνο για να σ’ ευχαριστήσω». Στο τέλος είχε υποταχθεί στο αναπόφευκτο· από την αρχή θα έπρεπε να το ξέρει πως οποιαδήποτε προσπάθειά της να τον πείσει ν’ αλλάξει γνώμη ήταν ανώφελη. Από την άλλη, ήταν απόλυτα κατανοητό που ο Ρόουλι ήθελε να περάσει τις τελευταίες ημέρες της διαμονής του στο Χιούστον με τους ανθρώπους που θεωρούσε δεύτερη οικογένειά του. Κανονικά θα έπρεπε να είναι ευγνώμων που δεν της δημιούργησε πρόβλημα για το ότι μετακόμιζαν σε άλλη πόλη. Για λόγους που της ήταν δύσκολο να κατανοήσει, δεν της παραπονέθηκε που θα πήγαιναν να ζήσουν στη Σά-ντα Φε. Κάτι για το οποίο ένιωθε ευγνώμων. «Ορίστε!» φώναξε η Μ άγδα. Πάτησε απότομα το φρένο και η Τζένι κόντεψε να περάσει μέσα από το παρμπρίζ. Όταν συνήλθε από το σοκ, άφησε το καπέλο που έσφιγγε όλη αυτή την ώρα και το πόμολο της πόρτας και κοίταξε το κτίριο. Τα τοξωτά παράθυρα είχαν μαύρες σιδεριές και στους τοίχους κρέμονταν ανθισμένες μπουκαμβίλιες φυτεμένες σε τετράγωνες ξύλινες γλάστρες. Μ ια ξύλινη πόρτα με σιδερένιες μπάρες άνοιξε αμέσως και ο άντρας της Μ άγδας, ο φιλ, φορώντας λοξά μπλε μπερέ, τις χαιρέτησε κρατώντας ένα δίσκο με κοκτέιλ μαργκαρίτα.
«Καλώς ήρθες στο Πουέρτο Βαγιάρτα», είπε ο Φιλ τραγουδιστά, φιλώντας την Τζένι και στα δυο μάγουλα. «Α, ο Ευρο-Φιλ. Αγάπη μου, είσαι υπέροχος», είπε η Μ άγδα, η οποία λάτρευε τον άντρα της. Ο Φιλ ήταν γεννημένος ηθοποιός που έτυχε να κερδίζει τη ζωή του διευθύνοντας μια μεγάλη κτηματομεσιτική εταιρεία στη Σάντα Φε. Η Τζένι τους είχε γνωρίσει στο εστιατόριο που δούλευε. Οι Μ οντγκόμερι πάντοτε έτρωγαν στου Ρικάρντος όταν βρίσκονταν στο Χιούστον. Όπως και ο Αλμπέρτο, την αγαπούσαν πάρα πολύ. Η Μ άγδα ήταν αυτή που είχε πείσει την Τζένι να μετακομίσει στη Σάντα Φε. Η Μ άγδα ήταν καλλι-τέχνις με μεγάλο ταλέντο. Κατασκεύαζε μοναδικής ομορφιάς κοσμήματα και είχε το μαγαζί της στον Κάνιον Ρόουντ, ένα δρόμο φημισμένο για τις γκαλε-ρί και τα υπέροχα καταστήματά του. Είχε βρει μια σπουδαία τοποθεσία για το Τζενίβας και την είχε βοηθήσει πολύ στο κλείσιμο της συμφωνίας. Από την αρχή της γνωριμίας τους, οι Μ οντγκόμερι υπήρξαν θαυμάσιοι φίλοι. Ο Φιλ τις βοήθησε να βγουν από το τζιπ και τους πρόσφερε τα παγωμένα ποτήρια με τα κοκτέιλ. Σηκώνοντας το δικό της ψηλά, η Τζένι ήπιε στην υγειά του Ευρο-Φιλ· ήταν καιρός πια να διώξει όλες τις έγνοιες από το μυαλό της και ν’ απολαύσει τις διακοπές της.
«Πώς είναι το αφεντικό σου;» ρώτησε ο Φιλ, παίρνοντας το σακβουαγιάζ της από το πίσω μέρος του τζιπ. «Νομίζω ότι συνειδητοποίησε τελικά πως φεύγω όταν του είπα ότι θα έπρεπε να προσέχει τους προμηθευτές μας. Αρχισε να κλαψουρίζει και να παρα-καλάει, και για πρώτη φορά πίστεψα πως δεν έπαιζε θέατρο». «Θα καταστραφεί χωρίς εσένα», προφήτεψε η Μ ά-γδα. «Α, όχι. Θα επιβιώσει, να είσαι σίγουρη». Η Τζένι χαμογέλασε. «Απλά θέλει να γίνεται το δικό του. Όπως και κάθε άλλος άντρας που ξέρω». «Οχ!» έκανε ο Φιλ. «Εκτός από εσένα, Ευρο-Φιλ», «Μ ερσί». «Νάντα». Γελώντας, πέρασαν το κατώφλι του τεράστιου κτιρίου. Η Μ άγδα προηγήθηκε στη ελικοειδή σκάλα για τον επάνω όροφο και κατευθύνθηκε σε μια σουίτα με πανοραμική θέα του κόλπου από κάτω. Βγαίνοντας στο μπαλκόνι, η Τζένι έκλεισε τα μάτια της και ανά-σανε βαθιά. Τι υπέροχο που είναι να βάζεις για λίγο τα προβλήματα στην άκρη! Ίσως ήταν καλύτερα που ο Ρόουλι δε
βρισκόταν εκεί. Έβλεπε ήδη τον εαυτό της να κολυμπάει στην πισίνα, να πίνει μαργκαρίτα και να μην κάνει τίποτα. Όταν η Μ άγδα και ο Φιλ αποσύρθηκαν στο δωμάτιό τους, η Τζένι φόρεσε ένα μπικίνι και ένα ζωηρό μπλε σαρόνγκ, που το έδεσε χαμηλά γύρω από τους γοφούς της. Μ ετά απόλαυσε το ποτό της παρακολουθώντας τον ήλιο να κατεβαίνει χαμηλά, ώσπου άγγιξε τον ορίζοντα. Έπειτα κατέβηκε στο ισόγειο, όπου είδε ένα σερβιτόρο να βάζει ένα δίσκο με ορεκτικά σε έναν πάγκο από βαμμένα μπλε και κίτρινα μεξικά-νικα τούβλα. Ένα μακρύ τραπέζι, καλυμμένο με τραπεζομάντιλο βρισκόταν σε μια γωνιά. Επάνω του είχαν ήδη τοποθετηθεί τ’ ασημένια μαχαιροπίρουνα και τα κρυστάλλινα ποτήρια, ενώ όλη η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη μυρωδιές που έκαναν το στόμα της να γεμίσει σάλια. Ο Φιλ και η Μ άγδα ήταν επίσης κάτω. Ξαπλωμένοι σε σεζλόνγκ, προσπαθούσαν να μαυρίσουν. «Δεν είναι σαν να βρίσκεσαι στον παράδεισο;» τη ρώτησε η Μ άγδα. «Συμφωνώ». «Οι άλλοι έχουν πάει να δουν τα αξιοθέατα. Θα επιστρέφουν αργότερα. Το δείπνο είναι στις οχτώ». Οι «άλλοι» ήταν φίλοι της Μ άγδας και του Φιλ, τους οποίους η Τζένι δεν είχε γνωρίσει. Της είχαν κάνει την πρόσκληση όταν ένα ζευγάρι άλλαξε γνώμη, αλλά ήταν διστακτική για το αν θα έπρεπε να δεχτεί, επειδή προσπαθούσε να κάνει οικονομίες. Όμως η
Μ άγδα και ο Φιλ της είχαν προσφέρει μια σημαντική έκπτωση, ξέροντας ότι η φίλη τους είχε ανάγκη να ξεφύγει για λίγο και να ξεκουραστεί. Η προσφορά ήταν πάρα πολύ καλή και της ήταν αδύνατο να αρνηθεί. Συνεπώς, το μόνο που ήξερε για τους φίλους τους ήταν πως επρόκειτο για δύο ζευγάρια, δύο ελεύθερες γυναίκες και έναν άντρα, επίσης ελεύθερο. Η Τζένι ξάπλωσε σε μια σεζλόνγκ, άπλωσε άφθονο αντιηλιακό επάνω της και βουλιάζοντας στα μαξιλάρια αποκοιμήθηκε αμέσως. Η εξουθένωση λειτουργεί σαν ναρκωτικό. Κάποια στιγμή, δυνατές ενθουσιώδεις φωνές την έβγαλαν από το λήθαργο της. Της πήρε λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν και σε ποιους ανήκαν οι φωνές. Οι «άλλοι» είχαν έρθει. Ο Τομ και η Αλίσια Σίμονς ήταν από τη Σάντα Φε, ενώ οι Μ πρίκμαν, ο Σαμ και η Κάρι, από το Ντάλας. Η Λάιζα και η Τζάκι, οι δύο ελεύθερες της παρέας, ήταν φίλες της Κάρι Μ πρίκμαν από το κολέγιο και όλοι τους ήξεραν τη Μ άγδα ή τον Φιλ από τη δουλειά ή από κοινούς φίλους. Το είχαν πει βέβαια στην Τζένι αλλά εκείνη το είχε ξεχάσει. Ο μόνος ελεύθερος άντρας ήταν ο Μ ατ... κάτι, ο οποίος όμως δεν ήταν με την υπόλοιπη συντροφιά. Κατά πώς φαινόταν, ανυπομονώντας να ζήσει τη νυχτερινή ζωή της πόλης, είχε ήδη αρχίσει την... περιοδεία του σε όλα τα καφέ και τα μπαρ του Πουέρτο Βαγιάρτα. Αλλά και οι
υπόλοιποι ανυπομονούσαν για τη νυχτερινή τους έξοδο αμέσως μετά το δείπνο, με μοναδική εξαίρεση την Τζένι. «Είναι όλοι τους τόσο νέοι», παραδέχτηκε η Μ άγδα, καθώς εφορμούσαν στα εντσαλάντας, κουεζαντί-γιας, δύο φορές τηγανισμένα φασόλια, στα τορτίγιας και το ρύζι. «Αλλά είναι πολύ διασκεδαστικοί». «Είμαι τόσο κουρασμένη που δε νομίζω να τα καταφέρω απόψε». Ένα πανδαιμόνιο από διαμαρτυρίες ακολούθησε τη δήλωσή της. «Μ πορείς να ξεκουραστείς αύριο!» της είπε η Μ άγδα και της έσφιξε το μπράτσο, λες και φοβόταν ότι η Τζένι θα σηκωνόταν από το τραπέζι και θα εξαφανιζόταν. «Απόψε η βραδιά είναι για χορό!» «Πρέπει να έρθεις μαζί μας», είπε η Λάιζα. «Θα περάσουμε ωραία». Η Κάρι Μ πρίκμαν πρόσθεσε και τη δική της άποψη. «Είναι κάτι σαν παράδοση. Περνάς όλη την ημέρα ξαπλωμένη στον ήλιο ή στο κρεβάτι σου. Το βράδυ διασκεδάζεις μέχρι πρωίας». Η Τζένι γέλασε. «Δυστυχώς, τα μεσάνυχτα μεταμορφώνομαι σε βάτραχο». «Δε μας πειράζει καθόλου. Οι βάτραχοι δε μας ενοχλούν», είπε ο Τομ Σίμονς χαμογελώντας. Σύμφωνα με τη Μ άγδα, είχε ξυρίσει το
κεφάλι του — ένα είδος διαμαρτυρίας κατά της φαλάκρας. Είχε όμως διατηρήσει ένα μεγάλο μουστάκι, με τις άκρες προς τα κάτω. Μ προστά στην επιμονή τους, η Τζένι δεν είχε άλλη επιλογή από το να υποχωρήσει. Χωρίς ενθουσιασμό, με ελαφρύ πονοκέφαλο και μικρά εγκαύματα στα σημεία που της είχαν ξεφύγει όταν άπλωνε το αντιηλια-κό, βρέθηκε στριμωγμένη σ’ ένα ταξί για την πρώτη της επίσκεψη στην πόλη, ύστερα βρέθηκε πάλι στριμωγμένη σ’ ένα από τα πολλά νάιτ κλαμπ που βρίσκονταν στην προκυμαία του Πουέρτο Βαγιάρτα, ενώ εξαιτίας της υγρασίας το φόρεμά της κολλούσε επάνω της. Σχεδόν δεν μπορούσε ν’ ανασάνει, αφού ο ένας ήταν κυριολεκτικά πάνω στον άλλο. Λίγο πιο πέρα από εκεί όπου καθόταν, ένα πλήθος χοροπηδούσε και ούρλιαζε υπό τους ήχους εκκωφαντικής μουσικής. Το θέαμα την έκανε να νιώσει τουλάχιστον μερικές δεκαετίες μεγαλύτερη. Χριστέ μου! Αυτό θα πει στροφή τριακοσίων μοιρών από τις ευθύνες της πραγματικής ζωής! Διασκέδαση από το πρωί ως το βράδυ. Το τελετουργικό της βραδιάς προέβλεπε σφηνάκια τεκίλας, έπειτα μια φέτα λεμόνι που έπρεπε να δαγκώσεις και αμέσως μετά να γλείψεις μια πρέζα αλάτι από την παλάμη σου. Θυμήθηκε τους πελάτες στου Ρικάρντος, τις ήρεμες βραδιές με κρασί και καλό φαγητό και κατάλαβε ότι ήταν πολύ μεγάλη πια γι’ αυτού του είδους τις ανοησίες. Εδώ ήταν ο παράδεισος των νέων και αν ο Ρό-ουλι ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερος θα πετούσε στα ουράνια.
«Ευτυχώς που ο γιος μου δεν είναι εδώ!» φώναξε στο αυτί της Μ άγδας. «Ε; Γιατί;» «Επειδή είναι μόνο δεκαπέντε χρονών και θα έμπαινε στον πειρασμό να δοκιμάσει μαργκαρίτα και μεξικάνικη μπίρα!» «Μ άλλον δε θα δέχονταν να του σερβίρουν». Μ α τι έλεγε; Εδώ δεν ήταν ΗΠΑ και η Τζένι δεν πίστευε πως τηρούνταν οι κανονισμοί του ορίου ηλικίας . Όπως κι αν είχε, και παρά το φόβο της για τον Τρόι και το τι μπορεί να σχεδίαζε, ένιωθε καλύτερα που ο Ρόουλι είχε προτιμήσει να μείνει με τους Φέρ-γκιουσον. Στις έντεκα αποφάσισε πως δεν άντεχε άλλο. Όμως η Μ άγδα, ο Φιλ και οι φίλοι τους δε φαίνονταν έτοιμοι να φύγουν. Το αντίθετο μάλιστα. Μ ια που είχαν έρθει με ταξί, η Τζένι σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να πάρει ένα μόνη της, αλλά στο τέλος προτίμησε να περπατήσει στον ωραίο πεζόδρομο κατά μήκος της παραλίας απολαμβάνοντας το καυτό θαλασσινό αεράκι. Τα μπαρ του Πουέρτο Βαγιάρτα έκλειναν αργά, μερικά με την ανατολή του ήλιου. Η Τζένι σκέφτηκε το κρεβάτι της στη βίλα, αμέσως μετά όμως παραδέχτηκε ότι δεν ήθελε να επιστρέφει εκεί μόνη της. Επιθυμούσε... κάτι. Συντροφιά. Ανθρώπους γύρω της, ακόμα κι αν η ίδια δε συμμετείχε στις κουβέντες τους.
Μ ε άλλα λόγια, δεν ήθελε να είναι μόνη της. Υπήρχε ένα ξενοδοχείο λίγο ποιο πέρα που με την τοξοειδή του είσοδο από μπλε τούβλα και τους χοντρούς σοβατισμένους τοίχους έμοιαζε να την προ-σκαλεί στο δροσερό εσωτερικό του. Μ πήκε σε ένα αίθριο με από όπου μπορούσε να βλέπει το βαθύ σκούρο μπλε ουρανό διάστικτο με άστρα. Καθώς προχωρούσε, όλα τα μάτια στράφηκαν προς το μέρος της, αλλά τα αγνόησε. Βρήκε μια κενή θέση στο μπαρ, κάθισε σ’ ένα ψηλό σκαμνί και ανασήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό. Η ομορφιά και η γαλήνη του τη βοήθησαν να ξεχάσει για λίγο τις ανησυχίες της. Το μπαρ ήταν σχετικά μεγάλο, η μουσική που α-κουγόταν δεν ήταν εκκωφαντική και όλοι κάθονταν άνετα σε αναπαυτικές πολυθρόνες. Η Τζένι παρήγ-γειλε μια σόδα, ευχαριστημένη που οι περισσότεροι πελάτες εδώ, στο — μισοκλείνοντας τα μάτια της διάβασε το όνομα σ’ ένα σπιρτόκουτο στο καλάθι που βρισκόταν επάνω στον πάγκο του μπαρ— ξενοδοχείο Ρόζα, ήταν συνομίληκοί της. Ξενοδοχείο Ρόζα. Από καθαρή σύμπτωση, είχε έρθει ακριβώς στο μόνο μέρος που είχε προγραμματίσει να επισκεφτεί για να δοκιμάσει την πολυφημισμένη μεξικάνικη κουζίνα του. Χαμογελώντας στον εαυτό της, αναρωτήθηκε αν έπρεπε να κάνει κι αυτή κάτι ριψοκίνδυνο και να παραγγείλει ένα εξωτικό ποτό. Αμέσως πήρε έναν κατάλογο ποτών και διαβάζοντάς τον
αναρωτήθηκε ποιος άνθρωπος με λίγο μυαλό στο κεφάλι του θα παρήγγελλε ποτέ ένα Φλογισμένο Ηφαίστειο: μείγμα από ταμπάσκο με ρούμι και ένα πολύ καυτερό άσπρο πιπέρι. Ανατρίχιασε. Τρεις άντρες προσφέρθηκαν να την κεράσουν ποτό. Και στους τρεις κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Τελικά παρήγγειλε μια Κορόνα. Μ όλις έφτασε η μπίρα με μια φέτα λεμονιού μέσα, κοίταξε γύρω της. Οι τρεις θαυμαστές της στέκονταν εκεί κοντά. Να μια πιθανότητα που δεν είχε φανταστεί, αν και θα έπρεπε. Αναστενάζοντας σιγανά, σκέφτηκε μήπως θα ήταν πιο συνετό να καλέσει ένα ταξί και να φύγει για τη βίλα. Ένας από τους θαυμαστές της στριμώχτηκε ανάμεσα στην Τζένι και έναν άλλο πελάτη του μπαρ. Η Τζένι βόγκηξε μέσα της. Ήταν νέος και φαινόταν ανόητος. Είχε το ύφος τού «ξέρω τι θέλουν οι γυναίκες» που η ίδια το έβρισκε πάντοτε ενοχλητικό. «Έρχεσαι συχνά εδώ;» τη ρώτησε χαμογελώντας ανόητα. Ο μεγαλύτερος άντρας που καθόταν δίπλα της, σηκώθηκε από το σκαμνί του και απομακρύνθηκε ρίχνοντας στον νεαρό μια αποδοκιμαστική ματιά. «Όχι ακριβώς». Η Τζένι έπνιξε την επιθυμία της να του φερθεί με αγένεια. «Ήρθες με το κρουαζιερόπλοιο;» «Όχι».
«Μ ένεις εδώ;» Η Τζένι κατένευσε. «Μ ε φίλους». «Ναι;» Κοίταξε γύρω του. Μ πορεί να ήταν σε καλή φυσική κατάσταση, αλλά τα μαλλιά του είχαν αραιώσει και περνούσε συνέχεια την παλάμη του επάνω από τις λεπτές τρίχες, ένδειξη ότι δεν ένιωθε καθόλου καλά. Βέβαια, με αυτό τον τρόπο τραβούσε άθελά του την προσοχή των γύρω του ακριβώς σε αυτό που θα προτιμούσε να περάσει απαρατήρητο. Παρά την απέχθειά της για τη συμπεριφορά του, τον λυπήθηκε. Το ξυρισμένο κεφάλι του Τομ της φαινόταν μια πολύ πιο φυσιολογική αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος. «Λοιπόν, πού είναι οι φίλοι σου;» «Κάπου έξω», είπε, κάνοντας ένα αόριστο νεύμα προς την πόρτα. «Θα σε συναντήσουν εδώ;» «Το ελπίζω». «Σε πειράζει να σου κάνω παρέα ώσπου να έρθουν;» Το χαμόγελο πάγωσε στο πρόσωπό της. Ήθελε να βάλει τις φωνές, να του ουρλιάζει να πάρει δρόμο, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. «Καθόλου», άκουσε τελικά τη φωνή της να λέει, ύστερα κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη που υπήρχε στον τοίχο πίσω από το μπαρ και αναστέναξε.
Τι κάνω εδώ; * Μα τι στην οργή κάνει; αναρωτήθηκε και ο Χά-ντερ, νιώθοντας για άλλη μια φορά απαυδισμένος με την αφέλεια των γυναικών, που μαζεύουν τους άντρες με τον τρόπο που μαζεύουν τα αδέσποτα ζώα. Σαν αυτόν το σχεδόν φαλακρό βλάκα, του οποίου η γλώσσα κυριολεκτικά κρεμόταν έξω. Θα περίμενε κανείς η Τζένι Χόλογουεϊ να ήταν πιο προσεκτική στις επιλογές της. Πίνοντας την μπίρα που είχε απομείνει στο μπουκάλι του, ο Χάντερ σκούπισε το στόμα του με την ανάστροφη του χεριού του. Δεν την περίμενε να εμφανιστεί μπροστά του. Μ πορεί να ήταν το ξενοδοχείο Ρόζα, αλλά αυτή ήταν η πρώτη της βραδιά και υπολόγιζε ότι θα είχε μείνει με τους φίλους της στη βίλα. Ο ίδιος ήρθε μια ημέρα νωρίτερα. Νοίκιασε αυτοκίνητο, οδήγησε ως τη Βίλα Μ πουένα Βίστα και έκανε ένα σύντομο έλεγχο στη γύρω περιοχή. Αμέσως μετά επέστρεψε στο ξενοδοχείο του. Αφού άνοιξε τις μπαλκονόπορτες του δωματίου του, ξάπλωσε στο διπλό κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε ακούγοντας τον ασταμάτητο παφλασμό των κυμάτων. Το πρωί ξύπνησε απορημένος και ελαφρά σαστισμένος. Από όσο ήξερε, οι άνθρωποι που υπέφεραν από κατάθλιψη
κοιμόνταν επί ημέρες ή εβδομάδες, αρνού-μενοι να σηκωθούν και ν’ αντιμετωπίσουν τα προ βλήματά τους. Από την άλλη όμως, είχε περάσει τόσος καιρός που δεν είχε κοιμηθεί πάνω από μερικά λεπτά την ημέρα, ώστε πιθανόν αυτός ο πολύωρος ύπνος του να ήταν μια ένδειξη πως οι πληγές του είχαν αρχίσει να γιατρεύονται. Κάνοντας ένα μορφασμό, κατέληξε πως δεν έδινε δεκάρα για το ποιος ήταν τελικά ο λόγος και ένιωσε τυχερός που δεν ήταν υποχρεωμένος να το συζητήσει με κάποιον ψυχίατρο. Το σημαντικό ήταν πως είχε ξυπνήσει και χωρίς να χάσει χρόνο κατέβηκε κάτω να φάει. Ο Αλεν Χόλο-γουεϊ είχε δίκιο για την κουζίνα. Ήταν φανταστική. Αν η Τζένι είχε έρθει ως εδώ για να μάθει τα μυστικά της κουζίνας του ξενοδοχείου Ρόζα, τότε μπράβο της. Η ιδέα ότι θα άνοιγε ένα εστιατόριο στη Σάντα Φε αποκτούσε ξαφνικά καινούριο ενδιαφέρον. Αλλά προς το παρόν... Ο τύπος που την παρενοχλούσε είχε πλησιάσει ακόμα πιο κοντά της, με το όλο μύες μπράτσο του απλωμένο επάνω στον πάγκο του μπαρ και το ηλιοκαμένο κεφάλι του τεντωμένο προς το μέρος της. Τελικά του άξιζε να τον αρπάξει κανείς από τον χοντρό σβέρκο του και να τον πετάξει στο δρόμο. Μ ήπως όμως η Τζένι τον ενθάρρυνε; Ο τρόπος που του χαμογελούσε και απαντούσε ευγενικά στις ανόητες ερωτήσεις του τον ενοχλούσε. Άχρηστοι σαν κι αυτόν υπήρχαν παντού σε όλο τον πλανήτη και ο
Χάντερ είχε γνωρίσει πάρα πολλούς. Πότε επιτέλους θα έπαιρναν οι γυναίκες το μάθημά τους; Θα περίμενε κανείς ότι μια γυναίκα τόσο πλούσια όσο η Χόλογου-εϊ θα αγνοούσε ένα ρεμάλι των μπαρ, όμως αυτή, αντίθετα, ήταν τόσο φιλική μαζί του που τον σοκάρι-σε. Ο τύπος έσκυψε ακόμα περισσότερο προς το μέρος της, προσπαθώντας να ρίξει μια γρήγορη ματιά μέσα από το ντεκολτέ της. Ο Χάντερ έπιασε μηχανικά το μπουκάλι της μπίρας. Διαπιστώνοντας πως ήταν άδειο, έσφιξε τα δάχτυλά του μέσα στις παλάμες του ώσπου τα χέρια του έγιναν δύο στρογγυλές γροθιές. Περίμενε, προειδοποίησε τον εαυτό του, προσπαθώντας να συγκρατηθεί και να μην ορμήσει επάνω σ’ αυτό τον ηλίθιο και τον πετάξει με τη βία έξω. Στριφογύρισε στην πολυθρόνα του και άρχισε να μετράει για να ηρεμήσει. Δεν τον συνέφερε να τραβήξει την προσοχή στο άτομό του. Περίμενε, είπε πάλι. Η Τζένι δεν έδειχνε ανήσυχη. Παρατηρώντας την πιο προσεκτικά, αναγνώρισε επάνω της τα σημάδια της ανίας. Χαλάρωσε αυτόματα. Απλά φερόταν ευγενικά. Όσο ο «φίλος» της δεν έκανε τίποτα ακραίο, ήταν σε θέση να τον αντιμετωπίσει μόνη της. Πιο χαλαρός τώρα, σήκωσε το χέρι του στο σερβιτόρο που στεκόταν δίπλα στο μπαρ και του έδειξε το άδειο μπουκάλι του. Η μπίρα αντικαταστάθηκε αμέσως κι αμέσως έπιασε το γεμάτο μπουκάλι από το
λαιμό. Καθόταν αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα από μπαμπού στη γωνία του αίθριου, μισοκρυμμένος από τον χοντρό κορμό ενός μεγάλου δέντρου του οποίου οι στραβές ρίζες είχαν ήδη ανασηκώσει μερικά από τα κόκκινα πλακάκια του δαπέδου. Οι ιδιοκτήτες είχαν κάνει ένα τεράστιο λάθος στους υπολογισμούς τους. Λίγα χρόνια ακόμα και το δέντρο θα έγερνε και, πέφτοντας, θα πλάκωνε έναν με δύο ανθρώπους. Απόψε όμως εξυπηρετούσε άριστα το σκοπό του. Ο Χάντερ δεν περίμενε την Τζένι να εμφανιστεί τόσο σύντομα. Αυτή ήταν η δεύτερη νύχτα του που βρισκόταν σε ετοιμότητα, αφού είχε έρθει μια ημέρα νωρίτερα από την ίδια. Το προηγούμενο βράδυ είχε τριγυρίσει τους κήπους του ξενοδοχείου και είχε περιπλανηθεί στους δρόμους της πόλης, σταματώντας στα διάφορα νάιτ κλαμπ όπου είδε άντρες και γυναίκες να κατεβάζουν την τεκίλα σαν να συμμετείχαν σε κάποιο διεθνή διαγωνισμό, οι δε γυναίκες φορούσαν τόσο λίγα ρούχα, που ακόμα και τα μαγιό θα έδειχναν συντηρητικά μπροστά τους. Σήμερα νοίκιασε ένα τζιπ. Ένα Ράνγκλερ. Αυτό το αυτοκίνητο ερχόταν πρώτο στις προτιμήσεις των τουριστών αλλά και τη δική του. Είχε πάει στο αεροδρόμιο για να περιμένει την άφιξή της. Ύστερα την είδε να φεύγει με μια γυναίκα της οποίας τα ατίθασα κόκκινα μαλλιά, τα βραχιόλια, το αποκαλυπτικό φόρεμα και η εκρηκτική συμπεριφορά συγκέντρωναν τα βλέμματα όλων, τουριστών και ντόπιων αδιακρίτως. Είχε νευριάσει με τον τρόπο που οδηγούσε αυτή η γυναίκα. Δεν άντεχε να συμπεριφέρονται
στα αυτοκίνητα με αυτό τον τρόπο. Η παρακολούθηση της Τζένι Χόλογουεϊ είχε αποκτήσει και πάλι ενδιαφέρον. Τώρα, έλεγε κάτι στον ενοχλητικό τύπο, χωρίς όμως να τον ενθαρρύνει. Δε χρειαζόταν άλλωστε. Το γεγονός ότι καθόταν στο μπαρ μόνη της ήταν αρκετό. Τα μαλλιά της έπεφταν στον λείο λαιμό και την πλάτη της σε πλούσια, πυκνά κύματα. Ήταν λεπτή στα σωστά σημεία και με καμπύλες όπου έπρεπε, αντίθετα με τις περισσότερες πλούσιες κυρίες για τις οποίες το αδυνάτισμα είχε καταντήσει “ψύχωση. Όμως ήταν πλούσια. Ήταν η μοναχοκόρη του Άλεν Χόλογουεϊ. Ο Χάντερ είχε κάνει μια μικρή έρευνα για τον Άλεν πριν αναλάβει την υπόθεση και είχε μάθει πως όσα υποπτευόταν ως τότε ήταν απολύτως ακριβή. Ο Χόλογουεϊ ήταν κυριολεκτικά κάτοχος του μισού Τέξας και του μεγαλύτερου μέρους του Νέου Μ εξικού. Εντάξει. Μ πορεί να ήταν υπερβολή. Αλλά ο άνθρωπος κυριολεκτικά κολυμπούσε στο χρήμα. Και κάτι παραπάνω. Ο Χάντερ είχε υποφέρει στο παρελθόν από τη σχέση του με την τάξη των πολύ πλουσίων: η πρώην σύζυγός του είχε απίστευτα πολλά λεφτά και η εξάρτησή της από το θεό του δολαρίου ήταν ο κύριος λόγος της αποτυχίας του γάμου τους. Αλλά και η δική του στάση απέναντι στο χρήμα είχε παίξει σημαντικό ρόλο σ’ αυτό το ναυάγιο. Η Κάθριν πολλές φορές μεταμορφωνόταν σε ένα τέρας. Βέβαια, την είχε παντρευτεί για
όλους τους λάθος λόγους. Σεξ, βλακεία και συναίσθημα. Μ ια φορά βλάκας, πάντοτε βλάκας... Μ όνο που είχε πάψει πια να πιστεύει στον έρωτα. Ο αποτυχημένος γάμος του με την Κάθριν δεν ήταν τίποτα μπροστά στο θάνατο της αδερφής του της Μ ισέλ. Στην πραγματικότητα, τα τελευταία χρόνια ελάχιστα σκεφτόταν την Κάθριν. Εκείνη του τηλεφωνούσε μερικές φορές και, παρόλο που προσπαθούσε να μην την ακούει, του έλεγε πάντοτε τα νέα της, για να του θυμίζει κάθε φορά πόσο τυχερός ήταν που είχε χωρίσει μαζί της. Είχε παντρευτεί ξανά, είχε χωρίσει και το είχε ρίξει στη γυμναστική και σε τρελές δίαιτες που την είχαν κάνει αδύνατη σαν κλαράκι. Αντίθετα με την Τζένι... Η ανάσα του κόπηκε ξαφνικά. Αυτός ο βλάκας στο μπαρ άπλωνε το χέρι του προς το μηρό της; Εκείνη πρέπει να είχε προβλέψει την κίνησή του, γιατί μετακίνησε τα πόδια της από την άλλη πλευρά και με μια σβέλτη κίνηση βρέθηκε όρθια, λέγοντάς του καληνύχτα και σκύβοντας το κεφάλι της για να κρύψει την έκφραση αηδίας στο πρόσωπό της. Ο Χάντερ ευχαρίστως θα έστριβε το λαιμό του γλοιώδους αυτού τύπου που του κατέστρεψε μια τέλεια παρακολούθηση. Τώρα έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα και ύστερα από δύο μπίρες, κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να κάνει. Ευτυχώς, η θεία πρόνοια ήρθε προς βοήθειά του. Οι φίλοι της
Τζενίβα όρμησαν μέσα στο μπαρ, κεφάτοι και θορυβώδεις χάρη στο αλκοόλ που είχαν καταναλώσει. Το τακούνι μιας από τις γυναίκες της συντροφιάς πιάστηκε σ’ ένα σπασμένο πλακάκι που είχε ανασηκωθεί από τις ρίζες του δέντρου. Η γυναίκα στριφογύρισε σαν μπαλάκι κι έχασε την ισορροπία της πέφτοντας προς το μέρος του Χάντερ ο οποίος είχε ανασηκωθεί. Έβγαλε μια κραυγή, χτύπησε με τον αγκώνα της στον κορμό του δέντρου και οριζοντιώθηκε επάνω του παρασύροντάς τον στην πτώση της. Ευτυχώς, έπεσαν και οι δύο στην πολυθρόνα του. «Θεούλη μου!» φώναξε η γυναίκα γλιστρώντας προς το έδαφος. Ο Χάντερ αναγκάστηκε να την κρατήσει γερά με όλη του τη δύναμη. Δεν ήταν βαριά, αλλά ήταν τύφλα στο μεθύσι. Η Τζένι έτρεξε αμέσως στο πλευρό της και την άρπαξε από τα μπράτσα. «Μ άγδα; Είσαι καλά;» Η κοκκινομάλλα φίλη της μισόκλεισε τα μάτια της και την κοίταξε. «Ολέ!» φώναξε γελώντας υστερικά. Ο Χάντερ δεν κατάφερε να μη χαμογελάσει και όταν η Μ άγδα γύρισε να τον κοιτάξει δήλωσε: «Αχά! Τι έχουμε εδώ; Χριστέ μου! Ένας κούκλος. Έι, Τζένι. Κοίτα τι βρήκα!» Και ξέσπασε πάλι σε μια δεύτερη κρίση υστερικών γέλιων. Τα γαλάζια μάτια της Τζένι Χόλογουεϊ κοίταξαν τον Χάντερ με ευγνωμοσύνη αλλά και κάποια καχυποψία. «Ακαριαία αντίδραση», του είπε σιγανά.
Ο Χάντερ έστησε τη Μ άγδα στα πόδια της. Εκείνη βόγκηξε ενοχλημένη όταν είδε το σπασμένο λουρί του πέδιλού της. «Μ η δίνεις ποτέ πάνω από εκατό δολάρια για ένα ζευγάρι παπούτσια», δήλωσε και προχώρησε παραπατώντας προς το μπαρ. «Δεν αξίζει». Εκατό δολάρια για εκείνα τα κορδόνια και τα λουριά από δέρμα; Ο Χάντερ σοκαρίστηκε. Πάνω από εκατό δολάρια; Αμέσως έδωσε μια νοερή κλοτσιά στον εαυτό του για την έκπληξή του. Λες και δεν ήξερε τους πλούσιους. «Σας γνωρίζω;» ρώτησε η Τζένι με περιέργεια και οι σφυγμοί του Χάντερ αυξήθηκαν. Την κοίταξε ανέκφραστος. Τι στην οργή συνέβαινε εδώ πέρα; Δεν ήταν σίγουρος τι να σκεφτεί για την απρόσμενη ταραχή του. Είχε ν’ αντιδράσει έτσι εδώ και πάρα πολύ καιρό και προς στιγμήν έμεινε σιωπηλός, απορημένος. Τελικά, αποφάσισε ν’ αγνοήσει τα συναισθήματά του και απάντησε άχρωμα: «Όχι». «Α». Η Τζένι σφίχτηκε. «Υποθέτω πως έχετε δίκιο. Μ ου φανήκατε... γνωστός. Συγνώμη». Του χάρισε ένα φευγαλέο χαμόγελο. «Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε». Ο βλάκας του μπαρ βρήκε την ευκαιρία να μπει στη μέση. «Χρειάζεστε αυτοκίνητο; Θα μπορούσα να σας πάω όπου θέλετε».
«Όχι, ευχαριστώ». «Ελπίζω να μην οδηγεί κάποιος από τους φίλους σου», της είπε πάλι ο τύπος, νεύοντας προς το μέρος της Μ άγδας και των φίλων της που κατευθύνονταν προς το μπαρ. «Ήρθαμε με ταξί», τον διαβεβαίωσε η Τζένι με φωνή ψυχρή. Ο Χάντερ διασκέδαζε με το διάλογό τους. Ο τύπος δεν ήθελε να καταλάβει. Η Τζένι είχε δείξει αρκετή υπομονή και ευγένεια, αλλά η ενόχλησή της είχε αρχίσει να φαίνεται. Αν ήθελε τη γνώμη του, καιρός ήταν. «Λοιπόν, αν χρειαστείτε οδηγό, προσφέρομαι», είπε ο τύπος και της έδωσε μια κάρτα που έβγαλε από το πορτοφόλι του. Ο Χάντερ πρόσεξε πως δεν ήταν τόσο γρήγορος στις κινήσεις όσο θα ήθελε να εμφανιστεί. Πρέπει να είχε κατεβάσει κι αυτός αρκετές μεξικάνικες μπίρες. «Ίσως να μην είναι καλή ιδέα να οδηγήσεις ούτε εσύ», παρατήρησε ο Χάντερ. Ο άντρας τον κοίταξε επιθετικά. «Έτσι λες;» τον προκάλεσε. «Της έδωσες την ασφαλιστική σου κάρτα». Ο άντρας κοίταξε την κάρτα, μουρμούρισε μια βρισιά και άρχισε να ψάχνεται.
Τότε η Τζένι του είπε σε αποφασιστικό τόνο: «Ευχαριστώ, αλλά δε χρειάζεται. Τώρα, πρέπει να πάω στους φίλους μου». Ο άντρας έβρισε πάλι, πέρασε τα δάχτυλά του μέσ’ από τα μαλλιά του, έριξε ένα μανιασμένο βλέμμα στον Χάντερ και βγήκε έξω παραπατώντας. «Έι, όμορφε!» Η Μ άγδα σήκωσε το χέρι της και έκανε νόημα στον Χάντερ να πάει κοντά τους. «Έλα στην παρέα μας». Ο Χάντερ δίστασε. Η κενή θέση ήταν ακριβώς δίπλα στην Τζένι Χόλογουεϊ. Παίρνοντας το μισογε-μάτο μπουκάλι μπίρας από το τραπέζι του, πήγε κοντά τους. Οι ημέρες που την παρακολουθούσε χωρίς εκείνη να το γνωρίζει είχαν τελειώσει. * Η Τζένι δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να στρίψει το λαιμό της Μ άγδας ή να τη φιλήσει. Ο μόνος άντρας που άξιζε τον κόπο ήταν ο άγνωστος με τα μαύρα μαλλιά που είχε πιάσει τη φίλη της όταν έχασε την ισορροπία της, αλλά αυτήν τη στιγμή ένιωθε εξουθενωμένη. Το μόνο που ήθελε ήταν να επιστρέψει στη βίλα. Όμως, παρά την κούρασή της, όταν ο άντρας άρχισε να τους πλησιάζει περπατιΰντας αργά, αισθησιακά, δεν μπόρεσε να μην τον θαυμάσει. Ήταν αδύνατο να μην προσέξει την αρρενωπή εμφάνισή του. Όχι, είπε αποφασιστικά στον εαυτό της. Η φυσική έλξη δεν ήταν παρά κάτι επιδερμικό. Το είχε ξαναπεράσει αυτό.
«Πώς σε λένε, φίλε;» ρώτησε η Μ άγδα, κοιτάζο-ντάς τον από πάνω ως κάτω. «Χάντερ». «Αυτό είναι όνομα ή επώνυμο;» Η Τζένι έπνιξε ένα χαμόγελο. Έπρεπε να το παραδεχτεί: η Μ άγδα χειριζόταν πολύ καλά τους άντρες. «Όνομα». Ο Χάντερ έκανε νόημα στο σερβιτόρο, ο οποίος άνοιξε αμέσως άλλο ένα μπουκάλι μπίρας και το έβαλε μπροστά του. «Λοιπόν, Χάντερ, τι κάνεις εδώ;» ρώτησε η Μ άγδα. «Αναβιώνω τις Νύχτες της Ιγκουάνα». Η Τζένι τον κοίταξε επίμονα και για αρκετή ώρα. «Νομίζω ότι η ταινία γυρίστηκε εδώ, στο Πουέρτο Βαγιάρτα». «Ακριβώς». Ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του και στρίβοντας επάνω στο σκαμνί του την κοίταξε με έναν τρόπο που έκανε το κορμί της να ανατριχιάσει. «Σου άρεσε;» «Να μου άρεσε... τι;» «Η ταινία». Η Τζένι ένιωθε σαν να την είχε πιάσει ξαφνικά
γλωσσοδέτης. Επιπλέον, καθώς του μιλούσε, άκουγε την καρδιά της να χτυπάει πολύ δυνατά. «Δεν την έχω δει. Είναι καλή;» «Δεν έχω ιδέα». Γέλασε, αλλά στο γέλιο της υπήρχε μια περίεργη νότα, σαν να φλέρταρε μαζί του, και εκνευρίστηκε με τον εαυτό της. Έπρεπε να φύγει από εκεί αμέσως. «Ούτε εγώ την έχω δει. Λένε πως είναι καλή. Το ξενοδοχείο όπου γυρίστηκε νομίζω πως είναι κάπου στα νότια της πόλης. Δεν είμαι σίγουρη». Φλυαρούσε. Ξαφνικά το αποφάσισε κι έκανε νόημα στο σερβιτόρο δείχνοντάς του την μπίρα του Χάντερ. «Θα πάρω κι εγώ μία», είπε. Ήταν ένας τρόπος για να σταματήσει τη φλυαρία της. «Περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε ο Χάντερ. «Ορίστε;» «Η Νύχτα της Ιγκουάνα. Τι υπόθεση έχει;» «Α». Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από την μπίρα της, που την ξάφνιασε ευχάριστα με την ελαφριά πικράδα της. Συνήθως δεν έπινε μπίρα. «Κάτι σχετικό με χαμένες ψυχές και αποκαλύψεις, νομίζω». Ανασήκωσε το φρύδι του. «Ίσως πρέπει να τη δω». Ήθελε να τον κοιτάξει κατάματα, να παρατηρήσει τις γραμμές του προσώπου του, τη σκληρή καμπύλη του σαγονιού του. Ναι, ήταν
όμορφος, κατέληξε, αλλά με μια ομορφιά αρρενωπή που φανέρωνε εκρηκτικό χαρακτήρα. Υποπτεύθηκε ότι η μύτη του είχε σπάσει, ίσως αρκετές φορές, και υπήρχε μια ουλή στο πιγούνι του που της θύμιζε τον Χάρισον Φορντ. «Έχεις μια χαμένη ψυχή;» τον ρώτησε ανάλαφρα. «Έτσι νομίζω». Ένα φευγαλέο χαμόγελο και μια λάμψη από άσπρα δόντια τη θάμπωσαν. Έσβησε όμως γρήγορα, σαν τη φλόγα του κεριού όταν τη βουτάς στο νερό. «Πώς είναι το επώνυμό σου;» τον ρώτησε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα πριν της απαντήσει. Η Τζένι αναρωτήθηκε μήπως σκεφτόταν να κρατήσει το επίθετό του μυστικό, ύστερα όμως της έτεινε το χέρι του. «Χάντερ Κάλγκαρι και εσύ είσαι η;...» «Τζένι Χόλογουεϊ», απάντησε κάπως λαχανιασμένα, παίρνοντας το χέρι του. Η παλάμη του ήταν δυνατή, ζεστή και διέθετε όλη εκείνη τη δύναμη του αρσενικού που είχε υποπτευθεί νωρίτερα. Το μυαλό της άρχισε να στριφογυρίζει. Τι στο καλό είχε πάθει; Φερόταν σαν παραζαλισμένη έφηβη. «Το Τζένι είναι υποκοριστικό;» τη ρώτησε.
«Ε... ναι. Όχι του Τζένιφερ όμως... Είναι Τζενίβα. Έχω πάρει το όνομα της γιαγιάς μου». «Τζενίβα», είπε ο Χάντερ, αφήνοντας τις συλλαβές να κυλήσουν αργά στο στόμα του σαν να δοκίμαζε τη γεύση ενός γλυκού. Η Τζένι παρατηρούσε τα χείλη του συνεπαρμένη. Κούνησε το κεφάλι της για να συνέλθει και στράφηκε στη Μ άγδα, που βογκούσε πάλι για τα καταστρεμμένα πέδιλά της. «Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι», της είπε ταραγμένη. «Το εννοώ. Είναι αργά και είμαι εξουθενωμένη». «Σοβαρά;» Η Μ άγδα έκανε ένα μορφασμό καθώς η Τζένι την κοιτούσε παρακλητικά. «Λοιπόν, δεν πρόκειται να σ’ αφήσουμε να φύγεις», δήλωσε ο Φιλ. «Πρέπει να χορέψουμε». «Όχι». Η Τζένι άρπαξε την τσάντα της και κατέβηκε από το σκαμνί, προσπαθώντας απελπισμένα να ξεφύγει. «Λυπάμαι». «Ένα χορό». Ο Φιλ την άρπαξε στην αγκαλιά του και άρχισαν να λικνίζονται σ’ έναν απαλό μεξικάνικο ρυθμό, ενώ η Τζένι είχε το νου της στα σπασμένα πλακάκια για να μη βρεθεί κι εκείνη μ’ ένα καταστρεμμένο πέδιλο ή στραμπουλιγμένο αστράγαλο. Του έκανε το χατίρι για όσο κράτησε το τραγούδι, αλλά τελικά κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και τραβήχτηκε από την αγκαλιά
του. «Εσύ συνέχισε», του είπε και στράφηκε προς τη Μ άγδα και τους άλλους. Ο Χάντερ Κάλγκαρι δεν ήταν πουθενά. Νιώθοντας απογοητευμένη περισσότερο από όσο θα έπρεπε, η Τζένι αγκάλιασε τη Μ άγδα και τον φιλ και απομακρύνθηκε, αποφασισμένη να μην υποχωρήσει στις παρακλήσεις τους. Θα έβρισκε ένα ταξί και θα επέστρεφε στη βίλα. Αλλά ο ενοχλητικός του μπαρ την περίμενε απέξω και βλέποντάς τον βόγκηξε μέσα της ενοχλημένη. Προχώρησε στο δρόμο για να βρει ταξί. «Έχω το αυτοκίνητό μου λίγο πιο πέρα», της είπε. «Όχι, ευχαριστώ». Η Τζένι ήταν ευγενική αλλά αποφασιστική. «Μ α έλα τώρα. Δε θα πάθεις τίποτα». Η Τζένι του γύρισε την πλάτη και άρχισε ν’ απομακρύνεται προς την αντίθετη κατεύθυνση, με τις αισθήσεις της σ’ εγρήγορση, ώστε να τον αντιμετωπίσει σε περίπτωση που την ακολουθούσε. Όπως το φοβόταν, άκουσε τα βήματά του να την πλησιάζουν. «Έι! Έι, εσύ!» τον άκουσε να της φωνάζει εκνευρισμένος. «Έι!» Η Τζένι επέσπευσε το βήμα της. «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ...» επαναλάμβανε δυνατά. Τότε εμφανίστηκε ο Χάντερ Κάλγκαρι. Βγήκε από ένα σταθμευμένο τζιπ Ράνγκλερ και απλά άρπαξε τον άντρα από το
μπράτσο και τον έστρεψε προς το μέρος του. Ο άντρας γρύλισε κάτι και έσκυψε το κεφάλι σαν να ήταν έτοιμος να του ορμήσει. Ο Χάντερ τον περίμενε πατώντας γερά στις φτέρνες, με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια του μακριά από τα πλευρά του. Είχε δεχτεί επίθεση από τους καλύτερους του είδους και δεν επρόκειτο ν’ αφήσει να τον ξαφνιάσει κάποιος που μπορεί να μην ήταν καν επιθετικός τύπος. Ο ενοχλητικός άντρας παραπάτησε λιγάκι. Ήταν πολύ πιο μεθυσμένος απ’ όσο πίστευε. «Κάνε πέρα!» γρύλισε άγρια στον Χάντερ. «Πρόσεχε». Ο Χάντερ κρατούσε τα μάτια του σταθερά στο πρόσωπο του τύπου, παρατηρώντας τα μάτια του. «Άφησέ την ήσυχη, αλλιώς θα τηλεφωνήσω στην αστυνομία. Δε θέλεις μπλεξίματα στο Μ εξικό, φίλε. Πίστεψέ με». «Το μόνο που θέλω είναι να την πάω με το αυτοκίνητο», κλαψούρισε δυνατά. «Πήγαινε στο ξενοδοχείο σου. Μ ε ταξί». «Μ ένω σ’ αυτό το ξενοδοχείο!» δήλωσε εκείνος. Για φαντάσου, σκέφτηκε ο Χάντερ, βλέποντάς τον να κάνει
στροφή και να προχωρεί τρεκλίζοντας προς το μπαρ του ξενοδοχείου μουρμουρίζοντας διάφορες χυδαιότητες. Φοβερός τύπος. Στράφηκε και είδε την Τζένι που περπατούσε βιαστικά στο δρόμο. Σκέφτηκε να την ακολουθήσει, αλλά μετά το μετάνιωσε. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν τώρα ήταν να την πλησιάσει κάποιος άλλος, έστω κι αν ήταν αυτός. Δε θ’ άντεχε άλλο έναν... Ρωμαίο απόψε. Μ πήκε πάλι στο τζιπ του χωρίς όμως να τη χάσει από τα μάτια του. Η Τζένι προσπαθούσε να βρει ταξί, αλλά η ώρα ήταν προχωρημένη και πολλοί άλλοι τουρίστες έψαχναν κι αυτοί για ταξί. Ύστερα από κάποια σκέψη, άλλαξε σχέδιο. Έβαλε μπρος τη μηχανή και έφερε το τζιπ πλάι της. Αρχικά προσπάθησε να τον αγνοήσει, τελικά γύρισε και του έριξε ένα σκυθρωπό βλέμμα. Τότε, τον αναγνώρισε. «Ξέρω ότι το πιο πιθανό είναι ν' αρνηθείς, αλλά σκέφτηκα πως ίσως ήθελες να σε πάω κάπου». «Α!» Δίστασε για μια στιγμή, ύστερα όμως άνοιξε απότομα την πόρτα του τζιπ και μπήκε μέσα πριν προλάβει ο Χάντερ να τη βοηθήσει ν’ ανέβει. «Η αλήθεια είναι πως, ναι, το θέλω. Ευχαριστώ». «Ο τύπος δεν έπαιρνε από λόγια». Έβαλε ταχύτητα και ξεκίνησε μαλακά. «Δυστυχώς». Αναστέναξε και χαμογέλασε ανάλαφρα, γέρνοντας το κεφάλι της πίσω στο κάθισμα. «Γιατί συμβαίνει αυτό; Φταίει το
αλκοόλ; Ή ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου;» «Θα έλεγα λίγο απ’ όλα». «Δε μπορούσα να βρω ταξί για να γλιτώσω». «Όλο και κάποιο θα ερχόταν». «Πάντως, χαίρομαι που ήσουν εκεί». Ξαφνικά, ο Χάντερ ευχήθηκε να είχε ένα τσιγάρο. Όχι ότι ήταν ποτέ του μανιώδης καπνιστής. Το είχε κόψει εντελώς όταν έγινε αστυνομικός. Του φαινόταν σαν μια επιπλέον σκοτούρα, αν και οι φίλοι του στο Σώμα είχαν αντίθετη γνώμη. Αλλά τώρα ένιωθε μια περίεργη αναστάτωση και ένα τσιγάρο ίσως βοηθούσε. Το τζιπ χοροπήδησε για λίγο στον ανώμαλο πέτρινο δρόμο, έπειτα μπήκε στον αυτοκινητόδρομο και, τέλος, σ’ έναν από εκείνους τους σχεδόν καταστρεμμένους χωματόδρομους που πλημμύριζαν την περίοδο των βροχών και ήταν σαν να προσπαθούσες να οδηγήσεις κόντρα σε καταρράχτη. Η βίλα όπου έμενε η Τζένι έμοιαζε με φωλιά φτιαγμένη στην άκρη μιας λοφοπλαγιάς, όπως άλλωστε οι περισσότερες εδώ. Ο Χάντερ σταμάτησε στην άκρη της στροφής για να είναι έτοιμος να στρίψει. «Ευχαριστώ», είπε η Τζένι, ανοίγοντας πάλι μόνη της την πόρτα
πριν προλάβει εκείνος να της προσφέρει τη βοήθειά του. Ο Χάντερ κατένευσε, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στην καμπύλη της γάμπας και το λεπτό αστράγαλό της πριν η Τζένι πατήσει στο έδαφος. Το σφίξιμο που ένιωσε μέσα του ήταν εν μέρει ερωτική διέγερση και εν μέρει η αναγνώριση ενός πιθανού κινδύνου. Έβρισε τον εαυτό του. Αυτή η αίσθηση του επικείμενου κινδύνου ήταν πιο δυνατή από ποτέ. Η Τζένι έγειρε προς τα μέσα, με τα χέρια της στο πλαίσιο της πόρτας. «Θα μείνεις καιρό στο Πουέρτο Βαγιάρτα;» «Μ ερικές ημέρες». «Ίσως ξανασυναντηθούμε τότε;» Στη φωνή της δια-κρινόταν η ελπίδα. «Θα είμαι στο ξενοδοχείο Ρόζα». «Αλήθεια;» Ξαφνιάστηκε. «Δε χρειαζόταν να μπεις σε τέτοιο κόπο για να με φέρεις ως εδώ». «Δεν ήταν τίποτα. Δεν είχα όρεξη να πέσω πάλι επάνω στον κοινό μας φίλο τώρα που ξέρω ότι είναι κι αυτός ένας από τους πελάτες». «Ίσως βρει κάποια άλλη γυναίκα στο μπαρ. Οπότε θα πρέπει
μάλλον να προσφέρεις πάλι τις υπηρεσίες σου για τη σωτηρία κάποιας άλλης κυρίας». «Δεν μπορώ να πω ότι είναι και ο καλύτερος ρόλος μου». Έκανε μια προσπάθεια να της χαμογελάσει. Γιατί τον επηρέαζε τόσο; Δεν το καταλάβαινε — και ήξερε πως αν δεν έβαζε αμέσως μερικούς αυστηρούς κανόνες θα χαλούσαν όλα τα σχέδιά του. «Σοβαρά; Εμένα, πάλι, μου έδωσες την εντύπωση ότι είσαι γεννημένος γι’ αυτόν». Η Τζένι κοίταξε προς την εξώπορτα της βίλας αναποφάσιστη. Ξαφνικά ο Χάντερ υποψιάστηκε ότι ήταν έτοιμη να παραμερίσει την επιφυλακτικότητά της και να τον καλέσει μέσα. Για να την προλάβει, είπε βιαστικά: «Αν θέλεις, πέρνα από το μπαρ του ξενοδοχείου αύριο το βράδυ. Θα σε κεράσω μια μαρ-γκαρίτα και μερικά τορτίγια τσιπς. Προσφέρονται με το ποτό». Η Τζένι γέλασε, ανακουφισμένη που κάποιος άλλος είχε πάρει την απόφαση για εκείνη. «Εντάξει, θα έρθω, Χάντερ Κάλγκαρι. Σ’ ευχαριστώ και πάλι». Του γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς την πόρτα που την έλουζε το φως του φεγγαριού· η εικόνα που έβαλε φωτιά στο μυαλό του ήταν αυτή δύο όμορφων ποδιών με μεταξένιο δέρμα που απομακρύνονταν από κοντά του. Περίμενε ώσπου μπήκε μέσα και έκλεισε πίσω της την πόρτα. Τώρα ήταν ασφαλής. Έκανε στροφή και απομακρύνθηκε προς την πόλη.
Ένιωσε φοβερά αναστατωμένος... Σεξ. Κανονικά θα έπρεπε να είχε ενθουσιαστεί με την επιστροφή οποιουδήποτε συναισθήματος στη ζωή του, αλλά η Τζένι Χόλογουεϊ ήταν απαγορευμένη ζώνη για πολλούς, μα πάρα πολλούς λόγους. Καλύτερα να πήγαινε να πιει μερικές κρύες μπίρες ακόμα, παρά να άρχιζε να σκέφτεται τα πού και πώς θα μπορούσαν να είναι μαζί. Η ιδέα τού φάνηκε καλή. Περνώντας από το μπαρ του ξενοδοχείου, είδε και εκείνον το βλάκα που έψαχνε για μια δεύτερη ευκαιρία, ο οποίος, μόλις τον αντιλήφθηκε, τον κοίταξε άγρια. Ο Χάντερ παρήγγει-λε μια μπίρα και γέρνοντας το κεφάλι του πίσω ά-δειασε το παγωμένο ποτό στο λαρύγγι του. Το κόλπο έπιασε και ύστερα από μερικά μπουκάλια ανέβηκε στο δωμάτιό του και έπεσε στο κρεβάτι του. Στύλωσε το βλέμμα του στον ανεμιστήρα της οροφής κοιτάζοντας τις λεπίδες να στριφογυρίζουν χωρίς όμως να αναταράσσουν ιδιαίτερα τον βαρύ αέρα. Μ ε τον ίδιο ακριβώς τρόπο τον είχε αναστατώσει τότε και η Κάθριν. Μ ακριές γάμπες, τέλειο στήθος, σεξαπίλ — ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε ο ίδιος, ώσπου άρχισε να τη γνωρίζει καλύτερα και ανακάλυψε πόσο υπολογίστρια ήταν. Είχε ακούσει τη φύση του αντί για το μυαλό του' όταν διαπίστωσε ότι το να κάνει έρωτα με την Κάθριν ήταν τόσο υπέροχο όσο το είχε φανταστεί, την παντρεύτηκε. Τι λάθος.
Οι αναμνήσεις τού προκάλεσαν ένα σφίξιμο στο στήθος, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Η ζωή με την Κάθριν ήταν σκέτη κόλαση. Δεν του πήρε πολύ να καταλάβει ότι εκείνες οι υπέροχες ερωτικές νύχτες δεν ήταν παρά μια καλοστημένη παγίδα. Δεν ενδιαφερόταν πραγματικά γι’ αυτόν, αλλά ήταν φοβερή ηθοποιός. Ήταν, επίσης, απαιτητική, κακομαθη-μένη, συνηθισμένη να της συμπεριφέρονται σαν να ήταν πριγκίπισσα. Επιπλέον, ήταν αποφασισμένη να τον κάνει κτηματομεσίτη από αστυνομικό και να τον περιφέρει στον κύκλο της σαν ένα... ελκυστικό ζαχαρωτό. Την άφησε έξι μήνες μετά το γάμο και ενάμισι χρόνο αργότερα είχε το διαζύγιο στο χέρι. Φυσικά, δεν τον συγχώρησε ποτέ και ακόμα του τηλεφωνούσε κάθε φορά που διαλυόταν κάποια σχέση της και ένιωθε μόνη. Όμως ο Χάντερ δεν είχε επιστρέφει κοντά της ποτέ, ούτε για μια βραδιά. Έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του που είχε καταφέρει να ξεφύγει από εκείνη την παγίδα και που μπορούσε πια να οσμίζεται τον κίνδυνο. Όμως η Τζένι ήταν διαφορετική... Κλείνοντας τα μάτια του, βόγκηξε σιγανά. Μ ήπως όλη αυτή η ερωτική επιθυμία βρισκόταν μόνο στο μυαλό του; Μ πορεί εκείνη να μην ένιωθε έτσι. Ίσως αυτό που αισθανόταν να ήταν απλώς ευγνωμοσύνη που τη βοήθησε να ξεφύγει από εκείνο τον ενοχλητικό τύπο και μετά τη συνοδέυσε στη βίλα. Τίποτα περισσότερο. Αυτές οι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του όταν χτύπησε το
τηλέφωνο. Αυτόματα τεντώθηκε, σήκωσε το ακουστικό και αφουγκράστηκε προσεκτικά για μια στιγμή πριν απαντήσει. «Ναι;» είπε επιφυλακτικά. «Πώς είναι η κόρη μου;» ρώτησε ο Αλεν Χόλογου-εϊ. «Τη βρήκες ή όχι ακόμα;» Η φωνή του άντρα θαρρείς και έπεσε σαν χιονοστιβάδα επάνω στις προηγούμενες σκέψεις του. Να γιατί δεν μπορούσε καν να την ονειρευτεί. Η Τζένι ήταν μια... δουλειά. Μ ια επιταγή. Και ο τρόπος για να δοθεί ένα τέλος στο παρελθόν που τον κυνηγούσε. «Τη βρήκα», αποκρίθηκε, ενοχλημένος που του τηλεφώνησε ο Χόλογουεϊ. «Είναι μ’ εκείνους τους βλάκες τους Μ οντγκόμερι;» Να γιατί δεν ήθελε τον πατέρα της ν' ανακατεύεται στη ζωή της. Ο Αλεν Χόλογουεϊ δεν είχε δεύτερό του στο πείσμα και δεν τον ενδιέφερε ποτέ να κρατήσει τις σκέψεις του για τον εαυτό του. «Είναι στη Βίλα Μ πουένα Βίστα». «Κανένα ίχνος του Ράσελ;» «Απ’ όσο ξέρω... κανένα». Όχι πως είχε κοιτάξει ιδιαίτερα. Ως τώρα το μόνο που είχε κάνει ήταν να φαντάζεται την Τζένι χωρίς το ανάλαφρο φόρεμά της.
«Καλώς. Έχε το νου σου». «Μ ην τηλεφωνήσεις ξανά εδώ», του είπε ο Χάντερ. «Δε θέλω ν’ αντιληφθεί κανείς τη σχέση μας. Θα σου τηλεφωνώ εγώ». «Είναι απαραίτητος όρος;» «Ναι», απάντησε ο Χάντερ ειλικρινά. «Αν θέλεις να πιάσουν τόπο τα λεφτά σου». Αυτό τον σταμάτησε. Ο Χόλογουεϊ θα ήθελε πολύ να του φέρει αντιρρήσεις, από την άλλη όμως ήθελε και αποτελέσματα. «Θέλω να με ενημερώνεις». «Εσύ είχες καθόλου νέα του;» ρώτησε ο Χάντερ. «Από τον Ράσελ; Όχι». «Ακόμα κι αν επικοινωνήσει μαζί σου, μη μου τηλεφωνήσεις. Να περιμένεις». Οι Αλεν Χόλογουεϊ αυτού του κόσμου δεν ήθελαν να τους λέει κανείς τι να κάνουν. Ο Χάντερ άκουσε καθαρά τη βαθιά ανάσα — σχεδόν γρύλισμα— του άντρα, πριν μουρμουρίσει ότι ήθελε να του δίνει ο Χάντερ συχνές και πλήρεις αναφορές. Βγάζοντας έναν ήχο που σήμαινε «ίσως», ο Χάντερ έκλεισε το τηλέφωνο. Οι ερωτικές σκέψεις είχαν φύγει τελείως από το μυαλό του με το τηλεφώνημα του Χόλογουεϊ.
Τώρα, κοιτάζοντας το ταβάνι, το μόνο που μπορούσε να φέρει στο νου του ήταν τα ψυχρά μάτια και το πρόσωπο του Τρόι Ράσελ.
κεφάλαιο 4 Γοητεία. Αυτό χρειαζόταν μόνο. Η ωραία εμφάνιση βοηθούσε, αλλά είχε δει και μερικούς από τους πιο άσχημους άντρες στον κόσμο να παίρνουν αυτό που ήθελαν με λίγη γοητεία. Όσο για τις γυναίκες, αυτές πιάνονταν πάντοτε κορόιδο. Ανοιγαν τα πόδια και τα πορτοφόλια τους. Αυτός το ήξερε. Η γοητεία ήταν το «προϊόν» που πουλούσε. Ο Τρόι χτύπησε τα δάχτυλά του επάνω στο τιμόνι του νοικιασμένου Φορντ. Ήταν στο χρώμα που το αποκαλούν «χρώμα σαμπάνιας»: το μέταλλο είχε ένα απροσδιόριστο απαλό καστανόχρυσο που κανένας δε γύριζε να το κοιτάξει δεύτερη φορά. Το είχε διαλέξει ακριβώς για την ουδετερότητά του. Το κατάλληλο χρώμα για να περνάει κανείς απαρατήρητος. Αυτό ήταν που έκανε την Τζένι να μην κοιτάζει συνεχώς πάνω από τον ώμο της. Είχε ζήσει μια άσχημη στιγμή την προηγούμενη νύχτα έξω από το εστιατόριο. Η Τζένι ήταν νευρική και αναγκάστηκε να γλιστρήσει κάτω από το κάθισμα του αυτοκινήτου και να περιμένει εκεί ώσπου άκουσε τη μηχανή του αυτοκινήτου της ν’ ανάβει και τις ρόδες να τσουλάνε.
Βγαίνοντας από την πίσω πόρτα του εστιατορίου, είχε γυρίσει το κεφάλι της προς όλες τις μεριές αναγκάζοντάς τον να πέσει κάτω αμέσως. Είχε μείνει για λίγο ακίνητη μέσα στο αυτοκίνητό της, κάτι που τον έκανε ν’ αναρωτηθεί μήπως τον είχε δει, ύστερα έβαλε μπρος και απομακρύνθηκε. Εκείνος πε-ρίμενε λίγο πριν την ακολουθήσει αργά. Την είδε να προσπερνάει το κτίριο όπου ήταν το διαμέρισμά της, να συνεχίζει για ένα μίλι περίπου, να κάνει κύκλο και να επιστρέφει. Έτσι είχε αναγκαστεί να μείνει πολύ πίσω, αλλά γνώριζε ήδη πού έμενε, οπότε δεν τσατί-στηκε. Αντίθετα, οι προφυλάξεις της τον είχαν διασκεδάσει αφάνταστα. Πού να φανταστεί ότι τίποτα απ’ όσα έκανε δε θα τη βοηθούσε. Τίποτα δεν μπορούσε να την προστατεύσει απ’ αυτόν. Γέλασε σιγανά μόνος του. Ανόητο παλιοθήλυκο. Όλες τους έτσι ανόητες ήταν. Πορνίδια στην καρδιά, ακόμα και οι φαινομενικά καλόκαρδες σαν την ακριβή του Τζένι. Όλες τους λαχταρούσαν κρυφά έναν άντρα που θα τους ξέσκιζε τα ρούχα και θα τους έδινε αυτό που ποθούσαν περισσότερο. Τότε, όταν ήταν με την Τζένι, δεν το ήξερε ακόμα τόσο καλά. Μ ε τα χρόνια έμαθε ένα δυο πραγματάκια και τώρα ήταν έτοιμος να της χαρίσει τα καλά της... μόρφωσής του. Δεν είχε μπει στο σπίτι της... ακόμα. Αλλά είχε υπολογίσει ποιο ήταν το δωμάτιό της και ποιο του αγοριού. Ο μικρός φαινόταν γύρω στα δεκατρία, ψηλόλιγνος, άχαρος και στη φάση της ανταρσίας. Τίνος
ήταν το παιδί; αναρωτήθηκε, νευριασμένος που η Τζίνι είχε μείνει έγκυος σχεδόν αμέσως μετά τη δική του αναχώρηση. Ο Αλεν Χόλογουεϊ είχε φανεί υπερβολικά ανυπόμονος να του δώσει μερικά χρήματα τότε. Οτιδήποτε για να κρατήσει τον κακό γαμπρό του μακριά από τη μονάκριβη κορούλα του. Λοιπόν, ποιος την είχε αφήσει έγκυο; Ο Αλεν δεν είχε αναφέρει το αγόρι στη συνάντησή τους. Εδώ που τα λέμε, δεν του είχε πει τίποτα εκείνη την ημέρα. Απαιτούσε μόνο να φύγει. Απαιτούσε και απαιτούσε, ενώ τα χείλη του είχαν στραβώσει σε μια προσπάθεια να κρύψει το φόβο του. Μ όνο που ο Τρόι το είχε καταλάβει. Ο Χόλογουεϊ τον φοβόταν. «Ωραία», είπε τώρα δυνατά, και το εννοούσε. Κοίταξε τη σιδερένια πύλη που έφραζε την είσοδο στον κήπο του Χόλογουεϊ. Ένα μέγαρο. Ο γέρος ζούσε εκεί με την όμορφη γυναίκα του — μια γυναίκα που ήταν κενή όσο και ένα άδειο πάρκινγκ. Ο Τρόι είχε μάθει και τις δικές της συνήθειες. Την πέτυχε σ’ ένα από εκείνα τα ακριβά μαγαζιά που πουλούσαν οικολογικά τρόφιμα, καθώς εξέταζε κάποια μάρκα μπέικον χωρίς λιπαρά, και την είχε σκουντήσει με τον ώμο του, ζητώντας συγνώμη δήθεν σαστισμένος. Η Νάτα-λι. Αυτό ήταν το όνομά της. Αναρωτήθηκε αν τον αναγνώρισε. Παλιά, δεν είχαν και πολλές επαφές. Είχε έρθει στη γαμήλια δεξίωση που είχε επιμείνει ο Αλεν να δώσει, όταν αυτός και η Τζένι επέστρεψαν μετά το γάμο τους, αλλά τότε η Νάταλι ήταν τόσο απασχολημένη με τον εαυτό της, που δε θα του έκανε καθόλου εντύπωση αν δε θυμόταν ούτε πώς ήταν
η Τζένι. Ύστερα μέθυσε με σαμπάνια και ο Αλεν αναγκάστηκε να πληρώσει κάποιον να την πάει στο σπίτι. Ο Τρόι δεν την είχε ξαναδεί από τότε. Ο Χόλογουεϊ δε συνήθιζε να προσκαλεί την κόρη του και τον άντρα της στο σπίτι του. Παρ’ όλα αυτά... Όμως όχι. Η Νάταλι δεν τον είχε αναγνωρίσει. Είχε δεχτεί τη συγνώμη του και του είχε χαμογελάσει αφηρημένα, λες και το μυαλό της ήταν κάπου αλλού. Κάποια άλλη φορά, ο Τρόι θα το θεωρούσε μεγάλη πρόκληση. Θα χρησιμοποιούσε όλη τη γοητεία του για να διαπιστώσει αν θα μπορούσε να της ξυπνήσει και το ελάχιστο σεξουαλικό ενδιαφέρον. Όμως τώρα είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του και η Νάταλι Χόλογουεϊ δεν ήταν ένα από αυτά. Η Τζένι ήταν. Εκείνος ήταν πάντα εκεί όπου βρισκόταν το χρήμα. Είχε πει στον Άλεν ότι είχε μετανιώσει και ήθελε να επανορθώσει για το παρελθόν. Τι αστείο. Ποιος ήθελε, διάολε, να επανορθώσει; Μ όνο όποιος απέβλεπε σε χοντρό παραδάκι, ή είχε ανακαλύψει το Θεό — και ο Τρόι Ράσελ σίγουρα δεν είχε γίνει ξαφνικά θρησκευόμενος. Μ πορούσε όμως να προσποιηθεί πως είχε δει το φως το αληθινό! Το θέατρο που έπαιζε ήταν παιχνιδάκι. Φορούσε τη μάσκα της γοητείας κι αυτό ήταν. «Τι θέλεις;» τον είχε ρωτήσει ο Χόλογουεϊ απότομα. «Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που βρίσκεσαι εδώ;»
«Είχα πολύ καιρό για να σκεψτώ τα πράγματα. Απλά θέλω να επανορθώσω». «Σε πλήρωσα για ν’ απομακρυνθείς από την Τζένι. Σου έδωσα πολλά χρήματα». «Ναι, αλλά έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε», παραδέχτηκε ο Τρόι. «Ήρθα για να επανορθώσω». «Έτσι και την πλησιάσεις, θα σε κάνω να το μετα-νιώσεις πικρά». Τα τελεσίγραφα ήταν το μόνο που είχαν οι δειλοί στη διάθεσή τους. Λόγια, λόγια, λόγια. Λέξεις που πετάγονται σαν μαχαίρια, αλλά τίποτα για να τα στηρίξει από πίσω. Ο Τρόι είχε μάθει να κρατάει την ψυχραιμία του και έτσι κατάφερε να συγκροτήσει το θυμό του πολύ εύκολα. Ο Χόλογουεϊ ήταν ένας γεροτσιγκούνης που κρατούσε όλα τα λεφτά του σε μετοχές και ακίνητα. Κατά πώς φαινόταν δεν είχε δώσει πολλά στην κόρη του, αφού αυτή δούλευε σαν σκλάβα σ’ εκείνο το εστιατόριο και ζούσε σ’ ένα άθλιο διαμέρισμα. Ίσως ο Χόλογουεϊ να σιχαινόταν τον πατέρα του αγοριού περισσότερο απ’ ό,τι τον Τρόι. Αλλά δεν είχε σημασία. Η Τζένι θα κληρονομούσε τα πάντα όταν πέθαινε ο πατέρας της. Η Νάταλι δεν ήταν τίποτα. Ένα... διακοσμητικό. Ένα γερό ποσό και θα έφευγε από τη μέση. Η ουσιαστική κληρονόμος ήταν η Τζένι. Ο Τρόι έκανε ένα μορφασμό. Τα είχε κάνει μαντάρα τότε με την
Τζένι, επειδή ήταν πάρα πολύ νέος και δεν μπορούσε να καταλάβει τους κανόνες του παιχνιδιού. Είχε αφήσει το θυμό του να τον παρασύρει. Τώρα ,όμως, είχε αποκτήσει εμπειρία. Τώρα, όποτε γινόταν έξαλλος, έβρισκε άλλες διεξόδους για να διοχετεύσει την οργή του. Ήταν τόσο εύκολο να ξεγελάσεις τους ανθρώπους. Χαμογελώντας, έβγαλε ένα πακέτο με τσίχλες και έβαλε μια στο στόμα του. Είχε κόψει το κάπνισμα. Δε βοηθούσε να κατακτήσεις τις κοκαλιάρες πλούσιες που λαχταρούσαν έναν άντρα σαν κι αυτόν στο κρεβάτι τους. Οι ίδιες μπορεί να κάπνιζαν, αλλά ήθελαν τον εραστή τους καθαρό και να μοσχοβολάει. Του άρεσε να τους δίνει αυτό που ζητούσαν, αλλά τα μάτια του ήταν πάντοτε καρφωμένα στα μπλοκ των επιταγών τους. Μ ερικές φορές τις μεθούσε και, φεύγοντας, έκλεβε τα μετρητά που είχαν μαζί τους. Όχι συχνά όμως. Κυρίως τις χρησιμοποιούσε για να μαθαίνει τα ονόματα των φιλενάδων τους. Δύο φορές του είχαν τύχει πολύ πλούσιες γυναίκες που ήθελαν να του δώσουν όλα τα πλούτη τους, αλλά και τις δύο φορές υπήρξε ένα εμπόδιο: η Μ ισέλ Κάλγκαρι. Η σκέψη της, ακόμα και τώρα, τον έκανε έξαλλο από θυμό. Πήγε και έμεινε έγκυος και έκλαιγε όλη την ώρα. Δεν το άντεξε. Ήταν αδύνατο. Και τώρα βρισκόταν σε περίοδο... ανομβρίας. Εντάξει, υπήρχε η Πατρίτσια, αλλά τα λεφτά της δεν ήταν αρκετά. Ήθελε αυτά που δικαιούνταν: εκατομμύρια, πολλά εκατομμύρια. Πήγαινε καμιά
φορά και της έδινε αυτό που ήθελε, αλλά είχε ψάξει τα οικονομικά της και δεν ήταν στο επίπεδο του Άλεν Χόλο-γουεϊ. Κρίμα για την Πατ, αλλά δεν ήταν φτηνιάρης. Βάζοντας ταχύτητα, μπήκε στην κίνηση του δρόμου και πέρασε έξω από το διαμέρισμα της Τζένι. Σκοτεινό. Πάλι. Τις τελευταίες ημέρες ήταν συνεχώς σκοτεινά. Μ άλλον θα έχει πάει ταξίδι, σκέφτηκε τελικά μανιασμένος. Θα πρέπει να την ειδοποίησε ο Αλεν για την εμφάνισή του. Ο θυμός τον κατέκλυσε τόσο έντονα, που τα δάχτυλά του γύρω από το τιμόνι έγιναν κάτασπρα από το σφίξιμο. Έστριψε το αυτοκίνητο προς την κατεύθυνση της έπαυλης του Χόλογουεϊ, ύστερα όμως άλλαξε γνώμη και κατευθύνθηκε προς το εστιατόριο στο οποίο δούλευε η Τζένι. Ήταν τόσο έξαλλος, που σχεδόν πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο πριν σταματήσει τελείως. «Καταραμένε παλιόγερε», είπε μέσ’ από τα δόντια του. Θα τον σκότωνε τον Χόλογουεϊ. Το πήρε απόφαση και τίποτα δε θα τον έκανε ν’ αλλάξει γνώμη. Κάποια ημέρα θα τον σκότωνε. «Καλώς ήρθατε στου Ρικάρντος. Τραπέζι για έναν;» τον ρώτησε η ρεσεψιόνίστ. Άντε πνίξου, σκέφτηκε, αλλά ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Εκτός κι αν θέλεις να μου κάνεις παρέα...»
Του χαμογέλασε πονηρά και τον οδήγησε σ’ ένα τραπέζι δίπλα σ’ έναν τοίχο από βράχο, επάνω στην ανώμαλη επιφάνεια του οποίου σχηματίζονταν σκιές από το τρεμάμενο φως των κεριών. Η κοπέλα απομακρύνθηκε κουνώντας προκλητικά τους γοφούς της για χάρη του. Γοητεία, υπενθύμισε στον εαυτό του, ψάχνοντας με το βλέμμα τη σερβιτόρα που είχε δει τις προάλλες να μιλάει με την Τζένι σε πολύ φιλικό τόνο. Εκείνος καθόταν σ’ ένα γωνιακό τραπέζι, αλλά αμέσως μετά έφυγε για να μην τον δει η Τζένι. Είχε φανταστεί ότι δεν εργαζόταν εκείνο το βράδυ και είχε ξαφνιαστεί βλέποντάς την ξαφνικά να περνάει λίγα μέτρα πιο πέρα από το τραπέζι του. Είχε ξεγλιστρήσει έξω χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, αφού όμως πρώτα άφησε αρκετά χρήματα στο τραπέζι για να καλύψει το ποτό του συν ένα καλό φιλοδώρημα. Δεν ήθελε να τον θυμούνται σαν τον άνθρωπο που είχε εξαφανιστεί χωρίς να πληρώσει. Έπρεπε να παραμείνει απαρατήρητος. Να τη. Φιλική με όλους. Όταν αντιλήφθηκε πως δεν είχε καθίσει στο τμήμα που σερβίριζε εκείνη, άλλαξε τραπέζι. «Γεια σας», του είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. «Δεν είχατε έρθει εδώ και πριν από μερικές ημέρες;» «Δεν μπορούσα να μείνω μακριά σου». «Αχά». Στήριξε το βάρος της στον ένα γοφό της και τον κοίταξε
προσεκτικά με μάτια που λαμπύριζαν παιχνιδιάρικα. «Είχατε την ευκαιρία να ρίξετε μια ματιά στο μενού;» «Εσύ τι μου προτείνεις;» «Όλα είναι καταπληκτικά. Κι αν σου αρέσουν τα ζυμαρικά, έχεις έρθει στο κατάλληλο μέρος». Τελικά παρήγγειλε σπαγγέτι μαρινάρα, με σάλτσα από καλαμαράκια και στρείδια. Του το έφερε μαζί μ’ ένα ποτήρι κρασί Κιάντι, και τότε δέχτηκε το δεύτερο ξάφνιασμα της βραδιάς. «Δεν είναι εδώ απόψε», του ψιθύρισε. «Διακοπές». Ώστε ήξερε ότι τον ενδιέφερε η Τζένι. Έγινε έξω φρενών με την αδεξιότητά του. «Πήρε και το γιο της μαζί;» «Τον Ρόουλι; Νομίζω. Ίσως, πάλι, όχι. Την ξέρεις;» Φάνηκε σαστισμένη. Του είχε δώσει τη δικαιολογία που χρειαζόταν και συνέχισε διαλέγοντας τις λέξεις του πολύ προσεκτικά. «Εδώ τη γνώρισα». «Λοιπόν, αν θέλεις τη συμβουλή μου, θα πρέπει να βιαστείς, γιατί σε λίγες ημέρες θα φύγει πάλι. Αυτήν τη φορά οριστικά. Δεν είμαι καν σίγουρη αν θα περάσει από το εστιατόριο πριν φύγει». Τα δάχτυλα του Τρόι σφίχτηκαν σε γροθιές κάτω από το τραπέζι.
«Έχεις δίκιο. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε ανέφερε ότι θα έφευγε από το Χιούστον. Πού θα πάει αυτήν τη φορά;» Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, σαν να σκεφτόταν κατά πόσο μπορούσε να τον εμπιστευθεί. Ο Τρόι ανασήκωσε τους ώμους του και την κοίταξε αθώα. «Δε χρειάζεται να μου πεις. Θα της τηλεφωνήσω στο διαμέρισμά της». «Στο Νέο Μ εξικό. Αλήθεια, πώς σε λένε; Θα της πω ότι πέρασες να τη δεις». «Μ άικ Κόνραντ». Έκανε μια γκριμάτσα. «Φοβάμαι ότι δε θα προλάβω να τη δω. Αύριο φεύγω για το Σινσινάτι». «Βρε ατυχία! Εντάξει, λοιπόν, Μ άικ Κόνραντ. Θα της πω ότι έχασε μια σοβαρή περίπτωση». «Μ ην το ξεχάσεις». Την κοίταζε ν’ απομακρύνεται ικανοποιημένος. Το Νέο Μ εξικό ήταν μεγάλη πολιτεία, αλλά δεν είχε παρά να την παρακολουθήσει. Και είχε ένα γιο... τον Ρόουλι. Τελικά, η νύχτα δεν πήγε στράφι. * Ο ιδρώτας κυλούσε από τους κροτάφους της Τζένι, η οποία ήταν ξαπλωμένη σε μια άσπρη σεζλόνγκ. Είχε τα μάτια της κλειστά και ψηνόταν κάτω από τον καυτό μεξικάνικο ήλιο. Για την ακρίβεια,
έβγαζε... ατμούς. Όταν άνοιξε τα μάτια της, δεκάδες διαβολάκια ζέστης χόρευαν μπροστά της. Αναστενάζοντας, άφησε τα βλέφαρά της να κλείσουν πάλι, ενώ μέσα της ευχόταν να μπορούσε ν’ απολαύσει τις διακοπές της όπως η Μ άγδα, ο Φιλ και οι υπόλοιποι της συντροφιάς. Είχαν αρχίσει ήδη τις απογευματινές τους μαργκα-ρίτα, την ώρα που κάθε Μ εξικανός ο οποίος σέβεται τον εαυτό του απολαμβάνει τη μεσημεριανή του σιέστα. Της Τζένι της άρεσε αυτή η αντίληψη ζωής: τις ώρες της μεγάλης ζέστης να μην κάνεις τίποτα και να ζωντανεύεις με το σούρουπο. Πάντως, εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τι έκανε έξω στον ήλιο, αν και ο μεσημεριανός ύπνος στο δωμάτιό της είχε πάψει να την ελκύει από τη στιγμή που το κλιματιστικό άρχισε να πετάει σταγόνες νερού στα πόδια του κρεβατιού της. Ο Χοακίν, ένας από τους υπηρέτες της βίλας, είχε αναλάβει να το επισκευάσει. Ανυπομονούσε να έρθει το βράδυ και έκανε διάφορες ευχάριστες σκέψεις —σκέψεις που είχαν επίκεντρό τους τον Χάντερ Κάλγκαρι—, οι οποίες όμως επισκιάζονταν από την ανησυχία της για τον Τρόι. Είχε καταφέρει να τον βγάλει από τη ζωή της αυτά τα δεκαπέντε χρόνια και η ανάμνησή του έμενε καταχωνιασμένη στα βάθη του μυαλού της. Αλλά τώρα, μετά τις αποκαλύψεις του Αλεν, οι αναμνήσεις την κατέκλυσαν δημιουργώντας της μεγάλη νευρικότητα. Υπήρχαν στιγμές που της ερχόταν η διάθεση να ουρλιάζει.
Όταν γύρισε στο δωμάτιό της, έκανε ντους, σκουπίστηκε και, αφού στέγνωσε τα μαλλιά της με το πιστολάκι, μάζεψε την ατίθαση χαίτη των μαλλιών της χαμηλά στο λαιμό της με μια μπαρέτα από ταρταρούγα. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, έσφιξε τα χείλη της και φύσηξε με δύναμη προς τα επάνω για να ανασηκώσει τη φουντωτή φράντζα της. Στον καθρέφτη είδε δυο σοβαρά γαλάζια μάτια να την κοιτάζουν ειρωνικά. Το λακκάκι που σχηματιζόταν όταν χαμογελούσε δε φαινόταν τώρα που η έκφρασή της ήταν σοβαρή. «Δεν μπορείς να μου κάνεις κακό, Τρόι», είπε αποφασιστικά. Στο σαλόνι, η Μ άγδα, ο Φιλ και οι άλλοι είχαν αρχίσει να πίνουν συστηματικά ενώ κουβέντιαζαν για το κόστος των ταξί. Ήταν όλοι τους ελαφρώς μεθυσμένοι και κανένας δεν ήθελε να οδηγήσει σε αυτή την κατάσταση. Η Τζένι έπνιξε τη διάθεση να το σκάσει και να ξαναπάει στο δωμάτιό της. Συνήθως δεν κατέκρινε τους ανθρώπους που τους άρεσε το αλκοόλ, αλλά έπιναν όλοι τους τόσο πολύ, που ένιωθε σαν ξένη ανάμεσά τους. «Τζένι, αγάπη μου!» Η Μ άγδα τη χαιρέτησε κουνώντας τα δάχτυλα του ενός χεριού της, ενώ με το άλλο έχυνε λίγο από το παγωμένο ποτό της στα μεξι-κάνικα πλακάκια. «Ασε με να σου ετοιμάσω μια μαργκαρίτα», είπε ο Φιλ με τη γνωστή γαλατική ευγένειά του. Η Τζένι του χαμογέλασε βεβιασμένα και κατένευσε. Δεν ήθελε να είναι η παρείσακτη
ανάμεσά τους. Για την ακρίβεια, είχε κουραστεί να είναι η Κυρία Καθώς-πρέπει, η Κυρία-που-πάει-νωρίζ-στο κρεβάτι, η Κυρία Πλήξη. Είχε κάνει λάθη στα νιάτα της, αλλά είχε πληρώσει για όλα. Ήταν καιρός πια να διασκεδάσει κι εκείνη λίγο. Εξάλλου ο Ρόουλι ήταν ασφαλής με τους Φέρ-γκιουσον και δεν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχεί. Κανένας απολύτως λόγος. Χρειάστηκε να καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να διώξει την ανησυχία της για το ενδεχόμενο της επανεμφάνισης του Τρόι. Παρ’ όλα αυτά, κοίταξε φευγαλέα προς το τηλέφωνο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια πιστωτική κάρτα και λίγο καλύτερα ισπανικά από αυτά που ήξερε αν ήθελε να μιλήσει με τους Φέργκιουσον και να βεβαιωθεί ότι ο γιος της ήταν καλά. Ο Ρόουλι μπορεί να ήταν ευτυχισμένος στην κατασκήνωση, αυτό όμως δε σήμαινε ότι εκείνη θα έπαυε ν’ ανησυχεί. Ίσως άλλη μία μαργκα-ρίτα να βοηθούσε, είπε στον εαυτό της, ανακτώντας πάλι την αποφασιστικότητά της. Ώρα να πάρει κι αυτή μέρος στο πάρτι. «Ορίστε, ωραία μου κυρία». Ο Φιλ της πρόσφερε το ποτό της με μια επιτηδευμένη κίνηση. «Σ’ ευχαριστώ». Κάποιος από την παρέα απομακρύνθηκε από τους υπόλοιπους και
κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Ήταν ο ανύπαντρος άντρας. Ο Μ ατ... κάτι. Η Τζένι έψαξε μέσα στο μυαλό της να βρει κάτι να πει, μάταια όμως. Μ άλωσε τον εαυτό της για την ανικανότητά της να φλερτάρει και αρκέστηκε μόνο να του χαμογελάσει. Όλο το απόγευμα ο νεαρός φλέρταρε με τη Λάιζα και την Τζάκι, αλλά φαίνεται ότι τώρα ήταν η σειρά της να πάρει μια γεύση της... υπέροχης προσωπικότητάς του. Κυνική; Ε, ναι, ήταν. Αλλά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια την είχαν σκληρύνει. «Γεια σου», της είπε και κάθισε στην άκρη της σεζλόνγκ της. «Γεια». Μ έσα της βόγκηξε. Της θύμισε λιγάκι το γιο της, αλλά σε μεγαλύτερη ηλικία. Ο αιώνιος έφηβος. «Θα έρχεσαι συχνά εδώ;» Της χαμογέλασε με νόημα. «Κάθε ημέρα της επόμενης εβδομάδας». «Το όνομά μου είναι Μ ατ. Κι εσύ είσαι η Τζένι». Ανασήκωσε το ποτήρι της σιωπηλά στην υγειά του. Θα ήθελε να πει κάτι έξυπνο, αλλά της ήταν αδύνατο. Τι κουραστικά που ήταν όλα αυτά! Η ζωή παραήταν μικρή για να την ξοδεύει προσπαθώντας να την κάνει τέλεια. «Το όνομα της μητέρας μου είναι Τζένιφερ». «Ναι;»
«Και του πατέρα μου Τεντ». Της χαμογέλασε πλατιά. «Σε κάνω να πλήττεις μέχρι θανάτου, έτσι;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, αν και ο Μ ατ είχε πλησιάσει στην αλήθεια. Πόσες ώρες έπρεπε να περάσουν πριν καταφέρει να φύγει διακριτικά; 0 Χάντερ της είχε υποσχεθεί μια μαργκαρίτα. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να το σκάσει αμέσως τώρα από τη συντροφιά της. Αλλά, πάλι, τι θα έκανε στην πόλη; Θα τον περίμενε στο μπαρ; Θα του τηλεφωνούσε στο δωμάτιό του; Η απάντηση ήταν τόσο εμφανής, που απόρησε πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Καθώς ο Μ ατ άνοιγε το στόμα του για να της μιλήσει, η Τζένι κοίταξε το ρολόι της. «Πω, πω! Δεν το είχα καταλάβει πόσο πέρασε η ώρα. Πρέπει να πάω στο ξενοδοχείο Ρόζα. Θα δειπνήσω εκεί απόψε». «Αλήθεια;» Η Μ άγδα κούνησε το χέρι της, που το στόλιζε ένα ασημένιο βραχιόλι — μια από τις δημιουργίες της που πουλούσε στους τουρίστες. Η αλήθεια είναι ότι έδειχνε όμορφο στο χέρι της. «Επαγγελματικοί λόγοι», είπε η Τζένι. «Ακόυσα ότι το φαγητό εκεί είναι θαυμάσιο και θα ήθελα να πάρω μερικές ιδέες». Χαμογέλασε. «Κλέβω μόνο από τους καλύτερους». «Θα έρθω μαζί σου». Ο Μ ατ προσκάλεσε μόνος τον εαυτό του. «Όχι, Μ ατ!» Η Μ άγδα τον κοίταξε επιτιμητικά. «Δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε όλο αυτό το φαγητό! Τι θα σκεφτεί το προσωπικό; Θα
πληγωθούν». «Εσείς μείνετε εδώ. Η Τζένι κι εγώ θα πάμε στο ξενοδοχείο Ρόζα». Έκλεισε το μάτι του στην Τζένι. «Εσύ θα διαλέξεις τα φαγητά κι εγώ θα πληρώσω το λογαριασμό». Η Τζένι τον κοίταξε άναυδη, έξαλλη με τον εαυτό της που δεν μπορούσε να αντιδράσει με το ανάλογο θράσος. Ανασηκώνοντας τους ώμους της αδιάφορα, ανέβηκε επάνω για ν’ αλλάξει, χωρίς να της ξεφύγουν όμως τα απογοητευμένα βλέμματα που έριξαν στον Μ ατ η Λάιζα και η Τζάκι. Όσο εκείνη έλειπε, ο Μ ατ τηλεφώνησε για ταξί και όταν κατέβηκε κάτω ο νεαρός στάθηκε αμέσως στο πλάι της. Είχε φορέσει στενό τζιν παντελόνι και μαύρο πουκάμισο που το είχε ανοιχτό. Ω Θεέ μου, σκέφτηκε, και προχώρησε πρώτη στην πόρτα. * Ο Μ ατ ήταν ένα πρόβλημα που δεν της χρειαζόταν. Από τη στιγμή που τη βοήθησε να μπει στο ταξί, άρχισε να της φέρεται κτητικά. Η Τζένι θα προτιμούσε να έρχονταν και η Τζάκι με τη Λάιζα, αλλά είχαν απορρίψει την πρότασή της περιφρονητικά, ρίχνοντας δολοφονικές ματιές στον Μ ατ. Εκείνος όμως παρέμεινε ασυγκίνητος. Καθώς το ταξί αναπηδούσε στον κακοτράχαλο δρόμο για την πόλη, πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της. «Ούτε που μου είχε περάσει από το
μυαλό ότι θα έβγαινες έξω μαζί μου», παραδέχτηκε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο που αποκάλυψε την άψογη οδοντοστοιχία του. «Είσαι μια πολύ ψυχρή κυρία, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω». «Να βγω έξω μαζί σου;» τον ρώτησε ανασηκώνο-ντας το ένα φρύδι της. «Ξέρω ότι το ξενοδοχείο Ρόζα φημίζεται για το σπουδαίο φαγητό του, αλλά μερικά άλλα μέρη είναι πολύ καλύτερα για μουσική και χορό». «Ενδιαφέρομαι μόνο για το φαγητό, Μ ατ. Αυτός είναι ο λόγος που πηγαίνω στο ξενοδοχείο Ρόζα». Ο νεαρός έκανε ένα μορφασμό. «Εντάξει», είπε μ’ ένα θλιμμένο αναστεναγμό. Η Τζένι σκέφτηκε μερικές αγενείς φράσεις να του πει, αλλά της ήταν αδύνατο να τις ξεστομίσει. Τόσα χρόνια εκπαίδευσης στους καλούς τρόπους και να το αποτέλεσμα. Ήταν πραγματικά εκνευριστικό. Όμως έπρεπε να κάνει κάτι. Είχε ένα... ας πούμε ραντεβού με τον Χάντερ Κάλγκαρι, σωστά; Τι θα σκεφτόταν βλέποντας να τη συνοδεύει ο Μ ατ; Την ώρα που τη βοηθούσε να βγει από το ταξί μπροστά στο ξενοδοχείο, του είπε: «Δεν ήμουν και τόσο ειλικρινής μαζί σου, Μ ατ. Η αλήθεια είναι πως πρόκειται να συναντήσω κάποιον εδώ. Σκέφτηκα ότι
έπρεπε να το μάθεις». Έψαξε μέσα στο πορτοφόλι της για ψιλά, αλλά εκείνος τη σταμάτησε πιάνοντας τον καρπό του χεριού της. «Ασε, θα πληρώσω εγώ». Πλήρωσε τον ταξιτζή, δίνοντάς του μάλιστα και ένα γερό φιλοδίόρημα. «Θα μπορούσες να μου το έχεις πει». «Δε με ρώτησες!» Προχώρησε προς την πόρτα του εστιατορίου. «Έι, περίμενε». Έτρεξε βιαστικά μπροστά για να της ανοίξει την πόρτα, κάτι που εκνεύρισε την Τζένι ακόμα περισσότερο. «Κοίτα...» «Όχι, λυπάμαι. Εγώ...» «Όχι, άκουσέ με», τον έκοψε. «Θα μείνουμε μαζί στη βίλα όλη την εβδομάδα. Νομίζω ότι πρέπει να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Εδώ βρίσκομαι για διακοπές. Μ όνο για διακοπές. Κατάλαβες;» «Φυσικά, φυσικά». Η Τζένι κατένευσε. «Επομένως, ας μην υπάρξουν άλλες παρεξηγήσεις μεταξύ μας. Δε θέλω κανένας από τους δυο μας να νιώσει αμήχανα». Της χαμογέλασε. Το αλά Τομ Κρουζ χαμόγελο και τα κάτασπρα δόντια μπορεί να θάμπωνε τις περισσότερες γυναίκες στην αρχή.
Αλλά όταν μιλούσε η ψευδαίσθηση καταστρεφόταν αμέσως. «Έι, δε σου ζήτησα και να με παντρευτείς. Χαλάρωσε λιγάκι, εντάξει;» Αμέσως μετά μπήκε πρώτος στο ξενοδοχείο. * Ο Χάντερ βόγκηξε δυνατά βλέποντας την Τζένι Χόλογουεϊ να μπαίνει συνοδευόμενη. Ο τύπος είχε ξανθά μαλλιά-καρφάκια, ένα καταπληκτικό μαύρισμα που πρέπει να είχε αποκτηθεί ύστερα από ατέλειωτες ώρες ηλιοθεραπείας, τζιν τόσο σφιχτό που κόντευε ν’ ανοίξει και ένα μαύρο πουκάμισο ανοιχτό ως τον αφαλό. Σου έδινε την εντύπωση ότι η ηλικία του ήταν γύρω στα είκοσι, αλλά η πολύχρονη πείρα του στην παρατήρηση ατόμων τον διαβεβαίωσε ότι πρέπει να είχε περάσει τα τριάντα. Ποιος διάολος ήταν; Και γιατί η Τζένι είχε έρθει μαζί του; Αμέσως μετά βρήκε την απάντηση: ήταν ένας από τους ενοίκους της βίλας. Και φερόταν υπερβολικά φιλικά στην Τζένι, κάτι που ήταν φανερό ότι δεν της άρεσε καθόλου. Ο Χάντερ χαλάρωσε, κάθισε πιο αναπαυτικά και τους παρατηρούσε. Το τραπέζι του βρισκόταν δίπλα στην πόρτα από μπαμπού από την οποία είχε μπει η Τζένι. Για την ακρίβεια, επρόκειτο για έναν ενιαίο χώρο χωρισμένο στα δύο. Η Τζένι δεν ήταν σίγουρη τι έπρεπε να κάνει. Κοιτούσε παντού γύρω της, εκτός από το συνοδό της, κι έτριβε αφηρημένα το λαιμό της με το ένα χέρι, σαν να υπέφερε από τη ζέστη, ή σαν να ένιωθε
αμηχανία. Ίσως και τα δύο, αν σκεφτόταν κανείς την αφόρητη ζέστη που έκανε εκεί μέσα, μια ζέστη που δεν είχε μειωθεί ούτε με τη δύση του ήλιου. Πρώτη φορά που δε φυσούσε αεράκι από τον ωκεανό. Το εστιατόριο θαρρείς και ήταν ακίνητο. Ένιωθε διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία να πάει κοντά της και την επιθυμία να μείνει εκεί που βρισκόταν, κρυμμένος στη σκιά, και να την κοιτάζει· αλλά είχαν ραντεβού και έπρεπε να εμφανιστεί. Έτσι, ύστερα από ένα λεπτό, σηκώθηκε και προχώρησε στην αίθουσα πίσω από τον μετρ που περίμενε να τους οδηγήσει σ’ ένα τραπέζι. Σήκωσε το κεφάλι της, τον είδε και του χαμογέλασε με τρόπο που κολάκεψε το εγώ του, αλλά ταυτόχρονα του δημιούργησε και ενοχές. Η Τζένι είχε αρχίσει να στηρίζεται επάνω του, όμως ο ίδιος ήξερε πως δεν ήταν άντρας στον οποίο μπορούσες να στηρίζεσαι. Όχι με αυτό τον τρόπο. Μ ε κανέναν τρόπο που θα ξεπερνούσε τα όρια που εξασφάλιζαν την ασφάλειά της. «Γεια σου», τον χαιρέτησε και αμέσως μετά κοίταξε τον ξανθό άντρα αβέβαια. Ο Χάντερ του έριξε ένα βλέμμα που φανέρωνε πως του ήταν αδιάφορος, σε αντίθεση με τον Μ ατ, ο οποίος έδειξε αμέσως την ενόχλησή του. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του μερικές φορές, απομακρύνθηκε ένα βήμα από την Τζένι, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και κοίταξε τον Χάντερ συνοφρυωμένος. «Ε... χμ... έφερα... ενισχύσεις», είπε η Τζένι. «Ο Μ ατ μένει στη βίλα μαζί μας. Μ ατ, να σου γνωρίσω τον Χάντερ Κάλγκαρι».
Εκείνος έδωσε απρόθυμα το ιδρωμένο χέρι του. «Μ ατ Κίλγκορ». Ο Χάντερ το έσφιξε. Ο τύπος ήταν περίπου έξι πόντους κοντύτερός του και η έκφραση του προσώπου του έδινε την εντύπωση του καλού παιδιού. Σίγουρα έχει βάλει στόχο τα λεφτά της, σκέφτηκε ο Χάντερ. Σίγουρα της επέβαλε την παρουσία του. Καταλαβαίνοντας πως η κρίση του ήταν σκληρή και πιθανόν απολύτως λανθασμένη, ρώτησε: «Παλιοί φίλοι;» «Α, όχι!» βιάστηκε να πει η Τζένι. «Γνωρίζω τη Μ άγδα και το Φιλ αρκετό καιρό και αυτοί οργάνωσαν αυτό το ταξίδι. Ο Μ ατ κι εγώ γνωριστήκαμε πριν από λίγες ημέρες». Κοίταξε λοξά τον Μ ατ, ο οποίος έμενε αμίλητος. Ο Χάντερ τον κοίταξε, οπότε ο Μ ατ είπε τελικά: «Είμαι παλιός φίλος της Μ άγδας και του Φιλ». Η Τζένι ανασήκωσε τα φρύδια της απορημένη. «Αλήθεια; Είχα την εντύπωση πως ήρθες με τη Λάιζα χαι την Τζάκι». «Έτσι είναι. Ήρθαμε μαζί», είπε κοιτάζοντας γύρω του με μπλαζέ ύφος. «Κάποιος ακύρωσε τελευταία στιγμή το ταξίδι και με προσκάλεσαν. Αλλά γνωρίζω τους Μ οντγκόμερι πολύ καλά». Πολύ αμφιβάλλω, σκέφτηκε ο Χάντερ. Το πιο πιθανό ήταν να παρακάλεσε να τον συμπεριλάβουν σ’ αυτό το ταξίδι του ονείρου.
Μ ια που η δουλειά του ήταν να προστατεύει την Τζένι, αποφάσισε να προσέχει τον Μ ατ Κίλγκορ και αργότερα να μάθει περισσότερα γι’ αυτόν. Ο μετρ τους οδήγησε σ’ ένα τραπέζι κοντά στον ωκεανό. Από εδώ έβγαινες κατευθείαν στην παραλία και στο πάτωμα υπήρχε λίγη άμμος που είχε έρθει από την ανοιχτή πόρτα. Οι τοίχοι γύρω τους ήταν από σανίδες μπαμπού που έμπαιναν ή έβγαιναν ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Ένα κερί σ’ ένα κόκκινο καντηλέρι έριχνε ένα αμυδρό φως τριγύρω και σειρές από μικρά χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια δημιουργούσαν στο θόλο του ουρανού διάφορα σχήματα που θαρρείς και αντικαθιστούσαν την παραδοσιακή στέγη. Η θαλασσινή αύρα φυσούσε προς το σημείο εκείνο, διώχνοντας τη βαριά υγρασία της ατμόσφαιρας. Ο ήχος των κυμάτων ακουγόταν πολύ δυνατά και όλοι μιλούσαν, αναγκαστικά, δυνατά για να ακουστούν πάνω από το θόρυβο. Ο Μ ατ πρόλαβε τον Χάντερ και βοήθησε την Τζένι να καθίσει στην καρέκλα της. Εντάξει. Ασ’ τον να τρέχει τριγύρω και να γελοιοποιείται. Εξάλλου, ήταν προτιμότερο να την κρατάει σε κάποια απόσταση-Κάθε είδους πλησίασμα μπορούσε να είναι επικίνδυνο. Ήταν η κόρη ενός κροίσου και υπερβολικά όμορφη για να της έχει εμπιστοσύνη. Τραβώντας την καρέκλα του πίσω, ο Χάντερ κάθισε και τέντωσε τα πόδια του. Τελείως τυχαία, το παπούτσι του άγγιξε το πέδιλο της Τζένι και εκείνη τράβηξε το πόδι της αμέσως σαν να την είχε
χτυπήσει ηλεκτρισμός. Ο Μ ατ άναψε τσιγάρο και η Τζένι ζάρωσε αμέσως τη μύτη της. Όπως φαίνεται, της πρι-γκίπισσας δεν της άρεσε το κάπνισμα, αλλά ο Μ ατ δε φάνηκε να το κατάλαβε. Αφήνοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης, είπε: «Χριστέ μου, είναι υπέροχο να μπορείς να καπνίσεις. Ξέρετε ότι πολλά εστιατόρια δεν επιτρέπουν πια το κάπνισμα; Έχει καταντήσει επιδημία. Και στην Κα-λιφόρνια, καλύτερα να το ξεχάσεις. Δεν μπορείς πια να καπνίσεις ούτε στα μπαρ. Διάολε, πώς μπορώ ν’ απολαύσω το ποτό μου χωρίς ένα τσιγάρο!» Αμέσως, έσπρωξε το πακέτο προς το μέρος του Χάντερ, ο οποίος το κοίταξε φευγαλέα. Ήταν αστείο, αλλά μόλις πριν από λίγες νύχτες είχε επιθυμήσει ένα· τώρα, όμως, ούτε να το δει δεν ήθελε. Η Τζένι είχε στρέψει το πρόσωπό της από την άλλη μεριά είτε για ν’ αποφύγει τον καπνό είτε τους άντρες στο τραπέζι της. Ξαφνικά έδειχνε μελαγχολική και ο Χάντερ, καταλαβαίνοντας τη διάθεσή της από προσωπική πείρα, στενοχωρήθηκε. Θα ήθελε να μπορούσε ν’ απλώσει το χέρι του και να σφίξει το δικό της λέγοντας... τι; Κάτι απίστευτα τετριμμένο όπως ότι όλα θα πήγαιναν καλά; Ότι δεν έπρεπε να στενοχωριέται για τίποτα τώρα που είχε αναλάβει αυτός να την προστατεύει; Φυσικά, δεν της είπε απολύτως τίποτα. *
Η Τζένι δεν άκουγε τη συζήτηση των δύο αντρών όλη της η προσοχή ήταν στραμμένη στο βουητό του ωκεανού, που ο ήχος του έμοιαζε μ ένα σιγανό, συνεχή βρυχηθμό λιονταριού κάθε φορά που ο αέρας και τα κύματα μαστίγωναν την ακτή. Κατάλαβε ότι είχε μεγάλες προσδοκίες από αυτήν τη βραδιά, αλλά η εμπλοκή του Μ ατ την επανέφερε στην πραγματικότητα απότομα. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Η παρουσία του Χά-ντερ απέναντι της, με τα μακριά πόδια του μόλις μερικά εκατοστά από τα δικά της, το πουκάμισό του ανοιχτό στο λαιμό —όχι με τον εξωφρενικό τρόπο του Μ ατ, αλλά μ’ έναν ατημέλητο, άνετο τρόπο—, ήταν αρκετή για να την αναστατώσει. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Όλο αυτό τον καιρό, όλα αυτά τα χρόνια πίστευε πως ήταν απρόσβλητη από το αντίθετο φύλο και τώρα ένιωθε αναστατωμένη από την παρουσία του και μόνο. Ανάθεμά τον. Έδειχνε τόση... αυτοκυριαρχία. Το χειρότερο ήταν πως δεν ήξερε τι στο καλό να κάνει. Χαλάρωσε. Φλέρταρε. Κάνε έρωτα όλη τη νύχτα... Σχεδόν σκέπασε το πρόσωπό της από ντροπή για τις σκέψεις της. «Έι, Τζένι!» είπε ο Μ ατ χτυπώντας την παλάμη του επάνω στο τραπέζι. Εκείνη τινάχτηκε από την καρέκλα της. «Ήρεμα!» Την κοίταξε προσεκτικά από πάνω ως κάτω. «Χαλάρωσε!» Του χαμογέλασε ανεπαίσθητα. Της θύμιζε όλο και περισσότερο έφηβο, κάτι που έβρισκε όλο και πιο αντιπαθητικό.
«Τι θα ήθελες να πιεις;» τη ρώτησε, κάνοντας νόημα σ’ ένα σερβιτόρο, ο οποίος πλησίασε αμέσως το τραπέζι τους. «Νερό;» είπε, κοιτάζοντας το σερβιτόρο σαν να του ζητούσε συγνώμη. Ο Μ ατ έβγαλε έναν ήχο αηδίας και παρήγγειλε δύο σφηνάκια τεκίλας. Ο Χάντερ ζήτησε μια μπίρα. «Μ ια στιγμή... όχι... κάντε το μια μαργκαρίτα». Της χρειαζόταν κάτι δυνατότερο από το νερό. Εξάλλου, το θάρρος που χαρίζει το αλκοόλ ταίριαζε με τις τρελές ερωτικές σκέψεις της. Στην πραγματικότητα η ιδέα της δεν ήταν και πολύ καλή, αλλά δεν την ενδιέφερε. Η Κυρία Υπευθυνότητα αποφάσισε να πάρει άδεια για το βράδυ, τελεία. Ο Μ ατ φλυαρούσε συνέχεια ενώ περίμεναν την παραγγελία τους, σε αντίθεση με την Τζένι και τον Χάντερ που ήταν σιωπηλοί. Όταν ήρθαν τα ποτά, ο Μ ατ ήπιε αμέσως το πρώτο του σφηνάκι, ύστερα έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και ρώτησε: «Λοιπόν, από πού γνωρίζεστε εσείς οι δύο;» «Γνωριστήκαμε χτες το βράδυ». Η Τζένι κοίταξε τον Χάντερ, που έξυνε με το νύχι του την άκρη της ετικέτας στο μπουκάλι της μπίρας. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της και η Τζένι αναγκάστηκε να κοιτάξει αμέσως αλλού.
«Έτσι, ε;» Ο Μ ατ κοίταξε πρώτα την Τζένι, ύστερα τον Χάντερ. «Εδώ, στο Πουέρτο Βαγιάρτα;» «Στο ξενοδοχείο Ρόζα», αποκρίθηκε ο Χάντερ, βλέποντας ότι η Τζένι δεν έβρισκε τι να πει. «Τι μου λες! Και κανονίσατε αμέσους ραντεβού για απόψε». Έσπρωξε την καρέκλα του προς τα π ίσου. «Τζένι, Τζένι. Έπρεπε να μου είχες πει ότι κάτι τρέχει μ’ εσάς τους δυο». «Δεν τρέχει τίποτα», δήλουσε η Τζένι απότομοί. ενοχλημένη με τον εαυτό της για το κοκκίνισμα στα μάγουλά της. Ευτυχώς που υπήρχε ημίφως. «Απλά... συναντηθήκαμε εδώ χτες το βράδυ. Εγώ ήμουν με τη Μ άγδα, τον Φιλ και τους άλλους. Το πέδιλο της Μ ά-γδας έσπασε και...» «Έπεσε στην αγκαλιά μου», συμπλήρωσε ο Χάντερ με μια λάμψη στα μάτια. «Η Τζένι;» «Όχι, η Μ άγδα», εξήγησε η Τζένι. «Μ περδεύτηκε, έκανε μια περιστροφή και...» Έδειξε τα πόδια του Χάντερ. «Σκεφτόμουν να πάω να συστηθώ από μόνος μου», είπε αργόσυρτα ο Χάντερ, «αλλά η ευκαιρία έπεσε κατευθείαν στην αγκαλιά μου».
