ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗ Σ ΑΒ Υ ΣΣΟ Υ
Σειρά: Δοκίμια Υπεύθυνος: Δρ. Ε. Καρτάκης Κυκλοφορούν: ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ Γ. Λαϊκισμός και κινηματογράφος BENDA J. Η Προδοσία των Διανοουμένων BRUCKBERGER P.L. Ο Καπιταλισμός; Είναι η ίδια η ζωή! ΓΕΡΑΣΗΣ Γ. Η Νεοελληνική Ταυτότητα ΓΕΡΑΣΗΣ Γ. Η εικόνα ως οντολογία του αγαθού ΓΕΡΑΣΗΣ Γ. Μεταπολίτευση: Ενοχή και υποτέλεια CERRONNETI G. Η σιωπή του σώματος GILDER G. Πλούτος και φτώχεια ΘΑΝ ΑΣΕΚΟΣ Λ. Η γυναίκα χωρίς φύλο ΚΑΛΛΙΓΑΣ Π. Η εξάντλησις των κομμάτων SUBCOM. MARCOS Ιστορίες του γερο-Αντόνιο MORIN Ε. Αφήνοντας τον εικοστό αιώνα QUINCEY Th. De. Η δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών POUND Ε. Η αλφαβήτα της ανάγνωσης ΡΑΜΦΟΣ ΣΤ. Νόστος ΡΟΖΑΝΗΣ I. Ezra Pound, Ένας νεωτερικός Οδυσσέας ROSENBERG N.-BIRDZELL L.E. Πώς πλούτισε η Δύση SERVAN-SCHREIBER J.L. Η τέχνη του χρόνου ΣΟΚΟΛΗΣ Κ.Σ. Αυτοκρατορία SORMAN G. Οι μεγάλοι στοχαστές της εποχής μας ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ Οι Περιθωριακοί ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ Ιδεολογίες: Η μεγάλη σύγχυση ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ Διανοούμενοι: Ποιος είναι ο ρόλος τους; ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ Ατομικισμός: Η μεγάλη επιστροφή THUAL Fr. Η Κληρονομιά του Βυζαντίου - Γεωπολιτική της Ορθοδοξίας
JACK LONDON
Οι Άνθρωποι της Αβΰσσου
Εισαγωγή: Brigitte Koening
Μ ετά φ ρα ση : Νίκολα Κωτούλχα Ε πιμέλεια : Νάνσυ Κουβαράκου
&
ΡΟΕΣ ΔΟΚΙΜΙΑ
Σειρά: Δοκίμια Υπεύθυνος σειράς: Δρ. Ελευθέριος Καρτάκης Συγγραφέας: Jack London Τίτλος πρωτοτύπου: The People of the Abyss 1η έκδοση: Δεκέμβριος 2003 Μετάφραση: Νίκολα Καπούλια Επιμέλεια: Νάνσυ Κουβαράκου Επιμέλεια έκδοσης - διορθώσεις: Αλέξανδρος Καρατζάς © Εκδόσεις ΡΟΕΣ, Αθήνα 2003 Απαγορεύεται η αναδτμοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολά του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή τοιι ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παριαού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης, απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της εμφάνισης του βιβλί ου, με φωτοτυπιχές, ηλεκτρονικές ή οποιεσ&ήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
PRINTED IN GREECE Στοιχειοθεσία - σελιδοποίηση: GR ARTS ISBN: 960-283-172-3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το έτος 2002 συμπληρώθηκε μία εκατονταετία από την επί σκεψη του Τζακ Λόντον στο Ηστ Εντ τον Λονδίνου, την οποία εξιστόρησε στο κλασικό πλέον έργο Οι Άνθρωποι της Αβύσσου. Στο έργο αυτό ο Λόντον περιέγραψε τις δυ σκολίες που βίωνε ο φτωχός αστικός πληθυσμός στην καρ διά της μεγαλύτερης τότε αυτοκρατορίας και συνέθεσε μια συγκλονιστική ιστορία γύρω από τις κακουχίες, τη διάκρι ση ανάμεσα σε έχοντες και σε μη έχοντες, την ανθρωπιά και την απανθρωποποίηση των φτωχών. Εκατό χρόνια αργότε ρα παραμένει μια δημιουργική κοινωνιολογική μελέτη και ένα εμπνευσμένο έργο. Φυσικά, ο Τζακ Λόντον υπήρξε ένας από τους πιο φη μισμένους συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Όσο ζούσε γνώ ρισε τεράστια επιτυχία -μάλιστα ο Λόντον ήταν ο πρώτος Αμερικανός μυθιστοριογράφος που έγινε εκατομμυριούχος από το γράψιμο- και ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός: σε διά στημα είκοσι δύο ετών συνέγραψε περίπου είκοσι μυθιστο ρήματα, διακόσια διηγήματα, τετρακόσια δοκίμια και αρ κετές εκατοντάδες επιστολές. Και η επιτυχία του δεν στα μάτησε μ ε το θάνατό του. Τα βιβλία του Λόντον εξακολου θούν να πωλούνται σε αριθμούς που του έχουν εξασφαλίσει τη θέση του πιο πολυδιαβασμένου Αμερικανού συγγραφέα
8
στον κόσμο. Τα έργα τον έχουν μεταφραστεί σε ογδόντα γλώσσες και συνεχίζουν να αποτελούν μπεστ-σέλερ - μόνο το Κάλεσμα της Άγριας Φύσης έχει πουλήσει ανά τον κό σμο πάνω από επτά εκατομμύρια αντίτυπα από την πρώτη του έκδοση, το 1903. Ωστόσο, όπ<ος εξήγησε χρόνια μετά, αγαπημένο του έργο παρέμεινε η μελέτη τον γύρω από τη φτώχια που μάστιζε την καρδιά της Βρετανικής Αυτοκρα τορίας: «Απ’ όλα μου τα βιβλία, περισσότερο αγαπώ τονς Ανθρώπους της Αβύσσου. Για κανένα άλλο βιβλίο μου δε δόθηκα και δεν πόνεσα τόσο, όσο δόθηκα και πόνεσα γ ι ’ αυτή τη μελέτη της οικονομικής εξαθλίωσης των φτωχών». Μολονότι οΛόντον ήταν μονάχα είκοσι έξι χρονών όταν συνέγραψε το έργο, ήταν ήδη ένας έμπειρος παρατηρητής της ζωής και της οδύνης της. Γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας στις 12 Ιανουαρίου του 1876 από τον Γον(λλιαμ Τσάνεϋ, αστρολόγο, και τη Φλόρα Γονέλλμαν, πνευματίστρια. Ο Τσάνεϋ εγκατέλειψε τη Φλόρα όταν έμεινε έγκυος και εκείνη παντρεύτηκε τον Τζων Λόντον, βετεράνο του Εμφυλίου Πολέμου και αγρότη, ο οποίος μεγάλωσε τον Τζακ σαν δικό του παιδί. Η οικογένεια αντιμετώπιζε οικο νομικές δυσκολίες και από πολύ νωρίς, προκειμένου να βοηθήσει να τα βγάλουν πέρα, ο Τζακ Λόντον έκανε διά φορες κοπιαστικές δουλειές, από εργάτης σε κονσερβοποι είο μέχρι παράνομος οστρακοσυλλέκτης και ναύτης. Παρά την επιδερμική μόρφωση που έλαβε, οΛόντον ανέπτυξε μ ε γάλη αγάπη για το διάβασμα και καλλιέργησε το συγγρα φικό τον ταλέντο, κερδίζοντας μάλιστα ως έφηβος το δια γωνισμό που διοργάνωσε η εφημερίδα San Francisco Call. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Μπέρκλεϋ, και στη συνέχεια δούλεψε
9
στα χρυσωρυχεία της Αλάσκας. Ο τολμηρός τρόπος ζωής του απστέλεσε σημαντική πηγή έμπνευσης των έργων του. Το πρώτο τον διήγημα εκδόθηκε το 1899 και γρήγορα κα θιερώθηκε ως συγγραφέας περιπετειών χάρη στις πολυάριθ μες δημοσιεύσεις τους σε περιοδικά, συμπεριλαμβανομένων των Atlantic Monthly, Cosmopolitan και McClure’s. Παράλληλα μ ε την προσπάθειά του να καθιερωθεί ως συγγραφέας, ο Λόντον διακρίθηκε και ως δεινός υπέρμαχος του σοσιαλισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1894, στα πλαίσια μια οξύτατης οικονομικής ύφεσης, ο Λόντον συμ μετείχε σε μια πορεία ανέργων που διέσχισαν την Αμερική. Φτάνοντας στους Κ αταρράκτες του Νιαγάρα, ο Λόντον φυ λακίστηκε για ένα μήνα, κατηγορούμενος για αλητεία. 'Οταν βγήκε, είχε πλέον εντρυφήσει στη βιβλιογραφία για την οργάνωση της εργατικής τάξης και μέσα στα επόμενα χρόνια δραστηριοποιήθηκε στη ριζοσπαστική πολιτική ως ομιλητής. Μάλιστα, το 1901 και το 1905, έθεσε υποψηφιό τητα για δήμαρχος του Ώ κλαντ μ ε τους Σοσιαλιστές. Αρχή της φιλοσοφίας του δεν ήταν το δόγμα αλλά η εμπειρία. Όπως εξήγησε προς το τέλος της ζωής του, ο Λόντον ήλπιζε να εμφυσήσει αυτό το επαναστατικό ήθος στα έργα του: «Είμαι ένας ιδεαλιστής που πιστεύει στην πραγματικότητα. Έτσι, σ ’ όλα όσα γράφω προσπαθώ να είμαι αληθινός, να κρατάω τον εαυτό μου και τους αναγνώστες μου προσγει ωμένους, ώστε τα όνειρά μας, όσο μεγάλα και αν είναι, να βασίζονται στην πραγματικότητα». Για πολλά χρόνια ο Λ ό ντον συνέχισε να είναι πολιτικά ενεργός ως μέλος του Α με ρικανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ο Λόντον εφάρμοσε αυτό το κράμα ιδανικών και π ρα γ ματικότητας στη μελέτη του γύρω από το Ηστ Εντ του Λ ον-
10
δίνου. Η eiçüjvta είναι ότι δεν είχε ποτέ την πρόθεση να γράψει μια μελέτη γύρω από τους κατοίκους του Ηστ Εντ. Το 1902, η Αμερικανική Ένωση Τύπου ανέθεσε στον Λ ό ντον να καλύψει δημοσιογραφικά την κατάσταση στη Νό τια Αφρική στο ξεκίνημα του πολέμου των Μπόερς . Ο Λ ό ντον έκανε όλες της απαραίτητες προετοιμασίες για το τα ξίδι, όμως όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη ανακάλυψε ότι η αποστολή είχε ακυρωθεί. Έχοντας ήδη αγοράσει εισιτήριο για την πρωτεύουσα της Αγγλίας, ο Λόντον πρότεινε μια εναλλακτική ιδέα: να καλύψει δημοσιογραφικά την κατά σταση που επικρατούσε στις διαβόητες φτωχογειτονιές του Ηστ Εντ κατά τον εθνικό εορτασμό της στέψης του Εδουάρδου Ζ ' Έ φτασε στο Λονδίνο στις αρχές του Αυγούστου του 1902 και για τις επόμενες επτά εβδομάδες έζησε ανά μεσα στους φτωχούς εργαζόμενους και ανέργους του Ηστ Εντ. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο Λόντον έγραψε και ως παρατηρητής και ως συμμετέχων. Δ εν πραγματοποίησε μόνο έρευνες πάνω στις αναφορές σχετικά με τη (ρτώχια της πρωτεύουσας αλλά ντυνόταν μ ε κουρέλια, περίμενε σε ουρές για συσσίτιο, αναζητούσε καταφύγιο σε υπνωτήρια και αποπειράθηκε να κοιμηθεί στο δρόμο μεταμφιεσμένος σε Αμερικανό ναύτη που είχε ξεμείνει στη στεριά. Τη μελέτη που προέκυψε ο Λόντον την ονόμασε Οι Ανθρωποι της Αβύσσου, υιοθετώντας μια φράση του X. Τζ. Γουέλς. Όπως και σε πολλά άλλα έργα του, δίνεται μ εγα λύτερη έμφαση στις πραγματικές καταστάσεις και λιγότερο
Πόλεμος που διεξήχθη στη Νότια Αφρική από το 1899 μέχρι το 1902 ανάμεσα στους Βρετανούς και τους Ολλανδούς αποίκους της. (Σ.τ.Μ.)
11
στην πλοκή. Γράφτηκε υπό τη μορφή μικρών χρονογραφη μάτων που περιελάμβαναν αναφορές της αστυνομίας και τον τύπου, στατιστικές, και προσωπικές παρατηρήσεις στην περιγραφή της ζωής στο Ηστ Εντ. Οι Ανθρωποι της Αβύσσου είναι ένα έργο που αντανακλά και ταυτόχρονα αμφισβητεί την εποχή του. Προσκολλήθηκε στα φυλετικά, ταξικά και κοινωνικά στερεότυπα του καιρού του, όμως παράλληλα υπερέβη αυτές τις προκαταλήψεις για να προ σφέρει μια λεπτή και ευαίσθητη θεώρηση των ανθρώπων που ζούσαν στη φτώχια και των καταστάσεων που τους οδηγούσαν σε αυτήν. Το έργο του Λόντον ήταν πρωτοποριακό όχι μόνο επει δή εξέτασε τη φτώχια στο Ηστ Εντ αλλά επειδή έφερε στο φως τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι φτωχοί εργαζόμε νοι - ζήτημα που αναμφισβήτητα έχει παραμείνει ένα εν δημικό πρόβλημα των βιομηχανοποιημένων χωρών σε όλη τη διάρκεια τον εικοστού αιώνα. Επανειλημμένα εφιστούσε την προσοχή στα αίτια της φτώχιας, η οποία δεν οφειλό ταν σε κάποιο ατομικό ελάττωμα αλλά σε απανωτές κακοτυχίες -ατυχήματα, σωματική ή διανοητική αδυναμία, θά νατος του στυλοβάτη της οικογένειας, έλλειψη παιδιών για να φροντίσουν τους ηλικιωμένους-, κάθε μία από τις οποί ες, σε συνδυασμό με την έλλειψη κατάλληλης τροφής και στέγης, μπορούσε να οδηγήσει στην ανέχεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, τόνιζε ο Λόντον, λίγοι ήταν εκείνοι που έμεναν απρόσβλητοι από την απειλή της φτώχιας■συνεπώς, για σχεδόν κάθε δύο ανθρώπους στο Λονδίνο που ζούσαν στη φτώχια, υπήρχε κάποιος που απείχε από το να γίνει ένας από αυτούς κατά ένα βδομαδιάτικο. Εκείνο που εξόργιζε περισσότερο τον Λόντον ήταν ότι η
12
φτώχια αυτή δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχει. Την περίο δο της στέψης του Εόουάρδου Ζ ' η Αγγλία ήταν πλούσια και η αυτοκρατορία δυνατή. Παρ ’όλα αυτά, η στέρηση μ ά στιζε την πρωτεύουσα της χώρας. Τούτο, υποστήριζε ο Λ ό ντον, ήταν και η αχίλλειος πτέρνα της αυτοκρατορίας, και εδώ βρίσκονταν οι σπόροι της καταστροφής της αγγλοσα ξονικής υπεροχής. Ο Λόντον φημιζόταν για την ξενοφοβία του και για την πίστη του στην ανωτερότητα των λευκών, και αυτές τις θέσεις τις πέρασε διακριτικά στους Ανθρώ πους της Αβυσσος υπαινισσόμενος ότι η φτώχια οδηγεί στο φυλετικό εκφυλισμό - εκφυλισμό για τον οποίο πίστευε ότι θα οδηγούσε τελικά στην παρακμή της Βρετανικής Α υτο κρατορίας, τη στιγμή του αμερικανικού επεκτατισμού. Πράγματι, ο Λόντον έκλεισε τη μελέτη του ισχυριζόμενος ότι οι Ίνουιτ που ζούσαν στις παρυφές του αμερικανικού πολιτισμού βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη μοίρα από πολ λούς πολίτες που ζούσαν στην καρδιά της Βρετανίας. Για τον Λόντον, λοιπόν, την περίοδο της στέψης, το βιομηχανι κό Λονδίνο δεν αποτελούσε επίδειξη πυγμής της Βρετανι κής Αυτοκρατορίας αλλά έμβλημα της αυτοκρατορικής παρακμής και του εκφυλισμού του πολιτισμού που είχε επιφέρει η βιομηχανοποίηση και ο τρόπος που χρησιμοποι ούσε και εκμεταλλευόταν τον ανθρώπινο μόχθο. Οι Ανθρωποι της Αβύσσου δίνουν μια πολύ περίπλοκη εικόνα των φτωχών. Α ν και οι καταδικαστικές αιχμές του Λόντον στόχευαν κυρίως στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς που διαιώνιζαν το πρόβλημα της στέρησης, ήταν πάντα έτοιμος να κρίνει και τους ίδιους τους φτωχούς, τους οποίους λυπόταν και περιφρονούσε ταυτόχρονα. Ενώ αφη γήθηκε πάμπολλες ιστορίες περιγράφοντας λεπτομερώς
13
τον τρόπο πον οι απλοί άνθρωποι μπορούσαν ξαφνικά να βρεθούν αδέκαροι -δίνοντας έτσι ένα πολύ ανθρώπινο πρόσωπο στο πρόβλημα της φτώχιας-, εξίσου συχνές ήταν οι περιγραφές με τις οποίες παρουσίαζε τους φτωχούς ως υπάνθρωπους και κτηνώδεις. Συχνά, αναφερόμενους στους κατοίκους του Ηστ Εντ, μιλούσε για μια «νέα ράτσα» που υποβαθμίζει την κοινωνία. «Μου θύμιζαν γορίλλες», έγραφε ο Λόντον. «Αποτελούν ένα καινούργιο είδος, είναι οι άγριοι της πόλης... Οι φτωχογειτονιές είναι η ζούγκλα τους, και μέσα σ ' αυτή τη ζούγκλα ζουν και κυνηγούν». Ο Λόντον, λοιπόν, είχε ένα αποκαλυπτικό όραμα για το Ηστ Εντ: το έβλεπε σαν μια μαύρη τρύπα μέσα στην οποία έπεφταν οι άνθρωποι και δεν ξανάβγαιναν ποτέ, παρασύροντας μ α ζί τους τόσο την αγγλική φυλή όσο και την αυτοκρατορία τη στιγμή του εθνικού εορτασμού. Υπό αυτή την έννοια ο Λ ό ντον αμφισβήτησε τη θεμελιώδη αξία της βιομηχανοποίη σης: ο βιομηχανοποιημένος καπιταλισμός, ισχυριζόταν, απέχοντας πολύ από το να είναι η επιτομή του εκσυγχρονι σμού, ήταν το ανάθεμα της προόδου που μείωνε την αξία τόσο του άτομου όσο και της κοινωνίας. Ενώ κατά μια ευρεία έννοια οι Άνθρωποι της Αβύσσου εστιάζουν στην αντιφατικότητα που υπήρχε ανάμεσα στη φτώχια και την πρόοδο κατά την ακμή της Βρετανικής Α υ τοκρατορίας, δίνουν έμφαση και στις επιπτώσεις που είχε αυτή η αντιφατικότητα στον πιο ιερό και ιδιωτικό θεσμό, το θεσμό της οικογένειας. Πέρα από τον φυσικό και ψυχολο γικό υποβιβασμό, εξηγούσε ο Λόντον, ένα ακόμα υποπροϊ όν του βιομηχανικού καπιταλισμού ήταν και η καταστροφή της οικογενειακής ζωής. Το σπίτι και η οικογένεια στο Ηστ Εντ δε χρησίμευαν ως καταφύγια, αλλά ως χώροι ιερόσυ
14
λων επιδείξεων, όπου προσωπικές στιγμές όπως ο Θηλα σμός πραγματοποιούνταν «επί σκηνής», «δυσφημίζοντας όλη την ιερότητα της μητρότητας». Οι ίδιες οι συνθήκες της πόλης, τόνιζε ο Λόντον, οδηγούσαν σε ανηθικότητα: «Η αν θυγιεινή εργασία και ζωή δημιουργούν ανθυγιεινές ορέξεις και επιθυμίες». Τόσο η φτώχια όσο και η έλλειψη ηθικής δεν ήταν σφάλμα του ατόμου, ισχυριζόταν ο Λόντον ως αυθε ντικός σοσιαλιστής, αλλά σφάλμα του κοινωνικοοικονομι κού συστήματος. «Δεν μπορεί ένας άνθρωπος να δουλεύει σαν σκυλί, να ζει και να τρέφεται σαν γουρούνι και να έχει αγνά και υγιή ιδανικά και ιδεώδη», υποστήριζε. Αυτή τη δήλωση την εξαπέλυε ενάντια στους φιλανθρωπικούς οργα νισμούς του Ηστ Εντ, οι οποίοι προσπαθούσαν να σώσουν τις ψυχές των ανθρώπων τονίζοντάς τους την αξία της σκληρής -κα ι πραγματικά εκμεταλλευτικής, είναι η αλή θεια- εργασίας, υποσχόμενοι ανταμοιβή, αν όχι σε αυτή τη ζωή, σίγουρα στην επόμενη. Οι γυναίκες, παρατηρούσε ο Λόντον, έπεφταν δύο φο ρές θύματα της φτώχιας εξαιτίας της τάξης και του φύλου τους. Η ιεραρχία στην εργασία σήμαινε ότι οι γυναίκες ήταν συνήθως οικονομικά εξαρτημένες από τους άντρες, με απο τέλεσμα να είναι εγκλωβισμένες σε σχέσεις που μπορούσαν συχνά να γίνουν βίαιες. Ωστόσο, η φαινομενική συμπάθεια του Λόντον απέναντι στις φτωχές γυναίκες μετριαζόταν από τους ίδιους τους χαρακτηρισμούς του: «Οι σύζυγοι γί νονται γριές στρίγγλες ή άβουλες και δουλοπρεπείς, χάνουν τη λίγη αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό που τους έχει απομείνει α π 'το ν καιρό που ήταν ανύπαντρες και όλες μ α ζ ί βουλιάζουν, χωρίς να τις νοιάζει, στην παρακμή και τη βρομιά τους». Δεδομένης της κρίσης του για τις σχέσεις των
15
δύο φύλων, δεν αποτελεί έκπληξη που ο Λόντον προειδο ποιούσε τους φτωχούς να μην παντρεύονται -δηλώνοντας τολμηρά ότι δεν είναι μόνο ασύνετο αλλά και εγκληματικόκαι τους συμβούλευε να μην αναπαράγονται. Παρόλο που ο Λόντον τα έλεγε όλα αυτά με το πρόσχημα της αντίθεσής του στους παράγοντες που διαιωνίζουν αυτό το σύστημα έσχατης φτώχιας, είναι σαφές ότι οι πεποιθήσεις του ήταν διαποτισμένες από φυλετικές, ταξικές και κοινωνικές προ καταλήψεις, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στην ευαισθη σία του για τα υποκείμενα της μελέτης του. Αρχικά, οι Ανθρωποι της Αβύσσου δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες σε ένα μικρό σοσιαλιστικό περιοδικό, το Wilshire’s Magazine, από το Μάρτιο του 1903 ως τον Ια νουάριο του 1904. Στη συνέχεια, εκδόθηκαν σε βιβλιοδετημένη μορφή από τις εκδόσεις Macmillan το Νοέμβριο του 1903, οπότε σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και σύντομα πού λησαν πάνω από 20.000 αντίτυπα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τέσσερις μήνες αργότερα, ο Pitman ανέλαβε τη βρετανική έκδοση του βιβλίου. Αμέσως, οι Ανθρωποι της Αβύσσου πυροδότησαν έντονες αντιδράσεις. Η εφημερίδα San Jose Mercury το χαρακτήρισε ως «βιβλίο-σταθμό», ενώ η San Francisco Examiner το ανακήρυξε ως «την πιο αξιόλογη έκ δοση του Λόντον» και «πραγματικό αριστούργημα». Ωστό σο, υπήρξαν και κριτικές που δεν εξύμνησαν τον Λόντον τόσο γενναιόδωρα. Το Nation αμφισβήτησε τη χρήση των στατιστικών στοιχείων και τις προτεινόμενες λύσεις και έκρινε ότι οι Ανθρωποι της Αβύσσου γράφτηκαν «όπως θα περιέγραφε ο Δάντης την Κόλασή του αν ήταν δημοσιο γράφος του κίτρινου τύπου». Μέλη της αγγλικής κοινωνίας που είχαν αποτελέσει αντικείμενο μελέτης του Λόντον απ ά
16
ντησαν στις κριτικές του με εξίσου δριμεία κριτική. Η London Daily News αποφάσισε ότι ο Λόντον «έγραψε για το Ηστ Εντ τον Λονδίνου όπως έγραψε και για το Κλοντάικ, μ ε τις ίδιες βασανισμένες εκφράσεις, σφοδρές κατηγορίες, έντονους χρωματισμούς και υπερβολικά επίθετα. Μελέτησε το Ηστ Εντ "με ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα” - μέσα σε δύο μήνες! Όλα είναι πολύ ευχάριστα, πολύ αμερικάνι κα και πολύ νεανικά», κατέληγε η εφημερίδα. Με απαρχή την έκδοση των Ανθρώπων της Αβύσσου, το 1903 ήταν το πιο παραγωγικό έτος της ζωής του Τζακ Λ ό ντον. Την ίδια χρονιά έγραψε το Κάλεσμα της Αγριας Φύ σης το οποίο επίσης πραγματευόταν θέματα αγώνα και επιβίακτης και αμέσως έγινε μπεστ-σέλερ -τα πρώτα 10.000 αντίτυπα πονλήθηκαν σε 24 ώρες- και καθιέρωσε τη φήμη του Λόντον. Επίσης, το 1903 ο Λόντον δημοσίευσε το φημι σμένο δοκίμιό τον Πώς Έγινα Σοσιαλιστής πον όπως και οι Ανθρωποι της Αβύσσου ασχολείτο μ ε τη φτώχια κατά τη βιομηχανική εποχή και πρότεινε ως λύση το σοσιαλισμό. Πολιτική, αντιπαράθεση και μυθιστόρημα μπερδεύτηκαν στο μυαλό του Λόντον. Το έργο του έγινε πασίγνωστο χάρη στη συμπάθεια που εξέφραζε για την εργατική τάξη, την ίδια στιγμή πον η τεράστια επιτυχία του τον απομάκρυνε από αυτήν. Στα μέσα της δεκαετίας του 1910 οι επιπτώσεις της σκληρής ζωής πον για χρόνια έκανε εκδηλώθηκαν με προβλήματα στα νεφρά ως αποτέλεσμα χρόνιου αλκοολι σμού. Τόσο το πνεύμα όσο και το σώμα τον Λόντον είχαν εξαντληθεί. Απογοητευμένος από το σοσιαλισμό, αποκήρυ ξε τονς δεσμούς του με το Αμερικανικό Σοσιαλιστικό Κόμ μα. «Παραιτούμαι α π ’ το Σοσιαλιστικό Κόμμα επειδή στε ρείται πάθους και πυγμής και επειδή δε δίνει πια έμφαση
17
στην πάλη των τάξεων», έγραψε ο Λόντον στην επιστολή της παραίτησής τον. Οκτώ μήνες αργότερα, στις 21 Νοεμβρίου 1916, πέθανε από ουραιμία στο ράντζο του στη Βόρεια Καλιφόρνια. Ή ταν σαράντα χρονών. Τα τελευταία χρόνια, οι Άνθρωποι της Αβύσσου του Τζακ Λόντον έχουν δεχτεί κριτική από πολλά μέτωπα: κατηγορήθηκε ότι σκιαγράφησε το Ηστ Εντ μ ε τρόπο υπερβο λικό επειδή αναζήτησε τις χειρότερες περιοχές, ότι έφτασε εκεί έχοντας ήδη διαμορφωμένες απόψεις γύρω από την κατάσταση των φτωχών, τις οποίες δεν αναθεώρησε κατά τη βεβιασμένη του μελέτη, και ότι ήταν περισσότερο πολι τικό έργο παρά έργο παρατήρησης. Α υτές οι κριτικές ίσως εμπεριέχουν κάποια αλήθεια, όμως από μια άλλη άποψη τους διαφεύγει η ουσία. Το έργο του Λόντον ήταν πάνω α π ’ όλα έργο πάθους, και ήταν η προκατειλημμένη οπτική του και η συγκινησιακά φορτισμένη γλώσσα του που κατέστη σαν τους Ανθρώπους της Αβύσσου βιβλίο ξεχωριστό. Προ γενέστεροι και μεταγενέστεροι συγγραφείς έχουν γράψει για τη φτώχια στην Αγγλία. Στα καλύτερα παραδείγματα συγκαταλέγονται τα: Στη Σκοτεινότερη Αγγλία και η Διέ ξοδος (In Darkest England and the Way Out) (1890) του Στρατηγού Γουίλλιαμ Μπουθ, ιδρυτή του Στρατού της Σω τηρίας, Η Ζωή και ο Μόχθος του Λαού στο Λονδίνο (Life and Labour of the People in London) (1892-1902), η μνη μειώδης μελέτη του Τσαρλς Μπουθ, και το Απένταρος στο Παρίσι και στο Λονδίνο (Down and Out in Paris and London) (1933) του Τζωρτζ Όργουελ, ο οποίος επηρεά στηκε σημαντικά από το βιβλίο του Λόντον. Ωστόσο, το έρ γο του Λόντον ήταν αυτό που έδωσε όνομα στα στατιστικά στοιχεία και φωνή στις αφηγήσεις γύρω από τη φτώχια, και
18
η οργή του για τη γενική αδικία ζωντάνεψε μέσα σε αυτό τις φτωχογειτονιές του Ηστ Εντ. Η κριτική του Λόντον για το σκανδαλοθηρικό μυθιστόρημα τον Άπτον Σίνκλαιρ Η Ζούγκλα (The Jungle) θα μπορούσε κάλλιστα να περιγρά φει αυτά που εκείνος κατάφερε στους Ανθρώπους της Αβύσσου: «Είναι ζωντανό και ζεστό. Ξεχειλίζει από ζωή. Είναι γραμμένο με ιδρώτα, αίμα, δάκρυα και βογγητά. Πε ριγράφει όχι ό,τι ο άνθρωπος θα έπρεπε να είναι αλλά αυ τό που τον αναγκάζουν να είναι σε αυτό τον κόσμο του ει κοστού αιώνα». Εκατό χρόνια μετά την επίσκεψη του Λ ό ντον στο Η στ Εντ, οι παρατηρήσεις τον και οι προειδοποι ήσεις του παραμένουν διδακτικές σ ’ έναν κόσμο όπου η φτώχια είναι η σκιά της ευημερίας.
Μπρίτζιτ Κένιγκ, Διδάκτωρ Ιστορίας Λονδίνο, 2001
Upton Sinclair (1878-1968): Αμερικανός συγγραφέας και πο λιτικός. (Σ.τ.Μ.)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τις εμπειρίες που αφηγούμαι σ’ αυτό τον τόμο τις βίωσα το καλοκαίρι του 1902. Κατέβηκα στον υπόκοσμο του Λονδί νου με στάση που θα παρομοίαζα μάλλον με αυτήν του εξε ρευνητή. Ήμουν έτοιμος να πεισθώ από αυτά που θα έβλε παν τα μάτια μου και όχι απ’ τα διδάγματα εκείνων που δεν είχαν δει ή α π’ τα λόγια εκείνων που είδαν πριν από εμένα. Επιπλέον, είχα ορισμένα απλά κριτήρια με βάση τα οποία θα αξιολογούσα τη ζωή του υποκόσμου. Ο,τι ωφελούσε τη ζωή, τη σωματική και πνευματική υγεία, ήταν καλό. Ο,τι στερούσε απ’ τη ζωή, ό,τι την έβλαπτε, τη συρρίκνωνε και τη διέστρεφε, ήταν κακό. Γρήγορα ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι πολλά από αυτά που είδα ήταν κακά. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνά με ότι η περίοδος για την οποία έγραψα θεωρείτο «καλή» για την Αγγλία. Η πείνα και η έλλειψη στέγης που συνά ντησα αποτελούν μια χρόνια κατάσταση αθλιότητας η οποία δεν εξαλείφεται ποτέ, ούτε καν σε περιόδους μεγά λης ευημερίας. Μετά το εν λόγω καλοκαίρι ακολούθησε ένας δριμύς χειμώνας. Μ εγάλα αριθμοί ανέργων συγκεντρώνονταν κα τά δεκάδες και παρήλαυναν καθημερινά στους δρόμους του Λονδίνου φωνάζοντας για ψωμί. Ο κ. Τζάστιν Μακάρθυ, σ’ ένα γράμμα που έγραψε τον Ιανουάριο του 1903 στην εφη
20
JACK LONDON
μερίδα Independent της Νέας Υόρκης, συνοψίζει την κατά σταση ως εξής: Τα φτωχοκομεία δεν έχουν άλλο χώρο για να στοιβά ξουν το πεινασμένο πλήθος που νύχτα μέρα εκλιπαρεί στις πόρτες τους για τροφή και στέγη. Όλα τα φιλανθρωπικά ιδρύματα έχουν εξαντλήσει τα μέσα που διαθέτουν, προ σπαθώντας να συγκεντρώσουν προμήθειες για τους κατοί κους που λιμοκτονούν στις σοφίτες και στα υπόγεια, στα σοκάκια και στις παρόδους του Λονδίνου. Σε διάφορα μ έ ρη του Λονδίνου, οι καταυλισμοί τον Στρατού της Σωτηρίας πολιορκσύνται τη νύχτα από στρατιές ανέργων και πεινασμένων στους οποίους δεν μπορούν να εξασφαλιστούν ού τε στέγη ούτε τα μέσα για να επιβιώσουν. Υποστηρίχθηκε ότι η κριτική μου γύρω απ’ την παρούσα κατάσταση στην Αγγλία είναι υπερβολικά απαισιόδοξη. Για να ελαφρύνω τη θέση μου πρέπει να πω ότι απ’ τους αισιό δοξους είμαι ο πιο αισιόδοξος. Όμως, την ανθρωπότητα την αξιολογώ λιγότερο βάσει των πολιτικών συσπειρώσεων και περισσότερο βάσει των ατόμων. Η κοινωνία αναπτύσσεται, ενώ οι πολιτικοί μηχανισμοί διαλύονται και γίνονται «σκου πίδια». Για τους Αγγλους, όσον αφορά στους άντρες, τις γυναίκες, την υγεία και την ευτυχία, βλέπω ένα φιλελεύθερο και ευοίωνο μέλλον. Όμως, για ένα μεγάλο κομμάτι του πο λιτικού μηχανισμού που αυτή τη στιγμή κακοδιαχειρίζεται τα πράγματα για λογαριασμό τους, δε βλέπω τίποτα πέρα απ’ το σκουπιδοτενεκέ. Τζακ Λόντον Πήντμοντ, Καλιφόρνια
Οι αρχιερείς και οι άρχοντες θρηνούν: «Κύριε χαι θ ε έ ημών, εμείς ουκ εσφάλαμε, ως έχτισαν οι πατέρες μας, χτίζουμε χαι τώρα, Δες πώς στέκουν οι εικόνες που από Σε ελάβαμε, μόνες χαι κυρίαρχες σ ’ολόκληρην την χώρα. «Είναι βαρύ το έργο μας - με σίδερο και με φωτιά, τον κόσμου Σου σαν πρώτα τα κρατούμε, και με γκλίτσες ατσάλινες και μ ’άκρα αιχμηρά, το ποίμνιό Σου καθάριο να φυλούμε». Τότε ο Χριστός έναν τεχνίτη βγάζει απ ’τα κρυμμένα, μικρόμυαλο, κοντόσωμο και μ ’άγρια παρουσία, και μια κόρη ορφανή με χέρια τσακισμένα, από πείνα, στέρηση κι από αμαρτία. Σ ’άρχοντες κι αρχιερείς ανάμεσα τούς βάζει, και σαν αυτοί τα άμφιά τους σηκώναν τρομαγμένα, φοβούμενοι το μίασμα, ο Κύριος τούς φωνάζει, «Ιδού, ποιες είναι οι εικόνες πον πλάσατε από εμένα». ΤΖΕΪΜΣ ΡΑΣΕΛ ΛΟΟΥΕΛ
1 Η ΚΑΘΟΔΟΣ
«Μα, ξέρας, δεν μπορείς να το κάνας», είπαν οι φίλοι, από τους οποίους ζήτησα να με βοηθήσουν να κατεβώ στο Ηστ Εντ του Λονδίνου. «Καλύτερα να πήγαινες στην αστυνομία για κάποιον οδηγό», προσέθεσαν, κατόπιν δεύτερης σκέ ψης, προσπαθώντας με κόπο να προσαρμοστούν στις ψυχο λογικές διεργασίες ενός τρελού που είχε προστρέξει σ’ αυ τούς διαθέτοντας καλύτερα διαπιστευτήρια απ’ ό,τι μυαλό. «Μα δε θέλω να πάω στην αστυνομία», διαμαρτυρήθηκα. «Αυτό που θέλω είναι να κατέβω στο Ηστ Εντ και να δω ο ίδιος πώς έχουν τα πράγματα, θ έλω να μάθω πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι εκεί πέρα, και γιατί ζουν εκεί, και για ποιο λόγο ζουν. Εν ολίγοις, θα πάω ο ίδιος να ζήσω εκεί». «Δε θα ήθελες να ζήσεις εκεί κάτω!» μου είπαν όλοι με την αποδοκιμασία έντονη στα πρόσωπά τους. «Λένε ότι υ πάρχουν μέρη όπου η ζωή ενός ανθρώπου δεν αξίζει δεκά ρα». «Ακριβώς τα μέρη που θέλω να δω», τους διέκοψα. «Μα, ξέρεις, δεν μπορείς», ήταν η σταθερή απόκριση. «Δεν ήρθα εδώ για να μου πείτε τι μπορώ και τι δεν μπο ρώ να κάνω», απάντησα κοφτά, κάπως ενοχλημένος από την έλλειψη κατανόησης. «Είμαι ξένος εδώ πέρα και θέλω
24
JACK LONDON
να μου πείτε τι γνωρίζετε για το Ηστ Εντ, για να μπορώ έτσι από κάπου να ξεκινήσω». «Μα δε γνωρίζουμε τίποτα για το Ηστ Εντ. Είναι κάπου εκεί πέρα». Και με το χέρι έδειξαν αόριστα προς την κατεύ θυνση όπου σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να δει κανείς τον ήλιο να ανατέλλει. «Τότε θα πάω στου Κουκ», ανακοίνωσα. «Ναι, ναι», είπαν με ανακούφιση. «Ο Κουκ σίγουρα θα ξέρει». Όμως κύριε Κουκ, κύριοι Τόμας Κουκ και Υιέ, εσείς, ο δηγοί και ιχνηλάτες, ζωντανές πινακίδες παντός προορι σμού και χορηγοί πρώτων βοηθειών σε ταλαιπωρημένους ταξιδιώτες - χωρίς δισταγμό, στο λεπτό, με άνεση και σβελ τάδα, μπορείτε να με στείλετε στην καρδιά της Αφρικής, στα βάθη του Θιβέτ, κι όμως, για το Ηστ Εντ του Λονδίνου, ούτε δέκα βήματα απόσταση από το Λάντγκεϊτ Σίρκους, το δρόμο δεν τον γνωρίζετε! «Ξέρετε, δεν μπορείτε να το κάνετε», είπε ο άνθρωποςκατάλογος διαδρομών και ναύλων στο υποκατάστημα του Κουκ στο Τσήπσαϊντ. «Είναι τόσο -μμμ- ασυνήθιστο». «Συμβουλευτείτε την αστυνομία», κατέληξε αυταρχικά, αφού είχα επιμείνει. «Δε συνηθίζουμε να πηγαίνουμε ταξιδιώ τες στο Ηστ Εντ, δε μας ζητάνε να τους πάμε εκεί και δε γνω ρίζουμε απολύτως τίποτα για την περιοχή γενικότερα». «Καλά, δεν πειράζει», του είπα, για να σωθώ από τον καταιγισμό των αρνήσεων του που κινδύνευαν να με παρα σύρουν έξω απ’ το γραφείο. «Να κάτι που μπορείτε να κά νετε για μένα. θ α ήθελα να καταλάβετε εξαρχής τι ακριβώς σκοπεύω να κάνω ώστε αν κάτι πάει στραβά να μπορέσετε να με αναγνωρίσετε».
Οι Ανθρωποί της Αβύσσου
25
«Αα, κατάλαβα! Σε περίπτωση που δολοφονηθείτε να εί μαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε το πτώμα». Το είπε τόσο πρόσχαρα και στυγνά που την ίδια στιγμή φαντάστηκα το γυμνό, άκαμπτο και παραμορφωμένο πτώ μα μου απλωμένο πάνω σ ’ ένα τραπέζι νεκροτομείου όπου κυλούσε ασταμάτητα δροσερό νερό, εκείνον να σκύβει από πάνω του, και με λύπη και καρτερικότητα να το αναγνώρι ζα ως το πτώμα του τρελού Αμερικανού που επέμενε να δει το Ηστ Εντ. «Όχι, όχι», απάντησα. «Απλώς για να με αναγνωρίσετε σε περίπτωση που έχω τίποτα μπλεξίματα με την “μπασκιναρία”». Τούτο το τελευταίο το είπα με ιδιαίτερη ζωντάνια. Πραγματικά, είχα αρχίσα να πιάνω τη διάλεκτο. «Αυτό», είπε, «είναι ένα ζήτημα που πρέπα να εξεταστεί από τα Κεντρικά Γραφεία». «Είναι βλέπετε τόσο πρωτοφανές», προσέθεσε απολο γητικά. Ο άντρας στα Κεντρικά Γραφεία φυσούσε και ξεφυσούσε. «Είναι κανόνας», εξήγησε, «να μη δίνουμε πληροφορίες όσον αφορά στους πελάτες μας». «Μα στην προκειμένη περίπτωση», έσπευσα να υποδεί ξω, «ο ίδιος ο πελάτης σάς ζητά να δώσετε πληροφορίες γι’ αυτόν». Φύσηξε και ξεφύσηξε ξανά. «Βεβαίως», τον πρόλαβα, «γνωρίζω ότι είναι πρωτοφα νές, αλλά...» «Οπως θα έλεγα», εξακολούθησε σταθερά, «είναι πρωτο φανές και δε νομίζω όα μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε». Παρ’ όλα αυτά, έφυγα έχοντας τη διεύθυνση ενός ντετέκτιβ που ζούσε στο Ηστ Εντ και κίνησα να βρω τον Αμερι
26
JACK LONDON
κανό γενικό πρόξενο. Και εδώ, επιτέλους, βρήκα έναν άν θρωπο με τον οποίο μπορούσα «να βγάλω άκρη». Δεν υπήρ χαν φυσήματα και ξεφυσήματα, ούτε ανασηκωμένα φρύδια, ούτε έκδηλη δυσπιστία ή καθαρή κατάπληξη. Στο πρώτο κιόλας λεπτό, εξήγησα τι ήθελα να κάνω και ποιο ήταν το σχέδιό μου, το οποίο και αποδέχθηκε ως κάτι απόλυτα λογι κό. Μέσα στο δεύτερο λεπτό με ρώτησε την ηλικία, το ύψος και το βάρος μου και με περιεργάστηκε απ’ την κορφή ως τα νύχια. Και μέσα στο τρίτο λεπτό, καθώς δίναμε τα χέρια για να χαιρετηθούμε, μου είπε: «Έγινε Τζακ, θα σε θυμάμαι και θα μαθαίνω νέα σου». Αναστέναξα με ανακούφιση. Αφού ο δρόμος που είχα πάρει ήταν μονόδρομος, ήμουν τώρα ελεύθερος να βυθιστώ μέσα στην ανθρώπινη εκείνη ερημιά για την οποία κανείς δεν έμοιαζε να γνωρίζει τίποτα. Αμέσως όμως, συνάντησα μια νέα δυσκολία στο πρόσωπο του αμαξά μου, ενός εξαιρε τικά ευπρεπούς τύπου με γκρίζο μουστάκι, ο οποίος ατάρα χος με είχε κάνει για αρκετές ώρες βόλτα μέσα στο «Σίτυ»*. «Πήγαινέ με κάτω στο Ηστ Εντ», πρόσταξα, καθώς κα θόμουν στη θέση μου. «Πού, κύριε;» ρώτησε φανερά έκπληκτος. «Στο Ηστ Εντ, όπου να ’ναι. Αντε, ξεκίνα». Για κάμποσα λεπτά το μόνιππο ακολούθησε μια άσκοπη πορεία και ξαφνικά σταμάτησε. Από το ακάλυπτο άνοιγμα πάνω από το κεφάλι μου φάνηκε ο αμαξάς να με κοιτάζει με ύφος μπερδεμένο. «Με το συμπάθειο», είπε, «σε ποιο μέρος θέτε να πάτε;»
Το κέντρο του Λονδίνου. (Σ.τ.Ε.)
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
27
«Στο Ηστ Εντ», επανέλαβα. «Πουθενά συγκεκριμένα. Πήγαινέ με όπου να ’ναι». «Μα ποια ’ναι η διεύθυση, κύριε;» «Κοίτα, πήγαινέ με στο Ηστ Εντ και γρήγορα!» ξέσπα σα. Ή ταν ολοφάνερο πως δεν καταλάβαινε, όμως τράβηξε το κεφάλι του από το άνοιγμα και ξεκίνησε το άλογό του γκρινιάζοντας. Όπου και να πας στους δρόμους του Λονδίνου δεν μπο ρείς να αποφύγεις τη θέα της άθλιας φτώχιας, ενώ πέντε λε πτά περπάτημα από οποιοδήποτε σχεδόν σημείο σε φέρνει σε κάποια φτωχογειτονιά· όμως η περιοχή στην οποία έ μπαινε τώρα το μόνιππό μου ήταν μια ατελείωτη φτωχογει τονιά. Οι δρόμοι κατακλύζονταν από μια νέα, διαφορετική ράτσα ανθρώπων, μικρού αναστήματος, κακομοιριασμένης και μεθόκοπης εμφάνισης. Το μόνιππο διέσχισε μίλια τού βλων και βρομιάς· σε κάθε διασταύρωση και σοκάκι αντι κρίζαμε στιγμιαία την ίδια στενόμακρη θέα τούβλου και ε ξαθλίωσης. Εδώ κι εκεί, έβλεπες κάποιον μεθυσμένο άντρα ή κάποια μεθυσμένη γυναίκα να τρεκλίζει, ενώ παντού α ντηχούσαν χυδαίες κακοφωνίες και καβγαδίσματα. Σε μια λαχαναγορά, γέροι και γριές με τρεμάμενα πόδια ανασκάλι ζαν σκουπίδια πεταμένα στη λάσπη, ψάχνοντας για σάπιες πατάτες, φασόλια και λαχανικά. Μικρά παιδιά, μαζεμένα σαν μύγες γύρω από ένα σωρό μουχλιασμένα φρούτα, έχω ναν τα χέρια τους μέχρι τον ώμο στην υγρή αυτή σαπίλα, α νέσυραν κομμάτια σε στάδια αποσύνθεσης και τα καταβρό χθιζαν επιτόπου. Σ’ όλη τη διαδρομή δε συνάντησα ούτε ένα μόνιππο, ενώ το δικό μου πρέπει να έμοιαζε με κάτι το εξωπραγματικό, με
28
JACK LONDON
φάντασμα από κάποιον ξένο και καλύτερο κόσμο, έτσι ό πως έτρεχαν τα παιδιά ξοπίσω και πλάι του. Μέχρι εκεί που έβλεπε το μάτι μου υπήρχαν συμπαγείς τούβλινοι τοίχοι, λι γδιασμένα πεζοδρόμια και θορυβώδεις δρόμοι· και για πρώ τη φορά στη ζωή μου με κατέλαβε ο φόβος του όχλου. Ή ταν σαν το φόβο της θάλασσας. Και τα μίζερα πλήθη, δρόμο το δρόμο, έμοιαζαν με πολυάριθμα κύματα μιας τεράστιας και δύσοσμης θάλασσας που πάφλαζαν απειλητικά γύρω μου έ τοιμα να με καταπιούν. «Στέπνυ», κύριε, «Σταθμός Στέπνυ», φώναξε από πάνω ο αμαξάς. Κοίταξα τριγύρω. Πράγματι, ήταν ένας σιδηροδρομικός σταθμός προς τον οποίο είχε κατευθυνθεί απελπισμένα, κα θώς ήταν το μοναδικό γνωστό σημείο που ήξερε μέσα σ’ αυ τή την ερημιά. «Και λοιπόν;» είπα. Ψέλλισε κάτι ακατάληπτο και κούνησε το κεφάλι του, δείχνοντας πολύ δυστυχισμένος. «Είμαι ξένος δω πέρα», κατάφερε τελικά να αρθρώσει. «Κι αν δε θέτε το Σταθμό Στέπνυ, ανάθεμα κι αν ξεύρω τι θέτε». «Να σου πω τι θέλω», είπα. «Συνέχισε να προχωράς και έχε το νου σου για κάποιο μαγαζί που πουλάει παλιά ρούχα. Όταν δεις ένα, προσπέρασέ το και μόλις στρίψεις τη γωνία, σταμάτα κι άσε με να κατέβω». Έβλεπα ότι είχε αρχίσα να αμφιβάλλει για την ταρίφα του, όμως λίγο παρακάτω σταμάτησε δίπλα στο κράσπεδο και με ενημέρωσε ότι μπορούσα να βρω ένα παλιατζίδικο λί γο πιο πίσω. «Με πλερώνετε λίγο;» με παρακάλεσε. «Μου χρωστάτε εφτά σελίνια κι έξι πένες».
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
29
«Ναι», γέλασα, «και μετά άμα σε ξαναδώ σφύρα μου». «Ο θ εός να με συχωρέσει αλλά σένα είν’ που δε θα ματαδεί κανείς αν δε με πλερώσεις», ανταπάντησε. Όμως ένα τσούρμο κουρελιάρηδων παρατηρητών είχε ήδη μαζευτεί γύρω α π’ την άμαξα, κι εγώ γέλασα πάλι και κίνησα για το παλιατζίδικο. / Εδώ, η βασική δυσκολία ήταν να κάνω τον πωλητή να καταλάβει ότι ήθελα στ’ αλήθεια παλιά ρούχα. Μετά από α ποτυχημένες απόπειρες να μου πουλήσει κάτι καινούργια, απίστευτα παλτά και παντελόνια, άρχισε να βγάζει στη φό ρα σωρούς από παλιά, ενώ ταυτόχρονα με ύφος αινιγματικό πετούσε σκοτεινά υπονοούμενα. Τούτο το έκανε με φανερή πρόθεση να μου δείξει ότι είχε «πάρα γραμμή π επαγγέλλο μαι» για να με εξαναγκάσει, υπό την απειλή της αποκάλυ ψης, να πληρώσω αδρά για τις αγορές μου. Με έκανε είτε για άντρα μπλεγμένο σε φασαρίες είτε για υψηλής τάξης ε γκληματία από άλλη χώρα - πάντως σίγουρα για άτομο που ήθελε πάση θυσία να αποφύγει την αστυνομία. Ομως, διαφώνησα μαζί του για την εξωφρενική διαφορά ανάμεσα σε τιμή και αξία μέχρι που σχεδόν τον έβγαλα απ’ την πλάνη του γύρω απ’ το θέμα και βρέθηκε να κάνει σκλη ρό παζάρι μ’ ένα σκληρό πελάτη. Στο τέλος, διάλεξα ένα ζευγάρι γερά αλλά πολυφορεμένα παντελόνια, ένα ξεφτισμένο σακάκι μ’ ένα μόνο κουμπί, ένα ζευγάρι μπότες εργα σίας που ήταν ολοφάνερο ότι είχαν φορεθεί από κάποιον που φτυάριζε κάρβουνο, μια λεπτή δερμάτινη ζώνη και μια πολύ βρόμικη τραγιάσκα. Ωστόσο, τα εσώρουχα και α κάλ τσες μου ήταν καινούργια και ζεστά, αλλά το είδος που θα μπορούσε να αποκτήσα, ανά πάσα στιγμή, οποιοδήποτε ξέσπιτο Αμερικανάκι και μάλιστα σε δύσκολους καιρούς.
30
JACK LONDON
«Πρέπει να ομολοήσω, είσ’ σκληρό καρύδι συ», είπε με προσποιητό θαυμασμό, καθώς του έδινα τα δέκα σελίνια τα οποία είχαμε τελικά συμφωνήσει για το ρουχισμό. «Ανάθε μά με, αν δεν έχεις ήδη σεργιανίσει την Πέτικοουτ Λέιν*. Δί χως άλλο, τα μπαντελόνια σου πιάνουν πέντε σελίνια κι έ νας λιμενεργάτης θα πλέρωνε δυο κι έξι για τα παπούτσια, μη πούμε για το παλτό και τη ντραγιάσκα και για την και νούργια φανέλα θερμαστή και τ’ άλλα τα πράματα». «Πόσα μου δίνεις για όλα αυτά;» τον ρώτησα ξαφνικά. «Μου τ’ άφησες δέκα σελίνια, εγώ στα πουλάω πίσω επιτόπου με οχτώ. Έλα, συμφωνία!» Όμως, αυτός μόρφασε και κούνησε το κεφάλι του, κι ενώ είχα παζαρέψει καλά, με δυσαρέσκεια συνειδητοποίησα ότι εκείνος είχε παζαρέψει καλύτερα. Βρήκα τον αμαξά να συζητάει χαμηλόφωνα με έναν α στυφύλακα, όμως ο τελευταίος, αφού με περιεργάστηκε αυ στηρά κι εξέτασε προσεκτικά το δεμάτι κάτω από τη μα σχάλη μου, έκανε μεταβολή και έφυγε, αφήνοντας τον αμα ξά μόνο του, να βράζει στο ζουμί του. Και δεν κουνούσε ρούπι μέχρι να τον πληρώσω τα εφτά σελίνια και τις έξι πέ νες που του χρωστούσα. Αλλά αμέσως μετά, ήταν πρόθυμος να με πάει στην άλλη άκρη του κόσμου, απολογούμενος α φειδώς για την επιμονή του κι εξηγώντας ότι στο Λονδίνο μπορεί κανείς να πετύχει περίεργους πελάτες. Ομως, με πήγε μόνο μέχρι το Χάιμπερυ Βέιλ, στο Βόρειο Λονδίνο, όπου με περίμεναν οι αποσκευές μου. Εδώ, την ε πόμενη μέρα, έβγαλα τα παπούτσια μου (όχι χωρίς να αι-
Δρόμος που φημιζόταν για τα παλαιοπωλεία του. (Σ.τ.Μ.)
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
31
σθάνομαι κάποια λύπη που θα έχανα την άνεση που μου πρόσφεραν) και το μαλακό γκρίζο ταξιδιωτικό μου κοστού μι, εν ολίγοις όλα μου τα ρούχα, και άρχισα να φοράω τα ρούχα των άλλων, ασύλληπτων από το νου ανδρών, που πρέπει να ήταν πραγματικά δυστυχείς ώστε να αναγκα στούν να αποχωριστούν τέτοια κουρέλια για τα αξιοθρήνη τα ποσά που προσφέρουν οι μεταπράτες. Στο εσωτερικό της φανέλας θερμαστή, στο ύψος της μα σχάλης, έραψα μια χρυσή λίρα (ταπεινό ποσό εκτάκτου α νάγκης). Εν συνεχεία, μπήκα και εγώ μέσα στη φανέλα. Κι ύστερα κάθισα και ηθικολόγησα γύρω από τα ωραία και ά νετα χρόνια, τα οποία είχαν κάνει το δέρμα μου μαλακό και είχαν φέρει τα νεύρα κοντά στην επιφάνεια. Γιατί η φανέλα ήταν τραχιά και σκληρή σαν τρίχινος χιτώνας ασκητών και είμαι σίγουρος ότι ακόμα και οι πιο σκληροί ασκητές δεν υ ποφέρουν περισσότερο απ’ ό,τι υπέφερα εγώ τις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες. Το υπόλοιπο της φορεσιάς μου ήταν σχετικά εύκολο να το βάλω, αν και οι μπότες εργασίας, ή τα χοντρά παπούτσια εργασίας, μου δημιούργησαν αρκετά μεγάλο πρόβλημα. Ή ταν σκληρές σαν ξύλο και μόνο μετά από ένα παρατεταμένο γρονθοκόπημα των ψιδιών κατάφεραν τα πόδια μου να χωρέσουν. Ύστερα, με μερικά σελίνια, ένα σουγιά, ένα μαντήλι, μερικά τσιγαρόχαρτα και τρίμματα ταμπάκο χωμέ να στις τσέπες μου, κατέβηκα τις σκάλες με βήμα βαρύ και χαιρέτησα τους γεμάτους κακά προαισθήματα για μένα φί λους μου. Καθώς κοντοστάθηκα έξω από την πόρτα, η «οι κιακή βοηθός», μια καλοκαμωμένη, μεσήλικη γυναίκα, δεν μπόρεσε να συγκροτήσει ένα εγκάρδιο χαμόγελο που στρά βωνε και χώριζε τα χείλη της, μέχρι που ο λαιμός της, από α
32
JACK LONDON
κούσια συμπόνια, έβγαλε τους άξεστους, ζωώδεις ήχους που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «γέλιο». Με το που βγήκα στους δρόμους, εντυπωσιάστηκα από την επίδραση που είχαν τα ρούχα μου στην κοινωνική μου θέση. Κάθε ίχνος δουλοπρέπειας είχε εξαφανιστεί από τη συμπερι φορά των συνηθισμένων ανθρώπων με τους οποίους ερχό μουν σε επαφή. Μονομιάς! Στο άψε σβήσε, είχα γίνει ένας από αυτούς. Το ξεφτισμένο και λιωμένο στους αγκώνες σακάκι μου ήταν το σήμα και η διαφήμιση της τάξης μου, που ήταν η δική τους τάξη. Με έκανε έναν απ’ το είδος τους, και αντί για τις κολακείες και τις υπερβολικά ευσεβείς φροντίδες που δεχό μουν πρωτύτερα, τώρα πια μας ένωνε μια αλληλεγγύη. Ο ά ντρας με το κοτλέ παντελόνι και το βρόμικο φουλάρι δε με αποκαλούσε πια «κύριο» ή «αφεντικό». Τώρα, άκουγα στο «φί λε»· ωραία λέξη, εγκάρδια, και έχα μια ευχάριστη ανατριχίλα και μια ζεστασιά και χαρά που ο άλλος όρος δεν έχα. Αφεντι κό! Υποδηλώνει υπεροχή, δύναμη και ύψιστη εξουσία- ο φό ρος υποτέλειας του ανθρώπου που βρίσκεται από κάτω προς τον άνθρωπο που βρίσκεται από πάνω, αποδιδόμενος με την ελπίδα ότι ο τελευταίος θα απαιτήσει λιγότερα και θα μειώσει την πίεση· με άλλα λόγια, κάτι σαν να ζητάς ελεημοσύνη. Φορώντας τα κουρέλια και τα ξεφτίδια μου βίωσα μια ι κανοποίηση την οποία στερείται ο μέσος Αμερικανός στο ε ξωτερικό. Κάποιος που ταξιδεύει στην Ευρώπη απ’ τις Ηνωμένες Πολιτείες και δεν είναι κροίσος, γρήγορα βλέπει τον εαυτό του να υποβάλλεται σε μια μόνιμη κατάσταση εν συνείδητης φιλαργυρίας, εξαιτίας ενός συρφετού καιροφυλαχτούντων κλεφτών που στοιχειώνουν τα βήματά του από την αυγή ως το σούρουπο και αδειάζουν το πορτοφόλι του με τρόπο που τον κάνει να ντρέπεται.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
33
Μέσα στα κουρέλια και τα ξεφτίδια μου ξέφυγα από την πληγή του φιλοδωρήματος κι αντιμετώπιζα τους αν θρώπους σαν ίσος προς ίσους. Πριν ακόμα τελειώσει η μέ ρα, είχα αντιστρέφει τους όρους. «Σας ευχαριστώ κύριε», είπα με μεγάλη ευγνωμοσύνη σ’ έναν τζέντλεμαν που του κρατούσα το άλογο καθώς πέταξε μια πένα στην ανοιχτή παλάμη μου. Κι άλλες αλλαγές που ανακάλυψα είχαν επέλθει στην κοινωνική μου κατάσταση λόγω της νέας μου αμφίεσης. Ό ταν διέσχιζα πολυάνθρωπους δημόσιους δρόμους, διαπί στωνα ότι έπρεπε να είμαι, αν μη τι άλλο, σε μεγαλύτερη επι φυλακή ώστε να αποφεύγω τα οχήματα, και μου έκανε κα ταπληκτική εντύπωση πόσο πολύ είχε φτηνύνει η ζωή μου σε άμεση σχέση με τα ρούχα μου. Πρωτύτερα, όταν ζητούσα από έναν αστυφύλακα να μου πει το δρόμο, συνήθως με ρω τούσε, «λεωφορείο ή άμαξα, κύριε;», αλλά τώρα η ερώτηση ήταν «πεζός ή με άλογο;». Επίσης, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς μού έδιναν, ή μάλλον μου πετούσαν, ένα εισιτήριο τρίτης θέσης σαν να ήταν αυτονόητο. Ομως για όλα αυτά υπήρχε αποζημίωση. Για πρώτη φο ρά στη ζωή μου γνώρισα πρόσωπο με πρόσωπο τις κατώτε ρες τάξεις της Αγγλίας, και τις γνώρισα όπως ακριβώς ήταν. Οταν μου μιλούσαν σουλατσαδόροι κι εργάτες, στις γωνίες των δρόμων και στα καπηλειά, μου μιλούσαν όπως μιλά έ νας άντρας σ’ έναν άλλο κι όπως θα έπρεπε να μιλούν οι φυ σιολογικοί άνθρωποι, χωρίς την παραμικρή πρόθεση να κερδίσουν κάτι από εμένα λόγω του τρόπου που μιλούσαν ή του πράγματος για το οποίο μιλούσαν. Και όταν επιτέλους κατάφερα να φτάσω στο Ηστ Εντ, με χαρά διαπίστωσα ότι ο φόβος του όχλου είχε πάψει να με
34
JACK LONDON
καταδιώκει. Είχα γίνει κομμάτι του. Η τεράστια και δύσοσμη θάλασσα είτε με είχε καταπιεί, είτε είχα γλιστρήσει α παλά στα νερά της· και δεν είχε τίποτα το τρομακτικό· με μοναδική εξαίρεση τη φανέλα του θερμαστή.
2 ΤΖΏΝΝΥ ΑΠΡΑΪΤ
Δε θα σας δώσω τη διεύθυνση του Τζώννυ Απράιτ. Ας αρκεστούμε στο ότι μένα σε έναν από τους πιο καθωσπρέ πει δρόμους του Ηστ Εντ - ένα δρόμο που ενώ στην Αμερι κή θα θεωρείτο πολύ ευτελής, στην ερημιά του Ανατολικού Λονδίνου φάνταζε πραγματική όαση. Γύρω του υπάρχει πυ κνή, άθλια φτώχια και δρόμοι πλημμυρισμένοι από μια νεα ρή, πρόστυχη και βρόμικη γενιά. Αν και τα παιδιά δεν έχουν πού αλλού να παίξουν, τα πεζοδρόμια είναι άδεια ενώ ο δρόμος μοιάζει εγκαταλειμμένος, τόσοι λίγοι είναι οι άν θρωποι που πηγαινοέρχονται. Σ’ αυτόν λοιπόν το δρόμο, όπως και σ’ όλους τους άλλους δρόμους, κάθε σπίτι είναι κολλητά χτισμένο με το διπλανό του. Κάθε σπίτι διαθέτει μία μόνο είσοδο, την μπροστινή. Και κάθε σπίτι έχα περίπου δεκαοκτώ πόδια πλάτος και μια μικρή πίσω αυλή με τούβλινσυς τοίχους, απ’ όπου μπορείς να κοιτά ξεις, όταν δε βρέχει, τον γκριζόμαυρο ουρανό. Πρέπει ωστόσο να γίνει κατανοητό ότι μιλάμε για αριστοκρατική περιοχή του Ηστ Εντ. Ορισμένα μάλιστα άνθρωποι σ’ αυτόν το δρόμο εί ναι τόσο ευκατάστατα που μπορούν και έχουν «παραδουλεύ τρα». Ξέρω καλά ότι ο Τζώννυ Απράιτ έχα μία, γιατί ήταν η πρώτη γνωριμία πόυ έκανα σ’ αυτό το κομμάτι του κόσμου.
36
JACK LONDON
Έφτασα στο κατώφλι ταυ Τζώννυ Απράιτ και στην πόρ τα εμφανίστηκε η παραδουλεύτρα. Σημειώστε ότι ενώ η κοι νωνική της θέση ήταν αξιολύπητη και αξιοπεριφρόνητη, με κοίταξε παρ’ όλα αυτά με οίκτο και περιφρόνηση. Έδειξε την καθαρή επιθυμία η συζήτησή μας να είναι σύντομη. Ή ταν Κυριακή, ο Τζώννυ Απράιτ απούσιαζε και το θέμα ή ταν λήξαν. Όμως εγώ επέμεινα, συζητώντας κατά πόσο το θέμα ήταν λήξαν, μέχρι που τράβηξα το ενδιαφέρον της κυ ρίας Απράιτ, η οποία ήρθε στην πόρτα, κατσάδιασε την κο πέλα που δεν την είχε κλείσει νωρίτερα και έπειτα γύρισε προς το μέρος μου. Όχι, ο κύριος Απράιτ απούσιαζε και επιπλέον δε δεχό ταν κανέναν την Κυριακή. Είπα πως ήταν κρίμα. Γύρευα δουλειά; Όχι, αντιθέτως, είχα έρθει να δω τον Τζώννυ Απράιτ για να προτείνω δουλειές που ενδεχομένως να ήταν κερδοφόρες. Αμέσως επήλθε αλλαγή στα πράγματα. Ο εν λόγω κύ ριος ήταν στην εκκλησία αλλά θα επέστρεφε σε μια ώρα πε ρίπου και τότε σίγουρα θα μπορούσα να τον δω. Μήπως θα ήθελα να περάσω;- Όχι, η κυρία δε μου το πρότανε αν και επεδίωξα πλαγίως μια πρόσκληση, λέγοντας ότι θα πήγαινα μέχρι τη γωνία του δρόμου να περιμένω σ’ ένα κα πηλειό. Και πράγματι, πήγα μέχρι τη γωνία, αλλά επειδή ήταν η ώρα της λειτουργίας η «παμπ» ήταν κλειστή. Εριχνε ένα ά θλιο ψιλόβροχο και μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω, κάθισα στο κατώφλι ενός σπιτιού εκεί κοντά για να περιμένω. Και τότε πλησιάζει η παραδουλεύτρα, πολύ απεριποίητη και πολύ σαστισμένη, για να μου μηνύσει ότι η «κιουρία» με αφήνει να πάω να περιμένω στην κουζίνα. «Είν’ τόσοι πολλοί αυτοί που έρχονται και γυρεύουν
Οι Ανθρωποι της Αβύσσου
37
δουλειά», εξήγησε η κυρία Τζώννυ Απράιτ απολογητικά. «Ελπίζω να μην προσβληθήκατε που σας μίλησα έτσι». «Ούτε λόγος, ούτε λόγος», είπα με το πιο μεγαλοπρεπές μου ύφος, προσδίδοντας αυτομάτως αξιοπρέπεια στα κου ρέλια μου. «Καταλαβαίνω, πολύ καλά μάλιστα, σας διαβεβαιώ. Υποθέτω ότι οι άνθρωποι που ψάχνουν για δουλειά σάς δημιουργούν πονοκέφαλο». «Ναι, έτσι είναι», απάντησε με εκφραστικό και όλο νόη μα βλέμμα. 'Επειτα με συνόδευσε, όχι στην κουζίνα, αλλά στην τραπεζαρία - χαριστικά, φαντάζομαι, ως ανταμοιβή για τους ευγενικούς μου τρόπους. Η εν λόγω τραπεζαρία, στο ίδιο επίπεδο με την κουζίνα, βρισκόταν τέσσερα περίπου πόδια πιο χαμηλά απ’ το ύψος του εδάφους και ήταν τόσο σκοτεινή (ήταν μεσημέρι) που χρειάστηκε να περιμένω μια στιγμή για να συνηθίσουν τα μάτια μου στο μισοσκόταδο. Βρόμικο φως περνούσε μέσα απ’ το παράθυρο, το πάνω μέρος του οποίου βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με το πεζοδρόμιο, και σ’ αυτό το φως ανακάλυ ψα πως μπορούσα να διαβάσω εφημερίδα. Και εδώ, ενώ περιμένω την άφιξη του Τζώννυ Απράιτ, ε πιτρέψτε μου να σας εξηγήσω την αποστολή μου. Οσο θα ζούσα, θα έτρωγα και θα κοιμόμουνα με τους ανθρώπους του Ηστ Εντ, σκόπευα να έχω ένα καταφύγιο, όχι πολύ μα κριά, όπου θα μπορούσα, κατά διαστήματα, να προσφεύγω για να πείθομαι ότι τα καλά ρούχα και η καθαριότητα εξακο λουθούν να υπάρχουν. Επιπλέον, σ’ ένα τέτοιο καταφύγιο θα μπορούσα να λαμβάνω την αλληλογραφία μου, να δου λεύω τις σημειώσεις μου και περιστασιακά, με διαφορετική περιβολή, να έρχομαι σε επαφή με τον πολιτισμό. Τούτο όμως ενείχε το εξής δίλημμα: ένα κατάλυμα όπου
38
JACK LONDON
η περιουσία μου θα ήταν ασφαλής συνεπαγόταν μια σπιτονοικοκυρά με τάση να υποπτεύεται έναν κύριο που κάνει δι πλή ζωή· ενώ μια σπιτονοικοκυρά που δε θα σκότιζε το κε φάλι της με τη διπλή ζωή των νοικάρηδων συνεπαγόταν κα ταλύματα όπου η περιουσία μου θα κινδύνευε. Για να απο φύγω το δίλημμα είχα οδηγηθεί στον Τζώννυ Απράιτ. Ένας ντετέκτιβ με τριάντα χρόνια συνεχούς υπηρεσίας στο Ηστ Εντ, ευρύτερα γνωστός με το όνομα που του έδωσε ένας κα κοποιός που καταδικάστηκε στο εδώλιο, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να μου βρει μια τίμια σπιτονοικοκυρά και να την καθησυχάσει όσον αφορά στα μυστηριώδη πηγαινέλα, για τα οποία θα μπορούσα να κατηγορηθώ. Οι δυο του κόρες γύρισαν από την εκκλησία πριν απ’ αυ τόν - κι ήταν όμορφες, ντυμένες με τα κυριακάτικα φορέματά τους. Αλλά είχαν τη χαρακτηριστική, άτονη και εύθραυ στη ομορφιά που χαρακτηρίζει τα κοριτσόπουλα του Λονδί νου, μια ομορφιά που δεν είναι τίποτε άλλο από μια εφήμερη υπόσχεση, καταδικασμένη να ξεθωριάσει γρήγορα, όπως το χρώμα του ουρανού το ηλιοβασίλεμα. Με περιεργάστηκαν με καθαρή περιέργεια, λες και ή μουν κανένα αλλόκοτο ζώο, κι ύστερα με αγνόησαν ολότελα για το υπόλοιπο της αναμονής μου. Επειτα ήρθε ο ίδιος ο Τζώννυ Απράιτ και κλήθηκα να ανέβω στον επάνω όροφο για να συνδιασκεφθώ μαζί του. «Μιλήστε δυνατά», με διέκοψε όταν ξεκίνησα να μιλάω. «Έχω κρυολογήσει και δεν ακούω καλά». Φαντάσματα του Γερο-Σλουθ* και του Σέρλοκ Χολμς!
Ντετέκτιβ, δημοφιλής ήρωας σε σειρά διηγημάτων που έγραψε ο George Munro τις δεκαετίες του 1880 και 1890. (Σ.τ.Μ.)
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
39
Αναρωτήθηκα πού μπορεί να βρισκόταν ο βοηθός, του ο ποίου η δουλειά ήταν να σημειώνει τις πληροφορίες που πι θανόν να προσέφερα μεγαλόφωνα. Μέχρι σήμερα, όσες φο ρές κι αν έχω δει τον Τζώννυ Απράιτ, όσο κι αν έχω αναρω τηθεί γύρω απ’ το περιστατικό, ακόμη δεν έχω καταφέρει να καταλήξω αν πράγματι είχε κρυολογήσει ή αν είχε κάποιον βοηθό στο διπλανό δωμάτιο. Για ένα πράγμα όμως είμαι σί γουρος: ενώ εγώ έδωσα στον Τζώννυ Απράιτ τα στοιχεία που αφορούσαν εμένα και το σχέδιό μου, εκείνος αρνήθηκε να εκφέρει οποιαδήποτε γνώμη μέχρι την επόμενη μέρα, ό ταν εμφανίστηκα στο δρόμο του ντυμένος κανονικά, μέσα σε μόνιππο. Το καλωσόρισμά του ήταν αρκετά εγκάρδιο και κατέβηκα στην τραπεζαρία να πάρω το τσάι με την υπόλοι πη οικογένεια. «Είμαστε απλοί άνθρωποι εμείς», είπε, «δε μας ενδιαφέ ρουν οι υλικές απολαύσεις και πρέπει να μας πάρεις γι’ αυτό που είμαστε, άνθρωποι απλοί». Τα κορίτσια κοκκίνισαν και ντράπηκαν όταν με χαιρέ τησαν ενώ εκείνος δεν τις διευκόλυνε ιδιαίτερα. «Χα! Χα!» γέλασε τρανταχτά και εγκάρδια, κοπανώ ντας το τραπέζι με την παλάμη του, κάνοντας τα πιάτα να χοροπηδήσουν. «Εχτές τα κορίτσια νόμιζαν ότι είχες έρθει να ζητήσεις ένα κομμάτι ψωμί! Χα! Χα! Χο! Χο! Χο!» Τούτο το αρνήθηκαν εντόνως, ανοιγοκλείνοντας τα μά τια και κοκκινίζοντας ένοχα, λες και ήταν βασικό στοιχείο καλλιέργειας να μπορείς να διακρίνεις ότι ένας άντρας ντυ μένος με κουρέλια δεν είχε ανάγκη να τα φοράει. Κι ύστερα, καθώς έτρωγα ψωμί με μαρμελάδα, ακολού θησε μια σκηνή ασυμφωνίας απόψεων, με τις κόρες να θεω ρούν προσβλητικό για μένα το γεγονός ότι με περνούσαν
40
JACK LONDON
για ζητιάνο και τον πατέρα να θεωρεί πολύ κολακευτικό για την εξυπνάδα μου το γεγονός ότι με περνούσαν τόσο εύκολα για ζητιάνο. Όλα αυτά τα απόλαυσα, και το ψωμί και τη μαρμελάδα και το τσάι, μέχρι που ήρθε η ώρα ο Τζώννυ Απράιτ να μου βρει κατάλυμα, πράγμα το οποίο έκανε, έξι πόρτες παρακάτω, στον δικό του καθωσπρέπει και αριστο κρατικό δρόμο, σ’ ένα σπίτι που έμοιαζε τόσο πολύ με το δι κό του, σαν να ήταν δυο σταγόνες νερό.
3 ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ
Σύμφωνα με τα δεδομένα του Ανατολικού Λονδίνου, το δωμάτιο που νοίκιασα για έξι σελίνια, ή για ενάμισι δολά ριο, ήταν πολύ άνετο. Αντίθετα, σύμφωνα με τα αμερικανι κά δεδομένα, ήταν πρωτόγονα επιπλωμένο, άβολο και μι κρό. Μάλιστα, όταν προσέθεσα ένα συνηθισμένο τραπέζι γραφομηχανής στην πενιχρή επίπλωσή του, δυσκολευόμουν να κουνηθώ. Το καλύτερο που κατάφερα να κάνω ήταν να το διασχίζω αργά με διάφορους ελιγμούς που απαιτούσαν μεγάλη επιδεξιότητα και αυτοσυγκέντρωση. Αφού τακτοποιήθηκα, ή καλύτερα αφού τακτοποίησα τα υπάρχοντά μου, φόρεσα τα ρούχα της γύρας και βγήκα βόλ τα. Με τα καταλύματα φρέσκα στο μυαλό μου, άρχισα να ψάχνω για ένα, υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου πως ήμουν ένας φτωχός νέος άντρας, με γυναίκα και πολλά παιδιά. Το πρώτο πράγμα που ανακάλυψα ήταν ότι τα άδεια σπίτια ήταν λιγοστά και μακριά το ένα απ’ το άλλο - τόσο μακριά μάλιστα, που ενώ περπάτησα μίλια, κάνοντας ακα νόνιστους κύκλους σε μια μεγάλη περιοχή, δεν κατάφερα να πλησιάσω κανένα. Δεν μπορούσα να βρω ούτε ένα άδειο σπίτι - πειστική απόδειξη ότι η περιοχή ήταν «κορεσμένη». Καθότι ήταν πασιφανές πως ένας φτωχός, νέος άντρας
42
JACK LONDON
με οικογένεια σαν και μένα δεν μπορούσε να νοίκιασα σπίτι σ’ αυτή την άκρως ανεπιθύμητη περιοχή, άρχισα να ψάχνω για δωμάτια, ανεπίπλωτα δωμάτια, στα οποία θα μπορούσα να χωρέσω γυναίκα, παιδιά και νοικοκυριό. Δεν ήταν πολλά, ωστόσο τα εντόπισα, συνήθως σε ενικό αριθμό, καθώς ένα δωμάτιο (ραινόταν αρκετό για να μαγειρεύει, να τρώα και να κοιμάται η οικογένεια ενός φτωχού άντρα. Όταν ζήτησα δύο δωμάτια, οι υπενοικιαστές με κοίταξαν, φαντάζομαι, με τον ίδιο πάνω κάτω τρόπο που ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας κοίταζε τον Όλιβερ Τουίστ όταν ζητούσε κι άλλο. Οχι μόνο ένα δωμάτιο θεωρούνταν αρκετό για ένα φτωχό άντρα και την οικογένεια του, αλλά έμαθα ότι αρκετές οικογέ νειες που νοίκιαζαν ένα δωμάτιο είχαν τόσο πολύ περισσευούμενο χώρο που μπορούσαν να δεχτούν ένα δυο νοικάρηδες α κόμα. Οταν τέτοια δωμάτια νοικιάζονταν από τρία μέχρι έξι σελίνια την εβδομάδα, το λογικό συμπέρασμα είναι ότι ένας ε νοικιαστής με συστάσεις μπορεί να αποκτήσα χώρο στο πάτω μα με οχτώ πένες μέχρι ένα σελίνι. Ίσως μάλιστα να μπορεί με μερικά σελίνια επιπλέον να γευματίζει με τους ανθρώπους που του υπενοικιάζουν το χώρο. Αυτό, ωστόσο, δεν κατάφερα να το ερευνήσω - αξιόμεμπτο λάθος από μέρος μου, δεδομένου ό τι δούλευα έχοντας ως βάση μια υποθετική οικογένεια. Τα σπίτια τα οποία εξέτασα δεν είχαν μπανιέρα, αλλά έ μαθα ότι κανένα από τα χιλιάδες σπίτια που είχα δει δεν είχε μπανιέρα. Υπό αυτές τις συνθήκες, με γυναίκα, μωρά και έ να δυο νοικάρηδες να υποφέρουν από την απίθανη ευρυχω ρία τού ενός δωματίου, το να κάνεις μπάνιο σε μια τσίγκινη λεκάνη θα ήταν ανέφικτο εγχείρημα. Όμως φαίνεται ότι υ πάρχει τελικά αποζημίωση, χάρη στην εξοικονόμηση σα πουνιού, και έτσι τέλος καλό, όλα καλά.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
43
Παρ’ όλα αυτά, δε νοίκιασα δωμάτια αλλά γύρισα στον δικό μου δρόμο, το δρόμο του Τζώννυ Απράιτ. Λίγο με τη γυναίκα μου και τα μωρά μου και τους νοικάρηδες, λίγο με τις διάφορες μικρές καμαρούλες στις οποίες τούς είχα χωρέσει, το μάτι του μυαλού μου είχε στενέψει και δεν μπορού σε να συλλάβει μονομιάς ολόκληρο το δικό μου δωμάτιο. Η απεραντοσύνη του προκαλούσε δέος. Μπορούσε αυτό να είναι το δωμάτιο που είχα νοικιάσει για έξι σελίνια την εβδο μάδα; Αδύνατο! Όμως η σπιτονοικοκυρά μου, που χτυπού σε την πόρτα για να ρωτήσει αν είχα βολευτεί, έδιωξε τις αμ φιβολίες μου. «Βέβαια, κύριε», είπε, απαντώντας σε κάποια ερώτηση. «Αυτός ο δρόμος είναι ο τελευταίος που ’χει απομείνει. Πριν οχτώ δέκα χρόνια όλοι οι δρόμοι ήταν σαν και τούτον κι ό λοι οι άνθρωποι πολύ ευυπόληπτοι. Όμως οι άλλοι ανάγκα σαν τους δικούς μας να φύγουν. Όσοι μένουν σ’ αυτόν το δρόμο είναι και οι τελευταία. Είναι φοβερό, κύριε!» Επειτα άρχισε να εξηγεί τη διαδικασία του κορεσμού, με την οποία η αξία των ενοικίων μιας γειτονιάς ανέβαινε ενώ το επίπεδό της έπεφτε. «Βλέπετε, κύριε, το είδος μας δεν έχει συνηθίσει να συ νωστίζεται όπως κάνουν οι άλλοι. Χρειαζόμαστε περισσό τερο χώρο. Οι άλλοι, οι ξένοι και οι άνθρωποι των χαμηλό τερων τάξεων, μπορούν να χωρέσουν πέντε και έξι οικογέ νειες σ’ αυτό το σπίτι, ενώ εμείς χωράμε μόνο μία. Έτσι, ε κείνα μπορούνε να πληρώσουν περισσότερο νοίκι απ’ αυτό που αντέχει η δική μας η τσέπη. Είναι φοβερό, κύριε. Και να σκεφτείτε ότι πριν από μερικά χρόνια μόνο, αυτή η γειτονιά ήταν χάρμα». Την κοίταξα. Μ προστά μου ήταν μια γυναίκα απ’ την
JACK LONDON
καλύτερη βαθμίδα της αγγλικής εργατικής τάξης, με πολλά στοιχεία καλλιέργειας, που σιγά σιγά χανόταν μέσα σε εκεί νη τη σιχαμερή, σάπια ανθρώπινη παλίρροια η οποία, ωθού μενη απ’ τις αρχές, ξεχυνόταν ανατολικά, έξω απ’ την πόλη του Λονδίνου. Πρέπει να χτιστούν τράπεζες, εργοστάσια, ξενοδοχεία και γραφεία, και οι φτωχοί της πόλης είναι ρά τσα νομαδική. Έτσι, μεταναστεύουν ανατολικά, ανά κύμα τα, κατακλύζοντας και υποβαθμίζοντας τη μια γειτονιά με τά την άλλη, και είτε σπρώχνουν την εργατική τάξη μπρο στά, για να κάνει την αρχή στις παρυφές της πόλης, είτε πα ρασύρουν μαζί τους, αν όχι την πρώτη, σίγουρα τη δεύτερη και την τρίτη γενιά της. Είναι ζήτημα μόνο μερικών μηνών και μετά ο δρόμος του Τζώννυ Απράιτ αναγκαστικά θα αφανιστεί. Αυτό το βλέπει και ο ίδιος. «Σε μερικά χρόνια», λέει, «η εκμίσθωσή μου λήγει. Ο σπιτονοικοκύρης μου είναι δικός μας. Δεν έχει αυξήσει το ε νοίκιο των σπιτιών εδώ πέρα και αυτό μάς επιτρέπει να μέ νουμε. Όμως, ανά πάσα στιγμή μπορεί να πουλήσει, ή ανά πάσα στιγμή μπορεί να πεθάνει, που για μας είναι το ίδιο πράγμα. Το σπίτι το αγοράζει κάποιος που θέλει να κάνει λεφτά- φτιάχνει ένα μαγαζί εκμετάλλευσης του ανθρώπινου μόχθου στην πίσω αυλή, εκεί που είναι η κληματαριά μου, μεγαλώνει το σπίτι και νοικιάζει ένα δωμάτιο σε κάθε οικο γένεια. Και να πώς χάνεται ο δρόμος του Τζώννυ Απράιτ!» Και πραγματικά, είδα τον Τζώννυ Απράιτ, την καλή του σύζυγο, τις όμορφες κόρες του και την απεριποίητη παρα δουλεύτρα, όπως τόσα άλλα φαντάσματα, να το σκάνε αθό ρυβα μέσα στο μισοσκόταδο προς τα Ανατολικά και την τε ρατώδη πόλη να βρυχάται ξοπίσω τους.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
45
Όμως ο Τζώννυ Απράιτ δεν είναι μόνος στη φυγή του. Πέρα, πέρα μακριά, στις παρυφές της πόλης, ζσυν μικροεπιχειρηματίες, μικροδιαχειριστές και πετυχημένοι υπάλληλοι. Κατοικούν σε μικρά εξοχικά και ημιανεξάρτητες βιλίτσες, που έχουν ένα κομματάκι ανθοφυτεμένου κήπου, με άπλα και χώρο να ανασάνεις. Φουσκώνουν από περηφάνια και προτάσσουν το στήθος όταν συλλογίζονται την Αβυσσο απ’ την οποία έχουν αποδράσει και ευχαριστούν το θ εό που δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους. Και για δες! Κατά πάνω τους έρχεται ο Τζώννυ Απράιτ και ξοπίσω του η τερατώδης πόλη. Διαμερίσματα ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια, κήποι χτίζονται, σπίτια διαιρούνται και υποδιαιρούνται σε πολυά ριθμες κατοικίες, ενώ η μαύρη νύχτα του Λονδίνου πέφτει πάνω τους σαν βρόμικο πέπλο.
