Πρόσωπα, καταστάσεις και ιδεολογίες που περιγράφονται, αναφέρονται ή υπαινίσσονται στο παρόν έργο είναι αποκλειστικά δημιουργήματα της φαντασίας του συγγραφέα και δεν αποτελούν έμμεσες ή άμεσες αναφορές σε πρόσωπα, πολιτεύματα ή θρησκευτικά συστήματα της πραγματικής ιστορίας, με τα οποία τυχαία -και όχι εσκεμμένα- μπορεί να έχουν ομοιότητες.
Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Τίτλος: ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ - ΒΙΒΛΙΟ ΙΙΙ: Tέχνασμα δεμένο με άλλο τέχνασμα Συγγραφέας: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΛΙΩΤΑΣ Copyright © Γιάννης Πλιώτας Copyright © 2010: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ Σόλωνος 98 - 106 80 Αθήνα, Τηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήπτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ISBN 978-960-14-2228-2
Το Βασίλειο της Αράχνης είναι περισσότερο ιδέα παρά πραγματικότητα. Οι υπήκοοι πιστεύουν στα ιδανικά και στις αξίες που ευαγγελίζεται η εκάστοτε απόλυτη εξουσία, όπως αυτή προσωποποιείται στην ευγενική και πάνσοφη μορφή του σεβάσμιου βασιλιά-πατέρα. Ιδανικά και αξίες συνδέονται άρρηκτα με τις βαθιά ριζωμένες παραδόσεις και διδαχές του παρελθόντος. Η συνείδηση του βασιλείου ως οντότητας τους ενισχύει και τους προστατεύει στην καθημερινότητά τους, με τον ίδιο τρόπο που η ευλαβική θρησκεία τους καθορίζει κάθε μορφή και έκφανση της ζωής τους. Τα σύμβολα και τα εμβλήματα χρωματίζουν τις μέρες τους και τα τραγούδια των βάρδων κάνουν τις φλόγες στο τζάκι να ζωντανεύουν με τρόπο μαγικό. Κάπως έτσι συνεχίζεται και η ιστορία μας, με το παράξενο τραγούδι ενός μικρόσωμου και πολυταξιδεμένου βάρδου…
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΩΤΟΥ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Το Βασίλειο της Αράχνης είναι σκαρφαλωμένο στα αχανή βουνά της οροσειράς Ντραγκούτ. Ιδρύθηκε στα αρχαία χρόνια, όταν οι οχτώ μεγάλες πόλεις των ανθρώπων συνασπίστηκαν για να δημιουργήσουν το ισχυρότερο κράτος που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Για τους ανθρώπους του βασιλείου, όλος ο κόσμος περικλειόταν στα βουνά τους. Όπως όλοι πίστευαν, είχε ανατείλει μία νέα εποχή, που θα κυριαρχούσαν στη Γη η τάξη και η πρόοδος. Το έτος 1064 από κτήσεως του Βασιλείου, οι πόλεις των βουνών υπέστησαν μία τρομακτική, μαζική εισβολή. Ένας τεράστιος στρατός που είχαν κινήσει οι λαοί των ανθρώπων από τις πεδιάδες, σκαρφάλωσε στα βουνά από τη μεριά της Ανατολής και άρχισε να καίει και να διαγουμίζει τα πάντα στο πέρασμά του. Μαύρα σύννεφα χαμήλωσαν και τύλιξαν τις κορυφές της οροσειράς Ντραγκούτ. Τελικά ο κόσμος δεν τελείωνε στους πρόποδες των βουνών. Με τους ηγέτες των Πεδιανθρώπων Τσαρ, είχαν συμμαχήσει ανθρωπόμορφα τελώνια, τερατώδη θηρία και ημιάγριες φυλές που είχαν προέλθει απ’ τη διασταύρωση ανθρώπων με κακόβουλα πλάσματα. Κάποιοι υποστήριξαν πως ο στρατός των εισβολέων δενόταν με ακλόνητες γητείες και κυκλωνόταν από μυστηριώδεις αύρες προστασίας. Ο ένας και μοναδικός Θεός, στον οποίο πίστευαν από τη γέννησή τους οι υπήκοοι Βασιλείου της Αράχνης, είχε κλείσει τα μάτια. Στα πρώτα μόλις χρόνια του πολέμου, τρεις απ’ τις μεγάλες πόλεις της Αράχνης, τρία από τα πολύτιμα πόδια της, έπεσαν στα χέρια των Πεδιανθρώπων, εξανδραποδίστηκαν και καταστράφηκαν. Μία τέταρτη πόλη, ο Ανατολικός Πύργος, που ήταν χτισμένος σε στρατηγική θέση, κλήθηκε να συγκρατήσει την πλημμυρίδα των εισβολέων στις Πύλες που σχηματίζουν τα βουνά Μερκατάλ και Άλμπιν. Άντεξε μια σειρά από ανελέητες πολιορκίες, κάμπτοντας έτσι την ορμή των επιτιθέμενων και δίνοντας χρόνο στις δυτικές πόλεις να ανασυνταχθούν.
-8-
Τις ίδιες μέρες που μια ακόμα πολιορκία -η φοβερότερη απ’ όλες- εξαπολυόταν με λύσσα εναντίον του Ανατολικού Πύργου, ο Αλιόσκα, ένας νεαρός, πιστός και ανοιχτόμυαλος αγγελιοφόρος στην υπηρεσία του Άρχοντα του Μεριάν, στάλθηκε να μεταφέρει εκεί ένα μήνυμα ανυπολόγιστης σημασίας, γραμμένο σε ένα κομμάτι περγαμηνής. Δεν μπορούσε, όμως, ποτέ να φανταστεί το κουβάρι των δολοπλοκιών που είχαν αρχίσει να εξυφαίνονται γύρω του. Εξαιτίας μίας απρόβλεπτης συγκυρίας, δεν ακολούθησε τον προκαθορισμένο δρόμο και γλύτωσε απ’ την ενέδρα που του είχε στήσει ο δολοφόνος Βαλτάζαρ στο Φράχτη με τα Αγκάθια. Στην πορεία του για τον Ανατολικό Πύργο χάθηκε σε μια σειρά από επικίνδυνες περιπέτειες, σαν αυτές για τις οποίες είχε ακούσει σε παραμύθια και σαν αυτές που πάντα ονειρευόταν να ζήσει. Συνάντησε προαιώνιους φύλακες των δασών, πλάσματα δίχως ύπαρξη τον κυνήγησαν για να του κλέψουν τη ζωή και δυσερμήνευτοι σύμμαχοι επιχείρησαν να τον τραβήξουν με το μέρος τους. Τελικά χρειάστηκε να βρει την απάντηση σε βασανιστικά διλλήματα, βάδισε σε αφανή περάσματα, γνώρισε το αίνιγμα της αγάπης και κινδύνευσε να χαθεί σε μάχες με τελώνια και Πεδιανθρώπους. Με τύχη, θάρρος και πίστη κατάφερε να διατηρήσει ανέπαφη την απόκρυφη περγαμηνή που μετέφερε και κατέληξε με τον πιο απρόβλεπτο και παράδοξο τρόπο στον προορισμό του, μόνο και μόνο για να δει να αλλάζουν όσα γνώριζε ως τότε. Η περγαμηνή που μετέφερε ο Αλιόσκα αποδείχθηκε ότι ήταν το ένα από τα τέσσερα κομμάτια ενός αρχαίου κειμένου, δημιουργημένου ανεξήγητα απ’ την ύλη του σύμπαντος. Αυτός που θα κατάφερνε να βρει τα τέσσερα κομμάτια και να τα ενώσει θα απελευθέρωνε μία τρομακτική νέα δύναμη στον κόσμο, σηματοδοτώντας το πέρασμα σε μία άλλη εποχή. Άνθρωποι, άψυχα, ιδεολογίες, ακόμα και η θρησκεία θα αναγκάζονταν να αναγεννηθούν και να εμβαπτιστούν ξανά στο όνομα της καταστροφής.
-9-
Το δεύτερο μέρος της περγαμηνής είχε ανακαλυφθεί τυχαία από τον Άρχοντα της Αδιγχάρα Καστριαίο, κατά τη διάρκεια εργασιών στα θεμέλια της πόλης, που σαν σκοπό είχαν να αποδυναμώσουν την αντοχή των οχτώ γεφυρών οι οποίες συνέδεαν το εσωτερικό με το εξωτερικό τείχος. Τα άλλα δύο κομμάτια θεωρούνται χαμένα και μόνο εικασίες υπάρχουν για την θέση τους. Καθώς όλες οι εξουσίες στον κόσμο -ορατές και αόρατεςκινούνται για να θέσουν υπό την κατοχή τους το μυστικό, οι πραγματικοί ρόλοι πολλών από τους πρωταγωνιστές αρχίζουν να αποκαλύπτονται. Όπως διαφάνηκε, τα τελευταία χρόνια το Βασίλειο της Αράχνης ήταν βαθύτατα χωρισμένο ανάμεσα στον Ανατολικό Πύργο, που απέκρουε με σθένος τις επιθέσεις των Πεδιανθρώπων και στις τέσσερις πόλεις της Δύσης, που είχαν αρχίσει να σκέφτονται την σύναψη μίας απέραντης ειρήνης με τον εχθρό. Προκειμένου, όμως να συναφθεί αυτή η φημολογούμενη ειρήνη και οι Πεδιάνθρωποι να σταματήσουν την προέλασή τους στα βουνά, έπρεπε να δοθούν αδρά ανταλλάγματα. Φανερώθηκε ότι ο Άρχοντας του Μεριάν Σαμουήλ ήταν για μία ολόκληρη ζωή κατάσκοπος των Τσαρ στην καρδιά του Βασιλείου, διαφεντευμένος στα κρυφά απ’ το δάσκαλό του να μισεί τους ανθρώπους γύρω του και να προσεύχεται για την επικράτηση των ομόφυλών του απ’ τις πεδιάδες. Η ταχυδακτυλουργός Νάιλο, χωρίς να το υποπτεύεται ακολούθησε πιστά τις εντολές του και έκλεψε το κομμάτι της περγαμηνής του Καστριαίου, προκειμένου να το δώσει στον Σαμουήλ. Την ίδια ώρα ο πρώην τελωνοφύλακας Ροτ, ακολουθώντας τις δικές του εντολές σκοπεύει με την πρώτη ευκαιρία να το βάλει στα χέρια του. Ο Άρχοντας Καστριαίος υπό την πίεση του νεόκοπου, πλην θαυματουργού συμβούλου του Μπαρταντίν, είδε στα κομμάτια της περγαμηνής την τελευταία ελπίδα για να σωθεί η απομονωμένη και καταδικασμένη πόλη του. Εν μέσω της πολιορκίας, διάταξε μία ομάδα
- 10 -
εξήντα τεσσάρων στρατιωτών να επιχειρήσει ηρωική έξοδο από τα Σκαλοπάτια των Νεκρών προς τα εδάφη που κατέχουν από χρόνια οι Πεδιάνθρωποι, για να αναζητήσουν τον Παλαβό Αλχημιστή, που σύμφωνα με έναν τοπικό μύθο έχει στην κατοχή του το τρίτο κομμάτι. Ο Παλαβός Αλχημιστής, όμως ακολουθώντας τη δική του γραμμή γεγονότων στο κεφάλι του, έχει ήδη συμμαχήσει με τους Πεδιανθρώπους, κρίνοντας ότι έτσι εξυπηρετεί τους σκοπούς του. Παράλληλα ο Ανώτερος της πολιορκίας Κβάζαρ, έχοντας λάβει γνώση διαφόρων προδοσιών που ενορχήστρωσαν οι Τσαρ, οργάνωσε μία επίθεση ακριβώς στο σημείο της εξόδου στα Σκαλοπάτια των Νεκρών, μία επίθεση που σαν σκοπό είχε τη δολοφονία του Άρχοντα Καστριαίου και συνεπακόλουθα την οριστική συνθηκολόγηση του Ανατολικού Πύργου. Στο πίσω, όμως μέρος του μυαλού του, ψάχνει έναν μηχανικό του βασιλείου για να εξηγήσει περίπλοκα, μυστικιστικά σχέδια, που είχαν ανακαλύψει οι πρόγονοί του στο Δρακοδόντι, την πρώτη πόλη που άλωσαν οι Πεδιάνθρωποι. Χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, έχει φτάσει στο συμπέρασμα ότι με αυτά τα σχέδια μπορούν να κατασκευαστούν καταστροφικές μηχανές, που θα του δώσουν τη δύναμη που ονειρεύεται. Μετά από αλλεπάλληλες μάχες, μερικοί απ’ τους στρατιώτες της εξόδου κατόρθωσαν να σπάσουν τις γραμμές των εχθρών και να απομακρυνθούν από τις Πύλες του Μερκατάλ, την ίδια ώρα που η πλημμυρίδα των εισβολέων εξαπλωνόταν στην Αδιγχάρα. Ψηλότερα, στο φυλάκιο της Γερακοφωλιάς, ένα τάγμα μαυροντυμένων ιππέων από την πρώτη πόλη Ένιεθ, κατέσφαξε τους λιγοστούς στρατιώτες που έδρευαν εκεί και χρησιμοποιώντας ένα γεράκι, ειδοποίησε τους Πεδιανθρώπους ότι οι δυτικές πόλεις θα τηρούσαν το λόγο τους και δεν θα συνέδραμαν τον Ανατολικό Πύργο. Καλούσαν τους Τσαρ σε μία τελευταία συνάντηση σε ουδέτερο έδαφος για να υπογραφεί η απέραντη ειρήνη και να οριστικοποιηθεί η λήξη του πολέμου.
- 11 -
Όμως, παράλληλα με τον πόλεμο των ανθρώπων, υπόγεια και αφανώς, μακριά από τα μάτια των ανίδεων, μία άλλη ιστορία εξελίσσεται. Μια ιστορία που ορισμένα απ’ τα κεφάλαιά της πρέπει να ειπωθούν, προκειμένου να δοθούν εξηγήσεις σε σκοτεινές πτυχές όσων διαβάσατε. Και είναι πάλι ώρα ο μικρόσωμος βάρδος, να πιάσει το τραγούδι του κι αφήνοντας τη φαντασία του να συντροφεύσει τη δική σας και να χαρίσει μορφή σε όσα ως τώρα, μορφή δεν έχουν…
- 12 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35 Πρελούδιο
ΌΤΑΝ ΑΦΗΓΟΥΜΑΙ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ περιλαμβάνω όλα όσα έχουν να κάνουν με την υπόθεση και τους χαρακτήρες, ακόμα κι αν αυτά είναι μικροσκοπικές ψηφίδες σε σχέση με το σύνολο. Πολύ συχνά οι ήρωες νομίζουν ότι παίρνουν αποφάσεις και καθορίζουν τη συμπεριφορά τους σύμφωνα με τα όσα έχουν διδαχτεί στη ζωή ή σύμφωνα με τις παρορμήσεις της στιγμής. Δεν αναγνωρίζουν κανενός είδους εξώτερη παρέμβαση στις πράξεις τους, κι ας ακούγεται αλαζονικό αυτό. Έχω, όμως καταλήξει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Υπάρχουν και άλλοι που επηρεάζουν τις αποφάσεις μας και κινούν σμάρια από αόρατα νήματα, αγκυλωμένα πάνω μας. Μερικές φορές έχουμε συναίσθηση της παρουσίας τους και τους αποδίδουμε ονόματα όπως τύχη, σύμπτωση, μοίρα, πεπρωμένο και γραφτό. Και συχνά τους μεμφόμαστε για τα παθήματά μας. Είναι, όμως αφανείς δυνάμεις οι οποίες υπάρχουν στον κόσμο μας είτε εδώ και μερικούς αιώνες, είτε απ’ την αρχή του χρόνου. Κάποιων η μορφή είναι γνωστή, σίγουρα όχι όλων. Πάντως η παρουσία τους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι τόσο απτή και κατηγορηματική, που δύσκολα τις απαρνιέται κι ο πλέον σκεπτικιστής. Μία από αυτές τις δυνάμεις είναι ο Ιππότης. Κάποτε είχε περάσει τέσσερις ακατόρθωτες δοκιμασίες για την αγάπη της ξωτικοπριγκίπισσας με το όνομα Μυρτώ. Πικραμένος από τον άδικο θάνατό της, η υπόστασή του πέρασε σε άλλο υπαρξιακό επίπεδο και οι πράξεις του πλέον μπορούν να ερμηνευθούν μόνο από τους πιο πιστούς στην ανώτατη δύναμη, το Δημιουργό. Για αυτούς ο Ιππότης είναι ένας αγγελιοφόρος. Για όσους δεν πιστεύουν είναι απλά ένας τρελός που ακούει φωνές στο κεφάλι του. Μερικές φορές ο διαχωρισμός αυτών των δύο είναι αδύνατος.
- 13 -
Η τελευταία φορά που είχε παρέμβει στον πόλεμο των ανθρώπων ήταν στο Φέουδο του Καρτάους, όπου εμφανίστηκε με τη μορφή ξανθού αγγέλου, άφοβα μέσα σε δεκάδες τελώνια για να εκδικηθεί την αναίτια σφαγή. Και επιλέγω να γράψω «άφοβα», γιατί ακόμα και σε μία ύπαρξη σαν τον Ιππότη, δεν είναι άγνωστος ο πόνος και πολύ περισσότερο, δεν είναι άτρωτος. Τότε σώθηκε επειδή ένας αστρολόγος με κόκκινο μανδύα, ραβδί με σκαλιστή κεφαλή δράκου και δαχτυλίδια στα χέρια, επέλεξε να τον τραβήξει μαζί του σε ένα ξόρκι με προορισμό την Αδιγχάρα. Σύντομα ο Ιππότης θα καλούνταν να πολεμήσει μια έσχατη φορά στην καρδιά ενός χτισμένου βουνού, προκειμένου να επαναφέρει την ισορροπία στον πόλεμο και να ολοκληρώσει έναν ακόμα κύκλο της μάχης του ενάντια στις δυνάμεις του κακού. Και είναι ένας κύκλος παλιός όσο και οι απαρχές της περγαμηνής…
- 14 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36 Πέρα από τον κόσμο των ορατών Εκατόν είκοσι εφτά χρόνια πριν από σήμερα, το έτος 1000 από κτήσεως του βασιλείου
ΜΕΡΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ ΞΗΜΕΡΩΝΟΥΝ πιο σκοτεινές από κάποιες άλλες. Εκείνος το αισθάνεται από την πρώτη στιγμή που ανοίγει τα μάτια, από την πρώτη ανάσα που επιστρέφει μέσα του, από την πρώτη σκιά που ρίχνει το σώμα του. Σαν αυτές ήταν κι εκείνη η ημέρα. Όταν ο ήλιος ανέτειλε, ο Ιππότης γονάτισε στο χώμα για την αρχετυπική προσευχή του και μόλις έφτασε στο τέλος, σχημάτισε ένα σύμβολο στον αέρα και σηκώθηκε όρθιος, τινάζοντας τις σκόνες από τα γόνατα και τις παλάμες του. Για όση ώρα απήγγειλε μέσα του τις τέσσερις στροφές των οχτώ στίχων και των εξήντα τεσσάρων συλλαβών, είχε απομονωθεί από το περιβάλλον, αισθανόμενος ακόμα εντονότερα τη διττή μορφή της υπόστασής του. Υπήρχε και δεν υπήρχε. Πήρε βαθιά ανάσα. Τίποτε δεν φούσκωνε τα πνευμόνια του με μεγαλύτερη ικανοποίηση απ’ το να βοηθάει τους αδύναμους γύρω του να μην υποφέρουν, τους πληγωμένους να μην πονάνε και τους αδικημένους να μην μένουν απροστάτευτοι. Αλλά και τίποτα δεν ήταν πιο δύσκολο απ’ αυτό, γιατί πάντα το ιερό καθήκον του ήταν συνυφασμένο με οδύνη ανείπωτη και εμπεριείχε την τιμωρία των παραβατών και των υβριστών. Τιμωρία δίκαιη, αλλά και σκληρή και βίαια στη μορφή που είχε οριστεί να εκτελείται. Ο Ιππότης πολλές φορές αναρωτιόταν αν πράγματι έχει νόημα η αποστολή του ή αν ό,τι κι αν έκανε δεν θα μετέβαλε σε τίποτε τη βαθύτερη δομή του κόσμου. Το έγκλημα θα συνέχιζε να υπάρχει, το ίδιο κι η αδικία, η υστεροβουλία, η μνησικακία κι ο φθόνος. Και τότε τι απομένει για να τραφούν τα συναισθήματά του; Η ευχαρίστηση ότι σύνδραμε αυτούς που δεν θα το αναγνωρίσουν; Η ικανοποίηση ότι παρέμεινε πιστός στους νόμους που του επέβαλαν; Ή μήπως ότι περιόρισε την ελεύθερη βούληση των εχθρών του;
- 15 -
Έκλεισε τα μάτια κι έσφιξε τα βλέφαρά του. Προσπάθησε απεγνωσμένα ν’ αποδιώξει τις βλάσφημες σκέψεις που στοίχειωναν και βασάνιζαν κάθε σκοτεινό ξημέρωμα το μυαλό του. Όσο κι αν ταλανιζόταν το αποτέλεσμα δεν θα άλλαζε κι ούτε θα έβρισκε περισσότερη δικαιολόγηση για τις πράξεις του. Έτσι θα γινόταν γιατί έτσι ήταν γραφτό. Ποιος ήταν αυτός για να αμφισβητήσει τις επιταγές της ανώτερης δύναμης; Φόρεσε τις άφθαρτες μπότες του, έδεσε τη ζώνη που είχε ξετυλίξει απ’ το λαιμό ενός τίμιου ανθρώπου και έσφιξε μέχρι να πονέσει τα λουριά του ασημένιου θώρακα στο στήθος του. Με αργές, τελετουργικές κινήσεις, έζωσε ένα διακοσμημένο με πετράδια εγχειρίδιο στη μέση και κρέμασε στην πλάτη του τη φαρέτρα με τα μαγικά βέλη, το τόξο και το κυρτό σπαθί. Συγκεντρώθηκε και άρχισε να μαζεύει ενέργεια από τον αέρα γύρω του, ενώ στ’ αυτιά του έφτανε η ηχώ λησμονημένων γεγονότων, θαμμένων από χρόνια στο τραχύ χώμα. Όταν αισθάνθηκε έτοιμος και ολοκληρωμένος, άδειασε το βλέμμα του απ’ τις παράξενες εικόνες και κοίταξε αποφασιστικά ένα στριμωγμένο στα βουνά οροπέδιο που ανοιγόταν κάτω απ’ τα πόδια του. Θυμήθηκε ότι αυτοί που κατοικούσαν εκεί ονόμαζαν τη γη τους «Νότια» και το σημείο όπου στεκόταν αυτός «Βόρεια». Επίσης την ονόμαζαν «Βασίλειο της Αράχνης». Ανάμεσα σε τακτοποιημένες καλλιέργειες και μποστάνια φύτρωναν μερικά ταπεινά σπίτια. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ένα μεγαλύτερο, που είχε πιο μυτερή σκεπή και έμοιαζε με γονατισμένο άνθρωπο που προσεύχεται. Σ’ έναν πλαϊνό του τοίχο στηριζόταν ένας πέτρινος, ψιλόλιγνος πύργος χωρίς παράθυρα μήτε πολλές διακοσμήσεις, σαν κουμπωμένος στον εαυτό του ξερακιανός κύρης. Μικροσκοπικές φιγούρες ανθρώπων στόλιζαν με πολύχρωμες κορδέλες το μεγάλο κτήριο, ενώ πρώτα φάνηκε κι έπειτα από λίγο ακούστηκε μία μεγάλη σιδερένια καμπάνα να μετακινείται αργά στο ψηλότερο σημείο του πύργου.
- 16 -
Είχε πια σημάνει η ώρα. Με κάθε χτύπο της καμπάνας, ο Ιππότης έκανε αποφασιστικά βήματα και κατηφόριζε προς το χωριό, που στο μέλλον θα ονομαζόταν Φονοθόνοφ. Για μία ακόμα φορά είχε καταφέρει να ξεγελάσει τον εαυτό του και να συνάψει μια επίπλαστη ειρήνη μαζί του. Γνώριζε ότι έπρεπε να πεθάνουν όλοι εκεί που πήγαινε και έπρεπε να πεθάνουν από τα χέρια του. *** Ο Ιππότης έφτασε στα πρώτα σπίτια κι έμεινε κρυμμένος ώσπου ο ήλιος να χαμηλώσει και ν’ αγκαλιάσει τις βουνοκορφές στα δυτικά. Τουλάχιστον έτσι θα ήταν, γιατί τον έκρυβαν τα θυμωμένα, μουντόχρωμα σύννεφα που είχαν ακολουθήσει τον Ιππότη κατηφορίζοντας την πλαγιά μαζί του. Στηριζόταν στη διαίσθησή του για να καταλάβει την ώρα της ημέρας, γιατί μερικές φορές τα μάτια του μπερδεύονταν και έβλεπαν μέρα εκεί όπου υπήρχε νύχτα και νύχτα εκεί όπου υπήρχε μέρα. Έδεσε αποφασιστικά τις γροθιές μου και κλείνοντας ξανά σφιχτά τα μάτια, ζήτησε συγχώρεση με λόγια που ταίριαζαν σε εκλιπάρηση. Δεν υπήρχε επιστροφή. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί στην εκκλησία θα έμενε μέσα όλη τη νύχτα. Γιορταζόταν η νίκη ενός αρχαίου τοπικού ήρωα ενάντια στο φοβερό και τρομερό Δράκο, που σκότωνε θεοσεβούμενους, απήγαγε παρθένες και διαγούμιζε μονές. Ο Δράκος ήταν άτρωτος γιατί δεν κοιμόταν ποτέ και όταν νύχτωνε έβαζε στα μάτια του ένα ζευγάρι φεγγοβόλα σμαράγδια, για να βλέπει στο απόλυτο σκοτάδι. Η χώρα ολάκερη δεν ησύχαζε όσο ο Δράκος την απειλούσε με την ανάσα του. Για να τον νικήσει ο ήρωας, ανέβηκε στο πιο ψηλό βουνό και υποσχέθηκε στη Σελήνη ότι οι άνθρωποι θα τη λατρεύουν σαν θεά της νύχτας, με αντάλλαγμα να αψηφήσει μια φορά τον ήλιο και να τον σκεπάσει για λίγο. Αφού την έπεισε, πήγε μακριά στο τέλος του κόσμου στην Ανατολή και ζήτησε απ’ τον Ήλιο το πρωί που έβγαινε, να του γεμίσει ένα μπουκάλι με φως. Σε αντάλλαγμα θα φρόντιζε όλοι
- 17 -
οι Άρχοντες από εκείνη τη μέρα και μετά να φορούν στα πορτρέτα τους ένα φωτεινό στεφάνι με ακτίνες από χρυσόχρωμα στο κεφάλι τους. Έτσι και έγινε. Ενώ ο Ήλιος ήταν στο απόγειό του, η Σελήνη εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του και τον έκρυψε. Ο Δράκος που πλιατσικολογούσε μία μονή, ξεγελάστηκε, νόμιζε ότι είχε έρθει η νύχτα και φόρεσε βιαστικά τα σμαράγδια στα μάτια του. Τότε εμφανίστηκε ο ήρωας και άνοιξε το μπουκάλι με το φως της αυγής, τυφλώνοντας το Δράκο. Την επόμενη κιόλας στιγμή το σπαθί του διαπέρασε πέρα ως πέρα τις φολίδες του τέρατος, απελευθερώνοντας τους ανθρώπους απ’ την τυραννία. Για εκείνη τη γιορτή οι χωρικοί είχαν συγκεντρωθεί στο ναό, χωρίς όμως να υποψιάζονται το τέλος τους που πλησίαζε… Όταν ο Ιππότης είδε και τον τελευταίο κάτοικο του χωριού να διαβαίνει ευλαβικά το ιερό κατώφλι, σκαρφάλωσε σ’ έναν αχυρώνα και από εκεί πήδηξε στη στέγη του ναού. Καθώς οι πρώτες σταγόνες της βροχής άρχισαν να θολώνουν το φθινοπωρινό τοπίο, οι φωνές των πιστών ενώθηκαν σε ύμνους και ψαλμωδίες. Οι αισθήσεις του Ιππότη οξύνθηκαν και πλημμύρισαν με τη μυρωδιά του χώματος. Πήρε βαθιά ανάσα και άφησε να χυθεί μέσα του μια αμυδρή γεύση του πραγματικού κόσμου, που είχε εγκαταλείψει πριν χρόνο αμέτρητο. Συλλογίστηκε όσα βάραιναν τις σκέψεις του και αναρωτήθηκε αν το ρυάκι στα μάγουλά του προερχόταν απ’ τον ουρανό ή απ’ τα δάκρυά του. Το βλέμμα του πλανήθηκε στο χώρο και στα μάτια του ζωγραφίστηκαν ξανά εικόνες απ’ τις αμαρτίες του παρελθόντος… *** Πίσω από την εκκλησία του χωριού, από παλιά υπήρχε μία τρύπα. Η τρύπα δεν ήταν πολύ βαθιά, ούτε πολύ απότομη και οι κάτοικοι δεν θυμόνταν ποιος την είχε σκάψει και γιατί. Ήταν απλά ένα κενό στο έδαφος. Ένα βράδυ πριν λίγο καιρό, οι οικογένειες που έμεναν κοντά στην εκκλησία ξύπνησαν από στριγκλιές και βογκητά που ξεπηδούσαν απ’ την τρύπα. Σύντομα διαπίστωσαν ότι έβγαιναν απ’
- 18 -
το στόμα ενός ανθρώπου, που είχε πέσει μέσα στην τρύπα- φως φανάρι ενός ξενομερίτη, αφού όλοι στο χωριό γνώριζαν για την επικίνδυνη τρύπα και φρόντιζαν να την αποφεύγουν. Πράγματι μια νεαρή κοπέλα που περιδιάβαζε την περιοχή, είχε πέσει στην τρύπα, είχε τσακίσει το πόδι της και δεν μπορούσε να βγει χωρίς βοήθεια. Ονομαζόταν Δήμητρα από το Χθόνιο και πρόσφατα είχε χάσει τον αδερφό της Μιχαήλ απ’ το χτύπημα ενός κεραυνού. Αυτή και οι άλλες τρεις αδερφές της, μοιράστηκαν τα υπάρχοντά τους και χωρίστηκαν για ν’ αναζητήσουν την τύχη τους. Κόσμος μαζεύτηκε σε έναν κύκλο γύρω απ’ το χείλος της τρύπας, με τις κάπες πρόχειρα ριγμένες στους ώμους τους. Στην αρχή πρότειναν να ρίξουν ένα σκοινί στην ξένη για να πιαστεί, αλλά κάποιος πετάχτηκε και είπε ότι δεν είχαν πολύ σκοινί στο χωριό και ότι θα μπορούσε να σπάσει ενώ την τραβούσαν. Τότε και η ξένη θα έμενε μέσα και το σκοινί θα αχρηστευόταν. Μία γυναίκα είχε την ιδέα να ρίξουν μία σκάλα στην τρύπα, όμως και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε αφού ο ξυλουργός του χωριού είπε ότι οι σκάλες είναι πιο βαριές απ’ όσο φαίνονται και δύσκολα κουμαντάρονται. Μπορεί καθώς τη ρίχνανε να χτύπαγε την κοπέλα κάνοντάς της ακόμα μεγαλύτερη ζημιά. Δεν ήταν αστεία ζητήματα αυτά. Τότε βγήκε μπροστά ένας γενναίος νέος και προσφέρθηκε να κατεβεί με αυτοθυσία στην τρύπα και να σύρει την τραυματισμένη κοπέλα πάνω. Έθεσε, όμως σαν προϋπόθεση να λάβει κάποιου είδους αμοιβή ώστε να καθησυχαστεί η ζήλια της αρραβωνιαστικιάς του, που θα τον έβλεπε στα χέρια μιας ξένης. Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια η Δήμητρα, πέταξε στην επιφάνεια το δισάκι της, στο οποίο ανάμεσα σε λίγα αργυρά, κουρέλια, κλωστές και ξέφτια έκρυβε ένα παράξενο κομμάτι περγαμηνής. Τότε, όμως που η λύση είχε βρεθεί, βγήκε μπροστά και διαφώνησε ο νεκροθάφτης του χωριού, λέγοντας σαν ειδικός ότι αν δύο άτομα προσπαθούσαν ν’ ανέβουν, τα τοιχώματα της τρύπας θα κατέρρεαν και θα τους καταπλάκωναν σαν τάφος. Κράτησε τα φιορίνια
- 19 -
και την περγαμηνή σαν πληρωμή για τη σωτήρια συμβουλή του και τράβηξε για τις δουλειές του, αφού ευχήθηκε σε όλους καλή νύχτα. Ενώ η συζήτηση προχωρούσε σε μάκρος, ο δήμαρχος πήρε το λόγο και ζήτησε να λάβουν άμεσα μέτρα, γιατί η τρύπα είχε μείνει πολύ καιρό ακάλυπτη και θα μπορούσε ακόμα κι ένας ντόπιος να ξεστρατίσει και ν’ ακολουθήσει την κακορίζικη τύχη της κοπέλας. Όλοι οι κάτοικοι κατένευσαν, είδαν το δίκιο στα λόγια του δημάρχου, που ήξερε πολλά και ήταν και γραμματιζούμενος και έτρεξαν στα σπίτια τους να φέρουν φτυάρια, αξίνες και τσάπες. Αυτή η ιστορία θα τελείωνε σιωπηλά αν η Δήμητρα μες στην τρομάρα της δεν θυμόταν μία κατάρα, που είχε ακούσει απ’ τους ζητιάνους. Οι διακονιάρηδες έχουν την παράξενη δύναμη να καταριούνται όσους δεν τους δίνουν ελεημοσύνη κοντά σε ναούς. Η κατάρα μετά από λίγο ξεθυμαίνει, αν όμως κάποιος μαζεύει συνέχεια τέτοιες κατάρες, τότε στο τέλος τον βρίσκει μεγάλο κακό. Πολλοί έχουν χαθεί έτσι χωρίς να το ξέρουν. Η Δήμητρα δεν ήξερε αν τα λόγια πιάνουν, αλλά έτσι όπως ήταν απελπισμένη κι ενώ οι πρώτες φτυαριές χώμα έπεφταν στο κεφάλι της, με τις τελευταίες της ανάσες έπλεξε με ξόρκια βαριά, κατάρα για τους κατοίκους του χωριού, κατάρα που κανείς πρέπει να προσέχει πριν ξεστομίσει, γιατί προσελκύει την προσοχή αόρατων πνευμάτων. Ίσως οι κάτοικοι του χωριού ποτέ δεν έδιναν ελεημοσύνη και ίσως ποτέ δεν βοηθούσαν τους συνανθρώπους τους. Ίσως ο καιρός που είχε το κομμάτι της περγαμηνής στα χέρια της, να είχε προικίσει τη Δήμητρα με δυνάμεις, που δεν κατανοούνται. Το σίγουρο, όμως είναι ότι η κατάρα της έπιασε τόπο και δεν θ’ αργούσε να εκπληρωθεί. Και ο Ιππότης ήταν το μέσο. *** Έσφιξε τα δόντια και προσέχοντας να μην παρασυρθεί απ’ την κλίση της σκεπής, έφτασε στο σημείο όπου ο πύργος του καμπαναριού
- 20 -
έγερνε κι ακουμπούσε σαν για να ξεκουραστεί στον τοίχο του ναού. Χωρίς να δίνει σημασία στη βροχή που αντάριαζε και δυνάμωνε, άνοιξε προσεκτικά τη δερμάτινη θήκη όπου φύλαγε το τεχνούργημα με το οποίο τον είχε εξοπλίσει ο Δημιουργός. Ήταν ένα γεωμετρικό όργανο, με μια μεταλλική καμπύλη, η οποία μετακινούνταν παράλληλα σ’ έναν πολύπλοκο σκελετό σφαίρας. Όλος αυτός ο μηχανισμός ήταν φτιαγμένος με ασύλληπτη δεξιοτεχνία, χωρούσε στην παλάμη ενός χεριού και έκρυβε πολλές μαγικές ιδιότητες. Σε μία πέτρινη γλώσσα, εξήντα τέσσερα χρόνια αργότερα, την πρώτη μέρα του πολέμου, θα το χρησιμοποιούσαν για να μετρήσουν τα βήματά τους ως το χαμό. Ο Ιππότης το χρησιμοποιούσε για να σκορπίζει όλεθρο μέσα απ’ τις θύελλες. Ένωσε τη ματιά του με τα σύννεφα που έκρυβαν τον ουρανό και ζήτησε ειλικρινή συγχώρεση για μία ακόμη φορά. Πρώτα και κύρια για την απεριόριστη εξουσία που του είχε δοθεί και στη συνέχεια για τους δίκαιους, που αναγκαζόταν να εξοντώνει μαζί με τους άδικους. Είχε επίγνωση ότι όσο δύσκολο είναι κάποιος να κατανοήσει τις πράξεις του, άλλο τόσο δύσκολο είναι να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του την ώρα της τελικής κρίσης. Μα έπρεπε να συνεχίσει. Ακριβώς τη στιγμή που συγκεντρωμένος ενεργοποιούσε το τεχνούργημα, άκουσε απ’ την αντίθετη πλευρά της σκεπής το θόρυβο ενός κεραμιδιού που γλίστρησε κι έπεσε στο πλακόστρωτο. Σχεδόν ταυτόχρονα ένας κοντινός κεραυνός έσκισε την ατμόσφαιρα και κάλυψε τον κρότο του σπασίματος. Ο Ιππότης θυμήθηκε τις πρώτες φράσεις που είχε ενστερνιστεί ασπαζόμενος την ύπαρξη του Δημιουργού: «Τίποτα δεν δημιουργείται τυχαία κι ούτε μένει κρυφό απ’ τη μοίρα. Τα πάντα έχουν σκοπό που εκπληρώνεται.» Τόσο γρήγορα όσο η λάμψη της αστραπής που τρέχει πριν το μακρινό μπουμπουνητό, ο Ιππότης τράβηξε το σκαλισμένο με ιερά σύμβολα εγχειρίδιό του. Όσες χιλιάδες φορές κι αν διάβαζε τα ρουνικά, οι λέξεις δεν άλλαζαν θέση, ούτε νόημα. Δεν είχε καταλήξει αν όντως κρύβονταν προστατευτικές ευχές ανάμεσα στα περίτεχνα σχέδιά ή ήταν
- 21 -
η πίστη που καθοδηγούσε με πρόνοια τις πράξεις του. Όπως και να ‘χε τον είχε βοηθήσει απέναντι στο κακό και έλπιζε ότι θα τον βοηθούσε και τώρα. Ο εχθρός είχε φτάσει. Γρήγορο κι ευκίνητο, μέσα από τις στάλες της βροχής και ανάμεσα σ’ ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, εμφανίστηκε μπροστά του εκείνο το απαίσιο πλάσμα, ο αγγελιοφόρος του Κάτω Βασιλείου, το βδελυρό τέρας Σάμκα. Μεγαλόσωμο σαν λύκος, γαμψά νύχια, σώμα αιλουροειδούς, κεφάλι δαίμονα, τρεις αγκαθωτές ουρές, χαίτη από αγκάθια και πυρωμένα μάτια, αυτό ήταν. Για λίγο τα βλέμματά τους αναμετρήθηκαν. Αφού το τέρας δεν μπόρεσε να τον αιφνιδιάσει με το τίναγμα των νυχιών, προσπάθησε να τον καρφώσει με τις ουρές του, που έσκισαν ξαφνικά τον αέρα σαν μαστίγια. Ο Ιππότης έσκυψε για να τις αποφύγει και ένιωσε το άγγιγμα του φόβου να διασχίζει τη ραχοκοκαλιά του. Είχε μόνο μία στιγμή για να μελετήσει τα χαρακτηριστικά του παραμορφωμένου απ’ την κακία προσώπου του υποχθόνιου πλάσματος, αλλά ήταν αρκετή. Δεν ήταν η πρώτη τους συνάντηση. Ο Σάμκα έβγαλε τη γλώσσα του κοροϊδευτικά στη θέα του εγχειριδίου, αλλά ο Ιππότης ήταν σίγουρος ότι το φοβόταν περισσότερο κι από δέκα τσεκούρια τίμιων δημίων. Το τέρας έκανε μερικά πλαϊνά βήματα για να κερδίσει χώρο και συσπείρωσε τα πόδια του για να ξαναεπιτεθεί. Ο Ιππότης υπολόγισε ότι αν παραμέριζε για να το αποφύγει, υπήρχε ο κίνδυνος να χάσει την ισορροπία του και να κουτρουβαλήσει στη στέγη. Το ίδιο κι αν ο Σάμκα πηδούσε πάνω του με ορμή. Ο Ιππότης τύλιξε το χοντρό του μανδύα γύρω απ’ το χέρι για να προστατεύεται απ’ τα τσιμπήματα των ουρών, καμπούριασε και στύλωσε τα πόδια του στη στέγη. Το πλάσμα ήταν ελαφρύτερό του και θα χρειαζόταν μεγάλη δύναμη για να τον αναποδογυρίσει όπως σχεδίαζε. Ο Σάμκα ξαφνικά εκτινάχθηκε, ενώ ταυτόχρονα έφερνε τη μεγαλύτερη ουρά του απ’ τη δεξιά πλευρά του Ιππότη, που νόμιζε
- 22 -
ακάλυπτη. Έπεσε πάνω του με όλο του το βάρος και παρότι το χτύπημα της ουράς πνίγηκε στο μανδύα, ο Ιππότης ένιωσε τα ρυπαρά νύχια του πλάσματος να του γδέρνουν λαιμό και πρόσωπο. Προσπάθησε να κρατηθεί όρθιος, αλλά με το πλάσμα γαντζωμένο πάνω του ήταν μάταιο. Έγιναν ένα κουβάρι και άρχισαν να κατρακυλάνε με θόρυβο στην σκεπή, παρασέρνοντας μαζί τους κι ένα σωρό κεραμίδια. Γύρω τους ο αέρας άρχισε να στροβιλίζεται σε σατανικό ρυθμό απολύοντας και διαλύοντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο άγγιγμά του. Καθώς πάλευαν, το εγχειρίδιο του Ιππότη έφυγε απ’ τα χέρια του, το ίδιο το ασημένιο σπαθί και όλα τα μαγικά βέλη. Μέσα στην αγωνία του συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να νικήσει, γιατί ο Σάμκα δεν θα αναγνώριζε την ήττα του. Ο Ιππότης συγκέντρωσε όσες δυνάμεις του απέμεναν και τον κλώτσησε δυνατά στην κοιλιά, στέλνοντάς τον να τιναχτεί μερικά πόδια ψηλά στον αέρα και να σκάσει με κρότο δίπλα στο τεχνούργημα. Μέσα απ’ την καταιγίδα που μαινόταν σαν τρελή, ο Ιππότης ξεχώρισε κραυγές πανικού από την εκκλησία κάτω και κατάλαβε ότι η ώρα πλησίαζε. Ο Ιππότης ξέπνοος παρατήρησε τις κινήσεις του Σάμκα. Ενώ αναρωτιόταν τι συμφέρον είχε να του επιτεθεί στη μέση της αποστολής του, το πλάσμα στάθηκε και πάλι όρθιο, πήρε στα χέρια του άφοβα το τεχνούργημα και μίλησε στη χυδαία γλώσσα του, που ήξερε πολύ καλά ότι αν κι ο Ιππότης δεν τη μιλούσε, την καταλάβαινε: «Με έστειλε ο ίδιος ο Διάβολος να μαζέψω την ψυχή του νεκροθάφτη, αλλά τον έχασα μέσα απ’ τα χέρια μου, η μυρωδιά του απομακρύνεται. Μετά σκέφτηκα να εμποδίσω την εκπλήρωση της κατάρας για να βασανίζεται στις κολάσεις η ψυχή της Δήμητρας στους αιώνες των αιώνων, αλλά μοιάζεις τόσο αποφασισμένος, που θα σε βοηθήσω», κάγχασε και στα χέρια του εμφάνισε ένα πουγκί. Το άνοιξε και σκόρπισε στον αέρα μία χούφτα ιριδίζουσας σκόνης, που στροβιλίστηκε βίαια γύρω απ’ το τεχνούργημα.
- 23 -
Ο Σάμκα δεν σπατάλησε περισσότερο χρόνο σε λόγια και απλώς εξαφανίστηκε, ενώ η εκκλησία άρχισε να σείεται κάτω από τα πόδια του Ιππότη. Χίλιες βελόνες τρύπησαν τα ακροδάχτυλα του πολεμιστή και μυρωδιά από θειάφι έσπασε τα ρουθούνια του. Ακριβώς μισή ανάσα αφού πήδηξε στο χώμα, το καμπαναριό κεραυνοβολήθηκε κι ο οργισμένος ανεμοστρόβιλος έσκισε στα δύο τη στέγη του ναού. Πλίνθοι, πέτρες, δοκάρια και φωτιά χύθηκαν στα κεφάλια των πιστών σκοτώνοντας τους περισσότερους, ενώ όσοι γλύτωσαν και προσπάθησαν να τρέξουν, γυναίκες και μικρά παιδιά, βρήκαν το θάνατο από τους βράχους που ο Ιππότης πέταξε στα κεφάλιά τους. Μόλις και η τελευταία ψυχή πέταξε μακριά από κείνο τον τόπο, η λύσσα του ανέμου καταλάγιασε και η γη έπαψε να τρέμει. Μόνος έμεινε ο Ιππότης στα χαλάσματα, συντετριμμένος να προσεύχεται για όσους είχαν χαθεί. Έκλαψε με σπαρακτικούς λυγμούς και παρακάλεσε τη βροχή να τον ξεπλύνει από εκείνη τη σκοτεινή μέρα. Και όταν τα δάκρυά του στέγνωσαν, έψαξε στα πτώματα τον νεκροθάφτη, να πάρει αυτά που είχε κλέψει απ’ τη Δήμητρα και να ολοκληρώσει την αποστολή του. Το πτώμα, όμως δεν υπήρχε. Η καρδιά του Ιππότη βυθίστηκε. Συλλογίστηκε τα λόγια του Σάμκα. Ο νεκροθάφτης είχε προλάβει να φύγει. Κάλεσε το άλογό του και άρχισε να καλπάζει προς τον επόμενο προορισμό. *** Πέρασαν εκατόν είκοσι εφτά χρόνια και ο Ιππότης ακόμα κάλπαζε στη Ντραγκούτ… Νωρίτερα εκείνη τη μέρα, σκαρφαλωμένος στην κορυφή ενός ψηλού βουνού είχε δει το μυρμήγκιασμα των Πεδιανθρώπων που προέλαυνε από όλες τις μεριές προς το μεγάλο Πύργο του βασιλείου. Με τις σκέψεις στην εξέλιξη του πολέμου, έφτανε καλπάζοντας σε ένα σταυροδρόμι. Τράβηξε με δύναμη τα γκέμια. Ο αέρας που για ώρες με
- 24 -
ορμή στροβιλιζόταν στο πέρασμά του, παράσυρε με τη φόρα του ένα σύννεφο σκόνης μακριά, στέλνοντάς το να χαθεί στη γραμμή του ορίζοντα. Στα αριστερά και στα δεξιά του υπήρχαν δύο μεγάλα βουνά, που οι άνθρωποι ονόμαζαν Μερκατάλ και Άλμπιν. Μπροστά ανοιγόταν ένα οροπέδιο με καμένα σπαρτά. Αναρωτήθηκε για την κατεύθυνση που έπρεπε ν’ ακολουθήσει. Ο ήλιος ήδη χαμήλωνε και απ’ τις δύο ξύλινες επιγραφές ο Ιππότης δεν μπορούσε να βγάλει συμπέρασμα. Δεν ήξερε την παραμικρή λέξη στη λαλιά αυτής της χώρας και οι ουρές των γραμμάτων μπερδεύονταν σαν αλληλοσπαρασσόμενα φίδια, δίχως να δημιουργούν γνώριμα σημάδια. Πολύ βολικά, ένας ζητιάνος ντυμένος με ελεεινά κουρέλια είχε ξαπλώσει σ’ ένα μεγάλο θάμνο δίπλα από τις επιγραφές, έχοντας μία πέτρα για προσκέφαλο. Ή ήταν μεθυσμένος ή από φόβο παρίστανε τον κοιμισμένο- αποκλείεται να μην είχε ακούσει το βαρυφορτωμένο άτι να σταματάει δίπλα του. Ο Ιππότης ξεπέζεψε με αργές κινήσεις, ενώ τα μεταλλικά ελάσματα στην πανοπλία του βαρυγκώμησαν θλιμμένα. Πλησίασε τον ξαπλωμένο και τον σκούντηξε με τη μύτη της σιδερένιας μπότας του. Εκείνος ανακάθισε τρομαγμένος και άνοιξε διάπλατα τα τσιμπλιασμένα μάτια του. Μπροστά του ορθωνόταν ένας άγνωστος και ολότελα τρομακτικός στην όψη πολεμιστής. Το ύψος του ξεπερνούσε τους ώμους του θηριόσωμου αλόγου του, το οποίο φορούσε μία βαριά πανοπλία, όπως ο αφέντης του. Τα χέρια του ήταν καλυμμένα με ασήμι ως τους αγκώνες και τα διάφορα εμβλήματα και οι προστατευτικοί ρούνοι που αγκάλιαζαν κάθε ελεύθερη επιφάνεια του μετάλλου θα είχαν φτιαχτεί σε κάποιο εξωτικό μέρος. Στο θώρακά του είχε σκαλισμένη μια ζοφερή εσχατολογική αναπαράσταση, που έκανε το ζητιάνο ν’ ανατριχιάσει. Ακόμα θολωμένος απ’ τον ύπνο και το φόβο, ο ζητιάνος έτριψε τα μάτια του, στήριξε το βάρος του στις παλάμες και σηκώθηκε άτσαλα μπροστά στον άγνωστο, περιμένοντας στην ευτυχέστερη των περιπτώσεων κάποιου είδους τιμωρία ή επίπληξη. Δεν κουβαλούσε
- 25 -
πάνω του χαρτιά για να διασχίζει τη χώρα κι ούτε κανένας του είχε επιτρέψει να ξεκουραστεί σ’ εκείνο το σταυροδρόμι. Είχε αποφασίσει να παρατήσει τα πάντα και να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του ως ερημίτης, αλλά όσο βάδιζε σε δρόμους του βασιλείου, οι νόμοι είχαν ακόμα ισχύ πάνω του. Αν το πρόσωπο του Ιππότη πήρε οποιαδήποτε έκφραση ήταν αδύνατο να φανεί εξαιτίας του προσωπείου της περικεφαλαίας του, που ήταν κατεβασμένο. Έδειξε με το σιδερένιο γάντι του τις δύο κατευθύνσεις στις οποίες χωριζόταν ο δρόμος και απαίτησε να μάθει, τονίζοντας προσεκτικά τις λέξεις: «Προς τα πού είναι το κεφαλοχώρι αυτού του Φέουδου; Πρέπει να είμαι εκεί ως το σούρουπο. Είναι μακριά από εδώ;» Ο ερημίτης άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Με την άκρη του ματιού του ξεχώρισε τρία σπαθιά, δύο τόξα, μία κοντή λόγχη, ένα ακόντιο, ένα δίκοπο τσεκούρι και τέσσερις φαρέτρες με βέλη φορτωμένα στο άλογο- χώρια το κυρτό σπαθί και το εγχειρίδιο που είχε ζωσμένα πάνω του ο Ιππότης. Αποφεύγοντας να τον κοιτάξει κατά πρόσωπο, έδειξε όσο πιο ταπεινά μπορούσε τη μια απ’ τις δύο ταμπέλες. Έβαλε το δάχτυλό του στα γράμματα και είπε σχεδόν συλλαβιστά: «Το Φέουδο είναι από τούτο το δρόμο, Άρχοντα. Σε παρακαλώ μη με πειράξεις. Κοιμόμουν εδώ γιατί είμαι κουρασμένος κι η νύχτα αυτή την εποχή μοιάζει με τη μέρα.» Ο Ιππότης ξαναρώτησε: «Και πόσο μακριά βρίσκομαι;» Ο ερημίτης πισωπάτησε, υποκλίθηκε βαθιά, βαθύτερα κι ακόμα πιο βαθιά και ψέλλισε: «Όχι πάνω από πολύ κι ούτε κάτω από λίγο. Ο δρόμος σε πηγαίνει κατευθείαν στο Φέουδο. Καρτάους το λένε οι ντόπιοι. Αν δεν φοβάσαι να τριποδίσεις για ώρες, εύχομαι Άρχοντα να φτάσεις πριν να ‘ναι αργά.» Ο Ιππότης φάνηκε να ικανοποιείται και από ένα πουγκί άφησε να κυλήσει στο γάντι του ένα βαρύ νόμισμα. Το κοίταξε για μια καλή ματιά κι έπειτα το πέταξε στα πόδια του ζητιάνου που ήταν ακόμα διπλωμένος στα δύο. Το νόμισμα στριφογύρισε στον αέρα,
- 26 -
αντανακλώντας λίγο από το πορφυρό χρώμα του ήλιου. «Αυτό για τον κόπο σου», εξήγησε ο Ιππότης και ξανακαβάλησε. Κοιτώντας προς τον ορίζοντα είπε: «Να βρεις μια κρυψώνα. Πλησιάζουν στρατοί.» Και κάλπασε με ορμή. Ο ερημίτης περίμενε μέχρι να απομακρυνθεί καλά καλά ο άγνωστος πολεμιστής και πήρε στη χούφτα του το αστραφτερό, ολοστρόγγυλο νόμισμα. Ήταν βαρύ σαν πέτρα κι από τη μια πλευρά είχε χαραγμένες φράσεις σε παράξενη γλώσσα. Το γύρισε απ’ την άλλη και βλέποντας την αναπαράσταση πάγωσε. Απεικονιζόταν ένας πάνοπλος ιππότης που τα χέρια του ήταν καλυμμένα με ασήμι ως τους αγκώνες και το φορτωμένο με όπλα άλογό του, ήταν σηκωμένο στα δύο πόδια. Έντρομος σήκωσε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση που είχε φύγει ο Ιππότης. Το μόνο που διακρινόταν στο βάθος του δρόμου ήταν ένα κουρνιαχτό σκόνης που πάλευε να ενωθεί με τον ουρανό…
- 27 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37 Πρώτη προδοσία
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΠΡΩΙΝΗ ΩΡΑ και λίγο πριν ο ήλιος ξεπροβάλει πίσω απ’ τις ανατολικές βουνοκορφές, στο θαμμένο στο χιόνι Χθόνιο, είχε επικρατήσει μία ανατριχιαστική ησυχία. Μπορεί από μακριά να έρχονταν συγκεχυμένοι οι άγριοι ήχοι της μάχης και μπορεί οι φωτιές που είχαν απλωθεί στα τείχη της Ανατολικής καστροπολιτείας να έβαφαν πράγματα και πλάσματα πορφυρά, όμως καμιά φωνή δεν ακουγόταν μέσα στο χωριό, ούτε και κανείς αποκοτούσε να βαδίσει στους παγωμένους δρόμους του. Σε μια απλωσιά, που κάποτε ήταν η πλατεία, δέκα δεκαπέντε αγκαλιασμένα πτώματα αλλόφυλων στρατιωτών κείτονταν σε σωρούς από ανακατωμένο, βρωμισμένο χιόνι και ομολογούσαν ότι πριν λίγο μια αντάρα είχε περάσει από ‘κει, αλλά τώρα η ησυχία είχε επιστρέψει να θρονιαστεί ξανά στη θέση της. Ο Κβάζαρ έτριψε τα μάτια του ξανά και ξανά για να διώξει το απαίσιο κάψιμο που του προκάλεσε η σκόνη. Του την είχε πετάξει στο πρόσωπο ανακατεμένη στο χιόνι εκείνη η απαίσια γυναίκα. Όσο είχε προλάβει να δει καθαρά, η γυναίκα φορούσε ένα κόκκινο πουκάμισο κάτω απ’ το δερμάτινο θώρακά της και είχε ξεπηδήσει αναπάντεχα μέσα απ’ το σκοτάδι μαζί με τους υπόλοιπους αλαλάζοντες διαβόλους. Στην αρχή ο Κβάζαρ νόμιζε ότι ήταν οι αγριάνθρωποι με τα μυτερά αυτιά απ’ τα δάση, που είχαν βρει ευκαιρία να επιτεθούν πισώπλατα στο στρατό του την κρισιμότερη ώρα της πολιορκίας. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, τού είχαν στήσει παγίδες, που είχαν προκαλέσει αδρές απώλειες σε άνδρες, εφόδια και χρόνο. Μετά, όμως, καθώς ζωγράφιζε πάλι τις εικόνες στο μυαλό του, θυμήθηκε ότι οι επιτιθέμενοι φορούσαν ατσάλινους θώρακες, με τις σιχαμερές αράχνες σκαλισμένες πάνω τους. Όλα τα χρόνια που πολεμούσε στα βουνά, ο Κβάζαρ είχε καταλάβει ότι οι δασογεννημένοι
- 28 -
διακινδύνευαν μόνο για τον εαυτό τους και μισούσαν εξίσου τις μεταλλικές εξαρτύσεις και τα εμβλήματα του βουνίσιου βασιλείου. Για μια στιγμή του πέρασε απ’ το μυαλό ότι ίσως αυτοί που τους επιτέθηκαν στο Χθόνιο, ήταν εμπροσθοφυλακή ενισχύσεων απ’ τις δυτικές πόλεις, αλλά γρήγορα απόδιωξε αυτή τη δυσάρεστη και αβάσιμη εκδοχή. Στην απαρχή της τωρινής εκστρατείας του, οι εφτά Τσαρ τον είχαν διαβεβαιώσει ρητά ότι μέχρι να πέσει κι η τελευταία σπαθιά στη μάχη της Αδιγχάρα, οι πόλεις πέρα απ’ το Φράκτη με τα Αγκάθια θα παρέμεναν αυστηρά αμέτοχες. Η συνθήκη ειρήνης που θα συναπτόταν κατόπιν και για την οποία είχε ακούσει διάφορες φήμες, θα τηρούνταν απαρέγκλιτα. Κανείς δεν θ’ αποτολμούσε να παραβιάσει μια συμφωνία με τους Τσαρ. Ήταν πια οι εφτά ισχυρότεροι άνθρωποι στον κόσμο, όπως κάποτε ήταν οι οχτώ Άρχοντες της Αράχνης. Ο Κβάζαρ προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του, αλλά ήταν ακόμα ζαλισμένος κι ένα βουητό λες και πάλευε να απελευθερωθεί μέσα απ’ το κεφάλι του. Οι κλειδώσεις των γονάτων του έδειχναν την ηλικία τους και διαμαρτύρονταν, όπως έκαναν οι γερο-γκρινιάρηδες ναυτικοί στα μέρη του. Σχεδόν τα είχε φάει τα ψωμιά του θα έλεγε κάποιος, όσο κι αν αρνούνταν ο ίδιος του να το παραδεχτεί. Έτριψε τα μηλίγγια του για να συνέλθει και ετοιμάστηκε να ξεκινήσει. Ξαφνικά, άκουσε κάτι ογκώδες να σχίζει το νυχτερινό ουρανό από πάνω του, ενστικτωδώς έσκυψε για να προφυλαχτεί και είδε γύρω στα διακόσια πόδια μέσα στο μισοσκόταδο, μια μεγάλη, μυτερή σκιά να καρφώνεται στο χιόνι με ορμή. Τότε, σαν ξαφνικά να ξεβούλωσε κάποιος τα αυτιά του, άκουσε ένα διαπεραστικό σφύριγμα, ακολουθούμενο από έναν εκκωφαντικό πάταγο και οι ήχοι ζωντάνεψαν και πάλι ολόγυρά του. Υπέθεσε ότι η σκιά ήταν η άστοχη βολή μιας απ’ τις γιγαντιαίες βαλλίστρες που χρησιμοποιούσαν ενάντια στις πύλες. Αμέσως συνειδητοποίησε ότι το βουητό μες στο κεφάλι του, δεν ήταν τίποτε άλλο από τον ορυμαγδό της μάχης που εξελισσόταν λίγο πιο μακριά και ψηλότερα απ’ το Χθόνιο.
- 29 -
Καθώς οι φωνές δυνάμωσαν στις κανονικές τους διαστάσεις, ο θόρυβος τον αφύπνισε. Η σκέψη του επικεντρώθηκε στη τελική επίθεση στον Ανατολικό Πύργο, η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη σύμφωνα με το μέγα σχέδιο. Έπρεπε να σπεύσει εκεί όπου τελώνια ανέβαιναν στα τείχη για να δώσει διαταγές: να εμψυχώσει αν χρειαζόταν και να απειλήσει είτε χρειαζόταν, είτε όχι. Εκείνη η βραδιά ήταν η πιο κρίσιμη της πολιορκίας και η τελευταία μεγάλη ευκαιρία του να εκπορθήσει την πόλη πριν εδραιωθεί το βασίλειο του χειμώνα. Λεπτές κλωστές τον χώριζαν απ’ το να κατακτήσει την αιώνια δόξα ή να σαπίσει ανώνυμος, ζητιανεύοντας στην πολυκοσμία των βρωμερών σοκακιών της Καναά. Τίναξε το βαρύ παλτό του και άρχισε να ψάχνει στο αναστατωμένο χιόνι γύρω, για το πριονωτό σπαθί του. Δεν ήταν από τα όπλα, που ένας κατώτερος στρατιώτης θα αξιωνόταν ποτέ να πιάσει στα χέρια του. Ελαφρύ κι όμως ανθεκτικό, μακρύ μα καλοζυγισμένο, είχε σφυρηλατηθεί με τέχνη και είχε προλάβει με ζέση να κλέψει κάμποσες ψυχές εχθρών του. Και ακόμα κι αν η κοψιά του δεν συγκρινόταν σε αξία με το θαυμαστό Καντάρ, το μυθικό σπαθί του πολεμοχαρή θεού Γκάργκας, δεν θα αργούσε σύντομα να χαράξει τη δική του ιστορία στον πόλεμο. Του το είχε χαρίσει ο προστάτης του, ο ίδιος ο Τσαρ Γιαν Κούνστχαρα, αφού πλήρωσε χούφτες χρυσάφι σε μάγους για να το τυλίξουν με ευχές, που θα έφερναν γρήγορο θάνατο σ’ όσους εχθρούς το άκουγαν να τραβιέται απ’ τη χρυσοποίκιλτη θήκη του. Οι μάγοι σε μία αρχέγονη τελετουργία, βύθισαν το σπαθί διαδοχικά στους λαιμούς οχτώ καμηλών, των παράξενων ζώων με τις καμπούρες, που συμβόλιζαν το βασίλειο των βουνίσιων. Ενώ ο Κβάζαρ έψαχνε και κλώτσαγε το χιόνι εκνευρισμένος, είδε έναν οπλίτη με τα εμβλήματα των τσαρικών ταγμάτων της Καναά, να έρχεται λαχανιασμένος προς το μέρος του. Ο στρατιώτης είχε δεμένα τα δάχτυλά του σε λωρίδες από βρωμισμένα πανιά και αυλάκια αίματος κρυσταλλώνονταν στο μέτωπό του. Έφτασε μπροστά στον Ανώτερο της πολιορκίας, χαιρέτησε ακουμπώντας το θυρεό στο στήθος
- 30 -
του και ανέφερε βιαστικά: «Κβάζαρ, χας καρουκάτ ες εριντέρ, σελ φαζούν. Ες εριντέρ», επανέλαβε για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στα μαντάτα που κόμιζε. Ο Κβάζαρ πήρε μια πολύ απορρημένη έκφραση στο πρόσωπό του και αφού φόρτωσε με κοφτές διαταγές τον στρατιώτη, συνέχισε να ψάχνει με φούρια στο χιόνι για το πριονωτό σπαθί. Μες στο κεφάλι του, όμως ανακάτευε όσα είχε ακούσει, σαν να ήταν πυρωμένα κάρβουνα. Αυτοί που επιτέθηκαν στο Χθόνιο είχαν βγει μέσα από το κάστρο; Τι είδους απελπισμένη κίνηση ήταν αυτή; Αντί να βυθιστεί το μαχαίρι των πολιορκητών στην καρδιά του πέτρινου κτήνους, είχε γίνει το αντίθετο; Για μια στιγμή του πέρασε απ’ το μυαλό ότι ο ίδιος του ήταν ο στόχος της αντεπίθεσης. Ακουγόταν ειρωνικό, αλλά δεν αποκλείεται οι στρατηγοί του Καστριαίου να είχαν επίσης σκεφτεί να δολοφονήσουν τον ηγέτη του εχθρού. Η πιο δυσοίωνη σκέψη, όμως, ήταν ότι είχε πέσει θύμα προδοσίας απ’ τους προδότες. Ο Κβάζαρ είχε περάσει μέρες και νύχτες ανακεφαλαιώνοντας στο μυαλό του το περίπλοκο μέγα σχέδιο, το οποίο βασιζόταν σε μία σειρά από καλομελετημένες προδοσίες· ελάσσονες και μείζονες. Την προκαθορισμένη στιγμή και τη συμφωνημένη μέρα, η πύλη που βρισκόταν στο κλιμακωτό νεκροταφείο της πόλης -η τέταρτη πύλη- θα άνοιγε διάπλατα και τα τελώνιά του θα ξεχύνονταν σαν σφήκες προς το εσωτερικό κάστρο της Αδιγχάρα. Την ίδια ώρα οι φρουρές κατά μήκος των τειχών θα είχαν ελαττωθεί στο ελάχιστο με πρόφαση τους αρραβώνες ενός στρατηγού. Ποιος τα είχε κανονίσει όλα αυτά; Πολλοί που τα συμφέροντά τους μπλέκονταν στον πόλεμο. Οι πληροφορίες πάντως είχαν φτάσει απ’ τους Τσαρ και δεν επιδέχονταν αμφισβήτηση. Οι Τσαρ είχαν κανονίσει τη συνάντησή του με τον Παλαβό Αλχημιστή, οι Τσαρ του είχαν ζητήσει να στείλει σχεδόν το μισό του στρατό πίσω απ’ το όρος Μερκατάλ για να κυκλωθεί η πόλη, οι Τσαρ είχαν εξασφαλίσει πέρασμα μέσα απ’ το Φράκτη με τα Αγκάθια και οι Τσαρ είχαν ενορχηστρώσει τις λεπτομέρειες εκείνης της βραδιάς. Όλα αυτά, ενώ ταυτόχρονα είχαν έρθει σε επαφή με τους βασιλιάδες των
- 31 -
δυτικών πόλεων και είχαν εξαγοράσει ουσιαστικά την ουδετερότητά τους. Είχαν πληρώσει θησαυρούς; Είχαν υποσχεθεί τιμές και αξιώματα; Είχαν τάξει αιώνια ζωή και εξιλέωση αμαρτιών; Πιθανότατα αυτά και πολλά άλλα. Ταυτόχρονα οι κατάσκοποι που από εκατό χρόνια τρύπωναν σε αξιώματα στο βασίλειο των βουνών, εκτελούσαν με ευλάβεια και αποτελεσματικότητα τα καθήκοντά τους στις κρίσιμες περιστάσεις. Σύμφωνα με τις προετοιμασίες του Κβάζαρ, όσοι έμπειροι δολοφόνοι κι αντεροβγάλτες διέθετε, θα εισέβαλαν πρώτοι απ’ την ανοιχτή, τέταρτη πύλη και θα ακολουθούσαν το δικό τους δρόμο για να φτάσουν στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί η δουλειά τους θα ήταν να πάρουν το κεφάλι του βασιλιά της Αδιγχάρα, μαζί με τα διακριτικά της αμφίπλευρης πανοπλίας του. Οι δολοφόνοι θα αναγνώριζαν το δρόμο τους, από μια σειρά με σχεδιασμένα λευκά βέλη στο πάτωμα. Αυτή η πληροφορία ήταν διασταυρωμένη από δύο μεριές. Μέσα στην Αδιγχάρα υπήρχε ένας γέρος, καμπούρης κατάσκοπος, που προσποιούταν το γυρολόγο και κουβαλούσε πάντα ένα σακί ξέχειλο με βοτάνια και μαντζούνια. Ο γέρος, που φορούσε ένα πολύχρωμο σκούφο, τον είχε πλησιάσει ενώ ο στρατός του κατευθυνόταν προς την Αδιγχάρα, υποστηρίζοντας ότι είχε να αποκαλύψει μυστικά. Ο Κβάζαρ τον βασάνισε λίγο, του έδωσε πολύ χρυσό και τον έστειλε πίσω για δικό του σπιούνο. Αυτός ήταν κατά βάση τα μάτια και τ’ αυτιά του Κβάζαρ στο εσωτερικό της πόλης, αν και η αξιοπιστία τους ήταν αμφισβητήσιμη. Τη κυριότερη, όμως δουλειά την είχε κάνει ένας σκιώδης μισοξωτικός, που φαινόταν ότι μπαινοέβγαινε χωρίς περιορισμούς στον Ανατολικό Πύργο. Είχε παρουσιαστεί στον Κβάζαρ με έγγραφα και σφραγίδες των Τσαρ, αλλά έκρυβε το όνομα και την ιδιότητά του. Δούλευε για έναν αφέντη στον οποίο αναφερόταν απλά ως «αστρολόγο» και για τον οποίο άφηνε να εννοηθεί ότι ήταν σπουδαίος και τρανός. Ο αστρολόγος είχε φροντίσει, όχι μόνο για τα ζωγραφιστά βέλη που θα έδειχναν το δρόμο, αλλά και για το να ανοίξει την
- 32 -
κατάλληλη ώρα η τέταρτη πύλη- η αρχή του τέλους για τον Ανατολικό Πύργο. Επιπλέον ο άγνωστος αστρολόγος είχε στείλει σχέδια με τα εμβλήματα της διπλής πανοπλίας του βασιλιά Καστριαίου, τα οποία απομνημόνευσαν οι στρατιώτες της πρώτης ομάδας που θα εισέβαλε στο κάστρο. Σύμφωνα με έκτακτο διάταγμα του Κβάζαρ, ο άνδρας που θα επέστρεφε με το κεφάλι του Καστριαίου, θα δικαιούταν το ένα εικοστό πρώτο από τα λάφυρα της κατάκτησης, θα οριζόταν υποδιοικητής της μισής πόλης και θα μεταβίβαζε αυτό το δικαίωμα στις επόμενες τρεις γενιές του. Μία δεύτερη ομάδα σκληροτράχηλων πολεμιστών, θα χωριζόταν απ’ τους δολοφόνους και θα κατευθυνόταν προς τα μπουντρούμια του εσωτερικού κάστρου, με στόχο ν’ απαγάγει τον αυστηρότερα φρουρούμενο κρατούμενο του Ανατολικού Πύργου. Η τύχη του φυλακισμένου αυτού ανθρώπου, ενδιέφερε τον Κβάζαρ ίσως και περισσότερο απ’ την τύχη του βασιλιά. Ήταν ένας άνθρωπος, τον οποίο αναζητούσε απ’ την πρώτη στιγμή που είχε γίνει ηγέτης της εκστρατείας και ακόμα παλιότερα. Πίστευε ότι αν τον έβρισκε, τότε το πεπρωμένο του θα πλησίαζε στην ένδοξη εκπλήρωσή του. Όλοι οι υπόλοιποι στρατιώτες και όσοι συνέχιζαν να ανεβαίνουν στα τείχη, θα αναλάμβαναν να στήσουν ένα προγεφύρωμα, ώστε να υποστηρίξουν τις δύο ομάδες και να κρατήσουν την πληγή του πέτρινου κτήνους ανοιχτή. Θα καταλάμβαναν τη γέφυρα και με βαλλίστρες, σφεντόνες και λογχοσπάθες θα απωθούσαν τους στρατιώτες του βασιλείου που ίσως δοκίμαζαν να αντεπιτεθούν. Με τη συγχρονισμένη μαζική επίθεση στα άλλα σημεία του εξωτερικού τείχους, ο στρατός του γρήγορα θα δημιουργούσε ρήγματα και θα λύγιζε τις άμυνες, αλλά έπρεπε πάση θυσία να χτυπήσει και στο εσωτερικό κάστρο, μην αφήνοντας τους υπερασπιστές να αναδιοργανωθούν. Ήξερε απ’ τους κατασκόπους ότι μέσα στο κάστρο υπήρχε μία αδιευκρίνιστη σε αριθμό δύναμη ιπποτών, φανατικοί
- 33 -
προστάτες ενός θεού ή κάτι τέτοιο, οι οποίοι θα έμπαιναν τελευταίοι στη μάχη αν χρειαζόταν, για να αιφνιδιάσουν τους εισβολείς. Ο ειρμός του Κβάζαρ διακόπηκε απότομα. Ενώ οι καταφλέκτες των Πεδιανθρώπων εκτόξευαν τεράστιες μπάλες από σανό αλειμμένο με ρετσίνι προς την πόλη, ο Ανώτερος έβγαλε ένα επιφώνημα θριάμβου και τράβηξε μέσα απ’ το χιόνι το πριονωτό σπαθί του. Φίλησε με σεβασμό την παγωμένη λεπίδα και ευχαρίστησε τον Γκάργκας. Δίχως να χάσει χρόνο, έτρεξε προς το μέρος απ’ όπου οι μηχανές του είχαν εκτοξεύσει τους γάντζους και τις άγκυρες προς τα τείχη. Εδώ και λίγη ώρα είχαν σταματήσει το έργο τους, γιατί ήδη κρέμονταν παραπάνω απ’ όσα χρειάζονταν σκοινένια φίδια απ’ το κομμάτι του τείχους, που δέσποζε πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Σειρές τελωνίων συνέχιζαν ν’ σκαρφαλώνουν στα σκοινιά, όχι και πολύ βιαστικά γιατί η προοπτική του πλιάτσικου αντισταθμιζόταν εξαίσια με την προοπτική του θανάτου. Φτάνοντας ο Κβάζαρ έδωσε εντολή να επισπεύσουν αυτοί που ανέβαιναν στα τείχη. Τις διαταγές του επανέλαβε με βροντερή φωνή ένας αρχηγός τάγματος με καρφιά και κόκκινο λοφίο στην περικεφαλαία του και πρόχειρα σκαλισμένο ένα πηγάδι στο θώρακά του. Το πηγάδι δεν έμοιαζε με κανένα σύμβολο των Πεδιανθρώπων, αλλά πολλοί οπλίτες και ειδικά τα τελώνια, προτιμούσαν να φορούν εμβλήματα της φυλής ή της φατρίας τους. Ο αρχηγός τάγματος, μάλλον για να εντυπωσιάσει με την προθυμία του τον Κβάζαρ, γράπωσε με τη σειρά του ένα σκοινί και άρχισε να ανεβαίνει σαν αίλουρος στα τείχη και δύο φορές γρηγορότερα απ’ τους άλλους, ενώ συνέχισε και να ξελαρυγγιάζεται. Ο Κβάζαρ είπε σ’ αυτούς που χειρίζονταν τους καταπέλτες, να τους απομακρύνουν απ’ τα τείχη και να ετοιμαστούν για να αρχίσουν να ρίχνουν κανονικές βολές. Όσα τελώνια βρίσκονταν εκεί έδειξαν με έμφαση τη δυσφορία τους, γιατί είχαν αποφασίσει ότι δικαιούνταν να ξεκουραστούν ως το ξημέρωμα, αλλά οι φωνές του Κβάζαρ και οι απειλές του για μαστίγωμα ως το μεσημέρι, τους ανάγκασαν να
- 34 -
υπακούσουν με βαριά καρδιά και κατεβασμένα μούτρα. Ο Κβάζαρ αφού ούρλιαξε για λίγο ακόμα, γλύκανε κάπως τον τόνο του και υποσχέθηκε σπουδαίες ανταμοιβές απ’ τα λάφυρα του παλατιού και ίσα μερίδια απ’ τις ώριμες γυναίκες της πόλης. Τέλος έστειλε έναν φρουρό να τσακιστεί και να φέρει μπροστά του τον Παλαβό Αλχημιστή. Τα πάντα έμοιαζαν να κυλούν σύμφωνα με το σχέδιο. Οι κραυγές χαράς πάνω απ’ τα τείχη, οι οδύνες που αντηχούσαν στην πόλη και οι μεγάλες φωτιές που φούντωναν, μαρτυρούσαν ότι η ώρα της τελειωτικής νίκης πλησίαζε. Επέβλεψε προσωπικά το ανέβασμα των κλουβιών με τα θηριώδη αγριόσκυλα, που ήταν εκπαιδευμένα να μυρίζουν συγκεκριμένες φάρες. Ετούτα εδώ ήταν διασταυρώσεις λιγκών με τσακάλια και μπορούσαν να εντοπίσουν καλικάντζαρους σε απόσταση πολλών εκατοντάδων ποδιών, ακόμα και μέσα σε στοές και διαδρόμους που δεν είχαν ξαναπερπατήσει. Και εκεί όπου υπήρχε καλικάντζαρος μες στο πέτρινο κτήνος, βρισκόταν και ο φυλακισμένος που έψαχνε. Από μακριά, ο άνεμος έφερνε τα ανελέητα βροντοκοπήματα ενός πολιορκητικού δράκου, που είχε φτιαχτεί απ’ το μεγαλύτερο δέντρο τριών κατακτημένων επαρχιών. Τα χτυπήματα, συνόδευαν ρυθμικά οι κραυγές των εκστασιασμένων πολεμιστών, που μετά από μήνες ταλαιπωρίας, κόπων και θανατηφόρων συγκρούσεων, διψούσαν για κάθε είδους λάφυρα. Σύντομα όλα τα θρυλικά πλούτη της μεγαλύτερης ανατολικής πόλης και δεύτερης μεγαλύτερης στο βουνίσιο βασίλειο, θα έπεφταν στις βρωμιασμένες αγκαλιές τους. Ζούσαν γι’ αυτό, οι ανάσες τους βάραιναν απ’ τον άγριο πόθο. Ο φρουρός επέστρεψε μετά από κάμποση ώρα λαχανιασμένος. Η έκφραση στο κοκκινισμένο του πρόσωπο ήταν απολογητική. Άρχισε να μιλάει γρήγορα γιατί είχε πολλά ν’ αναφέρει, αλλά επιφυλακτικά γιατί δεν ήταν όλα ευχάριστα. Σε τριακόσια πόδια απ’ το Χθόνιο, είχε τσακιστεί μια παράξενη ξύλινη κατασκευή, σε σχήμα γερακιού και μεγέθους μικρού κάρου. Όσοι το είδαν να περνάει πάνω απ’ τα κεφάλια
- 35 -
τους, αναγνώρισαν αβίαστα το Μαύρο Πουλί, που τις περασμένες εβδομάδες βουτούσε απ’ τα γύρω βουνά στην πόλη. Μέσα στα συντρίμμια του ξύλινου πουλιού και σ’ ένα σακί παραγεμισμένο με άχυρο και πριονίδια, βρήκαν ανέπαφο ένα ξύλινο κασελάκι, βαμμένο σε έντονο κόκκινο χρώμα. Μέσα υπήρχαν έγγραφα και πάπυροι με σπουδαιοφανή εμβλήματα και χρυσοποίκιλτα βουλοκέρια, που έφεραν τα ονόματα των τεσσάρων Αρχόντων των δυτικών πόλεων της Αράχνης. Οι τελευταίες οδηγίες και διαβεβαιώσεις για τη σύναψη της απέραντης ειρήνης. Ο Κβάζαρ κούνησε το κεφάλι του και ακολούθησε νοερά την αντίστροφη πορεία της μυτερής σκιάς που είχε δει νωρίτερα. Το βλέμμα του προσπέρασε την πόλη και συνάντησε μία απόκρημνη πλαγιά στα Δυτικά, όπου είχαν επισημάνει πριν μέρες τη θέση ενός απομονωμένου φυλακίου του βασιλείου. Τώρα εκεί έκαιγαν τρεις μεγάλες πυρές, ορατές από μίλια μακριά. Ο Κβάζαρ πήρε στα χέρια του τα βαρύτιμα έγγραφα και αποφάσισε να τα μελετήσει αργότερα με την ησυχία του, γιατί υπήρχε ακόμα μία είδηση, ίσως εξίσου σημαντική. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του φρουρού, ο Παλαβός Αλχημιστής είχε εξαφανιστεί! Μερικοί στρατιώτες ορκίζονταν ότι τον είδαν να ανεβαίνει από τα σκοινιά, μαζί με τους πρώτους λόχους. Την ίδια στιγμή άλλοι τον είδαν να μπαίνει σαν τρελός στο ψηλότερο κτίσμα της πόλης και ταυτόχρονα άλλοι τον είδαν να κατεβαίνει περπατώντας κάθετα πάνω στα τείχη. Από τη σκηνή του, δε, έλειπαν όλα τα πράγματα κι ο αλλόκοτος εξοπλισμός του. Μπαούλα, χάρτες, φιαλίδια, εργαλεία, όργανα, ψαλίδια, καθρέφτες και όπλα. Ο Κβάζαρ αναθεμάτισε και ξεχνώντας αυτοστιγμεί την ως τότε προσφορά του συμμάχου του, μετάνιωσε που είχε συμφωνήσει να πάρει μαζί του στην εκστρατεία το μυστηριώδη εκείνο άνδρα με τις παράξενες ιδέες. Πύρωσε και έβρισε τον καταραμένο άνεμο που τον είχε πετάξει στο δρόμο του. Με τις φλέβες στο λαιμό του φουσκωμένες, διέταξε
- 36 -
όποιον συναντούσε τον Παλαβό Αλχημιστή να τον συλλάμβανε νεκρό ή ζωντανό, χωρίς φυσικά να υποπτεύεται τη ματαιότητα των λόγων του. Τι να σήμαινε άραγε αυτή η απροειδοποίητη εξαφάνιση; Τι είδους καινούρια μαγγανεία είχε μηχανευτεί για να εκμεταλλευτεί τις καταστάσεις; Άρπαξε το πρώτο τελώνιο που βρήκε και φώναξε να παρουσιαστεί μπροστά του ένας απ’ τους γλοιώδεις, βαριεστημένους αρχηγούς τους. Όσο κι αν χρειαζόταν όλες του τις δυνάμεις για να επιβεβαιώσει τη νίκη του και να διασφαλίσει την κυριαρχία του στον Ανατολικό Πύργο, έπρεπε δίχως χασομέρι να αποσπάσει δυο τρεις ομάδες προσκόπων για να κυνηγήσουν αυτούς που είχαν επιχειρήσει έξοδο και είχαν ξεφύγει απ’ τη μάχη στο Χθόνιο. Δεν πολυπίστευε ότι συνιστούσαν απειλή, αλλά και δεν ήθελε να στηθεί οποιουδήποτε είδους αντιπερισπασμός πίσω απ’ τις γραμμές του. Εκείνη τη στιγμή αναδεύτηκαν οι σκιές δίπλα του και εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του ο αινιγματικός, μισοξωτικός κατάσκοπος. Ήταν πάνοπλος, κρατούσε στα χέρια του ένα μεγάλο πολεμικό σφυρί κι η έκφρασή του απείχε πολύ απ’ τη συνηθισμένη, ψυχρή απάθειά του. Έσταζε ιδρώτα κι απ’ τον αριστερό του ώμο ξεπρόβαλε η σπασμένη ουρά ενός βέλους. Στο δεξί του μπράτσο κρεμόταν μισολυμένη μία γαλάζια κορδέλα. Ο κατάσκοπος κοίταξε τον Κβάζαρ στα μάτια. Η φωνή του έμοιαζε να ανεβαίνει από βάθη απύθμενα: «Χαίρε Κβάζαρ. Η νίκη που σου υποσχεθήκαμε είναι κοντά. Ο σοφός αστρολόγος στέλνει τώρα τις εντολές του. Της ομάδας των κυνηγών σου θα ηγηθώ εγώ. Μαζί μου θα ‘ναι κι ένας ακόμα άνθρωπος. Έτσι θα γίνει.» Ο Κβάζαρ τον κοίταξε διερευνητικά από την κορυφή ως τα νύχια. Αμφιταλαντεύτηκε για το αν έπρεπε να τον εμπιστευτεί ή με μια γρήγορη κίνηση να του κατεβάσει το πριονωτό σπαθί στο λαιμό. Άλλωστε σε τι χρειαζόταν πια τη βοήθειά του; Μία αμοιβή λιγότερη. Ο μισοξωτικός χαμογέλασε και σαν να διάβασε τις σκέψεις του Πεδιανθρώπου, είπε: «Ακόμα δεν έχουν τελειώσει όλα. Σου λείπει μία
- 37 -
λέξη. Ένα σύνθημα για να βάλεις στα χέρια σου τον φυλακισμένο.» Ο Κβάζαρ τον κοίταξε παραξενεμένος. Ένα ακόμα παιχνίδι; Συλλογίστηκε για λίγο και είπε ξεφυσώντας: «Εντάξει λοιπόν. Τα τελώνια είναι στη διάθεσή σου. Ποιο συνθηματικό υποτίθεται χρειάζομαι;» Ο μισοξωτικός τράβηξε απότομα την ουρά του βέλους απ’ τον ώμο του και η λέξη ξεβράστηκε απ’ το στόμα του μέσα σ’ ένα μουγκρητό: «Αναγέννηση.» Η σκηνή φωτίστηκε σαν να άναψαν ταυτόχρονα ένα εκατομμύριο πυρσοί. Πάνω απ’ τις πύλες του Μερκατάλ άρχισε να ανατέλλει ένας κατακόκκινος ήλιος.