Ο Μ ατ κατέβασε το δεύτερο σφηνάκι του. «Λοιπόν, να μείνω ή όχι;» ρώτησε, και ήταν το ωραιότερο πράγμα που είχε πει όλη τη νύχτα. Η Τζένι άρχισε να τον συμπαθεί. «Μ είνε», του είπε εκείνη και ο Χάντερ ήθελε να βογκήξει για άλλη μια φορά. Την έβλεπε ότι είχε μαλακώσει απέναντι του και σχεδόν κούνησε το κεφάλι του με απορία για την υποχωρητικότητα των θηλυκών. Καλά, δεν ήξερε τίποτα; Ήταν τυφλή; Ο άνθρωπος την είχε πλησιάσει για όλους τους λάθος λόγους. «Ευχαριστώ», είπε ο Μ ατ, χαρίζοντας στην Τζένι ένα από εκείνα τα πλατιά χαμόγελά του. Φαινόταν αληθινά ευτυχισμένος που τον είχε συμπεριλάβει στη συντροφιά. «Ας παραγγείλουμε άλλο ένα γύρο! Αυτήν τη φορά, όμως, θα πιεις κι εσύ ένα σφηνάκι μαζί μου. Σύμφωνοι;» είπε στην Τζένι. Ο Χάντερ σκέφτηκε ότι θα κάποιος θα έπρεπε να τον πνίξει αυτό τον τύπο. * Δύο ώρες αργότερα, έπειτα από ένα γεύμα αντάξιο της φήμης του, η Τζένι κάθισε πιο βαθιά στην καρέκλα της, απλώνοντας τα πόδια της περίπου με τον ίδιο άνετο τρόπο που τα είχε απλώσει ο Χάντερ. Ο Μ ατ αποδείχτηκε τελικά εντάξει τύπος. Ήταν σαν να είχε αποφασίσει συνειδητά να υποχωρήσει και να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στον Χάντερ. Από εκείνη τη στιγμή χαλάρωσε και
άρχισε πραγματικά να απολαμβάνει την παρέα τους και το χώρο. Οι άντρες ήταν τόσο καλύτεροι όταν δεν προσπαθούσαν να ρίξουν μια γυναίκα, σκέφτηκε χαμογελώντας ήταν φανερό πως είχε μεθύσει λιγάκι. Ο Μ ατ είχε μεθύσει πολύ περισσότερο από εκείνη με όλα τα σφηνάκια τεκίλας που είχε κατεβάσει, αλλά η απαθής και ελαφρώς απόμακρη συμπεριφορά του Χάντερ δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο. Η καρδιά της χτυπούσε ακανόνιστα. Μ ήπως είχε γελοιοποιηθεί στα μάτια του; «Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να κάνω μια βόλτα», είπε ο Μ ατ κλείνοντάς τους το μάτι πονηρά. Παραπάτησε λιγάκι όταν σηκώθηκε από την καρέκλα του, ύστερα κοίταξε γύρω του και είπε δυνατά: «Δεν είναι τίποτα. Είμαι εν-τάξει...» Ο Χάντερ τον κοίταξε να προχωρεί τρεκλίζοντας προς το μπαρ, όπου δύο ξανθές με σχεδόν ανύπαρκτα μπλουζάκια κατέβαζαν τις μαργκαρίτα, τη μία πίσω από την άλλη. Στράφηκε στην Τζένι που είχε βουλιάξει στην καρέκλα της. Υπολόγισε ότι θα πρέπει να είχε πιει περισσότερο από όσο συνήθιζε και ο αέρας της “ψυχρής και απρόσιτης είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Έδειχνε... αξιολάτρευτη. Δυστυχώς γι’ αυτόν. Μ όνο ο διάολος ήξερε πόσο ευχόταν μέσα του να μην την έβλεπε έτσι. Τον κοίταξε για πολλή ώρα αμίλητη, ύστερα ακού-μπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι και στηρίχτηκε επάνω τους. «Ωραία,
μείναμε μόνοι», του είπε τολμηρά. «Και τώρα έρχεται η δύσκολη ερώτηση». «Ακούω». «Στο Πουέρτο Βαγιάρτα κάνεις διακοπές. Στην πατρίδα τι κάνεις;» Μ ε τον αντίχειρα έδειξε προς τα νοτιοδυτικά, σαν να ήθελε να δώσει έμφαση στην ερώτησή της. «Προς το παρόν είμαι άνεργος. Δούλευα. Μ όλις παραιτήθηκα». «Τι είδους δουλειά;» «Κυβερνητική». «Αυτό περιορίζει τα πράγματα». Τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Είσαι εφοριακός;» Δεν της απάντησε. Απλώς της χαμογέλασε. «Όχι...» Γέλασε δυνατά απορώντας και η ίδια με τον εαυτό της που έβρισκε τα πάντα διασκεδαστικά. «Εργαζόσουν στο Ταχυδρομείο. Όχι, όχι... Είσαι γερουσιαστής από τις Δυτικές Πολιτείες. Από το Άιντα-χο. Ίσως από το Γουυαϊόμινγκ. Μ οιάζεις με καουμπόη». Ανασήκωσε το ένα φρύδι του. «Μ ε καουμπόη;» «Ε, όχι ακριβώς». Πάλευε να βρει τις λέξεις. «Να, περπατάς σαν
καουμπόης». «Μ ε τα πόδια στραβά;» «Προσπαθείς να τα κάνεις όλα δύσκολα», του επιτέθηκε. «Όχι· κινείσαι κάπως αργά και χαλαρά». Και σέξι, σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε. «Βέβαια, δεν έχω δει ποτέ μου καουμπόη, οπότε μάλλον κάνω λάθος». «Το Χιούστον είναι γεμάτο με δαύτους. Ή με άντρες που νομίζουν πως είναι». Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε αργά στα χείλη του. Ένα πολύ σέξι χαμόγελο που όμως δε θα την έριχνε. Μ πα! Μ ε κανέναν τρόπο. Ήξερε από τέτοιου είδους τερτίπια. Ήταν τριάντα πέντε χρονών. Κανένα κόλπο δε θα έπιανε μαζί της. Μ ισοκλείνοντας τα μάτια της εξαιτίας της θολούρας που είχε και ήξερε πως ήταν κακό σημάδι, είπε: «Σου είπα εγώ ότι είμαι από το Χιούστον; Δε θυμάμαι να σου το είπα». «Είπες ότι ο πατέρας σου ζει εκεί». «Α... ναι...» Είχε όντως αναφέρει τον πατέρα της κάποια στιγμή που ο Μ ατ έκανε κάποια αρνητικά σχόλια για τη δική του οικογένεια. Ο Χάντερ φαινόταν ανησυχητικά νηφάλιος, ενώ εκείνη είχε ξεπερά-σει το σημείο που σταματούσε συνήθως να
πίνει. «Και ότι ασχολείσαι με εστιατόρια», πρόσθεσε ο Χάντερ. «Ανοίγω δικό μου. Λες να είναι λάθος; Όλοι μού λένε ότι δεν μπορείς να τα καταφέρεις σε αυτό το είδος επιχείρησης. Ότι δεν μπορείς να είσαι βέβαιος για τίποτα... Εστιατόρια ανοίγουν και κλείνουν μέσα σ’ ένα μήνα». Χτύπησε τα δάχτυλά της, περήφανη που διατηρούσε ακόμα τον αυτοέλεγχό της. «Ο πατέρας μου τα έχει καταφέρει μια χαρά· όσο για εμένα... έχω δουλέψει πολλά χρόνια σε εστιατόρια». «Νομίζω ότι μπορείς να το κάνεις». Τα λόγια του τη χαροποίησαν, παρόλο που ήξερε ότι ειπώθηκαν πολύ ανάλαφρα κι όχι ύστερα από κάποια σκέψη. Αλλά ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού της οι φορές που κάποιος πίστεψε σ’ εκείνη και, ξαφνικά, εντελώς ανόητα, της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Για να κρύψει τη συγκίνησή της, ήπιε μεμιάς το υπόλοιπο του κοκτέιλ της, ανοιγοκλεί-νοντας τα βλέφαρά της βιαστικά. «Συνήθως δεν πίνω τόσο», παραδέχτηκε. «Ξέρω ότι κάθε πότης λέει ακριβώς τα ίδια, αλλά στην περίπτωσή μου είναι αλήθεια. Συγνώμη». Ακούμπησε το κολονάτο ποτήρι προσεκτικά στο τραπέζι.
Ο Χάντερ ήθελε να την αρπάξει στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει. Δε χρειαζόταν να του πει ότι σπάνια έπινε, ήταν φανερό. «Δε χρειάζεται να ζητάς συγνώμη. Είσαι μια χαρά». Τα γαλάζια μάτια της τον κοίταξαν επίμονα. «Το λες από ευγένεια». Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Ίσως λίγος καφές να μου έκανε καλό». «Θέλεις να πάμε μια βόλτα στην παραλία;» Η Τζένι το σκέφτηκε για μια στιγμή, ύστερα κούνησε το κεφάλι της με σοβαρότητα. «Ναι, μια βόλτα θα μου έκανε πράγματι καλό». Ο Χάντερ πέταξε μερικά χρήματα στο τραπέζι και την οδήγησε μέσα από τα μπαμπού χωρίσματα στην παραλία. Σ’ εκείνο το σημείο δεν είχε άμμο πια αλλά βότσαλα. Λίγο πιο κάτω υπήρχαν βράχια, επάνω στα οποία χτυπούσαν τα κύματα δυνατά. Έμειναν κοντά στο εστιατόριο, αποφεύγοντας τις μικρές αιχμηρές πέτρες. Κάποια στιγμή ο Χάντερ της έπιασε το χέρι και περπάτησαν στην άμμο σιωπηλοί για μερικά μέτρα. «Ξέρεις γιατί είμαι εδώ;» τον ρώτησε, σαν να ήταν έτοιμη να του εξομολογηθεί κάτι. «Δραπέτευσα. Αυτό έκανα». «Έτσι είναι οι διακοπές. Μ ια δραπέτευση», της είπε.
«Εγώ όμως δραπετεύω από την πραγματική ζωή. Υποθέτω ότι κατά κάποιον τρόπο το ίδιο κάνουν όλοι όσοι βρίσκονται εδώ, αλλά επιμένω ότι για μένα είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό. Αλλάζω... ταχύτητα. Αλλάζω τη ζωή μου, και η Μ άγδα ήθελε να έρθω, οπότε δέχτηκα την πρόσκλησή της». «Εμένα μου φαίνεται πολύ καλή σαν ιδέα». Κατένευσε. «Συμφωνώ. Αν και όταν είπε ο Μ ατ ότι θα ερχόταν απόψε...» Σήκωσε το πρόσωπό της προς το φεγγάρι και γέλασε σιγανά. «Δεν ήξερα τι να κάνω! Είχαμε συμφωνήσει να συναντηθούμε, αλλά έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα δεν μπορούσα να τον διώξω. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να του πω να πάρει δρόμο. Πρόντο». Του έριξε μια κλεφτή ματιά. «Πρόσεξες τα ισπανικά μου;» Ο Χάντερ γέλασε δυνατά. Στην αρχή σοκαρίστηκε ακούγοντάς την και για μια στιγμή απόρησε με τον εαυτό του. Αλήθεια, πόσο καιρό είχε να γελάσει; «Μ ιλάς σαν ντόπια». «Ναι, είδες;» Άρχισε να κουνάει τα χέρια τους που ήταν ενωμένα. «Τέλος πάντων, δεν μπορούσα να γίνω αγενής. Μ πήκε στη μέση η Κυρία ΚαΟώς-πρέπει και δεν έλεγε να φύγει. Ξέρεις, πραγματικά θέλω να την ξεφορτωθώ». «Την Κυρία Καθώς-πρέπει, ε;» Η Τζένι χαμογέλασε σκανταλιάρικα και σηκώθηκε στις μύτες των
ποδιών της ψιθυρίζοντάς του στο αυτί: «Θα σου πω ένα μυστικό. Δε μου αρέσει καθόλου αυτή η κυρία». «Νομίζεις ότι θα τη γνωρίσω ποτέ;» «Μ α τη γνώρισες, τη γνώρισες». Έκανε μια αόριστη κίνηση με το χέρι της. «Είναι φοβερά πληκτική. Κάνει πάντοτε το σωστό, λέει τα σωστά πράγματα, και τα λοιπά και τα λοιπά. Πάντως, εγκατέλειψε το καθώς πρέπει ντύσιμο, οπότε είναι κι αυτό μια πρόοδος». «Μ ου αρέσει αυτό που φοράει τώρα». «Δεν είναι εδώ», τον μάλωσε η Τζένι. Σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος του. Τα κρόσσια του σαρόνγκ που το είχε ρίξει σαν εσάρπα στους ώμους κουνιόνταν απαλά στο αδύναμο αεράκι. Μ ερικές μπούκλες των μαλλιών της έπεφταν στα μάτια και το στόμα της και τα έσπρωξε πίσω. «Αυτή η συζήτηση είναι ανόητη», είπε ξαφνικά και η φωνή της τώρα ακουγόταν απίστευτα σοβαρή και ταραγμένη. «Δεν ξέρω τι λέω». Ήθελε να τη φιλήσει. Κοίταξε τα χείλη της και άρχισε να σκέφτεται σοβαρά αν έπρεπε να το κάνει. Είπε στον εαυτό του να μην είναι ηλίθιος. «Συνήθως δεν είμαι τόσο... σαχλή».
«Δεν είσαι σαχλή. Νομίζω πως δεν πειράζει να δίνεις πότε πότε άδεια στην Κυρία Καθώς-πρέπει». Έκλεισε τα μάτια της και αναστέναξε. «Μ ιλούσαμε για εσένα. Δεν ξέρω γιατί άρχισα να μιλάω για εμένα». «Μ ου αρέσει να μιλάμε για εσένα». Η Τζένι κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν είμαι καθόλου ενδιαφέρουσα γυναίκα». «Όλοι οι άνθρωποι είναι ενδιαφέροντες. Εξαρτά-ται από το πόσα είναι πρόθυμοι να πουν για τους εαυτούς τους». Άνοιξε τα μάτια της και του χαμογέλασε: η προηγούμενη κεφάτη διάθεσή της είχε επιστρέφει. «Είσαι κατάσκοπος. Δουλεύεις για τη CIA. Αυτήν τη στιγμή προσπαθείς να εισβάλεις μέσα στο μυαλό μου. Αυτή είναι η δουλειά σου». «Μ ε κατάλαβες», της απάντησε με κοροϊδευτική σοβαρότητα. Η Τζένι γέλασε πάλι, έπειτα σκέπασε το στόμα της με το ένα χέρι της. «Αύριο θα πεθάνω από ντροπή. Είμαι σίγουρη». «Δεν υπάρχει τίποτα για να ντρέπεσαι». «Είμαι πολύ ζαλισμένη. Φταίει εκείνο το σατανικό ποτό». Ο Χάντερ χαμογέλασε, απολαμβάνοντας τη στιγμή όσο δεν είχε
απολαύσει τίποτα εδώ και χρόνια. «Θα έπρεπε να το κάνεις αυτό πιο συχνά. Τον περισσότερο καιρό είσαι υπερβολικά σοβαρή». «Πώς το ξέρεις;» Αυτόματα έγινε επιφυλακτική, σαν κάτι να τη φόβισε. «Εσύ το είπες». «Α». «Επιπλέον, σ’ έχω δει με τους φίλους σου», πρό-σθεσε ο Χάντερ. «Ξεχωρίζεις από ένα μίλι μακριά. Είσαι αυτή που σκέφτεται και ξανασκέφτεται πριν κάνει ένα βήμα, προβλέπει τις παγίδες, ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά. Τις περισσότερες φορές είναι μια κατάρα, επειδή η ζωή συνεχίζεται και εσύ νιώθεις σαν να έχεις χάσει το τρένο». Τον κοίταξε για κάμποση ώρα μέσα στα μάτια, επίμονα και σκληρά. «Μ ιλάς από πείρα». «Για μια γυναίκα που παραπονιέται πως είναι ανόητη, είσαι εξαιρετικά έξυπνη». «Τι σκοπεύεις να κάνεις γι’ αυτό;» «Για ποιο;» «Πώς θα καταφέρεις να προφτάσεις το τρένο;»
Ο Χάντερ συνοφρυώθηκε. «Μ α αυτό ήταν μια απλή μεταφορά». «Το ξέρω», του είπε απαλά. «Αλλά πώς θα προ-φτάσεις το τρένο;» Τι στην οργή έκανε εδώ πέρα; Ανέπτυσσε τις φιλοσοφικές θεωρίες του μαζί της; Τι λόγος υπήρχε, διά-ολε, για να γνωριστούν καλύτερα; «Το τρένο ήρθε κι έφυγε, και δε σκοπεύω να τρέξω να προλάβω κανένα άλλο, τουλάχιστον προς το παρόν». «Κρίμα», του είπε αφήνοντας το χέρι του και ο Χάντερ ένιωσε σαν ηλίθιος που την είχε απογοητεύσει. «Λοιπόν, σ’ ευχαριστώ για τον περίπατο, Χάντερ Κάλγκαρι. Νομίζω πως είναι ώρα να επιστρέφω στη βίλα». * Μ ήπως το ονειρεύτηκε; Η Τζένι ξύπνησε από το λαμπερό φως του ήλιου που έλουζε το δωμάτιο και από πονοκέφαλο. Μ ισό-κλείσε τα μάτια της, που τα ένιωθε ξερά σαν την άμμο στην παραλία όπου είχαν περπατήσει το προηγούμενο βράδυ. Τι στην ευχή την είχε πιάσει; Φλέρταρε. Κάνε έρωτα όλη τη νύχτα... Βόγκηξε από τον πόνο στο κεφάλι της και το σκέπασε με το μαξιλάρι. Αλλά η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη. Κάνοντας μια προσπάθεια, σηκώθηκε από
το κρεβάτι, έψαξε μέσα στο νεσεσέρ των καλλυντικών και βρήκε μια ασπιρίνη. Αλλά δεν είχε νερό να την πιει, έτσι έκανε υπομονή ώσπου να κάνει το ντους της και να ντυθεί. Ύστερα κατέβηκε κάτω για να πιει την ασπιρίνη με πορτοκαλάδα. Βρήκε τη Μ άγδα, τον Φιλ και τους άλλους στο τραπέζι για το πρόγευμα. Ο Μ ατ δε φαινόταν πουθενά. «Λοιπόν, πώς πέρασες χτες το βράδυ;» τη ρώτησε η Μ άγδα χαμογελώντας με νόημα. «Τι;» Η Τζένι έβαλε την ασπιρίνη στο στόμα της και την κατάπιε με μια γουλιά πορτοκαλάδα. «Δείχνεις ξεθεωμένη σήμερα», της είπε τραγουδιστά. «Και ο Μ ατ είναι εξαφανισμένος», είπε η Λάιζα μέσ’ από τα δόντια της. Τα χείλη της Τζάκι σφίχτηκαν, προφανώς συμφωνώντας μαζί της. «Δεν ήμουν με τον Μ ατ». «Έφυγες μαζί του όμως», της πέταξε η Λάιζα. «Ναι, αλλά δεν επέστρεψα στο σπίτι μαζί του». «Γιατί, τι έπαθε;» τη ρώτησε η Τζάκι προκλητικά. Η Τζένι ανασήκωσε τους ώμους της και κούνησε το κεφάλι της. Η
ανάκριση την είχε ενοχλήσει, από την άλλη, όμως, χαιρόταν που δε χρειαζόταν να μιλήσει για τον Χάντερ. Ασ’ τους να σκέφτονται ό,τι θέλουν για τον Μ ατ. Ένα άγριο ουρλιαχτό ακούστηκε από τον επάνω όροφο. «Χριστούλη μου!» φώναξε η Αλίσια, πιέζοντας το χέρι της επάνω στην καρδιά της. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Φιλ, πηδώντας επάνω και τρέχοντας προς τις σκάλες. Η Τζένι πετάχτηκε επίσης από την καρέκλα της και τον ακολούθησε, πιο αργά όμως, κάνοντας ένα μορφασμό πόνου. Η καμαριέρα στεκόταν στο διάδρομο μπροστά στην ανοιχτή τζαμένια πόρτα που οδηγούσε στη μικρή βεράντα του ορόφου. Η Τζένι εισέπνευσε το άρωμα γιασεμιού και άκουσε το δυνατό τιτίβισμα των πουλιών. Η έκφραση της καμαριέρας έδειχνε σαστισμάρα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε πάλι ο Φιλ, ακριβώς τη στιγμή που η Τζένι είδε ένα μέρος από δύο αντρικά πόδια ντυμένα με τζιν στη μικρή βεράντα. Κοιτάζοντας πιο προσεχτικά είδε τον Μ ατ με το πρόσωπο στα πλακάκια. «Κλειδώθηκε έξω», συμπέρανε η Τζένι, η οποία το βρήκε διασκεδαστικό. Ο Φιλ διαβεβαίωσε την ταραγμένη καμαριέρα ότι όλα ήταν μια
χαρά. Εκείνη τους έριξε ένα ακόμα τρομαγμένο βλέμμα και απομακρύνθηκε. «Τρελοα-μερικανοί», μουρμούρισε. «Δεν έχεις άδικο. Μ ατ!» είπε η Τζένι, τραντάζο-ντάς τον για να ξυπνήσει. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε γύρω του με θολά μάτια. «Πού βρίσκομαι;» μουρμούρισε. Ύστερα βόγκηξε και πίεσε το μέτωπό του στα πλακάκια. «Α, ναι, τώρα θυμάμαι. Δεν είχα κλειδί και κανένας δε με άκουσε που χτυπούσα». «Τι ώρα ήταν;» ρώτησε ο Φιλ. «Τέσσερις; Πέντε;» Μ ισόκλεισε τα μάτια του προς το μέρος του ήλιου και ανατρίχιασε. «Σκαρφάλωσα στο μπαλκόνι, αλλά κι αυτές οι καταραμένες πόρτες ήταν κλειδωμένες, έτσι την έβγαλα εδώ». «Δοιπόν, μπορείς να έρθεις μέσα τώρα», είπε ο Φιλ γελώντας και τον βοήθησε να σταθεί όρθιος. Ο Μ ατ έριξε στην Τζένι ένα βλέμμα όλο απογοήτευση. «Εσύ γιατί έχεις τέτοια χαζοχαρούμενη φάτσα;» τη ρώτησε απότομα. «Τι έγινε χτες το βράδυ;» «Τίποτα». «Ω, έλα τώρα. Εσύ και ο Χάντερ δείχνατε έτοιμοι να... καταβροχθίσετε ο ένας τον άλλο».
Ο Φιλ γέλασε σιγανά, ενώ ο Μ ατ έσερνε τα πόδια πηγαίνοντας στο δωμάτιό του. Η Τζένι και ο Φιλ κατέβηκαν κάτω και ο Φιλ πε-ριέγραψε σε όλους την περιπέτεια του Μ ατ. Η Λάιζα και η Τζάκι έτρεξαν αμέσως επάνω να βεβαιωθούν πως ήταν καλά. Η Μ άγδα είχε ένα ύφος σαν να διασκέδαζε με την όλη κατάσταση. «Είσαι τυχερή που δεν έμεινες μαζί του», σχολίασε στην Τζένι. Ο Φιλ έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στην Τζένι. Σιωπηρά, τον ικέτευσε να μην πει λέξη, αλλά εκείνος δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. «Η Τζένι είχε άλλο ραντεβού χτες. Μ ε το φίλο μας που γνωρίσαμε χθες το βράδυ». «Δεν ήταν ακριβώς ραντεβού», μουρμούρισε η Τζένι. «Ω, σταμάτα να είσαι τόσο σεμνότυφη. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από επάνω σου». Η Μ άγδα γέμισε το ποτήρι της με καφέ και αναστέναξε ικανοποιημένη. «Αχ! τα μαγικά αποτελέσματα της καφεΐνης. Νομίζετε πως είναι πολύ νωρίς για έναν ισπανικό καφέ;» * Το υπόλοιπο πρωινό πέρασε ευχάριστα. Η Τζένι αρνήθηκε να πάει με τους άλλους στην παραλία και τριγύρισε για λίγο στη βίλα. Μ ετά προσπάθησε να
διαβάσει ένα βιβλίο και στο τέλος κάθισε σε μια σεζλόνγκ δίπλα στην πισίνα για να κάνει ηλιοθεραπεία. Η απόφασή της δεν κράτησε πάνω από δεκαπέντε λεπτά. Η αφόρητη ζέστη την ανάγκασε να σηκωθεί και να βουτήξει στο δροσερό νερό της πισίνας. Κλείνοντας τα μάτια, προσπάθησε να ξεχάσει τον Χάντερ του οποίου η έντονη σεξουαλικότητα την είχε μαγνητίσει. Τι ήταν αυτό που της είχε ελκύσει το ενδιαφέρον αλήθεια; Δεν ήξερε αν θα έπρεπε ν’ ανησυχήσει ή να χαρεί. Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που είχε ποθήσει να βρεθεί ερωτικά με κάποιον. Μ ορφάζοντας, βρέθηκε, χωρίς να το θέλει, στο μονοπάτι των αναμνήσεων, πίσω στην εποχή που είχε ερωτευθεί τον Τρόι. Είχε περάσει χρόνια παλεύοντας να επανορθώσει για εκείνους τους λίγους μήνες ανοησίας. Είχε μείνει μόνη της τόσο πολύ. Αλλά τώρα... Είναι μια καθαρά φυσική έλξη, το ξέρεις, της είπε αποδοκιμαστικά μια μικρή φωνή μέσα της. Δεν τον ξέρεις. Ούτε βέβαια μπορείς να τον εμπιστευθείς. Εκτός από μερικά αινιγματικά σχόλια, είναι ένας άντρας όλο μυστήριο που δε σου έχει πει τίποτα για τον εαυτό του. Ε, ναι, που να πάρει, αυτό ήταν και το πιο ελκυστικό επάνω του! Χρειαζόταν κάποιον που θα την παρέσυρε, που θα περνούσε ηλιόλουστες ημέρες και ζεστές νύχτες στο πλάι της. Αυτή δεν ήταν η πεμπτουσία του έρωτα; Καμιά δέσμευση. Κανένα
πρόβλημα. Τίποτα... όταν θα τέλειωναν όλα. Δεν είχε ανάγκη από ένα σύζυγο που θα την παντρευόταν για τα λεφτά της και θα τη χαστούκιζε, ή θα χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο όταν τα πράγματα δε γίνονταν όπως ήθελε. Όχι πια στους Τρόι Ράσελ αυτού του κόσμου. Ανατριχιάζοντας, βγήκε από την πισίνα και έτρεξε βιαστικά επάνω, στο δωμάτιό της. * Ο λαμπερός ήλιος του Χιούστον παραχωρούσε τη θέση του στις βαθιές σκιές όταν ο Τρόι σταμάτησε στο πάρκινγκ κοντά στο διαμέρισμα της Τζένι. Η πρόσβαση στο κτίριο γινόταν από μια εσωτερική αυλή η οποία συνδεόταν με μια σειρά από γκαράζ, που το καθένα αναλογούσε στο διαμέρισμα με τον αντίστοιχο αριθμό. Η πόρτα της αυλής ήταν χαμηλή, σιδερένια και κλείδωνε μ’ ένα μάνταλο που ήταν εύκολο να ανασηκωθεί. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι όλα τα διαμερίσματα είχαν θέα προς την αυλή και ήταν πολύ πιθανό κάποιος περίεργος ένοικος να τον θυμόταν. Ήταν ένα ρίσκο που έπρεπε να λάβει υπόψη του. Αλλά είχε οδηγήσει πολλές ώρες γύρω από το κτίριο παρατηρώντας το πίσω μέρος του, χωρίς αποτέλεσμα. Ήταν
άφαντη. Έμεινε για λίγο μέσα στο αυτοκίνητο αναλογιζό-μενος τις πιθανότητές του. Τελικά έσβησε τη μηχανή και βγήκε έξω. Ακούμπησε στην πόρτα και βγάζοντας ένα τσιγάρο το έβαλε ανάμεσα στα χείλη του και το άναψε. Κάπνισε για λίγο σιωπηλός. Ούτε ένα αυτοκίνητο δεν πέρασε. Το σκοτάδι έπεφτε γρήγορα και τα μπροστινά παράθυρα του απέναντι σπιτιού φωτίστηκαν. Σ’ ένα άλλο σπίτι, λίγο πιο πέρα, άνοιξε η εξώπορτα και ένας σκύλος βγήκε έξω. Ήταν ένα λυκόσκυλο με χρυσάφι τρίχωμα. Προχώρησε στο δρόμο, σταμάτησε, μύρισε το αυτοκίνητο του Τρόι και συνέχισε προς την αυλή του κτιρίου. Πέταξε το σχεδόν ολόκληρο τσιγάρο του και αφού το πάτησε με το τακούνι του τον ακολούθησε. Ο σκύλος γλίστρησε κάτω από τη σιδερένια καγκε-λόπορτα. Ανασηκώνοντας το μάνταλο, ο Τρόι μπήκε άνετα μέσα. Τα βήματά του τράβηξαν την προσοχή του σκύλου. Σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει πίσω, με τη γλώσσα του να κρέμεται έξω από το στόμα του. Ο Τρόι το κοίταξε ψυχρά. Δεν αγαπούσε τα ζώα, ήρεμα ή άγρια. Και αυτά το καταλάβαιναν. Ακόμα κι αυτό το ηλίθιο κοπρόσκυλο το κατάλαβε. Γάβγισε απαλά, σαν να τον ρωτούσε κάτι, ύστερα κατέβασε το κεφάλι του και άρχισε να μυρίζει τριγύρω την αυλή. Ο Τρόι σταμάτησε στο διαμέρισμά της. Δεύτερος όροφος. Μ ε χαλαρό, άνετο βάδισμα ανέβηκε τα σκαλιά, σαν να μην είχε καμιά
έγνοια στον κόσμο. Μ άλιστα, σκέφτηκε να σφυρίζει, αλλά αποφάσισε ότι μπορεί να προκαλούσε την προσοχή, κάτι που δεν ήθελε βέβαια. Ξαφνικά το σκυλί σήκωσε το κεφάλι του, τον κοίταξε και ανέβηκε σβέλτα τη σκάλα προσπερνώντας τον. Σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της Τζένι και άρχισε να γαβγίζει λυπημένα ξύνοντας την πόρτα, ύστερα κοίταξε τον ξένο και τον περίμενε ν’ ανεβεί. Τα μάτια του Τρόι στένεψαν όταν καρφώθηκαν στο σκύλο του οποίου η ουρά κουνιόταν σαν γούνινη σημαία. Κάπως επιφυλακτικά. Δεν ήταν σίγουρος ακόμα για τις φιλικές διαθέσεις του ξένου. Καθαρίζοντας το λαιμό του, ο Τρόι ψιθύρισε. «Έλα, έλα εδώ, αγόρι μου...» Ένα σιγανό γρύλισμα βγήκε από το λαιμό του ζώου, που άνοιξε το στόμα του και έδειξε τα γυμνά δόντια του. Ώστε δεν ήταν ευπρόσδεκτος τελικά. Δεν είχε σημασία. Ο Τρόι έκανε στροφή και κατέβηκε πάλι κάτω χωρίς να πτοηθεί από τη μικρή αναποδιά. Κοίταξε πίσω του μια φορά, αλλά το ανόητο ζώο είχε κουλουρια-στεί μπροστά στο κατώφλι. Φτάνοντας στο αυτοκίνητο, δίστασε, κοίταξε το απέναντι σπίτι με τα φώτα και είδε ότι στο πίσω μέρος του υπήρχε ένα δρομάκι. Περπατώντας αργά, μπήκε σ’ αυτό το δρομάκι και εξέτασε το πίσω μέρος του σπιτιού. Μ ια μικρή βίλα της δεκαετίας του σαράντα, η
οποία είχε επισκευαστεί, αν και η μπογιά της ξεφτούσε λιγάκι. Από μέσα ακούστηκαν οι τσιριχτές φωνές ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού. Ήταν φανερό ότι έπαιζαν κάποιο παιχνίδι. Η κουρασμένη φωνή της μητέρας προσπαθούσε να τα ηρεμήσει. Ο Τρόι ευχαρίστησε όποιον ήταν υπεύθυνος για το ότι δεν είχε αποκτήσει ποτέ του παιδιά. Κολλούσαν σαν βδέλλα επάνω σου, κλαψούριζαν συνεχώς και ό,τι άγγιζαν το κατέστρεφαν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ένα από τα δύο, το αγόρι, έκλαιγε ζητώντας κάποιον Μ πράντον. Πρέπει να ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός, αλλά η γυναίκα τούς υπενθύμισε κουρασμένα ότι ο Μ πράντον ήταν στην κατασκήνωση. Καινούριες τσιρίδες ακολούθησαν τα λόγια της και το κορίτσι δήλωσε πως μισούσε την κατασκήνωση και ότι μισούσε και τον Ρόουλι, επίσης, γιατί «εξαιτίας του ο Μ πράντον βρίσκεται στην κατασκήνωση. Αν ο Μ πράντον ήταν εδώ, δε θ' άφηνε τον Τόμι να κλέβει στο παιχνίδι!» Ο Ί όμι, τότε, επέ-μεινε ότι αυτή ήταν που έκλεβε. Αυτή έκλεβε πάντα. Δεν ήταν παρά ένα ηλίθιο κορίτσι! Ο Τρόι άρχισε να συμπαθεί τον Τόμι — αρκεί να μην έμπαινε στα πόδια του. Λυτή άρχισε να στριγκλίζει πάλι. Πότε θα γύριζε ο Μ πράντον στο σπίτι; «Πότε;» ζήτησε να μάθει κλαίγοντας. «Στο τέλος της εβδομάδας», απάντησε η κουρασμένη φωνή της μητέρας. «Θα φύγει και ο Ρόουλι;» ρώτησε το κορίτσι, σίγουρο πως υπήρχε
κάποια παγίδα. «Ναι, ναι, ναι», απάντησε η μητέρα. Ο Ρόουλι θα γύριζε όταν επέστρεφε και η μαμά του από το Που-έρτο Βαγιάρτα. Την άλλη Κυριακή, της είπε, προλαβαίνοντας την επόμενη ερώτηση. Η κατασκήνωση έκλεινε την ίδια ημέρα. «Η κατασκήνωση Θρι Γουίντς!» δήλωσε ο Τόμι με μια δόση θριάμβου στη φωνή του. «Α, σκάσε εσύ», είπε το κορίτσι, βγάζοντας άλλη | μια διαπεραστική τσιρίδα. Κατασκήνωση ποδοσφαίρου Θρι Γουίντς... Ο Τρόι χαμογέλασε. Είχε σταθεί έξω από το παράθυρό τους αρκετές νύχτες, αλλά αυτή ήταν η πρώτη χρήσιμη πληροφορία που είχε πάρει. Όπως φαίνεται, ο Ρόουλι, ο γιος της Τζένι, δεν είχε πάει στο Πουέρτο Βαγιάρτα με τη μητέρα του. Πού μπορεί να είναι αυτή η κατασκήνωση; αναρωτήθηκε. Την απάντηση σίγουρα θα την έβρισκε στο διαμέρισμα της Τζένι. Βάζοντας άλλη μια τσίχλα στο στόμα του, γύρισε πίσω στο διαμέρισμά της. Εξέτασε την κάσα της πόρτας προσεκτικά και διαπίστωσε πόσο εύκολο ήταν να σπάσει την κλειδαριά της. Μ ία, το πολύ δύο γερές κλοτσιές και θ’ άνοιγε προς τα μέσα. Αλλά ο σκύλος... οι γείτονες...
Το κτήνος που ήταν ξαπλωμένο μπροστά στην πόρτα γρύλισε πάλι. Ο Τρόι του χαμογέλασε ψυχρά. Κάτι θα του συνέβαινε. Έτσι γινόταν πάντα.
κεφάλαιο 5 ΟΧάντερ οδηγούσε κατά μήκος της ακτής εδώ και αρκετή ώρα. Ξαφνικά, στρίβοντας απότομα το τιμόνι, οδήγησε το τζιπ στην άκρη του δρόμου, όπου σταμάτησε για ένα λεπτό. Ο Ειρηνικός απλωνόταν στα δεξιά του, με χαμηλά σύννεφα να κρέμονται από πάνω του, ασυνήθιστα απειλητικά γι’ αυτή την εποχή του χρόνου στο Πουέρτο Βαγιάρτα. Χοντρές στάλες βροχής χτύπησαν το καπό του τζιπ και σε λίγο ξέσπασε γερή νεροποντή, που περνούσε μέσα στο τζιπ από τα ανοιχτά πλαϊνά του και μούσκευε τα πόδια του. Του άρεσε η βροχή. Η καταιγίδα ταίριαζε με τα συναισθήματά του. Αφού δίστασε για μια στιγμή, έβγαλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και άφησε τη βροχή να μουσκέψει το κεφάλι του. Βάζοντάς το πάλι μέσα, το κούνησε δυνατά για να φύγει το πολύ νερό από τα μαλλιά του, νιώθοντας κάτι πρωτόγονο και θεμελιακό μέσα του όμοιο με το ξαφνικό ξέσπασμα της βροχής. Ποτέ του δεν ήταν καλός στις παρακολουθήσεις. Όχι, δεν είναι αλήθεια, του υπενθύμισε η λογική του. Στο παρελθόν ήσουν άσος στις παρακολουθήσεις. Χάλασες όταν ξεκίνησε η
ιστορία της αδερφής σου. Βλοσυρός, έβαλε πάλι μπρος τη μηχανή κι έστριψε το τζιπ προς την πόλη. Αντί να παρακολουθεί τον Τρόι Ράσελ, μετά το θάνατο της Μ ισέλ, τον είχε καταδιώξει φανερά. Στην αρχή ο Ράσελ τον είχε αγνοήσει, δείχνοντας ν’ απολαμβάνει το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού μαζί του. Μ ερικές φορές, μάλιστα, χαμογελούσε βλέποντας τη φανερή οργή του Χάντερ, ώσπου το χέρι του αστυνομικού βρέθηκε στο λαιμό του και τον έσφιξε. Δε θα τον σκότωνε. Ακόμα και ο Ράσελ, σιχαμερός όσο κι ένα σκουλήκι που σέρνεται στο χώμα, δεν μπορούσε να κάνει τον Χάντερ δολοφόνο. Αλλά ήθελε να το τρομάξει το κάθαρμα, και το είχε καταφέρει. Μ πορεί να του είχε κοστίσει τη δουλειά του και το σεβασμό των φίλων του στην αστυνομία, αλλά είχε πετύχει το σκοπό του. Ο Τρόι Ράσελ χαρακτηρίστηκε ύποπτος. Από εκείνη τη στιγμή, κάθε κίνησή του έμπαινε στο μικροσκόπιο κι έτσι δε θα μπορούσε πια να τραυματίσει ή να σκοτώσει. Αυτό τουλάχιστον πίστευε τότε ο Χάντερ. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν έτσι. Κανένας στο Λος Αντζελες δεν ήθελε ν’ αφιερώσει όλο το χρόνο του κυνηγώντας έναν άντρα που κατάφερνε πάντα να ξεγλιστράει. Τελικά, ο Χάντερ πήρε μια επίπληξη από την υπηρεσία του. Αηδιασμένος, έφυγε από το Λος Αντζελες και πέρασε τα τελευταία έξι χρόνια στη Σάντα Φε ζώντας την κάθε ημέρα όπως ερχόταν. Ο άδικος θάνατος της αδερφής του
μπορεί να είχε ξεχαστεί από όλους, όχι όμως και από εκείνον. Αναγκάστηκε να πνίξει την εμμονή του για την ενοχή του Ράσελ και προσπάθησε να βρει κάποιον προορισμό στη ζωή του. Είχε παραιτηθεί από την αστυνομική δύναμη της Σάντα Φε πιστεύοντας ότι αυτό που του χρειαζόταν ήταν ν’ απομονωθεί και να σκεφτεί τι θα έκανε από εκεί και πέρα στη ζωή του. Δεν είχε κανένα συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά τουλάχιστον είχε φύγει από μια δουλειά που απαιτούσε τα μισά από τα προσόντα του και καθόλου την προσοχή του. Εντάξει, αυτό ήταν κάπως σκληρό, αλλά στη Σάντα Φε δεν είχε νιώσει ποτέ την εγρήγορση και την ένταση που βίωνε στο Λος Αντζελες. Η Σάντα Φε ήταν μια πόλη αργών ρυθμών και συνεπώς το επίπεδο της εγκληματικότητας ήταν πολύ μικρότερο από εκείνο της Πόλης των Αγγέλων. Ο αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο και κοιτάζοντας έξω είδε τα κύματα να χτυπούν αφρισμένα στα βράχια και να απλώνονται στην καφετιά αμμουδιά. Παίρνοντας μια στροφή, εισέπνευσε βαθιά και χαμογέλασε σκυθρωπός. Η πρόταση του Αλεν Χόλογουεϊ είχε έρθει την κατάλληλη στιγμή, όταν έψαχνε για κάτι — και η ευκαιρία να ασχοληθεί με μια υπόθεση που είχε μείνει στη μέση ήταν σαν να του άνοιγε το μονοπάτι που θα τον οδηγούσε έξω από το σκοτάδι. Τζένι Χόλογουεϊ. Έφερε στο μυαλό του την εικόνα της: τις καστανόξανθες μπούκλες των μαλλιών της που έπεφταν ελεύθερα
στους ώμους της, το πρόσωπό της, τα γαλάζια μάτια που κοίταζαν επιφυλακτικά, τη λεπτή σιλουέτα και τον σφιγμένο τρόπο που στεκόταν. Την είχε δει να χαλαρώνει μόνο κάτω από την επίδραση του αλκοόλ, μια ένοχη ευχαρίστηση που είχε απαρνηθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό. Είχε τόσα στο μυαλό της, συμπεριλαμβανομένης και της ευθύνης για το μεγάλωμα του γιου της Ρόουλι. Ένα γιο που, σύμφωνα με τα λεγάμενα του Αλεν Χόλογουεϊ, ο Ράσελ δεν ήξερε πως ήταν δικός του. Να ήταν αυτός ο λόγος που είχε εμφανιστεί πάλι στο προσκήνιο αυτό το κάθαρμα; Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ο Χάντερ φρενάρισε απότομα, βγήκε από το τζιπ και προχώρησε στο μονοπάτι που οδηγούσε στο ξενοδοχείο, προσπαθώντας ν’ αποφύγει τις λιμνούλες νερού που είχαν σχηματι-σθεί στα σημεία που ήταν σπασμένο το τσιμέντο. Η καταιγίδα είχε κοπάσει απότομα, λες και ο Θεός είχε μόλις ξυπνήσει, αντιλήφθηκε τι γινόταν και την είχε σταματήσει. Ο αέρας ήταν λίγο πιο δροσερός, αλλά η τροπική υγρασία υποσχόταν κι άλλη βροχή σύντομα. Οι υπάλληλοι της ρεσεψιόν του χαμογέλασαν καθώς κατευθυνόταν προς τη σκάλα αδιαφορώντας για το ασανσέρ. Είχε ανάγκη από λίγη άσκηση για ν’ απελευθερώσει μέρος της συσσωρευμένης έντασης. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια δυο δυο και προχώρησε ανυπόμονα προς την πόρτα του. Στο δωμάτιό του έβγαλε το πουκάμισό του και προχώρησε στο μπαλκόνι. Τρεις
ορόφους πιο κάτω ήταν η παραλία. Αν έπεφτε, μάλλον θα γλίτωνε. Κανένας όμως δε γλιτώνει πέφτοντας από τον δέκατο όροφο στο πεζοδρόμιο. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου τον ξάφνιασε. Η Τζένι, σκέφτηκε. Αμέσως μετά έβρισε τον εαυτό του για την ελπίδα που φτερόύγισε στο στήθος του, αλλά και επειδή τη σκεφτόταν τόσο πολύ. «Εμπρός;» είπε άχρωμα, φροντίζοντας να μην προ-δώσει τα συναισθήματά του. «Κάλγκαρι;» Στο άκουσμα της φωνής του Άλεν Χόλογουεϊ ένιωσε εκνευρισμό. Έμεινε σιωπηλός, αλλά αυτό δεν πτόησε τον πατέρα της Τζένι. «Ξέρω τι μου είπες». Η φωνή του ήταν κοφτή. «Αλλά συνέβη κάτι εδώ. Η γυναίκα μου νομίζει πως έπεσε επάνω στον Ράσελ τις προάλλες». Ο Χάντερ πάγωσε. «Πού;» Ο Αλεν κάγχασε ειρωνικά. «Στο σούπερ μάρκετ. Ο Ράσελ φρόντισε να της πιάσει την κουβέντα, αν και προσποιήθηκε πως δεν την αναγνώρισε». «Τι της είπε;»
«Τίποτα σπουδαίο. Απλά της ζήτησε συγνώμη που έπεσε επάνω της. Αλλά ήταν ο τρόπος που την κοίταξε. Στην αρχή η Νάταλι δεν έκανε τη σύνδεση, αλλά το όλο συμβάν δεν έφυγε από το μυαλό της επειδή της φάνηκε περίεργο. Μ ου μίλησε γι’ αυτό σήμερα». Παίρνοντας το διαφημιστικό στυλό του ξενοδοχείου από το γραφείο, ο Χάντερ άρχισε να το στριφογυρίζει στα δάχτυλά του. «Μ η μου ξανατηλεφωνή-σεις». «Σκέφτηκα ότι έπρεπε να το μάθεις. Κάτι σκαρώνει και θέλω να μάθω τι». Κάτω από τον αυταρχικό του τόνο διακρινόταν φόβος. «Πρόσεχε την κόρη μου. Μ ην αφήσεις να της συμβεί τίποτα». «Τότε, μην κάνεις ανοησίες και μαθευτεί πού βρίσκεται», απάντησε ο Χάντερ μέσ’ από τα σφιγμένα δόντια του. «Ανησυχώ και για τον Ρόουλι. Κι αν δεν είναι ασφαλής;» Ο Χάντερ σκέφτηκε το αγόρι. Τον Ρόουλι Χόλο-γουεϊ, ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν ο Ρόουλι Ράσελ, παιδί του Τρόι Ράσελ. Το κακό προαίσθημα επέστρεψε. «Θα συντομεύσω το ταξίδι και θα επιστρέφω». «Όχι!» Ο Χόλογουεϊ είχε χάσει τελείως την ψυχραιμία του. «Όχι! Δεν ξέρει για τον Ρόουλι. Μ είνε με την Τζένι». «Κι αν κάνεις λάθος;»
«Ξέρω πού είναι ο Ρόουλι. Ξέρω τους φίλους της που τον φροντίζουν. Είναι καλά. Αυτή που κινδυνεύει είναι η Τζένι. Γι αυτήν σε πληρώνω άλλωστε». Σφίγγοντας το στυλό με τα δάχτυλά του τόσο δυνατά που στο τέλος τον πόνεσαν, ο Χάντερ είπε: «Θα μείνω ως το τέλος της εβδομάδας». «Ωραία». «Την επόμενη φορά θα σου τηλεφωνήσω εγώ. Συ-νεννοηθήκαμε;» Ο Χόλογουεϊ έπνιξε ό,τι άλλο είχε να πει και συμφώνησε απρόθυμα. Ο Χάντερ άφησε το ακουστικό στη θέση του και το κοίταξε με απέχθεια. Δεν ήταν ότι πίστευε πραγματικά πως ο Τρόι Ράσελ ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τα τηλεφωνήματα του Χό-λογουεϊ. Ο άνθρωπος ήταν ένας αναίσθητος μπάσταρδος με κλίση στη βία, όχι ένας έξυπνος εγκληματίας, πολυμήχανος και με ατσαλένια νεύρα. Υπήρχε τεράστια διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο τύπους καθαρμάτων, όπως γνώριζε ο Χάντερ από την πείρα του ως αστυνομικού. Αλλά δεν έβλαπτε να είναι προσεκτικός. Έκανε μερικές ασκήσεις να διώξει την ένταση. Στη Σάντα Φε δούλευε στο ράντσο του επισκευάζοντας φράχτες και διώχνοντας το κοπάδι του γείτονα που ξέφευγε από τα τεράστια λιβάδια του και κατέληγε στο μικρό και χωρίς
αγελάδες ράντσο του. Δε διέθετε το χρόνο που απαιτούνταν για τη σωστή λειτουργία ενός ράντσου, οπότε το μόνο που έκανε ήταν να βοηθάει το γείτονά του. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε καταφέρει να ριζώσει κάπου. Αλλά, έστω κι έτσι, τον είχε βοηθήσει να βρει μια σχετική γαλήνη και να μην παραφρονήσει μετά το θάνατο της Μ ισέλ. Τον είχε επίσης βοηθήσει να διατηρήσει τη φόρμα του χωρίς να χρειάζεται να πάει σε κάποιο γυμναστήριο. Το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. Ο Χάντερ το κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια του. «Ναι;» «Χάντερ;» Η φωνή της Τζένι έφτασε από την άλλη άκρη της γραμμής σαν ένα κύμα δροσερού αέρα. «Γεια σου». Ο εκνευρισμός υποχώρησε, παραχωρώντας τη θέση του σε ένα είδος ελπίδας γεμάτης απελπισία, που όμως δεν ήθελε να νιώθει. Του ερχόταν να χτυπήσει τον εαυτό του και να τον τσακίσει. «Συγνώμη που σ’ ενοχλώ, αλλά αναρωτιόμουν αν θα ήθελες να έρθεις εδώ για δείπνο, απόψε. Στη βίλα. Το φαγητό είναι πολύ ωραίο. Εγώ... θα ήθελα να έρθεις», πρόσθεσε, αν και ήταν φανερό από τη φωνή της ότι της ήταν πολύ δύσκολο να μιλάει τόσο άνετα. Γάμπες σαν μετάξι. Απαλή, μελωδική φωνή. Ένα χαμόγελο που τρεμόπαιζε στις άκρες των χειλιών. Αν μπορούσε να ξεχάσει ποια ήταν για μια βραδιά...
Μ ια φλέβα χτυπούσε ακανόνιστα στον κρόταφό του. Αυτή η γυναίκα ήταν απαγορευμένη γι’ αυτόν. Το μόνο που του επιτρεπόταν ήταν ν’ αφεθεί σε μια γλυκιά, οδυνηρή φαντασίωση, κάτι που δε θα μπορούσε ποτέ να μετουσιωθεί σε πραγματικότητα. «Χάντερ;» «Τ Ι ΏΡΑ;» ΡΏΤΗΣΕ ΒΡΑΧΝΆ. * Η Τζένι κοίταξε το τραπέζι μετρώντας τα σερβίτσια και ρωτώντας τον εαυτό της μήπως την είχε πειράξει τελικά ο καυτός, ανελέητος ήλιος του Μ εξικού. Το να καλέσει τον Χάντερ στη βίλα ήταν σαν να ανακοίνωνε επισήμως στη Μ άγδα, τον Φιλ και τους άλλους ότι υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ τους. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Αισθανόταν σαν να τον έφερνε στο σπίτι για να τον γνωρίσει η οικογένειά της, και αυτό την τρόμαζε κάπως. «Μ ην είσαι ανόητη!» «Σε ποιον μιλάς;» ρώτησε ο Μ ατ που είχε έρθει από πίσω της. «Σ’ εμένα, στον εαυτό μου. Μ ιλάμε εγώ και ο εαυτός μου». «Και ακούτε όλοι;» Γύρισε γελώντας σιγανά. «Φοβάμαι πως κανένας μας δεν προσέχει πολύ».
Ο Μ ατ, από τον ενοχλητικό τύπο της προηγούμενης βραδιάς, είχε εξελιχθεί στον καλύτερο φίλο της. «Έχει καμιά σχέση με τον δικό σου;» «Κάλεσα τον Χάντερ να φάει μαζί μας. Η Μ άγδα είπε στο προσωπικό να προσθέσουν ένα σερβίτσιο». Ο Μ ατ χαμογέλασε πονηρά. «Πες μου πάλι πώς γνώρισες αυτό τον τύπο». «Στο μπαρ του ξενοδοχείου Ρόζα. Όταν η Μ άγδα, παραπατώντας, έπεσε στην αγκαλιά του». Ο Μ ατ γέλασε και πήγε προς το μπαρ όπου η Ρίτα, το ομορφότερο κορίτσι του προσωπικού, ετοίμαζε μια καράφα με μαργκαρίτα. Κλείνοντάς της το μάτι, πήρε ένα από τα άδεια ποτήρια. Χαμογελώντας απαλά, η Ρίτα δούλεψε το μπλέντερ, ύστερα του σερβίρισε το παγωμένο ποτό, αφήνοντας το βλέμμα της να μείνει για λίγο επάνω στο αρρενωπό στήθος του. Κανένας από τους άντρες στη Βίλα Μ πουένα Βίστα δε φορούσε πουκάμισο, ακόμα και στο δείπνο. Αλλωστε, το τραπέζι ήταν στρωμένο έξω στον κήπο. Απόψε ήταν σκεπασμένο μ’ ένα σκούρο πράσινο υφαντό και στο κέντρο του είχαν τοποθετήσει ένα κλαδί κόκκινης μπουκαμβίλιας. Παρά τις διαμαρτυρίες της, ο Μ ατ, σαν τέλειος τζέντλεμαν, πρόσφερε στην Τζένι το πρώτο της ποτήρι. Πήρε άλλο ένα και το
τσούγκρισε με το δικό της. «Ασπρο πάτο», είπε, πίνοντας μονορούφι τα τρία τέταρτα της παγωμένης τεκίλας με λεμόνι. «Ως το τέλος των διακοπών θα έχουμε καταντήσει όλοι αλκοολικοί», παρατήρησε η Τζένι πίνοντας μια μικρή γουλιά από το δικό της. Η αλήθεια είναι πως δεν το ήθελε καν, ειδικά σήμερα, αλλά το παγωμένο ποτό τη βοήθησε να νιώσει καλύτερα, παρ’ ότι δεν της άρεσε ηη γεύση του. «Μ α αυτή είναι η πιο κατάλληλη στιγμή», διαφώνησε ο Μ ατ. Ήπιε και το υπόλοιπο ποτό του, έγλειψε τα χείλη του και έδωσε το άδειο ποτήρι στη Ρίτα για να του το ξαναγεμίσει. «Η ζωή στην πατρίδα είναι σκληρή, οπότε, όταν φεύγεις μακριά, οι κανόνες παύουν να ισχύουν». «Τι είναι σκληρό στη ζωή σου;» ρώτησε η Τζένι ανασηκώνοντας το ένα φρύδι της. Ο Μ ατ δεν της έδινε την εντύπωση ανθρώπου που πάλευε σκληρό για την επιβίωση. Ο Μ ατ ανασήκωσε τους ώμους του. «Τίποτα περισσότερο από των άλλων ανθρώπων. Ρουτίνα. Λογαριασμοί που περιμένουν να πληρωθούν. Δουλειά. Ξανά λογαριασμοί. Όταν είμαι διακοπές, νιώθω σαν ναύτης σε άδεια! Εσύ;» «Συνήθως δεν πηγαίνω διακοπές». «Τι κάνεις τότε;» Την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια του απορημένα, σαν να του μιλούσε για μια ζωή εντελώς άγνωστη σ’
εκείνον. «Λογιστικά. Αυτή είναι η δουλειά μου. Διαχείριση εστιατορίου. Επίσης, μεγαλώνω το γιο μου». «Πουφ. Μ ου φαίνεται ότι σου χρειάζεται χαλάρωση περισσότερο από εμένα». Ανασήκωσε το ένα φρύδι του. «Εδώ όμως μπαίνει ο Χάντερ στη μέση, σωστά;» Τον κοίταξε μ’ ένα ύφος, σαν να μην ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να βογκήξει. «Άσε με ήσυχη, Μ ατ». Της χαμογέλασε πλατιά. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν η Μ άγδα και οι άλλοι, εκτός από τον Φιλ. «Η εκδίκηση του Μ οντεζούμα», δήλωσε η Μ άγδα 'ψιθυριστά. «Θα πρέπει να γλεντήσουμε μόνοι μας απόψε». «Εγώ δεν πρόκειται να βγω έξω απόψε», δήλωσε η Τζένι σταθερά. «Όσο κι αν με παρακαλέσεις, δεν πρόκειται ν’ αλλάξω γνώμη». Η Μ άγδα κούνησε τεμπέλικα το χέρι της. «Δε Χρειάζεται. Έχεις καλεσμένο». «Τυχερή», μουρμούρισε η Λάιζα. «Ποιος είναι;» ζήτησε ο Τομ Σίμονς να μάθει. Πέρασε το παχουλό χέρι του γύρω από την Αλίσια, η οποία σφίχτηκε στην αγκαλιά του σαν να ήταν νιόπαντροι. Κάποια άλλη
φορά η Τζένι πιθανόν να το έβρισκε πολύ τρυφερό, αλλά απόψε ήταν θλιμμένη. Ο Τομ και η Αλίσια ήταν παντρεμένοι πάρα πολύ καιρό και ο γάμος τους πήγαινε θαυμάσια. Οι Μ πρίκ-μαν κοιτάχτηκαν και αμέσως αγκαλιάστηκαν τρυφερά. «Μ είνετε και θα τον γνωρίσετε όλοι», απάντησε η Τζένι. «Νομίζω ότι αυτό θα κάνουμε», είπε η Αλίσια κεφάτη. «Έτσι δεν είναι, γλυκέ μου;» Κοιτάχτηκαν και ζάρωσαν τρυφερά τις μύτες τους. Η Τζένι συνήλθε αμέσως από τη συναισθηματική κρίση που την είχε πιάσει. ΦρίκηΙ Πήγε στην πέρα άκρη του αίθριου, κοιτάζοντας προς τον Ειρηνικό, όπου λευκά κύματα κινούνταν προς μια ακτή που μόλις ξεχώριζε προς το Βορρά. Για λόγους που ούτε η ίδια μπορούσε να εξηγήσει, αισθάνθηκε έντονα την ανάγκη να τηλεφωνήσει στον Ρόουλι. Κοίταξε το τηλέφωνο που βρισκόταν στην κουζίνα και αποφάσισε να τηλεφωνήσει στους Φέργκιουσον με πιστωτική κάρτα, παρακολουθώντας συνεχώς το μετρητή επειδή οι τιμές ήταν απίστευτα υψηλές. Ο Ρόουλι ήταν στην κατασκήνωση με τον Μ πράντον, θα μπορούσε λοιπόν να μιλήσει με την Τζάνις ή τον Ρικ και να μάθει πώς ήταν ο γιος της. Ο Ρικ, όντας φανατικός θιασώτης του ποδοσφαίρου, θα είχε σίγουρα επισκε-φτεί την κατασκήνωση για να δει τα αγόρια. Μ ήπως όμως ήταν ανόητο να είναι τόσο υπερπροστατευτική; Ίσως
θα έπρεπε να περιμένει άλλη μία ημέρα. Όμως γιατί; αναρωτήθηκε αμέσως. Είναι ο γιος σου κι έχεις κάθε δικαίωμα ν' ανησυχείς. Επιπλέον, ο Τρόι βρίσκεται κάπου εκεί τριγύρω, χώνοντας μύτη του παντού. «Συγνώμη, πρέπει να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο», είπε στη Ρίτα, καθώς περνούσε από δίπλα της. Η Ρίτα ούτε που νοιάστηκε. Το ίδιο και η Λάιζα με την Τζάκι, που δεν είχαν μάτια παρά μόνο για τον Μ ατ Κίλγκορ. * Όταν ο Χάντερ έφτασε στη βίλα το πάρτι ήταν στο φόρτε του. Στάθηκε στο πλατύσκαλο κάτω από το μπαλκόνι και χτύπησε το κουδούνι. Λίγο μετά, μια από τις καμαριέρες άνοιξε την πόρτα και στ’ αυτιά του έφτασαν μεξικάνικη μουσική, δυνατές ομιλίες και γέλια. Χαμογελώντας, η καμαριέρα τού έκανε νόημα να περάσει, του έδειξε την κυκλική σκάλα από μπλε πλακάκια που οδηγούσε κάτω. Κατέβηκε και βρέθηκε σ’ ένα ανοιχτό δωμάτιο που συγκοινωνούσε με το αίθριο και την πισίνα. Κάτω από μία τέντα υπήρχε ένα τραπέζι στρωμένο ήδη. Τα φαγητά ήταν στην κουζίνα έτοιμα να σερβιριστούν, ενώ οι ένοικοι ήταν σκορπισμένοι γύρω από την πισίνα κρατώντας χρωματιστά ποτήρια με τεκίλα, όπως κατάλαβε ο Χάντερ από τις ετικέτες των άδειων μπουκαλιών
δίπλα στο μπλέντερ. «Καλώς ήρθες!» τον χαιρέτησε η γυναίκα που είχε πέσει στην αγκαλιά του. Μ άγδα. Αυτό ήταν το όνομά της. «Έλα να πιεις ένα ποτό!» Την ίδια στιγμή το ποτήρι με το ποτό βρέθηκε δίπλα του. Το κρατούσε η νεαρή που του είχε ανοίξει την πόρτα. Το δέχτηκε, ενώ το βλέμμα του στάθηκε στην πλάτη της Τζένι. Στεκόταν σε μια γωνία της κουζίνας, με την πλάτη της γυρισμένη σε όλους. Κατάλαβε αμέσως ότι μιλούσε στο τηλέφωνο. Η Μ άγδα τον άρπαξε από το μπράτσο και κόντεψε να ρίξει το ποτό της επάνω και στους δυο τους. «Έλα να χορέψουμε. Ο άντρας μου είναι... εκτός υπηρεσίας για λίγο, οπότε χρειάζομαι παρτενέρ». Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ο Χάντερ ήταν να χορέψει. Έψαξε να βρει μια δικαιολογία για να ξεφύγει, αλλά η Μ άγδα ήταν φοβερά επίμονη. Κρατώντας το ποτήρι στο ένα του χέρι, άρχισε να χορεύει κοιτάζοντας με τρόπο την Τζένι. Μ ιλούσε ζωηρά με κάποιον σηκώνοντας κάθε τόσο τα μαλλιά από τα μάτια της, ενώ τα λεπτά φρύδια της είχαν σμίξει. Φορούσε κίτρινο σαρόνγκ που έσφιγγε χαμηλά στους γοφούς της και κοντό μπλουζάκι σε απαλό μπλε. Έδειχνε τόσο ελκυστική, που χρειάστηκε να συγκροτήσει τον εαυτό του, ανήσυχος με την αντίδρασή του. Πόσες φορές έπρεπε να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι η
Τζένι ήταν μόνο δουλειά γι’ αυτόν; Μ ια πλούσια γυναίκα που έτυχε να έχει μερικά προβλήματα τα οποία ήλπιζε να της τα λύσει. Η Μ άγδα γλίστρησε στην αγκαλιά του και μόλις που κατάφερε να κρατήσει το ποτό του για να μην το χύσει στη μαυρισμένη πλάτη της. «Πιες το λοιπόν», τον ενθάρρυνε, περιμένοντας ώσπου να πιει το παγωμένο ποτό του. «Δεν είμαι σπουδαίος χορευτής», της επισήμανε, αφήνοντας το άδειο ποτήρι του στο τραπέζι. «Α, ποιος νοιάζεται». Τον αγκάλιασε σφιχτά χαμογελώντας. «Μ ου αρέσει να χορεύω με όμορφους γαλανόμάτηδες. Δυστυχώς, ο Φιλ δεν αρρωσταίνει αρκετά συχνά». Πήρε δύο στροφές. «Το άκουσες αυτό, Φιλ;» φώναξε, κάνοντας ένα βήμα έξω από την τέντα και κοιτάζοντας στους επάνω ορόφους. «Κινδυνεύω να ερωτευθώ έναν άλλο άντρα. Θα έρθεις να με σώσεις;» Ο Χάντερ ανασήκωσε το βλέμμα του στην μπαλκο-νόπορτα ενός από τα υπνοδωμάτια. Ο Φιλ βγήκε στο μπαλκόνι και τους κούνησε το χέρι. «Δική σου», του είπε. «Θα την κατακτήσω πάλι μόλις γίνω καλά». Η Μ άγδα τον κοίταξε ανήσυχη. «Είσαι καλά, αγάπη μου;» «Όχι. Πεθαίνω. Καλή διασκέδαση». Μ πήκε πάλι μέσα και έκλεισε την πόρτα.
Η Μ άγδα αναστέναξε. «Όταν κάνεις διακοπές, είναι εξακριβωμένο ότι κάποιος από την παρέα αρπάζει κάποιο μικρόβιο. Φταίνε τα παγάκια», είπε, κοιτάζοντας ύποπτα και το δικό της ποτό. «Στα απόμακρα μέρη, το νερό δεν είναι καθαρό. Σταματήσαμε σε μια μικρή καφετέρια στο δρόμο χτες και ο Φιλ έφαγε δύο τάκος και ήπιε μερικά αναψυκτικά με πάγο. Καλύτερα να πηγαίνει κανείς στα γνωστά και σοβαρά μαγαζιά όπου μπορεί να είναι σίγουρος για το φαγητό». «Ακόμα και τότε όμως είναι ρίσκο», είπε κάποιος. «Είμαι ο Τομ Σίμονς», συστήθηκε, αρπάζοντας το χέρι του Χάντερ και κουνώντας το εγκάρδια. Ο Χάντερ απλώς του χαμογέλασε, απορώντας και διασκεδάζοντας με την προσπάθειά τους να τον προειδοποιήσουν για τους κινδύνους του πόσιμου νερού. «Είμαι στις ασφάλειες», είπε ο Τομ. «Εσύ τι δουλειά κάνεις;» «Ω, σταμάτα», μπήκε στη μέση η Μ άγδα, στέλνο-ντας ένα φιλί στον φαλακρό Σίμονς. «Κανένας δεν ενδιαφέρεται για τη δουλειά σου». «Μ ια κουβέντα είπα», απάντησε φανερά πληγωμένος και ξαναγύρισε στη γυναίκα του. Εκείνη του χάι-δεψε το μπράτσο κι ο Τομ τη φίλησε στα χείλη. «Το ποτήρι σου είναι άδειο», είπε στον Χάντερ μια γυναίκα
πλησιάζοντάς τον. «Ασε με να σου το γεμίσω». «Όχι, ευχαριστώ». «Α, μα επιμένω!» είπε, αρπάζοντας το ποτήρι του από το χέρι του. Εκείνη τη στιγμή επέστρεφε και η Τζένι από το τηλέφωνο. «Μ ιλούσα με κάτι φίλους που φροντίζουν το γιο μου», εξήγησε, ενώ τα μάτια της ακολουθούσαν τη γυναίκα που είχε ζητήσει να ξαναγεμίσει το ποτήρι του Χάντερ. «Πώς είναι ο γλυκούλης μου;» ρώτησε η Μ άγδα, αφήνοντας το μπράτσο του Χάντερ για να πάει να γεμίσει το δικό της ποτήρι. «Μ ια χαρά. Είναι σε μια ποδοσφαιρική κατασκήνωση με το φίλο του Μ πράντον. Τον φροντίζουν οι γονείς του, οι Φέργκιουσον. Ο Ρικ Φέργκιουσον είναι τόσο φανατικός με το ποδόσφαιρο, που έχει ήδη επι-σκεφθεί την κατασκήνωση μία φορά». Πήρε ένα τσιπ και το βούτηξε στο πήλινο μπολ με τη φρέσκια γκουακαμόλε. «Η Τζάνις μου είπε ότι ο Ρικ πήγε εκεί και γελοιοποιήθηκε. Αρχισε να τους συμβουλεύει πώς να παίξουν και χωνόταν μέσα σ’ όλα —έτσι ακριβώς μου είπε—, οπότε του ζήτησαν να μην πάει ξανά εκεί». «Εμένα, πάντως, μου φαίνεται ότι ο Ρόουλι περνάει καλά», αποφάνθηκε η Μ άγδα και κάθισε αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα στην άκρη της πισίνας, από όπου μπορούσε να κοιτάζει επάνω και να βλέπει τι γίνεται στο μπαλκόνι του δωματίου της. Μ ια μικρή
ρυτίδα ανησυχίας είχε σχηματισθεί ανάμεσα στα μάτια της. Ο Χάντερ, που παρατηρούσε τα πάντα με μάτι κριτικό, ένιωσε αμέσως συμπάθεια για τη γυναίκα. «Αυτό είναι αλήθεια». Η Τζένι πήρε ένα μπολ με τσιπς. «Θέλεις;» ρώτησε τον Χάντερ, ο οποίος δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Πήγε και στάθηκε δίπλα της, αποφεύγοντας να κοιτάξει το άνοιγμα του σαρόνγκ μέσα από το οποίο διακρινόταν το ένα από τα λεπτά πόδια της, ως το μηρό, αποκαλύπτοντας επίσης και την άκρη από το κάτω μέρος του μπλε μπικίνι της. Βούτηξε το τσιπ στην γκουακαμόλε, προσπαθώντας να μη σκέφτεται το υπόλοιπο σώμα της. Του χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο και είπε: «Ο Μ πέ-νι, ο σκύλος των Φέργκιουσον, κυριολεκτικά ζούσε στο διαμέρισμά μας. Φαίνεται πως τώρα έχει κατασκηνώσει έξω από την πόρτα μου και όποτε η Τζάνις πηγαίνει ν’ αφήσει την αλληλογραφία μας παλεύει για να τον κρατήσει απέξω». «Ο Μ πένι είναι ο σκύλος σου;» ρώτησε ο Τομ, που δεν είχε ακούσει όλη την ιστορία. Αυτός και η γυναίκα του είχαν καθίσει στο τραπέζι, έτοιμοι να δειπνήσουν. «Ο σκύλος των φίλων μας», του εξήγησε η Τζένι κοιτάζοντας τον Χάντερ. «Μ όνο που αποφάσισε να υιοθετήσει τον Ρόουλι κι εμένα. Είπα στην Τζάνις να μην έχει πρόβλημα. Ο Μ πένι είναι κυριολεκτικά μέλος της οικογένειας. Έχει την ικανότητα ν’
αναστατώνει όλο το σπίτι γρηγορότερα από το γιο μου». Ο Χάντερ την άκουγε προσεκτικά. Είχε δει το σκύλο. Αδιαφορώντας για τους νόμους που επέβαλλαν κολάρο στα σκυλιά, τριγύριζε στο συγκρότημα που ήταν το διαμέρισμα της Τζένι, κουνώντας την ουρά του ψηλά και περιπολώντας το χώρο. Η Τζένι δεν ήταν η μόνη που δεχόταν τις επισκέψεις του Μ πένι στην πολυκατοικία, αλλά φαίνεται πως ήταν το μόνο σπίτι που θεωρούσε δικό του. «Πώς θ’ αντιδράσει ο Μ πένι στη μετακόμιση;» ρώτησε ο Μ ατ. Όπως και η Μ άγδα, είχε προτιμήσει μια σεζλόνγκ. Το άλλο ζευγάρι, τους οποίους του είχε συστήσει η Μ άγδα σαν Μ πρίκμαν, κάθονταν σε καρέκλες και κάπνιζαν παρακολουθώντας τη συζήτηση και τείνοντας συνεχώς τα άδεια ποτήρια τους στη νεαρή σερβιτόρα να τα γεμίσει. «Ασχημα, φαντάζομαι», είπε η Τζένι ήσυχα. Γυρίζοντας στους υπόλοιπους, εξήγησε: «Μ ετακομίζω από το Χιούστον στη Σάντα Φε». «Η Τζένι ανοίγει ένα εστιατόριο», εξήγησε σε όλους η Μ άγδα. «Είμαι σίγουρη πως σας το είχα πει νωρίτερα. Το Τζενίβας, με κουζίνα του Νότου». Οι δυο γυναίκες που έλειπαν ήρθαν στη συντροφιά τους. Η Μ άγδα τις σύστησε στον Χάντερ ως Λάιζα και Τζάκι. Τα βλέμματά
τους περιεργάστηκαν το σώμα του, ύστερα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι τον είχαν βαθμολογήσει και από το ύφος τους ήταν φανερό πως είχε περάσει το τεστ με άριστα. Η Τζένι ανασήκωσε το ένα φρύδι της διασκεδάζοντας. «Έκανες μεγάλη εντύπωση». «Αυτό προσπαθούσα». «Δε νομίζω ότι χρειάζεται να προσπαθήσεις υπερβολικά». «Μ ίλησέ μας για εσένα, Χάντερ», είπε η γυναίκα του Τομ, η Αλίσια, καθώς έπαιρναν όλοι τις θέσεις τους γύρω από το τραπέζι. «Δουλεύει για τη CIA», είπε η Τζένι, μ’ ένα πονηρό χαμόγελο στην άκρη των χεριών της. «Ναι, πες μας», μουρμούρισε η Μ άγδα με ενδιαφέρον. «Όχι, σοβαρά. Μ ε τι ασχολείσαι;» τον ρώτησε η Τζάκι. Ο Χάντερ είχε προετοιμάσει τι θα έλεγε σε περίπτωση που τον ρωτούσαν. «Εργαζόμουν για μια εταιρεία προστασίας ιδιωτών στο Λος Αντζελες μέχρι πριν από μερικά χρόνια». «Βγήκες στη σύνταξη;» Ο Τομ ανασήκωσε τα φρύδια του και κοίταξε τον Χάντερ από πάνω μέχρι κάτω, σαν να έλεγε πως ήταν
υπερβολικά νέος για ν’ αποσυρθεί από την ενεργό δράση. «Μ άλλον βρίσκομαι σε άδεια άνευ αποδοχών, θα έλεγα», απάντησε ο Χάντερ. «Τι υπηρεσίες προσφέρει αυτή η εταιρεία;» ρώτησε η Τζένι. «Εγκαταστάσεις συναγερμών και άλλων συστημάτων ασφαλείας σε σπίτια και επιχειρήσεις». Ανασήκωσε τους ώμους του και δέχτηκε το μπολ με τα δυο φορές τηγανισμένα φασόλια. Το δείπνο ήταν απλό, οικογενειακό. Το μενού ήταν καθαρά μεξικάνικο. Κάρνε ασάντα καί ταμάλες με φασόλια και άσπρο ρύζι. Μ ια σαλάτα με άφθονο αβοκάντο και ντομάτες δίπλα σε ένα πιάτο σκεπασμένο με τορτίγία. «Κάθε βράδυ το μενού είναι διαφορετικό. Απόψε θα απολαύσουμε τη μεξικάνικη κουζίνα. Μ πορούμε να ζητήσουμε κάτι άλλο βέβαια, αλλά είναι όλα υπέροχα όπως πάντα», του είπε η Αλίσια, βάζοντας στο πιάτο της μια ενισχυμένη μερίδα φασόλια. «Θα ήθελα να ήταν και ο Φιλ εδώ», είπε η Μ άγδα αναστενάζοντας. «Πόσο θα μείνεις στο Πουέρτο Βαγιάρτα;» τον ρώτησε η Λάιζα. «Ήρθες για δουλειές ή για διασκέδαση;» «Για διασκέδαση».
Όλοι κοίταξαν την Τζένι, που έμεινε με το πιρούνι της μετέωρο. «Τι συμβαίνει;» «Εσύ τι νομίζεις;» την πείραξε η Μ άγδα. «Α, όχι. Μ ην κοιτάζετε εμένα». Άφησε το πιρούνι κάτω και σήκωσε τα χέρια της ψηλά σε μια κωμική κίνηση ότι παραδιδόταν. Η Μ άγδα μίλησε με συρτή φωνή. «Δεν κοιτάζουμε μόνο εσένα, γλυκιά μου, αλλά κι αυτόν». Κι έδειξε τον Χάντερ. Αμέσως άρχισαν να μιλούν όλοι μαζί ταυτόχρονα για τον καιρό, την κατάσταση της χώρας και τα σχέδιά τους για το ίδιο βράδυ, οτιδήποτε αρκεί να ξεχνιόταν το σχόλιο της Μ άγδας. Η συζήτηση συνεχίστηκε στο ίδιο στιλ, ώσπου τέλειωσαν όλοι με το γεύμα τους. Την ώρα του γλυκού ο Χάντερ αρνήθηκε να φάει κι άλλο. Η Τζένι δοκίμασε το δικό της, το κράτησε με απόλαυση στη γλώσσα της και έκανε ένα «Μ μ...» που χαροποίησε τη μαγείρισσα, η οποία χτύπησε τα χέρια της επάνω στο μεγάλο στομάχι της και κοίταξε την Τζένι με πρόσωπο που φεγγοβολούσε από χαρά. Για τον Χάντερ ήταν ένα περίεργο συναίσθημα να συμμετέχει σ’ αυτή την εκλεκτή συντροφιά. Μ οναχικός από φύση, συνήθως απέφευγε τα πάρτι και ο μόνος λόγος που είχε δεχτεί την πρόσκληση της Τζένι απόψε ήταν επειδή το προέβλεπε η δουλειά του. Μ ια φωνή μέσα του του υπενθύμισε ότι αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος, αλλά έσφιξε το
σαγόνι του πεισματικά. Ήταν επιτακτική ανάγκη να το ξεπεράσει σύντομα. Παρ’ όλα αυτά, απόλαυσε το δείπνο του, και αυτό που φυσιολογικά θα ήταν μια δυσάρεστη εμπειρία εξελίχθηκε σ’ ένα αρκετά ευχάριστο βράδυ και... γιατί όχι... διασκεδαστικό. Αναμασούσε όλα αυτά στο μυαλό του ενώ οι άλλοι καλούσαν ταξί για τη βραδινή τους έξοδο στην πόλη. Αν και δεν τον πείραξε που πέρασε το βράδυ του μαζί τους, με χαρά τους είδε να φεύγουν. Το προσωπικό μάζεψε τα πράγματα και ετοιμάστηκε να φύγει για το βράδυ. Στο μεταξύ, τόσο η Τζένι όσο και ο Χάντερ έδειχναν να μην ξέρουν τι να πουν ο ένας στον άλλο. Περίμεναν σιωπηλοί στην πίσω αυλή και όταν πια άκουσαν την εξώπορτα να κλείνει για τελευταία φορά ο ήλιος είχε βουτήξει στη θάλασσα στέλνοντας τις τελευταίες χρυσές ακτίνες του στην τεράστια έκταση του γκρίζου και μπλε νερού. Ακου-μπώντας τους αγκώνες τους στο κάγκελο, τον κοιτούσαν να εξαφανίζεται σταδιακά, ώσπου έσβησε σαν μια φούξια ανταύγεια στο βάθος του ορίζοντα. «Αλήθεια εργάζεσαι για μια εταιρεία προστασίας ιδιωτών;» τον ρώτησε σπάζοντας τη σιωπή. «Αλήθεια σχεδιάζεις ν’ ανοίξεις ένα εστιατόριο στη Σάντα Φε;» «Εγώ ρώτησα πρώτη». «Εγώ ρώτησα δεύτερος».
Κούνησε το κεφάλι της κρύβοντας ένα χαμόγελο. «Είσαι πολύ δύσκολος άνθρωπος. Δεν είναι εύκολο να σου πάρουν απαντήσεις. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι είσαι της CIA». «Παράτησα τη δουλειά μου», της απάντησε. «Αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Και δεν ξέρω τι θα κάνω από εδώ και πέρα». «Γι' αυτό έκανες αυτό το ταξίδι; Για να ξαναβρεις τον εαυτό σου;» «Γιατί πρέπει ένα ταξίδι να σημαίνει οπωσδήποτε κάτι;» Το σκέφτηκε. «Ίσως έχεις δίκιο. Πάντως για εμένα είναι αυτό: μια ανάπαυλα. Προσπαθώ να... μεταφερθώ από τη μια φάση στην άλλη». «Ποια ήταν η φάση νούμερο ένα; Και ποια είναι η φάση νούμερο δύο;» «Οχ...» βόγκηξε και έσπρωξε τα μαλλιά της από τα μάγουλά της. Ο Χάντερ ακολούθησε την κίνηση του χεριού της. Τον κοίταξε ίσια στα μάτια. «Πραγματικά θέλεις να μάθεις;» «Ναι». Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. «Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ζούσα σε... ένα τέλμα», είπε μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα. «Ήμουν ένα κακομαθημένο παιδί που ποτέ δεν ξεπέρα-σε το θάνατο της μητέρας του και
απεχθανόταν τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα του. Υποθέτω ότι ακόμα την απεχθάνομαι, αν και δεν έχω να της προσάψω κάτι συγκεκριμένο. Ίσως απλά να μην είμαι υποχρεωμένη να τη συμπαθώ». Τα λόγια της έμοιαζαν με ερώτηση και ο Χάντερ κατένευσε αμίλητος. «Δεν έφταιγε αυτή, αλλά την κατηγόρησα. Κατηγόρησα και τον πατέρα μου επίσης. Είναι τόσο κοινότοπο, που μ’ ενοχλεί να μιλώ γι’ αυτό. »Ήμουν δεκαπέντε χρονών όταν πέθανε η μητέρα μου και στα είκοσι παντρεύτηκα. Ο πατέρας μου ήταν εναντίον του γάμου μου και φυσικά αυτό έκανε τον πρώην άντρα μου ακόμα πιο ελκυστικό στα μάτια μου. Όχι, για να είμαι δίκαιη, πίστευα πως ήμουν ερωτευμένη». Ο Χάντερ πάγωσε. Τράβηξε το βλέμμα του μακριά της· φοβόταν την αντίδρασή του. Χωρίς να έχει αντί-ληφθεί τίποτα, η Τζένι συνέχισε: «Αποτελούσε όλα όσα μου ήταν απαγορευμένα, και αυτό τον έκανε ακόμα πιο ελκυστικό. Απλά τον ήθελα». Τα λόγια της Μ ισέλ τριβέλιζαν το μυαλό του: «Δεν καταλαβαίνεις, Χάντερ. Απλά θέλω να είμαι μαζί του. Αισθάνομαι ότι δε ζω χωρίς αυτόν. Εκτός από εσένα είναι ο μόνος που έχω, και αντιπροσωπεύει όλα όσα ήθελα πάντοτε...» «Έτσι τον παντρεύτηκα», πρόσθεσε η Τζένι άχρωμα, σφίγγοντας τα χείλη της, ενώ τα μάτια της έπαιρναν μια ψυχρή έκφραση. «Η μαγεία κράτησε μόλις δύο εβδομάδες. Συνειδητοποίησα αμέσως ότι
είχα κάνει ένα τραγικό σφάλμα. Μ έσα σε έξι μήνες είχα πάρει διαζύγιο. Μ ε βοήθησε ο πατέρας μου. Αναγκάστηκα να ζητήσω τη βοήθειά του. Ήταν... φρικτό. Ο Τρόι με παντρεύτηκε για τα χρήματα που νόμιζε ότι θα κληρονομούσα». Γέλασε κοφτά. «Θα πρέπει να πέθανε από το κακό του όταν ανακάλυψε πως θα περνούσε πολύς, πάρα πολύς καιρός πριν πάρω δεκάρα από την κληρονομιά». Ύστερα από μια μικρή παύση πρόσθεσε άγρια: «Ποτέ, ποτέ δε θα θελήσω αυτά τα χρήματα». Αναστέναξε. «Τέλος πάντων, αφού γίνομαι τόσο κοινότοπη, άφησέ με να σου πω και άλλο ένα κλισέ: τα χρήματα δεν αγοράζουν την ευτυχία. Ούτε καν την ηρεμία. Μ όνο πράγματα τα οποία μπορεί να κάνουν τη ζωή σου πω άνετη, μπορεί όμως και όχι. Μ ερικές φορές αγοράζουν και ανθρώπους. Ο πατέρας μου αγόρασε τον πρώην σύζυγό μου και χάρηκα. Αλλά θέλω αυτό να είναι το τελευταίο πράγμα που αγόρασε ποτέ για εμένα». «Πώς τα κατάφερε;» «Του έδωσε ένα τεράστιο ποσό για να εξαφανιστεί από τη ζωή μου οριστικά». Ακούμπησε το πιγούνι της μέσα στα χέρια της, μοιάζοντας ξαφνικά μ’ ένα μοναχικό, μικρό κορίτσι. «Είχε αποτέλεσμα;» Το στόμα του Χάντερ ήταν ξερό. «Για δεκαπέντε χρόνια».
«Αυτό μου μοιάζει με ανοιχτή υπόθεση». «Αν εννοείς ότι μοιάζει σαν να μην τέλειωσε ακόμα, έχεις δίκιο. Ο Τρόι επικοινώνησε με τον πατέρα μου». «Του ζήτησε κι άλλα χρήματα;» «Α, όχι». Του έριξε μια ειρωνική ματιά που πίσω της κρυβόταν ένας κόσμος αγωνίας και πόνου. «Ισχυρίστηκε πως ήθελε να επανορθώσει, έτσι μου είπε ο πατέρας μου. Η απαίτηση για χρήματα θα έρθει αργότερα». «Πιστεύεις ότι θα σε καταδιώξει». Ήταν μια δήλωση, όχι ερώτηση. «Το ξέρω ότι αυτό θα κάνει. Τώρα είναι στο Χιούστον, ή ήταν, αλλά θα με βρει και στη Σάντα Φε. Είναι αναπόφευκτο». Ο Χάντερ ήξερε πως η Τζένι είχε δίκιο. Ευχήθηκε να μπορούσε να της πει κάτι καθησυχαστικό, αλλά το γεμάτο αυταρέσκεια πρόσωπο του Τρόι πρόβαλε μπροστά του και κατάλαβε ότι δε θα μπορούσε ποτέ να της πει ένα τέτοιο ψέμα. «Και με το γιο σου, τι γίνεται;» ρώτησε, ξέροντας ότι αυτό ήταν το αδύνατο σημείο της. «Ο Ρόουλι είναι ο λόγος που ο πατέρας μου θα υποχωρήσει στον εκβιασμό». Γύρισε και τον κοίταξε ίσια στα μάτια. «Ο Τρόι είναι ο πατέρας του Ρόουλι αλλά δεν το ξέρει. Ακόμα».
Κοιτάχτηκαν στα μάτια, ενώ το αεράκι που σηκώθηκε άρχισε να παίζει με τα μαλλιά της, αναγκάζο-ντάς τη να μισοκλείνει τις μακριές και πυκνές βλεφαρίδες της. Ο Χάντερ τράβηξε μια τούφα από τα μαλλιά της προς τα πίσω. «Μ ου αποκάλυψες πάρα πολλά για τη ζωή σου», της είπε κοιτάζοντας το στόμα της. Καταλαβαίνοντας τον κίνδυνο, ανάγκασε τα μάτια του να κοιτάξουν μακριά από εκείνα τα υπέροχα χείλη. «Σε τρόμαξα;» «Όχι». «Ήμουν σίγουρη», του είπε με κάποια ανακούφιση. Ο Χάντερ περίμενε, φαινομενικά απαθής. «Τι;» του είπε και ξαφνικά φοβήθηκε πως ίσως τελικά να του είχε πει πάρα πολλά. «Τίποτα». «Κι όμως», διαφώνησε μαζί του κοιτάζοντάς τον ερευνητικά. «Δεν είμαι καλός στις εκμυστηρεύσεις», παραδέχτηκε. Τα όμορφα μάτια της έμειναν καρηκυμένα στα δικά του και ο Χάντερ φοβήθηκε ότι μπορεί να διάβαζε μέσα στην ψυχή του. «Νομίζω ότι αυτό είναι πλεονέκτημα για τη δουλειά σου. Κοίτα, πιστεύω ότι πραγματικά αναλαμβάνεις την προστασία ανθρώπων. Και δεν ξέρω αν ψάχνεις για δουλειά αυτήν τη στιγμή...» —γέλασε
αδύναμα— «...ή για μια χαμένη ψυχή, αλλά εγώ χρειάζομαι κάποιον να με βοηθήσει. Υποθέτω ότι κατά κάποιον τρόπο σου προσφέρω δουλειά», είπε ξεψυχι-σμένα. «Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου όταν σε κάλε-σα για δείπνο απόψε, αλλά ίσως βαθιά μέσα μου να ήλπιζα...» Ο Χάντερ τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της και κοίταξε τον Ειρηνικό στο σημείο όπου είχε εξαφανιστεί ο ήλιος, αφήνοντας σαν ανάμνηση πίσω του μια απαλή μοβ ανταύγεια. «Τι σκέφτηκες;» τη ρώτησε. «Δεν ξέρω. Αλλά, ό,τι κι αν είναι, θα πρέπει να είσαι στο Χιούστον ως την αναχώρησή μου — και μετά στη Σάντα Φε». Ο Χάντερ έμεινε σιωπηλός, δεν ήξερε πώς να αντι-δράσει. «Ακουσέ με», του είπε και στη φωνή της ήταν φανερό πως ένιωθε ενοχλημένη με τον εαυτό της. «Το κλωθογυρίζω επειδή φοβάμαι. Φοβάμαι τι μπορεί να κάνει ο Τρόι όταν μάθει για τον Ρόουλι. Φοβάμαι για το γιο μου, ο οποίος αγνοεί την αλήθεια για τον πατέρα του». «Η οποία είναι;» «Ε, να, ο Ρόουλι ξέρει πως ο Τρόι είναι ο πατέρας του. Του έχω πει ότι ο Τρόι έφυγε πριν γεννηθεί, κάτι που είναι αλήθεια. Ξέρει επίσης πώς είναι εξωτερικά ο Τρόι — ανακάλυψα πως έχει μια φωτογραφία του...» Η φωνή της έσβησε αφήνοντας την φράση της
ατέλειωτη. «Τότε, ποια είναι η αλήθεια που αγνοεί;» «Τι;» «Είπες ότι φοβάσαι για το γιο σου επειδή δεν ξέρει την αλήθεια για τον πατέρα του. Ποια αλήθεια;» Η Τζένι άρχισε. «Α... Να, ότι ο Τρόι είναι ένα φρικτό άτομο. Δεν μπορείς να το πεις αυτό σ’ ένα γιο για τον πατέρα του». «Είπες ότι ο γάμος κράτησε έξι μήνες αλλά ότι ήξερες πως ήταν λάθος από τη δεύτερη εβδομάδα. Τι συνέβη;» «Απλά ήξερα πως ήταν λάθος, αυτό είναι όλο!» Τραβήχτηκε από το κάγκελο, το επίμονο βλέμμα του την έκανε να νιώθει άβολα. «Ο Τρόι ήταν ένας προικοθήρας. Το μόνο που ήθελε ήταν τα λεφτά». «Γιατί είναι φρικτός;» Η Τζένι πάγωσε και τα ρουθούνια της πετάρισαν ανάλαφρα. Ασυναίσθητα, τύλιξε τα χέρια της σφιχτά γύρω από το κορμί της. «Απλά είναι». «Σε πλήγωσε», είπε ο Χάντερ σιγά. Η Τζένι κατάπιε με κόπο. «Ναι».
«Σε παντρεύτηκε για τα λεφτά σου, αλλά ήθελε κι εσένα. Μ ε βρόμικο τρόπο». Αθελά της ανατρίχιασε και ο Χάντερ ένιωσε να μισεί τον εαυτό του λιγάκι. Όμως, ήξερε ακριβώς τι είχε κάνει ο Ράσελ στην αδερφή του και ήξερε επίσης ότι η Μ ισέλ αρνιόταν να το αντιμετωπίσει ώσπου ήταν πολύ αργά πια. Η Τζένι ήταν πιο γενναία, αλλά ούτε αυτή ήθελε να παραδεχτεί το μέγεθος του σφάλματός της, έστω και δεκαπέντε χρόνια αργότερα. «Τον φοβάμαι», παραδέχτηκε και οι λέξεις έμοιαζαν να βγαίνουν με κόπο κάπου από τα βάθη της ψυχής της. «Σε κακοποιούσε σωματικά». Δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια της. Το στόμα της έτρεμε και έσφιξε τα χείλη της για να σταματήσει το τρέμουλο. Ένα λεπτό αργότερα 'ψιθύρισε: «Δεν μπορώ να κοιτάξω κατάματα όλα εκείνα που έγιναν. Ακόμα δεν μπορώ. Τα είχα κλειδώσει σ’ ένα κουτί και είχα καταχωνιάσει το κουτί σ’ ένα ράφι στα βάθη της ψυχής μου. Αλλά όταν επικοινώνησε με τον πατέρα μου το κουτί έπεσε και άνοιξε, και τώρα... τώρα έχω χάσει τον έλεγχο». «Σσσ...» Ο Χάντερ την τράβηξε στην αγκαλιά του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ήθελε να τη φιλήσει. Να διώξει τις κακές αναμνήσεις. «Νιώθω τελείως αβοήθητη», είπε η Τζένι με πνιχτή φωνή. «Αν απλώσει ποτέ το χέρι του επάνω στον Ρόουλι, θα τον σκοτώσω. Θα τον σκοτώσω».
Όχι, αν τον πιάσω εγώ πρώτος στα χέρια μου, σκέφτηκε ο Χάντερ σκυθρωπός.
κεφάλαιο 6 ΗΤζένι ήταν στο κρεβάτι και κοίταζε έξω από το παράθυρο το λουλακί ουρανό. Ευχήθηκε να είχε τη δύναμη είτε να σηκωθεί και να κάνει κάτι χρήσιμο ή να αποκοιμηθεί. Μ ια περίεργη νωθρότητα την είχε κυριεύσει, ασυνήθιστη για κάποια τόσο δραστήρια όσο εκείνη συνήθως. Αισθανόταν σαν να βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Κάποιος χτύπησε την πόρτα της. Γυρίζοντας με κόπο το κεφάλι της στο μαξιλάρι, φώναξε «Περάστε» και η Μ άγδα μπήκε μέσα μυρίζοντας αδιόρατα αλκοόλ και κάτι που είχε άρωμα καρύδας, αναμφίβολα κάποια λοσιόν για το σώμα. «Σκέφτηκα ότι εσύ και ο υπέροχος καινούριος φίλος σου θα ερχόσαστε να μας βρείτε στην πόλη». Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. «Έστειλα τον υπέροχο καινούριο φίλο μου στο ξενοδοχείο του. Για την ακρίβεια, θα έλεγα ότι μάλλον τον τρόμαξα και το έβαλε στα πόδια». «Τι; Αποκλείεται. Όλο το βράδυ δεν έπαιρνε τα
μάτια του από πάνω σου. Ήταν απίστευτα αισθησιακό». «Νομίζει πως είμαι τρελή για δέσιμο». Η Μ άγδα κούνησε το χέρι της σαν να την απέπε-μπε. «Ναι, καλά». «Του μίλησα για τον Τρόι και τον Ρόουλι. Έλεγα κι έλεγα και δε σταματούσα. Ώσπου στο τέλος ένιωσα απαίσια». «Ε όλοι έχουμε κάτι άσχημο στο παρελθόν μας. Δε μου φαίνεται για τύπος που θα φοβόταν τον σατανικό πρώην σου». Η Τζένι κατάφερε ν’ ανασηκωθεί και ακουμπώντας την πλάτη της στα μαξιλάρια κούνησε το κεφάλι της. «Κοίτα πώς κάνω! Σαν έφηβη που μιλάει για τον πρώτο της έρωτα. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι τώρα είναι ν’ ανησυχώ για το αν αρέσω σε κάποιον ή όχι». «Μ ε συγχωρείς αλλά αυτό είναι το πρώτο πράγμα που χρειάζεσαι!» διαφώνησε η Μ άγδα. «Τζένι, καλή μου, έχεις ζήσει χωρίς αγάπη τόσο πολύ που νομίζεις ότι δε σου αξίζει. Ε, λοιπόν, εγώ πιστεύω ότι κάνεις λάθος. Σου αξίζει και πάρα πολύ μάλιστα. Πίστεψέ με. Όσο για τον Χάντερ, γιατί όχι παρακαλώ; Είναι κούκλος και έχει μια δυνατή σιωπηλή δύναμη που κάνει τα γόνατά μου να τρέμουν». «Τα δικά σου γόνατα», της υπενθύμισε η Τζένι.
«Και τα δικά σου», διαφώνησε η φίλη της. «Νομίζω πως είσαι έτοιμη για μια περιπέτεια». Η Τζένι γέλασε δυνατά, ειρωνικά. «Νομίζω ότι οι περιπέτειες είναι θαυμάσιες. Και αξίζουν τον κόπο. Μ ια ερωτική περιπέτεια θα σε βοηθούσε να χαλαρώσεις από τα προβλήματα που στροβιλίζονται μέσα στο κεφαλάκι σου. Θα μπορείς να την αναπολείς για μια ολόκληρη δεκαετία. Γιατί να μην έχεις μια αθώα περιπέτεια μιας βραδιάς;» «Αυτό είναι αδύνατο», της υπενθύμισε η Τζένι. «Εντάξει, δύο βραδιές τότε. Ή για όλη την υπόλοιπη εβδομάδα. Μ ια στιγμή, θα μπορούσε να κρατήσει και περισσότερο. Γιατί όχι; Θα μπορούσατε να συναντιέστε και όταν επιστρέφουμε!» «Δεν ξέρω καν που ζει!» «Ακόμα», της είπε η Μ άγδα. «Ακόμα». Η Τζένι αναστέναξε και κούνησε πάλι το κεφάλι της. «Σχεδόν του ζήτησα να γίνει ο σωματοφύλακάς μου. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε». Η Μ άγδα κούνησε το κεφάλι της με θαυμασμό. «Ωραία τακτική!» «Ουφ, σταμάτα επιτέλους!» Η Τζένι της πέταξε ένα μαξιλάρι.
«Δεν ήταν καθόλου έτσι. Ήταν... χειρότερα». Σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της και βόγκηξε. «Αισθάνομαι σαν να ζούσα τη ζωή κάποιας άλλης αυτά τα δεκαπέντε χρόνια. Μ ηχανικά, σαν ρομπότ. Αλλά δεν το ήξερα ως τώρα». «Αν θέλεις να έχεις μια περιπέτεια, χρυσό μου, να την έχεις. Δεν υπάρχει λόγος για εξηγήσεις». Χαμογέλασε στην Τζένι με αληθινή στοργή. «Περίμενες τόσο πολύ στη ζωή σου γι’ αυτήν τη στιγμή, χωρίς καν να το ξέρεις. Να γιατί χρειάζεται ένα ταξίδι έξω από τα νότια σύνορα της χώρας». «Απλά δε Οέλι» να κάνω κάτι ανόητο», μουρμούρισε η Τζένι αγκαλιάζοντας τα γόνατά της που είχε μαζέψει μπροστά στο στήθος της. «Κάνε κάτι ανόητο. Ξέσπασε επιτέλους». Η Τζένι κοίταξε πάλι έξω από το παράθυρο. «Ίσως το κάνω...» * Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου Ρόζα, τροπικά φυτά και δέντρα στριμώχνονταν ανάμεσα σε έπιπλα από ξύλο ιτιάς καλυμμένα με ζωηρόχρωμες στόφες. Τοξωτές πόρτες άνοιγαν από τη ρεσεψιόν προς την πισίνα, ένα διάδρομο που οδηγούσε στα ασανσέρ και προς την παραλία. Η Τζένι πλησίασε στο γραφείο της ρεσεψιόν ανεβάζοντας το λουρί της τσάντας της πιο ψηλά στον ώμο της. «Θα ήθελα να καλέσω το δωμάτιο του κυρίου Χάντερ Κάλγκαρι,
παρακαλώ». Ο υπάλληλος της έδειξε ένα εσωτερικό τηλέφωνο που κρεμόταν στον τοίχο δίπλα σε μια από τις καμάρες και τη συνέδεσε. Το τηλέφωνο χτύπησε αρκετές φορές αλλά κανένας δεν απάντησε. Το έκλεισε απογοητευμένη. Ήταν φανερό ότι το ξενοδοχείο δε διέθετε υπηρεσία αυτόματου τηλεφωνητή για τα δωμάτια. Τώρα τι να κάνει; Προχωρώντας στο διάδρομο που οδηγούσε στην παραλία, βρέθηκε ξαφνικά στο εκτυφλωτικό φως της ημέρας. Λίγα μέτρα πιο πέρα από το ξενοδοχείο, την περιτριγύρισαν πλανόδιοι πωλητές με μεξικάνικα καπέλα, κουβέρτες, διάφορα μπιχλιμπίδια και κεραμικά. Όσο κι αν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, όσα όχι κι αν τους είπε ήταν αδύνατο να τους διώξει, έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο. Οι πολυθρόνες στο αίθριο ήταν όλες κατειλημμένες, επιπλέον δεν ήταν πελάτης και ένιωθε πως δεν είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει μία. Ο σχεδόν φαλακρός άντρας που την είχε πλησιάσει τόσο φορτικά το πρώτο βράδυ της γνωριμίας της με τον Χάντερ, ήταν ξαπλωμένος σε μια από αυτές. Μ όλις τον είδε απομακρύνθηκε στις μύτες των ποδιών της. Από το ροζ δέρμα του ήταν φανερό ότι είχε μείνει ήδη υπερβολικά στον ήλιο, και το παγωμένο ποτήρι που κρατούσε στο μέτωπό του μαρτυρούσε πολλά για το είδος της νύχτας που είχε περάσει. Κατά κάποιον
τρόπο τον λυπήθηκε και αυτό την έφερε πίσω στη δική της θλιβερή κατάσταση. Τι έκανε εδώ τελικά; Ο Χάντερ δεν την είχε προ-σκαλέσει. Είχε έρθει στο ξενοδοχείο για να... αρχίσει μια ερωτική περιπέτεια. Σχεδόν γέλασε κοροϊδευτικά με τον εαυτό της. Ποιον ξεγελούσε; Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Όχι με τον Τρόι να καραδοκεί κάπου στα παρασκήνια, την αγωνία της για τον Ρόουλι και τη δική της εσωτερική αίσθηση περί σωστού και λάθους. Όχι, δεν μπορούσε. Ή μήπως;... Γύρισε αμέσως πίσω ενώ σκεφτόταν αν θα έπρεπε να του αφήσει ένα σημείωμα, ύστερα κατευθύνθηκε προς την πόρτα που οδηγούσε έξω στο δρόμο. Τότε, με ανακούφιση αλλά και απελπισία, είδε τον Χάντερ να μπαίνει στο ξενοδοχείο και να προχωρεί στη ρεσεψιόν. Στρώνοντας τη φούστα της, η Τζένι πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπάθησε να χαμογελάσει και προχώρησε προς το μέρος του. Την προηγούμενη νύχτα, αφού πρώτα του άνοιξε τελείως την ψυχή της —μια ανάμνηση που τώρα την έκανε να ανατριχιάζει- καθόταν σφιγμένη, αμήχανη και ντρεπόταν. Ο Χάντερ δεν άργησε να το καταλάβει και έφυγε. Αλλά μετά την κουβέντα της με τη Μ άγδα δυνάμωσε η απόφασή της να τον βλέπει και, γιατί όχι, να συνεχίσει το φλερτ. Ο υπάλληλος της ρεσεψιόν του έδωσε ένα πακέτο. Η Τζένι του
έριξε μια φευγαλέα ματιά, ύστερα περί-μενε να στραφεί ο Χάντερ προς το μέρος της. Όταν γύρισε και την είδε, στάθηκε σαν μαρμαρωμένος και η σκληρή έκφραση του προσώπου του έφερε πάλι στο προσκήνιο όλες τις αμφιβολίες της. «Γεια», του είπε νιώθοντας ηλίθια. «Ήλπιζα να σε συναντήσω. Νομίζω ότι ξεπέρασα τα όρια χτες το βράδυ και ήθελα να σου αποδείξω ότι εξακολουθώ να έχω κάποια λογική». «Δεν ξεπέρασες κανένα όριο». Το πακέτο στο χέρι του είχε ξεχαστεί τελείως αυτήν τη στιγμή. «Σκόπευα να σου τηλεφωνήσω σήμερα». «Αλήθεια;» τον ρώτησε ανάλαφρα. «Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε μια βόλτα κατά μήκος της ακτής». «Ωραία ιδέα». Κούνησε το κεφάλι της ανυπόμονα. «Μ είνε εδώ. Θα επιστρέφω αμέσως». Της άγγιξε το μπράτσο καθησυχαστικά και κατευ-θύνθηκε στα ασανσέρ. Η Τζένι κάθισε σε μια πολυθρόνα και περίμενε, αν και μέσα της ευχόταν να μην είχε την αίσθηση σαν να είχε μόλις διακόψει κάτι... *
Είχε δει το πακέτο. Ο Χάντερ ήθελε να δώσει μια κλοτσιά στον τοίχο. Δεν ήταν κάτι που χρειαζόταν οπωσδήποτε, αλλά είχε κάνει το λάθος να ζητήσει από τον Ορτέγκα μερικές πληροφορίες. Ο αστυνόμος της Σάντα Φε γκρίνιαξε, παραπονέθηκε, απαίτησε να επιστρέφει ο Χάντερ στη δουλειά, αλλά παρά την γκρίνια του είχε στείλει τις πληροφορίες, κάνοντάς του ένα σωρό ερωτήσεις στις οποίες βέβαια εκείνος είχε αρνηθεί ν’ απαντήσει. Μ ε γρήγορες κινήσεις άνοιξε το φάκελο και εξέτασε το περιεχόμενο βιαστικά. Ένα μικρό απόκομμα εφημερίδας για την ερωτική απαγωγή της Τζενίβα Χόλογουεϊ με τον Τρόι Ράσελ και μια φωτογραφία. Διάφορα άρθρα που αφορούσαν τον φιλάνθρωπο Α-λεν Χόλογουεϊ και τις ευεργεσίες του. Κανά δυο για τα ακίνητα του Χόλογουεϊ. Πληροφορίες που είχε δει μια φορά στη διάρκεια της έρευνάς του για το θάνατο της Μ ισέλ, αλλά που τώρα είχαν μια καινούρια σημασία για εκείνον. Εξέτασε τη φωτογραφία του Ράσελ και της Τζένι. Ήταν ερασιτεχνική, κάτι που πιθανόν είχε κάνει η ίδια η Τζένι βιαστικά αφού ο Αλεν Χόλογουεϊ —και ο Χάντερ ήταν σίγουρος γι’ αυτό— δε θα ήθελε με τίποτα να κοινοποιηθεί ο γάμος της Τζένι. Το χαμόγελό της ήταν πλατύ και κάπως βεβιασμένο του Ράσελ ήταν ένα αυτάρεσκο μειδίαμα. Ο Χάντερ ένιωσε εκείνη την παλιά αντιπάθεια να φουντώνει στο στήθος του και πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να τη διώξει. Αν έπρεπε να δώσει ένα όνομα σ’ αυτό το συναίσθημα θα έλεγε ότι
επρόκεπιο για ένα διακαή πόθο για εκδίκηση. Τελικά δεν είχε εξαφανιστεί. Απλά είχε καλυφθεί από την κατάθλιψη. Ξέροντας ότι η Τζένι τον περίμενε κάτω, έβαλε τα χαρτιά σε μια από τις τσέπες του σακ βουαγιάζ του, ίο πέταξε σε μια πολυθρόνα, άρπαξε τα κλειδιά του και πήγε βιαστικά για το ασανσέρ. Δέκα λεπτά αργότερα, βρίσκονταν έξω από ένα σουπερμάρκετ στο κέντρο της πόλης. Τα γαλάζια μά-τια της Τζένι τον κοίταξαν χαμογελαστά και ο Χα-ντερ ένιωσε κάποια ενοχή. Δεν ήταν ειλικρινής μαζί της, έστω κι αν το έκανε για το καλό της. «Λοιπόν, τι ετοιμάζεις;» τον ρώτησε. «Έλα». Της άνοιξε την πόρτα να περάσει και προχώρησαν στους γεμάτους κόσμο διαδρόμους του καταστήματος. Το πρώτο πράγμα που έψαξε να βρει ήταν μια τσάντα, κάτι στο μέγεθος της τσάντας θαλάσσης που κρατούσε η Τζένι, και αμέσως μετά άρχισε να ρίχνει στο καρότσι διάφορα πράγματα: τυρί, ψωμί, κρασί και μεξικάνικη μπίρα. «Ένα πικνίκ», της είπε. «Δες τι σου αρέσει και ρίξε το στο καρότσι». «Μ μ...» Τίναξε το κεφάλι της. «Τι θα έλεγες για μερικά τορτίγια τσιπς, με χιλιάδες θερμίδες;» «Ο άνθρωπος πρέπει να μένει πιστός στα βίτσια του». «Πρόσεξε», τον μάλωσε. «Κόντεψες να πατήσεις το πόδι του
μικρού!» Το αγόρι τούς κοίταξε με τεράστια καστανά υγρά μάτια. Έριξε μια ματιά στο καρότσι τους κι έκανε ένα μορφασμό, φανερά αηδιασμένος με τις επιλογές τους. Η Τζένι κοίταξε το καρότσι της μητέρας του και είδε πιο παραδοσιακά μεξικάνικα τρόφιμα: καλαμποκίσια παξιμάδια, φασόλια τηγανισμένα δύο φορές, και πίτες τορτίγια. Του χαμογέλασε και ο μικρός της ανταπέδωσε το χαμόγελο, αποκαλύπτοντας ότι τα δύο μπροστινά του δόντια έλειπαν. Κοίταξε τον Χάντερ άγρια και έφυγε τρέχοντας αμέσως μετά την επίδειξη δύναμης. «Έπρεπε να του βγάλω ένα δάχτυλο», είπε ο Χάντερ μαλακά. «Δε φαίνεται να τα πηγαίνεις καλά με τα παιδιά», τον πείραξε. Ύστερα άκουσε τον εαυτό της να τον ρωτάει: «Εσύ έχεις παιδιά;» «Όχι». «Είσαι παντρεμένος;» τον ρώτησε ξαφνικά, οι λέξεις θαρρείς και πετάχτηκαν μόνες τους από το στόμα της. Παρά την απόφασή της να τον πλησιάσει, δεν είχε σκεφτεί ποτέ αυτή την πιθανότητα. Η αθωότητά της τη σοκάρισε. Ένιωσε απαίσια, σχεδόν αρρώστη-σε. «Χωρισμένος», της είπε ύστερα από μια μακριά σιωπή. «Α». Η καρδιά της γύρισε στη θέση της και του χαμογέλασε αχνά.«Είμαστε στην ίδια κατάσταση».
«Από όσα μου είπες, δε νομίζω πως ο δικός μου ήταν τόσο άσχημος. Αρκετά πάντως». «Είναι καιρός;» Ο Χάντερ θα προτιμούσε να μη συνεχιστεί αυτή η συζήτηση. Δεν του άρεσε να μιλάει για την προσωπική του ζωή και δεν ήθελε να το κάνει ούτε με την Τζένι. «Χρόνια». «Γιατί;» Την κοίταξε διαπεραστικά. «Γιατί χώρισες;» «Ασυμφωνία χαρακτήρων. Δεν αντέχαμε ο ένας την παρουσία του άλλου». Η Τζένι έσκυψε το κεφάλι της προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι να πει και στο τέλος κατέληξε σ’ ένα απλό ανασήκωμα των ώμων. Ο Χάντερ βρήκε τα τορτίγια τσιπς και πέταξε το πακέτο μέσα στο καρότσι μαζί μ’ ένα πλαστικό σωληνάριο με φρέσκια σάλτσα. Πέρασαν ανάμεσα από τα καρότσια άλλων πελατών αι γέμισαν το δικό τους με όλα όσα χρειάζονταν ώσπου τελικά βρέθηκαν στη μακριά ουρά για το ταμείο. «Ποτέ δεν πήγα για “ψώνια με τον Τρόι», είπε η Τζένι. «Ούτε μια φορά».
Ο Χάντερ σκέφτηκε τα λόγια της. «Ούτε εγώ πήγα ποτέ με την Κάθριν». «Ίσως εκεί να βρίσκεται το λάθος μας», του είπε ανάλαφρα. «Δε νομίζω η Κάθριν να πήγε ποτέ στη ζωή της στο σούπερ μάρκετ. Είχαμε μια μαγείρισσα που φρόντιζε όλες αυτές τις καθημερινές δουλειές». Η Τζένι ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Μ η μου το λες». Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. «Παντρεύτηκα μια πλούσια γυναίκα. Ένα λάθος που δε σκοπεύω να επαναλάβω ποτέ». Γιατί της το είπε αυτό; Ποια η σκοπιμότητά του; Πριν ακόμα περάσουν OL ερωτήσεις από το μυαλό του, ήξερε το λόγο, ήξερε. Δεν ήθελε να την ποθεί τόσο πολύ. Έστηνε οδοφράγματα γύρω του παρόλο που κυριαρχούσε συνεχώς στο μυαλό του και του ήταν αδύνατο να ελέγξει τις επιθυμίες που του ξυπνούσε. Η Τζένι έμεινε σιωπηλή. Έβαλαν τα ψώνια τους σε σακούλες και τα φόρτωσαν στο τζιπ. Σε όλη τη διαδρομή ήταν αναγκασμένη να κρατάει τα μαλλιά της με το ενώ χέρι εξαιτίας του αέρα που ορμούσε από τα ανοιχτά παράθυρα. Βγαίνοντας από την πόλη ο Χάντερ πάτησε κι άλλο το γκάζι.
«Μ ίλησέ μου για τον εαυτό σου», του φώναξε δυνατά για ν' ακουστεί. «Τι θέλεις να μάθεις;» «Πού μεγάλωσες, πού πήγες σχολείο, πώς συνάντησες την Κάθριν, πότε κατάλαβες ότι ο γάμος σας είχε τελειώσει... Οτιδήποτε». Ο Χάντερ βόγκηξε και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Άνοιξε το στόμα του να της αρνηθεί αλλά του κούνησε το δάχτυλο σαν να τον μάλωνε. «Δίκαια πράγματα. Πες μου εσύ κάτι για τον εαυτό σου και θα σου πω κι εγώ κάτι για εμένα». Θα αναγκαζόταν να της πει ψέματα και αυτό τον ενοχλούσε παρόλο που δε θα έπρεπε. «Θα ξεκινήσω εγώ», είπε η Τζένι όταν είδε πως κρατούσε το στόμα του πεισματικά κλειστό. «Γεγονός πρώτο: Είμαι μοναχοκόρη. Κακομαθημένη. Νόμιζα πως ο ήλιος, το φεγγάρι και όλο το Τέξας ήταν δικά μου. Η μητέρα μου προσπάθησε να με συγκροτήσει αλλά δεν υπήρχε περίπτωση. Ήμουν υπερβολικά ξεροκέφαλη. Υπερβολικά αλαζόνας...» Του έριξε ένα λοξό βλέμμα και η φωνή της έσβησε. «Όχι αυτό που θα λέγαμε ένα καλό κοριτσάκι». Ο Χάντερ της χαμογέλασε. «Μ όλις ζωγράφισες το πορτραίτο της πρώην γυναίκας μου».
