ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ 1992
ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΖΟΥΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ Μετάφραση ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΨΑΣΚΗΣ Επιμελητής έκδόσεως ΗΛΙΑΣ X. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΚΕΔΡΟΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ANTI ΠΡΟΛΟΓΟΥ 1. ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ 2. ΝΕΣΤΟΡΑΣ 3. ΠΡΩΤΕΑΣ 4. ΚΑΛΥΨΩ 5. ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ 6. ΑΔΗΣ 7. ΑΙΟΛΟΣ 8. ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ 9. ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΙΣ 10. ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ 11. ΣΕΙΡΗΝΕΣ 12. ΚΥΚΛΩΠΑΣ 13. ΝΑΥΣΙΚΑ 14. ΒΟΔΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ 15. ΚΙΡΚΗ 16. ΕΥΜΑΙΟΣ 17. ΙΘΑΚΗ 18. ΠΗΝΕΛΟΠΗ
ANTI ΠΡΟΛΟΓΟΥ Κατά τή διάρκεια τής μακρόχ ρονης άπασχ όλησής μου μέ τή μετάφραση του Όδυσσέα έφτασα συχ νά μπροστά σέ ανυπέρβλητες δυσκολίες καί άρκετές φορές αποφάσισα νά διακόψω τό εγχ είρημα. Τελικά, οπως διαπιστώνετε, αυτή ή μετάφραση τελείωσε καί τώρα, αντί προλόγου, νιώθω τήν άνάγκη νά καταγράψω εδώ μερικές άπό τίς δυσκολίες μου καί ν’ άπαριθμήσω μερικές περιπτώσεις λέξεων η φράσεων, τίς όποιες, γιά διάφορους λόγους, ή μετάφρασή μου δέν κατόρθωσε ν’ άποδώσει. Κατ’ αρχ ήν πρέπει νά πώ ότι, παρ’ ολο πού μετέφρασα άπό τό πρωτότυπο, θεωρώ βέβαιο ότι δέν θά κατάφερνα νά ολοκληρώσω αύτή τήν εργασία ` αν, γιά τήν άνεύρεση λύσεων στίς δυσκολίες πού μου παρουσιάζονταν, δέν κατέφευγα στή γαλλική μετάφραση. Έξ άλλου, μερικές φορές, χ ωρίς νά γνωρίζω γερμανικά, αλλά μέ τη βοήθεια τής κόρης μου Άντρέα, τής όποιας ή γλώσσα αύτή είναι ή μητρική της, ζήτησα νά ξεκαθαρίσω κάποιες άμφιβολίες μου κατί νά προσθέσω τήν πολυτέλεια μιας τρίτης εκδοχ ής. Γιά τούς λόγους αυτούς, λοιπόν, πρίν προχ ωρήσω, νομίζω πώς πρέπει νά δώσω ορισμένες πληροφορίες γιά τή μετάφραση του Όδυσσέα στίς δύο αύτές γλώσσες, οπως μάς παρέχ ονται άπό τόν Ρίτσαρντ ’Έλλμαν στήν περίφημη βιογραφία του γιά τόν Τζόυς (Richard Ellmann, James Joyce, 1959, 1982, Oxford University Press, Inc., New York). Ή πρώτη γαλλική μετάφραση άποσπασμάτων άπό τόν Όδυσσέα παρουσιάστηκε στό περιοδικό Commerce, τό καλοκαίρι του 1924 καί εφερε τίς ύπογραφές TfoG Βαλερύ Λαρμπώ καί τού Ώγκύστ Μορέλ. Περιείχ αν τήν «Τηλεμάχ εια» (δηλαδή τά πρώτα τρία επεισόδια του Όδυσσέα) καί άποσπάσματα άπό τό δέκατο έβδομο επεισόδιο, τήν «’Ιθάκη» καί τό δέκατο δγδοο, τήν «Πηνελόπη». Μετά άπ’ αύτή τή δημοσίευση, ό Λαρμπώ, γιά λόγους πού είναι άσχ ετοι μέ τή μετάφραση τού Όδυσσέα, άποσύρθηκε καί ό Μορέλ συνέχ ισε μόνος του, άλλά προχ ωρούσε μέ μεγάλη άργοπορία. Ό ’Έλλμαν συνεχ ίζει: «Αύτή (ή μετάφραση) πήρε νέα ορμή χ άρη σ’ ενα νέο μέλος πού στρατολογήθηκε στόν κύκλο Τζόυς, τόν Στιούαρτ Γκίλμπερτ. Ό Γκίλμπερτ, μετά από σπουδές στήν ’Οξφόρδη, άρκετά νέος, εφυγε στή Βιρμανία, οπου γιά μιά περίοδο δεκαεννέα ετών ύπηρέτησε ώς δικαστής. Στίς αρχ ές του 1927, μετά τή συνταξιοδότησή του έπέστρεψε στήν Εύρώπη καί εγκαταστάθηκε μέ τή Γαλλίδα σύζυγό του στό Παρίσι. Ανακάλυψε τό βιβλιοπωλείο τής Σύλβιας Μπήτς (τής έκδότριας του Τζόυς), ή οποία του εδειξε ενα άπόσπασμα τού Όδυσσέα μεταφρασμένο από τόν Μορέλ καί δημοσιευμένο στήν επιθεώρηση 900: Τετράδια τής ’Ιταλίας καί τής Ευρώπης (φθινόπωρο τού 1926). Ό Γκίλμπερτ έπέστησε τήν προσοχ ή της σέ μερικά σοβαρά λάθη καί μετά από αίτημά της, τήν 9η Μαίου 1927, άπέστειλε τίς εκτιμήσεις του στόν Τζόυς, τόν όποιο δέν ειχ ε ακόμα συναντήσει. «’Άν σάς ενδιαφέρει, προτίθεμαι νά έπιβλέψω τή γαλλική μετάφραση καί, αν είναι αναγκαίο, νά προτείνω καί διορθώσεις. Αντιλαμβάνομαι πλήρως τό κολοσσιαίο εργο τού μεταφραστή καθώς καί τή δεξιότητά του` θά έπιθυμούσα νά τόν βοηθήσω χ ωρίς νά τού επιβληθώ καί, οπως ελπίζω, μέ διακριτικότητα». Δέν άπαιτούσε ού’τε άνταμοιβή, ού’τε ευχ αριστίες. Αυτή ή γενναιόφρων προσφορά εγινε άσμένως άποδεκτή άπό τόν Τζόυς, αλλά λιγότερο άπό τόν Μορέλ. ’Ακολούθησε μιά σειρά πολύπλοκων ελιγμών. Ό Γκίλμπερτ ελεγε άργότερα ότι ό Τζόυς άρέσκετο νά εκλαμβάνεται ώς διπλωμάτης πού συζητούσε μέ δύο
ύπερδυνάμεις, άλλά οι μεταφραστές του συνεννοούντο άρκετά καλά. ’Από τήν αλληλογραφία συνάγεται ότι ό Μορέλ δέν ήταν πολύ εύχ αριστημένος πού ειχ ε κριτή τόν Γκίλμπερτ, όσο κι αν αυτός ήταν ευχ άριστος· καί τό γεγονός ότι ό Γκίλμπερτ βρισκόταν σέ καθημερινή επαφή μέ τόν Τζόυς, ενώ ό Μορέλ διέμενε στό νησί του (ό Μορέλ εμενε μακριά άπό τό Παρίσι, σ’ ενα νησί στή Βρετάννη), δέν βοηθούσε στήν εξομάλυνση των καταστάσεων. Άλλά, ας ξαναγυρίσουμε στή μετάφραση. Ό Λαρμπώ, πού ειχ ε άποδεχ θεί νά επιβλέπει τόν έπιβλέποντα Γκίλμπερτ, ειχ ε κάποια μπερδέματα μέ τήν Άντριάν Μοννιέ (τήν έκδότριά του), ή οποία έπιθυμούσε οπως ό Λαρμπώ συνεχ ίσει νά γράφει τά δικά του εργα κι έτσι ό τελευταίος σταμάτησε νά μεταφράζει, ενώ ή Σύλβια Μπήτς (ή έκδότρια τού Τζόυς), τόν πίεζε πρός τήν άντίθετη κατεύθυνση. Τό 1928 ό Λαρμπώ πρότεινε στόν Τζόυς νά άντικατασταθεί άπό τόν Μωρουά, άλλά ό Τζόυς άρνήθηκε` συγκέντρωσε τούς μεταφραστές του στό «Τριανόν» καί τούς εκαμε ν’ άποδεχ θούν τή συμφωνία, πού άργότερα ονόμαζε «Συνθήκη τού Τριανόν», μέ τήν οποία εγκαθίδρυε τόν Λαρμπώ άνώτατο διαιτητή. “Οταν, τόν Φεβρουάριο τού 1929, έκδόθηκε ή γαλλική μετάφραση τού Όδυσσέα άπό τήν Άντριάν Μοννιέ, ό κολοφώνας τού βιβλίου περιείχ ε μιά σοφή ιεραρχ ία: «Μεταφράστηκε άπό τά άγγλικά άπό τόν Ώγκύστ Μορέλ, μέ τή βοήθεια τού Στιούαρτ Γκίλμπερτ. Μετάφραση εντελώς ήλεγμένη άπό τόν κ. Βαλερύ Λαρμπώ, μέ τή συνεργασία τού συγγραφέα». Γιά τή γερμανική μετάφραση τού Όδυσσέα ό ’Έλλμαν μας παρέχ ει τίς άκόλουθες πληροφορίες: (τόν Αύγουστο τού 1926) πέρασε τέσσερις μέρες μέ τόν Georg Goyert, ό όποιος, κατόπιν διαγωνισμού πού οργάνωσε ή εκδοτική εταιρεία τού Τζόυς στήν Ελβετία, ή Rhein Verlag, είχ ε έπιλεγεί γιά νά μεταφράσει τόν Όδυσσέα. Ό Goyert εφερε άπό τό Μόναχ ο τό κείμενο καί ό Τζόυς τόν βοήθησε νά διορθώσει 88 σελίδες. (Γράμμα στόν άδερφό του Στανίσλαο, 5 Νοεμβρίου 1926.) Ή γερμανική μετάφραση έκδόθηκε τό 1927· δέν ικανοποίησε τόν Τζόυς, πού ετοίμασε άμέσως μιά άναθεωρημένη έκδοση. Ό Georg Goyert ήρθε επί τούτου στό Παρίσι τόν ’Απρίλιο καί ό Τζόυς τού άφιέρωσε ολο τό χ ρόνο πού διέθετε. Μετά άπ’ αύτές τίς πληροφορίες καί επειδή (καθ’ όσο ξέρω) μετά τήν πρώτη έκδοση τής γαλλικής μετάφρασης τού 1929 δέν υπήρξαν άπορριπτικές κριτικές, ούτε έπιχ ειρήθηκε ποτέ μιά νέα μετάφραση, θεώρησα θεμιτό, σέ περιπτώσεις πού υπήρχ αν άμφιβολίες ώς πρός τήν πλήρη κατανόηση τού πρωτοτύπου, νά προσφεύγω στή γαλλική μετάφραση γιά τήν άνεύρεση τής εξήγησης, πού τό πρωτότυπο μού άρνιόταν. Αυτός είναι ό λόγος πού, κάπως επίμονα, έπέμεινα στό ιστορικό τής γαλλικής μετάφρασης. Παρ’ ολα αυτά, πριν προχ ωρήσω στήν εκθεση τών δικών μου δυσκολιών, οφείλω νά δηλώσω ότι άκόμα καί σ’ αύτή τήν άποδεκτή μετάφραση υπάρχ ουν άρκετές διαφορές μεταξύ τού πρωτοτύπου καί τής γαλλικής μετάφρα # σης καί ενδεικτικά θά άναφέρω τρεις περιπτώσεις. 1. Στό επεισόδιο τού «Κύκλωπα», ή φράση «…about all the fellows that were hanged, drawn and transported…», εχ ει άποδοθεί στά γαλλικά ώς εξής: «rapport a tous les pauvres diables qu’ ont ete pendus, arraches de chez eux et deportes…». Ή διαφορά βρίσκεται στήν άπόδοση τής λέξης drawn πού εχ ει άποδοθεί περιφραστικά μέ τήν έκφραση arraches de chez eux. ’Άς παραθέσουμε τή φράση οπως μεταφράστηκε ελληνικά: «… καί γιά ολους τούς άλλους συντρόφους πού κρεμάστηκαν, αρπάχ τηκαν μέσα άπό τά σπίτια τους καί εξορίστηκαν…». Δηλαδή, ή ελληνική μετάφραση άκολουθεί τό γαλλικό κείμενο. “Ομως, οι φίλοι
John Solman καί Geoffrey Cox προτείνουν οπως ή λέξη drawn άποδοθεί ώς «ξεκοιλιάστηκαν», επιμένουν δέ ότι πρόκειται γιά άπαρχ αιωμένη μορφή θανατικής ποινής, προερχ όμενη άπό τό σκοτεινό Μεσαίωνα καί καταργημένη σήμερα, κατά τήν οποία, μετά τήν εκτέλεση δι’ άπαγχ ονισμού, στή συνέχ εια τό θύμα ξεκοιλιαζόταν. Μιά διαφορετική παραλλαγή συμπληρωματικής τιμωρίας πού άκολουθούσε τόν άπαγχ ονισμό ήταν ή ποινή πού καθορίζεται μέ τή λέξη quartered!, πού σημαίνει ότι τό θύμα μετά τόν άπαγχ ονισμό διαμελιζόταν. Είναι περίεργο πού ή γαλλική μετάφραση στηρίζεται σέ μιά διαφορετική ερμηνεία τού ρήματος draw, πού βέβαια σημαίνει σέρνω καί σέρνω έξω, κι εκείνο πού καθιστά άκόμα πιό περίεργη αύτή τήν απόρριψη τής έννοιας του ξεκοιλιάσματος δέν είναι ή πιθανή άμέλεια ή ή απροσεξία του Τζόυς νά έπισημάνει αυτή τήν έκδοχ ή, άλλά τό γεγονός ότι στήν ομάδα των μεταφραστών συμμετέχ ει καί ό Γκίλμπερτ, ό όποιος, έχ οντας υπηρετήσει δεκαεννιά χ ρόνια ώς δικαστής σέ βρετανική άποικία τής ’Άπω Ανατολής, πρέπει νά είχ ε ύπ’ όψη του τή δικαστική έρμηνεία αύτής τής λέξης. Αύτός είναι κυρίως ό λόγος πού, παρά τήν ύπόδειξη τών φίλων κυρίων Solman καί Cox, καί μέ δική μου εύθύνη, προτίμησα στήν ελληνική μετάφραση ν’ άκολουθήσω τό νόημα τού γαλλικού κειμένου. Συμπληρωματικά, όσον άφορά στήν έρμηνεία τής μικρής αύτής φράσης πρέπει νά προσθέσω ότι καί γιά τό τρίτο ρήμα transported, τό όποιο στά γαλλικά άποδίδεται ώς deportes καί στά ελληνικά ώς εξορίστηκαν, ό κ. Solman επισημαίνει ότι σέ κείμενο γραμμένο στίς άρχ ές αύτού τού αιώνα καί άναφερόμενο σαφέστατα σέ δικαστική ποινή κατά τόν προηγούμενον, ή λέξη δέν σημαίνει εξορίστηκαν, οπως έννοούμε αύτή τή λέξη σήμερα, άλλά «μεταφέρθηκαν άναγκαστικά στήν Αυστραλία». Αύτή ή έρμηνεία δέν εγινε άποδεκτή στήν ελληνική μετάφραση γιά άλλους λόγους, τούς όποιους θά προσπαθήσω νά εξηγήσω παρακάτω. 2. Στό επεισόδιο τής «Κίρκης», παρατίθεται ενας κατάλογος εραστών κάποιας κυρίας Ντάντρεηκ, οπου άνάμεσα σέ πολλούς άναφέρεται καί «the varsity wetbob eight from old Trinity». Στήν ελληνική μετάφραση ή φράση άποδίδεται «ή οκτάδα τών κωπηλατών τής ομάδας τού γεροΤρίνιτυ», άλλά στή γαλλική μετάφραση περιέργως τό κείμενο άποδίδεται ώς «/e rameur numero huit de Γ equipe du vieux Trinity», δηλαδή, «ό κωπηλάτης άριθμός οκτώ τής ομάδας τού γεροΤρίνιτυ» κι Ι’τσι ό άριθμός τών έραστών τής κυρίας Ντάντρεηκ μειώνεται κατά εφτά. 3. Αύτή ή τρίτη διαφορά πού θά έπισημάνω τελευταία έχ ει περισσότερη σημασία άπό τίς προηγούμενες δύο. Δέν συνιστά ύποθετικό ή πραγματικό λάθος, άλλά καταγράφει μιά διαφαινόμενη προσπάθεια τών Γάλλων μετα φραστών ν’ απαλύνουν τή δυσκολία τού κειμένου, προσθέτοντας κατά καιρούς μιά ή δυό λέξεις, πού θά καθιστούσαν τή φράση περισσότερο κατανοητή. ’Οφείλω νά πώ ότι κι εγώ, ήθελημένα ή άθέλητα, άκολούθησα αύτό τό δρόμο, καί παρ’ ολο πού ό κ. Solman μού έπεσήμανε άρκετές φορές στό κείμενό μου αύτές τίς προσθήκες, τελικά δέν τόν ακόυσα καί άρκετές λέξειςέπεξηγήσεις παρέμειναν στήν ελληνική μετάφραση. Ή φράση είναι άπό τό τρίτο επεισόδιο τού Όδυσσέα, τόν «Πρωτέα», «Belly without blemish, bulging big, a buckler of taut vellum, no, whiteheaped corn, orient and immortal, standing from everlasting to everlasting». Ή γαλλική μετάφραση έχ ει ώς εξής: « Ventre sans tache, gros de toutes les grossesses, bouclier de velin tendu, non, un monceau blanc de ble qui demeure auroral, nacre, maintenant et a jamais dans tous les sidcles des siecles». Καί ή ελληνική μετάφραση: «Κοιλία άψεγάδιαστη, φουσκωμένη μετά τίς τόσες εγκυμοσύνες, άσπίδα άπό τεντωμένο μοσχ αρίσιο δέρμα, όχ ι, άσπρος λοφίσκος άπό στάρι, άνατέλλον καί άθάνατο, εις τούς αιώνας τών αιώνων». Ή διαφορά βρίσκεται στήν προσθήκη στό γαλλικό κείμενο (τό όποιο άκολούθησα καί εγώ) τών λέξεων «de toutes les grossesses» καί ελληνικά «μετά τίς τόσες εγκυμοσύνες» πού δέν ύπάρχ ει στό πρωτότυπο καί λειτουργεί επεξηγηματικά στή λέξη «φουσκωμένη».