4 ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΚΑΙ Η ΑΒΥΣΣΟΣ
«Να ρωτήσω, νοικιάζετε κανά δωμάτιο;» Τις λέξεις αυτές τις πέταξα αδιάφορα πάνω α π’ τον ώμο μου σε μια κοντόχοντρη, ηλικιωμένη γυναίκα που ήταν ιδιοκτήτρια του σιχαμερού καφενείου όπου έτρωγα, κοντά στο Πουλ και όχι μακριά απ’ το Λάιμχασυς. «Αμέ», απάντησε λακωνικά- πιθανώς η εμφάνισή μου να μην πλησίαζε τα επίπεδα ευμάρειας που απαιτείτο για το σπίτι της. Δεν είπα τίποτε άλλο παρά συνέχισα σιωπηλός να τρώω τη λεπτή φέτα μπέικον και να πίνω το αηδιαστικό σε όψη τσάι. Ούτε εκείνη μού έδωσε παραπάνω σημασία μέχρι που ήρθε η ώρα να πληρώσω το λογαριασμό (τέσσερις πένες) και έβγαλα και τα δέκα σελίνια που είχα στην τσέπη μου. Επήλθε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. «Ναι, κύριε», προθυμοποιήθηκε αμέσως. «Έχω ’γω ω ραία δωμάτια που ίσως είν’ του γούστου σας. Από ταξίδι γυ ρίζετε, κύριε;» «Πόσο πάει το δωμάτιο;» ρώτησα, αγνοώντας την περιέργειά της. Με κοίταξε απ’ την κορφή ως τα νύχια με πραγματική έκπληξη. «Δε νοικιάζω δωμάτια, μήτε καν στους μόνιμους νοικάρηδες, πόσο μάλλον στους περιστασιακούς».
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
47
«Τότε θα πρέπει να ψάξω κάπου αλλού», είπα με έκδηλη απογοήτευση. Ωστόσο, η θέα των δέκα σελινιών μου την είχε δελεάσει. «Μπορώ να σου δώκω ένα ωραίο κρεβάτι μαζί μ’ άλλους δυο άντρες», έσπευσε. «Καλοί, αξιοσέβαστοι άντρες, και εργατικοί». «Μα δε θέλω να κοιμάμαι μ’ άλλους δύο άντρες», διαμαρτυρήθηκα. «Δε χρειάζεται. Έχει τρεις κλίνες το δωμάτιο και δεν είν’ και πολύ μικρό». «Πόσο;» ζήτησα να μάθω. «Μισή κορώνα τη βδομάδα, δυο κι έξι πένες, για μόνιμο νοικάρη, θ α σ’ αρέσουν οι άλλοι δυο, είμαι σίγουρη. Ο ένας δουλεύει στην αποθήκη, και τόνε έχω δύο χρόνια τώρα. Και τον άλλο τόνε έχω έξι - έξι χρόνια, κύριε, και δυο μήνες κλεινά τ’ άλλο Σαββάτο. Α λλάζα σκηνικά στο θέατρο», συ νέχισε. «Εργατικός και σωστός άνθρωπος, δεν έχει χάσει μήτε μια νύχτα δουλειάς όσο καιρό τόνε έχω. Και τ’ αρέσει το σπίτι- λέει πως είν’ ό,τι καλύτερο μπορεί να του λάχει έ τσι όπως είν’ τα πράματα. Τόνε ταΐζω, αυτόν και τους άλ λους νοικάρηδες». «Φαντάζομαι ότι θα ’χει βάλει κάτι στην άκρη», υπαινίχθηκα με αθώο ύφος. «Όχι ψυχή μου! Κι ούτε θα μπορούσε να βρει καλύτερα αλλού με τα λεφτά πο ’χει». Κι αναλογίστηκα την ευρύχωρη Δύση μου, που ’χει άπλα κάτω απ’ τον ουρανό της και απεριόριστο χώρο για να χωρέo a μια πόλη εκατό φορές σαν το Λονδίνο. Κι εδώ ήταν αυτός ο άντρας, ένας εργατικός και αξιόπιστος εργάτης που δεν έ χανε ποτέ μιας νύχτας δουλειά, οικονόμος και τίμιος, που έ
JACK LONDON
μενε σ’ ένα δωμάτιο μαζί με άλλους δύο πληρώνοντας δυόμισι δολάρια το μήνα, και που με βάση την εμπειρία του είχε αποφανθεί ότι ήταν το καλύτερο που μπορούσε να πετύχει! Κι ε δώ ήμουν εγώ, που χάρη στα δέκα σελίνια που είχα στην τσέ πη, μπορούσα να μπω με τα κουρέλια μου και να πιάσω ένα κρεβάτι μαζί του. Ε να ι μοναχική η ψυχή του ανθρώπου αλλά μερικές φορές πρέπει να φτάνει σε μεγάλη μοναξιά, ειδικά ό ταν υπάρχουν τρία κρεβάτια σε ένα δωμάτιο και περιστασιακοί που γίνονται δεκτοί αν έχουν δέκα σελίνια στην τσέπη. «Πόσο καιρό είσαστε εδώ;» ρώτησα. «Δεκατρία χρόνια, κύριε- και πώς το βλέπετε, θα σας α ρέσει το δωμάτιο, έτσι δεν είναι;» Όσο μιλούσε πηγαινοερχόταν δυσκίνητα μέσα στη μικρή κουζίνα όπου μαγείρευε για τους νοικάρηδες, οι οποίοι ήταν και οικότροφοι. Όταν είχα πρωτομπεί, είχε πολλή δουλειά και δεν είχε σηκώσει ούτε μια φορά κεφάλι στη διάρκεια της συζήτησης. Αναμφίβολα ήταν πολυάσχολη γυναίκα. «Στις πέντε και μισή στο πόδι», «όταν πλαγιάζω είναι ήδη νύχτα», «δουλεύω μέχρι που δε με βαστούν τα πόδια μου», ιστορία δεκατριών χρόνων, και γι’ αντάλλαγμα, γκρίζες τρίχες, κου ρελιασμένα ρούχα, σκυφτοί ώμοι, ταλαίπωρη εμφάνιση, α τελείωτος μόχθος σ ’ ένα αηδιαστικό και βρομερό καφενείο που έβλεπε σ’ ένα σοκάκι, δέκα πόδια από τοίχο σε τοίχο, σ’ ένα παραθαλάσσιο περιβάλλον που ήταν επιεικώς άσχημο και σιχαμερό. « θ α ’ρθείτε ξανά να ρίξετε μια ματιά, δεν είν’ έτσι;» ρώ τησε όλο καημό, καθώς έβγαινα απ’ την πόρτα. Και καθώς γύρισα να την κοιτάξω συνειδητοποίησα πλή ρως τη βαθύτερη αλήθεια που κρύβεται στο πολύ σοφό και παλιό γνωμικό: «Η αρετή είναι από μόνη της ανταμοιβή».
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
49
Ξαναπήγα κοντά της. «Έχετε κάνει ποτέ διακοπές;» τη ρώτησα. «Διακοπές!» «Μια εκδρομή στην εξοχή για κανά δυο μέρες, καθαρός αέρας, μια μέρα σχόλης, ξέρετε, ξεκούραση». «θεός φυλάξ’!» γέλασε, σταματώντας για πρώτη φορά τη δουλειά της. «Διακοπές, ε; Για αθρώπους σα και μένα; Για φαντάσσυ! - Πρόσεχε που πατάς!» - αυτό το τελευταίο το εί πε απότομα, καθώς σκουντούφλησα στο σάπιο κατώφλι. Κάτω, κοντά στην Προβλήτα Γουέστ Ίντια, πέτυχα ένα νεαρό τύπο που κοιτούσε αποκαρδιωμένα τα λασπόνερα. Μια τραγιάσκα θερμαστή κάλυπτε τα μάτια του και ο τρό πος που έπεφταν τα ρούχα πάνω του δήλωνε φανερά πως ή ταν άνθρωπος της θάλασσας. «Γεια σου φίλε», χαιρέτησα, προσπαθώντας να πιάσω κουβέντα «Μπορείς να μου πεις πώς πάνε για το Γουάπινγκ;» «Ήρθες ως εδώ με φορτηγό πλοίο, έτσι δεν είναι;» αποκρίθηκε, μαντεύοντας την εθνικότητά μου στη στιγμή. Κι έπειτα πιάσαμε μια συζήτηση, η οποία κατέληξε σ’ έ να καπηλειό και σε δυο μισόλιτρα μπίρα «μισή ξανθή, μισή μαύρη». Τούτο οδήγησε σε μεγαλύτερη οικειότητα, έτσι, ό ταν έβγαλα ένα σελίνι σε κέρματα (υποθετικά, ήταν όλα ό σα είχα) και έβαλα στην άκρη έξι πένες για τον ύπνο και τις άλλες έξι για μπίρα, εκείνος πρότεινε γενναιόδωρα να πιού με ολόκληρο το σελίνι. «Το φιλαράκι μου βγήκε εκτός ελέγχου χτες», εξήγησε. «Και τόνε πιάσαν οι μπάτσοι, οπότε μπορείς να ’ρθεις να κοιμηθείς μαζί μου. Τι λες;» Είπα ναι, και αφού πνιγήκαμε σε μπίρα αξίας ενός ολό κληρου σελινιού και κοιμηθήκαμε πάνω σ’ ένα άθλιο κρεβά
50
JACK LONDON
τι, σε μια άθλια καμαρούλα, έφχασα να χον γνωρίσω αρκε τά καλά. Από μια άποψη, όπως απέδειξαν οι καχοπινές μου εμπειρίες, ήχαν αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός μεγάλου χμήμαχος χης καχώχερης χάξης χων Λονδρέζων εργαχών. Ή χαν γεννημένος σχο Λονδίνο. Ο παχέρας χου ήχαν κι αυχός θερμασχής και πόχης. Όχαν ήχαν παιδί, σπίχι χου ήχαν οι δρόμοι και οι μόλοι. Δεν είχε μάθει ποχέ να διαβάζει και δεν είχε νιώσει χην ανάγκη να χο κάνει - μάχαιο και άχρησχο επίχευγμα, υποσχήριζε, χουλάχισχον για έναν άνθρωπο χης δικής χου κοινωνικής βαθμίδας. Είχε μια μηχέρα και πολυάριθμα φασαριόζικα αδέλφια, που σχριμωγμένοι σε δυο δωμάτια έχρωγαν, όλοι μαζί, φχωχόχερα και σπανιότερα απ’ ό,τι έχρωγε εκείνος μόνος χου. Η αλήθεια είναι πως δεν πήγαινε ποχέ σπίχι, εκχός από χις πε ριόδους που σχεκόχαν άτυχος στην εξασφάλιση της προσω πικής του τροφής. Ευτελείς μικροκλοπές και επαιτεία στους δρόμους και στις προκυμαίες, ένα δυο ταξίδια στη θάλασσα ως λαντζιέρης, κάνα δυο ταξίδια ακόμα ως φορτωτής και στη συνέχεια πλήρως καταρτισμένος θερμαστής. Τώρα είχε φτάσει στο ανώτερο σημείο της ζωής του. Στην πορεία είχε διαμορφώσει μια φιλοσοφία ζωής, μια ά σχημη και αποκρουσπκή φιλοσοφία, που ήταν ωστόσο κατά τη δική του άποψη λογική και σωστή. Όταν τον ρώτησα για ποιο λόγο ζει, μου απάντησε κατευθείαν «για το πιοτό». Ένα ταξίδι στη θάλασσα (γιατί ένας άνθρωπος πρέπει να ζήσει και να εξασφαλίσει τα απαραίτητα), έπειτα η πληρωμή και στο τέλος το μεγάλο μεθύσι. Μετά, τυχαία μικρά μεθύσια στις παμπ από τράκες σε φιλαράκια που είχαν ακόμα κάποια ψιλά, όπως εγώ, και, όταν τελείωναν οι τράκες, ακόμα ένα ταξίδι στη θάλασσα και επανάληψη του φρικτού κύκλου.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
51
«Κι οι γυναίκες;» ρώτησα, όταν τελείωσε να διακηρύσ σει το πιοτό ως μοναδικό σκοπό ύπαρξης. «Γυναίκες!» Βρόντηξε το ποτήρι του πάνω στον πάγκο και αγόρευσε με δεινότητα. «Οι γυναίκες είν’ ένα πράμα που η μόρφωσίς μου μ’ έμαθε να τ’ αφήνω ήσυχο. Δε συφέρει, φί λε, δε συφέρει. Τι να τις κάμει τις γυναίκες ένας άντρας σα και μένα, ε; Οχι, πες μου. Είχα τη μάνα μου, με φτάνει, να κοπανάει τα παιδιά και να κάμει το δόλιο το γέρο μου δυ στυχισμένο άμα γυρνούσε σπίτι, που σπάνια το ’καμε, το παραδέχομαι. Και για ποιόνανε λόγο; Επειδής ήταν η μάνα! Επειδής δεν του ’καμε το σπιτικό του φτυχισμένο. Μετά, είν’ οι άλλες οι γυναίκες και δες πώς φέρνονται σ’ ένα φουκαριάρη θερμαστή πο ’χει μερικά σελίνια στην τσέπη. Έ να κα λό μεθύσι, αυτό ’χ α στην τσέπη του, ένα καλό, μεγάλο μεθύ σι κι οι γυναίκες τόνε αφήνουνε πανί με πανί πριν καλά κα λά προλάβει να πιει ένα ποτηράκι. Το ξεύρω. Τα ’χω δοκι μάσει και γω και ξεύρω τι είν’ τι. Και στο λέγω, όπου γυναί κες και μπελάς - τσιρίδες και γρίνιες, μαχαιρώματα, μπάτσ α, δικαστικοί κι ένας μήνας σκληρή δουλειά στη φυλακή, κι όταν βγεις δεν παίρνεις μία». «Ομως να ’χεις μια γυναίκα και παιδιά;» επέμεινα. «Ένα δικό σου σπίτι κι όλα τα συναφή. Σκέψου, να γυρνάς από ταξίδι, παιδάκια ν’ ανεβαίνουν στα γόνατά σου, η σύζυγος ευτυχισμένη και χαμογελαστή να σου δίνει ένα φιλί καθώς στρώνει το τραπέζι κι ένα φιλί απ’ τα μωρά πριν πάνε για ύ πνο, η τσαγιέρα να σφυρίζει χαρούμενα και μετά μια ωραία κουβέντα για το πού έχεις πάει και τι έχεις δει και για τα μι κροπράγματα που γίνανε στο σπίτι όσο έλειπες και...» «Αντε βρε», αναφώνησε, δίνοντάς μου στ’ αστεία μια μπουνιά στον ώμο. «Τι ’ναι αυτά που λέγεις; Κυρά να σε φι
52
JACK LONDON
λάει, παιδιά στα γόνατα και τσαγιέρα που σφυρνάει, κι όλα αυτά με τέσσερις λίρες και δέκα σελίνια το μήνα άμα μπαρ κάρεις, κι άμα δε μπαρκάρεις με αέρα κοπανιστό; θ α σου πω τι θα μου λάχαινε με τέσσερις και δέκα - κυρά που γρινιάζει, παιδιά π ’ ουρλιάζουνε, τσαγιέρα που δε σφυρνάει επειδής δεν έχει κάρβουνο κι όλα στραβά κι ανάποδα, να τι θα μου λάχαινε. Αρκετά για να κάνουν έναν άθρωπο να χαίρεται με το παραπάνω που ξαναμπαρκάρει. Κυρά! Για ποιο λόγο; Για να σε κάμει δυστυχισμένο; Παιδιά; Άκου α πλά τη συμβουλή μου, φίλε μου, και μη κάνεις ποτέ. Κοίτα ε μένα! Μπορώ να πιω τη μπίρα μου όποτε μ’ αρέσει, χωρίς καμιά βλογημένη κυρά και παιδιά να κλαψουρίζουν για ψω μί. Είμαι φτυχισμένος, με τη μπίρα μου και φιλαράκια σα του λόγου σου, κι ένα καλό πλοίο να πιάνει λιμάνι, κι ένα α κόμα μπαρκάρισμα. Έ λα λοιπόν να πιούμε άλλο ένα μισόλιτρο. Μισή ξανθή μισή μαύρη είν’ μια χαρά για μένα». Χωρίς να αναφερθώ περαιτέρω στα λόγια αυτού του εικοσιδυάχρονου νεαρού τύπου, πιστεύω ότι έχω παρουσιά σει επαρκώς τη φιλοσοφία του γύρω α π’ τη ζωή και τον οι κονομικό λόγο που την εξηγεί. Δε γνώρισε ποτέ την οικογε νειακή ζωή. Η λέξη «σπίτι» δεν οδηγούσε παρά σε δυσάρε στους συνειρμούς. Οι χαμηλοί μισθοί του πατέρα του και των άλλων αντρών της ίδιας κατηγορίας ήταν λόγος που αρκούσε για να χαρακτηρίσα γυναίκα και παιδιά ως επιβά ρυνση και αιτία ανδρικής δυστυχίας. Ασυνείδητα ηδονιστής, παντελώς ανήθικος και υλιστής, αναζητούσε τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία και την έβρισκε στο πιοτό. Ένας νεαρός μέθυσος· ένα πρόωρο ερείπιο- σωματική ανικανότητα να κάνει τη δουλειά του θερμαστή· πεζοδρόμιο ή φτωχοκομείο· και το τέλος - το έβλεπε τόσο καθαρά όσο
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
53
και εγώ, όμως, δεν του προκαλούσε τρόμο. Από τη στιγμή που γεννήθηκε, όλες οι δυνάμεις του περφάλλοντός του εί χαν την τάση να τον σκληραίνουν και έβλεπε το θλιβερό, α ναπόφευκτο μέλλον του με μια αναισθησία και αδιαφορία την οποία δεν μπορούσα να αλλάξω. Κι όμως, δεν ήταν κακός άνθρωπος. Δεν ήταν από τη φύ ση του κακοήθης και βάναυσος. Ή ταν κανονικής νοημοσύ νης και η φυσική του διάπλαση ξεπερνούσε το μέτριο. Είχε μπλε στρογγυλά μάτια, σε απόσταση το ένα από το άλλο, τα οποία σκιάζονταν από μακριές βλεφαρίδες. Ή ταν μάτια γε λαστά, μ’ ένα απόθεμα χιούμορ να κρύβεται από πίσω τους. Το μέτωπο και τα γενικά χαρακτηριστικά ήταν καλά, το στόμα και τα χείλη γλυκά, αν και είχαν αρχίσει να αναπτύσ σουν μια σκληρότητα. Το σαγόνι ήταν αδύναμο, όχι όμως υ περβολικά· έχω δει άντρες σε υψηλά πόστα με πολύ πιο αδύ ναμο σαγόνι. Το κεφάλι του ήταν καλοσχηματισμένο και ισορροπού σε πάνω στον τέλειο λαιμό του με τόση χάρη, που δεν αιφνιδιάστηκα από τη θέα του κορμιού του όταν γδύθηκε εκείνη τη νύχτα για να κοιμηθεί. Έ χω δει πολλούς άντρες να γδύ νονται στα γυμναστήρια και στο στρατό, άντρες καλής κα ταγωγής και καλοαναθρεμμένους, όμως κανένας δεν είχε ω ραιότερο κορμί απ’ αυτόν το νεαρό εικοσιδυάχρονο μέθυσο, αυτόν το νεαρό θέό, που ήταν καταδικασμένος να κατα στραφεί ολότελα μέσα σε ένα σύντομο διάστημα τεσσάρων ή πέντε χρόνων και να πεθάνει χωρίς απογόνους για να λά βουν τη θεσπέσια κληρονομιά που είχε να κληροδοτήσει. Εμοιαζε ιεροσυλία να σπαταλιέται μια τέτοια ζωή, απ’ την άλλη όμως, ήμουν αναγκασμένος να ομολογήσω πως εί χε δίκιο να μην παντρεύεται όταν ζούσε με τέσσερις λίρες
54
JACK LONDON
και δέκα σελίνια, στην πόλη του Λονδίνου. Τα έβγαζε πέρα ζώντας σ ’ ένα δωμάτιο το οποίο μοιραζόταν με άλλους δυο άντρες, και ήταν πιο ευτυχισμένος έτσι απ’ ό,τι θα ήταν αν είχε στριμώξει μια εξαντλημένη οικογένεια σ’ ένα φθηνότε ρο δωμάτιο, μ’ άλλους δυο άντρες, χωρίς να τα βγάζει πέρα. Απ’ αυτή την άποψη είχε δίκιο. Και μέρα με τη μέρα πειθόμουν ότι δεν είναι μόνο ασύ νετο αλλά και εγκληματικό να παντρεύονται οι άνθρωποι της Αβύσσου. Είναι οι άχρηστοι για τους οικοδόμους λί θοι. Δεν υπάρχει θέση γι’ αυτούς στο κοινωνικό οικοδόμη μα, ενώ όλες οι δυνάμεις της κοινωνίας τούς σπρώχνουν ο λοένα και προς τα κάτω, μέχρι να αφανιστούν. Βρίσκο νται στον πυθμένα της Αβύσσου, εξαντλημένοι, αποβλα κωμένοι και ανόητοι. Εάν αναπαραχθούν, η ζωή είναι τό σο κακή σε ποιότητα που αναγκαστικά αυτοκαταστρέφεται. Ο μηχανισμός του κόσμου εξακολουθεί να λειτουργεί έξω απ’ αυτούς, ενώ εκείνοι δε νοιάζονται να γίνουν κομ μάτι του, ούτε μπορούν. Επιπλέον, ο μηχανισμός του κό σμου δεν τους χρειάζεται. Υπάρχουν ουκ ολίγοι σε πολύ καλύτερη κατάσταση που, γαντζωμένοι γερά στην απότο μη πλαγιά, παλεύουν μανιωδώς να μη γλιστρήσουν άλλο προς τα κάτω. Εν ολίγοις, η Αβυσσος του Λονδίνου είναι ένα μεγάλο σφαγείο. Χρόνο με το χρόνο και δεκαετία με τη δεκαετία, α πό την αγγλική επαρχία καταφθάνει με ορμή μια παλίρροια δυνατής και σθεναρής ζωής, η οποία όχι μόνο δεν ανανεώνε ται, αλλά ως την τρίτη της γενιά έχα αφανιστεί. Έγκριτες πηγές πιστοποιούν ότι ο Λονδρέζος εργάτης του οποίου οι γονείς και οι παππούδες να γεννήθηκαν στο Λονδίνο αποτε λεί τόσο σπάνιο είδος που δύσκολα εντοπίζεται.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
55
Ο κύριος Α. Σ. Πιγκού* έχει δηλώσει ότι οι ηλικιωμένοι άποροι και ο λοιπός πληθυσμός που ζει κάτω από το όριο της φτώχιας αποτελούν το 7,5 τοις εκατό του πληθυσμού του Λονδίνου. Αυτό σημαίνει ότι πέρυσι και χθες και σήμε ρα, ακόμα και αυτή τη στιγμή, 450.000 από αυτά τα πλάσμα τα πεθαίνουν άθλια στον πυθμένα του κοινωνικού αυτού ο χετού που λέγεται «Λονδίνο». Όσο για τον τρόπο που πε θαίνουν, αναφέρω ένα περιστατικό που διάβασα στην πρω ινή εφημερίδα. ΑΜ ΕΛΕΙΑ ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ Εχθές ο Δόκτωρ Γουίν Γουέστκοτ διεξήγαγε έρευνα στο Σόρντιτς σχετικά με το θάνατο της Ελίζαμπεθ Κρουζ, 77 ε τών, κατοίκου της οδού Ηστ, αρ. 32, στο Χόλμπορν, η ο ποία πέθανε την περασμένη Τετάρτη. Η Άλις Μάθιεσον δήλωσε ότι ήταν η σπιτονοικοκυρά του σπιτιού όπου διέμε νε η αποθανούσα. Η μάρτυς την είδε ζωντανή για τελευ ταία φορά την προηγούμενη Δευτέρα. Ζούσε ολομόναχη. Ο κ. Φράνσις Μπιρτς, αναπληρωτής αστυνόμος στην περι φέρεια του Χόλμπορν, δήλωσε ότι η αποθανούσα διέμενε στο εν λόγω δωμάτιο τριάντα πέντε χρόνια. Οταν ο μάρτυς εκλήθη την 1η του μήνα, βρήκε την ηλικιωμένη γυναίκα σε αθλία κατάσταση ενώ το ασθενοφόρο και ο οδηγός έπρεπε να απολυμανθούν μετά τη μεταφορά. Σύμφωνα με τον Δόκτορα Τσέις Φένελ ο θάνατος οφειλόταν σε δηλητηρίαση του αίματος από έλκος εκ μακράς κατακλίσεως, αποτέλε σμα αμέλειας προς εαυτόν και βρόμικου περιβάλλοντος. Οι ένορκοι δέχτηκαν την γνωμάτευσή του.
A. C. Pigou (1877-1959): Βρετανός οικονομολόγος. (Σ.τ.Μ.)
56
JACK LONDON
To πιο εκπληκτικό πράγμα σ’ αυτό το μικρό περιστατικό θανάτου μιας γυναίκας είναι η αυταρέσκεια με την οποία οι αρμόδιοι το αντιμετώπισαν και απέδωσαν ετυμηγορία. Το γεγονός ότι μια ηλικιωμένη γυναίκα εβδομήντα εφτά χρόνων πέθανε από ΑΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ είναι ο πιο αισιόδο ξος τρόπος θεώρησης που υπάρχα. Η νεκρή ηλικιωμένη γυ ναίκα έφταιγε που πέθανε, και η κοινωνία, έχοντας εντόπι σ α τον υπεύθυνο, συνέχιζα ικανοποιημένη να ασχολείται με τα ζητήματά της. Ο κ. Πιγκού είπε για τους ανθρώπους που ζουν κάτω απ’ το όριο της φτώχιας: «Είτε λόγω έλλαψης σωματικής ρώμης ή ευφυΐας ή σθένους, είτε λόγω έλλαψης και των τριών, ως εργάτες είναι μη αποδοτικοί ή απρόθυμοι, και κατά συνέ πεια ανίκανοι να συντηρήσουν τον εαυτό τους... Συχνά, η νοημοσύνη τους είναι τόσο χαμηλή που δεν είναι ικανοί να ξεχωρίσουν το αριστερό από το δεξί τους χέρι ή να αναγνω ρίσουν τους αριθμούς των ίδιων τους των σπιτιών. Τα σώ ματά τους είναι ασθενικά, χωρίς αντοχή, τα συναισθήματά τους είναι αλλοιωμένα και σχεδόν αγνοούν τι σημαίνει οικο γενειακή ζωή». Τετρακόσιοι πενήντα χιλιάδες είναι πολλοί άνθρωποι. Ο νεαρός θερμαστής ήταν μόνο ένας από αυτούς, και του χραάστηκε κάμποσος χρόνος για να π α ό,τι είχε να πα. Δε θα ή θελα να τους ακούσω όλους μαζί να μιλούν. Άραγε, ο θεός τούς ακούα;
5 ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ
Η πρώτη εντύπωση που σχημάτισα για το Ανατολικό Λον δίνο ήταν φυσικά μια γενική εντύπωση. Αργότερα άρχισαν να φαίνονται οι λεπτομέρειες, και μέσα στο χάος της μιζέριας βρήκα, εδώ κι εκεί, γωνίτσες όπου υπήρχε κάποιος βαθ μός ευτυχίας - καμιά φορά μια ολόκληρη αράδα σπιτιών, σε πιο παράμερους δρόμους, όπου κατοικούν τεχνίτες και επι κρατεί ένα είδος πρωτόγονης οικογενειακής ζωής. Τα βρά δια, μπορείς να δεις τους άντρες να κάθονται στα κατώφλια, με την πίπα στο στόμα και τα παιδιά στα γόνατά τους, τις γυναίκες τους να κουτσομπολεύουν και ολόγυρα χαρά και γέλια. Η ικανοποίηση αυτών των ανθρώπων είναι προφα νώς πολύ μεγάλη, γιατί σε σχέση με την αθλιότητα που τους περιστοιχίζει, εκείνοι είναι τυχεροί. Ομως, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μια ρηχή, ζωώ δης ευτυχία, είναι η ικανοποίηση της γεμάτης κοιλιάς. Η κυ ρίαρχη νότα της ζωής τους είναι υλιστική. Είναι ανόητοι και νωθροί, δίχως φαντασία. Η Αβυσσος μοιάζει να δημιουργεί μια αποχαυνωτική ατμόσφαιρα λήθαργου, η οποία τυλίγε ται γύρω τους και τους απονεκρώνει. Η θρησκεία τούς αφήv a αδιάφορους. Το Αγνωστο δεν τους προκαλεί μήτε τρόμο μήτε ηδονή. Δεν έχουν συνείδηση του Αγνώστου. Η γεμάτη
JACK LONDON
κοιλιά, η βραδινή πίπα, μαζί με τη συνηθισμένη «μισή ξανθή - μισή μαύρη», είναι ό,τι ζητούν ή ό,τι ονειρεύονται να ζητή σουν από τη ζωή. Δε θα ήταν τόσο άσχημα αν ήταν μόνο αυτά- αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Ο λήθαργος της ικανοποίησης στον οποίο έχουν βυθιστεί είναι η θανάσιμη ραθυμία που προηγείται του αφανισμού. Δεν υπάρχα εξέλιξη, και γι’ αυτούς τους αν θρώπους κ ά π τέτοιο σημαίνει επανολίσθηση στην Αβυσσο. Στην προσωπική τους ζωή μπορούν μονάχα να αρχίσουν να πέφτουν, αφήνοντας την πτώση αυτή να ολοκληρωθεί από τα παιδιά τους και από τα παιδιά των παιδιών τους. Ο άν θρωπος πάντα παίρνει λιγότερα από αυτά που ζητά απ’ τη ζωή· και αυτοί ζητούν τόσο λίγα, που το λιγότερο που τελι κά παίρνουν δεν μπορεί να τους σώσει. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορούμε να πούμε ότι η ζωή στην πόλη είναι μια αφύσικη για τον άνθρωπο ζωή. Αλλά η ζωή στην πόλη του Λονδίνου είναι σε τέτοιο βαθμό αφύσικη που οι μέσοι εργάτες και εργάτριες δεν μπορούν να την αντέξουν. Νους και σώμα εξασθενούν από τις φθοροποιές ε πιδράσεις που βρίσκονται σε ασταμάτητη λειτουργία. Το η θικό και σωματικό σθένος κάμπτεται, και ο καλός εργάτης, που έχει μόλις έρθει από την επαρχία, γίνεται, απ’ την πρώ τη κιόλας γενιά στην πόλη, φτωχός εργάτης· στη δεύτερη γε νιά, χωρίς ορμή, κουράγιο και βούληση και πλέον σωματικά ανίκανος να κάνει τη δουλειά που έκανε ο πατέρας του, βρί σκεται κάθοδόν για το χάος, για τον πυθμένα της Αβύσσου. Μόνο ο αέρας που αναπνέει και απ’ τον οποίο δεν ξε φεύγει ποτέ αρκεί για να τον εξασθενίσει διανοητικά και σωματικά, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συναγωνιστεί τους ζωντανούς, ρωμαλέους ανθρώπους της επαρχίας, που
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
59
σπεύδουν στην πόλη του Λονδίνου για να καταστρέψουν και να καταστραφούν. Αφήνοντας κατά μέρος τα μικρόβια που γεμίζουν τον α έρα του Ηστ Εντ, σκεφτείτε το καυσαέριο και μόνο αυτό. Ο Σερ Γουίλλιαμ Θίσελτον-Ντάυερ, έφορος των Κιου Γκάρντενς, μελετά τις εναποθέσεις καυσαερίου πάνω στη βλά στηση, και σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, όχι λιγότε ρο από έξι τόνους στερεών ουσιών, αποτελούμενες από υ δρογονάνθρακες αιθάλης και πίσσας, εναποθέτονται κάθε εβδομάδα σε κάθε τέταρτο τετραγωνικού μιλίου, μέσα και γύρω α π’ το Λονδίνο. Αυτό ισούται με είκοσι τέσσερις τό νους την εβδομάδα για κάθε τετραγωνικό μίλι ή με 1.248 τό νους το χρόνο για κάθε τετραγωνικό μίλι. Από την κορωνί δα κάτω από το θόλο του Καθεδρικού του Αγίου Παύλου πρόσφατα απομακρύνθηκε μια στερεή επικάλυψη κρυσταλλοποιημένου θειικού ασβεστούχου άλατος. Η επικάλυψη αυτή είχε σχηματιστεί από τη δράση του θειικού οξέος που υπήρχε στην ατμόσφαιρα, πάνω στο υδροξείδιο του ασβε στίου που υπήρχε στην πέτρα. Και το θειικό οξύ που βρίσκε ται στην ατμόσφαιρα το εισπνέουν διαρκώς οι Λονδρέζοι εργάτες, όλη τη μέρα και τη νύχτα, για όλη τους τη ζωή. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα παιδιά τους θα γίνουν ελεει νοί ενήλικες, χωρίς δύναμη και σθένος· θα είναι μια άτονη γενιά, με αδύναμα πόδια και στενούς θώρακες που θα ζαρώ νει και θα βυθίζεται στην κτηνώδη μάχη για επιβίωση ενά ντια στις ορδές που θα εισβάλλουν απ’ την επαρχία. Οι ερ γάτες των σιδηροδρόμων, οι χαμάληδες, οι οδηγοί λεωφο ρείων, οι κουβαλητές καλαμποκιού και ξυλείας και όλοι ε κείνοι των οποίων η δουλειά απαιτεί σωματικό σθένος επι στρατεύονται α π’ την επαρχία, ενώ στη Μητροπολιτική
60
JACK LONDON
Αστυνομία έχουν καταγραφεί περίπου 12.000 γεννημένοι στην επαρχία έναντι 3.000 που έχουν γεννηθεί στο Λονδίνο. Συνεπώς, φτάνουμε αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι η Αβυσσος είναι στην κυριολεξία μια τεράστια ανθρωποεξοντωτική μηχανή, και όταν περνάω από τους πιο παράμερους δρόμους και βλέπω στα κατώφλια τους βιοτέχνες με τις γε μάτες κοιλιές δοκιμάζω μεγαλύτερη λύπη γι’ αυτούς παρά για 450.000 χαμένα, απελπισμένα, δυστυχισμένα πλάσματα που πεθαίνουν στον πάτο του λάκκου. Αυτοί τουλάχιστον πεθαίνουν, εκεί είναι το θέμα, ενώ οι άλλοι πρέπει να υπο μείνουν τα αργά και προκαταρκτικά χτυπήματα της μοίρας, που διαρκούν δυο ή ακόμα και τρεις γενιές. Ωστόσο, η ποιότητα ζωής είναι καλή. Διαθέτει όλη την απαραίτητη ανθρώπινη δυναμικότητα. Υπό κανονικές συν θήκες θα μπορούσε να διαιωνιστεί και να δημιουργήσει σπουδαίους άντρες, ήρωες και ηγέτες, των οποίων η ύπαρξη και μόνο θα οδηγούσε σ’ έναν καλύτερο κόσμο. Συζήτησα με μια γυναίκα που αντιπροσώπευε το είδος ε κείνο που έχει εξοστρακιστεί απότομα από τους πιο παρά μερους δρόμους και έχει ξεκινήσει τη μοιραία πτώση προς τον πυθμένα. Ο άντρας της ήταν εφαρμοστής και μέλος του Σωματείου των Μηχανικών. Η ανικανότητά του να βρει μό νιμη δουλειά αποδείκνυε ότι ήταν ένας φτωχός μηχανικός. Δεν είχε την απαραίτητη ενέργεια και αποφασιστικότητα για να βρει και να κρατήσει μια μόνιμη θέση εργασίας. Το αντρόγυνο είχε δύο κόρες, και οι τέσσερις τους ζούσαν μέσα σε δυο τρύπες, που κατ’ ευφημισμό λέγανε «δωμά τια», και για τα οποία πλήρωναν εφτά σελίνια την εβδομά δα. Δεν είχαν φούρνο και το μαγείρεμα το βόλευαν με ένα μόνο μάτι γκαζιού στην κουζίνα. Καθώς δεν ήταν κάτοχοι
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
61
περιουσίας, δεν μπορούσαν να αποκτήσουν απεριόριστη παροχή υγραερίου· όμως, ένα έξυπνο μηχάνημα είχε εγκα τασταθεί προς όφελός τους. Ρίχνοντας μια πένα στη σχισμή, άρχιζε να βγαίνει γκάζι, και όταν η πένα είχε δαπανηθεί, η παροχή αυτόματα διακοπτόταν. «Μια πένα σώνεται στο ά ψε σβήσε», μου εξήγησε, «και τα φαγιά δεν είναι ούτε καν μισομαγειρεμένα!». Πρώιμα στάδια λιμοκτονίας, αυτή ήταν η μοίρα τους εδώ και χρόνια. Μήνας έμπαινε, μήνας έβγαινε, και πάντα σηκώ νονταν απ’ το τραπέζι επιθυμώντας να ςράνε κι άλλο. Κι ό ταν βρίσκεσαι στον κατήφορο, ο χρόνιος υποσιτισμός απο τελεί σημαντικό παράγοντα στην υπονόμευση της ζωτικότη τας και στην επίσπευση της καθόδου. Και παρ’ όλα αυτά, η γυναίκα τούτη δούλευε σκληρά. Από τις 4.30 το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, μοχθούσε φτιά χνοντας υφασμάτινες φούστες, φοδραρισμένες και με διπλό ποδόγυρο, για εφτά σελίνια τη δωδεκάδα. Υφασμάτινες φούστες, και σημειώστε, φοδραρισμένες και με διπλό ποδό γυρο, για εφτά σελίνια την ντουζίνα! Αυτό ισούται με 1,75 δολάρια την ντουζίνα ή 14,75 σεντς τη φούστα. Ο σύζυγος, για να μπορεί να βρει εργασία, έπρεπε να α νήκα στο σωματείο, στο οποίο πλήρωνε συνδρομή ένα σελί νι και έξι πένες κάθε εβδομάδα. Επίσης, όταν γίνονταν α περγίες και εκείνος τύχαινε να δουλεύει, υπήρχαν φορές που αναγκαζόταν να πληρώσει μέχρι και 17 σελίνια στο τα μείο του σωματείου, για τα επιδόματα περίθαλψης. Η μία κόρη, η μεγαλύτερη, είχε δουλέψει ως βοηθός μοδί στρας για ένα σελίνι και έξι πένες την εβδομάδα - 37,5 σε ντς την εβδομάδα ή λίγο παραπάνω από 5 σεντς την ημέρα. Ωστόσο όταν έφτασε η περίοδος της ύφεσης απολύθηκε,
62
JACK LONDON
παρόλο πσυ είχε προσληφθεί με πολύ χαμηλή πληρωμή, με τη συμφωνία ότι θα μάθαινε την τέχνη και θα προόδευε. Με τά από αυτό, προσελήφθη σ’ ένα ποδηλατάδικο όπου δούλε ψε τρία χρόνια. Έπαιρνε πέντε σελίνια την εβδομάδα, περ πατούσε δυο μίλια για να πάει στη δουλειά και άλλα δυο για να γυρίσει, και αν αργούσε, της κρατούσαν μέρος από το μι σθό της. Όσον αφορά στον άντρα και τη γυναίκα, το παιχνίδι είχε παιχτεί και είχε χαθεί. Είχαν χάσει κάθε στήριγμα στη ζωή και πέφτανε μέσα στο λάκκο. Και οι κόρες; Ζούσαν σαν γουρούνια, είχαν αποδυναμωθεί από χρόνιο υποσιτισμό, εί χαν φθαρεί νοητικά, ηθικά και σωματικά· ποιες οι ελπίδες τους να αναρριχηθούν και να συρθούν έξω από την Άβυσ σο, μέσα στην οποία είχαν γεννηθεί; Ενώ γράφω αυτά, εδώ και μία ώρα, έχει δημιουργηθεί έ να φριχτό κλίμα εξαιτίας ενός άγριου καβγά που γίνεται στην αυλή κολλητά με τη δική μου. Οταν έφτασαν στ’ αφτιά μου οι πρώτοι ήχοι, νόμιζα ότι ήταν γαβγίσματα και γρυλλίσματα σκυλιών χρειάστηκαν κάποια λεπτά για να πειστώ ότι ήταν άνθρωποι, και ότι γυναίκες μπορούσαν να προκαλέσσυν τόσο τρομακτική φασαρία. Μεθυσμένες γυναίκες που τσακώνονται! Δεν είναι ω ραίο να το σκέφτεσαι, πόσο μάλλον να το ακούς. Καμιά φο ρά το πράγμα έχει ως εξής: Ασυνάρτητες κουβέντες από γυναίκες που ουρλιάζουν με όλη τους τη δύναμη· παύση· ακούγεται ένα παιδί που κλαίει και η δακρύβρεχτη, παρακλητική φωνή ενός κοριτσιού· υψώ νεται η φωνή μιας γυναίκας, σκληρή και τραχιά. «Ρίξε. Για ρίξε να δεις!» Και τότε, χτύπημα! Το χτύπημα ανταποδίδεται και ο καβγάς ξεκινάει απ’ την αρχή.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
63
Στα πίσω παράθυρα που δεσπόζουν πάνω από το σημείο της συμπλοκής βρίσκονται παρατεταγμένοι ενθουσιώδεις θεατές, ενώ ο ήχος από τα χτυπήματα και τις βλαστήμιες κά νουν το αίμα μου να παγώνει. Ευτυχώς, τον τσακωμό δεν μπορώ να τον δω. Παύση· «Άσ’ το παιδί ήσυχο!» Το παιδί προφανώς είναι λίγων ετών και τσιρίζει κατατρομαγμένο. «Έτσι, ε;» επανα λαμβανόμενο καμιά εικοσαριά φορές σε τσιριχτό τόνο. « θ α σου φέρω την πέτρα στο κεφάλι!» Ακούγεται μια κραυγή· προφανώς, η πέτρα βρίσκει κάποιο κεφάλι. Παύση· απ’ ό,τι φαίνεται, η μία από τις δύο πλευρές βγαί νει προσωρινά εκτός μάχης και γίνεται προσπάθεια να τη συνεφέρουν· ακούγεται ξανά η φωνή του παιδιού, αυτή τη φορά όμως λιγότερο τρομαγμένη και ολοένα πιο εξαντλη μένη. Ακούγονται φωνές που ανεβοκατεβαίνουν κλιμακωτά: «Ναι;» «Ναι!» «Ναι;» «Ναι!» «Ναι;» «Ναι!» «Ναι;» «Ναι!» Αρκετές καταφάσεις και απ’ τις δυο πλευρές και η μάχη ξεκινά και πάλι. Η μία πλευρά αποκτά σημαντικό πλεονέκτη μα, και απ’ τον τρόπο που η άλλη σκούζα και κραυγάζει, φαί νεται πως το αξιοποιεί. Τα σκουξίματα και οι κραυγές πνίγο νται και σβήνουν, αναμφισβήτητα από κεφαλοκλείδωμα. Είσοδος νέων φω νώ ν επίθεση απ’ τα μετόπισθεν· απ’
64
JACK LONDON
τον τρόπο που τα σκουξίματα και οι κραυγές ανεβαίνουν μισή οκτάβα φαίνεται ότι το κεφαλοκλείδωμα ξαφνικά λύνε ται· γενικό κομφούζιο, όλοι παλεύουν. Σιωπή· νέα φωνή, φωνή κοριτσιού, «θα πάρω το μέρος της μάνας μου»· διάλογος που επαναλαμβάνεται περίπου πέντε φορές, «θα κάνω ό,τι γουστάρω, παλιό...»! «για έλα να σε δω, παλιό...»! Νέα σύγκρουση, μάνες, κόρες, όλοι, κα τά τη διάρκεια της οποίας η σπιτονοικοκυρά μου φωνάζει τη νεαρή κόρη της απ’ τα πίσω σκαλιά να μπει στο σπίτι, ενώ ε γώ αναρωτιέμαι ποια θα είναι η επίδραση όλων όσων άκουσε στη διαμόρφωση της ηθικής της.
6 ΠΑΡΟΔΟΣ ΦΡΑΪΝΓΚ ΠΑΝ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
Κατεβαίναμε τη Μάιλ Εντ Ρόσυντ. Ήμασταν τρεις κι ο ένας ήταν ήρωας. Ένας λεπτοκαμωμένος νεαρός δεκαεννέα χρό νων, μάλιστα τόσο λεπτός και αδύνατος που, σαν τον Φρα Λίππο Λίππι,* μια πνοή αέρα θα μπορούσε να τον ρίξει κά τω. Νέος, ενθουσιώδης σοσιαλιστής, έδινε τους πρώτους του αγώνες και ήταν έτοιμος να γίνει μάρτυρας. Ως ομιλητής ή ως πρόεδρος, είχε συμμετάσχει με ενεργό και επικίνδυνο τρόπο σε εσωτερικές και υπαίθριες συγκεντρώσεις υπέρ των Μπόερς,** οι οποίες είχαν ταράξει τη γαλήνη της Εύθυ μης Αγγλίας τα τελευταία αυτά χρόνια. Καθώς προχωρού σαμε, μοιραζόταν μαζί μου πληροφορίες ειδησεογραφικού ενδιαφέροντος. Του είχαν επιτεθεί ομαδικά σε πάρκα και βαγόνια του τραμ· είχε σκαρφαλώσει πάνω στην εξέδρα σε μια προσπάθεια απελπισίας, έχοντας δει τον έναν αδελφό ομιλητή μετά τον άλλο να κατεβαίνουν βιαίως και να ξυλο-
*
Ή ρωας του ομώνυμου ποιήματος που έγραψε ο Βρετανός Robert Browning (1812-1889), το 1855. (Σ.τ.Μ.) ** Οι Βρετανοί σοσιαλιστές είχαν ταχθεί κατά του πολέμου αυ τού. (Σ.τ.Μ.)
66
JACK LONDON
κοπούνται άγρια απ’ το οργισμένο πλήθος· πολιορκημένοι μέσα σε μια εκκλησία όπου αυτός και τρεις άλλοι είχαν βρει καταφύγιο, ανάμεσα σε πετροβολισμούς και σε σπασμένα βιτρό, απέκρουαν τις επιθέσεις του όχλου μέχρι να σωθούν από έναν ουλαμό αστυφυλάκων μου είπε για σκληρές συ γκρούσεις σώμα με σώμα σε σκάλες, σε στοές και σε μπαλ κόνια· για σπασμένα παράθυρα, κατεστραμμένες σκάλες, διαλυμένες αίθουσες διαλέξεων, ανοιγμένα κεφάλια, σπα σμένα κόκαλα - και τότε, μ’ έναν γεμάτο λύπη αναστεναγμό με κοίταξε και είπε: «Πόσο σας ζηλεύω εσάς τους μεγαλό σωμους, δυνατούς άντρες! Εγώ είμαι μισή μπουκιά, κι όταν είναι για καβγά δεν μπορώ να κάνω και πολλά». Κι έτσι όπως περπατούσα δίπλα στους δυο συντρόφους μου, στους οποίους έριχνα σίγουρα ένα κεφάλι, θυμήθηκα τη ρωμαλέα Δύση μου με τους γεροδεμένους άντρες που με τη σειρά μου συνήθιζα κι εγώ να ζηλεύω. Ακόμα, καθώς κοί ταζα τον μικροσκοπικό νεαρό με την καρδιά λιονταριού, σκέφτηκα ότι αυτός είναι ο τύπος που κάποτε ξεπερνά φραγμούς και εμπόδια και δείχνει στον κόσμο ότι οι άντρες ξέρουν ακόμα πώς να πεθαίνουν. Το λόγο πήρε ο άλλος μου σύντροφος, ένας άντρας είκο σι οκτώ χρόνων, ο οποίος κατάφερνε να παρατείνει την α βέβαιη ύπαρξή του μέσα σε ένα κάτεργο εκμετάλλευσης. «Εγώ είμ’ άντρας βαρβάτος», ανακοίνωσε. «Όχι σαν τους άλλους στο μαγαζί. Με θεωρούν δείγμα αντροσύνης. Και ξεύρετε γιατί; Επειδής ζυγίζω εξήντα τρία κιλά»! Ντράπηκα να του πω ότι εγώ ζύγιζα ογδόντα πέντε, έτσι αρκέστηκα στο να τον παρατηρώ. Ο καημένος ανθρωπάκος ήταν σαν λάθος της (ρύσης! Το δέρμα του είχε ένα αρ ρωστιάρικο χρώμα, το σώμα του ήταν κακοφτιαγμένο και
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
67
στερημένο από κάθε καλαισθησία. Συσταλμένο στέρνο, έ ντονα σκεβρωμένοι ώμοι απ’ τις πολλές ώρες σκληρής δου λειάς και κεφάλι κακοβαλμένο, κρεμασμένο βαριά προς τα εμπρός! Τι βαρβάτος άντρας που ήταν! «Τι ύψος έχεις;» «Ένα πενήντα εφτά», απάντησε με υπερηφάνεια. «Και τα παιδιά στο μαγαζί...» «Πάμε να δω το μαγαζί», είπα. Εκείνη την ώρα το μαγαζί δε δούλευε, εξακολουθούσα ό μως να θέλω να το δω. Περνώντας την οδό Λέμαν, κόψαμε α ριστερά στο Σπάιταλφηλντς και χωθήκαμε στην πάροδο Φράινγκ Παν*. Έ να μπουλούκι παιδιών ήταν σκορπισμένο στο βρομερό πεζοδρόμιο, μοιάζοντας με γυρίνους που μόλις με τατράπηκαν σε βατράχους στον πυθμένα μιας αποξηραμένης λίμνης. Μια γυναίκα καθόταν σ’ ένα στενό κατώφλι, τόσο στε νό που αναγκαστήκαμε να περάσουμε από πάνω της. Με τα στήθη της χυδαία εκτεθειμένα θήλαζε το μωρό της, δυσφημίζο ντας έτσι όλη την ιερότητα της μητρότητας. Περνώντας στο σκοτανό και στενό διάδρομο από πίσω της, προχωρήσαμε με δυσκολία μέσα από ένα χαμό από πιτσιρίκια και ύστερα δοκι μάσαμε μια ακόμα πιο στενή και αηδιαστική σκάλα. Ανεβήκα με τρεις σειρές σκαλοπάτια· κάθε πλατύσκαλο είχε επιφάνεια ένα μέτρο επί ενάμισι και ήταν γεμάτο βρομιά και σκουπίδια. Υπήρχαν εφτά δωμάτια σ’ αυτή τη βδελυγμία που λεγό ταν σπίτι. Στα έξι απ’ τα εφτά δωμάτια, είκοσι περίπου άν-
Έ νας από τους φτωχότερους και αθλιότερους δρόμους στην καρδιά του Κλέρκενουελ, όπου έβρισκαν καταφύγιο όσοι ανα γκάζονταν να εγκαταλείψουν τις υπερβολικά συνωστισμένες γειτονικές περιοχές. (Σ.τ.Μ.)
68
JACK LONDON
θρωποι, άντρες και γυναίκες διαφόρων ηλικιών, μαγείρευ αν, έτρωγαν, κοιμούνταν και δούλευαν. Σε μέγεθος, τα δω μάτια ήταν κατά μέσο όρο δυόμισι επί δυόμισι ή ίσως επί δύο εβδομήντα. Μπήκαμε στο έβδομο δωμάτιο. Ή ταν η τρώγλη όπου πέντε άντρες «δούλευαν σαν σκλάβοι». Είχε δύο μέ τρα πλάτος και δύο ογδόντα μήκος, ενώ το τραπέζι πάνω στο οποίο εργάζονταν καταλάμβανε τον περισσότερο χώ ρο. Πάνω σ’ αυτό το τραπέζι υπήρχαν πέντε καλαπόδια και οι άντρες ίσα που έβρισκαν χώρο να σταθούν να δουλέ ψουν, καθώς υπήρχαν παντού χαρτόνια, δέρματα, σωροί α πό ψίδια παπουτσιών και μια ετερόκλητη ποικιλία από υλικά που χρησιμοποιούσαν για να κολλούν τα ψίδια με τις σόλες των παπουτσιών. Στο διπλανό δωμάτιο έμενε μια γυναίκα και έξι παιδιά. Σε μια άλλη θλιβερή τρύπα ζούσε μια χήρα με το μοναχογιό της, που πέθαινε από φυματίωση. Η γυναίκα, μου είπαν, πουλούσε στο δρόμο ζαχαρωτά και τις περισσότερες φορές δεν κατάφερνε να εξασφαλίσει τα περίπου τρία λίτρα γάλα που χρειαζόταν ο γιος της καθημερινά. Επιπλέον, ο εν λόγω γιος, αδύναμος και ετοιμοθάνατος, δεν έτρωγε κρέας παρά μία φορά την εβδομάδα- το είδος και την ποιότητα αυτού του κρέατος δεν μπορεί να τη φανταστεί κάποιος που δεν έ χει δει ανθρωπόμορφα γουρούνια να τρώνε. «Το πώς βήχει είν’ κάτι το τρομερό», προθυμοποιήθηκε να μου πει ο «είλωτας» φίλος μου, αναφερόμενος στο ετοι μοθάνατο αγόρι. «Τόνε ακούμε ίσαμε δω όταν δουλεύουμε και είν’ τρομερό, τρομερό σου λέγω!» Εκτός απ’ το βήχα και τα ζαχαρωτά, ανακάλυψα ακόμα μια απειλή στο εχθρικό για τα παιδιά της φτωχογειτονιάς περιβάλλον.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
69
Ο «είλωτας» φίλος μου, όταν υπήρχε δουλειά, μοχθούσε μέσα στο δύο δέκα επί δύο σαράντα δωμάτιο μαζί με άλ λους τέσσερις άντρες. Το χειμώνα, μια λάμπα έκαιγε σχεδόν όλη μέρα και οι αναθυμιάσεις γέμιζαν τον ήδη πνιγηρό αέ ρα, τον οποίο εισπνέανε και εκπνέανε ξανά και ξανά. Σε καλούς καιρούς, όταν υπήρχε πολλή δουλειά, αυτός ο άντρας μού είπε ότι μπορούσε να κερδίσει μέχρι και τριάντα σελίνια την εβδομάδα. Τριάντα σελίνια! Εφτάμισι δολάρια! «Αλλά μονάχα οι καλύτεροι από μας μπορούν να το κά μουν», διευκρίνισε. «Και τότε, δουλεύουμε δώδεκα, δεκα τρείς, δεκατέσσερις ώρες τη μέρα, όσο πιο γλήγορα μπο ρούμε. Να δεις πώς ιδρώνουμε! Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι! Αν μας έβλεπες θα ’τριβές τα μάτια σου - οι πρόκες πετάγο νται απ’ το στόμα σα να τις φτύνει μηχανή. Να, κοίτα το στόμα μου». Κοίταξα. Τα δόντια είχαν φαγωθεί απ’ τη μόνιμη τριβή με ■ας μεταλλικές βιδόπροκες και ήταν κατάμαυρα και σάπια. «Τα βουρτσίζω τα δόντια μου», προσέθεσε, «αλλιώς θα ήταν χειρότερα». Αφού μου είπε ότι έπρεπε να εφοδιάζονται με δικά τους εργαλεία, βιδόπροκες, «γυαλιστήρι», χαρτόνι, νοίκι, ρεύμα και δεν ξέρω ’γω τι άλλο, ήταν φανερό πως τα τριάντα του σελίνια ήταν ένα ποσό που διαρκώς μειωνόταν. «Όμως, πόσο διαρκεί η καλή περίοδος, που υπάρχει μπό λικη δουλειά και πληρωνόσαστε αυτόν τον υψηλό μισθό;» ρώτησα. «Τέσσερις μήνες», ήταν η απάντηση. Και με ενημέρωσε ότι τον υπόλοιπο χρόνο οι μέσοι μισθοί κυμαίνονταν από μισή έως μία λίρα τη βδομάδα, δηλαδή από δυόμισι έως πέντε δολάρια. Τώρα, βρισκόμασταν στα μέσα της βδομάδας και
70
JACK LONDON
είχε βγάλει τέσσερα σελίνια ή ένα δολάριο. Κι όμως, μου δό θηκε να καταλάβω ότι αυτές ήταν απ’ τις καλύτερες περι πτώσεις σε μια τέτοια δουλειά. Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο, το οποίο θα περίμενε κα νείς να βλέπει στις πίσω αυλές των γειτονικών κτηρίων. Όμως δεν υπήρχαν πίσω αυλές, ή μάλλον υπήρχαν αλλά ήταν καλυμμένες από χαμόσπιτα, κάτι χοιροστάσια, μέσα στα ο ποία έμεναν άνθρωποι. Οι οροφές των χαμόσπιτων ήταν σκεπασμένες από στρώματα βρομιάς, που σε μερικά σημεία έφτανε το μισό μέτρο ύψος - μια προσφορά των πίσω παρα θύρων στο δεύτερο και τρίτο όροφο. Μπορούσα να διακρίνω κόκαλα από κρέας και ψάρια, σκουπίδια, μολυσμένα κουρέ λια, παλιές μπότες, σπασμένα πήλινα σκεύη και γενικότερα τα απορρίμματα ενός ανθρώπινου χοιροστασίου. «Τελευταία χρονιά φέτο για το επάγγελμα· φέρνουν μη χανήματα για να πάρουμε πόδι», είπε ο «είλωτας» με βαριά καρδιά καθώς περνάγαμε πάνω απ’ τη γυναίκα με τα χυδαία εκτεθειμένα στήθη, και ανοίγαμε δρόμο μέσα απ’ τα ανάγωγα πιτσιρίκια. Στη συνέχεια, επισκεφτήκαμε τις δημοτικές κατοικίες που ανεγέρθηκαν απ’ το Νομαρχιακό Συμβούλιο του Λονδί νου στις φτωχογειτονιές όπου έζησε το «Παιδί του Τζάγκο» του Άρθουρ Μόρισον*. Τα κτήρια στέγαζαν πιο πολλούς ανθρώπους από πριν και οι συνθήκες ήταν πολύ πιο υγιει νές. Όμως οι κατοικίες είχαν καταληφθεί απ’ τους εργάτες
Μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα A rthur Morrison (1863-1945), που εκδόθηκε το 1896. Το έργο περιγράφει τη ζωή στο Τζάγκο, μια κακόφημη φτωχογειτονιά του Ηστ Εντ με μεγάλη εγκληματικότητα. (Σ.τ.Μ.)
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
71
της πιο υψηλής τάξης και τους βιοτέχνες. Οι άνθρωποι της φτωχογειτονιάς είχαν απλούστατα μεταναστεύσει, για να κατοικήσουν σε άλλες φτωχογειτονιές ή για να δημιουργή σουν νέες. «Και τώρα», είπε ο «είλωτας» (ο «βαρβάτος άντρας που δούλευε τόσο γρήγορα που θα έτριβες τα μάτια σου»), «θα σου δείξω έναν απ’ τους πνεύμονες του Λονδίνου. Αυτός εί ναι ο Κήπος Σπάιταλφηλντς». Πρόφερε τη λέξη «κήπος» με περιφρόνηση. Η σκιά της Εκκλησίας του Χριστού πέφτει πάνω στον Κήπο Σπάιταλφηλντς, και υπό τη σκιά της Εκκλησίας του Χριστού, ώρα τρεις το απόγευμα, αντίκρισα ένα θέαμα που εύχομαι να μην ξαναδώ ποτέ. Σε αυτό τον κήπο, που είναι πιο μικρός απ’ τον κήπο που έχω στο σπίτι, δεν υπάρχουν λουλούδια. Φυτρώνει μόνο χορτάρι, το οποίο είναι κλεισμέ νο με αιχμηρά κάγκελα, όπως συμβαίνει σ’ όλα τα πάρκα του Λονδίνου, ώστε να μην μπαίνουν τη νύχτα άστεγοι ά ντρες και γυναίκες και κοιμούνται πάνω σε αυτό. Καθώς μπαίναμε στον κήπο, μια ηλικιωμένη γυναίκα με ταξύ πενήντα και εξήντα πέρασε από δίπλα μας περπατώ ντας με αποφασιστικές αλλά κάπως ασταθείς δρασκελιές, με δυο ογκώδεις μπόγους, τυλιγμένους με σακιά, ριγμένους τον έναν μπροστά και τον άλλον πίσω. Ή ταν μια αλήτισσα, μια ανέστια ψυχή, που ήταν υπερβολικά ανεξάρτητη για να σύρει μέσα απ’ την πόρτα του φτωχοκομείου το ετοιμόρρο πο κουφάρι της. Κουβαλούσε το σπίτι της όπως τα σαλιγκά ρια. Στους δυο τυλιγμένους με σακιά μπόγους ήταν το νοι κοκυριό της, η γκαρνταρόμπα της, ασπρόρουχα και αγαπη μένα γυναικεία μικροαντικείμενα. Ανηφορίσαμε το στενό, χαλικόστρωτο μονοπάτι. Στα
72
JACK LONDON
παγκάκια, σε κάθε πλευρά, ήταν παρατεταγμένη μια μάζα άθλιας και παραμορφωμένης ανθρωπότητας, η θέα της ο ποίας θα είχε εξωθήσει τον Ντορέ’ σε πιο διαβολικά ταξίδια φαντασίας από αυτά που κατάφερε ποτέ να κάνει. Ή ταν έ νας συμφυρμός από κουρέλια και βρομιά, από σιχαμερές δερματοπάθειες όλων των ειδών, από ανοιχτές πληγές, μώ λωπες, χυδαιότητα, απρέπεια, λάγνα τερατουργήματα και κτηνώδη πρόσωπα. Φυσούσε ένας ψυχρός και σκληρός α έ ρας και τα πλάσματα αυτά κούρνιαζαν κάτω απ’ τα κουρέ λια τους· οι περισσότεροι κοιμούνταν ή προσπαθούσαν να κοιμηθούν. Εδώ, μια δωδεκαριά γυναίκες, ηλικίας από είκο σι έως εβδομήντα ετών. Πιο πέρα, ένα μωρό, πιθανότατα εννέα μηνών, ανάσκελα πάνω στο σκληρό παγκάκι, χωρίς μαξιλάρι ή σκέπασμα και χωρίς κάποιον να το φροντίζει. Δίπλα, έξι άντρες κοιμούνταν καθισμένοι στητά ή γερμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Κάπου αλλού, μια οικογένεια· το παιδί κοιμόταν στην αγκαλιά της κοιμισμένης μητέρας του, και ο σύζυγος (ή ο σύντροφος) επιδιόρθωνε αδέξια ένα ξε χαρβαλωμένο παπούτσι. Σ’ ένα άλλο παγκάκι, μια γυναίκα έκοβε τα ξέφτια απ’ τα κουρέλια της μ’ ένα μαχαίρι και μια άλλη, με βελόνα και κλωστή, έραβε τα ανοίγματα. Δίπλα, έ νας άντρας κρατούσε στην αγκαλιά του μια γυναίκα που κοιμόταν. Παρακάτω, ένας άντρας, με ρούχα σκεπασμένα με λάσπη από το ρείθρο, κοιμόταν με το κεφάλι του ακου μπισμένο στα πόδια μιας γυναίκας που δεν ήταν πάνω από είκοσι πέντε χρονών, η οποία επίσης κοιμόταν.
*
Gustave Doré (1832-1883): Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης. Έ να από τα πιο διάσημα έργα του ήταν η εικονογράφηση της Κόλασης του Δάντη. (Σ.τ.Μ.)
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
73
Όλον αυτό τον ύπνο δεν τον καταλάβαινα. Γιατί εννιά στους δέκα κοιμούνταν ή προσπαθούσαν να κοιμηθούν; Αργότερα έμαθα. Οι αρχές όριζαν με νόμο ότι οι άστεγοι α παγορευόταν να κοιμούνται τη νύχτα. Στο πεζοδρόμιο, δί πλα στη στοά της Εκκλησίας του Χριστού, εκεί όπου οι πέ τρινοι στύλοι ορθώνονται προς τον ουρανό σε μια μεγαλο πρεπή σειρά, υπήρχαν ολόκληρες σειρές αντρών που κοιμούνταν ή ήταν μισοκοιμισμένοι· όλοι τους είχαν πέσει σε λήθαργο, τόσο βαθύ ώστε κανείς δεν ανασηκώθηκε ούτε παραξενεύτηκε από την εισβολή μας. «Πνεύμονας του Λονδίνου;» είπα. «Όχι. Έ να απόστημα, μια μεγάλη πληγή που σαπίζει». «Αχ, γιατί με φέρατε εδώ;» ρώτησε ο νεαρός, ενθουσιώ δης σοσιαλιστής, με το ντελικάτο του πρόσωπο κάτασπρο απ’ την αηδία που ένιωθε στην ψυχή και στο στομάχι. «Τούτες εδώ οι γυναίκες», είπε ο ξεναγός μας, «πουλιού νται για τρεις πένες, για δυο πένες ή για μια φραντζόλα ξερό ψωμί». Αυτό το είπε με μια χαρωπή περιφρόνηση. Τι άλλο μπορεί να έλεγε δεν ξέρω, γιατί ο αηδιασμένος άντρας φώναξε: «Για τ’ όνομα του θεού, ας βγούμε από δω μέσα».
7 ΕΝΑΣ ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Έ χω διαπίστωσα ότι είναι δύσκολο να μπει κανείς στο προ σωρινό άσυλο του φτωχοκομείου. Μέχρι τώρα έχω κάνει δύο απόπειρες και θα κάνω και μια τρίτη. Την πρώτη φορά ξεκίνησα στις εφτά το απόγευμα με τέσσερα σελίνια στην τσέπη. Εδώ, έκανα δύο σφάλματα. Πρώτον, ο αϊτών για στέγαση στο προσωρινό άσυλο του φτωχοκομείου πρέπει να είναι πάμφτωχος, και δεδομένου ότι υποβάλλεται σε εξο νυχιστικό έλεγχο, πρέπει να είναι πραγματικά πάμφτωχος· και τέσσερις πένες, πόσο μάλλον τέσσερα σελίνια, είναι αρ κετός πλούτος ώστε να τον καταστήσει ακατάλληλο. Δεύτε ρον, έκανα το λάθος να αργήσω. Εφτά η ώρα το απόγευμα είναι πολύ αργά για να βρα ένας άπορος κρεβάτι. Προς πληροφόρηση των αθώων και ευγενούς (ρύσης αν θρώπων, επιτρέψτε μου να εξηγήσω π είναι το προσωρινό ά συλο. Είναι ένα κτήριο όπου ο άστεγος, χωρίς κρεβάτι και απένταρος άνθρωπος μπορεί, αν σταθεί τυχερός, να ξεκουρά σει προσωρινά τα κουρασμένα του κόκαλα και να δουλέψει την επόμενη ημέρα σαν σκαφτιάς για να το ξεπλήρωσα. Η δεύτερή μου απόπειρα να μπω στο προσωρινό άσυλο άρχισε πιο ευοίωνα. Ξεκίνησα γύρω στις τέσσερις το από-
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
75
γεύμα, συνοδευόμενος από τον ενθουσιώδη νεαρό σοσιαλι στή και ένα φίλο, ενώ στην τσέπη μου είχα όλες κι όλες τρεις πένες. Με οδήγησαν στο Φτωχοκομείο Γουάιττσαπελ, το ο ποίο παρατηρούσα από ένα βολικό σημείο. Ή ταν λίγα λε πτά μετά τις πέντε το απόγευμα, ωστόσο είχε ήδη σχηματι στεί μια μακριά, μελαγχολική ουρά που ξετυλιγόταν πέρα απ’ τη γωνία του κτηρίου. Ή ταν μια πολύ θλιβερή εικόνα· άντρες και γυναίκες περίμεναν μέσα στο κρύο και γκρίζο σούρουπο για ένα κατα φύγιο απόρων για τη νύχτα, και ομολογώ ότι παραλίγο να δειλιάσω. Σαν παιδί έξω α π’ την πόρτα του οδοντίατρου, ξαφνικά ανακάλυψα ένα σωρό λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να βρίσκομαι αλλού. Η μάχη που έδινα μέσα μου πρέπει να φάνηκε στο πρόσωπό μου, γιατί ένας απ’ τους συντρόφους μου μου είπε «Μη κιοτάς, μπορείς να το κά νεις». Και βέβαια μπορούσα να το κάνω, όμως συνειδητοποίη σα ότι ακόμα και οι τρεις πένες που είχα στην τσέπη μου ή ταν ολόκληρη περιουσία για ένα πλήθος σαν κι αυτό. Και, προκειμένου να εξαλειφθεί κάθε δυσάρεστη διάκριση, άδειασα τις τσέπες μου απ’ τα χάλκινα νομίσματα. Ύστερα, α ποχαιρέτησα τους φίλους μου και καρδιοχτυπώντας κατη φόρισα σκυφτός το δρόμο και στήθηκα στο τέλος της ου ράς. Πόσο θλιβερή έδειχνε ετούτη η γραμμή των φτωχών ανθρώπων, που τρέκλιζαν πάνω στον απότομο γκρεμό με προορισμό το θάνατο. Πόσο θλιβερό ήταν που δε βρισκό μουν σε όνειρο. Δίπλα μου στεκόταν ένας κοντός, γεροδεμένος άντρας. Γερός και δυνατός, αν και ηλικιωμένος, με έντονα χαρακτη ριστικά, με σκληρό σαν σόλα δέρμα, δαρμένο από τον ήλιο
76
JACK LONDON
και τον καιρό, είχε αναμφίβολα πρόσωπο και μάτια θαλασ σινού- αμέσως μου ήρθε στο νου ένα κομμάτι από το ποίημα του Κίπλινγκ «Ο Δούλος της Γαλέρας»: Με το κάψιμο στον ώμο μου και το κατράμι που στο σώμα έχει κολλήσει· μ ε τα σημάδια που μ ' άφησε ο βούρδουλας και την πληγή που δε λέει να κλείσει · μ ε τα μάτια μου που χάλασα τον ήλιο και τη θάλασ σα κοιτώντας, με ξόφλησαν για την υπηρεσία μου... Πόσο σωστές ήταν οι εικασίες μου και πόσο περίεργα ταιριαστός ήταν ο στίχος, θα μάθετε σε λίγο. «Δε θα τ’ αντέξω για πολύ ακόμα, δε θα τ’ αντέξω», έλε γε με παράπονο στον άντρα που στεκόταν απ’ την άλλη πλευρά, « θ α σπάσω ένα τζάμι, ένα μεγάλο, και θα με μαζέ ψουν μέσα για δεκατέσσερες μέρες. Τότες, θα ’χω κάπου καλά να κοιμηθώ, χωρίς φόβο, και καλύτερο φαί απ’ αυτό που δίνουν εδώ πέρα. Αν και θα μου ’λείπε το ταμπάκο μου» - τούτο το σκέφτηκε καθυστερημένα και το είπε μετανιωμένα, με ύφος παραίτησης. «Είμ’ έξω δυο νυχτιές τώρα», συνέχισε- «προχτές βρά χηκα μέχρι το κόκαλο και δε βαστώ για πολύ ακόμα. Γερ νάω, και κάποιο πρωί θα με βρούνε αποθαμένο». Στράφηκε προς εμένα με ασυγκράτητη ζέση: «Ποτέ μην αφήσεις τον εαυτό σου να γεράσει, παλικάρι μου. Πέθανε όσο είσαι νέος, ειδεμή να πώς θα καταλήξεις. Στο λέω εγώ. Ογδόντα εφτά χρονώ είμαι και υπηρέτησα την πατρίδα μου σαν άντρας. Τρία γαλόνια για εξαιρετική ανδρεία και τον
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
77
Βικτωριανό Σταυρό*, και ορίστε τι πήρα. Μακάρι να πέθαινα, μακάρι να πέθαινα. Όσο πιο γλήγορα, τόσο το κα λύτερο». Τα μάτια του υγράνθηκαν, μα προτού ο άλλος άντρας προλάβει να τον παρηγορήσει, άρχισε να μουρμουρίζει ένα χαρούμενο θαλασσινό τραγούδι σαν να μην υπήρχε πόνος στον κόσμο τούτο. Κατόπιν παρότρυνσης, να η ιστορία που διηγήθηκε όσο περίμενε στην ουρά, έξω απ’ το φτωχοκομείο, μετά από δυο νύχτες στους δρόμους. Όταν ήταν νεαρός είχε καταταγεί στο βρετανικό ναυτικό και για σαράντα χρόνια είχε υπηρετήσει με πίστη και αφο σίωση. Ονόματα, ημερομηνίες, αντιπλοίαρχοι, λιμάνια, πλοία, εμπλοκές και ναυμαχίες ξεπηδούσαν απ’ το στόμα του σαν να ήταν χθες, όμως είναι αδύνατο να τα θυμηθώ ό λα, καθότι δεν είναι ό,τι καλύτερο να κρατάς σημειώσεις έ ξω από την πόρτα του φτωχοκομείου. Ή ταν, όπως χαρα κτηριστικά είπε, στον «Πρώτο Πόλεμο της Κίνας»· είχε κα ταταγεί στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών και είχε υπη ρετήσω δέκα χρόνια στην Ινδία· ξαναβρέθηκε εκεί με το αγ γλικό ναυτικό, την περίοδο της Ανταρσίας- είχε υπηρέτησα στον Πόλεμο της Βιρμανίας και στον Κριμαϊκό· συν τις άλλοις, είχε πολεμήσει και είχε δουλέψει αρκετά για την αγγλι κή σημαία και στην υπόλοιπη υφήλιο. Τότε συνέβη το κακό. Έ να μικρό πραγματάκι το οποίο Ο Βικτωριανός Σταυρός (Victoria Cross) άναι το ανώτατο τι μητικό παράσημο των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων, και απονέμεται σε όσους επιδεικνύουν εξαιρετική ανδρεία στο πε δίο της μάχης. Καθιερώθηκε το 1856 από τη Βασίλισσα Βικτώρια. (Σ.τ.Ε.)