«Οχ». «Είχε και τα καλά της όμως». Έστριψε το τιμόνι και πήρε τη στροφή με ταχύτητα. «Μ ακάρι να μπορούσα να θυμηθώ ποια». «Δυο φορές οχ». Η Τζένι τέντωσε το δάχτυλό της προς το μέρος του. «Εντάξει. Σειρά σου τώρα». «Τι θέλεις να μάθεις;» «Όχι, όχι. Χαλάς το παιχνίδι έτσι. Πρέπει να μου πεις αυτό που εσύ θέλεις. Δεν πρέπει να σου το εκ-μαιεύσω εγώ». Διπλώνοντας τα χέρια της με σοβαρότητα επάνω στα γόνατά της, αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια της ενώ ο αέρας τη μαστίγωνε με τα λυτά μαλλιά της. Ο Χάντερ με το ζόρι κρατήθηκε να μην τα απομακρύνει από το πρόσωπό της. Ήθελε να βλέπει το απαλό μάγουλο, τη ρόδινη επιδερμίδα, την ευγενική καμπύλη του σαγονιού της. «Γεννήθηκα στο Φοίνιξ και η οικογένειά μου μετακόμισε στο Λας Βέγκας. Ο πατέρας μου έπαιζε τους μισθούς του στα καζίνα και η μητέρα μου αναγκάστηκε να γίνει καμαριέρα σε ξενοδοχείο. Η αδερφή μου Μ ισέλ έκανε σκίτσα των πελατών του ξενοδοχείου και σύντομα έγινε μια από τις διασημότητες της πόλης. Εγώ κατάφερα να τελειώσω το κολέγιο». Ο Χάντερ σταμάτησε. Ως εδώ είχε πει την αλήθεια, αλλά πολύ σύντομα θ’ αναγκαζόταν να εφεύρει κάτι για να καλύψει τα ίχνη του. Δεν
ήθελε να ξέρει η Τζένι πως υπήρξε αστυνομικός. «Τι σπούδασες;» Γύρισε και την κοίταξε ενώ το αυτοκίνητο κατέβαινε προς μια πανέμορφη ακτή που η θέα της σου έκοβε την ανάσα. «Σειρά σου τώρα». Η Τζένι χαμογέλασε. «Εντάξει. Πήγα κι εγώ στο κολέγιο. Σπούδασα λογοτεχνία, φιλοσοφία και αγόρια για ένα ολόκληρο εξάμηνο πριν ο Τρόι...» Σταμάτησε και γύρισε το βλέμμα της προς τη θάλασσα. Ένα σκάφος έσερνε πίσω του ένα άσπρο, κυματιστό σύννεφο και ένα μικρό σκάφος με μηχανή. Δεν ήταν δύσκολο να διακρίνει τη μαύρη, μικροσκοπική κουκκίδα ενός ανθρώπου κάτω από ένα αλεξίπτωτο. Ο Χάντερ σταμάτησε σε ένα παρατηρητήριο από όπου ξεκινούσαν κάτι βραχώδη σκαλάκια για την παραλία. Η αμμουδερή παραλία, μισό μίλι περίπου, ήταν απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο χάρη στους τεράστιους βράχους που είχε στις δύο πλευρές της. Μ ια ιδιωτική πλαζ χωρίς μικροπωλητές. Τράβηξε χειρόφρενο και την κοίταξε. «Είσαι έτοιμη για έναν περίπατο δίπλα στο νερό και ένα πικνίκ μετά;» «Σειρά σου τώρα», του υπενθύμισε βγαίνοντας από το τζιπ. Ο Χάντερ πήρε την τσάντα με τα ψώνια τους και άρχισαν να
κατεβαίνουν προσεκτικά τα ολισθηρά σκαλάκια που υπήρχαν στους μαύρους βράχους και οδηγούσαν στην παραλία με την ασημένια άμμο. Αφήνοντας την τσάντα στη βάση ενός μεγάλου βράχου, έβγαλαν τα παπούτσια τους και άρχισαν να περπατούν παράλληλα με το κύμα που έσκαζε δίπλα τους. Ο αφρός ερχόταν, σκέπαζε τα γυμνά πόδια τους, έκανε πίσω και επέστρεφε πάλι. «Βγήκα στη βιοπάλη. Άρχισα να δουλεύω σε μια εταιρεία προστασίας ατόμων. Παντρεύτηκα την Κά-θριν και άντεξα σ’ αυτό τον τρόπο ζωής δύο χρόνια περίπου, ώσπου κάποια στιγμή ένιωσα πως θα τίναζα τα μυαλά μου στον αέρα. Βρήκε κάποιον άλλο. Χωρίσαμε. Παράτησα τη δουλειά μου. Τώρα ξέρεις τα πάντα για τον Χάντερ Κάλγκαρι». «Χμ. Και... ποια είναι η σχέση σου με την Κάθριν τώρα;» «Ξεχνάς συνέχεια τους κανόνες του δικού σου παιχνιδιού». «Εντάξει». Σταμάτησε να περπατάει και ο Χάντερ περίμενε δίπλα της. «Όπως θα κατάλαβες χτες το βράδυ, ο Τρόι με πλήγωσε με κάθε δυνατό τρόπο. Ηταν έξαλλος που δεν είχα χρήματα, αλλά αυτό που τον έκανε ακόμα πιο έξαλλο ήταν πως δε μ εν-διέφερε. Φαντάζομαι ότι κατά κάποιον τρόπο τον είχα χρησιμοποιήσει κι εγώ με τη σειρά μου, σαν τρόπο διαφυγής μου από το πατρικό μου σπίτι. Όταν τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, έχασα το κουράγιο μου και άφησα τον πατέρα μου να αναλά-βει πάλι τη ζωή μου».
«Ήσουν έγκυος», της υπενθύμισε. «Επιπλέον, ο άντρας σου σε χτυπούσε». Η Τζένι κατένευσε. «Από τότε έχεις μείνει μόνη σου και μεγαλώνεις το γιο σου με τις δικές σου δυνάμεις. Νομίζω ότι θα πρέπει να το αναγνωρίσεις αυτό στον εαυτό σου, Τζενίβα». Είχε χρησιμοποιήσει σκόπιμα το κανονικό της όνομα αν και το ένιωθε κάπως επίσημο και τυπικό στο στόμα του. Αλλά ήταν ένας τρόπος να κρατήσει μια απόσταση μεταξύ τους. Αυτήν τη μικρή απόσταση που χρειαζόταν. «Το όνομά μου είναι Τζένι», του είπε ψιθυριστά. «Αλλά μπορείς να με λες Τζενίβα, αν θέλεις...» Ο Χάντερ Κάλγκαρι την κοίταξε μέσα στα σοβαρά γαλάζια μάτια της και έσκυψε να τη φιλήσει. * Η Τζένι δεν είχε ιδέα τι ένιωθε την ώρα που καθόταν στη ζεστή άμμο τρώγοντας ένα σάντουιτς με τυρί, ψιλοκομμένο μαρούλι και αγγουράκι τουρσί. Δεν ε-πρόκειτο για κάποια γαστρονομική λιχουδιά, αλλά ποτέ της δεν είχε γευτεί κάτι νοστιμότερο ούτε είχε νιώσει ποτέ της τόσο πεινασμένη. Ήταν απόγευμα και ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Θα ήθελε αυτή η ημέρα να μην τέλειωνε ποτέ. Θα ήθελε να μείνει εκεί μαζί του χωρίς να είναι υποχρεωμένη να δει πάλι τη Μ ά-γδα, τον Φιλ και τους άλλους.
Ήθελε άλλο ένα φιλί. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που τη φίλησε ένας άντρας; Δεν ήθελε να το σκέφτεται, ήταν υπέρβολικά καταθλυτηκό. Όταν πρόφερε τ’ όνομά της, τόσο σοβαρά και με τόσο βαθιά φωνή, έκανε κάποια χορδή να χτυπήσει μέσα της, μια χορδή ανέγγιχτη εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ο Χάντερ αναστέναξε, τέντωσε τα μακριά πόδια του, έβαλε τα χέρια του κάτω από το κεφάλι του κι έκλεισε τα μάτια του. Φορούσε τζιν παντελόνι και ένα μαύρο πουκάμισο χωρίς γιακά. Της ήταν δύσκολο ν’ αγνοήσει την έντονη σεξουαλικότητα που απέπνεε. Τώρα που είχε τα μάτια του κλειστά της δόθηκε η ευκαιρία να τον παρατηρήσει καλά — τα μυώδη μπράτσα του μέσα από τα μανίκια, το τραχύ σαγόνι, τα μαύρα φρύδια και μαλλιά που έπεφταν μ’ ένα ελαφρό κυμάτισμά προς τα πίσω, το ηλιοκαμένο δέρμα του. «Σειρά σου τώρα», του είπε βάζοντας ό,τι περίσσεψε από τα σάντουιτς μέσα στην τσάντα και βγάζοντας τα τάκο τσιπς και τη σάλτσα. Δαγκώνοντας ένα τραγανό τάκο ξεβίδωσε το καπάκι της σάλτσας. Ύστερα ξαναγέμισε τα ποτήρια τους με κρασί, παρόλο που κανένας από τους δυο δεν είχε πιει παρά μόνο μερικές γουλιές. «Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω. Δε μου έρχεται τίποτα στο μυαλό», της απάντησε με τα μάτια του πάντοτε κλειστά, δίνοντας την
εντύπωση ανθρώπου έτοιμου ν’ αποκοιμηθεί. «Τότε μίλησέ μου για την αδερφή σου». Τα μάτια του άνοιξαν απότομα και την κοίταξε με σκληρότητα. «Για την αδερφή μου;» «Μ ισέλ, σωστά; Είπες ότι έκανε σκίτσα. Κάνει ακόμα;» «Όχι». Ήταν σαν ένας κρύος άνεμος να είχε φυσήξει από τη θάλασσα. Η Τζένι αναρωτήθηκε τι είχε πει που έκανε τον Χάντερ να μείνει αμίλητος τόση ώρα. «Τη βλέπεις συχνά;» τον ρώτησε πάλι διστακτικά. «Δεν τη βλέπω καθόλου». Σηκώθηκε αμέσως. «Δε θέλω να μιλήσω για τη Μ ισέλ τώρα». «Εντάξει». Η Τζένι κατάπιε με κόπο, νιώθοντας σαν να την είχαν τιμωρήσει. «Δεν έχω αδερφή ή αδερφό, αλλά έχω έναν πατέρα που του αρέσει να ελέγχει τους πάντες και τα πάντα και μια μητριά που παίζει τένις, κάνει συλλογή κοσμημάτων και το μυαλό της πρέπει να σταμάτησε ν’ αναπτύσσεται στα δεκαπέντε της χρόνια». Το τελευταίο σχόλιό της έφερε πάλι ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Όμως πώς νιώθεις πραγματικά γι’ αυτήν;»
Βρίσκονταν πάλι σε στέρεο έδαφος. Η Τζένι ανακουφίστηκε. Μ ασουλώντας άλλο ένα τσιπ, αναρωτήθηκε τι τον έκανε να τη φιλήσει. Την είχε ξαφνιάσει τελείως και είχε την αίσθηση ότι δεν είχε μπορέσει να χαλαρώσει και να το απολαύσει πραγματικά. Δεν πρόλαβε. Τη μια στιγμή την κοιτούσε και την άλλη την είχε αρπάξει με τα δυνατά χέρια του, την είχε τραβήξει κοντά του και την είχε φιλήσει. Υπήρχε κάτι περίεργο στο φιλί του, σαν μια ανάγκη που υπό· βοσκέ, αν και η ίδια υποπτευόταν πως θα πρέπει να είχε κάνει απελπισμένες προσπάθειες να την κρύψει. Ίσως, πάλι, να έδινε η ίδια μεγαλύτερες διαστάσειζ σ’ αυτό το φιλί. Ξεροβήχοντας για να καθαρίσει το λαιμό της, είπε: «Έχω την αίσθηση ότι εγώ κάνω όλες τις ερωτήσεις· Λες και εσύ με ξέρεις ήδη». Δεν της απάντησε καθόλου, απλά έσκυψε και βού-τηξε ένα τάκο τσιπ στη σάλτσα. «Λοιπόν, τι σκοπεύεις να κάνεις όταν τελειώσει αυτό το ταξίδι;» Ο Χάντερ ξεφύσησε βαθιά και ακούμπησε πάλι το κεψάλι του επάνω στα του χέρια. «Να κοιμηθώ για ένα χρόνο». Η Τζένι τον κοίταξε αρχίζοντας να καταλαβαίνει. «Αυτό μοιάζει μ’ εξάντληση». «Είναι».
«Γι αυτό παράτησες τη δουλειά σου;» «Μ άλλον». «Οπότε, η προσφορά μου να σε προσλάβω σαν σωματοφύλακα απορρίπτεται;» τον ρώτησε ανάλα-φρα. Το σαγόνι του σφίχτηκε ανεπαίσθητα αλλά χαλάρωσε αμέσως. «Μ ιλούσες σοβαρά; Πραγματικά θέλεις ένα σωματοφύλακα για να σε προστατέψει από τον πρώην άντρα σου;» «Ο Ρόουλι δε θα το καταλάβαινε ποτέ κι εγώ δε θα μπορούσα να του εξηγήσω. Είναι που αυτήν τη στιγμή δεν αισθάνομαι καθόλου ασφαλής». Προσπάθησε να συνεχίσει, αλλά ο φόβος της ήταν συγκεχυμένος, βασιζόταν μόνο στις αναμνήσεις που είχε από ένα βίαιο, επιθετικό άντρα. «Μ ακάρι να ήξερα τις πραγματικές προθέσεις του Τρόι». «Νόμιζα πως είπες τα χρήματα». «Ναι. Το βασικό του κίνητρο είναι πάντοτε τα χρήματα. Αλλά υπάρχει και ο Ρόουλι...» Ανατρίχιασε και έτριψε τα μπράτσα της με απότομες κινήσεις. «Είπες ότι δεν ξέρει για τον Ρόουλι». «Όχι ακόμα». Έκανε ένα μορφασμό. «Αλλά ο Τρόι δεν είναι ανόητος, και αν αποφασίσει να εισβάλει στη ζωή μου —
και κατά πώς φαίνεται το έχει κάνει ήδη— αναπόφευκτα θ’ ανακαλύψει για τον Ρόουλι». «Τι νομίζεις πως θα έκανε αν ανακάλυπτε πως έχει ένα γιο;» τη ρώτησε ο Χάντερ διαλέγοντας τις λέξεις προσεκτικά. «Δεν έχω ιδέα», του απάντησε με ειλικρίνεια. «Αλλά θα ήταν φρικτό. Πραγματικά φρικτό». Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Τελικά ο Χάντερ είπε κουρασμένα: «Νομίζω ότι ένας σωματοφύλακας πιθανόν να είναι καλή ιδέα, αλλά δε νομίζω ότι αυτός μπορεί να είμαι εγώ. Δε νιώθω καλά στην ιδέα. Αυτό που χρειάζεσαι είναι να μάθεις τι έχει βάλει στο μυαλό του ο πρώην σου. Έχει ήδη επικοινωνήσει με τον πατέρα σου μια φορά. Αφησέ τον να το κάνει πάλι». «Ναι, αλλά τι θα κάνω αν έρθει και μου χτυπήσει την πόρτα;» τον ρώτησε νιώθοντας παράλογα πληγωμένη με την άρνησή του. «Να τον καλωσορίσω μ’ ανοιχτή αγκαλιά;» «Τηλεφώνησε στον πατέρα σου. Τηλεφώνησε στην αστυνομία. Μ ην τον αφήσεις να περάσει το κατώφλι του σπιτιού σου». Η απάντησή του ήταν ψυχρή και άμεση. Την επηρέασε με τρόπο που της ήταν αδύνατο να εξηγήσει. «Ξέρεις ότι δε με βοηθάς καθόλου μ’ αυτό τον τρόπο!» «Δε μου αρέσουν αυτά που μου είπες για τον τύπο. Δεν τον
εμπιστεύομαι». «Όμως δε θέλεις να είσαι ο σωματοφύλακάς μου;» τον ρώτησε πάλι σιγανά. «Δεν μπορώ». «Γιατί;» Έμεινε σιωπηλός πολλή ώρα και η Τζένι πίστεψε πως δε θα της έδινε καμιά εξήγηση. Τελικά πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε με μια βραχνή φωνή που την επηρέασε βαθιά. «Εξαιτίας αυτού που νιώθω για εσένα και με κάνει τελείως ακατάλληλο για τη δουλειά». Η Τζένι δεν προσποιήθηκε πως δεν κατάλαβε καλά. «Εμένα μου φαίνεται σαν ένας εξαιρετικός λόγος για να πάρεις τη δουλειά». «Όχι. Όμως χρειάζεσαι ένα σωματοφύλακα. Μ ίλησε στον πατέρα σου. Βάζω στοίχημα ότι θα κανονίσει να έχεις έναν αμέσως». Να ήταν πικρία αυτό που διέκρινε στη φωνή του; Έπαιρνε τόσα πολλά μηνύματα από αυτόν όμως κανένα δεν ήταν ξεκάθαρο. Ίσως να ήταν καιρός να πάρει μερικές απαντήσεις. «Πες μου κάτι, τι θέλεις από εμένα;» «Εγώ...» Σταμάτησε απότομα πριν του ξεφύγουν λέξεις που δεν έπρεπε να ειπωθούν. Κούνησε το κεφάλι του και η Τζένι είδε το
σαγόνι του να σφίγγεται σαν να μην μπορούσε να σχηματίσει τις λέξεις. Στο τέλος είπε! «Είμαστε διακοπές στο Μ εξικό. Η ζέστη, η ένταση, ο ερωτισμός που υπάρχει διάχυτος στην ατμόσφαιρα... αλλά όλα αυτά θα τελειώσουν με το τέλος της εβδομάδας». «Ναι, αλλά τι θέλεις;» «Δε θέλω καν να το πω». «Μ ια περιπέτεια;» Σχεδόν χαμογέλασε. «Δεν είσαι το είδος της γυναίκας που θα είχα μια περιπέτεια μαζί της». «ΓΙώς το ξέρεις;» Η Τζένι ανασήκωσε το πιγούνι της, ενοχλημένη από την ετικέτα που της είχε κολλήσει ήδη. «Μ πορώ κι εγώ να είμαι φλογερή». Αυτό διέλυσε τη συννεφιά. Ένα τεράστιο χαμόγελο αποκάλυψε τα κάτασπρα δόντια του και το γέλιο του βγήκε βαθιά από το λαρύγγι του στέλνοντας ρίγη στο κορμί της. «Νομίζεις πως σου λέω ψέματα;» επέμεινε η Τζένι. «Όχι, δε νομίζω πως λες ψέματα». Ανακάθισε και σήκωσε τα χέρια του με τις παλάμες προς το μέρος της σαν να ήθελε να προστατευθεί από την υποτιθέμενη επίθεσή της. «Πιστεύω ότι μπορείς... να είσαι φλογερή».
«Φταίει αυτή η αντίληψη περί καλού κοριτσιού, σωστά; Όλοι θέλουν να είναι ο μεγάλος μου αδερφός ή ο πατέρας μου... Κανένας δε θέλει να μάθει τι άλλο μπορεί να είμαι». «Έχεις δώσει σε πολλούς άντρες αυτή την ευκαιρία;» Ο Χάντερ την είχε στριμώξει και το ήξερε. Πώς μπορεί να τη γνώριζε τόσο καλά όταν αυτή αισθανόταν πως ο ίδιος δεν ήταν παρά ένα μεγάλο αίνιγμα; Της έδωσε μερικές πληροφορίες για τον εαυτό του, για να την κάνει να νομίσει πως μάθαινε γι’ αυτόν, αλλά στην πραγματικότητα ήξερε ελάχιστα. «Ουου... Χιλιάδες άντρες». «Ναι, καλά». Του χαμογέλασε δένοντας τα χέρια της γύρω από τα γόνατά της και υποχωρώντας για ένα λεπτό. «Εντάξει, είπα ψέματα». «Εσύ τι θέλεις;» τη ρώτησε με μια ξαφνική ένταση που τη βρήκε απροετοίμαστη. «Εγώ θέλω... κάτι». Έγλειψε τα ξερά χείλη της. «Ίσως...» «Ίσως;» «Αλλο ένα φιλί;» Το βλέμμα του κατέβηκε στα χείλη της κι έμεινε εκεί αρκετά για να κάνει το αίμα της να πάρει φωτιά. Η έντονη σεξουαλικότητα των
χειλιών του τη σαγήνευσε. Τα μάτια του, σκοτεινά και μυστηριώδη, είχαν φλογιστεί από τον πόθο. Η Τζένι έγειρε μπροστά χωρίς να καταλαβαίνει ότι με την πρόσκλησή της φανέρωνε τη βιασύνη της. Ακούσε την κοφτή ανάσα του και ένιωσε την κάψα του σώματός του. Την τελευταία στιγμή ο Χάντερ συγκρατήθηκε και τραβήχτηκε πίσω απότομα. «Δεν ξέρω τι κάνω, Τζε-νίβα, και υποπτεύομαι το ίδιο συμβαίνει και μ’ εσένα. Πάμε να φύγουμε πριν κάνουμε κάτι για το οποίο θα μετανιώσουμε και οι δύο». * Ο νυχτερινός αέρας ήταν γεμάτος άστρα, αλλά ο αέρας ήταν πνιγηρός και μύριζε απαίσια από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων. Ο Τρόι ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και αυτό τον έκανε έξω φρενών. Μ ισούσε το Χιούστον. Μ ισούσε την υγρασία και τον φρικτό ήλιο του, το... εχθρικό έδαφος. Είχε μεγαλώσει στη Νότια Καλιφόρνια, άλλο ένα μέρος που μισούσε. Οι γονείς του δούλευαν σκληρά για να ζήσουν και τον είχαν βάλει σε ιδιωτικά σχολεία τα οποία όμως ξε-περνούσαν τις οικονομικές τους δυνατότητες. Θυμόταν ακόμα τα σκισμένα ρούχα του, τις τρύπες που μαντάρονταν ξανά και ξανά. Τα πανάκριβα αθλητικά παπούτσια των κοριτσιών με τις λεπτές ηλιοκαμένες γάμπες και τα παγωμένα χαμόγελα. Πόσο ήθελε να τις χτυπήσει. Να τις σπρώξει μέσα στη λάσπη και να τις κλοτσήσει στα αδύνατα οπίσθιό τους.
Αντί γι' αυτό, όμως, τους χαμογελούσε και ασκούσε όλη τη γοητεία του επάνω τους, δίνοντάς τους αυτό που ήθελαν από αυτόν ξανά και ξανά, όμως στο τέλος κατέληγαν πάντοτε να του γυρίζουν την πλάτη και να τον φτύνουν κυριολεκτικά στα μούτρα. Αυτό δεν είχε κάνει μήπως και η Βαλ; Δεκάξι χρο-νών και αρκετά ξεβγαλμένη για τα χρόνια της. Αυτός ήταν δεκαπέντε. Νέος, όλο ορμές, και ήδη με μεγάλη εμπειρία για να ξέρει τι ήθελε. Τη Βαλ. Ήθελε τη Βαλ. Ακόμα θυμόταν πώς μύριζε, τη γεύση της, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Θυμόταν πόσο αχόρταγη ήταν. Αλλά το ματάκι της έπαιζε και σύντομα βρήκε έναν από την ποδοσφαιρική ομάδα του σχολείου που νόμιζε ότι θα της το έκανε καλύτερα. Ο Τρόι ακόμα θυμόταν τον τρόπο που είχε γελάσει όταν του είπε για τον καινούριο της φίλο. Ο Τρόι την είχε ακούσει σιωπηλός, ενώ μέσα του λαχταρούσε να της δώσει μια γροθιά στο στόμα για να την κάνει την πόρνη να σταματήσει να γελάει. Δύο νύχτες αργότερα την περίμενε να γυρίσει σπίτι της. Είχε δει τον ποδοσφαιριστή ήρωά της να τη συνοδεύει ως έξω από την πόρτα του σπιτιού της βάζοντας το ένα χέρι του κάτω από τη φούστα της. Του το είχε χτυπήσει ναζιάρικα και είχε τραβηχτεί από κοντά του. Είχε δει επίσης πως φορούσε το μπουφάν του με το έμβλημα της ομάδας. Ο Τρόι την άρπαξε αμέσως μόλις το αυτοκίνητο εκείνου του βλάκα έστριψε τη γωνία κι εξαφανίστηκε.
«Έι, τι κάνεις;» του φώναξε, αλλά ο Τρόι την άρπαξε σιωπηλός, τη φίλησε άγρια και την πέταξε στο χώμα. Δεν τον φοβήθηκε. Θύμωσε μόνο. Αντιστάθηκε σιωπηλά για λίγο πριν τελικά ενδώσει στις ορμές της. Τον δέχτηκε άγρια, πεινασμένα, μιλούσε βρόμικα, τον προκαλούσε. Τότε ήταν η δική του σειρά να τσα-τιστεί. Έτσι, σήκωσε τη φούστα της, έσκισε το εσώρουχό της και της έδωσε αυτό που του ζητούσε, που τον παρακαλούσε τόση ώρα ενώ τη χτυπούσε άγρια. Η Βαλ άρχισε να κλαίει, αλλά αυτό δεν τον σταμάτησε. Ήθελε να την κάνει να πληρώσει. Εκείνη συνέχισε να κλαίει και να τον παρακαλάει να σταματήσει. Όταν κατάλαβε πως έφτανε στη στιγμή της έκρηξης, τραβήχτηκε από πάνω της και λέρωσε το μπουφάν του φίλου της. Ποτέ πια δε γέλασε σε βάρος του. Όταν πρωτοείδε την Τζένι Χόλογουεϊ νόμισε πως ήταν η Βαλ. Τα ίδια πλούσια μαλλιά, το ίδιο χαμόγελο. Χρειάστηκε η Τζένι και η φοβερή ομοιότητά της με την πρώτη του αγάπη, για να βγάλει ο Τρόι τελείως τη Βαλ από το σύστημά του. Επιπλέον, η Τζένι είχε λεφτά. Αμέτρητα λεφτά. Αλλά ήταν πολύ ενοχλητική η καταραμένη. Δεν ήθελε να τα βρει με τον πατέρα της. Αρνιόταν να παίξει το παιχνίδι του. Δεν ήξερε τίποτα από σεξ και ούτε ήθελε να μάθει. Σε μια στιγμή σύγχυσης την είχε χτυπήσει, αλλά όταν είδε το πληγωμένο βλέμμα της, το σοκ στα μάτια της, τη δυσπιστία καθώς έφερνε τα δάχτυλά της στα
ματωμένα χείλη της, σκέφτηκε: Αι στο διάολο Βαλ». Είχε νιώσει υπέροχα. Αλλά τότε μπήκε στη μέση ο μπάσταρδος ο Αλεν, που ήρθε αμέσως σε βοήθεια της κλαψιάρας πριγκί-πισσάς του. Ο Τρόι δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί από το γάμο του, ειδικά όταν ανακάλυψε πως ο Αλεν δε γνώριζε όλα τα γεγονότα. Η Τζένι, να ναι καλά η λιπόψυχη καρδούλα της, δεν είχε πει στον μπαμπά για το ξύλο. Αυτός όμως πρέπει να το είχε μαντέψει. Φαινόταν στις κουμπότρυπες που είχε για μάτια, στο θριαμβευτικό του βλέμμα και δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Ήξερε ότι είχε τον Τρόι στο χέρι και ότι μπορούσε να τον κάνει ό,τι θέλει. Θεέ, πόσο τον μισούσε τον μπάσταρδο. Όμως του πρόσφερε πολλά χρήματα. Υπερβολικά πολλά για να τον κάνει να εξαφανιστεί. Μ α τους χίλιους διαβόλους της κόλασης. Τα είχε καταφέρει επιτέλους. Ώσπου έμεινε έγκυος εκείνη η κλαψιάρα η Μ ισέλ Κάλγκαρι. Του ζητούσε να την παντρευτεί και σ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης τους ο Τρόι φρόντισε να είναι ο τέλειος εραστής. Εξάλλου ήταν πολύ όμορφη. Άσε που την είχε καταφέρει να κάνει μερικά απίθανα πράγματα στο κρεβάτι, κι ας τον παρακαλούσε να σταματήσει. Θυμόταν μια νύχτα που προσπάθησε να συρθεί μακριά του και την ανάγκασε να τον δεχτεί ξανά και ξανά, χτυπώντας τη με δύναμη κάτω ενώ το ουρλιαχτό της τον νεύριαζε
ακόμα περισσότερο. Η ανάμνηση εκείνης της στιγμής τον ερέθιζε ακόμα, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Τότε ήταν που την είχε χτυπήσει, όχι πολύ, αρκετά όμως για να την κάνει να σταματήσει εκείνο το απαίσιο ουρλιαχτό. Τον είχε παρακαλέσει να σταματήσει, φωνά-ζοντας πως ήταν έγκυος. Το σοκ τον έκανε να τη χτυπήσει ακόμα πιο μανιασμένα. Αργότερα είχε αισθανθεί άσχημα, φυσικά. Πονού-σε παντού τόσο πολύ, που της ήταν αδύνατο να κουνηθεί για ημέρες. Όταν έχασε το μωρό, έπαψε να μιλάει. Ο Τρόι ήξερε ότι σκεφτόταν να το πει στον αδερφό της. Έπρεπε να μείνει ήσυχος για λίγο και να βάλει πάλι μπροστά τη γοητεία του, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν την είχε καταφέρει. Ανέβαινε συνέχεια στην ταράτσα του σπιτιού για να σκεφτεί. Όμως αυτός ήξερε τι γινόταν όταν οι γυναίκες άρχιζαν να σκέφτονται. Από στιγμή σε στιγμή θα του έδειχνε την πόρτα. Έπρεπε να τη σταματήσει, και αυτό έκανε. Δεν ήταν σκόπιμο. Ποτέ δε θα το έκανε αυτό. Όχι μ’ αυτό τον τρόπο. Όχι από τη στέγη του σπιτιού. Αθελά του ο Τρόι ανατρίχιασε. Ξεκίνησε από τα πόδια και τον πλημμύρισε σαν ένα τεράστιο παλιρ-ροϊκό κύμα. Θεέ, δεν ήθελε να το σκέφτεται καθόλου. Τον έκανε έξαλλο. Την είχε αγαπήσει. Πραγματικά! Σχεδόν όσο είχε αγαπήσει την Τζένι. Αλλά οι γυναίκες ήταν αναξιόπιστες. Πήγαιναν και έμεναν έγκυες μόνο για να κρατήσουν έναν άντρα. Παράδειγμα η Τζένι. Τώρα είχε ένα παιδί. Ευτυχώς που αυτός την είχε κοπανήσει πριν δοκιμάσει να
του κάνει κανένα κόλπο σαν αυτό της Μ ισέλ. Είχε φάει τα λεφτά του σε χρόνο ρεκόρ, κάτι απίστευτο ακόμα και για τον ίδιο. Αλλά είχε και φοβερές ατυχίες. Κακές επενδύσεις. Μ ια φορά έφτασε να κερδίζει είκοσι χιλιάδες δολάρια στο τραπέζι του μπλακ τζακ! Τα έχασε όμως όλα και στο τέλος βρέθηκε να πληρώνει άλλες τριάντα για να καλύψει τη χασούρα του. Θυμάται πόσο απαίσια ένιωσε τότε. Η ζωή ήταν τόσο άδικη! Όταν έφτασε να έχει διακόσια δολάρια όλα κι όλα, αναγκάστηκε ν’ αφήσει το σπίτι που είχε νοικιάσει στην παραλία και βγήκε πάλι στη γύρα για γυναίκα. Γυναίκες υπήρχαν παντού, καμιά όμως δε διέθετε τον τραπεζικό λογαριασμό που ζητούσε. Μ ερικές παντρεμένες τσούλες τού έδιναν κάτι λίγα για να τον κρατήσουν σαν εραστή. Τα έπαιρνε, τις ικανοποιούσε, αλλά ήταν κουραστικό. Ούτε σε μαραθώνιο να έτρεχε. Αυτές βέβαια το ευχαριστιόνταν, αλλά είχαν συζύγους. Και το χειρότερο, ο χοντροκέφαλος αδερφός της Μ ισέλ ήταν ντετέκτιβ στην Αστυνομία του Λος Αντζελες. Μ ετά το θάνατο της Μ ισέλ ζητούσε εκδίκηση και ο Τρόι αναγκάστηκε να τον καταγγείλει για παρενόχληση και να ζητήσει να τον μαζέψουν τον μανιακό. Η σκέψη του Χάντερ Κάλγκαρι έκανε το αίμα του να παγώσει. Βρίζοντας τον εαυτό του, κα-τάφερε να συνέλθει και ν’ ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του που τόσο τον είχε βοηθήσει όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό, τουλάχιστον, ήταν πια ένα κεφάλαιο της ζωής του που είχε κλείσει οριστικά και αμετάκλητα. Το μόνο που κατάφερε ο Χάντερ
Κάλγκαρι ήταν να τον διώξουν από την αστυνομία. Η εμμονή μπορεί να κάνει μεγάλη ζημιά σ’ έναν άνθρωπο. Ο Τρόι το είχε σκάσει από το Λος Αντζελες για την Τουσόν. Όταν όμως έμαθε ότι ο Κάλγκαρι είχε φύγει για να εργαστεί στη Νεβάδα, επέστρεψε στο Λος Αντζελες. Η τύχη του άλλαξε όταν συνάντησε τη Φρεντερίκα, τη δεύτερη βραδιά του σ’ ένα στριπτιζάδικο, το Σάνσετ μπαρ. Ήταν από τη Νότι Αμερική, μια φλογερή γυναίκα με μέγαρο στο Μ πέβερλι Χιλς και μια διατροφή που σου κοβόταν η ανάσα. Είχε ένα σοβαρό πρόβλημα όμως. Ήταν μανιοκαταθλιπτική. Την έπιανε και την άφηνε. Όταν την έπιανε, έχανε κάθε ενδιαφέρον για τα πάντα, αρνιόταν ακόμα και να φάει ή να κάνει μπάνιο. Ο Τρόι δε ζούσε μαζί της. Η τρελή, δεν είχε αφήσει ποτέ να φτάσουν σε αυτό το σημείο. Έτσι, όταν η Φρεντερίκα βυθιζόταν στην κατάθλιψη, έμενε ξεκρέμαστος, πνιγμένος στα χρέη και ο πενιχρός λογαριασμός της Πατρίτσια δεν τον βοηθούσε καθόλου. Σε μια τέτοια φάση θυμήθηκε την Τζένι. Είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια, και μάλιστα σαν αστραπή. Δεν ήξερε πού βρισκόταν, αλλά ήξερε πού ζούσε ο μπαμπάκας της. Έστησε καρτέρι έξω από το μέγαρο του γέρου και περίμενε, περίμενε, ώσπου μια ημέρα ο τρανός Αλεν Χόλογουεϊ πήγε σ’ εκείνο το εστιατόριο για να δει την κόρη του. Βλέποντας την Τζένι να δουλεύει ο Τρόι έπαθε σοκ. Σαν λογίστρια σ’ ένα άθλιο μικρό εστιατόριο, για ένα βρομιάρη Ιταλό μπάσταρδο που της κολλούσε συνεχώς, προσπαθώντας να της βάλει χέρι. Του ήρθε να γελάσει,
βλέποντας πόσο απελπισμένος για γυναίκα ήταν ο τύπος. Από τη μέση και κάτω είναι πάγος, ήθελε να τον προειδοποιήσει ο Τρόι. Στις γυναίκες άρεσε λίγη σκληράδα, αλλά η πρώην του πάγωνε κάθε φορά που προσπαθούσε να κάνει κάτι μαζί της. Τότε, όμως, είδε την Τζένι και κυριολεκτικά τα έχασε, το χέρι του που κρατούσε το ποτήρι με το ποτό του έμεινε μετέωρο για μια στιγμή. Ήταν μια κοκαλιάρα έφηβη όταν χώρισαν. Τώρα ήταν μια ολοκληρωμένη γυναίκα με τέλειο σώμα, γεμάτο στα σωστά μέρη. Τα σχέδιά του άλλαξαν αμέσως. Αρχικά είχε σκεφτεί να πιέσει το γέρο Χόλογουεϊ να του δώσει μερικά χρήματα, αλλά, βλέποντας πόσο ωρίμασε και ομόρφυνε η Τζένι, αποφάσισε ν' αλλάξει τακτική, και σκέφτηκε όλες αυτές τις αηδίες περί μετάνοιας. Να διορθώσει όσα είχε κάνει στραβά. Όταν την είχε γνωρίσει ήταν η πριγκίπισσα των πάγων αλλά κατάφερε ν’ αλλάξει. Τώρα ήταν τελείως αλλιώτικη. Φαίνεται πως είχε μάθει λίγα πράγματα αυτά τα χρόνια. Ίσως να μπορούσε να της διδάξει μερικά ακόμα. Αλλά έπρεπε να βρει έναν τρόπο να μπει πάλι στη ζωή της. Και στο σπίτι της. Τώρα. Όσο δε βρισκόταν εκεί, αλλά ίσως με κάποιον άλλο άντρα. Η ιδέα τον ερέθισε αλλά και τον εξόργισε ταυτόχρονα. Αυτός ήταν ο άντρας της ζωής της. Εκείνος το καταραμένο σκυλί ήταν πάλι ξαπλωμένο φαρδιά πλατιά στο κατώφλι της. Δε φαινόταν επικίνδυνο αλλά ο Τρόι ήταν
επιφυλακτικός. Τα ζώα ήταν ύπουλα. Δεν τα πήγαινε ποτέ καλά μαζί τους. Σαν να είχε ακούσει τις σκέψεις τους, το κτήνος ανασήκωσε το κεφάλι του. Ένα μακρόσυρτο γρύλισμα βγήκε από το λαιμό του. Τα χέρια του Τρόι σφίχτηκαν σε γροθιές. Δε θα τον πείραζε καθόλου να το στραγγαλίσει. Δεν μπορείς να έχεις ποτέ εμπιστοσύνη στα ζώα. Αλλά δεν ήταν τόσο ανόητος να μπλεχτεί σε καυγά μ’ ένα σκυλί τέτοιων διαστάσεων. Κι όμως... απόψε ήταν η κατάλληλη νύχτα. Άκουγε ένα ρολόι να χτυπάει στο κεφάλι του. Η Τζένι θα επέστρεφε σύντομα. Πολύ σύντομα. Η κατασκήνωση θα τελείωνε την Κυριακή. Θα γύριζε για το γιο της. Ο σκύλος σηκώθηκε βγάζοντας ένα κακό γρύλισμα. «Ήσυχα, φιλαράκο», είπε ο Τρόι, ξέροντας πως ήταν ανώφελο. Το ένστικτο ήταν φοβερό στα σκυλιά. Λες και μυρίζονταν ό,τι άσχημο έκρυβε μέσα του σαν να ήταν μια κακή μυρωδιά. Άλλο ένα χαμηλόφωνο γρύλισμα. Έπρεπε να είχε αγοράσει λίγο δηλητήριο και να το είχε ρίξει μέσα σε ένα κομμάτι κιμά, αλλά ένα ψόφιο σκυλί θα έκανε την παρουσία του εκεί και την παράνομη είσοδό του στο σπίτι της να ερμηνευτούν με τρόπο που δεν τον συνέφερε. Μ ε το κατσαβίδι που κουβαλούσε στην πίσω τσέπη του θα ξελασκάριζε την κλειδαριά. Το πόδι του θα έδινε μια κλοτσιά στην πόρτα και
όλα θα τέλειω-ναν. Άλλωστε δεν ήθελε τίποτα από εκεί μέσα. Μ όνο μερικές πληροφορίες. Τώρα βέβαια, αν υπήρχαν τίποτα χρήματα αφημένα κάπου... αλλά, αν έκρινε από τον φτωχικό τρόπο που ζούσε η Τζένι, πολύ αμφέβαλλε. Τελείως αμυδρά αναρωτήθηκε πώς θα κατάφερνε να τα έχει πάλι όλα, αλλά αυτό δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα. Έπρεπε να την κατακτήσει πάλι. Αυτό θα ήταν αρκετό. Ο Άλεν Χόλογουεϊ ήταν μόλις ένα βήμα από το έμφραγμα. Άλλωστε τον γνώριζε αρκετά καλά για να ξέρει ότι είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για την ανορεκτική γυναίκα του εδώ και χρόνια. Η γλυκιά, μικρή Τζένι ήταν το μόνο που πραγματικά τον ενδιέ-φερε. Λοιπόν ,είναι αστείο πώς αλλάζουν τα πράγματα στη ζωή μερικές φορές. Γιατί δεν πήγαινε το κοπρόσκυλο στο σπίτι του; Ο Τρόι το κοίταξε άγρια, αλλά εκείνο δεν κουνιόταν με τίποτα. Του ερχόταν να σηκώσει το δικό του κεφάλι στον ουρανό και να γρυλίσει κι εκείνος. Όμως προτίμησε να επικεντρώσει την προσοχή του σε αυτό που έπρεπε να κάνει, να διατηρήσει την ψυχραιμία του και το μυαλό του καθαρό από κάθε σκέψη εκτός μία: τη σκέψη της Τζένι. Της αναθεματισμένης Τζενίβα Χόλογουεϊ. Της δικής του Τζενίβα. Ψύχραιμος, κοίταξε το άγριο ζώο «Έι φιλαράκο», είπε μ' ένα
γρύλισμα απειλητικό όσο και του ζώου. Ο μαλλιαρός σκύλος τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, χείλη μαύρα και τραβηγμένα, δόντια που πρόβαλαν κοφτερά. «Έλα εδώ...»
κεφάλαιο 7 Το -ψάρεμα στα βαθιά νερά δεν ήταν δική της ιδέα. Το να περάσει ώρες σ’ ένα στενό σκάφος πετώντας πετονιές στο νερό και ελπίζοντας ότι κάτι θα τσιμπούσε, άφηνε την Τζένι τελείως αδιάφορη. Από την άλλη, το να μείνει στη βίλα μόνη της, ή να κάνει βόλτες στους δρόμους του Πουέρτο Βαγιάρτα, οπότε αναγκαστικά θα περνούσε και έξω από το ξενοδοχείο Ρόζα, της άρεσε ακόμα λιγότερο. Είχε να δει τον Χάντερ από την Τρίτη και τώρα ήταν Παρασκευή, και νόμιζε ότι στο τέλος θα τρελαινόταν. Πώς ήταν δυνατόν δύο τυχαίες συναντήσεις μ’ ένα μυστηριώδη άντρα, που την είχε αρνηθεί, να τη βασανίζουν τόσο; Είχε τη ζωή της στην οποία αυτός δεν είχε θέση. Μ ια ζωή γεμάτη τρεξίματα, άγχος και απίστευτα πολύ δουλειά αμέσως μόλις έφευγε από δω, μάζευε τα πράγματά της και αποχαιρετούσε το Χιούστον για τη Σάντα Φε. Το λίκνισμα του σκάφους τής προκαλούσε ναυτία. Ζαρωμένη σε μια γωνιά του είδε, σχεδόν με ευχαρίστηση, ότι η Μ άγδα και η Αλίσια ήταν σε χειρότερη κατάσταση από εκείνη.
«Οχ...» βόγκηξε η Μ άγδα. «Γιατί δεν έμεινα στη βίλα με τον Φιλ;» «Γιατί δεν άκουσα τον Τομ;» μουρμούρισε και η Αλίσια. «Ασε που ο Φιλ είχε αρχίσει να νιώθει καλύτερα», συνέχισε η Μ άγδα. «Θα μπορούσα να πίνω τα κοκτέιλ μου μαζί του τώρα!» «Μ η, θα κάνω εμετό», είπε η Αλίσια ανατριχιάζοντας. «Πόσο ακόμα θα μείνουμε;» ρώτησε η Τζένι. «Πώς τα καταφέρνουν;» Η Μ άγδα σήκωσε το κεφάλι της για να κοιτάξει από την ανοιχτή πόρτα τον Τομ, τον Μ ατ, την Τζάκι, τη Λάιζα, τον Σαμ και την Κάρι Μ πρίκμαν. Γελούσαν και έπιναν παγωμένες μπίρες. Οι ακτίνες του ήλιου χτυπούσαν επάνω στο νερό και το έκαναν να στραφταλίζει. «Οι γυναίκες είναι νέες», γόγγυξε η Αλίσια. «Πολύ... πάρα πολύ... νέες...» Ξαφνικά πετάχτηκε από τον πάγκο που καθόταν κι έτρεξε για το μικροσκοπικό μπάνιο. «Η Κάρι δεν είναι νέα, απλά είναι... καλύτερη από εμάς», δήλωσε η Μ άγδα σκεπάζοντας τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της. Αν και δεν ένιωθε τόσο άσχημα όσο οι δυο φίλες της, η Τζένι τα έβαλε με τον εαυτό της γι’ αυτή την εκδρομή. Την είχε αποφασίσει σαν ένα τρόπο διαφυγής από τις βασανιστικές σκέψεις της. Αυτό
θα πει λάθος επιλογή... Ασε που δεν ωφέλησε καθόλου. Ο Χάντερ δεν έφευγε από το μυαλό της. Ύστερα από πολλές σκέψεις, κατέληξε σε μια αλήθεια από την οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει: ήθελε μια σχέση στη ζωή της. Στο κάτω της γραφής, είχε κι αυτή δικαίωμα σε μια σχέση. Είχε περάσει τόσα πολλά χρόνια προσπαθώντας να είναι πάντοτε υπεύθυνη και σοβαρή. Το ότι είχε αδιαφορήσει ως τώρα δε σήμαινε τίποτα. Αυτό που μετρούσε ήταν πως τώρα υπήρχε κάποιος που την ενδιέφερε Και γιατί όχι; Γιατί όχι, που να πάρει η ευχή, διαφώνησε με τον εαυτό της. Μ ερικές γυναίκες πηγαίνανε μ’ ένα σωρό άντρες. Στην εποχή μας ούτε τηλεόραση δεν μπορείς να δεις χωρίς να νιώσεις ότι υστερείς σε κάτι, αν δεν έχεις να επιδείξεις ένα μεγάλο αριθμό εραστών και το χειρότερο, σε κάνουν να ντρέπεσαι κι από πάνω όταν αυτός ο αριθμός είναι μικρός. Αυτή είχε γνωρίσει μόνο έναν άντρα στη ζωή της. Έναν. Τον πρώην άντρα της. Αλλά ακόμα και τότε, ήξερε από ένστικτο ότι οι σκληρές, βίαιες μέθοδοι αποπλάνησης του Τρόι δεν ήταν αυτό που θα έπρεπε να είναι. Υπήρχε τρυφερότητα στον κόσμο και ένιωθε πως μια νύχτα με τον Χάντερ θα ήταν γεμάτη με τέτοιες στιγμές. «Ω Θεέ μου», βόγκηξε πάλι η Μ άγδα. Ύστερα, σαν να έλεγε μια προσευχή: «Βιάσου, Αλίσια. Κάνε γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα...» Αυτό κατάφερε ν’ αποσπάσει τελικά τον Χάντερ Κάλγκαρι από τη
σκέψη της. Υπήρχαν άλλα πιο σοβαρά θέματα που έπρεπε ν’ αντιμετωπισθούν άμεσα. * Φτάνοντας στη βίλα, έδειχναν όλοι σαν να είχαν μόλις επιβιώσει από κάποια φυσική καταστροφή. Καλά, οι περισσότεροι τουλάχιστον. Ο Μ ατ και ο Τομ ήταν σε θαυμάσια φόρμα, γελούσαν και κορδώνονταν για τον τεράστιο τόνο που είχαν καταφέρει τελικά να πιάσουν. Αλλά η Τζένι δεν ήταν σίγουρη αν θα μπορούσε να κοιτάξει έστω μια κονσέρβα τόνου ξανά στη ζωή της. Η Λάιζα και η Τζάκι είχαν πάθει εγκαύματα και η Κάρι με τον Σαμ έψαχναν με τι τρόπο θα έστελναν την ψαριά τους πίσω στο Ντάλας. Αυτή, η Μ ά-γδα και η Αλίσια είχαν πάρει ένα πρασινωπό χρώμα. Η Μ άγδα ανατρίχιασε στη θέα του δείπνου: λεπτές φέτες μοσχάρι πνιγμένες στο κόλιαντρο και το λεμόνι, μια πλούσια σαλάτα και τεράστιες ποσότητες ρύζι και τηγανητά φασόλια. Η Αλίσια έσκυψε σχεδόν ολόκληρη πάνω από το κάγκελο, σαν να ήταν ένα είδος ανθρώπινου λάβαρου. Η Τζένι ένιωθε μια ελαφριά πείνα. Φτάνοντας στην ξηρά ένιωσε αμέσως καλύτερα, η Μ άγδα και η Αλίσια όμως θ’ αργούσαν πολύ. Ο μόνος που ενδιαφερόταν να κατεβεί στην πόλη μετά το δείπνο ήταν ο Φιλ, ο οποίος είχε μείνει πολλές ημέρες κλεισμένος στο σπίτι. Παρακάλεσε και παρακάλεσε, αλλά αγνοήθηκε από όλους εκτός από τον Μ ατ, ακόμα
όμως κι αυτός νοιαζόταν περισσότερο γι’ αυτό που έκαναν η Λάιζα και η Τζάκι — οι οποίες άπλωναν αλοιφές στα εγκαύματά τους. Νιώθοντας λύπη για τον απογοητευμένο Φιλ, η Τζένι του είπε «Θα έρθω εγώ μαζί σου». Το πρόσωπο του Φιλ φωτίστηκε. «Είσαι ένας άγγελος!» Αρπαξε το μπερέ του, αλλά η Τζένι σήκωσε το χέρι της. «Μ ’ έναν όρο. Όχι μπαρ και αλκοόλ ως το πρωί. Ήσυχο περιβάλλον και μεξικάνικο καφέ». «Εντάξει», συμφώνησε ο Φιλ αφήνοντας το μπερέ του. «Καφέ με τεκίλα και πολλά άλλα. Από πού ξεκινάμε;» Πήγε προς το τηλέφωνο για να καλέσει ταξί. Από το ξενοδοχείο Ρόζα... «Από όπου θέλεις», ήταν η απάντησή της. * Ο Χάντερ θεωρούσε πως δεν υπήρχε πια κανένας λόγος για μυστικότητες. Η Τζένι Χόλογουεϊ ήταν ασφαλής στη συντροφιά των φίλων της στη βίλα και η όποια ανησυχία για την ασφάλειά της εξαιτίας του Τρόι θα υπήρχε στο Χιούστον. Παρ’ όλα αυτά, προτίμησε να πάει σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο στο δρόμο παρά να τηλεφωνήσει από το δωμάτιό του. Του είχε γίνει συνήθεια να παίρνει κάτι τέτοιες μικρές προφυλάξεις. Μ ία φορά —μόνο μία—
είχε υποτιμήσει έναν εγκληματία. Ο άντρας τον είχε ακολουθήσει στο διαμέρισμά του και τον είχε πυροβολήσει. Η σφαίρα είχε αστοχήσει, ο Χάντερ είχε πέσει κάτω τραβώντας ταυτόχρονα το όπλο του και σημαδεύοντας τον άντρα. «Πέτα το όπλο αλλιώς θα σε σκοτώσω», του είχε πει και ο ηλίθιος είχε πετάξει το όπλο του μακριά σαν να ήταν δηλητηριώδες φίδι και το είχε βάλει στα πόδια. Όταν συνελήφθη την επομένη, ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε τίποτα. Μ ε τη σφαίρα στην πόρτα του διαμερίσματος του Χάντερ και τα δακτυλικά του αποτυπώματα επάνω στο όπλο, η καταδίκη ήταν σίγουρη. Αλλά ο Χάντερ ποτέ δεν ξέχασε πόσο κοντά είχε φτάσει στο θάνατο. Είχε υποτιμήσει εκείνον τον άντρα. Τελεία και παύλα. Αν και είχε πυροβοληθεί στο παρελθόν και είχε δεχτεί μαχαιριές ή του είχαν πετάξει ένα σωρό αντικείμενα, ποτέ δεν είχε πιαστεί ανύποπτος πριν ή από εκεί και πέρα. Κάλεσε τον αριθμό του σπιτιού του Χόλογουεϊ και του απάντησε μια γυναικεία φωνή. Πρέπει να ήταν η Νάταλι. Η σύζυγος και μητριά. «Ο κύριος Χόλογουεϊ είναι εκεί;» ρώτησε. «Ποιος τον ζητεί, παρακαλώ;» Σκέφτηκε βιαστικά. «Ο συνεταίρος του στην υπόθεση του Μ εξικού».
Η γυναίκα δίστασε. «Δεν είμαι σίγουρη...» «Είμαι σίγουρος ότι θέλει να μιλήσει μαζί μου», πρόσθεσε ο Χάντερ με φιλική αλλά κοφτή φωνή. Αυτό πρέπει να έπιασε. Ακούσε τον ήχο που έκανε το ακουστικό καθώς το ακουμπούσε σε μια επιφάνεια, ύστερα τον ήχο από τακούνια που απομακρύνονταν. Σε χρόνο μηδέν άλλα βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν. «Ναι;» είπε ο Χόλογουεϊ κοφτά. «Τίποτα καινούριο», είπε ο Χάντερ. «Είναι με τους φίλους της. Την προστατεύουν καλά, ακόμα κι αν δεν το ξέρουν». Ο Αλεν άφησε ένα αναστεναγμό ανακούφισης. «Μ ου τηλεφώνησε», είπε κοφτά. «Σκόπευα να σου τηλεφωνήσω, αλλά μου είπες να μην το κάνω. Κι εσύ μου τηλεφωνείς τώρα». «Τι ήθελε;» ρώτησε ο Χάντερ αγνοώντας την οργή του άλλου άντρα. «Φιλική κουβεντούλα», είπε ο Αλεν σκυθρωπός. «Ένα ποτήρι κονιάκ. Ένα τσιγάρο στο σπίτι μου. Και συζήτηση». Ο Χάντερ δεν μπορούσε να φανταστεί τον Χόλο-γουεϊ να επιτρέπει στον Τρόι να πατήσει το πόδι του μέσα στο παλάτι του. Δεν ήταν στη φύση του. Αλλά, πάλι, κατά κάποιον τρόπο έπαιζε μια παρτίδα σκα-κιού με τον πρώην γαμπρό του, στην οποία οι κανόνες άλλαζαν συνεχώς. «Τι είπε;»
«Τα ίδια με την προηγούμενη φορά. Θέλει να επανορθώσει». Ο Χόλογουεϊ ξεφύσησε με αηδία. «Είναι τόσο ήρεμος και ψύχραιμος, και ο τρόπος που χαμογελάει με κάνει να νιώθω σαν να είμαι το αντικείμενο ενός κακού αστείου. Ο Χάντερ τον άκουγε σιωπηλός. Δεν του άρεσε καθόλου η αντίδραση του Ράσελ. Σαν ν’ απολάμβανε κάποιο αστείο που μόνο ο ίδιος γνώριζε. «Πόσο έμεινε;» «Όχι πολύ». Ακολούθησε μια βαριά σιωπή. «Δε μου αρέσει καθόλου αυτό». Ούτε εμένα, σκέφτηκε ο Χάντερ. Ένιωσε τεντωμένος και ανήσυχος. «Έρχομαι να τσεκάρω τον Ρόουλι». «Τι; Όχι! Ο Ράσελ δεν ξέρει για τον Ρόουλι. Ο Ρόουλι είναι μια χαρά». «Είσαι σίγουρος;» «Μ ιλούσε μόνο για επενδύσεις και πολλά λεφτά», τον διαβεβαίωσε ο Αλεν. «Το κάθαρμα, δεν έχει δεκάρα στην τρύπια τσέπη του». «Υπολογίζει στα λεφτά της Τζένι». «Εσύ κράτησέ την εκεί όσο μπορείς περισσότερο», πρόσταζε ο Χόλογουεϊ.
«Αδύνατο. Θα φύγει στο τέλος της εβδομάδας για να πάει στο γιο της. Δεν υπάρχει τρόπος ν’ αλλάξει αυτό». «Τότε βρες έναν!» «Όχι». Ο απότομος τρόπος του εκνεύριζε τον Χάντερ. «Πού μείνατε με τον Ράσελ;» «Είπε ότι θα επικοινωνούσε πάλι μαζί μου. Θέλει λεφτά. Προσπαθεί να προλειάνει το έδαφος. Φοβάμαι ότι η Τζένι θα την πατήσει πάλι μαζί του». «Αν ήταν στο χέρι της δε θ’ άφηνε τον Ράσελ να την πλησιάσει ούτε στα εκατό μιλιά». «Πώς το ξέρεις; Μ ίλησες μαζί της;» Πριν προλάβει ο Χάντερ να του απαντήσει, συνέχισε έξαλλος. «Την πλησίασες; Νομίζω ότι είχα γίνει σαφής — δεν πρέπει να μάθει ότι σ’ έχω προσλάβει». «Δεν το ξέρει». «Γιατί μιλάς μαζί της; Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα». Σίγουρα δεν ήταν καλή ιδέα, σκέφτηκε ο Χάντερ, αλλά μόνο επειδή δούλευε για τον Αλεν. «Δεν πρόκειται να δει τον Ράσελ, εκτός κι αν την εξαναγκάσει αυτός». «Θα την πλησιάσει. Δεν μπορεί να ζήσει χωρίς λεφτά. Και είναι τέτοιο γοητευτικό κάθαρμα όταν θέλει. Ψυχρός σαν κόμπρα, αλλά
αποφασισμένος. Την πάτησε μια φορά μαζί του, μπορεί να το πάθει πάλι». Ο Χάντερ ήθελε να διαφωνήσει μαζί του. Να του πει ότι ο λόγος που η Τζένι είχε ερωτευθεί τότε αυτό το σιχαμερό υποκείμενο ήταν η μοναξιά της, η απελπισμένη ανάγκη της να φύγει μακριά από τον πατέρα της και την καινούρια σύζυγό του. Αλλά δε θα ωφελούσε σε τίποτα. Ο Χόλογουεϊ άκουγε μόνο όσα ήθελε ν’ ακούσει. «Φεύγει το Σάββατο. Το ίδιο κι εγώ». «Φρόντισε να είναι ασφαλής». «Θα το κάνω. Μ ήπως πρόσεξες τι είδους αυτοκίνητο οδηγεί ο Ράσελ;» «Ένα Φορντ Έσκορτ σε απαλό μπεζ μεταλλικό, νομίζω. Δεν πιστεύω ότι θα μείνει πολύ καιρό μ’ αυτό πάντως. Θα πάρει κάτι άλλο». Σ’ αυτό τουλάχιστον συμφωνούσαν οι δυο τους. Αν και ο Χάντερ ένιωθε έντονη την επιθυμία να επιστρέφει στο Χιούστον και να τσεκάρει το γιο της Τζένι, το άφησε κατά μέρος, προς το παρόν. Αν ο Ράσελ συνέχιζε να το παίζει καλό παιδί με τον Χόλογουεϊ, τότε ίσως να μην είχε ανακαλύψει την αλήθεια για το αγόρι. Αλλά τι παζάρεμα θα μπορούσε να κάνει όταν το μάθαινε. Ο
Χάντερ το ήξερε. Το ίδιο και ο Χόλογου-εϊ. «Έχει επικοινωνήσει με τους φίλους της για να μάθει τα νέα του Ρόουλι», τον καθησύχασε ο Χάντερ. «Ο Ρόουλι είναι στην κατασκήνωση με το γιο τους». «Ο Τρόι δεν ξέρει για το παιδί. Δεν ξέρει καν την ύπαρξή του». «Αυτό ακούω συνέχεια. Είσαι σίγουρος ότι δεν το έχει ανακαλύψει;» επέμεινε ο Χάντερ. «Θα τον είχε αναφέρει, πίστεψέ με. Μ ε τον δικό του ύπουλο τρόπο», είπε ο Χόλογουεϊ με φωνή που ακούστηκε ακόμα πιο σκοτεινή. «Δεν πρέπει να το μάθει ποτέ». «Αν έχει παρακολουθήσει την κόρη σου, σίγουρα θα την έχει δει με τον Ρόουλι». «Φαίνεται πως δεν έχει». «Μ ην τον υποτιμάς», τον συμβούλευσε ο Χάντερ. Αυτή άλλωστε δεν ήταν η προσωπική του φιλοσοφία; Και ξαφνικά οι τρίχες του αυχένα του σηκώθηκαν. Κοίταξε γύρω του, αλλά ήταν μόνος. Δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει αυτή την αίσθηση ότι κάτι κακό επρόκει-το να συμβεί, ούτε το οξύ ένστικτό του Ποτέ ξανά. «Δεν υποτιμώ κανέναν», απάντησε ο Αλεν Χόλο-γουεϊ με τον γνωστό αυταρχικό τρόπο του.
Ο Χάντερ συγκρότησε ένα σκληρό, ειρωνικό γέλιο. * Η Τζένι έκλεισε το κούμπωμα του κολιέ που της είχε χαρίσει ο Ρόουλι και άγγιξε απαλά τα ροζ ιμιτασιόν μαργαριτάρια. Ύστερα κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη του δωματίου της. Ήθελε να επιστρέφει στο σπίτι και να βεβαιωθεί ότι ο Ρόουλι ήταν εντάξει. Είχε κουραστεί από τον ήλιο και τη διασκέδαση. Αν δεν ήταν ο Χάντερ, θα είχε θεωρήσει αυτό το ταξίδι σαν κώλυμα μάλλον παρά διακοπές. Καιρός να φύγει για τη Σάντα Φε. Φορούσε ένα χακί σορτ και ένα ροζ μπλουζάκι χωρίς μανίκια. Το κολιέ ήταν μια έμπνευση της τελευταίας στιγμής. Βάζοντας τα πέδιλά της, κατέβηκε κάτω να συναντήσει τον Φιλ που περίμενε δίπλα στην πισίνα. Οι υπόλοιποι είχαν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους. Η ημέρα τους ήταν υπερβολικά κουραστική. Το τηλεφώνημα έγινε τη στιγμή που η Τζένι και ο Φιλ πήγαιναν προς το ταξί. Ο Φιλ γύρισε πίσω ενοχλημένος να το σηκώσει ενώ η Τζένι τον περίμενε στην εξώπορτα. Όταν τη φώναξε, έτρεξε ν’ απαντήσει με τα νεύρα της τεντωμένα από την αγωνία. «Εμπρός;» ρώτησε ανυπόμονα. Οι μόνοι άνθρωποι που γνώριζαν αυτό το τηλέφωνο ήταν οι Φέργκιου-σον. Θα πρέπει να είχε συμβεί κάτι άσχημο.
«Γεια σου, Τζένι», άκουσε τη φωνή της Τζάνις στην άλλη άκρη της γραμμής. «Μ ε συγχωρείς για την ενόχληση». Ακουγόταν απόμακρη, σαν να την απασχολούσε κάτι σοβαρό. Η καρδιά της Τζένι σταμάτησε για μια στιγμή και άρχισε να ιδρώνει. «Τι συμβαίνει; Έπαθε κάτι ο Ρό-ουλι; Ω Θεέ μου, είναι καλά;» «Α, ναι, ναι. Ο Ρόουλι είναι μια χαρά. Είναι ακόμα στην κατασκήνωση. Ο Ρικ πήγε και τους είδε σήμερα», την καθησύχασε η Τζάνις. «Μ ην ανησυχείς γι’ αυτόν. Σε πήρα για... το διαμέρισμά σου». «Για το διαμέρισμά μου;» «Κάποιος το διέρρηξε». Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει ανεξέλεγκτα. «Το διέρρηξε!» επανέλαβε ξαφνιασμένη. «Δεν ξέρω αν σου πήραν τίποτα. Δεν ήταν πολύ αναστατωμένο. Ίσως να ήταν παιδιά», είπε με μια νότα ελπίδας στη φωνή της. «Πιθανόν ο Μ πένί να δάγκωσε κάποιο από αυτά». «Τι; Ο Μ πένι; Είναι καλά;» «Ναι. Μ ια χαρά... νομίζω».
«Τζάνις, με τρομάζεις!» «Όχι, είναι εντάξει. Δεν ξέρω τι συνέβη ακριβώς. Υπήρχε ένα κουρέλι από σκούρο ύφασμα στο χώμα και μια φούντα από το τρίχωμα του Μ πένι. Ξέρεις πώς του αρέσει να φυλάει την πόρτα σου. Τις τελευταίες ημέρες περπατάει κάπως αργά. Ο κτηνίατρος που τον εξέτασε μας είπε ότι τα πλευρά του είναι χτυπημένα. Νομίζω ότι αυτός που μπήκε τον χτύπησε ή τον κλότσησε». «Αχ, όχι». Η Τζένι κατάπιε με δυσκολία. «Είσαι σίγουρη πως ο Ρόουλι είναι εντάξει;» «Μ ια χαρά. Τέλεια. Εκτός από ένα ελαφρά μαυρι-σμένο μάτι από ένα σουτ στο πρόσωπο. Ανέφερα τη διάρρηξη στην αστυνομία και τηλεφώνησα επίσης στο διαχειριστή του διαμερίσματος». «Τον Ντιέγκο». «Αυτόν. Έστειλε κάποιον ν’ αλλάξει την πόρτα σήμερα το πρωί. Έχω τα καινούρια σου κλειδιά. Ο Ντιέγκο θέλει να επικοινωνήσεις μαζί του αμέσως μόλις έρθεις. Και η αστυνομία είπε να τους τηλεφωνήσεις αμέσως μόλις δεις αν λείπει κάτι». Την έπιασε πανικός. Πρέπει να ήταν ο Τρόι. Είχε διαρρήξει το διαμέρισμά της. Το ήξερε σαν να το είχε δει με τα ίδια της τα
μάτια. Ακούσε την ανάσα της να βγαίνει βαριά, δύσκολα και προσπάθησε να καλμάρει. Έπρεπε να επιστρέφει. Τώρα αμέσως. «Εντάξει, Τζάνις», είπε μηχανικά, θέλοντας να διαβεβαιώσει τη φίλη της πως είχε κάνει ό,τι έπρεπε. «Δεν έπρεπε να σου πω τίποτα. Ο Ρικ ήθελε να περιμένουμε την επιστροφή σου, αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις τίποτα τώρα». «Νομίζεις ότι ήταν μια τυχαία διάρρηξη;» «Ε, ναι, φυσικά. Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν;» «Θα πάρω την επόμενη πτήση για το Χιούστον». «Τζένι, σε παρακαλώ, μην το κάνεις. Σε παρακαλώ! Δεν έπρεπε να σου τηλεφωνήσω. Αχ, το ήξερα. Αλλά σκέφτηκα ότι θα ήθελες να το μάθεις». «Φυσικά. Χαίρομαι που με ειδοποίησες». «Σε παρακαλώ, μην έρθεις ακόμα. Σου έμειναν μόνο δύο ημέρες. Κοίτα να διασκεδάσεις». «Να διασκεδάσω!» είπε μ’ ένα σχεδόν υστερικό γέλιο. «Το σπίτι είναι καλά κλειδωμένο. Αχ, ο Ρικ μου είπε να μη σου το πω! Θα με σκοτώσει αν έρθεις πίσω νωρίτερα. Σε παρακαλώ, Τζένι. Όλα είναι εντάξει. Μ είνε ως την Κυριακή. Θα μιλήσουμε
πάλι. Σε παρακαλώ!» Η Τζένι έκλεισε τα μάτια της. Κάθε νεύρο του κορμιού της είχε τεντωθεί. Έπρεπε να φύγει. Το είχε ανάγκη. Αλλά η Τζάνις ακουγόταν τόσο απελπισμένη. Τι νόημα θα είχε άλλωστε; Προσπάθησε να ηρεμήσει και να σκεφτεί λογικά, όμως το μόνο που μπορούσε να δει μπροστά της ήταν το πρόσωπο του Τρόι να χαμογελάει με κακεντρέχεια. «Σε παρακαλώ, Τζένι», επέμεινε η Τζάνις. Ένα ουρλιαχτό ακούστηκε στο βάθος της γραμμής από τη μεριά της Τζάνις. Η Μ πέκι και ο Τόμι καυγάδιζαν πάλι. «Σε παρακαλώ!» «Πρέπει να το σκεφτώ!» είπε μηχανικά. «Μ ην ανησυχείς. Όλα είναι υπό έλεγχο. Α να ο Ρικ...» Η φωνή της είχε αλλάξει, τώρα. «Είναι η Τζένι», είπε δυνατά. Ύστερα ψιθύρισε: «Θέλει να μιλήσει μαζί σου. Σε παρακαλώ μην του πεις ότι σου είπα για τη διάρρηξη». «Μ α...» «Σε παρακαλώ!» Το ουρλιαχτό δυνάμωσε και η Τζάνις άφησε το ακουστικό στο τραπέζι. Ένα λεπτό αργότερα το σήκωνε ο Ρικ. «Τζένι; Πώς είναι τα πράγματα νότια από τα σύνορα;»
Μ ιλούσε τόσο χαλαρά και άνετα, που η Τζένι έσφιξε τα δόντια της. Τι έπρεπε να κάνει; Το χέρι της που κρατούσε το ακουστικό ίδρωσε. «Μ ια χαρά», απάντησε κάπως σφιγμένα. «Λοιπόν, τι ώρα είναι η πτήση σου την Κυριακή; Θα πάρω τα παιδιά και από εκεί θα έρθουμε στο αεροδρόμιο να σε συναντήσουμε». «Ε... καλύτερα όχι. Λέω να πάω να πάρω εγώ τον Ρόουλι, αν δε σε πειράζει. Θα είμαι στο Χιούστον νωρίς το απόγευμα». «Καλά, εντάξει. Η κατασκήνωση είναι δύο ώρες οδήγηση». «Το ξέρω. Αλλά... ε... θέλω να τον πάρω εγώ. Πώς τα πάνε στην κατασκήνωση;» «Περνάνε φανταστικά. Κάνουν ήδη σχέδια για να πάνε και το καλοκαίρι. Και το παίξιμό τους έχει βελτιωθεί πραγματικά». Αρχισε να της μιλάει για τις προόδους των αγοριών και η Τζένι τον άκουγε σιωπηλή ενώ το μυαλό της στριφογύριζε σαν ανεμοστρόβιλος. «Ρικ, πρέπει να κλείσω», τον έκοψε τελικά. «Ήμουν έτοιμη να φύγω». «Ναι; Μ ην πιεις πολλές μαργκαρίτα, εντάξει; Και φτάνει τόση διασκέδαση. Έχω αρχίσει να ζηλεύω». Γέλασε σιγανά, ευχαριστημένος με το αστείο του. «Ίσως ιδωθούμε στην
κατασκήνωση όταν πάρουμε τα παιδιά. Αντιός, αμίγκα». «Αντιός», του απάντησε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Φιλ την ίδια στιγμή που έβγαινε ο Μ ατ από το δωμάτιό του. Είχαν ακούσει και οι δύο τις τελευταίες λέξεις. Ο Μ ατ είπε: «Το ταξί περιμένει έξω». «Κάποιος διέρρηξε το διαμέρισμά μου», τους είπε η Τζένι. «Ω διάολε», ήταν η ταυτόχρονη αντίδραση των δύο αντρών. «Ήταν ληστεία;» ρώτησε ο Μ ατ. «Δε φαίνεται να έχουν πάρει τίποτα, αλλά η μόνη που μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα είμαι εγώ». Δάγκωσε το κάτω χείλι της. «Ίσως θα ήταν προτιμότερο να γυρίσω αμέσως». «Αποκλείεται». Ο Φιλ την άρπαξε από το μπράτσο και την οδήγησε έξω από το σπίτι, στο ταξί. «Μ πορεί να περιμένει ώσπου να επιστρέφεις την Κυριακή. Απόψε είναι η νύχτα μας». «Λέω να έρθω κι εγώ», είπε ο Μ ατ, αλλά ο Φιλ αρνήθηκε κατηγορηματικά. «Εσύ πήγαινε με τις φίλες σου. Η Τζένι κι εγώ έχουμε ανάγκη να βγούμε έξω, μόνοι».
Έσπρωξε την Τζένι στο ταξί και ξεκίνησαν για το κέντρο του Πουέρτο Βαγιάρτα. Φαίνεται πως ο Φιλ ήταν αποφασισμένος να βγάλει από το μυαλό της Τζένι την ιστορία της διάρρηξης και δε σταμάτησε να μιλάει σε όλη τη διαδρομή για την κατάσταση της μεξικανικής οικονομίας, για τον υπέροχο καιρό και για την επιστροφή του από τη σκοτεινή πλευρά της γαστρικής κόλασης». Τα κατάφερε μόνο εν μέρει. Η Τζένι ένιωθε ακόμα έντονη την παρουσία του Τρόι, σαν να βρισκόταν μέσα στο ταξί μαζί τους. Αλλά στρίβοντας στον κεντρικό δρόμο που έβλεπε στην παραλία, έριξε μια γρήγορη ματιά προς το ξενοδοχείο Ρόζα. Ήθελε να δει τον Χάντερ για μια τελευταία φορά, οπωσδήποτε· και ήταν αποφασισμένη είτε να τον βρει ή να του αφήσει ένα σημείωμα. Δεν ήθελε ν’ αφήσει τα πράγματα μεταξύ τους έτσι όπως ήταν τώρα. Μ πορεί να την είχε απορρίψει, αλλά ήταν σίγουρη πως δεν το είχε φανταστεί ότι ένιωθε κάτι για εκείνη. Πάνω από όλα, αυτήν τη στιγμή ήθελε την παρηγοριά της παρουσίας του, ακόμα κι αν ήταν μια φευγαλέα, παροδική απόλαυση. Μ η βρίσκοντας χώρο για στάθμευση, έκαναν το γύρο του τετραγωνου. Στρίβοντας σε έναν πλαϊνό δρόμο, η Τζένι είδε έναν άντρα μέσα σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο. «Νομίζω ότι είναι ο Χάντερ», είπε κι αμέσως ένιωσε ντροπή που δεν μπόρεσε να κρύψει την αναστάτωσή της.
Ο Φιλ σταμάτησε το τζιπ στη γωνία. Ο Χάντερ τους κοίταξε, φανερά ξαφνιασμένος. Έκλεισε το ακουστικό γρήγορα και πήγε να τους χαιρετήσει. «-Γεια σας», είπε κοιτάζοντας τρυφερά την Τζένι. «Τι σας φέρνει στην πόλη;» «Ο Φιλ ένιωθε την ανάγκη να ξεφύγει από το σπίτι και κανένας δεν ήθελε να βγει έξω απόψε, έτσι προ-σφέρθηκα να τον συνοδεύσω». Κατάπιε με κόπο. Ήθελε να του πει για τη διάρρηξη του διαμερίσματος της, αλλά το θέμα δεν τον αφορούσε. «Έτσι κι έβλεπα μόνο εκείνους τους σοβαντισμέ-νους τοίχους του υπνοδωματίου μας άλλη μια ημέρα, θα έκανα πάλι εμετό», δήλωσε ο Φιλ. «Μ ην την αφήνεις όμως να σε ξεγελάσει. Αναγκάστηκα να την τραβήξω με το ζόρι από εκεί πέρα. Δέχτηκε να έρθει επειδή με λυπήθηκε». «Λοιπόν, για πού το βάλατε;» τους ρώτησε ο Χάντερ άνετα. «Λέω να πάμε στο ξενοδοχείο σου για φαγητό», είπε ο Φιλ. «Η Τζένι δεν έφαγε σχεδόν τίποτα απόψε και εγώ χαίρομαι που μπορώ επιτέλους να φάω κάτι και να νιώσω ωραία που τρώω!» «Θα μας κάνεις παρέα;» ρώτησε η Τζένι, υιοθετώντας τη δική του άνεση. Έριξε μια ματιά προς τον τηλεφωνικό θάλαμο, αλλά δεν τον ρώτησε γιατί δε χρησιμοποίησε το τηλέφωνο του δωματίου του. Ίσως να το έκανε από οικονομία. Οι τιμές των τηλεφώνων στα ξενοδοχεία ήταν εξωφρενικές.
Ο Χάντερ δίστασε για μια στιγμή. Κάποιος που δεν ήταν παρατηρητικός ούτε που θα το καταλάβαινε. Όχι όμως η Τζένι, η οποία προσπάθησε να μην αφήσει την αντίδρασή του να την ενοχλήσει. Ήξερε γιατί το έκανε. Της είχε πει ορθά κοφτά ότι δεν ήθελε να δημιουργήσει καμιά σχέση. Αυτό δε σήμαινε βέβαια πως δεν πληγώθηκε όταν το άκουσε. Προχώρησαν προς το ξενοδοχείο Ρόζα και μπήκαν στην τραπεζαρία. Μ ια ορχήστρα Μ αριάτσι έπαιζε σε μια γωνία όταν κάθισαν, κάνοντας δύσκολη τη συνομιλία, αυτό όμως βόλευε την Τζένι. Της ήταν αδύνατο να βρει κάτι να πει. «Το πιάτο της ημέρας απόψε είναι φρέσκος τόνος τηγανιτός με σάλτσα από μάνγκο και πορτοκάλι», τους είπε ο σερβιτόρος. Η Τζένι έκανε μια γκριμάτσα. «Είδα έναν από κοντά σήμερα, οπότε να μου λείπει». «Τεράστιοι, έτσι;» σχολίασε ο Φιλ. «Έπιασες τίποτα;» τη ρώτησε ο Χάντερ. Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Μ ια γερή ναυτία». Ο Χάντερ της χαμογέλασε. Η καρδιά της ζεστάθηκε αμέσως, αν και προσπάθησε να μην επηρεαστεί. Στα-μάτα να τον σκέφτεσαι, προειδοποίησε τον εαυτό της, κοιτάζοντας το μενού με τέτοια προσήλωση που λες και όλη η ζωή της εξαρτιόταν από αυτό.
Είχε έρθει στο Πουέρτο Βαγιάρτα για την κουζίνα του, αλλά το στομάχι της δεν είχε συνέλθει ακόμα. «Μ ια σόδα», είπε στο σερβιτόρο. «Μ αύρο καφέ», πρόσθεσε ο Χάντερ και ο Φιλ τους κοίταξε σαν να έβλεπε τρελούς. «Έχω ήδη φάει», εξήγησε ο Χάντερ, «αλλά το φαγητό εδώ είναι σπουδαίο». «Φέρε μου τον τόνο», είπε ο Φιλ στο σερβιτόρο. Όταν έφτασε το “ψάρι, ο Φιλ χτύπησε τα χείλη του με ευχαρίστηση και βυθίστηκε στο πιάτο του. Η Τζένι έπινε τη σόδα της κοιτάζοντας τον Χάντερ με την άκρη του ματιού της. Έβγαλε ένα τσιγάρο από ένα καινούριο πακέτο που είχε μόλις αγοράσει, το χτύπησε ελαφρά στο τραπέζι και άρχισε να το στριφογυρίζει μέσα στα δάχτυλά του. «Το έχω κόψει εδώ και καιρό», απάντησε στη σιωπηλή ερώτησή της. «Μ ερικές φορές, όμως, μου έρχεται η διάθεση για ένα». «Έτσι, χωρίς λόγο;» «Πάντοτε υπάρχει κάποιος λόγος», της είπε κοιτά-ζοντάς τη λοξά. «Θεέ μου, είναι φανταστικό», μουρμούρισε ο Φιλ με γεμάτο στόμα. Λίγη από τη σάλτσα είχε μείνει στην άκρη του στόματός του και την έγλειψε με θρησκευτική απόλαυση. «Τζένι, αγαπητή μου, αν σερβίρεις κάτι τέτοιο, θα σπάνε την πόρτα του εστιατορίου
οι πελάτες!» «Θα το πω στην Γκλόρια», απάντησε η Τζένι. Το μυαλό της ταξίδευσε ημέρες μπροστά, στα σχέδιά της για το εστιατόριο της Σάντα Φε και όλα όσα είχε να κάνει ακόμα πριν την αναχώρηση της. Στο μυαλό της ήρθε αμέσως ο Ρόουλι. Αμέσως μετά η διάρρηξη. Αναστέναξε νιώθοντας το βλέμμα του Χάντερ επάνω της. «Συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε. Δίστασε αλλά ο δισταγμός της κράτησε μόνο μια μικρή, ελάχιστη στιγμή. Τελικά αποφάσισε να του πει τα πάντα. «Πήρα κάποια ανησυχητικά νέα πριν φύγουμε από τη βίλα». «Τι νέα;» «Κάποιος διέρρηξε το διαμέρισμά μου». Το βλέμμα του Χάντερ σκοτείνιασε και άφησε αμέσως το τσιγάρο να πέσει από τα δάχτυλά του στο τραπέζι. Το είχε ήδη ξεχάσει. «Πότε;» «Μ ια δυο μέρες πριν, υποθέτω». Η Τζένι του αφηγήθηκε όσα της είχε πει η Τζάνις. «Θυμάσαι που σου είχα μιλήσει για τον Μ πένι; Το σκύλο των γειτόνων μας; Λοιπόν, ο Μ πένι κοιμάται έξω από την πόρτα μας και τώρα έχει μερικά χτυπημένα πλευρά.
Όποιος διέρρηξε το σπίτι πρέπει να τον κλότσησε ή κάτι τέτοιο». «Ο σκύλος είναι εντάξει;» ρώτησε ο Χάντερ και η φωνή του ήταν σκληρή σαν πέτρα. «Νομίζω». «Ήταν μια τυχαία διάρρηξη, τελικά;» ρώτησε ο Φιλ μασώντας την τελευταία του μπουκιά. Μ ’ ένα χαμόγελο απόλυτης ικανοποίησης έσπρωξε το πιάτο στο πλάι και κάθισε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα του. «Πιθανόν», είπε η Τζένι αργά. «Αλλά δεν το πιστεύεις». Ο Χάντερ την κοιτούσε με τέτοιο τρόπο που την έκανε να διαλέγει τις λέξεις της προσεκτικά. «Απλά φοβάμαι ότι μπορεί να ήταν ο Τρόι». «Ο Τρόι!» επανέλαβε ο Φιλ. «Έχει επιστρέφει στο Χιούστον και δεν ξέρω ακόμα τι θέλει πραγματικά. Επικοινώνησε με τον πατέρα μου». Δίστασε, ρίχνοντας ένα βλέμμα προς το μέρος του Χάντερ. «Ο πρώην μου δεν είναι καλός άνθρωπος». «Λείπει τίποτα από το σπίτι;» ρώτησε ο Χάντερ. «Δεν είμαι σίγουρη ακόμα. Θα το ξέρω όταν επιστρέφω».
«Ο Ράσελ είναι κακά μαντάτα», είπε ο Φιλ, σαν να ήθελε να εξηγήσει στον Χάντερ. Στην Τζένι που τον κοίταξε έκπληκτη για τη δήλωσή του, είπε: «Δεν ξέρω πολλά για το γάμο σου, μόνο όσα μου είπε η Μ άγδα. Αλλά είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα από αυτά που μας λες. Αν αυτό το κάθαρμα προσπαθεί να ξαναμπεί στη ζωή σου, καλύτερα να προσέχεις. Ίσως να χρειάζεσαι ένα σωματοφύλακα, αγαπητή μου». Η Τζένι έμεινε να τον κοιτάζει. Δεν τολμούσε να κοιτάξει τον Χάντερ. «Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε προστατέψω όταν επιστρέφουμε στη Σάντα Φε», πρόσθεσε ο Φιλ, «αλλά νομίζω ότι χρειάζεσαι κάποιον επαγγελματία». «Η Μ άγδα και ο Φιλ ζουν στη Σάντα Φε», εξήγησε η Τζένι στον Χάντερ. «Εμείς πείσαμε την Τζένι να έρθει κοντά μας. Ανοίγει ένα εστιατόριο εκεί. Σου το είπε;» Ο Χάντερ κατένευσε. «Του Ρικάρντος έχει φανταστικό φαγητό, αλλά η Τζένι χαραμιζόταν εκεί μέσα, εκτός κι αν ο Αλμπέρτο αποφάσιζε να την κάνει συνεταίρο». «Ήμουν έτοιμη να φύγω από το Χιούστον», είπε η Τζένι. «Καιρό πριν». «Σε ποια φάση βρίσκεται το εστιατόριο;» ρώτησε ο Φιλ.
«Σχεδόν έτοιμο. Ανακαινίσαμε ένα ωραίο κτίριο και δοξάζω το Θεό για την Γκλόρια, τη σεφ μου. Αυτήν τη στιγμή έχει αναλάβει το ρόλο βοηθού εργολάβου. Κοντεύει να τρελάνει τους εργάτες, αλλά έτσι είναι η Γκλόρια. Αυτό που θέλει το απαιτεί και γίνεται». «Εσύ από πού είσαι, Χάντερ;» ρώτησε ο Φιλ. «Λος Αντζελες». «Πρέπει να έρθεις στη Σάντα Φε», πρότεινε ο Φιλ. Ο Χάντερ δεν απάντησε. Νιώθοντας ότι η κουβέντα ατονούσε, η Τζένι πήρε τη σκυτάλη. «Την πρώτη φορά που οδήγησα ως τη Σάντα Φε για να επισκεφτώ τη Μ άγδα και τον Φιλ, την ερωτεύτηκα αμέσως. Κεραυνοβόλος έρωτας». Ένιωθε τα μάτια του Χάντερ επάνω της, όμως δυσκολευόταν να συναντήσει το βλέμμα του. Η απόρριψή του την είχε πληγώσει, όσο καλοπροαίρετη κι αν ήταν. Το θέμα ήταν πως η ίδια δε μοιραζόταν τον προβληματισμό του για τη διπλή ιδιότητα, του σωματοφύλακα και πιθανόν εραστή της. Θα τα δεχόταν ευχαρίστως και τα δύο. «Ώστε το σπίτι σου είναι στο Λος Αντζελες;» ρώτησε ο Φιλ τον
Χάντερ. «Δούλευα στο Λος Αντζελες...» Ο Χάντερ σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα, ύστερα πρόσθεσε. «Αυτήν τη στιγμή προσπαθώ ν’ αποφασίσω τι θα κάνω από δω και πέρα». «Ήσουν σε εταιρεία σεκιούριτι, σωστά; Λοιπόν, να η απάντηση στο πρόβλημά σου, Τζένι. Να ποιος μπορεί να γίνει σωματοφύλακάς σου!» Ο Φιλ ήταν τόσο ενθουσιασμένος με τη φαεινή ιδέα του που η Τζένι δεν ήξερε τι να του πει. Ένιωσε τον Χάντερ να σφίγγεται. «Η αλήθεια είναι ότι το έχουμε συζητήσει ήδη», είπε ήσυχα. «Του πρόσφερα τη δουλειά χτες, αλλά δε δέχτηκε». «Εντάξει, εντάξει». Ο Φιλ έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω. «Κάποια λύση θα βρείτε εσείς οι δύο. Όπως κι αν είναι, Τζένι, ετοιμάσου για πόλεμο. Αλλά όταν συναντηθούμε στη Σάντα Φε ο Τρόι Ράσελ θα αποτελεί παρελθόν». «Το ελπίζω». Ο Χάντερ ένιωθε σαν απρόσκλητος. Κουβέντιαζαν μπροστά του σαν να μην τον αφορούσε το θέμα, αλλά τελικά μάλλον το άξιζε. Όμως δεν μπορούσε να προσ-ληφθεί από την Τζένι σαν σωματοφύλακάς της, όταν είχε ήδη τη δουλειά.
Αλλά πάλι... «Ίσως μπορέσω να έρθω στο Χιούστον», είπε σκυθρωπός. Ήταν ένας ηλίθιος. Δεν ήθελε απλά να την προστατεύσει, ήθελε να είναι μαζί της. Τα γαλάζια μάτια της Τζένι φωτίστηκαν. «Αυτό σημαίνει ότι δέχεσαι;» Ο Χάντερ ήξερε ότι έπαιζε με τη φωτιά. Δεν μπορούσε να παίζει σε διπλό ταμπλό. Κοιτάχτηκαν με την Τζένι αμίλητοι. Ο Φιλ διαισθάνθηκε τι συνέβαινε και μουρμούρισε: «Νομίζω πως πρέπει να φύγω. Δεν έχετε αντίρρηση; Ακολούθησε το ένστικτό σου, Τζένι. Αυτή είναι πάντοτε η καλύτερη λύση. Όλα τ’ άλλα είναι βλακείες. Μ ε καταλαβαίνεις; Μ ην αφήνεις να σου κατευθύνουν τη ζωή». Έσπρωξε την καρέκλα του πίσω και πρόσθεσε: «Υποθέτω ότι θα φέρεις εσύ την όμορφη Τζενίβα στο σπίτι». Ο Χάντερ κατένευσε. Ο Φιλ τους χαιρέτησε και έφυγε σφυρίζοντας. Πριν εξαφανιστεί, «έπιασε» το βλέμμα της Τζένι και κατένευσε αρκετές φορές σαν γέρος σοφός που ο πιο κουτός μαθητής του είχε τελικά πάρει μια έξυπνη απόφαση. «Δε θέλω να σε αναγκάσω να κάνεις κάτι με το ζόρι», είπε η Τζένι. «Ο Φιλ θέλει μόνο το καλό μου». «Έχεις καλούς φίλους». Την κοίταξε επίμονα.
«Το θέμα είναι... είναι...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ο Τρόι είναι ικανός για οτιδήποτε, και αν εσύ δεν έχεις κάτι άλλο επείγον, θα ήταν υπέροχο αν μπορούσες να αναλάβεις αυτήν τη δουλειά». Τα λόγια της τον χτύπησαν κατάστηθα σαν πέτρες. Θυμήθηκε την όμορφη και γλυκιά αδερφή του, που ήξερε πάντοτε να συγχωρεί, και του ήταν αδύνατο να κοιτάξει τα γεμάτα παράκληση μάτια της Τζένι. «Δεν μπορώ να είμαι ο σωματοφύλακάς σου και... να έχω μια προσωπική σχέση μαζί σου». Κοίταξε το εκφραστικό πρόσωπό της και αναγκάστηκε να πιέσει τον εαυτό του να συνεχίσει. «Οπότε, εσύ αποφασίζεις». Η Τζένι κατάπιε. «Η απόρριψή σου της προηγούμενης νύχτας ήταν πολύ σκληρή. Δεν έχω συνέλθει ακόμα». «Όλη την εβδομάδα προσπαθώ να κάνω το σωστό». «Δε θα με πείραζε μια... περιπέτεια». Χαμογέλασε αχνά. «Αλλά νομίζω πως χρειάζομαι σωματοφύλακα». Το βλέμμα του κατέβηκε στη ροζ μπλούζα που κολλούσε στο σώμα της τονίζοντας τις απαλές καμπύλες του στήθους της. «Εντάξει». «Εντάξει, τι;» «Θέλω να είσαι ασφαλής». «Γιατί δεν μπορείς να είσαι συγχρόνως σωματοφύλακας και φλερτ
μου;» τον ρώτησε. Κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε στο κενό, χαμένος στις μαύρες σκέψεις του. Το να προστατεύσεις κάποιον ήταν εύκολο. Να προστατεύσεις όμως κάποιον για τον οποίο ενδιαφέρεσαι ήταν μαρτύριο. Όμως είναι πολύ αργά, του είπε η λογική του. Ενδιαφέρεσαι ήδη. Η Τζένι κοίταζε τα δάχτυλά της, έκπληκτη που τα είδε να σφίγγουν με δύναμη την άκρη του τραπεζιού. Οι χτύποι της καρδιάς της έγιναν αργοί. Μ ουντοί. Πονούσε. «Δεν μπορείς να μου απαντήσεις;» «Δεν μπορώ να κάνω και τα δύο- τα πράγματα θα μπλέκονταν». Κατάπιε με κόπο, ρίχνοντάς του ένα δειλό βλέμμα. «Μ πορώ να το αντιμετωπίσω. Τα πράγματα ήταν υπερβολικά ήρεμα για πάρα πολύ καιρό». Τελείως ανόητα, ένιωσε τα δάκρυα να τσούζουν τα μάτια της και γέλασε για να κρύψει τα συναισθήματά της. «Έκανα πολλά σφάλματα στο παρελθόν. Μ εγάλα». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αλλά τώρα νομίζω ότι μπορώ να τολμήσω κάπως. Και ίσως να μην πάνε όλα στραβά αυτήν τη φορά...». Ο Χάντερ μισούσε τον εαυτό του. Τον μισούσε που αφηνόταν να την ακούει. Την κοίταξε μέσα στα μάτια, νιώθοντας να χάνεται μέσα στην ένταση των συναισθημάτων που πλημμύριζαν αυτά τα γαλάζια μάτια. Καταράστηκε τον εαυτό του που επέτρεπε
να συμβεί αυτό — που κυριολεκτικά το έστησε ο ίδιος. Σκέφτηκε τον Άλεν Χόλογουεϊ. Σκέφτηκε πώς θ' αντιδρούσε στην ιδέα ότι ο υπάλληλός του φλέρταρε με την κόρη του. Όχι! Ότι η κόρη του είχε κάνει πρόταση στον υπάλληλό του ν’ αναλάβει την προστασία της. Θα πάθαινε αποπληξία. «Χαμογελάς. Σχεδόν φοβάμαι να ρωτήσω το γιατί», είπε η Τζένι. «Είμαι νοσηρό άτομο», της είπε γελώντας απαλά. «Να το πάρω σαν ναι;» τον ρώτησε επιφυλακτικά. «Έλα. Πάμε να φύγουμε από δω», της είπε παλεύοντας να πνίξει άλλο ένα κύμα νοσηρής απόλαυσης. Πλήρωσε το λογαριασμό με μετρητά, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της Τζένι και πιάνοντάς την από τον αγκώνα την οδήγησε έξω από το εστιατόριο, στο δρόμο μπροστά στο ξενοδοχείο. Στρίβοντας τη γωνία, ο ουρανός άνοιξε ξαφνικά και άρχισε να βρέχει καταρρακτώδους. Ήταν τόσο γρήγορη και δυνατή που η Τζένι έβγαλε μια φωνή έκπληξης και άπλωσε τις παλάμες της προς τον ουρανό σαν να ρωτούσε πώς έγινε αυτό. Βροχή. Δροσερός αέρας. Ρούχα και σώματα μουσκεμένα. Η αντίδραση του Χάντερ ενστικτώδης. Την άρπαξε στην αγκαλιά του και την έσφιξε. Η Τζένι το δέχτηκε πρόθυμα τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, σαν να ήταν μια χορογραφία που την είχαν σχεδιάσει μαζί.
Τα χείλη του αναζήτησαν τα δικά της. Το στόμα της ήταν απαλό και ζεστό και χαμογελούσε τρυφερά. «Σταμάτα να χαμογελάς», την πρόσταξε, χαμογελώντας και ο ίδιος. «Όχι». Τη φίλησε πάλι και ένιωσε το χέρι της που ήταν περασμένο γύρω από το λαμιό του να κρατάει το πρόσωπό του κοντά στο δικό της. Ένιωσε τη φλόγα που τους τύλιγε και τους δύο να φτάνει ως το μυαλό του. Στο διάολο όλα! Ήθελε να κάνει έρωτα με την Τζενίβα Χόλογουεϊ Ράσελ, και το ήθελε τώρα. To κεφάλι της Τζένι γύριζε, έχανε και την ελάχιστη αυτοκυριαρχία που της είχε απομείνει. Δεν ήταν ο τύπος της γυναίκας που της άρεσαν οι περιπέτειες της μιας φοράς. Της μιας νύχτας. Μ ια σεξουαλική ικανοποίηση χωρίς ιδιαίτερη σημασία, την επόμενη ημέρα θα την έκανε να νιώθει άθλια. Ο Χάντερ είχε δίκιο. Έπρεπε να είναι ο σωματοφύλακάς της, όχι ο εραστής της. Χρειαζόταν σωματοφύλακα, όχι εραστή. Αλλά τότε, γιατί τα χέρια της τον έσφιγγαν ακόμα περισσότερο στη σκέψη ότι έπρεπε να τραβηχτεί από το αγκάλιασμά του. Γιατί πίεζε το μουσκεμένο από τη βροχή σώμα της επάνω στο δικό του, λες και θα πέ-θαινε χωρίς να τον έχει νιώσει κοντά της; «Δεν ξέρω τι κάνω», είπε με κομμένη την ανάσα, μιλώντας στα
χείλη του που ήταν κολλημένα στα δικά της. «Ούτε εγώ». Ένα ρίγος διαπέρασε το πανύψηλο κορμί του. «Έλα», μουρμούρισε. «Πάμε κάπου». Τον ακολούθησε πρόθυμα, σαστισμένη με την αναστάτωσή της. Η αντίδρασή της ήταν τόσο αντίθετη με το χαρακτήρα της, κι όμως την ένιωθε απόλυτα σωστή. Έτρεξαν κάτω από τη νεροποντή προς το ξενοδοχείο και στάθηκαν κάτω από την καμάρα της ρεσεψιόν στάζοντας νερά. Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ένα τρεμουλιαστό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της Τζένι, που έσβησε αμέσως όταν δε βρήκε ανταπόκριση από τον Χάντερ. Το πρόσωπό του ήταν τεντωμένο, σχεδόν αυστηρό. Για μια στιγμή ανησύχησε πως ίσως ετοιμαζόταν να της πει πάλι όχι, αλλά ύστερα άφησε να του ξεφύγει ένα βογκητό και την τράβηξε επάνω του. Οι απαλές καμπύλες του κορμιού της έλιωσαν στο σκληρό μυώδες κορμί του ώσπου την άφησε απρόθυμα και πιασμένοι από το χέρι κατευθύνθηκαν στο ασανσέρ. Μ παίνοντας στο δωμάτιό του, η Τζένι κατάπιε με κόπο, μετρώντας τους χτύπους της καρδιάς της. Το βλέμμα της πήγε στο κρεβάτι. Φαντάστηκε τον εαυτό της επάνω στο λείο κάλυμμα, γυμνή, με το σώμα του Χάντερ δίπλα της, να του χαϊδεύει τη ζεστή επιδερμίδα και τα δυνατά μπράτσα του να την κρατούν στην αγκαλιά του...
Ο Χάντερ την κοίταξε επίμονα. «Τι θέλεις από εμένα;» Άνοιξε το στόμα της αλλά το μυαλό της ήταν νεκρό. Την πλησίασε, πέρασε το ένα χέρι του μέσα στα μαλλιά της, μπλέκοντας τα δάχτυλά του στις μεταξένιες τούφες, και σήκωσε το κεφάλι της ώστε το στόμα της να συναντήσει το δικό του. Η Τζένι παρέλυσε. «Τα πάντα», ψιθύρισε, «τα πάντα». Τα λόγια περίσσεψαν. Τα δάχτυλά του βρήκαν τα κουμπιά της μπλούζας της. Τα δικά της έψαξαν και βρήκαν του πουκαμίσου του. Ούτε που το κατάλαβαν πότε βρέθηκαν και τα δύο σωριασμένα στα πόδια τους. Ασυναίσθητα, τα χέρια της σηκώθηκαν και κάλυψαν το γυμνό στήθος της, αλλά ο Χάντερ τα παραμέρισε και την έσφιξε επάνω του, το στόμα του ακού-μπησε καυτό στο λαιμό και στο λακκάκι στη βάση του. Η Τζένι ανατρίχιασε. Τα πόδια της δεν μπορούσαν να την κρατήσουν άλλο αλλά ο Χάντερ την κράτησε σφιχτά επάνω στο σκληρό κορμί του. Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που την είχε φιλήσει άντρας. Που την είχε αγγίξει άντρας. Που είχε επιθυμήσει έναν άντρα. Ένιωσε μια απελπισμένη ανάγκη να εξερευνήσει κάθε ίντσα του κορμιού του αλλά ένιωθε παράλυτη από τους φόβους χρόνων. Τη βοήθησε να ξεπεράσει τις συστολές και τις φοβίες της και άκουσε ένα βογκητό να βγαίνει από το στόμα της. Ένιωσε τα χέρια του να τη σηκώνουν και να την ακουμπούν επάνω στο κρεβάτι. Από τη στιγμή εκείνη έχασε την αίσθηση της
πραγματικότητας. Το μόνο που υπήρχε ήταν αυτή η υπέρτατη έκσταση... «Τζενίβα», άκουσε τη φωνή του να της μουρμουρίζει, σαν να ερχόταν από πολύ μακριά, και μια νέα κραυγή, δική της, ήχησε σε όλο το δωμάτιο. Κραυ-γή-επίκληση στον έρωτα, στην παραζάλη των αισθήσεων....
κεφάλαιο 8 Υπάρχει κάτι που πρέπει να σου πω». Η Τζένι άνοιξε τα μάτια της στο ημίφως του δωματίου του Χάντερ. Το φως περνούσε απαλά μέσα από τις περσίδες και το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν το σεντόνι που σκέπαζε τα μπλεγμένα κορμιά τους. «Οχ, έφτασε η ώρα των εξομολογήσεων!» τον πείραξε, κουρνιάζοντας στο πλάι του και απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του, τη δύναμή του, την απαλότητα της επιδερμίδας του. Ποτέ δεν είχε κουρνιάσει έτσι στην αγκαλιά του Τρόι. Ποτέ. Τα δάχτυλά του χάιδευαν το μπράτσο της. «Δε δούλευα σε εταιρεία προστασίας ιδιωτών. Ήμουν ντε-τέκτιβ στην Αστυνομία του Λος Αντζελες». Η Τζένι ανοιγόκλεισε τα μάτια της έκπληκτη. «Αλήθεια;» Όταν κατένευσε, τον ρώτησε: «Γιατί δε μου το είπες από την αρχή;»
«Επειδή μ’ έβαλαν σε διαθεσιμότητα για αντιεπαγ-γελματική συμπεριφορά». «Εσένα;» τον ρώτησε δύσπιστα. «Ήξερα ότι είχε γίνει ένας φόνος, αλλά δεν μπορούσα να το αποδείξω. Έτσι, “παρενόχλησα” εκείνο τον άντρα. Τουλάχιστον, αυτό ισχυρίστηκε εκείνος στη μήνυσή του». Η Τζένι δεν απάντησε. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πόσα λίγα ήξερε πραγματικά για τον Χάντερ. «Τότε έπιασα δουλειά στην αστυνομία μιας μικρότερης πόλης, επί έξι χρόνια. Η καινούρια μου δουλειά ήταν στη Σάντα Φε». Η Τζένι δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά της. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του. «Ζούσες στη Σάντα Φε;» «Εξακολουθώ να ζω εκεί». «Τι προσπαθείς να μου πεις;» τον ρώτησε αδύναμα. «Δε μου αρέσει να μιλώ για τον εαυτό μου. Δεν ήθελα να μιλήσω για όσα έγιναν στο Λος Αντζελες. Από την άλλη, εσύ ετοιμαζόσουν να μετακομίσεις στη Σάντα Φε και δεν μπορούσα να σου πω ότι ζούσα εκεί». «Γιατί;»
Ο Χάντερ πάλευε να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Ένιωθε πόσο τεντωμένη ήταν αυτήν τη στιγμή. Αν άρχιζε να της μιλάει για τη σχέση του με τον Τρόι και τον πατέρα της —και το θάνατο της Μ ισέλ— ήταν σίγουρος πως θα την έχανε. «Παραήταν υπερβολικό για να είναι σύμπτωση. Φοβόμουν μήπως σκεφτείς ότι υπήρχε κάτι παραπάνω». Υπήρχε-, Η Τζένι ένιωσε να παγώνει ως το μεδούλι της. «Θα προτιμούσα να μου το είχες πει πριν». «Πριν... από αυτό;...» Απλωσε το δάχτυλό του και της χάιδεψε το μάγουλο. «Ναι», αποκρίθηκε με κόπο. «Μ α γι’ αυτό σου το λέω τώρα». «Δε μου αρέσουν τα μυστικά». Όταν δεν της έδωσε καμιά απάντηση ένιωσε πάλι ανήσυχη. «Χάντερ;...» «Νομίζω πως χρειάζεσαι σωματοφύλακα. Νομίζω ότι ο πρώην άντρας σου είναι επικίνδυνος και θέλω να είμαι εκεί να σε προστατεύσω». Η Τζένι γέλασε άκεφα. «Ώστε τώρα μπορείς να κάνεις και τα δύο;» «Πρέπει να το κάνω», της απάντησε σοβαρά. «Είσαι πολύ
σημαντική για εμένα». Όταν την τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του και άρχισε να τη φιλάει αργά στο λαιμό, εκείνη δε διαμαρ-τυρήθηκε. Η φλόγα που τον έκαιγε, έκαιγε και την ίδια, και αυτό δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Οι ερωτήσεις σφυροκοπούσαν το μυαλό της. Κλείνοντας τα μάτια της σφιχτά, τις κράτησε σε αναμονή. Ήθελε να ζήσει την αποψινή νύχτα και δε θ’ άφηνε την πραγματικότητα να της την καταστρέφει. Καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια, παραμέρισε τις αμφιβολίες της και άφησε τον εαυτό της να χαρεί αυτήν τη στιγμή. * Το μπαρ ήταν σε στιλ γουέστερν, το ίδιο και η μουσική. Όσο για τους θαμώνες, φορούσαν όλοι μπότες και μπλουτζίν. Ακόμα και οι γυναίκες φορούσαν σφιχτά παντελόνια που τόνιζαν τις καμπύλες τους σαν να προκαλούσαν τους άντρες ν’ απλώσουν χέρι. Ο Τρόι με δυσκολία συγκρατούσε τον εαυτό του. Για να ξεχάσει τους πειρασμούς, άρπαξε τα ξυλάκια από τα ντραμς της ορχήστρας, η οποία έκανε ένα σύντομο διάλειμμα, και τα χτυπούσε γρήγορα επάνω στον πάγκο του μπαρ ενώ περίμενε την μπίρα του. Μ πίρα. Ένα φτηνό ποτό σ’ ένα φτηνιάρικο περιβάλλον. Κανονικά δε θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ. Αυτός είχε σχέδια, αλλά μα το Χριστό, είχε πάθει μεγάλο σοκ.
Το παιδί της Τζένι δεν ήταν μπάσταρδο. Το παιδί της Τζένι ήταν γιος του. Ο γιος του! Η μπίρα έφτασε. Ο Τρόι πέταξε μερικά χρήματα προς το μέρος του μπάρμαν, ύστερα άρπαξε πάλι τα ξυλάκια και άρχισε να χτυπάει πιο βίαια και δυνατά. «Ει!» άκουσε μια οργισμένη φωνή. Ήταν ο χοντρός ντράμερ με την πυκνή γενειάδα και την ηλίθια έκφραση στο πρόσωπο. Τι βλάκας. Όλοι ήταν βλάκες. Ο άντρας άρπαξε τα ξυλάκια από τα χέρια του Τρόι. Ο Τρόι πάγωσε. Ήθελε να του δώσει μια κλοτσιά στα αχαμνά, αλλά ήξερε ότι τότε θα γινόταν χαμός. Εδώ μέσα, με το άψογο παντελόνι του και το άσπρο πουκάμισο, που είχε τα μανίκια μαζεμένα ως τους αγκώνες, ήταν το ξένο σώμα. «Έι, κοριτσάκι», ψιθύρισε ο ντράμερ στο αυτί του. «Έχεις έρθει σε λάθος μέρος. Εδώ δεν έχει αγοράκια του γούστου σου». Νόμιζαν πως ήταν ομοφυλόφιλος; Ο Τρόι κόντεψε να βάλει τα γέλια. Δυνατά γέλια. «Έπιασε» το βλέμμα μιας νόστιμης ξανθούλας με σφιχτό τζιν και κόκκινη μπλούζα με χαμηλό ντεκολτέ που αποκάλυπτε το μισό στήθος της. Τον κοιτούσε ανήσυχη, ήταν φανερό ότι φοβόταν πως αυτός ο βλάχος θα του έκανε κακό. «Συγνώμη», είπε ο Τρόι. «Είχα μια μικρή νευρικότητα και ήθελα να εκτονωθώ λιγάκι». «Στρίβε. Τώρα!»
Ο Τρόι αναψοκοκκίνισε. Κατέβηκε από το σκαμνί του μπαρ διστάζοντας για ένα λεπτό. Τα άλλα μέλη της ορχήστρας είχαν επιστρέφει και τον κοιτούσαν όλοι περιφρονητικά. Βγήκε αργά έξω στην κρύα Μ αρτιάτικη νύχτα. Χιούστον. Έφτυσε στο χώμα. Πόσο θα ήθελε να κάνει κακό σε όλους αυτούς τους αναθεματισμένους ηλίθιους. Η πόρτα άνοιξε πίσω του. Ο Τρόι γύρισε και κοίταξε γρήγορα. Ήταν η ξανθιά. «Ουφ!» είπε. «Νόμισα ότι θα σ’ έκαναν κομματάκια». «Κι εγώ έτσι νόμισα. Κρίμα όμως. Αναγκάστηκα ν’ αφήσω ένα γεμάτο μπουκάλι μπίρα». Του χαμογέλασε, ανακουφισμένη με την αντιμετώπισή του. «Το έχω βαρεθεί κι εγώ αυτό το μέρος. Θες να πάμε κάπου αλλού;» «Τι έχεις υπόψη σου;» «Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε από του Ντάφι και μετά βλέπουμε...» Ήθελε πολύ ν’ απλώσει τα χέρια του επάνω σ’ εκείνο το προκλητικό, χυμώδες σώμα. Την κοίταξε. Έμοιαζε λιγάκι της Τζένι. «Σε ακολουθώ», της είπε χαμογελώντας.
* Η Τζένι ξύπνησε απότομα, μουσκεμένη στον ιδρώτα και νιώθοντας την καρδιά της να χτυπάει ακανόνιστα. Ο Χάντερ κοιμόταν βαθιά δίπλα της. Κόντευε να ξημερώσει. Έμεινε για μερικά λεπτά ακίνητη, σιωπηλή προσπαθώντας να ηρεμήσει. Αρχικά δεν μπορούσε να θυμηθεί γιατί ένιωθε τόσο ανήσυχη, ύστερα οι αποκαλύψεις του Χάντερ ήρθαν στην επιφάνεια ορμητικά. Γιατί της είχε πει ψέματα; Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, όχι γαλήνια τουλάχιστον. Σκέφτηκε την παραβίαση του διαμερίσματος της. Να ήταν ο Τρόι; Θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο απλά και μόνο για να την τρομάξει; Πιθανόν. Του έδινε πάντοτε ιδιαίτερη ευχαρίστηση να είναι κακός, έστω και χωρίς λόγο. Η επόμενη σκέψη της ήταν για τον Ρόουλι. Έπρεπε να βεβαιωθεί πως ήταν καλά. Τι κάνω εδώ; Γλιστρώντας όσο πιο ήσυχα μπορούσε από το κρεβάτι, η Τζένι άρπαξε τα ρούχα της, νιώθοντας λιγάκι σαν κλέφτρα. Η μπλούζα και το σορτς της ήταν ακόμα νωπά από τη βροχή. Ανατριχιάζοντας μέσα και έξω, φόρεσε τα εσώρουχά της, το σορτ της και κούμπωσε
την μπλούζα της με δάχτυλα που έτρεμαν. Κοιτάζοντας προς το μέρος του Χάντερ ξαφνιάστηκε. Στηριζόταν στον ένα αγκώνα και την παρατηρούσε. «Πρέπει να φύγω», του είπε βιαστικά. «Θα σε πάω εγώ». «Μ πορώ να πάρω ένα ταξί». «Θα σε πάω εγώ», είπε πάλι, πιο αποφασιστικά και αφού σηκώθηκε από το κρεβάτι έπιασε τα βρεγμένα ρούχα του από το πάτωμα. * Ο ουρανός είχε ένα απαλό γκρίζο χρώμα όταν έφτασαν στη βίλα. Μ όλις ο Χάντερ σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, η Τζένι πετάχτηκε έξω. Ο Χάντερ βγήκε επίσης και την πλησίασε. Το νωπό πουκάμισό του κολλούσε επάνω στο στέρνο του και η Τζένι σκέφτηκε ότι πρέπει να κρύωνε όσο κι εκείνη. «Πρέπει να πάω μέσα», του είπε. «Θα μπορέσεις να μπεις;» τη ρώτησε και η Τζένι θυμήθηκε κάπως καθυστερημένα τότε που ο Μ ατ είχε επιστρέφει τις πρώτες πρωινές ώρες και δεν είχε καταφέρει να ξυπνήσει κανέναν. Είχε διηγηθεί την ιστορία στον Χάντερ το προηγούμενο βράδυ σαν ένα αστείο για τη Μ άγδα, τον Φιλ και τους άλλους. Τώρα όμως
έβλεπε ότι ήταν ένα σοβαρό εμπόδιο. Νιώθοντας αβοήθητη, χτύπησε το κουδούνι. Ήξερε όμως ότι τα υπνοδωμάτια είχαν ατομικό κλιματισμό και εξαιτίας του θορύβου που έκαναν τα κλιματιστικά δεν δεν μπορούσε να το ακούσει κανείς. Γυρίζοντας προς τον Χάντερ, ευχήθηκε μέσα της να μπορούσε να του εξηγήσει τα συναισθήματά της. Αλλά, πάλι, δεν ήταν σίγουρη για τη σχέση τους. Ήθελε να πέσει στην αγκαλιά του και να τον αφήσει ν’ αναλάβει αυτός τα πάντα· την ίδια στιγμή φοβόταν ν’ αφήσει κάποιον που γνώριζε ελάχιστα να πάρει τέτοια θέση στη ζωή της. Ζάρωσε όταν θυμήθηκε τα γενναία λόγια της την προηγούμενη ημέρα... πως ήταν δηλαδή έτοιμη να κάνει κι άλλα λάθη... Αλλά και ο ίδιος φαινόταν να παλεύει με τον εαυτό του για τα ίδια θέματα. «Μ ετά τη χτεσινή νύχτα, σκέφτηκα πως ήταν καιρός να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια». «Μ ετά τη χτεσινή νύχτα;» Ανατρίχιασε. «Και το προηγούμενο διάστημα;» «Υπάρχουν και άλλα πράγματα που πρέπει να ειπωθούν», είπε τελικά ο Χάντερ. Ήταν φανερό ότι του ήταν δύσκολο να μιλήσει. «Χάντερ, δεν μπορώ να τ’ ακούσω τώρα. Λυπάμαι, αλλά είμαι εξουθενωμένη. Καταλαβαίνεις;»
Ο Χάντερ κοίταξε πίσω της προς το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. «Τι θα κάνεις;» «Δεν ξέρω!» δήλωσε σχεδόν υστερικά. Θέλω να φύγω μακριά σου! «Μ πορώ να σε φέρω αργότερα...» «Όχι! Αδύνατο». Μ έσα στην απελπισία της η Τζένι αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να σκαρφαλώσει στο μπαλκόνι και ν’ αρχίσει να χτυπάει τα τζάμια. Τότε άνοιξε η μπροστινή πόρτα απότομα και ένας Μ ατ με θολά μάτια στάθηκε στο κατώφλι φορώντας μόνο ένα μαύρο μεταξωτό μποξεράκι. «Α, γεια», είπε περνώντας το χέρι του μέσα στα ανακατωμένα μαλλιά του. Η Τζένι δεν περίμενε περισσότερο. Μ ’ ένα σφιγμένο «Θα σου τηλεφωνήσω» που πέταξε επάνω από τον ώμο της στον Χάντερ, μια υπόσχεση που δεν εννοούσε, προσπέρασε τον Μ ατ και έτρεξε βιαστικά στη σκάλα για το δωμάτιό της. * Εφτά ώρες αργότερα καθόταν κουλουριασμένη στη θέση της στο αεροπλάνο, παγωμένη ακόμα όσο και το πρωί. Η πτήση προς το
Χιούστον ήταν ήρεμη — και οδυνηρή. Η Τζένι δεν είχε νιώσει ποτέ πιο άθλια στη ζωή της, και δεν υπήρχε κανένας να κατηγορήσει εκτός από τον εαυτό της. Τον είχε εγκαταλείπει. Μ ια νύχτα έρωτα και το είχε βάλει στα πόδια. Ανυπόμονη το βράδυ, δειλή το πρωί. Το γρήγορο ντους που είχε κάνει δεν την είχε βοηθήσει να ζεσταθεί καθόλου. Μ άζεψε τα πράγματά της βιαστικά, ελπίζοντας να φύγει για το σπίτι της χωρίς να χρειαστεί ν’ απαντήσει σ’ ερωτήσεις. Οι ερωτήσεις έγιναν όμως. Όλοι ήθελαν να μάθουν για τον Χάντερ. Είχε ξεφύγει λέγοντας πως έπρεπε να επιστρέψει στο Χιούστον για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν εντάξει στο διαμέρισμά της, το ίδιο και ο Ρόου-λι. Η Μ άγδα και ο Φιλ επέμεναν να τους πει για τον Χάντερ, αλλά εκείνη απλά αρνήθηκε ν’ απαντήσει. Δεν μπορούσε. Δεν ήξερε τις απαντήσεις, που να πάρει! Το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε ενδώσει στην περιπέτεια της μιας νύχτας, την οποία ονειρευόταν τόσο καιρό, και είχε νιώσει απίθανα καλά. Αλλά η εύθραυστη εμπιστοσύνη της στον Χάντερ είχε καταστραφεί. Δεν τον ήξερε. Επρόκειτο για μια φαντασίωση. Αυτό ήταν όλο. Έπρεπε να τον είχε ακούσει την πρώτη φορά και να τον αφήσει να γίνει ο σωματοφύλακάς της. Αλλά μπορούσε να τον εμπι-στευθεί ακόμα και γι’ αυτό; Δεν ήταν δύσκολο να φανταστεί την αντίδραση του πατέρα της όταν μάθαινε πως μάζεψε έναν ολότελα ξένο από το Που-έρτο Βαγιάρτα και αφού του ζήτησε να την προστατεύσει, πέρασε μια απίστευτη ερωτική νύχτα μαζί του.