Ελπίζω πώς εγινε κατανοητό ότι δέν παρέθεσα αυτές τίς διαφορές μεταξύ τού πρωτοτύπου καί τής γαλλικής μετάφρασης πρός επίδειξη ύποθετικών γνώσεων, άλλά ώς πρώτο δείγμα τών δυσκολιών μου. Καί άκόμη γιά νά εξηγήσω τούς λόγους πού μερικές φορές ή μετάφρασή μου άκολουθεί τό κείμενο τής γαλλικής μετάφρασης. Θά περάσω τώρα στις καθ’ αυτό μεταφραστικές δυσκολίες, τίς όποιες θ’ άποπειραθώ νά καταγράψω σέ κατηγορίες. Λέξεις η φράσεις μέ πολλαπλά σημεία ανάγνωσης. Πολύ συχ νά στις λέξεις πού χ ρησιμοποιεί ό Τζόυς υπάρχ ουν δύο ή τρία έπίπεδα λειτουργίας καί ορισμένες λέξεις είσπράττονται σ’ ενα πρώτο επίπεδο νοηματικά, ενώ σ’ ενα δεύτερο καί τρίτο επίπεδο καταγράφονται αύτόματα στή συνείδηση τού άναγνώστη. Ό μεταφραστής δέν έχ ει τή δυνατότητα νά μεταφέρει στή μετάφρασή του ολα τά έπίπεδα μίας λέξης, άλλά είναι άναγκασμένος νά περιοριστεί στήν κύρια έννοια τού πρώτου επιπέδου καί νά θυσιάσει τίς δευτερεύουσες. Ας δώσω ενα παράδειγμα. Στό επεισόδιο τού «Αίολου» ύπάρχ ει ή φράση «as we read in the first chapter of Guinness.» Ή φράση φαίνεται αθώα καί δέν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα. Ώς γνωστόν, τό βιβλίο Γκίννεςς είναι ενα άνεπίσημο βιβλίο καταγραφής ρεκόρ μέγιστης άπόδοσης σέ κάποιο, συνήθως γελοίο, άθλημα. ‘Όμως, σ’ ενα βαθύτερο επίπεδο, πού καταγράφεται αυτόματα στή συνείδηση τού άγγλόφωνου άναγνώστη, είναι δυνατόν νά υπάρξουν άκόμα δύο δυνατές άναγνώσεις. Ή πρώτη είναι ή λιγότερο ένδιαφέρουσα: ή μπύρα Γκίννεςς είναι ή περισσότερο γνωστή μπύρα στήν ’Ιρλανδία κι έτσι ή φράση μπορεί νά διαβαστεί ώς: «μέ τήν πρώτη μπύρα», πού κατ’ επέκταση σημαίνει: «άπό τήν ώρα πού άρχ ίζει κανείς νά τά πίνει». Καί ή τρίτη άνάγνωση είναι ή άκόλουθη: υπάρχ ει μιά οπτική καί ήχ ητική ομοιότητα μεταξύ της λέξης Guinness καί τής λέξης genesis. “Ετσι ή φράση μπορεί άσυνείδητα νά διαβαστεί «στό πρώτο βιβλίο της Γένεσης», πού βέβαια συνιστά μιά άνευλαβή άναφορά στή Βίβλο. `Ένα δεύτερο παράδειγμα άπ’ αύτή τήν κατηγορία είναι καί τό άκόλουθο: πρόκειται γιά ένα καλαμπούρι-σχ όλιο-κατηγορία τού Τζόυς γιά δυό γνωστά πρόσωπα. Στό επεισόδιο τής «Σκύλλας καί τής Χάρυβδης», «Ό κ. Μούρ, λέκτωρ τών γαλλικών γραμμάτων εις τήν ιρλανδικήν νεολαία» καί στό επεισόδιο «Τά Βόδια τού “Ηλιου», «ό Ζαρατούστρα, πάλαι ποτέ βασιλικός καθηγητής τών γαλλικών γραμμάτων εις τό πανεπιστήμιο τής Όξτέιλ». Ό Τζόυς, μέ τίς φράσεις πού παραθέσαμε, σ’ ενα πρώτο επίπεδο καθορίζει τό επάγγελμα αυτών τών προσώπων, άλλά σ’ ενα δεύτερο, εύκολα αναγνωρίσιμο άπό τούς άγγλόφωνους άναγνώστες, τούς κακολογεί καί τούς κατηγορεί ότι τό περιεχ όμενο τής πανεπιστημιακής διδασκαλίας τους συνίσταται ή περιορίζεται στή διδασκαλία χ ρήσης τών κοινών προφυλακτικών. Ή έκφραση «french letters», (γαλλικά γράμματα), μετά άπό αιώνες επιρροής μιας πουριτανικής κουλτούρας, είναι μιά περιφραστική έκφραση πού καλυμμένα σημαίνει «τά προφυλακτικά». Φυσικά τό καλαμπούρι τού Τζόυς μένει άμετάφραστο στήν ελληνική μετάφραση. Επίσης χ άνεται καί τό σκώμμα πού εκτοξεύει ό Τζόυς εναντίον τού πανεπιστημίου τής ’Οξφόρδης (Oxford), πού, εδώ στή ραψωδία τών «Βοδιώντού “Ηλιου», μετατρέπεται σέ Oxtail, σέ βοίδοουρά. Τρίτο παράδειγμα άπ’ αύτή τήν κατηγορία: Στό επεισόδιο «Τά Βόδια τού “Ηλιου», πληροφορούμαστε ότι ό γεωργός Νικόλαος έστειλε στό λόρδο Χάρρυ έναν ταύρο (bull). ’Ακολουθεί ένα κείμενο άρκετών σελίδων, στό όποιο περιγράφονται οί συνέπειες τής
συμπεριφοράς αύτού τού ταύρου στήν κοινωνική ζωή τής ’Ιρλανδίας. Τό καλαμπούρι στηρίζεται στή διπλή έννοια τής λέξης bull στήν άγγλική γλώσσα, πού είναι βέβαια, α) ταύρος καί β) παπική βούλα. ‘Όπως μάς πληροφορεί ό Στιούαρτ Γκίλμπερτ στό βιβλίο του James Joyce’s Ulysses, ό γεωργός Νικόλαος είναι ό Νικόλαος Μπρέηκσπηρ πού έξελέγη Πάπας μέ τό όνομα Άδριανός ό τέταρτος, καί ό λόρδος Χάρρυ είναι ό Ερρίκος ό Δεύτερος τής ’Αγγλίας, στόν όποίο ό Πάπας «εμπιστεύτηκε μέ Διάταγμα τήν διακυβέρνηση τής ’Ισλανδίας (’Ιρλανδίας) ίνα έκριζώση τάς άκολασίας, αίτινες είχ ον άποκτήσει ρίζας». Ό ‘Έλληνας μεταφραστής βρίσκεται μπροστά στήν άναγκαιότητα νά άποφασίσει ποιά άπό τίς δύο έννοιες τής λέξης bull θά έπιλέξει στό κείμενό του, καί βέβαια θά έπιλέξει αύτή τού ταύρου, διαφορετικά γιά άρκετές σελίδες, στίς οποίες περιγράφεται ή σωματική διάπλαση καί ή συμπεριφορά ένός ταύρου, τό κείμενο θά παρέμενε εντελώς άκατάληπτο. Μέ τήν επιλογή αύτή, όμως, χ άνεται τό καλαμπούρι. Τέταρτο καί τελευταίο παράδειγμα αυτής τής κατηγορίας. Στό επεισόδιο, πάλι, τών «Βοδιών τού “Ηλιου», υπάρχ ει ή άκόλουθη φράση: «Τότε έψαλεν αύτοίς θαυμασιώτατον άσμάτιον ύμεναίου εκείνων τών άκρως διακριτικών ποιητών, τού διδασκάλου Τζών Φλέτσερ καί τού διδασκάλου Φράνσις Μπώμοντ, περιεχ όμενον εις τό έργον αύτών Τραγωδία τής Παρθένου, γραφέν διά παρόμοιον ερωτικόν σύμπλεγμα: Στό κρεβάτι, στό κρεβάτι, ήτο ή επωδός, αύτη δέ συνοδεύετο διά καταλλήλου μουσικής ύποκρούσεως επί παρθενίου. Γλυκύτατον καί διακριτικόν έπιθαλάμιον τής πλέον άποχ αυνωτικής άποτελεσματικότητος δι’ ερωτευμένους νεαρούς, τούς όποιους συνόδευον οί εύωδιάζοντες δαυλοί τών παρανύμφων εις τό τετράποδον θέατρον τής συζυγικής κοινωνίας. ‘Ωραίον ζεύγος, ειπεν εύθύμως ό κύριος Ντίξον, όμως, άκούσατε, νεαρέ μου κύριε, θά ήτο καλύτερον ούτοι νά άπεκαλούντο Μπώ Μάουντ καί Λέτσερ, διότι μά τήν πίστιν μου, έξ ενός παρομοίου ζευγαρώματος πολλά ήδύναντο νά προέλθουν». Ή δυσκολία βρίσκεται στήν άπόδοση τών νέων όνομασιών πού προτείνονται άπό τόν Ντίξον γιά τούς δυό αύτούς συγγράφεις. Τά ονόματα τού Τζών Φλέτσερ (John Fletcher) καί Φράνσις Μπώμοντ (Fransis Beaumont) είναι γνωστά καί δέν μπορούν ν’ άλλάξουν. ‘Όμως τά νέα ονόματα πού προτείνει ό Ντίξον νά τούς δοθούν μετά τή σύνθεση τού έν λόγω άσματος, Λέτσερ (Lecher) καί Μπώ Μάουντ (Beau Mount) σημαίνουν «πόρνος» καί «καλός γαμιάς». Τί πρέπει νά κάμει ό μεταφραστής; Ν’ αλλάξει άπό τήν άρχ ή τά ονόματα τών δύο γνωστών συγγραφέων, έτσι πού νά ύπάρξει μιά φωνητική ομοιότητα μέ τά νέα ονόματα πού θά τούς δώσει άργότερα ό Ντίξον; ’Αδύνατον. Τά όνόματά τους είναι γνωστά. Ν’ άλλάξει τά νέα ονόματα πού προτείνει ό Ντίξον καί άντί Λέτσερ καί Μπώ Μάουντ νά βάλει τις ελληνικές σημασίες τους; ’Έτσι όμως χ άνεται τό παιγνίδι τής μετωνυμίας. ’Ή, τέλος, πλάι στά παρεφθαρμένα όνόματά τους, νά βάλει μέσα σέ παρένθεση (ή σέ . ύποσημείωση), τίς έρμηνείες τους στά ελληνικά; ‘Όμως, αν άρχ ίσει νά προσθέτει επεξηγήσεις ή υποσημειώσεις στό κείμενο, είναι κάτι πού θά χ ρειαστεί νά έπαναλάβει πολλές φορές καί πρέπει νά προβληματιστεί γιά τή μορφή πού θά πάρει τελικώς ενα κείμενο, πού, δέν πρέπει νά τό ξεχ νάμε, δέν είναι μελέτη, άλλά μυθιστόρημα. Λεκτικά παιγνίδια. ’Άς περάσουμε τώρα σέ μιά διαφορετική κατηγορία δυσκολιών. Στό επεισόδιο τού «”Αδη» ύπάρχ ει ή άκόλουθη φράση: «Come forth, Lazarus. And he came fifth and lost the job». Ή φράση έχ ει άποδοθεί ώς εξής: «Λάζαρε, δεύρο έξω. Κι αυτός καθυστέρησε κι έχ ασε τή δουλειά». Ή δυσκολία βρίσκεται στή φωνητική ομοιότητα τών άγγλικώγ λέξεων forth καί fourth, πού σημαίνουν «έξω ή εμπρός» ή πρώτη καί «τέταρτος» ή δεύτερη. ’Έτσι τό πρώτο μισό τής
φράσης μπορεί νά διαβαστεί διπλά, α) «Λάζαρε, δεύρο έξω», άλλά καί β) «Λάζαρε, ελά τέταρτος». Όπότε τό δεύτερο μισό πού περιέχ ει τή λέξη fifth, «πέμπτος», διαβάζεται οπωσδήποτε ώς «καί ήρθε πέμπτος κι εχ ασε τή δουλειά». ’Άλλη μιά φορά τό παιγνίδι μέ τίς λέξεις £χ ει χ αθεί. Αύτό πού άπομένει είναι ή λογική έξήγηση. Στό επεισόδιο τών «Λαιστρυγόνων» υπάρχ ει ή φράση «Just the place too. POST NO BILLS. POST NO PILLS. Some chap with a dose burning him». Τήν ώρα αύτή ό κ. Μπλούμ βρίσκεται σ’ ενα δημόσιο ουρητήριο, άναλογίζεται τίς δυνατότητες πού εχ ει ή διαφήμιση καί θυμάται ότι παλιότερα κάποιος άφροδισιολόγος, ό δόκτωρ Χάρρις, κολλούσε μόνος του στά δημόσια ούρητήρια τού Δουβλίνου αύτοκόλλητα χ αρτάκια μέ τή διεύθυνσή του. Ή ελληνική μετάφραση διαφέρει πολύ άπό τήν άκριβή μετάφραση τού πρωτοτύπου πού είναι: «Καί στήν κατάλληλη θέση. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΤΟΙΧΟΚΟΛΛΗΣΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΤΟΙΧΟΚΟΛΛΗΣΙΣ ΧΑΠΙΩΝ γιά κάποιον πού τήν εχ ει αρπάξει καί τόν τσούζει». Στή μετάφρασή μας, αύτή εχ ει γίνει διπλάσια σέ μήκος καί, έπί πλέον, άφήνει άμετάφραστες δύο άπό τίς τέσσερις προτάσεις της. ’Ιδού: «Καί στήν κατάλληλη θέση. Γιά πόσο καιρό, όμως; Ή γραμμένη άπό τόν Δήμο στούς τοίχ ους άπαγόρευση POST NO BILLS ξεβάφει μέ τόν καιρό καί γίνεται POST NO PILLS. Γιά κάποιον πού τήν εχ ει αρπάξει καί τόν τσούζει». Θεώρησα ότι ήταν προτιμότερο νά εξηγήσω τή διαδικασία ξεβάμματος άπό τό χ ρόνο τού γράμματος Β σε Ρ καί ν’ άφήσω τίς φράσεις άμετάφραστες. Ή προσθήκη τής φράσης «Γιά πόσο καιρό, όμως;» είναι ενα παράδειγμα αύτού πού είπα πιό πάνω, ότι στή μετάφραση ύπάρχ ει κάποια βοήθεια τού ‘Έλληνα άναγνώστη. Φυσικά, άναλαμβάνω τήν ευθύνη. Νά σημειωθεί ότι στή γαλλική μετάφραση εχ ει γίνει μιά άπόπειρα νά μεταφερθεί τό λεκτικό παιγνίδι πού γίνεται άνάμεσα στίς λέξεις BILLS-PILLS μέ τήν άπόδοση δύο διαφορετικών ερμηνειών στή λέξη πού προηγείται αυτών τών δυό, δηλαδή τής λέξης POST. ’Ιδού τό άποτέλεσμα: «CABINET DE CONSULT ΤΑ ΒΙΝΕΤΤΕ DE CON!» Κατά τή γνώμη μου, πρόκειται γιά πλήρη άποτυχ ία. Δυσκολίες κατανόησης λόγω παρόδου τών ετών. Τά ογδόντα εξι χ ρόνια πού έχ ουν περάσει άπό τή 16η ’Ιουνίου 1904, ήμερα κατά τήν οποία διαδραματίζεται ή ’Οδύσσεια τού κ. Μπλούμ μέσα στήν πόλη τού Δουβλίνου καί πού είναι ό μυθιστορηματικός χ ρόνος τού Όδυσσέα τού Τζόυς, έχ ουν επιφέρει πολλές άλλαγές. Κατ’ άρχ ήν άλλαγές πού άφορούν σέ χ αρακτηριστικά παιδείας, συμπεριφοράς καί άντίληψης, άλλά καί άλλαγές ένός διαφορετικού επιπέδου, εξωτερικές, πού άφορούν στή ρυμοτομία τής πόλης, τά συγκοινωνιακά μέσα, τίς ώρες εργασίας. ‘Όλα αύτά μπορούν νά δημιουργήσουν προβλήματα, γιατί ό συγκεκριμένος χ ώρος τού Δουβλίνου εχ ει μεγάλη σημασία μέσα στόν Όδυσσέα. Ενδεικτικά άναφέρω μιά πληροφορία, ή οποία μού εκανε πολλή εντύπωση. Τό 1904, στό Δουβλίνο, τό ταχ υδρομείο μοίραζε κατ’ οικον τήν άλληλογραφία εξι φορές τήν ήμέρα. ’Αναρωτιέμαι τί θά σκεφτούν οι νέοι πού θά διαβάσουν αύτή τήν πληροφορία σήμερα, πού εκτός άπό μία καί μοναδική ημερήσια διανομή, καθυστερημένης συνήθως άλληλογραφίας, δέν υπάρχ ει ταχ υδρομείο άπό τήν Παρασκευή μέχ ρι τή Δευτέρα τό πρωί! Αύτά ολα καί πολλά άλλα δημιουργούν δυσκολίες στόν άναγνώστη, οί όποιες μετατίθενται στήν πλάτη τού μεταφραστή. ’Έτσι, μερικές φορές, ή Ελλειψη επαρκών πληροφοριών γιά τίς συνθήκες τού κοινωνικού βίου, σημερινού ή περασμένου, μιας χ ώρας μέ τόσο βαθειά ριζωμένη θρησκευτική πίστη κάτω άπό τήν εξουσία μιας εκκλησίας πού δέν είχ ε τήν άνεκτικότητα καί τήν ελαστικότητα
τής ορθόδοξης, εμποδίζει τήν κατανόηση τού κειμένου. ’Άς πάρουμε ενα παράδειγμα άπό τό επεισόδιο τού «Νέστορα». Ό Στήβεν περιμένει τόν κ. Ντήζυ στό άδειο γραφείο τού τελευταίου. Παρατηρεί γύρω του: «Πάνω στόν άδειο κομμό ό δίσκος μέ τά νομίσματα τών Στιούαρτ, εύτελής θησαυρός ενός βάλτου` καί πάντα ετσι θά ’ναι. Καί φυλαγμένοι στήν κουταλοθήκη μέ τό κόκκινο ξεφτισμένο βελούδο οί δώδεκα άπόστολοι πού δίδαξαν ολους τούς εθνικούς` εις τούς αιώνας τών αιώνων». Είναι δύσκολο νά καταλάβουμε τήν τελευταία πρόταση καί άδυνατούμε νά βρούμε πώς μπορούν οι δώδεκα άπόστολοι νά κλειστούν μέσα στήν κουταλοθήκη. Είχ α τήν τύχ η νά πάρω τήν πληροφορία άπό ενα φίλο μιας κάποιας ήλικίας, ότι μέχ ρι τό μεσοπόλεμο, γνωστές βιομηχ ανίες σκάλιζαν πάνω στίς επίπεδες έπιφάνειες τών λαβών μιας δωδεκάδας μικρών άσημένιων κουταλιών τού τσαγιού τίς μορφές τών δώδεκα άποστόλων, συνήθεια πού σταμάτησε σιγά-σιγά μέ τόν καιρό. Γιά μένα, τουλάχ ιστον, χ ωρίς αύτήν τήν πληροφορία, τό κείμενο θά παρέμενε άκατάληπτο. Δυσκολίες λόγω διαφορετικής παιδείας. Ας περάσουμε τώρα σ’ ενα διαφορετικό είδος δυσκολιών πού άντιμετωπίζει ό άναγνώστης καί κατ’ έπέκταση καί ό μεταφραστής. Ό Τζόυς, άρκετές φορές άπροειδοποίητα καί χ ωρίς καμιά έξήγηση, άναφέρει διάφορα πράγματα καί πρόσωπα, θεωρώντας δεδομένο ότι ό άναγνώστης του τά γνωρίζει και άρα τό κείμενο μπορεί νά λειτουργήσει. ’Άς δώσω ενα παράδειγμα. Στό επεισόδιο τής «Ναυσικάς» ύπάρχ ει ή φράση: «Rip van Winkle we played. Rfip: tear in Henny Doyle’s overcoat. Van: breadvan delivering. Winkle: cockles and periwinkles. Then I did Rip van Winkle coming back. She leaned on the sideboard watching. Moorish eyes. Twenty years asleep in Sleepy Hollow. All changed. Forgotten. The young are old. His gun rusty from the dew». Αύτό τό άπόσπασμα έχ ει μεταφραστεί ώς έξης: «Παίζαμε τό αίνιγμα Ρίπ Βάν Γουίνκλ. Ρίπ` σκίσιμο στό πανωφόρι τής Χέννυ Ντόουλ. Βάν` άμαξα πού παραδίνει ψωμί. Γουίνκλ` κοχ ύλια καί σαλιγκάρια. “Υστερα ε-παιξα τόν Ρίπ Βάν Γουίνκλ νά επιστρέφει. Αύτή μέ κοίταζε ακουμπισμένη στό ντουλάπι. Μαυριτάνικα μάτια. Είκοσι χ ρόνια κοιμισμένος στό Σπήλαιο τού “Υπνου. Τά πάντα έχ ουν άλλάξει. Λησμονημένος. Οί νέοι γέρασαν. Ή δροσιά σκούριασε τό οπλο του». Είναι βέβαιο ότι ό “Ελληνας άναγνώστης δέν μπορεί νά μείνει ικανοποιημένος. Καί αύτό είναι φυσικό γιά οποίον δέν γνωρίζει τά άκόλουθα: ό Ρίπ Βάν Γουίνκλ είναι ήρωας ενός διηγήματος τού Άμερικανού Ούάσινγκτον ’Έρβινγκ (1783-1859) άπό τή συλλογή διηγημάτων του Sketch Book, πού κυκλοφόρησε τό 1820. Περιγράφει τίς περιπέτειες ενός άνθρώπου πού κοιμήθηκε είκοσι χ ρόνια καί όταν ξύπνησε τά πάντα γύρω του είχ αν άλλάξει καί κανείς δέν τόν θυμόταν πιά. Τό θέμα τού Ρίπ Βάν Γ ουίνκλ επανέρχ εται συχ νά στόν Όδυσσέα γιά τόν προφανή λόγο ότι ό ομηρικός Όδυσσέας άντιμετωπίζει παρόμοιες δυσκολίες μετά τήν επιστροφή του στήν ’Ιθάκη, υστέρα άπό άπουσία είκοσι χ ρόνων. Εκτός άπό τό γεγονός ότι τό διήγημα είναι πολύ γνωστό στό άγγλόφωνο άναγνωστικό κοινό, τό πρόσωπο τού ηρωα Ρίπ Βάν Γουίνκλ εγινε πασίγνωστο τόν περασμένο αιώνα επειδή εδωσε τό όνομά του σ’ ενα παιγνίδι αινιγμάτων στίς κοινωνικές συγκεντρώσεις πού μοιάζει μέ τό δικό μας «Βρές το καί πές το». Χωρίς τή γνώση αυτών τών στοιχ είων, φοβάμαι ότι τό κείμενο είναι καταδικασμένο νά μείνει άκατανόητο. Εκτός αύτού, στή συγκεκριμένη φράση υπάρχ ουν ήχ ητικά λογοπαίγνια άνάμεσα στίς λέξεις rip (σχ ίζω) καί tear (σχ ίσιμο), van (άμαξα) καί breadvan (άμαξα ψωμιού) καί τέλος άνάμεσα στό Winkle (τό επώνυμο τού ηρωα) καί periwinkles (σαλιγκάρια). “Ολα αυτά συνιστούν προβλήματα γιά τόν μεταφραστή καί ό άναγνώστης δύσκολα θά φτάσει σέ μιά πλήρη κατανόηση τού κειμένου.
Δυνατότητες πολλαπλών αναγνώσεων. Στόν Όδυσσέα ποτέ δέν μπορεί κανείς νά είναι σίγουρος γιά τήν κατανόηση καί κατ’ άκολουθίαν γιά τήν άπόδοση τού κειμένου. Έκεί πού πραγματικά κινδυνεύει ό άναγνώστης καί πολύ περισσότερο ό μεταφραστής είναι τά άποσπάσματα πού επιφανειακά δέν παρουσιάζουν καμιά δυσκολία. Ή φράση πού άναφέρεται παρακάτω εχ ει προβλήματα κατανόησης, άλλά δέν παρουσιάζει προβλήματα στή μετάφρασή της. Πρόκειται γιά μιά φράση άπό τό σιωπηλό μονόλογο τού Στήβεν άπό τό επεισόδιο τού «Πρωτέα»: «God becomes man becomes fish becomes barnacle goose becomes featherbed mountain.» Ή φράση εχ ει άποδοθεί ώς έξης στήν ελληνική μετάφραση: «Ό θεός γίνεται άνθρωπος, γίνεται ψάρι, γίνεται πεταλίδα χ ήνα, γίνεται πουπουλένιο στρώμα…» Κατ’ άρχ ήν ύπάρχ ει μιά δυσκολία γιά τήν άπόδοση τής περίφρασης barnacle goose. “Ομως, πληροφορείται κανείς ότι πρόκειται γιά είδος άγριό-χ ήνας, εντελώς άγνωστης στή Μεσόγειο, πού περνάει τά καλοκαίρια στόν ’Αρκτικό κύκλο καί τό χ ειμώνα, άντί νά μεταναστεύει, σάν τόσα άλλα πουλιά, στήν ’Αφρική, κατεβαίνει ελάχ ιστα πρός τό νότο καί σταματάει στή βόρεια Γαλλία, τήν ’Αγγλία καί τήν ’Ιρλανδία. ’Επειδή τό πουλί αύτό επώαζε τά αύγά του τό καλοκαίρι, όταν βρισκόταν στόν βόρειο πόλο, οί όρνιθολόγοι τού Μεσαίωνα δέν μπορούσαν νά προσδιορίσουν τή διαδικασία επώασης τών αύγών αύτού τού πουλιού, ώσπου τελικά κάποιος καλόγερος παρατηρώντας μερικά νεαρά πουλιά νά πετάγονται άπό κάποιους βράχ ους στήν άκτή τού ’Ατλαντικού (οπου προφανώς είχ αν φθάσει πρόσφατα άπό τό βορρά), πλησίασε στό μέρος καί είδε ενα μεγάλο άριθμό τεράστιων πεταλίδων, κολλημένων πάνω στά βράχ ια καί πρόβαλε τή γνώμη ότι αύτά τά πουλιά έβγαιναν άπό τίς πεταλίδες τών βράχ ων. Ή πρότασή του εγινε άποδεκτή καί άπό τότε τά πουλιά αύτά είναι γνωστά μέ αύτή τήν ονομασία. ‘Όμως τά πράγματα δέν είναι ποτέ απλά στόν Τζόυς. Στό βιβλίο τής Brenda Madox Nora, a biography of Nora Joyce, έκδ. Μινέρβα, 1988, πληροφορούμαστε ότι τό πατρικό επίθετο τής Νόρας Τζόυς είναι Nora Barnacle, δηλαδή Νόρα Πεταλίδη. ’Από τόν ’Έλλμαν εξ άλλου, πληροφορούμαστε άλλο ενα άπό τά καλαμπούρια τού πατέρα τού Τζαίημς Τζόυς, τού Τζών Τζόυς (ή, άν θέλετε, τού Σίμωνα Ντένταλους τού Όδυσσέα). ‘Όταν τό καλοκαίρι τού 1904 εμαθε ότι ό γιος του σέ ήλικία 22 χ ρόνων ήταν έτοιμος νά φύγει μέ μιά κοπέλα 20 χ ρόνων ζήτησε νά πληροφορηθεί τ’ όνομά της καί όταν εμαθε ότι λεγόταν Nora Barnacle είπε: «’Ώχ , αύτή δέν θά ξεκολλήσει ποτέ άπό πάνω του!». Ή κυρία Maddox ισχ υρίζεται ότι αύτή ή φράση είναι μιά άπό τίς πολλές στίς όποιες ό Τζόυς άποτίει τιμή στή γυναίκα του καί προτείνει τήν άκόλουθη άνάγνωση: «Ό Θεός κατεβαίνει στή γή, γίνεται άνθρωπος πού τρώει κάποιο είδος ψαριού πού μεταμορφώνεται σέ κρέας ή ενα πουλί πού ξεπουπουλιάζεται γιά νά γεμίσουμε μέ τά φτερά του ενα πουπουλένιο πάπλωμα, πού σκεπάζει τό συζυγικό κρεβάτι τής οικογενειακής ευδαιμονίας, ή οποία επιτρέπει στόν καλλιτέχ νη νά ύψωθείσέ θείκά υψη δημιουργίας». Προσωπικά δέν συμμερίζομαι καθόλου αύτή τήν ύπεραπλούστευση τής άνάγνωσης πού προτείνει ή κυρία Maddox. Φαίνεται πώς, καί ή ίδια εχ ει άμφιβολίες γιατί παραθέτει καί άλλη μία πιθανή άνάγνωση: «Ό Θεός έξανθρωπίστηκε διά τής ενσάρκωσης καί ό Χριστός μεταμορφώθηκε σέ ψάρι (τό σύμβολο μέ τό όποιο ήταν γνωστός στούς πρώτους χ ριστιανούς), ό Τζόυς εγινε άνθρωπος πού εριξε άγκυρα στό πουπουλένιο στρώμα τής έγγαμης ζωής καί άνοιξε τά μάτια του σέ ενα νέο καλλιτεχ νικό δραμα, ότι τό σημαντικότερο στή ζωή είναι ή άγάπη». Δέν ισχ υρίζομαι ότι αύτή ή δεύτερη άνάγνωση είναι ή σωστή, άλλά άναφέρω ολο αύτό τό σχ όλιο
γιά νά δείξω ότι άκόμα καί ή μετάφραση μιάς λέξης πού φαίνεται άσήμαντη μέσα στό κείμενο, (οπως ή barnacle goose), μπορεί τελικά ν’ άποδειχ θεί πώς εχ ει μεγάλη σημασία. ’Αποσπάσματα άπό τή Βίβλο. Μέσα στό κείμενο τής μετάφρασης ύπάρχ ουν τουλάχ ιστον πενήντα φράσεις πού είναι δάνεια αποσπασμάτων άπό τή Βίβλο. Τόσες μόνο φορές μπόρεσα, μέ τήν πολύτιμη βοήθεια τών φίλων κυρίων Solman καί Cox, νά έπισημάνω φράσεις τού πρωτοτύπου, οί όποιες ήταν εδάφια τής Βίβλου. Δέν άποκλείω τήν πιθανότητα νά ύπάρχ ουν καί άλλες, οί όποιες δέν εγινε δυνατόν νά έπισημανθούν, άφού οί φράσεις αύτές εντίθενται χ ωρίς καμιά αλλαγή τών τυπογραφικών στοιχ είων, χ ωρίς εισαγωγικά, συχ νά δέ παρατίθεται απλώς ενα τμήμα τής φράσης. Καί καλά, ορισμένες φορές υπάρχ ει κάτι πού σέ κάνει νά υποψιάζεσαι, ή σύνταξη, τό ύφος τής γλώσσας, τά συμφραζόμενα, κτλ., άλλά είναι καί φορές πού μιά άναφορά στή Βίβλο είσάγεται ξαφνικά καί θεωρώ τόν εαυτό μου τυχ ερό γιά μερικές επισημάνσεις τών κυρίων Solman καί Cox. Θά άναφέρω τρία παραδείγματα: 1) «Sufficient for the day», πού μπορεί νά μεταφραστεί «’Αρκετά γιά σήμερα», όμως είναι εδάφιο τής Βίβλου, άπό τό κατά Ματθαίο Εύαγγέλω 6,34 καί πρέπει νά άποδοθεί: «’Αρκετόν τή ήμέρα». 2) «Bread cast on the waters», πού μπορεί νά μεταφραστεί «Ψωμί ριγμένο πάνω στό νερό», όμως αυτό Ίναι άπό τόν Εκκλησιαστή 11,1 καί πρέπει ν’ άποδοθεί «Άπόστειλον τόν άρτον σου επί προσώπου τού ύδατος». 3) «Fleshpots of Egypt», πού είναι άπό τήν ’Έξοδο, 16,3 καί πρέπει νά αποδοθεί: «Έπί τών λεβήτων τών κρεών». “Ομως, γιά νά συνεχ ίσω στό θέμα αύτό, υπάρχ ει μιά συνεχ ής δυσκολία κατανόησης τού κειμένου άπό τόν άναγνώστη πού δέν είναι εξοικειωμένος μέ συγγραφείς τής άγγλικής γλώσσας, επειδή ό Τζόυς παραθέτει άποσπάσματα άπό ενα ευρύτατο φάσμα αυτών τών συγγραφέων. Πολλές φορές στά έπί μέρους επεισόδια ό Τζόυς προσπαθεί νά εισαγάγει λέξεις πού έχ ουν σχ έση μέ τό κεντρικό μοτίβο κάθε επεισοδίου. Γιά παράδειγμα στό επεισόδιο τού «Αίολου» ύπάρχ ει μέλημα νά χ ρησιμοποιηθεί όσες φορές γίνεται περισσότερο ή λέξη άνεμος. “Ομως, δέν είναι πάντα κατορθωτό στόν μεταφραστή νά άποδώσει κάθε φορά αύτές τίς εκφράσεις κατά κυριολεξία. Στά άγγλικά γιά τήν άπόδοση τής έκφρασης «ψάχ νοντας γιά δανεικά» ύπάρχ ει ή έκφραση «raising the wind», πού θά πει κατά κυριολεξία «σηκώνοντας τόν άνεμο». Στά ελληνικά υπάρχ ει ή έκφραση «θά κινήσω γή καί ούρανό» άλλά δέν εχ ει καμιά σχ έση μέ δανεικά. “Οταν ό “Ελληνας άναγνώστης θά διαβάσει τή φράση «ψάχ νοντας γιά δανεικά», ετσι οπως εχ ει άποδοθεί αύτή στή μετάφραση, ή λέξη άνεμος εχ ει χ αθεί καί δέν θά μπορέσει νά εκτιμήσει τήν έξαντλητική άπαίτηση τού Τζόυς άπό τή γλώσσα νά τού προσφέρει όσα μπορεί περισσότερα. ‘Ένα άλλο παράδειγμα άπό τό έπεισόδιο τών «Σειρήνων», οπου ό Τζόυς προσπαθεί νά χ ρησιμοποιήσει όσες περισσότερες λέξεις μπορεί μέ μουσικό περιεχ όμενο. Υπάρχ ει ή φράση : «Tenors find women by the score». vAv ή φράση μεταφραστεί κατά κυριολεξία, δέν θά σημαίνει τίποτα, γι’ αύτό τό λόγο ή ελληνική μετάφρασή της είναι: «Οί τενόροι βρίσκουν γυναίκες άβέρτα».