- 38 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38 Συνάντηση στη ρίζα της γριάς βελανιδιάς
ΤΟ ΠΡΩΙ ΕΚΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ήταν μελαγχολικό, όμως οι ακτίνες του ήλιου περνούσαν έπειτα από αρκετές μέρες ανέμελα, μέσα από τα πυκνά φυλλώματα της γριάς βελανιδιάς και στέγνωναν το νοτισμένο γρασίδι. Αν στη ρίζα της βρισκόταν ένας βάρδος δεν θ’ αργούσε να ντύσει τα κλαδιά της μ’ έναν εύθυμο σκοπό. Η γριά βελανιδιά του δάσους Ισιέν, ξεχώριζε από μίλια μακριά ανάμεσα στα άλλα δέντρα της περιοχής. Για την ακρίβεια ήταν τόσο ψηλή και τα κλαδιά της έφταναν τόσο μακριά, που το καλοκαίρι στη σκιά των φύλλων της, θα μπορούσε άνετα να ξαποστάσει ένα ολόκληρο τάγμα, μαζί με τα υποζύγιά του. Κανείς δεν γνωρίζει στα σίγουρα ποιος την είχε φυτέψει ή ποια εποχή είχε φυτρώσει, αλλά παλιότερα υπήρχαν αρκετοί μύθοι στην περιοχή, που μιλούσαν γι’ αυτήν. Όμως τις σκοτεινές μέρες του πολέμου οι περισσότεροι είχαν ξεχαστεί, μαζί με τους ανθρώπους που τους αφηγούνταν. Όπως συμβαίνει σε τόσους και τόσους τόπους, οι απλοί άνθρωποι πιστεύουν πως τα μεγαλοπρεπή κι αιωνόβια δέντρα κρύβουν μαγικές ιδιότητες και γίνονται σπίτια νυμφών και νεράιδων. Δεν εξηγείται αλλιώς το πως οι ρίζες τους βυθίζονται κάθε εποχή όλο και πιο βαθιά στο χρόνο, το πως η σκιά τους είναι ελαφρύτερη απ’ των άλλων δέντρων και το πως τα φύλλα τους θροΐζουν τόσο μελωδικά τα ανοιξιάτικα πρωινά και τόσο θυμωμένα τα φθινοπωρινά βράδια. Η πιο διαδεδομένη παραλλαγή του τοπικού μύθου λέει πως από εκείνα τα μέρη είχε περάσει κάποτε ένας πάνσοφος προσκυνητής, που ήξερε να διαβάζει τις κινήσεις των άστρων στον ουρανό. Ο προσκυνητής ψιθύρισε στον άνεμο ότι περιδιάβαζε τα δάση περιμένοντας να γλυτώσει έναν άξιο Άρχοντα απ’ το αφηνιασμένο άλογό του και να τον ακολουθήσει σε έναν Ανατολικό Πύργο. Τότε
- 39 -
ακόμα, ο προσκυνητής δεν φορούσε τον πορφυρό, βελούδινο μανδύα του κι ούτε έκρυβε κάτω απ’ τα ρούχα του το πλανισμένο ραβδί από ξύλο οξιάς, που κατέληγε σε μια σκαλιστή κεφαλή δράκου. Ακόμα περισσότερο, στα δάχτυλα των χεριών του δεν είχε φορέσει σειρές δαχτυλιδιών κι ούτε είχε τον πολύχρωμο σκούφο, που ήταν δώρο νεράιδας. Ο προσκυνητής θέλησε να φυτέψει τη βελανιδιά σε εκείνο το σημείο γιατί ήταν ένα καλό μέρος για να παρατηρείς τα άστρα και για να θυμάται ο τόπος ότι κάποτε είχε περάσει από εκεί. Πίστευε πως οι ρίζες της θα έβρισκαν άφθονο νερό εξαιτίας ενός βαθιού πηγαδιού, που υπήρχε λίγο μακρύτερα. Έτσι έγινε και η βελανιδιά του προσκυνητή μεγάλωσε και θέριεψε και ίσως επειδή ήταν ευλογημένος από γητεία ο σπόρος, έγινε το ψηλότερο και πιο ανθεκτικό δέντρο της περιοχής. Ο κόσμος, όμως είναι φτιαγμένος έτσι, ώστε να διατηρείται η ισορροπία. Έφτασε ένας καιρός που το πηγάδι άρχισε να εξαντλείται, να στερεύει μέρα με τη μέρα, ώσπου δεν απέμεινε παρά μία σχεδόν άνυδρη τρύπα στο χώμα. Όλη η ρώμη του πηγαδιού είχε μεταγγιστεί στις φλέβες του δέντρου. Βαθιά μες στο πηγάδι, όμως κατοικούσαν σκοτεινές οντότητες, φτιαγμένες από καπνό και κακία, θεματοφύλακες μυστικών του Κάτω Βασιλείου, όπως θα φανερωθεί αργότερα. Εξοργισμένο, το νεαρό τότε δαιμόνιο Σάμκα, σκαρφάλωσε έξω απ’ το πηγάδι για να εκδικηθεί τη βελανιδιά που είχε κλέψει το νερό τους, αλλά τα αδούλευτα νύχια του δεν κατάφεραν να σκάψουν αρκετά βαθιά για να φτάσουν τις ρίζες και τα νεογιλά του δόντια έσπασαν πάνω στη φλούδα του κορμού της. Η βελανιδιά ήταν ήδη πανίσχυρη, ακόμα και οι άνθρωποι τη σημείωναν στους χάρτες τους. Αργότερα, κοντά στην ίδια βελανιδιά, άνομοι στρατιώτες με μαύρες πανοπλίες, ακολουθώντας εντολές επαίσχυντων προδοτών, βασάνισαν έναν ξωτικοπρίγκιπα με το όνομα Ίαν και τον πέταξαν στο πηγάδι για να τον αφανίσουν. Και από τότε, όταν που και που τύχει να καθρεφτιστεί στον ξερό πάτο το φεγγάρι, το φως του χάνεται και
- 40 -
πνίγεται κι η νύχτα γίνεται σκοτεινή και επικίνδυνη. Αυτό, όμως είναι μια άλλη ιστορία που ένα κομμάτι της ήδη έχει ειπωθεί και ένα άλλο θα ειπωθεί αργότερα και όχι πιο νωρίς. Γιατί τώρα προέχουν άλλα, που αφορούν τις τύχες του κόσμου. Στη ρίζα της γριάς βελανιδιάς, του ψηλότερου δέντρου της περιοχής, είχε συγκεντρωθεί ό,τι απέμεινε από έναν μικρό στρατό και για πρώτη φορά μετά από χρόνια, τα κλαδιά της αντίκριζαν τα μελανέρυθρα εμβλήματα της αράχνης. Και θα έφτανε η εποχή που το πηγάδι θα γέμιζε πάλι με νερό, όχι προς τέρψη των κατοίκων του, αλλά για να τους πνίξει. *** Κάπου πολύ μακριά ήχησε μια καμπάνα, που καλούσε τους πιστούς στην πρωινή λειτουργία. Σίγουρα ο ήχος είχε ξεκινήσει το ταξίδι του από κάποιο χωριό πίσω απ’ τις γραμμές των Πεδιανθρώπων, στα εδάφη του Βασιλείου, εκτός κι αν αυτός που έκρουε την καμπάνα, δεν κατανοούσε τον λόγο για τον οποίο είχε κατασκευαστεί και όσα συμβόλιζε. Για τον Αλιόσκα και για τους περισσότερους που τον συνόδευαν, ήταν η πρώτη φορά που περπατούσαν στα χαμένα εδάφη του Βασιλείου της Αράχνης. Αυτά τα βουνά ήταν κάποτε μέρος της πατρίδας τους, μα όχι πια. Αταβιστικά ο ανιχνευτής περίμενε πως η γη θα πατιόταν με άλλο τρόπο κι ότι ακόμα κι ο αέρας θα μύριζε διαφορετικά από αυτή την πλευρά, αλλά όχι. Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά, ίδια και απαράλλαχτα με τη γη πίσω στο βασίλειο και αυτό ενοχλούσε τη σκέψη του και τσινούσε μέσα του, σαν να μην συμβάδιζε με τη λογική. Ο βαρύς χειμώνας που είχε καταφτάσει, είχε ήδη μοιράσει απλόχερα τα σημάδια του στο τοπίο, μουνταίνοντας και ασχημαίνοντας το χώμα, τα δέντρα, τον ουρανό, τα ρυάκια, την πλάση. Εξαίρεση ήταν το πλάτωμα που οριοθετούσαν τα τεντωμένα κλαδιά της αρχαίας
- 41 -
βελανιδιάς κοντά στον αγρό Ισιέν. Αυτό ήταν ίσως και το μόνο αξιοπερίεργο στο έρημο ρουμάνι που τους κύκλωνε. Έμοιαζε σαν το κρύο να μην μπορούσε να χώσει τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του στην περιοχή που δέσποζε η γερασμένη βελανιδιά. Κάτι το απέτρεπε απ’ το να πατήσει στη χώρα της… Ο Αλιόσκα μέτρησε γύρω του, τους απελπιστικά λίγους στρατιώτες του βασιλείου που είχαν επιβιώσει απ’ την παράτολμη έξοδο. Ακολουθώντας τυφλά τις διαταγές του Άρχοντα Καστριαίου επιχείρησαν μια απελπισμένη επίθεση προκειμένου να τρυπήσουν τις γραμμές πολιορκίας των τελωνίων. Δυστυχώς, στις μάχες με τους σκελετούς στο Νεκροταφείο των Ηρώων και με τους Πεδιανθρώπους στο Χθόνιο, είχαν αναγκαστεί να καταβάλουν βαρύ φόρο αίματος. Η καρδιά του νεαρού ανιχνευτή σφίχτηκε και για τις ψυχές που έπεσαν στον δρόμο, αλλά και για τα σπαθιά που τώρα έλειπαν από αυτή την συγκέντρωση. Αντί για εξήντα τέσσερα πολύ λιγότερα. Εκτός από τη Νάιλο και τον Αλιόσκα, κοντά στον κορμό της βελανιδιάς ήταν κι ο Ροτ που είχε γλυτώσει με ρηχές γρατζουνιές, ο ψευδοπροφήτης της Δρακοφωλιάς με ενθύμιο ασήμαντες τρύπες από βέλη στο φαρδύ ράσο του, εφτά οχτώ καταπονημένοι στρατιώτες και μόνο ο ένας από τους δύο σωματοφύλακες του Μπαρταντίν, ο Χίλβανόπως πάντα αχώριστος απ’ τη μακριά, δίκοπη λεπίδα του. Ο Αλιόσκα είχε πιστέψει πως αυτοί οι δύο κουβαλούσαν μαζί τους κάποιου είδους μαγικές δυνάμεις προστασίας, αλλά όπως αποδείχθηκε έκανε εν μέρει λάθος· ο Τολούκ, ο πολεμιστής με το σφυρί είχε πέσει. Στην αρχή όλοι τους ήταν αμίλητοι και χαμένοι στις σκέψεις τους, μα έπειτα ξεφύτρωσαν μερικά μουρμουρητά, που υποστήριζαν ότι ήταν σωστό να απαγγείλουν μια σύντομη προσευχή και ο στρατιώτης με το μεγαλύτερο αξίωμα να μιλήσει. Δεν θα ήταν μόνο ένας λόγος αποχαιρετισμού προς τους νεκρούς, αλλά και ένας λόγος εμψύχωσης για τους ζωντανούς, που θα έδινε και πάλι ένα στόχο στην αποδεκατισμένη ομάδα τους.
- 42 -
Αφού πολλά βουβά βλέμματα διασταυρώθηκαν, οι περισσότεροι οπλίτες κατέληξαν να εκτοξεύουν καχύποπτες ματιές προς το μέρος του Χίλβαν. Είχε βγάλει, πλέον τη γαλάζια, διαχωριστική κορδέλα από το μπράτσο του και η αλήθεια ήταν ότι πουθενά στην πανοπλία του δεν έφερε διακριτικά αξιώματος. Κανείς δεν ξέχναγε ότι ήταν σωματοφύλακας του μυστηριώδους συμβούλου Μπαρταντίν, όμως αυτό του εξασφάλιζε και εξουσία πάνω τους; Άλλωστε οι φήμες ότι ο Μπαρταντίν ήταν κάτι ανάμεσα σε τσαρλατάνο και σφετεριστή, έδιναν κι έπαιρναν στα χαμηλότερα κλιμάκια του Ανατολικού Πύργου. Τελικά τη λύση έδωσε η μόνη γυναίκα της συντροφιάς, η οποία βγήκε θαρραλέα μπροστά παρακάμπτοντας τύπους και ιεραρχία. Η Νάιλο, η ταχυδακτυλουργός απ’ το Μεριάν, μία πόλη που βρισκόταν πάνω από οχτώ οχτάδες λεύγες μακριά και δεν είχε απειληθεί ακόμα από τα στρατεύματα των Πεδιανθρώπων. Ήταν, όμως αναμφισβήτητα επιβλητική η παρουσία της, γεγονός που ελάχιστα οφειλόταν στο παράστημά της. Περικυκλωνόταν από μια αύρα εξουσίας και με ευκολία μπορούσε να πείσει οποιονδήποτε για τη δήθεν αριστοκρατική της καταγωγή. Οι δαντελωτές άκρες απ’ το κόκκινο πουκάμισό της προεξείχαν απ’ τα πετσιά της πανοπλίας της, επιβεβαιώνοντάς το. Η Νάιλο στάθηκε μέσα στον κύκλο των στρατιωτών και τους κοίταξε όλους ανεξαιρέτως καλά καλά στα μάτια· ο Αλιόσκα ήδη γνώριζε πως όταν το έκανε αυτό, ήθελε να τραβήξει όλη την προσοχή πάνω σε όσα θα έβγαιναν απ’ τα χείλη της. Το βλέμμα της ήταν τόσο έντονο, που κάποιοι από τους στρατιώτες χαμήλωσαν το δικό τους. Αφού τους παρατήρησε για λίγο, ακούμπησε το ένα χέρι της στον κορμό της αρχαίας βελανιδιάς και με το άλλο έπιασε τη λαβή από το γιαταγάνι που είχε ακόμα ζωσμένο στην πλάτη της. Η φωνή της αρχικά είχε καθησυχαστική χροιά, σχεδόν μητρική, αλλά δεν άργησε να φουντώσει: «Καταφέραμε να φτάσουμε ως εδώ, είναι περίεργο αλήθεια. Πόσοι από εσάς πίστευαν ότι θα βλέπαμε
- 43 -
ξημέρωμα μετά την Έξοδο; Εγώ λέω λίγοι. Όμως, αφήσαμε πίσω μας τον ακλόνητο Ανατολικό Πύργο να γεμίζει ρωγμές και να σκεπάζεται απ’ το δρόλαπα που εξαπέλυσαν εναντίον του οι Πεδιάνθρωποι και τα τελώνια. Οι διάβολοι κι οι σατανάδες. Ξέρω πως όλοι έχετε αφήσει πρόσωπα αγαπημένα πίσω, για τα οποία νοιάζεστε, ανησυχείτε, φοβάστε και καρδιοχτυπάτε. Αυτό, όμως πρέπει να σας δίνει ακόμα μεγαλύτερο κουράγιο και δύναμη για να ολοκληρώσετε την αποστολή σας και να επιστρέψετε τιμημένοι σε γονείς, αδέρφια, παιδιά, γυναίκες και φίλους. »Η πόλη σας αντέχει γιατί έχει την προστασία του Θεού και σύντομα θ’ αποτινάξει τα στίφη των εχθρών, κάνοντάς τους να πληρώσουν ακριβά για τις αμαρτίες και το θράσος τους. Αλλά ακόμα και αν ο κόσμος αναποδογυριστεί κι ο Ανατολικός Πύργος ισοπεδωθεί απ’ τους καταπέλτες, ακόμα κι αν τα σπίτια σας καούν ως τα θεμέλιά τους, ακόμα κι αν δεν απομείνει ούτε μία ζωντανή ψυχή να αφηγηθεί τον τρόμο που θα απλωθεί στους δρόμους και τις γειτονιές σας, ξέρετε καλύτερα από μένα τούτο: κάτω από όλα τα χαλάσματα, θα υπάρχει ένα ξεχωριστό μέρος. Μπορεί να μην είναι στολισμένο με τις χρυσοκεντημένες σημαίες των προγόνων σας και να μην έχει σκαλισμένο λευκό μάρμαρο με ωδές πάνω του, αλλά εκείνη η στοίβα από ερείπια και κόκαλα θα είναι ο τύμβος των δικών σας. »Το μέρος στο οποίο θα αναπαύονται αιώνια και το μέρος το οποίο θα μπορείτε να επισκεφτείτε και να θρηνήσετε γι’ αυτούς. Πάντα θα υπάρχει αυτό το μέρος, είτε στα όνειρά σας, είτε στις καρδιές σας, είτε σ’ αυτά τα βουνά που ήταν δικά μας από τη δημιουργία του κόσμου. Τα βουνά χτίστηκαν για το Βασίλειο της Αράχνης και κανείς δεν πρόκειται να μας τα πάρει!» ύψωσε τον τόνο της φωνής της, κερδίζοντας τις πρώτες επευφημίες απ’ τους ενθαρρυμένους στρατιώτες. Πήρε ανάσα και συνέχισε: «Τώρα αφήστε τις οιμωγές και τις απελπισμένες σκέψεις για μια άλλη ώρα η οποία δεν έχει έρθει ακόμα και γιατί μπορεί σύντομα να σας χρειαστούν, για τα αδέρφια σας εδώ.
- 44 -
Μπροστά μας ανοίγεται πορεία και μάλιστα μέσα από εδάφη για τα οποία ελάχιστα γνωρίζουμε. Τουλάχιστον έχουμε μαζί τον έμπειρο οδηγό και περιπλανώμενο φύλακα Ροτ, που δεν θα καθυστερήσει καθόλου και να μας δείξει το σωστό δρόμο», είπε δείχνοντας προς τη μεριά του πρώην κατάδικου, που εκείνη την ώρα καθάριζε το νύχι του δείκτη του μ’ ένα μαχαίρι. «Και ακόμα», συνέχισε, κοιτώντας προς το μοναδικό άνδρα που στεκόταν παράμερα απ’ τους άλλους, «Μαζί μας είναι ένας απ’ τους σωματοφύλακες του πανίσχυρου μάγου Μπαρταντίν, που προστατεύει την πόλη και την καθοδηγεί σε μία ακόμα νίκη. Ο Χίλβαν είναι ένας απ’ τους δυνατότερους πολεμιστές όλου του βασιλείου. Θα είδατε στη μάχη που δώσαμε στα Σκαλοπάτια των Νεκρών, με τι μένος διέλυσε δεκάδες σκελετούς και με τι ανδρεία εξολόθρευσε όσα τελώνια βρέθηκαν στο δρόμο του!» Όλοι οι στρατιώτες ανεξαιρέτως, στράφηκαν προς τον Χίλβαν, ο οποίος παρέμεινε αμίλητος, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και εμφανώς αμήχανος μπροστά σ’ αυτή την επίθεση φιλίας που δεχόταν απ’ την άγνωστη και εν πολλοίς μυστηριώδη γυναίκα. Ακόμα πιο άγνωστος του ήταν ο στρατιώτης που εκείνη είχε υποδείξει ως «έμπειρο» οδηγό. Μέχρι πριν λίγο θα ορκιζόταν ότι δεν υπήρχε κανένας στρατιώτης μ’ αυτό το όνομα στην αποστολή. Όπως και να ‘χε, στη συντροφιά απλώθηκε μια έκδηλη ευφορία. Ακόμα κι όσοι δεν είχαν δει, ούτε το μανδύα του Χίλβαν να ανεμίζει στη μάχη, μέσα τους φαντάστηκαν σκηνές άφθαστου ηρωισμού και πήραν κουράγιο μιας και αυτός ο σπουδαίος πολεμιστής είχε ταχθεί στο πλευρό τους. Χωρίς πολλές κουβέντες και χρονοτριβή, όλοι κατένευσαν και ομόφωνα συμφώνησαν ο Χίλβαν να αναλάβει τη αρχηγία της ομάδας για την επικίνδυνη αποστολή, που είχαν να επιτελέσουν. Άλλωστε κανείς δεν ξέχναγε ότι ήταν σωματοφύλακας του πανίσχυρου μάγου Μπαρταντίν που προστατεύει την πόλη. Λίγο νωρίτερα, η ενότητά τους κρεμόταν από λεπτές κλωστές. Τα εμψυχωτικά λόγια της Νάιλο ήταν αρκετά για να μεταστρέψουν το
- 45 -
κλίμα και να τους πείσουν να διακινδυνεύσουν εκ νέου τις ζωές τους, στο όνομα του Άρχοντα Καστριαίου και της πατρίδας. Και ακόμα περισσότερο δέχτηκαν πλέον με προθυμία και ανακούφιση να τους οδηγήσει ο Χίλβαν, για τον οποίο ήξεραν ελάχιστα και υπέθεταν πολλά. Αν τους ζήταγε εκεί δα όρκους πίστης και αφοσίωσης, θα τους έδιναν χωρίς δεύτερη σκέψη. Σήκωσαν αποφασιστικά τους γυλιούς τους και ετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν για μία ακόμα πορεία. Για τους περισσότερους απ’ αυτούς την τελευταία. Ο Αλιόσκα έφτασε δίπλα στη Νάιλο και τη ρώτησε χαμηλόφωνα: «Γιατί έπεισες τους στρατιώτες να δεχθούν το Χίλβαν επικεφαλής;» Η Νάιλο έδενε τα ελάσματα στο θώρακά της και απάντησε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει: «Γιατί εμείς έχουμε άλλες δουλειές να φροντίσουμε. Δουλειές σημαντικές. Και γιατί θα μπλέκεται λιγότερο στα πόδια μας αν είναι απασχολημένος», είπε και χτύπησε συνωμοτικά το χέρι στον κόρφο της, για να υπενθυμίσει το κομμάτι της περγαμηνής που πριν δύο μέρες είχε κλέψει κάτω απ’ τη μύτη του Καστριαίου. Ο Αλιόσκα επέστρεψε το βλέμμα του στον πανύψηλο πολεμιστή, που έμοιαζε με ξωτικό, αλλά δεν ήταν. Ο Χίλβαν ξαναφορούσε τα σιδερένια γάντια στα χέρια του και βεβαιωνόταν ότι τα διάφορα εγχειρίδια που είχε ζωσμένα στη μέση του, μπαινοβγαίνανε με ευκολία. Ένα από τα πλαϊνά θηκάρια του ήταν άδειο. Ο ανιχνευτής θυμήθηκε εικόνες από τη μάχη στα Σκαλοπάτια των Νεκρών. Ναι, ο Χίλβαν είχε πολεμήσει. Τον είχε δει να διαλύει πολλούς σκελετούς. Θυμήθηκε επίσης το εγχειρίδιο με το μονόγραμμα Χ στην πλάτη του βετεράνου που είχε φωνάξει να ασφαλίσουν τη θύρα για να μην ξεχυθούν τα τελώνια στο εσωτερικό κάστρο. Ο Αλιόσκα γύρισε το βλέμμα του πάλι στη Νάιλο. Η έκφραση στο πρόσωπό της ήταν ψυχρή και η γραμμή των χειλιών της πιο λεπτή απ’ ότι συνήθως. Άλλαζε βιαστικά θέση σε μερικά φιαλίδια που είχε στο σάκο της. Λίγο πιο πέρα ο Ροτ έμοιαζε να φοράει μία εύθυμη μάσκα στο πρόσωπό του. Σφύριζε σιγανά έναν εύθυμο σκοπό και αστειευόταν
- 46 -
με κανά δυο στρατιώτες γύρω του, στριφογυρνώντας ένα αργυρό στα δάχτυλά του. Ακόμα πιο πέρα ο Άγιος Φραγκίσκος προσευχόταν γονατισμένος, ρίχνοντας κρυφές ματιές στις παλάμες και στους καρπούς του, όπου ήταν γραμμένες κάτι μουντζούρες. Ο Αλιόσκα συνειδητοποίησε ότι ενδόμυχα ο καθένας είχε κι έναν δικό του, προσωπικό σκοπό. Και αναρωτήθηκε αν το ίδιο ίσχυε και για τον Αλιόσκα. *** Αποφασίστηκε να προχωρήσουν λαμβάνοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερες προφυλάξεις, μιας και πλέον βάδιζαν σε εχθρικό και άγνωστο έδαφος. Η ομάδα τους έμοιαζε από μακριά περισσότερο με πολυπληθή συμμορία ληστών, παρά για μικρός, οργανωμένος λόχος και σίγουρα θα ήταν αστόχαστοι αν νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να περιφέρονται για μέρες στην ξένη χώρα χωρίς να γίνουν αντιληπτοί απ’ τον εχθρό. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο, που θα καλούνταν να υπερκεράσουν. Ο Ροτ σε μία πρόχειρη σύσκεψη με τον Χίλβαν, εκτίμησε ότι ο κύριος όγκος των δυνάμεων των Πεδιανθρώπων θα ήταν απασχολημένος με την πολιορκία της Αδιγχάρα και ότι οι περισσότεροι ανιχνευτές των τελωνίων θα είχαν εισχωρήσει στους τόπους του βασιλείου για να παρεμποδίσουν την άφιξη τυχόν ενισχύσεων από τις δυτικές πόλεις. Παρ’ όλα αυτά θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί, γιατί ακόμα κι ένας ξυλοκόπος αν τους έβλεπε, θα ήταν αρκετό για να προδοθεί η παρουσία τους και να κουβαληθούν μπελάδες στο κεφάλι τους. Πιθανό ήταν επίσης να τραβήξουν την προσοχή ενισχύσεων που θα έσπευδαν από τα Νοτιοανατολικά, αν και οι στρατιώτες του βασιλείου ή ακόμα και οι αξιωματικοί τους δεν είχαν πολλές πληροφορίες για το πώς οι Πεδιάνθρωποι οργάνωναν τις επαρχίες που καταλάμβαναν. Αόριστες αφηγήσεις υπήρχαν μόνο και περιέγραφαν το
- 47 -
Δρακοδόντι ως μία πόλη που είχε μετατραπεί στο μεγαλύτερο διακομιστικό, εμπορικό σταθμό στα χαμένα εδάφη. Ένα λιμάνι στα βουνά όπου διαχείμαζαν οι στρατιές των Πεδιανθρώπων και απ’ όπου διακινούνταν κάθε είδους εμπορεύματα, σκλάβοι κι εφόδια, από και προς τις πεδιάδες. Η Νάιλο, είχε από κάπου ακουστά ότι η πρωτεύουσα του εχθρού ονομαζόταν Καναά και ήταν μια τεράστια πόλη χτισμένη σε μια όαση στη μέση μιας ερήμου, αλλά δεν ήξερε πόσο μακριά απ’ τα βουνά ήταν η όαση κι η έρημος, ούτε τι ακριβώς σήμαιναν αυτές οι λέξεις. Ο Ροτ γνώριζε από πρώτο χέρι πως η κατεστραμμένη Δρακοφωλιά, το βορειότερο πόδι της Αράχνης, είχε εν μέσω πανικού εγκαταλειφθεί απ’ τους εισβολείς, λίγο καιρό αφότου την είχαν καταλάβει. Την ονόμαζαν ψιθυριστά Έσιρ Χουζάρ στις κουβέντες τους και τη θεωρούσαν καταραμένη απ’ όποιον Θεό πίστευε ο καθένας κι απ’ όλους μαζί. Και αν ένα μέρος είναι καταραμένο απ’ όλους τους Θεούς υπαρκτούς και μη, καλύτερα να το αποφεύγουν ακόμα κι οι άπιστοι. Τα τελευταία δυο τρία χρόνια, ο Ροτ είχε αποτολμήσει μερικές προσοδοφόρες επιδρομές στα χαλάσματα της Δρακοφωλιάς, αλλά αν η κουβέντα γυρόφερνε στο όνομά της, προτιμούσε απλά να κουνάει το κεφάλι του με ένα τρόπο που δεν φανέρωνε τίποτα το ενθαρρυντικό. Μπορεί τα βράδια να τον βασάνιζαν τα φαντάσματα όσων είχε κλέψει. Ή μπορεί να μην ήθελε να μοιραστεί τα μυστικά του με κανέναν. Για τον Ιστό ακόμα κι ο Ροτ δεν είχε συγκεκριμένες πληροφορίες και πίστευε πως το πιθανότερο ήταν η πόλη να έχει καταστραφεί συθέμελα ή να έχει υποβιβαστεί σε ασήμαντη κωμόπολη. Ούτως ή άλλως οι μόνοι θησαυροί που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί, ήταν θησαυροί γνώσης και όχι ασημένια κηροπήγια, χρυσές αράχνες και διαμαντένια διαδήματα. Σε επαφές που είχε με λαθρέμπορους στη μεθόριο των κατεκτημένων περιοχών, δεν άκουσε ποτέ κανέναν να κάνει λόγο για καλές ευκαιρίες στον Ιστό.
- 48 -
Όλα αυτά δεν είχαν τόση σημασία, μιας και δεν σκόπευαν να εισχωρήσουν τόσο βαθιά στα χαμένα εδάφη. Η κυριότερη πληροφορία που τους έλειπε, ήταν το τι είχαν απογίνει όλοι οι κάτοικοι των περιοχών που άνηκαν πριν χρόνια στο βασίλειο, ειδικά όσοι ζούσαν σε αγρούς και δάση. Ίσως να είχαν σκοτωθεί ή εξανδραποδισθεί μέχρι τον τελευταίο. Άραγε είχαν κάποιοι συνταχθεί με τους θυρεούς των εχθρών; Αλλά και πάλι μιλώντας για έναν πιστό και ορκισμένο υπηρέτη του βασιλείου, φαινόταν αδιανόητο να έχει προσκυνήσει τον εισβολέα και να έχει αποδεχθεί τους Τσαρ για καινούργιους βασιλιάδες του. Κατά τη διάρκεια της αρχικής εισβολής και μετά τις πρώτες μάχες, πολλοί χωρικοί εγκατέλειψαν βιαστικά τις εστίες τους και φορτώνοντας σε κάρα τα υπάρχοντα τους, πέρασαν αρχικά στην επαρχία της Αδιγχάρα. Μετά όταν πλησίασε κι εκεί η φωτιά του πολέμου, ξαναφόρτωσαν το βιός τους, πήραν μαζί τους νέους συνοδοιπόρους και κύλησαν τα κάρα τους με βαριά βήματα ως τα περίχωρα του Μεριάν. Μα είναι δύσκολο ακόμα και για τους διωγμένους συμπολίτες να κάνεις χώρο στη γη σου και να τους καλοδεχτείς. Ο Αλιόσκα θυμόταν τα πρόσωπα που συναντούσε στη συνοικία των ξενομεριτών στο Μεριάν. Ήταν θλιμμένα και σκαμμένα από έγνοιες που τότε δεν μπορούσε να συμμεριστεί απόλυτα. Αυτοί οι δυστυχισμένοι είχαν δει το πρόσωπο του πολέμου και όταν έφτασαν σε μία άλλη πατρίδα, αντίκρισαν και τα σκληρά πρόσωπα των ανθρώπων. Δεν ήξερε ακριβώς γιατί οι ντόπιοι θύμωναν μαζί τους. Ίσως φοβούνταν για τις περιουσίες τους ή γι’ άγνωστες αρρώστιες. Ίσως τα σκαμμένα και πρόωρα γερασμένα πρόσωπα των προσφύγων τούς θύμιζαν τα επερχόμενα δεινά. Ο Αλιόσκα έβλεπε πάντα τους πρόσφυγες με συμπάθεια, γιατί κατά βάθος ήξερε ότι κι εκείνος από άλλη γωνιά του κόσμου είχε καταλήξει στο Μεριάν. Θυμόταν ότι οι ηλικιωμένοι πατερούληδες που είχαν προλάβει τον πρώτο καιρό της εισβολής, μόνο τρομακτικές ιστορίες μουρμούριζαν ολημερίς και παρακαλούσαν να τους προλάβει ο
- 49 -
γερο-χάρος παρά οι Πεδιάνθρωποι, γιατί τότε θα αναγκάζονταν να εκδιωχθούν κι από μια τρίτη πατρίδα. Όσοι, όμως είχαν μείνει πίσω, τι να είχαν απογίνει; Οι μπροστινοί στρατιώτες σταμάτησαν και ο Αλιόσκα βγήκε απότομα απ’ τις σκέψεις του. Μετά από μια κοπιαστική πορεία, πλησίαζαν ένα δάσος που είχε βάλει για σημάδι ο Ροτ έπειτα από εντολή του Χίλβαν. Καθώς έφταναν στις παρυφές και πριν περάσουν ένα μισοπαγωμένο ρυάκι, ο Χίλβαν έκανε ένα νεύμα με την παλάμη του και οι άνδρες που τον ακολουθούσαν σταμάτησαν να προχωράνε, ξεφυσώντας αέρα με ανακούφιση. Ο Αλιόσκα τους μιμήθηκε και με την ξανάστροφη του χεριού του σκούπισε παγωμένες σταλίδες ιδρώτα απ’ το μέτωπό του. Έβγαλε το παγούρι του για να βρέξει τα χείλια του και μετά γονάτισε για να σφίξει τα λουριά στις μπότες του. Τότε η κοφτερή ματιά της Νάιλο σκάλωσε στην αριστερή του σόλα και τον ρώτησε απορρημένη: «Έχεις ένα αστείο σχέδιο ζωγραφισμένο στη μπότα σου. Το ήξερες; Εσύ το έκανες;» Ο Αλιόσκα κούνησε το κεφάλι του αρνητικά λέγοντας ότι κάτι τέτοιο θα το παρατηρούσε το βράδυ που έβγαζε τις μπότες του. Με περιέργεια στηρίχτηκε στον ώμο της για να μπορέσει να δει. Πράγματι, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, στην αριστερή του σόλα υπήρχε ένα σχέδιο σα βέλος που μόλις αχνοφαινόταν. Πρέπει να ήταν πιο έντονο νωρίτερα και σιγά σιγά έσβηνε. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε τον εαυτό του και τη Νάιλο. Εκείνη σήκωσε τους ώμους της και είπε χαμογελαστή: «Μοιάζει με βέλος. Μπορεί να στο έστειλε η μοίρα για να βρίσκεις πάντα το σωστό δρόμο. Όχι;» Τότε ο Αλιόσκα θυμήθηκε και χτύπησε την παλάμη του στο μέτωπο: «Μα ναι, τι ανόητος που είμαι! Τώρα καταλαβαίνω. Πρέπει κατά λάθος να πάτησα έναν από τους δείκτες του Τσιγκόριν, του δαυλανάφτη. Μάλλον ήταν φρεσκοβαμμένοι και το αποτύπωμα κόλλησε στην μπότα μου.» Η Νάιλο τον κοίταξε δείχνοντας ότι δεν είχε καταλάβει: «Δείκτες του Τσιγκόριν; Τι είναι αυτό;» Ήταν η σειρά του Αλιόσκα
- 50 -
να σηκώσει τους ώμους του: «Τίποτα το σπουδαίο. Ο Τσιγκόριν είναι ένας υπηρέτης που είχαν στον Ανατολικό Πύργο για να σβήνει και ν’ ανάβει δαυλούς στους διαδρόμους. Ήταν ένα αστείο πλάσμα, καλικάντζαρος θαρρώ. Με βοήθησε να βρω το δρόμο προς την πόλη και να σε συναντήσω, δείχνοντάς μου μία σειρά από αστεία ζωγραφιστά βέλη. Τα βέλη ξεκινούσαν από την πύλη της γέφυρας με το τετράγωνο και έφταναν σίγουρα μέχρι το κελί μου, μπορεί και παραπέρα. Δεν έμαθα ποτέ.» Το χαμόγελο της Νάιλο ξαφνικά έσβησε και εμβρόντητη ρώτησε: «Από τη γέφυρα με το τετράγωνο; Μα αυτή ήταν η γέφυρα απ’ την οποία βγήκαμε στα Σκαλοπάτια των Νεκρών. Η τέταρτη γέφυρα. Και γιατί κάποιος να έχει σχεδιάσει μια αλυσίδα από βέλη που δείχνουν ξεκάθαρα το δρόμο από τη γέφυρα προς το εσωτερικό κάστρο;» Ο Αλιόσκα απάντησε σαν να εξηγούσε κάτι αυτονόητο: «Για να μην χάνεται ο κόσμος στους ατελείωτους διαδρόμους. Δεν είδες πως είναι χτισμένο το εσωτερικό κάστρο; Διάδρομοι, διασταυρώνονται με διαδρόμους και σκοτεινές γωνίες και μυστικές πόρτες και χίλια δυο. Σαν λαβύρινθος είναι, μου το είπε και ο Τσιγκόριν. Αν δεν είσαι από τον Ανατολικό Πύργο είναι βέβαιο ότι ποτέ δεν θα βρεις τον προορισμό σου. Θα χαθείς, μπορεί και για πάντα», συμπλήρωσε σαν να αφηγούνταν ένα τρομακτικό παραμύθι σε παιδάκι. Η Νάιλο άρχισε να χάνει την υπομονή της: «Ναι, έξυπνε, αλλά τα βέλη αναιρούσαν αυτό ακριβώς που σου είπε ο Τσιγκόριν. Έδειχναν το δρόμο, ενώ δεν θα έπρεπε. Γιατί να θέλει κάποιος να ζωγραφίσει μία διαδρομή στον λαβύρινθο της Αδιγχάρα; Ποιοι που δεν ήταν από το κάστρο θα ακολουθούσαν τους δείκτες; Σίγουρα όχι εσύ κι εγώ. Αν οι επισκέπτες θέλουν να πάνε κάπου δεν έχουν παρά να ρωτήσουν. Το είπες κι μόνος σου ότι το εσωτερικό του κάστρου είναι επίτηδες φτιαγμένο για να μπερδεύει. Ποιοι δεν έπρεπε να ξεστρατίσουν;» Εκείνη η ερώτηση έμεινε για λίγες στιγμές να αιωρείται στον αέρα αναπάντητη και ζοφερές εικόνες άρχισαν να φωλιάζουν στη
- 51 -
σκέψη του Αλιόσκα και της Νάιλο. Καθώς η συντροφιά είχε απλωθεί για να ξαποστάσει γύρω απ’ το ρυάκι, ένας απ’ τους στρατιώτες που είχε γυρισμένη την πλάτη του στο δάσος, σήκωσε το χέρι του και έδειξε φοβισμένος ψηλά στον ουρανό. Με αργές κινήσεις ένας ένας έκαναν μεταβολή και ακολούθησαν την κατεύθυνση που τους έδειχνε το υψωμένο χέρι. Μίλια μακριά, πίσω στα μέρη που άφηναν, μία ευδιάκριτη στήλη καπνού, ξεκινούσε πυκνή και θυμωμένη περίπου εκεί όπου βρισκόταν ο Ανατολικός Πύργος και κατέληγε στον ουρανό. Αν είχε αρπάξει φωτιά όλο το βουνό δύσκολα θα δημιουργούταν μεγαλύτερο ντουμάνι και δύσκολα θα έριχνε περισσότερο το ηθικό των στρατιωτών. Στο παγωμένο χειμωνιάτικο τοπίο, η μαυρίλα βρώμιζε τον ουρανό και τις ψυχές τους. Καρδιές σφίχτηκαν και κόμποι ανέβηκαν σ’ όλων τους λαιμούς. Ο Άγιος Φραγκίσκος σταυροκοπήθηκε και απ’ τα χείλη του ξέφυγαν δύο λέξεις: «Ω, Θεέ.» Όλοι οι στρατιώτες επανέλαβαν μηχανικά, συντετριμμένοι το ίδιο επιφώνημα, βάζοντας με το μυαλό τους το χειρότερο ενδεχόμενο: ο Ανατολικός Πύργος είχε αλωθεί απ’ τους Πεδιανθρώπους και όλα είχαν παραδοθεί στις φλόγες. Μαζί με τους οικείους και τις ελπίδες τους. Η αποστολή αποδεικνυόταν μάταιη. Τα πάντα ήταν μάταια. Καθώς ένα ρεύμα αέρα φύσηξε στα πρόσωπά τους, ο Χίλβαν βρήκε ευκαιρία να τους αφυπνίσει και να μην τους αφήσει να σκεφτούν άλλο την κατάσταση στην Αδιγχάρα. Είπε ότι έπρεπε να συνεχίσουν στο σκοπό τους, όπως είχαν διαταχθεί και όπως είχαν ορκιστεί να υπακούουν στις διαταγές. Άλλωστε, υπολόγισε ότι η φωτιά ήταν ένα ακόμα κόλπο των εχθρών για να φοβίσουν τους υπερασπιστές του Ανατολικού Πύργου και να τους αναγκάσουν να παραδώσουν την πόλη. Ο Άρχοντας Καστριαίος Σάντι και οι Ιωαννίτες Ιππότες δεν θα κάμπτονταν από τέτοια παιδιάστικα τεχνάσματα. Ο Χίλβαν πήδηξε σ’ έναν ψηλό βράχο και έδειξε ένα μονοπάτι που οδηγούσε προς τα δάση. «Προς τα εκεί είναι ο δρόμος μας! Ξεκινάμε!» είπε με στεντόρεια φωνή.
- 52 -
Τελικά όλοι με απρόθυμες κινήσεις έκαναν μεταβολή και αφού φορτώθηκαν εξοπλισμό και εφόδια άρχισαν να περπατούν, περνώντας μπροστά απ’ τον Χίλβαν, που φρόντιζε να χτυπάει ενθαρρυντικά τον καθένα στην πλάτη και να του ψιθυρίζει δύο τρεις ανάλογες κουβέντες. Όταν έφτασε η σειρά του Αλιόσκα, ο Χίλβαν δεν του είπε τίποτα, απλώς τον κοίταξε έντονα στα μάτια. Η Νάιλο που ερχόταν τελευταία απ’ όλους, προτίμησε να κάνει μια παράκαμψη για να μην διασταυρωθούν. Προχωρούσαν ξανά σέρνοντας τα βήματά τους, που και που όμως, όλο και κάποιος κοίταζε πίσω προς τη στήλη του καπνού. Τα πρόσωπα των πιο αδύναμων χαράσσονταν από δάκρυα. Είχαν δώσει όρκους και είχαν πάρει διαταγές, μα μπορεί κι αυτοί που είχαν πάρει τους όρκους και είχαν δώσει τις διαταγές να κείτονταν νεκροί ανάμεσα σε σωρούς με ερείπια. Προχωρούσαν ανάμεσα σε αραιά, γυμνωμένα από το ψύχος δέντρα. Τις επόμενες ώρες , η πορεία της ομάδας ήταν σιωπηλή και απρόσκοπτη, ενώ το φύσημα του ανέμου εξακολουθούσε να χτυπάει τις πλάτες τους, σαν καλόγνωμο κατευόδιο. Αλίμονο, όμως δεν άργησε να φέρει στα μαλλιά τους σκόρπιες νιφάδες θανάτου, γκρίζες στάχτες απ’ την πόλη τους. Μέχρι να βραδιάσει, συνέχισαν με τις ανατριχιαστικές στάχτες να ραίνουν αδιάλειπτα τα μαλλιά και τους ώμους τους. *** Ο ήλιος πίσω απ’ τα σύννεφα έδειχνε μετά το μεσημέρι. Μακριά στα δεξιά τους, ακούστηκε ένα θυμωμένο αλύχτισμα λύκου. Από μία αντικρινή πλαγιά δεν άργησαν να έρθουν απαντήσεις στην ίδια γλώσσα. Ήταν το τέταρτο ξημέρωμα που συνέχιζαν την πορεία τους μέσα στο εχθρικό έδαφος και μέχρι τότε δεν είχαν αντιμετωπίσει ιδιαίτερους κινδύνους και απρόοπτα. Βάδιζαν μέσα σε δάση ερημικά όπως φαινόταν και φρόντιζαν να κάνουν όσο το δυνατόν λιγότερο
- 53 -
αισθητή την παρουσία τους. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, άναβαν τις φωτιές τους προφυλαγμένες σε τρύπες μέσα στο χώμα και έθαβαν κάθε τι που θα μαρτυρούσε το πέρασμά τους. Τις νύχτες κοιμούνταν ο ένας κοντά στον άλλο για να ζεσταίνονται και αντάλλασαν όλο και λιγότερες κουβέντες, σαν οι ιδέες να στέρευαν σιγά σιγά απ’ το μυαλό τους. Συνήθως οι ισχνές συζητήσεις τους περιστρέφονταν γύρω από τον πόλεμο και τις υποτιθέμενες στρατιές που θα έστελνε η Δύση να υπερφαλαγγίσουν τους Πεδιανθρώπους. Ο Χίλβαν πάντα απείχε και κρατούσε τις απόψεις για τον εαυτό του, έχοντας πλέον μετατραπεί από λιγομίλητος σε μουγγός. Τη θέση του πάντως αναπλήρωνε επάξια ο πολυλογάς Άγιος Φραγκίσκος, που φρόντιζε να αφηγείται στους στρατιώτες μακροσκελείς ιστορίες ηρωισμού και ανδρείας, απ’ τις οποίες δεν έλειπαν και οι τυχαίες αναφορές σε ορισμένα από τα ταπεινά θαύματά του. Τις μέρες ο Ροτ διάλεγε δρόμους μέσα από στενώματα και προφυλαγμένα διάσελα, αλλά δεν μπορούσαν ν’ αποφύγουν τις ολοένα και πιο συχνές χιονοπτώσεις. Ειδικά εκείνο το ξημέρωμα οι νιφάδες ευλογούσαν τον τόπο απ’ το πρωί, πότε πιο ψιλές και πότε παχύτερες, στρώνοντας αργά και μεθοδικά ένα χαλί πάνω σε χώμα, βράχια και δέντρα. Δεν φυσούσε βοριάς που θα τις πύκνωνε, αλλά συνέχιζαν να πέφτουν δήθεν αμέριμνες κι αδιάφορες για τις υποθέσεις των ανθρώπων. Μα στην πραγματικότητα ήθελαν κι αυτούς να τους τυλίξουν σε πάλλευκους, παγωμένους μανδύες, να μοιάζουν με την υπόλοιπη φύση. Πριν ακόμα σβήσει η ηχώ, το πρώτο αλύχτισμα επαναλήφθηκε, μια ιδέα δυνατότερα. Μια ιδέα πιο κοντά τους. Να ήταν ένας λύκος που προειδοποιούσε τα αδέρφια του για την έλευση δίποδων απ’ την επικράτειά τους; Ο Ροτ, που προπορευόταν γύρισε προς τον Χίλβαν εμφανώς ανήσυχος: «Αισθάνομαι ότι μας ακολουθούν και ότι δεν πρόκειται να τους δούμε, προτού να είναι πολύ αργά. Χρειάζεται ν’ αλλάξουμε πορεία για να τους παραπλανήσουμε. Είναι εύκολο να μας
- 54 -
βρουν μ’ αυτό το καταραμένο χιόνι, που δεν λέει να δυναμώσει. Θα βρίσκουν τα ίχνη μας ακόμα κι από μία μέρα απόσταση.» Ο Χίλβαν τον κοίταξε με γαλήνη, που άγγιζε τα όρια της απάθειας. Η αλλαγή πορείας δεν έμοιαζε να συμπεριλαμβάνεται στα σχέδιά του και μέσα του δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμα το ρόλο που έπαιζε ο πρώην κατάδικος. Ετοιμάστηκε να πει κάτι, αλλά τον διέκοψε η Νάιλο: «Νομίζω ο Ροτ έχει δίκιο. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Αλλά και πορεία ν’ αλλάξουμε, πάλι δεν θα μας ακολουθήσουν;» Ο Ροτ φόρεσε ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπό του: «Έχω μια ιδέα. Αν είμαστε τυχεροί μέχρι το πρωί θα τους έχουμε μπερδέψει ή θα μας έχουν χάσει ολωσδιόλου.» Μετά είδε έναν απ’ τους στρατιώτες να κάνει την ανάγκη του ακριβώς πάνω στα χνάρια που είχαν αφήσει λίγο νωρίτερα. Συνοφρυώθηκε και συμπλήρωσε σκωπτικά: «Ή θα μας έχουν κρεμάσει.»
- 55 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39 Στο κατόπι
ΕΙΝΑΙ
«
ΑΚΟΜΑ
ΠΟΛΥ
ΜΠΡΟΣΤΑ
ΜΑΣ;»
γρύλλισε
επιτακτικά ο αρχηγός της ομάδας των προσκόπων, αφού έδωσε σήμα να σταματήσουν για να ξεκουραστούν λίγο. Τα μάτια του ήταν γεμάτα με κόκκινα ραγίσματα απ’ την παρατεταμένη αϋπνία και οι κατασκονισμένες μπότες του μαρτυρούσαν μέρες επίπονης πεζοπορίας. Ο πατέρας του ήταν άνθρωπος και η μητέρα του πρέπει να ήταν διασταύρωση τελωνείου με καλικάντζαρο, αν και αυτό δεν ήταν απόλυτα εξακριβωμένο δηλαδή. Σαν αποτέλεσμα ήταν μιγάδας με αυτιά μυτερά σαν ξωτικού, αλλά τριχωτά σαν σκύλου, η μύτη του ήταν μονίμως υγρή και τρίχες κάλυπταν σχεδόν όλη την επιφάνεια του δέρματός του. Στο πρόσωπό του είχε μόνιμα κολλημένο ένα στραβό, ύπουλο χαμόγελο, ονομαζόταν Κελζέν και πολεμούσε στα βουνά τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια, διοικώντας μια ομάδα η οποία έσερνε πίσω της αμφιλεγόμενες φήμες. Η ερώτηση του Κελζέν απευθυνόταν στο σαφρακιασμένο τελώνιο που προπορευόταν ακολουθώντας εδώ και ώρες τα χνάρια που είχαν επιτέλους ανακαλύψει στο φρεσκοστρωμένο χιόνι. Ο ιχνηλάτης απάντησε μέσα από τα λειψά του δόντια χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει: «Πατημασιές παράξενες αφήνουν. Άλλη ώρα πλησιάζουμε. Άλλη ώρα μακραίνουμε. Ίσως έχουν μαζί τους κυνηγούς και δρυΐδες. Από τα δάση.» Μετά έσκυψε πάνω απ’ τα κλαδιά ενός θάμνου, όπου υπήρχε σκαλωμένο ένα γαλάζιο κομμάτι ύφασμα. Κούνησε την παλάμη του στον αέρα για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν προσαρτημένο σε κάποιο νήμα και το τράβηξε επιφυλακτικά. Το μύρισε, το έτριψε ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρά του και το πέταξε πίσω απ’ την πλάτη του, προς τους υπόλοιπους. Το ύφασμα έπεσε στα πόδια ενός γεροδεμένου, καλοξυρισμένου ανθρώπου με ολοφάνερα παράταιρο παρουσιαστικό σε σχέση με το
- 56 -
μπουλούκι των τελωνίων. Φαινόταν νεαρός και τα ρούχα του ήταν καθαρά αν και ταλαιπωρημένα. Εκτός από διάφορα μαχαίρια στη ζώνη του, απ’ την πλάτη του κρεμόταν ένα μεγάλο πολεμικό σφυρί και στις δύο πλευρές του λαιμού του, είχε χαραγμένα σχέδια που απεικόνιζαν τις πέτρες ενός τείχους. Στο πλάι του ήταν όπως πάντα ο δεύτερος άνθρωπος της ομάδας, κουκουλωμένος σφιχτά μέσα σ’ έναν γκρίζο, μάλλινο μανδύα, που έκρυβε μια βελούδινη, πορφυρή ρόμπα. Τα ψαρά μαλλιά του λίγο ξεχώριζαν κάτω απ’ τον πολύχρωμο σκούφο του και τα γεμάτα δαχτυλίδια, ροζιασμένα χέρια του, μαρτυρούσαν την ηλικία τους. Τα μάτια του, όμως ήταν λαμπερά και ζωντανά, σαν κάθε μέρα να ξεπλένονταν απ’ την πρωινή δροσιά. Κίνδυνοι είχαν καθρεφτιστεί μέσα τους και κίνδυνοι είχαν ξεθωριάσει. Ο νεαρός άνθρωπος μάζεψε με ενδιαφέρον το γαλάζιο ύφασμα. Έπειτα αναφώνησε καγχάζοντας: «Κουταμάρες! Αυτοί που ακολουθούμε είναι ένα μάτσο σάπιοι στρατιώτες. Δεν κατέχουν καμιά τέχνη καλά, εκτός απ’ το σπαθί, το πιοτό και τις πόρνες. Και το πρώτο είναι αμφίβολο. Μαζί τους θα σέρνουν και τους τραυματίες τους, γιατί θα δειλιάζουν να τους ξεκάνουν. Τούτο το γαλάζιο ύφασμα δεν βρέθηκε τυχαία στο δρόμο μας. Είναι σημάδι ότι βαδίζουμε σωστά. Ακόμα κι ένας ανίδεος θα μπορούσε να ακολουθήσει τα ίχνη τους. Αν μου είχε περισσέψει λίγη σκόνη ενόρασης ή κανά βοτάνι γερακιού θα σας είχα διώξει με τις κλωτσιές, να επιστρέψετε πίσω στο πλιάτσικο.» Το τελώνιο μπροστά, εξακολουθώντας να έχει την πλάτη του γυρισμένη, κούνησε δεξιά αριστερά το κεφάλι του και είπε μονάχα: «Τις παράξενες λέξεις που είπες δεν τις καταλαβαίνω. Πάντως καμιά στάλα αίματος δεν ξέχασαν πίσω τους και οι μυρωδιές τους χάνονται από ‘δω κι από ‘κει στις κουφάλες των δέντρων. Κακό σημάδι. Δεν ξέρουμε ποιους πραγματικά ακολουθούμε. Θέλουμε να τους βρούμε;» Ο καλοξυρισμένος άνθρωπος αρκέστηκε να αφήσει ένα υποτιμητικό ξεφύσημα απ’ τα ρουθούνια του και στράφηκε προς τον αρχηγό της ομάδας, βγάζοντας μία κόρα από το σάκο του και
- 57 -
μπουκώνοντας μ’ αυτή το στόμα του. Καθώς τα σαγόνια του ανεβοκατέβαιναν με θόρυβο, κάρφωσε το βλέμμα του στο Κελζέν ψυχρά και διαπεραστικά. Ο Κελζέν φορούσε έναν δερμάτινο, φθαρμένο θώρακα, με ένα ευδιάκριτο μπάλωμα στην πλάτη του. Αν η τρύπα που κάλυπτε το μπάλωμα είχε γίνει ενώ φορούσε το θώρακα, τότε ή το δέρμα του ήταν από πέτρα ή ο Κελζέν πολύ απρόθυμος να πεθάνει. Η δουλειά που του είχε αναθέσει ο Ανώτερος της πολιορκίας, ο Κβάζαρ δεν ήταν παιχνίδι. Είχαν ενωθεί υπό τις διαταγές του δύο ξεχωριστές ομάδες προσκόπων και όπως ήταν αναμενόμενο, οι μισοί δεν εμπιστεύονταν τους άλλους μισούς. Συνήθως η κάθε μονάδα αποτελείται από τελώνια της ίδιας φυλής ή ακόμα και του ίδιου χωριού. Αλλιώς τα χνώτα τους δεν ταιριάζουν καθόλου. Επιπλέον έπρεπε να κουμαντάρει και δύο μυστηριώδεις ανθρώπους. Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τη φάρα τους και ειδικά αυτοί έχωναν τη μύτη τους παντού και μοίραζαν υπεροπτικά διαταγές λες και ήταν Τσαρ. Ο Κελζέν προχώρησε μερικά βήματα, κλώτσησε για να κάνουν άκρη δυο τρεις τελ και γρύλλισε προς τον ιχνηλάτη μπροστά, υψώνοντας παράλληλα σε μία απειλητική χειρονομία τη γροθιά του: «Ελπίζω να τα βλέπεις όλα αυτά και να μην τα φαντάζεσαι άθλιε! Αλλιώς θα φροντίσω να μην μπορείς να ξανακάνεις λάθος με τα μάτια σου. Και δεν είναι δικιά σου δουλειά να σχολιάζεις. Τρέχεις, ανιχνεύεις, πολεμάς. Και ανάλογα κόβεται το μερίδιό σου.» Ο ιχνηλάτης, και πάλι χωρίς να γυρίσει προς την υπόλοιπη ομάδα, απάντησε χωρίς να κάνει τον τόνο της φωνής του πιο πειθήνιο: «Ο Βάιλ βλέπει και ξέρει τι βλέπει και λέει αυτό που ξέρει ότι βλέπει. Κάτι περίεργο συμβαίνει. Κάποιο κόλπο κάνουν για να μας ξεγελάσουν και να μας ρίξουν στάχτες στις μύτες. Καταραμένοι κυνηγοί και ξωτικά σου λέω. Μόνο τεχνάσματα. Διόλου τιμή, όπως στο χωριό του Βάιλ,» ολοκλήρωσε χωρίς να ξεκαθαρίζει αν στο χωριό του τα πάντα γίνονταν με τιμή ή το αντίθετο. Ο καλοξυρισμένος νεαρός άνθρωπος κατέβασε μια μεγάλη μπουκιά και ρώτησε τον Κελζέν: «Γιατί συνεχίζει να κοιτάει τα ίχνη
- 58 -
τώρα που έχουμε σταματήσει; Φοβάται μη δεν τα ξαναβρεί;» Η ερώτηση ήταν ανακατεμένη με μπόλικες δόσεις ειρωνείας για τις ικανότητες της ομάδας που τους είχε διαθέσει ο Κβάζαρ. Κανονικά οι υπηρεσίες που είχαν παρέχει πριν την άλωση, όφειλαν να τύχουν αξιολογότερης αμοιβής. Πρώτα είχε κινδυνεύσει στη μάχη στα Σκαλοπάτια των Νεκρών, γιατί οι ηλίθιοι που ανέβηκαν στα τείχη δεν ακολούθησαν τις διαταγές, να μην επιτεθούν στους πολεμιστές με τα γαλάζια περιβραχιόνια. Εκείνη η ασυνεννοησία του είχε στοιχήσει ένα βέλος στον ώμο και παραλίγο τη ζωή του. Και τώρα δεν του γέμιζαν ιδιαίτερα το μάτι τα είκοσι τριάντα σιχαμερά τελώνια. Χείριστοι κακομοίρηδες και τυχοδιώκτες ήταν, που ήξεραν να στήνουν παγίδες και να επιτίθενται πισώπλατα σε άλλους κακομοίρηδες. Γνώριζε ότι δεν μπορούσε να στηριχτεί σε δαύτους και γι’ αυτό είχε άλλους συνεργάτες στο νου του, που είχε υποδείξει ο παντογνώστης αστρολόγος και που ήταν δέκα φορές πιο επικίνδυνοι. Θα τους στρατολογούσε στο δρόμο, αλλά μέχρι να τους συναντήσει έπρεπε να κάνει υπομονή και να πάει με τα νερά των τελωνίων. Ο Κελζέν απ’ τη μεριά του, είχε την ικανότητα να αναγνωρίζει την ειρωνεία και την αμφιβολία στους συνομιλητές του. Καυχιόταν ότι ήξερε να εκτιμήσει χαρακτήρες. Ήταν αρχηγός μονάδας για τις έμφυτες πολεμικές του ικανότητες και τη διορατικότητά του, αλλά τον τελευταίο καιρό είχε πέσει στη δυσμένεια των Πεδιανθρώπων, γιατί πριν την πολιορκία είχε χάσει σε μια αψιμαχία αρκετούς άνδρες και έναν αιχμάλωτο τυμβωρύχο τον οποίο είχε συλλάβει στη Δρακοφωλιά. Χωρίς να κοιτάξει στα μάτια τον άνθρωπο που θεωρητικά συγκαταλεγόταν στους ορκισμένους εχθρούς του και που είχε υποχρεωθεί να καθοδηγεί, απάντησε μιμούμενος το ύφος του καλοξυρισμένου ανθρώπου: «Μερικές φορές το να ακολουθείς ίχνη στα βράχια είναι δύσκολο. Οι δαιμονισμένοι άνθρωποι που ζουν στα δάση έχουν αντιγράψει τέχνες από τα ζώα και καλύπτουν τα ίχνη τους
- 59 -
και τα κάνουν να φαίνονται διαφορετικά από αυτό που είναι. Ο Βάιλ δεν αφήνει τα ίχνη από τα μάτια του γιατί μπορεί να τα χάσει. »Και αν γίνει αυτό δεν θα καταφέρουμε να τα βρούμε ξανά. Όχι εδώ. Παρακάτω το δάσος γίνεται πολύ πυκνό. Δεν ξέρω γιατί ακολουθούν αυτή την πορεία οι φίλοι σου- οι δικοί μου έχουν μάθει όλα αυτά τα χρόνια να μην μπαίνουν βαθιά στα δάση. Αν ήταν αγγελιοφόροι αυτοί που βγήκαν απ’ το κάστρο, δεν θα έτρεχαν προς τα δικά τους εδάφη, μέχρι να συναντήσουν το πέτρινο φίδι που ονομάζετε Υφαστή Οδό;» Ο δεύτερος άνθρωπος που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν καθισμένος ανακούρκουδα αμίλητος, στηρίχθηκε με κόπο στο παράξενο ραβδί του από ξύλο οξιάς για να σηκωθεί και μελέτησε τα σημάδια του καιρού στον ουρανό. «Υφαντή Οδό το λένε», διόρθωσε χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στον αρχηγό των τελωνίων. Μετά κοίταξε αδιάφορα γύρω του και συμπλήρωσε: «Δεν με ενδιαφέρει αν είναι αγγελιοφόροι και πολύ περισσότερο δεν σε ενδιαφέρει εσένα. Οι διαταγές σου είναι σαφείς και ο καθορισμός της ανταμοιβής σου σαφέστερος. Μόλις τους συλλάβουμε ή τους σκοτώσουμε θα πάρεις ακριβώς δέκα χρυσά νομίσματα για κάθε έναν από αυτούς. Θα πληρωθείς από τα χέρια μου. Όχι νωρίτερα και όχι λιγότερα. Μετά μπορείς να επιστρέψεις στην προηγούμενη δουλειά που σου έχουν αναθέσει. Άσκοπες περιπολίες στα δάση ή ό,τι κάνεις. Και δεν έχουν ξωτικά μαζί τους. Τα ξωτικά κι οι άνθρωποι του βασιλείου δεν είναι σύμμαχοι.» Τα λόγια του ανθρώπου ήταν κατά κάποιον τρόπο αυστηρά και καθόριζαν επακριβώς όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν. Ένα ρητό συμβόλαιο με αδιάβλητους όρους. Όχι νωρίτερα και όχι λιγότερα, συλλογίστηκε ο Κελζέν ξύνοντας το πηγούνι του. Οι Πεδιάνθρωποι αποκαλούσαν τους όμοιούς του «προσκόπους» και η πονηριά τους ήταν ονομαστή. Μπορούσαν με τις πανούργες ενέδρες τους να εγκλωβίσουν και να εξουδετερώσουν οποιοδήποτε θήραμα, όσο άγριο κι αν ήταν. Δεν άνηκαν στα εφτά φύλα που είχαν οργανώσει την εισβολή στα βουνά. Τα τελώνια συμμάχησαν
- 60 -
με τους Τσαρ, αποσπώντας μεγαλόσχημες υποσχέσεις για αναρίθμητα λάφυρα, σκλάβους, απέραντες γαίες και φανταχτερά αξιώματα. Αν και ο Κελζέν δεν γνώριζε λεπτομέρειες για τους δύο ανθρώπους που συνόδευε και του έδιναν διαταγές, ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρος πως ήταν άνθρωποι απ’ το βουνίσιο βασίλειο. Το πώς και το γιατί είχαν πάρε δώσε με τον Κβάζαρ δεν μπορούσε να το ξεδιαλύνει. Καταλάβαινε, όμως πολύ καλά πως κάτι μεγάλο παιζόταν πίσω απ’ την πλάτη του. Μπορεί και πίσω απ’ τις πλάτες όλων τους. Αναγνώριζε βέβαια ότι σε μία βρομοδουλειά δεν είναι απαραίτητο όλοι οι εμπλεκόμενοι να γνωρίζουν τις λεπτομέρειες, αλλά όπως και να ’χε ο Κελζέν έβραζε μέσα του γιατί ο άνθρωπος με την πορφυρή ρόμπα δεν αποκάλυπτε περισσότερα. Διαολεμένος. Αυτή η δουλειά μύριζε από μακριά πως θα στράβωνε, γι’ αυτό όταν ερχόταν η ώρα της μοιρασιάς θα έπρεπε να έχουν πάρει τα μέτρα τους. Το μερίδιό τους θα κοβόταν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο· ο Κελζέν δεν έχει μάθει να χάνει. Καθώς τα τελώνια μάζευαν τα πράγματά τους και έθαβαν τη θράκα που είχε απομείνει απ’ την πρόχειρη φωτιά, ο Κελζέν έπειτα από αρκετή σκέψη ρώτησε με ένα στραβό, ψεύτικο χαμόγελο το γηραιότερο άνδρα: «Και θα σας πείραζε να μας αποκαλύψετε τα ονόματά σας, εσύ και ο σύντροφός σου άρχοντα;» Τη λέξη άρχοντας την τόνισε επίτηδες, γιατί πίστευε πως όλοι οι άνθρωποι απ’ τα βουνά κολακεύονταν με τέτοιου είδους παφλαγόνικες προσφωνήσεις. Ο γερασμένος άνθρωπος απαξίωσε ν’ απαντήσει στο βραχύσωμο τελώνιο. Χάιδεψε τη σκαλιστή κεφαλή δράκου στο ραβδί του, έβγαλε από ένα πουγκί στη ζώνη του μερικά ξερά φύλλα και άρχισε να τα μασουλάει. Παρενέβη ο νεαρότερος και είπε με συγκαλυμμένη δυσφορία: «Για να αποκαλύψει κάποιος κάτι, χρειάζεται πρώτα να το κρύβει και εγώ ποτέ δεν έκρυψα το όνομά μου. Το όνομά μου είναι Τολούκ και συνταξιδιώτης είναι ο πατέρας μου.» Αν ο Κελζέν είχε την ικανότητα να διαβάζει μες στο μυαλό των συνομιλητών του, θα τράβαγε την ίδια στιγμή το γυριστό σπαθί του για να φυλαχτεί. Γιατί ο Τολούκ σκεφτόταν ότι δεν πείραζε να μάθει ο
- 61 -
βρωμερός αρχηγός των τελωνίων το όνομά του, αφού πολύ σύντομα θα ήταν τόσο βαθιά θαμμένος στο χώμα, που η φωνή του δεν θα έφτανε ως την επιφάνεια για να ακουστεί. Και θα ήταν και άλλοι για παρέα του στο λάκκο. Ο Κελζέν αμέριμνος φορτώθηκε και πάλι το σακίδιό του, που τα πλαϊνά του ήταν παραγεμισμένα με πούπουλα για να κινείται αθόρυβα. Βλέποντας ότι ο νεαρός ήταν πιο συζητήσιμος επέμεινε: «Και μεγάλε άρχοντα Τολούκ, θα μπορούσα να πληροφορηθώ το είδος του νομίσματος με το οποίο θα πληρωθούμε εγώ και οι αξιότιμοι συνάδελφοί μου; Γιατί -να είναι πληροφορημένη η αφεντιά του πατέρα σου- τα νομίσματα που λένε χρυσές αράχνες οι βουνίσιοι και έχουν πάνω τους χαραγμένες τις μουτσούνες τους, μου φέρνουν… πώς να το πω; Μου φέρνουν μια ελαφριά αλλεργία.» Ο Κελζέν από την πρώτη στιγμή είχε παρατηρήσει πόσο λίγα εφόδια είχαν φέρει οι δύο άνθρωποι μαζί τους. Ένα μικρό δισάκι μόνο, που το κουβαλούσε πάντα ο γιος. Αυτό φυσικά είναι καλό για όποιον ενώνεται με μία ομάδα τελωνίων, τα οποία δεν θέλουν περιττές αποσκευές να τους καθυστερούν. Όμως σίγουρα μπορεί να εγείρει ερωτηματικά αν τα δισάκια δεν είναι παραγεμισμένα με πούπουλα και από μέσα τους δεν ακούγονται οι θόρυβοι που θα έπρεπε να ακούγονται. Ειδικά αν αυτοί οι θόρυβοι αντιστοιχούν σε χούφτες με χρυσά νομίσματα, που προορίζονταν για τα κεφάλια αυτών που κυνηγούσαν. Δέκα κομμάτια το καθένα ε; Δεν θα ‘πρεπε το δισάκι τους να κουδουνίζει σα σεντούκι γερο-τσιγκούνη; Αν ο Κελζέν δεν φοβόταν την οργή του Κβάζαρ, θα είχε ήδη ζητήσει μια ευγενική προκαταβολή απ’ τον ψηλομύτη γέροντα. Μες στην άγνοιά του πίστευε ότι είχε κάνα δυο τρόπους στην διάθεσή του για να τον πείσει. Ο Τολούκ απ’ την πλευρά του, που είχε την ικανότητα να διαβάζει τις σκέψεις των άλλων, όπως άλλωστε και ο υποτιθέμενος πατέρας του, χαμογέλασε αχνά και απάντησε ευθέως: «Μην σε ανησυχεί αυτό μεγάλε αρχηγέ Κελζέν. Τα νομίσματά μας είναι κομμένα στην Καναά. Έχουν το σωστό σχήμα και πάνω απ’ όλα το
- 62 -
σωστό βάρος. Μην ξεχνάς. Δέκα ολοστρόγγυλα χρυσά για τον καθένα που θα πέσει στα χέρια μας ή θα πέσει απ’ τα σπαθιά σας. Και αν δεν ξεφύγει κανένας τους, τότε ο πατέρας μου ίσως σας δώσει κάτι παραπάνω.» Ο Κελζέν δεν θέλησε να παίξει παραπάνω με την τύχη του. Για την ώρα, σκέφτηκε, ενώ τα βλέμματα των δύο ανθρώπων διασταυρώνονταν με νόημα πάνω απ’ τους ώμους του. Σήκωσε το χέρι του ψηλά και με μια βρισιά έδωσε εντολή στην ομάδα να ξεκινήσει πάλι. Ο δρόμος ήταν μακρύς μπροστά. Τα δάση που θα έμπαιναν ήταν επικίνδυνα, όπως τους είχε προειδοποιήσει και ο Κβάζαρ. Πάρα πολύ επικίνδυνα…
- 63 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40 Μάχη με νύχια και με δόντια
Η ΦΩΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΜΕΡΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ, ίσως το τρομερότερο που έδωσε ο άγριος, παγανιστικός Θεός του χάους Γκάργκας σε όσους τον λάτρεψαν κατά τη διάρκεια των αιώνων. Καίει, καταστρέφει, σαρώνει και όσους δεν φτάνει να αγγίξει, τους πνίγει με τους καπνούς της. Δεν μπορεί, όμως να κάψει την πέτρα. Όσο και να τη γλείψει, όσο και να την αγκαλιάσει, όσο και να προσπαθήσει μανιασμένα να τη λιώσει. Το ξημέρωμα που οι ορδές των τελωνίων και των Πεδιανθρώπων ξεχύνονταν στο εξωτερικό τείχος της Αδιγχάρα, εφαρμόστηκε ένα παράτολμο σχέδιο, που ο αρχιμηχανικός της πόλης είχε επεξεργαστεί κατόπιν μυστικών διαταγών του Μέγα Στρατηγού και του Άρχοντα Καστριαίου. Στόχος ήταν η με κάθε τίμημα δημιουργία μιας ύστατης γραμμής άμυνας γύρω από το εσωτερικό κάστρο. Και η πόλη ήταν προορισμένη να παίξει το ρόλο της τάφρου. Δεκάδες βαρέλια ξέχειλα με λάδι και νάφθα είχαν τοποθετηθεί σε καίρια σημεία, μέσα στις στοές των οχτώ τοξωτών γεφυρών, οι οποίες ένωναν το εσωτερικό τείχος με το εξωτερικό. Καθώς οι εισβολείς καταλάμβαναν θέσεις παντού στον εξωτερικό δακτύλιο, προστάτες ιππότες του Αγίου Ιωάννη δεμένοι με βαρείς όρκους, άναψαν με αυτοθυσία τα φυτίλια και μια αλυσιδωτή σειρά από εκκωφαντικές εκρήξεις θρυμμάτισε τον αέρα σε ακτίνα μιλίων. Ταυτόχρονα και καθώς ένα σύννεφο καπνού έπνιγε την πόλη, μια συντονισμένη ομοβροντία απ’ τις τιρμπούκες του εσωτερικού τείχους, αποτελείωσε το έργο των εκρήξεων, διαλύοντας τα υπολείμματα των γεφυρών και θάβοντας κάτω από βουνά πέτρας και φωτιάς, φίλους κι εχθρούς αδιάκριτα. Ένα φλεγόμενο συνονθύλευμα από θραύσματα, πλάκες και δοκάρια εκτινάχθηκε σε μεγάλο ύψος, σχεδόν άγγιξε τον ουρανό και μετά έπεσε σα θεϊκή τιμωρία σε σπίτια κι ανθρώπους.
- 64 -
Την ίδια ώρα εκατοντάδες βολές απ’ τους καταφλέκτες των πολιορκητών δημιουργούσαν πάνω απ’ την πόλη μία φονική, τεχνητή πύρινη βροχή. Σε όλο το μήκος των τειχών, όσοι στρατιώτες μπορούσαν ακόμα να σταθούν στα πόδια τους, εγκατέλειπαν τις θέσεις τους αγνοώντας διαταγές που τους καλούσαν να γίνουν ήρωες και έτρεχαν να προλάβουν να κρυφθούν στο εσωτερικό κάστρο. Οι μικρές σιδερένιες πύλες που οδηγούσαν απ’ τους δρόμους της πόλης προς το κάστρο, έμειναν για λίγη ώρα ανοιχτές, προκειμένου να σωθούν όσοι πανικόβλητοι πολίτες πρόλαβαν να τρέξουν ως αυτές. Λίγοι τυχεροί -και δειλοί- γλύτωσαν. Κατόπιν, καθώς οι εχθροί καταλάμβαναν τους τομείς της πόλης, οι φρουροί αναγκάστηκαν να τις σφραγίσουν, γνωρίζοντας ότι έτσι καταδίκαζαν συγγενείς και συντρόφους σε βέβαιο θάνατο. Για την πλειονότητα των αλλοφρόνων κατοίκων της πόλης, δεν θα υπήρχε καταφύγιο πουθενά. Πολίτες τρομαγμένοι κι απελπισμένοι, μπλέκονταν με τραυματισμένους που υποχωρούσαν και πριν το δικό τους χαμό, γίνονταν μάρτυρες του χαμού των δικών τους. Άλλους τους κατάπιαν οι φωτιές, άλλοι χάθηκαν μέσα στα απαίσια στίφη των τελωνίων κι άλλοι ποδοπατήθηκαν από τα προσφιλή τους πρόσωπα. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης παραδόθηκε στις φλόγες και οι εισβολείς έστησαν ένα αποτρόπαιο σκηνικό κόλασης στην άλλοτε περήφανη καστροπολιτεία της Ανατολικής Ντραγκούτ. Αφιονισμένοι στρατιώτες των Πεδιανθρώπων, που είχαν μάθει από τα μικράτα τους να μισούν τους βουνίσιους ως αιτία όλων των βασάνων τους και ήδη είχαν χάσει αμέτρητους συντρόφους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, τώρα ξεχύνονταν σαν πλημμυρίδα μέσα σε δρόμους, σπίτια, πλατείες και ναούς. Για τους κατώτερους πεζικάριους, εκείνες οι ώρες που μεσολαβούσαν ως τη στιγμή που ο Κβάζαρ θα σήμαινε το τέλος του πλιάτσικου, ήταν ίσως η μοναδική τους ευκαιρία για ν’ αποκτήσουν τον πλούτο και τη δόξα που θα έκανε τη ζωή τους να μοιάζει με αυτή των Τσαρ.