78
JACK LONDON
μπορούσε να αποδοθεί μόνον στις πρωτογενείς του αιτίες: ί σως του υποπλοίαρχου δεν του άρεσε το πρωινό του· ή είχε ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ- ή τον πίεζαν τα χρέη του· ή ο αντιπλοίαρχος του είχε κακομιλήσει. Η ουσία είναι ότι εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα ο υποπλοίαρχος ήταν ευέ ξαπτος. Ο ναύτης, μαζί με άλλους, «σήκωνε» τα άρμενα της πλώρης. Σημειώστε ότι ο ναύτης ήταν πάνω από σαράντα χρόνια στο ναυτικό, είχε τρία γαλόνια καλής υπηρεσίας και του είχε απονεμηθεί ο Βικτωριανός Σταυρός για εξαιρετική ανδρεία εν ώρα μάχης· έτσι, δεν μπορεί να ήταν και τόσο κακός ναυ τικός. Ο υποπλοίαρχος ήταν ευέξαπτος· ο υποπλοίαρχος του είπε κάτι - κάτι όχι και τόσο ωραίο. Είχε να κάνει με τη μάνα του. Όταν ήμουν πιτσιρικάς, ο άγραφος κανόνας για μας τα αγόρια ήταν να παλεύουμε σαν δαιμονισμένοι αν μια τέτοια προσβολή λεγόταν για τις μανάδες μας· και από κει που είμαι εγώ, πολλοί έχουν πεθάνει επειδή βρίσανε τη μάνα κάποιου. Παρ’ όλα αυτά, ο υποπλοίαρχος είπε αυτό το πράγμα στο ναύτη για τη μάνα του. Εκείνη τη στιγμή ο ναύτης έτυχε να κρατάει ένα σιδερένιο μοχλό ή λοστό. Με ταχύτητα και ακρίβεια τον έφερε στο κεφάλι του υποπλοίαρχου, ρίχνοντάς τον από τα άρμενα στη θάλασσα. Και ύστερα, να τι είπε ο ίδιος: «Είδα τι είχα κάνει. Γνώ ριζα τους Κανονισμούς, και είπα στον εαυτό μου: “Τώρα Τζακ, αγόρι μου, τελειώσαν όλα. Εφυγες”. Και πήδηξα ξο πίσω του, αποφασισμένος να πνιγούμε και οι δυο. Και θα το ’χα κάμει, έλα όμως που η λέμβος απ’ τη ναυαρχίδα περνού σε κείνη την ώρα από δίπλα. Βγαίνουμε στην επιφάνεια, εγώ τόνε κράταγα και του ’ριχνα γροθιές. Τούτο ήταν που με
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
79
καταδίκασε τελειωτικά. Αν δεν τον βάραγα, θα μπορούσα να είχα πει ότι, συνειδητοποιώντας τι είχα κάμει, πήδηξα μέ σα για να τον σώσω». Ύστερα πέρασε ναυτοδικείο, ή όπως αλλιώς λέγεται η δίκη στο ναυτικό. Απήγγειλε την ποινή του, λέξη προς λέξη, σαν να την είχε απομνημονεύσει, σαν να τη γυρνούσε με πι κρία στο μυαλό του ξανά και ξανά. Και να πώς, εν ονόματι της πειθαρχίας και του σεβασμού προς αξιωματικούς που δεν είναι πάντα κύρια, τιμωρήθηκε ένας άντρας, ένοχος για ανδρεία. Υποβιβάστηκε στο βαθμό του απλού ναύτη· απο κλείστηκε από όλα τα χρηματικά έπαθλα που του χρωστού σ α ν έχασε κάθε δικαίωμα για σύνταξη· παρέδωσε το Βι κτωριανό Σταυρό- απολύθηκε από το ναυτικό με διαγωγή καλή (μιας και αυτό ήταν το πρώτο του παράπτωμα)· δέχτη κε πενήντα βουρδουλιές· και έκανε δύο χρόνια φυλακή. «Μακάρι να ’χα πνιγεί κείνη τη μέρα, μακάρι Θεέ μου να είχα πνιγεί», κατέληξε, καθώς η ουρά προχώρησε και περά σαμε τη γωνία. Επιτέλους φάνηκε η πόρτα, μέσα απ’ την οποία α άστε γοι γίνονταν δεκτοί ανά μπουλούκια. Και τότε έμαθα κάτι το εκπληκτικό. Ή ταν Τετάρτη και κανείς δεν ήταν ελεύθε ρος να φύγει πριν την Παρασκευή το πρωί. Και επιπλέον -α χ!-, εσείς οι χρήστες ταμπάκο, δώστε προσοχή: δεν επι τρεπόταν να πάρουμε μέσα ταμπάκο. Επρεπε να το παρα δώσουμε στην είσοδο. Αλλες φορές, όπως μου είπαν, επιστρεφόταν κατά την αναχώρηση και άλλες καταστρεφόταν. Ο γέρος άντρας του πολεμικού ναυτικού μού έμαθε κάτι. Ανοιξε το σακούλι του και άδειασε το ταμπάκο (μια αξιο θρήνητη ποσότητα) σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Το τύλιξε σφιχτά και πλακουτσωτά και το έκρυψε στην κάλτσα του, μέσα στο
80
JACK LONDON
παπούτσι. To ίδιο έκανα κι εγώ, γιατί σαράντα ώρες χωρίς ταμπάκο είναι μια δοκιμασία την οποία όλοι οι καπνιστές μπορούν να καταλάβουν. Κάθε λίγο η ουρά προχωρούσε· αργά και σταθερά πλη σιάζαμε το παραπόρτι. Την ώρα που έτυχε να στεκόμαστε πάνω σε μια σιδερένια σχάρα, ένας άντρας φάνηκε από κά τω και ο γερο-ναυτικός τού φώναξε: «Πόσους θέλουν ακόμα;» «Είκοσι τέσσερις», ήταν η απάντηση. Κοιτάξαμε μπροστά με αγωνία και μετρήσαμε. Υπήρχαν τριάντα τέσσερις μπροστά από μας. Απογοήτευση και στε νοχώρια διαγράφτηκε στα πρόσωπα τριγύρω μου. Δεν είναι ωραίο πράγμα να είσαι πεινασμένος και απένταρος και να πρέπει να περάσεις ξάγρυπνος μια νύχτα στους δρόμους. Όμως συνεχίσαμε να ελπίζουμε, μέχρι που μείναμε δέκα έξω απ’ το παραπόρτι και ο θυρωρός μάς είπε να φύγουμε. «Πλήρες», είπε καθώς βρόνταγε την πόρτα. Σαν αστραπή, παρά τα ογδόντα εφτά του χρόνια, ο γε ρο-ναυτικός είχε πάρει δρόμο, ελπίζοντας απεγνωσμένα ότι θα βρει αλλού καταφύγιο. Στάθηκα και συζήτησα με δυο άλλους άντρες που ήξεραν πολλά γύρω από τα προσωρινά άσυλα για το πού θα έπρεπε να πάμε. Αποφάσισαν για το Φτωχοκομείο Πόπλαρ, τρία μίλια μακριά, και ξεκινήσαμε. Καθώς στρίβαμε τη γωνία, ένας από αυτούς είπε: «Μπο ρούσα να ’χω μπει σήμερα. Ή ρθα στις μία και μόλις είχε αρ χίσω να γίνεται ουρά - οι χαϊδεμένοι τους, να τι είναι. Μπά ζουν μέσα τους ίδιους και τους ίδιους κάθε νύχτα».
Ο ΚΑΡΟΤΣΙΕΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΡΑΓΚΟΣ
Τον Καροτσιέρη, με τα αδρά χαρακτηριστικά, το μουσάκι και το ξυρισμένο μουστάκι θα τον περνούσα σας Ηνωμένες Πο λιτείες για οτιδήποτε, από μάστορα μέχρι εύπορο κτηματία. Το Μαραγκό - ε, αυτόν μόνο για μαραγκό θα τον περνούσα. 'Εμοιαζε για μαραγκός, αδύνατος και νευρώδης, με μάτια πα νούργα και παρατηρητικά, και χέρια που, μετά από σαράντα εφτά χρόνια στο επάγγελμα, έμοιαζαν με προεκτάσεις των λα βών των εργαλείων. Η βασική δυσκολία που αντιμετώπιζαν αυτοί οι άντρες ήταν τα γηρατειά τους και ότι τα παιδιά τους, αντί να μεγαλώσουν και να τους φροντίσουν, είχαν πεθάνει. Τα χρόνια τούς είχαν σημαδέψει και είχαν εκτοπιστεί απ’ τη δίνη της βιομηχανίας απ’ τους νεότερους και δυνατότερους α νταγωνιστές τους, οι οποίοι είχαν πάρα τη θέση τους. Οι δυο αυτοί άντρες, αφού δεν έγιναν δεκτοί στο προσω ρινό άσυλο του Φτωχοκομείου Γουάιττσαπελ, κίνησαν μαζί μου για το Φτωχοκομείο Πόπλαρ. Δεν ήταν τίποτα της προ κοπής, έτσι πίστευαν, αλλά δε μας απέμενε τίποτα απ’ το να δοκιμάσουμε την τύχη μας κι εκεί. Ή ταν ή το Πόπλαρ ή οι δρόμοι και η νύχτα. Και οι δυο άντρες ανυπομονούσαν να βρουν ένα κρεβάτι γιατί, όπως χαρακτηριστικά το διατύπω σαν, ήταν «σχεδόν τελειωμένοι». Ο Καροτσιέρης, πενήντα
82
JACK LONDON
οκτώ ετών, είχε περάσει τις τρεις τελευταίες νύχτες χωρίς καταφύγιο και ύπνο, ενώ ο Μαραγκός, εξήντα πέντε ετών, ήταν στους δρόμους εδώ και πέντε νύχτες. Κι όμως, πώς μπορώ να κάνω εσάς, τους τρυφηλούς αν θρώπους, που είστε γεμάτοι σάρκα και αίμα, που έχετε ά σπρα κρεβάτια και ευάερα δωμάτια να σας περιμένουν κάθε βράδυ, πώς μπορώ να σας κάνω να καταλάβετε πόσο θα υπο φέρατε αν έπρεπε να περάσετε μια κουραστική νύχτα στους δρόμους του Λονδίνου! Πιστέψτε με, θα νομίζατε πως έχει περάσει ένας αιώνας μέχρι η ανατολή να βαφτεί με τα χρώμα τα της αυγής· θα ριγούσατε μέχρι δακρύων απ’ τον πόνο κά θε πιασμένου μυ- και θα απορούσατε πώς έχετε υπομείνει τό σα και εξακολουθείτε να ζείτε. Αν τύχαινε να ξαποστάσετε σ’ ένα παγκάκι και τα κουρασμένα σας μάτια έκλειναν, να είστε σίγουροι ότι ο αστυφύλακας θα σας σήκωνε και απότομα θα σας έλεγε «πάρε δρόμο», θ α μπορούσατε να ξεκουραστείτε σ’ ένα παγκάκι, αν και τα παγκάκια είναι λίγα και διασκορπι σμένα· ωστόσο, αν η ξεκούραση σήμαινε ύπνο, τότε θα έπρε πε να κινήσετε πάλι, σέρνοντας το κουρασμένο κορμί σας στους ατελείωτους δρόμους. Αν, χρησιμοποιώντας την πονη ριά σας ως τελευταία λύση, αναζητούσατε κάποιο έρημο σο κάκι ή κάποια σκοτεινή δίοδο και ξαπλώνατε, ο πανταχού παρών αστυφύλακας θα σας εντόπιζε και πάλι. Όμως, όταν χάραζε και τελείωνε ο εφιάλτης, θα σερνό σασταν σπίτι σας για να φρεσκαριστείτε, και μέχρι να πεθάνετε θα διηγιόσασταν την περιπετειώδη ιστορία σας σε ομά δες φίλων και θαυμαστών. Και έτσι, θα γινόταν μια φοβερή ιστορία. Η οκτάωρη νύχτα που περάσατε θα γινόταν Οδύσ σεια και εσείς ένας Ομηρος. Τα πράγματα δεν έχουν έτσι για τους άστεγους που περ
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
83
πατούσαν μαζί μου για το Φτωχοκομείο Πόπλαρ. Και από ψε υπάρχουν τριάντα πέντε χιλιάδες άστεγοι, άντρες και γυ ναίκες, στην πόλη του Λονδίνου. Σας παρακαλώ, τούτο μην το σκεφτείτε όταν πλαγιάσετε το βράδυ, γιατί αν είστε τόσο τρυφηλοί όσο θα έπρεπε να είστε, ίσως να μην ξεκουραστεί τε το ίδιο καλά με άλλες φορές. Όμως τους κακοσιτισμένους γέρους των εξήντα, εβδομήντα και ογδόντα, που δεν έ χουν ούτε σάρκα, ούτε αίμα, που δεν τους βρίσκει το ξημέ ρωμα φρεσκαρισμένους, που περνούν τη μέρα τρεκλίζοντας, ψάχνοντας σαν τρελοί για κόρες ψωμιού, με την αμεί λικτη νύχτα να πλησιάζει γοργά και αυτό επί πέντε μερόνυ χτα - αυτούς, αχ, εσείς αγαπητοί και τρυφηλοί άνθρωποι, γεμάτοι σάρκα και αίμα, πώς μπορείτε να τους καταλάβετε; Ανηφόρισα τη Μάιλ Εντ ανάμεσα στον Καροτσιέρη και το Μαραγκό. Η Μάιλ Εντ είναι ένας κεντρικός δρόμος, περ νά απ’ την καρδιά του Ανατολικού Λονδίνου και φιλοξενεί δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Τούτο σας το λέω για να μπο ρέσετε να καταλάβετε αυτά που θα περιγράψω στην επόμενη παράγραφο. Περπατούσαμε λοιπόν, και όταν γίνονταν πι κρόχολοι και βλαστημούσαν τον τόπο, βλαστημούσα και εγώ, βλαστημούσα όπως θα βλαστημούσε ένας Αμερικανός αλητάκος, εγκαταλειμμένος σε έναν παράξενο και φριχτό τόπο. Και όπως προσπάθησα και εν τέλει κατάφερα να τους κάνω να πιστέψουν, με πήραν για ναυτικό που είχε ξοδέψει όλα τα χρήματά του κάνοντας ταραχώδη ζωή, είχε χάσει τα ρούχα του (πράγμα όχι ασυνήθιστο για έναν ναυτικό στη στεριά) και ήταν προσωρινά απένταρος, ενώ στο μεταξύ έψαχνε να μπαρκάρει. Αυτά εξηγούσαν την άγνοιά μου όσον αφορά σας αγγλικές συνήθειες γενικότερα και τα προσωρινά άσυλα ειδικότερα, καθώς και την περιέργεια μου και για τα δύο.
84
JACK LONDON
Ο Καροτσιέρης δυσκολευόταν να ακολουθήσει το βήμα μας (μου είπε ότι δεν είχε φάω τίποτα εκείνη τη μέρα), όμως ο Μαραγκός, αδύνατος και πεινασμένος, με το γκρίζο, κουρε λιασμένο πανωφόρι του να ανεμίζει πένθιμα, περπατούσε τα λαντευόμενος, με μεγάλες, ακούραστες δρασκελιές που μου θύμιζαν έντονα τους λύκους ή τα κογιότ των πεδιάδων. Κα θώς περπατούσαν και μιλούσαν, είχαν και οι δύο το βλέμμα καρφωμένο στο πεζοδρόμιο, και κάθε τόσο έσκυβαν και μά ζευαν κάτι, χωρίς εν τω μεταξύ να χάνουν το ρυθμό τους. Νό μιζα ότι μάζευαν γόπες από πούρα και τσιγάρα, έτσι, στην αρχή, δεν έδωσα σημασία. Ύστερα όμως είδα τι έκαναν. Α π ’το βορβορώδες, καταφτυμένο πεζοδρόμιο, μάζευαν φλούδια από πορτοκάλια και μήλα και κοτσάνια από στα φύλια και τα έτρωγαν. Έ σπαγαν με τα δόντια τους τα κου κούτσια από κιτρινοπράσινα δαμάσκηνα για να φάνε την ψίχα. Μάζευαν πεσμένα κομμάτια ψωμί στο μέγεθος μπιζε λιού, φαγωμένα μήλα, τόσο μαύρα και βρόμικα που δε θα μπορούσες να τα περάσεις για φαγωμένα μήλα, και αυτά τα πράγματα οι δυο α υτοί άντρες τα έβαζαν στο στόμα τους, τα μασούσαν και τα κ α τά π ινα ν και τούτο, μεταξύ έξι και εφτά το απόγευμα της 20ής Αυγούστου, του σωτήριου έτους 1902, στην καρδιά της μεγαλύτερης, πλουσιότερης και ισχυ ρότερης αυτοκρατορίας που έχει γνωρίσει ο κόσμος. Οι δυο αυτοί άντρες μιλούσαν. Δεν ήταν ανόητοι, ήταν απλώς γέρ α. Και φυσικά, με τα στομάχια τους να αναδύουν τη δυσωδία απ’ τα σκουπίδια του πεζοδρομίου, μιλούσαν για αιματηρή επανάσταση. Μιλούσαν όπως θα μιλούσε έ νας αναρχικός, ένας φανατικός, ένας τρελός. Και ποιος θα τους κατηγορούσε; Παρά τα τρία καλά γεύματα που είχα φάει εκείνη τη μέρα και το ζεστό κρεβάτι που μπορούσα να
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
85
έχω αν το επιθυμούσα, παρά την κοινωνική μου φιλοσοφία και την πίστη μου στην εξέλιξη και στην αργή ανάπτυξη και μεταμόρφωση των πραγμάτων - παρά όλα αυτά, ένιωθα α ναγκασμένος είτε να πω μαζί τους ανοησίες είτε να μείνω σιωπηλός. Φτωχοί ανόητοι! Οι επαναστάσεις δεν τρέφονται από ανθρώπους του είδους τους. Και όταν πεθάνουν και γί νουν σκόνη, πράγμα που σύντομα θα συμβεί, κάποιοι άλλοι ανόητοι θα συζητούν για αιματηρή επανάσταση, καθώς θα μαζεύουν σκουπίδια από το καταφτυμένο πεζοδρόμιο της Μάιλ Εντ, στο δρόμο για το Φτωχοκομείο Πόπλαρ. Επειδή ήμουν ξένος και νέος, ο Καροτσιέρης και ο Μα ραγκός μού εξηγούσαν πράγματα και μου έδιναν συμβου λές. Η συμβουλή τους ήταν σύντομη και συγκεκριμένη- να φύγω από τη χώρα. «Οσο πιο γρήγορα μ’ αφήσει ο θεός», τους διαβεβαίωσα. «Εγώ θα βάλω πλώρη για τα μεγάλα και θα χαθώ σαν άνεμος». Περισσότερο ένιωθαν τη δύναμη των λόγων μου παρά τους καταλάβαιναν, και κούνησαν τα κε φάλια τους με επιδοκιμασία. «Κάνουν τον άθρωπο εγκληματία χωρίς να το θέλει», εί πε ο Μαραγκός. «Να με, γέρος, οι νιότεροι παίρνουν τη θέ ση μου, τα ρούχα μου κουρελιάζονται κάθε μέρα και χειρό τερα και το κάμνουν όλο και πιο δύσκολο να βρω δουλειά. Πηγαίνω στο προσωρινό άσυλο να βρω κρεβάτι. Πρέπει να ’μαι κει μέχρι τις δύο ή τις τρεις το απόγεμα ειδεμή δε μπαί νω. Είδες τι έγινε σήμερα. Τι ευκαιρία έχω να γυρέψω δου λειά; Και πες πως μπήκα στο άσυλο. Με κρατάν’ όλη την ε πομένη μέρα και μ’ αφήνουν να φύγω το πρωί της αλληνής. Και μετά; Ο νόμος λέγει πως δε μπορώ να μπω σε άλλο άσυ λο την ίδια νύχτα εκτός αν είναι δέκα μίλια μακριά. Πρέπει να βιαστώ και να περπατήσω για να είμαι κει έγκαιρα. Πες
86
JACK LONDON
πως γυρεύω δουλειά. Μέχρι να πας κύμινο είναι νύχτα, χω ρίς κρεβάτι. Καθόλου ύπνος όλη νύχτα, φαγητό τίποτα, σε τι κατάσταση να γυρέψω δουλειά το πρωί; θ α πρέπει κά πως να καταφέρω να κοιμηθώ στο πάρκο [στο μυαλό μου εί χα έντονη τη εικόνα της Εκκλησίας του Χριστού, στο Σπάιταλφηλντς] και να βρω κάτι να φάω. Και έτσι να με! Γέρος, πεσμένος χαμηλά και χωρίς ελπίδα να ξανασηκωθώ». «Κάποτ’ υπήρχαν διόδια εδώ», είπε ο Καροτσιέρης. Πλέρωσα πολλές φορές διόδια το γκαιρό που δούλευα». «Δυο μέρες έχω φάει τρία ψωμάκια της μισής πένας», α νακοίνωσε ο Μαραγκός μετά από μια μεγάλη παύση στη συ ζήτηση. «Τα δύο τα έφαγα χτες και το τρίτο σήμερα», κατέ ληξε μετά από μια δεύτερη μεγάλη παύση. «Τω δεν έχω φάα πράμα σήμερα», είπε ο Καροτσιέρης. Κι είμ’ ψόφιος. Με πονάν’ τα πόδια μου φριχτά». «Το ψωμάκι που σου δώνουν στο “κρικέλι” είν’ τόσο σκληρό που δε μπορείς να το φας αν δε μπιας μισό λίτρο νε ρό», είπε ο Μαραγκός προς ενημέρωσή μου. Και όταν τον ρώτησα τι ήταν το «κρικέλι», απάντησε: «Το προσωρινό ά συλο. Είναι ιδιόλεκτος, ξέρας». Όμως αυτό που με εξέπληξε ήταν ότι το λεξιλόγιό του πε ριείχε τη λέξη «ιδιόλεκτος», και ώσπου να χωρίσουμε ανα κάλυψα ότι το λεξιλόγιό του δεν ήταν καθόλου φτωχό. Τους ρώτησα τι αντιμετώπιση θα έπρεπε να περιμένω αν καταφέρναμε να μπούμε στο Φτωχοκομείο Πόπλαρ, και οι δυο τους με εφόδιασαν με πολλές πληροφορίες. Μετά το κρύο μπάνιο που θα έκανα μπαίνοντας, θα μου έδιναν εκα τόν εβδομήντα γραμμάρια ψωμί για βραδινό και «τρία μέρη ανεμόσουπα». «Τρία μέρη» σημαίνα τρία τέταρτα του μισόλιτρσυ και η «ανεμόσουπα» είναι ένα υγρό παρασκεύασμα
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
87
που περιέχει τρία τέταρτα πλιγούρι ανακατεμένα σε τρεισή μισι κουβάδες ζεστό νερό. «Να υποθέσω πως δίνουν ζάχαρη και γάλα και ασημέ νιο κουτάλι;» ρώτησα. «Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, θ α σου δώκουν μόνο αλάτι και έχω δει μέρη όπου δε δίνουν καν κουτάλι. Σηκώ νεις το πιάτο και ρουφάς, έτσι το κάμνεις». «Καλή ανεμόσουπα έχουν στο Άκνεϋ», είπε ο Καρο τσιέρης. «Α, αυτή είν’ φοβερή ανεμόσουπα», είπε ο Μαραγκός παινευτικά, και οι δυο τους κοιτάχτηκαν με νόημα. «Νερό κι αλεύρι δίνουν στου Αϊ-Γιώργη στ’ Ανατολι κά», είπε ο Καροτσιέρης. Ο Μαραγκός έγνεψε. Τις είχε δοκιμάσει όλες. «Και μετά;» ρώτησα. Με πληροφόρησαν ότι μετά θα με στέλνανε κατευθείαν για ύπνο. «Σε φωνάζουν στις πέντε και μισή το πρωί και ση κώνεσαι και πας για μια “ξαβγαλσιά” - άμα υπάρχει σαπού νι. Μετά πρωινό, ίδιο με το βραδινό, τρία μέρη ανεμόσουπα και ένα καρβέλι εκατόν εβδομήντα γραμμάρια». «Δεν είν’ πάντα εκατόν εβδομήντα γραμμάρια», διόρθω σε ο Καροτσιέρης. «Ναι, ναι, δεν είναι. Και κάτι φορές είν’ τόσο ξινισμένο που σκεδόν δε τρώγεται. Στην αρχή δε μπορούσα να φάω ούτε την ανεμόσουπα ούτε το ψωμί, αλλά τώρα μπορώ να φάω τη δίκιά μου και άλλη μία μερίδα». «Εγώ θα μπορούσα να φάω τη δίκιά μου κι άλλες τρεις με ρίδες», είπε ο Καροτσιέρης. «Δεν έχω φάει μπουκιά σήμερα». «Και μετά;» «Μετά πρέπει να κάνεις δουλειές. Να μαζέψεις δυο κιλά
JACK LONDON
στουπιά, να πλύνεις και να καθαρίσεις ή να σπάσεις δέκα με έντεκα εκατοντάκιλες πέτρες. ’Γω δεν είμ’ αναγκασμένος να σπάω πέτρες- είμαι εξήντα πατημένα. Εσένα όμως θα σε βάλουν. Είσαι νέος και δυνατός». «Κείνο που δε μ’ αρέσει», γκρίνιαξε ο Καροτσιέρης, «είν’ να σε κλείνουν σ ’ ένα κελλί για να μαζέψεις στουπιά. Είναι σα φυλακή». «Κι αν υποθέσουμε ότι, αφού κοιμηθείς τη νύχτα, αρνείσαι να μαζέψεις στουπιά και να σπάσεις πέτρες ή να κάνεις οποιαδήποτε άλλη δουλειά;» ρώτησα. «Αποκλείεται να το αρνηθείς και δεύτερη- θα σε βάλουν μέσα», απάντησε ο Μαραγκός. «Δε θα σε συμβούλευα να το κάνεις, παλικάρι μου». «Μετά έρχεται το φαγητό», συνέχισε. «Διακόσα είκοσι γραμμάρια ψωμί, σαράντα γραμμάρια τυρί και κρύο νερό. Ύστερα τελειώνεις τη δουλειά σου και τρως βραδινό, το ίδιο με την προηγούμενη, τρία μέρη ανεμόσουπα και εκατόν ε βδομήντα γραμμάρια ψωμί. Μετά πας για ύπνο, έξι η ώρα, και την επομένη το πρωί σ’ αφήνουν να φύγεις, με την προϋ πόθεση ότι έχεις τελειώσα τις δουλειές σου». Από ώρα είχαμε αφήσει τη Μάιλ Εντ και, αφού διασχί σαμε ένα σκοτεινό λαβύρινθο από στενούς, στριφογυρι στούς δρόμους, φτάσαμε στο Φτωχοκομείο Πόπλαρ. Πάνω σ’ ένα χαμηλό πέτρινο τοίχο απλώσαμε τα μαντίλια μας ό που ο καθένας έβαλε όλα του τα υπάρχοντα, με εξαίρεση το λίγο ταμπάκο που φυλάγαμε στην κάλτσα μας. Και έπειτα, καθώς έσβηνε και το τελευταίο φως στο μουντό ουρανό, με τον άνεμο να φυσά αφιλόξενα και κρύα, σταθήκαμε, με τα αξιολύπητα μπογαλάκια στο χέρι, μια απελπισμένη συντρο φιά, στην πόρτα του φτωχοκομείου.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
Τρεις εργαζόμενες κοπέλες ήρθαν προς το μέρος μας, και η μία με κοίταξε με οίκτο· καθώς προσπερνούσε, την α κολούθησα με το βλέμμα και εκείνη εξακολούθησε να με κοιτάζει με οίκτο. Τους γέρους δεν τους πρόσεξε. Χριστέ μου! Ένιωθε οίκτο για μένα που ήμουν νέος, δυνατός και γε ρός και δεν ένιωθε οίκτο για τους γέρους που στέκονταν στο πλάι μου! Ή ταν νέα και ήμουν νέος, και οι όποιες αόρι στες ερωτικές παρορμήσεις προς εμένα την οδήγησαν να με λυπηθεί, έβαλαν το συναίσθημα αυτό στη χαμηλότερη κλί μακα. Ο οίκτος προς τους γέρους είναι συναίσθημα αλτρουιστικό, και εκτός αυτού το φτωχοκομείο είναι συνηθισμένο μέρος να συναντήσεις γέρους. Για εκείνους, λοιπόν, δεν έ δειξε οίκτο, έδειξε μόνο για μένα, που τον άξιζα ελάχιστα ή καθόλου. Αδοξα φεύγουν απ’ τη ζωή τα ασπρισμένα κεφά λια εδώ στην πόλη του Λονδίνου. Στη μια πλευρά της πόρτας υπήρχε ένα κουδούνι με χει ρολαβή και στην άλλη ένα κουδούνι που χτυπούσε πατώ ντας ένα κουμπί. «Χτύπα», μου είπε ο Καροτσιέρης. Και όπως θα έκανα κανονικά σε οποισυδήποτε την πόρ τα, τράβηξα τη χειρολαβή και χτύπησα. «Αι! Αι!» φώναξαν μ’ ένα στόμα, τρομοκρατημένοι. «Όχι τόσο δυνατά!» Τράβηξα το χέρι μου και με κοίταξαν επιτιμητικά σαν να είχα βάλει σε κίνδυνο τις πιθανότητες τους για ένα κρεβάτι και τρία μέρη ανεμόσουπας. Κανείς δεν εμφανίστηκε. Για καλή μας τύχη ήταν το λάθος κουδούνι και έτσι ένιωσα καλύτερα. «Πάτα το κουμπί», είπα στο Μαραγκό. «Όχι, όχι, περίμενε λίγο», παρενέβη βιαστικά ο Καρο τσιέρης.
90
JACK LONDON
Α π’ όλα αίτιά έβγαλα το συμπέρασμα ότι ο θυρωρός ε νός φτωχοκομείου, που συνήθως εισπράττει ετήσιο εισόδη μα από εφτά μέχρι εννέα λίρες, ςίναι μια πολύ ιδιότροπη και σημαντική προσωπικότητα στην οποία οι... άποροι πρέπει να φέρονται με τρομερή λεπτότητα. Περιμέναμε λοιπόν, δέκα φορές παραπάνω από όσο χρειαζόταν, μέχρι που ο Καροτσιέρης έτεινε διατακτικά έ ναν ντροπαλό δείκτη προς το κουδούνι και το πίεσε όσο πιο μαλακά και σύντομα γινόταν. Έχω δει ανθρώπους που περι μένουν κάτι και από αυτό το κάτι να παίζεται η ζωή τους. Όμως η αγωνία της αναμονής φαινόταν λιγότερο στα πρό σωπά τους απ’ ό,τι φαινόταν στα πρόσωπα αυτών των δύο αντρών που περίμεναν τον ερχομό του θυρωρού. Ήρθε. Ίσα που μας έριξε μια ματιά. «Πλήρες», είπε και έκλεισε την πόρτα. «Αλλη μια νύχτα», βόγγηξε ο Μαραγκός. Μέσα στο θα μπό φως, ο Μαραγκός έδειχνε γκρίζος και κουρασμένος. Είναι σφάλμα να είσαι φιλάνθρωπος αδιακρίτως, λένε οι επαγγελματίες φιλάνθρωποι. Λοιπόν, εγώ αποφάσισα να σφάλω. «Έλα, βγάλε το μαχαίρι σου και έλα εδώ», είπα στον Καροτσιέρη, τραβώντας τον σ’ ένα σκοτεινό σοκάκι. Με κοίταξε με όψη τρομαγμένη και προσπάθησε να κά νει πίσω. Πιθανόν να με πέρασε για ένα σύγχρονο Τζακ Αντεροβγάλτη με προτίμηση στους άπορους γέρους. Ή ί σως πίστεψε ότι προσπαθούσα δόλια να τον κάνω να διαπράξει κάποιο έγκλημα απελπισίας. Όπως και να ’χε, ήταν φοβισμένος. Από την αρχή πρέπει να θυμόσαστε ότι είχα ράψει μια λίρα στο εσωτερικό της φανέλας μου, κάτω απ’ τη μασχάλη.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
91
Ή ταν το εφόδιο εκτάκτου ανάγκης και τώρα καλούμουν να το χρησιμοποιήσω για πρώτη φορά. Μόνο αφού έκανα τα ακροβατικά που κάνουν οι άνθρωποι-λάστιχο και έδειξα το στρογγυλό νόμισμα ραμμένο στο εσωτερικό κατάφερα να πείσω τον Καροτσιέρη να με βοη θήσει. Ακόμα και τότε, το χέρι του έτρεμε τόσο πολύ που φοβήθηκα μην κόψει εμένα αντί για τις ραφές και αναγκά στηκα να του πάρω το μαχαίρι και να το κάνω μόνος μου. Το χρυσό νόμισμα κύλησε κάτω, μια περιουσία στα πεινασμένα μάτια τους· και κινήσαμε αλλόφρονες για το πλησιέστερο καφενείο. Φυσικά έπρεπε να τους εξηγήσω ότι ήμουν απλώς ένας ερευνητής, ένας μελετητής της κοινωνίας που έψαχνε να α νακαλύψει πώς ζει το άλλο μισό των ανθρώπων. Και αμέ σως κλείστηκαν σαν στρείδια. Δεν ήμουν ένας από αυτούς· η ομιλία μου είχε αλλάξει, ο τόνος της φωνής μου ήταν δια φορετικός, εν ολίγοις, ήμουν ανώτερος και εκείνοι είχαν α ποκτήσει πλήρη ταξική συνείδηση. «Τι θα πάρετε;» ρώτησα, την ώρα που ο σερβιτόρος ήρ θε να πάρει παραγγελία. «Δυο φέτες κι ένα φλιτζάνι τσάι», είπε μαλακά ο Καρο τσιέρης. «Δυο φέτες κι ένα φλιτζάνι τσάι», είπε μαλακά ο Μαραγκός. Σταματήστε για λίγο και συλλογιστείτε την κατάσταση. Εδώ ήταν δύο άντρες τους οποίους είχα προσκαλέσει σ’ ένα καφενείο. Είχαν δει το χρυσό νόμισμα και μπορούσαν να καταλάβουν ότι δεν ήμουν φτωχός. Εκείνη τη μέρα, ο ένας είχε φάει ένα ψωμάκι της μισής πένας ενώ ο άλλος δεν είχε φάει τίποτα. Και ζήτησαν «δυο φέτες και ένα φλιτζάνι
92
JACK LONDON
τσάι»! Ο καθένας είχε δώσει παραγγελία των δυο πενών. Να πω επίσης ότι «δυο φέτες» σημαίνει δυο φέτες ψωμί με βούτυρο. Η ίδια άθλια ταπεινοφροσύνη χαρακτήριζε τη στάση τους απέναντι στο θυρωρό του φτωχοκομείου. Εγώ όμως δεν τη δέχτηκα. Λίγο λίγο, αύξησα την παραγγελία τους - α βγά, φέτες μπέικον, κι άλλα αβγά, κι άλλο μπέικον, κι άλλο τσάι, κι άλλες φέτες ψωμί και ούτω καθεξής-, κι εκείνοι, ενώ έλεγαν με μισή καρδιά πως δε θέλουν τίποτε άλλο, τα κατα βρόχθιζαν λαίμαργα πριν καλά καλά ο σερβιτόρος τα ακουμπήσει στο τραπέζι. «Το πρώτο φλιτζάνι τσάι που πίνω δω και τριάντα μέ ρες», είπε ο Καροτσιέρης. «θαυμάσιο τσάι, τούτο», είπε ο Μαραγκός. Ή πιαν ένα λίτρο ο καθένας, και σας διαβεβαιώνω ότι ή ταν νερόπλυμα. Εμοιαζε με τσάι όσο μοιάζει η μπίρα λάγκερ με τη σαμπάνια. Όχι, ήταν «παραλλαγμένο νερό» και δεν έμοιαζε καθόλου με τσάι. Μετά το πρώτο σοκ, ήταν περίεργο να βλέπεις την επί δραση που είχε το φαγητό πάνω τους. Στην αρχή ήταν μελαγχολικοί και μιλούσαν για τις διάφορες φορές που σκέφτηκαν να αυτοκτονήσουν. Ο Καροτσιέρης, λιγότερο από μια βδομάδα πριν, είχε σταθεί πάνω στη γέφυρα και κοιτού σε το νερό εξετάζοντας το ζήτημα. Το νερό, επέμενε με θέρ μη ο Μαραγκός, ήταν κακός τρόπος για να πας. Ήξερε πως εκείνος τουλάχιστον θα πάλευε. Μια σφαίρα ήταν «πιο βολικιά», όμως πώς να βρεις μέρα μεσημέρι περίστροφο; Αυτό ήταν το πρόβλημα. Έγιναν πιο ευδιάθετοι όταν το ζεστό «τσάι» τούς είχε πια ποτίσει και άρχισαν να μιλούν περισσότερο για τον εαυτό
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
93
τους. Ο Καροτσιέρης είχε θάψει τη γυναίκα του και τα παι διά του με εξαίρεση ένα γιο που είχε μεγαλώσει και τον βοη θούσε στη μικρή του επιχείρηση. Τότε συνέβη το κακό. Ο γιος, τριάντα ενός ετών άντρας, πέθανε από ευλογιά. Αμέ σως μετά, ο πατέρας έπεσε άρρωστος με πυρετό και μπήκε στο νοσοκομείο για τρεις μήνες. Αυτό τον κατέστρεψε. Βγή κε έξω, αδύναμος, άτονος, χωρίς το δυνατό γιο στο πλευρό του, με τη μικρή του επιχείρηση έτοιμη να αφανιστεί και απένταρος. Το κακό είχε συμβεί και το παιχνίδι είχε τελειώσει. Καμιά ελπίδα για ένα γέρο άνθρωπο να κάνει καινούργια αρχή. Οι φίλοι, όλοι φτωχοί και ανίκανοι να βοηθήσουν. Εί χε προσπαθήσει να δουλέψει όταν στήνανε τις εξέδρες για την πρώτη παρέλαση της Στέψης. «Κι είχα βαρεθεί να α κούω την ίδια απάντηση: “Όχι! Όχι! Όχι!”. Τη νύχτα, σαν προσπαθούσα να κοιμηθώ, το ίδιο πάντα “Όχι! Οχι! Οχι!” μου τρύπαγε τ’ αφτιά». Την προηγούμενη μόλις βδομάδα είχε απαντήσει σε μια αγγελία στο Χάκνεϋ, και όταν είπε την ηλι κία του, του είπαν «Α, πολύ γέρος, πολύ πολύ γέρος». Ο Μαραγκός είχε γεννηθεί στο στρατό όπου ο πατέρας του είχε υπηρετήσω είκοσι δύο χρόνια. Τα δυο του αδέρφια εί χαν επίσης καταταγεί· ο ένας, ειαλοχίας στο Εβδομο Σύνταγ μα των Ουσάρων, πέθανε στην Ινδία μετά την Ανταρσία· ο άλλος, ύστερα από εννιά χρόνια υπό τη διοίκηση του Ρόμπερτς στην Ανατολή, χάθηκε στην Αίγυπτο. Ο Μαραγκός δεν είχε καταταγεί, έτσι λοιπόν υπήρχε ακόμα στον κόσμο. «Να, να, δώκε μου το χέρι σου», είπε, και άνοιξε το κου ρελιασμένο του πουκάμισο, σκίζοντάς το. «Είμ’ ό,τι πρέπει για τον ανατόμο. Λιώνω κύριε, λιώνω στην κυριολεξία απ’ την αφαγιά. Πιάσε τα παΐδια μου και θα καταλάβεις». Εβαλα το χέρι μου κάτω από το πουκάμισό του. Το δέρ
94
JACK LONDON
μα ήταν τεντωμένο σαν περγαμηνή πάνω απ’ τα κόκαλα και η αίσθηση που δημιουργούσε ήταν σαν να περνούσες το χέ ρι σου πάνω από σκάφη. «Εφτά χρόνια ευτυχίας είχα», είπε. «Μια καλή κυρά και τρία όμορφα κορίτσια. Όμως, πέθαναν όλες τους. Τα κορί τσια πήγαν από οστρακιά μέσα σ’ ένα δεκαπενθήμερο». «Μετά απ’ αυτό, κύριε», είπε ο Καροτσιέρης, δείχνοντας το τραπέζι και επιθυμώντας να κάνει τη συζήτηση λίγο πιο χαρούμενη, «αύριο δε θα μπορούσα να φάω το πρωινό στο φτωχοκομείο». «Μήτε ’γω», συμφώνησε ο Μαραγκός, και άρχισαν να συζητούν για γευστικές απολαύσεις και για τα ωραία φαγη τά που τους μαγείρευαν οι γυναίκες τους τον παλιό καιρό. «Έχω περάσα τρεις μέρες χωρίς να χαλάσω τη νηστεία μου», είπε ο Καροτσιέρης. «Και ’γω πέντε», είπε ο σύντροφός του, μελαγχολώντας στη θύμηση. «Πέντε μέρες, με το στομάχι αδειανό, πέρα από ένα κομματάκι πορτοκαλόφλουδα, η φύση μου δε θα το άντεχε και παρ’ ολίγο να πεθάνω. Υπήρξαν φορές, όταν σερ γιάνιζα τις νύχτες, που με έπιανε τέτοια απελπισία που σκε φτόμουν να πάρω το μεγάλο ρίσκο. Ξέρετε π εννοώ κύριε να διαπράξω κάποια μεγάλη ληστεία. Ομως, σαν ερχόταν το πρωί, να ’μουν, τόσο αδύναμος απ’ την πείνα και το κρύο που δε μπορούσα να πειράξω μήτε ποντίκι». Καθώς τα ταλαίπωρα ζωτικά τους όργανα ζεστάθηκαν απ’ το φαγητό, πήραν φόρα και άρχισαν να μιλούν για πολι τική. Μπορώ μονάχα να πω ότι μιλούσαν για πολιτική το ί διο καλά με το συνηθισμένο μεσοαστό και πολύ καλύτερα από κάποιους μεσοαστούς που έχω ακούσει να μιλούν. Αυ τό που με κατέπληξε ήταν το πόσο ενημερωμένοι ήταν για
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
95
τον κόσμο, τη γεωγραφία και τα έθνη, για την πρόσφατη και σύγχρονη ιστορία. Όπως είπα, αυτοί οι δύο άντρες δεν ήταν ηλίθιοι. Ή ταν απλώς γέροι και τα παιδιά τους δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν το καθήκον να μεγαλώσουν και να τους προσφέρουν μια γωνιά δίπλα στο τζάκι. Και ένα τελευταίο περιστατικό. Τους αποχαιρετούσα στη γωνία του δρόμου· εκείνοι, χαρούμενοι, με δυο σελίνια στην τσέπη και μ’ ένα σίγουρο κρεβάτι για τη νύχτα. Άναψα ένα τσιγάρο και ήμουν έτοιμος να πετάξω το σπίρτο που καιγόταν. Ο Καροτσιέρης άπλωσε το χέρι του να το πάρει. Του πρότεινα το κουτί αλλά εκείνος είπε «Όχι, δε μπειράζει, να μην πάει χαμένο, κύριε». Και ενώ άναβε το τσιγάρο που του είχα δώσει, ο Μαραγκός γέμιζε με βιασύνη την πίπα του προκειμένου να χρησιμοποιήσει κι αυτός το ίδιο σπίρτο. «Δεν είν’ σωστό να ’μαστέ σπάταλοι», είπε. «Ναι», του είπα, όμως σκεφτόμουν τα σαν σκάφη παΐδια πάνω απ’ τα οποία είχα περάσει το χέρι μου.
9 ΤΟ ΚΡΙΚΕΛΙ
Καταρχάς, πρέπει να ζητήσω συγγνώμη απ’ το σώμα μου για την αηδία μέσα απ’ την οποία το έχω σύρει και συγγνώ μη απ’ το στομάχι μου για την αηδία που έριξα μέσα του. Πήγα στο κρικέλι, κοιμήθηκα στο κρικέλι και έφαγα στο κρικέλτ επίσης το έσκασα απ’ το κρικέλι. Μετά τις δύο ανεπιτυχείς μου απόπειρες να διεισδύσω στο προσωρινό άσυλο Γουάιττσαπελ, ξεκίνησα νωρίς και μπήκα στην ουρά της απελπισίας πριν τις τρεις το απόγευ μα. Παρόλο που οι πόρτες δεν άνοιγαν πριν από τις έξι, ή μουν ήδη το νούμερο είκοσι, ενώ είχε ακουστεί ότι θα δέχο νταν μόνο είκοσι δύο. Στις τέσσερις η ώρα ήμασταν τριάντα τέσσερις, ενώ οι δέκα τελευταίοι βασίζονταν στην πενιχρή ελπίδα να γίνει κάποιο θαύμα και να μπουν. Ή ρθαν πολλοί ακόμη, κοίταζαν την ουρά και έφευγαν, αποδεχόμενοι την πικρή αλήθεια ότι το κρικέλι θα ήταν «πλήρες». Στην αρχή οι κουβέντες ήταν λιγοστές και στεκόμασταν εκεί μέχρι που ο άντρας στο ένα μου πλευρό κι ο άντρας στο άλλο μου πλευρό ανακάλυψαν ότι ήταν στο νοσοκομείο ευ λογιάς την ίδια περίοδο, αν και οι χίλια εξακόσια ασθενείς που γέμιζαν το νοσοκομείο είχαν σταθεί εμπόδιο στη γνωρι μία τους. Όμως κέρδισαν το χαμένο αυτό χρόνο, συζητώ
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
97
ντας και συγκρίνοντας τα πιο σιχαμερά γνωρίσματα της ασθένειάς τους με τον πιο ωμό και παραστατικό τρόπο. Έμα θα ότι η μέση θνησιμότητα ήταν ένας στους έξι, ότι ο ένας είχε μείνει μέσα για τρεις μήνες και ο άλλος για τρεισήμισι και ότι η ευλογιά τούς είχε «σακατέψει». Είχα ανατριχιάσει ολόκληρος και τους ρώτησα πόσο καιρό είχαν που ήταν έ ξω. Ο ένας ήταν έξω δύο βδομάδες τώρα, ο άλλος τρεις. Τα πρόσωπά τους ήταν βαθιά σκαμμένα (αν και ο ένας διαβε βαίωνε τον άλλο για το αντίθετο) και, εκτός αυτού, μου έδει ξαν στα χέρια τους και κάτω από τα νύχια τους τα «σπόρια» της ευλογιάς που προσπαθούσαν ακόμα να βγουν στην επι φάνεια. Επιπλέον, ο ένας ζούληξε και έβγαλε ένα σπόρι προς διαφώτισή μου - μ’ ένα «ποπ» πετάχτηκε απ’ τη σάρκα του στον αέρα. Προσπάθησα να συρρικνωθώ και να χαθώ μέσα στα ρούχα μου, ελπίζοντας ολόθερμα αλλά σιωπηλά να μην έχα πεταχτεί επάνω μου. Και στις δύο περιπτώσεις, ανακάλυψα ότι η ευλογιά ή ταν η αιτία που βρίσκονταν στο δρόμο. Και οι δύο δούλευαν όταν τους χτύπησε η ασθένεια, και οι δύο είχαν βγει απ’ το νοσοκομείο «ταπί», έχοντας ως θλιβερή αποστολή να βγουν στο κυνήγι δουλειάς. Μέχρι στιγμής δεν είχαν βρει τίποτα και είχαν έρθει στο κρικέλι για να «ξαποστάσουν» μετά από τρία μερόνυχτα στους δρόμους. Α π’ ό,τι φαίνεται, δεν τιμωρείται μονάχα ο άνθρωπος που γερνάει για την κακοτυχία του, αλλά κι ο άνθρωπος που αρρωσταίνει ή παθαίνει κάποιο ατύχημα. Αργότερα, μίλη σα μ’ έναν άλλο άντρα -Τζίντζερ τον φωνάζανε- ο οποίος ήταν στην αρχή της ουράς, ολοκάθαρη ένδειξη ότι περίμενε από τη μία το μεσημέρι. Μια μέρα, τον περασμένο χρόνο, ό ταν ήταν στη δούλεψη ενός ιχθυοπώλη, κουβαλούσε ένα με
98
JACK LONDON
γάλο κιβώτιο με ψάρια που του ’πεφτε πολύ βαρύ. Αποτέλε σμα: «κάτι έσπασε», το κιβώτιο βρέθηκε στο πάτωμα και ε κείνος σωριασμένος δίπλα. Στο πρώτο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε, αμέσως του εί παν ότι ήταν ρήξη, φρόντισαν το πρήξιμο, του έδωσαν βαζελί νη για να κάνα εντριβές, τον κράτησαν τέσσερις ώρες κι ύστε ρα του είπαν να φύγει. Ομως δεν είχε πάνω από δυο ή τρεις ώ ρες στο δρόμο και σωριάστηκε κάτω ξανά. Αυτή τη φορά πή γε σε άλλο νοσοκομείο όπου του βάλανε επιδέσμους. Το θέμα είναι ότι ο εργοδότης δεν έκανε τίποτα, τίποτα απολύτως για τον άντρα που τραυματίστηκε ενώ ήταν στη δούλεψή του. Μάλιστα, του αρνήθηκε ακόμα και να κάνα καμιά «ελαφριά δουλειά, πότε πότε», όταν βγήκε από το νοσοκομείο. Και όσο για τον Τζίντζερ, είναι ένας τσακισμένος άνθρωπος. Η μόνη του ευκαιρία να βγάλα μεροκάματο ήταν η βαριά εργασία. Τώρα είναι ανίκανος να κάνα βαριά εργασία και μέχρι να πεθάνα, το κρικέλι, το συσσίτιο και οι δρόμοι είναι τα μόνα πά νω στα οποία μπορεί να βασιστεί από θέμα φαγητού και στέ γης. Συνέβη το κακό - αυτό είναι όλο. Ζόρισε την πλάτη του μ’ ένα φορτίο ψάρια που ήταν πολύ βαρύ γι’ αυτόν, και η ευκαι ρία του για ευτυχία στη ζωή διαγράφτηκε απ’ τα κιτάπια. Αρκετοί απ’ τους άντρες που στέκονταν στην ουρά εί χαν πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες και εύχονταν να είχαν παραμείνει εκεί και βλαστημούσαν τον εαυτό τους που έκα ναν τη βλακεία να φύγουν. Γι’ αυτούς, η Αγγλία είχε γίνει φυλακή, μια φυλακή απ’ την οποία δεν υπήρχε ελπίδα να δραπετεύσουν. Ή ταν αδύνατο να ξεφύγουν. Δεν μπορού σαν ούτε να μαζέψουν τα χρήματα για τα ναύλα, ούτε να ταξιδέψουν έναντι εργασίας. Η χώρα ήταν γεμάτη από τέ τοιους φτωχούς φουκαράδες.
Οι Ανθρωποι της Αβυσσον
99
Χρησιμοποίησα την ιστορία του ναυτικού που έχει χάσει τα ρούχα και τα λεφτά του και όλοι μού έδειξαν συμπόνια και μου έδωσαν καλές συμβουλές. Σε γενικές γραμμές, οι συμβουλές είχαν ως εξής: να αποφεύγω μέρη σαν το κρικέ λι. Δεν είχαν τίποτα καλό να μου προσφέρουν. Να κινήσω για την ακτή και να κάνω τα αδύνατα δυνατά να φύγω με κάποιο καράβι. Να δουλέψω, εάν γίνεται, και να μαζέψω καμιά λίρα, μήπως μπορέσω και δωροδοκήσω κανέναν κα μαρότο ή μούτσο για να μου δώσει την ευκαιρία να ταξιδέ ψω έναντι εργασίας. Ζήλευαν τη νιότη και τη δύναμή μου που θα μου επέτρεπαν, αργά ή γρήγορα, να βγω απ’ τη χώ ρα. Εκείνοι, δεν είχαν πια ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η ηλι κία και οι αγγλικές κακουχίες τούς είχαν τσακίσει· είχαν παίξει το παιχνίδι και είχαν χάσει. Ωστόσο, υπήρχε ένας που ήταν ακόμα νέος και ο οποίος, είμαι σίγουρος, στο τέλος θα τα καταφέρει. Είχε πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν ήταν πιτσιρικάς, και στα δεκα τέσσερα χρόνια που ήταν εκεί, το περισσότερο που έμεινε άνεργος ήταν δώδεκα ώρες. Είχε κάνει οικονομίες, μάζεψε γερό κομπόδεμα και γύρισε στη μητέρα-πατρίδα. Τώρα, στεκόταν στην ουρά, στο κρικέλι. Τα δύο τελευταία χρόνια, μου είπε, δούλευε ως μάγειρας. Το ωράριό του ήταν 07:00 π.μ. με 10:30 μ.μ. και τα Σάββατα 07:00 π.μ. με 12:30 μ.μ. - ενενήντα πέντε ώρες τη βδομάδα, για τις οποίες εισέπραττε είκοσι σελίνια, ή πέντε δολάρια. «Όμως η δουλειά και οι πολλές ώρες με σκότωναν», είπε, «και αναγκάστηκα να τα παρατήσω. Είχα λίγα χρήματα στην άκρη, αλλά τα ξόδεψα για να ζω και για να ψάχνω αλ λού δουλειά». Αυτή ήταν η πρώτη του νύχτα στο κρικέλι και είχε έρθει
100
JACK LONDON
απλώς για να ξεκουραστεί. Μόλις σηκωνόταν είχε σκοπό να κινήσα για το Μπρίστολ, εκατόν δέκα μίλια με τα πόδια, ό που πίστευε ότι κάποια στιγμή θα έπαιρνε το καράβι για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά οι άνθρωποι στην ουρά δεν ήταν όλοι της ολκής του. Ορισμένοι ήταν φτωχά, δύστυχα κτήνη, πωρωμένοι, α νίκανοι να αρθρώσουν λέξη κι όμως, από πολλές απόψεις, γεμάτοι ανθρωπιά, θυμάμαι έναν καροτσιέρη, που προφα νώς επέστρεφε σπίτι του μετά από μια μέρα δουλειάς. Στα μάτησε την άμαξά του μπροστά μας, περιμένοντας τον πι τσιρίκο του, που είχε τρέξει να τον συναντήσει, να σκαρφα λώσει μέσα. Ομως η άμαξα ήταν ψηλή και το παιδί μικρό σωμο και ύστερα από πολλές προσπάθειες ακόμα δεν είχε καταφέρει να ανέβα. Τότε, ένας απ’ τους άντρες, με την πιο κακομοιριασμένη εμφάνιση, βγήκε από την ουρά και το βοή θησε ν’ ανέβει. Η αρετή και η σημασία της πράξης αυτής βρίσκεται στο ότι έγινε από αγάπη και όχι από συμφέρον. Ο καροτσιέρης ήταν φτωχός και ο άντρας το ήξερε- ο άντρας περίμενε στην ουρά για να μπει στο κρικέλι και ο καροτσιέ ρης το ήξερε. Ο άντρας έκανε τη μικρή αυτή χειρονομία και ο καροτσιέρης τον ευχαρίστησε, όπως θα είχαμε κάνει εγώ και εσείς. Μια άλλη συγκινητική σκηνή ήταν αυτή που εκτυλίχθηκε ανάμεσα στον Λυκισκομαζώχτη και τη «γριά του». Εκείνος ήταν στην ουρά ήδη μισή ώρα, όταν τον πλησίασε η «γριά του» (η σύντροφός του). Για την τάξη της, ήταν καλά ντυμέ νη. Στο γκρίζο κεφάλι της φορούσε έναν πολυκαιρισμένο σκούφο και στα χέρια κρατούσε έναν μπόγο, ντυμένο με ύ φασμα. Καθώς του μίλαγε, εκείνος άπλωσε το χέρι και έπιασε μια τούφα απ’ τα άσπρα της μαλλιά που είχε ξεφύγει και
Οι Ανθρωποι της Αβύσσου
101
ανέμιζε, τη στριφογύρισε επιδέξια στα δάχτυλά του και την έβαλε στρωτά πίσω απ’ το αφτί της. Από αυτά μπορεί κα νείς να συμπεράνει πολλά πράγματα. Για να τη θέλει όμορ φη και περιποιημένη, σίγουρα πρέπει να του άρεσε κάμπο σο. Ή ταν περήφανος για εκείνη, έτσι που στεκόταν στην ουρά, και επιθυμούσε να φαντάζει ωραία στα μάτια των υ πόλοιπων δυστυχισμένων που στέκονταν στην ουρά. Όμως, πάνω απ’ όλα, πίσω από όλα αυτά τα κίνητρα, υπήρχε η δυ νατή αγάπη που έτρεφε για κείνη. Γιατί ένας άντρας δε συ νηθίζω να ασχολείται με την εμφάνιση μιας γυναίκας για την οποία δε νοιάζεται, ούτε είναι πιθανό να νιώθει περήφανος γι’ αυτή τη γυναίκα. Και βρέθηκα να αναρωτιέμαι γιατί αυτός ο άντρας και η σύντροφός του, δουλευταράδες και οι δυο απ’ ό,τι κατάλαβα απ’ τα λεγόμενά τους, έπρεπε να ψάξουν για στέγη απόρων. Εκείνος ήταν περήφανος, περήφανος για τη σύντροφό του, περήφανος και για τον εαυτό του. Οταν τον ρώτησα πόσα πίστευε πως θα έβγαζε ένας αρχάριος σαν και μένα απ’ το «λυκισκομάζωμα», με κοίταξε εξεταστικά και είπε πως εξαρτάται. Αρκετοί άνθρωποι ήταν πολύ αργοί στο μάζεμα λυκίσκου και αποτύγχαναν. Για να πετύχει ο άνθρωπος πρέπει να χρησιμοποιεί το μυαλό του και να είναι σβέλτος στα δάχτυλα, πρέπει να είναι εξαιρετικά σβέλτος στα δά χτυλα. Αυτός και η γριά του τα κατάφερναν πολύ καλά- γέ μιζαν οι δυο μαζί ένα κοφίνι χωρίς να τους πιάνει η νύχτα. Βέβαια, ήταν χρόνια στη δουλειά. «Είχα ένα φιλαράκι που πήγε εκεί κάτω πέρσι», είπε έ νας άντρας. «Ή ταν η πρώτη του φορά κι όμως γύρισε με δυο λίρες και δέκα στην τσέπη κι έλειπε μόνο ένα μήνα». «Ορίστε», είπε ο Λυκισκομαζώχτης, με το θαυμασμό έ
102
JACK LONDON
ντονο στη φωνή του. «Κείνος ήταν σβέλτος, είχε φυσικό τα λέντο, αυτό είχε». Δυο λίρες και δέκα -δωδεκάμισι δολάρια- για ένα μήνα δουλειά από κάποιον που είχε «φυσικό ταλέντο»! Και επι πλέον να κοιμάται χωρίς κουβέρτες και να ζει ένας θεός ξέ ρει πώς. Υπάρχουν στιγμές που είμαι ευγνώμων που δεν έχω «φυ σικό ταλέντο» σε τίποτα, ούτε καν στο μάζεμα λυκίσκου. Όσον αφορά στη φυσική κατάσταση που θα έπρεπε να έχω για το μάζεμα του λυκίσκου, ο Λυκισκομαζώχτης μού έ δωσε πολύ καλές συμβουλές, στις οποίες δώστε προσοχή, ε σείς, άνθρωποι τρυφηλοί, σε περίπτωση που κάποτε ξεμείνετε στην πόλη του Λονδίνου. «Άμα δεν έχεις κοσερβοκούτια και κατσαρόλια, το μόνο που θα μπορείς να έβρεις είν’ ψωμί και τυρί. Αυτό δεν είν’ διόλου καλό! Πρέπει να πίνεις ζεστό τσάι, να τρώγεις λαχα νικά και λίγο κρέας πού και πού, άμα θες να κάμεις τη δου λειά σωστά. Δε μπορείς να την κάμεις με κρύα φαγιά, θ α σου πω τι θα κάμεις, παλικάρι μου. Το πρωί θα τρέχεις γύ ρω γύρω και θα ψάχνεις τους σκουπιδοτενεκέδες. θ α έβρεις άφθονα κοσερβοκούτια για να μαγειρεύεις. Μια χαρά κου τιά, ορισμένα μάλιστα είν’ πρώτης τάξεως. ’Γω κι η γριά μου έτσι τα βρήκαμε τα δικά μας». ('Εδειξε τον μπόγο που κρα τούσε, ενώ εκείνη έγνεψε υπερήφανα, ακτινοβολώντας σαν άνθρωπος καλόκαρδος που έχει συνείδηση της επιτυχίας και ευημερίας του.) «Αυτό το πανωφόρι είν’ καλό σαν κου βέρτα», συνέχισε δίνοντάς μου την άκρη του, για να νιώσω πόσο χοντρό ήταν. «Και πού ξεύρεις, μπορεί σύντομα να βρω μια κουβέρτα». Και πάλι η γριά γυναίκα έγνεψε ακτινοβολώντας, αυτή
Οι Άνθρωποι της Αβνοοον
103
τη φορά με τη σιγουριά ότι όντως θα έβρισκε σύντομα μια κουβέρτα. «Το λυκισκομάζωμα εγώ το λέγω διακοπές», συμπέρανε εκστατικά. «Ένας άνετος τρόπος να βγάλεις μια δυο λίρες και να βολευτείς για το χειμώνα. Το μόνο που δε μ’ αρέσει ε κεί κάτω» -και εδώ ήταν ο λάκκος στη φ άβα- «είν’ το δρομοκόπημα». Ή ταν φανερό ότι τα χρόνια είχαν αρχίσει να προδίδουν αυτό το δραστήριο ζευγάρι και, ενώ τους άρεσε η σβέλτα εργασία που έκαναν με τα δάχτυλα, το «δρομοκόπημα», που ήταν το περπάτημα, είχε αρχίσει να τους κουράζει. Κοί ταξα τα γκρίζα μαλλιά τους και προσπάθησα να φανταστώ πώς θα ήταν τα πράγματα γι’ αυτούς δέκα χρόνια μετά. Πρόσεξα έναν άλλο άντρα και τη γριά του που μπήκαν στην ουρά, και οι δυο πάνω από πενήντα. Τη γυναίκα, επει δή ήταν γυναίκα, τη δέχτηκαν στο κρικέλτ όμως εκείνος είχε έρθει πολύ αργά, και αφού τον χώρισαν απ’ το ταίρι του, τον έδιωξαν για να αλητέψει στους δρόμους όλη νύχτα. Ο δρόμος στον οποίο στεκόμασταν ήταν από τοίχο σε τοίχο το πολύ έξι μέτρα. Τα πεζοδρόμια είχαν ενάμισι μέτρο πλάτος. Ή ταν κατοικημένος δρόμος, ή τουλάχιστον υπήρ χαν εργάτες με τις οικογένειές τους που επιβίωναν με κάποι ον τρόπο στα σπίτια απέναντι από εμάς. Και κάθε μέρα, μα κάθε μέρα, από τη μία μέχρι τις έξι το απόγευμα, η κουρε λιασμένη ουρά για το κρικέλι αποτελεί το βασικό χαρακτη ριστικό της θέας στην οποία βλέπουν οι μπροστινές πόρτες και τα παράθυρα. Ένας εργάτης καθόταν στην πόρτα του, ακριβώς απέναντι από μας, για να ξαποστάσει και να ανασάνει μετά από τον κάματο της ημέρας. Η γυναίκα του ήρθε να κουβεντιάσει μαζί του. Το κατώφλι δεν τους χωρούσε και
104
JACK LONDON
τους δύο και έτσι παρέμεινε όρθια. Τα πιτσιρίκια τους ήταν ξαπλωμένα μπροστά τους. Και λίγο πιο πέρα, λιγότερο από πέντε μέτρα μακριά, ήταν η ουρά για το κρικέλι - ούτε ο ερ γάτης ούτε ο άπορος μπορούσαν να κάνουν αυτό που είχαν να κάνουν με την ησυχία τους. Τα παιδιά της γειτονιάς έπαι ζαν μέσα στα πόδια μας. Για κείνα, η παρουσία μας δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Δεν ήμασταν εισβολείς. Ήμασταν κάτι τόσο φυσικό και συνηθισμένο όσο οι τούβλινοι τοίχοι και τα πέτρινα ρείθρα του περιβάλλοντός τους. Είχαν γεννηθεί με τη θέα της ουράς του κρικελιού και αυτήν έβλεπαν όλες τις μέρες της άγουρης ζωής τους. Στις έξι η ώρα, η ουρά προχώρησε και μας δέχτηκαν ανά ομάδες των τριών ατόμων. Όνομα, ηλικία, επάγγελμα, τό πος γέννησης, κατάσταση απορίας, και το «γιατάκι» της προηγούμενης νύχτας καταγράφονταν με αστραπιαία ταχύ τητα απ’ τον επιστάτη. Και καθώς γύρισα να φύγω, αιφνιδιάστηκα από κάτι που έχωσε ένας άντρας στη χούφτα μου, κάτι που έμοιαζε με τούβλο, ενώ εκείνος φώναζε μέσα στ’ α φτί μου: «Μαχαίρια, σπίρτα, ταμπάκο;». «Οχι κύριε», είπα ψέματα, όπως ψέματα έλεγε κάθε άντρας που έμπαινε μέ σα. Κατεβαίνοντας στο υπόγειο, κοίταξα το τούβλο που κρατούσα στο χέρι μου και είδα πως, κακοποιώντας τη γλώσσα, μπορούσα να το ονομάσω «ψωμί». Α π’ το βάρος και τη σκληράδα του κατάλαβα ότι ήταν σίγουρα άζυμο. Το φως ήταν πολύ αμυδρό κάτω στο υπόγειο και, πριν καλά καλά το καταλάβω, κάποιος άλλος άντρας έχωσε ένα τενεκεδάκι στο άλλο μου χέρι. Επειτα προχώρησα σκου ντουφλώντας σ’ ένα σκοτεινότερο ακόμα δωμάτιο όπου υ πήρχαν πάγκοι, τραπέζια και άντρες. Το μέρος μύριζε απαί σια και το μουντό μισοσκόταδο μαζί με το μουρμουρητό που
Οι Ανθρωποι της Αβύσσου
105
ηχούσε μέσα στο ζόφος, το έκανε να μοιάζα με προθάλαμο του κάτω κόσμου. Οι περισσότεροι άντρες υπέφεραν από πόνους στα πό δια, κι έτσι πριν το γεύμα έβγαλαν τα παπούτσια τους και έ λυσαν τα πανβρόμικα κουρέλια με τα οποία είχαν τυλίξει τις πατούσες τους. Αυτό αύξησε τη γενικότερη δυσωδία ενώ μείωσε την όρεξή μου. Στην πραγματικότητα, ανακάλυψα ότι είχα κάνει ένα λάθος. Πέντε ώρες πριν, είχα φάει ένα γενναίο γεύμα, ενώ για να τιμήσω δεόντως το φαγητό που είχα μπροστά μου έ πρεπε να έχω νηστέψει δυο μέρες. Το τενεκεδάκι περιείχε α νεμόσουπα, τρία τέταρτα του μισόλιτρου, ένα μείγμα ινδι κού καλαμποκιού και ζεστού νερού. Οι άντρες βουτούσαν το ψωμί τους σε σωρούς αλάτι σκορπισμένους πάνω στα βρόμικα τραπέζια. Επιχείρησα να κάνω το ίδιο, όμως το ■ψωμί έμοιαζε να κολλάει στο στόμα μου και θυμήθηκα τα λόγια του Μαραγκού: «Δεν μπορείς να το φας αν δεν πιεις μισό λίτρο νερό». Πήγα προς τη σκοτεινή γωνία όπου είχα δα κι άλλους ά ντρες να πηγαίνουν και βρήκα το νερό. Επειτα επέστρεψα και επιτέθηκα στην ανεμόσουπα. Είχε τραχιά υφή, ήταν ανά λατη, πηχτή και πικρή. Την πικρίλα αυτή, που έμενε επίμονα στο στόμα μου κι αφού είχα καταπιεί την ανεμόσουπα, τη βρήκα ιδιαίτερα αηδιαστική. Πάλεψα αντρίκεια, όμως νική θηκα απ’ την αηδιαστική αυτή πικρίλα και έξι μπουκιές ανεμόσσυπας και ψωμιού ήταν το ποσοστό της επιτυχίας μου. Ο άντρας δίπλα μου έφαγε τη μερίδα του, έφαγε και τη δική μου, έγλαψε τα τενεκεδάκια και γύρεψε πανασμένα κι άλλο. «Γνώρισα έναν “πρωτευουσιάνο” και με κέρασε ένα γεύμα χάρμα», εξήγησα.
106
JACK LONDON
«Και ’γω δεν έχω βάλει μπουκιά στο στόμα μου από χτες πρωί», απάντησε εκείνος. «Με το ταμπάκο τι γίνεται;» ρώτησα. «Θα κάτσει ο τύ πος να ασχοληθεί μαζί μας;» «Μπα, όχι», μου απάντησε. «Μη σκιάζεσαι. Αυτό είν’ το πιο καλόβολο κρικέλι που υπάρχει. Πού να ιδείς κάτι άλλα. Σε ψάχνουν απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη». Αφού τα τενεκεδάκια σκουπίστηκαν και καθαρίστηκαν, άρχισε να γίνεται κουβέντα. «Αυτός ο επιστάτης γράφει συ νέχεια στις ’φημερίδες για μας, τους κακοποιούς», είπε ο ά ντρας που καθόταν στο άλλο μου πλευρό. «Και τι λέα;» ρώτησα. «Να, λέγει πώς είμαστ’ άχρηστοι, ένα μάτσο αχρείοι και παλιάθρωποι που δε θένε να δουλέψουν. Λέγει γι’ όλα τα βρομερά κόλπα που είκοσι χρόνια ακούω και που ποτές δεν έχω ιδεί ούτε κακοποιό να κάμει. Το τελευταίο πράμα απ’ ε κείνον πο ’δα, ήταν να λέγει πώς ένας κακοποιός βγαίνει απ’ το κρικέλι με μια γωνιά ψωμί στην τσέπη του. Κι όταν δει έ ναν καλό γέρο κυριούλη να ’ρχεται, πετάει το ψωμί στην α ποχέτευση και δανείζεται το μπαστούνι του γέρου κυριούλη και το ψαρεύει. Και τότες, ο γέρος κυριούλης τού δώνει ένα εξάπενο». Δυνατά χειροκροτήματα επιδοκίμασαν τη χιλιοειπωμένη ιστορία και κάπου μέσα απ’ το βαθύτερο σκοτάδι ακούστη κε μια άλλη φωνή να ρητορεύει οργισμένα. «Κι ύστερα λένε ότι στην εξοχή σού δώνουν καλή φάκνα [φαγητό]· να το δω και να μη το πιστέψω. Μόλις ήρθα α π’ το Ντόβερ και κει η βλογημένη φάκνα που μου ’δωκαν ήταν ψίχουλα. Ούτε νερό δε σου δώνουν, μη πούμε για φάκνα». «Υπάρχουν μόρτες που δε βγαίνουν ποτές απ’ το Κεντ»,
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
107
είπε μια δεύτερη φωνή, «και την περνάνε φίνα και χορτά τοι». «Τω πέρασα απ’ το Κεντ», συνέχισε η πρώτη φωνή ακό μα πιο οργισμένα, «κι ο θ εός να με κάψει άμα είδα φάκνα. Και πάντα παρατηράω τους τύπους που μιλάν’ για το πόσο πολύ τρώνε, κι όταν μπαίνουν στο κρικέλι μπορούν να φαν το αναθεματισμένο μερτικό μου ανεμόσουπα και το δικό τους μαζί». «Είν’ κάτι τύποι στο Λονδίνο», είπε ένας άντρας που κα θόταν αντίκρυ μου στο τραπέζι, «που ’χουν όση φάκνα θένε και δε σκέφτονται ποτές να πάνε στην εξοχή. Μένουν στο Λονδίνο ολάκερη τη χρονιά. Μήτε σκέφτονται να βρουν γιατάκι μέχρι να πάει εννιά δέκα το βράδυ». Μια ομαδική φωνασκία επιβεβαίωσε το αληθές της δή λωσης. «Όμως είν’ απίστευτα ξύπνιοι, αυτοί οι τύποι», είπε μια φωνή με θαυμασμό. «Φυσικά κι είναι», είπε μια άλλη. «Ομως, κάτι σαν εμένα και σένα δε μπορούν να το κάμουν. Πρέπει, λέγω, να το ’χεις μέσα σου. Αυτοί οι τύποι ανοίγουν πόρτες σ’ άμαξες και πουλάν ’φημερίδες από τότε που γεννήθηκαν, το αυτό έ καμαν και οι γονιοί τους. Είν’ όλα, λέγω, θέμα εκπαίδευσης, και κάτι σαν και μας θα ψόφαγαν της πείνας». Και αυτό επιβεβαιώθηκε από ομαδική φωνασκία, καθώς και από τη δήλωση ότι «είν’ μόρτες που ζουν ολάκερο το χρόνο στο κρικέλι, που δεν τρών’ άλλη φάκνα πέρα απ’ τη βλογημένη ανεμόσουπα και το ψωμί». «Μια φορά έβγαλα μισή κορώνα στο κρικέλι του Στράτφορντ», είπε μια καινούργια φωνή. Αμέσως έγινε απόλυτη ησυχία για να ακούσουν όλοι την υπέροχη αυτή ιστορία.
JACK LONDON
«Ήμασταν τρεις που σπάγαμε πέτρες. Χειμώνας, και το κρύο θέριζε. Οι άλλοι δυο λέγαν πως μακάρι να μπόραγαν να το κάμουν και δεν το ’καμαν. Τ ω εξακολούθαγα να σκά βω τη δίκιά μου, για να ζεσταθώ, βλέπετε. Κι ήρθαν οι φύλα κες, και οι άλλοι δυο φάγαν δεκατέσσερις μέρες. Οι φύλα κες βλέπουν π έχω κάμει και μου δώνουν ένα εξάπενο έκα στος, κι όλοι μαζί ήταν πέντε κι έτσι την έκανα λαχείο». Ανακάλυψα ότι οι περισσότεροι άντρες, ή μάλλον όλοι, απεχθάνονται το κρικέλι και ότι έρχονται σ’ αυτό μόνο όταν είναι αναγκασμένοι. Μετά το «ξαπόσταμα» μπορούν και μένουν στους δρόμους για δύο ή τρία μερόνυχτα κι ύστερα πηγαίνουν στο κρικέλι για ακόμα ένα «ξαπόσταμα». Βέ βαια, αυτή η συνεχής κακουχία τσακίζει την κράση τους, και το καταλαβαίνουν, μόνο όμως κατά έναν αόριστο τρόπο· ταυτόχρονα, η κατάσταση αυτή έχει γίνει τόσο συνηθισμένη που δεν ανησυχούν ιδιαίτερα. Εδώ, όταν λένε «ψάχνω για γιατάκι» εννοούν την αλη τεία, που ισοδυναμεί μ’ αυτό που λένε στις Ηνωμένες Πολι τείες «βγαίνω στο δρόμο». Κατά κοινή ομολογία, το να βρεις γιατάκι ή ένα μέρος «να την πέσεις», ένα μέρος να κοιμηθείς δηλαδή, είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν, ακόμα μεγαλύτερο κι απ’ το φαγητό. Αυτό οφείλεται κυρίως στο δριμύ καιρό και στους αυστη ρούς νόμους, αν και οι άνθρωποι αποδίδουν το γεγονός στους ξένους μετανάστες, και ειδικότερα στους Εβραίους της Πολωνίας και της Ρωσίας οι οποίοι τούς παίρνουν τις δουλειές για χαμηλότερους μισθούς και καθιερώνουν έτσι το σύστημα εκμετάλλευσης. Στις εφτά η ώρα, μας φώναξαν να πλυθούμε και να πάμε για ύπνο. Γδυθήκαμε, τυλίξαμε τα ρούχα μας στα πανωφό
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
109
ρια μας, τα δέσαμε με τις ζώνες μας και τα στοιβάξαμε σ’ έ ναν πάγκο και στο πάτωμα - φοβερή ιδέα για να εξαπλώνο νται τα ζωύφια. Στη συνέχεια, μπήκαμε ανά δύο στο μπάνιο. Υπήρχαν δύο συνηθισμένες μπανιέρες και ξέρω σίγουρα το εξής: σε αυτό το νερό πλύθηκαν οι δύο προηγούμενοι ά ντρες, σ’ αυτό πλυθήκαμε και εμείς, στο ίδιο πλύθηκαν και οι επόμενοι δύο. Αυτό το ξέρω σίγουρα. Όμως είμαι επίσης βέ βαιος ότι στο ίδιο νερό πλυθήκαμε και οι είκοσι δύο. Δεν έκανα τίποτα παραπάνω απ’ το να προσποιηθώ ότι πιτσιλιέμαι μ’ αυτό το αμφίβολης σύστασης υγρό ενώ ταυτό χρονα το σκούπιζα βιαστικά από πάνω μου με μια πετσέτα, βρεγμένη απ’ τα σώματα των άλλων αντρών. Η θέα μιας μά ζας αίματος στην πλάτη ενός φτωχού, δυστυχισμένου πλά σματος -αποτέλεσμα επίθεσης ζωυφίων και ξυσίματος- δε με βοήθησε να επανακτήσω την ψυχραιμία μου. Μου έδωσαν ένα πουκάμισο - και δεν μπορούσα να μην αναρωτηθώ πόσοι άλλοι το είχαν φορέσει· και με δυο κουβέρτες κάτω απ’ τη μασχάλη μου κίνησα βαριά προς τον κοιτώνα. Ή ταν ένα μακρύ, στενό δωμάτιο, που είχε κατά μήκος δύο σιδερένιες ράβδους. Α π’ τις ράβδους κρέ μονταν όχι αιώρες, αλλά κομμάτια καραβόπανο ένα και ο γδόντα μήκος και λιγότερο από εξήντα πόντους πλάτος. Αυτά ήταν τα κρεβάτια και απείχαν το ένα απ’ το άλλο δε καπέντε πόντους, και γύρω στους είκοσι α π’ το πάτωμα. Η βασική δυσκολία ήταν ότι το κεφάλι ήταν λίγο πιο ψηλά απ’ τα πόδια, με αποτέλεσμα το σώμα να γλιστρά διαρκώς προς τα κάτω. Επειδή τα καραβόπανα ήταν κρεμασμένα στις ίδιες ράβδους, όταν κουνιόταν ένας, ακόμα και ανε παίσθητα, όλοι οι υπόλοιποι άρχιζαν να ταλαντεύονται. Και μόλις κατάφερνα να αποκοιμηθώ, κάποιος προσπα
no
JACK LONDON
θούσε να βολέψει το σώμα του στην κανονική του θέση και με ξυπνούσε ξανά. Πέρασαν πολλές ώρες μέχρι να μπορέσει να με πάρει ο ύπνος. Ή ταν μόλις εφτά το απόγευμα, και οι τσιριχτές φω νές των παιδιών που παίζανε στο δρόμο συνεχίστηκαν σχε δόν μέχρι τα μεσάνυχτα. Η μυρωδιά ήταν φοβερή και σιχα μερή, ενώ η φαντασία μου άρχισε να οργιάζει και ένιωθα πράγματα να περπατούν πάνω μου ώσπου παραλίγο να πα ρανοήσω. Μουγκρητά, βογγητά και ροχαλητά ακούγονταν από παντού, σαν ήχοι από κάποιο τέρας της θάλασσας, και πολλές φορές κάποιος, μέσα στους εφιάλτες του, έβγαζε κραυγές και ουρλιαχτά που μας ξεσήκωναν όλους. Προς το πρωί ξύπνησα από έναν αρουραίο ή κάποιο παρεμφερές ζώο που καθόταν στο στήθος μου. Στο σύντομο μεταβατικό διάστημα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου που μεσολάβησε μέχρι να βρω τον εαυτό μου, πάτησα κάτι φωνές που θα ξύπνα γαν και πεθαμένους. Εν πάση περιπτώσει, ξύπνησα τους ζωντανούς και με έβρισαν για τα καλά για τους κακούς μου τρόπους. Όμως ξημέρωσε, με πρωινό στις έξι που περιελάμβανε ψωμί και ανεμόσουπα, τα οποία παραχώρησα σε κάποιον άλλο, και ύστερα μας στείλανε στις διάφορες δουλειές που έπρεπε να κάνουμε. Κάποιους τους έβαλαν να τρίβουν και να πλένουν, άλλους να μαζέψουν στουπιά, και οχτώ από μας μας οδήγησαν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στο Νοσοκομείο Γουάιττσαπελ και μας έβαλαν να μαζέψουμε σκουπίδια. Με αυτή τη μέθοδο θα πληρώναμε για την ανε μόσουπα και το καραβόπανο και ξέρω πως, εγώ τουλάχι στον, πλήρωσα με το παραπάνω. Αν και οι δουλειές που είχαμε να κάνουμε ήταν ιδιαίτερα
Οι Ανθρωποι της Αβύσσου
111
αηδιαστικές, η δουλειά που έτυχε σε εμάς θεωρείτο η καλύ τερη, και οι άλλοι άντρες πίστευαν ότι ήταν τυχεροί που τους διάλεξαν για να την επιτελέσουν. «Μη τ’ ακουμπήσεις, φίλε, η νοσοκόμα λέει πως είν’ θα νατηφόρο», με προειδοποίησε ένας απ’ τους συνεργάτες μου, ενώ του κρατούσα ένα σακί ανοιχτό για ν’ αδειάσει έ ναν κάδο σκουπιδιών. Ο κάδος ερχόταν απ’ την πτέρυγα των αρρώστων και του είπα ότι δεν είχα κανένα σκοπό να τον αγγίξω ούτε να τον αφήσω να με αγγίξα. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να κουβα λήσω το σακί, και πολλά σακιά ακόμα, πέντε ορόφους κάτω και να τ’ αδειάσω σε ένα δοχείο· εκεί αμέσως ψεκάζονταν με ισχυρό απολυμαντικό. Ίσως υπάρχει για όλα αυτά ένα σοφό έλεος. Οι άνθρω ποι του κρικελιού, του συσσιτίου και του δρόμου είναι επιβα ρύνσεις. Δεν είναι πολύτιμοι ή χρήσιμοι σε κανέναν, ούτε καν στον ίδιο τους τον εαυτό. Η παρουσία τους αναστατώ νει τον κόσμο και είναι καλύτερο να φεύγουν α π’ τη μέση. Τσακισμένοι απ’ τις κακουχίες, με κακό σιτισμό και χειρότε ρη ακόμα διατροφή, είναι οι πρώτοι που αρρωσταίνουν και οι πρώτοι που πεθαίνουν. Οι ίδιοι νιώθουν ότι οι δυνάμεις της κοινωνίας τείνουν να τους αφανίσουν. Την ώρα που ψεκάζαμε με απολυμαντικό κοντά στο νεκροτομείο, πλησίασε το νεκροβάγονο φορτω μένο με πέντε πτώματα. Η συζήτηση γύρισε στο «άσπρο δη λητήριο» και στο «μπλακ τζακ» και ανακάλυψα πως όλοι συμφωνούσαν ότι αν ένας φτωχός, άντρας ή γυναίκα, ήταν μεγάλος μπελάς για το νοσοκομείο ή ήταν πολύ άρρωστος, τότε τον «καθάριζαν». Αυτό σήμαινε ότι οι ανίατοι και οι θορυβοποιοί ποτίζονταν με μια δόση «μπλακ τζακ» ή «ά
112
JACK LONDON
σπρο δηλητήριο» και πήγαιναν στα θυμαράκια. Δεν έχα ση μασία αν αυτά είναι αλήθεια ή όχι. Το θέμα είναι πως εκεί νοι διαισθάνονται ότι έτσι είναι, και έχουν δημιουργήσει τη γλώσσα που εκφράζα αυτή τους τη διαίσθηση - «μπλακ τζακ», «άσπρο δηλητήριο», «καθάρισμα». Στις οκτώ η ώρα κατεβήκαμε σ’ ένα υπόγαο, κάτω από το νοσοκομείο, όπου μας έδωσαν τσάι και τα αποφάγια των αρρώστων. Τα αποφάγια ήταν στοιβαγμένα πάνω σε μια τε ράστια πιατέλα και σχημάτιζαν μια απερίγραπτη μάζα κομμάτια ψωμί, κομμάτια λίπος από χοιρινό, κομμένες πέ τσες από ψητό κρέας, κόκαλα, εν ολίγοις όλα όσα είχαν α φήσει τα δάχτυλα και τα στόματα των αρρώστων που έπασχαν από ασθένειες όλων των ειδών. Οι άντρες βουτούσαν τα χέρια τους μέσα σ’ αυτή τη μάζα, έσκαβαν, πασπάτευαν, αναποδογύριζαν, εξέταζαν, απέρριπταν, διεκδικούσαν. Δεν ήταν ωραίο θέαμα. Χειρότεροι κι από γουρούνια. Ομως οι δύστυχοι πανούσαν και έφαγαν λαίμαργα απ’ τα αποφάγια, και όταν δεν μπορούσαν να φάνε άλλο τύλιξαν ό,τι είχε απομείνα στα μαντίλια τους και τα έχωσαν μέσα στα πουκά μισά τους. «Μια άλλη φορά που ’μουνα δω, βρήκα κ α έξω ένα σω ρό χοιρινά παιδάκια», μου είπε ο Τζίντζερ. Λέγοντας «κα έ ξω» εννοούσε το μέρος όπου πετιέται η σαπίλα και ψεκάζε ται με ισχυρό απολυμαντικό. «Ή ταν πρώτης τάξεως, με μπόλικο κρέας πάνω, και τα ’καμα μια αγκαλιά και βγαίνω απ’ την ξώπορτα και κατεβαίνω στο δρόμο και γυρεύω κάποιονα να τα δώκω. Δεν έβλεπα ψυχή κι έτρεχα γύρω γύρω σα λωλαμένος, κι ο τύπος να τρέχα ξοπίσω μου νομίζοντας ότι “την έκανα λαμόγιο” [το έσκαγα]. Αλλά λίγο πριν με γραπώσα, βρήκα μια γριούλα και τα ’βαλα στην ποδιά της».