Θά μπορούσα νά χ ρησιμοποιήσω καί τήν έκφραση «μέ τή σέσουλα», άλλά προτίμησα τό άβέρτα, γιατί αύτή ή λέξη, τουλάχ ιστον, είναι ιταλικής προέλευσης. Στό έπεισόδιο τής «Πηνελόπης», τό κείμενο, γιά νά καταδείξει τή γήινη ύπόσταση τής ήρωίδας, είναι γεμάτο άπό τή λέξη earth, σέ κάθε δυνατή μορφή. Εκεί ύπάρχ ει καί ή έκφραση «unerthy hour», πού εχ ει άποδοθεί ώς «άφύσικη ώρα», άλλά ή άναφορά στή λέξη γή εχ ει χ αθεί. Ή φροντίδα τού Τζόυς γιά τή συνεχ ή έπανάληψη τής λέξης earth-γή δέν επιτυγχ άνεται. Καί τέλος, στό έπεισόδιο τού «”Αδη», υπάρχ ει μιά έπανάληψη τής λέξης hell-κόλαση, άλλά ή χ ρησιμοποίησή της δέν είναι πάντα κατορθωτή στή μετάφραση. ’Έτσι στήν άπόδοση τής φράσης «whole place gone to hell», ή λέξη «κόλαση» εξαφανίζεται καί ή φράση άποδίδεται «ολος. ό χ ώρος πάει κατά διαόλου». Μιά άλλη επισήμανση πού πρέπει νά κάμω είναι ότι, συχ νά, όταν ό Τζόυς άναφέρεται στή θάλασσα προσθέτει τόν περιφραστικό προσδιορισμό «πού εχ ει τό χ ρώμα τού κρασιού». Γιά τόν άγγλόφωνο άναγνώστη πού εχ ει διαβάσει τήν ’Οδύσσεια, άπό μετάφραση Ισως νά είναι εύκολη ή σύνδεση τής φράσης τού Τζόυς «θάλασσα πού εχ ει τό χ ρώμα τού κρασιού» μέ τήν ομηρική έκφραση «οίνοπα πόντον», άλλά εγώ δέν τόλμησα, κάθε φορά πού πα’ ρουσιάζεται αύτή ή έκφραση στό κείμενο τού Τζόυς, νά βάζω τήν ομηρική άντιστοιχ ία της. Νομίζω ότι αυτός ό πρόλογος παρατράβηξε. ’Ίσως νά εχ ει ενα ύφος άπολογητικό. Μπορεί. Ναι, δέν μπόρεσα νά δώσω λύσεις σ’ ενα σωρό προβλήματα. Θέλησα πάντως σ’ αυτόν εδώ τόν πρόλογο νά δώσω καί τό μέτρο τών δυσκολιών πού τέθηκαν στό έργο μου.
Ό Στιούαρτ Γκίλμπερτ στό βιβλίο του Ό Όδυσσέας τού Τζαίημς Τζόυς, άναφέρει τά Ακόλουθα: «Υπάρχ ουν πολλά χ αρακτηριστικά άπο&πάσματα πού περιέχ ουν άπόηχ ους άπό συγγραφείς κάθε φυλής καί κάθε εποχ ής: ύπάρχ ει ενα ολόκληρο έπεισόδιο πού εχ ει άποκληθεί “έπεισόδιο τών παρωδιών”, ενα άλλο πού, κατά τό μεγαλύτερο μέρος του, είναι γραμμένο στή γλώσσα τών περιοδικών γιά δεσποινίδες, καί στήν κυρίως άφήγηση τού επεισοδίου τού «Κύκλωπα», (τό οποίο εχ ει καταγραφεί στό λαίκό ιδίωμα ενός Δουβλινέζου αργόσχ ολου), περιέχ ονται συχ νά αποσπάσματα λαίκής, κινηματογραφικής καί δημοσιογραφικής άγγλικής γλώσσας. Σ’ ενα άλλο επεισόδιο, τήν «’Ιθάκη», οπου χ ρησιμοποιείται ή δομή τής εκκλησιαστικής κατήχ ησης, οί ερωτήσεις καί οί άπαντήσεις είναι τόσο στεγνά άκριβεις καί ad nauseam συγκεκριμένες, όσο καί ή άριστοτέλεια επιμονή στήν εξονυχ ιστική ανάλυση άπό κάποιο θεολόγο τής πρώτης περιόδου. Σέ κάθε περίπτωση, λόγω βασίμων καί ειδικών λόγων, ό συγγραφέας εχ ει έπιλέξει ενα ύφος κατάλληλο στό θέμα του: τό ύφος είναι τό θέμα». Θά τελειώσω μέ μιά μεγάλη δυσκολία πού αφορά τό επεισόδιο «Τά Βόδια τού “Ηλιου». Είναι 10.00’ τό βράδυ καί ό κ. Μπλούμ επισκέπτεται τό Μαιευτήριο γιά νά ζητήσει πληροφορίες γιά τόν τοκετό τής φίλης κυρίας Πιούριφού, πού βασανίζεται εκεί κατάκοιτη τρεις μέρες. Στήν αίθουσα άναμονής τού Μαιευτηρίου συναντά τόν Στήβεν καί μιά ομάδα φίλων του, φοιτητών τής ιατρικής πού συζητούν πίνοντας μπύρα. ‘Όπως μάς λέει ό Γκίλμπερτ, πού παίρνει τίς πληροφορίες του άπό τόν ίδιο τόν Τζόυς (οπως ρητά δηλώνει ό ίδιος στήν Εισαγωγή του), στό κεφάλαιο αυτό, στό όποιο τό κύριο θέμα τής συζήτησης είναι ή άνάπτυξη τού εμβρύου μέσα στήν κοιλιά τής μητέρας, ό Τζόυς ειχ ε τήν πρόθεση νά καταδείξει τήν εξέλιξη τής άγγλικής γλώσσας άπό τόν Μεσαίωνα μέχ ρι σήμερα. ’Έτσι, στήν άρχ ή μιμείται ή παρωδεί κείμενα άνωνύμων καί στή συνέχ εια
επωνύμων συγγραφέων τής άγγλικής γλώσσας μέχ ρι τών ημερών του. Μετά τήν άναγγελία άπό τήν νοσοκόμα ότι γεννήθηκε τό βρέφος, ολη ή παρέα εγκαταλείπει τό Μαιευτήριο καί μεταφέρεται στό μπάρ τού Μπέρκ, γιά νά συνεχ ίσουν τό πιοτό. Τό κείμενο τώρα έκφέρεται σέ μιά γλώσσα ιδιωματική τών φοιτητών, άλλά καί τών μπεκρήδων. ’Άς παραθέσουμε μερικά ονόματα συγγραφέων, τών οποίων ό τρόπος γραφής παρωδείται ή γίνεται άντικείμενο μίμησης: Μάντεβιλ, Τόμας Μάλλορυ, Σέρ Τόμας Μπράουν, Πήπς-’Ήβλην, Μπάνυαν, Ντεφόου, Σουίφτ, Άντιζον-Στήλ, Γκόλντσμιθ, ’Έντμοντ Μπέρκ, Γίβωνας, Τσάρλς Λάμ, Ντέ Κουίνσυ, Λάντορ, Ντίκενς, Στέρν, Νιούμαν, Πέητερ, Ράσκιν, Μακκώλεύ, Κάρλαύλ καί άλλοι. Στόν ‘Έλληνα μεταφραστή τίθενται άμέσως δύο προβλήματα. Πρώτον, πέρα άπό ενα πλήρη ελεγχ ο τής άγγλικής γλώσσας ήταν άναγκαία καί ή γνώση τού ύφους τού έργου αυτών τών «παρωδουμένων» συγγραφέων, καί δεύτερον, ήταν άναγκαία ή άνεύρεση καί ή επιλογή Ελλήνων επωνύμων συγγραφέων, άντίστοιχ ων (ή περίπου) χ ρονολογιών μέ εκείνων τής άγγλικής λογοτεχ νίας, πρός μίμηση ή παρωδία τους. Ώπωσδήποτε, δέν διέθετα μιά γνώση τής άγγλικής γλώσσας, όχ ι γιά τήν κατανόηση τού κειμένου, άλλά γιά τήν άποκωδικοποίηση τού ύφους τών επιλεγμένων άπό τόν Τζόυς ’Άγγλων συγγραφέων. (Ούτε καί ή γνώση μου τής γαλλικής γλώσσας φθάνει σέ ενα τέτοιο επίπεδο, ώστε ν’ αποπειραθώ κάτι παρόμοιο — παρ’ ολο πού είναι καταφανές ότι οί Γάλλοι μεταφραστές έχ ουν επιτύχ ει αύτήν τήν άντιστοιχ ία στή μετάφρασή τους — καί νά έρευνήσω τό υφος τών Γάλλων συγγραφέων, τούς οποίους χ ρησιμοποίησαν οί μεταφραστές.) ‘Όμως, τό δεύτερο πρόβλημα ήταν άκόμα μεγαλύτερο άπό τό πρώτο. Κι αν άκόμη είχ α καταφέρει νά ξεπεράσω τήν άρχ ική δυσκολία τής άποκωδικοποίησης τού υφους τών παρωδουμένων συγγραφέων, φοβάμαι ότι τό δεύτερο σκέλος τού προβλήματος θά εμενε άλυτο. Ή έλληνική γλώσσα δέν είχ ε μιά παρόμοια δυνατότητα εξέλιξης, καταγραμμένη σέ λογοτεχ νικά κείμενα επωνύμων συγγραφέων, άπό τόν δέκατο τέταρτο αιώνα μέχ ρι τίς μέρες μας, τά όποια θά μπορούσαν νά χ ρησιμεύσουν ώς μοντέλα γιά «παρωδία ή μίμηση», άλλά καί άν ακόμα ύπήρχ ε κάποιος πού θά ύποδείκνυε κάποιες πιθανές λύσεις, εγώ δέν θά κατόρθωνα νά επιτύχ ω αύτή τήν παρωδία. ‘Όπως διαπιστώνει ό άναγνώστης πού κρατάει στά χ έρια του τόν τόμο αύτό, τελικά άλλαξα γνώμη καί άποφάσισα νά συνεχ ίσω, προσπαθώντας, σ’ αύτό τό κεφάλαιο, νά επιτύχ ω μόνο μιά έννοιολογική προσέγγιση τού κειμένου καί έχ οντας πλήρη γνώση τής άδυναμίας μου νά επιτύχ ω στά «Βόδια τού “Ηλιου» κάτι περισσότερο άπό μιά «μεταφραστική άπόπειρα». Γιά νά κλείσω αύτόν τόν πρόλογο πού πράγματι πήρε μεγαλύτερη έκταση άπ’ όση προέβλεπα, θά πρέπει, γιά βοήθεια τού άναγνώστη, νά παραθέσω τίς ονομασίες πού άποδίδουν οί σχ ολιαστές τού Όδυσσέα στά δεκαοκτώ επεισόδιά του. 1. ΤΗΛΈΜΑΧΟΣ 2. ΝΕΣΤΟΡΑΣ 3. ΠΡΩΤΕΑΣ 4. ΚΑΛΥΨΩ
5. ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ 6. ΑΔΗΣ 7. ΑΙΟΛΟΣ 8. ΛΑΙΣΤΡΤΓΟΝΕΣ 9. ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΙΣ 10. ΣΤΜΠΛΗΓΑΔΕΣ 11. ΣΕΙΡΗΝΕΣ 12. ΚΥΚΛΩΠΑΣ 13. ΝΑΥΣΙΚΑ 14. ΒΟΔΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ 15. ΚΙΡΚΗ 16. ΕΥΜΑΙΟΣ 17. ΙΘΑΚΗ 18. ΠΗΝΕΛΟΠΗ Κλείνοντας, έπιθυμώ νά έκφράσω τίς εύχ αριστίες μου στούς κυρίους John Solman καί Geoffrey Cox, οί όποιοι στήν τελευταία φάση τής προσπάθειάς μου μού έπεσήμαναν αρκετά λάθη καί μού έδωσαν ανεκτίμητες πληροφορίες γιά πρόσωπα καί φιλολογικές εργασίες πού άναφέρονται μέσα στόν Όδυσσέα. Έπιθυμώ επίσης νά έκφράσω τίς εύχ αριστίες μου στήν κυρία Κάτια Λεμπέση τών εκδόσεων Κέδρος γιά τήν άπόφασή της νά άναλάβει τό πολυδάπανο εγχ είρημα αυτής τής έκδοσης καί νά παρουσιάσει στό ελληνικό αναγνωστικό κοινό αύτή τή μετάφραση. ‘Όμως πιο πολύ άπ’ ολους αισθάνομαι συγκίνηση καί ευγνωμοσύνη γιά τήν άνεκτίμητη βοήθεια πού μού έδωσε ό φίλος μου πεζογράφος Ήλίας X. Παπαδημητρακόπουλος, πού έπιμελήθηκε αύτή τήν έκδοση κι εκανε καί τίς τυπογραφικές διορθώσεις. ’Αρχ ικά γιά τό κουράγιο καί τήν ενθάρρυνση πού μού έδωσε ώστε νά συνεχ ίσω, όταν πριν τρία χ ρόνια διάβασε μερικές άπό τίς ήδη μεταφρασμένες ραψωδίες, άλλά καί στή συνέχ εια γιά τήν ούσιαστικότερη προσφορά του στήν άναζήτηση καί έπιλογή λέξεων, δρων καί εκφράσεων σ’ ολη τήν έκταση τού Όδυσσέα. Τέλος, οφείλω νά δηλώσω ότι ή συμμετοχ ή του στό επεισόδιο «Τά Βόδια τού “Ηλιου», μπορεί νά θεωρηθεί καθοριστική γιά τήν τελική μορφή αύτού τού επεισοδίου. Σωκράτης Καψάσκης
1. ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΕΠΙΒΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΑΧΟΥΛΟΣ, ό Μπάκ Μάλλιγκαν εμφανίστηκε στό κεφαλόσκαλο, κρατώντας ενα κύπελλο μέ σαπουνάδα, οπου ήταν ακουμπισμένα σταυρωτά ενας καθρέφτης κι ενα ξυράφι. Τό απαλό πρωινό άεράκι φούσκωνε άνάλαφρα τήν κίτρινη, δίχ ως ζώνη, ρόμπα του. Σήκωσε ψηλά τό κύπελλο καί εψαλε: —
Introibo ad altare Dei.
Στάθηκε, κοίταξε τή στριφτή σκοτεινή σκάλα καί φώναξε άγρια: —
’Έλα πάνω, Κίντς. ’Έλα πάνω, φριχ τέ ’Ιησουίτη!
Προχ ώρησε σοβαρός κι άνέβηκε στό κυκλικό κανονιοβολείο. ’Έστριψε ολόγυρα κι ευλόγησε τρεις φορές μ’ επισημότητα τόν πύργο, τή γύρω περιο. χ ή καί τά βουνά πού ξύπναγαν. ‘Ύστερα, βλέποντας τόν Στήβεν Ντένταλους πού ανέβαινε, ύποκλίθηκε πρός τό μέρος του καί σχ ημάτισε γρήγορους σταυρούς στόν αέρα, γουργουρίζοντας καί κουνώντας τό κεφάλι του. Στό τελευταίο σκαλί, μέ τά μπράτσα ακουμπισμένα στήν κουπαστή, κακοδιάθετος καί νυσταγμένος, ό Στήβεν Ντένταλους, κοίταζε ψυχ ρά τήν κινούμενη γουογουριστή μορφή πού τόν εύλογούσε, μακρουλή σάν τού αλόγου, μέ τά ξανθά ίρούρευτα μαλλιά, στό χ ρώμα τής ώχ ρής βελανιδιάς. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν κοίταξε μιά στιγμή κάτω άπό τόν καθρέφτη κι υστέρα σκέπασε μέ σβελτάδα τό κύπελλο. —
Πίσω στόν στρατώνα, είπε κατηγορηματικά.
Καί πρόσθεσε σέ τόνο κηρύγματος: — Διότι τούτο, ώ φίλτατοι, είναι ή άληθής Εύχ αριστία, σώμα καί ψυχ ή καί αίμα καί πληγές. Πιό άργά ή μουσική, παρακαλώ. Κλείστε τά μάτια σας, κύριοι! Μιά στιγμή. ‘Ένα μικρό πρόβλημα μέ αύτά τά αιμοσφαίρια. Σιωπή, ολοι. Κοίταξε λοξά πρός τόν ούρανό κι εβγαλε ενα μακρόσυρτο βαθύ σφύριγμα, υστέρα στάθηκε γιά λίγο σέ μιά εκστατική άναμονή, καθώς τά ομοιόμορφα άσπρα δόντια του έλαμπαν εδώ κι εκεί μέ χ ρυσές άναλαμπές. Χρυσόστομος. Δυό δυνατά διαπεραστικά σφυρίγματα άπάντησαν μέσα στή γαλήνη. —
Σ’ ευχ αριστώ, παλιόφιλε, φώναξε ζωηρά. ’Αρκεί. Κλείσε τό ρεύμα, παρακαλώ.
Πήδησε άπό τό κανονιοβολείο καί κοίταξε σοβαρά τόν παρατηρητή του, μαζεύοντας γύρω στά πόδια του τίς ξεδιπλωμένες άκρες τής ρόμπας του. Ή παχ ουλή, σκοτεινή μορφή του καί τό κατσούφικο στρογγυλό σαγόνι του, άνακαλούσαν εναν κληρικό, προστάτη τών τεχ νών τού μεσαίωνα. ‘Ένα ευχ άριστο χ αμόγελο χ αράχ τηκε γαλήνια πάνω στά χ είλη του. —
’Έχ ει πολύ πλάκα τό γελοίο σου όνομα! ειπε χ αρούμενα. ’Αρχ αίο έλληνικό!
Κούνησε τό δάχ τυλό του μέ φιλική διάθεση καί γελώντας μόνος του προχ ώρησε πρός τό στηθαίο. Ό Στήβεν Ντένταλους άνέβηκε βαριεστημένα τά σκαλιά, άκολουθώντας τον ώς τά μισά καί
κάθησε στήν άκρη του κανονιοβολείου, παρατηρώντας τον άκίνητος, καθώς εκείνος στερέωσε τόν καθρέφτη του στό στηθαίο, βύθισε τό πινέλλο στό κύπελλο καί άπλωνε τή σαπουνάδα στά μάγουλα καί τό λαιμό του. Ή χ αρούμενη φωνή του Μπάκ Μάλλιγκαν συνέχ ισε: — Καί τό δικό μου όνομα είναι γελοίο. Μάλαχ ι Μάλλιγκαν. Δύο δάκτυλοι. ‘Όμως ηχ εί σάν ελληνικό, έτσι; Πηδηχ τό καί ήλιοφώτιστο σάν κατσικάκι. Πρέπει νά παμε στήν ’Αθήνα. Θά ερθεις μαζί μου, αν μπορέσω καί καταφέρω τή θεία μου νά μού πασάρει καμιά εικοσαριά λίρες; ’Ακούμπησε τό πινέλλο πλάι καί γελώντας μ’ ευχ αρίστηση φώναξε: —
’Άραγε θά ’ρθει ό άχ ρηστος ’Ιησουίτης;
Σώπασε κι άρχ ισε νά ξυρίζεται προσεχ τικά. —
Πές μου, Μάλλιγκαν, είπε ήρεμα ό Στήβεν.
—
Ναί, άγάπη μου.
—
Πόσο θά μείνει ό Χέηνς σ’ αύτόν τόν πύργο;
Ό Μπάκ Μάλλιγκαν εδειξε τό ξυρισμένο μάγουλό του πάνω άπό τόν δεξή του ώμο. — Θεέ μου, δέν είναι φριχ τός; ειπε είλικρινά. ‘Ένας χ οντροκέφαλος Σάξονας. Νομίζει πώς δέν είσαι τζέντλεμαν. Θεέ μου, αύτοί οί βρωμιάρηδες οί ’Άγγλοι! ’Έτοιμοι να κλατάρουν άπό λεφτά καί δυσπεψία. ’Επειδή έρχ εται άπό τήν ’Οξφόρδη. Ξέρεις, Ντένταλους, στήν πραγματικότητα εσύ είσαι αυτός πού ίχ ει γνήσιους όξφορδιανούς τρόπους. Δέν μπορεί νά σέ καταλάβει. ’Ό, τ’ όνομα πού σού έδωσα έγώ είναι τέλειο` ό Κίντς, ή λεπίδα τού μαχ αιριού. Ξύριζε προσεχ τικά τό σαγόνι του. — Παραμιλούσε ολη νύχ τα γιά κάποιο μαύρο πάνθηρα, είπε ό Στήβεν. Που βάζει τήν οπλοθήκη του; —
”Ενας συφοριασμένος μανιακός, είπε ό Μάλλιγκαν. Φοβήθηκες;
— Βεβαίως, είπε ό Στήβεν έντονα καί μέ αυξανόμενο φόβο. Μέσα στό σκοτάδι έδώ, μ’ εναν άγνωστο πού παραμιλάει κι ωρύεται πώς θά πυροβολήσει κάποιο μαύρο πάνθηρα. Έσύ εσωσες άνθρώπους άπό πνιγμό. ‘Όμως εγώ δέν είμαι ήρωας. ’Άν μείνει αυτός, εγώ θά φύγω. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν κατσούφιασε κοιτάζοντας τή σαπουνάδα πάνω στό ξυράφι του. Τινάχ τηκε άπό τή θέση του κι άρχ ισε νά ψάχ νει βιαστικά τίς τσέπες του παντελονιού του. —
Γρήγορα, φώναξε μέ πνιγμένη φωνή.
Προχ ώρησε πρός τό κανονιοβολείο καί χ ώνοντας τό χ έρι του στήν πάνω τσέπη τού Στήβεν είπε: —
Δανείστε μας τό μυξοκούρελό σας νά σκουπίσω τό ξυράφι μου.