- 65 -
Δεν ξέρω πόσο σημασία έχει να συνεχίσω ν’ ανακατεύω στην αφήγησή μου δραματικές περιγραφές με τις λεηλασίας και τις ανομίες που διέπραξε εκείνος ο στρατός, εκείνη την αποφράδα μέρα στην Αδιγχάρα. Όλοι οι κατακτητές τα ίδια έκαναν και τα ίδια θα κάνουν όσες εποχές κι αν περάσουν. Η ανθρώπινη φύση κρύβει απεριόριστη βαναυσότητα, που σε παρόμοιες περιπτώσεις έρχεται στην επιφάνεια. Μα εκείνη η πόλη δεν είχε παραδοθεί ακόμα… Η εφαρμογή του σχεδίου της ανατίναξης των γεφυρών ήταν μια σκληρή απόφαση, αλλά για τον Άρχοντα Καστριαίο προείχε η σωτηρία έστω κι ενός τελευταίου θύλακα της κυριαρχίας του. Γαντζωμένος μέσα στο ριζωμένο στο βράχο πανύψηλο εσωτερικό κάστρο, με τα σιδερόφρακτα παράθυρα, τις οχτασφράγιστες πύλες και τις αμυντικές βολές απ’ τις τιρμπούκες, πίστευε ότι θα κέρδιζε το χρόνο που απελπισμένα χρειαζόταν. Ο κυριότερος του σύμμαχος, ο δριμύς χειμώνας, θα εκδήλωνε τη σφοδρή επίθεσή του προτού αδειάσουν εντελώς οι αποθήκες τροφίμων του κάστρου, ενώ πάντα υπήρχε το ενδεχόμενο να ξεπροβάλουν πίσω απ’ τις αετοκορφές του Μερκατάλ τα φλάμπουρα των ταγμάτων της Ένιεθ. Και μέσα του βαθιά ο Καστριαίος έκρυβε την αμυδρή ελπίδα ότι η αποστολή που είχε περπατήσει στα Σκαλοπάτια των Νεκρών, ίσως ανακάλυπτε τα δύο τελευταία κομμάτια της περγαμηνής. Τότε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του αστρολόγου Μπαρταντίν, η δύναμη του καταστροφικότερου όπλου θα περιερχόταν στα χέρια του, τοποθετώντας τον σε θέση ισχύος. Εξάλλου ο άτακτος συρφετός του εχθρού θα χρειαζόταν μέρες για να αναδιοργανωθεί. Ο ηγέτης των Πεδιανθρώπων θα δυσκολευόταν να πείσει τους στρατιώτες να αφήσουν στην άκρη το πλιάτσικο και να επανδρώσουν ξανά σκάλες και καταπέλτες για να επιτεθούν στο εσωτερικό κάστρο. Προκειμένου να σφυροκοπήσουν τους γρανιτένιους τοίχους, θα έπρεπε να περάσουν μέσα απ’ τους στενούς δρόμους της πόλης, τις ογκώδεις πολιορκητικές τους μηχανές, μα ακόμα κι όταν δημιουργούσαν ρήγματα θα καλούνταν ν’
- 66 -
αντιμετωπίσουν από πίσω, τους αχανείς, έμπλεους θανατηφόρων παγίδων, λαβυρινθοειδείς διαδρόμους. *** Όπως αποδείχθηκε κάτι μεσολάβησε και το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε στην εντέλεια. Οι τοξωτές γέφυρες κατέρρευσαν, αλλά όλες εκτός από μία. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης επίθεσης πριν την αυγή, τα πρώτα τελώνια που σκαρφάλωσαν στο τείχος βρήκαν ορθάνοιχτη την πύλη της τέταρτης γέφυρας. Εκεί απ’ όπου είχε διατάξει την έξοδο των στρατιωτών ο Άρχοντας Καστριαίος, ακολουθώντας πειθήνια τη συμβουλή του Μπαρταντίν. Χωρίς οι σκοπιές στα τείχη να το έχουν αντιληφθεί, μεγάλα τμήματα του στρατού των Πεδιανθρώπων είχαν μετακινηθεί στο Χθόνιο κι από εκεί πέρασαν στο απόκρημνο τμήμα του τείχους, κάτω απ’ το κλιμακωτό Νεκροταφείο των Ηρώων. Με τη βοήθεια τροχαλιών και καταπελτών που εκτόξευσαν γάντζους και σκοινιά, ευκίνητα τελώνια σκαρφάλωσαν και άρχισαν να ξεχύνονται προς το εσωτερικό κάστρο. Τους καθυστέρησαν ελάχιστα οι σκελέτινοι πολεμιστές που είχαν ξεφύγει από τους σπασμένους τάφους και οι εξήντα τέσσερις στρατιώτες της εξόδου. Ακόμα κι έτσι τα τελώνια δεν άργησαν να εισχωρήσουν στις στοές της τοξωτής γέφυρας και αιφνιδιάζοντας τους λιγοστούς προστάτες του Αγίου Ιωάννη που συνάντησαν εκεί, την κατέλαβαν μέχρι τη μέση, εκεί όπου είχαν σωρευτεί τα βαρέλια με το λάδι και την εκρηκτική νάφθα. Ενώ οι λοχαγοί των Πεδιανθρώπων προσπαθούσαν να κατανοήσουν τη χρησιμότητα της αλλόκοτης, πηχτής μαύρης ουσίας μες στα βαρέλια, εφτά αλλεπάλληλες εκκωφαντικές εκρήξεις ακούστηκαν από όλη την πόλη. Η ένταση των εκρήξεων προκάλεσε σεισμικές δονήσεις που γκρέμισαν πολλά κτίρια, αλλά όταν οι σκόνες καταλάγιασαν, οι πολιορκητές διαπίστωσαν πως το εσωτερικό κάστρο
- 67 -
της Αδιγχάρα είχε παραμείνει ακλόνητο στη θέση του με την τέταρτη γέφυρα να παίζει το ρόλο του ομφάλιου λώρου προς τον υπόλοιπο κόσμο. Αφού ξεπέρασαν τον αρχικό τους αιφνιδιασμό απ’ τις εκρήξεις που ισοπέδωσαν σχεδόν τα πάντα ανάμεσα στο εξωτερικό και στο εσωτερικό τείχος, οι λοχαγοί των Πεδιανθρώπων στο εσωτερικό της τέταρτης, ανέπαφης γέφυρας, έδωσαν εντολή στους άνδρες τους να προωθηθούν με ταχύτητα. Φώναξαν στις πίσω σειρές να φέρουν τα κλουβιά με τα εκπαιδευμένα ημιάγρια σκυλιά που είχαν ανεβάσει στα τείχη και έβαλαν μια σειρά από μεγαλόσωμους, κατάφρακτους πολεμιστές με πυργωτές ασπίδες να προχωρήσουν στην πρώτη γραμμή. Πίσω από αυτούς ακολουθούσαν άλλοι με πυρσούς και μακριές λόγχες και ακόμα πιο πίσω μικρόσωμοι μαχητές με κοντά σπαθιά, στιλέτα, τσεκούρια και βαλλίστρες. Οι τελευταίοι ήταν ειδικά εκπαιδευμένοι να πολεμούν σε στενά περάσματα και είχαν εμπειρία από μάχες σε υπόγειες στοές και σκοτεινές σπηλιές. Φορούσαν ελαφριές πανοπλίες από βρασμένο δέρμα για να είναι πιο ευκίνητοι και δεν κουβαλούσαν ασπίδες. Μόλις τα τελώνια διέσχισαν τη γέφυρα και πάτησαν το πόδι τους στο εσωτερικό κάστρο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Ένας λόχος αποτελούμενος από σκαπανείς και σκαφτιάδες, οχύρωσε ένα προγεφύρωμα, στοιβάζοντας όπως όπως μαδέρια και τούβλα και στήνοντας πρόχειρες παγίδες με βαλλίστρες και σφεντόνες. Η μεγαλύτερη ομάδα, αποτελούμενη από διακόσιους άνδρες άρχισε να ακολουθεί τα ζωγραφισμένα σημάδια, που οδηγούσαν στην αίθουσα του θρόνου του βουνίσιου βασιλιά, την καρδιά του πέτρινου κτήνους. Χωρίς αυτά τα σημάδια κάθε προσπάθεια των Πεδιανθρώπων θα ήταν μάταιη, αφού το κάστρο της Αδιγχάρα ήταν έτσι φτιαγμένο ώστε να μπερδεύει και να αποπροσανατολίζει τους τυχόν εισβολείς. Δυστυχώς η προδοσία ήταν καλά οργανωμένη. Για πλούτη και άλλα ακόμα πιο δυσεύρετα αγαθά, έρχονται πάντα στο προσκήνιο οι εν δυνάμει προδότες. Ο δαυλανάφτης Τσιγκόριν δεν χρειαζόταν πολλά
- 68 -
για να καμφθούν οι ισχνοί ενδοιασμοί του, αν υπήρξαν τέτοιοι ποτέ. Με άφθονο χρυσάφι, σωρούς αλάτι και υποσχέσεις για στιλπνή σάρκα, παραμυθιάστηκε ότι από ταπεινός υπηρέτης στην υπηρεσία αλαζόνων, θα γινόταν ο ίδιος του Άρχοντας και Τσαρ μαζί. Ας ήταν καλά ο Μπαρταντίν και η πειθώ των λόγων του. Η τρίτη ομάδα, καθοδηγούμενη από τα σκυλιά, που θα εντόπιζαν τη μυρωδιά του Τσιγκόριν, θα κατευθυνόταν προς τα βαθιά μπουντρούμια του κάστρου, εκεί όπου δασκαλεμένος τους περίμενε. Στα μπουντρούμια κρατούνταν οι ειδεχθέστεροι των εγκληματιών της Αδιγχάρα και ανάμεσά τους υπήρχε ένας φυλακισμένος που ενδιέφερε προσωπικά τον Κβάζαρ. Τέλος όσοι στρατιώτες συνέχιζαν να ανεβαίνουν στα τείχη, θα έμπαιναν στους διαδρόμους σκοτώνοντας και σπέρνοντας το χάος αδιάκριτα στο πέρασμά τους. Όλα θα ήταν χαμένα για την Αδιγχάρα εκείνη τη μέρα, αν δεν εμφανιζόταν ο Ιππότης να πολεμήσει για τελευταία φορά στο πλευρό της Αραχνίδος και να εξισορροπήσει τις προδοσίες στην πλάστιγγα της μοίρας. Ήταν ένας πραγματικός ήρωας, με τη μορφή ιερού απεσταλμένου που κι άλλοτε είχε εμφανιστεί σε σκοτεινές ώρες του βασιλείου. Η τελευταία μάχη, που είχε δώσει ήταν στο Καρτάους, όπου μόνος του είχε εξολοθρεύσει ορδές τελωνίων στον περίβολο του Φεουδάρχη. Τώρα και πάλι μόνος ήταν, αλλά το πέρασμα που φύλαγε ήταν στενό και προφυλαγμένο. Και επιπλέον δεν φοβόταν για τη ζωή του. Όχι γιατί η ύπαρξή του δεν μπορούσε να καταστραφεί, αλλά επειδή αυτή η θυσία του είχε προοικονομηθεί ως η έσχατη και σημαντικότερη αποστολή του. Μερικές ώρες πριν τη μεγάλη επίθεση, καθώς οι ακτίνες του ζωοδότη χάνονταν, είχε μιλήσει σ’ ένα μουχλιασμένο κελί με μία δασογεννημένη. Η ξωτικιά είχε τυλιγμένες σπείρες στο λαιμό της, το πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένο και ήξερε να αναγνωρίζει σημάδια στο ποτάμι του χρόνου. Ο Ιππότης παρουσιάστηκε στο διαλογισμό της αναζητώντας καθοδήγηση και εκείνη είχε διαβάσει στα ραγίσματα των ματιών του και στις γραμμές των χεριών του, ότι εκείνο το δειλινό
- 69 -
έμελλε να είναι το τελευταίο του πάνω στη γη. Και εκείνος διόλου δεν φοβήθηκε, μόνο χαμογέλασε αχνά και της ευχήθηκε καλή τύχη στο δικό της ταξίδι, που σύντομα θα ξαναξεκινούσε. *** Φωτιά μέσα απ’ τη φωτιά. Θυσία αλληλένδετη με το θάνατο. Ο διάδρομος του εσωτερικού κάστρου σε εκείνο το σημείο είχε πλάτος το πολύ δώδεκα πόδια και ύψος άλλα τόσα. Ξεκινούσε κοντά στα εξακόσια βήματα και ογδόντα σκαλοπάτια απ’ την είσοδο της τέταρτης γέφυρας και κατέληγε σε μία αψίδα με σκαλισμένες απεικονίσεις από το ευχάριστο κυνήγι ζαρκαδιών ενός αρχαίου βασιλιά. Πριν από λίγες ώρες ο Αλιόσκα είχε περάσει κάτω απ’ την ίδια αψίδα δύο φορές ακολουθώντας τα βέλη του Τσιγκόριν. Τώρα από εκεί έπρεπε να περάσουν οι δολοφόνοι του Κβάζαρ για να φτάσουν ως τον Καστριαίο, μα η προέλασή τους είχε απρόσμενα ανακοπεί. Μία σκληροτράχηλη διμοιρία του τάγματος των προστατών του Αγίου Ιωάννη, είχε σταλθεί για να τους καθυστερήσει με αυτοθυσία, ώσπου να οργανωθούν οι άμυνες σε υψηλότερα επίπεδα του κάστρου. Ανάμεσά τους είχε παρεισφρήσει ο Ιππότης κι ας μην πίστευε στον άγιό τους κι ας μην ταίριαζε η πανοπλία του με τις δικές τους. Σε εκείνο το στενό διάδρομο έμελλε να γραφεί μια απ’ τις επικότερες σελίδες της πολιορκίας. Για ώρα οι κλαγγές των σπαθιών διασταυρώνονταν με την ηχώ τους και κραυγές πόνου ανακατεύονταν με κραυγές θυμού. Λόγχες έσκιζαν στα δύο ασπίδες, ιαχές επιχειρούσαν να καταρρακώσουν το ηθικό των αντιπάλων και τραντάγματα απ’ τη βάση του κάστρου διέσχιζαν τους αρμούς των πετρών. Από τη μία μεριά συνωστίζονταν κακομούτσουνα τελώνια, σπρώχνοντας το ένα το άλλο και τρίζοντας τα δόντια τους. Μετά από πολλές αιματηρές, άκαρπες κατά μέτωπο επιθέσεις, είχαν οπισθοχωρήσει λίγο για να σκεφτούν μήπως έπρεπε να
- 70 -
χρησιμοποιήσουν κάποια πονηρότερη στρατηγική. Άλλοι υποστήριζαν ότι θα ήταν ευκολότερο να παρακάμψουν το διάδρομο και άλλοι έλεγαν να περιμένουν ώσπου να έρθουν ενισχύσεις. Διαφωνούσαν, βρίζονταν κι οριστική απόφαση δεν έπαιρναν. Στην άλλη άκρη του διαδρόμου ορθωνόταν ο πολεμιστής με τον ασημένιο θώρακα. Ο ίδιος πολεμιστής που πριν από μερικές μέρες είχε κατασφάξει δεκάδες τελώνια στο Φέουδο του Καρτάους και είχε γλυτώσει επειδή ο Μπαρταντίν τον είχε πάρει μαζί του στο ξόρκι που είχε κάνει. Ήταν ο ίδιος πολεμιστής που πριν από εκατόν είκοσι εφτά χρόνια είχε εξολοθρεύσει τους κατοίκους του Φονοθόνοφ, εξαιτίας της κατάρας της Δήμητρας. Ο Ιππότης που ακολουθούσε τις προσταγές του Δημιουργού. Είχε δεχτεί βέλη, σπαθιές, τσεκουριές και χτυπήματα σιδερένια ρόπαλα, αλλά οι δυνάμεις του δεν θα τον εγκατέλειπαν τόσο εύκολα. Ήταν προορισμένος να αντισταθεί μέχρι την εκπλήρωση του πεπρωμένου του. Ανάμεσα σ’ αυτόν και τα τελώνια, υπήρχαν μόνο σπαρμένα πτώματα κι απ’ τις δύο πλευρές, αγκαλιασμένοι και αναπαυμένοι στον κοινό τους τάφο. Σώματα χωρισμένα από τα κεφάλια τους και μέλη μακριά απ’ τον κύρη τους. Το αίμα είχε σχηματίσει αυλάκια ανακατεμένο με ιδρώτα και σωματικά υγρά, είχε πιτσιλίσει τους τοίχους, ξεραινόταν σε σπαθιά και πανοπλίες και μετά από λίγο πάλι τις πότιζε, μην τυχόν και διψάσουν. Απέναντι, τα πρόσωπα των συνωστισμένων αντιπάλων του είχαν στραβώσει σε αποτρόπαιες, αγανακτισμένες εκφράσεις αγνής κακίας. Οι τελ έβγαζαν τις γλώσσες τους κοροϊδευτικά, χειρονομούσαν πρόστυχα, μα να προχωρήσουν μπροστά ούτε λόγος. Ήδη είχαν χάσει πολλούς απ’ τους ελεεινούς συντρόφους τους και πλέον δείλιαζαν σαν δαρμένα σκυλιά. Από πίσω ακούγονταν λαρυγγώδεις διαταγές, που τους έστελναν προς το θάνατο. Η προέλασή τους στο εσωτερικό του κάστρου έπρεπε να συνεχιστεί για να δολοφονήσουν τον Άρχοντα των βουνίσιων. Οι υπόλοιπες ομάδες που τους υποστήριζαν είχαν κιόλας ξεχυθεί στις φλέβες του πέτρινου κτήνους.
- 71 -
Μερικές δρασκελιές πίσω από τον Ιππότη στέκονταν δυο τρεις προστάτες του Αγίου Ιωάννη, προτάσσοντας τις πυργωτές ασπίδες τους. Οι ανάσες τους έβγαιναν δύσκολα, οι κάποτε πάλλευκοι μανδύες τους ήταν σκισμένοι, καπνισμένοι και ματωμένοι, ενώ τους θώρακές τους αντί για πλουμίδια τούς στόλιζαν βουλιάγματα και κοψιές. Ήταν φανερό ότι δεν μπορούσαν να κρατήσουν τη θέση τους επ’ άπειρο. Παρ’ ότι η διμοιρία είχε αποδεκατιστεί, η αποστολή τους είχε ολοκληρωθεί, κυρίως λόγω της βοήθειας που είχε προσφέρει ο ατρόμητος, άγνωστος και μυστηριώδης στα μάτια τους, Ιππότης. Μέσα στον ορυμαγδό της μάχης δεν είχαν προλάβει να μάθουν την ταυτότητα του και δεν θα τη μάθαιναν ποτέ. Ο ένας απ’ τους προστάτες, ένας γηραιός λοχαγός που θυμόταν τον πόλεμο από τα πρώτα χρόνια της εισβολής, φώναξε για να ακουστεί πάνω απ’ τις κραυγές των τελωνίων: «Ιππότη! Μ’ ακούς; Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο εδώ. Δεν μπορούμε να βαστάξουμε αυτή τη θέση. Δεν έχουν νόημα περαιτέρω θυσίες. Σύντομα θα ανακαλύψουν τους παράλληλους διαδρόμους και θα μας περικυκλώσουν. Πρέπει να υποχωρήσουμε σε υψηλότερο επίπεδο και να ενωθούμε με τους υπόλοιπους μαχητές του τάγματός μου. Αλλιώς ή θα πεθάνουμε από τελώνια ή θα μας σκοτώσουν οι παγίδες του κάστρου μα τον Άγιο Ιωάννη!» Ο Ιππότης δεν έδωσε πολλή σημασία στα λόγια του γηραιού λοχαγού. Δεν μοιράζονταν ούτε τον ίδιο προστάτη, ούτε την ίδια αποστολή. Όσο έμενε όρθιος στα πόδια του, θα στεκόταν ακλόνητος στη θέση του, αναμένοντας. Ο λοχαγός διέταξε του άλλους δύο προστάτες να φύγουν τρέχοντας, χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Μετά κοίταξε πάνω απ’ τους ώμους του ξανθού Ιππότη τα στίφη των εχθρών που πλησίαζαν. Αργά και προσεκτικά, σχεδόν σκιαγμένα ήταν τα βήματα των πρώτων, ενώ μακριές λόγχες είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν πάνω απ’ τους ώμους τους, παλλόμενες μπρος πίσω. Τα τελώνια στις πίσω γραμμές ούρλιαζαν αφιονισμένοι και εκτόξευαν προς
- 72 -
το μέρος τους κατάρες, βρισιές και μυτερές πέτρες που έβγαζαν απ’ τους σάκους τους. Τίποτα από αυτά δεν τάρασσε τον Ιππότη και δεν τον αποσπούσε από το στόχο του. Ο βετεράνος λοχαγός έσκυψε την τελευταία στιγμή για ν’ αποφύγει ένα εκσφενδονισμένο ακόντιο που πέρασε σύριζα πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Γύρισε και φώναξε μια έσχατη φορά προς τον ιερό πολεμιστή: «Δεν ακούς άνθρωπε του Θεού; Έχεις τρελαθεί τελείως; Έλα να φύγεις μαζί μας! Θα βρούμε καταφύγιο ψηλότερα στο κάστρο. Εδώ θες να πεθάνεις;!» Ο ξανθός Ιππότης ήταν σαν να μην άκουσε. Διάβαζε στο μυαλό του, τους τυλιγμένους στην πανοπλία του ρούνους. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης ζωής του, είχε υποδυθεί το βοσκό, το ληστή, τον ηγούμενο, τον ψαρά, τον αριστοκράτη και τον πεθαμένο καρφωμένο με καρφιά σε κάσα από σανίδες. Πλέον είχε έρθει η ώρα να αποτινάξει από πάνω του και το ένδυμα του στρατιώτη των βουνών. Ο κύκλος της ύπαρξής του ως αγγελιοφόρου της ανώτερης δύναμης έμελλε να ολοκληρωθεί και ένιωθε ευλογημένος γιατί γνώριζε εκ των προτέρων τον προορισμό και τη λύτρωσή του. Χωρίς να αλλοιώσει τον τόνο της φωνής του και χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ τις μυρμηγκιές των τελωνίων που τον προσέγγιζαν, είπε στο λοχαγό με γαλήνη: «Φύγε στο δρόμο σου παλατιανέ. Για λίγη ώρα θα τους κρατήσω, μέχρι να πεθάνουν όσοι έχουν οριστεί. Πήγαινε και ομολόγησε στο Βασιλιά σου, ότι το τέταρτο μυστικό κρυβόταν στον Καθεδρικό της πόλης. Εκεί το είχαν θάψει, αλλά δεν είναι πια εκεί. Μα σύντομα το μυστικό θα γυρίσει καθώς αυτός ο πόλεμος τελειώνει». Ο λοχαγός στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος. Το σπαθί του διψούσε ακόμα για αίμα απίστων, αλλά είχε αξία να πεθάνει αδιάβαστος σ’ έναν σκοτεινό διάδρομο, εκεί στο πλάι ενός αγνώστου; Ήταν σίγουρος ότι δεν είχε ξαναντικρίσει τον ξανθό Ιππότη στους διαδρόμους του κάστρου ή στους στρατώνες. Άρχισε να πισωπατά με την ασπίδα του πάντα προτεταμένη και πριν τρέξει, φώναξε στην πλάτη
- 73 -
του πολεμιστή: «Ποιο τέταρτο μυστικό; Ποιοι το είχαν θάψει; Για τι πράγμα μιλάς; Ποιος είσαι; Ποιος είσαι;!» Ο Ιππότης δεν απάντησε ή μάλλον δεν ενδιαφερόταν να φτάσει η φωνή του στα αυτιά του λοχαγού. Τα χείλη του σχημάτισαν μια λέξη, που δεν υπήρχε καταγεγραμμένη ως τότε στα λεξικά των Χροναραχνογράφων. Αναγέννηση. Ο λοχαγός του Αγίου Ιωάννη δεν την άκουσε ποτέ. Έφτασε σε μερικά σκαλιά που ελίσσονταν προς τη σωτηρία. Πέταξε την ατσάλινη ασπίδα με τους περήφανους θυρεούς για να μην τον βαραίνει στη φυγή του. Κοίταξε μια τελευταία φορά την αντάρα που ερχόταν προς το μέρος του και την κορμοστασιά του ιερού πολεμιστή που ξεπρόβαλε μέσα απ’ τα κύματα των εχθρών. Γύρισε την πλάτη και το έβαλε στα πόδια. Δεν είδε όσα επακολούθησαν και τα οποία θα δυσκολευόταν να χωρέσει στο νου του. Ενώ τα δεκάδες τελώνια στριμώχνονταν στο πλάτος του διαδρόμου και προχωρούσαν βήμα με βήμα προς τον πολεμιστή, μια απρόσμενη αναμπουμπούλα δημιουργήθηκε στις πίσω γραμμές τους. Η αναστάτωση πλησίασε, έφτασε ως την εμπροσθοφυλακή και μέσα σε λίγες στιγμές η γραμμή των τελωνίων χωρίστηκε στη μέση και από μέσα της ξεπρόβαλε ένας μεγαλόσωμος πολεμιστής με καρφιά και κόκκινο λοφίο στην περικεφαλαία του. Στον θώρακά του είχε χαραγμένο ένα πηγάδι. Οι τελ παραμέρισαν όχι μόνο γιατί το διακοσμητικό λοφίο της περικεφαλαίας υποδήλωνε αρχηγό τάγματος, αλλά και γιατί είχαν την ευγένεια να παραχωρήσουν τις θέσεις τους στη σειρά του θανάτου. Ο Ιππότης στριφογύρισε με τέχνη το πλατύκοπο σπαθί στα χέρια του. Είχε αισθανθεί αυτό που καλούνταν να αντιμετωπίσει και δεν ξεγελιόταν τόσο εύκολα απ’ την παράταιρη μεταμφίεση του πιο μισητού εχθρού του. Ο μεγαλόσωμος αρχηγός τάγματος έκανε ένα βήμα μπροστά απ’ τους υπόλοιπους της παράταξης και στάθηκε αγέρωχα απέναντι στον Ιππότη. Αγέρωχα και κοροϊδευτικά συνάμα. Ακόμα δεν είχε κάνει
- 74 -
τον κόπο να τραβήξει κανένα από τα δύο σπαθιά του και σίγουρα δεν τον ενδιέφερε να κρατήσει ασπίδα. Με ηγεμονικές κινήσεις έβγαλε την αγκαθωτή περικεφαλαία του και αποκάλυψε ένα απαίσιο βλογιοκομμένο πρόσωπο δαίμονα, μιαρό, γωνιώδες και σατανικό, ένα πρόσωπο που μόνο ο Ιππότης είχε ξαναντικρίσει. Ακόμα και τα πιο άσχημα τελώνια αηδίασαν σε εκείνη τη θέα. Το πλάσμα, καγχάζοντας, κάρφωσε με θράσος την περικεφαλαία του σε ένα αποκεφαλισμένο πτώμα προστάτη του Αγίου Ιωάννη και το στήριξε σαν κούκλα σε έναν τοίχο, εν μέσω επευφημιών απ’ τον όχλο των τελωνίων. Ο Σάμκα, ο απεσταλμένος του Κάτω Βασιλείου δεν είχε εμφανιστεί εκεί απ’ τον κόσμο των αοράτων, για να δρέψει χαμένες ψυχές που δεν θα έβρισκαν το δρόμο τους, μετά την απώλεια της σεπτής σάρκας τους. Είχε επιλέξει να εμφανιστεί για να πάρει μέρος στη μάχη με την πλευρά των ανθρώπων απ’ τις πεδιάδες και να ξεγελάσει την πλάστιγγα της μοίρας. Νωρίτερα, ανάμεσα σ’ ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων είχε σκοτώσει έναν αρχηγό των τελωνίων, οικειοποιήθηκε την πανοπλία του και ζωγράφισε πάνω της ένα πηγάδι. Σκαρφάλωσε στα σκοινιά και έφτασε σ’ εκείνο το διάδρομο για να αντιμετωπίσει τον προαιώνιο εχθρό του, τον απεσταλμένο του Δημιουργού. Το να τον ανακαλύψει δεν ήταν δύσκολο. Οι δυνάμεις στο σύμπαν, αλληλοσυμπληρώνονται και η μία τραβιέται από την άλλη, όπως ο κεραυνός τραβιέται απ’ το ψηλότερο δέντρο του δάσους. Καταιγίδα, όμως πλησίαζε κι εκεί. Καθώς ο Ιππότης αντίκριζε τον ορκισμένο εχθρό του, η έκφραση στο πρόσωπό του σκλήρυνε. Γνώριζε πολύ καλά, ότι το ανόσιο δαιμόνιο ούτε σκοτωνόταν, ούτε παραδεχόταν την ήττα του. Μολαταύτα αυτή η μονομαχία τους έμελλε να είναι κι η τελευταία. Για να πολεμήσει μία τόσο ισχυρή και σατανική δύναμη, θα έπρεπε να απελευθερωθεί απ’ το ένδυμα του και να πολεμήσει με την αρχετυπική μορφή του. Αυτό θα σήμαινε και την αμετάκλητη εξορία του από τον πραγματικό κόσμο, αλλά ήταν ένα αντάλλαγμα που ήταν πρόθυμος να καταβάλει.
- 75 -
Απ’ την άλλη ο Σάμκα είτε μάντευε είτε όχι, την εσωτερική πάλη του αντιπάλου του, έδειχνε να αδιαφορεί και για την έκβαση της μονομαχίας και για τις συνέπειες που θα συνεπάγονταν. Με αλαζονεία ύψωσε το κεφάλι του, γύμνωσε τους κυνόδοντές του, άφησε να φανούν οι ακάνθινες ουρές του και έβγαλε τα νύχια στα δάχτυλα των χεριών του. Έτσι κι αλλιώς ήξερε ότι οι μάρτυρες της παρουσίας του, σύντομα θα έχαναν τα σώματά τους και πιθανότατα τις ψυχές τους, καταλήγοντας σε αυτή την περίπτωση αιώνια παιχνίδια στην αυλή του Κάτω Βασιλείου. Ο Ιππότης μιλώντας στη γλώσσα της Αραχνίδος, ξέβρασε τις λέξεις μέσα από τα δόντια του: «Εσύ!» Η ανάσα στο στήθος του ανεβοκατέβαινε ανταριασμένα. «Εσύ! Τολμάς να εμφανίζεσαι μπροστά μου, σε μέρος που προστατεύεται από ευχές και γητείες τίμιων ανθρώπων! Τόσο αποθρασύνθηκες και δεν φοβάσαι την τιμωρία; Εδώ τελειώνουν όλα.» Ο δαίμονας Σάμκα πρώτα έδειξε το πηγάδι στο θώρακά του κι έπειτα έφερε το δείκτη του στο ύψος του λαιμού, χαράσσοντας μια νοητή γραμμή από τη μια άκρη ως την άλλη. Αποκρίθηκε με τρεις λέξεις στη δική του διαβολόγλωσσα: «ΧΕΡΤΑΝ. ΧΑΖΑΡ. ΧΕΝΤΕΡΕΜ». Όταν αυτές οι λέξεις ειπωθούν με τη σωστή προφορά πλέκουν ένα ακατανόμαστο ξόρκι. Οιμωγές καταραμένων ανεβαίνουν από τα έγκατα της γης και δυναμώνουν χίλιες φορές όποιον τις έχει εκστομίσει. Το γρανιτένιο δάπεδο άρχισε να δονείται κάτω από τα πόδια τους και τα τελώνια φοβισμένα έκλεισαν τα αυτιά τους και μαζεύτηκαν πίσω. Αναμφίβολα τα περισσότερα πίστεψαν ότι ο Σάμκα είναι ενσάρκωση του θεού Γκάργκας. Ο Ιππότης δεν είχε κάποιο τεχνούργημα μαζί του, για να μπορέσει να διώξει τον Σάμκα από εκείνο το μέρος και η ενέργεια από τους χαραγμένους στην πανοπλία του ρούνους, είχε σχεδόν ξεθωριάσει. Η μαγεία τους ήταν αδύναμη απέναντι σε ένα πλάσμα που αψηφούσε ακόμα και την προστασία των αρχαίων τεκτόνων. Από την τελευταία
- 76 -
τους συνάντηση, τα γαμψά νύχια του πλάσματος είχαν μακρύνει και τα δόντια του είχαν ακονιστεί και ξέσκιζαν δέκα φορές πιο δυνατά. Ο Σάμκα βέβαιος για την πανηγυρική επικράτησή του, συσπείρωσε τα πίσω πόδια του και ετοιμάστηκε να ορμήξει, για ακόμα μια φορά στον Ιππότη. Πριν φύγει από το Κάτω Βασίλειο, ο ΔαίμοναςΜαγγανιστής Κοσέι και πατέρας όλων των κακών, τον είχε φτύσει τρεις φορές στα μάτια, καθιστώντας τον άτρωτο στον κόσμο των ορατών. Και καθώς περνούσε απ’ το πηγάδι στο δάσος του Ισιέν -το πηγάδι όπου πέφτουν οι ψυχές- συνάντησε την παγιδευμένη ψυχή του ξωτικοπρίγκιπα Ίαν. Ο Ίαν είχε προδοθεί απ’ τους ανθρώπους της Αδιγχάρα και η δίψα του για εκδίκησή τον έκανε να εκστομίζει κατάρες, τις οποίες χρησιμοποίησε το πλάσμα για να υπερβεί τις προστασίες του εσωτερικού κάστρου. Το δαιμονικό πλάσμα βρυχήθηκε, συσπείρωσε τα πόδια του και εκτινάχθηκε με ορμή στον αέρα. Ο Ιππότης ήξερε ότι από τη στιγμή που είχε πάρει την απόφασή του, μία και μόνο λέξη αρκούσε, για να ξεκλειδωθεί η ουράνια μήνι που εγκολπωνόταν στην ύπαρξή του. Για ύστατη φορά παρακάλεσε μεταμελημένος για συγχώρεση των αμαρτιών του. Ενώ ο Σάμκα βρισκόταν ακόμα στον αέρα, άνοιξε τα χέρια του σε έκταση και εκστόμισε: «Ιγκνότουμ». Το ξόρκι ήταν τρομερό! Ο τόπος σείστηκε, τοίχοι και κολώνες κομματιάστηκαν, η οροφή σκίστηκε σαν χαρτί. Σαν μια μικρογραφία του ήλιου να γεννήθηκε ακαριαία μέσα στο σώμα του Ιππότη, η ύπαρξή του ράγισε και ακτίνες φωτός διαχύθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, καίγοντας και εξαϋλώνοντας ότι υπήρχε και δεν υπήρχε στο χώρο. Μια εκκωφαντική έκρηξη θρυμμάτισε τον αέρα και τα πάντα σε εκείνον το διάδρομο και σε όλους τους γειτονικούς διαλύθηκαν μέσα σε μια ασύλληπτη για τον κοινό νου έκλυση ενέργειας. ***
- 77 -
Μέχρι να ξημερώσει, όλοι οι υπήκοοι του βασιλείου που είχαν απομείνει στην πόλη σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Γύρω απ’ το εσωτερικό κάστρο είχε σχηματισθεί ένα πύρινο στεφάνι φωτιά παράγοντας μια τεράστια στήλη καπνού, ορατή σύμφωνα με μαρτυρίες εκείνης της μέρας, ακόμα κι απ’ το Μεριάν. Μέσα απ’ τους καπνούς ξεπρόβαλε ένας απρόσβλητος σωρός από πέτρες που προεκτεινόταν ως τον ουρανό. Σε αυτό το σωρό μερικές εκατοντάδες ξεροκέφαλες ψυχές προτίμησαν να αποκλειστούν προσμένοντας τη σωτηρία. Ένα νησί που επέπλεε σ’ ένα πύρινο ποτάμι. Και γύρω του ένας στρατός από αλαλάζοντες βαρβάρους αδημονούσε για τη βύθισή του.
- 78 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41 Θαμμένος ζωντανός
Ο ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ΗΤΑΝ ΑΚΑΝΟΝΙΣΤΑ ΦΑΡΔΥΣ και συνάμα σκοτεινός και παμβρώμικος. Ακόμα και για όσους ζούσαν στο εσωτερικό κάστρο της Αδιγχάρα δεν ήταν ξεκάθαρο από πού ακριβώς ξεκινούσε, αλλά όλοι γνώριζαν ότι κατέληγε σε μια υπόγεια πτέρυγα απομονωμένη και σχεδόν λησμονημένη, την πτέρυγα με τους ειδεχθέστερους και στυγνότερους εγκληματίες της επαρχίας. Δεν ήταν η πτέρυγα όπου είχαν ξυπνήσει ο Αλιόσκα και η Ένια όταν έφτασαν στην Αδιγχάρα, όχι. Εκείνη η πτέρυγα βρισκόταν πολύ ψηλότερα και είχε παραχωρηθεί για μια σειρά από αδιευκρίνιστης φύσης πειράματα στον αστρολόγο Μπαρταντίν. Μεταξύ άλλων ο αστρολόγος τη χρησιμοποιούσε ως σημείο αναφοράς για ένα πολύπλοκο, δυσεύρετο και πανάκριβο ξόρκι που του επέτρεπε να μεταφέρεται από τον Ανατολικό Πύργο στον έξω κόσμο και τούμπαλιν. Η πτέρυγα αυτής της ιστορίας ήταν πολύ διαφορετική, πολύ πιο σκοτεινή και -όπως αποδείχθηκε αργότερα- πολύ καθοριστική όχι μόνο για την εξέλιξη της πολιορκίας του Ανατολικού Πύργου, αλλά και για την έκβαση του πολέμου γενικότερα. Βρισκόταν σ’ ένα από τα τελευταία, υπόγεια επίπεδα του εσωτερικού κάστρου της Αδιγχάρα, σκαμμένη μέσα στο βουνό, χαμηλότερα ακόμα κι απ’ τις αποθήκες τροφίμων, τα διαμερίσματα των δούλων και τα συστήματα υπονόμων. Την είσοδο της πτέρυγας σηματοδοτούσε μια χαμηλή αψίδα σκαλισμένη στο γρανίτη. Πάνω της δεν ήταν γραμμένες βαθιές φιλοσοφίες, ούτε καλλιγραφημένες φράσεις με κρυμμένα νοήματα. «Μετανοείτε. Το τέλος πλησιάζει», προειδοποιούσε με σαφήνεια όσους περνούσαν το δυσοίωνα προφητικό κατώφλι ή τουλάχιστον όσους περνούσαν το κατώφλι και ήξεραν να διαβάζουν. Οι περισσότεροι που «φιλοξενούνταν» σ’ εκείνη την πτέρυγα, απλώς περίμεναν τη σειρά τους για τρεις σημαντικές συναντήσεις, τις
- 79 -
μοναδικές που απέμεναν στη ζωή τους. Πρώτα θα συνομιλούσαν με έναν ιερέα, κατόπιν θα συναναστρέφονταν το δήμιο και τέλος θα παρουσιάζονταν μπροστά στο Δημιουργό- αν υπήρχε δηλαδή ο τελευταίος, όπως παρατηρούσε σκωπτικά ο δήμιος. Κανείς δεν θυμόταν πόσα ακριβώς κελιά είχαν χτιστεί στην πτέρυγα των μελλοθανάτων, μιας και υπήρχαν φήμες για σαπισμένα μπουντρούμια σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα, πόρτες καλυμμένες απ’ την πρασινωπή πατίνα του χρόνου και παράξενα πλάσματα που έχουν ξετρυπώσει απ’ τις λιθοδομές, παραμονεύοντας άτυχους φρουρούς που έχουν ξεχάσει να φορέσουν τις πανοπλίες τους. Μέρη επικίνδυνα. Μέρη εφιαλτικά. Όμως στις πρώτες πρώτες σειρές των κελιών, διατηρούνται λίγα ψήγματα οργάνωσης. Σύμφωνα με τους καταλόγους, τη μέρα της μεγάλης επίθεσης των Πεδιανθρώπων αναπαυόταν εκεί περιμένοντας την εκτέλεσή τους ένας νεαρός στρατιώτης που έκοψε τα δάχτυλά του για να γλυτώσει τις πρώτες γραμμές της πολιορκίας, ένας σιδεράς που βίασε μια αρχοντοπούλα, ένας υποτιθέμενος κατάσκοπος των Πεδιανθρώπων και μία μυστηριώδης γυναίκα. Τη μικροκαμωμένη γυναίκα την είχαν μεταφέρει από κάποιο άλλο σημείο του κάστρου και φορούσε μία κουκούλα στο κεφάλι, έτσι ώστε οι υπόλοιποι δεν μπόρεσαν απ’ τα κελιά τους να δουν το πρόσωπό της. Φαίνονταν όμως πολύ καθαρά τα ραμμένα δέρματα που φορούσε και τα τέσσερα ξύλινα, αραχνόμορφα ψαλίδια που είχε περασμένα στο λαιμό, γεγονός που υποδήλωνε ότι την είχαν καταδικάσει ως μάγισσα. Κανονικά οι ποινές όλων αυτών θα είχαν ήδη εκτελεστεί, αλλά οι συνεχείς επιθέσεις των τελευταίων ημερών τους είχαν χαρίσει μερικές μέρες ζωής ακόμα. Ο Καστριαίος, Άρχοντας σε μία πόλη τυπολατρικό προπύργιο δεισιδαιμονίας, ήθελε ακόμα και οι απαγχονισμοί να γίνονταν σύμφωνα με το τελετουργικό. Παρά την αυστηρή απομόνωση και τις περιορισμένες επαφές με τον έξω κόσμο, όλοι οι φυλακισμένοι γνώριζαν πως η πόλη πολιορκούνταν εδώ και εβδομάδες και μάλιστα σφοδρότερα από ποτέ.
- 80 -
Αυτό μπορούσαν εύκολα να το μαντέψουν απ’ τις ακατάπαυστες δονήσεις του εδάφους κι απ’ την έκδηλη ανησυχία στα πρόσωπα των δεσμοφυλάκων. Είναι σχετικά ανεξήγητο το πώς κυκλοφορούν οι φήμες ακόμα και σε μέρη όπως εκείνο, αλλά διαθέτουν την ικανότητα να τρυπώνουν παντού και να πηδούν από στόμα σε αυτί και από αυτί σε στόμα. Ειδικά αν κάποιες απ’ αυτές μπορούν να δημιουργήσουν μια μικρή έστω αχτίδα ελπίδας. Τι σκέφτεται κάποιος σε μία τόσο απελπιστική θέση; Προφανώς ότι σε τίποτα χειρότερο δεν μπορεί να τον καταδικάσει ο εχθρός που είναι έξω απ’ τα τείχη. Όσο κρατάει η μάχη και η εκτελέσεις αναβάλλονται, τόσο προς το συμφέρον τους. Και αν ακόμα η πόλη πέσει, τότε ανοίγει μια μικρή χαραμάδα. Ο μελλοθάνατος κάνει σχέδια για πιθανή αλλαγή της κατάστασης και ζυγίζει αν η βολή του καταπέλτη που μόλις τράνταξε τα τείχη, υπάρχει περίπτωση να σμπαράλιασε επιτέλους και κάνα κομμάτι τους. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο καταδικασμένος για κατασκοπία είχε γίνει πλέον ο πιο δημοφιλής κρατούμενος, ανάμεσα σε συναδέλφους φυλακισμένους, αλλά και δεσμοφύλακες. Το απολάμβανε κι ας ήταν ένας απλοϊκός, αφελής ράφτης που ποτέ στη ζωή του δεν είχε πειράξει ούτε μύγα. Τον είχαν συλλάβει έπειτα από καταγγελία ενός σταφιδιασμένου, κίτρινου γέρου, που είχε απαίσιες ουλές στο λαιμό του και γυρνούσε μ’ ένα σακί πουλώντας βοτάνια και μαντζούνια. Πάντως σε ένα από τα κελιά που βρισκόταν αρκετά πιο βαθιά, μόλις άρχισαν να σπάνε οι γραμμές άμυνες, μεταφέρθηκε ένας άνθρωπος που ποτέ δεν είχε διαπράξει κανένα έγκλημα και δεν είχε αμαρτήσει, τουλάχιστον όχι περισσότερο από τον οποιοδήποτε. Το ότι ονομαζόταν Άραν, γιος του Μπέλιαν ή το ότι ήταν μικροκαμωμένος και φαλακρός δεν έχει και τόσο σημασία, όσο το βαρύ φορτίο της τέχνης του, μιας τέχνης που είχε κληρονομήσει απ’ τον πατέρα του ως πρωτότοκος. Όσα μαλλιά του έλειπαν στο κεφάλι, τα αναπλήρωνε μια μακριά, φροντισμένη, γκρίζα γενειάδα που έφτανε ως το στήθος του
- 81 -
και που σε στιγμές αμηχανίας τη χάιδευε, βρίσκοντας άλλοθι στους κόμπους της και ψάχνοντας για δύσκολες απαντήσεις. Τα μάτια του ήταν τοποθετημένα μέσα σε δύο σκούρα βαθουλώματα και ήταν κουρασμένα από τα χρόνια που είχε περάσει σκυμμένος πάνω από σχέδια, βιβλία, κατόψεις και μικρογραφίες κατασκευών. Όπως ίσως θα έχετε μαντέψει, ο Άραν ήταν αυτό που ο Κβάζαρ των Πεδιανθρώπων ονόμαζε «Μεκανίκ». Ελάχιστοι ομότεχνοί του υπήρχαν στο Βασίλειο της Αράχνης και απαγορευόταν με την ποινή του θανάτου, να μεταδώσουν τις γνώσεις τους σε πάνω από ένα άτομο- συνηθέστερα στον πρώτο τους γιο. Οι στρατιωτικοί αρχιμηχανικοί του βασιλείου είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για το χτίσιμο μεγάλων οχυρώσεων και για την κατασκευή αμυντικών πολεμικών μηχανών, οι οποίες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις αντίστοιχες πολιορκητικές των εχθρών. Όναγροι, τιρμπούκες, γιγαντιαίες βαλλίστρες, καταφλέκτες, καζάνια με βραστό λάδι, τεχνικές δημιουργίας κατολισθήσεων, αντιστηρίγματα και υποστυλώματα τειχών. Τέτοια σπουδαία μυστικά ορκίζονταν να φυλάνε. Η συνηθέστερη πρακτική ήταν η κάθε πόλη να έχει έναν αρχιμηχανικό, ο οποίος ήταν άτομο της απόλυτης εμπιστοσύνης του εκάστοτε Άρχοντα, ενώ ήταν βέβαιο ότι ανάμεσα στους βοηθούς του, υπήρχαν και δυο-τρεις παλατιανοί σπιούνοι για να παρακολουθούν τις κινήσεις του. Ή μάλλον θα έπρεπε να γραφεί: για να παρακολουθούν κάθε λεπτομέρεια της ζωής του. Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους του Καστριαίου, ήταν να απάγουν τον Άραν άνθρωποι των Πεδιανθρώπων. Όχι μόνο γιατί ήξερε τα αδύναμα σημεία των τειχών, αλλά και γιατί γνώριζε με λεπτομέρειες το απελπισμένο σχέδιο που καταρτίστηκε για τη σωτηρία του εσωτερικού κάστρου. Ο Άραν χρειάστηκε εφτά χρόνια για να το εκπονήσει, αλλά επειδή δεν γινόταν ένα τόσο νευραλγικό σχέδιο να στηρίζεται σε έναν τόσο λάθος αριθμό, ξόδεψε ακόμα έναν χρόνο αντιγράφοντάς το σε χαρτιά που έκαιγε κάθε βράδυ.
- 82 -
Τώρα, όλα αυτά ήταν πλέον μακρινό παρελθόν για τον αφοσιωμένο αρχιμηχανικό. Το παρόν του περιοριζόταν σε ένα ζοφερό κελί. Ο Άραν έριξε μια κλεφτή ματιά προς τους δύο στρατιώτες που βρίσκονταν μαζί του. Τον είχαν διαβεβαιώσει ότι τον είχαν συνοδέψει σ’ αυτήν την πιο προφυλαγμένη πτέρυγα για την ασφάλειά του, αλλά βαθιά μέσα του ο Άραν μάντευε την αλήθεια. Δεν είχε το θάρρος να τους ρωτήσει, όμως η ματιά του γυρόφερνε άθελά του στα μακριά σπαθιά που ήταν θηκαρωμένα στις ζώνες τους. Όχι για πάντα, σκέφτηκε απαισιόδοξα. Αναρωτήθηκε αν η ατσάλινη λεπίδα ήταν τόσο παγωμένη όσο τραγουδάνε οι βάρδοι και αναρρίγησε. Είχαν φτάσει ως εκεί πριν λίγη ώρα, διασχίζοντας έναν φρικτό και μίζερο διάδρομο που βρωμούσε και αναπαρήγαγε την ηχώ απελπισμένων φωνών, που στριμώχνονταν στις χαραμάδες των τοίχων. Ταραγμένος διάβασε την προειδοποίηση στην αψίδα για το τέλος που πλησίαζε. Λιποψύχησε, άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Ήθελε να πέσει στο δάπεδο, να χτυπηθεί, να συρθεί, να εκλιπαρήσει για έλεος και να φωνάξει ότι δεν ήταν ακόμα έτοιμος να μετανοήσει. Το μοιραίο τον φόβιζε. Δεν είχε διαλέξει την τέχνη του, δεν έφταιγε αυτός, δεν είχε βλάψει κανέναν στη ζωή του. Νωρίτερα ο βαρύς ύπνος του είχε διακοπεί από το βίαιο άνοιγμα της ξεκλείδωτης πόρτας του υπνοδωματίου. Πριν προλάβει αν τρίψει τα μάτια, είδε έναν νεαρό λοχαγό να κρέμεται επίφοβα πάνω απ’ το κεφάλι του, λέγοντας με αινιγματικό -πλην αυστηρό- τόνο ότι έπρεπε να του αλλάξουν θέση, σύμφωνα με διαταγή του μεγαλειοτάτου Καστριαίου Σάντι Δίκαιου του Ε’. Ο Άραν μάζεψε βιαστικά έναν μπόγο με μερικά πράγματα και ακολούθησε το λοχαγό, χωρίς καν να σκεφτεί ν’ αλλάξει τα ρούχα του. Το πρώτο ανησυχητικό σημάδι ήταν ότι ο αξιωματικός επέμενε να περάσει ο Άραν πρώτος απ’ την πόρτα και το δεύτερο ότι έξω τους περίμεναν ακόμα τρεις στρατιώτες σε επιφυλακή. Καθώς περπατούσαν στους ατέλειωτους διαδρόμους του κάστρου, το σκηνικό έμοιαζε να έχει στηθεί απ’ τον ίδιο το Διάβολο. Οι
- 83 -
πέτρες κάτω απ’ τα πόδια τους τραντάζονταν ασταμάτητα απ’ το ασταμάτητο σφυροκόπημα των εχθρών και παντού έτρεχαν στρατιώτες και αναμαλλιασμένοι υπηρέτες στα όρια του πανικού ή ακόμα παραπέρα. Κάποια στιγμή όλοι τους έπεσαν στα γόνατα από ένα πρωτόγνωρο, μακρόσυρτο ταρακούνημα, που το ακολούθησαν αλληλεπικαλυπτόμενες εκκωφαντικές εκρήξεις. Στοές πίσω τους κατέρρευσαν, οι τοίχοι χόρεψαν, οιμωγές τους τύλιξαν. Ο Άραν μάντεψε ότι οι οχτώ τοξωτές γέφυρες της πόλης είχαν ανατιναχθεί, αλλά δεν μπορούσε να μαντέψει το αποτέλεσμα. Ευχήθηκε μόνο τα πάντα να είχαν κυλήσει σύμφωνα με το σχέδιο. Ο λοχαγός τον τράβηξε απ’ το μπράτσο για να τον στυλώσει στα πόδια του και συνέχισαν. Διαταγές επαναλαμβάνονταν γύρω τους και καθώς προχωρούσαν διασταυρώνονταν πλέον με κατάφρακτες διμοιρίες ιπποτών του τάγματος του Αγίου Ιωάννη, που λάμβαναν θέσεις σε προκαθορισμένα σταυροδρόμια και διακλαδώσεις. Τροχαλίες περιστρέφονταν για να συσπειρώσουν ελατήρια και αλυσίδες μέσα στους τείχους κροτάλιζαν, ήχοι που ο Άραν γνώριζε πολύ καλά. Οι δεκάδες φονικές παγίδες του εσωτερικού κάστρου οπλίζονταν σύμφωνα με τα σκαριφήματα που είχε σχεδιάσει για τους σκοπούς. Καρφιά, ακόντια και βέλη εμποτίζονταν με δηλητήρια, μίτοι προσαρτούνταν σε πόρτες, μυστικές καταπακτές προετοίμαζαν το δρόμο για χάσματα και φλασκιά με οξύ τροφοδοτούσαν αθέατα αυλάκια. Παρ’ όλη τη φασαρία που τους ακολουθούσε, από κάπου μακριά έφταναν πού και πού στ’ αυτιά του Άραν ασυνάρτητες κραυγές και ο επίμονος ήχος που παράγει το σφυρί του σιδερά όταν χτυπάει στο αμόνι. Όσο κατέβαιναν σκάλες ο Άραν ένιωθε να ζεσταίνεται σαν να τον έπιασε ξαφνικά πυρετός, ενώ και η ατμόσφαιρα έγινε αφόρητα αποπνικτική. Αναρωτήθηκε τι ακριβώς είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα, αλλά όσο κι αν προσπαθούσε να διώξει απ’ το μυαλό του την απάντηση, ήδη την ήξερε. Η πόλη, ή τουλάχιστον ένα μέρος της, παραδιδόταν. Σύντομα, όμως οι σκέψεις του αφιερώθηκαν στη δική του τύχη και ώσπου να φτάσουν στο κελί η απελπισία τον είχε ξεχειλίσει για τα
- 84 -
καλά. Αν από τη στιγμή που ξύπνησε μέτραγε τα ανησυχητικά σημάδια μάλλον ως τότε θα είχε χάσει το μέτρημα, αλλά το ότι το κελί του είχε αμπάρα από μέσα, εσωτερικούς σύρτες και αλυσίδες ασφαλείας που οι φρουροί φρόντισαν επιμελώς να χρησιμοποιήσουν, ίσως ήταν το αποκορύφωμα. Η βαριά θύρα σφράγισε, η αντάρα σιγήθηκε, οι σφυγμοί επιβραδύνθηκαν. Για κάμποση ώρα οι δύο φρουροί έμειναν αμίλητοι, προσπαθώντας να αφουγκραστούν δεδομένα από τον έξω κόσμο. Μα καθώς δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τίποτα πέρα από πνιχτούς, ακαθόριστους κρότους, το ενδιαφέρον τους για τη μάχη σταδιακά ατόνησε και στράφηκαν σε άσχετα ζητήματα. Άρχισαν να μιλάνε για την Ελιζαμπέτα απ’ το πανδοχείο του Χαρούμενου Ληστή, υποστηρίζοντας αμφότεροι ότι είχαν κοιμηθεί μαζί της, αλλά χωρίς να ανοίγονται πολύ σχετικά με λεπτομέρειες, μιας και στην πραγματικότητα δεν είχαν δει ούτε το χρώμα απ’ τις φόδρες της φούστας της. Ο Άραν έριξε μια αφηρημένη ματιά στα πράγματα που είχε κουβαλήσει μαζί του. Μια εικόνα του Αγίου Τέκτονα, έναν διαβήτη, ένα ρολό με παπύρους, ένα δαχτυλίδι περασμένο σε χρυσή καδένα, την αγαπημένη του πένα κι ένα παλιοδοχείο με ξεραμένη μελάνη. Κοίταξε τον Άγιο, που του αντιγύρισε το βλέμμα μάλλον βλοσυρός. Τι θα μπορούσαν να του χρησιμέψουν άραγε εκείνη την ώρα; Έσφιξε την καδένα. Ο αρχιμηχανικός του Ανατολικού Πύργου είχε μεγαλώσει σ’ ένα αυστηρό περιβάλλον, εκπαιδευόμενος απ’ τον πατέρα του όχι μόνο στην μυστική τέχνη, αλλά και στην καθημερινότητα της απομόνωσης. Ήταν τόσο σημαντικός για το βασίλειο αυτός και οι όμοιοί του, που όλη του τη ζωή την είχε περάσει κλεισμένος σε τέσσερα διαμερίσματα του κάστρου, βλέποντας τα ίδια πρόσωπα, διαβάζοντας τα ίδια χειρόγραφα και διορθώνοντας τα ίδια σχέδια. Ήταν φυσικό επόμενο να καταλήξει εσωστρεφής, μονόχνοτος και χλωμός σα φθισικός.
- 85 -
Αφότου πέθανε ο πατέρας του και ανέλαβε επίσημα τη θέση, μία φορά κάθε χρόνο έπαιρνε άδεια να επισκεφτεί την κοντινότερη πόλη, το Μεριάν, για ν’ ανταλλάξει απόψεις και τυχόν βελτιώσεις με τον ομόλογό του. Κάθε άλλη απομάκρυνσή του από τα τέσσερα διαμερίσματα ήταν απαγορευμένη. Πάντως η ζωή του είχε ασύγκριτες ανέσεις, που οι κατώτεροι μηχανικοί που ασχολούνταν με το χτίσιμο σπιτιών, εκκλησιών και μύλων δεν θα μπορούσαν ούτε να φανταστούν. Ό,τι φαγητό ποθούσε η ψυχή του, τα εξωτικότερα μπαχάρια, την ομορφότερη θέα, τ’ ακριβότερα βελούδα, τ’ απαλότερα πούπουλα και τα πιο τρανά πλουμίδια. Όλα φυσικά εκτός από πόρνες πονηρές, που θα μπορούσαν τις ανακαλύψεις να του κλέψουν. Η αλήθεια είναι ότι είχαν φροντίσει να βρουν στον Άραν μια γυναίκα η οποία κρατούσε από αρχοντική γενιά και ήταν όμορφη σαν κυκλάμινο. Βέβαια εξαιτίας της περίστασης οι σύμβουλοι του Καστριαίου την είχαν διαλέξει προσεκτικά ανάμεσα σε πολλές υποψήφιες, ώστε να είναι και έξυπνη σαν κυκλάμινο. Ο Άραν την είχε αγαπήσει μ’ όλη του την καρδιά και είχε κλάψει πολύ όταν ξύπνησε ένα θλιβερό πρωινό, έχοντας πλέον στον κόσμο μόνο την τέχνη. Η γυναίκα του είχε φύγει από κοντά του, πέφτοντας από την τέταρτη γέφυρα της πόλης. Μέσα στις προσευχές του κάθε βράδυ, ο Άραν πάντοτε επαναλάμβανε στον εαυτό του ότι ο θάνατός της μπορεί να ήταν δυστύχημα. Ίσως είχε γλιστρήσει στις πλάκες, ίσως επειδή ήταν σκοτάδι δεν είχε δει καλά μπροστά της που τελείωνε η γέφυρα και που άρχιζε το κενό. Το καθήκον τον βοήθησε να ξεπεράσει την οδύνη του και καθώς δεν είχε αποκτήσει ακόμα παιδιά, σκέφτηκε να ζητήσει από τον Άρχοντα της Αδιγχάρα την άδεια να ξαναπαντρευτεί. Ούτως ή άλλως έπρεπε να αποκτήσει τουλάχιστον έναν απόγονο για να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του. Ο Άραν είχε καταλάβει ότι Άρχοντας τον σεβόταν λόγω της θέσης του, μπορεί και να τον συμπαθούσε, αν ήταν ικανός μέσα στην παράνοιά του να συμπαθήσει
- 86 -
κάποιον. Είχαν την ίδια ηλικία, ήταν και οι δύο άκληροι και είχαν αναλάβει αμφότεροι ένα δυσβάσταχτο άχθος στις πλάτες τους. Εκείνη, όμως την εποχή, άρχισαν και πάλι να πυκνώνουν οι επιθέσεις και οι επιδρομές των Πεδιανθρώπων και έγινε πασιφανές πως ο εχθρός δεν σκόπευε να ησυχάσει. Οι ορθολογιστές και ψυχροί σύμβουλοι του Άρχοντα σκέφτηκαν ότι ίσως ήταν περισσότερο επικίνδυνο, παρά χρήσιμο, ο αρχιμηχανικός να διδάξει έναν διάδοχό του. Αν ο Ανατολικός Πύργος κατάφερνε να αντέξει για λίγα ακόμα χρόνια τη θύελλα, τότε θα μπορούσαν να ζητήσουν από μία άλλη πόλη, να της στείλουν έναν οξυδερκή μαθητευόμενο- σίγουρα στην πρωτεύουσα θα περίσσευαν κάνα δυο. Όπως και να ‘χε, εκείνες τις μαύρες ώρες, δεν ήταν μόνο η συμπάθεια που έτρεφε ο Καστριαίος προς τον Άραν, ο μοναδικός λόγος που απέτρεψε τον πρώτο να διατάξει χωρίς πολλές περιστροφές την εκτέλεση του δεύτερου. Η άλωση της Αδιγχάρα θα είχε εξίσου καταστροφικές επιπτώσεις για το Βασίλειο της Αράχνης, με την αιχμαλωσία ενός αρχιμηχανικού. Σύμφωνα με το Νόμο, τα μυστικά των αμυντικών μηχανών και των τειχών έπρεπε να διαφυλαχθούν. Για να μην αποκεφαλιστεί άμεσα ο Άραν, είχε παρέμβει ο παντογνώστης Μπαρταντίν και είχε συμβουλέψει τον Άρχοντα να κάνει υπομονή, έστω για λίγο. Αν οι αμυνόμενοι ανασυντάσσονταν και απέκρουαν τα πρώτα κύματα των επιθέσεων προς το εσωτερικό κάστρο, τότε ο Άραν θα χρειαζόταν στην επικείμενη σφοδρή μάχη για να αλλάξει τις θέσεις απ’ τις τιρμπούκες και για να επανοπλίσει τις παγίδες. Δεν ήταν ώρα για εν θερμώ αποφάσεις. Ο αρχιμηχανικός ήταν ακόμα απαραίτητος. Δύο πιστοί φρουροί κλείστηκαν με τον Άραν σ’ ένα ειδικά διαμορφωμένο κελί στην πτέρυγα των μελλοθανάτων, του οποίου η πόρτα ξεκλείδωνε μόνο από μέσα. Αν αυτοί που χτυπούσαν απ’ έξω δεν ήξεραν το σύνθημα, οι δύο φρουροί είχαν αυστηρές διαταγές να σκοτώσουν τον Άραν για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών. Το
- 87 -
σύνθημα προσφέρθηκε να το διαλέξει ο Μπαρταντίν και όλα έγιναν όπως τα πρότεινε και όπως τον βόλευαν… Ο Άραν εξακολουθούσε να τρέμει και δεν ήταν μόνο απ’ το κρύο. Καθώς οι θόρυβοι από τον έξω κόσμο συνέχιζαν να δυναμώνουν και οι επιθέσεις των Πεδιανθρώπων δεν φαίνονταν να κοπάζουν, γνώριζε ότι οι ώρες του λιγόστευαν. Αναλογίστηκε την πιθανότητα να δωροδοκήσει τους δύο φρουρούς για να του χαρίσουν τη ζωή ακόμα κι αν αυτοί που χτυπούσαν την πόρτα δεν ήξεραν το σύνθημα. Σε μία κρύπτη στο διαμέρισμά του είχε φυλαγμένο αρκετό χρυσάφι και χούφτες με πολύτιμα οπάλια και αχάτες. Το είχε αποφασίσει και είχε διαλέξει και τα λόγια, όταν άκουσε να πλησιάζουν τρέχοντας πολλά βήματα, συνοδευόμενα από λυσσασμένα γαβγίσματα και ακατάληπτες κραυγές. Τι γινόταν εκεί έξω; Ξέσπασαν δυνατές κλαγγές από όπλα πολύ κοντά, ίσως και ακριβώς έξω από τη χοντρή θύρα του κελιού. Οι δύο φρουροί πετάχτηκαν όρθιοι και τράβηξαν την ίδια στιγμή τα σπαθιά τους. Φωνές σε μια άγνωστη, λαρυγγώδη γλώσσα ανακατεύτηκαν με σπασίματα και γδούπους και ένας όγκος έσκασε με βρόντο πάνω στην πόρτα. Ακούστηκαν ακανόνιστα χτυπήματα με σφυρί στους τείχους, συρσίματα από αλυσίδες και σφυρίγματα από διασταυρούμενα βέλη. Αγνοώντας τον κίνδυνο, ένας από τους φρουρούς κόλλησε το αυτί του στο ξύλο της πόρτας για να ακούσει καλύτερα. Κάποιες απ’ τις γειτονικές πόρτες άνοιξαν με τριγμούς και σκυλιά αλύχτησαν και δάγκωσαν αφηνιασμένα. Κρότοι, γδαρσίματα και πυκνές σπαθιές επαναλήφθηκαν, μαζί με βογγητά πόνου ανθρώπων και ζώων. Τότε μια φωνή, που έμοιαζε πολύ με του δαυλανάφτη Τσιγκόριν, γόγγυξε: «Ηλίθιοι! Δεν σας είπα απ’ όλους τους φυλακισμένους να προσέχετε περισσότερο το στοιχειό απ’ τα δάση; Αυτή έστρεψε τα σκυλιά εναντίον σας! Άχρηστοι! Θα πω στον Μπαρταντίν να σας γδάρει και να σας κρεμάσει ανάποδα! Τουλάχιστον την ξεκοιλιάσατε;»
- 88 -
Στην ερώτηση αποκρίθηκε ένα μάτσο εξαγριωμένες φωνές, που διαφωνούσαν όλες μαζί, λέγοντας πιο δυνατά απ’ όλες την ακατάληπτη, για τον Άραν, λέξη «Κβάζαρ». Ακολούθησαν μερικά χτυπήματα ακόμα, μερικά ξύλινα αντικείμενα κομματιάστηκαν κι έπειτα απλώθηκε μια σχετική σιωπή, απ’ την οποία ξεχώριζαν μόνο λαχανιάσματα και ξεφυσήματα. Οι δύο φρουροί κοιτάχτηκαν και μετά κοίταξαν προς τον τρομαγμένο μεσήλικα. Τα χέρια του Άραν ανεβοκατέβηκαν νευρικά στη γενειάδα του. Ακούστηκε ένα πλατάγισμα στην πόρτα σαν κάποιος να τη χτύπησε με την παλάμη του και ένας άγνωστος είπε με βαριά, ολότελα ξενική προφορά: «Εσείς εκεί μέσα! Ανοίξτε. Όλα είναι ασφαλή τώρα.» Έκανε μια παύση, στην οποία παρεμβλήθηκε μια ψιθυριστή, ομαδική σύσκεψη και τελικά ο άγνωστος είπε αργά συλλαβιστά και σπαστά: «Αναγέννηση». Ήταν το σύνθημα του Μπαρταντίν, αλλά προφανώς χωρούσε αμφιβολία αν είχε βγει από το σωστό στόμα. Ο ένας απ’ τους δύο φρουρούς πλησίασε με αργά βήματα τον Άραν, που μαζεύτηκε σκιαγμένος σε μια γωνιά. Ο φρουρός ύψωσε το σπαθί κρατώντας τη λαβή σταθερά με τα δύο χέρια. Μία ανάσα πριν το κατεβάσει ένιωσε κάτι καυτό να διαπερνά τον αριστερό του πνεύμονα. Σαν να τον πέταξαν σε μια παγωμένη λίμνη, η θερμότητα μονομιάς στράγγιξε από το σώμα του. Το βλέμμα του άδειασε, γονάτισε και με μία μονοκόμματη κίνηση σωριάστηκε στο πάτωμα σα σακί. Ο Άραν παραλυμένος απ’ τον τρόμο, είδε το δεύτερο φρουρό να αφαιρεί τα μάνταλα και να ξεκλειδώνει την πόρτα κρατώντας ακόμα το ματωμένο σπαθί στα χέρια του. Η πόρτα τραβήχτηκε απότομα και στο πλαίσιο της κάσας εμφανίστηκαν διάφορες κακοσχηματισμένες, πάνοπλες μορφές με μπροστάρη το δαυλανάφτη Τσιγκόριν. Ο καλικάντζαρος κρατούσε ένα ρόπαλο με καρφιά στο ένα χέρι και με το άλλο πίεζε μερικά ματωμένα πανιά στο μηρό του. Έβγαλε το αστείο, μυτερό καπέλο που φορούσε, υποκλίθηκε όσο βαθύτερα του επέτρεπε το τραύμα του και είπε
- 89 -
γαλίφικα: «Καλησπέρα περισπούδαστε αφέντη Άραν- πολλές να είναι οι μέρες σου. Έχουμε σταλθεί εδώ για την προστασία σου. Το βασίλειο θέλει να σε δολοφονήσει γιατί ξέρεις μυστικά. Ο μεγαλειότατος και πανσοφολογιότατος Κβάζαρ θέλει να σε βάλει στα δεξιά του για να μοιραστείτε τα ίδια μυστικά. Ελπίζω ν’ αναγνωρίζεις το συμφέρον σου».
- 90 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42 Η πορεία του Κόσμου Μεταμάγοι
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΚΙΑΡΑ ήταν μακριά και μπλεγμένη. Μέσα σε λίγες μέρες διέσχισε τη μισή Ντραγκούτ, το μισό κόσμο. Σε ένα ιερό ξέφωτο είχε βοηθήσει την Ένια στη μάχη της με το ΔαίμοναΜαγγανιστή και το κοράκι του. Μετά πέρασε μόνη της το Φράκτη με τα Αγκάθια, ξαναντάμωσε για λίγο με την Ένια πριν τη μάχη στο Φέουδο του Καρτάους και αναχώρησε για να παρακάμψει τις Πύλες του Μερκατάλ. Τώρα πλησιάζοντας στο τέλος, έτρεχε ακούραστα για μερόνυχτα ώστε να φτάσει έγκαιρα εκεί. Από κρυφά σημάδια και οσμές που μόνο αυτή καταλάβαινε, αναγνώρισε το μέρος όπου έπρεπε να μετακινήσει κλαδιά και βράχους με τη μουσούδα και τα μπροστινά πόδια της, ώστε να αποκαλύψει το πέρασμα προς την ιερή σπηλιά, κάτω από την κοίτη του υδροτιθασευτή Ροντάντορον. Ο Ροντάντορον με τους οχτώ παραπόταμούς του, είναι ο πλατύτερος και βαθύτερος υδάτινος όγκος που διατρέχει το Βασίλειο της Αράχνης, ξεκινώντας από άγνωστες πηγές στο Βορρά, διασταυρωνόμενος με τη μεγάλη Υφαντή Οδό και συναντώντας την πόλη του Τόσαρ Εν Ατάρ πριν χαθεί σε απανωτούς καταρράκτες και μυστηριώδεις εκτάσεις μετά τους πρόποδες των βουνών. Οι δεισιδαίμονες πιστεύουν ότι τελικά χύνεται στο χείλος του κόσμου, όπου άοκνα τάγματα αγγέλων μαζεύουν το νερό και πετώντας το επιστρέφουν στις πηγές για να συνεχίσει την αέναη πορεία του. Κατά ένα μέρος ο Ροντάντορον είναι ήρεμος και πλωτός, διευκολύνοντας τις μεταφορές για το λιμάνι του Τόσαρ Εν Ατάρ. Μα στο μεγαλύτερο θυμωμένος κι εξοργισμένος είναι, τα στήθια του φουσκώνουν και αφρίζουν και εκδικούνται σε αναπόδραστες δίνες όποιον μπλεχτεί στο διάβα του αψήφιστα. Αυτή τη δικαιοδοσία λέγεται
- 91 -
ότι του την είχαν δώσει οι παλιοί θεοί, που κυριαρχούσαν προτού αντικατασταθούν από τον ένα, το μοναδικό. Η Κιάρα, αν και είχε πολύ καιρό να επισκεφτεί την ιερή σπηλιά της φυλής της -χρόνια ολάκερα όπως τα μετρούν οι άνθρωποι- δεν δυσκολεύτηκε να ανακαλύψει την είσοδο του περάσματος, εκεί όπου οποιοδήποτε ανυποψίαστο μάτι θα έβλεπε μονάχα θάμνους, φρύγανα, βρύα και βράχια. Βέβαιη πως κανείς δεν την είχε ακολουθήσει και βέβαιη πως εκείνη την περασμένη ώρα κανείς δεν τριγυρνούσε στο δάσος, σύρθηκε μες στο στενό, μυστικό πέρασμα. Ένα μήνυμα έπρεπε να μεταφερθεί χωρίς άλλη αργήτα στους κατοίκους της σπηλιάς και αποφάσεις έπρεπε να ληφθούν. Αν εκείνο το διάδρομο τον είχε σκάψει θέληση θεών ή πλασμάτων ήταν αδύνατο να πεις, μα η φυλή της Κιάρα έτσι την είχε βρει απ’ τους άγνωστους προκατόχους της και έτσι θα την παρέδιδε στους άγνωστους κληρονόμους της, αν δεν έσπαγε η αλυσίδα της φύσης. Γιατί ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και είχε απλώσει τα δάχτυλά του όχι μόνο σε εκείνο το ιερό μέρος, αλλά και παντού στον κόσμο των ορατών, εισβάλοντας στα ξέφωτα, στα αρχαία ερείπια και ακόμα και στις περιοχές που όριζαν οι άνθρωποι. Ήταν ένας κίνδυνος που κάποιος θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί για να ξεριζώσει, να μιάνει και να καταστρέψει. Και εντέλει να κυριαρχήσει. Η μεγαλόσωμη λύκαινα βάδιζε από αρχέγονο ένστικτο, σίγουρη για το δρόμο που ακολουθούσε, αλλά σε δίλημμα για τα όσα επρόκειτο να ειπωθούν. Είχε φτάσει η στιγμή που όλοι απεύχονταν και το κακό που πριν από εκατόν είκοσι εφτά χρόνια, τέσσερις σύντροφοί της είχαν εξορίσει, απειλούσε να επιστρέψει. Η κοινωνία της δεν ήταν φιλοπόλεμη κι ούτε είχε πρόθεση να επιβάλει τις ιδέες της σε άλλες κοινωνίες. Όσοι την απάρτιζαν θεωρούσαν ότι στα ζητήματα κυριαρχούν ο νόμος του ισχυρού και ο νόμος της φύσης, όπως αυτοί τον αντιλαμβάνονται. Ξέχωρα απ’ αυτά, όμως ήταν αναγκαίο να πάρουν θέση και ν’ αποτρέψουν την εμφάνιση της εφεύρεσης που απειλούσε να σαρώσει τα πάντα.
- 92 -
Η Κιάρα είχε τα μυτερά αυτιά της ορθωμένα και τα χρυσά της μάτια διάπλατα ανοιχτά, για να προσανατολίζεται στο ημίφως. Κάπου βαθιά στη γη εκεί όπου κατέληγε ο διάδρομος, έκαιγαν άσβεστες φωτιές δείχνοντας το δρόμο. Δεν παραστράτησε κι ούτε μπερδεύτηκε απ’ τις αμέτρητες διακλαδώσεις που συνάντησε στο διάβα της. Το μονοπάτι της ήταν ξεκάθαρο. Προχώρησε κι άλλο χωρίς να βραδύνει το βήμα της και ήταν έπειτα από πολύ ώρα που άρχισαν να φτάνουν ως τ’ αυτιά της μακρινά μουρμουρητά. Ακόμα κι αν δεν μπορούσε να ξεχωρίσει λέξεις, διαισθανόταν την ανησυχία που υπήρχε διάχυτη στην ατμόσφαιρα καθώς και τη μυρωδιά ενός υποδόριου φόβου. Οι οιωνοί θα είχαν ήδη προειδοποιήσει τους σοφούς γηραιούς, αφυπνίζοντάς τους απ’ την πολυετή χειμερία νάρκη τους. Ξάφνου ο διάδρομος άρχισε να φαρδαίνει και να κερδίζει σε ύψος, οι φωνές δυνάμωσαν, φως έλουσε τη γούνα της και μπροστά της ανοίχτηκε το Ιερό Σπήλαιο της φυλής των Μεταμάγων, που μόνο με δέος γέμιζε τις ψυχές όσων το πρωτοαντίκριζαν. Το μέγεθος του αχανούς σπηλαίου ήταν αδιευκρίνιστο και σίγουρα εκτεινόταν πολύ μακρύτερα από εκεί που έφτανε το μάτι. Απ’ την επιφάνεια της γης μονίμως ακουγόταν το υπόκωφο μπουμπουνητό του πατέρα ποταμού, ενώ απ’ την οροφή στάλες μονίμως κυλούσαν γλύφοντας τους βράχους. Σε ένα σημείο χαμηλά στο βάθος ήταν συγκεντρωμένες πυρές και ένας κύκλος όρθιων ανθρώπινων φιγούρων σχηματιζόταν. Άνδρες και γυναίκες που φορούσαν ξασμένα τομάρια ζώων, διαφωνούσαν και χειρονομούσαν έντονα μεταξύ τους. Άλλοι ήταν υπερβολικά ψηλοί και γεροδεμένοι, άλλοι χοντροί, άλλοι σκελετωμένοι και άλλοι γερασμένοι. Μερικών το δέρμα είχε το χρώμα του κάρβουνου και άλλων της ώχρας, κάποιοι είχαν εξογκώματα στο μέτωπο, λίγοι ήταν άτριχοι και μια χούφτα δεν είχε λοβούς αυτιών. Μα όλοι ανεξαίρετα είχαν κρεμασμένα περίτεχνα χαϊμαλιά σε λαιμούς, αφαλούς, καρπούς, αστραγάλους κι αυτιά.
- 93 -
Η Κιάρα κινήθηκε προς το μέρος τους βηματίζοντας αργά, μάζεψε τα νύχια της, αισθάνθηκε τα αυτιά της να κατεβαίνουν, το τρίχωμά της κόντυνε και ρουφήχτηκε μες στο δέρμα της, η ουρά της μίκρυνε μέχρι να εξαφανιστεί και η μουσούδα της μεταμορφώθηκε σε μύτη. Μέχρι να φτάσει δίπλα στους υπόλοιπους, το μόνο λυκίσιο χαρακτηριστικό που είχε απομείνει πάνω της, ήταν δύο σουβλερά δόντια που μόλις προεξείχαν απ’ το στόμα της. «Καιρός σκοτεινός. Είμαστε μαζί αδέρφια κι όχι ο καθένας μόνος του», είπε και υποκλίθηκε. Το ιερό σπήλαιο Παντού στους τοίχους του σπηλαίου υπήρχαν σκαλισμένα ρουνικά, που ανάμεσα στις γραμμές τους κρυβόταν δυσνόητη μαγεία και αρχέγονη ενέργεια. Ρουνικά αφανέρωτα στους ανθρώπους και τους μύστες τους, γιατί η κατανόηση των συμβόλων τους απαιτεί ανώτερα επίπεδα αντίληψης απ’ αυτά που έχουν καταφέρει να κατακτήσουν στη μέχρι τώρα πορεία τους. Ρουνικά που την αρχή τους βρήκαν οι Μεταμάγοι, τα μελέτησαν και ανέλαβαν το καθήκον να τα συμπληρώσουν. Οι επιγραφές, τα σχήματα και τα λόγια που κάλυπταν σχεδόν όλους τους τοίχους δεν ήταν καν στη γλώσσα των ξωτικών, των ανθρώπων, των τελωνίων ή στα κρυπτογράμματα που έχουν εφεύρει οι κληρικοί για να μην τους καταλαβαίνει ο λαός. Όλα ήταν χαραγμένα σε μια απ’ τις αρχετυπικές γλώσσες των πρώτων πλασμάτων που περπάτησαν στον κόσμο και οι Μεταμάγοι μαγεμένοι απ’ την αρμονική απλότητά της, τα οικειοποιήθηκαν. Άλλωστε θεωρούσαν τους εαυτούς τους μέλη της κοινωνίας της φύσης, που περίκλειε τα ζώα, τα πουλιά, τα ψάρια, τα έντομα και τα δάση. Και όλα όσα ήταν γραμμένα στους τοίχους, αναπαριστούσαν την ιστορία του κόσμου με αρχή, αλλά χωρίς τέλος. Σ’ αυτή την ιστορία δεν θα έβρισκες πότε θεμελιώθηκε η Ένιεθ, πότε δολοφονήθηκε ο
- 94 -
τελευταίος άρχοντας της δυναστείας των Καλχαζάρ, πότε γεννήθηκαν οι τρίδυμοι ξωτικοπρίγκιπες και ούτε πότε εφτά Τσαρ συγκέντρωσαν σε μία πεδιάδα τριάντα χιλιάδες φτωχοδιαβόλους υποσχόμενοι να τους οδηγήσουν στον επί γης παράδεισο, τις χώρες των βουνών. Όχι. Από αυτά δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα ψίχουλα. Θα διάβαζες, όμως για τις τελευταίες χίλιες εκλείψεις του ήλιου και του φεγγαριού, για την εποχή που τα κυανά πλάσματα από το απέραντο νερό αποφάσισαν να αποτραβηχτούν στον ωκεανό τους και για όταν είχε πέσει το πυκνότερο χιόνι. Πότε ο βασιλιάς των αετών μεταμορφώθηκε σε αστερισμό για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα και πότε η αρχαιότερη τίγρης φόρεσε τις ρίγες της. Η σπηλιά ήταν ένα ημερολόγιο του κόσμου. Οι Μεταμάγοι ζούσαν διασκορπισμένοι σε βουνά και πεδιάδες και ακόμα κι αν είχαν χρόνια να δουν κάποιο αδέρφι τους, πάντα επικοινωνούσαν μέσω του βροντερού ποταμού. Όπως πίστευαν ήταν αγνά γεννήματα της φύσης και είχαν πάρει μορφή απ’ την άμμο, τις πέτρες, τη φωτιά, τον αέρα, το βάλτο και τα δέντρα, πολύ πριν οι πιστοί υπήκοοι της Αράχνης που τώρα καυχιούνται ότι ευγενικό αίμα κυλάει στις φλέβες τους, σκαρφαλώσουν στα βουνά διωγμένοι απ’ τη μεγάλη πόλη στις πεδιάδες. Οι Μεταμάγοι γνωρίζουν πολλά μυστικά για τους άλλους λαούς… Γνωρίζουν ότι τα δασογεννημένα ξωτικά έχουν κοινή καταγωγή με τους ανθρώπους του βασιλείου. Κάποτε είχαν αποφασίσει ότι δεν τους ταίριαζε ο τρόπος ζωής της ανεξέλεγκτης προόδου, του επεκτατισμού έναντι της φύσης, της χειραγώγησης απ’ τις κάθε μορφής εξουσίες και της θυσίας των αξιών στο όνομα της απόκτησης υλικών αγαθών. Καθοδηγούμενοι από ένστικτο, στην αρχή μεμονωμένα άτομα και σύντομα ολόκληρες οικογένειες και κοινότητες, εγκατέλειψαν πόλεις και χωριά για να βρουν καταφύγιο στην αγκαλιά των δασών. Εκεί απαρνήθηκαν τους παλιούς τρόπους, μοιράστηκαν τροφή και καταφύγιο με τους λύκους, έστιξαν το δέρμα τους με παράξενα σχέδια, τρύπησαν το σώμα τους με σκαλισμένα αγκάθια και σμίλεψαν
- 95 -
τις άκρες των αυτιών τους. Έμαθαν να κινούνται αθόρυβα μιμούμενοι τις αλεπούδες, έντυσαν τα τραγούδια τους με τα θροΐσματα των φύλλων και έραψαν τα ονόματα και τη γλώσσα τους από λέξεις που άκουσαν τις νεράιδες να χρησιμοποιούν. Για όλα αυτά οι Μεταμάγοι θεωρούν τα ξωτικά συντρόφους. Όλα αυτά τα θαυμαστά είναι γραμμένα σ’ εκείνη τη σπηλιά, προσκύνημα και τόπο ιερό των Μεταμάγων, οι οποίοι κατά βούληση μπορούν να μεταμορφώνονται σε ζώα ή δέντρα και να ξεσκίζουν ή να ξεγελούν όσους επιβουλεύονται τα μυστικά τους. Ζούνε κρυμμένοι, γιατί δεν θέλουν να έχουν σχέση με τους ανθρώπους και γιατί η ύπαρξή τους είναι συνυφασμένη με την ισορροπία και την αρμονία της φύσης. Όταν οι καιροί δεν το απαιτούν, κλείνονται στα σπήλαιά τους και ησυχάζουν, διαλογίζονται σε απόλυτη ταύτιση με το περιβάλλον και οι πιο υπομονετικοί αφιερώνουν τη ζωή τους στη συμπλήρωση των ρουνικών στο σπήλαιο. Ο τοίχος τους γράφει τις αλήθειες που σχηματίζουν τον κόσμο όπως τον ξέρουμε. Από μία λέξη ξεκινάει και συνεχίζει στην επόμενη χωρίς διακοπή, έτσι που αν κάποιος είχε πολλές αιωνιότητες στη διάθεσή του για να διαβάζει, θα ακολουθούσε το χρονικό απ’ τη μια άκρη της σπηλιάς ως την άλλη. Οι ιστορίες είναι τόσες πολλές, που αν τις αφηγούνταν ακόμα και κάποιος λιγότερο φλύαρος από εμένα, θα γέμιζε τόσα πολλά βιβλία που δεν θα τα χωρούσε ανθρώπου νους, γιατί εκεί μέσα συμπεριλαμβανόταν όλος ο κόσμος. Εσάς, όμως κι εμένα, μας ενδιαφέρει το νήμα της αφήγησης από εκεί όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά η φράση «περγαμηνή με τους τέσσερις απόκρυφους αποδέκτες». Και για πρώτη φορά ειπώθηκαν αυτά τα λόγια, ακριβώς εξήντα τέσσερα χρόνια πριν ξεκινήσει ο άγριος πόλεμος. Εξήντα τέσσερα χρόνια όπως τα μετρούνε οι άνθρωποι, μιας και αυτοί οι αριθμοί δεν έχουν σημασία για τις δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο από κτήσεώς του… Η περγαμηνή με τους τέσσερις απόκρυφους αποδέκτες
- 96 -
Σοφός και συνάμα αυτοκαταστροφικός, ιδιοφυής και συνάμα σχιζοφρενής. Άλλες φορές ακατάληπτα οράματα τάρασσαν το λογικό του κι άλλες φορές μεταμφιεσμένος σε άνθρωπο τριγυρνούσε ανάμεσα στους ανθρώπους. Ποτέ δεν μπόρεσε να κρύψει την ασίγαστη επιθυμία του για την ανάκτηση των τεσσάρων κομματιών της μαγικής περγαμηνής. Θεωρούσε ότι δικαιωματικά του άνηκαν, γιατί ο ίδιος είχε καταγράψει πάνω τους την πλέον θαυμαστή του εφεύρεση, το όπλο που είχε εμπνευστεί αντιγράφοντας γλώσσες φωτιάς. Και προκειμένου να τα ξαναβρεί αποφάσισε να συνεργαστεί με τους Πεδιανθρώπους στην έβδομη πολιορκία της Αδιγχάρα. Κάποτε, όταν όλα ήταν όπως έπρεπε, είχε στο τραπέζι του την κενή περγαμηνή, τις σημειώσεις με όσα ήθελε να γράψει πάνω της και τα περίπλοκα, προστατευτικά ξόρκια με τα οποία θα την έδενε. Για μερόνυχτα, εβδομάδες, μήνες και χρόνια διάβαζε, μελετούσε, τοποθετούσε τα γράμματα σε διαφορετική σειρά και προσπαθούσε να κρυπτογραφήσει τη σημασία τους. Παρ’ όλες τις γνώσεις που είχε αποκτήσει στα ταξίδια του νου του, κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν. Στην αρχή ήταν διστακτικός, πιστεύοντας ότι αρχαίες παγίδες ελλόχευαν πίσω από μία τόσο ισχυρή εφεύρεση, μα με τον καιρό πίστεψε πως οι φόβοι ήταν βγαλμένοι απ’ τη φαντασία του και άρχισε με ανανεωμένο θάρρος να σκαλίζει τα μυστικά. Ανάμειξε με ευλάβεια σπάνια υλικά και έκανε πειράματα με τα καταστροφικότερα στοιχεία. Νάφθα, αλάτι, υγρό ασήμι κι άλλα θαυμαστά ανακατεύτηκαν στους κλιβάνους του και με γιγαντιαία φυσερά τάιζε αγόγγυστα τις φωτιές. Ξέθαψε ξεχασμένες βασκανίες και δεν εφείσθη μαγειών. Δεν έπρεπε να είναι μόνο η γραφή τέλεια, αλλά και οι γητείες που θα την περιέβαλλαν. Και αφού έμεινε για εννιά φορές τέσσερα χρόνια στον κυβικό του Πύργο κάνοντας χίλιες παράλογες υποθέσεις, σκέφτηκε πως ίσως τελικά αυτή ήταν η μεγαλύτερη παγίδα και το τίμημα, που έπρεπε να πληρώσει. Αν ήθελε να καταγράψει στην περγαμηνή το μυστικό, θα έπρεπε να παραδώσει τη ζωή του σαν αντάλλαγμα, να απαρνηθεί τα
- 97 -
εγκόσμια και τελικά να επιστρέψει στον κόσμο των αοράτων, εκεί που η εφεύρεση θα του ήταν άχρηστη. Το λογικό του ταλανίστηκε. Τα παράξενα λόγια της περγαμηνής τον είχαν εγκλωβίσει σε έναν αναπόδραστο φαύλο κύκλο. Για κάθε μυστικό που του χάριζαν έπρεπε να πληρώσει με βαρύτατους όρκους και υποσχέσεις που τον έδεναν για πάντα με το περιεχόμενό της. Διψασμένος συνέχισε να ψάχνει. Να ανασκαλεύει τις στάχτες της γνώσης. Δεν έλεγχε πλέον αυτά που έγραφαν τα χέρια του. Με εμπιστοσύνη στην ικανότητά του να εφευρίσκει πράγματα και αγνοώντας τους ανείπωτους κινδύνους που έκρυβαν τα λόγια, αφιερώθηκε στον υπέρτατο σκοπό. Μέσα του η διαδικασία απέκτησε τις διαστάσεις ιερού καθήκοντος. Τα αποτελέσματα των πράξεών του αδυνατούσε να τα προβλέψει- κάτι είχε σκοτεινιάσει για τα καλά την έμφυτη διορατικότητά του. Πίστευε με θέρμη ότι ήταν ο μοναδικός από τις δυνάμεις της φύσης, που μπορούσε να κατασκευάσει το όπλο και ήταν αποφασισμένος να φέρει σε πέρας την αποστολή, αγνοώντας το αντίτιμα. Εν τω μεταξύ τα πάντα γύρω του άλλαζαν, τα φύλλα των δέντρων έπεφταν με διαφορετικό τρόπο, το χιόνι σωρευόταν αλλιώς στα βουνά και νέες δυνάμεις καταπόντισαν τις παλιές, διεκδικώντας εξουσία πάνω στο γνωστό κόσμο. Ο Παλαβός Αλχημιστής ζούσε απομονωμένος στον πύργο, τον οποίο κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει εξαιτίας μιας συνταγής που εφεύρε για να κατασκευάζει ομίχλη. Μέσα στην ερημιά της είχαν τραβηχτεί πλάσματα τρομερά, φρουροί ακοίμητοι, που απ’ αυτήν τρέφονταν. Μα ακόμα και αν κάποιος έβρισκε δρόμο να παρακάμψει τους ομιχλοβόρους, μάταια θα έψαχνε να βρει την είσοδο για το εσωτερικό του κυβικού πύργου. Η είσοδος στο ησυχαστήριο του Παλαβού Αλχημιστή, προφυλασσόταν από ένα τέχνασμα ισάξιο αυτών της περγαμηνής. Πέρασαν κι άλλες εποχές, πέρασαν μήνες, χρόνια. Ώσπου μία μέρα… το πεπρωμένο του εκπληρώθηκε.