Φαίνεται πως τα σφάλματα που είχε κάνει με τον Τρόι δεν της είχαν διδάξει τίποτα. Και τώρα ο Τρόι ήξερε πως ήταν ο πατέρας του Ρόουλι. Ανατρίχιασε πάλι, αγκαλιάζοντας και με τα δυο χέρια το σώμα της. Αυτή η σκέψη τη σφυροκοπούσε σε μια άκρη του μυαλού της. Λοιπόν, αν δεν το ήξερε, σίγουρα θα το υποπτευόταν. Δεν πίστεψε ούτε για μια στιγμή πως ο Τρόι αγνοούσε την ύπαρξη του Ρόουλι. Αν προσπαθούσε πραγματικά να εισβάλει πάλι στη ζωή της, για τους όποιους λόγους του, τότε θα είχε ακούσει πια για τον Ρόουλι και θα είχε βγάλει κάποια συμπεράσματα. Ως τώρα έδιωχνε αυτήν τη σκέψη επειδή την τρόμαζε. Αλλά ήταν καιρός πια να αντιμετωπίσει τα γεγονότα κατάματα. Ο Χάντερ μπορεί να ήταν μια φαντασίωση ο Τρόι όμως ήταν η πραγματικότητα. Δυστυχώς. Ήταν σίγουρη πως είχε επιστρέψει για τον Ρόουλι. Το ερωτικό παιχνίδι με τον Χάντερ είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει — έτσι έπρεπε. Το φλερτ μ’ ένα σέξι, μυστηριώδη άντρα ήταν μεγάλη επιπολαιότητα, ειδικά όταν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στο φλερτ και την ασφάλεια του μοναχογιού της. Όμως, δεν ξέρεις καν πώς να επικοινωνήσεις μαζί του. Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει αυτήν τη σκέψη από το μυαλό της. Είχε κάνει κράτηση στην πρώτη διαθέσιμη πτήση προς Χιούστον και πλήρωσε την επιπλέον διαφορά στο εισιτήριο. Έπρεπε να πάει σπίτι της. Έπρεπε να σταματήσει να σκέφτεται
τον Χάντερ ή τι μπορεί να σκεφτόταν γ' αυτήν όταν καταλάβαινε ότι το είχε σκάσει, όχι μόνο από το κρεβάτι του αλλά και από το Πουέρτο Βαγιάρτα και τη ζωή του, επίσης... Οι διαμαρτυρίες της Μ άγδα, του Φιλ, του Μ ατ και μερικών από τους άλλους, πήγαν στο βρόντο. Κάπου μέσα της φοβόταν και ήλπιζε ότι μπορεί ο Χάντερ να την ακολουθούσε, σαν άλλος ιππότης με γυαλιστερή πανοπλία που θα ερχόταν να σώσει την καλή του. Όμως δεν το έκανε. Λόγια, λόγια ρομαντικά και τόσο κούφια. Το πιο πιθανό ήταν να χαιρόταν που είχε εξαφανιστεί τόσο γρήγορα από τη ζωή του. Κανένας άντρας δεν ήθελε η περιπέτεια μιας βραδιάς να κρατήσει πολύ. Η Τζένι κοίταξε από το παραθυράκι του αεροπλάνου τη γαλάζια απεραντοσύνη του ουρανού. Το μονότονο βουητό των μηχανών της έφερνε πλήξη αλλά και κούραση. Χαιρόταν που είχε φύγει πριν τον ερω-τευθεί, έτσι τουλάχιστον έλεγε στον εαυτό της. Προσπάθησε να διαβάσει ένα περιοδικό, το άφησε πήρε να λύσει ένα σταυρόλεξο, το άφησε κι εκείνο. Της ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί και στράφηκε πάλι προς το παράθυρο ώσπου προσγειώθηκαν. Το πρώτο που θα έκανε βγαίνοντας από το αεροπλάνο θα ήταν να τηλεφωνήσει στην Τζάνις. Ήξερε ότι κανονικά ο Ρόουλι θα επέστρεφε την επομένη, αλλά δεν ήθελε να περιμένει άλλο. Θα πήγαινε να τον πάρει απόψε κιόλας ή έστω να τον δει και να βεβαιωθεί η ίδια πως ήταν καλά.
Το αεροπλάνο τροχοδρόμησε και μέσα σε λίγα λεπτά είχε φτάσει στην πύλη όπου έσβησαν οι μηχανές. Η Τζένι περίμενε ανυπόμονα στο διάδρομο, αλλά όταν τελικά αποβιβάστηκαν και έφτασε στο χώρο παραλαβής των αποσκευών ένιωθε κατάκοπη. Κάτω από την κούραση υπήρχε και η έντονη ανάμνηση της ερωτικής νύχτας που είχε περάσει, τόσο δυνατή ακόμα, που της έκοψε για μια στιγμή την ανάσα. Ένα παράξενο συναίσθημα την κυρίευσε πάλι, αυτή η αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν. Ανατριχιάζοντας γύρισε απότομα. Μ ερικοί άνθρωποι που βρίσκονταν γύρω της την κοίταξαν περίεργα, ενώ άλλοι περίμεναν ήρεμα τις αποσκευές τους. Σκέφτηκε ότι αντιδρούσε σαν παρανοϊκή και μάλωσε τον εαυτό της, όταν με την άκρη του ματιού της είδε ένα γνωστό προφίλ. Ο Τρόι! Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, αλλά τότε ο άντρας γύρισε και χαμογέλασε σ’ ένα κοριτσάκι που τον πλησίαζε. Όχι, δεν ήταν ο Τρόι. Ο άντρας άρπαξε τη μικρούλα στην αγκαλιά του και συγχρόνως άπλωσε το χέρι του και αγκάλιασε τη νεαρή μητέρα. Ήταν όλοι τους χαμογελαστοί. Η Τζένι γύρισε από την άλλη μεριά. Ο Τρόι ποτέ δε χαμογελούσε. Εκτός κι αν μπορούσε να θεωρηθεί ως χαμόγελο το ψυχρό μειδίαμα κάποιου που είχε κατατροπώσει τον αντίπαλό του. Πόσες φορές δεν είχε δει εκείνο το χαμόγελο στους εφιάλτες της
όλα αυτά τα χρόνια... Απλώνοντας το χέρι της άρπαξε από τον ιμάντα τη βαλίτσα της που περνούσε μπροστά της, άνοιξε τις ρόδες και τράβηξε το χερούλι. «Μ ε συγχωρείτε». Η Τζένι τινάχτηκε. Κοίταξε τον σοβαρό άντρα που είχε μόλις μιλήσει. «Μ η φοβάστε», της είπε περνώντας στριμωχτά δίπλα της. «Ήθελα μόνο να πάρω τη βαλίτσα μου πριν μου φύγει». «Α. Συγνώμη». Άρπαξε το χερούλι της βαλίτσα της και την έσυρε βιαστικά έξω στον υγρό, πνιγηρό αέρα του Χιούστον. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Είχε ζήσει εκεί σχεδόν όλη τη ζωή της αλλά τώρα δεν έβλεπε την ώρα να φύγει για τη Σάντα Φε με την ξερή ατμόσφαιρα της ερήμου. Μ α τι της συνέβαινε; Τιναζόταν φοβισμένη με το παραμικρό. Στη διαδρομή για το σπίτι της με το ταξί κοιτούσε συνέχεια έξω από το παράθυρο τις γνώριμες εικόνες: το σήμα του Στοπ με το χαμογελαστό πρόσωπο στο κέντρο· το μικρό εμπορικό κέντρο τη λακκούβα στη μέση του δρόμου λίγο έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας. Μ όλις σταμάτησε το ταξί, ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Κατάλαβε πως ήταν ο φόβος για το τι θα αντίκριζε μπαίνοντας
μέσα, για το τι είχε κάνει ο εισβολέας. Αλλά και φόβος για τον Ρόουλι — και τον εαυτό της. «Ευχαριστώ», είπε δίνοντας ένα γενναίο φιλοδώρημα στον οδηγό. Σέρνοντας τη βαλίτσα της πέρασε τη σιδερένια πόρτα της αυλής και κατευθύνθηκε στην εξωτερική σκάλα. Αρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά αργά. Ένα αστραφτερό καινούριο πόμολο γυάλιζε στη φρεσκοβαμμένη μπλε πόρτα του διαμερίσματος της. Φυσικά ο διαχειριστής του κτιρίου είχε αντικαταστήσει την πόρτα, όμως αυτή το είχε ξεχάσει. Πήγε να τον βρει για να της δώσει το καινούριο της κλειδί, αφήνοντας τη βαλίτσα της έξω από την πόρτα. Όποιος κι αν ήταν ο διαρρήκτης μπορούσε να έρθει και να της κλέψει και τα ρούχα της επίσης. Ποσώς την ενδιέφερε. Μ ε τίποτα στον κόσμο όμως δε θα κουβαλούσε πάλι τη βαλίτσα της κάτω. Ευτυχώς ο Ντιέγκο, ο διαχειριστής, ήταν σπίτι του και είχε το κλειδί πρόχειρο. Κουνώντας το κεφάλι του μουρμούρισε πόσο φοβερή πρέπει να ήταν όλη αυτή η ιστορία της διάρρηξης για εκείνη. Η Τζένι συμφώνησε απόλυτα μαζί του. «Θέλεις να έρθω και να ελέγξω μαζί σου;» τη ρώτησε. «Όταν ήρθε η αστυνομία, ήμουν κι εγώ μαζί τους. Δεν έγινε καμιά ζημιά όσο ήμουν εκεί». «Είμαι μια χαρά. Σ’ ευχαριστώ για όλα και λυπάμαι γι’ αυτήν τη φασαρία». «Μ ην το σκέφτεσαι». Την αποχαιρέτησε μ’ ένα κούνημα του
χεριού. «Αν χρειαστείς οτιδήποτε, να έρθεις αμέσως». «Σ’ ευχαριστώ, Ντιέγκο». Πίσω στην πόρτα της, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και το έστριψε απαλά. Έσπρωξε την πόρτα προς τα μέσα κρατώντας την ανάσα της και άναψε τα φώτα. Μ πήκε μέσα προσεκτικά και κλείδωσε την πόρτα πίσω της, νιώθοντας απέραντη μοναξιά. Χωρίς το γιο της, το σπίτι έμοιαζε έρημο... και τόσο ήσυχο. Έσυρε τη βαλίτσα της στο διάδρομο και έριξε μια ματιά στο δωμάτιο του Ρόουλι. Η πόρτα ήταν κλειστή και την άνοιξε αμέσως. Χαμογέλασε. Η ίδια απόλυτη ακαταστασία. Νιώθοντας καλύτερα άρχισε να εξετάζει κάθε σπιθαμή του διαμερίσματος αφήνοντας το δικό της δωμάτιο τελευταίο. Έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στο μπάνιο για το δεύτερο ντους της ημέρας. Άφησε το νερό να τρέξει ώρα επάνω της. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα και κανέναν. Είτε επρόκειτο για τον Ρόουλι είτε τον Τρόι ή τον Χάντερ. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα είχε ετοιμάσει ένα φλιτζάνι ζεστό φρέσκο καφέ και εξέταζε το ταχυδρομείο που είχε αφήσει η Τζάνις στον πάγκο της κουζίνας. Κοίταξε προς το τηλέφωνο όπου υπήρχε μια τριπλή κορνίζα με φωτογραφίες του Ρόουλι: όταν ήταν μωρό, μαθητής του δημοτικού με τη στολή του ποδοσφαίρου και μαθητής της πρώτης λυκείου, όπου κοιτούσε τη μηχανή με το σκληρό και επίμονο βλέμμα ενός εγκληματία που τον φωτογράφιζαν για τ’
αρχεία της αστυνομίας. Μ ια ανατριχίλα τη διαπέρασε και κοίταξε γύρω της σαν να είχε μπει κάποιος στο δωμάτιο χωρίς να το ξέρει εκείνη. Έπιασε αμέσως το ακουστικό να τηλεφωνήσει στην Τζάνις, η οποία απάντησε στο πρώτο κουδούνισμα. «Θα πάω στην κατασκήνωση σήμερα», είπε χωρίς κάποιο πρόλογο. «Πρέπει να πάρω τον Ρόουλι αμέσως». «Γύρισες;» ρώτησε η Τζάνις θορυβημένη. «Ανησυχώ. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς». «Καλά, πάντως μην πας εκεί έτσι... Τηλεφώνησε πρώτα... Αχ, Τζένι, νιώθω τόσο άσχημα που σου τηλεφώνησα»» «Όχι, μην ανησυχείς γι’ αυτό», διαβεβαίωσε τη φίλη της. «Αλήθεια. Ήμουν ήδη έτοιμη να γυρίσω. Χαίρομαι που τηλεφώνησες». «Αχ, ξέρω ότι θα βρω τον μπελά μου», μουρμούρισε η Τζάνις. «Μ ας έδωσαν τον αριθμό τηλεφώνου στην κατασκήνωση. Ασε να δω...» «Σίγουρα θα τον έχω εδώ». «Όχι, είναι διαφορετικός τώρα. Συνδέεσαι απευθείας. Περίμενε μια στιγμή». Η Τζένι περίμενε ενώ η Τζάνις άφηνε το ακουστικό
και πήγαινε να ψάξει για τον αριθμό. Η αναμονή τής φάνηκε ατέλειωτη. Τελικά επέστρεψε με την πληροφορία. «Θα έρθουν αύριο. Είναι καλά, σταμάτα ν’ ανησυχείς», πρόσθεσε η Τζάνις. «Το ξέρω. Ευχαριστώ». Η Τζένι έκλεισε το τηλέφωνο. Αμέσως κάλεσε τον αριθμό της κατασκήνωσης και αφού μίλησε μ' ένα σωρό ανθρώπους που δεν ήξεραν απολύτως τίποτα, κατάφερε να βρει τον υπεύθυνο. Προσπάθησαν να την πείσουν να κλείσει το τηλέφωνο με την υπόσχεση ότι θα έβαζαν τον Ρόουλι να της τηλεφωνήσει εκείνος, αλλά η Τζένι αρνήθηκε πεισματικά και τελικά πήγε κάποιος να τον αναζητήσει. «Μ αμά;» Η φωνή του Ρόουλι ήταν κάπως επιφυλακτική. «Τι συμβαίνει;» «Τώρα που σε άκουσα τίποτα», του είπε ανακουφισμένη. Είχε τόσα πολλά να του πει, αλλά δεν της ερχόταν τίποτα στο μυαλό. «Απλά ήρθα νωρίτερα και ήθελα να σου μιλήσω». «Καλά, εντάξει, αλλά χάνω τον αγώνα μου». «Πήγαινε λοιπόν. Θα σε δω αύριο». «Ναι... εντάξει», μουρμούρισε αόριστα, ενώ το μυαλό του βρισκόταν ήδη στον αγώνα του.
Κλείνοντας το τηλέφωνο, η Τζένι ένιωσε τέτοια αδυναμία που σωριάστηκε στον καναπέ κρατώντας το κεφάλι της μέσα στα χέρια της. Η καρδιά της χτυπούσε σαν να είχε τρέξει σε μαραθώνιο. Μ ητρότητα. Σ’ έκανε να νιώθεις τόσο ευάλωτη και τα παιδιά ούτε που το καταλάβαιναν! Τότε χτύπησε το τηλέφωνο και πετάχτηκε επάνω ν’ απαντήσει. «Εμπρός;» είπε ζωηρά, ενώ σκεφτόταν ότι μπορεί να ήταν ο Χάντερ. Τι ανοησία! Λες και δεν ήξερε... Καμιά απάντηση. Περίμενε. Η γραμμή ήταν ανοιχτή, αλλά δεν ακουγόταν κανένας ήχος, ούτε καν της ανάσας κάποιου. Τρόι. Το όνομά του σχηματίστηκε στα χείλη της, αλλά έσβησε πριν το προφέρει. Ξαφνικά είχε μια ανατριχιαστική αίσθηση για το τηλεφώνημα. Όπως και στο αεροδρόμιο. Αργά, έβαλε το ακουστικό στη θέση του και έμεινε να το κοιτάζει ώσπου τα μάτια της πόνεσαν από τα δάκρυα που είχαν μαζευτεί. Πόσο θα ήθελε να της τηλεφωνούσε ο Χάντερ. Ήξερε πως δε θα το έκανε. * Το αεροπλάνο στρίγκλισε χτυπώντας στον ασφαλτοστρωμένο διάδρομο, τραντάχτηκε δυνατά και όρ-μησε μπροστά με ένα μουγκρητό σαν να επρόκειτο να εκτοξευθούν στο διάστημα. Όχι και τόσο μαλακιά προσγείωση, σκέφτηκε ο Χάντερ. Η γυναίκα
δίπλα του έσφιξε το λαιμό της και έβγαλε κάτι ήχους σαν να πνιγόταν από το φόβο, ενώ ο ίδιος έσφιξε μόνο τα μπράτσα του καθίσματος του και προσπάθησε να διώξει την ενόχληση που του προκάλεσε ο τρόπος που τον παράτησε η Τζένι. Αν δεν ήταν τόσο αναθεματισμένα εκνευριστικός, θα μπορούσε να είναι και αστείος. Αν δεν εμπλέκονταν και άλλα θέματα, ίσως να είχε βάλει την ουρά κάτω από τα σκέλια και να το είχε σκάσει, ξεχνώντας ακόμα και την ύπαρξή της. Φυσιολογικά, απέφευγε τις γυναίκες που ήταν ακατάλληλες γι’ αυτόν. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα φυσιολογικό στο μπλέξιμό του με την Τζένι Χόλογουεϊ. Τώρα έπρεπε να την κυνηγήσει και να δεχτεί το σνομπάρισμά της σαν να ήταν ένας ερωτοχτυπημένος έφηβος που δεν μπορούσε να την αφήσει στην ησυχία της. Και γιατί παρακαλώ; Επειδή είχε πει στον Αλεν Χόλογουεϊ ότι θα την προστάτευε! Χτύπησε το μπράτσο του καθίσματος του με τη γροθιά του, προκαλώντας μεγαλύτερο ακόμα πανικό στη γυναίκα δίπλα του. «Ασχημη πτήση», μουρμούρισε, αλλά εκείνη απλά τον κοίταξε ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια της. Η δύστυχη ήταν το χειρότερο είδος επιβάτη, φοβόταν παθολογικά το αεροπλάνο και οι σκοτεινές σκέψεις του καθώς και η σκυθρωπή παρουσία του δεν την είχαν βοηθήσει καθόλου. Αναρωτήθηκε αν θ’ ανοιγόκλεινε τρομαγμένη τα μάτια της έτσι και κουνούσε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό της. Έμοιαζε κατατονική. Εκτός από το τρέμουλο των χει-λιών της που ήταν αποτέλεσμα του τρόμου, έδειχνε να έχει παγώσει
τελείως. Χάρηκε όταν βρέθηκε έξω από το αεροπλάνο τελικά και άνοιξε το δρόμο του μέσα από το συγκεντρωμένο πλήθος έξω από το κτίριο. Η υγρασία τον τύλιξε αμέσως. Ένιωσε να πνίγεται και πήρε αμέσως μια βαθιά εισπνοή. Ο εκνευρισμός του όλο και μεγάλωνε, λες και οι απολήξεις των νεύρων του να είχαν πιάσει φωτιά. Δύσκολο να πιστέψει ότι μόλις πριν από λίγο καιρό υπέφερε από κατάθλιψη και ανία τόσο έντονα που μερικές φορές αναρωτιόταν αν άξιζε πραγματικά να ζει. Χα! Πάνε εκείνες οι ημέρες. Οριστικά! Για μια στιγμή ένιωσε ένα τσίμπημα νοσταλγίας. Τελικά το μούδιασμα ήταν προτιμότερο από τον πόνο. «Στο διάολο», μουρμούρισε. Όχι, δεν ήταν. Όμως αυτό που περνούσε τώρα ήταν ένα μαρτύριο και αναρωτήθηκε γιατί είχε τόση μεγάλη σημασία γι’ αυτόν. Είχε παραβεί έναν βασικό κανόνα: είχε εμπλακεί συναισθηματικά με κάποια έξω από την κοινωνική του τάξη, μια πλούσια. Τώρα έπρεπε να πάει να τη βρει, να εφεύρει κάποια ηλίθια δικαιολογία για την παρουσία του στην πόλη και να την προστατέψει από τον εγκληματία πρώην άντρα της. Ο Χάντερ έσφιξε τα δάχτυλά του μέσα στις παλάμες του. Έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά. Αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να βρει πρώτα την
Τζένι ή να τσεκάρει το γιο της. Η Τζένι ήταν ένα σκέτο πρόβλημα. Συγκριτικά, ο Ρόουλι θα ήταν ένα παιχνιδάκι. «Στο διάολο», μουρμούρισε πάλι πηγαίνοντας προς το τζιπ του. Το Πουέρτο Βαγιάρτα ήταν μόλις μερικές ώρες μακριά, αλλά ανήκε ήδη στο πολύ μακρινό παρελθόν. * Το σεξ ανοίγει πάντα την όρεξη ενός πραγματικού άντρα, σκέφτηκε ο Τρόι με ικανοποίηση κόβοντας την τεράστια μπριζόλα του. Οι κόκκινοι χυμοί από το σχεδόν ωμό κρέας χύθηκαν στο πιάτο. Κόκκινο. Σαν την μπλούζα της ξανθιάς. Το όνομά της ήταν Ντέινα και τον είχε προσκαλέ-σει στο μικροσκοπικό σπίτι της σε μια από τις φτωχογειτονιές του Χιούστον. Η φουκαριάρα η Ντέινα ήταν αρκετά «περπατημένη» και δεν ξαφνιάστηκε καθόλου με όσα της έκανε. Όσο πιο βρόμικα και σκληρά, τόσο το καλύτερο! Διάολε, η γυναίκα ήταν εξπέρ στο είδος! Είχε περάσει ένα φανταστικό Σαββατοκύριακο μαζί της, αλλά το βράδυ της Κυριακής την είχε ήδη βαρεθεί. Το σπίτι ήταν ένα αχούρι! Βρόμικα πιάτα στο νεροχύτη, τσαλακωμένα σεντόνια που μύριζαν σεξ. Ξαφνικά ήθελε να φύγει τρέχοντας μακριά της. Χώρια που
βρομούσε και η ίδια ένα φτηνό άρωμα. Ειλικρινά δεν καταλάβαινε τι της είχε βρει. Ενιωσε μια μικρή έκπληξη όταν διαπίστωσε ότι τελικά δε θύμιζε καθόλου την Τζένι. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν βαμμένα, ήταν χοντρή και την ώρα του σεξ του ψιθύριζε συνεχώς βρόμικες λέξεις στο αυτί. Τον έκανε να αηδιάσει. Κάποια στιγμή δεν άντεξε και την έσπρωξε μακριά του, με τόση δύναμη που την πέταξε κάτω από το κρεβάτι. Τον κοίταξε έκπληκτη, τα κατακόκκινα βαμμένα χείλη της είχαν σχηματίσει ένα μεγάλο «ω». Τη χαστούκισε με τόση δύναμη, που της άφησε ένα μεγάλο σημάδι στο πρόσωπο. Αυτό όμως τον ερέθισε και παρά τις αντιρρήσεις που τόλμησε το τσουλί να φέρει, την πήρε πολλές φορές, βίαια, σκληρά, πιέζοντας το κεφάλι της με τόση δύναμη στο στρώμα, που δεν μπορούσε ν’ ανα-σάνει. Αυτό μάλιστα. Το ευχαριστήθηκε σαν γνήσιος άντρας. Όταν την παράτησε, ήταν καθιστή στο κρεβάτι, βήχοντας και κλαίγοντας. Του ήρθε η διάθεση να γυρίσει για ένα δεύτερο γύρο. Χριστέ μου, πόσο τον ερέθιζε να έχει αυτός τον έλεγχο. Αλλά ήταν πολύ βρομιάρα για τα γούστα του. «Καφέ;» ρώτησε η σερβιτόρα διακόπτοντας τις σκέψεις του. Ο Τρόι μάσησε το κομμάτι το κρέας που είχε στο στόμα του, ύστερα της απάντησε: «Όχι, ευχαριστώ». Την παρατήρησε καθώς απομακρυνόταν. Παντού γυναίκες. Όπου κι αν γύριζες το μάτι σου γυναίκες, και όλες ποθούσαν έναν άντρα που θ’ άπλωνε το χέρι του και θα τις χούφτωνε. Έναν πραγματικό άντρα. Σαν κι αυτόν.
Όμως ο Τρόι δεν ενδιαφερόταν. Όχι απόψε. Ήθελε κάτι καλύτερο και αυτό το κάτι ήταν η Τζένι. Δεν είχε καταλάβει πόσο την ποθούσε ώσπου την ξαναείδε. Εκείνο το όμορφο φιλήδονο σώμα τυλιγμένο με τον ψυχρό παρθενικό υμένα. Επιπλέον, είχε πολλά λεφτά! Περισσότερα από όσα είχαν η ηλίθια η Φρεντερίκα, η βαρετή Πατρίτσια, η τσούλα η Βαλ και εκείνη η Μ ι-σέλ Κάλγκαρι με τα ηλίθια μάτια, μαζί. Ασε που είχε το γιο του. «Ρόουλι», είπε φωναχτά, απαλά. Ίσως έπρεπε να ψιθυρίσει το όνομα του αγοριού, όταν της τηλεφώνησε το απόγευμα. Στο άκουσμα της φωνής της ένα ρίγος τον διαπέρασε και ένα κύμα πόθου πλημμύρισε τις φλέβες του. Ακόμα και η ψυχρότητά της τον άναβε. Κόντεψε να πάει κατευθείαν στο σπίτι της, αλλά ευτυχώς δεν είχε χάσει τελείως το μυαλό του. Η κατάσταση απαιτούσε γοητεία. Ο γοητευτικός πρώην σύζυγος της Τζένι είχε φτάσει στην πόλη για να επανορθώσει και, μα το Θεό, αυτό θα της σερβίριζε. Όταν η σερβιτόρα πέρασε δίπλα του την ξάφνιασε πιάνοντας το χέρι της. «Άλλαξα γνώμη σχετικά μ’ εκείνον τον καφέ». Του χάρισε ένα λαμπερό χαμόγελο και ο Τρόι γέλασε σιγανά, ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Από την τσέπη του σακακιού του έβγαλε το πρόγραμμα αγώνων ποδοσφαίρου της κατασκήνωσης που είχε βρει στο συρτάρι του Ρόουλι.
Σάββατο βράδυ. Τελευταίος αγώνας για το Κύπελλο της Κατασκήνωσης. Άφησε ένα φιλοδώρημα στο τραπέζι και έκλεισε το μάτι με νόημα στη σερβιτόρα που έπαιρνε την παραγγελία ενός άλλου τραπεζιού. Ύστερα βγήκε έξω χωρίς να πληρώσει το λογαριασμό του. Το ξύσιμο από τα νύχια του Μ πένι στην πόρτα ξύπνησε την Τζένι. Είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ, απόδειξη της έλλειψης ύπνου από την προηγούμενη νύχτα. Σηκώθηκε με κόπο και άνοιξε την πόρτα, παραμερίζοντας λιγάκι όταν το ζώο πέρασε δίπλα της κουνώντας την ουρά του και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο το Ρόουλι. «Δεν είναι εδώ», φώναξε η Τζένι. «Είναι ακόμα στην κατασκήνωση». Ο Μ πένι επέστρεψε και ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατά της. Συγκινημένη του έξυσε τα αυτιά, ύστερα τον χάιδεψε απαλά στα πληγωμένα πλευρά του. Ο σκύλος κλαψούρισε λιγάκι και απομακρύνθηκε, αλλά τα μάτια του κοίταξαν την Τζένι με εμπιστοσύνη. «Ποιος ήταν;» τον ρώτησε. «Ο Τρόι;» Ο Μ πένι γάβγισε. Ελαφρά. Έμοιαζε τόσο πολύ με απάντηση που η Τζένι πήρε μια γρήγορη, κοφτή ανάσα και κοίταξε γύρω της. Ποιο ήταν το σχέδιο του Τρόι; Ήθελε τον Ρόουλι; Δεν ήθελε
αυτήν, το ήξερε. Αν και αυτό θα έπρεπε να την κάνει να νιώσει καλύτερα, ήξερε ότι δε θα ησύχαζε ώσπου να κάνει ο Τρόι την εμφάνισή του και να ξεκαθαρίσει τι ζητούσε. Γιατί σίγουρα θα ζητούσε κάτι. Ο Τρόι πάντοτε ήθελε κάτι. Της έκανε εντύπωση πόσο καλά τον ήξερε και πόσο καταλάβαινε το χαρακτήρα του τώρα. Γιατί δεν μπορούσε να είναι τόσο γνωστική όταν ήταν νέα; Γιατί είχε νιώσει την ανάγκη να πολεμήσει τον πατέρα της και είχε κάνει τόσο απαίσιες επιλογές; Όμως έτσι έχεις τον Ρόουλι. «Ναι», απάντησε στον εαυτό της, αγκαλιάζοντας το κεφάλι του Μ πένι με το τρίχωμα σαν μετάξι. «Έχω τον Ρόουλι». * Τα δύο αγόρια σωριάστηκαν στην άκρη του γηπέδου, νιώθοντας να πνίγονται από τη ζέστη. Ανάσαι-ναν βαριά και δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν οργισμένα. Υπερβολικά. Ο ένας ήταν ξανθός και ο άλλος με σκούρα μαλλιά, ένα αγόρι που σίγουρα θα είχε εμφάνιση αστέρα του σινεμά μεγαλώνοντας. «Να τον πάρει ο διάολος αυτό τον Μ πέργκερ!» φώναξε ο πρώτος, κοιτάζοντας άγρια τον κακόμοιρο τερματοφύλακα που δεν είχε καταφέρει να απωθήσει το σουτ. Ο Μ πέργκερ κατέβασε το κεφάλι του. Το δεύτερο αγόρι του έριξε
επίσης ένα άσχημο βλέμμα. Δεν τον ενδιέφερε τόσο όσο τον Μ πράντον, αλλά ήταν αρκετά σοφός για να ξέρει πως δεν έπρεπε να πάει κόντρα στο ρεύμα. Υπήρχαν πολλοί παίχτες μπροστά στο τέρμα, ανάμεσά τους και ο ίδιος με τον Μ πράντον, που θα μπορούσαν να έχουν υπερασπιστεί το τέρμα τους από την αντίπαλη ομάδα. Αλλά το φταίξιμο το είχε πάντοτε το τερματοφύλακας. «Τώρα έχουμε βγει από τον τελικό», είπε έξαλλος ο Μ πράντον. Ο Ρόουλι έμεινε ξαπλωμένος φαρδιά πλατιά στο γρασίδι. Δε σκόπευε να χάσει τελείως το κέφι του επειδή έχασαν όπως ο ευέξαπτος φίλος του Μ πράντον Φέργκιουσον. Όλα είχαν τελειώσει. Η κατασκήνωση είχε τελειώσει και αυτός θα έφευγε. Κοίταξε τα λαμπερά φώτα που φώτιζαν το γήπεδο και για μια στιγμή τυφλώθηκε από τη λάμψη τους. Από πάνω τους εμφανίστηκαν μερικά άστρα στον σκοτεινό μπλε ουρανό. Έσφιξε τις γροθιές του. Αισθανόταν ανήσυχος και φοβισμένος. Φοβόταν να φύγει. Ήθελε αυτή η στιγμή να κρατήσει για πάντα. Ήθελε η εφηβεία να μην τελειώσει ποτέ. Ήθελε να κλάψει αλλά ήξερε ότι αυτό μπορεί να σήμαινε το πικρό τέλος της φιλίας του με τον Μ πράντον... Μ ερικές φορές αναρωτιόταν αν ο φίλος του πραγματικά νοιαζόταν...
«Ο Μ πέργκερ είναι ένας ηλίθιος», μουρμούρισε ο Μ πράντον. Ο Ρόουλι δεν απάντησε. Σκέφτηκε τον πατέρα του Μ πράντον, Ρικ, και το μυαλό του άρχισε να περιπλανιέται στο αγαπημένο του μονοπάτι. Ονειρεύτηκε ότι ο Ρικ ήταν πατέρας του. Ο Ρικ θα ερχόταν μαζί με τη μητέρα του την επομένη να τον πάρουν. Δε χρειαζόταν να είναι παντρεμένοι. Δεν είχε σημασία. Ο Ρικ μπορούσε να μένει με την Τζάνις. Ήταν εντάξει γυναίκα. Αλλά θα έρχονταν μαζί, σαν γονείς του, και θα τους είχε και του δύο. Το όμορφο όνειρο του ζέστανε την καρδιά και του έφερε ένα απαλό χαμόγελο στα χείλη. «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο Μ πράντον. «Ποιος;» ρώτησε ο Ρόουλι χωρίς να ανοίξει τα μάτια του. «Εκείνος ο άντρας. Μ ας κουνάει το χέρι του». «Μ πορεί να το κουνάει στον Μ πέργκερ. Πιθανόν να του βάλει και τις φωνές, επίσης», είπε ο Ρόουλι με μια πικρή διάθεση χιούμορ. «Μ πα...» Ο Ρόουλι ανασήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον άντρα που τους πλησίαζε. Περπατούσε με γοργά, γεμάτα αυτοπεποίθηση βήματα. Ο Ρόουλι αναση-χώθηκε και περίμενε, εξετάζοντας τον άγνωστο με όλη την καχυποψία ενός νεαρού εφήβου που
έρχεται αντιμέτωπος με μια άγνωστη μορφή εξουσίας. Ο νεόφερτος σταμάτησε ακριβώς μπροστά του, έχοντας πίσω του τα εκτυφλωτικά φώτα του γηπέδου, που άφηναν να φαίνεται καθαρά μόνο η σιλουέτα του. «Ρόουλι Ράσελ;» «Ναι;» απάντησε απότομα και με βλοσυρό ύφος. Κάτι διαπέρασε τη σπονδυλική του στήλη. Ένα κακό προαίσθημα. Δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, δεν του είπε ότι το επώνυμό του ήταν Χόλογουεϊ. Ο άντρας άπλωσε το χέρι του και έσφιξε του αγοριού, χαμογελώντας. «Απλά ήθελα να βεβαιωθώ ότι ήσουν καλά». Ο Ρόουλι τον κοίταζε αμίλητος, ενώ ο Μ πράντον κοιτούσε και τους δυο συνοφρυωμένος. Ακολούθησε μια μακριά σιωπή στη διάρκεια της οποίας ο καθένας από τους τρεις ζύγιαζε τον άλλο. Στο τέλος αυτός που έσπασε τη σιωπή ήταν ο Μ πράντον, που ρώτησε απότομα: «Ποιος διάολος είσαι εσύ;»
κεφάλαιο 9 Τελικά αποφάσισε να πάει στου Ρικάρντος. Το διαμέρισμά της δε φαινόταν να έχει πάθει κάποια ζημιά από τη διάρρηξη. Το μόνο που είδε να λείπει ήταν μερικά χρήματα, ελάχιστα, από το συρτάρι
της κουζίνας, αλλά τίποτ’ άλλο. Αυτό την έκανε να νιώσει κάπως καλύτερα, λες και η διάρρηξη να είχε γίνει από κάποιο φουκαρά. Παρ’ όλα αυτά, η σκέψη του Τρόι δεν μπορούσε να φύγει τελείως από το μυαλό της, το ίδιο και τα λόγια του γιου της, που τα άκουγε να επαναλαμβάνονται σαν μια διαβεβαίωση πως όλα ήταν καλά. Δυο φορές σήκωσε το τηλέφωνο να πάρει τον πατέρα της. Ήθελε απελπισμένα να μάθει αν ο Τρόι είχε επικοινωνήσει ξανά μαζί του. Δύο φορές ξανάβαλε το ακουστικό στη θέση του, μη θέλοντας να ανοίξει αυτό το κουτί της Πανδώρας. Όχι. Θα περίμενε. Ο Ρόουλι θα επέστρεφε στο σπίτι αύριο και λίγες ημέρες αργότερα θα έφευγαν οριστικά από αυτή την πόλη. Τηλεφώνησε στην Γκλόρια και άκουσε αφηρημένα τη λίστα παραπόνων της δυναμικής σεφ. Όταν τελείωσε με το τηλεφώνημα, έβγαλε μερικά κουτιά για να ξεκινήσει το μάζεμα. Όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, έτσι οστοφάσισε να πάει μια βόλτα ως το εστιατόριο και ν’ αποχαιρετήσει τους φίλους της. Το Ρικάρντος ήταν ακριβώς όπως το είχε αφήσει: έσφυζε από ζωή, αρώματα μπαχαρικών, γεμάτο πελάτες και όπως πάντα κάτω από την αυστηρή εποπτεία του Αλμπέρτο. Μ παίνοντας μέσα τον βρήκε να ουρλιάζει σ’ έναν από τους νεώτερους σεφ αλλά μόλις την είδε σταμάτησε. «Μ πέλα!» φώναξε αγκαλιάζοντάς τη με αγάπη. «Γεια σου, Αλμπέρτο. Βλέπω ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει όσο
έλειπα». «Τίποτα δεν έχει αλλάξει; Τίποτα δεν έχει αλλάξει;» Χτύπησε τη γλώσσα του στο στόμα και έκανε ένα βήμα πίσω για να την κοιτάξει. «Έχεις πάρει ωραίο χρώμα στα μάγουλα». «Μ αύρισα, είναι αλήθεια», παραδέχτηκε. «Από τις ώρες τεμπελιάς κάτω από τον ήλιο πίνοντας μαργκα-ρίτα». Κούνησε το δάχτυλό του πειρακτικά μπροστά στο πρόσωπό της. «Κακό κορίτσι». Αλλά ήταν φανερό πως ήταν ευχαριστημένος που είχε ξεκουραστεί. «Βρήκες κανέναν εκεί; Έναν ωραίο άντρα;» Δεν είπε τίποτα. Βλέποντας ότι οι άλλοι σεφ και οι σερβιτόροι είχαν σταματήσει να δουλεύουν για ν' ακούσουν, είπε μόνο: «Όλοι ήταν ωραίοι στο Πουέρ-το Βαγιάρτα». «Ναι, καλά, καλά». «Σοβαρά, Αλμπέρτο, πώς τα πας με τον καινούριο λογιστή;» Κούνησε τα χέρια του στον αέρα. «Έρχεται. Φεύγει. Παραπονιέται. Τον έδιωξα». «Αλμπέρτο!» Τα καστανά μάτια του την κοίταξαν παρακλητικά. «Σε παρακαλώ, θα διορθώσεις τα πράγματα;»
«Δεν μπορώ. Πρέπει να βρεις κάποιον. Θα φύγω όσο πιο σύντομα μπορώ». «Δε θα μείνεις;» «Όχι!» του δήλωσε με χαμόγελο. «Ξέρεις ότι έχω δικό μου εστιατόριο στη Σάντα Φε. Είναι σχεδόν έτοιμο να λειτουργήσει. Άλλωστε, εσύ ξέρεις ότι δεν μπορείς ν’ αφήνεις το εστιατόριό σου στα χέρια κάποιου άλλου. Η Γκλόρια το μόνο που θέλει να κάνει είναι να μαγειρεύει και κοντεύει να τρελαθεί με όλες τις αποφάσεις που την άφησα να πάρει». Του διηγή-θηκε την τελευταία της συνομιλία με τη σεφ της. «Έτσι, θα φύγω στο τέλος της εβδομάδας», πρόσθεσε με μια αιφνίδια αποφασιστικότητα. «Δεν πρόκειται να περιμένω ούτε λεπτό παραπάνω». «Εντάξει». Έδειχνε τόσο λυπημένος. «Τηλεφώνησα στο πρακτορείο και μου στέλνουν κάποιον άλλο. Σήμερα». Έσφιξε τα χείλη του. «Σίγουρα θα μοιάζει με άλογο που έχει μυαλά φαριού». «Μ ερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι τα ψάρια είναι έξυπνα. Οι ψαράδες που δεν μπορούν να τα πιά-σουν». Ο Αλμπέρτο ξεφύσηξε. «Εντάξει, πήγαινε. Πήγαινε!» Την αγκάλιασε πάλι. Η Τζένι υποχώρησε. «Θα ρίξω μια ματιά στις καταχωρίσεις της τελευταίας εβδομάδας και θα δω πώς τα πας. Αλλά αυτή είναι η τελευταία φορά».
Το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν να είχε ανάψει κανείς ένα φως. «Γκράτσιε. Σ’ ευχαριστώ». Η Τζένι κούνησε απλά το κεφάλι της. Η Κάρολαϊν μπήκε σαν σίφουνας στην κουζίνα και έβγαλε μια φωνή χαράς βλέποντας την Τζένι. «Πώς ήταν το Που-έρτο Βαγιάρτα;» ρώτησε. Η θύμηση του Χάντερ όπως την έσφιγγε μέσα στα δυνατά του μπράτσα την άφησε άφωνη. «Μ η ρωτάς», είπε έξαλλη με τον εαυτό τους για το φλόγισμα στα μάγουλά της. «Τόσο καλά, ε;» Η Τζένι κάγχασε, προσπάθησε να πει ψέματα, ώσπου στο τέλος εγκατέλειψε την προσπάθεια. «Τόσο». Η Κάρολαϊν χτύπησε τα χέρια της και χαμογέλασε σαν πονηρό διαβολάκι. «Ε, καιρός ήταν!» Στο στενό γραφειάκι της, η Τζένι προσπάθησε να κρατήσει το χαμόγελό της. Δεν ήταν και τόσο έξυπνο να παρασύρεται από τις αναμνήσεις του σύντομου χρόνου που πέρασε με τον Χάντερ. Καθόλου έξυπνο. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ίσως ψάξει να σε βρει. Είπε σιωπηλά στον εαυτό της για να τελειώνει μ’ αυτό και αφοσιώθηκε στη δουλειά της, νιώθοντας θλίψη για την άσχημη
κατάσταση των βιβλίων μέσα σε μια εβδομάδα. Όποιος κι αν ήταν αυτός που είχε προσλάβει ο Αλμπέρτο, δεν έκανε για τη δουλειά. Μ ακάρι ο επόμενος να ήταν πιο ικανός. Τελικά, παίρνοντας τα βιβλία μαζί της, κατευθύν-Οηκε προς την πόρτα. Θα δουλέψω στο σπίτι, σχημάτισε τις λέξεις άηχα στην Κάρολαϊν πηγαίνοντας προς την πίσω πόρτα. «Εκείνος ο τύπος επικοινώνησε μαζί σου στο Πουέρτο Βαγιάρτα; Μ η μου πεις ότι ήταν αυτός που γνώρισες τελικά εκεί;» την πείραξε η Κάρολαϊν με πλατύ χαμόγελο. «Ποιος τύπος;» «Σκούρα μαλλιά, γαλάζια μάτια. Ρώτησε για εσένα και δεν ήμουν σίγουρη πόσα να του πω. Απλά ανέφερα ότι θα πήγαινες διακοπές με φίλους». Δίστασε. «Έκανα άσχημα;» «Όχι. Όχι... δεν επικοινώνησε μαζί μου». Η περιγραφή της Κάρολαϊν ταίριαζε στον Χάντερ, αλλά το ίδιο και σ’ ένα σωρό άλλους άντρες, συμπεριλαμβανομένου και του πρώην συζύγου της. Προειδοποίησε τον εαυτό της να μη δώσει μεγάλη σημασία σε αυτό. «Είπε ότι θα το έκανε;» «Σ’ έψαχνε», απάντησε η Κάρολαϊν. «Του είπα ότι θα μετακόμιζες». «Του είπες και πού;»
«Τζένι, με τρομάζεις!» «Όχι. Απλά αναρωτιόμουν». Η καρδιά της χτυπούσε υπερβολικά γρήγορα. «Σε περίπτωση που με ψάξει. Υποθέτω ότι δεν άφησε όνομα». «Χμ, ναι. Το όνομά του ήταν... Μ πιλ... κάτι». Η Κάρολαϊν κούνησε το κεφάλι της ρίχνοντας μια ματιά προς την αίθουσα του εστιατορίου. «Θα μου έρθει. Πρέπει να πάω κάποιες παραγγελίες». «Πήγαινε». Η Τζένι χαιρέτησε τη φίλη της και έστριψε το πόμολο της πίσω πόρτας. Έκανε ένα βήμα έξω και σχεδόν έπεσε επάνω στο γεροδεμένο σώμα ενός άντρα, ύστερα έβγαλε μια φωνή έκπληξης. Μ προστά της στεκόταν ο Χάντερ Κάλγκαρι. «Θεέ μου!» ψιθύρισε ταραγμένη. «Γεια σου», τη χαιρέτησε. «Γεια». Κοίταξε πίσω της αλλά η Κάρολαϊν είχε εξαφανιστεί. «Για κάποια που προσέλαβε σωματοφύλακα, σίγουρα εξαφανίστηκες χωρίς λέξη». Η Τζένι ήθελε να πέσει στην αγκαλιά του. Δεν είχε αντιληφθεί πόσο την ενδιέφερε ως αυτήν τη στιγμή. Ήταν ενθουσιασμένη που τον έβλεπε. Μ αγεμένη! «Θέλεις ακόμα τη δουλειά;» τον ρώτησε αδύναμα.
Προσπάθησε ν’ αγνοήσει την εμφάνισή του. Το απαλό δέρμα του μαύρου σακακιού που φορούσε τα μακριά πόδια του μέσα στο τζιν παντελόνι τις μπότες το τζιν πουκάμισο, ανοιχτό στο λαιμό. Απέπνεε μια έντονη σεξουαλικότητα που θυμόταν πάρα πολύ καλά. «Πώς ήξερες πού να με βρεις;» «Βοήθησε η πείρα». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Είπες ότι εργαζόσουν στου Ρικάρντος». «Είμαι... Χαίρομαι τόσο που ήρθες». Ήταν ο τρόπος της να ζητήσει συγνώμη. Θα ήθελε να του πει πολλά περισσότερα, αλλά δεν ήξερε πώς. Η συγχώρηση ήρθε μ’ ένα αργό χαμόγελο που έκανε την καρδιά της να χάσει μερικούς χτύπους. «Τι σ’ έκανε να διαλέξεις την πίσω πόρτα;» ρώτησε καθώς τη συνόδευε ως το αυτοκίνητό της. Αλλά τότε είδε ένα μαύρο τζιπ, όμοιο μ’ εκείνο που είχε νοικιάσει ο Χάντερ στο Μ εξικό, παρκαρισμένο δίπλα στο δικό της μπλε Βόλβο. Αλλα δεν υπήρχαν. Ανασήκωσε τους ώμους του. «Η σκέψη ότι οι υπάλληλοι πρέπει να χρησιμοποιούν αυτή την πόρτα. Αν ερχόμουν από εδώ ίσως σε πετύχαινα». «Είχες δίκιο», του είπε κεφάτα.
Στάθηκαν αμήχανοι, ο ένας απέναντι στον άλλο, στο άδειο πάρκινγκ. Η Τζένι κοιτούσε τα παιχνιδί-σματα που έκανε το φως του δρόμου επάνω στο πρόσωπό του, νιώθοντας έντονα τη γοητεία της παρουσίας του μέσα στο ημίφως. Ήταν πραγματικά ωραίος άντρας, αλλά η αρρενωπότητα και η αυστηρότητα των χαρακτηριστικών του το έκρυβαν. Αναρωτήθηκε πώς δεν το είχε προσέξει νωρίτερα. «Θέλεις να πάμε κάπου;» της πρότεινε. Να πρότεινε το σπίτι της; Να τον προσκαλούσε; Θα πήγαινε να πάρει τον Ρόουλι την επομένη. «Δε μένω μακριά από δω...» «Θα σε ακολουθήσω». Η Τζένι είπε στον εαυτό της ότι όφειλε να δώσει προσοχή στους ενδοιασμούς της και όχι να τον οδηγεί στο σπίτι της, αλλά το μόνο που κυριαρχούσε στο μυαλό της ήταν φευγαλέες εικόνες από γυμνασμένους μυς, λεία σάρκα, σκληρά δάχτυλα, ανυπόμονα χείλη. Η περίπτωσή της ήταν αθεράπευτη, τελεία και παύλα. Χαιρόταν που είχε έρθει να την αναζητήσει. Αν δεν το είχε κάνει, θα τρελαινόταν ξέροντας πως το φταίξιμο ήταν αποκλειστικά δικό της. Τον είδε να ξεκλειδώνει το τζιπ και να μπαίνει μέσα. Προσποιήθηκε ότι ήταν απορροφημένη σε κάτι άλλο ενώ εκείνος
την πλησίαζε με το αυτοκίνητο. Ήταν νευρική σαν έφηβη που περιμένει το πρώτο της φιλί. Ήταν δεκατριών χρονών όταν είχε δεχτεί το πρώτο φιλί- θυμόταν ακόμα πώς τα χείλη της είχαν πιεστεί επάνω στα σιδεράκια του Ντάνι Ντουράν ώσπου νόμισε ότι θα άφηναν ανεξίτηλα σημάδια επάνω τους. Έπειτα από αυτό τίποτα. Κανένας ασυγκράτητος εφηβικός πόθος ή αδέξια αγγίγματα. Έφυγε κυριολεκτικά τρέχοντας από τον... τόπο του εγκλήματος, ευχαριστημένη που δεν ήταν υποχρεωμένη να το ξανακάνει σύντομα. Αλλά αυτό που έμεινε στη μνήμη της, αυτό που θυμόταν περισσότερο ήταν η νευρικότητά της, σχεδόν το χειρότερο είδος που είχε γνωρίσει ποτέ. Ε, αυτή η νευρικότητα είχε επιστρέφει τώρα. «Δεν είναι πολύ μακριά από δω», του είπε μπαίνοντας στο αυτοκίνητό της. Ο Χάντερ κατένευσε και βάζοντας μπρος τη μηχανή του Βόλβο βγήκε στο δρόμο, κοιτάζοντας στον καθρέφτη της αν τα φώτα του την ακολουθούσαν. Αφού παρκάρισε το τζιπ στην άκρη του δρόμου, τη συνάντησε κοντά στην αυλή του κτιρίου και μπήκαν μέσα μαζί. Θεέ μου. Είχε βασανίσει το μυαλό της να βρει κάτι να του πει, οτιδήποτε, αλλά ήταν ανώφελο. Τελικά σηκώνοντας το βλέμμα της ψηλά, προς την πόρτα, είπε με ανακούφιση. «Ο Μ πένι είναι εδώ». Ο Χάντερ ακολούθησε το βλέμμα της. «Ο σκύλος;»
«Ναι». Η Τζένι προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα. Ο Μ πένι έριξε ένα ερευνητικό βλέμμα στον Χάντερ, γρύλισε σιγανά, προειδοποιητικά, ύστερα ακολούθησε την Τζένι στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Ο Χάντερ τον ακολούθησε και είδε τον Μ πένι να στέκεται φρουρός δίπλα στην Τζένι. «Μ ου φαίνεται ότι έχεις ήδη προστάτη», σχολίασε ο Χάντερ. «Πολύ καλό μάλιστα, αν κρίνω από το ύφος του». «Κάτι του συνέβη», είπε η Τζένι. Έκανε μασάζ στα αυτιά του Μ πένι ώσπου στο τέλος ο σκύλος της χάρισε ένα λαχανιασμένο χαμόγελο. «Γίνομαι έξαλλη όταν το σκέφτομαι». Ο Χάντερ κοίταξε το σκύλο. «Έκαναν καμιά ζημιά;» «Από όσο είδα, όχι». «Σε πειράζει να ρίξω κι εγώ μια ματιά;» Η Τζένι ντράπηκε για τον τρόπο που είχε αντιδρά-σει το πρωί που ήταν μαζί. Του έδειξε με ένα νεύμα ότι δεχόταν. «Κάνε ό,τι θέλεις. Πάντως είναι σχεδόν όπως το άφησα φεύγοντας για το Μ εξικό». Ο Χάντερ προχώρησε στο διάδρομο. Ο Μ πένι δεν μπορούσε να το ανεχτεί αυτό. Έτσι έτρεξε βιαστικά πίσω του, κρατώντας μια απόσταση μεταξύ τους, αλλά χωρίς να χάνει ούτε μια κίνηση του
Χάντερ από τα μάτια του. Ο σκύλος δεν ήταν ακριβώς απειλητικός, αλλά ούτε και άνετος. Η Τζένι έσφιξε τα χέρια της γύρω από τα γυμνά της μπράτσα, αφού τα έτριψε βιαστικά. Φαίνεται πως η νευρικότητά της ήταν μεταδοτική. Ίσως πάλι ο Μ πένι να ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός μετά το συναπάντημά του με τον διαρρήκτη. Ακούσε τον Χάντερ να μπαίνει στο δωμάτιό της, αλλά η σκέψη πως ήταν μέσα στο δωμάτιό της ξεπερ-νούσε τις αντοχές της. Πετάχτηκε επάνω κι έτρεξε βιαστικά στην κουζίνα να κάνει κάτι — οτιδήποτε. Σκέφτηκε να κάνει καφέ, απέρριψε όμως την ιδέα αμέσως για κάτι πιο δυνατό κι έβγαλε ένα μπουκάλι παγωμένο κρασί από το ψυγείο. Έβγαζε το μεταλλικό πώμα όταν εκείνος επέστρεψε. «Δε θα έλεγα πως είναι κάβας», είπε, «αλλά είναι αυτό που πίνω όταν βρίσκομαι εδώ». Της χαμογέλασε αχνά. «Είχα την εντύπωση πως είσαι μια πλούσια κληρονόμος». Η Τζένι κάγχασε περιφρονητικά και γέμισε δύο ποτήρια. «Αν μ’ έβλεπε ο πατέρας μου να πίνω κρασί χύμα, θα πάθαινε έμφραγμα». «Ώστε γι’ αυτό το πίνεις». «Το πίνω επειδή μου αρέσει και επειδή είναι το μόνο που μου επέτρεπαν τα οικονομικά μου όλα αυτά τα χρόνια. Θα συνεχίσει
να μου αρέσει, επειδή δε θέλω να ξεχάσω ποια πραγματικά είμαι». Την κοίταξε σιωπηλός. «Είμαι η Τζένι Χόλογουεϊ», είπε με σταθερή φωνή. «Όχι η Τζενίβα Χόλογουεϊ Ράσελ». Δέχτηκε το ποτήρι που του πρόσφερε και ήπιε μια γουλιά χωρίς το βλέμμα του να φύγει στιγμή από το πρόσωπό της. «Είσαι και τα δύο», της είπε τελικά. «Όσο για το κρασί, μου αρέσει κι εμένα». Αυτό ήταν αρκετό για να κάνει το νευρικό σύστημα της Τζένι να τσιτωθεί πάλι. Ήπιε μια γουλιά και άλλη μία και άλλη μία ενώ πάλευε μέσα της να πνίξει μια παράξενη και επείγουσα ανάγκη να ουρλιάξει. Ήθελε να την αρπάξει με τα δυνατά του χέρια, να τη σφίξει επάνω του, να της κάνει έρωτα εκεί μπροστά στον πάγκο της κουζίνας. Ήθελε να νιώσει το κορμί του να συσπάται επάνω στο δικό της, ήθελε να γίνει κτήμα του. Ήθελε να ζήσει. «Λοιπόν, τι έμαθες από την έρευνά σου;» κατάφερε να τον ρωτήσει ύστερα από μια ατέλειωτη στιγμή έντασης. «Είσαι τακτική. Ο γιος σου είναι ακατάστατος». Η Τζένι γέλασε κεφάτα. «Αυτό κι αν είναι η δήλωση του αιώνα». «Αυτός είναι;» ρώτησε ο Χάντερ γέρνοντας το κεφάλι του λοξά προς τη φωτογραφία στο γραφειάκι
της κουζίνας. Η Τζένι κατένευσε. «Σου μοιάζει». «Μ οιάζει του πατέρα του. Τα μάτια πάντως είναι τα δικά μου. Και η αίσθηση του χιούμορ». «Είναι ακόμα στην κατασκήνωση;» «Ως αύριο». Ο Μ πένι έτριψε τη μούρη του στο χέρι της Τζένι κι εκείνη χάιδεψε το κεφάλι με το μεταξένιο τρίχωμα. 0 Χάντερ ακούμπησε στην καμάρα της κουζίνας και τους κοίταζε. Το ρολόι του τοίχου χτύπησε την ώρα δυνατά. Μ ε κομμένη την ανάσα, η Τζένι κατάφερε τελικά να πει: «Έπρεπε να φύγω. Μ ου ήταν αδύνατο να μείνω άλλο». Την κοίταξε κατάματα σιωπηλός για μια στιγμή. «Δε μου άρεσε που ξύπνησα και είδα ότι έφευγες». Η Τζένι άφησε το ποτήρι της στον πάγκο. Τα χέρια της έτρεμαν. Τα σταύρωσε μπροστά της για να τα κρύψει. «Το ξέρω». «Δεν πειράζει». Δεν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του. Τι σή-μαινε αυτό, ότι δεν ήθελε κάποια σχέση μαζί της; Ή το αντίθετο; Αλλά και αυτή, τι ήθελε τελικά; «Σκέφτηκα πως ίσως η θέση του σωματοφύλακα να ήταν ακόμα
ελεύθερη και είπα να το ρισκάρω». «Είναι. Ναι». Κούνησε το κεφάλι της νευρικά. Παρατηρώντας την, πρόσθεσε: «Θα μου πεις αν υπάρχει και κάτι άλλο που θέλεις». «Συγνώμη για τον πανικό μου. Ήταν κυρίως εξαιτίας του Ρόουλι. Έφτασα εδώ και του τηλεφώνησα αμέσως. Μ ιλήσαμε και ένιωσα καλύτερα. Θα μπορούσα να το είχα κάνει και από το Πουέρτο Βαγιάρτα, αλλά...» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Σκέφτηκα ότι κατά κάποιον τρόπο είχα αρχίσει να χάνω το μυαλό μου». «Εγώ νόμισα πως έφυγες εξαιτίας όσων σου είπα». «Όχι απόλυτα. Δηλαδή, ήταν και αυτό. Ω, δεν ξέρω...» Τον κοίταξε απελπισμένα. «Πραγματικά χαίρομαι που είσαι εδώ». Η ένταση μεγάλωνε ανάμεσά τους. Η Τζένι δε νοιαζόταν άλλο να κρύψει τα συναισθήματά της. Τον ήθελε και η λαχτάρα της φάνηκε ξεκάθαρα στα μάτια της. Ποθούσε την αγκαλιά του, τον τρόπο που την άγγιζε. Ο Χάντερ διάβασε το μήνυμα που του έστελνε. Άλλωστε ήταν ξεκάθαρο. Αργά άφησε κάτω και το δικό του ποτήρι, κάλυψε την απόσταση που τους χώριζε, στάθηκε μπροστά της και πάντοτε αργά, θεληματικά, ανασήκωσε το πιγούνι της με το δάχτυλό του. Τα χείλη του κατέβηκαν προς τα δικά της και σταμάτησαν
πριν τα αγγίξουν. «Για να δούμε πώς θα πάει», πρότεινε και η Τζένι, μην αντέχοντας άλλο, άφησε ένα βογκητό πόθου να ξεφύγει μέσα από τα μισάνοιχτα χείλη της πριν το στόμα του φυλακίσει το δικό της. Τα γόνατά της λύγισαν. Ένιωσε τη σκληρή άκρη του πάγκου να πιέζει τη μέση της, καθώς το σώμα του προσπαθούσε να συνθλίψει το δικό της. Ένα κύμα πόθου διέτρεξε τις φλέβες της, ενώ τα χέρια της αρπάζονταν από επάνω του ξεσκίζοντας ταυτόχρονα τα ρούχα του. «Σε θέλω», παραδέχτηκε. «Συγχώρεσέ με που έφυγα». «Σσσ...» Ο Χάντερ αναστέναξε επάνω στο λαιμό της, ο ήχος απαλός, σχεδόν ερωτικός την έκανε να ριγήσει. Τα χέρια του γλίστρησαν στην πλάτη της, την κράτησαν κοντά του τρυφερά. Κατάλαβε πως περίμενε από εκείνη να κάνει το πρώτο βήμα και ήταν σαν ένα δυνατό ποτό που τη χτύπησε κατακέφαλα. Τα χέρια της βρήκαν στα τυφλά την πόρπη της ζώνης του και προσπάθησαν να την ανοίξουν. Τότε το στόμα του σφράγισε το δικό της παρασύροντάς τη στην εξερεύνηση ενός καινούριου, μαγικού κόσμου. Ο Μ πένι γρύλισε παραπονιάρικα και η Τζένι προσπάθησε να τον κάνει να σωπάσει. Ήθελε τον Χάντερ και τον ήθελε τώρα. Μ ια
μικρή φωνή που δεν πίστευε πως ήταν η δική της ικέτευε. «Σε παρακαλώ», του ψιθύρισε. «Σε παρακαλώ... τώρα...» Αυτό ήταν. Ο Χάντερ την κράτησε σφιχτά επάνω του και την ξάπλωσε στο πάτωμα. Ο Μ πένι είχε απομακρυνθεί... σε ασφαλές έδαφος, κοντά στην πόρτα της κουζίνας, ανήσυχος αλλά και σαστισμένος. «Έξω», του φώναξε ο Χάντερ σχεδόν άγρια και η Τζένι γέλασε χαρούμενα. Το πάτωμα της κουζίνας ήταν σκληρό και μάλλον άβολο, και ο Χάντερ το συνειδητοποίησε πρώτος. «Ίσως θα έπρεπε να...» άρχισε αλλά η Τζένι του έκλεισε το στόμα μ’ ένα καυτό φιλί. Η ανταπόκρισή του ήταν τέτοια που ένιωσε να σβήνει, να χάνεται μέσα στην παραζάλη των αισθήσεων της που είχαν ξυπνήσει από το λήθαργο χρόνων. * «Όχι, μην κουνιέσαι», ψιθύρισε η Τζένι ενώ αποτραβιόταν από την αγκαλιά του Χάντερ, ευχαριστημένη από τα μουρμουρητά του διαμαρτυρίας. «Θα πάρω μόνο ένα ποτήρι νερό». Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πριν βγει από το δωμάτιο γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας. Ήταν τόσο όμορφος και τρυφερός και έδειχνε τόσο γαλήνιος. Στην κουζίνα ήπιε ένα ποτήρι νερό — τελικά το σεξ της έφερνε δίψα! Τότε άκουσε το σκύλο να ξύνει την εξώπορτα.
«Πήγαινε σπίτι σου», είπε στον Μ πένι μέσα από τα παντζούρια και χαμογέλασε. Τον είχαν βγάλει έξω πριν μπούνε στο υπνοδωμάτιο. Ο Μ πένι κλαψούρισε λιγάκι, αλλά η Τζένι κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο. Δεν πρόλαβε να ξαπλώσει και βρέθηκε μέσα στην αγκαλιά του Χάντερ. Πιέζοντας το πρόσωπό της στο τριχωτό στήθος του, προσπάθησε να συγκροτήσει άλλο ένα χαμόγελό της. Χαμογελούσε σαν ηλίθια, νιώθοντας τέτοια ευτυχία που θα ήταν αδύνατο να την εκφράσει ποτέ με λόγια. Αποκοιμήθηκε με τη σκέψη: Αυτή είναι η ωραιότερη στιγμή της ζωής μου. Αργότερα, θα θυμόταν αυτήν τη σκέψη και θα αναρωτιόταν για την πνευματική της διαύγεια. * Η Τζένι σηκώθηκε από το χάραμα και άρχισε να ετοιμάζει το πρόγευμά τους σφυρίζοντας σιγανά. Η όλη σκηνή ήταν τόσο οικογενειακή που χαμογέλασε. Ο Χάντερ ήταν στο ντους και ο ήχος του νερού που έτρεχε ηχούσε στα αυτιά της σαν συμφωνική μουσική. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου την ενόχλησε. Αρπάζοντας το ακουστικό, είπε «Ναι;» χωρίς τη συνηθισμένη της ταραχή. Η αλήθεια είναι ότι δε σκέφτηκε καν ποιος μπορεί να ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Το μόνο που έβλεπε ή άκουγε ήταν ο
Χάντερ. Τίποτ’ άλλο δεν είχε σημασία. «Τζενίβα;» Ήταν ο Αλεν. Ο καλός και στοργικός πατέρας! Αναστέναξε. «Ναι;» «Γύρισες». Ήταν ξαφνιασμένος. «Σκόπευα ν’ αφή-σω ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή σου. Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω». «Είχα ξυπνήσει». «Θα πάρεις τον Ρόουλι από την κατασκήνωση σήμερα;» Ήταν απόλυτα ενημερωμένος για τη ζωή της, αλλά βέβαια αυτή ήταν που του είχε το πρόγραμμά της και ο πατέρας της δεν ξεχνούσε ποτέ τίποτα. «Ναι». «Θα ήθελα να τον φέρεις στο σπίτι. Θέλω να είμαι σίγουρος ότι εσύ και το παιδί είστε καλά». «Δεν μπορώ σήμερα. Έχω πολλές δουλειές. Όχι, θα πρέπει να...» Ξαφνικά συνειδητοποίησε τι της είχε πει. «Ο Τρόι σου τηλεφώνησε πάλι;» Ο Αλεν δίστασε προς στιγμήν, ύστερα όμως της είπε ένα άχρωμο «Όχι». Η Τζένι κοίταξε το ρολόι του τοίχου. «Γιατί δεν κανονίζουμε ένα
ραντεβού στα μέσα της εβδομάδας; Έχω να πακετάρω και υπάρχουν μερικά πράγματα ακόμα να γίνουν». Δεν ήθελε να δει τον πατέρα της, τελεία και παύλα. «Τζενίβα, θέλω εσύ και ο Ρόουλι να μείνετε εδώ, με τη Νάταλι κι εμένα για λίγο. Είναι πιο ασφαλές. Ανάβαλε εκείνο το ταξίδι στη Σάντα Φε ώσπου να μάθουμε τι θέλει πραγματικά ο Ράσελ». «Τι πράγμα;» Η Τζένι έβαλε τα γέλια. «Θα μετακομίσω οπωσδήποτε. Δεν πρόκειται να μείνω μ’ εσένα και τη Νάταλι. Αν θέλεις να δεις τον Ρόουλι, θα το κανονίσω. Αλλά ως τότε θα μείνω στο διαμέρισμά μου και θα είμαι ασφαλής». «Πώς το ξέρεις;» «Επειδή έχω κάποιον να με προστατεύει τώρα». Υπέθεσε πως ίσως δεν έπρεπε να του το είχε πει, αλλά μόλις οι λέξεις βγήκαν από το στόμα της, ένιωσε χαρά. Άσε τον να σκεφτεί ό,τι θέλει. «Ποιον;» «Ένα σωματοφύλακα». «Προσέλαβες σωματοφύλακα;» «Τον γνώρισα στο Μ εξικό. Δούλευε σαν αστυνομικός παλιά και γύρισε στο Χιούστον μαζί μου».
«Τον έφερες πίσω μαζί σου;» Η φωνή του πατέρα της γινόταν όλο και πιο αργή, πιο ήσυχη. Δε χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβει τι σκεφτόταν! «Μ ην πανικοβάλλεσαι. Έχε μου εμπιστοσύνη, σε παρακαλώ. Μ πορώ να κάνω μερικές επιλογές». «Πώς τον λένε;» Η Τζένι τράβηξε το ακουστικό από το αυτί της κάνοντας ένα μορφασμό ενόχλησης για την αδιακρισία του πατέρα της. «Χάντερ Κάλγκαρι», του είπε κοφτά λες και αυτό είχε καμιά σημασία για τον Άλεν. Απόλυτη σιωπή ακολούθησε τα λόγια της. «Προσέλαβες αυτό τον άνθρωπο για σωματοφύλακά σου», επανέλαβε, σαν να μην πίστευε αυτό που άκουσε. «Ο Κάλγκαρι είναι... ναι... ακριβώς». «Αυτός είναι... τι;» «Δεν έχει σημασία. Εγώ είμαι ικανοποιημένη και δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς άλλο για εμένα». «Έκανες δεσμό με αυτό τον άντρα, Τζενίβα;» Η Τζένι έσφιξε το ακουστικό πιο δυνατά, έκλεισε τα μάτια της και μέτρησε ως το πέντε πριν έρθει η έκρηξη του Αλεν.
«Δεν μπορώ να το πιστέψω. Γνώρισες έναν άγνωστο στο Μ εξικό και τον έφερες μαζί σου σπίτι. Η αφέλειά σου με σοκάρει! Η εμπειρία σου με τον Τρόι δε σου δίδαξε τίποτα;» «Αντίο, Αλεν», του είπε. «Θέλω εσύ και ο Ρόουλι να περάσετε από το σπίτι, χωρίς αυτό τον τύπο». «Μ η με πιέζεις». «Σήμερα, Τζενίβα». «Όχι, σήμερα. Δεν...» «Αύριο, τότε». Η Τζένι πήρε βαθιά ανάσα. «Τηλεφώνησέ μου. Το μεσημέρι, για φαγητό». «Μ ην το παίζεις άνετη. Ο Τρόι είναι εδώ και σίγουρα θέλει κάτι». Η Τζένι έσφιξε τα δόντια της. «Την Τετάρτη το βράδυ. Δείπνο. Σ’ ένα από τα εστιατόριά σου». «Είναι και δικά σου, επίσης. Όμως, όχι, θέλω να έρθετε στο σπίτι. Η Νάταλι θα φροντίσει για το δείπνο». Ναι, θα παραγγείλει έτοιμα, σκέφτηκε η Τζένι, αλλά προτίμησε να
μην πει τίποτα. Τι σημασία θα είχε άλλωστε; «Την Τετάρτη, στις έξι. Και μη φέρεις το σωματο-φύλακά σου». Τις τελευταίες λέξεις τις πέταξε με τέτοια κακία που η Τζένι ένιωσε να ξυπνά μέσα της η επαναστα-τικότητα της νιότης της. Έκλεισε το τηλέφωνο τη στιγμή που σταμάτησε και ° ήλ°ζ του ντους. Δεν έβλεπε την ώρα να φύγει για τη Σάνια Φε. Ο Χάντερ εμφανίστηκε στο διάδρομο με μια πετσέτα γύρω από τη μέση του, ενώ στο στήθος του στρα-φτάλιζαν μερικές σταγόνες νερού. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε βλέποντας την έκφρασή της. «Θα χρειαστώ ένα σωματοφύλακα και στο ταξίδι για τη Σάντα Φε», απάντησε. «Το είχα υπόψη μου». «Σωστά, ζεις εκεί». Κούνησε το κεφάλι της απορη-μένη. Πόσο παράξενη είναι η ζωή τελικά. Θα ζούσαν στην ίδια πόλη! «Ίσως θα έπρεπε να μιλήσουμε για τα χρήματα. Θέλω να πω, δεν ξέρω πόσα παίρνεις... αλλά...» Ο Χάντερ έκανε μια γκριμάτσα. «Θα συζητήσουμε αργότερα γι’ αυτό». «Χάντερ...»
«Τζένι, δε θέλω να μιλήσω για λεφτά τώρα». «Εντάξει». «Τώρα θέλω να σκεφτώ κάτι άλλο», της εξήγησε αναστενάζοντας. «Πρόγευμα;» «Όχι ακόμα». «Τότε... τι;» Την κοίταξε επίμονα. Το βλέμμα της Τζένι πήγε στο γυμνό του στέρνο και αναρωτήθηκε αν είχε αρχίσει να χάνει το μυαλό της. Μ όνο ένα πράγμα κυριαρχούσε στο μυαλό της. Ο Χάντερ ανασήκωσε το ένα φρύδι του. Ένα αργό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της Τζένι. «Πάλι;» τη ρώτησε διασκεδάζοντας με την αντίδρασή της. Απλωσε το χέρι της και τον τράβηξε κοντά της από την άκρη της πετσέτας. * «Φεύγω για την κατασκήνωση», είπε η Τζένι στο ακουστικό. «Πες στον Ρικ χίλια ευχαριστώ. Ίσως τον δω εκεί». Λκουσε για ένα λεπτό τι της απάντησε αφη-ρημένα η Τζάνις. Τα δίδυμα είχαν
αποσπάσει πάλι την προσοχή της. «Όχι, αλήθεια. Σας ευχαριστώ για όλα. Αν μπορέσετε να ξεκλέψετε μερικά λεπτά και έρθετε για ένα ποτήρι κρασί, πριν φύγουμε, θα είναι υπέροχο. Γεια σου τώρα». Ρίχνοντας μια ματιά προς την ηλεκτρική κουζίνα, είδε πως το χορταστικό μεξικάνικο πρόγευμα που είχε ετοιμάσει ήταν έτοιμο. Βιαστικά ετοίμασε δύο πιάτα με τηγανητές τορτίγια που τις είχε γεμίσει με αβγά, λουκάνικα, καυτερές πιπεριές και τις είχε περιχύσει με σάλτσα από επάνω. Ο Χάντερ που έπινε αργά τον καφέ του την παρακολουθούσε χαμογελαστός. «Η κυρία μαγειρεύει κιόλας...» «Τα φαινόμενα απατούν... Ζήτημα να ξέρω τρία φαγητά. Γνωρίζω πώς να διαχειρίζομαι τα οικονομικά ενός εστιατορίου, αλλά δεν ξέρω πώς να βράσω νερό». «Η κυρία είναι και μετριόφρων, επίσης». Του χαμογέλασε φυσώντας τις φράντζες από το πρόσωπό της. Έβαλε τα πιάτα στο μικρό τραπέζι για δύο άτομα που ήταν κολλημένο στον τοίχο της κουζίνας. Ο Χάντερ κάθισε απέναντι της ενώ μέσα του αναρωτιόταν από πότε είχε να μοιραστεί ένα σπιτικό πρόγευμα με μια γυναίκα. «Όλα είναι μεξικάνικα», του είπε. «Δεν έχω πρόβλημα».
«Λοιπόν, δεν είσαι καθόλου δύσκολος». Την κοίταξε επίμονα. «Μ ερικές φορές». Η Τζένι χαμογέλασε πονηρά και ο Χάντερ απόρησε που είχε καταφέρει να ξαναμπεί στη ζωή της τόσο γρήγορα. Όμως υπήρχαν κάποια επικίνδυνα θέματα που έπρεπε να λυθούν και δεν ήξερε πώς να τα χειριστεί. «Θα πάρω τον Ρόουλι γύρω στις τέσσερις. Πρώτα όμως πρέπει να τελειώσω μ’ αυτά τα βιβλία και να τα πάω στο εστιατόριο». «Έχω κι εγώ μερικές δουλειές να κάνω», είπε ο Χάντερ σαν απάντηση. «Τι θα έλεγες να συναντηθούμε αργότερα; Έλα το μεσημέρι στο εστιατόριο. Θα φροντίσω να μας κάνει ο Αλμπέρτο το αποχαιρετιστήριο δείπνο». Ο Χάντερ κατένευσε αφηρημένα, ενώ μέσα του ευχόταν να μη χρειαζόταν να της πει την αλήθεια. Αλλά δεν μπορούσε να το αποφύγει και το ήξερε. Νιώθοντας τα μάτια της καρφωμένα επάνω του, της χαμογέλασε. «Εντάξει, το μεσημέρι τότε», της είπε. «Μ ίλησα με τον πατέρα μου», του είπε κόβοντας το μπουρίτο της με την άκρη του πιρουνιού της. «Του είπα ότι έχω
σωματοφύλακα». Ο Χάντερ πάγωσε. «Και;...» «Χάρηκε». «Ήταν...» «Αλλά κατάλαβε ότι έχουμε δεσμό». Έκανε μια γκριμάτσα. «Σχεδόν του έκλεισα το τηλέφωνο. Θέλει να δει τον Ρόουλι κι εμένα πριν φύγουμε, αλλά δεν το αντέχω. Θα έρθεις μαζί μας; Την Τετάρτη το βράδυ; Μ ου τόνισε ότι ήθελε να πάμε μόνοι μας, αλλά μην αφήνεις αυτό να σε τρομάζει. Δεν τον ακούω ποτέ. Δεν μπορώ! Μ ε κάνει τρελή». Προσποιήθηκε πως ανατριχιάζει. Ο Χάντερ κατάπιε με δυσκολία ένα κομμάτι από το μπουρίτο του και κατένευσε. «Μ πορώ να σου κάνω μια ερώτηση;» Ο Χάντερ αναρωτήθηκε αν έτσι ένιωθαν όσοι βρίσκονταν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. «Ρώτα με». «Δε μιλάς για την οικογένειά σου. Τους γονείς σου, την αδερφή σου...» «Είναι... νεκροί». Τα μάτια της γούρλωσαν από την έκπληξη. «Όλοι;»
Ήξερε ότι στην πραγματικότητα η Τζένι τον ρωτούσε για τη Μ ισέλ. Αφησε να περάσει ένα λεπτό, ύστερα αποφάσισε ότι μόνη της είχε ανοίξει αυτή την πόρτα. «Ο θάνατος της Μ ισέλ καταχωρίσθηκε σαν αυτοκτονία, αλλά ήταν κάτι άλλο». «Χάντερ...» είπε η Τζένι με κομμένη την ανάσα. «Την έσπρωξε από την ταράτσα ο φίλος της. Ήταν έγκυος. Τον ακολούθησα και, ναι, τον παρενόχλησα. Μ ου έκανε μήνυση. Έτσι έχασα τη δουλειά μου στην Αστυνομία του Λος Αντζελες». «Αχ, Χάντερ». «Είναι άσχημο, αλλά είναι η αλήθεια». Της έριξε ένα επιφυλακτικό βλέμμα. «Μ ε συγχωρείς. Ξέρω ότι δεν ήθελες άλλες αλήθειες». «Δεν εννοούσα αυτό. Απλά, δεν μπορούσα να χωνέψω αμέσως όσα έγιναν χτες». «Πώς τα πας τώρα;» «Καλύτερα». Τον κοίταξε ερευνητικά, με συμπάθεια. «Λυπάμαι για τη Μ ισέλ και τους γονείς σου». «Οι γονείς μου πέθαναν πριν από τη Μ ισέλ. Η μητέρα μου από επιπλοκές σε πνευμονία και ο πατέρας μου από κίρρωση του ήπατος. Βλέπεις, και οι δύο είχαν βασανιστεί πολύ στη ζωή τους». Τον κοίταξε με τόση συμπάθεια και αγάπη που ένιωσε να σπάει
μέσα του. Δεν ήθελε να μιλήσει άλλο γι’ αυτά. Η σκέψη της Μ ισέλ έφερε πάλι πίσω την καυτή οργή και το μίσος του για τον Τρόι Ράσελ. «Τζένι, εγώ...» Τον έκοψε πηδώντας από την καρέκλα της. Πήγε κοντά του, τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τον φίλησε τρυφερά. Ξαφνικά, ο Χάντερ ένιωσε να πνίγεται. Η κίνησή της τον αναστάτωσε. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, είπε με φωνή που έτρεμε: «Θα συναντηθούμε στου Ρικάρντος». Έφυγε από κοντά της όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο τοίχος που συγκρατούσε τα συναισθήματά του ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. * «Όχι, θα έρθει να με συναντήσει εδώ», είπε στην Κάρολαϊν. «Ο νέος από το Πουέρτο Βαγιάρτα;» «Ναι. Ο Αλμπέρτο κοντεύει να πάθει νευρική κρίση. Δεν έχει καταλήξει ακόμα τι πρέπει να ετοιμάσει σαν ένα σπέσιαλ γεύμα για τα... ερωτευμένα πιτσου-νάκια». Η Κάρολαϊν γέλασε. «Α, πολύ μου αρέσει αυτό. Έπειτα από τόσο
καιρό, βρίσκεις επιτέλους αυτό τον φανταστικό άντρα. Και δεν είναι καν αυτός που ρωτούσε για εσένα. Α, τώρα το θυμήθηκα. Το όνομά του. Μ άικ Κόνραντ. Πραγματικός κούκλος». Η Τζένι ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. «Δεν ξέρω κανέναν με αυτό το όνομα». «Ε, λοιπόν, τώρα έχεις έναν άντρα στη ζωή σου, οπότε δεν έχει σημασία. Σίγουρα θα θέλεις το τραπέζι εφτά». Το τραπέζι εφτά ήταν σε μια προστατευμένη από τα αδιάκριτα μάτια γωνιά και κρατιόταν πάντοτε για ερωτευμένα ζευγάρια. Έλεγαν πως κάποτε ένας σερβιτόρος είχε πιάσει ένα ερωτευμένο ζευγάρι σε στιγμή έκστασης. Φαίνεται πως είχαν χάσει τελείως τον έλεγχό τους με τα υπέροχα εδέσματα και τα εξαίσια κρασιά του Αλμπέρτο και δεν κατάφεραν να κρατηθούν. Η Τζένι αμφέβαλλε για την αλήθεια αυτής της ιστορίας, αλλά κατά κάποιον τρόπο το καταλάβαινε, ειδικά μετά τις νύχτες που είχε περάσει με τον Χάντερ. «Δεν έχω καθίσει ποτέ στο τραπέζι εφτά», είπε και η Κάρολαϊν την έσφιξε στην αγκαλιά της. Περιμένοντας τον Χάντερ, σκεφτόταν τις αποκαλύψεις του. Έπινε ανθρακικό νερό και όχι κρασί. Δεν ξεχνούσε πως έπρεπε να οδηγήσει ως την κατασκήνωση για να πάρει το γιο της. Καταλάβαινε πόσο δύσκολο πρέπει να ήταν για τον Χάντερ να μιλάει για την οικογένειά του, ειδικά για τη Μ ισέλ. Τι τρομερή
ιστορία. Δεν ήξερε τι ερωτήσεις να του κάνει ούτε άλλωστε ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ήταν φανερό πως ο Χάντερ ανήκε στους σιωπηλούς τύπους, οπότε πρέπει να ήταν ένα πολύ μεγάλο βήμα στο κτίσιμο της σχέσης τους, το ότι είχε καταφέρει να της πει τόσα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο άδικη υπήρξε μαζί του όταν έφυγε τρέχοντας μακριά του στο Πουέρτο Βαγιάρτα. Ήταν θαύμα τελικά που της έδειχνε πάλι εμπιστοσύνη. Όταν ο Χάντερ μπήκε μέσα, η Κάρολαϊν ήταν ακριβώς πίσω του και στο πρόσωπό της είχε μια έκφραση που η Τζένι δεν μπόρεσε να καταλάβει. Προχώρησε προς το τραπέζι της και η Τζένι ένιωσε ένα φτερούγισμα στην καρδιά της. Ήταν τόσο όμορφος. «Νόμιζα πως είχα ξεπεράσει το θέμα της ομορφιάς στους άντρες», τον πείραξε. «Νόμιζα πως ο Τρόι με είχε θεραπεύσει από αυτό για πάντα, αλλά είχα κάνει λάθος». Ο Χάντερ χαμογέλασε βεβιασμένα. Η Τζένι αναρωτήθηκε αν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Γιατί ο τρόπος που ένιωθε αυτήν τη στιγμή κάτι τέτοιο φανέρωνε. Η Κάρολαϊν πλησίασε στο τραπέζι τους. «Τζένι, μπορώ να σε δω για ένα λεπτό;» «Τώρα;»
«Υπάρχουν κάποια πράγματα που ο Αλμπέρτο δεν έχει καταλάβει ακριβώς. Ίσως αν του μιλούσες...» «Καλά, θα τον δω μετά το γεύμα». «Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα τώρα», επέμεινε η Κάρολαϊν. Η Τζένι ανασήκωσε τους ώμους της, απορημένη με την παράξενη συμπεριφορά της φίλης της. «Καλά, εντάξει...» Η Κάρολαϊν κυριολεκτικά την τράβηξε από την καρέκλα της και την έσπρωξε προς την κουζίνα. «Αυτός είναι ο άντρας», της ψιθύρισε απότομα. «Ο άντρας στο τραπέζι δεκατέσσερα εκείνη τη νύχτα. Εκείνος που σε παρακολουθούσε». «Ποιος άντρας;» «Αυτός που είσαι μαζί του τώρα!» «Μ ια στιγμή», είπε η Τζένι σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά. «Εσύ είπες ότι εκείνος ο άντρας ήρθε και σε ρώτησε για εμένα όταν ήμουν στο Πουέρτο Βαγιάρτα και ότι το όνομά του ήταν...» «Μ άικ Κόνραντ. Όχι. Αυτός ήταν άλλος. Αυτός εδώ...» —έδειξε προς την τραπεζαρία— «...αυτός που είναι μαζί σου- αυτός ήταν που σε παρατηρούσε!»
Η Τζένι την κοίταξε μπερδεμένη. «Τζένι, εσύ λες ότι τον γνώρισες στο Πουέρτο Βαγιάρτα». Στο καταφατικό νεύμα της η Κάρολαϊν συνέχισε βιαστικά. «Τότε, ήξερε ποια ήσουν. Χριστέ μου! Φαίνεται πως σε ακολούθησε εκεί! Πρέπει να σ’ έψαχνε». «Όχι, Κάρολαϊν!» «Δεν ξέρω τι θέλει, Τζένι, αλλά πρόσεχε. Σε παρακαλώ, πίστεψέ με». Ο τόνος της φωνής της ήταν ανήσυχος. «Αυτός ο παίδαρος εκεί έξω σε παρατηρούσε όπως το γεράκι τη λεία του πριν φύγεις για το Πουέρτο Βαγιάρτα. Τζένι, άκουσέ με. Αυτός είναι!»
κεφάλαιο 10 Η Τζένι πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε γύρω της. Ένιωθε τα μέλη της μουδιασμένα. «Δε σου το ανέφερε ποτέ; Ούτε μια φορά;» ρώτησε η Κάρολαϊν. Η Τζένι κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και η Κάρολαϊν συνέχισε. «Τότε κάτι βρομάει εδώ. Ήξερε ποια ήσουν». «Τότε... τότε εκείνο το βράδυ... είδε και τον Ρόου-λι». Ο φόβος φούντωνε μέσα της. «Σε κοιτούσε, Τζένι. Νομίζω ότι σε παρακολουθούσε».
Αυτό κατακάθισε μέσα της. Όλο αυτό τον καιρό ανησυχούσε για τον Τρόι, αλλά τώρα υπήρχε πρόβλημα και από μια άλλη πλευρά. Ποιος ήταν ο Χά-ντερ Κάλγκαρι; Τι ήξερε πραγματικά γι’ αυτόν; Τίποτα! «Τι θα κάνεις;» ψιθύρισε η Κάρολαϊν κοιτάζοντας νευρικά γύρω της. «Δεν ξέρω». «Μ ην πας πάλι εκεί μέσα!» την παρότρυνε. «Φύγε από την πίσω πόρτα». «Όχι!» Η ανησυχία της Κάρολαϊν ήταν μεταδοτική, αλλά η Τζένι προσπάθησε να διατηρήσει την -ψυχραιμία της. «Μ ου έχει φερθεί υπέροχα. Θα πάω και θα τον ρωτήσω. Απλά θα τον ρωτήσω». Η Κάρολαϊν βόγκηξε. «Αχ, Τζένι...» «Πήγαινε να εκτελέσεις τις παραγγελίες σου», την παρότρυνε η Τζένι, έχοντας ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. «Θα το χειριστώ μόνη μου». Έπειτα προχώρησε προς το τραπέζι τους, διστάζοντας προς στιγμή καθώς πλησίαζε τον άντρα που αγαπούσε και για τον οποίο ήξερε ελάχιστα. *
Τον χτύπησε με δύναμη. Ο Χάντερ δεν μπόρεσε να μην τη θαυμάσει. «Μ ε παρακολουθούσες;» απαίτησε να μάθει, τεντωμένη σαν ελατήριο. Θα μπορούσε να της πει ψέματα. Θα μπορούσε να βρει χιλιάδες δικαιολογίες. Αλλά ήταν φανερό ότι της τα είχε προλάβει η φίλη της. Βρίζοντας μέσα του τον εαυτό του που δεν είχε σκεφτεί ότι θα πρέπει να τον θυμόνταν στο εστιατόριο, απάντησε απλά «Ναι». Η Τζένι σωριάστηκε στο κάθισμα σαν να είχαν σπάσει οι αόρατοι σπάγκοι που την κρατούσαν όρθια και το χρώμα έφυγε από το πρόσωπό της. Φαίνεται ότι δεν περίμενε μια τόσο ειλικρινή απάντηση. «Σε είδα στο εστιατόριο», συνέχισε ο Χάντερ. «Ακόυσα ότι θα έφευγες για το Πουέρτο Βαγιάρτα». «Και με ακολούθησες;» «Κατά κάποιον τρόπο. Πήγα εκεί πριν από εσένα». Η εξήγησή του δεν ήταν επαρκής και, παρόλο που ήθελε να της τα πει όλα, θα προτιμούσε έναν καλύτερο τρόπο, μια πιο κατάλληλη στιγμή. Ένιωθε απαίσια που έπρεπε να θίξει τη σχέση του με τον Άλεν Χόλο-γουεϊ. Να μιλήσει για τον Τρόι Ράσελ που είχε δολοφονήσει την αδερφή του και ότι φοβόταν για την ίδια. Δεν ήξερε πώς να εξηγήσει όλα όσα ένιωθε. «Γιατί;»
Δίστασε. «Όχι, μην προσπαθείς να βρεις κάποιο ψέμα», του είπε με σφιγμένα χείλη. «Δε θέλω ν’ ακούσω κάποια ιστορία για το πώς μ’ ερωτεύθηκες κεραυνοβόλα και ότι απλά ακολούθησες την καρδιά σου. Θέλω την αλήθεια». «Δε θα σου αρέσει». «Ούτε τώρα μου αρέσει. Δε βλέπω πόσο χειρότερο μπορεί να γίνει». Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Μ ε προσέλαβε ο πατέρας σου για σωματοφύλακά σου». «Μ πέλα!» τραγούδησε ο Αλμπέρτο κρατώντας δύο πιάτα με ζυμαρικά επάνω από το κεφάλι του, ενώ περνούσε στριμωχτά ανάμεσα στα τραπέζια. Τοποθέτησε τα πιάτα μπροστά τους με μια θεατρική κίνηση. «Για εσένα, αγάπη μου, μόνο το καλύτερο. Και για εσένα, τυχερέ άντρα. Να είσαι καλός στην κόρη μου. Είναι ένας άγγελος». Η Τζένι ένιωσε τα δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια της. Μ όλις που μπορούσε να δει. «Κοίτα! Κλαίει! Είναι δάκρυα ευτυχίας». Ο Αλμπέρτο έσκυψε και τη φίλησε στα δυο μάγουλα, αγκα-λιάζοντάς τη δυνατά. Ύστερα κούνησε ένα δάχτυλο προειδοποιητικά στον Χάντερ, του οποίου
το πρόσωπο ήταν σαν πετρωμένο. «Αν την πληγώσεις, θα έχεις να κάνεις μ’ εμένα και τ' αδέρφια μου!» Γελώντας σιγανά, ευχαριστημένος, απομακρύνθηκε τραγουδώντας μια απαλή ιταλική μπαλάντα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Στο τραπέζι επικράτησε σιωπή. «Πρέπει να φύγω», είπε η Τζένι πνιγμένα. «Όχι. Σε παρακαλώ...» Απλωσε το χέρι του να την κρατήσει, αλλά η Τζένι τράβηξε το δικό της απότομα πίσω. «Μ η... όχι... μην το κάνεις αυτό. Σε είχε προσλάβει ο πατέρας μου; Ύστερα σε προσέλαβα κι εγώ;» «Ήθελα μόνο να σε προστατεύσω». «Να με προστατεύσεις; Είσαι... είσαι κάθαρμα». «Από τον Τρόι Ράσελ. Τον ξέρω». Αυτό τη σταμάτησε απότομα. Τον κοίταξε με τα υγρά μάτια της, αλλά δεν υπήρχε καθόλου συμπάθεια στα γαλάζια βάθη τους. Το στήθος του Χάντερ σφίχτηκε. Κατάλαβε πως αν προσπαθούσε να την αγγίξει θα έφευγε ακόμα μακρύτερά του. «Φύγε», του ψιθύρισε. «Δε σ’ αφήνω». «Τότε θα σ’ αφήσω εγώ!» Σηκώθηκε επάνω. Όταν ο Χάντερ έκανε
μια κίνηση να τη σταματήσει, έσπρωξε το χέρι του απότομα. «Θέλω να είσαι ασφαλής, Τζένι. Αυτό είναι όλο». «Τζενίβα», τον διόρθωσε και κάνοντας μια επιτό-που στροφή βγήκε σκοντάφτοντας έξω. * Η διαδρομή ως το σπίτι του Αλεν Χόλογουεϊ ήταν μεγάλη — αρκετή για να μπορέσει ο Χάντερ να ξαναζήσει τη σκηνή με την Τζένι κάπου εκατό φορές. Το μαστίγωμα του εαυτού σου έκανε καλό καμιά φορά. Βοηθούσε να μη χάνεις τον προσανατολισμό σου. Χτύπησε το κουδούνι της εξωτερικής πύλης και του απάντησε η διστακτική φωνή της Νάταλι. Εξήγησε ότι ήθελε να μιλήσει στον Άλεν και περίμενε για πολλή ώρα. Ύστερα οι πόρτες της πύλης άνοιξαν αργά, σαν να δίσταζαν ν’ ανοίξουν τελείως. Οδήγησε το αυτοκίνητό του ως έξω από το σπίτι, θαυμάζοντας την εντυπωσιακή πηγή, φτιαγμένη από μια σειρά βράχους. Το νερό αναπηδούσε από το ένα επίπεδο στο άλλο, ώσπου έφτανε σε μια βαθιά γαλάζια λίμνη, στη βάση. Από συνήθεια, ασφάλισε το τζιπ, ύστερα αναρωτήθηκε γιατί είχε την εντύπωση ότι θα μπορούσε κάποιος να το κλέψει μέσα από αυτό το οχυρό. Την πόρτα άνοιξε η ίδια η Νάταλι. Τον κοίταξε καλά από επάνω
ως κάτω πριν του επιτρέψει την είσοδο. «Ο σύζυγός μου θα έρθει στο σπίτι από στιγμή σε στιγμή. Μ ου είπε να σας αφήσω να μπείτε», του είπε σε τόνο που δήλωνε πως αυτό ξεπερνούσε κατά πολύ τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις μιας συζύγου. Ο Χάντερ κατένευσε αμίλητος και το πομπώδες ύφος της έλειωσε κάπως. Τον οδήγησε σ’ ένα ψηλοτάβανο σαλόνι με ένα τεράστιο πέτρινο τζάκι, και μερικές καρέκλες γύρω από ένα τετράγωνο τραπέζι από ξύλο άσπρου πεύκου. Τα κρετόν ήταν σε σκούρο μπλε με χρυσάφι σχέδια σε ινδιάνικο στιλ· οι καρέκλες ήταν επίσης από ξύλο πεύκου. Όποιοι κι αν ήταν οι διακοσμητές του Άλεν Χόλογουεϊ ήταν φανερό ότι είχαν ακολουθήσει πιστά το παραδοσιακό στιλ του Νότου. Να ήταν το προσωπικό του γούστο; Πιθανόν. Η Νάταλι έμοιαζε πιο πολύ ο τύπος των μπρο-κάρ και των πολυελαίων. «Να σας προσφέρω ένα ποτό;» ρώτησε τυπικά. Ήταν Κυριακή. Ο Χάντερ είχε την αίσθηση ότι πρέπει να ήταν η ημέρα που το προσωπικό είχε ρεπό. «Καφέ;» τη ρώτησε. «Κρέμα ή γάλα;» «Σκέτο». Η Νάταλι εξαφανίστηκε βιαστικά. Ο Χάντερ κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ, έκπληκτος για το πόσο αναπαυτικός ήταν. Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του. Τα πάντα εκεί μέσα ήταν του ίδιο στιλ με την έντονη Ινδιάνικη επίδραση.
Τα χέρια της Νάταλι έτρεμαν λιγάκι καθώς του έδινε τον καφέ του. Η νέα γυναίκα ήταν απωθητικά αδύνατη. Ο Χάντερ τη συνέκρινε σιωπηλά με την Τζένι και αναρωτήθηκε πόσο στέρεος μπορεί να ήταν ο γάμος του Αλεν. Τζένι. Έπρεπε ν’ αγωνιστεί για να πάρει πάλι τον έλεγχο της κατάστασης. Ήταν ενάντια σε κάθε ένστικτό του να την αφήσει να πάει να πάρει το γιο της μόνη, όμως και το να τη συνοδεύσει θα έμπλεκε τα πράγματα χειρότερα. Η Νάταλι κάθισε απέναντι του, κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ στα νευρικά δάχτυλά της. Ανακάτευε συνεχώς το σκούρο καφέ υγρό. Ο καφές της δεν είχε καθόλου κρέμα και του φάνηκε απίθανο να είχε βάλει ζάχαρη μέσα. Το ανακάτεμα τη βοηθούσε να αντιμετωπίσει την αμηχανία της. «Τι δουλειά έχετε με τον άντρα μου;» τον ρώτησε ξαφνιάζοντάς τον με την ευθύτητά της. Αφησε το φλιτζάνι της στο τραπέζι, ενώ το κουτάλι χτύπησε στην πορσελάνη, και έδεσε τα χέρια της με δύναμη επάνω στα γόνατά της. Η αυτοκυριαρχία της ήταν τρομακτική. «Δουλεύω σαν σωματοφύλακας της κόρης του». «Τον είδα, ξέρετε. Τον Τρόι Ράσελ. Προσποιήθηκε πως δεν με ήξερε και μου πήρε λίγη ώρα να τον αναγνωρίσω. Είναι πιο παχύς από τότε, αλλά δείχνει μια χαρά. Είναι υπερβολικά όμορφος για να
τον ε-μπιστευθεί κανείς». Χαμογέλασε, αλλά ήταν σχεδόν μια γκριμάτσα. Το δέρμα του προσώπου της ήταν υπερβολικά τσιτωμένο. «Το ίδιο κι εσείς, εδώ που τα λέμε». Ο Χάντερ κουνήθηκε νιώθοντας άβολα. Δεν του άρεσε να τον συγκρίνουν με τον Τρόι Ράσελ, αν και ήξερε πως είχαν τα ίδια χρώματα. Η Μ ισέλ το είχε αναφέρει κάποτε. Μ όνο μια φορά. Ο Χάντερ της είχε απαντήσει τόσο απότομα και με τόσο θυμό, που δεν είχε τολμήσει να κάνει παρόμοιες συγκρίσεις ξανά. «Ηδονίζεται να τρομάζει τους ανθρώπους, έτσι δεν είναι;» είπε πάλι η Νάταλι. «Ο τρόπος που με κοίταξε... Να γιατί τον ξανασκέφτηκα αργότερα. Ήταν σαν να ήξερε κάτι που εγώ αγνοούσα. Το οποίο υποθέτω πως είναι η αλήθεια». Ανατρίχιασε. «Τι θέλει;» «Λεφτά». «Είναι εκβιαστής». Δύο κόκκινες κηλίδες έδωσαν κάποιο χρώμα στα χλομά μάγουλά της. «Και την Τζένι». Η Νάταλι έμεινε σαν πετρωμένη. Ο Χάντερ πίστεψε ότι δε θ' απαντούσε σ’ αυτό, όταν εκείνη είπε: «Έχει μάτια που γδύνουν μια γυναίκα και αυτό δεν είναι καθόλου ευχάριστο». Το σαγόνι του Χάντερ σφίχτηκε. Δεν είχε δει τον
Τρόι Ράσελ εδώ και χρόνια, αλλά ήξερε ότι η Νάταλι δε μιλούσε έτσι τυχαία. Δεν ήξερε τι θα έκανε αν τολμούσε ο Ράσελ να κοιτάξει την Τζένι έτσι. «Ο σύζυγός μου λέει ότι δεν ξέρω να κρίνω τους ανθρώπους», συνέχισε η Νάταλι σταυρώνοντας τα πόδια της. «Αλλά μπορώ να καταλάβω ότι ο Τρόι Ράσελ δεν είναι ο ίδιος που ήταν. Τώρα είναι πολύ χειρότερος». «Χειρότερος;» Γύρισε το βλέμμα της αλλού. «Δεν τον ήξερα καλά τότε. Δεν του είχα δώσει σημασία. Ήταν νέος και ήταν ο άντρας της Τζένι. Δεν είχα λόγο να τον σκέφτομαι», είπε στρέφοντας το βλέμμα της πίσω στον Χάντερ. «Αλλά τις προάλλες...» «Συνεχίστε», την παρότρυνε νιώθοντας ότι είχε αρχίσει να χάνεται μέσα στον ειρμό των σκέψεών της. «Ενδιαφέρεσαι για την Τζένι; Νοιάζεσαι γι’ αυτήν; Ο Αλεν λέει ότι έχετε δεσμό». Ο Χάντερ δεν ήθελε ν’ αποκαλύψει την αλήθεια στη Νάταλι Χόλογουεϊ. Αλλά δεν μπορούσε ν’ αρνη-θεί τη βαθιά έλξη του για την Τζένι. Τα αισθήματά του ήταν πραγματικά. Του ήταν αδύνατο να διώξει την ανάμνησή της, με τα γαλάζια μάτια της πνιγμένα στα δάκρυα και τον πληγωμένο τόνο της φωνής της.
Η Νάταλι περίμενε. Η ειλικρίνειά της απαιτούσε να φανεί κι εκείνος το ίδιο επίσης. «Ναι». «Τότε, καλύτερα να είσαι όσο γίνεται πιο κοντά της. Ήταν μια φευγαλέα εντύπωση, αλλά έχω την αίσθηση ότι ο Τρόι Ράσελ είναι...» Προσπάθησε να βρει την κατάλληλη λέξη, κουνώντας το κεφάλι της, ενώ τα χέρια της χτυπούσαν τον αέρα σαν φτερούγες πουλιών. «Είναι επικίνδυνος». Μ ια περίεργη αίσθηση τον κυρίευσε, ότι βίωνε προηγούμενες καταστάσεις. Ναι, ήξερε τι εννοούσε η Νάταλι γιατί είχε βρεθεί κι άλλη φορά εκεί. Η Νάταλι τίναξε το κεφάλι της πριν ο Χάντερ ακούσει τη μηχανή αυτοκινήτου που πλησίαζε. Οι τοίχοι με την ηχομόνωσή τους έπνιγαν σχεδόν κάθε εξωτερικό θόρυβο, αλλά η Νάταλι ήταν συντονισμένη στους ήχους του σπιτιού της και αναγνώριζε την κάθε αλλαγή, ακόμα και την πιο ελάχιστη. Κάθε λεπτό που περνούσε η γνώμη του για εκείνη άλλαζε. Ήταν πολύ πιο έξυπνη από όσο την είχε φανταστεί και πιο οξυδερκής. KaL... έντονα κτητική. Αν ήταν δεκαπέντε κιλά παραπάνω, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ελκυστική. Ο Άλεν δήλωσε την άφιξή του χτυπώντας τις πόρτες άγρια. Όρμησε στο σαλόνι σαν μαινόμενος ταύρος. Ο άντρας ήταν η κλασική περίπτωση ανθρώπου στα πρόθυρα εμφράγματος. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία ως προς αυτό. Η Τζένι θα
κληρονομούσε όλα εκείνα τα εκατομμύρια δολάρια πολύ συντομότερα από όσο θα ήθελε ο πατέρας της εκτός κι αν μάθαινε να ελέγχει τον εαυτό του. Και τότε ο Ράσελ θα έχει όλα όσα Θέλει τυλιγμένα σε ένα ωραίο πακέτο — και ένα γιο να εκμεταλλεύεται... «Νάταλι!» Ο τόνος του Άλεν ήταν κοφτός. Μ ε την είσοδό του η γυναίκα του είχε σηκωθεί και τώρα στεκόταν όρθια σε μια σχεδόν επιθετική στάση. Δεν υπήρχε αγάπη μεταξύ τους, διαπίστωσε ο Χάντερ. Όχι πια. «Θα ήθελα να μείνω μόνος με τον κύριο Κάλγκα-ρι. Σε παρακαλώ, φέρε μου ένα μπουκάλι μπράντι από το ντουλάπι του μπαρ». Η Νάταλι κοίταξε προς το τραπεζάκι με τις ρόδες, επάνω στο οποίο τουλάχιστον δύο μπουκάλια μπράντι έλαμπαν στο έντονο φως του απογεύματος, αλλά βγήκε χωρίς να πει λέξη. Ο Αλεν προχώρησε αργά προς το τζάκι και πάλι πίσω περιμένοντάς την. Δεν άρθρωσε λέξη αλλά ο Χάντερ διέκρινε μια επικίνδυνη οργή στις κινήσεις του. Η Νάταλι επέστρεψε μ’ έναν ασημένιο δίσκο, ένα μπουκάλι με ακριβό μπράντι και δύο ποτήρια. Ο Χάντερ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, αλλά ο Αλεν κράτησε το δίσκο, γέμισε τα ποτήρια και έδωσε το ένα στον Χάντερ χωρίς να τον ρωτήσει αν ήθελε. Δε βαριέσαι, σκέφτηκε ο Χάντερ, χαλαρώνοντας λιγάκι για πρώτη φορά από τη συνάντησή του με την Τζένι. Ήπιε το ποτό και κατάλαβε αμέσως πως επρόκειτο για εξαιρετικής ποιότητας.
«Κοιμάσαι με την κόρη μου;» ξέσπασε ο Αλεν αμέσως μόλις βγήκε η Νάταλι έξω κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Ο Χάντερ ένιωσε το θυμό του να φουντώνει, αλλά δεν κράτησε παρά ελάχιστα. Για την ακρίβεια, βρήκε την ερώτηση κάπως αστεία. «Μ ήπως έχεις την απαίτηση να μείνει ανέραστη σε όλη της τη ζωή;» «Σου ζήτησα να την προστατεύσεις!» του πέταξε οργισμένος ο Αλεν. «Δε θ’ αφήσω να μπλεχτεί μ’ έναν άνεργο πρώην αστυνομικό». «Είχα την εντύπωση πως έχω δουλειά», απάντησε ο Χάντερ ήσυχα. «Τουλάχιστον ως τώρα». Βγάζοντας ένα φάκελο από τη μέσα τσέπη του δερμάτινου σακακιού του, τον πέταξε στο τραπέζι. Ο φάκελος γλίστρησε προς τον Αλεν και σταμάτησε ακριβώς στην άκρη του τραπεζιού. «Δε θέλω τα λεφτά σου». «Είσαι πολύ πιο ανόητος απ’ όσο φανταζόμουν. Αυτή δεν έχει καθόλου χρήματα και δε θα πάρει δεκάρα από εμένα», είπε ο Χόλογουεϊ θριαμβευτικά. Ο Χάντερ σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στον Αλεν κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια. Ο Χόλογουεϊ ήταν μερικούς πόντους κοντότερος από τον Χάντερ, αλλά δεν έχασε το θάρρος του και τον κοίταξε εξίσου άγρια. «Αν νομίζεις ότι είναι για τα χρήματα,
Χόλο-γουεϊ, καλά θα κάνεις να προσέχεις ποιον αποκαλείς ανόητο». Μ ε αυτό του γύρισε την πλάτη για να φύγει, η σκέψη του έτρεχε ήδη στην Τζένι και τον Ρόουλι αλλά και τον Τρόι Ράσελ. «Περίμενε!» Ο Χάντερ συνέχισε να περπατάει. Η Νάταλι βγήκε κάπου μέσα από τις σκιές στο βάθος της εισόδου. Ο Χάντερ την αποχαιρέτησε μ’ ένα νεύμα, αλλά η έξοδός του χάλασε από τον Χόλογουεϊ που τον ακολούθησε τρέχοντας ως το αυτοκίνητο. «Τι θα κάνεις; Πού πηγαίνεις;» απαίτησε να μάθει. «Θέλω να βρω έναν τρόπο να πιάσω τον Ράσελ», απάντησε ο Χάντερ. «Να χαίρεσαι που δεν υπάρχει καμιά σχέση μεταξύ μας, γιατί τα πράγματα θα γίνουν πολύ άσχημα». Μ πήκε στο τζιπ και κατέβασε το παράθυρο. «Τι θα του κάνεις;» «Δεν ξέρω ακόμα». Ο Χάντερ άναψε τη μηχανή. Ο Χόλογουεϊ έβαλε το χέρι του στο ανοιχτό παράθυρο για να τον σταματήσει. Πάλεψε με τον εαυτό του για μια στιγμή ενώ ο Χάντερ περίμενε. Στο τέλος είπε: «Προστατέυσε τους». Ο Χάντερ κατάλαβε αμέσως τι σήμαινε αυτή
η φράση. Ήταν η απόδειξη της αγάπης του για την κόρη και τον εγγονό του. «Αυτό θα πρέπει να σου κόστισε», είπε ξεκινώντας, ενώ ο Χόλογουεϊ έκανε ένα βήμα πίσω. Σαν απάντηση στα λόγια του Χάντερ, στράβωσε τα χείλη του. * Η Τζένι ένιωθε διαλυμένη. Τι στο διάολο νόμιζε πως ήταν ο Χάντερ Κάλγκαρι; Γιατί της είπε 'ψέματα; Δούλευε για τον πατέρα της! Πόσο ανόητη ήταν που τον είχε πιστέψει. Ο άνθρωπος είχε αγοραστεί και πληρωθεί από τον καλό της πατερούλη! Γιατί την εξέπληττε αυτό; Όλη αυτή η ιστορία δεν ήταν παρά άλλη μια ψευδαίσθηση! Χτύπησε με δύναμη το χέρι της επάνω στο τιμόνι. Τον μισούσε. Πόσο τον μισούσε. Ένα πρωτόφαντο συναίσθημα για εκείνη. Είχε φοβηθεί τον Τρόι και είχε ζητήσει απελπισμένα να τον βγάλει από τη ζωή της, αλλά δεν τον είχε μισήσει. Το μόνο που σκεφτόταν τότε ήταν η επιβίωσή της. Δεν υπήρχε οργή ή μίσος μέσα της. Μ όνο η ανάγκη ν’ απελευθερωθεί ανεξάρτητα κόστους. Τώρα όμως ένιωθε οργή. Βαθιά, έντονη οργή. Πολύ θα ήθελε να
βγάλει τα μάτια του Χάντερ με τα νύχια της, να τον κλοτσήσει και να τον μαστιγώσει όπου πονούσε περισσότερο! Την είχε χρησιμοποιήσει. Όχι, όχι, διόρθωση: Του είχε επιτρέψει να τη χρησιμοποιήσει. Ήθελε να διασκεδάσει, ν’ αγαπήσει και της φάνηκε ο τέλειος άντρας. Κατάρα! Τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να πεθάνει. Μ ισούσε και τον εαυτό της επίσης. Τελικά ήταν η μεγαλύτερη ηλίθια στον κόσμο. Δεκαπέντε χρόνια κράτησε τους άντρες έξω από τη ζωή της και τελικά πήγε κι έπεσε με τα μούτρα σε μια σχέση που ήταν ένα μεγάλο, τεράστιο ψέμα. «Ω Θεέ μου», φώναξε δυνατά. «Θεέ μου!» Συνέχισε να οδηγεί νιώθοντας απόλυτα εξουθενωμένη. Για να είναι ειλικρινής —οδυνηρά ειλικρινής με τον εαυτό της— μέχρι πριν από λίγο ανυπομονού-σε να μιλήσει στον Ρόουλι για τον Χάντερ. Τον είχε ήδη σκιαγραφήσει σαν τον τέλειο πατριό. Α, ναι, βέβαια. Έπρεπε να το παραδεχτεί. Είχε φτιάξει όλων των λογιών τα ευτυχισμένα μικρά σενάρια μέσα στο κεφάλι της, απλές ευχάριστες φαντασιώσεις που την έκαναν να χαμογελάει και ζωντάνευαν το βήμα της. Σκέψεις που έκαναν τη ζωή να φαντάζει λίγο πιο λαμπερή και πολύ όμορφη, υπέροχη. «Ηλίθια!» φώναξε δυνατά, θέλοντας να ουρλιάξει με όλη της τη δύναμη.