Ό Στήβεν τόν άνέχ θηκε καθώς τράβηξε καί κράτησε επιδεικτικά άπό τήν άκρη του ενα ζαρωμένο βρώμικο μαντήλι. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν σκούπισε προσεκτικά τό ξυράφι. ‘Ύστερα, κοιτάζοντας τό μαντήλι, είπε: — Τό μυξοκούρελο τού βάρδου. Μιά νέα καλλιτεχ νική άπόχ ρωση γιά τούς ’Ιρλανδούς ποιητές· μυξοπράσινο. Μπορείς άκόμα καί νά τό γευτείς, έτσι; Ξαναγυρίζοντας στό στηθαίο κοίταξε πέρα πρός τόν κόλπο τού Δουβλίνου, καθώς τ’ απαλά μαλλιά του, χ ρώματος ωχ ρής βελανιδιάς, άνέμιζαν άνάλαφρα. — Θεέ μου, είπε ήρεμα. Ή θάλασσα δέν είναι ετσι οπως τήν άποκαλεί ό ’Άλτζυ, ή γκρίζα γλυκειά μας μάνα; Ή μυξοπράσινη θάλασσα. Ή άρχ ιδοσφίχ τρα θάλασσα. ’Επί οίνοπα πόντον. ’Ώ, Ντένταλους, οί ‘Έλληνες. Πρέπει νά σού τούς γνωρίσω. Πρέπει νά τούς διαβάσεις στό πρωτότυπο! Θάλατ· τα! Θάλαττα! Είναι ή μεγάλη γλυκειά μας μάνα. ’Έλα νά τήν κοιτάξεις. Ό Στήβεν σηκώθηκε κι άνέβηκε στό στηθαίο. Άκουμπώντας πάνω του κοίταξε κάτω τή θάλασσα καί τό πλοίο τού ταχ υδρομείου, καθώς εβγαινε άπό τό στόμιο τού λιμανιού τού Κίνγκσταουν. —
Ή παντοδύναμη μάνα μας, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.
’Έστρεψε άπότομα τά μεγάλα εξεταστικά μάτια του άπό τή θάλασσα στό πρόσωπο τού Στήβεν. — Ή θεία μου νομίζει ότι σκότωσες τή μάνα σου, είπε. Γι’ αύτό καί δέν μ’ άφήνει νά ’χ ω παρτίδες μαζί σου. —
Κάποιος τή σκότωσε, είπε μελαγχ ολικά ό Στήβεν.
— Νά πάρει ό διάολος, Κίντς, μπορούσες νά γονατίσεις όταν ή έτοιμοθάνατη μάνα σ’ τό ζήτησε, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Είμαι κι εγώ ύπερβόρειος οπως κι έσύ. Άλλά όταν σκεφτεί κανείς ότι ή μάνα σου μέ τή στερνή της άνάσα hi παρακάλεσε νά γονατίσεις καί νά προσευχ ηθείς γι’ αυτήν. Κι έσύ άρνήθηκες. Κάτι στραβό βρίσκεται μέσα σου. Σώπασε καί σαπούνισε πάλι ελαφρά τό άλλο μάγουλο. `Ένα συγκαταβατικό χ αμόγελο άπλώθηκε στά χ είλη του. — ’Όμως είσαι καλός γελωτοποιός, μουρμούρισε μόνος του. Ό Κίντς, ό καλύτερος γελωτοποιός άπ’ ολους. Ξυρίστηκε μέ μεγάλες ξυραφιές καί μέ προσοχ ή, σιωπηλός καί σοβαρός. Ό Στήβεν, μέ τόν αγκώνα άκουμπισμένον στόν μυτερό γρανίτη καί μέ τό μέτωπο στήν παλάμη του, κοίτ&ξε τήν ξεφτισμένην άκρη τού μαύρου μανικιού τού σακκακιού του, πού γυάλιζε. Κάποιος πόνος, όχ ι όμως άκόμα πόνος άγάπης, ροκάνιζε τήν καρδιά του. ‘Ύστερα άπό τό θάνατό της, μέσα στ’ όνειρο, σιωπηλή τόν είχ ε πλησιάσει` μέσα στά φαρδιά σκούρα σάβανα, τό ξοδεμένο σώμα της άπόπνεε μιά μυρωδιά κεριού καί ροδόξυλου` άφωνη είχ ε σκύψει πάνω του, τόν έπέπληττε, μέ μιάν άπόμακρη μυρωδιά μουσκεμένης στάχ της στήν άνάσα της. ’Ανάμεσα άπό τά ξεφτισμένα μανικέτια του κοίταζε τή θάλασσα πού ή καλοταίσμένη φωνή δίπλα του τήν ειχ ε χ αιρετήσει σάν τή μεγάλη γλυκειά μας μάνα. ‘Ο κύκλος τού κόλπου καί ό ορίζοντας
συγκρατούσαν μιά μάζα σκουροπράσινου ύγρού. ‘Ένα κύπελλο άπό λευκή πορσελάνη δίπλα στό νεκροκρέβατό της περιείχ ε τήν πράσινη νωθρή χ ολή της, πού έβγαλε μέ σπασμούς έμετού καί μέ ούρλιαχ τά άπό τό σάπιο συκώτι της. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν σκούπισε τό ξυράφι του. — ’Ώ, σκυλίσιο κορμί, είπε μέ φιλική φωνή. Πρέπει νά σού δώσω ενα πουκάμισο καί λίγα μυξοκούρελα. Σού πάει τό παντελόνι άπό δεύτερο χ έρι; —
’Αρκετά καλά, είπε ό Στήβεν.
Ό Μπάκ Μάλλιγκαν βάλθηκε νά ξυρίζει τήν περιοχ ή κάτω άπό τά χ είλη του. — Πλάκα πού έχ εις, είπε μέ ικανοποίηση, άπό δεύτερο πόδι θά έπρεπε νά πώ. Ό Θεός ξέρει ποιός συφιλιδο-αλκοολικός τό φόραγε πρίν άπό σένα. ’Έχ ω ένα ώραίο γκρίζο παντελόνι μέ ρίγες. Θά ’σαι σάν γαμπρός. Δέν κοροίδεύω, Κίντς. Είσαι πολύ φίνος, διάολε, όταν ντύνεσαι καλά. —
Εύχ αριστώ, είπε ό Στήβεν. Αν είναι γκρίζο, δέν μπορώ νά τό φορέσω.
— Δέν μπορεί νά τό φορέσει, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν στόν εαυτό του, κοιτάζοντας μέσα στόν καθρέφτη. Ή εθιμοτυπία είναι εθιμοτυπία. Σκοτώνει τή μάνα του, άλλά δέν μπορεί νά φορέσει γκρίζο παντελόνι. ’Έκλεισε τό ξυράφι προσεκτικά καί μέ χ αίδευτικά δάχ τυλα άγγιξε τήν απαλή του επιδερμίδα. Ό Στήβεν τράβηξε τό βλέμμα του άπό τή θάλασσα καί κοίταξε τό παχ ουλό πρόσωπο μέ τά γκριζογάλανα ευκίνητα μάτια. — Ό φίλος πού ήμουν μαζί του χ θές βράδυ στό μπάρ Τό Καράβι, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν, λέει πώς έχ εις γ.δ.π. Βρίσκεται πέρα στήν Ντόττιβιλ με τόν Κόνολλυ Νόρμαν. Γενική διανοητική παράλυση. ’Έγραψε μέ τόν καθρέφτη ένα ήμικύκλιο στόν άέρα, γιά νά μεταδώσει τήν είδηση μέ άντιφέγγισμα τού ήλιου πάνω άπό τή θάλασσα. Τά ξυρισμένα χ είλη του καί οί άκρες άπό τά άστραφτερά δόντια του γέλασαν. ‘Όλο τό καλοδεμένο δυνατό κορμί του τραντάχ τηκε άπό τά γέλια. —
Κοίτα τά μούτρα σου, είπε, άπαίσιε βάρδε.
Ό Στήβεν, μέ σηκωμένες τις τρίχ ες τών μαλλιών, έσκυψε καί κοίταξε μές στόν καθρέφτη, πού ό άλλος κρατούσε μπροστά του, καί πού ενα καμπύλο ράγισμα τόν χ ώριζε στά δύο. Νά πώς μέ βλέπει αύτός καί οί άλλοι. Ποιός διάλεξε αύτό τό πρόσωπο γιά μένα; Αύτό τό σκυλίσιο κορμί πού ζητάει ξετσιμπούριασμα. ’Έχ ει κι άπαιτήσεις άπό πάνω. — Τόν βούτηξα άπό τό δωμάτιο τής δούλας, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. ΤΗταν ό,τι πρέπει γιά δαύτηνε. Ή θεία μου επίτηδες εχ ει πάντα κακομούτσουνες ύπηρέτριες, εξ αιτίας του Μάλλαχ ι. “Ινα μή είσενέγκουν αύτόν εις πειρασμόν. Καί τό όνομα αύτής Ουρσουλα. Μ’ ενα καινούργιο γέλιο τράβηξε τόν καθρέφτη άπό τά εξεταστικά μάτια τού Στήβεν.
— Ή μανία τού Κάλλιμπαν πού δέν άναγνωρίζει τό πρόσωπό του μές στόν καθρέφτη, είπε. Μόνο πού ό Ούάιλντ δέν ζει πιά γιά νά σέ δεί. Ό Στήβεν άποτραβήχ τηκε κι εδειξε μέ πίκρα τόν καθρέφτη: —
Τό σύμβολο τής ιρλανδικής τέχ νης. Ό ραγισμένος καθρέφτης μιας ύπηρέτριας.
Ξαφνικά ό Μπάκ Μάλλιγκαν πέρασε τό μπράτσο του στό μπράτσο τού Στήβεν καί τόν τράβηξε μαζί του γύρω στόν πύργο, καθώς τό ξυράφι του καί ό καθρέφτης θορυβούσαν στήν τσέπη του, οπου τά ειχ ε βάλει. — Δέν είναι σωστό πού σέ πειράζω, Κίντς, ετσι δέν είναι; είπε μέ καλωσύνη. Ή άλήθεια τού Θεού είναι ότι έσύ άξίζεις περισσότερο άπ’ ολους τους. Ξεφεύγει πάλι, επειδή φοβάται τό νυστέρι τής τέχ νης μου, οπως εγώ φοβάμαι τό νυστέρι τής δικής του. Τήν κρύα άτσάλινη πέννα. — Ό ραγισμένος καθρέφτης μιάς υπηρέτριας. Πές το σ’ αύτόν τόν βλαμμένο κάτω καί κόλλησέ του νά σού δανείσει μιά γκινέα. Ζέχ νει άπό τό χ ρήμα καί νομίζει ότι δέν είσαι τζέντλεμαν. ’Έτσι κι άλλιώς, ό γέρος του εκανε παραδάκι πουλώντας παλιατσούρες στούς Ζουλού ή μέ κάποιαν άλλη κομπίνα. Θεέ μου, Κίντς, άν έμείς οί δυο μπορούσαμε νά δουλέψουμε μαζί, θά δημιουργούσαμε κάτι γι’ αύτό τό νησί. Θά τό εξελληνίζαμε. Τό μπράτσο τού Κράνλυ. Τό μπράτσο του. — Καί νά σκεφτεί κανείς ότι πρέπει νά ζητιανεύεις άπ’ αύτά τά γουρούνια. Είμαι ό μόνος πού γνωρίζω τήν αξία σου. Γιατί δέν μ’ εμπιστεύεσαι περισσότερο; Γιατί είσαι τόσο ψηλομύτης; Έξ αιτίας τού Χέηνς; ’Άν κάνει τήν παραμικρότερη φασαρία θά φέρω τόν Σέυμουρ καί θά τού ξηγηθούμε χ ειρότερα άπ’ όσο ξηγήθηκαν αύτοί στόν Κλάιβ Κέμφθορπ. Νεανικές λραυγές άπό φωνές πλουσιόπαιδων στό δωμάτιο τού Κλάιβ Κέμφθορπ. Ώχ ρά πρόσωπα: κρατώντας ολοι τά πλευρά τους άπό τά γέλια, χ τυπάει ό ενας τόν άλλο στήν πλάτη. ’Ώχ , δέν τό άντέχ ω άλλο! Πές στή μητέρα του τά νέα μέ τό μαλακό, ’Ώμπρεύ! Πάω νά πεθάνω! Μέ τό πουκάμισό του σκισμένο σέ λωρίδες πού μαστιγώνουν τόν άέρα χ οροπηδάει καί στριφογυρίζει γύρω άπό τό τραπέζι, μέ κατεβασμένα βρακιά, καθώς ό Έηντς του Κολλεγίου Μώντλην τόν κυνηγάει μ’ ενα ψαλίδι ράφτη. Τρομαγμένο μοσχ αρίσιο μούτρο, πασαλειμμένο μέ μαρμελάδα. Δέν θέλω νά μέ ξεβρακώσετε! Μή μέ κοροίδεύετε! Οί κραυγές άπό τ’ άνοιχ τό παράθυρο άναταράζουν τή βραδιά στόν αύλόγυρο. “Ενας κουφός κηπουρός, ντυμένος μέ μπροστέλα καί ολόιδιος μέ τόν Μάθιου Άρνολντ, σπρώχ νει τό μηχ άνημα τού κουρέματος πάνω στό σκούρο γρασίδι παρατηρώντας άπό κοντά τό χ ορό τών κομμένων μίσχ ων. Γιά μάς τούς ίδιους… νέος παγανισμός… όμφαλός. — Άς μείνει, είπε ό Στήβεν. Εκτός άπό τή συμπεριφορά του τή νύχ τα, δέν εχ ω τίποτα εναντίον του.
— Τότε, λοιπόν, τί εχ εις μαζί μου; ρώτησε άνυπόμονα ό Μπάκ Μάλλιγκαν. ’Έλα, πές το. Έγώ είμαι ειλικρινής. Τί εχ εις εναντίον μου; Στάθηκαν, κοιτάζοντας πέρα κατά τό στρογγυλό άκρωτήριο τού Μπρέυ Χέντ πού ξάπλωνε πάνω στό νερό σάν ρύγχ ος κοιμισμένης φάλαινας. Ό Στήβεν ελευθέρωσε ήρεμα τό μπράτσο του. —
Θέλεις νά σού πώ; ρώτησε.
—
Ναί, τί εχ εις μαζί μου; άπάντησε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Έγώ δέν θυμάμαι τίποτα.
Καθώς μιλούσε κοίταξε τό πρόσωπο τού Στήβεν. ‘Ένα άεράκι πέρασε στό μέτωπό του, ριπίζοντας άπαλά τ’ άχ τένιστα ξανθά μαλλιά του, άναταράζοντας άσημένια ίχ νη άγωνίας στά μάτια του. Ό Στήβεν, θλιμμένος από τόν ήχ ο τής ίδιας τής φωνής του, τού είπε: —
Θυμάσαι τήν πρώτη φορά πού ήρθα σπίτι σου, μετά τόν θάνατο τής μητέρας μου;
Ό Μπάκ Μάλλιγκαν συνοφρυώθηκε ξαφνικά κι είπε: — Τί; Πού; Δέν θυμάμαι τίποτα. Θυμάμαι μόνο ιδέες καί αισθήσεις. Γιατί; Γιά τ’ όνομα τού Θεού, τί έγινε; — ’Έφτιαχ νες τσάι, είπε ό Στήβεν, κι έγώ πέρασα μέσα άπ’ τό χ ώλ γιά νά φέρω κι άλλο ζεστό νερό. Ή μητέρα σου καί κάποια φίλη της βγήκανε άπό τό σαλόνι. Σέ ρώτησε ποιός ήταν στό δωμάτιό σου. —
Λοιπόν; είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Τί είπα; Δέν θυμάμαι.
—
Είπες ”Ω, δέν είναι άλλος άπό τόν Ντένταλους, πού ή μητέρα του φόφησε, άπάντησε ό Στήβεν.
‘Ένα ερύθημα, πού τόν εκαμε νά δείχ νει νεώτερος καί πιό ελκυστικός, φάνηκε στά μάγουλα τού Μπάκ Μάλλιγκαν. —
’Έτσι είπα; ρώτησε. Καί λοιπόν; Κακό είναι αύτό;
Θέλησε ν’ άποδιώξει τήν ταραχ ή του νευριασμένος. — Καί τί είναι ό θάνατος; ρώτησε. Τής μητέρας σου, ή ό δικός σου ή ό δικός μου; Έσύ είδες μόνο τή μητέρα σου νά πεθαίνει. Έγώ τούς βλέπω κάθε μέρα νά τά τινάζουν στά νοσοκομεία, στό Μητέρα καί στού Ρίτσμοντ, καί νά τούς ξεκοιλιάζουν στό νεκροτομείο. Ό θάνατος είναι μόνο μιά κτηνω-δία καί τίποτα παραπάνω. ‘Απλώς, δέν έχ ει καμιά σημασία. Έσύ δέν γονάτισες νά προσευχ ηθείς γιά τή μητέρα σου στό νεκροκρέβατό της, όταν σου τό ζήτησε. Γιατί; Επειδή έχ εις μέσα σου αύτό τό καταραμένο ίησουίτικο υφος, μόνο πού χ ύθηκε σέ στραβό καλούπι. Γιά μένα ολα είναι γελοιότητα καί κτηνωδία. Οί λοβοί τού εγκεφάλου της δέν άντιδρούν πιά. Καλείται ό γιατρός σέρ Πήτερ Τήζλ καί κόβει τά χ ρυσά κουμπιά άπό τό πάπλωμά της. Λέγε της ψέματα μέχ ρι νά τελειώσει. Έσύ έναντιώθηκες στήν τελευταία της προθανάτια επιθυμία κι όμως τσατίζεσαι μαζί μου επειδή δέν δείχ νω άπαρηγόρητος, σάν κανένας νεκροθάφτης άπό τό Λάλουετ. Μά είναι παράλογο! ’Άς πούμε πώς τό είπα. Δέν είχ α τήν πρόθεση νά προσβάλω τή μνήμη τής μητέρας σου.
Μιλώντας είχ ε άνακτήσει τό θάρρος του. Ό Στήβεν κρύβοντας τίς άνοιχ τές πληγές πού οί λέξεις είχ αν άνοίξει στήν καρδιά του, είπε πολύ ψυχ ρά: —
Δέν σκέφτομαι τήν προσβολή πρός τή μητέρα μου.
—
Τότε, τί σκέφτεσαι; ρώτησε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.
—
Τήν προσβολή πρός έμένα, άπάντησε ό Στήβεν.
Ό Μπάκ Μάλλιγκαν έκαμε μιά στροφή. —
Δέν ύποφέρεσαι! φώναξε.
Απομακρύνθηκε γρήγορα άπό τό στηθαίο. Ό Στήβεν έμεινε στή θέση του, κοιτάζοντας πέρα τή γαλήνια θάλασσα κατά τό άκρωτήριο. Θάλασσα καί άκρωτήριο είχ αν γίνει τώρα θαμπά. ’Ένιωσε τώρα τό αίμα νά πάλλεται μές στά μάτια του, σκεπάζοντας μ’ ένα βέλο τή θωριά τους κι αίσθάνθηκε εναν πυρετό στά μάγουλά του. Μιά φωνή φώναξε δυνατά μέσ’ άπό τόν πύργο: —
Μάλλιγκαν, επάνω είσαι;r
—
Κατεβαίνω, άπάντησε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.
Γύρισε κατά τόν Στήβεν καί είπε: — Κοίτα τή θάλασσα. Τί νοιάζεται αύτή γιά τίς προσβολές; Παράτα τόν Λογιόλα, Κίντς, καί κατέβα. Ό ’Άγγλος επιθυμεί τό πρωινό του μπέικον. Τό κεφάλι του στάθηκε ξανά γιά μία στιγμή άπέναντι στό ψηλότερο σκαλί, έκεί πού άρχ ιζε τό ταβάνι. — Μή χ αλάς ολη μέρα τή ζαχ αρένια σου, είπε. Μήν ψάχ νεις νά βρεις λογική σέ μένα. Παράτα τίς στενοχ ώριες. Τό κεφάλι του έξαφανίστηκε, άλλά τό μουρμουρητό τής φωνής του πού κατέβαινε άντηχ ούσε άπό τό άνοιγμα τής σκάλας: `Κι άλλο μή μένεις μοναχ ός καί θλίβεσαι γιά τής αγάπης τό πικρό μυστήριο γιατί ό Φέργκους όδηγεί τά χ άλκινα τ’ αμάξια. Σιωπηλές σκιές δασών έπέπλεαν μέσα στήν πρωινή γαλήνη, οπως κοίταζε άπό τόν πύργο κατά τή θάλασσα. Κοντά στήν παραλία καί μακρύτερα στά βαθειά ό καθρέφτης τών νερών άσπριζε, σπιρουνιασμένος άπό ήλιοφώτιστα βιαστικά πόδια. Τό λευκό στήθος τής συννεφοσκέπαστης θάλασσας. Οί ζευγαρωμένοι τονισμοί, δύο-δύο. ‘Έν<` χ έρι επιλέγει τίς χ ορδές τής αρπας καί συνταιριάζει τίς μελωδικές συγχ ορδίες. Ταιριασμένες λέξεις, λευκές σάν κύματα, στίλβουν στή σκοτεινή παλίρροια. ‘Ένα σύννεφο άρχ ισε νά σκεπάζει άργά τόν ήλιο, ίσκιάζοντας τόν κόλπο μ’ ενα βαθύτερο
πράσινο. ‘Ένα κύπελλο πικρού νερού βρισκόταν πίσω του. Τό τραγούδι τού Φέργκους` τό τραγουδούσα μόνος μου στό δωμάτιό μου, παίζοντας τίς μακρόσυρτες σκοτεινές συγχ ορδίες. Ή πόρτα της ήταν άνοιχ τή. ’Ήθελε ν’ άκούει τή μουσική μου. Βουβός άπό δέος καί οίκτο, πλησίασα τό κρεβάτι της. ’Έκλαιγε πάνω στό άθλιο κρεβάτι της. Ναί, έξ αιτίας αυτών τών λέξεων, Στήβεν τής άγάπης τό πικρό μυστήριο. Πού νά βρίσκεται τώρα; Τά μυστικά της, παλιές βεντάλιες άπό φτερά, καρνέ χ οροεσπερίδων μέ φούντες εμποτισμένες στό μόσχ ο, κοσμήματα μέ κεχ ριμπαρένιες χ άντρες, κλειδωμένα στό συρτάρι της. ‘Ένα κλουβί κρεμόταν στό ήλιόλουστο παράθυρο τής παιδικής κάμαράς της. Είχ ε άκούσει τό γερο-Ρόις νά τραγουδάει στήν παντομίμα τού Τούρκου τού Τρομερού καί μαζί μέ τίς άλλες φίλες της είχ ε γελάσει, όταν εκείνος τραγούδησε: Έγώ ’μαι τό μιχ ρό παιδί πού ό καθένας νά τό δει δέν γ’νεται. Χαρά ενός φαντάσματος, καταχ ωνιασμένη· μοσχ ομύριστη. Κι άλλο μή μένεις μοναχ ός καί θλίβεσαι. Καταχ ωνιασμένη μαζί μέ τά παιχ νίδια της στή μνήμη τής φύσης. ‘Ένας σωρός άναμνήσεων στόν θλιμμένο νού του. Τό ποτήρι της γιά νά πίνει νερό άπό τή βρύση τής κουζίνας μετά άπό τή μετάληψη. ‘Ένα μήλο καθαρισμένο άπό τά κουκούτσια του καί γεμισμένο μέ καφετιά ζάχ αρη ψηνόταν γιά χ άρη της στή φωτιά μιά σκοτεινή φθινοπωρινή βραδιά. Τά ντελικάτα νύχ ια τών χ εριών της κόκκινα μέ αίμα άπό τίς ψείρες πού έσπαζε στά πουκάμισα τών παιδιών. ’Αθόρυβα, μέσα στ’ όνειρο, τόν είχ ε πλησιάσει, τό ξοδεμένο σώμα της μέσα στά φαρδιά σάβανα, άποπνέοντας μιά μυρωδιά κεριού καί ροδόξυλου, καί ή άνάσα της είχ ε σκύψει πάνω του, σέ αφωνα μυστικά, μέ μιάν άπόμακρη μυρωδιά άπό μουσκεμένες στάχ τες. Μέσα άπό τά βάθη τού θανάτου τά λαμπερά της μάτια κοιτάζουν γιά ν’ άναταράξουν καί νά κάμψουν τήν ψυχ ή μου. Εμένα κοίταζε μόνο. ‘Ένα νεκρικό κερί φώτιζε τήν άγωνία της. ‘Ένα νεκρικό φώς πάνω στό βασανισμένο της πρόσωπο. Τό βραχ νό ψυχ ομαχ ητό της μέσα σέ τρόμο, τήν ώρα πού ολοι γονατισμένοι παρακαλούσαν. Τά μάτια της πάνω μου γίά νά μέ λυγίσει καί νά γονατίσω. Liliata rutilantium te confessorum turma circumdet: iubilantium te virginum chorus excipiat. Ωχ , Βρυκόλακα έσύ, κατασπαραχ τή πτωμάτων. ’Όχ ι, μητέρα! Αφησέ με νά ύπάρξω. ’Άφησέ με νά ζήσω. —
’Έεεεε, Κίντς!
