Ψηφιακήέκδοση Απρίλιος 2015
Τίτλος πρωτοτύπου Ηerman Koch, Zomerhuis met zwembad, Ambo, Anthos Uitgevers, Amsterdam 2011
© 2011, Herman Koch © 2014, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-618-03-0292-9
Η μετάφραση αυτού του βιβλίου επιχορογήθηκε από το Ίδρυμα για την Παραγωγή και τη Μετάφραση της Ολλανδικής Λογοτεχνίας.
Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.
Eκδόσεις ΜΕΤΑ ΙΧΜΙΟ
Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr • e-mail:
[email protected]
Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑ ΙΧΜΙΟ
• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581
• Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη τηλ.: 2310 260085 www.oxygono-metaixmio.gr
HERMAN KOCH ΕΞΟΧΙΚΟ ΜΕ ΠΙΣΙΝΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ AΠΟ ΤΑ ΟΛΛΑΝΔΙΚΑ
Ινώ βαν Ντάικ-Μπαλτά
1
ΕΙΜΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ. Από τις οχτώµισι το πρωί έως τη µία το µεσηµέρι κάνω ιατρείο. Δεν βιάζοµαι. Διαθέτω είκοσι λεπτά στον κάθε ασθενή. Αυτά τα είκοσι λεπτά είναι που προσελκύουν τον κόσµο. Πού βρίσκεις τη σήµερον ηµέρα έναν οικογενειακό γιατρό που σου αφιερώνει είκοσι λεπτά; λέει ο κόσµος – και ο ένας το διαδίδει στον άλλο. Δεν αναλαµβάνει πάρα πολλούς ασθενείς, λένε. Θέλει να έχει αρκετό χρόνο στη διάθεσή του για τον καθένα ξεχωριστά. Έχω λίστα αναµονής. Όταν πεθάνει ή µετακοµίσει ένας ασθενής, µε ένα µόνο τηλεφώνηµα έχω πέντε άλλους στη θέση του. Οι ασθενείς µπερδεύουν τον χρόνο µε την προσοχή. Νοµίζουν ότι τους δίνω περισσότερη προσοχή απ’ ό,τι άλλοι οικογενειακοί γιατροί. Αλλά απλώς τους δίνω περισσότερο
χρόνο. Όσα πρέπει να ξέρω τα έχω δει το πρώτο λεπτό. Τα υπόλοιπα δεκαεννιά λεπτά τα γεµίζω µε προσοχή. Με την ψευδαίσθηση
της
προσοχής,
να πω
καλύτερα.
Κάνω
συνηθισµένες ερωτήσεις. Τι κάνει ο γιος/η κόρη; Κοιµάστε πάλι καλά τώρα; Μήπως τρώτε περισσότερο ή λιγότερο απ’ όσο πρέπει; Τοποθετώ το στηθοσκόπιο στο στήθος τους κι ύστερα στην πλάτη τους. Πάρτε µια βαθιά εισπνοή, λέω. Εκπνεύστε
ήρεµα.
Δεν τους
ακροάζοµαι πραγµατικά.
Τουλάχιστον, προσπαθώ να µην τους ακροαστώ πραγµατικά. Εσωτερικά όλα τα ανθρώπινα σώµατα ακούγονται ίδια. Πρώτα απ’ όλα υπάρχει φυσικά ο καρδιακός παλµός. Η καρδιά δεν ξέρει
τίποτα.
Η
καρδιά
αντλεί.
Η
καρδιά
είναι
το
µηχανοστάσιο. Το µηχανοστάσιο απλώς φροντίζει για την κίνηση του καραβιού, όχι για την πορεία του. Ύστερα υπάρχουν οι ήχοι που παράγουν τα σωθικά. Τα εσωτερικά όργανα. Ένα υπερφορτωµένο συκώτι παράγει διαφορετικό ήχο από ένα υγιές συκώτι. Ένα υπερφορτωµένο συκώτι βογκάει. Βογκάει και εκλιπαρεί. Εκλιπαρεί για ένα µοναδικό ρεπό. Μια µέρα ρεπό για να µπορέσει να επεξεργαστεί τα χειρότερα απόβλητα. Τώρα κάνει µονίµως υπερωρίες για να προλάβει. Το υπερφορτωµένο συκώτι είναι σαν την κουζίνα ενός εστιατορίου που δεν κλείνει ποτέ. Τα άπλυτα πιάτα στοιβάζονται. Τα πλυντήρια πιάτων δουλεύουν στο φουλ.
Αλλά οι στοίβες από άπλυτα πιάτα και λερωµένες κατσαρόλες ολοένα µεγαλώνουν και ψηλώνουν. Το υπερφορτωµένο συκώτι έχει εναποθέσει τις ελπίδες του σ’ αυτό το µοναδικό ρεπό
που
ποτέ
δεν
έρχεται.
Κάθε
απόγευµα
στις
τεσσερισήµισι µε πέντε (και ενίοτε πιο νωρίς) η ελπίδα γι’ αυτό το ρεπό αποδεικνύεται φρούδα. Αν το συκώτι είναι τυχερό, στην αρχή έχει να αντιµετωπίσει µόνο µπίρα. Με την µπίρα µπορείς να πασάρεις την περισσότερη δουλειά στα νεφρά. Αλλά πάντα υπάρχουν κι αυτοί που δεν τους φτάνει µόνο µπίρα. Αυτοί παίρνουν και κάτι άλλο: τζιν, βότκα, ουίσκι. Κάτι που µπορούν να κατεβάσουν µονορούφι. Το υπερφορτωµένο συκώτι προσπαθεί να αντεπεξέλθει, ώσπου στο τέλος θα υποστεί ρήξη. Πρώτα σκληραίνει, σαν λάστιχο που το έχουν φουσκώσει υπερβολικά. Ύστερα αρκεί µόνο µια µικρή ανωµαλία στο οδόστρωµα για να σκάσει. Ακροάζοµαι µε το στηθοσκόπιό µου. Με το δάχτυλό µου πιέζω το σκληρό σηµείο ακριβώς κάτω από το δέρµα. Πονάει εδώ; Αν πιέσω ακόµα πιο δυνατά, θα πάθει ρήξη ήπατος εδώ στο ιατρείο µου. Αυτό να µου λείπει. Θα γέµιζε ο τόπος βροµιές. Αίµατα παντού. Κανένας οικογενειακός γιατρός δεν θέλει να πεθάνει ασθενής στο ιατρείο του. Στο σπίτι ας γίνει ό,τι θέλει. Στο δικό τους σπίτι, µέσα στα άγρια µεσάνυχτα, στο δικό τους κρεβάτι. Σε περίπτωση ρήξης ήπατος συνήθως
δεν προλαβαίνουν καν να τηλεφωνήσουν. Το ασθενοφόρο ούτως ή άλλως θα έφτανε αργά. Ανά εικοσάλεπτο οι ασθενείς µου παρουσιάζονται στο γραφείο µου. Το ιατρείο µου βρίσκεται στο ισόγειο. Έρχονται µε πατερίτσες και αναπηρικά καροτσάκια. Ορισµένοι είναι υπέρβαροι, άλλοι έχουν δύσπνοια. Οπωσδήποτε δεν είναι πλέον σε θέση να ανεβαίνουν σκαλιά. Μια σκάλα θα σήµαινε βέβαιο θάνατο. Άλλοι απλώς το φαντάζονται: ότι θα τους πάρει ο Χάρος, αν ανεβούν έστω και ένα σκαλοπάτι. Αυτοί οι ασθενείς αποτελούν τη µεγάλη πλειοψηφία. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα. Βογκούν και στενάζουν, βγάζουν ήχους λες και κάθε δευτερόλεπτο της ηµέρας κοιτούν τον Χάρο στα µάτια, σωριάζονται αναστενάζοντας στην πολυθρόνα απέναντι από το γραφείο µου – αλλά δεν έχουν απολύτως τίποτα. Τους αφήνω να λένε τα παράπονά τους. Πονάω εδώ, κι εδώ, καµιά φορά ο πόνος αντανακλά ως εδώ κάτω… Φοράω µια έκφραση γεµάτη ενδιαφέρον. Στο µεταξύ κάτι µουντζουρώνω σε ένα χαρτάκι. Τους παρακαλώ να σηκωθούν, να µε ακολουθήσουν στο εξεταστήριο. Κάποιες σπάνιες φορές ζητώ από κάποιον να γδυθεί πίσω από το παραβάν, αλλά συνήθως όχι. Όλα αυτά τα ανθρώπινα σώµατα µε απωθούν ήδη αρκετά όταν είναι ντυµένα. Δεν είναι ανάγκη να τα δω αυτά τα µέρη του σώµατος που δεν τα
βλέπει ποτέ ο ήλιος. Τις δερµατικές πτυχές όπου κάνει πάντα πολλή ζέστη και τα βακτηρίδια δρουν ανενόχλητα, τους µύκητες και τις φλεγµονές ανάµεσα στα δάχτυλα των ποδιών, κάτω από τα νύχια, ούτε τα δάχτυλα που κάτι ξύνουν, τα δάχτυλα που κάτι τρίβουν ώσπου µατώνει… Να, γιατρέ, εδώ µε τρώει πιο πολύ… Όχι, δεν θέλω να τα δω όλα αυτά. Κάνω σαν να κοιτάζω, αλλά στο µεταξύ σκέφτοµαι άλλα πράγµατα. Ένα ρόλερ κόστερ σε λούνα παρκ, στο µπροστινό βαγονάκι είναι στερεωµένο ένα πράσινο κεφάλι δράκου, οι άνθρωποι σηκώνουν τα χέρια ψηλά και ουρλιάζουν στη διαπασών. Με την άκρη του µατιού µου βλέπω υγρές τούφες στην ήβη, κόκκινα µολυσµένα φαλακρά σηµεία όπου
ποτέ
δεν
πρόκειται να φυτρώσουν τρίχες πια, και σκέφτοµαι ένα αεροπλάνο που εκρήγνυται στον αέρα, οι επιβάτες, ακόµη δεµένοι
στα
καθίσµατά
τους,
αρχίζουν
µια
πτώση
χιλιοµέτρων στο άπειρο: κάνει κρύο, η ατµόσφαιρα είναι αραιή,
κάτω στο
βάθος
περιµένει ο
ωκεανός.
Όταν
κατουράω, τσούζει, γιατρέ. Λες και κατουρώ βελόνες… Ένα τρένο ανατινάζεται ακριβώς πριν µπει στον σταθµό, το διαστηµικό λεωφορείο «Κολούµπια» σκάει σε εκατοµµύρια κοµµατάκια, το δεύτερο αεροπλάνο χώνεται στον Νότιο Πύργο. Εδώ τσούζει, γιατρέ. Εδώ… Ντυθείτε, λέω. Έχω δει αρκετά. Θα σας γράψω µερικά
φάρµακα. Ορισµένοι ασθενείς µετά βίας καταφέρνουν να κρύψουν την απογοήτευσή τους: φάρµακα; Για δύο τρία δευτερόλεπτα αποµένουν εκεί, απορηµένοι, µε το σώβρακο ή το κιλοτάκι κατεβασµένο στα γόνατα. Πήραν µισή µέρα άδεια απ’ τη δουλειά τους, θέλουν τα λεφτά τους να πιάσουν τόπο, κι ας είναι λεφτά που προέρχονται από την κοινωνία των
υγιών
ανθρώπων.
Θέλουν
τουλάχιστον
να
τους
ψηλαφήσει ο γιατρός, να φορέσει τα λαστιχένια γάντια του και να πιάσει κάτι –κάποιο µέρος του σώµατος– ανάµεσα στα έµπειρα δάχτυλά του. Να χώσει έστω ένα δάχτυλο σε κάποια οπή. Θέλουν να εξεταστούν, δεν τους αρκεί η πολύχρονη πείρα του, το κλινικό του βλέµµα που µε µια µατιά καταγράφει από τι πάσχει κάποιος. Επειδή τα έχει ξαναδεί όλα εκατό χιλιάδες φορές. Επειδή η πείρα του του λέει ότι την εκατοστή χιλιοστή πρώτη φορά δεν χρειάζεται ξαφνικά να φορέσει τα λαστιχένια γάντια του. Καµιά φορά είναι αναπόφευκτο. Καµιά φορά πρέπει να µπεις µέσα. Συνήθως µε ένα ή δύο δάχτυλα, κάποιες σπάνιες φορές µε ολόκληρο το χέρι. Φοράω τα λαστιχένια γάντια µου. Μπορείτε να ξαπλώσετε λιγάκι στο πλευρό σας… Για τον ασθενή αυτό είναι το σηµείο καµπής. Επιτέλους τον παίρνουν στα σοβαρά, θα γίνει εσωτερική εξέταση, αλλά το βλέµµα του δεν εστιάζεται πλέον στο πρόσωπό µου. Τώρα
πια κοιτάζει αποκλειστικά τα χέρια µου. Τα χέρια µου καθώς φοράνε τα λαστιχένια γάντια. Αναρωτιέται πώς άφησε τα πράγµατα να φτάσουν ως εδώ. Αν αυτό είναι πράγµατι αυτό που θέλει. Προτού φορέσω τα γάντια, πλένω πρώτα τα χέρια µου.
Επειδή
ο
νιπτήρας
βρίσκεται
απέναντι
από
το
εξεταστικό κρεβάτι, όσο πλένω τα χέρια µου, στέκοµαι µε την πλάτη γυρισµένη. Τα πλένω µε την ησυχία µου. Έχω σηκώσει τα µανίκια µου. Ξέρω ότι τα µάτια του ασθενούς είναι στραµµένα επάνω µου. Αφήνω το νερό από τη βρύση να κυλήσει στους καρπούς µου. Σχολαστικά πλένω πρώτα τα χέρια µου και ύστερα ανεβαίνω στους πήχεις µου: ως τους αγκώνες µου. Δεν µπορώ να την ακούσω λόγω του ήχου που κάνει το νερό που τρέχει, αλλά ξέρω ότι η ανάσα του ασθενούς
επιταχύνεται
όταν
φτάνω
στους
αγκώνες.
Επιταχύνεται – ή µάλιστα σταµατάει εντελώς για µερικά δευτερόλεπτα. Θα γίνει εσωτερική εξέταση, ενσυνείδητα ή όχι, ο ίδιος ο ασθενής επέµεινε σ’ αυτή την εξέταση. Αυτή τη φορά δεν ήθελε να τον ξαποστείλουν µε µια συνταγούλα. Αλλά στο µεταξύ η αµφιβολία σηκώνει κεφάλι. Γιατί άραγε ο γιατρός πλένει και απολυµαίνει τα χέρια και τους πήχεις του ως τους αγκώνες; Κάτι µέσα στο σώµα του ασθενούς συσπάται. Ενώ αντίθετα θα έπρεπε να χαλαρώσει όσο πιο πολύ µπορεί. Η χαλάρωση είναι το κλειδί για µια άνετη
εσωτερική εξέταση. Στο µεταξύ έχω γυρίσει και σκουπίζω τα χέρια µου, τους πήχεις µου, τους αγκώνες µου. Συνεχίζω να µην κοιτάζω τον ασθενή όταν, στη συνέχεια, παίρνω από ένα συρτάρι ένα ζευγάρι γάντια σε νάιλον συσκευασία. Σκίζω το σακουλάκι, πατάω µε το πόδι το πεντάλ του σκουπιδοτενεκέ και το πετάω. Μόνο τώρα, την ώρα που φοράω τα γάντια, κοιτάζω πάλι τον ασθενή, για πρώτη φορά. Το βλέµµα του είναι, πώς να το πω, διαφορετικό απ’ ό,τι πριν του γυρίσω την πλάτη για να πλύνω τα χέρια µου. Ξαπλώστε, λέω πριν µπορέσει να εκφράσει τις
τυχόν επιφυλάξεις
του
σχετικά µε
την
εσωτερική εξέταση. Με το πρόσωπό σας προς τον τοίχο. Ένα γυµνό σώµα είναι λιγότερο ταπεινωτικό από ένα σώµα µε το παντελόνι και το σώβρακο κατεβασµένα στους αστραγάλους. Λιγότερο ανήµπορο. Δύο πόδια που φοράνε ακόµη τις κάλτσες και τα παπούτσια, αλλά στους αστραγάλους είναι αλυσοδεµένα από παντελόνι και σώβρακο. Σαν κατάδικος αλύσοδεµένος. Κάποιος µε το παντελόνι στους αστραγάλους δεν µπορεί να φύγει. Μπορείς να υποβάλεις έναν τέτοιο άνθρωπο σε εσωτερική εξέταση, αλλά µπορείς επίσης να του δώσεις µια γροθιά στη µούρη. Ή µπορείς να αδειάσεις ένα πιστόλι στο ταβάνι. Άι σιχτίρ, βαρέθηκα πια ν’ ακούω όλα αυτά τα ψέµατα! Μετράω ως
το
τρία… Ένα… δύο…
Προσπαθήστε να χαλαρώσετε, λέω ξανά. Ηρεµήστε και γυρίστε στο πλευρό σας. Τραβώ τα λαστιχένια γάντια πιο σφιχτά γύρω από τα δάχτυλά µου και λίγο πιο ψηλά στους καρπούς µου. Ο ήχος που παράγει το καουτσούκ καθώς τεντώνεται µου θυµίζει πάντα µπαλόνια για πάρτι. Μπαλόνια για πάρτι γενεθλίων, τα φούσκωσες αποβραδίς για να κάνεις έκπληξη στον εορταζόµενο. Μπορεί προς στιγµήν να νιώσετε κάτι δυσάρεστο, λέω. Πρέπει προπαντός να συνεχίσετε να αναπνέετε ήρεµα. Ο ασθενής έχει απόλυτη συνείδηση της παρουσίας µου ακριβώς πίσω από το µισόγυµνο σώµα του, αλλά δεν µπορεί πια να µε δει. Αυτή είναι η στιγµή που παίρνω λίγο χρόνο για να µελετήσω από κοντά αυτό το σώµα – ή τουλάχιστον το κοµµάτι που είναι γυµνό. Μέχρι στιγµής έχω πάρει το παράδειγµα ενός άντρα. Στο εν λόγω
παράδειγµα ένας
άντρας
είναι ξαπλωµένος
στο
εξεταστικό κρεβάτι µε το παντελόνι και το σώβρακο κατεβασµένα. Οι γυναίκες είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Για τις γυναίκες θα µιλήσω αργότερα. Ο εν λόγω άντρας µισογυρίζει το κεφάλι προς το µέρος µου, αλλά, όπως είπα, δεν µπορεί πια να µε δει καλά. Αφήστε κάτω το κεφάλι σας, λέω. Προπαντός χαλαρώστε. Τώρα που δεν µε βλέπει ο ασθενής, εγώ εστιάζω στο µεταξύ το βλέµµα µου στη γυµνή µέση. Ήδη του είπα ότι µπορεί προς στιγµήν να νιώσει κάτι
δυσάρεστο. Ανάµεσα σ’ αυτή την ανακοίνωση και την ίδια τη δυσάρεστη αίσθηση δεν υπάρχει τίποτα. Τούτη είναι η κενή στιγµή. Η πιο κενή στιγµή ολόκληρης της εξέτασης. Τα δευτερόλεπτα περνούν αθόρυβα, σαν να τα µετράει ένας µετρονόµος µε τον ήχο κλειστό. Ένας µετρονόµος πάνω σε πιάνο σε βουβή ταινία. Ακόµη δεν έχει πραγµατοποιηθεί σωµατική επαφή. Στη γυµνή του µέση φαίνονται σηµάδια από το σώβρακο. Κόκκινες γραµµούλες που το λάστιχο άφησε πάνω στο δέρµα. Ενίοτε υπάρχουν σπυράκια ή ελιές. Το ίδιο το δέρµα συχνά παραείναι χλωµό σ’ αυτή την περιοχή, είναι µία από εκείνες τις περιοχές που σπάνια βλέπουν το φως του ήλιου. Σχεδόν πάντα όµως υπάρχει τριχοφυΐα. Πιο κάτω
η
τριχοφυΐα
γίνεται
ακόµα
πιο
πυκνή.
Είµαι
αριστερόχειρας. Ακουµπώ το δεξί µου χέρι στον ώµο του ασθενούς. Μέσα από το καουτσούκ του γαντιού αισθάνοµαι το σώµα να κοκαλώνει. Ολόκληρο το σώµα σφίγγεται και µαζεύεται. Θα ήθελε να χαλαρώσει, αλλά το ένστικτο είναι πιο ισχυρό, βάζει κόντρα, αντιστέκεται στην επερχόµενη επίθεση έξωθεν. Και τότε το αριστερό µου χέρι βρίσκεται ήδη εκεί όπου πρέπει να βρίσκεται. Το στόµα του ασθενούς ανοίγει, τα χείλη
χωρίζουν,
µέσα από
τα δόντια ξεφεύγει
ένας
αναστεναγµός καθώς το µεσαίο µου δάχτυλο µπαίνει µέσα.
Κάτι µεταξύ αναστεναγµού και βογκητού. Ηρεµήστε, λέω. Οσονούπω τελειώνουµε. Προσπαθώ να µη σκέφτοµαι τίποτα, αλλά πάντα δυσκολεύοµαι. Γι’ αυτό σκέφτοµαι εκείνη τη φορά που έχασα νυχτιάτικα το κλειδάκι του ποδηλάτου µου στη λάσπη ενός γηπέδου ποδοσφαίρου. Ήταν
µια
λασπώδης
περιοχή
µικρότερη
του
ενός
τετραγωνικού µέτρου και ήµουν σίγουρος ότι ήταν εκεί. Εδώ σας πονάει; ρωτώ. Τώρα ο δείκτης µου ενώνεται µε το µεσαίο δάχτυλο, µαζί θα βρούµε πιο γρήγορα το κλειδάκι του ποδηλάτου. Λιγάκι… Πού; Εδώ…; Ή εδώ; Έβρεχε στο γήπεδο, µερικά φώτα ήταν ακόµη αναµµένα, αλλά το φως δεν έφτανε για να βλέπεις καλά. Συνήθως είναι ο προστάτης. Καρκίνος ή απλή υπερπλασία. Σε µια πρώτη εξέταση δεν µπορείς ακόµα να πεις πολλά πράγµατα. Θα µπορούσα να είχα πάει σπίτι µε τα πόδια και να γυρίσω την εποµένη, για να συνεχίσω το ψάξιµο µε το φως της µέρας. Αλλά τα δάχτυλά µου είχαν ήδη µπει στη λάσπη που είχε χωθεί βαθιά κάτω από τα νύχια µου, καλύτερα να επέµενα τώρα. Άι! Εκεί, γιατρέ! Γαµώτο! Με συγχωρείτε… Ω γαµώτο! Και τότε έφτασε εκείνο το κλάσµα του δευτερολέπτου που τα δάχτυλά µου ένιωσαν κάτι σκληρό µέσα στην υγρή µάζα. Προσοχή, µπορεί να είναι ένα κοµµάτι γυαλί… Το σηκώνω ακόµα κόντρα στο φως, το λιγοστό φως ενός φανοστάτη δίπλα στο γήπεδο,
αλλά στην ουσία ήδη ξέρω. Αστράφτει, γυαλίζει, δεν θα χρειαστεί να πάω µε τα πόδια. Χωρίς να κοιτάξω τα χέρια µου, βγάζω τα γάντια και τα πετάω στον σκουπιδοτενεκέ. Καθίστε. Ντυθείτε. Είναι πολύ νωρίς για να βγάλω συµπεράσµατα, λέω. Έχει ήδη περάσει ενάµισης χρόνος από τότε που ο Ραλφ Μέγιερ εµφανίστηκε ξαφνικά στη σάλα αναµονής µου. Φυσικά τον αναγνώρισα αµέσως. Μήπως µπορούσε να µου µιλήσει για µισό λεπτό… ήταν κάτι ασήµαντο, είπε. Όταν βρέθηκε στο γραφείο µου, µπήκε κατευθείαν στο ψητό. Αν ήταν αλήθεια αυτό που ο τάδε κι ο δείνα του είχαν πει, ότι ήµουν σχετικά εύκολος µε τη χορήγηση… εδώ κοίταξε προς στιγµήν σαν σκιαγµένος γύρω του, σαν να φοβόταν ότι κάποιος µπορεί να κρυφάκουγε. «Ο τάδε κι ο δείνα» ήταν τακτικοί ασθενείς µου. Τελικά όλοι τα µαρτυρούσαν όλα σε όλους, κι έτσι κατέληξε και ο Ραλφ Μέγιερ σ’ εµένα. Εξαρτάται, είπα. Θα πρέπει να σας ρωτήσω ορισµένα πράγµατα για τη γενική κατάσταση της υγείας σας, έτσι ώστε αργότερα να µη βρεθούµε µπροστά σε εκπλήξεις. Αλλά µετά; επέµεινε εκείνος. Αν όλα είναι εντάξει, τότε είστε όντως πρόθυµος να… Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Ναι, είπα. Αυτό µπορεί να κανονιστεί. Τώρα βρισκόµαστε ενάµιση χρόνο µετά και ο Ραλφ Μέγιερ
είναι νεκρός. Και αύριο το πρωί πρέπει να παρουσιαστώ στο Πειθαρχικό Συµβούλιο του ιατρικού συλλόγου. Όχι για το θέµα για το οποίο τον εξυπηρέτησα τότε, αλλά για κάτι άλλο που έγινε έξι µήνες αργότερα: γι’ αυτό που θα µπορούσες να
αποκαλέσεις
«ιατρικό
λάθος».
Για
το
Πειθαρχικό
Συµβούλιο δεν ανησυχώ ιδιαίτερα, µέσα στο ιατρικό σινάφι όλοι γνωριζόµαστε, συχνά σπουδάσαµε και µαζί. Εδώ δεν υπάρχουν καταστάσεις όπως στις Ηνωµένες Πολιτείες, όπου ένας δικηγόρος µπορεί να καταστρέψει έναν γιατρό έπειτα από µια λανθασµένη διάγνωση. Σε τούτη τη χώρα πρέπει να έχεις κάνει σηµεία και τέρατα. Και ακόµα και τότε… Θα φας µια προειδοποίηση, θα σου αφαιρέσουν προσωρινά την άδεια άσκησης επαγγέλµατος για µερικούς µήνες κι αυτό είναι όλο. Το µόνο για το οποίο θα πρέπει να βάλω τα δυνατά µου είναι να πείσω τα µέλη του Συµβουλίου ότι όντως πρόκειται για ιατρικό λάθος. Θα πρέπει να έχω τον νου µου. Πρέπει ο ίδιος να συνεχίσω να το πιστεύω ακράδαντα, εκατό τοις εκατό – ότι ήταν ιατρικό λάθος. Πριν από λίγες µέρες έγινε η κηδεία. Σε ένα όµορφο γραφικό κοιµητήριο σε µια καµπή του ποταµού. Ψηλά γέρικα δέντρα, ο άνεµος φυσούσε µέσα στα κλαριά κι έκανε τα φύλλα να θροΐζουν. Πουλιά τιτίβιζαν. Στάθηκα όσο πιο
πίσω µπορούσα, µου φάνηκε πιο σώφρον, παρ’ όλα αυτά τίποτα δεν θα µπορούσε να µε είχε προετοιµάσει γι’ αυτό που συνέβη στη συνέχεια. «Εσύ πώς τόλµησες να έρθεις εδώ!» Μια σύντοµη στιγµή απόλυτης σιγής, έµοιαζε λες κι ακόµα και ο άνεµος είχε πέσει ξαφνικά. Ακόµα και τα πουλιά σώπασαν από τη µια στιγµή στην άλλη. «Παλιοκερατά! Πώς τολµάς; Πώς τολµάς;» Η
Γιούντιτ
Μέγιερ
είχε
φωνή
σαν
εκπαιδευµένης
τραγουδίστριας της όπερας, µια φωνή που πρέπει να κατορθώσει να φτάσει ως τους ακροατές στις τελευταίες σειρές µιας αίθουσας συναυλιών. Όλα τα κεφάλια γύρισαν προς το µέρος µου. Εκείνη στεκόταν δίπλα στην ανοιχτή πίσω πόρτα της νεκροφόρας, όπου οι νεκροθάφτες µόλις είχαν ανεβάσει το φέρετρο µε τη σορό του άντρα της στους ώµους τους. Τώρα µε πλησίαζε µε µεγάλες δρασκελιές, ανοίγοντας δρόµο ανάµεσα στους εκατοντάδες παρισταµένους, οι οποίοι οπισθοχώρησαν για να την αφήσουν να περάσει. Για µισό λεπτό τα ψηλά τακούνια της στο χαλίκι του µονοπατιού ήταν ο µοναδικός ήχος στην κατά τα άλλα άναυδη σιγή. Ακριβώς
µπροστά µου
κοντοστάθηκε.
Κατά βάθος
περίµενα ότι θα µε χαστούκιζε. Ή ότι θα χτυπούσε τις
γροθιές της στα πέτα του σακακιού µου. Κοντολογίς, ότι θα έκανε σκηνή· σ’ αυτό ήταν πάντα καλή. Μα δεν έκανε τίποτε απ’ όλα αυτά. Με
κοίταξε.
Το
ασπράδι
των
µατιών
της
ήταν
κοκκινισµένο. «Κερατά» είπε γι’ άλλη µια φορά, πολύ πιο σιγανά τώρα. Ύστερα µε έφτυσε κατάµουτρα.
2
Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ενός οικογενειακού γιατρού
είναι απλή.
Δεν
είναι ανάγκη
να θεραπεύει
ανθρώπους, η µόνη του φροντίδα είναι να µη διοχετεύονται µαζικά στους ειδικευµένους γιατρούς και στα νοσοκοµεία. Το ιατρείο του είναι ένα προπύργιο. Όσο περισσότερους καταφέρνει να σταµατήσει σ’ αυτό το προπύργιο, τόσο καλύτερα κάνει τη δουλειά του ο οικογενειακός γιατρός. Είναι απλό πρόβληµα αριθµητικής. Αν εµείς οι οικογενειακοί γιατροί παραπέµπαµε όλους όσοι έχουν κάποια φαγούρα, ένα σπυράκι ή λίγο βήχα στον ειδικό ή στο νοσοκοµείο, το σύστηµα θα κατέρρεε τελείως. Τελείως. Κάποτε έκαναν τον σχετικό υπολογισµό. Το συµπέρασµα ήταν ότι η διάλυση θα άρχιζε ήδη πολύ νωρίτερα. Αν κάθε οικογενειακός γιατρός
παρέπεµπε περισσότερους από το ένα τρίτο των ασθενών του σε ειδικό για περαιτέρω εξετάσεις, µετά από µόλις δύο µέρες το σύστηµα θα άρχιζε να κλονίζεται. Μετά από µια εβδοµάδα θα κατέρρεε. Ο οικογενειακός γιατρός επανδρώνει το προπύργιο. Ένα απλό συνάχι, λέει. Κάντε υποµονή µια βδοµαδούλα, κι αν µέχρι τότε δεν έχει περάσει, µη διστάσετε να ξαναπεράσετε. Τρεις µέρες αργότερα ο ασθενής πεθαίνει τη νύχτα από ασφυξία, πνιγµένος στις ίδιες του τις βλέννες. Συµβαίνουν
αυτά,
λες.
Ένας
σπάνιος
συνδυασµός
παραγόντων, συναντάται το πολύ σε έναν στους δέκα χιλιάδες ασθενείς. Οι ασθενείς κάνουν κακή χρήση της αριθµητικής τους υπεροχής. Δέχονται να κληθούν ένας ένας στο γραφείο µου. Εκεί διαθέτω είκοσι λεπτά σε καθέναν από αυτούς, για να τους πείσω ότι δεν έχουν τίποτα. Κάνω ιατρείο από τις οχτώµισι ως τη µία. Τρεις ασθενείς την ώρα, µας κάνει δώδεκα έως δεκατρείς ασθενείς την ηµέρα. Για το σύστηµα είµαι ο ιδανικός οικογενειακός γιατρός. Οικογενειακοί γιατροί που πιστεύουν ότι τους αρκεί ο µισός χρόνος ανά ασθενή φτάνουν τους είκοσι τέσσερις ασθενείς σε κάθε ιατρείο. Με είκοσι τέσσερις ασθενείς υπάρχει µεγαλύτερη πιθανότητα µερικοί να περάσουν το φράγµα απ’ ό,τι µε δώδεκα. Το θέµα είναι και συναισθηµατικό. Ένας ασθενής
στον οποίο διατίθενται µόνο δέκα λεπτά θα αισθάνεται πιο γρήγορα ότι τον ξεφορτώθηκε ο γιατρός απ’ ό,τι ένας ασθενής που ακούει την ίδια επιχειρηµατολογία απλωµένη σε είκοσι λεπτά. Αυτός ο ασθενής έχει την εντύπωση ότι ο γιατρός παίρνει τα παράπονά του στα σοβαρά. Ένας τέτοιος ασθενής δεν θα επιµείνει τόσο γρήγορα σε περαιτέρω εξετάσεις. Φυσικά γίνονται λάθη. Χωρίς λάθη αυτό το σύστηµα δεν θα µπορούσε να υπάρχει. Ένα σύστηµα σαν κι αυτό βασίζεται ακριβώς στα λάθη του. Αφού και µια λανθασµένη διάγνωση µπορεί να οδηγήσει στο επιθυµητό αποτέλεσµα. Αλλά συχνά µια λανθασµένη διάγνωση δεν είναι καν απαραίτητη. Το σηµαντικότερο όπλο που εµείς οι οικογενειακοί γιατροί έχουµε στη διάθεσή µας είναι η λίστα αναµονής. Συνήθως η αναφορά της λίστας αναµονής είναι ήδη αρκετή. Γι’ αυτή την εξέταση υπάρχει λίστα αναµονής έξι µε οχτώ µηνών, λέω. Αυτή η επέµβαση θα µπορούσε να βελτιώσει ελαφρώς την κατάστασή σας, υπάρχει όµως λίστα αναµονής… Οι µισοί ασθενείς τα παρατάνε µόλις αναφέρω τη λίστα αναµονής. Τη βλέπω στα πρόσωπά τους: την ανακούφιση. Αναβολή σηµαίνει µαταίωση, σκέφτονται. Κανείς δεν θέλει να χώσουν στο λαρύγγι του έναν καθετήρα µε τη διάµετρο ενός λάστιχου ποτίσµατος.
Δεν
είναι
ευχάριστη
εξέταση,
λέω.
Θα
µπορούσατε να επιλέξετε να περιµένετε µήπως περάσει από µόνο του µε έναν συνδυασµό ανάπαυσης και φαρµάκων. Και ύστερα από έξι µήνες το ξαναβλέπουµε. Θα µπορούσες να αναρωτηθείς πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν λίστες αναµονής σε µια χώρα που είναι τόσο πλούσια όσο η δική µας. Εδώ µου ’ρχεται στον νου το φυσικό αέριο. Τα κοιτάσµατα φυσικού αερίου. Κάποτε έθιξα το θέµα κατά τη διάρκεια µιας ανεπίσηµης συνάντησης συναδέλφων. Πόσα κυβικά µέτρα φυσικού αερίου πρέπει να πουλήσεις για να ξεµπερδέψεις µέσα σε µια εβδοµάδα µε τη λίστα αναµονής για αρθροπλαστικές ισχίου; ρώτησα κάποτε. Πώς, για όνοµα του Θεού, είναι δυνατόν σε µια πολιτισµένη χώρα σαν τη δική µας να πεθαίνουν άνθρωποι πριν φτάσουν στην κορυφή της λίστας αναµονής; Δεν πρέπει να κάνεις τέτοιους υπολογισµούς, είπαν οι συνάδελφοι. Δεν µπορείς να συγκρίνεις τα αποθέµατα φυσικού αερίου µε τον αριθµό αναβληθεισών αρθροπλαστικών ισχίου. Τα κοιτάσµατα φυσικού αερίου είναι γιγάντια, το πιο απαισιόδοξο
σενάριο
προβλέπει πάντα αποθέµατα που
αρκούν για τα επόµενα εξήντα χρόνια. Εξήντα χρόνια! Είναι µεγαλύτερα από τα αποθέµατα πετρελαίου στον Περσικό. Είµαστε πλούσια χώρα. Είµαστε εξίσου πλούσιοι µε τη Σαουδική Αραβία, µε το Κουβέιτ, µε το Κατάρ – παρ’ όλα
αυτά
σ’
εµάς
αναγκάστηκαν
πεθαίνουν
ακόµη
να περιµένουν
άνθρωποι
επειδή
για υπερβολικά µεγάλο
διάστηµα ένα νέο νεφρό, βρέφη πεθαίνουν επειδή το ασθενοφόρο
που
πρέπει να τα πάει άρον άρον στο
νοσοκοµείο µπλέκεται στην κίνηση, οι ζωές µανάδων διατρέχουν
σοβαρούς
κινδύνους
επειδή
εµείς
οι
οικογενειακοί γιατροί τις πείσαµε ότι ο κατ’ οίκον τοκετός είναι ασφαλής. Ενώ κατά βάθος θα έπρεπε να πούµε ότι είναι µόνο πιο φτηνός – εδώ επίσης ισχύει πως, αν κάθε µητέρα διεκδικούσε το δικαίωµα να γεννήσει σε νοσοκοµείο, το σύστηµα θα υποχωρούσε µέσα σε µια εβδοµάδα. Τώρα το ρίσκο βρεφικών θανάτων, βρεφών µε εγκεφαλικές βλάβες επειδή στον κατ’ οίκον τοκετό δεν υπάρχει η δυνατότητα χορήγησης οξυγόνου απλώς συνυπολογίζεται. Αραιά και πού δηµοσιεύεται ένα άρθρο
σε ιατρικό
αποσπάσµατα
τέτοιο
από
ένα
περιοδικό, ενίοτε
άρθρο
φτάνουν
στις
εφηµερίδες, αλλά και από αυτά τα αποσπάσµατα µπορούµε να πληροφορηθούµε ότι η βρεφική θνησιµότητα στην Ολλανδία είναι η υψηλότερη ολόκληρης της Ευρώπης και του υπόλοιπου δυτικού κόσµου. Αλλά κανείς ποτέ δεν έχει αντιδράσει µε αφορµή αυτούς τους αριθµούς. Σε όλα αυτά ο οικογενειακός γιατρός είναι κατά βάθος ανίσχυρος.
Μπορεί
να καθησυχάσει
κάποιον.
Μπορεί
οπωσδήποτε να φροντίσει ώστε ο ασθενής προς το παρόν να µη ζητήσει τη βοήθεια ειδικού. Μπορεί να παραµυθιάσει µια γυναίκα ότι δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο γεννώντας στο σπίτι. Ότι είναι όλα πολύ πιο «φυσιολογικά». Ενώ είναι µόνο πιο φυσιολογικό µε την έννοια ότι και ο θάνατος είναι κάτι το φυσιολογικό. Μπορούµε να δώσουµε µια αλοιφούλα ή κανένα υπνωτικό χάπι, µπορούµε να αφαιρέσουµε ελιές καυτηριάζοντάς τες µε οξύ, µπορούµε να σκαλίσουµε τα νύχια του ποδιού που έχουν µπει στο κρέας. Αηδιαστικές αγγαρείες συχνά. Σαν το καθάρισµα της κουζίνας: µε ένα µεταλλικό σφουγγαράκι αφαιρούµε τα υπολείµµατα τροφών που έχουν κολλήσει στις εστίες γκαζιού. Ενίοτε τη νύχτα δεν µε πιάνει ύπνος. Τότε σκέφτοµαι τα κοιτάσµατα φυσικού
αερίου.
Τη
µία φορά µοιάζουν
περισσότερο µε µια φούσκα σαν αυτές που παράγεις όταν κάνεις σαπουνόφουσκες· βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον φλοιό της Γης, δεν έχεις παρά να κάνεις µια τρυπούλα και θα αδειάσει – ή θα σκάσει. Την άλλη φορά το αέριο απλώνεται σε µια πολύ µεγαλύτερη έκταση. Κρύβεται µέσα στο χαλαρό χώµα. Χωρίς να γίνονται ορατά, τα µόρια του αερίου αναµειγνύονται µε τους κόκκους του χώµατος. Άοσµα. Κρατάς µια φλόγα κοντά και το αέριο εκρήγνυται. Η φλογίτσα γίνεται µια τεράστια φλόγα που µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα
εξαπλώνεται
σε
απόσταση
εκατοντάδων
τετραγωνικών
χιλιοµέτρων. Υπόγεια. Το ανώτερο στρώµα του εδάφους αποκολλάται, γέφυρες και κτίρια χάνουν τη στήριξή τους, δεν υπάρχει αρκετή στέρεη γη κάτω από τα πόδια ανθρώπων και ζώων, ολόκληρες πόλεις βυθίζονται στο φλεγόµενο υπόστρωµα. Εγώ είµαι ξαπλωµένος στο σκοτάδι µε τα µάτια ανοιχτά. Ενίοτε η καταστροφή της χώρας µας παίρνει τη µορφή ενός ντοκιµαντέρ. Ενός ντοκιµαντέρ του National Geographic, µε διαγράµµατα και ψηφιακές αναπαραστάσεις, το είδος ντοκιµαντέρ στο οποίο διαπρέπουν: για ρήγµατα σε υδροηλεκτρικά φράγµατα και τσουνάµι, για χιονοστιβάδες και ποτάµια λάσπης που σκεπάζουν χωριά και πόλεις, για µια ολόκληρη ηφαιστειακή βουνοπλαγιά που αποσπάται από ένα νησί, η βουνοπλαγιά βυθίζεται στη θάλασσα και προκαλεί ένα παλιρροϊκό κύµα που οχτώ ώρες αργότερα και χιλιάδες χιλιόµετρα πιο πέρα φτάνει σε ύψος χιλίων διακοσίων µέτρων. The Disappe arance of a Country, αύριο βράδυ στις 21.30, σ’ αυτό το κανάλι. Η χώρα µας. Η πατρίδα µας που καταβροχθίστηκε από τα ίδια της τα αποθέµατα φυσικού αερίου.
Κάποιες σπάνιες φορές σκέφτοµαι τον Ραλφ Μέγιερ όταν τη
νύχτα δεν µε παίρνει ο ύπνος. Τον ρόλο του ως αυτοκράτορα Αυγούστου στην οµώνυµη τηλεοπτική σειρά, λόγου χάρη. Αυτός ο ρόλος σαν να είναι γραµµένος ειδικά γι’ αυτόν, σ’ αυτό συµφωνούν φίλοι και εχθροί. Κατά πρώτο λόγο εξαιτίας του σουλουπιού του, φυσικά, του σωµατικού όγκου που απέκτησε µε το πέρασµα των χρόνων. Ενός σωµατικού όγκου που αποκτάς µόνο χάρη σε συστηµατικά φαγοπότια σε εστιατόρια µε ένα ή περισσότερα αστέρια Μισελέν. Με πλούσια
µπάρµπεκιου
στον
κήπο
του
σπιτιού
του:
λουκάνικα από τη Γερµανία, χοιροµέρια από τη Βουλγαρία, ολόκληρα αρνιά από τη νήσο Τέσελ στη σούβλα. Θυµάµαι αυτά τα µπάρµπεκιου λες κι έγιναν χτες: η τεράστια µορφή του µπροστά στη φωτιά που κάπνιζε, ο ίδιος να γυρίζει τα χάµπουργκερ, τις µπριζόλες και τα µπούτια κοτόπουλου. Το αξύριστο, αναψοκοκκινισµένο πρόσωπό του, µε την πιρούνα του µπάρµπεκιου στο ένα χέρι, ένα κουτί µπίρα Jupiler του µισού λίτρου στο άλλο. Η φωνή του που όπως πάντα ακουγόταν ως την άλλη άκρη του γκαζόν. Μια φωνή σαν µπουρού. Μια φωνή στην οποία τάνκερ και φορτηγά πλοία προσανατολίζονται όταν πλησιάζουν την εκβολή µακρινών ποταµών και ξένα λιµάνια. Δεν πέρασε καν πολύς καιρός από το τελευταίο µπάρµπεκιου, πέντε µήνες περίπου, πιστεύω. Τότε ήταν ήδη άρρωστος. Ήταν πάντα ο ίδιος που γύριζε τα
κρέατα, αλλά είχε επιστρατεύσει µια πλαστική καρέκλα κήπου, αναγκαζόταν να κάνει τη δουλειά καθιστός. Είναι πάντα συναρπαστικό θέαµα να βλέπεις πώς µια αρρώστια –µια αρρώστια σαν τη δική του– επιτίθεται στο ανθρώπινο σώµα. Πώς κατεδαφίζει αργά αργά αυτό το σώµα. Πρόκειται για πόλεµο. Τα κακά κύτταρα στρέφονται εναντίον των καλών. Πρώτα επιτίθενται πλαγίως στο σώµα, πλευρικά. Είναι µια µικρή διαχειρίσιµη επίθεση, ένα περιπαικτικό σκούντηµα, που σκοπό έχει µονάχα να αποσπάσει την προσοχή από την κύρια
δύναµη.
Νοµίζεις
ότι
έχεις
κερδίσει,
αφού
απέκρουσες αυτό το πρώτο τσίµπηµα καρφίτσας. Αλλά προς το παρόν η κύρια δύναµη κρύβεται, πιο βαθιά στο σώµα, σ’ ένα
σκοτεινό
σηµείο
όπου
οι
ακτίνες
Χ,
τα
υπερηχογραφήµατα και οι µαγνητικές τοµογραφίες δεν µπορούν να τη βρουν. Η κύρια δύναµη είναι υποµονετική. Περιµένει µέχρι να αποκτήσει τη µέγιστη ισχύ. Μέχρι να είναι σίγουρη για τη νίκη. Χτες
βράδυ
µεταδόθηκε
το
τρίτο
επεισόδιο.
Ο
αυτοκράτορας παγιώνει την εξουσία του. Αλλάζει το όνοµά του από Γάιος Οκταβιανός σε Αύγουστο και βγάζει τη Σύγκλητο έξω από το παιχνίδι. Έπονται άλλα δέκα επεισόδια. Ποτέ δεν τέθηκε θέµα να ακυρωθεί ή να αναβληθεί η µετάδοση της σειράς λόγω του θανάτου του πρωταγωνιστή.
Ο Ραλφ Μέγιερ παίζει καλά τον ρόλο του, είναι ο µοναδικός ολλανδός ηθοποιός σε ένα καστ που αποτελείται µόνο από Ιταλούς, Αµερικανούς και Άγγλους, αλλά συγκεντρώνει όλη την προσοχή επάνω του. Πάντως νοµίζω ότι χτες το βράδυ ήµουν ο µόνος που παρακολούθησε τη σειρά µε διαφορετικό τρόπο από τους περισσότερους θεατές. Με διαφορετική µατιά, να πεις καλύτερα. Τη µατιά ενός γιατρού. «Να πάω;» µε είχε ρωτήσει τότε. «Το γύρισµα θα κρατήσει δύο µήνες. Αν αναγκαστώ να σταµατήσω στη µέση, θα είναι καταστροφή για όλους». «Φυσικά» είπα. «Μην ανησυχείς. Συνήθως δεν είναι τίποτα. Θα περιµένουµε απλώς τα αποτελέσµατα. Ύστερα θα υπάρχει ακόµη υπεραρκετός χρόνος». Παρακολουθούσα
τον
αυτοκράτορα
Αύγουστο
να
απευθύνει τον λόγο στη Σύγκλητο. Δεν εφείσθησαν κόπων και δαπανών τούτη η αµερικανοϊταλική συµπαραγωγή. Χιλιάδες ρωµαίοι στρατιώτες, ολόκληρες λεγεώνες που ζητωκραύγαζαν στους λόφους γύρω από τη Ρώµη, δεκάδες χιλιάδες σπαθιά, ασπίδες και ακόντια υψώνονταν στον αέρα, στόλοι
εκατοντάδων
πλοίων
έξω
από
το
λιµάνι
της
Αλεξάνδρειας, αρµατοδροµίες, αναµετρήσεις µονοµάχων, βρυχώµενα λιοντάρια και διαµελισµένοι χριστιανοί. Ο Ραλφ
Μέγιερ είχε την αρρώστια στην πιο επιθετική της µορφή. Έπρεπε να επέµβεις αµέσως, αλλιώς ήταν πολύ αργά. Να επέµβεις δραστικά: ένα first strike, ένας στρατηγικός βοµβαρδισµός που έπρεπε να βγάλει νοκάουτ τα κακοήθη κύτταρα µε την πρώτη. Κοιτούσα το πρόσωπό του, το σώµα του. Σύµφωνα µε όλους τους υπολογισµούς πιθανοτήτων, στο µεταξύ η κύρια δύναµη είχε αρχίσει την επίθεση µέσα σ’ αυτό το σώµα. «Senators!» είπε. «From this day I am your emperor. Emperor… Augustus». Όπως πάντα, η φωνή του ακουγόταν καθαρά – τότε τουλάχιστον. Αν κάτι του συνέβαινε, δεν το έδειχνε. Ο Ραλφ Μέγιερ ήταν καλός επαγγελµατίας. Εν ανάγκη επισκίαζε τα πάντα και τους πάντες µε το παίξιµό του. Ακόµα και µια θανατηφόρα ασθένεια.
3
ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ οι φυσιολογικοί άνθρωποι χάθηκαν ένας ένας από την πελατεία µου. Άνθρωποι που δουλεύουν από τις εννιά ως τις πέντε, εννοώ. Έχω ακόµη ελάχιστους δικηγόρους κι έναν ιδιοκτήτη γυµναστηρίου, πάντως
η
πλειοψηφία
απασχολείται
στα
λεγόµενα
δηµιουργικά επαγγέλµατα. Δεν συνυπολογίζω τώρα τις χήρες. Από αυτές έχω αρκετές. Άνετα µπορούµε να µιλήσουµε για πλεόνασµα χηρών. Πρόκειται για χήρες συγγραφέων, ηθοποιών, ζωγράφων… οι γυναίκες κρατάνε περισσότερο
από
τους
άντρες,
είναι φτιαγµένες
από
διαφορετική, πιο ανθεκτική πάστα. Μπορείς να φτάσεις σε πολύ µεγάλη ηλικία ζώντας µια ζωή στη σκιά. Μια ζωή να φτιάχνεις καφέδες και να πηγαίνεις στην κάβα για τις
ιδιοφυΐες
που
εργάζονται στα ατελιέ
τους.
Φρέσκος
σολοµός για τους συγγραφείς στα γραφεία τους, όπου πάντα αναγκάζεσαι να µπαίνεις νυχοπατώντας. Μοιάζει δύσκολη δουλειά, αλλά φυσικά είναι παιχνιδάκι. Οι χήρες φτάνουν σε µεγάλη ηλικία. Σε βαθιά γεράµατα. Συχνά ανθίζουν για λίγο αµέσως µετά τον θάνατο του άντρα τους. Τις έχω υποδεχτεί εδώ στο ιατρείο µου. Είναι στενοχωρηµένες, πιέζουν ένα µαντιλάκι στα µάτια τους, αλλά νιώθουν και ανακούφιση. Η ανακούφιση είναι ένα συναίσθηµα που δύσκολα κρύβεται. Εγώ κοιτάζω µε τα µάτια του γιατρού. Έχω µάθει να κοιτάζω πέρα από τα δάκρυα. Μια µακροχρόνια ασθένεια δεν είναι παίξε γέλασε. Η κίρρωση ήπατος είναι µια µακρόχρονη και οδυνηρή υπόθεση. Συχνά ο ασθενής δεν προλαβαίνει, πάει να πιάσει τον κουβά δίπλα στο κρεβάτι του, αλλά το αίµα ήδη αναβλύζει κατά κύµατα. Να φροντίζεις τρεις φορές την ηµέρα για καθαρά στρωσίδια, σεντόνια και κουβέρτες που έχουν βαρύνει από το ξερατό και τα σκατά, αυτό ζητάει περισσότερα από το σώµα από το να φτιάχνεις καφέδες και να φροντίζεις ώστε να υπάρχει αρκετό τζιν στο σπίτι. Πόσο θα κρατήσει ακόµη; συλλογίζεται η µέλλουσα χήρα. Θα αντέξω µέχρι την κηδεία; Αλλά τότε επιτέλους χαράζει εκείνη η µέρα. Ο καιρός είναι ωραίος, ο ουρανός γαλανός µε άσπρα σύννεφα, πουλιά
κελαηδούν στα κλαριά, µοσχοµυρίζει φρέσκα λουλούδια. Για πρώτη φορά στη ζωή της η ίδια η χήρα βρίσκεται στο επίκεντρο. Φοράει γυαλιά ηλίου, έτσι ώστε κανείς να µην µπορεί να δει τα δάκρυά της – νοµίζουν όλοι. Αλλά στην πραγµατικότητα τα µαύρα γυαλιά χρησιµεύουν για να κρύψουν
την
ανακούφισή
της.
Οι πιο
στενοί φίλοι
κουβαλούν το φέρετρο στον τάφο. Επικήδειοι. Και ποτά. Μπόλικα ποτά. Όχι καφές νεροζούµι στην κηδεία ενός καλλιτέχνη, αλλά λευκό κρασί, βότκα και παλιωµένο τζιν. Ούτε φέτες κέικ ή γεµιστά µπισκότα µε τσάι, αλλά στρείδια, καπνιστό σκουµπρί και κρεατοκροκέτες. Ύστερα ολόκληρη η παρέα αναχωρεί για το καφενείο που είναι το στέκι τους. «Να είσαι καλά, αγόρι µου, όπου κι αν είσαι! Μαλάκα! Γεροµπερµπάντη!» Πίνουν στην υγειά του, χύνουν τη βότκα τους. Η χήρα έχει βγάλει τα γυαλιά ηλίου της. Γελάει. Αστράφτει. Τα γεµάτα ξερατά σεντόνια βρίσκονται ακόµη στο καλάθι για τα άπλυτα, αλλά αύριο θα µπουν πραγµατικά για τελευταία φορά στο πλυντήριο. Νοµίζει ότι η ζωή της ως χήρας θα είναι πάντα έτσι από εδώ κι εµπρός. Ότι οι φίλοι θα συνεχίσουν να τσουγκρίζουν για µήνες ακόµη (για χρόνια ακόµη!). Στην υγειά της. Στην υγεία του νέου τους επικέντρου. Τότε δεν ξέρει ακόµη ότι ύστερα από µερικές τυπικές επισκέψεις το θέµα θα έχει λήξει. Ότι η σιωπή που
θα επακολουθήσει είναι η ίδια σιωπή που πάντα πέφτει έπειτα από µια ζωή στη σκιά. Έτσι γίνεται τις περισσότερες φορές. Αλλά υπάρχουν εξαιρέσεις. Η οργή κάνει τις χήρες άσχηµες. Σήµερα το πρωί έγινε ξαφνικά µεγάλη φασαρία στην πόρτα του ιατρείου µου. Ήταν νωρίς ακόµη, µόλις είχα φωνάξει τον πρώτο µου ασθενή. «Γιατρέ!» άκουσα τη φωνή της βοηθού µου. «Γιατρέ!»
Ακούστηκε
ένας
θόρυβος
σαν
να
αναποδογυρίστηκε µε δύναµη µια καρέκλα, κι ύστερα άκουσα µια άλλη φωνή. «Πού είσαι, κερατά;» τσίριξε η φωνή. «Για δείξε τα µούτρα σου, αν τολµάς!» Έκανα έναν µορφασµό στον ασθενή µου. «Περιµένετε µια στιγµούλα;» είπα και σηκώθηκα. Από την είσοδο του ιατρείου µου ως το γραφείο µου υπάρχει ένας διάδροµος, πρώτα πρέπει να περάσεις από ένα τραπεζάκι όπου κάθεται η βοηθός µου, ύστερα περνάς από τη σάλα αναµονής. Κατά βάθος
είναι
περισσότερο
χώρος
αναµονής
αναµονής, δεν υπάρχει πόρτα που
παρά
σάλα
χωρίζει τον χώρο
αναµονής από τον διάδροµο. Έριξα µια γρήγορη µατιά στο πλάι. Όπως είπα, ήταν νωρίς ακόµη. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν ήδη τρεις ασθενείς που ξεφύλλιζαν παλιά Marie Claire και National Ge ographic. Αυτή τη στιγµή όµως δεν ξεφύλλιζαν τίποτα πια. Είχαν χαµηλώσει
τα περιοδικά στα γόνατά τους και κοιτούσαν τη Γιούντιτ Μέγιερ. Για να το πω ευγενικά, η Γιούντιτ δεν είχε οµορφύνει µετά τον θάνατο του άντρα της. Το δέρµα του προσώπου της ήταν κοκκινισµένο, αλλά όχι παντού, µε αποτέλεσµα το σύνολο να δίνει την εντύπωση πως ήταν γεµάτο κηλίδες. Πίσω από την πλάτη της Γιούντιτ η βοηθός µου µου έκανε νόηµα ότι δεν έφταιγε αυτή. Ακόµα πιο πίσω, δίπλα στην εξώπορτα, υπήρχε µια πεσµένη καρέκλα. «Γιούντιτ!» είπα και άνοιξα τα χέρια µου σαν να χαιρόµουν που την έβλεπα. «Τι µπορώ να κάνω για σένα;» Για ένα δύο δευτερόλεπτα φάνηκε να πτοείται από τον χαιρετισµό µου – αλλά όντως όχι πάνω από ένα δύο δευτερόλεπτα. «Δολοφόνε!» ούρλιαξε. Έριξα µια λοξή µατιά στους ασθενείς µου στον χώρο αναµονής, τους γνώριζα και τους τρεις φατσικά. Ήταν ένας σκηνοθέτης του κινηµατογράφου µε αιµορροΐδες, ένας γκαλερίστας µε προβλήµατα στύσης και µια όχι πια τόσο νέα ηθοποιός που περίµενε το πρώτο της παιδί – αν και όχι από τον ξανθό, γεροδεµένο και µονίµως αξύριστο ηθοποιό µε τον οποίο παντρεύτηκε πριν από εφτά µήνες σ’ ένα κάστρο στην Τοσκάνη· όλα µε έξοδα της εκποµπής λάιφ στάιλ που είχε πάρει την άδεια να µεταδώσει ολόκληρη την τελετή και
το πάρτι που ακολούθησε. Ανασήκωσα τους ώµους µου και τους έκλεισα το µάτι. Έκτακτη περίπτωση, ήθελα να πω µ’ αυτό το ανασήκωµα των ώµων και το κλείσιµο του µατιού. Τυπική περίπτωση οξείας υστερίας. Πιοτό ή ναρκωτικά – ή και τα δύο. Για να είµαι σίγουρος ότι το είδαν, τους ξανάκλεισα το µάτι. «Γιούντιτ» είπα όσο το δυνατόν πιο ήρεµα. «Γιατί δεν έρχεσαι µαζί µου, για να δω τι µπορώ να κάνω για σένα». Πριν εκείνη προλάβει να απαντήσει, έκανα µεταβολή και µε µεγάλες δρασκελιές πήγα στο γραφείο µου. Όταν έφτασα εκεί, έβαλα τα χέρια µου στους ώµους του ασθενούς µου. «Θα µπορούσατε να καθίσετε για πολύ λίγο στον χώρο αναµονής; Στο µεταξύ η βοηθός µου θα σας γράψει µια συνταγή».
4
ΚΟΙΤΑΞΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΓΙΟΥΝΤΙΤ ΜΕΓΙΕΡ στην άλλη πλευρά του γραφείου µου. Οι κηλίδες ήταν πάντα εκεί. Δεν µπορούσα να καταλάβω αν ήταν ένα άσπρο πρόσωπο µε κόκκινες κηλίδες ή ένα κόκκινο πρόσωπο µε άσπρες κηλίδες. «Είσαι τελειωµένος» είπε για δεύτερη φορά. Ύστερα είπε: «Μπορείς να το κλείσεις το κωλοµαγαζάκι σου». Σ’ αυτά τα τελευταία λόγια τίναξε απότοµα το κεφάλι της προς την πόρτα του γραφείου µου, πίσω από την οποία βρισκόταν ο χώρος αναµονής µε τους ασθενείς. Στήριξα τους αγκώνες µου στο γραφείο µου. Ένωσα τα ακροδάχτυλά µου και έσκυψα λίγο πιο µπροστά. «Γιούντιτ» είπα – αλλά προς στιγµήν δεν ήξερα πώς να συνεχίσω.
«Γιούντιτ» συνέχισα «µήπως είναι πολύ νωρίς για να βγάλεις τέτοια ακραία συµπεράσµατα; Μπορεί αρχικά να έκανα λανθασµένη διάγνωση στον Ραλφ. Το παραδέχτηκα. Κι αυτό θα συζητηθεί αύριο στο Πειθαρχικό Συµβούλιο. Αλλά ποτέ δεν έκανα συνειδητά…» «Ας δούµε απλώς πώς θα αντιδράσει το Πειθαρχικό Συµβούλιο όταν εγώ τους πω ολόκληρη την ιστορία». Την κοίταξα σαν χάννος. Προσπάθησα να χαµογελάσω, αλλά αισθανόµουν το στόµα µου όπως τότε που είχα σπάσει την κάτω σιαγόνα µου πέφτοντας µε το ποδήλατό µου. Σε µια τρύπα που είχαν σκάψει στον δρόµο. Είχαν τοποθετήσει ένα κιγκλίδωµα για να προειδοποιήσουν τους ποδηλάτες που πλησίαζαν για την τρύπα, αλλά κάποιοι πλακατζήδες το είχαν βγάλει. Στον σταθµό πρώτων βοηθειών είχαν συρράψει την πάνω και την κάτω σιαγόνα µου· για έξι εβδοµάδες δεν επιτρεπόταν να µιλάω και µπορούσα να φάω µόνο µε καλαµάκι. «Θα πας η ίδια;» ρώτησα όσο πιο ήρεµα µπορούσα. «Δεν είναι πολύ συνθισµέ–» « Όχι, αυτό µου είπαν κι εµένα. Αλλά θεώρησαν την υπόθεση αρκετά σοβαρή για να κάνουν µια εξαίρεση». Τώρα χαµογέλασα. Κατάφερα τουλάχιστον να διπλώσω τα χείλη µου σε κάτι που έπρεπε να περάσει για χαµόγελο. Αλλά
µου έδωσε την αίσθηση σαν να είχα ξανανοίξει το στόµα µου για πρώτη φορά ύστερα από µέρες αφωνίας. «Πάω µια στιγµή στη βοηθό µου» είπα και σηκώθηκα από την καρέκλα µου. «Πάω να φέρω όλα τα αποτελέσµατα και τα ντοσιέ». Τώρα ετοιµάστηκε να σηκωθεί και η Γιούντιτ. «Μην κάνεις τον κόπο. Έχω τελειώσει εδώ. Θα σε δω αύριο στο Πειθαρχικό». «Μια στιγµή µόνο. Επιστρέφω αµέσως. Έχω κάτι που θα το βρεις ενδιαφέρον. Κάτι που δεν ξέρεις εσύ». Είχε ήδη µισοσηκωθεί από την καρέκλα της. Με κοίταξε. Πάσχιζα να αναπνέω κανονικά. Ξανακάθισε. «Μια στιγµή» είπα. Χωρίς αυτή τη φορά να καταδεχτώ να ρίξω έστω µια µατιά στους ασθενείς που περίµεναν, πήγα στο τραπεζάκι της βοηθού µου. Κρατούσε το τηλέφωνο στο αυτί της. «Είναι µόνο η αλοιφή ή και η κρέµα επίσης;» είπε στο ακουστικό. «Λίσµπετ» είπα «µπορείς µια στιγµή…». «Περιµένετε µια στιγµούλα;» είπε και έβαλε το χέρι της στο µικρόφωνο. «Μπορείς να στείλεις όλους τους ασθενείς σπίτι τους;» είπα. «Και να τηλεφωνήσεις στους υπόλοιπους, για να
ακυρώσεις τα ραντεβού τους; Επινόησε κάτι, δεν µε νοιάζει τι. Κι ύστερα καλύτερα να φύγεις κι εσύ. Πάρε άδεια την υπόλοιπη µέρα. Πρέπει να συζητήσω µε τη Γούντιτ… Καλό θα είναι να έχω περισσότερη ώρα–» «Άκουσες πώς σε αποκάλεσε; Δεν µπορείς να το–» « Έχω αυτιά κι ακούω, Λίσµπετ» τη διέκοψα. «Η Γιούντιτ είναι πολύ αναστατωµένη. Δεν ξέρει τι λέει. Μπορεί να υποτίµησα τη σοβαρότητα της αρρώστιας του Ραλφ. Αυτό από µόνο του είναι τροµερό. Θα πάω πρώτα… Κάτι θα κάνω µαζί της, θα την πάω κάπου, απλώς για να πιούµε έναν καφέ. Έχει ανάγκη από παραπάνω προσοχή. Πολύ κατανοητό αυτό. Αλλά δεν θέλω οι ασθενείς να µε δουν να φεύγω µαζί της. Συνεπώς, στείλ’ τους σπίτι όσο πιο γρήγορα µπορείς». Όταν ξαναµπήκα στο γραφείο µου, η Γιούντιτ Μέγιερ καθόταν πάντα στην απέναντι καρέκλα. Γύρισε το κεφάλι προς το µέρος µου. Κοίταξε τα άδεια χέρια µου κι ύστερα το πρόσωπό µου µ’ ένα ερωτηµατικό βλέµµα. «Νοµίζω ότι τελικά το ντοσιέ είναι κάπου εδώ µέσα» είπα.
5
ΜΙΑ ΠΕΛΑΤΕΙΑ ΣΑΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ έχει τις αρνητικές της πλευρές. Όπως το ότι σε προσκαλούν παντού. Θεωρούν ότι είσαι και λιγάκι δικός τους – µε την έµφαση στο «λιγάκι». Εγκαίνια εκθέσεων, παρουσιάσεις βιβλίων, θεατρικές και κινηµατογραφικές πρεµιέρες, δεν περνάει µέρα χωρίς να φτάσει κάποια πρόσκληση στο γραµµατοκιβώτιό µου. Το να µην πηγαίνω δεν είναι επιλογή. Για ένα βιβλίο µπορείς να πεις ψέµατα ότι έχεις φτάσει µόνο ως τη µέση, ότι δεν θες ακόµη να κρίνεις πριν το τελειώσεις. Αλλά οι θεατρικές πρεµιέρες είναι θεατρικές πρεµιέρες. Μετά το τέλος κάτι πρέπει να πεις. Το περιµένουν από σένα: ότι θα πεις κάτι. Ποτέ µην πεις πώς σου φάνηκε. Ποτέ. Το πώς σου φάνηκε το κρατάς για τον εαυτό σου, και καλά κάνεις. Για ένα
διάστηµα δοκίµαζα να τη βγάλω µε κοινοτοπίες. Κοινοτοπίες όπως «Υπήρχαν πολύ καλά κοµµάτια» ή «Εσείς οι ίδιοι τι γνώµη έχετε;». Αλλά δεν τους αρκούν οι κοινοτοπίες. Πρέπει να πεις ότι το βρήκες καταπληκτικό, ότι είσαι ευγνώµων που µπόρεσες να παραστείς σ’ αυτή την ιστορική πρεµιέρα. Οι κινηµατογραφικές πρεµιέρες συνήθως γίνονται Δευτέρα βράδυ. Αλλά ούτε εκεί µπορείς να φύγεις αµέσως µετά το τέλος. Πρέπει να έχουν δει τη φάτσα σου. Δεν θέλεις να γυρίσεις σπίτι πολύ αργά, είσαι η µοναδική µύγα µες στο γάλα: ο µόνος που το επόµενο πρωί πρέπει να πιάσει δουλειά σε φυσιολογική ώρα. Στέκεσαι απέναντι από τον πρωταγωνιστή ή τον σκηνοθέτη και λες ότι το βρήκες καταπληκτικό.
Μια
καλή
δεύτερη
επιλογή
είναι
«συγκινητικό». Αυτό το λες για το τέλος της ταινίας. Κρατάς ένα ποτήρι
σαµπάνια στο
χέρι
σου
και
κοιτάς
τον
πρωταγωνιστή ή τον σκηνοθέτη στα µάτια. Ήδη έχεις ξεχάσει το τέλος της ταινίας – ή µάλλον: κατάφερες να απωθήσεις το τέλος.
Παίρνεις
ύφος
σοβαρό.
«Βρήκα
το
τέλος
συγκινητικό» λες. Ύστερα µπορείς να πας σπίτι σου. Ποτέ δεν ξέρω τι βρίσκω χειρότερο: την ίδια την ταινία, την ίδια τη θεατρική παράσταση ή που αναγκάζοµαι να περιφέροµαι άσκοπα µετά το τέλος. Από πείρα ξέρω ότι κατά τη διάρκεια µιας ταινίας είναι ευκολότερο να σκέφτεσαι άλλα
πράγµατα απ’ ό,τι σε µια θεατρική παράσταση. Σε µια θεατρική παράσταση έχεις µεγαλύτερη συνείδηση της ίδιας σου της παρουσίας. Της ίδιας σου της παρουσίας και του χρόνου που περνάει. Του ρολογιού σου. Ειδικά για τις θεατρικές πρεµιέρες αγόρασα ένα ρολόι µε φωτεινούς δείκτες. Κάτι συµβαίνει µε τον χρόνο κατά τη διάρκεια µιας θεατρικής παράστασης. Κάτι που ακόµη δεν κατάφερα να το προσδιορίσω επακριβώς. Δεν σταµατά ο χρόνος, όχι: πήζει. Κοιτάζεις τους ηθοποιούς, τις κινήσεις τους, ακούς τις προτάσεις που βγαίνουν από το στόµα τους, κι είναι λες και ανακατεύεις µε µια κουτάλα µια ουσία που γρήγορα γίνεται όλο και πιο παχύρρευστη. Κάποια στιγµή η κουτάλα ακινητοποιείται. Αποµένει όρθια µέσα στη µάζα. Είναι αδύνατον να συνεχίσεις το ανακάτεµα. Κοιτάζω για πρώτη φορά το ρολόι µου. Όσο το δυνατόν πιο κρυφά, φυσικά. Κανείς δεν θέλει να πιαστεί στα πράσα την ώρα που κοιτάζει το ρολόι του σε µια θεατρική παράσταση. Προσεκτικά ανεβάζω µια στάλα το µανίκι του σακακιού µου. Ξύνω τον καρπό µου σαν να µε τρώει. Ύστερα ρίχνω µια γρήγορη µατιά στους φωτεινούς δείκτες. Κάθε φορά ξανά η ώρα που δείχνουν είναι η ζωντανή απόδειξη ότι ο πραγµατικός χρόνος και ο θεατρικός χρόνος είναι δύο διαφορετικά µεγέθη. Ή µάλλον:
χρόνοι
που
εκτυλίσσονται
σε
διαφορετικές
παράλληλες διαστάσεις. Νοµίζεις (ελπίζεις, προσεύχεσαι) ότι ήδη έχει περάσει µισή ώρα, αλλά οι δείκτες του ρολογιού σου σου λένε ότι από τότε που έσβησαν τα φώτα στην αίθουσα έχουν περάσει µόλις δώδεκα λεπτά. Δεν πρέπει να βογκάς ή να
αναστενάζεις
κατά
τη
διάρκεια
µιας
θεατρικής
παράστασης. Βογκώντας ή αναστενάζοντας, τραβάς χωρίς λόγο την προσοχή επάνω σου. Όποιος βογκάει ή αναστενάζει πολύ
δυνατά
βγάζει
τους
ηθοποιούς
από
την
αυτοσυγκέντρωσή τους. Αλλά δεν γίνεται να µη βογκάς ή να µην αναστενάζεις. Αυτή είναι αµέσως και η µεγαλύτερη διαφορά µε µια ταινία: δεν µπορείς να φύγεις. Κατά τη διάρκεια µιας ταινίας µπορείς απαρατήρητος να το βάλεις στα πόδια µες στο σκοτάδι. Ακόµα και σε µια κινηµατογραφική πρεµιέρα. Μάλλον πρέπει επειγόντως να πάει στην τουαλέτα, σκέφτεται ο κόσµος, κι ύστερα σε ξεχνάει. Δεν προσέχουν ότι δεν επιστρέφεις πια. Γίνεται. Είναι δυνατόν. Το έχω κάνει πάνω από µία φορά σε κινηµατογραφική πρεµιέρα. Τις πρώτες φορές πήγαινα όντως στην τουαλέτα, την τελευταία ώρα της ταινίας την περνούσα καθισµένος στο κάθισµα µιας λεκάνης,
µε
στενάζοντας,
το
κεφάλι µου
βλαστηµώντας.
στα χέρια, Αλλά
και
βογκώντας, χαρούµενος.
Χαρούµενος και ανακουφισµένος. Όλα είναι καλύτερα από την ίδια την ταινία. Αργότερα έγινα πιο επιδέξιος στο να
εξαφανίζοµαι απαρατήρητος. Χαλαρά, µε τα χέρια στις τσέπες, προχωρούσα στην έξοδο. Πάω να πάρω λίγο αέρα, έλεγα όταν συναντούσα κάποιον καθ’ οδόν. Την επόµενη στιγµή ήµουν κιόλας έξω. Στον δρόµο, µε τραµ, σκούτερ, ανθρώπους. Ανθρώπους µε φυσιολογικά πρόσωπα, µε φυσιολογικές φωνές. Φωνές που έλεγαν φυσιολογικά πράγµατα µεταξύ τους. «Να πιούµε άλλο ένα;» ή «Θες να πάµε σπίτι;» αντί για: «Πρέπει να έχουµε τον νου µας, να πάρει, µην πέσει η κληρονοµιά του πατέρα σε λάθος χέρια, Μάρθα». Πόσες τέτοιες προτάσεις µπορεί να υποµείνει ένας άνθρωπος µέσα σε µιάµιση ώρα; «Η κόρη η δική µου δεν ντύνεται σαν πουτάνα! Αν το κάνει, δεν θα είναι κόρη µου πια!» Σε µια ταινία υπάρχει κινηµατογραφική µουσική. Κάθε χρόνο ο ήχος δυναµώνει. Μπορείς να βογκάς και να αναστενάζεις χωρίς να το πάρει χαµπάρι κανείς. Μα είναι όπως µε τον πόνο. Ανασαίνεις όλο και πιο γρήγορα και πιο βαθιά. Ένας σκύλος που πονάει λαχανιάζει µε τη γλώσσα έξω από το στόµα του. Οξυγόνο. Το θέµα είναι να οδηγήσεις όσο το δυνατόν περισσότερο οξυγόνο στο σηµείο που πονάει. Το οξυγόνο παραµένει πάντα το καλύτερο παυσίπονο. Βρίσκοµαι έξω στον δρόµο. Βλέπω τον κόσµο. Εισπνέω τον φρέσκο αέρα. Σε µια θεατρική παράσταση όλα αυτά δεν γίνονται. Δεν υπάρχει ρήτρα διαφυγής. Πριν αρχίσει η
θεατρική παράσταση, θες οπωσδήποτε να πεταχτείς έξω για λίγο. Δεν µπορείς να κάνεις αλλιώς, κι ας µην είναι εντελώς ακίνδυνο. Γιατί όταν βρεθείς στον δρόµο, σε κατακλύζουν δελεαστικές σκέψεις. Να µην ξαναµπείς µέσα, είναι η πιο δελεαστική απ’ όλες αυτές τις σκέψεις. Να πας σπίτι, να βγάλεις τα παπούτσια, µε τα πόδια στον καναπέ να δεις στην τηλεόραση την επανάληψη µιας δευτεροκλασάτης ταινίας που έχεις δει ήδη πέντε φορές. Όλα είναι καλύτερα από τη θεατρική παράσταση. Έχει να κάνει και µε το επάγγελµά µου. Στο επάγγελµά µου η πραγµατική χαλάρωση είναι ζωτική προϋπόθεση. Οληµερίς βλέπω κι ακούω πράγµατα. Πράγµατα που το βράδυ πρέπει να είσαι σε θέση να τα βγάλεις απ’ το µυαλό σου. Μύκητες. Ματωµένες µυρµηγκιές. Δερµατικές πτυχές όπου η θερµοκρασία έχει ξεπεράσει τα όρια. Μια γυναίκα εκατόν πενήντα κιλών που πρέπει να εξετάσεις κάπου όπου ήλπιζες ότι δεν θα χρειαζόταν να φτάσεις ποτέ πια. Δεν θέλεις µε κανέναν τρόπο να έχεις αυτά τα πράγµατα στο µυαλό σου κατά τη διάρκεια µιας θεατρικής παράστασης. Αλλά τα φώτα της αίθουσας δεν προλαβαίνουν να σβήσουν καλά καλά, όταν οι εικόνες αυτές ξεθαρρεύουν. Έχει σκοτάδι, σκέφτονται. Θα τον πιάσουµε! Τώρα το µοναδικό φως είναι το φως στη σκηνή. Και οι φωτεινοί δείκτες του
ρολογιού σου. Ο απέραντος χρόνος αρχίζει. Το µεγάλο πήξιµο. Τυχαίνει κάποιο βράδυ να µην έχω να πάω πουθενά και τότε αδηµονώ να τελειώσει η εργάσιµη µέρα. Φαγητό. Μια µπιρίτσα ή ένα ποτήρι κρασί. Οι ειδήσεις στην τηλεόραση. Η δευτεροκλασάτη ταινία ή ένας ποδοσφαιρικός αγώνας. Μια τέτοια εργάσιµη µέρα ήδη αρχίζει καλά. Είναι µια εργάσιµη µέρα µε προοπτική. Με πανόραµα, να πω καλύτερα. Ένα τοπίο όπου απλώνεται ο ένας λόφος µετά τον άλλο και στο βάθος λαµπυρίζει η θάλασσα. Αλλά µια µέρα που τελειώνει µε µια θεατρική παράσταση είναι σαν δωµάτιο ξενοδοχείου που βλέπει σε τυφλό τοίχο. Μια τέτοια µέρα δεν ανασαίνει. Δεν υπάρχει αρκετός αέρας, αλλά το παράθυρο έχει µαγκώσει και δεν ανοίγει. Το βογκητό αρχίζει ήδη στις οχτώµισι το πρωί όταν το πρωτοσκέφτοµαι. Κανονικά ακούω µόνο µε µισό αυτί τι µου λένε οι ασθενείς µου, αλλά, όταν µε περιµένει µια θεατρική παράσταση στο τέλος της εργάσιµης µέρας, δεν ακούω πια καθόλου. Σκέφτοµαι δεκάδες
πιθανότητες
διαφυγής.
Άρρωστος.
Γρίπη.
Δηλητηρίαση. Ένας συγγενής που πήδηξε στις γραµµές του τρένου. Σκέφτοµαι τη σκηνή από την ταινία Mise ry όπου η Κάθι Μπέιτς συνθλίβει τον αστράγαλο του Τζέιµς Κάαν µ’ ένα σφυρί ανθρακωρύχου. Θα µπορούσα να κάνω ζηµιά στον εαυτό µου. Στη µάχη του Στάλινγκραντ στρατιώτες κι από τα
δύο στρατόπεδα πυροβολούσαν το χέρι τους ή το πόδι τους για να µη σταλούν στο µέτωπο. Όποιον τον έπιαναν στα πράσα τον εκτελούσαν. Ο ασθενής µου συνεχίζει και µεµψιµοιρεί για κάποιον αόριστο πόνο στη µέση, αλλά το µόνο που µπορώ να σκεφτώ εγώ είναι τραύµατα από σφαίρες. Στο Μεξικό τα τάγµατα θανάτου των καρτέλ ναρκωτικών χαράζουν τη µύτη της σφαίρας, έτσι ώστε να περιστρέφεται πιο αργά. Μια σφαίρα που περιστρέφεται αργά προκαλεί µεγαλύτερη ζηµιά µέσα στο σώµα. Ή δεν βγαίνει καν από την άλλη πλευρά. Σκέφτοµαι δραστικά µέτρα. Όχι µισές δουλειές. Με σπασµένο το µικρό σου δαχτυλάκι, µπορείς πάντα να πηγαίνεις στη θεατρική πρεµιέρα µε το χέρι σε επίδεσµο ανάρτησης. Τριάντα εννιά πυρετός θεωρείται δειλή δικαιολογία. Όχι, σκέφτοµαι άλλα πράγµατα. Πας ν’ ανοίξεις ένα στρείδι, το µαχαίρι γλιστράει και ανοίγει τρύπα στην παλάµη σου. Η µύτη του µαχαιριού εξέχει από την ανάστροφη του χεριού. Η αιµορραγία αρχίζει µόνο όταν τραβήξεις το µαχαίρι. Τα θεατρικά έργα που
έχουν δηµιουργηθεί «βάσει
αυτοσχεδιασµών» είναι τα χειρότερα. Υπάρχουν ένα σωρό µουρµουρητά. Υπάρχουν ασύνδετα ψήγµατα κειµένου και διαλόγου που «είναι δανεισµένα από την πραγµατικότητα». Οι ηθοποιοί φορούν ρούχα που έχουν ράψει µόνοι τους. Οι
παραστάσεις
βάσει
αυτοσχεδιασµών
συνήθως
έχουν
µικρότερη διάρκεια από παραστάσεις µε γραπτό κείµενο, αλλά είναι όπως µε την αισθητή θερµοκρασία. Μπορεί να σου φαίνεται ότι κάνει πολύ πιο κρύο ή ζέστη από τη θερµοκρασία που βλέπεις στο θερµόµετρο. Κοιτάς τα χειροποίητα ρούχα. Σύµφωνα µε τον αισθητό χρόνο έχει περάσει ήδη µισή ώρα, αλλά οι δείκτες του ρολογιού σου δεν λένε ψέµατα. Κρατάς το ρολόι κοντά στο αυτί σου. Μήπως έχει σταµατήσει. Αλλά το ρολόι λειτουργεί µε µπαταρία λιθίου που κρατάει ενάµιση χρόνο. Ο χρόνος περνάει αθόρυβα. Πρέπει να µετρήσεις ως το εξήντα κι ύστερα να ξανακοιτάξεις. Αν κοπείς µε το µαχαίρι των στρειδιών, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος σηψαιµίας. Οι κοινοί θνητοί καλύτερα να πάνε αµέσως στον σταθµό πρώτων βοηθειών. Αλλά εγώ έχω τα πάντα στο σπίτι. Για τέτανο. Κίτρινο πυρετό. Ηπατίτιδα Α. Έχω µπουκαλάκια εδώ, από τα οποία µία µόνο σταγόνα αρκεί για να σε βγάλει νοκάουτ για µισή µέρα. Άλλη µια σταγόνα και δεν θα συνέλθεις ποτέ πια. Στα σκυλιά και στα γατιά κάνουµε ένεση, αλλά οι άνθρωποι µπορούν να αδειάσουν ιδιοχείρως το ποτήρι µε το δηλητήριο. Ένα µικρό ποτηράκι αρκεί. Ένα σφηνοπότηρο. Ενενήντα τοις εκατό νερό και γευστικές ουσίες. Μπορεί κανείς να αποχαιρετήσει τους
συγγενείς και τους αγαπηµένους του µε αξιοπρέπεια. Μπορεί να πει ένα τελευταίο αστείο. Αρκετές φορές ήµουν κι εγώ παρών. Οι περισσότεροι ετοιµοθάνατοι δεν αφήνουν ανεκµετάλλευτη αυτή την τελευταία ευκαιρία να πουν ένα αστείο. Ακόµα κι αν κατά τη διάρκεια της ζωής τους κανείς δεν τους έπιασε ούτε µία φορά να αστειεύονται. Στους περισσότερους µπορείς να δεις ότι το έχουν σκεφτεί πολύ. Σαν να θέλουν να τους θυµούνται έτσι. Τα τελευταία λόγια. Ανάλαφρα τελευταία λόγια. Η εγγύτητα του θανάτου απαιτεί µια ορισµένη αλαφράδα, σκέφτονται. Αλλά ο θάνατος δεν απαιτεί τίποτε απολύτως. Ο θάνατος έρχεται να σε πάρει. Ο θάνατος θέλει να πας µαζί του, κατά προτίµηση χωρίς µεγάλη αντίσταση. κατεβάζουν
«Πιείτε
κι εσείς
µονορούφι
το
ένα ποτηράκι» σφηνοπότηρο.
λένε Ένα
και
λεπτό
αργότερα κλείνουν τα µάτια, άλλο ένα λεπτό αργότερα έχουν πεθάνει. Σπάνια υπάρχουν δάκρυα στο τελευταίο ποτηράκι. Ποτέ δεν µου έτυχε κάποιος να πει στη γυναίκα του: «Εσύ είσαι αυτή που αγάπησα πάντα πιο πολύ απ’ όλους. Θα µου λείψεις. Και µάλλον κι εγώ σ’ εσένα». Ποτέ. Ελαφρότητα. Ένα αστείο. Είναι το ίδιο µε τις κηδείες. Κι αυτές πρέπει προπαντός να είναι ευχάριστες. Ο κόσµος πρέπει να γελάει και να πίνει και να βλαστηµάει. Αλλιώς είναι µικροαστική. Μια µικροαστική κηδεία είναι ο µεγαλύτερος εφιάλτης ενός
καλλιτέχνη. «Είναι ακριβώς όπως θα το ήθελε ο Χενκ» λένε και εκσφενδονίζουν τα µπουκάλια ουίσκι πάνω στο φέρετρο, όπου γίνονται θρύψαλα. « Ήθελε να είναι µια χαρούµενη κατάσταση. Όχι µια κοιλάδα των δακρύων, γαµώτο!» Νοµίζω ότι
άρχισε
πλακατζίδικη
πριν
από
κηδεία.
δεκαπέντε Ροζ
περίπου
φέρετρα,
χρόνια:
φέρετρα
η από
ακατέργαστο ξύλο, φέρετρα ζωγραφισµένα µε δράκους και δόντια καρχαρία, φέρετρα από την ΙΚΕΑ , φέρετρα πλαστικά ή τυλιγµένα σε σακούλες σκουπιδιών. Πιο τροµερό µού φαίνεται πάντα για τα παιδιά. Όταν εµπλέκονται παιδιά, είναι ούτως ή άλλως τροµερό, αλλά, όταν πρόκειται για πεθαµένο καλλιτέχνη, υποχρεώνονται και τα παιδιά του να δώσουν µια εύθυµη νότα. Να κολλήσουν αυτοκόλλητα ή ποιηµατάκια στο φέρετρο του µπαµπά. Θα χώσουν στο φέρετρο την αγαπηµένη του κούπα του καφέ µε την επιγραφή FUCK YOU! Για αργότερα. Για εκεί πέρα. Στο τέλος του µακρινού του ταξιδιού. Για να µπορέσει και εκεί να πίνει καφέ από την αγαπηµένη του κούπα µε το FUCK YOU! Τα παιδιά δεν πρέπει να κλάψουν µε τίποτα. Τους ζωγραφίζουν τα πρόσωπα και τους
δίνουν
µπαλόνια
και
καραµούζες
και
γιορτινά
καπελάκια. Γιατί αυτή ήταν η µεγαλύτερη επιθυµία του µπαµπά: τα παιδιά του να διασκεδάσουν στην κηδεία του. Να παίξουν κρυφτούλι ανάµεσα στις ταφόπλακες. Και µετά το
τέλος να υπάρχει πορτοκαλάδα και τούρτα και µια µεγάλη λεκάνη µε καραµέλες βουτύρου και Snickers και Mars. Όλοι θέλουν να ταφούν στο ίδιο νεκροταφείο. Το νεκροταφείο στην καµπή του ποταµού. Εκεί υπάρχει λίστα αναµονής. Οι κοινοί θνητοί που δουλεύουν από τις εννιά ως τις πέντε δεν µπαίνουν καν στη λίστα αναµονής. Επειδή το νεκροταφείο βρίσκεται στην καµπή του ποταµού, υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις κηδείες κάθε χρόνο όπου ο νεκρός µεταφέρεται µε πλοιάριο. Με πλοιάριο έχεις περισσότερες πιθανότητες
οι
εφηµερίδες
να
δηµοσιεύσουν
µια
φωτογραφία την εποµένη. Το πλοιάριο φεύγει από το κέντρο και περνάει κάτω από τις γέφυρες, ό,τι πρέπει για όµορφες εικόνες. Και το πλοιάριο είναι πάντα στολισµένο γιορτινά: λουλούδια
και
στεφάνια,
άντρες
και
γυναίκες
µε
ζωγραφισµένες κελεµπίες και µυτερά καπέλα. Γυναίκες µε φτερά πεταλούδας στην πλάτη τους, άντρες µε µουστάκια βαµµένα πράσινα ή κόκκινα. Στην πλώρη τέσσερις µουσικοί του συγκροτήµατος πνευστών η Τρελή Τροµπέτα, ντυµένοι κλόουν, παίζουν κάποιον εύθυµο σκοπό. Όλοι στο πλοιάριο και στα πλοιάρια που ακολουθούν είναι ήδη ντίρλα. Από την όχθη οι κανονικοί άνθρωποι παρακολουθούν την ποµπή που περνάει στο νερό, αλλά µε τη σειρά τους οι σουρωµένοι συγγενείς του νεκρού απαξιούν να ρίξουν έστω µια µατιά
στους κανονικούς ανθρώπους. Πρέπει να αναγνωρίσω στον Ραλφ Μέγιερ –ή ίσως περισσότερο στη Γιούντιτ– ότι ως ένα σηµείο η κηδεία του ήταν φυσιολογική. Όχι πλοιάριο αλλά κανονική νεκροφόρα. Είχαν έρθει τουλάχιστον χίλιοι άνθρωποι. Υπήρχαν τηλεοπτικά συνεργεία από διάφορα κανάλια. Όταν το αυτοκίνητο µε το φέρετρο έστριψε στα χαλίκια της εισόδου, δεν είχα παρά να κάνω µερικά βήµατα προς τα πίσω, για να µη µε εντοπίσουν µε την πρώτη οι στενοί συγγενείς. Η Γιούντιτ φορούσε µεγάλα γυαλιά ηλίου και ένα µαύρο µαντιλάκι µε άσπρες βούλες στο κεφάλι. Μάλλον έφταιγε το µαντιλάκι που εκείνη τη µέρα, περισσότερο ακόµα από άλλες µέρες, µου θύµιζε την Τζάκι Κένεντι, αν και δεν πιστεύω ότι σε µια κηδεία η Τζάκι Κένεντι θα έφτυνε έναν ανεπιθύµητο παρευρισκόµενο στο πρόσωπο µπροστά σε πλήθος χιλίων ατόµων. Δεν
έφυγα από
το
νεκροταφείο
αµέσως
µετά το
περιστατικό. Πρώτα γύρισα πίσω στην καγκελόπορτα κι ύστερα πήγα ακόµα λίγο πιο µακριά, ως την όχθη του ποταµού. Μια κωπηλατική λέµβος πέρασε βολίδα µέσα στο νερό, ένας άντρας µε ποδήλατο ακολουθούσε φωνάζοντας οδηγίες στους κωπηλάτες µ’ έναν τηλεβόα. Και δύο κύκνοι µε τα µικρά κυκνάκια τους που έπλεαν στο κατόπι τους ενίσχυαν την εντύπωση ότι «η ζωή συνεχιζόταν κανονικά»,
που λέει ο λόγος. Αφού στάθηκα εκεί για µερικά λεπτά, έκανα µεταβολή και γύρισα πίσω στο νεκροταφείο. Επειδή δεν χωρούσαν χίλια άτοµα στην αίθουσα τελετών, οι επικήδειοι εκφωνήθηκαν στο ύπαιθρο. Έβγαλαν λόγο ο δήµαρχος και ο υπουργός Πολιτισµού. Συνάδελφοι ηθοποιοί και
σκηνοθέτες
θυµήθηκαν
περιστατικά και
ζουµερά
ανέκδοτα. Πού και πού ακούγονταν γέλια. Εγώ στεκόµουν πίσω πίσω, µισοκρυµµένος ανάµεσα στους θάµνους, δυο τρία µέτρα από το χαλικόστρωτο µονοπάτι. Ένας κωµικός έβγαλε έναν λόγο όπου ο ίδιος έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Περισσότερο από λόγο έµοιαζε µε δοκιµαστική παράσταση για το επόµενο σόου του. Ο κόσµος γελούσε µεν, αλλά ήταν γέλια αµήχανα, λες κι οι παριστάµενοι το έβρισκαν περισσότερο ατυχές παρά αστείο. Αναλογίστηκα τις τελευταίες στιγµές του Ραλφ Μέγιερ στο νοσοκοµείο, µόλις µια εβδοµάδα πριν. Το σφηνοπότηρο µε το θανατηφόρο κοκτέιλ είχε τοποθετηθεί σ’ ένα τροχήλατο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι του. Στο τραπεζάκι υπήρχαν επίσης ένα κεσεδάκι µε µισοφαγωµένο γιαούρτι µε φρούτα, µε το κουτάλι ακόµη µέσα σ’ αυτό, η πρωινή εφηµερίδα εκείνης της µέρας και µια βιογραφία
του
Σαίξπηρ
που
διάβαζε
τις
τελευταίες
εβδοµάδες. Ένας σελιδοδείκτης εξείχε από τις σελίδες, δεν είχε φτάσει καν στη µέση. Είχε ζητήσει από τη Γιούντιτ και
τους δυο γιους του να βγουν για λίγο από το δωµάτιο. Αφού έφυγαν, µου έκανε νόηµα να πλησιάσω. «Μαρκ» είπε· έπιασε το χέρι µου, το τράβηξε πάνω στην κουβέρτα και ακούµπησε το άλλο του χέρι πάνω του. «Θέλω να σου πω ότι λυπάµαι» είπε. Κοίταξα το
πρόσωπό
του. Ήταν ένα αρκετά υγιές
πρόσωπο, αν και κάπως αδύνατο. Μόνο όταν είχες δει πόσο στρογγυλό και γεµάτο ήταν ακόµη πριν από λίγους µήνες ήξερες ότι έφταιγε η αρρώστια. Η µατιά του ήταν καθαρή. Κάθε φορά µού έκανε εντύπωση. Το είχα δει να συµβαίνει κι άλλες φορές. Άνθρωποι επέλεγαν µια συγκεκριµένη ηµεροµηνία για να πεθάνουν, αλλά, όταν έφτανε αυτή η µέρα,
ξαφνικά
ζωντάνευαν.
Μιλούσαν
και
γελούσαν
περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως, ήταν σαν να ήλπιζαν ότι κάποιος θα τους εµπόδιζε. Ότι κάποιος θα έλεγε ότι ήταν ανοησία να βάλουν µια τελεία έτσι στα καλά καθούµενα. «Δεν έπρεπε… δεν έπρεπε ποτέ…» είπε ο Ραλφ Μέγιερ. «Λυπάµαι. Αυτό ήθελα να σου πω». Δεν είπα τίποτα. Με τα κατάλληλα φάρµακα και µερικές εξαιρετικά δυσάρεστες θεραπείες θα µπορούσε ίσως να είχε παρατείνει τη ζωή του κατά έναν µήνα. Αλλά επέλεξε το σφηνοπότηρο.
Έναν
αξιοπρεπή
αποχαιρετισµό.
Με
το
σφηνοπότηρο δεν επιβάρυνες τους συγγενείς που άφηνες
πίσω σου µε αναµνήσεις που δύσκολα σβήνονταν. Παρ’ όλα αυτά παρέµενε κάτι το περίεργο. Ο θάνατος που ο ίδιος επιλέγεις. Την ηµέρα που ο ίδιος επιλέγεις. Πετάς λευκή πετσέτα στο ρινγκ. Γιατί όχι αύριο; Γιατί όχι σε µια εβδοµάδα; Γιατί όχι χτες; «Πώς είναι τώρα η… εκείνη;» ρώτησε. Τον είδα να κοµπιάζει, είδα πως στο τσακ κατάπιε το όνοµά της. Δεν ξέρω τι θα είχα κάνει, αν ο Ραλφ Μέγιερ είχε προφέρει το όνοµά της. Ανασήκωσα τους ώµους. Σκέφτηκα τις διακοπές που κάναµε πριν από έναν χρόνο και βάλε. Στο εξοχικό. «Μαρκ» είπε. Αισθάνθηκα την πίεση του χεριού του στο δικό µου. Προσπάθησε να δυναµώσει τη λαβή του, αλλά τώρα αισθάνθηκα στ’ αλήθεια πόσο λίγη δύναµη του είχε αποµείνει. «Μπορείς να της πεις… εκ µέρους µου… µπορείς να της πεις αυτό που σου είπα µόλις τώρα;» Απέστρεψα το βλέµµα µου· χωρίς κόπο τράβηξα το χέρι µου από τα δύο τα δικά του – τα ίδια χέρια που κάποτε είχαν τη δύναµη να βάλουν άλλους ανθρώπους να κάνουν πράγµατα που απέστεργαν. Παρά τη θέλησή τους. « Όχι» είπα.
6
ΣΥΝΕΒΗ ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ. Εγώ στεκόµουν στον διάδροµο, οι δύο γιοι τους πεινούσαν κι είχαν πάει στην καντίνα. Η Γιούντιτ Μέγιερ γύρισε από την τουαλέτα, όπου είχε βάψει τα χείλη της και είχε διορθώσει το µακιγιάζ των µατιών της. «Χαίροµαι που ήσουν κι εσύ εδώ» είπε. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. « Έφυγε όµορφα» είπα. Τέτοια πράγµατα λες σε στιγµές σαν κι αυτή. Χωρίς να το θέλεις. Ακριβώς όπως λες για µια θεατρική παράσταση ότι τη βρήκες καταπληκτική. Ή το τέλος µιας ταινίας συγκινητικό. Ένας άντρας µάς πλησίασε, ένας άντρας µε λευκή ιατρική µπλούζα. Σταµάτησε ακριβώς µπροστά µας και άπλωσε το χέρι στη Γιούντιτ. «Κυρία Μέγιερ;»
«Μάλιστα;» Εκείνη έσφιξε το χέρι. «Μάασλαντ. Γιατρός είµαι. Έχετε µια στιγµούλα;» Κρατούσε ένα καφετί ντοσιέ υπό µάλης. Στη δεξιά πάνω γωνία υπήρχε
µια ετικέτα όπου
ήταν
γραµµένο
µε
µαρκαδόρο «Κος Ρ. Μέγιερ» κι από κάτω, τυπωµένο µε µικρότερα γράµµατα, το όνοµα του νοσοκοµείου. «Κι εσείς;» ρώτησε ο Μάασλαντ. «Είστε συγγενής;» «Είµαι ο οικογενειακός γιατρός» είπα κι άπλωσα το χέρι µου. «Μαρκ Σλόσερ». Ο Μάασλαντ αγνόησε το απλωµένο χέρι µου. «Δόκτωρ Σλόσερ» είπε. «Αυτό είναι… Στην ουσία είναι ευτυχής σύµπτωση. Υπάρχουν µερικά πράγµατα…» Άνοιξε το ντοσιέ κι άρχισε να το ξεφυλλίζει. «Πού το έχω; Να, εδώ». Υπήρχε κάτι στη γλώσσα του σώµατος του Μάασλαντ που µε έκανε επιφυλακτικό. Όπως όλοι οι ειδικοί, δεν έκανε τον κόπο να κρύψει τη βαθιά του περιφρόνηση για τους οικογενειακούς
γιατρούς.
Είτε
χειρούργος
είτε
γυναικολόγος, γαστρεντερολόγος ή ψυχίατρος, ο καθένας τους σε κοιτούσε µε το ίδιο βλέµµα. Δεν είχες όρεξη να συνεχίσεις τις σπουδές σου τότε; έλεγε αυτό το βλέµµα. Παραήσουν τεµπέλης για να προσθέσεις κι άλλα τέσσερα χρόνια; Μπας και φοβόσουν ν’ ασχοληθείς µε τις πιο δύσκολες
δουλειές;
Εµείς
ανοίγουµε
ανθρώπους
µε
νυστέρι,
διεισδύουµε
σύστηµα,
στα
στον εγκέφαλο,
όργανα, το
στο
κέντρο
κυκλοφορικό
που
κυβερνάει
ολόκληρο το ανθρώπινο σώµα, εµείς γνωρίζουµε αυτό το σώµα όπως ένας µηχανικός αυτοκινήτων γνωρίζει τον κινητήρα. Ένας οικογενειακός γιατρός επιτρέπεται µόνο ν’ ανοίγει το καπό – κι ύστερα να κουνάει το κεφάλι του µε έκπληξη και θαυµασµό γι’ αυτό το θαύµα της τεχνολογίας. «Μαζί µε τον κύριο Μέγιερ κάναµε χτες µια ανασκόπηση ολόκληρου του ιστορικού της ασθένειάς του» είπε. «Είναι συνηθισµένη διαδικασία όταν πρόκειται για ευθανασία. Αν δεν κάνω λάθος, δεν είστε εκείνος που τελικά παρέπεµψε τον κύριο Μέγιερ σ’ εµάς, δόκτωρ Σλόσερ». Έκανα σαν να σκεφτόµουν. «Ναι, σωστά» είπα. Ο Μάασλαντ πέρασε το δάχτυλό του πάνω από τη σελίδα στο ντοσιέ. «Σας ρωτάω επειδή εδώ γράφει… να, εδώ». Το δάχτυλο ακινητοποιήθηκε. «Χτες ο κύριος Μέγιερ δήλωσε ενώπιόν µας ότι σας επισκέφθηκε στο ιατρείο σας πέρσι τον Οκτώβριο». «Μπορεί. Είναι πολύ πιθανό. Περνούσε µόνο αραιά και πού από µένα. Όταν είχε αµφιβολίες για κάτι. Ή για µια δεύτερη γνώµη. Ήµουν… είµαι φίλος της οικογένειας». «Και γιατί ήρθε σ’ εσάς τον Οκτώβρη, δόκτωρ Σλόσερ;» «Δεν το θυµάµαι έτσι απέξω. Θα πρέπει να το ελέγξω».
Ο Μάασλαντ έριξε µια γρήγορη λοξή µατιά στη Γιούντιτ κι ύστερα κοίταξε πάλι εµένα. «Σύµφωνα µε τον κύριο Μέγιερ, του είπατε πέρσι τον Οκτώβρη ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί για τίποτα. Ενώ και τότε παρουσίαζε ήδη τα πρώτα συµπτώµατα της ασθένειάς του». «Δεν είµαι σε θέση να σας απαντήσω εδώ και τώρα. Μπορεί να µε συµβουλεύτηκε τότε για κάτι. Ίσως ήδη κάτι αισθανόταν κι ήθελε µόνο να τον καθησυχάσω». «Κατά την εν λόγω επίσκεψη τον Οκτώβρη αφαιρέσατε λίγο ιστό από τον κύριο Μέγιερ, δόκτωρ Σλόσερ; Και στη συνέχεια στείλατε αυτό τον ιστό σ’ εµάς για ανάλυση;» «Αν είναι έτσι, θα ’πρεπε να το θυµάµαι, µου φαίνεται». « Έτσι µου φαίνεται κι εµένα. Πόσο µάλλον που η αφαίρεση ιστού δεν είναι χωρίς ρίσκο. Στη χειρότερη περίπτωση µπορεί µάλιστα να επιταχύνει την πορεία της ασθένειας. Θέλω να ελπίζω ότι το γνωρίζετε αυτό, δεν είναι έτσι, δόκτωρ Σλόσερ;» Το καπό. Επιτρεπόταν ν’ ανοίξω το καπό, αλλά δεν έπρεπε να είχα πασπατέψει τα καλώδια και τα σωληνάκια. «Το αξιοπερίεργο βρίσκεται κυρίως στο ότι ο κύριος Μέγιερ τα θυµόταν πολύ καλά όλα αυτά» συνέχισε ο Μάασλαντ. « Ότι θα στέλνατε τον ιστό για βιοψία. Και ότι θα σας τηλεφωνούσε αργότερα για τα αποτελέσµατα».
Ο Ραλφ Μέγιερ ήταν νεκρός. Το σώµα του, που στο µεταξύ µάλλον είχε ήδη κρυώσει αρκετά, βρισκόταν λίγα µέτρα πιο πέρα, πίσω από την πράσινη πόρτα όπου ήταν στερεωµένη
µια
ταµπέλα
που
έγραφε
ΗΣΥΧΙΑ .
Δεν
µπορούσαµε να µπούµε µέσα, για να τον ρωτήσουµε µήπως χτες είχε κάνει λάθος στις ηµεροµηνίες. «Αυτή
τη
στιγµή
δεν
µπορώ
να
θυµηθώ»
είπα.
«Λυπάµαι». « Όπως και να έχει, αυτός ο ιστός ποτέ δεν έφτασε εδώ πάντως». Είδες λοιπόν, πήγα σχεδόν να πω. Είδες λοιπόν ότι την προτελευταία µέρα της ζωής του ο Ραλφ Μέγιερ είχε ήδη αρχίσει να µπερδεύει τα πράγµατα. Εξαιτίας των φαρµάκων. Εξαιτίας της εξασθενηµένης κατάστασής του. Αλλά δεν είπα τίποτα. Τότε η Γιούντιτ πήρε τον λόγο. «Τον Οκτώβρη» είπε. Ο Μάασλαντ κι εγώ την κοιτάξαµε, αλλά τώρα η Γιούντιτ κοιτούσε µόνο εµένα πια. «Ο Ραλφ ανησυχούσε» είπε. «Είχε σχεδόν δύο µήνες γύρισµα στην Ιταλία. Θα έφευγε λίγες µέρες αργότερα. Μου είπε ότι εσύ πίστευες ότι δεν ήταν τίποτα, αλλά ότι για καλό και για κακό είχες στείλει ένα δείγµα στο νοσοκοµείο. Για να
τον καθησυχάσεις». «Εµείς εδώ ποτέ δεν λάβαµε κάτι» είπε ο Μάασλαντ. «Αυτό πράγµατι είναι πολύ περίεργο» είπα. «Δεν είναι κάτι που θα ξεχνούσα να κάνω, πιστεύω». «Γι’ αυτό άλλωστε ήρθα σ’ εσάς, κυρία Μέγιερ» είπε ο Μάασλαντ. «Θεωρούµε την υπόθεση πολύ σοβαρή για να την αφήσουµε έτσι. Θέλουµε να την ερευνήσουµε σε βάθος. Ήθελα να σας ζητήσω την άδεια να κάνουµε νεκροψία». «Αχ, όχι!» είπε η Γιούντιτ. «Νεκροψία; Πρέπει στ’ αλήθεια;» «Θα δώσει σε όλους µας, κι αργότερα και σ’ εσάς, κυρία Μέγιερ, περισσότερη βεβαιότητα για το τι ακριβώς συνέβη. Με µια νεκροψία µπορούµε να δούµε πολλά πράγµατα. Μπορούµε, παραδείγµατος χάρη, να δούµε αν όντως αφαιρέθηκε ιστός και πότε. Οι µέθοδοι έχουν εξελιχθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Αν τυχόν έχει αφαιρεθεί ιστός, τότε µπορούµε να προσδιορίσουµε µε µεγάλη ακρίβεια πότε έγινε κάτι τέτοιο για πρώτη φορά. Όχι µόνο αν έγινε τον Οκτώβρη ή αργότερα, αλλά σχεδόν ποια ηµέρα έγινε».
7
ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΡΕΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ αφότου ο Ραλφ Μέγιερ εµφανίστηκε ξαφνικά στο ιατρείο µου πριν από ενάµιση χρόνο, βρήκα στο γραµµατοκιβώτιό µου µια πρόσκληση για την πρεµιέρα του Ριχάρδου Β΄. Όταν άνοιξα τον φάκελο, ανέπτυξα τα ίδια σωµατικά συµπτώµατα που παρουσίαζα σε όλες
τις
προσκλήσεις. Ξηροστοµία, επιβράδυνση των
καρδιακών παλµών, ιδρωµένα ακροδάχτυλα, πίεση πίσω από τα µάτια και την αίσθηση ότι βρισκόµουν σε κακό όνειρο: έναν εφιάλτη όπου έχεις µπει µε το αυτοκίνητο σε µια νεόδµητη γειτονιά µε
φιδογυριστά δροµάκια, στρίβεις
αριστερά, στρίβεις δεξιά, αλλά δεν µπορείς να ξαναβρείς τον δρόµο του γυρισµού, πρέπει να κάνεις κύκλους εις τον αιώνα τον άπαντα.
«Ο Ραλφ Μέγιερ;» είπε η Καρολίν. «Αλήθεια; Δεν ήξερα καν ότι είναι ασθενής σου». Η Καρολίν είναι η γυναίκα µου. Δεν έρχεται ποτέ µαζί µου σε πρεµιέρες. Ούτε σε παρουσιάσεις βιβλίων, εγκαίνια εκθέσεων και αναδροµικές προβολές σε κινηµατογραφικά φεστιβάλ. Εκείνη αγχώνεται ακόµα πιο πολύ από µένα. Σπάνια επιµένω. Κάποιες ελάχιστες φορές την εκλιπαρώ γονατιστός να µε συνοδεύσει. Τότε ξέρει ότι το εννοώ και έρχεται µαζί µου χωρίς να διαµαρτύρεται. Αλλά δεν κάνω κατάχρηση. Φυλάω τις ικεσίες για έκτακτες περιπτώσεις. «Ριχάρδος
Β΄»
είπε
ενώ
ξεδίπλωνε
την
πρόσκληση.
«Σαίξπηρ… Αχ, γιατί όχι; Θα έρθω κι εγώ». Καθόµασταν στην κουζίνα και παίρναµε το πρωινό µας. Οι δύο µας κόρες είχαν ήδη φύγει για το σχολείο. Η Λίζα, η µικρότερη, στο δηµοτικό στο παρακάτω τετράγωνο, η Γιούλια µε το ποδήλατο στο γυµνάσιο. Σε δέκα λεπτά θα ερχόταν ο πρώτος ασθενής µου. «Σαίξπηρ. Μιλάµε για τουλάχιστον τρεις ώρες» είπα. «Με τον Ραλφ Μέγιερ όµως. Δεν τον έχω δει ποτέ ζωντανά». Υπήρχε κάτι το ονειροπόλο στο βλέµµα της γυναίκας µου την ώρα που πρόφερε το όνοµα του ηθοποιού. «Τι µε κοιτάς;» ρώτησε η Καρολίν. «Δεν θα σου πω
ψέµατα. Για µια γυναίκα αυτός ο Ραλφ Μέγιερ είναι απλώς χάρµα οφθαλµών. Οπότε τρεις ώρες πράγµατι δεν είναι πολλές».
Κι έτσι πήγαµε δύο εβδοµάδες αργότερα στην πρεµιέρα του Ριχάρδου Β΄ στο δηµοτικό θέατρο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα
σε
παράσταση
του
Σαίξπηρ.
Είχα
ήδη
παρακολουθήσει καµιά δεκαριά. Τη Στρίγκλα που έγινε αρνάκι, όπου όλοι οι αντρικοί ρόλοι παίχτηκαν από γυναίκες, τον Έµπορο της Βενετίας µε τους άντρες ηθοποιούς να φοράνε πάνες και τις γυναίκες ηθοποιούς ντυµένες µε σακούλες σκουπιδιών και τσάντες από το σουπερµάρκετ στο κεφάλι τους. Τον Άµλετ µε µογγόλους, ανεµοµηχανές και µια (ψόφια) χήνα που της έκοψαν το κεφάλι επί σκηνής, τον Βασιλιά Ληρ µε τέως ναρκοµανείς και ορφανά από τη Ζιµπάµπουε, το Ρωµαίος και Ιουλιέττα σ’ ένα ηµιτελές τούνελ µιας γραµµής του µετρό – στους τοίχους, όπου έτρεχαν νερά από τους υπονόµους, προβάλλονταν διαφάνειες µε εικόνες από στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τον Μάκβεθ, όπου όλοι οι γυναικείοι ρόλοι παίχτηκαν από γυµνούς άντρες, οι οποίοι ως µοναδικό ένδυµα φορούσαν ένα κορδόνι ανάµεσα στα κωλοµέρια τους, ενώ από τις θηλές τους κρέµονταν
χειροπέδες και βαρίδια, ενώ ακούγονταν βολές όλµων, κοµµάτια των Radiohead και ποιήµατα του Ράντοβαν Κάρατζιτς. Εκτός του ότι δεν τολµούσες να κοιτάξεις πώς οι χειροπέδες και τα βαρίδια είχαν στερεωθεί στις θηλές (ή µπας και τις είχαν τρυπήσει), το ζήτηµα ήταν και πάλι κυρίως το πέρασµα
του
χρόνου.
Θυµάµαι
καθυστερήσεις
σε
αεροδρόµια, ατέλειωτες καθυστερήσεις µισής µέρας ή παραπάνω, οι οποίες πέρασαν δέκα φορές πιο γρήγορα από τούτες τις παραστάσεις. Αλλά στον Ριχάρδο Β΄ οι ηθοποιοί φορούσαν κοστούµια εποχής. Το ντεκόρ ήταν µια όσο το δυνατόν πιο πιστή αναπαράσταση µιας αίθουσας κάστρου. Όταν βγήκε στη σκηνή ο Ραλφ Μέγιερ, κάτι συνέβη: προηγουµένως το κοινό απλώς έκανε ησυχία, τώρα έπεσε νεκρική σιγή. Μέχρι να πει τα πρώτα του λόγια ο Ριχάρδος, όλος ο κόσµος κρατούσε την αναπνοή του. Έριξα µια µατιά στην Καρολίν δίπλα µου, αλλά όλη η προσοχή της ήταν στραµµένη σε όσα διαδραµατίζονταν στη σκηνή. Τα µάγουλά της είχαν πάρει ένα ρόδινο χρώµα. Τρεις ώρες αργότερα στεκόµασταν µ’ ένα ποτήρι σαµπάνια στο φουαγέ. Γύρω µας συνωστίζονταν άντρες µε µπλε µπλέιζερ και γυναίκες µε φουστάνια που έφταναν ως το πάτωµα. Πολλά κοσµήµατα: βραχιόλια, περιδέραια και δαχτυλίδια. Σε µια γωνιά του φουαγέ έπαιζε µια µικρή
ορχήστρα εγχόρδων. «Θες σιγά σιγά να…;» Κοίταξα το ρολόι µου. Για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ, συνειδητοποίησα. «Αχ, η Ίσις µπορεί να περιµένει λίγο ακόµα» είπε η Καρολίν. «Ας πιούµε άλλο ένα». Η Ίσις ήταν τότε η µπέιµπι σίτερ µας. Ήταν δεκάξι χρονών και οι γονείς της δεν την άφηναν να γυρίζει σπίτι πολύ αργά. Η Γιούλια ήταν τότε δεκατριών, η Λίζα έντεκα. Σε κάνα δυο χρόνια θα τολµούσαµε ν’ αφήσουµε τη µικρή µας κόρη µε τη µεγάλη. Αλλά όχι ακόµη. Όταν γύρισα από το µπαρ µε δύο καινούργια ποτήρια σαµπάνια, είδα καµιά δεκαριά µέτρα µακριά µας το κεφάλι του Ραλφ Μέγιερ να εξέχει πάνω από τα άλλα κεφάλια. Έγνεφε δεξιά κι αριστερά. Χαµογελούσε πλατιά, όπως χαµογελάει ένα κεφάλι που είναι συνηθισµένο να δέχεται συγχαρητήρια. «Να τος» είπα. «Θα σε συστήσω». «Πού;» Η γυναίκα µου είναι ένα κεφάλι πιο κοντή από µένα και δεν είχε δει ακόµη το κεφάλι. Γρήγορα έσιαξε το σινιόν της και σκούπισε φανταστικά ψίχουλα ή χνουδάκια από το πουκάµισό της. «Μαρκ». Μου έσφιξε το χέρι. Δυνατή χειραψία ήταν, η χειραψία ενός ανθρώπου που σου δίνει να καταλάβεις ότι
χρησιµοποιεί µόλις το δέκα τοις εκατό της συνολικής του δύναµης. Στράφηκε στην Καρολίν. «Κι αυτή είναι η γυναίκα σου; Λοιπόν, δεν υπερέβαλες καθόλου». Πήρε το χέρι της, έσκυψε µπροστά και της έδωσε ένα χειροφίληµα. Στη συνέχεια έκανε στροφή ενενήντα µοιρών και ακούµπησε το χέρι του στον ώµο µιας γυναίκας, την παρουσία της οποίας δεν είχαµε ακόµη προσέξει, επειδή κρυβόταν τελείως από τη µορφή του Ραλφ Μέγιερ. Τώρα βγήκε σχεδόν κυριολεκτικά από τη σκιά του και άπλωσε το χέρι της. «Γιούντιτ» είπε και έσφιξε το χέρι της Καρολίν και στη συνέχεια το δικό µου. Μόνο πολύ αργότερα, όταν την είδα για πρώτη φορά µόνη της, κατάλαβα ότι η Γιούντιτ Μέγιερ δεν ήταν στ’ αλήθεια µικροκαµωµένη. Ήταν µικρή µόνο δίπλα στον άντρα της, όπως ένα χωριό στα ριζά ενός βουνού. Αλλά εκείνο το βράδυ στο φουαγέ του δηµοτικού θεάτρου κοιτούσα µια τον Ραλφ και µια τη Γιούντιτ, κι έπειτα ξανά τη Γιούντιτ και µετά τον Ραλφ, και σκέφτηκα τα πράγµατα που σκέφτοµαι συχνά όταν βλέπω για πρώτη φορά αντρόγυνα µαζί. «Και σας άρεσε;» ρώτησε η Γιούντιτ Μέγιερ, περισσότερο την Καρολίν παρά εµένα. «Το βρήκα καταπληκτικό» είπε η Καρολίν. «Καταπληκτική
εµπειρία». «Μήπως να φύγω για λίγο;» είπε ο Ραλφ. «Για να µπορέσεις να πεις απλώς πώς σου φάνηκε στ’ αλήθεια». Γέλασε µε το βροντερό του γέλιο και µερικοί άνθρωποι γύρισαν τα κεφάλια τους και γέλασαν κι αυτοί. Όπως έχω πει ήδη, καµιά φορά αναγκάζοµαι να ζητήσω από τους ασθενείς να γδυθούν. Όταν όλες οι άλλες δυνατότητες έχουν εξαντληθεί. Εκτός µερικών εξαιρέσεων οι ασθενείς µου είναι κυρίως αντρόγυνα. Κοιτάζω τα γυµνά τους σώµατα. Βάζω τη µία εικόνα πάνω στην άλλη. Βλέπω πώς το ένα σώµα πλησιάζει το άλλο. Βλέπω ένα στόµα, χείλη που πιέζονται σε άλλα χείλη, δάχτυλα που ψηλαφούν, νύχια σ’ ένα κοµµάτι γυµνό δέρµα. Ενίοτε έχει σκοτάδι, αλλά συχνά όχι. Υπάρχουν άνθρωποι που αφήνουν το φως αναµµένο χωρίς να ντρέπονται. Έχω δει τα σώµατά τους. Ξέρω ότι στις περισσότερες περιπτώσεις καλύτερα να παραµείνει σβηστό το φως. Κοιτάζω τα πόδια τους, τους αστραγάλους τους, τα γόνατά τους, τους µηρούς τους, κι ύστερα ακόµα πιο ψηλά, την περιοχή γύρω από τον αφαλό, το στήθος ή τους µαστούς, τον λαιµό. Τα γεννητικά όργανα αυτά καθαυτά συνήθως τα προσπερνάω. Κοιτάζω µεν, αλλά όπως κοιτάς ένα πατηµένο ζώο στην άσφαλτο. Το πολύ πολύ το βλέµµα µου σκαλώνει µια στιγµή εκεί, όπως ένα
σκισµένο νύχι σε µια κλωστούλα σ’ ένα ρούχο – αυτό είναι όλο. Και δεν έχω µιλήσει ακόµη για την πίσω πλευρά. Η πίσω πλευρά των σωµάτων είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Ανάλογα µε το σχήµα τους ή την έλλειψη σχήµατος, οι γλουτοί µπορούν να προκαλέσουν τρυφερά αισθήµατα ή τυφλή οργή. Η ανώνυµη περιοχή όπου η χαραµάδα ανάµεσα στους γλουτούς συναντά τη µέση. Η σπονδυλική στήλη. Οι ωµοπλάτες. Το σηµείο όπου αρχίζει το τριχωτό της κεφαλής στον αυχένα. Στην πίσω πλευρά ενός ανθρώπινου σώµατος υπάρχει µεγαλύτερη ουδέτερη ζώνη απ’ ό,τι στην µπροστινή πλευρά. Στην πίσω πλευρά του φεγγαριού η διαστηµική καµπίνα και η σεληνάκατος χάνουν κάθε επαφή µε το κέντρο ελέγχου πτήσης. Φροντίζω η έκφρασή µου να δείχνει ενδιαφέρον.
Νιώθετε
αυτό
τον
πόνο
και όταν
είστε
ξαπλωµένος στο πλευρό σας; ρωτώ, ενώ σκέφτοµαι τα αντρόγυνα που πασπατεύουν ο ένας τον πισινό του άλλου µε τα φώτα αναµµένα ή σβηστά. Κατά βάθος θέλω τώρα να τελειώσουµε γρήγορα. Να ξαναντυθούν. Να µπορώ να κοιτάζω πάλι µόνο το κεφάλι τους που µιλάει. Αλλά ποτέ δεν ξεχνώ τα σώµατα. Συνδέω το ένα κεφάλι µε το άλλο. Συνδέω τα σώµατα. Τα βάζω να αγκαλιάζονται. Βαριανασαίνοντας το ένα κεφάλι πλησιάζει το άλλο. Γλώσσες χώνονται σε στόµατα και κάνουν κύκλους ψάχνοντας κάτι. Στις µεγάλες πόλεις
υπάρχουν δρόµοι µε ψηλά κτίρια όπου φτάνει λίγο έως και καθόλου ηλιόφως. Ανάµεσα στις πλάκες στα πεζοδρόµια φυτρώνουν βρύα ή ετοιµοθάνατα χορτάρια. Επικρατεί ψύχρα και υγρασία. Ή αντιθέτως ζέστη και υγρασία. Παντού υπάρχουν µυγάκια. Ή σύννεφα κουνουπιών. Μπορείτε να ντυθείτε πάλι. Είδα αρκετά. Όλα καλά µε τον άντρα σας; Με τη γυναίκα σας; Κοιτούσα µια τον Ραλφ Μέγιερ, µια τη Γιούντιτ. Όπως είπα, δεν ήταν από µόνη της ιδιαίτερα µικροκαµωµένη. Ήταν πολύ µικρή γι’ αυτόν. Σκεφτόµουν τα πράγµατα. Τα πράγµατα που οι άνθρωποι κάνουν µεταξύ τους µες στο σκοτάδι. Κοίταξα το χέρι του Ραλφ που κρατούσε ένα ποτήρι σαµπάνιας. Αν το καλοσκεφτόσουν, ήταν θαύµα που το ποτήρι δεν έσπαγε. Και τότε υπήρχε ξαφνικά αυτή η στιγµή. Η στιγµή την οποία αργότερα θα αναπολούσα συχνά – η οποία έπρεπε να µε είχε προειδοποιήσει. Η Γιούντιτ είχε πιάσει την Καρολίν από τον αγκώνα για να τη συστήσει σε κάποιον. Μια γυναίκα της οποίας το πρόσωπο µου φάνηκε αµυδρά γνωστό, χωρίς αµφιβολία µία από τις ηθοποιούς του έργου. Έτσι λοιπόν η Καρολίν είχε µισογυρίσει και στεκόταν µε την πλάτη στραµµένη στον Ραλφ και σ’ εµένα.
«Πάντως δεν έπληξα ούτε δευτερόλεπτο» είπα στον Ραλφ. « Ήταν ξεχωριστή εµπειρία για µένα». Πέρασαν άλλα δύο δευτερόλεπτα πριν συνειδητοποιήσω ότι ο Ραλφ Μέγιερ δεν µε παρακολουθούσε. Δεν µε κοιτούσε. Όµως κατάλαβα αµέσως τι κοιτούσε. Τώρα συνέβη κάτι και στο ίδιο το βλέµµα. Στα µάτια. Ενώ περιεργαζόταν το πίσω µέρος του σώµατος της Καρολίν από την κορφή ως τα νύχια, µια µεµβράνη κάλυψε τα µάτια του. Το βλέπεις καµιά φορά σε αρπακτικά σε ντοκιµαντέρ για τη φύση. Αρπακτικά που από ψηλά στον ουρανό ή από το κλαρί ενός δέντρου έχουν ανακαλύψει ένα ποντίκι ή ένα άλλο νόστιµο µεζεδάκι κάπου από κάτω τους. Έτσι κοιτούσε ο Ραλφ Μέγιερ το σώµα της γυναίκας µου: σαν κάτι φαγώσιµο που τον έκανε να του τρέχουν τα σάλια. Τώρα µπήκε σε κίνηση και το στόµα. Τα χείλη άνοιξαν, τα σαγόνια του έκαναν µια αλεστική κίνηση, προς στιγµήν µού φάνηκε µάλιστα πως άκουσα τα δόντια του να τρίζουν – και του ξέφυγε ένας αναστεναγµός. Ο Ραλφ Μέγιερ είδε κάτι νόστιµο, το στόµα του χαιρόταν ήδη εκ των προτέρων για το νόστιµο µεζεδάκι που, αν του δινόταν η ευκαιρία, θα καταβρόχθιζε µε δυο χαψιές. Το πιο αξιοπρόσεκτο ήταν ίσως ότι τα έκανε όλα αυτά χωρίς καµία ντροπή. Σαν να µην ήµουν παρών. Θα µπορούσε
να είχε ανοίξει το φερµουάρ του παντελονιού του για να µε κατουρήσει. Δεν θα υπήρχε ουσιαστική διαφορά. Και τότε, από τη µια στιγµή στην άλλη, επέστρεψε πάλι. Λες και κάποιος είχε χτυπήσει τα δάχτυλά του: ένας υπνωτιστής που τον ξύπνησε από την ύπνωση. «Μαρκ» είπε. Με κοίταξε σαν να µ’ έβλεπε για πρώτη φορά. Ύστερα κοίταξε το άδειο ποτήρι στο χέρι του. «Τι λες; Να πιούµε άλλο ένα;» Αργότερα εκείνο το βράδυ, στο κρεβάτι, το είπα στην Καρολίν. Η Καρολίν µόλις είχε βγάλει το λαστιχάκι από τα µαλλιά της και τα τίναζε. Έδειχνε περισσότερο να το διασκεδάζει παρά να σοκάρεται. «Α µπα;» είπε. «Πώς κοιτούσε ακριβώς; Για ξαναπές το…» «Σαν να κοιτούσε ένα νόστιµο µεζεδάκι» είπα. «Ναι; Και; Αφού είµαι! Ή εσύ βρίσκεις πως όχι;» «Καρολίν, σε παρακαλώ! Δεν ξέρω πώς να το πω πιο ξεκάθαρα… εγώ… εγώ το βρήκα χυδαίο». «Αχ, το γλυκό µου αγαπουλίνι. Μα δεν είναι χυδαίο το πώς οι άντρες κοιτάζουν τις γυναίκες. Ή το αντίθετο, οι γυναίκες τους άντρες. Θέλω να πω, αυτός ο Ραλφ Μέγιερ είναι πραγµατικός γυναικάς, όλα αυτό δείχνουν. Μπορεί να µην είναι πολύ ευχάριστο για τη δική του γυναίκα, αλλά εντάξει, αυτή τον διάλεξε. Μια γυναίκα το βλέπει αµέσως µε τι είδος
άντρα έχει να κάνει». «Εγώ
στεκόµουν
κανονικά
δίπλα
του.