- 98 -
Όταν απόκαμε το έργο του, έμεινε για τρεις μέρες και τρεις νύχτες άφωνος από αισθήματα θαυμασμού και φόβου. Ένα συγκλονιστικό δέος αγκάλιασε την ύπαρξή του. Το φοβερό όπλο που μπορούσε ν’ αλλάξει την πορεία κόσμων ολόκληρων, είχε επιτέλους δημιουργηθεί. Ένα κούφιο ραβδί, ένας μεταλλικός μηχανισμός, μια χούφτα μαύρης άμμου. Και δίπλα η περγαμηνή με τις κρυπτογραφημένη οδηγίες. Φωτιά μέσα απ’ τη σκοτεινιά. Του χάρου σκιά και σκόνη λατρευτή. Στον Πύργο κυριάρχησε μια βουβή σιωπή. Στον κόσμο έξω, ο αστερισμός του Παρατηρητή έλαμπε εντονότερα από κάθε άλλη φορά. Ο Παλαβός Αλχημιστής έβαλε επιτέλους ένα πιάτο φαί μπροστά του και τότε μόνο ήρθε στο μυαλό του η πιο στοιχειώδης ερώτηση: τι θα έκανε με το όπλο; Ποιον να βλάψει με αυτό και γιατί; Αν είχε κάποιο χρέος από παλιά τώρα πια το είχε ξεχάσει και αν κάποιος τού έκοβε το δρόμο, δεν είχε ανάγκη το όπλο για να τον αναγκάσει να παραμερίσει. Τότε; Ποιος ο λόγος; Γιατί είχε χάσει τόσο απ’ τον καιρό και τη λογική του; Ήταν αυτό άραγε το πεπρωμένο του ή είχε παρανοήσει τα σημάδια; Εκείνη ακριβώς τη στιγμή και σαν απάντηση στις σκέψεις του, ακούστηκε ο ήχος που κάνει το ξύλο όταν χτυπάει στην πέτρινη πόρτα του. Και εκείνον τον ήχο, αν και είχε να τον ακούσει απ’ όταν είχε κλειστεί στον κυβικό πύργο, δύσκολα θα τον μπέρδευε. Κάποιος είχε λύσει τον γρίφο και είχε ανακαλύψει την είσοδο; Με περιέργεια κοίταξε προς τα στριφογυριστά σκαλιά που οδηγούσαν στην επιφάνεια. Δεν συνήθιζε να έχει επισκέπτες και σίγουρα δεν ήταν κάποιος από τους μαθητές του. Τα χρόνια που είχε ξοδέψει γράφοντας την περγαμηνή είχε ξεχάσει να πιστεύει στο Θεό κι έτσι δεν θα μπορούσε να είναι κάποιος απεσταλμένος Του. Αν ήταν οι άυλες παρουσίες θα είχαν γλιστρήσει από τις χαραμάδες και αν ήταν οι κυβερνήτες του Κάτω Βασιλείου δεν θα είχαν την ευγένεια να τον προειδοποιήσουν. Βιαστικά και χωρίς να το πολυσκεφτεί καταχώνιασε μέσα σ’ ένα μπαούλο το καινούργιο όπλο και αφού το μαντάλωσε, έριξε ένα μεγάλο μαντήλι πάνω στο καπάκι, ένα μαντήλι που μόλις έμενε ακίνητο μάζευε
- 99 -
σκόνες και ιστούς από αράχνες. Ξερόβηξε από αμηχανία και έστρωσε όπως όπως τις ατίθασες τούφες των μαλλιών του. Άρχισε να ανεβαίνει νευρικά τα σκαλοπάτια, προσπαθώντας να θυμηθεί αν είχε στο κελάρι του κανένα μπουκάλι παλιό κρασί και στενοχωρήθηκε που δεν είχε χρόνο να σκουπίσει λίγο το πέτρινο πάτωμα. Έφτασε στην επιφάνεια, κοντοστάθηκε μία στιγμή για να βρει την ανάσα του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Μπορεί στο κάτω κάτω να ήταν ένας βοσκός που είχε χαθεί στο δάσος και ήταν αρκετά έξυπνος ή αρκετά τυχερός με το λύσιμο γρίφων. Στα κοντινά χωριά πάντα πίστευαν ότι οι βοσκοί ευλογούνται με μαγικές ικανότητες απ’ τη φύση. Ο Παλαβός Αλχημιστής τράβηξε με δυσκολία προς τα μέσα τη βαριά, πέτρινη πόρτα και απέναντί του αντίκρισε μία παράξενη συντροφιά. Καθώς κεραυνοί αυλάκωναν το συννεφιασμένο ουρανό, μπροστά του στέκονταν τέσσερα γεροδεμένα, όμορφα παλικάρια, που είχαν ριγμένα στους ώμους τους καφετιά, βαριά πανωφόρια και φορούσαν μαλακή γούνα γύρω από τους λαιμούς τους. Πίσω απ’ τους ώμους τους κουρτίνες βροχής άλλαζαν θέση στην ατμόσφαιρα, παλεύοντας με την τεχνητή ομίχλη. Αυτός με τις περισσότερες ρυτίδες στο πρόσωπό του έκανε μισό βήμα μπροστά και είπε με μπάσα, ευγενική φωνή: «Είμαστε τέσσερις ξένοι έμποροι από μακριά. Μας έπιασε η νεροποντή στο δρόμο μας για την Αδιγχάρα. Αν έχεις την καλοσύνη άρχοντα, άνοιξέ μας λίγο να ξαποστάσουμε, ώσπου να κοπάσει η μπόρα και μετά θα κινήσουμε ξανά. Ευλογία η βροχή που πέφτει για τον αγρότη, αλλά κατάρα για τον ταξιδιώτη». Ο παλαβός Αλχημιστής εκτίμησε το γεγονός ότι οι τέσσερις ξένοι δεν σχολίασαν το γρίφο πάνω από την είσοδο και παραμερίζοντας τους έκανε νόημα να περάσουν μέσα. Κρατώντας έναν πυρσό τους οδήγησε προς το δωμάτιό του, απολογούμενος για την ακαταστασία που πιθανότατα θα συναντούσαν και τους ορμήνεψε να προσέξουν μη γλιστρήσουν στις στενές, στριφογυριστές σκάλες.
- 100 -
Μπήκαν στο δωμάτιο και την ίδια στιγμή δάγκωσε τα χείλη του. Στην βιασύνη του να μαζέψει το όπλο της φωτιάς και τη μαύρη σκόνη, είχε παρατήσει πάνω στο τραπέζι την απόκρυφη περγαμηνή. Βιαστικά την εξαφάνισε μέσα στα φαρδιά μανίκια του λέγοντας με ένα αμήχανο, ψεύτικο χαμόγελο ότι πρόκειται για ένα παλιόχαρτο, που φύλαγε για προσάναμμα. Ο άνδρας που είχε μιλήσει, κοίταξε καλά καλά το λιτό χώρο γύρω του, προσποιούμενος τον αδιάφορο. Η ματιά του, όμως, για όσο διαρκεί ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων άστραψε και έπειτα έκανε μία βαθιά υπόκλιση, που αν δεν ήξερες ότι αυτόν τον τρόπο συνήθιζαν εκείνη την εποχή για ν’ αποδίδουν σεβασμό στον οικοδεσπότη, θα νόμιζες ότι ήθελε να δει μες στο μανίκι του Παλαβού Αλχημιστή, για να διαπιστώσει που ακριβώς είχε καταχωνιαστεί η περγαμηνή. Έπειτα, καθαρίζοντας κάπως τη φωνή του, είπε: «Είσαστε πολύ ευγενικός άρχοντα. Εγώ είμαι ο Χαβέζ». Μετά έδειξε τους συντρόφους του και συνέχισε: «…Αυτός είναι ο Βαϊζάν, αυτός ο Αϊλκούν και ο τελευταίος και μικρότερος ο Καντού. Σας ευχαριστούμε απ’ τα βάθη της καρδιάς μας για την φιλοξενία. Αν δεν σας πειράζει θα καθίσουμε κοντά στο τζάκι ώσπου να τελειώσετε το φαγητό σας. Μόλις η βροχή αραιώσει έστω και λίγο θα φύγουμε στο δρόμο μας». Οι γούνες και τα πανωφόρια τους έσταζαν χοντρούς κόμπους νερού, αλλά και οι τέσσερις αρνήθηκαν με ευγενικά νεύματα την προσφορά του Παλαβού Αλχημιστή να τους απαλλάξει από αυτά. Μπροστά τους είχαν μία μακριά νύχτα και έπρεπε να κρατηθούν ζεστοί… Το Κάτω Βασίλειο Αυτοί που το κυβερνούν δεν είναι άνθρωποι και ούτε σκέφτονται όπως εμείς, γι’ αυτό και είναι αδύνατο να κατανοήσουμε απόλυτα τα κίνητρά τους και να ερμηνεύσουμε ξεκάθαρα τις πράξεις
- 101 -
τους. Το βέβαιο είναι ότι σπάνια εμφανίζονται στην επιφάνεια της γης και είναι αλήθεια μαύρη τύχη να τους συναντήσεις, είτε είσαι άρχοντας είτε είσαι ζητιάνος. Όσοι βρέθηκαν στο διάβα τους και γλύτωσαν, τούς πρόσδωσαν πολλά ονόματα: δαίμονες, άρπυιες, λάμιες, εκατόγχειρες, δρακόνια, φοβήτορες, χίμαιρες, σιλεόνια, βελζεβούληδες, σατανάδες, εριχθόνιοι, απέθαντοι, βρικόλακες, πνεύματα, φαντάσματα. Και πράγματι όλα αυτά είναι και πολλά ακόμα, που οι λειψές μας αισθήσεις αδυνατούν να αντιληφθούν. Όπως δεν αντιλαμβάνονται και ότι πουθενά στον κόσμο δεν γίνεται να εμφανιστούν ταυτόχρονα δύο βρικόλακες. Ο Βρικόλακας, παρ’ όλες τις μεταμφιέσεις του, είναι ένας και μοναδικός στο Κάτω Βασίλειο. Όπως ένας είναι ο Σκιάνθρωπος, ο Δαίμονας-Μαγγανιστής και ο βδελυρός αγγελιοφόρος τους ο Σάμκα. Αυτές οι τέσσερις οντότητες εξουσιάζουν αχανείς, ερημικές εκτάσεις στα υπόγεια της γης και ανάμεσα στα αναρίθμητα τεχνάσματά τους για να τρομάζουν τους κατοίκους της επιφάνειας είναι και η εφεύρεση μιας δήθεν πανίσχυρης κι υπέρτατης δύναμης, του Διαβόλου. Οι κυβερνήτες του Κάτω Βασιλείου υπάρχουν από πάντα στον κόσμο, ίσως από τόσο παλιά όσο κι ο ίδιος ο κόσμος, αν και καμιά ύπαρξη δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι συνυπήρχε με τη δημιουργία. Σίγουρα, όμως κατοικούσαν στ’ απόκρυφα μέρη της γης πριν τους Μεταμάγους, γιατί όταν οι τελευταίοι ανακάλυψαν το ιερό σπήλαιο τους, οι απαρχές της ιστορίας του Κάτω Βασιλείου ήταν ήδη γραμμένες εκεί, άγνωστο από ποιους. Σύμφωνα με τις πρώιμες αυτές γραφές, όταν οι διαμένοντες στο Κάτω Βασίλειο πέρασαν σε ικανό επίπεδο νόησης ώστε να καταλαβαίνουν τους εαυτούς τους, αναζήτησαν το σκοπό της ύπαρξής τους. Και συμπέραναν ότι ήταν ταγμένοι στη διατήρηση της ισορροπίας και άρα ενάντιοι σε όσα αντιπροσώπευε η πίστη των ανθρώπων σε αγίους, θεούς και αγγέλους. Συνεπώς δεν γίνεται να αποκαλέσεις τους κυβερνήτες του Κάτω Βασιλείου, πλάσματα κακίας γιατί αυτή η έννοια δεν υπήρχε στα αρχαία χρόνια όταν ο καθένας
- 102 -
τάχθηκε στο σκοπό του, παρά είναι μια ύστερη επινόηση των ανθρώπων που εξυπηρετεί τα συστήματα εξουσίας τους. Είτε ήταν έτσι είτε αλλιώς, επιζητούσαν την καταστροφή του κόσμου, γιατί αυτή ήταν την εικόνα είχαν πλάσει για την ισορροπία. Αφού οι άνθρωποι με την ευλογία των ουράνιων αφεντάδων τους έψελναν ύμνους και έχτιζαν κάστρα, αυτοί θα στρέβλωναν τις μελωδίες και θα υπέσκαπταν τα θεμέλια. Και όλες τις ώρες που κολυμπούσαν στις άσβεστες φωτιές στα μέρη που οι άλλοι ονομάζουν κολάσεις, αυτό απεργάζονταν. Για πολύ καιρό, αν και οι κυβερνήτες του Κάτω Βασιλείου είναι φτιαγμένοι από εντελώς διαφορετικές ουσίες και τρώγονται θέλοντας ο ένας το κακό του άλλου, είχαν συμφωνήσει ότι αρκούσε για την επίτευξη των σκοπών τους να μαζεύουν ψυχές, να τις βασανίζουν, να τις στρεβλώνουν κι έπειτα να τις ξαναφυτεύουν σε νεογέννητα ζώα ή ανθρώπους. Έστελναν συνήθως ως άυλο πράκτορά τους, το Σκιάνθρωπο στον κόσμο των ορατών να ψάχνει για χαμένες ψυχές, οι οποίες δεν βρίσκουν ανάπαυση. Ο Σκιάνθρωπος ήταν ο πιο κατάλληλος για να κινείται ανάμεσα στους ζωντανούς, γιατί είχε την ικανότητα να μπαίνει σε ξένα σώματα μιμούμενος τη σκιά τους και τελικά ελέγχοντας το μυαλό τους. Έκλεβε ψυχές και τις πετούσε με χαιρεκακία στη μοναδική δίοδο επικοινωνίας του Κάτω Βασιλείου με την επιφάνεια, ένα ξεραμένο πηγάδι χωρίς μάγγανο, κοντά στον αγρό Ισιέν. Και στο βαθύ βυθό του πηγαδιού, λυσσασμένοι ο Βρικόλακας, ο ΔαίμοναςΜαγγανιστής και ο Σάμκα, τις υποδέχονταν τρίβοντας τα χέρια τους. Τότε ήταν -αρχές του έτους 1000 από κτήσεως του Βασίλειου της Αράχνης- που έμαθαν για μία ανακάλυψη, μία σπίθα καταστροφής, την οποία αν την αποκτούσαν θα αναποδογύριζαν κάθε τάξη που είχε εδραιωθεί ως τότε. Σκόρπια λόγια και περιγραφές ειπωμένες μέσα από μάτια κορακιών, υαινών, γυπών, μυγών, σκαθαριών και σκουληκιών, έκαναν λόγο για ένα τρομερό, πρωτοφανέρωτο όπλο, απ’ το οποίο πήγαζε το απόλυτο πυρ. Όποιος το κρατούσε στα χέρια του θα είχε και
- 103 -
την εξουσία να ορίσει την πορεία του κόσμου. Και η συνταγή για να φτιαχτεί αυτό το όπλο είχε καταγραφεί από κάποιον Παλαβό Αλχημιστή πάνω σε μια περγαμηνή, η οποία δέθηκε με περίτεχνους κόμπους ξορκιών, οι οποίοι ήταν άγνωστο πόσο πολύ επηρέαζαν το χώρο και τις συμπεριφορές γύρω τους. Οι κυβερνήτες του Κάτω Βασιλείου αποφάσισαν με λαχτάρα πως εκείνη η εφεύρεση έπρεπε να περάσει στα χέρια τους, γιατί η καταστροφή ήταν η φύση τους. Μέχρι, όμως να καταστρώσουν ένα σχέδιο επίθεσης στον απόρθητο κυβικό πύργο, ο χρόνος κύλησε και οι γνωστές απ’ τις αναφορές των κατασκόπων καταστάσεις, μεταβλήθηκαν με τρόπους απρόσμενους. Τέσσερις φτερωτοί Μεταμάγοι που προσποιούνταν τους εμπόρους, πρόλαβαν να κλέψουν την περγαμηνή και την κατακερμάτισαν ώστε να μην είναι εύκολο για οποιονδήποτε να αποκτήσει την ιερή δύναμη, η οποία εκπήγαζε απ’ το όπλο. Μα συνέβη κάτι που δεν είχε προβλεφθεί. Εξαιτίας των πανίσχυρων γητειών που είχε χρησιμοποιήσει ο Παλαβός Αλχημιστής, τα κομμάτια της μαγικής περγαμηνής, είχαν -εκτός από πολλές άλλες- την ιδιότητα να οδηγούν το ένα στο άλλο, σαν για τη μοίρα να μην ήταν απόκρυφοι όσοι θα γίνονταν αποδέκτες των κομματιών στο διηνεκές του χρόνου. Οι κυβερνήτες του Κάτω Βασιλείου αφού αναθεμάτισαν τους καταραμένους Μεταμάγους και τα ανήθικα κόλπα τους, συμφώνησαν να αναζητήσουν με κάθε μέσο τα κομμάτια της περγαμηνής και γι’ αρχή χρειάστηκαν μόνο λίγες δόσεις διαβολικής τύχης. Μία γυναίκα περπατούσε στο δάσος του Ισιέν κρατώντας στα χέρια της ένα από τα κομμάτια και έψαχνε ψηλά στον ουρανό να βρει τον αετό που είχε υποσχεθεί ότι θα την παντρευτεί. Δεν είδε μπροστά της το εγκαταλειμμένο πηγάδι, που σαν ανοιχτό στόμα στη χορταριασμένη γη την κατάπιε. Η Άννα, η αδερφή του Μιχαήλ που ήταν εργατική σαν αράχνη, έπεσε στην είσοδο του Κάτω Βασιλείου. Χτύπησε άσχημα, αλλά είχε ακόμα τις αισθήσεις της όταν την πλησίασε ο Σάμκα που έτυχε να είναι ξύπνιος στη βάρδια του. Η Άννα
- 104 -
κοίταξε γύρω της τρομοκρατημένη. Από τα τοιχώματα του πηγαδιού έσταζε γλίτσα και βλέννες, μια βρωμερή μπόχα την έπνιγε και αντίκρισε με τρόμο ένα κερασφόρο, μεγαλόσωμο πλάσμα, που έσερνε πίσω του δέκα διχαλωτές ουρές σαν μαστίγια. Στην πλάτη είχε σκελετωμένα φτερά, τα μάτια του ήταν μαυρισμένα και στα χέρια κρατούσε σουβλερά ακόντια ποτισμένα με το ίδιο του το αίμα. Αντί για ανάσα, μουγκρητό κόχλαζε στα ρουθούνια του. Η νεαρή κοπέλα ούρλιαξε… Άλλαξαν αρκετά φεγγάρια. Όσο κι αν λύσσαξαν οι κυβερνήτες, όσο κι αν έτριξαν τα δόντια τους, όσο κι αν βασάνισαν την Άννα, δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν την περγαμηνή με κανένα τρόπο. Η Άννα ομολόγησε την ιστορία με τους τέσσερις αετούς και τα κομμάτια που είχαν πετάξει στο τζάκι τους, αλλά δεν ήξερε τι απέγιναν οι αδερφές της. Αργότερα τον ίδιο χρόνο ο Σκιάνθρωπος πέταξε στο πηγάδι την ψυχή της αδερφής της Άννας, της Δήμητρας και έτσι μάθανε για το νεκροθάφτη του Φονοθόνοφ που είχε οικειοποιηθεί άνομα την περγαμηνή. Όταν ο Σάμκα κατέφτασε στο χωριό μέσα σε μία θύελλα που ισοπέδωνε τα πάντα, ο νεκροθάφτης ήδη είχε φύγει, προφανώς για να πουλήσει το κομμάτι στην αγορά μιας μεγάλης πόλης. Ο Σάμκα μονομάχησε με τον Ιππότη και σαν μόνο κέρδος αποκόμισε το τεχνούργημα του· ένα χρήσιμο μπιχλιμπίδι. Όπως και να ‘χε είχαν χάσει μέσα απ’ τα χέρια τους την ευκαιρία και το δυστύχημα ήταν πως όσα ήταν γραμμένα στο δικό τους κομμάτι της περγαμηνής διαβάζονταν, αλλά δεν διαβάζονταν. Τα σημάδια και τα σύμβολα παραπλανούσαν τους κυβερνήτες του Κάτω Βασιλείου με μάγια και τεχνάσματα, που δεν μπορούσαν να ξεπλύνουν απ’ το μυαλό τους. Ο Παλαβός Αλχημιστής είχε πάρει όλα τα μέτρα για να μην πέσει το όπλο του σε λάθος χέρια. Δεν το έβαλαν κάτω. Συνέλαβαν το σχέδιο να χρησιμοποιήσουν αδύναμους ψυχικά ανθρώπους οι οποίοι θα τους βοηθούσαν χωρίς να
- 105 -
το υποψιάζονται. Άλλωστε ήταν λογικό να υποθέσουν ότι τα υπόλοιπα κομμάτια της περγαμηνής παρέμεναν ακόμα στην κατοχή ανθρώπων. Η μέθοδος ήταν απλή και ταυτόχρονα σατανική. Προκειμένου να ανακαλύψουν τις τοποθεσίες όπου κρύβονταν τα υπόλοιπα τρία κομμάτια της περγαμηνής, θα μοιράζονταν με τους θνητούς αποσπάσματα γρίφων και κώδικες με πληροφορίες. Τα ξόρκια προστασίας που είχαν δεθεί πάνω στα κομμάτια της περγαμηνής, σκοτείνιαζαν την όραση πανίσχυρων πλασμάτων, αλλά ίσως δεν επηρέαζαν την όραση των ανθρώπων, γιατί ο Παλαβός Αλχημιστής, δεν θεωρούσε απειλή για το μυστικό του τόσα αδύναμα και απλοϊκά πλάσματα. Και επιπλέον είναι φορές, που η δυσπιστία των ανθρώπων απέναντι σε οτιδήποτε θεωρούν φανταστικό, τους προσφέρει ανοσία στη μαγεία. Τα χρόνια του πολέμου Η αρχή έγινε όταν ο Σκιάνθρωπος πήρε το κομμάτι της περγαμηνής και το τεχνούργημα και στάλθηκε σαν προπομπός σ’ ένα μοναστήρι στα Νότια των βουνών. Το μοναστήρι διαφέντευε ένα ανεκτίμητης αξίας ορυχείο και ηγούμενός του ήταν μια ξεχασμένη απ’ το χρόνο σκοτεινή προσωπικότητα, που ασχολούνταν με διάφορες παραδοξολογίες και μεταφυσικά πειράματα. Εκεί ο Σκιάνθρωπος βρήκε έναν αόμματο Λόγιο, που δεν έστεκε πολύ στα λογικά του και ησύχαζε έχοντας πάρει όρκο σιωπής για τις αμαρτίες του. Μέσα από τις σκιές εισέβαλε στο κελί του προσποιούμενος επίσης τον μοναχό και για μέρες και νύχτες τριβέλιζε το μυαλό του επαναλαμβάνοντας την ίδια και την ίδια ιστορία. Οι φωνές που ηχούσαν για μήνες μες στο κεφάλι του και η ιστορία που επαναλαμβανόταν βασάνιζαν τον τυφλό, ώσπου τον αποτρέλαναν και τον έκαναν να πιστέψει πως ήταν προορισμένος για μια θεϊκή αποστολή. Ο Λόγιος αποφάσισε να αναζητήσει τη δήθεν αλήθεια, που σύμφωνα με τα ψεύδη του Σκιανθρώπου κρυβόταν στο
- 106 -
μοναστήρι. Έμαθε να διαβάζει με τα δάχτυλα και νόμιζε ότι κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες στην απόκρυφη έρευνά του, αλλά στην πραγματικότητα μάζευε στοιχεία που του σκόρπιζε στα πόδια ο δολοπλόκος Σκιάνθρωπος. Τελικά έπειτα από εφτά χρόνια, «ανακάλυψε» μέσα σε έναν τάφο το κομμάτι της περγαμηνής, που είχε παραχώσει εκεί ο Σκιάνθρωπος. Μαζί ήταν και το τεχνούργημα, που σύμφωνα με τον Σκιάνθρωπο μπορούσε να εντοπίζει τη θέση του Παρατηρητή κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο Λόγιος αισθάνθηκε το κατασκευασμένο πεπρωμένο του να πλησιάζει στην εκπλήρωσή του. Το μυστικό δεν έπρεπε να χαθεί. Πλήρωσε ένα πουγκί με αργυρά σ’ αυτόν που νόμιζε έμπιστο συγκάτοικο και σύντροφό του, και τον εκλιπάρησε να τον βοηθήσει να ταξιδέψει έως το Δρακοδόντι για να συναντήσει τον τοπικό Άρχοντα. Και έτσι έγινε. Μπροστά ο αόρατος δαίμονας να καθοδηγεί και πίσω ο τυφλός Λόγιος έφτασαν στην πόλη. Εκεί ο Σκιάνθρωπος χωρίς αργοπορία πήρε τη σκιά ενός αξιωματικού και μεσολάβησε για να παρουσιαστεί ο γερο-Λόγιος στον Άρχοντα. Ο Άρχοντας του Δρακοδοντιού, καθοδηγούμενος από σκοτεινά όνειρα στο μυαλό του, πίστεψε με τη σειρά του στην ανακάλυψη του Λόγιου, αλλά παρανόησε το μήνυμα της περγαμηνής. Διαστρεβλώνοντας αυτό που ήταν ήδη διαστρεβλωμένο, διάβασε στο τέταρτο της περγαμηνής, αυτό που ήθελε να διαβάσει. Συμπέρανε ότι χρησιμοποιώντας όσα ήταν γραμμένα θα μπορούσε να γίνει ο ίδιος θεός, αρκεί να πρόδιδε την πόλη του. Τρελάθηκε, άνοιξε τις πύλες στους εχθρούς και την ώρα που το πρώτο πόδι της Αράχνης φλεγόταν, συνοδευόμενος από μία χούφτα στρατιώτες, τον Αξιωματικό και το Λόγιο, τέλεσε μια λειτουργία, που υποτίθεται πως θα πολλαπλασίαζε χίλιες φορές τη δύναμη του, θα τον έκανε δράκοντα. Μέσα στο παραλήρημά του περπάτησε στη γλώσσα του βουνού και έπεσε στο κενό, νομίζοντας ότι έτσι θα γινόταν άρχοντας όλου του κόσμου. Η απογοήτευση του Σκιανθρώπου ήταν μεγάλη και ενώ ήταν γονατισμένος και προσποιούνταν ότι
- 107 -
προσευχόταν τρομοκρατημένος, αναθεμάτιζε την ηλιθιότητα και τη ματαιοδοξία των ανθρώπων. Μα ήταν κι άλλα να συμβούν εκείνο το βράδυ. Καθώς η ψυχή του Άρχοντα είχε δηλητηριαστεί σε τόσο μεγάλο βαθμό, δεν ήτανε γραφτό ούτε ο θάνατός του να είναι φυσιολογικός, ούτε να βρει ανάπαυση. Εμφανίστηκαν εκείνες… Μυστηριώδεις δυνάμεις, πλάσματα απόκοσμα και ξένα προς την ύλη του σύμπαντος είναι. Τις ονομάζουν Σιωπηλές Παρουσίες και μοιάζουν με αέρινες, γυναικείες, αυτόφωτες μορφές. Δεν ελέγχονται ούτε από το Δημιουργό, πόσο μάλλον από τους κυβερνήτες του Κάτω Βασιλείου. Παρουσιάζονται σε μέρη όπου έχουν διαπραχθεί ανοσιουργήματα. Αρχικά ακούγεται το μυστηριακό τραγούδι που τις περιβάλει σαν αύρα και όταν αυτό σταματήσει, τότε τα χέρια τους γίνονται όργανα τιμωρίας, αφαιρώντας αδιακρίτως τη ζωή όσων τις έχουν αντικρίσει. Αυτές αποκεφάλισαν τον τυφλό Λόγιο και αφαίρεσαν τις ζωές του Αξιωματικού και των υπόλοιπων στρατιωτών τη νύχτα που έπεφτε το Δρακοδόντι. Αυτές εξήντα τρία χρόνια μετά κυνήγησαν το φρούραρχο του Μεριάν Γκρουντ δίπλα στον Φράκτη με τα Αγκάθια και τον τιμώρησαν για όσους βιασμούς είχε διαπράξει. Αυτές ένα βράδυ αργότερα ξέσκισαν τις σάρκες του Βαλτάζαρ και του συντρόφου του καθώς διέσχιζαν το Φράκτη. Όμως ο Αξιωματικός ήταν ο Σκιάνθρωπος μεταμφιεσμένος και η ύπαρξή του δεν μπορεί να παυτεί από τον κόσμο αν δεν σκοτωθεί δύο φορές μέσα σε σώμα που έχει καταλάβει. Το δαιμόνιο βγήκε απ’ το στόμα του Αξιωματικού και έψαξε στην περιοχή ένα άλλο ζωντανό πλάσμα για να στοιχειώσει. Δεν χρειάστηκε να απομακρυνθεί πολύ. Πέταξε με τη δύναμη του μυαλού του ως λίγο χαμηλότερα στο βουνό και βρήκε έναν νεαρό τοξότη απ’ τη συνοδεία του Άρχοντα, που είχε γλυτώσει απ’ τις Σιωπηλές Παρουσίες. Ο τοξότης δεχόταν επίθεση από λύκους και είχε σηκώσει τα χέρια προς τον ουρανό έχοντας παραιτηθεί
- 108 -
από κάθε προσπάθεια επιβίωσης. Η σωτηρία, όμως δεν ήρθε από εκεί, αλλά από πολύ χαμηλότερα. Ο Σκιάνθρωπος μπήκε αστραπιαία μέσα του, έδιωξε με μια απόκοσμη σκληριά τους λύκους και επέστρεψε στο σημείο της σφαγής για να μαζέψει την περγαμηνή. Τα σύννεφα είχαν αποτραβηχτεί απ’ τον ουρανό εκείνης της νύχτας και ένα ολόγιομο φεγγάρι έβαφε ασημιές τις γύρω βουνοκορφές. Παντού είχε απλωθεί νεκρική σιγή και οι πυρσοί που είχαν ανάψει νωρίτερα οι στρατιώτες, αργοπέθαιναν στο χώμα. Πέρα μακριά στο απέναντι βουνό, η φωτιά που κατέκαιγε το Δρακοδόντι είχε φουντώσει και είχε καταπιεί τη μικρή κουκίδα που άλλοτε ήταν η πόλη. Ήταν φανερό για το Σκιάνθρωπο ότι έπρεπε να ακολουθήσει άλλο δρόμο για να εκπληρώσει τους σκοπούς του. Πήρα στα χέρια του την περγαμηνή και τίναξε τις σκόνες από πάνω της. Στάθηκε στην πέτρινη γλώσσα που προεξείχε απ’ το βουνό και συλλογίστηκε τον πόλεμο που μόλις είχε ξεσπάσει. Λέξεις στριφογύριζαν στο μυαλό του. Βουνά. Πεδιάδες. Εισβολή. Τέχνασμα. Όπως το κομμάτι της περγαμηνής έφερε πάνω του πολλών ειδών ασυνήθιστα ξόρκια, ίσως έτσι έπρεπε να φτάσει και στα χέρια ενός ασυνήθιστου ανθρώπου. Ενός που αλλού είχε γεννηθεί κι αλλού είχε μεγαλώσει. Άλλων ήταν ταγός και αλλού είχε ταγμένη την πίστη του. Πέταξε πάνω στους ώμους του την κάπα του Αξιωματικού, αν και δεν ένιωθε το κρύο. Ατένισε τον ορίζοντα προς τα Δυτικά. Πήρε μια απόφαση. Ο προορισμός του πλέον ήταν μία πόλη που ονομαζόταν Μεριάν. Έπρεπε να φτάσει εκεί, αλλά θα χρειαζόταν δεκαετίες για να οργανώσει τη νέα του πλεκτάνη. Θυμήθηκε ξανά το όνομα του τοξότη. Ιάκωβος. Το αναγραμμάτισε μερικές φορές, αλλά δεν βγήκε άλλη λέξη, καλή ή κακή. Ταιριαστά, σκέφτηκε ο σκιάνθρωπος. Είναι ώρα να κινήσω στο δρόμο μου κι απ’ τη μια σκιά να ταξιδέψω στην άλλη. Φορώντας το σώμα του Ιακώβου ταξίδεψε πολύ και ταξίδεψε μακριά. Πέρασε δάση, διάβηκε τον Ροντάντορον, βρέθηκε από συγκυρίες στην πτώση της Δρακοφωλιάς και είδε από μακριά τους
- 109 -
κατοίκους της Αδιγχάρα να ενισχύουν τα τείχη τους, ενάντια στον εχθρό απ’ τις πεδιάδες. Περπάτησε τη γέφυρα του Τρικόρυφου, διέσχισε χωρίς δυσκολία το Φράκτη με τα Αγκάθια, επισκέφτηκε την κυρά των Μήλων και το Σφυροχέρη γιο της και τους έσφιξε τα χέρια συγκινημένος με το έργο που επιτελούσαν. Διασταυρώθηκε με την Υφαντή Οδό και άφησε πίσω του φέουδα, κεφαλοχώρια, αρχοντόσπιτα, χαμοκέλες, μύλους, ζωντανά, σπαρτά, βράχια και δέντρα. Η μαγεία που έδενε τη σκιά του με το άβουλο σώμα του Ιακώβου, του έδινε ευρωστία και ασυνήθιστη αντοχή στον καιρό που περνούσε. Όσο όλα άλλαζαν γύρω του, οι ρυτίδες στο πρόσωπό του παρέμεναν ρηχές και τα κόκαλά του δεν τρίβονταν. Μόνο τα μέσα του αλλοιώνονταν και σάπιζαν αργά αργά απ’ τη χολή που έσταζε η σκέψη του. Και το ταξίδι του συνεχίστηκε μέχρι το Μεριάν, αυτό που αποκαλούσαν και Νοτιοδυτικό Φρούριο. Εκεί ο Σκιάνθρωπος σκάλισε, οσμίστηκε και μάζεψε γνώσεις για έναν δήθεν άκακο γεράκο, ο οποίος είχε γεννηθεί στις πεδιάδες και με άφταστες μηχανορραφίες, που ακόμα κι ο Βρικόλακας θα ενέκρινε, κατάφερε να διεισδύσει στην αυλή του παλατιού του Μεριάν και να θέσει σε εφαρμογή ένα ασύλληπτο σχέδιο. Αντικατέστησε το νεογέννητο παιδί της βασίλισσας μ’ ένα παιδί που είχε φέρει στην κοιλιά μιας γυναίκας από τις πεδιάδες, τον ταπεινό γιο ενός ψαρά. Ανέλαβε τη διαπαιδαγώγησή του νεαρού διαδόχου και για χρόνια του δίδασκε στα κρυφά την πίστη προς την πανίσχυρη αυτοκρατορία των ανθρώπων στις πεδιάδες. Ο διάδοχος ενηλικιώθηκε, πήρε το όνομα Σαμουήλ Καν Σαλαζάρ και ανέλαβε την ηγεσία μιας πόλης της Αράχνης, όντας ο ίδιος του πιστός σε άλλα εμβλήματα και σε άλλους θεούς. Όντας ο ίδιος του εφ’ όρου ζωής προδότης. Ο Σκιάνθρωπος συνάντησε τον γερο-δάσκαλο του Σαμουήλ και διόλου δεν δυσκολεύτηκε να τον φέρει με τα νερά του. Τον έκανε να πιστέψει ότι ο νεαρός Ιάκωβος ήταν κατάσκοπος, απεσταλμένος απ’ την Καναά και για χρόνια συγχρωτίστηκαν. Ο δάσκαλος έμαθε για την
- 110 -
περγαμηνή και μεταλαμπάδευσε το πάθος για την απόκτησή της στον Σαμουήλ. Για να διασφαλίσει ο Σκιάνθρωπος ότι ο δάσκαλος δεν θα χανόταν σε ατέρμονες ατραπούς, τον πληροφόρησε ότι στα εδάφη του βουνίσιου βασιλείου υπήρχαν δύο κομμάτια περγαμηνής, στα οποία περιέχονταν η συνταγή για ένα τρομερό όπλο, που είχαν ξεχάσει στη γη οι δαίμονες. Του είπε ότι οι Τσαρ περίμεναν από αυτόν να ανακαλύψει τα δύο κομμάτια και μέσα σε απόλυτη μυστικότητα να τους τα στείλει, ώστε να διασφαλίσουν τη νίκη τους στον πόλεμο. Ο Σκιάνθρωπος παρέδωσε διάφορα χαλκευμένα στοιχεία στο δάσκαλο και αφού βεβαιώθηκε ότι έφτασαν και στα χέρια του Σαμουήλ, αποσύρθηκε για λίγο καιρό προκειμένου να δει αν οι άνθρωποι θα κατάφερναν να του βρουν το δεύτερο κομμάτι. Τότε ήταν που ο γερο-δάσκαλος θέλησε να κάνει ένα ταξίδι προς τις πεδιάδες όπως συνήθιζε κάθε τρία χρόνια. Μπροστά στη δυσάρεστη αυτή εξέλιξη ο Σκιάνθρωπος αναγκάστηκε να τον δολοφονήσει. Ο Σαμουήλ έμεινε μόνος, αλλά με πίστη στη μυθολογία της περγαμηνής. Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία, «ανακάλυψε» το πρώτο κομμάτι που είχε κρύψει κάπου μες στο Μεριάν ο Σκιάνθρωπος. Υπερνικώντας τη μαγεία της περγαμηνής, κατάφερε να διαβάσει ότι το δεύτερο κομμάτι ήταν στα χέρια του Άρχοντα της Αδιγχάρα και έθεσε σε εφαρμογή ένα πανούργο σχέδιο. Έστειλε τον αγγελιοφόρο Αλιόσκα δήθεν με ένα μήνυμα προς την Αδιγχάρα, μα στην πραγματικότητα ανέθεσε στον αρχιληστή Βαλτάζαρ να τον σκοτώσει στο Φράκτη με τα Αγκάθια και να του κλέψει την περγαμηνή. Κατόπιν έστειλε τη Νάιλο στην Αδιγχάρα να κλέψει το δεύτερο κομμάτι της περγαμηνής. Αφού τα κατάφερνε, ένας έμπιστος δολοφόνος θα την έβγαζε από τη μέση και επίσης θα παρέδιδε το κομμάτι της στο Βαλτάζαρ. Μαθαίνοντας τα καθ’ έκαστα ο Σκιάνθρωπος προσέγγισε τον Βαλτάζαρ. Ο αρχιληστής συμπάθησε το νεαρό Ιάκωβο και τον έχρισε βοηθό του, χαρίζοντάς του για όπλο έναν λογχοθραύστη. Όμως στην πορεία τους μέσα στον Φράκτη με τα Αγκάθια, τους επιτέθηκαν οι
- 111 -
Σιωπηλές Παρουσίες και ξέσκισαν το σώμα του Ιάκωβου, εξορίζοντας αμετάκλητα τον Σκιάνθρωπο πίσω στην κόλαση. Και αφού λίγες μέρες μετά κατά την πολιορκία της Αδιγχάρα ο Σάμκα εξαϋλώθηκε μαζί με τον Ιππότη, έμειναν μόνο δύο κυβερνήτες του Κάτω Βασιλείου με δυνάμεις στη γη. Ο Βρικόλακας ανέλαβε να παραμονεύει στο βυθό του πηγαδιού στην καρδιά του δάσους Ισιέν και ο πανίσχυρος Δαίμονας-Μαγγανιστής, που ανάμεσα στους ανθρώπους είναι γνωστός ως Κοσέι, ανέλαβε να ψάξει για την περγαμηνή. Μα όπως η ιστορία συνεχίζει να ξεδιπλώνεται στο σπήλαιο των Μεταμάγων πολλά απρόβλεπτα συμβαίνουν. Εκτός από τους κυβερνήτες του Κάτω Βασιλείου, τους Μεταμάγους και τον Παλαβό Αλχημιστή, μία άλλη δύναμη καθοδηγούμενη από δικούς της σκοπούς, ενήργησε για να αποκτήσει το τρομερό μυστικό. Μια δύναμη που φοράει κόκκινο μανδύα και χάλκινα δαχτυλίδια, στηρίζεται σε ένα σκαλισμένο ραβδί που καταλήγει στη κεφαλή ενός δράκου και συνοδεύεται από δύο μισοξωτικούς υπηρέτες. Μία δύναμη που στα μάτια της καθρεφτίζεται μόνο το φως των αστεριών.
- 112 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43 Εκκλησία βυθισμένη στο σκοτάδι
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΤΑΝ για αρκετές μέρες, αλλά δεν ήταν ακόμα σίγουροι για το πόσο κοντά βρίσκονταν στον προορισμό τους. Ο Χίλβαν συμβουλευόταν κατά διαστήματα το κομμάτι της περγαμηνής που είχε πάνω του και από τις κλεφτές ματιές που του έριξε η Νάιλο είχε καταλάβει ότι ήταν το αυθεντικό. Άρα το ψεύτικο κομμάτι είχε μείνει πίσω με τον Τολούκ. Ήταν ένα λιγότερο θέμα να τους απασχολεί, αν και η Νάιλο συχνά πυκνά αναρωτιόταν γιατί ο φύλακας του Μπαρταντίν δεν είχε προτείνει να γυρίσουν πίσω για να αναζητήσουν τον αδερφό του και κατ’ επέκταση το κομμάτι της περγαμηνής που εκείνος κουβαλούσε. Αναγκάζονταν να κάνουν μεγάλες παρακάμψεις σε σημεία που ο Ροτ υποψιαζόταν ότι παραμόνευαν εχθρικές περιπολίες και όσο προχωρούσαν συναντούσαν όλο και δριμύτερα πρόσωπα του χειμώνα. Παρά τις συνεχείς ενθαρρύνσεις του Χίλβαν, μουρμούρες και παράπονα είχαν αρχίσει να διακινούνται ανάμεσα στους ταλαιπωρημένους στρατιώτες. Τα εμψυχωτικά λόγια της Νάιλο κάτω απ’ τη γριά βελανιδιά, πλέον φάνταζαν μακρινά και οι περισσότεροι νοιάζονταν αποκλειστικά για το δρόμο της επιστροφής και την επάρκεια των εφοδίων. Εκείνη την ημέρα διέσχιζαν βραχώδεις εκτάσεις και σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, είχαν αφήσει οριστικά πίσω την επαρχία του Ανατολικού Πύργου. Βάδιζαν σε εντελώς άγνωστη γη και κατά το απόγευμα έφτασαν στο χείλος ενός μακρόστενου οροπεδίου, που ανοιγόταν χαμηλότερά τους. Ο Ροτ τους σταμάτησε για να ξεκουραστούν και έδειξε με το χέρι του νοτιότερα. «Να κάτι με ενδιαφέρον. Φαίνεται ότι είναι ένα μικρό χωριό». Πράγματι αν παρατηρούσαν καλύτερα μπορούσαν να ξεχωρίσουν μερικά καλύβια αραδιασμένα σε κύκλο γύρω από ένα μεγαλύτερο κτήριο· μια εκκλησία;
- 113 -
Όσες περιοχές είχαν περάσει ήταν ακατοίκητες και έτσι όλοι οι στρατιώτες μαζεύτηκαν για να δουν το θέαμα. Η Νάιλο πλησίασε, κοίταξε πάνω απ’ τους ώμους του Ροτ και ρώτησε: «Κατοικείται; Υπάρχουν χωρικοί; Ζώα; Τι βλέπεις;». Ο Ροτ πλατάγισε τη γλώσσα του σκεφτικός: «Δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι ότι από καμιά καμινάδα δεν βγαίνει καπνός, αλλά αν τους βλέπουμε εμείς, τα σκυλιά τους θα μας έχουν μυριστεί από νωρίτερα. Πολύ πιθανόν το χωριό να έχει κάποια βίγλα που θα ειδοποιεί τους κατοίκους να κρύβονται όταν πλησιάζουν ξένοι. Να στείλουμε κάποιον να δει από κοντά; Μπορεί να προκύψουν προβλήματα.» Ο Χίλβαν κατένευσε και στράφηκε προς τους στρατιώτες. Στην αρχή κοίταξε τον Αλιόσκα, που ήταν και εκπαιδευμένος ανιχνευτής, αλλά γρήγορα το βλέμμα του πήδηξε σε ένα άλλο αγόρι, που ονομαζόταν Ιωάννης και που μόλις την τελευταία στιγμή είχε συμπεριληφθεί στην αποστολή, στη θέση του βαριά πληγωμένου πατέρα του. Ο Χίλβαν απλά τον έδειξε κι ο Ιωάννης αφού άφησε το σακίδιο και τα όπλα του, κατηφόρισε προς το χωριό περπατώντας αργά και προσεκτικά από κρυψώνα σε κρυψώνα. Στους υπόλοιπους ο Χίλβαν έδωσε εντολή να ξαπλώσουν, να παραμείνουν αμίλητοι και να μην ανάψουν φωτιά. Μετά πήρε ένα τόξο και μια χούφτα σαΐτες, έριξε μια γκρίζα κουβέρτα στους ώμους και στο κεφάλι του, προχώρησε μερικά βήματα και γονάτισε πλάι σε έναν ογκώδη βράχο. Μένοντας ακίνητος, έγινε ένα με την πέτρα και το βλέμμα του ακολούθησε τα βήματα του νεαρού στρατιώτη. Στο βάθος μαζευόταν καταχνιά. Πέρασε περίπου μία ώρα μέχρι να επιστρέψει ο Ιωάννης. Το βήμα του ήταν πιο ανάλαφρο. Δεν είχε δει τίποτα, δεν είχε συναντήσει κανέναν, το χωριό έμοιαζε εγκαταλελειμμένο, μάλλον από καιρό. Τα σπίτια ήταν σε άσχημη κατάσταση, αλλά οι στέγες τους στέκονταν ακόμα όρθιες. Παρά τις αντιρρήσεις της πιο επιφυλακτικής Νάιλο, ο Χίλβαν παρακινούμενος κι απ’ τους στρατιώτες, έδωσε εντολή να κατευθυνθούν προς το χωριό και να ερευνήσουν για τυχόν εφόδια. Αν
- 114 -
το έκριναν ασφαλές θα περνούσαν τη βραδιά τους εκεί και στην περίπτωση που κάποιος τους ανακάλυπτε θα έκρυβαν τις πανοπλίες τους και θα προσποιούνταν τους φιλήσυχους χωρικούς. Άρχισαν να κατηφορίζουν την πλαγιά. Λίγο πριν την είσοδο του χωριού τους υποδέχτηκε ένα σκιάχτρο, που φορούσε για κορώνα στο κεφάλι του ένα παχύ κοράκι. Το κοράκι έκρωξε επανειλημμένα το δυσοίωνο καλωσόρισμα του μέχρι ο Ροτ να το διώξει με μια πετριά. Καθώς έβλεπαν τα πρώτα σπίτια, όλοι συμφώνησαν πως το χωριό είχε παρατηθεί από καιρό στην τύχη του. Δρόμοι σκαμμένοι απ’ τις καταιγίδες, μάντρες γκρεμισμένες, σκελετωμένα κλαδιά τανύζονταν με θράσος και τρύπωναν στα σπίτια απ’ τα ξηλωμένα παράθυρα. Ερημιά που συμπληρωνόταν από μια λεπτή ομίχλη η οποία άρχισε να αναδύεται από τις ρωγμές του εδάφους. Ο Χίλβαν είπε στους στρατιώτες να μοιραστούν στα σπίτια και πρότεινε στον Άγιο Φραγκίσκο να διανυκτερεύσει στην εκκλησία. Εκείνος χωρίς πολλή σκέψη κούνησε δεξιά αριστερά το κεφάλι του και απέρριψε την ιδέα. Για κάποιο λόγο και οι στρατιώτες έμοιαζαν απρόθυμοι να περάσουν τη βραδιά τους στο ναό. Η Νάιλο τους κορόιδεψε για τις προλήψεις τους και δήλωσε ότι θα μείνει αυτή εκεί με τον Αλιόσκα. Αφού ο Χίλβαν είπε στους άνδρες ότι θα ξεκινούσαν με το ξημέρωμα, χώρισαν και ο καθένας κατευθύνθηκε προς το κατάλυμά του. *** Η Νάιλο πέρασε πρώτη το κατώφλι της μισογκρεμισμένης εκκλησίας, χαμηλώνοντας το κεφάλι της, αν και δεν υπήρχε κίνδυνος να χτυπήσει. Την υποδέχθηκε μια απαίσια μυρωδιά, που την έκανε φευγαλέα να αμφισβητήσει την επιλογή της. Πρόσεξε που έβαζε τα πόδια της σαν να μην ήθελε να ενοχλήσει περισσότερο το φθαρμένο δάπεδο και κατόπιν άναψε ένα δαυλό. Έκανε μια στροφή γύρω απ’ τον
- 115 -
εαυτό της για να δει καλύτερα το χώρο που κρυβόταν στο μισοσκόταδο γύρω της. Ο Αλιόσκα έκανε την περίμετρο του κτηρίου για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν φυσιολογικά και μπήκε μέσα ενώ ο ήλιος βυθιζόταν πίσω από κορυφογραμμές στα δυτικά, εκεί όπου είχαν αφήσει την πατρίδα τους. Οι σκιές μάκρυναν και άρχισαν να τυλίγουν τους δύο ταξιδιώτες. Ο Αλιόσκα ένιωσε το στήθος του να βαραίνει. Το εσωτερικό του ναού ήταν στενάχωρο και απέπνεε χρόνια εγκατάλειψη. Σκεύη και έπιπλα κείτονταν ρημαγμένα και δύσκολα θα μπορούσε κανείς να πει πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε πατήσει άνθρωπος εκεί. Μπορεί από τα πρώτα χρόνια του πολέμου όταν πολλά χωριά ερήμωσαν, μπορεί όμως και αργότερα. Εκείνη η περιοχή δεν απείχε πολύ απ’ τα όρια της επαρχίας της Αδιγχάρα. Ο Αλιόσκα άφησε το σακίδιό του δίπλα σε ένα αναποδογυρισμένο σκαμνί και ακολούθησε με το βλέμμα του τη διαδρομή που έκανε η φλόγα στους τοίχους γύρω. Τα πάντα είχαν καταστραφεί και λεηλατηθεί προφανώς από τελώνια και Πεδιανθρώπους. Η κατάσταση θα ήταν παρόμοια και στα υπόλοιπα σπίτια του χωριού, αλλά στον οίκο του Θεού των βουνών, ο εχθρός θα είχε επιδείξει τη χειρότερη εκδικητική του μανία. Ο νεαρός ανιχνευτής δεν ήθελε να σκέφτεται την τύχη του αντιπροσώπου του Θεού. Η Νάιλο έκανε μερικά βήματα και πλησίασε έναν απ’ τους τοίχους, δηλώνοντας περιέργεια με τις κινήσεις της. Ο Αλιόσκα είδε τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα, ενώ εκείνη με αργές κινήσεις σήκωνε το δεξί της χέρι. Ακούμπησε απαλά τα ξεραμένα χρώματα σε μία τοιχογραφία, σαν να μην ήθελε να τα αλλοιώσει. Ο Αλιόσκα πλησίασε καλύτερα για να διαπιστώσει, αν αυτός που απεικονίζονταν ήταν άγιος ή άρχοντας, αλλά και για να καταλάβει τι ήταν αυτό που της είχε προξενήσει τόσο έκπληξη. Όταν έφτασε δίπλα της, η αντίδρασή του δεν ήταν πολύ διαφορετική. Αυτό που είδε τον τάραξε και έκανε το ποτάμι του αίματος να κυλήσει πιο γρήγορα μέσα του.
- 116 -
Η Νάιλο πίστευε πολύ περισσότερο στον εαυτό της παρά στη θεϊκή δύναμη, αλλά επίσης άνηκε σε όσους υποστήριζαν ότι το Βασίλειο της Αράχνης ήταν προορισμένο από τη μοίρα να κυριαρχεί στον κόσμο. Οι νόμοι, τα εμβλήματα εξουσίας και η βαθιά πίστη των υπηκόων, δεν την ενδιέφεραν μόνο όταν μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει προς όφελός της. Πίστευε σε αυτά και ως μέσα για την επιβεβαίωση της εξουσίας των Αρχόντων, ως μέσα για την επιβολή της τάξης και ως μέσα για τη συντήρηση της κατάστασης. Βλέποντας πόσο είχε ρημάξει το εσωτερικό ενός ιερού μέρους, ένιωσε το θυμό να φουντώνει μέσα της. Οι τοιχογραφίες των αγίων μπροστά της υποδαύλιζαν αισθήματα οργής κι ας μην θυμόταν πότε ήταν η τελευταία Κυριακή που τις είχε προσκυνήσει. Όλες είχαν βεβηλωθεί, χαρακιές αυλάκωναν το σώμα τους και τα μάτια τους είχαν ξυστεί με μανία. Τώρα στέκονταν ανήμποροι, απολογητικά μπροστά στους δύο πιστούς, με χέρια κρεμασμένα, πόδια πρησμένα και σώματα εξαντλημένα. Οι ζωγραφιές που ξαπόσταιναν για χρόνια στους τοίχους, τώρα έμοιαζαν ανείπωτα κουρασμένες. Η Νάιλο γύρισε προς τον Αλιόσκα, με τον οποίο μοιράζονταν τις ίδιες σκέψεις και είπε: «Βλέπεις; Ελπίζω να έχεις βεβαιωθεί για τους διαβόλους που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Πιθανότατα είναι στο κατόπι μας κυνηγόσκυλα, που αν μας πιάσουν, οι ασχήμιες που έκαναν στις εικόνες, θα ωχριούν μπροστά στα δικά μας βασανιστήρια. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος και δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Και δυστυχώς δεν ξέρω αν όσο χρόνο μένουμε μαζί με τους υπόλοιπους, ο κίνδυνος πλησιάζει ή απομακρύνεται. Ίσως αν προχωρούσαμε μόνοι μας, να ήμασταν πιο ασφαλείς. Αλλά και πάλι δεν έχουμε ξεκαθαρίσει για το πού θέλουμε να πάμε», συμπλήρωσε σκεφτική. Ο Αλιόσκα κοίταξε έξω απ’ την κενή κάσα της πόρτας απ’ όπου είχαν μπει. «Θα μπορούσα να ακολουθήσω τα ίχνη που αφήνουμε και να γυρίσουμε προς τα πίσω, μέχρι να πλησιάσουμε το Μερκατάλ και από εκεί να παρακάμψουμε την Αδιγχάρα». Σκέφτηκε για λίγο και πρόσθεσε: «Αλλά έτσι είναι ένας σίγουρος τρόπος να συναντήσουμε
- 117 -
αυτούς που μας ψάχνουν. Και πίσω απ’ την Αδιγχάρα δεν ξέρω τι θα μπορούσαμε να περιμένουμε. Οι καπνοί που είδαμε από την πόλη τι σήμαιναν; Ποιος ξέρει;» κατέληξε χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του. Η Νάιλο έγνεψε χωρίς να απαντήσει και συνέχισε να ψάχνει στο χώρο. Η μικρή εκκλησία ήταν φτιαγμένη όπως όλες στο βασίλειο. Το ιερό σημείο ήταν στραμμένο προς την Ανατολή, η κύρια είσοδος προς τη Δύση και συνολικά υπήρχαν τέσσερις θύρες στους αντικριστούς τοίχους και τέσσερις φεγγίτες από πάνω τους, για να υπενθυμίζουν τον ιερό αριθμό της σοφίας του μοναδικού Θεού. Εκτός απ’ την είσοδο απ’ όπου είχαν περάσει πατώντας πάνω στην πεσμένη πόρτα, οι υπόλοιπες ήταν αμπαρωμένες και καλυμμένες από σωρούς σκουπιδιών. Περισσότερο κρυμμένη απ’ όλες ήταν η θύρα πίσω από το ιερό σημείο, που ήταν χωμένη κάτω από σανίδες, τσουβάλια και χώμα, αλλά κανείς απ’ τους δύο τους δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη να εξερευνήσει κοντά της, γιατί εκεί γινόταν πιο έντονη η απαίσια μπόχα. Ο Αλιόσκα σκέφτηκε να στήσει στα πόδια του ένα δυο από τα στασίδια που υπήρχαν γύρω τους, αλλά σύντομα το μετάνιωσε, εγκατέλειψε την προσπάθεια και βολεύτηκε στο σκονισμένο πάτωμα. Μάλλον ήταν προτιμότερο να μην αφήσουν σημάδια της έλευσής τους. Κοίταξε τη Νάιλο που συνέχιζε να τριγυρνάει ψάχνοντας μες στη σαβούρα που υπήρχε συσσωρευμένη παντού. Ούτε εκείνος σκόπευε να κοιμηθεί ακόμα και προσπάθησε να της πιάσει κουβέντα: «Δεν είναι πολύ παράξενο που ο Άγιος Φραγκίσκος δεν ήθελε να περάσει τη νύχτα στην εκκλησία; Εννοώ εδώ δεν θα έπρεπε να αισθάνεται σαν στο σπίτι του;» Η Νάιλο στράφηκε προς τον Αλιόσκα, ενώ μέσα στο σκοτάδι η έκφρασή της άλλαζε συνέχεια απ’ το αντιφέγγισμα της φλόγας. Σήκωσε τους ώμους της είτε γιατί ήταν αδιάφορη, είτε γιατί δεν ήξερε: «Παράξενο; Όχι, δεν θα το χαρακτήριζα παράξενο. Και δεν θα έμενα καθόλου έκπληκτη αν αυτός ο φανφαρόνος φοβάται ότι ο καλός
- 118 -
θεούλης θα τον κατακεραυνώσει μια από αυτές τις μέρες για όσες φορές επικαλείται άσκοπα το όνομά του. Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι είναι στ’ αλήθεια άγιος, έτσι δεν είναι;» Ο Αλιόσκα σκέφτηκε για λίγο αν είχε σημασία το τι πίστευε και τι όχι. Αναλογίστηκε έναν διάδρομο στο κάστρο του Μεριάν με πίνακες που έδειχναν μορφές αγίων. Οι παλιότεροι απεικόνιζαν τους αγίους βλοσυρούς και λιπόσαρκους- σχεδόν σκελετωμένους. Στους πιο πρόσφατους τους έδειχναν να φοράνε βαριές πανοπλίες, να κραδαίνουν σφύρες και να οδηγούν τάγματα πολεμιστών ενάντια σε ορδές Πεδιανθρώπων. Ένας άγιος καθόταν σε χρυσοποίκιλτο θρόνο, κρατώντας στο ένα χέρι του μια μικρογραφία του Μεριάν και στο άλλο ένα κρυστάλλινο σκήπτρο. Ο Αλιόσκα απάντησε χωρίς να έχει καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα: «Εσύ έχεις δει άγιο από κοντά;» Η Νάιλο χαμογέλασε: «Όχι, δε νομίζω. Αν όμως ήμουν κληρικός θα σου έλεγα ότι ακόμα κι αν περνούσε στο δρόμο δίπλα μου, αν δεν είχα ανοιχτά τα μάτια μου δεν θα τον έβλεπα. Τα τελευταία χρόνια η αγιότητα έχει μετατραπεί σε έναν φανταχτερό τίτλο ευγενείας, που ακόμα κι ο Άρχοντας της Ένιεθ μπορεί να απονείμει». Του έκλεισε το μάτι και συνέχισε: «Ο καθένας αντιλαμβάνεται όπως θέλει τον άγιο στη ζωή του. Ίσως είναι μια δύναμη που σε προστατεύει, ίσως είναι και μια επινόηση για να σε φοβίζει, ίσως και κάτι ακατανόητο για μας. Καταλαβαίνεις; Καλύτερα να έχεις αμφιβολίες, αλλά δεν βλάπτει να έχεις και ανοιχτά τα μάτια. Ποτέ δεν ξέρεις, τι υπάρχει και τι όχι. Έτσι δεν θα την πατήσεις». Ο Αλιόσκα σκέφτηκε ότι σε αυτές τις φράσεις συμπυκνώνονταν η γενικότερη κοσμοθεωρία της ταχυδακτυλουργού. Να μην κόβεις δεσμούς οριστικά, να μην τάσσεσαι ανοιχτά με την πλευρά κάποιου και ν’ αφήνεις πάντα ανοιχτά ενδεχόμενα. Φαντάστηκε τη Νάιλο να συναντά έναν απεσταλμένο του Θεού και να προσπαθεί με επιχειρήματα να τον πείσει ότι στη ζωή της πίστευε. Τα χείλη του συσπάστηκαν ελαφρά και ξαναρώτησε: «Και τότε πώς κατάφεραν και πέταξαν με τον Ροτ από το φυλάκιο της Γερακοφωλιάς στην Αδιγχάρα;»
- 119 -
Η Νάιλο σούφρωσε τα χείλη της: «Ε, λοιπόν μπορεί να είναι πολύ τυχερός -αν πιστεύεις στην τύχη- ή να είναι μάγος. Έπειτα δεν μ’ έχουν εκτοξεύσει ποτέ με γεράκι κι έτσι δεν ξέρω αν γίνεται ή όχι, και τι χρειάζεται για να γίνει. Μάγος ε; Χμ…» , σκέφτηκε, βρίσκοντας μια ιδέα ασυνείδητα να κρύβεται στις σκέψεις της. «Τι λες γι’ αυτό; Αν και δύσκολα θα πίστευα ότι ένας μάγος θα καταδεχόταν να παριστάνει τον ψευτοάγιο. Οξύμωρο.» Ο Αλιόσκα ρώτησε: «Να είναι μάγος; Σαν κι εσένα δηλαδή ή κάτι διαφορετικό;» Η Νάιλο, όμως έδειξε μια ξαφνική απροθυμία να συνεχίσει τη συζήτηση. Ήδη είχε μιλήσει αρκετά για την τέχνη της. Ξανάρχισε να περπατάει στο εσωτερικό της εκκλησίας αποφεύγοντας να απαντήσει. Τελικά πήγε μέχρι την άδεια κάσα της θύρας απ’ όπου είχαν μπει και κοίταξε έξω στο πυκνό σκοτάδι. Ο ερημωμένος οικισμός αφού είχε αναστατωθεί απ’ την παρουσία των μακρινών εισβολέων, σιγά σιγά αφομοίωσε τις νέες παρουσίες, συνήθιζε την αύρα τους και κατάπινε μία μία τις μικρές φλόγες που κόμιζαν οι στρατιώτες στις άκρες των δαυλών τους. Το σεντόνι της ομίχλης κατακαθόταν παντού. Η ταχυδακτυλουργός αφού βεβαιώθηκε ότι τα πάντα γύρω τους ησύχαζαν, επέστρεψε πλάι στον Αλιόσκα. Δεν την απασχολούσε η μετέωρη ερώτηση του, αλλά ζητήματα χίλιες φορές σημαντικότερα, ζητήματα που έπρεπε να τακτοποιηθούν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Δεν χρειαζόταν να έχει μαγικές ικανότητες για να προαισθανθεί ότι ο χρόνος λιγόστευε και θα έφτανε η στιγμή που θα έπαιρναν αποφάσεις. Και ήξερε ότι σε όσα περίπλοκα σχεδίαζε έπρεπε να τραβήξει τον Αλιόσκα με το μέρος της. Κάθισε δίπλα του στις σκονισμένες πλάκες και αφού στερέωσε το δαυλό, τον άφησε να κάψει λίγο ακόμα, ψάχνοντας μέσα της τον κατάλληλο τρόπο για να ξεκινήσει να μιλά. Το πιο επιφυλακτικό και πονηρό κομμάτι του εαυτού της, την παρακινούσε να μην αποκαλύψει όλη την αλήθεια στον Αλιόσκα ή απλά να γείρει πίσω και να κοιμηθεί. Θυμόταν, όμως πολύ καλά ότι πριν λίγες μέρες είχε δώσει μια
- 120 -
υπόσχεση μέσα σε μία κάμαρα του Ανατολικού Πύργου και σκέφτηκε ότι οι μάγισσες ήταν υποχρεωμένες να κρατούν το λόγο τους στα παραμύθια. Δεν ήξερε αν υπήρχε τιμωρία, αλλά δεν ήταν και ανάμεσα σε όσα διακινδύνευε να ανακαλύψει. Σταύρωσε τα δάχτυλα κάτω απ’ το σαγόνι της και κοίταξε τον μισοκοιμισμένο νεαρό ανιχνευτή: «Θυμάσαι Αλιόσκα, πίσω στο κελί σου στην Αδιγχάρα, όταν σου είχα υποσχεθεί ότι θα απαντήσω σε τέσσερις ερωτήσεις σου;» Ο Αλιόσκα που ήταν καταπονημένος απ’ την πορεία στο χιόνι και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα χασμουρητά του, ζωντάνεψε μονομιάς και έτριψε βιαστικά με τις γροθιές του τα μάτια για να συνέλθει. Μετά από πολλές αναβολές, πρωτόγνωρους κίνδυνους και μύρια όσα είχαν μεσολαβήσει, είχε έρθει η ώρα να απαντηθούν μερικά από τα κυριότερα ερωτήματα που τον βασάνιζαν. Γούρλωσε τα μάτια του και αν μπορούσε να πλατύνει τα αυτιά του, χωρίς να πονέσει πολύ, ευχαρίστως θα το έκανε. Η Νάιλο γνώριζε πλέον ότι δεν θα έχανε για κανένα λόγο το ακροατήριό της και ένιωσε ένα άγχος, πολύ διαφορετικό από αυτό που ένιωθε πριν ανέβει στη σκηνή στις πρώτες παραστάσεις της. Για να διώξει τις άσχημες εικόνες απ’ το μυαλό της, ήξερε ότι έπρεπε να τις αντικαταστήσει με άλλες άσχημες εικόνες και κοίταξε πάλι γύρω της, στις βεβηλωμένες εικόνες. Βρίσκονταν σε μία σκοτεινή αίθουσα και τους περικύκλωναν πλάσματα φτιαγμένα με μπογιές στους τοίχους. Αφού απ’ τις ασκητικές μορφές έλειπαν τα μάτια, δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις αν η στάση τους φανέρωνε επίκριση, αποδοχή ή αποστροφή. Αυτές εκεί ήταν οντότητες εντελώς διαφορετικές απ’ τους ανθρώπους και προέρχονταν από άλλους κόσμους. Από έξω ακούστηκε ένας σχεδόν ανεπαίσθητος τριγμός, που τους έκανε να κοιταχτούν. Περίμεναν για λίγο, αλλά δεν επαναλήφθηκε και η Νάιλο πήρε απόφαση να συνεχίσει. Θα μπορούσαν τα μυστικά της ν’ αποκαλύπτονταν ανάμεσα σε άλλους τοίχους, σε στάβλο αγρότη ή σε παλάτι βασιλιά. Όμως έτσι το ήθελε η
- 121 -
μοίρα να είναι εκεί σε έναν τόπο άλλοτε ιερό, μα τώρα ξεθωριασμένο, μιασμένο και μακριά από τις μνήμες των ανθρώπων που κάποτε ζούσαν και προσεύχονταν εκεί. Κοίταξε και προς την οροφή. Ο τόπος φαίνεται δεν ήταν αρκετά εύρωστος και οι κάτοικοι δεν είχαν χτίσει τρούλο στην εκκλησία. Τώρα σε πολλές μεριές τρύπες τη στόλιζαν, απ’ όπου φαίνονταν κομμάτια ουρανού και λίγο απ’ το φως των αστεριών έσταζε στα κεφάλι τους. Αυτό την ανακούφισε κάπως, γιατί ήξερε ότι με τα αστέρια μπορείς να μοιραστείς τα πάντα. Ένωσε τα χέρια στο στήθος της και η γλώσσα της λύθηκε: «Την πρώτη ερώτησή σου, την είχα αφήσει αναπάντητη, για μία ευνοϊκότερη συγκυρία. Αλλά υποθέτω θα θες να μάθεις και πιστεύω πρέπει να ξέρεις προκειμένου να χαράξουμε μαζί το δρόμο που θ’ ακολουθήσουμε. Αναμφίβολα ανήκουμε στο Νοτιοδυτικό Φρούριο και λίγο σχετιζόμαστε με τον Άρχοντα του Ανατολικού Πύργου και τις παράλογες διαταγές του. Η Δύση είναι περισσότερο πατρίδα μας απ’ την Ανατολή». Ο Αλιόσκα παρατήρησε φευγαλέα ότι αν και η Νάιλο πρόφερε γενικά με άνεση τις αρχαίες ονομασίες των πόλεων, εκείνη την ώρα είχε επιλέξει να αναφερθεί στο Μεριάν ως «Νοτιοδυτικό Φρούριο». Ίσως και για να τονίσει περισσότερο τις διαφορές που χώριζαν τις δύο πόλεις, άρα και όλους όσοι άνηκαν σε αυτές, από τον Άρχοντα μέχρι τον τελευταίο ταπεινό τσαγκάρη. Έβρισκε ενοχλητική τη σκέψη ότι το βασίλειο χωριζόταν σε δυτικό και ανατολικό, αλλά μάλλον δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για να το αναφέρει. Επέστρεψε την προσοχή του στη Νάιλο, που ξαναμιλούσε: «Με είχες ρωτήσει τι ήταν γραμμένο πάνω στις περγαμηνές. Σου είχα πει ότι υπήρχαν μόνο λόγια ακατανόητα. Ε λοιπόν, δες μόνος σου αυτήν που έκλεψα από τον Καστριαίο, για να πιστεύεις στα μάτια σου», είπε βαθαίνοντας τον τόνο της φωνής της και τραβώντας ξαφνικά το κομμάτι της περγαμηνής απ’ το μανίκι της. Το απόθεσε σε μία μαρμάρινη πλάκα μπροστά του, ενώ ο Αλιόσκα προς στιγμή τινάχθηκε πίσω φοβισμένος. Μπορεί ένα από τα κομμάτια να το μετέφερε στα ρούχα του επί μέρες, αλλά τώρα γνώριζε
- 122 -
ότι δεν ήταν μόνο το μήνυμα σημαντικό, αλλά και η ίδια η περγαμηνή. Όσα είχε ακούσει για τις δυνάμεις που έκρυβε, τον έκαναν να το αντικρίζει όχι άδικα με δέος. Περίτεχνα γράμματα απλώνονταν απ’ άκρη σ’ άκρη και με θράσος αντιγύριζαν το φως του δαυλού, ενώ ταυτόχρονα με μαγικό τρόπο άλλαζαν μορφή και σχήματα, σαν να ήταν γραμμένα στην επιφάνεια μίας λίμνης. Οι άκρες του δέρματος θα έπρεπε να είναι σκοροφαγωμένες και πολυκαιρισμένες, εντούτοις έμοιαζαν αλώβητες απ’ το πέρασμα του χρόνου. Ο Αλιόσκα κοίταζε ενεός, αχόρταγα προσπαθώντας να γίνει κοινωνός μυστικών. Και είδε μία στήλη με μυστηριώδεις φράσεις: Βάλε και τύρφη αδρή Ακόμα πιο πολύ Μύλου αέρα και ρετσίνι Του Μεριάν προδοτική Στο μυαλό σου Νύχτα άφεγγη Που πέφτουν οι ψυχές Βαθιά σαν πέτρα Να τυλιχτεί Να ξεχαστεί Αναγέννηση Άφωνος και μαγεμένος ξεροκατάπιε και ανατρίχιασε, όπως άλλωστε κι η Νάιλο όταν ο Καστριαίος της είχε δείξει τα δύο κομμάτια για να τα ερμηνεύσει. Τότε η ταχυδακτυλουργός είχε απομνημονεύσει και το περιεχόμενο του κομματιού που μετέφερε αρχικά ο Αλιόσκα και πλέον βρισκόταν στην κατοχή του Χίλβαν. Και όπως τα θυμόταν ή νόμιζε ότι τα θυμόταν τα απήγγειλε:
- 123 -
Φωτιά μέσα Σπίθα σπαθιών Αστραπή, βροντή Δύναμη σκόρπια Μυστικό κρυμμένο Τέχνασμα δεμένο Συνταγή αλχημιστική Του χάρου σκιά Γύρνα τον πύργο Γύρνα το βασίλειο Κι εκεί στις κατακόμβες Σπάσε τη σφραγίδα Αφού τελείωσε τύλιξε σε ρολό το κομμάτι της περγαμηνής και το έτεινε προς τον Αλιόσκα, κρύβοντας τεχνηέντως τους ενδοιασμούς της. «Ξέρω ότι θα το φυλάξεις καλά Αλιόσκα», είπε. Στο κάτω κάτω πρέπει να διασφαλίσω την εμπιστοσύνη σου, σκέφτηκε. Είχαν πολλά να συζητήσουν, όμως τότε ακούστηκε έξω από την εκκλησία ένα σύρσιμο, σαν κάποιος να πλησίαζε με δύσκολα βήματα. Τελικά κάποιος υπήρχε εκεί έξω. Κοιτάχτηκαν. Ίσως απλώς ο Χίλβαν να είχε ορίσει σκοπιές. Ευχήθηκαν να μην είχαν ακουστεί σε λάθος αυτί τα λόγια. Για κάθε ενδεχόμενο τραβήχτηκαν στις σκιές και περίμεναν κρατώντας τις ανάσες τους, ενώ ο δαυλός έμεινε να καίει παρατημένος στο κέντρο του ναού. *** Το μυαλό του νεαρού Ιωάννη δεν το απασχολούσαν ανώτερα ζητήματα. Περίμενε υπομονετικά μέχρι οι παλιότεροι στρατιώτες να διαλέξουν κατάλυμα και σε εκείνον απέμεινε τελικά ένα μικρό σπίτι στην άκρη του χωριού. Ήταν κάπως απομονωμένο, αλλά μια άτεχνη επιγραφή που υπήρχε σκαλισμένη στο κατώφλι, τον έκανε να
- 124 -
αισθάνεται ασφαλής: «Διαφύλαξον τον οίκον τούτον μετά των ενοικούντων από παντός κακού από μαγγανείας πάσης αέρινων πνευμάτων και ανθρωπίνου οφθαλμού». Ήταν σοφοί άνθρωποι οι χτίστες. Όσον καιρό βρισκόταν στον Ανατολικό Πύργο οι υπηρεσίες του περιλάμβαναν κυρίως πολύωρες σκοπιές στα παρατηρητήρια των τειχών και βαρετές καταμετρήσεις εφοδίων στις κεντρικές αποθήκες σιτισμού της επαρχίας. Είχε γεννηθεί μες στην πόλη και μέσα στα τείχη της είχε περάσει αδιάλειπτα όλη του τη ζωή. Πριν καταταχθεί δούλευε στο εμπορικό ενός θείου του και ίσως η μεγαλύτερη απόσταση που είχε περπατήσει ποτέ ήταν αυτή που έκανε κάθε Κυριακή, από το σπίτι του κάτω από την τρίτη τοξωτή γέφυρα της Αδιγχάρα, ως τον καθεδρικό ναό του συνονόματου πολιούχου. Είχε συμπεριληφθεί στην αποστολή για να αντικαταστήσει τον πατέρα του, που την προηγούμενη μέρα από ένα βέλος στην κόγχη του αριστερού του ματιού. Ο Ιωάννης επιλέχθηκε ανάμεσα στα εννιά επίσης στρατολογημένα αδέρφια του για την οξυδέρκειά του και για την ικανότητά να πραγματοποιεί σε σύντομο χρονικό διάστημα υπολογισμούς. Ή για αυτά τα προσόντα ή γιατί συχνά πυκνά τσακωνόταν με το λοχαγό του, ο οποίος θεωρούσε ότι παρίστανε τον έξυπνο. Έτσι ή αλλιώς, τα πόδια του ήταν ασυνήθιστα στην πεζοπορία και ήταν ένα μικρό θαύμα που είχε καταφέρει να ακολουθήσει τους άλλους φορώντας πλήρη εξάρτυση και κουβαλώντας όσα εφόδια του αναλογούσαν. Έσβησε τον πυρσό του για οικονομία και άναψε ένα μικρό λυχνάρι που βρήκε σ’ ένα ράφι. Δεν του φάνηκε ιδιαίτερα παράξενο, ούτε ότι το λυχνάρι ήταν καλογυαλισμένο και γεμάτο με λάδι, ούτε ότι από ένα δοκάρι στο ταβάνι κρέμονταν σκελίδες με σκόρδα. Σκέφτηκε ότι μια καλή νεράιδα του είχε φυλάξει ένα δώρο για ν’ ανακτήσει τις δυνάμεις του. Έβγαλε απ’ την τσάντα του κάτι ξεροκόμματα και άρχισε να αλέθει στο στόμα του μεγάλες μπουκιές από πετρωμένη ψίχα ψωμιού μαζί με σκόρδα. Μπορεί να είχε αφήσει πίσω την πατρίδα του
- 125 -
και όλα όσα είχε γνωρίσει από γεννησιμιού του, όμως εκείνη τη στιγμή αισθανόταν σχεδόν Άρχοντας. Ξεβίδωσε τους πηρούς της πανοπλίας, τράβηξε τις μπότες απ’ τα πόδια του και έτριψε για λίγο τα φουσκωμένα δάχτυλά του με ένα χαμόγελο ανακούφισης. Δεν παρατήρησε την ομίχλη που σερνόταν κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας. Έριξε κι άλλο ψωμί με ένα ολόκληρο σκόρδο στο στόμα του και τότε είδε σε μία γωνία ένα παλιοβάρελο γεμάτο με νερό. Πήγε μέχρι εκεί και αφηρημένος κοίταξε την επιφάνεια του νερού στο βαρέλι, για να δει το αξύριστο πρόσωπό του να καθρεφτίζεται. Στη θέση του είδε μία ανέκφραστη, γκρίζα μορφή που δεν αναγνώρισε. Καθώς ήταν μπουκωμένος η κραυγή του πνίγηκε. Μία άλλου κόσμου πνοή έσβησε απότομα τη φλόγα του λυχναριού κι ένα πελιδνό πλάσμα ξεπήδησε απ’ το βυθό του βαρελιού. Μετά σκοτάδι.
- 126 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 44 Ερημίτης
ΒΓΗΚΕ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ και σέρνοντας τα βήματά του πέρασε σκυφτός το κατώφλι της εκκλησίας. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα καρβέλι ψωμί και στο αριστερό του ένα μισολιωμένο κερί. Το βλέμμα του συναντούσε το σκονισμένο δάπεδο και αγνόησε επιδεικτικά τον αναμμένο δαυλό που βρήκε στο σπίτι του. Αν ήταν άλλος στη θέση του, σίγουρα θα τιναζόταν τρομαγμένος όταν η Νάιλο κι ο Αλιόσκα κουνήθηκαν απ’ τις κρυψώνες τους και πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Εκείνος, όμως όχι μόνο δεν τρόμαξε, μα ούτε και να ξαφνιάζεται έδειξε. Ήταν ένας μεσόκοπος πατερούλης, με γερτούς ώμους και από το κεφάλι του έλειπε και η παραμικρή τρίχα. Φορούσε μια χιλιομπαλωμένη τουνίκα, παντελόνι από δέρμα χοίρου, ένα ζευγάρι τρύπιες μπότες και είχε ριγμένη στους ώμους του μία βρωμισμένη γούνα. Με ήρεμο τρόπο απλά ύψωσε τη ματιά του στους δύο αγνώστους, οι οποίοι είχαν παραβιάσει τη γαλήνη αυτού που θεωρούσε οίκου του. Σπάνια έβλεπε ξένους και σίγουρα δεν είχε βρει κανέναν από αυτούς να κρύβεται στην εκκλησία. Καθώς ο Αλιόσκα αναρωτιόταν αν έπρεπε να μιλήσει αυτός πρώτος, ο πατερούλης είπε με βραχνή φωνή και στη γλώσσα που καταλάβαιναν: «Καλησπέρα ταξιδιώτες. Ευλογημένος όποιος βρίσκει καταφύγιο στον ταπεινό οίκο του Κυρίου και στους γειτονικούς οίκους των πιστών. Αληθινά ευλογημένος». Η Νάιλο αναλογίστηκε αν ο χαιρετισμός του άγνωστου ήταν τυπικός ή αν είχε δει και τους υπόλοιπους στρατιώτες να εισβάλουν σαν συμμορία ληστών στο χωριό. Σε κάθε περίπτωση και δίχως να ξέρουν την κατάσταση που επικρατούσε, ο οποιοσδήποτε μάρτυρας της διανυκτέρευσής τους στο ερημωμένο χωριό, ήταν δυνητικά πολύ επικίνδυνος.