Ή φωνή τού Μπάκ Μάλλιγκαν ήρθε τραγουδιστή μέσ’ άπό τόν πύργο. Πλησίασε τίς σκάλες, καλώντας τον άλλη μιά φορά. Ό Στήβεν, τρέμοντας άκόμα άπό τήν κραυγή τής ψυχ ής του, άκουσε τή θερμή λιακάδα νά τρέχ ει, καί πίσω του μέσα στόν αιθέρα φιλικές λέξεις. —
Ντένταλους, ελα κάτω σάν καλό παλληκάρι. Τό πρωινό είναι έτοιμο. Ό Χέηνς μάς ζητάει
συγγνώμη πού μάς ξύπνησε χ θές βράδυ. ‘Όλα είναι εντάξει. —
’Έρχ ομαι, είπε ό Στήβεν στρέφοντας.
— Γιά τ’ όνομα τού Θεού, ελα, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Κάνε το γιά τό δικό μου χ ατήρι καί γιά τό χ ατήρι ολων μας. Τό κεφάλι του χ άθηκε κι υστέρα ξαναφάνηκε. — Τού είπα τή φράση σου γιά τό σύμβολο τής ιρλανδικής τέχ νης. Λέει πώς είναι πολύ έξυπνη. Κόλλησέ του γιά μιά χ ρυσή, έτσι; Μιά λίρα, θέλω νά πώ. —
Θά πληρωθώ σήμερα τό πρωί, είπε ό Στήβεν.
— Άπό τό μπορδελοσχ ολείο; ρώτησε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Πόσα; Τέσσερις χ ρυσές; Δανείστε μας τή μία. —
’Άν θές, είπε ό Στήβεν.
— Τέσσερις γυαλιστερές χ ρυσές, φώναξε μ’ ενθουσιασμό ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Θά κάνουμε ενα ύπέροχ ο μεθύσι, πού θά κάνει τούς είδωλολάτρες Δρυίδες νά τά χ άσουν. Τέσσερις παντοδύναμες λίρες. Τίναξε ψηλά τό χ έρι κι έκανε τόν κύκλο τής πέτρινης σκάλας τραγουδώντας παράφωνα μέ μάγκικη προφορά: ”Ω, θά περάσουμε ζωή χ ρυσή πίνοντας μπύρα καί κρασί στού Βασιλιά, στού Βασιλιά τή στέφη! ’Ώ, θά περάσουμε ζωή χ ρυσή στού Βασιλιά τή στέφη! Θερμή λιακάδα, χ αροποιώντας τήν θάλασσα. Τό νικέλινο κύπελλο τού ξυρίσματος ελαμπε ξεχ ασμένο πάνω στό στηθαίο. Νά τό πάρω μαζί μου κάτω; Γιά ποιό λόγο; ’Ή νά τό άφήσω εδώ όλημερίς, σάν ξεχ ασμένη φιλία; Τό πλησίασε καί τό κράτησε λίγο στά χ έρια του, νιώθωντας τήν κρυάδα του, μυρίζοντας τήν κολλώδη ούσία τής σαπουνάδας, πού μέσα της έστεκε τό πινέλλο. ’Έτσι καί τότε στό Κλονγκάουζ μετέφερα τό θυμιατό. Τώρα ε-ytva κάποιος οίλλος κι όμως παρέμεινα ό ίδιος. Άκόμα ύπηρέτης. ‘Υπηρέτης ενός ύπηρέτη. Στή μελαγχ ολική θολωτή τραπεζαρία τού πύργου ή ντυμένη μορφή τού Μπάκ Μάλλιγκαν κουνιόταν επιδέξια γύρω άπό τό τζάκι δώθε-κείθε, κρύβοντας κι άποκαλύπτοντας τήν κίτρινη λάμψη του. Δύο λόγχ ες άπαλό φώς έπεφταν σταυρωτά άπό τίς ψηλές πολεμίστρες στό πλακόστρωτο δάπεδο` καί στό σημείο πού οί άκτίνες τους ενώνονταν, έπέπλεε ενα σύννεφο
καρβουνόσκονης καί καπνού άπό τηγανητό λίπος. —
Θά σκάσουμε, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Χέηνς, σέ παρακαλώ, άνοιξε εκείνη τήν πόρτα.
Ό Στήβεν έβαλε τό κύπελλο τού ξυρίσματος πάνω στό ντουλάπι. ‘Ένα ψηλό άτομο σηκώθηκε άπό τήν κούνια οπου καθόταν, πήγε καί άνοιξε μία εσωτερική πόρτα. —
’Έχ εις τό κλειδί; ρώτησε μιά φωνή.
—
Ό Ντένταλους τό εχ ει, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Θά σκάσω.
Ούρλιαξε δίχ ως νά στρέψει τά μάτια του άπό τή φωτιά. —
Κίντς!
—
Είναι πάνω στήν κλειδαριά, είπε ό Στήβεν καί πλησίασε.
’Έστριψε τό κλειδί δυό φορές, μέ τραχ ύ ήχ ο καί, όταν ή βαρειά πόρτα μισάνοιξε, καλοδεχ ούμενο φώς καί λαμπερός άέρας δρμησαν μέσα. Ό Χέηνς στάθηκε στήν είσοδο κοιτάζοντας έξω. Ό Στήβεν τράβηξε τή βαλίτσα του στό τραπέζι καί κάθησε περιμένοντας. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν έριξε τό τηγανίδι στήν πιατέλα δίπλα το\ ‘Ύστερα έφερε τήν πιατέλα καί μιά μεγάλη τσαγιέρα στό τραπέζι, τά άπόθεσε κάτω βαρειά κι άναστέναξε μέ άνακούφιση. — Λιώνω, είπε, οπως τό κερί όταν… ‘Όμως, σιωπή! Ούτε λέξη πιά γι’ αυτό τό ζήτημα! Κίντς, ξύπνα! Ψωμί, βούτυρο, μέλι. Χέηνς. έλα μέσα. Ή μάσα είναι έτοιμη. Εύλόγησόν μοι, Κύριε, ώς καί τά δώρα σου ταύτα. Πού είναι ή ζάχ αρη; Πώ, πώ, τήν πατήσαμε, δέν ύπάρχ ει γάλα. Ό Στήβεν έφερε άπό τό ντουλάπι τό καρβέλι, τό βάζο μέ τό μέλι καί τό πιάτο μέ τό βούτυρο. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν έκατσε μέ ξαφνικό εκνευρισμό. —
Μά τί μπορντέλο είναι τούτο; είπε. Τής είπα νά ’ρθει μετά τίς οκτώ.
—
Τό πίνουμε καί σκέτο, είπε ό Στήβεν. ’Έχ ει λεμόνι στό ντουλάπι.
— Νά πάρει ό διάολος κι έσένα καί τά παριζιάνικα καμώματά σου, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Έγώ θέλω ντόπιο γάλα. Ό Χέηνς πλησίασε άπό τήν είσοδο κι είπε άπλά: —
Ή γυναίκα μέ τό γάλα άνεβαίνει.
— Ή ευλογία τού Θεού έπί σέ, φώναξε ό Μπάκ Μάλλιγκαν, πηδώντας άπό τήν καρέκλα του. Καθήστε. Βάλε τσάι. Ή ζάχ αρη είναι στή σακκούλα. Δέν μπορώ νά τά καταφέρω εδώ μέ αυτά τ’ άναθεματισμένα αυγά. ’Έκοψε τό μπέικον καί τ’ αυγά στήν πιατέλα καί τά μοίρασε μέ φασαρία σέ τρία πιάτα, λέγοντας: —
In nomine Patris et Filii et Spiritus Sancti.
Ό Χέηνς κάθησε γιά νά βάλει τό τσάι. — Βάζω δυό κομμάτια ζάχ αρη στόν καθένα, είπε. “Ομως, Μάλλιγκαν, εχ ω τήν εντύπωση οτι φτιάχ νεις τό τσάι δυνατό, ετσι; Ό Μπάκ Μάλλιγκαν, κόβοντας χ οντρές φέτες άπό τό καρβέλι, είπε μέ κανακευτική γεροντίστικη φωνή: — ”Οταν φτιάχ νω τσάι, φτιάχ νω τσάι, οπως ελεγε ή γριά Γκρόγκαν. Κι όταν φτιάχ νω νερό, φτιάχ νω νερό. —
Μά τήν πίστη μου, αύτό είναι τσάι, είπε ό Χέηνς.
Ό Μπάκ Μάλλιγκαν συνέχ ισε κόβοντας καί μιλώντας κολακευτικά: — Τό ίδιο χ ι εγώ, κυρία Κέιχ ιλ, λέει αύτή. Λοιπόν, χ υρά μου, λέει ή κυρία Κέιχ ιλ, ό Θεός νά σ’ εχ ει χ αλά, όμως μην τά φτιάχ νεις καί τά δύο στό ίδιο μπρίχ ι. “Υστερα πρόσφερε στούς συνδαιτυμόνες του άπό μιά χ οντρή φέτα ψωμί στήν άκρη τού μαχ αιριού του. — Χέηνς, αύτό είναι λαίκή σοφία, είπε μέ σοβαροφάνεια. Γιά τό βιβλίο σου. Πέντε άράδες κείμενο καί δέκα σελίδες σημειώσεις περί τών ιθαγενών καί τών ίχ θυομορφικών θεοτήτων τού Νταντράμ. Έξεδόθη άπό τίς Μοίρες, τή χ ρονιά τού μεγάλου άνέμου. Στράφηκε στόν Στήβεν καί ρώτησε μέ μία εκλεπτυσμένη έκπληκτη φωνή, σουφρώνοντας τό μέτωπό του: — Μήπως ένθυμείσθε, άδερφέ μου, εάν τό μπρίκι καί τό τσαγερό τής κυρα-Γκρόγκαν άναφέρονται εις τό Μαμπινόγκιον ή εις τίς Ούπανισάντς; —
Τό άμφισβητώ, είπε ό Στήβεν σοβαρά.
—
’Αλήθεια; είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν στόν ίδιο τόνο. Οί λόγοι σας, παρακαλώ;
— Φαντάζομαι, είπε ό Στήβεν τρώγοντας, ότι δέν ύπήρξε ποτέ ούτε στό Μαμπινόγκιον ούτε πουθενά άλλού. Μπορεί κανείς νά ύποθέσει πώς ή κυραΓκρόγκαν ήταν συγγενής τής Μαρίας ’Άννας. Τό πρόσωπο τού Μπάκ Μάλλιγκαν χ αμογέλασε μ’ εύχ αρίστηση. — Χαριτωμένο, είπε μέ μιάν ύπέροχ η γλυκειά φωνή, δείχ νοντας τά λευκά του δόντια κι άνοιγοκλείνοντας μ’ εύχ αρίστηση τά μάτια του. Νομίζετε; Τί χ αριτωμένο! “Υστερα σκοτεινιάζοντας ξαφνικά τά χ αρακτηριστικά του γρύλισε μέ μία βραχ νή ερεθισμένη φωνή, καθώς ξανάρχ ισε νά κόβει μέ σθένος τό καρβέλι: —
Γιατί ή γριά Μαρία ’Άννα δέν γνοιάζεται γιά τίποτα όταν σηχ ώνει τά μεσοφόρια της…
Μπούκωσε τό στόμα του μέ λαρδί καί μασούλαγε μονότονα. Ή είσοδος σκοτείνιασε άπό μιά μορφή πού εμπαινε. —
Τό γάλα, κύριε.
—
Πέρνα μέσα, κυρά, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Κίντς, πιάσε τήν κανάτα.
Μιά γριά πλησίασε καί στάθηκε πλάι στόν άγκώνα τού Στήβεν. —
’Όμορφο πρωινό, κύριε, είπε. Δόξα νά ’χ ει ό Κύριος.
—
Ποιός; είπε ό Μάλλιγκαν, κοιτάζοντας την. Άχ ναί, βέβαια.
Ό Στήβεν τεντώθηκε πρός τά πίσω κι επιασε τήν κανάτα άπό τό ντουλάπι. — Οί νησιώτες, είπε άδιάφορα ό Μάλλιγκαν στόν Χέηνς, άναφέρονται συχ νά στόν συλλέκτη τών περιτομών. —
Πόσο θέλετε, κύριε; ρώτησε ή γριά.
—
Μιά λίτρα, είπε ό Στήβεν.
Τήν παρατηρούσε καθώς γέμισε πρώτα τό δοχ είο πού είχ ε γιά μέτρημα κι ύστερα εχ υσε στήν κανάτα πλούσιο άσπιλο γάλα, όχ ι δικό της. Γέρικα ζαρωμένα βυζιά. Ξανάχ υσε αλλο τόσο καί λίγο άκόμα. Γερασμένη καί μυστική είχ ε μπει άπό εναν πρωινό κόσμο, πιθανόν ενας μαντατοφόρος. Έπαινούσε τίς άρετές τού γάλακτος καθώς τό εχ υνε. Τό χ άραμα συμμαζεμένη πλάι στήν ύπομονετική άγελάδα στό εύφορο χ ωράφι, μάγισσα καθισμένη σ’ ενα σκαμνί, ίδιο μέ μανιτάρι, τά ζαρωμένα χ έρια της βιαστικά πάνω στίς ρώγες. Τό δροσομετάξινο κοπάδι εσκυβε πλάι της, σ’ αυτήν πού τή γνώριζε. Μεταξένιο κοπάδι καί φτώχ ιά γριά, ονομασίες δοσμένες σ’ άλλοτινούς καιρούς. Μιά περιπλανώμενη γριά, ταπεινή μορφή μιας άθάνατης ύπηρέτριας τού κατακτητή καί τού άσ Αλόγιστου διαφθορέα της, παλλακίδα καί τών δύο, μαντατοφόρος μέσα άπό τό μυστηριακό πρωινό. Γιά νά υπηρετεί ή γιά νά επίτιμα: δέν γνώριζε νά πει ποιό άπό τά δυό. ‘Όμως δέν καταδεχ όταν νά τής ζητήσει τήν ευνοιά της. ·Πράγματι, κυρά, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν, χ ύνοντας γάλα στίς φλιτζάνες τους. —
Δοκίμασε, κύριε, είπε αύτή.
Αυτός ήπιε μέ τήν προτροπή της. — Άν μόνο μπορούσαμε νά διατρεφόμαστε μέ τέτοια καλή τροφή σάν κι αύτή, τής είπε μέ έντονότερη φωνή, τότε ή χ ώρα δέν θά ήταν γεμάτη σάπια δόντια καί σάπια στομάχ ια. Ζώντας σ’ ενα βαλτότοπο, τρώγοντας φτηνή τροφή, μέ τούς δρόμους στρωμένους σκόνη, κοπριές άπό αλόγα καί φτυσίματα φυματικών. —
Είσαστε φοιτητής τής ιατρικής, κύριε; ρώτησε ή γριά.
—
Ναί, κυρά, άπάντησε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.
Ό Στήβεν άκουγε μέ περιφρονητική σιωπή. Σκύβει τό γέρικο κεφάλι της μπροστά σέ μιά φωνή πού τής μιλάει δυνατά, τόν κομπογιαννίτη ορθοπεδικό καί τόν εμπειρικό βοτανολόγο τής; εμένα μέ αγνοεί. Καί μπροστά στή φωνή πού θά τήν εξομολογήσει καί θά τής άλείψει μέ λάδι ολο τό κορμί, εκτός άπό τά άκάθαρτα μεριά της, επειδή είναι φτιαγμένη άπό τή σάρκα τού οίν-δρα, άλλά όχ ι καθ’ όμοίωσίν Του, αύτή ή λεία τού φιδιού. Καί άκόμα μπροστά στή δυνατή φωνή πού τώρα τήν προστάζει νά είναι σιωπηλή μέ έκπληκτα άσταθή μάτια. —
Καταλαβαίνεις τί λέει; τή ρώτησε ό Στήβεν.
—
Γαλλικά μιλάς, κύριε; ρώτησε ή γριά τόν Χέηνς.
Ό Χέηνς τής έπανέλαβε έμπιστευτικά μιά μεγαλύτερη φράση. —
’Ιρλανδικά, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Δέν ξέρεις ιρλανδικά;
— Τό κατάλαβα πώς είναι ιρλανδικά, είπε αύτή, άπό τόν ήχ ο τους. Είσαστε άπό τά δυτικά, κύριε; —
’Άγγλος είμαι, άπάντησε ό Χέηνς.
— ’Άγγλος είναι, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν, καί νομίζει ότι στήν ’Ιρλανδία θά ’πρεπε νά μιλάμε ιρλανδικά. — Καί βέβαια θά ’πρεπε, είπε ή γριά, καί ντρέπομαι πού εγώ δέν τά μιλάω. Κάποιοι πού ξέρουν μού είπανε πώς είναι σπουδαία γλώσσα. — Σπουδαία δέν θά πει τίποτα, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Εντελώς θαυμάσια. Κίντς, βάλε μας λίγο τσάι. Θέλεις ενα φλιτζάνι, κυρά; — ’Όχ ι, εύχ αριστώ, κύριε, είπε ή γριά, γλιστρώντας τή λαβή τού γαλακτοδοχ είου στό μπράτσο της καί έτοιμη νά φύγει. Τής λέει ό Χέηνς: —
’Έχ εις τό λογαριασμό; Μάλλιγκαν, είναι καλύτερα νά τόν πληρώσουμε. Τί λές;
Ό Στήβεν ξαναγέμισε τά τρία φλιτζάνια. — Τό λογαριασμό, κύριε; είπε σταματώντας. Νά, εφτά πρωινά άπό ενα μισόλιτρο, δύο πέννες τό μισόλιτρο, μάς κάνει ενα σελλίνι καί δυό πέννες, καί τρία πρωινά άπό μία λίτρα, έχ ουμε τρεις λίτρες, πού μάς κάνουν ενα σελλίνι καί δυό πέννες, ολα μαζί δυό σελλίνια καί δυό πέννες, κύριε. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν άναστέναξε καί μπουκώνοντας τό στόμα του μέ μιά μπουκιά καλά βουτυρωμένη καί άπό τίς δυό μεριές, τέντωσε μπροστά τά πόδια? του καί άρχ ισε νά ψάχ νει στις τσέπες τού παντελονιού του. —
Πλήρωσε καί ξένοιασε, τού λέει ό Χέηνς χ αμογελώντας.
Ό Στήβεν γέμισε γιά τρίτη φορά τίς φλιτζάνες, χ ρωματίζοντας άπαλά τό πλούσιο παχ ύ γάλα μέ
μιά κουταλιά.τσάι. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν έβγαλε ενα φιορίνι, τό έπαιξε άνάμεσα στά δάκτυλά του καί φώναξε: —
Θαύμα!
Τό έσπρωξα πρός τή γριά πάνω στό τραπέζι λέγοντας: —
Μή μού ζητήσεις, γλύκα μου, τίποτα άλλο. “Ο,τι είχ α νά σού δώσω, σ το έδωσα.
Ό Στήβεν έβαλε τό νόμισμα στό διατακτικό χ έρι της. —
Σού χ ρωστάμε δυό πέννες, είπε.
—
Θά ’ρθει ή ώρα καί γι’ αύτό. Καλημέρα, κύριε.
’Έκανε μιάν ύπόκλιση κι εφυγε, καθώς τή συνόδευε ή άπαγγελία τού Μπάκ Μάλλιγκαν: — Καρδιά τής καρδιάς μου, αν είχ α περισσότερα, περισσότερα θά σκόρπιζα μπροστά σου. Στράφηκε κατά τόν Στήβεν καί τού είπε: — ’Αλήθεια, Ντένταλους, είμαι άδέκαρος, τρέχ α στό μπορδελοσχ ολείο σου καί φέρε μας κάνα φράγκο. Οί βάρδοι πρέπει νά πιούνε σήμερα καί νά γλεντήσουν. Ή ’Ιρλανδία αναμένει σήμερα άπό τόν καθένα νά κάμει τό καθήκον του. — Αύτό μού θυμίζει ότι σήμερα πρέπει νά έπισκεφθώ τήν εθνική σας βιβλιοθήκη, είπε ό Χέηνς καί σηκώθηκε. —
Τό μπάνιο μας πρώτα, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.
Γύρισε κατά τόν Στήβεν καί ρώτησε δήθεν άδιάφορα: —
Κίντς, μήπως είναι σήμερα ή ήμερα γιά τό μηνιαίο μπάνιο σου;
“Υστερα είπε στόν Χέηνς: —
Ό βρωμιάρης ό βάρδος επιμένει νά πλένεται κάθε μήνα.
— ”Ολη ή ’Ιρλανδία πλένεται άπό τό γκόλφστρημ, είπε ό Στήβεν, καθώς εβαζε μέλι σέ μιά φέτα ψωμί. Ό Χέηνς μίλησε άπό τή γωνία, ενώ εδενε λάσκα ενα φουλάρι γύρω άπό τόν άνοιχ τό γιακά τού σπόρ πουκαμίσου του: —
Άν μού τό έπιτρέπεις, σκοπεύω νά κάνω μιά συλλογή άπό τούς άφορισμούς σου.
Σέ μένα μιλάει. Πλένονται, ίσαλαβουτανε καί τρίβονται. Δαγκωματιά τού εσώτερου. Συνείδηση. Κι όμως υπάρχ ει ενα στίγμα πού δέν φεύγει.
— Αύτό γιά τόν ραγισμένο καθρέφτη μιας ύπηρέτριας πού συμβολίζει τήν ιρλανδική τέχ νη είναι διαβολεμένα καλό. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν κλώτσησε τό πόδι τού Στήβεν κάτω άπό τό τραπέζι κι είπε μέ ζεστή φωνή: —
Χέηνς, περίμενε πρώτα νά τόν άκούσεις νά μιλάει γιά τόν Άμλετ.
— Έγώ πάντως επιμένω, είπε ό Χέηνς, μιλώντας άκόμα στόν Στήβεν. Αύτό άκριβώς σκεφτόμουνα όταν μπήκε αύτή ή φουκαριάρα ή γριά. —
Μήπως θά έβγαζα καί λεφτά άπ’ αύτό; ρώτησε ό Στήβεν.
Ό Χέηνς χ αμογέλασε καί είπε, καθώς έπαιρνε τό γκρίζο μαλακό καπέλο του άπό τό κρεμαστάρι τής κούνιας: —
Πού θές νά ξέρω;
’Απομακρύνθηκε πρός τήν είσοδο. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν εσκυψε πάνω άπό τόν Στήβεν καί τού είπε αγρια: —
Τώρα τά ’κάνες θάλασσα. Γιατί τό είπες αύτό;
— Γιατί όχ ι; είπε ό Στήβεν. Τό πρόβλημα είναι νά βγάλουμε καμιά δεκάρα. Άπό ποιόν; “Η άπό τή γαλατού ή άπό αυτόν. Τό έπαιξα κορώνα γράμματα. — Έγώ σέ παινεύω, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν, κι εσύ τά χ αλάς ολα μέ τήν ψειριάρικη πονηριά σου καί τά ομιχ λώδη ίησουίτικα καλαμπούρια σου. —
Δέν βλέπω νά βγαίνει τίποτα, ούτε άπ’ αύτή ουτε άπ’ αυτόν, είπε ό Στήβεν.
—
Άπό μένα, Κίντς, είπε.
Ξαφνικά όίλλαξε ύφος καί πρόσθεσε: — Μά τήν άλήθεια τού Θεού, νομίζω πώς εχ εις δίκιο. Δέν άξίζουν παρά μόνο γΓ αύτό. Γιατί δέν παίζεις μαζί τους οπως κι έγώ; ’Άσ’ τους νά πανε στό διάολο. Παμε τώρα. Σηκώθηκε, έλυσε τή ζώνη του κι έβγαλε τή ρόμπα του, λέγοντας άπογοητευμένος: —
Ό Μάλλιγκαν άπέβαλε τά ίμάτιά του.
’Άδειασε τίς τσέπες του πάνω στό τραπέζι. —
Πάρε τό μυξομάντηλό σου, είπε.
Καθώς φόραγε τό σκληρό κολάρο του καί τήν έπαναστατική γραβάτα του, μιλούσε σ’ αύτά, τά μάλωνε, οπως καί τήν κρεμαστή άλυσίδα τού ρολογιού του. Βύθισε τά χ έρια του μέσα στό μπαούλο του, ψάχ νοντας γιά καθαρό μαντήλι. Δαγκωματιά τού εσώτερου. Θεέ μου, πρέπει άπλώς νά ντύσουμε τόν χ αρακτήρα. Μού χ ρειάζονται πορφυρά γάντια καί πράσινα παπούτσια. Αντίφαση.
Μήπως άντιφάσκω μέ τόν εαυτό μου; Εντάξει, πάει καλά, άντιφάσκω. Ό άμφιταλαντευόμενος Μαλαχ ίας. ‘Ένα μαλακό μαύρο βλήμα έκσφενδονίσθηκε άπό τά φλύαρα χ έρια του. —
Νά καί τό καπέλο σου άπό τό Καρτιέ Λατέν, είπε.
Ό Στήβεν τό επιασε καί τό φόρεσε. Ό Χέηνς τούς κάλεσε άπό τήν είσοδο: —
Θά ’ρθείτε, παιδιά;
— Έγώ είμαι έτοιμος, άπάντησε ό Μπάκ Μάλλιγκαν, τραβώντας κατά τήν πόρτα, ’Έλα, Κίντς. ‘Υποθέτω πώς τά έφαγες ολα, όσα άφήσαμε. Βγήκε εξω άπογοητευμένος μέ μετρημένα βήματα, σοβαρός καί σκυθρωπός, μέ ύφος κάπως λυπημένο. —
Καί καθώς έβγαινε συνάντησε τόν Μπάτερλυ.