Ot Άνθρωποι της Αβύσσου
113
Ω Ελεημοσύνη, ω Φιλανθρωπία, κατεβείτε στο κρικέλι και πάρτε ένα μάθημα απ’ τον Τζίντζερ. Στον πάτο της Αβύσσου έκανε μια πράξη τόσο αλτρουιστική, μια πράξη που δε θα έκανε κανείς έξω απ’ την Αβυσσο. Ή ταν πολύ σπουδαίο αυτό που έκανε, κι ακόμα και αν η γριούλα έπαθε κάποια μόλυνση απ’ το «μπόλικο κρέας» που είχαν τα παι δάκια, πάλι σπουδαίο ήταν, αν και όχι τόσο σπουδαίο. Όμως μου (ραίνεται ότι το πιο εντυπωσιακό πράγμα σε τούτο το πε ριστατικό ήταν ο φτωχός ο Τζίντζερ, που έτρεχε «σα λωλα μένος» βλέποντας τόσο φαγητό να πηγαίνει χαμένο. Οι κανόνες στα προσωρινά άσυλα λένε ότι όποιος μπαί νω πρέπει να μείνει μέσα δύο νύχτες και μία μέρα. Ομως ε γώ είχα δει αρκετά, είχα πληρώσει για την ανεμόσουπα και το καραβόπανό μου και ετοιμαζόμουν να την κάνω. «Έλα, έλα να την κοπανήσουμε», είπα σε ένα απ’ τα φι λαράκια μου, δείχνοντας την ανοιχτή εξώπορτα απ’ όπου εί χε έρθει το νεκροβάγονο. «Και να φάμε δεκατέσσερις μέρες;» «Όχι, θα ξεφύγουμε». «Α, έρχομαι δω για ξεκούραση», είπε με ικανοποίηση. «Κι άλλη μια νύχτα ξεκούρασης δε θα μου κακοπέσει». Όλοι ήταν της ίδιας γνώμης, έτσι αναγκάστηκα να «την κοπανήσω» μόνος μου. «Να ξέρεις, δε θα μπορείς να ξανάρθεις για ύπνο εδώ», με προειδοποίησαν. «Μικρό το κακό», είπα μ’ έναν ενθουσιασμό που δεν μπορούσαν να καταλάβουν· και βγήκα κλεφτά απ’ την πόρ τα και κατηφόρισα γρήγορα το δρόμο. Έσπευσα κατευθείαν στο δωμάτιό μου, άλλαξα ρούχα, και λιγότερο από μια ώρα μετά τη διαφυγή μου ιδροκοπού
114
JACK LONDON
σα σ’ ένα χαμάμ, απομακρύνοντας τα μικρόβια και ό,τι άλλο είχε διεισδύσει στην επιδερμίδα μου, και ευχόμουν να μπο ρούσα να αντέξω στη θερμοκρασία των 90 βαθμών Κελσίου αντί των 45.
10 Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ
«Βγαίνω στην παρέλαση» σημαίνει γυρνώ στους δρόμους ό λη νύχτα· και εγώ, σημαιοφόρος της φανταστικής αυτής πα ρέλασης, βγήκα έξω να δω τι υπήρχε. Αντρες και γυναίκες περπατούν στους δρόμους τη νύχτα παντού μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη πόλη, όμως εγώ διάλεξα το Γουέστ Εντ έχοντας σαν βάση την πλατεία Λέστερ, και εξερεύνησα την περιοχή α π’ την Αποβάθρα του Τάμεση μέχρι το Χάυντ Παρκ. 'Εβρεχε δυνατά όταν έκλεισαν τα θέατρα, και το στολι σμένο πλήθος που ξεχύθηκε απ’ τα κέντρα αναψυχής δυ σκολευόταν να βρει άμαξες. Οι δρόμοι έμοιαζαν με αγριε μένα ποτάμια από άμαξες, οι περισσότερες ωστόσο ήταν πιασμένες. Και εδώ, είδα τις απεγνωσμένες απόπειρες ρα κένδυτων αντρών και αγοριών να βρουν καταφύγιο, εξα σφαλίζοντας άμαξες για τις κυρίες και κυρίους που ήταν πεζοί. Χρησιμοποιώ τη λέξη «απεγνωσμένες» κατόπιν προ σεκτικής σκέψης, καθώς αυτά τα δυστυχισμένα, ανέστια πλάσματα ήταν διατεθειμένα να γίνουν μούσκεμα προκειμένου να βρουν ένα κρεβάτι. Και τα περισσότερα, παρατή ρησα, γίνονταν μούσκεμα και έχαναν το κρεβάτι. Το να πε ράσεις μια νύχτα με καταιγίδα με βρεγμένα ρούχα όταν δεν έχεις φάει καλά κι όταν έχεις να γευτείς κρέας μια βδομάδα
116
JACK LONDON
ή ένα μήνα, είναι α π’ τις χειρότερες κακουχίες που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος. Καλοταϊσμένος και καλοντυ μένος, έχω ταξιδέψει μια ολόκληρη μέρα με το θερμόμετρο να δείχνω τριάντα βαθμούς υπό το μηδέν*, και παρόλο που υπέφερα, η ταλαιπωρία μου δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με αυτά που περνούσαν όσοι έπρεπε να «βγουν στην παρέ λαση» όλη νύχτα, αφάγωτοι, κακοντυμένοι και βρεγμένοι ως το κόκαλο. Όταν το θεατρόφιλο πλήθος έφυγε και γύρισε στα σπί τια του, οι δρόμοι ησύχασαν και ερήμωσαν. Έβλεπες μονά χα τους πανταχού παρόντες αστυφύλακες να φέγγουν τα φανάρια τους σε κατώφλια και σοκάκια, και άντρες, γυναί κες και παιδιά να βρίσκουν προστασία απ’ τον αέρα και τη βροχή στην υπήνεμη πλευρά των κτηρίων. Ωστόσο, το Πικαντίλυ δεν ήταν και τόσο έρημο. Τα πεζοδρόμιά του έπαιρ ναν χρώμα απ’ τις ασυνόδευτες, καλοντυμένες γυναίκες και ήταν το μέρος με τη μεγαλύτερη κίνηση λόγω της διαδικα σίας εύρεσης συνοδού. Στις τρεις η ώρα είχε εξαφανιστεί και η τελευταία και τότε ήταν πράγματι πολύ ερημικά. Στη μία και μισή η σταθερή μπόρα σταμάτησε και α π’ την ώρα εκείνη έπιαναν μόνο ξαφνικές καταιγίδες. Οι ανέ στιοι άφησαν την προστασία των κτηρίων και, σκυφτά και άχαρα, άρχισαν να περπατούν πάνω κάτω, αριστερά δεξιά, για να κυκλοφορήσει το αίμα και να ζεσταθούν. Ή ταν και μια ηλικιωμένη γυναίκα, μεταξύ πενήντα και ε ξήντα, ένα πραγματικό ερείπιο, την οποία είχα προσέξει και νωρίτερα τη νύχτα να στέκεται στο Πικαντίλυ, όχι πολύ μα κριά απ’ την πλατεία Λέστερ. Δεν έμοιαζε να έχει ούτε το Αυτό στο Κλοντάικ. - Τζ. Λ.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
117
μυαλό ούτε τη δύναμη να προφυλαχτεί απ’ τη βροχή ή να συ νεχίσει να περπατά», παρά στεκόταν βλακωδώς, όποτε είχε την ευκαιρία, και αναπολούσε, φαντάζομαι, τον παλιό και ρό που ήταν νέα και το αίμα της κυλούσε ζεστό. Ωστόσο, δεν είχε συχνά την ευκαιρία να σταθεί. Διωχνόταν απ’ όλους τους αστυφύλακες και χρειάζονταν κατά μέσο όρο έξι κινή σεις για να περάσει τρεκλίζοντας απ’ την περιοχή που περιπολούσε ο ένας άντρας στην περιοχή που περιπολούσε ο άλλος. Στις τρεις η ώρα, είχε προχωρήσει μέχρι την οδό Σαιν Τζέημς, και όταν τα ρολόγια σήμαναν τέσσερις, την εί δα να κοιμάται βαθιά, ακουμπισμένη στα σιδερένια κάγκε λα του Γκρην Παρκ. Εκείνη την ώρα είχε πιάσει μια σύντο μη μπόρα και πρέπει να είχε βραχεί ως το κόκαλο. Στη μία η ώρα είπα στον εαυτό μου: λοιπόν, φαντάσου ό τι είσαι ένας φτωχός νεαρός άντρας, απένταρος, στην πόλη του Λονδίνου και ότι αύριο πρέπει να ψάξεις για δουλειά. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να κοιμηθείς ώστε να έχεις τη δύναμη να ψάξεις για δουλειά και, σε περίπτωση που βρεις, να μπορείς να την κάνεις κιόλας. Έτσι, κάθισα στα πέτρινα σκαλοπάπα ενός κτηρίου. Πέντε λεπτά αργότερα με κοιτούσε ένας αστυφύλακας. Τα μάτια μου ήταν ορθάνοιχτα, έτσι γρύλλισε μονάχα και έφυ γε. Δέκα λεπτά αργότερα, το κεφάλι μου είχε γείρα στα γό νατά μου και λαγοκοιμόμουν, και ο ίδιος αστυφύλακας μου έλεγε απότομα «Έι, συ, φεύγα από δω!». Εφυγα. Και, όπως η ηλικιωμένη γυναίκα, συνέχιζα να φεύγω, καθώς, κάθε φορά που με έπαιρνε ο ύπνος, ένας α στυφύλακας ήταν εκεί για να με τρέψει ξανά σε φυγή. Λίγη ώρα μετά, είχα εγκαταλείψει την προσπάθεια και περπα τούσα με ένα νεαρό Λονδρέζο (ο οποίος είχε πάει στις α
118
JACK LONDON
ποικίες και ευχόταν να μπορούσε να ξαναπάει), όταν πρό σεξα ένα διάδρομο που οδηγούσε στο υπόγειο ενός κτηρίου και χανόταν στο σκοτάδι. Μια χαμηλή, σιδερένια πόρτα έ κλεινε την είσοδο. «Έλα, έλα να πηδήξουμε και να πάρουμε έναν καλό υ πνάκο». «Τι;» είπε, κι απομακρύνθηκε. «Και να μου ρίξουν τρεις μήνες! Δεν τρελάθηκα ακόμα!» Λίγο αργότερα περνούσα απ’ το Χάυντ Παρκ μ’ ένα α γόρι δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε χρόνων, ένα νεαρό ερεί πιο, λιπόσαρκο, με βαθουλά μάτια και άρρωστο. «Έλα να πηδήξουμε το φράχτη», πρότεινα, «και να χω θούμε μπουσουλώντας στους θάμνους για να κοιμηθούμε. Οι μπάτσοι δε θα μας βρουν εκεί». «Έννοια σου και υπάρχουν οι φύλακες του πάρκου και θα σου ρίξουν έξι μήνες», απάντησε. Αλίμονο, πώς έχουν αλλάξει οι καιροί! Οταν ήμουν πι τσιρίκι διάβαζα για άστεγα αγόρια που κοιμούνταν σε κα τώφλια. Αυτό το πράγμα έχει ήδη γίνει παράδοση. Και ως παράδοση, θα μνημονεύεται αναμφίβολα στη λογοτεχνία για τον επόμενο αιώνα· όμως, ως πραγματικότητα έχει πάψει να υπάρχει. Να τα αγόρια, να και τα κατώφλια, αλλά αυτοί οι χαρούμενοι συνδυασμοί δεν υπάρχουν πια. Τα κα τώφλια μένουν αδειανά και τα αγόρια μένουν ξάγρυπνα και «βγαίνουν στην παρέλαση». «Ήμουνα κάτω στις αψίδες», γκρίνιαξε ένας άλλος νεα ρός. Λέγοντας «αψίδες» εννοούσε τα γεφυρώματα στην προβλήτα, εκεί όπου ξεκινούν οι γέφυρες του Τάμεση. «Ήμουνα κάτω στις αψίδες την ώρα που ’ρίχνε τουλούμια, κι έρχεται ένας μπάτσος και με διώχνει. Ξαναγυρνάω εγώ,
Οι Άνθρωποι της Αβνασον
119
ξαναγυρνάει και κείνος. “Επ”, μου λέγει, “τι κάμεις εδώ;”. Και να σου πάλι φεύγω, αλλά του λέγω: “Φοβάσαι μη θέλω να σουφρώσω [να κλέψω] τη βρομογέφυρα;”». Ανάμεσα σ’ αυτούς που «βγαίνουν στην παρέλαση» λέ γεται ότι το Γκρην Παρκ ανοίγει τις πόρτες του νωρίτερα α πό άλλα πάρκα κι έτσι, στις τέσσερις και τέταρτο το πρωί, εγώ και πολλοί άλλοι μπήκαμε στο πάρκο. Εβρεχε πάλι, ό μως ήταν εξουθενωμένοι απ’ το περπάτημα της νύχτας κι έ τσι ξάπλωσαν στα παγκάκια και αποκοιμήθηκαν κατευθεί αν. Αρκετοί άντρες είχαν ξαπλώσει φαρδείς πλατείς πάνω στο βρεγμένο γρασίδι και, με τη βροχή να πέφτει σταθερά πάνω τους, κοιμούνταν τον ύπνο της εξάντλησης. Και τώρα θα ήθελα να κρίνω τις αρχές. Επειδή είναι οι αρχές, μπορούν συνεπώς να διατάξουν ό,τι τους αρέσει. Έτσι, παίρνω το θάρρος να κρίνω μονάχα τη γελοιότητα των διαταγμάτων τους. Όλη τη νύχτα αναγκάζουν τους ά στεγους να περπατούν πάνω κάτω. Τους διώχνουν από κα τώφλια και περάσματα, τους κλειδώνουν έξω απ’ τα πάρκα. Ο εμφανής σκοπός όλων αυτών είναι να τους στερήσουν τον ύπνο. Όλα ωραία και καλά· οι αρχές έχουν την εξουσία να τους στερήσουν τον ύπνο ή οτιδήποτε άλλο. Ομως γιατί α νοίγουν τις πόρτες των πάρκων στις πέντε το πρωί και αφή νουν τους άστεγους να μπούνε μέσα και να κοιμηθούν; Αν ο σκοπός τους είναι να τους στερήσουν τον ύπνο, γιατί τους αφήνουν να κοιμηθούν μετά τις πέντε το πρωί; Κι αν δεν έ χουν σκοπό να τους στερήσουν τον ύπνο, γιατί δεν τους α φήνουν να κοιμηθούν νωρίτερα τη νύχτα; Σε σχέση με τα παραπάνω θα πω ότι την ίδια μέρα πέρα σα απ’ το Γκρην Παρκ, στη μία το μεσημέρι, και μέτρησα δεκάδες ρακένδυτα, δυστυχισμένα πλάσματα να κοιμούνται
120
JACK LONDON
στο γρασίδι. Ή ταν Κυριακή απόγευμα, ο ήλιος φαινόταν πού και πού πίσω απ’ τα σύννεφα και οι καλοντυμένα κύρι α του Γουέστ Εντ, μαζί τις συζύγους και τα παιδιά τους, εί χαν βγει κατά εκατοντάδες για να πάρουν αέρα. Δεν ήταν ωραίο θέαμα να βλέπουν αυτούς τους απαίσιους, απεριποί ητους αλήτες που καμούνταν- και ξέρω ότι και α ίδια α α λήτες θα προτιμούσαν να έχουν κοιμηθεί την προηγούμενη νύχτα. Έτσι, αγαπητοί, τρυφηλοί άνθρωποι, αν ποτέ επισκεφθείτε την πόλη του Λονδίνου και αντικρίσετε αυτούς τους ανθρώπους να κοιμούνται στα παγκάκια και στο γρασίδι, σας παρακαλώ να μη νομίσετε ότι είναι τεμπέλικα πλάσμα τα που προτιμούν να κοιμούνται παρά να δουλεύουν. Έχετε κατά νου ότι α αρχές τούς είχαν και περπατούσαν όλη την προηγούμενη νύχτα κι ότι την ημέρα δεν έχουν πουθενά αλ λού να κοιμηθούν.
11 ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ
Ωστόσο, μετά την ολονύχτια «παρέλαση», δεν κοιμήθηκα στο Γκρην Παρκ όταν έφεξε. Η αλήθεια είναι πως ήμουν βρεγμένος ως το κόκαλο και ότι είχα να κοιμηθώ είκοσι τέσ σερις ώρες, αλλά και πάλι, σύμφωνα με τον περιπετειώδη ρόλο του νεαρού απένταρου άντρα που ψάχνει για δουλειά, έπρεπε να γυρέψω πρώτα πρωινό και μετά εργασία. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, είχα ακούσει για ένα μέ ρος στον Τάμεση, απ’ την πλευρά του Σάρρεϋ, όπου ο Στρα τός της Σωτηρίας κάθε Κυριακή μοίραζε πρωινό στους ά πλυτους. (Και, παρεμπιπτόντως, οι άνθρωποι που «βγαί νουν στην παρέλαση» το πρωί είναι όντως άπλυτοι και, αν δε βρέχει, δεν έχουν και πολλές ελπίδες να πλυθούν.) Αυτό σκέφτηκα, είναι ό,τι πρέπει - πρωινό και μετά ολόκληρη η μέρα για να αράξεις για δουλειά. Η διαδρομή ήταν εξαντλητική. Έσυρα τα κουρασμένα μου πόδια κάτω στην οδό Σαιν Τζέημς, πέρασα το Πωλ Μωλ, την πλατεία Τραφάλγκαρ και έφτασα μέχρι την Προ κυμαία. Διέσχισα τη γέφυρα του Βατερλώ και πέρασα στην πλευρά του Σάρρεϋ, διέσχισα την οδό Μπλακφράιαρς, βγή κα κοντά στο θ έα τρ ο Σάρρεϋ και έφτασα στους στρατώνες του Στρατού της Σωτηρίας λίγο πριν τις εφτά. Εδώ ήταν το
122
JACK LONDON
συσσίτιο. Και με τη λέξη «συσσίτιο» στην αργκό εννοούν το μέρος όπου μπορεί να φάει κανείς τσάμπα. Υπήρχε ένα ετερόκλητο πλήθος από αξιοθρήνητα, δύ στυχα πλάσματα που είχαν περάσα τη νύχτα μέσα στη βρο χή. Τι εκπληκτική μιζέρια! Και σε τι μεγάλο αριθμό! Γέροι, νέοι, άντρες όλων των ειδών και ακόμα αγόρια, αγόρια ό λων των ειδών. Κάποιοι μισοκοιμούνταν όρθιοι- καμιά δε καριά, ξαπλωμένοι στα πέτρινα σκαλοπάτια σε πολύ επώδυνες στάσεις, κοιμούνταν βαθιά* τα κουρέλια τους ήταν σκισμένα και απ’ τις τρύπες φαινόταν το κατακόκκινο δέρ μα τους. Και σ’ όλο το μήκος του δρόμου, όπως και στον α πέναντι δρόμο, και στους δρόμους στα γύρω τετράγωνα, κάθε κατώφλι ήταν κατειλημμένο από δύο ή τρία άτομα που κοιμούνταν με το κεφάλι γερμένο στα γόνατα. Και πρέπει να θυμόμαστε ότι στην Αγγλία αυτοί δεν είναι δύσκολοι και ροί. Τα πράγματα κυλούν πάνω κάτω με τον ίδιο τρόπο και οι καιροί δεν είναι ούτε δύσκολα ούτε εύκολα. Και τότε ήρθε ο αστυφύλακας. «Φευγάτε από κει παλιογούρουνα! Ουστ! Ουστ! Φευγάτε τώρα!» Και σαν τα γου ρούνια, τους έδιωξε απ’ τα κατώφλια και εκείνα σκόρπισαν στις τέσσερις άκρες του Σάρρεϋ. Αλλά όταν αντίκρισε το πλήθος που κοιμόταν στα σκαλοπάτια έμεινε εμβρόντητος. «Αίσχος!», αναφώνησε. «Αίσχος! Κυριακή πρωί! Ωραίο θέαμα! Ουστ! Ουστ! Φευγάτε από κει αναθεματισμένοι!» Φυσικά και ήταν αίσχος και έμεινα κι ο ίδιος εμβρόντη τος. Και δε θα ήθελα η κόρη μου να μολύνει τα μάτια της μ’ ένα τέτοιο θέαμα, ούτε καν να το δει από μισό μίλι μακριά* αλλά να πώς έχουν τα πράγματα - και αυτό το «αλλά» είναι το μόνο που μπορούμε να πούμε. Ο αστυνομικός έφυγε και εμείς μαζευτήκαμε ξανά σαν
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
123
μύγες γύρω από ένα βάζο μέλι. Αλλωστε, δεν είχαμε αυτό το υπέροχο πράγμα, το πρωινό, να μας περιμένω; Το στρίμωγ μα δε θα μπορούσε να είναι πιο επίμονο και πιο απελπισμέ νο, ακόμα και αν μοιράζανε χαρτονομίσματα του ενός εκα τομμυρίου δολαρίων. Ορισμένοι είχαν αποκοιμηθεί και πάλι όταν ο αστυνομικός ξαναεμφανίστηκε, και για μία ακόμα φορά σκορπιστήκαμε για να επιστρέψουμε μόλις το πεδίο ή ταν ελεύθερο. Στις εφτάμισι άνοιξε μια πορτίτσα και ξεπρόβαλε το κε φάλι ενός στρατιώτη του Στρατού της Σωτηρίας. «Δεν υ πάρχει λόγος να κλείνετε το δρόμο απ’ εκείνη την μπάντα», είπε. «Κείνοι πο ’χουν εισιτήριο μπορούν να περάσουν τώ ρα και κείνοι που δεν έχουν μπορούν να περάσουν μετά τις εννιά». Αχ, αυτό το πρωινό! Εννέα η ώρα! Μιάμιση ώρα ακόμα! Οι άντρες που είχαν εισιτήρια ήταν ιδιαίτερα ζηλευτοί. Τους έδωσαν την άδεια να μπούνε μέσα, να πλυθούνε, να καθί σουν κάτω και να ξεκουραστούν μέχρι την ώρα του πρωι νού, ενώ εμείς περιμέναμε για το ίδιο πρωινό στο δρόμο. Τα εισιτήρια είχαν διανεμηθεί την προηγούμενη νύχτα στους δρόμους και κατά μήκος του Αναχώματος και η κατοχή τους δεν ήταν θέμα αξίας αλλά τύχης. Στις οκτώμισι δέχτηκαν κι άλλους άντρες με εισιτήριο και στις εννέα άνοιξαν τις πόρτες και για μας. Καταφέραμε να περάσουμε σπρώχνοντας τα σώματά μας και βρεθήκαμε σ’ ένα προαύλιο, στριμωγμένοι σαν σαρδέλες. Ως Γιάνκης αλήτης στη χώρα των Γιάνκηδων, έχει χρειαστεί να δουλέ ψω για το πρωινό μου, και μάλιστα όχι μια και δυο. Όμως ποτέ δε χραάστηκε να δουλέψω τόσο όσο δούλεψα γι’ αυτό το πρωινό. Πάνω από δύο ώρες περίμενα έξω και για περισ
124
JACK LONDON
σότερο από μία ώρα περίμενα σ’ αντό το συνωστισμένο προαύλιο. Όλη νύχτα δεν είχα φάει τίποτα, ήμουν αδύναμος και έτοιμος να λιποθυμήσω, ενώ ολόγυρα η μπόχα των βρό μικων ρούχων και των άπλυτων κορμιών που ανέδιδαν τη μυρωδιά φυλακισμένων ζώων παραλίγο να μου φέρει εμετό. Ήμασταν τόσο στριμωγμένοι που κάποιοι άντρες βρήκαν την ευκαιρία και κοιμήθηκαν βαθιά στηριζόμενοι πάνω στους άλλους. Τώρα, για το Στρατό της Σωτηρίας γενικά δεν ξέρω τί ποτα και ό,τι κριτική θα κάνω αφορά στη συγκεκριμένη με ρίδα του Στρατού της Σωτηρίας που εδρεύει στην οδό Μπλακφράιαρς, κοντά στο θ έα τρ ο Σάρρεϋ. Καταρχήν, ο εξαναγκασμός των αντρών που έμειναν ξάγρυπνοι όλη νύ χτα να στέκονται όρθιοι για ώρες είναι βάναυσος και περιτ τός. Ήμασταν αδύναμοι, πεινασμένοι και εξουθενωμένοι απ’ τις κακουχίες της νύχτας και την αϋπνία, και παρ’ όλα αυτά στεκόμασταν, στεκόμασταν και στεκόμασταν χωρίς λόγο και αιτία. Μέσα σ’ αυτό το πλήθος υπήρχαν αρκετοί ναύτες. Ένας στους τέσσερις έμοιαζε να ψάχνει πλοίο να μπαρκάρει και βρήκα τουλάχιστον δώδεκα Αμερικανούς ναύτες. Οταν μου εξηγούσαν πώς βρέθηκαν «ξέμπαρκα», όλα μου έλεγαν την ίδια ιστορία, και βάσει της πείρας μου γύρω απ’ τη θάλασσα, η ιστορία αυτή ακουγόταν αληθινή. Τα αγγλικά πλοία προ σλαμβάνουν τους ναύτες τους για το ταξίδι, για ολόκληρο το ταξίδι, που καμιά φορά κρατάει και τρία χρόνια. Και δεν μπορούν να παραιτηθούν και να εισπράξουν τα δεδουλευμέ να τους μέχρι να φτάσουν ξανά στο λιμάνι αφετηρίας, που είναι η Αγγλία. Οι μισθοί είναι χαμηλοί, το φαγητό είναι κα κό και η μεταχείριση χειρότερη. Πολύ συχνά, τους αναγκά
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
125
ζουν στην κυριολεξία να εγκαταλείψουν το πλοίο στο Νέο Κόσμο ή στις αποικίες, αφήνοντας πίσω ένα καθόλου ευκα ταφρόνητο ποσό από μισθούς - καθαρό κέρδος για τον κα πετάνιο ή τους ιδιοκτήτες, ή και για τους δυο. Και είτε γι’ αυ τό το λόγο είτε για άλλους, γεγονός είναι ότι μεγάλος αριθ μός εγκαταλείπει. Για το ταξίδι της επιστροφής, το πλοίο προσλαμβάνει ό,τι ναύτες μπορεί να βρει στην ακτή. Οι ά ντρες αυτοί προσλαμβάνονται έναντι κάπως υψηλότερων μι σθών από αυτούς που θα έπαιρναν σε άλλα μέρη του κό σμου, με τη συμφωνία ότι θα παραιτηθούν φτάνοντας στην Αγγλία. Ο λόγος που γίνεται αυτό είναι προφανής· για επι χειρηματικούς λόγους, το να τους προσλάβουν για μεγαλύτε ρο διάστημα θα ήταν κακή πολιτική, δεδομένου ότι στην Αγγλία οι μισθοί των ναυτών είναι χαμηλοί και η Αγγλία εί ναι πάντα γεμάτη από ξέμπαρκους ναυτικούς. Έτσι λοιπόν, αυτό εξηγούσε πλήρως την παρουσία των Αμερικανών ναυ τών στους στρατώνες του Στρατού της Σωτηρίας. Προκειμένου να φύγουν απ’ την ακτή άλλων παράξενων και μακρινών τόπων είχαν έρθει στην Αγγλία, και είχαν βρεθεί ξέμπαρκα στον πιο παράξενο τόπο που υπάρχει. Υπήρχαν συνολικά καμιά εικοσαριά Αμερικανοί και ό σοι δεν ήταν ναύτες ήταν «αρχοντοαλήτες», άντρες «που σεργιανίζουν τον κόσμο παρέα μ’ έναν άνεμο αλήτη». Ήταν ό λα ευδιάθετα, αντιμετώπιζαν τα πράγματα με θάρρος, βα σικό χαρακτηριστικό που δε μοιάζει να τους εγκαταλείπει ποτέ, και επιπλέον βλαστημούσαν τη χώρα με φριχτές μετα φορές τις οποίες βρήκα ιδιαίτερα αναζωογονητικές μετά α πό ένα μήνα μονότονου και χωρίς φαντασία λονδρέζικσυ υ βρεολόγιου. Οι Λονδρέζοι έχουν μία και μόνο βρισιά, την πιο απρεπή της γλώσσας, την οποία χρησιμοποιούν σ’ όλες
126
JACK LONDON
τις περιστάσεις ανεξαιρέτως. Το έξυπνο και ποικίλο υβρεο λόγιο της Δύσης είναι πολύ διαφορετικό, και πλησιάζω πε ρισσότερο τη βλασφημία παρά την απρέπεια. Και απ’ τη στιγμή που οι άνθρωποι βρίζουν, νομίζω ότι προτιμώ τη βλασφημία παρά την απρέπεια. Έχει κάτι το θρασύ, κάτι το περιπετειώδες και προκλητικό, το οποίο είναι καλύτερο απ’ τις βωμολοχίες. Υπήρχε ένας Αμερικανός αρχοντοαλήτης τον οποίο βρήκα ιδιαίτερα διασκεδαστικό. Τον είχα πρωτοπροσέξει στο δρόμο, να κοιμάται σ’ ένα κατώφλι με το κεφάλι στα γό νατα και μ’ ένα καπέλο που δε βλέπει κανείς σ’ αυτή την πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού. Όταν τον ξετρύπωσε ο αστυφύλακας, σηκώθηκε αργά, τον κοίταξε καλά καλά, χα σμουρήθηκε και τεντώθηκε, ξανακοίταξε τον αστυφύλακα σαν να ’θελε να του π α πως δεν είχε αποφασίσα αν θα έφευ γε ή όχι, και ύστερα κατηφόρισε με το πάσο του το πεζοδρό μιο. Εξαρχής ήμουν σίγουρος για το καπέλο, αλλά το περι στατικό μ’ έκανε σίγουρο και για τον κάτοχό του. Μέσα στο φρακάρισμα βρεθήκαμε δίπλα δίπλα και κου βεντιάσαμε κάμποσο. Είχε περάσει απ’ την Ισπανία, την Ιταλία, την Ελβετία και τη Γαλλία και είχε καταφέρει το πρακτικά ακατόρθωτο επίτευγμα, να διανύσει τριακόσια μίλια ταξιδεύοντας ως λαθρεπιβάτης σε γαλλικό τρένο χωρίς να τον πιάσουν στο τέλος. Πού άραζα; με ρώτησε. Και πώς τα βόλευα στο να βρω γιατάκι; - που σημαίνα μέρος να κοι μηθώ. Είχα μάθα τα κατατόπια; Εκείνος τα έβγαζε πέρα, αν και η χώρα ήταν «εχθρικιά» και οι πόλεις ήταν «χάλια». Άγρια τα πράγματα, έτσι δεν είναι; Δεν μπορούσες να «βγεις στη ζήτα» (ζητιανέψεις) πουθενά χωρίς να σε «μα γκώσουν». Αλλά εκείνος δε θα τα παράταγε. Σύντομα ερχό
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
127
ταν το Μπάφαλο Μπιλ Σόου κι ένας άντρας που κουμαντά ρ α οχτώ άλογα βρίσκα δουλαά ανά πάσα στιγμή. Αυτά εδώ τα κορόιδα δεν ήξεραν την τύφλα τους πέρα απ’ το να κουμαντάρουν δυο ζώα στο ζυγό. Τι πείραζε να κάτσω λίγο και να περιμένω το Μπάφαλο Μπιλ; Ή ταν σίγουρος ότι κάπως θα τα κατάφερνα. Έτσι, όπως φαίνεται, το αίμα νερό δε γίνεται. Ήμασταν σψπατριώτες και ξ ένα σε μια ξένη χώρα. Είχα συμπαθήσα το παλιό, στραβό καπέλο του απ’ την πρώτη στιγμή που το είδα και εκείνος νοιαζόταν για το καλό μου, σαν να ’μασταν αδέλφια. Ανταλλάξαμε ένα σωρό χρήσιμες πληροφορίες γύ ρω απ’ τη χώρα και τη νοοτροπία του λαού της, μεθόδους για να εξασφαλίσεις φαΐ και καταφύγιο και τα σχετικά, και χω ρίσαμε πραγματικά λυπημένα που έπρεπε να πούμε αντίο. Έ να ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο πράγμα σ’ αυτό το πλήθος ήταν το μικρό ανάστημα των ανθρώπων. Εγώ, που είμαι μέ τριου αναστήματος, στους δέκα άντρες έβλεπα πάνω απ’ τα κεφάλια των εννιά. Οι ντόπιοι ήταν ό λ α κοντοί, το ίδιο και οι ξένοι ναύτες. Υπήρχαν μόνο πέντε ή έξι που μπορούσες να τους πας ψηλούς, και ήταν Σκανδιναβοί και Αμερικανοί. Ο ψηλότερος άντρας, όμως, αποτελούσε εξαίρεση. Ή ταν Αγγλος, όχι όμως Λονδρέζος. «Υποψήφιος για Σωματοφύ λακας, έτσι;» του είπα. «Έπεσες μέσα, φιλαράκο», ήταν η απάντησή του. «Έχω υπηρετήσει, και έτσι όπως πάν’ τα πράματα αργά ή γρήγορα θα ξαναγυρίσω». Για μια ώρα στεκόμασταν ήσυχοι σ’ αυτό το συνωστι σμένο προαύλιο. Έπειτα, οι άντρες άρχισαν να γίνονται νευρικοί. Σπρωξίματα και σκουντήματα προς τα μπροστά και μια ήπια οχλοβοή. Τίποτα όμως το άγριο ή το βίαιο, α πλώς η νευρικότητα κουρασμένων και πεινασμένων α-
128
JACK LONDON
ντρών. Εκείνη την ώρα φάνηκε ο υπασπιστής. Δε μου άρεσε. Δεν είχε καθαρό βλέμμα. Δεν είχε τίποτα απ’ τον ταπεινό Γαλιλαίο, αλλά έμοιαζε πολύ με τον εκατόνταρχο που έλε γε: «Είμαι άνθρωπος της εξουσίας και όλοι οι στρατιώτες με υπακούνε. Όταν λέω σε έναν άντρα έλα, έρχεται, και όταν του λέω φύγε, φεύγει, και όταν λέω στον υπηρέτη μου κάνε αυτό, το κάνει». Ε, λοιπόν, μας κοίταξε σαν να μας έλεγε ακριβώς αυτό, και εκείνοι που ήταν πιο κοντά του, έκαναν πίσω. Τότε ύ ψωσε τη φωνή του. «Σταματήστε αυτή τη στιγμή ειδεμή θα σας κάνω επιτόπου μεταβολή και θα σας βγάλω όξω και δε θα πάρετε πρωι νό». Αδυνατώ να μεταφέρω στο γραπτό λόγο τον ανήλεο τρόπο με τον οποίο είπε αυτό το πράγμα. Μου φαινόταν πως το απολάμβανε που ήταν άνθρωπος της εξουσίας και μπορούσε να πει σε πεντακόσια ρακένδυτα δυστυχισμένα πλάσματα «μπορεί να φάτε ή μπορεί και να μείνετε νηστικοί, όπως εγώ ορίσω». Να μας αρνηθεί το πρωινό μας μετά από τόσες ώρες ορ θοστασίας! Ή ταν μια τρομακτική απειλή και η θλιβερή, α ξιοθρήνητη σιγή που έπεσε αυτοστιγμεί επιβεβαίωσε το πό σο τρομακτική ήταν. Και ήταν δειλή απειλή. Δεν μπορούσα με να ανταποδώσουμε το χτύπημα γιατί πεθαίναμε της πεί νας· και είναι τέτοια η τάξη των πραγμάτων που όταν ένας άντρας ταΐζει έναν άλλο γίνεται κύριός του. Όμως ο εκατό νταρχος -ο υπασπιστής εννοώ- δεν είχε ικανοποιηθεί. Μέ σα στη νεκρική σιγή ύψωσε ξανά τη φωνή του, επανέλαβε και ενίσχυσε την απειλή του. Επιτέλους, μας επιτρέψανε να εισέλθουμε στην τραπε
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
129
ζαρία, όπου βρήκαμε τους κατόχους των εισιτηρίων πλυμέ νους αλλά ατάιστους. Όλοι μαζί, πρέπει να ήμασταν περί που εφτακόσιοι που καθίσαμε - αλλά όχι για ψωμί και κρέ ας αλλά για ομιλίες, τραγούδι και προσευχή. Α π’ όλα αυτά έχω πειστεί ότι τα μαρτύρια του Ταντάλου έχουν πολλές μορφές σε αυτή την πλευρά της κόλασης. Ο υπασπιστής είπε την προσευχή, αλλά δεν την πρόσεξα, τόσο απορροφημένος ήμουν απ’ τη μαζική εικόνα αθλιότητας που είχα μπροστά μου. Ομως τα λόγια ήταν κάπως έτσι: «Η ευωχία θα έρθει στον Παράδεισο. Οσο και αν πεινάσετε και υποφέρετε εδώ, η ευωχία θα έρθει στον Παράδεισο, αρκεί να ακολουθείτε τις εντολές». Και ούτω καθεξής. Ένας έξυπνος τρόπος προ παγάνδας, αυτό ήταν, η οποία όμως ήταν άχρηστη για δύο λόγους: κατά πρώτον, οι άνθρωποι στους οποίους στόχευε δεν είχαν φαντασία, ήταν υλιστές, αγνοούσαν την ύπαρξη του Αόρατου και ήταν υπερβολικά εθισμένοι στην επίγεια κόλαση για να φοβούνται τη μετά θάνατον κόλαση. Και κα τά δεύτερον, κουρασμένοι και εξαντλημένοι απ’ την αϋπνία και την κακουχία της νύχτας, με τα πόδια τους να υποφέ ρουν απ’ τη μακρά αναμονή και εξουθενωμένοι απ’ την πεί να, δε λαχταρούσαν τη σωτηρία, αλλά τη μάσα. Οι «άρπαγες ψυχών» (όπως αποκαλούν αυτοί οι άνθρωποι τους θρη σκευτικούς προπαγανδιστές) θα έπρεπε να μελετήσουν λι γάκι τη σωματική βάση της ψυχολογίας εάν επιθυμούν να καταστήσουν τις προσπάθειές τους πιο αποτελεσματικές. Και επειδή κάθε πράγμα έρχεται στον καιρό του, κατά τις έντεκα ήρθε το πρωινό. Ή ρθε όχι σε πιάτα αλλά σε χάρτινα κουτιά. Δεν πήρα όσο ήθελα, αν και είμαι σίγουρος ότι κανέ νας δεν πήρε όσο ήθελε κι ούτε καν το μισό απ’αυτό που ήθελε ή χρειαζόταν. Έδωσα μέρος απ’ το ψωμί μου στον αρχοντοα
130
JACK LONDON
λήτη που περίμενε το Μπάφαλο Μπιλ και στο τέλος είχε την ί δια φοβερή πείνα που είχε στην αρχή. Το πρωινό ήταν το εξής: δυο φέτες ψωμί, ένα μικρό κομμάτι σταφιδόψωμο το οποίο λε γόταν κέικ, ένα κομμάτι τυρί και μια κούπα «παραλλαγμένο νερό». Κάμποσοι άντρες περίμεναν γι’ αυτό απ’ τις πέντε η ώ ρα, ενώ όλοι μας περιμέναμε τουλάχιστον τέσσερις ώρες. Επι πλέον, μας είχαν μαζέψει σαν κοπάδι γουρούνια, μας είχαν στριμώξει σαν σαρδέλες, μας είχαν μεταχειριστεί σαν κό πρους, μας είχαν κάνα κήρυγμα, μας είχαν τραγουδήσει και μας είχαν διαβάσει προσευχές. Και δεν ήταν μόνο αυτά. Μόλις τελείωσε το πρωινό (και τελείωσε μέχρι να πεις κύ μινο), τα κουρασμένα κεφάλια άρχισαν να γέρνουν και να πέ φτουν, και μέσα σε πέντε λεπτά οι μισοί από εμάς κοιμόμα σταν βαθιά. Δεν υπήρχαν σημάδια πως θα μας άφηναν ελεύ θερους· αντίθετα, υπήρχαν αναμφισβήτητα σημάδια ότι ετοι μάζονταν για κάποια συνέλευση. Κοίταξα το μικρό ρολόι που κρεμόταν στον τοίχο. Εδειχνε δώδεκα παρά είκοσι πέντε. Ωχ, σκέφτηκα, η ώρα περνά» και έχω να ψάξω για δουλειά. «θέλω να φύγω», είπα σε δυο άντρες δίπλα μου που ξυ πνούσαν. «Πρέπει να μείνεις για την ’πηρεσία», ήταν η απάντηση, «θέλετε να μείνετε;» Κούνησαν το κεφάλι. «Τότε πάμε να τους πούμε ότι θέλουμε να βγούμε», συνέ χισα. «Αντε, πάμε». Όμως τα φτωχά πλάσματα ήταν τρομοκρατημένα. Έτσι, τους άφησα στη μοίρα τους και πλησίασα τον πρώτο άντρα του Στρατού της Σωτηρίας. «θέλω να φύγω», είπα. «ΉρθΑ εδώ για πρωινό ώστε να είμαι σε θέση να ψάξω για δουλειά. Δεν περίμενα να πάρει
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
131
τόση ώρα. Νομίζω ότι έχω πιθανότητες να βρω δουλειά στο Στέπνυ και όσο πιο νωρίς είμαι κα τόσο περισσότερες πιθα νότητες θα έχω». Ή ταν στ’ αλήθεια καλός ανθρωπάκος, αν και το αίτημά μου τον ξάφνιασε. «Ωραία, αλλά τώρα έχουμε ’πηρεσίες και καλά θα κάμεις να μείνας». «Μα αυτό θα μειώσα τις πιθανότητές μου για δουλειά», επέμεινα. «Και αυτή τη στιγμή η δουλειά είν’ το πιο σημαντι κό πράμα για μένα». Επειδή ήταν απλώς στρατιώτης ανέφερε την περίπτωσή μου στον υπασπιστή, στον οποίο επανέλαβα τους λόγους που ήθελα φύγω και του ζήτησα ευγενικά να με αφήσα. «Όμως δε γίνεται», είπε, γεμάτος ιερή οργή, αγανακτισμένος με την τόση αχαριστία μου. «Άκου τι του ήρθε!» είπε ειρωνικά, «άκου π του ήρθε!» «θέλετε να μου πείτε ότι δεν μπορώ να φύγω από δω μέ σα;» ρώτησα. «Ναι», μου πέταξε. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να έχα γίνα, γιατί κι εγώ είχα εξαγριωθεί· όμως η «συνάθροιση» είχε «μυριστεί» την κατά σταση και κείνος με τράβηξε σε μια γωνιά του δωματίου, και μετά σ’ ένα άλλο δωμάτιο. Εδώ, με ξαναρώτησε τους λό γους για τους οποίους ήθελα να φύγω. «θέλω να φύγω», είπα, «γιατί θέλω να ψάξω για δου λειά στο Στέπνυ και κάθε ώρα που περνάα οι πιθανότητές μου να βρω δουλειά μειώνονται. Τώρα είναι δώδεκα παρά είκοσι πέντε. Όταν μπήκα δε φανταζόμουν ότι θα ’παίρνε τόση ώρα να πάρω πρωινό». «Έ χας δουλίτσες, ε;» χλεύασε. «Είσαι πολυάσχολος άν θρωπος, ε; Τότε τι ήρθες να κάνας εδώ;»
132
JACK LONDON
«Ήμουν έξω όλη νύχτα και χρειαζόμουν πρωινό για να έχω τη δύναμη να ψάξω για δουλειά. Γι’ αυτό ήρθα εδώ». «Ωραίο πράμα έκανες», εξακολούθησε με τον ίδιο χλευ αστικό τόνο. «Ένας πολυάσχολος άνθρωπος δε θα ’πρεπε να ’ρχετάι δω. Έφαγες το πρωινό κάποιου φουκαρά σήμε ρα, να τι έχεις κάνει». Πράγμα που ήταν ψέμα γιατί μέσα είχε μπει κάθε καρυ διάς καρύδι. Και τώρα ρωτώ, ήταν αυτό χριστιανικό ή τίμιο; Ή ταν τί μιο, ενώ είχα δηλώσει ξεκάθαρα ότι ήμουν άστεγος και πεινασμένος και ότι ήθελα να ψάξω για δουλειά, εκείνος να μι λήσει για «δουλίτσες» και να με αποκαλέσει «πολυάσχολο», και να βγάλει το πόρισμα ότι ένας πολυάσχολος και πλού σιος δε χρειαζόταν πρωινό φιλανθρωπίας και ότι τρώγοντάς το είχα ληστέψει κάποιον έρμο που δεν ήταν πολυά σχολος; Συγκρότησα το θυμό μου, αλλά ξαναπήρα τα γεγονότα απ’ την αρχή και του περιέγραψα ξεκάθαρα και συνοπτικά πόσο άδικος ήταν και πόσο είχε διαστρεβλώσει τα γεγονό τα. Καθότι δεν έδειξα κανένα σημάδι ότι θα υποχωρήσω (και είμαι σίγουρος ότι τα μάτια μου είχαν αρχίσει να στε νεύουν από θυμό), με οδήγησε στο πίσω μέρος του κτηρί ου, όπου σε μια αυλή υπήρχε μια σκηνή. Με τον ίδιο χλευα στικό τόνο ενημέρωσε δύο στρατιώτες ότι «τούτος είν’ έ νας τύπος πο ’χει δουλίτσες και που θέλει να φύγει πριν τις ’πηρεσίες». Μείνανε να χάσκουν απ’ την έκπληξη και τρομοκρατη μένοι και άφωνοι έμειναν να κοιτούν τον υπασπιστή που μπήκε στη σκηνή και έφερε τον ταγματάρχη. Με τον ίδιο α κόμα χλευαστικό τόνο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
133
«δουλίτσες», παρουσίασε την περίπτωσή μου στο διοικητή. Ο ταγματάρχης ήταν άνθρωπος διαφορετικής πάστας. Μό λις τον είδα τον συμπάθησα και, όπως και πριν, του παρου σίασα το ζήτημα. «Δεν ήξερες ότι πρέπει να μείνεις για υπηρεσία;» ρώτησε. «Όχι βέβαια», απάντησα, «διαφορετικά θα είχα φύγει χωρίς να φάω πρωινό. Δεν υπάρχει ανακοίνωση που να λέα κάτι τέτοιο, ούτε με ενημέρωσαν σχετικά όταν μπήκα». Σκέφτηκε για λίγο. «Μπορείς να φύγεις», είπε. Ή ταν δώδεκα όταν βγήκα στο δρόμο, και δεν μπορούσα να αποφασίσω αν είχα πάει στο στρατό ή στη φυλακή. Η μισή μέρα είχε φύγει και ήταν κάμποσος δρόμος μέχρι το Στέπνυ. Άλλωστε ήταν Κυριακή, και γιατί να πρέπει να ψάξει κάποιος, ακόμα και ένας πεινασμένος άνθρωπος, για δου λειά την Κυριακή; Επιπλέον, έκρινα ότι είχα δουλέψει σκλη ρά τη νύχτα, περπατώντας στους δρόμους, αλλά και την ημέ ρα, προσπαθώντας να πάρω πρωινό. Έτσι, εγκατέλειψα το ρόλο του πεινασμένου νέου που ψάχνει για δουλειά, σταμά τησα ένα λεωφορείο και μπήκα μέσα. Αφού πλύθηκα και ξυρίστηκα και έβγαλα όλα τα ρούχα μου, ξάπλωσα πάνω σε άσπρα καθαρά σεντόνια και απο κοιμήθηκα. Ή ταν έξι το απόγευμα όταν έκλεισα τα μάτια μου. Οταν τα ξανάνοιξα, τα ρολόγια σήμαιναν εννέα η ώρα το επόμενο πρωί. Είχα κοιμηθεί δεκαπέντε ολόκληρες ώρες. Εκεί που ήμουν ξαπλωμένος και λαγοκοιμόμουν, ο νους μου γύρισε στους εφτακόσιους άτυχους που είχα αφήσει να πε ριμένουν για τις υπηρεσίες. Εκείνοι δεν πλύθηκαν, δεν ξυρί στηκαν, δεν έβγαλαν τα ρούχα τους για να ξαπλώσουν σε ά σπρα σεντόνια, δεν κοιμήθηκαν δεκαπέντε ολόκληρες ώρες. Μόλις τέλειωναν τις υπηρεσίες, θα έπαιρναν ξανά τους κου
134
JACK LONDON
ραστικούς δρόμους προσπαθώντας να εξασφαλίσουν ένα ξεροκόμματο, και ύστερα θα περνούσαν ξάγρυπνοι μια ατε λείωτη νύχτα σκεφτόμενοι πώς θα αποκτήσουν ένα ξερο κόμματο το πρωί.
12 Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΣΤΕΨΗΣ
Ω συ, που του πελάγου τα τείχη σε χωρίζουν από τόπους που γύρω τους τείχη η θάλασσα δε φτιάνει! Ω Αγγλία, του Μίλτονχώρα, για πόσο θα βαστάς να υπομένεις όλ’αυτά και πότε θα πεις φτάνει; Συ που η Δημοκρατία τον ήσουνα στα πόδια τους να πέσεις τώρα θαρρείς πως κάνει; Τούτοι οι βασιλιάδες οι σκοροφαγωμένοι, τούτα τα ψέματα τα ελεεινά, τα ψέματα τα σάπια μέσα σε θύελλες σ ’άφησαν να ζεις κουκουλωμένη και σου ’κρυψαν α π ’τα διαπεραστικά ωσάν τον ήλιο μάτια τον ουρανό και τον παράδεισο κι όλη την οικουμένη κι α π ’τη θωριά σου έκλεψαν του ορίζοντα τ ’ατέρμονα παλάτια! ΣΟΥΙΝΜΠΕΡΝ
Vivat Rex Eduardus!* Τη μέρα τούτη εστέφθη ένας βασι λιάς και παντού υπήρχαν χαρές και περίπλοκες ανοησίες Ζήτω ο Βασιλεύς Εδουάρδος! (Σ.τ.Ε.)
136
JACK LONDON
και εγώ είμαι σαστισμένος και στενοχωρημένος. Ποτέ δεν είδα κάτι που να συγκρίνεται με την πομπή, εκτός από κάτι τσίρκα Γιάνκηδων και μπαλέτα της Αλάμπρα* ούτε είδα πο τέ κάτι τόσο απελπιστικά τραγικό. Για να απολαύσω την παρέλαση της Στέψης, θα έπρεπε να έχω έρθει α π’ την Αμερική κατευθείαν στο Ξενοδοχείο Σέσιλ και από εκεί να έχω πάει κατευθείαν σε μια θέση πέ ντε γκινεών, ανάμεσα στους πλυμένους. Το λάθος μου ήταν ότι ήρθα απ’ τους άπλυτους του Ηστ Εντ. Ή ταν λίγοι εκεί νοι που ήρθαν από εκεί. Οι περισσότεροι από το Ηστ Εντ, παρέμειναν στο Ηστ Εντ και μέθυσαν. Οι Σοσιαλιστές, οι Δημοκράτες και οι Ρεπουμπλικάνοι φύγανε για την εξοχή για να πάρουν καθαρό αέρα, μάλλον αδιάφοροι απέναντι στο γεγονός ότι τετρακόσια εκατομμύρια άνθρωποι απο κτούσαν έναν εστεμμένο και χρισμένο ηγέτη. Εξίμισι χιλιά δες ιεράρχες, παπάδες, πολιτικοί, πρίγκιπες και πολεμιστές παρευρέθησαν στη στέψη και στο χρίσμα και εμείς οι υπό λοιπα είδαμε την πομπή να περνάει. Εγώ την είδα απ’ την πλατεία Τραφάλγκαρ, «την πιο θεσπέσια τοποθεσία στην Ευρώπη» και την πραγματική καρδιά της αυτοκρατορίας. Ημασταν χιλιάδες, ενώ μια έξοχη παρά ταξη ενόπλων δυνάμεων μας ήλεγχε και μας κρατούσε σε τά ξη. Σε κάθε μεριά της πομπής στρατιώτες είχαν σχηματίσει έ να διπλό τείχος. Η βάση του αγάλματος του Νέλσον ήταν περισταχισμένη από μια τριπλή σειρά ναυτών. Πιο ανατολικά, στην είσοδο της πλατείας, έστεκε το Βασιλικό Ναυτικό Πυ ροβολικό. Στο τρίγωνο του Πωλ Μωλ και της οδού Κόκσπερ, το άγαλμα του Γεωργίου Γ ' φυλαγόταν από κάθε πλευρά απ’ τους Λογχοφόρους και τους Ουσάρους. Στα δυτικά βρίσκο νταν α άντρες του Βασιλικού Ναυτικού, ενώ απ’ το Γιούνιον
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
137
Κλαμπ μέχρι το στόμιο του Γουάιτχωλ απλωνόταν η αστρα φτερή, τεράστια παράταξη των αντρών του Πρώτου Συντάγ ματος των Σωματοφυλάκων - γιγανπαίοι άντρες, πάνω σε γιγαντιαία άλογα με ατσάλινα φάλαρα, άντρες με ατσάλινους θώρακες, ατσάλινα κράνη κι ένα τεράστιο ατσάλινο ξίφος, έ τοιμο να εκτελέσει τις εντολές των αρχών. Κι ακόμα, μέσα στο πλήθος, στοιχισμένοι σε μακριές γραμμές, βρίσκονταν οι άντρες της Μητροπολιτικής Χωροφυλακής, ενώ στο πίσω μέ ρος έστεκαν οι έφεδρα - ψηλοί, καλοταϊσμένα άντρες με ό πλα, που τα σοβαρά τους χέρια μπορούσαν επιδέξια να χρησιμοπαήσσυν αν η ανάγκη το ζητούσε. Όπως ήταν λοιπόν στην πλατεία Τραφάλγκαρ, ήταν και σ’ όλο το μήκος της πομπής - δύναμη, συντριπτική δύναμη· χιλιάδες άντρες, έξοχοι άντρες, οι εκλεκτοί της κοινωνίας, που μοναδικός ρόλος στη ζωή τους είναι να υπακούουν τυ φλά, να καταστρέφουν τυφλά, να σκοτώνουν, να ξεριζώ νουν και να ποδοπατούν ζωές. Και για να μπορούν να είναι καλοταϊσμένοι, καλοντυμένα και άρτια οπλισμένοι, και να έ χουν πλοία να τους πηγαίνουν στην άκρη του κόσμου, το Ηστ Εντ του Λονδίνου, το «Ηστ Εντ» ολόκληρης της Αγγλίας, μο χθεί, σαπίζει και πεθαίνει. Υπάρχει μια κινέζικη παροιμία που λέει ότι αν κάπαος ζει μέσα στην οκνηρία, κάποιος άλλος θα πεθάνει απ’ την πείνα. Ο Μοντεσκιέ έχει πει πως «το γεγονός ότι πολλοί δουλεύουν για να φτιάξουν τα ρούχα ενός ατόμου, είναι η αιτία που πολλοί άνθρω πα δεν έχουν ρούχα να φορέσουν». Έτσι, το ένα εξηγεί το άλλο. Δε θα μπορέσουμε να καταλά βουμε τον πεινασμένο, μπασμένο δουλευτάρη του Ηστ Εντ (που μένει με την οικογένειά του σ ’ ένα μονάχα δωματιάκι και νοικιάζει το πάτωμα σ’ άλλους πεινασμένους και μπα-
138
JACK LONDON
σμένσυς δουλειπάρηδες) μέχρι να δούμε τους ψηλούς και γεροδεμένους Σωματοφύλακες του Γουέστ Εντ και να συ νειδητοποιήσουμε ότι οι μεν πρέπει να ταΐζουν, να ντύνουν και να περιποιούνται τους δε. Και ενώ στο Αββαείο του Γουέστμινστερ ο λαός απο κτούσε βασιλιά, εγώ, εγκλωβισμένος ανάμεσα στους Σωμα τοφύλακες και τη Χωροφυλακή της πλατείας Τραφάλγκαρ, συλλογιζόμουν τον καιρό που ο λαός του Ισραήλ απόκτησε για πρώτη φορά βασιλιά. Όλοι ξέρουμε την ιστορία. Οι πρεσβύτεροι ήλθον προς τον Σαμουήλ και είπον προς αυτόν: «Κατάστησον είς ήμάς βασιλέα δια να κρίνη ήμας, καθώς ίχουσι πάντα τά 2θνη».
Και είπεν ό Κύριος πρός τον Σαμουήλ: Τώρα λοιπόν ακουσον τής φωνής αύτών καί δεΐξον είς αύτους τόν τρόπον τοΰ βασιλέως, δστις θέλει βασιλεύσει έπ’ αύτούς. Κα'ι έλάλησεν ό Σαμουήλ πάντας τους λόγους τοΰ Κυρίου πρός τόν λαόν τόν ζητοΰντα παρ’ αύτοΰ βασι λέα καί είπεν: Ουτος θέλει είσθαι ό τρόπος τοΰ βασιλέως, δστις θέλει βασιλεύσει έφ’ υμάς' τους υΙούς ήμών θέλει λαμβάνει καί διορίζει είς έαυτόν, δια τας άμαξας αύτοΰ καί δια Ιππείς αύτοΰ καί διά να προτρέχωσι των άμαξών αύτοΰ. Καί θέλει διορίζει είς έαυτόν χιλίαρχους καί πεντηκοντάρχους' καί είς τό να έργάζωνται την γήν αύτοΰ καί να θερίζωσι τόν θερισμόν αύτοΰ, καί να κατασκευάζωσι τά πολεμικά αύτοΰ σκεύη καί την σκευήν των άμαξών αύτοΰ.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
139
Καί τάς θυγατέρας σας θέλει λαμβάνει δια μυρεψους καί μαγείρισσας χα'ι άρτοποιούς. Καί τους άγρούς σας καί τους άμπελώνας σας καί τους έλαιώνας σας τους καλύτερους θέλει λάβει καί δώσει εις τους δούλους αύτοΰ. Καί τό δέκατον των σπαρτών σας καί τών άμπελώνων σας θέλει λαμβάνει καί δίδει εις τους ευνού χους αύτοΰ καί εις τους δούλους αύτοΰ. Καί τούς δούλους σας καί τας δούλας σας καί τους καλυτέρους νέους σας καί τους δνους σας θέλει λαμ βάνει καί διορίζει εις τάς έργασίας αύτοΰ. Τα ποίμνιά σας θέλει δεκατίζει' καί σείς θέλετε είσθαι δούλοι αύτοΰ. Καί θέλετε βοά έν έκείνη τη ήμέρα ενεκα τοΰ βασιλέως σας, τόν όποιον σείς έκλέξατε εις έαυτούς' άλλ’ ό Κύριος δέν θέλει σάς έπακούσει έν έκείνη τη ήμέρ?·* Κι όλα όσα τους προφήτεψε συνέβησαν την αρχαία εκεί νη μέρα και ο λαός, θρηνώντας, είπε στον Σαμουήλ: «Δεήθητι «υπέρ τώ ν δούλων σου προς Κύριον τόν Θεόν σου, διά vit μην άποθάνωμεν" διότι έμπροσθέσαμεν εις π ά σας τας άμαρτίας ήμώ ν τό κακόν, vit ζητήσωμεν είς έαυτους βασιλέα». Και μετά τον Σαοΰλ, τον Δαβίδ και τον Σολομώντα ήλθε ο Ροβοάμ, που απεκρίθη προς τον λαόν σκληρώς, λέγων: « Ό πατήρ μου έβάρυνε τόν ζυγόν σας, έγώ θέλω κάμει βαρύτερον τόν ζυγόν σας' ό πατήρ μου
Βασιλειών Α ' (Σαμ. Α ') Η ' 5-19. (Σ.τ.Ε.)
140
JACK LONDON
σάς έπαίδευσε μέ μάστιγας, άλλ’ έγώ θέλω σάς παιδεύ σει μέ σκορπίους». Και στην εποχή μας, πεντακόσιοι κληροδόχοι τιτλούχοι κα τέχουν το ένα πέμπτο της Αγγλίας. Και αυτοί, μαζί με τους αξιωματικούς, τους υποτακτικούς του Βασιλιά και εκείνους που αποτελούν τις αρχές, ξοδεύουν ετησίως σε άχρηστες πολυτέλειες 1.850.000.000 δολάρια ή 370.000.000 λίρες, που αντιστοιχούν στο 32 τοις εκατό του συνολικού πλούτου που παράγεται απ’ όλους τους εργάτες της χώρας. Στο Αββαείο, ντυμένος με θεσπέσια χρυσά ενδύματα, α νάμεσα σε ήχους από δυνατά ομαδικά σαλπίσματα και ρυθ μικές, βροντερές μουσικές, περιστοιχισμένος από ένα έξο χο πλήθος κυρίων, λόρδων και αρχόντων, ο Βασιλιάς ενδυό ταν το έμβλημα της ηγεμονίας του. Τους πτερνιστήρες του, του τους φόρεσε ο Μέγας Λόρδος Τσάμπερλαιν και το βα σιλικό ξίφος στον πορφυρό κολεό του του το πρόσφερε ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, προσφωνώντας τον με τα εξής λόγια: Λάβετε τούτο το βασιλικό ξίφος εκ του βωμού του θεού, που παραδίδουν εις τας χείρας σας επίσκοποι και υπηρέτες του θεού, χωρίς να το αξίζουν.
Αφού ζώστηκε το ξίφος του, ο βασιλιάς άκουσε προσεκτικά τα λόγια του Αρχιεπισκόπου: Με τούτο το ξίφος αποδώσετε δικαιοσύνη, εμποδίσετε την εξάπλωση της ανομίας, προστατεύσετε την Ιερά Εκκλησία του θ εο ύ, βοηθήσετε και προστατέψετε τας χήρας και τα
Ot Άνθρωποι της Αβύσσου
141
ορφανά, αποκαταστήσετε όσα έχουν φθαρεί και διαφυ λάσσετε ό,τι αποκαταστήσατε, τιμωρήσετε και αλλάξετε τα εσφαλμένα και εδραιώσετε την τάξη.
Όμως προσοχή! Κάτω στο Γουάιτχωλ ο κόσμος ζητωκραυ γάζει. Το πλήθος ανασαλεύει, το διπλό τείχος των στρατιω τών στέκεται προσοχή και στο βάθος κάνουν την εμφάνισή τους οι ναύτες των βασιλικών θαλαμηγών, ντυμένοι με απί στευτες, πορφυρές, μεσαιωνικές περιβολές, που θα μπορού σαν κάλλιστα να οδηγούν παρέλαση σε τσίρκο. Ακολουθεί μια βασιλική άμαξα φορτωμένη με κυρίες και κυρίους της αυ λής, πουδραρισμένους υπηρέτες και θεσπέσια στολισμένους αμαξάδες. Κι άλλες άμαξες, λόρδοι και θαλαμηπόλοι, υπο κόμηδες και κυρίες των τιμών - ό λ α τους λακέδες. Ύστερα, α πολεμιστές, μια μεγαλοπρεπέστατη συνοδεία από σκου ριασμένους και κουρασμένους στρατηγούς που έρχονται στο Λονδίνο απ’ την άκρη του κόσμου, εθελοντές αξιωματι κούς, αξιωματικούς της εθνοφρουράς και δυνάμεις του τα κτικού στρατού. Ο Σπενς και ο Πλάμερ, ο Μπρόουντγουντ και ο Κούπερ που ελευθέρωσαν το Όοκηπ, ο Ματίας του Νταργκάι, ο Ντίξον του Βλακφοντέιν, ο Στρατηγός Γκέιζλη, και ο Ναύαρχος Σέυμουρ της Κίνας, ο Κίτσνερ του Χαρ τούμ, ο Λόρδος Ρόμπερτς της Ινδίας, και ένα σωρό άλλα. Οι πολεμιστές της Αγγλίας, οι αρχιτεχνίτες της καταστροφής, α μηχανικοί του θανάτου! Είναι μια άλλη φυλή, τελείως δια φορετική από αυτή που ζει στα εργαστήρια και στις φτωχο γειτονιές, τελείως μα τελείως διαφορετική. Ομως να ’τα , καταφθάνουν, με τη μεγαλοπρέπεια και το σίγουρο βήμα που δίνει η εξουσία. Κι όλο και έρχονται, αυτοί α ατσαλένια άντρες, κύρια του πολέμου και κατακτητές του
142
JACK LONDON
κόσμου. Καταφθάνουν φύρδην μίγδην, ευγενείς και κοινοί θνητοί, πρίγκιπες και μαχαραγιάδες, ακόλουθοι του Βασιλιά και άντρες της Ανακτορικής Φρουράς. Να και οι στρατιώτες των αποικιών, άντρες λυγεροί και σκληραγωγημένοι. Να και οι παγκόσμια στρατιώτες απ’ τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία· απ’ τις Βερμούδες, το Βόρνεο, τα νησιά Φί τζι και τη Χρυσή Ακτή· απ’ τη Ροδεσία, τη Νότια Αφρική, το Νάταλ, τη Σιέρρα Λεόνε, την Γκάμπια, τη Νιγηρία και την Ουγκάντα· απ’ την Κεϋλάνη, την Κύπρο, το Χονγκ Κονγκ, τη Τζαμάικα και το Ουέι-Χάι-Ουέι· απ’ το Λάγος, τη Μάλτα, τη Σάντα Λουσία, τη Σινγκαπούρη και το Τρινιδάδ. Και να και α κατακτημένα άντρες της Ινδίας, μελαψοί καβαλάρηδες με φοβερά σπαθιά και άγρια, βάρβαρη όψη, αστραφτεροί μέ σα στα πορφυρά και τ’ άλικα, Σιχ, Ραζπούτ, Βφμανοί, παρα ταγμένα κατά επαρχίες και κάστες. Και τώρα οι άντρες της Έφιππης Φρουράς· προλαβαί νουμε να δούμε λίγο τα πανέμορφα, ζαχαρί πόνι και μια χρυσή πανοπλία... θύελλα από ζητωκραυγές και χειροκρο τήματα και οι μπάντες παίζουν στη διαπασών - «Ο Βασι λιάς! Ο Βασιλιάς! Δόξα στο Βασιλιά!». Το πλήθος έχει τρε λαθεί. Η τρέλα είναι μεταδοτική, έχω χάσει τη γη κάτω α π’ τα πόδια μου και θέλω και εγώ να φωνάξω «Ο Βασιλιάς! Δόξα στο Βασιλιά!». Γύρω μου, κουρελιάρηδες, με δάκρυα στα μάτια, πετάνε τα καπέλα τους ψηλά και φωνάζουν εκ στασιασμένα «θιός να τους βλογάει! θ ιό ς να τους βλογάει!». Βλέπετε, να ’τος, είναι σ’ αυτή τη θεσπέσια χρυσή άμα ξα, το στέμμα αστράφτει στο κεφάλι του και δίπλα του κά θεται μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά και φοράει και αυτή στέμμα στο κεφάλι. Προσπαθώ βιαστικά να ελέγξω τον εαυτό μου, παλεύω
Οι Άνθρωποι της Άβυσσον
143
να πείσω τον εαυτό μου ότι όλ’ αυτά είναι αληθινά και λογι κά και όχι εικόνες από παραμύθι. Δεν τα καταφέρνω, και κα λύτερα. Προτιμώ χίλιες φορές να πιστεύω πως όλη αυτή η πο μπώδης επίδειξη, όλη αυτή η φιγούρα, όλα αυτό το θέαμα κι όλες αυτές οι σαχλαμάρες έχουν βγει από παραμύθι, παρά να δεχτώ ότι είναι εκδηλώσεις λογικών ανθρώπων που έχουν τιθασεύσα την ύλη και έχουν λύσα το μυστήριο των άστρων. Πρίγκιπες και πριγκιπόπουλα, δούκες και δούκισσες και κάθε λογής τιτλούχοι της βασιλικής ακολουθίας περνούν α πό μπροστά μας με λαμπρότητα. Κι άλλοι πολεμιστές, κι άλ λ α λακέδες, κι άλλες κατακτημένες φυλές και η πομπή τελει ώνει. Έ να με το πλήθος, βγαίνω απ’ την πλατεία και βρίσκο μαι σ’ ένα λαβύρινθο από σοκάκια· τα καπηλειά σειόνται απ’ τις φωνές των μεθυσμένων και άντρες, γυναίκες και παιδιά έχουν σμίξει σε μια κολοσσιαία κραιπάλη. Και απ’ όλες τις μεριές αντηχεί το αγαπημένο τραγούδι της Στέψης: «Τη μέρα της Στέψης, ωραία πον περνάμε, Πίνουμε, γιορτάζουμε κι όλοι μ α ζί γλεντάμε, Ωραία πον περνάμε με ουίσκι και με σέρι, Η μέρα της Στέψης άλλη δεν έχει ταίρι». Βρέχει δυνατά. Στο δρόμο εμφανίζονται α εφεδρικές δυ νάμεις, μαύρα Αφρικανοί και κίτρινοι Ασιάτες με τουρμπά νια και φέσια, και χαμάληδες με αυτόματα όπλα κρεμασμέ να στους ώμους, κι όπως περπατούν με βήμα ταχύ, τα γυμνά τους πόδια κάνουν σλις, σλις, σλις στη λάσπη του πεζοδρο μίου. Τα καπηλειά αδειάζουν ως διά μαγείας και οι μελαψοί πιστοί ακόλουθοι επευφημούνται απ’ τους Βρετανούς αδερ φούς τους που γυρνάνε αμέσως στο γλέντι.
144
JACK LONDON
«Και πώς σου φάνηκε η παρέλαση, φίλε;» ρώτησα ένα γέρο που καθόταν σ’ ένα παγκάκι στο Γκρην Παρκ. «Πώς μου φάνηκε, ε; Να μια καλή ευκαιρία, λέγω στον ε αυτό μου, να πάρω έναν υπνάκο τώρα που λείπουν οι μπάτσοι, κι έτσι την έπεσα σε κείνη τη γωνιά μ’ άλλους πενήντα. Μα δε μπορούσα να κοιμηθώ, ξαπλωμένος αυτού, να σκέφτουμαι που δούλεψα τη ζωή μου όλη και που δεν έχω ένα προσκεφάλτ κι ήταν κι οι μουζικές, και οι πανηγυρισμοί και τα κανόνια, που παρολίγο να γίνω αναρχικός και μου ’ρθε να πάω να τινάξω να μυαλά του Λόρδου Τσάμπερλαιν στον αέρα». Γιατί του Λόρδου Τσάμπερλαιν, δεν το κατάλαβα ακρι βώς, ούτε εκείνος το κατάλαβε, όμως έτσι ένιωθε, είπε απο φασιστικά, και δεν το συζητήσαμε άλλο. Όσο έπεφτε η νύχτα, η πόλη πλημμύριζε με φως. Λάμ ψεις από πράσινα, κόκκινα και κεχριμπαρένια χρώματα έ βαφαν τον τόπο και παντού έβλεπες τα αρχικά «E.R.»*, γραμμένα με μεγάλα, ευδιάκριτα γράμματα που φωτίζονταν με φωταέριο. Ο κόσμος στους δρόμους αυξανόταν κατά ε κατοντάδες χιλιάδες και μολονότι η αστυνομία συγκροτού σε τους έξαλλους πανηγυρισμούς, παντού υπήρχαν μεθυ σμένοι και ταραχοποιοί. Οι κουρασμένοι εργάτες έμοιαζαν να έχουν σαλέψει απ’ το γενικό χαλάρωμα και τον ενθου σιασμό και ξεχύνονταν στους δρόμους και χόρευαν άντρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, αγκαλιασμένοι, σχημάτιζαν μακριές γραμμές και τραγουδούσαν το «Μπορεί Να Είμαι Τρελός Μα Σ ’ Αγαπώ», το «Ντόλυ Γκρέυ» και «Το Αγιό κλημα κι η Μέλισσα». Το τελευταίο πήγαινε κάπως έτσι: Eduardus Rex, Βασιλεύς Εδουάρδος. (Σ.τ.Ε.)
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
145
«Συ είσαι τ ’αγιόκλημα πο'χεις το μέλι και 'γω είμ ’η μέλισσα π ’α π ’τα κόκκινα χειλάκια σου να το ρουφήξει θέλει». Κάθισα σ’ ένα παγκάκι στην Αποβάθρα του Τάμεση και κοίταζα τα φωτισμένα νερά. Κόντευαν μεσάνυχτα και μπροστά μου ξεχύνονταν οι γλεντζέδες της ανώτερης τάξης που απέφευγαν τους πολύ θορυβώδεις δρόμους και επέ στρεφαν σπίτια τους. Στο διπλανό παγκάκι κάθονταν δύο ρακένδυτα πλάσματα, ένας άντρας και μια γυναίκα, που κουτσυλούσαν απ’ τη νύστα και μισοκοιμούνταν. Η γυναίκα είχε τα χέρια τυλιγμένα στο στήθος, αγκαλιάζοντας σφιχτά το κορμί της που διαρκώς ταλαντευόταν - πότε έγερνε μπροστά ώσπου νόμιζες ότι θα χάσει την ισορροπία της και θα πέσει στο πεζοδρόμιο, πότε έγερνε αριστερά μέχρι που το κεφάλι της ακουμπούσε στον ώμο του άντρα, και πότε δε ξιά μέχρι που τεντωνόταν και πιανόταν και ανακάθιζε ξα νά. Τότε άρχιζε και πάλι να γέρνει προς τα εμπρός και έκα νε ξανά όλο τον κύκλο, για να ανακαθίσει και πάλι απ’ το τέντωμα και το πιάσιμο. Κάθε λίγο και λιγάκι αγόρια και νεαροί πήγαιναν πίσω απ’ το παγκάκι και έβγαζαν απότομες, σκληρές κραυγές. Κάθε φορά ο άντρας και η γυναίκα πετάγονταν απ’ τον ύ πνο τους τρομαγμένοι, ενώ το πλήθος που περνούσε, σαν έ βλεπε τη θλιμμένη σαστιμάρα στα πρόσωπά τους, ξεσπούσε σε τρανταχτά γέλια. Κι αιπό ήταν που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση. Η γενικότερη σκληρότητα που έβλεπα παντού. Βλέπεις συνέ χεια άστεγους σε παγκάκια, φτωχούς, άκακους φουκαρά δες που όλο τούς πειράζουν. Όσο καθόμουν στο παγκάκι
146
JACK LONDON
πρέπει να πέρασαν από μπροστά μου πενήντα χιλιάδες άν θρωποι, και παρόλο που ήταν γιορτινή μέρα, ούτε ένας δεν είχε την ευαισθησία να πλησιάσα τη γυναίκα και να της πει: «να, πάρε ένα εξάπενο να βρεις κάπου να κοιμηθείς». Αντί γι’ αυτό, οι γυναίκες, οι νέες ειδικά, έλεγαν κακεντρεχείς ε ξυπνάδες εις βάρος της γυναίκας που κουτουλούσε απ’ τη νύστα κάνοντας πάντα τους συνοδούς τους να γελούν. Όπως θα έλεγαν οι Βρετανοί, αυτό ήταν «απάνθρωπο», ή καλύτερα, κατά τους Αμερικανούς, ήταν «φρικτό». Ομο λογώ ότι άρχισα να εξαγριώνομαι με τα χαρούμενα πλήθη που περνούσαν σωρηδόν, και να νιώθω ένα είδος ικανοποί ησης απ’ τις λονδρέζικες στατιστικές, βάσει των οποίων έ νας στους τέσσερις ενήλικες είναι καταδικασμένος να πεθάνει σε φιλανθρωπικό ίδρυμα, στο φτωχοκομείο, στο νοσο κομείο ή στο άσυλο. Κουβέντιασα με τον άντρα. Ή ταν ένας πενηντατετράχρονος άνεργος λιμενεργάτης. Έβρισκε μονάχα δουλειές του ποδαριού όταν η ζήτηση ήταν μεγάλη, μιας και σε περιό δους αναδουλειάς προτιμούνταν οι νεότεροι και πιο δυνατοί άντρες. Εδώ και μία βδομάδα κοιμόταν στα παγκάκια στην Αποβάθρα του Τάμεση. Ομως, η ερχόμενη βδομάδα φαινό ταν πιο ευοίωνη και ίσως να ’βρίσκε καμιά δουλειά για λίγες μέρες και να μπορούσε έτσι να κοιμηθεί σε κάποιο υπνωτή ριο. Ολη του τη ζωή την είχε περάσει στο Λονδίνο, εκτός α πό πέντε χρόνια, όταν πήγε το 1878 να υπηρετήσει στην Ινδία. Και βέβαια ήθελε να φάει- το ίδιο και η κοπέλα. Μέρες σαν κι αυτές ήταν ασυνήθιστα δύσκολες για ανθρώπους σαν και κείνους, παρόλο που οι μπάτσοι είχαν πολύ δουλειά και ο φτωχός κοσμάκης μπορούσε να κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Ξύ
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
147
πνησα την κοπέλα, ή καλύτερα τη γυναίκα, αφού ήταν «είκοσι οχτώ χρονώ, κύριε», και κινήσαμε να πάμε σ’ ένα καφενείο. «Δουλειά που ’ναι να βάλουν όλ’ αυτά τα φώτα», είπε ο άντρας αντικρίζοντας ένα έξοχα φωτισμένο κτήριο. Αυτή ήταν και η ουσία της ύπαρξής του. Δούλευε όλη του τη ζωή, και ολόκληρο τον κόσμο αλλά και την ίδια του την ψυχή μπορούσε να τα εκφράσει μόνο σε σχέση με τη δουλειά. «Οι στέψεις είναι καλό πράμα», συνέχισε. «Δίνουν δουλειά στους εργάτες». «Ομως εσύ έμάνες με το στομάχι αδειανό», είπα. «Ναι», απάντησε. «Προσπάθησα αλλά δεν είχα καμιά ελπίδα. Δε με βοηθούν τα χρόνια μου. Του λόγου σου πού δουλεύεις; Ναυτικός, ε; Το κατάλαβα απ’ τα ρούχα σου». «Ξεύρω τι είσαι», είπε η κοπέλα. « Ε σ ’ Ιταλός». «Όχι δα!» αναφώνησε ο άντρας. «Γιάνκης είναι, αυτό εί ναι. Το ξέρω.» « θ ε και Κύριε, κοίτα κει», αναφώνησε η κοπέλα όταν α νεβήκαμε στην Προκυμαία. Ο τόπος ήταν ασφυκτικά γεμά τος απ’ το πλήθος της Στέψης που φώναζε και τρέκλιζε. Οι άντρες γκάριζαν και οι κοπέλες τραγουδούσαν με ψιλές, βραχνές φωνές: «Τη μέρα της Στέψης, ωραία που περνάμε, Πίνουμε, γιορτάζουμε κι όλοι μ α ζί γλεντάμε, Ωραία που περνάμε με ουίσκι και μ ε σέρι, Η μέρα της Στέψης άλλη δεν έχει ταίρι». «Τι βρόμικια που ’μαι έτσι που τριγυρνάω στους δρό μους», είπε καθώς καθόταν στο καφενείο, καθαρίζοντας τις τσίμπλες και τη βρομιά απ’ τις άκρες των ματιών της. «Και τι
148
JACK LONDON
ωραία πράματα πο ’δα σήμερα και πόσο τα φχαριστήθηκα, αν και ένιωθα μοναξιά που ’μουν έτσι μόνη. Κι α δούκισσες και οι λαίδες είχαν κάτι ωραία άσπρα φορέματα. Πανέμορ φες ήταν, πανέμορφες». «Είμαι Ιρλανδέζα», μου είπε όταν τη ρώτησα. «Με λένε Αυθορν». «Πώς;» ρώτησα. «Αυθορν, κύριε, Αυθορν». «Πώς το γράφεις;» «Α-υ-θ-ο-ρ-ν, Αυθορν». «Α», είπα, «Ιρλανδολονδρέζα». «Μάλιστα κύριε, γεννημένη στο Λονδίνο». Ζούσε ευτυχισμένα με την οικογένειά της μέχρι που ο πατέρας της σκοτώθηκε σ’ ένα ατύχημα και εκείνη βρέθηκε στο δρόμο. Ο ένας της αδερφός ήταν φαντάρος και ο άλλος είχε να θρέψει τη γυναίκα του και τα οχτώ παιδιά του με εί κοσι σελίνια τη βδομάδα και χωρίς σταθερή δουλειά, έτσι δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Η μοναδική φορά που βγήκε απ’ το Λονδίνο ήταν όταν πήγε σ ’ ένα μέρος στο 'Εσσεξ, δώδεκα μίλια μακριά, όπου μάζευε φρούτα για τρεις βδομά δες. «Κι όταν γύρισα ήμουνα μαύρη σα βατόμουρο. Δε θα το πιστεύετε, αλλά ήμουνα στ’ αλήθεια». Η τελευταία της δουλειά ήταν σ’ένα καφενείο όπου δούλευε από τις εφτά το πρωί μέχρι-ας έντεκα το βράδυ και έπαιρνε πέ ντε σελίνια τη βδομάδα μαζί με το φαγητό της. Μετάαρρώστησε και από τότε που βγήκε απ’ το νοσοκομείο δεν μπορούσε να βρα τίποτα Ένιωθε πως δεν μπορούσε να κάνει και πολλά, και •ας τελευταίες δύο νύχτες τις είχε περάσει στο δρόμο. Οι δύο αυτοί άνθρωποι καταβρόχθισαν εντυπωσιακές ποσότητες φαγητού και μόνο όταν διπλασίασα και τριπλά-
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
149
σίασα τις αρχικές τους παραγγελίες άρχισε η πείνα τους να καταλαγιάζα. Κάποια στιγμή η κοπέλα άπλωσε το χέρι και ένιωσε την υφή του πανωφοριού μου και του πουκαμίσου μου και σχο λίασε τα καλά ρούχα που φορούν οι Γιάνκηδες. Τα κουρέ λια μου καλά ρούχα! Μ’ έκανε να κοκκινίσω. Όμως παρα τηρώντας προσεκτικότερα τα ρούχα που φορούσαν εκείνοι άρχισα να νιώθω αρκετά κομψός και ευυπόληπτος. «Τι νομίζετε πως θα κάνετε στο τέλος;» τους ρώτησα. «Ξέρετε, γερνάτε κάθε μέρα που περνάει». «Φτωχοκομείο», είπε αυτός. «Ο θ εό ς να με κάψει αν πάγω εγώ στο φτωχοκομείο», είπε εκείνη. Δεν υπάρχει ελπίδα για μένα, το ξέρω, αλλά θα πεθάνω στους δρόμους. Φτωχοκομείο; Όχι φχαριστώ. Με τίποτα», είπε ρουφώντας τη μύτη της στη σιωπή που ακο λούθησε. «Οταν έχετε περάσει όλη τη νύχτα στους δρόμους», ρώ τησα, «το πρωί πώς τα βολεύετε από θέμα φαγητού;» «Προσπαθείς να βρεις καμιά πένα, αν δεν έχεις ήδη φυ λαγμένη καμία», εξήγησε ο άντρας. «Μετά πας σ’ ένα κα φενείο και πίνεις μια κούπα τσάι». «Ομως δε βλέπω πώς αυτό μπορεί να σε χορτάσει», αντέτεινα. Το ζευγάρι χαμογέλασε όλο νόημα. «Πίνεις το τσάι γουλιές γουλιές», συνέχισε να λέει ο ά ντρας, «για να κρατήσα όσο περισσότερο γίνεται. Και έχεις τα μάτια σου ανοιχτά κι όλο και κάποιος θ ’ αφήσει κατιτίς αφάγωτο». «Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι αφήνουν μερικοί», διέ κοψε η γυναίκα.