- 127 -
Ο Αλιόσκα έγνεψε αμήχανα και ψέλλισε μια καλησπέρα. Μέσα του πίστευε ότι τη στιγμή που ο πατερούλης παρατηρούσε τα σπαθιά τους ή θα τρόμαζε ή θα έκανε μπερδεμένες σκέψεις. Αυτός και η Νάιλο σίγουρα δεν έμοιαζαν με στρατιώτες του βασιλείου και ούτε κανείς θα περίμενε να συναντήσει στρατιώτες του βασιλείου τόσο βαθιά στις χώρες των Πεδιανθρώπων. Ίσως ο πατερούλης να νόμιζε ότι ήταν τίποτα φυγάδες ή το πιθανότερο κοινοί αγύρτες. Ο άγνωστος πάντως δεν έδειξε να τρομάζει ή να φοβάται. Με ήρεμη φωνή και χωρίς ίχνος επιθετικότητας, τους απευθύνθηκε: «Τι κάνετε στην εκκλησία μου αυτή τη νύχτα; Ποιος δρόμος σας έφερε ως εδώ; Ο δυτικός, που είναι βατός και ήσυχος, ή ο ανατολικός που είναι μακρύς, κοπιαστικός και σπαρμένος με εχθρούς;» Η Νάιλο έκανε ένα σταυρωτό βήμα στο πλάι και μετά άλλο ένα επιφυλακτικά, βάζοντας λίγο χώρο ανάμεσα σε αυτή και τον Αλιόσκα. Τα χέρια της κρέμονταν ελεύθερα και χαλαρά στα πλευρά της. Οι άκρες των δαχτύλων της πρέπει να ακουμπούσαν τη λαβή απ’ τα γιαταγάνια της. Άφησε λίγο χρόνο να περάσει και τελικά είπε στον άγνωστο: «Είμαστε περαστικοί απ’ τα μέρη. Αυτό είναι όλο. Και αν ο ανατολικός ή ο δυτικός δρόμος έφευγε πίσω απ’ τα βήματά μας, δεν το καταλάβαμε γιατί λίγο ξέρουμε απ’ αυτά. Μόνο όταν φτάσαμε εδώ και είδαμε το ιερό της εκκλησίας σου νοήσαμε που είναι η Ανατολή. Έξω εκεί στα δάση διαφορά πολύ δεν έχει. Εχθρούς έχει παντού για μας». Ο άγνωστος με το κασίδικο κεφάλι κατένευσε ήρεμα, κοίταξε πρώτα τη γυναίκα στα δεξιά του κι έπειτα το νεαρό άνδρα στ’ αριστερά του. Έφερε τις παλάμες του μπροστά στο στόμα για να χουφτιάσει την αναπνοή του- το κρύο ήταν τσουχτερό. Εξακολουθούσε να είναι μειλίχιος και σαν να ήταν απόλυτα φυσιολογικό να συναντά παράξενους ανθρώπους με σπαθιά και πανοπλίες μες στο σπίτι του, είπε: «Κακός καιρός για όσους είναι αναγκασμένοι να βγαίνουν στο δρόμο. Το γνωρίζω πολύ καλά και του λόγου μου. Καθίστε αν θέλετε και ξαπλώστε όπου βρείτε. Μπορεί να έχω βρει καταφύγιο εδώ και μήνες σ’ αυτή την εκκλησία και τη θεωρώ σπίτι μου όπως
- 128 -
καταλαβαίνετε, αλλά έχω αποφασίσει να ακολουθήσω το δικό μου δρόμο. Ερημίτης είμαι και οι πολλές ανέσεις λείπουν. Χώρος, όμως υπάρχει ένα σωρό και για εσάς και για άλλους τόσους», κατέληξε. Η Νάιλο χαλάρωσε κάπως τη στάση του σώματός της και έκανε ένα καθησυχαστικό βλέμμα στον Αλιόσκα για να λήξει η επιφυλακή. Όσο σίγουρη ήταν πως μπορούσε να πει ψέματα σε έναν χωριάτη χωρίς να γίνει αντιληπτή, άλλο τόσο σίγουρη ήταν πως ο χωριάτης δεν είχε την απαιτούμενη φαντασία για να μην της πει αλήθεια. Παραμέρισε για να περάσει ο άγνωστος ερημίτης, ο οποίος κατευθύνθηκε προς το ιερό σέρνοντας ξανά τα βήματά του. Άφησε στην αγία τράπεζα το κερί του και σκάλισε για λίγη ώρα μέσα σε στοίβες από παλιοπράματα. Τελικά αφού βρήκε αυτό που έψαχνε επέστρεψε δίπλα στον Αλιόσκα και τη Νάιλο, κρατώντας ένα πήλινο πιάτο με ωμά, μαραμένα σπαράγγια. «Φάτε», τους είπε. «Έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Και ιππότες και στρατούς και αγγέλους και διαόλους. Πόλεμο κάνουν πάνω στον πόλεμο. Κι αν μπεις στα δάση για να ξεφύγεις; Μόνο θηρία και λάμιες θα σε υποδεχτούν. Είναι καλύτερα βρασμένα, αλλά καλά είναι κι έτσι», συμπλήρωσε αλλάζοντας θέμα απότομα και δείχνοντας τα σπαράγγια. Οι κουβέντες του δεν είχαν πολλή συνοχή. Ο Αλιόσκα μάζεψε λίγες σκλήθρες από ‘δω κι από ‘κει και άναψε μια μικρή φωτιά όχι πολύ κοντά στο άνοιγμα της πόρτας. Ο καπνός θα ‘φευγε απ’ τις τρύπες στην οροφή, ενώ κι η φλόγα δεν θα φαινόταν από έξω. Κάθισαν και οι τρεις να ζεσταθούν γύρω από τα ξύλα που έτριζαν και τίμησαν λαίμαργα το μικρό θησαυρό, τρώγοντας τους βλαστούς ωμούς. Ο Αλιόσκα τον ρώτησε που είχε βρει εκείνη την εποχή σπαράγγια και εκείνος έσεισε το κεφάλι του με τρόπο που φανέρωνε ότι δεν ήταν κάτι οπωσδήποτε σπουδαίο, αλλά τέλος πάντων δεν θα μπορούσε να το κάνει ο καθένας: «Τα μαζεύω την Άνοιξη και μετά τα βάζω σ’ ένα ανήλιο μέρος εδώ παρακάτω. Πιάνει πάντα νωρίς χειμώνας και τα διατηρεί παγωμένα. Αλλά μου ‘μειναν λίγα πια. Πριν λίγες μέρες μου τα μαγάρισε μια νυφίτσα. Ήταν τότε που ακούστηκαν οι επτά
- 129 -
βροντές πίσω απ’ τα βουνά στα δυτικά. Ποιος ξέρει τι έγινε εκεί; Χαμός και χαλασμός. Ακούτε που σας λέω. Έρχονται και πάλι οι εσχατιές του κόσμου. Τα έχω ακούσει από τον παππού μου αυτά, ήταν ένας σοφός άνθρωπος. Ημέρα της κρίσης δεν το λένε οι πνευματικοί;» Η Νάιλο που ήθελε να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες για την περιοχή, έβγαλε από τη ζώνη της μερικές σταφίδες και τις πρόσφερε στον πατερούλη που τις κοίταξε με λαχτάρα μεν, τις αρνήθηκε ευγενικά δε: «Απέχω απ’ τις απολαύσεις όσο μπορώ», απολογήθηκε. Πήρε μόνο μία και την έβαλε στο στόμα του και αφού μετά από λίγη ώρα την κατάπιε, άρχισε να μιλάει με ολοφάνερη όρεξη και ευχάριστη διάθεση. Ίσως η Νάιλο κι ο Αλιόσκα να ήταν οι μόνοι άνθρωποι που είχε δει εδώ και καιρό. Μάλλον απ’ όταν εγκαταστάθηκε στην εκκλησία. «Λοιπόν εδώ η περιοχή δεν είναι τρανή, πες την κι ασήμαντη για τους μεγάλους. Πολλά πράγματα που έχει δεν τα γράφουν στα χαρτιά. Παλιά την είχαν άλλοι και τώρα πάλι άλλοι την έχουν. Εγώ ένας ερημίτης είμαι και δεν ξέρω πολλά. Το χωριό εδώ το λέγανε Μαλχαζάρ. Μεγάλωσα σ’ ένα μακρινό χωριό, ταξίδεψα σε φέουδα στα δυτικά και οι συγκυρίες με φέρανε στο Μαλχαζάρ τελικά. Ποιος ξέρει τι έχει γραμμένο η ζωή;» Η Νάιλο που καυχιόταν ότι είχε αρκετές γνώσεις γεωγραφίας, σούφρωσε τα φρύδια της και είπε: «Δεν το ‘χω ξανακούσει αυτό το όνομα που είπες και η λέξη ακούγεται εξωτική. Ξέρεις άραγε τι σημαίνει και ποιοι έδωσαν αυτό το όνομα στο χωριό;» Ο ερημίτης απάντησε με ουδέτερη φωνή: «Το χωριό είναι έρημο. Κανείς εξόν από μένα δεν μένει πια εδώ, άρα δεν σημαίνει και τίποτα το όνομα αυτό. Μπορεί να το ξες με άλλο όνομα. Παλιά το λέγανε αλλιώς και ακόμα πιο παλιά πάλι αλλιώς θα το λέγανε. Και μπορεί όταν το έφτιαξαν οι πρώτοι κάτοικοί του, να του είχαν δώσει όνομα που τώρα έχει ξεχαστεί. Ποιος ξέρει; Αυτά αλλάζουν ανάλογα με το ποιος κυβερνά τη χώρα. Είμαι εγώ ο βασιλιάς; Θα σε λένε έτσι για να μου θυμίζεις ένα νόστιμο ψάρι που έφαγα ή μία πόρνη που πήρα μια
- 130 -
βραδιά. Τρέχα γύρευε ποιος το είπε Μαλχαζάρ. Εγώ έτσι το ‘μαθα και έτσι το λέω. Τι είμαι εγώ για να αμφισβητώ τους βασιλιάδες;» Ο Αλιόσκα που είχε τεντώσει τα πόδια του κοντά στις φλόγες για να στεγνώσουν, ρώτησε: «Είπες ότι κανείς δεν κατοικεί εδώ. Γιατί; Πού πήγαν όλοι οι άνθρωποι; Έφυγαν ή τους διώξανε;» Ο ερημίτης ξεκίνησε να λέει: «Πριν χρόνια, όταν μας παράτησε ο ένας βασιλιάς και ήρθε ο άλλος, αυτός που κυβερνά τώρα…» Η Νάιλο τον διέκοψε, μάλλον με αγένεια και με ένταση στη φωνή της: «Δεν ήρθε άλλος βασιλιάς. Η επαρχία κατακτήθηκε από Πεδιανθρώπους, οι οποίοι έδιωξαν το στρατό της Αράχνης, τον Άρχοντα και τους φεουδάρχες. Δεν σας κυβερνά βασιλιάς, αλλά ένας Τσαρ, που ο μισός στρατός του είναι τελώνια με αυτιά σκύλου και μουσούδες γουρουνιού! Χωρίς κανένα δικαίωμα έχει κλέψει αυτές τις χώρες απ’ το βασίλειό μας!» Ο ερημίτης την κοίταξε παραξενεμένος, αλλά η φωνή του δεν φανέρωσε καμία διακύμανση, σαν να μιλούσε για ζητήματα που τον αφορούσαν στο ελάχιστο: «Θα ξες βέβαια καλύτερα από μένα για τούτα. Εγώ δεν νογάω πολλά. Εδώ η ζωή πάντως δεν άλλαξε και πολύ. Όπως ήταν είναι. Έφυγε ο ένας, ήρθε ένας άλλος. Όσο για το βασιλιά που λες και που δεν θυμάμαι καν το όνομά του, τον είχα δει όσο είχα δει και το βασιλιά των ξωτικών, τον Άλμπιν. Εκτός αν θωρείς πως η αφεντιά του αντιπροσωπευόταν στο έπακρο απ’ τους φοροεισπράκτορες και τους στρατολόγους. Α, όλα κι όλα. Το δίκιο το παραδέχομαι. Από αυτούς είχα δει κάμποσους. »Μπορεί αυτοί οι Τσαρ που λες, να ‘χουν και πλάσματα μαζί τους, και τελώνια και δρακόμορφους και μάγους και μάντεις, αλλά τουλάχιστον δεν με απείλησαν ότι θα πεθάνω και θα φυλακιστεί η οικογένειά μου, αν δεν πάρω μέρος στον πόλεμο», τέλειωσε και έγλυψε τα χείλια του σαν να ήθελε να κάνει μια παύση και να εκτιμήσει την επίδραση που είχαν τα λόγια του στους δύο αγνώστους. Παρ’ όλα όσα είπε ο τόνος του παρέμενε ήρεμος και νηφάλιος, όπως θα ήταν και αν μιλούσε με έναν γείτονά του για τον καιρό που θα έκανε το χειμώνα.
- 131 -
Η Νάιλο απ’ τη μεριά της, παρακινημένη από κάποιο πείσμα, εξακολουθούσε να θέλει να εξορύξει μέσα απ’ τον ερημίτη ψήγματα πίστης προς το βασίλειο και ν’ αποδείξει την ευγενικότητα των σκοπών της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μίλησε με άκρως διδακτικό ύφος: «Μερικές φορές οι ηγέτες αναγκάζονται να λάβουν σκληρές αποφάσεις για το ευρύτερο καλό. Σίγουρα εσύ και οι συγχωριανοί σου δεν θα θέλατε να αφήσετε τις εστίες σας, το βιος σας και τις γυναίκες σας για να πολεμήσετε κάτω από τα χρυσοκέντητα φλάμπουρα της αράχνης. Μάλλον θα επιθυμούσατε να έρθουν στρατιώτες απ’ τα δυτικά για να θυσιάσουν τις ζωές τους στη θέση σας. Συμφωνώ. Κάθε απλός άνθρωπος κάνει πρώτα αυτή τη σκέψη και μετά κάθε άλλη. Αν, όμως όλοι έπρατταν όπως εσείς τότε ποιος θα έμενε να κάνει το χρέος του; Ίσως αν όλοι μαζί έπεφταν στα γόνατα και προσεύχονταν ο Θεός να έστελνε ένα τάγμα αγγέλων για να κυνηγήσουν τους εχθρούς. Αλλά θέλει πολλή πίστη αυτό. Υπερβολικά πολλή φίλε ερημίτη». Αν και η Νάιλο θεωρούσε τον εαυτό της δεινό ρήτορα, τα επιχειρήματα της δεν έβρισκαν την ανταπόκριση που υπολόγιζε. Ο ερημίτης δεν έδειχνε διάθεση να συνεχίσει την κουβέντα. Είπε απλώς πιστεύοντας ότι ήδη είχε πει όσα έπρεπε: «Αυτό που αποκαλείς ευρύτερο καλό, για μένα σταματάει εκεί που μπορώ να αγγίξω κι εκεί που φτάνει η ματιά μου. Γιατί αυτά που είναι πίσω απ’ τα βουνά έχουν να κάνουν μαζί μου; Και όσο για το Θεό που έπιασες στο στόμα σου, δεν μ’ αρέσει να τον πολυμπλέκω σ’ όσα γίνονται εδώ κάτω. Άκου με. Αυτά όλα είναι αποκλειστικά έργα ανθρώπων», είπε και έκανε μια χειρονομία με πρόθεση να κλείσει μέσα της όλον τον κόσμο. Ο Αλιόσκα άκουγε σιωπηλός τη χαμηλόφωνη αντιδικία ανάμεσα σε έναν φαλακρό, εγωιστή χωριάτη και στη σύμβουλο ενός Άρχοντα. Προσπαθούσε να καταλάβει για ποιο λόγο η Νάιλο επέμενε τόσο πολύ να αλλάξει τη γνώμη του πρώτου τυχόντα που βρέθηκε στο δρόμο τους. Περισσότερο θα έπρεπε να τη νοιάζει το αν η παρουσία του θα μπορούσε να προκαλέσει αναπάντεχες επιπλοκές στην αποστολή τους προς τον πύργο του Παλαβού Αλχημιστή.
- 132 -
Η Νάιλο πάντως, ανακάθισε και ίσιωσε την πλάτη της, κοιτώντας με έντονο ύφος το γεράκο που ανακάτευε τη φωτιά με ένα ματσούκι. Νομίζοντας πως είχε βρει ένα ακόμα πιο στέρεο επιχείρημα για να τραβήξει τον παραστρατημένο χωρικό πάλι με την πλευρά του βασιλείου, τον ρώτησε: «Και η εκκλησία; Είπες ότι εδώ που ήταν οίκος του Θεού πριν τον πόλεμο, τώρα είναι οίκος σου. Την αγαπάς, τη φροντίζεις και νοιάζεσαι γι’ αυτή; Δεν έχεις μάτια να δεις πως έχει καταντήσει; Ερημωμένη, οι πλάκες της χαλάσματα, ξύλα τσακισμένα, τα κειμήλια είναι σπασμένα, σκουπίδια και βρωμιές στοιβάζονται στις γωνίες. »Και οι ζωγραφιές των Αγίων στους τοίχους; Θα ‘χεις δει πως είναι. Βεβηλωμένες ανίερα, με τα μάτια βγαλμένα. Πώς γίνεται να βάζεις στην ίδια μοίρα αυτούς που αιωνίως περιβάλλουν με αγάπη το Θεό, και τα τέρατα που μόνο ασχήμιες ξέρουν να κάνουν;» είπε σχεδόν απνευστί έχοντας χάσει λίγη απ’ την ψυχραιμία της ειδικά στις τελευταίες φράσεις και ξεχνώντας να κρατάει χαμηλά τη φωνή της. Ο τρόπος που τα είπε τάραξε τον Αλιόσκα, ειδικά η αναφορά της στα βγαλμένα μάτια των Αγίων. Το σίγουρα είναι ότι αν ήταν άλλος πιο αδύναμος χαρακτήρας στη θέση του ερημίτη, θα είχε αναγκαστεί από ώρα να υποχωρήσει μπροστά στη δυναμική γυναίκα. Για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια αυτής της ιδιότυπης λογομαχίας, η έκφραση του προσώπου του φάνηκε ν’ αλλάζει αμυδρά, χωρίς πάντως να πάρει σημάδια θυμού ή εχθρότητας. Απλά δύο τρεις από τις ρυτίδες του βάθυναν, δείχνοντάς τον πιο κουρασμένο και πιο στεναχωρημένο, σαν όσα είχαν ειπωθεί να του προκάλεσαν ξαφνικά πόνο. Σηκώθηκε από τη θέση του δίπλα στη φωτιά και με αργές κινήσεις τραβήχτηκε σε μια γωνιά, δηλώνοντας εύγλωττα την πρόθεσή του να αποσυρθεί κι απ’ την κουβέντα. Για αυτόν είχε πάει πια αργά. Μόνο όταν οι σκιές κατάπιαν ολότελα τη μορφή του, μουρμούρισε βραχνά: «Ο καθένας κρίνει ανάλογα με την αλήθεια που ξέρει. Μη θαρρείς ότι παλιότερα οι πιστοί εδώ, κόπτονταν γι’ αυτό το
- 133 -
κτίσμα. Άλλοι το θεωρούσαν έναν κοινό σωρό από πέτρες και αγκωνάρια, άλλοι πατούσαν εδώ μονάχα για να πουλήσουν κεριά και λιβάνια και άλλοι φρόντιζαν να κάνουν ένα επιφανειακό άσπρισμα, πριν τη γιορτή του τοπικού αγίου που σκότωσε τον ακοίμητο δράκο. Δεν ξέρω αν είναι αυτά σπουδαία. Μα είναι νύχτα τώρα και τα υπόλοιπα θα τα πούμε το πρωί». Η φωνή του σταμάτησε απότομα να γεννιέται μέσα απ’ τις σκιές. Η Νάιλο κι ο Αλιόσκα αναλογίστηκαν τα τελευταία λόγια του, που ακούστηκαν απ’ το σκοτάδι σαν εξομολόγηση. Τότε σαν θλιβερός επίλογος, η βραχνή φωνή συμπλήρωσε τη σκέψη του, σαν να μην ήταν τόσο σίγουρος γι’ αυτό που θα έλεγε ή σαν να το είχε ξεχάσει νωρίτερα: «Και ξέρετε. Τα μάτια των Αγίων από καιρό βγαλμένα είναι. Καιρό και χρόνια…» *** Η Νάιλο κι ο Αλιόσκα ξύπνησαν πριν το επόμενο ξημέρωμα, δίχως να έχουν χορτάσει ύπνο. Ετοιμάστηκαν βιαστικά και δύσθυμα, ίσως γιατί τα όνειρα τους ήταν ταραγμένα. Σκόρπισαν όσες στάχτες απ’ τη φωτιά είχαν απομείνει στο πάτωμα της εκκλησίας, μάζεψαν τα πράγματά τους, έσφιξαν τις ζώνες τους και σήκωσαν τις κουκούλες απ’ τους μανδύες τους. Ο Αλιόσκα ένιωθε το σώμα του να τρέμει απ’ το κρύο, που είχε συρθεί απρόσκλητα στην εκκλησία και τους είχε αγκαλιάσει σφιχτά για ακόμα ένα βράδυ. Έτριψε τα χέρια του και προσπάθησε να τα ζεστάνει με το χνώτο του, όσο η Νάιλο, πιστή στη συνήθειά της, διάβαζε βιαστικά μερικές γραμμές απ’ το μικρό κόκκινο βιβλίο της. Ο Αλιόσκα κοίταξε έξω, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει κάτι συγκεκριμένο, εκτός απ’ τα θαμπά περιγράμματα των σπιτιών του Μαλχαζάρ. Πιο πέρα υπήρχαν τα βουνά και πέρα από τα βουνά υπήρχε ένας κόσμος άγνωστος. Αναρωτήθηκε αν ήθελε να τον γνωρίσει.
- 134 -
Παντού όσο έφτανε η ματιά του, είχε απλωθεί μια ανατριχιαστικά πυκνή καταχνιά, που σερνόταν και ανακατευόταν με το τελευταίο σκοτάδι πριν την αυγή. Αισθάνθηκε άσχημα που έπρεπε να εγκαταλείψει το ναό και να χωθεί στη μουντή ατμόσφαιρα. Έπρεπε, όμως γιατί αυτή ήταν η αποστολή και αυτός πάντα εκτελούσε τις αποστολές του. Πιστός και φιλότιμος, θυμήθηκε μια φράση από τον όρκο του. Ήταν αλήθεια έτσι; Ενόσω ήταν χαμένος στις σκέψεις, πίσω του είχε έρθει ο πατερούλης, μάλλον για να τους ξεπροβοδίσει ως καλός νοικοκύρης που αποχαιρετά τους μουσαφίρηδές του. Στα χέρια του κρατούσε ένα ματσάκι δαδιά, λίγες σταφίδες και δυο πλεχτούς, μαύρους σταυρούς που τα μπράτσα τους έμοιαζαν με πόδια αράχνης. «Αυτά είναι για σας φίλοι μου», είπε βραχνά. «Λυπάμαι που σας βλέπω να φεύγετε, αλλά ο δρόμο σας μαντεύω ότι πάει πολύ μακριά. Στα πέρατα ίσως». Μετά πήγε πίσω από κάτι στασίδια και αφού αναποδογύρισε ένα σακί, επέστρεψε με μία στρόγγυλη, ξύλινη ασπίδα. Την έδωσε στον Αλιόσκα αμίλητος. Ο Αλιόσκα πήρε μ’ ευγνωμοσύνη τα δώρα και πέρασε την ασπίδα στην πλάτη. Ψάχτηκε λίγο και για αντάλλαγμα έβγαλε δύο πυρόλιθους που του περίσσευαν κι ένα δοχείο με λίπος. Ο ερημίτης στένεψε τη γραμμή των χειλιών του και τα αρνήθηκε ευγενικά μ’ ένα καλόγνωμο νεύμα, λέγοντας: «Εσύ τα χρειάζεσαι περισσότερο από μένα φίλε μου. Αν κινήσετε κι άλλο Βόρεια και Ανατολικά, να προσέχετε. Παρακάτω θα βρείτε περισσότερο χειμώνα και ομίχλη αφύσικη. Μην αψηφήσετε τίποτα απ’ τα δύο γιατί κι απ’ τα δύο ένα σωρό άνθρωποι έχουν χαθεί. Μπαίνετε σε μέρη αλλόκοτα, που δεν είναι καμωμένα όπως είχε προβλέψει ο Δημιουργός. Τόποι απρόβλεπτοι όπου έχουν ενεργήσει αλλότριες δυνάμεις, ιερές και ανίερες συνάμα. Η ομίχλη εκεί δεν πέφτει απ’ τον ουρανό, ούτε αναβλύζει απ’ τη γη. Αλλού είναι η πηγή της, μέσα σε καζάνια βράζει κι ο αφέντης της, την εξουσιάζει σα σκυλί. Να προσέχετε τις παγίδες. Να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά και μόνο ο Θεός να φωτίζει το δρόμο σας».
- 135 -
Ο Αλιόσκα δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει αν ο ερημίτης αναφερόταν όντως σε κάτι συγκεκριμένο ή απλώς μετέφερε τοπικούς θρύλους που είχε ακούσει. Τον ενδιέφερε, όμως πολύ να ξεκαθαρίσει κάτι που είχε πει ο ερημίτης πριν κοιμηθούν. Γύρισε, τον κοίταξε και ρώτησε: «Γιατί είπες ότι τα μάτια των Αγίων τα βγάλανε παλιά; Πριν την εισβολή των Πεδιανθρώπων δηλαδή;» Ο ερημίτης δεν μίλησε για λίγο και κοίταξε τους τοίχους γύρω του με απλανές βλέμμα. Το πρώτο φως της μέρας είχε αρχίσει να τρυπώνει δειλά, στον κάποτε ιερό χώρο. Ο ερημίτης πήρε μια συμπονετική έκφραση ανταποδίδοντας το βλέμμα στον Αλιόσκα: «Ξέρεις, μερικές φορές οι χωρικοί πιστεύουν παράξενες ιδέες τις οποίες έχουν ακούσει να επαναλαμβάνουν άνθρωποι που εμπιστεύονται, όπως οι δάσκαλοι και οι βοσκοί. Στο Μαλχαζάρ πίστευαν ότι οι ζωγραφιές των Αγίων είχαν μαγικές ιδιότητες. Σου ακούγεται παράλογο, έτσι δεν είναι; Δεν ξέρω, όμως όλα όσα περιλαμβάνονται σε αυτόν τον κόσμο και ούτε κι εσύ φαντάζομαι. »Αν κάποιος είχε αρρώστια στα μάτια του, ερχόταν εδώ τη νύχτα, έξυνε τα μάτια των αγίων απ’ τον τοίχο, έβραζε τη σκόνη και την έπινε. Δεν ξέρω αν κανείς βρήκε τη γιατρειά του με αυτόν τον τρόπο, μα κι αν γιατρεύεσαι δεν πρέπει να το μολογάς, γιατί η αρρώστια δεν αργεί να σε ξαναβρεί. Κοροϊδεύοντας το κακό, φέρνεις το κακό πάνω σου. Όλοι το ξέρουν αυτό». Η Νάιλο είχε τελειώσει την προσευχή της και σίγουρα πρόλαβε να ακούσει τα τελευταία προειδοποιητικά λόγια του ερημίτη. Κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω εκείνη τη γερασμένη και μαζεμένη μορφή, αλλά δεν μίλησε. Φορτώθηκε το σακίδιό της και ζώστηκε τα όπλα της. Έπειτα έκανε νόημα στον Αλιόσκα να βγουν προς τα έξω. Ομιλίες και θόρυβοι μαρτυρούσαν ότι και οι υπόλοιποι της ομάδας ετοιμάζονταν για να ξεκινήσουν. Ο Αλιόσκα πέρασε πρώτος το κατώφλι αβέβαιος για το αν θα έπρεπε να κάνει το σταυρό του ή να βγει περπατώντας ανάποδα για να μη γυρίσει την πλάτη σ’ ό,τι είχε απομείνει απ’ την αγία τράπεζα. Η
- 136 -
Νάιλο με τη σειρά της, κοντοστάθηκε και γύρισε να κοιτάξει ξανά τον άγνωστο που άφηναν πίσω τους. Πέρασαν ολόκληρο βράδυ κάτω απ’ την ίδια στέγη, αλλά δεν είχαν μάθει ούτε το όνομά του. Ο ερημίτης στεκόταν στην ίδια θέση, δίπλα στο κατώφλι και λίγο πιο μέσα ώστε να μην φαίνεται απ’ έξω. Ούτε τα βλέφαρά του δεν ανοιγόκλειναν, σαν κάποιο ξόρκι να τον είχε πετρώσει στη θέση του. Φαινόταν να δίνει τόση σημασία στις φωνές των υπολοίπων στρατιωτών που ήδη συγκεντρώνονταν στην πλατεία του χωριού, όση θα έδινε κι ένα άγαλμα. Η Νάιλο προσπάθησε να τον κοιτάξει στα μάτια και είπε: «Εμείς φεύγουμε τώρα πατερούλη. Δεν είμαστε απ’ την περιοχή και πάμε πολύ μακριά. Θα σε ξεχάσουμε γρήγορα, θα ‘ταν καλό να κάνεις κι εσύ το ίδιο αν είσαι άνθρωπος του Θεού. Ίσως δεν έπρεπε να σε συναντήσουμε εδώ, μα όλα γραφτά δεν είναι;» ρώτησε απευθυνόμενη περισσότερο στον εαυτό της, παρά στον ερημίτη. Εκείνος δεν αντέδρασε, σαν να είχε πάψει να καταλαβαίνει τη γλώσσα που του μιλούσαν. Μετά σήκωσε το δεξί του χέρι και άγγιξε τη γυναίκα στον ώμο λέγοντας αργά: «Να προσέχετε εκεί που πάτε. Η ομίχλη κρύβει μυστικά. Η ομίχλη κρύβει κινδύνους. Θανατερούς», συμπλήρωσε και τα λόγια του ήχησαν δυσοίωνα. Η Νάιλο κοίταξε τον ερημίτη μια τελευταία φορά, έπειτα έκανε μεταβολή και βγήκε σκεπτική στο προαύλιο. Δεν τον ξαναείδαν ποτέ κι ο γεράκος έπαψε να υπάρχει. *** Οι στρατιώτες της Αράχνης μαζεύτηκαν στη μικρή πλατεία του χωριού, έχοντας κουβαλήσει ο καθένας τις δικές του έγνοιες. Άπαντες ανέφεραν στο Χίλβαν ότι δεν είχαν συναντήσει ψυχή, μετρήθηκαν για παν ενδεχόμενο και ετοιμάστηκαν. Ο σωματοφύλακας του Μπαρταντίν τους επιθεώρησε βιαστικά και έδωσε σήμα να ξεκινήσουν. Τα μάτια
- 137 -
όλων καθρέφτιζαν φόβους, προαισθήματα, ανησυχίες και ελπίδες. Όλων εκτός ενός. Τα δικά του γυαλιστερά, γκρίζα μάτια ήταν κενά και αντίκριζαν με περιέργεια για πρώτη φορά τους ανθρώπους που τον περιστοίχιζαν. Η πανοπλία που φορούσε ήταν απλά μια οφθαλμαπάτη για να μην τον υποψιαστούν, το ίδιο και η μάσκα στο πρόσωπό του. Είχε αποφασίσει πριν κάνει την επόμενη κίνησή του, να συγκεντρώσει μερικά ακόμα στοιχεία για τον άγνωστο συρφετό που πλησίαζε την ομίχλη και τον πύργο του αφέντη. Ο Αλιόσκα ρώτησε το Ροτ για την κατεύθυνση που θα ακολουθούσαν εκείνο το πρωινό. Ο πρώην περιπλανώμενος φρουρός έριξε μια ματιά στον ουρανό κι έπειτα κοίταξε τις κορυφές των βουνών που τους κύκλωναν. Αμίλητος έδειξε προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο Αλιόσκα ακολούθησε το δάχτυλο και είδε με δέος ένα βαθύ διάσελο να ανοίγεται ανάμεσα σε δύο άγνωστα, πελώρια βουνά. Από τις απόκρημνες πλαγιές τους, το πούσι έμοιαζε να κατρακυλάει σαν χιονοστιβάδα προς τα Νότια. Πυκνά σύννεφα ομίχλης τύλιγαν τα πάντα στη μυστηριώδη αγκαλιά τους. Η ώρα πλησίαζε…
- 138 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45 Συνωμότες Πριν μισό φεγγάρι
Προχωρώντας στο δάσος δεν άφηναν πίσω τους περιττά χνάρια κι ούτε τη μυρωδιά τους μπορούσαν εύκολα να ακολουθήσουν τα άλλα ζώα. Αν κάποιος τους έβλεπε μπορεί να τους μπέρδευε με τρεις χωρικούς που βγήκαν στο δάσος για να μαζέψουν μανιτάρια, όμως στην πραγματικότητα οι τέχνες και οι προθέσεις τους ήταν πολύ πιο δηλητηριώδεις. Ο κοντύτερος ονομαζόταν Ανουάρ και ήταν ένα λιπόσαρκο, γερασμένο πλάσμα, που τα κόκαλά του είχαν τριφτεί από καιρό. Ήταν ραβδοσκόπος, απ’ αυτούς τους παράξενους ανθρώπους που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους αισθάνονται την παρουσία του νερού κάτω απ’ την επιφάνεια της γης. Ο πατέρας του και ο πατέρας του πατέρα του ήταν κι αυτοί ραβδοσκόποι και έψαχναν αποθέματα νερού στις ερήμους των πεδιάδων για να πουλήσουν πλουσιοπάροχα τα ευρήματά τους σε χωριά και φυλές. Παρ’ όλο που όλη η γενιά του Ανουάρ ήταν μισοξωτικοί, μισούσαν περισσότερο απ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα τα ξωτικά, όπως μισούσαν ακόμα και τους ίδιους τους εαυτούς τους. Δεν είναι ακριβώς κακία αυτό που πηγάζει απ’ την ψυχή τους, αλλά κάτι άλλο που δεν μπορούν απόλυτα να ελέγξουν. Και για αυτό τιμωρούν και τιμωρούνται. Ο Ανουάρ είχε αυτοεξοριστεί πριν από λίγα χρόνια στα δάση, γιατί είχε πει πολλά ψέματα σ’ έναν Τσαρ και γιατί είχε βοηθήσει έναν γέρο με κόκκινο μανδύα να εξαφανίσει τα αποθέματα νερού σε μία ολόκληρη περιοχή. Η σχεδόν αποστεωμένη γυναίκα που περπάταγε στο πλευρό του, κάθε πρωί έριχνε στάχτες στα μαλλιά της και τα άφηνε απεριποίητα για να δείχνει μεγαλύτερη και για τον ίδιο λόγο σούφρωνε συνέχεια τις γραμμές του προσώπου της. Από κοντά, όμως την
- 139 -
πρόδιδαν τα γυαλιστερά, κρυσταλλένια μάτια της και το σφρίγος του νεανικού ακόμα κορμιού της. Σε μερικά μέρη την ήξεραν σαν Βάντια την πονετική, ενώ σε άλλα σαν Βάντια τη δηλητηριάστρια και η αλήθεια είναι ότι περισσότερο της ταίριαζε το δεύτερο προσωνύμιο, παρά το πρώτο. Πριν από χρόνια είχε συνάψει μία συμφωνία με τον Ανουάρ και εκείνος ανακάλυπτε για χατίρι της πηγές και υπόγεια ρεύματα, αθέατα στις κοινές αισθήσεις. Στο κελάρυσμα του παγωμένου νερού το κορμί της Βάντια ανατρίχιαζε, οι αισθήσεις της ξυπνάγανε και οι ορμές κυλούσαν γρήγορα στο αίμα της. Από κερωμένα μπουκάλια που κουβαλούσε μαζί της έσταζε λίγες σταγόνες στο νερό και έπειτα από λίγες μέρες σε κάποιο μακρινό μέρος πολλοί άγνωστοι πεθαίνανε με φρικτούς σπασμούς και μαυρισμένες γλώσσες. Κάποτε την είχαν συλλάβει σε ένα φέουδο κοντά στον Ροντάντορον και θα την έκαιγαν στην πυρά, αλλά τη βοήθησε να δραπετεύσει ένας γέρος με πολύχρωμο σκούφο και δαχτυλίδια στα χέρια. Τίποτα δεν τη συνέπαιρνε περισσότερο από αυτές τις δολοφονίες, αλλιώς δεν θα είχε υποσχεθεί αστόχαστα στο Ανουάρ ένα κομμάτι απ’ την ψυχή της, σε αντάλλαγμα για τις πολύτιμες υπηρεσίες του. Ο Ανουάρ απ’ τη μεριά του δεν είχε σαφή γνώση του πώς θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτή την υπόσχεση, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν θα ζήταγε κάποτε την αμοιβή του. Μέσα στο μυαλό του πίστευε ότι όσο καιρό περίμενε μέχρι να τη ζητήσει, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν. Και για την ώρα ήταν ικανοποίηση και παρηγοριά το ότι βρισκόταν μακριά απ’ την οργή των Τσαρ, ενώ και κάποια ευλογημένα βράδια η Βάντια του επέτρεπε να ψάξει για πηγές στο σώμα της. Ο τρίτος ήταν πανύψηλος και χθαμαλός, ένα σωστό θηρίο, που οποιοσδήποτε τον έβλεπε ξαφνικά μπροστά του θα λιγοψυχούσε. Δεν ήταν ακριβώς άνθρωπος, αλλά τον περισσότερο καιρό έμοιαζε. Τριχωτός στα χέρια, στις πλάτες και στο λαιμό, περπατούσε μονίμως ξυπόλυτος, χωρίς οι πέτρες και τα ξύλα να γρατζουνάνε τις θεόρατες πατούσες του. Για να μην κρυώνει φορούσε μια ταλαιπωρημένη προβιά
- 140 -
ζώου στους ώμους του και δεν έκανε κόπο να κρύψει τα απόκρυφα σημεία του σώματός του. Ονομαζόταν Τορμ και για να επιβιώσει στηριζόταν περισσότερα στην τεράστια ωμή δύναμη του κορμιού του, παρά στους συλλογισμούς, που έτσι κι αλλιώς ζάλιζαν το μυαλό του. Μπροστά σε οποιοδήποτε κίνδυνο δεν δίσταζε να προτάξει τα στιβαρά του μπράτσα και τα ακονισμένα δόντια του, το ίδιο και μπροστά σε οποιαδήποτε διαφωνία. Ο Τορμ καμπούριαζε για να δείχνει λιγότερο επικίνδυνος απ’ ότι ήταν και ακολουθούσε πιστά τους άλλους δύο ισχυρότερους χαρακτήρες της συντροφιάς. Είχε συνείδηση ότι ήταν ένα από τα δυνατότερα πλάσματα στα δάση Ανατολικά του Μερκατάλ και έκρυβε όσο μπορούσε τις δυνάμεις του, όχι γιατί ήταν ταπεινός, αλλά για να παρασέρνει σε αναίτιες μάχες όσους οξύθυμους λάθευε η κρίση τους. Αμοιβή καμιά δεν είχε ζητήσει για να ακολουθήσει τη Βάντια και τον Ανουάρ στις περιπλανήσεις τους. Για την ώρα του αρκούσε που μπορούσε να περιφέρεται και πάλι ελεύθερος στα δάση και είχε την ευκαιρία να συντρίβει τους ανόητους που ρίχνονταν σε καυγά μαζί του. Πριν από μερικούς ήλιους -γιατί έτσι μέτραγε Ο Τορμ τον καιρό που πέρναγε- μια ομάδα ελεεινών ληστών είχε την ατυχή έμπνευση να κλείσει το δρόμο τους, ζητώντας μία μικρή φορολογία για να τους αφήσει να περάσουν. Ο Ανουάρ είχε αρχίσει να ψάχνει για αργυρά στα δισάκι του, όταν ο Τορμ έβγαλε μια ξαφνική κραυγή και με ένα κατέβασμα της γροθιάς του διέλυσε το κρανίο του πρώτου ληστή. Τους υπόλοιπους τους κυνήγησε στα δάση και παρ’ ότι το έσκασαν προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις, κατάφερε να τους ξετρυπώσει και να τους ξεσκίσει όλους έναν προς έναν. Ο Τορμ δεν ήταν πάντα ελεύθερος να σπάει τα κεφάλια των εχθρών του. Κάποτε μία Βενιαζάρ των ξωτικών με σπείρες στο λαιμό, είχε καταφέρει να τον αιχμαλωτίσει και να τον σύρει αλυσοδεμένο σε μία αρχαία φυλακή. Για μέρες οδυρόταν και χτυπούσε ξανά και ξανά τους τοίχους της φυλακής, καταριόταν τον κόσμο και βρυχούταν απελπισμένος. Τελικά, λυσσασμένος από την πείνα και τη δίψα, έμπηξε
- 141 -
τα νύχια του στο χώμα και άρχισε να σκάβει ένα τούνελ για να βγει στην επιφάνεια. Ακόμα κι αν η φυλή του προερχόταν από τα βάθη της γης, ο Τορμ δεν μπορούσε να αντέξει σε ένα τόσο σκοτεινό λαγούμι χωρίς να τρελαθεί. Έφαγε απ’ τις σάρκες του και ήπιε από το αίμα του για να επιβιώσει, ενώ με την κάθε μέρα που πέρναγε μισούσε όλο και περισσότερο τα ξωτικά και τους όμοιους τους. Και ποτέ δεν θα ξεχνούσε τη μυρωδιά εκείνης που τον είχε καταδικάσει σε μία τόσο βάναυση φυλακή. Όταν βγήκε ξανά στην επιφάνεια πήρε βαρείς όρκους θανάτου και εκδίκησης και έπεσε εξαντλημένος στο χώμα, χωρίς δύναμη να κουνηθεί. Εκεί τον περιμάζεψε η Βάντια η πονετική, η οποία αφού ταλαντεύτηκε λίγο μέσα της για να τον δηλητηριάσει ή όχι, αποφάσισε να του δώσει καθαρό νερό και γιατροσόφια και να τον χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς της. Και από τότε ο Τορμ έμεινε στο πλευρό της, πιστός σα σκυλί. *** Τώρα οι τρεις τους κάθονταν γύρω από μία φωτιά στα δάση κοντά στην επαρχία της Αδιγχάρα, αλλά δεν ήταν μόνοι. Απέναντί τους σ’ έναν πεσμένο κορμό καθόταν ένας νεαρός, καλοξυρισμένος άνθρωπος. Ήταν ντυμένος πολεμιστής, στην πλάτη του είχε περασμένο ένα μεγάλο πολεμικό σφυρί και στις δύο πλευρές του λαιμού του, είχε χαραγμένα σχέδια που απεικόνιζαν τις πέτρες ενός τείχους. Ο Τορμ, αδιάφορος για τον ξένο, είχε στρέψει την προσοχή του σε ένα κατάμαυρο καρβουνιασμένο μπούτι. Μες στη νύχτα, αν κάποιος τον έβλεπε από μακριά θα νόμιζε ότι τα τεράστια σαγόνια του ανοιγόκλειναν καταπίνοντας αέρα. Ο Ανουάρ φοβισμένος κοίταζε πότε τη Βάντια και πότε τον άγνωστο που είχε συστηθεί ως απεσταλμένος ενός κοινού φίλου. Τα σχέδια στο λαιμό υποδήλωναν κάποιο αξίωμα και ίσως κάπου τα είχε ξαναδεί, αλλά ο ραβδοσκόπος ποτέ δεν
- 142 -
μπορούσε να συγκρατήσει τέτοιες λεπτομέρειες. Η Βάντια προσπαθώντας να μείνει ψύχραιμη, είχε πλέξει τα δάχτυλά της κάτω απ’ το σαγόνι και παρατηρούσε προσεκτικά στα χείλη τον άγνωστο όσο μιλούσε. Ο άγνωστος τους είχε πλησιάσει ενόσω κοιμούνταν χωρίς καν να τον αντιληφθούν οι ζωώδεις αισθήσεις του Τορμ και τους είχε ξυπνήσει με ένα τσίμπημα μαχαιριού στο λαιμό. Αν ήθελε θα μπορούσε να τους είχε σκοτώσει. Αντί γι’ αυτό υπενθύμισε παλιές γνωριμίες και ζήτησε τη βοήθειά τους, προσφέροντας επιπλέον και ανταλλάγματα. Η Βάντια προσποιούταν ότι ζύγιζε τα ενδεχόμενα οφέλη, αλλά γνώριζε ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συμφωνήσει με την πρόταση. Ο άγνωστος σηκώθηκε πάνω απ’ τη φωτιά. Ήταν ήρεμος. Άφησε για λίγο τις σπίθες να παίξουν με τα δάχτυλά του. Μετά είπε με ηρεμία και αυτοπεποίθηση: «Μη ξεχνάτε ότι με έστειλε ο αστρολόγος. Έτσι θέλει να γίνει. Εκεί θα στήσετε καρτέρι. Αυτόν κι αυτόν θα πιάσετε. Εμείς θα περιμένουμε τρία μίλια μακριά. Τα υπόλοιπα είναι δική μας δουλειά».
- 143 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46 Ξεχωρίζει η ήρα από το σιτάρι
ΔΙΕΣΧΙΖΑΝ
ΤΟ ΔΙΑΣΕΛΟ ΑΝΑΜΕΣΑ στα δύο άγνωστα,
θεόρατα βουνά, ενώ η ομίχλη δεν άργησε να καλύψει τον ήλιο που είχε ξεμυτίσει για λίγο στον ουρανό. Σε αντίθεση με όσα ήξεραν, καθώς περνούσε η ώρα και πλησίαζε το μεσημέρι, τα λευκά πέπλα πύκνωναν αφύσικα και κύκλωναν την ομάδα τους. Σχεδόν μπορούσαν να την αναπνεύσουν, να την αγγίξουν και να την αισθανθούν, όχι μόνο με τις γνωστές αισθήσεις, μα και με ένα ανεξήγητο σφίξιμο στην καρδιά. Ανεξήγητο και γι’ αυτό τρομακτικό. Ο Αλιόσκα θυμήθηκε τα λόγια του ερημίτη και αναρρίγησε. Η ομίχλη υπάκουε σε κάποιον αφέντη και απαντούσε στο κάλεσμά του σα σκυλί. Η Νάιλο που πάντα φρόντιζε να προχωράει προς το τέλος της ουράς, τράβηξε την άκρη από το ρούχο του Αλιόσκα και τον έφερε κοντά της, σε απόσταση ψιθύρου. Για εκείνη δεν ήταν δύσκολο να παρατηρήσει το σκυθρωπό του ύφος και δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει τι κρυβόταν πίσω του. «Την Ένια σκέφτεσαι πάλι; Αν θα ‘ναι καλά;» ρώτησε σιγανά με συμπάθεια και όσο πιο τρυφερή φωνή μπορούσε. Ο Αλιόσκα ύψωσε λίγο το βλέμμα του και κοίταξε το πρόσωπο της ταχυδακτυλουργού του βασιλιά του. Δεν του είχε δοθεί ποτέ ευκαιρία να την παρατηρήσει προσεκτικά στη μέχρι τότε πορεία τους. Τώρα την έβλεπε καθαρά, ίσως για πρώτη φορά. Η Νάιλο ήταν περισσότερο όμορφη παρά άσχημη, αλλά τα χαρακτηριστικά της λίγο παράταιρα, σαν να μην ταίριαζαν απόλυτα τα μάτια, με τα χείλη, τη μύτη και τα ζυγωματικά της. Ο Αλιόσκα την είχε δει πολλές φορές να αλλάζει εκφράσεις στο πρόσωπό της, προκειμένου να προδιαθέτει ανάλογα και τον συνομιλητή της. Τώρα η έκφρασή της ήταν σχεδόν συμπονετική. Μα κι επιτηδευμένη κατά κάποιον τρόπο.
- 144 -
«Δεν ξέρω. Εκείνη υποθέτω. Αν θα είναι καλά, αν έπρεπε να την αφήσω πίσω… Προσπαθώ να το συνηθίσω, αλλά αλήθεια δεν είναι εύκολο. Τη γνώρισα για τέσσερις μέρες, τόσες περάσαμε μαζί. Μα μου λείπει σαν τέσσερις αιώνες ή και παραπάνω», είπε σιγανά. Στις τελευταίες λέξεις ο κόμπος στο λαιμό του ανέβηκε και έπνιξε τη φωνή. Τα λόγια σκόνταφταν στις σκέψεις. Η Νάιλο επιβράδυνε κι άλλο το βήμα της κι έβαλε αρκετή απόσταση ανάμεσα σε αυτούς και στους υπόλοιπους που προπορεύονταν. Ο Αλιόσκα σκέφτηκε ότι ήθελε να σιγουρευτεί πως δεν θα τους άκουγαν. Έτσι κι αλλιώς τις τελευταίες μέρες η συμπεριφορά της ήταν ένα κράμα ανεξαρτησίας και τήρησης στάσης αναμονής. Με διάφορα υπονοούμενα υπενθύμιζε κάτι που είχε πει στο πανδοχείο του Χαρούμενου Ληστή. Ότι από τη στιγμή που θα εγκατέλειπαν την Αδιγχάρα, θα ήταν ελεύθεροι και απαλλαγμένοι από την εξουσία του Καστριαίου. Ουσιαστικά υποχρεωμένοι να διαφεντέψουν την τύχη τους, σύμφωνα με τις προσταγές του Σαμουήλ Καν Σαλαζάρ. Πρώτα και κύρια εκεί όφειλαν την υποταγή τους. Ο Αλιόσκα γνώριζε πλέον σχεδόν τα πάντα για την κατάσταση και ήδη αναλογιζόταν την ώρα που θα έπρεπε να διαλέξει οριστικά πλευρά. Η εικόνα που υπήρχε μπροστά του ήταν ενός διχασμένου βασιλείου, όμως δεν μπορούσε να προβλέψει τις εξελίξεις στον πόλεμο ή στη ζωή του. Ορισμένες φορές οι αποφάσεις που παίρνουμε, μας εκπλήττουν με το πόσο καλά κρύβονταν μέσα μας. Και η αλήθεια είναι ότι ο Αλιόσκα γνώριζε σχεδόν τα πάντα. Η Νάιλο του είπε χαμηλόφωνα καθώς περπατούσαν: «Η Ένια είχε τρόπο να φύγει απ’ τη φυλακή του Καστριαίου. Όπως είδες και με τα μάτια σου, υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να φτάσεις σ’ έναν προορισμό. Το έχεις καταλάβει ότι κάποια ξωτικά σαν τη φίλη σου, κρύβουν δυνάμεις πέρα απ’ το φυσικό. Σοφά θα έχει φυλάξει για τον εαυτό της μια οδό διαφυγής. Αν δεν το είχε κάνει μέχρι τότε που φύγαμε, θα ήταν ίσως γιατί ανησυχούσε για σένα. Θα περίμενε να
- 145 -
σιγουρευτεί ότι θα τα κατάφερνες κι εσύ. Δεν ήθελε να σε βάλει σε μπελάδες», τον διαβεβαίωσε με σιγουριά. Ο Αλιόσκα σκέφτηκε ότι και η Νάιλο είχε δυνάμεις πέρα απ’ το φυσικό και χρησιμοποιούσε αυτό που πολλοί απλοϊκοί άνθρωποι ονομάτιζαν μαγεία. Βέβαια μαζί με όλες τις άλλες διαχωριστικές γραμμές στη ζωή του, είχε παρασυρθεί και αυτό που οριοθετούσε το φυσικό. Σκέφτηκε ξανά τα λόγια της. Παραήταν πολύ κοντά σε αυτό που ήθελε να ακούσει. Αλλά και πάλι, είναι κακό αυτό; Θα μπορούσε να συνεχίσει τις φιλοσοφίες και τις δυσοίωνες σκέψεις για ώρες, αφού η διαδρομή τους συνεχιζόταν και συνεχιζόταν, όμως ήταν τότε που ο Αλιόσκα παρατήρησε μια ασήμαντη λεπτομέρεια, σαν αυτή που είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μαζεύει σαν ψηφίδες μιας μεγαλύτερης εικόνας. Ο Χίλβαν που λίγο πριν ήταν στην κεφαλή της πορείας, με έναν τρόπο που θύμιζε τους ελιγμούς της Νάιλο λίγο νωρίτερα, είχε αφήσει τους περισσότερους στρατιώτες να τον προσπεράσουν και είχε μείνει πίσω και πλέον αρκετά κοντά στον ανιχνευτή και την ταχυδακτυλουργό. Ο Αλιόσκα τρύπησε με την φαντασία του την κουκούλα που ο Χίλβαν είχε κατεβασμένη μέχρι το μέτωπό του και είδε τα αυτιά του μυστηριώδη σωματοφύλακα του Μπαρταντίν να μαζεύουν απ’ τον αέρα λέξεις και σκέψεις. Αυτό, όμως που ο Αλιόσκα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν πραγματικό ή παιχνίδι που αποφάσισαν να του παίξουν οι αισθήσεις του, ήταν μια ανεπαίσθητη κίνηση των ώμων του Χίλβαν, ένα τίναγμα, όπως αυτό που σου ξεφεύγει όταν κάτι ξαφνικό συμβαίνει. Μόνο που το τίναγμα έγινε πριν το συμβάν. Αμέσως μετά, σαν το τίναγμα των ώμων του Χίλβαν να ξεκίνησε μία καλοστημένη αλληλουχία προαποφασισμένων γεγονότων, ακούστηκε καθαρά από μπροστά και ανάμεσα στα δέντρα ένας δυνατός, ξερός κρότος. Σαν απάντηση έσκισε τον αέρα μία άναρθρη, πονεμένη κραυγή αγωνίας ενός απ’ τους στρατιώτες.
- 146 -
Αμέσως επικράτησε αναστάτωση και οι περισσότεροι μαζεύτηκαν πάνω από έναν άνδρα που απ’ όσο μπορούσαν να διακρίνουν, έπιανε σφαδάζοντας το πόδι του. Η Νάιλο ψύχραιμη έμεινε στη θέση της και χωρίς δεύτερη σκέψη γύμνωσε το ελαφρύ, κυρτό σπαθί της, σαρώνοντας με το βλέμμα το χώρο που τους περικύκλωνε. Ο Αλιόσκα αν και πάγωσε στην αρχή, συνήλθε με τις απότομες κινήσεις της ταχυδακτυλουργού και αφού ξεθηκάρωσε, έγειρε τον αριστερό του ώμο μπροστά και άφησε τη στρόγγυλη, ξύλινη ασπίδα να κυλήσει από την πλάτη στο χέρι του. Τράβηξε το εγχειρίδιό του, ακούμπησε σε μία γερασμένη σημύδα και περίμενε αβέβαιος και τρομαγμένος. Θα ήθελε πολύ να έχει ακόμα μαζί του τη βαλλίστρα που έχασε κάπου στο Χθόνιο. Οι φωνές του στρατιώτη μπροστά συνεχίζονταν σπαρακτικές και όσο μπορούσαν να ξεχωρίσουν απ’ τις βιαστικές κουβέντες που ανταλλάσσονταν στον κύκλο των στρατιωτών, είχε πατήσει μία μεγάλη δαγκάνα, σαν αυτές που τοποθετούν οι κυνηγοί για μεγάλα θηράματα. Κάποιος την είχε θάψει στο χιόνι ή μπορεί η δαγκάνα είχε ξεχαστεί εκεί από χρόνια. Ο Αλιόσκα κοίταξε το δάσος γύρω του και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι η ομίχλη που έβλεπαν το πρωί να ντύνει τις γειτονικές πλαγιές, είχε συρθεί πολύ σιμά τους, σχηματίζοντας μια αδιαφανή και ανατριχιαστική κουρτίνα. Πήγε να κάνει ένα αβέβαιο βήμα στο χιόνι, αλλά η αυστηρή ματιά της Νάιλο τον κάρφωσε στη θέση του. Η ταχυδακτυλουργός δεν μίλησε, μόνο συνοφρυώθηκε και έδειξε με τη μύτη του σπαθιού της, το χώρο γύρω τους. Μια προτροπή να παραμείνει σε επιφυλακή ή να κοιτάξει κάπου συγκεκριμένα; Ο Ροτ μπροστά, αφού ευχαρίστησε όσα Αγίων και Οσίων ονόματα μπορούσε να θυμηθεί γιατί είχε γλυτώσει, έτρεξε πάνω απ’ τον παγιδευμένο στρατιώτη. Ο άτυχος άνδρας σφάδαζε κι έβαφε το χιόνι με ζεστό αίμα που εξατμιζόταν ακαριαία. Η τεράστια, χάλκινη δαγκάνα που παραμόνευε κρυμμένη στο χιόνι και του είχε αρπάξει το πόδι με μανία, δεν θα τον άφηνε εύκολα. Το αξιοπερίεργο, όμως ήταν ότι απ’
- 147 -
την άκρη της τεράστιας δαγκάνας ξεκινούσε μία χάλκινη αλυσίδα, η οποία χανόταν κάπου μες στην παγωμένη κουβέρτα. Στη σύγχυση που ακολούθησε, ο Ροτ προσπάθησε να βάλει το μυαλό του να δουλέψει· υπήρχε κάτι που τον προειδοποιούσε ότι η δαγκάνα δεν μπορούσε να έχει βρεθεί τυχαία στο δρόμο τους. Το χέρι του πήγε στη θήκη απ’ το σπαθί και τράβηξε αποφασιστικά τη λαβή, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό που φοβόταν κάθε πολεμιστής σε παρόμοιες συνθήκες, του είχε συμβεί. Είχε μέρες να αλείψει τη λεπίδα με λίπος κι απ’ την παγωνιά είχε γίνει ένα με το θηκάρι. Έβρισε και προσπάθησε να συγκρατήσει την ψυχραιμία του, ενώ άλλοι στρατιώτες γύρω του επιχειρούσαν να ξεσφίξουν τα δόντια της δαγκάνας και άλλοι φώναζαν πως έπρεπε να τον κάνουν να σωπάσει για να μην τραβήξει την προσοχή εχθρών. Άρχισαν να ψάχνουν πανιά για να τον φιμώσουν. Ο Ροτ είδε τους άνδρες γύρω του να τραβούν σπαθιά και ασπίδες και μοιράστηκε το μεγαλύτερο φόβο τους, την ενέδρα μέσα στο δάσος. Δεν το είχαν παρατηρήσει νωρίτερα, αλλά αυτό που έμοιαζε με παγωμένο μονοπάτι, ήταν η κοίτη ενός χειμάρρου, ένα αυλάκι που κλεινόταν ανάμεσα σε δύο γειτονικούς λόφους. Ολοκάθαρα, το ιδανικό σημείο, που θα είχαν διαλέξει πρόσκοποι των τελ για να τους επιτεθούν. Ο Άγιος Φραγκίσκος παραμέρισε τους υπόλοιπους βρίζοντας και αγκομαχώντας. Λουσμένος στον ιδρώτα πάσχισε μάταια με τις πλατιές παλάμες του να ανοίξει τις δαγκάνες. Την ίδια ώρα ένας άλλος στρατιώτης έπιασε τη χοντρή αλυσίδα και ανασηκώνοντάς την απ’ το έδαφος άρχισε να την ακολουθεί. Κύλησε λίγος ακόμα χρόνος. Ο Αλιόσκα ένιωσε το αίμα να χτυπάει στα μηνίγγια του σα σφυρί και μιμούμενος τη στάση της Νάιλο, καμπούριασε και παρέμεινε ακίνητος. Τους χώριζαν περίπου σαράντα πόδια απ’ τους άλλους. Γύρω τους η πυκνή ομίχλη συνέχισε να πλησιάζει με μυστήριο τρόπο και απ’ τις δύο πλευρές τους. Σε ελάχιστη ώρα θα τους έκλεινε, όπως η δαγκάνα είχε κλείσει το πόδι του στρατιώτη. Κάτι θα συνέβαινε σύντομα.
- 148 -
Ανάμεσα στις αγωνιώδεις στριγκλιές και τις φωνές δεν μπορούσε να ξεχωρίσει άλλους ήχους που σίγουρα θα υπήρχαν στο δάσος γύρω τους. Από στιγμή σε στιγμή περίμενε βροχή από τυφλά βέλη να τους σκεπάσουν και να τους λυτρώσουν απ’ τις αμαρτίες τους. Κύλησε κι άλλη ώρα χωρίς να γίνει τίποτα. Ο στρατιώτης που σήκωνε την αλυσίδα είχε ήδη ξεθάψει είκοσι πέντε πόδια κρίκων και συνέχιζε. Οι υπόλοιποι χαμήλωσαν τα σπαθιά τους και άρχισαν να ανταλλάσουν απόψεις πάνω απ’ το μισολιπόθυμο πια σύντροφό τους. Κάποιος είπε να χρησιμοποιήσουν ένα σπαθί για μοχλό και κάποιος άλλος να του κόψουν το πόδι που ήταν έτσι κι αλλιώς αχρηστεμένο πλέον. Τότε απότομα, η αλυσίδα τραντάχτηκε και άρχισε να τραβιέται, σαν να την είχαν δέσει στα γκέμια ενός αλόγου, που το χτύπησαν στα καπούλια με πυρωμένο σίδερο. Ο ήχος του μετάλλου στο παγωμένο χιόνι σύρθηκε στ’ αυτιά τους ανατριχιαστικά. Ο άτυχος τραυματισμένος, άρχισε να σέρνεται με βία στο χιόνι χτυπώντας σε πέτρες και θάμνους και αφήνοντας πίσω του ένα πορφυρό ποτάμι. Εκείνος που είχε πιάσει την αλυσίδα έπεσε με την πλάτη στο χιόνι φωνάζοντας ότι τα χέρια του είχαν καεί. Οι υπόλοιποι αιφνιδιάστηκαν και δίστασαν να αντιδράσουν. Πανικόβλητοι κοίταζαν ο ένας τον άλλον γιατί επιβεβαιώνονταν οι χειρότεροι φόβοι τους. Υπήρχαν κάποιοι άλλοι που παραμόνευαν στην ομίχλη. Κάποιοι αφανέρωτοι. Δυο τρεις απ’ τους στρατιώτες έκαναν στην αρχή να συγκρατήσουν τον τραυματισμένο απ’ τα ρούχα, αλλά χωρίς πολλή σιγουριά. Αυτοί που τράβαγαν στο άλλο άκρο της αλυσίδας έβαλαν κι άλλη δύναμη και θα έβαζαν ακόμα περισσότερη αν χρειαζόταν. Οι στρατιώτες άφησαν τον παγιδευμένο στην τύχη του παρά τις κραυγές του. Δεν είχαν κάτι άλλο να κάνουν. Αναπάντεχα, καθώς όλοι είχαν γυρισμένοι την πλάτη προς τον Αλιόσκα και τη Νάιλο, βαριές πατημασιές βυθίστηκαν στο χιόνι και ένα αρχέγονο θηρίο ορθώθηκε ανάμεσα στα δέντρα. Οι στρατιώτες το αντιλήφθηκαν με καθυστέρηση και όταν πια τους είχε πλησιάσει σε
- 149 -
απόσταση ούτε οχτώ δρασκελιών. Ήταν όταν ο θυμωμένος βρυχηθμός ράγισε τον παγωμένο αέρα, που αλαφιασμένα κεφάλια στράφηκαν προς τα πίσω. Ο Αλιόσκα είχε δει πρώτος την πλάτη του θηρίου και καθώς δεν ήταν προετοιμασμένος για το ζωντάνεμα ενός τέτοιου τρόμου μπροστά του, τα πάντα γύρω του σταμάτησαν στο χρόνο. Μέσα απ’ την ομίχλη είχε ξεπηδήξει ένα πελώριο πλάσμα σαν καφετιά αρκούδα, δύο φορές ψηλό σαν άνθρωπος, ανάλογα φαρδύ, με αγκάθια στους ώμους και κέρατα στο κεφάλι. Το ζώο σηκώθηκε στα πίσω πόδια του, σπάζοντας κλαδιά με τη ράχη του και ξαναβρυχήθηκε εκκωφαντικά, γυμνώνοντας τα κοφτερά δόντια του και επιδεικνύονταν τα σαν λεπίδες νύχια του. Οι μύες στα πόδια και στα χέρια του φούσκωναν και πάλλονταν, έτοιμοι να εκραγούν. Κανά δυο στρατιώτες έπεσαν έντρομοι στο χιόνι, αλλά οι περισσότεροι τράβηξαν τα όπλα τους και πέρασαν αποφασιστικά βέλη στις χορδές τους. Δεν θα παρέδιδαν τις ζωές τους χωρίς μάχη. Ο Χίλβαν έκανε ένα γενναίο βήμα μπροστά απ’ τους υπόλοιπους και σήκωσε πάνω απ’ το κεφάλι τη δίκοπη λεπίδα του. Ο Ροτ μέσα στην ανακατωσούρα, είχε βρεθεί με κάποιον μαγικό τρόπο πίσω απ’ όλους τους στρατιώτες, στη θεωρητικά ασφαλέστερη θέση. Δεν ήταν στις άμεσες προθέσεις του να τραβήξει σπαθί και να πολεμήσει σώμα με σώμα μ’ ένα τέτοιο πλάσμα και έχοντας βάλει ένα βέλος στη βαλλίστρα του, άρχισε να γυρίζει με ψυχραιμία τη λαβή της τροχαλίας για να οπλίσει. Ταυτόχρονα μέτραγε πόσα βήματα ήταν η απόσταση μέχρι τον κοντινότερο λόφο στα δεξιά του. Ο υπερμεγέθης όγκος της αρσενικής αρκούδας είχε αποκόψει τον Αλιόσκα και τη Νάιλο απ’ τους υπόλοιπους. Καθώς ο Αλιόσκα βρισκόταν στην πλάτη της και απέναντι απ’ όλους τους άλλους, ήταν σαν να έβλεπε τους ήρωες ενός πίνακα αποτυπωμένους σε πάλλευκο καμβά. Κάποιος ταλαντούχος ζωγράφος είχε καταφέρει να απαθανατίσει την τραγική στιγμή που οι στρατιώτες απαντούν το πεπρωμένο τους και οδηγούνται στο χαμό τους.
- 150 -
Όλοι είχαν παγώσει στις θέσεις τους, αναμένοντας την επίθεση της αρκούδας, ακόμα και ο στρατιώτης με τα καμένα απ’ την αλυσίδα χέρια. Το σώμα κι οι φωνές του παγιδευμένου στρατιώτη είχαν πνιγεί κάπου στην ομίχλη και ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν η ανάσα του θηρίου και το διακριτικό γύρισμα της τροχαλίας της βαλλίστρας του Ροτ. Την όπλιζε κουνώντας στο ελάχιστο τους μύες των χεριών του, σαν να προσπαθούσε να ξεγελάσει την αρκούδα και να μην λογαριάζεται στα μάτια της για εχθρός. Η πελώρια αρκούδα μαζί με το συννεφιασμένο χνώτο της άφηνε και υπόκωφα, απειλητικά γρυλλίσματα, όμως φαινόταν να διστάζει να τους επιτεθεί- μπροστά της είχε ξεφυτρώσει ένα μικρό, μα επίφοβο και φονικό, σιδερένιο δάσος με κοφτερές λεπίδες και μυτερές λόγχες. Ο Αλιόσκα ευχαρίστησε μέσα του τον Άγιο Μάρκο γιατί το θηρίο δεν είχε αντιληφθεί αυτόν και τη Νάιλο και γιατί ο άνεμος είχε ξεψυχήσει ανάμεσα στα δέντρα. Η μόνη που συνέχιζε ανεμπόδιστη το σατανικό της έργο ήταν η πηχτή ομίχλη που πλησίαζε για να τους καταπιεί. Ο Αλιόσκα συμπλήρωσε τη σκέψη του με φόβους ότι αν οι στρατιώτες απέναντί του αποφάσιζαν να ρίξουν με τα εκηβόλα που κρατούσαν, κάποια απ’ τα βέλη ίσως ξεστράτιζαν προς το μέρος τους. Προσπάθησε να εκτιμήσει την κατάσταση, θαυμάζοντας κρυφά την ανδρεία του Χίλβαν. Παρ’ όλα τα μύρια όσα του είχε προσάψει και παρ’ όλες τις υποψίες που σκίαζαν την παρουσία του, ο Χίλβαν στεκόταν στην πρώτη γραμμή και εξακολουθούσε να αψηφά το τέρας. Όμως η αρκούδα, όπως και όλα τα άγρια ζώα του δάσους δεν έχουν υπομονή και είχε φτάσει η ώρα που θα αποφάσιζε αν θα επιτεθεί ή θα το βάλει στα πόδια. Πέταξε το κεφάλι της πάνω απ’ τον ώμο και έβγαλε μία απαίσια κραυγή που θα πρέπει να τρύπησε το δάσος και να ακούστηκε για πολλά μίλια μακριά. Την ίδια ώρα ο Χίλβαν έκανε ένα ανεπαίσθητο νόημα με τα μάτια του, το οποίο ο Αλιόσκα απ’ το σημείο όπου βρισκόταν νόμισε ότι απευθυνόταν σε αυτόν. Προσπάθησε να καταλάβει αυτό που ήθελε ο Χίλβαν να του πει, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Ο Χίλβαν εκνευρισμένος επανέλαβε το νεύμα με ακόμα
- 151 -
πιο έντονο ύφος. Ήταν σαν να τον έδειχνε με το βλέμμα του, όμως ο Αλιόσκα δεν αντιλαμβανόταν τι ακριβώς έπρεπε να κάνει. Να δημιουργήσει κάποιου είδους αντιπερισπασμό, ώστε οι υπόλοιποι να επιτεθούν με μεγαλύτερη ευχέρεια στο θηρίο; Τότε συνέβησαν ταυτόχρονα δύο πράγματα, που ο νεαρός ανιχνευτής άργησε ν’ αντιληφθεί και να συνειδητοποιήσει τις προεκτάσεις τους πάνω στις ισορροπίες των δυνάμεων στην παγωμένη κοίτη του χειμάρρου. Ξαφνικά η πλάστιγγα έγειρε απότομα προς την αντίθετη κατεύθυνση, λες και μετατοπίστηκε ένα σημαντικό έρμα. Την ίδια ώρα που η αρκούδα έκανε μεταβολή και στράφηκε προς τον Αλιόσκα ακολουθώντας του βλέμμα του Χίλβαν, μέσα απ’ στους υπόλοιπους στρατιώτες φύτρωσε ένας προδότης. Τα πάντα εξελίχθηκαν αστραπιαία και ο Αλιόσκα δεν κατάφερε να δει καθαρά τα χαρακτηριστικά του αγνώστου. Η εικόνα που εντυπώθηκε στο μυαλό του ήταν ένα ανεξήγητα πελιδνό και ανέκφραστο πρόσωπο, χωρίς λεπτομέρειες- τουλάχιστον όχι ανθρώπινες. Μπορεί να ήταν κάποιος απ’ τους άνδρες ο οποίος είχε χλομιάσει απ’ τον φόβο του, όμως οι φοβισμένοι άνθρωποι δεν αντιδρούν έτσι. Αν κάποιος ανάγκαζε τον Αλιόσκα να πάρει όρκο, θα έλεγε ότι ακριβώς πριν, εκείνος ο άνθρωπος, δεν ήταν μέρος της συντροφιάς τους. Ήταν ένας ξένος. Όπως και να είχε και σε όποιον αφέντη και να υπάκουγε, είχε βρεθεί ανάμεσα στους στρατιώτες και σαν να είχε οχτώ χέρια αντί για δύο, με λεπίδια που εμφανίστηκαν στα γκρίζα χέρια του, άρχισε να μαχαιρώνει με μανία, παρακινούμενος από ανεξήγητα, δολοφονικά ένστικτα. Οι πράξεις του ήταν βουτηγμένες σε μίσος και παραφροσύνη συνάμα. Πίδακες αίματος πιτσίλισαν το χιόνι και μέσα στον πανικό άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν με βία πάλες, λόγχες και τσεκούρια σε έναν τόσο στενό χώρο που ακόμα κι ένα μάτσο νάνοι θα δυσκολευόταν να στρώσουν μία παρτίδα χαρτιά. Οι εμβρόντητοι στρατιώτες ξέχασαν τον κίνδυνο της αρκούδας και επιχείρησαν να πετύχουν τη μορφή με το πελιδνό πρόσωπο, όμως καθώς ήταν μαζεμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο,
- 152 -
περισσότερο έκοψαν κάθε έναν απ’ τους συντρόφους τους, παρά τον άγνωστο που φάνηκε να μη φορά πανοπλία, αλλά να είναι απίστευτα ευκίνητος. Κάμπτοντας κι ελίσσοντας το κορμί του, απέφευγε τα χτυπήματα σαν να μην υπήρχαν και την ίδια ώρα πρόσφερε απλόχερα σπαθιές στους στρατιώτες. Όλα αυτά, όμως απασχόλησαν για λίγο τον Αλιόσκα, μιας και η αρκούδα είχε στραφεί πλέον εναντίον του και ετοιμαζόταν να του ορμήξει. Ο ανιχνευτής τρομαγμένος κοίταξε στο αριστερό του χέρι για να δει την αντίδραση της Νάιλο και να ζητήσει τη βοήθειά της, αλλά δεν είδε καμία Νάιλο. Η ταχυδακτυλουργός είχε εξαφανιστεί! Στη θέση της υπήρχε μόνο ένα μεγαλοπρεπές κενό. Ο Αλιόσκα ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται και προσπάθησε να υπολογίσει αν θα προλάβαινε να τρέξει ως τα πρώτα πέπλα της ομίχλης πριν το τέρας τον κατασπαράξει. Από έναν ξυλοκόπο είχε ακούσει ότι οι αρκούδες τρέχουν πολύ πιο γρήγορα απ’ τον άνθρωπο. Αν αυτό ίσχυε ήταν χαμένος. Χωρίς περισσότερη σκέψη έριξε το βάρος του μπροστά και πήδηξε ενστικτωδώς σ’ ένα σωρό από χιόνι, ενώ η αρκούδα έπεφτε με ασυγκράτητη ορμή πάνω στον κορμό του δέντρου, που μέχρι πριν λίγο στηριζόταν ο ανιχνευτής. Τα ρουθούνια του Αλιόσκα πλημμύρισαν απ’ τη βαριά μυρωδιά της και ένιωσε κάτω απ’ τα πέλματά του ένα τράνταγμα, σαν να γινόταν σεισμός. Χρειάστηκε περίσσεια προσπάθεια για να κρατήσει την ισορροπία του, αλλά ήταν ζωντανός. Είδε τον ξεραμένο κορμό της σημύδας να αναποδογυρίζει τσακισμένος και θολά τον Χίλβαν να στρέφεται με έκπληξη προς τους υπόλοιπους, που σφαγιάζονταν από τον πελιδνό εισβολέα. Η αρκούδα βρυχήθηκε ενάντια στον Αλιόσκα και του όρμηξε αδέξια στηριζόμενη στα πίσω πόδια, αλλά για δεύτερη φορά ο νεαρός ανιχνευτής εκμεταλλεύτηκε την ταχύτητά του. Την απόφυγε τόσο οριακά ώστε ένιωσε το τρίχωμά της στο δέρμα του και εκείνη παραπάτησε και χτύπησε με τη μουσούδα σ’ έναν βράχο που προεξείχε απ’ το χιόνι. Ο Αλιόσκα κατάλαβε ότι το ζώο ζαλίστηκε προς στιγμή
- 153 -
και του πέταξε με δύναμη μία βαριά κοτρώνα στο αριστερό αυτί. Κατόπιν άρχισε να τρέχει με όλες του τις δυνάμεις μακριά απ’ τη ρεματιά, προς ένα μέρος στ’ αριστερά όπου τα δέντρα χάνονταν στην ομίχλη. Τον κυνήγησαν οι κραυγές αγωνίας των συντρόφων του, αλλά δεν είχε στάλα κουράγιο να γυρίσει πίσω να κοιτάξει. Έτσι δεν είδε την πληγωμένη αρκούδα να μεταμορφώνεται σε Τορμ και να φεύγει αποπροσανατολισμένη και παραπατώντας στα τέσσερα. Δεν είδε τον πελιδνό ξένο να σκύβει για ν’ αποφύγει μία δίκοπη λεπίδα και να βυθίζει τα μαχαίρια του ως τις λαβές στο στέρνο του Χίλβαν. Δεν είδε τον Άγιο Φραγκίσκο να το σκάει τρέχοντας προς τα Βόρεια με το ράσο του να ανεμίζει. Δεν είδε ούτε μία φιγούρα που ελαφροπάτησε στο κατόπι του, κι ούτε ακόμα ακόμα ένα ζευγάρι χνάρια που ακολούθησαν τη φυγή του. Σκαρφάλωσε στο κοντινότερο λοφάκι και όταν κατέβηκε από την άλλη μεριά έφτασε στο όριο της ομίχλης. Λίγα πόδια μακριά του τα πάντα καλύπτονταν από το λευκό της μανδύα. Έψαξε στα βιαστικά για μια καλή κρυψώνα. Μα ήταν αργά. Πίσω από έναν παχύ κορμό πετάχτηκε ο Ροτ αυτοπροσώπως, ο πρώην περιπλανώμενος φρουρός, πρώην κατάδικος και νυν μισθοφόρος στην υπηρεσία του Άρχοντα του Μεριάν, Σαμουήλ Καν Σαλαζάρ. Απελευθερώθηκε απ’ τα δεσμά του για να συνοδεύσει τη Νάιλο στην Αδιγχάρα, όμως η αποστολή του δεν περιοριζόταν σε αυτό. Αν η Νάιλο κατάφερνε να κλέψει το κομμάτι της περγαμηνής, ο Ροτ είχε εντολές να της το αφαιρέσει με κάθε τρόπο. Κάθε. Εκείνη την ώρα ο Ροτ είχε καταφέρει να συρθεί μακριά απ’ τις επιθέσεις του πελιδνού φύλακα και ακολούθησε κατά πόδας τον Αλιόσκα. Την προηγούμενη νύχτα παραφυλούσε έξω απ’ την εκκλησία και κρυφάκουσε πως ο νεαρός είχε πάνω του το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που τον ενδιέφερε. Το κομμάτι της περγαμηνής με το οποίο υπολόγιζε να εξαγοράσει τη ζωή του. Χαμογέλασε απολογητικά στον τρομαγμένο ανιχνευτή και άπλωσε το χέρι του, χωρίς να πει ούτε μια κουβέντα. Ήταν περιττό.
- 154 -
Μέσα σε μία στιγμή ο Αλιόσκα κατάλαβε ότι αν ήθελε να έχει πιθανότητες να ζήσει, έπρεπε να παραδώσει το κομμάτι της περγαμηνής που είχε στην κατοχή του. Απογοητευμένος έβγαλε το ρολό απ’ τα ρούχα του. «Γιατί;» ρώτησε ξεψυχισμένα, τείνοντας ταυτόχρονα την περγαμηνή προς το Ροτ. Στην αποστολή του, τελικά είχε αποτύχει. Ο Ροτ τον κοίταξε στα μάτια χωρίς ν’ ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα: «Έχεις μπόλικο θάρρος, αλλά ακόμα δεν έχεις πονηριά νεαρέ φίλε. Θα ήθελα να σε βοηθήσω, αλλά η δικιά μου αποστολή είναι σημαντικότερη», είπε μελοδραματικά, αλλά τα πραγματικά λόγια που ήθελε να πει ήταν: «Ο εργοδότης μου έχει πληρώσει πάρα πολλά και τον φοβάμαι». Οι φωνές και οι κλαγγές της μάχης πίσω απ’ το λόφο, είχαν σχεδόν κοπάσει. Δεν έμεναν πολλά να ειπωθούν. Ο Ροτ πήρε την περγαμηνή και την κράτησε στα χέρια του, ενώ μέσα του μέτραγε ψυχρά την κατάσταση. Δεν μπορούσε να επιτρέψει να δημιουργηθούν προβλήματα πίσω από την πλάτη του. Έπρεπε να ξεμπερδεύει με κάθε μάρτυρα. Με το δεξί έπιασε τη λαβή απ’ το σπαθί του και τράβηξε με δύναμη, έχοντας ξεχάσει ότι ήταν κολλημένο στη θήκη. Αναθεμάτισε και πριν προλάβει ν’ αντιδράσει άκουσε ένα άλλο σπαθί πίσω του να ξεθηλυκώνει. Ένιωσε με πόνο την ατσάλινη μύτη από ένα γιαταγάνι να καρφώνεται στα πλευρά του και εμβρόντητος άφησε την περγαμηνή να πέσει μπροστά στα πόδια του. Έκανε μεταβολή και με διάπλατα μάτια ακολούθησε το χέρι που κράταγε το γιαταγάνι. Προς μεγάλη του έκπληξη, είδε τη Νάιλο η οποία όπως είχε εξαφανιστεί στον αέρα, έτσι είχε εμφανιστεί απ’ το πουθενά. Η ταχυδακτυλουργός μειδίασε αυτάρεσκα και έβαλε δύναμη για να στρίψει τη λεπίδα μες στην πληγή, όμως ο Ροτ ανέκτησε τη ψυχραιμία του. Με υπερπροσπάθεια γράπωσε τη γυναίκα απ’ το μανίκι, τραβώντας παράλληλα ένα μαχαίρι απ’ τη μπότα του και ανταποδίδοντάς της στα ίσια το κάρφωμα. Μετά τη χτύπησε δυνατά με το γόνατό του στην κοιλιά και την εκσφενδόνισε κάμποσα πόδια
- 155 -
μακριά του. «Στο είχα φυλαγμένο», μούγκρισε, φτύνοντας φλέγματα και αίμα από το στόμα του. Τα παραγεμίσματα του δερμάτινου θώρακά του, είχαν προστατέψει τα ζωτικά του όργανα από κάποια σοβαρή ζημιά, αλλά πριν κλωτσήσει τη Νάιλο, εκείνη είχε απλώσει τα εξασκημένα δάχτυλά της και είχε προλάβει να τον τσιμπήσει με μια λεπτή βελόνα στο λαιμό. Ο Αλιόσκα βρήκε την ευκαιρία μέσα στην αναταραχή και όσο πιο αθόρυβα μπορούσε σήκωσε το πεσμένο κομμάτι της περγαμηνής στην πλάτη του Ροτ. Ο πρώην περιπλανώμενος φρουρός δεν τον αντιλήφθηκε, όμως η πεσμένη Νάιλο φώναξε δυνατά και καθαρά το όνομά του: «Έι, Αλιόσκα!» Ο ανιχνευτής στράφηκε αντανακλαστικά προς το μέρος της. Εκείνη χωρίς ίχνος δισταγμού άφησε ένα στιλέτο να γλιστρήσει απ’ το μανίκι στην παλάμη της. Απέφυγε να τον κοιτάξει στα μάτια. Ζύγισε το στιλέτο και το εκτόξευσε με ορμή. Η αιχμή του καρφώθηκε με ακρίβεια στην καρδιά του Αλιόσκα που σωριάστηκε στο χιόνι. Ο Ροτ είδε τη Νάιλο να τινάζει ξανά το μανίκι της και κινήθηκε μαινόμενος προς το μέρος της, αποφασισμένος να την πνίξει με τα γυμνά του χέρια. Ήδη ένιωθε το δηλητήριο να χύνεται στις φλέβες του. Εκείνη παρά το μαχαίρι που είχε καρφωμένο στα πλευρά χαμογέλασε. Σκόρπισε στον αέρα πάνω απ’ το κεφάλι της μια πρέζα λαμπερής σκόνης, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, έκφερε τρεις λέξεις: «Από εδώ, εκεί» και εξαφανίστηκε μια και καλή σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ σ’ εκείνο το ομιχλιασμένο δάσος. Την ίδια στιγμή ο Αλιόσκα άνοιξε τα μάτια του, έχοντας παραδόξως ακόμα τις αισθήσεις του και με τα δάχτυλά του να σφίγγουν ακόμα την περγαμηνή. Παρά το αίμα που ένιωθε να κυλάει στο στήθος του, πετάχτηκε όρθιος. Χωρίς καν να σκεφτεί να βγάλει το στιλέτο απ’ το στήθος του, άρχισε να τρέχει με τα πόδια του σχεδόν να μην ακουμπούν στη γη. Φτάνοντας στα πέπλα της ομίχλης πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε μέσα της.
- 156 -
Όταν έφτασε στ’ αυτιά του ο αντίλαλος απ’ την οργισμένη φωνή του Ροτ, που στόλιζε το όνομά του με τις πιο ανήκουστες βρισιές, ήταν πλέον πολύ μακριά και για ακόμα μία φορά μόνος του.
- 157 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47 Κοντά στο τέλος και κοντά σε μια νέα αρχή
ΌΤΑΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΝΑ ΦΥΣΑΕΙ ΑΕΡΑΣ, είχε περάσει παραπάνω απ’ το μισό της μέρας. Παρ’ ότι η ομίχλη σιγά σιγά αποτραβιόταν σαν έτσι να την είχε διατάξει ο αόρατος αφέντης της, τη θέση της ανέλαβαν ν’ αντικαταστήσουν πυκνοί σωρείτες, που δεν άφηναν την παραμικρή χαραμάδα για τις ακτίνες του ήλιου. Εκείνο το απομεσήμερο λίγη διαφορά είχε από δειλινό. Όταν ο Αλιόσκα σταμάτησε να τρέχει, πρέπει να είχε περάσει κάμποση ώρα απ’ τη μάχη, αλλά ήταν αρκετά ζαλισμένος για να υπολογίσει πόση ακριβώς. Ένας οξύς πόνος τον σούβλιζε λίγο πάνω απ’ την καρδιά, υπενθυμίζοντας με κακία την ανοιχτή πληγή, το ενθύμιο της φίλης του Νάιλο. Νωρίτερα είχε δαγκώσει ένα κλαδί για να τραβήξει το στιλέτο και όταν το έκανε νόμισε ότι πέθαινε. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα αν το στιλέτο δεν εποστρακιζόταν ελάχιστα πάνω στο φυλακτό του Αγίου Μάρκου. Τουλάχιστον ήταν ζωντανός. Για λίγο ακόμα. Αν και ήταν απ’ τους πιο γρήγορους αγγελιοφόρους του Μεριάν και οι αντοχές του αξιοσημείωτες, τώρα είχε ξοδέψει σχεδόν όλη του την ανάσα για να απομακρυνθεί από εκείνο το κακορίζικο μέρος της ενέδρας στην κοίτη του χειμάρρου. Τα πόδια του ήταν ήδη κουρασμένα και το κόψιμο στο στήθος ρουφούσε κάθε ικμάδα θέλησης που του είχε απομείνει. Μία φωνή μέσα του, τού έλεγε ξανά και ξανά να αφεθεί και να ξαπλώσει στο χιόνι ανήμπορος. Μόνο για λίγο. Μέχρι να ξεκουραστεί. Μέχρι να τελειώσουν τα πάντα. Από μακριά άκουσε αλυχτά λύκων και συνειδητοποίησε ότι εκτός απ’ τα πατήματά του, δεν μπορούσε να καλύψει ούτε τις μυρωδιές του. Θα ήταν από εκείνα τα θηριόσωμα ζώα με τη κατάλευκη γούνα και τα κόκκινα μάτια που παραμόνευαν στα χιονισμένα δάση. Κοίταξε πίσω του, εκεί που μια διακεκομμένη αλυκή γραμμή τον ακολουθούσε σα
- 158 -
σκιά. Δεν είχε μάθει πολλές βρισιές στη ζωή του, αλλά σίγουρα τώρα μετάνιωνε γι’ αυτό, καθώς προσπαθούσε να βρει αντάξια στολίδια για το Ροτ. Τουλάχιστον το πολύτιμο κομμάτι της περγαμηνής ήταν ακόμα στα χέρια του. Ξεφύσηξε και βαρυγκωμώντας αναποδογύρισε τα πανιά που είχε κοντά στη μασχάλη του για να πιέζει την πληγή. Τα δάχτυλά του είχαν βρωμίσει από αίμα, ανακατεμένο με βρωμιά και ιδρώτα. Μες στο σακίδιό του υπολόγιζε ότι είχε αρκετές προμήθειες για να κατέβει νοτιότερα, να φτάσει σε πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές. Εκεί θα ζητούσε βοήθεια στο πρώτο αγρόκτημα. Από όπλα είχε το σκουριασμένο μαχαίρι με τα άγνωστα αρχικά ΖΚ, φυσικά το στιλέτο της ταχυδακτυλουργού και μια καλοφτιαγμένη σφεντόνα. Είχε ακόμα και την ασπίδα του ερημίτη, αλλά δεν πίστευε ότι θα του χρησίμευε σε κάτι. Περισσότερο τον απασχολούσε το πώς θα πολεμούσε το κρύο, γιατί δεν ήταν σίγουρος αν τα τέρατα που τους είχαν επιτεθεί θα εξακολουθούσαν να ψάχνουν στο δάσος για επιζώντες της ομάδας του. Ήξερε ότι ήταν ανατριχιαστικό και εγωιστικό, αλλά σκέφτηκε ότι οι στρατιώτες που σκοτώθηκαν ήταν υπεραρκετοί ακόμα και για μία τόσο τεράστια αρκούδα να χορτάσει την πείνα της. Μετάνιωσε που τέτοιες αμαρτωλές σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό του και ζήτησε απ’ το Θεό να αναπαύσει τις ψυχές και των στρατιωτών που σκοτώθηκαν και των στρατιωτών που έμειναν πίσω στην Αδιγχάρα. Αναρωτήθηκε αν η παράκλησή του είχε κάποιο νόημα. Δεν τον βοήθησε πάντως να τραβήξει το μυαλό του μακριά από σκληρές, μακάβριες σκέψεις. Έφερε στο νου του το πρόσωπο του πελιδνού μακελάρη. Τι ήταν εκείνο το πλάσμα; Ρίγη διαπέρασαν το σώμα του. Το κρύο τον περόνιαζε ως τα κόκαλα. Αν το βράδυ άναβε φωτιά ποιος ξέρει τι είδους προσοχή θα προσέλκυε πάνω του, αλλά αν δεν άναβε θ’ άντεχε το κρύο; Ίσως να την άναβε μέσα σε λάκκο, αλλά και γι’ αυτό θα έπρεπε να σκάψει χωρίς φτυάρι και το χώμα κάτω απ’ το χιόνι θα ήταν πετρωμένο.