Ό Στήβεν πήρε τό μπαστούνι του άπό τή γωνιά πού τό είχ ε άφήσει, τούς άκολούθησε καί, καθώς κατέβαιναν τή σκάλα, τράβηξε τήν άργή σιδερένια πόρτα καί τή^ κλείδωσε. ΙΙέταξε τό τεράστιο κλειδί στήν έσωτερική του τσέπη. Στό πρώτο σκαλί ό Μπάκ Μάλλιγκαν ρώτησε: —
Πήρες τό κλειδί;
—
Τό πήρα, είπε ο Στήβεν, περνώντας μπροστά.
Συνέχ ισε τό περπάτημα. Ακουσε πίσω του τόν Μπάκ Μάλλιγκαν νά μαστιγώνει μέ τή βαρειά πετσέτα τού μπάνιου τίς άκρες τών κλαδιών άπό τίς φτελιές, καθώς καί τό χ ορτάρι. —
Πέστε κάτω, κύριε. Πώς τολμάτε, κύριε;
Ό Χέηνς ρώτησε: —
Πληρώνετε νοίκι γι’ αύτόν τόν πύργο;
—
Δώδεκα λίρες, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.
—
Στόν ύπουργό πολέμου, πρόσθεσε ό Στήβεν πάνω άπ’ τόν ώμο του.
Στάθηκαν καθώς ό Χέηνς έπιθεωρούσε τόν πύργο καί είπε τελικά: —
Θά ’λεγα ότι πρέπει νά είναι μάλλον κρύος τό χ ειμώνα. Μαρτέλλο δέν τόν λέτε;
— Ό Μπίλλυ Πίτ τούς έχ τισε, ειπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν, όταν οί Γάλλοι κυριαρχ ούσαν στή θάλασσα. “Ομως ό δικός μας είναι ό όμφαλός. —
Ποιά είναι ή άποψή σου γιά τόν ’Άμλετ; ρώτησε ό Χέηνς τόν Στήβεν.
— ’Όχ ι, όχ ι, φώναξε πονεμένα ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Τώρα δέν είμαι στό ύψος τού Θωμά τού ’Ακουίνάτου πού βρήκε πενήντα πέντε έπιχ ειρήματα γιά νά στηρίξει τή θεωρία του. Περιμένετε πρώτα νά βάλω μερικές μπύρες μέσα μου. Γύρισε πρός τόν Στήβεν καί τού ειπε, καθώς άρχ ισε νά ξεκουμπώνει τό κιτρινωπό γιλέκο του: — Έσύ θά τά κατάφερνες, Κίντς, χ ωρίς νά βάλεις τουλάχ ιστον τρεις μπύρες μέσα σου, πές μου, θά τά κατάφερνες; —
Περίμενα τόσο καιρό, ειπε ό Στήβεν άδιάφορα, κι ετσι μπορώ νά περιμένω λίγο άκόμα.
—
Κεντρίζεις τήν περιέργειά μου, ειπε φιλικά ό Χέηνς. Πρόκειται γιά κάποια παραδοξολογία;
— Πφφφ! ειπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Ξεφύγαμε άπό τόν Ούάιλντ καί τίς παραδοξολογίες. Είναι εντελώς άπλό. Άποδεικνύει μέ τήν ’Άλγεβρα ότι ό έγγονός τού ’Άμλετ είναι ό παππούς τού Σαίξπηρ καί ότι αυτός ό ίδιος είναι τό φάντασμα τού πατέρα του. —
Τί; ρώτησε ό Χέηνς, δείχ νοντας τόν Στήβεν. Αύτός ό ίδιος;
Ό Μπάκ Μάλλιγκαν κρέμασε τήν πετσέτα του γύρω άπό τόν λαιμό του σάν πετραχ είλι καί σκύβοντας καί γελώντας ειπε στό αυτί τού Στήβεν: —
’Ώ, σκιά έσύ τού Κίντς τού πρεσβύτερου! Ό Ίάφεθ εις άναζήτησιν τού πατρός του.
— Είμαστε πάντα κουρασμένοι τό πρωί, είπε ό Στήβεν στόν Χέηνς. Καί μάλλον πρόκειται γιά μιά μεγάλη ιστορία γιά νά σ’ τή διηγηθώ. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν, ξεκινώντας πάλι, σήκωσε τά χ έρια του πρός τόν ουρανό. —
Μόνο ή καθηγιασμένη μπύρα μπορεί νά λύσει τή γλώσσα τού Ντένταλους, είπε.
— Θέλω νά πώ, εξήγησε ό Χέηνς στόν Στήβεν, καθώς ξεκίνησαν πίσω του, ότι αυτός ό πύργος καί αύτά τά βράχ ια εδώ μού θυμίζουν κάπως τό Έλσινόρ. Πού έξέχ ει πάνω άπό τή βάση του στό πέλαγος, ετσι δέν είναι; Ό Μπάκ Μάλλιγκαν στράφηκε μιά στιγμή κατά τόν Στήβεν, άλλά δέν μίλησε. Στή λαμπερή, σιωπηλή στιγμή ό Στήβεν είδε τό δικό του είδωλο νά φοράει φτηνά σκονισμένα ενδύματα πένθους άνάμεσα στίς χ αρούμενες άμφιέσεις τους. —
Είναι ενα θαυμάσιο παραμύθι, είπε ό Χέηνς, κάνοντάς τους αλλη μιά φορά νά σταματήσουν.
Μάτια, ωχ ρά σάν τή θάλασσα πού ό άέρας τήν είχ ε δροσίσει, ώχ ρότερα, σταθερά καί συνετά. Ό έξουσιαστής τών θαλασσών κοίταζε κατά τά νότια τού κόλπου, άδειου οπως ήταν, εκτός άπό τόν καπνό τού ταχ υδρομικού πλοίου, άμυδρού στόν λαμπερό ορίζοντα, καί εκτός άπό ενα πανί πού παρέπλεε τό Μάγκλινς. — Διάβασα κάπου μιά θεολογική ερμηνεία περί αύτού, είπε άπορροφημένος. Περί τού άγώνος τού Υιού νά ταυτισθεί μέ τόν Πατέρα.
Ξαφνικά τό πρόσωπο τού Μπάκ Μάλλιγκαν φώτισε ενα πλατύ χ αμόγελο. Τούς κοίταξε μέ τό καλοσχ ηματισμένο στόμα του μισάνοιχ το άπό τή χ αρά καί τά μάτια του, πού ξαφνικά είχ αν χ άσει τήν πονηριά τους, άνοιγόκλειναν μέ τρελή ευθυμία. Κούναγε τό κεφάλι του σάν νευρόσπαστο μπρόςπίσω, κάτω άπό τό γείσο τού παναμά του πού άνέμιζε κι άρχ ισε νά τραγουδάει μέ ήρεμη εύτυχ ισμένη άνόητη φωνή: —
Είμαι ό πιό παράξενος φιλαράκος
Ή μάνα μου ήταν έβραία, ό πατέρας μου ήτανε πουλί. Δέν μπορώ νά τά βρω μέ τόν Ιωσήφ τόν ξυλουργό, Ζήτω λοιπόν οί δώδεκα μαθητές μου καί ό Γολγοθάς. ‘Ύψωσε προειδοποιητικά τόν δείκτη του. —
“Αν κανείς φαντάζεται οτι δέν είμαι Θεός Δέν θά πιει δωρεάν κρασί όταν θά κεράσω Άλλά θά πιει νερό καί θά ζητήσει αυτό νά ’ναι καθαρό.
“Οταν θά ξανακάνω τό κρασί καθαρό νεράκι. Τράβηξε επιδέξια τό μπαστούνι τού Στήβεν σέ άποχ αιρετισμό καί τρέχ οντας πρός ενα άπόκρημνο σημείο τής άκτής, άνέμισε τά μπράτσα του σάν φτερούγες πουλιού πού ετοιμάζεται νά πετάξει, καί συνέχ ισε τό τραγούδι: — Γειά σας, τώρα, γειά σας. “Οσα σάς είπα, γράψτε τα `Καί πέστε σέ ολους πώς άναστήθηκα άπό τούς νεκρούς. Ό Θεός μέσα μου δέν θά μ ’ εμποδίσει νά πετάξω Φυσάει πάνω στό όρος τών Έλαιών… Γειά σας. Τινάχ τηκε μπροστά κι έξαφανίστηκε στό βάθος μιας τρύπας δώδεκα μέτρων, άνεμίζοντας τά χ έρια του σάν φτερούγες, πηδώντας επιδέξια, καθώς τό καπέλο του τού Έρμη δερνόταν μέσα στό ελαφρό άεράκι πού τούς εφερνε τις σύντομες σάν πουλιού κραυγές του. Ό Χέηνς πού στό μεταξύ γελούσε επιφυλακτικά, πλησίασε τόν Στήβεν κι ειπε: — ’Υποθέτω πώς δέν θά έπρεπε νά γελάμε. Είναι μάλλον βλάσφημος. Κι εγώ δέν μπορώ νά πώ ότι πιστεύω. “Ομως αύτή ή ευθυμία του τόν εξαγνίζει κάπως, δέν νομίζεις; Πώς τό ειπε; ’Ιωσήφ ό ξυλουργός; —
Ή μπαλλάντα τού ’Αστειευόμενου Ίησού, άπάντησε ό Στήβεν.
—
’Ό, είπε ό Χέηνς, τήν έχ εις ξανακούσει, λοιπόν;
—
Τρεις φορές τήν ήμέρα, είπε λακωνικά ό Στήβεν. Μετά τά γεύματα.
— Ούτε κι έσύ πιστεύεις, δέν είναι έτσι; ρώτησε ό Χέηνς. Εννοώ τή λέξη πιστεύεις μέ τήν άκριβή της έννοια. Τήν εκ τού μηδενός δημιουργία τού κόσμου, τά θαύματα καί τόν προσωπικό Θεό.
—
Κατά τή γνώμη μου, μόνο μία έννοια στή λέξη πιστεύω υπάρχ ει, είπε ό Στήβεν.
Ό Χέηνς σταμάτησε γιά νά βγάλει άπό τήν τσέπη του μιά γυαλιστερή άσημένια ταμπακιέρα πού τή στόλιζε μία πράσινη άστραφτερή πέτρα. Τήν άνοιξε μέ τόν άντίχ ειρα καί τού πρόσφερε τσιγάρο. —
Ευχ αριστώ, είπε ό Στήβεν, παίρνοντας.
Ό Χέηνς πήρε κι αύτός καί τήν έκλεισε. Τήν ξανάβαλε στήν τσέπη του κι έβγαλε άπό τήν τσέπη τού γιλέκου του ενα νικέλινο άναπτήρα, τόν άνοιξε καί, άφού άναψε τό τσιγάρο του, κράτησε τήν άναμμένη φλόγα μέσα στήν άχ ηβάδα τών χ εριών του καί τήν έτεινε πρός τόν Στήβεν. — Ναί, βέβαια, είπε, καθώς συνέχ ισαν τό περπάτημα. ’Έτσι είναι, ή πιστεύεις ή δέν πιστεύεις. Προσωπικά εγώ δέν θά μπορούσα ν’ άποδεχ τώ τήν ιδέα ενός προσωπικού Θεού. Δέν φαντάζομαι έσύ νά ύποστηρίζεις κάτι τέτοιο. —
Εύρίσκεσθε ενώπιον ενός φρικτού ύποδείγματος έλευθέρας σκέψεως, είπε δύσθυμα ό Στήβεν.
Συνέχ ισε τό περπάτημα, σέρνοντας τό μπαστούνι του, περιμένοντας τόν άλλον νά τού ξαναμιλήσει. Ή σιδερένια άκρη τού μπαστουνιού του τόν άκολουθούσε άνάλαφρα πάνω στό μονοπάτι, τρίζοντας πίσω άπό τίς φτέρνες του. Τό στοιχ ειό μου, πίσω μου, φωνάζοντάς με, Στήηηηβεεεεν. Μιά κυματιστή γραμμή πάνω στό μονοπάτι. Θά τήν πατήσουν πάλι κι οί δυό τους άπόψε, όταν θά επιστρέφουν μέσα στό σκοτάδι. Μού ζητάει τό κλειδί. Είναι δικό μου. Έγώ πλήρωσα τό νοίκι. Ναί, όμως τρώω τό αλατισμένο ψωμί του. Δώσ’ του καί τό κλειδί. Δώσ’ του τα ολα. Θά τό ζητήσει. ΤΗταν γραμμένο μέσα στά μάτια του. — Στό κάτω κάτω…, άρχ ισε ό Χέηνς. Ό Στήβεν στράφηκε κι είδε ότι τό ψυχ ρό βλέμμα πού τόν ζύγιαζε γιά νά τόν κρίνει δέν ήταν καί τόσο κακόβουλο. — Στό κάτω-κάτω, θά ελεγα ότι είσαι σέ θέση νά άπελευθερωθείς. Μού φαίνεται οτι είσαι τό άφεντικό τού έαυτού σου. —
Έγώ υπηρετώ δύο αφεντικά, είπε ό Στήβεν, £ναν ’Άγγλο κι εναν Ιταλό.
—
”Εναν ’Ιταλό; είπε ό Χέηνς.
— Μιά παλαβιάρα βασίλισσα, γριά καί ζηλιάρα. Πέσε στά γόνατα μπροστά μου. Υπάρχ ει κι ενας τρίτος πού μέ χ ρειάζεται γιά παράξενα θελήματα. —
”Εναν ’Ιταλό; έπανέλαβε ό Χέηνς. Ποιόν εννοείς;
— Τή Βρετανική Αυτοκρατορία, είπε ό Στήβεν κοκκινίζοντας, καί τήν Αγία Ρωμαίκή καθολική καί άποστολική εκκλησία. Πρίν μιλήσει ό Χέηνς καθάρισε τό κάτω χ είλος του άπό τρίμματα καπνού. — Μπορώ νά τό καταλάβω βέβαια, είπε ήρεμα. Τολμώ νά πώ ότι ετσι σκέφτονται οί ’Ιρλανδοί. Εμείς οί ’Άγγλοι τό αισθανόμαστε ότι σάς φερθήκαμε μάλλον άδικα. Χωρίς αμφιβολία, στήν
ιστορία πρέπει νά πέσει τό κρίμα. Οί περήφανοι πομπώδεις χ αρακτηρισμοί σήμαιναν μέσα στή μνήμη τού Στήβεν τόν θρίαμβο τών χ άλκινων σημάντρων τους· et unam sanctam catholicam et apostolican ecclesiam` ή αργή άνάπτυξη καί μεταλλαγή τής τελετουργίας καί τού δόγματος, παρόμοιες μέ τίς σπάνιες σκέψεις του, αλχ ημεία τών άστρων. Οί ένωμένες φωνές πού έψαλαν σάν μία δυνατή φωνή στή λειτουργία τού Πάπα Μαρκέλλου τήν αποδοχ ή τής πίστης συμβόλιζαν τούς αποστόλους. Καί πίσω άπό αύτόν τόν ψαλμό ό άγρυπνος φύλακας άγγελος τής μαχ όμενης εκκλησίας άφόπλιζε καί άπειλούσε τούς αίρεσιάρχ ες. Μιά ορδή αιρετικών τό έσκαγε μέ στραπατσαρισμένες μίτρες` ό Φώτιος καί ή φά ρα τών χ λευαστών, στούς όποιους άνήκε καί ό Μάλλιγκαν, ό ’Άρειος πού σ’ ολη του τή ζωή πολέμησε τό όμοούσιον τού Τίού μέ τόν Πατέρα, ό Βα λεντίνος πού άπέρριπτε τή γήινή υπόσταση τού Ίησού καί ό πανούργος Ά φ^ικανός αίρεσιάρχ ης ό Σαμπέλιους πού ύποστήριζε ότι ό Πατέρας ήταν αύ τός ό ίδιος ό Τίός τού Έαυτού του. Λέξεις πού ό Μάλλιγκαν είχ ε άπευθύνει πρίν λίγο περιπαικτικά στόν ξένο. Ανώφελος χ λευασμός. Αναμφίβολα τούς άναμένει τό κενό, ολους αυτούς πού υφαίνουν τόν άνεμο· οί πολεμόχ αροι άγγελοι τής έκκλησίας τούς άπειλούν, τούς άφοπλίζουν καί τούς συντρίβουν. Ή στρατιά τών άγγέλων τού Μιχ αήλ, τήν ώρα τής σύγκρουσης, θά υπερασπιστεί σταφερά τήν εκκλησία μέ τίς λόγχ ες τους καί τίς άσπίδες τους. Εύγε, Εύγε! Παρατεταμένες επευφημίες. Zut! Nom de Dieu! — Βέβαια, έγώ είμαι Βρετανός, είπε ή φωνή τού Χέηνς, καί αισθάνομαι σάν Βρετανός. “Ομως δέν θά ’θελα νά πέσει ή χ ώρα μου στά χ έρια τών Γερμανοεβραίων. Φοβάμαι ότι στις μέρες μας αύτό είναι τό εθνικό μας πρόβλημα. Δυό άντρες στέκονταν κοιτάζοντας στήν άκρη τού γκρεμού, ένας έμπορος κι ενας ναυτικός. —
Τραβάει γιά τό λιμάνι τού Μπιούλλοκ.
Ό ναυτικός έδειξε μέ κάποια περιφρόνηση κατά τά βορινά τού κόλπου. — ’Έχ ει πέντε όργιες βάθος έκεί κάτω, είπε. Ή παλίρροια πού θά ’ρθει στή μία θά τόν ξεβράσει. Είναι ή ένατη μέρα σήμερα. Ό άνθρωπος πού πνίγηκε. ‘Ένα πανί πού κόβει βόλτες γύρω άπό τόν άδειο κόλπο περιμένοντας νά ξεπηδήσει άπό τό βυθό ενα τουμπανιασμένο δεμάτι καί νά λικνίσει κατά τόν ήλιο ενα φουσκωμένο πρόσωπο, άσπρο σάν αλάτι. Νά με. Πήραν τό στριφτό μονοπάτι κάτω πρός τόν δρμο. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν στεκόταν χ ωρίς σακκάκι σ’ εναν βράχ ο, μέ τή γραβάτα του λυμένη ν’ άνεμίζει πάνω άπό τόν ώμο του. ‘Ένας νεαρός πού κρατιόταν άπό ενα μυτερό βράχ ο δίπλα του, κίνησε άργά, οπως ό βάτραχ ος, τά πράσινα πόδια του στό πηχ τό βάθος τών νερών. —
Είναι κι ό άδερφός σου στήν παρέα, Μάλαχ ι;
—
Βρίσκεται στό Γουέστμιθ. Μέ τούς Μπάννονς.
— ’Ακόμα; ’Έλαβα μιά κάρτα άπό τόν Μπάννον. Λέει πώς άνακάλυψε εκεί πέρα μιά πιτσιρίκα. Τήν ονομάζει τό φωτογραφικό κορίτσι.
—
Στιγμιαία φωτογράφιση, ετσι; ’Αστραπιαία έκθεση.
Ό Μπάκ Μάλλιγκαν κάθησε χ άμω γιά νά λύσει τά κορδόνια τών παπουτσιών του. Τό λαχ ανιασμένο κόκκινο πρόσωπο ενός ήλικιωμένου φάνηκε ξαφνικά κοντά στόν μυτερό βράχ ο. Σκαρφάλωνε στούς βράχ ους καθώς τό νερό γυάλιζε πάνω στό κρανίο του καί στό γκρίζο στεφάνι τών μαλλιών του, έτρεχ ε σέ ρυάκια πάνω στό στήθος του καί τήν κοιλιά του καί ξεχ υνόταν άπό τό μαύρο σώβρακό του καί κρέμαγε. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν παραμέρισε γιά νά τόν άφήσει νά περάσει καί, κοιτάζοντας τόν Χέηνς καί τόν Στήβεν, έκανε ευλαβικά μέ τό νύχ ι τού άντίχ ειρά του τό σταυρό του στό μέτωπο, τά χ είλη καί τό στέρνο. — Ό Σέυμουρ ξαναγύρισε, είπε ό νεαρός, πιάνοντας πάλι τόν μυτερό βράχ ο. Παράτησε τήν ιατρική καί φεύγει γιά στρατιώτης. —
’Άντε χ άσου, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.
— Φεύγει τήν άλλη βδομάδα γιά νά καταταγεί. Ξέρεις εκείνη τήν κοκκινομάλλα άπό τό Κάρλαύλ, τή Λίλυ; —
Ναί.
—
Χαίδολογιότανε μαζί του χ θές βράδυ στό λιμάνι. Ό πατέρας της κολυμπάει στό χ ρήμα.
—
Δηλαδή, αύτή είναι γκαστρωμένη;
—
Καλύτερα νά ρωτήσεις τόν ίδιο τόν Σέυμουρ γι’ αύτό.
—
Σκέψου τόν Σέυμουρ νά καταντήσει άξιωματικός, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.
Κούναγε πάνω κάτω τό κεφάλι του καθώς εβγαζε τό παντελόνι του κι υστέρα στάθηκε ακίνητος κι ειπε κοινότοπα: —
Οί κοκκινομάλλες τό κάνουνε σάν κατσίκες.
Ξέσπασε τρομοκρατημένος ψάχ νοντας τά πλευρά του κάτω άπό τό πουκάμισό του πού άνέμιζε. — Μού έφυγε ή δωδέκατη πλευρά μου, φώναξε. ’Έγινα Uebermensch. Ό ξεδοντιάρης ό Κίντς χ : έγώ γίναμε ύπεράνθρωποι. ’Έβγαλε άτσαλα τό πουκάμισό του καί τό πέταξε πίσω του, εκεί πού ήταν ό σωρός άπό τ’ άλλα του ρούχ α. —
Θά βουτήξεις, Μάλαχ ι;
—
Ναί. Κάμε χ ώρο στό κρεβάτι.
Ό νεαρός τραβήχ τηκε πίσω κι εφτασε μέ δυό μακριές απλωτές στή μέση τού μικρού δρμου. Ό Χέηνς κάθησε σ’ ενα βράχ ο καπνίζοντας.
—
Δέν θά πέσεις; ρώτησε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.
—
’Αργότερα, είπε ό Χέηνς. ’Όχ ι άμέσως μετά τό πρωινό μου.
Ό Στήβεν γύρισε νά φύγει. —
Μάλλιγκαν,
— Κίντς, δώσε πουκάμισό μου.
φεύγω, είπε. μου αύτό τό κλειδί, είπε
ό Μπάκ
Μάλλιγκαν, γιά νά μήν πάρει ό άέρας τό
Ό Στήβεν τού έδωσε τό κλειδί. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν τό εβαλε πάνω στό σωρό τών ρούχ ων του. —
Καί δύο πέννες γιά μία μπύρα, πρόσθεσε. Πέτα τες εκεί.
‘Ο Στήβεν πέταξε δυό πέννες στόν μαλακό σωρό. Ντύσιμο, γδύσιμο. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν μ’ ενωμένα χ έρια μπροστά του είπε σοβαρός: —
δρθιος
”Οστις κλέπτει τούς πένητας, δανείζει τόν Κύριον. Τάδε εφη Ζαρατούστρα.
Τό πλαδαρό κορμί του βούτηξε στό νερό. — Θά σέ ξαναδούμε, είπε ό Χέηνς στρέφοντας, `αθώς ό Στήβεν άνέβαινε τό μονοπάτι χ αμογελώντας στόν άγριο ’Ιρλανδό. Κέρατο ταύρου, οπλή άλογου, χ αμόγελο Σάξονα. —
Στό Καράβι, φώναξε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Στίς δώδεκα καί μισή.
—
Εντάξει, είπε ό Στήβεν.
Προχ ώρησε στό άνηφορικό στριφογυριστό μονοπάτι. Liliata rutilantium. Turma circumdet. Iubilantium te virginum. Τό γκρίζο φωτοστέφανο τού ιερέα μέσα στήν κόγχ η τού τοίχ ου, εκεί πού άλλαζε ένδυμα διακριτικά. Δέν θά κοιμηθώ εδώ άπόψε. ’Αλλά καί στό σπίτι μου δέν μπορώ νά ξαναγυρίσω. Μιά φωνή γλυκειά καί παρατεταμένη τόν κάλεσε άπό τή θάλασσα. Παίρνοντας τή στροφή, σήκωσε τό χ έρι του σ’ αποχ αιρετισμό. Τήν ακούσε καί πάλι. ‘Ένα βρεγμένο καφετί κεφάλι φώκιας, στρογγυλό, άπόμακρα στά βαθειά. Σφετεριστής.
2. ΝΕΣΤΟΡΑΣ - ΕΣΥ, ΚΟΧΡΕΗΝ. Ποιά πόλη τόν κάλεσε; —
Τό Ταρέντουμ, κύριε.
—
Πολύ καλά. Λοιπόν;
—
’Έγινε μιά μάχ η, κύριε.