150
JACK LONDON
«Το μυστικό είναι», είπε ο άντρας με ύφος συνετό, κα θώς εγώ καταλάβαινα σιγά σιγά το κόλπο τους, «να μπορέ σεις να βρεις την πένα». Την ώρα που ετοιμαζόμασταν να φύγοα^ιε, η δεσποινίδα Αυθορν μάζεψε κάτι ξεροκόμματα απ’ τα γύρω τραπέζια και τα παράχωσε κάπου μέσα στα κουρέλια της. «Ξέρεις, δε μπορείς να τ’ αφήσεις να παν’ χαμένα», είπε· ο λιμενεργάτης συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι και έκρυ ψε και εκείνος κάνα δυο ξεροκόμματα στα ρούχα του. Στις τρεις το πρωί έκανα μια βόλτα στην Αποβάθρα του Τάμεση. Τούτη η νύχτα ήταν γιορτή για τους άστεγους επειδή η αστυνομία βρισκόταν αλλού. Σε κάθε παγκάκι κοιμούνταν ένα σωρό άνθρωποι. Υπήρχαν τόσες γυναίκες όσοι και άντρες, και οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν γ έ ροι και γριές. Πού και πού έβλεπες ένα αγόρι. Σ ’ ένα πα γκάκι πρόσεξα μια οικογένεια. Ο άντρας καθόταν στητός και κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μωράκι που κοιμόταν, η γυναίκα του είχε γείρει στον ώμο του και κοιμόταν, και έ να πιτσιρίκι κοιμόταν με το κεφάλι του ακουμπισμένο στην ποδιά της. Τα μάτια του άντρα ήταν ορθάνοιχτα. Κοιτού σε πέρα τα νερά και σκεφτόταν, πράγμα καθόλου καλό για έναν άντρα με οικογένεια. Δε θα ήταν ευχάριστο να μα ντέψεις τις σκέψεις του. Όμως ξέρω το εξής, και το ξέρει και όλο το Λονδίνο: οι περιπτώσεις άνεργων που σκοτώ νουν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους δεν είναι καθό λου σπάνιες. Οταν περπατάς στην Αποβάθρα του Τάμεση τη νύχτα, περνώντας απ’ τα Κτήρια του Κοινοβουλίου, τον Οβελίσκο της Κλεοπάτρας και φτάνοντας μέχρι τη γέφυρα του Βατερλώ, δε γίνεται να μη σου έρθουν στο νου τα μαρτύρια
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
151
που αφηγήθηκε ο συγγραφέας του Βιβλίου του Ιώβ πριν εί κοσι εφτά αιώνες:
Μετακινοΰσιν όρια' άρπάζουσι ποίμνια καί ποιμένουσιν' Άφαιροΰσι την δνον τών όρφανών. Λαμβάνουσι τόν βουν τής χήρας είς ένέχυρον" Έξεθοΰσι τους ένδεεΐς άπό της όδοΰ. 01 πτωχοί της γης όμοΰ κτυπτονται' Ιδού, ως άγριοι δνοι έν τη έρήμω, έξέρχονται είς τα 2ργα αυτών έγειρόμενοι πρωΐ διά άρπαγήν. Ή έρη μος δίδει τροφήν δι’ αύτους καί διά τα τέκνα αυτών. Θερίζουσιν άγρόν μη δντα έαυτών, καί τρυγώσιν άμπελον άδικίας. Κάμνουσι τους γυμνους vit νυκτερεύωσιν δνευ Ιματίου, καί δέν εχουσι σκέπασμα είς τό ψΰχος. Υγραίνονται έκ τών βροχών τών όρέων, καί έναγκαλίζονται τον βράχον, μη εχοντες καταφύγιον. Εκείνοι άρπάζουσι τόν ορφανόν άπό τοΰ μαστοΰ, καί λαμβάνουσιν ένέχυρον παρά τοΰ πτωχοΰ. Κάμνουσιν αυτόν νά υπάγη γυμνός άνευ Ιματίου, καί οΐ βαστάζοντες τά χειρόβολα μένουσι πεινώντες. - Ίώβ ΚΔ' 2-10 Έχουν περάσει είκοσι εφτά αιώνες! Κι ωστόσο όλα αλη θεύουν και ισχύουν και σήμερα, στην καρδιά αυτού του χρι στιανικού πολιτισμού, του οποίου βασιλιάς είναι ο Εδουάρδος Ζ'.
13 ΝΤΑΝ ΚΑΛΕΝ, ΛΙΜΕΝΕΡΓΑΤΗΣ
Στεκόμουν χθες σ’ ένα δωμάτιο, σε μία απ’ τις «Δημοτικές Κατοικίες», όχι μακριά απ’ την οδό Λέμαν. Αν μου έλεγαν ότι στο ζοφερό μέλλον θα έπρεπε να ζήσω σ’ ένα τέτοιο δω μάτιο μέχρι να πεθάνω, θα βουτούσα με τη μία στον Τάμε ση, γλιτώνοντας έτσι και το ενοίκιο. Αυτό δεν ήταν δωμάτιο. Οπως, από σεβασμό στη γλώσ σα, δε θα μπορούσαμε την παράγκα να την πούμε έπαυλη, έ τσι δε θα μπορούσαμε αυτό το πράγμα να το πούμε δωμάτιο. Ή ταν μια τρύπα. Είχε διαστάσεις δύο επί δυόμισι και το τα βάνι ήταν τόσο χαμηλό που προσέφερε λιγότερα κυβικά μέ τρα αέρα απ’ αυτά που χρειάζεται ένας Βρετανός στρατιώ της στα χαρακώματα. Ένας ξεχαρβαλωμένος καναπές με κουρελιασμένα κλινοσκεπάσματα έπιανε το μισό σχεδόν δω μάτιο. Έ να ετοιμόρροπο τραπέζι, μια καρέκλα και δυο κούτες άφηναν ελάχιστο χώρο για να κινηθείς. Με πέντε δολά ρια αγόραζες ό,τι υπήρχε μέσα στο δωμάτιο. Το πάτωμα ή ταν γυμνό, ενώ α τοίχοι ήταν κυριολεκτικά καλυμμένοι από στάμπες αίματος και λειωμένα πράγματα. Κάθε στάμπα α ντιπροσώπευε ένα βίαιο θάνατο - θάνατο εντόμου, καθώς το μέρος ήταν γεμάτο από δαύτα, και απέναντι σ’ αυτή τη μά στιγα κανένας δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
153
Ο άντρας που έμενε σ’ αυτή την τρύπα, κάποιος Νταν Κάλεν, λιμενεργάτης, πέθαινε στο νοσοκομείο. Εντούτοις, η προσωπικότητά του είχε αποτυπωθεί στο άθλιο περιβάλ λον αρκετά ώστε να δημιουργήσει μια υποι|ία ως προς το π είδους άνθρωπος ήταν. Στους τοίχους υπήρχαν φτηνές φω τογραφίες του Γκαριμπάλντι, του Ένγκελς, του Νταν Μπερνς και άλλων ηγετών της εργατικής τάξης, ενώ στο τραπέζι ήταν αφημένο ένα μυθιστόρημα του Γουώλτερ Μπήζαντ*. Μου είπαν ότι τον Σαίξπηρ τον κατείχε, και είχε διαβάσει και ιστορία, κοινωνιολογία και οικονομικά. Επι πλέον ήταν αυτοδίδακτος. Πάνω στο τραπέζι, μέσα σε μια εκπληκτική ακαταστα σία , υπήρχε ένα φύλλο χαρτί που με κακογραμμένα γράμ ματα έλεγε: Κ. Κάλεν, παρακαλώ να επιστρέφετε τη μεγάλη άσπρη κανάτα και το ανοιχτήρι που σας δάνεισα - αντικεί μενα που του είχε δανείσει μια γειτόνισσα στα πρώτα στά δια της αρρώστιάς του και που τώρα, εν όψει του θανάτου του, απαιτούσε να της επιστραφούν. Για ένα πλάσμα της Αβύσσου, μια μεγάλη άσπρη κανάτα και ένα ανοιχτήρι έ χουν πολύ μεγάλη αξία ώστε να επιτρέψει σε κάποιο άλλο πλάσμα να πεθάνει με την ησυχία του. Μέχρι το τέλος, η ψυ χή του Νταν Κάλεν πρέπει να μαστιγώνεται α π’ την απαν θρωπιά και την αθλιότητα απ’ την οποία μάταια πάσχιζε να ξεφύγει. Η ιστορία του Νταν Κάλεν είναι μικρή κι ασήμαντη, έχα όμως πολλά να πει. Γεννήθηκε ταπεινός, σε μια πόλη και σ’
*
W alter Besant (1836-1901): Βρετανός μυθιστοριογράφος, πολλά έργα του οποίου πραγματεύονταν τα κοινωνικά προ βλήματα της εποχής. (Σ.τ.Μ.)
154
JACK LONDON
έναν τόπο όπου υπάρχει αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Όλη του τη ζωή έκανε σκληρές χειρω νακτικές δουλειές. Και επειδή είχε πιάσει τα βιβλία στα χέ ρια του και η φλόγα του πνεύματος τον είχε αγγίξει, μπο ρούσε να «γράφει γράμματα σαν δικηγόρος». Έτσι, οι φίλοι του τον επέλεξαν για να δουλεύει σκληρά γι’ αυτούς με το μυαλό του. Έγινε αρχηγός των φρουτομεταφορέων, εκπρο σώπησε τους λιμενεργάτες στο Εργατικό Κέντρο του Λον δίνου και έγραψε καυστικά άρθρα για τις εφημερίδες του εργατικού κόμματος. Δε φερόταν με δουλοπρέπεια στους άλλους άντρες, πα ρόλο που ήταν τα αφεντικά του και τον ήλεγχαν οικονομικά, έλεγε τη γνώμη του ελεύθερα και αγωνιζόταν για το λαό. Στη «Μεγάλη Απεργία των Λιμενεργατών» κατηγορήθηκε για τον ηγετικό ρόλο που ανέλαβε. Και αυτό ήταν το τέλος του Νταν Κάλεν. Από τότε τον στάμπαραν, και κάθε μέρα της υ πόλοιπης ζωής του τον «ξεπλήρωναν» γι’ αυτό που έκανε. Ένας λιμενεργάτης δεν έχει πάντοτε δουλειά. Η δουλειά είναι μια στα πάνω της και μια στα κάτω της, και το αν ερ γάζεται ή δεν εργάζεται εξαρτάται απ’ την εκάστοτε ποσό τητα αγαθών που πρέπει να μεταφερθούν. Έγιναν διακρί σεις εις βάρος του. Αν και δεν τον έδιωξαν για τα καλά (κά τι τέτοιο θα δημιουργούσε φασαρίες, αν και θα ήταν σίγου ρα λιγότερο απάνθρωπο), οι αρχιεργάτες τον καλούσαν για δουλειά το πολύ δύο με τρεις μέρες τη βδομάδα. Είναι αυτό που λέμε «πειθάρχηση» ή «γυμνάσια». Που σημαίνει λιμο κτονία. Δεν υπάρχει πιο ευγενική λέξη για να το περιγράψεις. Δέκα χρόνια η ίδια ιστορία, τον τσάκισε. Και ένας τσακισμένος άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει. Αρχισε να μέ νει ξαπλωμένος στο κρεβάτι του στη φριχτή του τρύπα, η ο-
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
155
ποια, μέσα στην απελπισία του, έγινε ακόμα πιο φριχτή. Δεν είχε οικογένεια. Έ νας έρημος γέρος, πικραμένος και απαι σιόδοξος που πολεμούσε τα έντομα και κοιτούσε τον Γκαριμπάλντι, τον Ένγκελς και τον Νταν Μπερνς να τον παρα κολουθούν απ’ τον πιτσιλισμένο με αίμα τοίχο. Κανένας δεν ερχόταν να τον δει σ’ αυτόν το συνωστισμένο δημοτικό στρατώνα (δεν είχε πιάσει φιλίες με κανέναν) και τον είχαν αφήσει να σαπίζα. Όμως απ’ την άλλη άκρη του Ηστ Εντ ήρθε ένας τσα γκάρης με το γιο του, που ήταν και οι μοναδικοί του φίλοι. Καθάρισαν το δωμάτιό του, του έφεραν καθαρά ασπρόρου χα απ’ το σπίτι τους, και έβγαλαν απ’ το κρεβάτι του τα σε ντόνια που είχαν γίνει γκριζόμαυρα απ’ τη βρομιά. Και του έφεραν μια νοσοκόμα από το Φιλανθρωπικό Ίδρυμα του Άλντγκεϊτ. Εκείνη του έπλυνε το πρόσωπο, του έφτιαξε το κρεβάτι και του έπιασε κουβέντα. Ή ταν ενδιαφέρον να μιλά μαζί του - μέχρι που εκείνος έμαθε το όνομά της. Ναι, τ’ όνομά της ήταν Μπλανκ, αποκρίθηκε αθώα, και ο Σερ Τζωρτζ Μπλανκ ήταν αδελφός της. Ο Σερ Τζωρτζ Μπλανκ ε; βροντοφώναξε ο γερο-Νταν Κάλεν απ’ το νεκροκρέβατό του. Ο Σερ Τζωρτζ Μπλανκ, ο δικηγόρος του λιμένα στο Κάρ ντιφ, που ήταν ο βασικός υπεύθυνος για τη διάλυση του Σω ματείου των Λιμενεργατών του Κάρντιφ και που χρίστηκε Σερ; Και εκείνη ήταν αδελφή του; Αμέσως, ο Νταν Κάλεν ανακάθισε στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ του και άρχισε να καταριέται εκείνη και όλο της το σόι. Η νοσοκόμα το ’βαλε στα πόδια και δεν ξαναγύρισε, έχοντας μείνει κατάπληκτη απ’ την αχαριστία των φτωχών. Τα πόδια του Νταν Κάλεν πρήστηκαν από υδρωπικία.
156
JACK LONDON
Όλη τη μέρα έμενε καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού (για να φεύγα το νερό απ’ το σώμα του), χωρίς χαλάκι στο πάτωμα, με μια λεπτή κουβέρτα στα πόδια του και ένα παλιό παλτό ριγμένο στους ώμους του. Έ νας ιεροκήρυκας τού έ φερε ένα ζευγάρι χαρτονένιες παντόφλες των τεσσάρων πε νών (τις είδα) και στη συνέχεια θέλησε να προσφέρα κάπου πενήντα προσευχές για το καλό της ψυχής του Νταν Κάλεν. Ομως ο Νταν Κάλεν ήταν το είδος του ανθρώπου που θέλει να αφήνουν την ψυχή του ήσυχη. Δεν ήθελε να ανακατεύε ται ο καθένας με την ψυχή του για ένα ζευγάρι παντόφλες των τεσσάρων πενών. Ζήτησε ευγενικά από τον ιεροκήρυκα να ανοίξει το παράθυρο για να μπορέσει να πετάξα τις πα ντόφλες έξω. Και ο ιεροκήρυκας έφυγε και δεν ξανάρθε, έ χοντας μείνει και εκείνος κατάπληκτος απ’ την αχαριστία των φτωχών. Ο τσαγκάρης, που ήταν και εκείνος ένας γερο-ήρωας τον οποίο η ιστορία δεν είχε υμνήσει, πήγε κρυφά στο κε ντρικό γραφείο των μεγάλων φρουτομεσιτών, για τους οποί ους ο Νταν Κάλεν είχε δουλέψει ως περιστασιακός εργάτης για τριάντα χρόνια. Το σύστημά τους ήταν τέτοιο που όλη σχεδόν η δουλειά γινόταν από χέρια περιστασιακών εργα τών. Ο τσαγκάρης τούς είπε για την απελπιστική κατάστα ση του ανθρώπου, που ήταν γέρος, τσακισμένος, ετοιμοθά νατος, αβοήθητος και απένταρος, και τους ζήτησε να κά νουν κάτι. «Α», είπε ο διευθυντής, που θυμήθηκε τον Νταν Κάλεν χωρίς να συμβουλευτεί τα βιβλία, «είναι βλέπετε κανόνας να μη βοηθάμε ποτέ τους περιστασιακούς και δεν μπορούμε να κάνοιμε τίποτα». Και ούτε που έκαναν κάτι, δεν έγραψαν καν ένα γράμμα
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
157
για να ζητήσουν την εισαγωγή του Νταν Κάλεν σ’ ένα νοσο κομείο. Και δεν είναι πολύ εύκολο να μπεις σε νοσοκομείο στην πόλη του Λονδίνου. Στο Χάμπστεντ, αν περνούσε πρώτα απ’ τους γιατρούς, θα χρειάζονταν τέσσερις μήνες για να καταφέρω να μπει, τόσοι πολλοί υπήρχαν γραμμένοι στα βιβλία πριν από αυτόν. Ο τσαγκάρης κατάφερε τελικά να τον βάλει στο Νοσοκομείο Γουάιττσαπελ, όπου τον επι σκεπτόταν συχνά. Εδώ ανακάλυψε ότι ο Νταν Κάλεν είχε υιοθετήσω την ιδέα που επικρατούσε, ότι επειδή δεν είχε ελ πίδα, βιάζονταν να τον ξεκάνουν. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι ένα αρκετά λογικό συμπέρασμα για ένα γέρο και τσακισμένο άντρα που για δέκα χρόνια σκοπίμως «πειθαρχήθηκε» και υπέστη «γυμνάσια». Όταν του προκάλεσαν ε φίδρωση για την ασθένεια του Μπράιτ*, ώστε να αφαιρέσουν το λίπος απ’ τα νεφρά του, ο Νταν Κάλεν ισχυριζόταν ότι η εφίδρωση επέσπευδε το θάνατό του. Εφόσον η ασθέ νεια του Μπράιτ έτρωγε τα νεφρά, δε θα έπρεπε να υπάρχει λίπος να αφαιρεθεί, άρα η δικαιολογία του γιατρού ήταν ο λοφάνερα ψευδής. Τότε ο γιατρός εξοργίστηκε και δεν τον ξαναπλησίασε για εννιά μέρες. Επειτα ανασήκωσαν το κρεβάτι του, ούτως ώστε τα πό δια και οι πατούσες να σηκωθούν πιο ψηλά. Ευθύς αμέσως εμφανίστηκε στο σώμα του υδρωπικία, και ο Νταν Κάλεν ι σχυρίστηκε ότι αυτό έγινε για να κάνουν το νερό να κατέβει απ’ τα πόδια του στο υπόλοιπο σώμα, για να τον σκοτώσουν πιο γρήγορα. Απαίτησε να του δώσουν εξιτήριο παρόλο που του είπαν ότι θα πεθάνει στις σκάλες, και σύρθηκε, περισσό τερο νεκρός παρά ζωντανός, μέχρι το μαγαζί του τσαγκάΧρόνια νεφρίτιδα. (Σ.τ.Ε.)
1S8
JACK LONDON
ρη. Αυτή τη στιγμή που γράφω, πεθαίνει στο Νοσοκομείο Τέμπερανς, το οποίο τον πήρε αφού ο πιστός του φίλος ο τσαγκάρης κίνησε ουρανό και γη. Τον καημένο τον Νταν Κάλεν! Έ νας Αφανής Τζουντ* που αναζητούσε τη γνώση· που μοχθούσε με το σώμα τη μέ ρα και μελετούσε τις νυχτερινές ώρες· που είχε όνειρα και α γωνίστηκε γενναία για τον Αγώνα- ένας πατριώτης, ένας υπέρμαχος της ανθρώπινης ελευθερίας, ένας ατρόμητος α γωνιστής· και στο τέλος, ανήμπορος να νικήσει τις συνθήκες που τον περιόριζαν και τον κατέπνιγαν, ένας κυνικός, ένας πεσιμιστής, που άφησε την τελευταία αγωνιώδη του πνοή στο κρεβάτι ενός φιλανθρωπικού ιδρι^ιατος - «Να πεθαίνει ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να γίνει σοφός αλλά δεν έγινε, αυτό το λέω τραγωδία».
Τίτλος μυθιστορήματος του Thomas Hardy (1840-1928). Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας φτωχός κτίστης που θέλει να σπουδάσει και προσπαθεί να γίνει δεκτός στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. (Σ.τ.Μ.)
14 ΛΥΚΙΣΚΟΙ ΚΑΙ ΛΥΚΙΣΚΟΜΑΖΩΧΤΕΣ
Η απομάκρυνση του εργάτη απ’ τη γη έχα φτάσει σε τέτοιο σημείο που οι αγροτικές περιοχές σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο εξαρτώνται απ’ τις πόλεις για τη συγκομιδή της σοδαάς. Όταν η γη προσφέρει τον ώριμο πλούτο της και κιν δυνεύει να πά α χαμένος, τότε οι άνθρωποι του δρόμου που έχουν διωχθεί α π’ τη γη καλούνται ξανά κοντά της. Όμως στην Αγγλία δεν αντιμετωπίζονται σαν άσωτοι υιοί, αλλά ως απόβλητοι, ως αλήτες, ως παρίες, που αμφισβητούνται και καταφρονούνται απ’ τους αδελφούς τους στην εξοχή και κοιμούνται σε φυλακές και σε θαλάμους προσωρινής διαμο νής ή κάτω από φράχτες, ζώντας ένας Θεός ξέρει πώς. Υπολογίζεται ότι μόνο το Κεντ χρειάζεται ογδόντα χι λιάδες ανθρώπους του δρόμου για τη συγκομιδή του λυκί σκου του. Και φυσικά καταφτάνουν, υπάκουοι στο κάλε σμα, ένα κάλεσμα που έρχεται απ’ τα στομάχια τους και απ’ τα απομανάρια του πόθου για περιπέτεια που υπάρχα ακό μα μέσα τους. Ξεβράζονται απ’ τις φτωχογατονιές, τους οί κους ανοχής και τα γκέτο, και εντούτοις το σάπιο περιεχό μενο των φτωχογειτονιών, των οίκων και των γκέτο τελειω μό δεν έχα. Κατακλύζουν την ύπαιθρο σαν κοράκια και η ύ παιθρος δεν τους θέλα. Δεν ανήκουν εκεί. Καθώς σέρνουν
160
JACK LONDON
τα μπασμένα, κακοφτιαγμένα κορμιά τους στους δημόσιους δρόμους και παράδρομους, μοιάζουν με τέρατα που έχουν αναδυθεί απ’ τα έγκατα της γης. Η ίδια η παρουσία τους, το γεγονός και μόνο ότι υπάρχουν, προσβάλλει τον όμορφο, λαμπερό ήλιο και τα φυτά που μεγαλώνουν. Τα αμόλυντα, καμαρωτά δέντρα κλαίνε ντροπιασμένα στο θέαμα των μα ραμένων και στραβωμένων κορμιών τους, και η σαπίλα τους αποτελεί αηδιαστική βεβήλωση της γλυκύτητας και της αγνότητας της (ρύσης. Μήπως είναι υπερβολική αυτή η εικόνα; Εξαρτάται. Για κάποιον που βλέπει και σκέφτεται τη ζωή σε επίπεδο μερι δίων και δελτίων, σίγουρα είναι υπερβολική. Για κάποιον ό μως που βλέπει και σκέφτεται τη ζωή σε επίπεδο ανθρώπων, αντρών και γυναικών, δεν μπορεί να είναι υπερβολική. Αυτές οι ορδές τερατώδους αθλιότητας και ανείπωτης μιζέριας δεν αντισταθμίζονται από έναν εκατομμυριούχο ζυθοποιό που μένα σ’ ένα ανάκτορο στο Γουέστ Εντ, χαίρεται τις αισθητι κές απολαύσας των χρυσών θεάτρων του Λονδίνου, συνα ναστρέφεται με λόρδους και πρίγκιπες και χρίζεται ιππότης απ’ το βασιλιά. Να πώς αποκτούν αξία και σεβασμό, θεός φυλάξει! Τον παλιό καιρό, τα μεγάλα ξανθοκέφαλα θηρία ρίχνονταν στην πρώτη γραμμή της μάχης και κέρδιζαν το σε βασμό ανοίγοντας κεφάλια στα δύο. Και τελικά, είναι καλύ τερο να σκοτώσας ένα ρωμαλέο άντρα μ’ ένα καθαρό χτύ πημα του ατσαλιού, παρά να τον αποκτηνώνεις, εκείνον και τους απογόνους του, μέσα απ’ την πονηρή και ύπουλη εκμε τάλλευση της βιομηχανίας και της πολιτικής. Ας γυρίσουμε όμως στο θέμα του λυκίσκου. Εδώ, η απο μάκρυνση απ’ τη γη είναι το ίδιο εμφανής όπως σε οποιαδή ποτε άλλη αγροτική περιοχή της Αγγλίας. Ενώ η παρα
Οι Ανθρωποι της Αβύσσου
161
σκευή μπίρας αυξάνεται σταθερά, η καλλιέργεια λυκίσκου μειώνεται σταθερά. Το 1835, ο λυκίσκος καλλιεργείτο σε έ κταση 285.308 στρεμμάτων. Σήμερα καλλιεργείται σε 192.096, δηλαδή σε 12.412 στρέμματα λιγότερα από πέρυσι. Φέτος, πέρα απ’ τη μικρή καλλιεργούμενη έκταση, το ά σχημο καλοκαίρι και οι τρομερές καταιγίδες μείωσαν περαι τέρω τη σοδειά. Οι συνέπειες αυτής της ατυχίας επηρεάζουν τόσο τους ιδιοκτήτες των καλλιεργειών λυκίσκου όσο και εκεί νους που τον μαζεύουν. Οι ιδιοκτήτες αναγκαστικά πρέπει να αρκεστούν σε πιο λίγα όμορφα πράγματα ενώ α λυκισκομαζώχτες σε λιγότερη μάσα, η οποία, ακόμα και σε καλούς και ρούς, δεν είναι ποτέ αρκετή. Σε δύσκολες περιόδους, σας λονδρέζικες εφημερίδες εμφανίζονται τίτλοι σαν τον ακόλουθο: ΟΙ ΑΛΗΤΕΣ ΑΦΘΟΝΟΙ ΑΛΛΑ ΟΙ ΛΥΚΙΣΚΟΙ ΛΙΓΟΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΚΟΜΑ ΕΤΟΙΜΟΙ
Στη συνέχεια ακολουθούν αναρίθμητα άρθρα στον τύπο, ό πως το εξής: Τα νέα α π’ τις καλλιέργειες λυκίσκου είναι αποκαρδιωτι κά. Μετά την καλοκαιρία των δύο τελευταίων ημερών, ε κατοντάδες έσπευσαν στο Κεντ για τη συγκομιδή λυκί σκου, πρέπει όμως να περιμένουν ώσπου να ωριμάσει. Στο φτωχοκομείο του Ντόβερ, ο αριθμός των τροφίμων φέτος είναι τριπλάσιος από πέρυσι, ενώ σε άλλες πόλεις η αργο πορία της καλοκαιρίας ευθύνεται για την αύξηση των περιστασιακών εργατών.
162
JACK LONDON
Για να επισφραγιστεί η δυστυχία τους, όταν επιτέλους ξεκίνησε η συγκομιδή, λυκίσκοι και λυκισκομαζώχτες παρα λίγο να σαρωθούν από μια τρομαχτική καταιγίδα, ανεμο θύελλα και χαλαζόπτωση. Οι πάσσαλοι απογυμνώθηκαν και οι καρποί στραπατσαρίστηκαν στο χώμα, ενώ οι λυκισκομαζώχτες, προσπαθώντας να προφυλαχθούν απ’ το μαστίγωμα του χαλαζιού, λίγο έλειψε να πνιγούν μέσα στα κα λύβια και τα παραπήγματα που είχαν στήσει στα χαμηλώμα τα. Η κατάστασή τους μετά τη θύελλα ήταν αξιολύπητη και η εξαθλίωσή τους πιο έκδηλη από ποτέ. Ή ταν που ήταν φτωχή η σοδειά, τώρα η καταστροφή της είχε εξανεμίσει κά θε τους ελπίδα να βγάλουν λίγες πένες, και εκατοντάδες εξ αυτών δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουν απ’ το να γυρίσουν με τα πόδια στο Λονδίνο. «Δεν είμαστε σκουπιδιάρηδες», έλεγαν όσοι εγκατέλειπαν την ύπαιθρο που ήταν στρωμένη με λυκίσκους μέχρι τον αστράγαλο. Εκείνοι που παρέμειναν, παραπονιούνταν εξαγριωμένοι ανάμεσα στους μισογυμνωμένους πασσάλους για τα εφτά κοφίνια έναντι του ενός σελινιού - ποσό που πληρώνουν οι καλλιεργητές σε καλές περιόδους, όταν οι λυκίσκοι είναι σε εξαίρετη κατάσταση, αλλά και σε κακές περιόδους, επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν παραπάνω. Λίγο μετά τη θύελλα, πέρασα από το Τέστον και απ’ το ανατολικό και δυτικό Φάρλεϊ, άκουσα τα παράπονα των λυκισκομαζωχτών και είδα τους λυκίσκους να σαπίζουν στο έ δαφος. Στα θερμοκήπια του Μπάρχαμ Κωρτ, α π’ το χαλάζι έσπασαν τριάντα χιλιάδες τζάμια, ενώ ροδάκινα, δαμάσκη να, αχλάδια, μήλα, ραβέντια, λάχανα και τεύτλα είχαν όλα καταστραφεί και κομματιαστεί.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
163
Αυτό ήταν σίγουρα μεγάλη ζημιά για τους ιδιοκτήτες, ό μως, και στη χειρότερη των περιπτώσεων, κανένας δε θα στερούνταν ούτε μισό πιάτο φαγητό. Παρ’ όλα αυτά, οι εφη μερίδες τούς αφιέρωσαν ολόκληρες στήλες συμπαράστασης αναφέροντας εκτενέστατα και με τραγική λεπτομέρεια τις χρηματικές τους απώλειες. «Ο κ. Λ. Χέρμπερτ υπολογίζει τη ζημιά του σε 8.000 λίρες». «Ο κ. Φ., γνωστός ζυθοποιός που ενοικιάζα όλη τη γη στην ενορία, ζημιά 10.000 λίρες». «Και ο κ. Λ., ο ζυθοποιός του Γουώτερινγκμπέρυ, αδελφός του κ. Λ. Χέρμπερτ, ακόμα ένας μέγιστα ζημιωμένος». Όσο για τους λυκισκομαζώχτες, αυτοί δε μετρούσαν. Εντούτοις, αποτολ μώ να βεβαιώσω ότι τα οιικ ολίγα γεύματα που έχασαν ο υ ποσιτισμένος Γουίλλιαμ Μπαγκλς, η υποσιτισμένη κ. Μπαγκλς και τα υποσιτισμένα παιδιά τους ήταν πολύ μεγαλύτερη τραγούδια απ’ τις 10.000 λίρες που έχασε ο κ. Φ. Και επιπλέ ον, η τραγωδία του υποσιτισμένου Γουίλλιαμ Μπαγκλς μπο ρεί να πολλαπλασιαστεί επί χίλια, ενώ αυτή του κ. Φ. δε θα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί ούτε επί πέντε. Για να δω πώς τα έβγαζε πέρα ο Γουίλλιαμ Μπαγκλς και οι όμοιοι του, φόρεσα τα ναυτικά μου ρούχα και κίνησα να βρω δουλειά. Μαζί μου ήταν ένας νεαρός τσαγκάρης απ’ το ανατολικό Λονδίνο, ο Μπερτ, που είχε ενδώσει στο δέλεαρ της περιπέτειας και είχε έρθει μαζί μου στο ταξίδι. Κατόπιν δικής μου συμβουλής, είχε φέρει μαζί του τα «χειρότερα κου ρέλια» του και, καθώς ανηφορίζαμε το δρόμο του Λονδίνου και βγαίναμε απ’ το Μέιντστοουν, ανησυχούσε ιδιαίτερα μήπως παραήμασταν κακοντυμένοι για τη δουλειά. Δεν είχε κι άδικο. Οταν σταματήσαμε σε μια ταβέρνα, ο ταβερνιάρης μάς κοίταξε με επιφύλαξη και η διάθεσή του έ γινε λίγο πιο θετική μόνο όταν είδε το χρώμα των παράδων
164
JACK LONDON
μας. Οι ντόπιοι στη διαδρομή ήταν όλα καχύποπτα, ενώ α «καλοπερασάκηδες» του Λονδίνου που μας προσπερνού σαν μέσα σε άμαξες, γιουχάριζαν, φώναζαν και μας έβριζαν προσβλητικά. Ομως, πριν ακόμα βγούμε απ’ την περιοχή του Μέιντστοουν, ο φίλος μου ανακάλυψε ότι ήμασταν το ί διο καλά ντυμένα, αν όχι καλύτερα, με το μέσο λυκισκομαζώχτη. Κάποια απ’ τα κουρέλια που έτυχε να δούμε ήταν πραγματικά καταπληκτικά. «Τα νερά χαμήλωσαν», φώναξε μια γυναίκα που έμοιαζε με τσιγγάνα στους συντρόφους της καθώς φανήκαμε πίσω από μια σειρά από κοφίνια μέσα στα οποία καθάριζαν το λυκίσκο. «Το ’πιασες;» ψιθύρισε ο Μπερτ. «Σε πήρε πρέφα». Το ’πιασα. Και πρέπει να ομολογήσω ότι η μεταφορά ή ταν πετυχημένη. Οταν χαμηλώνουν τα νερά, τα πλεούμενα μένουν στη στεριά και δε σαλπάρουν, κι όπως δε σαλπά ρουν τα πλεούμενα, έτσι δε σαλπάρει και ο ναυτικός. Τα ναυτικά μου ρούχα και η παρουσία μου στο χωράφι με τους λυκίσκους μαρτυρούσαν ότι ήμουν ναυτικός χωρίς πλοίο, ξέμπαρκος, σαν βάρκα σε ρηχά νερά. «Μπορείς να μας δώσεις δουλειά, αφεντικό;» ρώτησε ο Μπερτ τον επιστάτη, έναν ηλικιωμένο, καλοσυνάτο άντρα που ήταν πολύ απασχολημένος. Το «όχι» που μας πέταξε δε χωρούσε συζήτηση. Παρ’ ό λα αυτά, ο Μπερτ τού κόλλησε σαν τσιμπούρι και τον ακο λουθούσε γύρω γύρω, και εγώ ακολουθούσα ξοπίσω τους σ’ όλο σχεδόν το χωράφι. Ούτε εγώ ούτε ο Μπερτ καταλάβαμε τελικά αν ο επιστάτης εξέλαβε την επιμονή μας ως φοβερή αγωνία να εργαστούμε ή αν επηρεάστηκε από την ταλαίπω ρη εμφάνισή μας και την ιστορία μας. Πάντως, στο τέλος, η
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
165
καρδιά του μαλάκωσε και μας βρήκε ένα ελεύθερο κοφίνι ένα κοφίνι που, απ’ ό,τι έμαθα, είχαν εγκαταλείψει δυο άλ λοι άντρες γιατί δεν μπορούσαν να επιβιώσουν με το μισθό που τους έδινε. «Δε θέλω τίποτις φασαρίες, έτσι;» μας προειδοποίησε ο επιστάτης και μας άφησε να δουλέψουμε ανάμεσα σ’ όλες τις γυναίκες. Ή ταν Σάββατο απόγευμα και ξέραμε ότι το σχόλασμα δε θα αργούσε. Έτσι, στρωθήκαμε με ζήλο στη δουλειά, θέλο ντας να μάθουμε αν μπορούσαμε να βγάλουμε τουλάχιστον τα έξοδά μας. Η δουλειά ήταν απλή, μάλιστα ήταν δουλειά για γυναίκες, όχι για άντρες. Καθόμασταν στην άκρη του κοφινιού, ανάμεσα στους λυκίσκους, ενώ κάποιος που ξερί ζωνε τους πασσάλους μάς εφόδιαζε με μεγάλα μυρωδάτα κλαδιά. Μέσα σε μια ώρα γίναμε ειδήμονες, παραπάνω δε γινόταν. Μόλις τα δάχτυλα συνήθιζαν να ξεχωρίζουν τους λυκίσκους απ’ τα φύλλα και με μια κίνηση να κόβουν έξι καρπούς, δεν υπήρχε κάτι άλλο να μάθεις. Δουλεύαμε με επιδεξιότητα το ίδιο γρήγορα με τις γυναί κες, αν και τα κοφίνια των γυναικών γέμιζαν πιο γρήγορα χάρη στα παιδιά τους, που με τα δυο τους χέρια μάζευαν σχεδόν το ίδιο γρήγορα με εμάς. «Μη τα ξεδιαλέγετε και πολύ, είν’ ενάντια στους κανονι σμούς», μας πληροφόρησε μια γυναίκα και εμείς ακολουθή σαμε με ευγνωμοσύνη τη συμβουλή της. Καθώς προχωρούσε το απόγευμα συνειδητοποιήσαμε ότι οι άντρες δεν μπορούσαν να ζήσουν με τα μεροκάματα της δουλειάς. Οι γυναίκες μπορούσαν να μαζέψουν όσο και οι ά ντρες και τα παιδιά τα κατάφερναν σχεδόν το ίδιο καλά με τις γυναίκες. Έτσι, ένας άντρας ήταν αδύνατο να συναγωνι
166
JACK LONDON
στεί μια γυναίκα και μισή ντουζίνα παιδιά. Γιατί μια γυναίκα και μισή ντουζίνα παιδιών συνιστούν μία μονάδα και η συνο λική παραγωγή τους καθόριζα την πληρωμή της μονάδας. «Πω, πω, φίλε, πεινάω σα λύκος», είπα στον Μπερτ. Δεν είχαμε φάει μεσημεριανό. «Τι λες τώρα, ’γω και τους λυκίσκους θα ’τρωγα», απά ντησε. Τότε, αρχίσαμε να κλαιγόμαστε που αμελήσαμε να ανα θρέψουμε πολυάριθμους απογόνους για να μας βοηθούν σε τέτοιες δύσκολες στιγμές. Και μ’ αυτό τον τρόπο περάσαμε την ώρα μας, κάνοντας κατήχηση και στους διπλανούς μας. Ο νεαρός χωρικός που ξερίζωνε τους πασσάλους μάλλον μας λυπήθηκε και κάθε τόσο άδειαζε κάποια κομμένα άνθη στον κάδο μας, καθώς ήταν δουλειά του να μαζεύει τα σκόρ πια κλαδιά που είχαν μαδηθεί κατά το ξερίζωμα των πασ σάλων. Μαζί του συζητήσαμε πόσα μπορούσαμε να πάρουμε ως «μπροστάντζα» και πληροφορηθήκαμε ότι ενώ πληρωνόμα σταν ένα σελίνι για επτά μπούσελ*, ως «μπροστάντζα» ή ως προκαταβολή μπορούσαμε να πάρουμε ένα σελίνι για κάθε δώδεκα μπούσελ. Με άλλα λόγια, απ’ τα δώδεκα μπούσελ μάς πλήρωναν μόνο τα επτά (και παρακρατούσαν τα υπό λοιπα πέντε) - ήταν μια μέθοδος για να κρατά ο καλλιεργη τής τον λυκισκομαζώχτη στη δουλειά είτε η σοδαά ήταν κα λή είτε κακή, και ιδίως αν ήταν κακή. Στο κάτω κάτω ήταν ωραία να καθόμαστε στη λιακάδα με τη χρυσαφένια γύρη να πέφτει α π’ τα χέρια μας βροχή
*
Μονάδα χωρητικότητας δημητριακών, που ισούται με 8 γαλό νια ή 36,32 λίτρα. (Σ.τ.Ε.)
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
167
και την έντονη, ευωδιαστή μυρωδιά του λυκίσκου να μας τρυπάει τα ρουθούνια· την ίδια στιγμή θυμόμασταν αμυδρά τις πολύβουες πόλεις απ’ όπου έρχονταν όλοι αυτοί οι άν θρωποι. Καημένοι άνθρωποι των δρόμων! Καημένε κόσμε του πεζοδρομίου! Ακόμα και εκείνοι λαχταρούν κάποια στιγμή τη γη και νοσταλγούν το χώμα απ’ το οποίο διώχθηκαν, την ελεύθερη ζωή στη φύση, τον αέρα, τη βροχή και τον ήλιο, που είναι όλα άσπιλα απ’ τη βρομιά της πόλης. Η γη τούς καλεί όπως η θάλασσα καλεί τους ναυτικούς· και βαθιά μέσα στα εκτρωματικά, παρακμάζοντα κορμιά τους ανασαλεύουν παράξενα οι αναμνήσεις των γεωργών προ γόνων τους που έζησαν πριν γίνουν οι πόλεις. Και με τρό πους ακατανόητους, παίρνουν χαρά απ’ τις μυρωδιές, τις ει κόνες και τους ήχους της γης που κρατάει μέσα η ψυχή τους αλλά που δε θυμάται το μυαλό τους. «Φτάνουν πια οι λυκίσκοι, φιλαράκο», παραπονέθηκε ο Μπερτ. Ή ταν πέντε η ώρα. Οι εργάτες που ξερίζωναν τους πασ σάλους είχαν σχολάσει για να καθαριστούν όλα, μιας και την Κυριακή δεν είχε δουλειά. Για μια ώρα ήμασταν ανα γκασμένοι να περιμένουμε άπραγοι τον ερχομό των μετρη τών, ενώ οι πατούσες μας έτσουζαν απ’ την παγωνιά που έ πεφτε με τη δύση του ηλίου. Στο διπλανό κοφίνι, δυο γυναί κες και μισή ντουζίνα παιδιά είχαν μαζέψει εννιά μπούσελ: κατά συνέπεια, τα πέντε μπούσελ που ζύγισαν οι μετρητές στο δικό μας κοφίνι έδειχναν ότι τα είχαμε πάει εξίσου κα λά, δεδομένου ότι τα έξι παιδιά είχαν ηλικίες από εννέα ως δεκατεσσάρων χρονών. Πέντε μπούσελ! Έτσι όπως τα υπολογίσαμε, για δύο ά ντρες που δούλευαν τρεισήμισι ώρες, έβγαιναν οκτώμισι
168
JACK LONDON
πέννες ή δεκαεπτά σεντς. Τέσσερις πένες και ένα τέταρτο έκαστος! Λίγο παραπάνω από μία πένα την ώρα! Όμως μας επέτρεψαν να πάρουμε ως «μπροστάντζα» μόνο πέντε πέ νες απ’ το συνολικό ποσό, αν και ο τύπος που κρατούσε τους λογαριασμούς δεν είχε ψιλά και μας έδωσε από ένα εξάπενο. Ή ταν μάταιο να παρακαλέσουμε. Η ιστορία για τις κακοτυχίες μας δεν μπορούσε να τον συγκινήσει. Δήλωσε μεγαλόφωνα ότι είχαμε εισπράξει μια πένα παραπάνω από αυτό που δικαιούμασταν και έφυγε. Παίρνοντας ως δεδομένο ότι ήμασταν όντως αυτό που λέγαμε -δηλαδή φτωχοί και απένταροι άντρες-, η θέση μας ήταν η εξής: είχε αρχίσει να νυχτώνει- δεν είχαμε φάει βραδι νό ούτε μεσημεριανό· και είχαμε έξι πένες και οι δυο μαζί. Εγώ πεινούσα τόσο που μπορούσα να χαλάσω τρεις φορές τις έξι πένες σε φαγητό, το ίδιο και ο Μπερτ. Έ να πράγμα ή ταν προφανές. Αν γεμίζαμε τα στομάχια μας κατά 16 1/3 τοις εκατό, τότε θα είχαμε ξοδέψει ολόκληρο το εξάπενο και τα στομάχια μας θα εξακολουθούσαν να είναι άδεια κατά 83 2/3 τοις εκατό. Οντας και πάλι απένταροι θα έπρεπε να κοιμηθούμε κάτω από κάποιον φράχτη, το οποίο δεν ήταν και τόσο κακό, αν και το κρύο θα απομυζούσε σημαντικό τμήμα από αυτά που είχαμε φάει. Ομως, την επόμενη ξημέ ρωνε Κυριακή και δε θα μπορούσαμε να δουλέψουμε, τα α νόητα στομάχια μας ωστόσο δε θα υπολόγιζαν αυτό το γε γονός. Να λοιπόν πού ήταν το πρόβλημα: πώς να εξασφαλί σουμε τρία γεύματα την Κυριακή και δύο τη Δευτέρα (δεν μπορούσαμε να πάρουμε άλλη «μπροστάντζα» πριν τη Δευ τέρα το βράδυ). Ξέραμε ότι οι θάλαμοι προσωρινής διαμο νής ήταν υπερπλήρεις· ξέραμε επίσης ότι αν ζητιανεύαμε α πό κάποιον αγρότη ή χωρικό υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
πάμε φυλακή για δεκατέσσερις μέρες. Τι μπορούσαμε να κάνουμε; Κοιταχτήκαμε με απόγνωση. Ούτε για αστείο. Ευχαριστήσαμε το θ ε ό που δεν ήμα σταν σαν τους άλλους, ιδίως τους λυκισκομαζώχτες, και πή ραμε το δρόμο για το Μέιντστοουν, κουδουνίζοντας στις τσέπες μας τις μισές κορώνες και τα φλορίνια που είχαμε φέρ& απ’ το Λονδίνο.
15 Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ
Ίσως να μην περιμένατε να συναντήσετε μια Καπετάνισσα στην καρδιά του Κεντ, όμως εκεί είναι που τη βρήκα, σ’ έναν άθλιο δρόμο στη φτωχή συνοικία του Μέιντστοουν. Στο πα ράθυρό της δεν υπήρχε κάποια ταμπέλα που να λέει ότι νοί κιαζε κρεβάτια και χρειάστηκε πολλή πειθώ για να με αφή σει τελικά να κοιμηθώ στο μπροστινό της δωμάτιο. Το βρά δυ κατέβηκα στην ημιυπόγεια κουζίνα και κουβέντιασα μ’ ε κείνη και το γέρο άντρα της, τον Τόμας Μάγκριτζ. Καθώς μιλούσα μαζί τους, όλοι οι λεπτοί διαχωρισμοί και οι περιπλοκότητες της φοβερής μηχανής που λέγεται πο λιτισμός εξαφανίστηκαν. Ή ταν σαν να έχω περάσει μέσα απ’ το δέρμα και τη σάρκα του και να ’χω μπει στη γυμνή ψυχή του, και μέσα απ’ τον Τόμας Μάγκριτζ και τη γριά του να έχω συλλάβει την ουσία αυτής της αξιόλογης αγγλικής ράτσας. Σ ’ αυτούς βρήκα τη δίψα για περιπλάνηση που δε λέασε τους γιους της Αλβιώνος να διασχίσουν τα πελάγη- σ’ αυτούς βρήκα την τρομερή ακρισία που οδήγησε τους Άγγλους σε ανόητες φιλονικίες και παράλογους τσακωμούς και την επιμονή και το πείσμα που τους οδήγησε τυφλά στη δημιουργία της αυτοκρατορίας και στο μεγαλείο· και ομοί ως βρήκα σε αυτούς την τεράστια, ασύλληπτη υπομονή χά
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
171
ρη στην οποία ο γηγενής πληθυσμός κατάφερε να υπομείνει το βάρος όλων αυτών, να δουλέψει σκληρά και αδιαμαρτύ ρητα όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια, και υπάκουα να στείλει τα καλύτερα παιδιά του να πολεμήσουν και να αποικίσουν τις εσχατιές του κόσμου. Ο Τόμας Μάγκριτζ, εβδομήντα ενός ετών, ήταν άνθρω πος μικροσκοπικός. Επειδή ήταν μικροσκοπικός δεν είχε πάει στρατιώτης. Εμεινε σπίτι του και δούλεψε. Οι πρώτες αναμνήσεις του ήταν συνδεδεμένες με τη δουλειά. Δε γνώρι ζε τίποτε άλλο πέρα απ’ τη δουλειά. Είχε δουλέψει όλη του τη ζωή, και στα εβδομήντα ένα του δούλευε ακόμα. Κάθε πρωί ξυπνούσε με τους κορυδαλλούς, έβγαινε στα χωράφια και δούλευε μεροκαματιάρης, γιατί μεροκαματιάρης ήταν α πό γεννησιμιού του. Η κυρία Μάγκριτζ ήταν εβδομήντα τριών. Από εφτά χρονών δούλευε και εκείνη στα χωράφια, κάνοντας στην αρχή τη δουλειά ενός αγοριού και έπειτα τη δουλειά ενός άντρα. Εξακολουθούσε να δουλεύει- κρατού σε το σπίτι πεντακάθαρο, έπλενε, έβραζε νερό και ζύμωνε, και με την άφιξή μου, μου μαγείρευε και μου έστρωνε το κρε βάτι, κάνοντάς με να ντρέπομαι. Μετά από εξήντα και πα ραπάνω χρόνια δουλειάς δεν είχαν τίποτα και δεν είχαν να προσμένουν κάτι εκτός από επιπλέον δουλειά. Και ήταν ευ χαριστημένοι. Δεν προσδοκούσαν τίποτε περισσότερο, δεν επιθυμούσαν τίποτε άλλο. Ζούσαν απλά. Οι απαιτήσεις τους ήταν λιγοστές - ένα μισόλιτρο μπίρα στο τέλος της μέρας να τη σιγοπίνουν στην ημιυπόγεια κουζίνα τους, μια εβδομαδιαία εφημερίδα να την ξεκοκαλίζουν επί εφτά νύχτες, και κουβέντα, τόσο στοχα στική και αόριστη, όσο και ο μηρυκασμός μιας δαμαλίδας. Έ να λεπτοκαμωμένο, αγγελικό κορίτσι τούς κοιτούσε από
172
JACK LONDON
μια ξυλογραφία κρεμασμένη στον τοίχο που έφερε την επι γραφή: «Η Μέλλουσα Βασίλισσά Μας». Και δίπλα, μια με γαλόσωμη, ηλικιωμένη γυναίκα τούς κοιτούσε από μια ζωη ρόχρωμη λιθογραφία που έλεγε: «Η Βασίλισσά Μας - Αδα μάντινο Ιωβηλαίο». «Ό,τι κερδίζεις με το μόχθο σου είναι πιο γλυκό», είπε η κυρία Μάγκριτζ όταν τους είπα ότι είναι καιρός να ξεκου ραστούν. «Όχι, και δε θέλουμε βοήθεια», είπε ο Τόμας Μάγκριτζ όταν τον ρώτησα αν τους βοηθούν ποτέ τα παιδιά τους. «’Γω κι η μάνα τους θα δουλεύουμε μέχρι να πέσουμε ξε ροί και ν’ αποθάνουμε», πρόσθεσε· και η κυρία Μάγκριτζ κούνησε το κεφάλι της με έντονη επιδοκιμασία. Είχε κάνει δεκαπέντε παιδιά κι όλα είχαν φύγει ή είχαν πεθάνει. Το «μωρό», ωστόσο, έμενε στο Μέιντστοουν και ή ταν είκοσι εφτά χρονών κοπέλα. Όταν παντρεύτηκαν τα παιδιά, είχαν τις δικές τους οικογένειες και σκοτούρες για να σκεφτούν, όπως συνέβη μ’ όλους τους γονιούς πριν απ’ αυτούς. Πού ήταν τα παιδιά; Α, και πού δεν ήταν; Η Λίζυ ήταν στην Αυστραλία- η Μαίρη ήταν στο Μπουένος Αιρες· ο Πωλ ήταν στη Νέα Υόρκη· ο Τζο είχε πεθάνει στην Ινδία κι έτσι άρχισαν να τα αναπολούν, τα νεκρά και τα ζωντανά, το στρατιώτη, το ναύτη, τη γυναίκα του αποίκου, για χάρη του ταξιδιώτη που καθόταν στην κουζίνα τους. Μου ’δειξαν μια φωτογραφία. Ένας περιποιημένος νεα ρός με στρατιωτική στολή με κοιτούσε απ’ αυτή. «Και ποιος γιος είναι αυτός;» ρώτησα. Ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Γιος! Εγγονός ήταν, μόλις γύ ρισε απ’ την Ινδία όπου υπηρετούσε και τώρα ήταν σαλπι
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
173
γκτής του Βασιλιά. Ο αδερφός του ήταν στο ίδιο σύνταγμα με αυτόν. Και ούτω καθεξής. Γιοι, θυγατέρες, εγγονοί και εγγονές, όλοι τους κοσμογυρισμένοι και οικοδόμοι της αυ τοκρατορίας, ενώ οι γερο-γονείς τους έμεναν σπίτι και δού λευαν και εκείνοι για να χτιστεί η αυτοκρατορία. Κοντά στη Βόρεια Πύλη μια μάνα ζει Μάνα πλούσια και καρπερή Ταξιδιάρικα παιδιά γεννάει Πέρα α π ’τις θάλασσες τα στέλνει, τα σκορπάει. Άλλα πνίγονται σε νερά βαθιά Και άλλα λίγο έξω α π ’τη στεριά Η κουρασμένη μάνα τα νέα τα μαθαίνει Κι α π ’την αρχή παιδιά γεννά, στις θάλασσες τα στέλνει Όμως η Καπετάνισσα γέννησε όσα παιδιά ήταν να γεν νήσει. Τα αποθέματα τελειώνουν και ο πλανήτης σιγά σιγά γεμίζει. Οι γυναίκες των γιων της ίσως συνεχίσουν το γένος της, όμως η δική της η δουλειά έχει πια τελειώσει. Οι αλλοτινοί άνθρωποι της Αγγλίας είναι οι τωρινοί άνθρωποι της Αυστραλίας, της Αφρικής και της Αμερικής. Εδώ και τόσα χρόνια η Αγγλία στέλνει προς τα έξω «τα καλύτερα βλα στάρια της», ενώ όσους παρέμειναν τους κατέστρεψε με τό ση αγριότητα που δεν της απομένει τίποτε άλλο απ’ το να περνά τις ατελείωτες νύχτες της κοιτάζοντας τη βασιλική οι κογένεια να κρέμεται στον τοίχο. Ο γνήσιος Βρετανός ναυτικός έχα πια πεθάνα. Το εμπο ρικό ναυτικό δεν επιστρατεύει πια θαλασσόλυκους σαν αυ τούς που πολέμησαν με τον Νέλσον στο Τραφάλγκαρ και
174
JACK LONDON
στο Νείλο. Τα εμπορικά πλοία επανδρώνονται κυρίως από ξένους, και ενώ οι Αγγλοι εξακολουθούν να τα διοικούν, προτιμούν τους ξένους για τα δύσκολα. Στη Νότια Αφρική ο άποικος μαθαίνει τον ιθαγενή να ρίχνει με όπλο και οι α ξιωματικοί τα κάνουν θάλασσα. Την ίδια στιγμή στην πα τρίδα, ο απλός κόσμος συμμετέχει σε υστερικούς πανηγυρι σμούς και το Υπουργείο Πολέμου μειώνει τα κριτήρια κατά ταξης. Δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ακόμα και ο πιο αυτάρεσκος Βρετανός δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα ρουφάει το αίμα των άλλων και θα τους υποσιτίζει και ότι αυτό θα συνεχιστεί για μια ζωή. Η μέση κυρία Τόμας Μάγκριτζ ανα γκάστηκε να πάει στην πόλη και δε γεννά παρά αναιμικά και ασθενικά παιδιά που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν το φαγητό που χρειάζονται. Σήμερα, η δύναμη της αγγλόφω νης φυλής δε βρίσκεται στο μικρό, στενό νησάκι παρά στον υπερπόντιο Νέο Κόσμο όπου βρίσκονται α γιοι και οι κόρες της κυρίας Τόμας Μάγκριτζ. Η Καπετάνισσα κοντά στη Βόρεια Πύλη έχει σχεδόν τελειώσει τη δουλειά της σ’ αυτό τον κόσμο, παρόλο που δεν το έχει καταλάβει. Και πρέπει να καθίσει και να ξεκουράσει για λίγο τα κουρασμένα της λαγόνια. Και αν δεν την περιμένουν ο θάλαμος προσωρινής διαμονής και το φτωχοκομείο, είναι επειδή πρόλαβε να ανα θρέψω τους γιους και τις κόρες της πριν φτάσουν οι μέρες της αδυναμίας και του μαρασμού της.
16 ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Σ’ έναν πολιτισμό καθαρά υλιστικό, που βασίζεται στην ιδιο κτησία και όχι στην ψυχή, αναπόφευκτα η ιδιοκτησία γίνεται πιο σημαντική απ’ την ψυχή και τα εγκλήματα κατά της ιδιο κτησίας θεωρούνται πολύ πιο σοβαρά από τα εγκλήματα κα τά του ατόμου. Το να δείρει αλύπητα κάποιος τη γυναίκα του και να της σπάσει μερικά πλευρά θεωρείται πταίσμα σε σύ γκριση με το να κοιμηθεί κάτω απ’ τ’ άστρα επειδή δεν έχει να πλήρωσα για ένα γιατάκι. Ο νεαρός που κλέβει μερικά α χλάδια από κάποια πλούσια σιδηροδρομική εταιρεία αποτε λεί μεγαλύτερη απειλή για την κοινωνία απ’ το νεαρό κτήνος που επιτίθεται χωρίς λόγο σ’ ένα γεράκο άνω των εβδομήντα χρόνων. Η νεαρή κοπέλα, που πιάνει ένα δωμάτιο λέγοντας ότι έχει δουλειά ενώ δεν έχει, διαπράττει τόσο επικίνδυνο έ γκλημα που αν δεν τιμωρηθεί αυστηρά, εκείνη και το είδος της μπορεί διαλύσουν ολοσχερώς το οικοδόμημα της ιδιο κτησίας. Αν είχε εκπορνευτεί στο Πικαντίλυ και στην Προ κυμαία μετά τα μεσάνυχτα, η αστυνομία δε θα την είχε ενο χλήσει και θα μπορούσε να πληρώσει το δωμάτιό της. Οι ακόλουθες χαρακτηριστικές περιπτώσεις επιλέχθηκαν απ’ τις υποθέσεις που εκδικάστηκαν μέσα σε μία μόνο βδομάδα.
176
JACK LONDON
Πταισματοδικείο Γσυίντνες. Ενώπιον των Δημοτικών Συμ βούλων Γκόσατζ και Νηλ. Ο Τόμας Λυντς κρίθηκε ένοχος για μέθη, διατάραξη της τάξης και επίθεση εναντίον αστυνομικού. Ο κατηγορούμενος απελευθέρωσε μια γυναίκα που βρισκόταν υπό κράτηση, κλότσησε τον αστυνομικό και του πέταξε πέ τρες. Επιβαλλόμενο πρόσημο 3 σελ. και 6 π. για το πρώτο αδί κημα και 10 σελ. συν τα έξοδα της δίκης για την επίθεση. Πταισματοδικείο Κουήνς Παρκ της Γλασκώβης. Ενώ πιον του Δικαστή Νόρμαν Τόμσον. Ο Τζων Κέιν κρίθηκε έ νοχος για επίθεση εναντίον της συζύγου του. Υπήρχαν πέ ντε προηγούμενες καταδίκες. Πρόστιμο 2 λίρες και 2 σελ. Συνεδρίαση Ειρηνοδικείου Κομητείας Τώντον. Ο Τζων Πέιντερ, ένας μεγαλόσωμος, γεροδεμένος τύπος, εργάτης στο επάγγελμα, κρίθηκε ένοχος για επίθεση εναντίον της συ ζύγου του. Η γυναίκα είχε μελανιασμένα μάτια και το πρόσω πό της ήταν σοβαρά πρησμένο. Επιβαλλόμενο πρόστιμο, συ μπεριλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων, 1 λ. και 8 σελ. Πταισματοδικείο Γσυίντνες. Οι Ρίτσαρντ Μπέστγουικ και Τζωρτζ Χαντ κρίθηκαν ένοχοι για καταπάτηση ξένης ι διοκτησίας ενώ κυνηγούσαν. Επιβαλλόμενο πρόστιμο στον Χαντ, 1 λ. συν τα δικαστικά έξοδα, στον Μπέστγουικ 2 λ. συν τα έξοδα πληρωμής· ένας μήνας φυλάκισης λόγω ερη μοδικίας. Πταισματοδικείο Σάφτσμπερυ. Ενώπιον του Δημάρχου (κ. A. Τ. Κάρπεντερ). Ο Τόμας Μπέικερ κρίθηκε ένοχος για υπαίθρια κατάκλιση. Δεκατέσσερις ημέρες.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
177
Κεντρικό Πταισματοδικείο Γλασκώβης. Ενώπιον του Δι καστή Ντάνλοπ. Ο νεαρός Έντουαρντ Μόρρισον καταδι κάστηκε για την κλοπή δεκαπέντε αχλαδιών από ένα φορ τηγό στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εφτά ημέρες. Πταισματοδικείο Διοικητικής Περιφέρειας Ντόνκαστερ. Ενώπιον του Δημοτικού Συμβούλου Κλαρκ και άλλων δικα στικών. Ο Τζέιμς Μ’Γκόουαν, βάσει του Νόμου περί Λα θροθηρίας, κρίθηκε ένοχος για κατοχή συνέργων λαθροθη ρίας και αριθμού κουνελιών. Πρόστιμο 2 λ. συν τα δικαστι κά έξοδα ή ένας μήνας. Πρωτοδικείο Ντανφερμλάιν. Ενώπιον του Πρωτόδικη Γκιλέσπι. Ο Τζων Γιανγκ, ανθρακωρύχος, κρίθηκε ένοχος για επίθεση εναντίον του Αλεξάντερ Στόραρ, τον οποίο γρονθοκόπησε στο κεφάλι και στο σώμα, τον πέταξε στο έ δαφος και τον χτύπησε με σιδερένιο λοστό. Πρόστιμο 1 λ. Πταισματοδικείο Κέρκαλντν. Ενώπιον του Δικαστή Ντίσχαρτ. Ο Σάιμον Γουώκερ κρίθηκε ένοχος για επίθεση ενα ντίον ενός άντρα, τον οποίο χτύπησε και έριξε κάτω. Η επί θεση ήταν απρόκλητη και ο δικαστής χαρακτήρισε τον κατη γορούμενο ως δημόσιο κίνδυνο. Πρόστιμο 30 σελ. Πταισματοδικείο Μάνσφιλντ. Ενώπιον του Δημάρχου και των κ. Φ. Τζ. Τέρνερ, Τζ. Γουίτακερ, Φ. Τίντσμπερυ, Ε. Χολμς και Δρα Ρ. Νέσμπιτ. Ο Τζόζεφ Τζάκσον κρίθηκε έ νοχος για επίθεση εναντίον του Τσαρλς Ναν. Χωρίς καμία πρόκληση, ο κατηγορούμενος κατάφερε στον ενάγοντα ένα βίαιο χτύπημα στο πρόσωπο, ρίχνοντάς τον κάτω, και στη
178
JACK LONDON
συνέχεια τον κλότσησε στο πλαϊνό μέρος της κεφαλής. Έπεσε αναίσθητος και παρέμεινε υπό ιατρική παρακολού θηση για δεκαπέντε μέρες. Πρόστιμο 21 σελ. Πρωτοδικείο Περθ. Ενώπιον του Πρωτόδικη Σιμ. Ο Ντέιβιντ Μίτσελ κρίθηκε ένοχος για λαθροθηρία. Υπήρχαν και δύο προηγούμενες καταδίκες, η τελευταία προ τριετίας. Ζητήθηκε από τον πταισματοδίκη να αντιμετωπίσει με επιεί κεια τον Μίτσελ, ο οποίος ήταν εξήντα δύο ετών και δεν προέβαλε καμία αντίσταση στο θηροφύλακα. Τέσσερις μή νες. Πρωτοδικείο Νταντή. Ενώπιον του Αναπληρωτή Πρω τόδικη Ρ. Σ. Γουώκερ. Οι Τζων Μάρεϋ, Ντόναλντ Κρεγκ και Τζέημς Παρκς κρίθηκαν ένοχοι για λαθροθηρία. Επι βαλλόμενο πρόστιμο στους Κρεγκ και Παρκς 1 λ. έκαστος ή δεκατέσσερις ημέρες. Στον Μάρεϋ 5 λ. ή ένας μήνας. Πταισματοδικείο της Διοικητικής Περιφέρειας Ρήντινγκ. Ενώπιον των κ. Γ. Μπ. Μονκ, Φ. Μπ. Πάρςχτ, X. Μ. Γουάλλις, Γκ. Γκίλαγκαν. Ο Άλφρεντ Μάστερς, ετών δεκαέξι, κρί θηκε ένοχος για υπαίθρια κατάκλιση, σ ’ έναν αγρό, και χω ρίς να διαθέτει φανερά μέσα επιβίωσης. Επτά ημέρες. Συνεδρίαση Ειρηνοδικείου Σάλισμπερυ. Ενώπιον του Δημάρχου και των κ. Σ. Χόσκινς, Τζ. Φούλφορντ, Ε. Αλεξάντερ και Γ. Μάρλοσυ. Ο Τζέιμς Μουρ κρίθηκε ένοχος για κλοπή ενός ζευγαριού μποτών έξω από ένα μαγαζί. Είκοσι μία ημέρες.
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
179
Πταισματοδικείο Χόρνκαστλ. Ενώπιον του Αιδεσιμότα του Γ. Π. Μάσινγκμπερντ, του Αιδεσιμότατου Τζ. Γκράχαμ και του κ. Ν. Λούκας Κάλκραφτ. Ο Τζωρτζ Μπράκενμπερυ, ένας νεαρός εργάτης, καταδικάστηκε για αυτό που χα ρακτήρισαν οι δικαστές ως γενικά απρόκλητη και βάναυση επίθεση εναντίον του Τζέημς Σάρτζεντ Φόστερ, ενός άντρα άνω των εβδομήντα ετών. Πρόστιμο 1 λ., 5 σελ., 6π., συν τα δικαστικά έξοδα. Συνεδρίαση Ειρηνοδικείου Γονόρκσοπ. Ενώπιον των κ. Φ. Τζ. Σ. Φόλτζεϊμπ, Ρ. Έντισον και Σ. Σμιθ. Ο Τζων Πρίσλεϋ κρίθηκε ένοχος για επίθεση εναντίον του Αιδεσιμότα του Λέσλι Γκράχαμ. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν με θυσμένος, τσουλούσε ένα καροτσάκι και το έσπρωξε μπρο στά από ένα φορτηγό, με αποτέλεσμα να ανατραπεί το κα ροτσάκι και να πεταχτεί το μωρό έξω. Το φορτηγό πέρασε πάνω από το καροτσάκι αλλά το μωρό δεν τραυματίστηκε. Τότε ο κατηγορούμενος επιτέθηκε στον οδηγό του φορτη γού και στη συνέχεια επιτέθηκε και στο μηνυτή, ο οποίος τον επέκρινε για τη συμπεριφορά του. Συνεπεία των τραυ μάτων που του προκάλεσε ο κατηγορούμενος, ο μηνυτής έ πρεπε να συμβουλευθεί ιατρό. Πρόστιμο 40 σελ. συν τα δι καστικά έξοδα. Πταισματοδικείο Ρόδερχαμ Γουέστ Ράιντινγκ. Ενώπιον των κ. Σ. Ράιτ και Τζ. Παγκ και του Συνταγματάρχη Στόνταρτ. Οι Μπέντζαμιν Στόρεϋ, Τόμας Μπράμερ και Σάμιουελ Γουίλκοκ κρίθηκαν ένοχοι για λαθροθηρία. Ένας μήνας έ καστος.
180
JACK LONDON
Πταισματοδικείο της Κομητείας Σαουθάμπτον. Ενώπιον του Ναυάρχου Τζ. Σ. Ρόουλεϋ, του κ. X. X. Καλμ-Σέυμουρ και άλλων δικαστών. Ο Χένρυ θόρινγκτον κρίθηκε ένοχος για υπαίθρια κατάκλιση. Εφτά ημέρες. Πταισματοδικείο Έ κινγκτον. Ενώπιον του Ταγματάρχη Λ. Μπ. Μπόουντεν, των κ. Ρ. Έυρ και X. Α. Φάουλερ και του Δρα Κωρτ. Ο Τζόζεφ Γουότς κρίθηκε ένοχος για κλοπή εννέα φυτών φτέρης από έναν κήπο. Ένας μήνας. Συνεδρίαση Ειρηνοδικείου Ρίπλεϋ. Ενώπιον των κ. Τζ. Μπ. Γουήλερ, Γ. Ντ. Μπέμπριτζ και Μ. Χούπερ. Οι Βίνσεντ Αλεν και Τζωρτζ Χωλ κρίθηκαν ένοχοι, βάσει του Νόμου περί Λαθροθηρίας, για κατοχή αριθμού κουνελιών, και ο Τζων Σπάρχαμ κρίθηκε ένοχος για προσφορά βοήθειας και παρότρυνση αυτών. Επιβαλλόμενο πρόστιμο για τους Χωλ και Σπάρχαμ 1 λ., 17 σελ., 4 π., πρόστιμο για τον Αλεν 2λ., 17 σελ., 4π., συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων. Οι πρώτοι εξέτισαν δεκατέσσερις ημέρες και ο δεύτερος έ να μήνα, λόγω παράλειψης πληρωμής προστίμου. Πταισματοδικείο Ν οτιοδυτικού Λονδίνου. Ενώπιον του κ. Ρόουζ. Ο Τζων Πρόμπυν κρίθηκε ένοχος για πρόκληση βαρείας σωματικής βλάβης σε αστυνομικό. Ο κρατούμενος κλότσησε τη γυναίκα του και επιτέθηκε σε μία ακόμα γυναί κα, η οποία διαμαρτυρήθηκε για τη βιαιότητά του. Ο αστυ νομικός προσπάθησε να τον πείσει να μπει μέσα στο σπίτι του, όμως ο κρατούμενος στράφηκε ξαφνικά προς το μέρος του και με ένα χτύπημα στο πρόσωπο τον έριξε κάτω, ενώ όσο ήταν στο έδαφος τον κλοτσούσε και αποπειράθηκε να
Οι Ανθρωποι της Αβυσσον
181
τον στραγγαλίσει. Τελικά, ο κρατούμενος κλότσησε σκόπι μα τον αστυνομικό σε επικίνδυνο σημείο, επιφέροντας τραυ ματισμό που θα τον κρατήσει εκτός υπηρεσίας για πολύ και ρό. Έ ξι εβδομάδες. Πταισματοδικείο Λάμπεθ, Λονδίνο. Ενώπιον του κ. Χόπκινς. Η «Μπέιμπυ» Στιούαρτ, ετών δεκαεννέα, μέλος χορω δίας όπως δηλώνει, ένοχη για εξασφάλιση τροφής και στέ γης έναντι 5 σελ. με ψευδείς προφάσεις και με πρόθεση να εξαπατήσει την Έμμα Μπράζιερ. Η Έμμα Μπράζιερ, ενάγουσα, είναι ιδιοκτήτρια δωματίων προς ενοικίαση στην οδό Άτγουελ. Η κατηγορούμενη ενοίκιαζε δωμάτιο στο σπίτι της με τον ψευδή ισχυρισμό ότι εργαζόταν στο θ έα τρ ο Κράουν. Μετά από δύο ή τρεις μέρες διαμονής, η κ. Μπρά ζιερ διεξήγαγε έρευνες, ανακάλυψε ότι η ιστορία του κορι τσιού ήταν ψευδής και την κατέδωσε στην αστυνομία. Η κα τηγορούμενη είπε στο δικαστή ότι θα δούλευε αν η υγεία της δεν ήταν σε τόσο άσχημη κατάσταση. Έ ξι εβδομάδες καταναγκαστικά έργα.