Κι
αυτός
σκοτίστηκε». Τώρα η Καρολίν γύρισε προς το µέρος µου, πλησίασε λίγο περισσότερο, ώσπου κόλλησε απάνω µου κι ακούµπησε ένα χέρι στο στήθος µου. «Δεν πιστεύω να ζηλεύεις; Έτσι ακούγεσαι λιγάκι, σαν ζηλιάρης σύζυγος». «Δεν ζηλεύω! Ξέρω πολύ καλά πώς οι άντρες κοιτάζουν τις γυναίκες. Αλλά αυτό δεν ήταν φυσιολογικό. Ήταν… ήταν χυδαίο. Πραγµατικά δεν έχω άλλη λέξη». «Γλυκέ ζηλιάρη αντρούλη µου» είπε η Καρολίν.
8
ΜΕ ΜΙΑ ΠΕΛΑΤΕΙΑ ΣΑΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ καλό είναι να µην τηρείς πολύ σχολαστικά τους ιατρικούς κανόνες. Αυτό που είναι, µε τη στενή έννοια, δεοντολογικό από καθαρά ιατρική άποψη. Στα ελευθέρια επαγγέλµατα οι καταχρήσεις είναι περισσότερο κανόνας παρά εξαίρεση. Όλοι µαζί οι ασθενείς µου γεµίζουν κάθε εβδοµάδα εγγυηµένα δέκα κάδους µε ανακυκλώσιµο γυαλί. Θα µπορούσα να τους πω την αλήθεια. Η αλήθεια βρίσκεται σε δύο µε τρία ποτήρια την ηµέρα. Δύο ποτήρια για τις γυναίκες, τρία ποτήρια για τους άντρες. Σε κανέναν δεν αρέσει ν’ ακούει αυτή την αλήθεια. Πιέζω τα ακροδάχτυλά µου στο συκώτι. Ελέγχω πόσο σκληρό είναι. Πόσα ποτήρια πίνεις την ηµέρα, αλήθεια; ρωτάω. Εµένα δεν µε ξεγελάνε. Το αλκοόλ περνάει µέσα από το δέρµα. Μια
µπιρίτσα πριν από το φαγητό και ύστερα το πολύ πολύ µισό µπουκάλι κρασί, λένε. Το αλκοόλ βγαίνει από τους πόρους και εξατµίζεται ακριβώς πάνω από την επιδερµίδα. Έχω καλή µύτη. Μπορώ να µυρίσω τι ήπιαν το προηγούµενο βράδυ. Ζωγράφοι και γλύπτες βροµάνε τζιν ή κονιάκ. Συγγραφείς και ηθοποιοί µπίρα και βότκα. Γυναίκες συγγραφείς και ηθοποιοί βγάζουν µε την ανάσα τους µια ξινή µυρωδιά από φτηνό παγωµένο σαρντονέ. Κρατούν το χέρι µπροστά στο στόµα τους, αλλά δεν µπορούν να εµποδίσουν τα ρεψίµατα. Φυσικά µπορώ να το σχολιάσω. Μπορώ να προσπαθήσω να βγάλω την αλήθεια στη φόρα, που λένε. Μια µπιρίτσα και µισό µπουκάλι κρασί: ας γελάσω! Οι ασθενείς θα έφευγαν. Όπως
πρωτύτερα
έφυγαν
από
τον
προηγούµενο
οικογενειακό γιατρό τους. Έναν οικογενειακό γιατρό που όπως εγώ πίεσε το δάχτυλό του στο συκώτι τους και αισθάνθηκε το ίδιο µ’ εµένα – αλλά που στη συνέχεια τους είπε την αλήθεια. Αν συνεχίσετε έτσι, µέσα σ’ έναν χρόνο θα πάθετε ρήξη του ήπατος. Το τέλος είναι εξαιρετικά οδυνηρό. Το συκώτι δεν µπορεί πια να επεξεργαστεί τις τοξίνες. Απλώνονται σε ολόκληρο το σώµα. Συσσωρεύονται στους αστραγάλους, στις καρδιακές κοιλότητες, στο ασπράδι του µατιού. Πρώτα το ασπράδι γίνεται κίτρινο, ύστερα γίνεται γκρίζο. Τµήµατα του συκωτιού νεκρώνονται. Η ρήξη αυτή
καθαυτήν είναι το τελευταίο στάδιο. Οι ασθενείς φεύγουν και έρχονται σ’ εµένα. Κάποιος –ένας στενός φίλος ή µια στενή φίλη, ένας συνάδελφος– τους µίλησε για έναν οικογενειακό γιατρό που δεν είναι τόσο αυστηρός ως προς την ποσότητα αλκοόλ που µπορείς να κατεβάζεις ηµερησίως. Αχ, αυτός ο ηµερήσιος αριθµός ποτηριών είναι σχετικός, λέω. Ζεις µονάχα µια φορά. Το να κάνεις υγιεινή ζωή είναι ένας από τους σηµαντικότερους στρεσογόνους παράγοντες. Ρίξε µια µατιά γύρω σου. Πόσοι καλλιτέχνες δεν έφτασαν στα ογδόντα ή και παραπάνω ενώ έζησαν µια ζωή γεµάτη κραιπάλες; Βλέπω ότι ο νέος ασθενής µου αρχίζει ήδη να χαλαρώνει. Ένα χαµόγελο εµφανίζεται στο πρόσωπό του. Τους λέω αυτά που θέλουν ν’ ακούσουν. Αναφέρω ένα όνοµα. Ο Πάµπλο Πικάσο, λέω. Ο Πάµπλο Πικάσο τα έτσουζε κι αυτός. Η αναφορά του ονόµατος εξυπηρετεί έναν διττό στόχο. Όταν παραλληλίζω τους ασθενείς µου µε έναν παγκόσµιας φήµης καλλιτέχνη, αισθάνονται προς στιγµήν πως είναι και οι ίδιοι ένας Πάµπλο Πικάσο. Θα µπορούσα να το διατυπώσω διαφορετικά. Εσείς είστε πολύ µεγαλύτερος µπεκρής από τον Πάµπλο Πικάσο, θα µπορούσα να πω, µόνο που δεν διαθέτετε ούτε το ένα δέκατο του δικού του ταλέντου. Σε τελική ανάλυση είναι µόνο σπατάλη. Σπατάλη αλκοόλ, για να συνεννοούµαστε. Αλλά δεν το λέω. Άλλα ονόµατα τα
αποσιωπώ. Τα ονόµατα των ιδιοφυϊών που πέθαναν απ’ το πιοτό. Την τελευταία µέρα της ζωής του ο Ντίλαν Τόµας επέστρεψε προς το τέλος του απογεύµατος στο δωµάτιό του στο ξενοδοχείο Τσέλσι στη Νέα Υόρκη. « Ήπια δεκαοχτώ σκέτα ουίσκι, πιστεύω πως είναι ρεκόρ» είπε στη γυναίκα του. Ύστερα έχασε τις αισθήσεις του. Στη νεκροψία φάνηκε ότι το συκώτι του ήταν τέσσερις φορές µεγαλύτερο απ’ ό,τι µπορεί ακόµη να θεωρηθεί υγιές. Δεν µιλάω για τον Τσαρλς Μπουκόβσκι, για τον Πολ Γκογκέν, για την Τζάνις Τζόπλιν. Σηµασία έχει το πώς ζεις τη ζωή σου, λέω. Όποιος ξέρει να απολαµβάνει
τη
ζωή
αντέχει
περισσότερο
από
τους
ξινοµούρηδες που τρώνε µόνο χορτάρια και ρουφάνε βιολογικό
γιαούρτι. Τους
µιλάω για χορτοφάγους
µε
θανατηφόρες παθήσεις των εντέρων, για ανθρώπους που δεν πίνουν σταγόνα και πεθαίνουν πριν από τα τριάντα τους από καρδιακή
προσβολή,
φανατικούς
µη
καπνιστές
στους
οποίους ανακαλύπτεται καρκίνος των πνευµόνων όταν πια είναι πολύ αργά. Κοιτάξτε τις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο, λέω. Τόσους αιώνες πίνουν κρασί εκεί πέρα, αλλά σε γενικές γραµµές οι άνθρωποι εκεί είναι πιο υγιείς απ’ ό,τι στα δικά µας
µέρη.
Υπάρχουν
χώρες
και λαοί που
αποσιωπώ
συνειδητά. Δεν µιλώ για το µέσο προσδόκιµο ζωής των Ρώσων που κατεβάζουν τη βότκα λες κι είναι νεράκι. Όποιος
δεν ζει δεν θα γεράσει, λέω. Ξέρετε γιατί οι Σκοτσέζοι ποτέ δεν παθαίνουν γρίπη; Όχι; Θα σας πω… Όταν έχω φτάσει σ’ αυτό το σηµείο, ήδη έχω σχεδόν κερδίσει τον νέο ασθενή. Απαριθµώ απέξω τις µάρκες ουίσκι: Glenfiddich, Glencairn, Glencadam–
κι
εδώ
φτάνω
στη
στιγµή-κλειδί
της
προκαταρκτικής συνέντευξης: αφήνω να διαφανεί ότι κι εµένα µου αρέσει να πίνω κάνα ποτηράκι. Ότι είµαι σαν κι αυτούς. Δικός τους. Όχι εντελώς φυσικά. Γνωρίζω τη θέση µου. Δεν είµαι καλλιτέχνης. Δεν είµαι παρά ένας απλός οικογενειακός γιατρός. Ένας οικογενειακός γιατρός όµως που δίνει µεγαλύτερη σηµασία στην ποιότητα ζωής απ’ ό,τι σ’ ένα εκατό τοις εκατό υγιές σώµα. Μία από τους ασθενείς µου είναι µια τέως υφυπουργός που ζυγίζει εκατόν πενήντα κιλά. Μια τέως υφυπουργός Πολιτισµού µε την οποία ανταλλάσσω συνταγές. Ενώ δεν θα ’πρεπε να ανταλλάσσω απολύτως τίποτα. Καµιά φορά σχεδόν δεν µπορώ να πάρω ανάσα, γιατρέ, λέει αφού σωριαστεί λαχανιάζοντας στην καρέκλα απέναντι από το γραφείο µου. Της
ζητάω
να ξεκουµπώσει
το
πουκάµισό
της,
να
ξεγυµνώσει µόνο την πλάτη της, και παίρνω το στηθοσκόπιό µου. Οι ήχοι µέσα σ’ ένα υπέρβαρο σώµα είναι διαφορετικοί απ’ ό,τι σ’ ένα σώµα όπου υπάρχει αρκετός χώρος για όλα τα όργανα. Όλα πρέπει να εργάζονται πιο σκληρά. Μάχονται για
χώρο. Μια µάχη από χέρι χαµένη. Το λίπος βρίσκεται παντού. Τα όργανα έχουν περικυκλωθεί απ’ όλες τις µεριές. Ακροάζοµαι
µε
πνεύµονες
που
το
στηθοσκόπιό
σε
κάθε
µου.
εισπνοή
Ακούω
τους
αναγκάζονται
να
παραµερίζουν το λίπος. Εκπνεύστε πολύ αργά, λέω. Και ακούω πώς το λίπος ξαναπαίρνει τη θέση του. Η καρδιά δεν χτυπάει, σφυροκοπάει. Η καρδιά κάνει υπερωρίες. Πρέπει να στείλει το αίµα εγκαίρως σε όλες τις πιο αποµακρυσµένες γωνιές
του
σώµατος.
Αλλά
και
οι
φλέβες
είναι
περικυκλωµένες από λίπος. Τώρα εισπνεύστε ήρεµα, λέω. Το λίπος αντιστέκεται. Υποχωρεί µεν όταν οι πνεύµονες προσπαθούν να γεµίσουν µε αέρα, αλλά ποτέ πια δεν θα παραδώσει τον χώρο που κατέλαβε. Είναι µια µάχη για εκατοστά χιλιοστών. Αόρατο στο γυµνό µάτι, το λίπος ετοιµάζεται
για
στηθοσκόπιο
την
στην
τελική
επίθεση.
µπροστινή
πλευρά
Μετατοπίζω του
το
σώµατος.
Ανάµεσα στα στήθη της τέως υφυπουργού λαµπυρίζει ένα λεπτό ρυάκι ιδρώτα, σαν καταρράκτης κάπου στο βάθος, ένας
καταρράκτης
κάπου
ψηλά σε
µια βουνοπλαγιά.
Προσπαθώ να αποφύγω να κοιτάξω τα ίδια τα στήθη. Όπως πάντα, κάνω λάθος σκέψεις. Δεν µπορώ να τις εµποδίσω. Σκέφτοµαι
τον
άντρα
της
τέως
υφυπουργού,
έναν
«δραµατουργό» που το µεγαλύτερο µέρος του έτους είναι
άνεργος. Σκέφτοµαι για το ποιος θα είναι από πάνω ή από κάτω. Πρώτα εκείνος είναι από πάνω. Αλλά δεν µπορεί να πιαστεί από πουθενά. Γλιστράει από το σώµα σαν από ένα µισογεµάτο νερόστρωµα ή ένα τραµπολίνο που δεν το έχουν φουσκώσει αρκετά. Ή αντιθέτως βουλιάζει σε αυτό. Χώνει τα χέρια του µες στη σάρκα. Κατά βάθος χρειάζεται σκοινιά και γάντζους. Πολύ αργείς, λαχανιάζει η γυναίκα του και τον σπρώχνει από πάνω της. Τώρα εκείνος είναι από κάτω. Σκέφτοµαι τα βυζιά πάνω από το πρόσωπό του, πώς χαµηλώνουν αργά αργά. Πρώτα υπάρχει ολική έκλειψη ηλίου. Το φως σβήνει. Ύστερα δεν υπάρχει πια χώρος για να ανασάνει. Ο «δραµατουργός» κάτι φωνάζει ακόµη, αλλά κάθε ήχος πνίγεται από τα στήθη. Τώρα καλύπτουν ολόκληρο το πρόσωπό του. Παραείναι ζεστά και δεν είναι πια τελείως στεγνά. Μια µοβ θηλή µεγάλη σαν πιατάκι του γλυκού κλείνει το στόµα και τα ρουθούνια του. Τότε σπάει το πρώτο πλευρό µ’ έναν ξερό κρότο κάτω από το βάρος των εκατόν πενήντα κιλών που ζυγίζει το σώµα της γυναίκας του. Εκείνη δεν έχει καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά. Αρπάζει τον πούτσο του και τον σπρώχνει µέσα της. Επειδή κι εκεί κάτω όλα είναι µες στο λίπος, αργεί λίγο µέχρι να σιγουρευτεί ότι όντως έχει µπει µέσα. Στο µεταξύ σπάνε κι άλλα πλευρά. Είναι όπως µ’ ένα δεκαώροφο κτίριο που ο εργολάβος δεν
έχει καλοµελετήσει τα σχέδια και οι οικοδόµοι αρχίζουν να κατεδαφίζουν έναν φέροντα τοίχο στο ισόγειο. Πρώτα υπάρχουν µονάχα ρωγµές, έπειτα ολόκληρο το οικοδόµηµα αρχίζει να παραπαίει. Στο τέλος το κτίριο καταρρέει. Εκείνη έχει χώσει τη γλώσσα της στο αυτί του. Αυτό είναι το τελευταίο που αισθάνεται. Και ακούει. Τη γλώσσα ενός σκύλου του Αγίου Βερνάρδου που γεµίζει ολόκληρο το πτερύγιο του αυτιού του. Εκπνεύστε άλλη µια φορά, λέω. Τι κάνει ο άντρας σας; Ξαναβρήκε δουλειά; Θα µπορούσα να της πω ότι έτσι δεν µπορεί να συνεχίσει για πολύ ακόµη. Δεν είναι µόνο τα όργανα που δεν έχουν αρκετό χώρο. Οι αρθρώσεις επίσης επιβαρύνονται υπερβολικά. Όλα χαλάνε. Οι µηνίσκοι, οι σύνδεσµοι των αστραγάλων, οι γοφοί. Είναι σαν µια νταλίκα µε ρυµούλκα µε υπερβολικά µεγάλο φορτίο. Στην κατηφόρα τα φρένα υπερθερµαίνονται, η νταλίκα διπλώνεται
και
στο
τέλος
περνάει
µέσα
από
την
προστατευτική µπάρα και πέφτει στον γκρεµό. Αλλά εγώ ανοίγω το συρτάρι του γραφείου µου και βγάζω µια συνταγή. Για χοιρινή πλάτη στον φούρνο, µε δαµάσκηνα και κόκκινο κρασί. Είναι µια συνταγή που έκοψα από ένα περιοδικό. Της τέως υφυπουργού τής αρέσει το µαγείρεµα. Η µαγειρική είναι το µοναδικό της χόµπι, κατά τα άλλα δεν υπάρχει τίποτα που να την ενδιαφέρει. Αργά ή γρήγορα θα πεθάνει από το
µαγείρεµα. Θα πεθάνει µε το πρόσωπο σε µια κατσαρόλα. Ο Ραλφ Μέγιερ ήταν κι αυτός υπέρβαρος, αν και µε διαφορετικό τρόπο. Έναν «πιο φυσιολογικό» τρόπο, θα µπορούσες να πεις. Αρχικά το σουλούπι του σε ξεγελούσε. Το παραπανίσιο βάρος αγκάλιαζε το σώµα του σαν ένα υπερβολικά φαρδύ παλτό. Αλλά κατά την πρώτη του επίσκεψη στο ιατρείο µου άκουσα και σ’ αυτόν ήχους που σπάνια ακούς σε υγιείς ανθρώπους. Είχα ακουµπήσει το στηθοσκόπιό µου στη γυµνή πλάτη του. Πρώτα απ’ όλα ήταν η αναπνοή. Ακουγόταν βαριά και κοπιαστική, λες και ο ήδη λιγοστός αέρας έπρεπε να ανασυρθεί µε κουβά από ένα πολύ βαθύ πηγάδι. Στον καρδιακό παλµό του ακουγόταν ένας αντίλαλος. Ένας αντίλαλος όπως όταν χτυπάει µια καµπάνα. Και πιο κάτω, στα έντερά του, στον πυθµένα του στοµάχου, ακούγονταν ζυµώσεις και βορβορυγµοί. Είχε αδυναµία στα οστρακοειδή και στα πουλερικά, όπως αργότερα µπόρεσα να διαπιστώσω ιδίοις όµµασιν. Μικρά πουλάκια –ορτύκια, πέρδικες–, τραβούσε τα κοκαλάκια και τα έχωνε στο στόµα του. Ρουφούσε τα σπονδυλάκια του λαιµού, άλεθε τις σπονδυλικές στήλες ανάµεσα στα δόντια του για να βγάλει και τα τελευταία αποµεινάρια ζουµιού. «Κάθε βράδυ είµαι στη σκηνή» είπε. «Και τα απογεύµατα κάνω πρόβα για το καινούργιο έργο. Δεν µπορώ να αντεπεξέλθω πια». Είχε
µάθει για µένα από έναν συνάδελφο, είπε. Έναν συνάδελφο που εδώ και χρόνια ήταν ασθενής µου. Αυτός του είχε πει για τα χάπια. Για την ευκολία µε την οποία χορηγούσα συνταγές γι’ αυτά τα χάπια –βενζεδρίνη, αµφεταµίνες, σπιντ– ό,τι εγώ ως γιατρός θεωρούσα καλύτερο γι’ αυτόν. Τον ακροάστηκα µε το στηθοσκόπιο. Αναρωτήθηκα πολύ σοβαρά τι ζηµιά θα προκαλούσαν τα χάπια σε τούτο το σώµα. Βενζεδρίνη, αµφεταµίνη, σπιντ – στην ουσία δεν είναι παρά διαφορετικά ονόµατα
για
επιταχύνονται,
το οι
ίδιο
πράγµα.
κόρες
Οι
καρδιακοί
διαστέλλονται,
οι
παλµοί φλέβες
διαστέλλονται κι αυτές. Για µερικές ώρες µπορούµε ν’ ανεβάσουµε τις στροφές. Θα µπορούσες όντως να µε αποκαλέσεις «εύκολο» σε ό,τι αφορά τη χορήγηση ορισµένων φαρµάκων. Ναι, είµαι εύκολος. Γιατί να µείνει κανείς ξύπνιος τη µισή νύχτα όταν µε µόλις ένα µιλιγκράµ λοραζεπάµη κοιµάται σαν πουλάκι; Είναι φάρµακα που ανεβάζουν την ποιότητα ζωής. Υπάρχουν συνάδελφοι που προειδοποιούν τους ασθενείς τους για την εθιστική τους ιδιότητα. Γράφουν µια συνταγή για Βάλιουµ, αλλά την επόµενη φορά κάνουν ξαφνικά τον δύσκολο όταν ο ασθενής τούς ζητήσει επαναληπτική συνταγή. Εγώ έχω διαφορετική άποψη. Ο ένας χρειάζεται µια κλοτσιά στον κώλο, ο άλλος έχει ανάγκη το κεφάλι του να µη σκέφτεται
τόσο πολύ για µερικές ώρες. Η οµορφιά όλων αυτών των φαρµάκων έγκειται στην απλότητά τους. Πέντε µιλιγκράµ Βάλιουµ όντως σε κάνουν αρκετά πιο ήρεµο, δεν χρειάζονται ούτε τρία µιλιγκράµ βενζεδρίνη για να κάνουν κάποιον να χοροπηδάει ως τις πέντε το πρωί στο κέντρο της πόλης. Κάποιος άλλος φοβάται να µπει σε µαγαζιά και ντρέπεται να µιλήσει σε κορίτσια. Μετά από δύο εβδοµάδες Σεροξάτ γυρίζει σπίτι µε δώδεκα πουκάµισα Hugo Boss, µια λάµπα γραφείου σχεδιασµένη από τον Άλαν Σέτσκο και πέντε καινούργια παντελόνια από το µαγαζί της G-Star RAW. Μετά τρεις εβδοµάδες πιάνει κουβέντα µε όλα τα κορίτσια στην ντίσκο. Όχι µε ένα δυο, όχι, µε όλα τα κορίτσια. Δεν αποθαρρύνεται πλέον από ηλίθια χαχανητά ή µια ξεκάθαρη απόρριψη. Το «Η νύχτα µόλις άρχισε, µπορώ να περιµένω» είναι για τους αποτυχηµένους, τους σπυριάρηδες που γυρίζουν σπίτι µόνοι τους αφού χαζολογήσουν πρώτα επί εφτά ώρες µε µια µπιρίτσα στο χέρι. Η νύχτα µόλις άρχισε µεν, αλλά δεν υπάρχει λόγος να περιµένω, ξέρει στο µεταξύ χάρη στο Σεροξάτ. Η νύχτα αρχίζει τώρα. Όσο πιο νωρίς αρχίζει, τόσο πιο πολύ διαρκεί. Έχει µια τέλεια πρόταση για να κάνει καµάκι. Ή µάλλον: δεν προβληµατίζεται πια για το πώς θα κάνει καµάκι. Όλες οι προτάσεις είναι καλές. Είναι κυρίως καλές όταν µετά τριάντα δευτερόλεπτα τις έχεις ήδη
ξεχάσει. Αστράφτουν διά της απλότητός τους. Τι όµορφη που είσαι, λέει στο κορίτσι που είναι όµορφο. Υπάρχει και κύριος Μάλντερ; ρωτάει τη γυναίκα που συστήθηκε ως Έστερ Μάλντερ. Παλιά, ποτέ δεν µπορούσα να ξεστοµίσω τέτοιες προτάσεις, λέει ο χρήστης Σεροξάτ. Πάµε στο δικό µου σπίτι ή στο δικό σου; Τα µάτια σου είναι ό,τι πιο ωραίο όταν γελάς. Αν φύγουµε τώρα µαζί, θα έχουµε όλη τη βραδιά µπροστά µας. Μπορώ να σε αγγίξω εδώ ή θα µε βρεις χυδαίο; Πέντε λεπτά µαζί σου και έχω την αίσθηση ότι σε γνωρίζω εδώ και χρόνια. Είναι –δεν µπορεί να βρει άλλη λέξη– λυτρωτικό να προφέρει αυτές τις προτάσεις. Απλότητα, εκεί είναι το ζουµί. Απλότητα είναι να λες σε µια ωραία γυναίκα ότι είναι ωραία. Ποτέ δεν λες: Ξέρεις ότι είσαι πάρα πολύ ωραία; Μια ωραία γυναίκα ήδη το ξέρει. Ξέρεις ότι είσαι πάρα πολύ ωραία; λες κατά κανόνα µόνο σε µια άσχηµη γυναίκα. Μια γυναίκα που δεν το έχει ξανακούσει. Η ευγνωµοσύνη της δεν θα γνωρίζει όρια. Αργότερα εκείνο το βράδυ θα τα δεχτεί όλα: έναν βρόµικο άπλυτο πούτσο µες στη µούρη της. Έναν άπλυτο πούτσο που εκσφενδονίζει µπαγιάτικο σπέρµα επάνω της, το απόθεµα µηνών. Πάνω στον αφαλό της, στα χείλη της, στα βλέφαρά της. Κίτρινο σπέρµα. Κίτρινο σαν τις κιτρινισµένες σελίδες ενός βιβλίου που κανείς δεν ήθελε να διαβάσει, γι’ αυτό και το παράτησαν στον ήλιο δίπλα στην
ξαπλώστρα. Βρόµικο ευτελές σπέρµα που µυρίζει όπως ένα µισοάδειο µπουκάλι ξινόγαλο που ξεχάστηκε στο ψυγείο. Μα κάποιες
φορές
όντως
συµβαίνει.
Ή
ας
το
πω
διαφορετικά: µπορείς να είσαι σίγουρος ότι µια ωραία γυναίκα σπάνια ακούει πια πόσο όµορφη είναι. Ότι κανείς από τους άντρες στο πάρτι δεν τολµάει πια να το πει. Γι’ αυτό ακούς τις ωραίες γυναίκες να παραπονιούνται συχνά µεταξύ τους: ότι η οµορφιά τους θεωρείται δεδοµένη. Στην ίδια κατηγορία µε τη Μόνα Λίζα, την Ακρόπολη ή τη θέα του Γκραντ Κάνιον από το Grandview Point. Δεν ξέρουµε πια τι να πούµε στις ωραίες
γυναίκες.
γλωσσοδέτη.
Με
Μένουµε τις
ωραίες
άναυδοι.
Παθαίνουµε
γυναίκες
µιλάµε
για
οποιοδήποτε θέµα εκτός από την οµορφιά τους. Έφαγες σε κανένα καλό εστιατόριο τώρα τελευταία; ρωτάµε. Τίποτα σχέδια για τις διακοπές; Η ωραία γυναίκα δίνει συνηθισµένες απαντήσεις. Αρχικά χαίρεται, ακόµα και νιώθει ανακούφιση, που της µιλούν µε τόσο απλό τρόπο. Που κάποιος ανοίγει συζήτηση
µαζί
της
για καθηµερινά πράγµατα.
Τόσο
συνηθισµένα. Τόσο φυσιολογικά. Λες και δεν είναι καθόλου ωραία, αλλά ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι. Αλλά αφού περάσει λίγη ώρα, κάτι αρχίζει να την τρώει. Όπως και να έχει, παραµένει περίεργο. Μια ωραία γυναίκα φοράει την οµορφιά της σαν ινδιάνικο κάλυµµα κεφαλής µε φτερά. Παραµένει
περίεργο που όλοι συνεχίζουν κανονικά την κουβέντα χωρίς να πουν κάτι για τα φτερά. « Έχεις ωραία γυναίκα» είπε, λόγου χάρη, ο Ραλφ Μέγιερ µόλις του δόθηκε η ευκαιρία. Καθόταν απέναντί µου στην άλλη πλευρά του γραφείου µου και τουλάχιστον δεν µασούσε τα λόγια του. Ήταν η δεύτερη επίσκεψή του, περίπου µια εβδοµάδα µετά την πρεµιέρα του Ριχάρδου Β΄. Και πάλι εµφανίστηκε
απροειδοποίητα
στο
ιατρείο
µου,
χωρίς
ραντεβού. «Μήπως µπορώ να περάσω µια στιγµή ενδιάµεσα» είχε πει στη Λίσµπετ, τη βοηθό µου. «Σ’ ένα λεπτάκι θα έχω φύγει». Αρχικά νόµιζα ότι ήρθε για να του γράψω κι άλλα χάπια, αλλά τα χάπια δεν αναφέρθηκαν καθόλου σε τούτη τη δεύτερη επίσκεψη. « Ήµουν στη γειτονιά» είπε. «Είπα να περάσω για να σε ρωτήσω αυτοπροσώπως». «Ναι;» Προσπάθησα να τον κοιτάξω όσο το δυνατόν πιο ουδέτερα, αλλά δεν µπορούσα να κάνω αλλιώς, δεν µπορούσα να εµποδίσω τον εαυτό µου: το µόνο που σκεφτόµουν ήταν το βλέµµα µε το οποίο µια εβδοµάδα νωρίτερα είχε περιεργαστεί τη γυναίκα µου απ’ την κορφή ως τα νύχια. «Το ερχόµενο Σάββατο θα κάνουµε πάρτι» είπε. «Στο σπίτι. Αν ο καιρός είναι καλός, στον κήπο. Ήθελα να καλέσω
κι εσένα και τη γυναίκα σου». Τον κοίταξα ενώ σκεφτόµουν τα δικά µου. Θα µας είχε καλέσει, άραγε, αν ήµουν παντρεµένος µε άλλη γυναίκα και όχι µε την Καρολίν; Με µια λιγότερο νόστιµη γυναίκα; «Πάρτι;» είπα. «Η
Γιούντιτ
κι
εγώ.
Το
ερχόµενο
Σάββατο
συµπληρώνουµε ακριβώς είκοσι χρόνια µαζί». Κούνησε το κεφάλι του. «Απίστευτο! Είκοσι χρόνια! Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός».
9
«ΔΕΝ ΧΑΝΕΙ ΧΡΟΝΟ» ΕΙΠΑ. «Πηγαίνει ολόισια στον στόχο του». Καθόµασταν στο τραπέζι της κουζίνας. Το πλυντήριο πιάτων γουργούριζε. Η Λίζα ήταν ήδη στο κρεβάτι, η Γιούλια διάβαζε τα µαθήµατά της στο δωµάτιό της. Η Καρολίν µοίρασε το υπόλοιπο κρασί στα ποτήρια µας. «Μαρκ, σε παρακαλώ!» είπε. «Απλώς σε συµπαθεί. Δεν πρέπει παντού να υποψιάζεσαι κάποιον απώτερο σκοπό». «Με
συµπαθεί!
Δεν µε
συµπαθεί καθόλου.
Εσένα
συµπαθεί. Μου το είπε επί λέξει: “Τι φοβερά συµπαθητική γυναίκα που έχεις, Μαρκ!”. Έτσι σε κοιτούσε στο θέατρο. Όπως ένας άντρας κοιτάζει µια συµπαθητική γυναίκα. Ας γελάσω!»
Η Καρολίν ήπιε µια γουλίτσα από το κρασί της, έγειρε ελαφρώς το κεφάλι στο πλάι και µε κοίταξε. Το είδα στα µάτια της: το έβρισκε διασκεδαστικό αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον του διάσ ηµου ηθοποιού Ραλφ Μέγιερ. Και κατά βάθος δεν µπορούσα να την κατηγορήσω γι’ αυτό. Αν ήµουν απόλυτα ειλικρινής, κι εγώ το έβρισκα διασκεδαστικό. Οπωσδήποτε ήταν πιο διασκεδαστικό από το να µη δίνουν καµία σηµασία στη γυναίκα σου οι διάσηµοι ηθοποιοί. Αλλά ύστερα σκέφτηκα πάλι το χυδαίο βλέµµα του. Το βλέµµα ενός
αρπακτικού.
Όχι,
σίγουρα
δεν
ήταν
µόνο
διασκεδαστικό. «Εσύ λες ότι µας προσκαλεί στο πάρτι του επειδή θέλει να µε ρίξει» είπε η Καρολίν. «Αλλά αυτό δεν στέκει. Αφού µας κάλεσε και στην πρεµιέρα. Τότε δεν µε είχε δει ποτέ». Έπρεπε να παραδεχτώ ότι εδώ είχε ένα δίκιο. Και παρ’ όλα αυτά ήταν διαφορετικό, άλλο µια πρόσκληση σε πρεµιέρα κι άλλο µια πρόσκληση για πάρτι στο σπίτι του. «Ας το αντιστρέψουµε» είπα. «Σ’ έναν µήνα έχεις τα γενέθλιά σου. Θα καλούσες τον Ραλφ Μέγιερ στο πάρτι γενεθλίων σου;» «Λοιπόν…» Η Καρολίν µε κοίταξε µε το πιο περιπαικτικό της βλέµµα. « Όχι, εντάξει» είπε ύστερα. «Πιστεύω πως όχι. Ως εκεί έχεις δίκιο. Εννοώ µονάχα ότι δεν πρέπει να είσαι
πάντα τόσο καχύποπτος. Ίσως µας συµπαθεί στ’ αλήθεια. Και τους δυο µας, εννοώ. Γίνεται, δεν γίνεται; Μίλησα µε τη γυναίκα του σ’ εκείνη την πρεµιέρα. Δεν ξέρω, τυχαίνει καµιά φορά να ταιριάζεις αµέσως µε κάποιον. Αυτό ένιωσα µ’ αυτή τη Γιούντιτ. Ποιος ξέρει, µπορεί αυτή να είπε στον Ραλφ να µας καλέσει». Η Γιούντιτ. Πάλι είχα ξεχάσει το όνοµά της. Την πρώτη φορά το ξέχασα ούτε ένα δευτερόλεπτο αφότου µου έσφιξε το χέρι στο φουαγέ του θεάτρου. Η δεύτερη φορά ήταν σήµερα το πρωί, όταν ο Ραλφ Μέγιερ είχε αναφέρει το πάρτι. Γιούντιτ, είπα νοερά στον εαυτό µου. Γιούντιτ. Θα είµαι ειλικρινής. Όταν µου έσφιξε το χέρι και είπε το όνοµά της, την κοίταξα όπως κάθε άντρας κοιτάζει µια άγνωστη γυναίκα που µπαίνει για πρώτη φορά στο οπτικό του πεδίο. Θα µπορούσες να το κάνεις µαζί της; σκέφτηκα ενώ την κοίταζα στα µάτια. Ναι, ήταν η απάντηση. Και η Γιούντιτ µε κοίταξε κι αυτή. Πρόκειται για κλάσµατα του δευτερολέπτου, κρατάς το βλέµµα του άλλου µια στάλα παραπάνω από το κανονικό. Έτσι κοιταχτήκαµε η Γιούντιτ κι εγώ. Μια στάλα παραπάνω απ’ όσο µπορεί να θεωρηθεί ακόµη ευπρεπές. Και την ώρα που ξεχνούσα το όνοµά της, εκείνη µου χαµογέλασε. Δεν ήταν τόσο το στόµα της που
γελούσε, ήταν κυρίως τα µάτια της. Ναι, έλεγαν αυτά τα µάτια µε τη σειρά τους. Κι εγώ µ’ εσένα. «Ευπρεπές» δεν είναι η σωστή λέξη. Το «ευπρεπές» ανήκει σε προτάσεις που προτιµάς να µην τις ακούς να βγαίνουν από το δικό σου το στόµα. Προτάσεις όπως: «Θα περίµενα ότι εδώ θα τηρούσαµε τους ελάχιστους κανόνες της ευπρέπειας». Όχι, µε καµία κυβέρνηση δεν µπορώ να αποκαλώ τον εαυτό µου ευπρεπή. Κοιτάζω τις γυναίκες µε αυτό τον τρόπο επειδή δεν θα ήξερα πώς αλλιώς να κοιτάξω τις γυναίκες. Είναι ίσως κρίµα για τις «συµπαθητικές» γυναίκες, για τις «αρκετά χαριτωµένες» γυναίκες, αλλά για καλό και για κακό αυτές δεν τις κοιτάζω ποτέ για πολλή ώρα. Δεν είµαι γαϊδούρι, εν ανάγκη ανοίγω µια ζωηρή συζήτηση, αλλά για τη γλώσσα του σώµατός µου δεν µπορούν να δηµιουργηθούν παρεξηγήσεις. Μ’ εσένα όχι, γράφει αυτή η γλώσσα του σώµατος µε κεφαλαία γράµµατα στο µέτωπό µου. Ούτε να το σκεφτώ δεν θέλω. Ούτε σε χίλια χρόνια. Οι συµπαθητικές
γυναίκες
αντισταθµίζουν
την
έλλειψη
σωµατικής ελκυστικότητας µε ταλέντα, επίκτητα ή µη, σε άλλους τοµείς. Έτσι, λόγου χάρη, ετοιµάζουν όλα τα σάντουιτς για εκδηλώσεις µε πάνω από εκατό άτοµα. Ή νοικιάζουν γιορτινά καπέλα και µάσκες για όλο τον κόσµο.
Ή καταφθάνουν µ’ ένα ποδήλατο µε καρότσα, φορτωµένη µε περισσότερα ξύλα για όλα τα τζάκια απ’ όσα χρειάζονται. «Τι καλή κοπέλα αυτή η Βίλµα» λένε όλοι. «Τι συµπαθητική γυναίκα! Ποιος άλλος θα έκανε τέτοιο πράγµα; Ποιος άλλος θα το σκεφτόταν;» Η Βίλµα είναι µεν ολοφάνερα πολύ άσπρη ή πολύ αδύνατη ή απλώς πολύ άσχηµη, αλλά κάνει αφιλοκερδώς τόσα ωραία πράγµατα ταυτόχρονα που θα ήταν µικρόψυχο να πεις κάτι γι’ αυτό. Τελικά, σ’ ένα από αυτά τα πάρτι µε πάνω από εκατό άτοµα, η Βίλµα θα τυλίξει κάποιον άντρα. Συχνά κυριολεκτικά. Είναι ο ίδιος άντρας που βλέπαµε ολόκληρη τη βραδιά να στέκεται στην άκρη της πίστας. Κουνιόταν µεν µαζί µε τους χορευτές, αλλά ο ίδιος δεν ανέβηκε ούτε µια φορά στην πίστα. Το µπουκάλι της µπίρας στο χέρι του κουνιόταν στον ρυθµό της µουσικής. Αλλά αυτό ήταν το µόνο πράγµα στον άντρα που κουνιόταν ρυθµικά. «Θυµάσαι εκείνο τον άντρα;» λένε οι άνθρωποι αργότερα. «Εκείνο τον άντρα στο πάρτι; Αυτός είναι τώρα µε τη Βίλµα». Από εκείνη τη µέρα είναι αυτός που πηγαίνει στον φούρνο για να πάρει τα διακόσια φραντζολάκια και που κόβει τα ξύλα για τα τζάκια. Τώρα η Βίλµα ξεκουράζεται ύστερα από τόσα χρόνια που παρίστανε την καλή κοπέλα. Δώσ’ της άδικο. Ύστερα έρχονται τα παιδιά. Άσχηµα παιδιά σε γενικές γραµµές. Με εξαιρετικά υψηλή νοηµοσύνη και χαµηλές
κοινωνικές δεξιότητες. Παιδιά που τους αρέσει στ’ αλήθεια το σχολείο. Που πηδάνε µερικές τάξεις, αλλά που πάντα τα πειράζουν τα άλλα παιδιά. Συνήθως φταίει η κοινωνία που αργότερα, όταν µεγαλώσουν, µπορούν να βρουν δουλειά µονάχα ως βοηθοί σε βιολογικό γαλακτοπωλείο. Στο µεταξύ οι φιλενάδες της Βίλµα αναρωτιούνται τι του βρήκε κάποτε του δυσκίνητου άντρα. Το καταλαβαίνουν όµως. Αυτό που καταλαβαίνουν ποτέ δεν το λένε δυνατά στη Βίλµα. Μόνο µεταξύ τους. «Πάλι καλά που τουλάχιστον έχει κάποιον» λένε. «Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά κατά κάποιον τρόπο ταιριάζουν κιόλας». Θα µπορούσες να το κάνεις µ’ αυτό; Στα φοιτητικά µου χρόνια αυτό ρωτούσαµε πάντα ο ένας τον άλλο στο µάθηµα ανατοµίας. Όταν τοποθετούσαν ένα ολόφρεσκο πτώµα στο χειρουργικό τραπέζι. Τη µία φορά ήταν ένας σκελετωµένος ηλικιωµένος που είχε θέσει το σώµα του στη διάθεση της επιστήµης, την άλλη φορά ένα θύµα τροχαίου που βρέθηκε µια κάρτα δότη οργάνων στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Το κάναµε για να σπάσουµε την ένταση. Την ένταση που νιώθεις όταν πρόκειται να µπήξεις το νυστέρι σ’ έναν άνθρωπο.
«Θα
µπορούσες
να
το
κάνεις
µ’
αυτό;»
ψιθυρίζαµε ο ένας στον άλλο, µακριά από τα αυτιά του καθηγητή. Αναφέραµε ποσά. «Για εκατό χιλιάδες; Για ένα
εκατοµµύριο; Όχι; Και για πέντε εκατοµµύρια;» Ακόµα και τότε κατηγορίες. «ελκυστικός»
κατατάσσαµε
«Συµπαθητικό» ήταν
κάποιος
ήδη τα πτώµατα σε
σήµαινε µε
απλά
χαριτωµένο
άσχηµο· ή
γλυκό
πρόσωπο αλλά µε κώλο σαν αεροδρόµιο· «όµορφο» σήµαινε ότι στο
ανατοµικό
τραπέζι κειτόταν οπωσδήποτε
ένα
φωτοµοντέλο. Ένα σώµα που ήταν κρίµα απ’ τον Θεό που ήταν τόσο παγωµένο και δεν κουνιόταν πια. Η Καρολίν µε κοίταξε. «Τι κάθεσαι και γελάς; Πάλι χαίρεσαι µόνος σου;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι. « Όχι, σκεφτόµουν τη Γιούντιτ» είπα. «Και τον Ραλφ. Το πώς κοιτούσε εσένα. Ότι αυτή µάλλον δεν έχει ιδέα για τη βόµβα που θα τοποθετηθεί κάτω από τον εικοσάχρονο γάµο τους όταν εσύ µπεις στο σπίτι τους». «Μαρκ! Δεν έχω κανένα σκοπό να αναστατώσω το πάρτι για την επέτειο του γάµου τους». « Όχι, το ξέρω ότι δεν το έχεις σκοπό. Αλλά πρέπει να µου υποσχεθείς ότι δεν θα φύγεις στιγµή από το πλευρό µου». Η Καρολίν έβαλε τα γέλια. «Αχ, Μαρκ! Τι υπέροχο που έχω έναν άντρα σαν εσένα. Έναν άντρα που µε προσέχει. Που µε προστατεύει». Τώρα ήταν η δική µου σειρά να γείρω το κεφάλι µου στο
πλάι και να την κοιτάξω περιπαικτικά. «Τι θα φορέσεις;» ρώτησα.
10
ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΑΤΕΡΑΔΕΣ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ να αποκτήσουν γιο παρά κόρη. Εδώ που τα λέµε, όλες οι µανάδες επίσης. Ιατρική βιολογία µάς δίδασκε ο καθηγητής Χερτζλ. Ήδη στο πρώτο έτος ο Χερτζλ µάς µίλησε για το ένστικτο. «Το ένστικτο δεν ξεριζώνεται» είπε. «Χρόνια πολιτισµού µπορούν να κάνουν το ένστικτο αόρατο. Ο πολιτισµός και η δικαιοσύνη µάς αναγκάζουν να συγκρατήσουµε τα ένστικτά µας. Αλλά το ένστικτο ποτέ δεν είναι πολύ µακριά. Περιµένει και ορµάει τη στιγµή που κάποιος δεν προσέχει». Ο καθηγητής Άαρον Χερτζλ. Για όποιον το όνοµά του ακούγεται ακόµη γνωστό: είναι όντως ο ίδιος Άαρον Χερτζλ που αργότερα αναγκάστηκε να φύγει από το πανεπιστήµιο λόγω των παρενοχλήσεων που δεχόταν εξαιτίας της έρευνάς
του για τον εγκέφαλο των κακοποιών. Στην εποχή µας τα αποτελέσµατα της έρευνας του Χερτζλ έχουν γίνει κοινώς αποδεκτά, αλλά εκείνα τα χρόνια –τα χρόνια που σπούδαζα– τέτοιες
αντιλήψεις
µπορούσαν
να
αναφερθούν
µόνο
ψιθυριστά. Ήταν τα χρόνια που ο κόσµος ακόµη πίστευε στην καλοσύνη του ανθρώπου. Το καλό µέσα σε κάθε άνθρωπο. Ένας κακός άνθρωπος επιδεχόταν βελτίωση, έτσι υπαγόρευε η µόδα που επικρατούσε τότε. Κάθε κακός άνθρωπος. «“Οφθαλµόν αντί οφθαλµού, οδόντα αντί οδόντος” – στην ουσία αυτό βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση απ’ όσο τολµούµε να παραδεχτούµε δηµοσίως» δίδασκε ο Χερτζλ. «Σκοτώνεις τον φονιά του αδερφού σου, µε ένα χασαποµάχαιρο ευνουχίζεις τον βιαστή της γυναίκας σου, του διαρρήκτη που εισβάλλει στο σπίτι σου του κόβεις και τα δυο του χέρια. Η
δικονοµία συχνά οδηγεί µόνο σε
ατέλειωτες καθυστερήσεις για να φτάσει στο τέλος στην ίδια ετυµηγορία. Σκοτώστε τον. Πάρτε τον. Δεν θέλουµε να ξαναδούµε ποτέ τους φονιάδες και τους βιαστές να περνάνε από τους δρόµους µας. Όταν πεθάνει ο πατέρας, ο γιος παίρνει τη σκυτάλη. Διώχνει τους εισβολείς από το σπίτι και σκοτώνει τους βάρβαρους που προσπαθούν να βιάσ ουν τη µητέρα και τις αδερφές του. Στη γέννα όχι µόνο ο πατέρας,
αλλά και η µητέρα βγάζει έναν αναστεναγµό ανακούφισης όταν αποδεικνύεται πως το πρωτότοκο µωρό είναι γιος. Αυτά είναι γεγονότα που δεν ακυρώνονται έτσι απλά µε δύο χιλιάδες χρόνια πολιτισµού. Τι λέω; Δύο χιλιάδες χρόνια; Προχτές ακόµη έτσι γινόταν. Πριν από µόλις είκοσι, τριάντα χρόνια. Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάµε από πού προερχόµαστε. Γλυκοί, χαριτωµένοι, πράοι άντρες, πολύ ωραία. Είναι όµως µια πολυτέλεια. Σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης τι να τους κάνεις τους γλυκούς χαριτωµένους άντρες». Δεν θέλω να υπάρξει παρεξήγηση. Αγαπώ τις κόρες µου. Περισσότερο απ’ οτιδήποτε ή οποιονδήποτε στον κόσµο. Προσπαθώ µόνο να είµαι ειλικρινής. Ήθελα έναν γιο. Το ήθελα τόσο βαθιά µέσα µου που σχεδόν πονούσε. Έναν γιο. Ένα αγόρι. Σκέφτηκα το ένστικτο όταν έκοψα τον οµφάλιο λώρο. Της Γιούλια. Από τη στιγµή που γεννήθηκε, δεν υπήρχε πια τίποτα που να είναι πολυτιµότερο για µένα από αυτή. Το κοριτσάκι µου. Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας. Το είδος αγάπης που σε κάνει να δακρύζεις. Αλλά το ένστικτο ήταν πιο ισχυρό. Την επόµενη φορά θα ’σαι πιο τυχερός, µου ψιθύρισε. Μέσα στα επόµενα δύο χρόνια θα έχεις κι άλλη ευκαιρία. Με τη γέννηση της Λίζα όλα τελείωσαν. Το συζητήσαµε για λίγο, να κάνουµε και τρίτο παιδί, αλλά σ’ εµένα η περιέργεια για άλλη µία κόρη ήταν απειροελάχιστη.
Τα πράγµατα γίνονται όπως γίνονται. Η πιθανότητα µιας τρίτης κόρης ήταν εκατό φορές µεγαλύτερη από αυτήν ενός γιου. Άντρες µε τρεις ή περισσότερες κόρες προκαλούν θυµηδία. Ήταν καιρός να συµβιβαστώ µε τα δεδοµένα. Να µάθω να ζήσω µ’ αυτά. Άρχισα να ζυγίζω τα υπέρ και τα κατά. Όπως ζυγίζεις τα υπέρ και τα κατά της ζωής στην ύπαιθρο και της
ζωής
στη
µεγαλούπολη.
Στην
ύπαιθρο
βλέπεις
περισσότερα αστέρια, έχει περισσότερη ησυχία, ο αέρας είναι πιο καθαρός. Στην πόλη έχεις τα πάντα στη διάθεσή σου. Υπάρχει µεν µεγαλύτερη φασαρία, αλλά δεν χρειάζεται να πάρεις το αυτοκίνητο και να κάνεις εφτά χιλιόµετρα για ν’ αγοράσεις
εφηµερίδα.
Υπάρχουν
κινηµατογράφοι
και
εστιατόρια. Στην ύπαιθρο υπάρχουν περισσότερα έντοµα, στην πόλη περισσότερα τραµ και ταξί. Μάλλον δεν χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση ότι στο παράδειγµά µου η ύπαιθρος ήταν κορίτσι και η πόλη αγόρι. Άνθρωποι που ζουν στην εξοχή προσπαθούν µε κάθε τρόπο να παρουσιάσουν ακόµα και τα µειονεκτήµατα ως πλεονεκτήµατα. Θέλω µόνο µία ώρα µε το αυτοκίνητο κι είµαι στην πόλη, λέει ο κάτοικος της υπαίθρου. Μπορώ να πάω σινεµά και να βγω για φαγητό, αλλά πάντα χαίροµαι που µετά µπορώ να γυρίσω πίσω στην ησυχία και τη φύση. Μία ώρα να πας και µία ώρα να γυρίσεις: καλύτερα δεν
µπορείς να εκφράσεις την απόσταση µεταξύ του να έχεις µια κόρη και του να έχεις έναν γιο. Μετά τη γέννηση της Λίζα συµβιβάστηκα µε µια ζωή στην εξοχή. Αποφάσισα να αποδεχτώ τα µειονεκτήµατα και προπαντός να απολαύσω τα πλεονεκτήµατα. Τα κορίτσια είναι λιγότερο φασαριόζικα. Είναι πιο γλυκά. Ένα κοριτσίστικο δωµάτιο µυρίζει πιο όµορφα από ένα αγορίστικο. Για τα κορίτσια πρέπει να έχεις µεγαλύτερη έγνοια µια ολόκληρη ζωή. Το τι ώρα επιτρέπεται να γυρίσουν από ένα σχολικό πάρτι είναι κάτι ουσιαστικά διαφορετικό απ’ ό,τι είναι για τα αγόρια. Ανάµεσα στο σχολείο και το σπίτι υπάρχουν πολλοί σκοτεινοί ποδηλατόδροµοι. Από την άλλη, όλα τα κορίτσια ερωτεύονται τον πατέρα τους. Η αιώνια µάχη για ζωτικό χώρο διεξάγεται µε τις µανάδες. Η Καρολίν τραβούσε ζόρια πού και πού. «Τι ήταν πάλι τούτο, στο καλό;» αναφωνούσε απελπισµένα όταν η Γιούλια έκλεινε την πόρτα του δωµατίου της στη µούρη της. «Κι εσύ τι κάθεσαι και γελάς;» µε ρωτούσε όταν στη συνέχεια η Λίζα κουνούσε τα µάτια της και µου έκλεινε το µάτι. «Εσύ ποτέ δεν κάνεις κάτι στραβό στα µάτια της. Εγώ τι κάνω στραβά; Τι κάνεις εσύ που δεν το κάνω εγώ;» «Εγώ είµαι ο πατέρας τους» απαντούσα.
«Μα πού ακριβώς παίζει, µπαµπά;» ρώτησε η Λίζα, την ώρα που παρκάραµε το αυτοκίνητό µας µερικούς δρόµους πιο πέρα από το σπίτι του Ραλφ Μέγιερ. Πρώτα είχαµε περάσει από µπροστά, κατά µήκος ενός φράχτη, κι ύστερα από τους θάµνους ενός κήπου σε µία από τις πιο ήσυχες, πιο ακριβές συνοικίες της πόλης µας. Μέσα από
τους θάµνους
µπορούσες να δεις τους καλεσµένους να στέκονται στο γκαζόν κρατώντας ποτήρια και πιάτα µε φαγητό. Υπήρχε καπνός, µάλλον από ένα µπάρµπεκιου: τα παράθυρα του αυτοκινήτου ήταν ανοιχτά και µυρωδιά ψητού κρέατος έµπαινε στα ρουθούνια µας. «Είναι κυρίως διάσηµος θεατρικός ηθοποιός» είπα. «Δεν παίζει συχνά στην τηλεόραση». Για τη Λίζα διάσηµος ηθοποιός ήταν ένας ηθοποιός του κινηµατογράφου – ή τουλάχιστον ηθοποιός σε καθηµερινή σαπουνόπερα. Μάλλον νέος ηθοποιός επίσης, οπωσδήποτε όχι πιο µεγάλος από τον Μπραντ Πιτ. Όχι ένας ηθοποιός στην ηλικία του Ραλφ Μέγιερ, ο οποίος έκανε πάρτι επειδή ήταν ήδη είκοσι χρόνια παντρεµένος µε την ίδια γυναίκα. «Μπορείς να είσαι διάσηµος και στο θέατρο;» ρώτησε τώρα µε έκπληξη. «Λίζα! Μην είσαι χαζή! Φυσικά µπορείς». Η Γιούλια φορούσε τα ακουστικά του iPod της, αλλά προφανώς αυτό
δεν την εµπόδιζε να παρακολουθήσει τη στιχοµυθία µας. «Καλά, µπορώ να ρωτήσω, έτσι;» είπε η Λίζα. «Μπορείς, µπαµπά; Μπορείς να είσαι διάσηµος στο θέατρο;» Δεν ήταν προσχεδιασµένο να πάρουµε και τις δυο µας κόρες στο πάρτι του Ραλφ Μέγιερ. Επειδή έπεφτε Σάββατο απόγευµα, τους το είχαµε προτείνει. Αρχικά και οι δύο είχαν αντιδράσει αρκετά χλιαρά. Αλλά προς έκπληξή µας µας ανακοίνωσαν µισή ώρα πριν ότι τελικά θα έρχονταν µαζί µας. «Γιατί; Δεν είστε υποχρεωµένες, ξέρετε» είπα. «Η µαµά κι εγώ θα είµαστε πίσω σε δυο τρεις ωρίτσες». «Η Γιούλια λέει ότι µπορεί να έρθουν και διασηµότητες» είπε η Λίζα. Κοίταξα τη Γιούλια. «Ε, τι µε κοιτάς;» είπε. «Μπορεί, δεν µπορεί;» Και
τώρα,
αφού
κλείδωσα
το
αυτοκίνητο
και
προχωρούσαµε κατά µήκος των θάµνων και του φράχτη προς την εξώπορτα του σπιτιού, προσπαθούσα να διατυπώσω µια απάντηση στην ερώτηση της µικρής µου κόρης. Ναι, σκέφτηκα, µπορούσες πάντα να είσαι διάσηµος στη σκηνή, αλλά ήταν µια διαφορετική διασηµότητα απ’ ό,τι πριν από πενήντα χρόνια. Είχαν γίνει αρκετές προσπάθειες για να αναδειχτεί το ταλέντο του Ραλφ Μέγιερ και µπροστά στην κάµερα – µε πολύ άνισα αποτελέσµατα. Θυµόµουν την
αστυνοµική σειρά που ούτε οχτώ επεισόδιά της
δεν
παίχτηκαν καλά καλά και σταµάτησε, τη σοβαρότητα µε την οποία ο Ραλφ Μέγιερ είχε προφέρει την πρόταση «Για έλα να δώσεις εξηγήσεις στο τµήµα, αγόρι µου!» – µια σοβαρότητα που µόνο θυµηδία προκαλούσε. Ούτε ο ρόλος του ως αρχηγού της αντίστασης στην ταινία Η γέφυρα του Ρήνου, την ακριβότερη
ολλανδική
ταινία όλων
των
εποχών,
ήταν
πετυχηµένος. Από εκείνη την ταινία µού έχει µείνει κυρίως η επιδροµή στο ληξιαρχείο του Άρνεµ και η πρόταση «Πρέπει να της ρίξουµε µια σφαίρα στο κεφάλι, γαµώτο, αυτής της πουτάνας
των
Γερµαναράδων!».
Ο
Ραλφ
Μέγιερ
είχε
προσπαθήσει να πάρει ύφος ανελέητο την ώρα που πρόφερε την πρόταση, αλλά στο βλέµµα του διάβαζες κυρίως έκπληξη. Επειδή ένας ήρωας της αντίστασης που ζύγιζε πάνω από εκατό κιλά δεν έδειχνε αληθοφανής, είχε κάνει δίαιτα. Φαινόταν ότι είχε χάσει αρκετά κιλά, αλλά η απώλεια βάρους δεν έκανε το σώµα του πιο λεπτό, το πολύ πολύ πιο άδειο. Και όταν, µισή ώρα πριν από το τέλος της ταινίας, στεκόταν µπροστά στο εκτελεστικό απόσπασµα, το ύφος του έδειχνε κυρίως ανακούφιση. Μάλλον χαιρόταν που είχε τελειώσει και επιτέλους µπορούσε να πάει να πάρει ένα σάντουιτς από το βανάκι του κέτερινγκ. «Υπάρχει ακόµη πολύς κόσµος που πηγαίνει στο θέατρο»
είπα. «Γι’ αυτούς τους ανθρώπους ο Ραλφ Μέγιερ είναι διάσηµος». Και η Λίζα γύρισε το πρόσωπό της προς το µέρος µου και µου χάρισε το πιο γλυκό της χαµόγελο. «Ναι, καλά, εντάξει, µπαµπά».
11
ΕΝΙΟΤΕ ΓΥΡΙΖΕΙΣ ΠΙΣΩ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΟΥ, για να δεις σε ποιο σηµείο θα µπορούσε να είχε πάρει άλλη κατεύθυνση. Εκεί! λες. Δες, εκεί… Εκεί λέω ότι στις διακοπές θα πάµε κι εµείς κάπου προς τα εκεί και ότι («Πράγµατι. Ναι. Γιατί όχι; Ποιος ξέρει;») ίσως δεν θα ήταν άσχηµη ιδέα να περάσουµε. Αυτά ειπώθηκαν όταν αποχαιρετιστήκαµε, στο τέλος τέλος της βραδιάς, όταν είχε σκοτεινιάσει από ώρα και τόσο ο Ραλφ όσο και η Γιούντιτ είχαν αναφέρει το εξοχικό για πρώτη φορά. Ακινητοποιείς την εικόνα και στη συνέχεια γυρίζεις πίσω καρέ καρέ. Εδώ η Γιούντιτ αγκαλιάζει την Καρολίν και τη φιλάει στα δυο της µάγουλα. «Θα είµαστε εκεί από τα µέσα Ιουλίου ως τα µέσα Αυγούστου» λέει. «Οπότε, αν είστε στη
γειτονιά…» Ακόµα πιο πίσω βλέπεις τον Ραλφ Μέγιερ που γελάει µ’ ένα αστείο που δεν ακούγεται – και που δεν µπορείς να το θυµηθείς πια. «Για φέτος το καλοκαίρι νοικιάσαµε ένα σπίτι» λέει ύστερα. « Ένα σπίτι µε πισίνα, όχι µακριά από την παραλία. Αν σας κάνει κέφι, ελάτε. Έχουµε µπόλικο χώρο». Σου δίνει ένα χτυπηµατάκι στον ώµο. «Θα άρεσε και στον Άλεξ, υποψιάζοµαι». Κλείνει το µάτι και κοιτάζει τη µεγάλη µου κόρη. Τη Γιούλια. Αλλά η Γιούλια µάς µισογυρίζει την πλάτη και κάνει πως δεν το άκουσε. Ο Άλεξ ήταν ο µεγάλος τους γιος. Στεκόµουν δίπλα τους όταν ο Άλεξ κι η Γιούλια αλληλοσυστήθηκαν. Αυτό έγινε ακόµη στο χολ, στην αρχή αρχή, µόλις µπήκαµε µέσα. Δεν το βλέπεις συχνά, και ακριβώς επειδή δεν το βλέπεις συχνά, ξέρεις αµέσως πότε είναι αληθινή. Η σπίθα. Η σπίθα που περνάει κυριολεκτικά από τον έναν στον άλλο. «Θα σας άρεσε;» ρώτησε η Καρολίν τις δυο µας κόρες καθώς γυρίζαµε σπίτι. «Να περάσουµε από αυτούς τους ανθρώπους στις διακοπές;» Δεν ήρθε απάντηση από το πίσω κάθισµα. Στον κεντρικό καθρέφτη µου είδα τη Γιούλια να κοιτάζει ονειροπόλα από το παράθυρο. Η Λίζα φορούσε τα ακουστικά του mp3 της. «Γιούλια;
Λίζα;»
είπε
η
Καρολίν
ενώ
γύρισε
και
ακούµπησε το µπράτσο της στην πλάτη του καθίσµατος.
«Σας ρώτησα κάτι». «Ορίστε;» είπε η Γιούλια. «Τι ρώτησες;» Η γυναίκα µου έβγαλε έναν αναστεναγµό. «Σας ρώτησα πώς θα σας φαινόταν αν περνούσαµε από αυτούς τους ανθρώπους στις διακοπές». « Όπως νοµίζεις» είπε η Γιούλια. «Μου φάνηκε πάντως ότι σου άρεσε πολύ αυτό το παιδί. Δεν σε ξανάδαµε ολόκληρο το απόγευµα και το βράδυ». «Μαµά…» «Α, συγγνώµη. Είπα µόνο: µπορεί να το έβρισκες καλή ιδέα να τον ξαναδείς. Στις διακοπές». « Όπως νοµίζεις» είπε η Γιούλια. «Κι εσύ, Λίζα;» ρώτησε η γυναίκα µου. Χρειάστηκε σχεδόν να ουρλιάξει µέχρι η Λίζα να βγάλει τα ακουστικά της. «Εσένα πώς θα σου φαινόταν να περνούσαµε από αυτούς τους ανθρώπους στις διακοπές; Έχουν νοικιάσει ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα. Σπίτι µε πισίνα». Μαζί µε τον µικρότερο αδερφό του Άλεξ και µερικά άλλα παιδιά η Λίζα είχε αποσυρθεί σε µια γωνιά του καθιστικού, όπου είχαν παρακολουθήσει ντιβιντί και είχαν παίξει παιχνίδια στο PlayStation µπροστά σε µια τεράστια τηλεόραση πλάσµα που ήταν στερεωµένη στον τοίχο. Με τον Τόµας! Ήταν θαύµα που θυµήθηκα αµέσως το όνοµά του. Ο Τόµας. Ο
Άλεξ και ο Τόµας. Ο Τόµας µού φάνηκε περίπου στην ηλικία της Λίζα, αλλά ο Άλεξ µάλλον ήταν περίπου ενάµιση χρόνο µεγαλύτερος από τη Γιούλ ια. Δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε. Ήταν ένα όχι άσχηµο αγόρι µε ξανθές µπούκλες και µια φωνή βαριά για την ηλικία του. Σε όλες τις κινήσεις του, τόσο στον τρόπο που περπατούσε όσο στον ρυθµό µε τον οποίο γύριζε το κεφάλι για να σε κοιτάξει, υπήρχε κάτι το µελετηµένα αργό, σαν να προσπαθούσε να παίξει µια επιβραδυµένη βερσιόν του εαυτού του. Ο Τόµας ήταν µάλλον υπερκινητικός: αεικίνητος, καπετάν φασαρίας. Στη γωνίτσα µπροστά στην τηλεόραση αναποδογυρίζονταν κάθε τόσο ποτήρια και µπολάκια µε τσιπς και τα άλλα παιδιά ξεκαρδίζονταν στα γέλια µε τα αστεία του. «Ναι, πισίνα!» είπε η Λίζα.
Όταν πρωτοµπήκαµε, στην αρχή περιφερόµουν άσκοπα στο καθιστικό και την κουζίνα, κι ύστερα στον κήπο. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που τους ήξερα αµυδρά εξ όψεως, αν και δεν ήξερα πάντα από πού. Υπήρχαν επίσης µερικοί ασθενείς µου. Οι περισσότεροι µάλλον µε είδαν για πρώτη φορά στο φυσικό µου περιβάλλον, µε τα κανονικά µου ρούχα και τα µαλλιά µου ανακατεµένα, κι αυτό εξηγούσε γιατί κι αυτοί µε
κοιτούσαν µε τη σειρά τους σαν κάποιον που τους φαινόταν αµυδρά γνωστός, χωρίς να µπορούν να προσδιορίσουν αµέσως σε ποιον ανήκε το πρόσωπό µου. Δεν τους βοηθούσα. Τους κουνούσα µια στιγµή το κεφάλι κι ύστερα συνέχιζα τον δρόµο µου. Ο Ραλφ στεκόταν δίπλα στο µπάρµπεκιου, µε µια ποδιά µε τη φράση I LOVE NY. Τρυπούσε λουκάνικα µε το πιρούνι του, γύριζε από την άλλη τα χάµπουργκερ και έβαζε φτερούγες κοτόπουλου σε µια πιατέλα. «Μαρκ!» Έσκυψε, έχωσε ένα χέρι σ’ ένα µπλε φορητό ψυγειάκ ι κι έβγαλε από µέσα ένα κουτί Jupiler του µισού λίτρου. «Κι η γυναίκα σου; Έφερες και την υπέροχη γυναίκα σου, θέλω να ελπίζω». Μου έβαλε στο χέρι ένα παγωµένο κουτί µπίρα. Τον κοίταξα. Δεν µπορούσα να κάνω αλλιώς: ξέσπασα σε γέλια. «Τι γελάς;» ρώτησε. «Μη µου πεις τώρα ότι τόλµησες να έρθεις ολοµόναχος;» Κοίταξα γύρω µου στον κήπο σαν να έψαχνα την Καρολίν. Έψαχνα κάποια άλλη. Και τη βρήκα σχεδόν αµέσως. Στεκόταν δίπλα στις συρόµενες µπαλκονόπορτες απ’ όπου είχα βγει µερικά λεπτά νωρίτερα. Με είδε κι αυτή. Κούνησε το χέρι της. «Πάω να δω πού βρίσκεται» είπα.
Τώρα
πρέπει
πρώτα
να
πω
κάτι
για
το
δικό
µου
παρουσιαστικό. Δεν είµαι Τζορτζ Κλούνεϊ. Το κεφάλι µου δεν
θα
ήταν
κατάλληλο
για
έναν
βασικό
ρόλο
σε
νοσοκοµειακή σειρά. Έχω όµως την αύρα – ή µάλλον το βλέµµα. Το βλέµµα που συνδέει όλους τους γιατρούς, από τον σπουδαιότερο ως τον πιο ασήµαντο. Είναι, στ’ αλήθεια δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω, ένα βλέµµα που γδύνει. Ένα βλέµµα που βλέπει το ανθρώπινο σώµα έτσι όπως είναι. Για µας αυτό το σώµα δεν έχει µυστικά, λέµε µε το βλέµµα µας. Μπορείτε να το ντύσετε, αλλά από κάτω είστε γυµνοί. Έτσι κοιτάζουµε τους ανθρώπους. Ούτε καν όπως κοιτάµε τους ασθενείς, αλλά σαν να κοιτάµε τους προσωρινούς κατοίκους ενός σώµατος που χωρίς περιοδική συντήρηση θα µπορούσε να τα τινάξει έτσι στα καλά καθούµενα. Στεκόµουν µε τη Γιούντιτ στη βεράντα µπροστά στις συρόµενες πόρτες. Από µέσα από το σπίτι η µουσική έβγαινε µουρµουριστά στον κήπο. Κάτι λατινοαµερικάνικο: σάλσα. Αλλά κανείς δεν χόρευε. Παντού υπήρχαν πηγαδάκια. Δεν ήµαστε παράταιροι η Γιούντιτ κι εγώ. Κι εµείς ήµαστε ένα πηγαδάκι. «Μένετε καιρό εδώ;» ρώτησα. Κρατούσαµε και οι δύο ένα πλαστικό πιάτο στο χέρι µας.
Ένα πιάτο που µόλις είχαµε γεµίσει στον µπουφέ στο καθιστικό. Εγώ κάπως περισσότερα αλλαντικά, γαλλικό τυρί και
πράγµατα
µε
µαγιονέζα,
εκείνη
περισσότερες
ντοµατούλες, τόνο και κάτι γκριζοπράσινο που έµοιαζε µε φύλλο αγκινάρας, αλλά µάλλον δεν ήταν. « Ήταν το σπίτι των γονιών µου» είπε η Γιούντιτ. «Για µερικά χρόνια ο Ραλφ κι εγώ µέναµε σε πλωτό σπίτι. Είχε πλάκα, ήταν ροµαντικό, όπως θες πες το, αλλά, όταν γεννήθηκαν τα αγόρια, ήταν µονάχα µικρό και στενόχωρο πια. Συν τον φόβο µε δυο µικρά παιδιά κι όλη τη µέρα όλο αυτό το νερό γύρω σου. Ήµαστε έτοιµοι για µετακόµιση. Είχαµε µπουχτίσει το λίκνισµα σ’ αυτό το πλωτό σπίτι». Γέλασα, παρόλο που στην ουσία δεν είχε πει τίποτα το αστείο. Αλλά από πείρα ήξερα ότι έτσι λειτουργούσε: όσο πιο νωρίς είχες την ευκαιρία να γελάσεις όταν κουβέντιαζες µε µια γυναίκα, τόσο το καλύτερο. Δεν είναι συνηθισµένες οι γυναίκες να γελάει κανείς µαζί τους. Νοµίζουν ότι δεν είναι αστείες. Συνήθως έχουν δίκιο. «Και οι γονείς σου;…» Άφησα την ερώτηση να αιωρείται, ενώ ταυτόχρονα διέγραψα µε το πλαστικό πιρούνι µου ένα κυκλάκι πάνω από το πλαστικό πιάτο µου. Εντός των ορίων του πιάτου: µπορούσε να σηµαίνει µόνο ότι τη ρωτούσα αν οι γονείς της ήταν ακόµη ανάµεσά µας. Ανάµεσα στους
ζωντανούς. «Ο πατέρας µου έχει πεθάνει. Η µητέρα µου βρήκε το σπίτι υπερβολικά µεγάλο για να µείνει µόνη της και µετακόµισε σ’ ένα διαµέρισµα στο κέντρο. Έχω έναν αδερφό που ζει στον Καναδά. Δεν είχε καµία αντίρρηση να πάρουµε εµείς το σπίτι». «Και είναι περίεργο;» ρώτησα, ενώ τώρα έκανα µια µεγαλύτερη χειρονοµία µε το πιρούνι. Έξω από το πιάτο. «Είναι περίεργο να ζεις στο σπίτι όπου µεγάλωσες; Θέλω να πω, κάπως γυρίζεις πίσω στον χρόνο. Στην εποχή που ήσουν κορίτσι». Την ώρα που είπα τη λέξη κορίτσι χαµήλωσα προς στιγµήν το βλέµµα µου. Στο στόµα της. Στο στόµα της που µασούσε ένα φυλλαράκι. Το κοιτούσα µε βλέµµα ξεκάθαρο: όπως ένας άντρας κοιτάζει το στόµα µιας γυναίκας. Αλλά κοιτούσα και ως γιατρός. Με το βλέµµα. Μπορείς να µου πεις ό,τι θες για στόµατα, έλεγε το βλέµµα. Για µας ούτε τα στόµατα έχουν µυστικά. «Στην αρχή ναι» είπε η Γιούντιτ. «Στην αρχή ήταν περίεργο. Ήταν σαν να έµεναν ακόµη εδώ οι γονείς µου. Δεν θα ξαφνιαζόµουν αν τους πετύχαινα κάπου: στο µπάνιο, στην κουζίνα, εδώ στον κήπο. Περισσότερο τον πατέρα µου παρά τη µητέρα µου. Θέλω να πω, φυσικά η µητέρα µου έρχεται
ακόµη τακτικά εδώ, άρα είναι διαφορετικό. Και τώρα κάπου εδώ τριγυρίζει, µπορεί να την είδες. Αλλά σχετικά σύντοµα κάναµε ανακαίνιση. Γκρεµίσαµε τοίχους, ενώσαµε δύο δωµάτια, αλλάξαµε την κουζίνα και τα λοιπά. Τότε αυτή η αίσθηση έφυγε. Ποτέ τελείως, αλλά και πάλι». Το στόµα είναι ένας µηχανισµός. Ένα όργανο. Το στόµα εισπνέει οξυγόνο. Αλέθει το φαγητό και το καταπίνει. Γεύεται, δοκιµάζει αν κάτι είναι πολύ καυτό ή πολύ κρύο. Στο µεταξύ κοιτούσα τη Γιούντιτ πάλι στα µάτια. Και συνέχισα να την κοιτάζω καθώς σκεφτόµουν αυτά τα πράγµατα περί στοµάτων. Ένα βλέµµα χίλιες λέξεις. Είναι ένα κλισέ. Αλλά και ένα κλισέ ίσον χίλιες λέξεις. «Και το δικό σου δωµάτιο;» είπα. «Το κοριτσίστικο δωµάτιό σου; Κι αυτό το γκρέµισες;» Την ώρα που πρόφερα τις λέξεις κοριτσίστικο δωµάτιο στένεψα τα µάτια µου για ένα κλάσµα του δευτερολέπτου, ύστερα τα έστρεψα προς τα πάνω, στους δύο πάνω ορόφους του σπιτιού. Ήταν µια πρόσκληση. Μια πρόσκληση να µου δείξει το παλιό κοριτσίστικο δωµάτιό της. Τώρα αµέσως – ή αργότερα το
απόγευµα. Στο
κοριτσίστικο
δωµάτιο
θα
κοιτούσαµε παλιές φωτογραφίες. Παλιές φωτογραφίες σ’ ένα φωτογραφικό άλµπουµ. Καθισµένοι στην άκρη ενός µονού κρεβατιού που κάποτε ήταν το κοριτσίστικο κρεβάτι
της.
Η
Γιούντιτ
που
κάνει κούνια.
Σε
µια πισίνα.
Ποζάροντας µε συµµαθητές στο προαύλιο ενός σχολείου για τον σχολικό φωτογράφο. Την κατάλληλη στιγµή θα έπαιρνα το άλµπουµ από τα χέρια της και απαλά θα την έσπρωχνα ανάσκελα
στο
κρεβάτι.
Μόνο
για
τους
τύπους
θα
αντιστεκόταν για λίγο. Χαχανίζοντας θα πίεζε τα χέρια της στο στήθος µου και θα προσπαθούσε να µε σπρώξει από πάνω της. Αλλά η φαντασίωση θα ήταν πιο δυνατή. Μια παλιά φαντασίωσ η ήταν, εξίσου παλιά µε το ίδιο το κοριτσίστικο δωµάτιο.
Έρχεται
ο
γιατρός.
Ο
γιατρός
παίρνει
τη
θερµοκρασία σου. Ο γιατρός ακουµπάει ένα χέρι στο µέτωπό σου. Ο γιατρός διώχνει τους ανήσυχους γονείς και µένει για λίγο καθισµένος στην άκρη του κρεβατιού σου. « Όχι» είπε η Γιούντιτ. «Το παλιό µου δωµάτιο τώρα είναι το δωµάτιο του Τόµας. Μόνος του έβαψε τους τοίχους. Κόκκινο και µαύρο. Και ναι, αν θες να ξέρεις: παλιά οι τοίχοι ήταν µοβ και ροζ». «Και είχες ένα κρεβάτι µε πάρα πολλά µοβ και ροζ µαξιλάρια κι ακόµα περισσότερα χνουδωτά λούτρινα ζωάκια» είπα. «Κι ένα πόστερ µε…» –εδώ έπρεπε να µαντέψω· το να αναφέρω κάποιο αστέρι της ποπ ή έναν ηθοποιό ήταν παρακινδυνευµένο, θα παρέπεµπε σε συγκεκριµένη εποχή– «µια φώκια» είπα. «Μια γλυκιά φώκια».
Εδώ πρέπει να πω και κάτι για τον εαυτό µου, πέρα από το παρουσιαστικό
µου. Είµαι πιο
χαριτωµένος
από
τους
περισσότερους άντρες. Στις λίστες µε τις αγαπηµένες αντρικές ιδιότητες σε γυναικεία περιοδικά η πλειονότητα των γυναικών συµπληρώνει «αίσθηση του χιούµορ». Πολύ παλιά νόµιζα ότι αυτό ήταν ψέµα. Ένα ψέµα για να κρύψουν ότι στο κάτω κάτω της γραφής θα επέλεγαν πάντα τον Τζορτζ Κλούνεϊ ή τον Μπραντ Πιτ. Εν τω µεταξύ έχω καταλάβει ότι είναι κάτι άλλο. Λέγοντας «αίσθηση του χιούµορ», οι γυναίκες δεν εννοούν ότι θέλουν συνέχεια να χτυπιούνται από τα γέλια µε τα ασταµάτητα αστεία ενός πλακατζή. Εννοούν κάτι άλλο. Εννοούν ότι ο άντρας πρέπει να είναι «χαριτωµένος». Όχι αστείος: χαριτωµένος. Ενδόµυχα όλες οι γυναίκες φοβούνται ότι µε το πέρασµα του χρόνου θα πλήττουν µε τους πολύ ωραίους άντρες αυτού του κόσµου. Ότι αυτοί οι άντρες ξέρουν πολύ καλά πόσο όµορφοι δείχνουν στον καθρέφτη. Ότι δεν χρειάζεται να κάνουν προσπάθεια. Γυναίκες µε τη σέσουλα. Αλλά λίγο µετά τη γαµήλια νύχτα εκείνος ήδη δεν έχει τίποτα να πει. Μπροστά τους χάσκει η πλήξη. Είναι άλλωστε κουραστικό να έχεις όλη τη µέρα µες στα πόδια σου έναν άντρα που θαυµάζει το είδωλό του στον καθρέφτη. Μέρα µπαίνει µέρα βγαίνει. Ο χρόνος γίνεται ένας µακρύς ίσιος δρόµος µέσα από ένα
όµορφο πλην πληκτικό τοπίο. Ένα τοπίο που ποτέ δεν αλλάζει. «Κοντά έπεσες» είπε η Γιούντιτ. «Μ’ ένα άλογο. Όχι, ένα πόνι. Διάβαζες βιβλία για άλογα». «Ναι, καµιά φορά διάβαζα βιβλία για άλογα. Αλλά δεν υπήρχε άλογο σ’ εκείνο το πόστερ. Ούτε πόνι». «Μπαµπά…» Αισθάνθηκα ένα χέρι στον αγκώνα µου και γύρισα το κεφάλι. Ήταν η Γιούλια µε το αργόστροφο αγόρι που νωρίτερα µου είχε σφίξει το χέρι, αλλά που είχα ξεχάσει στο µεταξύ ότι λεγόταν Άλεξ. Λίγο πιο πίσω στέκονταν άλλα δύο αγόρια και δύο κορίτσια. «Μπορούµε να πάµε να πάρουµε παγωτό;» ρώτησε. «Εδώ δίπλα είναι». Από άποψη τάιµινγκ ήταν και κακή και καλή στιγµή. Υπήρχε περίπτωση να µην µπορούσαµε να ξαναβρούµε τον ελαφρώς ηδυπαθή τόνο της µόνο επιφανειακά αθώας κουβέντας µας για κοριτσίστικα δωµάτια, πόστερ µε φώκιες και βιβλία για άλογα. Από την άλλη, εδώ στεκόταν η δεκατριάχρονη κόρη µου σαν ζωντανή απόδειξη ότι αυτός ο χαριτωµένος άντρας –εγώ– υπήρξε ικανός να κάνει ένα παιδί. Κι όχι οποιοδήποτε παιδί, µα µια ονειροπόλα ξανθιά ύπαρξη που
έκανε τις
ορµόνες
δεκαπεντάχρονων αγοριών να
οργιάζουν µόλις την έβλεπαν. Το παραδέχοµαι ανοιχτά: το ευχαριστιέµαι µε την ψυχή µου όταν βρίσκοµαι µε τις κόρες
µου σε µέρη όπου όλος ο κόσµος µπορεί να µας δει µαζί. Σε µια υπαίθρια καφετέρια, σ’ ένα πολυκατάστηµα, στην παραλία. Οι άνθρωποι κοιτάζουν. Τους βλέπω να κοιτάζουν. Βλέπω επίσης τι σκέφτονται. Χριστέ µου, τι πετυχηµένα παιδιά είναι αυτά! σκέφτονται όλοι. Τι όµορφα κορίτσια! Την επόµενη στιγµή σκέφτονται τα δικά τους παιδιά. Τα λιγότερο πετυχηµένα παιδιά τους. Ζηλεύουν. Αισθάνοµαι τα φθονερά βλέµµατά τους. Ψάχνουν για ελαττώµατα: δόντια που δεν είναι απόλυτα ίσια, µια δερµατοπάθεια, µια τσιριχτή φωνή. Αλλά δεν βρίσκουν τίποτα. Τότε θυµώνουν. Θυµώνουν µε τον πατέρα που στάθηκε πιο τυχερός από τους ίδιους. Η βιολογία καλά κρατεί. Αν έχεις άσχηµο παιδί, το αγαπάς κι αυτό
ολόψυχα.
Αλλά
είναι
διαφορετικό.
Είσαι
ευχαριστηµένος µε το σπίτι σου στον τρίτο όροφο που βλέπει στον ακάλυπτο, µα µια µέρα σε καλεί για φαγητό κάποιος που έχει πισίνα στον κήπο. «Πού είναι;» ρώτησα όσο το δυνατόν πιο ήρεµα. «Το µαγαζί όπου θέλετε να πάτε να πάρετε παγωτό;» Κοίταξα το αργό αγόρι όπως κάθε πατέρας κοιτάζει αγόρια που θέλουν να πάνε για παγωτό µε την κόρη του. Αν την αγγίξεις έστω µε ένα δάχτυλο, πέθανες. Από την άλλη υπάρχει και µια φωνή που σου ψιθυρίζει ότι πρέπει να τ’ αφήσεις όλα αυτά. Υπάρχει ένα σηµείο καµπής όπου ο προστατευτικός
πατέρας πρέπει να κάνει ένα βηµατάκι πίσω προς όφελος της διαιώνισης του είδους. Αυτό επίσης είναι βιολογία. «Είναι πολύ κοντά» είπε η Γιούντιτ. « Έχουν να διασχίσουν µόνο έναν δρόµο µε πυκνή κυκλοφορία, αλλά εκεί υπάρχει φανάρι». Την κοίταξα. Συγκράτησα την παρόρµηση να πω «Η κόρη µου είναι δεκατριών χρονών, γλυκιά µου, πηγαίνει ήδη µόνη της
στο
σχολείο
µε
το
ποδήλατο».
Έκανα πως
το
σκεφτόµουν. Πως είχα αρχίσει να κάµπτοµαι.Ένας γλυκός πατέρας που νοιαζόταν για το παιδί του. Αλλά προπαντός ένας χαριτωµένος πατέρας. «Οκέι» είπα και απευθύνθηκα στο αγόρι. «Θα τη φέρεις πίσω σώα και αβλαβή;» Ύστερα ήµαστε πάλι µόνοι µας – η Γιούντιτ κι εγώ. Αλλά η στιγµή είχε όντως περάσει. Θα ήταν λάθος να επαναφέρω τη συζήτηση σε πόστερ µε φώκιες και βιβλία για άλογα. Στο κοριτσίστικο δωµάτιο. Ως άντρας θα αποκάλυπτα αµέσως τις προθέσεις µου. Προφανώς δεν έχει άλλα θέµατα συζήτησης, σκέφτεται η γυναίκα και επινοεί µια δικαιολογία για να την κάνει. «Πάω να ρίξω µια µατιά στην κουζίνα να δω αν η τούρτα είναι έτοιµη». Την κοίταξα. Συγκράτησα το βλέµµα της, πες καλύτερα. Είχα δει πώς η Γιούντιτ κοίταξε την κόρη µου. Και το δικό της
βλέµµα ήταν τόσο παλιό όσο ο κόσµος. Ένα καλό ταίρι, έλεγαν τα µάτια της. Ένα καλό ταίρι για τον γιο µου. Και τώρα κοιταζόµασταν. Έψαχνα ακόµη τα κατάλληλα λόγια, αλλά µε τα µάτια µου ήδη της το έλεγα. Δεν υπήρχε λόγος η Γιούντιτ να ζηλέψει ή να θυµώσει µαζί µου. Ο γιος της ήταν κι αυτός πετυχηµένος. Ήταν κι αυτός καλό ταίρι. Αφήνοντας µε τόση άνεση τη Γιούλια να πάει µαζί του, είχα µόνο επιβεβαιώσει αυτό που όλοι µπορούσαν να δουν ιδίοις όµµασιν. Ενενήντα τοις εκατό των γυναικών βρίσκουν έναν παντρεµένο πιο ελκυστικό από έναν εργένη, µας δίδασκε παλιά ο Άαρον Χερτζλ, ο καθηγητής µου της ιατρικής βιολογίας. Έναν άντρα που ήδη έχει κάποια. Ένας παντρεµένος, κατά προτίµηση µε παιδιά, το έχει ήδη αποδείξει. Ότι µπορεί. Αλανιάρηδες, εργένηδες, αυτοί είναι σαν ένα σπίτι που είναι πολύ καιρό ακατοίκητο. Σίγουρα κάτι έχει αυτό το σπίτι, σκέφτεται η γυναίκα. Έξι µήνες αργότερα είναι ακόµη ακατοίκητο. Έτσι µε κοιτούσε τώρα η Γιούντιτ. Όπως κοιτάς έναν παντρεµένο. Το µήνυµα ήταν σαφές. Τα παιδιά µας ήταν πετυχηµένα. Ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο είχαµε ενισχύσει το είδος φέρνοντας στον κόσµο πετυχηµένα παιδιά, µε πέραση στην αγορά. Τα παιδιά µας ποτέ δεν θα ήταν ακατοίκητα.
« Έχει ήδη φιλενάδα;» ρώτησα. Ξαφνικά η Γιούντιτ κοκκίνισε. Το κεφάλι της δεν έγινε κόκκινο σαν παπαρούνα, αλλά διέκρινα ένα ολοφάνερο κοκκίνισµα στα µάγουλα. «Ο Άλεξ;» είπε. « Όχι». Έµοιαζε σαν να ήθελε να πει κάτι ακόµα, αλλά το κατάπιε εγκαίρως. Κοιταχτήκαµε. Και οι δύο σκεφτόµασταν το ίδιο πράγµα.
12
ΟΤΑΝ Η ΓΙΟΥΛΙΑ ΚΙ Η ΛΙΖΑ ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΕΣ, κάναµε πού και πού κάµπινγκ. Αλλά τώρα όχι πια. Ήταν κυρίως πρωτοβουλία της Καρολίν, η οποία πήγαινε συχνά για κάµπινγκ
πριν
γνωριστούµε.
Δεν
ήθελα
να
την
απογοητεύσω. Όταν έχεις µια γυναίκα που αγαπάει την όπερα ή το µπαλέτο, τότε πηγαίνεις µαζί της σε όπερες και µπαλέτα, τόσο απλό είναι. Της Καρολίν τής άρεσε να κοιµάται σε αντίσκηνο. Εποµένως δοκίµασα κι εγώ να κοιµάµαι σε αντίσκηνο. Αλλά ξαγρυπνούσα κυρίως. Δεν ήταν τόσο η σκέψη ότι ήσουν τελείως έξω –απροστάτευτος έξω, µόνο ένα κοµµάτι ύφασµα σε χώριζε από τον κόσµο– αυτό που µ’ έκανε να ατενίζω το σκοτάδι µε ορθάνοιχτα µάτια. Ούτε ήταν η βροχή πάνω στο τεντόπανο, το µπουµπουνητό
που έµοιαζε να εκρήγνυται µέσα στο αυτί σου, η µυρωδιά αποδυτηρίων όταν αργούσες να ξυπνήσεις κι ο ήλιος τσουρούφλιζε ήδη εδώ και ώρες το κανναβάτσο. Όχι, δεν ήταν αυτά που µε εµπόδιζαν να κοιµηθώ. Ήταν οι άλλοι: η ανθρωπότητα που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του λεπτού τεντόπανου. Ήµουν ξύπνιος κι άκουγα πράγµατα. Πράγµατα που δεν θέλεις ν’ ακούσεις από άλλους ανθρώπους. Δεν ήταν το αντίσκηνο η αιτία της αϋπνίας µου, αλλά το µέρος όπου ήταν στηµένο: σ’ ένα κάµπινγκ ανάµεσα σε άλλα αντίσκηνα. Ένα
πρωί
κάτι
έσπασε.
Καθόµουν
στο
χαµηλό
πτυσσόµενο καρεκλάκι µου έξω από τη σκηνή µας, τα πόδια µου τεντωµένα µπροστά µου στο γρασίδι. Η Γιούλια πηγαινοερχόταν µε το τρίκυκλό της στο µονοπάτι που οδηγούσε στο κτίριο που στέγαζε τις τουαλέτες. Σε απόσταση µερικών µέτρων από µένα η Λίζα έπαιζε στο πτυσσόµενο πάρκο της στη σκιά µιας καστανιάς. «Μπαµπά, µπαµπά!» φώναξε η Γιούλια και κούνησε το χέρι της. Κι εγώ της κούνησα το δικό µου. Η Καρολίν είχε πάει στο µαγαζί του κάµπινγκ για να πάρει φρέσκο γάλα – στο χτεσινό γάλα έπλεαν το πρωί δύο παχιές αλογόµυγες. Ένας άντρας πλησίασε στο µονοπάτι. Φορούσε κοντό κόκκινο παντελόνι. Όχι κανονικό σορτς ή βερµούδα, αλλά ένα µοντέλο που άφηνε ακάλυπτα τα άσπρα του πόδια σχεδόν
ως τον καβάλο του. Ο άντρας φορούσε πέδιλα µε ξύλινες σόλες που σε κάθε βήµα του χτυπούσαν µε ευδιάκριτη χαρά στις αναµφίβολα επίσης κάτασπρες πατούσες του. Στο δεξί του χέρι κρατούσε φανερά και ορατά σε όλους ένα ρολό χαρτί τουαλέτας. Ήταν µια αίσθηση, τίποτα παραπάνω. Μια αίσθηση σιχασιάς. Το έβρισκα σιχαµερό που αυτός ο άντρας περνούσε µόλις λίγα βήµατα από την κόρη µου µε το τρίκυκλό της. Είδα πως η Γιούλια σταµάτησε προς στιγµήν να πατάει τα πετάλια και σήκωσε το βλέµµα στον άντρα. Αυτό το έκανε ακόµα πιο σιχαµερό. Η ιδέα ότι τα µόλις τρίχρονα µάτια της κόρης µου περιεργάζονταν αυτό το υπερβολικά άσπρο και ακάλυπτο ανθρώπινο σώµα. Ήταν, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω, µια βεβήλωση. Ο άνθρωπος µαγάριζε το βλέµµα µε τις γυµνές γάµπες του, τα τσόκαρά του και τα βρόµικα άσπρα πόδια του. Το βλέµµα ενός παιδιού. Δεν ήξερα ακόµη τι ακριβώς θα έκανα όταν σηκώθηκα µε κάποια δυσκολία από την πτυσσόµενη καρέκλα µου και τον ακολούθησα στις τουαλέτες. «Μη βγεις από το µονοπάτι, αγαπούλα µου» είπα στη Γιούλια καθώς περνούσα δίπλα της. Έριξα µια τελευταία µατιά στη Λίζα στο πάρκο της και µπήκα µέσα. Σύντοµα βρήκα αυτό που έψαχνα. Δεν είχα παρά να ακολουθήσω τους θορύβους. Τα κουβούκλια ήταν σαν κι
αυτά όπου ανάµεσα στο πάτωµα και στο κάτω µέρος της πόρτας υπάρχει ένα µεγάλο κενό. Από την πάνω πλευρά επίσης ήταν ανοιχτά και επικοινωνούσαν µεταξύ τους. Δεν είχαν ταβάνι. Όποιος σκαρφάλωνε πάνω στο κάθισµα της τουαλέτας µπορούσε να κοιτάξει στο κουβούκλιο του γείτονά του. Κάθισα ανακούρκουδα και στη συνέχεια στα γόνατα. Το κόκκινο σορτς του άντρα αγκάλιαζε τους αστραγάλους του. Έβλεπα τα πόδια µε τα τσόκαρα, τα δυσανάλογα µεγάλα άσπρα δάχτυλα. Το νύχι του ενός µεγάλου δαχτύλου είχε ένα κιτρινωπό χρώµα, σαν τα ακροδάχτυλα ενός µανιώδους καπνιστή. Το χρώµα της νικοτίνης. Πήρα µια βαριά ανάσα. Υπήρχαν θεραπείες γι’ αυτό το πράγµα, ήξερα, δεν υπήρχε λόγος να τριγυρίζεις έτσι. Από
την
άλλη,
καµιά φορά οι θεραπείες
δεν
είχαν
αποτέλεσµα. Κάποιος µε µια ελάχιστη δόση ευπρέπειας θα φρόντιζε να απαλλάξει τους συνανθρώπους του από το θέαµα. Μόνο ένας άξεστος µαλάκας, ένας σιχαµερός άξεστος µαλάκας χωρίς κανένα συναίσθηµα, θα άφηνε ακάλυπτα τα άρρωστα πόδια του. Όποιος τραβούσε κι αποπάνω την προσοχή σε αυτά κάνοντας σαµατά µε τα τσόκαρά του έχανε διαπαντός το δικαίωµα στην επιείκεια – σε νάρκωση στην περίπτωση µιας έκτακτης επέµβασης. Καθόµουν πάντα στα γόνατα µπροστά στην τουαλέτα.
Τώρα κοιτούσα ως γιατρός. Αναλογιζόµουν τι έπρεπε να κάνω. Τέτοια νύχια δεν έφερναν µεγάλη αντίσταση, ήξερα, έβγαιναν εύκολα, αν κατάφερνες να χώσεις κάτι από κάτω: ένα τσιµπιδάκι, µια µπατονέτα, ένα ξυλάκι από παγωτό, δεν είχε σηµασία, δεν χρειαζόταν να ασκήσεις παρά ελάχιστη δύναµη. Κοίταξα το µεγάλο δάχτυλο και το καταδικασµένο σε θάνατο νύχι. Τώρα δεν υπήρχε δρόµος επιστροφής. Σκέφτηκα ένα σφυρί. Όχι το σφυρί που η Καρολίν κι εγώ χρησιµοποιούσαµε για να καρφώσουµε τα πασσαλάκια της σκηνής µας στο χώµα. Αυτό ήταν µαλακό σφυρί. Υποχωρητικό σφυρί. Ένα στρογγυλό σφυρί από καουτσούκ µε το οποίο δεν µπορούσες να προκαλέσεις µεγάλη ζηµιά. Όχι, έπρεπε να είναι κανονικό σφυρί. Ένα σιδερένιο σφυρί που θα θρυµµάτιζε το εύθραυστο νύχι µ’ ένα εύστοχο χτύπηµα. Που θα το έκανε να σπάσει σε χιλιάδες κοµµατάκια. Από κάτω υπάρχει πιο µαλακός ιστός. Θα προκαλούσε ένα λουτρό αίµατος. Σκόρπια κοµµάτια του νυχιού θα πετάγονταν προς όλες τις µεριές, στους τοίχους και στη µισή πόρτα της τουαλέτας, όπως η πέτρα στα δόντια κονιορτοποιείται από το τρυπάνι του οδοντιάτρου. Μια θολούρα σκέπασε τα µάτια µου. Μια κόκκινη θολούρα λέει συχνά ο κόσµος, αλλά η δική µου
θολούρα ήταν
γκρίζα:
το
γκρίζο
µιας
έντονης
βροχόπτωσης ή µιας ξαφνικής οµίχλης. Μπορούσα ν’
αρπάξω τον άντρα από τους αστραγάλους του, να τον σύρω κάτω από τη µισή πόρτα και να τον βγάλω έξω. Αλλά εξακολουθούσα να µην έχω σφυρί. «Γαµώτο…» Επικράτησε µια µικρή σιωπή· κι ακριβώς επειδή κατάλαβα τη σιωπή, συνειδητοποίησα ότι εγώ ήµουν αυτός που είχε προφέρει δυνατά αυτή τη βρισιά. «Ορίστε;» ακούστηκε η φωνή του άντρα. «Είναι κανείς εδώ;» Συµπατριώτης. Ολλανδός. Μπορούσα να το ξέρω. Αλλά στην ουσία το ήξερα φυσικά εδώ και ώρα: από την πρώτη πρώτη στιγµή που µπήκε στο οπτικό µου πεδίο µε το ρολό το χαρτί τουαλέτας. «Βροµιάρη!» είπα. Είδα τα χέρια του άντρα ν’ αρπάζουν το κόκκινο παντελόνι του και ν’ αρχίζουν να το ανεβάζουν στα πόδια του. Σηκώθηκα. «Σιχαµερέ βροµιάρη. Θα ’πρεπε να ντρέπεσαι. Υπάρχουν παιδιά στο κάµπινγκ. Βλέπουν κι αυτά τις βροµιές σου». Νεκρική σιγή επικράτησε στην άλλη πλευρά της πόρτας. Κατά πάσα πιθανότητα δεν µπορούσε να πάρει απόφαση αν έπρεπε να βγει έξω ή όχι, ή για καλό και για κακό να περιµένει λιγάκι µήπως φύγω. Τελικά αυτό έκανα. Ανοιγόκλεισα τα µάτια µου στο φως
του ήλιου όταν βγήκα έξω στον φρέσκο αέρα – κι είδα αµέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Έβλεπα τη σκηνή µας, έβλεπα το πάρκο µε τη Λίζα κάτω από την καστανιά, αλλά δεν έβλεπα τη Γιούλια και το τρίκυκλό της. «Γιούλια;» φώναξα. «Γιούλια;» Γνώριζα το συναίσθηµα, είχα ξαναχάσει κι άλλη φορά τη µεγάλη µου κόρη. Σ’ ένα πανηγύρι. Είχα φερθεί ήρεµα, είχα προσπαθήσει
να
κάνω
τη
φωνή
µου
ν’
ακούγεται
φυσιολογική, αλλά µέσα στο στήθος µου ακουγόταν ήδη το ψυχρό σφυροκόπηµα του πανικού, πολύ πιο δυνατά από τη µουσική του καρουζέλ και τις τσιρίδες του κόσµου στα βαγόνια του ρόλερ κόστερ. «Γιούλια!» Κατηφόρισα το µονοπάτι ως το σηµείο όπου χανόταν µε µια καµπή γύρω από έναν ψηλό φράχτη. Πίσω από τον φράχτη υπήρχε κι άλλο χωράφι µε αντίσκηνα. «Γιούλια;» Μπροστά σε µια µικρή µπλε σκηνούλα δύο γυναίκες καθισµένες ανακούρκουδα έπλεναν πιάτα σε µια λεκανίτσα που ήταν µπροστά τους στο γρασίδι. Σταµάτησαν προς στιγµήν ενώ µε κοιτούσαν ερωτηµατικά, αλλά εγώ είχα ήδη κάνει µεταβολή. Αριστερά από το µονοπάτι, µερικά µέτρα πιο χαµηλά, άκουγα να κελαρύζει το ποταµάκι όπου τα
απογεύµατα πηγαίναµε συχνά για κολύµπι. «Γιούλια;» Στραµπούλιξα
τον
αστράγαλό
µου
σε
µια
µεγάλη
στρογγυλή πέτρα. Ένα αγκαθωτό κλαρί γρατσούνισε το µάγουλό µου, ακριβώς κάτω από το µάτι. Σε τρία, το πολύ τέσσερα βήµατα έφτασα παραπατώντας στην όχθη. Το τρίκυκλο στεκόταν σε µια ρηχή εσοχή µε την µπροστινή ρόδα µες στο νερό. Άρχισα να τρέχω στο νερό, γλίστρησα και, µέσα σ’ ένα σιντριβάνι από σταγόνες, προσγειώθηκα δυνατά µε τον πισινό µου στις πέτρες στον πάτο. Τότε είδα τη Γιούλια. Όχι µέσα στο ποταµάκι, αλλά κανονικά στην όχθη. Πετούσε πετραδάκια, αλλά, όταν µε είδε να κάθοµαι µε τα πόδια ανοιχτά στο νερό, άρχισε να γελάει δυνατά. «Μπαµπά!» φώναξε και σήκωσε τα χέρια της στον αέρα. «Μπαµπά!» Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο σηκώθηκα όρθιος. Άλλο ένα δευτερόλεπτο αργότερα είχα φτάσει κοντά της. «Γαµώτο!» είπα ενώ την έπιανα άγαρµπα από τον καρπό. «Τι σου είπα, γαµώ το κέρατό µου; Να µείνεις στο µονοπάτι! Να µείνεις στο µονοπάτι, γαµώτο!» Για ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο τα µάτια της κόρης µου
µε κοιτούσαν ακόµη σαν να ήταν όλα ένα αστείο – ο µπαµπάς έπεσε για πλάκα µες στο νερό, τώρα ο µπαµπάς θύµωσε για πλάκα – αλλά ύστερα κάτι έσπασε στο βλέµµα της. Το πρόσωπό της συσπάστηκε από τον πόνο ενώ τραβούσε τον καρπό της. «Μπαµπά…» Για χρόνια ακόµα θα αναπολούσα αυτό το βλέµµα· και κάθε φορά ξανά θα βούρκωνα. «Μαρκ! Μαρκ! Τι κάνεις;» Η Καρολίν στεκόταν πιο ψηλά στην όχθη, ανάµεσα στα δέντρα. Στο χέρι της κρατούσε ένα µπουκάλι γάλα. Κοιτούσε µια εµένα, µια τη Γιούλια και τανάπαλιν. «Μαρκ!» φώναξε γι’ άλλη µια φορά.
«Δεν µπορώ άλλο» είπα µισή ώρα αργότερα, όταν η Γιούλια είχε ηρεµήσει και πηγαινοερχόταν πάλι στο µονοπάτι µε το τρίκυκλό της, λες και δεν είχε συµβεί τίποτα. Και η Καρολίν µε κοίταξε. Έπιασε τα δυο µου χέρια και είπε: «Θυµάσαι αυτό το µικρό ξενοδοχείο που είδαµε χτες στο χωριό; Κοντά σ’ εκείνη την αγορά; Θες να πάµε εκεί για µερικές µέρες;» Από κείνη τη µέρα πηγαίναµε µόνο σε ξενοδοχεία πια. Ή
νοικιάζαµε ένα σπιτάκι. Και στα ξενοδοχεία και στα σπιτάκια υπήρχαν καµιά φορά πισίνες όπου έβλεπες τα ακάλυπτα µέρη των άλλων ανθρώπων, αλλά εκεί τουλάχιστον µπορούσες να αποσυρθείς. Το
βλέµµα έπαιρνε µερικές
ώρες
ρεπό.
Μερικές ώρες στο κρεβάτι στο δικό σου δωµάτιο µε τα µάτια κλειστά. Δεν έτρωγες πια τις ανθρώπινες βροµιές στη µάπα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Ύστερα από µερικές τέτοιες
διακοπές
σε
σπιτάκια
και
ξενοδοχεία
κοντοστεκόµασταν καµιά φορά λίγο περισσότερο µπροστά στις βιτρίνες των κτηµατοµεσιτικών γραφείων. Κοιτούσαµε τις φωτογραφίες και τις τιµές. Για την Καρολίν ένα δεύτερο σπίτι στο εξωτερικό θα ήταν ένα έπαθλο παρηγοριάς για τον αποχαιρετισµό του κάµπινγκ. Είχαµε τα λεφτά. Αρκεί να αποµακρυνόσουν λιγάκι από την ακτή, τα περισσότερα από αυτά τα σπίτια ήταν τζάµπα. Αλλά ενώ κάναµε όνειρα µπροστά σε µια φωτογραφία ενός παλιού νερόµυλου µ’ ένα περιβόλι µε αχλαδιές, αρχίζαµε αµέσως να σκεφτόµαστε δυνατά και τα µειονεκτήµατα. Ίσως είναι κρίµα να πηγαίνεις στις διακοπές µονάχα σ’ αυτό το σπιτάκι πια, λέγαµε µεταξύ µας. Κοιτούσαµε για πολλή ώρα τη φωτογραφία µιας ανακαινισµένης
αγροικίας
µε
πισίνα.
Θα χρειαστούµε
κάποιον για την πισίνα, λέγαµε. Κάποιον για να τη συντηρεί. Και για τον κήπο επίσης. Αλλιώς το µόνο που θα κάνουµε
στις διακοπές θα είναι να κουρεύουµε το γκαζόν και να ξεριζώνουµε τσουκνίδες. Έτσι σπρώχναµε το όνειρό µας για ένα δεύτερο σπίτι στο εξωτερικό όλο και προς το µέλλον. Κάποιες σπάνιες φορές αφήναµε έναν τοπικό κτηµατοµεσίτη να µας ξεναγήσει. Σκύβαµε για να περάσουµε από χαµηλές, σκεβρωµένες πόρτες· οσµιζόµασταν τη µυρωδιά που ανέδιδαν τα στάσιµα νερά µιας πισίνας γεµάτης λέµνα όπου κόαζαν βατράχια· σκύβαµε για ν’ αποφύγουµε τους ιστούς αράχνης στο τέως χοιροστάσιο·
βλέπαµε
την
καµπή
ενός
ποταµού
να
λαµπυρίζει στο βάθος· σκύβαµε για να µπορέσουµε να ρίξουµε µια µατιά στον παλιό παραδοσιακό φούρνο και κοιτούσαµε τα χελιδόνια που πηγαινοέρχονταν στις φωλιές τους κάτω από τα δοκάρια του κεντρικού κτιρίου. Φυσάει πολύ, αποφαινόταν η Καρολίν συχνά σ’ αυτές τις ξεναγήσεις. Κάνει πολλή ζέστη. Πολύ κρύο. Δεν έχει ωραία θέα. Δεν είναι αρκετά απάνεµο. Οι γείτονες παραείναι κοντά. Παραείναι αποµονωµένο. «Θα σας τηλεφωνήσουµε» έλεγα στον µεσίτη. «Η γυναίκα µου κι εγώ θέλουµε πρώτα να το σκεφτούµε µερικές µέρες».
Το πρωί της αναχώρησης για τις καλοκαιρινές µας διακοπές αρχικά δεν πίστευα στα µάτια µου όταν είδα το αντίσκηνο στο πορτµπαγκάζ του αυτοκινήτου. Ήταν χωµένο στο βάθος, ίσως µε σκοπό να µην το προσέξω. Αλλά την ίδια στιγµή εµφανίστηκε η Καρολίν στην εξώπορτα του σπιτιού µας µε δύο τυλιγµένους υπνόσακους στα χέρια της. «Μπα;» είπα. «Και γιατί, παρακαλώ;» «Τίποτα. Σκέφτηκα απλώς: καµιά φορά υπάρχει κάπου ένα ωραίο σηµείο όπου µπορείς µόνο να κάνεις κάµπινγκ. Όπου δεν υπάρχει ξενοδοχείο, εννοώ». «Μπα;» είπα πάλι· σκέφτηκα ότι µια ανάλαφρη προσέγγιση ήταν η καλύτερη: µια προσέγγιση σαν η γυναίκα µου να το εννοούσε κυρίως ως αστείο. «Και τότε θα πρέπει να πηγαίνω κάθε πρωί από το ξενοδοχείο στο κάµπινγκ;» Η Καρολίν έβαλε τους υπνόσακους στο πορτµπαγκάζ και τους έσπρωξε στο βάθος, δίπλα στο αντίσκηνο. «Μαρκ» είπε. «Ξέρω τη γνώµη σου για το κάµπινγκ. Δεν πρόκειται να σε αναγκάσω να κάνεις οτιδήποτε. Αλλά καµιά φορά είναι απλώς κρίµα να µένεις σε ξενοδοχείο. Κοίταξα στο ίντερνετ, υπάρχουν κάµπινγκ εκεί µε όλα τα κοµφόρ. Με εστιατόρια. Και είσαι µόλις εκατό µέτρα από την παραλία». « Ένα ξενοδοχείο έχει επίσης εστιατόριο» είπα, αλλά κατά
βάθος ήξερα ήδη ότι µαχόµουν για µια χαµένη υπόθεση. Της Καρολίν τής έλειπε το κάµπινγκ. Μπορούσα να προβάλω επιχειρήµατα. Μπορούσα να πω ότι το αντίσκηνο και οι υπνόσακοι καταλάµβαναν τον µισό διαθέσιµο χώρο στο πορτµπαγκάζ, αλλά τότε θα προσπερνούσα το απλό γεγονός ότι η γυναίκα µου αναπολούσε µε λαχτάρα την εποχή που καρφώναµε
τα
πασσαλάκια
στήριξης
στο
χώµα,
που
τεντώναµε τα σκοινάκια µε τους εντατήρες και κοιµόµασταν σ’ έναν υπνόσακο που το πρωί ήταν γεµάτος δροσοσταλίδες. Αναλογίστηκα και κάτι άλλο. Το βράδυ µετά το πάρτι στον κήπο του Ραλφ και της Γιούντιτ Μέγιερ είχα ρωτήσει την Καρολίν αν είχε µιλήσει µε τον Ραλφ. Και ειδικότερα αν εκείνος είχε κάνει προσπάθειες να τη ρίξει. «Είχες απόλυτο δίκιο» απάντησε εκείνη. «Για ποιο πράγµα;» «Για το ότι είναι πρόστυχος». «Α, µπα;» Ήµασταν ξαπλωµένοι δίπλα δίπλα στο κρεβάτι, µε τα πορτατίφ µας αναµµένα, αλλά δεν κοιταζόµασταν στα µάτια. Δεν ξέρω τι ύφος θα είχα πάρει, αν όντως είχαµε καταφέρει να κοιταχτούµε. «Ναι, είχες δίκιο. Δεν ξέρω, νοµίζω ότι τελικά άρχισα να το προσέχω από τότε που εσύ το είπες: το πώς µε κοιτούσε. Και ξαφνικά το είδα κι εγώ. Κάτι στο βλέµµα του… πέρασε τη
γλώσσα πάνω από τα χείλη του την ώρα που µε κοιτούσε. Πλατάγισε τη γλώσσα του. Λες κι ήµουν χάµπουργκερ. Στεκόµασταν δίπλα στο µπάρµπεκιου, τρυπούσε τα κρέατα µε την πιρούνα του για να δει αν ήταν ψηµένα και γύριζε τα χάµπουργκερ.
Ύστερα χαµήλωσε
το
βλέµµα του.
Με
κοιτούσε όπως ένας κακός ηθοποιός σε µια κατ’ όνοµα κωµωδία. Έπαιξε προς στιγµήν τα µάτια του, ενώ το βλέµµα του σταµάτησε στα βυζιά µου. Κατάλαβέ µε καλά: καµιά φορά είναι ευχάριστο. Καµιά φορά η γυναίκα το ευχαριστιέται όταν ένας άντρας θαυµάζει το σώµα της. Αλλά αυτό ήταν… διαφορετικό. Αυτό ήταν, πώς το είπες πάλι… χυδαίο. Ναι, αυτό ήταν. Ένα χυδαίο βλέµµα. Δεν ήξερα πού να κοιτάξω. Και τότε µου είπε κι ένα ανέκδοτο αποπάνω. Δεν θυµάµαι πια τι έλεγε, αλλά ήταν σόκιν ανέκδοτο. Όχι πνευµατώδες σόκιν ανέκδοτο, αλλά πρόστυχο σόκιν ανέκδοτο. Έπρεπε να είχες δει το ύφος του! Υπάρχουν άνθρωποι που γελάνε µ’ ένα ανέκδοτο λες και το έχουν επινοήσει οι ίδιοι. Έτσι γελούσε κι αυτός». «Και τώρα δεν θες πια να περάσουµε από το εξοχικό τους για να τους δούµε» βιάστηκα να πω. «Μαρκ! Πώς σου ’ρθε αυτή η ιδέα; Όχι, προτιµώ να µην πάµε. Έτσι κι αλλιώς δεν µου πολυαρέσει στις διακοπές µου να κάνω παρέα µε άλλους ανθρώπους, αλλά τώρα αποκλείεται
πια. Ούτε λεπτό δεν θα µπορούσα να κάτσω ήσυχα δίπλα σ’ αυτή την πισίνα, αν αυτός ο Ραλφ τριγύριζε κάπου εκεί κοντά». «Μα όταν φύγαµε, έκανες ακόµη σαν να το έβρισκες πολύ καλή ιδέα. Στην πόρτα, όταν αποχαιρετηθήκαµε. Και στο αυτοκίνητο ρώτησες και τη Γιούλια και τη Λίζα. Πώς θα τους φαινόταν». Η Καρολίν έβγαλε έναν αναστεναγµό. «Αχ, όλοι µας είχαµε πιει ένα ποτηράκι παραπάνω» είπε. «Τότε δεν λες αµέσως ότι δεν έχεις κανένα σκοπό να περάσεις
από
το
εξοχικό
τους.
Και στο
αυτοκίνητο
σκεφτόµουν κυρίως τη Γιούλια. Αυτό το αγόρι που της άρεσε. Αλλά ευτυχώς ούτε αυτή ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα». «Καλά, θα δούµε» είπα. «Δεν είµαστε υποχρεωµένοι». Και τώρα στεκόµασταν έξω από το ανοιχτό πορτµπαγκάζ του αυτοκινήτου µας. Μυρίστηκα µια ευκαιρία, αλλά σε αυτή την περίπτωση έπρεπε να εγκαταλείψω την αντίστασή µου στο να πάρουµε µαζί µας το αντίσκηνο. Και µάλιστα εδώ και τώρα. «Ξέρεις» είπα «έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε. Καµιά φορά µού λείπει κι εµένα το κάµπινγκ. Ας το δοκιµάσουµε πάλι. Αλλά όχι µπελάδες µε κατσαρολάκια και γκαζάκια! Τα βράδια θα τρώµε κανονικά έξω!»
Τώρα η γυναίκα µου µε κοίταξε µε τη σειρά της µ’ ένα ερευνητικό βλέµµα, µπας και το έλεγα για πλάκα. Αλλά την επόµενη στιγµή τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ τον λαιµό µου. «Μαρκ!» είπε. «Το βρίσκω πραγµατικά φοβερά γλυκό εκ µέρους σου!» Την έσφιξα πάνω µου. Δεν µπορούσα να εµποδίσω τον εαυτό µου, ο νους µου πήγε στην τελευταία µισή ώρα του πάρτι. Την είχα ψάξει παντού και τελικά την είχα βρει σε µια απόµερη γωνιά του κήπου, όπου µάζευε ποτήρια και κουτάκια και µισοάδεια µπολάκια µε τσιπς και φιστίκια. Την είχα αρπάξει από τον καρπό. Κι αυτή γύρισε τροµαγµένη προς το µέρος µου. Αλλά όταν είδε ότι ήµουν εγώ, ένα σχεδόν ονειροπόλο χαµόγελο εµφανίστηκε στο πρόσωπό της. «Μαρκ…» είπε. «Πρέπει να σε ξαναδώ» είπα.
13
ΦΥΓΑΜΕ ΕΝΑ ΣΑΒΒΑΤΟ. Την πρώτη νύχτα κοιµηθήκαµε σε ξενοδοχείο.
Τη
δεύτερη
νύχτα
επίσης.
Δεν
είχαµε
προκαθορισµένο σχέδιο, όπως συνήθως στις διακοπές µας. Ή κατά βάθος πρέπει να πω: όλα έδειχναν πως δεν είχαµε προκαθορισµένο
σχέδιο. Όποιος
µας
έβλεπε
θα µας
περνούσε για ένα συνηθισµένο αντρόγυνο µε δύο κόρες. Μια οικογένεια που κατηφορίζει προς τον νότο χωρίς προκαθορισµένο σχέδιο. Στην πραγµατικότητα, χωρίς σχεδόν να το καταλάβουµε, πλησιάζαµε όλο και πιο πολύ στο εξοχικό όπου έκαναν διακοπές ο Ραλφ κι η Γιούντιτ Μέγιερ. Στο τρίτο ξενοδοχείο ξεφύλλισα το πρωί στο κρεβάτι τον οδηγό κάµπινγκ που την τελευταία στιγµή είχαµε πάρει µαζί µας από το σπίτι. Σε κοντινή απόσταση από το εξοχικό, σε
ακτίνα δέκα χιλιοµέτρων, υπήρχαν τρία κάµπινγκ. «Τι λέτε;» είπα. «Θέλετε αύριο να στήσουµε κάπου τη σκηνή µας;» «Ναιαιαιαι!» ζητωκραύγαζαν εν χορώ η Γιούλια κι η Λίζα. «Μόνο αν ο καιρός είναι καλός» είπε η Καρολίν και µου έκλεισε το µάτι. Αυτό ήταν το σχέδιο. Το δικό µου σχέδιο. Θα κάναµε κάµπινγκ. Θα µέναµε µερικές µέρες, εν ανάγκη µια εβδοµάδα, στο ίδιο κάµπινγκ. Κάπου –στην παραλία, στο σουπερµάρκετ, σε µια υπαίθρια καφετέρια στην κοντινή πολίχνη– θα πέφταµε τυχαία πάνω στους Μέγιερ. Δυο τρεις εβδοµάδες πριν από την αναχώρησή µας είχα αγοράσει έναν εξαιρετικά λεπτοµερή χάρτη της περιοχής σ’ ένα βιβλιοπωλείο ειδικευµένο σε ταξιδιωτικά βιβλία. Ο χάρτης ήταν τόσο λεπτοµερής που έδειχνε κάθε σπίτι ξεχωριστά. Δεν µπορούσα να το πω µε εκατό τοις εκατό βεβαιότητα, αλλά, σε συνδυασµό µε τη διεύθυνση και την περιγραφή της διαδροµής που η Γιούντιτ µάς είχε στείλει µε µέιλ µερικές µέρες µετά το πάρτι, κατά βάθος ήξερα ήδη ποιο
σπίτι
στον
χάρτη
ήταν
αυτό
των
Μέγιερ.
Πληκτρολόγησα τη διεύθυνση στο Via Michelin. Στη συνέχεια έκανα ζουµ στο Google Earth, ώσπου µπορούσα να διακρίνω το γαλάζιο της πισίνας, ακόµα και τον βατήρα.
Ένα από τα τρία κάµπινγκ βρισκόταν στον ίδιο δρόµο προς την παραλία µε το εξοχικό του Ραλφ και της Γιούντιτ Μέγιερ. Ήταν όµως «πράσινο κάµπινγκ», όπως διάβασα µε τρόµο στον οδηγό. Ένα κάµπινγκ µε «ζώα της φάρµας», «είδη υγιεινής
φιλικά
προς
το
περιβάλλον»
και
«λιτές
εγκαταστάσεις για τον πραγµατικό φυσιολάτρη». Σχεδόν µπορούσα να µυρίσω την µπόχα. Αλλά ένα επιπλέον πλεονέκτηµα ενός κάµπινγκ όπου τα υγρά πιάτων και τα αποσµητικά αναµφίβολα ανήκαν στα απαγορευµένα προϊόντα ήταν ότι η αντίθεση µε το εξοχικό µε πισίνα θα ήταν ακόµα πιο µεγάλη. Έπειτα από µία µόνο βουτιά η Γιούλια κι η Λίζα δεν θα ήθελαν πια να φύγουν. Στο µέιλ της η Γιούντιτ µού είχε δώσει και τους δύο αριθµούς τηλεφώνου της. Μια βδοµάδα µετά το πάρτι δοκίµασα µια δυο φορές το κινητό της, αλλά βγήκε µόνο ο τηλεφωνητής. Και στο σταθερό αρχικά δεν το σήκωνε κανείς. Σκέφτηκα ν’ αφήσω µήνυµα, αλλά τελικά αποφάσισα να µην το κάνω. Τρεις µέρες αργότερα –κατά βάθος δεν περίµενα πια να το σηκώσουν και ήµουν έτοιµος να κλείσω το τηλέφωνο– µια άγνωστη γυναικεία φωνή απάντησε στο σταθερό. Είπα το όνοµά µου και ζήτησα τον Ραλφ ή τη Γιούντιτ. «Είναι στο εξωτερικό» είπε η φωνή – µια όχι ιδιαίτερα
νεανική φωνή, διαπίστωσα. «Κι αυτή τη στιγµή δεν µπορώ ακόµη να σας πω πότε θα γυρίσουν». Ρώτησα πού ακριβώς στο εξωτερικό. «Κι εσείς ποιος είστε;» ρώτησε η φωνή. «Είµαι ο οικογενειακός τους γιατρός». Έπεσε µια σιωπή δύο δευτερολέπτων. «Ο Ραλφ έλαβε ξαφνικά µια πρόταση» συνέχισε η φωνή. «Από την Αµερική. Για έναν ρόλο σε µια καινούργια τηλεοπτική σειρά. Εκεί έχει πάει τώρα. Και της κόρης µου της φάνηκε καλή ιδέα να πάει µαζί του. Κι έτσι εγώ προσέχω τα αγόρια για όσο θα λείπουν». Η
µητέρα
της
Γιούντιτ.
Θυµόµουν
αµυδρά
µια
εβδοµηντάρα που τριγύριζε σαν χαµένη στο πάρτι. Η µοίρα όλων των ηλικιωµ ένων γονιών. Οι φίλοι των παιδιών σου ανταλλάσσουν µια δυο κουβέντες µαζί σου από καθαρή ευγένεια κι ύστερα προσπαθούν να σε ξεφορτωθούν όσο πιο γρήγορα µπορούν. «Μπορώ…» είπε η µητέρα της Γιούντιτ. «Υπάρχει κάτι που µπορώ να τους µεταφέρω;» Συγκράτησα την παρόρµηση να πω «Αυτό υπόκειται στο ιατρικό απόρρητο». Αντί γι’ αυτό είπα: « Έχω εδώ στο γραφείο µου τα αποτελέσµατα µιας εξέτασης. Πριν από µερικές εβδοµάδες η κόρη σας µε επισκέφθηκε στο ιατρείο µου.
Τίποτε το σοβαρό, αλλά καλό θα ήταν, αν µπορούσε, να έρθει σε επαφή µαζί µου. Της τηλεφώνησα πρωτύτερα στο κινητό της, αλλά δεν το σηκώνει». «Ναι, άλλο και τούτο. Γι’ αυτό µου τηλεφώνησε η Γιούντιτ. Ότι ξέχασε το κινητό της. Είµαι στην κουζίνα. Από εδώ που βρίσκοµαι, το βλέπω». Νωρίς το επόµενο πρωί τηλεφώνησε η Γιούντιτ. Μόλις είχα αρχίσει ιατρείο. Ο πρώτος ασθενής µόλις είχε καθίσει µπροστά στο γραφείο µου. Ένας άντρας µε αραιά γκρίζα µαλλιά και αρκετές σπασµένες φλεβίτσες στο πρόσωπό του που έπασχε από στυτική δυσλειτουγία. «Δεν µπορώ να µιλήσω πολύ» είπε. «Τι τρέχει;» «Πού ακριβώς στην Αµερική βρίσκεσαι;» ρώτησα ενώ κοιτούσα το πρόσωπο του ασθενούς µου. Ένα πρόσωπο σαν χέρσο οικόπεδο, ένα οικόπεδο όπου ποτέ δεν θα χτιζόταν πια το παραµικρό. «Τώρα είµαστε στην Καλιφόρνια. Στη Σάντα Μπάρµπαρα. Εδώ είναι περασµένα µεσάνυχτα. Ο Ραλφ είναι στο µπάνιο. Μίλησα µε τη µάνα µου. Το βρήκε αρκετά περίεργο. Μπορεί να είναι µεγάλη, αλλά ξαφνικά θυµήθηκε ότι ο δικός µου οικογενειακός
γιατρός
είναι γυναίκα. Αναγκάστηκα να
επινοήσω στα γρήγορα µια δικαιολογία, ότι πέρασα από σένα για µια δεύτερη γνώµη. Αλλά αυτό την έκανε απλώς να
ανησυχεί ακόµα πιο πολύ». Φαντάστηκα τον Ραλφ Μέγιερ στο µπάνιο. Το ογκώδες σώµα του χωρίς ρούχα. Το νερό που έπεφτε από το τηλέφωνο του ντους. Οι σταγόνες που εξοστρακίζονταν σ’ αυτό το σώµα: στους ώµους του, στο στήθος του – στην κοιλιά του που κρεµόταν σαν σκέπαστρο πάνω από τα γεννητικά του όργανα. Προσπάθησα να φέρω στον νου µου την κοιλιά του Ραλφ από εκείνη την πρώτη φορά που είχε εµφανιστεί στο ιατρείο µου κι εγώ του είχα ζητήσει να βγάλει τα ρούχα του. Αναρωτιόµουν αν µπορούσε να δει κάτι όταν κοιτούσε προς τα κάτω ή αν η κοιλιά τα έκρυβε όλα από τη θέα. «Ούτε εγώ µπορώ να µιλήσω πολύ τώρα» είπα. « Ήθελα µόνο να µάθω πώς είσαι. Πότε γυρίζετε». Κοιτούσα κατάµατα τον άντρα µε τη στυτική δυσλειτουργία την ώρα που το έλεγα αυτό. Μπορείς να καταπολεµήσεις τη στυτική δυσλειτουργία µε χάπια. Αλλά παραµένει απάτη. Με τα χάπια σηκώνεται έτσι κι αλλιώς, ακόµα και για ένα άρρωστο άλογο, ένα άδειο καλάθι αχρήστων ή τη βιτρίνα ενός βιβλιοχαρτοπωλείου. Πάντως, αν ήµουν γυναίκα, δεν θα ήθελα να ξέρω αν χρησιµοποιήθηκαν βοηθητικά µέσα. «Δεν ξέρω» είπε η Γιούντιτ. «Ο Ραλφ πρέπει ακόµη να γυρίσει µερικά δοκιµαστικά. Θα ήταν καταπληκτικό πάντως,
αν τον πάρουν. Πρόκειται για πολύ µεγάλη σειρά. Της HBO , αυτοί έχουν γυρίσει και τη σειρά Σοπράνος. Και το Wire . Είναι δεκατρία επεισόδια. Διαδραµατίζεται στην αρχαία Ρώµη την εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου. Θέλουν τον Ραλφ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Τον ρόλο του αυτοκράτορα». « Έλαβα το µέιλ σου» είπα. «Τη διεύθυνση του εξοχικού σας». «Μαρκ, πρέπει να κλείσω τώρα. Υπάρχει περίπτωση να πάµε εκεί ήδη από τις αρχές Ιουλίου. Όλα εξαρτώνται από το πώς θα πάνε τα πράγµατα εδώ. Μπορεί από εδώ να πετάξουµε κατευθείαν εκεί. Και τότε η µητέρα µου µπορεί να έρθει αργότερα µε τα παιδιά. Όταν κλείσουν τα σχολεία». Ήθελα να πω και κάτι άλλο. Έναν άµεσο υπαινιγµό. Κάτι σαν φλερτ. Κάτι που θα θύµιζε αµέσως στη Γιούντιτ τι χαριτωµένος άντρας ήµουν. Αλλά η παρουσία του ψόφιου ποντικού στην άλλη πλευρά του γραφείου µου µε ανάγκαζε να περιορίζοµαι σε ανούσιες κοινοτοπίες. «Θα είµαστε στη γειτονιά» είπα. «Θέλω να πω: έτσι κι αλλιώς προς εκείνα τα µέρη θα πάµε. Θα ήταν ωραίο αν–» «Γεια σου, Μαρκ». Για
κάπου
πέντε
δευτερόλεπτα
καθόµουν
µε
το
ακουστικό στο αυτί. Το ακουστικό απ’ όπου δεν ακουγόταν ο τόνος του κατειληµµένου, αλλά αποκλειστικά και µόνο
παράσιτα. Σκεφτόµουν τη µέρα που απλωνόταν µπροστά µου. Ήταν λες κι η µέρα τώρα γέµιζε κι αυτή µε παράσιτα. «Μπορείτε να πάτε δίπλα και να κατεβάσετε το παντελόνι σας;» είπα στο τέλος στον ασθενή µου και κατέβασα το ακουστικό. «Σε λίγο θα είµαι κοντά σας».