- 159 -
Και πώς έπρεπε να περιποιηθεί το τραύμα του; Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν τόσο σοβαρό όσο τον έκανε να πιστεύει ο αφόρητος πόνος. Πίσω στη φρουρά του Μεριάν σπάνια έβλεπε χτυπημένους από μάχες και ποτέ δεν είχε παρακολουθήσει από κοντά γιατρό του παλατιού να τους περιποιείται. Από συζητήσεις με τραυματισμένους είχε ακούσει ότι αν η πληγή ήταν πολύ βαθιά, έπρεπε να ραφτεί. Σίγουρα ο Αλιόσκα πονούσε σαν να ήταν πολύ βαθιά η πληγή του, αλλά δεν είχε ιδέα τι εννοούσαν λέγοντας «να ραφτεί». Να γινόταν απλώς με κλωστή και βελόνα; Σκέφτηκε να ρίξει μια χούφτα χιόνι πάνω στο τραύμα, αλλά φοβήθηκε το τσούξιμο και ότι ίσως θα ‘κανε ακόμα μεγαλύτερο κακό. Αισθανόταν ολότελα ανήμπορος, μα δεν ήθελε να πεθάνει σε εκείνο το δάσος. Στη σκέψη του μοιραίου η συνείδησή του διαμαρτυρήθηκε έντονα. Κάποτε ένας βετεράνος πεζικάριος, που είχε κομμένα σύριζα το δεξί χέρι και το δεξί πόδι, του είχε πει ότι ο τίμιος στρατιώτης πάντα προαισθάνεται τη μέρα που θα αποχαιρετήσει τα εγκόσμια. Μια εβδομάδα μετά, ενώ ο βετεράνος έπινε μηλόκρασο στριμωγμένος σε μια σκοτεινή γωνία του «Γελαστού Γουρουνιού», ένας τρελαμένος χασάπης που η γυναίκα του τον απατούσε με το δίδυμο αδερφό του βετεράνου, του άνοιξε με ένα τσεκούρι το κεφάλι στα δύο. Άραγε ο βετεράνος είχε προαισθανθεί εκείνη τη μέρα; Πάντως ο πανδοχέας, που λογικά είχε ακούσει τη θεωρία, για καιρό μετά έλεγε σ’ όλους τους πελάτες ότι ο κακομοίρης κουλός και κουτσός έπινε το μοιραίο βράδυ σαν να ήξερε ότι εκείνο ήταν το τελευταίο που θα περπατούσε ανάμεσα στους ζωντανούς. Ή θα κούτσαινε τέλος πάντων. Ο Αλιόσκα χαμογέλασε μέσα του και συγκέντρωσε τη σκέψη του προσπαθώντας να καταλάβει αν ήταν η τελευταία του μέρα αυτή. Καμιά απάντηση δεν βρήκε. Έκανε με κόπο λίγα βήματα κι ακόμα λίγα, ώσπου στηρίχθηκε στον κορμό ενός δέντρου που δεν αναγνώριζε. Τα πυκνά, ροζιασμένα κλαδιά είχαν λυγίσει υπό το βάρος του χιονιού
- 160 -
και έφτιαχναν μια λευκή σκεπή που έφτανε μέχρι τα μαλλιά του ανιχνευτή. Παντού όπου έβλεπε γύρω του, υπήρχαν παρόμοια δέντρα, που ξεπρόβαλαν απ’ το λευκό καμβά σαν σκελετωμένοι πολεμιστές ενός φανταστικού δεντροστρατού. Κάποτε θα στέκονταν αγέρωχοι και ατρόμητοι στις βαθιές και στέρεες ρίζες τους. Όμως τώρα ο χειμώνας είχε κλείσει γύρω τους, τραβώντας τους στην παγωμένη αγκάλη του. Να μια ωραία ιδέα να τη γράψω σε ιστορία, σκέφτηκε. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά. Προχωρώντας είχε φτάσει στην καρδιά ενός νεκροταφείου, πολύ διαφορετικού απ’ τα Σκαλοπάτια των Νεκρών. Εδώ, δίχως άλλο, η παρουσία του ενοχλούσε τους νεκρούς δεντροστρατιώτες. Το αισθανόταν ξεκάθαρα από ένα αόρατο θυμωμένο θρόισμα παντού γύρω του. Τράβηξε απότομα το χέρι του απ’ τον τραχύ κορμό. Είχε ακολουθήσει λάθος δρόμο, αλλά τώρα πια δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Με προσοχή προσπάθησε να βγάλει τα πανιά απ’ το τραύμα του. Ενώ το έκανε θέλησε να ουρλιάξει απ’ τον πόνο, αλλά συγκρατήθηκε σφίγγοντας τα δόντια. Μάζεψε θάρρος και κοίταξε με αγωνία την πληγή. Το δέρμα σκιζόταν όση ώρα το στιλέτο είχε μείνει μέσα και τώρα κομμάτια σάρκας κρέμονταν, βουτηγμένα σε θρόμβους μαυρισμένου αίματος και σβώλους κατάμαυρων κακαδιών. Η αιμορραγία είχε σχεδόν σταματήσει, αλλά ο Αλιόσκα αισθανόταν ότι με κάθε απότομη κίνηση του κορμιού του κινδύνευε να ξαναρχίσει. Πλέον κατέβαλε προσπάθεια για να σκεφτεί λογικά. Παράχωσε τα παλιά πανιά στο χιόνι και για να τα αντικαταστήσει έκοψε μια λωρίδα υφάσματος απ’ το πουκάμισό του. Δεν ήταν πολύ παχιά, αλλά είχε διαλέξει ένα σημείο που φαινόταν πιο καθαρό. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε γρήγορα. Παρά το κρύο, ζεσταινόταν. Ήπιε λίγο νερό απ’ το φλασκί του, αλλά ήταν σχεδόν παγωμένο και τα σαγόνια του άρχισαν να κροταλίζουν. Κράτησε τις γουλιές στο στόμα του πριν τις καταπιεί, μα ακόμα κι έτσι ένιωσε το στομάχι του να τρυπιέται. Άρχισε και πάλι να προχωράει παραπατώντας, αλλά με τόσο
- 161 -
αργό βήμα που από μακριά δύσκολα ξεχώριζες αν έμενε ακίνητος ή όχι. Οι μύες του διαμαρτύρονταν. Ήθελε να σφίξει τα δόντια, αλλά δεν μπορούσε. Πόσο να εκτεινόταν προς τα Νότια αυτό το δάσος; Τα μέρη ήταν άγνωστα, αλλά ήξερε ότι θα συναντήσει μπροστά του τις ίδιες κακοτοπιές με την πατρίδα, αν όχι πολύ χειρότερες. Περισσότερο για να τραβήξει το μυαλό του μακριά απ’ την πληγή και λιγότερο επειδή το είχε ανάγκη, άρχισε να μουρμουρίζει μια προσευχή, που οι στίχοι της ήταν τόσο μακρόσυρτοι και οι στροφές της έμοιαζαν τόσο πολύ η μία με την άλλη, που δεν είχε και μεγάλη σημασία αν τις μπέρδευε μεταξύ τους. Από μέσα του αναδύθηκαν λέξεις όπως «βοήθεια», «έλεος» και «συγχώρεση», αλλά ο Αλιόσκα δεν φανταζόταν πόσο λίγο έπρεπε να ταξιδέψουν για να εισακουσθούν. Προχώρησε για λίγη ώρα ακόμα, προσπαθώντας να κατηφορίζει, αλλά σε εκείνο το σημείο η κλίση του εδάφους ήταν μηδαμινή. Απ’ το συννεφιασμένο ουρανό μεμονωμένες νιφάδες έπεφταν εδώ κι εκεί, αραιά και χωρίς να πολυβιάζονται. Αν ο ήλιος πίσω απ’ τα σύννεφα έδυε, τα σημάδια έδειχναν ότι το χιόνι θα πύκνωνε επικίνδυνα. Σε περίπτωση χιονοθύελλας, ο Αλιόσκα έπρεπε να αναζητήσει σίγουρο καταφύγιο, αλλιώς ήταν χαμένος. Πέρασε μισό μίλι και άλλο ένα τέταρτο, χωρίς η κατάσταση να μεταβληθεί στο ελάχιστο. Με την έμφυτη αίσθηση προσανατολισμού που διέθετε, ήταν βέβαιος ότι δεν αναλωνόταν σε κύκλους, αλλά ακόμα κι έτσι δεν μπορούσε να μαντέψει πόσο χρειαζόταν να περπατήσει για να βγει απ’ τον αφιλόξενο τόπο. Μπορεί το σκελετωμένο δάσος να συνεχιζόταν για λεύγες προς εκείνη την κατεύθυνση ή το χιόνι να είχε πιάσει μέχρι πολύ χαμηλά. Μπορεί να ήταν ήδη νεκρός. Απογοητεύτηκε, η καρδιά του βυθίστηκε και τα βήματά του βάρυναν. Αν ήξερε έναν ανώδυνο τρόπο για να παραιτηθεί απ’ όλα θα το έκανε. Εκείνη την ώρα, όμως και ενώ κάθε ελπίδα έσβηνε, η πορεία του έμελλε να αλλάξει για ακόμα μία φορά.
- 162 -
Πάνω στον κορμό ενός δέντρου είδε να κρέμεται ένα κομμάτι λεπτό ύφασμα. Στην αρχή νόμισε ότι ίσως ήταν κουρέλι από κάποιον στρατιώτη που είχε ξεφύγει ή από κάποιον απ’ τους διώκτες του, αλλά καθώς πλησίασε η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Πάνω στο ύφασμα υπήρχαν γράμματα, μισά στη γλώσσα του και μισά σε μία γλώσσα που δεν καταλάβαινε, αλλά θυμόταν πολύ καλά. Περίτεχνα γράμματα σαν αυτά που είχε δει να χαράσσονται στο χώμα πριν εισέλθει στο Δόρτεν. Ο Αλιόσκα διάβασε τρέμοντας: «Ακολούθησε τα χνάρηα. Ανακάλυψε.» Κοίταξε απορημένος γύρω του και γύρω από το δέντρο. Τα μόνα χνάρια που διέκρινε ήταν φυσικά τα δικά του. Αν τα ακολουθούσε, θα γυρνούσε πίσω στην παγίδα, την αρκούδα και τη χλωμή σκιά που τους είχαν επιτεθεί. Κάποιος ήθελε να τον παρασύρει πάλι εκεί; Και γιατί δεν του επιτίθονταν τώρα; Ήταν πολύ αδύναμος για να προστατέψει τον εαυτό του. Σκέφτηκε. Ξανακοίταξε το ύφασμα. Όχι σίγουρα δεν έβγαζαν νόημα τα ξωτικογράμματα. Ξανακοίταξε. Αυτός που το είχε γράψει, είχε κάνει επίτηδες λάθος στη λέξη «χνάρηα». Ξανακοίταξε. Και τότε είδε καθαρότερα. Ανακάτεψε τα γράμματα στις λέξεις. Ανακάλυψε. Δεν ήταν «χνάρηα». Κοίταξε πάλι γύρω του προσεκτικά. Στον κορμό του δέντρου απ’ όπου κρεμόταν το μήνυμα υπήρχε σκαλισμένη πρόχειρα μία μικροσκοπική, σχεδόν αθέατη αράχνη. Λίγο πιο μακριά, και πάνω σε έναν άλλο κορμό, υπήρχε ακόμα μία αράχνη. Πήρε θάρρος και ένιωσε τις αισθήσεις του να συνέρχονται λίγο. Το μυαλό του συγκεντρώθηκε στη δοκιμασία. Καθώς προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές ακολουθώντας τα σύμβολα, ξαφνικά τα δέντρα άρχισαν να παραμερίζουν από το διάβα του και μπροστά του ανοίχτηκε ένα κυκλικό ξέφωτο. Δεν έκανε πάνω από τρία τέσσερα βήματα όταν είδε στο κέντρο του ξέφωτου να προεξέχει απ’ το χιόνι ένας μυτερός βράχος. Έφτασε δίπλα του και είδε χαραγμένα πάνω του σειρές από μυστηριώδη ρουνικά. Δεν κατάλαβε τι έγραφαν. Δεν είχε σημασία.
- 163 -
Κοίταξε με αγωνία γύρω. Το ξέφωτο έστεκε ήσυχο, σχεδόν γαλήνιο, σαν να είχε παγώσει σε ξεχωριστό χρόνο, σαν να μην ήταν κομμάτι του δάσους. Το ένιωσε σαν μια ολότελα απομονωμένη περιοχή του κόσμου, μακριά από τα πάθη και τις καταστροφές του. Παρατήρησε ότι τα δέντρα στις άκρες, φαίνονταν να τραβούν τις ρίζες τους μακριά για να μην διαταράξουν την αρμονία. Κλαδιά ακούστηκαν να παραμερίζουν δεξιά του κι ο Αλιόσκα στράφηκε απότομα προς τα εκεί. Είδε την Ένια να προχωράει προς το μέρος του. Φορούσε ίδια ρούχα όπως όταν την είχε πρωτοσυναντήσει και το πρόσωπό της ήταν πάλι βαμμένο, αλλά αυτή τη φορά με χρώματα πιο έντονα και πιο θυμωμένα. Αλλά ήταν εκείνη! Ο Αλιόσκα θέλησε να υποκλιθεί, να τρέξει κοντά της, να φωνάξει, να γελάσει και πολλά ακόμα μαζί. Απλά γονάτισε αποκαμωμένος. Η Ένια στάθηκε αντίκρυ του και τον κοίταξε με τα λαμπερά γαλάζια μάτια της κατευθείαν στα δικά του. Πλησίασε, τον αγκάλιασε και ενώ ενώνονταν τα αναφιλητά τους, του ψιθύρισε: «Εδώ ο τόπος είναι ιερός και προστατευμένος. Καλώς όρισες. Πάει καιρός καλέ μου Αλιόσκα».
- 164 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48 Από τον Ροτ στον Χίλβαν
O
ΡΟΤ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ στο προκαθορισμένο σημείο
συνάντησης πρέπει να είχε εξαντλήσει δύο φορές όλες τις βρισιές και τα αναθέματα που ήξερε και όλα όσα μπορούσε να επινοήσει. Είχε στύψει τόσο το μυαλό του που θα το εκλάμβανε ως προσωπική αποτυχία αν είχε ξεχάσει να περιλούσει έστω και έναν από τους αγίους. Άλλωστε προχωρούσε για μισό φεγγάρι. Το σχέδιο που είχε ακολουθήσει, όχι απλά δεν είχε αποδώσει καρπούς, αλλά του είχε αφήσει και για ενθύμιο μια βαθιά πληγή στη μέση, η οποία για καλή του τύχη δεν διέσχιζε οτιδήποτε σημαντικό εκτός από σάρκα. Ο Ροτ έφτυσε ακόμα λίγο σάλιο με αίμα και καταράστηκε τη Νάιλο, που αντί να προσπαθήσει να προφυλαχτεί απ’ το χτύπημά του, τού το είχε ανταποδώσει στα ίσια, πριν κάνει το κόλπο και εξαφανιστεί από μπροστά του. Ήταν τόσο αγανακτισμένος με την πορεία των πραγμάτων που θα μπορούσε να φάει τις μπότες του. Διαβόλια και τριβόλια! Τουλάχιστον, σκέφτηκε, το δηλητήριο τον είχε κάνει μόνο να λιποθυμήσει και δεν ήταν κάτι θανατηφόρο όπως αρχικά φοβήθηκε. Βέβαια μέχρι να συνέλθει και να τρέξει στον τόπο του μακελειού, το κομμάτι της περγαμηνής που κουβαλούσε το πτώμα -πλέον- του Χίλβαν, είχε κάνει φτερά. Το μόνο που βρήκε ήταν οι κατακρεουργημένοι πρώην σύντροφοί του και ένα παχύ κοράκι να τους τρώει τα μάτια- αναμφίβολα ένας κακός οιωνός. Όπως αποδεικνυόταν, είχε μπλέξει σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από τις δυνάμεις του. Και αν είχε έστω και την παραμικρή ελπίδα ότι ο μουσάτος πρώην συνάδελφός του δεν θα τον έβρισκε όπου κι αν κρυβόταν, τώρα θα είχε πάρει είτε το δρόμο της επιστροφής προς τις Δυτικές πόλεις, είτε τον κατσικόδρομο για τη Δρακοφωλιά. Όπως το σκεφτόταν, θα μπορούσε κάλλιστα να επιστρέψει στην παλιά του
- 165 -
ασχολία, σκάβοντας σε τάφους για χρυσά δόντια κι ασημένια μπιχλιμπίδια. Διαβόλια και τριβόλια, επανέλαβε αγανακτισμένος, ενώ προσπαθούσε να βρει έναν καλό τρόπο για να δικαιολογηθεί στο μουσάτο. Αν τον έκανε να πιστέψει ότι του ήταν ακόμα χρήσιμος τότε θα μπορούσε να κερδίσει λίγο χρόνο σ’ αυτό το πολύπλοκο παιχνίδι. Τα αυτιά του είχαν βουλώσει καθώς ανηφόριζε το μοναδικό μονοπάτι που έφτανε ως το χωριό, αλλά τουλάχιστον ο χιονιάς δεν είχε επισκεφτεί ακόμα εκείνα τα μέρη. Προς μεγάλη του ανακούφιση είχε μισή βδομάδα να συναντήσει ψυχή και αυτό μάλλον σήμαινε ότι ο στρατός των Πεδιανθρώπων ήταν ακόμα απασχολημένος με το πλιάτσικο στην Αδιγχάρα. Από μέρες έβλεπε μακριά, πίσω απ’ τα βουνά μια στήλη καπνού να μπήγεται στον ουρανό και φαντάστηκε ότι η εκδικητική μανία των βαρβάρων ήταν τόσο μεγάλη, που θα είχαν αποφασίσει να κάψουν την πόλη συθέμελα. Θεωρούσε ότι ήταν μια πολύ σοφή απόφαση των Πεδιανθρώπων και ιδιαίτερα βολική για του λόγου του, μιας και έτσι μπορούσε να προσανατολιστεί καλύτερα και ν’ αποφύγει τις Πύλες του Μερκατάλ και τις κακοτοπιές που θα έκρυβαν. Ανηφόρισε ακόμα λίγο στο μονοπάτι αγκομαχώντας και τελικά έφτασε στο σημείο, όπου ο δρόμος χωριζόταν στα δύο. Κάποιος προνοητικός είχε φροντίσει να τοποθετήσει στο δίστρατο μία ξύλινη ταμπέλα για να διευκολύνει τους ταξιδιώτες. Ο Ροτ γέλασε γιατί ο μουσάτος του είχε ήδη επισημάνει το σημείο αυτό, αλλά αμέσως μετάνιωσε γιατί αισθάνθηκε ξανά την πληγή του να τον σουβλίζει. Καταραμένη Νάιλο. Στην ταμπέλα αναγραφόταν με απλά γράμματα το όνομα του προορισμού του και έδειχνε προς τα δεξιά, προς τα εκεί δηλαδή που το δάσος μετά από λίγα πόδια φαινόταν να πυκνώνει επικίνδυνα. Πλησίασε την ταμπέλα και την κούνησε με το δάχτυλό του. Η σανίδα έτριξε και παλάντζαρε. Ο Ροτ έριξε μια ματιά πάνω απ’ τους ώμους του για να σιγουρευτεί ότι ήταν μόνος και με σίγουρα βήματα ακολούθησε το δρόμο προς τα αριστερά. Ήδη έφτανε στη μύτη του ένα δυσάρεστο συνονθύλευμα μυρωδιών.
- 166 -
*** Το μικρό χωριό στην πλαγιά του Άλμπιν, δεν ονομαζόταν πάντοτε Φονοθόνοφ. Για την ακρίβεια ποτέ δεν είχε γραφτεί με αυτό το όνομα στους φορολογικούς καταλόγους του Βασιλείου της Αράχνης. Το όνομα το είχαν διαλέξει οι ληστές που τα τελευταία χρόνια είχαν στήσει το λημέρι τους εκεί. Δεν ήταν ιδιαίτερα εμπνευσμένο, ούτε και σήμαινε κάτι, αλλά το είχαν διαλέξει επειδή περιείχε τις λέξεις «φόνο» και «νόθο», που αρέσκονταν να χρησιμοποιούν συχνά στις συζητήσεις τους. Ένας οξύνους παρατηρητής, δεν θα είχε πρόβλημα να καταλάβει ότι το όνομα γραμμένο με κεφαλαία διαβαζόταν με τον ίδιο τρόπο και καρκινικά ή ακόμα κι αν αναποδογυριστεί. Εκτός απ’ τους γίγαντες των παραμυθιών, που υποτίθεται ότι μιλούν ανάστροφα, μερικές φορές ένα παρόμοιο κόλπο χρησιμοποιούν και οι ληστές, για να μην τους καταλαβαίνουν όσοι δεν ανήκουν στο σινάφι τους. «Ηχόπα» αντί για απόχη, «ιρβέλα» αντί για αλεύρι, «σατρύγα» αντί για αγύρτης και άλλα τέτοια ευφάνταστα. Το Φονοθόνοφ είχε ερημωθεί το σωτήριο έτος 1000 από κτήσεως του βασιλείου, όταν ένας καταστροφικός ανεμοστρόβιλος ισοπέδωσε όλα τα σπίτια και σκότωσε όλους τους κατοίκους. Για την ακρίβεια όλους με εξαίρεση το νεκροθάφτη που λίγες μέρες πριν είχε φύγει για να πουλήσει ένα κομμάτι περγαμηνής στη μεγαλύτερη ανατολική πόλη. Πάντως η αλήθεια είναι ότι οι εποχές αλλάζουν, ο άνεμος παρασέρνει τα λόγια και το μελάνι στα βιβλία ξεθωριάζει και σβήνει μαζί με τις ιστορίες που αφηγείται. Το Φονοθόνοφ το είχε καταλάβει μια ομάδα διαβόητων ληστών μαζί με τον αρχηγό τους, τα χρόνια που οι Πεδιάνθρωποι άρχισαν να πολιορκούν την Αδιγχάρα. Εκείνη την εποχή το βασίλειο απέσυρε στρατεύματα και τελωνοφύλακες απ’ τις απομονωμένες περιοχές κοντά στα σύνορα για να ενισχύσει τη μεγάλη Υφαντή Οδό.
- 167 -
Από τότε πέρασαν πολλοί χειμώνες, τα δέντρα άλλαξαν πολλές φορές τα πανωφόρια τους και ο πόλεμος συνεχιζόταν αμείλικτος. Στο άντρο των ληστών τα θανατικά ακολούθησαν το ένα το άλλο και όλο και λιγόστευαν οι ψυχές, ώσπου όταν ο Αλιόσκα ξεκινούσε το 1127 από το Μεριάν με την περγαμηνή, είχαν απομείνει μόνο δύο ζωντανοί. Και όταν ο Ροτ έμπαινε εκείνη τη μέρα στο χωριό, είχε απομείνει μόνο ένας, ο επίφοβος αρχηγός της συμμορίας. Αλλά αυτός δύσκολα θα πέθαινε. Αν ήταν στο χέρι του Θανάτου, θα τον είχε από καιρό τραβήξει στη συντροφιά του, όμως άλλοι ακόμα πιο σπουδαίοι είχαν μαζί του ανοιχτούς λογαριασμούς και έπρεπε να πληρωθούν μέχρι το τελευταίο λεπτό. Πολλά και διάφορα είχαν ακουστεί για το διαβόητο αρχιληστή. Τα περισσότερα ίσχυαν, αλλά ορισμένα ήταν σίγουρα παραφουσκωμένα παραμύθια. Ήταν ο πρώτος Περιπλανώμενος Φρουρός, γερνούσε χωρίς να πεθαίνει, είχε πολεμήσει στην πολιορκία του Ιστού με το βασίλειο, είχε πολεμήσει στην πολιορκία της Δρακοφωλιάς με τους Πεδιανθρώπους, λήστευε τα μεγαλύτερα καραβάνια μπύρας και μετά έπινε όλα τα βαρέλια μόνος του, είχε δειπνήσει προσωπικά με έναν απ’ τους Τσαρ, είχε προδώσει προσωπικά πολλούς απ’ τους Άρχοντες, είχε κλέψει, ληστέψει, διαγουμίσει, καταπατήσει, συκοφαντήσει, εκμεταλλευτεί, διαρρήξει, πλαστογραφήσει, εξανδραποδίσει, υποκριθεί στην εξομολόγηση, ψευδομαρτυρήσει, βιάσει, εξαπατήσει, υβρίσει, απαγάγει, υποδυθεί ιερέα, βασανίσει, ξεκοιλιάσει, δηλητηριάσει, αποκεφαλίσει… Η λίστα θα μπορούσε να συνεχίζεται μέχρι το τέλος αυτού του βιβλίου, μα δεν θα ενδιέφερε τόσο όσο η τελευταία του εργολαβία: Πληρώθηκε από τον Άρχοντα του Μεριάν Σαμουήλ καν Σαλαζάρ να συγκεντρώσει δύο κομμάτια περγαμηνής και να τα παραδώσει στους Πεδιανθρώπους. Το πρώτο θα το έπαιρνε από έναν νεαρό αγγελιοφόρο, τον Αλιόσκα. Το δεύτερο θα του το έφερνε ο Ροτ. Όλα αυτά, όμως δεν απασχολούσαν εκείνη τη στιγμή το μυαλό του. Με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ έναν ετοιμόρροπο τοίχο και με
- 168 -
ήσυχη τη συνείδηση σαν ευσεβής καλόγερος, ο Βαλτάζαρ κοίταζε απορροφημένος τα χαρτιά τράπουλας που κρατούσε στο χέρι του. Μια φωτιά καρβούνιαζε δύο σειρές με λουκάνικα δίπλα του και απέναντι, καρφωμένος στη θέση του, ήταν ένας απ’ τους συντρόφους του. Ο Βαλτάζαρ δεν θυμόταν το όνομα του ανθρώπου απέναντί του και το άσχημο φύλλο στο χέρι του, σε συνδυασμό με τα άβολα γάντια που φορούσε, είχαν εξαντλήσει τα αποθέματα υπομονής του. Ήθελε να ξύσει μέχρι να ματώσει τις παλάμες του, αλλά συγκρατήθηκε και για να ξεχαστεί χάιδεψε νευρικά τα περιποιημένα, πλούσια γένια του, για τα οποία ήταν πολύ περήφανος. Τελικά αναφώνησε εκνευρισμένος: «Άντε επιτέλους, θα παίξεις καμιά ώρα;» Ο αντίπαλος του δεν έκανε τον κόπο να κουνήσει ούτε το φρύδι του, πολύ δε περισσότερο ν’ απαντήσει. Έμοιαζε βαθιά προσηλωμένος στα εφτά δικά του χαρτιά. Έπαιζαν το παιχνίδι Φεουδαρχία, που αναπαριστούσε τη διαμάχη των διαδόχων του αρχαίου βασιλιά της Αδιγχάρα Όλφσμπεργκ. Σίγουρα χρειαζόταν να μελετήσει καλά τις κινήσεις του. Ο Βαλτάζαρ ξεφύσησε και απροειδοποίητα έγειρε το σώμα του μπροστά, τράβηξε ένα μακρύ μαχαίρι απ’ τη θήκη του και το έμπηξε με βία στο στέρνο του αντιπάλου του. Ο ληστής δεν έβγαλε ούτε άχνα. Μόνο απ’ το τράνταγμα έχασε τα χαρτιά μέσα απ’ τα χέρια του και το σώμα του έπεσε μερικά πόδια μακριά, σηκώνοντας λίγη σκόνη καθώς κατρακυλούσε. Ο Βαλτάζαρ εξοργισμένος με την ανικανότητα του πτώματος να παίξει στα σωστά μια παρτίδα, το κλώτσησε κάμποσες φορές στην κοιλιά. Μετά σήκωσε με υπεροψία από το χώμα τα πεσμένα φύλλα του. Ένας καρδινάλιος, ένας μαύρος ιππότης, ένα τέσσερα, δύο εξάρια, ένας τρελός και μια κόκκινη δεσποσύνη. Πφφ, Μόνο ένας τρελός θα αργούσε τόσο πολύ να παίξει με αυτό το φύλλο, μονολόγησε ειρωνικά ο Βαλτάζαρ. Έριξε μια δεύτερη ματιά στον καρδινάλιο. Φορούσε μια χρυσοποίκιλτη κορώνα, κουβαλούσε σταυρούς κι αγιαστούρες και είχε μια πλούσια γενειάδα που ανακατευόταν με τις πλουμιστές γούνες της
- 169 -
φορεσιάς του. Θα μπορούσα να είμαι εγώ στη θέση του. Μου μοιάζει, σκέφτηκε αυτάρεσκα ο Βαλτάζαρ. Τότε διέκοψε τις σκέψεις του το προειδοποιητικό σφύριγμα από ένα γεράκι και λίγο αργότερα άκουσε να πλησιάζουν ανάλαφρα βήματα στα χαλίκια. Όποιος κι αν ερχόταν μουρμούριζε έναν εύθυμο σκοπό, που μάθαιναν παραδοσιακά οι περιπλανώμενοι φρουροί. Αυτός θα ήταν. Έφερνε τις περγαμηνές! Επιτέλους. Ο Βαλτάζαρ χάιδεψε ξανά τα γένια του και η έκφραση του προσώπου του άλλαξε μεμιάς σε πρόσχαρη. Στράφηκε προς τα εκεί όπου έκανε την εμφάνισή του ο Ροτ, περίπου ίδιος όπως τον θυμόταν, αλλά με βαμμένο κόκκινο το πουκάμισό του. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στα μάγουλα του Βαλτάζαρ και καλωσόρισε τον Ροτ ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του και αναφωνώντας με στόμφο: «Επιτέλους καλέ μου φίλε! Οι ώρες δύσκολα και βαρετά περνάνε εδώ στα παλιά λημέρια των πιστών και φιλότιμων ληστών. Ακόμα κι ετούτος εδώ, λίγη παρέα μου προσφέρει. Μουγγός είναι σαν τα ντουβάρια και λίγο σεβασμό φυλάει για το γερο-αρχηγό του». Ο Ροτ είχε αφήσει τη μύτη του να τον οδηγήσει ως εκεί. Μόλις έφτασε είδε σουβλισμένα λουκάνικα να ψήνονται πάνω από μία θράκα και το Βαλτάζαρ να τον υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες. Τα προμηνύματα ήταν αναμφίβολα ανησυχητικά. Όμως δεν ήταν μόνο η τσίκνα, που τον είχε τραβήξει. Πλάι στο γενειοφόρο ληστή, κειτόταν ένας νεκρός άνδρας, με ένα μαχαίρι μπηγμένο στο στέρνο του και μερικά τραπουλόχαρτα σκορπισμένα πάνω του. Ο Ροτ ως έμπειρος χαρτοπαίκτης, σημείωσε τον καρδινάλιο που είχε ο άγνωστος μπηγμένο στο στόμα του και μετά παρατήρησε τα υπολείμματα σάρκας που σάπιζαν στο σώμα του, το δέρμα που είχε κολλήσει από καιρό στα κόκαλά του και τα αποσυντεθειμένα ρούχα του. Ο Βαλτάζαρ είδε το βλέμμα του Ροτ προς τον πρώην σύντροφο και πρώην αντίπαλό του και εξήγησε απολογητικά: «Βαρέθηκα να σε περιμένω. Σου πήρε δέκα χρόνια. Από κάπου ξέθαψα ετούτον για να
- 170 -
μου κρατάει συντροφιά, να έχω έναν άνθρωπο να μιλήσω. Καταλαβαίνεις». Ο Ροτ έδειξε να καταλαβαίνει. Προσποιούμενος τον αδιάφορο κάθισε σε ένα κούτσουρο, όχι πολύ κοντά στον Βαλτάζαρ και όχι πολύ κοντά στο πτώμα. Ο Βαλτάζαρ έτριψε ανυπόμονα τα χέρια του. Οι παλάμες μέσα απ’ τα γάντια του, τον έτρωγαν σα διάολοι. Χωρίς εμφανή λόγο στριφογύρισε λίγο τα καρβουνιασμένα λουκάνικα και ρώτησε ανυπόμονα: «Λοιπόν φίλε αγαπημένε μου. Ξεμπέρδεψες μαζί τους; Βρήκες τις περγαμηνές; Τις έχεις τώρα πάνω σου;» Ο Ροτ ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα. Έπρεπε να τα παίξει όλα για όλα και να χρησιμοποιήσει με σύνεση τα προβαρισμένα επιχειρήματά του: «Ξέρεις φίλτατε Βαλτάζαρ… Δεν ήταν τόσο εύκολο, όσο με άφησες να πιστεύω. Η ταχυδακτυλουργός. Αυτή ήταν το μεγαλύτερο αγκάθι στην πατούσα μου. Ήξερε πολλά και μάντεψε ότι της την είχα στημένη. Δεν είχε φάει το παραμύθι», είπε μ’ ένα κόμπιασμα. Ο Βαλτάζαρ τινάχθηκε όρθιος και ούρλιαξε εξοργισμένος: «Ανόητε! Βλάκα! Δεν έπρεπε ποτέ να σε στείλω να κάνεις τη δουλειά. Υπερεκτίμησα τις γελοίες ικανότητές σου. Τους είπες την ιστορία ακριβώς όπως σε δασκάλεψα; Εξήγησες τι έγινε από τη στιγμή που βγήκες από το Φράκτη ως τη στιγμή που σε συνάντησε ο ψευτοάγιος; Χρησιμοποίησες τις ίδιες λέξεις;» Ο Ροτ αντιπαρήλθε τις προσβολές και προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμος. Από νωρίτερα είχε προνοήσει να χαλαρώσει το σπαθί στη θήκη του, αλλά ήταν μια προπαρασκευή εντελώς μοιρολατρική. Ήξερε ότι ο άνθρωπος απέναντί του είχε γλυτώσει από πολύ χειρότερες καταστροφές. Στο Φράκτη με τα Αγκάθια το φάντασμα που ξέσκισε τον Ιάκωβο, είχε κάνει τα ίδια και στον Βαλτάζαρ. Όμως εκείνος συνέχιζε να περπατάει όρθιος. Μια παράλογη δύναμη τον είχε γαντζώσει στον κόσμο των ζωντανών και δεν εννοούσε να τον αφήσει εύκολα. Ένα σωρό απαίσια, βαθιά κοψίματα διέσχιζαν το πρόσωπο και το σώμα του, κάνοντας τον να μοιάζει με γιγαντιαίο
- 171 -
έντομο, αλλά συνέχιζε να αναπνέει. Άλλος στη θέση του θα είχε εξαφανιστεί προ πολλού από προσώπου γης. Για πολλοστή φορά ο Ροτ ευχαρίστησε από μέσα του την τύχη. Είχε τα μάτια του δεμένα καθώς διέσχιζαν το τούνελ μέσα στα αγκάθια και δεν είχε δει τη λευκή μορφή, που τους επιτέθηκε μόλις σώπασε το μελαγχολικό τραγούδι. Θυμήθηκε την ώρα που αφού είχαν βγει σώοι, ο Βαλτάζαρ του έβαλε το σπαθί στο λαιμό και τον έβαλε να γονατίσει και να ορκιστεί ότι θα του φέρει πάση θυσία τις δύο περγαμηνές. Μετά τον είχε κλωτσήσει έξω απ’ το Φράκτη και τον είχε παρατήσει με τα χέρια δεμένα. Τώρα έπρεπε να απολογηθεί. «Έτσι τα είπα και μα την πίστη μου, αν δεν έπιασαν καλά τα λόγια μου, ευθύνονται κι άλλοι παράγοντες. Πρώτα απ’ όλα δεν είναι δικό μου λάθος που άφησες εκείνον τον αγγελιοφόρο απ’ το Μεριάν να περάσει κάτω απ’ τη μύτη σου. Και πέρα απ’ αυτό φαίνεται πως και άλλοι θέλουν τις περγαμηνές σαν τρελοί. Στα δάση που πηγαίναμε, μας επιτέθηκαν χίλια δυο κακά. Αρκούδες, μάγοι, ξωτικά, φαντάσματα κι ένα άλλο πλάσμα που ήταν χλωμό σα να ήταν φτιαγμένο από ομίχλη. Άκου που σου λέω. Μόνο κακοδαιμονία και μπελάδες φέρνουν αυτές οι περγαμηνές». Ο Βαλτάζαρ πλέον δύσκολα συγκρατούσε τα νεύρα του. Τα σάλια του άφριζαν, η έκφραση στο πρόσωπό του ήταν οργίλη και μέσα του πάλευε μ’ ένα κομμάτι του εαυτού του, που ήθελε να πνίξει εκείνη δα τη στιγμή τον Ροτ. Προσπάθησε να ηρεμήσει μόνο και μόνο επειδή ήξερε ότι έπρεπε να τηρήσει το συμβόλαιο με τον άρχοντα Σαμουήλ. Χωρίς τον Ιάκωβο δίπλα του, χρειαζόταν έναν καινούργιο βοηθό: «Στα δάση; Ποια δάση μου τσαμπουνάς; Σε κάστρο δεν σ’ είχα στείλει να τις κλέψεις; Πού στον κόρακα πηγαίνατε;» απαίτησε να μάθει. Ο Ροτ είδε μια ηλιαχτίδα ελπίδας να ξεπροβάλει στον ορίζοντα: «Δεν τα ξέρεις όλα σωστά, όπως βλέπεις. Η περγαμηνή που θα έκλεβες απ’ τον αγγελιοφόρο κι αυτή που θα σου έφερνα απ’ τη Νάιλο έχουν ταίρια. Είναι κομμάτια μιας μεγαλύτερης περγαμηνής, η οποία
- 172 -
είχε κερματιστεί στα τέσσερα και το ένα κομμάτι οδηγεί στο άλλο. Σίγουρα θα ‘θελε ο εργοδότης σου να τις βάλει όλες στο χέρι. Ή όχι;» «Ποιος τις έχει; Λέγε», γρύλλισε ο Βαλτάζαρ. «Κανείς και τις τέσσερις», έσπευσε να τον καθησυχάσει ο Ροτ. «Αλλά το σημαντικό είναι ότι ξέρω που θα πάνε μόλις τις ανακαλύψουν. Ένας δρόμος υπάρχει. Άσε τους άλλους να κάνουν όλη τη δουλειά και εμφανίσου στο τέλος για να κλέψεις την παράσταση. Έχεις δει θέατρο, έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον Βαλτάζαρ κλείνοντάς του το μάτι. «Δεν είχαμε τέτοια πράγματα στην εποχή μου», μούγκρισε ο αρχιληστής. «Φρόντισε, όμως να μην χρειαστεί να σε χειροκροτήσω επί σκηνής», συμπλήρωσε, κάνοντας με τα δάχτυλά του το σχήμα του βρόχου και σφίγγοντάς τα γύρω απ’ το λαιμό του. *** Πολύ μακρύτερα και μισό φεγγάρι νωρίτερα, ένας σπαρακτικός θρήνος αναστάτωνε την ατμόσφαιρα. Μες στην καρδιά ενός δάσους κοντά σ’ ένα χιονισμένο διάσελο και ανάμεσα σε σκελετωμένες σημύδες, μία σκαμμένη τρύπα έχασκε ανοιχτή, ο τάφος ενός ήρωα. Δίπλα ο Χίλβαν ο μισοξωτικός, κειτόταν στο παγωμένο χώμα με τα μάτια σφαλιστά και τη ζωή ρουφηγμένη από το σώμα του. Η γη ετοιμαζόταν να τον υποδεχτεί στη φιλόξενη αγκάλη της. Τα σύννεφα έραιναν με νιφάδες το τοπίο, υπενθυμίζοντας την κραταιά βασιλεία του χειμώνα. Δίπλα στον τάφο ήταν σκυμμένος ο άνθρωπος που τον είχε σκάψει με τα γυμνά του χέρια. Ακίνητος. Πίσω του, στηρίζοντας το βάρος του στο ραβδί οξιάς στεκόταν σιωπηλός ο Μπαρταντίν. Τα δάκρυα απ’ τα αναφιλητά του Τολούκ έλιωναν το χιόνι κάτω απ’ τα πόδια του, οι ώμοι του τρανταζόταν και ένιωθε όλη του την ύπαρξη να θρυμματίζεται, καθώς συνειδητοποιούσε ότι αυτή ήταν η τελευταία μέρα που θα αντίκριζε το πρόσωπο του αδερφού του. Αν και
- 173 -
δεν ήθελε να τον θυμάται σε αυτή την κατάσταση, δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα από πάνω του. Ήθελε η εικόνα αυτή να χαραχτεί στο μυαλό του κι από αυτή να αντλεί δύναμη. Με πόνο απόθεσε τη σωρό στον τάφο και άρχισε να στοιβάζει από πάνω πέτρες, τραγουδώντας βραχνά και χωρίς ρυθμό ένα θλιμμένο μοιρολόι αποχαιρετισμού… Σκιά βαριά, σιωπή βαριά, από τα πέρατα ως τα σιμά Το ταξίδι εδώ μας έφερε, το διάβα σου υπέφερε Χαμός σε βρήκε αμείλικτος, θάνατος αναντίρρητος Ήρωας κι όσιος ήσουν, χρυσάνθεμα εδώ θ’ ανθίσουν Βαθιά βουτιά αποφάσισες στο χρόνο, σκεπάστηκες με πόνο Και δεν φοράς τα όπλα σου, μήδε τυλίγεσαι στα ξόρκια σου Στη θέση τους σα χλαίνη σε σκεπάζει, προδοτικό, βουβό αγιάζι Δίνω ένα βασίλειο σμύρνα, μία στιγμή μονάχα γύρνα. Κλαίγοντας με λυγμούς ολοκλήρωσε τον πρόχειρο τύμβο, μαζί με τα τελευταία λόγια απ’ το μοιρολόι. Σηκώθηκε όρθιος, ενώ οι λέξεις ταξίδευαν ακόμα στον αέρα, μπλέκονταν με το παγωμένο χνώτο του και επέστρεφαν στο μυαλό του για να το στοιχειώσουν. Πήρε τη δίκοπη λεπίδα του Χίλβαν και μαζί με το σφυρί του τα κάρφωσε στο σωρό με τις πέτρες, προσευχόμενος να βρουν δεινά και κατάρες όποιους τολμούσαν να ενοχλήσουν τον τάφο. Στο μυαλό του Τολούκ πλέον υπήρχε μόνο μπόρα. Μία μπόρα ανταριασμένη, που συνεχώς φούντωνε και διψούσε για αίμα κι εκδίκηση. Εκείνο το πρωί είχε ακούσει από μίλια μακριά τις κραυγές των στρατιωτών και νόμισε πως όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο. Ότι οι δύο αγριάνθρωποι με την αρκούδα είχαν επιτεθεί στους στρατιώτες υπό την καθοδήγηση του Χίλβαν, τους είχαν σκοτώσει και είχαν βρει στο πτώμα τους το κομμάτι της περγαμηνής που είχε κλαπεί απ’ τον Καστριαίο. Ο Ανουάρ, η Βάντια και ο Τορμ θα πληρώνονταν. Ο
- 174 -
Μπαρταντίν και οι σωματοφύλακές του θα έμεναν μόνοι για να επισκεφθούν τον Παλαβό Αλχημιστή. Ο Τολούκ είχε τρέξει σαν τον άνεμο προς τα εκεί απ’ όπου είχαν ακουστεί οι κραυγές και μέσα σε μια παγωμένη ρεματιά βρήκε να τον περιμένει το σκηνικό ενός μακελειού. Απ’ τα πτώματα έλειπαν η Νάιλο, ένας στρατιώτης Γεδεών, ο Αλιόσκα και ο ψευδοπροφήτης. Από το πτώμα του αδερφού του έλειπε η περγαμηνή. Καταραμένη ώρα και καταραμένο μέρος. Ενωμένοι με το λόχο των τελωνίων, αυτός και ο Μπαρταντίν, ακολουθούσαν από μέρες τους στρατιώτες της εξόδου προς τον κυβικό πύργο. Λίγο αφότου ξεκίνησαν διαπίστωσαν ότι το κομμάτι της περγαμηνής που είχε ο Τολούκ άρχισε να ξεθωριάζει και να ξεβάφει. Ήταν μια απάτη, προφανώς της δόλιας ταχυδακτυλουργού. Ο Μπαρταντίν για πρώτη φορά είχε ξεγελαστεί. Ο Τολούκ φρόντιζε να διατηρούν μία απόσταση ασφαλείας απ’ την ομάδα της εξόδου, φοβούμενος ότι θα έμπαινε σε κάποιον έμπειρο βετεράνο η ιδέα να αφήνουν πίσω ανά τακτά χρονικά διαστήματα έναν στρατιώτη κρυμμένο κοντά στα χνάρια τους, ώστε να βεβαιωθούν ότι δεν ακολουθούνταν. Μα και πάλι συνεννοούνταν με κρυφά σημάδια με τον αδερφό του. Και πριν δύο μέρες, καθώς η ώρα της επίθεσης πλησίαζε, ξεφορτώθηκαν σ’ ένα γκρεμό τον Κελζέν και σκόρπισαν τα υπόλοιπα τελώνια. Οι Πεδιάνθρωποι κι οι σύμμαχοί τους δεν έπρεπε να μάθουν για την περγαμηνή. Τώρα όλα τα σχέδια είχαν ανατραπεί. Ο ραβδοσκόπος, η δηλητηριάστρια, και το θηρίο είχαν αποτύχει και οι ξένοι εκτός απ’ τα κομμάτια της περγαμηνής, είχαν αποκτήσει κι ένα καλό προβάδισμα. Μα το σημαντικότερο για τον Τολούκ ήταν ότι στο μυαλό του όλοι αυτοί ευθύνονταν για το θάνατο του αδερφού του. Το είχε αποφασίσει. Θα γυρνούσε πίσω στη ρεματιά για να ακολουθήσει τα ίχνη τους. Για καιρό η σκέψη του θα ησύχαζε μόνο όταν απαριθμούσε τα βασανιστήρια στα οποία θα τους υπέβαλε μόλις τους πρόφταινε. Δεν θα είχαν φτάσει πολύ μακριά, τουλάχιστον όχι για
- 175 -
τα πόδια του. Μα και στην άλλη άκρη της γης να ήταν και πάλι θα τους κυνηγούσε. Ο Τολούκ ήταν προικισμένος με πολλά χαρίσματα, όπως αυτό της υπερφυσικής ακοής και της υπερφυσικής δύναμης. Καταλάβαινε αμέσως τα ψέματα που του έλεγαν και απ’ την πλάτη ενός αλόγου που τριπόδιζε μπορούσε να πετύχει την κλείδωση μιας πανοπλίας, τριακόσια πόδια μακριά του. Εκείνη την ώρα, όμως όλα θα τα αντάλλασσε με τη ζωή του αδερφού του. Ύψωσε τη ματιά του προς το γκρίζο, καταθλιπτικό ουρανό που σκέπαζε το δάσος. Το βλέμμα του ήταν άδειο. Έσφιξε τα λουριά στις μπότες του και σήκωσε την ασπίδα του. Αντίκρισε για τελευταία φορά τον τάφο του Χίλβαν και αφού γονάτισε ψιθύρισε: «Κουράγιο αδερφέ. Σ’ εμένα μένει τώρα, βαρύ συμβόλαιο με το θάνατο μου να ξεπληρώσω. Η εκδίκηση θα είναι πικρή, αλλά δεν θ’ αργήσει. Και κάποια μέρα, μαζί πάλι θα τρέξουμε στα δάση. Έχε γεια ως τότε και καρτέρα με στην αντίπερα όχθη». Ο αστρολόγος έμοιαζε να έχει γεράσει ακόμα δέκα χρόνια. Έκανε προσπάθεια για να σταματήσει το τρέμουλο στο χέρι του. Έπιασε τον Τολούκ από τον ώμο, τον σήκωσε και είπε βραχνά: «Την πρώτη μέρα που σας βρήκα, ήταν σ’ ένα χωριό. Η μάνα σας, σάς είχε εγκαταλείψει και οι χωρικοί ήθελαν να σας σκοτώσουν γιατί ήσασταν ξωτικά. Αναγκάστηκα να σας κόψω τα αυτιά για να σας γλυτώσω. Από τότε γίνατε γιοί μου. Σας πήρα στα ταξίδια μου. Δεν πίστευα ότι κάποτε θα χωριζόμασταν…» είπε με τις τελευταίες λέξεις να πνίγονται σε ένα αναφιλητό. Βάστηξε το σαγόνι του και αφού ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του μονολόγησε: «…Ας φύγουμε, τίποτα δεν μας κρατάει εδώ. Έχουμε τους σκοπούς μας. Χωρίς κομμάτι της περγαμηνής και χωρίς τον Χίλβαν να μας αφήνει σημάδια δεν πρόκειται να τους προλάβουμε. Έλα μαζί μου στο μοναστήρι. Από εκεί θα δούμε». Ο Τολούκ μόρφασε από θυμό και πόνο. Ένα ποτάμι δακρύων κυλούσε στις παρειές του. Κοίταξε για τελευταία φορά τον πατέρα του
- 176 -
στα μάτια. Δεν αποκρίθηκε. Σήκωσε την κουκούλα στο κεφάλι του. Γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται, μέχρι να γίνει μια μικρή κουκίδα στη λευκή πλαγιά του βουνού. Από εκείνη τη στιγμή είχε ξεκίνησε η μοναχική του πορεία προς τη λύτρωση.
- 177 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49 Βασάλτης
ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΝ ΩΡΕΣ για τις περιπέτειές τους. Ο Αλιόσκα της έδειξε το κομμάτι της περγαμηνής και η Ένια του είπε ότι ήξερε πια πόσο σημαντικό ήταν. Προείχε να βρουν τον Παλαβό Αλχημιστή και μετά θα ανησυχούσαν για το κομμάτι που είχε ο Χίλβαν. Ξεκουράστηκαν στο προστατευμένο ξέφωτο ενώ η ξωτικιά έραψε και περιποιήθηκε την πληγή του Αλιόσκα. Του έδωσε να μασήσει τα φύλλα από ένα θεραπευτικό βοτάνι και έσταξε στο τραύμα λίγη απ’ την ενέργειά της για να επουλωθεί γρηγορότερα. Ο ύπνος τους ήταν σύντομος, μα ήρεμος. Το επόμενο πρωί διέσχιζαν την ομίχλη από ένα στενό, γκρίζο μονοπάτι στο φρύδι μιας απότομης και κοφτερής χαράδρας, άγνωστο πόσο βαθιάς. Το είχε διαλέξει η Ένια, ακολουθώντας είτε τη διαίσθησή της, είτε αθέατα σημάδια. Η ξωτικιά κοιτούσε τον Αλιόσκα για να βεβαιωθεί ότι το πάτημά του ήταν σταθερό και δεν άργησε να παρατηρήσει τις σκιές στα βλέφαρά του. Άπλωσε το χέρι της και τον άγγιξε στον ώμο, λέγοντάς του χαμηλόφωνα: «Έχουμε ξεφύγει πια. Είμαστε μπροστά τουλάχιστον μια μέρα απ’ το δρόμο που ακολουθήσαμε. Δεν νομίζω ο Ροτ ή αυτοί που έστησαν την ενέδρα να έχουν φτάσει μέχρι εδώ. Δεν είναι ακατόρθωτο, αλλά δεν είναι κι εύκολο κι ούτε το μονοπάτι μας προσιτό. »Η Νάιλο δεν θα αποδεχτεί εύκολα ότι έχασε μέσα απ’ τα χέρια της το ένα κομμάτι, αλλά θαρρώ ότι δεν θα μας απασχολήσει για την ώρα. Όσο για το πελιδνό πλάσμα που σκότωσε τους στρατιώτες, από την περιγραφή σου κατάλαβα ότι ήταν ένας φρουρός, μια οντότητα που τρέφεται με ομίχλη και υπηρετεί τον Παλαβό Αλχημιστή. Αν και είναι ο σημαντικότερος κίνδυνος για τον οποίο θα πρέπει να ανησυχούμε, το ότι έχουμε προχωρήσει μες στην περιοχή του χωρίς να
- 178 -
μας επιτεθεί ίσως σημαίνει ότι η παρουσία μας δεν είναι ανεπιθύμητη. Ίσως…» Ο Αλιόσκα είχε μοιράσει την ανησυχία του ανάμεσα σ’ αυτούς που τους κυνηγούσαν και σ’ αυτούς που θα συναντούσαν μπροστά τους. Μολοταύτα, τα λόγια της ξωτικιάς, τον ανακούφισαν και τον έκαναν να ανακτήσει πάλι το θάρρος του. Τα βήματά του έγιναν πιο σίγουρα, αν και αισθανόταν τα πέπλα της ομίχλης να πυκνώνουν και να αραιώνουν ακαθόριστα γύρω τους. Πάντως ενώ μιλούσαν το μονοπάτι γινόταν φαρδύτερο και λιγότερα απότομο, ώσπου τελικά τους οδήγησε σε ένα πλάτωμα και μετά σε ένα αραιό δάσος. Το χιόνι σ’ εκείνο το μέρος φαινόταν να ‘χε γεμίσει το χώμα με μπαλώματα, η ομίχλη πύκνωνε. Ο πύργος δεν πρέπει να ήταν πολύ μακριά. «Βελόντια», είπε ο Αλιόσκα σε κάποια στιγμή καθώς περπατούσαν, περισσότερο για να ακούσει τη φωνή του και να πολεμήσει το φόβο του. «Είμαστε κι εμείς σαν τη Βελόντια», επανέλαβε. Η Ένια σταμάτησε και γύρισε να τον κοιτάξει, δείχνοντας ότι δεν είχε καταλάβει. Άφησε το σακίδιό της κάτω και έβγαλε από μέσα ένα δερματόδετο φλασκί με νερό. Ήπιε μια γεμάτη γουλιά και μετά το έτεινε προς τον ανιχνευτή. «Ποια είναι αυτή η Βελόντια;» ρώτησε απορημένη. «Δεν το ‘χω ξανακούσει αυτό το όνομα». Ο Αλιόσκα πήρε μ’ ευγνωμοσύνη το φλασκί και ήπιε κάμποσες γουλιές. Είχε ακούσει διάφορες εκδοχές της ιστορίας να συζητούνται ανάμεσα στους άνδρες της αποστολής, την ώρα που ήταν συγκεντρωμένοι στη στοά της τέταρτης γέφυρας και περίμεναν εντολές για την έξοδο. Συνειδητοποίησε ότι κανείς τους δεν γνώριζε πολλά για την προέλευση του μύθου. Με κάποιο τρόπο είχε διαδοθεί, αλλά κανείς δεν θυμόταν ποιος τον είχε πρωτοπεί. Τι παράξενο, σκέφτηκε με μία ακόμα γουλιά ο Αλιόσκα. Ούτε η Ένια δεν ξέρει την ιστορία. Άρχισε να σκαλίζει τις τσέπες του αμήχανα και αποφάσισε να τη διηγηθεί βιαστικά: «Λέω για μια παλιά ιστορία που άκουσα σχετικά με τον Παλαβό Αλχημιστή. Παραμύθι του Μιχαήλ λέγεται. Ένας γέρο-
- 179 -
μυλωνάς στο χωριό Χθόνιο, πέθανε και άφησε τις τέσσερις κόρες του υπό την προστασία του γενναίου γιου του. Ένα βροχερό βράδυ ο καλόκαρδος Μιχαήλ και οι τέσσερις αδερφές του δέχτηκαν να φιλοξενήσουν τέσσερις εμπόρους που έρχονταν από μακριά και πήγαιναν στην Αδιγχάρα. »Τελικά αποδείχθηκε ότι οι τέσσερις έμποροι ήταν μεταμορφωμένα πλάσματα -θεόρατοι αετοί- που είχαν κλέψει τα τέσσερα κομμάτια της μαγικής περγαμηνής απ’ τον Παλαβό Αλχημιστή. Εκείνος τους κυνήγησε θυμωμένος, τους ανακάλυψε στο σπίτι του μυλωνά και εκεί η οργή του ξέσπασε. Τους εξόρισε με έναν ανεμοστρόβιλο στον ουρανό και κεραυνοβόλησε τον καημένο Μιχαήλ, επειδή είχε βοηθήσει άθελά του, τους κλέφτες. Όμως πάνω στη φούρια του δεν βρήκε τα κομμάτια της περγαμηνής, που οι αετοί είχαν προλάβει να πετάξουν στο τζάκι. »Οι τέσσερις αδερφές, μη έχοντας τι να κάνουν, μοιράστηκαν τα κομμάτια της περγαμηνής και διασκορπίστηκαν στα σημεία του ορίζοντα για να βρουν τους αετούς. Α, ξέχασα να σου πω! Οι τέσσερις αετοί είχαν υποσχεθεί νωρίτερα ότι θα τις παντρευτούν και θα τις κάνουν πριγκίπισσες. Τελικά η πιο έξυπνη απ’ τις αδερφές, η Βελόντια, ακολουθώντας σημάδια πάνω στην περγαμηνή, κατάφερε να φτάσει ως εδώ που έχουμε φτάσει κι εμείς. Τη συνάντησε ο Παλαβός Αλχημιστής και την έκανε γυναίκα του ξεχνώντας τα άλλα τρία κομμάτια της περγαμηνής. Τώρα καταλαβαίνω πόσο φοβισμένη θα αισθανόταν με όσα συνέβησαν. Της μοιάζουμε λίγο, δεν νομίζεις;» είπε ξέπνοος και ελπίζοντας να έβγαζαν νόημα όσα είπε. «Όμορφο παραμύθι», παραδέχτηκε η Ένια, αλλά η έκφραση στο πρόσωπό της ήταν ακόμα πιο παραξενεμένη από πριν: «Είναι γνωστό παραμύθι των ανθρώπων, το λέγατε και στο Μεριάν; Από πού την άκουσες αυτή την ιστορία;» Ο Αλιόσκα απάντησε επιφυλακτικά: «Νομίζω την πρώτη φορά από έναν απ’ τους στρατιώτες της αποστολής. Την ίδια ιστορία αφηγήθηκαν και οι σωματοφύλακες του Μπαρταντίν πριν βγούμε στα
- 180 -
Σκαλοπάτια των Νεκρών. Και από αυτά που ανέφερε η Νάιλο, η ιστορία ή ήταν ελάχιστα γνωστή παλιότερα στην πόλη ή τη διηγήθηκε πρώτη φορά ο Μπαρταντίν. Γι’ αυτό δεν είμαι και πολύ σίγουρος. Στο Μεριάν δεν την είχα ακούσει, αλλά αφού είναι για το Χθόνιο, είναι λογικό να την ξέρουν μόνο εδώ… Νομίζω», συμπλήρωσε. Η Ένια σκεφτόταν έντονα και για λίγο αφαιρέθηκε. Περπάτησε έναν μικρό κύκλο, όμως η ματιά της δεν κοίταζε μπροστά στα δέντρα. Μετά κάθισε σταυροπόδι σ’ έναν πεσμένο κορμό και είπε: «Ο Άρχοντας της Αδιγχάρα έστειλε ένα τάγμα στρατιώτες να σπάσουν τις γραμμές των Νορθότελαν, βασιζόμενος απλώς σε ένα παραμύθι; Απρόσμενα σοφό από μέρους του», είπε. Και αμέσως συμπλήρωσε σκεφτική: «Ή απρόσμενα ανόητο.» Ο Αλιόσκα που ακόμα δεν είχε καν ξεκαθαρίσει μέσα του αν είχε πιστέψει στην εκδοχή του παραμυθιού, δεν κατάλαβε κατά πόσο η ξωτικιά εννοούσε αυτά που έλεγε. Το μόνο που βρήκε να απαντήσει με σιγουριά ήταν: «Αυτές ήταν οι διαταγές μας», γιατί αυτό το εμπιστευόταν. «Εσύ Ένια δεν την έχεις ακουστά αυτή την ιστορία, έτσι δεν είναι;» ρώτησε μετά, χωρίς πολύ ελπίδα. Η Ένια ακολούθησε με το δάχτυλο μια πλεξούδα στα μαλλιά της χωρίς να απαντήσει. Φυσικά ήξερε το παραμύθι από την Κιάρα. Οι τέσσερις αετοί ήταν αδέρφια της. Επίσης είχε ακούσει και διάφορους άλλους μύθους σχετικά με το πλάσμα που οι άνθρωποι ονόμαζαν «Παλαβό Αλχημιστή» και τους πελιδνούς φρουρούς του, που τρέφονταν αχόρταγα με ομίχλη και ψυχές. Ήταν μύθοι φοβεροί και τρομεροί, με ανυποψίαστους ταξιδευτές, που λοξοδρομούσαν και αθώους χωρικούς, που βασανίζονταν. Η Ένυα έβρισκε πάντοτε τα διδάγματα αυτών των παραμυθιών μακάβρια και έκρινε ότι εκείνη την ώρα δεν χρειαζόταν να ανησυχήσει περισσότερο τον Αλιόσκα. «Ναι, τελικά την έχω ακούσει, αλλά λίγο διαφορετικά ειπωμένη και με αλλαγμένα τα ονόματα. Στην εκδοχή που άκουσα η γυναίκα του Παλαβού Αλχημιστή ονομαζόταν Κρυβέτια. Ποιος ξέρει ποιο είναι το σωστό; Νομίζω το Κρυβέτια σαν όνομα, έχει προστεθεί
- 181 -
στο παραμύθι για να δηλώσει κάτι. Αν αλλάξεις τα δύο τελευταία γράμματα μεταξύ τους, βγαίνει μία άλλη λέξη. Μάλλον θα ‘ναι δύσκολο να βρούμε που κρύβονται ο Παλαβός Αλχημιστής και η γυναίκα του. Αν υπάρχουν ακόμα δηλαδή. Μα πρέπει να δοκιμάσουμε. Πολλά εξαρτώνται από αυτό. Θα δούμε…» μονολόγησε αφηρημένα και σηκώθηκε όρθια. Τίναξε σβόλους από χώματα και τύρφη που είχαν κολλήσει στα πλαϊνά των μποτών της. Μετά έδειξε το δάσος και είπε: «Είναι ώρα να φύγουμε. Λίγο ξεκουραστήκαμε, αλλά καλύτερα να μην μένουμε πολύ σε ένα μέρος, γιατί αφήνουμε περισσότερα ίχνη. Μπορεί οι κατάσκοποι και οι διώκτες να μας πλησιάζουν και να τα διαβάσουν. Τουλάχιστον όσο προχωράμε ανεξήγητα ο χειμώνας να λιγοστεύει». Ο νεαρός ανιχνευτής έγνεψε, βεβαιώθηκε ότι το κομμάτι της περγαμηνής ήταν στο σακίδιό του και τράβηξε την κουκούλα στο κεφάλι του για να μην κρυώνουν τ’ αυτιά του. Η ομίχλη είχε αρχίσει και πάλι να μετακινείται ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων. Έκαναν με δυσκολία τα πρώτα βήματα, αλλά όσα ακολούθησαν τους βοήθησαν να βρουν γρήγορα το δρόμο τους. Ένιωθαν ότι πλησίαζαν. *** Ομίχλη. Σιωπή. Σκιές. Ψίθυροι… Περπατούσαν σε ένα τεχνητό μισοσκόταδο εδώ και ώρες μέχρι που ξαφνικά βρέθηκαν μέσα στο ξέφωτο. Αυτή τη φορά ήταν μεγάλο. Τρομακτικό. Ο Αλιόσκα κρατούσε σφιχτά το εγχειρίδιό του, όμως η ασπίδα που είχε στο άλλο χέρι, έκανε την πληγή στο στήθος του να υποφέρει. Ή Ένια έκανε επιφυλακτικά βήματά δίπλα στο σύντροφό της. Είχε τραβήξει κι εκείνη μια κυρτή λεπίδα που είχε μαζί της, διαφορετική απ’ το περίτεχνα σκαλισμένο ξίφος το οποίο είχε χάσει κάπου στα μπουντρούμια της Αδιγχάρα. Η ξωτικιά γνώριζε πως όλα τα τέλεια σχηματισμένα ξέφωτα ήταν ιερά και μπορούσαν να δώσουν καταφύγιο σε πνευματικές
- 182 -
δυνάμεις και επίφοβα δημιουργήματα- δεν ξεχνούσε την αναμέτρησή της μ’ έναν απ’ τους κυβερνήτες του Κάτω Βασιλείου, τη μέρα που πρωτοσυνάντησε τον Αλιόσκα. Τότε ήταν μια προειδοποιητική αψιμαχία με το Δαίμονα-Μαγγανιστή Κοσέι, μία από τις ισχυρές δυνάμεις της πλάσης. Τώρα καλούνταν να αντιμετωπίσει το άγνωστο. Σε ασυμφωνία με την εποχή το συγκεκριμένο ξέφωτο ήταν κατάφυτο και εξέπεμπε τόσο έντονα και συγκεχυμένα μηνύματα, που ένιωθε τις αισθήσεις της να κατακλύζονται από αντιφατικά προμηνύματα. Ποτάμια προαισθημάτων διέσχισαν την καρδιά της και αν δεν ήταν τόσο βέβαιη πως σημαντικές απαντήσεις κείτονταν εκεί, θα το σκεφτόταν με πιότερη λογική, προτού πλησιάσει το μαύρο όγκο. Στη μέση ακριβώς της ανεπηρέαστης απ’ το χειμώνα έκτασης, ήταν τοποθετημένη εκείνη η δυσπροσδιόριστη κυβική κατασκευή, αυτό που στα παραμύθια αποκαλούσαν Πύργο του Παλαβού Αλχημιστή. Με πύργο δεν έμοιαζε, μα και πώς αλλιώς να αποκαλέσεις το σπίτι ενός μάγου; αναρωτήθηκε η ξωτικιά. Ήταν κομμάτι της πραγματικότητας λοιπόν και έμενε να διαπιστώσουν αν και τα υπόλοιπα κομμάτια του μύθου, βασίζονταν σε αλήθειες. Η Ένια έκανε μερικά βήματα μπροστά, κάνοντας παράλληλα νόημα στον Αλιόσκα να παραμείνει στη θέση του. Προχώρησε κι άλλο και λίγο ακόμα. Για κάμποση ώρα μελέτησε το σκουρόχρωμο βασάλτη, το πέτρωμα απ’ το οποίο ήταν φτιαγμένος ο πύργος. Είχε φτάσει τόσο κοντά στη μία πλευρά του κύβου, που αν άπλωνε το χέρι της, θα μπορούσε να τον αγγίξει. Αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που βιαζόταν να κάνει. Ποιος ξέρει τι είδους παγίδες είχε στήσει ο Παλαβός Αλχημιστής για να προστατεύει τους θησαυρούς και τα μυστικά του; Ενώ η πυκνή ομίχλη άλλαζε σχήματα γύρω τους, η ξωτικιά έδειξε στον Αλιόσκα με το δάχτυλό της ένα ρυάκι από τσακισμένες φτέρες που έφτανε ως τον πύργο. Δίπλα τους υπήρχε ένα σημείο στο χώμα που ήταν σκαμμένο. Μίλησε κρατώντας χαμηλά τη φωνή της: «Έφτασαν κι άλλοι πριν από ‘μας, αλλά δεν μπόρεσαν να μπούνε. Σκέφτηκαν να σκάψουν λαγούμι κάτω απ’ την πέτρα, αλλά αυτό είναι
- 183 -
τόσο ανούσιο σαν να σκάψεις κάτω απ’ το Φράκτη με τα Αγκάθια. Μόνο όποιος λύσει το γρίφο μπορεί να συναντήσει τον Παλαβό Αλχημιστή», είπε δείχνοντας ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι της, ένα κομμάτι τοίχου ελάχιστα διαφορετικό από τα άλλα. Χωρίς την υπόδειξη της ξωτικιάς, ο Αλιόσκα δεν θα παρατηρούσε την επιγραφή, που βρισκόταν εκεί. Τα γράμματα ήταν ανάγλυφα στην πέτρα, σαν το περίγραμμά τους να είχε σκαλιστεί προσεκτικά, ώστε να μένουν αφανή στην πρώτη ματιά. Για την ακρίβεια ήταν ορατά από συγκεκριμένη οπτική γωνία και μόνο από όσους ήξεραν τι αναζητούν. Όποιος τα είχε σκαλίσει, θα πρέπει να ήταν πολύ περήφανος για την τέχνη του. Ο ανιχνευτής πλησίασε και διάβασε με δέος τα γράμματα. Δεν κατάφερε να βγάλει συμπέρασμα και στράφηκε προς την Ένια που έστεκε επίσης προβληματισμένη. Σχημάτισε πολλές φορές τη φράση στο μυαλό του και τελικά τη διάβασε και δυνατά: ΜΟΝΟ Ο ΒΑΣΣΑΛΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΕΒΩΝ. ΑΦΑΙΡΕΣΤΕ ΤΟΝ ΚΑΙ ΔΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΙ ΕΙΜΑΙ ΦΤΙΑΓΜΕΝΟΣ. Ακολούθησε απόλυτη σιωπή. Η ομίχλη που στιγμιαία είχε αναταραχθεί έντονα στο άκουσμα της ανεξήγητης φράσης, επέστρεφε στην πρότερή της ακινησία. «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» κατάφερε να ψελλίσει μετά από λίγη ώρα ο Αλιόσκα. Η Ένια πλησίασε ακόμα μισό βήμα προς το τοίχο, το σώμα της σχεδόν τον ακουμπούσε. Τα ανάγλυφα γράμματα κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι της, αν τεντωνόταν θα τα άγγιζε. Τα μελέτησε αμίλητη για κάμποση ώρα. Κατόπιν στράφηκε προς τον Αλιόσκα και είπε με ήρεμη φωνή: «Είναι μια δοκιμασία. Δεν μπορεί οποιοσδήποτε να συναντήσει τον Παλαβό Αλχημιστή, γιατί δεν είναι όλοι έτοιμοι. Είναι ο γρίφος του και έχει μια απάντηση. Τα κομμάτια της περγαμηνής έδειξαν που
- 184 -
καταλήγει το μονοπάτι, αλλά δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, αν δεν αποδείξουμε την αξία μας». Ο Αλιόσκα ξανακοίταξε την επιγραφή. Η ξωτικιά αναφέρθηκε σε απάντηση, αλλά καλά καλά δεν υπήρχε ξεκάθαρα διατυπωμένη ερώτηση. Κάπου είχε ακούσει ότι ο βασάλτης ήταν κάποιου είδους πέτρωμα, προφανώς αυτό το παράξενο μαύρο υλικό απ’ το οποίο ήταν φτιαγμένος ο κυβικός πύργος. Άρα η επιγραφή υπενθύμιζε ότι ο Παλαβός Αλχημιστής κρυβόταν μέσα στον πύργο του. Γιατί, όμως έπρεπε να βρουν από τι είναι φτιαγμένος; Από τι μπορεί να είναι φτιαγμένος ένας άνθρωπος; Κόκαλα, σάρκα, δέρμα, αίμα, μυαλό, ψυχή. Μπορούσε η απάντηση να είναι τόσο πεζή; Καθώς η Ένια πισωπατούσε και κοίταζε την επιγραφή από διάφορες μεριές, ο Αλιόσκα θυμήθηκε την επιγραφή πάνω απ’ την πύλη που οδηγούσε στην αίθουσα του θρόνου της Αδιγχάρα. Αν και διαφορετικές, αμφότερες είχαν διττή σημασία. Όσο αινιγματική ήταν εκείνη, τόσο αινιγματική ήταν κι αυτή. Χρησιμοποιώντας δόσεις φαντασίας, κάποιος θα έβλεπε πίσω απ’ τη δημιουργία τους το ίδιο πρόσωπο. Άραγε πόσο πιθανό ήταν κάτι τέτοιο; Η Ένια μίλησε προβληματισμένη: «Εδώ υπάρχει κάτι που δεν βλέπουμε. Γιατί άραγε αυτός που σκάλισε την επιγραφή, έγραψε το βασάλτη με δύο σίγμα; Λάθος δεν είναι αυτό; Κάτι πρέπει να κρύβεται ειδικά σ’ αυτή τη λέξη. Θα ‘θελα να ακούσω και τη γνώμη σου», είπε στον Αλιόσκα, που απάντησε δειλά: «Κι αν υπάρχει ένας αναγραμματισμός πίσω από την πρόταση; Αν πρέπει να πάρουμε όλα τα γράμματα και να τα αναδιατάξουμε για να βγάλουμε νόημα;» Η Ένια τον κοίταξε έκπληκτη: «Πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα;» Ο Αλιόσκα βιάστηκε να διευκρινίσει ότι δεν την έβγαλε απ’ το μυαλό του. Εξήγησε στην ξωτικιά την επιγραφή στην Αδιγχάρα που ανακάτευε όσιους άρχοντες, πιέσεις αγενών και προσευχές ανθρώπων. Προσπάθησε επίσης να περιγράψει γλαφυρά το κλίμα δεισιδαιμονίας και σκοταδισμού που επικρατούσε στον Ανατολικό Πύργο. Τελείωσε
- 185 -
λέγοντας τη φράση που είχε ακούσει απ’ τη Νάιλο: «Να εξηγείς το σκοτεινό, με το σκοτεινό». Η Ένια έγνεψε πως καταλάβαινε. Δεν θα ξεχνούσε εύκολα ότι είχε καταδικαστεί σε θάνατο σ’ εκείνη την πόλη, παρά την προσπάθειά της να βοηθήσει το βασίλειο. Μόνη κατηγορία εναντίον της ήταν το αίμα που κυλούσε στις φλέβες της και η ανυπακοή της φυλής της στους νόμους. Θυμόταν επίσης ότι είχε γλυτώσει εξαιτίας συγκυριών. Για την ακρίβεια είχε σωθεί εξαιτίας της προδοσίας και της εισβολής των Πεδιανθρώπων μέσα στην πόλη. Τελικά είπε: «Δεν ωφελεί να καθόμαστε εδώ. Είναι προφανές ότι κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτοι είμαστε χωρίς τη λύση του αινίγματος. Κατ’ αρχάς κινδυνεύουμε να συναντηθούμε με τους ομιχλοβόρους ή και τους παλιούς σου φίλους, αν βρουν το δρόμο. Δεν νομίζω ότι θέλεις να τους ξαναδείς. Έτσι δεν είναι;» Ο Αλιόσκα έφερε στο μυαλό του τους «φίλους» του. Όχι, δεν επιθυμούσε καθόλου να τους συναντήσει. «Και τι μπορούμε να κάνουμε; Αν δεν μπούμε στον πύργο, δεν πρόκειται να βρούμε το τρίτο κομμάτι της περγαμηνής. Υποθέτοντας βέβαια ότι όποιος κι αν είναι αυτός ο Παλαβός Αλχημιστής, θα έχει την ευγενή καλοσύνη να μας το δώσει. Απ’ όσο θυμάμαι, στο παραμύθι του Μιχαήλ κίνησε γη και ουρανό για να ξαναβρεί τα κομμάτια που του είχαν κλέψει. Και πώς ξέρουμε ότι έχει ακόμα το κομμάτι που του επέστρεψε η Κρυβέτια;» αναρωτήθηκε ο Αλιόσκα σε μία κρίση απαισιοδοξίας. Η Ένια έφερε πάλι στο νου της τα στοιχεία που είχαν: «Κανείς δεν ξέρει. Σύμφωνα με τις μαγικές ιδιότητες της περγαμηνής, τα προηγούμενα κομμάτια, οδήγησαν στο ξέφωτο. Μπορεί να έκαναν λάθος αυτοί που οργάνωσαν την αποστολή σας; Υπάρχει περίπτωση ακόμα κι αυτή η έξοδος απ’ τα Σκαλοπάτια των Νεκρών να ήταν ένας αντιπερισπασμός; Ίσως να οργανώθηκε από κάποιον που είχε συμφέρον να τραβήξει την προσοχή των δυνάμεων μακριά απ’ το πραγματικό μέρος όπου βρισκόταν το τρίτο κομμάτι της περγαμηνής.
- 186 -
Βασιστήκαμε σε γνώμες άλλων, μα κι εμένα τα σημάδια εδώ μ’ έφεραν προτού κι αφού σε συνάντησα». Ο Αλιόσκα είχε αρχίσει να τρομάζει και ακόμα πιο ζοφερές σκέψεις άρχισαν να τον βασανίζουν: «Και αν χρειαζόμαστε και τα δύο προηγούμενα κομμάτια για να λύσουμε το γρίφο;» Η Ένια δεν είχε απάντηση, τουλάχιστον όχι για άλλον εκτός απ’ τον εαυτό της. Μέσα απ’ την αφύσικη ομίχλη, έδειξε μια συστάδα θάμνων στα όρια του ξέφωτου: «Ας πάμε εκεί να ξεκουραστούμε. Να δούμε καθαρότερα τι έχουμε στα χέρια μας». *** Τις επόμενες ώρες τις πέρασαν κρυμμένοι στους θάμνους. Ο Αλιόσκα έβγαλε τα χιλιοδιπλωμένα χαρτιά του κι έσπασε το κεφάλι του φτιάχνοντας ατέλειωτους αναγραμματισμούς, χωρίς να φτάσει σε συμπέρασμα. Την Ένια την απασχολούσε περισσότερο η ασφάλειά τους. Ήξερε πως με τα ρούχα που φόραγε και τα σχέδια στο πρόσωπό της, ακόμα και τα ζώα μπορούσαν να μπερδευτούν και να τη νομίσουν για κομμάτι του τοπίου. Αντίθετα ο Αλιόσκα μπορούσε εύκολα να εντοπιστεί από κάθε είδους περίεργα μάτια. Μέσα της ευχόταν να δει κάποια κίνηση από ή προς τον κυβικό πύργο, αλλά μάταια. Το ξέφωτο θα έμοιαζε το ίδιο ερημωμένο αν είχε πολλά χρόνια να πατήσει εκεί άνθρωπος. Αναρωτήθηκε αν υπήρχαν κι άλλοι αθέατοι παρατηρητές, κρυμμένοι σαν κι αυτούς, οι οποίοι περίμεναν κάποιος άλλος να λύσει το γρίφο. Ίσως δεν ήταν οι μόνοι που είχαν τραβηχτεί απόμερα. Ευχήθηκε σύντομα η Κιάρα να έβρισκε το δρόμο της. Θα ήθελε να την είχε τώρα πλάι της, μα αλλού ήταν πιο χρήσιμη και η αποστολή της εξίσου σπουδαία. Στις σκέψεις της μπλέχτηκε πάλι ο Παλαβός Αλχημιστής και ο γραμμένα λάθος βασάλτης. Αυτό πρέπει να ήταν το κλειδί, από εκεί έπρεπε να ξεκινήσουν. Πώς μπορεί ένα πέτρωμα να προστατεύει ένα πρόσωπο; Αν το πρόσωπο είναι φυλακισμένο μέσα του.
- 187 -
Πώς γίνεται αν αφαιρέσεις την πέτρα να δεις από τι είναι φτιαγμένος ο φυλακισμένος; Η πέτρα κρύβει το χαρακτήρα του. Όχι, όχι. Δεν έβγαζε κανένα νόημα αυτό. Δεν οδηγούσε πουθενά. Πέτρινος χαρακτήρας… Αψύς, μαύρος βασάλτης… Προστασία απ’ τους ασεβείς επισκέπτες… Έτσι πέρασε κι άλλη ώρα, ώσπου ο ήλιος πίσω από την ομίχλη ετοιμάστηκε να δύσει και το φως να τον ακολουθήσει στο λήθαργό του. Η Ένια πρότεινε να κοιμηθούν, φυλάσσοντας σκοπιές για κάθε ενδεχόμενο. Ζήτησε απ’ τον Αλιόσκα να μείνει πρώτος ξύπνιος, όσο υπήρχε ακόμα λίγο φως, μιας και τα μάτια της συνήθιζαν ευκολότερα να βλέπουν στο σκοτάδι. Του είπε να μη διστάσει να την ξυπνήσει αν άκουγε κάτι ή όταν τα βλέφαρά του άρχιζαν να κλείνουν. Του ευχήθηκε «καλή νύχτα» και αφού έγειρε στο χώμα αποκοιμήθηκε. Ο Αλιόσκα ένιωθε πολύ κουρασμένος απ’ την προσπάθεια να βρει άκρη στην ανάγλυφη επιγραφή. Ήταν σίγουρος ότι αν είχαν μαζί τους τη Νάιλο, τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα- αλλά ήταν επίσης σίγουρος ότι δεν την ήθελε μαζί τους. Κοίταξε προς τον ουρανό. Μέσα από μερικά ανοίγματα στην ομίχλη, έβλεπε να έχει ανατείλει μία λεπτή φέτα μελαγχολικού φεγγαριού. Μάζεψε σ’ ένα ρολό τα κιτρινισμένα χαρτιά και για να καθαρίσει το μυαλό του άρχισε μια μικρή προσευχή. Δεν κατάφερε να την τελειώσει, την παράτησε κάπου στη μέση. Κοίταξε την ξαπλωμένη ξωτικιά, που είχε κουλουριαστεί δίπλα του έχοντας μαζέψει τα πόδια στην αγκαλιά της. Ακολούθησε για λίγο τις μυστηριακές σπείρες στο λαιμό της. Ταξίδεψε με τις γραμμές που σχημάτιζε το σώμα της και χάθηκε στις πλεξούδες των μαλλιών της. Δεν ξεχώριζε αν τον συνέπαιρνε πόθος ή κάτι άλλο, πάντως μόλις την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε για να μην την αγγίξει. Όπως και πίσω στην Αδιγχάρα, ήθελε να την προστατέψει με όλες του τις δυνάμεις και κάτι μέσα του, τού έλεγε ότι θα τα καταφέρει, παρ’ ότι αισθανόταν ανήμπορος και γυμνός ενώπιον στον άγνωστο κίνδυνο και στον άλυτο γρίφο. Έτριψε τα μάτια του και για να διώξει πάλι τις δυσοίωνες σκέψεις και κοίταξε το περιβάλλον γύρω. Όλα ήταν φυσιολογικά και
- 188 -
ηρεμούσαν, το ξέφωτο βυθίζονταν με τριγμούς στη σκοτεινή πλευρά της ανυπαρξίας. Μαζί με όλα βυθιζόταν κι ο ίδιος του, ένιωθε τα δέντρα που περιέκλειαν το ξέφωτο να τον παρασέρνουν, να τον παρασέρνουν μαζί με τα πάντα. Τα πάντα εκτός από τον ακίνητο πέτρινο όγκο απέναντί του. Ο πύργος ήταν ένα συμπαγές, μελανό σημείο, που παράδοξα το σκοτάδι όχι μόνο δεν το άγγιζε, αλλά φαινόταν πως πήγαζε από μέσα του. Ο νεαρός άνθρωπος στεκόταν απέναντί του, το αντίκριζε και αναζητούσε. Απαντήσεις, αιτίες, κίνητρα. Αλήθειες πάνω απ’ όλα. Μηχανικά επαναλάμβανε την ανάγλυφη φράση μέσα του, σαν οι μαγικές της ιδιότητες να μπορούσαν να επεκταθούν αδιάκριτα απ’ τον κόσμο των άψυχων, στον κόσμο των έμψυχων. Σκέφτηκε το όνομα αυτού που κρυβόταν μέσα στον πύργο. Ο Παλαβός Αλχημιστής. Αυτός είχε το κομμάτι της περγαμηνής, αυτού το όνομα προστάτευε ο βασάλτης απ’ τις επιθέσεις των ασεβών. Το βασάλτη προέτρεπε η επιγραφή να αφαιρέσει. Να αφαιρέσει το βασάλτη από το όνομα του Παλαβού Αλχημιστή. Το βασάλτη με δύο σίγμα. Εκεί έπρεπε να είναι το κλειδί. Σκέφτηκε πολύ έντονα. Το πεπρωμένο του τον είχε οδηγήσει ως εκεί για κάποιο λόγο. Η θέλησή του μπορούσε να νικήσει τα πάντα. Και τότε μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του, φωτίζοντας άξαφνα όσα ήταν δυσνόητα. Τα κομμάτια της σπασμένη εικόνας άρχισαν να ανασυντίθενται στα μάτια του. Αν είχε χαρτί και φως θα έβρισκε σύντομα τη λύση, όμως νωρίτερα η προοπτική ν’ ανάψουν φωτιά είχε απορριφθεί ασυζητητί. Ο Αλιόσκα ήταν πολύ κοντά στη λύση, αλλά ήταν αναγκασμένος να περιμένει ως το πρωί. Εκείνη την ώρα περνούσαν τόσα πολλά απ’ το μυαλό του και δεν μπορούσε να κάνει με ηρεμία τους υπολογισμούς που χρειαζόταν. Ίσως έπρεπε να ξυπνήσει την Ένια και να της πει. Ή καλύτερα να έκλεινε λίγο τα μάτια για να σκεφτεί. Μόνο για λίγο... Μια στιγμή, το πολύ δύο… Δεν είχε καταλάβει αν είχε φυλάξει σκοπιά πολύ ή λίγο, αλλά χωρίς καμία προειδοποίηση ο ύπνος τον νίκησε και τον έσυρε απότομα στο βασίλειό του.