17 ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ
Κοντοστάθηκα λίγο για να ακούσω κάτι άντρες που δια πληκτίζονταν στο Μάιλ Εντ Γουέιστ. Ή ταν νύχτα, και όλοι τους ήταν εργάτες της ανώτερης τάξης. Είχαν περικυκλώσει έναν δικό τους, ένα συμπαθητικό άντρα τριάντα χρονών, και του τα έψελναν για τα καλά. «Και με τα φτηνά χέρια των μεταναστών τι γίνεται;» ρώ τησε ένας απ’ αυτούς. «Οι Εβραίοι του Γουάιττσαπελ δε μας τρώνε το ψωμί;» «Δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις», ήταν η απάντηση. «Είναι ακριβώς σαν και μας και πρέπει να ζήσουν. Μη κα τηγορείς τον άντρα που προσφέρεται να δουλέψει φτηνότε ρα απ’ ότι εσύ και σου παίρνει τη θέση». «Κι η γυναίκα και τα παιδιά, τι γίνεται με δαύτα;» ρώτη σε ο συνομιλητής του. «Ορίστε, μόνος σου τα λες», απάντησε ο άλλος. «Τι γίνε ται με τη γυναίκα και τα παιδιά του άντρα που δουλεύει για λιγότερα απ’ ό,τι εσύ και σου παίρνει τη θέση; Ε; Τι γίνεται μ’ αυτσυνού τη γυναίκα και τα παιδιά; Τον ενδιαφέρουν πιο πολύ απ’ τα δικά σου και δεν μπορεί να τα βλέπει να πεινά νε. Έτσι, ρίχνει την τιμή του και σε βγάζει εκτός. Όμως δεν πρέπει να τον κατηγορείς το φουκαρά. Δεν μπορεί να κάνα
Οι Ανθρωποι της Αβύσσου
183
αλλιώς. Οι μισθοί πάντοτε πέφτουν όταν δυο άνθρωποι κυ νηγάνε την ίδια δουλειά. Και γι’ αυτό φταίει ο ανταγωνισμός και όχι εκείνος που ρίχνα την τιμή του». «Ναι, αλλ’ οι μισθοί δε πέφτουν κει που υπάρχει σωμα τείο», αντέτεινε ο άλλος. «Και να που έρχεσαι πάλι στα λόγια μου. Το σωματείο ε λέγχει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργάτες, αλλά απ’ την άλλη κάνει τα πράματα πιο δύσκολα κει που δεν υπάρχει σωματείο. Εδώ είναι που έρχονται τα φτηνά χέρια απ’ το Γουάιττσαπελ. Είναι ανειδίκευτοι, δεν έχουν σωματεία, πί νουν ο ένας το αίμα τ’ αλλσυνού, και άμα δεν ανήκουμε σε δυνατό σωματείο πίνουν και το δικό μας στο παζάρεμα». Χωρίς να αναλύσουμε περισσότερο αυτόν το διαπληκτισμό, ο άντρας στο Μάιλ Εντ Γουέιστ τόνιζε το γεγονός ότι όταν δυο άνθρωποι διεκδικούν την ίδια δουλειά, μοιραία οι μισθοί πέφτουν. Αν είχε εμβαθύνει περισσότερο στο ζήτη μα, θα διαπίστωνε ότι ακόμα και το σωματείο, με δύναμη έ στω είκοσι χιλιάδων ανθρώπων, δε θα μπορούσε να κρατή σει τους μισθούς ψηλά αν υπήρχαν είκοσι χιλιάδες άνεργοι άνθρωποι που προσπαθούσαν να εκτοπίσουν τα μέλη του. Επίκαιρο και περίφημο παράδειγμα αποτελούν οι στρατιώ τες που επιστρέφουν απ’ τη Νότια Αφρική και αποστρατεύ ονται. Δεκάδες χιλιάδες βρίσκονται σε απελπιστική κατά σταση και μπαίνουν και εκείνοι στο στρατό των ανέργων. Σε όλη τη χώρα υπάρχει μια γενική πτώση στους μισθούς, η οποία πυροδοτεί εργατικές διαμάχες και απεργίες· αυτό το εκμεταλλεύονται οι άνεργοι, οι οποίοι μετά χαράς μαζεύουν τα εργαλεία που έχουν πετάξει κάτω οι απεργοί. Η εκμετάλλευση, οι μισθοί πείνας, οι στρατιές ανέργων και οι μεγάλοι αριθμοί απόρων και αστέγων είναι πράγματα
184
JACK LONDON
αναπόφευκτα όταν οι άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν είναι περισσότεροι απ’ τη δουλειά που πρέπει να γίνει. Οι ά ντρες και οι γυναίκες που έχω γνώρισα στους δρόμους, στο «κρικέλι» και στο συσσίτιο δε βρίσκονται εκεί επειδή αυτός ο τρόπος ζωής μπορεί να θεωρηθεί «βολικός και εύκολος». Έ χω περιγράψει επαρκώς τις κακουχίες που υπομένουν για να δείξω ότι η ζωή τους κάθε άλλο παρά «βολική και εύκο λη» είναι. Εδώ στην Αγγλία, μέσω ορθολογιστικού συλλογισμού, αποδεικνύεται ότι είναι πιο εύκολο να δουλεύεις για είκοσι σελίνια τη βδομάδα, να τρέφεσαι τακτικά και να έχεις ένα κρεβάτι να κοιμηθείς το βράδυ, παρά να γυρνάς τους δρό μους. Οι άνθρωποι που γυρνούν στους δρόμους υποφέρουν περισσότερο και δουλεύουν πιο σκληρά για μικρότερο α ντάλλαγμα. Έ χω περιγράψει τις νύχτες που περνούν και πώς, λόγω σωματικής εξάντλησης, οδηγούνται στα άσυλα προσωρινής διαμονής για «ξαπόσταμα». Κι ο θάλαμος προ σωρινής διαμονής δεν είναι «εύκολος και βολικός». Το να μαζεύουν δύο κιλά στουπιά, να σπάνε μια ντουζίνα εκατοντάκιλες πέτρες ή να κάνουν τις πιο αηδιαστικές αγγαρείες ως αντάλλαγμα για την άθλια τροφή και στέγη που λαμβά νουν είναι πέρα για πέρα εξωφρενικό απ’ την πλευρά των ανθρώπων που το επιβάλλουν. Α π’ την πλευρά των αρχών είναι σκέτη κλεψιά. Πληρώνουν την εργασία των ανθρώ πων αυτών πολύ λιγότερο απ’ ό,τι οι καπιταλιστές εργοδό τες. Ο μισθός που θα πλήρωνε ένας ιδιώτης εργοδότης για την αντίστοιχη ποσότητα δουλειάς θα τους εξασφάλιζε κα λύτερα κρεβάτια, καλύτερο φαγητό, περισσότερη καλή διά θεση και, πάνω απ’ όλα, μεγαλύτερη ελευθερία. Οπως είπα, είναι εξωφρενικό να πηγαίνουν τακτικά οι
Οι Ανθρωποι της Αβυσσον
185
άνθρωποι σε άσυλα προσωρινής διαμονής. Τούτο το ξέ ρουν, και φαίνεται απ’ τον τρόπο που τους αποφεύγουν μέ χρι η σωματική εξάντληση να τους αναγκάσει να πάνε εκεί. Και τότε γιατί το κάνουν; Όχι επειδή είναι αποθαρρυμένοι εργάτες. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο- είναι αποθαρρυμέ νοι αλήτες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο αλήτης είναι σχεδόν πάντα ένας αποθαρρυμένος εργαζόμενος. Βρίσκει πως η α λητεία είναι πιο εύκολο πράγμα απ’ τη δουλειά. Amô όμως δε συμβαίνει στην Αγγλία. Εδώ, οι αρχές κάνουν ό,τι μπο ρούν για να αποθαρρύνουν τον περιπλανώμενο και τον α λήτη- και είναι πράγματι ένα πολύ αποθαρρυμένο πλάσμα. Ξέρει ότι με δύο σελίνια την ημέρα, που είναι μόνο πενήντα σεντς, μπορεί να αγοράσει τρία καλούτσικα γεύματα, ένα κρεβάτι για το βράδυ και να του περισσέψουν και κάποιες πένες για χαρτζιλίκι. Προτιμά να βρει μια δουλειά και να βγάλει τα δύο σελίνια παρά να δεχτεί την ελεημοσύνη του α σύλου, γιατί ξέρει ότι ούτε τόσο σκληρά θα πρέπει να δου λέψει, ούτε τόσο αισχρά θα του φερθούν. Ωστόσο δεν το κάνει, γιατί οι άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν είναι πε ρισσότεροι απ’ τη δουλειά που πρέπει να γίνει. Οταν οι άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν είναι πε ρισσότεροι απ’ τη δουλειά που πρέπει να γίνει χρειάζεται να υιοθετηθεί μια διαδικασία κοσκινίσματος. Σε κάθε βιομηχα νικό κλάδο οι λιγότερο κατάλληλοι βγαίνουν εκτός. Αφού βγούνε εκτός λόγω της ακαταλληλότητάς τους, δεν μπορούν να πορευτούν ανοδικά, η πορεία τους είναι αναγκαστικά καθοδική και παραμένει τέτοια, μέχρι να φτάσουν στο επί πεδο που τους αντιστοιχεί, ένα μέρος του βιομηχανικού οι κοδομήματος για το οποίο είναι κατάλληλοι. Και εκεί, η α μείλικτη διαδικασία συνεχίζεται, οι λιγότεροι κατάλληλοι
186
JACK LONDON
πρέπει να κατέβσυν μέχρι τον πάτο, στα σφαγεία, όπου χά νονται με άθλιο τρόπο. Μια ματιά στους επιβεβαιωμένα ακατάλληλους που βρί σκονται στον πάτο φανερώνει ότι είναι κατά κανόνα ερεί πια, στο μυαλό, στο σώμα και στο ήθος. Εξαίρεση αποτε λούν οι νεοαφιχθέντες, οι οποίοι απλά είναι πολύ ακατάλ ληλοι εργάτες που βρίσκονται ακόμα στα πρώιμα στάδια της ερείπωσης. Εδώ, πρέπει να θυμόμαστε, όλες οι δυνάμεις είναι καταστροφικές. Το υγιές σώμα (το οποίο βρίσκεται ε κεί επειδή το μυαλό δεν είναι γρήγορο και ικανό) ταχύτατα παραμορφώνεται και αλλοιώνεται. Το καθαρό μυαλό (το ο ποίο βρίσκεται εκεί επειδή το σώμα είναι αδύναμο) ταχύτη τα χαλάει και μολύνεται. Η θνησιμότητα είναι υπερβολικά υψηλή, όμως, ακόμα κι έτσι, ο θάνατός τους είναι αργός και βασανιστικός. Έτσι λοιπόν οικοδομείται η Αβυσσος και τα σφαγεία. Σ ’ όλο το βιομηχανικό οικοδόμημα πραγματοποιείται μια αέναη εξόντωση. Οι ακατάλληλοι ξεδιαλέγονται και πετιούνται προς τα κάτω. Ως ακαταλληλότητα χαρακτηρίζο νται διάφορα πράγματα. Ο ασυνεπής ή ανεύθυνος μηχανι κός θα βουλιάζει μέχρι να βρει τη θέση του, ας πούμε αυτή του μεροκαματιάρη, ενασχόληση απ’ τη φύση της ασταθή που απαιτεί ελάχιστη ή καθόλου υπευθυνότητα. Εκείνοι που είναι αργοί και αδέξιοι, που υποφέρουν από αδυναμία του σώματος και του μυαλού, ή που δεν έχουν νευρικό, νοητικό και σωματικό σθένος πρέπει να βουλιάξουν, άλλο τε γοργά, άλλοτε λίγο λίγο, προς τον πάτο. Έ να ατύχημα καθιστά τον κατάλληλο εργάτη ανίκανο και συνεπώς ακα τάλληλο κι έτσι οδηγείται αναγκαστικά προς τα κάτω. Πα ρομοίως, ο ηλικιωμένος εργάτης, με ολοένα και λιγότερη ε
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
187
νέργεια και μυαλό που θολώνει, πρέπει να ξεκινήσει μια τρομακτική πτώση που δε σταματά πουθενά πριν τον πάτο και το θάνατο. Ως προς αυτό το τελευταίο, οι στατιστικές στο Λονδίνο λένε μια φρικτή ιστορία. Ο πληθυσμός του Λονδίνου αντι στοιχεί στο ένα έβδομο του συνολικού πληθυσμού του Ηνω μένου Βασιλείου, και κάθε χρόνο στο Λονδίνο ένας στους τέσσερις ενήλικες πεθαίνει σε δημόσια φιλανθρωπικά ιδρύ ματα, είτε στο φτωχοκομείο, είτε στο νοσοκομείο, είτε στο άσυλο. Αν λάβουμε υπόψη ότι οι ευκατάστατοι δεν έχουν τέτοια κατάληξη, συμπεραίνεται ότι η μοίρα τουλάχιστον ε νός εκ των τριών ενήλικων εργατών είναι να πεθάνα σε δη μόσιο φιλανθρωπικό ίδρυμα. Όσο για το πώς ένας καλός εργάτης μπορεί ξαφνικά να καταστεί ακατάλληλος και για το τι παθαίνει μετά, μπαίνω στον πειρασμό να αναφέρω την περίπτωση του Μ’Γκάρι, ε νός άντρα τριάντα δύο χρονών και τρόφιμου του φτωχοκο μείου. Τα αποσπάσματα προέρχονται α π’ την ετήσια ανα φορά των εργατικών σωματείων. Εργαζόμουν στου Σάλλιβαν στο Γουίντνες, γνωστό ως Βρετανική Χημική Βιομηχανία Αλκαλίων. Δούλευα σε μια αποθήκη και έπρεπε να διασχίσω την αυλή. Ή ταν δέκα το βράδυ και δεν είχε φως. Καθώς διέσχιζα την αυλή, ένιωσα κάτι να αρπάζει το πόδι μου και να το ξεκολλάει. Έ χασα τις αισθήσεις μου· για μια δυο μέρες δεν ξέρω τι μου συνέ βη. Την επόμενη Κυριακή συνήλθα και είδα πως βρισκό μουνα στο νοσοκομείο. Ρώτησα τη νοσοκόμα τι θα γινόταν με τα πόδια μου και είπε πως τα είχαν κόψει και τα δυο. Στην αυλή υπήρχε ένας στρόφαλος χωμένος μέσα στη γη. Ο λάκκος είχε μισό μέτρο μήκος, σαράντα εκατοστά
JACK LONDON βάθος και σαράντα εκατοστά πλάτος. Ο στρόφαλος έκανε μέσα στο λάκκο τρεις περιστροφές το λεπτό. Δεν υπήρχε συρματόπλεγμα ή κάλυμμα πάνω α π’ το λάκκο. Από τότε που έπαθα το ατύχημα σταμάτησαν τελείως το πράγμα και έχουν καλύψει το λάκκο με μια λαμαρίνα... Μου δώσανε 25 λίρες. Δεν το θεώρησαν ως αποζημίωση· είπαν ότι ήταν θέ μα φιλανθρωπίας. Α π’ αυτά πλήρωσα 9 λίρες για ένα ανα πηρικό καροτσάκι για να τσουλάω γύρω γύρω. Την εποχή που μου έκοψαν τα πόδια, δούλευα. Έ παιρ να είκοσι τέσσερα σελίνια τη βδομάδα, που είναι αρκετά καλύτερη πληρωμή από αυτό που έπαιρναν οι άλλοι, γιατί έκανα βάρδιες. Ό ταν έπρεπε να γίνει κάποια βαριά δου λειά, διάλεγαν εμένα για να την κάνω. Ο κ. Μάντον, ο διευ θυντής, ήρθε αρκετές φορές να με δει στο νοσοκομείο. Όταν άρχισα να γίνομαι καλύτερα τον ρώτησα αν θα μπο ρούσε να μου βρει δουλειά. Μου είπε να μην ανησυχώ και ότι η εταιρεία δεν είναι ψυχρή και άκαρδη. Πως ό,τι και να γίνει όλα θα πάνε καλά... Ο κ. Μάντον σταμάτησε να έρ χεται να με βλέπει- και την τελευταία φορά είπε ότι σκεφτό ταν να ζητήσει από την εταιρεία να μου δώσουν ένα πενηντόλιρο για να πάω στο σπίτι μου και στους φίλους μου στην Ιρλανδία.
Τον καημένο τον Μ’Γκάρι! Έπαιρνε αρκετά καλύτερη πληρωμή απ’ τους άλλους άντρες γιατί ήταν φιλόδοξος και έ κανε βάρδιες, και όταν έπρεπε να γίνει κάποια βαριά δουλειά διάλεγαν εκείνον για να την κάνει. Και τότε συνέβη το κακό και μπήκε στο φτωχοκομείο. Η εναλλακτική του φτωχοκομεί ου ήταν να πάει στην Ιρλανδία και να γίνει βάρος στους φί λους του για την υπόλοιπη ζωή του. Τα σχόλια είναι περιττά. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η καταλληλότητα δεν κα θορίζεται απ’ τους ίδιους τους εργάτες αλλά απ’ τη ζήτηση
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
189
εργασίας. Αν τρεις άνθρωποι ζητούν μία θέση, θα την πάρει αυτός που είναι πιο κατάλληλος. Οι άλλοι δύο, ανεξάρτητα από το πόσο ικανοί μπορεί να είναι, θα είναι, όπως και να έ χει, ακατάλληλοι. Σε περίπτωση που η Γερμανία, η Ιαπωνία και οι Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχούσαν σ’ όλη την παγκό σμια αγορά στον τομέα του σιδήρου, του άνθρακα και της υφαντουργίας, αμέσως εκατοντάδες χιλιάδες Αγγλοι εργά τες θα έμεναν άνεργοι. Κάποιοι θα μετανάστευαν, όμως οι υπόλοιποι θα έτρεχαν να προσφέρουν την εργασία τους στις εναπομείνασες βιομηχανίες. Αυτό θα οδηγούσε σε μια γενική αναστάτωση, απ’ το ψηλότερο μέχρι το χαμηλότερο σκαλί της εργατικής κλίμακας. Και όταν η ισορροπία θα εί χε πια αποκατασταθεί, ο αριθμός των ακατάλληλων στον πάτο της Αβύσσου θα ήταν αυξημένος κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Απ’ την άλλη, αν οι συνθήκες έμεναν αμετάβλητες και οι εργάτες διπλασίαζαν την αποτελεσματικότητά τους, ο αριθμός των ακατάλληλων θα ήταν ο ίδιος, παρόλο που κά θε ακατάλληλος θα ήταν δύο φορές πιο ικανός από πριν και πιο ικανός απ’ ό,τι ήταν α κατάλληλα προηγουμένως. Οταν οι άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν είναι πε ρισσότεροι από τη δουλειά που πρέπει να γίνει, εκείνα που πλεονάζουν θα είναι οι ακατάλληλοι, και ως ακατάλληλοι είναι καταδικασμένοι σε μια αργή και οδυνηρή καταστρο φή. Στόχος των επόμενων κεφαλαίων θα είναι να δείξουν, μέσα από περιγραφές της δουλειάς και του τρόπου ζωής των ακατάλληλων, όχι μόνο πώς οι άνθρωποι αυτοί ξεριζώ νονται και καταστρέφονται, αλλά και πώς, διαρκώς και εσκεμμένα, δημιουργούνται απ’ τις δυνάμεις της βιομηχανι κής κανωνίας, στη μορφή που αυτή έχα σήμερα.
18 ΜΙΣΘΟΙ
Ό ταν έμαθα πως στο Λονδίνο 1.292.737 άνθρωποι κέρδι ζαν τη βδομάδα είκοσι ένα σελίνια ή λιγότερο ανά οικογέ νεια, ενδιαφέρθηκα να δω πώς θα μπορούσαν να ξοδευτούν οι μισθοί με τον καλύτερο τρόπο ώστε να διατηρηθεί η σω ματική αποδοτικότητα των οικογενειών αυτών. Επειδή οι οι κογένειες των έξι, επτά, οκτώ ή δέκα ατόμων δε θα μπορού σαν να εξεταστούν, ο πίνακας που ακολουθεί βασίστηκε σε μια πενταμελή οικογένεια - πατέρας, μητέρα και τρία παι διά' επιπλέον, τα είκοσι ένα σελίνια τα αντίστοίχισα με 5,25 δολάρια, αν και στην πραγματικότητα είκοσι ένα σελίνια ισούνται με περίπου 5,11 δολάρια. Ενοίκιο Ψωμί Κρέας Λαχανικά Κάρβουνο Τσάι Λάδι Ζάχαρη Γάλα
1,50$ 1,00 0,87 Υι 0,62 Υι 0,25 0,18 0,16 0,18 0,12
ή ή ή ή ή ή ή ή ή
6 σελ. 0 π. 4 σελ. 0 π. 3 σελ. 6 π. 2 σελ. 6 π. 1 σελ. 0 π. 9 π. 8 π. 9 π. 6 π.
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
Σαπούνι Βούτυρο Καυσόξυλα Σύνολο
0,08 0,20 0,08 5,25$
ή ή ή
191
4 π. 10 π. 4 π. 21 σελ. 2π.
Η ανάλυση ενός μονάχα αγαθού θα δείξει πόσο μικρά είναι τα περιθώρια για σπατάλη. Ψωμί, 1 δολάριο·, για μια οικογένεια πέντε ατόμων, για επτά μέρες, ψωμί αξίας ενός δολαρίου δίνει για κάθε άτομο ημερήσια μερίδα των 2 6/7 σεντς. Και αν τρώνε τρία γεύματα, ο καθένας μπορεί να καταναλώνει σε κάθε γεύμα ψωμί αξίας μισού σεντς, λίγο λιγότερο από ψωμί αξίας μισής πένας. Το ψωμί βέβαια είναι το βασικότερο αγαθό. Το κρέας που θα τους αντιστοιχεί σε κάθε γεύμα θα είναι λιγότερο, και α κόμα λιγότερα θα είναι τα λαχανικά, ενώ τα αγαθά μικρότερης ποσότητας γίνονται πολύ ελάχιστα για να υπολογιστούν. Από την άλλη, τα τρόφιμα αυτά αγοράζονται σε τιμή λιανικής πώλη σης, που είναι η πιο ακρφή και σπάταλη μέθοδος αγοράς. Παρόλο που ο παραπάνω πίνακας δεν αφήνει περιθώρια για σπατάλες και βαρυστομαχιές, παρατηρούμε ότι δεν υ πάρχει πλεόνασμα χρημάτων. Ολόκληρη η γκινέα ξοδεύε ται στο φαγητό και το ενοίκιο. Δεν περισσεύει χαρτζιλίκι. Αν ο άντρας αγοράσει ένα ποτήρι μπίρα, η οικογένεια πρέ πει να φάει ανάλογα λιγότερο. Και όσο λιγότερο τρώει, τό σο περισότερο βάζει σε κίνδυνο τη σωματική της αντοχή. Τα μέλη αυτής της οικογένειας δεν μπορούν να χρησιμοποιή σουν τραμ ή λεωφορείο, δεν μπορούν να γράψουν γράμμα τα, δεν μπορούν να έχουν εξόδους, να δούνε ένα θέαμα των δύο πενών ή μια φτηνή κωμωδία, δεν μπορούν να γίνουν μέ λη κάποιου κοινωνικού ή κοινωφελούς σωματείου, ούτε να αγοράσουν γλυκίσματα, καπνό, βιβλία ή εφημερίδες.
192
JACK LONDON
Επιπλέον, αν ένα παιδί (και υπάρχουν τρία) χρειαστεί ένα ζευγάρι παπούτσια, η οικογένεια πρέπει να κόψει το κρέας για μια βδομάδα. Και α π’ τη στιγμή που υπάρχουν πέντε ζεύγη ποδιών που χρειάζονται παπούτσια, πέντε σώματα που χρειάζονται ρούχα και πέντε κεφάλια που χρειάζονται καπέλα, και α π’ τη στιγμή που υπάρχουν νό μοι που τιμωρούν την αναξιοπρεπή εμφάνιση, η οικογέ νεια πρέπει να βάζει διαρκώς σε κίνδυνο τη σωματική της αντοχή για να μην παγώσει και για να μην πάει φυλακή. Διότι προσέξτε πως όταν το ενοίκιο, το κάρβουνο, το λά δι, το σαπούνι και τα καυσόξυλα αφαιρεθούν απ’ το εβδο μαδιαίο εισόδημα, για κάθε άτομο απομένει ημερησίως για φαγητό το ποσό των 4,5 π.· και η μείωση των 4,5 π. για την αγορά ρούχων δεν μπορεί να μη βάλει σε κίνδυνο τη σωματική αντοχή. Και ενώ όλα αυτά είναι ήδη αρκετά δύσκολα, συμβαίνει το κακό. Ο πατέρας και σύζυγος σπάει το πόδι ή το λαιμό του. Το ημερήσιο εισόδημα των 4,5 π. ανά στόμα κόβεται- το ψωμί αξίας μισής πένας ανά γεύμα κόβεται και αυτό- και στο τέλος της βδομάδας, δεν υπάρχουν ούτε τα έξι σελίνια για το ενοίκιο. Έ τσι λοιπόν πρέπει να φύγουν, να βγουν στους δρόμους ή να πάνε στο φτωχοκομείο ή σε κάποια ά θλια τρύπα, κάπου, όπου η μητέρα θα προσπαθήσει απελπι σμένα να κρατήσει την οικογένειά της ζωντανή με τα δέκα σελίνια που πιθανόν να μπορεί να κερδίσει τη βδομάδα. Και ενώ στο Λονδίνο 1.292.737 άνθρωποι κερδίζουν τη βδομάδα είκοσι ένα σελίνια ή λιγότερο ανά οικογένεια, πρέ πει να θυμόμαστε ότι έχουμε εξετάσει την περίπτωση μιας πενταμελούς οικογένειας που ζει στη βάση των είκοσι ενός σελινιών. Υπάρχουν μεγαλύτερες οικογένειες, ενώ πολλές
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
193
ζουν με πολύ λιγότερα από είκοσι ένα σελίνια, και επιπλέον η απασχόληση είναι ιδιαίτερα αβέβαιη. Το ερώτημα προκύ πτει από μόνο του: αυτοί πώς ζούνε; Η απάντηση είναι ότι δε ζούνε. Δεν ξέρουν π σημαίνει ζωή. Υπομένουν τη ζωώδη ύ παρξή τους μέχρι ο θάνατος να τους απαλλάξει χαριστικά απ’ αυτήν. Προτού κατέλθουμε στα ακόμα φρικτότερα βάθη, ας α ναφερθούμε στην περίπτωση των τηλεφωνητριών. Εδώ, έ χουμε τις καθαρές, νεαρές Αγγλίδες κόρες για τις οποίες έ να υψηλότερο επίπεδο ζωής απ’ αυτό των ζώων είναι απολύ τως απαραίτητο. Διαφορετικά δεν μπορούν να παραμείνουν καθαρές, νεαρές Αγγλίδες κόρες. Στην αρχή της υπηρεσίας της, μια τηλεφωνήτρια λαμβάνει εβδομαδιαίο μισθό έντεκα σελίνια. Αν είναι γρήγορη και έξυπνη, πιθανόν μετά από πέ ντε χρόνια να λαμβάνει το πολύ μία λίρα. Προσφάτως, ένας πίνακας με τα εβδομαδιαία έξοδα μιας τέτοιας κοπέλας πα ραδόθηκε στο Λόρδο Λόντοντερυ. Να ο πίνακας:
Ενοίκιο, θέρμανση και φωτισμός Τροφή στο σπίτι Τροφή στο γραφείο Μετακινήσεις με τραμ Πλυστικά Σύνολο
σελ. 7 3 4 1 1 18
π. 6 6 6 6 0 0
Έτσι δεν απομένει τίποτα για ρούχα, ψυχαγωγία, ή για περίπτωση ασθένειας. Και πολλές απ’ τις κοπέλες λαμβά νουν όχι δεκαοκτώ, αλλά έντεκα, δώδεκα ή δεκατέσσερα σε λίνια τη βδομάδα. Χρειάζονται ρούχα και ψυχαγωγία και...
194
JACK LONDON
Ο Άντρας τον Άντρα συχνά τον αδικεί, τη Γυναίκα, όμως, την αδικεί πάντα. Στο Συνέδριο των Εργατικών Σωματείων που γίνεται τώρα στο Λονδίνο, η Ένωση των Εργαζομένων Υγραερίου υπέβαλε πρόταση να δοθεί εντολή στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή να εισαγάγει Νομοσχέδιο για την απαγόρευση της απασχόλησης των παιδιών κάτω των δεκαπέντε ετών. Ο κ. Σάκλετον, Μέλος του Κοινοβουλίου και εκπρόσωπος των Κλωστοϋφαντουργών των Βορείων Κομητειών αντιτέθηκε στο ψήφισμα εκ μέρους των κλωστοϋφαντουργών, οι οποί οι, είπε, δεν μπορούν να κάνουν χωρίς τα εισοδήματα των παιδιών τους και να ζουν μόνο απ’ τους μισθούς που παίρ νουν οι ίδιοι. Οι εκπρόσωποι 514.000 εργαζομένων αντιτέθηκαν στο ψήφισμα ενώ οι εκπρόσωποι 535.000 εργαζομέ νων ψήφισαν υπέρ αυτού. Οταν 514.000 εργαζόμενοι αντιτίθενται σ’ ένα ψήφισμα, που απαγορεύει την εργασία παι διών κάτω των δεκαπέντε, είναι προφανές ότι ένας τερά στιος αριθμός των ενήλικων εργαζομένων της χώρας λαμ βάνει μισθό που δεν του επιτρέπει να επιβιώσει. Έχω μιλήσει με γυναίκες στο Γουάιττσαπελ που παίρ νουν λιγότερο από ένα σελίνι για δώδεκα ώρες δουλειάς ημερησίως στις βιοτεχνίες που φτιάχνουν παλτά· και με πα ντελονοράφτρες που παίρνουν κατά μέσο όρο τον πριγκιπι κό εβδομαδιαίο μισθό των τριών ως τεσσάρων σελινιών. Πρόσφατα άκουσα για την περίπτωση κάποιων αντρών που ήταν στη δούλεψη μιας προσοδοφόρας επιχείρησης, οι οποί οι λάμβαναν έξι σελίνια τη βδομάδα και σίτιση για έξι μέρες δουλειάς, δεκαέξι ώρες ημερησίως. Οι πλανόδιοι διαφημι στές παίρνουν δεκατέσσερις πένες τη μέρα και εφοδιάζο
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
195
νται οι ίδιοι για τη δουλειά τους. Τα μέσα εβδομαδιαία εισο δήματα των γυρολόγων και των πλανόδιων μανάβηδων δεν ξεπερνούν τα δέκα με δώδεκα σελίνια. Ο μέσος μισθός όλων των εργατών, με εξαίρεση τους λιμενεργάτες, είναι λιγότερο από δεκαέξι σελίνια τη βδομάδα, ενώ αυτός των λιμενεργα τών κ^ιαίνεται μεταξύ οχτώ και εννιά σελινιών. Τα νούμερα αυτά προέρχονται απ’ την αναφορά της βασιλικής επιτρο πής και είναι αυθεντικά. Φανταστείτε μια γριά γυναίκα, τσακισμένη και ετοιμο θάνατη, να συντηρεί τον εαυτό της και τέσσερα παιδιά και να πληρώνει τρία σελίνια τη βδομάδα για νοίκι, και αυτό φτιάχνοντας σπιρτόκουτα για 2,25 π. τα 144 κουτιά. Δώδε κα ντουζίνες σπιρτόκουτα για 2,25 π., και επιπλέον να προ μηθεύεται η ίδια την κόλλα και την κλωστή! Δεν κάθισε πο τέ, ούτε μία μέρα, μήτε για αρρώστια μήτε για ξεκούραση ή αναψυχή. Κάθε μέρα, ακόμα και τις Κυριακές, δούλευε δε κατέσσερις ολόκληρες ώρες. Η καθημερινή παραγωγή της ήταν εφτά 114άδες, απ’ την οποία έβγαζε 1 σελ. και 3,75 π. Στις ενενήντα οχτώ ώρες δουλειάς εβδομαδιαίος έφτιαχνε 7.066 σπιρτόκουτα και εισέπραττε 4 σελ. και 10,25 π., μείον την κόλλα και την κλωστή. Πέρυσι, ο κ. Τόμας Χολμς, γνωστός ιεραπόστολος του πταιματοδικείου, αφού έγραψε για τις συνθήκες εργασίας των γυναικών, έλαβε το ακόλουθο γράμμα, με ημερομηνία 18 Απριλίου 1901: Κύριε - Συγχωρέστε το θάρρος που παίρνω, αλλά αφού διάβασα αυτά που γράψατε για τις καημένες τις γυναίκες που δουλεύουν δεκατέσσερις ώρες τη μέρα, για δέκα σελί νια τη βδομάδα, θα ήθελα, σας παρακαλώ, να αναφέρω και
196
JACK LONDON τη δική μου περίπτωση. Είμαι ράφτρα γραβατών και μετά από μια ολόκληρη βδομάδα δουλειάς δεν μπορώ να βγάλω πάνω από πέντε σελίνια και έχω να φροντίσω το δύστυχο, άρρωστο άντρα μου, ο οποίος τα τελευταία δέκα χρόνια ή και παραπάνω, δεν έχα βγάλει ούτε μια πένα.
Φανταστείτε μια γυναίκα που είναι ικανή να γράψει ένα τόσο σαφές, λογικό και καλοσυνταγμένο γράμμα να φρο ντίζει τον εαυτό της και τον άντρα της με πέντε σελίνια τη βδομάδα! Ο κ. Χολμς την επισκέφθηκε. Καλά καλά δε χω ρούσε να περάσει απ’ την πόρτα για να μπει στο δωμάτιο. Εκεί κείτονταν ο άρρωστος άντρας της· εκεί δούλευε κι αυ τή ολημερίς· εκεί μαγείρευε, έτρωγε, πλενόταν και κοιμόταν και εκεί, ο άντρας της και εκείνη ικανοποιούσαν όλες τις α νάγκες της ζωής και του θανάτου. Ο ιεραπόστολος δεν είχε πού να κάτσει εκτός α π’ το κρεβάτι, το οποίο ήταν μισοκαλυμμένο από γραβάτες και μετάξι. Οι πνεύμονες του άρρω στου άντρα ήταν στα τελευταία στάδια της αποσύνθεσης. Εβηχε και έφτυνε συνεχώς, και η γυναίκα άφηνε τη δουλειά της για να τον βοηθήσει όταν τον έπιανε παροξυσμός. Το μεταξένιο χνούδι απ’ τις γραβάτες δεν ήταν καλό για την αρ ρώστια του. Ούτε η αρρώστια του έκανε καλό στις γραβά τες, μήτε σε εκείνους που θα τις φορούσαν, όταν θα ήταν έ τοιμες. Ο κ. Χολμς επισκέφθηκε ακόμα μία περίπτωση, αυτή ε νός νεαρού κοριτσιού δώδεκα ετών που καταδικάστηκε για κλοπή φαγητού. Το βρήκε να κάνει την παραμάνα ενός εννιάχρονου αγοριού, ενός εφτάχρονου ανάπηρου αγοριού και ενός ακόμα μικρότερου παιδιού. Η μητέρα του κορι τσιού ήταν χήρα, και η δουλειά της ήταν να ράβει πουκάμι
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
197
σα. Πλήρωνε πέντε σελίνια τη βδομάδα για νοίκι. Αυτά εί ναι τα αγαθά στον πιο πρόσφατο προϋπολογισμό του νοι κοκυριού της: τσάι 0,5 π., ζάχαρη 0,5 π., ψωμί 0,25 π., μ α ρ γαρίνη 1 π., λάδι 1,5 π., και καυσόξυλα 0,5 π. Εσείς, καλές και τρυφηλές νοικοκυρές, φανταστείτε να ψωνίζετε και να κρατάτε ένα σπίτι με τέτοιον προϋπολογισμό, να στρώνετε τραπέζι για πέντε και να επιτηρείτε τη δωδεκάχρονη κόρη σας για να μην κλέψει φαγητό για τα αδερφάκια της, ενώ ε σείς ράβετε και ράβετε και ράβετε μια εφιαλτική σειρά από πουκάμισα, που χάνονται στη σκοτεινιά και καταλήγουν στο φέρετρο της ένδειας που σας περιμένει ανοιχτό.
19 ΤΟ ΓΚΕΤΟ
Είναι σωστό σύμμαχοι της Επιστήμης να γινόμαστε και δόξα ν'αποκτούμε όταν η λάσπη μαυρίζει το νου και την ψυχή των παιδιών στην πόλη εκεί που ζούνε; Εκεί στα σκοτεινά σοκάκια η Πρόοδος με σακατεμένα πόδια δεν μπορεί να προχωρήσει πια ενώ η πείνα και το έγκλημα στέλνει τις κόρες μας στο δρόμο και στα καπηλειά. Ε κεί οι αφέντες την τσακισμένη ράφτρα τους πιο οικονόμα να γίνει αναγκάζουν, εκεί σε μια σοφίτα θλιβερή νεκροί και ζωντανοί φωλιάζουν. Ε κεί η φωτιά του πυρετού πον σιγοκαίει στο σάπιο πάτωμα απλώνει Και το κρεβάτι της αιμομιξίας στα σοκάκια των φτωχών σιγά σιγά πυρώνει. Κάποτε οι χώρες της Ευρώπης περιόριζαν τους ανεπιθύμη τους Εβραίους σε αστικά γκέτο. Όμως σήμερα, η κυρίαρχη οικονομικά τάξη, με λιγότερο αυθαίρετες αλλά εξίσου αυ στηρές μεθόδους, έχει περιορίσει τους ανεπιθύμητους κι ω
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
199
στόσο απαραίτητους εργάτες σε γκέτο εξαιρετικής αθλιότη τας και απεραντοσύνης. Έ να τέτοιο γκέτο είναι και το Ανα τολικό Λονδίνο- εκεί δεν κατοικούν οι πλούσιοι και οι ισχυ ροί, εκεί δεν πάνε ταξιδιώτες, εκεί δύο εκατομμύρια εργάτες συνωστίζονται, αναπαράγονται και πεθαίνουν. Δεν πρέπει κανείς να υποθέσει ότι όλοι οι εργάτες του Λονδίνου συγκεντρώνονται στο Ηστ Εντ, όμως υπάρχει ένα ισχυρό ρεύμα που κατευθύνεται προς τα εκεί. Οι φτωχές συ νοικίες στο κέντρο της πόλης συνεχώς γκρεμίζονται και η κύ ρια μάζα των ανέστιων κατευθύνεται ανατολικά. Μέσα στα τελευταία δώδεκα χρόνια, μια περιοχή, το «Λονδίνο πέρα απ’ τα Σύνορα», όπως τη λένε, η οποία βρίσκεται πολύ μακριά α πό το Άλντγκεϊτ, το Γουάιττσαπελ και το Μάιλ Εντ, έχει πα ρουσιάσει πληθυσμιακή αύξηση κατά 260.000, ή πάνω από 60 τοις εκατό. Μάλιστα, στις εκκλησίες της περιοχής μπορεί να βρει θέση μόνο 1 στους 37 καινούργιους κατοίκους. Η Πόλη της Φρικτής Μονοτονίας, έτσι λένε συχνά το Ηστ Εντ, ιδίως οι καλοταϊσμένοι και αισιόδοξοι περιηγητές που βλέπουν την επιφάνεια των πραγμάτων και απλούστα τα μένουν άναυδοι απ’ την ανυπόφορη ομοιομορφία και α θλιότητα της περιοχής αυτής. Αν το Ηστ Εντ δεν αξίζα χει ρότερο τίτλο από το «Η Πόλη της Φρικτής Μονοτονίας» και αν οι εργαζόμενοι δεν είναι άξιοι της ποικιλίας, της ο μορφιάς και του απροσδόκητου, τότε ίσως να μην είναι τόσο κακό μέρος να ζει κανείς. Ομως το Ηστ Εντ αξίζει χειρότε ρο τίτλο. Επρεπε να το λένε «Η Πόλη της Παρακμής». Παρόλο που δεν είναι πόλη φτωχογειτονιών, όπως μπορεί να φαντάζονται ορισμένοι, μπορούμε κάλλιστα να π ο φ ε ότι είναι από μόνη της μια γιγανααία φτωχογειτονιά. Από άποψη απλής ευπρέπειας και καθαριότητας αντρών και γυναικών, ο
200
JACK LONDON
ποιοσδήποτε άθλιος δρόμος απ’ όλους τους άθλιους δρόμους είναι μια γιγαντιαία φτωχογειτονιά. Εκεί όπου υπάρχουν ακόνες και ήχοι που ούτε εγώ ούτε εσείς θα θέλαμε τα παιδιά μας να δουν και να ακούσουν, είναι μέρος όπου κανενός τα παιδιά δε θα έπρεπε να ζσυν, να βλέπουν και να ακούν. Εκεί όπου ε γώ και εσείς δε θα θέλαμε η γυναίκα μας να περάσει την υπό λοιπη ζωή της, είναι μέρος όπου κανενός η γυναίκα δε θα έ πρεπε να περάσει την υπόλοιπη ζωή της. Διότι εδώ, στο Ηστ Εντ, α χυδαιότητες και α κτηνώδεις σκληρότητες της ζωής εί ναι εξαπλωμένες παντού. Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή. Το κακό διαφθείρει το καλό και όλα μαζί σαπίζουν. Τα αθώα παιδικά χρόνια είναι γλυκά και όμορφα. Όμως στο Ανατολικό Λονδί νο η αθωότητα είναι κάτι το φευγαλέο και πρέπει να την αρ πάξετε πριν βγει απ’ την κούνια μπουσσυλώντας, διαφορετικά θα βρείτε τα μωρά σας να είναι το ίδιο ανίερα σοφά με εσάς. Η εφαρμογή του Χρυσού Κανόνα ορίζα ότι το Ανατολι κό Λονδίνο είναι ακατάλληλο μέρος για να ζει κανείς. Έ να μέρος όπου δε θα αφήνατε το μωρό σας να ζήσει, να μεγα λώσει, να συλλέξει γνώση απ’ τη ζωή και τα πράγματα, είναι μέρος ακατάλληλο για να ζήσσυν, να μεγαλώσουν, να συλλέξσυν γνώση απ’ τη ζωή και τα πράγματα και τα μωρά των υπόλοιπων ανθρώπων. Είναι πολύ απλό πράγμα αυτός ο Χρυσός Κανόνας και είναι ό,τι μας χρειάζεται. Η πολιτική οικονομία και η θεωρία περί επικράτησης του ισχυροτέρου μπορούνε να πάνε να πνιγούν αν λένε κάτι το διαφορετικό. Ό,τι δεν είναι αρκετά καλό για εσάς δεν είναι αρκετά καλό και για τους άλλους, τελεία και παύλα. Υπάρχουν 300.000 άνθρωποι στο Λονδίνο, διαιρεμένοι σε οικογένειες, που ζούνε σε κατοικίες του ενός δωματίου. Πολλοί, πολλοί περισσότεροι ζούνε σε δύο και τρία δωμά
Οι Ανθρωποι της Αβυσσον
201
τια και είναι το ίδιο στριμωγμένοι, ανεξαρτήτως φύλου, με εκείνους που ζουν σε ένα δωμάτιο. Ο νόμος ορίζει ότι κάθε άτομο πρέπει να έχει τουλάχιστον 12 κυβικά μέτρα χώρο. Στους στρατώνες, σε κάθε στρατιώτη παραχωρούνται 18 κυβικά μέτρα χώρου. Ο Καθηγητής Χάξλεϋ, που ήταν κά ποτε γιατρός στο Ανατολικό Λονδίνο, πάντα υποστήριζε ό τι κάθε άτομο πρέπει να έχει 24 κυβικά μέτρα χώρο, ο οποί ος πρέπει να αερίζεται. Παρ’ όλα αυτά, στο Λονδίνο υπάρ χουν 900.000 άνθρωποι που ζουν σε λιγότερα από τα 12 κυ βικά μέτρα χώρου που προβλέπει ο νόμος. Ο κ. Τσαρλς Μπουθ, ο οποίος για χρόνια είχε καταπια στεί με μια συστηματική μελέτη καταγραφής και ταξινόμη σης του εργατικού πληθυσμού, εκτιμά ότι στο Λονδίνο υ πάρχουν 1.800.000 άνθρωποι που είναι φτωχοί ή πολύ φτω χοί. Ενδιαφέρον έχει να αναφέρουμε ποιους ορίζει ως φτω χούς. Φτωχοί είναι οι οικογένειες που έχουν συνολικό εβδο μαδιαίο εισόδημα από δεκαοκτώ ως είκοσι ένα σελίνια. Οι πολύ φτωχοί πέφτουν πολύ κάτω απ’ αυτή τη βάση. Οι εργάτες, ως τάξη, απομονώνονται ολοένα και περισ σότερο απ’ τους οικονομικά κυρίαρχους· και αυτή η διαδι κασία; με το συνωστισμό και το στρίμωγμά της, τείνει όχι τόσο προς την ανηθικότητα όσο προς την παντελή έλλειψη ηθικής. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από μια πρόσφατη συ νεδρίαση του Νομαρχιακού Συμβουλίου του Λονδίνου, λα κωνικό και σαφές αλλά γεμάτο υπονοούμενη φρίκη. Ο κ. Μπρους ρώτησε τον Πρόεδρο της Επιτροπής για τη Δημόσια Υγεία αν του είχαν επιστήσει την προσοχή σε πε ριπτώσεις σοβαρού συνωστισμού στο Ηστ Εντ. Στο Σαιν Τζωρτζ ιν-δε-Ηστ, ένας άντρας, η γυναίκα του και η οκτα
202
JACK LONDON μελής οικογένειά τους, έμεναν σε ένα μικρό δωμάτιο. Η οι κογένεια αποτελούνταν από πέντε κόρες, είκοσι, δεκαε φτά, οχτώ και τεσσάρων χρονών και ένα βρέφος· και από τρεις γιους, δεκαπέντε, δεκατριών και δώδεκα χρονών. Στο Γουάιττσαπελ, ένας άντρας, η γυναίκα του και οι τρεις κό ρες τους, δεκαέξι, οχτώ και τεσσάρων χρονών, έμεναν σ’ ένα ακόμα μικρότερο δωμάτιο. Στο Μπέθναλ Γκρην, ένας άντρας, η γυναίκα του, οι τέσσερις γιοι τους, είκοσι τριών, είκοσι ενός, δεκαεννέα και δεκάξι χρονών και οι δυο κόρες τους, δεκατεσσάρων και εφτά, βρέθηκαν και αυτοί να μέ νουν σε ένα μόνο δωμάτιο. Ρώτησε αν ήταν καθήκον των διαφόρων τοπικών αρχών να αποτρέπουν τέτοιους σοβα ρούς συνωστισμούς.
'Ομως με 900.000 ανθρώπους να ζουν αυτή τη στιγμή υπό παράνομες συνθήκες, οι αρχές είναι πολύ απασχολημένες. Οταν γίνεται έξωση στο συνωστισμένο πλήθος, αυτό ξαμολιέται για να βρει κάποια άλλη τρύπα. Και επειδή μετακι νούν τα υπάρχοντά τους μέσα στη νύχτα, με μια χειράμαξα (μια χειράμαξα χωρά ολόκληρο το νοικοκυριό και τα παιδιά που κοιμούνται), είναι αδύνατο να ακολουθήσεις τα ίχνη τους. Αν εφαρμοζόταν ξαφνικά και απόλυτα ο Νόμος περί Δημόσιας Υγείας του 1891,900.000 άνθρωποι θα ειδοποιού νταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να βγουν στους δρόμους, ενώ θα έπρεπε να χτιστούν 500.000 δωμάτια πριν μπορέσουν ξανά να στεγαστούν μόνιμα. Οι άθλιοι δρόμοι απλώς δείχνουν άθλιοι απ’ έξω, αλλά πίσω απ’ τους τοίχους υπάρχει βρομιά, μιζέρια και τραγω δία. Η ανάγνωση της τραγωδίας που ακολουθεί ίσως είναι αποκρουστική, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα πιο αποκρουστική είναι η ύπαρξή της.
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
203
Στο Ντέβονσαϊρ Πλέις, στη Λίσον Γκρόουβ, πριν λίγο καιρό πέθανε μια γριά γυναίκα εβδομήντα πέντε χρονών. Κατά την προανάκριση, ο υπάλληλος του νεκροτομείου δή λωσε ότι «το μόνο που βρήκε ήταν ένας σωρός από κουρέ λια, γεμάτο ζωύφια. Και ο ίδιος, είχε σκεπαστεί ολόκληρος από ζωύφια. Το δωμάτιο ήταν σε σοκαριστική κατάσταση και δεν είχε δει ποτέ τίποτα παρόμοιο. Τα πάντα ήταν εντε λώς σκεπασμένα από ζωύφια». Ο γιατρός είπε: «Βρήκε την αποθανούσα να κείτεται α νάσκελα πάνω στο κιγκλίδωμα του τζακιού. Φορούσε ρού χα και κάλτσες. Το πτώμα ήταν καλυμμένο από ζωύφια και όλα τα ρούχα στο δωμάτιο ήταν κι αυτά μαύρα απ’ τα έντο μα. Η αποθανούσα ήταν πολύ υποσιτισμένη και κάτισχνη. Είχε εκτεταμένες πληγές στα πόδια της, πάνω στις οποίες είχαν κολλήσει οι κάλτσες. Οι πληγές είχαν προκληθεί α π’ τα ζωύφια». Ένας άντρας που ήταν παρών στην προανάκριση, έγρα ψε: «Είχα την ατυχία να δω το πτώμα της κακομοίρης γυναί κας όταν κείτονταν στο νεκροθάλαμο· ακόμα και τώρα η α νάμνηση αυτού του φριχτού θεάματος με κάνει και ανατρι χιάζω. Κείτονταν εκεί, στο νεκροθάλαμο και ήταν τόσο υ ποσιτισμένη και κάτισχνη που έμοιαζε με σκέτο σωρό από δέρμα και κόκαλα. Τα μαλλιά της, που ήταν μπερδεμένα απ’ τη βρομιά, ήταν απλώς μια φωλιά ζωυφίων. Πάνω στο κοκαλιάρικο στέρνο της χοροπηδούσαν και σέρνονταν εκατο ντάδες, χιλιάδες, μυριάδες ζωύφια». Αν δεν είναι ωραίο η μητέρα μου και η μητέρα σας να πεθάνει μ’ αυτό τον τρόπο, τότε δεν είναι ωραίο η γυναίκα αυ τή, οποιουδήποτε μητέρα και αν είναι, να πεθάνει με αυτό τον τρόπο.
204
JACK LONDON
Ο επίσκοπος Γσυίλκινσον, ο οποίος έχα ζήσα στη χώρα των Ζουλού, πρόσφατα είπε: «Σ’ ένα αφρικανικό χωριό, κα νένας άνθρωπος δε θα επέτρεπε ένα τόσο αδιάκριτο ανα κάτεμα νεαρών αντρών και γυναικών, αγοριών και κοριτσιών». Αναφερόταν στα παιδιά του συνωστισμένου λαου τζίκου, τα οποία στα πέντε τους χρόνια δεν έχουν τίποτα να μάθουν αλλά πολλά να ξεμάθουν, τα οποία όμως δε θα ξεμάθουν ποτέ. Είναι πασίγνωστο ότι εδώ στο Γκέτο τα σπίτια των φτω χών είναι περισσότερο κερδοφόρα απ’ τις επαύλεις των πλου σίων. Ο φτωχός εργάτης όχι μόνο ζει σαν κτήνος, αλλά γι’ αυ τή τη ζωή πληρώνει αναλογικά περισσότερα από αυτά που πληρώνει ο πλούσιος για την ευρυχωρία και την άνεσή του. Έ χ α δημισυργηθεί μια ολόκληρη τάξη σπιτονοικοκύρηδων που θησαύριζα λόγω του ανταγωνισμού που υπάρχα μεταξύ των φτωχών για τα σπίτια. Υπάρχουν περισσότεροι άνθρω ποι απ’ ό,π χώρος, και πολλοί εξ αυτών βρίσκονται στα φτω χοκομεία γιατί δεν μπορούν να βρουν καταφύγιο πουθενά αλλού. Τα σπίτια όχι μόνο νοικιάζονται αλλά υπενοικιάζο νται και υπο-υπενοικιάζονται, ακόμα και τα ίδια τα δωμάτια. «Ενοικιάζεται μέρος του δωματίου». Αυτή η αγγελία αναρτήθηκε πριν από λίγο καιρό σ’ ένα παράθυρο, πέντε λε πτά με τα πόδια απ’ το Σαιν Τζέημς Χωλ. Ο Αιδεσιμότατος Χισυ Πράις Χισυζ γνωρίζει και έχει δηλώσει ότι ενοικιάζο νται κρεβάτια βάσει του συστήματος της τριπλής βάρδιας δηλαδή τρας ένοικοι σε ένα κρεβάτι, ο καθένας απ’ τους ο ποίους το χρησιμοποιεί για οχτώ ώρες, ώστε να παραμένει πάντα ζεστό. Ο χώρος κάτω απ’ το κρεβάτι νοικιάζεται και εκείνος βάσει του συστήματος της τριπλής βάρδιας. Οι υ πάλληλοι της υγαονομικής υπηρεσίας έχουν συνηθίσα να α
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
205
ντιμετωπίζουν περιπτώσεις όπως η επόμενη: σ’ ένα δωμάτιο χωρητικότητας 30 κυβικών μέτρων, τρεις ενήλικες γυναίκες στο κρεβάτι και δύο ενήλικες γυναίκες κάτω απ’ το κρεβάτι· και σ’ ένα δωμάτιο χωρητικότητας 49,5 κυβικών μέτρων, έ νας ενήλικος άντρας και δύο παιδιά στο κρεβάτι και δύο ε νήλικες γυναίκες κάτω απ’ το κρεβάτι. Ακολουθεί ένα τυπικό παράδειγμα δωματίου που υπόκειται στο πιο αξιοπρεπές σύστημα της διπλής βάρδιας. Κα τά τη διάρκεια της ημέρας διαμένει σε αυτό μια γυναίκα, η ο ποία δουλεύει όλη τη νύχτα σ’ ένα ξενοδοχείο. Στις εφτά η ώρα το βράδυ αδειάζει το δωμάτιο και μέσα μπαίνει ένας χτίστης, ο οποίος στις εφτά το πρωί αδειάζει με τη σειρά του το δωμάτιο για να πάει στη δουλειά, οπότε και επιστρέφει η γυναίκα απ’ τη δική της. Ο Αιδεσιμότατος Γ. Ν. Ντέιβις, εφημέριος του Σπάιταλφηλντς, έκανε έρευνα σε κάποια στενά της ενορίας του. Λέει: Σ’ ένα στενό υπάρχουν δέκα σπίτια -πενήντα ένα δ ω μάτια, όλα σχεδόν 2,40 επί 2,70 μέτρα- και 254 άνθρωποι. Υπάρ χουν έξι μονάχα περιπτώσεις όπου δύο άνθρωποι ενοικιά ζουν ένα δωμάτιο - στις υπόλοιπες, ο αριθμός κυμαινόταν από 3 ως 9 άτομα. Σ ’ έναν άλλο δρόμο με έξι σπίτια και εί κοσι δύο δωμάτια υπήρχαν 84 άνθρωποι - και πάλι, σε αρ κετές περιπτώσεις, 6 , 7 , 8 και 9 άτομα έμεναν σ ’ ένα μονά χα δωμάτιο. Σ’ ένα σπίτι με οχτώ δωμάτια, ζουν 45 άνθρω ποι - ένα δωμάτιο περιλαμβάνει 9 άτομα, ένα 8, δύο 7 και ένα άλλο 6.
Αυτός ο συνωστισμός στο Γκέτο δε γίνεται ηθελημένα αλλά εξαναγκαστικά. Σχεδόν το 50 τοις εκατό των εργατών πληρώνουν το ένα τέταρτο ή το ένα δεύτερο του εισοδήμα-
JACK LONDON
206
τός τους σε ενοίκιο. Το μέσο εβδομαδιαίο ενοίκιο στο μεγα λύτερο τμήμα του Ηστ Εντ είναι τέσσερα με έξι σελίνια το δωμάτιο, ενώ οι ειδικευμένοι μηχανικοί που βγάζουν τριά ντα πέντε σελίνια τη βδομάδα είναι αναγκασμένοι να διαθέ τουν δεκαπέντε από αυτά για δύο ή τρεις μικρές, σκοτεινές τρύπες, όπου πασχίζουν απεγνωσμένα να αποκτήσουν κάτι που να θυμίζει σπιτική ζωή. Και τα ενοίκια συνεχώς ανεβαί νουν. Σ ’ ένα δρόμο στο Στέπνυ, μέσα σε δύο μόνο χρόνια, τα ενοίκια αυξήθηκαν από δεκατρία σε δεκαοχτώ σελίνια· σ’ άλλον από έντεκα σε δεκαέξι- και σ’ έναν άλλο δρόμο α πό έντεκα σε δεκαπέντε σελίνια. Στο Γουάιττσαπελ, σπίτια των δύο δωματίων που μέχρι πρότινος νοικιάζονταν για δέ κα σελίνια, τώρα κοστίζουν είκοσι ένα. Ανατολικά, δυτικά, βόρεια και νότια τα ενοίκια ανεβαίνουν. Όταν η αξία της γης κυμαίνεται από 5.000 μέχρι 7.500 λίρες το στρέμμα, κάποιος πρέπει να πληρώσει τον ιδιοκτήτη. Στη Βουλή των Κοινοτήτων, ο κ. Γ. Σ. Στέντμαν, σε μια ο μιλία σχετικά με την εκλογική του περιφέρεια στο Στέπνυ, εί πε τα εξής: Σήμερα το πρωί, ούτε ενενήντα μέτρα απ’ το σπίτι μου, με σταμάτησε μια χήρα. Έ χει να θρέψει έξι παιδιά και το ε νοίκιο του σπιτιού της είναι δεκατέσσερα σελίνια την εβδο μάδα. Τα βγάζει πέρα υπενοικιάζοντας το σπίτι της, πλέ νοντας, και κάνοντας το νοικοκυριό άλλων. Αυτή η γυναί κα, με δάκρυα στα μάτια, μου είπε ότι ο σπιτονοικοκύρης της είχε αυξήσει το ενοίκιο από δεκατέσσερα σε δεκαοκτώ σελίνια. Τι μπορούσε να κάνει η γυναίκα; Δεν υπάρχουν ε λεύθερες κατοικίες στο Στέπνυ. Όλες είναι πιασμένες και συνωστισμένες.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
207
Η ταξική ανωτερότητα μπορεί να στηριχτεί μόνο στον ταξικό υποβιβασμό- και όταν οι εργάτες απομονώνονται στο Γκέτο, δεν μπορούν να διαφύγουν του μοιραίου υποβιβα σμού. Δημιουργείται ένας κοντός και μικροκαμωμένος λαός - μια ράτσα εμφανώς διαφοροποιημένη απ’ αυτή των αφεντάδων, μ α γενιά του πεζοδρομίου, που μοιάζει να στερεί ται σθένους και δύναμης. Οι άντρες καταντούν καρικατού ρες των υγιών αντρών και τα γυναικόπαιδα είναι χλομά και αναιμικά, με μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μάτια, σκυφτά και άχαρα, ενώ από νωρίς χάνουν κάθε συμμετρία και ο μορφιά. Και για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, οι άνθρωποι του Γκέτο είναι οι άνθρωποι που έχουν εγκαταλειφθεί φθαρμένα κατάλοιπα που έχουν αφεθεί να υποστούν ακόμα μεγαλύτερη φθορά. Εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια τουλά χιστον απομυζούνται απ’ τους καλύτερους του είδους τους. Οι δυνατοί άνθρωποι, οι άνθρωποι της τόλμης, της πρωτο βουλίας, της φιλοδοξίας, έχουν προχωρήσει μπροστά, προς τα πιο ελεύθερα μέρη του κόσμου, για να φτιάξουν καινούρ γιους τόπους και καινούργια έθνη. Εκείνοι που υστερούν, ε κείνοι που είναι αδύναμοι στην καρδιά, στο μυαλό και στο σώμα, μαζί με τους σάπιους και τους χαμένους, έχουν παραμείνει για να διαιωνίσουν τη ράτσα. Και χρόνο με το χρόνο, οι καλύτεροι απόγονοί τους φεύγουν μακριά τους. Αν ένας άντρας με πυγμή και καλό ανάστημα καταφέρει να μεγαλώ σει, οδηγείται από πειθαναγκασμό στο στρατό. Ο στρατιώ της, όπως έχει πει ο Μπέρναρντ Σω, «φαινομενικά ένας ήρωας πατριώτης και υπερασπιστής της πατρίδας του, είναι στην πραγματικότητα ένας άτυχος άντρας που αναγκάζεται από τη φτώχια να προσφέρα τον εαυτό του ως τροφή για τα
JACK LONDON
κανόνια, έναντι τακτικών μερίδων φαγητού, στέγης και ρουχισμού». Αυτή η συνεχής επιλογή των καλύτερων εργατών έχει εξασθενίσα εκείνους που παραμένουν, τα θλιβερά, φθαρμένα κατάλοιπα που στο Γκέτο βουλιάζουν σε μεγαλύτερα βάθη. Οι καλοί και οι εκλεκτοί έχουν φύγει και έχουν σκόρπισα το αίμα τους και τα παιδιά τους στην υπόλοιπη υφήλιο. Εκείνοι που παραμένουν είναι τα κατακάθια, που έχουν απομονωθεί και βυθιστεί στην ύπαρξή τους. Γίνονται άσεμνοι και κτηνώ δεις. Οταν σκοτώνουν, σκοτώνουν με γυμνά χέρια και ύστε ρα παραδίδονται βλακωδώς στους δημίους τους. Τις παρα βάσεις τους δεν τις χαρακτήριζα καμία τόλμη. Καρφώνουν ένα φιλαράκι με μαχαίρι ή του πολτοποιούν το κεφάλι μ’ ένα σιδερένιο λοστό και ύστερα κάθονται και περιμένουν την α στυνομία. Ο ξυλοδαρμός της συζύγου είναι προνόμιο που το αποκτούν οι άντρες με το γάμο. Φορούν κάτι φοβερές μπό τες με μπρούντζινα και σιδερένια καρφιά, και αφού πρώτα μαυρίσουν, ας πούμε, το μάτι της μητέρας των παιδιών, τη ρί χνουν κάτω και αρχίζουν να την ποδοπατούν όπως ένα αρ σενικό άλογο της Δύσης ποδοπατά έναν κροταλία. Η γυναίκα των κατώτερων τάξεων του Γκέτο είναι δού λα του συζύγου της, όπως ακριβώς είναι μια Ινδιάνα. Και ε γώ προσωπικά, αν ήμουν γυναίκα και είχα την επιλογή, θα προτιμούσα να είμαι Ινδιάνα. Οι άντρες είναι οικονομικά ε ξαρτημένοι απ’ τα αφεντικά τους και οι γυναίκες είναι οικο νομικά εξαρτημένες απ’ τους άντρες τους. Το αποτέλεσμα είναι η γυναίκα να τρώα το ξύλο που ο άντρας θα έπρεπε να δώσει στο αφεντικό του, και δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Υπάρχουν και τα παιδιά, και εκείνος είναι που φέρνα το ψωμί στο σπίτι, έτσι η γυναίκα δεν τολμά να τον στείλει
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
209
στη φυλακή και να αφήσει τον εαυτό της και τα παιδιά της να πεθάνουν απ’ την πείνα. Σπανίως καταδικάζεται ο ά ντρας όταν τέτοια περιστατικά φτάνουν μέχρι το δικαστή ριο- κατά κανόνα, η ποδοπατημένη σύζυγος και μητέρα κλαίει υστερικά και εκλιπαρεί το δικαστή να αθωώσει τον ά ντρα της, για χάρη των παιδιών της. Οι σύζυγοι γίνονται γριές στρίγγλες ή άβουλες και δουλοπρεπείς, χάνουν τη λίγη αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβα σμό που τους έχα απομείνει απ’ τον καιρό που ήταν ανύπα ντρες και όλες μαζί βουλιάζουν, χωρίς να τις νοιάζει, στην παρακμή και τη βρομιά τους. Καμιά φορά οι γενικεύσας μου γύρω απ’ τη μαζική μιζέρια αυτού του Γκέτο με τρομάζουν, και νομίζω ότι οι εντυ πώσεις μου είναι υπερβολικές, πως εγώ παραείμαι κοντά στην εικόνα και βλέπω μόνο τη μία της διάσταση. Τέτοιες στιγμές το βρίσκω καλό να στρέφομαι σε μαρτυρίες άλλων ανθρώπων για να αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν έχω πα ρακουραστεί και ότι δε μιλάω επιπόλαια. Ο Φρέντερικ Χάρρισον, που πάντα μού φαινόταν λογικός και ισορροπημένος άνθρωπος, λέει τα εξής: Για μένα τουλάχιστον, θα αρκούσε να καταδικάσουμε τη σύγχρονη κοινωνία επειδή ελάχιστα έχα προοδέψα από την εποχή των δούλων ή των δουλοπάροικων, αν η μόνιμη κατάσταση της βιομηχανίας εξακολουθήσα να είναι αυτή ακριβώς που βλέποι^ιε. Δηλαδή, το 90 τοις εκατό των αν θρώπων που παράγουν πλούτο να μην έχουν ένα μέρος που να μπορούν να το λένε «σπίτι» για περισσότερο από μια βδομάδα* να μην έχουν ένα κομμάτι γη, ούτε καν ένα δωμά τιο που να τους ανήκα- να μην έχουν τίποτα αξίας, εκτός α πό ένα σωρό παλιοέπιπλα που χωρούν μέσα σε μια χειρά
210
JACK LONDON μαξα* να ζοιτν με αβέβαιους εβδομαδιαίους μισθούς, οι ο ποίοι ίσα που επαρκούν για να διατηρούνται υγιείς· να στε γάζονται, οι περισσότεροι εξ αυτών, σε μέρη που ένας άν θρωπος δε θα έβαζε καν το άλογό του· να απέχουν τόσο ε λάχιστα απ’ την απορία που ένας μήνας αναδουλειάς, α σθένειας ή απροσδόκητης απώλειας τους φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με την πείνα και τη φτώχια... Όμως, κάτω απ’ αυτή τη συνηθισμένη κατάσταση του μέσου εργάτη σε πόλη και επαρχία, βρίσκεται το μέγα πλήθος των πάμφτωχων α πόκληρων -ο ι εφεδρείες του βιομηχανικού στρατού- του λάχιστον το ένα δέκατο ολόκληρου του προλεταριακού πληθυσμού, του οποίου η φυσιολογική κατάσταση είναι η αηδιαστική αθλιότητα. Αν αυτή μέλλει να είναι η μόνιμη κα τάσταση της σύγχρονης κοινωνίας, τότε ο πολιτισμός είναι κατάρα για την πλειονότητα της ανθρωπότητας.
Ενενήντα τοις εκατό! Τα νούμερα είναι φοβερά, κι όμως ο κ. Στόπφορντ Μπρουκ, μετά από τη σκιαγράφηση μιας τρομακτικής εικόνας του Λονδίνου, βρίσκει τον εαυτό του αναγκασμένο να την πολλαπλασιάσει επί μισό εκατομμύ ριο. Να πώς έχα το πράγμα: Όταν ήμουν εφημέριος στο Κένσινγκτον, συχνά συνα ντούσα στην οδό Χάμερσμιθ οικογένειες που τραβούσαν κατά το Λονδίνο. Μια μέρα, ήρθε ένας εργάτης με τη γυ ναίκα του, το γιο του και τις δυο κόρες του. Για πολύ καιρό, η οικογένεια ζούσε σ’ ένα κτήμα, και κατάφερναν, με τη βοήθεια των κοινοτικών εκτάσεων και του μόχθου τους, να τα βγάζουν πέρα. Ομως έφτασε η μέρα που οι κοινοτικές εκτάσεις καταπατήθηκαν και στο κτήμα δε χρειάζονταν πια τη δουλειά τους· έτσι, χωρίς φασαρίες, τους διώξανε απ’ το μικρό τους καλύβι. Πού να πήγαιναν; Μα φυσικά
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου στο Λονδίνο, όπου νόμιζαν πως έχα άφθονες δουλειές. Εί χαν κάποια χρήματα στην άκρη και πίστευαν πως θα μπο ρούσαν να βρουν δυο αξιοπρεπή δωμάτια για να μείνουν. Όμως και στο Λονδίνο βρέθηκαν αντιμέτωποι με το αδυ σώπητο πρόβλημα της στέγης. Δοκίμασαν τις αξιοπρεπείς εργατικές κατοικίες και ανακάλυψαν ότι δύο δωμάτια θα τους κόστιζαν δέκα σελίνια τη βδομάδα. Το φαγητό ήταν λιγοστό και κακής ποιότητας, το νερό ήταν και αυτό κακής ποιότητας, και σε λίγο καιρό άρχισαν να υποφέρουν από προβλήματα υγείας. Δουλειά βρήκαν πολύ δύσκολα και ο μισθός ήταν τόσο χαμηλός που γρήγορα βρέθηκαν χρεω μένοι. Το ανθυγιεινό περιβάλλον, το σκοτάδι και οι πολλές ώρες δουλειάς τούς έκαναν πιο άρρωστους και πιο απελπι σμένους· και αναγκάστηκαν να ψάξουν για φτηνότερη κα τοικία. Τη βρήκαν σε ένα κτήριο που γνώριζα καλά - μια ε στία εγκλήματος και απερίγραπτης φρίκης. Εκεί, νοίκια σαν ένα μόνο δωμάτιο σε απάνθρωπη τιμή και τώρα, επει δή έρχονταν από μια τόσο κακόφημη περιοχή, ήταν ακόμα πιο δύσκολο να βρουν δουλειά. Έτσι, πιάστηκαν στα νύχια εκείνων που εκμεταλλεύονται άντρες, γυναίκες και παιδιά μέχρι να χύσουν και την τελευταία σταγόνα ιδρώτα που έ χουν και πληρώνουν μισθούς που μόνον την απελπισία μπορούν να θρέψουν. Και το σκοτάδι, η βρόμα, το κακό φαγητό, η αρρώστια και η έλλειψη νερού ήταν χειρότερα από πριν. Και η συναναστροφή με το πλήθος του κτηρίου τούς έκλεψε και τα τελευταία κατάλοιπα αυτοεκτίμησης. Ο δαίμονας του πιοτού τούς κυρίεψε. Φυσικά, και απ’ τις δυο πλευρές του κτηρίου υπήρχαν καπηλειά. Εκεί προσέφυγαν όλοι τους για να βρουν καταφύγιο, ζεστασιά, συντροφιά και λήθη. Και βγήκαν έξω βαθύτερα χρεωμένοι, με ευερέθι στες αισθήσεις και φλεγόμενα μυαλά, και με μια ακόρεστη επιθυμία για πιοτό που θα έκαναν τα πάντα για να την ικα
211
212
JACK LONDON νοποιήσουν. Σε λίγους μήνες, ο πατέρας ήταν φυλακή, η γυ ναίκα ετοιμοθάνατη, ο γιος εγκληματίας και οι κόρες στο πεζοδρόμιο. Πολλαπλασιάστε αυτό επί μισό εκατομμύριο
και ακόμα δε θα έχετε φτάσει σ'ολόκληρη την αλήθεια. Πουθενά στη γη δε θα βρείτε πιο καταθλιπτικό θέαμα α πό το «απαίσιο Ηστ Εντ», με το Γουάιττσαπελ, το Χόξτον, το Σπάιταλφηλντς, το Μπέθναλ Γκρην και το Γσυάπινγκ ως τις Προβλήτες της Ηστ Ίναα. Το χρώμα της ζωής είναι μου ντό και ξέθωρο. Παντού υπάρχει απελπισία, απόγνωση, πό νος και βρομιά. Οι μπανιέρες είναι κάτι παντελώς άγνωστο, τόσο μυθικές όσο και η αμβροσία των θεών. Οι άνθρωποι εί ναι και αυτοί βρόμικοι, ενώ οποιαδήποτε απόπειρα για κα θαριότητα, αν δεν είναι αξιοθρήνητη και τραγική, καταλήγει σε τρομερή φάρσα. Αλλόκοτες, αδέσποτες μυρωδιές έρχο νται και φεύγουν μέσα στο λιγδιασμένο αέρα, και η βροχή, όταν πέφτει, μοιάζει περισσότερο με λάδι παρά με νερό εκ των ουρανών. Μέχρι και οι πέτρες στο λιθόστρωτο είναι καλυμμένες από βρομιά. Εδώ μένει ένας πληθυσμός δίχως φαντασία, τόσο νω θρός όσο και τα χιλιόμετρα των μαυρισμένων τούβλων. Η θρησκεία τον έχει αφήσει στην κυριολεξία ανέγγιχτο και κυριαρχεί ένας χυδαίος και ανόητος υλισμός ο οποίος είναι καταδικαστικός τόσο για το πνεύμα όσο και για τα λεπτότε ρα αισθήματα της ζωής. Κάποτε στην Αγγλία οι άνθρωποι παινεύονταν ότι το σπίτι κάθε Αγγλου είναι το κάστρο του. Σήμερα όμως αυτό είναι αναχρονισμός. Οι άνθρωποι του Γκέτο δεν έχουν σπί τι. Δε γνωρίζουν τη σημασία και την ιερότητα της σπιτικής ζωής. Ακόμα και οι δημοτικές κατοικίες όπου μένουν οι ερ
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
213
γάτες της ανώτερης τάξης είναι σαν πολύβουοι στρατώνες. Ούτε εκεί υπάρχει σπιτική ζωή. Το μαρτυρά και η ίδια η γλώσσα. Ο πατέρας, γυρνώντας α π’ τη δουλειά, ρωτάει το παιδί του που είναι έξω στο δρόμο πού είναι η μητέρα του: και η απάντηση είναι «στα κτήρια». Μια καινούργια ράτσα έχει γεννηθεί, μια φυλή του δρό μου. Τα μέλη της περνούν τη ζωή τους στη δουλειά και στο δρόμο. Έχουν τρύπες και τρώγλες, μέσα στις οποίες χώνο νται μονάχα για να κοιμηθούν, για κανέναν άλλο λόγο. Δεν μπορούμε να κακοποιήσουμε τη γλώσσα και να πούμε τέτοι ες τρύπες και τρώγλες «σπίτια». Ο παραδοσιακός, σιωπη λός και εσωστρεφής Αγγλος δεν υπάρχει πια. Οι άνθρωποι του πεζοδρομίου είναι φασαριόζικοι, πολυλογάδες, υπερβο λικοί και ευερέθιστοι - όταν είναι ακόμα νέοι. Καθώς μεγα λώνουν, διαποτίζονται και αποχαυνώνονται απ’ την μπίρα. Οταν δεν έχουν τι να κάνουν, συλλογίζονται όπως συλλογί ζεται μια αγελάδα. Τους πετυχαίνεις παντού, να στέκονται σε γωνίες και πεζοδρόμια και να κοιτάζουν το κενό. Παρα τηρήστε έναν από αυτούς. Στέκεται εκεί ακίνητος, για ώρες, και όταν φύγετε θα συνεχίζει να κοιτάζει το κενό. Είναι πο λύ ενδιαφέρον θέαμα. Δεν έχει λεφτά για μπίρα, και η τρύ πα του είναι μόνο για να κοιμάται, άρα τι του απομένει να κάνει; Έ χ α ήδη λύσει τα μυστήρια του έρωτα, της συζυγικής και της πατρικής αγάπης, και βρήκε πως όλα ήταν ψέμα και αυταπάτη, μάταια και πρόσκαιρα όπως οι δροσοσταλίδες, που γρήγορα εξαφανίζονται μπροστά στη φριχτή πραγματι κότητα της ζωής. Οπως είπα, οι νέοι είναι υπερβολικοί, νευρικοί και ευερέ θιστοι· οι μεσήλικες είναι κουφιοκέφαλοι, απαθείς και ανόη τοι. Είναι τρελό να σκεφτεί κανείς έστω και για μια στιγμή
214
JACK LONDON
ότι μπορούν να ανταγωνιστούν τους εργάτες του Νέου Κό σμου. Αποκτηνωμένοι, υποβαθμισμένοι και νωθροί, οι άν θρωποι του Γκέτο δε θα είναι ικανοί να υπηρετήσουν επά ξια την Αγγλία στην παγκόσμια μάχη για τη βιομηχανική υ περοχή, η οποία, όπως δηλώνουν οι οικονομολόγοι, έχει ήδη ξεκινήσει. Δε θα κάνουν ούτε για εργάτες ούτε για στρατιώ τες όταν η Αγγλία καλέσει στην ανάγκη της τα λησμονημέ να παιδιά της. Και αν η Αγγλία εξοστρακιστεί απ’ την τρο χιά της βιομηχανίας, θα αφανιστούν όπως οι μύγες στο τέ λος του καλοκαιριού. Ή , έτσι όπως είναι η Αγγλία, σε κρίσι μη κατάσταση, και έτσι όπως είναι σαν άγρια θηρία απε γνωσμένοι, μπορεί να γίνουν απειλή και να ξεχυθούν στο Γουέστ Εντ για να ανταποδώσουν τα κακά που έχει προκαλέσει η δυτική άκρη στην ανατολική. Σ ’ αυτή την περίπτω ση, απέναντι στα πολυβόλα και τα σύγχρονα όπλα, θα αφα νιστούν εύκολα και γρήγορα.
20 ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΥΠΝΩΤΗΡΙΑ
Αλλη μια λέξη που τρεμοσβήνει, κουρσεμένη απ’ το ρομα ντισμό, την παράδοση και ό,τι άλλο κάνει μια λέξη άξια να διατηρηθεί. Για εμένα, από δω και στο εξής, η λέξη «καφε νείο» δε θα έχει τίποτα το ευχάριστο. Στην άλλη άκρη του κόσμου, η αναφορά και μόνο της λέξης έφερνε στο μυαλό μου ολόκληρα πλήθη των ιστορικών θαμώνων τους, ενώ στο άκουσμά της παρήλαυναν στη φαντασία μου ατελείωτες ο μάδες διανοούμενων και δανδήδων, φυλλαδιογράφων, μπράβων και μποέμ της οδού Γκραμπ. Όμως αλίμονο, εδώ, σ’ αυτή την πλευρά του κόσμου, τούτη η λέξη είναι πια ακυρολεξία. Καφενείο: ένα μέρος ό που πίνει ο κόσμος καφέ. Δεν είναι καθόλου έτσι. Για τίπο τα στον κόσμο δεν μπορείτε να πιείτε καφέ σ’ ένα τέτοιο μέ ρος. Η αλήθεια είναι ότι εσείς μπορεί να ζητήσετε καφέ, και θα σας φέρουνε κάτι που υποτίθεται ότι είναι καφές, και θα το δοκιμάσετε και θα βγείτε απ’ την αυταπάτη σας, γιατί αυ τό το πράγμα σε καμιά περίπτωση δεν είναι καφές. Ό,τι ισχύει για τον καφέ, ισχύει και για το καφενείο. Σ ’ αυτά τα μέρη συχνάζουν κυρίως εργάτες· είναι βρόμικα και λιγδιασμένα και τίποτα σ’ αυτά δε σέβεται την αξιοπρέπεια του ανθρώπου μήτε του προκαλεί κάποια αίσθηση αυτοε
216
JACK LONDON
κτίμησης. Τα τραπεζομάντιλα και οι πετσέτες είναι παντε λώς άγνωστα. Έ νας άνθρωπος θα φάει ανάμεσα στα απο φάγια του προηγούμενου, ενώ κάτω στο πάτωμα και ολόγυ ρά του θα πέσουν και τα δικά του. Σε μέρη σαν κι αυτά, σε ώρες αιχμής, τα πόδια μου έχουν στην κυριολεξία βυθιστεί στα αηδιαστικά υπολείμματα και τη σαβούρα που υπήρχε στο πάτωμα, και έχω καταφέρει να φάω επειδή πεινούσα τρομερά και μπορούσα να φάω οτιδήποτε. Η ζέση με την οποία ο εργάτης αφοσιώνεται στο τραπέ ζι δείχνει ότι η κατάσταση είναι για εκείνον φυσιολογική. Η τροφή είναι πρώτη ανάγκη και δεν υπάρχει καμιά υπερβολή σε αυτό. Έρχεται κουβαλώντας μαζί του μια πρωτόγονη α δηφαγία και είμαι βέβαιος ότι φεύγει κουβαλώντας αρκετά μεγάλη όρεξη. Όταν δείτε έναν τέτοιο εργάτη, το πρωί, στο δρόμο για τη δουλειά του, να παραγγέλνει ένα μισόλιτρο τσάι, το οποίο είναι τόσο τσάι όσο είναι και αμβροσία, να βγάζει απ’ την τσέπη του ένα ξερό κομμάτι ψωμί και με κάθε μπουκιά να πίνει και μια γουλιά και να εξαρτάται από αυτά, τότε βλέπετε έναν εργάτη που όχι μόνο δεν έχει τραφεί σω στά αλλά έχει τραφεί και ανεπαρκώς για τις πολλές ώρες δουλειά που τον περιμένουν. Επιπλέον, εκείνος και οι χιλιά δες όμοιοι του δε θα παράγουν την ποσότητα και ποιότητα δουλειάς που παράγουν άλλοι εργάτες που έχουν φάει μια καλή μερίδα κρέας και πατάτες και έχουν πιει καφέ που εί ναι αληθινά καφές. Οταν ήμουν τρόφιμος σε μια φυλακή της Καλιφόρνιας, έχοντας συλληφθεί για αλητεία, έτρωγα και έπινα πολύ κα λύτερα απ’ ό,τι τρώει και πίνει ο Λονδρέζος εργάτης στα καφενεία, ενώ ως Αμερικανός μεροκαματιάρης, με δώδεκα πένες έχω φάει πρωινό που ο Αγγλος μεροκαματιάρης δεν
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
217
μπορεί καν να ονειρευτεί. Βέβαια, εκείνος θα πληρώσει για το πρωινό του μόνο τρεις ή τέσσερις πένες· όμως πληρώνου με στην ουσία τα ίδια, γιατί για τα κάθε δύο, δυόμισι σελίνια που βγάζει αυτός, εγώ θα έβγαζα έξι. Απ’ την άλλη, η ποσό τητα δουλειάς που βγάζει αυτός μέσα στην ημέρα είναι ντροπιαστική μπροστά στην ποσότητα που θα έβγαζα εγώ. Έτσι λοιπόν, το πράγμα έχει δύο πλευρές. Ο άντρας με το υ ψηλό βιοτικό επίπεδο θα κάνει περισσότερη και καλύτερη δουλειά απ’ τον άντρα με το χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Υπάρχει μια σύγκριση που κάνουν οι ναυτικοί ανάμεσα στα αγγλικά και τα αμερικανικά εμπορικά πλοία. Σ ’ ένα αγ γλικό πλοίο, λένε, έχει κακό φαγητό, κακή πληρωμή και λίγη δουλειά- σ’ ένα αμερικανικό, καλό φαγητό, καλή πληρωμή και πολλή δουλειά. Το ίδιο ισχύει και για τον εργατικό πλη θυσμό των δύο χωρών. Ο ναυτικός πρέπει να πληρώνεται για να δουλέψει σβέλτα και καλά, το ίδιο και ο εργάτης. Αν όμως δεν πληρώνεται δεν είναι σβέλτος ούτε καλός, έτσι α πλά. Αυτό αποδεικνύεται όταν ο Αγγλος εργάτης πάει στην Αμερική, θ α στρώσει περισσότερα τούβλα στην Νέα Υόρκη απ’ ό,τι στο Λονδίνο, ακόμα περισσότερα στο Σαιν Λούις και ακόμα περισσότερα όταν φτάσα στο Σαν Φρανσίσκο’. Το βιοτικό του επίπεδο συνεχώς ανέβαινα. Νωρίς το πρωί, στους δρόμους απ’ όπου περνούν οι ερ γάτες πηγαίνοντας στη δουλειά, πολλές γυναίκες κάθονται στα πεζοδρόμια και έχουν δίπλα τους σακιά με ψωμί. Πάρα πολλοί εργάτες αγοράζουν από αυτό το ψωμί και το τρώνε
*
Ο χτίστης στο Σαν Φρανσίσκο πληρώνεται είκοσι σελίνια την ημέρα και αυτή τη σαγμή απεργεί, διεκ&κώντας είκοσι τέσσε ρ α .-Τ ζ. Λ.