Το πράσινο κάµπινγκ υπερέβη και τις πιο τολµηρές µου προσδοκίες. Πρέπει να πω ότι βρισκόταν σ’ ένα όµορφο σκιερό µέρος µέσα σ’ ένα πευκόδασος. Πέρα µακριά, ανάµεσα στα δέντρα, έβλεπες µια στενή γαλάζια γραµµούλα: ήταν η θάλασσα. Αλλά µια περίεργη µυρωδιά ερχόταν στα ρουθούνια µου. Μια µυρωδιά άρρωστων ζώων. Η Καρολίν εισέπνευσε µια δυο φορές από τη µύτη. Η Γιούλια κι η Λίζα είχαν πάρει ύφος ανήσυχο. Τότε στεκόµασταν ακόµη στην µπάρα της εισόδου. Είχαµε ακόµη την ευκαιρία να κάνουµε µεταβολή. Η ίδια η µπάρα ήταν φτιαγµένη από έναν απλό, άβαφο κορµό δέντρου. Έναν όχι εντελώς ίσιο κορµό δέντρου, όπως στην ίδια τη φύση. Δίπλα στην µπάρα υπήρχε ένα φυλάκιο φτιαγµένο από κορµούς δέντρων. Είχαµε κατέβει και ακουµπούσαµε
κάπως
αναποφάσιστα στο
αυτοκίνητό µας. Φυσικά ήξερα ότι τούτο το κάµπινγκ
βρισκόταν στην καλύτερη τοποθεσία σε σχέση µε το εξοχικό, αλλά υπάρχουν όρια σ’ αυτά που µπορεί να υποµένει ένας άνθρωπος. Η οσµή των άρρωστων ζώων ήδη µου προκαλούσε µια υπόκωφη οργή. Ήταν µια οσµή που ενίοτε µύριζα και στο ιατρείο µου. Σε ασθενείς που άφηναν το πεδίο ελεύθερο στη φύση, όπως το ονόµαζαν οι ίδιοι. Ασθενείς που αρνούνταν να αφαιρέσουν τρίχες από σηµεία όπου δεν έπρεπε να υπάρχουν τρίχες· που πλένονταν κατά προτίµηση µε νερό από πηγάδι ή χαντάκι και που, «για λόγους αρχής», δεν χρησιµοποιούσαν χηµικά ή καλλυντικά προϊόντα για την προσωπική τους υγιεινή. Αν µπορούσες να µιλήσεις για υγιεινή δηλαδή. Όλες οι οπές κι οι πόροι τους µύριζαν στάσιµα νερά. Νερά µε χώµα και νεκρά φύλλα σ’ ένα βουλωµένο ρείθρο. Η µυρωδιά χειροτέρευε όταν γδύνονταν. Λες και έβγαζες το καπάκι από µια κατσαρόλα. Μια κατσαρόλα ξεχασµένη στο πίσω µέρος του ψυγείου. Είµαι γιατρός. Έδωσα τον όρκο. Θεραπεύω όλο τον κόσµο χωρίς να κάνω διακρίσεις. Αλλά τίποτα ή κανένας δεν προκαλεί τόσο πολύ την οργή και την αποστροφή µου όσο η οικολογική µπόχα των λεγόµενων φυσιολατρών. «Τι λέτε εσείς;» ρώτησα τα µέλη της οικογένειάς µου. «Υπάρχουν κι άλλα κάµπινγκ στην περιοχή». «Δεν ξέρω…» είπε η Καρολίν.
Η Γιούλια ανασήκωσε τους ώµους της. Η Λίζα ρώτησε αν υπήρχε πισίνα. Ετοιµαζόµουν να απαντήσω αρνητικά στην ερώτησή της, όταν ένας άντρας βγήκε από το ξύλινο φυλάκιο. Έριξε ένα βλέµµα στην πινακίδα του αυτοκινήτου µας και µας πλησίασε µε απλωµένο χέρι. «Καλησπέρα!» είπε σε άπταιστα ολλανδικά· έφτασε πρώτα στην Καρολίν, είχε ήδη αρπάξει το χέρι της πριν εκείνη προλάβει να το τραβήξει. Ολλανδός!
Ολλανδοί στο
εξωτερικό.
Ολλανδοί που
στήνουν κάποια επιχείρηση στο εξωτερικό. Ανακαινίζουν ένα γκρεµισµένο ερείπιο και το µετατρέπουν σε ξενοδοχείο ή πανσιόν, ανοίγουν µια κρεπερί στην πιο ωραία παραλία ολόκληρης της ακτής, ή ξεκινούν ένα κάµπινγκ σ’ ένα άδειο κοµµάτι του δάσους. Ποτέ δεν µπόρεσα να αποφύγω την εντύπωση ότι αυτοί οι Ολλανδοί κάτι στερούν από τον τοπικό πληθυσµό. Κάτι που θα µπορούσε να κάνει εξίσου καλά αυτός ο ίδιος ο πληθυσµός. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι δεν αντέχουν για πολύ. Τους αγνοούν επιδεικτικά ή απλώς τους δηµιουργούν συνέχεια προβλήµατα µέχρι
να φύγουν.
Αργούν να παραδώσουν τα κεραµίδια για την πανσιόν, η άδεια για το µίνι γκολφ χάνεται στο ταχυδροµείο, ο απορροφητήρας της κρεπερί δεν πληροί τις τοπικές απαιτήσεις ασφαλείας. Οι ολλανδοί επιχειρηµατίες βαρυγκοµούν µε τις ακατανόητες
µηχανορραφίες της γραφειοκρατίας του εν λόγω εξωτερικού. «Μα τι θέλουν επιτέλους;» αναρωτιούνται δυνατά. «Κανείς δεν έκανε κάτι µ’ αυτό το ερείπιο. Σ’ αυτό το δάσος δεν υπήρχε απολύτως τίποτα. Σ’ εκείνη την παραλιούλ α κανείς δεν πατούσε ποτέ το πόδι του. Εµείς βάζουµε τα δυνατά µας. Σ’ εµάς τους Ολλανδούς αρέσει η σκληρή δουλειά. Γιατί λοιπόν µας κάνουν αντίπραξη; Εδώ κι η µύτη τους να πέσει, δεν θα σκύψουν να τη σηκώσουν». Αφού χλευάσουν και βρίσουν τους ντόπιους για δυο τρία χρόνια, και τους ξένους και την τεµπέλικη φύση τους γενικότερα, µαζεύουν τα µπογαλάκια τους και γυρίζουν άπρακτοι στην πατρίδα. Ενώ τώρα µε τη σειρά µου έπιανα το απλωµένο χέρι του διαχειριστή του κάµπινγκ, προσπαθούσα να διαβάσω στο πρόσωπό του σε ποια φάση βρισκόταν στο µεταξύ ο ίδιος. Είναι όπως µε µια κακοήθη ασθένεια. Πρώτα υπάρχει ελπίδα. Ύστερα ακολουθεί η άρνηση. Μόνο στο τέλος έρχεται η αποδοχή. «Καλώς ορίσατε» είπε ο άντρας· η χειραψία του ήταν προσποιητά δυνατή, έκανε εµφανώς προσπάθεια να µε κοιτάξει όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά και πιο εύθυµα, αλλά στα µάτια του διάβαζα τα ίχνη της χρόνιας έλλειψης ύπνου. Κόκκινες φλεβίτσες στο ασπράδι του µατιού, αναµφίβολα το αποτέλεσµα ατέλειωτων άγρυπνων νυχτών για χρέη και
εµπορεύµατα που δεν παραδόθηκαν ή παραδόθηκαν πολύ αργά. Του έδινα το πολύ άλλον έναν χρόνο. Πριν από το επόµενο καλοκαίρι θα φρόντιζε να θανατωθούν τα ζώα της φάρµας και θα επέστρεφε στην Ολλανδία. Στην ξύλινη καλύβα ξεφύλλισε πρώτα για πολλή ώρα το βιβλίο µε τον χάρτη του κάµπινγκ. Κουνούσε το κεφάλι του και αναστέναξε βαθιά µια δυο φορές ενώ µετακινούσε τον δείκτη του στον χάρτη, αλλά η παράσταση που έδωσε δεν ήταν πειστική. «Μπορώ να ρωτήσω πώς µας βρήκατε;» ρώτησε όταν στο τέλος µάς έδωσε µια θέση, αφού πρώτα έβγαλε κι άλλους αναστεναγµούς
και έτριψε
σκεφτικά το
πιγούνι του.
«Είµαστε εδώ µόλις δύο χρόνια και δεν µας αναφέρουν ακόµη όλοι οι οδηγοί κάµπινγκ». Δύο χρόνια. Δεν µπόρεσα να καταπνίξω ένα χαµόγελο. Καλά το είχα καταλάβει. Μετά την άρνηση ακολουθούσε η αποδοχή. Το µέτρηµα των ηµερών. « Έχουµε µύτη» είπα. «Για κάµπινγκ όπου δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στη γνήσια κατασκήνωση. Στην κατασκήνωση στην παρθένα φύση χωρίς περιττή φασαρία από µπιλιάρδα, κουλοχέρηδες και πισίνες µε νεροτσουλήθρες».
14
ΕΝΙΟΤΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΞΕΛΙΣΣΟΝΤΑΙ ΠΟΛΥ ΓΡΗΓΟΡΑ. Υπερβολικά γρήγορα για να µπορούν
να θεωρηθούν
σύµπτωση. Είχα προετοιµαστεί για µερικές ήσυχες µέρες. Μέρες χωρίς σηµαντικά γεγονότα. Ένα βιβλίο. Μια παρτίδα µπάντµιντον. Ένας περίπατος. Έπρεπε να δηµιουργηθεί ένα κενό. Το κενό των πρώτων ηµερών των διακοπών. Ύστερα από αυτό το κενό είσαι ευγνώµων που κάτι συµβαίνει. Είσαι ανοιχτός σε καινούργιες γνωριµίες. Σε αλλαγή. Σε νέους ανθρώπους. Εκείνο το πρώτο βράδυ θα πηγαίναµε να φάµε γαρίδες και καλαµαράκια σ’ ένα υπαίθριο εστιατόριο στην παραλία. Ήµαστε κουρασµένοι από το ταξίδι. Δεν θα πέφταµε πολύ αργά στο κρεβάτι. Εγώ θα έµενα ξύπνιος για ώρες.
Θα
αφουγκραζόµουν
τη
ρυθµική
ανάσα
της
κοιµισµένης οικογένειάς µου. Αλλά τα πράγµατα έγιναν αλλιώς. Έγιναν, κυρίως, υπερβολικά γρήγορα. Με τη σύµφωνη γνώµη της Καρολίν («Πήγαινε. Αφού µόνο µέσα στα πόδια µου είσαι») είχα φύγει για να κάνω µια βολτίτσα στο κάµπινγκ, ενώ εκείνη, µε τη βοήθεια της Γιούλια και της Λίζα, θα έστηνε τη σκηνή. Μπήκα σ’ ένα τυχαίο µονοπάτι ανάµεσα στα δέντρα. Δεν υπήρχαν πολλά άλλα αντίσκηνα. Ούτε ένα τροχόσπιτο. Πέρασα από το µικρό ξύλινο κτίριο που στέγαζε τα «φιλικά προς το περιβάλλον είδη υγιεινής». Για µένα αυτός είναι ο µεγαλύτερος εφιάλτης του κάµπινγκ: ότι για να κατουρήσεις, πρέπει να βγεις νυχτιάτικα απ’ τη σκηνή σου. Πάντα το ανέβαλλα όσο πιο πολύ µπορούσα. Ώσπου άρχιζε να µε πονάει. Τότε έχωνα τα πόδια µου στα βρεγµένα µου παπούτσια. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάω στις τουαλέτες µέσα στα άγρια µεσάνυχτα. Στο κτίριο όπου οι νυχτοπεταλούδες συγκρούονταν µε το εξωτερικό φως φτερουγίζοντας. Όπου τα έντοµα που δεν κοιµόντουσαν ποτέ τσιµπούσαν όλα τα ακάλυπτα µέρη του σώµατός σου. Ανέβαζα το φερµουάρ της σκηνής και έκανα το πολύ πολύ δύο βήµατα. Ενίοτε υπήρχαν αστέρια. Ενίοτε πανσέληνος. Πρέπει να παραδεχτώ ότι έχω ζήσει και ευτυχισµένες στιγµές ενώ στεκόµουν εκεί ανάµεσα στα δέντρα κι άκουγα τα ίδια µου τα κάτουρα να κελαρύζουν στο
γρασίδι και στους µίσχους των τσουκνίδων. Τότε κοιτούσα ψηλά. Προς τα χιλιάδες αστέρια. Αυτό είναι, σκεφτόµουν σε µια τέτοια στιγµή. Αυτό είναι που υπάρχει. Τα υπόλοιπα είναι κουραφέξαλα.
Τίποτα
δεν
προηγούνταν
µιας
τέτοιας
στιγµής. Και τίποτα δεν την ακολουθούσε. Αγοράσαµε το αντίσκηνο στις πρώτες διακοπές µας στην Αµερική. Ένα αντίσκηνο τεσσάρων ατόµων. Τότε η Καρολίν κι εγώ ήµασταν ακόµα
οι
δυο
µας.
Χωνόµασταν
στους
ενωµένους
υπνόσακούς µας κολληµένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Δίπλα µας υπήρχε µπόλικος επιπλέον χώρος. Άδειος χώρος που περίσσευε. Το µέλλον. Μετά το κατούρηµα πάντα ανέβαλλα για λίγο την επιστροφή στη σκηνή. Κοιτούσα µια το φεγγάρι πάνω από το κεφάλι µου, µια το φεγγαρόφωτο στο χορτάρι. Μέσα στη σκηνή κοιµόντουσαν στο µεταξύ, εκτός από τη γυναίκα µου, και οι δύο µου κόρες. Εγώ στεκόµουν έξω. Μόνο όταν το πρώτο ρίγος διαπερνούσε την πλάτη µου χωνόµουν πάλι στη θαλπωρή του υπνόσακου. Τα φιλικά προς το περιβάλλον είδη υγιεινής αποτελούνταν µόνο από µερικές ξύλινες σανίδες στις οποίες είχαν ανοίξει µια τρύπα µε πριόνι. Κάτω από την τρύπα επικρατούσε σκοτάδι, δεν µπορούσες να δεις τον πάτο, µόνο να τον µυρίσεις. Τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πλευρά της πόρτας κάθονταν παχιές µπλε µύγες που δεν
σηκώθηκαν όταν ανέµισα το χέρι µου. Ξανάκλεισα την πόρτα και
συνέχισα
τον
δρόµο
µου.
Έτσι
έφτασα
στον
περιφραγµένο χώρο όπου ζούσαν τα «ζώα της φάρµας». Είδα ένα λάµα, µερικές κότες κι έναν γάιδαρο. Δεν υπήρχε χορτάρι, µόνο λάσπη. Παντού έβλεπες περιττώµατα. Και στο σκούρο καφετί τρίχωµα του λάµα είχαν κολλήσει περιττώµατα και σβόλοι λάσπης. Ο γάιδαρος ήταν πολύ αδύνατος. Στεκόταν πιο κοντά στην περίφραξη. Έβλεπα τα πλευρά του, όλο του το σώµα έτρεµε και χτυπούσε την ουρά του για να διώξει τις µύγες. Οι κότες κάθονταν ακίνητες σε µια γωνιά, κολληµένες η µία πάνω στην άλλη. Ένιωσα µια παγωµένη οργή να αναβλύζει µέσα µου. Ετοιµαζόµουν κιόλας να γυρίσω στο µέρος όπου η Καρολίν και τα παιδιά έστηναν το αντίσκηνο, για να ανακοινώσω ότι έπρεπε να φύγουµε εδώ και τώρα, όταν αισθάνθηκα ένα απαλό άγγιγµα στο αριστερό µου χέρι. «Μπαµπά…» «Λίζα». Με τα δαχτυλάκια της η µικρή µου κόρη έσφιξε τον δείκτη και το µεσαίο µου δάχτυλο. Μαζί κοιτούσαµε για λίγο τα ζώα πίσω από την περίφραξη χωρίς να µιλάµε. «Μπαµπά;» «Ναι;»
«Είναι άρρωστος αυτός ο γάιδαρος;» Πήρα µια βαθιά ανάσα πριν απαντήσω. «Δεν ξέρω, αγαπούλα. Απλώς υπάρχουν πολλές µύγες. Τον πειράζουν οι µύγες, βλέπεις;» Κοίταξα τον γάιδαρο που έτρεµε, ο οποίος ακριβώς εκείνη τη στιγµή έκανε δύο αβέβαια βήµατα µπροστά κι έβγαλε το κεφάλι του πάνω από την περίφραξη, και ένιωσα τα µάτια µου να βουρκώνουν. «Μπορώ να τον χαϊδέψω, µπαµπά;» Δεν απάντησα. Ξεροκατάπια. Ένιωθα έναν κόµπο στον λαιµό µου. Αυτό λες σε παρόµοια στιγµή. Αλλά είναι πιο µαλακό από κόµπο. Πιο µαλακό και πιο ρευστό. Η Λίζα ακούµπησε το χεράκι της πάνω στο κεφάλι του γαϊδάρου. Ένα σύννεφο από µύγες σηκώθηκε. Ο γάιδαρος ανοιγόκλεισε τα µάτια του. Απέστρεψα το βλέµµα µου και έχωσα µε δύναµη τα δόντια στο κάτω χείλι µου. «Μπαµπά;» «Ναι, αγαπούλα;» «Μπορούµε µετά να πάµε να του αγοράσουµε κάτι; Καρότα ή κάτι τέτοιο;» Ακούµπησα τα δυο µου χέρια πάνω στους ώµους της κόρης µου και την τράβηξα επάνω µου. Πρώτα καθάρισα τον λαιµό µου. Δεν ήθελα η χροιά της φωνής µου να την
αναστατώσει χωρίς λόγο. «Είναι πολύ
καλή
ιδέα,
αγαπούλα»
είπα.
«Καρότα,
µαρούλι, ντοµάτες. Θα δεις πόσο πολύ θα του αρέσουν».
Υπήρχε µόνο ένα εστιατόριο στην παραλία, όπου τα τραπέζια και οι καρέκλες είχαν στηθεί πάνω στην αµµουδιά. Είχε πολύ κόσµο, αλλά σταθήκαµε τυχεροί και βρήκαµε ένα τελευταίο τραπεζάκι ελεύθερο. Παραγγείλαµε µπίρα για την Καρολίν και για µένα, πορτοκαλάδα για τη Λίζα και µια κόκα κόλα λάιτ για τη Γιούλια. Ο ήλιος είχε ήδη βυθιστεί πίσω από τα βράχια, αλλά η θερµοκρασία παρέµενε ευχάριστα ζεστή. «Μπορούµε να πάµε µέχρι τη θάλασσα;» ρώτησε η Λίζα. «Εντάξει» είπε η Καρολίν. «Μα δείτε πρώτα στον κατάλογο τι θέλετε να φάτε. Θα σας φωνάξουµε όταν έρθει το φαΐ». Έριξαν µια γρήγορη µατιά στον κατάλογο. Η Λίζα ήθελε µακαρόνια µε σάλτσα ντοµάτα, η Γιούλια µόνο µια σαλάτα. «Γιούλια,
πρέπει να φας
και κανονικό
φαΐ.
Πάρε
τουλάχιστον κι ένα χάµπουργκερ, ή µακαρόνια όπως η Λίζα». «Δεν χρειάζεται» είπε η Γιούλια. Σηκώθηκε. « Έρχεσαι;» είπε στην αδερφή της. «Να προσέχετε» είπε η Καρολίν. «Και µην µπείτε στη θάλασσα όταν δεν είµαστε κι εµείς εκεί. Μείνετε στην
αµµουδιά». Η Γιούλια αναστέναξε βαθιά και έπαιξε τα µάτια της. Η Λίζα
είχε
ήδη
περάσει
ανάµεσα
στα
τραπέζια
και
αποµακρύνθηκε τρέχοντας προς την αµµουδιά. Ύστερα η Γιούλια
ακολούθησε
σαγιονάρες
της
στο
την χέρι.
αδερφή
της
Φορούσε
κρατώντας
µόνο
τις
ένα µακό
µπλουζάκι και το βρακάκι του κόκκινου µπικίνι που είχε αγοράσει λίγο πριν από τις διακοπές, και είδα δύο άντρες που κάθονταν µερικά τραπέζια πιο πέρα να γυρίζουν το κεφάλι και να την παρακολουθούν µε το βλέµµα. «Στ’ αλήθεια δεν τρώει αρκετά τώρα τελευταία» είπε η Καρολίν. «Δεν κάνει καλά». «Αχ» είπα. «Δεν ανησυχώ. Καλύτερα να µην τρώει αρκετά παρά να χλαπακιάζει συνέχεια. Ή µήπως προτιµάς µια κόρη χοντρέλα µε δίπλες από το λίπος παντού;» « Όχι, όχι βέβαια. Απλώς καµιά φορά ανησυχώ. Το κάνει και στο σπίτι. Τρώει πρώτα όλη τη σαλάτα και ύστερα λέει ότι δεν πεινάει πια». «Είναι λιγάκι η ηλικία, πιστεύω. Μιµείται τα φωτοµοντέλα από τα περιοδικά. Ούτε η Κέιτ Μος τρώει πολύ. Αλλά καλύτερα έτσι παρά το αντίθετο. Εδώ δεν µιλάει ο σύζυγός σου, αλλά ο γιατρός». Πήραµε και δεύτερη µπιρίτσα και παραγγείλαµε ένα
µπουκάλι λευκό κρασί. Τώρα ο ήλιος είχε βασιλέψει τελείως. Πίσω από το εστιατόριο τα βράχια σχηµάτιζαν µια απόκρηµνη πλαγιά. Εκεί υπήρχαν µερικές βίλες, όπου ήδη είχαν ανάψει τα φώτα. Άκουγα το κύµα να σκάει στην αµµουδιά, αλλά η παραλία ήταν κατηφορική κι έτσι από το τραπέζι µας δεν µπορούσαµε να δούµε τις κόρες µας. «Να πάω να δω µια στιγµή πού είναι;» είπε η Καρολίν. «Ας περιµένουµε να έρθει το φαγητό. Τι θα µπορούσε να συµβεί;» Κατά βάθος ήµουν πάντα εξίσου ανήσυχος µ’ εκείνη. Αυτός ήταν απλά ο σταθερός καταµερισµός των ρόλων µας. Η Καρολίν εξέφραζε πρώτη την ανησυχία της, οπότε εγώ έλεγα να µην είναι υπερβολική. Αν ήµουν µόνος µου εδώ µε τις κόρες µου, θα είχα ήδη βγει τρεις φορές στην παραλία για να δω µήπως τα κύµατα τις είχαν παρασύρει στα ανοιχτά. Η Καρολίν έπιασε το χέρι µου. «Μαρκ» είπε «θα το αντέξεις αυτό το κάµπινγκ; Θέλω να πω, είναι αµέσως αµέσως µια ακραία µορφή κατασκήνωσης. Θα µπορούσαµε να είχαµε πάει σ’ ένα κάµπινγκ µε λίγο περισσότερη πολυτέλεια». «Σήµερα το απόγευµα πήγα µια στιγµή σ’ εκείνα τα ζώα. Είναι σοβαρά υποσιτισµένα. Και κατά πάσα πιθανότητα άρρωστα».
«Θες να πάµε σε άλλο κάµπινγκ; Μπορούµε να µείνουµε εκεί απόψε και αύριο να ψάξουµε για άλλο». «Κανονικά θα έπρεπε κανείς να στείλει το υγειονοµικό σ’ αυτό τον µαλάκα. Τότε θα αναγκαστεί να κλείσει το µαγαζί την ίδια µέρα. Αλλά τότε µάλλον θα θανατώσουν εκείνα τα ζώα». Ένα αγόρι µε τισέρτ και τζιν παντελόνι έφερε το κρασί. Τράβηξε τον φελλό από το µπουκάλι και το έβαλε πάνω στο τραπεζάκι µας µέσα σε µια απλή παγωνιέρα. Δεν ρώτησε αν θέλαµε να το δοκιµάσουµε. Αλλά αποδείχτηκε πως δεν ήταν απαραίτητο. Το κρασί ήταν παγωµένο και είχε τη γεύση σταφυλιών που είχαν µουλιάσει µια νύχτα σε έναν χείµαρρο. «Αφού µπορούµε να φύγουµε αύριο;» είπε η Καρολίν. «Θες όντως να καταγγείλεις αυτό τον άνθρωπο για µερικά άρρωστα ζώα; Τότε µπορεί να πτωχεύσει». « Έχω µερικά πράγµατα µαζί µου. Κυρίως για πρώτες βοήθειες. Αλλά και αντιβιοτικά, τέτοια πράγµατα. Αύριο θα δω τι µπορώ να κάνω». «Μα, Μαρκ, κάνεις διακοπές. Μην αρχίσεις αµέσως την πρώτη µέρα των διακοπών σου µε κάποιο πρότζεκτ. Παρόλο που φυσικά είναι πολύ ωραίο σχέδιο το να θες να βοηθήσεις άρρωστα ζώα». Αυτό ήταν κάτι για το οποίο η Καρολίν µε κατηγορούσε
καµιά φορά. Σε τελική ανάλυση αυτό ήταν το µοναδικό σηµείο τριβής µεταξύ µας: το ότι εγώ πάντα θέλω να έχω κάτι να κάνω στις διακοπές. Η ίδια µπορούσε να κάθεται µε τις ώρες στην άκρη µιας πισίνας µ’ ένα βιβλίο. Ή να ξαπλώνει σε µια ξαπλώστρα στην παραλία και να χαζεύει φορώντας γυαλιά ηλίου. Ενώ εγώ έπειτα από µόλις µισή ώρα ήθελα να έχω κάτι να κάνω. Στην παραλία έχτιζα φράγµατα και κάστρα, στο νοικιασµένο εξοχικό καθάριζα ολόκληρο το µονοπάτι από τα αγριόχορτα, από την εξώπορτα ως τον δρόµο. Καµιά φορά κούραζα ακόµα και τις κόρες µου. Στην αρχή βοηθούσαν ακόµα και µε το σκάψιµο των αποχετευτικών καναλιών, απ’ όπου, όταν ανέβαινε η πληµµυρίδα, το νερό της θάλασσας µπορούσε να φύγει έπειτα από κάθε κύµα χωρίς να προκαλέσει ζηµιά στο αµµόκαστρό µας, αλλά ύστερα
από
µια
ωρίτσα
συχνά
τα
παρατούσαν.
«Να
ξεκουραστούµε λίγο, µπαµπά» έλεγαν. Και η Καρολίν έλεγε: «Μαρκ, έλα να ξαπλώσεις. Κουράζοµαι και µόνο που σε βλέπω». Ετοιµαζόµουν να αντιτείνω ότι το θεωρούσα καθήκον µου ως γιατρού να κάνω κάτι για τα άρρωστα ζώα, αλλά ότι δεν θα µου έπαιρνε πολύ χρόνο, όταν ακούσαµε τη φωνή της Γιούλια. «Μπαµπά! Μαµά!»
Η Καρολίν άφησε απότοµα το ποτήρι της στο τραπέζι και πετάχτηκε όρθια. «Γιούλια!» φώναξε. «Τι έγινε;» Αλλά δεν είχε συµβεί τίποτε απολύτως. Η Γιούλια πλησίαζε στην αµµουδιά. Στο φως των φαναριών του εστιατορίου την είδαµε να µας κουνάει το χέρι. Είδαµε επίσης ότι δεν ήταν µόνη. Δίπλα της προχωρούσε ένα αγόρι. Το είχα ξαναδεί µόνο µία φορά. Παρ’ όλα αυτά ήξερα αµέσως ποιος ήταν. Από τις ξανθές µπούκλες του. Αλλά πιο πολύ ακόµα ήταν
κάτι στον
τρόπο
που
περπατούσε:
ένα
αργόσυρτο βήµα, λες και το να περπατάει στην άµµο απλώς παραήταν δύσκολο γι’ αυτόν. «Ξέρετε ποιοι είναι επίσης εδώ;» ρώτησε η Γιούλια πριν ακόµη φτάσει στο τραπεζάκι µας.
15
ΕΝΙΟΤΕ
ΤΑ
ΠΡΑΓΜΑΤΑ
ΕΞΕΛΙΣΣΟΝΤΑΙ
υπερβολικά
γρήγορα. «Το ήξερες;» ρώτησε η Καρολίν όταν, πολύ αργότερα εκείνο το βράδυ, πίναµε ένα τελευταίο ποτήρι κρασί έξω από τη σκηνή. Η Γιούλια κι η Λίζα είχαν ήδη κοιµηθεί. «Ναι, το ήξερες» είπε χωρίς να περιµένει την απάντησή µου. Είχε σκοτάδι. Χαιρόµουν που δεν ήµουν υποχρεωµένος να την κοιτάξω. «Γιατί, Μαρκ; Γιατί;» Δεν µίλησα. Έπαιζα µε το ποτήρι στο χέρι µου και ύστερα ήπια µια γρήγορη γουλιά. Αλλά το ποτήρι ήταν άδειο. Καθόµασταν στις χαµηλές πτυσσόµενες πολυθρονίτσες µας, µε τα πόδια απλωµένα µπροστά µας στις πευκοβελόνες. Πότε πότε ένιωθα κάτι να γαργαλάει τους αστραγάλους µου.
Ένα µυρµήγκι. Μια αράχνη. Αλλά δεν κουνήθηκα. «Νόµιζα ότι ήθελες να κρατήσεις εκείνο τον Ραλφ όσο πιο µακριά µου µπορούσες» είπε η Καρολίν. «Αφού σου το είπα και η ίδια. Ότι δεν ήθελα να περάσουµε να τους δούµε. Κι ύστερα εσύ επιλέγεις ένα κάµπινγκ σε απόσταση βολής από το εξοχικό τους». Η Καρολίν είχε κρεµάσει ένα φαναράκι από τον στύλο που εξείχε από το σκίαστρο µπροστά στη σκηνή. Ένα φανάρι µε γυάλινα
τζαµάκια.
Αλλά
το
κερί
είχε
τελειώσει
και
καθόµασταν στο σκοτάδι. Πάνω από τα κεφάλια µας άστραφταν χιλιάδες αστέρια ανάµεσα στα δέντρα. Στο βάθος άκουγες αµυδρά τα κύµατα να σκάνε στην παραλία. «Ναι, το ήξερα» είπα. «Αλλά δεν το θεωρούσα λόγο για να µην έρθουµε ειδικά εδώ. Λες κι είναι ένα µέρος όπου δεν επιτρέπεται να πας, µόνο και µόνο επειδή υπάρχει περίπτωση να πέσεις πάνω σε ανθρώπους που προτιµάς να µην τους δεις». «Μα, Μαρκ! Υπάρχουν εκατοντάδες τέτοια µέρη σε τούτη την ακτή. Εκατοντάδες άλλες παραλίες όπου η οικογένεια Μέγιερ δεν έχει νοικιάσει εξοχικό». «Κουβέντιασα αργότερα µε τον Ραλφ. Αµέσως µετά το πάρτι στον κήπο. Μου είπε πόσο όµορφα ήταν εδώ. Πως ακόµη δεν είχε χαλάσει πολύ. Απλώς ήµουν περίεργος».
Η Καρολίν έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγµό. «Και τώρα; Τι θα κάνουµε τώρα; Τώρα θα πρέπει να πάµε να τους επισκεφθούµε αύριο. Θα ήταν πράγµατι πολύ περίεργο να µην περάσουµε». « Ένα γεύµα είναι µόνο. Κατά πάσα πιθανότητα θα κάνουν πάλι µπάρµπεκιου. Αν θες, µετά θα φύγουµε. Σε άλλη παραλία. Σε άλλο κάµπινγκ. Μα αν στ’ αλήθεια δεν θες να πάµε
να φάµε
σπίτι τους,
δεν
θα πάµε.
Κάτι
θα
σκαρφιστούµε. Ότι εσύ δεν αισθάνεσαι καλά. Ή εγώ. Και µεθαύριο φεύγουµε». Επικράτησε σιωπή. Πέρασα την άκρη της γλώσσας µου από το πάνω χείλι µου και το ένιωσα σκληρό και ξηρό. «Αυτό θες;» ρώτησα. «Και πάλι: για µένα δεν υπάρχει κανένα πρόβληµα. Κάτι θα σκαρφιστούµε». Δίπλα µου άκουσα τη γυναίκα µου να αναστενάζει δυο τρεις φορές. Την άκουσα να σκουπίζει κάτι από τα γυµνά της πόδια. Ένα έντοµο. Μια πευκοβελόνα που έπεσε από το δέντρο. Ή µπορεί και να µην ήταν απολύτως τίποτα. «Αχ. Δεν έχει και τόση σηµασία. Είναι πιο πολύ ότι περίµενα πώς και πώς µερικές µέρες ή µια βδοµαδούλα µόνο οι τέσσερίς µας. Αν είχε συµβεί λίγο αργότερα στις διακοπές
µας, θα µου είχε κακοφανεί λιγότερο. Να
συναντήσω άλλους ανθρώπους. Αλλά τώρα είναι πολύ νωρίς.
Δεν έχω καµία όρεξη ακόµη να βλέπω ένα σωρό ανθρώπους. Να κάνω ατέλειωτες συζητήσεις µε µπόλικο κρασί σ’ ένα υπαίθριο εστιατόριο». Άπλωσα το µπράτσο µου προς το µέρος της και ακούµπησα το χέρι µου στον µηρό της. «Εδώ που τα λέµε, ούτε εγώ» είπα. «Ούτε εγώ είχα όρεξη να βλέπω ήδη άλλους ανθρώπους. Λυπάµαι. Εγώ φταίω». Τώρα η Καρολίν έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό µου. «Ναι,
εσύ
φταις»
είπε.
«Αύριο
µπορείς
να τους
τηλεφωνήσεις για να το ακυρώσεις». Έκλεισα σφιχτά τα µάτια. Κατάπια, αλλά το λαρύγγι µου ήταν άδειο. Εκτός από τον φλοίσβο στο βάθος άκουγα µονάχα ένα απαλό βουητό στ’ αυτιά µου. «Οκέι» είπα. «Αστειεύοµαι» είπε η Καρολίν. « Όχι, είναι πραγµατικά ανοησ ία να το ακυρώσουµε τώρα πια. Θα πάµε κανονικά. Για να πω την αλήθεια, είµαι και περίεργη. Να δω το σπίτι τους. Και θα είναι ευχάριστο για τα παιδιά. Εκείνα τα αγόρια, εννοώ. Και η πισίνα».
Νωρίτερα εκείνο το βράδυ στην παραλία είχε γίνει το εξής: η Γιούλια κι ο Άλεξ ήρθαν να καθίσουν στο τραπέζι µας, ακολουθούµενοι καταπόδας από τη Λίζα και το µικρότερο
αδερφάκι, τον Τόµας. Ύστερα είχε καταφθάσει και η υπόλοιπη οικογένεια Μέγιερ. Ο Ραλφ κι η Γιούντιτ και η ηλικιωµένη γυναίκα, µια εβδοµηντάρα, που είχα δει στο πάρτι: η µητέρα της Γιούντιτ. Κι άλλα δύο άτοµα. Ένας άντρας που κόντευε τα εξήντα, µε µακριά γκρίζα µαλλιά µε µερικές σκόρπιες µαύρες τούφες – ένα πρόσωπο που µου φάνηκε γνωστό, αλλά δεν ήξερα αµέσως από πού. Και µια γυναίκα. Μια γυναίκα που υπέθεσα ότι ήταν ζευγάρι µε τούτο τον άντρα, αν και ήταν τουλάχιστον είκοσι χρόνια µικρότερή του. «Τι έκπληξη!» είπε ο Ραλφ. Έπιασε την Καρολίν, που είχε µισοσηκωθεί, γερά από τους ώµους της και τη φίλησε τρεις φορές στα µάγουλα. «Γεια» είπε η Γιούντιτ. Κι εµείς φιληθήκαµε στα µάγουλα. Ύστερα κοιταχτήκαµε. Ναι, ήρθα όντως, έλεγαν τα µάτια µου. Ναι, το βλέπω, απαντούσε το βλέµµα της. «Γιατί δεν τηλεφωνήσατε ότι θα ερχόσασταν;» είπε ο Ραλφ. «Τότε θα µπορούσατε να είχατε φάει µαζί µας. Σήµερα το µεσηµέρι
αγοράσαµε
στη
λαϊκή
ένα
ολόκληρο
γουρουνόπουλο. Αυτό θα πει απόλαυση, γουρουνόπουλο στη θράκα». Η Καρολίν ανασήκωσε τους ώµους της κι ύστερα κοίταξε εµένα. «Μόλις φτάσαµε» είπα. «Δεν θέλαµε… είµαστε στο
κάµπινγκ εδώ κοντά». «Στο κάµπινγκ!» αναφώνησε ο Ραλφ, λες κι αυτή ήταν η πιο ευχάριστη είδηση που είχε ακούσει τις τελευταίες µέρες. Αυτή τη στιγµή ο γκριζοµάλλης έκανε ένα βήµα µπροστά. «Α, συγγνώµη» είπε ο Ραλφ. «Ξέχασα τελείως να σας συστήσω. Στάνλεϊ, αυτός εδώ είναι ο Μαρκ. Είναι ο γιατρός µου. Κι αυτή είναι η θεσπέσια γυναίκα του, η Καρολίν». Ο άντρας που ο Ραλφ σύστησε ως Στάνλεϊ έσφιξε πρώτα το χέρι της
Καρολίν.
«Στάνλεϊ Φορµπς»
είπε.
«Στάνλεϊ»
επανέλαβε µόνο το µικρό του όνοµα όταν στη συνέχεια έσφιξε το δικό µου χέρι. Ξαφνικά ήξερα πάλι από πού γνώριζα το πρόσωπό του. Στάνλεϊ Φορµπς δεν ήταν το πραγµατικό του όνοµα. Αλλιώς λεγόταν όταν πριν από καµιά εικοσιπενταριά χρόνια εγκατέλειψε την Ολλανδία για τις Ηνωµένες Πολιτείες. Γιαν; Χανς; Χανς Γιάνσεν; – ένα τέτοιο πολύ κοινό ολλανδικό όνοµα ήταν, µόνο που δεν µπορούσα να το θυµηθώ αµέσως. Τα πρώτα χρόνια µετά το φευγιό του δεν άκουγες ακόµη τίποτα, αλλά ύστερα ο ολλανδός σκηνοθέτης
του
κινηµατογράφου
που
στο
µεταξύ
αποκαλούσε τον εαυτό του Στάνλεϊ Φορµπς είχε γρήγορα αποκτήσει φήµη στο Χόλιγουντ. «Και αυτή είναι η φίλη του Στάνλεϊ» είπε ο Ραλφ. «Η Εµανουέλ». Έβαλε προς στιγµήν το χέρι του στον ώµο της
νεαρής γυναίκας. «Emmanuelle, these are some friends of us from Holland. Marc and Caroline». Λίγα θα έλεγα, αν αποκαλούσα την Εµανουέλ καλλονή. Έσφιξε το χέρι της Καρολίν και το δικό µου – και ήταν λες και σου απλωνόταν ένα χέρι από το εξώφυλλο του Vogue . Ένα µικρό ντελικάτο χέρι ήταν, σχεδόν παιδικό ακόµη. Από κοντά είδα τώρα ότι δεν µπορούσε να είναι πάνω από πέντε χρόνια µεγαλύτερη από τη Γιούλια. Δεκαεφτά; Δεκαοχτώ; Όχι µεγαλύτερη από είκοσι πάντως. Κοίταξα µια το δικό της πρόσωπο, µια αυτό του γκριζοµάλλη. Είχα υπολογίσει λάθος την ηλικία της. Δεν ήταν είκοσι, αλλά σαράντα χρόνια µικρότερη από τον Στάνλεϊ Φορµπς. Μπας και κατάφερε να εξασφαλίσει ρόλο στην επόµενη ταινία του εξυπηρετώντας τον στο κρεβάτι; Κοίταξα το κατά σαράντα χρόνια µεγαλύτερο κεφάλι του σκηνοθέτη. Το κατά σαράντα χρόνια µεγαλύτερο σώµα του, ντυµένο µ’ ένα λευκό, σχεδόν διάφανο λινό καλοκαιρινό παντελόνι κι ένα παρόµοιο λευκό πουκάµισο. Από τον ανοιχτό γιακά εξείχαν άφθονες κατσαρές γκρίζες τρίχες. Για µερικά δευτερόλεπτα µου ’ρθε η εικόνα αυτού του γέρικου σώµατος κολληµένου πάνω της. Τον φαντάστηκα να χώνεται δίπλα της στο κρεβάτι και ν’ αφήνει το χέρι του να κατεβαίνει στην κοιλιά της. Ως τον αφαλό της. Να κάνει ένα
κυκλάκι γύρω από αυτό τον αφαλό µε τον δείκτη του και στη συνέχεια να κατεβαίνει ακόµα πιο κάτω. Τη γεροντίστικη µυρωδιά κάτω από τα σεντόνια. Τις φολίδες στο δέρµα. Κι εκείνη να φροντίζει να σκέφτεται άλλα πράγµατα στο µεταξύ. Κυρίως τον ρόλο που της υποσχέθηκε στην ταινία. Αυτό ήταν που ο Χανς(;) Γιάνσεν(;) ονειρευόταν όταν εγκατέλειψε την Ολλανδία; Νεαρά κορίτσια που από θαυµασµό για το ταλέντο του ή µε αντάλλαγµα έναν ρόλο σε µία από τις ταινίες του ήταν διατεθειµένα να πασπατέψουν τον πούτσο του; Τελευταία στη σειρά, η µητέρα της Γιούντιτ έκανε ένα βήµα µπροστά. Ενώ της έσφιγγα το χέρι, µελετούσα το πρόσωπό της, αλλά δεν αποκόµισα την εντύπωση ότι µε είχε συσχετίσει άµεσα µε τη συζήτηση που είχαµε κάνει πριν από µερικές εβδοµάδες από τηλεφώνου. «Κύριε Σλόσερ» επανέλαβε το επίθετό µου αφού η κόρη της µε σύστησε. «Μαρκ» είπα. Κοίταξα γύρω µου µήπως στο µεταξύ είχε ελευθερωθεί κάπου
άλλο
ένα
τραπεζάκι,
αλλά
υπήρχαν
ελάχιστες
ελεύθερες καρέκλες. Την ίδια στιγµή το αγόρι µε το τζιν έφτασε µε τις παραγγελίες µας. «Α, εσείς πρέπει ακόµη να φάτε» είπε ο Ραλφ.
«Μπορούµε…» είπα. « Ίσως σε λίγο ελευθερωθεί ένα τραπεζάκι. Ή µερικές καρέκλες». «Ας αφήσουµε τους ανθρώπους να φάνε µε την ησυχία τους» είπε η Γιούντιτ. «Άλλωστε η µαµά είναι κουρασµένη. Αν θέλετε, µείνετε» συνέχισε στον Ραλφ και τον Στάνλεϊ Φορµπς. «If you want to stay…» απευθύνθηκε στην Εµανουέλ. «Μα εγώ θα φύγω µε τη µητέρα µου. I think it’s better for my mother to go home now. She is very tired». Ακολούθησε µια σύντοµη στιγµή αναποφασιστικότητας. Με τη σειρά του ο Ραλφ κοιτούσε τώρα γύρω του, ψάχνοντας για ελεύθερα τραπέζια ή καρέκλες. Η Καρολίν µού έριξε µια σύντοµη µατιά και ύστερα γύρισε γρήγορα το βλέµµα της αλλού. Η Γιούλια έγειρε το κεφάλι της προς τον Άλεξ, ο οποίος καθόταν απέναντί της στο τραπέζι στη θέση της Λίζα, και κάτι ψιθύρισε στο αυτί του. Ο Τόµας έτρεχε πίσω από τη Λίζα στην άµµο. Ο Στάνλεϊ Φορµπς είχε τυλίξει το χέρι του γύρω από τη µέση της Εµανουέλ και την τράβηξε απάνω του. Η µητέρα της Γιούντιτ στεκόταν ανάµεσα στα τραπέζια λες κι όλα αυτά δεν την αφορούσαν. «Θα µείνετε ακόµα µερικές µέρες, έτσι;» είπε η Γιούντιτ. «Ελάτε αύριο να φάτε σπίτι µας».
16
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΑΡΟΝ ΧΕΡΤΖΛ ήταν εκείνος που µας εξήγησε για πρώτη φορά γιατί το βιολογικό ρολόι των αντρών είναι διαφορετικό από το βιολογικό ρολόι των γυναικών. Πώς οι δείκτες έδειχναν µεν την ίδια ώρα, αλλά σήµαιναν κάτι διαφορετικό. «Είναι όπως µε τον κανονικό χρόνο» δίδαξε. «Κάποιες φορές εφτά παρά τέταρτο είναι νωρίς. Και άλλες φορές έξι και είκοσι είναι ήδη αργούτσικα». Είχαµε δύο ώρες την εβδοµάδα ιατρική βιολογία, που τότε ήταν ακόµη προαιρετικό µάθηµα. Κατά κανόνα υπήρχαν περισσότερες φοιτήτριες από φοιτητές στην αίθουσα. Ο Χερτζλ πλησίαζε τα εξήντα, αλλά οι φοιτήτριες πάντα άρχιζαν να κοκκινίζουν και να χαχανίζουν όταν τους απηύθυνε απευθείας τον λόγο. Από αυτή την άποψη ήταν η ζωντανή
απόδειξη των ίδιων του των θεωριών. Των ίδιων θεωριών για τις οποίες θα αποµακρυνόταν µερικά χρόνια αργότερα από το πανεπιστήµιο µε πίσσα και πούπουλα. «Αυτά που θα πω τώρα µάλλον δεν είναι και τόσο ευχάριστα για τις γυναίκες του ακροατηρίου» είπε ενώ ατένιζε την αίθουσα. «Από την άλλη είναι απλώς τα γεγονότα. Δεν µπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Μπορεί να είναι άδικο, αλλά µια µακρά και ευτυχισµένη ζωή περιµένει όσες γυναίκες καταφέρουν να αποδεχτούν αυτή την αδικία, αντί να αντισταθούν σ’ αυτή». Ήδη ακούγονταν µερικά πνιχτά χαχανητά από τα έδρανα. Εµείς οι αρσενικοί είχαµε τα δικά µας αισθήµατα για τον καθηγητή µας της ιατρικής βιολογίας. Ανάµεικτα αισθήµατα κυρίως. Το γεγονός ότι τα περισσότερα κορίτσια έβρισκαν ελκυστικό τούτο τον καραφλό γέρο υπέσκαπτε τα θεµέλια ορισµένων βιολογικών δεδοµένων. Εµείς ήµαστε νέοι. Είχαµε νεανικό σπέρµα. Με νεανικό σπέρµα η πιθανότητα ενός υγιούς παιδιού ήταν οχτακόσιες φορές µεγαλύτερη απ’ ό,τι µε γέρικο σπέρµα, είχαµε µάθει στο µεταξύ στο µάθηµα της γυναικολογίας. Αλλά καταλαβαίναµε. Καταλαβαίναµε ότι ο καθηγητής Χερτζλ ήταν σοβαρός αντίπαλος. Με το µυαλό µας προσπαθούσαµε να γελοιοποιήσουµε τον καθηγητή µπροστά στα κορίτσια µε υπαινιγµούς για τα χωρίς αµφιβολία
ρυτιδωµένα και σπαρµένα µε γεροντικές κηλίδες γεννητικά όργανά του, αλλά κάτι πλανιόταν γύρω του – µια αύρα, ή µάλλον: µια χαρισµατική ακτινοβολία που έκανε τις ορµόνες των κοριτσιών να οργιάζουν. Εις βάρος µας. Ο καθηγητής Χερτζλ ξερόβηξε µια δυο φορές και καθάρισε τον λαιµό του. Φορούσε τζιν παντελόνι και γκρίζο ζιβάγκο. Όχι σακάκι. Πριν ανέβει στο βήµα, σήκωσε πρώτα τα µανίκια του ζιβάγκο. Ύστερα πέρασε τα χέρια µέσα από τα γκρίζα µαλλιά που φύτρωναν πια µονάχα στα πλαϊνά του κεφαλιού του. «Πρώτα απ’ όλα πρέπει να αποδεχτούµε ότι όλα έχουν ως στόχο
τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους. Να µην
εκλείψει, εν πάση περιπτώσει. Λέγοντας
όλα, εννοώ
κυριολεκτικά όλα. Η έλξη µεταξύ των φύλων, ο έρωτας, η καύλα, όπως θες πες το. Η ηδονή. Ο οργασµός. Όλα αυτά µαζί φροντίζουν ώστε να ελκυόµ αστε από τον άλλο. Ότι θέλουµε να αγγίξουµε αυτό τον άλλο. Ότι θέλουµε να διεισδύσουµε στην ψυχή του άλλου. Η πλάση είναι πολύ πιο τέλεια απ’ ό,τι ορισµένοι προοδευτικοί στοχαστές θέλουν να µας κάνουν να πιστέψουµε στις µέρες µας. Το φαγητό µυρίζει ωραία. Τα σκατά βροµάνε. Η µπόχα λειτουργεί ως προειδοποίηση να µη φάµε τα ίδια µας τα περιττώµατα. Τα κάτουρα βροµάνε κι αυτά, αλλά σε λιγότερο βαθµό, επειδή
στην
έσχατη
ανάγκη
–ένα
ναυάγιο,
µια
αναγκαστική
προσγείωση στην έρηµο– επιτρέπεται να πιούµε τα ίδια µας τα κάτουρα.
Εννιά τοις
εκατό
του
πληθυσµού
είναι
οµοφυλόφιλοι, εννιά τοις εκατό είναι αριστερόχειρες. Σε πενήντα χιλιάδες χρόνια εξέλιξης αυτό το ποσοστό ποτέ δεν άλλαξε. Γιατί; Γιατί γίνεται. Σε µεγαλύτερα ποσοστά η διαιώνιση του είδους θα κινδύνευε. Σε τελευταία ανάλυση ένας οµοφυλόφιλος δεν είναι παρά ένα δίποδο περιπατητικό αντισυλληπτικό µέσο. Τώρα δεν µιλάω για αριστερόχειρες οµοφυλόφιλους, που
δεν αναφέρονται ξεχωριστά στις
στατιστικές». Γέλια στην αίθουσα, ίσως περισσότερα από τα αγόρια αυτή τη φορά παρά από τα κορίτσια. «Η διαιώνιση του είδους. Γύρω από αυτήν περιστρέφονται όλα. Δεν θέλω να σταθώ εδώ στο γιατί το είδος θα έπρεπε να διαιωνιστεί. Και τα βακτηρίδια παλεύουν να επιβιώσουν. Καρκινικά κύτταρα πολλαπλασιάζονται µε ζέση. Η επιβίωση είναι η µοναδική κινητήρια δύναµη πίσω από την πλάση. Αλλά γιατί είναι έτσι; Ή για να το πω αλλιώς: ποια αξιολόγηση πρέπει να συνδέσουµε µε αυτό; Δεν έχω την παραµικρή ιδέα. Στο µεταξύ ο άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι. Εκεί δεν φυτρώνει τίποτα. Δεν έχει διαπιστωθεί ζωή. Αλλά τι το κακό έχει ένα γυµνό φεγγάρι; Ένα φεγγάρι χωρίς φυτά και ζώα και µποτιλιαρίσµατα; Και τι το στραβό θα είχε µια γυµνή Γη; Ή
και πάλι: ποια αξιολόγηση θα έπρεπε να κάνουµε µιας τέτοιας γυµνής και άδειας Γης;». Εδώ ο καθηγητής Χερτζλ έκανε µια παύση για να πιει µια γουλιά νερό από ένα ποτήρι που ήταν στο βήµα του. « Όποιος θέλει να στοχάζεται για το νόηµα της δηµιουργίας, το νόηµα της ζωής, αν θέλετε, θα έπρεπε πρώτα να σταθεί στους
δεινόσαυρους» συνέχισε. «Οι
δεινόσαυροι κατοικούσαν στον πλανήτη µας για εκατόν εξήντα εκατοµµύρια χρόνια. Ύστερα εξαφανίστηκαν σχετικά απότοµα.
Μερικά
εκατοµµύρια
χρόνια
αργότερα
εµφανίστηκε στη σκηνή ο άνθρωπος. Πάντα αναρωτιόµουν γιατί. Ποιο ήταν το νόηµα αυτών των εκατόν εξήντα εκατοµµυρίων
χρόνων;
Τι σπατάλη
χρόνου!
Δεν
έχει
αποδειχτεί κανένας άµεσος εξελικτικός κρίκος µεταξύ του δεινοσαύρου και του ανθρώπου. Αν η ανθρωπότητα και η συνέχιση
αυτής
της
ανθρωπότητας
ήταν
όντως
τόσο
σηµαντικές, γιατί τότε πρώτα αυτοί οι δεινόσαυροι; Και γιατί για τόσο µεγάλο διάστηµα; Όχι χίλια χρόνια ή δέκα χιλιάδες ή ένα εκατοµµύριο, όχι: εκατόν εξήντα εκατοµµύρια! Γιατί όχι το αντίθετο; Γιατί όχι πρώτα η ανθρωπότητα; Γιατί η αρχή δεν έγινε µε την εξέλιξη των ψαριών σε θηλαστικά κι αποκεί στον όρθιο δίποδο άνθρωπο; Και ύστερα, µέσα σε λίγες δεκάδες χιλιάδες χρόνια, από τον κάτοικο των σπηλαίων στον εφευρέτη του τροχού, της τυπογραφίας, του φορητού
ραδιοφώνου και της βόµβας υδρογόνου; Και να συνέχιζε έτσι για µερικές χιλιάδες ή, αν θέλετε, για µερικά εκατοµµύρια χρόνια ακόµα, ώσπου να αφανιστεί η ανθρωπότητα, το ίδιο απότοµα όπως εµφανίστηκε. Από έναν µετεωρίτη, µια ηλιακή φλόγα ή έναν πυρηνικό χειµώνα, αυτό δεν έχει σηµασία εδώ. Η ανθρωπότητα εξαφανίζεται. Τα κόκαλά της θάβονται κάτω από ένα παχύ στρώµα σκόνης, όπως και οι πόλεις
της, τα αυτοκίνητά της, οι σκέψεις
της, οι
αναµνήσεις της, οι ελπίδες κι οι επιθυµίες της. Όλα εξαφανίζονται. εκατοµµύρια
Και
ύστερα,
χρόνια,
έπειτα
έρχονται
οι
από
άλλα
είκοσι
δεινόσαυροι.
Έχουν
µπόλικο χρόνο µπροστά τους. Εµείς δεν υπάρχουµε πια, δεν έχει σηµασία πια. Τους δίδονται εκατόν εξήντα εκατοµµύρια χρόνια.
Οι
δεινόσαυροι
δεν
είναι
σκαπανείς,
δεν
ενδιαφέρονται για το παρελθόν. Δεν έχουν σπουδάσει για να κάνουν αρχαιολογική έρευνα. Δεν ερευνούν το στρώµα σκόνης, όπως θα κάναµε εµείς. Γι’ αυτό και δεν βρίσκουν χαµένες
πόλεις.
Ούτε
αυτοκινητοδρόµους
τεσσάρων
λωρίδων, τηλεοράσεις, γραφοµηχανές. Ούτε Μερσεντές σε άριστη κατάσταση, σχεδόν έτοιµες για οδήγηση, που έχουν συντηρηθεί κάτω από το στρώµα σκόνης. Το πολύ πολύ να βρουν ίσως κατά τύχη ένα ανθρώπινο κρανίο. Ένα κρανίο που θα µυρίσουν προς στιγµήν και που στη συνέχεια, αφού έτσι
κι αλλιώς δεν περιέχει πια τίποτε το φαγώσιµο, θα το εκσφενδονίσουν όσο πιο µακριά µπορούν. Οι δεινόσαυροι δεν έχουν την περιέργεια να µάθουν ποιος τριγυρνούσε πριν από αυτούς σε τούτη τη γη. Ζουν στο τώρα. Αυτό θα µπορούσαµε να διδαχτούµε εµείς από τους δεινόσαυρους. Να ζούµε στο τώρα. Όποιος δεν γνωρίζει την ιστορία είναι καταδικασµένος να την επαναλάβει, µας λένε και µας ξαναλένε. Αλλά µήπως σ’ αυτήν ακριβώς την επανάληψη δεν βρίσκεται η ουσία της ύπαρξης; Γέννηση και θάνατος. Ο ήλιος που ανατέλλει κάθε πρωί και βασιλεύει το βράδυ. Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειµώνας, άνοιξη. Μια καινούργια άνοιξη, λέµε. Αλλά δεν έχει τίποτα το καινούργιο. Μιλάµε για τα πρώτα χιόνια, αλλά είναι τα ίδια χιόνια που έπεσαν και πέρσι. Οι άντρες πηγαίνουν για κυνήγι. Οι γυναίκες φροντίζουν το σπήλαιο να είναι ζεστό. Ένας άντρας µπορεί να γονιµοποιήσει περισσότερες από µία γυναίκα µέσα σε µία µέρα. Αλλά µια έγκυος γυναίκα δεν είναι διαθέσιµη για τη διαιώνιση
του
είδους
επί εννέα µήνες.
Στο
µεταξύ
µπορούµε να υπολογίσουµε πόσους τοκετούς µπορεί να αντέξει µια γυναίκα. Η απάντηση είναι: είκοσι. Μετά το ρίσκο παραείναι µεγάλο. Η ελκυστικότητα της γυναίκας ελαττώνεται.
Έτσι
ο
άντρας
προειδοποιείται
να
µη
γονιµοποιήσει πια αυτή τη γυναίκα. Λίγο αργότερα σταµατάει
και η γονιµότητα. Με τόσο ευφυή τρόπο είναι φτιαγµένη η δηµιουργία. Στο µεταξύ το σπέρµα του άντρα αντέχει για πολύ µεγαλύτερο διάστηµα. Τα ρίσκα για την υγεία ενός παιδιού ηλικιωµένου πατέρα είναι αµελητέα. Στην εποχή µας παίρνουµε στο ψιλό έναν εβδοµηνταπεντάρη που κάνει παιδί µε µια εικοσάχρονη. Αλλά κατά βάθος δεν είναι καθόλου για γέλια. Ένα παιδί είναι ένα παιδί. Ένα παιδί παραπάνω. Ένα παιδί που αλλιώς δεν θα υπήρχε. Ο άντρας γερνάει, αλλά η ελκυστικότητά του µειώνεται ελάχιστα. Αυτό επίσης δείχνει τη µεγαλοφυΐα της δηµιουργίας. Η φρέσκια τροφή µυρίζει ωραία. Το χαλασµένο φαγητό βροµάει. Μυρίζουµε ένα κουτί γάλα, για να διαπιστώσουµε αν έχει περάσει η ηµεροµηνία κατανάλωσης. Έτσι κοιταζόµαστε και µεταξύ µας. Αυτήν όχι, λέµε. Παραείναι µεγάλη. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτοµαι. Δεν θέλουµε γυναίκα που έχει ξεπεράσει την ηµεροµηνία κατανάλωσης,
επειδή
δεν
έχει
κανένα
νόηµα.
Δεν
εξυπηρετεί τη διαιώνιση του είδους. Εδώ θέλω να σταθώ µια στιγµή στην αδικία. Συναισθάνοµαι τις γυναίκες που τα βρίσκουν
άδικα
όλα
αυτά.
Οι
γυναίκες
είναι
οι
ποδοσφαιριστές της δηµιουργίας. Στα τριάντα πέντε τους συνταξιοδοτούνται. Πριν φτάσει αυτή η στιγµή, πρέπει να φροντίσουν να έχουν βολευτεί. Μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι τους, έναν άντρα, παιδιά. Οι γυναίκες δένονται πιο
γρήγορα µ’ έναν άντρα. Με οποιονδήποτε άντρα. Το βλέπεις να συµβαίνει σε γυναίκες που πλησιάζουν την επικίνδυνη ηλικία. Ωραίες γυναίκες, που θα µπορούσαν να έχουν οιονδήποτε άντρα, επιλέγουν ξαφνικά έναν άσχηµο πληκτικό µαλάκα. Το ένστικτο είναι πιο ισχυρό. Η διαιώνιση του είδους. Έναν άσχηµο πληκτικό µαλάκα µε αυτοκίνητο, υποθήκη και ασφάλεια ζωής. Τη στέγη πάνω από το κεφάλι. Όχι καν τόσο για τις ίδιες, αλλά για το παιδί. Η κούνια πρέπει να είναι σ’ έναν χώρο στεγνό που να θερµαίνεται εύκολα. Ο πληκτικός µαλάκας προσφέρει µεγαλύτερη εγγύηση ότι η υποθήκη
µπορεί
να
πληρωθεί
κάθε
µήνα
από
τον
οµορφάντρα που ξέρει ότι µπορεί να διαλέξει όποια γυναίκα θέλει. Ο οµορφάντρας που ξενοπηδάει µπορεί ξαφνικά να την κοπανήσει. Το ένστικτο είναι τόσο ισχυρό που η γυναίκα δεν ενεργεί καν από ιδιοτέλεια. Κι αυτή θα προτιµούσε να κοιµάται κάθε νύχτα δίπλα στον οµορφάντρα. Αλλά ο οµορφάντρας έχει διαφορετική ατζέντα. Να γονιµοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερες γυναίκες κι έτσι το να µεταδώσει τα δυνατά και γερά γονίδιά του
είναι το
σηµαντικότερο σηµείο στην ατζέντα του. Είναι το βιολογικό ρολόι. Οι δείκτες δείχνουν την ίδια ώρα. Για τη γυναίκα είναι ώρα να κατασταλάξει κάπου. Ο άντρας θεωρεί ότι είναι νωρίς ακόµη. Και για να τελειώνω, το εξής: υπάρχουν πολιτισµοί
όπου φροντίζουν τις απορριφθείσες γυναίκες. Έχουµε την τάση να βλέπουµε αφ’ υψηλού αυτούς τους πολιτισµούς. Σ’ εµάς µια εγκαταλελειµµένη γυναίκα µαραζώνει ολοµόναχη. Παρ’ όλα αυτά αισθανόµαστε ανώτεροι. Σ’ αυτούς τους ίδιους πολιτισµούς φροντίζουν ώστε ένα κορίτσι να έχει τακτοποιηθεί από µικρή ηλικία. Θα µπορούσες να το πεις άδικο που ο άντρας δεν µπορεί να µείνει έγκυος. Αλλά δεν υπάρχει άντρας που παραπονιέται γι’ αυτό. Εµείς χαιρόµαστε που δεν είµαστε αναγκασµένοι να τριγυρίζουµε επί εννιά µήνες µε µια χοντρή κοιλιά. Μια τέτοια κοιλιά θα µας εµπόδιζε µόνο να κάνουµε αυτό που το ένστικτο µας λέει ότι πρέπει να κάνουµε. Εσείς είστε νέοι. Κάντε ό,τι θέλετε. Και κάντε το όσο πιο συχνά µπορείτε. Μη σκεφτείτε το µέλλον. Φροντίστε να έχετε κάτι να θυµάστε. Και αφήστε την αδικία να βράζει στο ζουµί της. Μ’ αυτό θέλω να τελειώσω σήµερα».
Το εξοχικό ήταν σ’ έναν λόφο ανάµεσα σε άλλα εξοχικά, γύρω στα τέσσερα χιλιόµετρα από
την παραλία. Τρία
χιλιόµετρα από το κάµπινγκ µας. Επειδή ήταν πολύ µακριά για να πάµε µε τα πόδια, είχαµε πάρει το αµάξι. «Μπα, περίµενα κάτι διαφορετικό» είπε η Καρολίν την ώρα
που προσπαθούσαµε να διαβάσουµε τους αριθµούς των σπιτιών από τα ανοιχτά παράθυρά µας, πράγµα που δεν ήταν και τόσο απλό, επειδή οι περισσότεροι έλειπαν εντελώς ή ήταν κρυµµένοι πίσω από κισσό ή άλλη βλάστηση. «Πριν από λίγο ήµαστε στο 53, ύστερα ακολούθησε το 55, αλλά τώρα τα νούµερα κατεβαίνουν πάλι» είπα. Σταµάτησα προς στιγµήν το αυτοκίνητο κι έβγαλα το κεφάλι µου από το παράθυρο. «32, γαµώτο! Τι εννοείς ότι περίµενες κάτι διαφορετικό;» «Δεν ξέρω. Κάτι πιο καλλιτεχνικό;» Στο
τέλος
ενός
αδιεξόδου
έκανα
στροφή.
Εδώ
βρισκόµασταν στο ψηλότερο σηµείο. Πέρα µακριά έβλεπες την µπλε γραµµούλα της θάλασσας και από κάτω µας φιδογύριζε ο δρόµος που οδηγούσε στην παραλία. Κοίταξα λοξά τη γυναίκα µου. Κι αυτή ήταν στο τσακ να παντρευτεί έναν πληκτικό µαλάκα, πριν από κάµποσα χρόνια. Την πρωτοείδα σ’ ένα πάρτι. Ένα συνηθισµένο πάρτι γενεθλίων σε φίλους. Η Καρολίν ήταν παιδική φίλη της γυναίκας του εορτάζοντος. Ο πληκτικός µαλάκας δεν ήταν φίλος κανενός. Ο πληκτικός µαλάκας ήταν µαζί της. «Κατά τα άλλα δεν ξέρω κανέναν εδώ µέσα» µου είπε. Στεκόµασταν µπροστά στο τραπέζι µε τα µεζεδάκια. Άφησε κάτω το ποτήρι του µε την κόκα κόλα και έβγαλε µια πίπα. « Ήρθα µε τη φίλη µου».
Κοίταξα τα δάχτυλά του που γέµιζαν την πίπα µε καπνό. Ποια γυναίκα θέλει έναν άντρα µε πίπα; σκέφτηκα. Και την επόµενη στιγµή η Καρολίν εµφανίστηκε στο πλευρό του. «Να φύγουµε σιγά σιγά;» είπε στον πληκτικό µαλάκα. «Δεν αισθάνοµαι πολύ καλά». Ενίοτε η αντίθεση µεταξύ ενός άντρα και µιας γυναίκας είναι τόσο µεγάλη, που αρχίζεις να αναρωτιέσαι
µήπως
παίζουν
ρόλο
άλλοι
παράγοντες.
Οικονοµικοί παράγοντες, παραδείγµατος χάρη. Ή αλλιώς παράγοντες που έχουν να κάνουν µε κύρος και φήµη. Το εικοσάχρονο φωτοµοντέλο στο πλευρό του εξηντάχρονου εκατοµµυριούχου. Η εκτυφλωτική καλλονή δίπλα στον πιο άσχηµο ποδοσφαιριστή που µπορείς να φανταστείς. Ποτέ ποδοσφαιριστή τρίτης κατηγορίας, ούτε καν ποδοσφαιριστή τρίτης
κατηγορίας
µε
το
παρουσιαστικό
του
Ντέιβιντ
Μπέκαµ. Όχι, έναν διεθνή ποδοσφαιριστή. Έναν διεθνή ποδοσφαιριστή µε βρόµικα αραιά µαλλιά κι ένα χαµόγελο όπου βλέπεις περισσότερα ούλα από δόντια. Είναι µια συµφωνία.
Το
φως
των
προβολέων
κολακεύει
το
φωτοµοντέλο. Μπορεί να κάνει απεριόριστα ψώνια στο Μιλάνο και τη Νέα Υόρκη. Ο άσχηµος ποδοσφαιριστής κι ο ηλικιωµένος εκατοµµυριούχος δείχνουν ότι µπορούν να κατακτήσουν τις οµορφότερες γυναίκες στον κόσµο. Αλλά ενίοτε η συµφωνία δεν είναι άµεσα σαφής. Πώς είναι
δυνατόν, για όνοµα του Θεού; σκέφτεσαι. Τι του βρίσκει του πληκτικού µαλάκα; «Α, συγγνώµη» είπε η Καρολίν και µου άπλωσε το χέρι. «Μαρκ» είπα ενώ έπιανα το χέρι της. Πρώτα συγκράτησα την παρόρµηση να το κρατήσω για περισσότερη ώρα απ’ ό,τι µπορεί
να
θεωρηθεί
ακόµη
φυσιολογικό.
Ύστερα
συγκράτησα την παρόρµηση να πω κάτι «χαριτωµένο». Κοίταξα προς στιγµήν τον πληκτικό µαλάκα, που στο µεταξύ είχε ανάψει την πίπα του και φύσηξε µερικές πυκνές τολύπες καπνού. Ήταν καθαρή διαίσθηση. Δεν υπήρχε καµία ανάγκη
να
πω
κάτι
χαριτωµένο.
Ήµουν
χαριτωµένος.
Οπωσδήποτε ήµουν πολύ πιο χαριτωµένος από τον πληκτικό µαλάκα. Έχω ξαναµιλήσει για το παρουσιαστικό µου. Αυτό που πρέπει ακόµα να προσθέσω είναι ότι εκ πρώτης όψεως δεν µοιάζω µε γιατρό. Όχι σε πάρτι γενεθλίων πάντως. Υπάρχει γιατρός στην αίθουσα; φωνάζει ο κόσµος όταν κάποιος λιποθυµά ή κόβει το χέρι του µ’ ένα σπασµένο ποτήρι. Σε πρώτη φάση τα βλέµµατά τους πάντα µε προσπερνούν. Βλέπουν έναν άντρα µε όχι ιδιαίτερα καινούργια αθλητικά παπούτσια, µ’ ένα όχι ιδιαίτερα καθαρό τζιν κι από πάνω ένα µακό µπλουζάκι. Τα µαλλιά του είναι επίτηδες ανακατωµένα. Έχω µαλλιά που το επιτρέπουν. Πριν πάω στο πάρτι
γενεθλίων, στέκοµαι µπροστά στον καθρέφτη. Τοποθετώ τα δάχτυλά µου
στα πλαϊνά του
κεφαλιού
µου
και τα
ανεβοκατεβάζω µια στιγµή. Τότε τα µαλλιά µου είναι τέλεια. Κοίταξα τη γυναίκα που αυτοσυστήθηκε ως Καρολίν. Ξαφνικά ήξερα γιατί ήταν µε τον πληκτικό µαλάκα. Το βιολογικό ρολόι. Είχε κοιτάξει το ρολόι κι είχε αποφασίσει ότι ο χρόνος άρχιζε να πιέζει. Αλλά θα ήταν πολύ κρίµα. Κοίταξα προς στιγµήν τον πληκτικό µαλάκα. Είδα αδύνατα γονίδια. Πιθανόν άσχηµα παιδιά. Άσχηµα παιδιά που θα τα έπαιρνε από το σχολείο ένας πατέρας που κάπνιζε πίπα. Εκείνη είχε πει ότι δεν αισθανόταν «πολύ καλά» θυµήθηκα, και ξαφνικά η καρδιά µου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Μπας και άργησα;
Αυτή
η
σκέψη
ήταν
τόσο
τροµακτική
που
παρέλειψα όλες τις τυπικότητες και µπήκα κατευθείαν στην ουσία. Ως έγκυος γυναίκα δεν παρουσίαζε πλέον ενδιαφέρον για µένα ως άντρα. Με µια έγκυο γυναίκα θα αντάλλασσα µερικές ακόµα φιλοφρονήσεις κι ύστερα θα την παρέδιδα στον πληκτικό µαλάκα. Το παιδί θα µεγάλωνε σ’ ένα σπίτι όπου η µπόχα του καπνού πίπας θα κολλούσε στα ρούχα, τα έπιπλα και τις κουρτίνες. «Υπάρχουν γυναίκες που πιστεύουν ότι δεν επιτρέπεται να πίνουν αλκοόλ όταν είναι σε ενδιαφέρουσα» είπα. «Μα ένα
ποτηράκι κόκκινο κρασί στ’ αλήθεια δεν βλάπτει. Είναι µάλιστα καλύτερο. Για τη χαλάρωση, αλλά και για το αγέννητο µωρό». Η Καρολίν κοκκίνισε. Για µια στιγµή φοβήθηκα ότι είχα µαντέψει σωστά, αλλά ύστερα έριξε ένα σύντοµο βλέµµα στον µαλάκα και στη συνέχεια κοίταξε πάλι εµένα. «Εγώ… εµείς… προσπαθούµε» είπε. «Να µείνω έγκυος. Αλλά µέχρι στιγµής χωρίς αποτέλεσµα». Έβγαλα έναν βαθύ αναστεναγµό. Ήταν ένας αναστεναγµός ανακούφισης. «Με συγχωρείς» είπα. «Τι δουλειά έχω εγώ µ’ αυτό, θα αναρωτιέσαι
µάλλον.
Μα
είναι
λιγάκι
επαγγελµατική
διαστροφή. Όταν οι γυναίκες λένε ότι έχουν τάση για εµετό, εγώ αµέσως σκέφτοµαι… τέλος πάντων, αυτό». Μισόκλεισε τα µάτια της. Επαγγελµατική διαστροφή; ρωτούσαν αυτά τα µισόκλειστα µάτια. Και για ποιο επάγγελµα µιλάµε εδώ; «Είµαι παθολόγος» είπα. Χωρίς να τραβήξω το βλέµµα µου από πάνω της, έθαψα προς στιγµήν τα δάχτυλά µου στα µαλλιά µου και τα τράβηξα ανέµελα προς τα πίσω, µε αποτέλεσµα να ανακατευτούν ακόµα πιο πολύ. Στο µεταξύ δεν κοιτούσα πια τον πληκτικό µαλάκα. Έκανα σαν να µην υπήρχε πια. Σαν να ήµαστε πια
µόνο οι δυο µας. Εκ των υστέρων πιστεύω ότι όντως έτσι ήταν. «Παθολόγος» είπε η Καρολίν. Χαµογέλασε. Και δεν έκανε καµία προσπάθεια να κρύψει το σύντοµο εξεταστικό βλέµµα που άφησε να γλιστρήσει πάνω από το υπόλοιπο σώµα µου. Προφανώς της άρεσε αυτό που έβλεπε, γιατί το χαµόγελό της έγινε πιο πλατύ, δείχνοντας έτσι τα ωραία δόντια της. Τι σκεφτόσουν τότε, εδώ που τα λέµε; θα τη ρωτούσα αργότερα. Όχι µία φορά, αλλά περίπου δυο φορές τον χρόνο. Απολαµβάναµε και οι δυο µας την αναπαράσταση της πρώτης µας συνάντησης, κι ας είχαν περάσει χρόνια από το πρώτο µας φιλί. «Σκέφτηκα: δεν θα το µάντευα µε τίποτα» απαντούσε πάντα η Καρολίν. «Παθολόγος! Τι χαριτωµένος παθολόγος, σκέφτηκα. Με τα ανακατωµένα µαλλιά του και τα φθαρµένα ρούχα του. Κι εσύ; Τι σκεφτόσουν εσύ;» «Εγώ σκέφτηκα: τι στο καλό θέλει µ’ αυτό τον πληκτικό µαλάκα; Τι κρίµα για τόσο όµορφη γυναίκα. Που µια τόσο χαριτωµένη και όµορφη γυναίκα αναγκάζεται να κάθεται µες στον καπνό µιας πίπας». «Αν όντως δεν αισθάνεσαι καλά, Καρολίν» ακούστηκε η φωνή του µαλάκα µε την πίπα κάπου εκτός εικόνας «τότε καλύτερα να πηγαίνουµε».
«Νοµίζω ότι θα µείνω ακόµα λίγο» είχε απαντήσει. «Νοµίζω ότι θα πάρω ακόµα ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί».
«Κοίτα, µπαµπά! Εκεί!» φώναξε η Λίζα από το πίσω κάθισµα. «Τι;» είπα ενώ πατούσα φρένο. «Πού;» «Εκεί! Αυτό το παιδί που περπατάει εκεί πέρα. Είναι ο Άλεξ».
17
«ΘΕΛΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΣΑΡΔΕΛΕΣ; Υπάρχουν ακόµη µπόλικες». Ο Ραλφ σκούπισε τα δάχτυλά του στο τισέρτ του και µας κοίταξε έναν έναν ερωτηµατικά. «Εσύ, Καρολίν; Εµανουέλ, you want some more? You have space. Όχι, πώς το λες αυτό στα αγγλικά;» Απευθύνθηκε στον Στάνλεϊ και του έκλεισε το µάτι. «Αυτή έχει περιθώριο. Εµείς θα έπρεπε να προσέχουµε. Μαρκ, εσύ; Άντε, εσύ είσαι ο γιατρός. Οι σαρδέλες κάνουν καλό στην υγεία. Τα καλά λιπαρά, έτσι δεν είναι;» «Ναι, όντως» είπα και έτριψα µια στιγµή την κοιλιά µου. «Μα έχω χορτάσει, Ραλφ. Σ’ ευχαριστώ». Καθόµασταν έξω στη βεράντα σε δύο ενωµένα άσπρα
πλαστικά τραπέζια. Γύρω από τη βεράντα υπήρχε ένας όχι ιδιαίτερα ψηλός ηµικυκλικός τοίχος από ψεύτικα βράχια όπου
είχαν
ενσωµατωθεί
κοχύλια
και
απολιθώµατα
θαλάσσιων οργανισµών. Το µπάρµπεκιου βρισκόταν σε µια εσοχή του τοίχου και διέθετε µάλιστα σύστηµα εξαερισµού υπό τη µορφή µιας καµινάδας ντυµένης µε κόκκινα κεραµίδια. Αλλά παρά την καµινάδα η µυρωδιά των σαρδελών αιωρούνταν ανάµεσά µας σαν λιπαρό και παχύ πέπλο, σαν την κάπνα µιας πυρκαγιάς. Ήταν µια µυρωδιά που κολλούσε στα πάντα: στα ρούχα µας, στα µαλλιά µας, στα κλήµατα και στα φοινικόφυλλα πάνω απ’ το κεφάλι µας. Ήλπιζα ότι θα είχε κρέας. Αρνί ή χοιρινό. Μπουτάκια κοτόπουλου έστω. Απεχθάνοµαι τις σαρδέλες. Όχι τις σαρδέλες από κονσέρβα όπου τα κοκαλάκια έχουν ήδη λιώσει στο οξύ, αλλά τη νωπή παραλλαγή όπου το παίδεµα για να τις καθαρίσεις παίρνει περισσότερο χρόνο απ’ όσο χρειάζεσαι να τις φας. Νοµίζεις ότι έχεις αφαιρέσει όλα τα κοκαλάκια, παρ’ όλα αυτά καµιά εικοσαριά σού ξεφεύγουν σε κάθε µπουκιά. Κοκαλάκια που στη συνέχεια χώνονται οδυνηρά στα ούλα και στον ουρανίσκο σου, ή αλλιώς σφηνώνουν στον λαιµό σου. Κι ύστερα αυτή η µυρωδιά. Ή καλύτερα να πω: η µπόχα. Η µπόχα που εµένα πάντως µε προειδοποιεί ότι καλά θα κάνω να αποφύγω αυτού του είδους την τροφή. Για µέρες ακόµη κολλάει στα δάχτυλά
σου. Κάτω από τα νύχια σου. Τα ρούχα σου θέλουν αµέσως πλύσιµο. Και πρέπει να λούσεις και τα µαλλιά σου. Αλλά ακόµα και τότε υπάρχουν τα ρεψίµατα που συνεχίζουν να σου θυµίζουν ολόκληρη τη νύχτα και το επόµενο πρωί τι έφαγες το προηγούµενο βράδυ. «Βέρα;» ρώτησε τώρα ο Ραλφ τη µητέρα της Γιούντιτ. «Εσύ δεν θα µε απογοητεύσεις, θέλω να ελπίζω». Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα κάποιον να λέει το όνοµά της. Είχε κοντοκουρεµένα γκρίζα µαλλιά. Πρακτικά µαλλιά. Βέρα, επανέλαβα νοερά το όνοµά της. Τα µαλλιά ταίριαζαν περισσότερο σε µια Ντόρα ή µια Ρία. Είχε ένα γλυκό πλην άδειο πρόσωπο, µε λίγες ρυτίδες για την ηλικία της. Μια πρακτική υγιής γυναίκα που κατά πάσα πιθανότητα είχε ζήσει µια προσεκτική ζωή, χωρίς υπερβολικές κραιπάλες, και που έπειτα από ένα µοναδικό ποτήρι άσπρο κρασί είχε αρχίσει να κουτουλάει. Περίµενα ανά πάσα στιγµή ότι θα σηκωνόταν από το τραπέζι, θα ζητούσε συγγνώµη και θα πήγαινε στην κρεβατοκάµαρά της. Λίγο µετά την άφιξή µας η Γιούντιτ µάς είχε ξεναγήσει στο εξοχικό. Στον πρώτο και µεγαλύτερο όροφο βρίσκονταν το καθιστικό
και
η
τραπεζαρία,
η
κουζίνα
και
τρεις
κρεβατοκάµαρες. Ακόµα και χωρίς τις επεξηγήσεις της Γιούντιτ,
δεν
ήταν
δύσκολο
να
µαντέψεις
ποια
κρεβατοκάµαρα ήταν ποιανού. Το δωµάτιο µε το διπλό κρεβάτι και τις στοίβες τα βιβλία και τα περιοδικά στα κοµοδίνα ανήκε στον Ραλφ και την ίδια, το λίγο µικρότερο δωµάτιο µε δύο µονά κρεβάτια, όπου το πάτωµα ήταν σπαρµένο µε πεταµένα ρούχα, παπούτσια, µπαλάκια του τένις και µάσκες θαλάσσης, ανήκε στον Άλεξ και τον Τόµας, και το πιο µικρό δωµάτιο µε ένα και µοναδικό µονό κρεβάτι ανήκε στη µητέρα. Δεν ξέρω γιατί, µα κυρίως σε αυτό το τελευταίο δωµάτιο στάθηκα λίγο περισσότερο, στο άνοιγµα της πόρτας του, ενώ η Γιούντιτ κι η Καρολίν ήδη γύριζαν στο καθιστικό. Το δωµάτιο ήταν περίπου άδειο, σχεδόν το κελί µιας
µοναχής.
Στην
πλάτη
της
µοναδικής
καρέκλας
κρεµόταν µια καφετιά ζακέτα, κάτω από την καρέκλα ήταν παραταγµένες δίπλα δίπλα δύο µοβ παντόφλες. Στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι κρεµόταν ένα σκίτσο µε κάρβουνο µιας ψαρόβαρκας που είχε τραβηχτεί έξω από το νερό. Στο κοµοδίνο δίπλα στο κρεβάτι στεκόταν µια κορνιζαρισµένη φωτογραφία – τουλάχιστον υπέθεσα πως ήταν φωτογραφία, αν και η κορνίζα στεκόταν µε την πίσω πλευρά γυρισµένη προς εµένα. Αφουγκράστηκα τις φωνές της Γιούντιτ και της γυναίκας µου. Θα µπορούσα. Θα µπορούσα να είχα κάνει δύο βήµατα µπροστά για να δω ποιον (ή τι) έδειχνε η φωτογραφία, αλλά συγκρατήθηκα. Αργότερα, είπα στον
εαυτό µου. Αργότερα, υπάρχει ακόµη µπόλικος χρόνος. Στην µπροστινή πλευρά του σπιτιού υπήρχε µια µεγάλη τζαµαρία που εκτεινόταν σε όλο το πλάτος του καθιστικού. Η τζαµαρία έβλεπε στους λόφους που σχηµάτιζαν εδώ την ακτογραµµή, αλλά η ίδια η θάλασσα δεν φαινόταν. Στο καθιστικό υπήρχαν κυρίως άσχηµα έπιπλα. Ένας πράσινος καναπές και δύο επίσης πράσινες πολυθρόνες, που δεν µπορούσες να δεις µε την πρώτη µατιά αν η ταπετσαρία ήταν από δερµατίνη ή πλαστικό. Ένα χαµηλό ψάθινο τραπέζι µε µατ τζάµι στην επιφάνεια. Το τραπέζι του φαγητού ήταν φτιαγµένο από µασίφ σκουρόχρωµο ξύλο, η πλάτη των ασορτί καρεκλών ήταν ντυµένη µε κόκκινο βελούδο. «Οι ιδιοκτήτες είναι Άγγλοι» είπε η Γιούντιτ. Στο ισόγειο υπήρχε ένα γκαράζ κι ένα ξεχωριστό από το υπόλοιπο σπίτι διαµέρισµα µε δική του είσοδο. Εκεί έµεναν ο Στάνλεϊ κι η Εµανουέλ. Είχα µια αµυδρή ελπίδα ότι θα µας ξεναγούσε και σ’ αυτό το διαµέρισµα, αλλά η Γιούντιτ µόνο άνοιξε την πόρτα µια χαραµάδα και φώναξε κάτι προς το εσωτερικό, οπότε ο Στάνλεϊ εµφανίστηκε στο άνοιγµα της πόρτας. Γύρω από τη µέση του είχε τυλίξει µια άσπρη πετσέτα που έφτανε ως µόλις κάτω από τα γόνατά του. «Η Εµανουέλ κάνει ντους» είπε. Κοίταξα το γυµνό κοµµάτι του σώµατός του. Η κοιλιά του ήταν σφιχτή για την ηλικία του.
Σφιχτή και µαυρισµένη. Αλλά το ίδιο το δέρµα ήταν θαµπό. Στο ύψος του στήθους και κάτω από τον αφαλό του οι τρίχες ήταν σχεδόν άσπρες. «Θα ’ρθείτε σε λίγο για ένα ποτό;» είπε η Γιούντιτ. Tέλος, κάναµε τον γύρο του κήπου. Στο πλάι του σπιτιού υπήρχε µια σκεπαστή στοά όπου ήταν στηµένο ένα τραπέζι του πινγκ πονγκ. Πάνω από την πόρτα του γκαράζ κρεµόταν ένα καλάθι του µπάσκετ. Στα τµήµατα του κήπου που δεν ήταν στρωµένα µε πλάκες το χώµα ήταν ξερό και καστανό, σχεδόν κόκκινο. Από τη βεράντα µια πλακόστρωτη σκάλα µε δυο τρία σκαλοπάτια οδηγούσε στην πισίνα. «Μήπως θέλετε πρώτα να κάνετε µια βουτιά;» είπε η Γιούντιτ. Η Καρολίν κι εγώ κοιταχτήκαµε. «Μπα, ίσως αργότερα» είπε η Καρολίν. Η πισίνα είχε σχήµα οχταριού. Στο κέντρο υπήρχε µια πέτρινη νησίδα µε διάµετρο ούτε ενός µέτρου, απ’ όπου πεταγόταν ένας λεπτός πίδακας νερού. Στο νερό έπλεαν φουσκωτά στρώµατα, σαµπρέλες, καθώς κι ένας φουσκωτός πράσινος κροκόδειλος µε χερούλια στις δυο πλευρές του κεφαλιού του. Στην πιο αποµακρυσµένη πλευρά, στον µεγαλύτερο κύκλο του οχτώ, υπήρχε ένας βατήρας. «Εδώ περνάµε κυρίως τις µέρες µας» είπε η Γιούντιτ. «Στην παραλία πηγαίνουν µόνο µε το ζόρι».
Την ίδια στιγµή η Λίζα κι ο Τόµας βγήκαν έξω τρέχοντας. Ο µικρότερος γιος της Γιούντιτ δεν φρέναρε όταν έφτασε στην άκρη της πισίνας. Ήταν λες και την τελευταία στιγµή δεν µπορούσε να αποφασίσει αν θα έκανε βουτιά ή αν θα έπεφτε µε τον κώλο. Μισοπέφτοντας, µισογλιστρώντας στις βρεγµένες πλάκες στην άκρη, κατέληξε στην πισίνα µέσα σ’ ένα σιντριβάνι από σταγόνες. «Τόµας!» φώναξε η Γιούντιτ. «Άντε, Λίζα! Έλα!» φώναξε. Ανέµισε τα χέρια του και αναγκαστήκαµε να κάνουµε µερικά βήµατα πίσω για να µη βραχούµε. «Λίζα! Λίζα! Έλα!» Και να κι η µικρή µου κόρη. Σταµάτησε µια στιγµή στην άκρη, αλλά ύστερα ρίχτηκε µπρούµυτα στο νερό. «Λίζα» είπε η Καρολίν. «Λίζα, πού είναι η Γιούλια;» Η Λίζα είχε σκαρφαλώσει πάνω στον κροκόδειλο, αλλά αµέσως ο Τόµας την τράβηξε και την κατέβασε πάλι. «Τι είπες, µαµά;» ρώτησε όταν ξανάβγαλε το κεφάλι της από το νερό. «Πού είναι η Γιούλια;» «Δεν ξέρω. Μέσα, νοµίζω».
Μετά τις σαρδέλες ακολούθησε το σελάχι. Το σελάχι ήταν
τόσο µεγάλο που κάλυπτε σχεδόν ολόκληρη τη σχάρα του µπάρµπεκιου.
Ο
καπνός
πύκνωσε.
Σ’
ένα σιδερένιο
τραπεζάκι δίπλα στο µπάρµπεκιου ο Ραλφ είχε ακουµπήσει µια πιατέλα µε άλλα θαλασσινά. Κυρίως καλαµαροειδή, αν έβλεπα καλά. Όλων των πιθανών παραλλαγών κεφαλόποδα: καλαµάρια µε άσπρα στρογγυλά σώµατα και ποδαράκια στο κεφάλι, σουπιές µε κορµούς σαν µανιτάρια, απ’ όπου κρέµονταν τα ποδαράκια σε τσαµπί, και χταπόδια µε τις γνωστές
βεντούζες
στα
µακριά
πλοκάµια
τους
που
κρέµονταν από την άκρη της πιατέλας. «Αγοράζουµε όλα τα ψάρια µας από ένα µαγαζί στο χωριό που τα παίρνει απευθείας από τους ψαράδες» είπε ο Ραλφ, ενώ µε το χέρι του έδιωχνε τον καπνό από το πρόσωπό του. «Απέξω δεν βλέπεις καν ότι είναι µαγαζί. Έχει ένα ρολό στην πρόσοψη, ξέρεις, και αυτό ανοίγει µόνο όταν φτάνουν τα ψάρια. Πράγµατι, πιο φρέσκα δεν τα βρίσκεις πουθενά». Προσπαθούσα να αφαιρέσω όσο πιο διακριτικά µπορούσα ένα κόκαλο σαρδέλας που είχε χωθεί στον ουρανίσκο µου, σ’ ένα απίθανο σηµείο πίσω από τα µπροστινά µου δόντια, και απλώς γρύλισα µια στιγµή σε ένδειξη ότι τον άκουσα. Επειδή καθόµουν πιο κοντά στο µπάρµπεκιου, δεχόµουν και τον περισσότερο καπνό στο πρόσωπό µου. Ο καπνός του σελαχιού βροµούσε λιγότερο από των σαρδελών, αλλά έτσι κι
αλλιώς δεν πεινούσα πια. Ξαναγέµισα το ποτήρι µου µε άσπρο κρασί και ήπια µια µεγάλη γουλιά. Ξέπλυνα το στόµα µου µε το κρασί, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να πιάσω το κόκαλο της σαρδέλας µε την άκρη της γλώσσας µου, µε µόνο αποτέλεσµα µια δυο φορές αυτό να καρφώσει άσχηµα τη γλώσσα µου. «Το σχέδιο είναι να γυριστούν δεκατρία επεισόδια» είπε ο Στάνλεϊ στην Καρολίν. «Δεκατρείς φορές πενήντα λεπτά. Πιθανόν να αποτελέσει την ακριβότερη παραγωγή στην ιστορία της τηλεόρασης». Η Καρολίν κι εγώ καθόµασταν δίπλα δίπλα, ο Στάνλεϊ κι η Εµανουέλ κάθονταν απέναντί µας. Η Εµανουέλ είχε ανάψει ένα µακρύ τσιγάρο µε φίλτρο και τίναζε τη στάχτη στο πιάτο της µε τα υπολείµµατα σαρδελών. Παρόλο που στο µεταξύ είχε σκοτεινιάσει πλήρως, φορούσε πάντα τα γυαλιά της του ήλιου. Ήταν ένα µοντέλο µε δυσανάλογα µεγάλους φακούς, µε αποτέλεσµα να µην µπορείς να δεις τι κοιτούσε. «Ξέρεις τους Σοπράνος;» ρώτησε ο Στάνλεϊ την Καρολίν. «Το Wire ;» «Από τους Σοπράνος έχουµε σχεδόν όλες τις σεζόν σε ντιβιντί» είπε η Καρολίν. «Τους βρίσκω καταπληκτικούς. Καταπληκτικοί ηθοποιοί επίσης. Και για το Wire έχω ακούσει από αρκετούς ανθρώπους ότι είναι πολύ καλό. Αλλά ακόµη
δεν αξιωθήκαµε να το δούµε. Και τις Νοικοκυρές σε απόγνωση; Τις ξέρεις τις Νοικοκυρές σε απόγνωση; Κι από αυτή τη σειρά έχουµε µερικές σεζόν σε ντιβιντί». «Το Wire είναι πράγµατι ό,τι καλύτερο. Πρέπει να το δεις, θα
τρελαθείς
ηθοποιούς.
µε Γι’
την αυτό
πρώτη. και
Έχει
έχει
κυρίως πολύ
µαύρους
χαµηλότερη
θεαµατικότητα από τους Σοπράνος. Αλλά οι Νοικοκυρές σε απόγνωση… Μετά λύπης µου πρέπει να σου πω ότι συχνά βρίσκω την υπόθεση κάπως παρατραβηγµένη. Και το χιούµορ υπερβολικό. Αλλά ίσως είναι περισσότερο µια σειρά για γυναίκες. Η
Εµανουέλ, λόγου
χάρη, τη βρίσκει
καταπληκτική. Έτσι δεν είναι; Εµανουέλ; You like De spe rate House wive s a lot, right?» Χρειάστηκε να σκουντήξει προς στιγµήν τον πήχη της προτού
καταλάβει ότι µιλούσε
σ’
αυτή.
Και ύστερα
αναγκάστηκε να επαναλάβει την ερώτησή του. «De spe rate House wive s… is nice» είπε στο τέλος, χωρίς να απευθύνεται συγκεκριµένα σε κάποιον από µας. «Ωραία, ξεκάθαρη απάντηση» είπε ο Στάνλεϊ. Χαµογέλασε πλατιά στην Καρολίν. «Anyway, την παραγωγή αυτής της σειράς έχει αναλάβει η HBO , που έχει κάνει τους Σοπράνος και το Wire . Πρόκειται για την ακριβότερη σειρά όλων των εποχών. Ή το ξανάπα αυτό;»
«Ναι» είπε η Καρολίν. «Μα δεν πειράζει». «Καλύπτει την άνοδο
της
ρωµαϊκής
αυτοκρατορίας.
Ολόκληρη την περίοδο της άνθησης, ας πούµε. Από τον Ιούλιο Καίσαρα ως και τον αυτοκράτορα Νέρωνα. Κι αυτό είναι το µόνο σηµείο διαφωνίας πια. Ποιος θα είναι ο τίτλος. Αµφιταλαντεύονται ανάµεσα σε “Ρώµη” και “Αύγουστος”. Αλλά επειδή εφτά από τα δεκατρία επεισόδια διαδραµατίζονται στην περίοδο που κυβερνούσε ο αυτοκράτορας Αύγουστος, πιστεύω ότι θα καταλήξουν σε “Αύγουστος”». «Και ο Ραλφ;» είπα. «Ο Ραλφ θα είναι ο αυτοκράτορας» είπε ο Στάνλεϊ. «Ο αυτοκράτορας Αύγουστος». «Ναι, το ξέρω. Δεν εννοώ αυτό. Αναρωτιόµουν πώς βρήκες τον Ραλφ. Πώς κατέληξες σ’ αυτόν γι’ αυτό τον ρόλο». «Πριν από χρόνια, όταν έµενα ακόµη στην Ολλανδία, είχα ήδη συνεργαστεί µε τον Ραλφ. Δεν ξέρω, µα έχετε δει την ταινία Καλόπαιδα;» Χρειάστηκε να το σκεφτώ λιγάκι. Αλλά ύστερα θυµήθηκα. Πιστεύω πως δεν την είχα δει στον κινηµατογράφο τότε, αλλά πολύ αργότερα στην τηλεόραση. Καλόπαιδα… Κάτι µε νεολαία που τριγυρνούσε µε µηχανές, αρκετά απροκάλυπτο σεξ για την εποχή και εξίσου απροκάλυπτη βία. Υπήρχε µια
σκηνή, από αυτές για τις οποίες ο κόσµος µιλάει για χρόνια. Μια σκηνή που µπορεί να κάνει αθάνατη ακόµα και µια κακή ταινία. Μερικά αγόρια τεντώνουν ένα καλώδιο πάνω από τον δρόµο. Στο ύψος του κεφαλιού. Μια µηχανή πλησιάζει µε µεγάλη ταχύτητα. Κι ύστερα το κεφάλι που κυλάει στην άσφαλτο. Το κεφάλι που ακινητοποιείται σ’ ένα χαντάκι. Όχι, σ’ ένα αυλάκι µε νερό. Το κεφάλι µόλις που εξέχει ακόµη απ’ το νερό. Βλέπεις ένα έκπληκτο µάτι ανάµεσα στη λέµνα. Ένα µάτι που προς στιγµήν πεταρίζει. Και στη συνέχεια αλλάζει η οπτική γωνία. Βλέπουµε τι κοιτάζει το µάτι. Έναν βάτραχο στην άκρη. Έναν τροµαγµένο βάτραχο. Έναν βάτραχο που κοιτάζει το κεφάλι µε την ίδια έκπληξη που το κεφάλι κοιτάζει αυτόν. Ύστερα ο βάτραχος κοάζει και η εικόνα θολώνει κι ύστερα µαυρίζει. Ο υπαινιγµός είναι σαφής. Το κεφάλι που κόπηκε από το καλώδιο ήταν ακόµη ζωντανό όταν κατέληξε στο αυλάκι. «Οι γονείς µου δεν µε άφηναν να πάω να τη δω» είπε η Καρολίν. «Α µπα;» είπε ο Στάνλεϊ, µ’ ένα σκωπτικό βλέµµα στα µάτια του. «Τόσο µικρή ήσουν τότε;» «Ο Ραλφ έπαιζε σ’ αυτή;» ρώτησα. «Στα Καλόπαιδα; Δεν το θυµάµαι καθόλου». «Ακόµη µε πονάει ο λαιµός µου από αυτή τη σκηνή!»
φώναξε ο Ραλφ, ο οποίος προφανώς είχε παρακολουθήσει τη συζήτηση. «Χα χα χα!» «Αυτός ήταν;» ρώτησα τον Στάνλεϊ. Γύρισα προς τον Ραλφ. «Εσύ ήσουν σ’ αυτό το αυλάκι; Ποτέ δεν το συνειδητοποίησα αυτό». «Χαίροµαι πάντως που γνωρίζεις τα κλασικά έργα, Μαρκ» είπε ο Ραλφ. «Ε, τι λες κι εσύ, Στάνλεϊ; Ωραίο δεν είναι ν’ ακούς ότι υπάρχουν άνθρωποι που θυµούνται ακόµη αυτή τη σκηνή;» «Αχ, µπλιαχ, τώρα θυµάµαι!» είπε η Καρολίν. «Το κοµµένο κεφάλι σ’ εκείνο το αυλάκι! Ου, δεν τόλµησα καν να κοιτάξω. Αργότερα έδωσα όλο το δίκιο του κόσµου στους γονείς µου που µου είχαν απαγορεύσει να πάω». Ο Ραλφ γέλασε µε το βροντερό του γέλιο. Ο Στάνλεϊ έβαλε κι αυτός τα γέλια. Η Εµανουέλ σήκωσε προς στιγµήν το κεφάλι της. Ένα ονειροπόλο χαµόγελο εµφανίστηκε στο πρόσωπό της, αλλά δεν ρώτησε γιατί ξαφνικά όλος ο κόσµος είχε ξεσπάσει σε γέλια. Σκέφτηκα τις µεταγενέστερες ταινίες του Στάνλεϊ Φορµπς. Τις ταινίες που είχε γυρίσει στο Χόλιγουντ. Δεν τις είχα δει όλες, αλλά και σ’ αυτές τις ταινίες ο σκηνοθέτης στηριζόταν κυρίως σε απροκάλυπτες σκηνές. Ήταν ταινίες όπου έβλεπες τα πάντα, που λέει ο λόγος. Τόσο τα κοµµένα χέρια και πόδια και τα µατωµένα κολοβώµατα
όσο και τα παλλόµενα γεννητικά όργανα µε τις γαλάζιες φλέβες. Μετά το τέλος ξεχνούσες γρήγορα το θέµα αυτών των ταινιών, αλλά οι απροκάλυπτες σκηνές είχαν γίνει το σήµα κατατεθέν του. «Πού είναι η Γιούντιτ;» είπε ο Ραλφ. «Πεθαίνω από τη δίψα». Πράγµατι, πού ήταν η Γιούντιτ; Πριν από µερικά λεπτά είχε σηκωθεί από το τραπέζι για να πάει να φέρει κι άλλο άσπρο κρασί, και ακόµη δεν είχε γυρίσει. Η µητέρα της Γιούντιτ, η οποία καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού, άρχισε να χασµουριέται µε το χέρι µπροστά στο στόµα. «Μάλιστα» είπε. Ήταν το µόνο που είχε πει το τελευταίο µισάωρο. Έγειρα πίσω στην καρέκλα µου και χάζεψα γύρω µου. Πρώτα κοίταξα την πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Ύστερα τη σκεπαστή στοά στο πλάι του σπιτιού, όπου η Λίζα κι ο Τόµας έπαιζαν πινγκ πονγκ στο κιτρινωπό φως ενός
λαµπτήρα φθορισµού.
Μετά την
πρώτη
µερίδα
σαρδέλες είχαν χορτάσει κι είχαν πάρει άδεια να σηκωθούν από το τραπέζι. Όπως και η Γιούλια κι ο Άλεξ. Αλλά πού είχαν εξαφανιστεί αυτοί οι δύο, µου είχε διαφύγει. Κοίταξα την πισίνα, όπου στο µεταξύ είχε ανάψει ο υποβρύχιος φωτισµός. Δεν κουνιόταν φύλλο. Ο πράσινος φουσκωτός
κροκόδειλος ακουµπούσε ασάλευτος στην άκρη. Την ώρα που παιδευόµουν µε τις σαρδέλες δεν τόλµησα να κοιτάξω τη Γιούντιτ. Άλλωστε, ούτε εκείνη έµοιαζε να κάνει µεγάλη προσπάθεια να ανταλλάξει µατιές µαζί µου. Μια φορά ωστόσο γέλασε υπερβολικά δυνατά µε µια όχι ιδιαίτερα αστεία παρατήρηση της Καρολίν και ακούµπησε το χέρι της στον πήχη της γυναίκας µου. Κοντολογίς, αναρωτιόµουν µήπως κάτι έχασα. Ένα βλέµµα. Μια χειρονοµία. Κάτι που θα µου έδινε να καταλάβω ότι έπειτα από µερικά λεπτά έπρεπε να την είχα ακολουθήσει στο σπίτι. Να πάω να δω πού είναι η Γιούντιτ και αργεί; Νοερά επανέλαβα µια δυο φορές αυτή την πρόταση, αλλά παρέµενε πρόταση από κακή ταινία. Και ξαφνικά είδα κίνηση στο κεφαλόσκαλο. Πρώτα είδα τον
Άλεξ
κι
ύστερα
τη
Γιούλια
να
κατεβαίνουν,
ακολουθούµενοι µερικά βήµατα πιο πίσω από τη Γιούντιτ. Τα µαλλιά της Γιούλια ήταν ανακατεµένα, είδα όταν πλησίασε πιο πολύ, και τα µάγουλά της αναψοκοκκινισµένα. Τον Άλεξ δεν τον ήξερα αρκετό καιρό για να µπορώ να πω αν ήταν ανακατεµένα και τα δικά του µαλλιά. «Μπαµπά;»
είπε
η
Γιούλια.
Στάθηκε
πίσω
µου,
ακούµπησε τα χέρια της στις δύο πλευρές του αυχένα µου και µάλαζε απαλά τους ώµους µου. Αυτό έκανε πάντα όταν προσπαθούσε να µε πείσει για κάτι: επιπλέον χαρτζιλίκι για
ένα πανάκριβο µπλουζάκι που είχε δει στο κέντρο· το «κακοµοίρικο» το χάµστερ στη βιτρίνα του πετ σοπ που ήθελε σώνει και καλά να πάρει σπίτι· το σχολικό πάρτι όπου «όλοι» είχαν πάρει άδεια να µείνουν ως τις δώδεκα. «Ναι;» είπα. Με το δεξί µου χέρι έπιασα το αριστερό το δικό της και ζούληξα απαλά τα δάχτυλά της. Κοίταξα προς στιγµήν και την Καρολίν. Η Γιούλια ποτέ δεν ζητούσε κάτι πρώτα από την Καρολίν. Ήξερε ότι εγώ ήµουν πιο εύκολος. Πιο µαλθακός, έλεγε πάντα η Καρολίν. Εσύ ποτέ δεν τολµάς να πεις όχι. «Μπορούµε να µείνουµε εδώ;» ρώτησε η Γιούλια. «Να µείνουµε εδώ;» ρώτησα. «Τι εννοείς να µείνουµε εδώ;» Προσπάθησα να πιάσω το βλέµµα της Γιούντιτ, αλλά εκείνη µόλις είχε βάλει δυο καινούργια µπουκάλια λευκό κρασί στο τραπέζι και έδινε τώρα το τιρµπουσόν στον Στάνλεϊ. Αισθάνθηκα το πρόσωπό µου να φουντώνει. Η καρδιά µου
άρχισε
να βροντοκοπάει.
«Θέλεις
να σε
φιλοξενήσουν; Δεν νοµίζω ότι έχει αρκετό χώρο…» « Όχι, εννοώ όλοι µας» είπε η Γιούλια, και την ώρα που το έλεγε ζουλούσε ακόµα πιο δυνατά τους ώµους µου. «Να µείνουµε όλοι µας εδώ. Κι όχι πια σ’ αυτό το ηλίθιο κάµπινγκ». Η Γιούντιτ έκανε ένα βήµα στο πλάι κι αποµακρύνθηκε από το τραπέζι, µε αποτέλεσµα να βρεθεί πίσω από τη
γυναίκα µου, και µε κοίταξε. «Εµείς σας καλέσαµε τότε να έρθετε» είπε. «Αλλά τώρα ο Στάνλεϊ κι η Εµανουέλ ήρθαν ξαφνικά µαζί µας από την Αµερική και στην ουσία δεν υπάρχει άλλος χώρος µες στο σπίτι. Μα σκέφτηκα: έχετε σκηνή. Γιατί δεν τη στήνετε εδώ στον κήπο;» Την κοίταξα κι εγώ. Εκεί που στεκόταν, το φως των κεριών δεν έφτανε στο πρόσωπό της. Δεν µπορούσα να δω καλά τα µάτια της. «Πλιζ;» είπε σιγανά η Γιούλια στ’ αυτί µου. «Σε παρακαλώ;» «Δεν ξέρω» είπα. «Και πού να τη βάλουµε; Θέλω να πω, µου
φαίνεται
µεγάλη
φιλοξενούµενους.
Θα
φασαρία
για
σας.
µαζευτεί
ξαφνικά
Έχετε πάρα
ήδη πολύς
κόσµος». «Ανοησίες!» Αυτό το είπε ο Ραλφ. «Χίλιοι καλοί… Όλοι οι καλοί…» Γέλασε δυνατά. «Τέλος πάντων, όπως και να έχει. Υπάρχει µπόλικος χώρος εδώ». «Σκέφτηκα εκεί δίπλα στο σπίτι» είπε η Γιούντιτ. «Εκεί που είναι το τραπέζι του πινγκ πονγκ. Εκεί υπάρχει αρκετός χώρος για ένα αντίσκηνο. Και ντους και τα λοιπά µπορείτε να κάνετε µέσα στο σπίτι». Ακούστηκε ένας κρότος. Όλοι κοιτάξαµε τον Στάνλεϊ,
που είχε τραβήξει τον φελλό από το µπουκάλι. «Συγγνώµη» είπε. « Όχι, εννοώ και συγγνώµη που εµείς είµαστε εδώ. Δεν ξέραµε ότι είχατε προσκληθεί». «Δεν µου φαίνεται καλή ιδέα» είπε η Καρολίν. «Το χώµα εκεί πίσω είναι σαν πέτρα. Δεν µπορείς να στήσεις σκηνή εκεί. Θα γυρίσουµε κανονικά στο κάµπινγκ». Με κοίταξε, ύστερα στράφηκε στη Γιούλια. «Μπορείτε να ξανάρθετε εδώ. Μπορούµε να δώσουµε ραντεβού στην παραλία. Αλλά σ’ εκείνο το κάµπινγκ θα έχουµε περισσότερο χώρο. Και θα είναι πιο ήσυχο για όλους µας». «Εγώ βρίσκω αυτό το κάµπινγκ ηλίθιο» είπε η Γιούλια. «Ε, δεν είναι και τόσο χάλια το χώµα» είπε η Γιούντιτ. «Και θα είστε προφυλαγµένοι από τα στοιχεία της φύσης. Στο γκαράζ υπάρχει µια στοίβα τούβλα, δεν θα χρειαστεί καν να τη στερεώσ ετε µε πασσαλάκια. Δεν θα σας την πάρει ο αέρας πάντως». «Μας αφήνεις, µπαµπά;» είπε η Γιούλια. Τώρα ζουλούσε τόσο δυνατά τους ώµους µου που σχεδόν µε πονούσε. «Μας αφήνεις, σε παρακαλώ;»
18
ΚΟΝΤΕΥΕ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ όταν επιστρέψαµε στο κάµπινγκ. Στο αυτοκίνητο η Καρολίν δεν µιλούσε καθόλου, αλλά, αφού βάλαµε τη Γιούλια και τη Λίζα για ύπνο, ανακοίνωσε ότι θα πήγαινε να καπνίσει ένα τσιγάρο έξω από τη σκηνή. Ήµουν κουρασµένος. Είχα πιει πάρα πολύ κρασί. Θα προτιµούσα να χωθώ στον υπνόσακό µου δίπλα στις κόρες µου. Αλλά η Καρολίν είχε σταµατήσει το κάπνισµα πριν από δύο χρόνια. Δεν µου είχε απαντήσει όταν νωρίτερα την είχα ρωτήσει πώς της φαινόταν η ιδέα να µεταφέρουµε τη σκηνή µας στον κήπο του εξοχικού. Είχε βγάλει ένα τσιγάρο από το πακέτο της Εµανουέλ και το είχε ανάψει χωρίς να πει κουβέντα. Αργότερα, µετά το σελάχι και τα καλαµάρια, είχε καπνίσει κι άλλα τσιγάρα. Δεν τα είχα µετρήσει. Οπωσδήποτε
πάνω από πέντε, υπολόγισα. Όταν αποχαιρετιστήκαµε, η Εµανουέλ τής είχε δώσει το σχεδόν άδειο πακέτο. Κοντολογίς, µου φάνηκε πιο σώφρον να πάω να κάνω παρέα στη γυναίκα µου έξω από τη σκηνή. «Τι νοµίζεις ότι µπορώ να πω πια;» ρώτησε µόλις κάθισα προσεκτικά στο πτυσσόµενο καρεκλάκι µου. Προσπάθησε να ψιθυρίσει, αλλά ακούστηκε πιο δυνατά από ψιθύρισµα. Έφτυνε τις λέξεις. Μου φάνηκε πως ένιωσα µερικές σταγόνες σάλιο στα µάγουλά µου. « Όταν εσύ λες, σαν να µην τρέχει τίποτα, ότι το βρίσκεις καλή ιδέα να πάµε να κάνουµε κάµπινγκ στον κήπο αυτών των ανθρώπων; Και ότι µόνο µετά ρωτάς εµένα πώς µου φαίνεται; Μπροστά στα παιδιά! Τι µπορώ να πω τότε πια; Τότε το µόνο που µπορώ να κάνω είναι να κάνω χαλάστρα στη Γιούλια και τη Λίζα. Τότε εγώ θα είµαι πάλι η κακιά µάνα που πάντα όλο γκρινιάζει. Κι εσύ ο καλός πατέρας που επιτρέπει τα πάντα. Γαµώτο, Μαρκ, δεν ήξερα πού να κοιτάξω!» Δεν µίλησα. Είδα την άκρη του τσιγάρου της να φωτίζει µες στο σκοτάδι. Να φωτίζει οργισµένα. Όταν γνωριστήκαµε, καπνίζαµε και οι δύο. Στο κρεβάτι ανάβαµε ο ένας το τσιγάρο του άλλου. Εγώ σταµάτησα µερικά χρόνια πριν από αυτή. Αφότου γεννήθηκαν τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς καπνίζαµε πια µόνο στον κήπο.
«Αφού σου είπα ότι στις διακοπές δεν γουστάρω άλλους ανθρώπους. Και ακόµα λιγότερο την πρώτη εβδοµάδα. Κι εσύ λες οκέι, εντάξει, αν θες, αύριο θα φύγουµε. Και περνάµε
ένα
βράδυ
εκεί
πέρα,
τρώγοντας
ψάρι
και
ακούγοντας αυτάρεσκες παρλαπίπες για ακριβές τηλεοπτικές σειρές, κι εσύ κάνεις στροφή εκατόν ογδόντα µοιρών». «Η Γιούλια φταίει» είπα. «Το ξέρω. Είµαι ένας µαλθακός µαλάκας. Δεν µπορώ να πω όχι. Αλλά είδα πόσο διασκέδαζαν σ’ αυτή την πισίνα και µε το τραπέζι του πινγκ πονγκ. Είναι χαριτωµένα αγόρια. Αυτό πρέπει να το λάβουµε υπόψη µας, κατά τη γνώµη µου. Κι εγώ προτιµώ να κάνουµε ήρεµες διακοπές µόνο µε τις κόρες µας. Αλλά δεν κάνει κακό να αντιστρέψουµε τα πράγµατα για µια φορά. Πόσο ευχάριστο είναι για τα κορίτσια µας να είναι µόνα τους µε τους γονείς τους;» «Μαρκ, δεν είναι εκεί το θέµα! Μην κάνεις τώρα σαν να είσαι ο µόνος που θέλει οι κόρες µας να περάσουν καλά στις διακοπές. Κι εγώ βλέπω ότι διασκεδάζουν µ’ αυτά τα αγόρια. Αλλά αυτό
δεν
σηµαίνει
αναγκαστικά ότι
πρέπει
να
θυσιάσουµε την προσωπική µας ζωή. Για µένα σηµασία έχει ο τρόπος. Έτσι όπως µε ρώτησες, δεν µπορούσα πια να πω όχι». Διαισθάνθηκα ένα άνοιγµα. Το παροιµιώδες φως στο
τέλος του µακριού τούνελ. Μια κουρτίνα παραµερίστηκε, µια χαραµάδα: πίσω από το τζάµι χάραζε η αυγή. Σ’ έναν συνηθισµένο καβγά θα συνέχιζα να επιµένω πεισµατικά ότι δεν έπρεπε να γκρινιάζει για τη δική της προσωπική ζωή την ώρα που κάναµε διακοπές µε δυο κορίτσια έντεκα και δεκατριών χρόνων. Ότι ως µητέρα δεν έπρεπε πάντα να προσπαθεί να µανουβράρει τον εαυτό της στον ρόλο του θύµατος. Αλλά αυτός δεν ήταν συνηθισµένος καβγάς. «Λυπάµαι» είπα. «Δεν το συνειδητοποίησα αρκούντως. Θα µπορούσα να είχα ρωτήσει µε διαφορετικό τρόπο. Ή σε άλλη στιγµή. Συγγνώµη». Έπεσε µια µικρή σιωπή. Για µερικά δευτερόλεπτα νόµιζα ότι έκλαιγε. Αλλά ήταν τα χείλη της που ρουφούσαν το φίλτρο του τσιγάρου. Έσκυψα µπροστά και µες στο σκοτάδι βρήκα τον καρπό της. Απαλά τύλιξα τα δάχτυλά µου γύρω του. «Πόσα ακόµα τσιγάρα έχεις;» ρώτησα. «Μαρκ, σε παρακαλώ. Μη φέρεσαι περίεργα». « Όχι, αλήθεια. Τι κακό µπορεί να κάνει ένα µοναδικό τσιγαράκι; Απόψε έχω όρεξη να καπνίσω ένα τσιγάρο. Εδώ έξω. Μαζί σου». «Ξέρεις κάτι; Καµιά φορά ανησυχώ ειλικρινά. Για σένα. Για το πώς βλέπεις τους ασθενείς σου». Προσπαθούσα να
εντοπίσω το πακέτο τσιγάρων µες στο σκοτάδι, και τελικά το βρήκα ανάµεσα στις πευκοβελόνες κάτω από την καρέκλα της γυναίκας µου. «Πάντα µιλούσες γι’ αυτούς µε έναν τρόπο που µου έδινε να καταλάβω ότι ήσουν υπεράνω. Υπεράνω όλων αυτών των καλλιτεχνών, γνήσιων και µη. Απλώς αισθανόσουν καλύτερος από αυτούς. Και δικαίως. Απεχθανόσουν όλες αυτές τις πρεµιέρες και τα εγκαίνια εκθέσεων όσο κι εγώ. Απεχθανόσουν τις κούφιες κουβέντες ανθρώπων που νοµίζουν ότι βρίσκονται πιο πάνω από την υπόλοιπη ανθρωπότητα επειδή ασχολούνται µε την τέχνη. Δήθεν ζωγράφοι που δεν πουλάνε ούτε έναν πίνακα, σκηνοθέτες που γυρίζουν ταινίες που τις παρακολουθούν εκατό
άνθρωποι. Αλλά που
στο
µεταξύ
περιφρονούν
ανθρώπους που είναι ικανοί να βγάζουν τα προς το ζην. Ακόµα και ανθρώπους που είναι ικανοί να γιατρεύουν άλλους ανθρώπους. Σαν εσένα…» «Καρολίν…» « Όχι, περίµενε, δεν τελείωσα ακόµη. Αυτό είναι που πάντα µε πονάει πιο πολύ απ’ όλα. Το πώς κοιτάζουν εσένα. Καµιά φορά αναρωτιέµαι αν το βλέπεις κι εσύ. Εγώ το βλέπω. Σε κοιτάζουν αφ’ υψηλού, Μαρκ. Βαθιά µες στην καρδιά τους σε βρίσκουν έναν πολύ συνηθισµένο
και χαζό
γιατρουδάκο. Έναν γιατρουδάκο που δεν είναι τίποτα, επειδή
δεν µπορεί να ζωγραφίσει πίνακες του κώλου που κανείς δεν θέλει ν’ αγοράσει. Που αρνείται να ζητιανεύει λεφτά για τη νιοστή ειδεχθή θεατρική παράσταση ή ελεεινή ταινία που κανείς δεν θέλει να δει. Το καταλαβαίνω απ’ όλο το φέρσιµό τους. Και από τον τρόπο που κοιτάζουν εµένα. Στα µάτια τους φυσικά αξίζω ακόµα λιγότερο από σένα. Η γυναίκα του γιατρού. Το χειρότερο σκουπίδι. Πόσο πιο χαµηλά µπορεί να πέσει κανείς; τους βλέπω να σκέφτονται και γρήγορα κοιτάζουν γύρω τους µήπως καταφέρουν να ανακαλύψουν πιο ενδιαφέρουσα παρέα κάπου αλλού. Όσο πιο γρήγορα ξεφορτωθούν αυτή την πληκτική και χαζή σύζυγο γιατρού, τόσο το καλύτερο». «Καρολίν, δεν πρέπει τον εαυτό σου να–» «Μη µιλάς. Δεν τελείωσα ακόµη. Πρέπει να µε ακούσεις για λίγο ακόµα. Μετά δεν θα το ξαναθίξω ποτέ. Ποτέ. Σ’ το υπόσχοµαι». Πήρα το τσιγάρο της Καρολίν από τα δάχτυλά της και άναψα µ’ αυτό το δικό µου. «Ακούω» είπα. «Απλώς δεν το αντέχω πια. Ή µάλλον: το άντεχα όσο εσύ βαθιά µες στα φυλλοκάρδια σου ήξερες ότι είσαι υπεράνω. Αλλά είσαι όντως ακόµη; Όντως αισθάνεσαι ακόµη υπεράνω, Μαρκ;»
Σκέφτηκα. Σκέφτηκα γι’ αυτά που ένιωθα βαθιά µέσα στα φυλλοκάρδια µου και ήξερα την απάντηση. Αρκετά συχνά είχα πλάσει εικόνες µε τη φαντασία µου σε στιγµές που δεν άντεχα άλλο. Τι ακριβώς θα χανόταν αν τους έδινα όλων από µια ένεση; φαντασιωνόµουν σε τέτοια στιγµή. Ποιες ταινίες που
«έπρεπε
οπωσδήποτε
να
γυριστούν»,
όπως
το
διατύπωσε κάποτε ένας από τους ασθενείς µου, δεν θα γυρίζονταν σ’ αυτή την περίπτωση; Ποιοι πίνακες δεν θα ζωγραφίζονταν; Ποια βιβλία δεν θα γράφονταν; Κοντολογίς, θα ήταν όντως µια απώλεια; Θα το καταλαβαίναµε; Καµιά φορά, ανάµεσα σε δύο ραντεβού, καθόµουν µισό λεπτό µόνος µου στο γραφείο µου. Τότε φανταζόµουν πώς θα το έκανα. Θα τους καλούσα έναν έναν να περάσουν. Αριστερό χέρι; Δεξί χέρι; Σηκώνετε, παρακαλώ, το µανίκι σας; Είναι µόνο ένα µικρό τσιµπηµατάκι, θα περάσει στη στιγµή. Μέσα σε µια βδοµάδα θα µπορούσα να ολοκληρώσω τη δουλειά. Τα σχέδια για ταινίες µπορούσαν να µπουν στο ψυγείο. Οι παραστάσεις θα ακυρώνονταν. Τα βιβλία θα παρέµεναν άγραφα. Θα χανόταν όντως κάτι; Ή µήπως σύντοµα η ανακούφιση θα είχε το πάνω χέρι; «Τι γελάς;» ρώτησε η Καρολίν. « Όχι, σκεφτόµουν πώς θα ήταν αν όλοι αυτοί δεν θα υπήρχαν πια» είπα. «Οι ασθενείς µου. Αν ανανέωνα την
πελατεία µου, θέλω να πω. Αν έβαζα µια ταµπελίτσα στην πόρτα: από σήµερα αναλαµβάνουµε µόνο φυσιολογικούς ανθρώπους. Ανθρώπους που εργάζονται από τις εννιά ως τις πέντε». Τράβηξα µια ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο µου και κατέβασα τον καπνό. Ωραία αίσθηση. Η ίδια αίσθηση που είχα την πρώτη φορά. Την πρώτη φορά στο προαύλιο του σχολείου. Και όπως την πρώτη φορά, µ’ έπιασε βήχας. «Πρόσεξε,
Μαρκ»
είπε
η
Καρολίν.
«Το
έχεις
ξεσυνηθίσει». «Τι εννοείς ακριβώς λέγοντας ότι δεν είµαι πια υπεράνω; Γιατί το πιστεύεις αυτό;» «Δεν ξέρω, κατ’ εµέ άρχισε από τότε που γνώρισες αυτό τον Ραλφ Μέγιερ. Είναι σαν… είναι σχεδόν σαν να τον θαυµάζεις. Παλιότερα ποτέ δεν το είχες αυτό, να θαυµάζεις ασθενείς. Τα έβρισκες όλα εξίσου τροµερά. Όλες αυτές τις πρεµιέρες που έπρεπε να παρακολουθήσεις. Το θεωρούσες χάσιµο χρόνου, έλεγες πάντα». Πήρα µια δεύτερη ρουφηξιά από το τσιγάρο µου. Κάπως πιο προσεκτικά αυτή τη φορά, για να µη µε πιάσει πάλι βήχας. «Ε, καλά, η λέξη θαυµασµός είναι ίσως υπερβολικός χαρακτηρισµός, αλλά δεν µπορείς να επιµείνεις ότι ο Ραλφ
είναι ανίκανος. Είναι διαφορετικός από πολλούς από τους άλλους λεγόµενους καλλιτέχνες που βρίσκουν τον εαυτό τους τόσο σπουδαίο. Αυτός απλώς όντως ξέρει να παίζει. Θέλω να πω, κι εσύ τον βρήκες καλό. Στον Ριχάρδο Β΄». «Ναι, σαφώς τον βρήκα καλό. Παρά τον παλιοχαρακτήρα του – άλλωστε αυτά τα δύο πράγµατα πρέπει να µπορείς να τα διαχωρίσεις, πιστεύω. Το ταλέντο που έχει κάποιος και το τι σκαρώνει στην ιδιωτική του ζωή. Αλλά εννοώ κάτι άλλο. Δεν είναι καν ότι θαυµάζεις το ταλέντο του, αλλά πιο πολύ ότι µοιάζει να βρίσκεις τη ζωή τους ενδιαφέρουσα. Κάτι κατάλαβα ήδη σ’ εκείνο το πάρτι στον κήπο τους. Και τώρα πάλι αυτό. Όλος αυτός ο κόπος που έκανες για να βρεις ένα κάµπινγκ κοντά τους. Και πόσο πρόθυµα ανταποκρίθηκες στην ιδέα να στήσουµε τη σκηνή µας στον κήπο τους. Συνειδητά ή ασυνείδητα, σου αρέσει υπερβολικά να τους κάνεις παρέα. Αυτό βρίσκω περίεργο. Δεν είσαι έτσι, Μαρκ. Δεν ήσουν έτσι. Αυτός δεν είναι ο Μαρκ που ξέρω. Ούτε ο Μαρκ που εγώ θαυµάζω… θαύµαζα. Ο Μαρκ που ποτέ στη ζωή του δεν θα ήθελε να περάσει τις διακοπές του στο εξοχικό ενός από τους ασθενείς του. Ούτε αν ήταν διάσηµος ηθοποιός. Θα το απέκλειε µάλιστα, αν επρόκειτο για διάσηµο ηθοποιό». Άκουσα το φερµουάρ της σκηνής µας. Το φερµουάρ που
άνοιγε µε µικρά τρανταγµατάκια. Μπροστά µας ξεπρόβαλε η Λίζα µε τις πιτζάµες της. Έτριψε τις τσίµπλες από τα µάτια της. «Μαλώνετε;» ρώτησε. Άπλωσα το χέρι µου προς το µέρος της και την τράβηξα κοντά µου. « Όχι, αγαπούλα. Δεν µαλώνουµε. Πώς σου ήρθε αυτό;» «Σας ακούω να µιλάτε όλη την ώρα. Δεν µπορώ να κοιµηθώ». Είχα τυλίξει το χέρι µου γύρω από τη µέση της και την έσφιξα απάνω µου. Και η Λίζα ακούµπησε το χέρι της πάνω στο κεφάλι µου και έµπλεξε τα δάχτυλά της µέσα στα µαλλιά µου. «Μπαµπά!» «Τι είναι, αγαπούλα;» «Καπνίζεις!» Ενστικτωδώς πήγα να σβήσω το τσιγάρο στο χώµα, αλλά αυτό απλώς θα ενίσχυε πιο πολύ την εντύπωση ότι αισθάνθηκα πως είχα συλληφθεί επ’ αυτοφώρω. «Δεν είναι αλήθεια πως εσύ ποτέ δεν καπνίζεις;» ρώτησε η Λίζα. «Ναι» είπα. «Τότε γιατί καπνίζεις τώρα;»
Στο σκοτάδι είδα την κόκκινη άκρη του τσιγάρου της Καρολίν να πετάγεται προς τα κάτω κι αµέσως µετά να σβήνει. «Ε, για µια φορά µονάχα. Μόνο για πολύ ειδικές–» «Μα δεν πρέπει να καπνίζεις! Το κάπνισµα κάνει κακό. Από το κάπνισµα πεθαίνεις. Δεν θέλω να καπνίζεις, µπαµπά. Δεν θέλω να πεθάνεις». «Δεν πεθαίνω, αγαπούλα. Για δες, το σβήνω κιόλας». Πίεσα µε δύναµη το τσιγάρο στο χώµα. «Εσείς ποτέ δεν καπνίζετε» είπε η Λίζα. «Ούτε η µαµά καπνίζει ποτέ. Γιατί λοιπόν εσύ καπνίζεις;» Πήρα βαθιά ανάσα. Ένιωσα κάτι να τσούζει στα µάτια µου, αλλά δεν έφταιγε ο καπνός. «Ούτε ο µπαµπάς καπνίζει» είπε η Καρολίν. « Ήθελε µόνο να δοκιµάσει, για να θυµηθεί πόσο αηδιαστικό το βρίσκει». Για µια στιγµή επικράτησε σιωπή. Έσφιξα την κόρη µου ακόµα πιο δυνατά πάνω µου και µε το χέρι µου έτριψα την πλάτη της. «Αύριο θα ξαναπάµε σ’ αυτή την πισίνα;» ρώτησε η Λίζα. Δεν µίλησα. Στο σκοτάδι µετρούσα τα δευτερόλεπτα. Ένα, δύο, τρία… Άκουσα την Καρολίν να βγάζει έναν βαθύ αναστεναγµό. «Ναι, αγαπούλα µου γλυκιά» είπε. «Αύριο θα ξαναπάµε
στην πισίνα».