Προσπέρασε τη στροφή για την κατασκήνωση και αναγκάστηκε να κάνει όπισθεν, βρίζοντας συνεχώς μέσα από τα δόντια της. Φτάνοντας στην κατασκήνωση, βγήκε από το αυτοκίνητό της, έσπρωξε προς τα πίσω τα μαλλιά της και υπενθύμισε στον εαυτό της το σκοπό που την είχε φέρει εδώ. Έκπληκτη διαπίστωσε πως το ταξίδι διήρκεσε δύο ώρες. Δεν το είχε καταλάβει. Αντίθετα της είχε φανεί σαν να είχε περάσει μόνο ένα λεπτό. «Είμαι εδώ για να πάρω τον Ρόουλι Χόλογουεϊ», είπε στον άντρα που καθόταν σ’ ένα ρουστίκ γραφείο στη ρεσεψιόν. Φορούσε αθλητικό σορτς και από πάνω πουκάμισο, στο οποίο ήταν καρφιτσωμένη μια πλακέ-τα με το όνομά του: Τιμ. Κάτω από τη μια μασχάλη του κρατούσε μια μπάλα ποδοσφαίρου. Από μακριά ακούγονταν δυνατές φωνές από τον αγώνα που πρέπει να βρισκόταν σε εξέλιξη. «Ρόουλι Χόλογουεϊ...» επανέλαβε ο άντρας κοιτάζοντας τη λίστα ονομάτων μπροστά του. «Χμ. Φαίνεται πως τον έχουν πάρει ήδη». «Τι;» Η Τζένι τέντωσε το λαιμό της για να κοιτάξει τη λίστα. «Είπα στην Τζάνις ότι θα τον έπαιρνα εγώ. Πότε ήταν ο Ρικ εδώ; Ο Ρικ Φέργκιουσον;» εξήγησε εκνευρισμένη όταν ο άντρας την κοίταξε μαζεύοντας τα φρύδια του. «Εδώ λέει ότι τον πήρε ο μπαμπάς του. Μ ια στιγμή να το ελέγξω με τον Μ πρους. Ήταν ο αρχηγός του γιου σας».
«Ο μπαμπάς του;» επανέλαβε η Τζένι. Ισως να είχαν κάνει λάθος. Ίσως να εννοούσαν τον δικό της πατέρα. Ίσως πάλι να νόμισαν πως ο Ρικ ήταν πατέρας του. Μ πορεί πάλι να τον είχαν μπερδέψει με κάποιο άλλο αγόρι. Ακολούθησε τον Τιμ έξω όπου εκείνος έκανε ένα νόημα σε κάποιον από τους συμβούλους. Ο σύμβουλος ήρθε τρέχοντας προς το μέρος τους, αλλά πριν μπορέσει η Τζένι να πει το παραμικρό, ο Τιμ τον ρώτησε: «Πού είναι ο Μ πρους;» «Α, δεν ξέρω». Η πλακέτα του νεοφερμένου έγραφε: Πολ. Η Τζένι δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο. «Πολ, ψάχνω το γιο μου, τον Ρόουλι Χόλογουεϊ. Ο Τιμ είπε πως ο Μ πρους ήταν ο αρχηγός του». Ο Πολ έξυσε το κεφάλι του και κοίταξε τριγύρω. «Ναι, έτσι είναι...» «Πρέπει να έχει γίνει κάποιο λάθος», τον έκοψε απότομα, «επειδή στον κατάλογο που έχετε στη ρεσεψιόν λέει ότι τον πήρε ο πατέρας του». «Α, ναι», κατένευσε ο Πολ. «Ναι, τον θυμάμαι». «Αλήθεια; Ήταν ο Ρικ Φέργκιουσον;» «Ε... ο πατέρας του Μ πράντον; Όχι, αυτός ήταν ο πατέρας του
Ρόουλι». Η Τζένι ένιωσε τον πανικό ν’ ανεβαίνει σαν παλίρροια έτοιμη να την πνίξει. «Ο Ρόουλι δεν έχει μπαμπά. Κανένας δεν έπρεπε να τον πάρει λέγοντας πως είναι ο μπαμπάς του». Οι δύο υπεύθυνοι της κατασκήνωσης κοιτάχτηκαν ανήσυχοι. Ο Πολ είπε τότε. «Είχε το διαβατήριό του. Και μας έδειξε και ταυτότητα επίσης». «Διαβατήριο; Τίνος διαβατήριο;» «Του Ρόουλι». Ο Πολ ανασήκωσε τους ώμους του και κοίταξε ανήσυχος προς το μέρος του Τιμ για επιβεβαίωση. Η Τζένι ρώτησε αδύναμα, «Τίνος την ταυτότητα;» «Δε θυμάμαι», μουρμούρισε ο Πολ. «Ο Μ πρους δεν ήταν εδώ. Αλλά και ο Ρόουλι μας το επιβεβαίωσε πως ήταν ο μπαμπάς του. Ήθελε να πάει μαζί του». «Πολ...» είπε ο Τιμ προειδοποιητικά. «Έι, το παιδί είναι δεκαπέντε χρονών. Ήθελε να πάει με τον μπαμπά του. Τον φώναξε μπαμπά!» Η Τζένι σήκωσε το χέρι της. Κάνοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια, ρώτησε: «Το όνομα του... πατέρα του... ήταν Τρόι Ράσελ;»
Η ανήσυχη έκφραση έφυγε αμέσως από το πρόσωπο του Πολ. «Αυτό είναι! Τρόι! Αυτό είναι το όνομα. Σου το είπα ότι ήταν ο πατέρας του», δήλωσε θριαμβευτικά στον Τιμ. Ο Τιμ κοίταξε την Τζένι φανερά ανήσυχος. Περπατώντας σαν ρομπότ, η Τζένι έφτασε ως την άκρη του γηπέδου κι έβγαλε ό,τι είχε φάει το πρωί. * Αν είχε σκεφτεί ότι η οδήγηση ως την κατασκήνωση ήταν μικρή, η επιστροφή στο σπίτι της φάνηκε σαν μια αιωνιότητα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί. Οι λέξεις έκαναν κύκλους μέσα στο μυαλό της. Το ίδιο και οι φράσεις. Τίποτα δε στεκόταν ακίνητο, δεν έβγαινε κανένα νόημα. Ο Ρόουλί ήταν με τον Τρόι. Ακούσε τον εαυτό της να κλαίει με λυγμούς, που δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Δεν έπρεπε να τον αφήσει ποτέ να πάει σ’ εκείνη την κατασκήνωση. Έπρεπε να τον πάρει μαζί της στο Πουέρτο Βαγιάρτα. Ούτε αυτή όμως έπρεπε να πάει στο Πουέρτο Βαγιάρτα. «Ω Θεέ μου... σε παρακαλώ, Θεέ μου... σε παρακαλώ...» Παρκάρισε στην άκρη του δρόμου, έξω από το σπίτι των Φέργκιουσον και έτρεξε στην μπροστινή τους πόρτα. Αρχισε να τη χτυπάει μανιασμένα.
Η Μ πέκι άνοιξε την πόρτα και είπε: «Ναι;» «Μ πέκι!» φώναξε η Τζάνις από μέσα. «Μ ην ανοίξεις την πόρτα μέχρι να έρθω!» Μ πήκε τρέχοντας στο δωμάτιο, είδε την Τζένι και χαλάρωσε. «Μ ην το ξανακάνεις αυτό», μάλωσε το κοριτσάκι. «Δεν ξέρεις ποιος μπορεί να είναι». «Είναι η Τζένι», είπε η μικρή πληγωμένη. «Το ξέρω, γλυκιά μου, αλλά θα μπορούσε να μην ήταν», της απάντησε απελπισμένα. Βλέποντας την έκφραση της Τζένι, ρώτησε: «Τι συμβαίνει;» «Πήρε ο Ρικ τον Μ πράντον; Γύρισαν;» «Ναι, έφτασαν πριν από δέκα λεπτά περίπου. Για-τί;» «Δεν... Μ ήπως πήρε και τον Ρόουλι;» Η φωνή της έσπασε. Το στόμα της Τζάνις άνοιξε από το σοκ. «Αχ όχι, Τζένι!» Άρπαξε τη φίλη της από το μπράτσο και την τράβηξε μέσα στο παραφορτωμένο σαλόνι. Η Τζένι σκόνταψε επάνω σ’ ένα πλαστικό φορτηγάκι και τα μάτια της γέμισαν με καινούρια δάκρυα. «Αχ, Τζένι, όχι. Μ ην ανησυχείς. Είμαι σίγουρη ότι θα πρόκειται για κάποια παρεξήγηση. Περίμενε εδώ». Μ αζεύοντας τα παιχνίδια και τα βιβλία από τον καναπέ, έβαλε την Τζένι να καθίσει. «Ρικ!
Μ πρά-ντον!» φώναξε προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Η Τζένι έδεσε τα χέρια της επάνω στα γόνατά της και τα κοίταζε. Βρισκόταν ακόμα στην ίδια θέση, με το κεφάλι σκυφτό, παρακαλώντας το Θεό, όταν ο Ρικ και ο Μ πράντον μπήκαν στο δωμάτιο. «Τζένι;» ρώτησε ο Ρικ ανήσυχος. «Ο Ρόουλι δεν ήταν στην κατασκήνωση όταν πήγες εκεί;» Ανασήκωσε το κεφάλι της και κατάπιε με κόπο. «Όχι». «Καλά, πού θα μπορούσε να είναι;» τη ρώτησε πάλι. «Μ ήπως πήγε κανείς άλλος να τον πάρει;» «Μ ου είπαν ότι πήγε ο πατέρας του». «Ο πατέρας του;» επανέλαβε ο Ρικ σαν να μην καταλάβαινε. «Ποιον εννοούσαν;» «Τον Τρόι», απάντησε η Τζένι με πνιχτή φωνή. «Τι;» Ο Ρικ έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Όχι! Πώς; Είναι παράλογο!» Στράφηκε στον Μ πράντον, που σε όλη αυτήν τη στιχομυθία είχε τα μάτια του καρφωμένα στα παπούτσια του. «Μ πράντον;» «Ε». Δε σήκωσε το βλέμμα.
«Εσύ τι ξέρεις γι’ αυτό;» «Τι;» «Μ πράντον!» Ο Ρικ έχασε την υπομονή του. «Μ πράντον, σε παρακαλώ», είπε η Τζένι με την παλάμη απλωμένη ικετευτικά. Ο Μ πράντον της έριξε ένα γρήγορο βλέμμα. Το τρομαγμένο πρόσωπό του επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους της. «Ήταν... ο πατέρας του;» «Είπε ότι ήταν. Ο Ρόουλι ήθελε πάρα πολύ να πάει μαζί του. Εμένα δε μου άρεσε αυτός ο τύπος!» Έριξε ένα φοβισμένο βλέμμα στο δικό του πατέρα. «Αλήθεια λέω. Του είπα να μην πάει μαζί του, αλλά ο Ρόουλι ήταν σαν μαγεμένος!» «Μ ια στιγμή... » Ο Ρικ σήκωσε τα χέρια του ψηλά. «Πες τα μας όλα από την αρχή». «Ήταν ψηλός, μελαχρινός και όμορφος;» ρώτησε η Τζένι με πίκρα. Ο Μ πράντον κατένευσε και άρχισε να κλαίει. «Πρέπει να φύγω», είπε η Τζένι σφίγγοντας την τσάντα της. «Πρέπει να πάω στο σπίτι και να δω αν υπάρχει κανένα μήνυμα». «Μ πράντον, γιατί δεν είπες τίποτα;» ρώτησε ο Ρικ απότομα το γιο του, ο οποίος άρχισε πάλι να κλαίει.
«Όχι, μη», είπε η Τζένι πηγαίνοντας προς την πόρτα. «Δε φταίει ο Μ πράντον. Ο μόνος φταίχτης είναι ο Τρόι». Αφησε το αυτοκίνητό της στο δρόμο και περπάτησε ως το διαμέρισμά της με πόδια βαριά σαν μολύβι. Ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Στη βάση της σκάλας πίεσε το χέρι της επάνω στο στόμα της και με το άλλο πιάστηκε από το κάγκελο για στήριξη. Ο Ρόουλι ήταν γιος του Τρόι. Δε θα του έκανε κακό. Ήταν ο γιος του! Ένα έντονο γρύλισμα σκύλου ακούστηκε από ψηλά. Η Τζένι πίεσε τον εαυτό της ν’ ανεβεί εκεί όπου στεκόταν ο Μ πένι, έξω από την πόρτα της, με το κεψάλι του στραμμένο προς την πόρτα, το τρίχωμά του ανασηκωμένο και τα χείλη του τραβηγμένα αποκαλύπτοντας τα δόντια του απειλητικά. «Μ πένι», ψιθύρισε ανήσυχη, αλλά ο σκύλος δεν κινήθηκε. Η πόρτα άνοιξε απότομα από μέσα και ο Ρόουλι έβγαλε το κεφάλι του έξω. «Μ αμά;» Σχεδόν σωριάστηκε κάτω από την ανακούφισή της. «Ρόουλι!» Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της. Αρπαξε το γιο της στην αγκαλιά της και τον έσφιξε τόσο δυνατά, που κόντεψε να τον συνθλίψει. Μ έσα στη λαχτάρα της, δεν αντιλήφθηκε ότι το κορμί του σφίχτηκε με δυσφορία. «Γεια σου, Τζένι».
Η ψυχρή φωνή έκανε την καρδιά της να σταματήσει. Κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του Ρόουλι, είδε τον Τρόι Ράσελ με σάρκα και οστά να στέκεται δίπλα στην πόρτα. Ακόμα και το χαμόγελό του ήταν ψυχρό. Ένιωσε μια μαχαιριά τρόμου να τη διαπερνάει. Μ οναδική της ελπίδα και προστασία το συνεχές γρύλισμα που έβγαινε από το λαιμό του Μ πένι καθώς ο σκύλος παρατηρούσε την κάθε κίνηση του Τρόι.
κεφάλαιο 11 Παρά τα δεκαπέντε χρόνια που είχαν περάσει, ο Τρόι ήταν σχεδόν ίδιος. Τον προσπέρασε προσπαθώντας να κρατήσει την αυτοκυριαρχία της. Ο Ρόουλι ήταν ασφαλής και αυτό ήταν που είχε σημασία. «Μ ε πήρε από την κατασκήνωση», είπε ο Ρόουλι κλείνοντας την πόρτα. «Βγάλε αυτό το σκυλί έξω», τον πρόσταξε ο Τρόι. «Ο Μ πένι μπορεί να μείνει», δήλωσε η Τζένι καθώς ο Ρόουλι έπιανε το σκυλί από το κολάρο για να το βγάλει έξω, υπακούοντας στον πατέρα του. Τα χείλη του Τρόι σφίχτηκαν. Η Τζένι κατάλαβε αμέσως ότι είχε θυμώσει. Τα δεκαπέντε χρόνια δεν είχαν καταφέρει να σβήσουν όλες τις αναμνήσεις. 0 Μ πένι γρύλισε απειλητικά και ο Ρόουλι τον σκούντησε με το παπούτσι του. «Έι, ήσυχα!»
«Διέρρηξες το διαμέρισμά μου», είπε η Τζένι κρατώντας το βλέμμα της καρφωμένο στον Τρόι. «Έκλεψες το διαβατήριο του Ρόουλι και πήγες στην κατασκήνωση». Ο Τρόι στηρίχτηκε με το γοφό του στη γωνία του τραπεζιού. Τα μπλε μάτια του ήταν παγωμένα και ύπουλα, όπως ακριβώς τα θυμόταν η Τζένι. Είχε πάρει μερικά κιλά, αλλά δεν του αφαιρούσαν από τη σε γενικές γραμμές καλή του εμφάνιση. Για την ακρίβεια, έδειχνε πολύ καλύτερος από όσο τον θυμόταν — ένα γεγονός που ευχήθηκε μέσα της να μην ήταν αλήθεια. Της φαινόταν άδικο, κάποιος τόσο μοχθηρός να είναι ελκυστικός εξωτερικά. Άδικο — και θανάσιμο. «Όχι. Μπήκα στο διαμέρισμά σου», της είπε μ’ ένα αδιάφορο κούνημα των ώμων. «Η εξώπορτα ήταν διάπλατα ανοιχτή. Φαντάζομαι, κάποιος θα το είχε διαρρήξει όσο έλειπες. Ανησύχησα. Μ πήκα μέσα, σε φώναξα και αυτός ο σκύλος μού επιτέθηκε!» Κοίταξε άγρια τον Μ πένι που τον παρατηρούσε άγρια. Το σκυλί πρέπει να είχε καταλάβει πως ήταν ο εχθρός. «Μ αμά!» μπήκε στη μέση ο Ρόουλι. «Δε σε πιστεύω». Η Τζένι ξεροκατάπιε. «Πήρες το διαβατήριό του». Τα μάτια του Τρόι έγιναν δυο μικρές σχισμές. «Ήταν δίπλα στις φωτογραφίες του. Δεν μπήκες καν στον κόπο να μου πεις ότι είχα ένα γιο».
«Μ αμά!» «Δεν είναι γιος σου». Ο Τρόι χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. «Ξέρω ότι είναι ο μπαμπάς μου!» ούρλιαξε ο Ρό-ουλι. «Έχω τη φωτογραφία του!» Άρχισε να ψάχνει μέσα στο σακίδιό του. «Δεν είναι γιος σου σε όλα όσα μετράνε», απάντησε η Τζένι τόσο σιγανά, που μόλις και ακουγόταν. Μ ε όση δύναμη της είχε απομείνει, προχώρησε στο σαλόνι και σωριάστηκε στον καναπέ. Το κορμί της ήταν τεντωμένο σαν χορδή έτοιμη να σπάσει. «Μ αμά, μαμά...» Κρατώντας την παλιά φωτογραφία του Τρόι, ο Ρόουλι έτρεξε να καθίσει στην καρέκλα απέναντι της, τεντώνοντας το χέρι με τη φωτογραφία μπροστά. Η Τζένι κοίταξε την ξεθωριασμένη φωτογραφία, αλλά αρνήθηκε να το παραδεχτεί. Πο-νούσε πολύ. Ο Ρόουλι έριξε ένα βλέμμα στον πατέρα του, ύστερα πέρασε τα χέρια του ανάμεσα στα γόνατά του, η φωτογραφία κρεμόταν από τις άκρες των δαχτύλων του. Το χαρακτηριστικό πονηρό μειδίαμα του Τρόι φαινόταν ξεκάθαρα στη φωτογραφία έστω κι αν οι άκρες του είχαν τσακίσει από τα χρόνια. Ο Ρόουλι πρόσθεσε ανυπόμονα: «Ήρθε και με βρήκε στην κατασκήνωση πριν από μερικές ημέρες, αλλά ήξερα ποιος ήταν. Τον αναγνώρισα!»
Το βλέμμα της συνάντησε πάλι του Τρόι. Έδειχνε τόσο ικανοποιημένος με τον εαυτό του που της ερχόταν να ουρλιάξει. «Το όνομά του δεν ήταν στη λίστα». «Ε και;» φώναξε ο Ρόουλι. «Είναι ο μπαμπάς μου και είχε το διαβατήριό μου. Μ όνο αυτό μετράει!» «Σου έβγαλα το διαβατήριο για να έρθεις μαζί μου στο Πουέρτο Βαγιάρτα». «Ε, δεν ήρθα!» ούρλιαξε ο Ρόουλι σαν να μιλούσε σε κουφή. «Πήγα στην κατασκήνωση με τον Μ πρά-ντον! Ύστερα εμφανίστηκε ο μπαμπάς και σκέφτηκα ότι τον έστειλες εσύ, και χάρηκα!» Το βλέμμα του Τρόι γλίστρησε επάνω στο σώμα της κτητικά. Η Τζένι ανατρίχιασε. Η ανάμνηση των χεριών του επάνω της την έκανε να νιώσει βρόμικη και της έφερε τάση εμετού. «Αλλά εσύ, εσύ δεν του είχες μιλήσει ποτέ για εμένα», της είπε το αγόρι με πληγωμένη φωνή. «Δεν του το είπες ποτέ». Έσφιξε τα χείλη του, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Γιατί, μαμά;» Η Τζένι τον κοίταξε απελπισμένα, ύστερα έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα στον Τρόι. Εκείνος ανασήκωσε το ένα φρύδι του ειρωνικά. Είχε κάνει λάθος, σκέφτηκε η Τζένι. Τελικά τον μισούσε. «Επειδή
δεν τον εμπιστεύομαι». «Μ α είμαι ο γιος του». Τα μάτια του Ρόουλι την κοιτούσαν τεράστια, προδομένα. «Το ξέρω». Πήρε μια μικρή ανάσα. «Λυπάμαι γι’ αυτό». Θ’ άπλωνε το χέρι της να τον αγγίξει, αλλά το αγόρι το κατάλαβε και τραβήχτηκε μακριά της. Ο λαιμός της Τζένι έκλεισε. Αν τον έχανε, δε θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό της. «Προσπαθούμε ν’ αναπληρώσουμε το χαμένο χρόνο», είπε ο Τρόι σαν να συζητούσαν κάτι απλό και αδιάφορο. «Παίξαμε λίγο ποδόσφαιρο και αρχίσαμε να μαθαίνουμε λιγάκι ο ένας τον άλλο». «Ο Ρικ δε σε είδε ποτέ στην κατασκήνωση». Ακούσε τη στριγκίά στη φωνή της και ευχήθηκε να μπορούσε να χαλαρώσει λίγο. Μ ε τον Τρόι στο δωμάτιο, αυτό ήταν αδύνατο. Θα ήταν σαν να γύριζε την πλάτη της σ’ έναν κροταλία. Σχεδόν ένιωθε το αδιάντροπο βλέμμα του να σέρνεται επάνω της και ανατρίχιασε. «Ρικ; Μ ιλάς για τον πατέρα του Μ πράντον;» Ο Ρόουλι κατένευσε. Ο Τρόι γέλασε με κακία. «Τσατίστηκαν πολύ μαζί του στην κατασκήνωση. Τους έλεγε πώς να παίξουν ποδόσφαιρο, ενώ ο ίδιος δεν έχει ιδέα πώς παίζεται — είναι τελείως άσχετος».
«Ξέρει λίγο ποδόσφαιρο», τον υπερασπίστηκε ο Ρόουλι παρανοώντας τελείως την κατάσταση. Η Τζένι ήξερε πως ο Τρόι της έλεγε ψέματα για τη διάρρηξη. Φυσικά αυτή ήξερε πολλά που ο Ρόουλι αγνοούσε. Όμως τώρα δεν ήταν η στιγμή να πιαστεί μαζί του σ’ έναν καυγά που από πείρα ήξερε πως στο τέλος θα έχανε — και ίσως να κατέληγε σε κάτι ακόμα χειρότερο. «Είχα την εντύπωση πως ήρθες για να επανορθώσεις», του είπε άχρωμα. «Να επανορθώσω;» Το βλέμμα του Τρόι ήταν ψυχρό. «Κοίτα ποιος μιλάει». «Τι εννοείς;» ρώτησε ο Ρόουλι. Η Τζένι κοίταξε το γιο της. «Ρόουλι, πρέπει να μείνω για λίγο μόνη με τον Τρόι». «Για ποιο λόγο;» «Σε παρακαλώ». Έσφιξε τα δόντια του και την κοίταξε άγρια, θυ-μίζοντάς της τόσο πολύ τον Τρόι αυτήν τη στιγμή, που σκέφτηκε ότι η καρδιά της θα ράγιζε από τον πόνο. Όχι, δεν ήταν αλήθεια. Δεν είχε τίποτα κοινό με τον Τρόι. Τίποτα!
Χωρίς να πει τίποτ’ άλλο, το αγόρι πήγε θυμωμένο στο δωμάτιό του κοπανώντας την πόρτα πίσω του. Ήταν η πρώτη φορά που δεν έβαλε μουσική στη διαπασών. Ακουγε τις κουβέντες τους. «Τζένι, Τζένι», είπε ο Τρόι με γλυκιά φωνή. «Δε μου το είπες ποτέ». «Ούτε θα σου το έλεγα», παραδέχτηκε. Η απείθειά της τον ξάφνιασε. «Φαντάζομαι ότι ήταν καθαρή τύχη που το ανακάλυψα τελικά, έτσι;» Την πλησίασε και κάθισε αρκετά κοντά ώστε ο μηρός του να τρίβεται στο δικό της. Αυθόρμητα τραβήχτηκε μακριά του και ο Τρόι γέλασε σιγανά, ικανοποιημένος. «Βλέπω ότι δεν έχεις χαλαρώσει καθόλου όλα αυτά τα χρόνια». Είχε το θράσος να τραβήξει μια τούφα μαλλιών από το μάγουλό της. Η Τζένι χτύπησε το χέρι του για να το διώξει. Κοιτάχτηκαν άγρια και τότε είδε έντρομη μέσα στα μάτια του να ξυπνάει ο σεξουαλικός πόθος. «Πορνίδιο», της ψιθύρισε. «Αν μ’ αγγίξεις πάλι, θα ζητήσω από την αστυνομία να σε συλλάβει». Της χαμογέλασε πονηρά. «Μ ε παρακολουθούσες;» της ξέφυγε, καταλαβαίνοντας ξαφνικά την αφέλειά της. Είχε ξεχάσει πόσο πανούργος και υπολογιστής ήταν πάντοτε ο Τρόι.
«Μ πορούσα να έρθω εδώ όποτε ήθελα». «Εσύ είσαι ο Μ άικ Κόνραντ». Ο Τρόι γέλασε σιγανά και σηκώνοντας τα δυο του δάχτυλα μπροστά της, σαν να κρατούσε όπλο, προ-σποιήθηκε πως τη σημάδευε ανάμεσα στα μάτια. «Μ πουμ!» Της ήταν αδύνατο να πιστέψει πως είχε αυτήν τη συνομιλία μαζί του. «Διέρρηξες το σπίτι μου. Θα το αποδείξω. T L θέλεις, Τρόι; Χρήματα; Ξόδεψες όλα όσα σου είχε δώσει ο πατέρας μου; Μ η μ’ αγγίξεις πάλι», πρόσθεσε ψιθυριστά αλλά άγρια όταν το χέρι του πλησίασε στο μηρό της. «Έλα τώρα, Τζένι, χαλάρωσε λιγάκι». Κοίταξε αργά τα πόδια της. Της ήρθε να κλείσει σφιχτά τα γόνατά της, αλλά το πάλεψε. Έπρεπε να δείχνει άτρομη, αδιάφορη. «Φύγε από το σπίτι μου, Τρόι» «Δεν μπορείς να με κρατήσεις μακριά από το γιο μου. Θα μπορούσα να σε πάω και στο δικαστήριο. Σκέψου τους τίτλους στις εφημερίδες: “Πλούσια κληρονόμος κρατάει τον πρώην σύζυγό της στο σκοτάδι σχετικά με την ύπαρξη του γιου του”. Πώς θα φανεί, νομίζεις;» «Θα αποκαλύψω το παρελθόν. Θα πω ότι με χτυπούσες».
Η Τζένι τον άκουσε να παίρνει μια γρήγορη ανάσα. Οι τρίχες των χεριών της ανασηκώθηκαν. Ο άντρας κινήθηκε ταχύτατα. Τη μια στιγμή ήταν δίπλα της και την επομένη την είχε ρίξει κάτω, την είχε ακινητοποιήσει, και το στόμα του πίεζε βάρβαρα το δικό της, η γλώσσα του σερνόταν αηδιαστικά επάνω στα χείλη της και μέσα στο στόμα της όταν το άνοιξε για να ουρλιάζει. «Θα σ’ ακούσει το παιδί μας», της ψιθύρισε ο Τρόι άγρια, απολαμβάνοντας τη δύναμή του επάνω της. «Θα σε κατηγορήσω. Εσένα που τον κράτησες μακριά από τον πατέρα του!» «Σήκω αμέσως από πάνω μου!» Την είχε πιάσει υστερία. «Ποιον νομίζεις ότι θα διαλέξει; Ε; Ποιον;» Της έσφιξε το στήθος άγρια αλλά σηκώθηκε αμέσως από πάνω της. Το στήθος του φούσκωνε από την ένταση και τη διέγερση. Την κοίταξε, περιμένοντας να δει τι θα έκανε. Αλλά και της Τζένι το στήθος ανεβοκατέβαινε βαριά — από τον τρόμο. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η απόδραση. Να φύγουμε. Ο Ρόουλι κι εγώ. Στη Σάντα Φε. «Εσύ φταις για ό,τι σου συμβαίνει, Τζένι. Δικό σου έργο είναι αυτό. Εγώ απλά σου δίνω αυτό που θέλεις». Η φωνή του ήταν τώρα απαλή, “ψιθυριστή. Ποτέ στο παρελθόν δεν ήταν τόσο επιθετικός. Ο ψυχρός,
υπολογιστικός αυτοέλεγχός του είχε εξελιχθεί σε κάτι άλλο — κάτι πολύ πιο επικίνδυνο. Εντάξει, πάντοτε ήταν βίαιος και απότομος, αλλά τώρα υπήρχε και ένας έντονος, βρόμικος ερωτισμός στη συμπεριφορά του. Ήξερε τι σκεφτόταν και το στόμα της στέγνωσε σαν τον αέρα της ερήμου. Η επίδειξη θάρρους από μέρους της είχε τελειώσει. Είχε ήδη χάσει τον πρώτο γύρο. «Πόσα χρήματα θα χρειαστούν;» «Α, όχι...» Κούνησε το δάχτυλό του πειραχτικά μπροστά της. «Είμαι δικός σου, αγάπη μου. Από δω και πέρα θα είμαστε εσύ, εγώ και ο Ρόουλι». «Προτιμώ να σε σκοτώσω εγώ η ίδια παρά να σ’ αφήσω να καταστρέφεις το γιο μου». Η απάντησή του ήταν ένα απαίσιο χαμόγελο. * Δεν του άρεσε καθόλου αυτό το συναίσθημα που είχε. Οδήγησε άσκοπα για λίγο, κοιτάζοντας το ρολόι του, ενώ αναρωτιόταν αν είχε επιστρέφει η Τζένι από την κατασκήνωση. Πιθανόν να ήταν ήδη στο σπίτι. Μ ε το γιο της. Μ πορούσε να περάσει να τη δει απρόσκλητος, ύστερα από όσα είχαν συμβεί; Έτσι όπως ένιωθε τώρα γι’ αυτόν; Σε μισεί. Σου το είπε η ίδια.
Ο Χάντερ δεν πίστεψε ούτε στιγμή ότι τον μισούσε πραγματικά. Αλλά την είχε προδώσει και ήταν απίθανο να τον συγχωρήσει, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Αν ήταν λίγο έξυπνος, έπρεπε ν’ αφήσει να περάσει ένα διάστημα, μερικοί μήνες και μετά θα έβλεπε. Έπρεπε να της δώσει χρόνο. Να εγκατασταθεί στη Σάντα Φε, να ηρεμήσει. «Κατάρα», μουρμούρισε. Γιατί επέτρεψε στον εαυτό του να μπλεχτεί έτσι; Πώς έγινε; Η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του... το απαλό δέρμα της, τους αναστεναγμούς της... ο ήχος τους ήταν τόσο γλυκός... το χιούμορ της... τον αισθησιακό τρόπο που έσπρωχνε τις μπούκλες των μαλλιών της πίσω από το πρόσωπό της. Από την άλλη, υπήρχε και ο Ράσελ. Ο λόγος για τον οποίο είχε αναλάβει αυτήν τη δουλειά. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει την Τζένι μόνη της τώρα ακόμα κι αν τον πετούσε έξω με τις κλοτσιές. Οδήγησε το αυτοκίνητο ως το σπίτι της, παρκάρισε και αφού διέσχισε την αυλή της πολυκατοικίας αργά, ανέβηκε τις σκάλες ως το διαμέρισμά της. Χτύπησε την πόρτα απαλά. Καμιά απάντηση. Χτύπησε πάλι, αυτήν τη φορά κάπως πιο δυνατά. Ακούσε τον ανεπαίσθητο θόρυβο από πόδια που πλησίαζαν στην πόρτα και τότε κατάλαβε πως κάποιος τον κοιτούσε μέσα από το ματάκι της πόρτας. Η πόρτα άνοιξε τελικά. Ήταν η Τζένι. Μ ια Τζένι με μάτια
διάπλατα ανοιχτά και πρόσωπο τόσο χλωμό που ανησύχησε βλέποντάς την. «Συγνώμη», ήταν το μόνο που κατάφερε να πει αντικρίζοντας τη δυστυχία της. «Συγχώρεσέ με. Το μόνο που θέλω είναι να σε προστατεύσω». «Πολύ αργά!» Στην απάντησή της ήταν φανερή η υστερία που μεγάλωνε με κάθε στιγμή που περνούσε. «Τζένι;...» Μ πήκε μέσα χωρίς να περιμένει πρόσκληση, την προσπέρασε, κοίταξε γύρω του, ενώ όλες οι αισθήσεις του βρίσκονταν ήδη σ’ επιφυλακή. Αν είχε όπλο μαζί του, σίγουρα θα το είχε τραβήξει τώρα. Ήταν μια αυτόματη αντίδραση. Η αντίδραση ενός αστυνομικού. «Δεν είναι εδώ. Έφυγε. Προς το παρόν». «Ο Ράσελ;» ρώτησε ο Χάντερ στρίβοντας απότομα για να την κοιτάξει. Η Τζένι κατένευσε. «Και ο γιος μου μαζί...» Έβαλε αμέσως τα χέρια της στο πρόσωπο και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Τζένι». Την τράβηξε στην αγκαλιά του. Του αντι-στάθηκε προς στιγμήν, έπειτα όμως αφέθηκε. «Τι θέλεις να πεις;» «Πήρε τον Ρόουλι». Νιώθοντας το σώμα του Χάντερ να τεντώνεται, είπε με κόπο: «Όχι, όχι... ο Ρό-ουλι ήθελε να πάει. Πήγαν στο σινεμά». Η φωνή της κόπηκε.
Ο Χάντερ την έβαλε να καθίσει στον καναπέ. Από στιγμή σε στιγμή θα την έπιανε κρίση υστερίας, ήταν φανερό. Ήξερε τα συμπτώματα — τα είχε δει στη Μ ισέλ μετά τους καυγάδες της με τον Τρόι. «Τι έκανε;» τη ρώτησε ήσυχα. Η Μ ισέλ δεν του ομολόγησε ποτέ τα πάντα, αλλά ο Χάντερ καταλάβαινε πως τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Ήθελε να σκοτώσει τον Ράσελ. Η Τζένι δε θα του απαντούσε. Ίσως να μην μπορούσε. «Σε πόνεσε;» «Δεν έχω κανένα σημάδι επάνω μου», είπε η γυναίκα πικρά. Την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε αργά προς το μέρος του. «Τζένι, άκουσέ με, σε παρακαλώ. Δε θα τον αφήσω να σου κάνει άλλο κακό. Μ ε καταλαβαίνεις;» «Δεν μπορώ να σκεφτώ. Ο Ράσελ είναι...» —ανατρίχιασε— «...χειρότερος από όσο πριν». Το σαγόνι του Χάντερ σφίχτηκε. «Είναι ένας σαδιστής». Ακούμπησε βαριά επάνω του. «Ναι...» Την κράτησε επάνω του και άκουγε την αδύναμη αναπνοή της. Τι θα έκανε ο Ράσελ τώρα που γνώριζε την αλήθεια για τον Ρόουλι; Ο Χάντερ δεν πίστευε ότι ο Ράσελ μπορεί να είχε συνείδηση,
τελικά. Το μόνο που ήθελε ήταν πάντα εκείνο που του κέντριζε περισσότερο το ενδιαφέρον στη δεδομένη στιγμή. Και χρήματα. Και σεξουαλική βία σαν απόδειξη της υπεροχής του. «Δε θα κάνει κακό στο γιο του». «Είπες ότι τον ξέρεις», του απάντησε η Τζένι, η φωνή της πνιχτή μέσα στο σακάκι του. «Αλήθεια, το πιστεύεις αυτό;» «Ξέρω ότι δε θα του το επιτρέψω». «Από πού τον ξέρεις;» Ο Χάντερ δίστασε, σίγουρος ότι δεν ήταν αυτή η κατάλληλη στιγμή να της μιλήσει για τον τραγικό θάνατο της Μ ισέλ. Αν της έλεγε τώρα πως πίστευε ότι ο Τρόι είχε δολοφονήσει την αδερφή του, θα την αναστάτωνε χειρότερα, ειδικά επειδή ο Ρόουλι ήταν μαζί του. «Από το Λος Αντζελες». «Ο πατέρας μου ήταν που επικοινώνησε μαζί σου;» «Ναι. Μ έσω των δικηγόρων του». «Δεν καταλαβαίνω», μουρμούρισε η Τζένι και αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά του. Πέρασε το ένα χέρι της επάνω από το μέτωπό της. Τα μάγουλά της ήταν φουντωμένα, τα μάτια της έκαιγαν. «Πρέπει να φύγω για τη Σάντα Φε το συντομότερο. Απόψε.
Πρέπει να φύγω μακριά του». «Θα έρθω μαζί σου». «Δεν μπορώ...» Έστριψε τα χέρια της το ένα μέσα στο άλλο. «Δεν μπορώ να σου το ζητήσω». «Έτσι κι αλλιώς πρέπει να επιστρέψω κάποια στιγμή. Θα φύγουμε μαζί». «Εγώ...» Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και πετά-χτηκαν και οι δύο επάνω. Η Τζένι το κοίταξε σαν να ήταν ένα οπλισμένο περίστροφο στραμμένο επάνω της. Το μυαλό της έτρεξε στο γιο της και μουρμουρίζοντας «Ο Ρόουλι», σήκωσε το ακουστικό. Ο Χάντερ στεκόταν πίσω της. «Γυρίσαμε!» άκουσε τη Μ άγδα να της λέει τραγουδιστά στην άλλη άκρη της γραμμής. «Τζένι, γλυκιά μου, μάζεψε τα πράγματά σου όσο πιο γρήγορα μπορείς κι έλα εδώ. Η Σάντα Φε είναι πανέμορφη αυτή την εποχή. Και το εστιατόριό σου! Θεούλη μου! Περάσαμε από εκεί επιστρέφοντας και είναι σχεδόν έτοιμο να λειτουργήσει». Σταμάτησε, περίμενε την απάντηση της Τζένι αλλά το μόνο που άκουσε ήταν μια βαθιά σιωπή. «Τζένι, είσαι εκεί; Μ ε ακούς;» «Ναι».
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε πραγματικά ανήσυχη. Η Τζένι ξεροκατάπιε. Ποτέ πια δε θα ήταν καλά. «Ανυπομονώ να έρθω στη Σάντα Φε». «Είχες κανένα νέο από τον Χάντερ;» «Ναι». «Δε σε ακούω και πολύ χαρούμενη». «Ω, Μ άγδα. Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα. Ως το τέλος της εβδομάδας θα είμαι στη Σάντα Φε». «Εντάξει», είπε η Μ άγδα μαγκωμένα. Ο ενθουσιασμός της είχε μόλις δεχτεί μια ψυχρολουσία από τον τρόπο της φίλης της. «Κάνε κουράγιο. Ο Φιλ κι εγώ σ’ αγαπάμε πολύ». «Κι εγώ σας αγαπώ», είπε κλείνοντας βιαστικά και νιώθοντας έτοιμη να διαλυθεί. Κοίταξε τον Χάντερ, του οποίου η δύναμη και η σιωπηλή κατανόηση ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν τώρα. Ήθελε να χωθεί μέσα στην αγκαλιά του, αλλά δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της απόλυτα. Ούτε κι εκείνον βέβαια. Έτσι πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε με πιο σταθερή φωνή τώρα: «Θ’ αρχίσω να μαζεύω τα πράγματά μας». Πέρασε ξυστά δίπλα του και προχώρησε στο υπνοδωμάτιό της. *
Ο Τρόι καθόταν υπομονετικά στην αίθουσα παρακολουθώντας την πιο ηλίθια ταινία που είχε δει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Κάτι με καράτε που υποτίθεται πως ήταν έξυπνη και αστεία, αλλά δεν άντεχε να βλέπει ένα θηλυκό να νικάει όλους τους άντρες. Κάθε φορά που την έβλεπε να παλεύει μ’ έναν άντρα στα διπλά κιλά της και να τον βγάζει νοκ άουτ, κρατιόταν με το ζόρι να μην καγχάσει δυνατά. Αυτό που της χρειαζόταν ήταν κάποιος που θα της έδινε ένα γερό μάθημα. Είχε όμως ωραίο στήθος, στητό και γεμάτο. Πόσο θα ήθελε να της έδινε ένα γερό χαστούκι στο πρόσωπο. Βγάζοντας ένα πακέτο μαστίχες από την τσέπη του, έβαλε ένα κομμάτι στο στόμα του. Ο μικρός του έριξε μια γρήγορη ματιά και ο Τρόι τον ρώτησε σιγανά αν ήθελε κι εκείνος μία. Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Ο Τρόι εξέτασε κρυφά το προφίλ του Ρόουλι. Έμοιαζε κάπως της Τζένι, αλλά σίγουρα ήταν ένας Ράσελ. Μ άλιστα! Γέλασε σιγανά μέσα του, όταν θυμήθηκε την έκφραση στο πρόσωπό της! Τι σκύλα! Να του κρύβει τον μικρό όλα αυτά τα χρόνια. Του ήρθε ν’ αρχίσει να ουρλιάζει από χαρά. Τώρα την κρατούσε στο χέρι. Και το γέρο της, επίσης. Ήταν τόσο αστείο, που θα ήθελε να κυλιστεί στο πάτωμα γελώντας σαρκαστικά. «Σου αρέσει;» τον ρώτησε ο μικρός, με τέτοια φανερή λαχτάρα να τον ευχαριστήσει, που ο Τρόι ανακάτεψε τα μαλλιά του στοργικά. «Μ ου αρέσει η δράση».
«Ναι. Κι εμένα επίσης!» Γύρισε πάλι το κεφάλι του στην οθόνη και απορροφήθηκε αμέσως. Γοητεία. Μ όνο αυτό χρειαζόταν. Ακόμα και μ’ ένα αγόρι δεκαπέντε χρονών. Πόσο δύσκολο θα ήταν να στρέψει τον Ρόουλι εναντίον της Τζένι; Κατά πώς φαινόταν, καθόλου. Όσο για την Τζένι, τι θα έκανε για να ξανακερδίσει την αγάπη του; Σίγουρα, τα πάντα. Για μερικά λεπτά επέτρεψε στον εαυτό του την ευχαρίστηση να τη δει με τη φαντασία του να σέρνεται στο πάτωμα μπροστά του κλαίγοντας και παρα-καλώντας. Έσφιξε τη γροθιά του, ύστερα χαλάρωσε χαμογελώντας. Τώρα θα μπορούσε να την έχει με όποιο τρόπο γούσταρε. Στα τέσσερα. Κολλημένη στον τοίχο. Επάνω στο τραπέζι. Του έκανε τη δύσκολη αλλά τώρα την κρατούσε στο χέρι. Όταν τελείωσε η ταινία, ο Τρόι σταμάτησε απρόθυμα τις ευχάριστες σκέψεις του. Ήθελε και τα λεφτά, επίσης. Τα ήθελε σύντομα. Τα χρήματά του τελείωναν ταχύτατα και ήταν σίγουρος πως η πιστωτική κάρτα που του είχε δώσει η Πατρίτσια, ήταν στα όριά της. Το τρίτης κατηγορίας ξενοδοχείο όπου έμενε θα του τη ζητούσε πάλι, αν παρέτεινε τη διαμονή του. «Τι θέλεις να κάνουμε τώρα;» ρώτησε το αγόρι όταν βγήκαν από τον κινηματογράφο.
«Ίσως θα έπρεπε να σε πάω στη μητέρα σου». Η επαναστατική έκφραση που φάνηκε αμέσως στο πρόσωπό του ικανοποίησε τον Τρόι αφάνταστα. «Δε θέλω να πάω πίσω. Ποτέ πια». «Α, μα έλα τώρα. Είναι ήδη αργά. Δεν έχεις σχολείο αύριο;» «Δε θα πάω ξανά σχολείο εδώ. Μ ετακομίζουμε». Αμέσως μετά τον ρώτησε ανήσυχα: «Εσύ πού μένεις;» «Πουθενά μόνιμα αυτή την εποχή. Εσείς θα πάτε στη Σάντα Φε;» Το νέο πως η Τζένι θα μετακόμιζε τελικά στη Σάντα Φε ήταν μια άσχημη έκπληξη γι’ αυτόν. Στη Σάντα Φε είχε εγκατασταθεί κι εκείνος ο άχρηστος αστυνομικός, ο Χάντερ Κάλγκαρι, όταν φρόντισε ο Τρόι να τον διώξουν από την αστυνομία και ειλικρινά δεν ήθελε καθόλου να βρεθεί πάλι μπλεγμένος μαζί του. Ήξερε ότι ο Χάντερ Κάλγκαρι ήταν ένας μανιακός και η Σάντα Φε ήταν πάρα πολύ μικρή για να τους χωρέσει και τους δύο. Το μόνο που ευχόταν μέσα του ήταν ο Κάλγκαρι να είχε φύγει από εκεί. «Δε θέλω να πάω», δήλωσε ο Ρόουλι. «Ποτέ δεν ήθελα. Θέλω να μείνω εδώ με τον Μ πράντον, το φίλο μου».
«Για στάσου μια στιγμή...» «Η μαμά έχει ένα εστιατόριο εκεί», συνέχισε το αγόρι με μια δόση περηφάνιας στη φωνή του παρά την προηγούμενη δήλωσή του πως δεν ήθελε να ζήσει άλλο μαζί της. «Θ’ ανοίξει σύντομα. Υποτίθεται πως θα έχει πάρα πολύ καλό φαγητό». Κλότσησε μια πέτρα που βρέθηκε στο δρόμο του καθώς πήγαιναν στο νοικιασμένο αυτοκίνητο του Τρόι. Βλέποντας την ταλαιπωρημένη Φορντ, ο Τρόι τσατίστηκε για άλλη μια φορά. Χρειαζόταν μια Λέ-ξους ή μια Πόρσε ή Τζάγκουαρ. Θεούλη μου, πόσο ήθελε να σκοτώσει τη Φρεντερίκα που του είχε πάρει τα κλειδιά της δεύτερης Μ ερσεντές. Και όλα αυτά επειδή ήταν 'ψυχοπαθής. «Πότε θα φύγετε;» ρώτησε ο Τρόι. «Δεν ξέρω ακριβώς. Αυτή την εβδομάδα». Ο θυμός του Τρόι μετατράπηκε σε ψυχρή μανία που τον έτρωγε μέσα του. Εκείνος ο γέρο μπάσταρδος, ο Άλεν Χόλογουεϊ, δεν του είχε πει λέξη για τα σχέδια της Τζένι. Ήταν τυχερός τελικά, που εκείνη η φλύαρη η σερβιτόρα στου Ρικάρντος, του τα ξέρασε όλα. Ακόμα πιο τυχερός που τα βρήκε αμέσως με τον Ρόουλι γιατί ο μικρός ήταν μια σίγουρη πηγή πληροφοριών. «Όμως δε θα πάω», είπε πάλι ο Ρόουλι, κάνοντας σλλη μια επίδειξη θάρρους.
«Σχάσου. To σπίτι μου είναι πολύ κοντά στη Σάντα Φε». «Αλήθεια;» «Ξέρεις πού είναι το Τάος;» Ο Ρόουλι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και ο Τρόι συγχάρηκε τον εαυτό του που είχε ανακαλύψει πού βρίσκονταν τα διάφορα ακίνητα της Φρεντερίκα. Εντάξει, το σπίτι θα ήταν κλειστό τώρα, αλλά πάντοτε υπήρχε ένας τρόπος για να μπεις μέσα. «Αγόρασα ένα σπιτάκι εκεί. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Ένα μικρό πέτρινο σπίτι σε αγροτικό στιλ, περίπου μια ώρα δρόμο βόρεια της Σάντα Φε». Τα μάτια του αγοριού έλαμψαν. «Αλήθεια;» «Ναι». «Τι δουλειά κάνεις;» Ο Τρόι ένιωσε το πρώτο τσίμπημα αντιπάθειας για τον περίεργο μικρό μπάσταρδο. «Επενδύσεις. Χρηματιστήριο. Τέτοια». «Α». Μ πήκαν στο αυτοκίνητο και ο Τρόι κατευθύνθηκε προς το σπίτι της Τζένι. «Έχω να φροντίσω μερικές δουλειές, οπότε θα σ’ αφήσω έξω από το σπίτι σου και θα φύγω». «Δε θέλεις να δεις τη μαμά μου ξανά», είπε ο Ρό-ουλι.
«Η μαμά σου είναι μια σπουδαία γυναίκα, μια μεγάλη κυρία. Απλά πρέπει να πάω σ’ ένα επαγγελματικό ραντεβού». Γοητεία. Ο Ρόουλι φάνηκε να θέλει να πει κάτι παραπάνω, αλλά ο Τρόι ανακουφίστηκε απεριόριστα όταν τελικά προτίμησε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Όταν όμως έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου, γύρισε και τον ρώτησε «Θα έρθεις αύριο;» μ’ εκείνο το άνετο ύφος που νομίζουν τα παιδιά ότι κρύβει τα πάντα εκτός από την ηλιθιότητά τους. Εκείνη τη στιγμή, ο Τρόι κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να κρατήσει το τρυφερό χαμόγελο στη θέση του. «Πιθανόν. Θα τα πούμε, μικρέ». Ξεκίνησε αμέσως με μεγάλη ταχύτητα και μόλις έστριψε τη γωνία, ανάσανε βαθιά. Δεν ήταν σίγουρος αν του άρεσε ο μικρός. Παραήταν το καλό παιδί. Ίσως μεγαλώνοντας να έφτιαχνε. Για ένα πράγμα ήταν όμως σίγουρος ο Τρόι. Ο μικρός τού πρόσφερε το όπλο που χρειαζόταν. * Ο Ρόουλι παρακολούθησε το αυτοκίνητο του πατέρα του ν’ απομακρύνεται, ώσπου τα κόκκινα φωτάκια χάθηκαν μέσα στο
σκοτάδι. Μ έσα του ένιωθε πολύ μπερδεμένος. Τόσα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα. Κυρίως ήταν τσατισμένος με τη μητέρα του. Τον είχε αφήσει να πιστέψει πως ο πατέρας του ήταν ένας αποτυχημένος, ένα ρεμάλι. Ήταν όλα ψέματα. Αν του είχε πει την αλήθεια, θα μπορούσε να ήταν με τον πατέρα του όλο αυτό τον καιρό. Του έλεγε ψέματα ενώ τον έπρηζε να λέει πάντοτε την αλήθεια! Ανέβηκε θυμωμένος τη σκάλα και άκου-σε ένα γάβγισμα πίσω του. Χαμηλώνοντας το βλέμμα του είδε τον Μ πένι να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος του. «Γεια σου, χαζούλη», του είπε τρυφερά. «Γιατί δε συμπαθείς τον μπαμπά μου;» Ο Μ πένι έπεσε χαρούμενος επάνω του και ο Ρό-ουλι τον άρπαξε από τα αυτιά, προσποιούμενος πως πάλευε μαζί του. Ο Μ πένι προσποιούνταν ότι τον δάγκωνε και του γρύλιζε ώσπου ο Ρόουλι τον κοίταξε αυστηρά και κούνησε το δάχτυλό του μπροστά στο πρόσωπο του λαχανιασμένου σκύλου. «Κακό σκυλί. Ο μπαμπάς μου είναι καλός άνθρωπος». Η απέχθεια του Μ πένι για τον Τρόι τον είχε κάνει να ντραπεί κάπως νωρίτερα. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και ένας ξένος στάθηκε κάτω από το φως. Ο άντρας έμεινε ακίνητος βλέποντας τον Ρόουλι με τον Μ πένι. Ο Μ πένι του γρύλισε ύστερα μύρισε τα παπούτσια του και σηκώνοντας το κεφάλι του τον κοίταξε σαν να ήταν ένας παλιός
φίλος. Ο άντρας έξυσε τα αυτιά του σκύλου με τέτοια άνεση που λες και το έκανε χρόνια. Ποιος στη οργή ήταν αυτός; «Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Ρόουλι απότομα. «Ο Χάντερ Κάλγκαρι». «Μ αμά;» Πέρασε ξυστά δίπλα από τον άντρα ανήσυχος. Η μητέρα του δε φαινόταν πουθενά. «Είναι μέσα. Μ αζεύει τα πράγματά σας». Ο Ρόουλι έκανε μια απότομη στροφή φανερά ενοχλημένος. Κοίταξε τον άγνωστο, μετρώντας τον από πάνω ως κάτω. Κάτι συνέβαινε εδώ. Κάτι που δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί. «Μ αμά;» φώναξε δυνατότερα. «Ρόουλι!» Ακούσε την πνιχτή κραυγή ανακούφισης που έβγαλε και αυτό τον ενόχλησε ακόμα περισσότερο. Είχε γίνει έξαλλη όταν την άφησε και βγήκε με τον μπαμπά του. Η Τζένι ήρθε τρέχοντας από το δωμάτιό της και τον αγκάλιασε σφιχτά. Συνήθως δεν τον ενοχλούσε πολύ αυτό. Ήταν η μαμά του. Αλλά απόψε κυριολεκτικά την
έσπρωξε μακριά του και απέφυγε να την κοιτάξει στα πληγωμένα μάτια της. Ένιωσε ένοχος αλλά έστρεψε την προσοχή του στον ξένο. «Ρόουλι, να σου γνωρίσω τον Χάντερ Κάλγκαρι». «Γεια», είπε επιφυλακτικά. «Γεια σου, Ρόουλι». Ο άγνωστος φορούσε τζιν παντελόνι και μπεζ πουκάμισο και ήταν ηλιοκαμένος, σημάδι πως δούλευε πολύ στον καθαρό αέρα. Κάθε στιγμή που περνούσε, ο Ρόουλι τον συμπαθούσε και λιγότερο. Ειδικά τώρα. «Ο Χάντερ είναι φίλος μου», είπε η Τζένι σπάζοντας τη σιωπή που ακολούθησε. Φίλος; ήθελε να ουρλιάζει ο Ρόουλι. Εσύ δεν έχεις άντρες φίλους. «Θα μας βοηθήσει στη μετακόμισή μας στη Σάντα Φε». Το κεφάλι του Ρόουλι τινάχτηκε απότομα προς τα επάνω. «Εγώ δεν πάω πουθενά». «Φυσικά και θα πας». «Όχι. Θα μείνω εδώ, με τον Μ πράντον».
Η Τζένι πήγε να πει κάτι, συγκρατήθηκε όμως, έσφιξε τα χείλη της και του έριξε ένα συγκεκριμένο βλέμμα, που έκανε πάντοτε τον Ρόουλι να μαζεύεται στο καβούκι του. Χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να μείνει ακίνητος. Κρίνονταν πολύ σοβαρά θέματα εδώ κι έπρεπε να μείνει σταθερός και ακλόνητος στις αποφάσεις του. Δεν ήθελε αυτό τον τύπο μέσα στα πόδια τους και του έριξε ένα πολύ εκφραστικό βλέμμα. Ο άντρας ανασήκωσε τα φρύδια του ειρωνικά, σαν να έβρισκε την αντίδρασή του αστεία. Όμως ο Ρόουλι δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. «Είμαι σίγουρη ότι το κάνεις για τον Τρόι», είπε η Τζένι. «Πίστεψε με, αν μπόρεσε να σε βρει στο Χιούστον, σίγουρα θα σε βρει και στη Σάντα Φε». Κάτι έτρεχε εδώ. Κάτι περίεργο. Μ ιλούσε σαν να ήταν τελείως ηττημένη. «Μ ου αρέσει», απάντησε ο Ρόουλι αυθόρμητα. Η Τζένι κατένευσε. «Ναι, γίνεται πολύ γοητευτικός όταν θέλει». «Τι σημαίνει αυτό;» «Δεν ήταν καλός μαζί μου, Ρόουλι. Αν θέλεις να μάθεις λεπτομέρειες, μπορείς να με ρωτήσεις. Αλλά δε θα σου αρέσουν καθόλου αυτά που έχω να σου πω». «Ναι; Ε, λοιπόν, αυτός λέει πολύ ωραία πράγματα για εσένα», της φώναξε.
«Δεν είναι τι λέει, αλλά τι κάνει». «Τι κάνει, ε; Όχι, πες μου, τι κάνει;» απαίτησε ο Ρόουλι να μάθει. Βλέποντας όμως ότι η μητέρα του ετοιμάστηκε να του πει, την έκοψε απότομα. «Μ η λες τίποτα. Δε θέλω ν’ ακούσω τίποτα. Έτσι κι αλλιώς θα είναι όλα ψέματα. Ψέματα! Μ ου είπες ψέματα. Δεν πρόκειται να έρθω στη Σάντα Φε!» Κατέφυγε στο δωμάτιό του κλείνοντας την πόρτα δυνατά πίσω του. Δεν την κοπάνησε. Απλά τους δήλωσε ότι δεν μπορούσαν να τον κάνουν ό,τι θέλουν. Κόλλησε το αυτί του στο ξύλο της πόρτας. Ακούσε βήματα να πλησιάζουν και έκανε πίσω βιαστικά, άρπαξε μια μπάλα του μπάσκετ και άρχισε να την πετά-ει από το ένα χέρι στο άλλο, σαν να μην τον ενδιέφερε τίποτα. Ακούσε τη μητέρα του να χτυπάει απαλά την πόρτα. «Ναι;» Η Τζένι πέρασε το κεφάλι της στο άνοιγμα σπρώχνοντας τα μαλλιά της από τα μάγουλά της. Ναι η μαμά του ήταν στ’ αλήθεια πολύ όμορφη. Ένιωθε περήφανος γι’ αυτήν. Τ’ άλλα παιδιά πάθαιναν γλωσσοδέτην μπροστά της. «Είμαι κουρασμένη, Ρόουλι. Θα πάω για ύπνο». «Και μ’ αυτόν τι θα γίνει;» τη ρώτησε ανήσυχος, ξαφνικά.
«Ο Χάντερ θα φύγει. Θα τον δούμε πάλι την Παρασκευή. Θα μας ακολουθήσει με το αυτοκίνητό του στη Σάντα Φε. Καληνύχτα». Θα πήγαινε κι αυτός στη Σάντα Φε; Ο Ρόουλι πέ-ταξε την μπάλα στο πάτωμα και έσφιξε τα δόντια του. Συνήθως δεν έβριζε. Όχι, σαν τον Μ πράντον, τουλάχιστον. Η μητέρα του θα πάθαινε κρίση υστερίας αν τον άκουγε να βρίζει. Αλλά απόψε ήταν διαφορετικά. Δοκίμασε να βρει μέσα στο μυαλό του μερικές κατάλληλες βρισιές για τον Χάντερ Κάλγκαρι. Τις ψιθύρισε δυνατά, ύστερα κοίταξε νευρικά προς την πόρτα. Ήξερε τι σκεφτόταν αυτός ο τύπος όταν κοιτούσε τη μαμά του, και αυτό τον ενοχλούσε αφάνταστα. Γιατί η μαμά του δεν ήθελε τον μπαμπά του; Κανονικά αυτό έπρεπε να κάνει. Έτσι θα είχε και τους δυο γονείς του μαζί. Αυτό ήθελε. Αυτό ήταν το μόνο που ήθελε. * Ο Χάντερ βγήκε στη βεράντα και πριν φύγει γύρισε να κοιτάξει την Τζένι. Το πρόσωπό της ήταν σχεδόν κρυμμένο από τις σκιές, παρ’ όλα αυτά μπορούσε να δει πόσο τραβηγμένο ήταν. Θα ήθελε να την καθησυχάσει, να της υποσχεθεί πως όλα θα πήγαιναν καλά, αλλά δεν μπορούσε. Ήξερε τον Τρόι Ράσελ, ήξερε πόσο
επικίνδυνος ήταν. Όπως το ήξερε και η Τζένι. Η Τζένι στεκόταν στην πόρτα χωρίς να ξέρει τι να πει. Ο Χάντερ, από την άλλη, δεν ήθελε να φύγει. Ύστερα από μια στιγμή αμηχανίας, της είπε: «Δε θα έπρεπε να μείνεις μόνη σου εδώ». «Το ξέρω». Γύρισε ελαφρά για να κοιτάξει προς την κλειστή πόρτα του γιου της. «Δεν μπορώ να σ’ έχω εδώ». «Νοιάζομαι για την ασφάλειά σου». «Δεν είσαι υποχρεωμένος να έρθεις μαζί μας», συνέχισε η Τζένι σαν να μην τον είχε ακούσει. «Μ πορούμε να κάνουμε το ταξίδι για τη Σάντα Φε μόνοι μας». «Θα έρθω. Θα είμαι εδώ νωρίς το πρωί της Παρασκευής». Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Πάντως, εξακολουθώ να πιστεύω ότι χρειάζεσαι κάποιον μέσα στο σπίτι». «Όχι, δεν πειράζει. Λίγες ημέρες ακόμα μας έμειναν. Όπως είπες κι εσύ, δε θα κάνει κακό στον Ρόου-λι». «Θα είμαι εδώ τριγύρω. Θα σας παρακολουθώ». Η Τζένι κατένευσε. Ήταν ανακούφιση να ξέρει ότι σε περίπτωση που θα χρειαζόταν βοήθεια, θα ήταν κοντά της. «Ελπίζω να μην έρθει ξανά». Ο Χάντερ της έριξε ένα βλέμμα που έλεγε ότι τελικά θα πρέπει να
ήταν πολύ αφελής. «Θα πάει κατευθείαν στον πατέρα σου». «Υποθέτω ότι πρέπει να του τηλεφωνήσω. Να τον προειδοποιήσω». «Νομίζω ότι θα σου τηλεφωνήσει εκείνος», είπε ο Χάντερ μ’ ένα ελαφρό μορφασμό. Η Τζένι ανασήκωσε τα φρύδια της άπορημένη. «Αυτός και εγώ είχαμε μια συνάντηση σήμερα το απόγευμα». «Ξέρει για εμάς;» «Δεν εργάζομαι πια για τον πατέρα σου». Η Τζένι κατάφερε να χαμογελάσει. Ο Χάντερ λαχταρούσε να σκύψει και να τη φιλήσει, εκείνη όμως το διαισθάνθηκε και το χαμόγελο έσβησε. Ίσως να μην τον συγχωρούσε ποτέ, σκέφτηκε ο Χάντερ. Της άρεσε τόσο ώστε ν’ ανέχεται την παρουσία του και ήξερε ότι τον χρειαζόταν τώρα, αλλά αυτό που μοιράστηκαν οι δυο τους δε θα συνέβαινε ποτέ ξανά. Έτσι ήταν η ζωή. «Καληνύχτα, Χάντερ», του είπε κλείνοντας την πόρτα. Ο Χάντερ περίμενε ώσπου να σβήσουν τα φώτα του σπιτιού και έφυγε για να περάσει άλλη μια κρύα νύχτα μέσα στο τζιπ του, παρακολουθώντας το σπίτι της.
κεφάλαιο 12 Χτισμένη γύρω από μια κεντρική πλατεία στο τέρμα του παλιού δρόμου, της εποχής των πρώτων αποίκων, η πόλη της Σάντα Φε φάνταξε σαν παράδεισος στα μάτια της Τζένι. Το ανήσυχο πνεύμα της είχε γεννηθεί από την ανάγκη να δραπετεύσει από τις ρίζες της. Μ ια ανάγκη παλιά, σχεδόν ολόκληρης ζωής. Έκανε το γύρο της πλατείας με τα παλιά πέτρινα κτίρια μεξικανικού αποικιακού ρυθμού, τις γκαλερί, τα εστιατόρια και το μουσείο. Κατέβηκε την οδό Κάνιον που ήταν κάποτε ινδιάνικο μονοπάτι. Σήμερα, κατά μήκος των πλευρών του, υπήρχαν εστιατόρια και γκαλερί τέχνης. Από την Κάνιον κα-τευθύνθηκε ανατολικά, σ’ ένα από τα ανερχόμενα προάστια της πόλης. Η μεζονέτα που είχε νοικιάσει δε διέφερε πολύ από το σπίτι που είχε αφήσει στο Χιούστον, αλλά κόστιζε περισσότερο. Έστω κι έτσι, ήξερε πως είχε σταθεί πολύ τυχερή. Οι περισσότερες μεζονέτες του συγκροτήματος ήταν ιδιόκτητες, αλλά ο ιδιοκτήτης της δικής της, είχε ζήσει ελάχιστα εκεί και τελικά είχε αποφασίσει να τη νοικιάσει. Η Τζένι είχε βρεθεί στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. Θα μπορούσε να είχε τραβήξει ένα ποσό από την κληρονομιά της και να εγκατασταθεί σε κάτι πιο ακριβό, αλλά προτίμησε να χρησιμοποιήσει ένα μέρος των χρημάτων της στο εστιατόριο και να κρατήσει μερικά στην άκρη, περιμένοντας να δει αν η επιχείρησή της θα ήταν τελικά επικερδής.
Το συγκρότημα προστατευόταν από 'ψηλούς φράχτες αλλά της είχε δοθεί το τηλεχειριστήριο με το οποίο άνοιγε η πύλη της εισόδου. Καθώς άνοιγε η σιδερένια πύλη προς τα μέσα, η Τζένι ένιωσε ένα αίσθημα ανακούφισης. Ασφάλεια. Καινούριο σπίτι. Καινούρια ζωή. Ο Ρόουλι έκανε πως δεν πρόσεξε τίποτα. Το ταξίδι μαζί του υπήρξε μια φοβερή δοκιμασία για τα νεύρα της. Όποτε μιλούσε ήταν μόνο για να της υπενθυμίσει πόσο υπέροχος ήταν ο Τρόι, πόσο απαίσια ήταν εκείνη που του είχε κρύψει την αλήθεια και πόσο δυστυχισμένος ένιωθε που τον ανάγκασε να φύγει μακριά από τους Φέργκιουσον. Η στάση του δεν της άφησε πολλά περιθώρια για ν’ απολαύσει το ταξίδι. Όμως, είχε μια έκπληξη γι’ αυτόν όταν θα έφταναν, κάτι που είχε σχεδιάσει με τους Φέργκιουσον και τον Χάντερ και ήλπιζε να του έφτιαχνε τη διάθεση. Κοίταξε στον καθρέφτη πίσω, αλλά το τζιπ του Χάντερ δε φαινόταν πουθενά. Όχι πως το περίμενε. Ο Χάντερ είχε φύγει οχτώ ώρες περίπου μετά από εκείνη. Αρχικά την ακολούθησε ως έξω από την πόλη και είχε επιστρέψει αμέσως πίσω για να ξανακάνει τη διαδρομή. Βέβαια τον σκεφτόταν συνεχιός, και παρόλο που προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι δεν την ενδιέφερε, η αλήθεια ήταν άλλη. Δεν τον είχε δει πολύ τελευταία, αλλά και μόνο που ήξερε ότι βρισκόταν συνεχώς κάπου κοντά, ήταν αρκετό για να διώξει μεγάλο μέρος από την έντασή της. Ο Τρόι είχε περάσει δυο φορές,
πάντοτε όταν έλειπε η Τζένι σε κάποια δουλειά. Ίσως να την είχε παρακολουθήσει πρώτα να φεύγει. Ίσως να είχε δει το τζιπ του Χάντερ και να είχε καταλάβει πως κάποιος τη φύλαγε. Όπως κι αν ήταν, ο Τρόι πήγαινε να δει τον Ρόουλι παίζοντας το ρόλου του τέλειου πατέρα και τραβώντας έτσι το γιο της ακόμα πιο μακριά της. Φυσικά ο Τρόι ήξερε πού θα πήγαιναν ο Ρόουλι ήθελε ο πατέρας του να ξέρει τα πάντα. Προσευχήθηκε στο Θεό να τους άφηνε να φύγουν από το Χιούστον χωρίς να δημιουργήσει κάποια φασαρία. Αυτό που ο Ρόουλι αγνοούσε ήταν ότι ο Τρόι έβγαλε τελικά τη μάσκα και ζήτησε χρήματα από τον παππού του. Ο Αλεν κόντεψε να πάθει αποπληξία. Αν και η Τζένι του είπε να μην τον πληρώσει, ο Άλεν δεν την άκουσε και του έδωσε ένα σημαντικό ποσό χρημάτων, σε μετρητά. Το δεύτερο λάθος του Αλεν ήταν ότι είπε στον Ρόουλι ότι ο πατέρας του ήταν ένας εκβιαστής. Από εκείνη τη στιγμή, ο Ρόουλι δεν ήθελε ούτε το όνομα του παππού του ν’ ακούσει. Αλλωστε ποτέ δεν τον είχε συμπαθήσει πραγματικά. Η Τζένι ένιωσε απελπισμένη και έξαλλη με τον πατέρα της, αλλά ο Αλεν ήταν, όπως πάντα, αμετανόητος. Δε θ’ άλλαζε ποτέ. Ο Αλεν είχε επίσης πολλά να πει και για τον Χάντερ. «Είναι ένας ξοφλημένος πρώην αστυνομικός. Αυπάμαι που τον προσέλαβα. Δεν είναι παρά άλλος ένας καιροσκόπος που ψάχνει για μια πλούσια σύζυγο». «Αυτό δεν είναι αλήθεια», αντέδρασε η Τζένι. Μ πορεί να είχε
προβλήματα με τον Χάντερ, αλλά ήταν απόλυτα σίγουρη πως δεν ήταν προικοθήρας. «Μ πλέχτηκες μαζί του και τώρα το μόνο που έχει στο μυαλό του είναι ο τραπεζικός σου λογαριασμός». «Μ ε προστατεύει από τον Τρόι. Αυτό είναι όλο», του απάντησε ξερά. «Εμένα μη μου λες ψέματα. Ξέρω ότι κάτι τρέχει μεταξύ σας. Μ ου το είπε ο ίδιος». «Έκανε λάθος», ήταν η κοφτή απάντησή της. «Τον προσέλαβα να σε προστατεύσει και τώρα χρειαζόμαστε κάποιον άλλο να σε προστατέψει από αυτόν!» Κούνησε το κεφάλι του συγχυσμένος. «Θα φροντίσω να πας ασφαλής στη Σάντα Φε». «Μ ην μπαίνεις στον κόπο. Θα είναι ο Χάντερ μαζί μου», είπε η Τζένι. «Σαν σωματοφύλακας. Αν ανησυχείς για τα περίφημα λεφτά σου, σταμάτα να δίνεις στον Τρόι. Όσο του δίνεις, τόσο θα συνεχίσει να έρχεται στην πόρτα σου. Αυτό μόνο σου λέω». Η πεισματική άρνησή της να μιλήσει για τον Χάντερ έκανε τον Αλεν έξαλλο, αλλά η Τζένι δεν πτοή-Οηκε. Φεύγοντας τον αγκάλιασε ψυχρά και ο επίσης ψυχρός Ρόουλι αποχαιρέτησε τον παππού του με μια χειραψία. Η Τζένι ένιωσε χαρά και ανακούφιση όταν τελείωσε το δείπνο τους με τον πατέρα της, το βράδυ της
Παρασκευής και μπόρεσαν να το σκάσουν από το ψανταχτερό σπίτι του. Επιστρέφοντας στο σπίτι τους εκείνο το βράδυ, είχε κοιτάξει πίσω της για το τζιπ του Χάντερ αλλά δεν το είδε. Αργότερα την ίδια νύχτα, είχε κοιτάξει μέσα από τις κουρτίνες στο παράθυρο του υπνοδωματίου της και ανακουφίστηκε βλέποντας το τζιπ παρκαρισμένο στο δρόμο. Ο αποχαιρετισμός της με το προσωπικό του Ρικάρ-ντος ήταν ιδιαίτερα συγκινητικός. Ο Αλμπέρτο ήταν συντετριμμένος που δεν κατάφερε να πείσει την «-κόρη του» να μείνει. Της έδωσε τον τελευταίο της μισθό και ένα μπόνους που της έκοψε την ανάσα. Αμέσως άρχισε να κάνει καινούρια σχέδια για το Τζενίβας. Ο αποχαιρετισμός με τους Φέργκιουσον ήταν ακόμα χειρότερος. Ο Μ πράντον έδειχνε σοκαρισμένος και τα δίδυμα, νιώθοντας πως κανένας δεν τα πρόσεχε, βρήκαν την ευκαιρία ν’ αρχίσουν τον καυγά. Η Τζάνις τα αγνόησε και αγκαλιάζοντας σφιχτά τη φίλη της, την παρακάλεσε να προσέχει στο δρόμο. Η ξαφνική επιστροφή του Τρόι την ανησυχούσε κι εκείνη. Το ίδιο βράδυ η Τζάνις είχε περάσει για ένα ποτήρι κρασί και ένα τελευταίο αντίο. Της είχε κάνει, μάλιστα, μια πρόταση που δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί —η έκπληξη για τον Ρόουλι— και οι δύο φίλες ήπιαν στην υγειά της φιλίας τους και υποσχέθηκαν να επικοινωνούν. Βάζοντας το αυτοκίνητο στη θέση του πάρκινγχ που ανήκε στο
δικό της διαμέρισμα, χαμογελούσε από ευτυχία. Είχε απελευθερωθεί από τον Τρόι, για την ώρα τουλάχιστον, και σίγουρα είχε απελευθερωθεί από τον πατέρα της. Ο Ρόουλι άνοιξε το ένα μάτι και ρώτησε με φωνή που έπληττε. «Αυτό είναι;» «Ναι». Δεν επρόκειτο να υποκύψει στην παιδιάστικη συμπεριφορά του. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, του έδωσε μία από τις πρώτες κουτές. Τα περισσότερα από τα πράγματά τους θα έρχονταν με φορτηγό στα μέσα της επόμενης εβδομάδας, αλλά είχε φέρει μαζί της όλα εκείνα που θεωρούσε ανεκτίμητα: φωτογραφίες, αναμνηστικά και τα προσωπικά τους χαρτιά. Αυτό της θύμισε... «Την επόμενη φορά που θα σου τηλεφωνήσει ο Τρόι, πες του να σου δώσει πίσω το διαβατήριό σου». «Ξέρω, ξέρω. Μ ου το είπες ένα σωρό φορές». Η Τζένι έπνιξε το δηκτικό σχόλιο που ήρθε στο στόμα της καθώς έβγαζε τα κλειδιά και άνοιγε την εξώπορτα. Ο Ρόουλι ήθελε να τσακωθεί μαζί της για τον Τρόι και αυτή δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Αποφάσισε να τον αφήσει να φέρεται σαν ανόητος, ελπίζοντας ότι τελικά θα καταλάβαινε ότι αυτό δε θα τον οδηγούσε πουθενά.
Το μέρος μύριζε σκόνη και κλεισούρα. Η Τζένι πήγε στην μπαλκονόπορτα και την άνοιξε λιγάκι, ύστερα τράβηξε τις κουρτίνες. Ο απογευματινός ήλιος φώτισε αμέσως το δωμάτιο. Κοίταξε γύρω της ικανοποιημένη. Παρά τις μικρές ατέλειές του ήταν το τέλειο σπίτι. Της πήρε όλο σχεδόν το απόγευμα για να ξεφορτώσει το Βόλβο και να τακτοποιήσει τα πράγματά της. Δεν είχαν έπιπλα, αλλά μπορούσαν να καθίσουν στο υπερυψωμένο κράσπεδο του τζακιού ή στο ξύλινο πάτωμα. Η Τζένι είχε θυμηθεί να φέρει τη συσκευή του τηλεφώνου και μόλις το συνέδεσε τηλεφώνησε στην Γκλόρια, στο εστιατόριο. «Χαίρομαι που φτάσατε καλά. Βάφουν πάλι», δήλωσε η Γκλόρια κάνοντας έναν περιφρονητικό ρου-θούνισμα μόλις κατάλαβε ότι μιλούσε στην Τζένι. «Έλα να το δεις». Στην Γκλόρια δεν άρεσαν τα πολλά λόγια στο τηλέφωνο. «Θα πάω για λίγο στο Τζενίβας», είπε στον Ρόου-λι, περνώντας το λουρί της τσάντας της στον ώμο της. «Θέλεις να έρθεις;» «Μ πα». Έδειχνε τόσο θλιμμένος που η Τζένι δίστασε για μια στιγμή. Τα σχολεία είχαν αρχίσει ήδη μετά την ανοιξιάτικη διακοπή, αλλά ήταν Σαββατοκύριακο και η Τζένι αναρωτήθηκε τι θα έκανε ο Χάντερ — εκτός από το να φυλάει σκοπιά έξω από την πόρτα της.
Έδιωξε τη σκέψη αμέσως μόλις σχηματίστηκε στο μυαλό της. Δεν μπορούσε να τον σκέφτεται τώρα και ασφαλώς όχι με αυτό τον τρόπο. Αργότερα ίσως, όχι όμως τώρα. Το Τζενίβας βρισκόταν σ’ ένα δρομάκι λίγο πιο πέρα από την οδό Κάνιον. Αρχικά ήταν γκαλερί, κατόπιν τεϊοποτείο και λίγο αργότερα ο ιδιοκτήτης αγόρασε το διπλανό κατάστημα, τα ένωσε και πρό-σθεσε τραπέζια για πρόγευμα και γεύμα. Έπειτα από ένα άσχημο διαζύγιο, η επιχείρηση πουλήθηκε και ο χώρος έμεινε άδειος για ένα χρόνο περίπου ενώ τα αντίπαλα στρατόπεδα τσακώνονταν για την κυριότη-τά του. Κάποτε διευθετήθηκαν όλα και η Τζένι μπόρεσε να υπογράψει ένα καινούριο συμβόλαιο και ν’ αρχίσει τις δικές της μετατροπές και ανακαινίσεις. Είχε σχεδόν δύο μήνες να έρθει και οι αλλαγές που είδε την άφησαν άναυδη. Ήταν σχεδόν έτοιμο. Μ άλιστα, όπως παρατηρούσε τους μπογιατζήδες να περνούν άλλο ένα στρώμα από σκούρο κίτρινο στην απόχρωση της μουστάρδας, επάνω στους ήδη βαμμένους τοίχους, μύρισε νόστιμες μυρωδιές ανακατεμένες μ’ εκείνη της μπογιάς. Μ παίνοντας στην κουζίνα βρήκε την Γκλόρια να στέκεται επάνω από ένα κοντό αδύνατο άντρα που σοτάριζε κάτι πικάντικο. Οι ντόπιοι κάτοικοι της Σά-ντα Φε ήταν γνωστοί για την αντίληψή τους ότι «οι καυτερές πιπεριές είναι ο βασιλιάς και η βασίλισσα της κουζίνας». Όλα τα ντόπια πιάτα είχαν οπωσδήποτε το ένα ή το άλλο είδος καυτερού, σε μια κλίμακα από καυτερό που σε εκτόξευε
σαν ρουκέτα στο διάστημα ως το ντελικάτο και απαλό. Έκανε και η ίδια τη συγκεκριμένη σάλτσα, όχι όμως τόσο έντονη. Σύμφωνα με την Γκλόρια, όσο πιο πικάντικη ήταν η σάλτσα, τόσο πιο υπέροχη ήταν η αίσθηση που άφηνε στη γλώσσα μόλις διαλυόταν η πρώτη εντύπωση. Σαν να βρισκόσουν στα ουράνια! Αυτήν τη στιγμή μάλιστα, το άρωμά της, έστω και ανακατεμένο με τη μυρωδιά της μπογιάς, έκανε το στόμα της να γεμίσει σάλια. «Πρέπει να πεινάω πολύ», είπε στη σεφ της. Η Γκλόρια, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το εντυπωσιακό σε μέγεθος μπούστο της, αγριοκοίταζε τον άντρα. Τα καστανά μάτια της πετούσαν αστραπές και τα χείλη της ήταν τόσο σφιγμένα που σχημάτιζαν μια ίσια γραμμή. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σ’ ένα σφιχτό κότσο, μακριά από το πρόσωπό της. Όσο για την ηλικία της, θα μπορούσε να ήταν από τριάντα ως πενήντα. Αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Η παρουσία της προκαλούσε δέος σε οποιαδήποτε κουζίνα. Αν ήταν να διαλέξει ανάμεσα στην οργή της Γκλόρια και του Αλμπέρτο, θα προτιμούσε φυσικά του Αλμπέρτο. «Έχουμε μείνει πίσω», είπε η σεφ φτύνοντας τις λέξεις. Η Τζένι δεν ήταν σίγουρη αν εννοούσε την κατασκευή ή την προετοιμασία των πιάτων. Όταν η Γκλόρια γύρισε την πλάτη της στον ανθρωπάκο, εκείνος χαμογέλασε στην Τζένι φοβισμένα. «Μ ιλάει μόνο Ισπανικά», είπε η Γκλόρια βλέποντας πως η Τζένι ήταν έτοιμη να του απευθύνει το λόγο. «Πάντως δεν είναι κακός
μάγειρας». Αυτό κι αν ήταν έπαινος. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να το πεις στον ίδιο», πρότεινε η Τζένι. «Το ξέρει». Τίναξε το κεφάλι της απότομα προς την τραπεζαρία. «Τους έβαλα τις φωνές. Είναι αργοί σαν χελώνες». «Έκανες σπουδαία δουλειά», της είπε η Τζένι. Η Γκλόρια είχε επιβλέψει την ανακαίνιση μόνη της ενώ η Τζένι βρισκόταν στο Χιούστον. Αναγνωρίζοντας τον κόπο της, η Τζένι της είχε προτείνει να της δώσει ένα μερίδιο από την επιχείρηση, κάτι που θα έκανε τον πατέρα της να πάθει έμφραγμα, αλλά η Τζένι ήξερε πόσο σημαντικός ήταν ένας καλός σεφ στην επιτυχία της Τζενίβας. Η Γκλόρια της είχε ζητήσει χρόνο να το σκεφτεί. «Δεν πίστευα ότι θα είχε προχωρήσει τόσο πολύ», συνέχισε η Τζένι. «Μ ου φαίνεται ότι μπορούμε ν’ ανοίξουμε... την επόμενη εβδομάδα ίσως;» «Αυτή την εβδομάδα!» δήλωσε η Γκλόρια. «Εντάξει». Η Τζένι χαμογέλασε. «Αυτή την εβδομάδα». «Οι καρέκλες και τα τραπέζια είναι έτοιμα και θα μας σταλούν». Η Τζένι κατένευσε. Είχε παραγγείλει τραπέζια και καρέκλες από φυσικό ξύλο έλατου για την κεντρική
αίθουσα και για την αίθουσα υποδοχής ένα αναπα-λαιωμένο Ισπανικό γραφείο από ένα μικρό μαγαζί με αντίκες λίγο πιο κάτω στην οδό Κάνιον. Από την οροφή κρέμονταν μικροσκοπικά φώτα που έδιναν ένα διακριτικό φως και οι καμάρες των εισόδων είχαν επάνω τους μοτίβα που έμοιαζαν με τους θάμνους και τα πευκόδεντρα που στόλιζαν την ύπαιθρο του Νέου Μ εξικού. Η τελευταία πινελιά θα ήταν οι γλάστρες με αναρριχητικά φυτά που θα κάλυπταν σαν διάδημα τις καμάρες που οδηγούσαν από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Μ ια σειρά από παράθυρα ψηλά στον βορινό τοίχο της κεντρικής τραπεζαρίας άφηνε το φως να πλημμυρίζει το χώρο στη διάρκεια της ημέρας. Αν δεν υπήρχαν τα κτίρια της πόλης, θα μπορούσαν να βλέπουν ακόμα και την οροσειρά του Σάνγκρε ντε Κρίστος, μια θέα πραγματικά συναρπαστική. Η Τζένι δεν έβλεπε την ώρα ν’ αρχίσουν. Αλλά πρώτα... «Έχω ν’ ανοίξω μερικές κούτες ακόμα στο σπίτι. Έχω ήδη συνδέσει το τηλέφωνο. Ο αριθμός είναι αυτός που σου έδωσα την τελευταία φορά που είχα έρθει». Η Γκλόρια γρύλισε κάτι σαν απάντηση. «Θα έρθω πάλι αύριο. ΓΙότε θα είσαι έτοιμη για πελάτες;» «Περιμένω μερικούς ανθρώπους για δουλειά την Τετάρτη. Από εκεί και πέρα θα είμαστε έτοιμοι». «Θα κάνουμε πρώτα μια πρόβα», είπε η Τζένι. «Μ ε τους
σερβιτόρους. Θα ήθελα επίσης να κάνω και κάποια επιπλέον διαφήμιση. Έχουμε δώσει βέβαια μερικές διαφημίσεις στον Τύπο, αλλά θέλω να ορίσω και την ημερομηνία που ανοίγουμε. Τι θα έλεγες για την Παρασκευή;» Η Γκλόρια κατένευσε. «Θα τελειώσω μερικά πράγματα αυτό το Σαββατοκύριακο. Πρέπει να τους μάθω μερικά πιάτα ακόμα και δεν έχω μάτια πίσω μου!» Κοίταξε άγρια τον ανθρωπάκο με την ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπο. Η Τζένι βγήκε έξω. Κατά τη γνώμη της, η Γκλόρια υποτιμούσε τον εαυτό της. Η ίδια πίστευε ότι η σεφ της μάλλον είχε μάτια και στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Φτάνοντας στο διαμέρισμα, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε φέρει φωτιστικά μαζί της. Το σπίτι ήταν θεοσκότεινο. Άναψε το φως της κουζίνας και αυτό βοήθησε κάπως. «Ρόουλι;» φώναξε, νιώθοντας ένα στιγμιαίο τσίμπημα πανικού μέσα της. «Ναι». Ο τόνος της φωνής του δεν έκρυβε την ανία του. Ευτυχώς, το φως του διαδρόμου δούλευε έτσι δε χρειαζόταν να ψηλαφίζει τον τοίχο περπατώντας. Ρίχνοντας μια ματιά στο δωμάτιο, είδε τον Ρόουλι να τραβάει το ακουστικό του τηλεφώνου από το αυτί του. Ήταν ξαπλωμένος στον υπνόσακο του, με τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του, κοιτάζοντας το ταβάνι. «Έχουμε φέρει τη μικρή τηλεόραση από το δωμάτιό σου», του
υπέδειξε. «Μ πορείς να τη στήσεις». «Μ πα». «Ήθελες να τηλεφωνήσεις πουθενά;» «Όχι». Ο τόνος του ήταν ελαφρά επιθετικός. «Γιατί;» «Επειδή πήρες το τηλέφωνο από την κουζίνα. Θα μπορούσα να έχω κι εγώ μερικά τηλεφωνήματα, ξέρεις», του υπέδειξε. Αν τυχόν τηλεφωνούσε ο Χάντερ δεν ήθελε να υποστεί τα σκοτεινά, όλο μομφή βλέμματα και την απαίσια συμπεριφορά που θα υιοθετούσε ο Ρόουλι αμέσως. «Από τη Μ άγδα, την Γκλόρια, από οποιονδήποτε. Ακόμα και από τους Φέργκιου-σον». «Γιατί δεν πήρες ένα κινητό τηλέφωνο;» τη ρώτησε απότομα. Αυτό τη σταμάτησε. «Γιατί, χρειάζομαι;» «Ο μπαμπάς έχει». «Α, μάλιστα». Ο θυμός φούντωσε μέσα της. Είχε απηυδήσει με τη στάση του. «Λοιπόν, αν ο μπαμπάς σου έχει ένα, αυτό σημαίνει πως ο πραγματικός ιδιοκτήτης του είναι ο παππούς σου». «Τι σημαίνει αυτό». Ο τόνος του ήταν απειλητικός τώρα. Η Τζένι μετάνιωσε αμέσως που άφησε να την παρασύρει ο θυμός της. «Σημαίνει ότι δεν ξέρεις τίποτα για τον Τρόι».
«Ναι; Και ποιος φταίει γι’ αυτό;» «Πολύ ευχαρίστως να σου μιλήσω γι’ αυτόν τώρα». «Τον μισείς», της πέταξε με πάθος ο Ρόουλι. «Τι μπορείς να μου πεις; Ένα σωρό κακίες! Όταν έρθει εδώ, θα πάω μαζί του». «Όταν έρθει εδώ;» επανέλαβε η Τζένι. «Το σπίτι του είναι μια ώρα με το αυτοκίνητο από δω», της πέταξε ο Ρόουλι θριαμβευτικά. «Σε κάποια μικρή πόλη που ζουν μόνο καλλιτέχνες». «Στο Τάος;» τον ρώτησε ξεψυχισμένα. «Σ’ αυτήν!» Ο Ρόουλι ευχαριστήθηκε που η μητέρα του την ήξερε. Αυτό σήμαινε πως υπήρχε. Ως αυτήν τη στιγμή δεν ήταν απόλυτα βέβαιος πως ο πατέρας του του είχε πει την αλήθεια. Όχι ότι θα του έλεγε ψέματα, σκέφτηκε ο Ρόουλι βιαστικά, αλλά ο μπαμπάς του ήταν πολύ προσεχτικός σε ό,τι αφορούσε τη μαμά του. Η Τζένι τον κοίταξε με ανησυχία. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, οδυνηρά. Η ανάμνηση του Τρόι, να τη φιλά βίαια στα χείλη εκείνο το βράδυ στο Χιούστον, ήταν αρκετή για να νιώσει ναυτία. Είχε σκεφτεί —είχε προσευχηθεί— ότι τα χρήματα του Αλεν θα τον κρατούσαν σε απόσταση για ένα διάστημα. «Ρόουλι, ξέρεις τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;»
«Ναι», απάντησε συγκρατημένα. «Τι;» «Επενδύσεις», δήλωσε το αγόρι κοφτά. «Ζει από τα λεφτά που του έδωσε ο παππούς σου. Πολύ αμφιβάλω αν έχει κάνει έστω και μία επένδυση στη ζωή του. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που γύρισε». «Τα λες αυτά επειδή τον μισείς!» ούρλιαξε ο Ρό-ουλι. «Αυτό είναι όλο!» «Ρόουλι...» «Παράτα με», μουρμούρισε γυρίζοντάς της την πλάτη και κοιτάζοντας το ταβάνι. «Φύγε και κλείσε την πόρτα», πρόσθεσε όταν εκείνη έμεινε ακίνητη. Όλη η χαρά της ημέρας εξανεμίσθηκε. Η Τζένι πήγε στο δωμάτιό της και ανοίγοντας τον υπνόσακο της έπεσε χώνοντας το πρόσωπό της στο μαξιλάρι. Ένιωθε απίστευτα κουρασμένη. Προσπάθησε να διώξει τις ανησυχίες της από το μυαλό της αλλά ήταν δύσκολο και ο ύπνος άργησε πολύ να έρθει. Ξημέρωνε όταν ο Χάντερ έφτασε τελικά στη Σάντα Φε. Του είχε πάρει πολύ περισσότερο από όσο είχε υπολογίσει να
φύγει από το Χιούστον. Είχε ένα κακό προαίσθημα όλη την ημέρακαι μόνο όταν ακολούθησε την Τζένι έξω από την πόλη για αρκετές ώρες, σχεδόν πείστηκε πως δε θ’ αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα στο ταξίδι της. Θα την ακολουθούσε αλλά έπρεπε να κάνει κάτι που του είχε ζητήσει η Τζένι. Το μοναδικό πράγμα που του είχε πει και είχε κάποια σημασία, όλες αυτές τις ημέρες της σιωπής που τους είχε τυλίξει. Ο Χάντερ πήγε κατευθείαν στο σπίτι του στο ράντσο, ένα σκονισμένο κτίριο στο τέρμα ενός χωματόδρομου με θαμνώδεις φασκομηλιές στις δύο πλευρές του και ένα μοναχικό πεύκο ποντερόσα. Το πεύκο είχε μεταφερθεί εκεί μερικούς αιώνες πριν, αλλά οι φασκομηλιές ήταν ντόπιες. Τέτοιας αντοχής που και να ήθελες δε θα μπορούσες να τις εξολοθρεύσεις. Υπήρχε κάτι καλό στον αγώνα για επιβίωση. Καλύτερο από το να σου σερβίρονται τα πάντα σε ασημένιο δίσκο. Σπίτι μου σπιτάκι μου. Αναστενάζοντας βγήκε από το τζιπ. Δύο ώρες ύπνου και θα πήγαινε στον Ορτέγκα. Η επιστροφή των χρημάτων στον Χόλογουεϊ έκανε επιτακτική την ανάγκη για δουλειά. Θα έρθεις πίσω... νωρίτερα από όσο νομίζεις... «Να πάρει ο διάολος», είπε σιγανά. Ο Ορτέγκα είχε δίκιο. *
Δεν υπήρχαν καθόλου τρόφιμα στο διαμέρισμα. Τελειώνοντας με το πρωινό της μπάνιο, η Τζένι φόρεσε ένα τζιν παντελόνι, ένα μακρύ πουκάμισο χωρίς μανίκια και ένα γιλέκο από επάνω. Η Σάντα Φε είχε δύο χιλιάδες μέτρα υψόμετρο και ο αέρας ήταν κρύος παρόλο που ήταν ήδη άνοιξη. Η πόρτα του Ρόουλι ήταν κλειστή. Την προσπέρα-σε και καθώς έβγαζε τα κλειδιά από την τσάντα της άκουσε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Γύρισε βιαστικά στην πόρτα του Ρόουλι ακούγοντας τη φωνή του να λέει ένα σιγανό «Εμπρός;» «Ρόουλι;» του φώναξε απέξω. «Μ ιλάω», της απάντησε κοφτά. Η Τζένι έκανε πίσω ανήσυχη. Ίσως ήταν ο Μ πρά-ντον. Ίσως κάποιος άλλος φίλος που ο Ρόουλι του είχε δώσει τον αριθμό. Ίσως είναι ο Τρόι. Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική της στήλη και άθελά της ανατρίχιασε. Ο Τρόι είχε κινητό τηλέφωνο. Πολύ πιθανόν ο λόγος που εμφανιζόταν πάντοτε όταν εκείνη έλειπε να ήταν επειδή τηλεφωνούσε στον Ρόουλι για να μάθει αν η μαμά του ήταν στο διαμέρισμα και μόλις το αυτοκίνητό της έστριβε τη γωνία εκείνος ανέβαινε στο σπίτι. Άλλωστε ο Χάντερ της είχε ομολογήσει ότι
ακολουθούσε εκείνη —όχι τον Ρόουλι— οπότε δε θα ήταν εκεί όποτε περνούσε ο Τρόι. Εκτός κι αν τον τηλεφωνούσε ο Ρόουλι. Η σκέψη μπήχτηκε σαν μαχαιριά στο στήθος της. «Είναι ο μπαμπάς σου στο τηλέφωνο; Αν ναι, θέλω να του μιλήσω», του φώναξε. «Πρέπει να κλείσω», άκουσε τον Ρόουλι να λέει. «Ρόουλι;» «Το έκλεισα». «Ήταν ο Τρόι;» Σιωπή. «Για όνομα του Θεού», φώναξε η Τζένι ανοίγοντας την πόρτα και κοιτάζοντας άγρια το γιο της. «Μ πορείς να είσαι όσο θυμωμένος θέλεις μαζί μου, αλλά συμπεριφέρσου σαν άνθρωπος. Και σε πληροφορώ ένα πράγμα. Ο Τρόι είναι μαέστρος στο να παίζει θέατρο, και σου την έφερε επειδή δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν. Πρόσεξε». Προσπάθησε να πνίξει το φόβο της. «Σ’ αγαπώ. Δε θέλω να σε πληγώσω, όχι σκόπιμα τουλάχιστον». Άνοιξε το στόμα του να διαφωνήσει μαζί της αλλά η Τζένι κούνησε το κεφάλι της άγρια, κόβοντάς τον. «Ξέρω ότι δε σου
είπα πού ήταν. Ούτε εγώ ήμουν σίγουρη γι’ αυτό. Δεν ήθελα να ξέρω. Μ ε χτυπούσε, Ρόουλι. Το καταλαβαίνεις αυτό;» «Μ αμά...» Προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί, φανερά σοκαρισμένος. «Μ ην τον εμπιστεύεσαι. Μ ην τον αφήσεις να σε πληγώσει. Εγώ δεν μπορώ να τον βλέπω. Καταλαβαίνεις;» είπε τρέμοντας, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Ίσως... ίσως να μην το ήθελε πραγματικά», προσπάθησε να τον υπερασπιστεί ο Ρόουλι, ανίκανος ν’ ακούσει κάτι άσχημο για τον πατέρα του που είχε μπει ξαφνικά στη ζωή του. «Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε ικετευτικά. Η Τζένι τον κοίταξε κατάματα. Του ήταν αδύνατο να συλλάβει αυτά που του είχε μόλις πει. Δεν ήθελε. Το άσχημο ήταν πως η Τζένι δεν ήταν ψυχολόγος και εδώ είχε να αντιμετωπίσει πολύ επικίνδυνα θέματα. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα είπε με ταραγμένη φωνή. «Θα πάω στο σούπερ μάρκετ. Δε θ’ αργήσω». «Μ αμά...» «Είμαι πολύ κουρασμένη και δε θέλω να μιλήσω άλλο», του είπε κι έφυγε. Ο Ρόουλι είχε πάει με το μέρος του πατέρα του και αυτό την πλήγωνε. Βαθιά. Δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει με ψυχραιμία, με γενναιότητα. Ήταν δεκαπέντε χρονών. Ένα παιδί. Ένα παιδί
που ήθελε τον μπαμπά του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, κάτι που η ίδια δεν το είχε συνειδητοποιήσει αλλά ίσως έπρεπε να το έχει μαντέψει. Δυστυχώς, ο Ρόουλι αρ-νιόταν πεισματικά να δει την αλήθεια, ακόμα και για τα όσα της είχε κάνει ο Τρόι! Δε φανταζόταν ποτέ ότι θα πληγωνόταν τόσο, περισσότερο από όσο μέχρι τώρα στη ζωή της. Είχε όμως μάθει από πρώτο χέρι ότι υπήρχαν πολλά, πάρα πολλά επίπεδα συναισθηματικού πόνου και δεν ήξερε τι την περίμενε μελλοντικά. Τα παιδιά ήταν ικανά να σε πληγώσουν χωρίς σκέψη ή ενδοιασμό. Δεν έφτανε ότι έπρεπε να υποστεί την επιστροφή του Τρόι στη ζωή της; Δεν ήταν αυτό αρκετή τιμωρία που είχε κρύψει την αλήθεια από το γιο της; * Τελείωσε με τα ψώνια της και επέστρεψε στο διαμέρισμα, όπου κοιτάζοντας μέσα στις σακούλες ανα-ρωτήθηκε μήπως είχε πάρει κατά λάθος τα ψώνια κάποιου άλλου πελάτη. Η ταραχή της ήταν τόσο μεγάλη που δε θυμόταν τι είχε αγοράσει. «Μ αμά;» Ο Ρόουλι στεκόταν στο τέρμα του διαδρόμου. Φορούσε ένα καπέλο του μπέιζμπολ που σκίαζε το πρόσωπό του. «Του τηλεφώνησα πάλι. Του είπα όσα μου είπες». «Τηλεφώνησες στον Τρόι;» Η Τζένι ακούμπησε τα χέρια της στον πάγκο της κουζίνας, για να μη σωριαστεί κάτω.
«Είπε ότι ήταν ένα λάθος. Είπε ότι σου ζήτησε ήδη συγνώμη. Ότι έγινε σε έναν καβγά σας. Σε έσπρωξε ή τον έσπρωξες εσύ... ή κάτι τέτοιο...». Έχωσε τα χέρια του στις τσέπες και έσφιξε τους ώμους του. «Έτσι έγινε μαμά; Θέλω να πω, έτσι το θυμάσαι κι εσύ;» Σήκωσε το βλέμμα του επάνω της ανήσυχα και τόσο φοβισμένα που η Τζένι δεν ήξερε πώς ν’ αντι-δράσει. «Είπε ότι νιώθει ακόμα άσχημα», πρόσθεσε ο Ρό-ουλι. «Θέλει τα πράγματα να φτιάξουν μεταξύ σας». «Υπάρχουν περιπτώσεις που δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω». Η Τζένι προσπάθησε να ξεφύγει από το θέμα. Ο Ρόουλι είχε πολλές ελπίδες για μια συμφιλίωση των γονιών του και ήταν υπερβολικά ιδεαλιστής για ν’ ακούσει την άσχημη αλήθεια για τον πατέρα του. Δυστυχώς η Τζένι ήξερε πάρα πολύ καλά το ταλέντο του Τρόι στο να χειραγωγεί τους ανθρώπους και να ρίχνει το φταίξιμο σε άλλους. «Έχουν γίνει πάρα πολλά άσχημα μεταξύ μας». «Καλά, ίσως όχι ακόμα...» «Ρόουλι, αυτό δε θα γίνει ποτέ», του είπε μαλακά. Ανοιξε το στόμα του για να πει κάτι ακόμα, όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας, ένα δυνατό χτύπημα που ξάφνιασε και τους δύο. Η Τζένι έτρεξε βιαστικά να κοιτάξει από το ματάκι της πόρτας κι ένα κύμα ανακούφισης και ενθουσιασμού την πλημμύρισε βλέποντας τον Χάντερ. Άνοιξε διάπλατα την
πόρτα και παραλίγο θα έπεφτε στην αγκαλιά του αν δεν ήταν ο Μ πένι που όρμησε μέσα κουνώντας την ουρά του και γαβγίζοντας δυνατά. «Μ πένι!» Ο Ρόουλι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Γονάτισε αμέσως και αγκάλιασε το κεφάλι του σκύλου, ενώ ο Μ πένι άρχισε να τον γλύφει ευτυχισμένος, κουνώντας την ουρά του σαν τρελός. «Τι κάνει εδώ;» «Θέλαμε να σου κάνουμε μια έκπληξη!» Η Τζένι ανασήκωσε τους ώμους της χαμογελώντας. Βλέποντας το γιο της ν’ αγκαλιάζει το σκύλο, ένιωσε την καρδιά της έτοιμη να σπάσει στα δύο. «Η Τζάνις το σκέφτηκε και ο Μ πράντον συμφώνησε. Σκέφτηκαν ότι θα χρειαζόσουν ένα φίλο». Ο Ρόουλι έμεινε με το κεφάλι σκυφτό. Το μάγουλό του ακουμπούσε στο κολάρο του Μ πένι, ο οποίος στριφογύριζε προσπαθώντας να γυρίσει και να του γλείφει το πρόσωπο. Ο Χάντερ κοίταξε το αγόρι με το σκυλί. Ο Μ πένι κλαψούριζε και χτυπούσε την ουρά του σε όλο το ταξίδι αλλά η μεταφορά του στη Σάντα Φε ήταν το μοναδικό πράγμα που του είχε ζητήσει η Τζένι. Τώρα βλέποντάς τους μαζί, ο Χάντερ χαιρόταν για το ρόλο που είχε παίξει στην επανένωσή τους. «Σ’ ευχαριστώ», είπε η Τζένι με ειλικρίνεια. «Ύστερα απ’ αυτό το ταξίδι, σκέφτομαι να πάρω κι εγώ ένα
σκύλο», απάντησε ο Χάντερ. Ανακτώντας την ψυχραιμία του, ο Ρόουλι ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. Δεν μπορούσε να κοιτάξει τον Χάντερ στα μάτια. «Σ’ ευχαριστώ που τον έφερες», κατάφερε τελικά να πει. «Ευχαρίστησή μου». Ο Ρόουλι έξυσε το πιγούνι του, κοιτάζοντας τον Χάντερ επιφυλακτικά. Ήταν φανερό ότι ήθελε να ρωτήσει τι ρόλο έπαιζε ο Χάντερ στη ζωή της μητέρας του, αλλά μετά την ένταση και τη φόρτιση του πρωινού, αποφάσισε να το αφήσει για άλλη φορά. Η Τζένι ήθελε να πει στον Χάντερ για τα προβλή-ματά της με το γιο της. Ήθελε να τον εμπιστευθεί σαν να ήταν ένας καλός φίλος. Αλλά το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί από τη στιγμή που τον είδε ήταν ότι ήθελε να βρεθεί στην αγκαλιά του, να κάνουν έρωτα. Διώχνοντας αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της κα-τάφερε να πει με κομμένη κάπως την ανάσα. «Θέλετε πρόγευμα; Πήγα και ψώνισα σήμερα το πρωί». Ο Ρόουλι σήκωσε το βλέμμα του επάνω τους φανερά ενοχλημένος. Ο Χάντερ κοίταξε την Τζένι και οι σκέψεις του ταξίδεψαν στο ίδιο μονοπάτι με τις δικές της. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Πρέπει να πάω να μιλήσω στο παλιό μου αφεντικό. Νομίζω ότι θα χρειαστώ μια δουλειά». «Στην Αστυνομία της Σάντα Φε;»
«Ίσως». Ο Ρόουλι τον κοίταξε επίμονα. «Είσαι αστυνομικός;» «Ήμουν. Υποθέτω ότι θα ξαναγίνω», είπε ο Χάντερ σέρνοντας τη φωνή του. «Ο Ορτέγκα το είχε προβλέψει». «Ο Ορτέγκα;» ρώτησε η Τζένι. «Ο αστυνόμος Ορτέγκα. Σκέφτηκα να περάσω πρώτα από δω ν’ αφήσω τον Μ πένι». Το ενδιαφέρον του Ρόουλι είχε κεντριστεί όσο κι αν δεν το ήθελε. «Θα πας εκεί τώρα; Στην αστυνομία;» Ο Χάντερ τον κοίταξε σκεφτικός. «Θα ήθελες να έρθεις μαζί μου;» Ο Ρόουλι έκανε ένα βήμα πίσω. Ήταν τόσο εύκολο να τον διαβάσει κανείς, που η καρδιά της Τζένι έλιωσε σ’ αυτή τη διαπίστωση. Ήταν παιδί. Ήθελε να φιλήσει τον Χάντερ που έπιασε την κατάσταση αμέσως. «Πήγαινε», είπε στον Ρόουλι. «Όταν επιστρέφεις, θα έχω έτοιμο το μεσημεριανό. Έτσι κι αλλιώς είναι αργά για πρόγευμα». «Μ ε τον Μ πένι τι θα γίνει;» «Μ πορεί να μείνει μαζί μου», είπε η Τζένι κοιτάζοντας σε μια από τις τσάντες με ψώνια. «Βλέπω ότι κατάφερα να θυμηθώ και ν’
αγοράσω τροφή για σκύλους. Το μυαλό του ανθρώπου είναι ένα περίεργο όργανο». Ο Ρόουλι κοίταξε τη μητέρα του ερωτηματικά, έριξε ένα βλέμμα στον Μ πένι, δίστασε για μια στιγμή, ύστερα όρμησε έξω από την πόρτα. Ο Χάντερ έκλεισε το μάτι στην Τζένι, ύστερα ακολούθησε το γιο της. Η φλόγα εκείνου του βλέμματος και οι εξίσου καυτές αναμνήσεις που ξύπνησε την έκαναν ν’ ακουμπή-σει στον πάγκο νιώθοντας μια ξαφνική αδυναμία. Ευχήθηκε να είχε γνωρίσει το πραγματικό πάθος όταν ήταν νεότερη. Αν ήξερε τι ήταν αυτό που αναζητούσε, ίσως να μην είχε κάνει το λάθος να παντρευτεί τον Τρόι. «Μ εγάλο λάθος», είπε δυνατά και επέστρεψε στη δουλειά που την περίμενε. * Τριάντα χιλιάδες δολάρια έμοιαζαν κάποτε με ολόκληρη περιουσία. Σήμερα όμως δεν ήταν παρά ψίχουλα. Ο Χόλογουεϊ του τα είχε δώσει σε χαρτονομίσματα των εκατό. Ήταν ένας ωραίος παχύς φάκελος. Μ όλις τον έπιασε στα χέρια του, ο Τρόι πήγε αμέσως και αγόρασε αυτοκίνητο. Του έφεραν κάποιες δυσκολίες σχετικά με τα λεφτά, έτσι αναγκάστηκε να βγάλει είκοσι χιλιάδες από το φάκελο και συμφώνησε σε ένα πράσινο
μεταχειρισμένο Εξπλό-ρερ. Είχε φανταστεί τον εαυτό του να οδηγεί ένα άσπρο Λέξους με χρυσά φινιρίσματα. Καλό ήταν και το Εξπλόρερ, αν και είχε ένα μικρό βούλιαγμα στο δεξί φτερό και η μαύρη μπογιά στον ένα τροχό δεν ταίριαζε ακριβώς με τους άλλους. Αλλά έστω κι έτσι, ήταν πολύ προτιμότερο από το σαράβαλο που είχε νοικιάσει. Η αμέσως επόμενη αγορά του ήταν ένα κινητό τηλέφωνο. Θεούλη μου, πόσο μισούσε όλους αυτούς τους πωλητές. Βλάκες όλοι τους, αν και τους άφησε να τον πείσουν ν’ αγοράσει ένα πρόγραμμα που συ-μπεριλάμβανε δωρεάν υπεραστικά τηλεφωνήματα. Τον συνέφερε, έτσι θα μπορούσε να τηλεφωνεί στην Τζένι χωρίς να πληρώνει δεκάρα. Οδηγώντας στον αυτοκινητόδρομο 10 που διέσχιζε όλο το Τέξας γέλασε σιγανά, ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Τον ήξερε καλά αυτόν το δρόμο. Ξεκινούσε από τη Σάντα Μ όνικα της Καλκρόρνια και συνέχιζε ίσια προς το βορά. Δε θα χρειαζόταν ν’ αλλάξει δρόμο για να πάει στη Σάντα Φε. Η απόσταση ήταν μεγάλη αλλά του άρεσε να οδηγεί. «Γεια σου, κούκλα μου», είπε χαϊδεύοντας το τα-μπλό και γελώντας. Το μόνο που του έλειπε τώρα ήταν μια γυναίκα. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία, την Ντέινα, και του έλειπε η γυναικεία σάρκα. Είχε φλερτάρει με μια τύπισσα το προηγούμενο βράδυ στο μπαρ. Ένα ακριβό μπαρ γεμάτο λεφτάδες και γυναίκες ντυμένες πανάκριβα. Καμιά σχέση μ' εκείνο
το φτηνιάρικο δήθεν γουέστερν. Ένα ξαφνικό κρύο είχε κάνει τις γυναίκες να φορέσουν τις γούνες τους και τους άντρες κουστούμια. Καλά, μερικοί αποτυχημένοι φορούσαν γουέστερν πουκάμισα με σχιστές τσέπες κεντημένες με μικρά τόξα στις άκρες. Κάποιοι ηλίθιοι που περνιόνταν για καουμπόηδες. Όμως όλα εκεί μέσα μύριζαν χρήμα και επιτυχία. Είχε κάνει τα γλυκά ματάκια σε μια κυρία με μακριά άσπρη τουαλέτα και μια βιζόν εσάρπα ριγμένη ατημέλητα στους ώμους της. Τίποτα επάνω της δε θύμιζε Τέξας. Σίγουρα από την Ανατολική Ακτή και ψυχρή σαν όλες τις γυναίκες του Βορρά. Είχε προσέξει πώς λαμπύριζαν τα διαμάντια στο λαιμό της κάτω από το φως των κεριών. Όσο την έβλεπε το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πώς να την κάνει δική του. Ακόμα και το άρωμά της μύριζε σεξ. Αλλά δεν ήταν εκεί μόνη της. Δεν πρόλαβε ο Τρόι να βάλει μπρος τη γοητεία του και κατέφτασε ο σύζυγος. Τεράστιος σαν αθλητής του ράγκμπι. Κοίταξε τον Τρόι κάτω από το μεγαλύτερο και πιο άσχημο καπέλο καουμπόη που είχε δει ποτέ του. «Θέλεις κάτι, φίλε;» τον ρώτησε αργόσυρτα αλλά απειλητικά και ένα χαμόγελο που έλεγε ότι διάβαζε τις πονηρές σκέψεις του Τρόι απλώθηκε στο πρόσωπό του. Ο τύπος ήταν ιδρωμένος σαν γουρούνι. Ο Τρόι ανασήκωσε τους ώμους του. «Είσαι πολύ τυχερός άντρας, κύριος».