218
JACK LONDON
καθώς προχωρούν. Δεν το συνοδεύουν καν με τσάι που μπορούν να αγοράσουν με μια πένα στα καφενεία. Αναμφι σβήτητα, ένας εργάτης δεν είναι σε θέση να ξεκινήσει μια μέρα δουλειάς έχοντας φάει τέτοιο γεύμα. Εξίσου αναμφι σβήτητη είναι η ζημία που θα επέλθει στον εργοδότη και στο έθνος. Καιρό τώρα οι πολιτικοί φωνάζουν «Ξύπνα, Αγγλία!», θ α ήταν πιο λογικό να άλλαζαν το σύνθημα και να φώναζαν «Φάε, Αγγλία!». Το φαγητό που τρώα ο εργάτης δεν είναι απλώς λίγο, εί ναι και απαίσιο. Έχω σταθεί έξω από ένα χασάπικο και έχω δει μια ορδή από οικονόμες νοικοκυρές να ανακατώνουν ά κριες, ξεφτίδια και απομανάρια βοδινού και αρνίσιου κρέα τος - κρέας σκύλου για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δε θα εγγυώμσυν για την καθαριότητα των χεριών αυτών των νοικο κυρών, όπως δε θα εγγυώμουν για την καθαριότητα του ενός δωματίου, στο οποίο πολλές από αυτές ζούσαν μαζί με την οικογέναά τους. Παρ’ όλα αυτά, μέσα στην αγωνία τους να μην πάει χαμένη η αξία των νομισμάτων τους, πασπάτευαν, χούφτωναν και τραβολογούσαν αυτή την αηδία. Σταμπάρι σα ένα ιδιαίτερα ελεεινό κομμάτι κρέας και το παρακολού θησα με το βλέμμα να περνά απ’ τα χέρια είκοσι και πάνω γυναικών, μέχρι που κατέληξε σε μια συνεσταλμένη γυναι κούλα, την οποία ο χασάπης εξαπάτησε και την έπεισε να το πάρει. Όλη μέρα, κάτι βάζανε και κάτι παίρνανε απ’ αυτόν το σωρό υπολειμμάτων και απομαναριών. Μύγες, σκόνη και βρομιά απ’ το δρόμο κάθονταν πάνω του και βρόμικα δάχτυ λα τον πασπάτευαν, γυρνώντας τον γύρω γύρω. Ολημερίς, οι πλανόδιοι μανάβηδες τσουλάνε στις χειράμαξές τους τεράστιες ποσότητες χτυπημένων και σαπισμέ νων φρούτων. Τη νύχτα, συχνά αποθηκεύουν τα φρούτα
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
219
στο δωμάτιο όπου οι ίδιοι ζούνε και κοιμούνται. Εκεί, εκτί θενται σε αρρώστιες και ασθένειες, στις αναθυμιάσεις και στις βρομερές αναπνοές τής στριμωγμένης και σάπιας ζω ής, και την επόμενη μέρα βγαίνουν ξανά για πούλημα. Ο φτωχός εργάτης στο Ηστ Εντ δεν ξέρα τι σημαίνα να τρως καλό και φρέσκο κρέας και φρούτα - εδώ που τα λέμε, σπάνια τρώα κρέας και φρούτα γενικότερα, ενώ ούτε ο ειδι κευμένος εργάτης έχα να παινευτεί για το πώς και το π τρώα. Κρίνοντας α π’ τα καφενεία που είναι δίκαια κριτήρια, όσο ζουν αγνοούν τη γεύση του τσαγιού, του καφέ και του κα κάο. Τα νεροπλύματα και τα «παραλλαγμένα αφεψήματα» των καφενείων, που διαφέρουν μόνο στο πόσο νερό έχουν και στο πόσο παραλλαγμένα είναι, ούτε κατά διάνοια θυμί ζουν αυτό που εσείς και εγώ έχουμε συνηθίσα να πίνουμε ως τσάι και καφέ. Μόλις θυμήθηκα ένα ασήμαντο περιστατικό που έχει σχέση μ’ ένα καφενείο, στη Μάιλ Εντ Ρόουντ, όχι πολύ μα κριά από την οδό Τζουμπιλή. «Δε μπορείς να μου δώκεις κατιτίς γι’ αυτό, κόρη μου; Ό,τι να ’ναι. Δε με μπειράζει. Μπουκιά δεν έχω βάλει στο στόμα μου όλη τη βλογημένη μέρα κι είμαι τόσο κουρα σμένη...» Ή ταν μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη με ευπρεπή μαύ ρα κουρέλια. Στο χέρι της κρατούσε μια πένα. «Κόρη μου» είχε αποκαλέσει μια ταλαίπωρη σαραντάχρονη γυναίκα, ιδιοκτήτρια και σερβιτόρα του καφενείου. Περίμενα, πιθανότατα με την ίδια αγωνία που περίμενε και εκείνη, να δω πώς θα γινόταν δεκτή η έκκληση. Ή ταν τέσσερις η ώρα και έδειχνε αδύναμη και άρρωστη. Η γυναί κα δίστασε για λίγο και ύστερα πήγε και έφερε ένα μεγάλο
220
JACK LONDON
πιάτο «αρνάκι κατσαρόλας με φρέσκο αρακά». Το ίδιο πιά το έτρωγα και εγώ, και σύμφωνα με τη δική μου κρίση, το αρνάκι ήταν πρόβατο και ο αρακάς μόνο φρέσκος δεν ήταν. Όμως το θέμα είναι ότι το πιάτο έκανε έξι πένες και η ιδιοκτήτρια της το άφησε για μία πένα, επιβεβαιώνοντας ακόμα μια φορά την παλιά αλήθεια ότι οι πιο φιλάνθρωποι είναι οι φτωχοί. Η γριά γυναίκα, νιώθοντας απέραντη ευγνωμοσύνη, κά θισε στην άλλη πλευρά του στενού τραπεζιού και επιτέθηκε με λαιμαργία στο αχνιστό κρέας. Και οι δυο τρώγαμε στα θερά και σιωπηλά, όταν ξαφνικά, με ασυγκράτητη χαρά α ναφώνησε: «Επούλησα ένα κουτί σπίρτα! Αμέ», με διαβεβαίωσε με ακόμα μεγαλύτερη και ασυγκράτητη χαρά. «Επούλησα ένα κουτί σπίρτα! Έτσι την πήρα την πένα». «Πρέπει να τα ’χετε τα χρονάκια σας», είπα. «Εβδομήντα τέσσερο, χτες», απάντησε και γύρισε με ζέ ση στο πιάτο της. «Να πάρα, θα ’θελα πολύ να τη βοήθαγα τη γιαγιά, αυτό να λέγεται, αλλά είναι το πρώτο πράγμα που τρώγω σήμε ρα», μου είπε ένας νεαρός που καθόταν δίπλα. «Και τούτο το ’χω επειδής έτυχε να βγάλω ένα σελίνι από λάντζα, ένας θεός ξέρα πόσα πιάτα έπλυνα». «Πάν’ έξι βδομάδες που δεν υπάρχει δουλειά», είπε στη συνέχεια, ως απάντηση στις ερωτήσεις μου. «Όλ’ αυτό τον καιρό μόνο κάτι προχειροδουλειές βρίσκω». Σ ’ ένα καφενείο μπορούν να σου τύχουν διάφορες περι πέτειες. Δε θα ξεχάσω μια Λονδρέζα αμαζόνα σ’ ένα καφε νείο κοντά στην πλατεία Τραφάλγκαρ, στην οποία έδωσα μια χρυσή λίρα όταν πήγα να πληρώσω το λογαριασμό.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
221
(Παρεμπιπτόντως, υποτίθεται ότι πρέπει να πληρώσεις προ τού ξεκινήσεις να τρως, αν δε είσαι φτωχά ντυμένος σε ανα γκάζουν να πληρώσεις πριν φας). Η κοπέλα δάγκωσε το χρυσό νόμισμα, το χτύπησε πάνω στον πάγκο και έπειτα κοίταξε εμένα και τα κουρέλια μου με βλέμμα υποτιμητικό. «Πού τη βρήκες;» ρώτησε αργά. «Κάποιος ηλίθιος θα την άφησε πάνω στο τραπέζι και θα ’φυγε, ε, π λες;» «Τι παιχνίδι παίζεις;» ρώτησε, κοιτώντας με ψύχραιμα στα μάτια. «Τις φτιάνω μόνος μου», της αποκρίθηκα. Ξεφύσηξε περιφρονητικά και μου έδωσε τα ρέστα σε ψιλά, και εγώ πήρα εκδίκηση δαγκώνοντας και χτυπώντας κά τω ένα ένα τα ασημένια νομίσματα. «Σου δίνω άλλη μισή πένα για έναν ακόμα κύβο ζάχαρη στο τσάι μου», της είπα. «Πρώτα θα σε δω στην κόλαση», ήταν η ευγενική απά ντηση, την οποία ενίσχυσε με διάφορες υβριστικές εκφρά σεις που δεν μπορώ να γράψω. Ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα πνευματώδης και ετοιμόλογος, αλλά κι αυτό το λίγο που είμαι το συνέτριψε. Έτσι, νικημέ νος, ήπια γρήγορα το τσάι μου, ενώ εκείνη με κοιτούσε χαι ρέκακα ακόμα κι όταν βγήκα στο δρόμο. Ενώ 300.000 άνθρωποι στο Λονδίνο ζουν σε κατοικίες του ενός δωματίου και 900.000 στεγάζονται απάνθρωπα και παράνομα, υπάρχουν και άλλοι 38.000 σι οποίοι έχουν κα ταγραφεί ότι ζουν σε δημόσιους κοιτώνες, που στην καθομι λουμένη είναι γνωστοί ως «υπνωτήρια». Υπάρχουν πολλών ειδών υπνωτήρια, όμως όλα μοιάζουν σ’ ένα πράγμα. Απ’ τα
222
JACK LONDON
μικρά και ελεεινά ως τα τεράστια υπνωτήρια, τα οποία επαι νούνται και αποφέρουν 5 τοις εκατό κέρδος σε κάτι αυτάρε σκους μεσοαστούς οι οποίοι δε γνωρίζουν τίποτα γι’ αυτά, όλα μοιάζουν στο εξής: δεν είναι κατοικήσιμα. Με αυτό δεν εννοώ ότι στάζουν οι οροφές ή ότι μπάζουν κρύο οι τοίχοι. Εννοώ ότι η ζωή σε αυτά διαρκώς υποβαθμίζεται και είναι ανθυγιεινή. «Το ξενοδοχείο του φτωχού», έτσι τα αποκαλούν συ χνά, όμως η έκφραση είναι παραπειστική. Ό ταν δεν έχεις το δικό σου δωμάτιο όπου να μπορείς καμιά φορά να κάθεσαι μόνος σου, όταν σε σηκώνουν από το κρεβάτι σου θες δε θες τα άγρια χαράματα, όταν κλείνεις κρεβάτι και πληρώνεις γι’ αυτό κάθε βράδυ, κι όταν δεν έχεις ποτέ ιδιωτικές στιγμές, τότε ο τρόπος που ζεις σίγουρα διαφέρει απ’ τη ζωή του ξε νοδοχείου. Αιπό δεν πρέπει να θεωρηθεί ως καθολική καταδίκη των μεγάλων ιδιωτικών και δημοτικών κοιτώνων και των εργατι κών κατοικιών. Κάθε άλλο. Οι κατοικίες αυτές έχουν διορ θώσει πολλές τερατουργίες που έβλεπες στα απαράδεκτα μικρά υπνωτήρια και έχουν δώσει αξία μεγαλύτερη από πο τέ στα χρήματα που πληρώνει ο εργάτης. Όμως αυτό δε ση μαίνει ότι είναι κατοικήσιμες και υγιεινές, όπως θα έπρεπε να είναι το μέρος που μένα ένας εργαζόμενος άνθρωπος. Τα μικρά ιδιωτικά υπνωτήρια είναι κατά κανόνα μια α πόλυτη φρίκη. Έ χω κοιμηθεί σε τέτοια και ξέρω. Όμως ας αφήσω αυτά κατά μέρος και ας περιοριστώ στα μεγαλύτερα και καλύτερα. Οχι μακριά απ’ την οδό Μίντλσεξ, στο Γουάιττσαπελ, μπήκα σ’ ένα τέτοιο υπνωτήριο όπου έμεναν σχεδόν αποκλειστικά εργάτες. Η είσοδος ήταν από κάτι σκαλιά που κατέβαιναν απ’ το ύψος του πεζοδρομίου προς
Οι Άνθρωποι της Άβυσσον
223
τα κάτω, εκεί που ήταν κανονικά το υπόγειο του κτηρίου. Εδώ υπήρχαν δύο μεγάλα, κακοφωτισμένα δωμάτια όπου μαγείρευαν και έτρωγαν οι άντρες. Σκόπευα να μαγειρέψω και εγώ κάτι, όμως η μυρωδιά που υπήρχε στο χώρο μου έ κοψε την όρεξη, ή μάλλον μου την ξερίζωσε βίαια. Έτσι, πε ριορίστηκα στο να παρακολουθώ τους άλλους άντρες να μαγειρεύουν και να τρώνε. Έ νας εργάτης που μόλις είχε επιστρέψει απ’ τη δουλειά κάθισε απέναντι μου στο τραχύ ξύλινο τραπέζι και άρχισε να τρώα. Μια χούφτα αλάτι στο όχι ιδιαίτερα καθαρό τρα πέζι τού χρησίμευε ως βούτυρο. Σ ’ αυτό βουτούσε το ψωμί του, μπουκιά μπουκιά, και το κατέβαζε μαζί με τσάι που έπι νε από ένα μεγάλο κύπελλο. Το μενού συμπληρωνόταν από ένα κομμάτι ψάρι. Έτρωγε σιωπηλός, χωρίς να κοιτάζα ού τε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε εμένα απέναντι. Εδώ κι εκεί, στα διάφορα τραπέζια, έτρωγαν κι άλλοι άντρες, το ίδιο σιωπηλοί. Μια κατήφεια απλωνόταν στον κακοφωτισμένο χώρο. Πολλοί κάθονταν σκυμμένοι μελαγχολικά πάνω απ’ τα αποφάγια τους και μ’ έκαναν να αναρωτιέμαι, όπως ανα ρωτιόταν ο Τσάιλντ Ρόναλντ*, τι κακό είχαν κάνα για να τι μωρούνται κατ’ αυτό τον τρόπο. Α π’ την κουζίνα έρχονταν λίγο πιο εύθυμοι ήχοι, κι έτσι κατευθύνθηκα προς το μέρος όπου μαγείρευαν οι άντρες. Όμως εκεί η μυρωδιά που είχα προσέξει μπαίνοντας ήταν πιο έντονη, μ’ έπιασε ναυτία και έπρεπε να βγω στο δρόμο νά πάρω αέρα.
*
Α ναφορά στο μυθιστόρημα του Robert Browing Ο Τσάιλντ Ρόναλντ Ήρθε στο Μαύρο Πύργο (1855). (Σ.τ.Μ.)
224
JACK LONDON
Επιστρέφοντας, πλήρωσα πέντε πένες για μια «καμπί να», και ως απόδειξη μου έδωσαν ένα τεράστιο μπρούντζι νο κλειδί και ανέβηκα πάνω στο καπνιστήριο. Εδώ υπήρχαν δυο μικρά τραπέζια μπιλιάρδου και κάμποσες σκακιέρες για ντάμα όπου έπαιζαν νεαροί εργάτες, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους. Γύρω γύρω κάθονταν αρκετοί άντρες που διάβαζαν, κάπνιζαν ή μπάλωναν τα ρούχα τους. Οι νεό τεροι άντρες ήταν εύθυμοι και οι γεροντότεροι κατηφείς. Βασικά, υπήρχαν δύο κατηγορίες ανθρώπων, οι ευδιάθετοι και οι αποχαυνωμένοι ή θλιμμένοι, και τούτο έμοιαζε να το καθορίζει η ηλικία. Ομως, όπως και τ’ άλλα δύο δωμάτια του υπογείου, έτσι κι αυτό δε θύμιζε σπίτι ούτε στο παραμικρό. Και φυσικά δε θα μπορούσε να θυμίζει σπίτι σ ’ εμένα και σε εσάς που ξέ ρουμε τι είναι πραγματικά σπίτι. Στους τοίχους υπήρχαν οι πιο παράλογες και προσβλητικές ανακοινώσας σι οποίες υ παγόρευαν τη συμπεριφορά των θαμώνων, ενώ στις δέκα η ώρα έσβησαν τα φώτα και δεν έμενε τίποτε άλλο α π’ το να κοιμηθούμε. Για να γίνει αυτό, έπρεπε να κατεβούμε ξανά στο υπόγειο, να παραδώσουμε το μπρούντζινο κλειδί σ’ ένα γεροδεμένο θυρωρό και ν ’ ανεβούμε κάτι άλλα ατελείωτα σκαλιά που οδηγούσαν στα πάνω πατώματα. Ανέβηκα μέ χρι πάνω πάνω και ύστερα ξανακατέβηκα περνώντας από κάμποσα πατώματα γεμάτα άντρες που κοιμούνταν. Οι «καμπίνες» ήταν τα καλύτερα καταλύματα· η κάθε καμπίνα διέθετε χώρο για ένα μικροσκοπικό κρεβάτι και δίπλα είχε ένα κενό για να ντύνεσαι και να ξεντύνεσαι. Τα κλινοσκε πάσματα ήταν καθαρά κι ούτε σ’ αυτά ούτε στα κρεβάτια βρήκα να υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Ομως δεν ήταν ιδιωτι κός χώρος, δεν μπορούσες να μείνεις μόνος.
Οι Ανθρωποι της Αβύσσου
225
Για να σχηματίσετε μια ικανοποιητική εικόνα ενός πατώ ματος γεμάτο καμπίνες, απλά μεγεθύνετε μια χαρτονένια α βγοθήκη ώστε κάθε θήκη να φτάνει τα δύο μέτρα ύψος· τις άλλες διαστάσεις μην τις αλλάξετε καθόλου· έπειτα τοποθε τήστε τη μεγεθυμένη αβγοθήκη στο πάτωμα ενός μεγάλου, παρόμοιου με αχυρώνα δωματίου και φτάνετε στο ζητούμε νο. Οι θήκες της αβγοθήκης δεν έχουν ταβάνια και α τοίχοι είναι λεπτοί. Τα ροχαλητά κάθε κοιμισμένου ανθρώπου και η παραμικρή κίνηση ή στριφογύρισμα των διπλανών σας γειτόνων φτάνουν πεντακάθαρα στ’ αφτιά σας. Και αυτή η καμπίνα είναι δική σας μονάχα για λίγο. Το πρωί παίρνετε δρόμο. Δεν μπορείτε να αφήσετε τη βαλίτσα σας, ούτε να μπαινοβγαίνετε κατά βούληση, ούτε να κλειδώσετε την πόρ τα, ούτε τίποτα άλλο παρόμοιο. Μάλιστα δεν υπάρχει καν πόρτα, υπάρχει μόνο μία είσοδος. Αν επιθυμείτε να παρα μείνετε φιλοξενούμενος στο «ξενοδοχείο του φτωχού» πρέ πει να τα ανεχτείτε όλα αυτά, καθώς και τους κανονισμούς που μοιάζουν με κανονισμούς φυλακής, οι οποίοι σας υπεν θυμίζουν συνεχώς ότι δεν αξίζετε τίποτα, ότι έχετε μικρή ψυ χή και ακόμα μικρότερο δικαίωμα να ασχολείστε με αυτήν. Πάντως η γνώμη μου είναι ότι ένας άντρας που δουλεύει όλη μέρα θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει ένα δικό του δω μάτιο με πόρτα που να κλείδωνα, μέσα στο οποίο θα νιώθει τον εαυτό του και τα υπάρχοντά του ασφαλή. Έ να δωμάτιο όπου θα μπορεί να μπαίνει και να βγαίνει όποτε θέλει. Έ να δωμάτιο όπου θα μπορεί να αφήσει κάποια προσωπικά α ντικείμενα, εκτός απ’ αυτά που κουβαλάει στις τσέπες και στην πλάτη του- όπου θα μπορεί να κρεμάσει μια φωτογρα φία της μητέρας του, της αδερφής του, της αγαπημένης του, εικόνες από μπαλαρίνες ή μπουλντόγκ, ό,τι τραβάει η ψυχή
226
JACK LONDON
του. Εν ολίγοις, ένα μέρος πάνω στη γη για το οποίο θα μπορεί να πει: «Είναι δικό μου, είναι το κάστρο μου- τούτο το κατώφλι δεν το διαβαίνει κανείς· εδώ, εγώ είμαι κύριος και αφέντης». Αυτός ο άντρας θα είναι καλύτερος πολίτης. Και θα είναι και καλύτερος δουλευτής. Στάθηκα σ’ ένα πάτωμα σ’ αυτό το «ξενοδοχείο του φτωχού» και αφουγκράστηκα. Πήγα από κρεβάτι σε κρεβά τι και κοίταξα τους ανθρώπους που κοιμούνταν. Οι περισ σότεροι ήταν νέοι άντρες, μεταξύ είκοσι και σαράντα χρό νων. Οι γέροι δεν μπορούν να πληρώσουν για μια τέτοια κα τοικία. Εκείνοι πηγαίνουν στο φτωχοκομείο. Ομως κοίταξα τους νέους άντρες που ήταν κάμποσοι, και δεν ήταν άσχη μοι. Τα πρόσωπά τους ήταν πρόσωπα για γυναικεία φιλιά, οι λαιμοί τους, λαιμοί για γυναικεία χάδια. Μπορούσαν να αγαπηθούν, έτσι όπως μπορούν να αγαπηθούν οι άντρες. Ή ταν ικανοί για αγάπη. Έ να γυναικείο άγγιγμα λυτρώνει και μαλακώνει, και χρειάζονταν αυτή τη λύτρωση και το μαλάκωμα, αντί να σκληραίνουν όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα. Και αναρωτήθηκα πού βρίσκονταν αυτές οι γυναί κες, και τότε άκουσα «το μεθυσμένο γέλιο μιας πόρνης». Η οδός Λέμαν, η οδός Βατερλώ, το Πικαντίλυ και η Προκυ μαία μού απάντησαν, και τότε ήξερα πού βρίσκονταν.
21 Η ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Μιλούσα μ’ έναν πολύ μνησίκακο άντρα. Κατά τη γνώμη του, η γυναίκα του τον είχε αδίκησα, και ο νόμος τον είχε α δικήσει επίσης. Τα πραγματικά στοιχεία και οι ηθικές παρά μετροι της υπόθεσης είναι επουσιώδεις. Το ζουμί του θέμα τος είναι ότι εκείνη είχε πάρει διαζύγιο και εκείνος ήταν υ ποχρεωμένος να πληρώνει δέκα σελίνια διατροφή τη βδομά δα για εκείνη και τα πέντε παιδιά. «Για κοίτα όμως», μου εί πε, «π θα της λάχει άμα δε πλερώσω τα δέκα σελίνια. Λέμε τώρα, λέμε, πως παθαίνω ένα ατύχημα και δε μπορώ να δουλέψω. Πες ότι παθαίνω κήλη, ή ρευματικά ή χολέρα. Τι θα κάμει, ε; Τι θα κάμει;» Κούνησε το κεφάλι του με λύπη. «Δε θα ’χει καμιά ελπί δα. Το καλύτερο που θα μπορεί να κάμει είν’ το φτωχοκο μείο, κι αυτό είν’ κόλαση. Κι αν δε πάει στο φτωχοκομείο θα περάσει χειρότερη κόλαση. Έ λα μαζί και θα σου δείξω γυ ναίκες που κοιμόνται σε δρομάκια, ντουζίνες από δαύτες, Και θα σου δείξω και τα χειρότερα που μπορεί να καταλήξει αν πάθω τίποτα, εγώ και τα δέκα σελίνια μου». Η βεβαιότητα των προβλέψεων αυτού του άντρα αξίζει να εξεταστεί. Είχε επίγνωση των συνθηκών και γνώριζε πό σο αβέβαιη ήταν για τη γυναίκα του η εξασφάλιση τροφής
228
JACK LONDON
και στέγης. Γιατί, τη στιγμή που η ικανότητά του για εργα σία μειωνόταν ή αχρηστευόταν, αυτόματα το παιχνίδι θα ή ταν χαμένο για εκείνη. Κι όταν αυτή η κατάσταση εξεταστεί από ευρύτερη άποψη, το ίδιο θα διαπιστωθεί για εκατοντά δες, χιλιάδες, ακόμα και εκατομμύρια αντρών και γυναικών που συμβιώνουν φιλικά και συνεργάζονται στην αναζήτηση τροφής και στέγης. Τα νούμερα είναι τρομακτικά: 1.800.000 άνθρωποι στο Λονδίνο ζουν στο όριο της φτώχιας και κάτω από αυτό, ενώ 1.000.000 ζουν απέχοντας ένα βδομαδιάτικο από την έσχα τη ένδεια. Σ ’ ολόκληρη την Αγγλία και την Ουαλλία, το 18 τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού καταφεύγει για αρωγή στις ενορίες, και στο Λονδίνο, σύμφωνα με τις στατιστικές του Δημοτικού Συμβουλίου του Λονδίνου, το ίδιο κάνει και το 21 τα ς εκατό του συνολικού πληθυσμού. Υπάρχει μεγά λη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που καταφεύγουν στην ενο ρία και σ’ εκείνους που είναι ά π ο ρ α ζητιάνοι, κι όμως το Λονδίνο έχει 123.000 άπορους ζητιάνους, που μας κάνουν σχεδόν μια ολόκληρη πόλη. Στο Λονδίνο, ένας στους τέσσε ρις πεθαίνει σε φιλανθρωπικό ίδρυμα, στο Ηνωμένο Βασί λειο 939 στους 1.000 πεθαίνουν φτωχοί, ενώ 8.000.000.000 απλώς παλεύουν στα όρια της λιμοκτονίας και άλλοι 20.000.000 δε ζουν άνετα, με την απλή και κυριολεκτική έν νοια της λέξης. Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε λεπτομερώς την περί πτωση των Λονδρέζων που πεθαίνουν σε ιδρύματα. Το 1886, και μέχρι το 1893, το ποσοστό των άπορων ζη τιάνων στο Λονδίνο ήταν χαμηλότερο απ’ ό,τι σ’ ολόκληρη την Αγγλία. Όμως, α π’ το 1893 και για όλες τις επόμενες χρονιές, το ποσοστό των άπορων ζητιάνων στο Λονδίνο ή
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
229
ταν mo υψηλό απ’ ό,τι σ’ ολόκληρη την Αγγλία. Ωστόσο, απ’ την Έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας για το 1886, προκύπτουν τα ακόλουθα νούμερα: Από τους 81.951 θανάτους στο Λονδίνο (1884): Σε φτωχοκομεία 9.909 Σε νοσοκομεία 6.559 Σε ψυχιατρικά άσυλα 278 Σύνολο σε δημόσια ιδρύματα 16.746 Σχολιάζοντας τους αριθμούς αυτούς, ένας φαβιανός* συγγραφέας γράφει: «Λαμβάνοντας υπόψη ότι συγκριτικά λίγοι εξ αυτών είναι παιδιά, είναι πολύ πιθανό ένας στους τρεις ενήλικες Λονδρέζους να καταλήξουν σε ένα από αυτά τα άσυλα για να πεθάνουν, ενώ η αναλογία για τους χειρώνακτες εργάτες είναι βεβαίως πολύ μεγαλύτερη». Οι αριθμοί αυτοί είναι χρήσιμοι διότι καταδεικνύουν τη μικρή απόσταση του μέσου εργάτη από την έσχατη ένδεια. Διάφορα πράγματα οδηγούν στην έσχατη ένδεια. Οπως για παράδειγμα η εργασία που προσφέρει μια αγγελία σαν αυ τή, η οποία δημοσιεύτηκε στη χθεσινή εφημερίδα: «Ζητείται υπάλληλος με γνώση στενογραφίας, γραφομη χανής και έκδοσης τιμολογίων: μισθός 10 σελίνια (2,5 δο λάρια) τη βδομάδα. Αποστολή αιτήσεων στη διεύθυνση...»
Μέλος της Φαβιανής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε στο Λονδί νο το 1883 με σκοπό την προώθηση και την επικράτηση του σοσιαλισμού βαθμιαία και όχι με επαναστατικά μέσα (συντη ρητικός σοσιαλιστής). (Σ.τ.Μ.)
230
JACK LONDON
Στη σημερινή εφημερίδα διάβασα ακόμα για έναν υπάλληλο τριάντα πέντε ετών και τρόφιμο ενός φτωχοκομείου του Λονδίνου, ο οποίος κλήθηκε ενώπιον δικαστή για μη εκπλή ρωση καθήκοντος. Εκείνος ισχυρίστηκε ότι έκανε τις διά φορες δουλειές που του αντιστοιχούσαν από τότε που έγινε τρόφιμος· αλλά όταν ο επιστάτης τού ανέθεσε να σπάει πέ τρες, τα χέρια του έβγαλαν φουσκάλες και δεν μπορούσε να τελειώσει τη δουλειά. Δεν ήταν συνηθισμένος, είπε, σε εργα λεία βαρύτερα από μια πένα γραφής. Ο δικαστής καταδίκα σε εκείνον και τα πληγιασμένα χέρια του σε εφτά μέρες καταναγκαστικά έργα. Και τα γηρατειά, φυσικά, οδηγούν στην έσχατη ένδεια. Επειτα υπάρχει και το ατύχημα, το κακό που συμβαίνει, ο θάνατος ή η αναπηρία του συζύγου, του πατέρα, του στυλοβάτη της οικογένειας. Έχουμε έναν άντρα, τη γυναίκα και τα τρία παιδιά τους που ζουν βασιζόμενοι στην εύκολα ανατρέ ψιμη ασφάλεια των είκοσι δύο σελινιών τη βδομάδα - και στο Λονδίνο υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες τέτοιες οικο γένειες. Αναγκαστικά, για να ψευτοεπιβιώσουν, πρέπει να ξοδέψουν μέχρι και την τελευταία πένα· έτσι, απ’ την ένδεια και τη λιμοκτονία τούς χωρίζουν οι μισθοί μιας βδομάδας (μία λίρα). Το κακό συμβαίνει, ο πατέρας μένει κατάκοιτος, και τότε π ; Μια μάνα με τρία παιδιά μπορεί να καταφέρει ε λάχιστα ή τίποτα. Είτε θα πρέπει να παραδώσει τα παιδιά της στην κοινωνία ως ανήλικους ζητιάνους ώστε να είναι ε λεύθερη να κάνα κάτι αρκετό για την ίδια, είτε θα πρέπα να γυρέψα δουλειά, την οποία θα κάνα εντός της ποταπής τρώ γλης που τα μειωμένα της έσοδα της επιτρέπουν να έχει. Όμως, στις δουλαές αυτές, οι παντρεμένες γυναίκες που συ μπληρώνουν το εισόδημα των αντρών τους και οι ανύπα
Οι Ανθρωποι της Αβύσσου
231
ντρες γυναίκες που έχουν να συντηρήσουν άθλια μόνο τον ε αυτό τους, καθορίζουν την κλίμακα των μισθών. Και έτσι ό πως καθορίζεται, η κλίμακα αυτή είναι τόσο χαμηλή που η μητέρα και τα τρία της παιδιά μπορούν να ζήσουν μόνο μέσα σε μια απόλυτη κτηνωδία και ημιλιμοκτονία, μέχρι η σήψη και ο θάνατος να τους απαλλάξουν απ’ το μαρτύριό τους. Για να αποδείξω ότι αυτή η μητέρα με τα τρία παιδιά που πρέπει να θρέψει δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική στις βιομηχανίες εκμετάλλευσης του ανθρώπινου μόχθου, παρα θέτω από τις σύγχρονες εφημερίδες τις δύο ακόλουθες περι πτώσεις: Έ νας αγανακτισμένος πατέρας γράφει ότι η κόρη του μαζί με μια φίλη της, για την κατασκευή κουτιών, εισπράτ τουν 8,5 π. για τις δώδεκα ντουζίνες. Την ημέρα βγάζανε 4 τέτοιες 144άδες. Τα έξοδά τους ήταν 8 π. για τη μεταφορά τους, 2 π. για στάμπες, 2,5 π. για κόλλα, 1 π. για σκοινί, έτσι συνολικά κέρδιζαν και οι δύο μαζί 1 σελ. και 9 π. ή 10,5 π. η καθεμιά την ημέρα. Στη δεύτερη περίπτωση, μια εβδομηνταδυάχρονη ηλικιω μένη γυναίκα εμφανίστηκε πριν λίγες μέρες ενώπιον των Λούτον Γκάρντιανς ζητώντας επίδομα. «Πουλούσε ψάθινα καπέλα, όμως αναγκάστηκε να παρατήσει τη δουλειά λόγω των χρημάτων που της έδιναν - συγκεκριμένα 2,25 π. για το καθένα. Γι’ αυτή την τιμή έπρεπε να αγοράζει η ίδια τις κορ δέλες και να φτιάχνει το στρίφωμα στα καπέλα». Ωστόσο η εν λόγω μητέρα και τα τρία παιδιά της δεν έ χουν κάνει κάποιο κακό ώστε να τιμωρηθούν. Δεν έχουν αμαρτήσει. Απλούστατα, συνέβη το κακό. Ο πατέρας, ο στυλοβάτης του σπιτιού, χτυπήθηκε απ’ τη μοίρα. Δεν υπάρχει φυλαχτό για να σε προστατέψει από αυτό. Είναι θέμα τύ
232
JACK LONDON
χης. Όσες πιθανότητες έχει μια οικογένεια να ξεφύγει απ’ τον πάτο της Αβύσσου, άλλες τόσες έχει να πέσει μέσα με το κεφάλι. Η πιθανότητα αυτή μπορεί να αναπαρασταθεί με ψυχρούς, ανελέητους αριθμούς. Δε θα ήταν άσκοπο να πα ραθέσω κάποιους απ’ αυτούς. Ο Σερ Α. Φόργουντ υπολογίζει ότι: 1 στους 1.400 εργάτες σκοτώνεται κάθε χρόνο. 1 στους 2.500 εργάτες καθίσταται ολοκληρωτικά ανίκανος. 1 στους 300 εργάτες καθίσταται μερικώς ανίκανος για την υπόλοιπη ζωή του. 1 στους 8 εργάτες καθίσταται μερικώς ανίκανος για τρεις ή τέσσερις εβδομάδες. Όμως αυτά είναι μόνο τα εργατικά ατυχήματα. Η υψηλή θνησιμότητα των ανθρώπων που ζουν στο Γκέτο παίζα τρο μερό ρόλο. Η μέση ηλικία θανάτου μεταξύ των ανθρώπων του Γουέστ Εντ είναι τα πενήντα πέντε χρόνια. Η μέση ηλι κία θανάτου μεταξύ των ανθρώπων του Ηστ Εντ είναι τα τριάντα χρόνια. Auto σημαίνει ότι το άτομο στο Γουέστ Εντ έχα διπλάσιες πιθανότητες να ζήσει απ’ το άτομο του Ηστ Εντ. Πού να γινόταν και πόλεμος. Η θνησιμότητα στη Νότια Αφρική και στις Φιλιππίνες είναι σχεδόν ασήμαντη. Το αίμα χύνεται εδώ, στην καρδιά της ειρήνης. Εδώ δεν επικρατούν ούτε καν οι πολιτισμένοι κανόνες του πολέμου, μιας και οι γυναίκες, τα παιδιά και τα βρέφη σκοτώνονται το ίδιο άγρια με τους άντρες. Πόλεμος! Στην Αγγλία, κάθε χρόνο, 500.000 άντρες, γυναίκες και παιδιά που απασχολούνται στις διάφο ρες βιομηχανίες σκοτώνονται και καθίστανται ανίκανοι ή πέφτουν θύματα της ανικανότητας λόγω αρρώστιας.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
233
Στο Γουέστ Εντ το 18 τοις εκατό των παιδιών πεθαίνουν πριν συμπληρώσουν την ηλικία των πέντε χρόνων. Στο Ηστ Εντ το 55 τοις εκατό των παιδιών πεθαίνουν πριν συμπληρώ σουν την ηλικία των πέντε χρόνων. Και υπάρχουν δρόμοι στο Λονδίνο όπου πενήντα απ’ τα εκατό παιδιά που γεννιούνται ετησίως πεθαίνουν μέσα στον επόμενο χρόνο- και απ’ τα πε νήντα που απομένουν, τα είκοσι πέντε πεθαίνουν πριν γίνουν πέντε χρονών. Σφαγή! Ούτε ο Ηρώδης δεν τα κατάφερε τόσο καλά. Το γεγονός ότι η βιομηχανία καταστρέφει την ανθρώπι νη ζωή περισσότερο α π’ ό,τι ο πόλεμος επαληθεύεται καλύ τερα από οτιδήποτε άλλο από το ακόλουθο απόσπασμα από μια πρόσφατη αναφορά του Νομιάτρου του Λίβερπσυλ, η ο ποία δεν ισχύει μονάχα για την περιοχή αυτή: Πολλές φορές έφτανε καθόλου ή λιγοστό φως από τον ήλιο στο κτήριο, και η ατμόσφαιρα μέσα σας κατοικίες ήταν πά ντα φροαή, κυρίως λόγω της υγρασίας που ιττήρχε στους τοί χους και στο ταβάνι που επί τόσα χρόνια απορροφούσαν τα χνώτα και τις αναθυμιάσεις των ενοίκων στο πορώδες υλικό τους. Τη μοναδική μαρτυρία για την απουσία φωτός σε αυτά τα συγκροτήματα προσέφερε η ενέργεια της Επιτροπής Πάρ κων και Κήπων, που επιθυμούσε να ομορφύνει τα σπίτια της φτωχότερης τάξης διορίζοντας γλάστρες και ζαρντινιέρες. Όμως αυτά τα δώρα δεν μπορούσαν να γίνουν σε τέτοια συ γκροτήματα, καθώς τα φυτά και τα λουλούδια ήταν ευαίσθη
τα σε αυτό το ανθυγιεινό περιβάλλον και δεν μπορούσαν να ζήοσυν. Ο κ. Τζωρτζ Χάου κατάρτισε τον παρακάτω πίνακα για τις τρεις ενορίες τού Σαιν Τζωρτζ (ενορίες του Λονδίνου):
234
JACK LONDON
Ποσοστό υπερπληθυσμού Σαιν Τζωρτζ Δυτικά 10 Σαιν Τζωρτζ Νότια 35 Σαιν Τζωρτζ Ανατολικά 40
Ποσοστό θανάτων ανά 1.000 άτομα 13,2 23,7 26,4
Έπειτα υπάρχουν και τα «επικίνδυνα επαγγέλματα» στα οποία απασχολούνται αναρίθμητοι εργάτες. Η επιβίωσή τους είναι πράγματι αβέβαιη - πολύ πιο αβέβαιη απ’ αυτή ε νός στρατιώτη του εικοστού αιώνα. Στην κλωστοϋφαντουρ γία, κατά την προετοιμασία του λιναριού, τα βρεγμένα πό δια και ρούχα προκαλούν σε ασυνήθιστα μεγάλο ποσοστό ατόμων βρογχίτιδα, πνευμονία και σοβαρούς ρευματισμούς. Στο τμήμα λαναρίσματος και στο κλωστήριο, η -ψιλή σκόνη προκαλεί στις περισσότερες των περιπτώσεων πνευμονολογικές ασθένειες, ενώ μια γυναίκα που ξεκινά το λανάρισμα στα δεκαεφτά ή στα δεκαοκτώ, αρχίζει να εξασθενεί και να καταρρέει στα τριάντα της. Οι χημικοί εργάτες, διαλεγμένοι μεταξύ των δυνατότερων και πιο εύρωστων αντρών, ζουν κατά μέσο όρο λιγότερο από σαράντα οκτώ χρόνια. Σχετικά με το επάγγελμα του κεραμοποιού, ο Δρ. Αρλιτζ λέει: «Η σκόνη του κεραμοποιού δε σκοτώνει ξαφνικά. Χρό νο με το χρόνο κατακάθεται όλο και πιο σταθερά στα πνευ μόνια, μέχρι που δημιουργείται επάνω τους ένα στρώμα γύ ψου. Ο άνθρωπος αναπνέει όλο και πιο δύσκολα και κοπια στικά και στο τέλος σταματάει να αναπνέει». Η σκόνη του χάλυβα, η σκόνη της πέτρας, η σκόνη του πηλού, η αλκαλική σκόνη, η σκόνη από το χνούδι, η σκόνη από τις ίνες, όλα αυτά τα πράγματα σκοτώνουν και είναι πιο θανατηφόρα απ’ τα πολυβόλα και τα αυτόματα. Χειρότερη
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
235
απ’ όλες είναι η μολυβδόσκονη στη βιομηχανία του ανθρακι κού μόλυβδου. Ακολουθεί η περιγραφή της συνηθισμένης κατάρρευσης ενός νεαρού, υγιούς και καλοφτιαγμένου κο ριτσιού που δουλεύει σε εργοστάσιο ανθρακικού μολύβδου: Εδώ, μετά από έναν κυμαινόμενο βαθμό έκθεσης γίνεται α ναιμική. Μπορεί στα ούλα της να φαίνεται μια πολύ αχνή μπλε γραμμή, ή ενδέχεται τα ούλα και τα δόντια της να εί ναι απολύτως υγιή και να μη διακρίνεται καμία μπλε γραμ μή. Συνεπεία της αναιμίας έχα αδυνατίσει, όμως τόσο στα διακά που αυτό δεν έχει κάνει σχεδόν καμία εντύπωση στους φίλους της. Στη συνέχεια, ωστόσο, αρρωσταίνει και παρουσιάζονται ολοένα και πιο έντονοι πονοκέφαλοι. Αυ τοί συνήθως συνοδεύονται από συσκότιση της όρασης ή α πό προσωρινή τύφλωση. Έ να τέτοιο κορίτσι περνά, όπως φαίνεται στους φίλους της και στον παθολόγο της, μια φά ση συνηθισμένης υστερίας. Η υστερία αυτή σταδιακά επι δεινώνεται ώσπου την πιάνουν ξαφνικά σπασμοί. Πρώτα χτυπούν το μισό πρόσωπο, έπειτα το χέρι, στη συνέχεια το πόδι στην ίδια πλευρά του σώματος, μέχρι που οι σπασμοί, βίαιοι και καθαρά επιληπτικοί, γίνονται καθολικοί. Συνο δεύονται από απώλεια αισθήσεων, κατά τη διάρκεια της ο ποίας το κορίτσι υφίσταται μια σειρά από σπασμούς που γίνονται όλο και πιο δυνατοί. Σε κάποια από αυτές, είτε πεθαίνει είτε ανακτά τις αισθήσεις της, μερικώς ή ολικώς. Μπορεί για μερικά λεπτά, μερικές ώρες ή μέρες να την πιά νουν τρομεροί πονοκέφαλοι, ή μπορεί να παραμιλά και να βρίσκεται σε υπερδιέγερση, όπως οι μανιακοί. Μπορεί πάλι να κάθεται νωθρή και σκυθρωπή όπως οι καταθλιπτικοί, και να χρειάζεται να τη συνεφέρεις όταν τη βρίσκεις να πε ριπλανιέται, και η ομιλία της είναι κάπως αλλοιωμένη. Χω ρίς περαιτέρω προειδοποίηση, ο παλμός, ο οποίος έχει ήδη εξασθενίσει παρόλο που ο αριθμός των σφυγμών είναι σχε
236
JACK LONDON δόν κανονικός, γίνεται πολύ αδύναμος. Ξαφνικά την πιά νουν κι άλλοι σπασμοί κατά τη διάρκεια των οποίων πε θαίνει ή πέφτει σε κώμα και δε συνέρχεται ποτέ. Σε άλλες περιπτώσεις οι σπασμοί υποχωρούν σταδιακά, οι πονοκέ φαλοι σταματούν και η ασθενής συνέρχεται για να διαπι στώσει ότι έχει χάσει παντελώς την όρασή της, απώλεια που μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη.
Και να μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις δηλητηρία σης από ανθρακικό μόλυβδο: Η Σαρλότ Ράφερτυ, μ α υγιής, καλοφτιαγμένη γυναίκα με περίφημη φυσική κατάσταση -που σ’ όλη της τη ζωή δεν είχε αρρωστήσει ούτε μια φ ορά- ξεκίνησε να δουλεύει σε εργο στάσιο ανθρακικού μολύβδου. Την έπιασαν σπασμοί όταν ήταν στη βάση της σκάλας του εργοστασίου. Ο Δρ. Όλιβερ την εξέτασε και βρήκε στα ούλα της τη λεπτή μπλε γραμμή που δείχνει ότι ο οργανισμός βρίσκεται υπό την επήρεια του ανθρακικού μολύβδου. Ήξερε ότι σύντομα οι σπασμοί θα ε πανεμφανίζονταν. Έτσι και έγινε, και εκείνη πέθανε. Η Μαίρη Αν Τόλερ -έν α δεκαεφτάχρονο κορίτσι που δεν είχε πάθει κρίση ποτέ στη ζωή της- αρρώστησε τρεις φορές και αναγκάστηκε να φύγει απ’ τη δουλειά στο εργοστάσιο. Πριν κλείσει τα δεκαεννιά, εμφάνισε συμπτώματα δηλητη ρίασης από ανθρακικό μόλυβδο - πάθαινε κρίσεις, έβγαζε αφρούς απ’ το στόμα, και τελικά πέθανε.
Η Μαίρη Α., μια ασυνήθιστα ρωμαλέα γυναίκα, κατάφερε να δουλέψει στο εργοστάσιο ανθρακικού μολύβδου είκοσι
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
237
χρόνια, και σ’ όλο αυτό το διάστημα έπαθε κωλικό μία μόνο φορά. Και τα οκτώ παιδιά της πέθαναν σε βρεφική ηλικία α πό σπασμούς. Έ να πρωί, την ώρα που βούρτσιζε τα μαλλιά της, η γυναίκα αυτή έχασε ξαφνικά κάθε δύναμη και στους δύο καρπούς της. Η Ελίζα X., ετών είκοσι πέντε, έπαθε κωλικό μετά από π έ ντε μήνες εργασίας σε εργοστάσιο ανθρακικού μολύβδου. Πήγε σε άλλο εργοστάσιο (αφού της αρνήθηκαν να εργα στεί στο προηγούμενο) και δούλεψε χωρίς διακοπή επί δύο συνεχόμενα χρόνια. Τότε τα παλιά συμπτώματα επανεμφα νίστηκαν, την έπιασαν σπασμοί και πέθανε μέσα σε δύο μέ ρες από οξεία δηλητηρίαση από ανθρακικό μόλυβδο. Ο κ. Βων Νας, αναφερόμενος στην αγέννητη γενιά, λέει: «Τα παιδιά των εργατών ανθρακικού μολύβδου κατά κανό να έρχονται στον κόσμο για να πεθάνουν από σπασμούς ή δηλητηρίαση - είτε γεννιούνται πρόωρα είτε πεθαίνουν μέ σα στον πρώτο χρόνο». Και τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στην περίπτωση της Χάριετ Α. Γουώκερ, ενός δεκαεφτάχρονου κοριτσιού που πέθανε ενώ ήλπιζε να βρει σταθερή δουλειά στην αρένα της βιομηχανίας. Προσελήφθη ως βαφέας εμαγιέ σκευών, επάγ γελμα όπου συναντιόνται περιπτώσεις δηλητηρίασης από ανθρακικό μόλυβδο. Ο πατέρας της και ο αδερφός της ήταν και οι δύο άνεργοι. Έκρυψε την αρρώστια της, περπατούσε έξι μίλια την ημέρα για να πάει και άλλα έξι για να γυρίσει απ’ τη δουλειά, κέρδιζε εφτά ή οχτώ σελίνια τη βδομάδα, και πέθανε στα δεκαεφτά της. Οι περίοδοι ύφεσης στα επαγγέλματα είναι επίσης ένας
238
JACK LONDON
λόγος που σπρώχνει τους εργάτες στην Άβυσσο. Όταν μια οικογένεια απέχει ένα βδομαδιάτικο από τη φτώχια, η ανα γκαστική απραγία ενός μήνα σημαίνει κακουχία και απερί γραπτη μιζέρια, και όταν υπάρχει πάλι δουλειά, τα θύματα δεν μπορούν πάντοτε να συνέλθουν απ’ το ρήμαγμα που έ χουν υποστεί. Αυτή τη στιγμή, στον ημερήσιο τύπο δημοσι εύονται τα πρακτικά της συνέλευσης του Κλάδου Κάρλαϊλ του Σωματείου Λιμενεργατών, όπου αναφέρεται ότι πολλοί απ’ τους άντρες, επί σειρά μηνών, δεν έχουν εισπράξει μέσο εβδομαδιαίο εισόδημα άνω των τεσσάρων ή πέντε σελινιών. Γι’ αυτή την κατάσταση φταίει η στασιμότητα που υπάρχει στη ναυτιλιακή βιομηχανία στο λιμάνι του Λονδίνου. Για το νέο εργάτη ή για τη νέα εργάτρια, ή για το παντρε μένο ζευγάρι, δεν υπάρχα εγγύηση για μια ευτυχισμένη ή υγιή μέση ηλικία ούτε για εξασφαλισμένα γηρατειά. Όσο και ό πως κι αν δουλέψουν, δεν μπορούν να διασφαλίσουν το μέλ λον τους. Όλα είναι θέμα τύχης. Όλα εξαρτώνται απ’ την ά τυχη στιγμή την οποία δεν μπορούν διόλου να ελέγξουν. Οι προφυλάξεις δεν μπορούν να την κρατήσουν μακριά, και τα τεχνάσματα για να ξεφύγουν απ’ αυτή δεν πιάνουν. Αν παρα μείνουν στην αρένα της βιομηχανίας πρέπει να είναι έτοιμοι να την αντιμετωπίσουν και να ρισκάρουν έχοντας πολύ λίγες πιθανότητες. Βέβαια, αν είναι καλότυχοι άνθρωποι και δεν έ χουν οικογενειακές υποχρεώσεις, μπορούν αν θέλουν να εγκαταλείψσυν τη βιομηχανία. Σ’ αυτή την περίπτωση, το πιο ασφαλές πράγμα που μπορεί να κάνα ένας άντρας είναι να καταταγεί στο στρατό, και μια γυναίκα να γίνα ίσως καλό γρια ή νοσοκόμα στον Ερυθρό Σταυρό. Οπως και να έχα, πρέπει να απαρνηθούν σπίτι και παιδιά και ό,τι άλλο δίνα α ξία στη ζωή και φέρνει γηρατειά που δεν είναι εφιάλτης.
22 ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Όταν η ζωή είναι τόσο αβέβαιη, όταν οι ευκαιρίες για ευτυ χία είναι τόσο μακρινές, αναπόφευκτα η ζωή γίνεται φτηνή και η αυτοκτονία σύνηθες φαινόμενο. Είναι τόσο σύνηθες που αποκλείεται να ανοίξεις εφημερίδα και να μη διαβάσεις για κάποια αυτοκτονία, ενώ σ’ ένα δικαστήριο μια υπόθεση απόπειρας αυτοκτονίας δεν εντυπωσιάζει περισσότερο από μια συνηθισμένη περίπτωση «μέθης», και αντιμετωπίζεται με την ίδια προχειρότητα και αδιαφορία. θυμάμαι μια τέτοια περίπτωση στο δικαστήριο του Τά μεση. Ξέρω ότι έχω γερό μάτι και καλό αφτί και γνωρίζω αρκετά για τα πράγματα και τους ανθρώπους. Ομως ομο λογώ ότι μέσα στο δικαστήριο έμεινα αποσβολωμένος απ’ την εκπληκτική ταχύτητα με την οποία μέθυσοι, παραβά τες, επαίτες, καβγατζήδες, άντρες που έδερναν τις γυναί κες τους, ληστές, κλεπταποδόχοι, τζογαδόροι και γυναίκες του δρόμου περνούσαν μέσα α π’ τη μηχανή της δικαιοσύ νης. Το εδώλιο βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας (εκεί όπου υπήρχε το περισσότερο φως) και σ ’ αυτό ανεβοκατέβαιναν άντρες, γυναίκες και παιδιά με τον ίδιο ταχύ και σταθερό ρυθμό που έβγαιναν και οι καταδίκες απ’ το στό μα του δικαστή.
240
JACK LONDON
Σκεφτόμουν ακόμα το φυματικό «κλεπταποδόχο» ο ο ποίος είχε επικαλεστεί πως ήταν ανίκανος να δουλέψει και ότι έπρεπε να θρέψει τη γυναίκα και τα παιδιά του, και είχε τιμωρηθεί με ένα χρόνο καταναγκαστικής εργασίας, όταν έ νας νεαρός γύρω στα είκοσι εμφανίστηκε στο εδώλιο. «Άλφρεντ Φρήμαν». Έπιασα το όνομα αλλά δεν κατάφερα να ακούσω την κατηγορία. Μια εύσωμη, γλυκιά γυναίκα πετάχτηκε ξαφνικά στο εδώλιο των μαρτύρων και άρχισε να καταθέτει. Έμαθα πως ήταν η γυναίκα του φύλακα του υδα τοφράχτη Μπριτάνια. Ή ταν νύχτα. Ακούστηκε κάτι να πέ φτει στο νερό. Έτρεξε στον υδατοφράκτη και βρήκε τον κα τηγορούμενο στο νερό. Η ματιά μου στράφηκε γρήγορα από εκείνη σ’ εκείνον. Ώστε αυτή ήταν η κατηγορία. Αυτοκτονία. Στεκόταν εκεί σα στισμένος, εκτός πραγματικότητας, με τα όμορφα καστανά μαλλιά του να πέφτουν ανάκατα στο μέτωπο. Το πρόσωπό του ήταν ταλαιπωρημένο απ’ τις έγνοιες μα ακόμα παιδικό. «Μάλιστα κύριε», έλεγε η γυναίκα του φύλακα. «Όσο τόνε τραβούσα έξω, τόσο κείνος αντιστεκόταν. Τότες φώ ναξα βοήθεια και κάποιος εργάτης τύχανε να περνάει και τον βγάλαμε και τον παραδώσαμε στον αστυφύλακα». Ο δικαστής έκανε μια φιλοφρόνηση στη γυναίκα για τη μυϊκή της δύναμη και το ακροατήριο γέλασε. Ομως εγώ, το μόνο που έβλεπα ήταν ένα αγόρι στο ξεκίνημα της ζωής του να σέρνεται με πάθος προς το βούρκο του θανάτου, και δεν υπήρχε τίποτε αστείο σε αυτό. Τώρα στο εδώλιο των μαρτύρων στεκόταν ένας άντρας ο οποίος μιλούσε για τον καλό χαρακτήρα του αγοριού, πα ρέχοντας ελαφρυντικά στοιχεία. Ή ταν ο εργοδηγός του α γοριού, ή τουλάχιστον υπήρξε παλιότερα. Ο Άλφρεντ ήταν
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
241
καλό παιδί, όμως είχε πολλά προβλήματα στο σπίτι του, οι κονομικά προβλήματα. Έπειτα, η μητέρα του ήταν άρρω στη. Ανησυχούσε και ανησυχούσε, μέχρι που τον έφαγε η α νησυχία και δεν ήταν σε θέση να δουλέψει. Εκείνος (ο εργο δηγός), επειδή δεν έκανε καλό στη φήμη του το γεγονός ότι το παιδί δε δούλευε σωστά, αναγκάστηκε να του ζητήσει να παραιτηθεί. «Έχεις τίποτα να πας;» τον ρώτησε ο δικαστής απότομα. Το αγόρι στο εδώλιο μουρμούρισε κάτι μπερδεμένο. Ή ταν ακόμα σαστισμένο. «Τι λέει, αστυφύλακα;» ρώτησε ανυπόμονα ο δικαστής. Ο γεροδεμένος άντρας με τα μπλε πλησίασε τ’ αφτί του στα χείλη του κατηγορούμενου και ύστερα απάντησε δυνα τά: «Λέει ότι λυπάται πολύ, κύριε Δικαστά». «Προφυλάκιση», είπε ο Εντιμότατος Δικαστής και άρχι σε να εκδικάζεται η επόμενη υπόθεση, ενώ ο πρώτος μάρτυ ρας είχε ήδη ξεκινήσει να ορκίζεται. Το αγόρι, σαστισμένο, εκτός πραγματικότητας, βγήκε απ’ την αίθουσα με το δεσμο φύλακα. Αυτό ήταν, όλο κι όλο πέντε λεπτά. Δύο μπουντα λάδες στο εδώλιο προσπαθούσαν διακαώς να μην επωμι στούν την ευθύνη για την κατοχή ενός κλεμμένου καλαμιού ψαρέματος που άξιζε μάλλον δέκα σεντς. Το κακό μ’ αυτούς τους φουκαριάρηδες είναι ότι δεν ξέ ρουν πώς να αυτοκτονήσουν και συνήθως πρέπα να κάνουν δύο ή τρας απόπειρες ώσπου να τα καταφέρουν. Τούτο φυ σικά είναι φοβερός μπελάς για τους αστυφύλακες και τους δικαστές, και μια ζωή τούς δημιουργεί σκοτούρες. Καμιά φορά, ωστόσο, οι δικαστές μιλούν με απίστευτη ειλικρίνεια όσον αφορά στο θέμα και επικρίνουν τους κατηγορούμε νους για την προχειρότητα της απόπειράς τους. Έτσι συνέ
242
JACK LONDON
βη για παράδειγμα τις προάλλες, με τον κ. Ρ. Σ., πρόεδρο των δικαστών του Σ. Μ., στην περίπτωση της Αν Γουντ που θέλησε να ξεκάνει τον εαυτό της πέφτοντας στο κανάλι: «Αφού ήθελες να το κάνεις, γιατί δεν το έκανες μια και καλή να ξεμπερδεύεις;» ρώτησε αγανακτισμένος ο κ. Ρ. Σ. «Γιατί δεν κάθισες να βουλιάξεις να τελειώνεις, να μη μας δημιουρ γείς και εμάς τόσους μπελάδες;» Η φτώχια, η μιζέρια και ο φόβος του φτωχοκομείου είναι τα βασικά αίτια αυτοκτονίας στην εργατική τάξη. «Προτιμώ να πνιγώ παρά να πάω στο φτωχοκομείο», είπε η Έλεν Χιουζ Χαντ, ετών πενήντα δύο. Την προηγούμενη Τετάρτη, το πτώ μα της εξετάστηκε από ιατροδικαστή στο Σόρντιτς. Ο άντρας της ήρθε απ’ το Φτωχοκομείο Ίσλιγκτον για να καταθέσει. Ή ταν κάποτε τυρέμπορος, όμως η αναδουλειά και η φτώχια τον ανάγκασαν να πόα στο φτωχοκομείο όπου η γυναίκα του αρνήθηκε να τον συνοδέψει. Τελευταία φορά την είδανε στη μία το πρωί. Τρεις ώρες αργότερα, το καπέλο και το πανωφόρι της βρέθηκαν στο χώρο ρυμούλκησης του Ρήτζεντς Κάναλ, και αργότερα ανέ συραν το πτώμα της απ’ το νερό. Ετυμηγορία: αυτοκτονία σε στιγμή προσωρινής παραφροσύνης. Τέτοιες ετυμηγορίες είναι εγκλήματα κατά της αλήθειας. Ο Νόμος ψεύδεται και μέσα απ’ αυτόν οι άνθρωποι ψεύδο νται ακόμα πιο αδιάντροπα. Για παράδειγμα, μια γυναίκα χωρίς τιμή, εγκαταλελειμμένη και περιφρονημένη από φί λους και συγγενείς, πήρε λάβδανο και έδωσε και στο μωρό της. Το μωρό πεθαίνει. Όμως εκείνη μένει κάποιες βδομάδες στο νοσοκομείο και τη γλιτώνει, κατηγορείται για φόνο, κα ταδικάζεται και τιμωρείται με δέκα χρόνια φυλάκιση. Οταν αναρρώνει, ο Νόμος την κρίνει υπεύθυνη των πράξεών της.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
243
Ωστόσο, αν είχε πεθάνει, ο ίδιος Νόμος θα είχε εκδώσει ετυ μηγορία προσωρινής παραφροσύνης. Εξετάζοντας τώρα την υπόθεση της Έ λεν Χιουζ Χαντ, είναι σωστό και δίκαιο να πούμε ότι όταν ο άντρας της πήγε στο Φτωχοκομείο Ίσλιγκτον υπέφερε από προσωρινή πα ραφροσύνη όσο υπέφερε και εκείνη όταν πήγε στο Ρήτζεντς Κάναλ. Το ποιος είναι ο προτιμότερος τόπος διαμονής είναι θέμα προσωπικής άποψης που διαμορφώνεται κατόπιν νοήμονος κρίσης. Εγώ πάντως, απ’ αυτά που ξέρω για τα φτω χοκομεία και τα κανάλια, θα διάλεγα το κανάλι αν ήμουν στην ίδια θέση. Και τολμώ να υποστηρίξω ότι όσο παράφρονες ήταν η Έλεν Χιουζ Χαντ, ο άντρας της και όλος ο υ πόλοιπος κόσμος, άλλο τόσο είμαι και εγώ. Ο άνθρωπος δεν ακολουθεί πια το ένστικτό του με την ί δια έμφυτη πίστη. Έχει εξελιχθεί σ’ ένα λογικό πλάσμα και μπορεί ενσυνείδητα να διαλέξει να κρατηθεί στη ζωή ή να την απορρίψει, όπως ακριβώς εκείνη διαλέγει να του επιφυ λάξει μεγάλη χαρά ή μεγάλο πόνο. Τολμώ να ισχυριστώ ότι η Έλεν Χιούζ Χαντ, εξαπατημένη και γελασμένη απ’ τη ζωή, στερημένη απ’ όλες τις χαρές που δικαιούνταν μετά από πε νήντα δύο χρόνια υπηρεσίας και μην έχοντας να περιμένει τί ποτε άλλο πέρα απ’ τη φρικαλεότητα του φτωχοκομείου, φέρθηκε πολύ λογικά και συνετά όταν αποφάσισε να πηδήξει στο κανάλι. Και επιπλέον, τολμώ να ισχυριστώ ότι το πιο σοφό πράγμα που το δικαστήριο θα μπορούσε να κάνα θα ή ταν να εκδώσα ετυμηγορία που να καταδικάζα την κοινωνία για προσωρινή παραφροσύνη επειδή επέτρεψε στη ζωή να εξαπατήσει και να γελάσα την Έλεν Χιουζ Χαντ και να της στερήσει τις χαρές που δικαιούνταν μετά από πενήντα δύο χρόνια υπηρεσίας.
244
JACK LONDON
Προσωρινή παραφροσύνη! Αχ, αυτές οι καταραμένες φράσεις, αυτά τα ψέματα των λέξεων πίσω απ’ τα οποία κρύβονται άνθρωποι με περίσσιο κρέας στο στομάχι και καλά πουκάμισα να καλύπτουν τις πλάτες τους, αποποιού μενοι την ευθύνη που φέρουν απέναντι στα αδέρφια τους που έχουν αδειανά στομάχια και γυμνές πλάτες! Από το τεύχος του Ομπζέρβερ, μια εφημερίδα του Ηστ Εντ, παραθέτω τα ακόλουθα κοινότοπα περιστατικά: Ένας θερμαστής στα καράβια ονόματι Τζώννυ Κινγκ κατηγορήθηκε για απόπειρα αυτοκτονίας. Την Τετάρτη, ο κατη γορούμενος πήγε στο αστυνομικό τμήμα Μπόου και δήλωσε ότι είχε καταπιεί μια ποσότητα φωσφορικής αλοιφής επειδή ήταν απένταρος και ανίκανος να βρει δουλειά. Ο Κινγκ ο δηγήθηκε στο Τμήμα, του χορήγησαν εμετικό και εκείνος ξέρασε μια ποσότητα απ’ το δηλητήριο. Τότε ο κατηγορού μενος είπε ότι λυπάται πολύ. Παρόλο που είχε δεκαέξι χρό νια καλής διαγωγής δεν μπορούσε να βρει πουθενά δουλειά. Ο κ. Ντίκινσον παρέπεμψε τον κατηγορούμενο να τον δει έ νας ιεροκήρυκας των δικαστηρίων. Ο Τίμοθυ Γουώρνερ, τριάντα δύο χρονών, προφυλακίστηκε για παρόμοια υπόθεση. Πήδηξε στο νερό απ’ την Αποβάθρα Λάιμχαουζ και όταν τον έσωσαν είπε: «Το έκανα σκόπιμα». Μια αξιοπρεπής νεαρή γυναίκα ονόματι Έλεν Γκρέυ προ φυλακίστηκε με την κατηγορία της απόπειρας αυτοκτονίας. Γύρω στις οκτώμισι την Κυριακή το πρωί, ο Αστυφύλακας 834 Κ βρήκε την κατηγορούμενη ξαπλωμένη σ’ ένα κατώφλι στην οδό Μπένγουορθ σε κατάσταση νάρκης. Στο ένα χέρι
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
245
κρατούσε ένα αδειανό μπουκάλι και δήλωσε ότι πριν δύο ή τρεις ώρες είχε καταπιεί ποσότητα λάβδανου. Ή ταν φανερά πολύ άρρωστη, φώναξαν το χειρούργο, ο οποίος, αφού της χορήγησε καφέ, έδωσε εντολή να την κρατήσουν ξύπνια. Όταν η κατηγορούμενη καταδικάστηκε, δήλωσε ότι ο λόγος που αποπειράθηκε να βάλει τέρμα στη ζωή της ήταν επειδή δεν είχε ούτε σπίτι ούτε φίλους. Δε λέω ότι όλοι οι άνθρωποι που αυτοκτονούν είναι στα λογικά τους, όπως και δε λέω ότι όλοι οι άνθρωποι που δεν αυτοκτονούν είναι στα λογικά τους. Παρεμπιπτόντως, η α βεβαιότητα εύρεσης τροφής και στέγης είναι ένας σημαντι κός λόγος που οι άνθρωποι οδηγούνται στην παραφροσύ νη. Πλανόδιοι μανάβηδες, πραματευτές και γυρολόγοι, μια ολόκληρη τάξη εργατών που ζουν μεροδούλι μεροφάι πε ρισσότερο από κάθε άλλη, αποτελούν το μεγαλύτερο ποσο στό α π’ αυτούς που βρίσκονται στα φρενοκομεία. Κάθε χρόνο, στους 10.000 άντρες οι 26,9 τρελαίνονται και στις γυναίκες οι 36,9. Απεναντίας στους στρατιώτες, που είναι τουλάχιστον σίγουροι για τη στέγη και το φαγητό τους, τρελαίνονται οι 13 στους 10.000. Και στους αγρότες και κτηνοτρόφους, μόνο οι 5,1. Έ τσι λοιπόν, ένας πλανόδιος μανάβης έχει τις διπλάσιες πιθανότητες να χάσει τα λογικά του από ένα στρατιώτη και τις πενταπλάσιες πιθανότητες από έναν αγρότη. Η κακοτυχία και η μιζέρια είναι πολύ αποτελεσματικές στο να σαλέψουν το μυαλό των ανθρώπων και να οδηγή σουν κάποιον στο φρενοκομείο και κάποιον άλλο στο νε κροτομείο ή στην αγχόνη. Οταν το κακό συμβαίνει και ο πα τέρας και σύζυγος, που ενώ αγαπά τη γυναίκα και τα παιδιά
246
JACK LONDON
του και έχει διάθεση να δουλέψει, δεν μπορεί να βρει δου λειά, είναι πολύ εύκολο να χάσει τα λογικά του και να θολώ σει ο νους του. Και είναι ακόμα πιο εύκολο αν λάβουμε υπό ψη ότι το κορμί του είναι ρημαγμένο απ’ την ασιτία και τις αρρώστιες, και ότι επιπλέον η ψυχή του σκίζεται στα δύο να βλέπει τη γυναίκα του και τα μικρά του να υποφέρουν. «Είναι ένας ωραίος άντρας, με πυκνά μαύρα μαλλιά, σκούρα εκφραστικά μάτια, λεπτοσχηματισμένη μύτη και σαγόνι, και σγουρό, όμορφο μουστάκι». Αυτή είναι η περι γραφή που έδωσε ένας δημοσιογράφος για τον Φρανκ Καβίλα καθώς αυτός στεκόταν στο εδώλιο, το ζοφερό μήνα του Σεπτέμβρη, «φορώντας ένα πολυφορεμένο γκρι κουστούμι χωρίς κολάρο». Ο Φρανκ Καβίλα ζούσε και δούλευε ως διακοσμητής σπιτιών στο Λονδίνο. Περιγράφεται ως καλός εργαζόμενος, σοβαρός άνθρωπος που δεν έπινε, ενώ όλοι οι γείτονές του καταθέτουν ομόφωνα ότι ήταν ένας ευγενικός και στοργι κός σύζυγος και πατέρας. Η γυναίκα του, η Χάνα Καβίλα, ήταν μια εύσωμη, ωραία και καλόκαρδη γυναίκα. Φρόντιζε να στέλνει τα παιδιά της καθαρά και περιποιημένα (όλοι α γείτονες το επισήμαναν) στο Οικοτροφείο της Οδού Τσίλντερικ. Έ τσι λοιπόν, με έ ναν τέτοιο χρυσό σύζυγο, με σταθερή δουλειά και μετρημέ νη ζωή, όλα πήγαιναν καλά και όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Τότε συνέβη το κακό. Δούλευε για έναν εργολάβο, τον κ. Μπεκ, και έμενε σ’ ένα από τα σπίτια του αφεντικού του στην οδό Τράντλυ. Ο κ. Μπεκ έπεσε απ’ το δίτροχο μόνιππό του και σκοτώθηκε. Η αιτία ήταν ένα ατίθασο άλογο και, ό πως είπα, το κακό συνέβη. Ο Καβίλα έπρεπε να ψάξει για νέο εργοδότη και να βρα άλλο σπίτι.
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
247
Τούτο έγινε πριν δεκαοκτώ μήνες. Για δεκαοκτώ μήνες έ κανε μεγάλο αγώνα. Βρήκε κάτι δωμάτια σ’ ένα μικρό σπίτι στην οδό Μπατάβια αλλά δεν μπορούσε να τα φέρει βόλτα. Δεν κατάφερνε να βρει σταθερή δουλειά. Πάλεψε αντρίκεια σε διάφορες περιστασιακές δουλειές, ενώ την ίδια στιγμή έ βλεπε τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του να πεινούν. Πει νούσε και εκείνος, αδυνάτισε και αρρώστησε. Αυτό συνέβη πριν τρεις μήνες, και τότε δεν υπήρχε καθόλου μα καθόλου φαγητό. Δεν παραπονέθηκαν, δεν είπαν κουβέντα σε κανέναν. Όμως τα φτωχά ανθρωπάκια το ήξεραν. Οι νοικοκυρές της οδού Μπατάβια τούς έστελναν φαγητό, όμως η οικογέ νεια Καβίλα ήταν τόσο αξιοσέβαστη που το έστελναν ανώ νυμα και μυστικά ώστε να μη θίξουν την αξιοπρέπειά της. Το κακό είχε γίνει. Εκείνος πάλεψε, πείνασε και υπέφερε για δεκαοκτώ μήνες. Έ να πρωί του Σεπτέμβρη, σηκώθηκε νωρίς. Έβγαλε το σουγιά του. Έκοψε το λαιμό της γυναίκας του, Χάνα Καβίλα, τριάντα τριών ετών. Έκοψε το λαιμό του πρωτότοκου γιου του, Φρανκ, δώδεκα ετών. Έκοψε το λαιμό του γιου του, Γσυώλτερ, οκτώ ετών. Έκοψε το λαιμό της κό ρης του, Νέλλυ, τεσσάρων ετών. Έκοψε το λαιμό του μικρό τερου γιου του, Έρνεστ, δεκαέξι μηνών. Επειτα κάθισε να φυλάει τους νεκρούς όλη μέρα, μέχρι το βράδυ που ήρθαν οι αστυνομικοί και τους ζήτησε να βάλουν ένα κέρμα στη σχι σμή του μετρητή γκαζιού για να υπάρχα φως να βλέπουνε. Ο Φρανκ Καβίλα στεκόταν στο εδώλιο, φορώντας ένα πολυφορεμένο γκρι κουστούμι χωρίς κολάρο. Ή ταν ένας ωραίος άντρας, με πυκνά μαύρα μαλλιά, σκούρα εκφραστι κά μάτια, λεπτοσχηματισμένη μύτη και σαγόνι, και σγουρό, όμορφο μουστάκι.
23 ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
«Το σπίτι μας είναι μια τρώγλη όπου ζούμε σαν νεκροί, ξεχνώντας την ομορφιά και χάρη που έχει η ζωή».
Υπάρχει ένα και μοναδικό όμορφο θέαμα στο Ηστ Εντ, και αυτό είναι τα παιδιά που χορεύουν στο δρόμο όταν περνάει ο λατερνατζής. Είναι μαγευτικό να τα βλέπεις, τη νέα γενιά, τα βλαστάρια, να πηγαίνουν πέρα δώθε και να χοροπηδούν, να κάνουν χαριτωμένες μιμητικές κινήσεις και να σκαρώ νουν όμορφους αυτοσχεδιασμούς. Οι μυς τους κουνιούνται με σβελτάδα και ευκολία και τα κορμιά τους πηδούν στον α έρα ανάλαφρα, και λικνίζονται σε ρυθμούς που δε διδάχθη καν ποτέ σε σχολές χορού. Έχω μιλήσει μ’ αυτά τα παιδιά, εδώ, παρακεί, παντού, και μου έχουν φανεί έξυπνα σαν και τ’ άλλα παιδιά, και από πολλές απόψεις εξυπνότερα. Διαθέτουν φαντασία πολύ ζω ηρή. Η ικανότητά τους να μπαίνουν στο βασίλειο του ρομα ντισμού και της φαντασίας είναι αξιοσημείωτη. Στο αίμα τους βράζει μια ζωή γεμάτη χαρά. Τα συναρπάζει η μουσι κή, η κίνηση και το χρώμα, και συχνά πίσω απ’ τη βρομιά και τα κουρέλια που φορούν αποκαλύπτεται ένα πρόσωπο και μια μορφή εκπληκτικής ομορφιάς.
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
249
Όμως στην πόλη του Λονδίνου υπάρχει ένας Μαγεμέ νος Αυλητής που κλέβει όλα αυτά τα παιδιά. Εξαφανίζο νται. Κανείς δεν τα ξαναβλέπει ούτε μαθαίνει τίποτα γι’ αυτά. Μπορείς να τα αναζητήσεις στη γενιά των μεγάλων, αλλά μάταια. Εδώ θα βρεις μπασμένα σουλούπια, άσχημα πρόσωπα και νωθρά, νεκρωμένα μυαλά. Η χάρη, η ομορ φιά, η φαντασία, όλη η ευελιξία του μυαλού και του σώμα τος έχει χαθεί. Ομως, καμιά φορά, μπορεί να δεις μια γυ ναίκα, όχι απαραίτητα μεγάλη, αλλά παραμορφωμένη, ά σχημη, πρησμένη και μεθυσμένη να σηκώνει τα κρεμασμέ να, λασπωμένα φουστάνια της και να εκτελεί κάτι αλλό κοτους και ατσούμπαλους βηματισμούς στο πεζοδρόμιο. Είναι μια ένδειξη ότι κάποτε ήταν ένα από εκείνα τα παι διά που χόρευαν στο λατερνατζή. Αυτοί οι αλλόκοτοι και παράξενοι βηματισμοί είναι ό,τι έχει μείνει α π ’ την υπό σχεση της παιδικής ηλικίας. Στα σκοτεινά βάθη του μυα λού της ζωντανεύει η φευγαλέα ανάμνηση ότι ήταν κάπο τε κοριτσάκι. Δημιουργείται ένας κύκλος. Κοριτσάκια χο ρεύουν ολόγυρά της με χάρη και ομορφάδα που θυμάται αμυδρά, όμως το σώμα της δεν είναι παρά μια παρωδία. Τότε ασθμαίνει και λαχανιάζει εξαντλημένη και βγαίνει α π’ τον κύκλο παραπατώντας. Όμως τα κοριτσάκια συνε χίζουν να χορεύουν. Τα παιδιά του Γκέτο έχουν όλες τις αρετές που χρειάζο νται για να γίνουν αξιοπρεπείς άντρες και γυναίκες. Αλλά το ίδιο το Γκέτο, σαν οργισμένη τίγρη που επιτίθεται στα μικρά της, στρέφεται εναντίον τους και καταστρέφει όλες αυτές τις αρετές, σβήνει το φως και το γέλιο, και αυτά που δε σκοτώ νει τα μετατρέπει σε ναρκωμένα και δυστυχή πλάσματα, πιο άξεστα, άθλια και χαμένα απ’ ό,τι τα άγρια κτήνη.
250
JACK LONDON
'Οσο για τον τρόπο που γίνεται αυτό, τον έχω περιγράψει λεπτομερώς σε προηγούμενα κεφάλαια. Εδώ ας ουρή σουμε τον Δρα Χάξλεϋ να τον περιγράφει εν συντομία: Όποιος είναι ενήμερος για την κατάσταση του πληθυσμού σε όλα τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, είτε σε αυτή είτε σε κάποια άλλη χώρα, γνωρίζει ότι μέσα σε ένα μεγάλο και αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού αυτού κυριαρχεί... η κα τάσταση που οι Γάλλοι ονομάζουν la misère*. Είναι μια κα τάσταση όπου η τροφή, η ζεστασιά και ο ρουχισμός που εί ναι απαραίτητα απλώς για τη διατήρηση των σωματικών λειτουργιών στο κανονικό τους επίπεδο δεν μπορούν να α ποκτηθούν. Είναι μια κατάσταση όπου άντρες, γυναίκες και παιδιά αναγκάζονται να συνωστίζονται μέσα σε τρύ πες που δεν έχουν ίχνος αξιοπρέπειας και όπου οι πιο κοι νές συνθήκες για υγιεινή διαβίωση δεν είναι δυνατό να εξα σφαλιστούν. Είναι μια κατάσταση όπου η μοναδική από λαυση είναι η κτηνωδία και η μέθη. Μια κατάσταση όπου ο πόνος μεγαλώνει παίρνοντας τη μορφή της πείνας, της αρ ρώστιας, της ελλιπούς ανάπτυξης και της ηθικής κατάπτω σης. Μια κατάσταση όπου η προοπτική για έναν δίκαιο, σταθερό και έντιμο βίο είναι μια χαμένη μάχη με την πείνα, που καταλήγει στον τάφο του άπορου ζητιάνου.
Υπό τέτοιες συνθήκες, τα παιδιά δεν έχουν καμία ελπί δα. Πεθαίνουν σαν τις μύγες, και αυτά που επιβιώνουν, επι βιώνουν γιατί έχουν παραπάνω ζωτικότητα και ικανότητα προσαρμογής στην εξαθλίωση που τα περιτριγυρίζει. Δεν έ χουν οικογενειακή ζωή. Μέσα στις τρύπες και τις τρώγλες
Μιζέρια, δυστυχία. (Σ.τ.Ε.)
Οι Ανθρωποι της Αβύσσου
251
όπου ζούνε είναι εκτεθειμένα σε αισχρά και άπρεπα πράγ ματα. Κι όπως διαφθείρεται το μυαλό τους, έτσι διαφθείρεται και το σώμα τους απ’ την ανεπαρκή υγιεινή, το συνωστι σμό και τον υποσιτισμό. Όταν ένας πατέρας και μια μητέρα ζουν με τα τρία ή τέσσερα παιδιά τους σ’ ένα δωμάτιο, μέσα στο οποίο τα παιδιά είναι αναγκασμένα να σηκώνονται και να διώχνουν με βάρδιες τους αρουραίους από εκείνους που κοιμούνται, όταν αυτά τα παιδιά δεν έχουν χορτάσει ποτέ φαγητό και γίνονται δυστυχή και αδύναμα απ’ τις επιθέσεις πλήθους ζωυφίων, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε σε τι άντρες και γυναίκες θα εξελιχθούν α επιζήσαντες. «Η μαύρη απόγνωση και η μιζέρια τα τυλίγει α π ’όταν είναι στα φασκιά· και για πρώτο νανούρισμα ακούνε φριχτές κατάρες και γέλια πιο φριχτά». Ένας άντρας και μια γυναίκα παντρεύονται και στήνουν το νοικοκυριό τους σ’ ένα δωμάτιο. Το εισόδημά τους δεν αυ ξάνεται με τα χρόνια, σε αντίθεση με τα μέλη της οικογένειας, και ο άντρας είναι υπερβολικά τυχερός αν καταφέρει να παραμείνει υγιής και να δουλεύει συγχρόνως. Κάνουν ένα μωρό και ύστερα κάνουν κι άλλο. Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να βρουν μεγαλύτερο δωμάτιο. Ομως αυτά τα στοματάκια κι αυ τά τα κορμάκια σημαίνουν επιπλέον έξοδα, κι έτσι το μεγαλύ τερο δωμάτιο είναι πράγμα αδύνατο. Έρχονται κι άλλα μωρά. Δεν υπάρχει χώρος ούτε για ν’ ανασάνεις. Τα μεγαλύτερα παι διά βγαίνουν στο δρόμο. Όταν γίνουν δώδεκα ή δεκατεσσά ρων, το θέμα του χώρου έχα πια φτάσα στο απροχώρητο και τότε βγαίνουν στο δρόμο για τα καλά. Το αγόρι, αν είναι τυχε
252
JACK LONDON
ρό, βρίσκα να μείνει στα υπνωτήρια κι έτσι έχει διάφορες πι θανές καταλήξεις. Όμως το κορίτσι των δεκατεσσάρων ή των δεκαπέντε που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ένα δωμάτιο που είχε για σπίτι κατ’ αυτό τον τρόπο, και καταφέρνει να κέρδιζα στην καλύτερη περίπτωση το μηδαμινό ποσό των πέ ντε ή έξι σελινιών την εβδομάδα, δεν έχα παρά μία πιθανή κα τάληξη. Και το πικρό τέλος αυτής της κατάληξης είναι παρό μοιο μ’ αυτό που είχε η γυναίκα της οποίας το πτώμα βρέθηκε σήμερα το πρωί απ’ την αστυνομία σ’ ένα κατώφλι στην οδό Ντόρσετ στο Γσυάιττσαπελ. Άστεγη, άρρωστη, χωρίς να έχα κανέναν κοντά της την ύστατη στιγμή, είχε πεθάνα τη προη γούμενη νύχτα απ’ το κρύο. Ή ταν εξήντα δύο χρονών και πουλούσε σπίρτα. Πέθανε όπως πεθαίνα ένα άγριο ζώο. Στο μυαλό μου έχω φρέσκια την εικόνα ενός αγοριού στο εδώλιο ενός δικαστηρίου του Ηστ Εντ. Το κεφάλι ίσα που φαινόταν πίσω απ’ το κιγκλίδωμα. Τον καταδίκαζαν με την κατηγορία ότι έκλεψε δύο σελίνια από μια γυναίκα, τα οποία ξόδεψε, όχι σε γλυκά, καραμέλες και διασκέδαση, αλ λά σε φαγητό. «Γιατί δε ζήτησες από τη γυναίκα να σου δώσει φαγητό;» ρώτησε ο δικαστής, με ύφος κάπως πονεμένο. «Σίγουρα θα σου έδινε κάτι να φας». «Αν της είχα ζητήξει, θα με κλείνανε μέσα για επαιτεία», ήταν η απάντηση. Ο δικαστής έσμιξε τα φρύδια του και δέχτηκε την επί πληξη. Κανείς δεν ήξερε το αγόρι, ούτε τη μάνα του, ούτε τον πατέρα του. Δεν είχε ρίζες μήτε προγόνους, ήταν εγκαταλελειμμένο, αδέσποτο, ένα κουτάβι που έψαχνε για τρο φή στη ζούγκλα της αυτοκρατορίας, που είχε για λεία τους αδύναμους και εκείνο ήταν η λεία των δυνατών.