19
ΕΤΣΙ ΑΡΧΙΣΕ Η ΔΙΑΜΟΝΗ ΜΑΣ στο εξοχικό των Μέγιερ. Κοντά στο εξοχικό, να πω καλύτερα. Δίπλα στο εξοχικό. Τελικά το χώµα δεν ήταν τόσο σκληρό ώστε να µην µπορείς να µπήξεις τα πασσαλάκια σ’ αυτό. Είχα κοιτάξει την Καρολίν µε ερωτηµατικό ύφος, αφού πρώτα ξετύλιξα τον µουσαµά δαπέδου κι άρχισα να συναρµολογώ τους ορθοστάτες της σκηνής. « Όχι, αγάπη µου» είχε πει. «Θα σε αφήσω να τη στήσεις ολοµόναχος». Ύστερα είχε φύγει για την πισίνα. Είχαµε λεπτά αεροστρώµατα που φούσκωναν µόνα τους. Το χώµα δεν ήταν τόσο σκληρό όσο όλοι νόµιζαν, ήταν σκληρό πάντως. Μέσα από τα αεροστρώµατα αισθανόσουν
κάθε ανωµαλία και κάθε πετραδάκι που είχα ξεχάσει να αφαιρέσω όταν έστηνα τη σκηνή. Κατά τα άλλα βρισκόµασταν περίπου δίπλα στο τραπέζι του πινγκ πονγκ. Κοιµόµουν και ξυπνούσα
µε
τον
θόρυβο
από
τα
µπαλάκια
που
αναπηδούσαν. Οι γονείς του Άλεξ και του Τόµας δεν τους έστελναν για ύπνο σε συγκεκριµένες ώρες. Αν δεν έπαιζαν πινγκ πονγκ, τους ακούγαµε να κάνουν βουτιές από τον βατήρα ως µετά τα µεσάνυχτα. Η Καρολίν δεν έλεγε απολύτως τίποτα. Δεν είπε: «Ευχαριστήθηκες τώρα; Αυτό δεν ήθελες;» Απλώς µε κοιτούσε. Και τότε χαµογελούσε. Συνοδεύαµε
τους
Μέγιερ
στις
λαϊκές
αγορές
της
περιοχής. Λαϊκές αγορές όπου ο Ραλφ παζάρευε στη διαπασών την τιµή του ψαριού, του κρέατος και των φρούτων. « Όλοι µε γνωρίζουν» έλεγε. «Ξέρουν ότι δεν είµαι συνηθισµένος τουρίστας. Ότι ξέρω πόσο στοιχίζει ένα κιλό γαρίδες». Πηγαίναµε σε εστιατόρια όπου πάντα παραµέριζε επιδεικτικά το µενού. «Εδώ δεν πρέπει να φας ό,τι γράφει το µενού. Πρέπει να ρωτήσεις τι είναι φρέσκο σήµερα». Και στη συνέχεια αυτό ρωτούσε. Χτυπούσε τα γκαρσόνια στους ώµους και τα ζουλούσε φιλικά στην κοιλιά. «Αυτό δεν θα το φας πουθενά αλλού» µας έλεγε. Άφηναν µπροστά µας πιατέλες µε θαλασσινά. Πάντα θαλασσινά. Όλων των ειδών
και όλων των µεγεθών. Θαλασσινά που δεν ήξερα καν ότι υπήρχαν. Θαλασσινά όπου δεν είχες ιδέα από ποια πλευρά έπρεπε ν’ αρχίσεις να τα τρως. Εγώ είµαι κρεατοφάγος. Ο Ραλφ δεν µου έδινε την ευκαιρία να µελετήσω το µενού. Κάποιες σπάνιες φορές κατάφερνα να τραβήξω την προσοχή ενός γκαρσονιού και να δείξω ένα πιάτο που είχα δει σε διπλανό
τραπέζι.
Ένα
πιάτο
µε
κρέας.
Ένα
έδεσµα
περιχυµένο µε σκούρα καφετιά σάλτσα απ’ όπου έβλεπες να εξέχουν
κόκαλα.
«Τι
είναι
αυτό
που
παρήγγειλες;»
αναφωνούσε ο Ραλφ και κουνούσε το κεφάλι του. «Εδώ πρέπει να φας ψάρι. Αύριο θα πάµε να πάρουµε κρέατα για το µπάρµπεκιου. Ξέρουµε ένα αγρόκτηµα εδώ όπου πουλάνε φρεσκοσφαγµένο αρνάκι και χοιρινό στην αυλή τους. Εδώ το κρέας
είναι
από
το
σουπερµάρκετ.
Αυτό
εδώ
είναι
ψαροταβέρνα. Άντε, καλή όρεξη!» Τις µέρες που δεν χαζολογούσαµε γύρω από την πισίνα πηγαίναµε στην παραλία. Ή µάλλον: σε παραλιούλες. Η κανονική παραλία όπου συναντηθήκαµε την πρώτη φορά δεν ήταν αρκετά καλή. «Εκεί πηγαίνει όλος ο κόσµος» είπε ο Ραλφ, χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις για το πού ήταν το κακό. Οι µικρές παραλίες όπου µας πήγαινε ο Ραλφ ήταν κυρίως δυσπρόσιτες. Από το σηµείο όπου παρκάραµε τα αυτοκίνητα
έπρεπε
συνήθως
να
σκαρφαλώνουµε
τουλάχιστον µία ώρα σε σχεδόν αδιάβατα βραχώδη µονοπάτια, πνιγµένα στα γαϊδουράγκαθα και στα βάτα, που έσκιζαν και µάτωναν τα γυµνά µας πόδια. Έντοµα µε κόκκινες και κίτρινες ρίγες ζουζούνιζαν στον αέρα που τρεµούλιαζε από τη ζέστη και µας τσιµπούσαν στις γάµπες ή στον σβέρκο. Κάτω στο βάθος έβλεπες τη γαλάζια θάλασσα. «Εδώ δεν έρχεται κανείς!» φώναζε ο Ραλφ. «Περιµένετε και θα δείτε. Παράδεισος!» Πάντα ήµαστε φορτωµένοι σαν τα µουλάρια. Ο Ραλφ κι η Γιούντιτ έπαιρναν τα πάντα µαζί τους: ξαπλώστρες, οµπρέλες, ένα φορητό ψυγειάκι µε παγωµένα κουτάκια µπίρα και λευκό κρασί κι ένα καλάθι πικνίκ γεµάτο µπαγκέτες, ντοµάτες, ελαιόλαδο, αλλαντικά, τυριά και κονσέρβες µε τόνο, σαρδέλες και τα αναπόφευκτα διάφορα καλαµαροειδή. Όταν πια φτάναµε στην παραλία, ο Ραλφ έβγαζε χωρίς άλλες περιστροφές όλα του τα ρούχα και έπεφτε στο νερό ανάµεσα στα βράχια. «Γαµώτο, τι υπέροχα που είναι εδώ!» αναφωνούσε φτύνοντας νερό. «Άλεξ, για πέτα µου εκείνη τη µάσκα! Κατ’ εµέ υπάρχουν καβούρια εδώ πέρα. Και αχινοί! Άι! Άι σιχτίρ! Για ρίξε µια µατιά, Γιούντιτ. Νοµίζω ότι οι πλαστικές παντόφλες µου είναι στην µπλε τσάντα. Μαρκ, τι περιµένεις;» Πράγµατι, τι περίµενα; Έχω ήδη εξηγήσει τη στάση µου απέναντι
στα
γυµνά
σώµατα.
Γυµνά
σώµατα
βλέπω
καθηµερινά στο ιατρείο µου. Ένα γυµνό σώµα σ’ ένα ιατρείο είναι διαφορετικό από ένα γυµνό σώµα στο ύπαιθρο. Κοίταξα τον Ραλφ όταν βγήκε από το νερό και έχωσε τα πόδια του στις πλαστικές παντόφλες που η Γιούντιτ είχε βγάλει από την µπλε τσάντα. Κοίταξα τις σταγόνες που έπεφταν από το σώµα του. Τίναξε το κεφάλι του σαν βρεγµένο σκυλί, κι ακόµα περισσότερες σταγόνες πετάχτηκαν από τα µαλλιά του. Φύσηξε δυνατά τη µύτη του µε τα δάχτυλα, τα οποία στη συνέχεια σκούπισε στον µηρό του. Πριν από πάρα πολλά χρόνια τα πρώτα ζώα είχαν βγει στη στεριά. Ύστερα τα περισσότερα είχαν προχωρήσει πιο βαθιά στην ενδοχώρα. Μόλις τα τελευταία διακόσια περίπου χρόνια οι άνθρωποι, αρχικά σε µικρούς αριθµούς, επέστρεψαν στην παραλία. Κοίταξα το τριχωτό φύλο του Ραλφ, απ’ όπου έσταζε τόσο πολύ νερό που δεν µπορούσες να καταλάβεις αν ήταν θαλάσσιο νερό ή αν απλά άφηνε χωρίς ντροπή τα ούρα του να τρέχουν. «Μαρκ, έλα µέσα, φίλε. Εδώ πέρα µπορείς να δεις τον πάτο». Έβαλε τα χέρια στα πλευρά του και κοίταξε ευχαριστηµένα γύρω του, τη «δική του παραλιούλα», της οποίας
την ύπαρξη µόνο
αυτός
γνώριζε. Για µερικά
δευτερόλεπτα σκέπασε τον ήλιο µε το τεράστιο κορµί του. Ύστερα έκανε µεταβολή και µε µεγάλα βήµατα ξαναµπήκε στη θάλασσα, ενώ οι παντόφλες χτυπούσαν δυνατά στις
φτέρνες του. Δεν είµαι σεµνότυφος, δεν είναι αυτό. Όχι, πρέπει να το πω διαφορετικά: είµαι σεµνότυφος, είµαι περήφανος που είµαι σεµνότυφος, όταν αυτό σηµαίνει ότι δεν εκθέτεις τον πούτσο σου και άλλα σκόρπια µέρη του σώµατός σου στον αέρα όποτε σου καπνίσει, ορατά σε όλους. Βρίσκω, κοντολογίς, ότι πρέπει να επιδεικνύουµε κάποια περίσκεψη όταν πρόκειται να βγάλουµε τα ρούχα µας. Παραλίες γυµνιστών, κάµπινγκ φυσιολατρών και άλλα µέρη όπου µαζεύονται γυµνιστές, όλα αυτά τα αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι. Όποιος έχει δει γυµνούς ανθρώπους να παίζουν βόλεϊ σε µια παραλία ξέρει ότι δεν υπάρχει τίποτε το ερωτικό στο θέαµα, για να το πω κοµψά. Και σε µαζικούς τάφους οι άνθρωποι συχνά είναι στοιβαγµένοι γυµνοί ο ένας πάνω στον άλλο. Σηµασία έχει να διατηρήσεις ένα µίνιµουµ ανθρώπινης
αξιοπρέπειας.
καταλαβαίνουν
αυτό.
Με
Οι το
γυµνιστές
δεν
το
πρόσχηµα ότι είναι πιο
φυσιολογικό να βγάζεις όλα σου τα ρούχα, σου πετάνε στα µούτρα
την
τραµπαλίζονται,
ανεµπόδιστη
θέα
ταλαντευόµενα
σε
πούτσους
βυζιά,
µουνόχειλα και υγρά αυλάκια ανάµεσα σε
που
κρεµασµένα γλουτούς.
Δακτυλοδεικτούν και σε κατηγορούν. Διατυµπανίζουν ότι εσύ είσαι στενόµυαλος όταν είσαι της άποψης ότι όλα αυτά θα
ήταν προτιµότερο να παραµείνουν αθέατα. Κοίταξα γύρω µου, για να δω τι έκαναν οι υπόλοιποι. Τα δυο
αγόρια
είχαν
φορέσει
πολύχρωµα
µαγιό.
Μαγιό
βερµούδες, τα µπατζάκια των οποίων έφταναν ως κάτω από τα γόνατά τους. Η Καρολίν είχε βγάλει το πουκάµισό της και είχε ξαπλώσει µε το µπικίνι της σε µια πετσέτα που είχε απλώσει πάνω στα βότσαλα. Και τα δύο µου κορίτσια είχαν φορέσει στο µεταξύ τα µπικίνι τους. Στη Λίζα το πάνω µέρος κατά βάθος
δεν
ήταν
ακόµη
απαραίτητο,
αλλά ήταν
κατανοητό ότι δεν ήθελε να υστερήσει µπροστά στη µεγαλύτερη αδερφή της. Η τελευταία που κοίταξα ήταν η Γιούντιτ. Η Γιούντιτ καθόταν ανακούρκουδα µπροστά στην ίδια µπλε τσάντα απ’ όπου είχε βγάλει τις παντόφλες του Ραλφ. Έβγαλε ένα µπουκάλι αντηλιακ ό κι άρχισε να πασαλείβει τα µπράτσα της. Καλά το είδα. Από το µπικίνι φορούσε µόνο το βρακάκι. Έριξα µια πολύ γρήγορη µατιά. Φοβόµουν µη µε πιάσει στα πράσα η Γιούντιτ την ώρα που χάζευα τα στήθη της και γι’ αυτό πήρα αµέσως το βλέµµα και έστρεψα την προσοχή µου πάλι στη θάλασσα. Ούτε ίχνος από τον Ραλφ. Ξανακοίταξα καλά καλά, αλλά πραγµατικά δεν τον έβλεπα πουθενά. Η παραλία βρισκόταν σε έναν ορµίσκο. Εκεί που ενωνόταν µε το πέλαγος υπήρχε µια βραχώδης χερσόνησος, πάνω από την
οποία έσκαγαν τα κύµατα. Σκέφτηκα ότι θα ήταν µια περίεργη αρχή των διακοπών µας, αν ο Ραλφ πνιγόταν την πρώτη κιόλας µέρα. Ή ίσως δεν θα πνιγόταν ακριβώς, αλλά θα χρειαζόταν να τον σύρουµε έξω στη µικρή βοτσαλωτή παραλία ενώ εκείνος θα έβηχε και θα έφτυνε, πασχίζοντας να πάρει ανάσα. Ναι, υπήρχε γιατρός στην αίθουσα. Ήµουν το καταλληλότερο άτοµο για να εφαρµόσω τεχνητή αναπνοή στόµα µε στόµα. Για να τον βάλω ανάσκελα και να µαλάξω την κοιλιά του, ώστε το θαλασσινό νερό που είχε καταπιεί να ανέβει προς τα πάνω. Σκέφτηκα το στόµα µου πάνω στο στόµα του Ραλφ. Αναµφίβολα θα µου ερχόταν η γεύση από καλαµάρια. Αυτό εδώ είναι ψαροταβέρνα, σκέφτηκα και µε έπιασαν τα γέλια. «Μαρκ! Μαρκ!» Να τος, στο ψηλότερο σηµείο της χερσονήσου. Είχε σηκώσει τη µάσκα και τον αναπνευστήρα του. Μου κουνούσε το χέρι. Πήρα µια απόφαση. Ήταν µια απόφαση που θα είχε καταλυτικές συνέπειες στη µετέπειτα εξέλιξη των διακοπών µας, αυτό συνειδητοποίησα εκεί και τότε. Έβγαλα το τισέρτ, το παντελόνι και το σώβρακό µου. Με την πλάτη γυρισµένη προς την παραλία, και όσο το δυνατόν πιο κοντά στη διαχωριστική γραµµή µεταξύ στεριάς και θάλασσας, στο
σηµείο όπου τα κύµατα έβρεχαν τα βότσαλα. Έτσι όποιος ήθελε να κοιτάξει θα έβλεπε για περίπου πέντε δευτερόλεπτα το ολόγυµνο σώµα µου, αν και αποκλειστικά την πίσω πλευρά. Τη λιγότερο προκλητική πλευρά, ήθελα να ελπίζω. Έπιασα το µαγιό µου, το οποίο είχα τυλίξει στην πετσέτα µου, και έσκυψα για να το φορέσω. Ήταν ένα απλό µαγιό, τα µπατζάκια έφταναν ως µόλις πάνω από τα γόνατά µου. Όχι χρωµατιστό. Είχε όµως ένα σχέδιο µε λουλούδια. Αλλά όλα µαυρόασπρα. Το φόρεσα και έδεσα φιόγκο το κορδονάκι που έπρεπε να φροντίσει να µη µου πέσει. Το ότι φόρεσα µαγιό την πρώτα µέρα στη θάλασσα σήµαινε ότι αποδώ και στο εξής θα φορούσα πάντα µαγιό – και στην πισίνα. «Εδώ, Μαρκ. Εδώ, για δες». Αφού σκαρφάλωσα στη χερσόνησο, ο Ραλφ µού έδωσε τη µάσκα και τον αναπνευστήρα. «Ακριβώς εδώ από κάτω, φίλε. Κολληµένο στον βράχο, ένα πολύ µεγάλο». Έδειξε τις διαστάσεις µε τα χέρια του. « Ένα χταπόδι. Ένα τέρας. Θα φάµε καλά απόψε, µιαµ µιαµ!»
Ο Στάνλεϊ κι η Εµανουέλ ποτέ δεν µας συνόδευαν στους αποµακρυσµένους όρµους και στις βοτσαλωτές παραλίες. Συνήθως έµεναν στο εξοχικό, όπου ο Στάνλεϊ εργαζόταν
πάνω στο σενάριο του Αυγούστου σ’ ένα τραπεζάκι στη βεράντα, ενώ η Εµανουέλ κολυµπούσε νωχελικά στην πισίνα. Ή έκαναν εκδροµές σε χωριά και πόλεις της περιοχής, όπου επισκέπτονταν µουσεία, εκκλησίες και µοναστήρια. Ο Στάνλεϊ είχε µια ψηφιακή φωτογραφική µηχανή µε µεγάλη οθόνη. Στην επιστροφή µάς έδειχνε τις φωτογραφίες Φωτογραφίες
που από
είχε
τραβήξει
καµπαναριά,
εκείνη
τη
κιονοστοιχίες
µέρα. και
µοναστικούς κήπους. Προσπαθούσα να δείξω ενδιαφέρον, αλλά δυσκολευόµουν. Υπήρχαν επίσης πολλές φωτογραφίες της Εµανουέλ: της Εµανουέλ µε µαζεµένα πόδια πάνω σ’ ένα τοιχάκι δίπλα στο άγαλµα ενός καβαλάρη· της Εµανουέλ ποζάροντας τσαχπίνικα δίπλα σε µια λιµνούλα µ’ ένα σιντριβάνι
φτιαγµένο
από
πέτρινους
κυπρίνους·
της
Εµανουέλ σ’ ένα τραπέζι µε λευκό τραπεζοµάντιλο σε µια βεράντα, µε τον λαιµό ενός µπουκαλιού τυλιγµένο µε άσπρη πετσέτα να εξέχει από µια παγωνιέρα· της Εµανουέλ που έγλειφε το πόδι ενός καβουριού ή αστακού. Οι φωτογραφίες της Εµανουέλ ήταν µακράν οι περισσότερες. Μερικές φορές ο Στάνλεϊ άφηνε µια φωτογραφία της για λίγο µεγαλύτερο διάστηµα στην οθόνη. «Εδώ» έλεγε τότε, ενώ ένα ονειροπόλο χαµόγελο εµφανιζόταν στο πρόσωπό του. «Δεν είναι υπέροχη;» Είχε δίκιο. Στις φωτογραφίες κάτι
συνέβαινε στην Εµανουέλ. Αποχωριζόταν τον εαυτό της. Αποχωριζόταν τη σωµατική της παρουσία, η οποία απέπνεε κυρίως νωθρότητα και αδιαφορία. Είδα πώς ο Στάνλεϊ έµοιαζε να ξεχνιέται όταν κοιτούσε τις φωτογραφίες. Λες και την είχε κόψει από ένα περιοδικό. Από αυτά τα περιοδικά που οι έφηβοι τα κρύβουν κάτω από το στρώµα τους. Υπήρχαν επίσης µέρες που τις περνούσαµε από το πρωί ως το βράδυ δίπλα στην πισίνα. Γύρω στο µεσηµέρι ο Ραλφ άναβε το µπάρµπεκιου κι η Γιούντιτ πήγαινε να βγάλει τις πρώτες µπιρίτσες και τα µπουκάλια το άσπρο κρασί απ’ το ψυγείο. Τότε απολαµβάναµε ένα «ελαφρύ γεύµα» στη βεράντα.
Το
υπόλοιπο
απόγευµα
την
αράζαµε
στις
ξαπλώστρες γύρω από την πισίνα, όπου οι περισσότεροι από µας γρήγορα αποκοιµιόµασταν. Τα αγόρια είχαν τεντώσει ένα σκοινί από τον πρώτο όροφο ως τον βατήρα. Σκαρφάλωναν απ’ το παράθυρο και µετακινώντας τα χέρια τους στο σκοινί κατέβαιναν ως πάνω από την πισίνα, όπου άφηναν το σκοινί και έπεφταν στο νερό. Υπό τα χειροκροτήµατα των κοριτσιών µας, που τους είχαµε απαγορεύσει να κάνουν χρήση του σκοινιού. Την ώρα του µπάρµπεκιου ο Ραλφ φορούσε ακόµη το σορτς του, αλλά έβλεπες ότι σχεδόν δεν µπορούσε να περιµένει ως το τέλος του µεσηµεριανού για να το βγάλει. Το νερό ξεχείλιζε όταν βουτούσε µε µια δυνατή κραυγή στην
πισίνα. Πάντα παρακολουθούσα αυτή την πρώτη βουτιά µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κοιτούσα ως γιατρός. Πριν από καµιά εικοσαριά χρόνια οι γιατροί συµβούλευαν ακόµη µε έµφαση να µην µπεις στο νερό αµέσως έπειτα από ένα γεύµα. Στο µεταξύ αυτή η ιδέα ξεπεράστηκε. Τώρα η επικρατούσα άποψη είναι ότι, αντιθέτως, δεν πρέπει να περιµένεις πολλή ώρα. Η πέψη ξεκινάει κανονικά µόνο ύστερα από µία ώρα. Έπειτα από µία ώρα υπάρχει όντως κίνδυνος. Το αίµα συγκεντρώνεται
στο
στοµάχι
και
στα
έντερα.
Η
δραστηριότητα του εγκεφάλου µας µειώνεται. Η λειτουργία της σκέψης επιβραδύνεται και στο τέλος σταµατάει µάλιστα εντελώς. Και σε άλλα µέρη του σώµατος δεν διοχετεύεται αρκετό
αίµα.
Ούτε
αρκετό
οξυγόνο.
Τα
πόδια
αντιµετωπίζουν έλλειψη οξυγόνου και δεν είναι πλέον σε θέση
να
ασκούν
δύναµη.
Τα
χέρια
αρχίζουν
να
µυρµηγκιάζουν και χάνουν κάθε αίσθηση. Όποιος βρίσκεται στη θάλασσα την ώρα της πέψης κινδυνεύει να καταλήξει έρµαιο των κυµάτων. Να παρασυρθεί στα ανοιχτά από τα ύπουλα ρεύµατα.
Αλλά αµέσως
µετά το
γεύµα δεν
συµβαίνουν ακόµη πολλά πράγµατα. Το στοµάχι είναι γεµάτο, είναι αλήθεια. Κι αυτό δεν είναι εντελώς ακίνδυνο. Φαγητά που περιέχουν λιωµένο τυρί µπορούν να πήξουν µονοµιάς.
Το
τυρί κρυώνει υπερβολικά γρήγορα και
ξαναγίνεται ένας συµπαγής σβόλος. Ο πυλωρός φράζει. Η έξοδος προς τα έντερα βουλώνει. Σάλτσες µπορεί να αρχίσουν να πηγαινοέρχονται, όπως το πετρέλαιο στο αµπάρι ενός
σούπερ
τάνκερ.
Σε
µια
καταιγίδα
το
τάνκερ
αντιµετωπίζει προβλήµατα, προσαράζει στα βράχια και κόβεται στα δύο. Οι σάλτσες χτυπούν στα τοιχώµατα του στοµαχιού και ανεβαίνουν στον οισοφάγο. Ο κολυµβητής κινδυνεύει να πνιγεί στον ίδιο του τον εµετό. Ο εµετός κυλάει πίσω στην τραχεία. Για τελευταία φορά βγάζει το χέρι του απ’ το νερό και φωνάζει βοήθεια. Αλλά στην παραλία δεν υπάρχει κανείς που να τον βλέπει. Κανείς που θα µπορούσε ακόµα και να τον ακούσει. Χάνεται κάτω από τα κύµατα, µόνο για να τον ξεβράσει η θάλασσα µέρες (συχνά ακόµα και εβδοµάδες) αργότερα, σε µια άλλη παραλία χιλιόµετρα πιο πέρα. Έτσι κοιτούσα τον Ραλφ όταν βουτούσε στην πισίνα. Κάθε φορά έπαιρνα υπόψη µου την πιθανότητα να µην ξαναβγεί στην επιφάνεια. Ή να χτυπήσει το σουρωµένο κεφάλι του στον πυθµένα και να µείνει παράλυτος απ’ τον λαιµό και κάτω. Αλλά κάθε φορά ξανάβγαινε απ’ το νερό, βήχοντας και φτύνοντας και βγάζοντας φλέγµατα, και πιανόταν από τη σκαλίτσα για να βγει πάλι έξω. Ύστερα άπλωνε µια πετσέτα σε µια ξαπλώστρα και ξάπλωνε στον ήλιο για να στεγνώσει. Δεν
σκεπαζόταν. Ξάπλωνε µε τα πόδια ανοιχτά, το σώµα του παραήταν µεγάλο για την ξαπλώστρα, οι πατούσες του κρέµονταν από την άκρη: όλα ήταν απλωµένα φόρα παρτίδα για να µαυρίσουν στον ήλιο. «Αυτές κι αν είναι διακοπές» έλεγε, ρευόταν και έκλεινε τα µάτια. Ένα λεπτό αργότερα το στόµα του είχε ήδη µισανοίξει και ακούγονταν δυνατά ροχαλητά. Εγώ κοιτούσα την κοιλιά του και τα πόδια του. Τον πούτσο του που είχε γείρει στο πλάι και ακουµπούσε στο µηρό του. Κι ύστερα κοιτούσα τις δύο κόρες µου. Τη Γιούλια και
τη
Λίζα.
Δεν
έδειχναν
µε
κανέναν
τρόπο
να
σκανδαλίζονται. Έπαιζαν στην πισίνα. Έπαιζαν κυνηγητό µε τον Άλεξ και τον Τόµας. Ή η Καρολίν πετούσε νοµίσµατα στο νερό, που έπρεπε να τα βουτήξουν από τον βυθό. Αναρωτιόµουν µήπως ήµουν όντως στενόµυαλος. Μήπως έφταιγα εγώ που σιχαινόµουν στην ιδέα του γυµνού πούτσου του Ραλφ Μέγιερ τόσο κοντά στις κορούλες µου. Δεν µπορούσα να αποφασίσω – και όσο δεν µπορούσα να αποφασίσω, απόγευµα
συνέχιζα που
να
πέρασε
σιχαίνοµαι. ένας
τεχνικός
Θυµήθηκα του
ένα
γραφείου
ενοικιάσεων. Υπήρχαν προβλήµατα µε την πίεση του νερού: προς το βράδυ το νερό έβγαινε πια µόνο σταγόνα σταγόνα από το τηλέφωνο του ντους. Χωρίς πρώτα να φορέσει το παντελόνι του ή να πάρει µια πετσέτα, ο Ραλφ σηκώθηκε από
την ξαπλώστρα και έσφιξε το χέρι του τεχνικού. Είδα πώς κοιτούσε ο τεχνικός. Ή µάλλον: πώς δεν κοιτούσε. Ο Ραλφ τον περνούσε τουλάχιστον δύο κεφάλια. Ο τεχνικός ήταν πιο κοντά απ’ ό,τι κάποιος µε κανονικό µπόι: λιγότερο από τριάντα εκατοστά χώριζαν το κεφάλι του από τον πούτσο που τραµπαλιζόταν ανάµεσα στα πόδια του Ραλφ, δεν είχε παρά να χαµηλώσει το βλέµµα κατά µερικά χιλιοστά, για να τον δει σε κοντινό πλάνο που γέµιζε σχεδόν ολόκληρη την οθόνη. Ο Ραλφ έχωσε τα πόδια στις παντόφλες του και ανέβηκε τη σκάλα µπροστά από τον τεχνικό. Χάθηκαν µέσα στο σπίτι και όταν ένα τεταρτάκι αργότερα ξανακατέβηκαν τη σκάλα, ο Ραλφ ακόµη δεν είχε φορέσει παντελόνι ούτε είχε τυλιχτεί µε µια πετσέτα. «Φταίει η δεξαµενή στη στέγη» ανακοίνωσε. « Έχει βουλώσει. Και επιπλέον δεν έχει βρέξει σχεδόν καθόλου». Το επόµενο πρωί δεν έβγαινε πια καθόλου νερό από το ντους. Ούτε οι βρύσες ούτε το εξωτερικό ντους δίπλα στην πισίνα έβγαζαν νερό. Ο Ραλφ βλαστήµησε και άρπαξε το κινητό
του. «Πληρώνουµε µια περιουσία σε ενοίκιο,
γαµώτο» είπε. «Αυτοί πρέπει να φροντίσουν για µια λύση. Σκοτίστηκα που δεν έβρεξε». Αλλά στο γραφείο ενοικιάσεων δεν το σήκωναν. Ξανά ο Ραλφ έχωσε τα πόδια στις παντόφλες, έτσι για αλλαγή φορούσε ήδη το παντελόνι του.
«Θα κατέβω» είπε. «Θα πάω να τους τα πω ένα χεράκι, τι γνώµη έχω για τη δεξαµενή τους». Κι αυτή ήταν η στιγµή που η Καρολίν προσφέρθηκε να πάµε εκείνη κι εγώ στο γραφείο ενοικιάσεων. Ο Ραλφ διαµαρτυρήθηκε, αλλά εκείνη είπε: «Με την ευκαιρία ο Μαρκ κι εγώ θα κάνουµε και τα ψώνια. Απόψε εµείς θα µαγειρέψουµε». Και την ώρα που έλεγε αυτά τα λόγια, µε κοίταξε. Χαµογελούσε, ίσα ίσα, αλλά από το βλέµµα στα µάτια της είδα ότι δεν αστειευόταν. Κάτι µουρµούρισα κι ύστερα πήγα στη σκηνή να βρω τα κλειδιά του αυτοκινήτου.
20
ΚΑΘΩΣ ΚΑΤΗΦΟΡΙΖΑΜΕ, η Καρολίν δεν πολυµιλούσε ακόµη. Όταν φτάσαµε στον αµαξιτό δρόµο, πήγα να στρίψω αριστερά, στην κατεύθυνση του γραφείου ενοικιάσεων, που βρισκόταν σ’ ένα προάστιο της κοντινότερης πόλης, αλλά η Καρολίν ακούµπησε το χέρι της στον πήχη µου. « Όχι, πρώτα θα πάµε να πάρουµε πρωινό» είπε. «Στην παραλία». Λίγο αργότερα καθόµασταν στο ίδιο εστιατόριο όπου είχαµε πέσει πάνω στους Μέγιερ το πρώτο βράδυ. Η Καρολίν βούτηξε το κρουασάν της σ’ ένα µεγάλο φλιτζάνι καφέ µ’ ένα στρώµα αφρόγαλα. «Για λίγο οι δυο µας» είπε µ’ έναν στεναγµό. «Το είχα ανάγκη». Ήταν αλήθεια, δεν µπορούσα να της δώσω άδικο. Χωρίς να
το θέλουµε, είχαµε βρεθεί στη χαρακτηριστική δυναµική του εξοχικού που το µοιράζονται αρκετοί άνθρωποι. Ήταν µια δυναµική η οποία σε παρέσερνε χωρίς να το καταλάβεις, σαν ένα υποβρύχιο ρεύµα στη θάλασσα που δεν φαινόταν µε γυµνό µάτι. Μια δυναµική όπου ήσουν µόνος σου σπάνια έως ποτέ. Η προσωπική ζωή είχε µπει στο περιθώριο. Μια δυο φορές είχα κάνει µια προσπάθεια να πάω µόνος µου στο χωριό για να πάρω ψωµί, αλλά πάντα υπήρχε κάποιος που ήθελε να έρθει µαζί µου. Συνήθως ήταν ο Ραλφ. «Θα πας στο
χωριό, Μαρκ; Ωραία. Σήµερα έχει λαϊκή. Οπότε
µπορούµε να πάρουµε και φρέσκα ψάρια και φρούτα». Στη συνέχεια
περίµενα
τουλάχιστον
µισή
ώρα
δίπλα
στο
αυτοκίνητό µου µε τα κλειδιά στο χέρι. «Θα έρθουν και τα αγόρια» έλεγε ο Ραλφ όταν επιτέλους εµφανιζόταν στο κεφαλόσκαλο.
«Μπορούν
να
µας
βοηθήσουν
στο
κουβάληµα. Ένα λεπτουδάκι. Ο Άλεξ κάνει ντους ακόµη». «Ναι, κι εγώ το είχα ανάγκη» είπα τώρα στην Καρολίν. «Καλή ιδέα». Κοίταξα έναν πατέρα που πετούσε αετό µε τον γιο του. Ήταν ένας αετός µε δύο σπάγγους, από αυτούς µε τους οποίους µπορείς να κάνεις κύκλους και βουτιές. Κάθε φορά που ο πατέρας παρέδιδε τους σπάγγους στον µικρό, ο αετός κατέληγε απότοµα στην αµµουδιά. Αυτή την ώρα έβλεπες
µόνο
ένα
ιστιοφόρο
κρουαζιερόπλοιο
στη
φαινόταν
θάλασσα. να
Ένα
µετακινείται
λευκό σχεδόν
ανεπαίσθητα από τ’ αριστερά προς τα δεξιά στη γραµµή του ορίζοντα. «Για πόσον καιρό ακόµα πρέπει να το αντέξουµε αυτό;» ρώτησε η Καρολίν. «Να αντέξουµε τι;» «Μαρκ… Ξέρεις τι εννοώ. Η Γιούλια και η Λίζα καλά περνάνε, αλλά για πόσον καιρό ακόµα πρέπει εµείς; Πόσον καιρό ακόµα πριν µπορέσουµε να συνεχίσουµε το ταξίδι µας χωρίς να αισθανόµαστε ένοχοι;» «Τόσο χάλια είναι δηλαδή;» άρχισα, αλλά αµέσως είδα την έκφραση στο πρόσωπο της Καρολίν. « Όχι, συγγνώµη. Έχεις δίκιο. Είναι χάλια. Θέλω να πω, ώρες ώρες ούτε εγώ το αντέχω.
Τόσοι
άνθρωποι.
Ο
Ραλφ…»
Την
κοίταξα
ερωτηµατικά. «Σε πειράζει ακόµη… Σε πειράζει ακόµη το πώς σε κοιτάζει;» «Χάρη στο εκθαµβωτικό φωτοµοντέλο µας όχι πια». Κάτι άκουσα στον τόνο της φωνής της: µια ελαφρώς χλευαστική χροιά όταν πρόφερε τις λέξεις «εκθαµβωτικό» και «φωτοµοντέλο». Οι γυναίκες νοµίζουν ότι οι άντρες τις βρίσκουν µυστηριώδεις, αλλά είναι κυρίως πολύ διαφανείς. «Άρα ο Ραλφ σε αντάλλαξε για νεότερο µοντέλο» είπα
γελώντας. «Και τελικά λυπάσαι γι’ αυτό. Που σε πήραν τα χρόνια και δεν σου σφυρίζουν πια οι τζαµοκαθαριστές και οι διάσηµοι ηθοποιοί». Με το κουταλάκι της η Καρολίν πιτσίλισε µερικές σταγόνες αφρόγαλα στη µούρη µου. «Μαρκ! Άσε τις σαχλαµάρες! Στ’ αλήθεια χαίροµαι που µ’ αφήνει στην ησυχία µου. Αλήθεια. Μα πρόσεξες καθόλου πώς κοιτάζει την Εµανουέλ;» Ανασήκωσα τους ώµους µου. «Χτες;» συνέχισε η Καρολίν. «Χτες. Πριν έρθει εκείνος ο τεχνικός; Προφανώς δεν τον νοιάζει καθόλου. Ο Στάνλεϊ καθόταν στο τραπεζάκι του κι εργαζόταν κι η Εµανουέλ ήταν ξαπλωµένη στην ξαπλώστρα της. Τότε που ο Ραλφ έκανε τον γύρο µε το µπουκάλι το κρασί; Πρώτα έσκυψε και πέρασε ξυστά από πάνω της για να πάρει το ποτήρι της. Και ύστερα συνέχισε να την κοιτάζει την ώρα που γέµιζε το ποτήρι της. Όλα εκτός από το πρόσωπό της. Άρχισε από τα πόδια της, κι ύστερα ανέβηκε αργά προς τα πάνω. Κι ύστερα ξανά πίσω, από πάνω προς τα κάτω. Ο ίδιος δεν κατάλαβε καν τι έκανε, έτσι τουλάχιστον έµοιαζε, ή όντως δεν τον ένοιαζε. Πέρασε την άκρη της γλώσσας από τα χείλη του. Λες κι είχε ένα νόστιµο ψαράκι στο πιάτο του. Αλλά µετά… µετά… Αχ, όχι, ήταν τόσο φοβερό!»
Η Καρολίν έβαλε τα χέρια µπροστά στο πρόσωπό της και έσκυψε το κεφάλι, ως την επιφάνεια του τραπεζιού. «Τι;» είπα. «Τι;» «Στο ένα χέρι είχε το µπουκάλι και στο άλλο το ποτήρι. Αλλά αφού ξανάβαλε το ποτήρι δίπλα της, είχε ξαφνικά το ένα χέρι ελεύθερο. Πρώτα το έτριψε αργά στην κοιλιά του. Κοντά στον αφαλό του. Αλλά ύστερα κατέβηκε κανονικά προς τα κάτω. Στο καυλί του. Το έπιασε, Μαρκ. Το ζούληξε λιγάκι. Όλα πολύ ανέµελα, λες κι ήταν το πιο φυσιολογικό πράγµα του κόσµου. Αν κάποιος τον είχε πιάσει στα πράσα, µάλλον θα είχε προσποιηθεί πως είχε φαγούρα εκεί κάτω. Λοιπόν, όντως είχε! Φαγούρα! Ούτε ένα λεπτό αργότερα άφησε κάτω το µπουκάλι και βούτηξε στην πισίνα! Σχεδόν µπορούσες ν’ ακούσεις το νερό να τσιτσιρίζει!» Γέλασα. Και η Καρολίν έβαλε τώρα τα γέλια. Αλλά αµέσως σοβάρεψε πάλι. «Ναι, όλα αυτά είναι πολύ αστεία» είπε. «Αλλά παρ’ όλα αυτά το βρίσκω δυσάρεστο. Χυδαίο». «Αχ, αυτή η Εµανουέλ το κάνει λιγάκι επίτηδες. Δεν την πειράζει, πιστεύω. Πώς τυλίγει αυτό τον γερο-Στάνλεϊ γύρω από το µικρό της δαχτυλάκι… Και είναι πολύ όµορφο κορίτσι. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάµε, βέβαια». Η Καρολίν ζάρωσε τα µάτια. «Εσύ τη βρίσκεις όµορφη,
Μαρκ; Βρίσκεις πως είναι όµορφο κορίτσι; Μήπως την κρυφοκοιτάζεις κι εσύ, όπως ο Ραλφ;» «Ναι, βρίσκω ότι είναι όµορφο κορίτσι. Κάθε άντρας βρίσκει ότι είναι όµορφο κορίτσι. Και όντως, κι εγώ την κοιτάζω καµιά φορά. Είµαι άντρας, Καρολίν. Θα ήταν σχεδόν ύποπτο αν δεν κοιτούσα». «Οκέι, οκέι. Αλλά δεν είναι αυτό που εννοώ όταν λέω ότι βρίσκω χυδαίο τον τρόπο που κοιτάζει ο Ραλφ. Ο ίδιος το είπες. Ένα όµορφο κορίτσι. Η Εµανουέλ είναι κορίτσι ακόµη. Τι γίνεται µ’ αυτή και µ’ εκείνο τον Στάνλεϊ δεν θέλω καν να το ξέρω. Δική τους υπόθεση είναι. Αλλά υπάρχουν κι άλλα κορίτσια γύρω από την πισίνα». Την κοιτούσα σαν χάννος. Κι εγώ έβρισκα σιχαµερή την παρουσία του Ραλφ µε τον πούτσο του όταν η Γιούλια κι η Λίζα έπαιζαν στην πισίνα, αλλά δεν το είχα σκεφτεί ακόµη από αυτή την άποψη. «Είχα τον νου µου και τον πρόσεχα» είπε η Καρολίν. «Και πρέπει να πω ότι ποτέ δεν µπόρεσα να τον πιάσω να κάνει κάτι. Αλλά και πάλι… Δεν είναι ηλίθιος. Ίσως συγκρατείται όσο εµείς είµαστε µπροστά. Δεν ξέρω πώς φέρεται όταν είναι µόνος του µαζί τους». Δεν είπα τίποτα. Ανοιγόκλεισα προς στιγµήν τα µάτια µου εξαιτίας
της
αντανάκλασης
του
ηλιακού
φωτός
στην
αµµουδιά. Έβλεπα µαύρες κηλίδες. Μαύρες κηλίδες που χόρευαν από τ’ αριστερά προς τα δεξιά στο οπτικό µου πεδίο. «Είναι ακόµη παιδιά οι κόρες µας» είπε η Καρολίν. «Τουλάχιστον, αυτό λέµε εµείς στον εαυτό µας. Αλλά δες τη Γιούλια. Ποια είναι η διαφορά µεταξύ της Γιούλια και της Εµανουέλ;
Δύο
χρόνια;
Τέσσερα
χρόνια;
Μερικές
εκατοντάδες χιλιόµετρα νοτιότερα η Γιούλια θα ήταν ήδη έτοιµη για παντρειά». Ξαφνικά θυµήθηκα κάτι που έγινε πριν από µερικές µέρες. Θυµήθηκα τον Ραλφ που έπαιζε πινγκ πονγκ µε τον Άλεξ, τον Τόµας, τη Γιούλια και τη Λίζα. Όχι κανονική παρτίδα πινγκ πονγκ, είχαν όλοι από µια ρακετούλα στο χέρι και έτρεχαν γύρω από το τραπέζι. Έπρεπε να πετύχεις το µπαλάκι και να το πετάξεις πίσω στην άλλη πλευρά, ύστερα ήταν η σειρά του επόµενου και ούτω καθεξής. Όποιος αστοχούσε έβγαινε απ’ το παιχνίδι. Θυµόµουν κυρίως τον Ραλφ. Έτσι για αλλαγή φορούσε µεν το σορτς του, αλλά ήταν περίεργο θέαµα αυτό το µεγάλο κορµί που έτρεχε ανάµεσα σε τόσα µικρότερα και κυρίως λεπτότερα κορµιά και κορµάκια γύρω από το τραπέζι του πινγκ πονγκ. Ένα κωµικό θέαµα, όταν το παρακολουθούσες. Ήταν ξυπόλυτος, κι υπήρχε µια λακκούβα µε νερό. Γλίστρησε και προσγειώθηκε άτσαλα µε όλο του το βάρος στις πλάκες. Μόλις είχα
σηκωθεί από την ξαπλώστρα µου και προχωρούσα στο τραπέζι του πινγκ πονγκ µ’ ένα κουτάκι µπίρα στο χέρι. Αισθανόσουν τη γη να τραντάζεται τη στιγµή που ο Ραλφ γκρεµίστηκε στις πλάκες. Λες κι έξω στον δρόµο περνούσε φορτηγό. «Γαµώ το κέρατό µου!» βρυχήθηκε. «Άι σιχτίρ! Άι στον διάολο! Α, ρε µαλάκα! Όχι, ρε πούστη! Ωχ…! Ωχ…!» Καθόταν µε το παντελόνι του στη λακκούβα µε το νερό και έτριβε το γόνατό του. Φαινόταν ένα άσχηµο γδάρσιµο. Ένα γδάρσιµο µε αιµάτινες γραµµές, εκεί όπου το δέρµα είχε τριφτεί πάνω στις άγριες πλάκες. «Σκατά, σκατά, σκατά!» φώναζε. Τα παιδιά είχαν αµέσως σταµατήσει να τρέχουν γύρω από το τραπέζι. Στέκονταν σε κάποια απόσταση γύρω του και κοιτούσαν το µεγάλο σώµα στο έδαφος. Με κάποιο δέος, αλλά και µε έκπληξη, όπως κοιτάζεις µια φάλαινα που έχει βγει εκτός πορείας και έχει εξοκείλει στην παραλία. Αλλά ύστερα από αυτές τις τελευταίες τρεις φορές «σκατά» ήταν, νοµίζω, ο Άλεξ που πρώτος έβαλε τα γέλια. Ύστερα ο Τόµας έβγαλε µια κραυγή και άρχισε να χαχανίζει. Αυτό ήταν το σινιάλο για τη Γιούλια και τη Λίζα να ξεσπάσουν κι αυτές µε τη σειρά τους σε γέλια. Έριξαν ακόµα µια γρήγορη µατιά στον Ραλφ, αλλά την επόµενη στιγµή παραδόθηκαν ολοκληρωτικά στα λυτρωτικά γέλια. Ήταν ένα γέλιο µε µακρόσυρτες
τσιρίδες, ένα τσιριχτό γέλιο όπως αυτά που µόνο τα κορίτσια µπορούν. Ένα ξεκαρδιστικό γέλιο. Ένα γέλιο που ακούγεται σαν να µην πρόκειται να σταµατήσει ποτέ πια. Και ένα γέλιο θανατηφόρο. Ένα γέλιο θανατηφόρο για µας τ’ αγόρια. Βάζουν το χέρι µπροστά στο στόµα τους και λύνονται στα γέλια: συχνά πίσω από την πλάτη σου, κάποιες σπάνιες φορές κατάµουτρα. Όπως τώρα. Δεν ήταν µόνο ο Ραλφ που κορόιδευαν, ήταν όλοι οι άντρες. Ο άντρας ως είδος. Κανονικά αυτός ο άντρας ήταν µεγάλος και δυνατός. Πιο δυνατός από τη γυναίκα. Αλλά κάποιες σπάνιες φορές έπεφτε. Εξαιτίας µιας δύναµης που ήταν ακόµα πιο ισχυρή. Της δύναµης της βαρύτητας. «Ωχ, θα κατουρηθώ απάνω µου!» τσίριξε η Λίζα, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν στα µάγουλά της. Εγώ κοιτούσα τον Ραλφ, το µεγάλο άγαρµπο σώµα του στις πλάκες, το γδάρσιµο στο γόνατό του. Ήταν –δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω– µια παιδιάστικη πληγή. Η πληγή ενός µικρού αγοριού που έπεσε από το ποδηλατάκι του. Ένα γδαρµένο γόνατο που δείχνεις κλαίγοντας στη µάνα σου: αφενός περήφανος για το τόσο πολύ αίµα, αφετέρου φοβούµενος ότι η µαµά θα θέλει να βάλει ιώδιο. Αυτό άκουγες και στο γέλιο της Γιούλια και της Λίζα – αν αφουγκραζόσουν προσεκτικά. Το γέλιο όλων των µανάδων.
Των µανάδων που διασκέδαζαν µε την αιώνια ατσαλοσύνη των αγοριών. Ο Ραλφ εξέτασε ξανά την πληγή στο γόνατό του µ’ έναν µορφασµό πόνου στο πρόσωπό του και κούνησε το κεφάλι του. Ύστερα έκανε το µόνο που µπορείς να κάνεις σε παρόµοια περίσταση: άρχισε να γελάει κι αυτός. Γελούσε µαζί µε τους γιους του. Με τις κόρες µου. Γελούσε µε τον εαυτό του. Τουλάχιστον: έµοιαζε σαν να γελούσε µε τον εαυτό του, σαν να έδειχνε να διαθέτει αυτοσαρκασµό. Στην πραγµατικότητα ήταν βέβαια κυρίως ένα γέλιο για να σώσει τα προσχήµατα. Ένα γέλιο για να περιορίσει τη ζηµιά. Ένας ενήλικος άντρας που γκρεµοτσακίζεται είναι γελοίος. Ένας άντρας που µπορεί να γελάσει ο ίδιος µε το πάθηµά του, πολύ λιγότερο. «Γαµώτο» είπε ο Ραλφ γελώντας, καθώς άρχισε να σηκώνεται µε
κόπο.
«Καθαρµατάκια!
Γελάτε
µ’
έναν
γέροντα, πώς τολµάτε!» Και
τότε
συνέβη.
Ήταν
µια
λεπτοµέρεια,
τίποτα
παραπάνω. Μια λεπτοµέρεια στην οποία αρχικά δεν δίνεις σηµασία.
Που
µόνο
αργότερα αποκτά σηµασία.
Με
αναδροµική ισχύ. Ο Ραλφ Μέγιερ είχε µισοσηκωθεί και στηριζόταν στο άθικτο γόνατό του. Έκανε πάντα σαν να γελούσε, αλλά εδώ και ώρα δεν ήταν πια αληθινό γέλιο – αν ήταν ποτέ δηλαδή.
«Κι εσύ να προσέχεις ακόµα πιο πολύ!» είπε. Την ώρα που το έλεγε αυτό, σήκωσε πιο πολύ το κορµί του και έστρεψε τον δείκτη του στη µεγάλη µου κόρη. Στη Γιούλια. Η Γιούλια έβγαλε µια τσιρίδα. « Όχι!» φώναξε. « Όχι!» Και µε τα δυο της χέρια έπιασε το κόκκινο βρακάκι της. Το βρακάκι του µπικίνι της. Το είδα πολύ καθαρά. Η χειρονοµία είχε µονάχα µία εξήγηση. Ο Ραλφ Μέγιερ απειλούσε την κόρη µου µε κάτι. Απειλούσε να κάνει κάτι. Κάτι που είχε ξανακάνει και πρωτύτερα. Όλα για πλάκα. Όλα µε ένα κλείσιµο του µατιού. Αλλά και πάλι. Δεν ήταν, όπως είπα, παρά µια λεπτοµέρεια. Έχεις δει κάτι, αλλά αµέσως το απωθείς πάλι. Ή για να το πω αλλιώς: κάτι µέσα σου το απωθεί. Δεν θες να σκέφτεσαι έτσι. Δεν θες να είσαι συνέχεια καχύποπτος. Μένεις για χρόνια δίπλα σ’ έναν γείτονα. Έναν χαριτωµένο γείτονα. Έναν φυσιολογικό γείτονα προπαντός. Κι αυτό λες και στον επιθεωρητή της αστυνοµίας
όταν
έρχεται
να
σου
ζητήσει
περαιτέρω
πληροφορίες για τον γείτονά σου. «Τόσο φυσιολογικός» λες.
«Τόσο
ευγενικός.
Όχι,
ποτέ
δεν
είδα
κάτι
αξιοπερίεργο». Στο σπίτι του γείτονα βρέθηκαν στο µεταξύ λείψανα. Λείψανα που κατά πάσα πιθανότητα ανήκουν σε δεκατέσσερις αγνοούµενες γυναίκες. Στο ψυγείο του. Στον
κήπο του. Τότε ξαφνικά κάτι θυµάσαι. Την άνευ σηµασίας λεπτοµέρεια. Καµιά φορά έβλεπες τον γείτονα να πηγαίνει στο αυτοκίνητό του µε σακούλες απορριµµάτων. Σακούλες απορριµµάτων που στη συνέχεια έβαζε στο πορτµπαγκάζ. Όχι µετά τη δύση του ήλιου ή σε κάποια άλλη «ύποπτη» στιγµή. Όχι, κανονικά, µέρα µεσηµέρι. Δεν κοιτούσε καν γύρω του όταν έβαζε τις σακούλες απορριµµάτων στο αυτοκίνητό του. Τα έκανε όλα ανοιχτά, όλος ο κόσµος µπορούσε να τα δει. Ύστερα σήκωνε το χέρι για να σε χαιρετήσει. Ή σου έπιανε κουβέντα. Για τον καιρό. Για τους νέους ενοίκους που είχαν εγκατασταθεί στο σπίτι απέναντι. Ένας
συνηθισµένος
άνθρωπος.
«Νοµίζω
πως
κάτι
θυµηθήκατε ξαφνικά» λέει ο επιθεωρητής. Και τότε του µιλάς για τις σακούλες απορριµµάτων. Η αντίδραση της Γιούλια δεν µπορούσε παρά να σηµαίνει ότι ο Ραλφ Μέγιερ είχε προσπαθήσει κι άλλη φορά να κατεβάσει το βρακάκι της. Την ώρα που παίζανε, στην πισίνα… εκείνη τη στιγµή δεν είχα σταθεί πολλή ώρα στο συµβάν, αλλά τώρα, εδώ στην παραλία µε την Καρολίν, αναρωτήθηκα µήπως το είχα προσπεράσει πολύ γρήγορα. «Μου φαίνεται πως κάτι σκέφτεσαι» είπε η Καρολίν. Κοίταξα τη γυναίκα µου στα µάτια. «Ναι, σκεφτόµουν αυτό που είπες µόλις τώρα. Για την
Εµανουέλ και τον Ραλφ. Και για τη Γιούλια». Τώρα σκέφτηκα και κάτι άλλο. Πώς θα είχε αντιδράσει η Εµανουέλ, αν ο Ραλφ είχε κατεβάσει το βρακάκι του µπικίνι της; Ή ο Στάνλεϊ; Ανοιγόκλεισα ξανά τα µάτια µου, αλλά οι µαύρες κηλίδες ήταν πάντα εκεί. «Εσύ είσαι σε θέση να ξέρεις» είπε η Καρολίν. «Είσαι άντρας. Εσύ πώς κοιτάς, Μαρκ; Κοιτάς ποτέ την ίδια σου την κόρη σαν γυναίκα; Σαν τη γυναίκα που θα γίνει αργότερα;» Κοίταξα τη γυναίκα µου. Και το σκέφτηκα. Μου είχε κάνει µια ερώτηση. Δεν βρήκα την ερώτηση περίεργη. Κάθε άλλο. Βρήκα πως ήταν η µόνη σωστή ερώτηση που µπορούσες να κάνεις. «Ναι» είπα. « Όχι µόνο τη Γιούλια. Και τη Λίζα». Ένας άντρας έχει δύο κόρες. Από µωρά κάθονται στα γόνατά του. Τον αγκαλιάζουν και τον φιλάνε για να τον καληνυχτίσουν. Την Κυριακή το πρωί χώνονται στο κρεβάτι του, σφίγγονται επάνω του κάτω από τα σκεπάσµατα. Είναι κορίτσια. Τα δικά σου κορίτσια. Εσύ υπάρχεις για να τα προστατεύεις. Βλέπεις ότι αργότερα θα γίνουν γυναίκες. Ότι είναι ήδη γυναίκες. Αλλά ποτέ δεν τα κοιτάζεις όπως ένας άντρας κοιτάζει µια γυναίκα. Ποτέ. Είµαι γιατρός. Ξέρω τι πρέπει να γίνει µε αιµοµίκτες. Υπάρχει µόνο µία λύση. Μια λύση που δεν συζητείται καν σ’ ένα κράτος δικαίου. Που
είναι ωστόσο η µοναδική λύση. «Κατά βάθος εννοώ κάτι άλλο» είπε η Καρολίν. «Μπορείς να φανταστείς πώς άλλοι άντρες, όχι εσύ, άλλοι άντρες εκτός από τον πατέρα τους, κοιτάζουν τις κόρες µας; Ή ας περιοριστούµε στη Γιούλια, χάριν ευκολίας. Πώς κοιτάζει ένας ενήλικος άντρας τη Γιούλια;» «Αφού το ξέρεις. Το είπες η ίδια µόλις τώρα. Υπάρχουν πολιτισµοί όπου θα µπορούσε να είναι ήδη παντρεµένη. Και δες τον Άλεξ. Αυτοί οι δύο είναι φουλ ερωτευµένοι. Πού να ξέρουµε τι πρόκειται να κάνουν; Τι κάνουν ήδη; Θέλω να πω, δεν πρέπει να µιλήσουµε γι’ αυτό; Αυτός ο Άλεξ είναι δεκαπέντε χρονών. Ελπίζω να έχουν µια σαφή ιδέα του τι µπορεί να συµβεί». «Αγάπη µου γλυκιά, δεν µιλάω για δεκαπεντάχρονα αγόρια. Πολύ µου αρέσει να βλέπω αυτούς τους δύο –τη Γιούλια και τον Άλεξ– να γυροφέρνουν ο ένας τον άλλο. Χτες ήταν πιασµένοι χέρι χέρι. Κάτω από το τραπέζι, την ώρα του φαγητού. Θέλω να πω, βρίσκω αυτό τον Άλεξ λιγάκι αργόστροφο, είναι όµως όµορφο αγόρι. Το καταλαβαίνω πολύ καλά. Θα ήξερα τι θα έκανα, αν ήµουν στη θέση της Γιούλια». «Και πώς το λέµε αυτό; Γυναίκες κάποιας ηλικίας που τους
τρέχουν
τα
σάλια
όταν
κοιτάζουν
όµορφα
δεκαπεντάχρονα αγόρια; Παιδοφιλία; Ή υπάρχει πιο ωραία ονοµασία;» Το είπα γελώντας, αλλά η Καρολίν δεν γέλασε. «Παιδοφιλία είναι µόνο όταν κάνεις κάτι» είπε. «Δεν είµαι τυφλή.
Βλέπω
όµορφα
δεκαπεντάχρονα
αγόρια.
Το
απολαµβάνω να τα κοιτάζω. Αλλά εκεί σταµατάει. Δεν κάνω το επόµενο βήµα. Και έτσι κοιτάζουν βέβαια κι οι άντρες τα κορίτσια. Οι περισσότεροι άντρες. Ίσως κάτι φαντασιώνονται. Αλλά δεν κάνουν τίποτα. Έτσι δεν είναι; Θέλω να πω: οι φυσιολογικοί άντρες δεν κάνουν τίποτα. Αυτό είναι στην ουσία που σε ρωτάω. Ως άντρα. Κατά πόσο εσύ ως άντρας θεωρείς αυτό τον Ραλφ φυσιολ ογικό;» «Πιστεύω ότι είναι εξίσου φυσιολογικός µε όλους τους άντρες
που
τουριστική
ταξιδεύουν σε
χώρες
όπου
βιοµηχανία βασίζεται στο
σεξ
ολόκληρη η µε
ανήλικα
κορίτσια. Τότε µιλάω για… πόσους; Δεκάδες χιλιάδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες άντρες». «Και ο Ραλφ είναι ένας από αυτούς τους δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες άντρες, κατά τη γνώµη σου; Αν αυτό πιστεύεις, τότε θέλω να φύγω σήµερα κιόλας. Δεν θα εκθέσω άλλο την κόρη µου –ή τις κόρες µου, ξέρω κι εγώ πόσο άρρωστος είναι, εδώ που τα λέµε– στα καυλωµένα βλέµµατα ενός σεξοτουρίστα. Μπλιαχ! Η ιδέα και µόνο!»
Σκέφτηκα ξανά τα χέρια της Γιούλια που έπιασαν το βρακάκι της. Όχι! είχε φωνάξει. Όχι! Κι ύστερα σκέφτηκα το βλέµµα σαν αρπακτικού µε το οποίο κάποτε ο Ραλφ είχε γδύσει τη γυναίκα µου στο φουαγέ του δηµοτικού θεάτρου. Πώς είχε κάνει αλεστικές κινήσεις µε τα σαγόνια του. Πώς είχε τρίξει τα δόντια του, λες και ήδη τη γευόταν µε τη γλώσσα του. Οι άντρες κοιτάζουν τις γυναίκες. Αλλά ο Ραλφ κοιτούσε τις γυναίκες σαν να ξεφύλλιζε το Playboy. Μάλαζε τον πούτσο του την ώρα που κοιτούσε. Νοερά ή στην πραγµατικότητα. Κατέβαζε τα βρακάκια δεκατριάχρονων κοριτσιών. Ή µήπως όχι; Αφού δεν τον είχα δει µε τα ίδια µου τα µάτια να το κάνει. Υπήρχε πάντα η πιθανότητα η κόρη µου µόνο να νόµιζε ότι θα έκανε κάτι τέτοιο. Ίσως είχαν τραβήξει ο ένας το µαγιό του άλλου οι τέσσερίς τους, αυτή κι η Λίζα και τα αγόρια, όταν ήταν στην πισίνα νωρίτερα. Ένα παιχνίδι. Ένα αθώο παιχνίδι. Αθώο για παιδιά από εννιά µέχρι δεκαπέντε χρονών, ένοχο για άντρες που πλησίαζαν τα πενήντα. Ίσως βιάστηκα να κατηγορήσω τον Ραλφ στη φαντασία µου, σκέφτηκα τώρα. Και κάτι άλλο: η Καρολίν µόλις είχε πει ότι ήθελε να φύγει «σήµερα κιόλας», αν ο Ραλφ αποτελούσε απειλή για τις κόρες µας. Ίσως αυτό παραήταν βιαστικό. «Πώς τον βλέπεις αυτό τον Στάνλεϊ;» ρώτησα.
«Τι;» «Τον Στάνλεϊ µε την Εµανουέλ. Πώς πρέπει να το κρίνουµε
αυτό;
Πόσων
χρονών
να είναι;
Δεκαεννιά;
Δεκαοχτώ; Δεκαεφτά; Θέλω να πω, τυπικά µπορεί να είναι ενήλικη, αλλά είναι φυσιολ ογικό; Είναι υγιές;» «Μα αυτή δεν είναι η απόλυτη αγορίστικη φαντασίωση κάθε άντρα άνω των σαράντα; Μια έφηβη; Αν και… Όχι κάθε άντρα. Κατ’ εµέ εσύ δεν έχεις τέτοιες βλέψεις». «Το θέµα δεν είναι οι βλέψεις. Αυτός ο Στάνλεϊ µπορεί και το κάνει. Είναι µια διασηµότητα. Οι έφηβες κάνουν ουρά για να είναι µαζί του. Δεν έχει παρά να τις ξεχωρίσει και να τις βγάλει απ’ την ουρά. Ίσως παίρνουν κάτι σε αντάλλαγµα. Έναν µικρό ρόλο σε µία από τις ταινίες του. Ίσως όχι. Δεν χρειάζεται καν. Η ευκαιρία να περπατήσει στο κόκκινο χαλί στη σκιά της διασηµότητας είναι συχνά ήδη αρκετή για την έφηβη». «Μα
είναι
µόνο
αυτό,
Μαρκ;
Ότι
ένας
απλός
οικογενειακός γιατρός δεν µπορεί να κατακτήσει έφηβες; Μ’ εσένα ποτέ δεν είχα την εντύπωση ότι θα γούσταρες κάτι τέτοιο». « Όχι,
έχεις
δίκιο.
Πολύ
γρήγορα θα αισθανόµουν
δυστυχισµένος, πιστεύω. Θα µπορούσα να πάω στις κούνιες µ’ ένα τέτοιο κορίτσι, αλλά στην ντίσκο όχι».
Η Καρολίν έβαλε τα γέλια. Ύστερα έπιασε το χέρι µου. «Εσύ προτιµάς γυναίκες στη δική σου ηλικία, έτσι, µάτια µου γλυκά;» είπε. «Ναι» είπα. Αλλά δεν την κοίταξα, εστίασα το βλέµµα µου στην παραλία και τη θάλασσα. «Το βρίσκω πιο ειλικρινές».
21
ΣΤΟ
ΓΡΑΦΕΙΟ
ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ
ΜΑΣ
ΕΙΠΑΝ,
αφού
περιµέναµε µισή ώρα, ότι ο τεχνικός θα προσπαθούσε να περάσει το απόγευµα για να λύσει το πρόβληµα µε το νερό. Η κοπέλα στο γκισέ συµβουλεύτηκε ένα ηµερολόγιο. «Σήµερα είναι Παρασκευή» είπε. «Θα κάνουµε ό,τι µπορούµε. Αλλά το Σαββατοκύριακο είµαστε κλειστά. Τότε θα πάει Δευτέρα». Ήταν
µια
πολύ
άσχηµη
κοπέλα.
Καµιά
τριανταριά
παραπανίσια κιλά και δεκάδες σπυράκια και άλλες ανωµαλίες στο πρησµένο πρόσωπό της. Περισσότερο από ανωµαλίες ήταν τµήµατα µιας ουδέτερης ζώνης όπου δεν συνέβαινε τίποτα, δεν κουνιόνταν όταν µιλούσε, παρέµεναν ακίνητα όταν το υπόλοιπο πρόσωπό της έπαιρνε µια συγκεκριµένη
έκφραση. Ίσως είχε πάθει κάποιο ατύχηµα, σκέφτηκα. Ίσως παιδί είχε σκάσει µε τα µούτρα στο παρµπρίζ. Έσκυψα λίγο περισσότερο πάνω από τον πάγκο. Πριν ανοίξω το στόµα µου, έριξα, µε τέτοιον τρόπο που η κοπέλα το έβλεπε καθαρά, ένα γρήγορο βλέµµα στην Καρολίν που στεκόταν δίπλα στην πόρτα του γραφείου και µελετούσε τις φωτογραφίες των εξοχικών που νοικιάζονταν και πωλούνταν. «Θα βγεις έξω το Σαββατοκύριακο;» ρώτησα. «Απόψε; Αύριο;» Η κοπέλα ανοιγόκλεισε προς στιγµήν τα µάτια. Όµορφα µάτια, πρέπει να πω. Γλυκά µάτια. Άρχισε να κοκκινίζει. Τουλάχιστον, τα ακόµη ζωντανά τµήµατα του προσώπου της κοκκίνισαν, στα νεκρά τµήµατα µάλλον το αίµα συναντούσε υπερβολικά µεγάλη αντίσταση για να µπορέσει να φτάσει στην επιδερµίδα. « Έχω φίλο, κύριε» είπε σιγανά. Της έκλεισα το µάτι. «Ο φίλος σου µπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του τυχερό. Ελπίζω να συνειδητοποιεί πόσο τυχερός είναι». Κατέβασε τα µάτια της. «Είναι… έχει πολλή δουλειά. Αλλά θα τον ρωτήσω αν µπορεί να πάει σήµερα το απόγευµα να κοιτάξει το νερό σας». Την κοίταξα σαν χάννος. Ο τεχνικός! Ο κοντούλης
τεχνικός που χτες είχε σκαρφαλώσει στη στέγη µαζί µε τον τσίτσιδο Ραλφ. Προφανώς ήταν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, είπα µέσα µου, και δεν ξεβούλωνε
µόνο
βουλωµένες δεξαµενές νερού. Προσπάθησα να ενώσω τις δύο εικόνες, αλλά δεν έφτανα πέρα από τον τεχνικό και την κοπέλα παρέα στον καναπέ µπροστά στην τηλεόραση: κρατιόντουσαν από το χέρι, µε το ελεύθερο χέρι του ο τεχνικός έφερνε ένα µπουκάλι κόκα κόλα του ενάµισι λίτρου στο στόµα· το δικό της ελεύθερο χέρι βρισκόταν ως τον αγκώνα σε µια οικογενειακή συσκευασία µε πατατάκια. «Μαρκ, έλα να δεις». Ξανάκλεισα το µάτι στην κοπέλα και πήγα στη γυναίκα µου. «Για κοίτα» είπε η Καρολίν. «Το σπίτι µας δεν είναι αυτό;» Κοίταξα
αυτό
που
έδειχνε.
Σ’
ένα
χαρτόνι
ήταν
κολληµένες τρεις φωτογραφίες: µία του σπιτιού, µία ενός τµήµατος του κήπου και µία της πισίνας.
ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΕΞΟΧΙΚΟ ΜΕ ΠΙΣΙΝΑ
Από κάτω υπήρχαν µερικές σύντοµες πληροφορίες για τον αριθµό δωµατίων και τα τετραγωνικά µέτρα, τόσο της κατοικίας όσο και του κήπου. Κάτω κάτω υπήρχαν η τιµή, ένας αριθµός κινητού και µια διεύθυνση µέιλ. «Είναι φτηνότερο απ’ όσο περίµενα» είπε η Καρολίν. «Καλά, είσαι όµως µες στη µέση µιας κατοικηµένης περιοχής και τέσσερα χιλιόµετρα από την παραλία. Αν ήταν ν’ αγοράσω κάτι εδώ πέρα, θα ήθελα να είµαι πάνω στη θάλασσα». Η Καρολίν πέρασε τον δείκτη πάνω από τις άλλες αγγελίες. «Να. Αυτό είναι δίπλα στη θάλασσα». Και αυτό το σπίτι πουλιόταν ως «εξοχικό µε πισίνα». Μόνο που βρισκόταν ψηλά στους λόφους, από την πισίνα έβλεπες τη θάλασσα κάτω στο βάθος. Η τιµή που ζητούσαν ήταν το πενταπλάσιο του σπιτιού όπου κάναµε τώρα διακοπές. «Αυτό εννοώ» είπα. Η Καρολίν έπιασε το χέρι µου, το πρόσωπό της είχε µια έκφραση σοβαρή. «Τι θα κάνουµε τώρα;» ρώτησε. «Θ’ αγοράσουµε αυτό το σπίτι. Ύστερα βλέπουµε». « Όχι, εννοώ τώρα. Πότε θα φύγουµε; Στ’ αλήθεια θέλω να φύγω από εδώ, Μαρκ». Σκέφτηκα. Ή µάλλον έκανα πως σκεφτόµουν. Είχα ήδη
σκεφτεί ποια απάντηση θα έδινα όταν η Καρολίν θα έκανε τούτη την ερώτηση. «Σήµερα είναι Παρασκευή» είπα. «Αύριο και την Κυριακή θα υπάρχει µεγαλύτερη κίνηση στους δρόµους. Και µάλλον θα είναι και πολύ πιο δύσκολο να βρούµε κάπου µια θέση. Σε κάµπινγκ ή αλλού. Συνεπώς προτείνω τη Δευτέρα». «Μα τότε θα φύγουµε όντως, έτσι;» «Τη Δευτέρα φύγαµε» είπα.
22
ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟ ΠΡΩΙ η Λίζα βρήκε το πουλάκι. Ήταν πεσµένο δίπλα στη σκηνή µας και µάλλον είχε πέσει από την ελιά που υπήρχε εκεί. «Μπαµπά!»
Η
Λίζα
τράβηξε
τον
υπνόσακό
µου.
«Μπαµπά, έλα να δεις. Ένα πουλάκι που έπεσε». Το πουλάκι κείτονταν στο πλευρό του, έτρεµε και έκανε µερικές µάταιες προσπάθειες να σηκωθεί. «Νοµίζω ότι έπεσε από τη φωλιά του» είπα ενώ έτριβα τις τσίµπλες από τα µάτια µου. Κοίταξα τα κλαριά, αλλά πουθενά δεν είδα φωλιά. «Το λυπάµαι το καηµένο» είπε η Λίζα. «Αλλά εσύ είσαι γιατρός, ε, µπαµπά; Θα το κάνεις καλά». Προσεκτικά
έπιασα
το
πουλάκι
και
το
σήκωσα.
Προσπάθησε να τσιµπήσει το χέρι µου, αλλά είχε ελάχιστη δύναµη στο µικρό του ράµφος. Απ’ όσο µπορούσα να δω, δεν
υπήρχαν
σπασµένα ποδαράκια ή
άλλα τραύµατα.
Ενδόµυχα λυπόµουν γι’ αυτό. Ένα πουλάκι µε σπασµένο ποδαράκι θα µπορούσε να αποτελέσει ένα «πρότζεκτ». Το είχα ξανακάνει στις διακοπές. Ο γάτος µε την κοµµένη ουρά στο ελληνικό νησί πριν από δύο χρόνια. Την ώρα που απολύµαινα το µατωµένο αποµεινάρι της ουράς του ο γάτος µε
είχε
δαγκώσει τόσο
βαθιά στον
πήχη
µου
που
αναγκάστηκα να κάνω µια αντιτετανική ένεση στον εαυτό µου, καθώς και µια ολόκληρη σειρά από επώδυνες ενέσεις κατά της λύσσας. Αλλά άξιζε τον κόπο. Η ευγνωµοσύνη του γάτου δεν γνώριζε όρια. Έπειτα από τρεις µέρες έτρωγε κοµµατάκια ωµό αρνίσιο κρέας από το χέρι µας. Υπήρχε µια περίοδος προσαρµογής όταν έβγαλα τον επίδεσµο. Το τραύµα είχε επουλωθεί µια χαρά, αλλά ο γάτος δυσκολευόταν να κρατήσει την ισορροπία του τώρα που του είχαν αποµείνει µόλις τρεις πόντοι ουράς. Σκαρφάλωσε σε µια αµυγδαλιά και στη
συνέχεια
δεν
µπορούσε
πια
να
κατέβει.
Όταν
σκαρφάλωσα ο ίδιος στο δέντρο για να προσπαθήσω να τον κατεβάσω, τίναξε το πόδι του στο πρόσωπό µου, µε αποτέλεσµα να σκίσει το αριστερό µου βλέφαρο. Ύστερα γκρεµοτσακίστηκε από πέντε µέτρα ύψος στο µπετόν της
βεράντας. Αλλά δεν έφευγε πια. Μας ακολουθούσε παντού. Στο
σπίτι,
στον
κήπο,
στο
χωριό,
όπου
περίµενε
υποµονετικά έξω από τον φούρνο και τον χασάπη ώσπου να τελειώσουµε τα ψώνια µας – και µας συνόδευε και στο ενάµισι χιλιόµετρο ως την παραλία. Ο αποχαιρετισµός ήταν δύσκολος. Η Γιούλια κι η Λίζα έκλαιγαν. Όχι, δεν µπορούσαµε να πάρουµε τον γάτο µαζί µας.
Ένας
γάτος
χωρίς
τα
απαραίτητα
εµβόλια
δεν
επιτρεπόταν να µπει στο αεροπλάνο, θα έπρεπε να µείνει για µήνες σε καραντίνα. Αλλά και πάλι, επιχειρηµατολογούσαµε η Καρολίν κι εγώ µπροστά στα κορίτσια µας: Ο γάτος δεν θα ήταν πολύ πιο ευτυχισµένος στο δικό του νησί; Όπου είχε συγγενείς και φίλους; Όπου µπορούσε να κυνηγήσει ποντίκια και σαύρες; Όπου είχε πάντα καλό καιρό; «Μα πού είναι οι συγγενείς του;» έσκουζε η Γιούλια. «Γιατί δεν πέρασαν ποτέ να δουν τι κάνει;» Όταν σκέφτοµαι την τελευταία µέρα, ακόµη αισθάνοµαι τα µάτια µου να βουρκώνουν. Ο γάτος νόµιζε ότι θα τον παίρναµε µαζί µας στο αυτοκίνητο, ήδη ετοιµαζόταν να πηδήξει στο πίσω κάθισµα. Έτρεξε πίσω από το αυτοκίνητο όταν κατηφορίσαµε κακήν κακώς το βραχώδες µονοπάτι που οδηγούσε στον δρόµο. Τελικά δεν είχα άλλη λύση από το να κατέβω και να πετροβολήσω τον γάτο. Οι κόρες µας δεν
άντεχαν άλλο να το δουν και έκλαιγαν ξαπλωµένες στο πίσω κάθισµα. Η Καρολίν πίεζε ένα χαρτοµάντιλο στα µάτια της. Κι εγώ έκλαιγα. Έκλαιγα σαν παιδί την ώρα που έπιανα την πρώτη πέτρα από το µονοπάτι. Προς στιγµήν ο γάτος νόµιζε ακόµη ότι ήταν παιχνίδι, αλλά ήξερα πολύ καλό σηµάδι, η πέτρα τον πέτυχε στο κεφάλι. Ξεφυσώντας γύρισε τρέχοντας στο σπίτι µε το αποµεινάρι της ουράς του φουντωµένο. «Συγγνώµη, Μπερτ» είπα κλαίγοντας –τη δεύτερη µέρα η Λίζα είχε βαφτίσει τον γάτο «Μπερτ» από έναν φιλάρεσκο δάσκαλο στο σχολείο της– «µια µέρα θα γυρίσουµε για να δούµε τι κάνεις». Τώρα κοιτούσα το πουλάκι στο χέρι µου – και λυπήθηκα που δεν είχε τίποτα. Ήταν απλώς µικρό. Πολύ µικρό και τρωτό για να µπορέσει να φροντίσει τον εαυτό του. «Μπες προσεκτικά στο σπίτι χωρίς να ξυπνήσεις κανέναν και δες» είπα στη Λίζα. «Βρες ένα χαρτόκουτο, ένα κουτί από παπούτσια ή κάτι τέτοιο. Και λίγο µπαµπάκι ή ένα γάντι του µπάνιου από το λουτρό».
«Υπάρχει κάτι σαν ζωολογικός κήπος εδώ» είπε η Γιούντιτ. «Αν στρίψεις αριστερά πριν φτάσεις στην παραλία, σ’ αυτό τον ανηφορικό δρόµο. Περάσαµε µια φορά αποκεί. Υπάρχει
ένας τοίχος και µια καγκελόπορτα και υπάρχουν και µερικές σηµαίες. “Zoo” γράφει πάνω από την καγκελόπορτα, και στον τοίχο έχει ζωγραφισµένα ζώα». Στο µεταξύ καθόµασταν για πρωινό στη βεράντα. Το πουλάκι κείτονταν σε µια κούτα για µπουκάλια του κρασιού. Τα πλαϊνά του κουτιού παραήταν ψηλά· όταν κοιτούσες πάνω από την άκρη κι έβλεπες το πουλάκι που είχε µαζευτεί στο βάθος πάνω στο γάντι του µπάνιου, άθελά σου σκεφτόσουν τον χώρο προαυλισµού µιας φυλακής. «Τι λες κι εσύ;» είπα στη Λίζα. «Δεν είναι άρρωστο ή τραυµατισµένο. Είναι µόνο πάρα πολύ µικρό. Πολύ µικρό για να φροντίσει τον εαυτό του. Να το πάµε σ’ αυτό τον ζωολογικό κήπο;» Η Λίζα είχε ύφος σοβαρό. Είχε βάλει το κουτί µε το πουλάκι στην καρέκλα δίπλα της. Κάθε είκοσι δευτερόλεπτα έριχνε µια µατιά πάνω από την άκρη. «Πίνει» έλεγε τότε. Ή: «Τρέµει πάλι». Περίµενα –όχι, ήλπιζα– ότι η Λίζα θα απέρριπτε τον ζωολογικό κήπο, ότι θα έλεγε πως ήθελε να φροντίσει µόνη της το πουλάκι. Ώσπου να ήταν σε θέση να σταθεί στα ποδαράκια του. Ύστερα θα το αφήναµε ελεύθερο. Αυτό ήταν διαφορετικό από ένα σκυλί ή µια γάτα που δένεται µαζί σου. Από ένα πουλί το µόνο που περιµένεις είναι ότι θέλει να
πετάξει – ότι κάποια µέρα θα θέλει να ξαναφύγει. Θα ήταν µια όµορφη στιγµή. Μια στιγµή που ήθελα πολύ να µοιραστώ µε τη µικρή µου κόρη. Πιάνεις το πουλάκι προσεκτικά στο χέρι σου. Ανοίγεις το χέρι σου. Το πουλάκι χτυπάει τα φτεράκια του και απογειώνεται, στην αρχή ακόµη διστακτικά, αδέξια. Μα ύστερα ξαναβρίσκει την ισορροπία του σ’ ένα χαµηλό κλαρί. Εκεί κάθεται για λίγο. Τινάζει τα φτερά του και κοιτάζει γύρω του. Κοιτάζει εµάς, τους σωτήρες του. Φανταζόµαστε ότι νιώθει ευγνωµοσύνη. Ύστερα γέρνει το κεφάλι του στο πλάι, εστιάζει το ένα µάτι στον ουρανό και πετάει µακριά. Σύµφωνα µε
το
σχέδιο
θα φεύγαµε
τη
Δευτέρα.
Αµφέβαλλα αν σε δύο µέρες το πουλάκι θα είχε ήδη ανακτήσει τις δυνάµεις του. Αλλά µπορούσαµε πάντα να το πάρουµε µαζί µας, αναλογίστηκα, να βάλουµε το κουτί στο πίσω κάθισµα. Ήταν το ιδανικό σενάριο. Το δικό µου ιδανικό σενάριο. Αλλά η Λίζα ρώτησε: «Θα τους αρέσει αρκετά για να το πάρουν, σ’ αυτό τον ζωολογικό κήπο;». «Τι εννοείς αν θα τους αρέσει;» Η Λίζα δάγκωσε προς στιγµήν το χείλι της και ύστερα αναστέναξε βαθιά. «Σε έναν ζωολογικό κήπο έχουν κυρίως τίγρεις και ελέφαντες και τα λοιπά, έτσι δεν είναι; Και αυτό
εδώ είναι ένα πολύ συνηθισµένο πουλάκι. Ίσως να µην τους πολυαρέσει». Και τότε όλοι έβαλαν τα γέλια. Η Γιούντιτ, ο Ραλφ, όλοι – ακόµα κι η Εµανουέλ γελούσε κι αυτή πίσω από τα γυαλιά της του ηλίου, αν και δεν έκανε τον κόπο να ρωτήσει κάποιον γιατί γελούσαµε όλοι εµείς.
Ο επιστάτης του ζωολογικού κήπου φορούσε κοντό χακί παντελόνι και άσπρο µακό µπλουζάκι. Έριξε µια µατιά στο κουτί κι ένα τρυφερό χαµόγελο εµφανίστηκε στο πρόσωπό του. «Μπράβο σου που το έφερες εδώ» είπε στη Λίζα. « Ένα πουλάκι σαν αυτό συχνά δεν ζει ούτε µια µέρα χωρίς τη µανούλα του». «Τι είπε;» ρώτησε η Λίζα. Μετέφρασα τι είπε ο επιστάτης. Η Λίζα κούνησε σοβαρά το κεφάλι της. «Τι θα το κάνουν τώρα;» «Θα το κρατήσουµε εδώ για µερικές µέρες» είπε ο επιστάτης. «Μια εβδοµάδα, αν είναι ανάγκη. Ώσπου να ανακτήσει τις δυνάµεις του. Αλλά καµιά φορά συµβαίνει µ’ αυτού του είδους τα πουλάκια να µη θέλουν πια να γυρίσουν στη φύση. Να έχουν ήδη δεθεί πολύ µε τους ανθρώπους. Σ’
αυτή την περίπτωση µπορεί να περάσει την υπόλοιπη ζωή του εδώ». Ακολουθήσαµε τον επιστάτη στα κλουβιά µε τα πουλιά, για να µπορέσει η Λίζα να δει πού θα το φιλοξενούσαν. Καθ’ οδόν είδα πολύ λίγα θεαµατικά ζώα. Μερικά ελάφια, πρόβατα µε µεγάλα κέρατα, ένα πολύ παχύ µαύρο γουρούνι και µερικά παγόνια και πελαργούς. Σ’ ένα κλουβί που ήταν πολύ µικρό για το µπόι του υπήρχε ένας λύκος που έτριβε το τρίχωµά του στα κάγκελα. « Έχετε και λάµα;» ρώτησα τον επιστάτη. Ο επιστάτης κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Είναι όλα αρκετά συνηθισµένα ζώα, όπως βλέπετε. Έχουµε και ένα αγριόγιδο και µερικές µικρές αντιλόπες, µα µέχρι εκεί». «Ας πούµε πως εδώ κοντά υπάρχει κάποιος που έχει ένα λάµα» είπα. «Και ξαφνικά δεν µπορεί πια να το φροντίσει λόγω περιστάσεων. Ούτε τα άλλα ζώα του. Τότε θα τα αναλαµβάνατε εσείς;» «Θα καλωσορίζαµε µε χαρά ένα λάµα. Αλλά δεν κάνουµε διακρίσεις. Υποδεχόµαστε όλα τα αδέσποτα ζώα. Προσωρινά ή για πάντα. Καµιά φορά βρίσκουµε καινούργιο ιδιοκτήτη. Αλλά είµαστε πολύ σχολαστικοί. Πάντα εξετάζουµε πρώτα προσεκτικά αν κάποιος είναι πραγµατικός ζωόφιλος». «Χαίροµαι που το ακούω» είπα. «Αν µου δώσετε έναν
αριθµό τηλεφώνου, θα σας έχω υπόψη άµα µάθω κάτι».
Στο εξοχικό βρήκαµε τον Άλεξ, τη Γιούλια και τον Τόµας στην πισίνα. «Η γυναίκα σας πήγε στην πόλη µε τον πατέρα µου και τον Στάνλεϊ και την Εµανουέλ» απάντησε ο Άλεξ στην ερώτησή µου πού ήταν οι υπόλοιποι. «Μόνο η µητέρα µου κι η γιαγιά µου έµειναν εδώ». Σήκωσα τα µάτια στον πρώτο όροφο του σπιτιού. Πίσω από το παράθυρο της κουζίνας είδα τη µητέρα της Γιούντιτ. Καθόταν µε την πλάτη γυρισµένη προς το µέρος µου. Η Λίζα είχε ήδη τρέξει στη σκηνή µας για να πάρει τα µπανιερά της. «Είπαν πόσο θα λείψουν;» ρώτησα τον Άλεξ. « Όχι, δεν ξέρω. Μα ουσιαστικά µόλις τώρα φύγανε. Πριν από δέκα λεπτά το πολύ».
Η Γιούντιτ κι η µητέρα της ήταν καθισµένες στο µικρό τραπέζι της κουζίνας, όπου η Γιούντιτ έβαφε τα νύχια της µητέρας της. Όχι µε κάποιο φανταχτερό µανό, κάτι ροζ,
σχεδόν διαφανές – ένα χρώµα που ταίριαζε σε µια ηλικιωµένη γυναίκα. «Λοιπόν;» ρώτησε η Γιούντιτ. «Καταφέρατε να βρείτε τον ζωολογικό κήπο;» Πάνω στην κουζίνα υπήρχαν µια καφετιέρα κι ένα κατσαρολάκι µε λίγο χτυπηµένο γάλα. Κοίταξα το ρολόι που κρεµόταν πάνω από την πόρτα της κουζίνας. Εντεκάµισι. Μπορούσα. Ούτως ή άλλως δεν είχα όρεξη για καφέ. « Ήταν πολύ συµπαθητικοί» είπα καθώς άνοιξα το ψυγείο κι έβγαλα ένα κουτάκι µπίρα. «Κι έτσι η Λίζα δεν δυσκολεύτηκε
να
αποχωριστεί
το
πουλάκι
της
τόσο
γρήγορα». Υπήρχε άλλη µια άδεια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας, αλλά κατά κάποιον τρόπο το έβρισκα άπρεπο να κάτσω µε την µπίρα µου δίπλα στις δυο γυναίκες. Γι’ αυτό έµεινα όρθιος. Ακούµπησα στον πάγκο και άνοιξα το κουτάκι. Ύστερα από µόλις δύο γουλιές το ένιωσα ήδη πιο ελαφρύ στο χέρι µου. «Εσείς είστε ο νέος οικογενειακός γιατρός της κόρης µου;» ρώτησε η γριά χωρίς να µε κοιτάξει. « Όχι, µαµά» είπε η Γιούντιτ. «Αφού σου το ξανάπα. Είναι ο νέος οικογενειακός γιατρός του Ραλφ µόνο». Τώρα η µητέρα της Γιούντιτ γύρισε το κεφάλι προς το
µέρος µου. «Μα όταν µε πήρατε τηλέφωνο τότε, κάτι άλλο είπατε. Τότε είπατε–» «Επιτρέπεται;» είπα. Γρήγορα έκανα ένα βήµα µπροστά και έπιασα το πακέτο µε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα από το τραπέζι. «Μαµά, µην κουνηθείς, αλλιώς θα σε γεµίσω µε µανό» είπε η Γιούντιτ. «Είπε ότι ήταν δικός σου οικογενειακός γιατρός» είπε η µητέρα της Γιούντιτ. Άναψα το τσιγάρο µου και πέταξα το άδειο κουτάκι της µπίρας στον σκουπιδοτενεκέ. Ύστερα άνοιξα το ψυγείο και πήρα
καινούργιο
κουτάκι.
Η
Γιούντιτ
µε
κοίταξε
ερωτηµατικά. Ανασήκωσα τους ώµους µου. «Υποθέτω ότι καλά θυµάστε» είπα, ενώ συνέχισα να κοιτάζω τη Γιούντιτ. «Φαντάζοµαι ότι έκανα λάθος τότε. Ότι όντως είπα ότι ήµουν ο οικογενειακός γιατρός της κόρης σας». Πάντα είχε αποτέλεσµα, ήξερα από το ιατρείο µου: να κάνεις
κοµπλιµέντα
σε
γέρους
ότι
η
µνήµη
τους
λειτουργούσε ακόµη αλάνθαστα. «Είδες λοιπόν» είπε η µητέρα της Γιούντιτ. Η Γιούντιτ µού έκλεισε το µάτι. Και µε τη σειρά µου της έκλεισα κι εγώ το µάτι. «Είδες λοιπόν ότι δεν έχω αλτσχάιµερ;»
«Είσαι άλλωστε πολύ µικρή για να πάθεις κάτι τέτοιο, Βέρα» είπα. Ίσως ήταν η µπίρα που µε έκανε παράτολµο. Πρώτη φορά που αποκάλεσα τη µητέρα της Γιούντιτ µε το µικρό της όνοµα. Αλλά και αυτό είχε πάντα αποτέλεσµα, ήξερα, όχι µόνο από το ιατρείο µου αλλά και έξω από αυτό: να αποκαλείς τις γυναίκες µε το µικρό τους όνοµα. Κατά προτίµηση όσο πιο συχνά µπορούσες. Κατά προτίµηση σε κάθε πρόταση. Η µητέρα της Γιούντιτ (η Βέρα) χαχάνισε προς στιγµήν. «Καλός είναι» είπε στην κόρη της. Τα νύχια της ήταν έτοιµα. Σηκώθηκε και ανέµισε τα χέρια της. « Όχι, είναι πράγµατι καλός. Είδα πώς φέρεται στις κόρες του». Μόνο τώρα κοίταξε εµένα. Είδα δύο κοκκινισµένα µάγουλα. Μάγουλα µε ελάχιστες ρυτίδες. Τα µάγουλα µιας γυναίκας που κατά πάσα πιθανότητα είχε κάνει µια φιλήσυχη ζωή. Χωρίς κραιπάλες. Μια ζωή µε ψωµί σταρένιο και ξινόγαλο. Με µακρινές εκδροµές σε βιότοπους µε το ποδήλατο. «Ναι, αµέ» συνέχισε ενώ µε κοίταζε τώρα κατάµατα. « Έχω µάτια και βλέπω. Έχω δει πόσο γλυκά φέρεσαι στις κόρες σου. Δεν είναι όλοι οι πατεράδες έτσι. Και είδα τις κόρες σου πώς δείχνουν πόσο πολύ σε αγαπούν. Δεν προσποιούνται.
Είναι αληθινό». Τώρα ήταν η σειρά µου να κοκκινίσω ελαφρά. Πρώτ’ απ’ όλα δεν θυµόµουν να έχω ακούσει ποτέ τη µητέρα της Γιούντιτ να λέει τόσο πολλές προτάσεις µαζεµένες – ειδικά σ’ εµένα. Κατά δεύτερο λόγο µού φάνηκε πως διέκρινα κάποια επίκριση, έναν ελαφρώς σαρκαστικό τόνο όταν είπε «Δεν είναι όλοι οι πατεράδες έτσι». Μπορεί να ήταν η φαντασία µου, αλλά µου φάνηκε πως, όταν είπε αυτή την πρόταση, λοξοκοίταξε προς στιγµήν την κόρη της. Την
κοίταξα
στα
µάτια.
Προσπάθησα
να
την
προειδοποιήσω για µένα. Ίσως ήταν απογοητευµένη από την επιλογή της κόρης της. Δεν είναι όλοι οι πατεράδες έτσι. Με έβρισκε «καλό». Πιο καλό από τον Ραλφ Μέγιερ, απ’ ό,τι έδειχνε. Αλλά δεν ήµουν και τόσο καλός – όχι µε τον τρόπο που εκείνη νόµιζε πάντως. Από τον κήπο ακούστηκαν γέλια. Κάποιος χτυπούσε παλαµάκια. Κάποιος άλλος σφύριζε επιδοκιµαστικά. Η µητέρα της Γιούντιτ γύρισε προς το παράθυρο και η Γιούντιτ κοίταξε έξω κι αυτή. «Αχ, για δες τους!» είπε. Με δύο βήµατα είχα φτάσει στο παράθυρο. Μπορούσα να διαλέξω, ή να σταθώ αριστερά από το τραπεζάκι της κουζίνας δίπλα στη µητέρα της Γιούντιτ ή δεξιά δίπλα στη Γιούντιτ που
είχε µείνει καθιστή. Επέλεξα τη θέση δίπλα στη µητέρα της. Κάτω στην πισίνα η Γιούλια κι η Λίζα στέκονταν πάνω στον βατήρα. Ο Άλεξ κι ο Τόµας κάθονταν στην άκρη, µε τα πόδια µέσα στο νερό. Πρώτα προχώρησε η Γιούλια, ως την άκρη του βατήρα. Εκεί κοντοστάθηκε προς στιγµήν, σηκώθηκε στις µύτες των ποδιών της και σήκωσε τα χέρια της στον αέρα σαν µπαλαρίνα. Στη συνέχεια άφησε τα χέρια της να γλιστρήσουν κατά µήκος του σώµατός της, περιστράφηκε δυο φορές γύρω από τον άξονά της κι ύστερα γύρισε πίσω στην αρχή του βατήρα. Ήταν ο Άλεξ που χειροκρότησε, ο Τόµας σφύριξε τρεις φορές δυνατά στα δάχτυλά του. Τώρα ήταν η σειρά της Λίζα. Προχώρησε πολύ πιο γρήγορα από τη µεγαλύτερη αδερφή της, µέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο είχε φτάσει στην άκρη του βατήρα, όπου γύρισε τόσο απότοµα γύρω από τον άξονά της ώστε έχασε την ισορροπία της και έπεσε ανάσκελα στο νερό. Τώρα και τα δύο αγόρια χειροκρότησαν. Ο Άλεξ έπιασε το λάστιχο ποτίσµατος που ήταν τυλιγµένο δίπλα στην πισίνα, άνοιξε τη βρύση και έστρεψε το νερό στη Γιούλια. Περίµενα ότι η κόρη µου θα το έβαζε στα πόδια, αλλά έµεινε στη θέση της. Τεντώθηκε µάλιστα και σηκώθηκε στις µύτες των ποδιών της καθώς το νερό πιτσίλιζε το µπικίνι και τη γυµνή κοιλιά της. Ύστερα
έβαλε τα χέρια στον αυχένα, τράβηξε τα βρεγµένα της µαλλιά σαν να ήθελε να τα µαζέψει ψηλά και ύστερα τα τίναξε. «Να προσέχετε, έτσι;» φώναξε η Γιούντιτ από το ανοιχτό παράθυρο. Ήταν µια περιττή προειδοποίηση: όλα έδειχναν ότι το µπουγέλωµα γινόταν σε εθελοντική βάση. Συνεπαρµένος κοιτούσα τη µεγάλη µου κόρη. Όχι, δεν έκανα λάθος: πίσω από τον πίδακα, ή περισσότερο πίσω από την περιοχή όπου το νερό σκορπιζόταν σ’ ένα λεπτό σύννεφο µικροσκοπικών σταγόνων, χόρευαν τα χρώµατα ενός µίνι ουράνιου τόξου. «Παίζουµε Μις Βρεγµένο Μπλουζάκι, µαµά!» φώναξε ο Τόµας µε τα χέρια γύρω από το στόµα του, σαν χωνί. «Η Γιούλια κερδίζει!» «Καθόλου!» φώναξε η Λίζα, που εκείνη τη στιγµή σκαρφάλωνε στην άκρη από τη σκαλίτσα. «Τώρα πρέπει να βρέξεις εµένα, Άλεξ! Πρέπει να βρέξεις εµένα!» Η Γιούντιτ γύρισε το κεφάλι και µε κοίταξε. Από την έκφρασή της κατάλαβα ότι µόλις και µετά βίας συγκρατούσε τα γέλια της. Ανασήκωσα τους ώµους µου και γέλασα κι εγώ. «Τι χαριτωµένα κορίτσια είναι αυτά» είπε η µητέρα της Γιούντιτ. «Είσαι τυχερός, Μαρκ, µε τόσο όµορφες κόρες. Να τις προσέχεις σαν κόρη οφθαλµού». Αποµακρύνθηκε ένα βήµα από το παράθυρο. «Αλλά τώρα είµαι κουρασµένη. Μου φαίνεται ότι θα ξαπλώσω λιγάκι».
23
ΚΑΘΟΜΑΣΤΑΝ
ΑΝΤΙΚΡΙΣΤΑ
στο
µικρό
τραπέζι
της
κουζίνας. Η Γιούντιτ είχε βάλει ένα ποτήρι άσπρο κρασί για τον εαυτό της κι είχε προσθέσει δυο παγάκια. Εγώ είχα πάρει την τρίτη µου µπιρίτσα από το ψυγείο. Ανάµεσά µας στεκόταν ένα µπολάκι µε ελιές που η Γιούντιτ είχε αφήσει εκεί. Και οι δύο είχαµε ανάψει καινούργιο τσιγάρο. Για ένα διάστηµα δεν µιλούσαµε καθόλου. Χαζεύαµε έξω τον κήπο και την πισίνα, όπου στο µεταξύ ο διαγωνισµός Μις Βρεγµένο Μπλουζάκι είχε λάβει τέλος. Ο Άλεξ κι η Γιούλια ήταν ξαπλωµένοι στην ίδια ξαπλώστρα. Η Γιούλια ακουµπούσε το κεφάλι της στο µπράτσο του Άλεξ, το χέρι της ήταν απλωµένο στην κοιλιά του µε τα δάχτυλα ανοιχτά, ακριβώς κάτω από τον αφαλό του. Ο Τόµας κι η Λίζα δεν
φαίνονταν πουθενά πια, αλλά από πίσω από το σπίτι έφταναν στ’ αυτιά µας φωνές και ο ήχος που έκανε το µπαλάκι του πινγκ πονγκ καθώς αναπηδούσε. Για πρώτη φορά από τότε που φτάσαµε στο εξοχικό η Γιούντιτ κι εγώ ήµαστε µόνοι µας στον ίδιο χώρο. Την κοίταξα. Γλίστρησα το χέρι µου πάνω από την επιφάνεια του τραπεζιού, πήρα το µεσαίο της δάχτυλο και τον παράµεσο ανάµεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη µου και τράβηξα απαλά το χέρι της κοντά µου. «Μαρκ…» Άφησε το τσιγάρο της στο σταχτοδοχείο. Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγµό, έριξε µια γρήγορη µατιά έξω και µε κοίταξε. «Δεν ξέρω, Μαρκ… Δεν ξέρω αν–» «Μπορούµε να κάνουµε µια βόλτα µε τα πόδια» είπα. « Ή µπορούµε να πάµε στην παραλία. Με το αυτοκίνητό µου». Τραβούσα πάντα τα δάχτυλά της. Χάιδεψα την ανάστροφη του χεριού της. Θα µπορούσα να µας πάω κάπου, σκέφτηκα. Όχι στην παραλία, αλλά στους λόφους, σε έναν από τους αµέτρητους φιδωτούς χωµατόδροµους κατά µήκος της ακτής. Θυµόµουν ένα σχεδόν ερηµικό πάρκινγκ σ’ ένα ξέφωτο στο δάσος όπου είχαµε πάει µια φορά. Από το πάρκινγκ κάναµε πάνω από µία ώρα µε τα πόδια µέχρι να φτάσουµε σε µία από τις µικρές παραλίες του Ραλφ. Αλλά δεν υπήρχε λόγος να πάµε σε κάποια παραλία. Το πάρκινγκ
αρκούσε. «Δεν ξέρω αν η µητέρα µου…» είπε η Γιούντιτ. «Δεν ξέρω τι θα σκεφτεί όταν ξυπνήσει και δεν µας βρει εδώ». «Θ’ αφήσουµε ένα σηµείωµα» είπα. « Ότι πήγαµε ν’ αγοράσουµε κάτι». Σήκωσα το κουτάκι µε την µπίρα µου και χασκογέλασα. «Οσονούπω µπορεί να τελειώσει η µπίρα». Η Γιούντιτ έριξε µια γρήγορη µατιά στην πόρτα της κουζίνας, που ήταν ανοιχτή µια χαραµάδα. «Μαρκ, µου δίνει µια αίσθηση… περίεργη». Τώρα µιλούσε πολύ σιγανά, σχεδόν ψιθύριζε. «Το βρίσκω αλλόκοτο. Αισθάνοµαι άβολα. Η µητέρα µου. Τα παιδιά. Η γυναίκα σου… Θέλω να πω, µπορεί να γυρίσουν ανά πάσα στιγµή». Άφησα κάτω το κουτάκι της µπίρας και ακούµπησα κι εγώ το τσιγάρο µου στο τασάκι. «Γιούντιτ…» Έσκυψα πάνω από το τραπέζι και έφερα το πρόσωπό µου πιο κοντά στο δικό της. Εκείνη κοίταξε έξω, προς την πισίνα. «Περίµενε» είπε. Τράβηξε τα δάχτυλά της από το χέρι µου, σηκώθηκε και νυχοπατώντας πήγε στην πόρτα της κουζίνας. Εκεί γύρισε και έβαλε ένα δάχτυλο στα χείλη της. «Να ρίξω µόνο µια µατιά» είπε. Άφησε την πόρτα ανοιχτή. Την ακολούθησα µε το βλέµµα καθώς µπήκε, πάντα χωρίς να κάνει θόρυβο, στο καθιστικό κι
έπειτα
έστριψε
αριστερά,
στον
διαδροµάκο
όπου
βρίσκονταν το µπάνιο και οι κρεβατοκάµαρες. Πήρα το τσιγάρο µου από το τασάκι και τράβηξα µια ρουφηξιά. Το πρώτο τσιγάρο, αυτό που έκανα πριν από µια εβδοµάδα στο κάµπινγκ, είχε ακόµη τη γεύση του πρώτου τσιγάρου. Είχα αισθανθεί την ίδια ζαλάδα µε τότε στο προαύλιο του σχολείου, όταν ήµουν έντεκα χρονών. Αλλά στο µεταξύ τα τσιγάρα είχαν πάλι την ίδια γεύση που είχαν πριν από δεκαπέντε χρόνια, πριν το κόψω. Μόνο. Τη γεύση του τσιγάρου. Πριν από µερικές µέρες είχα αγοράσει πακέτο. Άκουσα πνιχτές φωνές από τη µεριά των υπνοδωµατίων. Αναστέναξα βαθιά και σηκώθηκα. Υπήρχε ένα τελευταίο κουτάκι µπίρα στο ψυγείο. Όντως ήταν καιρός κάποιος να πάει για ψώνια. Άνοιξα το κουτάκι και το έβαλα στο στόµα µου. Στεκόµουν ακόµη δίπλα στο ψυγείο όταν γύρισε η Γιούντιτ. Έγινε πολύ γρήγορα. Έβαλα το χέρι µου γύρω από τη µέση της και την τράβηξα απάνω µου. Πρώτα τη φίλησα στον λαιµό. Άφησα το κουτάκι στον πάγκο. Με το ελεύθερο χέρι µου τράβηξα τα µαλλιά της προς τα πίσω και την ξαναφίλησα, πιο κοντά στ’ αυτί της αυτή τη φορά. Εκείνη χαχάνισε, έβαλε και τα δυο της χέρια στο στήθος µου και έκανε σαν να ήθελε να µε σπρώξει από πάνω της. Αλλά δεν έβαλε σχεδόν καθόλου δύναµη. Χαµήλωσα το χέρι µου στους γλουτούς
της, φορούσε µόνο ένα λεπτό ξεκούµπωτο πουκάµισο πάνω από το µπικίνι της, έχωσα τα δάχτυλά µου κάτω από το λάστιχο του βρακιού. «Μαρκ» ψιθύρισε. «Η µητέρα µου… η µητέρα µου είναι ξύπνια. Θα–» «Γιούντιτ» είπα στο αυτί της. «Γλυκιά µου όµορφη Γιούντιτ». Τώρα αισθάνθηκα το χέρι της. Τα δάχτυλά της. Κάτι έκανε στο µπροστινό µέρος του σώµατός µου, στην κοιλιά µου. Φορούσα ένα πουκάµισο µε κουµπάκια που κρεµόταν ελεύθερα πάνω από το κοντό παντελόνι µου. Σήκωσε το πουκάµισο ενώ ταυτόχρονα άνοιξε δυο κουµπάκια. Με τα νύχια της γαργάλησε την περιοχή κάτω από τον αφαλό µου, ύστερα τα δάχτυλά της κατέβηκαν πιο κάτω. Ήταν µόνο µια µικρή διαδροµή από το αυτί της ως τα χείλη της. Μια µικρή διαδροµή που προσπάθησα να διαρκέσει µια αιωνιότητα. Στο µεταξύ είχα χώσει ολόκληρο το χέρι µου στο βρακάκι της. Άπλωσα τα δάχτυλά µου στους γλουτούς της και πίεσα, πρώτα απαλά, ύστερα πιο δυνατά. Εκείνη έκανε πίσω το κεφάλι της και έχωσε την άκρη της γλώσσας της ανάµεσα στα χείλη µου. Προς στιγµήν έγλειψε την άκρη της δικής µου γλώσσας και ύστερα αµέσως την τράβηξε πάλι. Είδα ότι είχε κλείσει τα µάτια. Όπως όλες οι γυναίκες. Εγώ κρατούσα τα
µάτια µου ανοιχτά. Όπως όλοι οι άντρες. Και επειδή είχα τα µάτια µου ανοιχτά, έβλεπα και την πόρτα της κουζίνας. Πίσω από τα µαλλιά της Γιούντιτ. Πίσω από τον πήχη και το χέρι µου (το άλλο µου χέρι, το χέρι που δεν ζουλούσε τους γλουτούς της) που βρισκόταν πάντα στα µαλλιά της. Το παθαίνεις ενίοτε όταν αφήνεις ένα βιβλίο στο τραπέζι. Βγαίνεις για λίγο από το δωµάτιο, κι όταν γυρίζεις, έχει αλλάξει θέση. Με τον ίδιο τρόπο ήµουν σίγουρος πως, όταν η Γιούντιτ επέστρεψε στην κουζίνα, είχε αφήσει την πόρτα µια χαραµάδα ανοιχτή. Δεν την έκλεισε, όχι, την άφησε µια χαραµάδα ανοιχτή. Θυµόµουνα πάντως ότι η πόρτα ήταν µια χαραµάδα ανοιχτή τη στιγµή που την πρωτοτράβηξα απάνω µου και ότι τώρα ήταν λίγο πιο ανοιχτή. Πάντα χαραµάδα, αλλά µεγαλύτερη χαραµάδα. Την ίδια στιγµή είδα κάτι να κουνιέται πίσω από τη χαραµάδα. Μια σκιά στο πάτωµα, περισσότερο δεν ήταν. Δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Καµιά φορά τα δευτερόλεπτα διαστέλλονται και µετατρέπονται σε νέα χρονική µονάδα. Μια χρονική µονάδα που συµπίπτει ακριβώς µε τον καρδιακό παλµό. Κοιτούσα επίµονα την πόρτα. Ίσως το φαντάστηκα. Αλλά τότε η σκιά κουνήθηκε ξανά. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω λάθος. Κάποιος στεκόταν πίσω από την πόρτα.
Τράβηξα το χέρι µου από το βρακάκι της Γιούντιτ και το µετακίνησα στο υπογάστριό της. Την έσπρωξα απαλά για να την αποµακρύνω, ενώ ταυτόχρονα έβγαλα το άλλο µου χέρι από τα µαλλιά της. Προφανώς η Γιούντιτ νόµιζε ότι όλα αυτά αποτελούσαν ακόµη µέρος ενός ανάλαφρου προκαταρκτικού ερωτικού παιχνιδιού: ότι απλώς δοκίµαζα µια καινούργια παραλλαγή. Έλξη. Απώθηση. Αναβολή. Έβγαλε έναν ήχο, κάτι µεταξύ βογκητού και αναστεναγµού, γέλασε και τύλιξε το χέρι της γύρω από το δικό µου που πίεζε την κοιλιά της. Άνοιξε πάντως τα µάτια της. Κοίταξε το στόµα µου. Τα χείλη µου, που χωρίς να βγάζουν ήχο σχηµάτιζαν λέξεις. Η πόρτα. Κάποιος στέκεται πίσω από την πόρτα. Η Γιούντιτ στεκόταν ακόµη στις µύτες των ποδιών της, τώρα κατέβηκε αργά στις πατούσες της, µε αποτέλεσµα να κοντύνει κατά δέκα πόντους. Σήκωσε το βλέµµα προς το µέρος µου κι είδα τις κόρες των µατιών της, τις κόρες που διεστάλησαν κι αµέσως πάλι µίκρυναν. Άφησε το χέρι µου και µε έσπρωξε µακριά της. «Θες άλλη µπιρίτσα, Μαρκ;» ρώτησε. «Για να δω. Ελπίζω να έχει µείνει καµία». Η
φωνή
της
ακούστηκε
φυσιολογική.
Υπερβολικά
φυσιολογική. Όπως ακούγεται µια φωνή που κάνει µεγάλη
προσπάθεια να ακούγεται φυσιολογική. Με τα δυο της χέρια τακτοποίησε τα µαλλιά της. Ξανακατέβασα το πουκάµισό µου πάνω από το παντελόνι µου και έκλεισα τα κουµπάκια. Έτσι στεκόµασταν εκεί, σαν δύο έφηβοι που πιάστηκαν στα πράσα. Είδα τα αναψοκοκκινισµένα µάγουλα της Γιούντιτ. Αναµφίβολα και το δικό µου πρόσωπο είχε αλλάξει χρώµα. Μπορεί το µαλλί µας να ήταν στην τρίχα, µπορεί τα ρούχα µας να είχαν τακτοποιηθεί κακήν κακώς, αλλά τα αναψοκοκκινισµένα µάγουλά µας θα µας πρόδιδαν. Η Γιούντιτ έκανε µερικά βήµατα προς τα πίσω, στην κατεύθυνση της πόρτας. Ταυτόχρονα µου έκανε νόηµα: άνοιξε το ψυγείο. Αλλά δεν έκανα αυτό. Έκανα κάτι άλλο. Αργότερα θα αναρωτιόµουν συχνά γιατί. Ένα προαίσθηµα, λέει ο κόσµος, αλλά ήταν κάτι πιο ισχυρό από προαίσθηµα. Ένα ρίγος. Ένα καρδιοχτύπι. Ή µάλλον µια καρδιά που πηδάει έναν χτύπο. Μια στιγµή σε ταινία φρίκης: το µατωµένο σεντόνι τραβιέται και πράγµατι υπάρχει κάποιος από κάτω. Ένα πτώµα. Ένα πτώµα µε σπασµένο κρανίο, τα χέρια και τα πόδια έχουν πριονιστεί µε επιδέξιο τρόπο και έχουν µοιραστεί σε διάφορες σακούλες απορριµµάτων. Πήγα στο παράθυρο και κοίταξα έξω. Στην πισίνα δεν υπήρχε πια κανείς. Η ξαπλώστρα όπου πριν από λίγο ήταν
ξαπλωµένοι ο Άλεξ και η Γιούλια ήταν άδεια. «Μαµά;» Γύρισα και είδα τη Γιούντιτ ν’ ανοίγει την πόρτα της κουζίνας, σπρώχνοντάς την προς τα έξω. «Μαµά;» Έσκυψα από το παράθυρο, ήταν ένα παράθυρο µε πολύ χαµηλό περβάζι, έσκυψα έξω τόσο πολύ που κόντεψα να χάσω την ισορροπία µου. Η καρδιά µου χτυπούσε όλο και πιο δυνατά. Πανικός. Αδρεναλίνη. Η καρδιά ετοιµάζεται για τη φυγή, ήξερα από πείρα. Για τη φυγή ή για τη µάχη. Εργάζεται στο φουλ για να διοχετεύσει το οξυγόνο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα σε κάθε άκρη του σώµατος. Στα άκρα, όπου το οξυγόνο είναι πιο απαραίτητο: στα πόδια για να µπορέσουν να τρέξουν, στα χέρια για να µπορέσεις να φυτέψεις τις γροθιές σου όσο πιο δυνατά µπορείς στη µούρη του αντιπάλου σου. Δεν είδα κανέναν. Αφουγκράστηκα. Τέντωσα τ’ αυτιά µου, όπως λέγεται, αλλά µόνο τα ζώα µπορούν να τεντώσουν τα αυτιά τους. Δεν άκουσα τίποτα. Δεν φυσούσε καθόλου. Τα φύλλα κρέµονταν ακίνητα κι άψυχα από τα κλαριά των δέντρων. Συχνά άκουγες τα τζιτζίκια µέρες ζεστές σαν κι αυτή, αλλά προφανώς έκανε πολλή ζέστη ακόµα και για τα τζιτζίκια. Κάτι έλειπε, αν και αρχικά δεν ήξερα καλά καλά τι. Ένας
ήχος µες στη σιγαλιά. Ένας ήχος που πριν από λίγο υπήρχε… Μπαλάκια του πινγκ πονγκ! Το γκελ που έκαναν τα µπαλάκια του πινγκ πονγκ. Κράτησα την αναπνοή µου. Αλλά δεν έκανα λάθος. Πίσω από το σπίτι, εκεί όπου στεκόταν το τραπέζι του πινγκ πονγκ, επικρατούσε σιωπή. «Μαµά;» Η Γιούντιτ τώρα είχε περάσει από την πόρτα και στεκόταν στο καθιστικό. «Μαµά;» Τώρα προχώρησα µε τη σειρά µου στην πόρτα της κουζίνας. Όσο πιο ήρεµα µπορούσα. Όσο πιο φυσιολογικά µπορούσα. Δεν έγινε τίποτα, είπα στον εαυτό µου. Όχι ακόµη. Δοκίµασα ένα χαµόγελο. Ένα ευδιάθετο χαµόγελο. Αλλά τα χείλη µου ήταν τόσο ξερά που πονούσαν. Πέρασα δίπλα από τη Γιούντιτ και πήγα κατευθείαν στην εξώπορτα. «Μαρκ…» Στεκόταν στην πόρτα του µπάνιου και δοκίµαζε το χερούλι, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωµένη. «Μαµά; Είσαι µέσα;» «Πάω πρώτα να ρίξω µια µατιά έξω» είπα και έφυγα, βγήκα από την εξώπορτα, κατέβηκα τη σκάλα και πήρα το πλακόστρωτο µονοπάτι που οδηγούσε στην πισίνα. Υπερβολικά βιαστικά, συνειδητοποίησα στο τσακ. Δεν
έτρεχε τίποτα. Δεν είχε συµβεί τίποτα. Αν οι κόρες µου βρίσκονταν ακόµη στον κήπο, δεν έπρεπε να δώσω την εντύπωση ότι ήµουν αναστατωµένος. Ένας λαχανιασµένος αναψοκοκκινισµένος πατέρας θα εξέπεµπε λάθος σήµα. Τι έπαθες, µπαµπά; Είσαι κατακόκκινος! Λαχανιάζεις! Μοιάζεις σαν να είδες φάντασµα. Έκοψα ταχύτητα. Στην έρηµη πισίνα σταµάτησα. Για ένα αδιαίρετο δευτερόλεπτο ατένισα το νερό. Την επιφάνεια του νερού όπου αντικαθρεφτίζονταν οι κορφές των δέντρων και ο καταγάλανος ουρανός. Σ’ αυτό το ένα δευτερόλεπτο έψαξα µε µισόκλειστα µάτια τον πάτο. Αλλά δεν είδα τίποτα. Δεν είδα ένα ασάλευτο σώµα µε τα µαλλιά απλωµένα σαν βεντάλια. Μόνο τα γαλάζια πλακάκια. Συνεχίζοντας, προχώρησα στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Ούτε στο τραπέζι του πινγκ πονγκ ήταν κανείς. Οι ρακέτες ήταν ακουµπισµένες η καθεµιά στη δική της πλευρά του τραπεζιού. Η µία ρακέτα ήταν ακουµπισµένη λοξά πάνω στο µπαλάκι. Το αντίσκηνο. Το φερµουάρ ήταν κλειστό. Δεν ήθελα να ξαφνιάσω ή να τροµάξω τις κόρες µου. Γι’ αυτό ξερόβηξα. «Γιούλια…; Λίζα…;» Κάθισα ανακούρκουδα και άνοιξα το φερµουάρ, αλλά η σκηνή ήταν άδεια. Συνέχισα, έκανα τον γύρο του σπιτιού,
ώσπου τελικά έφτασα πάλι στην εξωτερική σκάλα. Και πάλι έπρεπε να αναγκάσω τον εαυτό µου να µην ανέβει δυο δυο τα σκαλοπάτια. «Η µητέρα µου κάνει ντους» είπε η Γιούντιτ που στεκόταν πάντα δίπλα στην πόρτα του µπάνιου. «Και τα παιδιά; Είδες τα παιδιά;» Χωρίς να περιµένω την απάντησή της, προχώρησα στον διαδροµάκο που οδηγούσε στις κρεβατοκάµαρες. Χτύπησα την πόρτα του δωµατίου του Άλεξ και του Τόµας. Κανείς δεν απάντησε, κάτι άκουσα όµως: ένα αµυδρό µουρµουρητό, σαν ραδιόφωνο που έπαιζε πολύ χαµηλά. Άνοιξα την πόρτα. Ο Άλεξ, ο Τόµας, η Λίζα κι η Γιούλια ήταν αραγµένοι όλοι µαζί στα δύο ενωµένα µονά κρεβάτια. Ο Τόµας, ο οποίος βρισκόταν στη µέση, είχε ένα λάπτοπ στην ποδιά του. «Γεια, τι κάνετε;» είπα σε εύθυµο τόνο – υπερβολικά εύθυµο τόνο, συνειδητοποίησα αµέσως, αλλά ήταν πολύ αργά για να το διορθώσω. «Εδώ είστε;» συνέχισα. Ήθελα να µου δώσω µπουνιά στη µούρη. Όπως δίνεις µπουνιά σε µια τηλεόραση της οποίας η εικόνα δείχνει ξαφνικά χιόνια. Ήθελα να δώσω µπουνιά, για να διώξω τον ψεύτικο εύθυµο τόνο. Η Λίζα σήκωσε µια στιγµή τα µάτια προς το µέρος µου, η
Γιούλια έκανε σαν να µην είχε µπει κανείς µες στο δωµάτιο. Μόνο ο Άλεξ άλλαξε θέση στα µαξιλάρια, έτσι ώστε το χέρι του να αγκαλιάζει λίγο πιο χαλαρά τους ώµους της µεγάλης κόρης µου. Ο Τόµας γελούσε µε κάτι στην οθόνη. Ο Άλεξ, η Γιούλια κι η Λίζα δεν γέλασαν µαζί του. «Τι βλέπετε;» ρώτησα. Χρειάστηκε
να επαναλάβω την ερώτηση πριν πάρω
απάντηση. Από τον Άλεξ. «Το South Park, κύριε». Με είχε ξαναπεί ποτέ κύριο; Δεν ήξερα. Δεν µπορούσα να θυµηθώ. Μιλούσε βέβαια σταθερά στον πληθυντικό στην Καρολίν και σ’ εµένα, παρόλο που του λέγαµε κάθε τόσο ότι δεν ήταν ανάγκη. Πήρα µια βαθιά ανάσα. Τέρµα πια ο εύθυµος τόνος! «Σας κάνει κέφι να παίξουµε πινγκ πονγκ αργότερα; Να κάνουµε τουρνουά; Όλοι µαζί;» Και πάλι δεν πήρα αµέσως απάντηση. « Ίσως» είπε τελικά ο Άλεξ. Κοίταξα τη Λίζα και τη Γιούλια. Μπορεί να ήταν ιδέα µου, αλλά µου φάνηκε ότι ειδικά η Γιούλια δεν κοιτούσε µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον την οθόνη του λάπτοπ. Σαν να πάσχιζε στ’ αλήθεια να µε αγνοήσει όσο πιο πολύ µπορούσε. «Γιούλια;»
Η
καρδιά
µου
είχε
πάλι
αρχίσει
να
βροντοκοπάει. Έβρεξα τα χείλη µου µε την άκρη της γλώσσας µου. Την ένοχη άκρη της γλώσσας µου, πέρασε την ίδια στιγµή απ’ το µυαλό µου. Προσπάθησα να εξαλείψω αυτή τη σκέψη, αλλά τα κατάφερα µόνο εν µέρει. Έπρεπε πάση θυσία να αποφύγω το τρεµούλιασµα. Στη φωνή µου. Στο κάτω χείλι µου. Στα χέρια και στα πόδια µου. Σε ολόκληρο το σώµα µου. «Γιούλια!» Τώρα σήκωσε επιτέλους το βλέµµα προς το µέρος µου. Νωχελικά. Ένα ουδέτερο βλέµµα. «Γιούλια, σου µιλάω!» Συνέχισε να µε κοιτάζει. «Το ακούω» είπε. «Και τι ήθελες να πεις;» Πράγµατι, τι ήθελα να πω; Δεν είχα ιδέα. Κάτι για το τουρνουά πινγκ πονγκ. Όχι, αυτό το είπα ήδη. Κοίταξα την κόρη µου στα µάτια. Δεν είδα τίποτα. Ούτε κατηγορία. Ούτε θλίψη. Ίσως απλώς την εκνεύριζε το γεγονός ότι στεκόµουν ακόµη στο άνοιγµα της πόρτας. «Πίνεις αρκετά υγρά, Γιούλια;» είπα. «Θέλω να πω, κάνει πολλή ζέστη σήµερα. Πρέπει να προσέχεις να µην πάθεις αφυδάτωση. Όλοι σας πρέπει να προσέχετε. Να σας φτιάξω µια µεγάλη κανάτα µε λεµονάδα;» Πολλές ανοησίες µαζεµένες ξεφούρνισα ξαφνικά. Πολύ
διαφανείς κυρίως. Η Γιούλια έστρεψε πάλι το βλέµµα της στην οθόνη του υπολογιστή. «Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις» είπε. «Ευχαρίστως, κύριε» είπε ο Άλεξ. « Ή αλλιώς απλώς κόκα κόλα». Παρέµεινα στην πόρτα για µερικά δευτερόλεπτα ακόµη. Μπορούσα να πω κάτι. Μπορούσα να υψώσω τη φωνή µου. Δεν είναι τρόπος αυτός να µιλάς στον πατέρα σου! Αλλά κάτι µου ψιθύρισε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγµή. Ότι δεν είχα το δικαίωµα… Ήταν η άλλη φωνή που µου το ψιθύρισε αυτό, η φωνή της ένοχης γλώσσας. Ξαναβγήκα στον διάδροµο, όπου ακριβώς εκείνη τη στιγµή η µητέρα της Γιούντιτ έβγαινε από το µπάνιο. Φορούσε ένα άσπρο µπουρνούζι και είχε τυλίξει µια πετσέτα γύρω από το κεφάλι της. «Γεια σου, Μαρκ» είπε. Με κοίταξε µια στιγµή και χαµογέλασε.
Ύστερα
µε
προσπέρασε
και
πήγε
στην
κρεβατοκάµαρά της. Κοίταξα τη Γιούντιτ. Η Γιούντιτ ανασήκωσε τους ώµους της και έκανε µια χειρονοµία. Μια χειρονοµία που έπρεπε να σηµαίνει ούτε εγώ ξέρω. Την ίδια στιγµή ακούσαµε έξω µια πόρτα αυτοκινήτου να κλείνει. Κι ύστερα άλλη µια. Τέσσερις πόρτες συνολικά.
«Χριστέ µου!» είπε η Γιούντιτ. «Πολύ γρήγορα γύρισαν». Την πλησίασα. Την έπιασα από το γυµνό µπράτσο της. « Ήρεµα» είπα. «Δεν έγινε τίποτα». Πήγα στην εξώπορτα και την άνοιξα. Κάτω στον δρόµο η Καρολίν, ο Στάνλεϊ κι η Εµανουέλ ήταν όρθιοι δίπλα στο αυτοκίνητο του Ραλφ. Ο Ραλφ ήταν σκυµµένος πάνω από το ανοιχτό πορτµπαγκάζ. «Καλώς τους» είπα. Ξανά εύθυµα, αλλά τώρα τουλάχιστον ακούστηκε
φυσιολογικά.