Το χαμόγελο του άντρα έγινε πιο πλατύ. «Ναι, είμαι», είπε περνώντας το χέρι του γύρω από τη μέση της παγωμένης πριγκίπισσας. Το παγόβουνο δε φάνηκε να ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα μ’ αυτό. Σίγουρα τον παντρεύτηκε για τα λεφτά του, σκέφτηκε ο Τρόι. Καλά, δεν την κατηγορούσε. Από την εμφάνισή του έκρινε ότι ο τύπος πρέπει να είχε πάρα πολλά. Ήταν όμως τέτοιος χοντράνθρωπος που δε θα του έκανε εντύπωση αν τον έβλεπε να σκουπίζει τον ιδρώτα του επάνω στο πανάκριβο φόρεμά της. Απομακρύνθηκαν από το σημείο όπου καθόταν ο Τρόι, αλλά ο τύπος άφησε το τζάκετ του επάνω στο σκαμνί. Ο Τρόι το πήρε άνετα και πήγε στις τουαλέτες. Έψαξε στις τσέπες για λεφτά. Τι απογοήτευση! Εκτός από μερικά κουτιά σπίρτα και επαγγελματικές κάρτες, δεν υπήρχε τίποτα. Το πέταξε στη λεκάνη της τουαλέτας. Έφυγε αμέσως και σ’ όλη τη διαδρομή για το ξενοδοχείο του δε σταμάτησε να γελάει. Ήταν πολύ τυχερός. Από δω και πέρα μόνο τα καλύτερα γι’ αυτόν, χάρη στον Αλεν Χόλογουεϊ και τη γενναιοδωρία του. Διόρθωσε το κάθισμά του και προσπάθησε να διώξει κάθε σεξουαλική σκέψη από το μυαλό του. Το σημαντικό αυτήν τη στιγμή ήταν να φύγει από το Χιούστον όσο πιο γρήγορα γινόταν. Είχε μερικές χιλιάδες δολάρια ακόμα και όλο το χρόνο του κόσμου στη διάθεσή του.
«Αχ, Τζένι», τραγούδησε απαλά. «Ετοιμάσου, μωρό μου, γιατί σου ’ρχομαι!»
κεφάλαιο 13 ΟΧάντερ δοκίμασε την πολυθρόνα στο γραφείο του, που έτριξε σαν να διαμαρτυρόταν όταν ακούμπησε την πλάτη του πίσω. Η αλήθεια είναι πως είχε ενοχληθεί λιγάκι ανακαλύπτοντας ότι κάποιος άλλος είχε κάνει κατοχή στο χώρο του. Ο υποσταθμός δεν ήταν μεγάλος — ούτε πολύ μακριά από τα κεντρικά γραφεία της Αστυνομίας της Σάντα Φε. Υπήρχαν μόνο μια χούφτα εργαζόμενοι εδώ. Ο Χά-ντερ δεν μπορούσε βέβαια να διαμαρτυρηθεί, αφού δεν είχε επιστρέφει κανονικά στη δουλειά. Αυτός ήταν ο σκοπός του όταν πήγε με τον Ρόουλι στο σταθμό δύο ημέρες πριν, αλλά εξαιτίας του Τρόι Ράσελ προτιμούσε να έχει ένα σχετικά ελεύθερο ωράριο κινήσεων, τουλάχιστον ώσπου να τελειώσει αυτή η υπόθεση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ο Ορτέγκα, ξέροντας ότι ο Χάντερ καθόταν στο παλιό του γραφείο, ήρθε και στάθηκε στην πόρτα. Αυτός ο άντρας είχε ένα μοναδικό τρόπο να τον εκνευρίζει ακόμα κι όταν στεκόταν τελείως ακίνητος. «Λοιπόν;» ρώτησε απότομα. «Τι είναι όλοι αυτοί οι φάκελοι εδώ;» ρώτησε ο Χάντερ δείχνοντας τη στοίβα στο κέντρο του τραπεζιού. «Μ η μου πεις ότι τους φύλαγες για εμένα;»
«Φυσικά! Νομίζεις ότι μπορώ να εμπιστευθώ τον οποιονδήποτε να κάνει τη δουλειά σου;» Ο Χάντερ πήρε μια βαθιά ανάσα απελπισίας. Είχε την αίσθηση ότι πατούσε σε κινούμενη άμμο. Είχε παραιτηθεί από αυτό το είδος δουλειάς ακριβώς επειδή ένιωθε άδειος μέσα του, ανίκανος να προσφέρει το παραμικρό. «Βρέχει», πρόσθεσε ο Ορτέγκα με σκοτεινό ύφος. «Φαντάζομαι ότι σύντομα θα δούμε το βρομερό φίλο σου». Ο Χάντερ χαμογέλασε. Ήταν σίγουρος πως ο Όμπι Λόγκερφιλντ θα ερχόταν και θα κατασκήνωνε πάλι στα σκαλιά της αστυνομίας. «Τι γελάς;» του φώναξε ο Ορτέγκα. «Καλά θα κάνεις να τον πάρεις από δω και να τον πας στην άλλη επαρχία. Οπουδήποτε, αρκεί να τον κρατήσεις μακριά μου». Το χαμόγελο του Χάντερ έγινε τώρα τεράστιο. Ο Ορτέγκα ξεφύσησε με αηδία. Ο Χάντερ πήρε το φάκελο που ήταν στην κορυφή της στοίβας, τον άνοιξε και άρχισε να τον διαβάζει. Επρόκειτο για έναν μάλλον ύποπτο θάνατο. Η σύζυγος ισχυριζόταν ότι πέρασε τον άντρα της για διαρρήκτη και του έριξε έξι φορές. Η σφαίρα που του έκοψε το νήμα της ζωής ήταν η δεύτερη. «Σκέφτηκα ότι ίσως ήθελες να μιλήσεις με την Άνι Όκλεϊ», είπε ο Ορτέγκα δείχνοντας με το κεφάλι του το φάκελο που κρατούσε ο Χάντερ.
«Κι εκείνος ο φάκελος εκεί πέρα, τι είναι;» Ο Χά-ντερ έδειξε με το κεφάλι του το άδειο γραφείο στην άλλη άκρη του δωματίου. «Τον θέλεις;» ρώτησε ο Ορτέγκα απότομα. Ο Χάντερ τον κοίταξε αμίλητος. Ήξερε πόσο ε-κνευριστικός γινόταν ο υπαστυνόμος μερικές φορές. Όπως ήξερε επίσης ότι είχε σοβαρούς λόγους για να είναι έτσι. Ήθελε ν’ αναλάβει ο Χάντερ αυτές τις υποθέσεις, έστω κι αν δεν εργαζόταν ακόμα επίσημα για την αστυνομία. Ήθελε να του ανοίξει την όρεξη για δουλειά αλλά και να του λύσει αυτές τις υποθέσεις συγχρόνως. Ο Ορτέγκα άρπαξε τον επιπλέον φάκελο και τον πέταξε στο γραφείο του Χάντερ χαμογελώντας χαιρέκακα. Ο Χάντερ κατάλαβε πως την είχε πατήσει πριν ακόμα διαβάσει την αναφορά για ιπτάμενους δίσκους που είχαν προσγειωθεί λίγο έξω από τη Σάντα Φε και για εξωγήινους που είχαν εισβάλει στο μυαλό του ανθρώπου που είχε καταγγείλει το έγκλημα. Φαίνεται πως υπήρχαν ερωτηματικά κατά πόσο ο άνθρωπος αυτός ήταν υπεύθυνος για την έκρηξη στο ντεπόζιτο γκαζιού του τροχόσπιτου ενός γείτονά του. Η φωτιά που προκλήθηκε τραυμάτισε την αγελάδα του γείτονα που έτυχε να βρίσκεται εκεί κοντά. Είχε ζητηθεί και η γνώμη ψυχιάτρου, του οποίου όμως η αναφορά δεν είχε έρθει ακόμα. «Μ ου φαίνεται ότι η αστυνομική έρευνα έχει ολοκληρωθεί σ’ αυτή την υπόθεση», παρατήρησε ο Χά-ντερ.
«Γι’ αυτό είναι και στο άλλο γραφείο. Πρόκειται για αστική υπόθεση. Ο εισαγγελέας δεν ενδιαφέρεταί γι' αυτή. Αφησε τις ασφαλιστικές εταιρείες να βρουν την άκρη». Γέλασε σιγανά, προφανώς ευχαριστημένος που παίδευε λιγάκι τον Χάντερ. Αγνοώντας τον Ορτέγκα, ο Χάντερ διάβασε το φάκελο με την υπόθεση του φόνου. Το μικρό ράντσο της χήρας βρισκόταν στ’ ανατολικά της πόλης, κοντά στις όχθες του ποταμού Σάντα Φε, ενός παραποτάμου του Ρίο Γκράντε που κόντευε να στεγνώσει τελείως. Τα αποθέματα νερού της Σάντα Φε τελείωναν με ανησυχητικό ρυθμό καθώς μεγάλος αριθμός ανθρώπων εγκατέλειπαν τα χωριά τους και μετακόμιζαν στην πόλη. Ένας σοβαρός πονοκέφαλος για τις Δημοτικές Αρχές που δεν επρόκειτο όμως να φύγει εύκολα. Παίρνοντας το φάκελο κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ο Ορτέγκα του φώναξε θυμωμένος από το γραφείο του. «Αν αυτός ο βρομερός αλήτης εμφανιστεί εδώ, θα σου τηλεφωνήσω αμέσως!» «Η αλήθεια είναι ότι έχει ένα δικό του μέρος όπου ζει. Είναι στους πρόποδες του Σάνγκρε ντε Κρίστος». «Ωραία. Να τον πας εκεί!» Μ παίνοντας στο τζιπ ο Χάντερ έστριψε στην οδό Κάνιον για να βγει έξω από την πόλη. Ο λόγος που είχε διαλέξει αυτή την
υπόθεση ήταν ότι θα μπορούσε να σταματήσει στο Τζενίβας. Παρκάρισε το τζιπ ένα τετράγωνο πιο πέρα. Ήταν αργά το απόγευμα, παρ’ όλα αυτά το εστιατόριο ήταν σχεδόν γεμάτο με ανθρώπους που είχαν έρθει για το γεύμα τους. Το Τζενίβας είχε ανοίξει εδώ και μία εβδομάδα, όμως η πελατεία του αύξαινε με γοργό ρυθμό. Ο Χάντερ είχε ακούσει στο δρόμο ανθρώπους να μιλούν με θαυμασμό για το καινούριο εστιατόριο, κάτι που τον γέμισε με περηφάνια, έστω κι αν δεν ήταν δικό του. Ήταν γεγονός πως η Τζένι τον είχε βγάλει από τη ζωή της. Ήταν απασχολημένη με τη δουλειά και δεν ήθελε να διακόψει τον φρενήρη ρυθμό της ζωής της εξαιτίας του. Αυτός όμως συνέχιζε να περνάει από το εστιατόριο τα απογεύματα και είχε δει πως φωτίζονταν τα μάτια της όταν τον έβλεπε. Πάντως έβρισκε το χρόνο ν’ ανταλλάξει μερικές κουβέντες μαζί του ενώ έπινε τον καφέ του στο μπαρ. Μ ερικές φορές, ακόμα και ο Ρόουλι, που καθάριζε τα τραπέζια μετά το σχολείο, κατάφερνε να του πει ένα σφιγμένο «γεια». Ήταν μια βελτίωση από τη φανερή εχθρότητα των πρώτων ημερών. Από την ημέρα που τον είχε πάρει μαζί του στην αστυνομία και ο Ορτέγκα είχε πει απότομα «Ποιο είναι αυτό το κοκα-λιάρικο αγόρι;» κοιτάζοντας τον Ρόουλι καχύποπτα σαν να ήταν σίγουρος πως είχε ένα νεαρό εγκληματία μπροστά του, ο Χάντερ είχε ανεβεί κάπως στην εκτίμηση του αγοριού. Ήταν φανερό πως ο μικρός λάτρευε την ιδέα της επιβολής του νόμου. Μ πορεί να μην ήταν
και πολύ ενθουσιασμένος με την ύπαρξη του Χάντερ στη ζωή του, ήταν όμως αποφασισμένος να τον ανέχεται για να μπορεί να τριγυρίζει στο αστυνομικό τμήμα. Ο Ορτέγκα δεν έδειχνε καμιά συμπάθεια στον Ρόουλι, αλλά δεν έδειχνε και σε κανέ-ναν. Όσο για τον Ρόουλι, φαίνεται πως τον εξιτάριζε η πρόκληση να κερδίσει την εύνοιά του. Για τον Χάντερ ήταν κάτι κι αυτό. Βέβαια δεν ήξερε πού βρισκόταν με την Τζένι, ήξερε όμως πως ήταν ανακουφισμένη και ευτυχής που ο γιος της είχε βρει ένα ενδιαφέρον — και αυτό το ενδιαφέρον δεν είχε καμιά σχέση με τον Τρόι Ράσελ. Μ παίνοντας στο εστιατόριο, ο Χάντερ είδε τον Ρόουλι να καθαρίζει ένα τραπέζι. Τελικά έμοιαζε πολύ του Ράσελ. Η τελευταία φορά που είχε δει αυτό το κάθαρμα ήταν όταν είχε πεθάνει η Μ ισέλ, αλλά τον θυμόταν πολύ καλά. Ήταν εκπληκτικό, πώς είχε καταφέρει ο Ράσελ να μπει κρυφά στο διαμέρισμα της Τζένι και να δει τον Ρόουλι χωρίς ούτε η Τζένι ούτε αυτός να τον πάρουν είδηση. Η Τζένι πίστευε πως τον είχε ειδοποιήσει ο Ρόουλι όταν έφυγε εκείνη. Το ίδιο υποπτευόταν κι αυτός και ήταν πραγματικά ανησυχητικό ότι ο Ρόουλι ήταν κυριολεκτικά μαγεμένος από τον πατέρα του. Ο Θεός μόνο ήξερε τι υπήρχε στο μυαλό του Ράσελ. Σίγουρα τίποτα καλό, σκέφτηκε ο Χάντερ. «Γεια. Θα μείνεις;» ρώτησε ο Ρόουλι περνώντας μ’ ένα δίσκο
γεμάτο άδεια πιάτα που τα πήγαινε στην κουζίνα. «Όχι. Πάω για μια έρευνα». «Να έρθω μαζί σου;» ρώτησε αμέσως το αγόρι. Ο Χάντερ κούνησε το κεφάλι του σαν να του ζητούσε συγνώμη. «Η γυναίκα που θα ανακρίνω φύτεψε έξι σφαίρες στον άντρα της καθώς εκείνος έμπαινε στο σπίτι από ένα παράθυρο. Είπε ότι ήταν λάθος. Τον πέρασε για κλέφτη». Τα μάτια του Ρόουλι άνοιξαν μ’ ενδιαφέρον. «Τον σκότωσε;» Ο Χάντερ κατένευσε. «Ναι, αλλά ο εισαγγελέας καθυστερεί την υπόθεση. Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να την κατηγορήσουν. Ο Ορτέγκα θέλει να την ανακρίνω κι εγώ και να του πω τι νομίζω. Σαν εξυπηρέτηση στην υπηρεσία», πρόσθεσε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Σαν επικίνδυνο μου φαίνεται». «Αν δεν τη γνωρίσω, είναι δύσκολο να το πω». Η Τζένι ήρθε εκείνη την ώρα από το πίσω δωμάτιο ξεφυλλίζοντας ένα μάτσο χαρτιά. Σήκωσε το κεφάλι της και βλέποντας τον Χάντερ του χαμογέλασε μ’ έναν τρόπο που έκανε την καρδιά του να σφιχτεί. Τα φρύδια του Ρόουλι έσμιξαν και η στιγμιαία επαφή του με τον Χάντερ έληξε απότομα. Αρπαξε έναν άδειο δίσκο και
πήγε σ’ ένα άλλο τραπέζι. «Όλα είναι εντάξει», είπε η Τζένι. «Ωραία». «Θέλεις ένα φλιτζάνι καφέ;» «Όχι, ευχαριστώ». Ήταν σαν δυο ξένοι που δεν ήξεραν πώς ακριβώς να γίνουν φίλοι. Στο διάολο, σκέφτηκε ο Χάντερ. Δεν του χρειαζόταν να εξετάσει τα συναισθήματά του για να ξέρει ότι ήθελε πολλά περισσότερα από τη φιλία της. «Αναγκάστηκα να αναθεωρήσω μερικά πράγματα», της είπε. «Δηλαδή;» «Είσαι η πιο εργατική κληρονόμος μεγάλης περιουσίας που έχω γνωρίσει ποτέ». «Αυτό είναι ένα σπάνιο κομπλιμέντο, ειδικά όταν προέρχεται από εσένα», του είπε ανασηκώνοντας το ένα φρύδι της. Του άρεσε όταν ήταν έτσι. Ευτυχισμένη και χαλαρή και τόσο πολυάσχολη. Μ ισούσε την ιδέα ότι ο Τρόι Ράσελ ήταν κάπου εκεί έξω περιμένοντας την ευκαιρία να της καταστρέφει τη ζωή.
Ο Χάντερ μπορούσε να την περιμένει όσο διάστημα χρειαζόταν. Όμως κατά βάθος ήλπιζε πάντοτε ότι δε θα αργούσε ν’ αλλάξει. Αποχαιρετώντας την κα-τευθύνθηκε προς την έξοδο. «Περίμενε!» Γύρισε αργά προς το μέρος της. Κρατούσε τα χαρτιά σφιχτά επάνω στο στήθος της. «Θα φύγω νωρίς απόψε, για πρώτη φορά από τότε που ανοίξαμε. Αναρωτιόμουν... θα ήθελες να περάσεις από το σπίτι; Απόψε;» Την κοίταξε επίμονα στο ανήσυχο πρόσωπό της. «Εξαρτάται από το λόγο», απάντησε σέρνοντας τη φωνή του. «Για δείπνο; Θα έρθουν και η Μ άγδα με τον Φιλ». Απογοητεύθηκε, αλλά δεν το έδειξε. «Εργάζεσαι στο εστιατόριο όλη την ημέρα και θα ετοιμάσεις δείπνο για καλεσμένους;» «Αστειεύεσαι; Το φαγητό θα είναι από δω. Όσο για τα ποτά, θα τα ετοιμάσει η Μ άγδα». «Θα προσπαθήσω», είπε και είδε την απογοήτευση στο πρόσωπό της. «Πρέπει να κάνω μερικά πράγματα», πρόσθεσε. «Έχουν σχέση με τη δουλειά μου». «Α, εντάξει. Δεν πειράζει». «Θέλω να πω, ότι μπορεί ν’ αργήσω».
«Θα περιμένουμε», του είπε και το πρόσωπό της φωτίστηκε για άλλη μια φορά. * Η Τζένι προσπάθησε να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά αν και δεν ήταν εύκολο με όλες τις τσάντες που ήταν φορτωμένη. Τελικά τα κατάφερε αλλά γυρίζοντας το χερούλι της πόρτας κόντεψε να ρίξει τη μία κάτω. Μ πήκε βιαστικά και άφησε τις τσάντες επάνω στον πάγκο της κουζίνας αναστενάζοντας με ανακούφιση ενώ πίσω της ακολουθούσε ο Ρόουλι κουβαλώντας μερικές τσάντες ακόμα. Οι τσάντες είχαν τα φαγητά για το βραδινό της πάρτι, ήταν υπερβολικά πολλά αλλά η Γκλόρια κόντεψε να πάθει κρίση όταν έμαθε ότι η Τζένι σχεδίαζε να πάρει σπίτι λίγα πράγματα μόνο. Τα ετοίμασε όλα μόνη της και έβαλε την Τζένι να της υποσχεθεί ότι αυτή και οι φίλοι της θα τα έτρωγαν όλα. «Είναι τρελή», σχολίασε ο Ρόουλι στο δρόμο για το σπίτι. «Είναι ιδιοφυία». «Το ίδιο κάνει». Τώρα, βγάζοντας τα διάφορα άσπρα κουτάκια γεμάτα ως επάνω με τις νοστιμιές της Γκλόρια, αρκετά για να ταΐσουν ένα μικρό στρατό, ήταν υποχρεωμένη να παραδεχτεί πως ο Ρόουλι είχε
δίκιο. «Θα βάλουμε τη Μ άγδα και τον Φιλ να πάρουν μερικά από αυτά μαζί τους». «Θα τρώμε όλη την εβδομάδα», είπε ο Ρόουλι α-νοίγοντας ένα κουτί και κοιτάζοντας με λαχτάρα την αχνιστή στοίβα ταμάλες που ήταν τυλιγμένες σε πι-τούλες από καλαμπόκι. «Ούτε να το σκέφτεσαι». «Αποκλείεται να τα φάμε όλα μαζί. Γιατί να μην αρχίσω από τώρα;» «Θα δούμε. Προσκάλεσα και τον Χάντερ, επίσης. Θ’ αργήσει λίγο και φοβάμαι ότι ούτε αυτός θα μπορέσει να φάει πολύ, επίσης», πρόσθεσε ανάλαφρα, «αλλά τουλάχιστον θα μας βοηθήσει κάπως». Ο Ρόουλι τράβηξε άλλο ένα κουτί και το τοποθέτησε επάνω στα άλλα δύο. Δεν της απάντησε. «Πρέπει να βρω τρόπο να τα κρατήσω όλα ζεστά», συνέχισε τη φλυαρία η Τζένι. «Θα πρέπει να είναι εδώ σε δεκαπέντε λεπτά, κι αν οδηγεί η Μ άγδα σε πέντε». Όταν ο Ρόουλι άδειασε τη σακούλα και βγήκε από το δωμάτιο, η Τζένι φώναξε δυνατά «Σου αρέσει να πηγαίνεις μαζί του στην αστυνομία». «Μ ου αρέσει ο αστυνόμος Ορτέγκα», τη διόρθωσε ο Ρόουλι κοφτά.
«Εντάξει», υποχώρησε η Τζένι. «Πες μου κάτι. Τι είναι αυτό που δε συμπαθείς στον Χάντερ, εκτός από το γεγονός ότι είναι φίλος μου;» Ο Ρόουλι εξαφανίστηκε στο δωμάτιό του, πάλι χωρίς ν’ απαντήσει. Η Τζένι μάζεψε τις άδειες σακούλες και προσπάθησε να μην αφήσει το θέμα να την ενοχλήσει άλλο. Λες και είχε τίποτα ιδιαίτερο με τον Χάντερ αυτό τον καιρό. Εξάλλου, η προσωπική της ζωή αφορούσε μόνο εκείνη, όχι τον Ρόουλι. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο το άρπαξε πριν προλάβει ο Ρόουλι να το πιάσει από μέσα. Πολύ αργά. Ακούσε τη φωνή του να λέει «Εμπρός;» μ’ εκείνο τον ανυπόμονο τόνο που είχε υιοθετήσει αφότου εισέβαλε ο Τρόι στη ζωή τους. «Ρόουλι;» άκουσε τον Άλεν Χόλογουεϊ να ρωτάει. «Α, εσείς. Η μαμά είναι στη άλλη γραμμή». Έκλεισε. «Τζένι;» «Γεια». «Ήμουν στο εστιατόριό σου». «Στο Τζενίβας;» τον ρώτησε απορημένα. «Ήρθα να σε δω». Η φωνή του ακουγόταν ιδιαίτερα ανήσυχη. «Πήρα το αεροπλάνο ως το Αλμπουκέρ-κε, νοίκιασα ένα
αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο και ήρθα κατευθείαν εδώ. Υπάρχουν μερικά πράγματα που θέλω να κουβεντιάσω μαζί σου». Πρωτοφανές. Ο πατέρας της σπάνια ερχόταν στο σπίτι της όταν ζούσε στο Χιούστον, και τώρα είχε πετάξει ως το Αλμπουκέρκε και είχε οδηγήσει εξήντα μίλια ως τη Σάντα Φε; Πήρε μια βαθιά ανάσα. Η εικόνα του πατέρα της εδώ με τη Μ άγδα, τον Φιλ και αργότερα τον Χάντερ δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Ο πατέρας της μπορούσε ν’ αποξενώσει και τον πιο σταθερό φίλο μέσα σε τριάντα λεπτά ή και λιγότερο. «Είμαι απασχολημένη απόψε», του είπε. «Τι πράγμα; Αφού δεν είσαι στη δουλειά». «Περιμένω καλεσμένους για δείπνο». Ο Αλεν ξαφνιάστηκε κι έμεινε άφωνος για μια στιγμή. Ύστερα τη ρώτησε με δυσπιστία: «Βγαίνεις ακόμα τον Κάλγκαρι;» «Όχι». Η φωνή της ήταν σταθερή αλλά και οργισμένη. «Τότε ποιον έχεις για δείπνο;» «Τη Μ άγδα και τον Φιλ Μ οντγκόμερι». «Και ο Κάλγκαρι;» «Τι εννοείς;» τον ρώτησε επιφυλακτικά.
«Τον βλέπεις; Σε προστατεύει;» «Αν δεν κάνω λάθος, πριν από λίγο δεν ήθελες καν να σκεφτείς το ενδεχόμενο ότι μπορεί να τον βλέπω». «Είναι ένας ξοφλημένος, Τζένι. Καλός αστυνομικός, το παραδέχομαι, και καλός για σωματοφύλακας, αλλά έχει μια βίδα ξελασκαρισμένη από το θάνατο της αδερφής του και μετά». «Η αδερφή του είχε βίαιο θάνατο;» «Ναι!» είπε Αλεν με πάθος. «Και ξέρουμε ποιος ευθύνεται γι’ αυτό, σωστά;» «Προς Θεού! Μ η μου πεις ότι κατηγορείς τον Χάντερ τώρα;» Από τον τόνο της φωνής της ήταν φάνε-ρό ότι οι υπερβολές του πατέρα της την είχαν κουράσει πια. Από την άλλη ήταν φανερό ότι ο Αλεν ήταν φοβερά αναστατωμένος. «Όχι, πώς σου ήρθε; Τον Τρόι Ράσελ κατηγορώ», της είπε οργισμένος. «Είναι το μόνο στο οποίο ο Κάλγκαρι κι εγώ συμφωνούμε απόλυτα. Μ πορεί να μην υπήρχαν αποδείξεις, αλλά είναι σίγουρο ότι αυτός την έσπρωξε από τη στέγη. Κοίτα, ξέρω ότι ο Χάντερ έχει ψύχωση μ’ αυτή την ιστορία. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που ήθελα να σε προστατεύει. Σκέφτηκα ότι ήταν ο καλύτερος για τη δουλειά, και θέλαμε και οι δύο το ίδιο πράγμα. Δεν πε-ρίμενα ότι θα τον ερωτευόσουν», πρόσθεσε με αηδία. «Δε θέλω τον Τρόι κοντά σ’ εσένα και τον Ρόουλι, ούτε όμως θέλω να
κάνεις ένα βιαστικό γάμο στο μέλλον! Λοιπόν, είμαι κάτω, στην πύλη. Ανοιξέ μου». Η Τζένι έκλεισε το ακουστικό και πάτησε σαν αυτόματο το κουμπί για ν’ ανοίξει η πύλη. Κάθισε σε μια πολυθρόνα στο σκοτεινό σαλόνι. Ο ουρανός ήταν γεμάτος με άστρα και το ασημένιο φεγγάρι έστελνε μακριές λουρίδες φως επάνω στο χαλί. Ο Τρόι είχε σκοτώσει την αδερφή τον Χάντερ; Καθόταν ακόμα εκεί όταν χτύπησε το κουδούνι. Ο Ρόουλι βγήκε περίεργος από το δωμάτιό του για να δει ποιος είχε έρθει. Έριξε στην Τζένι ένα παράξενο βλέμμα ενώ άνοιγε την πόρτα στον παππού του. «Όσο για εσένα νεαρέ, πρέπει να μάθεις τρόπους στο τηλέφωνο», τον μάλωσε ο Αλεν. «Μ ην ξεχνάς ποιος χρηματοδοτεί το λογαριασμό σου», πρόσθεσε θέλοντας ν’ αστειευτεί αλλά η προσπάθειά του έπεσε στο κενό. «Μ αμά;» ρώτησε ο Ρόουλι. Ο Άλεν την κοίταξε συνοφρυωμένος καθώς σηκωνόταν από την πολυθρόνα. Ο Τρόι είχε σκοτώσει τη Μ ισέλ Κάλγκαρι; Γιατί ο Χάντερ δεν της το είπε ποτέ;
«Μ αμά;» επανέλαβε ο Ρόουλι τεντωμένος. Κατάφερε να χαμογελάσει χλιαρά ενώ μέσα της αναρωτιόταν πώς θα κατάφερνε να βγάλει το υπόλοιπο της βραδιάς. * Η ιστορία που άκουσε ο Χάντερ επιβεβαίωσε τις υποψίες του ότι ο Ορτέγκα τον είχε στείλει εκεί από καθαρή κακία. Η ύποπτη, Μ πάμπι ντε λα Κρουά —αυτό ήταν το επαγγελματικό της όνομα, αν και η ίδια δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι ήταν απλά μια στριπτιζέζ —, ήταν κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Ορκίστηκε σ’ ένα βουνό από Βίβλους πως δεν ήξερε ότι ήταν ο άντρας της αυτός που μπήκε κρυφά από το παράθυρο. Όταν ρωτήθηκε γιατί τον πυροβόλησε τόσες φορές, απάντησε ότι αυτός συνέχισε να προχωρεί προς το μέρος της, έτσι κι αυτή συνέχισε να πυροβολεί. «Έπρεπε να έρθει από την μπροστινή πόρτα», είπε σκουπίζοντας τα μάτια της μ’ ένα μαντίλι. «Ήξερε ότι είχα ένα πιστόλι και ότι ήμουν τρομαγμένη». «Ναι, αλλά είχες κλειδώσει την εξώπορτα», της υπενθύμισε ο Χάντερ. «Έπρεπε να έχει το κλειδί του μαζί του», απάντησε κουρασμένα, σαν να τον είχε μαλώσει εκατοντάδες φορές γι’ αυτήν τη λεπτομέρεια. «Βλέπεις φοβόμουν πολύ, εξαιτίας εκείνου του πελάτη του κλαμπ που μ’ ακολουθούσε παντού. Ξέρεις πώς είναι
να σε παρακολουθεί συνεχώς κάποιος, ντετέκτιβ; Όχι. Φυσικά δεν ξέρεις. Ε, λοιπόν, είναι πολύ, πάρα πολύ τρομακτικό, πίστεψέ με. Άσε που ο τύπος ήταν τελείως τρελός. Δεν κάνω χάρες στη δουλειά μου, αν με πιάνεις, αλλά αυτός επέμενε να με αγγίζει». Το πρόσωπο της Μ πάμπι ήταν παραμορφωμένο από το θυμό. Ο Χάντερ ήξερε από πρώτο χέρι τι σήμαινε να παρακολουθείς κάποιον, να σου έχει γίνει ψύχωση. «Δεν κάλεσα το 100 επειδή δεν έχω τηλέφωνο», πρόσθεσε η γυναίκα προλαβαίνοντας την ερώτησή σου. «Το είπα αυτό ήδη στην αστυνομία και στο δικηγόρο μου. Δεν πρόκειται ν’ αλλάξω την κατάθεσή μου, επειδή είναι η αλήθεια». Ο Τρόι Ράσελ δεν μπορούσε να κατηγορηθεί για παρακολούθηση — ακόμα. Όσο για τα λεφτά που του είχε δώσει ο Άλεν Χόλογουεϊ δεν ήταν εκβιασμός. Η παραβίαση του σπιτιού της Τζένι δεν μπορούσε ν’ αποδειχτεί πως είχε γίνει από τον ίδιο αν και τόσο η Τζένι όσο κι αυτός δεν είχαν πιστέψει ούτε στιγμή τον ισχυρισμό του πως είχε πάει, τελείως τυχαία, να επισκεφτεί την Τζένι αμέσως μετά τη διάρρηξη και είχε ανησυχήσει για την ασφάλειά της. Ίσως να μπορούσα να τον κλείσω μέσα για κλοπή, σκέφτηκε ο Χάντερ. Ο Τρόι είχε πάρει το διαβατήριο του Ρόουλι. «Ήταν ένα ατύχημα, ντετέκτιβ», είπε η Μ πάμπι επαναφέροντας τον Χάντερ στην πραγματικότητα. «Αγαπούσα τον άντρα μου. Όλοι το ξέρουν αυτό».
Ο Χάντερ κατένευσε. Υπήρχαν καταθέσεις των γειτόνων πως τους είχαν δει μερικές φορές να επιδίδονται σε τρυφερές περιπτύξεις στην αυλή του σπιτιού τους. «Μ ου λείπει», συνέχισε η γυναίκα. «Δεν είναι το ίδιο, σωστά; Όταν το πρόσωπο που αγαπάς φεύγει για πάντα. Εσύ έχεις κάποια ξεχωριστή γυναίκα στη ζωή σου, ντετέκτιβ;» Η Τζένι ήταν ξεχωριστή. Αλλά δεν ήταν δική του. «Ο άντρας που σ’ ενοχλούσε προσπάθησε να σε πλησιάσει πάλι;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Φαντάζομαι ότι κατάλαβε πως είμαι καλή με τα όπλα. Ακόμα κρατάω ένα γεμάτο, ξέρεις. Για καλό και για κακό». Τα χείλη της τρεμόπαιξαν λιγάκι και πιάνοντας το πακέτο με τα τσιγάρα το πρότεινε στον Χάντερ που κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Εκείνη πήρε ένα και το άναψε. «Αλλά τώρα ο Μ πόμπι μου δεν είναι εδώ», είπε λυπημένα ξεφυσώντας τον γαλάζιο καπνό. Στηρίχτηκε στα μπράτσα της πολυθρόνας για να σηκωθεί. «Τι μου έχει απομείνει;» Ο Χάντερ έφυγε μ’ ένα αίσθημα ανικανοποίητου. Είτε του έλεγε την αλήθεια ή ήταν φοβερή ηθοποιός. Μ ετά τη συνάντησή τους έτεινε να πιστέψει το πρώτο. Οι σκέψεις του στράφηκαν πάλι στον Τρόι Ράσελ — έναν άντρα έτοιμο να καταδιώξει μια γυναίκα. Τι υπάρχει μέσα στο μυαλό σου, Ράσελ; Τι Θέλεις; Θα σε τσακίσω
ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που Θα κάνω στη ζωή μου. Μείνε μακριά από την Τζένι, κάθαρμα. Όπως έμπαινε στην πόλη, ο καιρός χειροτέρεψε. Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς τώρα. Έκανε το σφάλμα να τηλεφωνήσει στο αστυνομικό τμήμα από έναν τηλεφωνικό θάλαμο, σαν να εργαζόταν ήδη κανονικά. Το ότι ζήτησε τον Ορτέγκα έκανε το σφάλμα του ακόμα μεγαλύτερο. Πριν προλάβει να πει λέξη για την Μ πάμπι, ο Ορτέγκα κόντεψε να του σπάσει το τύμπανο με τα ουρλιαχτά του. «Πάρε αυτόν το βρομερό μεθύστακα από δω πέρα. Δεν υπάρχουν στεγνά κελιά στη φυλακή μου!» Φαίνεται ότι ο Όμπι είχε φτάσει στη Σάντα Φε. Θα μπορούσε φυσικά να πει στον Ορτέγκα ότι δεν ήταν δική του δουλειά. Θα μπορούσε να του είχε πει πολλά. Αντίθετα, αποφάσισε ότι ο Όμπι θα χρειαζόταν μάλλον ένα μεταφορικό μέσο και ένα αδιάβροχο καραβόπανο, ίσως και ένα γεύμα της προκοπής. «Πρέπει να κάνω μια στάση πρώτα», είπε, συνειδητοποιώντας ότι τελικά θα έχανε το δείπνο της Τζένι. Τρέχοντας μέσα στη βροχή, ανέβηκε τα σκαλοπάτια του σπιτιού της Τζένι δυο δυο. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε, σφίγγοντας το δερμάτινο σακάκι του επάνω του. Του άνοιξε ο Ρόουλι. «Γεια σου», είπε ο Χάντερ. Από το πρόσωπο του αγοριού πέρασαν ένα σωρό συναισθήματα. Κράτησε την πόρτα ανοιχτή χωρίς να πει λέξη. Ο Μ πένι γάβγισε
απαλά κουνώντας χαρούμενα την ουρά του και ο Χάντερ τον χάιδεψε δυνατά στο πλευρό, κάτι που ενθουσίασε τον σκύλο. Έπειτα είδε την Τζένι να στέκεται στη μέση του σαλονιού με μια πολύ σοβαρή έκφραση στο πρόσωπο. Τα χέρια της ήταν σταυρωμένα μπροστά της και κρυμμένα μέσα μανίκια του ροζ πουλόβερ που φορούσε. Ο Χάντερ κοίταξε φευγαλέα πίσω της και διέ-κρινε την άψογη τσάκιση του παντελονιού ενός άντρα. Όρμησε μέσα στο διαμέρισμα με τέτοια ταχύτητα, που σχεδόν σκόνταψε επάνω στον Μ πένι. Η έκφραση του προσώπου του θα πρέπει να ήταν φοβερή γιατί έκανε τον Αλεν Χόλογουεϊ να τρομάξει και να ζαρώσει μέσα στην πολυθρόνα του. «Συγνώμη», είπε ο Χάντερ κοφτά. Τον είχε περάσει για τον Τρόι. Η αδρεναλίνη του είχε ανεβεί στα ύψη κάνοντας την καρδιά του να χτυπάει τρελά. «Δε μου αρέσει καθόλου που βλέπεις την κόρη μου», γρύλισε ο Χόλογουεϊ και άρχισε να στρώνει το μπατζάκι του παντελονιού του προσπαθώντας έτσι να συνέλθει από την τρομάρα του. Έριξε στον Ρόουλι ένα βλέμμα όλο σημασία. «Γιε μου, πρέπει να μιλήσω με τον κύριο Κάλγκαρι σαν άντρας προς άντρα. Καταλαβαίνεις». «Αλεν», είπε η Τζένι βάζοντας το ένα χέρι της στο μάγουλο. Το χρώμα του προσώπου της ήταν αφύσικα ωχρό.
«Μ ε άλλα λόγια, πρέπει να πάω στο δωμάτιό μου, έτσι;» του πέταξε ο Ρόουλι σε προσβλητικό τόνο. «Είσαι καλά;» ρώτησε ο Χάντερ την Τζένι ανήσυχος. Εκείνη ξεροκατάπιε χωρίς να του απαντήσει και ο Αλεν δήλωσε με έμφαση: «Εσένα δε σε αφορά πια η κόρη μου!» «Θέλεις ένα ποτό;» κατάφερε η Τζένι ν’ αρθρώσει. «Δεν μπορώ να μείνω», είπε ο Χάντερ και αναρωτήθηκε τι να της είχε πει ο Αλεν. Σίγουρα κάτι είχε συμβεί πριν φτάσει. «Πρέπει να πάω στο τμήμα και να τελειώσω μια δουλειά». «Επέστρεψες στην αστυνομία;» ρώτησε ο Αλεν. «Όχι τελείως». Το βλέμμα του στάθηκε στην Τζένι. Κοίταζε στο κενό, σαν να έβλεπε κάτι που ήταν πάρα πολύ μακριά. «Τι είδους δουλειά;» ρώτησε ο Ρόουλι ρίχνοντας στον παππού του ένα βλέμμα όλο αντιπάθεια, το οποίο όμως δεν είδε ο Άλεν. «Μ ια επιχείρηση... επαναπατρισμού». Ο Ρόουλι κρατούσε το βλέμμα του χαμηλωμένο, αρνούμενος να φύγει. Ύστερα από μια στιγμή, ο Χάντερ τον ρώτησε: «Θέλεις να με βοηθήσεις;» «Μ πορώ;» Ο Ρόουλι κοίταξε τη μητέρα του.
Η Τζένι κατάφερε να επανέλθει στην πραγματικότητα για μια στιγμή. Έσφιξε τα χείλη της, ύστερα είπε «Φυσικά», με τελείως αφύσικη φωνή. «Είσαι σίγουρη πως είσαι καλά;» επέμεινε ο Χάντερ ανησυχώντας πραγματικά τώρα. Τι στην οργή συνέβαίνε εδώ; «Ώστε δε θέλεις ένα μπράντι;» τον ρώτησε πάλι με τη σειρά της. Κούνησε αργά το κεφάλι του. Κάτι είχε συμβεί ανάμεσα στον Άλεν και την Τζένι, κάτι που πρέπει να είχε σχέση με τον Τρόι, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Θα ήθελε ν’ απαιτήσει να του πουν την αλήθεια, αλλά ο Ρόουλι περίμενε ανυπόμονα στο πλευρό του. «Θα επιστρέφουμε σε δύο ώρες περίπου», είπε κοφτά. «Συγνώμη για το δείπνο». Η Τζένι κατένευσε αμίλητη. «Πάρτε και τον σκύλο», πρότεινε ο Άλεν σε προστακτικό τόνο. Ο Μ πένι δεν περίμενε βέβαια την άδεια του Άλεν. Είχε ήδη χωθεί ανάμεσα στον Ρόουλι και τον Χάντερ και είχε πεταχτεί έξω στη σκοτεινή και υγρή νύχτα. * Το νάιτ κλαμπ ήταν λίγο πιο πέρα από την οδό Τσερίγιο, στη νοτιοδυτική πλευρά της Σάντα Φε Δεν ήταν και από τα πρώτα
μαγαζιά αλλά τουλάχιστον δεν είχε γυμνόστηθες σερβιτόρες και στριπτιζέζ. Του Τρόι δεν του είχαν αρέσει ποτέ αυτά τα άθλια μαγαζιά. Ήθελε κάτι πιο αριστοκρατικό, αλλά δεν ήθελε να πάει σ’ ένα από τα κλαμπ της πλατείας. Υπήρχε μεγάλος συνωστισμός σε όλα. Είχε κλείσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο Λα Φόντα για ένα βράδυ. Το Λα Φόντα ήταν το καύχημα της Σάντα Φε, γνωστό για την πολυτέλειά του αλλά και για τις ακριβές τιμές του. Όμως του άρεσε. Όλες οι διασημότητες που επισκέπτονταν τη Σάντα Φε έμεναν εκεί. Ο Τρόι περίμενε ότι θα έβρισκε πολύ δράση στο ξενοδοχείο, αλλά απόψε οι περισσότεροι πελάτες ήταν τουρίστες και τα μπαρ του ήταν γεμάτα με οικογένειες και ζευγάρια που φορούσαν χακί σορτ και πουλόβερ. Αυτό που ζητούσε ο ίδιος ήταν μια γυναίκα ντυμένη με βραδινό φόρεμα, τόσο εφαρμοστό επάνω της που να διαγράφονταν καθαρά οι καμπύλες της. Δεν τον ενδιέφερε που δεν είχε φράγκο στην τσέπη του γιατί η Τζένι τον περίμενε. Έφυγε από το Λα Φόντα και κατευθύνθηκε σε μια άλλη περιοχή της πόλης. Το κλαμπ στην οδό Τσερίγιο λεγόταν Το μπαρ της Μ άρτι. Προφανώς το Μ άρτι ήταν γυναικείο όνομα, γιατί στη φωτεινή πινακίδα έξω υπήρχαν ένα ζευγάρι γυναικεία μάτια με πολύ μακριές βλεφαρίδες φτιαγμένα από μπλε νέον. 0 Τρόι κάθισε σ’ ένα σκαμνί του μπαρ. Η νύχτα που είχε περάσει με την Ντέινα ήταν αιώνες πριν και χρειαζόταν σεξ. Για την ακρίβεια, ήταν το
μόνο που σκεφτόταν απόψε, όσο παράξενο κι αν ακουγό-ταν. OL σεξουαλικές ορμές του ήταν μια χαρά και οι γυναίκες ήταν πάντοτε πρόθυμες, προς τι λοιπόν η νευρικότητα; Η ανυπομονησία του ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και ελαφρώς ενοχλητικό. Αυτό που πραγματικά λαχταρούσε ήταν να δαγκώσει την απαλή, λευκή καμπύλη ενός γυναικείου λαιμού. Ίσως δεν έπρεπε να περιμένει άλλο την Τζένι. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να πάει στο σπίτι της και να την απολαύσει. Ο Ρόουλι του είχε δώσει τις οδηγίες για να βρει το σπίτι αν και το αναθεματισμένο κτίριο προστατευόταν από ένα φράκτη και μια ηλεκτρονική πύλη. Αυτό τον τσάτισε. Τι έγινε δηλαδή; Τον φοβόταν; Όμως θα της έδειχνε. Θα έδειχνε σ’ αυτήν και σ’ εκείνον το χοντρό παλιόγερο, τον πατέρα της. Και σ’ εκείνον τον άλλο. Τον μάγκα που είχε παραδεχτεί ο Ρόουλι ότι την τριγύριζε. Ο Τρόι ευχαρίστως θα έστριβε το λαιμό του μικρού για να πάρει τις απαντήσεις που ήθελε. Ο Ρόουλι, αφού πρώτα ανέφερε ότι υπήρχε κάποιος, είχε αρνηθεί πεισματικά να του δώσει οποιαδήποτε άλλη πληροφορία. Τον προστάτευε τον μπάσταρδο και αυτό τσάτισε τον Τρόι ακόμα περισσότερο. Κανένας δε θα έμπλεκε με την Τζένι. Ήταν δική του και θα ήταν πάντοτε. «Δώσε μου ένα ουίσκι με πάγο», είπε ο Τρόι.
Ο μπάρμαν του σερβίρισε το ποτό και έσπρωξε το ποτήρι προς το μέρος του. Δεν υπήρχαν γυναίκες εκεί μέσα, εκτός από μερικές κοκαλιάρες με ανύπαρκτο στήθος. Τελικά αυτό το μέρος δεν έλεγε πολλά πράγματα. Σκέτη νέκρα. Ήπιε το ποτό του και πέταξε μερικά χρήματα στον πάγκο. Του πέρασε από το μυαλό να φύγει χωρίς να πληρώσει αλλά ο μπάρμαν είχε κολλήσει τα μάτια του επάνω του. Πηγαίνοντας προς την έξοδο, είδε να μπαίνει μέσα ένα θηλυκό που άξιζε τον κόπο να το προσέξεις. Ήταν με μια φίλη της αλλά ήταν προκλητική και χυμώδης, είχε άσπρα δόντια και βλέποντάς τον χαμογέλασε σαν να του έλεγε «Γεια σου, παίδαρε!» Γοητεία. Βάλε τη γοητεία σου μπροστά και όλα θα γίνουν. «Κυρίες μου, μπορώ να σας προσφέρω ένα ποτό;» Του χαμογέλασαν και οι δύο. Δύο μαζί, δυστυχώς, πήγαινε πολύ. Θα έπρεπε να τις χωρίσει και να τις κατακτήσει. * Ο Όμπι ήταν ζαρωμένος έξω από την πόρτα του Τμήματος. Ένα φθαρμένο καπέλο άφηνε τη βροχή να στάζει επάνω στο ήδη μουσκεμένο πόντσο του, του οποίου τα ζωηρά σχέδια των Ινδιάνων Νάβαχο είχαν εξαφανιστεί κάτω από ένα παχύ στρώμα βρομιάς. Ένα βλέμμα στον Όμπι και ο Ρόουλι έμεινε άφωνος.
«Γιατί δεν είσαι μέσα;» ρώτησε ο Χάντερ. «Ο αστυνόμος με πέταξε έξω», παραπονέθηκε ο Όμπι. Κοίταξε τον Ρόουλι μέσα από τα μισόκλειστα μάτια του, ύστερα χαμογέλασε. Τα μισά τουλάχιστον δόντια του έλειπαν. Ο Ρόουλι τον κοίταζε συνεπαρ-μένος. «Μ πορείς να με λες Όμπι» του είπε τείνοντας προς το μέρος του το εξίσου βρόμικο χέρι του που έβγαλε κάτω από το πόντσο. Ο Ρόουλι το δέχτηκε χωρίς κανένα δισταγμό. «Θα πρέπει να σε πάω στο σπίτι σου, Όμπι», είπε ο Χάντερ. «Σκέφτηκα να κάνουμε πρώτα μια στάση για μερικά καινούρια εφόδια». Τίναξε το κεφάλι του προς το κτίριο, σαν πουλάκι. «Θα μπορούσα να κοιμηθώ μέσα», πρότεινε. «Θα σε γλίτωνα έτσι από τη φασαρία». «Δε νομίζω ότι η Εξοχότητά του θα το επέτρεπε αυτό». Ο Όμπι γέλασε πονηρά, ευχαριστημένος. «Τι σόι εφόδια;» «Στεγνά». «Καλά τότε. Μ ’ αρέσει η ιδέα σου». Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος. Ο Χάντερ του έτεινε το χέρι του για να τον βοηθήσει. Η βροχή αντί να τον καθαρίσει είχε υγροποιήσει τη βρόμα επάνω του
που έζεχνε. Ο Χάντερ με δυσκολία κατάφερε να συγκρατήσει το βήχα του καθώς τον βοηθούσε να σηκωθεί. Ο Ρόουλι πέρασε στο πίσω μέρος του τζιπ παραχωρώντας ευγενικά την μπροστινή θέση στον Όμπι. Ο Μ πένι που είχε παραμείνει στο τζιπ, άρχισε να κλαψουρίζει. Ο Χάντερ τον κοίταξε και αναρωτήθηκε αν ήταν δυνατόν ο Μ πένι, ένας σκύλος ικανός να κυλιστεί οπουδήποτε, να είχε επηρεαστεί από την μπόχα του Όμπι. «Πρέπει να μιλήσω με το αφεντικό για ένα λεπτό», είπε. «Πειράζει να περιμένετε λίγο;» Απευθυνόταν κυρίως στον Ρόουλι, αφού αυτός θα ήταν υποχρεωτικά κλεισμένος στον ίδιο μικρό χώρο με τον Όμπι. «Καθόλου». Παρ’ όλα αυτά, κατέβασε το τζάμι του παραθύρου του. Το μυαλό του Χάντερ ήταν ακόμα στην Τζένι όταν μπήκε στο γραφείο. Ο τρόπος που φερόταν, έμοιαζε σαν να είχε σταματήσει ο εγκέφαλός της και να λειτουργούσε μηχανικά. Ο Ορτέγκα τον περίμενε στο γραφείο του κόβοντας νευρικές βόλτες, λες και ο Χάντερ ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές και όχι ένας άνθρωπος που το σκεφτόταν ακόμα αν θα δεχόταν τη δουλειά. «Τον είδες;» φώναξε δείχνοντας με το κεφάλι του την εξώπορτα.
«Είναι στο τζιπ. Θα τον πάω στο σπίτι του». «Σπίτι του». Ο Ορτέγκα κάγχασε περιφρονητικά αλλά δε συνέχισε με το θέμα του Όμπι. Αντίθετα άρχισε τις ερωτήσεις για την Μ πάμπι. Τι νόμιζε ο Χάντερ γι’ αυτήν; Την έπιασε να λέει ένα ψέμα; Ήταν πραγματικά μετανιωμένη ή όλο αυταρέσκεια που είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σύλληψη για φόνο; Ο Χάντερ δεν είχε απαντήσεις που θα τον ικανοποιούσαν και αυτό φυσικά σύγχυσε τον Ορτέγκα περισσότερο. «Πες μου κάτι που να θέλω ν’ ακούσω!» του φώναξε. Αγνοώντας την έκρηξή του, ο Χάντερ ρώτησε: «Τι έγινε με τον άντρα που την παρακολουθούσε;» «Ποιον;» ρώτησε ο Ορτέγκα μηχανικά, ύστερα έκανε ένα μορφασμό και με μια αδιάφορη κίνηση του χεριού του έδειξε ότι θεωρούσε το θέμα ασήμαντο. «Πίστεψες κι εσύ αυτήν τη βλακεία;» «Είπε ότι φοβόταν αυτό τον τύπο». «Η γυναίκα που έριξε έξι σφαίρες στο σώμα του άντρα της; Έλα τώρα!» Ο Ορτέγκα τον κοίταξε σαν να τον οίκτιρε, λες και ο Χάντερ ήταν ο μεγαλύτερος βλάκας του κόσμου. «Είναι στριπτιζέζ, προσφέρει τις υπηρεσίες της στους πελάτες μετά το πρόγραμμά της. Αν πιάνεις το νόημα. Όποιος την παρακολουθούσε ήταν ένας πελάτης που της τα ακουμπούσε».
«Ίσως. Ένας λόγος παραπάνω για να την κυνηγάει τόσο επίμονα. Γεύτηκε μια φορά, του άρεσε, ήθελε κι άλλο». «Θέλεις τη γνώμη μου; Σκότωσε τον άντρα της για να μπορεί να κάνει τη ζωή της ελεύθερα». «Αυτή είπε ότι νόμισε πως ήταν διαρρήκτης και γι’ αυτό τον πυροβόλησε». «Κι εσύ την πίστεψες;» Ο Χάντερ ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο εναντίον της. Το ήξερες ήδη, γιατί λοιπόν μ’ έστειλες;» «Επειδή θέλω κάποια απόδειξη! Κάτι απτό!» του φώναξε απελπισμένα. «Νόμιζα ότι εσύ θα τα κατά-φερνες». Ήταν ένα έμμεσο κομπλιμέντο. Κανένας άλλος δεν είχε καταφέρει να του βρει αυτό που ήθελε. Ο Χάντερ ήταν η μόνη του ελπίδα. «Δηλαδή, θέλεις να σου κατασκευάσω αποδείξεις;» Αυτό πραγματικά τσάτισε τον Ορτέγκα, που ήταν άλλωστε ο σκοπός του Χάντερ. «Τσακίσου φύγε από δω», μούγκρισε. «Πώς θα προστάτευες κάποιον από ένα διώκτη του;» «Θα έμενα συνέχεια δίπλα του, ελπίζοντας ότι ο ανώμαλος θα πιανόταν για κάποιο άλλο έγκλημά του πριν είναι πολύ αργά».
Η άποψή του δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντική για την ικανότητα της αστυνομίας να προστατεύσει όποιον κινδύνευε. «Νομίζεις ότι αυτοί οι άνθρωποι θεραπεύονται ποτέ από τα βίτσια τους;» «Όχι», ήταν η ωμή απάντηση του Ορτέγκα και παρόλο που ο Χάντερ ήξερε καλά ότι δεν έπρεπε να δίνει ιδιαίτερη σημασία στα λόγια του ξεροκέφαλου υπαστυνόμου, συμφώνησε σιωπηλά μαζί του. Ο αστυνόμος τον κοίταξε επίμονα. «Υπάρχει κάτι που σε απασχολεί; » Ο Χάντερ δεν ήξερε αν έπρεπε να αναφέρει την Τζένι. «Μ ια γνωστή μου κυρία έχει προβλήματα με τον πρώην άντρα της». «Προβλήματα; » «Έχει εμφανιστεί πάλι στη ζωή της και την πιέζει φοβερά ύστερα από μια απουσία δεκαπέντε χρόνων». «Χριστέ μου, Κάλγκαρι. Πρόκειται για τη Χόλο-γουεϊ, έτσι; Έπρεπε να το σκεφτώ και να μη σου στεί-λω εκείνο το πακέτο στο Μ εξικό! » Κούνησε το δάχτυλό του μπροστά στη μύτη του Χάντερ. «Ξέρω την ιστορία σου. Καλύτερα να μην μπλεχτείς με αυτό το κάθαρμα, τον Τρόι Ράσελ». «Αυτό το κάθαρμα σκότωσε την αδερφή μου». Ο Ορτέγκα σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. «Φοβερό πράγμα η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, δε συμφωνείς; »
«Τίποτ’ άλλο; » ρώτησε ο Χάντερ νιώθοντας το θυμό του να φουντώνει. «Μ όνο να πάρεις το λεχρίτη από δω». Κούνησε το χέρι του προς την εξώπορτα. «Διάολε, έτσι όπως βρέ-χει, σίγουρα θα τον δούμε πάλι εδώ το πρωί». «Θα φροντίσω να μην έχει πρόβλημα για λίγο». «Μ ην το πιστεύεις», ήταν η θλιβερή πρόβλεψη του αστυνόμου. Ο Χάντερ βγήκε απότομα έξω. Ήξερε ότι ο Ορτέ-γκα του έκανε παρατηρήσεις για το δικό του καλό, αλλά έστω κι έτσι τον τσάτιζε. Ομως τώρα έπρεπε ν' αλλάξει αμέσως διάθεση. Η δυσωδία μέσα στο τζιπ δεν του άφηνε πολλά περιθώρια. Έπρεπε να έχει όλη την προσοχή του δοσμένη στην οδήγηση. Παίρνοντας μία μικρή ανάσα, ο Χάντερ σταμάτησε μπροστά σ' ένα κατάστημα που πουλούσε είδη για κάμπινγκ, λίγο έξω από την πόλη. Κατάφερε να μπει μέσα παρόλο που το κατάστημα έκλεινε και αγόρασε τα πράγματα που χρειαζόταν. Τα έριξε στο πίσω κάθισμα του τζιπ και ξεκίνησε πάλι. Σε όλη τη διαδρομή ως το μέρος όπου έμενε ο Όμπι, ο ευτυχισμένος γέρος δε σταμάτησε να τον ευχαριστεί για τον υπνόσακο, τη λάμπα θυέλλης και τον αδιάβροχο μουσαμά. «Είσαι ένας πρίγκιπας» δήλωσε ο Όμπι, καθώς ο Χάντερ και ο Ρόουλι τον βοηθούσαν να εγκαταστα-θεί.
Μ ιάμιση ώρα αργότερα, ο Όμπι ήταν τακτοποιη-μένος άνετα. Ένας καινούριος μουσαμάς κάλυπτε τη φθαρμένη σκηνή τον και το απαλό φως που περνούσε από τις μυριάδες τρύπες του φαναριού έμοιαζε με δάχτυλα που έδειχναν το δρόμο. Ο Χάντερ ο Ροουλι και ο Μ πενι πήραν το δρόμο της επιστροφής έχοντας σαν συντροφιά τους το ρυθμικο ήχο από τους υαλο-καθαριστήρες που έδιωχναν τη βροχή από το παρ-μπρίζ. «Γιατί τον φροντίζεις;» ρώτησε ο Ροουλι περίεργος. «Μ ερικές φορές οι άνθρωποι χρειάζονται λίγη ε-πιπλέον βοήθεια». «Ο υπαστυνόμος Ορτεγκα δεν τον συμπαθεί». «Ο υπαστυνόμος Ορτεγκα δε συμπαθεί κανεναν». σχολίασε ο Χάντερ. Ο Ρόουλι κατένευσε, δείχνοντας για μια στιγμή μεγαλύτερος από την ηλικία του. «Προσπαθείς να φροντίσεις και τη μαμά μου;» Αυτή ήταν μια πολύ δύσκολη ερώτηση. Μ η ξερο-ντας αν η φιλική διάθεση του Ρόουλι θ’ άντεχε την αλήθεια, ο Χάντερ προτίμησε να του πει: «Συμπαθώ τη μαμά σου. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για πολλούς ανθρώπους». «Σαν τον Ορτέγκα, ας πούμε;» Ένα όμορφο χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό του.
«Χριστέ μου, ελπίζω όχι». Ο Ρόουλι γέλασε δυνατά, ακούγοντάς όμως το γέλιο του έμεινε αμέσως σιωπηλός. Ο Χάντερ διάβασε τη σκέψη του. Μ ια φιλική σχέση του με τον Χάντερ σήμαινε ότι πρόδιδε τον πατέρα του. Ασπρο ή μαύρο. Το γκρίζο ήταν άγνωστο στο αγόρι και πάλευε με ταχυδακτυλουργίες να μείνει πιστός στον πατέρα του κρατώντας όμως και το δικό του κώδικα τιμής. Σταμάτησαν μπροστά στην πύλη και ο Ρόουλι πληκτρολόγησε τον κωδικό για να ανοίξει. Ο Χάντερ σταμάτησε το τζιπ μπροστά στη μεζονέτα της Τζένι. Τώρα υπήρχαν δύο αυτοκίνητα απέξω. Οι Μ οντγκόμερι πρέπει να είχαν φτάσει. Και ο Αλεν Χόλογουεϊ δεν είχε φύγει. Ο Χάντερ, ο Ρόουλι και ο Μ πένι μπήκαν μέσα φέρνοντας μαζί τους το βουητό της βροχής. Ο Μ πένι όρμησε επάνω στη Μ άγδα πριν προλάβει ο Ρόουλι να τον αρπάξει από το κολάρο και ακούμπησε τη βρόμικη πατούσα του στα γόνατά της. «Ω Θεέ μου», φώναξε η Μ άγδα πιο πολύ έκπληκτη παρά θυμωμένη. «Πάρτε αυτό το σκυλί έξω!» ούρλιαξε ο Αλεν. Το χρώμα του είχε γίνει κόκκινο, ένα άσκημο κόκκινο. «Μ ε συγχωρείς, Μ άγδα!» Η Τζένι πετάχτηκε αμέσως όρθια. «Έλα μαζί μου στην κουζίνα και θα σου το καθαρίσω. Κακό σκυλί,
Μ πένι», τον μάλωσε, αλλά δεν κατάφερε να κάνει τη φωνή της απειλητική και το ζώο την κοίταξε κουνώντας την ουρά του χαρούμενα. Ο Χάντερ ανακουφίστηκε βλέποντάς τη να συμπε-ριφέρεται πιο φυσιολογικά τώρα. Η Μ άγδα κοίταξε το λεκέ. «Δεν είναι τίποτα», είπε ακολουθώντας την Τζένι στην κουζίνα. Περνώντας δίπλα από τον Χάντερ του έκλεισε το μάτι. Ο Φιλ χαιρέτησε τον Χάντερ με μια ζεστή χειραψία ενώ ο Ρόουλι απομάκρυνε το σκυλί από τους καλεσμένους. «Θα βγούμε έξω για λίγο», μουρμούρισε χωρίς όμως ν’ απευθύνεται σε κανέναν συγκεκριμένα και βγήκε με τον Μ πένι έξω στη βροχή. Η Τζένι τους κοίταξε να φεύγουν σμίγοντας τα φρύδια της. «Ώστε, λοιπόν, είσαι κάτοικος της Σάντα Φε», είπε ο Φιλ. «Μ ικρός που είναι ο κόσμος». «Ναι, πολύ μικρός». Η Τζένι ή ο Άλεν θα πρέπει να τους τα είχαν πει όλα με κάθε λεπτομέρεια. Κοίταξε γύρω του εντυπωσιασμένος από τις ποσότητες φαγητού που ήταν επάνω στο τραπέζι. Το δείπνο είχε τελειώσει προ πολλού, αλλά υπήρχαν παντού πιάτα γεμάτα με πολύχρωμα πικάντικα εδέσματα της κουζίνας του νότου. Αν πεινούσε έστω και λίγο θα ένιωθε πως βρισκόταν στον παράδεισο. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα όμως, το μόνο που
δε σκεφτόταν ήταν το φαγητό. Στο μυαλό του κυριαρχούσε η Τζένι. Το άγριο βλέμμα που του είχε ρίξει ο Χόλογουεϊ δεν μπορεί να έκανε καλό στην πίεση του ηλικιωμένου άντρα. «Ποιο ρόλο παίζεις αυτό τον καιρό, Κάλ-γκαρι;» απαίτησε να μάθει. «Αλεν», τον προειδοποίησε η Τζένι κουρασμένα. Η Μ άγδα άδραξε την ευκαιρία να σπάσει την ένταση που κυριαρχούσε στο δωμάτιο. «Λόξα τω Θεώ», είπε στον Χάντερ αγκαλιάζοντάς τον. Ο Χά-ντερ ανταποκριΟηκε και η Μ άγδα κοίταξε πειραχτικά προς το μέρος του Άλεν. «Καιρός ήταν να έρθεις. Το πάρτι ήταν βαρετό χωρίς εσένα!» Ο Φιλ κάθισε πάλι στον καναπέ, κρατώντας στο χέρι του ένα ποτήρι με μπράντι. Έβγαλε ένα μπερέ από την τσέπη του και το φόρεσε κάπως λοξά για να σκεπάζει το ένα αυτί του. Αν και προσπάθησε να κάνει τον αστείο, το πρόσωπό του ήταν ελαφρώς τραβηγμένο. «Η Μ άγδα μας έκανε μερικές μαργκαρίτα νωρίτερα αλλά τώρα πίνω μπράντι» Σήκωσε το ποτήρι του σαν να τον προσκαλούσε να πιουν μαζί. «Αχ, συγνώμη. Μ ήπως είσαι έτοιμος τώρα για ένα ποτό;» ρώτησε πάλι η Τζένι σπρώχνοντας τα μαλλιά της από το πρόσωπο. Η αφηρημάδα της ήταν πολύ ανησυχητική.
«Ευχαριστώ». Ο Χάντερ δέχτηκε και η Τζένι πήγε στην κουζίνα, όπου ένα μπουκάλι ακριβό μπράντι —σίγουρα αγορασμένο από τον Αλεν— στεκόταν ανάμεσα σε πιάτα μισογεμάτα με φαγητό. «Τι υπέροχη έκπληξη να σ’ έχουμε στη Σάντα Φε», είπε η Μ άγδα. «Έπρεπε να μας το είχες πει!» «Πολλά είναι εκείνα που έπρεπε να είχα πει», συμφώνησε μαζί της με το βλέμμα του πάντοτε επάνω στην Τζένι. Δίνοντάς του το ποτήρι του, προσεκτικά ώστε να μην αγγίξουν τα δάχτυλά τους, η Τζένι του είπε ήσυχα: «Ο πατέρας μου ανησυχεί για τον Τρόι». Ήταν φανερό ότι προσπαθούσε να ξεκινήσει μια συζήτηση για το χατίρι των φίλων της. «Θα ήθελες να φας κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Δεν πεινάω καθόλου». «Κι εσύ;» φώναξε. Το ρομπότ είχε εξαφανιστεί. Ο Χάντερ διέκρινε μια νότα υστερίας στη φωνή της. TL ΣΤΟ ΔΊΆΟΛΟ ΣΝΝΈΒΑΙ,ΝΕ ΕΔΏ; «Αγάπη μου, σε περιμέναμε», είπε η Μ άγδα με νόημα στον Χάντερ. «Δε θέλαμε να φύγουμε χωρίς να σε δούμε». Ακούγοντας τη Μ άγδα, ο Φιλ σηκώθηκε βιαστικά από τον καναπέ. Νιώθοντας ξαφνικά γελοίος με τον μπερέ του, τον έβγαλε και τον κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε από πού είχε ξεφυτρώσει. Μ έσα
από τα δόντια του μουρμούρισε στον Χάντερ. «Χαίρομαι που είσαι εδώ». Ο Αλεν έπινε το ποτό του και περίμενε. Ο Χάντερ κατάλαβε ότι ήταν τεντωμένος σαν να περίμενε να γίνει καβγάς. Επιβάλλοντας στον εαυτό του να χαλαρώσει, είπε: «Έπρεπε να πάμε ένα φίλο μου στο σπίτι του». «Δεν ήσουν σε υπηρεσία;» ρώτησε ο Φιλ με ξαφνικό ενδιαφέρον. Φαινόταν ανακουφισμένος με την αλλαγή θέματος. «Όχι ακριβώς». Δε σκόπευε να τους πει για την Μ πάμπι ντε λα Κρουά και οπωσδήποτε δεν επρόκει-το να μιλήσει για καταδιώξεις, δολοφονίες και φόβους. Αλλά περίμεναν κάποια εξήγηση, έτσι τους είπε: «Έπρεπε να μιλήσω με τον παλιό μου αστυνόμο για μερικά θέματα». «Σαν πολύ απειλητικό ακούγεται». Καθώς ο Χάντερ κοιτούσε τα πρόσωπα γύρω του, όλα με μια έκφραση προσμονής, κατάλαβε ότι ήλπι-ζαν πως θα τους έλεγε κάτι που θα αποσπούσε το μυαλό τους από ό,τι μπορεί να είχε συμβεί νωρίτερα. Έτσι είπε απλά: «Έχουμε έναν λούμπεν τύπο που έρχεται και κατασκηνώνει έξω από τα σκαλιά της αστυνομίας κάθε φορά που βρέχει. Αυτό είναι όλο κι όλο το έγκλημα που συνέβη εδώ σήμερα. Ο Ρόουλι κι εγώ τον πήγαμε σπίτι του».
«Θα ήθελα να είχε επιστρέφει ο Ρόουλι», είπε η Τζένι ξαφνικά. «Έχει το σκυλί μαζί του», απάντησε ο Αλεν. «Θα είναι μια χαρά». «Απλά δε θέλω να σκέφτομαι ότι βγήκε έξω από την πύλη τέτοια ώρα». «Θα πάω να τον βρω», είπε ο Χάντερ και κατευ-θύνθηκε προς την πόρτα. Βγαίνοντας στη βεράντα, δεν πρόλαβε να κλείσει την πόρτα πίσω του και στο φως της λάμπας του δρόμου είδε το αγόρι με το σκύλο να περπατούν βιαστικά μέσα στη βροχή. Είχαν γίνει και οι δύο μούσκεμα. Ο Χάντερ κρύφτηκε στο σκοτεινό σημείο της βεράντας για να μην τον δει ο Ρόουλι. Ήξερε ότι μια λανθασμένη κίνηση από μέρους του και η εύθραυστη ακόμα εμπιστοσύνη που του έδειχνε το αγόρι θα θρυμματιζόταν. Ανοίγοντας πάλι την πόρτα για να μπει μέσα κόντεψε να πέσει επάνω στον Φιλ και τη Μ άγδα. Η Μ άγδα τον άρπαξε από το μπράτσο και τον τράβηξε έξω στη βεράντα. «Ο πατέρας της την έχει κατατρομάξει», του ψιθύρισε βιαστικά. «Είπε ότι ο Τρόι σκότωσε την αδερφή σου! Είναι αλήθεια, Χάντερ;» «Δούλευες πραγματικά για τον Αλεν;» ρώτησε ο Φιλ μπερδεμένος μ’ όλα αυτά. «Προσπαθούσε να προστατεύσει την Τζένι, να την κρατήσει
ασφαλή!» Η Μ άγδα αγριοκοίταξε τον άντρα της πριν γυρίσει πάλι βιαστικά στον Χάντερ. «Εμείς καταλαβαίνουμε και είμαστε μαζί σου. Μ όνο μείνε κοντά της, εντάξει; Προστάτεψέ την. Η Τζένι πάντοτε έλεγε ότι ο Τρόι είναι ένα κάθαρμα, αλλά τώρα έχω παγώσει από το φόβο μου. Το εννοώ». «Δηλαδή ο Αλεν ήρθε και σου ζήτησε να την προστατεύσεις;» επέμεινε ο Φιλ. Πριν προλάβει ο Χάντερ ν’ απαντήσει, η Μ άγδα τον έκοψε πάλι. «Εμείς την αγαπάμε, αυτό είναι όλο. Ειλικρινά χαίρομαι που έπεσα στην αγκαλιά σου εκείνο το βράδυ στο Πουέρτο Βαγιάρτα ώστε εσείς οι δυο να ξεπεράσετε όλες αυτές τις ανοησίες και να συναντηθείτε». «Έρχεται ο Ρόουλι», τους είπε ο Φιλ. Ο Χάντερ κοίταξε γύρω του. Μ ε το κεφάλι σκυφτό εξαιτίας της βροχής ο Ρόουλι ερχόταν προς το μέρος τους, ενώ ο Μ πένι, πιστός φύλακας, περπατούσε δίπλα του. Η Μ άγδα του έσφιξε το χέρι δυνατά. «Χαίρομαι που είσαι αστυνομικός ή πρώην αστυνομικός ή ό,τι τέλος πάντων. Η Τζένι χρειάζεται κάποιον στη ζωή της που να την αγαπά και να τη φροντίζει. Και αυτός δεν είναι βέβαια ο πατέρας της. Ο Αλεν Χόλογουεϊ μπορεί να χειραγωγεί τους πάντες χωρίς καν να το προσπαθήσει».
«Είμαι σίγουρος ότι ο Χάντερ κατάλαβε πολύ καλά, Μ άγδα». «Αυτός νομίζει ότι τα λεφτά είναι το μόνο που χρειάζεται κανείς στη ζωή. Όμως η Τζένι δε θέλει τα λεφτά του». «Μ άγδα...» «Έι, γεια σου, Ρόουλι!» χαιρέτησε η Μ άγδα το αγόρι. Θα τον είχε αρπάξει κι αυτόν στην αγκαλιά της αν ο Ρόουλι δεν είχε διαισθανθεί ότι κινδύνευε από άλλο ένα μητρικό αγκάλιασμα και κρατήθηκε σε ασφαλή απόσταση, με το ένα χέρι του σφιχτά στο κολάρο του Μ πένι. «Α, μην ανησυχείς, γλυκέ μου. Αυτά τα ρούχα πλένονται. Μ έσα υπάρχει ακόμα πολύ φαγητό», πρόσθεσε κρατώντας μια τεράστια σακούλα. «Δεν το πήρα όλο». Ο Ρόουλι δεν αποκρίθηκε. Η Μ άγδα αγκάλιασε τον Χάντερ ξανά, ύστερα αυτή και ο Φιλ έτρεξαν προς τη Μ ερσεντές τους σκύβοντας τα κεφάλια για να προστατευθούν από τη βροχή. Ο Ρόουλι τους κοίταξε, ύστερα τον Χάντερ που άνοιξε την πόρτα και τον προσκάλεσε σιωπηλά να μπει μέσα. Το αγόρι δίστασε, πέρασε βιαστικά από δίπλα του και πίσω του ο μουσκεμένος Μ πένι, πριν προλάβει ο Χάντερ να τον συγκρατήσει. Ο Αλεν ούρλιαξε «Πάρτε αυτό το σκυλί από δω πέρα!» και ακολούθησε η φωνή της Τζένι: «Καθάρισε τις λασπωμένες του πατούσες σε παρακαλώ, Ρόουλι. Και βγάλε και τα παπούτσια σου». Για πρώτη φορά ο Ρόουλι υπάκουσε χωρίς διαμαρτυρίες, τραβώντας τον Μ πένι στο μπάνιο για να του πλύνει τις πατούσες
και να του στεγνώσει τη γούνα. Η Τζένι κάθισε ήσυχα στον καναπέ, απόμακρη όσο και ο ορίζοντας. Τώρα ο Χάντερ ήξερε ότι σκεφτόταν το θάνατο της Μ ισέλ. Τώρα ήξερε τι ήταν αυτό που την είχε κάνει τόσο απόμακρη και αφηρημένη. Άραγε θα μπορούσε ποτέ να τον συγχωρήσει που της έκρυψε την αλήθεια; Θα μπορούσε να το κάνει άλλη μια ψορά;
κεφάλαιο 14 Καθόταν σιωπηλή στο σκοτεινό σαλόνι. Ο Άλεν είχε φύγει επιτέλους, αφού πρώτα εξόρισε τον Ρόουλι στο δωμάτιό του, κατηγόρησε τον Χάντερ για τα πάντα από τον Τρόι Ράσελ που παραμόνευε την κόρη του ως το ότι της έκρυψε την αλήθεια για το θάνατο της αδερφής του. Ο Άλεν ήταν που εξήγησε στην Τζένι ότι ο Τρόι είχε σπρώξει τη Μ ισέλ από τη στέγη του σπιτιού της. Ο Άλεν ήταν που της είπε ότι ο Χάντερ κυνήγησε τον Τρόι. Ο Άλεν που προειδοποίησε την κόρη του ότι έπρεπε ν’ αρχίσει να προσέχει τον εαυτό της και να σταματήσει να είναι τόσο εύπιστη. Τελικά, όταν κατάλαβε ότι η κόρη του είχε πάψει να τον ακούει, έφυγε. Η Τζένι ήταν χαμένη μέσα στο δικό της κόσμο και ούτε ο
Άλεν ούτε ο Χάντερ μπορούσαν να διαπεράσουν το καβούκι της. Τώρα ο Χάντερ στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και ευχόταν μέσα του να υπήρχε κάποιος τρόπος να τη βοηθήσει. Ευχόταν να είχε κρατήσει ο Άλεν το στόμα του κλειστό για τη Μ ισέλ. Δεν της είχε κρύψει τα σχετικά με το θάνατο της αδερφής του σκόπιμα, απλά ήθελε να της τα πει με το δικό του τρόπο, όταν αυτός θα έκρινε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ήξερε πόσο φοβισμένη ήταν. «Δεν ήξερα πώς να σου το πω», παραδέχτηκε βάζοντας τα χέρια του μέσα στις τσέπες του και κοιτάζοντας έξω το μαυρισμένο ουρανό. Η βροχή είχε σταματήσει προς στιγμήν, αλλά ο ουρανός εξακολουθούσε να είναι απειλητικός. Χαιρόταν για τον ασυνήθιστο καιρό. Ήλπιζε ότι θα έβρεχε κι άλλο, τόσο πολύ που να πλημμύριζε την ξερή Σάντα Φε. Η Τζένι έπλεξε τα δάχτυλά της επάνω στα γόνατά της. «Είσαι σίγουρος ότι τη σκότωσε;» Ήθελε να τον ακούσει να της λέει όχι. Ήθελε να της δώσει μια κάποια ελπίδα. «Δεν μπορώ να το αποδείξω αλλά ναι, το πιστεύω». «Ο Τρόι είναι βίαιος και με τρόμαξε πραγματικά τις προάλλες». Ο λαιμός της είχε στεγνώσει, δυσκολευόταν να μιλήσει. «Αλλά δε θα μπορούσε να σκοτώσει κανέναν! Όχι σκόπιμα τουλάχιστον!»
Γύρισε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο. Το φως του φεγγαριού χρωμάτιζε το προφίλ της με ένα απαλό μπλε. Προσπαθούσε ν’ αρπαχτεί από οτιδήποτε και το ήξερε. «Τι σου έκανε;» Η Τζένι ρώτησε αφηρημένα: «Τι;» «Όταν ήρθε στο σπίτι σου τις προάλλες. Σου έκανε κάτι. Τι;» «Α...» Έτριψε το λαιμό της με το χέρι της. «Μ ε... με φίλησε». Ανατρίχιασε με απέχθεια. «Πίεσε το στόμα του στο δικό μου τόσο δυνατά, που με πόνεσε και μετά... με άγγιξε... με άρπαξε... από το...» Ανασαίνο-ντας βαριά, είπε μέσα από τα σφιγμένα χείλη της: «Ήθελε να με βιάσει». Το αίμα έτρεχε καυτό στις φλέβες του Χάντερ. Η οργή τον τύφλωσε. Παρά τα όσα ήξερε για τον Τρόι Ράσελ, πίστευε ότι δε θα έκανε κακό στην Τζένι. «Τα έκανε όλα πολύ βιαστικά», συνέχισε η Τζένι. «Δεν ήθελε να τον δει ο Ρόουλι. Το μόνο που ήθελε ήταν να μου δείξει ότι εξακολουθούσε να μ’ έχει υποχείριό του. Έτσι νομίζω». Ο Χάντερ δεν απάντησε. Δεν μπορούσε. Οτιδήποτε έλεγε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι διαπνεόταν από το πάθος του να εκδικηθεί τον Ράσελ και ήξερε επίσης ότι το μόνο που δε
χρειαζόταν η Τζένι αυτήν τη στιγμή ήταν να μεγαλώσουν οι φόβοι της από τα δικά του έντονα συναισθήματα «Όχι δεν μπορεί να ήταν ατύχημα», είπε η Τζένι. Αν και το είπε σαν γεγονός, ήλπιζε ακόμα ότι ο Χάντερ θα τη διέψευδε. «Η αδερφή μου δε θα έπεφτε ποτέ από ένα κτίριο πάνω στην απελπισία της. Απ’ όσο ξέρω, δεν ήταν τόσο απελπισμένη, αν και δε μου έλεγε τα πάντα. Ξέρω ότι τη χτυπούσε. Είχα δει τις μελανιές αλλά εκείνη μου έλεγε πάντοτε ψέματα γι’ αυτό. Δεν μπορούσα να την καταλάβω». Τα επόμενα λόγια βγήκαν όλο πικρία. «Ακόμα δεν μπορώ». «Εγώ μπορώ». Τα χείλη της Τζένι τρεμόπαιξαν. Ο Χάντερ πάγωσε, μένοντας άφωνος από την ομολογία. «Ντρεπόταν». Τον κοίταξε κατάματα μέσα στο σκοτάδι που τους τύλιγε. «Ντρεπόταν που είχε κάνει μια τόσο φριχτή επιλογή. Ντρεπόταν που είχαν δίκιο οι άλλοι και όχι αυτή». «Θα είχα κάνει τα πάντα για να τη βοηθήσω. Ήταν έγκυος, Τζένι». «Το ίδιο κι εγώ», είπε με σφιγμένη την καρδιά. «Όμως εσύ άφησες τον πατέρα σου να σε βοηθήσει».
«Ο πατέρας μου εξαγόρασε τον Τρόι!» του απάντησε πικρά. «Πιθανόν η αδερφή σου να πίστευε ότι θα τον σκότωνες». Αυτό ήταν τόσο τραγικά αληθινό που ο Χάντερ πάγωσε. Ναι, ήθελε να στύψει τη ζωή μέσα από εκείνο το κάθαρμα με το ένα του χέρι. Μ όνο η εξυπνάδα του Τρόι και οι κατηγορίες του για παρενόχληση είχαν εμποδίσει τον Χάντερ να το κάνει. Τα βλέφαρα της Τζένι πετάρισαν και σφράγισαν τα μάτια της. «Απλά δε θέλω να το πιστέψω αν και ξέρω ότι είναι αλήθεια». Ο Χάντερ την πλησίασε και έσφιξε τα χέρια της μέσα στα δικά του. Ήταν παγωμένα. Ενώ της τα έτριβε είπε: «Δε σ’ αφήνω εδώ μόνη σου απόψε». «Φοβάμαι για τον Ρόουλι». Ο Χάντερ κατένευσε. Η Τζένι έδειχνε έτοιμη να καταρρεύσει. Ο Χάντερ κάθισε δίπλα της στον καναπέ και τραβώντας το τρε-μάμενο σώμα της επάνω του, την έσφιξε στην αγκαλιά του. Ήθελε να της πει ότι την αγαπούσε. Οι λέξεις έμοιαζαν σαν ένας ψίθυρος που πλανιόταν στον αέρα, αλλά δε βγήκαν από το στόμα του. «Δε θα σ' αφήσω μόνη», της είπε. «Ποτέ». Τα χέρια της γλίστρησαν στο στήθος του και την κράτησε σφιχτά
επάνω του. Εξουθενωμένοι και οι δύο αποκοιμήθηκαν έτσι, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, σαν εραστές. * Ο Ρόουλι ξύπνησε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ο Μ πένι που ήταν ξαπλωμένος πλάι του, ανασήκωσε το κεφάλι του ξύπνιος τώρα κι αυτός. Χαϊδεύοντας α-φηρημένα το κεφάλι του σκύλου, το αγόρι σκέφτηκε τον Χάντερ Κάλγκαρι και ο θυμός ξύπνησε πάλι μέσα του. Σφίγγοντας τα χέρια του σε γροθιές, άρχισε να χτυπάει το μαξιλάρι του ώσπου στο τέλος το έκανε μια μπάλα, ύστερα ξάπλωσε και κάρφωσε το βλέμμα του στην οροφή. Ένα λεπτό αργότερα έπιασε την μπάλα του ποδοσφαίρου από το πάτωμα’ ξαπλωμένος πάντα άρχισε να την πετάει ελαφρά στον αέρα και να την πιάνει, προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο. Η αλήθεια ήταν πως τον συμπαθούσε κάπως τον τύπο. Κάπως. Είχε φέρει τον Μ πένι από το Χιούστον, τον είχε πάρει μερικές φορές στο αστυνομικό τμήμα. Ανεχόταν ακόμα και όλες τις βλακείες που του πετού-σε ο Ορτέγκα, που ήταν αστείος, αφού τελικά εκείνος που γινόταν έξαλλος ήταν ο Ορτέγκα, ήταν φανερό. Αλλά και ο Ορτέγκα τον συμπαθούσε. Έπειτα ήταν και αυτή η ιστορία με τον Όμπι Λό-γκερφιλντ. Πουφ!
Ο γέρος μύριζε σαν σκουπιδοτενε-κές, αλλά ήταν και πολύ ωραίος τύπος. Του Ρόουλι του άρεσαν όλα αυτά που έλεγε για τη... Μ εγαλειό-τητά Του. Ο γέρος είχε μια πραγματική αξιοπρέπεια. Ο Χάντερ, πάλι, συμπεριφερόταν στον Όμπι με σεβασμό, όχι συγκαταβατικά ή περιφρονητικά. Ο Ρόουλι κόντεψε να χάσει την μπάλα από τα χέρια του. Την κράτησε σφιχτά και έστησε το αυτί του ν’ ακούσει. Δεν ήθελε να ξυπνήσει τη μαμά του. Εργαζόταν πολύ σκληρά και έδειχνε πιο ευτυχισμένη απ’ όσο τον τελευταίο καιρό. Εντάξει, δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για τον μπαμπά του, αλλά οι γυναίκες φέρονταν έτσι τρελά μερικές φορές. Ο Μ πράντον του είχε πει ότι το καλύτερο σ’ αυτές τις περιπτώσεις ήταν ν’ αγνοείς τις παλαβομάρες τους. Αλλά δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι η μαμά του συμπαθούσε τον Χάντερ Κάλγκαρι και της άρεσε να τον βλέπει. Ανατρίχιασε στην ιδέα ότι μπορεί να ήταν ζευγάρι. Ξαφνικά ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι του. Ήξερε ότι αυτός ο άντρας προσπαθούσε να συζήσει με τη μαμά του. Ίσως να μην το είχε καταφέρει ακόμα, αλλά ούτε φαινόταν έτοιμος να τα παρατήσει. Και το χειρότερο... ζούσε στη Σάντα Φε. Ο Ρόουλι ήταν σίγουρος ότι υπήρχε κάποια συνωμοσία εδώ. Θα ήθελε να μπορούσε να τηλεφωνήσει στον μπαμπά του αμέσως. Μ ήπως όμως ήταν πολύ αργά; Μ άλλον. Οι γονείς φρικάριζαν όταν τους τηλεφωνούσες μετά τις εννιά το βράδυ. Και η μαμά του;
Ο Ρόουλι πέταξε την μπάλα άλλη μια φορά και την έπιασε αμέσως. Δεν μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη της. Μ ερικές φορές έδειχνε ενθουσιασμένη με την παρουσία του Χάντερ· άλλες, πάλι, ανήσυχη. Όπως απόψε. Κάτι είχε συμβεί και η μόνη παρηγοριά του ήταν ότι κι ο Χάντερ έδειχνε εξίσου απορημένος μ’ αυτόν για τη συμπεριφορά όλων. Είχε την ελπίδα ότι μπορεί τελικά ο Χάντερ να έβγαινε με κάποιον τρόπο από τη ζωή τους. Ακόμα την είχε. Γιατί τώρα είχε έναν μπαμπά, και τον ενοχλούσε η σκέψη ότι κάποιος άλλος μπορεί να έπαιρνε τη θέση του. Τον ενοχλούσε πολύ. Άφησε την μπάλα στο πάτωμα, δίπλα στον Μ πένι. Ξάπλωσε στο πλευρό και κοίταζε το χρυσαφένιο τρίχωμα του σκύλου. Ο Μ πένι κοιμόταν. Ανάσαινε βαθιά αφήνοντας μικρές σκυλίσιες ανάσες που έκαναν τον Ρόουλι να χαμογελάσει. Ο Χάντερ έφυγε; Ή μήπως ήταν ακόμα εδώ; Το χαμόγελο έσβησε σαν αστραπή. Ανήσυχος πε-τάχτηκε από το κρεβάτι, άρπαξε ένα τζιν παντελόνι και το φόρεσε αμέσως· δεν του άρεσε να τον βλέπει κανείς άντυτο. Περπατώντας στις μύτες των ποδιών προχώρησε στο σαλόνι όπου σταμάτησε απότομα σαν κεραυνοβολημένος. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του. Ήταν και οι δυο ξαπλωμένοι στον καναπέ, αγκαλιασμένοι. Το στήθος του κόντεψε να σπάσει από το σφίξιμο. Δεν μπορούσε
ν’ ανασάνει. Μ ε ανακούφιση διαπίστωσε ότι φορούσαν όλα τα ρούχα τους. Ακόμα και τα παπούτσια τους. Γύρισε πίσω στο δωμάτιό του αλλά δεν ξεντύθηκε. Ούτε ξάπλωσε. Στάθηκε στο κέντρο του δωματίου ενώ οι σκέψεις έκαναν αγώνα δρόμου μέσα στο κεφάλι του. Έπρεπε να μιλήσει στον μπαμπά του για τον Χάντερ. Έπρεπε να τον προειδοποιήσει! Σηκώνοντας το ακουστικό, πήρε τον αριθμό του κινητού του που τον θυμόταν απέξω. Δεν τον ενδιέ-φερε αν θα του έβαζε τις φωνές που τηλεφωνούσε τόσο αργά. Έπρεπε να τον προειδοποιήσει! «Γεια σου, μπαμπά», είπε με ταραγμένη φωνή, κοιτάζοντας προς την πόρτα. «Η μαμά συνεχίζει να βλέπει αυτό τον τύπο. Ξέρεις, αυτόν που σου είχα πει. Λοιπόν, είναι εδώ αλλά εγώ δεν τον θέλω εδώ μέσα. Πρέπει να έρθεις αμέσως. Εγώ...» Ακούσε τη φωνή του να τσακίζει και ν’ ανεβαίνει μια οκτάβα. «Πού είσαι; Είπες ότι ερχόσουν. Μ παμπά, σε παρακαλώ! Πρέπει να έρθεις γρήγορα!» * Ο Τρόι καθόταν σιωπηλός μέσα στο πράσινο Εξ-πλόρερ του και παρακολουθούσε το γκρίζο φως της χαραυγής να προβάλλει από τ’ ανατολικά. Η διάθεσή του ήταν μαύρη ενώ καθόταν έξω από το σιδερένιο οχυρό όπου είχε βρει καταφύγιο η Τζένι. Θα μπορούσε να σκαρφαλώσει το φράχτη σε κάποιο σημείο, αν ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να περάσει με το αυτοκίνητο από την πύλη αν δεν έδινε
την εντολή κάποιος από μέσα. Χτύπησε την παλάμη του επάνω στο τιμό-νι, έπειτα την ξαναχτύπησε άλλες δυο τρεις φορές, τρίζοντας τα δόντια του για να συγκροτήσει το μανιασμένο ουρλιαχτό που ήθελε να ξεφύγει από το στήθος του. Ήξερε ότι γινόταν παράλογος. Αλλά ήταν ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε άλλο από το να μείνει ή να βάλει μπρος τη μηχανή και να φύγει. Την περίμενε να βγει. Αν έβγαινε με τον Ρόουλι θα μπορούσε να την ακολουθήσει, διαφορετικά, αν το παιδί έμενε μέσα, θα του τηλεφωνούσε. Ο Τρόι κοίταξε το κινητό του. Το είχε κλείσει για οικονομία. Τελικά ο Χόλογουεϊ του είχε δώσει πενταροδεκάρες. Είχε προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει την πιστωτική κάρτα της Πατρίτσια πολλές φορές τις τελευταίες ημέρες χωρίς αποτέλεσμα. Πρόσβαση απαγορευμένη. Πρόσβαση απαγορευμένη. Κοίταξε τα σιδερένια κάγκελα με τις μυτερές σαν δόρατα άκρες. Μ ονίμως προσπαθούσαν να τον κρατήσουν απέξω, αλλά δεν τα κατάφερναν. Θα τους έτρωγε ζωντανούς. Το προηγούμενο βράδυ δεν είχε εξελιχθεί καλά. Ο Τρόι έκανε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας στην ανάμνηση. Ήξερε πάντοτε ότι δυο γυναίκες μαζί ήταν μπελάς, αλλά δεν περίμενε ότι θα τον ταπείνωναν με τέτοιο τρόπο.
Ήταν υπερβολικά πρόθυμες κι εύκολες και οι δυο. Η Τζέσικα και η Χέδερ. Φίλες. Τις κέρασε μερικά ποτά, έπειτα προσποιήθηκε πως ήταν ώρα να φύγει. Τον παρακάλεσαν να μείνει και παρόλο που ο ίδιος ήπιε ελάχιστα από το ποτό του, εκείνες κατέβασαν αρκετά μαρτίνι. Στο τέλος μέθυσαν και η όποια συστολή τους εξαφανίστηκε. Προσπάθησε να βρει τρόπο να τις χωρίσει. Η Χέδερ του άρεσε περισσότερο από την Τζέσικα. Προτιμούσε τις ωραίες στρογγυλάδες του κορμιού της από το λεπτό και αθλητικό κορμί της Τζέσικα που επιπλέον γελούσε υστερικά σαν ύαινα. Τον έπεισαν να τις ακολουθήσει στο σπίτι τους, ένα όμορφο σπιτάκι στο βορινό άκρο της πόλης. Η Χέδερ οδηγούσε το δικό τους αυτοκίνητο και ο Τρόι τις ακολούθησε. Ένιωθε πάλι εκείνο τον τρελό μουντό γδούπο μέσα στο κεφάλι του, σαν κάποιος να ήθελε να παίξει ντραμς. Ήθελε να δείξει στη Χέδερ τι σημαίνει πραγματικός άντρας, να δώσει στην πόρνη ό,τι της άξιζε. Αλλά ήταν και η Τζέσικα εκεί, που ήταν πιο επιθετική. Γελούσε συνέχεια, έλεγε ανέκδοτα, τον ταρα-κουνούσε από το μπράτσο σαν να ήταν παλιόφιλοι. Πολλές φορές του ήρθε να τη χαστουκίσει, τόσο τον εξόργισε. Τότε έγινε το μεγάλο κακό. Είχαν σερβίρει κι άλλα ποτά. Βότκα με ελάχιστη σόδα και παγάκια. Ο Τρόι κράτησε το ποτήρι του αλλά δεν ήπιε ούτε μια γουλιά. Τα
έβλεπε όλα κόκκινα γύρω του και το μόνο που μπορούσε να ξεχωρίσει ήταν οι προκλητικές καμπύλες της Χέδερ που τον προσκαλούσαν. Άπλωσε το χέρι του αλλά εκείνη το απομάκρυνε μ’ ένα χτύπημα γελώντας προκλητικά. Τότε ήρθε η Τζέσικα από πίσω του και κόλλησε το άσχημο στόμα της στο λαιμό του, ενώ η Χέδερ τον φιλούσε στο στόμα. Ο Τρόι ένιωσε σαν αντικείμενο. Τον είχαν παγιδεύσει, ήθελαν να τον ευνουχίσουν, να τον κάνουν υποταχτικό τους. Τον έπιασε κλειστοφοβία και αντέδρασε. Τις έσπρωξε μακριά του. Άρπαξε την Τζέσικα από το λαιμό και της τον έσφιξε ώσπου τα μάτια της πετάχτηκαν έξω. Πρόβαλε αντίσταση, φώναξε, προσπάθησε να τον σπρώξει μακριά της. Αυτό ξύπνησε τελικά τον πόθο του. Μ ε τους δικούς του όρους όμως. Την ήθελε στα γόνατα μπροστά του. Όταν προσπάθησε να τη γονατίσει, εκείνη αντέδρασε με φωνές. Η Χέδερ άρχισε να τον σπρώχνει και να ουρλιάζει. Ο Τρόι ένιωσε ότι από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν μια έκρηξη μέσα στο κεφάλι του. Φεύγοντας, τις άκουσε να γελούν! Γελούσαν μαζί του! Η ταπείνωση τον έκαιγε τόσο, που ένιωσε ότι είχε πιάσει ολόκληρος φωτιά. Μ ια φωτιά που δεν είχε σβήσει ακόμα. Περνώντας το χέρι του μέσα στα μαλλιά του, κατάλαβε ότι η εμφάνισή του πρέπει να ήταν φρικτή. Αυτός δεν ήταν ο παλιός Τρόι Ράσελ. Είχε χάσει κάτι. Δεν ήταν
σίγουρος τι, αλλά το είχε χάσει. Κάθισε άλλη μια ώρα χωρίς να έχει καταλήξει αν έπρεπε να τηλεφωνήσει στην Πατρίτσια και να προσπαθήσει να συμφιλιωθεί μαζί της. Μ πορούσε να επιστρέφει στο Λος Άντζελες, να το παίξει γλυκός και τρυφερός μαζί της και σίγουρα θα τον δεχόταν πίσω. Δεν ήταν καθόλου όμορφη όμως — ούτε ήταν τόσο πλούσια. Αν ήθελε να παίξει το δαρμένο σκυλάκι μπορούσε να επιστρέφει στη Φρεντερίκα. Αν ήταν στα καλά της, θα τον δεχόταν χωρίς καμιά δέσμευση. Αλλά δεν ανεχόταν πια το ρόλο του ζιγκολό, για καμιά από τις δύο. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Τρόι δεν εμπιστευόταν τον ανδρισμό του. Η προηγούμενη νύχτα είχε θρυμματίσει αυτή την εμπιστοσύνη. Οι γυναίκες ήταν όλες απαίσιες. Απολάμβαναν να ταπεινώνουν τους άντρες. Γελούσαν και έπαιζαν μαζί τους. Έπρεπε να μάθουν να σέβονται. Μ όνο ένας τρόπος υπήρχε γι’ αυτό. Το ξύλο. Να τις χτυπήσεις τόσο που να σε φοβούνται όπως το Θεό τους. Το ήξερε πάντοτε αυτό, αλλά τώρα πια είχε πάρει τη μορφή Αποκάλυφης. Έπρεπε να τις κάνει να τον τρέμουν, να κλαίνε, να τον κοιτάζουν με φόβο. Η απόφασή του ξύπνησε τελικά τον ανδρισμό του. *
Η Τζένι ξύπνησε από μια αίσθηση ζέστης και έλ-λειφης χώρου. Το χέρι της ήταν μουδιασμένο και κατάλαβε πως είχε κοιμηθεί επάνω του. Βρισκόταν στον καναπέ και τα πόδια της ήταν μπλεγμένα με τα πόδια κάποιου άλλου. Του Χάντερ. Πετάχτηκε επάνω και οι απότομες κινήσεις της τον ξύπνησαν. Ενώ προσπαθούσε να καταλάβει, TL έγινε, τον άκουσε να της λέει: «Εγώ σου έβγαλα τα παπούτσια». Κοίταξε τα πόδια της που ήταν ακόμα με τις κάλτσες. «Σ’ ευχαριστώ». «Πώς νιώθεις σήμερα;» «Μ ε κράμπες σ’ όλο μου το κορμί». Ο Χάντερ γύρισε στο πλευρό και την κοίταξε κατάματα. Η στιγμή κράτησε αιώνες. «Πρέπει να βουρτσίσω τα δόντια μου», ψιθύρισε η Τζένι. Της χαμογέλασε και το χαμόγελό του ήταν απίστευτα γοητευτικό. Διέλυσε την όποια διάθεσή της για αντίσταση. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του με ευλυγισία και πήγε στο μπάνιο όπου μια ματιά στον καθρέφτη την έκανε να βογκήξει μπροστά στη θέα των ανακατωμένων της μαλλιών και του τσαλακωμένου πουλόβερ της. Αφού βούρτσισε τα μαλλιά και τα δόντια της έτρεξε στο δωμάτιό της και βγάζοντας το τσαλακωμένο ροζ πουλόβερ και το επίσης τσαλακωμένο παντελόνι της, φόρεσε μια μαύρη μπλούζα με ασορτί παντελόνι.
Επέστρεψε στο σαλόνι αλλά δεν τον βρήκε εκεί. Κοίταξε στην κουζίνα και τον είδε να παλεύει με την καφετιέρα. Το θέαμα θύμιζε τόσο έντονα οικογενειακή ζωή που της κόπηκε για μια στιγμή η ανάσα. Λυτό Θέλω στη ζωή μου, σκέφτηκε αποφασιστικά. «Άσε εμένα», του είπε και άρχισε να ετοιμάζει τον καφέ. Ο Χάντερ κάθισε σ’ ένα από τα σκαμνιά που είχε φέρει μαζί της από το Χιούστον ακουμπώντας τους αγκώνες του στον πάγκο της κουζίνας. Η σιωπή του την αναστάτωνε και του έριξε μια ματιά. «Τι είναι;» τον ρώτησε. «Είσαι καλά;» «Εννοείς μετά τη νευρική κρίση που κόντεψα να πάθω χτες το βράδυ;» Κοίταξε τον καφέ που είχε αρχίσει να πέφτει με ταχύτητα μέσα στη γυάλινη καράφα της καφετιέρας. «Από τη στιγμή που έφτασα στη Σάντα Φε ζούσα σ’ ένα φανταστικό κόσμο. Έβαλα στην άκρη όλα τα προβλήματά μου νομίζοντας πως δε θα με ακολουθούσαν εδώ, αλλά εμφανίστηκε ο πατέρας μου και μου είπε...» Σήκωσε το χέρι της σε μια κίνηση που φανέρωνε ανημπόρια, έπειτα το άφησε να πέσει στο πλευρό της. «Νομίζω ότι ο Τρόι είναι ικανός για τα πάντα», παραδέχτηκε κοιτάζοντάς τον κατάματα.
«Αυτό νομίζω κι εγώ». «Τον γνώρισες», του είπε σαν να της είχε μόλις περάσει αυτή η σκέψη από το μυαλό. Ίσως και να ήταν. Το προηγούμενο βράδυ δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί καθαρά. Ο Χάντερ κατένευσε. «Μ ακάρι να μου το είχες πει». «Είχα αναλάβει να σε προσέχω, όχι να σε γνωρίσω. Δε σκόπευα να σου πω τίποτα». «Όμως αργότερα», επέμεινε η Τζένι. «Αφού εμείς γνωριστήκαμε. Έπρεπε να μου το είχες πει». «Κι αν το είχα κάνει;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Θα σε είχα πετάξει έξω από τη ζωή μου και θα σου έβαζα τις φωνές που δούλευες για τον πατέρα μου». Τον κοίταξε και η καρδιά του σφίχτηκε. «Τι μπορώ να κάνω; Θέλω μια απαγορευτική εντολή σε βάρος του Τρόι. Δεν αντέχω να σκέφτομαι ότι βλέπει τον Ρόουλι. Ούτε πρόκειται να παραιτηθεί. Το ξέρω αυτό, ακόμα κι αν προσπαθώ να το πνίξω μέσα μου. Όσο τον πληρώνει ο πατέρας μου, θα συνεχίσει να μας ακολουθεί». Δεν ήταν μόνο για τα λεφτά. Ο Χάντερ το ήξερε, ίσως το ήξερε
και η Τζένι, αλλά δεν μπορούσε να το πει φωναχτά. Ο Τρόι έπαιζε με τον Ρόουλι για να βασανίσει την Τζένι. Τόσο εκείνη όσο και ο Ρόουλι θα κατέληγαν να πληγωθούν. Ασχημα. Η Τζένι γέμισε δύο φλιτζάνια με καφέ. Ούτε ο Χάντερ μπορούσε ν’ αντέξει στη σκέψη ότι ο Τρόι σκόπευε να κάνει κακό στην Τζένι. «Ο Ορτέγκα με θέλει πίσω, αλλά δε θα πάω ακόμα». «Θα σε πληρώσω να μείνεις μαζί μας», του είπε ήσυχα. «Θα μείνω έτσι κι αλλιώς. Τι θα γίνει όμως με τον Ρόουλι; Πώς θα το πάρει;» «Δε θα το καταλάβει», παραδέχτηκε η Τζένι κουρασμένα, «αλλά αυτήν τη στιγμή δε μ’ ενδιαφέρει». «Κάποια στιγμή, ο Ράσελ θα κάνει την εμφάνισή του και θέλω να είμαι εκεί όταν συμβεί. Έτσι, σκοπεύω να κολλήσω επάνω σου σαν... εραστής». Έστρεψε το βλέμμα της αλλού, μην αντέχοντας την ένταση του δικού του. Στο τέλος παραδέχτηκε διστακτικά, «Το ελπίζω». Ο Χάντερ χαλάρωσε τους μύες του λαιμού του. Δεν είχε καν καταλάβει πόσο σφιγμένοι ήταν ως τώρα. «Έλα. Θα σε πάω στο ράντσο μου. Θέλω κι εγώ να βουρτσίσω τα δόντια μου και να φάω
κάτι για πρωινό. Αυτήν τη φορά θα μαγειρέψω εγώ». Του χαμογέλασε ενθουσιασμένη με την πρότασή του. «Μ πορώ να πάω στο εστιατόριο πολύ αργότερα. Δε νομίζω να με χρειάζονται τώρα». «Η Γκλόρια είναι ικανή να διευθύνει τα πάντα με κλειστά τα μάτια, τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη της και καθισμένη σε αναπηρική καρέκλα, ακόμα κι αν ήταν η μοναδική υπάλληλος στο Τζενίβας». Η Τζένι γέλασε. «Είναι απίστευτα ικανή». Ο Χάντερ αισθάνθηκε να τον ζεσταίνει ο χαρούμενος τόνος της φωνής της. «Σου ομολογώ ότι τη φοβάμαι». «Μ μ, ναι, καλά». Έφερε το φλιτζάνι στα χείλη της, στις άκρες των ματιών της σχηματίζονταν μικρές ρυτίδες γέλιου. «Σοβαρά μιλάω. Γι' αυτό άλλωστε έμεινα μαζί σου χτες το βράδυ. Τα όνειρα που βλέπεις είναι το κάτι άλλο». Έκανε πως ανατριχιάζει. «Χρειάζομαι προστασία». «Πάμε στο ράντσο σου», του είπε και στη φράση αυτή υπήρχε ένα ιδιαίτερο νόημα που ο Χάντερ έπια-σε αμέσως. Το βλέμμα του πήγε στο διάδρομο, προς το δωμάτιο του Ρόουλι. Η Τζένι κατάλαβε και πηγαίνοντας έξω από το δωμάτιο του
αγοριού, χτύπησε ελαφρά την πόρτα. Όταν δεν ήρθε καμιά απάντηση από μέσα, γύρισε το πόμολο. «Ρόουλι;» «Τι;» ακούστηκε σε ξινό τόνο. «Θα βγω έξω για λίγο. Μ ε τον Χάντερ. Θέλεις να έρθεις;» «Πού θα πάτε;» ρώτησε το αγόρι απότομα. «Για μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Θέλει να μας δείξει το ράντσο του». Σιωπή. «Δε θέλω να ενοχλώ». «Δεν ενοχλείς», τον διαβεβαίωσε αγνοώντας τον τόνο οσιομάρτυρα που είχε υιοθετήσει ο γιος της. «Θα μείνω εδώ. Έχω να μελετήσω για αύριο». «Εντάξει», είπε η Τζένι κλείνοντας την πόρτα απαλά. Τότε άκουσε τον Ρόουλι να της φωνάζει από μέσα: «Πόσο θα λείψεις;» «Δυο ώρες περίπου». Όταν δεν της απάντησε η Τζένι επέστρεψε στην κουζίνα. «Φεύγουμε», είπε ο Χάντερ αρπάζοντας το λεκιασμένο από τη βροχή δερμάτινο σακάκι του. Κοίταξε έξω. Η βροχή είχε σταματήσει και ο αέρας ήταν ήδη ξερός. Σύντομα η Σάντα Φε θα
ξανάβρισκε τον παλιό της εαυτό με τη δροσερή, ξηρή ατμόσφαιρα της ερήμου. Η Τζένι φόρεσε ένα αδιάβροχο και βγήκαν έξω. Είχε φορέσει και μια ελαφριά κολόνια και μύριζε υπέροχα. «Χαίρομαι που ήθελε να μείνει», παραδέχτηκε. «Όχι, όσο εγώ», ήταν η απάντηση του Χάντερ. Έτρεξαν προς το τζιπ πιασμένοι από το χέρι, απο-φεύγοντας τις μικρές λακκούβες με νερό και γελώντας σαν παιδιά. * Το μαύρο τζιπ βγήκε από την πύλη και έστριψε προς την πόλη. Ο Τρόι ήταν τόσο απορροφημένος στα προβλήματά του που δεν έδωσε σημασία ώσπου είδε φευγαλέα το προφίλ της Τζένι. Η αδρεναλίνη του ανέβηκε κατακόρυφα. Μ ε ποιον ήταν; Έγινε έξαλλος. Ο Ρόουλι του είχε πει ότι υπήρχε κάποιος άντρας που τη γυρόφερνε και παρόλο που ενοχλήθηκε, δεν τον είχε θεωρήσει σαν σοβαρό αντίπαλο. Η ΊΓζένι ήταν η πριγκίπισσα του πάγου. Δεν είχε εραστές. Ξαφνικά δεν ήταν τόσο σίγουρος γι’ αυτό. Ο θυμός τον πλημμύρισε σαν ένα καυτό κόκκινο κύμα. Να την πάρει ο
διάβολος τη σκύλα! Το έκανε σκόπιμα για να τον ενοχλήσει. Έβρισε άγρια, ψυχρά στρίβοντας το κλειδί στη μηχανή για να την αφήσει να σβήσει την αμέσως επόμενη στιγμή. Αν η Τζένι ήταν έξω με τον εραστή της, ο Ρόουλι ήταν μέσα. Ανοίγοντας το κινητό του διαπίστωσε πως είχε ένα μήνυμα. Μ ουγκρίζοντας συγχυσμένα πάτησε τον κωδικό και άκουσε τη φωνή του αγοριού να του λέει για τη μητέρα του και αυτό τον άντρα. Ο Τρόι ανατρίχιασε. Δεν υπήρχε στιγμή για χάσιμο. Τηλεφώνησε στον Ρόουλι και το παιδί απάντησε με το πρώτο κουδούνισμα. «Εμπρός;» «Έι, γεια σου, Ρόουλι», είπε, επιβάλλοντας στον εαυτό του να μιλήσει άνετα ενώ μέσα του ούρλιαζε έξαλλος. Κούνησε το κεφάλι του σαν να ήθελε να το «καθαρίσει» από τις άσχημες σκέψεις. Αρχιζε να χάνει την αυτοκυριαρχία του. «Μ παμπά!» είπε με φανερή ανακούφιση το αγόρι· «Πήρες το μήνυμά μου;» «Μ όλις. Ξέρεις, σκεφτόμουν να έρθω εκεί και να ελέγξω από μόνος μου αυτό τον τύπο». «Δεν μπορείς. Μ όλις έφυγαν μαζί». Ο Τρόι έσφιξε τη γροθιά του και την κράτησε όσο πιο σφιχτά
μπορούσε. «Ώστε έτσι». «Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν. Απλά θα ήθελα να φύγει μακριά μας. Γιατί έπρεπε να εμφανιστεί τώρα. «Ακου, μικρέ, είμαι εδώ κοντά. Ποιος είναι ο κωδικός για την πύλη; Λέω να έρθω και να κάνουμε κάτι μαζί». «Φανταστικά!» Ο Ρόουλι του έδωσε βιαστικά τον κωδικό και ο Τρόι τον χάραξε βαθιά στη μνήμη του. «Θα σε δω σε λίγο». Έκλεισε το τηλέφωνο. Από τη μια έμπαινε στον πειρασμό να κυνηγήσει την Τζένι αλλά δεν τα είχε χάσει τελείως. Α όχι. Ο Τρόι μπορούσε να κάνει υπομονή όταν χρειαζόταν. Ανοιξε τη γροθιά του και κοίταξε τα δάχτυλά του. Ήθελε να στραγγαλίσει κάποιον. Κάποια με γαλάζια μάτια και υποκριτικό χαμόγελο. Κάποια ψυχρή και όμορφη. Κάποια πλούσια... που θα γινόταν ακόμα πλουσιότερη μόλις ο γέρος της τα τίναζε. Αυτή η σκέψη τον ηρέμησε, καταλάγιασε το φονικό του ένστικτο για λίγο. * Το ράντσο του Χάντερ βρισκόταν σε μια μικρή κοιλάδα, στις βουνοπλαγιές έξω από τη Σάντα Φε. Η Τζένι βγήκε από το τζιπ και
ο Χάντερ κράτησε την πόρτα του φράχτη ανοιχτή για να περάσει. Προχώρησαν σ’ ένα λιθόστρωτο δρομάκι που έφτανε ως την εξώπορτα του σπιτιού. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Ο Χάντερ την άνοιξε και την κράτησε ανοιχτή, αφήνοντας την Τζένι να περάσει πρώτη. Το μέρος ήταν μικρό και σχεδόν γυμνό από έπιπλα, κάτι περισσότερο από μια εξοχική καλύβα. Η επίπλωση ήταν από πευκόξυλο γεμάτο ρόζους και μια στοίβα ξύλα ήταν τοποθετημένη επάνω στη σιδερένια σχάρα του πέτρινου τζακιού που έφτανε ως την οροφή. Στη μια άκρη του δωματίου υπήρχαν δύο πόρτες και στην άλλη ένα καμπύλο μπαρ χώριζε το δωμάτιο από την κουζίνα. Ήταν συμμαζεμένο, λιτό και πολύ ευχάριστο, αρκετά για να της ξεφύγει από τα χείλη ένα «Ω...» θαυμασμού. Ο Χάντερ ανασήκωσε τους ώμους του συνεσταλμένα. «Δεν έχω ασχοληθεί σχεδόν καθόλου με το σπίτι, εκτός από κάποιες επισκευές στον εξωτερικό φράχτη. Ούτε έχω ζώα. Το αγόρασα με την επίπλωση από κάποιον που ήθελε να παντρευτεί και να μετακομίσει στο Φίνιξ». «Είναι πραγματικά όμορφο», του είπε με ειλικρίνεια. «Μ πορώ ν’ ανάψω φωτιά, αν θέλεις», της πρότεινε. «Κι εγώ θα ετοιμάσω το πρόγευμα, αν έχεις μερικά τρόφιμα». «Είπα ότι θα το έκανα εγώ», της υπενθύμισε.