- 189 -
*** Τινάχτηκε αλαφιασμένος στη μέση της νύχτας. Δίπλα του η ξωτικιά καθόταν σταυροπόδι και είχε το βλέμμα της καρφωμένο στον κυβικό πύργο. Ο Αλιόσκα έτριψε τα μάτια του και αναρίγησε. Η θερμοκρασία είχε πέσει ακόμα περισσότερο. Μετακινήθηκε δίπλα στην Ένια και είπε σιγανά: «Συγνώμη. Δεν σε ξύπνησα. Αποκοιμήθηκα». Η ξωτικιά τον κοίταξε με τα μάτια της να λάμπουν στο σκοτάδι, χαμογέλασε και του είπε ότι δεν χρειαζόταν να ανησυχεί. Θα αναλάμβανε αυτή να φυλάξει ως το πρωί. Ο Αλιόσκα ένιωσε την ανάσα του απότομα να κόβεται και αμέσως μετά να βγαίνει ξανά. Αυθόρμητα έπιασε την Ένια από το χέρι. Και μετά… Τη φίλησε. Ήταν ένα φιλί που είχε στριφογυρίσει τόσο καιρό στα όνειρά του, ένα φιλί που είχε θάψει μα ζητούσε να βγει στην επιφάνεια, μία προσωπική λύτρωση από ένα ιδιότυπο βασανιστήριο. Δεν ήταν λαγνεία αυτό που το είχε υπαγορέψει, παρά μόνο μία εσωτερική μοναξιά και μια παθιασμένη ανάγκη που ποτέ δεν θα μπορούσε να περιγράψει. Απλά συνέβη. Εκεί. Μπροστά στο μεγαλύτερο κίνδυνο. Η Ένια χωρίς να ξαφνιαστεί ανταποκρίθηκε και άφησε να την παρασύρουν τα συναισθήματα του Αλιόσκα. Οδήγησε τα χέρια του στο λαιμό της και προσπάθησε να του κλέψει ξανά και ξανά την ανάσα. Χωρίς να κλείσει τα μάτια ενώθηκε με τον άνθρωπο, όπως πριν λίγο καιρό είχαν ενωθεί τα πεπρωμένα τους. Και μες στο σκοτάδι αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε εκείνος να ανταποκριθεί στους όρκους που έπρεπε να πάρει για να δεθεί μαζί της. Κανείς δεν μέτρησε τις στιγμές που πέρασαν ώσπου τα χείλη τους να χωριστούν- μπορεί να ήταν μια ολόκληρη αιωνιότητα, μπορεί και παραπάνω. Παρά την παγωνιά, τα πρόσωπά τους έκαιγαν. Τα δάχτυλα του Αλιόσκα έτρεμαν. Τα μάτια του ήταν υγρά.
- 190 -
Η Ένια πλησίασε ακόμα πιο κοντά του, πήρε με τα δάχτυλά της τα δάκρυα του και χαμογελώντας ρώτησε: «Κλαις; Γιατί;» Ο Αλιόσκα αναρωτήθηκε αν η καρδιά του μπορούσε να ακουστεί στη σιγαλιά της νύχτας. Χάιδεψε τα μαλλιά της όπως τόσες φορές είχε ποθήσει. Την κοίταξε στα μάτια, μετά κοίταξε προς τον πύργο και αναπάντεχα είπε: «Από Ομίχλη». Η Ένια τον κοίταξε έκπληκτη. Έπλεξε ξανά τα δάχτυλά της με τα δικά του. Ξανάφερε τα λόγια στο μυαλό της. Αφαίρεσε από τη φράση «Ο Παλαβός Αλχημιστής» τη λάθος λέξη «βασσάλτης». Έβαλε στη σειρά τα γράμματα που απέμεναν. Σχηματίστηκε μία νέα φράση: «Από Ομίχλη». Ο Παλαβός Αλχημιστής ήταν φτιαγμένος από ομίχλη. Τι ιδιοφυές τέχνασμα! Η απάντηση στο γρίφο ήταν δικιά τους. Μα έπρεπε να περιμένει. Ως το πρωί ή παραπέρα· δεν την ένοιαζε. Τον έσπρωξε απαλά για να ξαπλώσει με την πλάτη στο χώμα. Έγειρε από πάνω του και άφησε τα μαλλιά της να πέσουν στο πρόσωπό του. Μετά από μερικές προσπάθειες έλυσε τα λουριά απ’ το δερμάτινό θώρακά του και γύμνωσε το στήθος του. Άγγιξε το δέρμα του, έκανε δικιά της τη μυρωδιά του, ανάσανε στον ταραγμένο ρυθμό του. Σκόρπισε φιλιά πάνω του και τον άγγιξε παντού όσο έβγαζε το δικό της θώρακα. Πήρε το χέρι του κι ενώ οι ανάσες τους κόβονταν το οδήγησε στο στήθος της. Ο Αλιόσκα την άγγιξε. Αισθάνθηκε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά όσο η δική του. Με τα χείλη του ακολούθησε σαν προσκυνητής τις σπείρες στο λαιμό της και συνέχισε πιο χαμηλά. Ζήτησε πάλι διψασμένος το φιλί της κι εκείνη ευλαβικά τον έσφιξε πάνω της. Έγινε ένα με το σώμα του. Χάθηκαν σ’ ένα μαγικό ταξίδι. Εκείνη τη νύχτα για λίγο ο χρόνος σταμάτησε να κυλάει γύρω τους. Ήταν πια μαζί…
- 191 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50 Απαντήσεις
ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ έσπρωχναν τη βαριά πέτρινη πόρτα, της οποίας το περίγραμμα σχηματίστηκε στην επιφάνεια του βασάλτη μόλις πρόφεραν τη λύση του γρίφου. Αντίκρισαν το υποβλητικό πηχτό σκοτάδι στο εσωτερικό του πύργου με δέος. Ο Αλιόσκα άναψε μ’ ελπίδα έναν πυρσό, μα και πάλι το περισσότερο φως απωθήθηκε προς τα έξω, σαν να το φύσηξε με κακία κάποια αόρατη δύναμη, που επιζητούσε να κρατήσει κρυμμένα τα μυστικά της. Διάφορες σκόρπιες λέξεις από τα κομμάτια της περγαμηνής στριφογύρισαν στο μυαλό του, παίζοντας παράξενα παιχνίδια. Φωτιά μέσα απ’ τη σπίθα σπαθιών… Συνταγή αλχημιστική, του χάρου σκιά… Το μέρος όπου εισέρχονταν δεν ήταν φυσιολογικό. Ο Αλιόσκα προέκτεινε το χέρι του ώστε ο πυρσός να περάσει το νοητό όριο της εισόδου, αλλά και πάλι λίγα είδε. Ένας κενός χώρος, κυκλωμένος από πέτρα, πνιγμένος στις σκιές. Η Ένια που ίσως για πρώτη φορά απ’ όταν την είχε συναντήσει ο Αλιόσκα, έδειχνε φοβισμένη, ψιθύρισε: «Καλύτερα να μπούμε μέσα. Άλλωστε για αυτό ήρθαμε». Ο τόνος της φωνής της ήταν αβέβαιος. Ο ανιχνευτής κοίταξε πάλι προς το εσωτερικό του πύργου, για να εντοπίσει κάποια χρήσιμη λεπτομέρεια. Δεν υπήρχε κάτι. Πέτρες πάνω σε πέτρες. «Μοιάζει άδειος. Όποιος κι αν ήταν εδώ, έχει φύγει θαρρώ. Σίγουρα πρέπει να μπούμε;» ρώτησε σκεφτικός. Η ξωτικιά δεν απάντησε. Η μαγεία μπορεί να πάρει πολλές μορφές, ακόμα και να μεταμφιέσει αντικείμενα ή πρόσωπα, κάνοντάς τα να μοιάζουν ολότελα διαφορετικά. Όταν, όμως πραγματοποιείται ένα ξόρκι στο χώρο αφήνει ίχνη που μπορούν να εντοπιστούν. Η Ένια ήταν σχεδόν σίγουρη ότι αν είχαν ειπωθεί λόγια σε έναν τόσο κλειστό χώρο θα μπορούσε να ακούσει την παγιδευμένη ηχώ. Τέχνασμα δεμένο, θυμήθηκε. Δίσταζε να πάρει μια απόφαση.
- 192 -
Ο Αλιόσκα θεώρησε ότι δεν θα ήταν δυσαναπλήρωτη σπατάλη να χάσει έναν πυρσό· θα του έμεναν ακόμα δύο. Τον ύψωσε πάνω απ’ το κεφάλι του και τον εκσφενδόνισε προς το εσωτερικό, βάζοντας αρκετή δύναμη για να φτάσει μέχρι εκεί όπου αχνοφαινόταν ο απέναντι τοίχος. Για μια ανάσα ο πυρσός στροβιλίστηκε στον αέρα σχηματίζοντας μία κόκκινη σπείρα σε μαύρο φόντο και δίνοντας σχήμα στους τοίχους γύρω του, οι οποίοι, όμως φάνηκαν να είναι πολύ μακρύτερα απ’ ότι υπολόγιζε ο ανιχνευτής. Ο πυρσός δεν έφτασε ποτέ μέχρι τον τοίχο απέναντι και έπεσε προς το πάτωμα. Και τότε έγινε κάτι που δεν περίμεναν. Ο πυρσός διαπέρασε το πάτωμα σαν να μην υπήρχε και χάθηκε κάπου χαμηλότερα μαζί με τη φλόγα, έχοντας βυθιστεί κάτω απ’ τη γραμμή της πέτρας. Ο Αλιόσκα έμεινε άφωνος και η Ένια γονάτισε στο χώμα μπροστά στην είσοδο. «Οφθαλμαπάτη», ψιθύρισε εντυπωσιασμένη και προσπάθησε με το χέρι της να αγγίξει το πάτωμα. Τα δάχτυλά της διαπέρασαν αυτό που φαινόταν για πέτρα και βυθίστηκαν κι αυτά στη μαγική επιφάνεια. Έμοιαζαν κομμένα, αλλά όταν τράβηξε το χέρι της, ξαναεμφανίστηκαν στη θέση τους. «Άλλο ένα κόλπο του Παλαβού Αλχημιστή. Όλο το πάτωμα είναι μία ισχυρή ψευδαίσθηση. Αν δεν ήμασταν τόσο επιφυλακτικοί, μάλλον θα καταλήγαμε τσακισμένοι σε βαθύ λαγούμι, καρφωμένοι σε μυτερά παλούκια. Ας ψαχουλέψουμε λίγο. Κάπου θα υπάρχει μια λύση». Δεν χρειάστηκε να ερευνήσουν για πολύ. Τα χέρια τους, συνάντησαν χαμηλά στ’ αριστερά ένα στέρεο πάτημα. Προφανώς από εκεί ξεκινούσε μία σκάλα. Ο Αλιόσκα έκανε το πρώτο βήμα με πίστη και άρχισε να κατεβαίνει προσεκτικά. Με το λιγοστό φως που έμπαινε από την είσοδο του πύργου, είδε πρώτα τα πόδια του και κατόπιν το σώμα του να βυθίζονται στο πάτωμα και να εξαφανίζονται, χωρίς όμως να αισθάνεται κάτι χειροπιαστό, εκτός από ένα ελαφρύ άγγιγμα. Προχώρησε κι άλλο και έφτασε στο σημείο όπου θα έπρεπε να βάλει
- 193 -
και το κεφάλι του. Στο αμέσως προηγούμενο σκαλί ένιωθε την παρουσία της Ένια. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε τα μάτια του, σαν να ετοιμαζόταν να βουτήξει σε λίμνη. Κατέβηκε ένα ακόμα σκαλοπάτι. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια το σκηνικό είχε μεταβληθεί και τώρα έβλεπε καθαρά τη σκάλα κάτω απ’ τα πόδια του. Ήταν στενή, καμωμένη επίσης από βασάλτη και προσαρμοσμένη πάνω στον τοίχο, ενώ δεξιά της υπήρχε κενό, που θα οδηγούσε οποιονδήποτε απρόσεχτο κάπου πολύ βαθύτερα. Η σκάλα στριφογυρνούσε και χανόταν στο σκοτάδι, αν και σε αραιά διαστήματα στους τοίχους υπήρχαν αναμμένοι δαυλοί. Συγκεχυμένοι ήχοι και καταθλιπτικοί ψίθυροι ανέβαιναν από χαμηλότερα, θυμίζοντας το γοερό κλάμα του ανέμου τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα. Το όριο της οφθαλμαπάτης φαινόταν σαν πέτρινο ταβάνι και ο Αλιόσκα περίμενε μέχρι κι η Ένια να περάσει και να φτάσει δίπλα του. Αντάλλαξαν χαμόγελα ανακούφισης. Έβγαλε απ’ το σακίδιό του έναν πυρσό και δανείστηκε φλόγα απ’ τους ήδη αναμμένους. Συνέχισαν την κατάβαση, ενώ οι ήχοι δυνάμωναν λες και πλησίαζαν την πηγή τους. Πλέον μπορούσαν να ακούσουν σκόρπιες λέξεις. Φωτιά… Αλχημιστική… Πένητας… Αλάτι… Ψυχές… Πηγάδι… Άφεγγη… Λατρευτή… Ο Αλιόσκα ξεχώρισε μερικές από τις λέξεις που ήταν γραμμένες στα δύο κομμάτια της περγαμηνής, αλλά δεν μπορούσε να μαντέψει το νόημά τους. Ένιωθε ότι πλησίαζαν. Προχώρησαν κι άλλο. Οι φωνές δυνάμωναν- άρχισαν να τριβελίζουν το μυαλό τους. Επαναλάμβαναν σκόρπιες, αινιγματικές φράσεις της περγαμηνής ξανά και ξανά. Ψυχαναγκαστικά. Επίμονα. Βασανιστικά. Γύρνα το βασίλειο να δεις τον πύργο… Συνταγή αλχημιστική αλάθητη χαμού… Ρίξτην στο πηγάδι που πέφτουν οι ψυχές… Αστραπή, βροντή μετά σιωπή… Ίσως και να φαντάζονταν όλα αυτά στο μυαλό τους. Ίσως να ήταν ένα ακόμα τέχνασμα για να τους τρελάνει.
- 194 -
Τελικά έφτασαν κοντά στην πέτρινη πόρτα. Για ώρα δεν είχαν σταματήσει να κατεβαίνουν και η σκάλα συνεχιζόταν- ποιος ξέρει για πόσο; Δεν ήξεραν αν η πόρτα ήταν ο προορισμός τους, αλλά κάτι από μέσα τούς τραβούσε. Μερικά ξεθωριασμένα ρουνικά υπήρχαν σκαλισμένα πάνω της, χωρίς να σχηματίζουν λέξεις. Μπορεί να ήταν και εμβλήματα χωρίς μαγεία. Μόλις κοντοστάθηκαν μπροστά στην πόρτα, οι φωνές έπαψαν σταδιακά το παιχνίδι τους, ώσπου έσβησαν εντελώς κι αποτραβήχτηκαν στις σκιές τους. Η Ένια ακούμπησε τα ακροδάχτυλά της στην πόρτα κι έφερε το αυτί της στην κρύα πέτρα για ν’ αφουγκραστεί. Δεν άκουσε τίποτα, πέρα απ’ τον ψίθυρο του ανέμου που περιδιάβαζε τον κυβικό πύργο. Τελικά, καθώς η αγωνία και των δύο μεγάλωνε, ύψωσε το χέρι της, έσφιξε τα δάχτυλά της σε γροθιά, το άφησε για μερικές ανάσες μετέωρο και το κατέβασε στην πόρτα δύο φορές. «Εισέλθετε», ακούστηκε χωρίς καθυστέρηση η απόκριση πίσω απ’ την πόρτα. Η φωνή ήταν βραχνή, ανδρόγυνη και ακαθόριστα μυστηριώδης. Η Ένια έσπρωξε διστακτικά με την παλάμη της, ακούστηκε ο θόρυβος που κάνει το μάνταλο όταν τραβιέται και αμέσως η φαινομενικά πέτρινη πόρτα άνοιξε διάπλατα, σαν οι μεντεσέδες της να ήταν καμωμένοι από γυαλί. Αποκαλύφθηκε ένας σκοτεινός, επίσης αδειανός χώρος και ταυτόχρονα χιλιάδες εικόνες και προαισθήματα εισέβαλαν στο μυαλό της Ένια, των οποίων οι προειδοποιήσεις προέρχονταν από ένα ανώτερο επίπεδο νόησης. Η ξωτικιά έκανε ένα διστακτικό βήμα και καθώς περνούσε απ’ το κατώφλι σκύβοντας, αισθάνθηκε τις τρίχες στο πίσω μέρος του κεφαλιού της να ορθώνονται. Την ίδια ώρα, ένας κόμπος σχεδόν την έπνιξε σα θηλιά. Πίσω της, εξίσου σκιαγμένος ακολούθησε ο Αλιόσκα, αλλά είτε εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του, είτε γιατί η μέχρι τότε επαφή του με τη μαγεία και τους τρόπους της ήταν μηδαμινή, οι αισθήσεις και το μυαλό του δεν επηρεάστηκαν τόσο πολύ από τις αύρες και τις μαγγανείες που από αιώνες στριφογύριζαν στο σκοτεινό χώρο.
- 195 -
Η ουδέτερη φωνή ξεπήδησε από κάπου ή από παντού και δήλωσε χωρίς εισαγωγές ή χαιρετισμούς: «Η αντοχή σου αγγελιοφόρε είναι αξιοσημείωτη. Έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι το να μην πιστεύεις είναι η σθεναρότερη ασπίδα ενάντια στις αόρατες δυνάμεις. Ο τελευταίος μάγος στον κόσμο θα χαθεί, όταν χαθεί κι ο τελευταίος που πιστεύει στα μάγια του. Τότε θα έχει ανατείλει μία νέα εποχή. Τα τεχνουργήματα θα μεταβληθούν σε κατασκευάσματα τεχνολογίας. Η πρόοδος που θα σημειωθεί θα είναι και προς τις δύο κατευθύνσεις. Τον παράδεισο και την κόλαση. Την καλυτέρευση και την καταστροφή. Και αυτή η καινοφανής εποχή θα ονομαστεί Αναγέννηση. Πλησιάζουν οι καιροί αυτοί. Και τότε για μένα και τους όμοιούς μου η παρεπιδημία μας στον κόσμο σας θα έχει ολοκληρωθεί. Θα γίνουμε εξόριστοι». Όλα αυτά τα είπε χωρίς η φωνή του να χρωματίζεται, αλλά οι κουβέντες του υπονοούσαν πως μέσα του μαινόταν μια μεγάλη αναταραχή. Απ’ τη δυσοίωνη προφητεία, στο μυαλό τους εντυπώθηκε βαθύτερα οι παράξενες λέξεις Τεχνολογία και Αναγέννηση. Η Ένια κι ο Αλιόσκα είχαν περάσει πια μέσα στο δωμάτιο, αλλά παρ’ ότι κρατούσαν τον αναμμένο πυρσό και η όραση της ξωτικιάς οξυνόταν στο σκοτάδι, εξακολουθούσαν να μην εντοπίζουν την πηγή της φωνής. Το φέγγισμα του πυρσού μετά βίας έφτανε ως το σκονισμένο δάπεδο, σαν το σκοτάδι γύρω τους να καταπίεζε τη φλόγα και να την εμπόδιζε να διαχύσει το φως της. Το μόνο που ξεχώριζε, ήταν οι ιστοί μιας αράχνης σε μια γωνία, που αντανακλούσαν τη φλόγα και λαμπύριζαν σαν να ήταν κεντημένοι από διαμαντένιες κλωστές. Ο Αλιόσκα αβέβαιος για το μέγεθος του δωματίου και έχοντας κατά νου τη ψευδαίσθηση που είχαν συναντήσει στο ψηλότερο επίπεδο, έσκυψε και ψηλάφισε το χώρο μπροστά απ’ τη μύτη της μπότας του. Συμπαγής πέτρα, σκόνες, σκορπισμένα υπολείμματα τύρφης και κόκκοι αλατιού. Προχώρησε λίγο ακόμα. Το ίδιο. Προχώρησε ακόμα λίγο, αλλά τον σταμάτησε η φωνή, η οποία προήλθε από κάπου εγγύτερα, αν και δεν είχαν ακούσει βήματα. «Δεν θα με δείτε, αν δεν επιλέξω να φανερωθώ», είπε.
- 196 -
Η Ένια αναρωτήθηκε αν ήταν καλή ιδέα να προετοιμάσει ξόρκια στο μυαλό της, αλλά δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που πλανιόταν στο χώρο θα εμπόδιζε τους κόμπους στο μυαλό της να λυθούν, ώστε να απελευθερωθεί η απαιτούμενη ενέργεια. Καθώς η ανάσα της ανεβοκατέβαινε όλο και πιο γρήγορα, ρώτησε: «Είσαι αόρατος; Άλλωστε από εκείνο τον κόσμο δεν προέρχεσαι;» Η φωνή είχε ξεκινήσει ν’ απαντάει, πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ερώτηση, σαν να είχε προλάβει να την ακούσει μες στο μυαλό της: «Από εκεί έρχομαι και εκεί θα καταλήξω, πριν ακόμα το άστρο στον ουρανό σβήσει. Είμαι αόρατος για τα μάτια σας, όμως γνωρίζετε από τι είμαι φτιαγμένος. Θα με δείτε όταν το μυαλό σας αναιρέσει τις συμβάσεις στις οποίες έχει εγκλωβιστεί». Σε μια έμπνευση της στιγμής ο Αλιόσκα είπε δυνατά: «Από ομίχλη». Ξαφνικά το σκοτάδι γύρω τους αραίωσε κι η φλόγα του πυρσού φούντωσε. Σύντομα είδαν στη μέση του δωματίου να παίρνει μορφή και να αιωρείται ένα θολό, άυλο πλάσμα, φτιαγμένο από αλληλεπικαλυπτόμενα, πελιδνά πέπλα ομίχλης. Η μορφή είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός γερασμένου, γενειοφόρου άνδρα και αντιγύριζε τα βλέμματά τους. Μπροστά τους είχε παρουσιαστεί ο Παλαβός Αλχημιστής, με την πραγματική μορφή που είχε επιλέξει να ενδυθεί στον κόσμο των ορατών, λίγο πριν την εγκαταλείψει οριστικά και αμετάκλητα. Και λίγο πιο πίσω, ο ιστός της αράχνης είχε εξαφανιστεί και τη θέση του είχε πάρει εκείνη ή μάλλον αυτό που κάποτε ήταν. Πάνω σ’ ένα θρόνο και τυλιγμένο με κοσμήματα, πολύτιμους λίθους, μύρα και βελούδα ήταν ένα απαίσιο πτώμα που φορούσε ένα κουρελιασμένο φόρεμα. Χλωμά κόκαλα είχαν τρυπήσει το τανυσμένο δέρμα και εκεί που κάποτε ήταν τα μάτια, τώρα έφεγγαν δύο κατακόκκινα ρουμπίνια. Το κρανίο έμοιαζε τρυπημένο σε διάφορα σημεία και κάθε λογής σύρματα το διαπερνούσαν σαν επιθανάτιο διάδημα, που οι απολήξεις του εξαφανιζόταν μέσα στους τοίχους. Μα το τρομακτικότερο ήταν ότι
- 197 -
καθώς οι σκιές χόρευαν με το τρεμόπαιγμα του πυρσού, η έκφραση στο πρόσωπο της νεκροκεφαλής μεταμορφωνόταν διαβολικά. Ο Παλαβός Αλχημιστής έκανε μία παύση, για να δώσει χρόνο στους δύο φοβισμένους επισκέπτες του, να συνηθίσουν το παράλογο θέαμα. Καθώς η αυτόφωτη λάμψη του καθρεφτιζόταν στα πρόσωπά τους, τούς έκανε να μοιάζουν με πεθαμένους. Αναλογίστηκε σκηνές απ’ το παρελθόν. Εφευρέσεις, περιπλανήσεις μεταξύ των δύο κόσμων, η αγαπημένη του Κρυβέτια, η περγαμηνή που του έκλεψαν, το κακό που ξεπήδησε από μέσα της και η δυστυχία που προξένησε και εξακολουθούσε να προξενεί… Η Ένια πίστευε ότι τα λόγια της έπρεπε να διαλεχτούν προσεκτικά. Μπορεί να είχαν λύσει το γρίφο, αλλά αυτό δεν διασφάλιζε ότι ο Παλαβός Αλχημιστής θα συνεργαζόταν σε ό,τι του πρότειναν. Και μόνο ότι είχε επιλέξει να παρουσιαστεί μπροστά τους σε αυτή την άυλη και φοβερή μορφή, ήταν προμήνυμα κακών. Μπόλιασε με περίσσιο σεβασμό τη φωνή της και αποφεύγοντας να κοιτάει τη νεκρή γυναίκα είπε: «Διανύσαμε ατέλειωτες διαδρομές, ραγίσαμε εχθρούς και γλυτώσαμε από θανατηφόρες παγίδες. Φτάσαμε με χίλιους κινδύνους στο ξέφωτό σου, απαντήσαμε στο γρίφο και εισήλθαμε με ταπεινοφροσύνη στα διαμερίσματά σου…» «Δεν χρειάζεται», τη διέκοψε ο Παλαβός Αλχημιστής, κουνώντας το χέρι του, που άφηνε ένα αέρινο ίχνος στο κενό. «Δεν χρειάζεται να διαλέγεις τα λόγια σου. Πήρα ήδη τις αποφάσεις μου και θ’ αναιρέσω όσα συμφώνησα με τον άνθρωπο απ’ τις πεδιάδες. Μην με διακόψετε σε όσα αφηγηθώ κι ακούστε με προσεκτικά, γιατί μια μέρα ίσως χρειαστεί να πλέξετε τις κουβέντες μου σ’ ένα επικό παραμύθι», είπε και τα μάτια του στράφηκαν προς τον Αλιόσκα. Η μορφή εξακολούθησε: «Φτάσατε ως εδώ συμπεραίνοντας ότι βρίσκεται στην κατοχή μου το τρίτο κομμάτι της περγαμηνής. Αλήθεια είναι. Ήταν το δώρο της αγαπημένης μου Κρυβέτια. Νομίζετε ότι το κάθε κομμάτι από τα τέσσερα, οδηγεί με μαγικό τρόπο στο άλλο. Ναι, κι αυτό αλήθεια είναι. Το ένα οδηγεί στο άλλο, αλλά και το άλλο οδηγεί
- 198 -
στο ένα. Δεν ήταν στις προθέσεις μου να συμβαίνει αυτό όταν έγραψα την περγαμηνή, αλλά συνέβη. Όπως και άλλα που δυστυχώς δεν μπόρεσα να ελέγξω. Τέσσερις Μεταμάγοι έκλεψαν την περγαμηνή μου και την σκόρπισαν για να μην μπορεί κανείς να συγκεντρώσει τη συνταγή. Φοβήθηκαν το όπλο που είχα ανακαλύψει. Ίσως είχαν δίκιο, αλλά η μοίρα δεν ξεγελιέται έτσι εύκολα. »Κι εσείς ψάχνετε, όπως και άλλοι οι οποίοι έχουν ψάξει τα τελευταία εκατόν είκοσι εφτά χρόνια. Ένα κομμάτι είχε ο Καστριαίος Σάντι. Σε οράματα είδα ότι η διαδρομή του συγκεκριμένου κομματιού σχετιζόταν μ’ έναν νεκροθάφτη, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να το ξεδιαλύνω αυτό. Το άλλο κομμάτι το είχε ένας Άρχοντας των Πεδιανθρώπων, ο Σαμουήλ Καν Σαλαζάρ». Ο Αλιόσκα άνοιξε το στόμα του για να διορθώσει ότι ο Σαμουήλ ήταν Άρχοντας του βασιλείου της Αράχνης, αλλά προτίμησε να μην διακόψει. «…Του το έδωσε ο Σκιάνθρωπος, ένα δόλιο δαιμόνιο. Και εσείς φτάσατε ως εδώ για να κλέψετε το τρίτο κομμάτι. Ο τρόπος κι οι λόγοι αδιάφοροι μου είναι. Σκέφτεστε ότι μετά εύκολα θα φτάσετε στο τέταρτο κομμάτι. Μην αρνείστε την απληστία σας», είπε υψώνοντας το χέρι του σαν κατής που δικάζει, με τη φωνή του, όμως να μένει απαράλλαχτα ήρεμη. Απλά απαριθμούσε γεγονότα. «…Δεν κρύβω ότι μέχρι πριν λίγο ποθούσα το κομμάτι που κουβαλάτε. Νόμιζα ότι αν τα συγκέντρωνα θα έφερνα πίσω την Κρυβέτια. Τώρα, όμως ξεγυμνωμένος, δεν μπορώ να φυλαχτώ απ’ τη θέλησή σας. Ο βασάλτης έπαψε να με προστατεύει. Ακόμα κι έτσι θα μπορούσα να διατάξω τους υπηρέτες μου, να χιμήξουν απ’ την ομίχλη και να σας ξεσκίσουν, όμως δεν το επιθυμώ. Σφάγιασαν τους συντρόφους σας, αλλά ας είναι αυτή η τελευταία αμαρτία τους που θα με βαραίνει. Αρκετό κακό προξένησα. Πόνος ανάβλυσε απ’ τις πατημασιές μου. Φίδια βγήκαν απ’ το στόμα μου. Αλίμονο, οι συμβουλές μου έσπειραν όλεθρο.
- 199 -
»Στην αναζήτησή μου για το τέταρτο κομμάτι, εκμεταλλεύτηκα καταστάσεις και εναρμόνισα έναν ολάκερο στρατό με τις δικιές μου επιταγές, οδηγώντας τον σε χωλό θρίαμβο. Οι Πεδιάνθρωποι κατανίκησαν με προδοσίες τις προστατευτικές γητείες των αρχαίων τεκτόνων της Αδιγχάρα κι εγώ μπόρεσα την πρώτη ώρα της άλωσης να σκάψω στις κατακόμβες του καθεδρικού και να βρω το τέταρτο κομμάτι. Ήξερα τα κατατόπια, είχα ξαναπάει στην πόλη. Ήταν παλιά, ήταν για να σκαλίσω μια επιγραφή έξω απ’ την αίθουσα ενός βασιλιά. »Δεν ξεκίνησα αυτόν τον πόλεμο, όμως. Αυτό δεν μπορείτε να μου το προσάψετε. Ο πόλεμος που πλησιάζει στον εξηκοστό τέταρτο χρόνο του, είναι έργο αποκλειστικά των ανθρώπων. Εσείς τον ξεκινήσατε, τα δικά σας χέρια έχουν βουτηχτεί στο αίμα. Παραδέχομαι ότι πολλές δυνάμεις ανακατεύτηκαν, δυνάμεις αόρατες που η νόησή σας ή αδυνατεί να παραδεχτεί ή διαστρεβλώνει τη μορφή τους για να την περιγράψει με τις γνώσεις της. Οι δικές τους ιστορίες δεν σας αφορούν. »Αφού έσβησε η Κρυβέτια που παράλογα προσπάθησα να κρατήσω στη ζωή, συγκλονίστηκα, συνειδητοποίησα ότι έχασα το σημαντικότερο μέρος της ύπαρξής μου. Έμεινε μόνο κενό. Και αν δεν είναι η δύναμη της αγάπης που κινεί τα νήματα των πράξεών μας, τότε τι νόημα έχουν άραγε;» ρώτησε, καρφώνοντας το απόκοσμο βλέμμα του στον Αλιόσκα. Κατόπιν, συνέχισε: «Ίσως σκεφτήκατε ότι αναζήτησα τα κομμάτια της περγαμηνής για ν’ αποκτήσω ισχύ, δύναμη, εξουσία ή ακόμα και πιστούς. Ότι χωρίς αυτήν δεν μπορούσα να ξαναφτιάξω το καταστροφικό μου όπλο. Αλλά δεν είναι έτσι. »Ήταν δικά μου και τα ήθελα. Ήμουν το μέσο για να προχωρήσει ο χρόνος. Να αλλάξει εποχή. Σαν αντάλλαγμα ο χρόνος υποσχέθηκε ότι θα έφερνε πίσω την Κρυβέτια. Μην κρίνετε τους σκοπούς μου χωρίς να κρίνετε τους δικούς σας. Εσείς γιατί άραγε θέλετε την περγαμηνή; Για να θάψετε το μυστικό της ή να το
- 200 -
εκμεταλλευτείτε; Η ανθρώπινη ψυχή είναι ατελής Μπορεί άραγε να υπάρξει σωτηρία;» Ο ειρμός του συνεχώς εξασθένιζε. Σταδιακά ένας δυνατός άνεμος δημιουργήθηκε στο υπόγειο δωμάτιο και σφύριξε με μένος απανωτές, κοφτερές λέξεις στα αυτιά τους. Ο Αλιόσκα και η Ένια έπεσαν στα γόνατα και με τις παλάμες βούλωσαν τα αυτιά τους. Το σώμα του Παλαβού Αλχημιστή άρχισε να παρασέρνεται από τον άνεμο, όλη η ομίχλη αποχωρούσε. Μαζί χάθηκε λίγο ακόμα σκοτάδι, αποκαλύπτοντας δύο κομμάτια περγαμηνής στο στέρνο του πτώματος, καλυμμένα από χρυσά περιδέραια. Η άυλη μορφή τους κοίταξε με απόγνωση ή κούραση: «Αφήστε να περάσει μία γεμάτη μέρα προτού τις διαβάσετε, γιατί τα ύπουλα λόγια μπορεί να με καλέσουν πίσω». Και αυτά ήταν τα τελευταία απ’ όσα είπε στη γη. Ο άνεμος θέριεψε και άρχισε να παρασέρνει στο πέρασμά του όχι μόνο την ομίχλη και την άυλη εκείνη ύπαρξη, αλλά και τα χρόνια που σαν ίζημα είχαν κατακάτσει πάνω στις πέτρες. Ο Αλιόσκα αναστατωμένος πήγε ως την Κρυβέτια και πήρε τις περγαμηνές τινάζοντας από πάνω τους σμαράγδια, οπάλια και ζαφείρια σαν να ήταν κοινά πετραδάκια. Η Ένια τον έπιασε απ’ το χέρι και χωρίς να το ξανασκεφτούν έτρεξαν προς τα σκαλιά. Ανέβηκαν πετώντας μέχρι την επιφάνεια, ενώ κάθε σκαλοπάτι που άφηναν πίσω τους εξαϋλωνόταν και παρασυρόταν με μαγικό τρόπο απ’ τον άνεμο. Από τα βάθη του πύργου φωνές και κλαυθμοί τους κυνηγούσαν, δυναμώνοντας και παίρνοντας υπερφυσικές διαστάσεις στα αυτιά τους. Χρειάστηκε να βγουν στο ξέφωτο ώστε ο άνεμος κι οι φωνές να πάψουν να τους κυνηγούν. Έπεσαν αποκαμωμένοι στο χώμα, ενώ ένας δυνατός ανεμοστρόβιλος έγδυνε τον πύργο από τις αναμνήσεις του. Η ομίχλη στο ξέφωτο πλησίασε για λίγο κοντά τους, πήρε απειλητικές μορφές κι έπειτα ανήμπορη παρασύρθηκε. Ένα μπουμπουνητό σκέπασε την ατμόσφαιρα, ο ανεμοστρόβιλος υψώθηκε προς τον ουρανό και όπως ξαφνικά είχε
- 201 -
δημιουργηθεί, έτσι ξαφνικά ξεψύχησε παίρνοντας οριστικά μαζί του τον ιδιοκτήτη του κυβικού πύργου. Πίσω είχαν απομείνει πλέον μονάχα πέτρες πάνω σε πέτρες.
- 202 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 51 Απρόσμενος εχθρός
Η ΕΝΙΑ ΣΚΑΛΙΣΕ ΣΚΕΠΤΙΚΗ λίγο το χώμα με τη μύτη της μπότας της. Για κάποιο λόγο ο χρόνος είχε κυλήσει απρόβλεπτα βιαστικά όσο βρίσκονταν στα υπόγεια του κυβικού πύργου. Αν και είχαν μπει πρωί, τώρα μια ακόμα μέρα έφτανε στο τέλος της. Οι ακτίνες του ήλιου αδυνάτιζαν και σύντομα θα χάνονταν, παραχωρώντας τη θέση τους στο σκοτάδι. Ο Αλιόσκα σκέφτηκε ότι τουλάχιστον η ομίχλη είχε σχεδόν διαλυθεί και έτσι δεν θα είχαν να φοβηθούν επιθέσεις απ’ τους πελιδνούς ομιχλοβόρους. Μαζί με την ομίχλη κι άλλες προστασίες πρέπει να είχαν παρασυρθεί, γιατί όλη η βλάστηση στο ξέφωτο είχε καεί μονομιάς απ’ την παγωνιά υποκύπτοντας στη θέληση του χειμώνα. «Πρέπει να μελετήσουμε πριν πάρουμε αποφάσεις», είπε η ξωτικιά, «αλλά και να μείνουμε εδώ, δεν πρέπει. Ο χρόνος ξεγελάστηκε όσο ήμασταν στον πύργο και οι κάθε λογής διώκτες μας δεν θ’ αργήσουν να καταφτάσουν. Όταν ανακαλύψουν ότι δεν υπάρχει τίποτα πλέον εδώ, ίσως σκεφτούν ότι βρήκαμε το τρίτο κομμάτι της περγαμηνής. Ας φύγουμε, λοιπόν να κρυφτούμε βαθύτερα στο δάσος και θα φροντίσω τα ίχνη μας να σκορπίζονται με το αεράκι». Έδειξε προς μια κατεύθυνση και σαν για να συμφωνήσει με τα λεγόμενά της, ένα διστακτικό φύσημα ήρθε ως το μέρος τους και άρχισε να παίζει με τα σταχένια μαλλιά της και τα σμάρια από κλωστές, που κρέμονταν απ’ τα μανίκια της. Ο Αλιόσκα σήκωσε το γυλιό του και με φαρδιές δρασκελιές εγκατέλειψαν το ξέφωτο για να περάσουν σ’ ένα πυκνό κομμάτι του δάσους και αδιόρατα βλοσυρό. Προχωρούσαν για ώρα και σε κάθε δέντρο που προσπέρναγαν, η Ένια άγγιζε απαλά με τα δάχτυλά της τον κορμό του. Ο Αλιόσκα στην αρχή νόμιζε ότι ήταν μια τυχαία κίνηση, αλλά δεν άργησε να παρατηρήσει ότι η φίλη του φρόντιζε να μην χάσει κανέναν κορμό και μάλιστα κάθε φορά που τους άγγιζε, ψέλλιζε και μια διαφορετική λέξη
- 203 -
στην ξωτικόγλωσσα: «Λεφ, Άλεφ, κάλεφ, αχιάρ, αριχάν, αριχάν λεφ, αριχάν άλεφ…» Ο Αλιόσκα αφού συλλογίστηκε για λίγο, ρώτησε γεμάτος περιέργεια: «Τι σημαίνει αριχάν άλεφ; Γιατί αγγίζεις όλους τους κορμούς που αφήνουμε πίσω;» Η ξωτικιά συνέχισε να περπατάει χωρίς ν’ απαντήσει και ο Αλιόσκα ξαναμίλησε νομίζοντας ότι είχε βρει την απάντηση: «Δίνεις ονόματα σε κάθε κορμό ξεχωριστά, ανάλογα με το τι αισθάνεσαι γι’ αυτόν, αγγίζοντας την αύρα του; Βρίσκεις την ανάλογη λέξη στη γλώσσα σου, ώστε αν χρειαστεί να επιστρέψουμε πίσω να ρωτήσεις τα δέντρα με το όνομά τους και να μας βοηθήσουν να μη χαθούμε;» Η Ένια σταμάτησε στη θέση της και στράφηκε προς τον Αλιόσκα, που είχε επίσης σταματήσει. Έκανε δύο βήματα και τον έπιασε απ’ τους ώμους. Εκείνη τη στιγμή είχαν ακριβώς το ίδιο ύψος. Τα μάτια της έλαμπαν. Μια σιωπή γεννήθηκε για λίγο ανάμεσά τους. Μετά είπε απαλά: «Αλιόσκα. Ήταν πολύ όμορφο αυτό που σκέφτηκες». Τον κοίταζε κατευθείαν στα μάτια χωρίς να κλείνει τα βλέφαρά της: «Το αριχάν άλεφ είναι το εκατόν ενενήντα δύο. Απλά μέτραγα τους κορμούς για να ξέρω περίπου σε τι απόσταση βρισκόμαστε από τον κυβικό πύργο. Όταν θα έχουμε βάλει ανάμεσά μας τουλάχιστον τέσσερις εκατοντάδες δέντρα το ένα πίσω απ’ το άλλο, θ’ αναζητήσουμε ασφαλές καταφύγιο για τη νύχτα. Καλύτερα όχι, νωρίτερα». Ο Αλιόσκα αισθάνθηκε αρκετά ανόητος, αλλά η Ένια συνέχισε, γλυκαίνοντας κι άλλο τη φωνή της: «Μα αυτό που είπες ήταν τόσο όμορφο που αξίζει να γραφτεί σ’ ένα παραμύθι. Ίσως μια μέρα να το προσθέσεις στην ιστορία σου, στο κεφάλαιο που με συναντάς». Ο νεαρός ανιχνευτής ξαφνιάστηκε και έπαψε απότομα να σκέφτεται τι να κάνει τα χέρια του που κρέμονταν σα σανίδες στα πλευρά του. Άθελά του, πήρε την έκφραση του ενόχου που προσποιείται τον αθώο και είπε: «Και πού ξες ότι έχω φτάσει κιόλας σ’ αυτό το κεφάλαιο; Δηλαδή, θέλω να πω, πώς ξέρεις ότι είσαι και εσύ
- 204 -
στην ιστορία μου; Εννοώ σε αυτή που γράφω. Εγώ, πραγματικά όχι, δεν έχω γράψει αλήθεια…», πνίγηκε η τελευταία ασυναρτησία στο λαιμό του. Ο Αλιόσκα θα αισθανόταν το ίδιο ντροπιασμένος αν κάποιος διάβαζε τις ιστορίες του και αν κάποιος τον έβλεπε γυμνό. Κοκκίνισε ως τις ρίζες των μαλλιών του και κοίταξε τις μύτες απ’ τις μπότες του, λες και έφταιγαν αυτές για την αμηχανία του. Η Ένια έσφιξε τα δάχτυλα της στους ώμους του κι έπειτα του ανασήκωσε το πηγούνι για να συνεχίσει να τον βλέπει στα μάτια: «Μην ανησυχείς και μην στεναχωριέσαι καλέ μου. Δεν έχω κρυφοκοιτάξει την ιστορία σου, αν και θα ήθελα πολύ να τη διαβάσω κάποια φορά. Ή ακόμα καλύτερα να σε ακούσω να τη διαβάζεις, γιατί τα γράμματα των ανθρώπων του βασιλείου, δεν τα ξεχωρίζω καλά. Απλά το φαντάστηκα, πως θα είμαι κάπου και εγώ στις σελίδες σου. Και να ‘σαι σίγουρος ότι θα κοκκίνιζαν κι εμένα τα μάγουλά μου, αν κάποιος με περιλάμβανε σ’ ένα επικό παραμύθι». Ο Αλιόσκα δυσκολευόταν να συναντήσει το βλέμμα της. Οι σπείρες στο λαιμό της και οι γραμμές που ξεκινούσαν γύρω απ’ τα μάτια και τύλιγαν το πρόσωπό της, τον ζάλιζαν. Τελικά είπε χαμηλόφωνα, μόνο: «Μα εγώ είμαι ασήμαντος. Το ίδιο και τα παραμύθια μου». Η Ένια χαμογέλασε στα χείλη και στα μάτια: «Κι όμως δεν είσαι. Όχι για εμένα. Όχι για το βασίλειο. Και ποιος ξέρει τι θα γίνεις μια μέρα;» Ο Αλιόσκα ανταπέδωσε το χαμόγελο κι ετοιμάστηκε να απαντήσει, όταν άξαφνα μια ξένη, βραχνή κι απόκοσμη φωνή, ακούστηκε από μακριά πίσω τους λέγοντας δυνατά: «Υπηρέτης μου. Αυτό θα γίνει ο Αλιόσκα». Τρομαγμένοι γύρισαν, για να δουν θάμνους να παραμερίζουν και να ξεπροβάλλει από μέσα τους ένας άνδρας. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, η γερτή κορμοστασιά του κάθε άλλο παρά επίφοβη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και, πριν ξεκινήσει ένα τρικούβερτος καβγάς, λίγοι θα τον υπολόγιζαν σοβαρά. Επιπλέον δεν συνήθιζε να κρατάει σπαθί ή τόξο στις περιπλανήσεις του στο δάσος.
- 205 -
Μολαταύτα, ήξερε να προφέρει τα κατάλληλα λόγια ανάλογα με την περίσταση και είχε μαζί του εκείνο το γάντι με τα σουβλερά δόντια. Κανείς δεν γνωρίζει ποιος το είχε φτιάξει, αλλά με κάποιον τρόπο είχε καταλήξει πριν χρόνια στην κατοχή του. Ήταν ένα σιδερένιο γάντι σαν αυτά που φορούσαν οι ιππότες για να προστατεύουν τα δάχτυλά τους, μόνο που ήταν ντυμένο με παχιά γούνα και στην παλάμη είχε μπηγμένα καμιά τριανταριά ακονισμένα δόντια λυκαρχηγού, που το καθένα ξεπερνούσε σε μήκος και πάχος το δείκτη ενός ανθρώπου. Με ταχύτητα που δεν ταίριαζε στην ηλικία του και αθόρυβα σα γάτα, έφτασε απέναντί τους και χαμογέλασε χαιρέκακα. «Να λοιπόν, βρισκόμαστε και πάλι», είπε με την ίδια φωνή. Γιατί για την Ένια και τον Αλιόσκα δεν ήταν ούτε η πρώτη φορά που αντίκριζαν το γάντι, ούτε η πρώτη φορά που άκουγαν τη φωνή. *** Μερικές φορές ο χρόνος περνάει και μερικές όχι. Αυτό σκεφτόταν εκείνη τη μέρα ο Γκασπάρ και τρωγόταν με τα ρούχα του προκειμένου να διασκεδάσει τη συνηθισμένη ανία του. Στην αρχή της ημέρας σφήνωσε πέτρες σε φωλιές από αλεπούδες και έριξε βότσαλα σε μία μικρή λιμνούλα για να τρομάξει τα βατράχια που είχαν βγει στην επιφάνεια να λιαστούν. Το μεσημέρι κυνήγησε με τη σφεντόνα του σκίουρους που ροκάνιζαν βελανίδια και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί και το απόγευμα ρούφηξε καμιά εκατοστή αυγά σπουργιτιών. Όταν, όμως έφτασε το βράδυ η όρεξή του για διασκέδαση είχε χαθεί, είχε εξατμιστεί όπως η πρωινή δροσιά μπροστά στις ακτίνες του ήλιου. Μέσα του άρχισε πάλι να φωλιάζουν οι σκοτεινές σκέψεις, αυτές με τις οποίες τον είχε προικίσει το πεπρωμένο, αυτές που δεν τον άφηναν τις άφεγγες νύχτες να κοιμηθεί. Αν μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στο καλό και στο κακό κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει την απόφασή του, αλλά έτσι όπως τα είχε φέρει η μοίρα, σε αυτόν είχε ανατεθεί να κρατά την ισορροπία από την πλευρά την πιο διαβολική
- 206 -
των πραγμάτων. Για κάθε τι όμορφο γύρω του έπρεπε να κάνει μια ασχήμια και για κάθε ευγενικό λόγο έπρεπε να ξεστομίσει μία βρισιά. Έτριξε τα δόντια του, έμπηξε τα νύχια του στις παλάμες και έξυσε με μανία το κεφάλι του. Τι υπήρχε σ’ εκείνη την περιοχή; Τι θα μπορούσε να κορέσει τη δίψα του; Τελικά η ιδέα έλαμψε μέσα του, όπως αστράφτει ο κεραυνός το πιο σκοτεινό απόγευμα. Το αισθανόταν από μέρες ότι ο ανθρωπάκος πλησίαζε, αλλά με τόσο καιρό που είχε μεσολαβήσει από την προηγούμενη συνάντησή τους, είχε σχεδόν λησμονήσει τ’ αστόχαστα λόγια του. Τότε, αφού τον είχε γλυτώσει από το Λάζαρο και τη Ζόνια, ο ανθρωπάκος είχε πει επί λέξει: «Εγώ σας χρωστάω τη ζωή μου». Είχε έρθει η ώρα να ξεπληρώσει το χρέος του. *** Η Ένια κι ο Αλιόσκα χρειάστηκαν να κρατήσουν την ανάσα τους μόνο για μια στιγμή, προτού αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του άνδρα τον Γκασπάρ. Ίδιος κι απαράλλαχτος όπως όταν τους είχε βοηθήσει απρόσμενα πριν λίγο καιρό στο Πέρασμα της Πευκοβελόνας, ίδιος κι απαράλλαχτος εδώ και πολλά χρόνια. Η πρόταση που βγήκε απ’ το στόμα του μεσήλικα άνδρα, σε συνδυασμό με το ξαφνικό της εμφάνισής του εκεί που δεν το περίμενε κανένας, έκαναν τον Αλιόσκα να πισωπατήσει έντρομος και ν’ ακουμπήσει στον κορμός ενός γερασμένου δέντρου. Ο Γκασπάρ κρατούσε στο χέρι του το ίδιο επίφοβο γάντι με το οποίο είχε διώξει τους νυχτερινούς επισκέπτες και τα μάτια του γυάλιζαν από κακία. Η Ένια χωρίς να χάσει καιρό και δίχως πολύ σκέψη, τράβηξε ένα μαχαίρι απ’ τη ζώνη της και το εκσφενδόνισε ενάντια στον Γκασπάρ, πετώντας μαζί του και μια ξωτικολέξη για να το οδηγήσει στο στόχο του. Το μαχαίρι έσκισε σα βέλος τον παγωμένο αέρα και καρφώθηκε με ορμή στο μηρό του Γκασπάρ, ο οποίος, όμως δεν
- 207 -
φάνηκε να πτοείται. Συνέχισε να περπατάει με τον ίδιο ρυθμό προς το μέρος τους και είπε: «Και όταν σου τελειώσουν τα μαχαίρια βρωμερό στοιχειό, τι σκοπεύεις να κάνεις;» Η Ένια, έμεινε στη θέση της, σε μία νοητή γραμμή ανάμεσα στον εισβολέα και τον Αλιόσκα. Τράβηξε ακόμα ένα μαχαίρι και το πέταξε προς τον Γκασπάρ, επαναλαμβάνοντας εντονότερα την ίδια λέξη. Αυτή τη φορά το μαχαίρι στροβιλίστηκε μερικές φορές και σαν να μάζεψε δύναμη απ’ τον αέρα, καρφώθηκε ακριβώς στο κέντρο του στέρνου του Γκασπάρ με τόση ορμή που στιγμιαία ανέκοψε την ορμή του. Αυτός, όμως χωρίς να δίνει σημασία στη λαβή του μαχαιριού που φύτρωνε απ’ το στήθος του, συνέχισε και επιτάχυνε προς την ξωτικιά. Παρά το γερασμένο σκαρί του, όταν έφτασε κοντά της έκανε ένα άλμα στον αέρα και ετοιμάστηκε να της κατεβάσει το γάντι στο κεφάλι, αλλά εκείνη γονάτισε και βούτηξε στο πλάι την τελευταία στιγμή, αποφεύγοντας το χτύπημα για ελάχιστες πιθαμές. Και οι δυο τους κατέληξαν μπρούμυτα στο χιόνι και ταυτόχρονα στυλώθηκαν σβέλτα στα πόδια τους. Μόνο που πλέον οι θέσεις τους είχαν αλλάξει και ο Γκασπάρ βρισκόταν τώρα ανάμεσα στον Αλιόσκα και την Ένια. Η Ένια ξεθηκάρωσε το κυρτό σπαθί της, όμως δεν ακούστηκε ο ήχος του συρσίματος του μετάλλου πάνω στο μέταλλο και η λεπίδα, φάνηκε ξαφνικά να θαμπώνει. Ο Γκασπάρ είχε υψώσει το ελεύθερο χέρι του προς το μέρος της και μ’ ένα μειδίαμα στο πρόσωπό του, ξετύλιγε ένα κουβάρι από λέξεις: «Χρόνε πάγωσε τις σπείρες και ξεσπείρωσέ τες, τύλιξέ τες στο λαιμό και ξαναπλήρωσέ τες». Η κίνηση της Ένια διακόπηκε απότομα στη μέση, τα βλέφαρά της σταμάτησαν να ανοιγοκλείνουν και το σπαθί της έμεινε μετέωρο πάνω απ’ το κεφάλι της. Κάποια δύναμη είχε υπακούσει στα λόγια του Γκασπάρ και είχε αποφασίσει να φυλακίσει την ξωτικιά στο χρόνο παγώνοντάς την ακαριαία. Τη θέση της Ένια είχε πάρει ένα άγαλμα με τη μορφή της, τόσο ζωντανό που νόμιζες ότι θα σου μιλήσει, αλλά που παρέμενε άγαλμα.
- 208 -
Ο Γκασπάρ φάρδυνε κι άλλο το χαμόγελό του και κούνησε αυτάρεσκα το κεφάλι του. Εκείνα τα λόγια τα είχε αγοράσει πανάκριβα από έναν κουρελή μάγο στο λιμάνι του Τόσαρ Εν Ατάρ και μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει μόνο μια φορά, αλλά τελικά άξιζαν τα λεφτά τους. Έσφιξε τα δάχτυλα στο εσωτερικό του γαντιού του και στράφηκε προς τον Αλιόσκα, από τον οποίο δεν περίμενε κανενός είδους αντίσταση. Η εικόνα που αντίκρισε, όμως του προκάλεσε μια φευγαλέα δυσφορία. Ο νεαρός ανιχνευτής, παρακάλεσε τον όσιο προστάτη των αγχέμαχων να τον ευλογήσει και τράβηξε απότομα το εγχειρίδιο με τα αρχικά ΖΚ. Κράτησε τη λεπίδα ψηλά στα δεξιά του και δοκίμασε ένα από τα λίγα κόλπα που είχε μάθει απ’ τους έμπειρους ξιφομάχους στους στρατώνες του Μεριάν. Στριφογύρισε μ’ επιδεξιότητα τη λαβή στο καρπό του και η λεπίδα διέγραψε έναν κύκλο στον αέρα, πριν η κόψη της στραφεί προς τον Γκασπάρ. Οπωσδήποτε δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά μάλλον ήταν κάπως καλύτερο απ’ το να βγάλει μια πολεμική κραυγή. Άνοιξε τα πόδια του, κάλυψε τα αριστερά του με τη μικρή, ξύλινη ασπίδα του ερημίτη και αποφάσισε αντί να προσπαθήσει να αποφύγει το χτύπημα, να το σταματήσει με πίστη και μ’ όλη του τη δύναμη. Ο Γκασπάρ ψευτοχαμογέλασε αφήνοντας να φανούν ένα δύο χρυσά δόντια, που αντιγύρισαν τη λάμψη απ’ τη λεπίδα του Αλιόσκα. Στο μυαλό του, η ικανότητα του ανιχνευτή ζύγισε, όσο θα ζύγιζαν τα δόντια μιας νυφίτσας. Παρ’ ότι η κόψη του εγχειριδίου είχε μάκρος σχεδόν δύο πιθαμές, δεν την πολυφοβόταν. Ο Αλιόσκα έσφιξε τα δόντια του για να δείχνει πιο άγριος, αλλά και για να ξεχάσει τον πόνο της πληγής του, που είχε ξανανοίξει και ανάβλυζε μαυροκόκκινο αίμα, μπαγιάτικο και φρέσκο. Ο Γκασπάρ γρύλλισε σαν αγρίμι που ετοιμάζεται να χυμήξει, μήπως ο αντίπαλός του φοβηθεί και αποφευχθεί η μάχη. Ο Αλιόσκα τον αντίκρισε χωρίς να ξεγελαστεί ή να τρομάξει. Αν αυτό ήταν το τέλος του ταξιδιού του, θα έπρεπε να τραγουδηθεί με επικές νότες κι ας μην υπήρχε κανείς για να
- 209 -
το ακούσει. Ακόμα και τον ίδιο το Διάβολο να είχε απέναντί του, δεν θα άφηνε την Ένια ανυπεράσπιστη στις ορέξεις του. Ο Γκασπάρ απελευθέρωσε απ’ το λαρύγγι του ένα ακόμα άναρθρο βογκητό, μακριά απ’ οτιδήποτε ανθρώπινο, ελπίζοντας ότι έστω και την τελευταία στιγμή ο μικρόσωμος άνθρωπος θα έχανε το κουράγιο του και θα υποτασσόταν. Ένα κουφάρι δεν θα του ήταν χρήσιμο για καμιά δουλειά. Τελικά, αφού δεν διάβασε στην έκφραση του Αλιόσκα διάθεση να κάνει πίσω, πήρε την απόφασή του και παίρνοντας φόρα, όρμηξε με το ίδιο άλμα που είχε χρησιμοποιήσει και ενάντια στην Ένια. Ο Αλιόσκα αντλώντας θάρρος και δύναμη απ’ την απελπισία του, ύψωσε την ασπίδα και κατέβασε με δύναμη το εγχειρίδιο για να συναντήσει το φοβερό γάντι που κατευθυνόταν προς το πρόσωπό του. Ο Γκασπάρ έπεσε με όλο του το βάρος πάνω στην ασπίδα χωρίς να καταφέρει να ρίξει κάτω τον Αλιόσκα. Σπίθες τινάχθηκαν απ’ το γάντι του και η κλαγγή που ακούστηκε ήταν τόσο διαπεραστική, που έκανε όσα πουλιά κούρνιαζαν εκεί κοντά, να φτερουγίσουν τρομαγμένα μακριά. Ο Αλιόσκα είχε βάλει αντίσταση την πλάτη του τον κορμό του δέντρου για να μην τιναχτεί πίσω και ο Γκασπάρ ένιωσε το τράνταγμα να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Κανείς απ’ τους δυο δεν οπισθοχώρησε ούτε πιθαμή. Το πρόσωπό του Γκασπάρ σχεδόν ακουμπούσε στο πρόσωπο του Αλιόσκα, οι ανάσες τους πάλευαν και τα σώματά τους χωρίζονταν μόνο από λίγες ασθενικές ηλιαχτίδες. Το σιδερένιο γάντι του Γκασπάρ είχε μαγκώσει τη λεπίδα του εγχειριδίου και το χέρι του την έσφιγγε με μίσος και μανία. Ο Αλιόσκα εγκλωβισμένος, μάταια προσπάθησε να ξεφύγει απ’ τη σιδερένια μέγγενη. Όση δύναμη κι αν έβαζε με την ασπίδα του για ν’ αποτινάξει το σώμα του Γκασπάρ, εκείνος έβαζε παραπάνω, πιέζοντάς τον όλο και περισσότερο πάνω στον κορμό. Οι λαβές των καρφωμένων μαχαιριών της Ένια, άγγιζαν το στήθος του Αλιόσκα, αλλά ο Γκασπάρ δεν έδινε σημασία. Αυτό που
- 210 -
υπήρχε μέσα του, η σατανική δύναμη που έδινε ενέργεια στις πράξεις του, ήταν ασύγκριτα σθεναρότερο απ’ οτιδήποτε. Μούγκρισε του και ούρλιαξε: «Θα γίνεις υπηρέτης μου είτε νεκρός είτε ζωντανός! Έχεις δώσει όρκο! Δεν μπορείς να τον παραβείς! Κανείς δεν μπορεί να παραβεί τον όρκο του χωρίς συνέπειες!» Ο Αλιόσκα τρομοκρατημένος απ’ την απόκοσμη εκείνη φωνή και νιώθοντας το βάρος ενός όρκου που δεν είχε εντυπωθεί ξεκάθαρα στη μνήμη του, κατάλαβε ότι τα γόνατά του άρχισαν να λυγίζουν. Πλέον αδυνατούσε να καταλάβει αν η καρδιά του βροντοκοπούσε στο στήθος ή αν απλά είχε σταματήσει να χτυπάει. Τότε ο Γκασπάρ έσφιξε ακόμα περισσότερο το γάντι. Σαν να ήταν καμωμένη από γυαλί, η ατσάλινη λάμα πρώτα γέμισε με ραγίσματα και κατόπιν κατακερματίστηκε, εκτοξεύοντας θραύσματα προς όλες τις κατευθύνσεις, καρφώνοντας και τους δύο. Ο Γκασπάρ κραύγασε αφιονισμένος κι ο Αλιόσκα ούρλιαξε από πόνο και αγωνία καθώς το μέταλλο κέντησε την αριστερή πλευρά του λαιμού και του προσώπου του. Έσκυψε από ένστικτο, διπλώνοντας από τον οξύ πόνο, νιώθοντας ότι έχασε τη μάχη. Έτσι, η τελευταία επίθεση του Γκασπάρ δεν βρήκε το στόχο της. Το σιδερένιο γάντι κατέβηκε για τελευταία φορά, αλλά πέρασε σύριζα πάνω απ’ τα μαλλιά του νεαρού ανιχνευτή και δάγκωσε με βία τον κορμό του δέντρου. Το δέντρο τραντάχτηκε και τους έλουσε με μια βροχή από χιόνι, που κρέμονταν στα κλαδιά του. Ο Αλιόσκα με μια κίνηση απελπισίας έπεσε με όλο του το βάρος στο μαχαίρι που ήταν καρφωμένο στο μηρό του Γκασπάρ. Το μαχαίρι μετακινήθηκε σαν μοχλός και ο Γκασπάρ με μια κραυγή πόνου γονάτισε στη γη. Για τα αυτιά του Αλιόσκα, ο ήχος που έκαναν οι σάρκες καθώς σχίζονταν ήταν απαίσιος και συνάμα λυτρωτικός. Ο Αλιόσκα σύρθηκε μερικά πόδια από τον κορμό με τα μέλη του σχεδόν παραλυμένα. Ο Γκασπάρ προσπάθησε ξέπνοος να ξεκολλήσει το γάντι απ’ τον κορμό, αλλά τα δόντια είχαν ρουφήξει αχόρταγα την ενέργειά του και υπάκουαν πλέον στη δική τους
- 211 -
βούληση. Δάγκωναν όλο και πιο βαθιά, αρνούμενα να αφήσουν το ξύλο. Ο γέρος τράβηξε το γάντι μια τελευταία φορά χωρίς αποτέλεσμα. Εξαντλώντας κάθε προσπάθεια κατέληξε να κρέμεται απ’ το γάντι, που δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ τον κορμό. Είχε εγκλωβιστεί στη δική του παγίδα. Απηυδισμένος γύρισε προς τον Αλιόσκα και είπε με γλυκερή φωνή: «Αλιόσκα μου. Συγχώρεσέ με. Σε παρακαλώ βοήθησέ με. Δεν εννοούσα να σου κάνω κακό. Όλοι οι υπηρέτες μου, δεν είχαν ποτέ παράπονο από τον αφέντη τους. Σε παρακαλώ. Μην ξεχνάς πόσο σε βοήθησα με τους Νυχτερινούς Ταξιδιώτες. Μου έχεις ορκιστεί τη ζωή σου». Ο Αλιόσκα σηκώθηκε με κόπο. Τρεκλίζοντας έψαξε γύρω του για ένα όπλο. Ίσως αν έβρισκε ένα βαρύ ξύλο να μπορούσε να τον κάνει να σωπάσει για πάντα. Η Ένια ήταν ακόμα παγωμένη απ’ το ξόρκι και δεν μπορούσε να βοηθήσει. Η πληγή στο στήθος του έτρεχε πλέον ποτάμι και τον έκανε να θυμηθεί. Έβγαλε απ’ το σάκο του το στιλέτο της Νάιλο και το χούφτιασε, αποφασισμένος να βάλει ένα τέλος σε αυτή την παράνοια. Απέναντί του, αβοήθητος στη ρίζα του κορμού ήταν ένας γεράκος με παρακλητικό βλέμμα. Δεν είχε σκοτώσει κανέναν στη διαδρομή του, αλλά στον Γκασπάρ έβλεπε να προσωποποιούνται όλα τα κακά που είχε συναντήσει. Τελ, Πεδιάνθρωποι, ο δαίμονας όταν πρωτοσυνάντησε την Ένια, προδότες, ο Ροτ, η Νάιλο. Προσπάθησε να θυμηθεί αν τα βέλη του στην έξοδο απ’ την Αδιγχάρα είχαν βρει στόχο ή αν κάποια απ’ τις σπαθιές του είχε αφαιρέσει τη ζωή εχθρού. Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Έσφιξε το στιλέτο μέχρι να ασπρίσουν τα δάχτυλά του. Το αίμα έσταζε μέσα απ’ το ρούχο του, κυλούσε και λέρωνε τις παλάμες των χεριών του, έφτανε μέχρι το στιλέτο. Ο Αλιόσκα κοίταξε πάλι το γεράκο. Είχε διπλωθεί στο χώμα και σερνόταν σα σκουλήκι γύρω απ’ τον εαυτό του. Ο ανιχνευτής έκανε ένα βήμα μπροστά. Ο Γκασπάρ μαζεύτηκε ακόμα περισσότερο στη ρίζα του δέντρου. Ο
- 212 -
Αλιόσκα έκανε ακόμα ένα βήμα. Είχε φτάσει πάνω του. Κόκκινες στάλες, ανακατεμένες με ιδρώτα κυλούσαν στα πόδια του Γκασπάρ. Συνειδητοποίησε ότι πολλά θα άλλαζαν στον κόσμο αν σκότωνε τον ανήμπορο Γκασπάρ. Πολλά θα άλλαζαν και στη ζωή του. Και μια χορδή μέσα του κόπηκε. Πισωπάτησε μερικά βήματα, άφησε το στιλέτο να φύγει απ’ το χέρι του και έπεσε εξουθενωμένος στο χώμα. Δεν άξιζε. Ξαφνικά ο κορμός του δέντρου όπου ήταν καρφωμένο το γάντι, τραντάχτηκε, τα κλαδιά σείστηκαν και οι ρίζες ανασηκώθηκαν. Αρχικά απ’ την ησυχία ξεπήδησε ένας αδιόρατος βόμβος, που δυναμώνοντας μετατράπηκε σε μουρμουρητό κι έπειτα σε θλιμμένο, μυστηριακό τραγούδι. Μέσα απ’ το ξύλο πήγασαν τρεις γυναικείες, λευκές, αυτόφωτες μορφές, άυλες κι αέρινες, σαγηνευτικές και τρομακτικές. Αιωρήθηκαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους, έχοντας για φόντο μία πεδιάδα γκρίζου ουρανού, ενώ τα ακροδάχτυλά τους παρασέρνονταν στον αέρα, σαν καπνός που διαλύεται. Παρ’ ότι τα βλέφαρά τους ήταν σφαλιστά, ο Αλιόσκα ένιωθε το βλέμμα τους να τρυπάει την ψυχή του. Ο νεαρός ανιχνευτής από το Μεριάν άρχισε να τρέμει. Κατάλαβε ότι το ταξίδι του έφτανε στο τέλος. Σηκώθηκε στα γόνατα, έκλεισε τα μάτια και ένωσε τα χέρια του στο στήθος σαν να προσευχόταν ή σαν να ανέμενε το τελειωτικό χτύπημα του δήμιου. Ο Γκασπάρ αντίθετα, στην αρχή έβγαλε διάφορα ακατανόητα μουγκρητά κι έπειτα η φωνή του πνίγηκε μες στο στόμα του, απ’ όπου ξεπήδησαν κοχλασμένοι αφροί. Οι κόρες των ματιών του γύρισαν ανάποδα και τα άκρα του άρχισαν να σπαράσσονται. Το τραγούδι που συνόδευε τις γυναικείες μορφές συνεχίστηκε για λίγο και έπειτα έπαψε, σαν μην είχε υπάρξει ποτέ. Απότομα οι άκρες των χεριών τους μάκρυναν και πήραν το σχήμα λευκών λεπίδων. Την επόμενη στιγμή έσκισαν τον αέρα και έπεσαν ταυτόχρονα στο σώμα του Γκασπάρ. Το διαπέρασαν αθόρυβα και πιτσίλισαν με μελανό αίμα τη σκηνή. Καθώς μία απ’ τις λεπίδες διαχώρισε το πακτωμένο χέρι απ’ το σώμα, ο Γκασπάρ λυμένος από τα αόρατα νήματα που τον κινούσαν, σωριάστηκε στο μελανέρυθρο χιόνι
- 213 -
και δεν ξανασηκώθηκε. Το γάντι, μ’ ένα μέρος του χεριού του, είχε μείνει γαντζωμένο στο δέντρο και ίσως να έμενε εκεί ως το τέλος του κόσμου ή ώσπου να το σηκώσει ο επόμενος ιδιοκτήτης του. Οι γυναικείες μορφές, έχασαν το ενδιαφέρον τους για τον Γκασπάρ και στράφηκαν προς τον Αλιόσκα, ενώ το θλιμμένο τραγούδι που τις αγκάλιαζε σαν αύρα, ξανακούστηκε. Η ένταση του μειωνόταν κι αυξανόταν χωρίς να χάνει τη διαπεραστική του χροιά, ώσπου λίγο μετά και πάλι σταμάτησε. Ο Αλιόσκα έσκυψε θλιμμένος, γιατί δεν είχε προλάβει να κάνει όσο καλό ήθελε στη ζωή του. Γιατί δεν είχε προλάβει να δει την πατρίδα του και πάλι ειρηνεμένη. Γιατί δεν είχε προστατέψει την Ένια, που τόσο αγαπούσε. Τότε άκουσε μία απαλή, βελούδινη φωνή να ηχεί στο μυαλό του. Τα παράξενα λόγια τα συγκράτησε για πολύ καιρό στη μνήμη του μέχρι να κατανοήσει ολότελα. Χωρίς να το ξέρει ήταν βέβαιος ότι ήταν η φωνή των τριών μορφών και όχι μια παραίσθηση ή η φαντασία του. Όσα προφητικά άκουσε τον έθλιψαν και τον αγαλλίασαν εξίσου. Το κλάμα του ήρθε ως λύτρωση. Και όταν η τριαδική εκείνη φωνή έπαψε, εκτυφλωτικό φως πλημμύρισε τα κλειστά μάτια του και ήχος χύθηκε στα αυτιά του σαν από χωνί. Η τελευταία λογική σκέψη του ήταν ότι πέθαινε. Μετά ανοίχθηκε μπροστά του το Ονελτ.
- 214 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 52 Συγκέντρωση στη ρίζα ενός γέρικου μοναστηριού
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ του Τάγματος του Αγίου Λαζάρου στα Νότια της ανατολικής Ντραγκούτ, υπάρχουνε κελάρια, κάτω απ’ τα κελάρια υπάρχουνε υπόγεια και κάτω απ’ τα υπόγεια μπουντρούμια. Και κάτω από όλα αυτά βρίσκονται αχανείς σπηλιές, που σε εκείνο το μέρος τις ονομάζουνε ορυχεία. Δεν σκάβουν εκεί για μάλαμα, μήτε για διαμάντια, τουρμαλίνες, όνυχες ή ζαφείρια. Οι οψιδιανοί απουσιάζουν από τα μέρη εκείνα και ο αζουρίτης είναι ολότελα άγνωστος. Σκάβουν για κάτι που κανένας ποιητής δεν έχει σκεφτεί να χρησιμοποιήσει στους στίχους του και που κανένας βασιλιάς δεν φυλάει στο θησαυροφυλάκιό του. Αλλά είναι ακριβό αυτό που ψάχνουν και σύντομα μέλλει να αποδειχθεί ακριβότερο από πολλούς πολύτιμους λίθους. Γιατί αυτό είναι γραμμένο στα κομμάτια μιας περγαμηνής και είναι συστατικό μιας συνταγής αλχημιστικής. Μέρα και νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, σκλάβοι υπό το αυστηρό βλέμμα του Αγίου προστάτη των λεπρών και των σιδερόφρακτων ιπποτών του, σκάβουν στις στοές, τρώνε στις στοές και κοιμούνται στις στοές. Γι’ αυτούς τα ορυχεία είναι μια επί γης κόλαση. Είναι άτυχοι άνθρωποι, ξωτικά, τελώνια, νάνοι και καλικάντζαροι, που αγοράστηκαν από το Τάγμα προκειμένου να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους αιχμάλωτοι στις εξουθενωτικές ανασκαφές. Δεν έχει σημασία αν είναι κάτοικοι χωριών που εξανδραποδίστηκαν απ’ τους Πεδιανθρώπους ή κατάδικοι απ’ την Καναά, των οποίων η μοίρα πέρασε στα χέρια του δικαστή. Οι ιππότες πλήρωσαν με βαρύ χρυσάφι, τους αγόρασαν, τους έδεσαν τα μάτια και μετά τους πέταξαν σ’ έναν σκοτεινό διάδρομο στα βάθη της γης, απ’ τον οποίο αν επιχειρούσαν να αποδράσουν ή θα χάνονταν ή θα έβρισκαν αργό θάνατο από έμπειρους βασανιστές.
- 215 -
Υπάρχει ένα επικό τραγούδι που αφηγείται τα ανδραγαθήματα του Αγίου Λαζάρου, αλλά απ’ το να το διαβάσετε είναι καλύτερα να το ακούσετε απ’ τα χείλη ενός βάρδου κι έτσι εγώ θ’ αναφέρω μόνο λίγες αράδες του. Περίπου τον 6ο αιώνα κ.β. ο Λάζαρος ήταν ένας λαϊκός ήρωας του Δρακοδοντιού, με τιμές πολλές και θησαυρούς ακριβούς. Ξαφνικά μία μέρα αποσύρθηκε απ’ τα εγκόσμια για ν’ ακολουθήσει τις φωνές που άκουγε στο κεφάλι του. Περπάτησε για εξήντα τέσσερις μέρες και εξήντα τέσσερις νύχτες σ’ ένα στενό, φιδογυριστό μονοπάτι και έφτασε σε μία απόκρημνη τοποθεσία. Εκεί ανακάλυψε τα ορυχεία και έχτισε με τα χέρια του ένα μοναστήρι, που έμελλε να γίνει το ισχυρότερο στη Ντραγκούτ. Την εποχή εκείνη γνώριζε έξαρση μια μαύρη αρρώστια, ένας καταραμένος λοιμός που πρόσβαλε και κατέστρεφε το δέρμα. Παράλληλα με τις άμυνες και το στρατό που οργάνωσε, ο Λάζαρος έχτισε ένα λεπροκομείο στο οποίο βρήκαν καταφύγιο σχεδόν όλοι οι απελπισμένοι άρρωστοι τους βασιλείου. Τότε ο Λάζαρος σύναψε μια συμφωνία με τους Άρχοντες των οχτώ πόλεων. Αν κατάφερνε να εξαλείψει τη λέπρα, τότε το μοναστήρι του όχι μόνο θα ήταν ανεξάρτητο απ’ τους νόμους της αράχνης και δεν θα κατέβαλε ποτέ φορολογία, αλλά θα αποκτούσε το αξιοζήλευτο προνόμιο της αποκλειστικής δικαιοδοσίας τέλεσης θρησκευτικών μυστηρίων σ’ όλη την επαρχία. Οι Άρχοντες μπροστά στον κίνδυνο της σατανικής πανδημίας συμφώνησαν, εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στο Λάζαρο. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συνέβη. Σύμφωνα με τις γραφές του μοναστηριού, ο Λάζαρος άνοιξε το στόμα του και παρακάλεσε τις φωνές στο κεφάλι του να μεσολαβήσουν στο Θεό για ένα θαύμα. Τότε έγινε ένα σεισμός, ένας τυφώνας έσκισε τη γη στα δύο και η αρρώστια όλων των λεπρών στροβιλίστηκε σαν σκόνη στον αέρα και ρουφήχτηκε από το στόμα του Λαζάρου. Ο Άγιος μολύνθηκε και έπειτα από λίγο πέθανε, χωρίς να προλάβει να δει το μοναστήρι και το τάγμα του να ακμάζουν.
- 216 -
Οι μυστικοπαθείς ηγούμενοι που τον διαδέχθηκαν χρησιμοποίησαν προσεκτικά στοχευμένες φιλανθρωπίες στους κατοίκους των γύρω περιοχών και σύντομα η επιρροή του μοναστηριού εξαπλώθηκε, όπως οι ρυτίδες που δημιουργεί το βότσαλο όταν πέφτει στην επιφάνεια της λίμνης. Σε συνδυασμό με τον τεράστιο πλούτο των ορυχείων και την απρόσιτη, οχυρωμένη τοποθεσία του, δεν άργησαν να αναδείξουν το μοναστήρι σ’ ένα ξεχωριστό φέουδο, σχεδόν ένα ανεξάρτητο κράτος με απεριόριστο χρυσάφι και ισχυρό στρατό. Θα αναρωτιέστε, όμως ποιος ήταν ο πλούτος των ορυχείων. Τη μακρινή εκείνη εποχή, το αλάτι ήταν από τα ορυκτά με την μεγαλύτερη αξία. Οι ευγενείς το χρησιμοποιούσαν για να νοστιμίζουν τα φαγητά τους και οι απλοί πολίτες για να παστώνουν το κρέας και να πήζουν το τυρί. Φυσικά είχε και άλλες σπουδαίες χρήσεις, όπως το να ρίχνουν οι δήμιοι αλάτι στις πληγές των μαστιγωμένων, αλλά οι περισσότεροι συμφωνούσαν πως κυριότερες ήταν οι τρεις πρώτες. Σε κάθε περίπτωση το αλάτι ήταν δυσεύρετο και συνεπώς η τιμή του ακριβή. Άλλωστε δεν φυτρώνει στα δέντρα κι ούτε μπορείς να το βρεις στραγγίζοντας το νερό της βροχής. Στην οροσειρά Ντραγκούτ το αλάτι προερχόταν από ορυχεία, στοές και λαγούμια. Σε κρυστάλλους στερεούς το βρίσκουν και το εξορύσσουν από τοιχώματα που λαμπυρίζουν, αντιγράφοντας τη φωτιά του δαυλού. Οι πολύτιμοι και σχεδόν διάφανοι κρύσταλλοι του αλατιού είναι αναμεμειγμένοι με χώμα και πετρώματα και αφού οι σκαφτιάδες το ξεθάψουν και το βγάλουν στην επιφάνεια, ειδικοί τεχνίτες αναλαμβάνουν να το καθαρίσουν, να το πλύνουν και αφού το βουτήξουν ξανά και ξανά σε πηγάδια με νερό και αμμωνία, το τραβούν έξω και το αφήνουν στον ήλιο να στεγνώσει. Προτού ξεσπάσει ο μέγας πόλεμος, τα ορυχεία με αλάτι στο βασίλειο ήταν λίγα. Ένα κοντά στο λιμάνι του Τόσαρ Εν Ατάρ, ένα βορειότερα απ’ την Ενίριεθ, ένα στο οροπέδιο του Μεριάν. Και στα τρία αυτά ορυχεία, όμως, οι εργασίες που γίνονταν ήταν περιορισμένες, σαν τις φλέβες τους και η ποιότητα του αλατιού μέτρια. Τα διοικούσαν
- 217 -
συντεχνίες αλατορύχων, οι οποίες ήταν υποχρεωμένες απ’ το βασίλειο να πουλάνε σε συγκεκριμένη τιμή και να αποδίδουν βαρύ φόρο στους τοπικούς Άρχοντες. Φυσικά ο φόρος ήταν σε είδος και υπολογίζονταν για να καλύπτει τις ανάγκες του Άρχοντα και της αυλής του. Υπήρχε, όμως κι ένα ακόμα ορυχείο. Ένα ορυχείο τόσο μεγάλο, που λέγεται πως οι αχανείς στοές του δεν είχαν χαρτογραφηθεί ποτέ και που το αλάτι που παρήγαγε ήταν τόσο λευκό και καθαρό, ώστε όποιος το είχε στο τραπέζι του, καυχιόταν πως έτρωγε βασιλικότερα του βασιλέως. Και τα κλειδιά για τις οχτασφράγιστες πύλες του τα κρατούσαν σφιχτά στα χέρια τους οι ιππότες του Αγίου Λαζάρου κι ο μάγιστρος ηγούμενός τους. Λίγο μετά την εισβολή του 1064, τα εδάφη όπου ήταν χτισμένο το μοναστήρι πέρασαν στα χέρια των Πεδιανθρώπων κι έτσι οι ευγενείς στο βασίλειο συνήθισαν να τρώνε λίγο πιο ανάλατα τα φαγητά τους· μια δυσβάσταχτη, μα απαραίτητη θυσία. Το μοναστήρι απ’ τη μεριά του εκμεταλλευόμενο τη δυσπόρθητη θέση του και τις μηχανορραφίες του τότε ηγουμένου του, κατάφερε να κλείσει ακόμα μία συμφέρουσα συμφωνία. Λίγες μέρες προτού εκδηλωθεί η επίθεση στο Δρακοδόντι, ένας μυστηριώδης γέρος με σκαλιστό ραβδί οξιάς, δαχτυλίδια στα χέρια κι έναν πολύχρωμο, μάλλινο σκούφο στο κεφάλι συνάντησε το στρατό των Πεδιανθρώπων που πάταγε για πρώτη φορά τα πόδια του στα βουνά. Πρότεινε στους Κβάζαρ το μοναστήρι να διατηρήσει την αυτονομία του και σαν αντάλλαγμα εκτός από αλάτι θα προμήθευε τους Πεδιανθρώπους με γητείες και τεχνάσματα που θα μπορούσαν να κάμψουν το ηθικό των στρατιωτών του βασιλείου, να αλλάξουν τον καιρό και να κάνουν τη γη να τρέμει κάτω απ’ τα τείχη. Το μοναστήρι είχε φυλαγμένα πολλά μαγικά μυστικά. Έπειτα από δυο τρία δείγματα «θαυμάτων» που παρήγαγε ο γέρος μπροστά στα μάτια τους, οι εισβολείς δέχθηκαν με προθυμία. Σύντομα το φρούριο του Αγίου Λαζάρου έγινε το μοναδικό ουδέτερο έδαφος σε όλες τις περιοχές που είχαν κατακτήσει οι Πεδιάνθρωποι.
- 218 -
Και για αυτό το λόγο οι απέραντες στοές του το κατάλληλο μέρος για να υπογραφεί μια ειρήνη. *** Μέσα στα έγκατα της γης και στους λαβυρίνθους των σπηλαίων, οι σταλακτίτες συνέχιζαν την αιώνια προσπάθειά τους να ενωθούν με τους σταλαγμίτες. Μόνιμα στο βαρύ αέρα, μαζί με μια ταγκή μυρωδιά, πλανιόταν το χαλί απ’ την ηχώ των αξινών που πελεκούσαν ασταμάτητα το βράχο. Δεκαπέντε πάνοπλοι ιππότες σχημάτιζαν έναν κύκλο. Ήταν αρματωμένοι από την κορυφή μέχρι τα νύχια, κρατούσαν δαυλούς στα χέρια, ενώ στις ασπίδες τους γυάλιζαν οι θυρεοί του Αγίου προστάτη τους. Τα καλύμματα απ’ τις περικεφαλαίες τους ήταν κατεβασμένα, τα χέρια τους κατέληγαν σε σιδερένια γάντια και έστεκαν ακίνητοι σαν άτεγκτοι, μεταλλικοί φύλακες που είχε ζωντανέψει κάποιος μάγος. Κύκλωναν δύο άοπλους άντρες, που στέκονταν αντίκρυ ο ένας απ’ τον άλλο και κοιτάζονταν βλοσυροί και καχύποπτοι. Ο πιο ψηλός φορούσε ένα ογκώδες σμάρι από λωρίδες στο κεφάλι του, τα μεταξωτά του ρούχα ήταν βαμμένα σε έντονες πράσινες και πορτοκαλί αποχρώσεις για να προκαλούν το μάτι και οι υπερβολικά μακριές μύτες των παπουτσιών του είχαν μαζευτεί σε ρολό. Το ηλιοκαμένο πρόσωπό του στόλιζε ένα περιποιημένο μούσι, ενώ τα δάχτυλα, τα φρύδια, οι μύτες και τ’ αυτιά του βαρύνονταν από διάφορα φανταχτερά πλουμίδια που αντανακλούσαν υπεροπτικά τις φιγούρες των παριστάμενων. Ο δεύτερος άνθρωπος ήταν κάτασπρος σαν το χιόνι στην πατρίδα του και έμοιαζε να έχει φάει πολύ στη ζωή του. Φορούσε εξίσου πλούσια ρούχα, πυκνές γούνες και μια φαρδιά, πορφυρή ρόμπα που κατέληγε σ’ έναν επίχρυσο ποδόγυρο. Στο κεφάλι του φορούσε τα καλοχτενισμένα μαλλιά κάποιου άλλου και στο λαιμό είχε περασμένη μια ασημένια αλυσίδα με κρεμασμένα πάνω της κρυστάλλινα κλειδιά και πλατινένια είδωλα αράχνης.