Σήκωσα
το
χέρι
εν
είδει
χαιρετισµού. Μόνο η Καρολίν σήκωσε τα µάτια να µε κοιτάξει. «Καλώς τον» είπε. «Μαρκ!» είπε ο Ραλφ. «Για έλα µια στιγµή να βοηθήσεις. Εσύ κι ο Στάνλεϊ. Παραείναι βαρύ αυτό το πράγµα». Τραβούσε κάτι µέσα από το πορτµπαγκάζ. Είδα το ουριαίο πτερύγιο ενός ψαριού να εµφανίζεται πάνω από την άκρη. Ενός τεράστιου ψαριού. « Ένας ξιφίας, Μαρκ!» φώναξε ο Ραλφ. «Δεν µπορούσαµε να µην τον πάρουµε. Το βράδυ θα τον ψήσουµε στα κάρβουνα. Α ρε, τι έχει να γίνει απόψε, αγόρι µου!»
24
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ ήταν η γιορτή του Αϊ-Γιαννιού του Προδρόµου. Με πυροτεχνήµατα και φωτιές στην παραλία. Όλη τη µέρα ήδη άκουγες τους κρότους. Τα βεγγαλικά ήταν διαφορετικά από τα δικά µας. Δεν ήταν ρουκέτες που σκόρπιζαν δεκάδες χρώµατα, απλώς έσκαγαν µ’ έναν βαρύ και βαθύ κρότο. Ακούγονταν λιγότερο σαν πυροτεχνήµατα και περισσότερο σαν κανονιοβολισµοί ή βοµβαρδισµός. Αισθανόσουν τους κρότους ως βαθιά µέσα στον θώρακά σου. Κάτω από τα πλευρά σου. Πίσω από την καρδιά σου. Το σχέδιο ήταν να πάµε όλοι παρέα στην παραλία. Αλλά πρώτα έπρεπε βέβαια να φάµε. Ο Ραλφ τεµάχισε τον ξιφία. Με ένα τσεκούρι, στα πλακάκια της βεράντας. Στην αρχή τα
παιδιά το έβρισκαν ακόµη φοβερά ενδιαφέρον, αλλά σε κάθε χτύπηµα του τσεκουριού έκαναν κι άλλα λίγα βηµατάκια προς τα πίσω. Εντόσθια βγήκαν έξω: το συκώτι, κοµµάτια από τις ωοθήκες
γεµάτες
ταραµά,
η
νηκτική
κύστη
κι ένα
γυαλιστερό σκούρο καφετί όργανο στο µέγεθος µιας µπάλας ράγκµπι που κανείς δεν ήξερε πώς λεγόταν. Πού και πού ο Ραλφ χτυπούσε τόσο δυνατά που το τσεκούρι περνούσε µέσα από τον ξιφία και κοµµάτια από τα πλακάκια πετάγονταν ολόγυρα. «Πρόσεχε λιγάκι, αγάπη µου» είπε η Γιούντιτ. «Πρέπει να πάρουµε πίσω την εγγύηση από το γραφείο ενοικιάσεων». Αλλά ο Ραλφ απολάµβανε τόσο ολοφάνερα το τσεκούρωµα που έµοιαζε να µην ακούει. Καθόταν ανακούρκουδα, είχε βγάλει τις παντόφλες του µε µια κλοτσιά. Κοιτούσα τα γυµνά του πόδια, πού και πού το τσεκούρι προσέκρουε στα πλακάκια επικίνδυνα κοντά στα δάχτυλα των ποδιών του. Κοιτούσα ως γιατρός. Προσπαθούσα να σκεφτώ ήδη τι θα έπρεπε να κάνω πρώτα. Στο νοσοκοµείο µπορούσαν να ξαναράψουν τα δάχτυλα του ποδιού, αρκεί να τα διατηρούσες στον πάγο. Κάποιος έπρεπε να κρατήσει την ψυχραιµία του όταν ο Ραλφ θα κάρφωνε το τσεκούρι σε ένα ή και περισσότερα από τα δάχτυλά του. Υπήρχε γιατρός στην αίθουσα. Ο γιατρός θα έπρεπε να σταµατήσει την αιµορραγία
και να τυλίξει τα δάχτυλα σε µια βρεγµένη πετσέτα µε παγάκια. Οι γυναίκες και τα παιδιά ίσως θα λιποθυµούσαν, ο γιατρός θα ήταν ενδεχοµένως ο µόνος που θα παρέµενε ψύχραιµος. Γιούντιτ, φέρε πάγο απ’ το ψυγείο! Και µια βρεγµένη πετσέτα! Καρολίν, βοήθησέ µε µια στιγµή να βάλω έναν αιµοστατικό επίδεσµο στη γάµπα του, χάνει πάρα πολύ αίµα! Στάνλεϊ, βάλε µπρος το αυτοκίνητο και κατέβασε το πίσω κάθισµα. Γιούλια, Λίζα, Άλεξ, Τόµας, µπείτε µέσα, εδώ απλώς είστε µες στα πόδια µας. Αφήστε την Εµανουέλ εκεί που έπεσε, βάλτε ένα µαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της, οσονούπω θα συνέλθει… Θα ήταν η ευκαιρία µου να κερδίσω τις εντυπώσεις σ’ έναν λαµπρό ρόλο, τον ρόλο που ήταν ραµµένος στα µέτρα µου, αλλά το τσεκούρι προσγειώθηκε µόνο µία φορά µισό πόντο από το µεγάλο δάχτυλο του Ραλφ. Ύστερα έγινε πιο προσεκτικός. «Τι κοιτάς, Μαρκ;» είπε. «Καλά, ήδη σου ανοίγει η όρεξη, έτσι; Αχ, κάνε µου µια χάρη και τράβα να µου φέρεις κι άλλη µπιρίτσα». Σουρούπωσε. Πού και πού οι φλόγες πετάγονταν από κάτω από τη σχάρα του µπάρµπεκιου. Πίναµε µπίρα και άσπρο κρασί στη βεράντα. Η Γιούντιτ είχε βάλει µπολάκια µε ελιές, αντζούγιες και πικάντικα λουκανικάκια στο τραπέζι. Στη σχάρα τσιτσίριζαν µεγάλα κοµµάτια ξιφία. Όταν κοίταξα τη
Γιούντιτ,
το
πρόσωπό
της,
που
είχε
πάρει
ένα
χρυσοκίτρινο χρώµα εξαιτίας της φωτιάς, χαµήλωσε τα µάτια της. Η Καρολίν κοιτούσε ίσια µπροστά της και έπαιρνε µικρές γουλίτσες από το κρασί της. Κι αυτή έµοιαζε να βάζει τα δυνατά της να µη µε κοιτάζει. Κάθοµαι εδώ, έλεγε η γλώσσα του σώµατός της. Κάθοµαι µεν εδώ, αλλά θα προτιµούσα να κάθοµαι κάπου αλλού. Ο Τόµας και η Λίζα έπαιζαν πινγκ πονγκ. Ο Άλεξ κι η Γιούλια ήταν πάλι ξαπλωµένοι παρέα στην ίδια ξαπλώστρα δίπλα στην πισίνα.
Φορούσαν ο
καθένας
ένα άσπρο
ακουστικό από το iPod της Γιούλια. Τις τελευταίες ώρες είχα προσπαθήσει ακόµα δυο τρεις φορές να µιλήσω ευθέως µε την κόρη µου, αλλά χωρίς αποτέλεσµα. Όταν τη ρωτούσα κάτι, ανασήκωνε τους ώµους της και έβγαζε έναν βαθύ αναστεναγµό. «Σου κάνει κέφι να πάµε στην παραλία αργότερα;» ρωτούσα, έτσι για να ρωτήσω κάτι. «Για να δούµε τα πυροτεχνήµατα;» Και εκείνη ανασήκωνε τους ώµους της. Και αναστέναζε. «Αν δεν σας κάνει κέφι, µπορείτε να µείνετε κι εδώ πέρα» έλεγα, ενώ αισθανόµουν το πρόσωπό µου να φουντώνει. «Μπορούµε να παίξουµε Risk ή κάτι άλλο… Μονόπολι…» Η Γιούλια σήκωνε τα µαλλιά της και τα τίναζε. «Θα δούµε» έλεγε και έκανε µεταβολή ή έφευγε. Χωρίς να καταδεχτεί να µου ρίξει έστω ένα βλέµµα. Ήταν λες και όλες οι γυναίκες το είχαν σύστηµα να µη µε κοιτάζουν πια. Οι
µοναδικές εξαιρέσεις ήταν η Λίζα και η µητέρα της Γιούντιτ. Δυο τρεις φορές κατά τις προετοιµασίες για το δείπνο η Βέρα µού χαµογέλασε. Και όταν ο Ραλφ τσεκούρωσε τον ξιφία, κούνησε µάλιστα το κεφάλι της ενώ µου χαµογέλασε. Και η Λίζα; Η Λίζα µε κοιτούσε πάντα όπως όλες οι εντεκάχρονες κόρες κοιτούν τον πατέρα τους. Σαν να βλέπουν τον ιδανικό άντρα.
Τον άντρα που
θέλουν να παντρευτούν όταν
µεγαλώσουν. Έπρεπε να προσπαθήσω να κοιτάξω τη Γιούλια στα µάτια, έλεγα στον εαυτό µου. Τα µάτια της δεν θα µπορούσαν να πουν ψέµατα. Ένα µοναδικό βλέµµα αρκούσε. Στα µάτια της κόρης µου θα µπορούσα να διαβάσω την τροµακτική αλήθεια. Ή όχι. Υπήρχε πάντα η πιθανότητα να ήταν όλα της φαντασίας µου. Ίσως κάτι είχε συµβεί ανάµεσα στον Άλεξ κι εκείνη. Ίσως είχε «ωριµάσει» απότοµα, που λένε, και δεν γούσταρε πια την ενοχλητική παρουσία ενός παραπονιάρη πατέρα. Έτσι όριζε η βιολογία. Στη βιολογία δεν µπορούσες να αντισταθείς. « Ήταν πολύ ενδιαφέροντα αυτά που µας είπες το απόγευµα, Στάνλεϊ» είπε ο Ραλφ ενώ µοίραζε τα πρώτα ψηµένα κοµµάτια ξιφία στα πιάτα µας. «Στο αυτοκίνητο. Πιστεύω ότι και τον Μαρκ θα τον ενδιαφέρουν». Περισσότερο από ευγένεια παρά από ενδιαφέρον κοίταξα
τον Στάνλεϊ. Αν διέκρινα κάποια απροθυµία στο πρόσωπό του, δεν θα επέµενα. Εκείνος έµπηξε το πιρούνι του στον ξιφία, µε αποτέλεσµα να σχηµατιστεί αµέσως µια λιµνούλα µε νερό στο πιάτο του, έκοψε ένα µεγάλο κοµµάτι και το έβαλε στο στόµα. «Αχ» είπε. Εκείνη τη στιγµή µια ρουκέτα απογειώθηκε από έναν διπλανό κήπο. Είχαµε ήδη δει κι άλλες ρουκέτες να απογειώνονται, αλλά ποτέ από τόσο κοντά. Όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους καθώς η ρουκέτα υψωνόταν στον ουρανό σφυρίζοντας και αφήνοντας πίσω της µια φωτεινή γραµµή από σπίθες. Ύστερα ακολούθησε ο κρότος. Ο κρότος και η αστραπή. Ή στην ουσία έγινε το αντίθετο. Το φως ταξίδευε πιο γρήγορα από τον ήχο. Η ρουκέτα έσκασε ακριβώς πάνω από τα κεφάλια µας, τα πρόσωπά µας άσπρισαν στο φως της έκρηξης, ενώ ο ίδιος ο κρότος άργησε λίγο περισσότερο. Ήταν κρότος σαν αυτούς που είχαµε ακούσει νωρίτερα. Δυνατός και βαρύς. Σαν κεραυνός. Σαν οβίδα. Παγιδευµένο αυτοκίνητο. Αλλά τόσο κοντά αυτή τη φορά που έµοιαζε να γεµίζει ολόκληρο το σώµα σου. Από µέσα. Άρχισε κάτω στο στοµάχι σου, πέρασε κατά κύµατα µέσα από τα πλευρά σου, σαν µπουµπουνητό, για να εγκαταλείψει τελικά το σώµα σου από τα σαγόνια και τα τύµπανα των αυτιών. Γυναίκες και
παιδιά τσίριξαν. Άντρες µπουκάλι
και αγόρια βλαστήµησαν. Ένα
αναποδογυρίστηκε
και
έγινε
θρύψαλα
στη
βεράντα. Κάπου στον δρόµο άρχισε να χτυπάει ο συναγερµός κάποιου αυτοκινήτου. «Σκατά» είπε ο Ραλφ, που του είχε πέσει ένα ολόκληρο κοµµάτι ξιφία στα πλακάκια. Μια δυο φορές ακόµα ακούστηκε ο αντίλαλος του κρότου ανάµεσα στους λόφους. Ύστερα έπεσε σιωπή. «Ουάου!» Ο Άλεξ. Εκείνος και η Γιούλια είχαν τραβήξει τα άσπρα ακουστικά από τα αυτιά τους κι είχαν σηκωθεί από την ξαπλώστρα. Η Γιούλια κοιτούσε τροµαγµένα γύρω της. Κοιτούσε τη µητέρα της. Τον Ραλφ. Τη Γιούντιτ. Ακόµα και τον Στάνλεϊ και την Εµανουέλ. Περίπου όλους εκτός από µένα. «Μπαµπά,
µπαµπά!
Να πάρουµε
κι εµείς
τέτοιες
ρουκέτες;» Ο Τόµας κατέφθασε τρέχοντας από το τραπέζι του πινγκ πονγκ. «Μπαµπά! Θα πετάξουµε κι εµείς κροτίδες, µπαµπά;» «Δεν είµαστε καλά» είπε η Γιούντιτ. «Για όνοµα του Θεού, έχει πλάκα αυτό;» «Για λίγο νόµιζα ότι δεν µπορούσα να ανασάνω» είπε η Καρολίν. Κοίταξα το πρόσωπο της Γιούντιτ, που απέπνεε ειλικρινή αγανάκτηση. Η Καρολίν είχε βάλει το χέρι στο στήθος της και
πήρε µερικές απανωτές βαθιές ανάσες. Εκείνη τη στιγµή αναλογίστηκα τις διαφορές µεταξύ αντρών και γυναικών. Τις αγεφύρωτες διαφορές. Τις διαφορές που ποτέ δεν εξηγούνται. Οι άντρες κυνηγάνε τον πιο δυνατό κρότο. Όσο πιο δυνατός, τόσο το καλύτερο. Αυτό τους κάνει να φαντάζουν στα µάτια των γυναικών αγόρια. Πιο παιδιά. Τόσο αγόρια που οι γυναίκες χαµογελούν συγκαταβατικά. Παραµένουν πάντα παιδιά, λένε µεταξύ τους. Και έχουν δίκιο. Θυµάµαι πως στα δεκάξι µου αψηφούσα όλους τους κανόνες όταν άναβα πυροτεχνήµατα. Ποτέ µε φιτίλι. Πάντα µε κανονική φωτιά. Με κανονική φλόγα. Τη φλόγα ενός σπίρτου ή ενός αναπτήρα. Ήθελα να δω φωτιά, όχι ένα δειλό φιτίλι που κρυφόκαιγε. Τις ρουκέτες δεν τις τοποθετούσα σε ασφαλή απόσταση µέσα σ’ ένα άδειο µπουκάλι. Τις άναβα ενώ τις κρατούσα στο χέρι. Ήθελα να νιώσω τη δύναµη της ρουκέτας ανάµεσα στα δάχτυλά µου. Έτσι κάτι από αυτή τη δύναµη περνούσε και σ’ εµένα. Τις πρώτες φορές την κρατούσα ακόµη τόσο σφιχτά που σκλήθρες από το ξύλινο κοντάρι χώνονταν στα δάχτυλά µου όταν η ρουκέτα απελευθερωνόταν απότοµα από τη λαβή µου και έσπευδε προς τον ουρανό. Αργότερα έµαθα τη σωστή λαβή. Χαλαρή. Έπρεπε να παρεµποδίσεις τη ρουκέτα όσο το δυνατόν λιγότερο. Η ρουκέτα είχε τη δική της θέληση. Ήθελε να ανεβεί προς τα
πάνω. Μια τέτοια στιγµή ποτέ δεν σκεφτόµουν τον γιορτινό χαρακτήρα της βραδιάς. Κι ακόµα λιγότερο το νέο έτος που βρισκόταν Πυραύλους
προ και
των
πυλών.
Σκεφτόµουν
αντιαεροπορικά
πυρά.
πολέµους.
Αντιστασιακές
οργανώσεις που κατέβαζαν τα ελικόπτερα και τα µεταγωγικά αεροπλάνα τού
στρατιωτικά και τεχνολογικά ανώτερου
εχθρού, βάλλοντας εναντίον τους από τον ώµο µε φορητούς πυραύλους
εδάφους
αέρος.
Συχνά δεν µπορούσα να
αντισταθώ στον πειρασµό και στόχευα τη ρουκέτα πιο λοξά απ’ ό,τι µπορούσε ακόµη να θεωρηθεί ασφαλές. Τότε προσέκρουε
µε
δύναµη
στα παράθυρα των
γειτόνων
απέναντι. «Συγγνώµη!» φώναζα όταν άνοιγε ένα παράθυρο και ένας τροµαγµένος γείτονας ή γειτόνισσα έσκυβε έξω. «Συγγνώµη, µου ξέφυγε τελείως». Φορούσα την πιο ψευτοαγγελική έκφραση που µπορούσα. Την έκφραση του ποδοσφαιριστή που ορµάει στον αντίπαλο µε τεντωµένο πόδι και τον αφήνει ανάπηρο για την υπόλοιπη ζωή του. Συγγνώµη, γλίστρησα… Την επόµενη ρουκέτα την έστρεφα σε µια παρέα γλεντζέδων πιο κάτω στον δρόµο. Γινόταν πόλεµος. Σε έναν πόλεµο καλύτερα να κερδίζεις παρά να χάνεις. Αυτό µας διδάσκει η ιστορία. Και η βιολογία. Καλύτερα να χτυπήσεις κάποιον µέχρι θανάτου, παρά να σκοτωθείς ο ίδιος. Από αµνηµονεύτων χρόνων ο άντρας προστατεύει την είσοδο της
σπηλιάς. Κυνηγάει τους παρείσακτους. Ανθρώπους. Ζώα. Ένας παρείσακτος που παρ’ όλα αυτά επιµένει δεν µπορεί να ισχυριστεί αργότερα ότι δεν προειδοποιήθηκε. « Ένας άντρας αποφεύγει τη µάχη µόνο όταν η υπεροχή του εχθρού είναι συντριπτική» µας δίδαξε ο καθηγητής Χερτζλ στο µάθηµα ιατρικής βιολογίας. «Μπροστά σε έναν ισοδύναµο ή πιο αδύναµο αντίπαλο υπολογίζει τις πιθανότητές του. Σφίγγει τις γροθιές του. Ζυγίζει το βάρος του σπαθιού στο χέρι του. Του πιστολιού. Περιστρέφει τον πύργο του άρµατός του ένα κλάσµα του δευτερολέπτου πιο γρήγορα από τον εχθρό. Στοχεύει και βάλλει. Επιβιώνει». Ο Τόµας στεκόταν τώρα µπροστά στον πατέρα του. «Εσύ έχεις τέτοιες ρουκέτες, µπαµπά;» Ο Ραλφ έσκυψε, κάρφωσε στην πιρούνα το κοµµάτι ξιφία που είχε πέσει και το ξανάβαλε στη φωτιά. Ένα πλατύ χαµόγελο εµφανίστηκε στο πρόσωπό του. «Για πήγαινε να δεις στην αποθήκη, αγόρι µου» είπε. «Είναι η πόρτα µετά το τραπέζι του πινγκ πονγκ. Κι εσύ, Άλεξ». Ενώ τα δυο αγόρια έτρεξαν στην πίσω πλευρά του σπιτιού, αισθάνθηκα ένα ξαφνικό κενό. Το κενό βρισκόταν κάπου πίσω
από
την
καρδιά
µου.
Ο
Ραλφ
είχε
αγοράσει
πυροτεχνήµατα. Κι εγώ το είχα παραλείψει. Χτες είχα περάσει
από µία από τις παράγκες όπου πουλούσαν βεγγαλικά. Ήταν φτιαγµένη από αυλακωτό σίδερο και βρισκόταν στην άκρη του χωριού. Είχα διστάσει. Είχα κόψει ταχύτητα. Να ρίξω µόνο µια µατιά τι έχουν. Αλλά δεν υπήρχε ελεύθερη θέση για να παρκάρω κι είχα συνεχίσει τον δρόµο µου. Αν είχα δύο γιους, όπως ο Ραλφ, εν ανάγκη θα είχα παρκάρει το αµάξι πέντε χιλιόµετρα µακριά, αναλογίστηκα τώρα. Αλλά είχα δύο κόρες. Θυµήθηκα πώς είχαµε γιορτάσει την αλλαγή του χρόνου, πάνε ήδη αρκετά χρόνια από τότε. Παρόλο που όφειλα να ξέρω ότι δεν ήταν καλή ιδέα, είχα αγοράσει ένα πακέτο
µε
ρουκέτες
και κροτίδες.
Τα
µεσάνυχτα είχα τοποθετήσει την πρώτη ρουκέτα σ’ ένα άδειο µπουκάλι του κρασιού στο πεζοδρόµιο µπροστά στην εξώπορτά µας. Είχα δέσει µεταξύ τους τα φιτίλια από τρία δυναµιτάκια και τα είχα πετάξει στον αέρα. Αλλά η Γιούλια κι η Λίζα είχαν µείνει στο άνοιγµα της πόρτας. Στο πρώτο µπαµ µαζεύτηκαν κουβάρι και οπισθοχώρησαν µερικά βηµατάκια µέσα στο σπίτι. Ύστερα εµφανίστηκε και η Καρολίν στο άνοιγµα της πόρτας. Οι τρεις τους µε κοιτούσαν. Άναψα κι άλλες ρουκέτες. Καπάκωσα ένα δυναµιτάκι µ’ ένα άδειο κονσερβοκούτι, για να κάνει ακόµα µεγαλύτερο θόρυβο. Στο µεταξύ η Καρολίν είχε δώσει στα κορίτσια από ένα στικάκι που βγάζει σπίθες, µα εκείνα δεν βγήκαν έξω στον
δρόµο. Από το άνοιγµα της πόρτας τέντωσαν τα χέρια τους όσο πιο πολύ µπορούσαν, έτσι ώστε οι σπίθες από τα στικάκια να µην πέσουν στο χαλάκι της πόρτας. Από αυτό το σηµείο κοιτούσαν τον πατέρα τους. Έναν πατέρα που το λιγότερο που µπορούσες να πεις ήταν ότι φερόταν περίεργα. Σαν δωδεκάχρονο αγόρι. Στον πόλεµο οι γυναίκες ράβουν τις στολές. Γεµίζουν τις οβίδες στα εργοστάσια πυροµαχικών. Συνεισφέρουν στην πολεµική προσπάθεια, όπως λέγεται. Αλλά αφήνουν την εκτόξευση των οβίδων στους άντρες. «Μπαµπά, µπαµπά! Μπορούµε ν’ ανάψουµε µία τώρα;» Ο Άλεξ κι ο Τόµας είχαν επιστρέψει από την αποθήκη κρατώντας δύο δέσµες ρουκετών στα χέρια τους. Ορισµένες από αυτές τις ρουκέτες ήταν µεγαλύτερες από τους ίδιους. Ήταν τόσο πολλές που µόλις και µετά βίας κατάφερναν να τις κουβαλήσουν. Δυο τρεις ρουκέτες έπεσαν στη βεράντα. «Καλά, µήπως να περιµένουµε λιγάκι ακόµα;» είπε ο Ραλφ. «Σε µια ωρίτσα θα πάµε όλοι µαζί στην παραλία». «Μα οι διπλανοί άναψαν κι αυτοί µία» είπε ο Άλεξ. « Έλα, ρε µπαµπά» είπε ο Τόµας. «Σε παρακαλώ!» Ο Ραλφ κούνησε το κεφάλι του. Γελώντας πήρε ένα άδειο µπουκάλι από το τραπέζι. «Μόνο µία» είπε. Κοίταξα τη στοίβα από ρουκέτες που τα αγόρια είχαν στο µεταξύ ακουµπήσει στη βεράντα. Οι µικρότερες είχαν πάντα
µήκος
ενός
µέτρου.
Έτσι
όπως
ήταν
τώρα
όλες
παραταγµένες παράλληλα η µία µε την άλλη πάνω στα πλακάκια της βεράντας, θύµιζαν κατασχεµένο οπλοστάσιο. Το µυστικό απόθεµα ενός αντάρτικου κινήµατος ή ενός τροµοκρατικού πυρήνα. Ο τεχνολογικά ανώτερος εχθρός είχε άρµατα και αεροπλάνα στη διάθεσή του. Οι δυνάµεις κατοχής είχαν ελικόπτερα απ’ όπου µπορούσαν να εκτοξευτούν πύραυλοι κατευθυνόµενοι µε λέιζερ, αλλά οι πρωτόγονες ρουκέτες τύπου Κάσαµ που εκτοξεύονταν στην τύχη σε αστικούς στόχους προκαλούσαν µεγαλύτερη ψυχολογική ζηµιά. « Όχι, όχι εδώ» είπε ο Ραλφ. « Όχι τόσο κοντά στις υπόλοιπες. Μπορεί να πεταχτεί µια σπίθα και τότε θα ανατιναχτούµε όλοι, µαζί µε το σπίτι. Καλύτερα να την ανάψουµε δίπλα στην πισίνα». «Μήπως δεν είναι καλή ιδέα;» ρώτησε η Γιούντιτ. «Καλύτερα να περιµένουµε µέχρι να πάµε στην παραλία» είπε η Καρολίν. «Εγώ µπαίνω µέσα» είπε η µητέρα της Γιούντιτ. Αλλά ο Ραλφ απλώς γελούσε. «Πρέπει να καταλάβετε ότι τα αγόρια δεν µπορούν να περιµένουν». Κοίταξα τη ρουκέτα που ο Άλεξ και ο Τόµας έχωναν στο µπουκάλι στην άκρη της πισίνας, κι ύστερα τις κόρες µου.
Όταν το φιτίλι άναψε, έκλεισαν τα αυτιά τους. Η Γιούλια έβγαλε
µια
τσιρίδα
όταν
η
ρουκέτα
αποσπάστηκε
σφυρίζοντας από το µπουκάλι, το οποίο αναποδογυρίστηκε και έγινε κοµµάτια, ενώ µερικά θραύσµατα κατέληξαν µέσα την πισίνα. Ο κρότος ήρθε απροσδόκητα γρήγορα. Δυνατός και βαθύς, πιο δυνατός και πιο βαθύς από τη ρουκέτα που οι γείτονες είχαν ανάψει πριν από λίγο. Άρχιζε κάτω από τις πατούσες σου και άνοιγε έναν βροντερό δρόµο προς τα πάνω, επωφελούµενος από τον χώρο µέσα στον θώρακά σου, για να απλωθεί σε όλο του το πλάτος και να καταλήξει στο τέλος µες στο κεφάλι σου. Υπήρχε µια σύντοµη στιγµή που η αναπνοή σταµάτησε τελείως. Αυτή τη φορά αρκετοί συναγερµοί αυτοκινήτων άρχισαν να ουρλιάζουν. Σκυλιά γάβγιζαν υστερικά. Η Γιούλια κι η Λίζα τσίριζαν. «Merde!» ακούστηκε µια γυναικεία φωνή, κι όταν γυρίσαµε, είδαµε την Εµανουέλ να κρατάει µονάχα ένα κοµµατάκι από τη βάση και το σπασµένο πόδι του κρασοπότηρου. Το υπόλοιπο βρισκόταν θρυψαλιασµένο µπροστά στα πόδια της. Στο άσπρο της µπλουζάκι υπήρχαν µεγάλοι κόκκινοι λεκέδες. «Μπράβο, ευχαριστηθήκατε τώρα;» φώναξε η Γιούντιτ. «Κι άλλη! Κι άλλη!» φώναξε ο Τόµας. «Γαµάτο!» είπε ο Άλεξ και σφύριξε ανάµεσα στα δόντια
του. «Α, ρε πούστη µου! Πολύ δυνατό!» «Άλλη µία» είπε ο Ραλφ. «Να σου λείπει!» είπε η Γιούντιτ. «Για σε παρακαλώ, πάρε αυτή τη σαβούρα και πήγαινε να ξεσαλώσεις στην παραλία! Ραλφ, ελπίζω να µε άκουσες». Ο Ραλφ σήκωσε και τα δυο του χέρια σε µια κατευναστική χειρονοµία. «Οκέι, οκέι, θα πάµε στην παραλία». Ξανά µε κατέλαβε ένα βαθύ αίσθηµα λύπης. Λυπήθηκα που δεν είχα αγοράσει ρουκέτες ο ίδιος. Εγώ δεν θα υποχωρούσα τόσο εύκολα όσο ο Ραλφ. Αναζήτησα το βλέµµα της Καρολίν. Η ίδια η γυναίκα µου δεν ήταν µεν φαν των δυνατών κρότων, αλλά δεν νοµίζω να την άκουσα ποτέ να λέει όλα αυτά τα χρόνια που ήµαστε µαζί: Ελπίζω να µε άκουσες, Μαρκ! Και την ίδια στιγµή όντως τα βλέµµατά µας συναντήθηκαν. Η Καρολίν στεκόταν δίπλα στην Εµανουέλ, είχε ακουµπήσει το ένα χέρι στον ώµο της Εµανουέλ, µε τα δάχτυλα του άλλου της χεριού άγγιξε προς στιγµήν τους λεκέδες από κρασί στο µακό µπλουζάκι της. Ύστερα γύρισε το κεφάλι και µε κοίταξε. Και καλά το είδα: η γυναίκα µου µου έκλεισε το µάτι. Δεν ήξερα αµέσως αν το κλείσιµο του µατιού αφορούσε µόνο το λερωµένο µε κρασί τισέρτ ή ολόκληρη την κατάσταση µε τη
ρουκέτα και τον θυµό της Γιούντιτ, αλλά δεν είχε και µεγάλη σηµασία. Η Καρολίν έβλεπε κυρίως την κωµική πλευρά. Ήθελε οπωσδήποτε να φύγουµε τη Δευτέρα, είχε πει, αλλά προφανώς µες στο κεφάλι της είχε ήδη αποχαιρετήσει τους Μέγιερ
και
το
εξοχικό
τους.
Όχι,
δεν
τους
είχε
αποχαιρετήσει: είχε πάρει αποστάσεις. Ενώ της έκλεισα µε τη σειρά µου το µάτι, σκέφτηκα τα όσα είχαν συµβεί στην κουζίνα νωρίτερα σήµερα. Την άκρη της γλώσσας µου στα δόντια της Γιούντιτ, το χέρι µου στους γλουτούς της. Σκέφτηκα τα δάχτυλά της που άνοιγαν την κόπιτσα του σορτς µου. Οι ρουκέτες µαζεύτηκαν, µερικοί µπήκαν µέσα µια στιγµή για να πάρουν µια µπλούζα ή ένα σακάκι για όταν θα δρόσιζε
αργότερα
στην
παραλία,
και
στη
συνέχεια
µαζευτήκαµε στα αυτοκίνητα. Η Εµανουέλ ανακοίνωσε ότι δεν θα ερχόταν µαζί µας και ο Στάνλεϊ δεν επέµεινε και πολύ για να της αλλάξει γνώµη. Η µητέρα της Γιούντιτ θα έµενε κι αυτή σπίτι. Η Γιούλια κι η Λίζα ήθελαν να πάνε µαζί µε τον Άλεξ και τον Τόµας, µε το αυτοκίνητο του Ραλφ. Υπήρχε µια στιγµή, αµέσως πριν καθίσει στο κάθισµα του συνοδηγού δίπλα στον Ραλφ, που η Γιούντιτ ακούµπησε στην ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου και µε κοίταξε. Αντιγύρισα το βλέµµα της, συγκράτησα το βλέµµα της όπως συγκρατείς το βλέµµα µιας
γυναίκας
όταν
έχεις
απώτερους
σκοπούς.
Πονηρούς
σκοπούς. Είδα το φως της εξωτερικής λάµπας που κρεµόταν πάνω από την πόρτα του γκαράζ να αντικατοπτρίζεται στα µάτια της. Σκέφτηκα τις ευκαιρίες στην παραλία. Θα υπήρχε πολύς κόσµος. Θα χανόµασταν µεταξύ µας. Ορισµένοι θα χάνονταν. Άλλοι αντιθέτως θα κατάφερναν να βρεθούνε. «Το σκέφτηκα: λέω να µείνω κι εγώ εδώ». Η Καρολίν εµφανίστηκε ξαφνικά δίπλα µου και ακούµπησε το χέρι της στον πήχη µου. «Ναι;» είπα, ενώ τράβηξα το κεφάλι µου λίγο στο πλάι, έτσι ώστε το φως της εξωτερικής λάµπας να µην πέφτει πια στο πρόσωπό µου. «Δεν υπάρχει λόγος να έρθεις, αν δεν έχεις
όρεξη.
Δεν υπάρχει θέµα για µένα.
κουρασµένη, πάω µόνος µου».
Αν είσαι
25
ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΓΥΡΙΖΕΙΣ ΠΙΣΩ την ταινία της ζωής σου, για να δεις σε ποιο σηµείο θα µπορούσε ακόµη να είχε πάρει διαφορετική κατεύθυνση. Αλλά καµιά φορά δεν υπάρχει τίποτα να γυρίσεις πίσω – ο ίδιος δεν το ξέρεις ακόµη, αλλά τώρα
γυρίζει
πια
µόνο
µπροστά.
Θα
ήθελες
να
ακινητοποιήσεις την εικόνα… Εδώ, λες στον εαυτό σου. Αν εδώ είχα πει κάτι άλλο… αν είχα κάνει κάτι άλλο. Εκείνο το βράδυ πήγα στην παραλία. Και όταν γύρισα, ήµουν κάποιος άλλος. Όχι για λίγο ή για µερικές µέρες, όχι: για πάντα. Έχεις έναν λεκέ στο παντελόνι σου. Το αγαπηµένο σου παντελόνι. Πλένεις το παντελόνι δέκα φορές σερί στους ενενήντα βαθµούς. Σαπουνίζεις και καθαρίζεις και τρίβεις.
Χρησιµοποιείς τα µεγάλα µέσα. Λευκαντικά. Μεταλλικά σφουγγαράκια. Αλλά ο λεκές δεν φεύγει. Αν το παρακάνεις µε το πλύσιµο και το τρίψιµο, το πολύ πολύ ο λεκές να αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Ένα σηµείο όπου το ύφασµα είναι πιο λεπτό και πιο ανοιχτόχρωµο. Αυτό το ξεθωριασµένο σηµείο είναι η ανάµνηση. Η ανάµνηση από εκείνο τον λεκέ. Τώρα µπορείς να κάνεις δύο πράγµατα. Μπορείς να πετάξεις το παντελόνι ή µπορείς να τριγυρίζεις την υπόλοιπη ζωή σου µε την ανάµνηση του λεκέ. Αλλά το ξεθωριασ µένο σηµείο δεν σου θυµίζει µονάχα τον λεκέ. Σου θυµίζει και την εποχή που το παντελόνι σου ήταν ακόµη καθαρό. Αν γυρίσεις την ταινία αρκετά πίσω, τελικά το καθαρό παντελόνι θα ξαναµπεί στην εικόνα. Στο µεταξύ ξέρεις ότι δεν θα παραµείνει καθαρό. Ξέρω ότι την υπόλοιπη ζωή µου θα συνεχίσω να γυρίζω πίσω την ταινία. Εκεί ήταν; θα αναρωτιέµαι κάθε φορά. Ή µήπως τελικά είναι ακόµα πιο πίσω…; Εκεί; Ακινητοποιώ την εικόνα. Εδώ είναι ακόµη καθαρό. Κι εδώ όχι πια.
Μόλις είχαµε κατηφορίσει κούτσα κούτσα το µονοπάτι ως τον δρόµο, όταν ο Στάνλεϊ Φορµπς ψάρεψε ένα πακέτο
Marlboro από το τσεπάκι στο στήθος και το κράτησε µπροστά στη µύτη µου. Με ευγνωµοσύνη τράβηξα ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο. «Πρόσεχε» είπε. «Τι;» «Πηγαίνεις πολύ δεξιά, παραλίγο να σπάσουµε τον καθρέφτη από αυτό το παρκαρισµένο βανάκι». Ανήκα στην κατηγορία των αντρών που δύσκολα αντέχουν κριτική για τον τρόπο που οδηγούν. Που δεν την αντέχουν καθόλου, να πω καλύτερα. Αλλά µε τη λογική µου ήξερα επίσης ότι ο Στάνλεϊ µάλλον είχε δίκιο. Ήξερα ότι κατά βάθος είχα πιει πάρα πολύ για να είµαι ακόµη σε θέση να οδηγώ αυτοκίνητο. Υπήρξε µια σύντοµη στιγµή δισταγµού. Ο Στάνλεϊ ήταν έτοιµος να πάει µε το δικό του νοικιασµένο αυτοκίνητο στην παραλία, στεκόταν ήδη µε τα κλειδιά στο χέρι, αλλά τελικά είχε ανασηκώσει τους ώµους και είχε µπει στο δικό µου, ο µοναδικός επιβάτης. «Ευχαριστώ» είπα τώρα. «Εσύ πρόσεχε τότε τη δεξιά πλευρά, για να κοιτάζω εγώ κυρίως αριστερά». Έβαλα µικρότερη ταχύτητα και έκοψα φόρα. Καµιά τριανταριά µέτρα µπροστά µας έβλεπα τα κόκκινα πίσω φώτα του Βόλβο του Ραλφ να χάνονται από µια γωνία. Ήµουν πολύ προσεκτικός καθώς σταµατούσα το αυτοκίνητό µου στην
άκρη. Παρ’ όλα αυτά άκουσα τις ζάντες να βρίσκουν στην πέτρα του κρασπέδου, µ’ έναν ήχο που θύµιζε το τρίξιµο δοντιών. «Τι κάνεις;» ρώτησε ο Στάνλεϊ. «Να, σκέφτοµαι: είναι γιορτή. Μπορεί στον δρόµο που πηγαίνει στην παραλία να κάνουν έλεγχο. Παραήπια, είναι αλήθεια, θα µου αφαιρέσουν πάραυτα την άδεια οδήγησης». «Οκέι». «Μα ίσως υπάρχει κι άλλος δρόµος για την παραλία. Ένας χωµατόδροµος. Τις πρώτες µέρες µέναµε σε κάµπινγκ, όπως ξέρεις. Αν αποδώ καταφέρω να βρω αυτό το κάµπινγκ, πάλι θα φτάσουµε». Δυσκολευτήκαµε λιγάκι, µια δυο φορές µπήκαµε σ’ ένα αδιέξ οδο, αλλά τελικά βρήκαµε έναν χωµατόδροµο που ήµουν σχεδόν σίγουρος ότι θα µας οδηγούσε στο κάµπινγκ. Αριστερά και δεξιά υπήρχαν δέντρα, κατέβασα το παράθυρό µου και άναψα τους µεγάλους προβολείς. «Δεξιά έχει δέντρα, Μαρκ» είπε ο Στάνλεϊ. «Και αριστερά επίσης, εδώ που τα λέµε». Βάλαµε κι οι δύο τα γέλια, και για να δείξω ότι είχα πάλι την κατάσταση υπό έλεγχο, πάτησα απότοµα γκάζι. Οι ρόδες σπινιάρισαν στην άµµο και το αυτοκίνητο πετάχτηκε µπροστά κάνοντας ζιγκ ζαγκ.
«Yeah!» είπε ο Στάνλεϊ. «Zebra One, we ’re on our way!» Μάλλον ήταν ατάκα από ταινία που θα έπρεπε να ξέρω, αλλά δεν είχα ιδέα. Ούτε είχα όρεξη να ρωτήσω τον Στάνλεϊ. Ενδεχοµένως
είχα
κάποιες
άλλες
ερωτήσεις
για
τον
σκηνοθέτη. Πόσων χρονών είναι η Εµανουέλ, αναρωτιέµαι. Ο τρόπος που πηδάει είναι εξίσου νωχελικός µε τον τρόπο που φέρεται ή, όπως τόσο συχνά, τα φαινόµενα απατούν και δυσκολεύεσαι να αντεπεξέλθεις, σαν γεροµπαµπαλής που είσαι; Φοράει τα γυαλιά της του ηλίου και στο κρεβάτι; Αλλά αυτές τις ερωτήσεις δεν τις έκανα. «Τι ήταν πάλι;» ρώτησα γι’ αυτό. «Αυτό που είπε ο Ραλφ; Αµέσως πριν από το φαγητό; Ότι εσύ τους είπες κάτι που µάλλον θα µε ενδιέφερε». «Δεν βαριέσαι» είπε ο Στάνλεϊ. «Αν δεν σου κάνει κέφι να µου τα πεις τώρα, άσ’ το. Θα υπάρξουν κι άλλες ευκαιρίες». Στο µεταξύ ο χωµατόδροµος κατηφόριζε απότοµα, πού και πού έβλεπες στο βάθος φωτάκια ανάµεσα στα δέντρα, κατά πάσα πιθανότητα τα φωτάκια των µπαρ και των εστιατορίων κοντά στην παραλία. Ήµαστε στον σωστό δρόµο. Και ο Στάνλεϊ είχε ανοίξει το παράθυρό του. Πέταξε έξω το τσιγάρο του και άναψε άλλο. «Λίγους µήνες µετά την 11η Σεπτεµβρίου
η
κυβέρνηση
Μπους
κάλεσε
µερικούς
σκηνοθέτες του κινηµατογράφου στον Λευκό Οίκο» είπε. «Κυρίως σκηνοθέτες ταινιών επιστηµονικής φαντασίας. Τον Στίβεν Σπίλµπεργκ, Κάµερον.
Κι
εµένα.
τον Τζορτζ Έχω
Λούκας,
σκηνοθετήσει
τον Τζέιµς δύο
ταινίες
επιστηµονικής φαντασίας. Η µία κυκλοφόρησε µόνο σε ντιβιντί στην Ευρώπη, αλλά η άλλη είχε πραγµατικά επιτυχία εδώ. Tre mor λέγεται. Την έχεις δει;» Ο τίτλος µού φάνηκε γνωστός, αλλά η τελευταία ταινία αυτού του είδους που είχα δει ήταν, νοµίζω, το Μετά την επόµενη µέρα. « Όχι, φοβάµαι πως όχι». «Δεν έχει σηµασία. Αυτό που έχει σηµασία είναι η ιδέα πίσω από αυτή την πρόσκληση. Μαζευτήκαµε ολόκληρη οµάδα στο Οβάλ Γραφείο. Ο ίδιος ο Τζορτζ Μπους φυσικά, και ο Ντικ Τσένι κι ο Ντόναλντ Ράµσφελντ. Ο Τζορτζ Τένετ της CIA ήταν εκεί – και µερικοί άλλοι: ο σύµβουλος εθνικής ασφαλείας και µερικοί στρατηγοί. Κι εµείς, οι σκηνοθέτες. Υπήρχαν ξηροί καρποί και µεζεδάκια. Και καφές και τσάι. Αλλά και µπίρα και ουίσκι και τζιν. Στο κάτω κάτω αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η φαντασία. Η δική µας φαντασία». Ο χωµατόδροµος έγινε πιο στενός. Είχε και περισσότερες στροφές. Φουρκέτες που δεν µπορούσες να δεις πού σταµατούσαν. Επιβράδυνα κατεβάζοντας ταχύτητα· από το ανοιχτό παράθυρο άκουγα πετραδάκια να πετάγονται κάτω
από
το
αυτοκίνητο. Μου ’ρχόταν η µυρωδιά ζεστών
πευκοβελονών.
Και
της
θάλασσας.
Σκεφτόµουν
την
Καρολίν, η οποία είχε µείνει πίσω στο εξοχικό. Τη στιγµή που, για να µε αποχαιρετήσει, είχε πιέσει ένα φευγαλέο φιλί στο µάγουλό µου. Μήπως ήπιες πάρα πολύ; Είσαι ακόµη σε θέση να οδηγήσεις; «Ο λόγος που προσκληθήκαµε ήταν ότι έπρεπε να βάλουµε το µυαλό µας να δουλέψει» συνέχισε ο Στάνλεϊ. «Τη φαντασία µας. Δεν ξέρω πια ποιανού ιδέα ήταν. Του ίδιου του Τζορτζ Μπους ή ενός από τους συµβούλους του. Whatever. Ξεκινήσαµε µε τσάι και καφέ, αλλά µετά περάσαµε σύντοµα στην µπίρα και το ουίσκι. Ο πρόεδρος επίσης. Αυτός ήπιε απανωτά δυο τρία διπλά ουίσκι. Ο Ντικ Τσένι κι ο Ντόναλντ Ράµσφελντ το είχαν ρίξει στο τζιν. Κάποιος είχε βάλει µουσική. Πρώτα του Μποµπ Ντίλαν, ύστερα του Τζίµι Χέντριξ και των Ντίξι Τσικς. Κατά κάποιον τρόπο ήταν fucking unbelievable τώρα που το θυµάµαι. Αλλά κάναµε αυτό για το οποίο είχαµε πάει: βάλαµε να δουλέψει η φαντασία µας. Μέχρι τότε από κανενός το κεφάλι δεν είχε περάσει η ιδέα ότι οι τροµοκράτες θα µπορούσαν να χρησιµοποιήσουν επιβατικά αεροπλάνα ως όπλα. Τα πάντα ήταν
επικεντρωµένα
στην
ασφάλεια
των
ίδιων
των
αεροπλάνων. Στην πρόληψη µιας βοµβιστικής επίθεσης ή
µιας οµηρίας. Αεροπλάνα που έπεφταν πάνω σε πύργους ήταν
απλούστατα
αδιανόητα.
Αυτό
µας
ζήτησαν:
να
φανταστούµε το αδιανόητο. Με το µυαλό µας, µε την ίδια φαντασία
µε
την
οποία
βάζαµε
εξωγήινα
όντα
να
προσγειώνονται στη Γη και εκδικητές από το µέλλον να ξεκαθαρίζουν λογαριασµούς στο παρόν, έπρεπε τώρα να προσπαθήσουµε να φανταστούµε τι θα µπορούσαν να σκαρφιστούν οι τροµοκράτες του µέλλοντος. Αλλά τώρα πρέπει πρώτα να σου πω κάτι άλλο. Το Tre mor ήταν βασισµένο
σε
βιβλίο.
Σε
βιβλίο
ενός
αµερικανού
συγγραφέα. Του Σάµιουελ Ντέµερ. Δεν ξέρω αν τον έχεις ακουστά». «Δεν νοµίζω, όχι». «Οκέι, δεν έχει σηµασία. Αυτό που έχει σηµασία είναι ότι είχα διαβάσει αυτό το βιβλίο. Το Tre mor του Σάµιουελ Ντέµερ. Και είδα αµέσως πως ήταν ό,τι πρέπει για ταινία. Ξεκίνησα να το διαβάζω στις δώδεκα τη νύχτα και στις έξι το πρωί το είχα τελειώσει. Στις οχτώ τηλεφώνησα στον Ντέµερ. Ο ίδιος. Κανονικά παίρνω τον ατζέντη µου για κάτι τέτοιο, αλλά είχα ενθουσιαστεί τόσο πολύ που σκέφτηκα: θέλω να του διαβιβάσω προσωπικά τον ενθουσιασµό µου. Ο Ντέµερ ήταν γνωστός ως δύσκολος άνθρωπος. Δεν εµφανιζόταν ποτέ στην τηλεόραση, δεν έδινε συνεντεύξεις. Το πιο
συµπαθητικό είδος συγγραφέων για µένα. Όπως και να έχει, αρχικά ήταν κάπως επιφυλακτικός στο τηλέφωνο, δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται καθόλου που κάποιος ήθελε να γυρίσει το βιβλίο του ταινία. Άκουσα όµως κάτι άλλο στην άλλη άκρη της γραµµής. Κάτι που ακούς αρκετά συχνά σε µοναχικούς ανθρώπους. Ότι ενδόµυχα τους αρέσει που κάποιος παίρνει τηλέφωνο. Που µπορούν να µιλήσουν για λίγο µε κάποιον, κι ας είναι κάποιος που δεν τον ξέρουν προσωπικά. Ή ίσως ειδικά κάποιος που δεν τον ξέρουν προσωπικά. Θέλω να πω, συχνά αυτού του είδους οι τύποι πρέπει να παλέψουν µε την ίδια τους τη φήµη. They have to live down their reputation, όπως λένε οι Αµερικάνοι. Παραδείγµατος χάρη, δεν το έκανε θέµα που τον πήρα τόσο νωρίς. Για να µην τα πολυλογώ: τα βρήκαµε. Κουβεντιάσαµε λιγάκι για το βιβλίο του και για τις δυνατότητες να γυριστεί ταινία, και µια δεδοµένη στιγµή µε ρώτησε κάτι που µε αιφνιδίασε πλήρως. Κάτι που µε έκανε να χάσω τη λαλιά µου, αλλά που θα το θυµάµαι για πάντα. Τι λέω, κάτι που από τότε έχει γίνει το µότο της ζωής µου. “Γιατί δεν επινοείτε κάτι ο ίδιος;” ρώτησε. Πρέπει να πω ότι προς στιγµήν τα ’χασα. Δεν ήξερα καλά καλά τι να απαντήσω. “Τι εννοείτε;” ρώτησα τελικά. Στην άλλη άκρη της γραµµής ακούστηκε ένας βαθύς αναστεναγµός. “Εννοώ ακριβώς αυτό που λέω” είπε ο
Σάµιουελ Ντέµερ. “Ακούγεστε σαν κάποιος µε ιδέες. Αρκετές δικές σας ιδέες, εννοώ. Γιατί να φτιάξετε µια ταινία που βασίζεται στην ιδέα κάποιου άλλου; Γιατί δεν επινοείτε τη δική σας ταινία;” Ύστερα συνεχίσαµε την κουβέντα µας για τουλάχιστον άλλη µισή ώρα. Για πολλά και διάφορα. Για βιβλία που άρεσαν και στους δυο µας. Για ταινίες. Αργότερα συναντηθήκαµε.
Ήταν
µια
εξαιρετικά
ευχάριστη
και
δηµιουργική συνεργασία. Αλλά η ερώτηση του Ντέµερ άλλαξε οριστικά τη ζωή µου. Γύρισα το Tre mor. Αλλά µε την άδειά του βασισµένο µόνο χαλαρά στο µυθιστόρηµά του. Βασισµένο στο µυθιστόρηµα του Σάµιουελ Ντέµερ, έγραφε τελικά στους τίτλους του τέλους. Και µετά από το Tre mor δεν ξαναγύρισα ποτέ ταινία βασισµένη σε βιβλίο. Ποτέ πια. Ενστερνίστηκα τα λόγια του Ντέµερ και άρχισα να επινοώ ο ίδιος ιστορίες». Το φως των προβολέων έπεσε σε µια πινακίδα στην άκρη του δρόµου. Μια πινακίδα µ’ ένα ζωγραφισµένο αντίσκηνο και το όνοµα του κάµπινγκ όπου είχαµε µείνει τις πρώτες δύο νύχτες. Οχτακόσια µέτρα ακόµα. Ύστερα ο δρόµος θα κατέβαινε ακόµα πιο απότοµα, ήξερα από την πρώτη βραδιά – αλλά ύστερα από τρεις τέσσερις απότοµες στροφές έφτανες στην παραλία. Εδώ υπήρχε επιτέλους ένα ίσιο κοµµάτι στον δρόµο. Πάτησα λίγο περισσότερο το γκάζι.
«Και τι επινοήσατε στον Λευκό Οίκο;» ρώτησα. «Πού θα γίνει το επόµενο χτύπηµα;» «Εκεί είναι το θέµα» είπε ο Στάνλεϊ. «Μπορεί να µη γίνει κανένα χτύπηµα. Θέλω να πω, ένα χτύπηµα είναι κι αυτό µια πιθανότητα, αλλά προχωρήσαµε πολύ πιο µακριά εκείνο το απόγευµα. Ο µπελάς είναι µόνο ότι όλα είναι άκρως απόρρητα. Έπρεπε όλοι να ορκιστούµε ότι δεν θα βγάζαµε τίποτε απ’ όσα συζητήσαµε προς τα έξω. Μόνο του Σπίλµπεργκ κάτι του ξέφυγε αργότερα. Δεν ξέρω καν τι πια, κάτι
αθώο,
συµπέρασµα
πιστεύω. που
Γιατί
βγήκε
αυτό
από
ήταν
εκείνο
το το
κυριότερο σουρωµένο
απόγευµα: ότι όσα θα µπορούσαν να συµβούν θα ήταν ακόµα χειρότερα απ’ όσα ο οποιοσδήποτε θα τολµούσε να ελπίζει στα πιο τολµηρά του όνειρα. Να µην ελπίζει, πρέπει να πω κατά βάθος. Ούτως ή άλλως ήταν φοβερό. A fucking nightmare. Βρισκόµαστε στην παραµονή µιας νέας εποχής. Σε λίγο τίποτα δεν θα είναι πια ασφαλές. Κυριολεκτικά. Τίποτα. Η Αναγέννηση ξεκίνησε κάποτε µ’ έναν νέο τύπο κανονιού. Ενός κανονιού που τα βλήµατά του µπορούσαν να διαπεράσουν τα τείχη των κάστρων. Αυτό το κανόνι έβαλε τέλος στον κόσµο όπως τον γνώριζε η ανθρωπότητα. Η εξουσία
µετατοπίστηκε
δραµατικά.
Μέσα
σε
µερικές
δεκάδες χρόνια έφτασε το τέλος ενός στάτους κβο που είχε
κρατήσει χίλια χρόνια. Αυτό συµβαίνει και τώρα. Τώρα εµείς, ο σύγχρονος κόσµος, η Δυτική Ευρώπη, η Αµερική, τµήµατα της Ασίας, είµαστε το κάστρο. Κάνουµε κουµάντο εδώ και πάρα πολύ καιρό. Αλλά στο προσεχές µέλλον θα έρθει κάτι που θα µπορέσει να τα διαπεράσει όλα». «Και τι θα είναι αυτό;» «Το είπα ήδη: δυστυχώς δεν επιτρέπεται να το πω. Αλλά είναι διαφορετικό από τότε µε το κανόνι. Δεν είναι µονάχα ένα πράγµα. Είναι περισσότερα πράγµατα ταυτόχρονα». Δεν µπορούσα ν’ αντισταθώ. Αρχικά η ιστορία του Στάνλεϊ δεν µε είχε συναρπάσει ιδιαίτερα, αλλά τώρα µου είχε κεντρίσει την περιέργεια. «Μα σίγουρα µπορείς να µου πεις ένα από αυτά τα πράγµατα» είπα. «Αλήθεια, ορκίζοµαι ότι δεν θα το πω πουθενά». Σαν να ήθελα να ενισχύσω τα λόγια µου, άφησα το ένα χέρι απ’ το τιµόνι, έχωσα δύο δάχτυλα στο στόµα και στη συνέχεια τα σήκωσα ψηλά, ενώ τον κοιτούσα λοξά. «Ορκίζοµαι» είπα. «Πρόσεχε!» Από δεξιά ένα αυτοκίνητο πετάχτηκε ξαφνικά στον χωµατόδροµο.
Από
το
πουθενά.
Πάτησα
φρένο
και
ταυτόχρονα έστριψα το τιµόνι αριστερά. Ίσως υπερβολικά αργά, ποιος µπορεί να πει. Λέµε στον εαυτό µας ότι είµαστε
ακόµη σε θέση να οδηγήσουµε. Αλλά η απόσταση που χρειάζεται για να σταµατήσει το αµάξι είναι µεγαλύτερη. Ακούστηκε ένα τρίξιµο όταν τα δύο αυτοκίνητα άγγιξαν το ένα το άλλο. Η λέξη σύγκρουση θα ήταν υπερβολικός χαρακτηρισµός. Υπήρξε επαφή. Μέταλλο πάνω σε µέταλλο. Ύστερα
ακινητοποιηθήκαµε
Τουλάχιστον:
εµείς
λοξά
στον
χωµατόδροµο.
ακινητοποιηθήκαµε.
Το
άλλο
αυτοκίνητο συνέχισε κανονικά τον δρόµο του. Εν ριπή οφθαλµού τα κόκκινα πίσω φώτα του είχαν χαθεί πίσω από την επόµενη στροφή. «Ο καριόλης!» φώναξε ο Στάνλεϊ. «Το είδες αυτό; Χριστέ µου! Fuck him! Fuck this motherfucker!» Πήρα το ένα χέρι από το τιµόνι και σκούπισα το µέτωπό µου. Χέρι και µέτωπο ήταν µούσκεµα στον ιδρώτα. «Γαµώ το κέρατό µου!» είπα. «Γαµώ το κέρατό µου!» «Ο µαλάκας δεν είχε ανάψει τα φώτα του! Το είδες; Μπήκε σαν σίφουνας στον δρόµο χωρίς φώτα». «Μα µόλις τώρα είδα τα πίσω φώτα του. Μόλις τώρα, όταν φρενάρισε». «Ναι, ακριβώς! Φρενάρισε. Αλλά τα φώτα του δεν ήταν αναµµένα. Πίστεψέ µε». Μόνο τώρα αντιλήφθηκα ότι η µηχανή είχε σβήσει. Ξαφνικά είχε πέσει απόλυτη σιωπή. Από κάτω από το καπό
ακούστηκαν δύο ξερά τικ. Κάτω στο βάθος µπορούσες τώρα ν’ ακούσεις καθαρά τα κύµατα που έσκαγαν στην παραλία. Εκτός από τις πευκοβελόνες και το αλάτι µύριζα και καµένο καουτσούκ. « Έλα, Μαρκ. Θα δώσουµε ένα µάθηµα σ’ αυτό τον παλιοπούστη. We’re gonna teach the motherfucker a lesson! Yes!» Ο Στάνλεϊ έσφιξε τη γροθιά του και έδωσε µια δυνατή µπουνιά στο ντουλαπάκι. Έβγαλα µια βαθιά ανάσα. Έσφιξα και τα δυο µου χέρια γύρω από το τιµόνι. Το τιµόνι ήταν κι αυτό βρεγµένο. «Τι περιµένεις;» είπε. «Άντε, άναψε τη µηχανή!» «Στάνλεϊ. Δεν είναι καλή ιδέα. Τα παραήπια. Πρέπει να χαιρόµαστε που ο µαλάκας δεν σταµάτησε. Ούτως ή άλλως, µε τόσο αλκοόλ στο αίµα µου, θα είχαν ρίξει το φταίξιµο σ’ εµένα». Ο Στάνλεϊ δεν µίλησε. Άνοιξε την πόρτα του και κατέβηκε απ’ το αµάξι. «Τι κάνεις;» ρώτησα, αλλά, πριν το καταλάβω, είχε ήδη κάνει τον γύρο του αυτοκινήτου και είχε ανοίξει την πόρτα στη δική µου µεριά. «Για κάνε πιο πέρα» είπε. «Στάνλεϊ, δεν είναι καλή ιδέα, σου λέω. Θέλω να πω, κι εσύ έχεις πιει. Ίσως µάλιστα περισσότερο από µένα. Οπωσδήποτε όχι λιγότερο».
«Τρία ποτήρια. Μπορεί να µοιάζει σαν να πίνω όσο οι υπόλοιποι, αλλά περνάω πολλή ώρα µε ένα ποτήρι». «Στάνλεϊ…» « Έλα, Μαρκ. Κάνε πιο πέρα. Βιαζόµαστε λιγάκι. Αν αυτός ο µαλάκας φτάσει πριν από µας στην παραλία, δεν θα µπορέσουµε να κάνουµε τίποτα πια». Ενώ σκαρφάλωσα µε κάποια δυσκολία πάνω από τον λεβιέ των ταχυτήτων και χώθηκα στο κάθισµα του συνοδηγού, για πρώτη φορά συνειδητοποίησα το βάρος µες στο κεφάλι µου. Το βάρος που σε τραβάει προς τα κάτω όταν το ποτό αρχίζει να χάνει την επίδρασή του. Ήξερα πώς λειτουργούσε. Το σώµα ζητάει υγρά. Νερό. Αλλά στην ουσία, τη στιγµή που το αισθάνεσαι αυτό είναι ήδη αργά. Τώρα το µόνο που µπορείς να κάνεις είναι να συνεχίσεις. Να προχωρήσεις. Σκέφτηκα ένα ποτήρι µπίρα. Ένα µεγάλο ποτήρι. Με την µπίρα επιτίθεσαι πισώπλατα στο βάρος, σε σηµείο όπου δεν περιµένει επίθεση. Ο Στάνλεϊ έβαλε µπρος τη µηχανή και µάρσαρε δυναµικά. Άµµος πετάχτηκε κάτω από τα λάστιχα. «Yes!» είπε, όταν στο τέλος ξεχυθήκαµε µπροστά. «Κρατήσου, Μαρκ». Στην πρώτη στροφή άκουσα το σασί του αυτοκινήτου να ξύνει τα κατά τόπους βράχια στην άκρη του δρόµου, στη δεύτερη απέφυγε παρά τρίχα ένα δέντρο. «Στάνλεϊ» είπα.
«Στάνλεϊ!» «Να τος!» Ούτε τριάντα µέτρα µπροστά µας είδα τα κόκκινα πίσω φώτα να φρενάρουν για την επόµενη στροφή. Ο Στάνλεϊ άναβε
εναλλάξ
τους
κανονικούς
και
τους
µεγάλους
προβολείς. «Θα τον τυφλώσουµε» είπε. «Τον πιάσαµε, Μαρκ. Τον πιάσαµε». Έβαλε µικρότερη ταχύτητα και πάτησε γκάζι. Η µηχανή ούρλιαζε. « Έχεις δει το Spe e d De mons;» ρώτησε, αλλά δεν περίµενε την απάντησή µου. « Ήταν η πρώτη µου µέτρια επιτυχία στην Αµερική. Μια ιστορία του κώλου µεν, αλλά εκείνη τη στιγµή ήταν το µοναδικό σενάριο που µπορούσα να πάρω. Για τους αγώνες αυτοκινήτων NASCAR. Ένας οδηγός µε καρκίνο που θέλει να λάµψει για τελευταία φορά. Αλλά τον βγάζουν έξω από την πίστα και πεθαίνει µες στις φλόγες». «Στάνλεϊ, σε παρακαλώ…» «Υπάρχει ένας µικρός ρόλος, του αδερφού του, του αδερφού αυτού του άρρωστου οδηγού. Αυτό τον ρόλο τον έπαιξα ο ίδιος. Αυτό ήταν και το µόνο ευχάριστο σε όλο αυτό το γύρισµα, το ότι µπορούσα να τρέχω συνέχεια στην πίστα µε ένα stockcar. Διακόσια πενήντα, τριακόσια χιλιόµετρα την ώρα. Και να δίνεις τότε στο αµάξι µπροστά σου ένα πολύ
µικρό σκουντηµατάκι, που το έκανε να γυρίζει γύρω από τον άξονά του». Τώρα
βρισκόµασταν
ακριβώς
πίσω
από
το
άλλο
αυτοκίνητο, ένα παλιό Ρενό 4, απ’ ό,τι είδα. Ο Στάνλεϊ πάτησε την κόρνα και την κράτησε πατηµένη. «Πρέπει να συνεχίσει να προχωράει, αλλιώς δεν γίνεται. Άντε, καριόλη. Πάτα γκάζι!» Έστριψε απότοµα το τιµόνι και στόχευσε στη δεξιά πλευρά του πίσω προφυλακτήρα. Ξανά ακούστηκε ο ήχος µετάλλου πάνω σε µέταλλο, πιο δυνατός από την πρώτη φορά. Και άκουσα γυαλιά να θρυµµατίζονται. «Got him!» Το Ρενό γλίστρησε στην άµµο και γύρισε γύρω από τον άξονά του. Προς στιγµήν φαινόταν ότι θα αναποδογυριζόταν, από τη µία πλευρά σηκώθηκε τουλάχιστον ένα µέτρο από το έδαφος, για ένα δευτερόλεπτο κρεµόταν ακίνητο στον αέρα, αλλά ύστερα ξανάπεσε στους τέσσερις τροχούς του. Νόµιζα ότι ο Στάνλεϊ θα συνέχιζε γρήγορα τον δρόµο του, αλλά έβαλε την όπισθεν και µανουβράρισε το αµάξι δίπλα στο Ρενό. «Μαλάκα!» ούρλιαξε στον οδηγό, ο οποίος είχε κι αυτός το παράθυρό του ανοιχτό και µας κοιτούσε µε µάτια γουρλωµένα απ’ την τροµάρα. «Κακό ψόφο να ’χεις, αρχίδι, σήµερα κιόλας!» Ύστερα µαρσάρισε. Ξεκαρδισµένος στα γέλια, οδήγησε το
αυτοκίνητο από τις τελευταίες στροφές ως την παραλία. «Χριστέ µου, Μαρκ! Είδες τη φάτσα του; Αχ, τι υπέροχο, γι’ αυτό τα κάνεις όλα. Και µε την ευκαιρία έµαθε δωρεάν και λίγα ολλανδικά». Δεν µίλησα. Όταν ο οδηγός του Ρενό µάς κάρφωσε µε τα µάτια, τράβηξα γρήγορα το κεφάλι µου, έτσι ώστε να κρυφτεί όσο πιο πολύ γινόταν πίσω από το κεφάλι του Στάνλεϊ. Τα µαλλιά του ανθρώπου ήταν πολύ µπερδεµένα. Ακόµα πιο µπερδεµένα από την πρώτη φορά που τον είχα δει πάντως. Αλλά τον αναγνώρισα αµέσως: ήταν ο διαχειριστής του πράσινου κάµπινγκ που αρνιόταν να φροντίζει σωστά τα ζώα της φάρµας του. Ο Στάνλεϊ ακόµη δεν είχε συνέλθει από τα γέλια. Γύρισε προς το µέρος µου και σήκωσε το χέρι του ψηλά. Πέρασε λίγη ώρα µέχρι να καταλάβω ότι έπρεπε να του δώσω ένα χάι φάιβ. «Δύο µπουκάλια» είπε. «Τι;» «Δύο µπουκάλια κρασί ήπια. Και δεν µετράω τις δυο τρεις µπιρίτσες πριν από το φαγητό και τα τρία µπράντι µε τον καφέ. Πρέπει πάντως να παραδεχτείς ότι τα καταφέρνω ακόµη αρκετά καλά στην οδήγηση, αν λάβεις όλα αυτά υπόψη σου».
26
ΕΙΧΕ ΠΟΛΥ ΚΟΣΜΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ. Τόσον που δεν µπορούσαµε να βρούµε αµέσως τους άλλους. Πρώτα ψάξαµε στα στολισµένα µε λαµπιόνια υπαίθρια µαγαζιά, ύστερα συνεχίσαµε, προσπερνώντας τις φωτιές που είχαν ήδη ανάψει, στην κατεύθυνση της θάλασσας. Αριστερά και δεξιά ρουκέτες εκτοξεύονταν στον αέρα. Στις σιωπές ανάµεσα στους κρότους άκουγες το ράθυµο ντούπου ντούπου µιας ντίσκο που έφτανε κατά κύµατα πάνω από την άµµο. «Εκεί» είπε ο Στάνλεϊ. Κοντά στο νερό στέκονταν ο Ραλφ κι η Γιούντιτ, και σχεδόν αµέσως µετά είδα τον Τόµας να κυνηγάει τη Λίζα. Η Λίζα ούρλιαξ ε και σωριάστηκε στην άµµο, οπότε ο Τόµας
ρίχτηκε πάνω της. «Πάνω στην ώρα ήρθατε» είπε ο Ραλφ. Είχε θάψει ένα πυροτέχνηµα στο µέγεθος µιας ράβδου δυναµίτη στην άµµο και τώρα το σκέπασε µε µια κατσαρόλα που προφανώς είχε πάρει µαζί του από το εξοχικό. Ήταν µια βαριά χάλκινη χύτρα µε στρογγυλό πάτο – µια χύτρα αντίκα για να φτιάχνεις σούπα, σκέφτηκα, από αυτές που κρεµάς πάνω απ’ τη φωτιά µε σιδερένια αλυσίδα. «Κάντε πίσω» είπε ο Ραλφ. Προς στιγµήν επικράτησε σιωπή. Μισό δευτερόλεπτο αργότερα ακούστηκε
το
µπαµ
και η κατσαρόλα είχε
εξαφανιστεί. Δεν την είδαµε να σηκώνεται στον αέρα, όχι, εξαφανίστηκε απ’ τη µια στιγµή στην άλλη. Στο σηµείο όπου βρισκόταν µόλις πριν τώρα έχασκε ένας κρατήρας µε διάµετρο περίπου τριάντα εκατοστών, απ’ όπου ανέβαινε µια τουλούπα καπνού. «Κοιτάξτε!» φώναξε ο Ραλφ. «Εκεί!» Έδειχνε µε το χέρι. Στον φωτισµένο από τις εκρήξεις ρουκετών νυχτερινό ουρανό είδαµε τη χύτρα. Ήταν δύσκολο να υπολογίσεις το ύψος. Εκατό µέτρα; Διακόσια; Σβούριζε γύρω γύρω, µια σβουριχτή κουκκίδα, και συνέχιζε να ανεβαίνει. Λίγο πριν κοντέψουµε να την ξαναχάσουµε από τα µάτια µας άρχισε την κάθοδο. Αλλά όχι πια πάνω από την
παραλία. Η χύτρα είχε διαγράψει µια λοξή τροχιά και τώρα έπεφτε πάνω από τη θάλασσα. Για λίγο την ξαναχάσαµε, ύστερα ξαναµπήκε για τελευταία φορά στο οπτικό µας πεδίο, καµιά δεκαριά µέτρα πάνω από τα κύµατα. «Πάει η εγγύησή µας» είπε η Γιούντιτ τη στιγµή που η χύτρα χανόταν για τελευταία φορά από τη θέα. «Χριστέ και Παναγία!» είπε ο Ραλφ. «Την είδες; Την είδατε; Τι έκρηξη! Κι εδώ, για δες αυτό τον κρατήρα. Γαµώ, ρε φίλε. Αισθάνθηκα τα σπασµένα κοχύλια να πετάγονται στα µάτια µου». «Και
πώς
θα
το
εξηγήσουµε
αυτό
στο
γραφείο
ενοικιάσεων;» είπε η Γιούντιτ. «Ωχού, γυναίκα, άσε πια τις γκρίνιες! Αυτή την κατσαρόλα τη βρήκα στην αποθήκη, δεν θα τους λείψει καν». Έριξα µια γρήγορη λοξή µατιά στη Γιούντιτ. Μια ρυτίδα εµφανίστηκε στο µέτωπό της, ακριβώς πάνω από τη µύτη της. Στα µάγουλά της και στα µάτια της τρεµόπαιζε η χρυσαφένια λάµψη που σκόρπιζαν οι φλόγες από τις φωτιές. Γίνεται, σκέφτηκα. Μπορώ, γιατί όχι. Μ’ αυτή τη γυναίκα. Απόψε κιόλας. Την επόµενη στιγµή αναλογίστηκα τα όσα είχαν συµβεί νωρίτερα στην κουζίνα σήµερα. Αισθάνθηκα µια σουβλιά στο στήθος. Και το βάρος στο κεφάλι µου, που είχε χαθεί
αφότου ο Στάνλεϊ έβγαλε τον διαχειριστή του κάµπινγκ από τον δρόµο, ξανασήκωσε κεφάλι. Σκέφτηκα τη µεγάλη µου κόρη, τη Γιούλια, που πρέπει να µας είχε δει. Ποιος άλλος εκτός από τη Γιούλια; Η µητέρα της Γιούντιτ; Ίσως. Μπορεί. Ο Τόµας ή ο Άλεξ; Η Λίζα; Τη Λίζα τη διέγραψα από τον κατάλογό µου. Αφού η Λίζα µού φερόταν φυσιολογικά. Ήταν σχεδόν η µόνη. Τώρα προσπάθησα να φανταστώ τι ακριβώς µπορεί να είδε όποιος στεκόταν πίσω από την πόρτα της κουζίνας. Ή τι µπορεί να άκουσε. Ίσως σχεδόν τίποτα, προσπάθησα προς στιγµήν να πείσω τον εαυτό µου. Ίσως τα πάντα, σκέφτηκα την επόµενη στιγµή. Αναλογίστηκα τι έπρεπε να κάνω. Με τη Γιούλια. Καλύτερα να είµαι ειλικρινής. Τέλος πάντων, όχι ακριβώς ειλικρινής: άµεσος. Δεν ξέρω τι ακριβώς είδες, µα η µητέρα του Άλεξ ήταν πολύ στενοχωρηµένη για κάτι. Κι εγώ
προσπάθησα να την
παρηγορήσω. Ήταν στενοχωρηµένη επειδή… για κάτι που καµιά φορά στενοχωριούνται οι µεγάλες γυναίκες, θα σου εξηγήσω άλλη φορά. «Γιούντιτ;» φώναξε ο Ραλφ. «Γιούντιτ, πού πας;» Η Γιούντιτ είχε κάνει µεταβολή και µε µεγάλες δρασκελιές προχωρούσε προς τα υπαίθρια µαγαζιά. Δεν γύρισε το κεφάλι. Ο Ραλφ µού έκανε έναν µορφασµό και ανασήκωσε τους ώµους του. «Μη δίνεις σηµασία, Μαρκ» είπε. « Όταν την πιάσουν τα
µπουρίνια της, δεν βρίσκεις άκρη µαζί της». Για µια στιγµή µού πέρασε η ιδέα να ακολουθήσω τη Γιούντιτ στα τραπεζάκια έξω από τα µαγαζιά, αλλά αµέσως την εγκατέλειψα πάλι. Θα έκανε κρα. Νιάου νιάου στα κεραµίδια. Αργότερα. Αργότερα θα παρουσιαζόταν µια κατάλληλη ευκαιρία. Θα µπορούσα να προσποιηθώ στη Γιούντιτ πως ήµουν πιο ευαίσθητος από τον Ραλφ. Τι µαλακίες έλεγα τώρα; Ήµουν πιο ευαίσθητος. Γι’ αυτό απάντησα στον µορφασµό του Ραλφ µε µια χειρονοµία που έπρεπε να σηµάνει κάτι σαν Γυναίκες! Χαίρε, βάθος αµέτρητον. «Τι τσαµπουνάει τώρα για µια παλιά κατσαρόλα;» είπε ο Ραλφ «… Τρέχα γύρευε». «Αχ» είπα. «Και την Καρολίν την πιάνει πότε πότε. Και τότε εµείς πρέπει να αισθανθούµε ένοχοι και να προσπαθήσουµε να µαντέψουµε τι λάθος κάναµε πάλι». Ο Ραλφ έκανε ένα βήµα µπροστά και τύλιξε ένα χέρι γύρω από τους ώµους µου. «Απ’ ό,τι ακούω, είσαι γνώστης, Μαρκ. Τις ξέρεις τις γυναικούλες. Αλλά τι να κάνουµε, εσύ τις βλέπεις φυσικά κάθε µέρα στο ιατρείο σου». Από κοντά, το στόµα του Ραλφ µού µύρισε κάτι. Ξιφία… Στα µισά του δείπνου είχα σκεπάσει τη δική µου µερίδα µε την πετσέτα µου και είχα φάει µόνο µερικά κοµµατάκια µπαγκέτα πια. Τώρα αισθάνθηκα το κενό στο στοµάχι µου.
Έπρεπε πρώτα να φάω κάτι. Να φάω κάτι και να πιω µια µπιρίτσα για να διώξω το βάρος. «Κάντε όλοι πίσω!» Αυτός ήταν ο Στάνλεϊ. Είχε βγάλει τα παπούτσια του και στεκόταν ως τα γόνατα µες στα κύµατα. Σε κάθε χέρι κρατούσε µια ρουκέτα που τώρα την έστρεφε καταπάνω µας γελώντας. Είδα τις σπίθες να πετάγονται κι από τα δύο φιτίλια. «Φύγε!» φώναξε ο Ραλφ. «Πάρ’ τες, ηλίθιε!» Μόνο την τελευταία στιγµή ο Στάνλεϊ έκανε στροφή εκατόν ογδόντα µοιρών και έστρεψε τις ρουκέτες προς τη θάλασσα. Όχι λοξά στον αέρα, όχι, οριζόντια. Σχεδόν ταυτόχρονα έφυγαν από τα χέρια του. Η µία χάθηκε σ’ ένα κύµα που ετοιµαζόταν να σκάσει µόλις πέντε µέτρα από την παραλία. Η άλλη πέρασε ξυστά πάνω από το νερό. Υπήρχαν και κολυµβητές, είδα µόλις τώρα. Όχι πολλοί, πέντ’ έξι, αλλά και πάλι… Η ρουκέτα χώθηκε στα κύµατα ανάµεσα στα κεφάλια που εξείχαν απ’ το νερό. Για µερικά δευτερόλεπτα δεν συνέβη απολύτως τίποτα. Ύστερα ακούστηκε ένας υπόκωφος κρότος κι ένα σιντριβάνι πετάχτηκε στον αέρα. Οι κολυµβητές έβγαλαν κραυγές και σήκωσαν τα χέρια στον αέρα, αλλά ο Στάνλεϊ απλώς τους κούνησε γελώντας το δικό του χέρι. «Αποκάλυψη τώρα! Αποκάλυψη τώρα!» ούρλιαξε µε τα χέρια
χωνί µπροστά στο στόµα του. «Ραλφ, Ραλφ» είπε. «Για δώσ’ µου κι άλλη ρουκέτα. Θα τους πετάξουµε έξω από το νερό!» Το θέµα δεν ήταν πως είχαµε ξεχάσει την πρώτη ρουκέτα. Απλώς δεν τη σκεφτόµασταν πια. Ακούστηκε ένα µπαµ. Ένας βαθύς υπόκωφος κρότος. Ένας ήχος σαν να έριχναν άγκυρα. Μια άγκυρα που χτύπησε σ’ έναν βράχο κάτω από το νερό. Νερό και άµµος και πέτρες πετάχτηκαν ψηλά. Κάτι µπήκε στο αριστερό µου µάτι. Ο Στάνλεϊ, ο οποίος στεκόταν πιο κοντά στο σηµείο της έκρηξης, έχασε την ισορροπία του και έπεσε µπρούµυτα σ’ ένα κύµα. Προς στιγµήν βούλιαξε ολόκληρος στο νερό, ύστερα ξαναβγήκε βήχοντας και φτύνοντας. «Fuck!» φώναξε, ενώ έβγαζε ένα φανταστικό φύκι από τη γλώσσα του. «Friendly fire! Friendly fire!» Γελούσε –το µόνο που µπορούσες να κάνεις σε µια τέτοια περίσταση– όπως πρωτύτερα ο Ραλφ είχε γελάσει µε τον εαυτό του όταν έσκασε κάτω δίπλα στο τραπέζι του πινγκ πονγκ. Και ο Ραλφ και εγώ γελούσαµε δυνατά, καθώς ο Στάνλεϊ σκαρφάλωνε στην παραλία µε το κοντό παντελόνι και το τισέρτ του να στάζουν. Κάποιος µ’ έπιασε από τον καρπό. «Μπαµπά;» είπε η Λίζα. «Μπαµπά, αφήνεις τον Τόµας κι εµένα να πάµε να πάρουµε παγωτό;» «Ναι, εντάξει» είπα. Με τα δάχτυλα του ελεύθερου χεριού
µου έτριψα το αριστερό µου µάτι και ανοιγόκλεισα το βλέφαρο. Αµέσως το µάτι άρχισε να δακρύζει και αισθάνθηκα έναν σουβλερό πόνο. Κάτι είχε µπει µέσα. Ένα κοµµάτι κοχύλι ή ένας κόκκος άµµου. «Πού είναι η Γιούλια;» ρώτησα τη Λίζα. Ο Τόµας την τράκαρε από πίσω και της έδωσε µια σπρωξιά, µε αποτέλεσµα να καταλήξει µπρούµυτα στην άµµο. «Τόµας! Γαµώ το κέρατό µου!» «Λίζα!»
είπα.
«Δεν
πρέπει
να
µιλάς
έτσι…
δεν
επιτρέπεται…» Ο Τόµας κοπάνησε το γυµνό του στήθος µε τις δυο γροθιές του και έβγαλε ένα ουρλιαχτό αλά Ταρζάν. «Πού είναι η Γιούλια;» ρώτησα ξανά. «Πού να ξέρω» είπε η Λίζα. Σηκώθηκε και µε την ανοιχτή παλάµη της έδωσε µια σφαλιάρα στον Τόµας – υπερβολικά δυνατά: οπωσδήποτε πιο δυνατά απ’ όσο µπορεί να είχε σκοπό. «Σκατά!» φώναξε ο Τόµας. «Μουνόπανο!» Προσπάθησε να την πιάσει, αλλά η Λίζα ήδη αποµακρυνόταν ολοταχώς πάνω στην άµµο. «Πρώτα µια µπιρίτσα λοιπόν;» είπε ο Στάνλεϊ. Ήταν µούσκεµα απ’ την κορφή ως τα νύχια, τα βρεγµένα γκρίζα µαλλιά του κολλούσαν στο κεφάλι του και κατά τόπους έβλεπες το άσπρο του κρανίο να αχνοφέγγει ανάµεσα στις
τούφες. Ο Ραλφ ακόµη τρανταζόταν από τα γέλια. « Έπρεπε να το είχες
βιντεοσκοπήσει,
Στάνλεϊ!
Έπρεπε
να
το
είχες
βιντεοσκοπήσει!» «Πού είναι η Γιούλια;» ρώτησα τον Ραλφ. Ο Στάνλεϊ ψαχούλεψε στις τσέπες του παντελονιού του. «Γαµώτο! Μου φαίνεται πως όλα τα λεφτά µου… Α, όχι, έκανα
λάθος…»
Τράβηξε
µερικά
χαρτονοµίσµατα.
Μουσκεµένα, κολληµένα µεταξύ τους χαρτονοµίσµατα. « Ένα πιστολάκι!» φώναξε. «Το βασίλειό µου για ένα πιστολάκι!» «Πού είναι η Γιούλια και ο Άλεξ;» ρώτησα. «Πήγαν στο άλλο παραλιακό µαγαζί» είπε ο Ραλφ. «Εκεί πέρα…» Έδειξε µε το χέρι. «Βλέπεις τα φωτάκια εκεί µετά την καµπή του όρµου;» «Μόνοι τους;» ρώτησα. «Οι δυο τους;» Έβλεπα τα φωτάκια που εννοούσε ο Ραλφ. Ήταν δύσκολο να υπολογίσω την απόσταση. Τουλάχιστον ένα χιλιόµετρο πάντως, σκέφτηκα. Ίσως πάνω από δύο. Ανάµεσα σ’ αυτό το τµήµα της παραλίας, µε τα φωταγωγηµένα µαγαζιά και τις φωτιές, και το άλλο παραλιακό µαγαζί στην άλλη άκρη του όρµου δεν υπήρχε τίποτα. Ένα µακρύ και άδειο κοµµάτι παραλίας τυλιγµένο στο σκοτάδι.
«Μαρκ, δεν µπορείς να σταµατήσεις τα νιάτα. Το τελευταίο που θέλουν αυτοί οι δύο είναι να χαζεύουν εδώ πέρα παρέα µε τους γονείς τους». « Όχι, αναρωτιόµουν µοναχά… η Γιούλια έπρεπε να περιµένει µέχρι να έρθω εγώ». Προσπάθησα να κρύψω την αγανάκτησή µου για το γεγονός ότι ο Ραλφ είχε δώσει άδεια στην κόρη µου να πάει στο άλλο παραλιακό µαγαζί. Χωρίς να αναρωτηθεί πρώτα αν εγώ
θα
συµφωνούσα.
Ήµουν
στενόµυαλος
τώρα;
αναρωτιόµουν. Ή ήταν πιο λογικό αν είχε πει στην κόρη µου: «Εγώ δεν έχω αντίρρηση, αλλά πρέπει να περιµένουµε τον πατέρα σου για να δεις αν συµφωνεί κι αυτός»; «Τι έπαθε το µάτι σου;» ρώτησε ο Ραλφ. «Τίποτα. Δηλαδή, κάτι µπήκε µέσα. Ένας κόκκος άµµου ή κάτι τέτοιο». « Όλοι µια µπιρίτσα;» είπε ο Στάνλεϊ ενώ κρατούσε ψηλά τα βρεγµένα χαρτονοµίσµατα.
27
ΕΠΕΙΔΗ ΟΛΑ ΤΑ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙΑ ΕΞΩ ήταν πιασµένα, πίναµε ακουµπισµένοι σε µια µπάρα που είχε στηθεί µες στη µέση της παραλίας, κατά πάσα πιθανότητα ειδικά για τούτη τη γιορτινή βραδιά. Η Γιούντιτ ήταν άφαντη. Ο Ραλφ δεν έδειχνε να πολυνοιάζεται που είχε χάσει τη γυναίκα του. Δεν έκανε καµία προσπάθεια πάντως να πάει να τη βρει. «Άι σιχτίρ, όλα επιτρέπονται πια» είπε ενώ άφηνε µ’ έναν γδούπο
το
ποτήρι
µε
την
µπίρα του
στην
µπάρα.
Ακολούθησα το βλέµµα του και είδα τρία κορίτσια µε µπικίνι ανάµεσα στα τραπεζάκια, γύρω στα πέντε µέτρα πιο πέρα. Στέκονταν µε την πλάτη γυρισµένη προς το µέρος µας και κοιτούσαν γύρω τους, ψάχνοντας για ελεύθερο τραπεζάκι. Ο Ραλφ κούνησε το κεφάλι του. «Ναι, Μαρκ, µάτια που δεν
βλέπονται γρήγορα λησµονιούνται. Αχ, θα έκανα φόνο για να µου επιτραπεί να τους βάλω χέρι µια στιγµή. Μια στιγµούλα µόνο». Πέρασε τη γλώσσα του από το πάνω χείλι του. Βόγκηξε και πασπάτεψε το κούµπωµα του σορτς του, τα δάχτυλά του κατέβηκαν στο φερµουάρ. Ξαφνικά είδα πάλι το βλέµµα αρπακτικού: το ίδιο βλέµµα αρπακτικού µε το οποίο κάποτε είχε γδύσει την Καρολίν στο φουαγέ του θεάτρου. Και όπως τότε, µια µεµβράνη σκέπασε τα µάτια του ενώ περιεργαζόταν τα κορίτσια απ’ την κορφή ως τα νύχια, και τελικά το βλέµµα του ακινητοποιήθηκε στους γλουτούς τους. « Έι!» φώναξε ο Στάνλεϊ. Γυρίσαµε προς το µέρος του και είδαµε τον Στάνλεϊ να κάνει νόηµα στα κορίτσια µε το σηκωµένο χέρι του. «Hey! Come! Come here!» Ο Ραλφ κούνησε το κεφάλι του, κοίταξε µια στιγµή την µπίρα του και στη συνέχεια µου χαµογέλασε πλατιά. «Εµείς το σκεφτόµαστε, αυτός το κάνει» είπε. Τα κορίτσια έµοιαζαν να συσκέπτονται για το τι θα έκαναν. Είχαν ενώσει τα κεφάλια τους. Χαχάνιζαν. Προσπάθησα να φανταστώ τι έβλεπαν: τρεις άντρες µέσης ηλικίας µε κοντά παντελόνια και ποτήρια µπίρας στο χέρι – τον µεγαλύτερο από τους τρεις που είχε πάρει την πρωτοβουλία. Αν ήµουν
στη θέση τους, θα είχα πάραυτα αλλάξει δρόµο. Γι’ αυτό και η έκπληξή µου ήταν µεγάλη όταν τελικά τα είδα να µας πλησιάζουν µε κάποιο δισταγµό. Τυχαίνει καµιά φορά να πέφτεις έξω για γυναίκες όταν τις βλέπεις από πίσω. Βλέπεις µακριά µαλλιά να πέφτουν σε γυµνούς ώµους, αλλά, όταν γυρίζουν το πρόσωπό τους προς το µέρος σου, από µπροστά είναι ξαφνικά δεκαπέντε χρόνια µεγαλύτερες απ’ ό,τι από πίσω. Δεν ήταν µια τέτοια περίπτωση: θα µπορούσαν και οι τρεις άνετα να µπουν στο εξώφυλλο του Vogue ή του Glamour. Προσπάθησα να υπολογίσω την ηλικία τους. Δεκαεννιά; Είκοσι; Όχι πάνω από είκοσι πέντε πάντως, και όντως περισσότερο κορίτσια παρά νεαρές γυναίκες. Έριξα µια λοξή µατιά στον Ραλφ, που ήπιε µια ακόµα γρήγορη γουλιά από το ποτήρι του, πλατάγισε τα χείλη του και µε το χέρι έτριψε την κοιλιά του. Σαν να πεινούσε. Έτσι κοιτούσε τα τρία κορίτσια: σαν να ήταν σ’ ένα πάρτι όπου τριγυρνούσαν γκαρσόνια µε δίσκους γεµάτους κροκετάκια, πικάντικα ρολά και πατέ. Ένα νόστιµο µεζεδάκι ερχόταν προς το µέρος του και γι’ αυτό είχε ήδη αρχίσει να γλείφει τα µουστάκια του. «Καλά, ρε, µιλάµε για µανούλια» είπε. «Άι στο καλό, τι καλλονές, ρε συ». «Good evening, ladies. Drinks? What will you have? White wine? Margaritas? Cocktails?» Σ’ αυτή την τελευταία
λέξη ο Στάνλεϊ µας έριξε µια σκανταλιάρικη µατιά. Ήταν γρήγορος. Την ώρα που πρόσφερε τα ποτά είχε κιόλας ακουµπήσει χαλαρά το χέρι του στον γυµνό ώµο του κοντινότερου κοριτσιού. Πάλι χαχάνισαν, αλλά δεν έφυγαν. Ένα ένα άπλωσαν το χέρι τους και συστήθηκαν. Είπαν τα ονόµατά τους και ο Στάνλεϊ ρώτησε από πού ήταν. Δύο ήταν από τη Νορβηγία, όπως καταλάβαµε, και το τρίτο από τη Λετονία. Ύστερα ο Στάνλεϊ ρώτησε αν ήταν εδώ για δουλειά ή διακοπές. Όχι, δεν είπε «διακοπές». «Ευχαρίστηση» ήταν η λέξη που χρησιµοποίησε. Work or pleasure; Το ρώτησε µ’ έναν διφορούµενο τόνο στη φωνή του, λες και η διαφορά µεταξύ δουλειάς και ευχαρίστησης ήταν δευτερεύουσας σηµασίας. Για τα κορίτσια αυτό µου φάνηκε µια τελευταία ευκαιρία για να µας αποχαιρετήσουν. Αλλά δεν έφυγαν, µόνο χαχάνιζαν. Τα δύο από τη Νορβηγία στο µεταξύ πιπίλιζαν τα καλαµάκια που εξείχαν από τις µαργαρίτες τους. Το κορίτσι από τη Λετονία κατέβασε µονορούφι τη διπλή της βότκα µε πάγο. «Λοιπόν, Μαρκ» είπε ο Ραλφ. «Είσαι τυχερός που η γυναίκα σου είναι ασφαλής στο σπίτι. Κι αυτός επίσης». Έδειξε τον Στάνλεϊ. «Αλλά εγώ πρέπει να έχω τα µάτια µου δεκατέσσερα. Η Γιούντιτ θα πάθαινε συγκοπή». Κοιτούσε γύρω του σαν να την έψαχνε κι εγώ κοιτούσα µαζί του. «Η
µικρή είναι ντίρλα» είπε. «Μπορείς να την κουτουπώσεις χωρίς πρόβληµα, Μαρκ». Κούνησε το κεφάλι του προς το κορίτσι από τη Λετονία που είχε κατεβάσει τη βότκα. Ο ίδιος άφησε το βλέµµα του να ξαναγλιστρήσει στα πόδια των Νορβηγίδων, ενώ πλατάγισε ξανά τα χείλη του. Στο µεταξύ ο Στάνλεϊ είχε τυλίξει όλο το µπράτσο του γύρω από τους ώµους της κοπέλας που στεκόταν πιο κοντά του. Έκανε σαν να προσπαθούσε να πιάσει το καλαµάκι της µαργαρίτας της ανάµεσα στα χείλη του, ύστερα δήθεν αστόχησε και έθαψε τη µύτη του µες στο αυτί της. Η κοπέλα τον έσπρωξε γελώντας από πάνω της και κάτι είπε στα νορβηγικά στη φίλη της, η οποία στη συνέχεια έπιασε τον Ραλφ από τον καρπό και τον τράβηξε κοντά της. « Έι, έι!» είπε ο Ραλφ. «Περίµενε λίγο… Wait! Χριστέ µου, έχουν µεγάλες καύλες, Μαρκ. Σε τι το χρωστάµε αυτό;» Είδα πως για άλλη µια φορά έριξε µια φευγαλέα µατιά γύρω του και ύστερα τύλιξε ολόκληρο το µπράτσο του γύρω από τη µέση της κοπέλας και την τράβηξε επάνω του. Ή όχι, όχι γύρω από τη µέση της: πιο χαµηλά, αµέσως πάνω από το λάστιχο στο βρακάκι του µπικίνι της. Ούτε ένα δευτερόλεπτο αργότερα τα δάχτυλά του είχαν χωθεί κάτω από το λάστιχο. Κοίταξα το χέρι του. Τον καρπό του. Τα µεγέθη ήταν τελείως
δυσανάλογα. Ο καρπός του Ραλφ έµοιαζε πιο φαρδύς από τη µέση της κοπέλας. Είδα πώς κατέβασε τα χοντρά του δάχτυλα ανάµεσα στους γλουτούς της και σκέφτηκα άλλα µέρη του σώµατος. Μέρη του σώµατος όπου οι διαστάσεις επίσης θα ήταν δυσανάλογες. Αλλά δεν µου δόθηκε χρόνος να επεκτείνω αυτή τη φαντασίωση. Η κοπέλα προσπάθησε να σπρώξει τον Ραλφ από πάνω της, όχι µισοαστειευόµενη, όπως είχε κάνει πρωτύτερα η φίλη της µε τον Στάνλεϊ, όχι, µε κάθε σοβαρότητα. Ο Ραλφ δεν µπορούσε να δει το πρόσωπό της. Εγώ µπορούσα. Το στόµα της στράβωσε, σαν να γεύτηκε κάτι αηδιαστικό ή ξαφνικά πονούσε κάπου, αλλά, επειδή ο Ραλφ δεν το έβλεπε αυτό, την τράβηξε ακόµα πιο σφιχτά επάνω του, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να πιέσει τα χείλη του στον λαιµό της. Ακούστηκε µια κραυγή, βλαστήµια ή βρισιά κατά πάσα πιθανότητα. Μια βρισιά στα νορβηγικά που ακούστηκε σαν Varkens fetter! Κι ύστερα είπε κάτι ακόµα, στα αγγλικά µε βαριά προφορά. «Fokof!» είπε και, σχεδόν ταυτόχρονα, έχωσε µε δύναµη το γόνατό της στον καβάλο του σορτς του Ραλφ. Το στόµα του Ραλφ άνοιξε. Προσπαθούσε να πάρει ανάσα ενώ µε το χέρι του (το χέρι που µόλις πριν βρισκόταν κάτω από το λάστιχο του µπικίνι) έπιασε τα γεννητικά του όργανα
µέσα από το ύφασµα του σορτς του. «Γαµώτο!» ήταν το µόνο που µπόρεσε να πει. Τώρα η κοπέλα τού πέταξε στο πρόσωπο την υπόλοιπη µαργαρίτα της µαζί µε τα παγάκια. Ήταν ασαφές αν το είχε όντως σκοπό ή αν απλώς είχε παραπιεί και γι’ αυτό δεν στεκόταν πια τελείως σταθερά στα πόδια της· εν πάση περιπτώσει, πέτυχε τον Ραλφ µε την άκρη του ποτηριού στο πάνω χείλι του. Στα δόντια του. Ακούστηκε ένας ήχος σαν κάτι να έσπασε. Ένα κοµµάτι από δόντι ή ένα κοµµάτι απ’ το ποτήρι, δεν ήταν αµέσως ξεκάθαρο. Ο Ραλφ έφερε το χέρι του στο στόµα του. Έγλειψε τα πάνω δόντια του και ύστερα κοίταξε τα µατωµένα δάχτυλά του. «Γαµώ το κέρατό µου, βροµοπουτάνα του κερατά!» ούρλιαξε. Προτού
ο
εµποδίσουµε,
Στάνλεϊ σήκωσε
ή
εγώ το
µπορέσουµε
χέρι.
να
τον
Προσπάθησε
να
γρονθοκοπήσει το κορίτσι στο πρόσωπο. Αλλά λόγω της γονατιάς στον καβάλο του, δεν στεκόταν πολύ σταθερά στα πόδια του και η γροθιά του πέρασε ξυστά από δίπλα της. «Ραλφ!» φώναξε ο Στάνλεϊ. «Φέρσου σαν άνθρωπος!» «Βροµοπουτάνες!»
ούρλιαξε
ο
Ραλφ.
«Πρώτα
µας
καυλώνετε κι ύστερα ξαφνικά παριστάνετε τη Μητέρα Τερέζα. Άι σιχτίρ, κάτι τέτοιες σαν εσάς τις έχω χεσµένες!»
Τώρα είχε αρπάξει την κοπέλα από τον καρπό. Τράβηξε µε δύναµη το χέρι της, µε αποτέλεσµα να χάσει την ισορροπία της και να πέσει στην άµµο. Τσίριξε. Είδα τον Ραλφ να σηκώνει το πόδι και τη γάµπα του να λυγίζει προς τα πίσω. Σαν να ετοιµαζόταν για ελεύθερο σουτ. Στο παρά πέντε συνειδητοποίησα ότι ετοιµαζόταν να κλοτσήσει την κοπέλα στο στοµάχι. «Ραλφ!» φώναξα – ακούµπησα τον ώµο µου στον δικό του. Και ταυτόχρονα του έδωσα µια κλοτσιά στο γόνατο. Με όλη τη δύναµη που είχα µέσα µου. Εκείνος βρισκόταν σε µειονεκτική θέση. Στηριζόταν στο ένα του πόδι. Αν στηριζόταν και στα δυο του πόδια, ποτέ δεν θα είχα καταφέρει να τον κάνω να χάσει την ισορροπία του, αλλά τώρα έµεινε
για
ένα
ολόκληρο
δευτερόλεπτο
ακίνητος,
παραπαίοντας στο ένα του πόδι. Ύστερα σωριάστηκε πολύ αργά στο χώµα, σαν ένα κτίριο που κατεδαφίζεται µε ελεγχόµενη έκρηξη. Το πίσω µέρος του κεφαλιού του χτύπησε δυνατά στην µπάρα. Κάτι άκουσα να τρίζει, αλλά δεν ήµουν σίγουρος αν ήταν το κρανίο του ή το ξύλο της µπάρας. Στο µεταξύ απ’ όλες τις µεριές είχε µαζευτεί κόσµος. Άντρες κυρίως. Άντρες που φώναζαν. Άντρες που άρπαξαν τον Στάνλεϊ κι εµένα. Άντρες που ανέλαβαν να φροντίσουν
τη νορβηγιδούλα που στο µεταξύ είχε µισοσηκωθεί. « Ήρεµα! Ήρεµα!» άκουσα τον Στάνλεϊ να φωνάζει, αλλά δεν τον έβλεπα πια, δεν στεκόταν πια στο σηµείο όπου βρισκόταν µόλις πριν από λίγο. «Στάνλεϊ!» φώναξα. Στο µεταξύ δύο άντρες µε είχαν ρίξει ανάσκελα στην άµµο. Ένας τρίτος είχε καθίσει στο στήθος µου και πίεζε τα πλευρά µου µε όλο του το βάρος. Αισθάνθηκα τον αέρα να φεύγει από τα πνευµόνια µου. « Ήρεµα» τσίριξα µε τη σειρά µου. «Ηρεµήστε, σας παρακαλώ…» Αλλά δεν είχα αρκετό αέρα πια για να µπορέσω να δώσω ένταση στη φωνή µου. Με την άκρη του µατιού µου είδα τη Νορβηγίδα να κάθεται πάνω στον Ραλφ. Τον χτύπησε µια δυο φορές στη µούρη µε τη γροθιά της, ώσπου δύο δυνατοί άντρες την τράβηξαν από πάνω του.
28
ΣΤΕΚΟΜΟΥΝ ΣΤΗΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ του εστιατορίου όπου είχαµε φάει το πρώτο βράδυ και κοιταζόµουν στον καθρέφτη που κρεµόταν πάνω από τον νιπτήρα. Προσπαθούσα να κρατήσω το αριστερό µου µάτι ανοιχτό και ταυτόχρονα να το κοιτάξω. Κοίταξα µόνο µια στιγµή, αλλά το είδα καλά: πάνω από το ένα τρίτο του µατιού µου ήταν γεµάτο κόκκινες φλεβίτσες. Ένα αιµάτωµα. Κάτι –ένας κόκκος άµµου, ένα κοµµάτι κοχυλιού, ένα µικροσκοπικό πετραδάκι– είχε µπει στο µάτι µου. Στον αµφιβληστροειδή. Ή ποιος ξέρει, αναλογίστηκα καθώς η αναπνοή µου επιταχύνθηκε και η καρδιά µου άρχισε να χτυπάει πιο αργά και πιο βαριά, ποιος ξέρει, µπορεί ο κόκκος της άµµου ή το πετραδάκι να είχε τρυπήσει τον αµφιβληστροειδή µου και να σφηνώθηκε στη
ρευστή ουσία µέσα στον ίδιο τον βολβό του µατιού. Κάτι παθαίνω µε τα µάτια. Μπορώ να κοιτάξω τα πάντα – ανοιχτές πληγές και κατάγµατα, ένα δισκοπρίονο που χώνεται σ’ έναν φθαρµένο γοφό, µε το αίµα να πετάγεται στο ταβάνι του χειρουργείου, µια τετράγωνη τρύπα σε κρανίο, έναν ξεσκέπαστο εγκέφαλο, µια καρδιά που χτυπάει σε µια ασηµένια πιατέλα, µατωµένους επιδέσµους τυλιγµένους σε ρολά µέσα σ’ έναν θώρακα που έχει ανοιχτεί από τον λαιµό ως τον αφαλό – όλα εκτός από πράγµατα που έχουν σχέση µε τα µάτια. Πράγµατα κυρίως που δεν έχουν καµία θέση µέσα σε µάτια: θραύσµατα γυαλιού, άµµο, σκόνη, φακούς επαφής που µισοχώθηκαν πίσω από τον βολβό του µατιού… Έχοντας υπόψη τον όρκο µου ως παθολόγου, παραπέµπω όσο το δυνατόν λιγότερους ασθενείς στον ειδικό, αλλά ασθενείς που κάθονται στη σάλα αναµονής πεταρίζοντας τα βλέφαρα δεν φτάνουν καν στο γραφείο µου. Αυτός ο άντρας µε τη µατωµένη πετσέτα στο µάτι του; λέω στη βοηθό µου. Φρόντισε να φύγει. Τώρα αµέσως. Ας πάει στις πρώτες βοήθειες. Ή γράψε ένα παραπεµπτικό για τον οφθαλµίατρο. Δεν έχω πάρει πρωινό ακόµη. Δεν το αντέχω αυτό πρωί πρωί. Δεν ξέρω τι φταίει, θα πρέπει να έχει σχέση µε γεγονότα από
το
µακρινό
παρελθόν. Απωθηµένα γεγονότα. Οι
περισσότερες φοβίες έχουν τη ρίζα τους στα πρώτα τέσσερα
χρόνια της ζωής µας: ο φόβος για τις αράχνες, για το νερό, για τις γυναίκες, για τους άντρες, για τις µεγάλες ανοιχτές εκτάσεις ή αντιθέτως για τις ψηλές οροσειρές που κόβουν το φως της ηµέρας, για τους φρύνους και τις ακρίδες, για τα ψαροκέφαλα
µε
µάτια
στο
πιάτο
σου,
για
τις
νεροτσουλήθρες, για τα εµπορικά κέντρα µε επιπλάδικα, για τις υπόγειες διαβάσεις πεζών – πάντα µπορείς να βρεις κάποια αιτία. Μια τραυµατική εµπειρία, λένε οι άνθρωποι και κλείνουν
ένα
πρώτο
διερευνητικό
ραντεβού
µε
τον
ψυχαναλυτή. Αφού σκάβουν και σκαλίζουν για χρόνια, στο τέλος κάτι βγαίνει στην επιφάνεια: µια µητέρα που έχασες στο σουπερµάρκετ, ένα κερί που έσταζε, ένα σαλιγκάρι σ’ ένα παπούτσι του τένις, ένας «χαριτωµένος» θείος που ήξερε πώς να φυσάει δαχτυλίδια καπνού µέσα από µια τυλιγµένη εφηµερίδα, αλλά τα βράδια ήθελε να παίζει µε το πουλάκι σου, µια θεία µε µυρµηγκιές και σκληρό µουστάκι που σε καληνύχτιζε µ’ ένα φιλί, ένας καθηγητής στην καλοκαιρινή κατασκήνωση που κάνει ντους, δεν φαίνεται ξεκάθαρα πού τελειώνει η µέση του και πού αρχίζουν οι γλουτοί του, µετά τον κόκκυγα το δέρµα χάνεται σε µια σκοτεινή στενόχωρη χαραµάδα, πλένει τον λεπτό χλωµό πούτσο του µε ένα ροζ γάντι του µπάνιου – µετά την καλοκαιρινή κατασκήνωση δυσκολεύεσαι να έχεις τον νου
σου µόνο στο ισοσκελές τρίγωνο που σχεδιάζει στον µαυροπίνακα. Ένα ορθάνοιχτο
και δακρυσµένο
µάτι µού
θυµίζει
τηγανητό αυγό. Ένα τηγανητό αυγό που δεν είχε ψηθεί ακόµη, ο κρόκος και το ασπράδι είναι ακόµη ρευστά και τρεµουλιάζουν στο τηγάνι όπως µια τσούχτρα στην παραλία. Κάποιος τράνταξε την πόρτα της τουαλέτας. «Φύγε» είπα στα ολλανδικά. «Αφού βλέπεις ότι είναι πιασµένη». Κατάφερνα να κρατήσω το πληγωµένο µάτι µου ανοιχτό το πολύ για µερικά δευτερόλεπτα κάθε φορά. Όχι µόνο λόγω της απωθητικής όψης, αλλά και λόγω του σουβλερού πόνου. Λες και κάποιος έσβηνε ένα αναµµένο τσιγάρο στο ασπράδι – στο τηγανητό αυγό, δεν µπόρεσα να αποτρέψω τη σκέψη. Ξανά κάποιος τράνταξε την πόρτα. Δεν την ταρακούνησε απλώς: της έδωσε τρεις µπουνιές. Ακούστηκε µια φωνή. Μια αντρική φωνή που κάτι µουρµούρισε σε µια γλώσσα που δεν κατάλαβα αµέσως. «Χριστός και Παναγία» είπα. Ανοιγόκλεισα µια δυο φορές το δακρυσµένο µου µάτι. Αλλά δεν είχε νόηµα. Δεν µπορούσα πια να το ανοίξω χωρίς µια αφόρητη σουβλιά πόνου. Βλαστήµησα. Τράβηξα ένα µεγάλο κοµµάτι χαρτί τουαλέτας από το ρολό, το τσαλάκωσα
και το κράτησα µια στιγµή κάτω από τη βρύση. Υπήρχε µια σύντοµη στιγµή δροσιάς και ανακούφισης όταν πίεσα το βρεγµένο κουβάρι στο µάτι µου. «Ορίστε, η σειρά σου επιτέλους» είπα στον άντρα που περίµενε στο µισοσκότεινο διαδροµάκι πίσω από την πόρτα της τουαλέτας. Ήταν ένας τύπος µε κοντό παντελόνι και αµάνικο µακό µπλουζάκι. Τα µάγουλα, το πιγούνι και το πάνω χείλι του ήταν ιδρωµένα και αξύριστα. Πήγαινα ήδη να φύγω, όταν τον ξανακοίταξα. Ήταν ένα πρόσωπο που µου φάνηκε αµυδρά γνωστό, αλλά δεν ήξερα αµέσως από πού. Και την ίδια στιγµή είδα κάτι άλλο. Ο άντρας µε κοίταξε κι αυτός προς στιγµήν σαν να νόµιζε ότι από κάπου µε ήξερε: ένα απειροελάχιστο σπίθισµα στα µάτια του, καθώς µάλλον προσπαθούσε να καταλάβει πού είχε ξαναδεί τη φάτσα µου. «I sorry» είπε µε βαριά προφορά. «I hurry». Χαµογέλασε. Το βλέµµα µου χαµήλωσε στους γυµνούς ώµους και βραχίονές του. Στο ένα του µπράτσο υπήρχε ένα µικρό τατουάζ: ένα πουλί, ένας αετός, αν έβλεπα καλά, που έσφιγγε
στα
νύχια
του
µια
κόκκινη
καρδιά
που
αιµορραγούσε. Στο άλλο του µπράτσο υπήρχαν µερικές κόκκινες µουντζούρες. Σαν να είχε ξύσει µια πληγούλα. Μια πληγούλα ή ένα τσίµπηµα κουνουπιού. Ακολούθησε το βλέµµα µου και ύστερα άγγιξε µια στιγµή
την πληγούλα µε τα ακροδάχτυλά του. Την έτριψε, το χέρι ήταν υγρό από τον ιδρώτα, κι όταν αποµάκρυνε τα δάχτυλά του, είχαν αποµείνει µονάχα µερικές λεπτές κόκκινες γραµµούλες. Χαιρετηθήκαµε γι’ άλλη µια φορά µ’ ένα νεύµα του κεφαλιού, όπως χαιρετιούνται συνήθως οι µακρινές γνωριµίες, ύστερα χάθηκε στην τουαλέτα. Στην
εξώπορτα
του
εστιατορίου
έριξα
πρώτα
µια
προσεκτική µατιά γύρω µου πριν βγω έξω. Ειδικά προς το µπαρ στην παραλία, όπου µόλις ένα τέταρτο πριν δυο τρεις άντρες µε είχαν ρίξει ανάσκελα στην άµµο. Αλλά αυτή τη στιγµή δεν υπήρχε κανείς. Ούτε ίχνος από τον Ραλφ ή τον Στάνλεϊ ή τα τρία κορίτσια. Με το υγρό κουβάρι χαρτί τουαλέτας πάντα πιεσµένο στο δακρυσµένο µου µάτι άνοιξα µε κόπο δρόµο ανάµεσα στα τραπεζάκια. Δεν ήξερα αν ήταν ιδέα µου, αλλά µου φάνηκε ότι στο µεταξύ το µάτι είχε αρχίσει να χτυπάει – όχι το ίδιο το µάτι, περισσότερο η περιοχή πίσω από το µάτι. Εκεί βρίσκονταν οι µύες και οι τένοντες που κρατούσαν το µάτι στη θέση του µέσα στην κόγχη, ήξερα από τις σπουδές µου. Από το µάθηµα οφθαλµολογίας
όπου
απλώς
προσποιούµουν
ότι
παρακολουθούσα. Σε κάθε επόµενη διαφάνεια που ο καθηγητής πρόβαλλε στην οθόνη εγώ προσπαθούσα να χωθώ ακόµα πιο βαθιά στο έδρανο. Υπήρχε µία διαφάνεια ενός
µατιού
που
κρεµόταν
τελείως
έξω
από
την
κόγχη,
συνδεδεµένο µε το κρανίο µόνο µε µατωµένες φλεβίτσες. Είχα βογκήξει τόσο δυνατά που ο καθηγητής είχε διακόψει το µάθηµα για να ρωτήσει µήπως κάποιος αισθανόταν αδιαθεσία. Τώρα ένιωθα το σφυροκόπηµα πίσω από το µάτι µου, ένα σφυροκόπηµα που συνέπιπτε τέλεια µε τον µπάσο ρυθµό από τα ηχεία που ήταν τοποθετηµένα κατά τόπους στη βεράντα – τόσο τέλεια που ήταν αδύνατον να ξεχωρίσεις τους δύο ρυθµούς. Μπορεί να µην πρόσεχα καλά, ή να µην έβλεπα βάθος πια µε το ένα µου µάτι κλειστό, από την άλλη το κορίτσι σηκώθηκε πολύ απότοµα και άγαρµπα από την καρέκλα της σ’ ένα από τα τελευταία τραπεζάκια έξω από το µαγαζί. Ο αριστερός της ώµος µε πέτυχε ακριβώς κάτω από τη µύτη, έκανα µερικά αβέβαια βήµατα προς τα πίσω και κατάφερα στο τσακ
να διατηρήσω
την
ισορροπία µου
και να µην
προσγειωθώ στα γόνατα ενός σχεδόν γυµνού άντρα. «Σόρι» είπα στον άντρα. Έπιασα τη µύτη µου και κοίταξα τα δάχτυλά µου: δεν είχα µατώσει. «Σόρι» είπε τώρα και η κοπέλα. Έριξε ένα ανήσυχο βλέµµα στο χέρι µου που πίεζε το χαρτί τουαλέτας στο µάτι µου, αλλά, πριν προλάβει να βγάλει λανθασµένα συµπεράσµατα,
είπα: «Οκέι, είναι οκέι. Δεν τρέχει τίποτα». Η κοπέλα δεν ήταν ψηλή, ήταν όµως παχιά. Μόνο τώρα την κοίταξα καλά καλά, και για δεύτερη φορά µέσα σε πέντε λεπτά είδα ένα αµυδρά γνωστό πρόσωπο. Αυτή τη φορά πέρασαν µόνο δυο τρία δευτερόλεπτα µέχρι να καταφέρω να θυµηθώ το πρόσωπο: ήταν η κοπέλα από το γραφείο ενοικιάσεων… Η κοπέλα που µας είχε υποσχεθεί ότι ο τεχνικός θα περνούσε όσο πιο γρήγορα µπορούσε για να λύσει το πρόβληµα µε το νερό. Τότε συνειδητοποίησα ξαφνικά και ποιος ήταν ο άντρας που µόλις πριν από λίγο τράνταζε την πόρτα της τουαλέτας. Ο τεχνικός! Ο τεχνικός που είχε σκαρφαλώσει στη στέγη για να ξεβουλώσει τη βουλωµένη δεξαµενή του νερού. Δεν ήταν ζευγάρι αυτοί οι δύο; Την κοίταξα στα µάτια και µόνο τώρα είδα ότι ήταν δακρυσµένα. Δακρυσµένα και κόκκινα. Πετάρισε προς στιγµήν τα βλέφαρά της και ψέλλισε ξανά µια συγγνώµη. Σήκωσα το χέρι µου. Δεν πειράζει, ήθελα να πω. Ίσως ο τεχνικός είχε µόλις βάλει τέλος στη σχέση τους. Είχε κόκκινες κηλίδες στα µάγουλά της. Είχε κλάψει όταν της ζήτησε να τα χαλάσουν. Είχε κλάψει και είχε τρίψει τα δάχτυλά της στα µάτια και στα µάγουλά της. Δεν ήταν άδικο µια κοπέλα να έχει τέτοια εµφάνιση και αποπάνω να την
παρατάνε; αναρωτήθηκα για µια φευγαλέα στιγµή. Ή µήπως αυτή η πιθανότητα ήταν κάτι που πάντα συνυπολόγιζε; Μήπως δεν περίµενε κάτι άλλο και απλώς χαιρόταν όταν έστω για µερικές εβδοµάδες (ή µερικές ώρες) ένας ιδρωµένος τεχνικός πίεζε τα χείλη του στον λαιµό της και της ψιθύριζε γλυκόλογα στ’ αυτί; «Εγώ… πρέπει να φύγω» είπα. «Είσαι εντάξει;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Δεν φαινόταν καλά λόγω των κόκκινων κηλίδων στο πρόσωπό της, αλλά µου φάνηκε πως πάλι κοκκίνισε. Την επόµενη στιγµή πέρασε από δίπλα µου και έφυγε στην κατεύθυνση του εστιατορίου. Κανείς δεν µου έδωσε ιδιαίτερη σηµασία όταν πέρασα δίπλα από το παραλιακό µπαρ. Οι άντρες που είχαν ρίξει τον Ραλφ κι εµένα στην άµµο προφανώς είχαν πάει αλλού για να βρουν καλοπέραση. Καµιά εκατοστή µέτρα πιο πέρα η Λίζα κι ο Τόµας έτρεχαν πάντα πίσω από µια µπάλα ποδοσφαίρου, µ’ ένα ολόκληρο τσούρµο παιδιά της ηλικίας τους. Ευτυχώς, δεν είχαν καταλάβει τίποτε από τη φασαρία στο µπαρ. Αµέσως πριν κλειστώ στην τουαλέτα για να κοιτάξω το µάτι µου, είχα περάσει µια στιγµή από τη Λίζα. «Θα µείνεις εδώ γύρω;» είχα πει. «Θα είµαι εκεί στην τουαλέτα, αν συµβεί κάτι». Είχα δείξει το εστιατόριο, αλλά δεν είχα την εντύπωση ότι η Λίζα είχε όντως ακούσει τι της
είχα πει. «Εντάξει» είπε χωρίς να µε κοιτάξει κι ύστερα έφυγε πάλι τρέχοντας στην άµµο, πίσω από τον Τόµας κι από άλλα τρία αγόρια που κλοτσούσαν την µπάλα. Τελικά ο Ραλφ κατάφερε να απελευθερωθεί µόνος του από τους άντρες που τον είχαν ρίξει κάτω. Βλαστηµώντας και ωρυόµ ενος
είχε
µαζέψει
τη
νάιλον
τσάντα
µε
τα
πυροτεχνήµατα και µε µεγάλες δρασκελιές είχε φύγει προς τη θάλασσα. Τότε εµένα µε είχαν ήδη αφήσει ελεύθερο. «Άντε, Μαρκ, έλα!» είχε φωνάξει ο Ραλφ. «Άσε τους αρχιδοµούρηδες να προστατεύουν πουτάνες, αν αυτό τους κάνει να αισθάνονται καλύτερα!» Αλλά δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει αν όντως τον ακολούθησα. Δεν είχα ιδέα πού είχε πάει ο Στάνλεϊ στο µεταξύ. Είχα σηκωθεί όρθιος, είχα τινάξει την άµµο από το πουκάµισο και το σορτς µου και είχα κοιτάξει γύρω µου – µε το ένα µάτι. Κι εκείνη τη στιγµή η κοπέλα από τη Λετονία είχε χάσει τις αισθήσεις της. Αρχικά στεκόταν ακόµη κανονικά µαζί µας, µε το άδειο ποτήρι στο χέρι, αλλά την επόµενη στιγµή σωριάστηκε κάτω. Αθόρυβα. Ένα φύλλο που πέφτει από ένα δέντρο, τίποτα παραπάνω. Οι άντρες έσκυψαν από πάνω της. Παλάµες έδιναν µπατσάκια στα µάγουλά της. Κάποιος κράτησε µια πιπεριέρα κάτω από τη µύτη της. Κάποιος άλλος
πήρε ένα βρεγµένο πανί από την µπάρα και σκούπισε το µέτωπό της. Κάποιος σήκωσε ένα της βλέφαρο, αλλά φαινόταν µόνο το ασπράδι του µατιού. Γρήγορα απέστρεψα το βλέµµα και άθελά µου άγγιξα µια στιγµή το δικό µου µάτι. « Έναν γιατρό» είπε κάποιος. «Πρέπει να φωνάξουµε γιατρό». Μπορούσα. Μπορούσα να είχα φύγει. Κανείς δεν µε πρόσεχε πια. Πήρα µια βαθιά ανάσα και κοίταξα τη θάλασσα. Τώρα πια άναβαν ελάχιστες ρουκέτες, η θάλασσα απλωνόταν µαύρη και σκοτεινή κάτω από τον µαύρο, σπαρµένο µε αστέρια ουρανό. Στις παύσεις ανάµεσα στους µπάσους τόνους άκουγες τον παφλασµό των κυµάτων. «Εγώ είµαι γιατρός» είπα.
29
ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΑΝΑΡΩΤΙΟΜΟΥΝ ΣΥΧΝΑ αν τα πράγµατα θα είχαν εξελιχτεί διαφορετικά, αν η κοπέλα από τη Λετονία είχε µείνει όρθια. Αν τότε θα είχα φτάσει εγκαίρως. Μετρούσα τα λεπτά, ξανά και ξανά, αλλά ποτέ δεν έφτανα σ’ ένα ικανοποιητικό αποτέλεσµα. Ήταν λιγάκι όπως όταν έχεις πει κάτι σε κάποιον. Κάτι τροµερό. Τουλάχιστον, έτσι νοµίζεις: ότι ήταν κάτι τροµερό. Όλη τη νύχτα µένεις ξάγρυπνος και αναµασάς τη συζήτηση. Αλλά όσο περνάει η ώρα, τα λόγια γίνονται ολοένα πιο αόριστα. Την επόµενη µέρα µαζεύεις όλο σου το κουράγιο. Σου είπα κάτι τροµερό; ρωτάς. Για ποιο πράγµα µιλάς; είναι η απάντηση. Γεγονός παραµένει ότι χρειάστηκα ένα τέταρτο για να συνεφέρω το κορίτσι που είχε πιει τις βότκες. Έπιασα τον
σφυγµό της, έβαλα το αυτί µου στο στήθος της για να ακούσω µήπως είχε µπει υγρό (βότκα!) στα πνευµόνια της. Ανάµεσα στα στήθη της, πρέπει να πω. Ήταν ζήτηµα ζωής και θανάτου, ήξερα από πείρα. Κορίτσια µε το δικό της σουλούπι –δεν ζύγιζε ούτε σαράντα κιλά, µπόρεσα να διαπιστώσω αργότερα όταν τη σήκωσα από την άµµο– µπορούν να µείνουν στον τόπο από µια υπερβολική δόση αλκοόλ. Το σώµα δεν ξέρει τι να το κάνει όλο αυτό το πιοτό. Δεν υπάρχει χώρος.
Η
καρδιά κάνει υπερωρίες
και σπρώχνει την
υπερβολική δόση γύρω γύρω στο σώµα, αλλά το αίµα απλώς συνεχίζει να τρέχει απελπισµένα στις φλέβες. Δεν έχει πού να πάει. Έπειτα από κάποιο διάστηµα η καρδιά σηκώνει τα χέρια ψηλά. Αντλεί µε ολοένα µικρότερη δύναµη. Στο τέλος σταµατάει. Δεν είχα χρόνο να αναρωτηθώ τι θα µπορούσαν ενδεχοµένως να σκεφτούν οι άντρες που ήταν σκυµµένοι από πάνω µας και έβαλα το αυτί µου ανάµεσα στα στήθη της. Μικρά στήθη ήταν, έπνιγαν ελάχιστα τον ήχο της καρδιάς της που χτυπούσε δυνατά. Χτυπούσε αργά και βαριά. Το τελευταίο στάδιο. Μέσα στα επόµενα πέντε λεπτά θα µπορούσε να σταµατήσει. Έβαλα τον αριστερό µου πήχη κάτω από το κεφάλι της και το σήκωσα λιγάκι. Ταυτόχρονα έβαλα τη δεξιά µου παλάµη στην κοιλιά της. Μου ήρθε η γεύση της βότκας όταν πίεσα το στόµα µου πάνω στο δικό
της. Τεχνητή αναπνοή στόµα µε στόµα. Σπάνια χρειάστηκε να την εφαρµόσω στην πράξη. Μία φορά έτυχε µ’ έναν µισοπνιγµένο σ’ ένα κάµπινγκ, πατέρα τριών παιδιών – βγαίνοντας από τη νεροτσουλήθρα, είχε χτυπήσει το πίσω µέρος του κεφαλιού του στην άκρη της πισίνας και είχε βυθιστεί αµέσως στον πάτο. Μια άλλη φορά µ’ έναν ηλικιωµένο συγγραφέα στο ιατρείο µου. Την ώρα που καθάριζα τα αυτιά του είχε χάσει τις αισθήσεις του. Το θυµάµαι καλά: είχα κοιτάξει προς στιγµήν την ασηµένια λεκανίτσα στο χέρι µου, τον µαύρο σβόλο κερί που έπλεε στο νερό. Κι ύστερα κοίταξα τον συγγραφέα. Είχε πέσει πλαγίως πάνω στο εξεταστικό κρεβάτι. Είχα, όπως κι άλλες φορές, σκεφτεί τις επιλογές µου ως γιατρού. Ποιον θα βοηθήσεις πρώτα. Αργά ή γρήγορα κάθε γιατρός έρχεται αντιµέτωπος µ’ αυτές τις επιλογές. Αν και όλοι µας θα το αρνηθούµε. Στην ουσία είναι πολύ απλές σταθµίσεις. Σταθµίσεις για τις οποίες δεν επιτρέπεται ποτέ να µιλήσεις δυνατά. Ένας
πατέρας
τριών παιδιών έχει µεγαλύτερο
δικαίωµα σε τεχνητή αναπνοή στόµα µε στόµα από έναν συγγραφέα το έργο του οποίου έχει λίγο πολύ ολοκληρωθεί. Που «βρίσκεται πια στην παρακµή», όπως λένε, που η πιθανότητα να παρουσιάσει κάτι καινούργιο είναι µικρή πια. Όταν βυθίζεται ένα καράβι, πρώτα κατεβάζουν τις γυναίκες
και τα παιδιά. Σε έναν ιδανικό κόσµο ο εξουθενωµένος ηλικιωµένος θυσιάζει τη θέση του στη σωστική λέµβο για χάρη της νεαρής µητέρας µε το παιδί της. Ο ηλικιωµένος βιολογικά δεν µετράει πια. Για µια όµορφη νεαρή κοπέλα είναι κρίµα που έκανε ολόκληρο ταξίδι από τη Λετονία για να πεθάνει
σε
µια
οινοπνεύµατος.
µακρινή Ήξερα
τι
παραλία εικόνα
από
δηλητηρίαση
παρουσίαζα
στους
παρισταµένους. Τους παρισταµένους που µόλις είχαν φτάσει κι ακόµη δεν είχαν ιδέα του τι γινόταν. Δεν βλέπουν έναν γιατρό που εκτελεί πράξεις που θα σώσουν τη ζωή µιας κοπέλας, αλλά έναν ενήλικα που σκύβει από πάνω της και πιέζει τα χείλη του στο στόµα της. Το ελεύθερο χέρι του βρίσκεται στο ύψος του αφαλού της… Έκλεισα τη µύτη της και φύσηξα αέρα στα πνευµόνια της. Ταυτόχρονα πίεσα µε δύναµη το υπογάστριό της. Χρειάστηκε να το κάνω µόλις µία φορά για να τα βγάλει όλα. Δεν πρόλαβα καν να τραβήξω τα χείλη µου από τα δικά της. Ένα κύµα βότκας µπήκε στο στόµα µου. Κι όχι µόνο βότκα. Ένα δηλητηριώδες
µείγµα
από
βότκα,
µισοχωνεµένα
υπολείµµατα τροφής και στοµαχικά υγρά. Τη σήκωσα απότοµα, για να µην πνιγεί στα ίδια της τα ξερατά. Έγλειψα τα χείλη µου και έφτυσα δυο τρεις φορές στην άµµο. Τα υπόλοιπα κύλησαν στην κοιλιά και τα πόδια της. Άνοιξε
όµως τα µάτια της. Έβγαλε έναν ήχο. Έναν αόριστο ήχο πρώτα – ακούστηκε σαν γουργουρητό που ερχόταν από πολύ βαθιά, σαν
βουλωµένος
νεροχύτης
που
ξαφνικά
αδειάζει.