«Έλα τώρα. Ασε με να κάνω κάτι». Ο Χάντερ ανασήκωσε το ένα φρύδι του. «Καλή τύχη. Θα βρεις ψωμί στο ψυγείο. Υπάρχουν επίσης κόρνφλεϊκς. Καθόλου γάλα. Κατεψυγμένο μπέικον. Όλα τ’ άλλα χάλασαν όσο έλειπα». «Καφές;» «Στιγμιαίος». «Δε με πειράζει». «Ξέχνα το», της είπε αλλάζοντας γνώμη. «Θα σε πάω κάπου για πρόγευμα». «Σε λίγο», είπε η Τζένι απολαμβάνοντας την όμορφη στιγμή. Όσο ο Χάντερ άναβε τη φωτιά, η Τζένι έκανε επιδρομή στην κουζίνα. Αυτές οι κλεφτές ματιές στη ζωή του ήταν διασκεδαστικές αλλά και κάπως επικίνδυνες. Ήταν φανερό πως δεν είχε ασχοληθεί καθόλου με το σπίτι και τη ζωή του όσο ήταν στη Σάντα Φε. Το σπίτι έδειχνε κατά κάποιον τρόπο ανέγγιχτο. Σαν να περίμενε κάποιον να το αναλάβει, να του δώσει ζωή. Έβρασε νερό σ’ ένα κατσαρολάκι και το έχυσε πάνω από τους κόκκους του στιγμιαίου καφέ. Δίνοντας το ένα φλιτζάνι στον Χάντερ, εισέπνευσε το άρωμά του.
«Δε θα έλεγα πως είναι και το καλύτερο, όταν είσαι συνηθισμένος σ’ εσπρέσο και καπουτσίνο», σχολίασε ο Χάντερ πίνοντας μια γουλιά. «Θα επιβιώσω», τον πείραξε. Η Τζένι κάθισε στον καναπέ απολαμβάνοντας το θέαμα της φωτιάς που δυνάμωνε. «Θα κάνω ένα γρήγορο ντους», της είπε κι έφυγε πριν προλάβει να του απαντήσει. Στο άκουσμα του νερού που έτρεχε αναγκάστηκε να διώξει από το μυαλό της τη γυμνή εικόνα του. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ο Χάντερ επέστρεφε φορώντας ένα καθαρό τζιν και ένα φαρδύ γκρίζο πουλόβερ. Τα βρεγμένα μαλλιά του γυάλιζαν στο φως. Τα πόδια του ήταν γυμνά. Βάζοντας άλλο ένα φλιτζάνι καφέ για τον εαυτό του, τη ρώτησε αν ήθελε κι εκείνη συμπλήρωμα αλλά η Τζένι κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Ο Χάντερ στάθηκε μπροστά στη φωτιά. Η Τζένι σταύρωσε τα πόδια της. Ήθελε να τη φιλήσει, να τη χαϊδέψει, να της κάνει έρωτα. Της ήταν αδύνατο να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο. Την κοιτούσε επίμονα, απολαμβάνοντας την ένταση αυτής της στιγμής. Η Τζένι φορούσε τζιν και μαύρο πουλόβερ που τεντωνόταν προκλητικά στο στήθος της. Τα μανίκια της ήταν ανασηκωμένα και η λεπτή χρυσή καδένα του ρολογιού της λαμποκοπούσε. Η όλη εμφάνισή της φώναζε πως ήταν πλούσια ακόμα και με πρόχειρα καθημερινά ρούχα. Υπενθύμισε στον εαυτό
του όλους τους λόγους για τους οποίους δεν έπρεπε να μπλεχτεί με μια πλούσια γυναίκα. Αλλά κανένας από αυτούς δεν είχε καμιά σημασία τώρα. «Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε. Ανασήκωσε τους ώμους του. «Α, τι πρέπει να κάνουμε με τον Τρόι». «Δε σκεφτόσουν αυτό». Ανασήκωσε τα φρύδια του περιμένοντας. Η Τζένι δίστασε ύστερα όμως είπε σιγανά: «Σκέφτεσαι ό,τι κι εγώ». «Που είναι;» Σηκώθηκε και τον πλησίασε με την πλάτη της στη φωτιά. «Ότι είμαστε επιτέλους μόνοι». «Α...» Της έριξε μια λοξή ματιά. «Δε σκεφτόμουν αυτό». «Όχι;» Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Έχω προχωρήσει περισσότερο από εσένα. Το μυαλό μου ταξίδευε ήδη προς εκείνη την κατεύθυνση...» Της έδειξε με το κεφάλι την πόρτα του υπνοδωματίου του. Περνώντας το ένα χέρι του στην πλάτη της, την τράβηξε κοντά του, η ανάσα του βαριά ανασήκωνε τα μαλλιά
της. Ένα υπέροχο ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική στήλη της Τζένι. «Του πατέρα μου δε θα του αρέσει αυτό». Της φίλησε το λαιμό τρυφερά ώσπου εκείνη αναστέναξε μ’ ευχαρίστηση. «Ούτε στο γιο μου θ’ αρέσει». Δάγκωσε απαλά το λοβό του αυτιού του. «Ναι, αλλά εμένα μου αρέσει», της είπε, τραβώντας την επάνω του και φιλώντας τη με πάθος στο στόμα ενώ τα χέρια του χώνονταν μέσα στα μαλλιά της. Τα γόνατα της λύγισαν. «Κι εμένα επίσης», του είπε με φωνή που έτρεμε από το πάθος. Αυτό ήταν και το τέλος της συζήτησής τους.
κεφάλαιο 15 Η διαδρομή ως το σπίτι της Τζένι έγινε μέσα στη σιωπή που φέρνει η ευτυχία. Ο έρωτας τους είχε κάνει να πεινάσουν φοβερά και όταν το στομάχι του Χάντερ διαμαρτυρήθηκε, η Τζένι τον έσυρε ως το Τία Σοφίας, το αγαπημένο στέκι των κατοίκων της Σάντα Φε αλλά και των τουριστών για το πρόγευμα. Έπρεπε να περιμένουν σ’ ένα μικροσκοπικό φουαγιέ ώσπου να βρεθεί τραπέζι, αλλά ο Χάντερ την κρατούσε σφιχτά επάνω του και η Τζένι, διώχνοντας
τα προβλήματά της μακριά, αφέθηκε στην απόλαυση της αγκαλιάς του. Παρήγγειλαν διάφορα πιάτα με τορτίγία, μπουρίτος και εντσιλάντας μούτσο καγίέντε και ήπιαν άφθονο νερό για να σβήσουν τις φλόγες. «Ελπίζω ο Ρόουλι να ετοίμασε κάτι για να φάει», είπε η Τζένι ενώ περνούσαν την πύλη. «Έχουν μείνει τόσα πολλά από χτες, αρκετά για να χορτάσει ολόκληρος στρατός, αλλά εκείνος προτιμάει παραδοσιακό πρόγευμα». «Χμ... είμαι σίγουρος ότι έχω χάσει τελείως την αίσθηση της γεύσης μου». «Ας μην παρήγγελλες τόσο καυτερά», του υπενθύμισε. «Είμαι άντρας. Ήθελα να σ’ εντυπωσιάσω». «Αυτό το είχες κάνει ήδη», του είπε ρίχνοντάς του ένα λοξό βλέμμα και κοκκίνισε από την ντροπή. «Θυμάσαι που μου είχες πει ότι μπορούσες να είσαι κι εσύ θερμή; Είχες δίκιο». «Πολύ αστείο». Ανέβηκαν τις σκάλες μαζί. Της Τζένι θα της άρεσε να κρατιόνταν από το χέρι, όσο ανόητο κι αν φαινόταν στα μάτια τρίτων, αλλά ήξερε ότι ο Ρόουλι θα τους κοιτούσε από το παράθυρο και ο γιος
της χρειαζόταν χρόνο για ν’ αποδεχτεί τον Χάντερ. Έκαναν βέβαια κάποια πρόοδο αλλά δεν ήθελε να τον πιέσει και να τα καταστρέφει όλα. «Ρόουλι;» φώναξε μπαίνοντας στο σπίτι. Μ ια ματιά στην άψογα τακτοποιημένη κουζίνα της φανέρωσε ότι ο γιος της δεν είχε ετοιμάσει πρόγευμα. Αν το είχε κάνει, η κουζίνα θα έμοιαζε σαν να την είχε χτυπήσει ανεμοστρόβιλος. Κοιτάζοντας στο νεροχύτη περίμενε να δει τα δύο φλιτζάνια του καφέ που είχαν αφήσει εκεί με τον Χάντερ, αλλά το ένα από τα δύο ήταν σπασμένο σαν κάποιος να το είχε πετάξει με όλη του τη δύναμη. Αμέσως ένιωσε ένα κακό προαίσθημα. Ο Μ πένι κλαψούριζε ξύνοντας από μέσα την πόρτα του δωματίου του Ρόουλι. Η Τζένι άνοιξε αμέσως και τον έβγαλε έξω. «Ρόουλι;» φώναξε πάλι. Καμιά απάντηση. Κοίταξε προς τη θέση του πάρκινγκ αλλά το Βόλ-βο ήταν στη θέση του. «Για μια στιγμή φοβήθηκα πως ίσως είχε πάρει το αυτοκίνητο! Είναι δεκαπέντε χρο-νών και θέλει να πάρει την προσωρινή άδεια οδήγησης, αλλά εγώ προτιμώ να περιμένουμε ώσπου να εγκλιματιστούμε καλά». «Πού μπορεί να πήγε;» ρώτησε ο Χάντερ και κάτι στη φωνή του θορύβησε την Τζένι.
«Ίσως κάπου στη γειτονιά». «Χωρίς τον Μ πένι;» Η Τζένι δίστασε. «Ίσως άφησε κάποιο σημείωμα...» Έψαξε στο δωμάτιό του, στο σαλόνι και στην κουζίνα, αλλά δε βρήκε τίποτα. Τρομαγμένη προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Σίγουρα θα ήταν καλά. Απλά θα τριγύριζε κάπου εδώ κοντά και θα ξε-χάστηκε. Δεν είχε κάνει φίλους ακόμη που να μπορούσε να τους τηλεφωνήσει και... ίσως να υπήρχε κάποιος αριθμός στη μνήμη του τηλεφώνου... «Υπάρχει μια κλήση με άγνωστο κωδικό στη μνήμη του τηλεφώνου, που έγινε αρκετή ώρα μετά την αναχώρησή μας», είπε η Τζένι κοιτάζοντας τη συσκευή. Κατάπιε με κόπο. «Μ ου είπε ότι ο Τρόι έχει κινητό τηλέφωνο». Ο Χάντερ δεν μπορούσε να της δώσει ψεύτικες ελπίδες επειδή σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Η Τζένι έτρεξε στο δωμάτιό της, η καρδιά της σφυροκοπούσε μέσα στο στήθος της. Μ προστά στην κοσμηματοθήκη της υπήρχε ένας λευκός φάκελος. Τον άνοιξε και ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο περιεχόμενο άφησε μια κραυγή αγωνίας. Ο Χάντερ έτρεξε στο πλευρό της και πήρε το σημείωμα από τα τρεμάμενα χέρια της. Μ αμά,
Συγνώμη που έφυγα χωρίς να σου τηλεφωνήσω. Θα πάω ένα ταξίδι με τον μπαμπά. Θα τηλεφωνήσω μόλις μπορέσω. Μην ανησυχείς. Έτσι κι αλλιώς δεν ήθελα να επιστρέφω σ’ εκείνο το σχολείο στο οποίο δεν ξέρω κανέναν. Είμαι καλά. Θα γυρίσω σύντομα, σ’ το υπόσχομαι. Με αγάπη Ρόουλι «Απήγαγε το γιο μου», -ψιθύρισε η Τζένι. «Ο Τρόι απήγαγε το γιο μου». «Σσσ...» Ο Χάντερ την τράβηξε στην αγκαλιά του αλλά και η δική του καρδιά χτυπούσε βαριά, αγω-νιούσε κι αυτός για τον Ρόουλι. «Την ώρα που κάναμε έρωτα... αυτός έκλεψε το γιο μου». «Μ ην πανικοβάλλεσαι. Ο Ρόουλι πήγε με τη δική του θέληση. Θα τον φέρουμε πίσω». Η Τζένι τραβήχτηκε λίγο και τον κοίταξε παρακλητικά στα μάτια. «Πρέπει να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία. Πρέπει να τον σταματήσουμε αμέσως! Πάρε το φίλο σου τον αστυνόμο! Πες του TL έγινε!» «Ποιος ξέρει πριν από πόση ώρα έχουν φύγει; Σίγουρα τώρα θα είναι έξω από τη δικαιοδοσία της Αστυνομίας της Σάντα Φε. Μ πορούμε να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία, αλλά...»
«Αλλά;» «Δεν πρόκειται να κινητοποιηθούν. Όχι αμέσως Ο Τρόι είναι ο πατέρας του Ρόουλι. Ο Ρόουλι έγραψε ότι θα σου τηλεφωνήσει». «Τι σχέση έχει αυτό; Δεν έχει κανένα δικαίωμα επάνω του!» «Απλά σου λέω πώς έχουν τα πράγματα σύμφωνα με το νόμο». «Δε σ’ ενδιαφέρει ο γιος μου; Δε σ’ ενδιαφέρει καθόλου;» Ο Χάντερ την κοίταξε σιωπηλός. Η μομφή της τον πλήγωσε παρόλο που καταλάβαινε ότι μιλούσε ο φόβος της. «Θα βρω τον Ρόουλι». Άφησε τα χέρια του που την αγκάλιαζαν να πέσουν, το μυαλό του ήδη έτρεχε μακριά. «Τι εννοείς; Πού θα κοιτάξεις; Τι θα κάνεις;» Τώρα που ο Χάντερ είχε πει ότι θα έφευγε, η αγωνία της Τζένι έγινε πιο έντονη. «Τελευταία ο Τρόι ζούσε στο Λος Αντζελες. Ξέρει ανθρώπους εκεί». «Μ α... μα αυτό είναι στην Καλιφόρνια! Ο Ρόουλι είπε ότι ο πατέρας του είχε εγκατασταθεί στο Τάος. Μ πορεί να είναι εκεί». «Θα το ελέγξω».
Έδειξε τέτοια αδιαφορία για τη θεωρία της που η Τζένι αρπάχτηκε απελπισμένα από το μανίκι του. «Τι συμβαίνει;» «Τζένι». Τράβηξε τα δάχτυλά της από το μανίκι του και ακούμπησε τα χέρια του απαλά στους ώμους της. Την ένιωσε να τρέμει. «Έχεις τον αριθμό του κινητού του Τρόι;» «Όχι... όχι...» Κούνησε το κεφάλι της. «Εκτός κι αν τον έγραψε κάπου ο Ρόουλι. Αυτός είχε τον αριθμό του». Ξέφυγε από τα χέρια του κι έτρεξε στο δωμάτιο του γιου της, τρελαμένη από το φόβο της. Τα μάτια της έψαξαν παντού. Ανοιξε το ένα συρτάρι μετά το άλλο, έψαξε σε όλα του τα πράγματα. Έκανε ένα βήμα πίσω πιέζοντας το χέρι της επάνω στο στόμα της. «Πήρε μερικά ρούχα μαζί του. Πολλά!» Το πρόσωπο του Χάντερ σκυθρώπασε κι άλλο. Αν μπορούσε να ειπωθεί κάτι τέτοω. Έψαξε μέσα στο συρτάρι του γραφείου του Ρόουλι. Χαρτιά από καραμέλες, συνδετήρες, συρραπτικό, μαύρα σημειωματάρια — τα συνηθισμένα. Κανένας αριθμός τηλεφώνου ή διεύθυνση πουθενά. «Δεν υπάρχει αριθμός τηλεφώνου εκεί, έτσι;» τον ρώτησε απελπισμένη. «Θα τηλεφωνήσει». Ο Χάντερ ήταν σίγουρος. «Έφυγαν ταξίδι», είπε η Τζένι ξαναδιαβάζοντας το σημείωμα με ανανεωμένες τις ελπίδες της. «Ένα ταξίδι. Μ πορεί να
επιστρέφουν απόψε». Ο Χάντερ δεν ήξερε πώς να της πει ότι έκανε λάθος. Ήξερε ότι ο Τρόι είχε πάρει το αγόρι πολύ μα-κρύτερα απ’ όσο θα επέτρεπε ένα ημερήσιο ταξίδι. Το ήξερε όπως ήξερε πάντοτε όταν επρόκειτο να συμβούν άσχημα πράγματα. «Θα τον φέρω πίσω», της είπε σε τόνο τόσο έντονο που τράβηξε αμέσως την προσοχή της Τζένι. «Πώς; Τι εννοείς;» Ο Χάντερ προχώρησε προς την πόρτα. Η Τζένι φώναξε πίσω του επιτακτικά: «Πού πηγαίνεις;» «Στο Λος Αντζελες. Όπως σου είπα, εκεί ζούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ξέρω τα ονόματα όλων των φίλων του και των πρώην φιλενάδων του». «Όμως εδώ και έξι χρόνια ζεις στη Σάντα Φε. Εσύ μου το είπες αυτό!» «Όπως ο Τρόι, ξέρω κι εγώ ανθρώπους στο Λος Αντζελες. Έχω και φίλους στην αστυνομία οι οποίοι πιστεύουν πως είχα δίκιο που ήθελα να κυνηγήσω τον Ράσελ και να του κάνω τη ζωή κόλαση. Φίλους που δεν έχουν πάψει να παρακολουθούν τις κινήσεις του». «Μ ε τρομάζεις», του είπε αδύναμα.
«Χαίρομαι που δεν επέστρεψα στην παλιά μου δουλειά», της είπε σοβαρά. Η Τζένι ήξερε τι εννοούσε με αυτό. Ήξερε πως σαν αστυνομικός θα έπρεπε να υπακούσει τυφλά στο νόμο. Όταν όμως επρόκειτο για τον Ράσελ, ο Χάντερ δεν ήθελε να υπακούσει σε κανένα κανονισμό ή νόμο. Κατάπιε με κόπο, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. «Νομίζεις ότι οι φίλοι σου μπορούν να τον βρουν;» «Θα τον βρω εγώ». «Είσαι σίγουρος;» Η απάντησή του ήταν ένα αχνό, στραβό χαμόγελο που έλεγε ότι η τελική σύγκρουσή του με τον πρώην άντρα της είχε δρομολογηθεί εδώ και πολύ καιρό. «Κράτα τον Μ πένι κοντά σου», της είπε και έφυγε. * Ο Ρόουλι καθόταν στο κάθισμα του συνοδηγού με το κασκέτο του μπέιζμπολ κατεβασμένο ως τα μάτια του, κρατώντας την μπάλα του ποδοσφαίρου στην αγκαλιά του. Μ ασούσε τσίχλα. Η αγαπημένη συνήθεια του πατέρα του. Τώρα και η δική του. Ο μπαμπάς του ήταν σε σπουδαία διάθεση. Την καλύτερη. Ο
Ρόουλι τον είχε θερμοπαρακαλέσει να τον πάρει μαζί του, μόνο στα πόδια που δεν έπεσε για να κάνει τον πατέρα του να τον ακούσει. Αλλά στο τέλος όλα είχαν πάει μια χαρά. Τώρα βρίσκονταν καθ’ οδόν για... ποιος ξέρει για πού. Ο ενθουσιασμός του ήταν απερίγραπτος. Ένιωθε βέβαια λίγο άσχημα για τη μαμά του. Θα στενοχωριόταν, σκέφτηκε. Πολύ. Όμως δεν τον ένοιαζε. Δεν έδινε δεκάρα. Η μαμά προτιμούσε να τριγυρίζει με τον Χάντερ Κάλγκαρι και ο Ρόουλι δεν το ήθελε καθόλου, μα καθόλου αυτό. «Θα πάμε στο σπίτι σου στο Τουτς;» Ο Τρόι χαμογέλασε. «Τάος», τον διόρθωσε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο που ο Ρόουλι δεν κατάλαβε. «Μ πα... έχω κάτι μακρύτερα υπόψη μου». «Όμως θα επιστρέψουμε το βράδυ...» Ο Τρόι δεν απάντησε. Τα επόμενα λεπτά κύλησαν μέσα στη σιωπή. Ο Ρόουλι ένιωσε το πρώτο του τσίμπημα ανησυχίας καθώς το αυτοκίνητο έτρεχε στο δρόμο, αφήνοντας πίσω του τις φασκομηλιές και τ’ άλλα θαμνώδη δέντρα της ερήμου. Υπολόγισε πως κατευθύνονταν δυτικά. Ήταν πολύ καλός στον προσανατολισμό.
Χρειάστηκε να καταβάλει κάποια προσπάθεια για να πνίξει την ανησυχία του. Χάρηκε τόσο βλέποντας τον μπαμπά του το πρωί και ένα αίσθημα περηφάνιας τον πλημμύρισε. Όταν ο μπαμπάς του έμπαινε σ’ ένα δωμάτιο κυριαρχούσε αμέσως στο χώρο. Το γρύλισμα του Μ πένι είχε χαλάσει τη μαγεία της στιγμής και ο Ρόουλι είχε αναγκαστεί να τον σύρει από το κολάρο και να τον κλείσει στο δωμάτιό του. Επιστρέφοντας, βρήκε τον Τρόι να κοιτάζει τα δύο φλιτζάνια του καφέ στο νεροχύτη. «Ώστε η μαμά σου είχε το φίλο της εδώ χτες το βράδυ;» ρώτησε ήρεμα. «Δεν έγινε τίποτα μεταξύ τους», τον διαβεβαίωσε ο Ρόουλι όσο πιο γρήγορα μπορούσε. «Απλά έμεινε εδώ». «Πού;» «Στον καναπέ», απάντησε το αγόρι με δυσκολία. «Είσαι σίγουρος;» Η καρδιά του Ρόουλι χτύπησε δυνατά μέσα στο στήθος του. Δεν του άρεσε να σκέφτεται την πιθανότητα και η έκφρασή του πρέπει να τον πρόδωσε επειδή ο Τρόι επέμεινε: «Νομίζεις ότι το... έκαναν χτες το βράδυ; Ξέρεις τι εννοώ». «Όχι!» «Πώς είναι αυτός ο τύπος;» Πήρε το ένα φλιτζάνι από το
νεροχύτη. «Ένας άντρας... Δεν ξέρω!» «Όμως δεν τον θέλεις εδώ πέρα, σωστά;» «Όχι, διάολε», φώναξε ο Ρόουλι, περιμένοντας να δει την αντίδραση του πατέρα του. Η μαμά δεν του επέτρεπε να βρίζει. Ο μπαμπάς του απλώς χαμογέλασε. «Ούτε εγώ τον θέλω εδώ. Ξέρεις ότι έχω μετανιώσει για το χωρισμό μου με την Τζένι. Έκανα πολλά λάθη αλλά ήμαστε ευτυχισμένοι». «Τότε πρέπει να με βοηθήσεις να διώξω αυτό τον άντρα από δω. Είναι ένας αστυνομικός... κάπως». «Τι πάει να πει αυτό το “κάπως”;» ρώτησε ο Τρόι κοφτά. «Ήταν κάποτε. Τον θέλουν πίσω στην υπηρεσία του. Ο αστυνόμος του φωνάζει συνέχεια, αλλά στην πραγματικότητα τον θέλει...» «Ο αστυνόμος; Εδώ στη Σάντα Φε;» «Ε... ναι, είναι...» «Πώς τον λένε;» φώναξε έξαλλος ο Τρόι πετώντσς το φλιτζάνι με τόση δύναμη στο νεροχύτη που έγινε κομμάτια. Ο Ρόουλι τον κοίταξε άναυδος. «Χάντερ Κάλγκα-ρι», είπε τελικά.
Η αντίδραση του πατέρα του έμοιαζε μ’ έκρηξη. Έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές και απομακρύνθηκε από το νεροχύτη λες και τα φλιτζάνια του καφέ ήταν επικίνδυνα. Ο Ρόουλι τον κοίταξε φοβισμένα χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβαινε. «Τον... τον ξέρεις;» ρώτησε σιγανά με μια φωνή που δε θύμιζε σχεδόν καθόλου τη δική του. Ο Τρόι γύρισε την πλάτη του στον Ρόουλι. Οι γροθιές του έκλειναν και άνοιγαν, έκλειναν και άνοιγαν. «Αυτός πέρασε τη νύχτα με τη μητέρα σου;» «Σου είπα ότι κοιμήθηκε στον καναπέ». «Τότε ποια είναι η σχέση τους;» τον ρώτησε επιτακτικά, ανυπόμονα. «Νομίζω...» «Νομίζεις τι;» Ο Τρόι γύρισε απότομα, φανερά ταραγμένος. «Νομίζω ότι τον συμπαθεί», παραδέχτηκε το αγόρι φοβισμένο, ξέροντας ότι αυτό ήταν κάτι που ο πατέρας του δεν ήθελε ν’ ακούσει. «Είναι μαζί του τώρα; Αυτός είναι ο άντρας που μου έλεγες;» Ο Ρόουλι κατένευσε νιώθοντας δυστυχισμένος, λες και όλη αυτή η κατάσταση ωα ήταν δικό του λάθος.
Τα μάτια του Τρόι έκλεισαν. Ξέσφιξε τα χέρια του και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Κάτι σαν γιόγκα ή... σαν μια άσκηση χαλάρωσης για την οποία είχε ακούσει ο Ρόουλι να μιλάνε. «Ο Χάντερ Κάλγκαρι». Ο Τρόι άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τον Ρόουλι απόλυτα ψύχραιμος τώρα. «Ξέρεις ποιος είναι αυτός ο άντρας;» Ο Ρόουλι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Είναι κάποιος που έχει βαλθεί να με καταστρέφει. Αν βγαίνει με τη μητέρα σου, είναι επειδή θέλει να με συλλάβει». «Γιατί;» «Γιατί είναι τρελός. Ξέρεις γιατί δεν είναι πια αστυνομικός; Επειδή με ακολουθούσε παντού σαν σκυλί και απειλούσε να με σκοτώσει». Ο Ρόουλι προσπάθησε να δει τον Χάντερ έτσι όπως τον περιέγραφε ο πατέρας του και δεν τα κατά-φερε. Ήταν όμως φανερό πως ακόμα και η αναφορά του ονόματος του τον είχε επηρεάσει. Δεν ήταν θέατρο. «Πώς τον γνώρισε η Τζένι;» «Δεν ξέρω». «Στο εστιατόριο;» «Δε... δεν ξέρω».
«Έχει καιρό αυτή η ιστορία; Γιατί δε μου το είπες νωρίτερα;» «Αρχισε όταν ήμουν στην κατασκήνωση! Ίσως... ίσως γνωρίστηκαν στο Πουέρτο Βαγιάρτα;» «Αδύνατο». Ο Τρόι πήγε ως το παράθυρο, τράβηξε τις κουρτίνες και κοίταξε έξω. «Ο γέρος το ξέρει;» «Ο παππούς Χόλογουεϊ; Ναι. Είναι εδώ. Ήρθε στο σπίτι χτες το βράδυ». «Γνωρίστηκε με τον Κάλγκαρι;» «Εγώ πήγα στο δωμάτιό μου», είπε ο Ρόουλι σε απολογητικό τόνο. «Δεν έδωσα μεγάλη σημασία, αλλά ναι. Ήταν και οι δύο εδώ. Νομίζω πως γνωρίζονταν ήδη». Αυτό κι αν τον έκανε έξαλλο. Ο Ρόουλι μετά νιώσε που είχε μιλήσει γι’ αυτό το θέμα και τώρα ευχόταν να μην είχε τηλεφωνήσει καθόλου στον πατέρα του. Μ πορεί να είχε δίκιο όμως; Ο Χάντερ τριγύριζε τη μητέρα του επειδή ήθελε να εκδικηθεί τον Τρόι; «Γιατί σε μισεί τόσο πολύ;» «Μ ε κατηγορεί για το θάνατο της αδερφής του». «Τι;» ρώτησε ο Ρόουλι και η φωνή του μόλις που ακουγόταν.
«Είχα ένα σύντομο δεσμό με την αδερφή του και αυτός δεν μπορούσε να το ανεχτεί». Ο Τρόι τον κοίταξε ερευνητικά για ένα ολόκληρο λεπτό. «Είσαι αρκετά μεγάλος για ν’ αντέξεις την αλήθεια;» «Φυσικά. Τι εννοείς; Και βέβαια είμαι». Το αγόρι ένιωθε ελαφρά προσβεβλημένο. «Ήταν βρόμικη». Ο Ρόουλι ζάρωσε μέσα του. Ήξερε τι ήταν βρόμικο. Είχε δει κι αυτός βρόμικες φωτογραφίες και ταινίες και ήξερε τι σήμαινε να παίζεις βρόμικο παιχνίδι. Αλλά υπήρχε μια τελείως διαφορετική έννοια στον τρόπο που το είπε ο πατέρας του. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν σίγουρος πως ήταν αρκετά μεγάλος για ν’ αντιμετωπίσει ό,τι ήταν αυτό που ετοιμαζόταν να του πει ο μπαμπάς του. «Τι είναι βρόμικο;» ρώτησε διστακτικά. «Νομίζω ότι κάτι έτρεχε με τον Κάλγκαρι και την αδερφή του. Από αυτά που δεν αρέσει σε κανέναν να τα συζητάει, καταλαβαίνεις; Μ ε ζήλευε. Δεν του άρεσε που γευόμουν αυτό που κανένας άλλος άντρας —εκτός από τον μεγάλο αδερφό— δεν είχε γευτεί ως τότε». Η σημασία των λόγων του ήταν σαν ένα χαστούκι στο μυαλό του Ρόουλι. «Δεν το πιστεύω». «Σου είπα ότι δε θα σου άρεσε».
«Μ α αυτό είναι... είναι αρρωστημένο!» «Ναι, ήταν και οι δύο. Αυτός ήταν και ο λόγος που αυτοκτόνησε η αδερφή του πέφτοντας από ένα κτίριο». «Όχι... όχι...» Ο Ρόουλι σήκωσε τα χέρια του, σαν να ήθελε να προστατευθεί από τις λέξεις που εκσφενδονίζονταν εναντίον του. Έτσι ένιωθε τουλάχιστον. «Γιατί δεν τον ρωτάς αν δε με πιστεύεις;» Ο Τρόι προχώρησε απειλητικά προς το μέρος του φανερά οργισμένος. Ο Ρόουλι σάστισε. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό!» είπε πνιχτά και φοβήθηκε ότι θα έβαζε τα κλάματα. Μ ερικές φορές δεν καταλάβαινε καθόλου τον εαυτό του. «Απλά θέλω να φύγω από δω!» ούρλιαζε. Ο Μ πένι γρύλισε και έξυσε την πόρτα. Ο Τρόι κοίταξε προς την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου, ύστερα στράφηκε πάλι στον Ρόουλι. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό στη μητέρα σου», είπε αργά. «Γιατί όχι; Αυτή είναι μ’ έναν άντρα που το έκανε με την αδερφή του!» Ο Τρόι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του από το πρόσωπο του Ρό-ουλι. Το αγόρι ένιωθε να συντρίβεται από το έντονο βλέμμα του και ήθελε να το βάλει στα
πόδια. «Αλλά αυτό θα την τρόμαζε», του είπε ο Τρόι με νόημα. «Δε μ’ ενδιαφέρει!» «Ασε που θα φαινόμουν εγώ σαν ο κακός της ιστορίας. Θα νόμιζε πως σε πήρα με το ζόρι μακριά της». Ο Ρόουλι κατάλαβε ότι ο πατέρας του μετρούσε τα υπέρ και τα κατά μιας τέτοιας απόφασης. «Πάρε με μαζί σου. Δε μ’ ενδιαφέρει πού! Απλά θέλω να φύγω από εδώ». «Δεν είμαι σίγουρος...» «Θα της αφήσω ένα σημείωμα. Θα της λέω να μη στενοχωριέται... ότι θα της τηλεφωνήσω. Σε παρακαλώ!» Ελπίζοντας ότι θα τον έπειθε, ο Ρόουλι τον ικέ-τευσε πάλι. «Δε θα σου δημιουργήσω κανένα πρόβλημα. Σου το υπόσχομαι». «Ο παππούς σου είναι ακόμα στην πόλη;» ρώτησε ο Τρόι και η άσχετη ερώτηση έκανε τον Ρόουλι να σκεφτεί ότι ο πατέρας του προσπαθούσε ν’ αλλάξει θέμα. «Έτσι νομίζω. Μ πορούμε να πάμε στο σπίτι σου στο...» «Τάος», του απάντησε αφηρημένα. «Πού μένει;» «Ο παππούς; Στο Λα Φόντα».
Ο Τόνι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του αρκετές φορές. Ο Ρόουλι σχημάτισε την εντύπωση ότι ο πατέρας του ήταν αυτήν τη στιγμή ένα κομπιούτερ που έκανε ένα δισεκατομμύριο υπολογισμούς. «Εντάξει», είπε ο Τρόι αργά, διστακτικά. «Εννοείς ότι μπορούμε να φύγουμε μαζί;» Ο Ρόου-λι φοβόταν μήπως δεν είχε καταλάβει καλά. «Τώρα;» «Πρέπει να περάσω από το ξενοδοχείο μου πρώτα και να πληρώσω το λογαριασμό», είπε ο Τρόι αφηρημένα σαν να βρισκόταν μακριά, σαν να μιλούσε στον εαυτό του. Ο Ρόουλι έπρεπε να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να μην πηδήξει από τη χαρά του ή να κουνήσει το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο του πατέρα του. «Εντάξει. Μ ια στιγμή να γράψω ένα σημείωμα στη μαμά και να πάρω μερικά ρούχα. Θα με περιμένεις... εντάξει;» «Μ ην αφήσεις το σκυλί έξω», ήταν η απάντηση του Τρόι και ο Ρόουλι έτρεξε στο δωμάτιό του πριν αλλάξει ο πατέρας του γνώμη, όπως συνηθίζουν οι γονείς. Όταν επέστρεψε, κρατούσε την τσάντα του στο ένα χέρι και το αθλητικό του τζάκετ στο άλλο. Βλέποντας το βλέμμα του πατέρα του να καρφώνεται στο τζάκετ, ο Ρόουλι είπε γρήγορα και με περηφάνια, «Μ ε κάλε-σαν
στους αγώνες του πρωταθλήματος σαν αναπληρωματικό έπαιξα για μερικά λεπτά, έτσι μου έδωσαν το τζάκετ». Ο Τρόι φάνηκε για μερικά λεπτά σαν αποσβολωμένος, ύστερα όμως κούνησε το κεφάλι του δυνατά σαν να ήθελε να διώξει ό,τι ήταν αυτό που τον είχε επηρεάσει. Είπε στον Ρόουλι να μπει στο αυτοκίνητο κι έφυγαν. Έκαναν μια στάση στο Λα Φόντα —όπως αποδείχτηκε εκεί έμενε και ο πατέρας του επίσης— και αμέσως μετά βγήκαν από την πόλη. Την πρώτη μισή ώρα ο Ρόουλι φλυαρούσε για τα πάντα και τίποτα, σταδιακά όμως η φλυαρία αντικαταστάθηκε από ανησυχία. Το γεγονός ότι θα έφευγαν για περισσότερο χρόνο από όσο είχαν αποφασίσει νωρίτερα, ενίσχυσε την ανησυχία του. Όχι πως δεν ήθελε να φύγει, αλλά αισθανόταν κάπως άσχημα για τη μαμά του και για τον Μ πένι επίσης. Δεν ήξερε πώς αισθανόταν για τον Χάντερ Κάλ-γκαρι. «Λοιπόν, πόσο μακριά θα πάμε;» ρώτησε πάλι αφού ο μπαμπάς του δε φαινόταν να θέλει να του απαντήσει. Ο Τρόι χαμογελούσε ικανοποιημένος με τον εαυτό του, οδηγώντας με το ένα χέρι. Τα μάτια του ήταν κρυμμένα πίσω από τα σκούρα γυαλιά ηλίου. «Δεν είπες πριν από λίγο πόσο ήθελες να μάθεις να οδηγείς;» Ο Ρόουλι ζωήρεψε. Δεν υπήρχε τίποτα που να ήθελε περισσότερο.
«Ε... ναι!» «Όταν απομακρυνθούμε λίγο ακόμα, θα σου δώσω το τιμόνι». «Μ α δεν έχω δίπλωμα». Ο πατέρας του τον κοίταξε χαμογελώντας ανάλαφρα. «Ποιος θα το μάθει;» * Το τηλέφωνο χτύπησε μερικά λεπτά μετά την αναχώρηση του Χάντερ. Η Τζένι το άρπαξε και δεν μπόρεσε να μη ρωτήσει με αγωνία «Ρόουλι;» «Τζενίβα;» απάντησε ο πατέρας της, του οποίου η φωνή ακουγόταν απελπισμένη όσο και η δική της. Η Τζένι σωριάστηκε στον καναπέ. Ο Μ πένι την πλησίασε, έδειχνε κι αυτός εξίσου ανήσυχος. «Α, γεια σου», είπε και πρόσθεσε: «Νόμισα πως ήσουν ο Ρόουλι». «Ο Ρόουλι είναι καλά;» Η αγωνία έσφιξε την ψυχή της. «Γιατί;» «Επειδή είχα μια συνάντηση με τον Ράσελ. Μ ου τηλεφώνησε εδώ, στο Λα Φόντα!» Ακουγόταν προσβεβλημένος από το θράσος του Τρόι να μείνει στο ίδιο ξενοδοχείο. Δεν του άρεσε να καταπατούν
αυτό που θεωρούσε δική του περιοχή. «Ήθελε να συναντηθούμε στο δωμάτιό μου. Του είπα ότι του έδινα μόνο δεκαπέντε λεπτά, κι αυτά στη ρεσεψιόν. Όταν πήγα «Είδες τον Τρόι σήμερα το πρωί;» τον διέκοψε η Τζένι. «Ναι. Αυτό προσπαθώ να σου πω!» της φώναξε ο Αλεν ενοχλημένος. «Πρόσεξε τι θα σου πω — αποκά-λυψε τελικά τις προθέσεις του. Τώρα απαιτεί πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια! Το φαντάζεσαι;» Αύτρα! Τελικά ήταν αυτό που είχε υποπτευθεί. «Εννοείς... θέλεις να πεις... για τον Ρόου...» «Είπε ότι θέλει να κάνει μια δουλειά μαζί μου. Να επενδύσω σε μια κτηματομεσιτική εταιρεία που θέλει ν’ ανοίξει. Είπε πολλά». Το κεφάλι της Τζένι γύριζε σαν σβούρα. «Ο Ρόουλι ήταν μαζί του;» «Τι; Όχι. Διαπραγματευόταν, Τζένι. Διαπραγματευόταν». Γέλασε περιφρονητικά. «Δεν μπήκε καν στον κόπο ν’ αναφέρει τα περί επανόρθωσης πια. Ήταν καθαρά θέμα χρόνου. Αρνήθηκα κατηγορηματικά». Η Τζένι δυσκολευόταν ν’ ανασάνει. Μ ε πνιγμένη φωνή ρώτησε «Τι έκανε;»
«Το κάθαρμα χαμογέλασε και είπε, “Αυτό θα το δούμε”. Έπειτα έφυγε». Τελικά ο Αλεν συνειδητοποίησε τι του είχε πει προηγουμένως η κόρη του. «Πού είναι ο Ρόουλι;» ρώτησε ξαφνικά. «Μ ε τον Τρόι». «Πότε; Είσαι σίγουρη; Τι εννοείς;» Η Τζένι του είπε τα ελάχιστα που γνώριζε για τη φυγή του Ρόουλι καθώς και για το σημείωμα που της είχε αφήσει. «Δε σου τηλεφώνησε ακόμα;» ρώτησε ο Αλεν χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση. Ήξερε ότι θα του το είχε πει κι αυτό. «Ώστε έφυγε με τη θέλησή του. Να πάρει η ευχή, Τζένι. Εσύ πού ήσουν όταν έφυγε ο Ρόουλι;» «Μ ε τον Χάντερ». Η σιωπή που ακολούθησε ήταν γεμάτη κατηγορίες. Άθελά της ανατρίχιασε. Ύστερα από λίγο, σαν να το σκέφτηκε μόλις εκείνη τη στιγμή, η νέα γυναίκα πρόσθεσε: «Ο Χάντερ πήγε να τους βρει». «Πού;» «Δεν ξέρω. Ίσως στο Λος Άντζελες...» «Ελπίζω να τον βρει και να τον σκοτώσει», είπε ο Άλεν αποφασιστικά.
Η Τζένι σοκαρίστηκε με τα λόγια του πατέρα της. Σοκαρίστηκε επειδή ήξερε ότι το εννοούσε. «Το μόνο που θέλω είναι να έρθει ο Ρόουλι πίσω, σώος και ασφαλής». «Έπρεπε να του δώσω τα χρήματα», είπε ο Άλεν.. «Ο Τρόι θα συνέχιζε να σου ζητάει κι άλλα». «Νομίζει ότι κρατάει τον άσσο στο μανίκι». Ο Άλεν έβηξε μερικές φορές. «Το ύπουλο κάθαρμα», πρόσθεσε μ’ ένα αδιόρατο θαυμασμό στη φωνή του. «Και δυστυχώς, έτσι είναι». Έβηξε πάλι, πιο δυνατά τώρα. «Είσαι καλά;» ρώτησε η Τζένι. «Μ ια χαρά». Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Τηλεφώνησέ μου αμέσως μόλις σε πάρει ο Ρό-ουλι». Η φωνή του έδειχνε μεγάλη έγνοια και η Τζένι το κατάλαβε. «Εντάξει». Απλά ευχόταν το τηλεφώνημα του γιου της να γινόταν σύντομα. Ο Τρόι με δυσκολία έκρυβε τη χαρά του για το θρίαμβό του. Το θύμα πιάστηκε μόνο του στο δύκα-vo, ο ανυπόμονος και πρόθυμος γιος του τον είχε ικετεύσει να πάει μαζί του. Τον είχε ικετεύσει! Κι αυτός του είχε ανακόψει τη φόρα, προσποιούμενος πως θα του δημιουργούσε πρόβλημα.
Χριστέ μου. Έπρεπε ν’ απαιτήσει κι άλλα λεφτά από τον παλιόγερο. Πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια ήταν ψίχουλα. Ειδικά τώρα που είχε στα χέρια του τη χήνα που έκανε το χρυσό αβγό... Αχ, Τζένι, Τζένι. Σύντομα Θα με παρακαλέσεις κι εσύ. Γονατιστή. Ακριβώς όπως εκείνη η στρίγκλα η Μισέλ. «Γιατί γελάς;» τον ρώτησε ο Ρόουλι έτοιμος κι εκείνος να χαμογελάσει σαν να γνώριζε τις σκέψεις του Τρόι. Σκέψου να ήξερε... «Αμέσως μόλις περάσουμε τα σύνορα θα σου δώσω το τιμόνι», είπε ο Τρόι διαχυτικά. Δεν έδινε δεκάρα για το αμάξι. Σύντομα θα είχε Πόρσε, καλύτερη από τη σαραβαλιασμένη της Φρεντερίκα. Θα την πήγαινε μπροστά στην πόρτα της και θα χτυπούσε την κόρνα. Θα μετάνιωνε που τον είχε πετάξει έξω. Η φαντασμένη. Ίσως την έπαιρνε ακόμα μια φορά, έτσι σε ανάμνηση του παλιού καιρού. Όποτε θυμόταν πως ήταν γυναίκα, γινόταν φωτιά και λάβρα και έτοιμη για τα πάντα. Τα κλαψουρίσματα δεν ήταν στο στιλ της. Ανταποκρινόταν σε όλες του τις επιθυμίες. Τελικά έπρεπε να την ξαναδεί, το αποφάσισε. Να κάνει άλλη μια προσπάθεια. Μ ια γενική πρόβα πριν από την πρεμιέρα με την Τζένι. Είχε χάσει πάρα πολύ χρόνο με την Πατρίτσια. Η Φρεντερίκα ήταν αυτή που χρειαζόταν. Φυσικά, με τη Φρεντερίκα υπήρχαν πάντοτε εκείνα
τα πισωγυρίσματα. Τότε γινόταν σαν άψυχη κούκλα μέσα στα χέρια του. Είχε καταφέρει βέβαια να κάνει έρωτα μαζί της, αλλά ήταν σαν να προσπαθούσε να ξυπνήσει μια νεκρή. «Όταν περάσουμε τα σύνορα;» επανέλαβε ο Ρόου-λι σκυθρωπός. «Ναι. Μ όλις μπούμε στην Αριζόνα». «Πηγαίνουμε στην Αριζόνα;» Τι έτρεχε τώρα; «Δειλιάζεις;» ρώτησε ο Τρόι. Ο μικρός είχε αρχίσει να κιοτεύει κι αυτό τον ενόχλησε. «Όχι... Εγώ απλά...» Ανασήκωσε τους ώμους του παίζοντας νευρικά με το φερμουάρ του μπουφάν του. «Απλά ήθελα να μάθω πού πηγαίνουμε». Το βλέμμα του Τρόι έπεσε στο έντονο Μ που ήταν ραμμένο επάνω στο μπουφάν του Ρόουλί' ήταν το έμβλημα του σχολείου που φοιτούσε ο μικρός. Τότε, πέρασε η Βαλ από το μυαλό του. Η Βαλ. Το αυτοκίνητο ξέφυγε κάπως από την πορεία του. Το επανέφερε αμέσως και είπε άχρωμα: «Μ ια απλή βόλτα κάνουμε, γιε μου». Η σκέψη της Βαλ του θύμισε την Τζένι και αυτή με τη σειρά της του θύμισε τον Κάλγκαρι. Έσφιξε τα δάχτυλά του γύρω από το τιμόνι. Η σκέψη του Κάλ-γκαρι τον έκανε να ιδρώνει και αυτό τον
τσάτιζε ακόμα περισσότερο. Ο πρώην αστυνομικός ήταν επικίνδυνος. Από ένστικτο ήξερε ότι ο άντρας αυτός θα τον σκότωνε αν μπορούσε. Και τι έκανε με την Τζένι; Η Τζένι ήταν δική του, τώρα και για πάντα. Μ ε τον καιρό θα οργάνωνε το τέλειο σχέδιο για να την έχει, καθώς και τα λεφτά της.
κεφάλαιο 16 Θα μπορούσε να πάει με το αμάξι του, αλλά ο Χάντερ ήθελε να φτάσει στο Λος Αντζελες το συντομότερο δυνατό. Παίρνοντας την πρώτη πτήση από το Αλμπουκέρκε ήταν στο Λος Αντζελες νωρίς το ίδιο βράδυ. Νοίκιασε ένα τζιπ, όμοιο με το δικό του, έβαλε μπρος και ανακατεύθηκε στην κίνηση του δρόμου. Είχε περάσει αρκετό διάστημα που δεν είχε έρθει εδώ, παρόλο που οι αναμνήσεις ήταν ακόμα νωπές μέσα στο μυαλό του. Αυτήν τη φορά βρισκόταν σε αποστολή, είχε έρθει η στιγμή να δώσει ένα τέλος σε όλα εκείνα που τον είχαν αναγκάσει να εγκαταλείπει την πόλη των Αγγέλων, αδιαφορώντας για το πώς θα το πετύχαινε. Είχε δύο φίλους, και οι δύο ντετέκτιβ στο Σώμα, ο ένας στο Ηθών και ο άλλος στο Τμήμα Διαρρήξεων. Είχε επίσης αρκετούς καλούς φίλους στο τμήμα Ανθρωποκτονιών, αλλά η επιμονή του ότι ο θάνατος της Μ ελίσα ήταν δολοφονία τον είχε αποξενώσει τόσο από εκείνους όσο και από όλο το Σώμα. Είχαν αντί-θετή
άποψη. Μ ε την επιμονή του κατάφερε να τιμωρηθεί και να του απαγορευθεί να πλησιάσει άλλη φορά τον Τρόι Ράσελ. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραιτηθεί. Ο Κάρλος Ροντρίγκεζ εργαζόταν στο Ηθών και ζούσε στα νότιο τμήμα της πόλης. Σύμφωνα με τα στάνταρ των κτηματομεσιτών δε θα χαρακτηριζόταν η καλύτερη γειτονιά της πόλης το ποσοστό εγκληματικότητας ήταν μεγάλο. Αλλά ο Κάρλος ήθελε να ζει στο Ισπανόφωνο τμήμα της πόλης, όπου οι περισσότεροι από τους γείτονές του ήταν στενοί και απόλυτα έμπιστοι φίλοι του. Ο Χάντερ ήξερε πολλούς από αυτούς, έτσι δεν ένιωσε καμιά ανησυχία νιώθοντας να καρφώνονται επάνω του τα άγρια βλέμματα αρκετών νεαρών όπως περνούσε μπροστά τους. Σταμάτησε το τζιπ μπροστά στο σπίτι του Κάρλος, προχώρησε στο στενό μονοπάτι που περιστοιχιζόταν από γλάστρες με ζωηρόχρωμα λουλούδια και χτύπησε το κουδούνι. «Χάντερ!» φώναξε η Τίνα Ροντρίγκεζ χαρούμενα. Η γυναίκα του Κάρλος, μια ψηλή και γεροδεμένη γυναίκα, του έδειχνε πάντα ιδιαίτερη αδυναμία. Βλέ-ποντάς τον άνοιξε διάπλατα την πόρτα και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. «Τι κάνεις εδώ;» «Ψάχνω τον Κάρλος. Είναι στη δουλειά;» «Τον ξέρεις. Όλη μέρα κυνηγάει πρεζάκηδες και βαποράκια». Τον κοίταξε ερευνητικά. «Είσαι ακόμη στη Σάντα Φε;» «Περίπου. Μ πορείς να του δώσεις τον αριθμό μου;» Έγραψε το
τηλέφωνο ενός ξενοδοχείου κοντά στο αεροδρόμιο, τον οποίο δεν είχε ξεχάσει ποτέ. «Θα είμαι εκεί αργότερα. Θέλω να δω και τον Μ άμοθ επίσης». «Μ αζεύεις όλη την παλιοπαρέα βλέπω». Του χαμογέλασε. «Δεν πιστεύω να μου γίνετε κι εσείς σαν τους νεαρούς εκεί έξω;» Έδειξε με το κεφάλι της προς το δρόμο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι σκληροί της γειτονιάς. «Όχι μπλεξίματα». Ο Χάντερ της χαμογέλασε. «Όχι μπλεξίματα». Η έκφρασή της συννέφιασε. «Πρόκειται για τον άντρα που σκότωσε την αδερφή σου;» Ο Χάντερ την κοίταξε τρυφερά. Ο Κάρλος και ο Μ άμοθ, καθώς και οι γυναίκες τους, δεν είχαν αναρωτηθεί ποτέ αν είχε δίκιο. Πίστευαν σ’ αυτόν. «Φοβάμαι πως ναι». Η γυναίκα τον σταύρωσε βιαστικά. «Ο Θεός να σε προστατεύει». «Σ’ ευχαριστώ». Έφυγε νιώθοντας κάπως καλύτερα, πιο ελαφρύς, έτοιμος για όλα. Αυτήν τη φορά θα τον έπιανε τον Τρόι Ράσελ. Αμέσως μετά πήγε στο ξενοδοχείο —ένα παλιό διώροφο κτίριο της δεκαετίας του τριάντα— όπου πήρε ένα δωμάτιο και περίμενε. Είχε πάρει μαζί του το φάκελο με τις πληροφορίες που του είχε
στείλει ο Ορτέγκα στο Πουέρτο Βαγιάρτα, αν και οι περισσότερες ήταν για τους Χόλογουεϊ και όχι για τον ίδιο τον Ράσελ. Είχε όμως και μια περιγραφή του Ράσελ και παρά τα χρόνια που είχαν περάσει, ο Χάντερ πίστευε πως θα τον αναγνώριζε αμέσως. Δύο ώρες αργότερα δέχτηκε ένα τηλεφώνημα του Κάρλος. «Έι, αμίγκο!» άκουσε τη φωνή του φίλου του. «Τι κάνεις πάλι στην πόλη; Νόμισα πως είχες ρίξει μαύρη πέτρα πίσω σου». «Δεν μπορούσα να μη γυρίσω. Πρέπει να δω κάποιους ανθρώπους». «Χμ». Ο τόνος του Κάρλος σοβάρεψε. «Ξέρω πού μένουν μερικοί από αυτούς». «Το φαντάστηκα». «Οι φίλοι του Ράσελ επιμένουν να μπαίνουν μέσα στα πόδια μου. Υπάρχει ένα διαμέρισμα στο Ελ Σε-γκούντο. Φρικτό μέρος. Ο Ποντικός μένει εκεί. Βάζω στοίχημα ότι εκεί θα πάει ο Ράσελ». Ποντικός ήταν το υποκοριστικό που είχε δώσει ο ίδιος ο Χάντερ στον Τζέι-Πι Γκράκρ. Ο άντρας έμοιαζε πραγματικά με ποντίκι. Είχε σουβλερή μύτη, μεγάλα αυτιά και στενό πρόσωπο. Επιπλέον, κάθε μέρος όπου είχε ζήσει έμοιαζε πολύ με ποντικοφωλιά: βρομιά, εφημερίδες, σκουπίδια, ακαταστασία και μια φοβερή δυσοσμία παντού.
Ο Κάρλος του έδωσε τη διεύθυνση. «Θέλεις να έρθω μαζί σου, φίλε;» «Όχι. Δε θέλω να χάσεις τη δουλειά σου». «Δε μου αρέσει και πολύ αυτό που λες». «Ο Ράσελ έχει κάποιον μαζί του. Το γιο του». Ο Χάντερ εξήγησε με λίγα λόγια την κατάσταση στο φίλο του. «Δουλεύω για τη μητέρα και τον παππού του παιδιού». Ο Κάρλος άφησε ένα σιγανό σφύριγμα. «Καλύτερα να πάρεις εμένα ή τον Μ άμοθ μαζί σου». «Αν χρειαστώ βοήθεια θα σε ειδοποιήσω. Προς το παρόν, προτιμώ να είμαι μόνος». «Έτσι ήσουν πάντα», είπε ο Κάρλος σιγανά. «Μ ην ξεχνάς ότι είμαστε εδώ για εσένα». «Ποτέ». Φιλία. Κάτι που είχε αφήσει πίσω του, που το είχε σχεδόν ξεχάσει όσο κούρνιαζε στη Σάντα Φε, προσπαθώντας να επουλώσει τις πληγές του. Από τότε που μπήκε η Τζένι Χόλογουεϊ στη ζωή του, είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει τον εαυτό του. Ήταν εκπληκτικό να διαπιστώνει πόσα είχε σχεδόν πετάξει για πάντα και πόσο σημαντικό ήταν να κρατάει κανείς τη ζωή του σε μια τάξη.
Ήταν εύκολο να βρει το διαμέρισμα του Ποντικού ανάμεσα στα πενήντα ίσως και περισσότερα ανεξάρτητα διαμερίσματα του ετοιμόρροπου συγκροτήματος. Μ ια στοίβα από παλιές εφημερίδες, κουτιά και μπουκάλια ήταν αραδιασμένα έξω από την πόρτα του. Ήταν φανερό ότι οι υπόλοιποι ένοικοι ήταν φανερά ενοχλημένοι από την ακαταστασία του Ποντικού. Όταν ο Χάντερ έβαλε το τζιπ μέσα στο πάρκινγκ είδε έναν από τους γείτονες του Ποντικού να κλοτσάει με κακία τη στοίβα των σκουπιδιών πριν μπει στο αυτοκίνητό του. Ένα δυνατό φως έξω από την πόρτα του διπλανού διαμερίσματος φώτιζε το χώρο σαν να ήταν αυλή φυλακής. Λες και κάποιος ήθελε να παρακολουθεί τους ενοίκους του —ο Χάντερ τεντώθηκε για να διαβάσει την ξεθωριασμένη πινακίδα— Ρόουζλαντ Κορτ. Παρά το φως όμως, το γείσο της στέγης έριχνε την πυκνή σκιά του κοντά στις εξώπορτες· το κατάλληλο μέρος για να γίνουν ένα σωρό άνομες πράξεις από κάποιον ευρηματικό εγκληματία. Ο Ποντικός ήταν φίλος του Τρόι, όχι επειδή είχαν κάτι κοινό, αλλά γιατί ο Ποντικός λάτρευε ακόμα και το χώμα που πατούσε ο Ράσελ. Ήταν ευτυχισμένος να σέρνεται μπροστά του, ευτυχισμένος να τον χρησιμοποιεί. Ο Τρόι δεν τον πλήρωνε καν. Ήταν φανερό ότι και μόνο που του επέτρεπε να παραμένει στο περιθώριο της ζωής του ήταν αρκετό για τον Ποντικό. Ήταν ο Ποντικός αυτός που τον είχε ταρακουνήσει ο Χάντερ για να βρει που ήταν ο Τρόι τη νύχτα του θανάτου της Μ ισέλ· ο
Ποντικός που είχε ξεράσει τα πάντα για το δεσμό του Τρόι με μια άλλη γυναίκα, με πολλές άλλες γυναίκες· ο Ποντικός που είχε κρεμαστεί από το πόδι του Χάντερ και τον είχε παρακαλέ-σει να μην πει στον Τρόι ποιος είχε οδηγήσει την αστυνομία στα ίχνη του. Ο Χάντερ είχε κρατήσει την υπόσχεσή του. Αλλωστε στο τέλος δεν είχε σημασία. Ο Χάντερ είχε βρει τον Τρόι στην αγκαλιά κάποιας και είχε τραβήξει το γυμνό άντρα από το κρεβάτι, είχε σφίξει τα χέρια του γύρω από το λαιμό του κοντεύοντας να τον πνίξει ενώ η γυναίκα έσφιγγε το σεντόνι επάνω στο στήθος της ουρλιάζοντας να τον αφήσει. Το μόνο που ήξερε ο Τρόι ήταν ότι ο Χάντερ είχε ξεπεράσει τα όρια και το γεγονός ότι είχε πιαστεί στο κρεβάτι με μια άλλη γυναίκα ήταν απόδειξη πως δεν ήταν με τη Μ ισέλ. Ο Χάντερ προσπάθησε ν’ αποδείξει ότι το άλλοθι του Τρόι δε στεκόταν. Υπήρχαν γάντια στο αυτοκίνητο του Τρόι και ίσως να τα φορούσε όταν ήταν με τη Μ ισέλ, οπότε δεν άφησε καθόλου αποτυπώματα όταν την έσπρωξε από τη στέγη. Αλλά τα «ίσως» δεν αρκούν για να στοιχειοθετηθεί μια κατηγορία. Τους είχε πει ότι η Μ ισέλ του είχε εκμυστηρευθεί πως ο Τρόι θα προτιμούσε να τη δει νεκρή παρά να γίνει πατέρας. Ούτε αυτό ήταν απόδειξη. To μόνο για το οποίο νοιάζονταν όλοι ήταν ότι ο Χάντερ είχε επιτεθεί στον Τρόι Ράσελ και ότι ο Χά-ντερ επέμενε να τον παρενοχλεί και να τον απειλεί.
Τέλος της ιστορίας. Ως τώρα. Δεν υπήρχε κανένα φως στα παράθυρα του Ποντικού. Τίποτα. Αν ο Ράσελ με τον Ρόουλι έρχονταν οδικώς, δεν πρέπει να έφτασαν. Βάζοντας πάλι ταχύτητα ο Χάντερ αποφάσισε να πάει μια βόλτα σε μερικές διευθύνσεις ακόμα που είχε κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια. Μ ερικές από τις αναρίθμητες φίλες του Τρόι. Το ένστικτό του του έλεγε ότι θα γύριζε σε κάποια από αυτές. * Τα χέρια του Ρόουλι ίδρωναν στο τιμόνι. Δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί. Δύο φορές είχε βγάλει τις δεξιές ρόδες έξω από το οδόστρωμα, στο χώμα. Δύο φορές είχε χάσει τον έλεγχο επαναφέροντας απότομα το αυτοκίνητο με αποτέλεσμα να μπει στο αντίθετο ρεύμα. Όμως, το χειρότερο από όλα ήταν ότι είχε απογοητεύσει τον μπαμπά του. Δεν είχε ιδέα από οδήγηση και για δεύτερη φορά μέσα στην ημέρα ένιωσε τη διάθεση να βάλει τα κλάματα. Τώρα ήταν νύχτα και δεν ήταν σίγουρος πώς να του πει ότι ήθελε να επιστρέφει στο σπίτι του. «Γιατί έκοψες ταχύτητα;» ρώτησε ο Τρόι απότομα. «Κουράστηκα λίγο».
«Είμαστε ακόμη πενήντα μιλιά έξω από το Φοίνιξ. Συνέχισε». Ο Ρόουλι ξεροκατάπιε. «Η αλήθεια είναι ότι δε θέλω». Ο μπαμπάς του έβγαλε ένα περιφρονητικό βογκητό, αλλά ο Ρόουλι σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Ένιωθε τα χέρια του βαριά από την κούραση. Ο μπαμπάς του δεν έδειχνε να ενοχλείται από την κακή του οδήγηση που ήταν πραγματικά περίεργο. Απλά γελούσε σιγανά. Ήταν σαν να τον συνέπαιρνε ο κίνδυνος ενώ αντίθετα ο Ρόουλι νόμιζε πως θα λιποθυμούσε. Ο Τρόι κάθισε στο τιμόνι και συνέχισαν σιωπηλοί ως τις παρυφές της πόλης. Ο Ρόουλι φαντάστηκε πως εκεί θα έκαναν στροφή για να γυρίσουν πίσω. Αντίθετα ο πατέρας του συνέχισε να οδηγεί. «Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε το αγόρι. «Σταμάτα να ρωτάς συνέχεια», του είπε ο Τρόι κοφτά. «Θα πάμε όσο πιο μακριά μπορούμε». Ο Ρόουλι κοίταξε έξω τα φώτα των αυτοκινήτων που ταξίδευαν στο αντίθετο ρεύμα. Στο δρόμο που κατευθυνόταν ανατολικά, προς τη Σάντα Φε, προς τη μαμά του. Βάζοντας το χέρι του βαθιά στην τσέπη του έπιασε το ροζ κολιέ της που είχε πάρει μέσα από την κοσμηματοθήκη της. Δεν ήξερε γιατί. Ήταν το δώρο που της είχε κάνει ο ίδιος στα γενέθλιά της. Αλλά μέσα στην αναστάτωση της στιγμής το είχε αρπάξει και είχε φύγει. Τώρα χαιρόταν.
«Πρέπει να τηλεφωνήσω στη μαμά», του υπενθύμισε. «Όχι ακόμα». «Θα στείλει την αστυνομία πίσω μας». Ο Τρόι του έριξε ένα σκληρό βλέμμα. Το δηλητήριο που διέκρινε στο σκοτεινό βλέμμα του πατέρα του τον έκανε να ζαρώσει. «Λοιπόν, άφησέ τη να κάνει ό,τι θέλει. Θα δυσκολευτούν πολύ να μας βρουν, σωστά;» Ο εκφοβισμός συνήθως δεν έπιανε στον Ρόουλι. Αντιδρούσε πάντοτε αρνητικά σε κάθε μορφή εξουσίας, όπως κάθε φυσιολογικός έφηβος. Απλά οι αντιδράσεις του ήταν πιο ήπιες από εκείνες του φίλου του Μ πράντον. Αλλά τώρα βρισκόταν περιορισμένος σ’ ένα αυτοκίνητο με έναν τελείως ξένο, όπως άρχισε να συνειδητοποιεί, και δεν ήταν σίγουρος τι έπρεπε να κάνει. «Δε θα ήταν καλύτερα να της τηλεφωνήσω τώρα;» Ο Τρόι έβρισε άγρια. «Θα στείλει το φίλο της πίσω μας. Αυτό θέλεις; Τον τύπο που “κανόνιζε” την αδερφή του. Αυτόν θέλεις; Ε; Θέλεις τον τύπο που έβαζε το χέρι του μέσα από τα ρούχα της ενώ εκείνη κοιμόταν, ύστερα της έκλεινε το στόμα για να μην ακούσουν ο μπαμπάς και η μαμά τους;» Όλα ψέματα, σκέφτηκε τώρα ο Ρόουλι. Όσο πιο περιγραφικός
γινόταν ο Τρόι, τόσο ξεκαθάριζαν όλα στο μυαλό του αγοριού. Το στομάχι του σφίχτηκε κόμπος από το φόβο του. Αρχιζε να καταλαβαίνει επιτέλους. Αλλά ήταν πάρα πολύ αργά. Να δραπετεύσει, αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί. * Η Τζένι είχε πάει στο εστιατόριο. Ένιωθε την ανάγκη να κάνει κάτι. Τριγύριζε στην κουζίνα και η σκέψη της ήταν στον Ρόουλι. Σχεδόν τον έβλεπε να καθαρίζει τα τραπέζια και να οδηγεί τους πελάτες να καθίσουν. Τρόι, μην του κάνεις κακό, σε παρακαλώ. Έσφιξε τα δόντια της. Είχε αρχίσει να βιώνει και πάλι την ψυχρή, αδυσώπητη κυριαρχία που ασκούσε κάποτε ο πρώην άντρα της επάνω της. Μ όνο που τώρα ήταν αλλιώς. Ο Τρόι δεν ήταν πια ο ίδιος. Ήταν πιο άνετος, πιο άγριος και πιο επικίνδυνος. Ικανός για τα πάντα. Ύστερα από μια ώρα στο εστιατόριο που την πέρασε με το βλέμμα καρφωμένο στο ρολόι, επέστρεψε στο σπίτι της. Όλη την ημέρα είχε μείνει κολλημένη δίπλα στο τηλέφωνο αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Φοβόταν μήπως ο Ρόουλι τηλεφωνούσε όσο έλειπε εκείνη και δεν τολμούσε να φύγει από το διαμέρισμα. Στο τέλος όμως δεν άντεξε και για να μην τρελαθεί τελείως, έφυγε. Τώρα οδηγούσε σαν τρελή, αδιαφορώντας για το όριο ταχύτητας, να
φτάσει στο σπίτι και να δει αν είχε κάποιο μήνυμα. Τίποτα. Μ ια ματιά στον τηλεφωνητή ήταν αρκετή για να καταρρεύσει. Κρύβοντας το κεφάλι της μέσα στα χέρια της ξέσπασε σε κλάματα. Ήταν ένα κλάμα φόβου και οργής. Δέκα λεπτά αργότερα περπατούσε νευρικά πάνω κάτω στο διαμέρισμα. Έπρεπε να κάνει κάτι. Γιατί είχε αφήσει τον Χάντερ να φύγει μόνος του; Έπρεπε να είχε πάει μαζί του. Αν όμως τηλεφωνούσε ο Ρόουλι... Η Μ άγδα. Θα ζητούσε από τη Μ άγδα να έρθει εδώ, ενώ εκείνη θα έφευγε να πάει να βρει το γιο της. Αυτό ήταν. Χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο στο μυαλό της κατευθύνθηκε στο τηλέφωνο. Το χέρι της ήταν στο ακουστικό όταν σαν από θαύμα χτύπησε το τηλέφωνο. * «Πρέπει να πάω στην τουαλέτα», είπε ο Ρόουλι. «Να περιμένεις». «Δεν μπορώ», επέμεινε το αγόρι. Αναστενάζοντας, ο Τρόι σταμάτησε το αυτοκίνητο σ’ ένα πρατήριο βενζίνης. Δυστυχώς για τον Ρόουλι, ο πατέρας του τον ακολούθησε μέσα. Το χειρότερο ήταν πως δεν μπόρεσε να
ουρήσει. Ο πατέρας του τον παρακολουθούσε σαν γεράκι. Το νευρικό του σύστημα ήταν σε φοβερή ένταση και όσο κι αν προσευχόταν μέσα του, το σώμα του ήταν αδύνατο να λειτουργήσει. «Έκανα λάθος, φαίνεται», μουρμούρισε προσπερνώντας τον Τρόι για να επιστρέφει στο αυτοκίνητο. Έγινε τόσο γρήγορα που τον βρήκε τελείως απροετοίμαστο. Τη μια στιγμή έβγαινε από το μπάνιο και την άλλη βρισκόταν με το πρόσωπο στον τοίχο. Πριν μπορέσει να κινηθεί, το κεφάλι του χτύπησε δυνατά επάνω στον τοίχο. Τα αυτιά του κουδούνιζαν. «Μ ην παίζεις μαζί μου», του είπε ο πατέρας του. Ο Ρόουλι χαμήλωσε τα βλέφαρα. Το ένστικτό του του έλεγε να του ορμήσει, να του δώσει μια γροθιά και να τον ρίξει κάτω. Αλλά ο Τρόι ήταν πολύ πιο βαρύς και είχε ένα τελείως απρόβλεπτο ταμπεραμέ-ντο. «Θέλεις να τηλεφωνήσεις στη μαμά σου; Θαύμα. Μ πες στο αμάξι και θα σου δώσω το κινητό να την πάρεις. Αλλά, αφού της πεις ένα γεια, θα μου τη δώσεις αμέσως». «Αυτό είναι απαγωγή;» τον ρώτησε ο Ρόουλι ωμά. «Μ ικρέ, σου θυμίζω ότι με παρακάλεσες να σε πάρω μαζί μου. Μ ε ικέτεψες!»
«Έκανα λάθος». Κοιτάχτηκαν άγρια. Στο τέλος ο Τρόι άρχισε να γελάει. Χτύπησε τον Ρόουλι. στον ώμο και τον οδήγησε πίσω στο αμάξι. «Εντάξει. Νεύριασα λιγάκι. Δεν ήθελα να σταματήσω. Ορίστε». Ο Τρόι του έδωσε το τηλέφωνο ενώ έκλεινε την πόρτα του συνοδηγού. Ο Ρόουλι θα είχε πεταχτεί έξω από το αυτοκίνητο με το τηλέφωνο στο χέρι αλλά ο Τρόι δεν απομακρύνθηκε αμέσως. Τι ώρα ήταν; Τρεις το πρωί. Ο Ρόουλι κάλεσε τον αριθμό και το τηλέφωνο χτύπησε και χτύπησε και χτύπησε. Στο τέλος απάντησε ο τηλεφωνητής. «Μ αμά;» Η φωνή του τσάκισε. Ξαφνικά δεν μπορούσε να συνεχίσει. Ο Τρόι άρπαξε το τηλέφωνο από τα σχεδόν παράλυτα δάχτυλά του και είπε «Τζένι;» αλλά κατάλαβε πως μιλούσε στον τηλεφωνητή. Ύστερα από στιγμιαία σκέψη συνέχισε: «Πού στο διάολο είσαι; Πού τριγυρνάς μέσα στη νύχτα; Μ ίλησες στο γέρο σου; Αυτός κι εγώ κάναμε μια συμφωνία. Όταν τακτοποιηθούν όλα μπορείς να έρθεις να μας βρεις εμένα και τον Ρόουλι. Μ ια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια, όπως ακριβώς θα έπρεπε να ήμαστε εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Σε συμβουλεύω να κόψεις τα πάρε δώσε με τον Κάλγκαρι». Ο Τρόι έπρεπε να καταβάλει προσπάθεια για να κόψει τη σύνδεση. Αυτό που πραγματικά ήθελε ήταν να τη βρίσει, να της πει πως ήταν μια πόρνη. Αλλά ο μικρός ήταν έτοιμος να πάθει νευρική
κρίση και έπρεπε να βιαστεί. Δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει στο Λος Αντζελες. Ένιωθε τέτοια σεξουαλική διέγερση, που με δυσκολία σκεφτόταν. Θα ήθελε να σπάσει τον μικρό στο ξύλο, αλλά αυτό δε θα τον ωφελούσε σε τίποτα. Η Πατρίτσια, σκέφτηκε. Όχι, η Φρεντερίκα. Ίσως να ήταν στις καλές της και να περνούσαν καλά οι δυο τους. «Σταμάτα τις κλάψες», είπε τραχιά στον Ρόουλι που καθόταν σαν άψυχος στη θέση του. Ο Τρόι έκανε ένα βήμα προς το καπό του αυτοκινήτου όταν άκουσε την πόρτα του Ρόουλι ν’ ανοίγει. Ξαφνιασμένος γύρισε πίσω και έκλεισε την πόρτα απότομα μαγκώνοντας το χέρι του γιου του. Ακούσε ένα ουρλιαχτό πόνου. Χτύπησε την πόρτα άλλη μια φορά, πιο δυνατά τώρα, αλλά ο μικρός είχε προλάβει να τραβήξει τα πληγωμένα δάχτυλά του. Κάθισε στο τιμόνι και του υπενθύμισε με σκληρή φωνή: «Σου είπα να μην παίζεις μαζί μου». Επόμενη στάση η Πόλη των Αγγέλων. * Η Τζένι καθόταν σε μια καρέκλα στο δωμάτιο του νοσοκομείου ακίνητη χωρίς να νιώθει την ελάχιστη κούραση. Τόσο μεγάλη ήταν η έντασή της. Καθόταν λοιπόν και κοιτούσε τον κοιμισμένο
πατέρα της γεμάτο με σωληνάκια συνδεδεμένα στο μόνιτορ που κατέγραφε τους παλμούς της καρδιάς του. Το τηλεφώνημα ήταν από το νοσοκομείο. Ο Αλεν είχε υποστεί έμφραγμα. Όπως φαίνεται ήταν ένα μάλλον μικρό, σύμφωνα με τα κριτήρια των καρδιολόγων. Ακουγε τον Αλεν να φωνάζει κάπου στο βάθος, όπως πάντα ήθελε να έχει αυτός τον τελευταίο λόγο. Στην αρχή ένιωσε τέτοια απογοήτευση που δεν ήταν ο Ρόουλι στο τηλέφωνο ώστε δεν κατάλαβε τι της έλεγαν. Όταν όμως συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, τηλεφώνησε αμέσως στη Μ άγδα. Ακούγοντας τον τηλεφωνητή της, άφησε ένα μήνυμα πως πήγαινε στο νοσοκομείο για να είναι με τον πατέρα της και την παρα-κάλεσε να πάει στο σπίτι της και να μείνει κοντά στο τηλέφωνο. Θα της εξηγούσε τους λόγους αργότερα. Αντί γι’ αυτό, η Μ άγδα και ο Φιλ εμφανίστηκαν στο νοσοκομείο. Η Τζένι δεν μπορούσε να τους πει όλα όσα είχαν γίνει — συμπεριλαμβανομένου και του ξαφνικού ταξιδιού του Ρόουλι με τον Τρόι, το οποίο ήταν μάλλον ο κύριος λόγος του εμφράγματος του Αλεν. Προσπάθησε να δώσει στη Μ άγδα τα κλειδιά της, αλλά επειδή η Τζένι δεν της είχε εξηγήσει ακριβώς την κατάσταση, κανένας από τους Μ οντγκόμερι δεν καταλάβαινε την αγωνία της για το Ρόουλι. Στο τέλος η Μ άγδα την άρπαξε από το μπράτσο. «Θέλεις να πεις ότι τον έχει απαγάγει;»
«Έτσι φαίνεται». «Πού πήγαν;» θέλησε να μάθει ο Φιλ. «Δεν έχω ιδέα». «Ποια είναι η κατάσταση του πατέρα σου;» Κι αυτό από τον Φιλ. Η Τζένι ανασήκωσε απελπισμένη τους ώμους της. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Τότε θυμήθηκε τη Νάταλι και πήγε να της τηλεφωνήσει. Της απάντησε ο τηλεφωνητής. Φυσικό άλλωστε, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δεν μπορούσε να την κα-τηγορήσει ότι δεν ήθελε να μιλήσει στο τηλέφωνο. Αφησε ένα λακωνικό μήνυμα. «Νάταλι, γεια σου. Είμαι η Τζένι. Ο πατέρας μου είχε ένα καρδιακό επεισόδιο αλλά τώρα είναι καλά. Βρίσκεται στο Νοσοκομείο Σεν Βίνσεντ. Θα σου τηλεφωνήσω το πρωί». Η Μ άγδα και ο Φιλ έμειναν μαζί της έξω από το δωμάτιο του Αλεν, δείχνοντας και οι δυο άρρωστοι κάτω από τα αμείλικτα φωσφορίζοντα φώτα. «Δεν υπήρχε λόγος να έρθετε εδώ», τους είπε πάλι. «Φυσικά υπήρχε!» Η Μ άγδα την αγκάλιασε δυνατά για δέκατη φορά τουλάχιστον. «Πάντως, αφού είστε εδώ, πραγματικά χρειάζομαι κάποιον να πάει
στο σπίτι μου και να ελέγξει τα μηνύματά μου. Ο Ρόουλι θα πρέπει να έχει τηλεφωνήσει πια». «Πότε έφυγε;» ρώτησε η Μ άγδα κατανοώντας τελικά τη βαρύτητα της κατάστασης. «Σήμερα το πρωί. Αργά σήμερα το πρωί». Αισθάν-θηκε τα δάκρυα να γεμίζουν πάλι τα μάτια της. «Όταν ο Χάντερ κι εγώ ήμαστε στο ράντσο του». «Αχ, γλυκιά μου. Μ η νιώθεις ενοχές. Σε παρακαλώ. Ο Ρόουλι ήθελε να πάει, σωστά;» Η Τζένι κατένευσε. «Πήρε κάποια ρούχα μαζί του... πολλά. Ίσως να σχεδιάζει να μείνει με τον Τρόι». «Μ πα, αυτό αποκλείεται». Η Μ άγδα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ο Τρόι θα τον βαρεθεί». Η Τζένι ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να κρατήσει τα δάκρυά της. «Λοιπόν, απ’ όσα μου έχεις πει, δεν έχει και την υπομονή του Ιώβ και τα αγόρια σε αυτή την ηλικία μπορούν να βάλουν το νευρικό σου σύστημα σε δοκιμασία. Αυτό που θέλω να πω, Τζένι, είναι ότι ο Ρόουλι είναι σπουδαίο παιδί αλλά δεν παύει να είναι έφηβος». «Νομίζεις ότι θα θελήσει να έρθει πίσω;» τη ρώτησε και η ελπίδα επέστρεψε στην καρδιά της. «Φυσικά. Είσαι η μητέρα του».
«Τζένι!» Ήταν η φωνή του Αλεν. Η Τζένι έτρεξε μέσα στο δωμάτιό του. «Μ η φωνάζεις», του ψιθύρισε. «Σε παρακαλώ. Πρόσεχε τον εαυτό σου». Κοίταξε το μόνιτορ σαν να μπορούσε να καταλάβει κάτι από αυτά που διάβαζε. Οι στενές πράσινες γραμμές ανέβαιναν και κατέβαιναν και γίνονταν κυματοειδείς. «Είμαι μια χαρά», δήλωσε ανυπόμονα. «Είχες νέα του Ρόουλι;» Αρχισε να βήχει και η Τζένι τον άγγιξε στον ώμο. «Μ παμπά, σε παρακαλώ». Έκανε μια κίνηση με το χέρι του, μη μπορώντας να μιλήσει προς το παρόν. «Πρέπει να του δώσεις τα χρήματα», κατάφερε να της πει λαχανιασμένα. «Πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια;» «Πόσο αξίζει ο γιος σου;» «Τα πάντα και το ξέρεις. Όπως ξέρεις επίσης ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα μ’ αυτό τον τρόπο. Πρέπει να θελήσει και ο Ρόουλι να επιστρέφει». «Πλήρωσε τον Τρόι και θα παρατήσει τον Ρόουλι σαν σκουπίδι». «Μ παμπά...»
«Κάνε το Τζενίβα. Τηλεφώνησε στο δικηγόρο μου. Είναι ο Τζόζεφ Γουέσβερ. Πες του να το φροντίσει. Αυτός ξέρει τι να κάνει». Η Τζένι κοίταξε τον πατέρα της ανήσυχα. Η όψη του ήταν τρομερή. Ένας άρρωστος γέρος. Συγκρούονταν για τα χρήματα τόσα πολλά χρόνια. «Τον εξαγόρασες για να με γλιτώσεις από αυτό τον γάμο. Τώρα θα πληρώσεις για να γυρίσει ο γιος μου». Ο Αλεν κατάφερε να χαμογελάσει αχνά. «Η καλύτερη επένδυση που έχω κάνει ποτέ». Σκύβοντας η Τζένι τον φίλησε ελαφρά στο μέτωπο. Φεύγοντας είδε δάκρυα να γυαλίζουν στις άκρες των ματιών του. * Ο Χάντερ ξύπνησε μ ένα τίναγμα. Είχε περάσει από μερικά από τα παλιά στέκια του Ράσελ, ύστερα είχε επιστρέφει στο καρτέρι του έξω από το σπίτι του Ποντικού και είχε αποκοιμηθεί. Τώρα είδε ένα αυτοκίνητο στο χρώμα του χαλκού να σταματάει απέξω. Η μηχανή ξερόβηξε και σταμάτησε. Η πόρτα από την πλευρά του οδηγού άνοιξε και ο Ποντικός βγήκε έξω. Τεντώθηκε και αμέσως μετά άπλωσε τα χέρια του στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και τράβηξε έξω ηλεκτρονικό εξοπλισμό αρκετών χιλιάδων δολαρίων. Ο Χάντερ τον είδε να κάνει αρκετές βόλτες από και προς το αυτοκίνητό του. «Ώστε είχαμε δουλειά χτες το βράδυ, αγόρι μου; Αναρωτιέμαι
ποιος θα τα κλαίει όλα αυτά. Έτσι επιβιώνεις αυτό τον καιρό;» Θα έπρεπε να τηλεφωνήσει στον Μ άμοθ όταν τελείωναν όλα για ν’ αρπάξει τον Ποντικό και να τον στείλει διακοπές σε κάποια φυλακή. Όχι όμως τώρα. Όχι ακόμα. Αποκοιμήθηκε πάλι και ο ύπνος του ήταν ανήσυχος. Ξημέρωνε όταν το πράσινο αυτοκίνητο μπήκε στο πάρκινγκ και σταμάτησε δίπλα στο αυτοκίνητο του Ποντικού. * Ο Ρόουλι είχε την αίσθηση πως ζούσε μέσα σ’ έναν εφιάλτη. Το κακό ήταν πως επρόκειτο για δικό του λάθος. Γιατί δεν είχε ακούσει τη μητέρα του; Γιατί; Αυτός ο άντρας δεν ήταν ο πατέρας του. Κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτό τον άνθρωπο. Ήταν φοβερά νευρικός. Μ ασούσε τσίχλα και κουνούσε νευρικά το πόδι του. Λες και είχε πάρει κάποιο ναρκωτικό. Μ πορεί να ήταν μεθαδόνη. Αλλά ο Ρόουλι είχε αρχίσει να υποπτεύεται ότι το ναρκωτικό που προτιμούσε ο Τρόι ήταν ο εκφοβισμός — και το σεξ. Ήταν φανερό από τον τρόπο που μιλούσε. «Έχεις κάνει σεξ;» τον ρώτησε ο Τρόι καθώς ταξίδευαν βιαστικά μέσα στη νύχτα προς την ανατολική ακτή. Το μικρό διάστημα που είχε μείνει με τον Τρόι είχε μάθει πως ήταν καλύτερο να του δίνει όσο το δυνατόν λιγότερες πληροφορίες. «Έχω πάει με κορίτσια», ήταν η απάντησή του. Η αλήθεια ήταν πως είχε μερικές έντονες
στιγμές που πλησίαζαν το πραγματικό σεξ. Ποτέ όμως δεν είχε ολοκληρώσει. Δεν ένιωθε αρκετά έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει όσα εμπλέκονταν σε μια τέτοια κατάσταση. Δεν ήταν από εκείνα τα αγόρια που κουβαλούσαν μαζί τους προφυλακτικά και ήταν αποφασισμένος ν’ αποφύγει οπωσδήποτε τον κίνδυνο του Έιτζ. Η απάντησή του έκανε τον Τρόι να γελάσει ειρωνικά. «Η μάνα σου είναι μια ψυχρή σκύλα. Σκέτο παγόβουνο. Της χρειάζεται ένα καλό...» «Βούλωστο. Μ ην πιάνεις τη μαμά μου στο στόμα σου!» φώναξε ο Ρόουλι αυθόρμητα. «Τη σκέφτηκες ποτέ με αυτό τον τρόπο;» Ο Ρόουλι τα είδε όλα κόκκινα μπροστά του. Ήξερε ότι ο μπαμπάς του προσπαθούσε να τον προκαλέσει, αλλά ήταν ποταπό. Ποταπό και βρόμικο. Είχε και αυτό το κακό χαμόγελο που έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο δυσάρεστη μέσα στο σκοτεινό αυτοκίνητο. «Εμπρός, μικρέ», του είπε απολαμβάνοντας το μοχθηρό παιχνίδι του. «Αφού σ’ ερεθίζει. Παραδεξου ίο. Έλα, κλαψιάρικο». Το χέρι του Τρόι χώθηκε στην τσέπη του σακακιού του. Ο Ρόουλι πάγωσε. Διαισθάνθηκε, χωρίς να του το έχει πει κανείς, ότι έψαχνε κάποιο όπλο. «Η μαμά μου είχε δίκιο για εσένα», είπε ο Ρόουλι.
«Η μαμά σου χρειάζεται ένα καλό μάθημα για το πώς να φέρεται σ’ έναν άντρα. Και σκοπεύω να της το δώσω». Όχι, αν σου κόψω εγώ πρώτα τα πόδια, σκέφτηκε ο Ρόουλι χωρίς να νιώσει καμιά ενοχή. * «Βγες από το αμάξι», είπε τώρα ο Τρόι σπρώχνοντας τον Ρόουλι βίαια έξω στο παγωμένο πρωινό. Ο Ρόουλι δεν κοιμόταν αλλά ήταν κουλουριασμένος στο κάθισμά του, ενώ το μυαλό του δούλευε εντατικά. Έπρεπε να δραπετεύσει. Δεν είχε χρήματα. Ούτε δεκάρα. Αν όμως κατάφερνε να φτάσει σ’ ένα τηλεφωνικό θάλαμο θα μπορούσε να τηλεφωνήσει στη μαμά του με δική της χρέωση. Βγήκε από το αυτοκίνητο. Ο Τρόι βρέθηκε αστραπιαία δίπλα του και τον έσπρωξε προς τις σκάλες. Ο Ρόουλι χρειάστηκε να παρακάμψει τα σκουπίδια που ήταν έξω από την πόρτα. «Έι, ΤζέιΠι», φώναξε ο Τρόι χτυπώντας με τη γροθιά του την πόρτα. «Ανοιξε το γουρουνοστάσι σου!» Χρειάστηκε να χτυπήσει αρκετές φορές πριν ανοίξει την πόρτα ένας άντρας με φάτσα τρωκτικού. «Τρόι!» φώναξε χαρούμενος. Ο Ρόουλι έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά ο Τρόι τον άρπαξε από το κολάρο του μπουφάν και τον πέταξε μέσα σε ένα σκοτεινό, βρόμικο δωμάτιο που μύριζε απαίσια.
* Ο Χάντερ δεν είχε φέρει μαζί του όπλο. Ούτε είχε άλλωστε. Όταν ήταν αστυνομικός είχε, αλλά όταν παραιτήθηκε αναγκάστηκε να το παραδώσει μαζί με το σήμα του. Αν και είχε τραβήξει πολλές φορές το όπλο του την ώρα της υπηρεσίας, δεν το είχε χρησιμοποιήσει σχεδόν ποτέ. Αυτήν τη στιγμή όμως ευχόταν να είχε ένα δικό του. Το να πάει πίσω από τον Τρόι και τον Ρόουλι άοπλος ήταν καθαρή ανοησία. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στον Κάρλος και τον Μ άμοθ. Ήξερε ότι αν τους το ζητούσε θα έρχονταν. Θα έρχονταν και θα ήταν προετοιμασμένοι. Αλλά θα ενεργούσαν σύμφωνα με τους κανόνες, κάτι που δεν ήταν έτοιμος ο ίδιος να κάνει, όχι σε αυτήν τη φάση. Δεν μπορούσε όμως να καταλάβει τον Ρόουλι. Το αγόρι φαινόταν να μη θέλει ν’ ακολουθήσει τον Τρόι. Εκτός κι αν η νύστα θόλωνε το μυαλό του. Ο μικρός είχε περάσει πάρα πολλές ώρες μόνος με τον Τρόι μέσα σε ένα αυτοκίνητο και ίσως ο Τρόι ν’ αποκάλυψε τον πραγματικό εαυτό του. Αβέβαιος για το πώς έπρεπε να το χειριστεί, ο Χάντερ δίστασε. Στο ντουλαπάκι υπήρχε ένα πακέτο τσιγάρα. Τράβηξε ένα και έπαιξε για λίγο με αυτό, αφού στην πραγματικότητα δεν ήθελε να
το ανάψει. Αποφάσισε πως έπρεπε να ξεπεράσει και αυτό τον εθισμό όπως ξεπέρασε και την κατάθλιψή του. Σήμερα το πρωί ένιωθε ζωντανός και όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση. Η ώρα περνούσε. Στις εννιά, δυο νεαρά παιδιά βγήκαν από το διαμέρισμα δεκαέξι και άρχισαν να παίζουν στα χώματα δίπλα στην άσφαλτο. Ο ουρανός ήταν γκρίζος από το νέφος και ο ήλιος πυρπολούσε τα πάντα. Κανένα ίχνος ζωής από το διαμέρισμα του Ποντικού αφότου μπήκαν μέσα ο Ρόουλι και ο Τρόι. Τα φώτα ήταν σβηστά. Κανένας θόρυβος. Τίποτα δεν έδειχνε να κινείται μέσα, από όσο τουλάχιστον μπορούσε να καταλάβει ο Χάντερ. Αφού το ζύγισε καλά αποφάσισε πως ήταν καιρός για μια αντιπαράθεση με τον Ράσελ, έστω και χωρίς όπλο. Βγήκε από το τζιπ και προχώρησε στα σκαλιά. Τα παιδιά που έπαιζαν στο χώμα δεν του έδωσαν καμιά σημασία. Ανάμεσα στ’ άχρηστα κουτιά έξω από το διαμέρισμα του Ποντικού εντόπισε ένα μεταλλικό σωλήνα μήκους δέκα πόντων περίπου. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο αλλά θα μπορούσε να προκαλέσει κάποια ζημιά αν το χτύπημα γινόταν σωστά. Ο Χάντερ το πήρε και το ζύγισε στο χέρι του. Κοίταξε προς την πόρτα.
Χτύπησε δυνατά. Ο Ποντικός την άνοιξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του στο δυνατό φως της ημέρας που τον τύφλωσε. Ο Χάντερ τον παραμέρισε με τον ώμο του, μπήκε μέσα και είδε από τα αριστερά του τον Ρόουλι να βγαίνει από ένα σλίπιν μπαγκ και να τρέχει προς το μέρος του με το πρόσωπο φωτισμένο από χαρά. Ο Χάντερ αντιλήφθηκε αστραπιαία την πραγματική κατάσταση πριν το βλέμμα του σταθεί στον Τρόι Ράσελ. Ο άντρας κρατούσε ένα όπλο — και σημάδευε τον Χάντερ κατευθείαν στην καρδιά. «Ένα βήμα και σε σκότωσα», είπε κοφτά. «Γεια σου, Ράσελ», απάντησε ο Χάντερ ήρεμα.
κεφάλαιο 17 Μ είνε ακίνητος», ήταν η απάντηση του Ράσελ. «Πέταξε αυτό που κρατάς. Ψηλά τα χέρια». Ο Χάντερ άφησε το μεταλλικό σωλήνα απαλά στο πάτωμα και σήκωσε τα χέρια του ψηλά. «Έι», φώναξε ο Ποντικός πίσω από το δεξί ώμο του Χάντερ. «Τζέι-Πμ βάλε μπροστά το αμάξι σου», του φώναξε ο Τρόι.
«Μ α εγώ...» «Βάλε το σαράβαλο σου μπροστά», του πέταξε μέσα από τα δόντια του. Ο Ποντικός κατέβηκε τρέ-χοντας τα σκαλιά σκοντάφτοντας επάνω στα στοιβαγμένα σκουπίδια. «Κλείσε την πόρτα», διέταξε ο Τρόι τον Ρόουλι. Ο Ρόουλι ανάσαινε βαριά. «Περίμενε... περίμενε μια στιγμή...» «Κλείσε την καταραμένη πόρτα». «Δε θα πυροβολήσεις τον Χάντερ». «Κάν’ το!» ούρλιαξε ο Τρόι. «Πήγαινε», είπε ο Χάντερ ήσυχα. Η έλλειψη αυτό-κυριαρχίας από μέρους του Ράσελ τον ανησύχησε. Δεν είχε ιδέα ότι είχε αλλάξει τόσο. Ο Ρόουλι δίστασε. Δεν ήθελε να συμμορφωθεί. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ενστικτωδώς μείωσε την απόσταση που τον χώριζε από τον Τρόι. Ο Τρόι διάβασε τη σκέψη του και αυτό τον τσάντισε αφάνταστα. Τελικά θα έπρεπε να ρίξει μια στο ηλίθιο παλιόπαιδο και να του δώσει ένα μάθημα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ο Τρόι γύριζε την κάννη προς την
κατεύθυνση του Ρόουλι, ο Χάντερ έστριβε απότομα το κορμί του και έσπρωχνε τον Ρό-ουλι μακριά με όλη του τη δύναμη. Η σφαίρα έφυγε με ένα δυνατό κρότο και μια καυτή έντονη μυρωδιά μπαρουτιού. Ο Χάντερ ένιωσε τον πόνο σαν να ερχόταν από μακριά. Ο Ρόουλι βρέθηκε πεσμένος στο πάτωμα. Ένα μπερδεμένο κουβάρι από χέρια και πόδια. Προσπαθώντας να πνίξει το κύμα ναυτίας από το σοκ και τον πόνο, ο Χάντερ ρώτησε το αγόρι με κόπο: «Είσαι καλά;» Ο Τρόι κοίταζε το όπλο έκπληκτος. Είδε τον Κάλ-γκαρι να σκοντάφτει προς τα εμπρός. Πόσο δυνατός ήταν ο κρότος; Όσο τον φανταζόταν; Κάνοντας ένα σάλτο άρπαξε τον Ρόουλι και τον σήκωσε όρθιο. Το αγόρι, σαστισμένο αρχικά, έγινε ένα άγριο ζώο που μούγκριζε και τον χτυπούσε τυφλά. «Σταμάτα γιατί θα τον πυροβολήσω! Θα τον πυροβολήσω πάλι!» ούρλιαζε ο Τρόι. «Θα τον σκοτώσω!» Ο Ρόουλι πάγωσε, η ανάσα του έβγαινε γρήγορα και βαριά. Ο Τρόι δυσκολευόταν να δει καθαρά. Το αγόρι του είχε δώσει μια γονατιά στα γεννητικά όργανα και πονούσε σαν κολασμένος. Αλλά το όπλο του έδινε το πλεονέκτημα. Παρά τα απανωτά κύματα αφορητού πόνο κατάφερε να το κουνάει από τον Ρό-ουλι στον Χάντερ, με την προσοχή του επικεντρωμένη κυρίως στον δεύτερο, ο οποίος κρατιόταν με το ένα χέρι από το περβάζι του παραθύρου ενώ το άλλο κρεμόταν άτονο στο πλάι του. «Είσαι χαμένος, Ράσελ», κατάφερε να πει ο Κάλ-γκαρι.
«Είσαι ήδη νεκρός». Ο Τρόι κούνησε το όπλο του. Ο Ρόουλι έσκυψε χαμηλά, όλη η προσοχή του ήταν στον Χάντερ. Ο Τρόι χτύπησε το αγόρι με την καυτή κάνη στα πλευρά. «Εμπρός», τον πρόσταζε τραχιά. «Δεν τον αφήνω». «Παλιόπαιδο. Βγες έζω πριν σε πυροβολήσω κι εσένα επίσης». «Δε θα με πυροβολήσεις. Μ ε χρειάζεσαι για να πάρεις τα λεφτά του παππού μου». «Δε δίνω δεκάρα για σένα». «Ρόουλι...» Ο Χάντερ πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν τραυματισμένος στον ώμο, ήταν μουδιασμένος από το σοκ και έτρεμε χωρίς να μπορεί να το ελέγζει. «Μ η διαφωνείς μαζί του». Ποτέ μη διαφωνείς μ' έναν οπλισμένο άντρα. «Χάντερ...» «Είμαι καλά. Αλήθεια». Ήταν. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Όλα σκοτείνιασαν και ένιωσε να χάνει τις αισθήσεις του. Πέρασε ένα λεπτό. Ίσως ώρες. Όταν συνήλθε, είδε ότι είχε πέσει επάνω στον υπνόσακο. Ο μαύρος λεκές ήταν από το δικό του αίμα. Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του είδε ότι το δωμάτιο ήταν άδειο.
Πόση ώρα είχε περάσει; Μ ε κόπο κατάφερε να ανακαθίσει, παλεύοντας με το κύμα ναυτίας, αποτέλεσμα του σοκ που είχε υποστεί. Μ ια ματιά στο μανίκι του δερμάτινου σακακιού του τον έπεισε πως δεν επρόκειτο για κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό. Είχε μερικά σκισίματα και αίμα αλλά τίποτα δε φανέρωνε τι ζημιά που είχε γίνει. Ανόητε, ανόητε, ανόητε, έβρισε τον εαυτό του. Δεν είχε πιστέψει ότι ο Ράσελ θα ήταν τόσο διαλυμένος ψυχολογικά που θα δοκίμαζε να πυροβολήσει τον ίδιο του το γιο. Είχε πιστέψει ότι ο δεσμός αίματος και πάνω από όλα η επιθυμία του Τρόι να κρατήσει στη ζωή τη χήνα που έκανε το χρυσό αβγό, θα προστάτευε τον Ρόουλι από τη βιαιότητα του πατέρα του. Είχε αφήσει τον Ράσελ να ξεφύγει. Τον είχε αφήσει να πάρει τον Ρόουλι και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία τώρα ότι η ζωή του αγοριού βρισκόταν σε κίνδυνο. Κάνοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια ο Χάντερ σηκώθηκε όρθιος και κούνησε το κεφάλι του για να διώξει την ομίχλη. Χρειαζόταν ιατρική φροντίδα, αλλά πηγαίνοντας στο νοσοκομείο θα έκανε τα πράγματα ακόμα πιο πολύπλοκα. Θα καταλάβαιναν αμέσως ότι επρόκειτο για τραύμα από σφαίρα και τότε θ’ άρχιζαν τις ερωτήσεις. Μ όλις αναλάμβανε την υπόθεση η αστυνομία, ο Χάντερ θ’ απομακρυνόταν τελείως από την έρευνα. Υπήρχαν όμως ο Κάρλος... και ο Μ άμοθ.
Προχώρησε τρεκλίζοντας στο διάδρομο και μπήκε στο μπάνιο. Ο Ποντικός, παρά τη βρομιά του, είχε κρατήσει αυτόν το χώρο σχετικά καθαρό. Ο Χάντερ ανακουφίστηκε με τη διαπίστωση. Κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη πάνω από το νιπτήρα. Σκυθρωπός, με πανιασμένο πρόσωπο, σφιγμένο σαγόνι και μάτια που άστραφταν από την οργή. Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα και στέκονταν όρθια. Δεν είχε ξυριστεί και τα σκληρά γένια στο πιγούνι του έκαναν το ύφος του ακόμα πιο απειλητικό. Όποιος τον έβλεπε έτσι θα το έβαζε στα πόδια. «Να πάρει...» Μ ε το γερό χέρι του άνοιξε το φαρμακείο. Μ έσα βρήκε τακτοποιημένα στη σειρά: οδοντόκρεμα, οδοντόβουρτσα, αντισηπτικό στόματος, βαμβάκι, οινόπνευμα, μια αλοιφή κορτιζόνης και επίδεσμο. Σφίγγοντας τα δόντια του, έβγαλε αργά το σακάκι. Το δεξί μανίκι του κολλούσε λιγάκι και στην προσπάθειά του να το βγάλει τράβηξε λίγη από την πληγωμένη σάρκα. Τρέμοντας από τον πόνο, το έβγαλε τελικά και το πέταξε στο πάτωμα. Το μπλε πουκάμισό του ήταν λεκιασμένο από το αίμα και το δεξί μανίκι του είχε χάσει τελείως το χρώμα του. Αφού το ξεκούμπωσε, το έβγαλε κλείνοντας τα μάτια του, ενώ έφερνε στο νου του το όμορφο πρόσωπο της Τζένι. Όλο αυτό το διάστημα, ένα ρολόι χτυπούσε μέσα στο κεφάλι του. Πόσο μακριά ήταν ο Τρόι; Πού θα πήγαιναν; Σε μια από τις φιλενάδες του; Αμφίβολο. Πώς θα εξηγούσε την ύπαρξη του
Ρόουλι; Ο Ράσελ δεν είχε πια πολλούς φίλους στο Λος Αντζελες. Ο Χάντερ έβαλε το μυαλό του να δουλέψει ενώ ξετύλιγε τη γάζα και τη βουτούσε μέσα στο οινόπνευμα. Ξέρεις πώς σκέφτεται. Είναι ένας δειλός. Δε θα τολμούσε να μείνει εδώ. Θα το έσκαγε από τον τόπο του εγκλήματος και Θα πήγαινε... πού; Απαλά, πολύ απαλά, έριξε οινόπνευμα στην πληγή. Ένα μουγκρητό ξέφυγε από το στόμα του. Ο οξύς πόνος έκανε τα μάτια του να δακρύσουν. Μ όλις πέρασε το πρώτο κύμα πόνου, έστριψε το μπράτσο του και εξέτασε τη βλάβη. Η σφαίρα είχε διαπεράσει τη σάρκα, αλλά ήταν φανερό ότι ταξίδεψε ελικοειδώς και έκανε αρκετά σοβαρή ζημιά στο μπράτσο του. Πιθανόν να είχε χτυπήσει το οστό ή να είχε περάσει ξυστά . Ίσως όχι. Ο Χάντερ δεν μπορούσε να κινήσει το μπράτσο του. Πονούσε κολασμένα, αλλά ο πόνος ήταν κυρίως μυϊκός. Ευτυχώς η κεντρική αρτηρία ήταν ανέπαφη. Μ πορούσε ακόμα να κλείσει τη γροθιά του, αν έβαζε μεγάλη προσπάθεια και αγνοούσε τον πόνο. Εντάξει, το τραύμα ήταν επιδερμικό. Ασήμαντο. Χαμογέλασε σκυθρωπός. Το αίμα συνέχισε να τρέχει σε ανησυχητικό βαθμό. Κλείνοντας τα μάτια του σφιχτά, σήκωσε το μπράτσο του και κράτησε το τραύμα πιο πάνω από το ύψος της καρδιάς του. Χρησιμοποίησε τις ποτισμένες στο οινόπνευμα γάζες για να καυτηριάσει τις πληγωμένες σάρκες, σφίγγοντας τα δόντια του και
ελπίζοντας ότι δε θα λιποθυμούσε. Στο τέλος έδεσε το τραύμα με την υπόλοιπη γάζα. Όχι πολύ σφιχτά αλλά αρκετά πάντως. Τελειώνοντας με τις πρώτες βοήθειες ένιωσε καλύτερα και με καθαρότερο μυαλό. Ρίχνοντας κρύο νερό στο πρόσωπό του, κοίταξε γύρω του το σπίτι του Ποντικού. Ο Ποντικός τον έφτανε ως τη μέση, αλλά χρειαζόταν άμεσα πουκάμισο. Το τζιν παντελόνι του αν και λεκιασμένο με αίμα, έδειχνε σαν να χρειαζόταν απλώς ένα καλό καθάρισμα. Πάντως, έριξε νερό επάνω στις κη-λίδες και το άπλωσε έτσι ώστε να κάνει το αίμα να μοιάζει με λέρα. Το πρόβλημα τώρα ήταν να βρεθεί ένα πουκάμισο. Κατέληξε σε ένα μαύρο φανελάκι που βρήκε διπλωμένο τακτικά σ’ ένα από τα συρτάρια του Ποντικού. Έστρωνε επάνω του αλλά δεν έκρυβε τον επίδεσμο. Μ ια πιο επισταμένη έρευνα αποκάλυψε ένα χακί αδιάβροχο στο βάθος της ντουλάπας. Ο Χάντερ κατά-φερε αν και με δυσκολία να το φορέσει. Ήταν τουλάχιστον ένα μέγεθος πιο μικρό, όταν όμως το άφηνε ξεκούμπωτο η κατάσταση γινόταν υποφερτή. Τουλάχιστον τα μανίκια του ήταν αρκετά φαρδιά. Κοιτάχτηκε πάλι στον καθρέφτη. Έστρωσε τα μαλλιά του με το χέρι του. Έκανε μια προσπάθεια να χαμογελάσει. Θα έπρεπε να πάρει την πρώτη πτήση από εκεί και δεν ήθελε να τρομάξει τους υπαλλήλους του αεροδρομίου. Θα τα κατάφερνε.
Αφού άδειασε τα υπάρχοντά του από τις τσέπες του δερμάτινου σακακιού του, άφησε τα ρούχα του εκεί πέρα. Δεν επρόκειτο να τα φορέσει ξανά. Βγαίνοντας σκέφτηκε το τηλέφωνο. Αραγε ο Ποντικός είχε τηλέφωνο στο σπίτι; Το βρήκε στο υπνοδωμάτιο, πίσω από ένα σωρό άχρηστα πράγματα. Ήταν ένα μαύρο τηλέφωνο με ασύρματο ακουστικό το οποίο όμως δε φαινόταν πουθενά. Τελικά το βρήκε στην κουζίνα, δίπλα στα υπολείμματα ενός προγεύματος. Κάλεσε πρώτα τον Κάρ-λος στην αστυνομία του Λος Αντζελες αλλά δεν άφησε μήνυμα όταν έμαθε πως δεν ήταν στο γραφείο του. Τα ίδια και με τον Μ άμοθ. Έτσι τηλεφώνησε στον Ορτέγκα που απάντησε με τον κοφτό ανυπόμονο τρόπο του. «Είμαι στο Λος Αντζελες, αλλά θα φύγω αεροπορικώς για το Αλμπουκέρκε το συντομότερο δυνατό». «Η φωνή σου ακούγεται απαίσια». «Ο Ράσελ απήγαγε το γιο της, να τον Ρόουλι Χό-λογουεϊ. Βάζω στοίχημα ότι κατευθύνονται προς τα εκεί. Ο Ράσελ θέλει να πάρει λεφτά από τον Αλεν Χόλογουεϊ. Είμαι σίγουρος ότι χρησιμοποιεί τον Ρό-ουλι για εκβιασμό. Θα τηλεφωνήσω στην Τζένι να την προειδοποιήσω. Ξέρει ότι ο Ρόουλι είναι με τον Ράσελ, αλλά το παιδί τον ακολούθησε πρόθυμα. Στην αρχή — κατόπιν τα πράγματα άλλαξαν. Γράφε αυτό που θα σου πω». Πήρε μια βαθιά ανάσα και έδωσε στον Ορτέγκα το τηλέφωνο και τη διεύθυνση της
Τζένι. «Ο Χόλογουεϊ είναι στη Σάντα Φε. Ήρθε να δει την κόρη του». «Ο Χόλογουεϊ είναι στο νοσοκομείο Σεν Βίνσεντ», τον πληροφόρησε ο Ορτέγκα κοφτά. «Έμφραγμα. Μ ου τηλεφώνησε η φίλη σου Τζένι το πρωί. Σε αναζητούσε». Ο Χάντερ ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Έμφραγμα;» «Από ό,τι φαίνεται ήταν ελαφρύ. Αυτό που οι γιατροί λένε προειδοποίηση. Ο φίλος σου ο Ράσελ του ζήτησε πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια. Δεν τον πλήρωσε, ύστερα έμαθε από την κόρη του ότι ο Ράσελ είχε πάρει τον εγγονό του και μπουμ, τώρα είναι στο νοσοκομείο». «Η Τζένι σου το είπε αυτό;» «Ναι. Ο Ράσελ άφησε ένα μήνυμα στο τηλέφωνό της που την τάραξε. Κάτι για το τι θα έπρεπε να κάνουν αυτός, το παιδί και εκείνη μαζί». Ο Χάντερ προσπάθησε να αφομοιώσει τον παραλογισμό του μηνύματος του Ράσελ ώσπου ο Ορτέγκα μίλησε ξανά. «Πού στην οργή είσαι;» «Στο Λος Άντζελες. Ο Ράσελ έφυγε πριν από λίγο». «Τον είδες;» Η φωνή του Ορτέγκα ακούστηκε σκυθρωπή. «Τον συνάντησες;»
Ο Χάντερ δεν ήθελε να του πει τι είχε συμβεί. Ήξερε ότι ο Ορτέγκα θα τον έτρωγε ζωντανό μόλις τον έβλεπε. Δεν ήθελε καν να του πει ότι θα ακολουθούσε τον Τρόι, αλλά η ασφάλεια του Ρόουλι ερχόταν πρώτη. Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, είπε: «Ίσως είναι σε μια σαραβαλιασμένη μπλε Σεβρολέτ, αρχών του ’80, ίσως μια Ιμπάλα ή ένα πράσινο Εξπλόρερ τέλη της δεκαετίας του ’90 με προσωρινές πινακίδες». «Κι αν είναι ακόμα στο Λος Άντζελες;» «Τηλεφώνησα σε μερικούς φίλους μου στο Σώμα. Θα με πάρουν αν έχουν κάτι, αλλά ξέρω ότι έχει φύγει ήδη. Το νιώθω. Πρόβλεψα όλες τις κινήσεις που είχε σχεδιάσει ως τώρα. Θα βάλω τους φίλους μου να παρακολουθούν τι γίνεται, ίσως να κάνουν και μια επίσκεψη στις πρώην φιλενάδες του». «Εσύ έρχεσαι εδώ; Θα πάρεις την παλιά σου θέση στο σώμα, Κάλγκαρι;» Ο Χάντερ σκέφτηκε τον Τρόι Ράσελ και η οργή του έγινε ένας σφιχτός κόμπος στο στομάχι του. «Όταν επιστρέφω». «Μ ην τολμήσεις να πειράξεις ούτε τρίχα από τα μαλλιά αυτού του καθάρματος».
«Γεια σου, Ορτέγκα». «Άκου, Κάλγκαρι...» Ο Χάντερ έκλεισε και πήρε τον αριθμό της Τζένι. Η Τζένι πέταξε αποφασιστικά το σακβουαγιάζ της στο πίσω μέρος του Βόλβο. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε ήταν ν’ αγοράσει ένα κινητό τηλέφωνο. Μ έχρι σήμερα δεν το είχε θεωρήσει σαν κάτι απαραίτητο, όμως τώρα ένιωθε απελπισμένη που δεν μπορούσε να έχει ένα τηλέφωνο δίπλα της όπου κι αν βρισκόταν. Το τηλεφώνημα του Τρόι ήταν το έναυσμα. Έπρεπε να δράσει. Το νοσοκομείο θα ήταν η πρώτη της στάση κάθοδόν για την πόλη. Ήξερε ότι ο πατέρας της θα τη ρωτούσε πού θα πήγαινε. Δεν είχε καμιά απάντηση να του δώσει. Ο Χάντερ βρισκόταν στο Λος Αντζελες και της φαινόταν τώρα σαν ένα καλό σημείο να ξεκινήσει την έρευνά της. Ήθελε να είναι μαζί του. Ήθελε να πάρει μέρος στο κυνηγητό. Έπρεπε να πιστέψει ότι βοηθούσε κι εκείνη. Στο κουδούνισμα του τηλεφώνου τινάχτηκε επάνω. Διατακτικά άπλωσε το χέρι της και έπιασε το ακουστικό πιέζοντας τον εαυτό της να μην ξεστομίσει το όνομα του Ρόουλι. «Ώστε έστειλες το κανίς σου πίσω μου», είπε ο Τρόι σαν να συνέχιζε μια συζήτηση. «Γιατί αυτό είναι, ένα σκυλί που το κρατάς στην αγκαλιά σου».