- 219 -
Ανάμεσά τους, από ώρα πολύ, κείτονταν η μία πάνω στην άλλη, δύο πανομοιότυπες περγαμηνές μεγάλες σαν τραπεζομάντιλα, πυκνογραμμένες και στις δύο όψεις τους με καλλιγραφία τόσο περίτεχνη, που ένας λαϊκός θα αδυνατούσε να διαβάσει. Αν κάποιος δεν είχε παρακολουθήσει τη συζήτηση που είχε προηγηθεί και απλώς έριχνε μια ματιά στα γραμμένα, θα συμπέραινε ότι επρόκειτο για κάποιου είδους κώδικα ή κανόνα γραμμένου σε δύο διαφορετικές γλώσσες. Η κάθε περγαμηνή χωριζόταν στη μέση από μία κάθετη γραμμή, εκατέρωθεν της οποίας όλες οι παράγραφοι του κειμένου ήταν αριθμημένες και ξεκινούσαν με την ίδια λόγια φράση: «Έδωσε ο Θεός και αποφάσισαν οι υπηρέτες του…» Στον αέρα που χώριζε τους δύο ανθρώπους πλανιόταν λέξεις ανείπωτες, που ανακατεύονταν με αμηχανία και καχυποψία. Ο καθένας τους ήταν εξουσιοδοτημένος από τους αφέντες του, να υπογράψει το έγγραφο, που έβαζε οριστικά τέλος στις εχθροπραξίες ανάμεσα στους Βασιλιάδες της Αράχνης και τους εφτά Τσαρ των Πεδιανθρώπων. Οι διψασμένοι για κατακτήσεις Πεδιάνθρωποι είχαν συμφωνήσει μετά την άλωση του Ανατολικού Πύργου να επαναπαυθούν σε όσες χώρες είχαν καταλάβει και να μην επιτεθούν στο βασίλειο των βουνίσιων για τα επόμενα εκατόν πενήντα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια η ορμή των εισβολέων από τις πεδιάδες είχε αρχίσει να καταλαγιάζει, ενώ και οι δυνάμεις που διέθεταν από φτωχοδιαβόλους και τελώνια, είχαν αρχίσει να στερεύουν. Πλέον, πίσω στην πρωτεύουσά του Καναά, όλο και λιγότεροι νέοι πείθονταν να καταταγούν στα καραβάνια που διέσχιζαν την έρημο για να αναζητήσουν θησαυρούς και δόξα στις άγνωστες βουνοκορφές της Ντραγκούτ, στην άλλη άκρη του κόσμου. Όσο για το βασίλειο ήταν προφανές ότι είχε γονατίσει μετά από εξήντα τρία συναπτά έτη συνεχόμενου πολέμου και ηττών. Οι τέσσερις δυτικές πόλεις δεν είχαν άλλη επιλογή απ’ το να παραδώσουν τον Ανατολικό Πύργο στον εχθρό και να ευελπιστούν ότι οι άγνωστοι -
- 220 -
και βάρβαροι- εφτά ηγέτες από την άλλη πλευρά του κόσμου θα τηρούσαν τη συμφωνία και το λόγο τους. Ένας από τους δεκαπέντε φρουρούς γύρισε το κεφάλι του ελάχιστα στα δεξιά και ψιθύρισε στο διπλανό του: «Μια φήμη κυκλοφόρησε αργά χθες το βράδυ. Επέστρεψε είπαν ο ηγούμενος. Μόνος του, χωρίς του σωματοφύλακές του. Και λένε ότι αυτή τη φορά δεν είναι κάποιο ανδρείκελο». Ο διπλανός του έσφιξε περισσότερο το δαυλό στα χέρια του και είπε εξίσου σιγανά: «Πόσα χρόνια να ‘χουν περάσει απ’ όταν έφυγε; Θα πρέπει τώρα να παλέψει τη φήμη ότι δεν θα γύριζε ποτέ». Μακριά απ’ αυτές τις κουβέντες, ο απεσταλμένος των Τσαρ έκανε πρώτος μια βαθιά υπόκλιση για να ταΐσει τον εγωισμό του ομολόγου του και δήλωσε με ξενική προφορά, αλλά καθαρά λόγια: «Ευτυχισμένη μέρα για τις πεδιάδες και τα βουνά. Μόλις φτάσουμε στις πρωτεύουσές μας, μία νέα εποχή θα ανατείλει. Ο πόλεμος είναι παρελθόν». *** Σ’ ένα παράξενο δωμάτιο, μια παράξενη μορφή που φορούσε κόκκινο μανδύα αναλογιζόταν. Σκέψεις την κατέτρωγαν για το πώς θα μπορούσε να επηρεάσει την πορεία του κόσμου με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Θυμήθηκε έναν πολύχρωμο κατάσκοπο που είχε τοποθετήσει πλάι στον Άρχοντα της Αδιγχάρα. Το ραβδοσκόπο Ανουάρ. Μια ταχυδακτυλουργό. Έναν γενειοφόρο ληστή με γάντια. Τον ξωτικοβασιλιά. Έναν Κβάζαρ. Το θαμμένο πρέσβη. Και τέλος τον κυβερνήτη του Κάτω Βασιλείου, που περπατούσε ξυπόλητος στα δάση. Μια ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό του. Σηκώθηκε απότομα και άρχισε να σαρώνει με τη γκρίζα ματιά της τα ράφια μιας βιβλιοθήκης. Άλλες ράχες τόμων ήταν ξεφτισμένες και άλλες κρύβονταν κάτω από ιστούς αράχνης, ανενόχλητες για χρόνια. Διάφορα παράξενα τεχνουργήματα έπαιζαν το ρόλο
- 221 -
βιβλιοστατών και στην ατμόσφαιρα πλανιόταν μία απροσδιόριστη αλμύρα, ανακατεμένη με το υπόκωφο χτύπο εκατοντάδων αξινών που έσκαβαν βαθιά στο βράχο. Ενώ η μορφή συνέχισε να ψάχνει, μια νάγια σύριξε, ξετυλίχθηκε απ’ το χέρι της και άρχισε να γλιστράει πάνω στα ράφια. Προσπέρασε μια κλεψίαμμο και αυτή αφού αμφιταλαντεύτηκε, έχασε την ισορροπία της και πριν προλάβει το χέρι της μορφής να τη συγκρατήσει έπεσε στο πέτρινο δάπεδο. Το κοίλο γυαλί έσπασε και ένα ποτάμι άμμου χύθηκε. «Ο πόλεμος είναι μέλλον», ψιθύρισε πεισματικά στον εαυτό της η παράξενη μορφή. «Ο χρόνος άρχισε να τελειώνει. Τα όρια του κόσμου θα μεγαλώσουν…»
- 222 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 53 Τέσσερις ιστορίες συνεχίζουν και τελειώνουν
Ο Ανώτερος της πολιορκίας έκλεισε για λίγες στιγμές τα μάτια του να ξεκουραστεί. Είχε πια σταματήσει να μετράει τα άυπνα ξημερώματα. Βρισκόταν και πάλι στη μισοθαμμένη στο χιόνι σκηνή εκστρατείας του. Θα μπορούσε αν ήθελε να εγκατασταθεί σε κάποιο από τα ανέπαφα αρχοντικά της πόλης. Ένας αρχηγός τάγματος είχε προτείνει ως πλέον κατάλληλο ένα πανδοχείο που για κάποιο ανεξήγητο λόγο είχε οχυρωμένα παράθυρα. Ακόμα, όμως κι αν η φωτιά που είχε κατακάψει πάνω απ’ τις μισές συνοικίες της πόλης είχε σχεδόν καταλαγιάσει, θα κινδύνευε απ’ τις βολές που εξακολουθούσαν να εκτοξεύουν σποραδικά τα αμυντικά πετροβόλα του εσωτερικού κάστρου. Το τρελό σχέδιο που είχε εφαρμόσει ο τράγος, βουνίσιος βασιλιάς είχε σχεδόν επιτύχει το σκοπό του, δημιουργώντας ένα απόρθητο φρούριο στο κέντρο της αλωμένης πόλης. Παρά τις προδοσίες και το μέγα σχέδιο, οι δυνάμεις του είχαν τελικά απωθηθεί από το εσωτερικό κάστρο και μάλιστα με σοβαρές απώλειες απ’ τις παγίδες και τη σθεναρή αντίσταση των παλαβών προστατών ενός Αγίου Ιωάννη. Επιπλέον οι αλληλοσυγκρουόμενες αναφορές των, ούτως ή άλλως αναξιόπιστων κατωτέρων, έκαναν λόγο για μια θεϊκή λάμψη που εξαΰλωσε σύσσωμη την ομάδα των δολοφόνων που ακολουθούσε τα βέλη του Τσιγκόριν ως την αίθουσα του θρόνου. Ήδη κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτες φήμες πως ανυπέρβλητες, αρχαίες κατάρες παραμόνευαν στο εσωτερικό κάστρο. Ο Κβάζαρ έριξε μια αφηρημένη ματιά στην περίτεχνα σκαλισμένη κλεψύδρα του. Το νερό της είχε σχεδόν παγώσει. Χειμώνας, σκέφτηκε ανατριχιάζοντας. Με τον Παλαβό Αλχημιστή εξαφανισμένο και τη βιαστική φυγή του μισοξωτικού κατασκόπου, ο μεγαλύτερος φόβος του Κβάζαρ έμοιαζε να επιβεβαιώνεται. Είχε πέσει
- 223 -
θύμα κάποιας ύπουλης ραδιουργίας, της οποίας τις προεκτάσεις δυσκολευόταν να συλλάβει. Πάντως οι μάχες συνεχίζονταν πάνω στη μοναδική γέφυρα που είχε απομείνει όρθια, αν και ήταν φανερό ότι καμιά εξέλιξη δεν θα σημειωνόταν σύντομα. Τουλάχιστον τα βαρέλια με την εύφλεκτη, παχύρευστη ουσία είχαν απομακρυνθεί και οι σποραδικές βολές που επιχειρούσαν οι τιρμπούκες των βουνίσιων ενάντια στη γέφυρα είτε δεν έβρισκαν στόχο, είτε ήταν ακίνδυνες. Μέσα απ’ όλα αυτά, όμως ξεπρόβαλε μία λεπτή ακτίνα ελπίδας. Η ομάδα με τα σκυλιά είχε φτάσει στο στόχο της και είχε καταφέρει να απαγάγει τον Μεκανίκ, μέσα από τα σπλάχνα του πέτρινου κτήνους. Μπορεί οι Τσαρ τελικά να έχαναν, αλλά αυτός να έβγαινε κερδισμένος. Ο Κβάζαρ έβλεπε στον ορίζοντα μία νέα προοπτική να ανοίγεται. Διέταξε να φέρουν αλυσοδεμένο μπροστά του τον Άραν, τον αρχιμηχανικό της Αδιγχάρα. *** Ο Καστριαίος Σάντι Δίκαιος ο Ε’ είχε αποτραβηχτεί απ’ τις μάχες στην τέταρτη γέφυρα έπειτα από τις επίμονες παραινέσεις των λοχαγών του. Χρειαζόταν ξεκούραση, αλλά ο ύπνος δεν έπεφτε στα μάτια του. Καθόταν ακίνητος εδώ και δύο ώρες στο θρόνο του, φορώντας την αμφίπλευρη πανοπλία του και το διπλοπρόσωπο κράνος του. Το μόνο που τον ξεχώριζε από ένα άγαλμα ήταν ότι κάθε φορά που ένα δυνατό τράνταγμα κλόνιζε τα θεμέλια του εσωτερικού κάστρου, τα νύχια του μπήγονταν όλο και βαθύτερα στο βελούδινο μπράτσο. Γύρω του χάος. Έπιπλα αναποδογυρισμένα, κομμάτια των πολυελαίων σκορπισμένα στο πάτωμα, ανακατεμένα με τους πολυαγαπημένους του κρυστάλλινους στρατιώτες. Και σαν αστραφτερό, πολύχρωμο χαλί, αμέτρητα θραύσματα από τα βιτρώ, που
- 224 -
οι υπηρέτες είχαν αναγκαστεί να σπάσουν για να βρει διέξοδο ο καπνός που έπνιγε το μεγαλύτερο μέρος του κάστρου. Οι τελευταίες αναφορές μιλούσαν για σφοδρές, αλλεπάλληλες επιθέσεις των Πεδιανθρώπων στη γέφυρα, για το λάδι που σιγά σιγά εξαντλούνταν και μηνύματα των παρατηρητηρίων για καταπέλτες που προσέγγιζαν. Οι απώλειες των ανδρών του ήταν τραγικές, αλλά με την αυτοθυσία των τελευταίων εναπομεινάντων προστατών του Αγίου Ιωάννη, τα τελώνια είχαν απωθηθεί απ’ το εσωτερικό κάστρο. Σύντομα έπρεπε να υπογράψει κι άλλες προαγωγές· σε λίγο δεν θα του είχε μείνει ούτε ένας λοχαγός πάνω από τριάντα χρονών. Αναλογίστηκε τις συμβουλές του Μπαρταντίν. Εκείνος επέμενε να γίνει η έξοδος. Εκείνος επέμενε να ανοίξει η τέταρτη πύλη, εκεί δηλαδή όπου εκδηλώθηκε αιφνιδιαστικά η σφοδρότερη επίθεση των Πεδιανθρώπων. Εκείνος επέμενε να οδηγηθεί ο Άραν σ’ ένα ασφαλισμένο κελί. Τώρα εκτός από τον Μπαρταντίν και τους δύο σωματοφύλακές του, είχε εξαφανιστεί κι ο Άραν. Ο Καστριαίος είχε ήδη αδιάσειστες αποδείξεις της προδοσίας και δεν χρειαζόταν να δει το κουφάρι του Μέγα Στρατηγού που είχε βρεθεί άψυχο κοντά στην τέταρτη γέφυρα, με τη γλώσσα και τις κόρες των ματιών του μπλάβες. Μα εκείνη η πόλη κάτω από τα πόδια του δεν είχε πέσει ακόμα. Σηκώθηκε απ’ το θρόνο και διέταξε να βγάλουν από τα κελιά όσους φυλακισμένους είχαν απομείνει, να τους δώσουν οπλισμό και να τους αλυσοδέσουν στην αρχή της τέταρτης γέφυρας. Οι επόμενοι που θα σήκωναν σπαθιά θα ήταν οι υπηρέτες, οι ιερείς, οι καμαριέρες και τα παιδιά. Κατέβασε την ασημένια καλύπτρα της περικεφαλαίας του και πήρε το δρόμο για χαμηλότερα επίπεδα του κάστρου, προκειμένου να εμψυχώσει τους στρατιώτες του. Περπατώντας πάνω στα σκόρπια γυαλιά, θρυμμάτισε με τις μπότες του τον κρυστάλλινο, μικροσκοπικό βασιλιά. Η μοίρα του είχε αποφασιστεί. ***
- 225 -
Ο Ανουάρ έτριψε ξανά και ξανά τα πληγιασμένα χέρια του. Δίπλα του η Βάντια τρωγόταν με τα ρούχα της γιατί σε αντίθεση με τη δήθεν πλουσιοπάροχη αμοιβή που τους είχε υποσχεθεί ο υπηρέτης του αστρολόγου, όταν επέστρεψαν στα πτώματα των στρατιωτών δεν μάζεψαν συνολικά ούτε πέντε δουκάτα. Επιπλέον είχαν κινδυνέψει να τους κυνηγήσει ο ομιχλοβόρος φρουρός του Παλαβού Αλχημιστή. Ο Ανουάρ έγειρε προς τη σύντροφό του και είπε: «Αν ήξερα απ’ την αρχή ότι θα μπλεκόμασταν στις δουλειές του Παλαβού Αλχημιστή, θα σκεφτόμουν τη συμφωνία μία δεύτερη φορά. Στο κάτω κάτω με ποιο δικαίωμα ο ξεμωραμένος αστρολόγος μας ζητά χάρες για παλιές εξυπηρετήσεις; Απ’ το να με κυνηγούν φαντάσματα καλύτερα το ‘χω να επιστρέψω στις πεδιάδες και να ξεραίνω το νερό των Τσαρ». Η δηλητηριάστρια έγνεψε χωρίς να απαντήσει. Απλά ήλπιζε να είχαν ξεμπερδέψει οριστικά με αυτή τη συγκεχυμένη μηχανορραφία. Σκεφτόταν ότι τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο επικίνδυνα στα βουνά με τον πόλεμο και τα χίλια δυο παλαβά που συνέβαιναν. Ίσως να πρότεινε στον Ανουάρ να μετοικήσουν στις πεδιάδες. Μπορεί να υπήρχε λιγοστό νερό εκεί, αλλά έτσι τα δηλητήριά της θα αποκτούσαν μεγαλύτερη αξία. Δεν ήταν άσχημη ιδέα. Παραδίπλα ο Τορμ προσπαθούσε να ξεπλύνει το ξεραμένο αίμα από το κόψιμο στο πρόσωπό του. Πάντα όταν είχε να τα βάλει με ένα πολύ μικρότερό του πλάσμα, υπολόγιζε λάθος τη δύναμη που έπρεπε να βάλει στις επιθέσεις του και συχνά αστοχούσε. Και εκείνο το χτύπημα στο αυτί του, τον είχε κάνει να χάσει το μπούσουλα. Αυτό, όμως λίγο τον απασχολούσε, όπως άλλωστε και η συζήτηση που ξεκίνησαν οι σύντροφοί του, για ταξίδια στις πεδιάδες. Στο βουνό όπου βρισκόταν είχε εντοπίσει μια μυρωδιά, που είχε ορκιστεί ότι ποτέ δεν θα ξεχνούσε. Τη μυρωδιά της Βενιαζάρ που κάποτε τον είχε φυλακίσει. Οι μύες του προσώπου του σφίχτηκαν τόσο πολύ που η πληγή του ξανάρχισε να τρέχει αίμα. Οι κόρες των ματιών του θόλωσαν. Η εκδίκηση πλησίαζε.
- 226 -
*** Καθώς μία ακόμα μέρα έσβηνε πίσω από τις πιο απόκρημνες κορυφές της Ντραγκούτ, μία ογκώδης φιγούρα τυλιγμένη σε μαύρο ύφασμα έφτανε στη Δρακοφωλιά, την καταραμένη σύμφωνα με τους Πεδιανθρώπους πόλη. Ο Άγιος Φραγκίσκος είχε γλυτώσει από πολλά στο τελευταίο του ταξίδι και είχε έρθει η ώρα να αποσυρθεί. Δεν ήθελε πιότερο μπλέξιμο με τις αμαρτίες εκείνου του πολέμου- όσες φορές επιχείρησε να αναμειχθεί μόνο συμφορές προκάλεσε. Μα πίστευε ότι είχε αφήσει κι ένα σπόρο πίσω. Παρ’ ότι ελάχιστοι θα του το αναγνώριζαν, ήθελε να πιστεύει ότι το καλό που είχε κάνει, θα φύτρωνε σε μερικές γενιές. Πήδηξε πάνω απ’ τα τείχη και πέρασε πάνω απ’ τα χαλάσματα πιο ανάλαφρα απ’ όσο θα περίμενε κανείς θωρώντας τον όγκο του. Έφτασε έξω από ένα χαμηλό, καλοδιατηρημένο κτίριο, ένα απ’ τα ελάχιστα της εγκαταλελειμμένης πόλης. Στο κατώφλι υπήρχαν σκαλισμένα έξι γράμματα: «ΚΡΥΠΤΗ». Τη θέση του ρόπτρου είχε ένας αραχνόμορφος σταυρός. Ο Άγιος Φραγκίσκος έβγαλε ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί από τα ρούχα του και ξεκλείδωσε την πέτρινη πόρτα. Την έσπρωξε με κόπο και βρέθηκε σε έναν παγωμένο, άδειο χώρο, παράξενα οικείο. Άναψε έναν πυρσό και τον κούνησε αρκετές φορές πέρα δώθε για να διώξει τις ενοχλητικές σκιές που μαζεύτηκαν γύρω του για να πληροφορηθούν νέα από τον έξω κόσμο. Κατέβηκε πολλά σκαλιά και προχώρησε βαθιά σ’ έναν καταθλιπτικό διάδρομο, προσπερνώντας ατέλειωτες σειρές τάφων, τοποθετημένες παράλληλα και στις δύο πλευρές των τοίχων. Έφτασε σ’ ένα σημείο που είχε σημαδέψει με καπνιά για να μην ξεχάσει. Έσβησε με τη σκέψη του τον πυρσό. Παραμέρισε ευλαβικά έναν ανατριχιαστικά γνώριμο σωρό από κόκαλα. Στριμώχτηκε για να χωρέσει και ξάπλωσε.
- 227 -
Έσβησε τα μάτια του. Επιτέλους θ’ αναπαυόταν έπειτα από πάρα πολλά χρόνια.
- 228 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 54 Αποφάσεις
ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ ΑΝΟΙΧΤΗΚΕ ένας μακρύς, κακοφωτισμένος διάδρομος με πόρτες και στις δύο πλευρές. Το μοναδικό φως προερχόταν από αναμμένα καντήλια που κρέμονταν τρεμοπαίζοντας πάνω από τις αντικριστές πόρτες. Όσο και να περπατούσε έβλεπε πόρτες και σύμβολα πάνω τους να επαναλαμβάνονται. Διάλεξε το σύμβολο που του είχε εκμυστηρευτεί η τριαδική φωνή στο κεφάλι του. Άνοιξε την πόρτα και ξαφνικά βρέθηκε σ’ ένα δάσος. Πεύκα, λεπτοκαρυές, γρασίδι κι από πάνω του ένας ολοστρόγγυλος ήλιος, χρυσός και χαρούμενος. Ο Αλιόσκα δεν σκέφτηκε να κοιτάξει πίσω του για να δει αν υπήρχε ακόμα η πόρτα. Ήθελε μόνο να περπατήσει στο γρασίδι και ν’ αφήσει τον ήλιο να τον ζεστάνει. Φευγαλέα αναρωτήθηκε για το χιόνι που υπήρχε γύρω του πριν κοιμηθεί, αλλά ένα κομμάτι του εαυτού του τον έπεισε ότι δεν χρειαζόταν ν’ ανησυχεί. Έκανε τόση ζέστη, που ήθελε να βγάλει την κάπα του, αλλά δεν τη φορούσε. Θα την είχε ξεχάσει κάπου, αλλά γρήγορα έδιωξε κι αυτή τη σκέψη. Δεν τη χρειαζόταν. Άκουσε από μακριά μια γυναίκα να φωνάζει το όνομά του, αλλά δεν ξεχώρισε αν έμοιαζε περισσότερο με τη μελωδικότητα της Ένια ή με την ευγένεια της Νάιλο. Κράτησε την ανάσα του και κοντοστάθηκε για ν’ ακούσει καλύτερα. Η φωνή συνέχισε να τον φωνάζει, όχι θυμωμένη, ούτε επιτακτική, μα κελαρυστή και ανέμελη, σαν να διασκέδαζε με την κατάσταση. Το ίδιο κομμάτι μέσα του που πριν τον απέτρεπε να κάνει λογικές σκέψεις, τώρα δεν ήθελε να γυρέψει τη γυναίκα, αλλά δεν μπορούσε να κρύβεται στο δάσος για πάντα. Ίσως η γυναίκα που ήξερε το όνομά του, να τον βοηθούσε και με όσα δεν θυμόταν. Ένιωθε ένα αδιόρατο σφίξιμο στο στομάχι του, ενώ ο λαιμός του τον έγδερνε όταν κατάπινε.
- 229 -
Αποφάσισε να κατευθυνθεί προς τη φωνή, αλλά διαπίστωσε ότι οι δρασκελιές του είχαν μικρύνει και οι ανάσες του είχαν λιγοστέψει. Έβλεπε τα δέντρα γύρω του και είχε την εντύπωση ότι είχαν ψηλώσει, οι κορμοί τους ήταν πια γιγαντιαίοι και οι κορυφές τους έφταναν ως τον ουρανό. Ή είχαν γίνει όλα αυτά ή αυτός είχε κοντύνει- τι αστεία ιδέα. Ενώ από παντού ακούγονταν γαλιάντρες, έφτασε λαχανιασμένος στις παρυφές του δάσους και μπροστά του απλώθηκαν πολύχρωμα χαλιά: τριαντάφυλλα, κυκλάμινα, χρυσάνθεμα, κύμινα, κανέλα κι ανεμώνες. Όλα ήταν τόσο όμορφα και ακόμα πιο έντονα απ’ τα ζωηρά χρώματα ήταν οι μεθυστικές μυρωδιές και οι οικίες εικόνες, που θαρρείς και ξεπηδούσαν απ’ τα συρταράκια των αναμνήσεών του. Τότε, για μεγάλη του έκπληξη είδε το σπίτι και μια γνώριμη φιγούρα στο κατώφλι να τον περιμένει με τα χέρια ανοιχτά. Έτρεξε ενθουσιασμένος προς τα εκεί, αδιαφορώντας για τα παρτέρια που αναστάτωνε στο πέρασμά του και μερικά αγριοπερίστερα που φτερούγισαν τρομαγμένα. Το σπίτι δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά ήταν περιποιημένο, μια λεπτή στήλη καπνού έβγαινε απ’ την καμινάδα κι ένας κισσός αγκάλιαζε στοργικά την πέργολα. Μέχρι να φτάσει, η γυναίκα είχε βάλει τα γέλια και είχε γονατίσει για να τον πάρει στην αγκαλιά της. Τον τράβηξε κοντά της και τότε ο Αλιόσκα είδε πόσο λαμπερά και καλοσυνάτα ήταν τα μάτια της. Τον μάλωσε με χαρούμενη διάθεση: «Πού είσαι μικρέ μου; Γιατί πας και κρύβεσαι συνέχεια στα δάση; Δεν είπαμε ότι αν να σε συναντήσει η νεράιδα, θα σε κλέψει για να σε κάνει πρίγκιπά της;» Ο Αλιόσκα χαμένος στο ποτάμι των αναμνήσεών του, δεν μπορούσε να θυμηθεί ξεκάθαρα το όνομα της γυναίκας, αλλά από ένστικτο εμπιστευόταν με όλη του την καρδιά τα λαμπερά της μάτια. Ήθελε βέβαια να γίνει πριγκιπόπουλο μιας νεράιδας, αλλά ήταν νωρίς ακόμα. Έπρεπε να περάσουν ακόμα χρόνια και καιροί. Ξεφεύγοντας απ’ τα χέρια της μπήκε στο σπίτι και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του, καθώς θυμόταν όλο και περισσότερα. Το
- 230 -
μεγάλο τραπέζι, η κασέλα που τους είχε αφήσει η γιαγιά, τα κοφίνια με τους καρπούς, το χοιρομέρι που κρεμόταν απ’ το δοκάρι, το βάζο με τα ξεραμένα σύκα και τα ζεστά σταφιδόψωμα στο περβάζι. Τα πάντα όπως τα είχε αφήσει, αλλά δεν θυμόταν πότε ακριβώς είχε βρεθεί εκεί τελευταία φορά. Και επιπλέον όλα συνέθεταν μία αδιευκρίνιστη εικόνα απώλειας στο μυαλό του, σαν να έλειπε κάτι σημαντικό. Ο Αλιόσκα, σίγουρος πως δεν τον έβλεπε κανείς, έκανε δυο βήματα ως το κοφίνι για να πάρει φράουλες. Άπλωσε τα δάχτυλά του, μα η υφή τους ήταν παράξενα τραχιά, το άγγιγμά τους αναπάντεχα ξένο. Ακόμα κι έτσι προσπάθησε να πάρει μερικές για να βάλει στην τσέπη του, αλλά οι φράουλες δεν ξεκολλούσαν απ’ το κοφίνι, σαν να τις είχαν καρφώσει στον πάτο του. Έβαλε πεισμωμένος περισσότερη δύναμη και η φράουλα ζουλήχθηκε και πιτσίλησε με κόκκινους χυμούς τα χέρια του. Κοίταξε αναστατωμένος γύρω του και τότε συνειδητοποίησε πως απ’ οτιδήποτε υπήρχε στο σπίτι έλειπε το χρώμα. Όλα ήταν γκρίζα, θολά και ξεθωριασμένα, εκτός απ’ τα κόκκινα στίγματα στις παλάμες του. Ο φόβος που τον κυρίεψε δύσκολα περιγράφεται. Οι ήχοι επίσης εξαφανίστηκαν, δίνοντας τη θέση τους σε μία ανατριχιαστική σιωπή. Ήθελε να φωνάξει τη γυναίκα, αλλά φοβόταν ότι δεν θα έβγαινε το όνομά της απ’ το στόμα του. Έτρεξε προς την πόρτα και την είδε να βρίσκεται γονατισμένη ακριβώς στη θέση όπου την είχε αφήσει, τα χέρια της ακόμα απλωμένα για να τον αγκαλιάσουν, η θέση του σώματός της όμοια κι απαράλλαχτη. Ο Αλιόσκα τρόμαξε ακόμα περισσότερο και έκανε ν’ αγγίξει την άκρη απ’ τη φούστα της, αλλά αμέσως τραβήχτηκε. Ήταν σαν να είχε αγγίξει την ψυχρή επιφάνεια ενός αγάλματος. Έτρεξε μακριά και παντού συνάντησε το ίδιο σκηνικό. Ζώα, φυτά, πράγματα, τα πάντα ανεξήγητα πετρωμένα, από την επίδραση κάποιας μυστηριώδους δύναμης. Ή μήπως η μυστηριώδης δύναμη είχε καταραστεί τον Αλιόσκα να κινείται πολύ πιο γρήγορα από τον κόσμο,
- 231 -
κάνοντας τους υπόλοιπους να μοιάζουν παγωμένοι; Οι σκέψεις μέσα του φυλλορροούσαν, είχαν αρχίσει να χάνουν τη συνοχή τους. Περιπλανήθηκε πολύ ώρα μέσα στο άχρωμο τοπίο, απαντώντας την ίδια φοβιστική ακινησία. Τα δέντρα πετρωμένα, ο αέρας στάσιμος και βαρύς σαν να είχε κλειστεί για καιρό σ’ ένα κελάρι, τα σύννεφα στον ουρανό έμοιαζαν να είναι ζωγραφισμένα στον πίνακα ενός ζωγράφου. Και παρότι δεν φυσούσε η παραμικρή πνοή ανέμου, αργά και σταθερά οι άχρωμοι όγκοι τους σκέπαζαν τα πάντα, μεγάλωναν ή έρχονταν πιο κοντά, δίνοντας την εντύπωση ότι το στερέωμα σύντομα θα καταπλάκωνε τη γη. Τότε, ενώ ο Αλιόσκα είχε αρχίσει ν’ απελπίζεται, άκουσε και πάλι μια φωνή από κάπου μπροστά. Αναθάρρησε και έτρεξε προς τα εκεί, χαρούμενος που θα συναντούσε κάποιον που δεν ήταν κομμάτι της ζωγραφιάς. Η φωνή ξανακούστηκε καλώντας με αγωνία για βοήθεια. Ξανά και ξανά και ξανά. Ο Αλιόσκα έφτασε σ’ ένα δρόμο και είδε ένα κάρο που είχε σταματήσει στην άκρη. Στο κάρο είχαν ξεχάσει να ζέψουν άλογα και ο Αλιόσκα αναρωτήθηκε πως είχε φτάσει μέχρι εκεί, στη μέση του πουθενά. Μία απ’ τις μπροστινές ρόδες είχε γίνει κομμάτια, δίνοντας στο κάρο μια αστεία κλίση, ενώ στην αριστερή πλευρά είχαν φυτρώσει οι ουρές από τέσσερα πέντε βέλη. Τότε με την άκρη του ματιού του, είδε τους ανθρώπους. Στα κλαδιά ενός δέντρου ήταν σκαρφαλωμένος ένας άνδρας, κρατώντας στα χέρια του ένα γυμνό σπαθί και προσπαθώντας να αποφύγει τις επιθέσεις από ένα κατάμαυρο κοράκι. Το σπαθί, ακόμα κι από εκείνη την απόσταση, ήταν γνώριμο για τον Αλιόσκα και οικείο σαν τα αντικείμενα στο αγροτόσπιτο. Γύρω απ’ το δέντρο βρίσκονταν δύο τρεις άνθρωποι, που ύψωναν τις γροθιές τους τρελαμένοι και ανοιγόκλειναν τα στόματά τους, αλλά χωρίς να βγαίνει ήχος απ’ τα πνευμόνια τους. Κάπου ήταν παρατημένη μια βαλλίστρα χωρίς χορδή και ο ένας κράταγε στα χέρια
- 232 -
του ένα τσεκούρι. Παρ’ ότι ήταν μυώδης και ψηλός σαν αρκούδα, δεν έμοιαζε για ξυλοκόπος. Ο Αλιόσκα θυμήθηκε ξαφνικά με ποιον έμοιαζε ο σκαρφαλωμένος άνδρας και γονάτισε αναστατωμένος στο γκρίζο γρασίδι. Τότε μέσα από θάμνους πετάχτηκε ένας θηριόσωμος λύκος που έτρεξε κατά πάνω του. Ο άνδρας στο δέντρο είδε τον Αλιόσκα να κινδυνεύει και πήδηξε στο χώμα για να τον γλυτώσει. Οι άνδρες έπεσαν πάνω του και άρχισαν να τον χτυπούν με ρόπαλα, μαχαιριές και κλωτσιές. Τότε ο Αλιόσκα άκουσε από μακριά μία μελωδική φωνή να επαναλαμβάνει ξανά το όνομά του. Είδε δίπλα του μία μισάνοιχτη πόρτα, που σιγά σιγά έκλεινε. Πριν τον κατασπαράξει ο λύκος πρόλαβε να περάσει και την ίδια στιγμή ξύπνησε. *** Παντού γύρω νύχτα. Ήταν ξαπλωμένος στο χώμα, εξαντλημένος απ’ την υπερπροσπάθεια, το αίμα που είχε χάσει και τη συνάντηση με τις Σιωπηλές Παρουσίες. Ήταν τυχερός που το γάντι του Γκασπάρ δεν τον είχε δαγκώσει, αλλά όλο του το σώμα ήταν γεμάτο μελανιές και οι δυνάμεις του, σωματικές και ψυχικές τον είχαν εγκαταλείψει. Σταυροπόδι δίπλα του καθόταν η Ένια, που είχε περιποιηθεί με αγάπη τα τραύματά του και είχε δέσει με καθαρές γάζες την πληγή του. Η καρδιά της είχε αλαφρώσει για την ώρα από άσχημα προαισθήματα. Κοίταξε τα δέντρα γύρω τους και μονολόγησε περισσότερο προς τον εαυτό της, αλλά αρκετά δυνατά για να το ακούσει κι ο Αλιόσκα: «Κοιμάται σχεδόν μία μέρα. Δεν είναι πάντα ευχάριστο να προαισθάνεσαι αυτά που θα συμβούν. Όλα είναι τόσο ακαθόριστα… Έχω το χάρισμα να διαβάζω σημάδια, αλλά σχεδόν ποτέ δεν είμαι βέβαιη για όσα θα επακολουθήσουν. Μπορεί προσπαθώντας να αποφύγω έναν κίνδυνο, ν’ αλλάξω την πορεία των πραγμάτων προς
- 233 -
κάτι χειρότερο. Το πιο δύσκολο είναι να ξεκαθαρίσω τη σειρά με την οποία θα συμβούν, όσα είναι να συμβούν». Γύρισε προς τον Αλιόσκα και έσφιξε το χέρι του στο δικό της: «Σου είχα αναφέρει ότι στη γλώσσα μου, ονομάζομαι Βενιαζάρ. Εκτός από φύλακας του δάσους είμαι και ένα είδος μάντη. Αυτές οι σπείρες στο λαιμό μου, αυτό ομολογούν», είπε με έμφαση και τις άγγιξε. Για λίγο τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της, τις ακολούθησαν αφηρημένα στην κυκλική τους πορεία ως τις γωνίες των ματιών της. «…Και αν είσαι σ’ αυτούς που πιστεύουν τυφλά στο πεπρωμένο, τότε οφείλεις να αποδεχτείς ότι δεν έχεις πραγματικά τη δύναμη ν’ αλλάξεις κάτι. Έχεις μονάχα γνώση και καμία δικαιοδοσία. Μπορεί επιφανειακά να ακολουθήσουν άλλη ροή τα γεγονότα, αλλά το αποτέλεσμα δεν θα αλλάξει. Τουλάχιστον, όχι προς το καλύτερο. Άρα σε τι ωφελεί ο μάντης να είναι μάντης;» Ο Αλιόσκα, αφοσιωμένος αρχικά στο να ισιώσει λίγο τις γάζες, δεν είχε ακολουθήσει όλο τον ειρμό της ξωτικιάς. Είχε πιάσει το νήμα από τη λέξη στην ξωτικόγλωσσα και ανασηκώθηκε με κόπο στους αγκώνες του, για να κοιτάξει με θαυμασμό τις σπείρες. Θυμήθηκε τη προχθεσινή νύχτα. Φαινόταν σαν μια ολόκληρη ζωή να είχε μεσολαβήσει από τότε… Τελικά ρώτησε την ξωτικιά: «Ναι, αλλά εσύ πιστεύεις στο πεπρωμένο;» Η Ένια σήκωσε τους ώμους της και απάντησε φιλοσοφικά: «Κι αν δεν πιστεύω, έχει άραγε διαφορά; Γιατί η δικιά μου αλήθεια να είναι ισχυρότερη από τη δική σου αλήθεια ή την αλήθεια ενός τελ; Οι πλειονότητα των ανθρώπων στον κόσμο μας πιστεύει ακράδαντα στο πεπρωμένο. Για να ισχύει μια ιδέα, αρκεί να την πιστεύουν οι περισσότεροι. Έτσι δημιουργούνται τα αξιώματα». Ο Αλιόσκα ένιωθε το κεφάλι του να βουίζει, όπως όταν είχε συνέλθει ζαλισμένος στην παγωμένη, άδεια αίθουσα της Αδιγχάρα. Δυσκολευόταν να κατανοήσει το στοχασμό της ξωτικιάς και τον απασχολούσε κυριότερα ο θανάσιμος κίνδυνος απ’ τον οποίο είχαν γλυτώσει. Ψηλάφισε ξανά τις γάζες για να σιγουρευτεί ότι η
- 234 -
αιμορραγία είχε πάψει και ρώτησε: «Πώς ήξερε να μας βρει ο Γκασπάρ; Είμαστε αμέτρητες λεύγες και πολλά βουνά μακριά απ’ το Στόμα του Λύκου, όπου τον είχαμε πρωτοσυναντήσει. Πώς βρέθηκε εδώ;» Η Ένια σήκωσε τα χέρια της και έδειξε την πλάση γύρω τους. «Υπάρχουν τρόποι για να ταξιδέψεις ξεπερνώντας την ταχύτητα του πετρίτη. Το ξέρεις κι εσύ πια», είπε. «Γύρω μας, μέσα μας, παντού. Αυτοί οι τρόποι φανερώνονται με μαγεία, ξόρκια, είδωλα και γητείες και μόνο σε όσους είναι άξιοι και προσηλωμένοι. Με αυτό τον τρόπο βρεθήκαμε από το Φέουδο του Καρτάους στην Αδιγχάρα, ακολουθώντας το ξόρκι του Μπαρταντίν. Και υπάρχουν και τελετουργίες, που δυνητικά ανοίγουν πύλες. Τότε δεν το είχες καταλάβει, αλλά το πυκνό δάσος στο Δόρτεν ήταν μία τέτοια πύλη. Μας επέτρεψε να περάσουμε μέσα από δύο βουνά και να φτάσουμε κοντά στο Φράκτη με τα Αγκάθια». Ο Αλιόσκα στηρίχτηκε στον αγκώνα του και είπε: «Είπες είδωλα; Εννοείς σαν την αντανάκλαση που δημιουργείται όταν κοιτάζουμε στο νερό;» Η Ένια κατένευσε. «Ναι. Έχω ακούσει ιστορίες για κακόβουλα πλάσματα που παραμονεύουν σε λίμνες για όποιον άτυχο κοιτάξει μέσα. Μόλις δουν το θύμα τους, βγαίνουν απ’ την επιφάνεια που είναι στην πραγματικότητα μια πύλη και τον τραβούν μαζί τους σ’ έναν άλλο κόσμο, μπορεί και στο Κάτω Βασίλειο, αυτό που λέτε κόλαση. Νομίζω ότι αν ένα αντικείμενο δημιουργεί απεικονίσεις τότε κρύβει μαγικές ιδιότητες. Γιατί ρωτάς;» «Είδα στο πανδοχείο του Χαρούμενου Ληστή στην Αδιγχάρα ένα μαγικό αντικείμενο, που δημιουργούσε είδωλα και στις δύο πλευρές του. Ήταν στο μέγεθος ενός όρθιου ανθρώπου και η Νάιλο είπε ότι ονομαζόταν καθρέφτης ή παράθυρο στην ψυχή. Να υπάρχουν πολλοί σαν αυτόν;» Η Ένια άφησε τα χέρια της να πέσουν στα γόνατα. Δεν ήξερε να απαντήσει. Κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς πόσες πύλες υπάρχουν και
- 235 -
που, όπως και τα περάσματα στο Φράκτη. Κοίταξε αφηρημένα το τριζοβόλημα της φωτιάς και άρχισε να μιλάει, σαν ν’ απευθύνεται στις φλόγες και τις σπίθες: «Από τη βραδιά που είχαμε συναντήσει τον Γκασπάρ, τη σκέψη μου κένταγαν άσχημα προαισθήματα. Πριν φύγουμε, μας είχε πει αν θυμάσαι, να γυρίσουμε πίσω, στο δρόμο απ’ όπου είχαμε έρθει. Πώς, όμως ήξερε το δρόμο; Αυτό δεν σημαίνει ότι μας παρακολουθούσε και νωρίτερα; Ποιοι να ήταν οι σκοποί του αλήθεια; »Αν αυτός έριξε τους νυχτερινούς ταξιδιώτες με κάποιο πανούργο τέχνασμα στο δρόμο μας, υποθέτω δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η υπόσχεση που αστόχαστα έδωσες, τον τραβούσε προς το μέρος μαςήταν σαν να είχε δεθεί μαζί σου με ένα αόρατο νήμα. Πρέπει, άλλη φορά, όταν συναντάς άγνωστα πλάσματα στο διάβα σου, να μετράς τα λόγια σου. Ποτέ δεν ξέρεις τι είδους δυνάμεις μπορούν να απορροφήσουν απ’ αυτά. Όρκοι, υποσχέσεις, κατάρες και αναθέματα, μπορούν να ξεκινήσουν από αθώες σειρές γραμμάτων που ενώνονται μεταξύ τους και να καταλήξουν σε διαβολικές μαγγανείες. »Αν θυμάσαι, όταν είχαμε ξεφύγει απ’ την κυρά των Μήλων και περπατούσαμε στο τούνελ του Φράκτη, δεν σας είχα αφήσει να φάτε το καρβέλι, που η Νάιλο είχε κλέψει νωρίτερα απ’ το σπίτι. Τότε ήσουν αρκετά σοφός για να ακολουθήσεις τη συμβουλή μου, ακόμα κι αν δεν κατάλαβες γιατί δεν ήταν σωστό. Αυτός που ζυμώνει το ψωμί, είτε άδικα του το πάρουν, είτε δίκαια, μπορεί να το δέσει με κατάρα. Θα το έχεις ακούσει να το λένε οι κακιασμένες κυρούλες: “Στο λαιμό να σου κάτσει”. Μπορεί αυτή η κατάρα να μην έχει δύναμη και σύντομα να ξεχαστεί και να σβήσει απ’ τον άνεμο, αλλά αν μαζεύεις πολλές κατάρες, τότε δεν μπορείς να προβλέψεις την επίδραση τους στο γραφτό σου. Πολλά άσχημα συμβαίνουν και οι άνθρωποι δεν ξέρουν την αιτία. Μερικές φορές η αιτία είναι μπροστά τους». Ο Αλιόσκα έμεινε εντυπωσιασμένος απ’ την εξήγηση της ξωτικιάς. Για λίγο δεν μίλησε. Μετά ρώτησε, αλλά όχι πολύ δυνατά: «Τι νομίζεις ότι θα πάθαινα αν με έπιανε Γκασπάρ;»
- 236 -
Η Ένια δεν αποκρίθηκε κάτι συγκεκριμένο. Ζύγισε τις απαντήσεις για λίγο και μετά σκέφτηκε να τραβήξει το μυαλό τους μακριά από τη μέρα που έφτανε στο τέλος της. Αρκούσε που είχαν γλυτώσει. Δεν χρειαζόταν να ανασκαλέψουν ξανά τα περασμένα. Άλλωστε έπρεπε να αποφασίσουν για το δρόμο που θα ακολουθούσαν. «Αύριο ξημερώνει μία νέα μέρα. Η δεύτερη απ’ όταν έφυγε ο Παλαβός Αλχημιστής. Θα μπορούμε να ανοίξουμε τις περγαμηνές. Ίσως συναντήσουμε και την Κιάρα. Θα έχουμε να ανταλλάξουμε λογιών λογιών νέα. Τα μέλη της φυλής της ταξιδεύουν ως τα πέρατα του κόσμου και μαθαίνουν πράγματα, που θ’ αργούσαν να φτάσουν μ’ άλλο τρόπο στ’ αυτιά μας». Ο Αλιόσκα φαντάστηκε με το μυαλό του, λύκους σε αγέλες να τρέχουν στα δάση και να κυνηγούν πλάσματα και ανθρώπους. Ανατρίχιασε και παρ’ όλο το κρύο, αισθάνθηκε ιδρώτα να κατεβαίνει στο στήθος του. Η Ένια γύρισε προς το μέρος που ήταν ξαπλωμένος, χαμογέλασε ενθαρρυντικά και τον έπιασε απ’ το μπράτσο: «Γιατί τρέμεις τόσο πολύ τους λύκους; Ποιος φόβος σε κυριεύει;» Ο Αλιόσκα έκλεισε τα μάτια του, προτίμησε να χαθεί στις σκέψεις του και να συνεχίσει το διάλογο στο μυαλό του. Η ξωτικιά δεν επέμεινε. Έριξε κάμποσα ξερόκλαδα στη φωτιά, ξάπλωσε ανάσκελα, έψαξε λίγο στον ουρανό τον Παρατηρητή και αφού τον εντόπισε, έκλεισε κι εκείνη τα μάτια της για ν’ αποκοιμηθεί ελαφρύτερα από κάθε άλλη νύχτα τον τελευταίο καιρό. Ο νεαρός ανιχνευτής δίπλα της, ταξίδεψε λίγο με το ρυθμό της ανάσας της κι έπειτα βυθίστηκε σ’ έναν ήρεμο και απαλό ύπνο. *** Παντού γύρω μέρα. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ο Αλιόσκα όταν ξύπνησε ήταν ένας λύκος, δέκα πόδια απέναντί του. Μέχρι να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν, γονάτισε δίπλα του η Ένια και τον άγγιξε στον ώμο. Έδειξε τη λύκαινα η οποία τους παρατηρούσε
- 237 -
με περιέργεια. «Η Κιάρα», είπε απλά η ξωτικιά και η αλήθεια ήταν ότι δεν χρειαζόταν να λεχθούν περισσότερα. Η λύκαινα παρέμενε ακίνητη, ίσως για να μην τρομάξει το νεαρό άνθρωπο απέναντί της. Ο Αλιόσκα σκέφτηκε ότι αν ήθελε μπορούσε εύκολα να του επιτεθεί με ένα άλμα και από ένστικτο σηκώθηκε αργά όρθιος. Τα χρυσά, γυαλιστερά μάτια της είχαν καρφωθεί πάνω του, χωρίς να φανερώνουν τις προθέσεις τους. Η γούνα της ήταν πιο λευκή από την προηγούμενη φορά που την είχε δει, σαν να την είχε αλλάξει για να ταιριάζει πιότερο με το τοπίο. Ο Αλιόσκα άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, όταν το επόμενο θέαμα τον άφησε άφωνο. Ένα τρέμουλο διέσχισε τη ραχοκοκαλιά του ζώου κι ένα θυμωμένο γρύλλισμα ξεχύθηκε μέσα απ’ τα δόντια του. Τ’ αυτιά του άξαφνα μίκρυναν, το τρίχωμα ρουφήχτηκε μες στο δέρμα και η ουρά μαζεύτηκε ώσπου εξαφανίστηκε. Η Κιάρα συνέχισε να γρυλλίζει και ρουθούνισε, οι μύες σ’ όλο της το σώμα συσπάστηκαν, τα μάτια της άσπρισαν και μ’ ένα τίναγμα σηκώθηκε στα δύο πόδια, ενώ όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά της μετατρέπονταν σε ανθρώπινα. Τελικά τη θέση της πήρε μία έφηβη γυναίκα, με μόνο ζωώδες χαρακτηριστικό πάνω της δύο μακριούς κυνόδοντες που προεξείχαν από το στόμα. Ο Αλιόσκα πισωπάτησε μπροστά σε εκείνο το πρωτόγνωρο θέαμα. Η Ένια έριξε την κάπα της στους ώμους της Κιάρα για να καλύψει τη γύμνια της. Μετά είπε καθησυχαστικά στον Αλιόσκα: «Η φυλή της Κιάρα είναι οι σοφοί Μεταμάγοι, αρχαίοι σύμμαχοι των ξωτικών. Είναι γεννήματα της φύσης που μπορούν ν’ αλλάζουν μορφή από ζώο σε άνθρωπο και από άνθρωπο σε δέντρο. Μη σε τρομάζει. Είναι πιστή μου σύντροφος από παλιά και της έχω αφηγηθεί όσα σου έχουν συμβεί. Δεν σου κρύβω ότι πιο πολύ την εντυπωσίασε το ότι γράφεις τις δικιές σου ιστορίες. Το ιερό τους σπήλαιο είναι γεμάτο με ιστορίες. Μία μέρα θέλει να σου τις δείξει». Ο νεαρός ανιχνευτής χρειάστηκε αρκετή ώρα για να χωνέψει τη μεταμόρφωση που έγινε μπροστά του και την αναστάτωση που του
- 238 -
προκάλεσε το σώμα της Κιάρα. Αναρωτήθηκε αν θα μιλούσε σαν άνθρωπος ή λύκος και αν μπορούσαν οι Μεταμάγοι να κάνουν το πρόσωπό τους να λάβει τα χαρακτηριστικά οποιουδήποτε ανθρώπου. Η Ένια του χαμογέλασε και συνέχισε: «Πρέπει να πάρουμε αποφάσεις, που αν και είμαστε ασήμαντοι μπροστά στην απεραντοσύνη του κόσμου, θα κρίνουν πολλά για την πορεία του. Πριν φύγει ο Παλαβός Αλχημιστής μας έδωσε δύο ακόμα κομμάτια της περγαμηνής. Το κομμάτι που του είχε φέρει η Κρυβέτια και το κομμάτι που ξέθαψε στην Αδιγχάρα. Έτσι κρατάμε τρία από τα τέσσερα κομμάτια και ξέρουμε όσα γράφουν όλα πάνω τους, αν η Νάιλο δεν σου έκρυψε τίποτα. Όπως είπε ο Αλιόσκα το τελευταίο κομμάτι το είχε ο Χίλβαν, ο σωματοφύλακας του Μπαρταντίν. Αν δεν επέζησε από την επίθεση του ομιχλοβόρου φρουρού το κομμάτι μπορεί να έχει καταλήξει στη Νάιλο, το Ροτ ή και σ’ αυτούς που είχαν στήσει την ενέδρα. »Οι Μεταμάγοι είναι παραπάνω από πρόθυμοι να βοηθήσουν στην αναζήτηση γιατί δεν θέλουν το μυστικό να πέσει σε λάθος χέρια. Πιστεύουν ότι είναι πιο χρήσιμοι στον δάσος του Ισιέν. Από ένα πηγάδι εκεί απορρέουν όλα τα κακά και από εκεί προήλθε και το δαιμονικό πλάσμα με το οποίο μονομάχησα την πρώτη φορά που μας συνάντησες. Οι Μεταμάγοι θα προσπαθήσουν να βάλουν ένα τέλος, γιατί όσο υπάρχουν δαιμονικές δυνάμεις που επιζητούν την περγαμηνή, τότε ποτέ δεν θα επέλθει ισορροπία στη φύση και ο κίνδυνος της καταστροφής θα παραμένει εγγύς». Ο Αλιόσκα θαύμασε τις γνώσεις της Ένια και μη μπορώντας να βγάλει από το νου του τη μεταμόρφωση της λύκαινας είπε: «Ξέρουμε ότι κάθε κομμάτι της περγαμηνής οδηγεί στο επόμενο. Άρα αν αποκρυπτογραφήσουμε όσα έχουμε στην κατοχή μας, θα συμπεράνουμε και την τοποθεσία του χαμένου κομματιού». Η Ένια κούνησε το κεφάλι της: «Μην ξεχνάς ότι αυτό ακριβώς θα σκέφτεται και όποιος έχει το τελευταίο κομμάτι. Μπορούμε να τον βρούμε και μπορεί να μας βρει. Φαίνεται πως ό,τι και να κάνουμε θα συναντηθούμε γιατί αυτό είναι το πεπρωμένο της περγαμηνής. Αλλά
- 239 -
δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορέσουμε να διαβάσουμε σωστά τα λόγια. Πρέπει να είναι η μοναδική φορά απ’ όταν κατακερματίστηκε η περγαμηνή πριν από εκατόν είκοσι εφτά χρόνια, που τρία κομμάτια ξαναβρέθηκαν στο ίδιο μέρος. Η μαγεία τους είναι ισχυρή κι απρόβλεπτη. Άλλοτε τα απωθεί και άλλοτε τα έλκει». Η Κιάρα όλη αυτή την ώρα στεκόταν αμίλητη και συλλογιζόταν. Εκτός απ’ το ξένο δέρμα στους ώμους της, την ενοχλούσε ο τρόπος που τα τελευταία φεγγάρια έλαμπε ο Παρατηρητής και οι αμφιβολίες που φύλαγε για το νεαρό ανιχνευτή. Ο Ροντάντορον είχε φέρει τον τελευταίο καιρό νέα ευχάριστα και δυσάρεστα. Ο Σάμκα και ο Σκιάνθρωπος είχαν καταστραφεί κι έτσι από το Κάτω Βασίλειο είχαν απομείνει μόνο ο Βρικόλακας και ο Δαίμονας-Μαγγανιστής με δυνάμεις στον κόσμο των ορατών. Μαζί τους είχε καταστραφεί κι ο Ιππότης, αλλά εκτός του ότι ήταν απεσταλμένος της Ανώτερης Δύναμης, δεν ήξερε πολλά για αυτόν. Άλλες αόρατες δυνάμεις είχαν αποσυρθεί, όπως ο Παλαβός Αλχημιστής και ο Άγιος Φραγκίσκος. Ο Τόρμ συνέχιζε τα εγκλήματά του και ο Αστρολόγος επιβουλευόταν την εξουσία των Νορθότελαν. Οι σύντροφοί της σύντομα θα αντάμωναν κοντά στο πηγάδι όπου πέφτουν οι ψυχές. Εκεί θα έδιναν τη δική τους έσχατη αναμέτρηση, μακριά από τον πολιτισμένο κόσμο. Θα αναλάμβαναν να σφραγίσουν τη δίοδο και να τη δέσουν με πανίσχυρα κι ανυπέρβλητα ξόρκια αποτροπής. Οι άνθρωποι και τα ξωτικά θα έπρεπε να φροντίσουν απ’ τη μεριά τους να διασφαλίσουν την ισορροπία και να μην αποκτηθεί το μυστικό από λάθος πρόσωπα. Οι Μεταμάγοι δεν θα τους βοηθούσαν διαβάζοντας την περγαμηνή. Άλλωστε η όρασή τους ξεγελιόταν απ’ τα τεχνάσματα και τις προστασίες της. Έστρεψε την προσοχή της στη σύντροφό της και στο νεαρό ανιχνευτή. Η Ένια εξηγούσε στον Αλιόσκα όσα ήξερε για το Κάτω Βασίλειο και τους κυβερνήτες του. Η Κιάρα είχε ακούσει όσα ήθελε να ακούσει. Ετοιμάστηκε να φύγει. Άφησε την κάπα να πέσει στο έδαφος και τους κοίταξε καλά. Μετά έφυγε τρέχοντας.
- 240 -
Ο Αλιόσκα χόρταινε την περιέργειά του και συνειδητοποιούσε ότι μετά την ενέδρα στην κοίτη του χειμάρρου και την επίθεση του ομιχλοβόρου, η δικιά του αποστολή στον κόσμο είχε αλλάξει άρδην. Από πιστός και φιλότιμος στρατιώτης στην υπηρεσία του Βασιλείου της Αράχνης είχε κι αυτός μεταμορφωθεί σε κάποιον άλλο, που ήταν πιο στενά δεμένος με τα ξωτικά και τις δυνάμεις της φύσης, παρά με οτιδήποτε άλλο. Έβγαλε με σεβασμό τα δύο κομμάτια που είχε αφαιρέσει απ’ το πτώμα της Κρυβέτια και τα άπλωσε στο χώμα. Και πάλι εμφανίστηκαν στήλες με λέξεις παράξενα οικείες και ταυτόχρονα μυστηριακά απόμακρες. Βάλε αλάτι σάπιο Και από πάνω αλάτι Νάφθα, υγρό ασήμι Κλέψε ψυχή ανώνυμη Σαν κλέφτης κρύψτην Και σαν έρθει Ρίξτην στο πηγάδι Άστην να βυθιστεί Με σκοτεινό νερό Από τις θύμησες Πριν τότε θα συμβεί
Απ’ τη σκοτεινιά Μέσα απ’ την άμμο Μετά σιωπή Γύρω και παντού Από άλλα μυστικά Με άλλο τέχνασμα Αλάθητη χαμού Και σκόνη λατρευτή Το βασίλειο να δεις Να δεις τον πύργο Δες, ψάξε και βρες Που ως κάπα ο πένητας φορεί
Τα κομμάτια της εικόνας είχαν αρχίσει να μπαίνουν στη θέση τους, αλλά τότε, πριν ξεκινήσουν το τελευταίο τους ταξίδι, μία ερώτηση γεννήθηκε στο μυαλό του, μια ερώτηση για να τον βασανίσει. Κοίταξε την Ένια: «Και όταν βρούμε τα κομμάτια, τότε τι θα κάνουμε την περγαμηνή;»
- 241 -
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Κάποτε, όλα αλλάζουν… Παρά την παγωνιά ο πανύψηλος άνδρας ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω και είχε όψη αγριωπή που θα φόβιζε ακόμα και τον πιο ατρόμητο πολεμιστή. Οι μύες στα χέρια και στο στέρνο του διακρίνονταν σαν μαξιλάρια κάτω από σεντόνι, ένα δερμάτινο παντελόνι αγκάλιαζε τα πόδια του, είχε φαρδιά χάλκινα βραχιόλια στους καρπούς και τους αστραγάλους και φορούσε χρυσούς κρίκους στ’ αυτιά. Γύρω απ’ τον κορμό του -απ’ την κοιλιά και μέχρι το λαιμότυλιγόταν ένας επιβλητικός ζωγραφιστός δράκος. Ο άνδρας ήταν ξυπόλητος, με περιποιημένο μούσι και κοντά μαλλιά, μελαψός και στιβαρός. Μα πριν αλλάξουν χαράσσουν τη δική τους πορεία. Ο Δαίμονας-Μαγγανιστής Κοσέι συλλογιόταν διάφορες φιλοσοφίες σαν κι αυτή, ανακατεύοντας τα ξερόκλαδα στη φωτιά. Στο νου του έψεγε το Σκιάνθρωπο και το Σάμκα, που ανόητα είχαν χαθεί απ’ τον κόσμο των ορατών, αφήνοντας όλο το βάρος να πέσει στις πλάτες του. Αναρωτήθηκε για το ρόλο του αλχημιστή Μπαρταντίν, αλλά δεν βρήκε ικανοποιητικές απαντήσεις. Ήταν σίγουρος ότι η μορφή του ήταν μια καλοσχεδιασμένη μεταμφίεση, αλλά όσο και να έσπαγε το κεφάλι του δεν μπορούσε να συμπεράνει ποιος ή τι κρυβόταν από πίσω. Τουλάχιστον εξέλειπαν ο Παλαβός Αλχημιστής και ο Ιππότης. Ο Κοσέι εδώ και λίγες μέρες βρισκόταν σ’ ένα ξέφωτο, στην καρδιά ενός δάσους, κάπου στις πιο απόκρημνες πλαγιές του Μερκατάλ. Περίμενε το σύντροφό του, το γερο-κόρακα που είχε ζήσει μια αιωνιότητα πάνω στη γη κι ακόμα δεν έλεγε να ψοφήσει. Δεν είχανε να ανταλλάξουν πολλές κουβέντες- η σχέση τους ποτέ δεν έκρυβε τέτοιου είδους αβροφροσύνες. Περίμενε τον πτωματοφάγο κατάσκοπο για να μάθει νέα απ’ την πόλη, όπου κάποτε ένας νεκροθάφτης είχε πάει για να πουλήσει ένα κομμάτι περγαμηνής.
- 242 -
Τώρα η ίδια πόλη φλεγόταν και στα σωθικά της μάχες τόσο ανελέητες μαίνονταν, που ο Κοσέι με δυσκολία συγκρατιόταν να μην κατηφορίσει για να πάρει μέρος στο αιματηρό πανηγύρι. Πάντα το αίμα του έβραζε και μια ψυχική ανάταση τον πλημμύριζε όταν άκουγε για μακελειά και σφαγές μεταξύ ανθρώπων. Τουλάχιστον απ’ το σημείο που είχε διαλέξει, η θέα ήταν εξαιρετική και έβλεπε τις ψυχές των στρατιωτών να κολυμπάνε στους καπνούς προσπαθώντας να τρυπήσουν τον ουρανό. Όταν ο κόρακας φτερούγισε στον ορίζοντα, είχε ήδη πάει μεσημέρι ή μεσάνυχτα. Ο Κοσέι πάντα μπέρδευε τις ώρες της ημέρας όπως τις μετρούσαν οι άνθρωποι. Το κοράκι κούρνιασε στον ώμο του, κι εκείνος αντί για χάδι το χτύπησε δυο τρεις φορές στο κεφάλι, μέχρι να αρχίσει να περιγράφει με τα κρωξίματά του και μέσα απ’ τα κορακίσια μάτια του, όσα είχε αντικρίσει. Αφού ο Δαίμονας-Μαγγανιστής άκουσε όλα τα καθέκαστα, έπαψε ν’ ανακατεύει τα κάρβουνα και ξέσπασε αναίτια σε σατανικά γέλια, που θα τρόμαζαν ακόμα κι ένα λιοντάρι. Μετά έγλυψε με λαγνεία τα δάχτυλά του και κοιτώντας απολογητικά το κατάμαυρο πουλί είπε: «Εδώ μακριά απ’ το Βασίλειό μας, ένας διάβολος ξέρει πόσο μου λείπουν οι φωτιές. Οι φάρες των ανθρώπων δεν ξέρουν να εκτιμήσουν τη μεγαλύτερη απόλαυση. Μόνο να τσιρίζουν ξέρουν». Ο κόρακας ως συνήθιζε αντί για απάντηση κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω. Ο Κοσέι σηκώθηκε στα πόδια του, τινάχθηκε απ’ τις σκόνες και τέντωσε τα κουρασμένα μέλη του. Πάντα όταν πλησίαζε η αλλαγή του χρόνου, τα κόκαλά του πονούσαν. Ήταν, όμως ώρα να φύγει και να ταξιδέψει σε κάποιο άλλο ξέφωτο κοντά στον προορισμό του. Έβγαλε απ’ τον κόρφο του ένα κομμάτι περγαμηνής. Το είχε κλέψει από το πτώμα του μισοξωτικού σωματοφύλακα του Μπαρταντίν. Παρ’ ότι η περγαμηνή ήταν πολυκαιρισμένη, τα γράμματα πάνω του έλαμπαν σαν να είχε χυθεί υγρό ασήμι στο περίγραμμά τους. Προσπέρασε βιαστικά τις γραμμές, μέχρι να φτάσει εκεί που ήθελε:
- 243 -
«Μυστικό κρυμμένο. Τέχνασμα δεμένο… Γύρνα τον πύργο. Γύρνα το Βασίλειο». Αντέστρεψε το όνομα του βασιλείου των ανθρώπων ακόμα μια φορά για να είναι σίγουρος. Μετά φύλαξε πάλι την περγαμηνή. Χτύπησε τις παλάμες του αυτάρεσκα και έκφερε: «ΑΕΡ ΑΣ ΣΠΑΕ ΙΤΗ ΦΥΛΑ ΚΗ, ΑΠΟΕΔΩ ΝΑΦΤΑ ΣΩΕΚΕΙ». Αμέσως ένας δυνατό ρεύμα ξεκίνησε ν’ ανακατεύει τις νιφάδες στα πόδια του. Ο αέρας δυνάμωσε κι άλλο, ώσπου έγινε ένα θυμωμένο, πάλλευκο κουρνιαχτό που τον τύλιξε στην αγκαλιά του και τον εξαφάνισε από εκείνη τη χώρα.
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΤΟΜΟΥ
- 244 -
Απομένουν δέκα τελευταία βήματα για να ολοκληρωθεί το ταξίδι του Αλιόσκα και της Ένια. Η τετραλογία του Βασιλείου της Αράχνης θα ολοκληρωθεί το 2010 όταν και ο νεαρός ανιχνευτής θα κληθεί να διαλέξει αν ο δρόμος του θα διασταυρωθεί ξανά με αυτόν του βασιλείου ή αν θα ακολουθήσει τα αόρατα σημάδια του μυαλού του στα δάση κι ακόμα πιο μακριά. Έτσι κι αλλιώς ο πόλεμος που ξεκίνησε με την εισβολή των Πεδιανθρώπων πριν από εξήντα τρία χρόνια πλησιάζει στο τέλος του. Ίσως επέλθει ειρήνη, μαζί της όμως θα αλλάξει και η εποχή όπως είχε προβλέψει ο Παλαβός Αλχημιστής. Ο κόσμος θα αναγεννηθεί. *** Οι φίλοι που θέλω να ευχαριστήσω για τη στήριξή τους είναι πάρα πολλοί και δεν θέλω να ξεχάσω ούτε έναν. Το γνωρίζουν, γιατί το αισθάνομαι. Σίγουρα ανάμεσά τους είναι και η Ανθή Ροδοπούλου, η επιμελήτρια των δύο πρώτων τόμων της σειράς. *** Διηγήματα που σχετίζονται με λεπτομέρειες της πλοκής, όπως η ιστορία της Καναά, η πτώση της Δρακοφωλιάς και ο Άγιος Λάζαρος μπορείτε να βρείτε στο ιστολόγιο του Βασιλείου της Αράχνης και συγκεκριμένα στη διεύθυνση: www.KingdomOfArachnida.blogspot.com
- 245 -
Γλωσσάρι και Σημαντικά Πρόσωπα Άγιος Φραγκίσκος της Δρακοφωλιάς: Ψευδοπροφήτης που περιοδεύει σε χωριά και πόλεις κηρύσσοντας το Λόγο του Θεού παράλληλα με τη δική του αγιοσύνη. Συνάντησε τον Ροτ και τον βοήθησε να φτάσει στην Αδιγχάρα. Αλιόσκα: Νεαρός ανιχνευτής στο στρατό του Βασιλείου της Αράχνης. Ανήκει στη δημοσιονομική υπηρεσία των ταχυδρομείων του Μεριάν και ανέλαβε να μεταφέρει μια περγαμηνή σπουδαίας σημασίας στην Αδιγχάρα. Φτάνοντας στην πολιορκούμενη πόλη έμαθε πως θα πάρει μέρος σε μια ακόμα επικίνδυνη αποστολή. Στάλθηκε με μία ηρωική ομάδα πολεμιστών να περπατήσουν στα Σκαλοπάτια των Νεκρών και να σπάσουν τις γραμμές των εχθρών, σε αναζήτηση του τρίτου κομματιού της απόκρυφης περγαμηνής. Αδιγχάρα ή Ανατολικός Πύργος: Η μόνη από τις ανατολικές πόλεις που παραμένει στην κατοχή του βασιλείου. Άρχοντας της είναι ο μισότρελος Καστριαίος Σάντι Δίκαιος ο Ε΄. Η Αδιγχάρα έχει πολιορκηθεί εφτά φορές απ’ τις δυνάμεις των Πεδιανθρώπων. Άνθρωποι των δασών ή ξωτικά ή δασογεννημένοι: Κοινότητες ανθρώπων που ζουν απομονωμένες βαθιά στα δάση και δεν διατηρούν σχέσεις με το Βασίλειο της Αράχνης και τους νόμους του. Τις περισσότερες φορές, οι άνθρωποι των πόλεων και των χωριών τούς αντιμετωπίζουν με καχυποψία και δεισιδαιμονία, αποκαλώντας τους στοιχειά. Απέραντη Ειρήνη: Φημολογούμενη συνθηκολόγηση ανάμεσα στους Πεδιανθρώπους και τους Άρχοντες των τεσσάρων δυτικών πόλεων.
- 246 -
Ανάμεσα στα ανταλλάγματα προς τους Τσαρ, συμπεριλαμβάνεται και η Αδιγχάρα. Αράχνης, Βασίλειο: Το βασίλειο των ανθρώπων, που δημιουργήθηκε όταν οχτώ μεγάλες πόλεις ένωσαν τις δυνάμεις τους. Οι πόλεις είναι οι Αδιγχάρα (Ανατολικός Πύργος), Ιστός (Βορειοανατολικό Φρούριο), Δρακοφωλιά (Βόρειο Φρούριο), Δρακοδόντι (Ανατολικό Φρούριο), Ένιεθ (Δυτικός Πύργος), Μεριάν (Νοτιοδυτικό Φρούριο), Τόσαρ Εν Ατάρ (Νότιο Φρούριο) και Ενίριεθ (Δυτικό Φρούριο). Το βασίλειο βρίσκεται σκαρφαλωμένο στα βουνά της αχανούς οροσειράς Ντραγκούτ, ενώ στην αρχαία γλώσσα ονομάζεται και Βασίλειο της Αραχνίδος ή Αραχνίδα. Βαλτάζαρ: Ο πρώτος περιπλανώμενος φρουρός. Ένας θρύλος υποστηρίζει ότι είναι καταραμένος από την ανώτερη δύναμη που ελέγχει τα πάντα. Ο Βαλτάζαρ δεν μπορεί να περάσει τις πύλες οποιασδήποτε πόλης του βασιλείου, γιατί τις έχει προδώσει όλες. Αν συνάψει συμφωνία μ’ έναν Άρχοντα, η ψυχή του δε θα ησυχάσει μέχρι να την τηρήσει, γιατί στο παρελθόν τούς πρόδωσε όλους. Φοράει πάντα γάντια γιατί τα νομίσματα καίνε τις παλάμες του. Πληρώθηκε από τον Σαμουήλ Καν Σαλαζάρ να δολοφονήσει τον Αλιόσκα και να κλέψει το κομμάτι της περγαμηνής που κουβαλούσε. Γκασπάρ: Ένας γεράκος που βοήθησε τον Αλιόσκα και την Ένια να γλυτώσουν από την επίθεση νυχτερινών ταξιδιωτών. Ένια: Μια ξωτικιά, που αποφασίζει να βοηθήσει στην αποστολή του τον Αλιόσκα για να ξεπληρώσει ένα παλιό χρέος. Όταν φτάνει, όμως στην Αδιγχάρα φυλακίζεται. Στη γλώσσα της φυλής της ονομάζεται Βενιαζάρ και είναι υπερασπίστρια τους δάσους. Μπορεί να διαβάζει τα σημάδια του χρόνου και έχει για συντροφιά μια λύκαινα, την Κιάρα.
- 247 -
Εξουσίες: Αόρατες δυνάμεις που κυβερνούν την πλάση. Έσιρ Χουζάρ: Η Δρακοφωλιά στη γλώσσα των Πεδιανθρώπων. Καλικάντζαροι: Κακόβουλα πλάσματα που διασκεδάζουν με τα παθήματα των ανθρώπων, μακρινοί ξάδερφοι των τελωνίων. Καναά: Η πολυπληθέστερη πόλη στο γνωστό κόσμο. Βρίσκεται στη χώρα των Πεδιανθρώπων, στη μέση της ερήμου Μοζουάρ. Εκεί στρατολογούνται φανατισμένοι φτωχοδιάβολοι για να ενισχύσουν τους στρατούς που πολεμούν στα βουνά εναντίον του Βασιλείου της Αράχνης. Εκεί συνάφθηκε και η συμμαχία μεταξύ των Τσαρ και των τελωνίων. Καστριαίος Σάντι Δίκαιος ο Ε’: Ο Άρχοντας του Ανατολικού Πύργου. Αν το όνομά του αναγραμματιστεί σχηματίζει τη φράση: «διοικεί όσια κάστρα σαν ιστό». Η άμετρη φιλοδοξία του και η απελπιστική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει εξαιτίας της στενής πολιορκίας της πόλης, έχουν αρχίσει να δηλητηριάζουν τη λογική του. Κάτω Βασίλειο: Αν υπάρχει και δεν είναι απλά ένας θρύλος, από εκεί απορρέει κάθε κακόβουλο πλάσμα και εκεί καταλήγουν οι χαμένες ψυχές. Το κυβερνούν δαίμονες, διάβολοι, φαντάσματα και βρικόλακες, οι οποίοι συνυπάρχουν και αλληλομισιούνται. Κβάζαρ ή Ανώτερος ή Ηγέτης: Αρχηγός στρατού στη γλώσσα των Πεδιανθρώπων. Έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους στρατιώτες του. Κοσέι: Ο φοβερός Δαίμονας-Μαγγανιστής. Η προσωποποίηση του κακού σε λαϊκά παραμύθια.
- 248 -
Κυρούλα και πατερούλης: Συνήθως έτσι αποκαλούν στο Βασίλειο της Αράχνης τους ηλικιωμένους ανθρώπους. Λεύγα: Μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιούν στο βασίλειο για μακρινές αποστάσεις. Ισοδυναμεί με περίπου τρία μίλια. Λυκαρχηγός: Ο αρχηγός μιας αγέλης λύκων. Από τα δόντια ενός τέτοιου ζώου έχει φτιαχτεί το γάντι που χρησιμοποιεί για όπλο ο Γκασπάρ. Μπαρταντίν: Ο σοφός αστρολόγος του αρχαίου βασιλιά Όλφσμπεργκ. Τα λόγια του έκρυβαν πολλά νοήματα. Είχε εξοριστεί στο μοναστήρι του Αγίου Λαζάρου του Λεπρού, στα νότια του βασιλείου. Στη σημερινή εποχή, αυτό το όνομα έχεις ένας σκοτεινός σύμβουλος του Άρχοντα Καστριαίου. Συνοδεύεται από δύο μισοξωτικούς σωματοφύλακες. «Να εξηγείς το σκοτεινό με το σκοτεινό»: Γνωμικό του Ανατολικού Πύργου, που εκφράζει τη μυστικοπάθεια και τη δεισιδαιμονία που κυριαρχεί στην πόλη. Νάιλο: Η φιλόδοξη και αμοραλίστρια ταχυδακτυλουργός του Άρχοντα του Μεριάν. Με τα χρόνια έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του Σαμουήλ Καν Σαλαζάρ, ενώ οι κακές γλώσσες της Αυλής υποστηρίζουν ότι τους συνδέει κάτι παραπάνω από μια απλή φιλία. Στάλθηκε στην Αδιγχάρα για να κλέψει το δεύτερο κομμάτι της μαγικής περγαμηνής. Νυχτερινοί Ταξιδιώτες: Πλάσματα καταραμένα. Διαλέγουν τα πιο σκοτεινά βράδια για να εμφανιστούν κοντά σε περάσματα ή μονοπάτια και αναζητούν απεγνωσμένα το δρόμο που έχουν χάσει.
- 249 -
Ξέφωτο: Πάντοτε ιερός χώρος σ’ ένα δάσος. Για άλλους τόπος προσευχής, για άλλους τόπος δύναμης και για άλλους άβατο, που προστατεύεται από γεωδαιτικές δυνάμεις. Όλφσμπεργκ ο Μέγας: Αρχαίος και πάνσοφος Άρχοντας της Αδιγχάρα, κατά τη βασιλεία του οποίου η πόλη άγγιξε το μέγιστο της ακμής της. Παρατηρητής: Αστερισμός που βοηθάει τους ταξιδιώτες να προσανατολιστούν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι αστρολόγοι ισχυρίζονται ότι μπορούν με τη βοήθειά του να διακρίνουν την κατεύθυνση που κυλάει ο χρόνος και να διαβάσουν τα μελλούμενα. Πεδιάνθρωποι ή Νορθόαν: Φύλα ανθρώπων που ζουν σε απομακρυσμένες απ’ τα βουνά περιοχές, στέπες, τούνδρες και ερήμους κοντά στο απέραντο νερό. Παλιότερα ήταν νομάδες, αλλά πολλοί πλέον ζούνε σε μεγάλες, οχυρωμένες πόλεις. Στη γλώσσα των ξωτικών, ο στρατός που έχουν σχηματίσει μαζί με τα τελώνια ονομάζεται Νορθότελαν. Περγαμηνή: Κατεργασμένο δέρμα κατσίκας, πάνω στο οποίο γράφονται σημαντικά έγγραφα. Για να αυξηθεί η ανθεκτικότητά της εμποτίζεται σε απόσταγμα του φυτού περγαμινέα, απ’ όπου παίρνει και το όνομά της. Για έγγραφα κατώτερης σημασίας χρησιμοποιούνται πάπυροι. Περιπλανώμενος φρουρός: Ένας τοπικός ήρωας που έχει αναλάβει την προστασία μιας περιοχής. Συνεργάζεται με τον τακτικό στρατό και μπορεί να κινητοποιήσει μονάδες τελωνοφυλάκων. Πόδια: Μονάδα μέτρησης κοντινών αποστάσεων. Το ένα πόδι είναι περίπου δύο παλάμες και πέντε χιλιάδες πόδια χωρούν σε ένα μίλι.
- 250 -
Πρόσκοποι: Ανεξάρτητες, ολιγάριθμες και ευέλικτες μονάδες τελωνίων, που προηγούνται του κυρίως όγκου του στρατού και περιπολούν σε δάση και διαφιλονικούμενες περιοχές. Προστάτες του Αγίου Ιωάννη: Τάγμα Ιπποτών που ιδρύθηκε για να προστατεύει την τάξη και να επιβάλλει το νόμο στην Αδιγχάρα. Αρχή τους είναι ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Πρωτεύουσα ή πρώτη πόλη: Οι οχτώ πόλεις του βασιλείου θεωρούνται ανεξάρτητες και αυτόνομες η μία από την άλλη, αλλά η Ένιεθ (Δυτικός Πύργος) θεωρείται, έστω και τυπικά, η πρώτη πόλη ανάμεσα στις ίσες. Πύργοι ή Φρούρια: Αυτές τις ονομασίες φέρουν από το 1057 οι οχτώ πόλεις του βασιλείου για να ξεγελάσουν μια κατάρα. Οι Πύργοι είναι οι δύο μεγαλύτερες πόλεις σε Ανατολή και Δύση. Ροτ: Πρώην περιπλανώμενος φρουρός. Καταδικάστηκε ως τυμβωρύχος, αλλά ο Άρχοντας του Μεριάν τού απένειμε χάρη σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του. Ρουνικά ή ρούνοι: Λέξεις και σύμβολα που χαράσσονται σε σκληρά υλικά όπως το μέταλλο ή η πέτρα. Χρησιμοποιούνται παραδοσιακά απ’ τους σιδηρουργούς για να δέσουν ένα σπαθί ή μια πανοπλία με προστατευτικές ευχές. Υπάρχουν και ρούνοι που θεωρούνται μαγικοί, αλλά πρέπει να χαραχτούν με τον κατάλληλο τρόπο και από κάποιον που έχει γνώση και δικαιοδοσία. Σαμουήλ Καν Σαλαζάρ: Ο γερασμένος Άρχοντας του Μεριάν. Επιστράτευσε την τέχνη της Νάιλο για να κλέψει ένα κομμάτι
- 251 -
περγαμηνής από τον Άρχοντα της Αδιγχάρα. Η καταγωγή του έλκεται απ’ τις Πεδιάδες και στη θέση του αναρριχήθηκε έπειτα από προδοσία. Σημεία του ορίζοντα: Στο βασίλειο υπάρχουν μόνο δύο σημεία στο επίπεδο, η Ανατολή και η Δύση, που ορίζονται απ’ την πορεία του ήλιου. Ο Βορράς και ο Νότος χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν αν ένα μέρος βρίσκεται ψηλά ή χαμηλά, αντίστοιχα. Σιωπηλές παρουσίες: Άυλες οντότητες με γυναικεία μορφή, που εμφανίζονται ανεξήγητα στον κόσμο των ανθρώπων, κυρίως σε μέρη όπου έχουν συμβεί ακατονόμαστα πράγματα. Σκαλοπάτια των Νεκρών ή Νεκροταφείο των Ηρώων: Κλιμακωτό μέρος του τείχους της Αδιγχάρα, όπου αναπαύονται οι γενναιότεροι ήρωες της Αδιγχάρα, μέσα σε μαρμάρινους τάφους. Με αυτόν τον τρόπο θεωρούνταν ότι τα πνεύματά τους θα προστατεύουν την πόλη. Σογκάμγκ: Πρίγκιπας των ξωτικών, από το Δάσος με τις Χίλιες Χρυσές Βελανιδιές. Τελώνια ή Τελ: Πανούργα και μοχθηρά πλάσματα με ορισμένα ζωώδη χαρακτηριστικά. Αντί να πολεμούν κατά πρόσωπο, προτιμούν να στήνουν στους εχθρούς τους ύπουλες ενέδρες. Συμφώνησαν να συνδράμουν τους Πεδιανθρώπους στην εισβολή, με αντάλλαγμα εξουσία, γαίες και αμύθητα πλούτη. Τελωνοφύλακες: Μονάδες του στρατού, που προστατεύουν τα σύνορα του βασιλείου ενάντια στις συχνές επιδρομές των τελωνίων. Απαρτίζονται από ντόπιους στρατολογημένους νέους. Τιρμπούκες: Δυνατές πολιορκητικές μηχανές, που το Βασίλειο της Αράχνης χρησιμοποιεί για την άμυνα των πόλεων. Μοιάζουν με
- 252 -
γερανούς και χρησιμοποιούν αντίβαρο για να εκτοξεύουν βράχους σε μεγάλες αποστάσεις. Τσαρ: Αρχηγός φυλής στη γλώσσα των Πεδιανθρώπων. Υπάρχουν εφτά στον κόσμο. Φέουδο, Φεουδάρχης: Μια ημιανεξάρτητη περιοχή που συνήθως περιλαμβάνει χωριά και αγροτικές εκτάσεις. Διοικείται από το Φεουδάρχη, αξίωμα που είναι κληρονομικό. Φράχτης με τα Αγκάθια: Ένα ανυπέρβλητο φυσικό εμπόδιο που σχεδόν χωρίζει το βασίλειο σε Ανατολικό και Δυτικό. Ουσιαστικά, είναι ένα τείχος από αγκάθια και μόνο όποιος γνωρίζει συγκεκριμένα, κρυμμένα περάσματα μπορεί να το περάσει. Φονοθόνοφ: Ένα εγκαταλειμμένο χωριό στα σύνορα του βασιλείου με τις χώρες των Πεδιανθρώπων. Λέγεται ότι είναι λημέρι ληστών. Υφαντή Οδός: Ο μεγαλύτερος εμπορικός δρόμος που διασχίζει το Βασίλειο της Αράχνης. Είναι λιθόστρωτος και αποτελεί την ασφαλέστερη και συντομότερη διαδρομή ανάμεσα στις πόλεις. Χίλβαν και Τολούκ: Οι δύο αινιγματικοί και λιγομίλητοι σωματοφύλακες του Μπαρταντίν. Παίρνουν μέρος στην αποστολή που επιχείρησε έξοδο στα Σκαλοπάτια των Νεκρών.
- 253 -