Ακολούθησαν ήχοι και λόγια. Λόγια στη δική της γλώσσα, αν άκουγα καλά. Λετονικά. Σηκώθηκα όρθιος, έπιασα τους καρπούς της και κράτησα τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της.
Αέρας.
εισπνεύσει
Οξυγόνο.
οξυγόνο.
Τώρα
Μερικοί
έπρεπε από
προπαντός
τους
άντρες
να που
πρωτύτερα είχαν αρπάξει τον Ραλφ, τον Στάνλεϊ κι εµένα χειροκρότησαν. Κανονικά αυτή είναι πάντα η ωραιότερη στιγµή. Ο γιατρός. Ο γιατρός µόλις έσωσε µια ζωή. Για µερικά λεπτά στέκεται στο άπλετο φως των προβολέων. Ο πατέρας των τριών παιδιών ήρθε την εποµένη για να µου φέρει ένα µπουκάλι κρασί. Θα µπορούσε να είχε πολύ χειρότερη κατάληξη, περνάει ξαφνικά απ’ το µυαλό τους. Ύστερα σε ξεχνούν πάλι. Το πλήθος άνοιξε δρόµο όταν κατευθύνθηκα προς το εστιατόριο, µε το αριστερό µου µάτι σφιχτά κλεισµένο. Κάποιοι µου έδωσαν ένα χτυπηµατάκι στον ώµο. Κάποιος σήκωσε τον αντίχειρά του και µου έκλεισε το µάτι. Σε διάφορες γλώσσες µουρµούρισαν επαινετικά λόγια. Αλλά εµένα άρχισε να µε τρώει κυρίως ένα αίσθηµα ανησυχίας. Ίσως
το
είχα
προσπεράσει
υπερβολικά
ανέµελα,
συνειδητοποίησα τώρα: το απλό γεγονός ότι η δεκατριάχρονη κόρη µου είχε πάει σ’ ένα παραλιακό µαγαζί ενάµισι χιλιόµετρο πιο πέρα, παρέα µ’ ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι. Δεν θέλησα να φανώ στενόµυαλος. Με είχε µεν εκνευρίσει το γεγονός ότι ο Ραλφ δεν µε περίµενε και στα καλά καθούµενα είχε δώσει την άδεια στον Άλεξ και τη Γιούλια, αλλά αµέσως µετά το είχα ξεχάσει πάλι. Είχα –δυσκολεύτηκα κάπως να το παραδεχτώ στον εαυτό µου– άλλα πράγµατα στο µυαλό µου. Τα άλλα πράγµατα είχαν παραµερίσει το απλό γεγονός ότι ένα δεκατριάχρονο κορίτσι είχε περάσει από ένα σκοτεινό κοµµάτι της ακτής, για να πάει σ’ ένα µαγαζί που βρισκόταν σε αρκετά µεγάλη απόσταση. Προσπάθησα να µην αφήσω τη φαντασία µου να αφηνιάσει. Κατέβαλα τεράστια προσπάθεια για να αναχαιτίσω τη φαντασία µου εδώ και τώρα. Πρώτα το µάτι, είπα στον εαυτό µου. Μ’ ένα µισόκλειστο µάτι που πονούσε και χτυπούσε ήµουν σχεδόν ανάπηρος. Αλλά όταν µπήκα στην τουαλέτα και έκανα µια πρώτη προσπάθεια να κοιταχτώ στον καθρέφτη, ήδη δεν µπορούσα να σταµατήσω τις σκέψεις. Σκεφτόµουν αυτά που κάθε πατέρας σκέφτεται αργά ή γρήγορα. Κάθε πατέρας µιας κόρης, πρέπει να πω. Το σκοτεινό κοµµάτι της παραλίας. Το σκοτεινό κοµµάτι του πάρκου ανάµεσα στο σχολείο και το σπίτι µετά το τέλος του σχολικού πάρτι. Κυκλοφορούσαν
αρκετοί µεθυσµένοι άντρες απόψε. Σκέφτηκα τον Άλεξ. Από αυτή την πλευρά η κόρη µου µάλλον δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Ήταν ένα γλυκό, λιγάκι αργόστροφο αγόρι που του άρεσε να της κρατάει το χέρι – και ποιος ξέρει: µπορεί και άλλα πράγµατα. Εν πάση περιπτώσει παραήταν γλυκό και αργόστροφο, αν τυχόν οι µεθυσµένοι ύποπτοι άντρες προσπαθούσαν να ριχτούν στην κόρη µου. Κάπου στο σκοτεινό κοµµάτι της παραλίας ή στο άλλο παραλιακό µαγαζί. Ο νους µου δεν πήγε σε άλλα πράγµατα. Μου φαινόταν απίθανο η Γιούλια να ξεσαλώσει σαν την κοπέλα από τη Λετονία µε τις βότκες της. Στις διακοπές την αφήναµε να δοκιµάσει µια γουλίτσα κρασί ή µπίρα στο εστιατόριο. Αλλά κατά βάθος δεν της πολυάρεσε. Έβαζε το ποτήρι στα χείλη της και έκανε έναν µορφασµό αηδίας, έµοιαζε σχεδόν σαν να το έκανε περισσότερο για µας παρά για τον εαυτό της. Όχι, ο νους µου πήγε κυρίως στους µεθυσµένους
ύποπτους
άντρες
που
θα έβλεπαν ένα
δεκατριάχρονο κοριτσάκι ως εύκολη λεία. Βροµιάρηδες. Άντρες σαν τον Ραλφ, πέρασε αστραπιαία από το µυαλό µου. Και σκέφτηκα και κάτι άλλο. Σκέφτηκα την Καρολίν. Έχω ήδη πει πως συχνά παίζω τον ρόλο του άνετου πατέρα, του πατέρα που επιτρέπει τα πάντα – ε, καλά, ίσως όχι τα πάντα, αλλά οπωσδήποτε περισσότερα από τη µονίµως υπερβολικά
ανήσυχη µητέρα. Αυτός ο ρόλος µού πηγαίνει γάντι όσο η Καρολίν κι εγώ είµαστε µαζί. Μόλις είµαι µόνος µου, µε πιάνει πανικός. Σ’
ένα υπαίθριο
καφενείο
ή σ’
ένα
πολυκατάστηµα, σε µια παραλία! –σε όλα τα µέρη µε πολύ ή αντιθέτως πολύ λίγο κόσµο, µέρη χωρίς αρκετό φως– κοιτάζω πιο συχνά γύρω µου για να βεβαιωθώ ότι δεν τις έχω χάσει. Στο µεταξύ όχι τόσο συχνά πια όσο όταν η Γιούλια κι η Λίζα ήταν ακόµη πολύ µικρές, αλλά και πάλι… Ο πανικός είχε δύο πρόσωπα. Το πρώτο πρόσωπο ήταν ο συνηθισµένος φόβος ότι ανά πάσα στιγµή κάτι θα µπορούσε να συµβεί: µια µπάλα που φεύγει σε δρόµο µεγάλης κυκλοφορίας, ένας παιδεραστής, ένα µεγάλο κύµα που τις παρασέρνει στα ανοιχτά. Το δεύτερο ήταν το πρόσωπο της Καρολίν. Ή καλύτερα να πω: η φωνή της. Δεν µπορούσες να είσαι πιο προσεκτικός; έλεγε η φωνή. Πώς µπόρεσες να τις αφήσεις µόνες τους µε τόση κίνηση; Έχω αναρωτηθεί κατά καιρούς αν θα ήµουν τόσο πανικόβλητος, αν έπρεπε να τα βγάλω πέρα µόνος µου. Πραγµατικά µόνος µου, θέλω να πω. Ως χωρισµένος πατέρας. Ως χήρος. Αλλά σ’ αυτή την τελευταία λέξη η εικόνα ακινητοποιούνταν πάραυτα. Η φαντασία µου απλούστατα σταµατούσε. Μακριά από µας, ούτε να το σκεφτώ δεν θέλω, έλεγα στον εαυτό µου – και τότε η φαντασία πέθαινε έναν ήσυχο θάνατο.
Έτσι λοιπόν άκουγα και τώρα τη φωνή της Καρολίν. Πώς µπόρεσες να την αφήσεις να πάει µόνη της µ’ αυτό το αγόρι σ’ εκείνο το παραλιακό µαγαζί; Κοίταξα στον καθρέφτη της τουαλέτας. Το µατωµένο µάτι µου. Δεν έφταιγα εγώ, διατύπωσα νοερά την απάντησή µου. Είχαν ήδη φύγει. Πήραν άδεια από τον Ραλφ και τη Γιούντιτ… Ήταν µια πολύ δειλή απάντηση, το ήξερα. Μια απάντηση του κώλου. Και πριν ακόµη η φωνή της Καρολίν προλάβει να προφέρει την επόµενη πρόταση –Αν είχα έρθει κι εγώ στην παραλία, δεν θα είχε συµβεί ποτέ–, είχα πάρει την απόφασή µου.
30
ΦΥΣΙΚΑ ΔΟΚΙΜΑΣΑ ΠΡΩΤΑ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΤΗΣ. Πριν από έναν χρόνο, όταν πήγε από το δηµοτικό στο γυµνάσιο, είχαµε πάρει στη Γιούλια κινητό. Για την ασφάλειά της, λέγαµε στον εαυτό µας. Έτσι θα µπορέσει να µας πάρει όποτε χρειαστεί. Κι εµείς αυτή, σκεφτήκαµε. Αλλά από την αρχή η Γιούλια έγινε µανούλα στο ν’ ανοίγει το κινητό της µόνο όταν τη βόλευε. Ήταν στην τσάντα µου, γι’ αυτό, φαντάζοµαι, δεν το άκουσα, έλεγε τότε. Ή: έµεινα από µπαταρία. Γι’ αυτό και δεν ξαφνιάστηκα όταν µετά τρεις χτύπους βγήκε ο τηλεφωνητής. Ν’ αφήσω µήνυµα δεν είχε κανένα νόηµα, ήξερα. Έτσι κι αλλιώς δεν άκουγε ποτέ τα µηνύµατα στον τηλεφωνητή της. Δεν ξαφνιάστηκα λοιπόν, από την
άλλη δεν ανησύχησα στ’ αλήθεια. Υπήρχε µεγάλη πιθανότητα να µην είχε το κινητό µαζί της, να το είχε αφήσει στο εξοχικό. Και αν το είχε µαζί της, ήταν φυσικά η κατεξοχήν βραδιά για να µην το έχει ανοιχτό: παρέα µ’ ένα χαριτωµένο αγόρι
σε
µια
παραλία
κάτω
από
τα
αστέρια,
ποιο
δεκατριάχρονο κορίτσι θέλει µια τέτοια βραδιά να του τηλεφωνήσουν οι αιωνίως γκρινιάρηδες γονείς του; «Είδες τη Γιούντιτ;» ρώτησα τη Λίζα, αφού κατάφερα µε κάποια δυσκολία να τραβήξω την προσοχή της κι ήρθε αναστενάζοντας κοντά µου. «Ποιον;» Δεν µε άκουγε στ’ αλήθεια, το βλέµµα της παρέµενε στραµµένο στα αγόρια που έπαιζαν ποδόσφαιρο. «Τη Γιούντιτ. Τη µητέρα του Τόµας». Δεν πήρα απάντηση. Το πρόσωπό της ήταν ιδρωµένο, έδιωξε µια τούφα µαλλιών από τα µάτια της. «Λίζα…» «Ορίστε;» «Σε ρώτησα κάτι». «Συγγνώµη, τι ρώτησες;» Τώρα µε κοίταξε για πρώτη φορά. «Τι έπαθε το µάτι σου, µπαµπά;» Για µια στιγµή έκλεισα σφιχτά το µάτι και ύστερα προσπάθησα να το ανοίξω. Αλλά δεν είχε νόηµα. Άρχισε αµέσως να δακρύζει.
«Τίποτα» είπα. « Έχω ένα… κάτι πετάχτηκε µέσα, ένα ζουζούνι ή κάτι τέτοιο…» «Η µητέρα του Τόµας κάθεται εκεί πέρα» είπε η Λίζα και έδειξε την απέναντι πλευρά του τµήµατος της παραλίας που έπαιζε τον ρόλο ποδοσφαιρικού γηπέδου. Εκεί η παραλία ήταν ελαφρώς ανηφορική, ακριβώς από πίσω ήταν η θάλασσα. Η Γιούντιτ καθόταν στην άµµο µε τα πόδια µαζεµένα. Αρχικά δεν µε πρόσεξε όταν της κούνησα το χέρι, ύστερα όµως µε είδε. Μου κούνησε κι αυτή το χέρι. Άντε να παίξεις πάλι, πήγα να πω στη Λίζα, αλλά είχε ήδη φύγει τρέχοντας.
Περνώντας
ανάµεσα στους
παίκτες,
διέσχισα το γήπεδο. «Λοιπόν» είπε όταν κοντοστάθηκα µπροστά της. «Άναψες πολλές ρουκέτες;» Κρατούσε
ένα
τσιγάρο
ανάµεσα
στα
δάχτυλά
της.
Ψαχούλεψα στην τσέπη µου και τράβηξα το δικό µου πακέτο. Έσκυψα προς το µέρος της, για να µπορέσει να µου δώσει φωτιά. «Πάω να ρίξω µια µατιά στο άλλο µαγαζί» είπα. «Εκεί που πήγαν ο Άλεξ και η Γιούλια». Είχα υιοθετήσει έναν όσο το δυνατόν πιο ανάλαφρο τόνο, αλλά ίσως ακούστηκε τελικά και κάποια ανησυχία στη φωνή µου.
«Θες να έρθω µαζί σου;» ρώτησε η Γιούντιτ. Τράβηξα µια ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο µου. Ούτε πέντε µέτρα µακριά µας τα κύµατα έσκαγαν στην άµµο. Ψιλές σταγονίτσες πιτσίλιζαν το πρόσωπό µου. «Δεν ξέρω…» Έκανα µια χειρονοµία προς τα πίσω, όπου τα µικρότερα παιδιά µας έπαιζαν ποδόσφαιρο. «Αχ, δεν µας προσέχουν καν. Άσε που είναι τόσοι άνθρωποι τριγύρω. Μόνο να µη φύγουν αποδώ…» Σηκώθηκε όρθια. «Πάω να το πω στον Τόµας, θα είµαστε πίσω στο πι και φι. Τι έπαθε το µάτι σου;»
Το σκοτεινό κοµµάτι της παραλίας ήταν λιγότερο σκοτεινό απ’ όσο νόµιζα. Κατά τόπους υπήρχαν εξοχικά πάνω και πίσω από τις θίνες µε φωταγωγηµένες βεράντες. Έπειτα από µόλις δέκα λεπτά το ντούπου ντούπου πίσω µας γινόταν πιο αµυδρό και δυνάµωνε ο ήχος από το άλλο παραλιακό µαγαζί. Διαφορετική
µουσική,
αν
άκουγα καλά:
σάλσα –
ή
οπωσδήποτε κάτι λατινοαµερικάνικο. Η Γιούντιτ είχε βγάλει τις σαγιονάρες της και τις κρατούσε στο χέρι. Η ανησυχία που ένιωθα πριν από λίγο χάθηκε από τη µια στιγµή στην άλλη. Όπως τόσο συχνά, είχα πάλι αναστατωθεί για το τίποτα, έλεγα στον εαυτό µου. Τι θα µπορούσε να
συµβεί
εδώ,
για
όνοµα
του
Θεού;
Πού
και
πού
συναντούσαµε µικρές οµάδες ανθρώπων, νεαρών κυρίως, εφήβων µε µαγιό βερµούδες και µπικίνι, µερικά ζευγαράκια που σεργιάνιζαν αγκαλιασµένα τρυφερά και σταµατούσαν κάθε πέντε µέτρα για να φιληθούν. «Σόρι που έφυγα έτσι στα καλά καθούµενα» είπε η Γιούντιτ. «Αλλά µου τη δίνει όταν ο Ραλφ φέρεται έτσι. Κάνει σαν µεγάλο παιδί. Καµιά φορά ξεχνάει ότι έχει κι ο ίδιος παιδιά. Τσατίζοµαι πάρα πολύ όταν φέρεται έτσι παρουσία τους». Δεν µίλησα. Την πλησίασα λίγο πιο πολύ, µε αποτέλεσµα ο πήχης µου να αγγίξει προς στιγµήν τον δικό της. Μύρισα κάτι αόριστο: θαλάσσια αύρα ανακατωµένη µε τη µυρωδιά κάποιου αρώµατος ή αποσµητικού. Ήταν µόνο θέµα χρόνου, ήξερα. Ή µάλλον: θέµα τάιµινγκ. Να την πιάσω από τώρα από τη µέση θα ήταν βεβιασµένο. Υπολόγισα την απόσταση ως τα φωτάκια του άλλου µαγαζιού. Δέκα λεπτά. Μέσα σε δέκα λεπτά θα ήταν ολόδική µου. Αλλά έπρεπε να το χειριστώ µε λεπτότητα. Όχι µε πραγµατική λεπτότητα, φυσικά: µε λεπτότητα στα δικά της µάτια. «Κατά βάθος εµένα µε πιάνουν τα γέλια» είπα. « Όταν βλέπω πώς ο Ραλφ µπορεί και απορροφάται τελείως από αυτό που κάνει. Είτε µπαίνει µε µάσκα και αναπνευστήρα στη
θάλασσα είτε κόβει έναν ξιφία σε φέτες, τα κάνει όλα µε τον ίδιο ενθουσιασµό. Με την ίδια ενεργητικότητα. Καµιά φορά ζηλεύω σχεδόν. Εγώ δεν έχω τόση ενεργητικότητα». Οι γυναίκες κακολογούν τους άντρες τους. Όλες οι γυναίκες. Πού και πού νιώθουν απλώς την ανάγκη να ξαλαφρώσουν. Αλλά ποτέ δεν πρέπει να συµφωνήσεις µαζί τους. Ποτέ. Δεν πρέπει να τους δώσεις την αίσθηση ότι έκαναν
λάθος
υπερασπιστείς
επιλογή. τον
Τουναντίον.
άντρα
που
Πρέπει
κριτικάρουν.
να Όταν
υπερασπίζεσαι τον άντρα που κριτικάρουν, εµµέσως κάνεις κοµπλιµέντο στις γυναίκες για το καλό τους γούστο. «Λες;» είπε η Γιούντιτ. « Ώρες ώρες µε κουράζει. Όλη αυτή η ενεργητικότητα». Πριν από κατσαρόλα, ο
λίγο
στην παραλία, όταν εκτόξευσε την
Ραλφ είχε
αποκαλέσει τη γυναίκα του
γκρινιάρα. Κατ’ εµέ είχε όλο το δίκιο του κόσµου. Η Γιούντιτ ήταν γκρινιάρα. Ήδη όταν άναψε τις ρουκέτες στον κήπο του εξοχικού, εκείνη γκρίνιαζε και µουρµούραγε για το τίποτα. Αλλά ήταν όµορφη και µύριζε ωραία. Δεν έπρεπε να είσαι παντρεµένος µε µια γυναίκα σαν τη Γιούντιτ. Κάθε φορά που έµπαινε στο σαλόνι θα έπρεπε να κατεβάζεις τα πόδια σου απ’ το τραπέζι. Θα έπρεπε να κουρεύεις το γκαζόν στην ώρα του, δεν θα σε άφηνε να πίνεις µπίρα στο κρεβάτι. Όταν
ρευόσουν ή έκλανες, θα έπαιρνε την ίδια αποδοκιµαστική έκφραση που είχε πάρει νωρίτερα στην εκτόξευση της κατσαρόλας. Αλλά δεν ήµουν παντρεµένος µαζί της. Ευτυχώς. Την είχα µόνο για απόψε. Ή το πολύ πολύ για δυο τρεις φορές ακόµα, αργότερα, όταν όλοι θα είχαµε γυρίσει από τις διακοπές. Το έβρισκα δύσκολο να το παραδεχτώ τόσο ανοιχτά, µπορεί µάλιστα να µην το συνειδητοποιούσα καν πλήρως, αλλά κάτι στην γκρίνια της µε ερέθιζε. Μια γυναίκα που δεν µπορούσε να γελάσει µε άντρες που έκλαναν. Που αν της δινόταν η ευκαιρία, θα τιµωρούσε αυτούς τους άντρες µε αποβολή. Θα έπρεπε να περιµένουµε στον διάδροµο ώσπου να µας καλέσει πάλι στην τάξη. Σ’ αυτή τη φαντασίωση ένιωσα τον πούτσο µου να αναζητάει χώρο µέσα στο σορτς µου. Κατέπνιξα την παρόρµηση να την αρπάξω εδώ και τώρα και να τη ρίξω στην άµµο χωρίς πολλά πολλά. Να πάρω την πρωτοβουλία. Να την πάρω µε το ζόρι, οι γυναίκες πάντα το γουστάρουν αυτό. Όλες οι γυναίκες. «Μπορώ να φανταστώ ότι εσένα σε κουράζει» είπα. «Από την άλλη, µάλλον δεν θα πλήττεις συχνά µε έναν άντρα σαν τον Ραλφ. Θέλω να πω, αυτός όλο και κάποια ιδέα κατεβάζει». Ο ίδιος θα έπληττα θανάσιµα, ήξερα. Ύστερα από µόλις µία
µέρα. Αλλά εγώ δεν ήµουν γυναίκα. Δεν ήµουν γυναίκα σαν τη Γιούντιτ. Δεν ήµουν γκρινιάρα. Ούτε κατσίκα. Ήταν µεν καυλιάρα κατσίκα, αλλά ήταν λιγάκι όπως όλες οι αντρικές φαντασιώσεις
για
γυναίκες
σε
υπεύθυνες
θέσεις
(αεροσυνοδούς, δασκάλες, πουτάνες), ήταν κυρίως τόσο φοβερά διαφανής. Κι ήταν αυτή η διαφάνεια που µε καύλωνε πιο πολύ απ’ όλα, το ήξερα. Γυναίκες που παραπονιούνται για τα πάντα. Για ρουκέτες, για τη φασαρία που θα ενοχλεί τους γείτονες και χύτρες που εκτοξεύονται εκατοντάδες µέτρα στον αέρα, για τους δικούς τους άντρες που φέρονται σαν µικρά παιδιά, αλλά στο µεταξύ… Στο µεταξύ, µε µία κίνηση τον βγάζουν απ’ το παντελόνι σου και θέλουν να τον χώσεις µέσα βαθιά – ως εκεί που δεν πάει άλλο. «Είναι απλώς ότι συχνά µου φέρεται χωρίς σεβασµό» είπε η Γιούντιτ. «Μπροστά σε άλλους, αυτό είναι που µε πειράζει περισσότερο. Μονίµως καταφέρνει να µε παρουσιάζει σαν µια γυναίκα που γκρινιάζει για τα πάντα. Και επειδή δεν έχω όρεξη να στήσω καβγά µπροστά σε τρίτους, φεύγω». «Οκέι» είπα. Οκέι ήταν η νέα λέξη της µόδας. Στην αρχή είχα ακόµη αντισταθεί όταν άκουγα τις κόρες µου να τη χρησιµοποιούν όποτε τους κάπνιζε, αλλά, όπως συµβαίνει συχνά µε λέξεις που είναι της µόδας, ήταν κυρίως κολλητική. Ήταν εύχρηστη
λόγω της διπλής σηµασίας της: έλεγες ταυτόχρονα ναι και ότι καταλάβαινες πολύ καλά τι εννοούσε ο άλλος. «Άρχισα να το προσέχω» συνέχισε η Γιούντιτ. «Δεν το κάνει µόνο µ’ εµένα. Το κάνει µε όλες τις γυναίκες. Θέλω να πω, από τη µια είναι πολύ γοητευτικός, αλλά από την άλλη βλέπει τις γυναίκες απλώς σαν όντα που είναι πιο χαζά από τους άντρες. Δεν ξέρω, κάτι στον τόνο της φωνής του, το πώς τις κοιτάζει…» «Οκέι» είπα ξανά. «Να είµαι σαφής: ο Ραλφ πραγµατικά γουστάρει τις γυναίκες. Αυτό ακριβώς είναι που µ’ έκανε να τον ερωτευτώ κάποτε. Το πώς σε κοιτάζει, το πώς κοίταζε εµένα, αισθάνεσαι ωραία ως γυναίκα. Ποθητή. Κι αυτό είναι υπέροχο για µια γυναίκα, να βλέπεις έναν άντρα να σε κοιτάζει έτσι. Αλλά αργείς λιγάκι να καταλάβεις ότι ένας γυναικάς δεν κοιτάζει µόνο εσένα κατ’ αυτό τον τρόπο, αλλά όλες τις γυναίκες». Αποφάσισα αυτή τη φορά να µην πω τίποτε απολύτως. Σκέφτηκα τον γυναικά Ραλφ. Τα λάγνα βλέµµατά του στην Καρολίν. «Η Καρολίν σού είπε ποτέ τίποτα σχετικά;» ρώτησε η Γιούντιτ. «Θέλω να πω: έχεις πολύ ωραία γυναίκα, Μαρκ. Δεν θα µε εξέπληττε».
«Μπα, όχι. Δεν νοµίζω. Τουλάχιστον εγώ δεν την άκουσα ποτέ να λέει κάτι τέτοιο». Κοιτούσα ίσια µπροστά µου, προς τα φωτάκια του άλλου παραλιακού µαγαζιού που πλησιάζανε. Έπρεπε να βιαστώ, λίγο ακόµα και θα ήταν αργά – αλλά ήταν λάθος στιγµή. Λάθος συζήτηση κυρίως. «Και υπάρχει και κάτι άλλο» είπε η Γιούντιτ· είχε σταµατήσει. Αυτό ήταν καλό. Όσο εµείς δεν βρισκόµασταν σε
κίνηση,
σταµατούσε
και
ο
χρόνος.
«Πρέπει
να
υποσχεθείς να µην το πεις σε κανέναν. Σε κανέναν. Ούτε καν στη γυναίκα σου». Την κοίταξα. Δεν µπορούσα να δω καλά το πρόσωπό της, µόνο το περίγραµµα των µαλλιών της µε φόντο τη θάλασσα που πάφλαζε στο σκοτάδι. Αυτό, και κάτι που αντανακλούσε στα µάτια της: ένα φωτάκι, ένα σπίθισµα, όχι περισσότερο φως από το φως της φλόγας ενός κεριού. «Το υπόσχοµαι» είπα. Αυτή τη στιγµή η παραλία ήταν έρηµη. Δεν είχα να κάνω παρά ένα µόνο βήµα. Ένα µόνο βήµα και θα έθαβα τα χέρια µου σ’ αυτά τα µαλλιά, θα πίεζα τα χείλη µου στα δικά της κι ύστερα πιο κάτω – πρώτα θα γονατίζαµε στην άµµο, τα υπόλοιπα θα ακολουθούσαν από µόνα τους. «Υπήρξαν φορές, κάποιες σπάνιες φορές, που τον
φοβήθηκα» είπε η Γιούντιτ σιγανά. «Μαλώναµε, λόγου χάρη, και τότε το έβλεπα ξαφνικά στα µάτια του: τώρα θα µε δείρει, σκεφτόµουν. Έννοια σου: ποτέ δεν έχει απλώσει χέρι πάνω µου. Έχει εκσφενδονίσει ολόκληρα σερβίτσια στον τοίχο, αλλά ποτέ δεν µε έχει χτυπήσει. Το έβλεπα µόνο στο βλέµµα του. Νοερά τώρα µε δέρνει, σκεφτόµουν. Νοερά µε κάνει τόπι στο ξύλο». «Οκέι» είπα, αλλά ξαφνικά αυτό δεν µου φάνηκε αρκετό. «Μα όσο το κάνει µόνο νοερά, δεν είναι και τόσο τροµερό» συµπλήρωσα. Η Γιούντιτ αναστέναξε βαθιά. Με έπιασε από τον καρπό. Κατέπνιξα την παρόρµηση να την τραβήξω απάνω µου µε µία κίνηση. « Όχι, αλλά βρίσκοµαι πάντα σε επιφυλακή» είπε. « Έχω πάντα διατηρήσει την αίσθηση ότι µια µέρα µπορεί να συµβεί στ’ αλήθεια. Ότι θα χάσει την αυτοσυγκράτησή του και ξαφνικά θα µου δώσει µια σφαλιάρα. Καµιά φορά σκέφτοµαι ότι το ξέρει κι αυτός. Ότι εγώ αυτό πιστεύω, εννοώ. Και ότι αυτός είναι ο λόγος που ακόµη δεν έχει συµβεί». «Και το έχετε συζητήσει ποτέ; Μήπως είναι καλύτερο να το κουβεντιάσεις; Προτού συµβεί στ’ αλήθεια, θέλω να πω». Έλεγα ό,τι µου κατέβαινε. Και είχα απόλυτη συνείδηση
του τι έκανα. Σε τελική ανάλυση το όλο θέµα µε άφηνε παγερά αδιάφορο. Αλλά αυτό φυσικά δεν έπρεπε να το αφήσω να φανεί. Έπρεπε να συνεχίσω να παριστάνω τον γεµάτο ενδιαφέρον
και
κατανόηση
άντρα.
Να
προσποιούµαι
ειλικρινές ενδιαφέρον. Μόνο ο γεµάτος κατανόηση άντρας θα έπαιρνε αργότερα αυτό που δικαιούνταν. «Τι πιστεύεις εσύ;» ρώτησε η Γιούντιτ. «Πιστεύεις ότι ο Ραλφ θα µπορούσε να γίνει βίαιος έτσι στα ξαφνικά;» Σκέφτηκα τη µικρή Νορβηγίδα την οποία µόλις µια ώρα νωρίτερα είχε αρπάξει από τον καρπό και είχε ρίξει στην άµµο κι ύστερα είχε προσπαθήσει να την κλοτσήσει στο στοµάχι. Νοερά τον άκουσα πάλι να φωνάζει βροµοπουτάνες του κερατά! « Όχι, µου φαίνεται απίθανο» είπα ενώ µε τη σειρά µου έπιανα τον καρπό της Γιούντιτ. «Θέλω να πω: ο Ραλφ έχει περίσσευµα
ενέργειας.
Τέτοιοι
άνθρωποι
καµιά
φορά
γίνονται µπαρούτι. Πρέπει κάπου να διοχετεύσουν την ενέργειά τους. Αλλά κατ’ εµέ φροντίζει ο ίδιος ώστε να τη διοχετεύσει εγκαίρως. Με όλα αυτά που κάνει, εννοώ. Με τον τρόπο που ρίχνεται στο καθετί. Το να ασκήσει βία κατά των γυναικών, κατά της ίδιας της γυναίκας του, κατ’ εµέ δεν συγκαταλέγεται σ’ αυτά». Με τον αντίχειρά µου χάιδεψα τον καρπό της. «Είναι πολύ γλυκός για να κάνει κάτι τέτοιο» υπερθεµάτισα.
«Μαµά». Δεν είχαµε δει ούτε ακούσει τον Άλεξ να πλησιάζει. Τώρα στεκόταν ξαφνικά δυο µέτρα από µας. Ταυτόχρονα η Γιούντιτ κι εγώ αφήσαµε τους καρπούς µας. Υπερβολικά βιαστικά, συνειδητοποίησα αµέσως· πιαστήκαµε στα πράσα. «Γεια σου, Άλεξ» είπε η Γιούντιτ. «Μαµά…» Πλησίασε άλλα δύο βήµατα. Μερικές ξανθές µπούκλες κρέµονταν µπροστά στα µάτια του. Δεν φαινόταν πολύ καλά στο µισοσκόταδο, αλλά κάτι γυάλιζε στο πρόσωπό του. Κάτι υγρό. Ιδρώτας; Ή δάκρυα; «Πού είναι η Γιούλια;» ρώτησε η Γιούντιτ. «Μαµά…» είπε ξανά· τώρα το άκουσα στη φωνή του: έκλαιγε. Έκανε ένα τελευταίο βήµα προς τη µητέρα του και τύλιξε τα χέρια γύρω από τους ώµους της. Είχε σχεδόν το ίδιο ύψος µ’ εκείνη. Η Γιούντιτ έβαλε ένα χέρι στο πίσω µέρος του κεφαλιού του και τον έσφιξε επάνω της. «Άλεξ, τι τρέχει; Πού είναι η Γιούλ ια;»
31
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΓΙΟΥΛΙΑ; Όταν γυρίζω πίσω την ταινία της ζωής µου, συνήθως αρχίζει µ’ αυτά τα λόγια. Να τη γυρίσω πιο πίσω δεν έχει νόηµα. Βλέπεις µια παραλία κι ένα εξοχικό, µια πισίνα και ρουκέτες, κοµµάτια ξιφία που τσιτσιρίζουν στη σχάρα ενός µπάρµπεκιου. Συνηθισµένες εικόνες διακοπών. Εικόνες
χωρίς
διπλή
σηµασία.
Χωρίς
συναισθηµατική
φόρτιση. Από το Πού είναι η Γιούλια; η ταινία της ζωής µου προχωρούσε πια µόνο µπροστά. Δεν ήταν καν ότι τα στιγµιότυπα από τις διακοπές απέκτησαν ξαφνικά σηµασία ή φόρτιση µε αναδροµική ισχύ. Όχι, ήταν κάτι άλλο· απλώς δεν ήθελες να τις ξαναδείς ποτέ. «Τι συνέβη, Άλεξ;» ρώτησε η Γιούντιτ, ενώ έσφιγγε πάντα τον γιο της απάνω της. Δεν πήρε απάντηση, ακουγόταν µόνο
το σιγανό αναφιλητό πάνω στο στήθος της µητέρας του. Εκ των υστέρων δεν θέλω να δικαιολογήσω τίποτα. Έκανα ό,τι έκανα. Την επόµενη φορά θα ξανάκανα ακριβώς το ίδιο, λένε οι άνθρωποι για να δικαιολογήσουν τις βεβιασµένες πράξεις τους. Εγώ όχι. Εγώ θα τα είχα κάνει όλα διαφορετικά. Όλα. «Πού είναι η κόρη µου, γαµώτο;» φώναξα, ενώ άρπαξα τον Άλεξ από το µπράτσο και τον τράβηξα βίαια από την αγκαλιά της µάνας του. «Τι της έκανες, βροµιάρη;» «Μαρκ!» Η Γιούντιτ έπιασε τον γιο της από τον καρπό και προσπάθησε να τον ξανατραβήξει κοντά της. «Εσύ» είπα ήρεµα «βγάλε τον σκασµό». Προς στιγµήν µε κοίταξε σαν χάννος, ύστερα άφησε τον Άλεξ. «Συγγνώµη» είπα κι ύστερα στράφηκα στο αγόρι. «Η Γιούλια. Πού είναι η Γιούλια;» «Δεν… δεν ξέρω» ψέλλισε. Και άρχισε να διηγείται, αποσπασµατικά και χωρίς σταθερή χρονική ακολουθία. Συγκράτησα την παρόρµηση να τον διακόπτω κάθε τόσο. Συγκεντρώσου, έλεγα στον εαυτό µου. Συγκεντρώσου και προσπάθησε να µη σου διαφύγει τίποτα. Έπρεπε ν’ ανοίξω τ’ αυτιά µου. Ν’ ακούσω ως γιατρός.
Μπορούσα όταν ήθελα. Μέσα σ’ ένα λεπτό να κάνω διάγνωση. Να βγάλω συµπέρασµα. Μέσα σ’ ένα λεπτό, για να έχω τα υπόλοιπα δεκαεννιά λεπτά για τον εαυτό µου. Εκείνοι –ο Άλεξ κι η Γιούλια– είχαν πάει µε τα πόδια στο άλλο παραλιακό µαγαζί. Εκεί είχαν πιει κάτι στο µπαρ. «Κόκα κόλα, µαµά, τ’ ορκίζοµαι» είπε στη µητέρα του. «Κι η Γιούλια µια Φάντα». Για ένα διάστηµα είχαν χαζέψει τον κόσµο που χόρευε. Η Γιούλια ήθελε να χορέψει, ο Άλεξ όχι. Προσπάθησε να τον σηκώσει, δεν έπρεπε να είναι τόσο ξενέρωτος, άντε, έλα, άντε, πάµε να χορέψουµε. Εκείνος δεν ενέδωσε. Υπήρχαν µεν µερικοί έφηβοι, αλλά οι περισσότεροι ήταν ενήλικες. Κι ακόµα και αυτοί οι έφηβοι ήταν πιο µεγάλοι από τους ίδιους. Ήταν πράγµατι οι µικρότεροι. Είχε αισθανθεί άβολα. Έλα, πάµε πίσω, είχε πει. Θα αναρωτιούνται πού χαθήκαµε τόση ώρα. Εκείνη είχε πει ότι ήταν φλώρος, ότι ήταν φοβητσιάρης – κι ύστερα είχε ανέβει µόνη της στην πίστα. Εκείνος έµεινε να την κοιτάζει για ένα διάστηµα, µόνος του στην µπάρα, την είδε να χώνεται µέσα στο πλήθος που χόρευε κι ύστερα ν’ αρχίζει κι η ίδια να χορεύει. Δεν του έδινε σηµασία πια. Χόρευε. Πρώτα µ’ ένα τσούρµο κορίτσια που όλα ήταν µεγαλύτερα από εκείνη, αλλά ύστερα προστέθηκαν και αγόρια, που χόρευαν γύρω της. Βρέθηκε σε δίληµµα. Θα µπορούσε ακόµη: θα
µπορούσε να πάει κοντά της, θα µπορούσε να το ρίξει κι αυτός στον χορό και όλα θα ήταν πάλι όπως πριν – αλλά φοβόταν ότι θα τον κορόιδευε, ότι τότε θα τον έβρισκε ακόµα πιο µεγάλο φλώρο. Η ιστορία µού ακούστηκε γνωστή. Η ιστορία κάθε άντρα – και µόνο γι’ αυτό πιστευτή. Είχε θυµώσει κιόλας, είπε. Δεν έπρεπε να τον παρατήσει έτσι. Κάποια στιγµή είχε φύγει από το µπαρ, είχε πάει στην παραλία. Θα την πλήρωνε µε το ίδιο νόµισµα, σκέφτηκε. Σε λίγο θα τον έψαχνε και δεν θα τον έβρισκε. Είχε πάει µέχρι το σηµείο που τα κύµατα έσκαγαν στην άµµο. Εκεί είχε σταµατήσει για ένα διάστηµα, δεν ήξερε πια για πόση ώρα, δύο τρία λεπτά το πολύ. Η οργή του καταλάγιασε. Αργά γύρισε πίσω στο µαγαζί, στην πίστα. Θα της έκανε έκπληξη. Θα χόρευε µαζί της. Αλλά εκείνη δεν ήταν πια εκεί. Είχε φύγει. Ο ίδιος είχε διασχίσει ολόκληρη την πίστα, µπρος πίσω κι από αριστερά προς τα δεξιά. Μια δυο φορές νόµισε ανακουφισµένος ότι την είδε, αλλά κάθε φορά ήταν κάποιο άλλο κορίτσι. Ένα κορίτσι που της έµοιαζε. Πρώτα είχε κάνει τον γύρο του µαγαζιού. Ύστερα είχε κοιτάξει στις γυναικείες τουαλέτες. Προσπάθησε να καταλάβει τι µπορεί να είχε συµβεί. Βαρέθηκε τον χορό και πήγε να τον βρει. Κι όταν δεν τον βρήκε, αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Πίσω στην παραλία όπου ήταν οι γονείς του. Οι γονείς του κι ο πατέρας της. Και
είχες το κινητό µαζί σου; διέκοψε η Γιούντιτ την αφήγησή του σ’ αυτό το σηµείο. Και λοιπόν; σκέφτηκα. Έπρεπε να της είχε τηλεφωνήσει; Αφού η Γιούλια δεν είχε το δικό της µαζί της…
Μα δεν
ήταν
και τόσο
τρελή
ερώτηση,
αναλογίστηκα την επόµενη στιγµή. Μπορούσε να είχε πάρει εµάς. Τη µητέρα του. Για να ρωτήσει µήπως είδαµε τη Γιούλια. Όχι, είπε ο Άλεξ. Το άφησα σπίτι, ήθελε φόρτιση. Είχε ξανακάνει τον γύρο του µαγαζιού. Πίσω από το µαγαζί τελείωνε η αµµουδιά κι άρχιζε ένα κοµµάτι της ακτής που ήταν γεµάτο βράχια. Δυο τρεις φορές είχε φωνάξει το όνοµά της. Τελικά αποφάσισε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να γυρίσει πίσω κι εκείνος. Είχε κάνει ένα µικρό κοµµάτι της διαδροµής και ύστερα από λίγο είχε αρχίσει να αµφιταλαντεύεται πάλι. Άραγε, αυτό θα έκανε η Γιούλια; αναρωτήθηκε. Θα διέσχιζε µόνη της αυτό το σκοτεινό κοµµάτι της παραλίας; Όχι, αναλογίστηκε. Ποτέ δεν θα το έκανε αυτό. Ούτε καν αν είχε σκοπό να τον κάνει ν’ ανησυχεί για πάρτη της µε την ξαφνική εξαφάνισή της. Είχε γυρίσει στο παραλιακό µαγαζί. Είχε ρωτήσει τους µπάρµαν. Ένα δεκατριάχρονο κορίτσι; Με µακριά ξανθά µαλλιά; Σίγουρα θα το είχαν προσέξει. Αναγκάστηκε να φωνάζει δυνατά για ν’ ακουστεί πάνω από τη µουσική. Οι µπάρµαν µιλούσαν µόνο σπασµένα αγγλικά. Μα πράγµατι – ένας από
αυτούς
θυµήθηκε τη Γιούλια. Τουλάχιστον έδωσε µια περιγραφή που της ταίριαζε γάντι. Αλλά ύστερα είχε κουνήσει το κεφάλι του. Την είχε δει, είπε. Στην πίστα. Αλλά αυτό ήταν πριν από ώρα. Μήπως την είδε να φεύγει µε κάποιον; ρώτησε ο Άλεξ. Είχε φύγει µόνη της; Ο µπάρµαν ανασήκωσε τους ώµους του. Σόρι, είπε. Δεν την είδα να φεύγει. Είδα µόνο ότι µια δεδοµένη
στιγµή
δεν
ήταν
πια εκεί.
Τώρα ο
Άλεξ
αµφιταλαντεύτηκε ξανά. Έπρεπε να ρωτήσει κι άλλους ανθρώπους αν την είδαν; Έπρεπε να πάει πάλι να την ψάξει; Ή ήταν καλύτερο να γυρίσει στην άλλη παραλία; Σ’ εµάς; Σκέφτηκα γρήγορα. Έβρισκα ότι η αφήγηση του Άλεξ ήδη είχε κρατήσει πολύ. Δεν αισθανόµουν πανικό, πιο πολύ ένα είδος παγωµένης ηρεµίας. Η καρδιά µου δεν χτυπούσε πιο γρήγορα, µάλλον πιο αργά. Δράση. Ήµουν καλός στη δράση. Στο να αναλάβω δράση. «Μα δεν πέσατε πάνω της;» ρώτησε ο Άλεξ τότε. Κάτι πρόσεξα επάνω του, κάτι που δεν µπορούσα αµέσως να το προσδιορίσω. Ίσως στον τόνο µε τον οποίο έκανε αυτή την ερώτηση: όχι τόσο σαν να τον ενδιέφερε πραγµατικά, περισσότερο σαν να ήταν η ερώτηση που λογικά έπρεπε να κάνει. Δεν µε κοιτούσε την ώρα που την έκανε. Κοιτούσε αποκλειστικά και µόνο τη µητέρα του. Δεν τολµάει να µε
κοιτάξει, σκέφτηκα. Αισθάνεται ένοχος επειδή έχασε κάτι δικό µου. Την κόρη µου. Έπρεπε να την είχε προσέξει καλύτερα. Δεν έπρεπε να του εµπιστευτώ την κόρη µου. Μα δεν το έκανα! αναλογίστηκα την επόµενη στιγµή. Έπρεπε να συγκρατηθώ για να µην τον αρπάξω πάλι και τον ταρακουνήσω. Δεν είχαµε πέσει πάνω στη Γιούλια. Υπήρχε µια µικρή πιθανότητα, θεωρητικά δεν ήταν εκατό τοις εκατό αδύνατον, να γύρισε µόνη της στα υπαίθρια µαγαζιά και να µην την προσέξαµε. Αλλά µόνο θεωρητικά. Η Γιούντιτ καθόταν σε ορατή θέση στο υπερυψωµένο τµήµα της παραλίας όπου παρακολουθούσε τη Λίζα και τον Τόµας να παίζουν ποδόσφαιρο. Ο ίδιος πέρασα το πολύ δέκα λεπτά στην τουαλέτα του εστιατορίου. Θα έπρεπε να µας είχε δει. Ή να την έχουµε δει εµείς. Η Γιούλια ήταν ακόµη κάπου εδώ πέρα, αποφάσισα. Εδώ κοντά ή µέσα στο παραλιακό µαγαζί που βρισκόταν µερικές εκατοντάδες µέτρα πιο πέρα. Η καρδιά µου χτυπούσε αργά πλην βαριά. Έπρεπε να δράσω τώρα. Δεν πρέπει να χάσω χρόνο, κάθε δευτερόλεπτο µετράει, πέρασε αστραπιαία απ’ το µυαλό µου, και παραλίγο να βάλω τα γέλια µ’ αυτή την πρόταση που έµοιαζε να προέρχεται περισσότερο από µια αστυνοµική σειρά παρά από την ίδια τη ζωή – τη ζωή που διαδραµατιζόταν τούτη τη στιγµή (τη δική µου ζωή!).
Χωρίς πια να δίνω σηµασία στη Γιούντιτ και τον Άλεξ, άρχισα να τρέχω στην κατεύθυνση του παραλιακού µαγαζιού. «Μαρκ!» άκουσα τη Γιούντιτ να φωνάζει πίσω µου. «Περίµενε!» Δεν γύρισα, αλλά συνέχισα να τρέχω. Για µερικές δεκάδες µέτρα ακόµα. Ύστερα αναλογίστηκα ότι δεν ήταν πρακτικό. Οι τρεις µας θα καταφέρναµε περισσότερα. Έπρεπε να ψάξουµε τη Γιούλια κι οι τρεις µαζί. «Ελάτε!» τους έκανα νόηµα, ενώ κοντοστάθηκα µια στιγµή. «Άντε, βιαστείτε!»
Ενώ η Γιούντιτ πήγε να ρίξει µια µατιά στις γυναικείες τουαλέτες, εγώ έβαλα τον Άλεξ να µου δείξει τον µπάρµαν τον οποίο είχε ρωτήσει για τη Γιούλια. Έκανα νόηµα στον µπάρµαν να πλησιάσει και φώναξα στο αυτί του. Αυτός φώναξε κάτι µε τη σειρά του που δεν το κατάλαβα. Ύστερα έδειξε τον κόσµο που σπρωχνόταν στην µπάρα για να παραγγείλει κάτι. Είµαι ο πατέρας της, ούρλιαξα. Με ξανακοίταξε καλά καλά. Ίσως έκανε προσπάθεια να µοιραστεί την ανησυχία µου, αλλά τα κατάφερε µόνο εν µέρει. Τα κορίτσια µεγαλώνουν, διάβασα στο βλέµµα του. Θα κάνουν πράγµατα που δεν είναι ανάγκη να τα ξέρει ο µπαµπάς. Άνοιξα
δρόµο µέσα από το πλήθος των χορευτών. Να ρωτήσω τυχαίους ανθρώπους µήπως είχαν δει ένα δεκατριάχρονο κορίτσι δεν µου φάνηκε καλή ιδέα. Αµέσως έξω από την πίστα υπήρχαν µερικά αλουµινένια σκαµπό
και ψηλά
τραπεζάκια στην άµµο. Σε ένα από αυτά τα τραπεζάκια στεκόταν η Γιούντιτ. «Πού είναι ο Άλεξ;» ρώτησα. «Τον έδιωξα» είπε. Την κάρφωσα µε τα µάτια. «Του είπα να πάει πίσω όσο πιο γρήγορα µπορεί» συνέχισε. «Να πάει οπωσδήποτε να βρει τον Ραλφ. Αλλά ποιος ξέρει, ίσως να είναι και η Γιούλια εκεί πέρα». Κοίταξα το πρόσωπό της που φωτιζόταν από τα κόκκινα και κίτρινα φώτα της ντίσκο που αναβόσβηναν. Ήταν πάντα το ίδιο πρόσωπο που µόλις πριν από λίγο ήθελα να πάρω στα χέρια µου για να πιέσω τα χείλη µου στα δικά της, αλλά τώρα είδα πρωτίστως την ανήσυχη µητέρα σ’ αυτό το πρόσωπο. Όχι ανήσυχη για την κόρη µου, αλλά για τον δικό της γιο. Δεν ξέρω πια αν το σκέφτηκα ήδη από τότε ή µόνο πολύ αργότερα, αλλά υπήρχε κάτι στην ιστορία του Άλεξ που δεν ταίριαζε. Ο χρόνος που πέρασε κυρίως. Πόση ώρα είχε χαζολογήσει
εκεί
πέρα πριν
αποφασίσει
να χτυπήσει
συναγερµό; Έκλαιγε όταν µας συνάντησε στην παραλία. Αλλά
έκλαιγε ήδη από πριν ή άρχισε να κλαίει µόνο όταν το µάτι του πήρε τη µητέρα του; «Θα µπορούσε να µας βοηθήσει» είπα. «Θα µπορούσε να µας υποδείξει κάποιον. Κάποιον που είδε να χορεύει µε τη Γιούλια, λόγου χάρη. Μπορεί ξαφνικά να θυµόταν κάτι». «Θεωρώ ότι πρέπει να είναι µε τον πατέρα του τώρα. Τα έχει τελείως χαµένα, Μαρκ. Είδες πόσο ένοχος αισθάνεται. Απέναντί σου». Με τον πατέρα του, σκέφτηκα, και παραλίγο να ξεσπάσω σε γέλια. Ίσως να είναι όντως σε καλύτερα χέρια µε τον πατέρα του. Ίσως αυτός µπορεί να του µάθει πώς να ξαπλώνει χάµω κορίτσια που αντιστέκονται. « Έχει λόγους να αισθάνεται ένοχος, Γιούντιτ;» ρώτησα – κι αµέσως
µετάνιωσα
που
το
ρώτησα
τόσο
ευθέως.
Περισσότερο ακόµα µετάνιωσα για τον τόνο της φωνής µου: σαν να τον κατηγορούσα. Δεν κατάφερα να καµουφλάρω τις αµφιβολίες µου για την εκδοχή του Άλεξ για τα γεγονότα. Κι αυτό δεν ήταν καλό. Τώρα είχα προειδοποιήσει τη µητέρα του. Θα ήταν πολύ πιο δύσκολο αργότερα να τον πιάσω να λέει ψέµατα. «Μαρκ, σε παρακαλώ…» είπε η Γιούντιτ· ανοιγόκλεισε τα µάτια της. «Ο Άλεξ είναι παιδί ακόµη. Έχασε τη Γιούλια. Αλλά άκουσες πώς έγινε. Μπορεί εµείς να µην παθαίναµε το ίδιο.
Αλλά είναι η Γιούλια που έφυγε πρώτη, όχι ο Άλεξ». Την κοίταξα. Μέτρησα από µέσα µου ως το δέκα. Κοίταξα τα φώτα που οι λαµπτήρες της ντίσκο έριχναν πάνω στο µέτωπο, στα µάγουλα και στο στόµα της. Μπας κι αυτή η γυναίκα ήταν απλώς χαζή; Ή µήπως ήταν πολύ πιο πονηρή απ’ όσο νόµιζα ως τώρα; Δεν έπρεπε να πω τίποτε άλλο. Με το ζόρι κατάφερα να συγκρατηθώ. Είσαι κι εσύ γυναίκα, ηλίθιο µουνί! ήθελα να ουρλιάξω. Πρέπει να ξέρεις τι µπορεί να συµβεί σε µια γυναίκα. Ο άντρας πρέπει να προστατέψει τη γυναίκα. Ακόµα κι αν είναι µόνο παιδί! Πήρα µια βαθιά ανάσα. « Έχεις δίκιο» είπα. «Δεν πρέπει να βγάλουµε βιαστικά συµπεράσµατα». Ευτυχώς που υπάρχουν πάντα τα κλισέ. Τα κλισέ που µας πετάνε ένα σωσίβιο όταν κινδυνεύουµε να πνιγούµε σε θολά νερά. Είδα το πρόσωπο της Γιούντιτ να χαλαρώνει. Πήρε το κινητό της και σήκωσε το καπάκι. «Να δοκιµάσω τον Ραλφ;» είπε. «Να δω αν ο Άλεξ έχει ήδη φτάσει; Έτσι τουλάχιστον ο Ραλφ θα ξέρει ότι είναι καθ’ οδόν». Κάν’ το, σκέφτηκα. Πάρε τον Ραλφ. Από ιδία πείρα µπορεί να σου πει ότι όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες. Έτσι κανείς δεν χρειάζεται πια να αισθάνεται ένοχος. Κοίταξα πέρα από το κεφάλι της Γιούντιτ τον άσπρο αφρό των κυµάτων που
διπλώνονταν και έσκαγαν στην παραλία. Πολύ θα ήθελα να την παρατήσω εδώ πέρα. Να φύγω χωρίς άλλη κουβέντα. Αλλά αυτό δεν ήταν καλή ιδέα, αναλογίστηκα γρήγορα. Για πολλούς και διάφορους λόγους δεν ήταν καλή ιδέα. «Πάρ’ τον» είπα. «Στο µεταξύ εγώ θα ρίξω µια µατιά εκεί πέρα». Έδειξα στην κατεύθυνση της θάλασσας, προς το σηµείο όπου τελείωνε η άµµος κι άρχιζαν τα βράχια. Αρχικά ήταν ακόµη χαµηλά βράχια που προεξείχαν µερικές δεκάδες µέτρα µέσα στη θάλασσα, ύστερα γίνονταν πιο ψηλά. Πίσω από ένα από αυτά τα ψηλά βράχια µόλις είχε βγει ένα µισοφέγγαρο. Και στο χλωµό φως του φεγγαριού είδα τώρα τη µικρή οµάδα των ανθρώπων. Στέκονταν καµιά διακοσαριά µέτρα µακριά µας, µισοκρυµµένοι πίσω από ένα από τα βράχια που προεξείχαν στη θάλασσα. Πέντ’ έξι άτοµα. Κάτι κοιτούσαν. Κάτι στην άµµο. Στέκονταν γύρω από κάτι. «Ραλφ;» είπε η Γιούντιτ. «Πού είσαι;» Κάποιος αποσπάστηκε από την οµαδούλα κι άρχισε να τρέχει προς το παραλιακό µαγαζί. «Τι είπες; Πού;» Η Γιούντιτ είχε χώσει ένα δάχτυλο στο αυτί της και µου γύρισε την πλάτη. «Πώς κι έτσι; Γιατί δεν…» Τα υπόλοιπα δεν τα άκουσα πια. Πρώτα έκανα µερικά µεγάλα βήµατα, ύστερα άρχισα κι εγώ να τρέχω: προς το
µέρος
όπου
στεκόταν
η
οµαδούλα,
ενώ
ταυτόχρονα
προσπαθούσα να διασταυρωθώ µε τον άντρα που έτρεχε· στο µεταξύ ήταν τόσο κοντά που µπόρεσα να δω ότι ήταν όντως άντρας, ένας άντρας µε άσπρη βερµούδα και λευκό τισέρτ και αθλητικά παπούτσια. Επίσης λευκά. Είναι το είδος των λεπτοµερειών που θυµάσαι αργότερα. Τότε ήδη το ξέρεις: ότι τόσο η οµαδούλα όσο ο λευκοντυµένος άντρας έχουν κάποια σχέση µ’ εσένα – ότι τα πάντα έχουν να κάνουν µ’ εσένα. «Τι;» φώναξα στα αγγλικά. «Τι έγινε;» «Ασθενοφόρο!» φώναξε ο άντρας λαχανιάζοντας. «Πρέπει να καλέσουµε ασθενοφόρο!» «Είµαι γιατρός» είπα. Για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ.
Η Γιούλια ήταν πεσµένη στην υγρή άµµο ανάµεσα στα βράχια. Οι άνθρωποι έκαναν πίσω όταν κάθισα ανακούρκουδα δίπλα της και πήρα τον σφυγµό της. Έβαλα το αυτί µου στο στήθος της και είπα σιγανά το όνοµά της. Ήταν ακίνητη, σαν πεθαµένη, το δέρµα του προσώπου της ήταν κρύο στην αφή, αλλά διέκρινα έναν αδύναµο σφυγµό. Αδύναµο πλην τακτικό. Έβαλα τον πήχη µου κάτω από τον σβέρκο της και σήκωσα
λιγάκι το κεφάλι της. Μόνο τότε άφησα το βλέµµα µου να γλιστρήσει για πρώτη φορά κατά µήκος του σώµατός της. Ήµουν πατέρας της, αλλά κοιτούσα ως γιατρός. Ως γιατρός είδα µέσα σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα τι είχε συµβεί. Τα ορατά ίχνη δεν άφηναν περιθώριο για αµφιβολία. Ως πατέρας δεν θα µπω σε περαιτέρω λεπτοµέρειες για την ακριβή φύση αυτών των ιχνών. Δεν επικαλούµαι καν το ιατρικό απόρρητο, αλλά αποκλειστικά το δικαίωµα στην ιδιωτική ζωή. Την ιδιωτική ζωή της κόρης µου, εννοείται. Γι’ αυτό θα περιοριστώ στην περιγραφή των δικών µου σκέψεων που περνούσαν εκείνη τη στιγµή απ’ το κεφάλι µου. Όποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό είναι ζωντανός µονάχα από βιολογική άποψη πια, σκέφτηκα. Αυτή τη στιγµή ακόµη κυκλοφορεί κάπου εδώ πέρα, επειδή αυτό είναι που κάνουν οι ανθρώπινοι οργανισµοί: κυκλοφορούν. Η καρδιά αντλεί. Η καρδιά είναι µια τυφλή δύναµη. Όσο η καρδιά συνεχίζει να αντλεί αίµα, συνεχίζουµε να κινούµαστε. Αλλά µια µέρα θα σταµατούσε. Κάλλιο σήµερα παρά αύριο. Γι’ αυτό θα φρόντιζα εγώ, ως γιατρός. «Μπαµπά…» Η Γιούλια πετάρισε προς στιγµήν τα µάτια της, ύστερα τα ξανάκλεισε.
«Γιούλια». Απαλά κούνησα το κεφάλι της, έβαλα το άλλο µου χέρι κάτω από το κεφάλι της, µες στα µαλλιά της. Έθαψα τα δάχτυλά µου σ’ αυτά τα µαλλιά και την έσφιξα στο στήθος µου. «Γιούλια» είπα.
32
Η ΚΑΡΟΛΙΝ ΔΕΝ ΕΙΠΕ ΤΙΠΟΤΑ. Εν πάση περιπτώσει, δεν είπε τα πράγµατα που φοβόµουν. Για όνοµα του Θεού, πώς µπόρεσες να την αφήσεις να πάει µόνη της σ’ αυτό το µαγαζί; Γιατί δεν πήγες αµέσως να την ψάξεις; Αν είχες πάει αµέσως να την ψάξεις, δεν θα είχε συµβεί! Όχι, δεν είπε τίποτε απολύτως όταν σήκωσα τη Γιούλια από το πίσω κάθισµα του αυτοκινήτου και την κουβάλησα στην αγκαλιά µου ως το εξοχικό. Το µόνο που έκανε –για πολύ λίγο, δύο δευτερόλεπτα το πολύ– ήταν να κρύψει το πρόσωπό της στα χέρια της. Ύστερα συνήλθε και ξανάγινε η µητέρα της κόρης της. Χάιδεψε τη Γιούλια στο κεφάλι και της ψιθύρισε γλυκόλογα. Αλλά ούτε αργότερα είπε αυτά τα άλλα πράγµατα. Λένε
καµιά φορά ότι τα πρώτα λεπτά κι οι πρώτες ώρες είναι κρίσιµες σε µια ενδοοικογενειακή τραγωδία. Σε αυτά τα πρώτα λεπτά και σε αυτές τις πρώτες ώρες καθορίζεται αν ο δεσµός είναι αρκετά ισχυρός για να επιζήσει της τραγωδίας. Όποιος
αρχίσει τις
κατηγορίες
µπορεί να προκαλέσει
ανεπανόρθωτη ζηµιά. Γνώριζα τις στατιστικές. Το διαζύγιο ήταν περισσότερο κανόνας παρά εξαίρεση. Θα έλεγες ότι µια τραγωδία ενώνει τους ανθρώπους. Ότι ο δεσµός γίνεται πιο στενός από τη µοιρασµένη στενοχώρια. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Τόσοι άνθρωποι θέλουν απλώς να ξεχάσουν τη στενοχώρια. Και είναι ο άλλος που συνεχίζει να τους τη θυµίζει. Δεν µπορώ να δώσω άδικο στους ανθρώπους που επιλέγουν τη λησµονιά. Ούτε θέλω να µας τοποθετήσω σ’ ένα ανώτερο ηθικό επίπεδο επειδή εµείς ήρθαµε πιο κοντά. Δεν τολµώ καν να ισχυριστώ ότι το επιλέξαµε. Απλώς συνέβη. Στεκόµασταν στη βάση της σκάλας του εξοχικού. Εγώ πάντα µε τη Γιούλια στην αγκαλιά µου. Υπήρχε µια στιγµή δισταγµού. Ήθελα όντως να ανεβάσω την κόρη µου επάνω; Να την αφήσω σ’ έναν καναπέ στο καθιστικό; Όπου όλοι θα την έβλεπαν; Αλλά ούτε η κρεβατοκάµαρα του Ραλφ και της Γιούντιτ, της µητέρας της ή των αγοριών έµοιαζε καλή επιλογή. Καλύτερα να την πάω στη σκηνή µας. Ήξερα τι
ήθελα πάνω απ’ όλα. Ήθελα να γλιτώσω την κόρη µου από τα βλέµµατα των άλλων. Ήθελα να είµαι µόνο µ’ αυτή. Μ’ εµάς. Ήθελα εκείνη να είναι µόνο µ’ εµάς. Κι εκείνη τη στιγµή η Εµανουέλ βγήκε έξω. Εµφανίστηκε στο άνοιγµα της πόρτας του ισόγειου διαµερίσµατος και µας έκανε νόηµα. «Come» είπε. «Come here».
Πρώτα είχα κουβαλήσει τη Γιούλια στην αγκαλιά µου ως το παραλιακό µαγαζί. Εκεί µεσολάβησε µια σύντοµη στιγµή αµφιβολίας για το τι ήταν το καλύτερο. Η Γιούντιτ πρότεινε να καλέσουµε ασθενοφόρο, αλλά αυτό το απέρριψα αµέσως. Όχι ασθενοφόρο,
είπα αποφασιστικά.
Σκεφτόµουν
τα
περιστρεφόµενα φώτα, τους ανθρώπους που θα µαζεύονταν γύρω από το φορείο την ώρα που θα το έσπρωχναν στο πίσω µέρος του ασθενοφόρου. Τη σειρήνα. Τον αναπόφευκτο τελικό προορισµό: ένα νοσοκοµείο. Σ’ αυτό το νοσοκοµείο άλλοι
θα
αναλάµβαναν
την
κόρη
µου.
Πρόθυµες
νοσοκόµες. Γιατροί. Ο ίδιος ήµουν γιατρός. Ήµουν ο πρώτος που έκρινε την κατάσταση. Είχα κάνει τη µόνη σωστή διάγνωση. Δεν ήταν ανάγκη άλλοι να ξανακάνουν την ίδια διάγνωση.
Ύστερα η Γιούντιτ πρότεινε να πάει να φέρει το αυτοκίνητο και να µείνω εγώ µε τη Γιούλια. Πρέπει να πω ότι αντέδρασε αποτελεσµατικά. Διατήρησε την ψυχραιµία της, που λένε. Περίµενα µάλλον ότι θα έχανε τον έλεγχο. Αλλά παρέµεινε εξαιρετικά ψύχραιµη. Δεν προσπάθησε να µου αλλάξει γνώµη. Οκέι, είπε, αν αυτό θες, θα το κάνουµε έτσι. Δοκίµασε να βάλει ένα χέρι στο µέτωπο της Γιούλια, αλλά, όταν της γύρισα την πλάτη, δεν το δοκίµασε δεύτερη φορά. Ήθελα να φύγω αποκεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ήδη είχαν µαζευτεί κάµποσοι άνθρωποι γύρω µας. Γινόµουν έξω φρενών από τα βλέµµατα που έριχναν στην κόρη µου. Ήδη την είχαν κοιτάξει πάρα πολλοί άνθρωποι. Είµαι γιατρός, είπα. Μπορείτε να πηγαίνετε. Όλα είναι υπό έλεγχο. « Όχι» είπα στη Γιούντιτ. «Θα φύγουµε από εδώ. Θα την πάρω στα χέρια µου». Κι έτσι έγινε. Στην πορεία η Γιούλια ξανάχασε τις αισθήσεις της. Την ταρακούνησα για να την ξυπνήσω. Έπρεπε να παραµείνει ξύπνια. Στην άλλη παραλία βρήκαµε τον Άλεξ, τον Τόµας και τη Λίζα. Από τον Ραλφ ή τον Στάνλεϊ ούτε ίχνος. Λαµβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, ήµουν πολύ παρατηρητικός. Πρόσεξα πρώτ’ απ’ όλα την αντίδραση του Άλεξ. Έριξε µόνο µια µατιά κι ύστερα γύρισε αµέσως το βλέµµα αλλού. Ούτε πλησίασε. Βλέποντας τα
πράγµατα εκ των υστέρων, πιστεύω ότι η γλώσσα του σώµατός µου τα ’λεγε όλα. Ήµουν σαν ζώο που γρυλίζει όταν ένας παρείσακτος προσπαθεί να πλησιάσει το µικρό του. Όχι, διόρθωσα τον εαυτό µου: όχι σαν ζώο. Ζώο. Το σηµαντικότερο ήταν τώρα η Λίζα. Είδα το πρόσωπό της όταν έτρεξε κοντά µας. «Η Γιούλια δεν αισθάνεται πολύ καλά» είπα γρήγορα, πριν προλάβει να ρωτήσει κάτι. « Έλα, πάµε σπίτι γρήγορα». Ο Τόµας έκοβε γύρους γύρω µας χοροπηδώντας, ενώ φώναζε «Ποδόσφαιρο! Ποδόσφαιρο!» ώσπου η Γιούντιτ τον έπιασε άγαρµπα από το µπράτσο του και τον τράβηξε τόσο δυνατά που έπεσε στην άµµο. Είδα τα δάκρυα στα µάτια του, αλλά η Γιούντιτ τον είχε ήδη σηκώσει το ίδιο άγαρµπα, τραβώντας τον από τους δύο καρπούς του. «Για ηρέµησε λιγάκι, Τόµας» είπε. «Άντε, κάνε γρήγορα!» Έτσι πήγαµε στο πάρκινγκ. Εγώ πάντα µε τη Γιούλια στην αγκαλιά µου, λοξά από πίσω η Γιούντιτ να βαστάει το χέρι της Λίζα κι ακόµα πιο πίσω ο Άλεξ κι ο Τόµας µε τα µούτρα κατεβασµένα. Ο Ραλφ ήταν ήδη στο σπίτι, µου είχε πει η Γιούντιτ καθώς γυρίζαµε από το παραλιακό µαγαζί, είχε πάρει το δικό τους αυτοκίνητο. Ο Στάνλεϊ ακόµη δεν φαινόταν πουθενά. «Τι έπαθε το αυτοκίνητό σου;» ρώτησε η Γιούντιτ. Έδειξε
την αριστερή πλευρά του µπροστινού προφυλακτήρα, η οποία
κρεµόταν.
Από
τον
αριστερό
προβολέα
ο
επιχρωµιωµένος κρίκος ήταν βαθουλωµένος και σ’ ένα σηµείο σπασµένος, το τζάµι είχε γίνει θρύψαλα. Αύριο το πρωί να πας αµέσως στο συνεργείο για να σου το επισκευάσουν, είχε πει ο Στάνλεϊ πριν από µόλις δύο ώρες εδώ σ’ αυτό το ίδιο πάρκινγκ. Θα πληρώσω εγώ, για µένα άξιζε και µε το παραπάνω. «Πήραµε τον σκοτεινό δρόµο που περνάει πάνω από τους λόφους» είπα. «Μου φαίνεται πως κάπου ξύσαµε ένα δέντρο». Η Γιούντιτ δεν συνέχισε τις ερωτήσεις. Κράτησε την πίσω πόρτα ανοιχτή, για να µπορέσω να ακουµπήσω τη Γιούλια στο πίσω κάθισµα. Στη συνέχεια η ίδια χώθηκε δίπλα στην κόρη µου και έβαλε απαλά το κεφάλι της Γιούλια στην ποδιά της. Μετακινήθηκε λίγο πιο πολύ προς τη µέση κι έκανε νόηµα στον Άλεξ. Στον Τόµας και στη Λίζα είπε να καθίσουν µαζί µπροστά. «Μα
αυτό
δεν
επιτρέπεται!»
είπε
ο
Τόµας.
«Απαγορεύεται». «Τόµας…» είπε η Γιούντιτ – κι αυτό ήταν αρκετό· µε σταυρωµένα χέρια κάθισε δίπλα στη Λίζα στη θέση του συνοδηγού. Πριν βάλω µπρος τη µηχανή, τηλεφώνησα στην Καρολίν.
«Δεν πρέπει να τροµάξεις» είπα σιγανά. «Δεν είναι κάτι πολύ σοβαρό». Ήταν, αλλά δεν ήθελα πανικό µέχρι να φτάσουµε. Ταυτόχρονα έβαλα τα δυνατά µου να µιλήσω τόσο σιγανά ώστε να µη µε ακούσει η Γιούλια. «Κανείς δεν έχει τραυµατιστεί» είπα. Αυτό επίσης ήταν ψέµα. « Έρχοµαι τώρα» είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.
Η Εµανουέλ ίσιωσε το πάπλωµα στο διπλό κρεβάτι και τακτοποίησε τα µαξιλάρια. Καθώς χαµήλωσα προσεκτικά τη Γιούλια, η Εµανουέλ χάθηκε στο µπάνιο, για να επιστρέψει λίγο αργότερα µε µια πορσελάνινη λεκάνη µε νερό και µια πετσέτα. Κάθισε στην άλλη πλευρά του κρεβατιού, κοντά στο προσκέφαλο, έβρεξε µια άκρη της πετσέτας και την πίεσε απαλά στο µέτωπο της Γιούλια. «Voilà» είπε. Ύστερα µε κοίταξε. «Do you know what happened…? Do you know who…» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι µου. Μόνο τώρα που την κοιτούσα στα µάτια συνειδητοποίησα ότι δεν φορούσε γυαλιά ηλίου. Για πρώτη φορά από τότε που ήρθαµε. Για πρώτη φορά την κοιτούσα στα µάτια. «Μαµά…» Έπιασα τον καρπό της Γιούλια. «Η µαµά έρχεται όπου να
’ναι» είπα. Η Γιούντιτ και η Καρολίν είχαν ανέβει επάνω µε τη Λίζα και τον Τόµας. Η Γιούντιτ είχε προσφερθεί να µείνει µαζί τους και να τους βάλει για ύπνο, αλλά έπειτα από µια σύντοµη ανταλλαγή βλεµµάτων η Καρολίν είχε πιάσει το χέρι της Λίζα κι είχε ανέβει τις σκάλες µαζί της. Είδα το δίληµµα στα µάτια της. Φυσικά ήθελε πρώτ’ απ’ όλα να είναι µε τη Γιούλια, από την άλλη δεν ήθελε ν’ αφήσει τη µικρή της κόρη µε µια ξένη υπό αυτές τις συνθήκες. Οι γονείς συχνά ξεχνούν το ένα παιδί εις βάρος του άλλου. Από την αρχή εκείνη ακολούθησε τη διαίσθησή της.
Κι εγώ αυτό
προσπαθούσα,
αλλά
παραδέχοµαι ότι για µένα ήταν πιο δύσκολο απ’ ό,τι για την Καρολίν. Εκείνη τη στιγµή άκουσα έναν θόρυβο λοξά πίσω µου. Μισογύρισα και είδα τον Ραλφ να στέκεται στο άνοιγµα της πόρτας. Έδειχνε σαν να είχε κάνει ντους µόλις. Τα µαλλιά του ήταν ακόµη βρεγµένα και κολληµένα στο κεφάλι του. Και φορούσε ρούχα άλλα από αυτά στην παραλία: ένα καθαρό άσπρο σορτς κι ένα κόκκινο µακό µπλουζάκι. « Έµαθα…» άρχισε· ακουµπούσε στο άνοιγµα της πόρτας µε το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του και δεν έκανε κίνηση να µπει στο δωµάτιο. «Η Γιούντιτ µόλις µου είπε…» Θυµάµαι πολύ καλά τι έκανα. Δεν είχα καµία όρεξη να
βλέπω τον Ραλφ εδώ παρουσία της κόρης µου. Θα προτιµούσα να του πω να µου αδειάσει τη γωνιά εδώ και τώρα και να µας αφήσει µόνους. Αλλά σκέφτηκα και το µέλλον. Όλους τους δυνητικούς δράστες. Είχα δει τον Ραλφ σε δράση στην παραλία. Υπήρξα µάρτυρας του πώς η Γιούλια είχε πιάσει το βρακάκι της εκείνη τη φορά δίπλα στο τραπέζι του πινγκ πονγκ. Παρ’ όλα αυτά βρήκα το βήµα υπερβολικά µεγάλο, κατά κάποιον τρόπο. Το βήµα από τον Ραλφ που καύλωνε µε νεαρά κορίτσια, τον βίαιο Ραλφ, σε αυτό. Ούτε από πρακτική άποψη ήταν πολύ πιθανό. Λες ο Ραλφ µετά τα γεγονότα στην παραλία να έκανε όλον αυτό τον δρόµο ως το άλλο παραλιακό µαγαζί, στη συνέχεια πάλι πίσω στο πάρκινγκ και στο τέλος να πήρε το αµάξι και να πήγε σπίτι; Προσπάθησα να τα στριµώξω όλα αυτά µέσα σ’ ένα πιστευτό χρονικό πλαίσιο, αλλά δεν µου φάνηκε πολύ πιθανό. Στο άλλο µαγαζί η Γιούντιτ είχε τηλεφωνήσει στο σπίτι και στη γραµµή βγήκε ο Ραλφ. Όχι, διόρθωσα γρήγορα τον εαυτό µου: στη γραµµή βγήκε ο Ραλφ που είπε ότι ήταν σπίτι. Έπρεπε να συνεχίσω να είµαι πολύ προσεκτικός, όπως νωρίτερα είχα κάνει µε τον Άλεξ. Να µην αποκλείσω εκ των προτέρων τίποτα ή κανέναν. Τώρα πρόσεχα καλά. Μετατόπισα το βλέµµα µου από το πρόσωπο του Ραλφ στο πρόσωπο της κόρης µου. Η Γιούλια είχε ανοίξει τα µάτια της. Είδα τι κοιτούσε. Κοιτούσε τον
Ραλφ. Ανοιγόκλεισε προς στιγµήν τα µάτια της. «Γεια…» είπε σιγανά. «Γεια σου, κοριτσάρα µου…» άκουσα να λέει ο Ραλφ. Τώρα γύρισα πάλι προς το µέρος του. Μελέτησα το πρόσωπό του. Κοίταξα το πρόσωπο όπως κοιτάζω τα πρόσωπα των ασθενών µου. Το βλέµµα του γιατρού. Με µια µατιά αυτό το βλέµµα βλέπει αν κάποιος πίνει υπερβολικά, αν πάσχει από υποβόσκουσα κατάθλιψη ή αν υποφέρει από κακό σεξ. Σπάνια πέφτω έξω. Ξέρω πότε οι άνθρωποι λένε ψέµατα. «Μισό µπουκάλι κρασί µε το φαγητό, γιατρέ, όχι παραπάνω…» Ποτέ δεν ικανοποιούµαι από αυτού του είδους τις απαντήσεις. Και µετά τη δουλειά; ρωτάω. Δεν πήγατε πρώτα για κάνα ποτό στο καφενείο; «Μια δυο µπιρίτσες το πολύ. Αλλά αυτό έγινε µόνο χτες, δεν το κάνω κάθε µέρα». Μήπως ο άντρας σας εκσπερµατώνει πρόωρα; ρωτάω τη γυναίκα µε τις µεγάλες µπλε-µοβ σακούλες κάτω από τα µάτια της. Μήπως υπάρχουν πράγµατα που θα θέλατε να σας κάνει, αλλά που δεν τολµάτε να του τα πείτε; Ακούω κάποιον να σφυρίζει στη σάλα αναµονής: σφυρίζοντας µπαίνει στη συνέχεια στο γραφείο µου. Η αυτοκτονία είναι µια ρεαλιστική επιλογή, λέω έπειτα από ένα λεπτό. Σε ορισµένους ανθρώπους προσφέρει παρηγοριά το γεγονός ότι κρατούν τον τερµατισµό της ζωής τους στα χέρια τους. Κυρίως η εκτέλεση τους φαίνεται βουνό. Ο τρόπος. Το τρένο είναι
πολύ βίαιο. Να κόψεις τους καρπούς σου στην µπανιέρα πολύ αιµατηρό. Ο απαγχονισµός είναι οδυνηρός, αργεί πολύ να επέλθει ο θάνατος. Τα υπνωτικά χάπια υπάρχει περίπτωση να τα κάνουµε εµετό. Αλλά υπάρχουν µέσα που επιφέρουν έναν ανώδυνο και εύκολο θάνατο. Θα µπορούσα να σας προµηθεύσω αυτά τα µέσα… Με τον αντίχειρα και τον δείκτη ο Ραλφ Μέγιερ ζούληξε τη ρίζα της µύτης του. Πίεσε τα ακροδάχτυλά του στις άκρες των µατιών του. «Αχ, γαµώτο…» ψέλλισε. Ούτε στιγµή δεν ξέχασα ότι ήταν ηθοποιός. Ένας από εκείνους τους σπάνιους καλούς ηθοποιούς. «Θες να πιεις κάτι, Μαρκ; Να σου φέρω κάτι να πιεις; Μια µπιρίτσα; Ή µήπως ένα ουίσκι;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι µου. Κοίταξα ξανά την κόρη µου. Ένα βάρος έφυγε από πάνω µου όταν είδα το πρόσωπό της. Ένα µικρό βάρος. Όχι όλο το βάρος. Ένα πολύ µικρό µέρος του βάρους που µε πλάκωνε εδώ και δύο ώρες. Που θα συνέχιζε να µε πλακώνει για την υπόλοιπη ζωή µου, συνειδητοποίησα ήδη τότε. Στο πρόσωπο της Γιούλια είχε εµφανιστεί ένα αµυδρό χαµόγελο καθώς κοιτούσε πάντα τον Ραλφ. «Εγώ θα ήθελα να πιω κάτι» είπε. «Διψάω. Ένα ποτήρι γάλα θα ήταν ό,τι πρέπει». « Ένα ποτήρι γάλα» είπε ο Ραλφ. « Έφτασε».
33
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ άρχισε η υπόλοιπη ζωή µας. Θέλω αµέσως να προσθέσω ότι δεν είµαι οπαδός του ψεύτικου δράµατος. Επίσης απεχθάνοµαι από τη φύση µου τις δραµατικές προτάσεις. Η υπόλοιπη ζωή µας… Συχνά είχα ακούσει ανθρώπους να το λένε. Ανθρώπους που είχαν χάσει κάτι ή κάποιον. Που τους είχε συµβεί κάτι που δεν το εύχεσαι σε κανέναν – κάτι που ποτέ δεν πρόκειται να το ξεπεράσεις πια. Εντούτοις έβρισκα πάντα πως ακουγόταν ψεύτικο. Μόνο όταν συµβεί σ’ εσένα τον ίδιο ξέρεις ότι δεν είναι ψεύτικο. Καλύτερη περιγραφή από την «υπόλοιπη ζωή σου» δεν υπάρχει. Όλα γίνονται πιο βαριά. Ειδικά ο χρόνος. Κάτι συµβαίνει µε τον χρόνο. Δεν σταµατάει στ’ αλήθεια, αλλά αδιαµφισβήτητα κυλάει πιο αργά. Όπως σε µια σάλα
αναµονής µ’ ένα µεγάλο ρολόι στον τοίχο. Κάθεσαι στη σάλα αναµονής, κι όταν πέντε λεπτά αργότερα ρίχνεις µια µατιά στο
ρολόι,
έχουν
περάσει
µόνο
τρία
λεπτά.
Ο
συναισθηµατικός χρόνος. Σε µια µέρα όπου έχουµε να κάνουµε ένα σωρό πράγµατα «περνάει αστραπή», όπως λέει ο κόσµος. Σε µια µέρα όπου κάτι περιµένεις αργεί να περάσει. Κι ακόµα πιο πολύ όταν δεν ξέρεις τι περιµένεις. Κάθεσαι στη σάλα αναµονής. Προσπαθείς να κοιτάξεις το ρολόι όσο λιγότερο µπορείς. Δεν ξέρεις τι περιµένεις. Το ιατρείο ή η υπηρεσία όπου ανήκει η σάλα αναµονής έχει µάλλον κλείσει εδώ και πολύ καιρό. Αλλά δεν υπάρχει κανείς να σε βγάλει από την πλάνη. Κανείς δεν έρχεται να σου πει ότι καλύτερα να πας σπίτι σου. Τη µία στιγµή είσαι ακόµη µια οικογένεια µε δυο χαριτωµένες
κόρες,
την
επόµενη
κάθεσαι
στη
σάλα
αναµονής. Δεν περιµένεις τίποτα. Στην ουσία περιµένεις µόνο το πέρασµα του χρόνου. Όλες οι ελπίδες είναι στραµµένες στο πέρασµα αυτού του χρόνου. Όχι, όχι όλες οι ελπίδες. Η µοναδική σου ελπίδα. Όσο περισσότερος χρόνος περνάει, τόσο πιο πολύ αποµακρύνεσαι από το σηµείο όπου άρχισε η υπόλοιπη ζωή σου. Αλλά δεν ξέρεις πού τελειώνει. Η υπόλοιπη ζωή µας συνεχίζει ως τη σηµερινή µέρα. Αργότερα θα αναπαριστούσα τακτικά αυτό το πρώτο βράδυ
ως την παραµικρή λεπτοµέρεια. Ο Ραλφ που έφερε το ποτήρι το γάλα και µετά ξανάφυγε. Ύστερα η Καρολίν που κατέβηκε. Πήρε
τη
θέση
της
Εµανουέλ
στο
προσκέφαλο
του
κρεβατιού. Κρατούσε το χέρι της Γιούλια. Πού και πού της χάιδευε το κεφάλι. Υπήρχε µια στιγµή στην οποία δεν θέλω να αφιερώσω πολλές κουβέντες. Χάριν της ιδιωτικής ζωής. Διστακτικά ρώτησα τη Γιούλια αν µου επέτρεπε να κοιτάξω µήπως… Ήµουν γιατρός. Αλλά ήµουν και πατέρας της. «Αν δεν θες, πρέπει να µου το πεις» είπα. «Μπορούµε να πάµε σ’ έναν γιατρό εδώ στην πόλη. Ή σ’ ένα νοσοκοµείο». Στη λέξη «νοσοκοµείο» η Γιούλια δάγκωσε το κάτω χείλι της. « Όχι, δεν είναι τόσο σοβαρό» είπα γρήγορα. «Δεν είναι ανάγκη να πάµε σε νοσοκοµείο. Αλλά πρέπει να ρίξω µια µατιά, για να δω τι πρέπει να κάνουµε. Κάποιος πρέπει να ρίξει µια µατιά…» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της κι έκλεισε τα µάτια. Τότε παραµέρισα προσεκτικά το πάπλωµα και έριξα µια µατιά. Πριν από χρόνια η Λίζα είχε γλιστρήσει στην ντουζιέρα και είχε χτυπήσει δυνατά στη µεταλλική άκρη. Είχε µατώσει λιγάκι. Επίσης… εκεί. Δεν ήταν πολύ σοβαρό, είχε τροµάξει κυρίως. Την ηρέµησα τότε. Ως πατέρας. Και ταυτόχρονα έκανα ό,τι έπρεπε να γίνει. Ως γιατρός. Αυτό προσπάθησα να κάνω και τώρα. Αλλά τούτο δω ήταν
διαφορετικό. Η Γιούλια έκλαιγε µε τα µάτια κλειστά. Με την άκρη της πετσέτας η Καρολίν σκούπιζε τα δάκρυά της και ψιθύριζε γλυκόλογα. Προσπάθησα να ρωτήσω όσο το δυνατόν λιγότερα. Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω κι ύστερα την ξανασκέπασα µε το πάπλωµα. Ήταν λίγο ύστερα από αυτό όταν η Καρολίν κι εγώ κοιταχτήκαµε. Κοιταχτήκαµε: χωρίς λόγια αναρωτηθήκαµε και οι δύο αν αυτή ήταν η κατάλληλη στιγµή ή αν η Γιούλια έπρεπε πρώτα να ξεκουραστεί. Να κοιµηθεί. Αφενός δεν θέλαµε να της θυµίσουµε το χειρότερο, αφετέρου η µόνη σωστή επιλογή ήταν να ενεργήσουµε γρήγορα. Καθ’ οδόν από το παραλιακό µαγαζί προς το πάρκινγκ ήδη την είχα ρωτήσει µια φορά. Της το ψιθύρισα στο αυτί, για να µην µπορέσει να το ακούσει η Γιούντιτ. Ποιος; ψιθύρισα. Ποιος ήταν; Κάποιος που ξέρεις; Και αρχικά η Γιούλια δεν είχε δώσει απάντηση. Ήδη είχα αρχίσει να πιστεύω ότι ίσως δεν µε είχε ακούσει, όταν είπε: «Δεν ξέρω, µπαµπά…». Δεν είχα κάνει άλλες ερωτήσεις. Σοκ, διαπίστωσα. Ένα σοκ µπλοκάρει αυτό που δεν θέλουµε να δούµε. Που δεν θέλουµε να θυµηθούµε. Τώρα κούνησα το κεφάλι µου στην Καρολίν. Εκείνη έπρεπε να το κάνει, σ’ αυτό συµφωνούσαµε χωρίς να το
πούµε µε λόγια. Ήταν µια ερώτηση που έπρεπε να κάνει η µάνα. «Γιούλια;» είπε σιγανά η Καρολίν, ενώ έσκυψε προς το πρόσωπο της κόρης της και ταυτόχρονα ακούµπησε την παλάµη στο µάγουλό της. «Μπορείς να µας πεις τι συνέβη; Μπορείς να µας πεις µε ποιον… ποιος ήρθε µαζί σου σ’ εκείνο το παραλιακό µαγαζί; Ή µε ποιον έφυγες;» Η Γιούλια κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν ξέρω» είπε. Η Καρολίν τής χάιδεψε το µάγουλο. «Πρώτα ήσουν µε τον Άλεξ» είπε. «Και µετά; Ύστερα; Τι έγινε τότε;» Η Γιούλια πετάρισε τα µάτια της. Δάκρυα ανάβλυσαν ξανά στις άκρες των µατιών της. « Ήµουνα µε τον Άλεξ; Πού ήµουνα µε τον Άλεξ;» Η Καρολίν κι εγώ κοιταχτήκαµε. Η Γιούλια είχε αρχίσει πάλι να κλαίει. «Δεν ξέρω…» είπε µε αναφιλητά. «Στ’ αλήθεια δεν ξέρω…»
Αργότερα εκείνη τη νύχτα γύρισε σπίτι και ο Στάνλεϊ. Είχε κάνει όλο τον δρόµο µε τα πόδια, είπε. Δεν είχε δει κανένα
γνωστό
αυτοκίνητο
στο
πάρκινγκ
κι
είχε
βγάλει
το
συµπέρασµα ότι τον είχαµε ξεχάσει. Μπήκε µόνο µια στιγµή για να µας χαιρετήσει. Στο µεταξύ η Εµανουέλ τον είχε ήδη ενηµερώσει. Στη συνέχεια αυτός κι η Εµανουέλ είχαν αποφασίσει ότι έπρεπε να µείνουµε απόψε στο διαµέρισµά τους κι ότι οι δυο τους θα κοιµόντουσαν στη σκηνή µας. Υπό φυσιολογικές συνθήκες απαντάς σε µια τέτοια πρόταση πρώτα δυο τρεις φορές ότι «στ’ αλήθεια δεν είναι ανάγκη» – αλλά δεν ήταν φυσιολογικές συνθήκες. Τίποτα δεν ήταν φυσιολογικό. Δεν φέραµε αντίρρηση και δεχτήκαµε την πρόταση χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ακόµα πιο αργά εκείνη τη νύχτα συνόδευσα τον Στάνλεϊ στη σκηνή µας, για να βγάλω µερικά δικά µας πράγµατα, ώστε να έχουν περισσότερο χώρο. Ο Στάνλεϊ µ’ αγκάλιασε µε το ένα χέρι του από τους ώµους. Είπε ξανά πόσο τροµερό το έβρισκε.
Για µας.
Για τη
Γιούλια.
Βλαστήµησε.
Στ’
αµερικάνικα. Επίσης στ’ αµερικάνικα είπε στη συνέχεια τι θα ’πρεπε να παθαίνουν οι άντρες που έκαναν τέτοια πράγµατα. Συµφώνησα µαζί του. Τότε µ’ έπιασε από το χέρι. Έβγαλε τα τσιγάρα του και µου πρόσφερε ένα. «Υπάρχει και κάτι άλλο…» είπε. Στεκόµασταν µπροστά στη σκηνή µας και καπνίζαµε, και
ο Στάνλεϊ µου διηγούνταν πώς γύρισε πίσω στο εξοχικό. Από τον ίδιο δρόµο πάνω από το βουνό που είχαµε πάρει στον πηγεµό. Έτσι πέρασε κι από το σηµείο όπου είχαµε αναγκάσει το αµάξι του διαχειριστή του πράσινου κάµπινγκ να βγει από τον δρόµο. «Το αυτοκίνητό του ήταν ακόµη εκεί» είπε ο Στάνλεϊ. «Ακριβώς στο ίδιο σηµείο. Ήταν πολύ περίεργο. Θέλω να πω, έµοιαζε σαν ύστερα από µας να µην πέρασε κανείς άλλος από εκείνο το σηµείο. Αλλά τα πράγµατα γίνονται ακόµα πιο περίεργα…» Έριξε µια µατιά προς το σπίτι. «Δοκίµασα την πόρτα» συνέχισε, σχεδόν ψιθυριστά. « Ήταν ανοιχτή. Και το παράθυρο ήταν τελείως κατεβασµένο. Περίεργο δεν είναι; Θέλω να πω, ποιος παρατάει έτσι το αυτοκίνητό του; Κοίταξα καλά καλά, αλλά δεν έδειχνε καθόλου να έχει σφηνώσει ή κάτι τέτοιο. Κατ’ εµέ µπορούσε άνετα να είχε φύγει». «Μήπως δεν έπαιρνε µπρος πια;» Ο Στάνλεϊ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. « Όχι, δεν ήταν αυτό. Άκου, έκανα κάτι που ίσως καλύτερα να µην το έκανα. Έσκυψα µέσα από το παράθυρο και τότε είδα ότι το κλειδί ήταν κανονικά στη µίζα». Για πρώτη φορά αισθάνθηκα τώρα µια ελαφριά ανατριχίλα στον σβέρκο µου. Το είδος της ανατριχίλας που αισθάνεσαι στον κινηµατογράφο όταν µια ταινία παίρνει απροσδόκητη
τροπή. «Χριστέ µου» είπα. «Τότε µπήκα στο αυτοκίνητο και γύρισα το κλειδί. Και πήρε µπρος κανονικά…» Δεν µίλησα. Τράβηξα µια ρουφηξιά τόσο δυνατή που µ’ έπιασ ε βήχας. «Ξανακατέβηκα. Έκανα µάλιστα αυτό που κάνουν στις ταινίες. Επειδή δεν είχα µαζί µου µαντίλι ή κάτι τέτοιο, έβγαλα το τισέρτ µου και µ’ αυτό σκούπισα τα πάντα: το κλειδί, το τιµόνι, την πόρτα. Ύστερα έκανα τον γύρο του αυτοκινήτου. Από την άλλη µεριά η πλαγιά είναι αρκετά απόκρηµνη. Κινήθηκα λίγο προς τα κάτω, αλλά κόντεψα να φάω µια γλίστρα. Χρειάστηκε να πιαστώ από έναν θάµνο. Επιπλέον είχε σκοτάδι πίσσα. Έβγαλα µια φωνή. Μία φορά µόνο. Ύστερα ήρθα εδώ ποδαράτα». «Μα πιστεύεις τότε ότι αυτός–» «Δεν ξέρω, Μαρκ. Το βρίσκω απλώς περίεργο που δεν συνέχισε τον δρόµο του. Και αν, για κάποιο λόγο, δεν κατάφερε να φύγει από εκεί και πήγε µε τα πόδια, τότε πάλι είναι περίεργο που άφησε την πόρτα και το παράθυρό του ανοιχτά και το κλειδί στη µίζα. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά». Αισθάνθηκα µια δεύτερη ανατριχίλα στον σβέρκο µου. Σκέφτηκα τον διαχειριστή του κάµπινγκ που για κάποιο λόγο
είχε κάνει τον γύρο του αυτοκινήτου του και στη συνέχεια είχε γκρεµοτσακιστεί από τον λόφο. « Ίσως είχε µπερδευτεί» είπε ο Στάνλεϊ, λες και µάντευε τις σκέψεις µου. « Ίσως τον τροµάξαµε περισσότερο απ’ ό,τι νοµίζαµε. Ξέρω κι εγώ τι κάνει κάποιος που µόλις τον έχουν βγάλει από τον δρόµο… Ήθελα µόνο να το ξέρεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Και υπό αυτές τις συνθήκες. Ειδικά υπό αυτές τις συνθήκες». Τώρα ήµουν εγώ που µε τη σειρά µου µάντευα το σκεπτικό του Στάνλεϊ. Αλλά δεν είπα τίποτα. Τον άφησα να το πει µόνος του. «Αργά ή γρήγορα θα βρουν αυτό το αµάξι, Μαρκ. Ποιος ξέρει, µπορεί όχι απόψε, αλλά οπωσδήποτε αύριο µε το φως της ηµέρας. Πρώτ’ απ’ όλα θα αναζητήσουν τον οδηγό. Ποιος ξέρει, µπορεί να κάθεται κανονικά στο σπίτι του. Αλλά µπορεί και όχι… Διαπιστώνουν ζηµιά στο πίσω µέρος του αυτοκινήτου του. Και το δικό σου αµάξι έχει ζηµιά, Μαρκ. Τώρα δεν υπάρχει ακόµη καµία σχέση. Επιπλέον αυτός ο τύπος δεν έχει ιδέα ποιοι είµαστε. Αλλά στη θέση σου δεν θα πήγαινα σε καµιά περίπτωση το αυτοκίνητό µου σ’ ένα συνεργείο εδώ πέρα. Θα φρόντιζα να γίνω λούης. Ίσως όχι απόψε κιόλας. Αλλά οπωσδήποτε αύριο το πρωί».
34
Η ΓΙΟΥΛΙΑ ΚΟΙΜΟΤΑΝ. Η Καρολίν κι εγώ είχαµε βγάλει δύο καρέκλες έξω και καθόµασταν µπροστά στο διαµέρισµα µε την πόρτα µισάνοιχτη. Καπνίζαµε. Η Καρολίν κοίταξε το ρολόι της. «Πρέπει να πάµε στην αστυνοµία, Μαρκ» ψιθύρισε. «Πρέπει να το καταγγείλουµε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ίσως εδώ και τώρα. Ή πιστεύεις ότι αύριο το πρωί είναι καλύτερα;» « Όχι» είπα. Η γυναίκα µου µε κοίταξε. «Τι θα πει όχι;» «Δεν θέλω. Δεν θέλω να πάω στο τµήµα µε τη Γιούλια. Όλα αυτά που θα τη ρωτήσουν… Θέλω να πω, κάτι συνέβη. Ξέρουµε τι συνέβη. Εσύ κι εγώ ξέρουµε. Κι αυτή ξέρει, κι ας
µην µπορεί να θυµηθεί τίποτε αυτή τη στιγµή. Ίσως καλύτερα που προς το παρόν δεν ξέρει τίποτα». «Μα, Μαρκ, αυτό δεν γίνεται! Ποιος ξέρει, µπορεί αυτός ο τύπος να τριγυρίζει κάπου εδώ γύρω. Αυτό λένε πάντα σε περίπτωση εγκλήµατος. Ότι πρέπει να ενεργήσεις γρήγορα. Στις πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες. Αυτές είναι οι πιο σηµαντικές. Όσο πιο νωρίς πάµε, τόσο λιγότερο θα έχει αποµακρυνθεί αυτό το κάθαρµα. Τόσο µεγαλύτερη η πιθανότητα να τον πιάσουν». «Φυσικά. Έχεις δίκιο, Καρολίν. Απόλυτο δίκιο. Αλλά δεν µπορούµε να πάµε τώρα στο τµήµα µε τη Γιούλια. Δεν θες να της το κάνεις αυτό. Ούτε εγώ». «Μα µπορούµε να πάµε εµείς! Ή εν πάση περιπτώσει, ένας από µας. Να πάει ένας από µας στην αστυνοµία κι ο άλλος να µείνει µε τη Γιούλια». «Εντάξει» είπα. «Εγώ θα µείνω µε τη Γιούλια». « Όχι, εγώ». Κοιταχτήκαµε. Η Καρολίν είχε σκουπίσει τα δάκρυα από το πρόσωπό
της.
Το
πρόσωπό
της
απέπνεε
κυρίως
αποφασιστικότητα. «Μαρκ, δεν θέλω ν’ αρχίσω τη µουρµούρα για το ποιον χρειάζεται περισσότερο αυτή τη στιγµή, τον πατέρα ή τη µητέρα της. Πιστεύω τη µητέρα της. Εσύ µπορείς να πας
στην αστυνοµία». Μπορούσα να πω στη γυναίκα µου ότι αυτή τη στιγµή η κόρη µας χρειαζόταν πάνω απ’ όλα έναν γιατρό. Ίσως όχι τόσο τον πατέρα της όσο τον παθολόγο που επίσης ήµουν. Έναν παθολόγο που θα καθόταν δίπλα της όταν ξυπνούσε από το πρώτο της σοκ και θα άρχιζε να θυµάται πράγµατα. Αλλά ενδόµυχα ήξερα ότι η Καρολίν είχε δίκιο. Η Γιούλια έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να κρατήσει το χέρι της µητέρας της. Της µητέρας της που ήταν κι αυτή γυναίκα. Μιας γυναίκας. Όχι ενός άντρα τούτη τη στιγµή. Κι ας ήταν πατέρας της αυτός ο άντρας. «Δεν ξέρω, Καρολίν» είπα. «Θέλω να πω, πες πως πάω τώρα: σίγουρα θα ρωτήσουν αν µπορούν να ανακρίνουν τη Γιούλια αργότερα. Αύριο. Δεν πιστεύω να το θέλουµε αυτό». «Μα δεν έχει νόηµα να την ανακρίνουν, έτσι; Αφού δεν θυµάται τίποτα;» «Νοµίζεις ότι θα αρκεστούν σε αυτό, να πούµε εµείς ότι η κόρη µας δεν θυµάται τίποτα; Καρολίν, σε παρακαλώ! Θα εισβάλει εδώ όλο το CSI. Με ψυχολόγους και εξπέρ. Με αστυνοµικίνες γεµάτες κατανόηση που έχουν πείρα στον τοµέα. Που δήθεν ξέρουν ακριβώς πώς µπορούν να βοηθήσουν θύµατα βιασ µού µε αµνησία να θυµηθούν και να µιλήσουν».
«Κι όµως αυτό θέλουµε κι εµείς». «Τι;» «Να θυµηθεί κάτι. Να θυµηθεί τι συνέβη. Πώς είναι αυτό το κάθαρµα». Προσπάθησα να θυµηθώ τι ήξερα για την αµνησία. Τι είχα µάθει γι’
αυτήν κάποτε, πριν από
πολύ καιρό, στο
πανεπιστήµιο. Συχνά ήταν επιλεκτική, ήξερα. Ο εγκέφαλος µπλόκαρε µια τραυµατική εµπειρία. Ενίοτε µάλιστα αυτή η εµπειρία δεν επανερχόταν ποτέ. Τότε καταχωριζόταν κάπου όπου µόνο υπό την επήρεια ναρκωτικών, λόγου χάρη, ή µε τη βοήθεια ύπνωσης µπορούσε να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Ναι, έτσι έπρεπε να το δεις, θυµήθηκα τώρα: η εµπειρία σπάνια σβηνόταν. Αλλά ο εγκέφαλος δεν λειτουργούσε µε ιδιαίτερη ακρίβεια. Συχνά µπλόκαρε επίσης γεγονότα γύρω από το τραυµατικό συµβάν. Στην παραλία η Γιούλια µε αναγνώρισε αµέσως, όπως αργότερα και τη Γιούντιτ, την αδερφή της, τον Τόµας, τον Άλεξ, τη µητέρα της, την Εµανουέλ και τον Ραλφ. Σε περίπτωση πλήρους αµνησίας οι άνθρωποι πλέον δεν ήξεραν καν ποιοι ήταν οι ίδιοι: δεν αναγνώριζαν πια το ίδιο τους το πρόσωπο στον καθρέφτη, ούτε βέβαια ήταν σε θέση να αναγνωρίζουν τα πρόσωπα άλλων. Δεδοµένων των συνθηκών, δεν θέλησα ακόµη να ρωτήσω
τη Γιούλια, αλλά όλα έδειχναν ότι το µπλοκάρισµα της µνήµης της είχε αρχίσει ήδη νωρίτερα. Ήµουνα µε τον Άλεξ; είχε ρωτήσει. Πού ήµουνα µε τον Άλεξ; Ήξερε ακόµη ποιος ήταν ο Άλεξ, αλλά δεν µπορούσε να θυµηθεί ότι είχε πάει µαζί του στο άλλο µαγαζί της παραλίας. Κι έπειτα υπήρχε και κάτι άλλο. Το
προηγούµενο
απόγευµα και το βράδυ η κόρη µου προσπάθησε να µε αγνοήσει όσο πιο πολύ µπορούσε. Σχεδόν δεν απαντούσε όταν τη ρωτούσα κάτι. Μπορεί να µη µε κοίταξε ούτε µία φορά στα µάτια. Από τότε που µε είδε στην κουζίνα. Με τη Γιούντιτ. Αλλά από τη στιγµή που τη βρήκα στην παραλία και την ώρα που την κουβαλούσα αγκαλιά στο αυτοκίνητο, κι ύστερα εδώ, στο διαµέρισµα του Στάνλεϊ και της Εµανουέλ, την ώρα που την εξέταζα, µε είχε κοιτάξει µόνο γλυκά. Θλιµµένα µα γλυκά. Ήταν δυνατόν; αναρωτιόµουν τώρα. Ήταν δυνατόν η αµνησία της Γιούλια να κάλυπτε το περασµένο απόγευµα, ή ίσως ακόµα πιο πίσω, και να µη θυµόταν πια ότι µε είχε δει µε τη Γιούντιτ στην κουζίνα; Δεν έπρεπε να τη ρωτήσω ευθέως, αλλά µέσω µιας τυχαίας ερώτησης. Για κάτι άλλο που είχε συµβεί το ίδιο Σάββατο. Αναπαρέστησα την ηµέρα από το πρωί. Το πουλάκι. Η Λίζα
που βρήκε το πουλάκι που είχε πέσει από την ελιά. Το πρωινό. Ύστερα είχα πάει µε τη Λίζα στον ζωολογικό κήπο. Και όταν γύρισα… Όταν γύρισα, η Καρολίν είχε φύγει. Και ο Ραλφ κι η Εµανουέλ κι ο Στάνλεϊ επίσης. Πήγα επάνω. Στην κουζίνα. Μαζί µε τη Γιούντιτ και τη µητέρα της κοιτάξαµε έξω από το παράθυρο της κουζίνας… Ναι, αυτό ήταν! Μις Βρεγµένο Μπλουζάκι! Η Γιούλια κι η Λίζα είχαν ανέβει εναλλάξ στον βατήρα σαν να ήταν πασαρέλα. Άφησαν τον Άλεξ να τις βρέξει µε το λάστιχο… Σκέφτηκα τώρα τη µεγάλη µου κόρη, την κοκέτικη πόζα που είχε πάρει, πώς είχε µαζέψει τα µαλλιά της αλογοουρά κι ύστερα τα είχε τινάξει πάλι… Αυτό έπρεπε να ρωτήσω τη Γιούλια όταν θα ξυπνούσε. Νοερά προσπάθησα ήδη να διατυπώσω µια ανέµελη πρόταση. (Θυµάσαι σήµερα/ χτες το απόγευµα, όταν σε βρέξανε µε το λάστιχο στην πισίνα; Τι χαρά που κάνατε;), αλλά δεν µε ικανοποίησε πλήρως. Ειδικά η λέξη «χαρά» µού ακούστηκε άτοπη. «Σκέφτοµαι» είπε η Καρολίν. «Μπορεί να έχεις δίκιο. Ίσως αυτή τη στιγµή πρέπει να προστατέψουµε τη Γιούλια από υπερβολικά πολλές ερωτήσεις. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι: ότι θα θελήσουν να τη ρωτήσουν ένα σωρό πράγµατα. Μάλλον αυτό θα την αναστατώσει ακόµα πιο πολύ. Η αστυνοµία και τα λοιπά. Μα τι να κάνουµε τότε; Κάτι δεν πρέπει να
κάνουµε; Θέλω να πω, δεν είναι δυνατόν ένα τέτοιο κάθαρµα να συνεχίσει να κυκλοφορεί ελεύθερο!» «Μπορούµε να τηλεφωνήσουµε. Μπορούµε να κάνουµε ένα ανώνυµο τηλεφώνηµα λέγοντας ότι ένας βιαστής κυκλοφορεί εδώ γύρω». Η Καρολίν έβγαλε έναν αναστεναγµό, και την ίδια στιγµή κατάλαβα κι εγώ το µάταιο ενός τέτοιου τηλεφωνήµατος. Σκέφτηκα πάλι τον Άλεξ. Τη συµπεριφορά του στην παραλία. Δεν τον έβλεπα ως δυνητικό δράστη. Παρ’ όλα αυτά συνέχιζα να έχω τη δυσάρεστη αίσθηση ότι δεν µας τα είχε πει όλα. «Μαρκ» είπε η Καρολίν κι ακούµπησε το χέρι της στον πήχη µου. «Εσύ είσαι γιατρός. Εσύ µπορείς να το δεις. Πόσο σοβαρά είναι η Γιούλια; Πρέπει να την πάµε σε νοσοκοµείο; Ή καλύτερα να την αφήσουµε όσο πιο πολύ µπορούµε στην ησυχία της; Να ξεκουραστεί πρώτα µερικές µέρες κι ύστερα να γυρίσουµε σπίτι;» «Δεν είναι ανάγκη να πάει σε νοσοκοµείο. Δεν ξέρει τι συνέβη. Θέλω να πω, ξέρει ότι συνέβη κάτι. Μάλλον ξέρει και τι. Είναι δεκατριών χρονών. Της έδωσα κάτι για να µην πονάει. Αλλά είναι… αισθάνεται…» Ένιωσα κάτι να σπάει στη φωνή µου, ένα ψιλό σκούξιµο ακούστηκε στον λαιµό µου και µ’ έπιασε βήχας. Η Καρολίν ζούληξε το χέρι µου.
«Εντάξει» είπε. «Τότε ας το κάνουµε έτσι. Την αφήνουµε άλλη µια µέρα να συνέλθει. Αύριο. Και τη Δευτέρα φεύγουµε, αν πιστεύεις ότι µπορεί να ταξιδέψει µε αυτοκίνητο. Στο πίσω κάθισµα. Μπορούµε να της φτιάξουµε κρεβάτι στο πίσω κάθισµα…» «Καλύτερα να φύγουµε αύριο…» Κοίταξα το ρολόι µου. Η ώρα ήταν δυόµισι το πρωί. «Καλύτερα να φύγουµε σήµερα κιόλας. Αργότερα, όταν χαράξει». «Δεν είναι πολύ βιαστικό; Δεν κοιµηθήκαµε καν ακόµη. Και για τη Γιούλια–» «Είναι απλώς καλύτερο» τη διέκοψα. «Γι’ αυτή. Πρέπει να φύγουµε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από εδώ. Να πάµε σπίτι».
35
ΕΙΧΑΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΠΕΡΙΠΟΥ –εγώ καθόµουν πάντα στην καρέκλα µου µπροστά στο διαµέρισµα και κάπνιζα, η Καρολίν είχε χωθεί στο κρεβάτι δίπλα στη Γιούλια–, όταν ο Ραλφ κατέβηκε την εξωτερική σκάλα. «Σκέφτηκα: ίσως έχει ανάγκη από αυτό» είπε· κρατούσε ένα µπουκάλι ουίσκι υπό µάλης και δύο ποτήρια γεµάτα παγάκια στα χέρια του. Για κάποια ώρα καθόµασταν αµίλητοι δίπλα δίπλα. Κάπου στους ξερούς θάµνους στην άλλη πλευρά της πισίνας ένας επίµονος γρύλος συνέχιζε να τρίβει τα φτερά του. Αυτό και το κουδούνισµα από τα παγάκια στα ποτήρια µας ήταν οι µόνοι ήχοι στον κατά τα άλλα σιωπηλό κήπο. Στην ανατολή οι πρώτες φωτεινές γραµµές είχαν εµφανιστεί στον ουρανό.
Εγώ ατένιζα το ασάλευτο νερό της πισίνας που φωτιζόταν από κάτω. Ύστερα κοίταξα τον βατήρα. Ήταν ο ίδιος βατήρας µε χτες – και παρ’ όλα αυτά ήταν διαφορετικός βατήρας. Και ο κήπος
και το
εξοχικό
ήταν διαφορετικός
κήπος
και
διαφορετικό εξοχικό. Κι όχι µόνο αυτό. Προς το παρόν δεν ήθελα να ξαναδώ ούτε κήπο ούτε εξοχικό ούτε πισίνα. Μπορεί ποτέ πια. Ήθελα να πάω σπίτι. Ο Ραλφ έτριψε το δεξί του γόνατο. « Ήταν καλή κλοτσιά, Μαρκ. Πού το έµαθες αυτό; Στον στρατό; Στις σπουδές σου;» Κοίταξα το γόνατό του. Απέξω δεν φαινόταν τίποτα, ήταν ένα κανονικό τριχωτό αντρικό γόνατο, αλλά από µέσα όλοι οι µύες και οι τένοντες είχαν τεντωθεί στο έπακρο, το ήξερα. Δεν το πρόσεξα όταν κατέβηκε την εξωτερική σκάλα και κάθισε δίπλα µου, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα κούτσαινε για µερικές µέρες ακόµα. «Τι έκανες µετά;» ρώτησα. «Πήγες αµέσως σπίτι;» « Έκανα έναν µικρό περίπατο στην παραλία. Κατά µήκος της
θάλασσας.
Τέλος
πάντων,
περίπατο…
Πήγαινα
κουτσαίνοντας. Στην αρχή δεν αισθανόµουν ακόµη πολλά πράγµατα, αλλά ύστερα άρχισε να χτυπάει και να πάλλεται εκεί µέσα». Άγγιξε το γόνατό του. «Σκέφτηκα: τι κάνω ακόµη εδώ; Πάω σπίτι».
Πρέπει να οµολογήσω ότι δεν είχα συµπεριλάβει το γόνατο του Ραλφ στους πρωτύτερους υπολογισµούς µου για τον χρόνο. Είχα υπολογίσει αν µπορούσε να είχε πάει ως το άλλο µαγαζί της παραλίας και να ξαναγυρίσει. Κι αν ύστερα µπορούσε να είναι σπίτι τη στιγµή που του τηλεφώνησε η Γιούντιτ. Αλλά είχα ξεχάσει τελείως το γόνατο. Γιατί να περπατήσει ο Ραλφ Μέγιερ πάνω από ένα χιλιόµετρο ως το άλλο µαγαζί µ’ ένα γόνατο που πονούσε και χτυπούσε; Και στη συνέχεια πάλι πίσω; Δεν έµοιαζε µόνο πολύ απίθανο, αλλά σωµατικά σχεδόν αδύνατον επίσης. «Πρέπει προπαντός να συνεχίσεις να το κουνάς» είπα. «Αν το κρατάς ακίνητο, θα πάθει αγκύλωση». Ο Ραλφ τέντωσε το δεξί του πόδι µπροστά του. Κούνησε τα χοντρά δάχτυλα του ποδιού του µέσα στην πλαστική παντόφλα. Βόγκηξε. Δάγκωσε το χείλι του, είδα όταν τον λοξοκοίταξα. Αν υποκρινόταν όλα αυτά, έπαιζε καλά τον ρόλο του. Λάµβανα τα πάντα υπόψη µου. Υπολόγιζα επίσης την πιθανότητα όλα αυτά τα µπλα µπλα για το γόνατό του να ήταν κι αυτά προσποιητά. Ότι χρησιµοποιούσε το γόνατο ως άλλοθι. «Το συζήτησα µε τον Στάνλεϊ και την Εµανουέλ» είπε. «Μπορείτε να µείνετε στο διαµέρισµα όσον καιρό θέλετε. Θα βρούµε µια λύση».
Πήγα ήδη να του απαντήσω ότι δεν ήταν ανάγκη, ότι θα φεύγαµε σε λίγες ώρες, αλλά στο τσακ κατάπια τα λόγια µου. Ποιος ξέρει, µπορεί να ένιωθε ανακούφιση, αν ήξερε ότι θα φεύγαµε. Δεν ήθελα να νιώσει ανακούφιση. Όχι ακόµη. «Πού είναι ο Άλεξ;» ρώτησα. Ενώ συνέχιζα να κοιτάζω ίσια µπροστά µου, προς το γαλάζιο φωτισµένο νερό της πισίνας, πρόσεχα καλά µήπως ανιχνεύσω κάποια σωµατική αντίδραση στον Ραλφ. Και όντως άλλαξε θέση. Έσκυψε προς στιγµήν µπροστά, έτριψε το πρόσωπό του µε το χέρι κι ύστερα έγειρε πάλι πίσω στην πλάτη του καθίσµατος. «Επάνω» είπε· σταύρωσε το δεξί του πόδι πάνω από το αριστερό, χωρίς να βογκήξει αυτή τη φορά. «Κοιµάται. Θες άλλο;» Είχε σηκώσει το µπουκάλι το ουίσκι από το πάτωµα και το κρατούσε πάνω από το ποτήρι µου. «Εντάξει. Σου είπε τίποτα;» Ο Ραλφ πρώτα έβαλε ποτό στον εαυτό του πριν απαντήσει. «Είναι πολύ αναστατωµένος. Αισθάνεται ένοχος. Του είπα ότι δεν πρέπει να αισθάνεται ένοχος». Πήρα µια βαθιά ανάσα. Έφερα το ποτήρι στα χείλη µου. Τα παγάκια είχαν λιώσει, µια γεύση από χλιαρό ουίσκι αραιωµένο µε νερό µου ’ρθε στο στόµα. Γιατί δεν θα ’πρεπε να αισθάνεται ένοχος; Ίσως έχει κάθε λόγο να
αισθάνεται ένοχος. Αυτό θα µπορούσα να είχα πει. Αλλά δεν το είπα. Αισθάνθηκα το πρόσωπό µου να φουντώνει, αλλά αυτό δεν ήταν καλό. Έπρεπε να διατηρήσω την ψυχραιµία µου. Κυριολεκτικά. « Όχι, δεν είναι ανάγκη να αισθάνεται ένοχος» είπα γι’ αυτό. «Πιστεύω µόνο ότι κάτι είδε. Κάτι που δεν τολµάει να µας το πει. Ακριβώς επειδή αισθάνεται ένοχος». «Και τι λες να είδε λοιπόν;» Ο Ραλφ πάλι άλλαξε θέση, ήπιε µερικές βιαστικές απανωτές γουλιές από το ουίσκι του. Η γλώσσα του σώµατος. Αν έπρεπε να βασιστώ στη γλώσσα του σώµατός του, ούτε αυτός µου είχε πει όλα όσα θα έπρεπε να µου πει. Ή ίσως προσπαθούσε απλώς να προστατέψει τον γιο του. Τώρα µου ’ρθε και µια άλλη σκέψη. Κάτι που περιέργως δεν είχα ακόµη σκεφτεί. Η Γιούλια δεν θυµόταν τίποτα πια. Αλλά αυτό δεν το είπα ποτέ στον Ραλφ. Ούτε στον Άλεξ ούτε σε οποιονδήποτε άλλο. Σε τελική ανάλυση, κανείς εκτός από την Καρολίν κι εµένα δεν ήταν ενήµερος για την αµνησία της Γιούλια. Ή µήπως ήταν; Προσπάθησα να επαναφέρω τις τελευταίες ώρες ως την παραµικρή λεπτοµέρεια. Ποιος ήταν και ποιος δεν ήταν εδώ κάτω στο διαµέρισµα και σε ποια στιγµή.
Όλοι µάς είχαν αφήσει στην ησυχία µας όσο µπορούσαν και είχαν κάνει όσο το δυνατόν λιγότερες ερωτήσεις. Η Γιούντιτ… Αφού έβαλε για ύπνο τον Τόµας και τη Λίζα, η Γιούντιτ είχε κατέβει και είχε ρωτήσει κάτι. Αν η Γιούλια ήξερε τι και πώς. Βρίσκεται ακόµη σε κατάσταση σοκ, είχαµε απαντήσει.
Δεν
ξέρει.
Μάλλον
έχει
µπλοκάρει
την
ανάµνηση, είπα, είναι σύνηθες φαινόµενο όταν συµβαίνει κάτι τέτοιο. Ψιθυρίζαµε. Κι όταν η Γιούλια µισάνοιξε τα µάτια, σταµατήσαµε. Η Εµανουέλ δεν είχε ρωτήσει τίποτα – ούτε ο Στάνλεϊ αργότερα. Ήταν πολύ πιθανό η Γιούντιτ να είπε στον Ραλφ τι είχε µάθει από µας εδώ κάτω. Αλλά και πάλι… Ήταν άραγε πιθανό ο Ραλφ να έρθει να καθίσει δίπλα µου µ’ ένα µπουκάλι ουίσκι, αν ήξερε όταν ήταν µόνο θέµα χρόνου να αναγνωρίσει η Γιούλια τον βιαστή της; Εκτός εάν… Κάτι άρχισε να χτυπάει δυνατά στο ύψος των µηνιγγιών µου. Εκτός εάν η Γιούλια ήταν ήδη αναίσθητη… Διάβαζες γι’ αυτού του είδους τα πράγµατα. Ότι έβαζαν κάτι στο ποτό σου σε µια στιγµή απροσεξίας. Ένα χαπάκι που έκανε τα κορίτσια να µεθάνε πιο γρήγορα. Να γελάνε πιο εύκολα. Να ενδίδουν πιο εύκολα. Ή που τα έκανε ακόµα και να ξεσαλώσουν. Έλυναν όλα τα φρένα και έφευγαν µ’ έναν άντρα µε τον οποίο δεν θα έπρεπε να φύγουν. Καµιά φορά ο συνδυασµός αλκοόλ και χαπιών παραήταν δυνατός κι έχαναν
τις αισθήσεις τους. Προσπαθούσα να µην το σκέφτοµαι, αλλά παρ’ όλα αυτά το έβλεπα µε τον νου µου. Έναν άντρα –έναν ενήλικο άντρα κατά πάσα πιθανότητα– που έσκυβε πάνω από ένα αναίσθητο δεκατριάχρονο κορίτσι. Άρρωστος, λέει ο κόσµος. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι άρρωστος. Αλλά δεν είναι. Δεν είναι αρρώστια.
Οι
αρρώστιες
θεραπεύονται,
τουλάχιστον
αντιµετωπίζονται. Αλλά αυτό είναι κάτι άλλο. Ένα ελάττωµα. Ένα κατασκευαστικό λάθος. Ένα µπουκάλι αναψυκτικού σκάει και αποσύρεται από την κυκλοφορία. Αυτό πρέπει να γίνει µ’ αυτούς τους άντρες. Όχι θεραπεία. Καλύτερα απόσυρση. Ολόκληρη η παρτίδα καταστρέφεται. Χωρίς κηδεία. Χωρίς αποτέφρωση. Δεν θέλουµε οι στάχτες τους να αναµειγνύονται µε τον αέρα που ανασαίνουµε. Προς στιγµήν ανοιγόκλεισα τα µάτια. Μόνο το δεξί µου µάτι, συνειδητοποίησα αµέσως: δεν είχα δώσει σηµασία, αλλά από τότε που γύρισα από την παραλία δεν µπορούσα πια ν’ ανοίξω το αριστερό µου µάτι. Δεν πονούσε πια, όχι, απλώς ήταν κλειστό. Δοκίµασα πρώτα αν το βλέφαρό µου σηκωνόταν από µόνο του, κι όταν αυτό απέτυχε, τράβηξα προσεκτικά τις βλεφαρίδες µε τα δάχτυλα. Έτριψα το κλειστό βλέφαρο, το πίεσα µε τις αρθρώσεις των δαχτύλων µου, αλλά το µάτι παρέµενε κλειστό. Αυτό δεν ήταν καλό, το ήξερα.
Προτού µπούµε αργότερα στο αυτοκίνητο, µε περίµενε ακόµα µια βρόµικη αγγαρεία. Τι έπαθε το µάτι σου; µε είχαν ρωτήσει σχεδόν όλοι στο µεταξύ. Θες να ρίξω µια µατιά στο µάτι σου; µε ρώτησε µονάχα η Καρολίν. Όχι, είχα απαντήσει απότοµα. Κοίταξα λοξά το ογκώδες σώµα του ηθοποιού δίπλα µου. Καθόταν τώρα σκυφτός, µε τους αγκώνες στους µηρούς του, το κεφάλι του στηριζόταν στα χέρια του. Σε λίγες ώρες θα είχαµε φύγει. Οι πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες, αυτές είναι οι πιο σηµαντικές, είχε πει η Καρολίν. Έπρεπε να κάνω κάτι. Κάτι που αργότερα θα ήταν πια αδύνατον. Αργότερα θα είχε περάσει αρκετός χρόνος για να σκεφτεί. Για να επιλέξει προσεκτικά τις απαντήσεις του. Τώρα ήταν πέντε το πρωί κι είχε πιει µισό µπουκάλι ουίσκι. «Εδώ που τα λέµε, τι περνούσε από το µυαλό σου όταν έριξες χάµω αυτή την κοπέλα;» ρώτησα σε ήρεµο τόνο. Για µερικά δευτερόλεπτα επικράτησε σιωπή. «Ορίστε;» είπε. «Τι είπες;» «Ρωτάω ποιο ήταν το σκεπτικό σου. Όταν πήγες να κλοτσήσεις εκείνη τη νορβηγιδούλα». Ρούφηξε δυνατά τη µύτη του. Με λοξοκοίταξε. Τον κοίταξα κι εγώ. Τον κάρφωσα µε τα µάτια, που λένε. Με µόνο ένα µάτι µεν, αλλά µε το ανοιχτό µου µάτι κάρφωνα τα
δικά του όσο καλύτερα µπορούσα. Πάσχιζα να µην το ανοιγοκλείσω. «Με δουλεύεις τώρα ή…;» Χασκογέλασε, αλλά εγώ δεν ανταπέδωσα τον µορφασµό. «Αυτή είναι η στάνταρ αντίδρασή σου όταν µια γυναίκα, µια κοπέλα εν προκειµένω, σε απορρίπτει; Προσπαθείς να τη σπάσεις στο ξύλο; Ή να τη στείλεις στο νοσοκοµείο µε τις κλοτσιές;» «Μαρκ! Σε παρακαλώ! Ποιος κλότσησε ποιον, εδώ που τα λέµε; Θέλω να πω, άκου ποιος µιλάει». Πάλι έτριψε το γόνατό του µε έναν ψεύτικο µορφασµό πόνου. Είδα τι έκανε, προσπαθούσε να αντιστρέψει τα πράγµατα και ταυτόχρονα να το ρίξει στην πλάκα, αλλά το πέτυχε µόνο εν µέρει. Το είδα στο βλέµµα του, στα υγρά µάτια του – ήταν σαν παγωµένη λίµνη που την κάλυπτε ένα λεπτό στρώµα νερού: κάτω από το νερό ο πάγος ήταν σκληρός σαν πέτρα. Ξαφνικά ήξερα πάλι πότε είχα ξαναδεί αυτό το βλέµµα: στο πινγκ πονγκ, όταν προσπαθούσε να καρφώσει. Και επίσης εκείνη τη φορά που µόλις είχε φάει µια γλίστρα, τα πρώτα δευτερόλεπτα, όταν κανείς δεν τολµούσε ακόµη να γελάσει: αισθανόταν µόνο πόνο και δεν είχε αποφασίσει ακόµη πώς θα αντιδρούσε. «Μου το ’πε η Γιούλια» είπα. «Τι έκανες».