Οι Ανθρωποι της Αβύσσου
253
Οι άνθρωποι που προσπαθούν να βοηθήσουν και μαζεύ ουν τα παιδιά του Γκέτο και τα στέλνουν σε μονοήμερες εκ δρομές στην εξοχή πιστεύουν ότι είναι ελάχιστα τα παιδιά που στα δώδεκά τους δεν έχουν πάει εκεί έστω μία φορά. Έ νας συγγραφέας λέει σχετικά: «Η διανοητική αλλαγή που επέρχεται ύστερα από μία μέρα στο δάσος και τους αγρούς δεν πρέπει να υποτιμάται. Οποιες και να είναι οι συνθήκες, τα παιδιά μαθαίνουν την έννοια του δάσους και των αγρών και έτσι οι περιγραφές τοπίων στα βιβλία που διαβάζουν, ε νώ πριν δεν τους δημιουργούσαν καμιά εικόνα, τώρα απο κτούν νόημα». Μία μέρα στους αγρούς και στο δάσος, και αυτό αν είναι τυχερά και τα μαζέψουν οι άνθρωποι που προσπαθούν να βοηθήσουν! Και μάλιστα όταν τα παιδιά που γεννιούνται κάθε μέρα είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μπορούν να σταλούν στην εξοχή για μία μόνο μέρα της ζωής τους! Μία μέρα! Σ’ όλη τους τη ζωή μία μέρα! Και τις υπόλοιπες μέρες, όπως είπε ένα αγόρι σε κάποιον επίσκοπο, «στα δέκα τη γκάνουμε κοπάνα· στα δώδεκα ψειρίζουμε ψιλολόγιακαι στα δεκάξι τουλουμιάζουμε τους μπάτσους». Με άλλα λόγια, στα δέκα κάνουν σκασιαρχείο, στα δώδεκα κλέβουν μικροπράγματα και στα δεκάξι έχουν γίνει αρκετά εξελιγ μένοι χούλιγκαν για να δέρνουν τους αστυνομικούς. Ο Αιδεσιμότατος Τζ. Κάρτμελ Ρόμπινσον κάνει λόγο για ένα αγόρι και ένα κορίτσι της ενορίας του που ξεκίνη σαν να πάνε στο δάσος με τα πόδια. Περπάτησαν και περ πάτησαν τους ατελείωτους δρόμους, προσμένοντας πάντα να το δουν από στιγμή σε στιγμή. Μέχρι που στο τέλος κά θισαν κάτω εξαντλημένα και απεγνωσμένα, για να τα σώ σει μια καλή γυναίκα που τα έφερε πίσω. Προφανώς οι άν
254
JACK LONDON
θρωποι που προσπαθούν να βοηθήσουν, αυτά τα παιδιά τα παράβλεψαν. Ο ίδιος κύριος δήλωσε ότι σε ένα δρόμο στο Χόξτον (μια γειτονιά του αχανούς Ηστ Εντ) πάνω από εφτακόσια παι διά μεταξύ πέντε και δεκατριών χρονών ζούνε σε ογδόντα μικρά σπίτια. Και προσθέτει: «Επειδή το Λονδίνο φυλακίζει τα παιδιά του σ’ ένα λαβύρινθο δρόμων και σπιτιών και τους στερεί τον ουρανό, τους αγρούς και τα ρυάκια που δικαιω ματικά τους ανήκουν, αυτά γίνονται άντρες και γυναίκες με κακή φυσική κατάσταση». Κ άνα λόγο για κάποιον ενορίτη του που νοίκιασε ένα δωμάτιο σ’ ένα παντρεμένο ζευγάρι. «Όταν το πιάσανε το δωμάτιο είπαν ότι έχουν δύο παιδιά, αλλά τελικά αποδεί χτηκε ότι είχαν τέσσερα. Λίγο μετά, εμφανίστηκε και πέ μπτο και ο ιδιοκτήτης τούς ειδοποίησε ότι θα πρέπει να φύ γουν. Τότε ένας επιθεωρητής α π’ την υγειονομία, που τόσο συχνά κάνει τα στραβά μάτια, απείλησε το φίλο μου ότι θα λάβει νομικά μέτρα. Είπε ότι δεν μπορούσε να τους διώξει. Το ζευγάρι είπε ότι με τόσα παιδιά κανείς δεν τους νοίκιαζε σπίτι που να μπορούν να πληρώνουν, το οποίο, καθώς ξέ ρουμε, είναι ένα απ’ τα πιο συνηθισμένα παράπονα που έ χουν οι φτωχοί. Τι να έκανε ο ιδιοκτήτης; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Τελικά απευθύνθηκε στο δικαστή, ο οποίος έστειλε έναν κοινωνικό λειτουργό να διερευνήσει το θέμα. Από τότε έχουν περάσα είκοσι περίπου μέρες και ακόμα δεν έχα γίνει τίποτα. Αν είναι αυτή ξεχωριστή περίπτωση; Κάθε άλλο, είναι πολύ συνηθισμένη». Την προηγούμενη εβδομάδα η αστυνομία έκανε έφοδο σε έναν οίκο ανοχής. Σ ’ ένα δωμάτιο βρήκαν δύο μικρά παι διά. Συνελήφθησαν με την ίδια κατηγορία που συνελήφθη-
Οι Ανθρωποι της Αβύσσου
255
σαν και α γυναίκες. Ο πατέρας τους εμφανίστηκε στη δίκη. Δήλωσε ότι ο ίδιος, η γυναίκα του και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά τους, εκτός από αυτά που ήταν στο εδώλιο, ήταν έ νοικοι του δωματίου αυτού. Δήλωσε ακόμα ότι νοίκιαζαν αυτό το δωμάτιο επειδή δεν μπορούσε να βρει άλλο με μισή κορόνα. Ο δικαστής αθώωσε τους δύο ανήλικους παραβά τες και προειδοποίησε τον πατέρα ότι η ανατροφή που έδινε στα παιδιά του δεν ήταν σωστή. Όμως, δε χρειάζεται να αναφερθώ σε περισσότερα περι στατικά. Στο Λονδίνο, η σφαγή των αθώων λαμβάνει χώρα με την πιο τερατώδη συχνότητα που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Και ακόμα πιο τερατώδης είναι η αναισθησία των ανθρώπων που πιστεύουν στο Χριστό, που παραδέχονται την ύπαρξη του θεού και πηγαίνουν κάθε Κυριακή στην εκ κλησία. Τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας χαλούν τον κό σμο για τα ενοίκια και το χρήμα που εισπράττουν απ’ το Ηστ Εντ, χρήμα βαμμένο με το αίμα των παιδιών. Και καμιά φορά -τόσο παράξενοι είναι- παίρνουν μισό εκατομμύριο από αυτά τα ενοίκια και τα κέρδη και το στέλνουν έξω για να μορφωθούν τα μαύρα αγόρια στο Σουδάν.
24 ΕΝΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΘΕΑΜΑ
Πριν χρόνια, όλα αυτά ήταν ροδαλά, στρουμπουλά βρέφη που μπορούσες να τα πλάσεις και να τους δώσεις όποια κοινωνική μορφή ήθελες. - κ α ρ λ α ϊλ
Αργά χτες τη νύχτα περπάτησα στην οδό Κομμέρσιαλ απ’ το Σπάιταλφηλντς μέχρι το Γουάιττσαπελ και συνέχισα νό τια στην οδό Λέμαν τραβώντας για τις αποβάθρες. Καθώς περπατούσα, γελούσα με τις τοπικές εφημερίδες που με πε ρηφάνια δήλωναν μεγαλόστομα ότι το Ηστ Εντ είναι μια χα ρά μέρος για να ζήσει ένας άνθρωπος. Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω έστω και το ένα δέ κατο από αυτά που είδα. Πολλά δεν μπορούν να ειπωθούν. Όμως γενικά μπορώ να πω ότι αντίκρισα έναν εφιάλτη, έ ναν τρομαχτικό βούρκο που έκανε το πεζοδρόμιο να ανα σαλεύει, έναν κυκεώνα απερίγραπτης αισχρότητας που έ κανε τη «νυχτερινή φρίκη» του Πικαντίλυ και της Προκυ μαίας μηδαμινή. Ήταν ένα θηριοτροφείο αποτελούμενο από ντυμένα δίποδα που έμοιαζαν λίγο με ανθρώπους και περισ σότερο με ζώα, και για να συμπληρωθεί η εικόνα υπήρχαν και κάτι φρουροί με μπρούντζινα κουμπιά που επανέφεραν την τάξη όταν αυτά γρύλλιζαν πιο άγρια απ’ ό,τι συνήθως.
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
257
Χαιρόμουν που ήταν εκεί οι φρουροί, επειδή δε φορούσα τα ρούχα του «ναυτικού» και ήμουν αυτό που λέμε «στό χος» για τα αρπακτικά πλάσματα που παραφυλούσαν ένα γύρω. Κάποιες φορές, όταν α φρουροί δεν ήταν μπροστά, τα αρσενικά με κοιτούσαν διαπεραστικά, πεινασμένα, σαν λύκοι του πεζοδρομίου. Φοβούμουν, φοβόμουν τα γυμνά τους χέρια όπως κάποιος θα φοβόταν τις χερούκλες ενός γορίλλα. Μου θύμιζαν γορίλλες. Τα κορμιά τους ήταν μι κρά, κακοσχηματισμένα και μπασμένα. Δεν είχαν φουσκω τούς μυς, δεν ήταν νευρώδεις, ούτε είχαν φαρδιές πλάτες. Παρουσίαζαν μια μάλλον στοιχειωδώς ανεπτυγμένη (ρύση, όπως αυτή που πρέπει να είχε ο άνθρωπος των σπηλαίων. Όμως αυτά τα ισχνά σώματα είχαν μια δύναμη, την άγρια και πρωτόγονη δύναμη να αρπάζουν, να σφίγγουν, να δια μελίζουν και να ξεσκίζουν. Λέγεται πως όταν χιμούν στο ανθρώπινο θήραμά τους, το πιέζουν προς τα πίσω και δι πλώνουν το σώμα του στα δύο μέχρι να σπάσα η μέση. Δεν έχουν ούτε συνείδηση ούτε αισθήματα, και θα σκοτώσουν για μισή λίρα, χωρίς φόβο και πάθος, μόλις τους δοθεί η πρώτη ευκαιρία. Αποτελούν ένα καινούργιο είδος, μια ρά τσα αγρίων της πόλης. Οι δρόμοι, τα σπίτια, τα στενάκια και τα κτήρια είναι ο χώρος όπου κυνηγούν. Όπως είναι οι κοι λάδες και τα βουνά για τους από φύση άγριους, έτσι είναι και οι δρόμοι και τα κτήρια για εκείνους. Οι φτωχογειτονιές είναι η ζούγκλα τους, και μέσα σ’ αυτή τη ζούγκλα ζουν και κυνηγούν. Οι αγαπητοί, τρυφηλοί άνθρωποι των χρυσών θεάτρων και των παραμυθένιων αρχοντικών αυτά τα πλάσματα δεν τα βλέπουν, δε φαντάζονται καν ότι υπάρχουν. Κι όμως εί ναι εδώ, ζουν και βασιλεύουν μέσα στη ζούγκλα τους. Και
258
JACK LONDON
αλίμονο στην Αγγλία τη μέρα που θα πολεμά στα τελευ ταία της χαρακώματα και οι ικανοί, γεροί της άντρες θα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή! Γιατί εκείνη τη μέρα αυτά τα πλάσματα θα συρθούν έξω απ’ τις τρύπες τους και οι άν θρωποι του Γουέστ Εντ θα τα δουν έτσι όπως τα είχανε δει και οι τρυφηλοί αριστοκράτες της φεουδαλικής Γαλλίας, οι οποίοι μόλις τα αντίκρισαν είπαν: «Από πού ήλθαν; Είναι άνθρωποι;». Ωστόσο αυτά δεν ήταν τα μόνα ζώα του θηριοτροφείου. Τα έβλεπες μονάχα εδώ κι εκεί, να κρύβονται και να παρα φυλούν στα σκοτεινά κτήρια και να γλιστρούν σαν σκιές στους τοίχους. Τις γυναίκες όμως, απ’ τις σάπιες λαγόνες των οποίων γεννιούνται αυτά τα πλάσματα, τις έβλεπες πα ντού. Θρηνολογούσαν χωρίς ντροπή και με κλαψιάρικες φωνές με παρακαλούσαν να τους δώσω τίποτα ψιλά και κά τι παραπάνω. Τις έβρισκες παντού να μεθοκοπούν, άξεστες και ξεμαλλιασμένες, με μάτια τσιμπλιασμένα, να ρίχνουν ξε διάντροπα βλέμματα, να λένε ασυναρτησίες. Από μέσα τους ξεχείλιζε η αισχρότητα και η διαφθορά, ήταν ολότελα εκφυ λισμένες, ξάπλωναν σε πάγκους και παγκάκια, και ήταν τό σο αποκρσυστικές που τρόμαζες να τις κοιτάζεις. Και υπήρχαν κι άλλα πλάσματα. Αλλόκοτα πρόσωπα, παράξενες φιγούρες και παραμορφωμένα τέρατα που με περικύκλωναν από παντού, απίστευτες μορφές αποχαυ νωμένης ασχήμιας, ερείπια της κοινωνίας, περιφερόμενα πτώματα, ζωντανοί νεκροί. Κάτι γυναίκες τόσο ζαρωμέ νες απ’ την αρρώστια και το ποτό, που η ξετσιπωσιά τους δεν έπιανε ούτε ένα δίπενο στην πιάτσα. Κάτι άντρες ντυ μένοι με απίθανα κουρέλια, που α π’ τις κακουχίες και την κακοπέραση δεν έμοιαζαν καθόλου με άντρες. Στα πρό
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
259
σωπά τους υπήρχε μια μόνιμη σύσπαση πόνου κι ένα βλα κώδες, σφιγμένο χαμόγελο. Προχωρούσαν σέρνοντας τα πόδια τους σαν πιθήκια, ενώ κάθε βήμα που έκαναν, κάθε ανάσα που έπαιρναν, τους έφερνε πιο κοντά στο θάνατο. Και κάτι κοπέλες δεκαοκτώ και είκοσι χρονών, με υγιή σώματα που δεν έφεραν ακόμα σημάδια παραμόρφωσης και πρηξίματος, οι οποίες είχαν βρεθεί στον πάτο της Αβύσσου ξαφνικά, μετά από μια γρήγορη πτώση, θ υ μ ά μαι κι έναν πιτσιρικά δεκατεσσάρων χρονών κι έναν άλ λο, έξι ή εφτά, και ήταν και οι δύο κατάχλομοι και ασθενι κοί. Ή ταν άστεγοι. Κάθονταν στο πεζοδρόμιο με τις πλά τες τους ακουμπισμένες σ’ ένα κάγκελο και παρακολου θούσαν όλο αυτό το θέαμα. Οι ακατάλληλοι και οι αχρείαστοι! Η βιομηχανία δεν τους έχει ανάγκη. Κανείς δεν τους παρακαλάει να πάνε να δουλέψουν. Οι λιμενεργάτες συνωστίζονται στην είσοδο του λιμανιού, και όταν ο αρχιεργάτης δεν τους φωνάξα φεύ γουν βλαστημώντας. Οι μηχανικοί που έχουν δουλειά πλη ρώνουν έξι σελίνια τη βδομάδα για τους συναδέλφους που δεν μπορούν να βρουν, ενώ 514.000 εργάτες κλωστοϋφα ντουργείων εναντιώνονται στην απόφαση που καταδικάζει την απασχόληση παιδιών κάτω των δεκαπέντε. Βρίσκεις έ να σωρό γυναίκες να δουλεύουν δεκατέσσερις ώρες την η μέρα σαν σκλάβες στις βιομηχανίες εκμετάλλευσης ανθρώ πινου μόχθου για δύο πένες. Ο Άλφρεντ Φρήμαν σέρνεται στο βούρκο του θανάτου επειδή τον απέλυσαν. Η Έλεν Χιουζ Χαντ προτιμά το Ρήτζεντς Κάναλ απ’ το Φτωχοκομείο Ίσλινγκτον. Ο Φρανκ Καβίλα κόβει το λαιμό της γυναίκας και των παιδιών του επειδή δεν μπορεί να βρει δουλειά που να τους εξασφαλίζει στέγη και τροφή.
260
JACK LONDON
Οι ακατάλληλοι και οι αχρείαστοι! Οι άθλιοι, οι περιφρονημένοι και λησμονημένοι, που πεθαίνουν στα σφαγεία της κοινωνίας. Οι γόνοι της εκπόρνευσης, της ανδρικής, της γυναικείας και της παιδικής, της εκπόρνευσης της σάρκας, του αίματος, του μυαλού και της ψυχής. Εν ολίγοις, οι γόνοι της εκπόρνευσης της εργασίας. Αν αυτό είναι ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει ο πολιτισμός στην ανθρωπότητα, τότε καλύτερα να είμαστε γυμνοί άγριοι που ουρλιάζουν. Καλύ τερα να είμαστε φυλή σε τόπο άγριο και έρημο, άνθρωποι των σπηλαίων και των καταυλισμών, παρά πλάσματα των μηχανών και της Αβύσσου.
25 ΚΡΑΥΓΗ ΠΕΙΝΑΣ
«Ο πατέρας μου είναι πιο γερός από μένα γιατί έχει γεννη θεί στην εξοχή». Αυτός που μιλούσε, ένας έξυπνος νέος α π’ το Ηστ Εντ, μοιρολογούσε για την ελλιπή του σωματική ανάπτυξη. «Για δες πόσο κοκαλιάρικο είν’ το μπράτσο μου». Ανέ βασε το μανίκι του. «Είναι ατάιστο, αυτό φταίει. Μπα, όχι τώρα. Τώρα, έχω να φάω. Αλλά είναι πολύ αργά. Το φαΐ που στερήθηκα όταν ήμουν παιδάκι δεν αναπληρώνεται τώ ρα. Ο μπαμπάς ήρθε στο Λονδίνο απ’ το Φεν. Η μητέρα πέ θανε, και ήμασταν έξι παιδιά και ο μπαμπάς που ζούσαμε σε δύο μικρά δωμάτια. »Πέρασε ζόρικα ο μπαμπάς, θ α μπορούσε να μας είχε παρατήσει αλλά δεν το ’κανε. Δούλευε όλη μέρα σαν το σκυλί και το βράδυ γυρνούσε και μας μαγείρευε και μας φρόντιζε. Ή ταν μάνα και πατέρας μαζί. Έκανε ό,τι καλύτε ρο μπορούσε, όμως και πάλι δεν είχαμε να φάμε. Σπάνια υ πήρχε κρέας, κι άμα υπήρχε ήταν το χειρότερο. Και τα παι δάκια που ’ναι στην ανάπτυξη δεν κάνει να τρέφονται με ψωμοτύρι, και μάλιστα όχι αρκετό. »Και το αποτέλεσμα; Έμεινα μικροκαμωμένος και δεν έ χω το σθένος του πατέρα μου. Μ’ έφαγε η ασιτία. Μετά από
262
JACK LONDON
δυο γενιές δε θα έχω ούτε έναν απόγονο εδώ στο Λονδίνο. Κι όμως, δες το μικρότερό μου αδερφό. Είναι πιο μεγαλόσω μος και καλύτερα αναπτυγμένος. Ο πατέρας κι εμείς, κατα λαβαίνεις, στηρίζαμε ο ένας τον άλλον, αυτό το εξηγεί». «Κι όμως, δεν καταλαβαίνω», είπα. «Εγώ θα περίμενα υ πό τέτοιες συνθήκες να μειώνεται η ζωτικότητα και τα μι κρότερα παιδιά να γεννιούνται όλο και πιο αδύναμα». «Όχι όταν στηρίζουν το ένα το άλλο», απάντησε. «Οπό τε έρθεις στο Ηστ Εντ και δεις ένα παιδί από οχτώ μέχρι δώδεκα που είναι καλοαναπτυγμένο, γερό και υγιές, απλά ρώτα, και θα σου πούνε ότι είναι το πιο μικρό της οικογένει ας, ή τουλάχιστον ένα απ’ τα μικρότερα. Το πράγμα έχα ως εξής: τα μεγαλύτερα παιδιά τρώνε λιγότερο απ’ τα μικρά. Οταν γεννηθούν τα μικρά, τα μεγάλα έχουν ξεκινήσει να δουλεύουν και έτσι υπάρχουν πιο πολλά χρήματα και άρα περισσότερο φαγητό για όλους». Κατέβασε το μανίκι του, δίνοντάς μου την ατράνταχτη α πόδειξη πως ο χρόνιος υποσιτισμός μπορεί να μη σκοτώνει αλλά σε αφήνα λειψό. Η φωνή του ήταν μία απ’ τις εκατομ μύρια φωνές που υψώνονται σε μια κραυγή πείνας στη μεγα λύτερη αυτοκρατορία του κόσμου. Κάθε μέρα, οποιαδήποτε μέρα του χρόνου, πάνω από 1.000.000 άνθρωποι στο Ηνω μένο Βασίλειο λαμβάνουν ένα πενιχρό επίδομα απορίας. Ένας στους έντεκα σ’ όλη την εργατική τάξη παίρνα επίδο μα απορίας μέσα στο χρόνο, ενώ 37.500.000 άνθρωποι κερ δίζουν ανά οικογένεια λιγότερο από 12 λίρες το μήνα και μια μόνιμη στρατιά 8.000.000 ζει στα όρια της πείνας. Μια επιτροπή του σχολικού διοικητικού συμβουλίου της Κομητείας του Λονδίνου δηλώνει το εξής: «Σε περιόδους ό που οι συνθήκες δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολες, στο Λονδίνο
Οι Άνθρωποι της Άβυσσον
263
μόνο, υπάρχουν σχολεία όπου 55.000 παιδιά βρίσκονται σε στάδια λιμοκτονίας και απλά δεν έχει νόημα να προσπαθή σεις να τα διδάξεις το παραμικρό». Τα πλάγια γράμματα εί ναι δικά μου. «Όταν οι συνθήκες δεν είναι ιδιαίτερα δύσκο λες», σημαίνει ότι η Αγγλία περνά καλές μέρες. Γιατί στην Αγγλία, ο λαός τη λιμοκτονία και την κακουχία, τις οποίες ονομάζει «δύσκολες συνθήκες», έχει μάθει να τις βλέπει ως κομμάτι της κοινωνικής κατάστασης. Ο χρόνιος υποσιτι σμός θεωρείται πράγμα φυσιολογικό. Οταν ο υποσιτισμός παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις, τότε μόνο ο λαός αρχίζει να πιστεύει ότι κάτι δεν πάει καλά. Δε θα ξεχάσω ποτέ την πικραμένη κραυγή που βγήκε απ’ το στόμα ενός τυφλού άντρα σ’ ένα μικρό μαγαζάκι του Ηστ Εντ, ένα ζοφερό σούρουπο. Ή ταν το μεγαλύτερο από πέντε αδέρφια που ζούσαν μόνο με τη μητέρα τους. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος, από παιδί είχε στερηθεί το φαγητό και είχε δουλέψει σκληρά για να έχουν τα μικρότερα αδέρφια του να φάνε ένα κομμάτι ψωμί. Κρέας δεν έτρωγε ποτέ, ούτε μία φορά στο τρίμηνο. Δε γνώρισε ποτέ τι σημαίνει να χορ ταίνεις. Και υποστήριξε ότι ο χρόνιος υποσιτισμός των παι δικών του χρόνων τού είχε κοστίσα την όρασή του. Και για να μου το αποδείξει, μου είπε τι ανέφερε μια έκθεση της Βα σιλικής Επιτροπής για τους Τυφλούς: «Η τύφλωση επικρα τεί περισσότερο στις φτωχές συνοικίες και η φτώχεια επιτα χύνει αυτή τη φοβερή αναπηρία». Ομως τούτος ο τυφλός άντρας συνέχισε να μιλάει και η φωνή του ήταν γεμάτη από την πικρία που νιώθα ένας τσα κισμένος άνθρωπος τον οποίο η κοινωνία έχει αφήσει να πεινάσει. Είπε ότι ήταν ένας α π’ τους χιλιάδες τυφλούς του Λονδίνου, και ότι στα άσυλα για τους τυφλούς δεν έτρωγαν
JACK LONDON
264
ούτε καν το μισό από αυτό που χρειάζονταν. Μου είπε π πε ριλάμβανε η ημερήσια δίαιτά του: Πρωινό: Μεσημεριανό:
Βραδινό:
3/4 του μισόλιτρου χυλός και ξερό ψωμί. 85 γρ. κρέας. 1 φέτα ψωμί. 225 γρ. πατάτες. 3/4 του μισόλιτρου χυλός και ξερό ψωμί.
Ο Όσκαρ Γουάιλντ, ο θ εό ς να αναπαύα την ψυχή του, δίνει φωνή στο θρήνο του φυλακισμένου παιδιού, που σε κά ποια σημεία είναι ίδιος με το θρήνο του φυλακισμένου ά ντρα και της φυλακισμένης γυναίκας: Στη φυλακή, το δεύτερο χειρότερο πράγμα απ’ το οποίο υ ποφέρει ένα παιδί είναι η πείνα. Το φαγητό που του δίνουν σας επτάμισι για πρωινό αποτελείται από ένα κομμάτι ψω μί της φυλακής, συνήθως κακοψημένο, και ένα κύπελλο νε ρό. Στις δώδεκα του δίνουν μεσημεριανό αποτελούμενο α πό ινδικό πλιγούρι και στις πεντέμισι ένα κομμάτι ξερό ψω μί και ένα κύπελλο νερό για βραδινό. Στην περίπτωση ενός γερού ανθρώπου, η διατροφή αυτή σίγουρα τον αρρωσταί νει, προκαλώντας του διάρροια συνοδευόμενη από αδυνα μία. Στις μεγάλες φυλακές, μάλιστα, οι δεσμοφύλακες μοι ράζουν τακτικά στυπτικά φάρμακα. Το παιδί κατά κανόνα δεν μπορεί καν να φάει το φαγητό. Όποιος ξέρει από παι διά γνώριζα ότι η χώνεψή τους μπορεί να διαταραχθεί από ένα γερό κλάμα ή από οποιοδήποτε ψυχολογικό πρόβλημα ή στενοχώρια. Έ να παιδί που έκλαιγε όλη την ημέρα και ί σως τη μισή νύχτα σ’ ένα έρημο, μισοσκότεινο κελλί και εί ναι κυριευμένο από τρόμο, απλά δεν μπορεί να φάει τέτοιο
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
265
φριχτό φαγητό. Αντή είναι η περίπτωση του μικρού παιδιού στο οποίο έδωσε μπισκότα ο Δεσμοφύλακας Μάρτιν: την Τρίτη το πρωί το παιδί έκλαιγε α π’ την πείνα και δεν μπο ρούσε με κανέναν τρόπο να φάει το ψωμί και το νερό που του δίνανε για πρωινό. Ό ταν σερβιρίστηκε πρωινό, ο Μάρτιν, μην μπορώντας να βλέπει το παιδί να υποφέρει απ’ την πείνα, βγήκε έξω και του έφερε λίγα γλυκά μπισκότα. Έ κα νε μια πολύ όμορφη πράξη που εκτίμησε και το παιδί το ο ποίο, αγνοώντας τελείως τους κανονισμούς του Συμβουλί ου της Φυλακής, είπε σ’ έναν απ’ τους ανώτερους δεσμοφύ λακες πόσο καλά τού είχε φερθεί αυτός ο νέος δεσμοφύλα κας. Φυσικά το αποτέλεσμα ήταν αναφορά και απόλυση.
Ο Ρόμπερτ Μπλάτσφορντ συγκρίνει τη δίαιτα του από ρου που ζει στο φτωχοκομείο με αυτή του στρατιώτη, την ο ποία ο στρατιώτης δε θεωρεί καλή, αν και είναι δύο φορές καλύτερη απ’ αυτή του απόρου. ΑΠΟΡΟΣ 85 γρ. 435 γρ. 170 γρ.
ΔΙΑΙΤΑ Κρέας Ψωμί Λαχανικά
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 335 γρ. 670 γρ. 225 γρ.
Ο ενήλικος άπορος τρώει κρέας μόνο μία φορά τη βδο μάδα. Όλοι σχεδόν οι άποροι «έχουν εκείνο το ωχρό, αρρω στιάρικο χρώμα που είναι βέβαιο σημάδι υποσιτισμού». Ο παρακάτω πίνακας συγκρίνει το φαγητό που χορηγεί ται εβδομαδιαίως στους υπαλλήλους και τους τροφίμους του φτωχοκομείου:
266
ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ 3,15 κιλ. 2,25 κιλ. 336 γρ. 225 γρ. 3,15 κιλ. 2,7 κιλ. 450 γρ. 56 γρ. 336 γρ. όχι
JACK LONDON
ΔΙΑΙΤΑ ψωμί κρέας μπέικον τυρί πατάτες λαχανικά αλεύρι λαρδί βούτυρο ρυζόγαλο
ΑΠΟΡΟΣ 3 κιλ. 500 γρ. 70 γρ. 56 γρ. 600 γρ. όχι όχι όχι 195 γρ. 450 γρ.
Και όπως επισημαίνει ο ίδιος συγγραφέας: «Η δίαιτα του υπαλλήλου είναι ακόμα καλύτερη από αυτή του απόρου, ό μως προφανώς δε θεωρείται αρκετά καλή, καθώς στο τέλος του πίνακα έχει προστεθεί μια υποσημείωση που λέει ότι “το ποσό των δύο σελινιών και έξι πενών καταβάλλεται εβδομαδιαίως μετρητοίς σε κάθε εσωτερικό ανώτερο και κατώτερο υπάλληλο”». Και η ερώτηση είναι η εξής: αν το φαγητό που δίνεται στον άπορο είναι αρκετό, τότε γιατί οι υπάλληλοι παίρνουν παραπάνω; Και αν δεν παίρνουν οι υπάλληλοι αρ κετό, μπορεί άραγε ο άπορος να τραφεί σωστά με λιγότερη απ’ τη μισή ποσότητα; Ωστόσο, δεν πεινούν μονάχα οι κάτοικοι του Γκέτο, οι φυλακισμένοι και οι άποροι. Ο επαρχιώτης αγνοεί τι σημαί νει να έχεις το στομάχι σου πάντα γεμάτο. Εδώ που τα λέμε, το αδειανό του στομάχι ήταν που οδήγησε εκείνον κι ένα σωρό άλλους στην πόλη. Ας εξετάσουμε πώς ζα ένας εργά της από μια ενορία της Νομικής Ένωσης Απόρων του Μπράντφηλντ, στο Μπερκς. Αν υποθέσουμε ότι έχει δύο
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
267
παιδιά, σταθερή δουλειά, ζει σε μια καλύβα χωρίς να πλη ρώνει νοίκι και έχει ένα μέσο εβδομαδιαίο μισθό δεκατρία σελίνια, που ισούται με 3,25 δολάρια, να ποιος είναι ο εβδο μαδιαίος προϋπολογισμός του: σελ. Ψωμί (5 κιλά) 1 Αλεύρι (2 λίτρα) Τσάι(112γρ.) Βούτυρο (450 γρ.) 1 Λαρδί (450 γρ.) Ζάχαρη (2,7 κιλά) 1 Μπέικον ή άλλο κρέας (περίπου 1,8 κιλά) 2 Τυρί (450 γρ.) Γάλα (μισή συμπυκνωμένη κονσέρβα) Λάδι, κεριά, λουλάκι, σαπούνι, αλάτι, πιπέρι, κ.τ.λ. 1 Κάρβουνο 1 Μπίρα Καπνός Ασφάλιση («Πρόνοια») Σωματείο Εργατών Ξύλο, εργαλεία, φάρμακα, κ.τ.λ. Ασφάλιση («Δασοφύλακες») και περιθώριο για ρούχα 1 Σύνολο 13
πεν. 10 4 6 3 6 0 8 8 3,25 0 6 όχι όχι 3 1 6 1,75 6
Οι φύλακες του φτωχοκομείου τής παραπάνω Ένωσης πε ρηφανεύονται για την αυστηρή τους οικονομία. Την εβδομά δα, κάθε άπορος τους κοστίζει:
JACK LONDON
Άντρες Γυναίκες Παιδιά
σελ. 6 5 5
πεν. 1,5 6,5 1,25
Αν ο εργάτης του οποίου τον προϋπολογισμό περιγράψαμε παραπάνω παρατούσε τη δουλειά του και πήγαινε στο φτω χοκομείο, θα κόστιζε στους φύλακες: σελ. πεν. Ο ίδιος 6 1,5 Γυναίκα 5 6,5 Δύο παιδιά_______________ 10_____________2,5 Σύνολο 21 10,5 (ή περίπου 5,46 δολ.) Ενώ το φτωχοκομείο θα χρειαζόταν παραπάνω από μία γκινέα για να φροντίσει αυτόν και την οικογένειά του, εκεί νος με κάποιον τρόπο τα βγάζει πέρα με δεκατρία σελίνια. Επιπλέον, είναι ευνόητο ότι είναι φθηνότερο να προμηθεύ εις πολλούς ανθρώπους -αγορές, μαγείρεμα και σερβίρισμα χονδρική- απ’ το να προμηθεύεις λίγους, για παράδειγμα μια οικογένεια. Όπως και να ’χει, όταν έγινε έρευνα γύρω από τούτο τον προϋπολογισμό, υπήρχε την ίδια στιγμή σ’ αυτή την ενορία μια άλλη οικογένεια, όχι τεσσάρων αλλά έντεκα ατόμων που έπρεπε να ζουν με εβδομαδιαίο εισόδημα όχι δεκατρία αλλά δώδεκα σελίνια (έντεκα σελίνια το χειμώνα) και που δεν είχαν δική τους καλύβα, αλλά πλήρωναν τρία σελίνια νοίκι τη βδομάδα. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό και ξεκάθαρο είναι
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
το εξής: ό,τι ισχύει για το Λονδίνο από πλευράς φτώχιας και εξαθλίωσης ισχύει και για ολόκληρη την Αγγλία. Ενώ Παρί σι δε σημαίνει σε καμία περίπτωση Γαλλία, η πόλη του Λον δίνου είναι η Αγγλία. Οι τρομερές συνθήκες που μετατρέ πουν το Λονδίνο σε κόλαση μετατρέπουν και το Ηνωμένο Βασίλειο σε κόλαση. Το επιχείρημα ότι η αποκέντρωση του Λονδίνου θα βελτίωνε τις συνθήκες ζωής είναι λανθασμένο και ματαιόδοξο. Αν οι 6.000.000 άνθρωποι που ζουν στο Λονδίνο χωρίζονταν σε εκατό πόλεις των 60.000 κατοίκων, η αθλιότητα θα αποκεντρωνόταν αλλά δε θα λιγόστευε. Στο σύνολό της θα παρέμενε το ίδιο μεγάλη. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κ. Μπ. Σ. Ρόουντρη, μέ σα από μια διεξοδικότατη ανάλυση, απέδειξε για την επαρ χιακή πόλη ό,τι ο κ. Τσαρλς Μπουθ απέδειξε για τη μητρό πολη, δηλαδή πως ένα ολόκληρο τέταρτο των κατοίκων εί ναι καταδικασμένο σε φτώχια που το καταστρέφει σωματι κά και πνευματικά. Οτι ένα ολόκληρο τέταρτο των κατοί κων δεν έχα να φάει αρκετά, δεν έχα την απαραίτητη ένδυ ση, στέγαση και θέρμανση που χρειάζεται σε αυτό το δριμύ κλίμα και είναι καταδικασμένο σε έναν ηθικό εκφυλισμό, ο οποίος το υποβιβάζει σε καθαριότητα και ευπρέπεια σε επί πεδο χαμηλότερο από αυτό των αγρίων. Ο Ρόμπερτ Μπλάτσφορντ, αφού άκουσε τον καημό ενός γέρου Ιρλανδού χωριάτη στο Κέρρυ, τον ρώτησε τι θα ήθε λε. «Ο γέρος άντρας στηρίχτηκε στην τσάπα του και κοίτα ξε πέρα τα μαύρα τυρφώδη χωράφια και το σκοτανό ορίζο ντα. “Τι είν’ αυτό που θέλω;” ρώτησε. Με ένα βαθύ παρά πονο στη φωνή του συνέχισε να μιλά, στον εαυτό του περισ σότερο παρά σε εμένα: “Όλοι οι λεβέντες μας και οι έμορ φες νιες μας ξενιτεύτηκαν και ο μεσίτης μού πήρε το γου
270
JACK LONDON
ρούνι μου και η υγρασία μου χάλασε τις πατάτες και είμαι γέρος και θέλω να έρθει η Μέρα της Κρίσης”». Η Ημέρα της Κρίσης! Δεν είναι μόνο αυτός που τη θέλει. Σ’ όλη τη χώρα υψώνεται η κραυγή της πείνας. Στο Γκέτο και στην ύπαιθρο, στη φυλακή και στο προσωρινό άσυλο, στο ίδρυμα και στο φτωχοκομείο υψώνεται η κραυγή των ανθρώπων που δεν έχουν να (ράνε. Εκατομμύρια άνθρωποι, οι άντρες, οι γυναίκες, τα παιδιά, τα μωρά, οι τυφλοί, οι κου φοί, οι κουτσοί, οι άρρωστοι, οι αλήτες και οι δουλευταρά δες, οι φυλακισμένα και α άπορα, α άνθρωποι της Ιρλαν δίας, της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ουαλλίας που δεν έ χουν να φάνε. Κι αυτό όταν πέντε άνθρωποι μπορούν να παράγουν ψωμί για χίλιους. Οταν ένας εργάτης μπορεί να παράγει βαμβακερό ύφασμα για 250 ανθρώπους, μάλλινο για 300 και μπότες και παπούτσια για 1.000. Είναι σαν 40.000.000 άνθρωποι να κακοδιαχειρίζονται ένα σπίτι. Το εισόδημα είναι καλό, αλλά ο τρόπος που το διαχειρίζονται είναι εγκληματικά κακός. Και ποιος τολμά να πει ότι αυτό το μεγάλο σπίτι δεν το διαχειρίζονται με εγκληματικά λάθος τρόπο, όταν πέντε άνθρωποι μπορούν να παράγουν ψωμί για χίλιους, κι όμως εκατομμύρια δεν έχουν να φάνε;
26 ΠΟΤΟ, ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
θ α μπορούσε κάποιος να πει ότι η αγγλική εργατική τάξη πνίγεται στην μπίρα. Η μπίρα την κάνει ηλίθια και νωθρή. Οι ικανότητες της βλάπτονται με τρόπο θλιβερό, ενώ χάνει ό,τι φαντασία, εφευρετικότητα και σπιρτάδα μπορεί να έχα από τη φύση της. Δεν μπορείς καν να το πεις επίκτητη συνή θεια, μιας και οι άνθρωποι έχουν συνηθίσα να πίνουν απ’ τα πρώτα παιδικά τους χρόνια. Τα παιδιά συλλαμβάνονται υπό συνθήκες μέθης, μουσκεύονται απ’ το ποτό πριν πάρουν την πρώτη τους ανάσα, γεννιούνται έχοντας τη γεύση και τη μυ ρωδιά του, και μεγαλώνουν μέσα σε αυτό. Τα καπηλειά είναι πανταχού παρόντα. Φυτρώνουν πα ντού και συγκεντρώνουν τόσο άντρες όσο και γυναίκες. Κα μιά φορά θα δας και παιδιά που περιμένουν μέχρι οι μανά δες τους και οι πατεράδες τους να αποφασίσουν να γυρί σουν σπίτι. Δοκιμάζουν απ’ τα ποτήρια των μεγαλύτερων, ακούνε παλιόλογα και πρόστυχες συζητήσεις, κολλάνε την αρρώστια του όλου πράγματος και αρχίζουν να συνηθίζουν τη διαφθορά και την ακολασία. Η Σωφροσύνη έχα κυρίαρχη θέση τόσο στην αστική τά ξη όσο και στους εργάτες. Ομως, στην περίπτωση των εργα τών, το μόνο πράγμα που δεν επικρίνει είναι τα καπηλαά.
272
JACK LONDON
Δε θεωρείται ούτε ντροπή ούτε ατίμωση το να συχνάζουν ε κεί γυναίκες ή κοπέλες. θυμάμαι μια κοπέλα σ’ ένα καφενείο που έλεγε: «Στα καπηλειά δεν πίνω ποτέ οινοπνευματώδη ποτά». Ή ταν μια όμορφη, νέα σερβιτόρα και μιλούσε σε μια άλλη για την ευ πρέπεια και τη σύνεσή της. Η Σωφροσύνη απαγόρευε τα οι νοπνευματώδη ποτά, αλλά θεωρούνταν σωστό μια καθαρή νέα κοπέλα να πίνει μπίρα και μάλιστα σε καπηλειά. Όχι μόνο αυτή η μπίρα δεν είναι κατάλληλη για να την πίνουν οι άνθρωποι, αλλά πολύ συχνά οι άντρες και οι γυ ναίκες δεν είναι κατάλληλοι για να πίνουν την μπίρα. Α π’ την άλλη, είναι η ίδια τους η ακαταλληλότητα που τους οδη γεί στο να την πίνουν. Κακοταϊσμένοι όπως είναι και βασα νισμένοι απ’ τον υποσιτισμό και τις επικίνδυνες επιδράσεις του συνωστισμού και της βρόμας, ο οργανισμός τους ανα πτύσσει μια νοσηρή και ακατάσχετη επιθυμία για ποτό, α κριβώς όπως το άρρωστο στομάχι του υπερδιεγερμένου ερ γαζόμενου σε κάποιο εργοστάσιο του Μάντσεστερ λαχτα ρά υπερβολικές ποσότητες από πίκλες και άλλες τέτοιες πε ρίεργες τροφές. Η ανθυγιεινή εργασία και ζωή δημιουργούν ανθυγιεινές ορέξεις και επιθυμίες. Δεν μπορεί ένας άνθρω πος να δουλεύει σαν σκυλί, να ζει και να τρέφεται σαν γου ρούνι και να έχα αγνά και υγιή ιδανικά και ιδεώδη. Εκεί που χάνεται η οικογενειακή ζωή, εμφανίζονται τα καπηλειά. Άντρες και γυναίκες, εξαντλημένοι απ’ τη δου λειά, που υποφέρουν απ’ το στομάχι τους και την κακή υγι εινή, απονεκρωμένοι απ’ την ασχήμια και τη μονοτονία της ζωής, αναζητούν αρρωστημένα το ποτό. Και δε φτάνει μόνο αυτό. Υπάρχουν και οι κοινωνικοί άντρες και γυναίκες που δεν έχουν οικογενειακή ζωή οι οποίοι σπεύδουν στα φωτει
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
273
νά και φασαριόζικα καπηλειά σε μια μάταιη απόπειρα να εκφράσουν αυτή τους την κοινωνικότητα. Και όταν μια οι κογένεια στεγάζεται σ ’ ένα μικρό δωμάτιο, η οικογενειακή ζωή είναι απλά ανέφικτη. Η σύντομη εξέταση μιας τέτοιας κατοικίας είναι αρκετή για να φέρει στο φως έναν απ’ τους βασικούς λόγους που κάνει τους ανθρώπους να πίνουν. Στην περίπτωσή μας, η οι κογένεια ξυπνά το πρωί, ντύνεται, κάνει την τουαλέτα της, πατέρας, μητέρα, γιοι και κόρες, και μέσα στο ίδιο δωμάτιο η σύζυγος και μητέρα, κυριολεκτικά μέσα στα πόδια των άλλων (επειδή το δωμάτιο είναι μικρό), ετοιμάζει το πρωινό. Και μέσα στο ίδιο δωμάτιο, με τη βαριά και αηδιαστική α τμόσφαιρα απ’ τις αναθυμιάσεις των σωμάτων που ήταν στοιβαγμένα όλη νύχτα, η οικογένεια τρώει το πρωινό. Ο πατέρας πάει στη δουλειά, τα μεγαλύτερα παιδιά πάνε στο σχολείο ή βγαίνουν στο δρόμο, και η μητέρα μένει με τα μι κρά της που μπουσουλάνε και χοροπηδούν ένα γύρω για να κάνει τις δουλειές του σπιτιού - στο ίδιο και πάλι δωμάτιο. Εδώ πλένει τα ρούχα, γεμίζοντας το ήδη εγκλωβισμένο δω μάτιο με σαπουνόνερα και τη μυρωδιά των βρόμικων ρού χων, τα οποία μετά κρεμάει στο χώρο που υπάρχει πάνω απ’ το κεφάλι της. Εδώ, το βράδυ, ανάμεσα στις πολυποίκιλες μυρωδιές της ημέρας, η οικογένεια πηγαίνει στο καλό της κρεβατάκι. Αυ τό σημαίνει ότι όσοι μπορούν στοιβάζονται στο κρεβάτι (αν υπάρχει), ενώ αυτοί που περισσεύουν ξαπλώνουν στο πά τωμα. Αυτός είναι ο κύκλος της καθημερινής τους ζωής, μή να το μήνα, χρόνο το χρόνο, μιας και δεν κάνουν ποτέ δια κοπές, εκτός κι αν τους γίνει έξωση. Όταν κάποιο παιδί πεθάνει, και όλο και κάποιο θα πεθάνει δεδομένου ότι το 55
274
JACK LONDON
τοις εκατό των παιδιών του Ηστ Εντ πεθαίνουν πριν τα πέ ντε τους χρόνια, το σώμα μένει στο ίδιο δωμάτιο. Και αν η οικογένεια είναι πολύ φτωχή, κρατά το σώμα κάμποσες μέ ρες μέχρι να μπορέσει να το θάψει. Την ημέρα το πτώμα κείτεται στο κρεβάτι. Τη νύχτα, όταν το κρεβάτι το καταλαμ βάνουν οι ζωντανοί, ο νεκρός πιάνει το τραπέζι, πάνω στο οποίο η οικογένεια θα φάει το πρωινό της το επόμενο πρωί, αφού μετακινήσει τον νεκρό και τον βάλει ξανά στο κρεβά τι. Καμιά φορά ακουμπούν το πτώμα πάνω στο ράφι όπου βάζουν τα τρόφιμα. Μόλις δύο βδομάδες πριν, μια γυναίκα στο Ηστ Εντ μπήκε σε μπελάδες γιατί, μην μπορώντας να θάψει το παιδί της, είχε φυλάξει το σώμα του κατ’ αυτό τον τρόπο για τρεις εβδομάδες. Το δωμάτιο που περιέγραψα δεν είναι σπίτι, είναι μια φρίκη. Και τους ανθρώπους που φεύγουν απ’ αυτό για να πάνε στα καπηλειά πρέπει να τους λυπόμαστε, όχι να τους κατηγορούμε. Στο Λονδίνο υπάρχουν 300.000 άνθρωποι χωρισμένοι σε οικογένειες που ζούνε σε ένα δωμάτιο, ενώ υπάρχουν 900.000 που, σύμφωνα με το Νόμο Υγιεινής του 1891, στεγάζονται παράνομα. Όλοι αυτοί μάς κάνουν ένα ι κανότατο σώμα απ’ το οποίο στρατολογούνται οι πότες και οι μέθυσοι. 'Επειτα υπάρχει και η αμφίβολη ευτυχία, η αβεβαιότητα της ζωής και ο βαθιά ριζωμένος φόβος του μέλλοντος - ισχυ ροί παράγοντες που κάνουν τους ανθρώπους να πίνουν. Προσπαθούν αγωνιωδώς να ανακουφίσουν την κακομοιριά τους. Στα καπηλειά, ο πόνος τους μειώνεται και ξεχνούν. Τούτο είναι ανθυγιεινό. Ομως ανθυγιεινά είναι και όλα τα υ πόλοιπα πράγματα στη ζωή τους, και το ποτό τούς κάνει να λησμονούν όσο τίποτε άλλο. Ακόμα τους εξυψώνει, τους
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
275
κάνει να αισθάνονται ότι είναι πιο ωραίοι, πιο καλοί, παρό λο που την ίδια στιγμή τούς ρίχνει χαμηλά και τους κάνει φριχτότερους από ποτέ. Για τους άτυχους άντρες και γυναί κες το ποτό είναι ένας αγώνας δρόμου ανάμεσα σε δυστυ χίες, ο οποίος καταλήγει στο θάνατο. Δεν ωφελεί να κηρύττουμε την αποχή απ’ τα οινοπνευ ματώδη σε αυτούς τους ανθρώπους. Το ποτό μπορεί να είναι η αιτία πολλών δυστυχιών, όμως είναι με τη σειρά του απο τέλεσμα των δυστυχιών που προηγούνται. Οι υποστηρικτές της αποχής μπορούν να κάνουν κήρυγμα για τα δεινά του ποτού ώσπου να πεθάνουν, όμως μέχρι να εξαλειφθούν τα δεινά που κάνουν τους ανθρώπους να πίνουν, το ποτό και τα δεινά του θα συνεχίζουν να υπάρχουν. Αν οι άνθρωποι που έχουν τη διάθεση να βοηθήσουν δεν καταλάβουν αυτό το πράγμα, οι καλοπροαίρετες προσπάθειές τους θα παραμείνουν άκαρπες, και εκείνοι θα αποτε λούν ένα θέαμα ολότελα γελοίο. Πήγα σε μια έκθεση ιαπω νικής τέχνης η οποία οργανώθηκε για να εξευγενίσει τους φτωχούς του Γουάιττσαπελ και να τους δημιουργήσει τη λα χτάρα να αναζητήσουν το Κάλλος, την Αλήθεια και την Αρετή. Θεωρώντας (πράγμα που δεν ισχύει) ότι ο φτωχός λαουτζίκος μαθαίνει έτσι να λαχταρά το Κάλλος, την Αλή θεια και την Αρετή, τα φριχτά δεδομένα της ζωής τους και ο κοινωνικός νόμος που καταδικάζουν έναν στους τρεις να πεθάνει σε φιλανθρωπικό ίδρυμα αποδεικνύουν ότι αυτή η γνώση και η λαχτάρα δε θα είναι γι’ αυτούς παρά μία επι πλέον κατάρα. Είναι τόσα πολλά αυτά που χρειάζεται να λησμονήσουν χωρίς να πρέπει να μάθουν ή να λαχταρήσσυν κάτι. Αν σήμερα η Μοίρα με καταδίκαζε να ζω σαν σκλάβος στο Ηστ Εντ για το υπόλοιπο της ζωής μου, αν η Μοίρα μου
276
JACK LONDON
είχε δώσει μονάχα μια ευχή, τότε θα ζητούσα να ξεχάσω τα πάντα γύρω απ’ το Κάλλος, την Αλήθεια και την Αρετή. Θα ζητούσα να ξεχάσω ό,τι έχω μάθει απ’ τα βιβλία, να λησμονή σω ανθρώπους που έχω γνωρίσει, πράγματα που έχω ακού σει και μέρη που έχω δει. Και αν η Μοίρα δε μου έδινε ούτε αυτή τη μία ευχή, τότε είμαι αρκετά σίγουρος ότι θα πήγαινα να μεθύσω και να ξεχάσω όσο πιο συχνά θα μπορούσα. Αχ, αυτοί οι άνθρωποι που προσπαθούν να βοηθήσουν! Τα κολεγιακά τους ιδρύματα, οι αποστολές τους και οι φι λανθρωπικές τους οργανώσεις είναι σκέτη αποτυχία. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, μόνο αποτυχία θα μπορούσαν να είναι. Είναι λάθος, μολονότι δημιουργήθηκαν με ειλικρινείς προθέσεις. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι προσεγγίζουν τη ζωή παρερμηνεύοντάς την. Ενώ δεν καταλαβαίνουν το Γουέστ Εντ, έρχονται στο Ηστ Εντ ως δάσκαλοι και παριστάνουν τους σοφούς. Δεν κατανοούν την απλή κοινωνιολογία που δίδαξε ο Χριστός, κι ωστόσο έρχονται στους εξαθλιωμέ νους και καταφρονημένους με τη μεγαλοπρέπεια του κοινω νικού λυτρωτή. Έχουν δουλέψει με ζήλο και πίστη, αλλά πέ ρα από την ανακούφιση που προσφέρουν σ’ ένα απειροελά χιστο κομμάτι της μιζέριας και πέρα από τη συγκέντρωση δεδομένων που θα μπορούσαν να έχουν συγκεντρωθεί με ε πιστημονικότερο και οικονομικότερο τρόπο, δεν έχουν πετύχει τίποτα. Όπως έχει πει κάποιος, κάνουν τα πάντα για τους φτω χούς εκτός απ’ το να τους αφήνουν στην ησυχία τους. Μέχρι και τα χρήματα που δίνουν για τα παιδιά των φτωχών τα παίρνουν απ’ τους ίδιους τους φτωχούς. Έρχονται από ρά τσα επιτυχημένων και ληστρικών διπόδων που στέκονται α νάμεσα στον εργάτη και το μισθό του και προσπαθούν να υ
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
277
παγορεύσουν στον εργάτη τι να κάνει με το αξιοθρήνητο ποσό που του απομένει. Για τ’ όνομα του θ εού, ποιος ο λό γος να ιδρύουν βρεφοκομικούς σταθμούς για τις εργάτριες μητέρες όταν, για παράδειγμα, το παιδί πήγαινα εκεί την ώ ρα που η μάνα του φτιάχνει βιολέτες στο Ίσλινγκτον με τρία φαρδίνια* τις δώδεκα ντουζίνες, όταν την ίδια στιγμή γεν νιούνται παιδιά που σε λίγο θα φτιάχνουν βιολέτες στη θέση της; Η εργάτρια αυτή πιάνει στα χέρια της κάθε λουλούδι τέσσερις φορές, δηλαδή 576 φορές για τρία φαρδίνια. Την ημέρα πιάνει τα λουλούδια 6.912 φορές για εννέα πένες. Αυτό είναι κανονική κλοπή. Κάποιος τής έχει καθίσει στο σβέρκο, και η λαχτάρα της να αναζητήσει το Κάλλος, την Αλήθεια και την Αρετή δε θα ελαφρύνει το βάρος που την πιέζει. Αυτοί οι δήθεν φιλάνθρωποι δεν κάνουν απολύτως τίποτα για κείνη. Και αυτό που δεν κάνουν για τη μητέρα, α ναιρεί ό,τι έχουν κάνα για το παιδί κατά τη διάρκεια της η μέρας, όταν θα γυρίσα σπίτι του το βράδυ. Και αυτοί οι δήθεν φιλάνθρωποι διδάσκουν όλοι μαζί έ να βασικότατο ψέμα. Δεν το ξέρουν ότι είναι ψέμα, μα η άγνοιά τους δεν τους εξιλεώνει. Και το ψέμα που κηρύσσουν είναι η «οικονομία». Να ένα περιστατικό που δείχνει τι εν νοώ: στο υπερσυνωστισμένο Λονδίνο η μάχη για να βρεις δουλειά είναι σκληρή, και εξαιτίας αυτής της μάχης οι μι σθοί πέφτουν σε επίπεδα που ίσα που σου επιτρέπουν να ε πιβιώσεις. Για να κάνει οικονομία ένας εργάτης σημαίνα ότι πρέπα να ξοδεύα λιγότερα απ’ όσα κέρδιζα. Μ’ άλλα λόγια σημαίνει ότι πρέπει να ζει με λιγότερα. Αυτό ισοδυναμεί με
* Φαρδίνι: νόμισμα που η αξία του ισούται με 1/4 της πένας. (Σ.τ.Ε.)
278
JACK LONDON
πτώση του βιοτικού επιπέδου. Στο πλαίσιο του ανταγωνι σμού για εύρεση εργασίας, ο άνθρωπος που έχει χαμηλότε ρο επίπεδο διαβίωσης θα κάνα καλύτερη προσφορά απ’ τον άνθρωπο που έχα υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης. Και σε μια κορεσμένη βιομηχανία, μια μικρή ομάδα τέτοιων οικονόμων εργατών θα οδηγεί σε διαρκή πτώση των μισθών. Και οι οι κονόμοι δε θα είναι πια οικονόμοι, γιατί το ασόδημά τους θα έχει μειωθεί τόσο που θα πρέπει να ξοδεύεται ολόκληρο για να μπορούν να επιβιώσουν. Εν ολίγοις, η οικονομία αναψεί την οικονομία. Αν κάθε εργάτης στην Αγγλία λάμβανε υπόψη το κήρυγμα περί οικο νομίας και μείωνε τα έξοδά του στο μισό, τότε μονομιάς η υπερπροσφορά εργασίας θα μείωνε και τους μισθούς στο μι σό. Και τότε κανένας εργάτης στην Αγγλία δε θα ήταν οικο νόμος γιατί θα ζούσε με βάση το μαωμένο του εισόδημα. Οι κοντόφθαλμοι κήρυκες της οικονομίας θα έμεναν φυσικά κα τάπληκτοι απ’ το αποτέλεσμα. Το μέγεθος της αποτυχίας τους θα είχε ακριβώς το μέγεθος της επιτυχίας της προπαγάν δας τους. Και, τέλος πάντων, είναι ολότελα ανόητο και χαζό να κηρύττας την οικονομία σε 1.800.000 Λονδρέζους εργά τες όταν αυτοί χωρίζονται σε οικογένειες που έχουν συνολι κό εισόδημα λιγότερο από 21 σελ. την εβδομάδα, απ’ το οποίο το ένα τέταρτο ή το μισό πρέπα να δίνεται για νοίκι. Σχετικά με τη ματαιοπονία των ανθρώπων που προσπα θούν να βοηθήσουν, θα ήθελα να αναφερθώ σε μία εξαίρε ση, ευγενή εξαίρεση, και συγκεκριμένα στα Ιδρύματα του Δρα Μπαρνάρντο. Ο Δρ. Μπαρνάρντο μαζεύει παιδάκια. Αρχικά, τα βρίσκει όταν είναι ακόμα μικρά, πριν ακόμα δια μορφωθούν και σκληρύνουν απ’ το εχθρικό περιβάλλον. Μετά τα στέλνει να μεγαλώσουν και να διαμορφωθούν σε
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
279
ένα άλλο καλύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Μέχρι τώρα, έ χ α στείλει έξω απ’ τη χώρα 13.340 αγόρια, τα περισσότερα στον Καναδά, και στα πενήντα, μόνο ένα έχει αποτύχει. Τούτο είναι ένα φοβερό ρεκόρ αν σκεφτούμε ότι αυτά τα α γόρια ήταν αδέσποτα αλητάκια, ορφανά και ανέστια, που τραβήχτηκαν από τον πάτο της Αβύσσου, και ότι σαράντα εννιά στα πενήντα κατάφεραν να γίνουν άντρες. Κάθε εικοσιτετράωρο ο Δρ. Μπαρνάρντο μαζεύει εννέα αλητάκια απ’ τους δρόμους. Μπορούμε λοιπόν να καταλά βουμε το τεράστιο πεδίο μέσα στο οποίο δουλεύει. Οι άν θρωποι που προσπαθούν να βοηθήσουν έχουν πολλά να μά θουν απ’ αυτόν. Δε μοιράζει παυσίπονα. Βρίσκει τη ρίζα της κοινωνικής φαυλότητας και εξαθλίωσης. Απομακρύνει τα παιδιά των ανθρώπων του πεζοδρομίου απ’ το μολυσματικό τους περίγυρο και τους προσφέρει ένα σωστό και υγιές πε ριβάλλον όπου πλάθονται και ζυμώνονται για να γίνουν ά ντρες. Όταν οι άνθρωποι που προσπαθούν να βοηθήσουν στα ματήσουν να παίζουν και να προσποιούνται ιδρύοντας βρε φοκομικούς σταθμούς και οργανώνοντας εκθέσεις ιαπωνι κής τέχνης, όταν πάνε πίσω στο Γουέστ Εντ και μάθουν την κοινωνιολογία που δίδαξε ο Χριστός, τότε θα είναι καλύτε ρα προετοιμασμένοι να ασχοληθούν με ζήλο με τη δουλειά που θα έπρεπε να κάνουν στον κόσμο τούτο. Και αν πράγ ματι ασχοληθούν με ζήλο, θα ακολουθήσουν το παράδαγμα του Δρα Μπαρνάρντο, αλλά σε κλίμακα που θα καλύπτει ό λη τη χώρα. Δε θα παραγεμίζουν το κεφάλι της γυναίκας που φτιάχνει δώδεκα ντουζίνες βιολέτες για τρία φαρδίνια με θεωρίες γύρω απ’ το Κάλλος, την Αλήθεια και την Αρε τή. Αντίθετα, θα αναγκάσουν κάποιον να κατέβει απ’ το
JACK LONDON
σβέρκο της και να σταματήσα να καταβροχθίζει με τόση α πληστία που πρέπει να πηγαίνει στο μπάνιο για να τα ξερά σει όλα, σαν τους Ρωμαίους. Και, προς μεγάλη τους έκπλη ξη, θα δουν ότι και οι ίδιοι θα πρέπει να κατέβουν από το σβέρκο αυτής της γυναίκας, καθώς και από το σβέρκο κά ποιων άλλων γυναικών και παιδιών όπου δε φαντάζονταν καν ότι είχαν καθίσει.
27 Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ
Σ’ αυτό το τελευταίο κεφάλαιο θα ήταν καλό να εξετάσουμε την Κοινωνική Άβυσσο από μια ευρύτερη θεώρηση και να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα στον Πολιτισμό, η μοίρα του οποίου θα κριθεί α π’ τις απαντήσεις που θα δώσει. Για πα ράδειγμα, ο Πολιτισμός έχα βελτιώσα τη μοίρα του ανθρώ που; Τη λέξη «άνθρωπος» τη χρησιμοποιώ με τη δημοκρατι κή της έννοια, και εννοώ το μέσο άνθρωπο. Έ τσι λοιπόν, η ερώτηση επαναδιατυπώνεται: ο Πολιτισμός έχει βελτιώσει τη μοίρα του μέσον ανθρώπου; Για να δούμε. Στην Αλάσκα, στις όχθες του Ποταμού Γιούκον, κοντά στις εκβολές του, ζ α η φυλή των Ίνουιτ. Εί ναι ένας πραγματικά πρωτόγονος λαός που παρουσιάζει μόνο κάτι αμυδρά ίχνη αυτού του φοβερού επινοήματος που ονομάζεται Πολιτισμός. Το κεφάλαιό τους ανέρχεται πιθα νότατα στις δύο λίρες το άτομο. Με τόξα και ακόντια με κοκάλινες αιχμές, κυνηγούν και ψαρεύουν για να εξασφαλί σουν την τροφή τους. Ποτέ δε μένουν χωρίς καταφύγιο. Τα ρούχα τους, που είναι κατά κανόνα φτιαγμένα από δέρματα ζώων, είναι ζεστά. Έχουν πάντα καύσιμα για να ζεσταίνο νται και ξυλεία για το νοικοκυριό τους. Τα σπίτια τους είναι εν μέρα υπόγεια και κουρνιάζουν μέσα σε αυτά όταν ο και
282
JACK LONDON
ρός είναι πολύ κρύος. Το καλοκαίρι ζουν σε σκηνές και α πολαμβάνουν το αεράκι και τη δροσιά. Είναι υγιείς, δυνατοί και ευτυχισμένοι. Το μοναδικό τους πρόβλημα είναι η τρο φή. Υπάρχουν περίοδοι ευμάρειας και περίοδοι πείνας. Σε καλές εποχές τρώνε άφθονα- σε κακές εποχές λιμοκτονούν. Όμως η πείνα, ως χρόνια κατάσταση και μόνιμο πρόβλημα, τους είναι άγνωστη. Επιπλέον, δεν έχουν χρέη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, στα παράλια του Δυτικού Ωκε ανού, ζει η αγγλική φυλή. Είναι ένας εντελώς εκπολιτισμέ νος λαός. Το κεφάλαιό τους ανέρχεται τουλάχιστον στις 300 λίρες το άτομο. Εξασφαλίζουν την τροφή τους, όχι με το κυνήγι και το ψάρεμα, αλλά δουλεύοντας σκληρά σε κολοσ σιαία τεχνητά οικοδομήματα. Το μεγαλύτερο ποσοστό υπο φέρει από έλλειψη στέγης. Πολλοί ζουν σε άθλια σπίτια, δεν έχουν αρκετά καύσιμα για να ζεσταθούν ούτε αρκετά ρού χα για να ντυθούν. Έ νας σταθερός αριθμός δεν έχει καθό λου σπίτι και κοιμάται έξω, κάτω απ’ τα αστέρια. Πολλούς τους βρίσκεις, χειμώνα καλοκαίρι, να τουρτουρίζουν στους δρόμους ντυμένοι με κουρέλια. Για την αγγλική φυλή υπάρ χουν καλές και κακές εποχές. Τις καλές εποχές α περισσό τεροι βρίσκουν να φάνε και τις κακές εποχές πεθαίνουν απ’ την πείνα. Πεθαίνουν τώρα, πέθαιναν χτες και πέρυσι, και θα πεθαίνουν αύριο και του χρόνου. Γιατί αυτοί, αντίθετα με τους Ίνουιτ, βιώνσυν μία χρόνια κατάσταση λιμοκτονίας. Ο αγγλικός λαός αποτελείται από 40.000.000 ανθρώπους, και 939 στους 1.000 πεθαίνουν μέσα στη φτώχια, ενώ μια μόνιμη στρατιά 8.000.000 παλεύει στα εξαθλιωμένα όρια της λιμοκτονίας. Επιπλέον, κάθε μωράκι που γεννιέται, γεν νιέται με χρέος 22 λίρες. Αυτό οφείλεται σε μια επινόηση που λέγεται Εθνικό Χρέος.
Οι Άνθρωποι της Αβυσσον
283
Κάνοντας μια δίκαιη σύγκριση μεταξύ του μέσου Ίνουιτ και του μέσου Αγγλου, διαπιστώνουμε ότι η ζωή είναι λιγότερη σκληρή για τον Ίνουιτ. Ενώ ο Ίνουιτ υποφέρει από πεί να μόνο τις κακές εποχές, ο Άγγλος υποφέρα από την πείνα και τις καλές. Σε κανέναν Ίνουιτ δε λείπουν τα καύσιμα, τα ρούχα ή η στέγη, ενώ ο Άγγλος στερείται μόνιμα αυτά τα τρία βασικά πράγματα. Σ ’ αυτό το σημείο, καλό θα ήταν να μνημονεύσουμε την κρίση που διατύπωσε ένας άντρας όπως ο Χάξλεϋ. Α π’ τη γνώση που απέκτησε ως γιατρός στο Ηστ Εντ του Λονδίνου και ως επιστήμονας που διεξάγει έρευνες γύρω απ’ τους πιο πρωτόγονους αγρίους, φτάνει στο εξής συμπέρασμα: «Αν μου δινόταν η δυνατότητα να διαλέξω, συνειδητά θα προτιμούσα τη ζωή των αγρίων παρά τη ζωή των ανθρώπων του χριστιανικού Λονδίνου». Οι ανέσας που απολαμβάνει ο άνθρωπος είναι προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας. Α π’ τη στιγμή που ο Πολιτισμός δεν έχει καταφέρει να προσφέρει στο μέσο Άγγλο τροφή και στέγη ισοδύναμη με αυτή που απολαμβάνει ο Ίνουιτ, γεννιέται το εξής ερώτημα: ο Πολιτισμός έχει αυξήσει την παραγω γική δύναμη τον μέσου ανθρώπου; Αν ο Πολιτι σμός δεν έχει αυξήσει την παραγωγική δύναμη του μέσου ανθρώπου, τότε ο πολιτισμός δεν μπορεί να υπάρχει. Εντούτοις, αμέσως παραδεχόμαστε ότι ο Πολιτισμός έ χει πράγματι αυξήσει την παραγωγική δύναμη του ανθρώ που. Πέντε άνθρωποι μπορούν να παράγουν ψωμί για χίλι ους. Ένας άνθρωπος μπορεί να παράγει βαμβακερά υφά σματα για 250 ανθρώπους, μάλλινα για 300 και μπότες και παπούτσια για 1.000. Ωστόσο, μέσα απ’ τις σελίδες αυτού του βιβλίου έχει αποδειχθεί ότι εκατομμύρια άνθρωποι του αγγλικού λαού δεν έχουν αρκετά τρόφιμα, ρούχα και πα
284
JACK LONDON
πούτσια. Έ τσι προκύπτει το εξής τρίτο και αμείλικτο ερώ τημα: εφόσον ο Πολιτισμός έχει αυξήσει την παραγω γική δύναμη τον μέσον ανθρώπου, για τί δεν έχει βελτιωθεί η μοί ρα τον μέσου ανθρώπου; Σε αυτό υπάρχει μία μόνο απάντηση - ΚΑΚΗ ΔΙΑΧΕΙ ΡΙΣΗ. Ο Πολιτισμός έχει δημιουργήσει και προσφέρει όλων των ειδών τις ανέσεις και απολαύσεις. Σ ’ αυτές, ο μέσος Αγγλος δε συμμετέχει. Αν εξακολουθήσει να μην μπορεί να συμμετέχει, τότε ο Πολιτισμός παρακμάζει. Δεν υπάρχα λό γος να συνεχίσει να υφίσταται ένα οικοδόμημα που έχει αποτύχει τόσο ολοφάνερα. Α π’ την άλλη, είναι αδιανόητο ο άνθρωπος να έχει επινοήσει κάτι τόσο φοβερό μάταια. Αντιβαίνει στη λογική. Η αποδοχή μιας τόσο παταγώδους ήττας είναι σαν χαριστική βολή στην προσπάθεια και την πρόοδο. Εδώ παρουσιάζεται μία και μόνη εναλλακτική. Ο Πολιτι σμός πρέπει να αναγκαστεί να βελτιώσει τη μοίρα του μ έ σου ανθρώπου. Απαξ και γίνει αυτό αποδεκτό, τότε όλα εί ναι θέμα διαχείρισης. Οτιδήποτε είναι επικερδές πρέπει να συνεχιστεί. Οτιδήποτε είναι ζημιογόνο πρέπει να καταργηθεί. Η Αυτοκρατορία είναι για την Αγγλία είτε κέρδος είτε ζημία. Αν είναι ζημία, πρέπει να καταστραφεί. Αν είναι κέρ δος, η διαχείρισή της πρέπει να γίνει έτσι ώστε ο μέσος άν θρωπος να αποκτήσα μερίδιο στο κέρδος αυτό. Αν ο αγώνας για εμπορική υπεροχή είναι επικερδής, τότε ας συνεχιστεί. Αν δεν είναι, αν βλάπτει τον εργάτη και κάνα αυτόν και τους ομοίους του χειρότερους απ’ τους άγριους, τότε στα κομμάτια οι ξένες αγορές και η βιομηχανική αυτο κρατορία. Διότι είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι αν 40.000.000 άνθρωποι έχουν, με τη βοήθεια του Πολιτισμού,
Οι Άνθρωποι της Αβύσσου
285
μεγαλύτερη ατομική παραγωγική δύναμη από τους Ίνουιτ, τότε αυτοί οι 40.000.000 θα έπρεπε να απολαμβάνουν περισ σότερες ανέσεις και απολαύσεις απ’ τους Ίνουιτ. Αν οι 400.000 Αγγλοι τζέντλεμαν που δήλωσαν κατά την Απογραφή του 1881 «ανεπάγγελτοι» δεν αποφέρουν κέρ δος, τότε κάντε τους πέρα. Βάλτε τους να σκάβουν εθνικά πάρκα και να φυτεύουν πατάτες. Αν αποφέρουν κέρδος, κρατήστε τους οπωσδήποτε, αλλά φροντίστε ο μέσος Αγγλος να έχει με κάποιον τρόπο μερίδιο στο κέρδος που παράγουν δουλεύοντας ως «ανεπάγγελτοι». Εν ολίγοις, η κοινωνία πρέπει να αναδιοργανωθεί υπό την καθοδήγηση μιας αποτελεσματικής διαχείρισης. Το ότι η παρούσα διαχείριση είναι αναποτελεσματική δε χωρά αμ φιβολία. Έ χει απομυζήσει το Ηνωμένο Βασίλειο. Έ χει α ποδυναμώσει τον ντόπιο πληθυσμό τόσο, που πια δεν μπο ρεί να αγωνιστεί στην αρένα του παγκόσμιου ανταγωνι σμού. Έχει δημιουργήσει ένα Γουέστ Εντ και ένα Ηστ Εντ, μεγάλα όσο και το ίδιο το Βασίλειο. Στο ένα επικρατεί η α συδοσία και η διαφθορά και στο άλλο η αρρώστια και ο υ ποσιτισμός. Μια τεράστια αυτοκρατορία καταρρέει στα χέρια αυ τών των ανίκανων διαχειριστών. Και λέγοντας αυτοκρατο ρία εννοώ τον πολιτικό μηχανισμό που κρατά ενωμένους τους αγγλόφωνους λαούς σ’ όλο τον κόσμο εκτός απ’ τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και τούτο δε λέγεται με πνεύμα απαι σιόδοξο. Οι εθνικές αυτοκρατορίες είναι πιο ισχυρές απ’ τις πολιτικές, και οι Αγγλοι του Νέου Κόσμου και της Αυστρα λίας και της Νέας Ζηλανδίας είναι πιο δυνατοί και πιο ακ μαίοι από ποτέ. Ομως η πολιτική αυτοκρατορία στην οποία υπάγονται χάνεται. Η πολιτική μηχανή γνωστή ως Βρετανι
286
JACK LONDON
κή Αυτοκρατορία δε λειτουργεί ma. Στα χέρια των διαχειρι στών της χάνει δύναμη μέρα με τη μέρα. Το σύστημα αυτό, που το έχουν διαχειριστεί με τρόπο τόσο ελεεινό και εγκληματικό, αναπόφευκτα θα καταρρεύσει. Δεν ήταν μονάχα ζημιογόνο και αναποτελεσματικό αλ λά καταχράστηκε και τα κεφάλαια. Κάθε εξαντλημένος, καχεκτικός άπορος, κάθε τυφλός, κάθε παιδί της φυλακής, κάθε άντρας, γυναίκα και παιδί που το στομάχι του υποφέρ α από σουβλιές πείνας, δεν έχει να φάει επειδή οι διαχειρι στές έχουν καταχραστεί τα κεφάλαια. Ούτε μπορεί κάποιο μέλος αυτής τάξης των διαχειρι στών να δηλώσει αθώο ενώπιον αυτού του Ανθρώπινου Δι καστηρίου. Το «στα σπίτια τους οι ζωντανοί και στους τά φους τους οι νεκροί» αμφισβητείται από κάθε μωράκι που πεθαίνει από ασιτία, από κάθε κορίτσι που φεύγει απ’ το στυγνό εργοδότη για να νυχτοπερπατήσει στο Πικαντίλυ, α πό κάθε απολυμένο εργάτη που πέφτει στο κανάλι. Το φα γητό που τρώει η τάξη των διαχειριστών, το κρασί που πίνει, τα θεάματα που οργανώνει, τα όμορφα ρούχα που φοράει, αποτελούν πρόκληση για οκτώ εκατομμύρια στόματα που ποτέ δε χόρτασαν και από τόσα και άλλα τόσα κορμιά που ποτέ δεν είχαν τα ρούχα ούτε τη στέγη που χρειάζονταν. Δεν μπορεί να κάνω λάθος. Ο Πολιτισμός έχει αυξήσει την παραγωγική δύναμη του ανθρώπου εκατό φορές, και λόγω κακής διαχείρισης οι άνθρωποι του Πολιτισμού ζούνε χειρότερα απ’ τα ζώα και έχουν λιγότερη τροφή, ρούχα και προστασία απ’ ό,τι οι άγριοι Ίνουιτ που ζουν σήμερα σε κλί μα πολικό, όπως ακριβώς ζούσαν τη λίθινη εποχή, δέκα χι λιάδες χρόνια πριν.
Οι Ανθρωποι της Αβυσσον
ΠΡΟΚΛΗΣΗ Έχω μιαν ανάμνηση αμυόρή μιας ιστορίας που λέγανε παλιά σε κάποιο θρύλο ισπανικό ή σ ’ένα α π ’τα αρχαία γνωμικά. Ή ταν όταν το γενναίο βασιλιά Σάντσε στη Ζαμόρα έσφαξαν μπροστά και ο μέγας πολιορκών στρατός του στρατοπεδευμένος ήταν στην πλαγιά. Ο Δον Ντιέγκο δε Ορντένεθ σ ’όλους βγήκε και στάθηκε μπροστά και είπε δυνατά την πρόκλησή του στους φρουρούς που φύλαγαν τα οχυρά. Όλους τους ανθρώπους της Ζαμόρα κι αυτούς που δεν είχαν ακόμα γεννηθεί τους φώναξε προδότες με λόγια περιφρόνησης και με οργή. Προδότες όσους σε σπίτια ζούσαν κι όσους θαμμένους είχαν κάτω α π ’τη γη και τα νερά που τρέχαν στα ποτάμια το κρασί, το λάδι τους και το ψωμί. Υπάρχει ένας μεγαλύτερος στρατός που μάχεται γύρω μας και μας πολιορκεί ένας αναρίθμητος στρατός που πεινάει σ ’όλους τους δρόμους που έχει η ζωή.
JACK LONDON
Είναι οι μυριάδες που η ένδεια έχει χτυπήσει που αμφισβητούν τον άρτο μας και το κρασί κι όλους προδότες μά ς φωνάζουν κι αυτούς που ακόμα δεν έχουν γεννηθεί. Κι όποτε κάθομαι σε γλέντι που ’χ ει τραγούδι και φα ΐ μέσα α π ’τις μουσικές και τα γέλια εκείνη τη φοβερή ακούω κραυγή. Και πρόσωπα βαθουλά και τσακισμένα μέσα στην αίθουσα τη φωτεινή κοιτάζουν και χέρια σκελετωμένα και ισχνά τα ψίχουλα που πέφτουν τείνουν και αρπάζουν. Μέσα στην αίθουσα έχει φως ωραίες μυρωδιές και αφθονία μα έξω έχει κρύο και σκοτάδι πείνα, απόγνωση και απελπισία Και εκεί στο στρατόπεδο της πείνας στον αέρα, τη βροχή, την παγωνιά ο Χριστός, ο μέγας Πολέμαρχος κείτεται νεκρός απάνω στην πλαγιά. ΛΟΝΓΚΦΕΛΛΟΟΥ
Π ΕΡΙΕΧ Ο Μ ΕΝ Α Εισαγωγή................................................................................ 7 Πρόλογος.............................................................................. 19 1. Η κάθοδος........................................................................ 23 2. Τζώννυ Α πραϊτ.................................................................35 3. Το δικό μου και άλλα καταλύματα....................................... 41 4. 'Ενας άντρας και η άβυσσος..............................................46 5. Αυτοί που ζουν στο χείλος................................................57 6. Πάροδος Φράινγκ Παν και μια ματιά στην κόλαση..........65 7. Ένας κάτοχος του Βικτωριανού Σταυρού....................... 74 8 .0 Καροτσιέρης και ο Μαραγκός...................................... 81 9. Το κρικέλι ........... 96 115 10. Η παρέλαση ..... 11. Το συσσίτιο 121 12. Η ημέρα της στέψης 135 13. Νταν Κάλεν, λιμενεργάτης .......................................... 152 14. Λυκίσκοι και λυκισκομαζωχτες.....................................159 15. Η καπετάνισσα ... 170 16. Ιδιοκτησία εναντίον ανθρώπου.....................................175 17. Ακαταλληλότητα ......................................................... 182 18. Μ ισθοί...........................................................................190 19. Το Γκέτο .......................................................................198 20. Καφενεία και υπνωτήρια ..............................................215 21. Η αβεβαιότητα της ζω ής................................................227
22. Α υτοκτονία...................................................................239 23. Τα παιδιά.......................................................................248 24. Ένα νυχτερινό θέαμα....................................................256 25. Κραυγή πείνας ............................................................. 261 26. Ποτό, εγκράτεια και οικονομία.................................... 271 27. Η διαχείριση ................................................................. 281
Στη σειρά ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ κυκλοφορούν: CENDRARS Β. Περιπλανήσεις CONRAD S.To Πανδοχείο των όνο Μαγισσών και άλλες νουβέλες DÜRRENMATT F. Η Αποστολή DÜRRENMATT F. Δικαιοσύνη DÜRRENMATT F. Η Υπόσχεση DÜRRENMATT F. Η Υποψία DÜRRENMATT F. Η πτώση FANTE J. Μπαντίνι GIDE Α .Αν ο σπόρος όεν πεθάνει HAWKES J. Περιπέτειες στο εμπόριο δέρματος της Αλάσκας HEMINGWAY Ε. Το επικίνδυνο καλοκαίρι ΗΕΥΜ S. Ο εξόριστος του θεού IONESCO Ε. Η φωτογραφία τον συνταγματάρχη JAMES Η. Η γοητεία ορισμένων παλιών ρούχων / Οι φίλοι των φίλων KADARÉI. Η κόχη της ντροπής KADARÉI. Ρημαγμένος Απράης KADARÉ I. Ποιος έφερε την Ντορουντίν; KULKARNIV. Γυμνός στο Ντεκάν LAGERKVIST Ρ. Το αιώνιο χαμόγελο LAGERKVIST Ρ. Η Σίβυλλα LAWRENCE D.H. Η Παρθένα και ο Τσιγγάνος LEOPARDI G. Πρώτη αγάπη MAUPASSANT G. deAôyia του 'Ερωτα MAUPASSANT G. de ΠερίΑπιστίας PIRANDELLO L. Το ταξίδι SALLIH T. H εποχή της μετανάστευσης στο Βορρά SIMENON G. Η χήρα Κουντέρκ STENDHAL Μίνα ντε Βάνγκελ / Η Κάσα κι ο Βρυκόλακας ΤΑΝΙΖΑΚΙJ. Ο τροχός της τύχης THOMAS D. Περιπέτειες στο εμπόριο δέρματος UNAMUNO Μ. de Καταχνιά WELLS H.G. Ο άνθρωπος που έκανε θαύματα WHARTON Ε. Ήθαν Φρομ ZWEIG S. Η γυναίκα και το τοπίο ZWEIG S.Φόβος ZWEIG S. Καντό μυστικό
Στη σειρά ΡΩΣΟΙΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ κυκλοφορούν: ΑΓΚΕΕΦ Μ. Μια ιστορία με κοκαΐνη ΑΝΤΡΕΓΙΕΦ Λ. Αναμνήσεις ενός φυλακισμένου ΑΝΤΡΕΓΙΕΦ Λ. Λάζαρος / Ιούδας ο Ισκαριώτης ΑΝΤΡΕΓΙΕΦ Λ. Η ζωή του Βασίλι Φιβέιοκι ΜΠΡΙΟΥΣΟΦ Β. Οι τελευταίες σελίδες αχό το ημερολόγιο μιας γυναίκας ΜΠΡΙΟΥΣΟΦ Β. Τα αρραβωνιάσματα της Ντάσα ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ Φ. Μια Άνοιξη στην Αγία Πετρούπολη ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ Φ. Αναμνήσεις από το Υπόγειο ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ Φ. Ο Αιώνιος Σύζυγος ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ Φ. Ο Παίκτης ΠΟΥΣΚΙΝ Α. Ταξίδι στο Ερζερούμ ΤΟΛΣΤΟΪ Λ. Έτσι πεθαίνει ο έρωτας ΤΟΛΣΤΟΪ Λ .Ά λ μ π ε ρ τ ΙΛ ουκέρνη ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦI. Την παραμονή
Στη σειρά ΓΕΡΜΑΝΟΦΩΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ κυκλοφορούν: RILKE R.M. Γράμματα για τονΣεζάν RILKE R.M. Επιστολές σε μια νέα γυναίκα RILKE R.M. Οι τελευταίοι RILKE R.M. Το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου
του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλχε KAFKA F. Η Δίχη KAFKA F. Η Μεταμόρφωση ZWEIG S. Τρεις θρύλοι χι ένα παραμύθι ZWEIG S. Το γράμμα μιας άγνωστης ZWEIG S. Σύγχυση αισθημάτων ZWEIG S. Συντριβή μιας χαρόιάς
Στη σειρά ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ κυκλοφορούν: HEIDEGGER Μ. Επιστολή για τον ανθρωπισμό HUSSERL Ε. Καρτεσιανοί Στοχασμοί HUSSERL Ε. Η Φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήμη SCHELER Μ. Η θέση τον ανθρώπου στον κόσμο
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY JACK LONDON ΟΙ ΑΝΘΡΩ ΠΟΙ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ, ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΝΙΚΟΛΑ ΚΩΤΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΝΑΝΣΥ ΚΟΥΒΑΡΑΚΟΥ, ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ GR ARTS. ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΕΚΑΝΕ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ. ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2003 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑ ΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΡΟΕΣ, ΛΟΜΒΑΡΔΟΥ 31-35, ΑΘΗΝΑ 114 73, ΤΗΛ. 210 - 6429409, FAX: 210-6411597