—
Πολύ καλά. Που;
Ή άδεια όψη τού παιδιού ρώτησε τό άδειο παράθυρο. ‘Ιστορημένο άπό τίς κόρες της μνήμης. Κι όμως, μέ κάποιο τρόπο, σάν νά μήν ήταν οπως ή μνήμη τό είχ ε ιστορημένο. Μιά φράση τότε ανυπομονησίας, χ τύπημα τών υπέρμετρων φτερών τού Μπλέηκ. ’Ακούω νά γκρεμίζεται ολο τό στερέωμα, θρυμματισμένο γυαλί καί κατεδαφισμένος τοίχ ος, καί ό χ ρόνος, μιά μαυροκίτρινη στερνή φλόγα. Τί μάς άπόμεινε υστέρα; —
Ξεχ νάω τήν τοποθεσία, κύριε. Τό 279 π.Χ.
— Τό ’Άσκουλουμ, είπε ό Στήβεν, κοιτάζοντας ονομασία καί χ ρονολογία στό λεκιασμένο μέ αίματα βίβλίο. — Μάλιστα, κύριε. Καί είπε: Μιά νίκη άκόμα σάν κι αύτή καί ξοφλήσαμε. Ό κόσμος δέν είχ ε ξεχ άσει αύτή τή φράση. Μιά νωθρή ανάπαυση τού νού. Άπό ενα λόφο, πάνω άπό μιά πεδιάδα στρωμένη μέ κουφάρια, ενας στρατηγός πού άκουμπάει στή λόγχ η του μιλάει στούς άξιωματικούς του. ‘Οποιοσδήποτε στρατηγός σέ όποιουσδήποτε άξιωματικούς. Τεντώνουν τό αύτί. —
Έσύ, ’Άρμστρονγκ, είπε ό Στήβεν. Ποιό ήταν τό τέλος τού Πύρρου;
—
Τό τέλος τού Πύρρου, κύριε;
—
Έγώ ξέρω, κύριε. Ρωτήστε εμένα, κύριε, είπε ό Κόμυν.
—
Περίμενε. Έσύ, ’Άρμστρονγκ. Ξέρεις τίποτα γιά τόν Πύρρο;
Μιά σακούία γλυκίσματα μέ σύκα στή σάκα του. Τά εχ ωνέ πότε-πότε άνάμεσα στίς παλάμες του καί τά κατάπινε άθόρυβα. Ψίχ ουλα κολλημένα στά χ είλη του. Αρωματισμένη άγορίστικη άνάσα. Νοικοκυραίοι γονείς, περήφανοι πού έχ ουν τόν μεγάλο γιό τους στό ναυτικό. Όδός Βίκο, στό Ντάλκεύ. —
Ό Πύρρος, κύριε; Ό Πύρρος, μία προβλήτα.
‘Όλοι γέλασαν. ’Άχ αρο, ήχ ηρό, μοχ θηρό γέλιο. Ό ’Άρμστρονγκ κοίταξε ολόγυρα τούς
συμμαθητές του μέ ανόητη χ αρά στήν όψη. Σέ λίγο θά γελάσουν δυνατότερα, γνωρίζοντας τήν άδυναμία μου νά τούς ελέγξω, καθώς καί τά δίδακτρα πού πληρώνουν οί μπαμπάδες τους. — Πές μου τώρα, είπε ό Στήβεν, άγγίζοντας τόν ώμο τού παιδιού μέ τό βιβλίο, τί είναι ή προβλήτα; — Ή προβλήτα, κύριε; είπε ό ’Άρμστρονγκ. ‘Ένα πράμα πού προχ ωρεί μέσα στά κύματα. ‘Ένα είδος γέφυρας. Ή προβλήτα τού Κίνγκσταουν, κύριε. Μερικοί ξαναγέλασαν. ’Άχ αρα, άλλά μέ σημασία. Δυό στό τελευταίο θρανίο ψιθύρισαν. Ναί. ’Ήξεραν` χ ωρίς ποτέ νά έχ ουν μάθει, χ ωρίς όμως καί ποτέ νά είναι άθώοι. ‘Όλοι. Μέ φθόνο κοίταξε τά πρόσωπά τους. ’Ήντιθ, ’Έθελ, Γκέρτυ, Λίλυ. Καί τίς όμοιές τους· καί αυτών οί άνάσες άρωματισμένες άπό τό τσάι καί τή μαρμελάδα, τά βραχ ιόλια τους κροταλίζοντας στόν άγώνα. —
Ή προβλήτα τού Κίνγκσταουν, είπε ό Στήβεν. Ναί, μιά άπογοητευμένη γέφυρα.
Οί λέξεις εφεραν ταραχ ή στό βλέμμα τους. —
Πώς, κύριε; ρώτησε ό Κόμυν. Ή γέφυρα βρίσκεται πάνω στό ποτάμι.
Γιά τό λεύκωμα τού Χέηνς. Δέν βρίσκεται κανένας εδώ ν’ άκούσει. Απόψε επιδέξια μέ δυνατό πιοτό καί συζήτηση γιά νά διαπεράσει τή γυαλιστερή πανοπλία τού νού του. Καί υστέρα; ‘Ένας γελωτοποιός στήν αυλή τού άφέντη του, πού τόν καλοπιάνουν καί τόν υποτιμούν, κερδίζοντας τόν έπαινο τού άγαθού άφέντη. Γιατί ολοι είχ αν διαλέξει αύτόν τόν ρόλο; ’Όχ ι εντελώς γιά τό απαλό χ άδι. Καί γι’ αυτούς ή ιστορία εμοιαζε σάν ενα παραμύθι, οπως τόσα καί τόσα πού είχ αν συχ νά άκούσει, ή πατρίδα τους ενα ενεχ υροδανειστήριο. Έάν ό Πύρρος δέν είχ ε πεθάνει άπό τό χ έρι μιας μέγαιρας στό ’Άργος, ή έάν ό ’Ιούλιος Καίσαρας δέν είχ ε πεθάνει άπό τό μαχ αίρι; Δέν γίνεται νά τούς ξεχ άσουμε. Ό χ ρόνος τούς σημάδεψε καί αλυσοδεμένοι παραμένουν στό χ ώρο τών άπειρων πιθανοτήτων πού έχ ουν εξαλείψει. ‘Όμως, μπορούν νά παραμείνουν πιθανές, άφού δέν πραγματοποιήθηκαν ποτέ; ’Ή ήταν μόνο πιθανό ό,τι πραγματοποιήθηκε; Ύφανε, ύφαντή τού άνέμου. —
Πέστε μας μιά ιστορία, κύριε.
—
’Ώ, πέστε μας, κύριε. Μία ιστορία μέ φαντάσματα.
—
Πού μείναμε σ’ αύτό; ρώτησε ό Στήβεν άνοίγοντας ενα άλλο βιβλίο.
—
Πάφε νά χ λούς, είπε ό Κόμυν.
Συνέχ ισε λοιπόν, Τάλμποτ. —
Καί ή ιστορία, κύριε;
—
Κατόπιν, είπε ό Στήβεν. Συνέχ ισε, Τάλμποτ.
‘Ένα μελαχ ρινό άγόρι άνοιξε ενα βιβλίο καί τό στήριξε μέ τά λουρίδια τής σάκας του. ’Απάγγειλε στίχ ους κομπιάζοντας, μέ σποραδικές ματιές στό κείμενο.
— Πάφε νά κλαίς, δύστυχ ε βοσκέ, πάφε νά κλαίς. Γιατί ό Λυκίδας, ή λύπη σου, δέν πέθανε, Παρ’ ολο πού κατέβηκε κάτω άπό τήν επιφάνεια τών ύδάτων… Πρέπει λοιπόν νά γίνει κάποια κίνηση, ή πραγμάτωση τού πιθανού ώς πιθανό. Ή φράση τού ’Αριστοτέλη σχ ηματιζόταν μόνη της μέσα στους στίχ ους πού τραύλιζε τό άγόρι καί έπέπλεε στήν επιμελή σιωπή τής βιβλιοθήκης τής Αγίας Γενεβιέβης, οπου κάθε βράδυ διάβαζε προφυλαγμένος άπό τίς αμαρτίες τού Παρισιού. Πλάι στόν άγκώνα του ενας λεπτοφτιαγμένος Σιαμέζος άποστήθιζε ενα εγχ ειρίδιο στρατηγικής. Μυαλά πού χ όρτασαν καί χ όρταιναν ολόγυρά μου` κάτω άπό διασταυρούμενες πυρακτωμένες λάμπες, μέ αισθητήρια πού χ τυπούσαν άδύνατα· καί στή σκοτεινιά τού νού μου ενα άργοκίνητο ζώο τού κάτω κόσμου, άπρόθυμο, ντροπαλό στό ήλιοφώς, ταχ τοποιώντας τίς τερατώδεις φολιδωτές διπλές του. Ή σκέψη είναι ή σκέψη τής σκέψης. Γαλήνια λαμπρότητα. Ή ψυχ ή είναι μέ κάποιο τρόπο ολα όσα ύπάρχ ουν· ή ψυχ ή είναι ή μορφή τών μορφών. Γαλήνη ξαφνική, άπέραντη, άπαστράπτουσα` ή μορφή τών μορφών. Ό Τάλμποτ έπανέλαβε: —
Μέσ’ άπό τήν προσφιλή δύναμη Αύτού πού βάδισε έπί τών κυμάτων
μέσ’ άπό τήν προσφιλή δύναμη… —
Γύρνα σελίδα, είπε ό Στήβεν ήρεμα. Δέν βλέπω τίποτα.
—
Τί, κύριε; ρώτησε άπλά ό Τάλμποτ, σκύβοντας μπροστά.
Τό χ έρι του γύρισε τή σελίδα. ’Έγειρε πίσω καί συνέχ ισε μόλις τώρα ενθυμούμενος. Αύτόν πού βάδισε πάνω στά κύματα. Άκόμα κι εδώ πέφτει ή σκιά του, εδώ, πάνω σ’ αύτές τίς φοβισμένες καρδιές, καί στήν καρδιά καί στά χ είλη τού χ λευαστή καί τά δικά μου. Πέφτει πάνω στά πρόθυμα πρόσωπά τους, αυτών πού τού προσέφεραν ενα νόμισμα,ύποταγής. Τά τού Καίσαρος τώ Καίσαρι· τά τού Θεού τώ Θεώ. ‘Ένα παρατεταμένο βλέμμα μαύρων ματιών, μιά αινιγματική πρόταση γιά νά ύφανθεί ξανά καί ξανά στούς άργαλειούς τής εκκλησίας. Μάλιστα. Ρώτα με, ρώτα με, ράντυ ρίρο ό πατέρας μου μού ’δωσε σπόρους νά σπείρω. Ό Τάλμποτ γλίστρησε τό κλεισμένο βιβλίο στή σάκα του. —
Σάς εχ ω ρωτήσει ολους; ρώτησε ό Στήβεν.
—
Μάλιστα, κύριε. Χόκεύ στίς δέκα, κύριε.
—
Ημιαργία, κύριε. Πέμπτη σήμερα.
—
Ποιος μπορεί νά μού λύσει ενα αίνιγμα; ρώτησε ό Στήβεν.
Ταχ τοποιούσαν τά βιβλία τους, ενώ κροτούσαν τά μολύβια καί θρόιζαν οί σελίδες. Συνωστίζονταν μαζεμένοι, δένοντας καί κουμπώνοντας τίς σάκες τους, φλυαρώντας χ αρούμενα.
—
”Ενα αίνιγμα, κύριε; Ρωτήστε εμένα, κύριε.
—
Ρωτήστε εμένα, κύριε.
—
”Ενα δύσκολο, κύριε.
—
’Ακουστέ, ειπε ό Στήβεν.
Ό χ όχ χ ορας λάλησε ό ουρανός ήταν γαλάζιος’ οί χ αμπάνες στους ουρανούς σήμαναν εντεχ α. Είναι ώρα γιά τήν φυχ ούλα της νά φύγει γιά τούς ουρανούς. —
Τί είναι;
—
Τι, κύριε;
—
Ξανά, κύριε. Δέν άκούσαμε.
Τά μάτια τους μεγάλωναν καθώς έπανέλαβε τούς στίχ ους. “Υστερα άπό ενα διάστημα σιωπής ειπε ό Κόχ ρεην: —
Τί είναι, κύριε; Νά τό ^άρει τό ποτάμι.
Ό Στήβεν, νιώθοντας φαγούρα στό λαρύγγι, άπάντησε: —
Ή άλεπού πού θάβει τή γιαγιά της κάτω άπό ενα πουρνάρι.
Σηκώθηκε κι εβγαλε μιά κραυγή νευρικού γέλιου, στήν οποία οί κραυγές τους άντήχ ησαν μέ άπογοήτευση. “Ενα μπαστούνι χ τύπησε τήν πόρτα καί μία φωνή τούς κάλεσε άπό τό διάδρομο: —
Χόκεύ.
Διαλύθηκαν δώθε-κείθε, λοξοδρομώντας άνάμεσα στά θρανία τους, πηδώντας τα. Εξαφανίστηκαν γρήγορα κι άπό τήν άποθήκη ήρθε ό θόρυβος τών μπαστουνιών κι ή φασαρία άπό τά παπούτσια καί τίς φωνές τους. Ό Σάρτζεντ, ό μόνος πού ειχ ε καθυστερήσει, προχ ώρησε άργά δείχ νοντας ενα άνοιχ τό τετράδιο. Τά άνακατεμένα μαλλιά του κι ό κοκκαλιάρικος σβέρκος του εδειχ ναν πώς δέν ειχ ε έτοιμαστεί καί μέσα άπό τά θολά γυαλιά τά άδύνατα μάτια του κοίταζαν πρός τά πάνω παρακλητικά. Στά ώχ ρά καί άναιμικά μάγουλά του ύπήρχ ε μιά σκούρα κηλίδα μελανιού σάν χ ουρμάς, πρόσφατη καί ύγρή σάν σάλιο σαλιγκαριού. Πρότεινε τό τετράδιό του. Ή λέξη ’Αριθμητική ήταν γραμμένη στην επικεφαλίδα. Άπό κάτω άτσαλα γραμμένοι άριθμοί καί κάτω-κάτω μιά άγκυ-λωτή ύπογραφή καί μιά μουντζούρα. Κύριλλος Σάρτζεντ` τ’ όνομά του καί σφραγίδα. —
Ό κύριος Ντήζυ μου είπε νά ξαναγράψω ολες τίς άσκήσεις καί νά σάς τίς δείξω, κύριε.
Ό Στήβεν άγγιξε τίς άκρες τού βιβλίου. Μηδαμινότητα. —
Καταλαβαίνεις τώρα πώς πρέπει νά τίς λύσεις; ρώτησε.
— Τίς ασκήσεις άπό έντεκα μέχ ρι δεκαπέντε, άπάντησε ό Σάρτζεντ. Ό κύριος Ντήζυ είπε νά τίς άντιγράψω άπό τόν πίνακα, κύριε. —
Μπορείς νά τίς λύσεις μόνος σου; ρώτησε ό Στήβεν.
—
’Όχ ι, κύριε.
’Άσχ ημος καί μηδαμινός. Αδύνατος λαιμός κι άνακατωμένα μαλλιά καί μιά κηλίδα μελανιού σάν σάλιο σαλιγκαριού. Κι όμως κάποια τόν είχ ε άγαπήσει, τόν είχ ε κρατήσει στήν άγκαλιά της καί στήν καρδιά της. Χωρίς αυτήν, ή άνθρώπινη φυλή θά τόν είχ ε συνθλίψει κάτω άπό τό πέλμα της, ενα ζουληγμένο σαλιγκάρι δίχ ως κόκκαλα. Αύτή είχ ε άγαπήσει τό άδύνατο νερουλό αίμα του πού προερχ όταν άπό τό δικό της. ΤΗταν, λοιπόν, άληθινό αύτό; Τό μόνο άληθινό πράμα στή ζωή; Τής μητέρας του τό καταβεβλημένο κορμί ό φλογερός Κολουμβανός διασκέλισε στόν ιερό ζήλο του. Εκείνη δέν ύπήρχ ε πιά· σκελετός ενός κλαδιού πού τρέμει καμένο στή φωτιά, μυρωδιά ροδόξυλου καί μουσκεμένης στάχ της. Τόν είχ ε σώσει άπό τά ποδοπατήματα κι είχ ε φύγει, έχ οντας ελάχ ιστα ύπάρξει. Μιά ψυχ ούλα φευγάτη στούς ούρανούς` καί μές στή χ έρσα γή, κάτω άπό τ’ άστρα πού τρεμόσβηναν, μιά άλεπού μέ κόκκινη βρωμιά ληστείας στή γούνα της, μέ άστραφτερά μάτια χ ωρίς έλεος, σκάλιζε τή γή, άκουγε, σκάλιζε τή γή, άκουγε, σκάλιζε καί σκάλιζε. Ό Στήβεν, καθισμένος δίπλα του, έλυσε τό πρόβλημα. Άποδεικνύει μέ τήν ’Άλγεβρα ότι τό φάντασμα τού Σαίξπηρ είναι ό παππούς τού ’Άμλετ. Ό Σάρτζεντ κοίταζε άπορημένα μέσ’ άπό τά λοξά τοποθετημένα γυαλιά του. Μπαστούνια τού χ όκεύ κροτούσαν στήν άποθήκη. Ό γδούπος τής μπάλας καί οί φωνές άπό τό γήπεδο. Καθ’ ολο τό μήκος τής σελίδας τά σύμβολα ξετυλίγονταν σάν σοβαρός μαυριτανικός χ ορός, στή μασκαράτα τών ψηφίων τους, φορώντας άλλόκοτα σκουφιά, τετράγωνα καί κυβικά. Δώσε τά χ έρια, άλλαξε θέση, ύποκλίσου στό ταίρι σου — ετσι— ζιζάνια τής φαντασίας τών Μαυριτανών. Φευγάτοι κι αύτοί άπό τόν κόσμο, ό Άβερρόης καί ό Μωυσής Μαίμονίδης, άνθρωποι σκοτεινοί στήν όψη καί στό φέρσιμο, κάνοντας ν’ άστράφτει στούς περιπαικτικούς καθρέφτες τους ή σκοτεινή ψυχ ή τού κόσμου, μία σκοτεινιά πού έλαμπε στή λιακάδα καί πού ή λιακάδα δέν μπορούσε νά συλλάβει. —
Καταλαβαίνεις τώρα; Μπορείς νά λύσεις μόνος σου τή δεύτερη άσκηση;
—
Μάλιστα, κύριε.
Ό Σάρτζεντ, μέ μακριές τρεμουλιαστές γραμμές αντέγραψε τά δεδομένα. Προσμένοντας πάντα μιά λέξη βοήθειας, τό χ έρι του κινούσε πιστά τ’ άστατα σύμβολα, μιά ελάχ ιστη άπόχ ρωση ντροπής λάμποντας κάτω άπό τό σκούρο δέρμα του. Amormatris’ υποκειμενική καί άντικειμενική γενική. Μέ τό άδύνατο αίμα της καί τό ξυνόγαλά της τόν είχ ε άναθρέφει κι ειχ ε κρύψει τίς φασκιές του άπό τά βλέμματα τών άλλων. Σάν αύτόν ήμουνα κι έγώ, οί ίδιοι κυρτοί ώμοι, έτσι άχ αρος. Ή παιδική ήλικία μου σκύβει στό
πλάι μου. Πολύ μακριά άπό μένα, έστω καί γιά ν’ άκουμπήσω μιά φορά ελάχ ιστα τά δάχ τυλά μου. Ή δική μου νεότητα βρίσκεται μακριά καί ή δική του μυστική σάν τά μάτια μας. Σιωπηλά μυστικά θρονιάζονται πέτρινα στά σκοτεινά παλάτια τών καρδιών καί τών δυό μας· μυστικά πού κουράστηκαν νά τυραννούν τύραννοι πού θέλουν νά έκθρονιστούν. Ή άσκηση ειχ ε λυθεί. —
Elvat πολύ άπλό, ειπε ό Στήβεν καθώς σηκώθηκε.
—
Μάλιστα, κύριε. Εύχ αριστώ, άπάντησε ό Σάρτζεντ.
Στέγνωσε τή σελίδα μ’ ενα λεπτό φύλλο στυπόχ αρτο κι έφυγε γιά νά βάλει ξανά τό τετράδιο στό θρανίο του. — Πάρε τό μπαστούνι σου καί πήγαινε έξω μέ τούς άλλους, είπε ό Στήβεν, καθώς παρακολουθούσε άπό τήν πόρτα τήν άχ αρη όψη τού παιδιού. —
Μάλιστα, κύριε.
Στό διάδρομο άκούστηκε τ’ όνομά του άπό τό γήπεδο. —
Σάρτζεντ!
—
Τρέχ α, ειπε ό Στήβεν. Ό κ. Ντήζυ σέ φωνάζει.
Στάθηκε στό προαύλιο καί παρακολούθησε τόν άργοπορημένο νά τρέχ ει βιαστικά πρός τό λασπωμένο γήπεδο, οπου άντιμάχ ονταν στριγγλιάρικες κραυγές. Τά παιδιά ήταν χ ωρισμένα σέ ομάδες κι ό κ. Ντήζυ πλησίασε βαδίζοντας μέ γκετοσφιγμένα πόδια πάνω σέ τούφες χ λόης. “Οταν έφτασε στό κτίριο τού σχ ολείου, φωνές πού ξανάρχ ισαν νά λογομαχ ούν τόν κάλεσαν. Γύρισε πάνω τους μέ τό θυμωμένο άσπρο μουστάκι του. —
Τί τρέχ ει τώρα; φώναζε διαρκώς χ ωρίς ν’ άκούει.
—
Ό Κόχ ρεην καί ό Χάλλινταιη είναι στήν ίδια ομάδα, κύριε, τού φώναξε ό Στήβεν.
—
Περίμενε μιά στιγμή στό γραφείο μου, μέχ ρι ν’ άποκαταστήσω εδώ τήν τάξη, ειπε ό κ. Ντήζυ.
Καί καθώς προχ ώρησε πάλι πρός τό γήπεδο προσέχ οντας πού θά βάλει τό πόδι του, μέ τή γέρικη φωνή του φώναξε αυστηρά: —
Τί συμβαίνει; Τί τρέχ ει τώρα;
Οί στρίγγλικες φωνές τους τσίριζαν ολόγυρά του` τά πρόσωπά τους τόν περικύκλωσαν, ή άστραφτερή λιακάδα ξεθωριάζοντας τό μέλι άπό τά κακοβαμμένα μαλλιά του. Μπαγιάτικος άέρας καί καπνοί αιωρούνταν στό γραφείο μαζί μέ μιά μυρωδιά μαύρου φαγωμένου πετσιού άπό τίς καρέκλες. “Οπως καί τήν πρώτη φορά πού παζάρευε εδώ μαζί μου. “Οπως ήταν καί στήν άρχ ή, έτσι καί τώρα. Πάνω στόν μπουφέ ό δίσκος μέ τά νομίσματα τών Στιούαρτ, εύτελής
θησαυρός ενός βάλτου` καί πάντα έτσι θά ’ναι. Καί φυλαγμένοι στήν κουταλοθήκη μέ τό κόκκινο ξεφτισμένο βελούδο, οί δώδεκα άπόστολοι πού δίδαξαν ολους τούς εθνικούς` εις τούς αιώνας τών αιώνων. “Ενα βιαστικό βήμα στό πέτρινο προαύλιο καί στό διάδρομο. Ξεφυσώντας στό άραιό μουστάκι του ό κ. Ντήζυ στάθηκε πλάι στό τραπέζι. —
Κατ’ άρχ ήν νά ρυθμίσουμε τό μικρό οικονομικό μας ζήτημα, είπε.
’Έβγαλε άπό τό σακκάκι του ενα πορτοφόλι δεμένο μέ δερμάτινο λουρίδι. Τό τίναξε ν’ άνοίξει καί πήρε δυό χ αρτονομίσματα, τό ένα άπό κολλημένα μισά καί τά τοποθέτησε προσεκτικά πάνω στό τραπέζι. —
Δύο, είπε, κουμπώνοντας καί τακτοποιώντας τό πορτοφόλι του.
Καί τώρα τό θησαυροφυλάκιό του γιά τό χ ρυσάφι. Τό άμήχ ανο χ έρι τού Στήβεν κινήθηκε πάνω στά όστρακα πού ήταν σωριασμένα στό κρύο πέτρινο γουδί. Θαλάσσια βούκινα καί όστρακα πού χ ρησίμευαν παλιότερα fιά χ ρηματικές συναλλαγές καί όστρακα παρδαλά σάν προβιά λεοπάρδαλης. Κι αύτό κυκλοστριμμένο σάν τό τουρμπάνι ενός εμίρη, κι αύτό τό χ τένι τής θάλασσας τού Αγίου ’Ιακώβου. Οί οικονομίες ενός γέρου προσκυνητή, νεκρός θησαυρός, άδεια όστρακα. Μιά χ ρυσή λίρα έπεσε άστραφτερή καί καινούργια στό άπαλό χ νούδι τού τραπεζομάντηλου. — Τρεις, είπε ό κ. Ντήζυ, παίζοντας τό μικρό κουτί στά χ έρια του. Αύτό είναι χ ρήσιμο πράμα, βλέπεις. Έδώ είναι ή θέση γιά τίς λίρες. Έδώ γιά τά σελλίνια, τά έξάπεννα, τά δυόμισοσέλλινα. Κι έδώ για τά πεντοσέλλινα. Βλέπεις; Τράβηξε έξω δυό πεντοσέλλινα καί δυό μονά. —
Τρεις λίρες, δώδεκα σελλίνια, είπε. Ελπίζω νά τά βρίσκεις σωστά.