Τον κοιτούσα στα µάτια την ώρα που το είπα. Μέσα από το νερό κοιτούσα τον πάγο. Δοκίµαζα πόσο παχύς ήταν. «Ορίστε;» είπε. «Ξέρεις πολύ καλά για ποιο πράγµα µιλάω, Ραλφ. Είδα πώς κοιτάς
τις
γυναίκες. Όλες
τις
γυναίκες, ανεξαρτήτως
ηλικίας. Απόψε είδα επίσης πώς αντιδράς όταν αυτές οι γυναίκες δεν κάνουν ακριβώς αυτό που θέλεις εσύ». Αυτή τη φορά δεν υπήρχε γλώσσα του σώµατος. Εκτός αν µπορείς να αποκαλέσεις γλώσσα του σώµατος και την απουσία γλώσσας του σώµατος. Ακίνητος µε κοιτούσε µε βλέµµα απλανές. «Τι σου είπε η Γιούλια;» ρώτησε. « Ότι κατέβασες το βρακάκι της. Και ότι αυτό δεν της άρεσε καθόλου». «Τι; Αυτό είπε; Γαµώτο…» Χτύπησε τη γροθιά του στο γόνατο. « Ήταν ένα παιχνίδι, Μαρκ! Ένα παιχνίδι! Όλοι µας κατεβάζαµε ο ένας το µαγιό του άλλου. Ο Άλεξ, ο Τόµας, η Λίζα, κι αυτή επίσης. Αυτή κατέβασε το δικό µου µαγιό. Είχαµε πεθάνει στα γέλια. Όποιος έχανε το µαγιό του έπρεπε να κάνει µακροβούτι για να πιάσει ένα νόµισµα από τον βυθό. Χριστός και Παναγία! Ένα παιχνίδι. Και τώρα λέει… Τώρα λέει ότι εγώ…; Άι σιχτίρ, απίστευτο!» Μέσα στον θώρακά µου η καρδιά µου είχε αρχίσει να
βροντοκοπάει. Βαριά και γρήγορα. Αλλά δεν έπρεπε να δείξω τίποτα. Τώρα έπρεπε να συνεχίσω. «Και το
βρίσκεις
φυσιολογικό,
Ραλφ;
Το
βρίσκεις
φυσιολογικό ένας ενήλικας να κατεβάζει τα βρακάκια κοριτσιών; Θέλω να πω, πριν από λίγες µέρες µπορεί κι εγώ να το έβρισκα ακόµη φυσιολογικό, αλλά µετά τη χτεσινή βραδιά στην παραλία όχι πια». Τώρα κάτι άλλαξε στο βλέµµα του Ραλφ. Ήταν λες και το υγρό στα µάτια του στέγνωσε µονοµιάς. Στο ασπράδι των µατιών του έβλεπα πια µόνο τις κόκκινες διακλαδώσεις από τις σπασµένες φλεβίτσες. «Τι θέλεις να πεις εντέλει, Μαρκ; Θες να παρουσιάσεις κάτι φυσιολογικό ως κάτι βρόµικο µόνο και µόνο επειδή στην κόρη σου σήκωσαν κεφάλι οι ορµόνες και ξαφνικά µετανιώνει για ένα παιχνίδι για το οποίο ούτε δευτερόλεπτο δεν άφησε να φανεί ότι δεν της άρεσε; Σου ορκίζοµαι ότι θα είχα σταµατήσει αµέσως αν είχα καταλάβει ότι το έβρισκε δυσάρεστο. Το ορκίζοµαι». Κατάπια. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα να καταπιώ. Το στόµα µου ήταν ξερό. «Τι είπες;» ρώτησα. «Τι είπες ακριβώς για ορµόνες;» «Μα αυτό το βλέπει όλος ο κόσµος! Χριστέ µου, Μαρκ! Ο Άλεξ έγινε το πρώτο θύµα. Πρώτα τον προκαλεί για µέρες
και στη συνέχεια του σερβίρει µια ωραιότατη χυλόπιτα. Κι ύστερα πηγαίνει αποπάνω στον µπαµπάκα για να παραπονεθεί για ένα αθώο παιχνίδι. Σε παρακαλώ, είσαι πατέρας της. Έχεις µάτια και βλέπεις». Καταχώρισα απλώς αυτή την καινούργια πληροφορία: η Γιούλ ια είχε απορρίψει τον Άλεξ; Πότε; Χτες το βράδυ ήταν ακόµη ερωτευµένοι. Προφανώς κάτι είχε συµβεί σ’ εκείνο το άλλο µαγαζί που δεν το ήξερα ακόµη. Αλλά τώρα έπρεπε πρώτα να µείνω συγκεντρωµένος στον Ραλφ. «Μιλάς όλη την ώρα για αθώα παιχνίδια» είπα. «Αλλά πόσο αθώο παραµένει όταν στην ουσία η Γιούλια είναι ήδη γυναίκα; Ή εν πάση περιπτώσει, ένα κορίτσι στο οποίο οι ορµόνες έχουν σηκώσει κεφάλι, όπως λες ο ίδιος; Θέλω να πω, ας το πω διαφορετικά: η Εµανουέλ. Συµµετείχε και η Εµανουέλ στο παιχνίδι σας; Κατέβασες και το δικό της βρακάκι; Αναγκάστηκε κι αυτή να βουτήξει για το νόµισµα αφού εσύ βούτηξες το βρακάκι της;» Ο
Ραλφ
σηκώθηκε
απότοµα.
Η
καρέκλα
του
αναποδογύρισε µ’ έναν κρότο. Έκανε ένα αβέβαιο βήµα και γύρισε. Τώρα στεκόταν ακριβώς µπροστά µου, ούτε µισό µέτρο µακριά µου. Είχε τεντώσει το χοντρό του δάχτυλο. Η άκρη του δαχτύλου του κόντευε ν’ αγγίξει τη µύτη µου. Από τη µια φοβόµουν. Φοβόµουν ότι θα µου ορµούσε.
Από την άλλη δεν µε ένοιαζε καθόλου. Τίποτα δεν µε ένοιαζε πια. Ο Ραλφ ήταν µεθυσµένος. Θα µε έβγαζε νοκάουτ µε την πρώτη µπουνιά, από τα υπόλοιπα δεν θα καταλάβαινα πολλά πράγµατα. «Ξέρεις κάτι» είπε και ένιωσα µερικές σταγόνες σάλιο στο πρόσωπό µου. «Θα έπρεπε να αναρωτηθείς ποιος είναι ο βροµιάρης εδώ πέρα. Εσύ είσαι αυτός που αµέσως σκέφτεται βρόµικα πράγµατα για ένα τέτοιο παιχνίδι. Όχι εγώ. Βλέπω πως η κόρη σου παριστάνει το αθώο κοριτσάκι όταν τη βολεύει. Όταν πάει να κλαυτεί στον µπαµπάκα της. Αλλά τους άντρες ήδη τους κουλαντρίζει µια χαρά, Μαρκ. Το είδα µε τα ίδια µου τα µάτια. Πώς καυλώνει τους πάντες µε τις ναζιάρικες πόζες της στον βατήρα. Με τα γελάκια της. Με το ντύσιµό της! Θέλω να πω, ποιος ξέρει τι ακριβώς συνέβη σ’ αυτό
το
µαγαζί;
αποπλανήσει
µε
Ποιος
ξέρει ποιον προσπάθησε
τα κολπάκια της,
παριστάνοντας
να το
φωτοµοντέλο. Μπορεί ο µπαµπάς να εθελοτυφλεί, αλλά κάθε άντρας γυρίζει το κεφάλι όταν περνάει η γλυκιά µικρή σου κορούλα. Μπορεί να µη θέλεις να το δεις αυτό. Μπορεί να θες να παραµείνει για πάντα το µικρό σου κοριτσάκι. Αλλά το µικρό σου κοριτσάκι είναι ήδη µεγάλο, Μαρκ. Είναι το ίδιο παµπόνηρο µε όλα τα άλλα θηλυκά!» Τώρα σηκώθηκα µε τη σειρά µου από την καρέκλα µου.
Εξωτερικά ήρεµα. Ήρεµα, χωρίς να αναποδογυρίσω την καρέκλα. Αλλά µέσα µου ήµουν έτοιµος για όλα. Ο Ραλφ ήταν πιο ψηλός και πιο δυνατός από µένα. Θα µε νικούσε. Αλλά µπορούσα πρώτα να του προκαλέσω ζηµιά. Ανήκεστη βλάβη. Δεν ήµουν µαχητής, αλλά γνώριζα όσο κανείς άλλος τα αδύνατα σηµεία. Ήξερα πώς µπορούσες να καταστρέψεις το ανθρώπινο σώµα µε µερικές απλές παρεµβάσεις. «Τι είπες;» Προσπάθησα να κάνω και τη φωνή µου ν’ ακουστεί ήρεµη, αλλά είχε ένα τρέµουλο. «Τι είπες για το ντύσιµο της Γιούλια; Μήπως εννοείς ότι φταίει η ίδια γι’ αυτό που έπαθε; Όπως τελικά όλες οι γυναίκες πάντα φταίνε οι ίδιες; Λόγω του ντυσίµατός τους;» Πάνω από τα κεφάλια µας άνοιξε ένα παράθυρο. Το παράθυρο της κουζίνας, όπως είδαµε όταν σηκώσαµε τα µάτια. «Μήπως µπορείτε να µιλάτε λίγο πιο σιγά;» είπε η Γιούντιτ. «Ακούγεστε ένα χιλιόµετρο µακριά».
36
ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΑΣΤΑΝ ΒΟΡΕΙΑ. Πρώτα από στενά δροµάκια κατά
µήκος
της
ακτής,
ύστερα
µπήκαµε
στον
αυτοκινητόδροµο. Η Λίζα είχε αποκοιµηθεί στη θέση του συνοδηγού, το σώµα της κρεµόταν χαλαρά στη ζώνη ασφαλείας, το κεφάλι της στηριζόταν µε µια άβολη κλίση στο παράθυρο. Η Καρολίν κι η Γιούλια κοιµόντουσαν κι αυτές, όπως είδα στο καθρεφτάκι. Είχαµε ξαπλώσει τη Γιούλια στο πίσω κάθισµα, σκεπασµένη µ’ έναν υπνόσακο, µε το κεφάλι της στην ποδιά της Καρολίν. Όταν τη βάζαµε στο αυτοκίνητο, είχε ξυπνήσει προς στιγµήν, αλλά τις τελευταίες δύο ώρες κοιµόταν σερί. Δεν είχε πολλή κίνηση αυτό το κυριακάτικο πρωινό. Παρ’ όλα αυτά η οδήγηση µε το ένα µάτι κλειστό απαιτούσε
αρκετή προσπάθεια εκ µέρους µου. Έβλεπα µεν τα άλλα αυτοκίνητα,
αλλά
δυσκολευόµουν
να
υπολογίσω
τι
απόσταση είχαν από µένα. Το ήξερα βέβαια, είχα διαβάσει γι’ αυτό και το έµαθα και στο πανεπιστήµιο: δεν έβλεπες βάθος πια. Ως τώρα δεν είχα ιδέα πώς ακριβώς έπρεπε να το φανταστώ, αλλά τώρα πια ήξερα. Δεν είναι το ίδιο όπως όταν κλείνεις για λίγο το ένα µάτι. Το άλλο µάτι θυµάται το βάθος για ένα διάστηµα, µόνο µισή µέρα αργότερα η Γη γίνεται επίπεδη. Τόσο επίπεδη όσο σε µια φωτογραφία – υπάρχει προοπτική, αλλά δεν υπάρχει κίνηση. Μπορείς να βασιστείς µόνο στην πείρα σου πια. Γνωρίζεις τις διαστάσεις ενός αυτοκινήτου. Η πείρα σού λέει ότι ένα αυτοκίνητο που αρχικά είναι µικρό κι ύστερα µεγαλώνει κατά πάσα πιθανότητα πλησιάζει. Στο µεταξύ είχε ξηµερώσει τελείως. Ο ήλιος έκαιγε στις άσπρες τσιµεντένιες πλάκες του οδοστρώµατος. Λαχταρούσα να βάλω τα γυαλιά ηλίου µου, αλλά φοβόµουν ότι τότε θα έβλεπα ακόµα λιγότερα. Σταµάτησα σ’ ένα βενζινάδικο: υπήρχε αρκετή βενζίνη στο ρεζερβουάρ, αλλά ήθελα να βάλω κάτι στο στόµα µου. Ένα φλιτζάνι καφέ. Κι ένα φραντζολάκι ή µια σοκολάτα. Η Καρολίν κουτούλησε µια στιγµή όταν ακινητοποίησα το αυτοκίνητο κι ύστερα άνοιξε τα µάτια της. Της έκανα νόηµα
να κατέβει. Προσεκτικά τράβηξε τον υπνόσακο από τη Γιούλια, τον τύλιξε ρολό για να γίνει µαξιλάρι και τον έχωσε κάτω από το κεφάλι της. «Θέλω να κατουρήσω» είπα. «Και πάω να πάρω κάτι να φάω και να πιω. Θες κάτι;» Η Καρολίν έτριψε τις τσίµπλες από τα µάτια της. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Σκεφτόµουν»
ψιθύρισα.
«Μπορούµε
µεν
να
τραβήξουµε µονοκοπανιά για το σπίτι, αλλά ίσως αυτό δεν είναι καλό. Θέλω να πω, ούτως ή άλλως πρέπει να σταµατήσουµε κάπου, δεν θα µπορέσω να αντέξω όλη τη µέρα. Αλλά σκεφτόµουν επίσης: µήπως χειροτερεύουµε τα πράγµατα µε το να πηγαίνουµε κατευθείαν σπίτι; Μπορούµε να βρούµε ένα µικρό ξενοδοχείο κάπου. Δίπλα στη θάλασσα. Ή στα βουνά. Να κάνουµε πρώτα κάτι ευχάριστο ακόµα. Για αργότερα. Για να µη θυµάται αργότερα µονάχα τα άσχηµα πράγµατα». Τις τελευταίες δύο ώρες όλο σκεφτόµουνα. Σκεφτόµουν κυρίως ένα συµβάν από τα δικά µου νιάτα. Αναρωτήθηκα αν ήµουν ακόµη σε θέση να οδηγήσω. Μήπως ήταν ανεύθυνο µε την ποσότητα αλκοόλ στο αίµα µου, το κεφάλι µου που γύριζε από την έλλειψη ύπνου. Έπρεπε να φροντίσω την οικογένειά µου. Δεν έπρεπε να βγούµε από τον δρόµο. Ανά
πάσα στιγµή µπορούσα να αποκοιµηθώ στο τιµόνι. Ήξερα τα συµπτώµατα. Ανοιγοκλείνεις τα µάτια σου και την επόµενη στιγµή κάτι λείπει: µια διαφηµιστική πινακίδα σε έναν λόφο, µια έπαυλη µε κυπαρίσσια, ένας κοκαλιάρικος γάιδαρος πίσω από αγκαθωτό σύρµα. Αποκοιµήθηκες. Ίσως για τρία δευτερόλεπτα το πολύ, πάντως κοιµήθηκες. Από τη µια στιγµή στην άλλη η διαφηµιστική πινακίδα κι ο γάιδαρος έχουν χαθεί. Ένα ειδησάριο στην εφηµερίδα θα ήταν. Στη δεύτερη σελίδα. Οικογένεια Ολλανδών (…) πέρασε µέσα από την προστατευτική µπάρα στο αντίθετο ρεύµα. Όταν ήµουν γύρω στα δεκατρία, ο πατέρας µου µου είχε κάνει τα πρώτα µαθήµατα οδήγησης. Πρώτα σ’ ένα πάρκινγκ, αλλά ύστερα από λίγο καιρό στον δρόµο. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους αρέσει η οδήγηση. Υπό
φυσιολογικές
συνθήκες την απολαµβάνω πραγµατικά, αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ πια. Είµαι σίγουρος ότι τα θεµέλια της αγάπης µου για την οδήγηση τέθηκαν στα δεκατρία µου χρόνια. Ένα απόγευµα περνούσαµε από ένα στενό φιδωτό δροµάκι στη Βέλουε. Εγώ καθόµουν στο τιµόνι, ο πατέρας µου καθόταν δίπλα µου κι η µητέρα µου στο πίσω κάθισµα. Πλησιάζαµε
µια απότοµη
στροφή
προς
τ’
αριστερά.
Βρισκόµουν στη φάση όπου η οδήγηση ήταν ήδη ένας απόλυτος αυτοµατισµός για µένα. Στην επικίνδυνη φάση
όπου η αυτοσυγκέντρωση χαλαρώνει. Από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόταν ένα αυτοκίνητο που άργησα να το δω. Απότοµα έστριψα το τιµόνι δεξιά. Βγήκαµε από τον δρόµο, ήταν µια αρκετά απότοµη κατηφόρα, κατάφερα να αποφύγω όλα τα δέντρα, αλλά τελικά ακινητοποιήθηκα µ’ ένα µπαµ σε ένα ξύλινο τραπέζι του πικνίκ. Ο πατέρας µου κατέβηκε και επιθεώρησε τη ζηµιά. Ύστερα πήρε τη θέση µου στο τιµόνι και ανέβασε το αυτοκίνητο πάλι στον δρόµο. Πίστευα ότι αυτό θα ήταν όλο, ότι θα συνέχιζε να οδηγεί, αλλά εκείνος σταµάτησε και κατέβηκε πάλι από το αµάξι. «Σειρά σου πάλι» είπε. «Δεν ξέρω…» ψέλλισα· τα χέρια και το µέτωπό µου ήταν µούσκεµα στον ιδρώτα. Ήµουν σίγουρος για ένα µόνο πράγµα – κι αυτό ήταν ότι δεν ήθελα να οδηγήσω ποτέ ξανά. «Τώρα είναι που πρέπει να συνεχίσεις» είπε ο πατέρας µου. «Αλλιώς µετά δεν θα τολµήσεις πια». Αυτό σκεφτόµουν τις πρώτες ώρες αφότου φύγαµε από το εξοχικό. Σκεφτόµουν τη Γιούλια και τον κίνδυνο να διακόψουµε τις διακοπές µας στη µέση. Στο µεταξύ είχαµε κάνει πάνω από εκατό χιλιόµετρα, είχαµε αποµακρυνθεί αρκετά – αλλά ήταν ακόµη πολύς δρόµος ως το σπίτι. Στην Ολλανδία υπήρχαν άνθρωποι. Φίλες και συγγενείς που θα ρωτούσαν διάφορα. Τόσο οι απαντήσεις όσο η αποφυγή
αυτών των ερωτήσεων θα έκαναν αρκετό κακό. Εδώ ήµαστε ακόµη
οι
τέσσερίς
µας.
Ίσως
ήταν
καλύτερο
να
παραµείνουµε για λίγο ακόµα οι τέσσερίς µας µόνο. «Δεν ξέρω» είπε η Καρολίν· στεκόµασταν δίπλα στη µισάνοιχτη πίσω πόρτα, κοιτούσαµε την κοιµισµένη κόρη µας στο πίσω κάθισµα. Έβαλα ένα χέρι στον ώµο της γυναίκας µου. Προς στιγµήν πέρασα το χέρι µου µέσα από τα µαλλιά της. «Ούτε εγώ ξέρω» είπα. « Ήταν µόνο µια ιδέα. Μια αίσθηση. Αλλά για να πω την αλήθεια, πραγµατικά δεν ξέρω. Γι’ αυτό ρωτάω εσένα. Εσύ πρέπει να αποφασίσεις». Πριν από δύο ώρες είχα ξυπνήσει απαλά την Καρολίν. «Πρέπει
να φύγουµε»
είχα πει.
«Θα σου
εξηγήσω
αργότερα». Η Καρολίν είχε ανέβει επάνω κι είχε σηκώσει τη Λίζα από το κρεβάτι της. Αφήσαµε τον Στάνλεϊ και την Εµανουέλ να κοιµούνται. «Κάποια στιγµή θα την πάρουµε πίσω τη σκηνή» είχα πει. « Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να τη χρησιµοποιήσουµε σύντοµα». Κατά τα άλλα δεν είδαµε κανέναν. Όλοι κοιµόντουσαν. Ίσως ο Ραλφ να ήταν ακόµη ξύπνιος, αλλά ούτε αυτός βγήκε έξω όταν τελικά έβαλα µπρος το αυτοκίνητο και κατηφορίσαµε το στενό προς τον δρόµο. Τη στιγµή που πήγα να στρίψω στον δρόµο είδα κάτι να
κουνιέται στο καθρεφτάκι µου. Πάτησα φρένο και κοίταξα καλά
καλά.
Η
µητέρα
της
Γιούντιτ
στεκόταν
στο
κεφαλόσκαλο της εξωτερικής σκάλας. Κουνούσε το χέρι της. Ή µάλλον: έκανε νόηµα µε το χέρι της ότι έπρεπε να σταµατήσουµε. Την επόµενη στιγµή την είδα, πάντα στο καθρεφτάκι µου, να κατεβαίνει τη σκάλα. Μου φάνηκε πως την άκουσα να φωνάζει κάτι. Ύστερα πάτησα γκάζι και κατηφόρισα τον δρόµο.
37
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ δίπλα σ’
έναν
χείµαρρο µ’ έναν νερόµυλο. Πιο χαµηλά στην κοιλάδα έβοσκαν καφετιές
αγελάδες
ανάµεσα στα δέντρα.
Τα
κουδούνια γύρω από τον λαιµό τους κουδούνιζαν σιγανά, παχουλοί µπούµπουρες ζουζούνιζαν από λουλούδι σε λουλούδι, το νερό του χειµάρρου κελάρυζε στις πέτρες. Στις βουνοκορφές στον ορίζοντα έβλεπες κατά τόπους άσπρα σηµάδια από χιόνι. Εκείνη την πρώτη µέρα η Γιούλια έµεινε στο δωµάτιο. Πού και πού ξυπνούσε για λίγο, τότε ήθελε µονάχα να πιει κάτι: δεν πεινούσε. Η Καρολίν κι εγώ µέναµε εναλλάξ µαζί της. Το πρώτο βράδυ καθόµουν µε τη Λίζα στην τραπεζαρία. Ρώτησε τι ακριβώς είχε πάθει η αδερφή της κι εγώ απάντησα
ότι θα της τα εξηγούσα όλα κάποια άλλη στιγµή, ότι είχε να κάνει µε κάτι που έχουν πότε πότε τα κορίτσια όταν µεγαλώσουν. «Θα αδιαθετήσει;» ρώτησε η Λίζα. Το επόµενο πρωί ξύπνησα µε το µάτι µου να χτυπάει. Πήγα στο µπάνιο και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Κάτω από το βλέφαρο υπήρχε ένα πρήξιµο στο µέγεθος αυγού. Το δέρµα του βλεφάρου ήταν τσιτωµένο στο έπακρο και είχε το χρώµα ενός τσιµπήµατος κουνουπιού, µε µερικές πιο σκούρες κηλίδες κατά τόπους. Ξεραµένο κίτρινο πύο είχε κολλήσει στις
βλεφαρίδες
µου. Ολόκληρη η περιοχή
χτυπούσε και παλλόταν – σαν δάχτυλο µε απόστηµα. Αυτό ήταν άλλωστε, το ήξερα: απόστηµα. Χωρίς θεραπεία ένα απόστηµα σε ακροδάχτυλο µπορούσε να οδηγήσει σε σηψαιµία
και
ακρωτηριασµό.
Όταν
η
πίεση
στον
αµφιβληστροειδή χιτώνα θα γινόταν πολύ µεγάλη, αυτός θα σκιζόταν. Υπό µεγάλη πίεση πύο και αίµα θα έψαχναν µια διέξοδο µέσα στον βολβό του µατιού. Τότε πια το ίδιο το µάτι θα µπορούσε να θεωρηθεί χαµένη υπόθεση. «Πρέπει να πάρεις τη Γιούλια µαζί σου όταν κατέβεις κάτω σε λίγο» ψιθύρισα στην Καρολίν. «Δεν θέλω να µείνει εδώ». Κρατούσα ένα γάντι του µπάνιου στο µάτι, για να µη δει τίποτα η γυναίκα µου.
«Θες να σε βοηθήσω;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι. «Με βοηθάς περισσότερο µε το να είσαι µε τη Γιούλια». Μόνο
πολύ
αργότερα –µέρες
αργότερα–
το
βρήκα
ανησυχητικό, µε αναδροµική ισχύ, ότι η Γιούλια δεν διαµαρτυρήθηκε καθόλου όταν η Καρολίν την προέτρεψε µαλακά πλην επίµονα να σηκωθεί και να ντυθεί. «Ελάτε, θα κατεβούµε κάτω να πάρουµε ένα ωραίο πρωινό» είπε σε εύθυµο τόνο στις δύο κόρες της και άνοιξε τις κουρτίνες. «Είναι µια υπέροχη µέρα». Εγώ ήµουν ξαπλωµένος στο κρεβάτι µε το γάντι του µπάνιου πάντα στο µάτι µου. Είδα τη Γιούλια να πηγαίνει στο µπάνιο µε τη µικρή στοίβα ρούχα που της είχε δώσει η µητέρα της. Λίγο αργότερα άκουσα το κελάρυσµα του ντους. Μετά από ένα τέταρτο ακόµη κελάρυζε. «Γιούλια;» Η Καρολίν χτύπησε την πόρτα. « Όλα καλά; Να σε βοηθήσω µε κάτι;» Κοιταχτήκαµε. Το βλέµµα πανικού στα µάτια της Καρολίν ήταν αναµφίβολα ένα ακριβές αντίγραφο του πανικού που εκείνη διάβαζε την ίδια στιγµή στο ένα µου µάτι. Στο µεταξύ η Λίζα είχε σηκωθεί από το δικό της κρεβάτι και είχε χωθεί δίπλα µου. Την αγκάλιασα ακόµα πιο σφιχτά, σκέπασα το κεφάλι της µε το χέρι µου, ενώ µε τα χείλη µου σχηµάτισα
αθόρυβα τις λέξεις «η πόρτα… δοκίµασε την πόρτα». «Γιούλια;» Η Καρολίν ξαναχτύπησε την πόρτα κι ύστερα κατέβασε το χερούλι. Με κοίταξε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ταυτόχρονα το κάτω χείλι της άρχισε να τρέµει, τα µάτια της γέµισαν µονοµιάς δάκρυα. «Μη…! Μη!» είπαν τα χείλη µου, πάντα χωρίς να βγάλουν άχνα. «Μπαµπά;» είπε η Λίζα. «Ναι;» «Μπαµπά, µπορώ µετά να τηλεφωνήσω στον Τόµας;» Εκείνη τη στιγµή το κελάρυσµα του ντους σταµάτησε ξαφνικά. «Γιούλια;» Γρήγορα η Καρολίν σκούπισε τα δάκρυα από τα µάτια της και χτύπησε ξανά την πόρτα. «Μαµά;» Η πόρτα άνοιξε µια χαραµάδα· από το σηµείο όπου ήµουν ξαπλωµένος δεν µπορούσα να δω το πρόσωπο της µεγάλης µου κόρης. «Τελειώνω, µαµά» είπε η Γιούλια.
Στο νεσεσέρ της Καρολίν βρήκα µια βελόνα, την οποία έκαψα στη φλόγα του αναπτήρα µου. Στην άκρη του νιπτήρα είχα ήδη ετοιµάσει τα πάντα: βαµβάκι, γάζες, ιώδιο, καθώς και µια σύριγγα µε παυσίπονο. Το τελευταίο µόνο σε έσχατη ανάγκη. Δεν ήθελα να αναισθητοποιήσω το µάτι, στον βαθµό
που αυτό ήταν εφικτό. Εδώ ο πόνος ήταν ο µόνος σωστός σύµβουλος. Ο πόνος θα µου έλεγε ως πού µπορούσα να φτάσω. Πρέπει να δεις ένα απόστηµα σαν ένα οχυρό οπλισµένο ως τα δόντια. Ένα εχθρικό προγεφύρωµα σε ένα κατά τα άλλα υγιές σώµα. Ή ίσως περισσότερο σαν τροµοκρατικό
κύτταρο.
Ένας
σχετικά µικρός
αριθµός
οπλισµένων µαχητών κρατάει οµήρους µια µεγάλη οµάδα ανθρώπων. Γυναίκες και παιδιά. Οι τροµοκράτες έχουν ζωστεί µε χειροβοµβίδες και ράβδους δυναµίτιδας που θα εκραγούν σε περίπτωση εφόδου. Με το µεσαίο δάχτυλο του αριστερού µου χεριού ανέβασα µια στάλα το βλέφαρο. Προσεκτικά σκάλισα µε την καυτή βελόνα. Αν την έµπηγα πολύ βαθιά, αυτό µπορούσε να οδηγήσει σε µόνιµη βλάβη του µατιού. Όχι µόνο το απόστηµα, αλλά και το ίδιο το µάτι θα άδειαζε. Μια επιχείρηση απελευθέρωσης µε δεκάδες νεκρούς οµήρους µπορεί να θεωρηθεί αποτυχηµένη. Προς το παρόν η βελόνα συναντούσε ελάχιστη αντίσταση. Δεν υπήρχε πόνος. Με το ανοιχτό µάτι προσπαθούσα να υπολογίσω στον καθρέφτη πόσο βαθιά είχε ήδη µπει, όταν ξαφνικά άκουσα ήχους. Φωνές. Κοίταξα στο πλάι. Οι φωνές έρχονταν από το ανακλινόµενο παράθυρο πάνω από την τουαλέτα. Ήταν ένα ανακλινόµενο παράθυρο µε µατ τζάµι και ήταν ανοιχτό. Αναγνώρισα τη φωνή της Λίζα, αν και δεν
µπορούσα να καταλάβω τι έλεγε. Μάλλον κάθονταν στη βεράντα ακριβώς κάτω από το δωµάτιο. Προσεκτικά, χωρίς να βγάλω τη βελόνα από το µάτι µου, έκανα δύο βήµατα και έκλεισα σιγά το παράθυρο. Την ίδια στιγµή αισθάνθηκα κάτι κολλώδες στα δάχτυλά µου. Έκανα ένα βήµα προς τον νιπτήρα και είδα το αίµα. Κυλούσε στο πρόσωπό µου και έπεφτε σε χοντρές στάλες στην άσπρη πορσελάνη. Τράβηξα τη βελόνα και πίεσα το βλέφαρο. Κι άλλο αίµα βγήκε. Πιτσίλισε το τισέρτ µου. Και τα πόδια µου κι ανάµεσά τους τα πλακάκια του δαπέδου. Αλλά είδα και κάτι άλλο. Μια ουσία στο χρώµα της µουστάρδας. Μουστάρδας µε περασµένη προ πολλού την ηµεροµηνία λήξης της. Τώρα µύρισα και την µπόχα. Κάτι ανάµεσα σε µπαγιάτικο νερό από βάζο µε λουλούδια και χαλασµένο κρέας. Αναγούλιασα, και την επόµενη στιγµή ανέβηκε ένα κύµα χολής, το οποίο έφτυσα στον νιπτήρα ανάµεσα στο αίµα και το πύο. Αλλά εν τω µεταξύ µέσα µου ζητωκραύγαζα. Αθόρυβα. Αύξησα την πίεση στο βλέφαρό µου. Και τότε ήρθε επιτέλους ο πόνος. Υπάρχουν δύο είδη πόνου. Πόνος που σε προειδοποιεί να µη συνεχίσεις άλλο και πόνος λυτρωτικός. Τούτος εδώ ήταν λυτρωτικός πόνος. Άνοιξα τη βρύση. Πίεσα το µάτι µου. Πίεσα ώσπου να αδειάσει. Ξετύλιξα ένα µέτρο
χαρτί
τουαλέτας. Μόνο αφού καθάρισα όλη την περιοχή γύρω από
το µάτι µου τόλµησα να κοιτάξω. Δεν ήταν λιγότερο από θαύµα. Κάτω από τα υπολείµµατα πύου και τις αιµάτινες κλωστούλες φάνηκε το µάτι µου. Άθικτο και καθαρό, λάµποντας σαν µαργαριτάρι σε στρείδι. Με κοιτούσε. Με κοιτούσε µε ευγνωµοσύνη, φαντάστηκα. Ήταν ολοφάνερα χαρούµενο που µε ξανάβλεπε. Δέκα λεπτά αργότερα πήγα να βρω την οικογένειά µου στη βεράντα. Στο στρωµένο τραπέζι στεκόταν µια καφετιέρα και µια κανάτα µε ζεστό γάλα. Υπήρχε ένα καλαθάκι µε κρουασάν και µπαγκέτα. Υπήρχαν µικρά κουτάκια µε βούτυρο και µαρµελάδα. Τα κουδούνια των αγελάδων κουδούνιζαν. Ένας µπούµπουρας χάθηκε µέσα σ’ ένα λουλούδι που λύγισε κάτω από το βάρος του. Ο ήλιος ζέσταινε το πρόσωπό µου. Χαµογέλασα. Χαµογέλασα στα βουνά στο βάθος. «Ν’ αρχίσουµε σήµερα µ’ έναν περίπατο;» είπα. «Πάµε να δούµε πού πηγαίνει αυτός ο χείµαρρος;»
Αυτός ο περίπατος ήταν το τελευταίο που κάναµε. Η Γιούλια έβαλε τα δυνατά της. Πιο ψηλά στην πλαγιά ο χείµαρρος χανόταν σ’ ένα δάσος µε ψηλές ερυθρελάτες. Σ’ ένα αβαθές σηµείο πηδήξαµε από πέτρα σε πέτρα, για να περάσουµε απέναντι. Αργότερα φτάσαµε σ’ έναν καταρράκτη. Η Λίζα
ήθελε να κολυµπήσει. Η Καρολίν κι εγώ κοιτάξαµε κι οι δύο τη Γιούλια. «Αφήστε µε» χαµογέλασε. «Καλά κάθοµαι εδώ». Καθόταν µε τα πόδια µαζεµένα σ’ έναν µεγάλο επίπεδο βράχο, µε τα χέρια τυλιγµένα γύρω από τα γόνατά της. Υπήρχε κάτι στο χαµόγελό της που δεν ταίριαζε. Ούτε ταίριαζε που έβαζε τα δυνατά της – για µας, έτσι έµοιαζε. Έβαζε τα δυνατά της για να µη χαλάσει κι άλλο τις διακοπές µας. «Μήπως προτιµάς να γυρίσουµε στο ξενοδοχείο;» ρώτησε η Καρολίν. Ρώτησε την ίδια στιγµή που πήγα να ρωτήσω εγώ. Μάλλον όχι: στην ουσία εγώ ήθελα να τη ρωτήσω µήπως τελικά προτιµούσε να γυρίσουµε σπίτι. « Όχι, δεν χρειάζεται» απάντησε. Η Καρολίν έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγµό και µε κοίταξε. « Ίσως είσαι κουρασµένη. Ίσως θες να ξεκουραστείς λιγάκι». «Καλά κάθοµαι εδώ» είπε η Γιούλια. «Κοιτάξτε τι ωραίο, εκείνο το φως ανάµεσα στα δέντρα». Έδειξε ψηλά, προς τις κορφές των ελάτων. Μισόκλεισε τα µάτια στις φαρδιές φωτεινές λουρίδες που έπεφταν ανάµεσα στα κλαριά. Στο µεταξύ η Λίζα είχε γδυθεί και είχε πέσει στο νερό. «Ααααχ, είναι µπούζι!» τσίριξε. «Θα µπεις κι εσύ, µπαµπά; Θα µπεις κι εσύ;» «Γιούλια;» είπα.
Με κοίταξε. Χαµογέλασε ξανά. Κάτι αισθάνθηκα: µια ξαφνική αδυναµία ήταν, άρχισε από τα γόνατά µου κι ύστερα σκαρφάλωσε προς τα πάνω, στον θώρακα και το κεφάλι µου. Έκανα ένα βήµα προς τα πίσω και κάθισα αργά σε µια πέτρα. «Θες να πάµε σπίτι, αγαπούλα;» ρώτησα. «Να µας το πεις, έτσι; Τότε θα φύγουµε αύριο». Η φωνή µου ακούστηκε φυσιολογική, πίστευα. Το πολύ πολύ κάπως υπερβολικά σιγανή, αλλά δεν πίστευα ότι µπορούσες να καταλάβεις κάτι. Η Γιούλια ανοιγόκλεισε µια στιγµή τα µάτια. Το χαµόγελο είχε χαθεί. Δάγκωσε το κάτω χείλι της. «Ναι;» είπε. «Γίνεται;»
38
ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΚΑΝΑΜΕ. Φύγαµε πρωί πρωί και κατά τα µεσάνυχτα φτάσαµε σπίτι. Η Λίζα πήγε να παίξει λιγάκι στο δωµάτιό της. Η Γιούλια έκανε ένα ντους –ξανά πάνω από ένα τέταρτο– κι ύστερα αποκοιµήθηκε σχεδόν αµέσως. Η Καρολίν είχε ανοίξει ένα µπουκάλι κρασί. Κρατώντας δύο ποτήρια και τα τυράκια που είχαµε αγοράσει καθ’ οδόν από ένα βενζινάδικο, ξάπλωσε δίπλα µου· από τότε που φύγαµε από το εξοχικό, ήταν η πρώτη φορά που ήµαστε οι δυο µας. «Τι κάνουµε τώρα;» ρώτησε. Όσο
βρισκόµασταν στο
αυτοκίνητο, είχαµε
µιλήσει
ελάχιστα. Η Γιούλια κυρίως κοιµόταν, η Λίζα άκουγε µουσική στο iPod της Γιούλια. Μου είχε δοθεί αρκετός
χρόνος για να σκεφτώ. «Προς το παρόν τίποτα» είπα. «Μου φαίνεται ότι αυτό είναι το καλύτερο». «Μα µήπως
πρέπει έστω
και τώρα να πάµε
στο
νοσοκοµείο; Ή τουλάχιστον σε έναν ειδικό;» Την τελευταία λέξη η Καρολίν την πρόφερε χωρίς καµία έµφαση και όσο πιο αδιάφορα µπορούσε. Ήξερε τη γνώµη µου για τους «ειδικούς». Ήξερε επίσης πόσο εύκολα θιγόµουν όταν κάποιος
αµφισβητούσε τις
δικές
µου
περιορισµένες ιατρικές γνώσεις, ειδικά αν αυτός ο κάποιος ήταν η γυναίκα µου. «Ξέρεις κάτι;» είπα. « Έχω την εντύπωση ότι αυτή τη στιγµή µια νέα εξέταση δεν θα την ωφελήσει. Εγώ την κοίταξα, πρέπει να µου έχεις εµπιστοσύνη εν προκειµένω: έχει γίνει ζηµιά, αλλά όχι µόνιµη. Για την ψυχολογική ζηµιά δεν µπορούµε να πούµε πολλά πράγµατα ακόµη. Δεν θυµάται τίποτα. Στο νοσοκοµείο θ’ αρχίσουν τις ερωτήσεις. Ένας ειδικός θα θέλει να τα µάθει όλα. Εδώ είναι µ’ εµάς. Μ’ εσένα και µ’ εµένα. Με την αδερφή της. Στ’ αλήθεια πιστεύω ότι τώρα η πλήρης ανάπαυση είναι ό,τι καλύτερο. Ν’ αφήσουµε απλώς τον χρόνο να κάνει τη δουλειά του». «Μα είναι φυσιολογικό που δεν θυµάται τίποτα; Θέλω να πω, µπορεί να ήταν οδυνηρό αν τα θυµόταν όλα, αλλά δεν θα
ήταν καλύτερο εντέλει; Πόσο επιζήµιο είναι όταν κάτι παραµένει για πάντα θαµµένο στο υποσυνείδητό σου;» «Δεν
ξέρουµε.
Κανείς
δεν
ξέρει.
Είναι
γνωστές
περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν ζήσει κάτι τροµερό και το απώθησαν τόσο καλά, που µπόρεσαν να ζήσουν µια φυσιολογική ζωή. Και από την άλλη υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που υπό ύπνωση έβγαλαν στην επιφάνεια ένα σωρό δυστυχίες που στη συνέχεια δεν ήξεραν πώς να τις χειριστούν». «Μα αφού θέλουµε να ξέρουµε; Ίσως όχι τώρα αµέσως, αλλά τελικά θέλουµε να µάθουµε, έτσι δεν είναι;» «Να µάθουµε τι;» Κράτησα το άδειο ποτήρι µου µπροστά της κι εκείνη το γέµισε. «Ποιος ήταν. Οχ, δεν θέλω ούτε να το σκέφτοµαι, αλλά γίνοµαι έξω φρενών όταν το σκέφτοµαι! Το είδος του βροµιάρη που κάνει κάτι τέτοιο! Αυτόν πρέπει να τον πιάσουνε. Πρέπει να βγει εκτός κυκλοφορίας για την υπόλοιπη ζωή του. Αυτόν πρέπει να… πρέπει να τον…» «Φυσικά και θέλουµε να µάθουµε. Το θέλω όσο κι εσύ. Θέλω µόνο να πω ότι πρέπει να έχουµε τον νου µας µην κάνουµε ζηµιά. Αν προσπαθήσουµε να τα βγάλουµε όλα µε το ζόρι στην επιφάνεια, η κόρη µας µπορεί να πάθει µεγαλύτερη ζηµιά από το αν το αφήσουµε έτσι. Προς το
παρόν». Κατά τη βόλτα µας κατά µήκος του χειµάρρου είχα περπατήσει µόνος µου δίπλα στη Γιούλια για ένα διάστηµα. Όσο πιο τυχαία µπορούσα, είχα φέρει την κουβέντα στο απόγευµα στην πισίνα. Στην πασαρέλα στον βατήρα και τον Άλεξ και τον Τόµας που την έβρεξαν µε το λάστιχο: στον διαγωνισµό
Μις
Βρεγµένο
Μπλουζάκι.
«Στεκόµουν
µπροστά στο παράθυρο της κουζίνας» είχα πει. «Σας είδα. Γέλασα πολύ». Κι η Γιούλια είχε συνοφρυωθεί σκεφτική. Λες και το άκουσε για πρώτη φορά. «Μα πότε έγινε αυτό;» είχε ρωτήσει. «Μαρκ…» Η Καρολίν είχε αφήσει το ποτήρι της στο κοµοδίνο και µ’ έπιασε από τον καρπό. «Ναι;» «Εσύ πιστεύεις…; Πιστεύεις ότι…; Θέλω να πω, το συζητήσαµε, τότε στην παραλία. Πιστεύεις ότι ο Ραλφ θα µπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;» Δεν απάντησα αµέσως. Έκανα σαν να σκεφτόµουν. Έβγαλα έναν βαθύ αναστεναγµό και µε τις αρθρώσεις των δαχτύλων µου έτριψα προς στιγµήν το αριστερό µου µάτι. Το µάτι που δεν πονούσε πια, αλλά µόνο µε έτρωγε. «Κι εγώ το σκέφτηκα» είπα. «Αλλά δεν βγαίνει. Ήµουν µαζί του για ένα µεγάλο µέρος της βραδιάς. Και όταν τον
έχασα από τα µάτια µου, γύρισε σπίτι σχεδόν αµέσως. Το υπολόγισα. Ο Ραλφ ποτέ δεν θα µπορούσε να έχει πάει σ’ αυτό το άλλο µαγαζί της παραλίας και να γυρίσει πάλι µέσα σε τόσο µικρό χρονικό διάστηµα. Και κούτσαινε κι αποπάνω». «Ναι, το είδα» είπε η Καρολίν. «Τι έγινε;» «Παιδευόµασταν µ’ αυτές τις ρουκέτες. Μία έσκασε µέσα στα κύµατα. Πολύ κοντά. Κοψοχολιάστηκε και έπεσε. Προσγειώθ ηκε κάπως ανώµαλα». Έκλεισα σφιχτά και τα δυο µου µάτια. Άκουσα το χείλος του ποτηριού να χτυπάει στα δόντια της Καρολίν. «Μα στην ουσία ρωτούσα αν θα µπορούσε να το κάνει» είπε. «Αν είναι ικανός». Δεν µίλησα. «Μαρκ;» «Ναι;» «Κάτι σε ρώτησα». «Συγγνώµη. Τι ρώτησες;» «Σε ρώτησα αν θα ήταν ικανός. Ο Ραλφ. Να κάνει κάτι τέτοιο». Αυτή τη φορά δεν άφησα να πέσει σιωπή. «Το δίχως άλλο» είπα.
Μερικές µέρες αργότερα τηλεφώνησε η Γιούντιτ. Στο κινητό µου. Ρώτησε πώς ήµαστε. Ειδικότερα πώς ήταν η Γιούλια. Καθόµουν στον καναπέ στο καθιστικό. Η Γιούλια ήταν ξαπλωµένη στο πάτωµα και διάβαζε ένα περιοδικό. Η Λίζα ήταν σε µια φιλενάδα της. Η Καρολίν είχε βγει για ψώνια. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα. Είπα ότι, δεδοµένων των συνθηκών, ήµαστε αρκετά καλά. « Όλο εσάς σκέφτοµαι» είπε η Γιούντιτ. «Αχ, Μαρκ, τα βρίσκω όλα τόσο τροµερά για σας. Για τη Γιούλια. Και που συνέβη εδώ. Ο Ραλφ έχει γίνει ράκος κι αυτός. Σου στέλνει τους θερµότερους χαιρετισµούς του. Και ο Στάνλεϊ κι η Εµανουέλ επίσης. Αύριο γυρίζουν στην Αµερική». Στη σιωπή που έπεσε στη συνέχεια άκουσα κάτι: έναν γνώριµο ήχο. «Πού είσαι;» ρώτησα. «Κάθοµαι στην άκρη της πισίνας. Κάθοµαι µε τα πόδια στο νερό». Προς στιγµήν έκλεισα τα µάτια. Ύστερα πήγα µέχρι την πόρτα της κουζίνας κι έριξα µια µατιά από το άνοιγµα. Η Γιούλια ήταν πάντα ξαπλωµένη µπρούµυτα στο πάτωµα, αφοσιωµένη στο περιοδικό της. Έσπρωξα την πόρτα, αφήνοντας κουζίνα.
µόνο
µια χαραµάδα,
και ξαναµπήκα στην
«Ο Τόµας όλο ρωτάει για τη Λίζα» είπε η Γιούντιτ. «Του λείπει πάρα πολύ». «Μάλιστα». «Κι εγώ έτσι αισθάνοµαι. Μου λείπετε». Δεν µίλησα. Άνοιξα τη βρύση, πήρα ένα ποτήρι από τον πάγκο και το κράτησα κάτω από το νερό. «Κι εσύ µου λείπεις, Μαρκ».
39
ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΠΡΙΝ από το τέλος των σχολικών διακοπών ξανάνοιξα το ιατρείο µου. Αλλά ο οίστρος είχε χαθεί. Ίσως αυτός ο οίστρος να µην υπήρχε ποτέ, πάντως τώρα δεν υπήρχε πια απολύτως τίποτα. Παρά την αποστροφή που ένιωθα για τα ανθρώπινα σώµατα, είχα κάνει πάντα σωστά τη δουλειά µου. Εισέπραττα ελάχιστα παράπονα. Τις σοβαρές περιπτώσεις τις παρέπεµπα εγκαίρως. Στις λιγότερο σοβαρές έγραφα την κατάλληλη συνταγή. Διαφορετική ήταν η περίπτωση της µεγάλης πλειοψηφίας: των ανθρώπων που δεν είχαν απολύτως τίποτα. Πριν αρχίσουν οι καλοκαιρινές διακοπές, τους άκουγα ακόµη υποµονετικά. Για είκοσι λεπτά το πρόσωπό µου έδειχνε τη µεγαλύτερη δυνατή κατανόηση. Τώρα πια δεν άντεχα καν γι’ αυτά τα είκοσι λεπτά.
Έπειτα από µόλις πέντε λεπτά πρέπει ήδη να εµφανίζονταν ρωγµές σ’ αυτή τη γεµάτη κατανόηση έκφραση, γιατί έπειτα από αυτά τα πέντε λεπτά οι ασθενείς σταµατούσαν ξαφνικά να µιλάνε – ενίοτε µάλιστα µες στη µέση µιας πρότασης. «Τι συµβαίνει, γιατρέ;» «Τίποτα, τι να συµβαίνει δηλαδή;» «Δεν ξέρω, µε κοιτάτε σαν να µη µε πιστεύετε». Παλιότερα άφηνα τους ασθενείς να µιλάνε για ολόκληρα τα είκοσι λεπτά. Ύστερα γύριζαν ανακουφισµένοι στο σπίτι. Ο γιατρός τούς είχε γράψει φάρµακα και τους είχε τονίσει να κουράζονται λιγότερο. «Περάστε µετά από τη βοηθό µου για να κλείσετε καινούργιο ραντεβού» έλεγα. «Να δούµε σε τρεις εβδοµάδες αν υπάρχει βελτίωση». Δεν είχα πια το κουράγιο. Έχανα την υποµονή µου. «Δεν έχετε τίποτα» είπα σ’ έναν ασθενή που είχε έρθει για τρίτη φορά για να παραπονεθεί για ζαλάδες. «Απολύτως τίποτα. Να θεωρήσετε τον εαυτό σας τυχερό που είστε τόσο υγιής». «Μα, γιατρέ, όταν σηκώνοµαι απότοµα από την καρέκλα–» «Με ακούσατε; Προφανώς όχι. Αλλιώς θα µε είχατε ακούσει να λέω ότι δεν έχετε τίποτα. Τί-πο-τα! Κάντε µου τη χάρη και πηγαίνετε σπίτι σας». Μερικοί ασθενείς δεν επέστρεψαν στο ιατρείο µου. Ενίοτε λαµβάναµε ένα σηµείωµα ή ένα µέιλ ότι είχαν βρει άλλον οικογενειακό γιατρό «πιο κοντά». Ήξερα πού έµεναν. Ήξερα
ότι έλεγαν ψέµατα. Αλλά το άφηνα έτσι. Δηµιουργήθηκαν κενά ανάµεσα στα ραντεβού. Αρκετά συχνά υπήρχε ένα κενό είκοσι ή σαράντα λεπτών ανάµεσα σε δύο ραντεβού. Θα µπορούσα να είχα βγει έξω κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου κενού. Θα µπορούσα να είχα κάνει µια βόλτα. Να πάρω έναν εσπρέσο ή ένα φραντζολάκι µε τυρί και ντοµάτα σε µια καφετέρια εδώ κοντά. Αλλά πάντα έµενα µέσα, µόνος µου στο γραφείο µου µε την πόρτα κλειστή. Έγερνα πίσω στην καρέκλα µου κι έκλεινα τα µάτια. Προσπαθούσα να υπολογίσω πόσοι µήνες θα περνούσαν ακόµη προτού ξεµείνω τελείως από ασθενείς. Θα ’πρεπε να είναι µια ανησυχητική σκέψη, αλλά δεν ήταν. Σκεφτόµουν τη φυσική ροή
των
πραγµάτων.
Άνθρωποι γεννιόνταν.
Άνθρωποι
πέθαιναν. Έφευγαν από την ύπαιθρο για να πάνε στην πόλη. Τα χωριά ερήµωναν. Πρώτα τα παρατούσε ο χασάπης, ύστερα και ο φούρναρης έκλεινε το µαγαζί του. Αγριόσκυλα καταλάµβαναν τους ερηµωµένους και αφώτιστους δρόµους. Ύστερα πέθαιναν οι τελευταίοι κάτοικοι. Ο αέρας έβρισκε το πεδίο ελεύθερο. Οι ξεκλείδωτες πόρτες των αποθηκών έτριζαν στους µεντεσέδες τους. Ο ήλιος ανέτελλε και έδυε, αλλά οι ακτίνες του δεν φώτιζαν και δεν ζέσταιναν απολύτως τίποτα πια. Αραιά και πού, σε µια στιγµή διαύγειας, σκεφτόµουν τις
οικονοµικές συνέπειες. Όχι για πολλή ώρα, γιατί η λύση ήταν αυτονόητη. Μπορούσες να ζητήσεις πολλά λεφτά για ένα ιατρείο µε ανθηρό πελατολόγιο σε µια καλή γειτονιά. Νέοι παθολόγοι που τώρα ξεκινούσαν θα έκαναν φόνο για ένα ιατρείο σαν το δικό µου. Πλήρωναν αστρονοµικά ποσά, συνήθως κάτω από το τραπέζι, που λέει ο λόγος. Τον λεγόµενο αέρα. Επισήµως δεν επιτρεπόταν, αλλά όλος ο κόσµος ήξερε ότι έτσι γινόταν. Θα έβαζα µια αγγελία στην εφηµερίδα. Μόνο για τους τύπους ο άρτι αποφοιτήσας πιτσιρικάς θα έπαιρνε µια προβληµατισµένη έκφραση όταν θα του ανέφερα το αστρονοµικό ποσό. Αλλά τα µάτια του δεν θα µπορούσαν να πουν ψέµατα. Το βλέµµα του θα έδειχνε πως ξερογλειφόταν κι αυτό θα τον πρόδιδε. «Πρέπει να αποφασίσεις γρήγορα» θα του έλεγα. «Περιµένουν στην ουρά και δεν κρατιούνται να πιάσουν δουλειά εδώ πέρα». Μα τότε κι εγώ δεν έπρεπε να περιµένω για πολύ ακόµη, αναλογιζόµουν σε αυτές τις στιγµές διαύγειας. Ένα ιατρείο µε λίγους ασθενείς ήταν χρυσωρυχείο. Ένα ιατρείο χωρίς ασθενείς δεν ήταν. Έκανα υπολογισµούς. Η οικογένειά µας σίγουρα θα µπορούσε να τα βγάλει πέρα για τουλάχιστον τρία τέσσερα χρόνια µετά την πώληση. Ύστερα θα βλέπαµε. Μια καλοπληρωµένη
δουλίτσα
της
πλάκας
ίσως.
Γιατρός
εργασίας. Ή κάτι τελείως διαφορετικό. Μια ριζική αλλαγή.
Γιατρός σε ξενοδοχείο στα Κανάρια νησιά. Τουρίστες που είχαν
πατήσει
αχινούς.
Εγκαύµατα
από
τον
ήλιο.
Αναστατωµένα έντερα από πολυχρησιµοποιηµ ένο ελαιόλαδο. Μπορεί η ριζική αλλαγή να έκανε καλό και στη Γιούλια. Μακριά από το δικό της περιβάλλον. Ένα νέο ξεκίνηµα. Αυτά σκεφτόµουν στις στιγµές διαύγειας. Καµιά φορά µια τέτοια στιγµή διαύγειας δεν είχε φτάσει ακόµη στο τέλος της, όταν ο επόµενος ασθενής έµπαινε στο γραφείο µου. «Γιατί το πιστεύεις αυτό;» ρώτησα τον οµοφυλόφιλο τηλεοπτικό κωµικό που πίστευε ότι είχε κολλήσει έιτζ. Άρχισε τις αφηγήσεις, περιγραφές από πάρτι που δεν ήθελα ν’ ακούσω. Προσπάθησα να σκεφτώ µια παραλία. Μια χρυσοκίτρινη αµµουδιά µε καταγάλανη θάλασσα. Μετά το ιατρείο στο ξενοδοχείο θα περπατούσα σ’ αυτή την αµµουδιά µέχρι τη θάλασσα. « Έχυσε στο στόµα σου;» ρώτησα στο µεταξύ τον κωµικό. «Και µήπως πέρασες τώρα τελευταία από την οδοντρίατρό σου;» Όταν υπάρχει φλεγµονή στα ούλα, το σπέρµα µπορεί να µεταδώσει τη µόλυνση στο αίµα. Στο µεταξύ στεκόµουν ως τη µέση στη γαλάζια θάλασσα. Η στιγµή αµέσως πριν από τη βουτιά. Το κάτω µέρος του σώµατος είναι ήδη κρύο, το πάνω µέρος είναι ακόµη ζεστό. Κοιτούσα το στόµα του κωµικού και προσπαθούσα να φανταστώ έναν πούτσο ανάµεσα στα χείλη του. Για κάποιο
λόγο ήταν ένας πούτσος χλωµός, ένας πούτσος σαν πράσο, και είχε µπει ολόκληρος: µέσα σ’ αυτό το στόµα. Ο κωµικός πιπίλιζε το πράσο, περιπαικτικά το δάγκωνε απαλά. «Γαµώ το κέρατό µου, χύνω!» βόγκηξε ο ιδιοκτήτης του πούτσου. Άνοιξαν οι ουρανοί. Το πρώτο κύµα σπέρµατος πετάχτηκε στον
ουρανίσκο
του
κωµικού.
Τα
επόµενα
κύµατα
κατέληξαν στα µατωµένα ούλα. Ήταν πιο αποτελεσµατικό από µια θανατηφόρα ένεση. Για λίγο αισθάνεσαι το κρύο όταν το κεφάλι σου σκεπάζεται από ένα κύµα. Βυθίζεσαι στο νερό. Αλλά ύστερα ξαναβγάζεις το κεφάλι σου απ’ το νερό. Τα µαλλιά κρέµονται σε βρεγµένες τούφες. Το αλάτι τσούζει στα µάτια σου. Γλείφεις τις µύξες στο πάνω χείλι σου: µια γεύση από άλγη και στρείδια. Κοιτάζεις την παραλία πίσω σου όπου στεκόσουν µόλις πριν από λίγο. Κάθαρση, είναι η πρώτη
λέξη
που
σου
’ρχεται.
Ο
κωµικός
ήταν
παχουλούτσικος, αλλά σε µερικούς µήνες κανείς δεν θα τον αναγνώριζε πια. Αποστεωµένος. Καλύτερη λέξη δεν υπάρχει. Το έιτζ κατεδαφίζει το σώµα από µέσα. Τοποθετεί ένα τρυπάνι σε έναν φέροντα τοίχο. Το είδος του τρυπανιού που χρησιµοποιείται στην οδοποιία για να βγάλουν οι εργάτες τις ράγες του τραµ από την άσφαλτο. Η κατασκευή αρχίζει να τρίζει. Τρεις ορόφους πιο πάνω δηµιουργούνται ρωγµές στον σοβά. Κοµµάτια µπογιάς και ασβέστη πέφτουν από το
ταβάνι. Είναι όπως σ’ έναν σεισµό. Καµιά φορά τα µεγάλα κτίρια γκρεµίζονται πιο γρήγορα από τις χωµάτινες καλύβες. Ο κωµικός δεν είχε καµία πιθανότητα να τη γλιτώσει. Έπρεπε να είχε πλύνει σωστά τα δόντια του. Έπρεπε να είχε πάει εγκαίρως στην οδοντίατρο. Τώρα το κύµα σπέρµατος στα ούλα του ήταν η θανατική του καταδίκη. Έκανα σαν να τον παρακολουθούσα, σαν να κρατούσα σηµειώσεις
στο
συνταγολόγιό
µου, αλλά στο
µεταξύ
κοιτούσα το ρολόι που κρεµόταν στον τοίχο πίσω από το κεφάλι του. Το ρολόι που είχα κρεµάσει εκεί για να µη χρειαστεί να κοιτάξω το ρολόι µου µπροστά σε ασθενή. Πόση ώρα ακόµα; Δεν είχαν περάσει ούτε τέσσερα λεπτά. Και ήδη δεν ήθελα ν’ ακούσω τίποτε άλλο. Όχι άλλες λεπτοµέρειες. Ήθελα να φύγει από το γραφείο µου. Να πεθάνει
γρήγορα.
Κατά
προτίµηση
χωρίς
ποτέ
να
ξαναχτυπήσει την πόρτα µου. Τα ζώα αναζητούν ένα ήσυχο µέρος για να πεθάνουν. Μια γάτα κρύβεται πίσω από τα µπουκάλια µε τα καθαριστικά κάτω από τον νεροχύτη. Σε οχτώ περίπου
µήνες
θα διάβαζα στην εφηµερίδα τη
νεκρολογία του. Μια ολόκληρη σελίδα µε νεκρολογίες, όπως ήταν το πιθανότερο στη δική του περίπτωση. Μια κηδεία µε πάνω από χίλια άτοµα στο νεκροταφείο στην καµπή του ποταµού. Οµιλίες. Μουσική. Ένας τηλεοπτικός επικήδειος.
Μια έκτακτη επανάληψη του καλύτερου σόου του. Ακόµα µερικές σαχλές αναµνήσεις σε ένα τοκ σόου – ύστερα θα έπεφτε η αναπόφευκτη αυλαία. Χαµογέλασα. Ένα καθησυχαστικό χαµόγελο. «Αχ, δεν θα είναι τόσο άσχηµα τα πράγµατα» είπα. «Η πιθανότητα µετάδοσης είναι σχετικά µικρή. Και πάλι: στην εποχή µας τα φάρµακα κατά του έιτζ γίνονται όλο και πιο εξελιγµένα και πιο αποτελεσµατικά. Έγινε και πρωκτική διείσδυση;» Έκανα την ερώτηση όσο πιο αδιάφορα µπορούσα. Ως οικογενειακός
γιατρός
χωρίς
οικογενειακός
γιατρός
πρέπει
προκαταλήψεις. να
είναι
Ένας
υπεράνω
προκαταλήψεων. Κι εγώ είµαι υπεράνω προκαταλήψεων. Γι’ αυτό βάζω το χέρι µου στη φωτιά. Αλλά το να είσαι υπεράνω δεν σηµαίνει ότι µπορείς να τις ξορκίσεις τελείως. Στην πρωκτική διείσδυση ο ιστός τεντώνεται µέχρι εκεί που δεν πάει άλλο. Οι αιµορραγίες είναι περισσότερο κανόνας παρά εξαίρεση. Κανείς δεν έµεινε έγκυος ποτέ από πρωκτική διείσδυση. Αυτό δεν είναι προκατάληψη. Είναι γεγονός. Στη βιολογία όλα έχουν έναν σκοπό και µια λειτουργία. Αν ο σκοπός ήταν να χώσουµε τον πούτσο µας στον κώλο κάποιου άλλου, τότε η οπή θα ήταν πιο µεγάλη. Για να το πω αλλιώς:
η
είσοδος
είναι
τόσο
στενή
για
να
µας
προειδοποιήσει να µην τον χώσουµε µέσα. Όπως η ζέστη
µιας φλόγας µάς προειδοποιεί να µην κρατήσουµε το χέρι µας πολλή ώρα από πάνω της. Κοίταξα τον καταδικασµένο σε θάνατο κωµικό. Θα µπορούσα να τον εξετάσω. Θα µπορούσα να επινοήσω κάτι για πρησµένους αδένες. Οι αδένες στους βουβώνες σου είναι όντως λιγάκι πρησµένοι, αλλά αυτό δεν σηµαίνει αναγκαστικά κάτι. Αφενός είχα όρεξη να τον καθησυχάσω δήθεν και να τον στείλω σπίτι µε µια αίσθηση πανικού, αφετέρου σήµερα ήθελα να δω όσο το δυνατόν λιγότερα. Όχι γυµνό δέρµα. Ούτε τριχωτούς γλουτούς ή ίσως –ποιος ξέρει– έναν ξυρισµένο πούτσο. Όπως είπα, δεν έχω προκαταλήψεις,
αλλά
υπάρχουν
πράγµατα
όπου
η
ενσυναίσθηση τσιτώνεται ως εκεί που δεν πάει άλλο. Από ένα συρτάρι του γραφείου µου πήρα ένα έντυπο για εξετάσεις αίµατος κι έβαλα στην τύχη σταυρούς. Χοληστερόλη. Επίπεδο σακχάρου. Ηπατική λειτουργία. Κοίταξα το ρολόι µου. Θα µπορούσα να είχα διαβάσει την ώρα στο ρολόι πάνω από το κεφάλι του ασθενούς µου, αλλά µε το βλέµµα στο ρολόι µου έδινα ένα σινιάλο. Η συνέντευξη είχε φτάσει στο τέλος της. «Αν περάσεις τώρα αµέσως από το εργαστήριο, σε µερικές µέρες θα ξέρουµε περισσότερα» είπα. Σηκώθηκα. Άπλωσα το χέρι µου. Του έδωσα το έντυπο. Τρία λεπτά αργότερα ο ασθενής βρισκόταν έξω στον δρόµο. Κάθισα αργά στην πολυθρόνα µου κι έκλεισα τα µάτια. Προσπάθησα να
επαναφέρω την παραλία. Τη γαλάζια καθαρτήρια θάλασσα. Αλλά τότε ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα του γραφείου µου. Η βοηθός µου έβαλε το κεφάλι της µέσα από το άνοιγµα. «Τι είπες;» ρώτησε. «Τι εννοείς;» είπα εγώ. «Σ’ εκείνο τον ασθενή, µόλις τώρα» είπε. « Έφυγε κλαίγοντας. Είπε ότι δεν θα ξαναρχόταν ποτέ πια. Είπε ότι µπορούσες να… τέλος πάντων, συγγνώµη… επαναλαµβάνω µόνο αυτά που είπε». Κάρφωσα τη βοηθό µου µε τα µάτια, συγκρατώντας το βλέµµα της. «Τι ακριβώς είπε, Λίσµπετ;» Η βοηθός µου κοκκίνισε ολόκληρη. «Είπε… είπε ότι µπορούσες να τον βάλεις στον, τέλος πάντων… εκεί… εκεί που ξέρεις. Το βρήκα τόσο χοντρό! Έµεινα άναυδη». Πήρα µια βαθιά ανάσα. «Λίσµπετ. Κατά πάσα πιθανότητα ο άνθρωπος έχει έιτζ. Το έπαθε επειδή άφησε κάποιον να χύσει το σπέρµα του πάνω στα µατωµένα ούλα του. Όταν κάποιος πέφτει χωρίς κράνος πάνω σ’ ένα δέντρο µε τη µηχανή του, λέµε ότι φταίει ο ίδιος. Αλλά όποιος παίρνει τον πούτσο κάποιου άλλου στο στόµα του χωρίς µέτρα προφύλαξης δεν µπορεί να υπολογίσει σε περισσότερη κατανόηση εκ µέρους µου από τον µηχανόβιο χωρίς κράνος. Σε ό,τι µε αφορά, µπορεί ο ίδιος να τον βάλει στον κώλο του. Τι λέω; Το κάνει ήδη!»
4Ο
ΔΕΝ ΞΑΝΑΠΗΡΑ ΤΗ ΓΙΟΥΝΤΙΤ. Πήρε εκείνη. « Έχουµε ακόµη τη σκηνή σας εδώ» είπε. Ήθελα να της πω ότι µπορούσε να την κάψει στον κήπο, ότι δεν θα πηγαίναµε ποτέ πια για κάµπινγκ. «Θα περάσω να την πάρω κάποια µέρα όταν έχω χρόνο» είπα. Μικρή σιωπή έπεσε στην άλλη άκρη της γραµµής. Ύστερα ρώτησε πώς ήταν η Γιούλια. Δεν ξέρω ακριβώς τι ήταν, µα µου φάνηκε πως άκουσα µια έλλειψη ενδιαφέροντος στη φωνή της – κάτι ρουτινιάρικο, σαν να έπρεπε απλώς να ρωτήσει.
Της
απάντησα
ανάλογα:
όσο
πιο
σύντοµα
µπορούσα. Και πράγµατι δεν έκανε άλλες ερωτήσεις. Έπεσε καινούργια σιωπή. Περίµενα ότι θα έλεγε ότι της έλειπα. Ότι
ήθελε να µε δει. Αλλά δεν το είπε. «Τις τελευταίες εβδοµάδες των διακοπών ο Ραλφ ήταν αρκετά άκεφος» είπε. «Και συνεχίζει να είναι. Τον ρωτάω τι έχει, αλλά κάθε φορά το προσπερνάει σαν να µην τρέχει τίποτα. Ανησυχώ λιγάκι, Μαρκ. Σκέφτηκα: µήπως θα µπορούσες να του ρίξεις µια µατιά; Χωρίς να το καταλάβει. Γιατί έτσι κι αλλιώς σε γιατρό δεν πηγαίνει ποτέ». Στο µεταξύ έµοιαζε σαν να είχε περάσει µια αιωνιότητα από τότε που φύγαµε από το εξοχικό. Η Γιούλια ήταν πάντα πιο ήσυχη απ’ ό,τι συνήθως. Έκανε ντους δύο τρεις φορές την ηµέρα – σπανίως λιγότερο από ένα τέταρτο. Σωµατικά είχε συνέλθει, όπως µπόρεσα να διαπιστώσω ιδίοις όµµασιν, αφού σιγουρεύτηκα ξανά ότι δεν την πείραζε. Μήπως προτιµούσε να την εξετάσει κάποιος άλλος «ουδέτερος» γιατρός κι όχι ο ίδιος ο πατέρας της; Αλλά είπε ότι, αντιθέτως, δεν ήθελε άλλο γιατρό. Η Καρολίν κι εγώ είχαµε συµφωνήσει να περιµένουµε µερικούς µήνες. Κι ότι µόνο µετά, αν δεν φαινόταν ορατή βελτίωση, θα ζητούσαµε βοήθεια απέξω. Ούτε το σχολείο θα ενηµερώναµε προς το παρόν. «Ας
περάσει
όποτε
πραγµατικότητα δεν
το
θέλει»
είπα,
πολυήθελα.
αν
και
στην
Προσπαθούσα να
φανταστώ έναν άκεφο Ραλφ. Για µια στιγµή σκέφτηκα να
ρωτήσω για τον Άλεξ, µήπως ήταν κι αυτός άκεφος, αλλά σχεδόν αµέσως εγκατέλειψα την ιδέα. «Σκεφτόµουνα: µήπως είναι καλή ιδέα, αν περνούσες αποδώ να πάρεις τη σκηνή, τότε να τον ρωτήσεις δήθεν τυχαία µήπως συµβαίνει κάτι» είπε η Γιούντιτ. «Ναι, κι αυτό γίνεται». Άκουσα τη Γιούντιτ να παίρνει µια βαθιά ανάσα. «Θα χαιρόταν να σε ξαναδεί» είπε. «Εγώ θα χαιρόµουν να σε ξαναδώ». Τώρα ήταν αυτονόητο
να πω «κι εγώ».
Αλλά θα
δυσκολευόµουν πολύ να ακουστώ πιστευτός. Έκλεισα σφιχτά τα µάτια. Φαντάστηκα τη Γιούντιτ στην παραλία, κι όταν ούτε αυτό είχε αποτέλεσµα, κάτω από το εξωτερικό ντους δίπλα στην πισίνα: πώς τραβούσε προς τα πίσω τα βρεγµένα µαλλιά της και έκλεινε σφιχτά τα µάτια κόντρα στον ήλιο. «Κι εγώ» είπα.
Δύο εβδοµάδες αργότερα µου τηλεφώνησε ξαφνικά η µητέρα της. Δεν είχα ξαναδεί τη µητέρα της Γιούντιτ, ούτε της είχα µιλήσει, από τότε που την είδα να κατεβαίνει τη σκάλα του εξοχικού το πρωί που φύγαµε. Μάλιστα δεν τη
σκέφτηκα ούτε µια φορά, ήµουν σχεδόν σίγουρος γι’ αυτό. Ρώτησε πώς ήµαστε. Κι ειδικότερα η Γιούλια. Της είπα. Δεν της τα είπα όλα. Παρέλειψα, λόγου χάρη, ότι η Γιούλια ακόµη δεν θυµόταν τίποτε από εκείνο το βράδυ. Άλλωστε δεν µε ρώτησε γι’ αυτό. Προσπάθησα να κρατήσω τη συζήτηση όσο πιο σύντοµη µπορούσα, δίνοντας µόνο περιληπτικές απαντήσεις στις ερωτήσεις της. «Αυτά λοιπόν» είπα σε µια προσπάθεια να ολοκληρώσω τη συζήτηση. «Προσπαθούµε να ζήσουµε µε αυτό, στον βαθµό που κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Η Γιούλια πρέπει να προσπαθήσει να ζήσει µ’ αυτό». Άκουσα τον εαυτό µου να µιλάει. Προτάσεις έβγαιναν από το στόµα µου, αλλά δεν ήταν δικές µου. Μεµονωµένες προτάσεις ήταν. Εγώ απλώς τις ένωνα. Νόµιζα ήδη ότι θα µε αποχαιρετούσε, όταν είπε: «Υπάρχει και κάτι άλλο, Μαρκ». Μου τηλεφώνησε σε ένα από τα ενδιάµεσα κενά µου· ο ένας ασθενής είχε ήδη φύγει, ο επόµενος δεν είχε φτάσει ακόµη. Δεν ξέρω αν έφταιγε ο τόνος της φωνής της ή το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη συζήτηση µε είπε µε το όνοµά µου, αλλά τώρα σηκώθηκα από το γραφείο µου και πήγα στην πόρτα που ήταν ανοιχτή µια χαραµάδα. Έριξα µια µατιά από τη χαραµάδα και είδα τη βοηθό µου να κάθεται στο τραπεζάκι της. Κάτι συµπλήρωνε σε µια καρτέλα. Απαλά
έκλεισα την πόρτα. «Ναι;» είπα. «Είναι… δεν ξέρω πώς –και αν πρέπει– να το πω» είπε η µητέρα της Γιούντιτ. «Μα το κουβαλάω µέσα µου καιρό. Από εκείνο το βράδυ, στην ουσία». Έβγαλα µόνο έναν ανεπαίσθητο ήχο. Το είδος του ήχου που κάνεις όταν θες να καταλάβει αυτός που είναι στην άλλη άκρη της γραµµής ότι ακόµη τον παρακολουθείς. «Μέχρι τώρα δίσταζα, επειδή δεν ήθελα να βγάλει κανείς λανθασµένα συµπεράσµατα» συνέχισε. «Κι ελπίζω να µην το κάνεις ούτε εσύ. Από την άλλη το θεωρούσα ανεύθυνο να το κρατήσω κι άλλο για τον εαυτό µου». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι – κι επειδή την ίδια στιγµή συνειδητοποίησα ότι δεν µπορούσε να µε δει, ξανάκανα τον ίδιο ήχο. «Εκείνο το βράδυ µε τα πυροτεχνήµατα, όταν εσείς φύγατε για την παραλία, εγώ ξάπλωσα νωρίς. Πρώτα διάβασα λιγάκι κι ύστερα έσβησα το φως. Μόνο πολύ αργότερα ξαναξύπνησα. Δεν θυµάµαι πια ακριβώς τι ώρα ήταν, αλλά έπρεπε
να
πάω
στην
τουαλέτα.
Το
παθαίνω
συχνά
νυχτιάτικα». Άφησε να πέσει µια σύντοµη σιωπή, ύστερα είπε: « Όλα τα φώτα ήταν σβηστά, συνεπώς υπέθεσα ότι η γυναίκα σου είχε πάει στη σκηνή σας κι η Εµανουέλ στο
διαµέρισµα στο ισόγειο. Πήγα στην τουαλέτα στο µπάνιο. Δεν πρόλαβα καλά καλά να καθίσω, όταν κάτω άκουσα ένα αυτοκίνητο. Ένα αυτοκίνητο που µπήκε στο στενό κι ύστερα σταµάτησε. Άκουσα την πόρτα να κλείνει και κάποιον να ανεβαίνει επάνω. Δεν ξέρω πια ακριβώς γιατί, πάντως τράβηξα γρήγορα το καζανάκι και ξαναγύρισα στο δωµάτιό µου. Κάποιος µπήκε µέσα. Κάποιος που πήγε κατευθείαν στο µπάνιο. Το δωµάτιό µου είναι ακριβώς δίπλα, άκουσα το πορτάκι του πλυντηρίου να ανοίγει και να κλείνει πάλι. Αµέσως µετά το πλυντήριο πήρε µπρος. Και λίγο αργότερα άκουσα το ντους». Ο Ραλφ. Ο Ραλφ είχε φύγει πρώτος για το σπίτι. Μόνος του. Με το αυτοκίνητό του. Αφήνοντας πίσω την οικογένειά του. Ως εδώ η ιστορία της µητέρας της Γιούντιτ ταίριαζε µε τα γεγονότα. « Έπειτα από κάποια ώρα ακούστηκαν θόρυβοι στην κουζίνα. Περίµενα ακόµα λίγο κι ύστερα σηκώθηκα. Στην κουζίνα στεκόταν ο Ραλφ. Έπινε µια µπίρα ακουµπισµένος στον πάγκο. Τα µαλλιά του ήταν ακόµη βρεγµένα. Τρόµαξε ολοφάνερα όταν µε είδε. Είπα ότι ήθελα να πάω στην τουαλέτα, κι ας είχα πάει µόλις πριν από λίγο. Αλλά αυτός δεν το ήξερε». Στην παραλία ο Ραλφ είχε φάει ένα ποτήρι µαργαρίτας στα
δόντια του. Είχε µατώσει. Ύστερα η νορβηγιδούλα τού είχε δώσει µερικές σφαλιάρες. Ίσως είχαν πέσει αίµατα στα ρούχα του. «Στο µπάνιο δούλευε το πλυντήριο» συνέχισε η µητέρα της Γιούντιτ. «Προσπάθησα να κοιτάξω µέσα από το τζαµάκι, για να δω τι ακριβώς είχε µέσα, αλλά είχε πολύ αφρό. Δεν µπορούσα να δω καλά. Θυµάµαι όµως ότι ήδη και τότε µου είχε φανεί περίεργο. Θέλω να πω, γυρίζεις σπίτι κι ίσως θες να φορέσεις καθαρά ρούχα, µα τότε απλώς πετάς τα βρόµικα ρούχα σου στο καλάθι µε τα άπλυτα, έτσι δεν είναι; Είναι ανάγκη να τα πλύνεις αµέσως; Μέσα στα άγρια µεσάνυχτα;»
41
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΗΤΑΝ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ όταν ένα πρωί ο Ραλφ Μέγιερ εµφανίστηκε στο ιατρείο µου. Όπως πάντα, απροειδοποίητα. Δεν ρώτησε µήπως ήρθε σε ακατάλληλη ώρα. Δεν ρώτησε αν µπορούσε να καθίσει. Σωριάστηκε στην καρέκλα µπροστά στο γραφείο µου και πέρασε το χέρι του µέσα από τα µαλλιά του. «Εγώ… έπρεπε να σε δω» είπε. Κράτησα την αναπνοή µου. Άκουσα την καρδιά µου να χτυπάει δυνατά. Ήταν δυνατόν; Λες ύστερα από δύο µήνες αβεβαιότητας να ήρθε εδώ για να οµολογήσει; Δεν ήξερα πώς θα αντιδρούσα σε µια τέτοια οµολογία. Αν θα τον έπιανα απ’ τον γιακά και θα τον έσερνα πάνω από το γραφείο µου. Ή αν θα έβαζα τις φωνές – αν θα τον έφτυνα κατάµουτρα. Η
βοηθός
µου
θα
έφτανε
τρέχοντας.
Ή
µήπως
θα
τηλεφωνούσε πάραυτα στην αστυνοµία; Μπορούσα επίσης να διατηρήσω την ψυχραιµία µου.
Να µείνω παγερά
αδιάφορος, σύµφωνα µε την έκφραση. Θα µπορούσα να του ρίξω στάχτη στα µάτια. Θα µπορούσα να προσποιηθ ώ ότι η οµολογία του δεν µε άγγιζε συναισθηµατικά. Ύστερα θα του έκανα µια θανατηφόρα ένεση. «Πώς είστε;» ρώτησε. Δεν ήταν ακριβώς η ερώτηση που περίµενες από κάποιον που
ετοιµάζεται
να
οµολογήσει
τον
βιασµό
ενός
δεκατριάχρονου κοριτσιού. Αλλά παρέµεινα σε επιφυλακή. Ίσως αυτός να προσπαθούσε να µου ρίξει στάχτη στα µάτια. «Καλούτσικα» είπα. «Ευτυχώς». Πέρασε ξανά το χέρι µέσα από τα µαλλιά του. Για µια σύντοµη στιγµή αναρωτήθηκα αν µε άκουσε. Ύστερα είπε: «Θαυµάζω απεριόριστα τον τρόπο που το χειρίζεστε. Μου το ’πε η Γιούντιτ. Η Γιούντιτ µού είπε πόσο δυνατοί είστε». Τον κάρφωσα µε τα µάτια. Ταυτόχρονα προσπαθούσα να µην τον καρφώνω και πολύ. Δεν ήθελα να διαβάσει τη σαστιµάρα στο πρόσωπό µου. « Έχω ένα πολύ δυσάρεστο πρόβληµα που πρέπει να αντιµετωπιστεί µε τη µέγιστη εχεµύθεια» είπε. «Γι’ αυτό
ήρθα σ’ εσένα». Ανάγκασα τον εαυτό µου να µην τον κοιτάζει άλλο µε τόσο
επίµονο
βλέµµα.
Προσπάθησα
όσο
καλύτερα
µπορούσα να φορέσω µια έκφραση γεµάτη ενδιαφέρον. « Όλα όσα συζητιούνται εδώ µέσα παραµένουν µέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους» είπα ενώ έδειχνα τους τοίχους του γραφείου µου. Χαµογέλασα. Η καρδιά µου ακόµη χτυπούσε δυνατά· µε το χαµόγελο βοηθάς τους καρδιακούς παλµούς να καταλαγιάσουν, το ήξερα. «Είναι κυρίως σηµαντικό να µην το µάθει η Γιούντιτ» είπε. «Θέλω να πω, αυτή επέµενε να περάσω να σε δω, αλλά, αν είναι κάτι σοβαρό, δεν θέλω να το µάθει». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι µου. «Κάτι έχω» είπε. «Φοβάµαι ότι κάτι έχω. Μπορεί να είναι βλακείες, αλλά η Γιούντιτ πάντα πανικοβάλλεται αµέσως όταν πρόκειται για ύπουλες αρρώστιες. Δεν θέλω να ανησυχεί. Για το τίποτα». Άκεφος, είχε πει η Γιούντιτ. Τις τελευταίες εβδοµάδες των διακοπών ο Ραλφ ήταν αρκετά άκεφος. «Καλά έκανες που ήρθες» είπα. «Συνήθως είναι λάθος συναγερµός, αλλά καλύτερα να είσαι σίγουρος. Ποια ακριβώς είναι τα συµπτώµατα; Τι αισθάνεσαι;» «Καταρχήν, είµαι συνέχεια κουρασµένος. Ήδη από το
καλοκαίρι στην ουσία. Και δεν έχω κέφια. Δεν έχω κέφια για τίποτα. Αυτό δεν µου έχει ξανασυµβεί ποτέ. Αλλά εντάξει, σκέφτηκα ότι ίσως το είχα απλώς παρακάνει µε τις πολλές δουλειές τώρα τελευταία. Αλλά εδώ και δύο εβδοµάδες έχω αυτό…» Σηκώθηκε από την καρέκλα του και χωρίς άλλη προειδοποίηση έλυσε
τη ζώνη του
και κατέβασε
το
παντελόνι του ως τα γόνατα. «Αυτό…» Έδειξε, αλλά και χωρίς να µου το δείξει ήταν αδύνατον να το παραβλέψω. «Πριν από τρεις µέρες ήταν µόνο το µισό σε µέγεθος. Είναι σκληρό σαν πέτρα και, όταν το πιέζω, πονάω». Κοιτούσα. Είµαι καλός στη δουλειά µου. Έπειτα από ένα µόνο βλέµµα στην ουσία ήξερα ήδη ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω λάθος. Ο Ραλφ Μέγιερ έπρεπε να πάει στο νοσοκοµείο µέσα στην εβδοµάδα κιόλας. Κατά προτίµηση σήµερα το απόγευµα κιόλας. Ίσως µάλιστα ήταν ήδη αργά, αλλά είχες απλώς µεγαλύτερη πιθανότητα να γλιτώσεις αν το προλάβαινες όσο το δυνατόν πιο νωρίς. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα µου. «Ας περάσουµε µια στιγµή εδώ δίπλα…» είπα. «Τι είναι, Μαρκ; Είναι αυτό που νοµίζω πως είναι;» «Άντε, έλα. Θέλω πρώτα να το κοιτάξω καλύτερα». Μισοσήκωσε το παντελόνι του, ως λίγο κάτω απ’ τους
γλουτούς του, και κούτσα κούτσα πήγε στην καµαρούλα δίπλα στο γραφείο µου. Τον παρακάλεσα να καθίσει στο εξεταστικό κρεβάτι. Προσεκτικά
έβαλα
την
άκρη
ενός
δαχτύλου
στο
καρούµπαλο και πίεσα απαλά. Δεν υποχώρησε, ήταν όντως όπως είχε πει: σκληρό σαν πέτρα. «Πονάει;» ρώτησα. « Όταν πιέζεις έτσι απαλά, όχι, αλλά, όταν το ζουλάς, βλέπω αστεράκια». «Τότε ας µην το ζουλήξουµε. Άλλωστε δεν υπάρχει λόγος. Στο ενενήντα εννέα τοις εκατό των περιπτώσεων είναι λιπώµατα. Απλώς ένα είδος άναρχης ανάπτυξης κυττάρων κάτω από το δέρµα. Τα κύτταρα αφηνιάζουν. Ενοχλητικό µεν, αλλά όχι κάτι για να ανησυχεί κανείς». «Άρα δεν είναι… δεν είναι αυτό που νόµιζα;» «Άκου, Ραλφ. Εκατό τοις εκατό βεβαιότητα ποτέ δεν υπάρχει. Αλλά θέλουµε να αποκλείσουµε κι αυτό το ένα τοις εκατό». «Τι θα κάνεις;» Δεν κοιτούσε πια εµένα. Κοιτούσε τα χέρια µου που φόρεσαν λαστιχένια γάντια. Το νυστέρι που ετοίµασα πάνω σ’ ένα κοµµάτι βαµβάκι, δίπλα στους γυµνούς µηρούς του στο εξεταστικό κρεβάτι.
«Θα αφαιρέσω ένα πολύ µικρό κοµµατάκι» είπα. «Και θα το στείλω για βιοψία. Κι έτσι σε µερικές εβδοµάδες θα ξέρουµε περισσότερα». Απολύµανα το σηµείο και µερικά εκατοστά της γύρω περιοχής. Ύστερα έµπηξα το νυστέρι. Έκοψα. Πρώτα επιφανειακά, ύστερα λίγο βαθύτερα. Ο Ραλφ έβγαλε έναν ήχο, πάσχιζε να πάρει ανάσα. «Είναι λιγάκι δυσάρεστο» είπα. « Όπου να ’ναι τελειώνω». Υπήρχε ελάχιστο αίµα. Αυτό επιβεβαίωσε την πρώτη µου διάγνωση. Πήγα πιο βαθιά, ώσπου έφτασα στον υγιή ιστό. Κόβοντας τον υγιή ιστό, δηµιούργησα µια γέφυρα. Τα κύτταρα από το καρούµπαλο θα έµπαιναν στο κυκλοφορικό σύστηµα κι έτσι θα απλώνονταν στο σώµα. Μεταστάσεις… Πάντα έβρισκα ότι είναι ωραία λέξη. Μια λέξη που καλύπτει το φορτίο, όπως λένε. Αυτή τη στιγµή φρόντιζα ώστε κάτι να µεταφερθεί κάπου αλλού. Κάτι µετατόπιζα. Μετακινούσα κύτταρα.
Στο
προσεχές
µέλλον
τα
κύτταρα
θα
πολλαπλασιάζονταν. Σε άλλα µέρη του σώµατος. Μέρη όπου δεν θα ήταν αµέσως ορατά µε γυµνό µάτι. Για τους τύπους άφησα λίγο ιστό στο χείλος ενός γυάλινου δοχείου και µε την άκρη του νυστεριού τον έσπρωξα πιο µέσα. Για τους τύπους κάτι έγραψα σε µια ετικετούλα, την οποία κόλλησα στη συνέχεια στο βαζάκι. Έβαλα µια γαζούλα
στην πληγή και τη στερέωσα µε δύο κοµµάτια λευκοπλάστ. «Μπορείς να ξαναφορέσεις το παντελόνι σου» είπα. «Θα σου γράψω µια συνταγή. Γι’ αυτά τα χαπάκια που σου έδωσα και
τότε.
Όλοι
δυσκολευόµαστε
καµιά
φορά
να
ξαναπιάσουµε το νήµα ύστερα από µακρόχρονες διακοπές». Στην πόρτα του γραφείου άπλωσα το χέρι µου. «Αχ, ναι» είπε ο Ραλφ. «Παραλίγο να το ξεχάσω. Η σκηνή σας. Η Γιούντιτ µού έδωσε τη σκηνή σας. Είναι ακόµη στο αµάξι µου. Έρχεσαι µια στιγµή µαζί µου;»
Στεκόµασταν µπροστά στο ανοιγµένο πορτµπαγκάζ. Εγώ µε τη σκηνή µας στα χέρια. «Σε λίγο καιρό έχω γύρισµα» είπε ο Ραλφ. «Θυµάσαι εκείνη τη σειρά για την οποία µιλούσαµε µε τον Στάνλεϊ; Τη σειρά Αύγουστος; Όπου να ’ναι θα ξεκινήσουν». «Τι κάνει ο Στάνλεϊ;» Σαν να µην άκουσε την ερώτησή µου. Ακριβώς πάνω από τη µύτη του, ανάµεσα στα φρύδια του, είχε εµφανιστεί µια ρυτίδα. Κούνησε µια στιγµή το κεφάλι του. «Μπορώ να πάω κανονικά;» ρώτησε. « Έχουµε δύο µήνες γύρισµα. Αν αναγκαστώ να σταµατήσω στη µέση, θα είναι για όλους καταστροφή».
«Φυσικά» είπα. «Μην ανησυχείς. Συνήθως δεν είναι τίποτα. Θα περιµένουµε απλώς τα αποτελέσµατα. Ύστερα θα υπάρχει ακόµη υπεραρκετός χρόνος». Περίµενα ώσπου το αυτοκίνητό του έστριψε στη γωνία και χάθηκε.
Στα
µισά
του
δρόµου
υπήρχε
ένας
κάδος
σκουπιδιών. Έχωσα µέσα τη σκηνή µας και γύρισα στο ιατρείο µου. Η σάλα αναµονής ήταν άδεια. Στο εξεταστήριο κράτησα το γυάλινο βαζάκι κόντρα στο φως. Έσφιξα τα µάτια, για µερικά δευτερόλεπτα µελέτησα το περιεχόµενο κι ύστερα το πέταξα στον σκουπιδοτενεκέ που ήταν δίπλα στο εξεταστικό κρεβάτι.
42
ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΘΑ ΗΤΑΝ ΓΡΗΓΟΡΗ, αλλά έκανα λάθος. Ο Ραλφ έφυγε για την Ιταλία, για το γύρισµα της σειράς, και δύο µήνες αργότερα γύρισε πίσω. Μόνο τότε µε πήρε για να ρωτήσει για το αποτέλεσµα της βιοψίας. «Δεν είχα κανένα νέο από το νοσοκοµείο» είπα. «Συνεπώς υποθέτω ότι δεν βρήκαν τίποτα». «Μα κανονικά σε ενηµερώνουν, έτσι δεν είναι;» «Συνήθως ναι. Για καλό και για κακό θα πάρω τηλέφωνο αύριο. Πώς αισθάνεσαι κατά τα άλλα;» «Καλά. Συνεχίζω να νιώθω συχνά κουρασµένος, αλλά τότε παίρνω ένα από αυτά τα θαυµατουργά χαπάκια σου. Αυτό βοηθάει πολύ». «Θα σου τηλεφωνήσω αύριο, Ραλφ».
Με
καθησύχαζε
το
ότι
συνέχιζε
να
αισθάνεται
κουρασµένος. Του είχα γράψει τη βενζεδρίνη για να καταστείλω τα συµπτώµατα κούρασης, έτσι ώστε η ασθένεια να µπορέσει να απλωθεί ανενόχλητα στο σώµα του. Αλλά αργούσε περισσότερο από το κανονικό. Άρχισα να αµφιβάλλω για τον εαυτό µου. Για την ικανότητά µου ως γιατρού. Ίσως τελικά να είχα κάνει λάθος. Την εποµένη τού τηλεφώνησα, αλλά βγήκε η Γιούντιτ στη γραµµή. «Είναι γι’ αυτά τα αποτελέσµατα;» ρώτησε αµέσως. Προς στιγµήν δεν ήξερα τι να απαντήσω. «Νόµιζα…» άρχισα. «Ναι, ο Ραλφ σού είπε να µη µου πεις τίποτα αν ήταν κάτι σοβαρό. Αλλά εσύ τότε τον καθησύχασες τόσο πολύ που µου το είπε αµέσως. Του είπες πως δεν ήταν τίποτα. Έτσι δεν είναι, Μαρκ;» «Του είπα ότι µάλλον δεν ήταν τίποτα. Αλλά για να είµαι απολύτως σίγουρος, έστειλα και κάτι στο νοσοκοµείο». «Και;» Έκλεισα σφιχτά τα µάτια. «Σήµερα τηλεφώνησα για τα αποτελέσµατα. Δεν υπάρχει τίποτα για να ανησυχήσετε». «Αλήθεια; Θέλω να πω, αν όντως υπάρχει κάτι, θέλω να το ξέρω, Μαρκ».
« Όχι, δεν τρέχει τίποτα. Υπάρχει κάτι που σε κάνει να πιστεύεις ότι κάτι άλλο συµβαίνει;» «Συνεχίζει να νιώθει συχνά κουρασµένος. Και έχει χάσει βάρος, ενώ τρώει –και πίνει– πάντα τις ίδιες ποσότητες». «Κάτι αφαίρεσα από το πόδι του. Φαίνεται ακόµη; Σ’ αυτό το σηµείο;» « Όχι. Αυτό το καρούµπαλο υπάρχει ακόµη, αλλά δεν µεγαλώνει. Φυσικά δεν το κοιτάζω κάθε µέρα. Αλλά καµιά φορά το πιάνω µια στιγµή. Εντελώς τυχαία, ξέρεις τώρα. Για να µην καταλάβει τίποτα. Το ελπίζω τουλάχιστον, ότι δεν το παίρνει χαµπάρι». Αυτό για την απώλεια βάρους ήταν καλά νέα. Και το γεγονός ότι το πρήξιµο δεν είχε µεγαλώσει ταίριαζε επίσης µε
την
κλινική
εικόνα.
Ο
εχθρικός
στρατός
είχε
δηµιουργήσει ένα προγεφύρωµα. Από εκεί συντονίζονταν οι επιθέσεις. Στην αρχή µόνο περιορισµένες έφοδοι από κοµάντο. Μυστικές επιχειρήσεις πίσω από τις γραµµές. Τσιµπήµατα καρφίτσας. Ανίχνευαν την περιοχή. Άνοιγαν δρόµο. Αργότερα η κύρια δύναµη δεν θα συναντούσε αξιόλογη αντίσταση πια. «Μάλλον είναι απλώς ένα λίπωµα» είπα. «Αυτό δεν βλάπτει κατά τα άλλα, εφόσον δεν τον ενοχλεί. Αλλά αν θέλει, µπορώ να του το αφαιρέσω».
«Δεν είναι µια διαδικασία που γίνεται σε νοσοκοµείο;» «Στο νοσοκοµείο σε βάζουν σε λίστα αναµονής. Είναι µια επέµβαση της πλάκας. Αν είναι να το κάνω εγώ, µπορεί να περάσει όποτε θέλει. Για µένα δεν χρειάζεται καν να κλείσει ραντεβού».
Πότε πότε η Λίζα ρωτούσε για τον Τόµας. Η Γιούλια ποτέ δεν ρωτούσε για τον Άλεξ. «Φυσικά µπορείς να του τηλεφωνήσεις» είπαµε στη Λίζα. «Και τότε ρώτα αν ο Τόµας θέλει να έρθει εδώ να παίξετε». Αλλά καθώς προχωρούσε η σχολική χρονιά, ρωτούσε όλο και πιο σπάνια. Οι φίλες κι οι φίλοι απ’ το σχολείο έσπρωχναν τον φιλαράκο των διακοπών στο περιθώριο. Με τη Γιούλια ήταν διαφορετικά. Είχαµε την εντύπωση ότι προς το παρόν δεν ήθελε να έχει καµία σχέση µε αγόρια. Κι ακόµα λιγότερο µε το αγόρι που θα της θύµιζε τις περασµένες καλοκαιρινές διακοπές. Εδώ η λέξη «θύµιζε» δεν ήταν απόλυτα σωστή. Η Γιούλια θυµόταν πράγµατα από το καλοκαίρι, αλλά όχι όλα. Έτσι θυµόταν µάλλον και τον Άλεξ. Αλλά ως πού; Ως ποια στιγµή; Δεν τη ρωτούσαµε. Μας φάνηκε καλύτερο να το αφήσουµε έτσι.
Ο Ραλφ δεν ξαναπέρασε. Προφανώς τον είχα καθησυχάσει αρκούντως και είχε αναβάλει επ’ αόριστον την αφαίρεση του «λιπώµατος». Αυτό από µόνο του ήταν ευνοϊκό. Ίσως η ασθένεια απλώς χρειαζόταν περισσότερο χρόνο. Στην αρχή του νέου έτους λάβαµε ξανά µια πρόσκληση για πρεµιέρα. Ο Γλάρος του Τσέχοφ αυτή τη φορά. Δεν πήγαµε. Εµείς
ακολουθούσαµε
µια
πολιτική
παθητικής
αποθάρρυνσης. Προσπαθούσαµε να δηµιουργήσουµε µια όσο το δυνατόν µεγαλύτερη απόσταση µεταξύ ηµών και της οικογένειας Μέγιερ. Εδώ λέω επίτηδες «εµείς» – η Καρολίν είχε την ίδια άποψη µ’ εµένα. Το είπα την ώρα που τρώγαµε σ’ ένα εστιατόριο. Μερικές µέρες αφότου είχε φτάσει η πρόσκληση για την πρεµιέρα του Γλάρου. Για πρώτη φορά έπειτα από καιρό βγήκαµε οι δυο µας για φαγητό. Στο δεύτερο µπουκάλι κρασί µυρίστηκα την ευκαιρία µου. «Ξέρεις γιατί δεν θέλω να πάω σ’ εκείνη την πρεµιέρα;» ρώτησα την Καρολίν. «Επειδή το θέατρο σου προκαλεί υπεραερισµό» γέλασε η γυναίκα µου και τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό µου. « Όχι, είναι κάτι άλλο. Αρχικά δεν ήθελα να σου το πω. Νόµιζα ότι θα σταµατούσε από µόνο του. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Συνεχίζει».
Ήταν αλήθεια. Η Γιούντιτ είχε προσπαθήσει αρκετές φορές να µου τηλεφωνήσει, αλλά, κάθε φορά που έβλεπα το όνοµά της να εµφανίζεται στην οθόνη του κινητού µου, της το ’κλεινα. Όταν άφηνε µήνυµα στον τηλεφωνητή, δεν την έπαιρνα πίσω. Στη βοηθό µου είχα δώσει εντολή να µην τη συνδέσει, σε περίπτωση που θα προσπαθούσε να µε πάρει στο ιατρείο. Πράγµα που όντως έκανε δυο τρεις φορές. Τότε η βοηθός µου έλεγε ότι ήµουν απασχοληµένος µε έναν ασθενή. Ότι θα την έπαιρνα αργότερα. Πράγµα που στη συνέχεια δεν έκανα. Μια δυο φορές δοκίµασε να µε πάρει στο σπίτι. Και τις δύο φορές απάντησε η Καρολίν. Από τις απαντήσεις που έδινε η γυναίκα µου καταλάβαινα ότι ήταν η Γιούντιτ. Όχι, καλούτσικα… τον τελευταίο καιρό λίγο καλύτερα… Δεν είµαι εδώ! έκανα νόηµα στην Καρολίν και, ώσπου να τελειώσει η συνδιάλεξη, έκανα όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο. « Ένας άλλος λόγος για τον οποίο δεν θέλω να πάω σ’ εκείνη την πρεµιέρα είναι επειδή δεν έχω όρεξη να πέσω πάνω στη Γιούντιτ» είπα. «Δεν ξέρω αν εσύ κατάλαβες τίποτα, αλλά αυτή η γυναίκα κάτι θέλει από µένα. Ήδη από τότε, στο εξοχικό. Προσπάθησε να… Προφανώς της άρεσα. Περισσότερο από το κανονικό, εννοώ». Κοίταξα τη γυναίκα µου. Δεν φάνηκε να τρόµαξε από αυτή
την αποκάλυψη. Τουναντίον. Μάλλον το διασκέδαζε. Γύρω από τα χείλη της πλανιόταν ένα χαµόγελο. «Τι γελάς;» είπα. «Το κατάλαβες ή όχι; Αυτή η Γιούντιτ µε κυνηγούσε, σου τ’ ορκίζοµαι». «Μαρκ… Απλώς µου ’ρχεται να γελάσω. Μ’ εσένα. Μη µε παρεξηγήσεις, δεν είναι σκοπός µου να σε κοροϊδέψω, αλλά κατ’ εµέ τείνεις να βγάζεις βιαστικά συµπεράσµατα: ότι αρέσεις σε µια γυναίκα όταν σου κάνει νάζια ή σκίζεται για σένα. Κι εγώ το πρόσεξα, τότε στο εξοχικό, αλλά νοµίζω ότι η Γιούντιτ είναι ο τύπος που φέρεται το ίδιο σε όλους τους άντρες. Λιγάκι ανασφαλής, ο τύπος που προσπαθεί να αρέσει σε όλους τους άντρες». Δεν µπορούσα να αρνηθώ ότι η αντίδραση της Καρολίν κυρίως µε απογοήτευσε. Τα είδε όλα σαν ένα αθώο φλερτ. Στ’ αλήθεια δεν είχε χαµπαριάσει τίποτα. Τόσο εύκολο ήταν λοιπόν, σκέφτηκα. «Με παίρνει τακτικά στο κινητό µου, Καρολίν. Λέει ότι της λείπω. Ότι θέλει να µε ξαναδεί». Η Καρολίν κούνησε γελώντας το κεφάλι και ήπιε µια γερή γουλιά από το κρασί της. «Αχ, Μαρκ, είναι απλώς µια γυναίκα που θέλει λίγη προσοχή. Κι εγώ θα το ’θελα, αν είχα έναν άξεστο αγριάνθρωπο σαν εκείνο τον Ραλφ δίπλα µου. Αυτό είναι.
Θέλει προσοχή. Την προσοχή του γιατρού. Ίσως αυτό θέλει. Ίσως θέλει να την εξετάσεις». «Καρολίν…» «Λυπάµαι που πρέπει να σε βγάλω από την πλάνη σου, αλλά ήθελές τα κι έπαθές τα. Αυτή η Γιούντιτ έτσι φέρεται µε όλους τους άντρες. Είδα πώς φερόταν στον Στάνλεϊ. Λίγα χαχανητά, λίγο να περνάει τα χέρια της µέσα από τα µαλλιά της, να κάθεται δήθεν βυθισµένη σε σκέψεις στον βατήρα µε τα πόδια στο νερό, όλα αυτά τα πασίγνωστα γυναικεία κολπάκια. Κατά βάθος µε εκπλήσσει που την πάτησες τόσο εύκολα. Εδώ που τα λέµε, µ’ αυτόν είχε µεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι µ’ εσένα». Έµεινα να την κοιτάζω σαν χάννος. «Τι µε κοιτάς; Αχ, Μαρκ, ώρες ώρες είσαι τόσο αφελής! Πιστεύεις ότι όλες οι γυναίκες σε κυνηγάνε, αλλά αυτή η Γιούντιτ ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Ήθελα κάποια στιγµή να σου το πω, αλλά απλώς το ξέχασα πάλι. Είναι που εσύ την ανέφερες τώρα. Όπως και να έχει, ήταν ένα µεσηµέρι στην πισίνα. Εσείς είχατε πάει στο χωριό. Ο Ραλφ, εσύ, τα παιδιά. Η Εµανουέλ δεν αισθανόταν καλά και ήταν ξαπλωµένη στο κρεβάτι µε τις κουρτίνες κλειστές. Όλο αυτό το διάστηµα κάτι καταλάβαινες, ένα είδος φορτισµένης έντασης µεταξύ αυτών των δύο. Μια δεδοµένη στιγµή ανέβηκα για λίγο
επάνω να πάρω κάτι να πιω. Κι όταν κοίταξα από το παράθυρο της κουζίνας, τους είδα. Η Γιούντιτ ήταν ξαπλωµένη στην ξαπλώστρα της κι ο Στάνλεϊ στεκόταν σκυµµένος από πάνω της. Ξεκίνησε από το πρόσωπό της και µετά τη φίλησε και την έγλειψε παντού, Μαρκ. Και εννοώ πραγµατικά παντού. Κουδούνισα τα ποτήρια για να µε ακούσουν όταν κατέβηκα την εξωτερική σκάλα. Και τους βρήκα πάλι να είναι ξαπλωµένοι σαν κύριοι ο καθένας στη δική του ξαπλώστρα. Μα εγώ το κατάλαβα. Το κατάλαβα από το µαγιό του Στάνλεϊ. Μάλλον δεν χρειάζεται να σου εξηγήσω τι είδα. Και την επόµενη στιγµή όντως βούτηξε στο νερό».
Περίπου έναν µήνα µετά την πρεµιέρα του Γλάρου διάβασα µια
σύντοµη
είδηση
στην
καλλιτεχνική
σελίδα
της
εφηµερίδας:
ΑΚΥΡΩΘΗΚΑΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΛΑΡΟΥ ΛΟΓΩ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ.
Η είδηση δεν περιείχε πάνω από δέκα αράδες «(…) Ραλφ Μέγιερ (…) ακυρώθηκαν µέχρι νεωτέρας». Δεν έλεγαν για
ποια ασθένεια επρόκειτο. Ήδη κρατούσα το τηλέφωνο στο χέρι όταν αποφάσισα ότι ήταν καλύτερα να περιµένω. Την εποµένη τηλεφώνησε η Γιούντιτ. «Την περασµένη εβδοµάδα µπήκε στο νοσοκοµείο» είπε. Ανέφερε
το
όνοµα του
νοσοκοµείου.
Ήταν
το
ίδιο
νοσοκοµείο όπου είχα στείλει τη βιοψία – όπου δεν την είχα στείλει. Πίεσα το κινητό στο αυτί µου. Καθόµουν στο γραφείο µου στο ιατρείο. Ο επόµενος ασθενής –ο τελευταίος ασθενής της ηµέρας στην πραγµατικότητα– δεν θα ερχόταν πριν περάσει µία ώρα. Αυτή τη φορά το σήκωσα αµέσως όταν είδα το όνοµά της να εµφανίζεται στην οθόνη. Έκανα µερικές γενικές ερωτήσεις. Για τα συµπτώµατα. Την αναµενόµενη θεραπεία. Οι απαντήσεις της επιβεβαίωσαν την πρωτύτερη διάγνωσή µου. Το σώµα του Ραλφ είχε αντισταθεί για πολύ
καιρό
–για περισσότερο
από
το
κανονικό–, αλλά τώρα η αρρώστια δεν συγκρατιόταν πια µε τίποτα. Είχε πηδήξει µερικά στάδια. Τα στάδια όπου µια θεραπεία θα µπορούσε ακόµη να έχει µια µικρή πιθανότητα επιτυχίας. Με τον νου µου είδα χαρακώµατα. Ολόκληρες γραµµές από συνδεδεµένα µεταξύ τους χαρακώµατα που ένα ένα καταλαµβάνονταν. Επειδή η Γιούντιτ δεν ρώτησε για τη βιοψία, την ανέφερα ο ίδιος.
«Είναι περίεργο» είπα. «Τότε δεν βρέθηκε απολύτως τίποτα». «Μαρκ;» «Ναι;» «Εσύ πώς είσαι;» Έριξα µια µατιά στο ρολόι απέναντι από το γραφείο µου. Ακόµα πενήντα εννέα λεπτά µε χώριζαν από τον επόµενο ασθενή µου. « Έτσι κι έτσι» είπα. Την άκουσα να αναστενάζει στην άλλη άκρη της γραµµής. «Δεν µου ξανατηλεφώνησες. Δεν µε παίρνεις πίσω όταν σου αφήνω µήνυµα». Άφησα να πέσει µια σύντοµη σιωπή. Στη διάρκειά της σκέφτηκα τη βιοψία, το γυάλινο βαζάκι µε το µατωµένο κοµµατάκι σάρκας από τον µηρό του Ραλφ που είχα πετάξει στον σκουπιδοτενεκέ. «Είχα πολλή δουλειά» είπα. «Και ύστερα όλη αυτή η ιστορία µε τη Γιούλια φυσικά. Προσπαθούµε µε κάποιον τρόπο να ξαναβάλουµε τη ζωή µας σε τάξη, αλλά δεν είναι και τόσο απλό». Στ’ αλήθεια ήµουν εγώ αυτός που ένωνε όλες αυτές τις λέξεις σε προτάσεις; Με διευκόλυνε βέβαια το γεγονός ότι καθόµουν µόνος µου στο γραφείο µου κι η Γιούντιτ δεν µπορούσε να δει το πρόσωπό µου – για να συγκεντρωθώ,
έκλεισα από πάνω τα µάτια µου. «Θα χαιρόµουν να σε ξαναδώ» είπα.
Έτσι αρχίσαµε πάλι να βλεπόµαστε. Στην Καρολίν έλεγα απλώς την αλήθεια. Πάω να πιω έναν καφέ µε τη Γιούντιτ Μέγιερ, έλεγα. Είναι αρκετά αναστατωµένη λόγω της αρρώστιας του Ραλφ. Αρχικά δίναµε ραντεβού σε καφετέριες, αργότερα όλο και πιο συχνά στο σπίτι της. Μου είχαν µείνει µόνο λίγοι ασθενείς, άνετα µπορούσα να το σκάσω για µια ώρα ή περισσότερο. Αλλιώς περίµενα απλώς να τελειώσει το ιατρείο µου. Τότε ο Άλεξ κι ο Τόµας ήταν ακόµη στο σχολείο, δεν θέλω να δικαιολογηθώ, συχνά γινόταν στα γρήγορα, συνήθως δεν φτάναµε καν στην κρεβατοκάµαρα. Μετά πηγαίναµε πού και πού να δούµε τον Ραλφ στο νοσοκοµείο. Μια πρώτη εγχείρηση δεν είχε το ποθητό αποτέλεσµα, µια δεύτερη «δεν έδινε ελπίδες για σηµαντική βελτίωσ η»,
σύµφωνα
µε
τους
θεράποντες
ειδικούς.
Προτάθηκαν εναλλακτικές θεραπείες. Πιο βαριές θεραπείες. Ο ίδιος µπορούσε να διαλέξει αν ήθελε να παραµείνει στο νοσοκοµείο γι’ αυτές ή αν ήθελε να πηγαινοέρχεται κάθε µέρα και να µένει στο σπίτι. « Ίσως προτιµάς να είσαι σπίτι» είπε η Γιούντιτ. «Μπορώ να
σε πηγαίνω κάθε µέρα µε το αυτοκίνητο». Δεν µε κοιτούσε την ώρα που το έλεγε αυτό, καθόταν σε µια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, το χέρι της ακουµπούσε στην κουβέρτα, ακριβώς δίπλα στο χέρι του άντρα της. «Αφενός βέβαια αισθάνεσαι πιο άνετα στο σπίτι» είπα. «Αλλά µπορεί να είναι πολύ δύσκολο. Ειδικά τη νύχτα. Εδώ στο νοσοκοµείο έχουν τα πάντα στη διάθεσή τους». Αποφασίστηκε µια µέση λύση, όπου ο Ραλφ θα πήγαινε σπίτι τα Σαββατοκύριακα και τις καθηµερινές θα κοιµόταν στο νοσοκοµείο. Μία έως δύο φορές την εβδοµάδα συνέχιζα να πίνω καφέ στο σπίτι της Γιούντιτ. Δεν ξέρω αν έφταιγε η γενική υποτονική κατάσταση του Ραλφ, η εγχείρηση, τα φάρµακα και οι συχνά εξαιρετικά δυσάρεστες θεραπείες, µα δεν έφερε ποτέ την κουβέντα στην πρώτη µου εξέταση πέρσι τον Οκτώβρη. Κατά τη διάρκεια µιας από τις επισκέψεις µας, όταν η Καρολίν είχε βγει για λίγο από το δωµάτιο για να του αγοράσει µερικά περιοδικά στο περίπτερο στο ισόγειο του νοσοκοµείου, άρπαξα την ευκαιρία. «Είναι περίεργο πώς µπορεί να εξελιχτεί µια αρρώστια σαν τη δική σου» είπα. «Τη µια στιγµή σού εξετάζουν ένα λίπωµα και δεν έχεις τίποτε απολύτως και µερικούς µήνες αργότερα όλα πάνε κατά διαόλου».
Είχα πλησιάσει την καρέκλα µου πιο κοντά στο κρεβάτι του Ραλφ, παρ’ όλα αυτά δεν είχα την εντύπωση ότι κατάλαβε για ποιο πράγµα µιλούσα. «Κάποτε είχα έναν ασθενή που νόµιζε ότι είχε πάθει καρδιακ ή προσβολή» είπα. «Πανικόβλητος ήρθε στο ιατρείο µου.
Με
όλα
τα
συµπτώµατα.
Πόνο
στο
στήθος,
ξηροστοµία, ιδρωµένες παλάµες. Έπιασα τον σφυγµό του, που ήταν πάνω από διακόσια. Τον ακροάστηκα µε το στηθοσκόπιο. “Μήπως φάγατε φοντί µε τυρί χτες;” ρώτησα. Ο ασθενής µε κοίταξε µε µάτια γουρλωµένα από την έκπληξη. “Πώς το ξέρετε, γιατρέ;” ρώτησε. “Και µάλλον ήπιατε και µπόλικο άσπρο κρασί;” είπα ακόµα. Ύστερα του το εξήγησα. Το καυτό ρευστό τυρί, το παγωµένο άσπρο κρασί. Στο στοµάχι το τυρί ξαναπήζει και δηµιουργείται ένας τεράστιος στέρεος σβόλος που δεν µπορεί να χωνευτεί. Συνήθως πηγαίνουν ήδη µέσα στα άγρια µεσάνυχτα στο πρώτων βοηθειών, αλλά τούτος δω ήρθε να χτυπήσει την πόρτα µου στις εννιά το πρωί». Ο Ραλφ είχε κλείσει για λίγο τα µάτια, αλλά τώρα τα ξανάνοιξε. «Μα τώρα το κλου της ιστορίας» είπα. «Στέλνω τον ασθενή στο σπίτι του. Εντελώς καθησυχασµένο φυσικά. Και δύο εβδοµάδες αργότερα πεθαίνει στ’ αλήθεια από ανακοπή.
Απλώς καθαρή σύµπτωση! Αν το χρησιµοποιούσες σε µια ιστορία, σε βιβλίο ή ταινία, κανείς δεν θα το πίστευε. Αλλά συνέβη στ’ αλήθεια. Το φοντί µε τυρί και η ανακοπή δεν είχαν καµία σχέση µεταξύ τους». «Κακοτυχία δεν λες τίποτα!» είπε ο Ραλφ και χαµογέλασε αµυδρά. Κοίταξα το σχήµα του σώµατός του κάτω από τις κουβέρτες. Ήταν µεν το ίδιο σώµα, παρ’ όλα αυτά έµοιαζε σαν να είχε κατακαθίσει κατά τόπους – ή περισσότερο έµοιαζε µε µπαλόνι την εποµένη µιας γιορτής, την ηµέρα µετά τα γενέθλια: ένα µπαλόνι που έχει ήδη µισοαδειάσει. «Πράγµατι» είπα. «Καθαρή κακοτυχία».
Στο
µεταξύ
η
Γιούλια ήταν
κάπως
καλύτερα.
Αυτή
τουλάχιστον ήταν η εντύπωσή µας. Όλο και πιο συχνά έφερνε φιλενάδες στο σπίτι, την ώρα του φαγητού µάς µιλούσε πού και πού για πράγµατα που είχαν συµβεί στο σχολείο χωρίς να χρειαστεί να τη ρωτήσουµε, και γελούσε ξανά. Ένα διστακτικό γέλιο ακόµη, αλλά γέλιο. Άλλες µέρες πάλι έµενε πολλές ώρες µόνη της στο δωµάτιό της. «Θα είναι και η ηλικία» είπα. «Ουσιαστικά, αυτό το βρίσκω το χειρότερο απ’ όλα» είπε η
Καρολίν. « Ότι ποτέ δεν θα ξέρουµε πια. Για ποια πράγµατα φταίει η ηλικία και για ποια αυτό… αυτό το άλλο». Καµιά φορά µελετούσα το πρόσωπο της Γιούλια, όταν νόµιζα ότι δεν µε έβλεπε. Τα µάτια της. Το βλέµµα της. Ήταν διαφορετικό απ’ ό,τι πριν από έναν χρόνο. Ούτε καν πιο θλιµµένο, πιο σοβαρό όµως. Πιο εσωστρεφές, ας πούµε. Η Καρολίν είχε δίκιο. Ούτε εγώ ήξερα αν έπρεπε να το καταλογίσω στην ωρίµανσή της ή στα γεγονότα στην παραλία – αυτά που δεν θυµόταν.
43
ΕΚΕΙΝΟ
ΤΟ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΠΗΓΑΜΕ
ΔΙΑΚΟΠΕΣ
στην
Αµερική. Κάτι διαφορετικό, ήταν το σκεπτικό. Κάτι διαφορετικό από
διακοπές
δίπλα σε
µια παραλία (ή
µια πισίνα).
Περισσότερο ένα ταξίδι παρά διακοπές. Ένα ταξίδι για ν’ αλλάξουµε παραστάσεις, να αποκοµίσουµε καινούργιες εντυπώσεις, χωρίς πολύ χρόνο για να σκεφτόµαστε – να σπάµε το κεφάλι µας, να ξαγρυπνούµε. Ένα ταξίδι ίσως δεν θα «γιάτρευε» τη Γιούλια, θα λειτουργούσε όµως θεραπευτικά, έτσι λέγαµε. Λυτρωτικά. Καθαρτικά. Ίσως µετά το ταξίδι αυτό να µπορούσαµε να γυρίσουµε σελίδα. Ξεκινήσαµε από το Σικάγο. Πήραµε το ασανσέρ ως τον τελευταίο όροφο του Σίαρς Τάουερ και είδαµε από ψηλά την
πόλη και τη λίµνη Μίτσιγκαν. Κάναµε µια βόλτα µε ανοιχτό διώροφο λεωφορείο. Πήραµε πρωινό σ’ ένα Starbucks. Τα βράδια τρώγαµε σε εστιατόρια που σέρβιραν το αγαπηµένο φαγητό της Γιούλια. Ιταλικό. Ζυµαρικά. Αλλά και στο τραπέζι φορούσε
τα
άσπρα
ακουστικά
του
iPod
της.
Δεν
αποµονωνόταν τελείως από το περιβάλλον της: χαµογελούσε µε ευγνωµοσύνη όταν ο σερβιτόρος άφηνε µπροστά της το πιάτο µε τα ραβιόλια και τα πασπάλιζε µε τριµµένο τυρί. Ακουµπούσε το κεφάλι της στον ώµο της Καρολίν και χάιδευε τον πήχη της µητέρας της. Μόνο που µιλούσε ελάχιστα. Ενίοτε σιγοτραγουδούσε µ’ ένα τραγούδι στο iPod της. Κανονικά θα είχαµε πει κάτι γι’ αυτό. «Τώρα τρώµε, Γιούλια. Μπορείς ν’ ακούσεις µουσική αργότερα». Μα δεν λέγαµε
τίποτα.
Ας
κάνει
ό,τι
θέλει,
σκεφτόµασταν.
Προφανώς είναι ακόµη πολύ νωρίς για να γυρίσουµε σελίδα. Πήγαµε δυτικά µε το νοικιασµένο αυτοκίνητό µας, ένα λευκό Σεβρολέ Μαλιµπού. Βλέπαµε το τοπίο να γίνεται σιγά σιγά πιο γυµνό και πιο άδειο. Από το πίσω κάθισµα η Λίζα έβγαζε ενθουσιασµένες κραυγές στη θέα του πρώτου καουµπόη και των πρώτων βισόνων. Αλλά η Γιούλια συνέχιζε να φοράει τα ακουστικά της.
Για να µας
ακούσει,
αναγκαζόµασταν να φωνάζουµε. «Κοίτα εκεί, Γιούλια» ουρλιάζαµε. «Εκεί πάνω σ’ αυτό τον γυµνό βράχο. Ένας
γύπας». Τότε έβγαζε το ένα ακουστικό από το αυτί της. «Τι είπες;» « Ένας γύπας. Εκεί. Όχι, τώρα έφυγε». Στο Badlands National Park είδαµε πινακίδες που προειδοποιούσαν για την παρουσία κροταλιών. Στο Mount Rushmore βγάλαµε φωτογραφίες των λαξευµένων στα βράχια κεφαλιών των τεσσάρων αµερικανών προέδρων. Δηλαδή: η Λίζα έβγαλε τις φωτογραφίες, της είχαµε δώσει τη µηχανή. Εγώ ποτέ δεν είχα την απαραίτητη υποµονή να φωτογραφίζω. Η Καρολίν είχε τραβήξει κάποιες φωτογραφίες όταν τα παιδιά ήταν µικρά, αλλά ύστερα είχε σταµατήσει κι αυτή. Της Λίζα απλώς της άρεσε, είχε αρχίσει όταν ήταν γύρω στα εννιά. Στην αρχή έβγαζε κυρίως φωτογραφίες στις διακοπές, πεταλούδες και λουλούδια, αλλά αργότερα ο φακός συλλάµβανε όλο και πιο συχνά και την οικογένειά µας. Η Γιούλια έβαζε τα δυνατά της. Για κάθε φωτογραφία έφερνε ένα χαµόγελο στο πρόσωπό της. Αλλά ήταν σαν να το έκανε πιο πολύ για µας. Σαν να αισθανόταν ένοχη για την ίδια της την κατήφεια. Στο Custer State Park, όπου είχαµε νοικιάσει για λίγες µέρες ένα σπιτάκι φτιαγµένο από κορµούς δέντρων, ζήτησε µάλιστα κυριολεκτικά συγγνώµη. «Συγγνώµη» είπε. «Μάλλον δεν είµαι και η πιο ευχάριστη παρέα». Καθόµασταν έξω από το σπιτάκι, σ’ ένα τραπέζι του πικνίκ δίπλα στο µπάρµπεκιου όπου τσιτσίριζαν τα φιλέτα και
τα χάµπουργκερ. «Μην είσαι χαζή, Γιούλια» είπε η Καρολίν. «Είσαι η πιο γλυκιά και πιο ευχάριστη κόρη που υπάρχει. Πρέπει να κάνεις ό,τι σου αρέσει πιο πολύ. Γι’ αυτό είναι οι διακοπές». Η Λίζα στεκόταν δίπλα στο µπάρµπεκιου και γύριζε το κρέας. «Κι εγώ;» φώναξε. «Είµαι κι εγώ η πιο γλυκιά και η πιο ευχάριστη;» «Φυσικά» είπε η Καρολίν. «Κι εσύ. Και οι δύο. Μαζί είστε ό,τι πολυτιµότερο έχω». Κοίταξα τη γυναίκα µου. Δάγκωσε το κάτω χείλι της και έτριψε τα µάτια της. Ύστερα από λίγο σηκώθηκε. «Πάω µέσα να δω αν υπάρχει κι άλλο κρασί» είπε. «Εδώ είναι το κρασί, µαµά!» φώναξε η Λίζα. «Εδώ είναι, στο τραπέζι!» Στο Ντέντγουντ φάγαµε στο Τζέικς, το εστιατόριο του Κέβιν Κόστνερ. Όση ώρα τρώγαµε, ένας πιανίστας έπαιζε δυνατά σ’ ένα πιάνο µε ουρά, πράγµα που καθιστούσε µια κανονική συζήτηση σχεδόν αδύνατη. Η Γιούλια φορούσε τα ακουστικά της, πήρε δυο µπουκίτσες και στη συνέχεια έσπρωξε το πιάτο της µακριά. Στο Κόντι πήγαµε σ’ ένα ροντέο. Στο Yellowstone National Park είδαµε κι άλλους βίσονες, καθώς και ταράνδους και διαφόρων ειδών ελάφια. Κατεβήκαµε από το αµάξι σ’ ένα σηµείο όπου ένα σωρό
αυτοκίνητα είχαν σταµατήσει στην άκρη του στενού δρόµου. Άνθρωποι µε κιάλια έδειχναν έναν λόφο στην άλλη πλευρά ενός ρυακιού. «Μια αρκούδα» είπε ένας άντρας. «Μα µόλις εξαφανίστηκε πίσω από εκείνα τα δέντρα». Παρκάραµε στο Old Faithful, το γκέιζερ που κάθε πενήντα λεπτά πετούσε έναν λευκό αφρισµένο πίδακα νερού στον αέρα. «Ωωωω!» φώναξε η Λίζα όταν έφτασε η ώρα. Η Γιούλια χαµογέλασε και κουνούσε το κεφάλι της στον ρυθµό της µουσικής από το iPod της. Στρίψαµε
νότια.
Είδαµε
τους
πρώτους
Ινδιάνους.
Περάσαµε από το Μόνιουµεντ Βάλεϊ και σταµατήσαµε σ’ ένα σχεδόν έρηµο πάρκινγκ όπου υπήρχε µια αµερικάνικη σηµαία κι ένα ασηµί τροχόσπιτο όπου πουλούσαν ινδιάνικα µπιχλιµπίδια. «Δεν θες να βγεις έξω και να ρίξεις µια µατιά;» ρώτησε η Καρολίν τη Γιούλια, η οποία είχε µείνει στο πίσω κάθισµα. Αλλά η Γιούλια κούνησε το κεφάλι της πως όχι και έτριψε τα µάτια της. «Να έρθω να σου κάνω παρέα;» ρώτησε η Καρολίν. Στην Καγιέντα µάς είπαν ότι σε ολόκληρο τον καταυλισµό των Ινδιάνων Ναβάχο ίσχυε ποταπαγόρευση και δεν έβρισκες πουθενά ούτε σταγόνα αλκοόλ. Όχι µόνο µε το φαγητό, αλλά ούτε στο σουπερµάρκετ. «Λες κι είµαστε στο Ιράν» είπε η Καρολίν και ήπιε µια γουλιά από την κόκα κόλα της. «Μες
στη µέση της Αµερικής». Στην πρώτη στάση µε πανοραµική θέα του Γκραντ Κάνιον η Γιούλια έβαλε τα κλάµατα. Εκείνη τη στιγµή ήµουν µόνος µου µαζί της. Η Καρολίν κι η Λίζα µόλις είχαν χαθεί σ’ ένα µικρό τούβλινο κτίριο όπου στεγάζονταν οι τουαλέτες. Στεκόµασταν στην άκρη, σε µια προεξοχή χωρίς κιγκλίδωµα, λίγο πιο πέρα από τις µεγαλύτερες οµάδες τουριστών. «Κοίτα εκεί» είπα και έδειξα ένα αρπακτικό πουλί, µάλλον αετό, που περνούσε αθόρυβα ούτε πέντε µέτρα µακριά µας χωρίς να κουνάει τα φτερά του. «Θες να γυρίσουµε στο αυτοκίνητο;» ρώτησα. Κοίταξα στο πλάι και µόνο τότε είδα ότι η Γιούλια είχε βγάλει τα ακουστικά της. Δεν έβγαζε άχνα, απλώς τα δάκρυα κυλούσαν από τα µάτια της στα µάγουλά της. «Δεν µπορώ να δω πια πόσο όµορφο είναι» είπε. Ένιωσα ένα παγωµένο ρίγος να διαπερνά την πλάτη µου. Έκανα ένα βηµατάκι πιο κοντά και της άπλωσα το χέρι. Το έκανα πολύ προσεκτικά, προσπάθησα µόνο να πιάσω τον καρπό της. Από τότε που την εξέτασα για τελευταία φορά, πριν από οχτώ περίπου µήνες, είχε αποφύγει όσο µπορούσε κάθε σωµατική επαφή µαζί µου. Νόµιζα ότι ύστερα από ένα διάστηµα αυτό θα περνούσε από µόνο του, αλλά έπεσα έξω. Όταν της άπλωνα το χέρι, αµέσως µου γύριζε την πλάτη – σ’ αυτό το ταξίδι µάλιστα δεν είχαµε αγγίξει ούτε µια φορά ο
ένας τον άλλο. «Δεν είναι υποχρεωτικό» είπα. «Δεν είναι υποχρεωτικό να το βρεις όµορφο». Έπιασα το χέρι της. Για µια στιγµή µείναµε έτσι, ύστερα κατέβασε το βλέµµα στο χέρι του πατέρα της που κρατούσε το δικό της και τίναξε το χέρι για να απελευθερωθεί. Έκανε µεταβολή και ανηφόρισε το µονοπάτι στην κατεύθυνση του κτιρίου µε τις τουαλέτες, απ’ όπου εκείνη τη στιγµή έβγαιναν η Καρολίν κι η Λίζα. Όταν είδε τη µητέρα της, η Γιούλια επιτάχυνε το βήµα της. Το τελευταίο κοµµάτι της διαδροµής έτρεχε. Ύστερα ρίχτηκε στην αγκαλιά της Καρολίν. Εκείνο το βράδυ διανυκτερεύσαµε στο Γουίλιαµς, µία από τις µικρές πόλεις στη φηµισµένη Route 66. Φάγαµε έξω, στη βεράντα ενός µεξικάνικου εστιατορίου. Η Καρολίν κι εγώ ήπιαµ ε µαργαρίτες. Την ώρα που τρώγαµε το ορεκτικό µας, ένας καουµπόης µε κιθάρα µπήκε στη βεράντα. Δυο τρία µέτρα από το τραπεζάκι µας άφησε κάτω ένα κασελάκι και ανέβηκε επάνω. Κοιτούσα τη Γιούλια την ώρα που ο καουµπόης άρχισε το πρώτο του νούµερο. Η εντσιλάντα στο πιάτο της ήταν ανέγγιχτη. Είχε βγάλει τα ακουστικά και κοιτούσε τον καουµπόη. Στα µάτια της είδα το ίδιο βλέµµα µε το οποίο είχε κοιτάξει το Γκραντ Κάνιον εκείνο το απόγευµα. Το ξενοδοχείο βρισκόταν δίπλα σε µια σιδηροδροµική
γραµµή. Ήµουν ξαπλωµένος στο σκοτάδι, ξάγρυπνος, και αφουγκραζόµουν τα φορτηγά τρένα που περνούσαν κάθε µισή ώρα. Τα άκουγες να πλησιάζουν από µακριά, πρώτα κόρναραν: µ’ έναν παραπονιάρικο ήχο σαν το κάλεσµα µιας κουκουβάγιας ή ενός ζώου που έχει χαθεί µες στη νύχτα. Ατελείωτα τρένα ήταν. Προσπαθούσα να µετρήσω τα βαγόνια, αλλά σε κάθε επόµενο τρένο ξεχνούσα στα µισά να συνεχίσω το
µέτρηµα. Σκεφτόµουν το
Γκραντ Κάνιον και τον
τραγουδιστή καουµπόη. Τo κλάµα της Γιούλια και το βλέµµα στα µάτια της, µόλις τώρα στο µεξικάνικο εστιατόριο. «Μαρκ;» Αισθάνθηκα το χέρι της Καρολίν στον αυχένα µου. «Τι έχεις;» «Ξύπνια είσαι ακόµη; Προσπάθησε να κοιµηθείς». Τώρα το χέρι της Καρολίν είχε φτάσει στο πρόσωπό µου, τα δάχτυλά της ψηλάφισαν τα µάγουλά µου. «Μαρκ, τι έχεις;» Χρειάστηκε πρώτα να καθαρίσω τον λαιµό µου για να ακουστεί φυσιολογική η φωνή µου. «Τίποτα δεν έχω. Αφουγκράζοµαι εκείνα τα τρένα. Άκου, έρχεται κι άλλο…» Η Καρολίν σφίχτηκε πάνω στην πλάτη µου. Έβαλε το ένα χέρι κάτω από το κεφάλι µου και µε το άλλο αγκάλιασε σφιχτά το στήθος µου. «Δεν πρέπει να στενοχωριέσαι. Θέλω να πω, φυσικά επιτρέπεται να στενοχωριέσαι. Κι εγώ στενοχωριέµαι. Μα είδες ότι δεν ακούει πια συνέχεια το iPod της; Αρχίζει
πάλι να κοιτάζει γύρω της. Μόλις τώρα στο εστιατόριο. Πραγµατικά κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει, Μαρκ». Δεν το πιστεύω, πήγα να πω. Αλλά δεν το είπα. Για ένα διάστηµα παρέµεινα ακίνητος και µετρούσα τα βαγόνια. «Νοµίζω ότι τώρα θα µπορέσω να κοιµηθώ» είπα. Στο Λας Βέγκας περνούσαµε τις µέρες µας κυρίως ξαπλωµένοι στις ξαπλώστρες δίπλα σε µία από τις πολλές πισίνες του ξενοδοχείου Τροπικάνα. Η Καρολίν κι εγώ ήπιαµε κι άλλες µαργαρίτες. Κατά τη διάρκεια του λεγόµενου happy hour παραγγέλναµε καµιά φορά τέσσερα απανωτά ποτήρια. Ρίχναµε µερικά νοµίσµατα του ενός δολαρίου στους
κουλοχέρηδες. Τα βράδια σουλατσάραµε
στους
φωτισµένους δρόµους κατά µήκος των καζίνων. Είδαµε τα σιντριβάνια
µπροστά
στο
ξενοδοχείο
Μπελάτζιο
που
εκτελούσαν ένα υδάτινο µπαλέτο µε τη συνοδεία µουσικής. Ως τότε οι µαργαρίτες είχαν χάσει την επίδρασή τους, εγώ αφουγκραζόµουν το σφυροκόπηµα µες στο κεφάλι µου και δεν τολµούσα πια να λοξοκοιτάξω τη µεγάλη µου κόρη. Η Καρολίν κρατούσε τη Γιούλια από το χέρι. Η Λίζα φώναζε «Ω!»