«Τρόι», είπε προσεκτικά, ενώ η καρδιά της χτυπούσε άγρια. «Μ πορώ να μιλήσω στον Ρόουλι;» «Ο Αλεν άλλαξε γνώμη για τα λεφτά που μου χρωστάει;» Ξεφύσησε βαθιά. Ναι, το περίμενε ότι θα της έλεγε κάτι τέτοιο. Η απληστία ήταν το μόνο κίνητρό του — αυτό ήταν φανερό από την αρχή και εκείνη το είχε καταλάβει αμέσως. Αλλά είχε και κάποια μικρή πίστη μέσα της πως ίσως να μπορούσε να νιώσει λίγη αγάπη για το γιο του. Τώρα ήξερε πόσο ανόητη ήταν αυτή η ελπίδα της. «Ο πατέρας μου είναι στο νοσοκομείο. Μ ου έδωσε εντολή να τηλεφωνήσω στους δικηγόρους του». «Στο νοσοκομείο; Τσ, τσ. Τι μου λες. Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν όπως παλιά. Ένας παχύς γέρος γάτος». Έχασε την -ψυχραιμία της. «Τον απείλησες, Τρόι. Αυτό συνέβη. Έπαθε έμφραγμα και είναι τυχερός που ζει». Η φωνή της έτρεμε. «Τώρα, δώσε μου τον Ρόουλι στο τηλέφωνο!» «Τηλεφώνησες στους δικηγόρους ή όχι ακόμα;» «Όχι, και δεν πρόκειται να το κάνω μέχρι να μιλήσω στο γιο μου». «Λοιπόν, ο γιος σου δεν είναι μαζί μου αυτήν τη στιγμή. Μ ην ανησυχείς, είναι ασφαλής... κάπου. Αλλά μέχρι ν’ ακούσω ότι τα λεφτά έχουν μπει σε λογαριασμό στο όνομά μου, δεν πρόκειται να
του μιλήσεις». «Του έκανες κακό;» Δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον εαυτό της ούτε να κρύψει το ράγισμα στη φωνή της. «Τζένι, γλυκιά μου. Φυσικά όχι». Μ ε φωνή απαλή σαν μετάξι πρόσθεσε: «Θέλω να σε δω, μωρό μου. Σύντομα. Χωρίς το σκυλάκι σου. Τώρα θα είσαι στη δική μου αγκαλιά». «Δεν μπορώ να μεταβιβάσω τα χρήματα χωρίς έναν αριθμό λογαριασμού. Σε ποια τράπεζα και πού...» Την έκοτρε απότομα. «Εσύ πες στο δικηγόρο να τα ετοιμάσει κι εγώ θα έρθω να σε βρω σύντομα και θα τα κανονίσουμε όλα». «Δε θα το κάνω αν δε μου δώσεις τον Ρόουλι στο τηλέφωνο». «Ξέχασέ το», μούγκρισε ο άντρας. «Κλείνω, Τρόι. Δεν πιστεύω ότι είναι μαζί σου». Ο Ράσελ έβρισε χυδαία πριν καλύψει το ακουστικό με το χέρι του για μια στιγμή. Ύστερα ο Ρόουλι είπε «Μ αμά;» με τέτοιο τρόπο που έκανε τα γόνατά της να λυγίσουν. Σωριάστηκε στον καναπέ βάζοντας το χέρι της στο στόμα. Θα είχε κλάψει αν τα δάκρυά της δεν είχαν στερέψει, έτσι έμεινε μουγκή νιώθοντας το φόβο να τη μουδιάζει. «Ρόουλι, αχ, Ρόουλι. Είσαι καλά; Δε σου έχει κάνει κακό, έτσι;»
«Όχι». «Είσαι στο Λος Άντζελες; Ακούγεται σαν να είσαι μέσα σε αυτοκίνητο». «Ναι...» «Μ πορείς...» Συγκέντρωσε το μυαλό της με προσπάθεια. «Μ πορείς να μου δώσεις τον αριθμό του τηλεφώνου;» «Ναι· ε... μίλησες καθόλου με τον Χάντερ;» Η απελπισία στη φωνή του την έκανε ν’ ανατριχιάσει. Ένα παγωμένο ρίγος τη διαπέρασε. «Όχι. Γιατί; Τι έγινε;» Βιαστικά, το αγόρι είπε: «Εφτά, ένα, τρία, τέσσερα, τέσσερα, τρία...» Ακούσε μια σύντομη πάλη. «Ρόουλι! Ρόουλι!» «Θα σου τηλεφωνήσω», είπε ο Τρόι μέσα από τα δόντια του. «Θα σου τηλεφωνήσω». «Αν του κάνεις κακό, ορκίζομαι ότι θα το πληρώσεις». «Ναι... μαμά; Σοβαρά; Βάλε κάτι σέξι για εμένα. Δε γουστάρω τα τζιν και τα πουλόβερ. Θέλω το κορίτσι μου στα σατέν. Όχι παντελόνια». Από τον τόνο του ήταν φανερό ότι
χαμογελούσε. «Α! Χωρίς εσώρουχα». Ο Τρόι έκλεισε το τηλέφωνο. Βάζοντας το ακουστικό στη θέση του, η Τζένι έμεινε να το κοιτάζει ανέκφραστα ενώ οι σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό της σαν τρελές. Κουδούνισε πάλι ενώ το κρατούσε ακόμη στο χέρι της. «Ναι;» είπε πανικόβλητη. «Τζένι;» Η φωνή του Χάντερ την τάραξε. «Χάντερ!» φώναξε ανακουφισμένη, ενώ ένα υστερικό γέλιο ανέβαινε από μέσα της. «Αχ, Χάντερ! Χαίρομαι τόσο που σε ακούω». «Επιστρέφω. Θα πρέπει να είμαι εκεί αργά το απόγευμα». «Στη Σάντα Φε;» «Είχα μια συνάντηση με τον Ράσελ στο Λος Αντζελες». «Συνάντηση;» «Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα», τη διέκοψε. Η Τζένι σκέφτηκε ότι μπέρδευε λίγο τις λέξεις. «Είμαι στο αεροδρόμιο. Τηλεφώνησα στον Ορτέγκα. Ξέρει ότι ο Ρόουλι έχει πέσει θύμα απαγωγής». «Μ όλις μου τηλεφώνησε ο Τρόι. Ο Ρόουλι ήταν μαζί του». Ακολούθησε μια στιγμή δισταγμού. «Χάντερ; Μ ε ακούς;» «Ναι». Μ ιλούσε με κόπο.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε φοβισμένη. «Ο Ρόουλι ήθελε να μάθει αν είσαι καλά». «Τι είπε;» «Αυτό μόνο. Αλλά με κατατρόμαξε. Ακούγεσαι περίεργα, πάντως». Έκανε μια παύση. «Τι είδους συνάντηση είχες μαζί του;» «Ο Ρόουλι ξέρει τι κάθαρμα είναι ο πατέρας του». «Τι έκανε ο Τρόι;» «Αυτός...» Ο Χάντερ πήρε μια κοφτή ανάσα. Ήταν δύσκολο ν’ απαντήσει σε αυτή την ερώτηση. «Ανακοίνωσαν την πτήση μου». «Τι έκανε;» «Είχαμε έναν καβγά. Τζένι, άκουσέ με. Ο Ορτέγκα μου είπε ότι ο πατέρας σου έπαθε έμφραγμα». «Ναι, αλλά είναι καλύτερα τώρα. Ο Τρόι θέλει πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια σε λογαριασμό στο όνομά του. Θα τηλεφωνήσω στο δικηγόρο του πατέρα μου να το τακτοποιήσει...». «Όχι! Μ ην του δώσεις τα χρήματα. Μ η δώσεις την εντολή για τη διαδικασία».
«Απλά θα τηλεφωνήσω στον Τζόζεφ Γουέσβερ». «Δεν πρόκειται να λύσεις το πρόβλημα με τα λεφτά». «Δεν ακούγεσαι καλά. Είσαι σίγουρος πως είσαι εντάξει; Αν ο Τρόι θέλει ν’ ανταλλάξει τον Ρόουλι με τα λεφτά, δε με νοιάζει τι θα στοιχίσει!» «Δε θα σου τον δώσει!» «Πάντως δεν έχω σκοπό να ρισκάρω τη ζωή του για μια τέτοια πιθανότητα!» Η Τζένι άκουσε τον εαυτό της να φωνάζει. «Ο πατέρας σου θέλει να εξαγοράσει την ηρεμία σου, αλλά όε Θα πετύχεί!» «Μ η μου λες TL να κάνω», του απάντησε με τρεμά-μενη φωνή. «Ο Τρόι θα πάρει τα χρήματα, πίστεψέ με», πρόσθεσε όχι τόσο για να πείσει εκείνον όσο τον εαυτό της. «Θέλει τα λεφτά. Πρέπει να του τα δώσω». Ο Χάντερ έβρισε σιγανά. «Θέλει κάτι περισσότερο. Ο Ράσελ είναι ψυχοπαθής. Έχει περάσει τα όριά του». Μ ε στόμα στεγνό, η Τζένι ψιθύρισε: «Τι λες;» «Ξέχνα την περιουσία του μπαμπά σου. Τα χρήματα δεν πρόκειται να σε βοηθήσουν τώρα».
«Θα τηλεφωνήσω στο δικηγόρο», του είπε με ξαφνική αποφασιστικότητα. «Θα τον πληρώσω όσα θέλει». «Μ ιλάς σαν τον πατέρα σου». «Κόρη του δεν είμαι;» του πέταξε άγρια. «Νομίζετε και οι δύο ότι τα χρήματα μπορούν να λύσουν τα πάντα». Η πικρία του την ξάφνιασε και την τάραξε. Τέντωσε το κορμί της. «Ακριβώς. Μ οιάζω και με την πρώην σύζυγό σου, επίσης. Είμαστε πλούσιες και μπορούμε να αγοράσουμε τα πάντα. Στο διάολο εσύ και η ηθική σου, Χάντερ Κάλγκαρι. Θα εξαγοράσω την επιστροφή του γιου μου!» Κοπάνησε με δύναμη το ακουστικό στη βάση του. Η σκέψη της ήταν στο γιο της. Τα λόγια του Χάντερ την είχαν τρομοκρατήσει. «... είναι ένας ψυχοπαθής... έχει ξεπεράσει τα όρια...» Ο Τρόι Θα κάνει κακό στον Ρόουλι! Η συνειδητο-ποίηση ήταν σαν ένα βέλος που καρφώθηκε ίσια στην καρδιά της. Άρχισε να βηματίζει νευρικά μέσα στο δωμάτιο, τρελαμένη από το φόβο, το βλέμμα της κολλημένο θαρρείς στο τηλέφωνο. Για να πάρει το γιο της πίσω, θα έδινε και την τελευταία δεκάρα όχι μόνο των δικών της χρημάτων αλλά και του πατέρα της. Δεν μπορούσε να φύγει τώρα. Έπρεπε να μείνει, Να περιμένει το
τηλεφώνημα του Τρόι. Τρεις ώρες αργότερα το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. * Ο Ρόουλι καθόταν στη θέση του συνοδηγού στο βρόμικο φορτηγάκι. Τον είχε πετάξει βίαια εκεί ο πατέρας του. Ο φίλος του Τρόι, Τζέι-Πι, είχε μια σειρά από αυτοκίνητα έτοιμα να ξεκινήσουν ανά πάσα στιγμή. Είχαν οδηγήσει μισό τετράγωνο. Στην πρώτη διασταύρωση, ο Τζέι-Πι έφυγε από τον ένα δρόμο και αυτοί από τον άλλο, μια τελείως αντίθετη κατεύθυνση. Φοβόταν πολύ, ειδικά για τον Χάντερ. Του είχε σώσει τη ζωή. Το ήξερε και η γνώση εισχώρησε βαθιά μέσα του. Του χρωστούσε τόσα πολλά. Κυρίως επειδή είχε θελήσει τόσο πολύ να πιστέψει όλα εκείνα τα άσχημα πράγματα που είχε πει ο πατέρας του γι’ αυτόν. Ο πατέρας τον. Ο άντρας που καθόταν δίπλα του ήταν πολύ διαφορετικός από τον πολιτισμένο ξένο που τον είχε πλησιάσει κάποια ημέρα στην κατασκήνωση. Τώρα αποκαλύφθηκε αυτό που ήταν πραγματικά. Κάτι παράξενο και άσχημο που έμενε κρυμμένο ώσπου ένα αθέατο χέρι αφαίρεσε το πρώτο στρώμα των ψεμάτων και της εξαπάτησης. Ο Χάντερ. Ο Ρόουλι ένιωσε πως θα έκανε εμετό. Αν είχε πεθάνει;
Τον είχε δει να σωριάζεται στο πάτωμα και παρ’ όλα αυτά να παλεύει για να μη χάσει τις αισθήσεις του. Του είχε πει να πάει με τον Τρόι για να σώσει τη ζωή του. Μ ε τη δική του ζωή, όμως, τι έγινε; Να ήταν ακόμα ζωντανός; «Έι», τον σκούντησε ο πατέρας του με τον αγκώνα. «Γιατί είσαι τόσο ήσυχος;» Ο Ρόουλι δε θα ξανασκεφτόταν αυτό τον ψυχοπαθή σαν πατέρα του. Ποτέ πια. Απλά ήταν κάποιος πολύ κακός άνθρωπος. Κάποιος με όπλο στην αριστερή τσέπη του σακακιού του που ο Ρόουλι δεν μπορούσε να φτάσει. Κάποιος που μιλούσε για τη μητέρα του σαν να ήταν η προσωπική του πόρνη. «Σου έκανα μια ερώτηση!» «Είμαι κουρασμένος». «Νομίζεις ότι τον σκότωσα, έτσι; Μ α το Σατανά, το ελπίζω! Αυτός ο μπάσταρδος πηδάει τη μητέρα σου. Κανονικά θα έπρεπε κι εσύ να το εύχεσαι». Ο Ρόουλι δεν τσίμπησε το δόλωμα, παρόλο που ήταν έτοιμος να παλέψει μ’ αυτόν το διεστραμμένο σεξουαλικά άντρα που τον είχε απαγάγει. Αυτός δεν ήταν πατέρας. Οτιδήποτε άλλο από πατέρας. Μην πεθάνεις, Χάντερ. Σε παρακαλώ. Μην πεθά-νεις.
Τώρα περνούσαν τα σύνορα της Αριζόνα. Στο απέναντι ρεύμα του δρόμου έβλεπε τους υγειονομικούς σταθμούς όπου σταματούσαν τα αυτοκίνητα να τα ελέγξουν αν μετέφεραν παράνομα φρούτα και λαχανικά στην πολιτεία. Αν πήγαιναν από εκείνον το δρόμο σήμερα, θα πηδούσε έξω από το αυτοκίνητο και θα φώναζε βοήθεια. Αλλά ήταν στην αντίθετη πλευρά’ ταξίδευαν προς την Αριζόνα όπου σίγουρα δεν έδιναν δεκάρα για μόλυνση από έντομα γιατί δε φαινόταν πουθενά κάποιος σταθμός ελέγχου ούτε τους σταμάτησε κανείς να ρωτήσει. Μ ετά την Αριζόνα ήταν το Νέο Μ εξικό. Φαίνεται πως ο Τρόι τον πήγαινε πίσω, για λόγους που συνέφεραν βέβαια τον ίδιο. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Ρόουλι νοστάλγησε το σχολείο του. Πόσο θα ήθελε να ήταν τώρα εκεί. Στη μελέτη του, με τους απαιτητικούς δασκάλους και τους σαχλούς συμμαθητές του. Ευχήθηκε να είχε κάνει σεξ μ’ εκείνο το κορίτσι, εκείνη τη μία φορά. Ίσως να ήταν και η μοναδική του. Μ ια ώρα αργότερα σταμάτησαν σ’ ένα πρατήριο βενζίνης. Ο Τρόι έμοιαζε με προσωποποίηση του θανάτου. Ξέσφιξε τους ώμους του, έκανε να βγει από το αυτοκίνητο, σταμάτησε, έβαλε το χέρι του στην τσέπη και προειδοποίησε τον Ρόουλι με τα μάτια να μην κάνει απότομες κινήσεις. Στο διάολο κι αυτός και οι προειδοποιήσεις του. Ο Ρόουλι άρχισε
να μετράει μέσα στο κεφάλι του. Ένα... Ο Τρόι έκανε ένα βήμα προς την αντλία. Δύο... Αλλο ένα βήμα. Τρία... Απλωσε το χέρι στο χερούλι. Ο Ρόουλι τινάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο κι έτρεξε προς το μικρό κατάστημα. Έδωσε μια με τον ώμο του στην πόρτα, που άνοιξε απότομα, και όρμη-σε μέσα, ενώ το κορίτσι που ήταν πίσω από τον πάγκο τον κοίταξε τρομαγμένο με το ένα χέρι της επάνω από τη μηχανή του ταμείου. «Η πίσω πόρτα!» της είπε. «Πού είναι;» Το βλέμμα της πήγε προς το σημείο όπου ήταν οι τουαλέτες. Ο Ρόουλι έτρεξε, γλίστρησε και άρπαξε το χερούλι μιας πόρτας ενώ ο Τρόι με το πρόσωπο κόκκινο από τη μανία, όρμησε πίσω του. Ο Ρόουλι άνοιξε την πόρτα. Ένας στενός διάδρομος. Αλλη μια πόρτα. «Στάσου, αλλιώς πυροβολώ», είπε ο Τρόι με θανάσιμη ηρεμία πίσω του. Ο Ρόουλι δεν περίμενε. Αρπαξε το χερούλι, το έστριψε και όρμησε έξω στην ελευθερία. Βρίζοντας χυδαία ο Τρόι προτίμησε να τρέξει πίσω του από το να πυροβολήσει σε δημόσιο χώρο. Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα του ο Ρόουλι το μόνο που έβλεπε
ήταν θάμνοι και χώμα και ξερό κίτρινο γρασίδι και κάκτοι σαγκουάρο που στέκονταν ολόρθοι σαν σε προσοχή. Αρχικά ένιωσε απογοήτευση. Ώσπου στο βάθος διέκρινε απαλούς λόφους γεμάτους επίσης με σαγκουάρο. Είχε διαβάσει κάποτε ότι οι κάκτοι σαγκουάρο φυτρώνουν μόνο στην Αριζόνα και μόνο σε μια περιοχή αυτής της πολιτείας. Να ήταν αλήθεια; Μ πορεί ναι μπορεί και όχι. Αλλά τώρα ήταν εδώ και το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να κρυφτεί πίσω τους. Έτρεξε κι έτρεξε μεγαλώνοντας την απόσταση από το λαχανιασμένο και έξαλλο τέρας που προσπαθούσε να τον ακολουθήσει. «Χρόνια προπόνησης στο ποδόσφαιρο, κάθαρμα», 'ψιθύρισε ο Ρόουλι άγρια και συνέχισε να τρέχει.
κεφάλαιο 18 ΟΧάντερ βγήκε από το αεροπλάνο στο Αλμπου-κέρκε, νιώθοντας μισοπεθαμένος. Το αυτοκίνητό του τον περίμενε στο πάρκινγκ αλλά τα δάχτυλά του δεν μπορούσαν να κινηθούν, ούτε καν να πιάσουν τα κλειδιά. Ήταν μόνο μιας ώρας οδήγηση ως τη Σάντα Φε αλλά είχε σκοτεινιάσει και ο ουρανός γέμιζε με σύννεφα που σκέπαζαν τα άστρα το ένα μετά το άλλο. Φαίνεται πως θα βρέξει, σκέφτηκε ο Χάντερ αναστενάζοντας με κόπο. Ένιωθε τόσο εξαντλημένος ήδη, που δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να οδηγήσει ως τη Σάντα Φε. Πόσο μάλλον με βροχή.
Το μόνο που ήλπιζε ήταν ο Ορτέγκα να είχε εντοπίσει τον Ράσελ. Αυτή η σκέψη ήταν που τον βοήθησε να οδηγήσει τελικά. Μ έσα στο μπράτσο του ένιωθε έναν υπόκωφο, μονότονο γδούπο και κάθε φορά που το κινούσε λίγο πιο γρήγορα το διαπερνούσαν σουβλιές πόνου. Οδήγησε ως το συγκρότημα που ήταν το σπίτι της Τζένι. Χρειάστηκαν τρεις φορές για να πατήσει τον σωστό κωδικό στην πύλη. Ο εγκέφαλός του δε λειτουργούσε σωστά. Παρκάρισε το αυτοκίνητό του μπροστά στο σπίτι της. Για μια στιγμή ακούμπησε το κεφάλι του επάνω στο τιμόνι, ζαλισμένος από την εξάντληση και ένα ανώνυμο συναίσθημα. Μ πορείς να το ονομάσεις, είπε στον εαυτό του. Είναι φόβος. Ανέβηκε τρεκλίζοντας τα σκαλιά, έφτασε στο κουδούνι και το χτύπησε δυνατά ακουμπώντας επάνω του με όλο του το σώμα. Η Τζένι άνοιξε την πόρτα. «Χάντερ!» Μ πήκε μέσα παραπατώντας. Η Τζένι τον κοίταξε απορημένη. Δεν ήξερε τι του συνέβαινε, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν άρρωστος. «Πρέπει να σε δει γιατρός». «Όχι. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον Ορτέγκα. Να δω αν εντόπισε τον Ράσελ».
«Έχεις πυρετό», είπε η Τζένι βάζοντας το χέρι της στο μέτωπό του. Είχε σωριαστεί στον καναπέ της, φορώντας ένα αδιάβροχο που ήταν τουλάχιστον δύο νούμερα μικρότερο. Ένα μαύρο φανελάκι με βρόμικες λέξεις σε Γοτθική γραφή χαραγμένες επάνω, έσφιγγε το στήθος του. Πού τα είχε βρει αυτά τα ρούχα; «Χάντερ». «Δώσε μου το τηλέφωνο», της είπε επιτακτικά, αλλά δεν κατάφερε να σηκωθεί. Δεν της άρεσε καθόλου να τη διατάζουν, αλλά ήξερε πως δεν ήταν σε καλή κατάσταση· το μυαλό του προσπαθούσε να εντοπίσει τον Τρόι Ράσελ, ακόμα κι αν το σώμα του αρνιόταν. Γι’ αυτό τον αγαπούσε, έστω κι αν πίστευε για εκείνη πως ήταν μια πλούσια κακομαθημένη που σκορπούσε το χρήμα ασυλλόγιστα. Ο Μ πένι κάθισε δίπλα στο κεφάλι του Χάντερ και δεν το κουνούσε από εκεί. Η Τζένι έδωσε στον Χάντερ τη φορητή συσκευή. Ο Ορτέγκα απάντησε με το πρώτο κουδούνισμα. «Κανένα νέο από τον Ράσελ;» ρώτησε ο Χάντερ κοφτά. «Δεν εντοπίσαμε κανένα από τα δύο αυτοκίνητα ακόμα». Το πρόσωπο του Χάντερ πήρε μια βλοσυρή έκφραση. «Βάζω στοίχημα ότι ο Ποντικός του προμήθευσε κάποιο άλλο. Είμαι στης
Τζένι. Θα σου τηλεφωνήσω πάλι». Το ακουστικό γλίστρησε από τα δάχτυλά του. Η Τζένι το πήρε για να το πάει στη θέση του. Το αριστερό χέρι του Χάντερ τινάχτηκε και την άρπαξε από το μπράτσο. «Μ η φύγεις», ψιθύρισε. «Πρέπει να βγάλεις αυτά τα ρούχα». «Δεν μπορώ μόνος μου», παραδέχτηκε, κάνοντας ένα μορφασμό για την αδυναμία του. «Πάντα ξεροκέφαλος», μουρμούρισε η Τζένι. «Άσε με να σε βοηθήσω...» Τον βοήθησε να βγάλει το αδιάβροχο. Ο ματωμένος επίδεσμος και το μελανιασμένο δέρμα που δια-κρινόταν από κάτω την έκαναν να τα χάσει. «Θεέ μου. Τι συνέβη;» τον ρώτησε αναστατωμένη. «Μ ε πυροβόλησε ο Ράσελ. Χτύπησε το μπράτσο μου». «Αυτό είναι τραύμα από σφαίρα;» «Δυστυχώς. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορώ να πάω σε γιατρό. Είναι υποχρεωμένοι να το αναφέρουν». Τον κοίταξε σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά της. «Είσαι τρελός. Χρειάζεσαι ιατρική φροντίδα». Έσφιξε τα δόντια του. «Όχι ακόμη. Αν αναφερθεί ο τραυματισμός μου, θα βγουν όλα στο φως και τότε δε θα μ’ αφήσουν να τον
κυνηγήσω». «Οι Αρχές», είπε η Τζένι καταλαβαίνοντας τι εννοούσε. «Χρειάζομαι μόνο λίγη ξεκούραση και... λίγο μπράντι, αν έχεις». «Θα δω αν έχω γάζες στο φαρμακείο», του είπε και πήγε στο μπάνιο. Όταν επέστρεψε, ο Χάντερ κοιμόταν. Είχε βρει μερικές γάζες και μια αντιβιοτική αλοιφή, έναν καθαρό επίδεσμο και ένα μικρό ψαλίδι. Δεν ήθελε να τον ξυπνήσει κάνοντας την αλλαγή στο τραύμα του, αλλά τα μάτια του άνοιξαν αμέσως. «Συγνώμη», της είπε. «Για ποιο πράγμα;» Άρχισε να ξετυλίγει το ματωμένο επίδεσμο ενώ τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά στη θέα του τραύματος. Το καλό του χέρι την έπιασε από τον αγκώνα. Την κοίταξε με τρόπο που έκανε την καρδιά της να λειώσει. «Δεν έχεις τίποτα κοινό με την Κάθριν», της είπε απαλά και η Τζένι έσκυψε αυθόρμητα να τον φιλήσει. Λίγα λεπτά αργότερα, τραβήχτηκε από κοντά του και έστρεψε όλη την προσοχή της στο έργο της. «Πού πας;» «Να σου φέρω ένα δυνατό ποτό. Θα χρειαστείς κάτι παραπάνω από ένα φιλί για να αντέξεις από δω και πέρα».
«Το έχω περάσει ήδη μια φορά σήμερα», μουρμούρισε εκείνος. Η Τζένι επέστρεψε με το μπράντι και συνέχισε να ξετυλίγει τον επίδεσμο. Ο Χάντερ έκλεισε τα μάτια του και κράτησε το ποτήρι στα χείλη του, πίνοντας μια γερή γουλιά κάθε φορά που η Τζένι τραβούσε λίγο πιο δυνατά και σχιζόταν μέρος από την πονεμέ-νη σάρκα. Όταν τελείωσε κάποτε, ήταν μουσκεμένη στον ιδρώτα. Πήγε στο μπάνιο όπου βρήκε ένα μπουκάλι παυσίπονα. Κρατώντας τρία στην παλάμη της του τα έφερε κι εκείνος τα κατάπιε με μια γουλιά μπράντι. «Ναρκωτικά και αλκοόλ», είπε η Τζένι. «Σκότωσέ με γι’ αυτό», μουρμούρισε κλείνοντας τα μάτια του από την εξάντληση. * Ξημέρωνε όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Η Τζένι είχε τη συσκευή δίπλα στο αυτί της. Δεν πρόλαβε ν’ ακουστεί το κουδούνισμα και το είχε σηκώσει ήδη. «Μ πες στο αμάξι σου και πήγαινε βόρεια», της είπε η φωνή του Τρόι. «Σταμάτα στο Τάος. Πήγαινε στο ξενοδοχείο Τάος Ινν. Το ξέρεις;» Η Τζένι προσπάθησε να καταλάβει αν άκουγε και ο Χάντερ από
την άλλη συσκευή. Δεν ήθελε να τον ξυπνήσει. Στην κατάσταση που ήταν δεν έπρεπε ν’ αναμειχθεί καθόλου. «Ναι, το ξέρω», ψιθύρισε. Το ιστορικό Τάος Ινν ήταν ένα παλιό οίκημα στο κέντρο της μικρής πόλης. «Κλείσε δωμάτιο». «Είσαι στο Τάος;» «Θα σου τηλεφωνήσω στο ξενοδοχείο...» Έκλεισε το τηλέφωνο τρομοκρατημένη, νιώθοντας την καρδιά της να γίνεται κομμάτια στη σκέψη του γιου της. Ένα άσχημο προαίσθημα γεννήθηκε μέσα της. Στο Βόλβο ήταν ήδη μια μικρή βαλίτσα. Την είχε ετοιμάσει την προηγουμένη όταν είχε νιώσει την ανάγκη να πάει να βρει τον Χάντερ στο Λος Άντζελες. Να τον ξυπνούσε τώρα; Να του έλεγε για το τηλεφώνημα; Έκανε ένα γρήγορο ντους και φόρεσε ένα τζιν παντελόνι και ένα πουλόβερ, ό,τι ακριβώς αντιπαθούσε ο πρώην σύζυγός της. Πήρε τα αθλητικά παπούτσια της στο χέρι και περπατώντας στις μύτες των ποδιών προχώρησε στο σαλόνι. Ο Μ πένι της γάβγισε απαλά και μύρισε το χέρι της. Ο Χάντερ ξύπνησε, προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί, πήρε μια βαθιά
ανάσα και τη ρώτησε απότομα; «Πού πας;» Δεν της άρεσε να λέει ψέματα, αλλά ήξερε πως δε θα συμφωνούσε μαζί της. «Να πάρω κάτι για πρωινό». «Δε χρειάζομαι τίποτα». «Χρειάζεσαι πολλά πράγματα», του είπε χαμογελώντας ψεύτικα. «Δε θέλω να φύγεις». «Δεν είσαι σε θέση να κάνεις τίποτα. Θα μιλήσουμε όταν επιατρέψω». Πάλεψε να σηκωθεί όρθιος και η Τζένι έτρεξε κοντά του να τον βοηθήσει να ξαπλώσει πάλι. «Νιώθω μια χαρά» της είπε και τα μάτια του έψαξαν ερευνητικά το πρόσωπό της. «Δεν ανησυχείς μήπως τηλεφωνήσει ο Ράσελ όσο θα λείπεις;» «Ε, ναι, φυσικά. Ε... πες του να μην κάνει κακό στο γιο μου». Κοιτάχτηκαν κατάματα. Η Τζένι φόρεσε γρήγορα τα παπούτσια της, άρπαξε την τσάντα της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ήξερε ότι ο Χάντερ είχε καταλάβει πως ετοιμαζόταν να κάνει κάτι. Γυρίζοντας πίσω του είπε ζωηρά: «Όταν τελειώσουν όλα αυτά, πάμε να μείνουμε μερικές ημέρες στο Τάος Ινν». Έφυγε πριν εκείνος προλάβει να σηκωθεί όρθιος.
* Το Τάος Ινν θα είχε ένα δωμάτιο διαθέσιμο στις τέσσερις το απόγευμα. Η Τζένι κοίταξε το ρολόι της. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τηλεφωνήσει στον Χάντερ και να του πει τι έκανε. Μ πορούσε να τηλεφωνήσει στον προϊστάμενό του στην αστυνομία και να του ζητήσει να του το πει εκείνος. Όμως ήταν σίγουρη τι θα γινόταν. Η αστυνομία της Σάντα Φε θα πληροφορούσε την αστυνομία του Τάος και οι αστυνομικοί θα έρχονταν προς βοήθειά της και... και... Ήταν σαν ν’ άκουγε κιόλας τον πυροβολισμό. Ήξερε ότι ο Τρόι θα μυριζόταν την παγίδα. Ο Ρόουλι θα μπορούσε να χτυπηθεί... άσχημα. Ένα βογκητό ξέφυγε από τα χείλη της. Όχι, της ήταν αδύνατο να το κάνει. Από την άλλη, αν τηλεφωνούσε στον Χάντερ, εκείνος θα ερχόταν να τη βρει. Θα έβαζε πάλι τον εαυτό του σε κίνδυνο ενώ δεν ήταν σε θέση ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση. Ο Τρόι, αυτό το κάθαρμα, τον είχε πυροβολήσει! Η σκέψη της πήγε στο γιο της και ανατρίχιασε. Αχ, Ρόουλι! Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, πρόσεχε! Η Τζένι βγήκε από το ξενοδοχείο και κοίταζε τα οχήματα που περνούσαν στο δρόμο. Ο αέρας ήταν κρύος, ξερός και ο ήλιος ήταν δυνατός. Διάφοροι περαστικοί σταματούσαν μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων και των γκαλερί.
Διέσχισε το δρόμο και προσπάθησε να τους μιμη-θεί. Περπατούσε άσκοπα κοιτάζοντας κάθε τόσο την ώρα στο ρολόι της. Άρχισε να τρέμει. Φορούσε μόνο το άσπρο βαμβακερό πουλόβερ και το τζιν παντελόνι που δεν ήταν αρκετά ζεστά. Παρόλο που ήταν Μ άρτιος, ο καιρός ήταν ακόμα χειμωνιάτικος. Ή μήπως έτρεμε από τα τεντωμένα νεύρα της; Από το φόβο; Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Στις τέσσερις πήγε πίσω στο ξενοδοχείο και μόλις μπήκε στο δωμάτιο τηλεφώνησε αμέσως στο νοσοκομείο. Ο πατέρας της ακουγόταν σαν ναρκωμένος, έτσι προσπάθησε να μιλήσει όσο πιο σύντομα γινόταν. «Βρήκες τον Ρόουλι;» ήταν το μόνο που ήθελε ο Άλεν να μάθει. Του είπε ότι περίμενε το τηλεφώνημα του Τρόι. «Τηλεφώνησες στον Γουέσβερ;» τη ρώτησε. «Ναι». Είχε τηλεφωνήσει την προηγουμένη, λίγο αφού έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα στον Χάντερ. «Θα του τηλεφωνήσω πάλι, αμέσως μόλις κλείσου με». «Τζένι, υποσχέσου ότι θα πάρεις τα χρήματα». «Θα τα πάρω», του είπε μηχανικά, αν και τα λόγια του Χάντερ εξακολουθούσαν να την τσιμπάνε κάπου μέσα στη συνείδησή της.
Ο Χάντερ θεωρούσε πως έκανε το ίδιο λάθος με τον πατέρα της. Ήξερε πως είχε δίκιο. Αλλά η ζωή του γιου της βρισκόταν σε κίνδυνο! «Είναι το μόνο που θα τον κρατήσει σε απόσταση». Ο Αλεν έβηξε πάλι. «Κάνε το, Τζενίβα». Ακούσε κάποιον να του λέει κάτι και κατάλαβε πως η Νάταλι ήταν στο πλευρό του. «Θα τηλεφωνήσω στον Γουέσβερ αμέσως τώρα», τον καθησύχασε. Δεν το έκανε όμως. Δίστασε. Σκέφτηκε πώς θα χειριζόταν ο Χάντερ την κατάσταση και κάλεσε αμέσως τον αριθμό της πριν μετανιώσει. Δεν της απάντησε κανείς και το έκλεισε φοβισμένη πάλι. Γιατί δεν της απάντησε; Ήταν τόσο άσχημα που δεν μπορούσε να πιάσει το τηλέφωνο; Μ ήπως χρειαζόταν βοήθεια; Προσπαθούσε να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει όταν χτύπησε το τηλέφωνο. «Τζένι...» είπε ο Τρόι τρυφερά και το στομάχι της ανακατεύθηκε. «Δώσε μου τον Ρόουλι». «Τι έγινε με τα λεφτά;» «Τηλεφώνησα στον Τζόζεφ Γουέσβερ, το δικηγόρο του πατέρα μου. Θα με πάρει τώρα».
«Μ ε απογοητεύεις. Αλήθεια. Θα πρέπει να φύγεις από το ξενοδοχείο». «Να φύγω! Τρόι, περιμένω τηλεφώνημα από τον Γουέσβερ. Πρέπει να μείνω εδώ». «Θέλω να πας πίσω στο όμορφο σπιτάκι σου και να με περιμένεις εκεί». «Τρόι...» διαμαρτυρήθηκε. Η γραμμή νέκρωσε. * Κατέβηκε στη ρεσεψιόν αλλά δεν άφησε το δωμάτιο- αντίθετα, δήλωσε ότι θα έμενε επιπλέον ημέρες και άφησε τις αποσκευές της στο δωμάτιο. Δεν ήξερε τι σκάρωνε ο Τρόι, αλλά τουλάχιστον θα ειδοποιούσε τον Χάντερ για το πού ήταν. Πήγε στο αυτοκίνητό της που το είχε αφήσει στο υπαίθριο πάρκινγκ του ξενοδοχείου. Είχε μόλις βάλει το κλειδί στην πόρτα όταν τον ένιωσε πίσω της. Σκέφτηκε να τον κλοτσήσει, να ουρλιάζει, να τον δαγκώσει, αλλά συνειδητοποίησε ότι αυτό που ένιωθε να πιέζει τα πλευρά της ήταν περίστροφο. «Τζένι...»
Η ανάσα του Τρόι στον αυχένα της έκανε το στομάχι της να ανακατευθεί. «Πού είναι ο Ρόουλι;» ψιθύρισε. «Ασφαλής. Θα σε πάω εκεί που είναι». «Δεν μπαίνω στο ίδιο αυτοκίνητο μαζί σου». «Τότε θα τον σκοτώσω αμέσως». «Θα καλέσω την αστυνομία. Θα σε πιάσουν». «Έτσι δε θα τον δεις ποτέ». Δεν μπορούσε να ξεφύγει με κάποια μπλόφα. Ήταν υποχρεωμένη να πάει με τα νερά του — για το χατίρι του Ρόουλι. «Μ πες στο αμάξι, Τζένι». Υπέθεσε πως εννοούσε το δικό της αυτοκίνητο αλλά της έδειξε ένα ασημένιο φορτηγάκι με πινακίδες της Καλιφόρνια. Στη θέα του δείλιασε, σταμάτησε. Ο Τρόι κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε. Η Τζένι κάθισε στη θέση του συνοδηγού. * Ανάθεμα το χέρι του, την αδυναμία του. Ανάθεμά σε κι εσένα Τζένι Χόλογουεϊ με τα ψέματά σου.
Ο Χάντερ σύρθηκε ως το τζιπ του και κατάφερε να οδηγήσει μέχρι το αστυνομικό τμήμα, ενώ έβλεπε αστεράκια να χορεύουν μπροστά στα μάτια του. Μ πήκε μέσα παραπατώντας. «Η Τζένι είναι στο Τάος. Στο Τάος Ινν. Νομίζω ο Τρόι Ράσελ της είπε να πάει εκεί». «Τι στο διάολο έπαθες εσύ;» ρώτησε ο Ορτέγκα βοηθώντας τον Χάντερ να καθίσει στην καρέκλα δίπλα στο γραφείο του. «Ακόυσες τι σου είπα;» ρώτησε ο Χάντερ κοφτά. «Η κυρά σου είναι στο Τάος Ινν. Το άκουσα». «Κάποιο νέο από τον Ράσελ;» «Τίποτα ως τώρα. Δεν κουνάς το δεξί σου χέρι», παρατήρησε ο αστυνόμος σμίγοντας τα φρύδια του. «Βρέθηκα στην τροχιά μιας σφαίρας». Ο Ορτέγκα έβρισε μέσα στα δόντια του κοιτάζοντας τον Χάντερ άγρια. «Όπως πας, θα καταλήξεις σ’ ένα κρεβάτι του Σεν Βίνσεντ, δίπλα στο γέρο της». «Θα πάω στο Τάος».
«Δε θα τα καταφέρεις σε αυτή την κατάσταση. Τι στο διάολο είναι αυτό που φοράς;» «Ένα πουκάμισο και ένα τζάκετ του γιου της. Καλύτερο από αυτά που είχα πριν». Πήγε προς την πόρτα. «Πάρε...» Ο Ορτέγκα άρπαξε το δερμάτινο τζάκετ του από μια κρεμάστρα και το πέταξε προς τον Χάντερ. «Βρέχει έξω», είπε με αηδία. «Κατά πώς φαίνεται, θα βρέχει για πάντα». Ο Χάντερ οδήγησε ίσια στο Τάος έχοντας τον Μ πένι στο διπλανό του κάθισμα. Έκανε τη διαδρομή σε χρόνο ρεκόρ παρά το χιονόνερο εξαιτίας του οποίου οι δρόμοι γλιστρούσαν επικίνδυνα. Φτάνοντας στο Τάος Ινν παρκάρισε δίπλα στο Βόλβο της Τζένι. Εδώ το χιόνι ήταν στρωμένο για τα καλά και διέκρινε αρκετές πατημασιές έξω από την πόρτα του οδηγού. Το χιόνι είχε σκουπιστεί από το χερούλι της πόρτας, αλλά τώρα είχε αρχίσει να σκεπάζεται πάλι. Μ παίνοντας στο ξενοδοχείο, η διαφορά ανάμεσα στο κρύο και τη ζέστη που βρήκε μέσα τού προκάλεσε μια ελαφριά ζαλάδα. Κινούνταν χάρη στην αδρεναλίνη και την ισχυρή του θέληση. Κανένα όμως από τα δύο δεν μπορούσε να κάνει κάτι για το υπερβολικά καταπονημένο σώμα του. Προχώρησε ως το γραφείο της ρεσεψιόν και ζήτησε από τον υπάλληλο να καλέ-σει το δωμάτιο της Τζένι. «Καμιά απάντηση, κύριε».
«Κάλεσε πάλι». Ο υπάλληλος ανασήκωσε τα φρύδια του ήταν φανερό ότι πέρασε τον Χάντερ για κάποιον ενοχλητικό επίδοξο εραστή. «Εξακολουθεί να μην απαντάει, κύριε». Ο Χάντερ κατένευσε προβληματισμένος. Επέστρεψε στο τζιπ του. Ένα ζευγάρι βαθιά ίχνη, από φορτηγάκι μάλλον, είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα στο χιόνι. Από το ύψος του χιονιού υπολόγισε πως πρέπει να είχαν γίνει μερικά λεπτά πριν από την άφιξή του. Κι αν την είχε ήδη ο Ράσελ;... Πήγε πίσω στον υπάλληλο της ρεσεψιόν. «Έχετε κάποιον Τρόι Ράσελ στην κατάσταση των πελατών σας;» «Κύριε...» «Θα πρέπει να ήρθε χτες ή σήμερα. Στο ύψος μου και με παρόμοια χρώματα. Πιθανόν να οδηγούσε ένα αυτοκίνητο με πινακίδες άλλης Πολιτείας, το πιο πιθανό της Καλιφόρνιας. Είναι ο πρώην σύζυγος αυτής της γυναίκας και έχει απαγάγει το γιο τους. Απλά πες μου αν είναι στην κατάσταση των πελατών». Ο υπάλληλος κοίταξε απρόθυμα την κατάσταση, ύστερα κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Πόσοι άντρες που ήρθαν μόνοι τους πήραν δωμάτιο σήμερα και
χτες;» «Δε μου επιτρέπεται να δώσω μια τέτοια πληροφορία». Ο Χάντερ έβρισε μέσα του τον εαυτό του που δεν είχε ζητήσει από τον Ορτέγκα την αστυνομική του ταυτότητα όταν είχε την ευκαιρία. Κατευθυνόταν προς τον τηλεφωνικό θάλαμο για να το φροντίσει τώρα, όταν άκουσε: «Μ ε συγχωρείτε». Μ ια νέα γυναίκα με μακρύ μαύρο παλτό και γούνινο καπέλο κοίταζε τον Χάντερ σκεφτική. «Ένας άντρας έφτασε νωρίς σήμερα το πρωί. Είχε τα ίδια χρώματα με εσάς». Έσφιξε τα χείλη της. «Οδηγούσε ένα ασημένιο βαν με πινακίδες της Καλιφόρνιας. Καυχιόταν πως είχε δικό του σπίτι κοντά στο Τάος αλλά ότι είχε κλειδωθεί απέξω ή κάτι τέτοιο. Μ ου πρότεινε να με πάει με το αυτοκίνητό του να το δω απέξω και μετά να μου κάνει το τραπέζι. Αρνήθηκα την πρόσκληση». «Μ ήπως σας είπε πού ήταν αυτό το μέρος;» ρώτησε ο Χάντερ. Η γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους της. «Κάπου έξω από την οδό Κιτ Κάρσον». «Πρέπει να ελέγξω το δωμάτιο της Τζένι Χόλογου-εϊ», διέταξε ο Χάντερ τον υπάλληλο. «Μ πορεί να χρειάζεται βοήθεια». «Θα το ελέγξω εγώ, κύριε».
Ο Χάντερ τον ακολούθησε, παρά το συνοφρυωμένο βλέμμα που του έριξε ο υπάλληλος. Μ όλις άνοιξε η πόρτα, προσπέρασε το νεότερο άντρα και αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες του μπήκε μέσα. Η βαλίτσα της Τζένι ήταν εκεί, ανέπαφη. Τίποτα στο δωμάτιο δεν έδειχνε ανακατεμένο. Αλλά αυτό δε σήμαι-νε πως δεν είχε συμβεί τίποτα. * Η διαδρομή ήταν σύντομη. Η Τζένι αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να πηδήξει και ν’ αρχίσει να τρέχει, αλλά συνέχισε να ελπίζει ότι ο Ρόουλι ήταν εκεί όπου πήγαιναν. Ήξερε ότι είχε πέσει κατευθείαν μέσα στα χέρια του Τρόι. Ο άνθρωπος ήταν βίαιος, ένα σεξουαλικό αρπακτικό που ηδονιζόταν κακοποιώντας και υποδουλώνοντας τις γυναίκες. Από βάρβαρος είχε εξελιχθεί σε ψυχοπαθή. Δεν αμφέβαλε καθόλου πως αυτός είχε σκοτώσει τη Μ ισέλ Κάλγκαρι. Όπως δεν αμφέβαλε ότι θα σκότωνε κι εκείνη και το γιο της αν του ερχόταν η διάθεση. Ο Χάντερ είχε δίκιο. Τα χρήματα αποτελούσαν μόνο μέρος της ψύχωσης του Τρόι. «Φόρεσε αυτό», της είπε τραβώντας το μπουφάν του Ρόουλι από πίσω. Εκτός από τις δύο μπροστινές δεν υπήρχαν άλλες θέσεις στο βαν. «Δεν κρυώνω πολύ». Η αλήθεια ήταν ότι πάγωνε. Στο υψόμετρο που βρίσκονταν η βροχή έπεφτε ανακατεμένη με χιόνι, αλλά της ήταν αδύνατο να μην είναι αρνητική σε οτιδήποτε προερχόταν από
αυτόν. «Βάλ’ το». Υπάκουσε και η τόσο γνωστή μυρωδιά του γιου της έφτασε στα ρουθούνια της. Πνίγοντας το νέο κύμα τρόμου που την κυρίευσε, προσπάθησε να βρει κάτι να κάνει. Ίσως αν κατάφερνε να βρει ένα σημείο συνεννόησης μαζί του, αν έκανε επίκληση στην ελάχιστη έως ανύπαρκτη καλοσύνη που ίσως διέθετε μέσα του... «Ο Ρόουλι έλαβε μέρος στο πρωτάθλημα του σχολείου παρόλο που ήταν στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου. Έτσι κέρδισε αυτό το μπουφάν» Ίσως ο Τρόι να αισθανόταν περηφάνια ... «Σου είπα να μη φορέσεις αυτό το τζιν». «Δεν είχα καμιά διάθεση να φορέσω σατέν φούστα με αυτό τον καιρό». «Βγάλε το». Έπρεπε να τον λογικέψει. Ήξερε πως αν μπορούσε θα της έκανε κακό. Σωματικά και ψυχικά. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τον ξεγελάσει, να φανεί πιο έξυπνη από αυτόν. Το χιόνι έπεφτε σε πυκνές νιφάδες τώρα σκεπάζοντας τις άκρες του δρόμου. «Θα το βγάλω όταν σταματήσουμε».
Ο Τρόι έστριψε το τιμόνι και βρέθηκαν ξαφνικά σε ένα μικρότερο δρόμο σχεδόν κρυμμένο από το χιόνι. Ύστερα από μισό μίλι περίπου, ο Τρόι σταμάτησε μπροστά σ’ ένα κτίριο με ακανόνιστο σχέδιο που έμοιαζε με κατοικία. Η βεράντα, τα κάγκελά της και η στέγη είχαν σκεπαστεί από το χιόνι. «Ποιανού είναι αυτό το σπίτι;» «Δικό μου», είπε ο Τρόι. «Δε θα βγούμε από το βαν;» τον ρώτησε όταν τον είδε να μένει ακίνητος. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε σαν να επρόκει-το για κάποιο παιχνίδι. «Μ ου αρέσει εδώ, εσένα όχι;» «Όχι ακριβώς». Βγάζοντας ένα καινούριο μεγάλο πακέτο με τσίχλες, πήρε μία με γεύση κανέλας και την έβαλε στο στόμα του. «Μ μ, για φίλημα», είπε. «Θέλεις μία;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Το στόμα της ήταν στεγνό. «Έλα δω...» Την τράβηξε προς το μέρος του. «Δε φοβάσαι, έτσι;» «Ναι», του απάντησε με ειλικρίνεια. «Ο Ρόουλι είναι μέσα;» «Ο Ρόουλι, ο Ρόουλι, ο Ρόουλι... Έτσι όπως μιλάς γι’ αυτόν,
αναρωτιέμαι μήπως έχεις και καμιά άλλη σχέση μαζί του». Η καρδιά της κόντεψε να σταματήσει από τη φρίκη. «Είναι ο γιος μας, Τρόι. Ο γιος σου». Έκλεισε το στόμα της βίαια με το δικό του κοντεύοντας να την πνίξει με τη γλώσσα του. Αισθάνθη-κε τη μαστίχα κανέλας μέσα στο στόμα της. Στην τσέπη του μπουφάν του είχε ένα όπλο. Το κινητό του πρέπει να ήταν στη θήκη της πόρτας του οδηγού. Χρειαζόταν ένα όπλο. Πού θα το έβρισκε όμως; Τι μπορούσε να χρησιμοποιήσει; «Πήγαινε πίσω!» της είπε λαχανιασμένα ενώ τραβιόταν απότομα και σπρώχνοντάς τη βίαια ανάμεσα στα καθίσματα, την ακολούθησε στο πίσω μέρος του βαν. «Πέσε στα τέσσερα». «Τρόι...» Τον απομάκρυνε με τα χέρια της, αλλά στα μάτια του διάβασε μόνο ένα νοσηρό πόθο. «Στα τέσσερα μωρό μου. Έλα. Τώρα βγάλε το τζιν σου αργά, πολύ αργά...» * Ο Χάντερ μπήκε στην κεντρική λεωφόρο με κατεύθυνση το νότο, ύστερα ανατολικά στην οδό Κιτ Κάρ-σον. Δεν ήταν τόσο μακρύς δρόμος όσο ο Κάνιον της Σάντα Φε αλλά ήταν γεμάτος με γκαλερί, εστιατόρια και μερικές πανσιόν. Μ ερικά χιλιόμετρα πιο κάτω
ο δρόμος στένευε καταλήγοντας σ’ ένα μικρότερο, με ισχνά έλατα φορτωμένα χιόνι και στις δύο πλευρές του. Έστριψε σε ένα δρομάκι ακολουθώντας ένα σετ ίχνη από ρόδες για να διαπιστώσει τελικά ότι επρό-κειτο για ένα κόκκινο φορτηγάκι παρκαρισμένο μπροστά σ’ ένα μικρό σπίτι. Έκανε στροφή κι επέστρεψε στον κεντρικό δρόμο, βρίζοντας τον εαυτό του για τον πολύτιμο χρόνο που χάθηκε. Αχ, Τζένι, κάνε κουράγιο. * «Νομίζω ότι θα πάρω εκείνη τη μαστίχα τώρα», είπε η Τζένι με τρεμάμενη φωνή. «Πας να το καθυστερήσεις». Τώρα κουνούσε το όπλο μπροστά της, κάνοντας μια επίδειξη δύναμης. Ο τρόμος της πρέπει να ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό της, όσο κι αν είχε προσπαθήσει να τον κρύψει, επειδή το χαμόγελό του έγινε πλατύτερο. «Μ ε ανάβεις, Τζένι, αγάπη μου», ψιθύρισε ενώ καθόταν απέναντι της. «Μ ε ανάβεις πολύ». «Όχι, όχι...» είπε η Τζένι αδύναμα. Αυτός δεν ήταν ο ίδιος άντρας που είχε παντρευτεί. Ο Τρόι είχε
χαθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό. Δεκαπέντε χρόνια. Και εκείνη δεν είχε καταλάβει ως τώρα σε τι τέρας είχε εξελιχθεί. Ο Ράσελ άρπαξε το πακέτο με τις μαστίχες και της το πέταξε. Η Τζένι τραβήχτηκε πίσω, έπιασε το πακέτο, ύστερα γύρισε και βρέθηκε να κοιτάζει την κάν-νη του περιστρόφου. «Μ ην παίζεις μαζί μου», της είπε ψιθυριστά. Έπρεπε να τον κάνει να συνεχίσει να μιλάει, αλλά είχε σχεδόν παγώσει από τον τρόμο της. «Αν με σκοτώσεις, δε θα πάρεις τα χρήματα», του επισήμανε. «Δεν πρόκειται να σε σκοτώσω», της είπε, σαν να ήταν τελείως βλάκας. «Κατά πώς φαίνεται ο γέρος σου ετοιμάζεται να εγκαταλείψει αυτό τον κόσμο και αυτό σημαίνει ότι όλα τα λεφτά πάνε σε εσένα». «Γιατί σκότωσες τη Μ ισέλ Κάλγκαρι;» «Πίστεψες αυτά που λέει το σκυλάκι σου. Δε σκότωσα τη Μ ισέλ. Έπεσε». «Την έσπρωξες. Σ’ εξόργισε και αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να το αντέξεις. Σου είπε ότι ήταν έγκυος και δεν ήθελες το μωρό της». «Ήταν μια κλαψιάρα. Όλη την ώρα δεν έκανε τί-ποτ’ άλλο από το
να κλαίει». «Σκόπευε να πει στην αστυνομία ότι τη χτυπούσες. Ετοιμαζόταν να σου κάνει αυτό που έπρεπε να είχα κάνει εγώ χρόνια πριν». «Έχεις πολύ άσχημο στόμα», της είπε θυμωμένα. «Όπως και η Μ ισέλ. Έκλαιγε και κλαψούριζε σ’ εκείνο το κάθαρμα τον αδερφό της, αυτόν που πήρες στο κρεβάτι σου. Γιατί το έκανες, έτσι δεν είναι, Τζένι; Έκανες σεξ μαζί του». «Τη σκότωσες», επέμεινε εκείνη. «Τζένι...» Έπιασε το πιγούνι της βίαια και κούνησε το κεφάλι της αργά από τη μια πλευρά στην άλλη. «Η Μ ισέλ δεν άκουγε ποτέ. Το σφάλμα ήταν δικό της. Δεν ήθελε, δεν άκουγε ποτέ! Εσύ πρέπει να με α-κούς. Τώρα, πέσε στα τέσσερα. Μ η με κάνεις να σε αναγκάσω». Θα προτιμούσε ν’ αντιμετωπίσει το περίστροφο παρά να υποταχθεί στις επιθυμίες του. Μ ε αργές κινήσεις τράβηξε μια μαστίχα από το πακέτο, την ξετύλιξε και την έβαλε στο στόμα της. Την παρακολουθούσε όπως ο Μ πένι το σακούλι με το φαγητό του, όταν ερχόταν η ώρα να τον ταΐσει. Ένιωθε παράξενα ψύχραιμη. Έπρεπε να μάθει πού ήταν ο Ρόουλι, αλλά δεν είχε το επάνω χέρι. «Κάνει ζέστη», μουρμούρισε προσπαθώντας να βγάλει το μπουφάν του Ρόουλι.
«Μ ην το βγάζεις», της είπε άγρια. «Γιατί όχι;» Έβγαλε τα μανίκια πρώτα ενώ τον κοιτούσε στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν στο μπουφάν, η ανάσα του έβγαινε καυτή και γρήγορη. «Απλωσέ το κάτω», είπε νευρικά. Έκανε αυτό που της είπε. «Έλα, Βαλ», την παρότρυνε. «Έλα, Τζένι». Εκείνη έμεινε ακίνητη. Ξαφνικά, τα μάτια του γυάλισαν και ξεκουμπώνοντας το παντελόνι άρχισε να χαϊδεύει τον εαυτό του ώσπου τελείωσε, λερώνοντας το μπουφάν με το σπέρμα του. Η Τζένι τον παρατηρούσε απορημένη αλλά και αηδιασμένη. Δεν περίμενε άλλο. Του έδωσε μια γονατιά στα γεννητικά του όργανα με όλη της τη δύναμη. Ο Τρόι δεν το περίμενε βέβαια και διπλώθηκε στα δύο βο-γκώντας. Η Τζένι προσπάθησε να σηκωθεί αλλά της όρμησε και της χτύπησε το κεφάλι με το πλάι του όπλου που γλίστρησε από τα δάχτυλά του. Το χέρι της σφίχτηκε γροθιά και βρέθηκε στο στήθος του. Ένιωσε τα δόντια του να μπήγονται στον ώμο της και έβγαλε μια φωνή. Το χέρι της έψαχνε στα τυφλά για το όπλο. Αντί γι’ αυτό έπιασε το πακέτο με τις μαστίχες. Προσπάθησε να ακινητοποιήσει τα χέρια της. Και οι δύο ανάσαιναν βαριά, λαχανιασμένα. Βάζοντας όλη της τη δύναμη, έχωσε το πακέτο με τις μαστίχες μέσα στο ανοιχτό στόμα του. Ο Τρόι ένιωσε να πνίγεται.
Το έφτυσε και προσπάθησε να τη δαγκώσει πάλι, αλλά η Τζένι αντέδρασε με χέρια και με πόδια. Κατάλαβε ότι η πάλη τους τον διέγειρε. Φαίνεται πως δεν του είχε κάνει αρκετή ζημιά. Τώρα είχαν λαχανιάσει και οι δύο και συνέχιζαν να παλεύουν σιωπηλά. Ο Τρόι άρπαξε τα μπράτσα της αλλά κατάφερε να ελευθερώσει το ένα. Το περίστροφο ήταν στα δεξιά της, πεσμένο στη μοκέτα. Το άρπαξε αλλά της ξέφυγε και πήγε μακρύτερα στο βάθος του βαν. Τη χτύπησε στο πρόσωπο και όρμησε να το πάρει εκείνος. Η Τζένι στριφογύρισε, προσπαθώντας να σηκώσει το ένα γόνατό της ψηλά. Όταν εκείνος μετακινήθηκε για να τη σταματήσει, στριφογύρισε το κορμί της και τεντώνοντας το κορμί της όσο μπορούσε κατάφερε να πιάσει τη λαβή του όπλου. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα τον σημάδευε στο μέτωπο. «Ένα βήμα και σε σκότωσα!» του φώναξε. Ο Τρόι πάγωσε. «Πού είναι ο Ρόουλι;» Δεν της απάντησε. Απλά την κοίταζε ψυχρά. «Πού είναι ο γιος μου;» απαίτησε η Τζένι να μάθει. Το όπλο είχε σφαίρες; Μ πορούσε να πατήσει τη σκανδάλη; Να τον σκοτώσει χωρίς δισταγμό; «Πες μου πού είναι, κάθαρμα!»
«Δεν μπορείς να το κάνεις, έτσι;» «Πού είναι ο γιος μου;» «Αχ, Τζένι». Κοιτώντας την πάντοτε στα μάτια, ο Τρόι τραβήχτηκε πίσω αργά ενώ ένα χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη του. Η Τζένι ήθελε να ουρλιάζει από τη σύγχυση που ένιωθε. Δεν μπορούσε να τον κοιτάζει. Δε θα της έλεγε ποτέ. Τώρα το ήξερε. «Έλα, γλυκιά μου», της ψιθύρισε. «Σταμάτα. Μ η μ’ αγγίζεις. Σε παρακαλώ, Τρόι. Πες μου ότι είναι ζωντανός». «Μ α φυσικά και είναι». Αρπαξε το όπλο από τα παράλυτα δάχτυλά της. Οι ώμοι της Τζένι βουλίαξαν και έκλεισε τα μάτια της. Ήταν χαμένη. Τόσο αποκαμωμένη, που θα μπορούσε να λιποθυμήσει επιτόπου. Το κλικ της ασφάλειας του περιστρόφου έκανε τα βλέφαρά της να ανοίξουν. Το όπλο στόχευε τώρα το πρόσωπό της. «Παρακάλεσέ με λίγο ακόμα, Τζένι. Μ ου αρέσει». Η Τζένι έμεινε βουβή. «Έλα Τζένι. Πες: “Σε παρακαλώ, Τρόι, σε παρακαλώ. Σε
θερμοπαρακαλώ”. Πες το». Μ ε το ελεύθερο χέρι του έπιασε το κουμπί του παντελονιού της όμως η Τζένι το έδιωξε με ένα χτύπημα. «Πες το!» τη διέταξε κατεβάζοντας το φερμουάρ της. Τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από τα δικά του και τον σταμάτησαν. Τότε πίεσε το όπλο δυνατά στο μάγουλό της. «Φοβάσαι; Φοβάσαι, Τζένι... ε;» Έγειρε επάνω της και την πίεσε κάτω στη μοκέτα. «Έλα, μωρό μου», της είπε τραγουδιστά. Ένιωθε το σώμα του να πιέζεται και να τρίβεται επάνω της. «Έλα, έλα, έλα. Πες: “Σε παρακαλώ... Τρόι...”» Τώρα ασχολιόταν με τη δική του ζώνη. Την άνοιξε και άρχισε να κατεβάζει βιαστικά το παντελόνι του. Το χέρι της σφίχτηκε και περίμενε. Θα τον άρπαζε εκεί που πονούσε περισσότερο και θα τον στριφογύριζε με όλη της τη δύναμη. Τώρα η κάννη του όπλου πίεζε το λαιμό της. Ο Τρόι άρχισε να της γλείψει τα χείλη. «Κάποτε σου άρεσε αυτό. Θυμάσαι;» της ψιθύρισε. Πίεζε το σώμα του επάνω της ενώ τα χέρια του προσπαθούσαν να μπουν μέσα στο παντελόνι της. Η Τζένι τεντώθηκε, έτοιμη να χτυπήσει.
Ξαφνικά άνοιξε η πλαϊνή πόρτα του βαν. Τη μια στιγμή ο Τρόι βρισκόταν επάνω της, την άλλη βρέθηκε όρθιος, αρκετά μακριά της. Η Τζένι κατάφερε να σηκωθεί στα γόνατα και σύρθηκε έξω από το βαν, πίσω του. Ο Χάντερ κρατούσε τον Τρόι από το λαιμό και τον έσφιγγε.
κεφάλαιο 19 Χάντερ...» Η Τζένι ήταν έξω από το βαν. Τα μάτια του Τρόι είχαν γυρίσει προς τα πάνω. Το παντελόνι του ήταν πεσμένο στα γόνατά του. Ένα σιγανό, άγριο γρύλισμα την προειδοποίησε να μην κουνηθεί. Αλλά ήταν ο Μ πένι, που έμοιαζε μεταμορφωμένος στη θέα του ανθρώπου που τον είχε χτυπήσει. «Χάντερ», επανέλαβε η Τζένι, «σε παρακαλώ...» «Σκότωσε την αδερφή μου». «Ξέρει πού είναι ο γιος μου». Πέρασε ένα λεπτό. Αργά, ο Χάντερ άφησε τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του από το λαιμό του Τρόι. Κοίταξε για λίγο τον άντρα, που προσπαθούσε να ανασάνει, δίνοντάς του έτσι μια ελάχιστη παράταση ζωής. Ο Τρόι άρχισε να σωριάζεται κάτω, αλλά ο Χάντερ τον άρπαξε με το ένα χέρι και τον έστησε όρθιο. Ο
Μ πένι τον κοιτούσε δείχνοντας τα δόντια του, ενώ ένα χαμηλόφωνο, κακό γρύλισμα έβγαινε σταθερά από το λαιμό του και οι τρίχες στο σβέρκο και τα τέσσερα πόδια του ήταν ανασηκωμένες. Ο Τρόι ξερόβηξε και άγγιξε το λαιμό του ενώ συνερχόταν. Η Τζένι θυμήθηκε καθυστερημένα το όπλο που ήταν κάπου μέσα στο βαν. Ο Χάντερ είπε: «Αν κινηθείς, ο Μ πένι θα σε ξεσκίσει με τα δόντια του ενώ εγώ θα κάθομαι και θα παρακολουθώ». «Μ ε στραγγάλισες», κλαψούρισε ο Τρόι. Το ψυχρό χαμόγελο του Χάντερ ήταν ένας αντίλαλος του γρυλίσματος του Μ πένι. «Όχι αρκετά καλά, όπως φαίνεται». «Πού είναι ο Ρόουλι;» ρώτησε η Τζένι. Ο Τρόι κοίταξε γύρω του. Ήταν φανερό ότι σκεφτόταν πώς να δραπετεύσει. Κοίταξε το παντελόνι του που σχημάτιζε δύο μικρές λιμνούλες γύρω από τους αστραγάλους του και έσκυψε να το σηκώσει. Αμέσως τα δόντια του Μ πένι βρέθηκαν γύρω από τον καρπό του. «Πες της πού είναι ο γιος της», τον προειδοποίησε ο Χάντερ. «Πάρε αυτό το καταραμένο σκυλί από πάνω μου».
Η Τζένι τράβηξε τον Μ πένι από το κολάρο. «Έλα, αγόρι μου. Εδώ». Έτρεμε ολόκληρη από την ανακούφιση. Η άφιξη του Χάντερ της έδωσε τόση μα τόση χαρά. Ο Τρόι ανέβασε το παντελόνι του παραπατώντας λιγάκι. Σαν αστραπή, βρέθηκε να ορμάει προς την ανοιχτή πόρτα του βαν. «Το όπλο!» φώναξε η Τζένι, ενώ ο Μ πένι ξέφευγε από το χέρι της και ορμούσε μ’ ένα σάλτο εναντίον του. Ακολουθούσε ο Χάντερ με διαφορά δευτερολέπτου. Ένας κρότος σαν δυνατή έκρηξη ήρθε από το βαν. To μόνο που μπορούσε να δει η Τζένι ήταν τα πόδια του Χάντερ που κρέμονταν προς τα έξω. «Ο Μ πένι;...» ψιθύρισε με φρίκη. Ο Χάντερ βγήκε αργά έξω. Κούνησε το κεφάλι του και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της Τζένι. Πήγε κοντά της και της σήκωσε τα μαλλιά από το πρόσωπο, ενώ ένα απαλό χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη του καθώς την κοιτούσε. «Όχι», μουρμούρισε, «Ο Μ πένι έχει τα σαγόνια του γύρω από το λαιμό του Ράσελ. Το κάθαρμα, πυροβόλησε το ίδιο του το πόδι». * Τρεις ώρες αργότερα, με τον Τρόι στο νοσοκομείο Σεν Βίνσεντ φρουρούμενο από αστυνομικούς ενώ πε-ρίμενε να χειρουργηθεί το
θρυμματισμένο πόδι του, ο Χάντερ και η Τζένι κάθονταν στην αίθουσα αναμονής. Ο υπαστυνόμος Ορτέγκα τους είχε συναντήσει εκεί — και είχε διατάξει τον Χάντερ να πάει στα επείγοντα περιστατικά να του φροντίσουν το τραύμα. Όταν η Τζένι έμεινε μόνη με τον Ορτέγκα, κάθισε σε μια καρέκλα. Η αγωνία της ήταν τόση, που έδενε και έλυνε νευρικά τα χέρια της. «Θα τον βρούμε τον Ρόουλι», της είπε ο υπαστυνόμος. Δεν ήξερε τι να του πει. Ζητώντας του συγνώμη, πήγε να δει τον πατέρα της που καθόταν στο κρεβάτι και έδειχνε πολύ καλύτερα. Η Νάταλι καθόταν σε μια καρέκλα κοντά του, με τα πόδια σταυρωτά, κομψή και συγκροτημένη όπως πάντα. «Τζένι», είπε ο Αλεν ανήσυχος μόλις την είδε. «Είμαι εντάξει». Τους ενημέρωσε γρήγορα για όσα είχαν γίνει. Τόσο ο πατέρας της όσο και η Νάταλι την παρακολουθούσαν με μεγάλη σοβαρότητα. Όταν τελείωσε την αφήγησή της, ο Άλεν τη ρώτησε «Ο Ράσελ το έκανε αυτό;» «Ποιο;» Της έδειξε το πρόσωπό της.
Τα δάχτυλά της ψηλάφισαν το πρήξιμο που μεγάλωνε και τις αμυχές στο σημείο όπου την είχε χτυπήσει. «Α, αυτό». «Ελπίζω να σαπίσει στην κόλαση», μουρμούρισε ο πατέρας της. «Δε μας είπε πού είναι ο Ρόουλι. Ούτε ο Μ πένι δεν κατάφερε να του το αποσπάσει». «Θα τον βρουν», της είπε, επαναλαμβάνοντας τη φράση του Ορτέγκα. Η Τζένι χαμογέλασε άψυχα. «Πώς είναι ο Κάλγκαρι;» ρώτησε ο Αλεν άκεφα, σαν να το είχε μόλις σκεφτεί. «Τον φροντίζουν οι γιατροί». «Τζένι...» «Μ η μου πεις τι πρέπει να αισθάνομαι γι’ αυτόν. Ξέρω τι νιώθω. Τον αγαπώ και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό». «Έσωσε τη ζωή σου, πες του λοιπόν ένα ευχαριστώ και άφησε το πράγμα εκεί». «Αλεν», μουρμούρισε η Νάταλι αποδοκιμαστικά. «Σταμάτα, εντάξει;» είπε και η Τζένι. «Καλά, καλά». Σήκωσε τα χέρια του ψηλά, σαν να μην άντεχε την κριτική τους, και αμέσως μετά τ' άφησε να πέσουν αδύναμα στα πόδια του.
«Ο Χάντερ Κάλγκαρι είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί ποτέ. Ως τώρα, το μόνο που έχω κάνει είναι να πηγαίνω κόντρα στις συμβουλές και τις επιθυμίες του και νομίζει πως είμαι ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που ο μπαμπάς του το γλιτώνει συνέχεια από τους μπελάδες χρησιμοποιώντας τα λεφτά του». «Αυτό δεν είναι αλήθεια. Ζεις με τις δικές σου δυνάμεις εδώ και χρόνια — όσο κι αν δε θέλω να το παραδεχτώ». Η Τζένι άρχισε να γελάει. Της ήταν αδύνατο να κρατηθεί. «Μ ην προσπαθείς να γίνεις λογικός τώρα. Όχι ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να με μπερδέψεις». Η Νάταλι ανασήκωσε το ένα φρύδι της χαμογελαστή. Ήταν φανερό ότι διασκέδαζε με αυτά που έλεγαν πατέρας και κόρη. Τελικά, ίσως να μην ήταν τόσο κακή όσο πίστευε η Τζένι όλα αυτά τα χρόνια. «Θέλω να είσαι με κάποιον που σου αξίζει», επέ-μεινε ο Άλεν πεισματάρικα. «Παραδέχομαι ότι ο Κάλγκαρι σ’ έσωσε και θεωρώ ότι του αξίζει μια ανταμοιβή. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι ένας άνεργος πρώην αστυνομικός, μια ξοφλημέ-νη περίπτωση ανθρώπου». Η Τζένι αναστέναξε. Ο πατέρας της δε θ’ άλλαζε ποτέ. Παίρνοντας το αδιάβροχο και την τσάντα της, τον κοίταξε σοβαρά, επίμονα.
Ο Αλεν συνοφρυώθηκε, διαισθανόμενος μια παγίδα. «Θα γίνει γαμπρός σου», του δήλωσε. «Αν με θέλει βέβαια». * «Δεν άπλωσες χέρι επάνω του, έτσι;» ρώτησε ο Ορτέγκα τον Χάντερ όταν ο γιατρός τελείωσε με το χέρι του. Ο Ορτέγκα είχε δει τα μπλε και μοβ σημάδια στο λαιμό του Ράσελ. «Καθόλου», είπε ψέματα ο Χάντερ κεφάτος. Ο Ορτέγκα μούγκρισε κάτι. «Πάντως θ’ αρχίσει να ουρλιάζει για τη βιαιότητα της αστυνομίας. Είναι το στιλ του». «Προσπάθησε να βιάσει την Τζένι με την απειλή του όπλου του». «Ωραία», μουρμούρισε ο Ορτέγκα κάνοντας ένα μορφασμό. «Ο Μ πένι αξίζει μετάλλιο. Υπάρχει τίποτα για το σκυλίσιο θάρρος;» Ο Ορτέγκα μούγκρισε πάλι κάτι. Βγήκαν από το χώρο των πρώτων βοηθειών μαζί. «Είσαι ένας πολύ τυχερός μπάσταρδος», παρατήρησε ο Ορτέγκα. «Η σφαίρα θα μπορούσε να σου είχε θερίσει κυριολεκτικά το χέρι». Ο Χάντερ κατένευσε σοβαρά, αλλά σκεφτόταν τον Τρόι που είχε
σημαδέψει τον ίδιο του το γιο, τον μοναδικό γιο του. Μ ια στιγμή τρέλας; Πιθανόν. Αλλά θα μπορούσε να έχει θανάσιμα αποτελέσματα. Η Τζένι τους συνάντησε στην αίθουσα αναμονής. Το όμορφο πρόσωπό της ήταν χλομό και τραβηγμένο. «Πώς είσαι;» τον ρώτησε. «Μ ε παυσίπονα». «Είναι μια χαρά». Ο Ορτέγκα διαισθάνθηκε την ανησυχία της. «Θα περιμένω να βγάλουν τον Ράσελ από το χειρουργείο. Γιατί δεν πάτε να ξεκουραστείτε εσείς οι δυο;» Ο Χάντερ και η Τζένι τον άφησαν στα ασανσέρ και βγήκαν έξω. Το λυκόφως είχε απλωθεί και το χιόνι έλαμπε γαλαζωπό στο φως της ημέρας που ξεθώρια-ζε. «Σκέφτομαι συνεχώς ότι θα εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή. Ίσως να ξέφυγε από τον Τρόι». Ο Χάντερ κατένευσε. «Πάμε να δούμε αν υπάρχει κάποιο μήνυμα στον τηλεφωνητή σου». «Θα οδηγήσω εγώ». Δυστυχώς, δεν υπήρχε κανένα μήνυμα, αλλά τρεις φορές είχαν καλέσει τον αριθμό της και το είχαν κλείσει. Τα τρία
τηλεφωνήματα είχαν διαφορετικό κωδικό πόλης. «Ίσως ήταν ο Ρόουλι!» είπε η Τζένι και η ελπίδα αναζωπυρώθηκε στην καρδιά της. Τα αυτιά του Μ πένι τεντώθηκαν ακούγοντάς την και η ουρά του άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε. «Η τελευταία κλήση ήταν νωρίς σήμερα το πρωί», παρατήρησε ο Χάντερ. Μ ια ξαφνική σιωπή έπεσε ανάμεσά τους, μια σιωπή δυσοίωνη. Υπήρχαν πολλά που έπρεπε να συζητηθούν, αλλά κανένας από τους δύο δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει. Τελικά, η Τζένι ξερόβηξε. «Ξέρω ότι είσαι ακόμα κάπως ζαλισμένος ύστερα από όλα αυτά, αλλά τουλάχιστον άσε με να σου ζητήσω συγνώμη. Δεν έπρεπε να φύγω χωρίς να σου πω πού πάω. Απλά δεν ήθελα να πάθεις κάποιο κακό». Ο Χάντερ ανασήκωσε τους ώμους του. «Άσε με να σου κάνω μια ερώτηση». Έκανε μια παύση: είχε θυμηθεί το παιχνίδι τους. Χαμογελώντας αχνά, πρόσθε-σε: «Έπειτα, μπορείς να μου κάνεις εσύ μια ερώτηση». Η Τζένι τον κοίταξε. «Εντάξει». «Εξέθεσες τον εαυτό σου σε μεγάλο κίνδυνο. Νομίζεις ότι εγώ δε θα νοιαζόμουν αν σου συνέβαινε κάτι;» Τον κοίταξε κατάματα, καταλαβαίνοντας τη σοβαρότητα των
λόγων του. «Το λες σοβαρά;» «Επιμένεις να ξεχνάς τους δικούς σου κανόνες. Απάντησε πρώτα και μετά ρωτάς». Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν από τη χαρά που ένιωσε, παρά την αγωνία της για τον Ρόουλι. «Σκεφτόμουν τον ώμο σου. Δεν ήθελα να βρεθείς αντιμέτωπος με τον Τρόι, επειδή φοβόμουν ότι θα μπορούσε να σου κάνει κακό. Δε θ’ άντεχα τις τύψεις αν σου συνέβαινε κάτι εξαιτίας μου». «Χρειαζόσουν προστασία», επέμεινε ο Χάντερ. «Αυτός ήταν ο λόγος που με προσέλαβε ο πατέρας σου, και ξέρεις ότι θα έκανα τα πάντα για να σε προστατέψω από τον Τρόι. Εσύ όμως μου το κράτησες μυστικό και παραλίγο να φτάσω εκεί πολύ αργά!» Έβαλε ένα δάχτυλο επάνω στα χείλη του. «Σσσ. Ξεχνάς τους κανόνες. Τώρα είναι η σειρά μου να ρωτήσω». Παύση. «Πάντως, σου ζήτησα συγνώμη». «Ποια είναι η ερώτηση;» Τώρα ήταν κάπως πιο ήρεμος. «Δεν είμαι σαν την πρώην γυναίκα σου, Χάντερ. Ξέρω ότι με θεωρείς ένα κακομαθημένο πλουσιοκόρι-τσο που νομίζει ότι μπορεί να εξαγοράσει τους πά-ντες και τα πάντα. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Όμως μην περιμένεις να ενεργήσω λογικά όταν έχω χάσει το γιο μου και ένας Θεός ξέρει πού μπορεί να βρίσκεται». Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Όμως χαίρομαι που ήρθες εκείνη τη στιγμή»,
πρόσθεσε σιγανά. «Σ’ ευχαριστώ». Ο Χάντερ άπλωσε το αριστερό του χέρι προς το μέρος της κι εκείνη έτρεξε να χωθεί στην αγκαλιά του, ν’ ακούσει τον χτύπο της καρδιάς του και να βεβαιωθεί πως τώρα ήταν ασφαλής. Ο Χάντερ εισέπνευσε βαθιά το διακριτικό άρωμά της, απολαμβάνοντας αυτήν τη στιγμή της οικειότητας. Το παιχνίδι τους, για την ώρα τουλάχιστον, είχε τελειώσει. «Νομίζεις ότι ο Ρόουλι είναι ζωντανός;» τον ρώτησε τελικά. «Ναι, το πιστεύω. Νομίζω ότι ήταν αυτός που τηλεφώνησε». «Μ α, τότε, πού είναι;» Ακουμπώντας το μάγουλό του στα μεταξένια της μαλλιά, ο Χάντερ αναρωτήθηκε το ίδιο πράγμα. * Αν της το έλεγαν, δε θα το πίστευε ότι είχε αποκοιμηθεί. Και παρόλο που το μυαλό της δούλευε εντατικά, το σώμα της ήταν ξεκούραστο. Αυτή και ο Χάντερ είχαν περάσει άλλη μια νύχτα στον καναπέ και το πρωί ξύπνησαν από μόνοι τους. Στις εννιά χτύπησε το τηλέφωνο. «Δώσε μου τον Κάλγκαρι», γάβγισε ο Ορτέγκα στο τηλέφωνο, εκνευ-ριστικός όπως πάντα. Ο Χάντερ συνοφρυώθηκε. «Εμπρός;»
«Αυτή η αναθεματισμένη βροχή έφερε τον αλήτη το φίλο σου πάλι εδώ και βρομάει σαν χωματερή σκουπιδιών. Έλα να τον πάρεις από εδώ. Δε μου λες; Εργάζεσαι για τη αστυνομία, ναι ή όχι; Αν ναι, τσακίσου κι έλα εδώ». «Θα πάω την Τζένι στο Τάος να πάρει το αυτοκίνητό της». «Τι καλά! Λοιπόν, ο Ράσελ φαίνεται πως θα περπατήσει πάλι, δυστυχώς. Φαντάσου, να πυροβολήσει το πόδι του μόνος!» Γέλασε τραχιά. «Θα περάσω για τον Όμπι». Δίστασε. «Κάτι για το αγόρι;» Είδε την Τζένι να σφίγγεται και να κοιτάζει προς το μέρος του. «Τίποτα». «Τι είπε;» ρώτησε η Τζένι τον Χάντερ όταν κατέβασε το ακουστικό. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Θα τον “σπάσουμε” τον Ράσελ. Θα τον αναγκάσουμε να μιλήσει». «Αλλά κάθε ώρα που περνάει είναι...» Σταμάτησε της ήταν αδύνατο να συνεχίσει. «Έλα, πάμε. Θα σταματήσουμε στο Τμήμα να δω τι μπορώ να κάνω για τον Όμπι κι έπειτα θα πάμε να πάρουμε το αυτοκίνητό σου».
«Ποιος είναι ο Όμπι;» τον ρώτησε αδιάφορα. «Ένας γέρος, μάλλον τρελός, που δε συμπαθεί τη βροχή». Το χιόνι είχε λιώσει σχηματίζοντας λιμνούλες. Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει σιγανά αλλά η καταιγίδα είχε περάσει. «Αυτή πρέπει να ήταν και η τελευταία για φέτος», σχολίασε ο Χάντερ. «Κανονικά, δεν έχουμε και πολλή βροχόπτωση εδώ γύρω». Η Τζένι κοίταζε έξω από το πλαϊνό παράθυρο του τζιπ. «Είχα κάνει τόσα όνειρα για το εστιατόριό μου, για μια καινούρια ζωή. Δε με νοιάζει τίποτα όμως. Το μόνο που έχει σημασία είναι να βρεθεί ο Ρόουλι». «Θα τον βρούμε», της είπε ο Χάντερ σκυθρωπός αλλά σε αποφασιστικό τόνο. «Θα είχε έρθει στο σπίτι ως τώρα. Δε θα με άφηνε ν’ ανησυχώ». «Μ η σκέφτεσαι έτσι». «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς». Η φωνή της βγήκε πνιχτή. Ο Χάντερ άπλωσε το πληγωμένο του χέρι, ανασήκωσε το μουσκεμένο από τα δάκρυα πρόσωπό της προς το μέρος του και το βλέμμα του πήγε στη μελανιά στο μάγουλό της. «Σ’ αγαπώ», της είπε.
Τα δάκρυα κύλησαν πάλι στα μάγουλα και από εκεί στα χέρια της. Τον αγαπούσε κι εκείνη, αλλά ο Ρόουλι ήταν ακόμα κάπου εκεί έξω. Μ όνος; Πληγωμένος; Δεν ήξερε. * Ο Όμπι Λόγκερφιλντ χτυπούσε τα πόδια του δυνατά έξω από την πόρτα του αστυνομικού τμήματος. Τα δάχτυλά του ήταν παγωμένα. Δε φορούσε το πό-ντσο του και αυτό έκανε χειρότερη την κατάσταση. Να πάρει ο διάολος όποιον ανακάλυψε τη βροχή. Ο υπαστυνόμος στεκόταν μέσα από την πόρτα με τα χέρια στους γοφούς και ύφος περιφρονητικό. Κακός άνθρωπος. Ώσπου, προς μεγάλη έκπληξη του Ό-μπι, δηλαδή κόντεψε να πάθει σοκ, ο υπαστυνόμος άνοιξε απότομα την πόρτα και τον πρόσταξε: «Λοιπόν, μπες μέσα». «Ευχαριστώ, κύριε», είπε ο Όμπι με σεβασμό καθώς περνούσε το κατώφλι και γέμιζε το πάτωμα με τα νερά της βροχής. «Στάσου εκεί». Ο αστυνόμος του έδειξε ένα σημείο που είχε πλαστικό δάπεδο. Αρκετός χώρος για ένα γέρο αλήτη, σύμφωνα με τον Ορτέγκα. «Θα ήθελα να δω τον ντετέκτιβ Κάλγκαρι», είπε ο Όμπι βγάζοντας το πλεχτό σκούφο από το κεφάλι του. Ο Ορτέγκα του έριξε μια ματιά. «Γιατί ήρθες τόσο δρόμο; Για να
τον αναγκάσεις να σε πάει πάλι πίσω;» Ο Όμπι τέντωσε το στέρνο του. «Έχω ένα σημαντικό μήνυμα να του δώσω». «Ναι, καλά. Όλα σημαντικά είναι». Κοιτάζοντας τη λιμνούλα που είχε σχηματισθεί γύρω από τα πόδια του Όμπι, κούνησε το κεφάλι του επιτιμητικά και επέστρεψε στο γραφείο του. Η Τζένι καθόταν παγωμένη στο τζιπ, δίπλα στον Χάντερ, προσπαθώντας ν’ απασχολήσει το μυαλό της με καθημερινά ζητήματα, για να πάψει να σκέφτεται τον Ρόουλι. «Πρέπει να τηλεφωνήσω στην Γκλόρια», είπε άχρωμα. «Ξέρεις ότι η Γκλόρια μπορεί να διευθύνει μόνη της το εστιατόριο. Όσο για τα τιμολόγια και τα παρόμοια, μπορούν να περιμένουν την επιστροφή σου». «Τι θα συμβεί αφού πάρω το αυτοκίνητό μου; Πόσες ώρες θα πρέπει να περιμένω ώσπου;...» Ο Χάντερ τη διέκοψε. «Ο Τρόι θα μιλήσει», επανέλαβε σκυθρωπός αλλά πολύ σίγουρος γι’ αυτό που έλεγε. «Δεν ξέρω...» Τον είχε απέναντι της, κάτω από την κάννη του όπλου, και δεν της είχε πει λέξη. Ήξερε πως η Τζένι ήταν
αποφασισμένη για όλα και πάλι δεν είπε λέξη. Σταμάτησαν ένα τετράγωνο πριν από το Τμήμα. Ο Χάντερ άνοιξε την πόρτα και η Τζένι βγήκε έξω στον βρεγμένο δρόμο, αποφεύγοντας το βρόμικο χιόνι που ήταν μαζεμένο στις άκρες του. Στο Τμήμα όλα τα φώτα ήταν αναμμένα. Ο Χάντερ κράτησε την πόρτα για την Τζένι κι εκείνη μπήκε μέσα. Μ ια απροσδιόριστη μπόχα χτύπησε τα ρουθούνια της και κοίταξε προς τον λιγδωμένο κουρελή γέροντα που στεκόταν δίπλα στην είσοδο τρέμοντας από το κρύο. Τα μουσκεμένα ρούχα του είχαν σχήματίσει μια λιμνούλα γύρω από τα πόδια του, αλλά κρατούσε τον καφέ πλεκτό σκούφο του στα χέρια με σεβασμό. «Ώστε ο Ορτέγκα σε άφησε να περάσεις μέσα», είπε ο Χάντερ. «Πού είναι το παλτό σου;» «Έπρεπε να το δώσω κάπου». «Ποιος ήταν ο τυχερός αποδέκτης;» «Ένας φίλος που το χρειαζόταν πιο πολύ». Ο Χάντερ πρόσεξε ότι η πόρτα του γραφείου του Ορτέγκα ήταν ανοιχτή. «Μ είνε εδώ ένα λεπτό». Έκανε νόημα στην Τζένι να τον ακολουθήσει. Ο Όμπι φώναξε: «Πρέπει να σου δώσω κάποια πληροφορία,
ντετέκτιβ Κάλγκαρι». «Θα επιστρέφω αμέσως και θα σε πάμε στο σπίτι σου». Πέρασε το χέρι του στην πλάτη της Τζένι και την οδήγησε μέσα. «Αυτός είναι ο Όμπι», της είπε στο αυτί. «Φαίνεται πολύ καλός άνθρωπος», παρατήρησε η Τζένι προχωρώντας για το γραφείο του Ορτέγκα. «Έδωσε το πόντσο του σε κάποιον που το χρειαζόταν περισσότερο». Ο Χάντερ χαμογέλασε. «Δύσκολο να φανταστείς κάποιον σε χειρότερη κατάσταση από τον Όμπι». Περνώντας το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας, είπε στον Ορτέγκα: «Η φιλευσπλαχνία σου είναι συγκλονιστική». «Μ ην αρχίζεις τις κολακείες μαζί μου. Πάρε τον βρομιάρη φίλο σου από δω και αγόρασέ του ένα φτηνό αδιάβροχο. Γέμισε το Τμήμα με την μπόχα του». «Πότε μπορώ να δω τον Ράσελ;» Ο Ορτέγκα τον κοίταξε ερευνητικά. «Θα έρθεις πίσω στην παλιά σου δουλειά;» «Εξαρτάται από το πότε μπορώ να δω τον Ράσελ». Ο Χάντερ κοίταξε την Τζένι, η οποία είπε: «Ξέρει πού βρίσκεται ο γιος μου».
«Το ξέρω αυτό, κυρία Χόλογουεϊ. Ο Ράσελ είναι άσχημα μπλεγμένος αυτήν τη φορά. Πυροβόλησε τον Χάντερ στην Καλιφόρνια· επιπλέον, πήρε έναν ανήλικο σε άλλες Πολιτείες χωρίς την έγκριση του κηδεμόνα του». Έσφιξε τα χείλη του. «Υπάρχει και μια δεύτερη καταγγελία για απαγωγή στο Νέο Μ εξικό...» Έγειρε το κεφάλι του προς την Τζένι. «Για να μην αναφέρω την επίθεση και την απόπειρα βιασμού. Ο αστυνόμος Πέρκινς έχει ορίσει ήδη μερικούς ντε-τέκτιβ που περιμένουν να τον ανακρίνουν». Ο Χάντερ κοίταξε άγρια τον Ορτέγκα, ο οποίος πρόσθεσε νευρικά: «Εσύ είσαι έξω από αυτή την υπόθεση, Κάλγκαρι. Για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς, η σφαίρα που δέχτηκες». Το βλέμμα της Τζένι πήγαινε ανήσυχο από τον ένα στον άλλο. «Τι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει ότι δεν μπορώ να μιλήσω εγώ με τον Ράσελ», γρύλισε ο Χάντερ. «Η αστυνομία δε θέλει να ρισκάρει να βρεθεί με μια μήνυση σε βάρος της», εξήγησε ο Ορτέγκα. «Θα κρατούσαν τον Χάντερ Κάλγκαρι και τον Ράσελ σε διαφορετικές Πολιτείες, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο». «Λοιπόν, πότε θα μιλήσουν αυτοί οι ντετέκτιβ μαζί του;» θέλησε να μάθει η Τζένι.
«Σύντομα». Δεν της άρεσαν όσα άκουσε. Δεν πίστευε ότι θα έφερναν κάποιο αποτέλεσμα. Ο Τρόι δε θα μιλούσε για τον Ρόουλι τόσο εύκολα. Γιατί να το έκανε; Σε ό,τι είχε σχέση με το γιο του, πίστευε ότι μπορούσε να κάνει τα πάντα ατιμώρητα. Ο αστυνόμος Ορτέγκα ήθελε να συζητήσει μερικές πτυχές της υπόθεσης πιο διεξοδικά με τον Χάντερ και η Τζένι το κατάλαβε. Βγήκε από το γραφείο, κάνοντας νόημα στον Χάντερ ότι θα τον περίμενε στο διάδρομο. Βηματίζοντας πάνω κάτω, ένιωθε σαν να ζούσε έναν εφιάλτη, ο οποίος δε θα τελείωνε ώσπου να μάθει κάτι για το γιο της. Κάθισε βαριά στον ξύλινο καναπέ. Διαπιστώνοντας ότι ο Όμπι περίμενε ακόμα υπομονετικά στο μικρό χολ, υπενθύμισε στον εαυτό της ότι έπρεπε να είναι ευγενής και σηκώθηκε αμέσως επάνω. Ο Όμπι έδειχνε άνθρωπος που νοιαζόταν για τους άλλους και του άξιζε κάτι περισσότερο από το να περιμένει σε εκείνο το σημείο. «Εσείς, κύριε», του φώναξε. «Γιατί δεν έρχεστε να καθίσετε;» «Ω, δε θα του άρεσε καθόλου του αστυνόμου αυτό». «Έχετε παγώσει από το κρύο. Εδώ είναι πιο ζεστά. Θέλω να έρθετε μέσα». Του άπλωσε το χέρι της.
Ο Όμπι δίστασε, τα μάτια του πήγαν επιφυλακτικά προς την ανοιχτή πόρτα του Ορτέγκα. Οι έντονες φωνές των ανθρώπων της εξουσίας έδειχναν να τον φοβίζουν. «Ελάτε», τον παρότρυνε η Τζένι. Ο Όμπι μπήκε στο φωτεινό δωμάτιο μισοκλείνο-ντας τα μάτια του. Τα μαλλιά του έμοιαζαν με ποντι-κοφωλιά. Η Τζένι αμφέβαλλε αν τα είχε χτενίσει εδώ και χρόνια. Πάντως, ήταν φανερό ότι ντράπηκε, γιατί προσπάθησε να τα τραβήξει πίσω από τα αυτιά — και σήκωσε το πιγούνι του. Η γενειάδα του ήταν μα-δημένη. Γύρω από το βρόμικο λαιμό του φορούσε ένα κολιέ με ιμιτασιόν ροζ μαργαριτάρια. Το βλέμμα της Τζένι έμεινε καρφωμένο επάνω τους. Το χέρι της ανέβηκε τρέμοντας στο λαιμό της. «Πού... πού το βρήκες;» ψιθύρισε, χάνοντας τη φωνή της για μια στιγμή. Ο Όμπι κοιτάχτηκε θορυβημένος. «Ποιο;» «Το κολιέ». «Α!» Το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. «Είναι από το φίλο μου». «Αυτόν που του έδωσες το πόντσο σου;»
Ο Όμπι κούνησε το κεφάλι του ζωηρά. Η Τζένι ξεροκατάπιε, ανασαίνοντας με αφάνταστη δυσκολία. «Αυτός ο φίλος σου είναι ένα αγόρι στην εφηβεία;» Ο Όμπι σήκωσε το πιγούνι του με αξιοπρέπεια. «Δε ρώτησα ποτέ την ηλικία του. Δε θα ήταν ευγενικό». «Το όνομά του είναι... Ρόουλι;» «Τον ξέρεις!» είπε ο Όμπι ενθουσιασμένος. Η Τζένι παραπάτησε. Απλωσε τα χέρια της για να κρατήσει την ισορροπία της, αποκαμωμένη από τη συγκίνηση, έτοιμη να λιποθυμήσει. Ο Όμπι όρμησε και την έπιασε. «Ντετέκτιβ Κάλγκαρι!» φώναξε. Ο Χάντερ πετάχτηκε ενστικτωδώς από την καρέκλα του ακούγοντας τον τόνο της φωνής του Όμπι. Βλέποντας την Τζένι στην αγκαλιά του, έτρεξε και την τράβηξε απαλά από τα χέρια του. «Τζένι!» ψιθύρισε, ανήσυχος από τη χλομάδα της και τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της. Αλλά ένα χαμόγελο τρεμόπαιζε στα χείλη της. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Τέντωσε ένα δάχτυλο προς το μέρος του Όμπι και άγγιξε το κολιέ με τις ροζ πέρλες που είχε ο γέρος στο λαιμό του. Ο Χάντερ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Θυμόταν αυτές τις πέρλες από τις ημέρες του Πουέρτο Βαγιάρ-τα — η Τζένι είχε πει ότι
ήταν δώρο γενεθλίων. «Αυτό το πήρες από τον Ρόουλι Χόλογουεϊ;» ρώτησε τον Όμπι απότομα. «Είναι δώρο!» δήλωσε ο Όμπι. «Δώρο, κύριε!» Η Τζένι κατένευσε. «Και αυτός έδωσε στον Ρόουλι το πόντσο του!» «Τι πράγμα;» ρώτησε απότομα ο Ορτέγκα από πίσω τους. Αλλά ο Χάντερ βοηθούσε ήδη την Τζένι να σηκωθεί και έσπρωχνε τον Όμπι έξω από την πόρτα. * Η σκηνή του Όμπι ήταν κυκλωμένη από το χιόνι. Ο Χάντερ φρενάρισε απότομα μπροστά της, αλλά πριν ακόμα προλάβει να βάλει χειρόφρενο η Τζένι είχε πεταχτεί έξω. Έτρεξε στη σκηνή και τράβηξε στο πλάι το ύφασμα που έπαιζε το ρόλο πόρτας. Ο Ρόουλι ανασήκωσε το κεφάλι, πήρε μια κοφτή ανάσα και μόλις την είδε να μπαίνει έτρεξε να την αγκαλιάσει. Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και έκρυψε το κεφάλι του στον ώμο της. Η Τζένι γελούσε κι έκλαιγε συγχρόνως, μόνο που τα δάκρυά της τώρα ήταν δάκρυα χαράς. «Αγάπη μου! Καρδιά μου! Ω Θεέ μου! Πόσο μου έλειψες! Φοβόμουν τόσο για εσένα». «Προσπάθησα να τηλεφωνήσω...» Η φωνή του πνίγηκε. «Αλλά
δεν ήσουν εκεί. Φοβήθηκα μήπως αυτός...» «Σσσ. Μ η μιλάς», τον πρόσταζε χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. Ύστερα τον ρώτησε: «Πώς τα κατάφερες να έρθεις ως εδώ;» «Πού είναι αυτός;» ρώτησε το αγόρι φοβισμένα. Ο Χάντερ έβαλε το κεφάλι του μέσα στη σκηνή. «Ο Τρόι είναι στα χέρια της αστυνομίας», τον πληροφόρησε. Τα χέρια του αγοριού που έσφιγγαν με δύναμη τη μητέρα του χαλάρωσαν τώρα. «Είσαι καλά;» ρώτησε τον Χάντερ. «Νόμισα πως σε πυροβόλησε». Ο Χάντερ πήρε βαθιά ανάσα και είπε: «Θα σου τα πω όλα. Δε θα ήθελες να συνεχίσουμε την επανένωσή μας σε πιο καθαρό αέρα;» Ο Ρόουλι κοίταξε το βρόμικο πόντσο που του είχε δανείσει ο Όμπι και είπε: «Φαίνεται πως το συνήθισα». Το έβγαλε και είπε στον Όμπι σοβαρά: «Σ’ ευχαριστώ». «Κράτησέ το», ήταν η γενναιόδωρη απάντηση του γέρου. * Κατάφεραν να πείσουν τον Όμπι ότι αυτός το χρειαζόταν περισσότερο από τον Ρόουλι. Στη διαδρομή της επιστροφής στο σπίτι τους, ο Ρόουλι καθόταν στο πίσω κάθισμα με την Τζένι. Κρατώντας τη μητέρα του πολύ κοντά του, τους διηγήθηκε τι είχε
συμβεί, ξεκινώντας από το σημείο της απόδρασής του από τον Τρόι και προσθέτοντας: «Ξέφυγα περίπου μια ώρα αφού περάσαμε τα σύνορα της Καλιφόρνιας και μπήκαμε στην Αριζόνα. Έτρεχα κι έτρεχα κι έτρεχα. Κάποια στιγμή γύρισα ξανά στο δρόμο και με πήρε ένα φορτηγό. Δεν ήθελα να κάνω οτοστόπ. Ξέρω ότι είναι επικίνδυνο μαμά, αλλά ήταν καλύτερο από το να πέσω πάνω στον Τρόι. »Λίγο έξω από το Φοίνιξ με πήρε ένα ζευγάρι που οδηγούσε ένα αγροτικό αμάξι. Ύστερα, ένας γέρος μεθυσμένος που με δυσκολία κρατιόταν επάνω στο δρόμο. Πρέπει να μάθω να οδηγώ», πρόσθεσε σοβαρά. «Αμέσως. Σκέψου, αναγκάστηκα να κρατώ το τιμόνι στη μισή διαδρομή για να μη μας βγάλει έξω από το δρόμο». Η Τζένι είπε μόνο: «Χαίρομαι τόσο μα τόσο πολύ που είσαι καλά». «Μ ετά μπήκαμε στο Νέο Μ εξικό και φοβήθηκα μήπως μ’ έβρισκε. Φοβόμουν για όλους». Ο Ρόουλι έριξε μια ματιά στο μπροστινό κάθισμα, στον Χά-ντερ που οδηγούσε με στωικότητα. «Έτσι, όταν αναγνώρισα τους λόφους, βγήκα από το αυτοκίνητο και πήγα να βρω τον Όμπι. Μ ου είπε ότι θα πήγαινε να βρει τον Χάντερ. Μ ου είχες πει ότι ο Χάντερ σου είχε τηλεφωνήσει, οπότε ήξερα πως ήταν ακόμα ζωντανός...» Πήρε μια κοφτή ανάσα και την άφησε να βγει αργά. «Αυτός σου το έκανε αυτό;» ρώτησε κοιτάζοντας τη μελανιά στο πρόσωπο της Τζένι. «Ούτε ο ίδιος όμως έφυγε ασημάδευτος».
Το πρόσωπο του Ρόουλι σκοτείνιασε. «Θα τον σκοτώσω». «Υπάρχουν μερικοί που προηγούνται», είπε ο Χάντερ σέρνοντας τη φωνή του. «Θα πρέπει να περιμένεις τη σειρά σου». Φτάνοντας στις παρυφές της Σάντα Φε, η Τζένι φώναξε: «Γιατί δεν πάμε στο ράντσο σου, Χάντερ;» Ο Ρόουλι τέντωσε τ’ αυτιά του. «Ράντσο;» «Εσύ συμφωνείς;» τον ρώτησε ο Χάντερ. «Πού είναι ο Μ πένι;» «Μ πορούμε να περάσουμε να τον πάρουμε», απάντησε η Τζένι. Μ ια ώρα αργότερα, πετάγονταν και οι τέσσερις έξω από το τζιπ. Υπήρχε ακόμα χίονι, αλλά έλιωνε πολύ γρήγορα. Ο Μ πένι γάβγισε χαρούμενα και άρχισε να τρέχει γύρω από το σπίτι. Η Τζένι δεν ήθελε ν’ αφήσει το γιο της από κοντά της, αλλά ο Ρόουλι ανυπομονούσε να παίξει με το σκύλο. «Νιάτα», είπε ο Χάντερ ξεκλειδώνοντας την πόρτα. «Έχουν μια εκπληκτική δύναμη να συνέρχονται». Άναψε τη φωτιά στο τζάκι ενώ η Τζένι στεκόταν στο κέντρο του δωματίου. «Εδώ νιώθω περισσότερο σαν στο σπίτι μου», είπε, προσπαθώντας να εξηγήσει την επιθυμία της να έρθει εδώ αντί για το διαμέρισμά της.
«Δεν έχει τις ανέσεις του δικού σου». «Μ ’ αρέσει έτσι όπως είναι», είπε με βεβαιότητα. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. «Μ ου είπες ότι μ’ αγαπάς», συνέχισε η Τζένι δι-στακτικά, «αλλά εγώ δεν μπόρεσα να σου πω πώς αισθάνομαι για εσένα». Κατάπιε. «Εξακολουθείς να νιώθεις το ίδιο;» «Πέρασαν μόνο λίγες ώρες από τότε». «Το ξέρω. Αλλά αισθάνεσαι ακόμα το ίδιο;» τον ρώτησε πάλι. «Ναι». Χαμογέλασε. Τον αγαπούσε τόσο πολύ. Ξαφνικά, ένιωσε τη διάθεση να του πει αμέσως όσα είχε μέσα της, χωρίς να χάσει ούτε στιγμή. «Λοιπόν;» τη ρώτησε περιμένοντας. «Σ’ αγαπώ κι εγώ», του είπε απλά. Ο Χάντερ άνοιξε τα χέρια του και η Τζένι έτρεξε να κρυφτεί μέσα στη δυνατή αγκαλιά του. Πλησίασε το στόμα του στο αυτί της: «Αφού το νιώθεις σαν το σπίτι σου, νομίζεις ότι θα μπορούσες να ζήσεις εδώ;» «Ναι», ήταν η άμεση, γεμάτη ευτυχία απάντησή της. «Εσύ όμως
μπορείς να ζήσεις με μια γυναίκα που κάποια ημέρα θα κληρονομήσει τόσα λεφτά;» «Εννοείς το μισό Νέο Μ εξικό, το μισό Τέξας και τη μισή Αριζόνα;» «Νομίζω ότι είναι μόνο το ένα τέταρτο του Τέξας», μουρμούρισε η Τζένι. Ο Χάντερ γέλασε. «Για να είμαι ειλικρινής, όχι». «Όχι;» Ανοιξε τα χέρια του. «Κοίταξε γύρω σου. Δε σκοπεύω ν’ αλλάξω». «Ούτε εγώ». «Οπότε, τι θα κάνεις με όλα αυτά τα λεφτά;» Αφού το σκέφτηκε σοβαρά για μια στιγμή, του είπε: «Ίσως πείσω τον πατέρα μου να τα χαρίσει σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Εγώ αυτό θα έκανα. Τα περισσότερα θα τα έδινα σε δωρεές». Η Τζένι ένιωσε σαν να είχε ανακαλύψει ξαφνικά κάτι που ήταν πάντοτε εκεί. Ως τώρα κρυβόταν από την πραγματικότητα, από το ποια ήταν. Αρνιόταν το γεγονός πως ήταν η κόρη του Αλεν Χόλογουεϊ. Όμως αυτό δεν είχε νόημα. Έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει τις ευθύνες με τις οποίες είχε γεννηθεί, είτε της άρεσε είτε όχι. «Τώρα είναι η σειρά μου για μια ερώτηση;» ρώτησε ο Χάντερ.
«Δεν έχω ιδέα», του είπε με ένα πονηρό χαμόγελο. «Θα με παντρευτείς;» Την ξάφνιασε τελείως. Προσποιήθηκε πως το σκεφτόταν για μια στιγμή. «Να σου πω, η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω. Έχω ένα γιο δεκαπέντε χρονών και ένα σκύλο απροσδιόριστης ράτσας. Νομίζεις ότι μπορείς να τ’ αντιμετωπίσεις;» «Χμ...» Έτριψε το πιγούνι του, ύστερα την κοίταξε και στα μάτια του είδε μια πειραχτική σπίθα. Τον έσφιξε επάνω της όσο πιο δυνατά τολμούσε εξαιτίας του πληγωμένου του μπράτσου. «Υποθέτω ότι θα μπορούσα να κάνω μια δοκιμή». «Τότε, η απάντηση είναι ναι», του είπε ανασηκώ-νοντας το κεφάλι της. Το στόμα του Χάντερ σφράγισε τρυφερά το δικό της. Όταν επέστρεψαν ο Ρόουλι και ο Μ πένι, οι φλόγες της φωτιάς έγλειφαν ζωηρά μια στοίβα ξύλων από πεύκο αφήνοντας χαρούμενα τριξίματα, ενώ η Τζένι και ο Χάντερ κάθονταν αγκαλιασμένοι μπροστά στο τζάκι απολαμβάνοντας τη ζεστασιά. Πετάχτηκαν επάνω σαν εγκληματίες που πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω. Ο Ρόουλι πλησίασε στη φωτιά να ζεσταθεί, χωρίς να δείχνει πως
έχει καταλάβει τίποτα. «Ω Θεέ μου. Χρειάζεσαι μπάνιο», δήλωσε η Τζένι ζαρώνοντας τη μύτη της. Ο Ρόουλι μύριζε σαν τον Όμπι. «Το ίδιο κι εγώ», παρατήρησε ο Χάντερ. Στράφηκε στον Ρόουλι. «Θα σου δώσω μερικά καθαρά ρούχα». Συνεπαρμένη από την απόλυτη ευτυχία της, η Τζένι εκμεταλλεύθηκε το χρόνο αυτό για να κάνει μια έρευνα στο αμυγείο του Χάντερ. Ξαφνικά ένιωθε φοβερή πείνα και δεν την ενδιέφερε τι θα έτρωγε. Στο τέλος έκανε μερικά τοστ με τυρί και ζέστανε μερικές κονσέρβες με κοτόσουπα για όλους. Ο Ρόουλι ήρθε πρώτος, με τα μαλλιά του υγρά. Έδειχνε φοβερά αδύνατος μέσα στα ρούχα που είχε δανειστεί από τον Χάντερ. Η έκφραση του προσώπου του ήταν σκυθρωπή. «Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε η Τζένι και η καρδιά της αναπήδησε μέσα στο στήθος της. «Είδα το μπράτσο του». «Α», έκανε η Τζένι. «Είναι τυχερός». Στη σκέψη τού πώς θα ένιωθε αν είχε πάθει κάτι ο Χάντερ κούνησε το κεφάλι της. «Όλοι είμαστε τυχεροί».
Όταν ο Ρόουλι έμεινε σιωπηλός, του έδωσε το τοστ και τον παρότρυνε να το φάει. Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ο Χάντερ, επίσης με βρεγμένα μαλλιά και καθαρά ρούχα. Η Τζένι πρόσεξε αμέσως πόσο κουρασμένος έδειχνε. «Δεν είναι βέβαια και το καλύτερο γεύμα του κόσμου, αλλά τουλάχιστον είναι ζεστό», είπε και έβαλε το μπολ με τη σούπα μπροστά του στο τραπέζι. Την κοίταξε κατάματα. «Είναι τέλειο», είπε απλά. «Σ’ ευχαριστώ, Χάντερ», είπε ο Ρόουλι, με το βλέμμα καρφωμένο στο μπολ της σούπας μπροστά του. Η Τζένι κοίταξε το γιο της ερωτηματικά. Ακουγό-ταν τόσο σοβαρός. Ο Χάντερ είχε πιάσει το κουτάλι του και τώρα το έπαιζε μέσα στα δάχτυλά του κοιτάζοντας το σκυφτό κεφάλι του Ρόουλι. Φαινόταν να ξέρει κάτι που η Τζένι αγνοούσε. «Χαίρομαι που είσαι καλά», του είπε ο Ρόουλι. «Μ ήπως υπάρχει κάτι που αγνοώ;» ρώτησε η Τζένι. Ο Ρόουλι σήκωσε τα μάτια του επάνω της. «Ο πατέρας μου...» Αλλαξε γνώμη και είπε: «Ο Τρόι με σημάδεψε με το όπλο. Θα με είχε σκοτώσει αν δεν ορμούσε ο Χάντερ μπροστά μου».
Η Τζένι κοίταξε τον Χάντερ αμίλητη. Βλέποντας το βλέμμα της, κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Μ ην το κάνετε πιο σημαντικό από ό,τι είναι». «Πιο σημαντικοί» επανέλαβε η Τζένι. «Έσωσες τη ζωή του γιου μου. Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί!» «Όμως δε σκοτώθηκα. Είμαστε όλοι εδώ. Πάντως χαίρομαι που σου ζήτησα να με παντρευτείς πριν το μάθεις, αλλιώς ίσως πίστευα ότι είπες ναι από ευγνωμοσύνη», πρόσθεσε ανάλαφρα πέφτοντας με τα μούτρα στη σούπα του. Ο Ρόουλι σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε. «Μ αμά, θα παντρευτείς τον Χάντερ;» «Ναι». Ανοιγόκλεισε τα μάτια του μερικές φορές, έκοψε ένα κομμάτι από το τοστ του και το πέταξε στον Μ πένι, που το άρπαξε στον αέρα με τα δυνατά σαγόνια του. Χαμογελώντας, ο Ρόουλι ανακάτεψε τη σούπα του. «Θα γίνω κουμπάρος;» Ο Χάντερ χαμογέλασε πονηρά. «Να σου πω, δεν ξέρω. Θα πρέπει να διαλέξω ανάμεσα σε εσένα και τον Όμπι». Ο Ρόουλι του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αληθινή αγάπη. Δύο εβδομάδες αργότερα η Τζένι είχε μεταφέρει τα περισσότερα
από τα πράγματά της στο ράντσο του Χάντερ, ο οποίος είχε επιστρέψει στη θέση του στην Αστυνομία της Σάντα Φε, προς μεγάλη χαρά του Ορ-τέγκα. Ο Ρόουλι είχε επιστρέιρει κι αυτός στο σχολείο του. Η δήλωση του Χάντερ ότι η Γκλόρια ήταν σε θέση να διευθύνει μόνη της το εστιατόριο αποδείχτηκε αληθινή. Η Τζένι ένιωθε περιττή, και για πρώτη φορά στη ζωή της χαιρόταν γι’ αυτό. Όταν ο Χάντερ επέστρεψε στο σπίτι εκείνο το βράδυ, τον υποδέχτηκε ο Μ πένι — που φορούσε ένα μεζικάνικο καπέλο στο κεφάλι του. «Τι τρέχει, αγόρι μου;» τον ρώτησε απορημένος. Ο Μ πένι τον κοίταζε με θλιμμένο ύφος. «Η εμφάνισή σου είναι φοβερή». Μ έσα στο σπίτι κάποιος είχε βάλει μικρά, χρωματιστά φωτάκια γύρω από το τζάκι και ένα ριχτάρι με έντονα χρώματα κάλυπτε τον καναπέ. «Τι είναι όλα αυτά;» ρώτησε την Τζένι, που τον υποδέχτηκε φορώντας μια άσπρη κεντητή μπλούζα και μια φούστα με πολύχρωμα σχέδια σαν αυτές που φορούσαν οι γυναίκες στα χωριά του Μ εζικού. «Το Τσίνκο ντε Μ άγιο μας ήρθε νωρίς φέτος;» «Θέλησα να δημιουργήσω το Πουέρτο Βαγιάρτα με ό,τι μπόρεσα να βρω. Ο Ρόουλι θα εργαστεί ως αργά στο εστιατόριο απόψε. Φαντάζομαι ότι η Γκλόρια τον χρειάζεται εκεί».
«Κατάλαβα...» Της έκλεισε πονηρά το μάτι όταν του πρόσφερε μια μπίρα και τσούγκρισε το μπουκάλι της με το δικό του. «Απόψε δεν έχει μαργκαρίτα;» «Ούτε να τις ακούω ύστερα από εκείνο το ταζίδι και τις μπόμπες που μας έφτιαζε η Μ άγδα τις προ-άλλες. Θ’ αργήσω πολύ να ζανακούσω για τεκίλα». Του έδειζε τον καναπέ. «Κάθισε». Έκανε αυτό που του είπε. Η Τζένι άνοιζε την τηλεόραση και το βίντεο. Την επόμενη στιγμή μια παλιά ταινία πρόβαλε στην οθόνη. «Νύχτες της Ινγουάνα», του είπε. «Κι εγώ που νόμισα ότι θα κάναμε έρωτα στον καναπέ...» είπε ο Χάντερ αργόσυρτα, ενώ το βλέμμα του είχε σταθεί στην τιράντα της μπλούζας της που είχε γλιστρήσει από τον ώμο της. Το δάχτυλό του τράβηξε απαλά το ελαστικό. Η Τζένι ανασήκωσε το ένα φρύδι της. «Γιατί νομίζεις πως είναι το ριχτάρι εδώ;» Ο Χάντερ χαμογέλασε. Τα χείλη της ήταν πολύ προκλητικά και δεν μπορούσε να τα αγνοήσει. Έσκυψε και ψιθύρισε μέσα στο στόμα της: «Ολέ...» ΤΕΛΟΣ