και
«Α!»
σε
κάθε
καινούργια κίνηση
κάποιου
σιντριβανιού και έβγαζε φωτογραφίες. Αγόρασα για όλους µας παγωτά και κόκα κόλες από έναν µικροπωλητή, αλλά ούτε η κόκα κόλα βοήθησε να γίνει η γλώσσα µου λιγότερο
στεγνή. « Ίσως πρέπει να κάνουµε κάτι διαφορετικό» είπε η Καρολίν αργότερα, όταν είχαµε ξαπλώσει. Τα κορίτσια είχαν δικό τους δωµάτιο δίπλα στο δικό µας. Εγώ χάζευα ένα τουρνουά πόκερ στην τηλεόραση. «Μπα;»
είπα
και
άδειασα
µονορούφι
το
κουτάκι
Budweiser που είχα πάρει από το µίνι µπαρ. «Κάτι ήρεµο» είπε η Καρολίν. « Ίσως ήταν λάθος που σκεφτήκαµε τούτο το ταξίδι. Ίσως γι’ αυτήν οι καινούργιες εντυπώσεις απλώς παραείναι πολλές µαζεµένες». Ξαφνικά ένιωσα τα µάτια µου να τσούζουν. «Γαµώτο» είπα. «Μαρκ! Στ’ αλήθεια το µόνο που µπορείς να σκεφτείς είναι να τα τσούζεις όλη τη µέρα; Πρόκειται για την κόρη µας. Για τη δική της στενοχώρια. Όχι για τη δική µας». «Τι;» είπα, πολύ πιο δυνατά απ’ ό,τι σκόπευα. Σκούπισα τα δάκρυα από το πρόσωπό µου. «Ποιος τα τσούζει εδώ πέρα; Εδώ που τα λέµε, κι εσύ κατεβάζεις τις µαργαρίτες λες κι είναι νεράκι. Ενώ δεν το σηκώνεις καθόλου το ποτό. Μα καθόλου! Θα ’πρεπε να έβλεπες τον εαυτό σου. Και να τον άκουγες! Αυτό
το
δήθεν εύθυµο
υφάκι. Σήµερα το
απόγευµα η Λίζα µού έκλεισε το µάτι όταν χαχάνιζες πάλι στην ξαπλώστρα σου και αναποδογύρισες όλο το κουτί µε τα
ποπκόρν. Θέλω να πω, η Γιούλια δεν µιλάει, αλλά νοµίζεις ότι γι’ αυτήν είναι ευχάριστο θέαµα να βλέπει τη µάνα της οληµερίς τύφλα στο µεθύσι;» «Εγώ; Τύφλα στο µεθύσι; Μαρκ, στ’ αλήθεια δεν ξέρεις τι λες. Η Γιούλια είναι µεγάλη πια, ξέρει πολύ καλά ότι καµιά φορά η µάνα της έρχεται στο κέφι όταν έχει πιει µερικά ποτηράκια. Αλλιώς γιατί να περπατάει συνέχεια δίπλα µου και να κρατάει το χέρι µου; Μ’ εσένα είναι διαφορετικά. Εσύ αλλάζεις προσωπικότητα όταν έχεις πιει. Τότε σε φοβάται στ’ αλήθεια». Αισθάνθηκα τον αέρα να χάνεται από τα πνευµόνια µου, λες και µονοµιάς δηµιουργήθηκε ένα κενό αέρος στον θώρακά µου. «Αν εµένα µε φοβάται, τότε φταις εσύ!» Είχα σηκωθεί από το κρεβάτι και εκσφενδόνισα το άδειο κουτάκι µπίρας στον τοίχο. «Επειδή το µόνο που ξέρεις να κάνεις είναι να παριστάνεις τη χαριτωµένη µητέρα. Τη χαριτωµένη µητέρα τη γεµάτη κατανόησ η για τη βιασµένη κόρη της. Ξέρεις το ίδιο καλά µ’ εµένα ότι πριν από το περασµένο καλοκαίρι δεν σε γούσταρε καθόλου µε την αιώνια γκρίνια σου για την ώρα που έπρεπε να γυρίσει σπίτι. Ότι εµένα πάντα µε γούσταρε πολύ περισσότερο από σένα. Άι σιχτίρ, µου ’ρχεται να ξεράσω µπροστά σε τέτοια συµπεριφορά. Καµιά φορά σκέφτοµαι ότι ενδόµυχα χαίρεσαι που τώρα
µπορείς
πάλι να παριστάνεις
την πονόψυχη
µανούλα
µπροστά στην καηµένη, αξιολύπητη βιασµένη κορούλα σου. Αλλά δεν είναι κοριτσάκι πια, Καρολίν. Δεν της προσφέρεις καµία υπηρεσία παριστάνοντας τη γλυκιά µανούλα. Απλώς τη βυθίζεις ακόµα πιο βαθιά στα ίδια της τα σκατά!» Κάποιος χτύπησε τον τοίχο. Ταυτόχρονα σκεπάσαµε το στόµα µε τα χέρια µας και κοιταχτήκαµε τροµαγµένοι. «Ησυχία!» ακούσαµε τη Λίζα να φωνάζει. « Έτσι δεν µπορούµε να κοιµηθούµε». Την τελευταία εβδοµάδα νοικιάσαµε ένα διαµέρισµα στη Λα Γκολέτα, ένα προάστιο της Σάντα Μπάρµπαρα στον Ειρηνικό. Φάγαµε καβούρι στην προβλήτα, η Λίζα φωτογράφισε τους τεράστιους γλάρους και τα άλµπατρος που προσγειώνονταν αναιδέστατα πάνω στα ξύλινα τραπέζια και βούταγαν τα αποφάγια. Κάναµε βόλτα στους εµπορικούς δρόµους. Η Γιούλια αγόρασε ένα πουκάµισο. Ύστερα αγόρασε ένα ζευγάρι Nike. Πότε πότε εγώ περίµενα έξω ενώ έπιανε το χέρι της µητέρας της και την τραβούσε στη νιοστή µπουτίκ. Αλλά πού και πού γελούσε επίσης. Όλο και πιο συχνά. Αυτή τη φορά ήταν γνήσιο γέλιο. Στο διαµέρισµα στεκόταν µε τις ώρες µπροστά στον καθρέφτη και ύστερα ερχόταν να µας κάνει επίδειξη των καινούργιων αγορών της. «Ναι, στ’ αλήθεια µού πάει;» ρωτούσε. «Δεν είναι πολύ στενό εδώ
στους ώµους;» Η Λίζα τραβούσε φωτογραφίες της Γιούλια ενώ πόζαρε µε µία από τις καινούργιες περιβολές της στη βεράντα του διαµερίσµατος. Σήκωσε το ένα πόδι και στήριξε τη φτέρνα της σ’ ένα οριζόντιο κάγκελο της κουπαστής. Φόρεσε τα καινούργια γυαλιά της του ηλίου και ύστερα τα στερέωσε στα µαλλιά της. Η Λίζα καθόταν ανακούρκουδα, µε την κάµερα κολληµένη στο αριστερό της µάτι. «Για κοίτα τώρα τον ήλιο» έλεγε. «Και τώρα κοίτα πάλι εµένα… Ναι, έτσι… αυτό το βλέµµα… Συνέχισε να κοιτάζεις έτσι». Μία από τις τελευταίες µέρες φάγαµε ακόµα µια φορά µεξικάνικo, σ’ ένα αίθριο φυτεµένο µε φοίνικες και κάκτους, όχι µακριά από την παραλία. «Μια µαργαρίτα;» ρώτησα την Καρολίν. «Μία επιτρέπεται» απάντησε η γυναίκα µου και µου έκλεισε το µάτι. Αργότερα γινόταν παρέλαση στον κεντρικό δρόµο της πόλης. Οι κόρες µας χώθηκαν στο πλήθος για να µπορέσουν να δουν καλύτερα, ενώ εµείς µείναµε πίσω στο πεζοδρόµιο – χωρίς να τις χάσουµε ούτε δευτερόλεπτο από τα µάτια µας. « Ήταν όντως λάθος σκεπτικό» είπα. Η γυναίκα µου έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και το ακούµπησε στον ώµο µου. Αισθάνθηκα τη ζέστη των
µαλλιών της στο µάγουλό µου. «Ναι» είπε.
44
ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ, µερικές εβδοµάδες µετά την επιστροφή µας, κοιτούσα τις φωτογραφίες που η Λίζα είχε τραβήξει στην
Αµερική.
Πρώτα
είχα
αντιγράψει
ολόκληρο
το
περιεχόµενο της µηχανής στον σκληρό δίσκο του λάπτοπ µου. Έκανα κλικ από το τέλος προς την αρχή. Πρώτα στις πιο πρόσφατες φωτογραφίες, κι όλο πιο πίσω ως την αρχή του ταξιδιού µας. Πρέπει να πω ότι δεν τα έβλεπα χωρίς λόγο µε την αντίστροφη σειρά. Κάτι φοβόµουν, δεν τολµούσα καλά καλά να το παραδεχτώ στον εαυτό µου, αλλά αυτό που φοβόµουν ήταν οι φωτογραφίες στην αρχή. Ή καλύτερα να πω: οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στο Γκραντ Κάνιον, τότε που η Γιούλια είχε βάλει τα κλάµατα.
Πέρασα λίγο πιο γρήγορα από τις φωτογραφίες µε τα φωταγωγηµένα καζίνα στο Στριπ του Λας Βέγκας. Υπήρχε µία µε τον τραγουδιστή καουµπόη έξω από το µεξικάνικο εστιατόριο στο Γουίλιαµς. Υπήρχαν φωτογραφίες µε την Καρολίν κι εµένα να ρουφάµε µε καλαµάκια τις µαργαρίτες µας και να κουνάµε χαρούµενα το χέρι µας στη φωτογράφο. Στην επόµενη φωτογραφία η Γιούλια κοιτούσε ευθέως την κάµερα. Στο πιάτο µπροστά της έβλεπες την ανέγγιχτη εντσιλάντα. Ανάγκασα τον εαυτό µου να κοιτάξει τη µεγάλη µου κόρη στα µάτια. Είδα αυτό που φοβόµουν ότι θα έβλεπα. Αλλά είδα και κάτι άλλο. Πριν από τα γεγονότα στο εξοχικό η µατιά της Γιούλια ήταν διαφορετική. Αθώα. Απείραχτη, διόρθωσα τον εαυτό µου την επόµενη κιόλας στιγµή. Έτσι κοιτούσα το πληγωµένο βλέµµα της κόρης µου ενώ προσπαθούσα να µη σκέφτοµαι τίποτα. Ήξερα ότι τη στιγµή που θα σκεφτόµουν κάτι θα ήµουν χαµένος. Έκλεισα τα µάτια και πίεσα δυνατά τα ακροδάχτυλά µου στα βλέφαρά µου. Μισό λεπτό, ίσως περισσότερο. Ύστερα ξανάνοιξα τα µάτια. Κοίταξα ξανά. Και τώρα είδα κάτι άλλο. Ήταν αδύνατον να µην το δω. Η Γιούλια πάντα υπήρξε όµορφο κορίτσι. Ένα αθώο όµορφο κορίτσι, πράγµατι, ένα κορίτσι για το οποίο ορισµένοι
ενήλικες
γύριζαν
το
κεφάλι
για
να
το
ακολουθήσουν µε το βλέµµα τους. Αλλά στη βεράντα του µεξικάνικου εστιατορίου το βλέµµα της δεν ήταν καθόλου αθώο. Δεν ήταν καν θλιµµένο βλέµµα αυτό που είδα στα µάτια της κόρης µου. Ήταν ένα βλέµµα σοβαρό. Η Γιούλια ήταν δεκατεσσάρων χρονών τώρα. Δεν κοιτούσε πια την κάµερα ως κορίτσι, αλλά ως νεαρή γυναίκα. Μια νεαρή γυναίκα µε µάτια που είχαν δει πράγµατα. Που ήξεραν πράγµατα.
Αυτό
την
έκανε
πιο
όµορφη.
Από
ένα
συνηθισµένο οµορφοκόριτσο είχε µεταµορφωθεί σε µια κοπέλα εκπάγλου καλλονής. Έκανα κλικ για να πάω ακόµα πιο πίσω. Είδα άδεια ξερά τοπία µε κάκτους. Βενζινάδικα και Burger King. Ατελείωτα φορτηγά τρένα. Υπήρχε µια φωτογραφία µε την Καρολίν, τη Γιούλια κι εµένα σ’ ένα ξύλινο τραπέζι του πικνίκ δίπλα στο πανόραµα του Γκραντ Κάνιον. Αυτή πρέπει να τραβήχτηκε λίγο πριν η Γιούλια ξεσπάσει σε κλάµατα. Δεν µπορώ να δω πια πόσο όµορφο είναι, είχε πει. Αλλά στο πρόσωπό της έβλεπα ήδη τα πρώτα σηµάδια της αλλαγής που είχε πάρει οριστική µορφή στο εστιατόριο στο Γουίλιαµς. Ακόµα πιο πίσω, ποζάροντας
µπροστά
στους
λαξεµένους
στον
βράχο
προέδρους στο Mount Rushmore, κοιτούσε τον φακό σχεδόν ερευνητικά. Πραγµατικά ερευνητικά, λες και κάτι έψαχνε. Ίσως έψαχνε τον εαυτό της, σκέφτηκα τώρα.
Η σειρά φωτογραφιών τελείωνε µε τους ουρανοξύστες του Σικάγου, τη θέα της λίµνης Μίτσιγκαν από το Σίαρς Τάουερ. Τουλάχιστον έτσι νόµιζα. Αλλά υπήρχαν κι άλλες. Ύστερα από µια φωτογραφία του µόνιτορ µε τις ώρες αναχώρησης στο αεροδρόµιο Σχίπολ που ήταν ζουµαρισµένη στον προορισµό µας (KL 0611 –CHICAGO – 11.35 – C14), ξαφνικά εµφανίστηκε
ένα
λουλουδάκι.
Ένα
απροσδιόριστο
λουλουδάκι, όχι ένα λουλουδάκι του οποίου ήξερα αµέσως την ονοµασία, τραβηγµένο από πολύ κοντά. Στο κάτω µέρος του µόνιτορ είδα ότι ήταν η υπ’ αριθµόν 69 φωτογραφία. Υπήρχαν άλλες εξήντα οχτώ ως την αρχή… Ξανάκανα κλικ: µια φωτογραφία µιας πεταλούδας σε έναν άσπρο τοίχο κι ύστερα το πορτρέτο µιας αγελάδας. Μια καφετιά αγελάδα ήταν, µ’ έναν χοντρό χάλκινο κρίκο στη µύτη της. Ήξερα ήδη πριν γυρίσω ακόµα πιο πίσω. Το κατάλαβα από την αναπνοή µου. Ήταν µια κάµερα µε µνήµη για πάνω από χίλιες φωτογραφίες. Η Λίζα είχε τραβήξει τουλάχιστον τριακόσιες στην Αµερική. Κι άλλες εξήντα εννιά στις προηγούµενες διακοπές µας. Στο εξοχικό. Και προφανώς ούτε µία φωτογραφία όλο τον χρόνο ανάµεσα στις δύο καλοκαιρινές διακοπές. Λίγες φωτογραφίες πιο πίσω είδα το δικό µου κεφάλι πάνω από ένα τραπέζι µε πρωινό. Το τραπέζι στο ξενοδοχείο στα
βουνά. Το µισάνοιχτο κατακόκκινο µάτι µου το πρωί που είχα εγχειρήσει τον εαυτό µου µπροστά στον καθρέφτη. Αµφιταλαντεύτηκα µόνο µια στιγµή αν θα γύριζα ακόµα πιο πίσω. Αυτές ήταν οι φωτογραφίες που δεν θέλησα ποτέ να δω. Ή για να το πω πιο σωστά, που είχα αρνηθεί την ύπαρξή τους. Δεν θέλησα ποτέ να τις κοιτάξω: συνηθισµένες φωτογραφίες διακοπών που δεν θα ήταν ποτέ πια συνηθισµένες, επειδή ήξερες τι είχε συµβεί µετά. Ανέµελες φωτογραφίες διακοπών, δεν υπάρχει ακόµη κανένα µαύρο σύννεφο στον ορίζοντα, που λέει ο λόγος. Η δεκατριάχρονη κόρη σου πάνω σ’ έναν φουσκωτό κροκόδειλο σε µια πισίνα. Η γελαστή κόρη σου – τότε ακόµη γελούσε. Αλλά τώρα όλα ήταν διαφορετικά εξαιτίας αυτού που είχα δει στις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στην Αµερική. Τώρα ήθελα να διαπιστώσω ιδίοις όµµασιν αν ήταν αλήθεια: αν πριν από έναν χρόνο η Γιούλια ήταν ακόµη κορίτσι και στο µεταξύ όχι πια. Συνεπώς έκανα συνέχεια κλικ για να γυρίσω ακόµα πιο πίσω. Είδα τη Γιούλια αραγµένη σε µια ξαπλώστρα µε τον Άλεξ, ο καθένας φορούσε ένα άσπρο ακουστικό από το iPod της Γιούλια. Είδα τον Ραλφ που κοµµάτιαζε ένα ψάρι µε τσεκούρι. Τον Ραλφ και τον Άλεξ και τον Τόµας στο τραπέζι του πινγκ πονγκ. Τη Γιούλια και τον Άλεξ ως τη µέση στη
θάλασσα σε µία από τις απόµερες παραλίες, η Γιούλια κουνούσε το χέρι της στην κάµερα, ο Άλεξ είχε τυλίξει το χέρι του γύρω από τη µέση της. Την Καρολίν που κοιµόταν µπρούµυτα σε µια πετσέτα, τη Γιούντιτ που πόζαρε µ’ έναν δίσκο γεµάτο ποτήρια και µια κανάτα βυσσινάδα. Είδα και τον εαυτό µου, καθόµουν στα γόνατα και έσκαβα ένα κανάλι στην άµµο, δεν σήκωσα καν το βλέµµα στη φωτογράφο, τόσο
απορροφηµένος
ήµουν
από
τη
δουλειά
µου.
Ακολουθούσαν φωτογραφίες όπου έβρεχαν τα κορίτσια µε το λάστιχο στην πισίνα: το απόγευµα του διαγωνισµού Μις Βρεγµένο Μπλουζάκι. Στάθηκα λίγο περισσότερο σε µια φωτογραφία της Γιούλια στον βατήρα. Είχε πάρει την πόζα ενός
πεπειραµένου
φωτοµοντέλου
και
κοιτούσε
µε
µισόκλειστα µάτια τον φακό ενώ το νερό από το λάστιχο έσκαγε στην κοιλιά της. Πράγµατι, «πεπειραµένο» ήταν ο σωστός
χαρακτηρισµός.
Επαγγελµατικό.
Αλλά
ήταν
προσποιητή επαγγελµατικότητα, πριν από έναν χρόνο απλώς µιµούνταν πολύ καλά τα µοντέλα από τα περιοδικά. Έναν χρόνο αργότερα δεν έκανε απολύτως τίποτα πια. Τίποτα επιπλέον. Ξαφνικά η καρδιά µου άρχισε να χτυπάει δυνατά στην επόµενη φωτογραφία. Στεκόµουν µπροστά στο παράθυρο της κουζίνας, δίπλα στη Γιούντιτ. Δεν κοιτούσαµε τη
φωτογράφο, αλλά ο ένας τον άλλο. Στο φόντο φαινόταν αµυδρά ένα τρίτο πρόσωπο. Η µητέρα της. Για περίπου πέντε δευτερόλεπτα ο δείκτης µου αιωρούνταν πάνω από το πλήκτρο delete. Ύστερα αποφάσισα ότι δεν ήταν καλή ιδέα. Ποιος ξέρει ποιοι είχαν δει αυτές τις φωτογραφίες στο µεταξύ. Η Λίζα οπωσδήποτε, ίσως µάλιστα τις είχε ήδη αντιγράψει στο κοµπιούτερ που µοιραζόταν µε τη Γιούλια. Μια σβησµένη φωτογραφία ενδεχοµένως θα τραβούσε πιο πολύ την προσοχή από µια φωτογραφία όπου σε τελευταία ανάλυση δεν έβλεπες και πολλά πράγµατα. Ξανακοίταξα καλά καλά. Η απόσταση παραήταν µεγάλη, δεν έβλεπες πώς η Γιούντιτ κι εγώ κοιταζόµασταν. Υπήρχε µία µοναδική φωτογραφία µε το πουλάκι που είχε πέσει από το δέντρο µέσα στο χαρτόκουτό του. Είχε µαζευτεί σε µια γωνίτσα, δίπλα στο µπολάκι µε το νερό και το γάντι του µπάνιου. Ήταν φωτογραφία, η εικόνα ήταν ακίνητη, αλλά σχεδόν το έβλεπα να τρέµει. Ύστερα ακολούθησαν µερικές φωτογραφίες που φαινόταν πως είχαν τραβηχτεί νυχτιάτικα µέσα στη σκηνή, όταν η Καρολίν κι εγώ ήδη κοιµόµασταν. Στη φωτεινή δέσµη, µάλλον από φακό, η Γιούλια σχηµάτιζε σκιώδεις φιγούρες στο πανί της σκηνής. Ένα κουνέλι. Ένα φίδι. Ως τώρα είχα καταφέρει µια χαρά να συγκρατηθώ, αλλά ξαφνικά αισθάνθηκα τα µάτια µου να βουρκώνουν. Γρήγορα
έκανα πάλι κλικ. Κι άλλες φωτογραφίες στην πισίνα. Η Γιούλια µε τα πόδια µαζεµένα σε µια ξαπλώστρα. Η Γιούλια στην άκρη της πισίνας.
Στη
µία φωτογραφία φορούσε
µπικίνι,
στην
επόµενη είχε ρίξει µια πετσέτα στον ώµο της: µε έναν τρόπο λες κι ήταν περισσότερο ένα ρούχο (σακάκι, φουλάρι) παρά πετσέτα. Υπήρχαν αρκετές φωτογραφίες αυτού του είδους. Παρ’ όλα αυτά άργησα λιγάκι µέχρι να καταλάβω τι κοιτούσα. Η Γιούλια πόζαρε. Πόζαρε µε διάφορα ρούχα, τουλάχιστον έπαιζε ότι πόζαρε µε διάφορα ρούχα. Αλλά σε καµία από τις φωτογραφίες δεν κοιτούσε τον φακό. Τη φωτογράφο. Τη Λίζα. Η Γιούλια κοιτούσε κάτι άλλο. Κάποιον που βρισκόταν έξω από το πλαίσιο της φωτογραφίας. Γρήγορα έκανα κλικ για να πάω ακόµα πιο πίσω. Στις τελευταίες τρεις φωτογραφίες φαινόταν και ο άνθρωπος για τον
οποίο
πόζαρε.
Ήταν
καθισµένος
ανακούρκουδα
µπροστά της, ενώ εκείνη στεκόταν κάτω από το ντους δίπλα στην πισίνα. Στεκόταν µε το ένα πόδι σηκωµένο, σε µια ξεκάθαρη πόζα, είχε ανεβάσει τα γυαλιά ηλίου στα βρεγµένα µαλλιά της και κοιτούσε προκλητικά τον φωτογράφο που καθόταν ανακούρκουδα µπροστά της. Κρατούσε την κάµερα κολληµένη στο πρόσωπό του, όπως και στις επόµενες δύο
φωτογραφίες. Ο
Στάνλεϊ
Φορµπς
χαµογελούσε
πλατιά
καθώς
φωτογράφιζε την κόρη µου κάτω από το ντους. Στις επόµενες
δύο
φωτογραφίες
είχε
απλώς
µια έκφραση
απόλυτης συγκέντρωσης. Στη µία η Γιούλια είχε κατεβάσει το πάνω µέρος του µπικίνι της και κρατούσε δήθεν ντροπαλά τα χέρια µπροστά στα στήθη της. Στην άλλη κάπνιζε ένα τσιγάρο, φυσούσε από κοντά τον καπνό στο πρόσωπο του φωτογράφου.
«Λίζα, έρχεσαι µια στιγµή;» Η µικρή µου κόρη ήταν ξαπλωµένη στο κρεβάτι στο υπνοδωµάτιό µας και παρακολουθούσε ένα ντιβιντί του South Park. Έκανε νόηµα να µη µιλάω, αλλά τότε είδε το πρόσωπό µου. Με το τηλεκοντρόλ ακινητοποίησε την εικόνα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Τι φτιάχνατε εδώ;» ρώτησα ενώ άφησα τις φωτογραφίες δίπλα στην πισίνα να περάσουν µία µία. Έβαλα τα δυνατά µου να µην ακουστώ αναστατωµένος, αλλά µπορούσα σχεδόν ν’ ακούσω τους χτύπους της καρδιάς µου. «Αυτός είναι ο Στάνλεϊ» είπε η Λίζα. «Ναι, το βλέπω. Αλλά τι κάνατε; Αυτός τι έκανε;»
«Τραβούσε τη Γιούλια φωτογραφίες. Της είπε ότι άνετα θα µπορούσε
να
γίνει
φωτοµοντέλο.
Θα
τραβούσε
µια
ολόκληρη σειρά και θα προσπαθούσε να την πλασάρει στην Αµερική, είπε. Στο Vogue , είπε, νοµίζω. Τράβηξε και φωτογραφίες δικές µου». Ανάσαινα βαριά. «Τι είπες, Λίζα;» «Μπαµπά, τι έπαθες; Γιατί πήρες αυτό το ύφος; Τράβηξε και µια ολόκληρη σειρά µ’ εµένα. Είπε ότι τα περιοδικά µόδας όλο και πιο συχνά ήθελαν τόσο όµορφα µικρά κορίτσια. Είπε ότι έτσι ξεκίνησε και η Εµανουέλ. Ότι πρώτα τράβηξε ένα σωρό φωτογραφίες της κι ότι ύστερα έγινε διάσηµη». «Λίζα, κοίταξέ µε. Και τώρα δεν πρέπει να µου πεις ψέµατα. Τι σόι φωτογραφίες τράβηξε από σένα; Τι σόι φωτογραφίες;» «Μπαµπά, µην κάνεις έτσι. Η Γιούλια κι εγώ είµαστε κι οι δύο φίλες µε τον Στάνλεϊ στο Facebook. Του στείλαµε και τις τελευταίες φωτογραφίες. Μας τις ζήτησε». «Περίµενε µια στιγµή. Τις τελευταίες φωτογραφίες; Ποιες τελευταίες φωτογραφίες;» «Αυτές από την Αµερική, µπαµπά. Όλο µας ρωτάει αν έχουµε καινούργιες φωτογραφίες, γι’ αυτό του στείλαµε και
τις φωτογραφίες των διακοπών. Τις φωτογραφίες που έδειχναν εµάς, φυσικά. Καλά, κυρίως τη Γιούλια δείχνουν, αφού εγώ τράβηξα τις περισσότερες. Ο Στάνλεϊ είναι πολύ διάσηµος, µπαµπά. Λέει ότι πρέπει να κάνουµε ακόµα λίγη υποµονή, αλλά ότι σε λίγο ίσως µπορέσουµε να γίνουµε και οι δύο φωτοµοντέλα. Στην Αµερική, µπαµπά. Στην Αµερική!»
45
ΠΕΡΙΜΕΝΑ. Αλλά δεν περίµενα πολύ. Ήξερα ότι η διαφορά ώρας µε την Καλιφόρνια ήταν εννιά ώρες. Τότε στο εξοχικό ο Στάνλεϊ µου είχε δώσει τον αριθµό του. Αν ποτέ βρισκόµουν στη Σάντα Μπάρµπαρα, έπρεπε να του τηλεφωνήσω, είχε πει. Πριν από µερικούς µήνες βρισκόµουν όντως στη Σάντα Μπάρµπαρα. Αλλά τότε είχαν ήδη συµβεί πράγµατα. Τόσο για τη Γιούλια όσο και για όλους µας µου φάνηκε καλύτερο να µην έρθω σε επαφή µε τον σκηνοθέτη. Στις πέντε το απόγευµα ώρα Ολλανδίας σχηµάτισα τον αριθµό του. Στη Σάντα Μπάρµπαρα ήταν τώρα οχτώ το πρωί. Αν ήθελα να τον αιφνιδιάσω, ήταν καλύτερο να ξυπνήσω τον Στάνλεϊ Φορµπς µε το τηλεφώνηµά µου. «Στάνλεϊ εδώ…» Το είχε σηκώσει σχεδόν αµέσως, και δεν
ακουγόταν καθόλου κοιµισµένος, διαπίστωσα µετά λύπης. «Ο Μαρκ είµαι» είπα. «Ο Μαρκ Σλόσερ». «Μαρκ! Πού είσαι; Χρόνια και ζαµάνια! Είσαι εδώ κοντά; Θα περάσεις;» «Ξέρω για τις φωτογραφίες, Στάνλεϊ. Τις φωτογραφίες που τράβηξες από τις κόρες µου». Για µερικά δευτερόλεπτα επικράτησε σιωπή. Ένα κλάσµα περισσότερο από τις φυσιολογικές σιωπές που πάντα πέφτουν σε υπερατλαντικά τηλεφωνήµατα. «Αχ, τι κρίµα» είπε. « Ήθελαν να σας κάνουν έκπληξη. Ειδικά η Γιούλια». Τώρα ήµουν εγώ αυτός που βουβάθηκε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω. «Μαρκ; Είσαι ακόµη εκεί; Άκου, αφού τώρα το ξέρεις πια, ρίξε µια µατιά στο σάιτ µου, εκεί έχω ανεβάσει µια ανθολογία. Μια ανθολογία από τη σειρά που τράβηξα δίπλα στην πισίνα». «Στην ουσία σε παίρνω για κάτι άλλο, Στάνλεϊ. Σε παίρνω επειδή θέλω να µάθω πού ήσουνα εκείνο το βράδυ της γιορτής του Αϊ-Γιαννιού. Αφότου ο Ραλφ προσπάθησε να σπάσει στο ξύλο εκείνη την κοπέλα. Μετά δεν σε ξανάδα. Ώσπου γύρισες πολύ αργά στο εξοχικό. Περιπλανήθηκες καθόλου στην παραλία εκείνο το βράδυ, Στάνλεϊ; Μήπως
πήγες να βρεις κανένα από τα µοντέλα σου;» Είχα βιαστεί, συνειδητοποίησα όταν ήταν αργά πια. Δεν έπρεπε να τον κατηγορήσω ευθέως. Έπρεπε να τον είχα προβοκάρει. Ο Στάνλεϊ Φορµπς ήταν ένας ενήλικας –ένας γεροβροµιάρης ενήλικας, άκουσα τον εαυτό µου να λέει νοερά– που τραβούσε φωτογραφίες νεαρών κοριτσιών µε αόριστες υποσχέσεις για µια καριέρα φωτοµοντέλων. Γι’ αυτό και µόνο µπορούσε να συλληφθεί σήµερα κιόλας και να χαθεί για χρόνια πίσω από τα σίδερα. «Μαρκ, σε παρακαλώ!» είπε. «Πραγµατικά δεν πιστεύω ότι θα µπορούσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο για µένα!» Δεν µίλησα. Περίµενα ώσπου να του ξεφύγει µια κουβέντα.
Ίσως
έπρεπε
να είχα µαγνητοφωνήσει
τη
συζήτηση, αναλογίστηκα τώρα. «Άκου, Μαρκ. Καταλαβαίνω ότι είσαι συγχυσµένος γι’ αυτό που συνέβη στη Γιούλια. Αλλά τώρα όλα θα πάρουν µια θετική τροπή. Η Γιούλια κι η Λίζα µού έστειλαν αυτές τις τελευταίες φωτογραφίες. Από την Αµερική. Ήδη τις είχα καταχωρίσει και τις δύο σ’ ένα πρακτορείο. Σίγουρα υπήρχε ενδιαφέρον, αλλά τώρα µ’ αυτές τις νέες φωτογραφίες, της Γιούλια κυρίως, έχουν πάθει την πλάκα τους. Υπάρχουν µερικές… Υποθέτω ότι τις είδες. Η Γιούλια κάπου κάθεται έξω από ένα εστιατόριο. Είναι το βλέµµα στα µάτια της… Σ’
εκείνες τις φωτογραφίες δίπλα στην πισίνα κάτι έλειπε ακόµη. Αλλά έτσι όπως σε κοιτάζει εκεί… Κι ύστερα αυτή η άλλη φωτογραφία στο Γκραντ Κάνιον. Κοιτάζει… πώς να το πω… κοιτάζει όπως κοιτάζει, Μαρκ. Πριν λίγες µέρες τής έστειλα ένα µέιλ. Κανονικά θα ’πρεπε να έρθει εδώ για µια καινούργια φωτογράφιση. Θα µπορούσα να την κάνω και στην Ολλανδία, αλλά σηµασία έχει το φως. Εδώ το φως είναι διαφορετικό, αυτό ποτέ δεν θα µπορέσω να το αντιγράψω σ’ ένα στούντιο. Κατ’ εµέ δεν τολµάει να σας ρωτήσει. Φοβάται ότι δεν θα της δώσετε την άδεια. Αλλά µ’ εµένα θα είναι σε καλά χέρια, Μαρκ. Ή αλλιώς έρχεσαι κι εσύ για µερικές µέρες. Εσύ ή η Καρολίν. Ή και οι δυο σας. Το σπίτι µου εδώ είναι αρκετά µεγάλο. Δεν είναι ακριβώς πάνω στον Ειρηνικό, αλλά µπορείς να τον ακούσεις. Κι έχω πισίνα. Και εδώ που τα λέµε, γιατί δεν πέρασες φέτος το καλοκαίρι; Ήσαστε πολύ κοντά, απ’ ό,τι είδα στις φωτογραφίες που οι κόρες σου µου έστειλαν. Αυτή η παρέλαση στη Σάντα Μπάρµπαρα; Η Εµανουέλ κι εγώ ήµαστε κι εµείς εκεί». Πήγα να ρωτήσω ξανά τον Στάνλεϊ πού ακριβώς ήταν εκείνο το βράδυ από τα µεσάνυχτα ως τις δύο το πρωί – αλλά ξαφνικά δεν το πίστευα πια. Ο Στάνλεϊ µίλησε για τις φωτογραφίες στο Γκραντ Κάνιον και έξω από το µεξικάνικο εστιατόριο στο Γουίλιαµς. Είχε δει τις ίδιες µ’ εµένα.
«Και η Λίζα;» άκουσα τον εαυτό µου να ρωτάει. «Α, ναι, φυσικά. Η Λίζα. Πάρτε µαζί σας και τη Λίζα. Αλλά µεταξύ µας: εκείνη θα πρέπει να περιµένει κάνα χρόνο ακόµα. Είναι διαφορετικό. Παραείναι µικρή. Διαφορετική περίπτωση, ας το πω έτσι».
46
ΜΙΑ ΜΙΑ ΚΟΙΤΑΞΑ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ στο σάιτ του Στάνλεϊ. Τις φωτογραφίες της µεγάλης µου κόρης. Ήταν δέκα συνολικά. Ωραίες φωτογραφίες. Ειδικά αυτή µε τη Γιούλια κάτω από το ντους µε τα γυαλιά ηλίου ανεβασµένα στα µαλλιά της: στις σταγόνες που πετάγονταν πάνω από τα βρεγµένα µαλλιά της έβλεπες ένα µίνι ουράνιο τόξο. Υπήρχαν κι άλλες φωτογραφίες. Όχι µόνο της Γιούλια, άλλων κοριτσιών επίσης. Teen Models είχε βάλει ως τίτλο της σειράς ο Στάνλεϊ. Υπήρχε µια φωτογραφία ενός κοριτσιού σε ένα τζακούζι, κάπου έξω σε έναν κήπο µε φοίνικες και κάκτους στο φόντο. Στην άκρη του τζακούζι υπήρχαν ένα µπουκάλι σαµπάνια και δύο ποτήρια. Στο νερό έπλεαν τούφες αφρού που κάλυπταν µόνο εν µέρει τον κορµό του
κοριτσιού. Κοιτούσε κατευθείαν τον φακό. Η φωτογραφία µπορούσε να έχει τραβηχτεί από εκείνη τη γωνία µόνο αν ο φωτογράφος καθόταν κι αυτός στο τζακούζι. Αναγνώρισα την Εµανουέλ µόνο όταν την ξανακοίταξα. Μια νεότερη Εµανουέλ.
Πιο
νέα από
τώρα πάντως.
Δεκαπέντε χρονών το πολύ, υπολόγισα. Υπήρχαν κι άλλες σειρές φωτογραφιών στο σάιτ. Σειρές µε τίτλους όπως Deserts, Sunsets, Water και Travels. Έκανα κλικ σε µερικές φωτογραφίες µε καµήλες και πυραµίδες, κι ύστερα µια ολόκληρη σειρά από ηλιοβασιλέµατα. Η σειρά Travels ήταν υποδιαιρεµένη σύµφωνα µε το µέρος και τη χρονολογία. Υπήρχε και µια σειρά φωτογραφιών που έφερε το όνοµα της ακτής όπου πέρσι είχαµε περάσει τις διακοπές µας στο εξοχικό. Έκανα κλικ σε µερικές φωτογραφίες που είχα ξαναδεί: µοναστήρια και κάστρα της περιοχής, τις οποίες ο Στάνλεϊ µου είχε δείξει ήδη τότε στην οθόνη της κάµεράς του. Η Εµανουέλ που πόζαρε σ’ ένα τοιχάκι ή δίπλα σ’ ένα άγαλµα. Ορισµένες φωτογραφίες ήταν καινούργιες: σε µια ψαραγορά αραδιασµένοι κοχύλια
και
τσούχτρες
αστακοί, στην
σελάχια και άµµο·
ένα
γαρίδες· άσπρο
τραπεζοµάντιλο µε ψίχουλα ψωµιού – κι ύστερα είδα ξαφνικά τον εαυτό µου. Όχι µόνο τον εαυτό µου: όλοι µας ήµαστε στη φωτογραφία, γύρω από ένα πλούσιο τραπέζι στον κήπο
του εξοχικού, ο Ραλφ, η Γιούντιτ, η Καρολίν, η Εµανουέλ, ο Άλεξ, ο Τόµας, η µητέρα της Γιούντιτ, η Γιούλια, η Λίζα κι εγώ: κοιτούσαµε τον φωτογράφο και σηκώναµε τα ποτήρια µας ψηλά. Ακολούθησαν
κι
άλλες
φωτογραφίες
που
ήταν
τραβηγµένες µέσα στο εξοχικό και γύρω από αυτό. Ο Ραλφ που κοµµάτιαζε τον ξιφία στη βεράντα· η Λίζα που έσκυβε πάνω από το χαρτόκουτο µε το πουλάκι· η Γιούντιτ σε µια ξαπλώστρα δίπλα στην πισίνα· και µία στον κήπο, ενός άντρα που δεν ήξερα, ενός άντρα µε κοντό παντελόνι και αµάνικο µακό µπλουζάκι: µε τα χέρια σταυρωµένα κοιτούσε την κάµερα µ’ ένα πλατύ χαµόγελο· στην επόµενη φωτογραφία ο άγνωστος άντρας σήκωνε το λάστιχο ποτίσµατος, ένας πίδακας νερού πεταγόταν όρθια στον αέρα· και ύστερα µια φωτογραφία του ίδιου άντρα που στεκόταν ανάµεσα στις δύο κόρες µου: είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω από τους ώµους τους και γελούσε πλατιά στην κάµερα. Μόνο σ’ αυτή τη φωτογραφία έβλεπες πόσο κοντός ήταν, ήταν µάλιστα µερικούς πόντους πιο κοντός από τη Γιούλια. Ξανάκανα κλικ στην πρώτη φωτογραφία. Για δεύτερη φορά αυτό το κυριακάτικο απόγευµα φώναξα τη Λίζα.
«Είναι ο άνθρωπος που ήρθε να φτιάξει το νερό» είπε η Λίζα. Μαζί κοιτάξαµε τις φωτογραφίες. Και στις τρεις έβλεπες καθαρά το τατουάζ στο µπράτσο του: ενός αετού που έσφιγγε µια µατωµένη καρδιά στα νύχια του. « Ήταν πολύ συµπαθητικός» είπε η Λίζα. «Αστειευόταν µαζί µας. Για το ότι είναι τόσο κοντός. Όλο πήγαινε να σταθεί δίπλα στη Γιούλια και τότε κουνούσε γελώντας το κεφάλι του. Δεν µπορούσαµε να καταλάβουµε καλά τι έλεγε, πάντως κάτι είπε για κορίτσια από την Ολλανδία, ότι ήταν πολύ πιο ψηλά από τους άντρες εκεί πέρα». Έκανα έναν υπολογισµό. Την Παρασκευή το πρωί η Καρολίν κι εγώ είχαµε πάει στο γραφείο ενοικιάσεων. Η κοπέλα στο γκισέ είχε πει ότι ο τεχνικός θα προσπαθούσε να περάσει το ίδιο απόγευµα κιόλας. Η άσχηµη κοπέλα που αποπάνω ήταν και φιλενάδα του. Ύστερα η Καρολίν κι εγώ πήγαµε για ψώνια. Είχαµε λείψει πολλή ώρα επειδή δεν είχαµε όρεξη να γυρίσουµε αµέσως στο εξοχικό. Είχαµε περιπλανηθεί στη λαϊκή και πριν από αυτό είχαµε πάει κάπου να φάµε µεσηµεριανό. Δεν µπορούσα να θυµηθώ αν το νερό λειτουργούσε ήδη όταν γυρίσαµε, αλλά το Σάββατο τα αγόρια είχαν βρέξει τα κορίτσια µε το λάστιχο στον βατήρα, συνεπώς τότε λειτουργούσε οπωσδήποτε. Τότε έφερα στον νου µου εκείνο το σαββατόβραδο. Τη
νύχτα στην παραλία. Στην τουαλέτα του εστιατορίου είχα πέσει πάνω στον τεχνικό. Θυµόµουν το τατουάζ στο ιδρωµένο µπράτσο του. Στο άλλο του µπράτσο είχε µια πληγούλα. Τρεις κόκκινες γραµµούλες… Έξω από το µαγαζί καθόταν η άσχηµη φιλενάδα του κι έκλαιγε. Ίσως είχαν µόλις τσακωθεί. Ίσως προσπάθησε να της πει ψέµατα γιατί έλειψε τόση ώρα. Ποιος ξέρει, ίσως εκείνη να το κατάλαβε από τη µυρωδιά του. Ίσως είδε κι αυτή την πληγούλα στο µπράτσο του. Και επειδή στο κάτω κάτω ήταν κι η ίδια γυναίκα, κατάλαβε
αµέσως
ότι
µόνο
τα νύχια µιας
µπορούσαν να προκαλέσουν ένα τέτοιο τραύµα. Ενός κοριτσιού, διόρθωσα τον εαυτό µου.
γυναίκας
47
ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ο τηλεοπτικός κωµικός καθόταν ξαφνικά στη σάλα αναµονής. Ο ίδιος κωµικός που πριν από έναν χρόνο είχε φωνάξει ότι µπορούσα να τον βάλω στον δικό µου κώλο και ότι δεν θα ξαναρχόταν ποτέ. Δεν είχα κοιτάξει καλά τον κατάλογο στον οποίο η βοηθός µου σηµείωνε τα ονόµατα των ασθενών εκείνης της ηµέρας – ή µάλλον: εδώ και µήνες δεν κοιτούσα πια τον κατάλογο
εκ
των προτέρων·
προτιµούσα να
«αιφνιδιαστώ», που λέει ο λόγος. «Για ένα διάστηµα πήγαινα σε άλλον οικογενειακό γιατρό» είπε όταν πια κάθισε απέναντί µου στο γραφείο µου. «Αλλά τον έβρισκα, πώς να το πω, κάπως υπερβολικά κεφάτο. Πιο κεφάτο από σένα πάντως».
Κοίταξα το στρογγυλό, όχι άσχηµο πρόσωπό του· έδειχνε υγιής,
προφανώς
η
µόλυνση
από
έιτζ
τελικά
είχε
αποφευχθεί. «Λοιπόν, χαίροµαι που–» « Ήταν και κάτι άλλο» µε διέκοψε. «Κάτι στη συµπεριφορά του που σ’ εµένα κρούει όλους τους κώδωνες του κινδύνου. Δεν ξέρω αν το ξέρεις, σίγουρα το ξέρεις, υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν το παν για να δείξουν πόσο ανεκτικοί είναι απέναντι στους οµοφυλόφιλους. Ότι το βρίσκουν πολύ φυσιολογικό. Ενώ στην ουσία δεν είναι καθόλου. Θέλω να πω, αν ήταν τόσο φυσιολ ογικό, δεν θα µου είχε πάρει πέντε χρόνια για να τολµήσω να το πω στους γονείς µου, έτσι; Αυτό ήταν που µε εκνεύριζε στον καινούργιο οικογενειακό µου γιατρό. Μια φορά άρχισε από µόνος του για το Γκέι Πράιντ, πόσο εκπληκτικό ήταν που όλα αυτά επιτρέπονταν σε τούτη την πόλη. Ενώ αν υπάρχει κάτι που βρίσκω πραγµατικά απωθητικό ως οµοφυλόφιλος είναι αυτά τα φουσκωτά αντρικά κορµιά που χορεύουν πάνω σε µια βάρκα φορώντας µόνο ένα κορδόνι ανάµεσα στα κωλοµέρια τους. Αλλά αυτό δεν περνάει καν απ’ το µυαλό ορισµένων ανθρώπων, ανεκτικών ανθρώπων: ότι εσύ, ως οµοφυλόφιλος, ίσως δεν θέλεις να έχεις καµία σχέση µε αυτά». Δεν µίλησα, κούνησα µόνο µια στιγµή το κεφάλι και
φόρεσα ένα χαµόγελο στο πρόσωπό µου. Το ρολόι απέναντι από το γραφείο µου έδειχνε ότι είχαν περάσει ήδη πέντε λεπτά, αλλά αυτό δεν είχε καµία σηµασία: είχα χρόνο. «Κοίταξε» συνέχισε ο κωµικός. «Είναι πολύ ωραίο φυσικά που στο µεταξύ έχουµε ίσα δικαιώµατα. Στα χαρτιά. Αλλά αυτό δεν σηµαίνει αναγκαστικά ότι µου αρέσει κιόλας. Αυτό είναι το λάθος που κάνει συχνά ο κόσµος. Φοβάται να κάνει διακρίσεις. Γι’ αυτό γελάει πολύ δυνατά όταν ένας ανάπηρος σε καροτσάκι κάνει ένα αστείο. Το αστείο δεν είναι για γέλια, και επιπλέον σχεδόν δεν καταλαβαίνεις τι λέει. Ο ανάπηρος πάσχει από µια αθεράπευτη εκφυλιστική ασθένεια. Όταν γελάει µε το ίδιο του το αστείο, σάλια τρέχουν απ’ το πιγούνι του. Αλλά εµείς γελάµε µαζί του. Τι ήταν αυτό πάλι, Μαρκ; Έχεις έναν γιο και µια κόρη, έτσι δεν είναι;» «Δύο κόρες». «Και θα σου άρεσε αν αποδεικνυόταν ότι µία από τις δύο κόρες σου ή και οι δύο είναι λεσβίες;» «Θα ήλπιζα να είναι ευτυχισµένες». «Μαρκ, σε παρακαλώ! Μη µεταχειρίζεσαι τέτοια κλισέ. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που τώρα κάθοµαι πάλι µπροστά σου. Επειδή ποτέ δεν µασούσες τα λόγια σου. Ποτέ δεν
έκρυψες
“αποστροφή”
την είναι
αποστροφή
σου.
υπερβολικός
η
λέξη
χαρακτηρισµός.
Ή
ίσως
Αλλά
καταλαβαίνεις τι εννοώ. Έχω δίκιο ή όχι;» Χαµογέλασα ξανά: ένα γνήσιο χαµόγελο αυτή τη φορά. «Βλέπεις λοιπόν!» είπε ο κωµικός. «Το ήξερα. Αλλά πώς γίνεται και µ’ εσένα αισθάνοµαι πολύ πιο ευχάριστα και άνετα απ’ ό,τι µε ανθρώπους που κάνουν τόσο µεγάλη προσπάθεια να τους αρέσουν οι γκέι;» « Ίσως επειδή δεν αρέσουν σ’ εσένα τον ίδιο» είπα. Ο κωµικός άρχισε να γελάει δυνατά, ύστερα ξανάγινε σοβαρός. «Αρέσουν είναι όντως η λέξη κλειδί εδώ» είπε. «Οι γονείς µου δυσκολεύτηκαν αρκετά να το δεχτούν από µένα. Να αποδεχτούν τον φίλο µου. Να ελπίζουν, όπως είπες κι εσύ, ότι θα είµαι ευτυχισµένος. Αλλά σίγουρα δεν τους αρέσει. Σε κανέναν γονιό δεν αρέσει. Άκουσες ποτέ έναν πατέρα ή µια µητέρα να λένε για τον γιο ή την κόρη τους ότι τρελάθηκαν από τη χαρά τους όταν το έµαθαν; Ότι ένιωσαν τόσο µεγάλη χαρά και ανακούφιση που δόξα τω Θεώ ο γιος ή η κόρη τους δεν ήταν ετεροφυλόφιλοι; Θέλω να πω, είµαι κωµικός, στα προγράµµατά µου πάντα προσπάθησα να θέσω επί τάπητος και αυτή την πτυχή. Αλλιώς δεν θα έπαιρνα τον εαυτό µου στα σοβαρά. Τέλος πάντων, στα σοβαρά… Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω». «Ναι» είπα. «Καταλαβαίνω απόλυτα. Τι άλλο µπορώ να
κάνω για σένα;» Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγµό. «Ο προστάτης» είπε. «Στάζω τον τελευταίο καιρό, δεν βγαίνουν πια µε δύναµη. Σκέφτηκα… Τέλος πάντων, ξέρεις τι σκέφτηκα».
Κοίταξα τον τριχωτό κώλο του κωµικού στο εξεταστικό κρεβάτι. Δεν µπορούσα να εµποδίσω τον εαυτό µου. Θυµήθηκα τα λόγια του καθηγητή ιατρικής βιολογίας. «Θα το πω µονάχα µία φορά» είχε πει ο Άαρον Χερτζλ. «Αν ο σκοπός του Θεού ήταν να βάλει ο άντρας το µόριό του στον πρωκτό, θα είχε κάνει την οπή µεγαλύτερη. Λέω επίτηδες “του Θεού”, αλλά θα µπορούσα να είχα πει και “της βιολογίας”. Πίσω από το καθετί υπάρχει µια ιδέα. Ένα σχέδιο. Πράγµατα που δεν πρέπει να τρώµε βροµάνε ή έχουν άσχηµη γεύση. Ύστερα υπάρχει ο πόνος. Χάρη στον πόνο ξέρουµε ότι δεν είναι καλή ιδέα να χώσουµε ένα στιλό µέσα στο µάτι µας. Το σώµα κουράζεται και δίνει σινιάλο ότι είναι ώρα για ανάπαυση. Η καρδιά δεν αντέχει άλλο. Η καρδιά µπορεί να στείλει µόνο µια περιορισµένη ποσότητα οξυγόνου σε όλα τα αποµακρυσµένα σηµεία του σώµατος». Εδώ ο καθηγητής Χερτζλ είχε βγάλει τα γυαλιά του, για ένα λεπτό είχε αφήσει αµίλητος το βλέµµα του να γλιστρήσει στα έδρανα της
αίθουσας. «Δεν θέλω να εκφράσω ηθική κρίση εδώ» συνέχισε. «Ο καθένας πρέπει να µπορεί να κάνει ελεύθερα ό,τι θέλει, αλλά ένας φουσκωµένος πούτσος σε στύση που εισχωρεί στον πρωκτό προκαλεί πόνο. Μη, λέει ο πόνος. Βγάλ’ τον τώρα, πριν είναι αργά. Το σώµα έχει την τάση να υπακούσει στον πόνο. Είναι η βιολογία. Δεν πηδάµε από τον έβδοµο όροφο, εκτός αν θέλουµε να διαλύσουµε αυτό το σώµα». Συνέβη αρκετά απότοµα. Προφανώς το είχα απωθήσει, ή απλώς το είχα ξεχάσει, αλλά ξαφνικά θυµήθηκα πάλι τι είχε πει στη συνέχεια ο Άαρον Χερτζλ. Πρώτα ένιωσα τα µάτια µου
να βουρκώνουν,
ύστερα –δεν µπορούσα να το
σταµατήσω– άρχισε να τρέµει και το κάτω χείλι µου. «Σε ένα µικρό παιδί όλα είναι πιο µικρά. Όλα. Αυτό επίσης είναι η βιολογία. Οι µικρές κοπέλες δεν µπορούν να µείνουν έγκυοι.
Από
αυτή
την
άποψη
είναι
αντιστρόφως
πανοµοιότυπες µε τις γυναίκες άνω των σαράντα. Κάτω τα χέρια, λέει η βιολογία. Βιολογικά δεν έχει κανένα νόηµα να έχεις σεξουαλική επαφή µ’ ένα κορίτσι που δεν είναι ακόµη σεξουαλικά ώριµο. Και εδώ η οπή παραείναι µικρή. Υπάρχει ο παρθενικός υµένας. Μία από τις ωραιότερες εφευρέσεις που µας χάρισε η βιολογία. Σχεδόν θα άρχιζε κανείς να πιστεύει στην ύπαρξη Θεού». Ακούστηκαν χαχανητά στην αίθουσα, η
πλειοψηφία χαχάνιζε, µια µικρή µειοψ ηφία όχι. «Εδώ θέλω ξανά να σας θυµίσω την εικόνα του µεγάλου φουσκωµένου πούτσου. Του αντρικού σεξουαλικού οργάνου σε στύση. Όταν ένας τέτοιος πούτσος προσπαθεί να χωθεί στην υπερβολικά µικρή οπή ενός κοριτσιού που είναι ακόµη στην ανάπτυξη, πρώτ’ απ’ όλα υπάρχει πόνος. Μη, λέει ο πόνος. Μη, λέει µάλλον και το ίδιο το κορίτσι. Στην κοινωνία µας ο κανόνας είναι οι άντρες που προσπαθούν να διακορεύσουν µικρά κορίτσια ή αγόρια να κλείνονται στη φυλακή. Ο ηθικός µας κώδικας σε αυτό τον τοµέα είναι τόσο ισχυρός που ακόµα και µέσα στους τοίχους της φυλακής κινδυνεύει η ζωή των βιαστών παιδιών. Οι κλέφτες κι οι δολοφόνοι αισθάνονται ανώτεροι από τους βιαστές παιδιών. Και δικαίως. Αντιδρούν πρωτόγονα. Στην ουσία αντιδρούν όπως όλοι µας θα έπρεπε να αντιδράσουµε. Όπως αντιδρούσαµε όλοι κάποτε, πριν από πολύ καιρό, την εποχή που η βιολογία ήταν ακόµα πιο ισχυρή από τον Ποινικό Κώδικα. Εξαφανίστε τους! Ξεπαστρέψτε τη σαβούρα! Αποτελειώστε τα τα τέρατα!» Απόλυτη σιωπή επικρατούσε τώρα στην αίθουσα. Η παροιµιώδης νεκρική σιγή. Το κράτηµα της ανάσας για περισσότερη ώρα απ’ ό,τι έκανε καλό. «Δεν θέλω εδώ να προτείνω λύσεις γι’ αυτό το ηθικό δίληµµα» είπε ο Χερτζλ. «Θέλω µόνο να σας κάνω να
χρησιµοποιήσετε πρώτα το µυαλό σας προτού αποδεχτείτε χωρίς συζήτηση τους ηθικούς κώδικες της εποχής σας ως µοναδικούς σωστούς κώδικες. Γι’ αυτό τελειώνοντας θα ήθελα να σας θέσω ένα απλό παράδειγµα για το οποίο µπορείτε να σκεφτείτε ως την ερχόµενη εβδοµάδα». Στο µεταξύ στεκόµουν ήδη πάρα πολλή ώρα µπροστά στο εξεταστικό κρεβάτι. Είχε περάσει περισσότερος χρόνος απ’ όσον
ο
κωµικός
µπορούσε
να
θεωρήσει
ακόµη
φυσιολογικό. Είχα πλύνει τα χέρια µου. Είχα φορέσει τα λαστιχένια γάντια. Κάτι έπρεπε να κάνω. Να τον εξετάσω. Να ψηλαφήσω τον προστάτη µέσω της οπής του πρωκτού. Αλλά τώρα πια δεν µπορούσα να διακόψω τη ροή των σκέψεών µου, έπρεπε πρώτα να συνεχίσω τις σκέψεις µου. Μέχρι τέλους. Πήρα µια βαθιά ανάσα. Για να κερδίσω χρόνο, έβαλα ένα χέρι σ’ έναν τριχωτό γλουτό και ξαναπήρα µια βαθιά ανάσα. «Θεωρούµε
έναν
ενήλικα
που
προσπαθεί
να
εκµεταλλευτεί σεξουαλικά ένα παιδί µη φυσιολογικό» είχε πει ο καθηγητής Άαρον Χερτζλ. «Τον βλέπουµε ως κάποιον που πάσχει από διαταραχή. Ως ασθενή που χρήζει θεραπείας. Εδώ αρχίζει το δίληµµα, η ερώτηση για την ερχόµενη εβδοµάδα. Γιατί ποια θεραπεία απαιτείται εδώ; Πριν µπω σε λεπτοµέρειες, θέλω πρώτα να θέσετε στον εαυτό σας την
εξής ερώτηση: στατιστικά το ενενήντα ένα τοις εκατό από τους εδώ παρευρισκόµενους αισθάνεται έλξη για το άλλο φύλο, εννιά τοις εκατό για το ίδιο φύλο. Λιγότερο από ένα τοις εκατό αισθάνεται σεξουαλική έλξη για παιδιά, συνεπώς µπορώ ευτυχώς να πάρω ως δεδοµένο ότι σήµερα το απόγευµα δεν παρευρίσκεται τέτοιος άνθρωπος εδώ». Γέλια από τα έδρανα: κάπως αµήχανα γέλια που έβαζαν τα δυνατά τους
να
ακουστούν
ανακουφισµένα.
«Τώρα
ας
τα
αντιστρέψουµε όλα αυτά. Για να καταλάβουµε καλά αυτό το παράδειγµα, ας προσπαθήσουµε να φανταστούµε ότι η δική µας
υγιής
σεξουαλική
προτίµηση
απαγορεύεται.
Ότι
συλλαµβανόµαστε αφού µας έπιασαν να έχουµε σεξουαλική επαφή µε ένα ενήλικο άτοµο του άλλου φύλου. Ότι µας κλείνουν για αρκετά χρόνια στη φυλακή ή σε µια κλινική. Και ότι κατά τη διάρκεια του εγκλεισµού µας έχουµε συνεδρίες µε έναν ψυχολόγο ή ψυχίατρο. Πρέπει να καταφέρουµε να πείσουµε αυτό τον ψυχολόγο ή ψυχίατρο ότι θέλουµε να συνεργαστούµε στη θεραπεία µας. Έτσι ώστε ο ψυχολόγος να γράψει µια αναφορά που να λέει ότι δεν αποτελούµε πλέον κίνδυνο για την κοινωνία. Ότι ως άντρες µάθαµε να µην αισθανόµαστε πλέον έλξη για τις γυναίκες, κι αν είµαστε γυναίκες, για τους άντρες. Αλλά στο µεταξύ εµείς ξέρουµε την αλήθεια. Ξέρουµε ότι αυτό δεν γίνεται. Ότι δεν
µπορούµε να “γιατρευτούµε”. Θέλουµε µόνο να βγούµε έξω όσο το δυνατόν γρηγορότερα, για να µπορέσουµε πάλι να ασελγήσουµε πάνω σε γυναίκες και άντρες». Μετατόπισα το χέρι µου µερικά εκατοστά στον γλουτό του κωµικού.
Σαν
να ετοιµαζόµουν
να κάνω
κάτι.
Τώρα
ακολουθούσε ένα µέρος του µαθήµατος που δεν θυµόµουν πια ακριβώς,
αλλά που
αναµφίβολα µιλούσε
για τη
«θεραπεία» των βιαστών παιδιών. Θυµόµουν µόνο την κατσαρόλα µε µύδια στο τέλος. «Πάρε µια κατσαρόλα µε µύδια» είχε πει ο Χερτζλ. «Μπροστά σου στο τραπέζι στέκεται µια κατσαρόλα µε υπέροχα µύδια. Υγιεινά µύδια. Νόστιµα µύδια. Αλλά καλώς εχόντων των πραγµάτων, έχουµε µάθει ότι δεν πρέπει να φάµε όσα µύδια δεν έχουν ανοίξει. Ότι από αυτά θα αρρωστήσουµε. Αυτά τα µύδια πρέπει να έχετε κατά νου όταν σκέφτεστε για το πρόβληµα που σας έβαλα για την ερχόµενη εβδοµάδα. Αυτά τα µύδια είναι άρρωστα τα ίδια. Ορισµένα µάλιστα έχουν ήδη ψοφήσει. Θα ανοίξουµε τώρα µε το ζόρι αυτό το µύδι για να το φάµε παρ’ όλα αυτά; Το αφήνουµε να συζητάει επί δύο χρόνια µε έναν ψυχολόγο των φυλακών και στη συνέχεια το
βάζουµε στο
στόµα µας
επειδή ο
ψυχολόγος των φυλακών µάς διαβεβαίωσε ότι στο µεταξύ το µύδι τρώγεται πάλι; Ή το πετάµε; Θα σας δω την ερχόµενη
εβδοµάδα». Ο κωµικός άλλαξε θέση στο εξεταστικό κρεβάτι. Σήκωσε λίγο το κεφάλι και το µισογύρισε. Με κοίταξε. Είδα το τροµαγµένο βλέµµα στα µάτια του. «Μαρκ» είπε. «Τι έχεις;» Προσπάθησα να χαµογελάσω, αλλά κάπου πονούσα. Πίσω στα σαγόνια µου ακούστηκε ένα ξερό κρακ. «Τι να έχω;» ρώτησα. Αλλά δεν µπορούσα πια να κοροϊδέψω τον εαυτό µου. Είχα κοιτάξει τον τριχωτό πισινό του. Ήξερα ότι ένας τριχωτός αντρικός πισινός δεν ήταν για µένα. Ότι ένας τέτοιος πισινός όντως µου προκαλούσε µια υγιή αποστροφή: ένα πιάτο αηδιαστικό
ή
αναγουλιάζοντας
χαλασµένο µακριά
φαγητό
σου.
Μην
που το
σπρώχνεις
φας!
Ήµουν
«φυσιολογικός». Εγώ σκεφτόµουν τις γυναίκες. Όχι µόνο την Καρολίν ή τη Γιούντιτ: όλες τις γυναίκες. Αυτό πρόσταζε η βιολογία, µας είχε διδάξει ο καθηγητής Χερτζλ. Ένας άντρας που δεν κοιτάζει όλες τις γυναίκες είναι σαν αυτοκίνητο όπου πατάς ταυτόχρονα το γκάζι και το φρένο. Ένα τέτοιο αυτοκίνητο αρχίζει πρώτα να µυρίζει καµένο λάστιχο, στο τέλος ακινητοποιείται ή πιάνει φωτιά. Η βιολογία µάς υπαγορεύει ότι πρέπει να γονιµοποιήσουµε όσο το δυνατόν περισσότερες γυναίκες. Έκανα το ίδιο λογικό
άλµα που έκανα πριν από τριάντα χρόνια στο µάθηµα του Άαρον Χερτζλ. Θα µπορούσα ποτέ να γιατρέψω τον εαυτό µου; Αν οι δικές µου υγιείς τάσεις χαρακτηρίζονταν ως άρρωστες από την κοινωνία, θα ήµουν ικανός να πείσω έναν ψυχολόγο των φυλακών ότι στο µεταξύ είχα «γιατρευτεί»; Πίστευα πως ναι. Αλλά µόλις µε άφηναν ελεύθερο, µέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες θα ξανακυλούσα στην παλιά µου συνήθεια. Δεν θέλω να βάλω τον εαυτό µου σε ένα ανώτερο ηθικό επίπεδο από τους άντρες που αισθάνονται έλξη για µικρά κορίτσια. Όλοι οι άντρες αισθάνονται έλξη για µικρά κορίτσια. Γι’ αυτό επίσης φταίει η βιολογία. Κοιτάζουµε αυτά τα κορίτσια µε το µάτι στραµµένο στην επόµενη γενιά: για να δούµε αν στο εγγύς µέλλον θα είναι ικανά να εγγυηθούν τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους. Αλλά αυτό δεν σήµαινε ότι θα εφάρµοζες αυτή την έλξη στην πράξη. Η βιολογία είχε τα προειδοποιητικά της συστήµατα: στα µικρά κορίτσια όλα τα σινιάλα ήταν κόκκινα. Μην το κάνεις! Κάτω τα χέρια! Όποιος παρ’ όλα αυτά συνεχίσει θα κάνει ζηµιά. «Νοµίζω ότι καλύτερα να καθίσεις µια στιγµή» είπα στον κωµικό. Ανασηκώθηκε, κάθισε µε τα πόδια να κρέµονται από την
άκρη του τραπεζιού, έβγαλε ένα άσπρο µαντίλι από την τσέπη του παντελονιού του και µου το έδωσε. «Ορίστε» είπε. «Είναι πλυµένο» συµπλήρωσε κλείνοντάς µου το µάτι. «Συγγνώµη» είπα. Προσπάθησα να φυσήξω τη µύτη µου, αλλά η µύτη µου ήταν ήδη τελείως άδεια. «Αν έρθεις µια άλλη φορά… αλλιώς να σου δώσω ένα παραπεµπτικό για το πρώτων βοηθειών». «Δεν είσαι βέβαια υποχρεωµένος να µου πεις οτιδήποτε» είπε. «Μα αν θες, έχω όλο τον χρόνο του κόσµου». Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του. Κοίταξα το στρογγυλό και ανοιχτό πρόσωπό του. Του τα είπα. Του τα είπα όλα. Παρέλειψα µόνο λίγα πράγµατα. Με το βλέµµα στο µέλλον. Στα σχέδιά µου γι’ αυτό το µέλλον κυρίως. «Και ακόµη δεν έχεις ιδέα ποιος µπορεί να ήταν;» ρώτησε όταν τελείωσα. « Όχι». «Ω γαµώτο. Κάποιον που κάνει τέτοιο πράγµα θα έπρεπε απλώς να τον…» Δεν ολοκλήρωσε την πρότασή του, αλλά δεν ήταν ανάγκη. Σκέφτηκα την κατσαρόλα µε τα µύδια: τα µύδια που δεν είχαν ανοίξει.
48
ΤΟ ΣΦΗΝΟΠΟΤΗΡΟ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ κοκτέιλ είχε τοποθετηθεί σ’ ένα τροχήλατο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι του Ραλφ. Κατά τα άλλα υπήρχε στο
τραπεζάκι ένα
µισοφαγωµένο κεσεδάκι γιαούρτι µε φρούτα µε το κουτάλι ακόµη µέσα, η πρωινή εφηµερίδα εκείνης της ηµέρας ήταν επίσης εκεί, και µια βιογραφία του Σαίξπηρ που διάβαζε τις τελευταίες εβδοµάδες. Ένας σελιδοδείκτης εξείχε από τις σελίδες, δεν είχε φτάσει καν στη µέση. Είχε ζητήσει από τη Γιούντιτ και τους δύο γιους του να βγουν για λίγο από το δωµάτιο. Αφού έφυγαν, µου έκανε νόηµα να πλησιάσω. «Μαρκ» είπε· έπιασε το χέρι µου, το τράβηξε πάνω στην κουβέρτα και ακούµπησε το άλλο του χέρι πάνω του.
«Θέλω να σου πω ότι λυπάµαι» είπε. «Δεν έπρεπε… δεν έπρεπε ποτέ…» Έκανε µια παύση. «Λυπάµαι. Αυτό ήθελα να σου πω». Κοίταξα το
αδυνατισµένο
και ταυτόχρονα πρησµένο
πρόσωπό του: τα µάτια του που τώρα ακόµη µε έβλεπαν, αλλά που σε µία ώρα, το πολύ, δεν θα έβλεπαν τίποτα πια. «Πώς είναι τώρα… αυτή;» ρώτησε. Ανασήκωσα τους ώµους µου. «Μαρκ» είπε. Αισθάνθηκα την πίεση του χεριού του στο δικό µου. Προσπάθησε να δυναµώσει τη λαβή του, αλλά τώρα αισθάνθηκα στ’ αλήθεια πόσο λίγη δύναµη του είχε αποµείνει. «Μπορείς να της πεις… εκ µέρους µου… µπορείς να της πεις αυτό που σου είπα µόλις τώρα;» Απέστρεψα το βλέµµα µου· χωρίς κόπο τράβηξα το χέρι µου από τα δύο δικά του. « Όχι» είπα. Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγµό, έκλεισε µια στιγµή τα µάτια κι ύστερα τα ξανάνοιξε. «Μαρκ, αµφιταλαντεύτηκα πολύ αν έπρεπε να σου το πω ή όχι. Σκεφτόµουνα: ίσως εγώ είµαι το τελευταίο πρόσωπο από το οποίο θέλει να µάθει κάτι τέτοιο». Τον κοίταξα. «Για ποιο πράγµα µιλάς;» «Για την κόρη σου, Μαρκ. Για τη Γιούλια».
Άθελά µου έριξα µια µατιά στην πόρτα κι ύστερα στο σφηνοπότηρο δίπλα στο κρεβάτι του. Ο Ραλφ είδε τι κοιτούσα. «Τελικά αποφάσισα ότι έπρεπε να το µάθεις. Ίσως είναι λίγο αργά, αλλά κι ο ίδιος δεν το ξέρω πολύ καιρό. Το έµαθα πριν από δύο εβδοµάδες, για να είµαι ακριβής». Για µισό δευτερόλεπτο νόµιζα ότι ετοιµαζόταν να µου πει κάτι για τη Γιούντιτ:
ότι ήξερε
για µας
τους
δυο,
παραδείγµατος χάρη, ότι εκείνη του τα είχε οµολογήσει όλα, αλλά ότι τώρα µας ευχόταν όλη την ευτυχία του κόσµου. Την επόµενη στιγµή συνειδητοποίησα ότι είχε πει πολύ καθαρά για την κόρη σου. Για τη Γιούλια. «Ο Άλεξ µε έβαλε να ορκιστώ να µη µιλήσω. Ήξερε ότι δεν θα ζούσα για πολύ ακόµα, γι’ αυτό µου το είπε. Έπρεπε απλώς να το βγάλει από πάνω του, είπε πως νόµιζε ότι θα τρελαθεί αν το κρατούσε κι άλλο κρυφό. Η µητέρα του δεν ξέρει τίποτα. Μόνο αυτός το ξέρει. Και η Γιούλια». Αναπόλησα τη νύχτα στην παραλία. Τη συµπεριφορά του Άλεξ όταν βρήκε τη Γιούντιτ κι εµένα κοντά στο άλλο µαγαζί. Κάτι κρύβει, είχα σκεφτεί ήδη τότε. Δεν τα είπε όλα. «Θυµάσαι εκείνο τον τεχνικό που πέρασε µια δυο φορές για να ξεβουλώσει τη δεξαµενή στη στέγη; Όταν δεν είχαµε πια τρεχούµενο νερό;»
Μάλλον ανοιγόκλεισα προς στιγµήν τα µάτια µου, ή ένα απορηµένο βλέµµα εµφανίστηκε στα µάτια µου, γιατί ο Ραλφ είπε: «Εκείνος ο τεχνικός. Από το γραφείο ενοικιάσεων. Ένας κοντούλης. Γύρω στα τριάντα…» «Ναι, θυµάµαι… έναν τεχνικό… για το νερό. Και τι έγινε µ’ αυτόν;» Με κόπο ο Ραλφ ρούφηξε τον αέρα για να γεµίσει τα πνευµόνια του, ακούστηκε σαν φουσκωτό στρώµα που αδειάζει. «Με αυτόν είχε ραντεβού η Γιούλια εκείνο το βράδυ» είπε. «Με αυτό τον τεχνικό. Δεν ξέρω πότε ακριβώς κανόνισαν το ραντεβού, προφανώς µία από τις φορές που πέρασε. Ή ποιος ξέρει, κάποια στιγµή στο χωριό ή στην παραλία. Όπως και να έχει, εκείνο το βράδυ της γιορτής του Αϊ-Γιαννιού είχαν δώσει ραντεβού στο άλλο µαγαζί της παραλίας. Ο Άλεξ προσπάθησε να την αποτρέψει, δεν εµπιστευόταν τον τύπο. Θέλω να πω, για τον Άλεξ ήταν ήδη φοβερό που προφανώς ο ίδιος δεν της έφτανε. Είχε πει στον Άλεξ ότι τον έβρισκε πολύ µωρό, ότι γούσταρε περισσότερο τους αληθινούς άντρες. Τέλος πάντων, εκείνο το βράδυ… εκείνη τη νύχτα… τελικά ο Άλεξ πήγε µαζί της. Επειδή δεν είχε εµπιστοσύνη, όπως είπα. Και τότε έγινε ό,τι έγινε. Αυτός ο τύπος απείλησε τον Άλεξ, Μαρκ. Απείλησε ότι θα τον κανόνιζε τον Άλεξ, αν ποτέ έλεγε κάτι στους γονείς του.
Αχ, αν το ήξερα τότε… Τότε το κάθαρµα δεν θα ζούσε πια!» «Μα… µα πώς η Γιούλια…» «Περίµενε
λίγο,
δεν
τελείωσα
ακόµη.
Η
Γιούλια
συµφώνησε µε τον Άλεξ να µην πούνε τίποτα. Ή στην ουσία εκείνος έπρεπε να της ορκιστεί ότι δεν θα έλεγε τίποτα. Τότε στην παραλία. Αφού συνέβη». «Μα εγώ τη βρήκα… Όταν τη βρήκα–» «Είχε πεθάνει απ’ την ντροπή της, θεωρούσε ότι εκείνη έφταιγε για όλα. Πίστευε ότι η Καρολίν κι εσύ θα το βρίσκατε τόσο ηλίθιο εκ µέρους της που δεν θα την εµπιστευόσασταν ποτέ πια. Πως δεν θα την αφήνατε ποτέ πια να πάει κάπου µόνη της. Γι’ αυτό της ήρθε η ιδέα να παριστάνει την αναίσθητη. Να σας πει ότι δεν θυµόταν τίποτα».
Μισή ώρα αργότερα η Γιούντιτ κι εγώ στεκόµασταν στον διάδροµο. Ο Άλεξ κι ο Τόµας είχαν πάει στην καφετέρια του νοσοκοµείου. Η Γιούντιτ µόλις είχε πει ότι χαιρόταν τόσο πολύ που ήµουν κι εγώ παρών. Και εγώ είχα πει ότι ο Ραλφ «έφυγε όµορφα». Τότε εµφανίστηκε ο δόκτωρ Μάασλαντ µε τις βλακείες του για τον ιστό που ποτέ δεν έφτασε. Είχε ζητήσει άδεια από τη Γιούντιτ να κάνει νεκροψία.
«Αυτό πάντως είναι πολύ περίεργο» είπε η Γιούντιτ αφού προηγουµένως ο δόκτωρ Μάασλαντ είχε ξαναφύγει. «Στ’ αλήθεια δεν θυµάσαι πια τι έγινε τότε; Θυµάµαι που είπες ότι από το νοσοκοµείο είπαν ότι δεν ήταν κάτι σοβαρό». «Είναι όντως περίεργο» είπα. «Αυτός ο υπεροπτικός µαλάκας κάνει τώρα λες και εγώ το έχασα, ενώ ίσως οι ίδιοι έπρεπε να είναι πιο προσεκτικοί». «Μα µόλις πριν από λίγο είπες ότι δεν µπορούσες να θυµηθείς. Γιατί το είπες αυτό, Μαρκ; Δεν το κατάλαβα καθόλου. Νόµιζα ότι κάτι άλλο συνέβαινε. Κάτι ανάµεσα σ’ εσένα και τον Ραλφ. Εδώ που τα λέµε, τι ήθελε να συζητήσει µαζί σου πριν από λίγο; Είχε κι αυτό σχέση;» «Για άκουσέ µε καλά, Γιούντιτ» είπα. «Νοµίζω ότι και για τους δυο µας είναι καλύτερο να µη βλεπόµαστε για λίγο. Και ίσως όχι µόνο για λίγο. Κατά βάθος εννοώ για µεγάλο διάστηµα. Σου συµπαραστάθηκα ως τώρα, αλλά τώρα πρέπει να βάλω λίγη τάξη στα πράγµατα στη δική µου ζωή. Έχουν γίνει πολλά. Πράγµατα για τα οποία εσύ δεν έχεις την παραµικρή ιδέα. Κι αυτή τη στιγµή δεν µπορώ να έχω κι εσένα στο κεφάλι µου».
49
ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΕΛΑΒΑ ένα τηλεφώνηµα από τον δόκτορα Μάασλαντ. Είχα ιατρείο εκείνη την ώρα. Μια συγγραφέα
που
λόγω
της
υπερβολικής
κατανάλωσης
κόκκινου κρασιού έδειχνε είκοσι χρόνια µεγαλύτερη από την πραγµατική της ηλικία – και δεκαοχτώ χρόνια µεγαλύτερη στο επεξεργασµένο µε photoshop πορτρέτο στο οπισθόφυλλο του τελευταίου της βιβλίου. «Μπορώ να σας πάρω αργότερα;» είπα. «Είµαι µε ασθενή». «Φοβάµαι πως όχι, δόκτωρ Σλόσερ. Παραείναι σοβαρή αυτή η υπόθεση». Τα τελευταία χρόνια η γήρανση στο συγγραφέως
είχε
επιταχυνθεί.
Το
πρόσωπο
κόκκινο
της κρασί
αποστραγγίζει το
δέρµα από
κάτω.
Είναι όπως
όταν
κατεβαίνει το επίπεδο του υδροφόρου ορίζοντα. Η υγρασία κατεβαίνει ως κάτω από την επιφάνεια της επιδερµίδας. Η επιδερµίδα γίνεται άγονη. Η ζωή αργοπεθαίνει. Τα ζώα αναζητούν µια περιοχή µε περισσότερο νερό. Τα φυτά µαραζώνουν και πεθαίνουν. Ο ήλιος και ο αέρας βρίσκουν το πεδίο ελεύθερο. Ρωγµές εµφανίζονται στη γη. Διάβρωση. Αµµοθύελλες
αφαιρούν
κι
άλλα
στρώµατα
από
την
επιφάνεια. «Καταφέρατε στο µεταξύ να εντοπίσετε τον ιστό;» ρώτησα τον δόκτορα Μάασλαντ. «Τον ιστό που σας έστειλα τότε. Είναι περίεργο που κάτι τέτοιο απλώς χάνεται». Στην
άλλη
άκρη
της
γραµµής
ακούστηκε
ένας
αναστεναγµός. Το είδος αναστεναγµού που βγάζουν οι ειδικοί όταν πρέπει να εξηγήσουν κάτι πολύπλοκο σ’ έναν οικογενειακό γιατρό. Κάτι για το οποίο δεν φτάνει η νοηµοσύνη ενός απλού οικογενειακού γιατρού. «Δεν βρήκαµε χρόνο ακόµη, αλλά στην ουσία δεν είναι αυτό το θέµα. Χτες κάναµε νεκροψία του σώµατος του κυρίου Μέγιερ και από εκεί φάνηκε χωρίς καµία αµφιβολία ότι κάποιος –και πρέπει να υποθέσουµε ότι ήσαστε εσείς, γιατρέ– αφαίρεσε ιστό από τον µηρό του κυρίου Μέγιερ–» «Μα αυτό σας λέω τόσον καιρό».
«Αφήστε µε να ολοκληρώσω, γιατρέ. Το θέµα είναι ότι αφαιρέθηκε
υπερβολικά
µεγάλο
κοµµάτι
ιστού.
Από
µια
υπερβολικά µεγάλη περιοχή. Ενώ κάθε γιατρός θα έπρεπε να γνωρίζει ότι στην παραµικρή υποψία πως πρόκειται για τόσο σοβαρή ασθένεια είναι καλύτερο σε πρώτη φάση να µην αφαιρέσεις απολύτως τίποτα. Ότι πρέπει πρώτα να κοιτάξεις τις τιµές των λευκών αιµοσφαιρίων και µόνο µετά να στείλεις ιστό για βιοψία. Αυτές είναι απλές βασικές γνώσεις του πρώτου έτους της ιατρικής σχολής, δόκτωρ Σλόσερ». «Νόµιζα πως είχα να κάνω µ’ ένα λίπωµα» είπα. «Με δεδοµένες τις διατροφικές συνήθειες του κυρίου Μέγιερ, όχι και τόσο απίθανο». «Εξαιτίας της ριζικής τοµής που κάνατε, τα κύτταρα µπήκαν κατά πάσα πιθανότητα στο κυκλοφορικό σύστηµα. Από εκείνη τη στιγµή ο κύριος Μέγιερ δεν είχε πια την παραµικρή πιθανότητα. Γι’ αυτό ενηµέρωσα αµέσως τα αρµόδια όργανα. Κανονικά περνούν εβδοµάδες ή µήνες, αλλά, λαµβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της υπόθεσης και το γεγονός ότι διακυβεύεται και το καλό όνοµα του νοσοκοµείου µας, το ενέταξαν στο πρόγραµµά τους ως κατεπείγον». «Στο πρόγραµµά τους;» «Στο Πειθαρχικό Συµβούλιο του Ιατρικού Συλλόγου. Σας
περιµένουν την ερχόµενη Τρίτη στις εννιά». Έκανα έναν µικρό µορφασµό στη συγγραφέα, που είχε αρχίσει
να
εµφανίζει
σηµάδια
ανυποµονησίας
και
στριφογύριζε στην καρέκλα της. «Την Τρίτη της ερχόµενης εβδοµάδας…» είπα. «Μα την Παρασκευή που µας έρχεται είναι η κηδεία. Νόµιζα πως–» «Δόκτωρ
Σλόσερ,
ελπίζω
να
καταλαβαινόµαστε.
Η
εντύπωσή µου είναι ότι η οικογένεια δεν θα εκτιµήσει την παρουσία σας στην κηδεία. Είµαι σίγουρος πως όχι, όταν ενηµερωθούν για τα αποτελέσµατα της έρευνάς µας». «Και πότε θα γίνει αυτό; Πρέπει όλα να γίνουν τόσο βιαστικά; Αφού δεν βγήκε οριστική απόφαση. Αφού αυτό δεν µπορεί να γίνει πριν από την Τρίτη, έτσι δεν είναι; Ή ίσως µάλιστα ούτε και τότε; Ίσως το Πειθαρχικό Συµβούλιο θελήσει να τα εξετάσει πρώτα µε την ησυχία του». Συνειδητοποίησα ότι έκανα πολλές ερωτήσεις µαζεµένες. Οι νευρικοί άνθρωποι κάνουν πολλές ερωτήσεις µαζεµένες. Αλλά εγώ δεν ήµουν νευρικός, έλεγα στον εαυτό µου. Απλώς δεν έπρεπε ποτέ να είχα χρησιµοποιήσει τις λέξεις «Πειθαρχικό Συµβούλιο» µπροστά σε ασθενή. Στην άκρη της γραµµής ακούστηκε ξανά ο αναστεναγµός. «Πάντα στέλνουµε τα ευρήµατά µας ταχυδροµικά. Στην ουσία αυτό είναι το µόνο που µπορώ να κάνω για σας.
Είµαστε υποχρεωµένοι να ενηµερώσουµε την οικογένεια, αλλά, κάνοντάς το ταχυδροµικά, τηρούµε πάντα τις οδηγίες, ενώ ο εν λόγω γιατρός παίρνει µια µέρα αναβολή. Δες το σαν µια χείρα βοηθείας από τον έναν συνάδελφο στον άλλο, Μαρκ».
50
«ΧΕΡΤΖΛ». Η ανθρώπινη φωνή δεν γερνάει. Ακόµα κι αν δεν είχε αναφέρει αµέσως το όνοµά του, θα είχα αναγνωρίσει τη φωνή του τέως καθηγητή ιατρικής βιολογίας ανάµεσα σε χιλιάδες άλλες. «Κύριε καθηγητά» είπα. «Πώς είστε;» «Νοµίζω πως καλύτερα να ρωτήσω πρώτα εσένα, Μαρκ. Είσαι µόνος; Μπορείς να µιλήσεις ελεύθερα;» Όντως καθόµουν µόνος µου στο γραφείο µου στο ιατρείο. Είχε ασυνήθιστα πολύ κόσµο στη σάλα αναµονής: τέσσερις ασθενείς περίµεναν ώσπου να τους καλέσω έναν έναν, αλλά δεν είχα ακόµη όρεξη να δω ασθενείς, οπότε τους άφηνα να περιµένουν λιγάκι.
«Είµαι µόνος µου» είπα. «Ωραία. Μη µε παρεξηγήσεις που µπαίνω κατευθείαν στο ψητό, Μαρκ, και παραλείπω τις κουβέντες περί ανέµων και υδάτων. Προτείνω να µε ακούσεις πρώτα και µόνο µετά, όταν θα έχω ολοκληρώσει, να µου κάνεις µια ερώτηση. Όπως παλιά στο πανεπιστήµιο, στην ουσία. Σου είναι πρόβληµα αυτό;» « Όχι». «Ωραία. Άκου. Μετά την αποµάκρυνσή µου από το πανεπιστήµιο εργάστηκα σε πολλές και διάφορες δουλειές, για τις οποίες δεν θα σε κουράσω τώρα. Στην Ολλανδία επικρατεί ολοκληρωτισµός. Όποιος πέφτει σε δυσµένεια µπορεί να πάει να καθαρίσει τουαλέτες. Δεν έφτασα ως εκεί, αλλά παρ’ όλα αυτά δούλεψα για χρόνια σε µέρη όπου δεν θα έπρεπε να είχα δουλέψει. Όπως και να έχει, στο µεταξύ οι τοτινές µου ιδέες έχουν γίνει κοινός τόπος, αλλά µη νοµίζεις ότι ήρθε ποτέ κανείς να µου ζητήσει συγγνώµη. Τα τελευταία πέντε µε δέκα χρόνια ωστόσο µου προσφέρθηκε πάλι δουλειά που µου ταιριάζει καλύτερα, ας πούµε. Έτσι συνεργάζοµαι εδώ και δύο χρόνια ως έκτακτος σύµβουλος µε το Πειθαρχικό Συµβούλιο». Εδώ ο Άαρον Χερτζλ άφησε να πέσει µια σύντοµη σιωπή, αλλά κρατήθηκα και δεν έκανα καµία ερώτηση. Κόλλησα
ωστόσο το τηλέφωνο ακόµα πιο σφιχτά στο αυτί µου. «Ωραία» είπε ο Χερτζλ. «Δίνω µόνο συµβουλές, δεν έχω αρµοδιότητα να πάρω αποφάσεις. Καµιά φορά βλέπω κάτι που δεν βλέπει κάποιος άλλος. Πριν από µερικές µέρες έφτασε η δική σου υπόθεση στο γραφείο µου, Μαρκ. Αναγνώρισα αµέσως το όνοµά σου. Οικογενειακός γιατρός. Πάντως το βρήκα κρίµα που δεν συνέχισες, σίγουρα είχες τις ικανότητες. Αύριο το πρωί στις εννιά. Η ώρα της αλήθειας. Μελέτησα την υπόθεσή σου ως την παραµικρή λεπτοµέρεια, δεν τυχαίνει κάθε µέρα ένας από τους τέως φοιτητές µου να πρέπει να εµφανιστεί µπροστά στο Πειθαρχικό Συµβούλιο. Και τώρα λέω µεν «παραµικρή λεπτοµέρεια», αλλά δεν ήταν καν απαραίτητο. Στην ουσία το είδα αµέσως. Άκουσέ µε καλά, Μαρκ. Τώρα θα σου κάνω µερικές ερωτήσεις. Το καλύτερο είναι να απαντήσεις µόνο µε “ναι” ή “όχι”. Θα µείνουν όλα off the record. Μπορώ να σε βοηθήσω µόνο αν είσαι ειλικρινής µαζί µου. Από εκεί και πέρα είναι προς το συµφέρον µου να µην τα ξέρω όλα. Ελπίζω να το κατανοείς αυτό». «Ναι» είπα. Εκείνη τη στιγµή η βοηθός µου πρόβαλε το κεφάλι της από το άνοιγµα της πόρτας του γραφείου µου. Πήρε µια ερωτηµατική έκφραση και έδειξε µε το χέρι πίσω της, προς το σηµείο όπου βρισκόταν ο χώρος αναµονής.
Δεν έβγαλα άχνα, σχηµάτισα τη λέξη µε τα χείλη µου. Φύγε! διάβασε µε την πρώτη από τα χείλη µου, οπότε το κεφάλι της χάθηκε πάλι πίσω από την πόρτα. Πίστευα ότι ο Χερτζλ θα ξανάλεγε «ωραία» τώρα, αλλά δεν το έκανε – υπήρχε επίσης περίπτωση να µην το άκουσα. «Η αφαίρεση ιστού για βιοψία ποτέ δεν γίνεται από οικογενειακό γιατρό, Μαρκ, δεν χρειάζεται να σου το πω αυτό. Πόσο µάλλον όταν υπάρχει υποψία ότι ίσως πρόκειται για απειλητική για τη ζωή ασθένεια. Συνεπώς εδώ δεν µιλάµε καν για ιατρικό λάθος. Μάλλον για παραλογισµό. Ένας οικογενειακός γιατρός επιτρέπεται να καυτηριάσει µια ελιά. Επιτρέπεται να αφαιρέσει ένα λίπωµα. Μόλις έχει την παραµικρή υποψία ότι πρόκειται για κάτι σοβαρό, δεν πειράζει την ελιά και το λίπωµα. Αυτό δεν συνέβη εδώ. Είναι µάλιστα πιο σοβαρό: ο ιστός αφαιρέθηκε µε τόσο ριζικό τρόπο που, στην περίπτωση µιας απειλητικής για τη ζωή ασθένειας, απλώς θα επιτάχυνε την εξάπλωση αυτής της ασθένειας. Ως εδώ τα λέω σωστά, Μαρκ;» «Ναι». «Στη συνέχεια ο ιστός ποτέ δεν έφτασε στο νοσοκοµείο. Μπορεί φυσικά να χάθηκε. Αλλά υπάρχει επίσης περίπτωση να ξέχασες να τον στείλεις. Πρόσεξε, Μαρκ. Μόνο ναι ή όχι. Το ξέχασες;»
«Ναι». Άκουσα τον καθηγητή Χερτζλ να βγάζει έναν βαθύ αναστεναγµό. Ακούστηκε σαν αναστεναγµός ανακούφισης. Ύστερα τον άκουσα να ξεφυλλίζει χαρτιά. «Χαίροµαι που είσαι τόσο ειλικρινής µαζί µου, Μαρκ. Τώρα φτάνουµε στον ασθενή σου. Τον αποθανόντα ασθενή… τον Ραλφ Μέγιερ. Έναν ηθοποιό. Δεν τον είχα ακουστά, αλλά αυτό δεν λέει τίποτα. Συνήθως µένω σπίτι µου. Διαβάζω ή ακούω µουσική. Τέλος πάντων, στο θέµα µας. Υπήρχε κάτι που
σε
έκανε
συγκεκριµένο
να θέλεις ασθενή;
Και
να ξεφορτωθείς εδώ
δεν
αυτό
εννοώ
προτιµούσες να πάει να ζητήσει βοήθεια από
ότι
τον θα
άλλον
οικογενειακό γιατρό κι όχι από σένα. Όχι, εννοώ να τον ξεφορτωθείς κυριολεκτικά. Με την έννοια του να χαθεί από προσώπου γης. Όπως τώρα στην ουσία περίπου συµβαίνει ήδη: σε έναν τάφο. Με αυτή την ιδέα έπαιζες, Μαρκ;» «Ναι». « Έγινε κάτι που σε έκανε να πιστεύεις ότι ο Ραλφ Μέγιερ δεν επιτρεπόταν να συνεχίζει να είναι ζωντανός. Αυτό συµβαίνει. Όλοι µας το σκεφτόµαστε καµιά φορά για κάποιον άλλο. Στο κάτω κάτω της γραφής παραµένουµε άνθρωποι. Μάλλον θα είχες τους λόγους σου. Αυτό που θα σε ρωτήσω τώρα είναι ουσιαστικά ανεξάρτητο από την
υπόθεση και τον τρόπο που το Πειθαρχικό Συµβούλιο θα τη χειριστεί αύριο. Είναι καθαρά από προσωπικό ενδιαφέρον. Από ενδιαφέρον για σένα, αλλά και από ενδιαφέρον για το ανθρώπινο είδος. Εννοείται ότι έχεις κάθε δικαίωµα να µην απαντήσεις. Δεν έχω σκαλίσει την ιδιωτική σου ζωή. Το µόνο που έµαθα είναι ότι έχεις γυναίκα και δύο έφηβες κόρες. Η ερώτησή µου είναι πολύ απλή. Ο θάνατος του Ραλφ Μέγιερ έχει κάποια σχέση µε την οικογένειά σου, Μαρκ;» Δίστασα. «Ναι» είπα µετά, αλλά ο Άαρον Χερτζλ πρέπει να άκουσε τον δισταγµό µου. «Επαναλαµβάνω: αν δεν θες να απαντήσεις, µην πεις τίποτα» είπε. «Δεν θα σου το καταλογίσω. Άρα έχει κάποια σχέση µε την οικογένειά σου. Με τη γυναίκα σου;» Τώρα δίστασα ξανά. Υπήρχε µια πλευρά µου που ήθελε να σταµατήσει τη συζήτηση εδώ, και υπήρχε µια πλευρά που δεν ήθελε πια να απαντήσει µε ένα σκέτο «ναι» ή «όχι». Αυτή η τελευταία πλευρά ήθελε να τα πει όλα στον τέως καθηγητή µου της ιατρικής βιολογίας. « Όχι» είπα. «Δηλαδή, στην αρχή… Όχι, όχι στην ουσία». «Δεν θέλω ν’ ακούγοµαι υπερβολικά οξυδερκής, Μαρκ, αλλά αυτό δεν θα µου είχε φανεί πολύ πιθανό. Στοιχηµάτιζα περισσότερο σε µία από τις κόρες σου. Πόσων χρονών είναι
τώρα; Δεκατεσσάρων και δώδεκα, νοµίζω. Σωστά;» «Ναι». Ήθελα να τα πω όλα στον Άαρον Χερτζλ, αλλά δεν ήταν καν απαραίτητο. Τα ήξερε ήδη. «Μαρκ» είπε. «Καταλαβαίνω ότι τώρα θες ίσως να µαρτυρήσεις περισσότερα απ’ όσα σου κάνει καλό. Απ’ όσα κάνει καλό και στους δυο µας. Αλλά εδώ πρέπει πράγµατι να περιοριστούµε στα γεγονότα. Γι’ αυτό σου ζητώ για άλλη µια φορά µε έµφαση να απαντήσεις µόνο µε ναι ή όχι. Κάποτε βρήκα µια υπόθεση στο γραφείο µου που κατά βάθος είχε µόνο έµµεση σχέση µε το Πειθαρχικό Συµβούλιο. Η υπόθεση
ενός
ενήλικα
που
είχε
ασελγήσει
σε
ένα
δωδεκάχρονο κορίτσι. Και που ισχυριζόταν κι αποπάνω ότι το κορίτσι το “ευχαριστήθηκε”. Αυτό ισχυρίζονται όλοι τους. Εµείς οι γιατροί ξέρουµε φυσικά ότι δεν είναι έτσι. Είναι ένα ελάττωµα.
Μια
ελαττωµατική
παρτίδα
αποσύρεται.
Τουλάχιστον, αυτό θα έπρεπε να κάνουµε. Αλλά εντάξει, ξεφεύγω από το θέµα µας. Κάτι τέτοιο ήταν, Μαρκ; Μόνο ναι ή όχι». «Ναι». «Τότε έκανες αυτό που όφειλες να κάνεις» είπε. « Έκανες αυτό που κάθε πατέρας θα όφειλε να κάνει». «Ναι» είπα ξανά, παρότι στην πραγµατικότητα ο Χερτζλ δεν µου είχε κάνει ερώτηση.
«Το θέµα παραµένει ότι δεν µπορείς να το πουλήσεις έτσι στο
Πειθαρχικό
Συµβούλιο»
συνέχισε.
«Το
τελευταίο
πράγµα που θέλουν αυτοί είναι πατεράδες µε υγιή ένστικτα. Μπορώ να προσπαθήσω να το πάω σε αµέλεια. Αλλά όλα βρίσκονται ολοφάνερα στο τραπέζι. Εδώ δεν µιλάµε για προσωρινή ολιγόµηνη παύση, Μαρκ. Μάλλον µιλάµε για αφαίρεση
άδειας
άσκησης
επαγγέλµατος.
Αν
δηλαδή
σταµατήσει εκεί. Και τότε εννοώ ποινική δίωξη. Δεν θέλεις να το κάνεις αυτό στην οικογένειά σου. Ειδικά στην κόρη σου δεν θες να το κάνεις αυτό». «Μα τότε;» ρώτησα. «Τι να κάνω τότε;» Ο καθηγητής Χερτζλ έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγµό. «Πρώτ’ απ’ όλα δεν πρέπει να φανείς αύριο το πρωί» είπε. «Αυτό απλώς θα χειροτέρευε τα πράγµατα. Προσωπικά θα σε συµβούλευα να εξαφανιστείς τελείως. Κυριολεκτικά. Να φύγεις στο εξωτερικό. Θα έπαιρνα την απόφαση σήµερα κιόλας, Μαρκ. Συζήτησέ το µε την οικογένειά σου. Φύγε. Κάνε µια καινούργια αρχή κάπου αλλού. Αν χρειαστείς συστάσεις, έλα σε επαφή µαζί µου. Μπορώ να σε βοηθήσω. Αλλά αυτή τη στιγµή είναι πραγµατικά το µόνο που µπορώ να κάνω για σένα».
Αφού κλείσαµε το τηλέφωνο, κάθισα για ένα διάστηµα αναποφάσιστος στο γραφείο µου. Μπορούσα να βάλω τη βοηθό
µου
να
στείλει
τους
ασθενείς
σπίτι
τους.
Χρειαζόµουν χρόνο να σκεφτώ. Από την άλλη µπορούσα να σκεφτώ και την ώρα που άκουγα τις ατέλειωτες φλυαρίες τους για το τίποτα. Συχνά καλύτερα µάλιστα. Πάτησα την ενδοεπικοινωνία. «Λίσµπετ, στείλε µέσα τον πρώτο» είπα. «Είµαι έτοιµος». Φέρσου φυσιολογικά, είπα στον εαυτό µου. Όλα έπρεπε να δείχνουν όσο το δυνατόν πιο φυσιολογικά. Κοίταξα το ρολόι στον τοίχο. Δέκα και δέκα. Είχα µπόλικο χρόνο. Αλλά τότε, ενώ ο πρώτος ασθενής µου µόλις είχε καθίσει, ακούστηκε ξαφνικά µεγάλη φασαρία στην πόρτα του ιατρείου µου. «Γιατρέ!» άκουσα τη φωνή της βοηθού µου. «Γιατρέ!» Ακούστηκε ένας ήχος σαν να αναποδογυρίστηκε µε πάταγο µια καρέκλα κι ύστερα άκουσα µια άλλη φωνή. «Πού είσαι, κερατά;» τσίριξε η Γιούντιτ Μέγιερ. «Για δείξε τα µούτρα σου, αν τολµάς!»
51
ΞΕΦΥΛΛΙΣΑ ΤΟ ΝΤΟΣΙΕ. Έκανα δήθεν πως κάτι έψαχνα. Δεν ήταν το ντοσιέ του Ραλφ Μέγιερ. Ήταν ένα οποιοδήποτε ντοσιέ ενός τυχαίου ασθενούς που τράβηξα από το ντουλάπι: ούτε πολύ χοντρό ούτε πολύ λεπτό. Δεν είχα ντοσιέ του Ραλφ Μέγιερ. «Το βρήκα» είπα. «Ο Ραλφ ήρθε να µε δει πέρσι στις αρχές Οκτωβρίου. Τότε δεν ήθελε να το µάθεις εσύ. Φοβόταν ότι ανησυχούσες χωρίς λόγο». Την κοίταξα προς στιγµήν. Η Γιούντιτ αµέσως γύρισε το βλέµµα αλλού. Ρουθούνιζε και µε τα δάχτυλά της έπαιζε ταµπούρλο στο µπράτσο της πολυθρόνας της. «Σε πρώτη φάση πίστευα κι εγώ ότι δεν ήταν τίποτα» συνέχισα. «Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι τίποτα.
Εντάξει, ένιωθε κουρασµένος, είπε. Αλλά αυτό µπορεί να έχει και άλλες αιτίες. Δούλευε σκληρά. Πάντα δούλευε σκληρά». «Μαρκ,
να
µου
λείπουν
οι
παρεκβάσεις
και
οι
δικαιολογίες σου. Αυτό το αστείο έχει µπαγιατέψει πια. Ο δόκτωρ Μάασλαντ µε ενηµέρωσε εκτενώς. Δεν έπρεπε ποτέ να είχες κάνει τέτοια επέµβαση. Υπό καµία συνθήκη. Και αυτό που δεν ξέρουν ακόµη στο Πειθαρχικό είναι ότι του έγραψες
αυτά
τα
παλιοφάρµακα
που
καταπίεζαν
τα
συµπτώµατα. Σε πρώτη φάση δεν ήξερα καν ότι έπαιρνε αυτά τα χάπια. Μια µέρα τα βρήκα τυχαία σε µια θήκη της βαλίτσας του. Τότε µου τα οµολόγησε όλα. Κι επίσης ποιος του είχε δώσει αυτά τα χάπια». «Γιούντιτ, ήταν κουρασµένος. Είχε πάθει υπερκόπωση. Είχε δύο µήνες γύρισµα. Του είπα ότι δεν έπρεπε να εξαντλήσει τις δυνάµεις του. Ότι ήταν µόνο γι’ αυτούς τους δύο µήνες». Αισθανόµουν εξαιρετικά συγκρατηµένος. Ήρεµος. Στο µεταξύ είχα πάλι τον εαυτό µου υπό πλήρη έλεγχο, που λένε. Μόνο το γεγονός ότι χρησιµοποίησα µια έκφραση όπως «να εξαντλήσει τις δυνάµεις του» –µια έκφραση που ποτέ δεν θα έβγαινε
από
το
στόµα µου–
σήµαινε
ότι είχα πάλι
εµπιστοσύνη στην όλη υπόθεση. Κοίταξα το ρολόι στον
τοίχο. Καθόµασταν εδώ ένα τέταρτο τώρα. Είχα ακούσει κάποιους αµυδρούς θορύβους από τη σάλα αναµονής, ύστερα είχα ακούσει την πόρτα του ιατρείου να κλείνει µε πάταγο. Τώρα επικρατούσε ησυχία. Είχαν φύγει όλοι. «Γιατί τώρα ξαφνικά, Γιούντιτ;» είπα. «Γιατί έρχεσαι τώρα εδώ να µε κατηγορήσεις για φόνο, µπροστά στους ασθενείς και τη βοηθό µου; Την περασµένη Παρασκευή στην κηδεία πίστευα ακόµη ότι είχες µπερδευτεί απ’ όλες αυτές τις σαχλαµάρες µε τις οποίες εκείνος ο Μάασλαντ προσπάθησε να σε παραµυθιάσει. Αλλά µοιάζει σαν να τα πιστεύεις στ’ αλήθεια όλα αυτά. Και επιπλέον, τους τελευταίους µήνες δεν έδειχνες να στενοχωριέσαι πραγµατικά για τον Ραλφ, για να το πω
ευγενικά.
Τουλάχιστον,
ποτέ
δεν
σε
άκουσα να
παραπονιέσαι, όλες εκείνες τις φορές που ερχόµουν σπίτι σου για να πιούµε καφέ». Τώρα η Γιούντιτ έβαλε τα κλάµατα. Έβγαλα έναν βαθύ αναστεναγµό. Δεν είχα χρόνο για τέτοια πράγµατα. Ήθελα να ανεβώ επάνω, έπρεπε να συζητήσω µε την Καρολίν τι θα κάναµε. Σε λίγες µέρες άρχιζαν οι φθινοπωρινές διακοπές και θα πετούσαµε οι τέσσερίς µας στο Λος Άντζελες. Έπρεπε να συνεννοηθώ µε την Καρολίν µήπως φεύγαµε λίγο νωρίτερα – χωρίς να αναφέρω τη συζήτηση µε τον Άαρον Χερτζλ φυσικά.
«Είπες ότι δεν µπορούσες να έχεις κι εµένα στο κεφάλι σου, Μαρκ!» είπε η Γιούντιτ κλαίγοντας µε αναφιλητά. « Ότι δεν έπρεπε πια να βλεπόµαστε. Αυτά ήταν ακριβώς τα λόγια σου. “ Έχουν γίνει πολλά. Κι αυτή τη στιγµή δεν µπορώ να έχω κι εσένα στο κεφάλι µου”. Δεν πίστευα στ’ αυτιά µου! Πώς µπόρεσες να είσαι τόσο σκληρός; Ο Ραλφ είχε πεθάνει µόλις µισή ώρα πριν». Την κοιτούσα σαν χάννος. Καλά είχα ακούσει; Πάντα περηφανευόµουν ότι χρειαζόµουν λιγότερο από ένα λεπτό για να δω από τι έπασχε κάποιος, αλλά τούτο δω δεν θα το είχα θεωρήσει δυνατόν ούτε στις
πιο
τολµηρές
µου
φαντασιώσεις. Κοίταξα το πρόσωπό της. Εκτός του ότι δάκρυα κυλούσαν σ’ αυτό, εξέπεµπε κυρίως δυσαρέσκεια. Μια βαθιά δυσαρέσκεια, του είδους µε το οποίο στην ουσία γεννιέσαι. Τίποτα δεν βοηθάει για να διώξει τη δυσαρέσκεια. Ακριβές εσπρεσιέρες, προσοχή, µια ανακαίνιση… για πολύ λίγο η δυσαρέσκεια χάνεται στο περιθώριο, αλλά είναι όπως µε µια διαρροή που περνάει µέσα από την ταπετσαρία: µπορείς να την καλύψεις µε καινούργια ταπετσαρία, αλλά µε το πέρασµα του χρόνου οι καφετιοί λεκέδες εµφανίζονται και πάλι. Δεν µπορείς να κάνεις πολλά πράγµατα. Μπορείς να τη µετριάσεις για ένα διάστηµα µε φάρµακα, µε τα λεγόµενα
ψυχοτροπικά
χάπια,
αλλά
τελικά
επανερχόταν
ακόµα
δριµύτερη. Μόνο µε µια ένεση, ήξερα, θα µπορούσα να εξαφανίσω τη δυσαρέσκεια από το πρόσωπο της Γιούντιτ. Οριστικά. Θυµήθηκα την αντίδρασή της στην παραλία όταν ο Ραλφ είχε εκτοξεύσει τη χύτρα. Την γκρίνια της για τους δυνατούς ήχους γενικότερα. Την ανησυχία της για την εγγύηση που ίσως δεν θα έπαιρναν πίσω από το γραφείο ενοικιάσεων. Κι ύστερα θυµήθηκα αυτό που µου είχε πει η Καρολίν. Για τον Στάνλεϊ και τη Γιούντιτ δίπλα στην πισίνα. Τη φίλησε και την έγλειψε παντού, είχε πει η Καρολίν. Και εννοώ πραγµατικά παντού. Τώρα ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα µου και έκανα τον γύρο του γραφείου µου. Έβαλα τα χέρια µου στους ώµους της Γιούντιτ. Ύστερα έσκυψα µπροστά, έτσι που το πρόσωπό µου άγγιζε το δικό της. Περίµενα ζεστασιά. Ένα υγρό πλην ζεστό πρόσωπο – αλλά τα δάκρυά της ήταν κρύα. «Γλυκιά µου Γιούντιτ» είπα.
52
ΚΑΘΟΜΑΣΤΑΝ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΙΝΑ. Μόνο η Γιούλια κι εγώ. Η Καρολίν είχε πάει για ψώνια στη Σάντα Μπάρµπαρα µε τη Λίζα. Ο Στάνλεϊ είχε µια σύσκεψη κάπου στο Χόλιγουντ για ένα καινούργιο εγχείρηµα. Η Εµανουέλ είχε ανέβει επάνω για να κάνει σιέστα. Η Γιούλια ήταν ξαπλωµένη µπρούµυτα σ’ ένα αερόστρωµα στη σκιά ενός φοίνικα. Εγώ καθόµουν σε µια ξαπλώστρα και ξεφύλλιζα κάτι περιοδικά που είχα φέρει από το σπίτι. Τα τελευταία Vogue και Vanity Fair και Oce an Drive . Στο βάθος άκουγες όντως τη θάλασσα, όπως είχε πει ο Στάνλεϊ. Επίσης πού και πού σφύριζε ένα τρένο. Ανάµεσα στο σπίτι του Στάνλεϊ και στη θάλασσα υπήρχε µια αφύλακτη διάβαση µε µία µοναδική σιδηροδροµική γραµµή. Το σφύριγµα των
τρένων ακουγόταν διαφορετικό απ’ ό,τι στο ξενοδοχείο στο Γουίλιαµς, πριν από έναν χρόνο και κάτι – αλλά ήταν βέβαια πολύ πιθανό ότι τα άκουγα µε διαφορετικό αυτί. Κοιτούσα τη Γιούλια. Μπορεί να κοιµόταν. Μπορεί και όχι. Δίπλα στο πάνω µέρος του αεροστρώµατος είχε ακουµπήσει το iPod της, αλλά δεν φορούσε τα ακουστικά. Στην Ολλανδία ήταν φθινόπωρο. Εδώ αναγκαζόσουν να κάθεσαι στη σκιά, επειδή παραέκανε ζέστη στον ήλιο. Περίµενα ότι θα µ’ έπαιρναν τηλέφωνο από το Πειθαρχικό Συµβούλιο, για να ρωτήσουν γιατί δεν είχα φανεί εκείνη την Τρίτη. Αλλά τίποτα. Και τις επόµενες µέρες ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Την Παρασκευή τηλεφώνησα ο ίδιος και βγήκε µια γραµµατέας στη γραµµή, η οποία µου είπε ότι όλες οι τρέχουσες
υποθέσεις
«είχαν
αναβληθεί
για
µετά
τις
φθινοπωρινές διακοπές». Μου ζήτησε ξανά το όνοµά µου. «Δόκτωρ Σλόσερ» είπε. «Ναι, εδώ το έχω. Σας έχω στο κοµπιούτερ µου µ’ ένα κόκκινο βελάκι. Αυτό σηµαίνει ότι η υπόθεσή σας
εξετάζεται κατά προτεραιότητα. Αλλά η
απόφαση θα εκδοθεί την εβδοµάδα µετά τις φθινοπωρινές διακοπές. Θα ειδοποιηθείτε το αργότερο προς το τέλος εκείνης της εβδοµάδας». Την εποµένη άρχισαν οι φθινοπωρινές διακοπές και πετάξαµε οι τέσσερίς µας στο Λος Άντζελες. Ο Στάνλεϊ είχε
προσφερθεί να έρθει να µας πάρει, αλλά του είπα ότι δεν ήταν ανάγκη. Με το νοικιασµένο αυτοκίνητό µας µπήκαµε στο Highway 1 και σε λιγότερο από δύο ώρες φτάσαµε στη Σάντα Μπάρµπαρα. Τις πρώτες µέρες δεν κάναµε σχεδόν τίποτα. Χαζεύαµε γύρω από την πισίνα και σεργιανούσαµε στους εµπορικούς δρόµους. Φάγαµε ξανά καβούρια στην προβλήτα. « Έχω µια θεωρία» είπε ο Στάνλεϊ την τρίτη µέρα. «Το σκέφτηκα πολύ. Αν και… ούτε καν πάρα πολύ». Καθόµασταν σε µια ψαροταβέρνα πάνω στην παραλία. Ο ήλιος µόλις είχε βασιλέψει. Η Καρολίν, η Εµανουέλ, η Γιούλια κι η Λίζα είχαν πάει να κάνουν µια βόλτα δίπλα στο κύµα. Ο Στάνλεϊ πήρε το µπουκάλι µε το άσπρο κρασί από την παγωνιέρα και ξαναγέµισε τα ποτήρια µας. «Για τη γιορτή του Αϊ-Γιαννιού» συνέχισε. «Πέρσι. Εµείς ήµαστε στην παραλία µε αυτές τις κοπέλες. Ο Ραλφ προσπάθησε να κλοτσήσει εκείνη τη νορβηγιδούλα. Ύστερα δεν ειδωθήκαµε για αρκετές ώρες. Στο µεταξύ η κόρη σου παθαίνει… τέλος σκέφτεσαι:
πάντων, παθαίνει ό,τι παθαίνει. Εσύ
ένα κι ένα κάνουν
δύο.
Λίγο
µετά τις
καλοκαιρινές διακοπές ο Ραλφ αρρωσταίνει. Αρρωσταίνει βαριά. Έναν χρόνο αργότερα πεθαίνει. Εγώ δεν είµαι γιατρός. Δεν ξέρω πώς θα µπορούσε να γίνει από τεχνική άποψη,
αλλά ίσως εσύ θα µπορούσες να µου το εξηγήσεις». Δεν µίλησα. Χαµογέλασα µόνο και ήπια κι άλλη γουλιά απ’ το κρασί µου. «Πρώτα θα σου πω κάτι άλλο, Μαρκ. Πέρσι γυρίσαµε τη σειρά Αύγουστος, όπως ξέρεις. Είχα δώσει έναν µικρό ρόλο και στην Εµανουέλ.
Μία από
τις
νόθες
κόρες
του
αυτοκράτορα. Αλλά µια µέρα η Εµανουέλ έρχεται να µε βρει και λέει ότι δεν τον θέλει πια τον ρόλο. Δεν άντεχε πια το πώς της φερόταν ο Ραλφ, είπε. Πώς την κοιτούσε. Τόσο κατά τη διάρκεια των γυρισµάτων όσο και έξω από αυτά. Πήγα τότε και
µίλησα
στον
Ραλφ.
Τον
προειδοποίησα
χωρίς
περιστροφές ότι έπρεπε να σταµατήσει αυτά που έκανε. Εκείνος έκανε σαν όλα να ήταν ένα αστείο, ότι η Εµανουέλ υπερέβαλε, σταµάτησε πάντως. Αναγκάστηκα να δώσω τον λόγο της τιµής µου στην Εµανουέλ ότι µετά τα γυρίσµατα δεν θα χρειαζόταν να ξαναδεί ποτέ πια αυτό τον άνθρωπο». Ήταν δελεαστικό. Ήταν δελεαστικό να µιλήσω στον Στάνλεϊ και να του τα πω, αν όχι όλα, οπωσδήποτε εν µέρει. Είχα πιει σχεδόν ένα µπουκάλι λευκό κρασί. Μια ωραία ιστορία, σκέφτηκα. Θα µπορούσα να φτιάξω µια ωραία ιστορία. «Αυτός ο Ραλφ ήταν τελείως βλαµµένος» είπε ο Στάνλεϊ. «Το πώς φερόταν στις γυναίκες. Τέλος πάντων, εσύ κι εγώ
το είδαµε. Το γεγονός αυτό καθαυτό ότι δεν ζει πια δεν µε πειράζει. Είµαι απλώς περίεργος. Από καθαρά τεχνική άποψη. Εδώ που τα λέµε, από τεχνική άποψη µου φαίνεται απίθανο ότι εκείνος κι η Γιούλια… Σχεδόν δεν µπορούσε να περπατήσει αφού εσύ του έδωσες αυτή την κλοτσιά στο γόνατο, θυµάσαι. Αλλά δεν είναι εκεί το θέµα. Το θέµα είναι ότι εσύ πίστευες ότι αυτός ήταν ένας πιθανός δράστης. Συνεπώς κάτι έκανες. Ίσως εκείνο το ίδιο βράδυ κιόλας…» Σχεδόν το πέτυχες, ήθελα να πω. Αλλά είπα κάτι άλλο. «Για βάλε τη φαντασία σου να δουλέψει» είπα. Για ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο ο Στάνλεϊ µε κάρφωσε µε τα µάτια. Ύστερα κάτι άρχισε να σπινθηρίζει στα µάτια του. Την επόµενη στιγµή ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Πολύ
καλό,
Μαρκ.
Όχι,
αλήθεια,
πολύ
καλό.
Περισσότερα δεν χρειάζεται να πεις. Νοµίζω ότι έτσι απάντησες ικανοποιητικά στην ερώτησή µου. Περισσότερο από ικανοποιητικά».
Εκείνο το απόγευµα κοιτάξαµε τις φωτογραφίες που ο Στάνλεϊ είχε τραβήξει πέρσι στις διακοπές στο εξοχικό. Ρώτησα γι’ αυτές όσο πιο αδιάφορα µπορούσα. Μήπως είχε κι άλλες φωτογραφίες εκτός από αυτές που είχα δει
πρωτύτερα στο σάιτ του. Καθόµασταν µπροστά στο γραφειάκι του Στάνλεϊ, είχε κλείσει τα στόρια για να µετριάσει το έντονο φως που ερχόταν απέξω, κι έκανε κλικ στις φωτογραφίες στην οθόνη του υπολογιστή του. Η Καρολίν κι η Εµανουέλ είχαν µείνει δίπλα στην πισίνα. Η Λίζα κι η Γιούλια στέκονταν δεξιά από τον Στάνλεϊ, ακουµπισµένες στο γραφειάκι του. Εγώ καθόµουν αριστερά του σ’ ένα σκαµνάκι. Δεν υπήρχαν καν τόσο πολλές καινούργιες. Με µια λοξή µατιά κοίταξα τη Γιούλια όταν πέρασαν µπροστά µας οι φωτογραφίες
του
τεχνικού.
Υπήρχε
µία
καινούργια
φωτογραφία: η Γιούλια κι ο τεχνικός στέκονταν αντικριστά, ενώ η Γιούλια µε την παλάµη της πάνω από το κεφάλι του έδειχνε τη διαφορά ύψους ανάµεσά τους. Γελούσαν και οι δύο. Περίµενα τη στιγµή που η Γιούλια θα κοίταζε στο πλάι. Θα κοίταζε εµένα. Εδώ και εβδοµάδες είχα αποφασίσει ότι θα περίµενα την κατάλληλη στιγµή. Αλλά όσο περνούσε ο καιρός, άρχιζα να αµφιβάλλω όλο και πιο πολύ γι’ αυτή την κατάλληλη στιγµή. Αν τώρα είχε κοιτάξει στο πλάι, τότε θα είχαµε καταλάβει και οι δύο ότι το ξέραµε. Σε ό,τι µε αφορούσε, θα ήταν
αρκετό. Αλλά δεν κοίταξε στο πλάι. Χαχάνισε µονάχα και ύστερα προέτρεψε τον Στάνλεϊ να κάνει κλικ στην επόµενη φωτογραφία. «Κοίτα!» αναφώνησε ξαφνικά η Λίζα. «Είναι αυτός ο γάιδαρος!» Την κοιτάξαµε και οι τρεις. «Εκείνος ο γάιδαρος από το κάµπινγκ!» είπε η Λίζα. «Αυτός ο καηµένος ο γάιδαρος, µπαµπά!» Έσκυψα πιο κοντά στην οθόνη. Έδειχνε όντως έναν γάιδαρο, έναν γάιδαρο που έσκυβε το κεφάλι του πάνω από έναν ξύλινο φράχτη. «Τον ξέρεις αυτό τον γάιδαρο, Λίζα;» είπε ο Στάνλεϊ γελώντας. «Μπορεί να τον είδες στον ζωολογικό κήπο. Πάντως εκεί τράβηξα αυτή τη φωτογραφία. Υπάρχει ένας ζωολογικός κήπος εκεί πέρα, ξέρεις, ένας πολύ απλός ζωολογικός κήπος, όταν πήγα εκεί, εσείς είχατε ήδη φύγει… Αχ, µα φυσικά τον ξέρετε! Αφού εκεί πήγατε τότε αυτό το πουλάκι. Εσύ µε τον µπαµπά σου». «Μα τότε δεν ήταν ακόµη εκεί αυτός ο γάιδαρος» είπε η Λίζα. «Πώς ξέρεις ότι είναι αυτός ο γάιδαρος;» ρώτησα γρήγορα. «Είναι φως φανάρι» είπε η Λίζα. «Υπήρχε κι ένα λάµα.
Τράβηξες φωτογραφίες και από το λάµα, Στάνλεϊ;» Ο Στάνλεϊ έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του και τύλιξε ένα χέρι γύρω από τη µικρή µου κόρη. «Δεν φωτογράφισα λάµα εκεί πέρα, αγαπούλα» είπε. «Αλλά σε πιστεύω απολύτως. Νοµίζω ότι είχαν κι ένα λάµα εκεί». «Μπαµπά, θα µπεις κι εσύ;» Είχα τα µάτια κλειστά και τώρα τα ξανάνοιξα. Η Γιούλια στεκόταν µε το ένα πόδι στην αρχή του βατήρα. Κοιτούσα κόντρα στον ήλιο και γι’ αυτό δεν έβλεπα καλά το πρόσωπό της. «Εντάξει» είπα. Ο Στάνλεϊ είχε ήδη τραβήξει µια ολόκληρη σειρά από φωτογραφίες της. Εδώ στον κήπο. Στην παραλία. Αύριο θα γινόταν µια επίσηµη φωτογράφιση. Με στιλίστα και βιζαζίστ. Δεν υπήρχε τίποτε το συγκεκριµένο ακόµη, είχε πει ο Στάνλεϊ, µα υπήρχε πράγµατι µεγάλο ενδιαφέρον. Ανέφερε τα ονόµατα ορισµένων µεγάλων περιοδικών µόδας και κινηµατογράφου.
Και
της
Λίζα
τράβηξε
κάποιες
φωτογραφίες. «Πόσων χρονών είσαι τώρα;» τη ρώτησε. «Δώδεκα; Μια χαρά είναι. Ίσως θα χρειαστεί να περιµένεις λίγο περισσότερο, αλλά µπορεί πάντα να υπάρχει κάποιο περιοδικό. Να είσαι
ακριβώς αυτό που ψάχνουν». Από τότε που φτάσαµε στην Αµερική δεν ξανασκέφτηκα τον τεχνικό. Το πολύ πολύ όπως σκέφτεσαι έναν οργανισµό. Έναν οργανισµό που ανασαίνει. Μια καρδιά που χτυπάει. Κοίταξα τη Γιούλια, που στο µεταξύ είχε φτάσει στη µέση του βατήρα. Προσπάθησα ξανά να µην τον σκέφτοµαι. Και επιτυχώς. Χαµογέλασα στην κόρη µου. «Άντε, µπαµπά, έλα». Ετοιµάστηκα να σηκωθώ, κι ύστερα έγειρα ξανά στην ξαπλώστρα µου. Περίµενα µέχρι να φτάσει στην άκρη του βατήρα. Γύρισε το πρόσωπό της προς εµένα. Η κατάλληλη στιγµή είχε οριστικά περάσει, είχα αποφασίσει στο µεταξύ. Η κατάλληλη στιγµή ανήκε στο παρελθόν. Η κόρη µου στον βατήρα ήταν το µέλλον. Κοιταχτήκαµε. Πρώτα την κοίταξα όπως κοιτάς ένα κορίτσι. Ύστερα την κοίταξα όπως κοιτάς µια γυναίκα. Ύστερα εκείνη έδωσε µια και βούτηξε.