— Εύχ αριστώ, κύριε, είπε ό Στήβεν, μαζεύοντας ολα τα λεφτά μέ ντροπαλή βιασύνη καί βάζοντάς τα στήν τσέπη τού παντελονιού του. —
Γιατί εύχ αριστείς; είπε ό κ. Ντήζυ. Τά κέρδισες διά τής εργασίας σου.
Τό χ έρι τού Στήβεν ελεύθερο ξαναπήγε στά άδεια όστρακα. Καί αύτά σύμβολα ομορφιάς καί δύναμης. “Ενας σωρός στήν τσέπη μου. Σύμβολα λερωμένα άπό άπληστία καί άθλιότητα. — Μήν τά σέρνεις έτσι, είπε ό κ. Ντήζυ. Θά τά βγάλεις κάποια στιγμή καί θά τά χ άβεις. ’Αγόρασε ένα άπ’ αύτά τά μαραφέτια. Θά τό βρείς πολύ χ ρήσιμο. ’Απάντησε κάτι. —
Τό δικό μου θά ήταν συχ νά άδειο, είπε ό Στήβεν.
Τό ίδιο δωμάτιο, ή ίδια ώρα κι ή ίδια σοφία` κι έγώ ό ίδιος. Τρεις φορές μέχ ρι τώρα. Τρεις θηλιές εδώ γύρω μου. Καλά. Μπορώ νά τίς σπάσω αύτή τή στιγμή, άν τό θελήσω. — Επειδή δέν κάνεις οικονομία, ειπε ό κ. Ντήζυ, κουνώντας τό δάχ τυλο. Δέν γνωρίζεις ακόμη τήν αξία τού χ ρήματος. Άν ζήσεις όσο εζησα κι έγώ, θά μάθεις ότι τό χ ρήμα είναι δύναμις. Ξεύρω, ςεύρω. ’Άν μόνο ήξευρε ή νεότης. “Ομως τί λέει ό Σαίξπηρ; Χρήματα μόνο βάζε στό πουγγί σου. —
Ίάγος, μουρμούρισε ό Στήβεν.
Σήκωσε τή ματιά του άπό τά άδεια όστρακα στή ματιά τού γέρου. — ’Ήξευρε τί ήταν τό χ ρήμα, ειπε ό κ. Ντήζυ. Έπλούτισε. Ποιητής άλλά καί ’Άγγλος. Ξεύρεις ποιά είναι ή υπερηφάνεια τών ’Άγγλων; Ξεύρεις ποιά είναι ή πλέον ύπερήφανη φράσις πού θ’ άκούσεις άπό τό στόμα ένός ’Άγγλου; Κυβερνήτης τών θαλασσών. Τά παγωμένα σάν τή θάλασσα μάτια του κοίταζαν τόν άδειο κόλπο· στήν ιστορία πρέπει νά πέσει τό κρίμα` σέ μένα καί στά λόγια μου, δίχ ως μίσος. —
”Οτι στήν αύτοκρατορία του δέν βασιλεύει ποτέ ό ήλιος, είπε ό Στήβεν.
—
Μπά! φώναξε ό κ. Ντήζυ. Αύτό δέν είναι άγγλικό. “Ενας Κέλτης άπό τή Γαλλία τό είπε.
Χτυπούσε μέ τό νύχ ι τού άντίχ ειρα τό κουτί του. — Θά σού πώ έγώ ποιό είναι τό πλέον ύπερήφανο καύχ ημά τους, είπε σοβαρός. Πλήρωσα το μερτικό μου. Μπράβο. Μπράβο. — Πλήρωσα τό μερτικό μου. Δέν δανείστηκα ποτέ στή ζωή μου. Μπορείς νά τό νιώσεις; Δέν οφείλω τίποτε. Μπορείς; Μάλλιγκαν, εννιά λίρες, τρία ζευγάρια κάλτσες, ενα ζευγάρι χ οντροπάπουτσα, γραβάτες. Κάρραν, δέκα γκινέες. ΜακΚάν, μία γκινέα. Φρέντ Ράιαν, δύο σελλίνια. Τέμπλ, δύο γεύματα. Ράσσελ, μία γκινέα. Κάσενς, δέκα σελλίνια. Μπόμπ Ρέύνολντς, μισή γκινέα. Κέλλερ, τρεις γκινέες. Κυρία ΜακΚέρναν, νοίκι πέντε εβδομάδων. Τό ποσό πού εχ ω δέν ώφελεί. —
Μέχ ρι στιγμής, όχ ι, άπάντησε ό Στήβεν.
Ό κ. Ντήζυ γέλασε μέ ικανοποίηση, ταχ τοποιώντας ξανά τό πουγγί του. — Τό ήξευρα πώς δέν μπορούσες, είπε χ αρούμενος. Άλλά πρέπει νά τό νιώσεις κάποτε. Ειμεθα γενναιόδωρος λαός, άλλά οφείλουμε νά ειμεθα καί άκριβοδίκαιοι. —
Φοβάμαι αύτά τά μεγάλα λόγια, είπε ό Στήβεν, πού μάς κάνουν τόσο δυστυχ ισμένους.
Ό κ. Ντήζυ κοίταξε αυστηρά γιά μερικά λεπτά στό πάνω μέρος τού τζακιού τόν καλοφτιαγμένο όγκο ένός άνθρώπου μέ σκωτσέζικη φούστα. Αλβέρτος Έδουάρδος, Πρίγκηψ τής Ούαλλίας.
— Μέ νομίζεις γέρικη παλιατσούρα καί συντηρητικό, είπε ή σκεφτική φωνή του. Είδα τρεις γενιές άπό τόν καιρό τού Ο’Κόννελλ. Ένθυμούμαι τόν λιμό. Ξεύρεις ότι οί στοές τών όρανγκιστών ξεσηκώθηκαν γιά τήν άνάκληση τής ένώσεως είκοσι χ ρόνια πριν άπό τόν Ο’Κόννελλ καί πρίν οί ιεράρχ ες τού δικού σου δόγματος τόν άποκηρύξουν ώς δημαγωγό; Έσείς, τής Σίν Φέιν, λησμονείτε άρκετά πράγματα. Δοξασμένη, σπλαχ νική κι άθάνατη μνήμη. Ή θαυμάσια στοά τού Ντάιμοντ στό ‘Άρμα, ή επίστρωση άπό πτώματα παπιστών. Βραχ νοί, οπλισμένοι άπό πάνω ώς κάτω, μασκοφόροι, δίναν ύποσχ έσεις οί ’Άγγλοι καλλιεργητές. Ό φανατικός Βορράς καί ή άληθινή γαλάζια Βίβλος. Στασιαστές, παραδοθείτε. Ό Στήβεν εκανε μιά σύντομη χ ειρονομία. — ’Έχ ω κι έγώ άντάρτικο αίμα μέσα μου, είπε ό κ. Ντήζυ. Άπό τό σόι τής μητέρας μου. Άλλά βαστάω άπό τόν σέρ Τζών Μπλάκγου,ντ πού ψήφισε ύπέρ τής ένώσεως. Είμαστε ολοι ’Ιρλανδοί, ολοι παιδιά βασιλιάδων. —
Δυστυχ ώς, είπε ό Στήβεν.
— Per vias rectas τ\ταν τό έμβλημά του, είπε μέ στόμφο ό κ. Ντήζυ. Έψήφισε γιά τήν ένωση καί φόρεσε καί τίς ψηλές του μπότες γιά νά ερθει καβαλλάρης στό Δουβλίνο άπό τό ’Άρτς τού Ντάουν γιά νά ψηφίσει. Λάλ ό ράλ ό ρά ό κακοτράχ αλος δρόμος γιά τό Δουβλίνο. Ό αυστηρός εύγενής καβάλλα στ’ άλογό του μέ τίς γυαλισμένες ψηλές μπότες του. Γλυκειά ήμέρα, σέρ Τζών! Γλυκειά ήμέρα, εντιμότατε! Μέρα… Μέρα… Δυό ψηλές μπότες σπρώχ νονταν ψηλοκουνιστές γιά τό Δουβλίνο. Λάλ ό ράλ ό ρά. Λάρ ό ράλ ό ράντυ. — Κύριε Ντένταλους, είπε ό κ. Ντήζυ, αύτό μού θυμίζει ότι μπορείς νά μού κάνεις μία χ άρη μέσω κάποιου άπό τούς φίλους σου τούς λογοτέχ νες. ’Έχ ω έδώ μία επιστολή γιά τόν Τύπο. Κάθησε ενα λεπτό. Ν’ άντιγράψω τό^έλος μόνο. Πήγε στό γραφείο του, κοντά στό παράθυρο, έσπρωξε τήν καρέκλα δυό φορές προς τά μέσα καί διάβασε μερικές λέξεις άπό τή σελίδα πού ήταν στόν κύλινδρο τής γραφομηχ ανής του. — Κάθησε. Μέ συγχ ωρείς, είπε πάνω άπό τόν ώμο του, οί επιταγές τού κοινού νού. Μιά στιγμή μόνο. Κοίταξε κάτω άπό τά δασύτριχ α φρύδια του τό χ ειρόγραφο πλάι στον άγκώνα του καί Μουρμουρίζοντας, άρχ ισε νά χ τυπάει άργά τά δύσκαμπτα πλήκτρα τού πληκτρολόγιου, ξεφυσώντας πότε-πότε, καθώς περιέστρεφε τόν κύλινδρο γιά νά διορθώσει κάποιο λάθος. Ό Στήβεν κάθησε άθόρυβα εμπρός άπό τήν πριγκηπική μορφή. ‘Ολόγυρα στούς τοίχ ους, κορνιζαρισμένες εικόνες άλλοτινών άλογων έστεκαν σέ ά-πό·ηση τιμής, ζυγιάζοντας τά ήρεμα κεφάλια τους στόν αέρα. Τό Ρήπαλς τού Λόρδου Έστινγκς, τό Σοτόβερ τού Δούκα τού
Γουέστμινστερ, τό Σηλόν τού Δούκα τού Μπώφορντ, pris de Paris, 1866. Τά ίππευαν διαβολικοί καβαλλάρηδες, παρατηρώντας ένα σημείο. Ειδε τήν ταχ ύτητά τους καί ποντάρισε στά χ ρώματα τού Βασιλιά καί φώναξε μαζί μέ τίς φωνές τού άλλοτινού πλήθους. — Τελεία, πρόσταξε τά πλήκτρα ό κ. Ντήζυ. ‘Όμως μία πρόθυμος έπανεξέτασις τού σημαντικού τούτου προβλήματος… Έκεί πού μέ οδήγησε ό Κράνλυ γιά νά πλουτίσω σύντομα, ψάχ νοντας γιά τούς πιθανούς νικητές άνάμεσα στούς πιτσιλισμένους μέ λάσπες θάμνους, ανάμεσα στίς κραυγές αυτών πού δέχ ονταν στοιχ ήματα στά στέκια τους καί τίς τσίκνες τής καντίνας, πάνω άπό τόν πολύχ ρωμο βούρκο. Ή Φαίαρ Ρέμπελ ενα στό ενα` τά άλλα δέκα στό ενα. Άνάμεσα σέ παπατζήδες καί ζαράκηδες, σπεύσαμε πίσω άπό τίς οπλές, τά σκουφιά καί τίς ζακέτες πού έτρεχ αν νά ξεπεράσει ό ένας τόν άλλον, πέρα άπό τήν κρεατόμουτρη γυναίκα τού κρεοπώλη, πού διψασμένη βύθιζε τή μουσούδα της σ’ ενα κομμάτι πορτοκάλι. Στριγγλίσματα κι ενα διαπεραστικό σφύριγμα άντήχ ησαν άπό τό γήπεδο τών παιδιών. Ξανά` ενα γκόλ. Βρίσκομαι άνάμεσά τους, άνάμεσα σ’ αύτό τό άνακάτωμα άπό κορμιά πού άγωνίζονται στό κονταροχ τύπημα τής ζωής. Εννοείς αύτό τό μαμόθρεφτο τής μαμάς του μέ τό στραβοκάνικο γόνατο πού φαίνεται άρρωστούλης; Κονταροχ τυπήματα. Ό χ ρόνος έπέφερε άναστατώσεις, τή μιά μετά τήν άλλη. Κονταροχ τυπήματα, βούρκος καί βουή τών μαχ ών, παγωμένο θανατερό ξερατό τών σφαγμένων, κλαγγή άπό μυτερές λόγχ ες, δολωμένες μέ ματωμένα άνθρώπινα σπλάχ να. —
Αύτό ήταν, είπε ό κ. Ντήζυ καί σηκώθηκε.
’ Ηρθε πρός τό τραπέζι, καρφιτσώνοντας μαζί ολα τά φύλλα του. Ό Στήβεν σηκώθηκε. — Τά λέω έξω άπό τά δόντια, ειπε ό κ. Ντήζυ. Πρόκειται γιά τόν άφθώδη πυρετό, τόν έπονομαζόμενον καί άσθένεια τών ποδών καί τού στόματος. Νά, ρίξε μιά ματιά. Είναι άδύνατον νά υπάρξουν δύο διαφορετικές εκδοχ ές. Ελπίζω νά μού έπιτραπεί νά εκθέσω τίς άπόψεις μου στίς στήλες σας. Αύτή ή θεωρία τού laissez Zaire τόσο συνήθης στήν ιστορία μας. Τό ζωεμπόριό μας. Ή μοίρα τών παλιών μας βιομηχ ανιών. Ή κλίκα τού Λίβερπουλ πού σαμποτάρισε τά σχ έδια τού λιμανιού τού Γκάλγουεη. Ή εύρωπαίκή άναταραχ ή. Ό εφοδιασμός μέ κτηνοτροφές μέσω τών στενών τού καναλιού. Ή υπερβολική άπάθεια τού ‘Υπουργείου Γεωργίας. ’Άς μού συγχ ωρηθεί μία κλασική υπόμνηση. Κασσάνδρα. Άπό μιά γυναίκα ελευθερίων ήθών. Νά ’ρθούμε σύντομα στό θέμα μας. —
Δέν μασάω τά λόγια μου, έτσι; ρώτησε ό κ. Ντήζυ, καθώς ό Στήβεν συνέχ ισε τό διάβασμα.
’Αφθώδης πυρετός. Γνωστός ώς παρασκεύασμα τού Κώχ . ’Ορός καί ιός. Ποσοστό άνοσοποιημένων άλογων. Πανώλης τών ζώων. Τά αύτοκρατορικά άλογα στό Μύρστεγκ τής νότιας Αύστριας. Κτηνίατροι. Ό κ. Χένρυ Μπλάκγουντ Πράις. Προσφέρονται εύγενικά γιά μία έντιμη δοκιμή. Επιταγές τού κοινού νού. Θέμα γενικού ενδιαφέροντος. Μέ ολη τή σημασία τής λέξεως πιάσε τόν ταύρο άπό τά κέρατα. Εύχ αριστώ διά τήν φιλοξενίας τής στήλης σας. —
Επιθυμώ νά δημοσιευθεί καί ν’ άναγνωσθεί, ειπε ό κ. Ντήζυ. Θά δείτε ότι μέ τήν επόμενη
έξαρση τής άσθένειας θά τεθούν εισαγωγικοί περιορισμοί στήν ιρλανδική κτηνοτροφία. Καί ή άσθένεια μπορεί νά ιαθεί. ’Έχ ει ήδη ίαθεί. Ό έξάδελφός μου, ό Μπλάκγουντ Πράις μού γράφει ότι ή άσθένεια συχ νά γιατρεύεται καί εξαλείφεται άπό Αυστριακούς κτηνιάτρους. Προσφέρονται νά έρθουν εδώ. Προσπαθώ νά επηρεάσω τό Υπουργείο. Τώρα προσπαθώ νά επιτύχ ω διά τού Τύπου τή δημοσιότητα τού προβλήματος. Είμαι περικυκλωμένος άπό δυσκολίες, άπό… ραδιουργίες, άπό… παρασκηνιακές επιδράσεις, άπό… Σήκωσε τό δείκτη του και χ τύπησε κουρασμένα τόν άέρα πρίν μιλήσει. — Πρόσεξε τά λόγια μου, κ. Ντένταλους, ειπε.Ή ’Αγγλία βρίσκεται στά χ έρια τών έβραίων. Στίς υψηλότερες θέσεις: στήν οικονομία, στόν Τύπο. Καί ή παρουσία τους άποτελεί τήν ένδειξη παρακμής ένός ’Έθνους. “Οπου συγκεντρωθούν κατατρώγουν τή δημιουργική δύναμή του. “Ολα αύτά τά χ ρόνια έβλεπα τό κακό πού πλησίαζε. Είναι άπολύτως βέβαιον ότι οί έβραίοι έμποροι άρχ ισαν ήδη τήν εργασία τής καταστροφής. Ή γηραιά ’Αγγλία πεθαίνει. ’Έκαμε μερικά γρήγορα βήματα, τά μάτια του γεμάτα γαλάζια ζωή, καθώς τά διαπέρασε μιά πλατειά ήλιαχ τίδα. Κοίταξε ολόγυρά του καί ξανά πίσω του. — Πεθαίνει, είπε, άν δέν έχ ει ήδη πεθάνει. Τής πόρνης ή κραυγή άπό γωνίας εις γωνίαν θά ύφάνει τό σάβανο τής γηραιάς ’Αγγλίας. Τά μάτια του, άνοιγμένα διάπλατα, κοίταζαν αυστηρά μιά ήλιαχ τίδα, εκεί πού ειχ ε σταματήσει. — Ό έμπορος, ειπε ό Στήβεν, είναι κάποιος πού άγοράζει φτηνά καί πουλάει άκρίβά, είτε είναι έβραίος είτε χ ριστιανός, έτσι δέν είναι; — Ήμάρτησαν κατά τού φωτός, είπε νευρικά ό κ. Ντήζυ. Μπορείς νά δεις τή σκοτεινιά μέσα στά μάτια τους. Γι’ αύτό περιπλανώνται επί τής γής μέχ ρι σήμερα. Στά σκαλιά τού Χρηματιστηρίου τού Παρισιού οί άνθρωποι μέ τό χ ρυσό δέρμα πρόσφεραν τιμές μέ τά στολισμένα μέ δαχ τυλίδια δάχ τυλά τους. Φλυαρία τής χ ήνας. Συνωστίζονταν άδέξιοι καί φωνακλάδες γύρω άπό τό ναό, τά συνωμοτούντα κεφάλια τους κάτω άπό κακοφτιαγμένα μεταξωτά καπέλα. Αύτά τά ρούχ α, τά λόγια, οί χ ειρονομίες` δέν τούς άνήκαν. Τά βαρειά, άργά μάτια τους διέψευδαν τά λόγια, οί χ ειρονομίες πρόθυμες και δίχ ως έπιβουλή, όμως γνώριζαν τίς μνησικακίες πού είχ αν συσσωρευθεί ολόγυρά τους, γνώριζαν τή ματαιότητα τής προσπάθειας. Μάταιη υπομονή γιά μάζεμα καί θησαύρισμα. Ό χ ρόνος βέβαια θά τά σκόρπιζε ολα. ‘Ένας θησαυρός μαζεμένος στήν άκρη τού δρόμου: συλημένος καί φευγάτος. Τά μάτια τους γνώριζαν τά χ ρόνια τής περιπλάνησης καί υπομονετικοί γνώριζαν τίς άνεντιμότητες τής φυλής τους. —
Ποιός δέν
—
Τί θές νά
εχ ει άμαρτήσει; είπε ό Στήβεν. πείς; ρώτησε ό κ. Ντήζυ.
Ηρθε ενα βήμα μπροστά καί στάθηκε πλάι στό τραπέζι. Ή κάτω μασέλα του, μισανοιγμένη, επεσε στό πλάι. Αύτή είναι ή γέρικη σοφία του; Περιμένει ν’ άκούσει άπό μένα. —
Ή ιστορία, είπε ό Στήβεν, είναι ενας εφιάλτης άπ’ οπου προσπαθώ νά ξυπνήσω.
Τά παιδιά άπό τό γήπεδο βγάλανε μιά κραυγή. ’Ένα διαπεραστικό σφύριγμα` γκόλ. Τί θά γινόταν άν αύτός ό εφιάλτης σού εδινε μιά κλωτσιά στά πισινά; — ’Ανεξερεύνητοι αί βουλαί τού Κυρίου, είπε ό κ. Ντήζυ. ‘Όλη ή ιστορία οδεύει πρός ενα μεγάλο τέλος, τήν άποκάλυψη τού Θεού. Ό Στήβεν εδειξε τό παράθυρο μέ τόν άντίχ ειρα λέγοντας: — Αύτό είναι Θεός. Ζήτωωωω! `Έ! Ζήτωωωωω! —
Τί; ρώτησε ό κ. Ντήζυ.
—
Μιά κραυγή στό δρόμο, άπάντησε ό Στήβεν σηκώνοντας τούς ώμους του.
Ό κ. Ντήζυ κοίταξε κάτω καί κράτησε γιά λίγο τά πτερύγια τής μύτης του μέ τά δάχ τυλά του. Κοιτάζοντας ψηλά τά άφησε ελεύθερα. — Είμαι περισσότερο εύτυχ ής άπό εσένα, είπε. ’Έχ ουμε διαπράξει άρκετά λάθη καί πολλά αμαρτήματα. Μιά γυναίκα εφερε τήν αμαρτία στόν κόσμο. Γιά μιά γυναίκα έλευθερίων ήθών, τήν Ελένη, τήν ξεπορτισμένη γυναίκα τού Μενέλαου, δέκα χ ρόνια πολεμούσαν οί ‘Έλληνες μπροστά στήν Τροία. Μιά μοιχ αλίδα πρωτόφερε τούς ξένους έδώ στίς άκτές μας, ή γυναίκα τού ΜακΜάρ, καί ό άγαπητικός της ό Ο’Ρούρκ, ό πρίγκηπας τού Μπρέφνι. Μιά γυναίκα έπίσης προκάλεσε τήν πτώση τού Πάρνελλ. Πολλά λάθη, πολλές άποτυχ ίες, άλλά όχ ι τό μεγάλο αμάρτημα. ’Αγωνίζομαι τώρα στό τέλος τού βίου μου. ‘Όμως θά παλέψω μέχ ρι τέλους. Γιά τό Ούλστερ θ’ άγωνιστεί και τό δίκιο του θά τό βρει. Ό Στήβεν πήρε τά χ αρτιά στά χ έρια του. —
Λοιπόν, κύριε; άρχ ισε.
— Προβλέπω, είπε ό κ. Ντήζυ, ότι δέν θά μείνεις έδώ πολύ καιρό σ’ αύτή τήν εργασία. Δέν νομίζω πώς γεννήθηκες γιά νά διδάσκεις. ’Ίσως κάνω λάθος. —
Μάλλον γιά νά μαθαίνω, είπε ό Στήβεν.
Κι έδώ τί άλλο νά μάθεις; Ό κ. Ντήζυ κούνησε τό κεφάλι του. — Ποιός ξέρει; είπε. Γιά νά μάθει κανείς πρέπει νά είναι ταπεινός. “Ομως, ό μεγαλύτερος δάσκαλος είναι ή ζωή. Ό Στήβεν έκαμε ξανά τις σελίδες νά θροίσουν. —
”Οσον αφορά αύτά, άρχ ισε.
—
Ναί, είπε ό κ. Ντήζυ. ’Έχ εις έδώ δύο αντίγραφα. ’Άν μπορείς νά τά δημοσιεύσεις αμέσως.
Τηλέγραφος. ’Ιρλανδική Εστία. —
Θά προσπαθήσω, είπε ό Στήβεν, καί θά σάς πώ αύριο. Γνωρίζω κάπως δυό εκδότες.
— Εντάξει, είπε ό κ. Ντήζυ ζωηρά. Χθές βράδυ έγραψα στόν κ. Φίλντ, τόν βουλευτή. Ή ένωσις κτηνοτροφών έχ ει συνέλευση σήμερα στό ξενοδοχ είο Σίτυ ’Άρμς. Τού ζήτησα νά διαβάσει τήν επιστολή μου στή συνέλευση. Κοίταξε άν μπορείς νά τή δημοσιεύσεις στίς δύο εφημερίδες σου. Ποιές είναι; —
Ό Εσπερινός Τηλέγραφος.,.
— Εντάξει, είπε ό κ. Ντήζυ. Δέν έχ ουμε καιρό γιά χ άσιμο. Πρέπει ν’ απαντήσω τώρα στήν επιστολή τού έξαδέλφου μου. —
Καλημέρα, κύριε, είπε ό Στήβεν βάζοντας τίς σελίδες στήν τσέπη του. Ευχ αριστώ.
— Καθόλου, είπε ό κ. Ντήζυ, καθώς έψαχ νε τά χ αρτιά στό γραφείο του. Μού αρέσουν οι διαξιφισμοί μαζί σου, παρ’ ολη τήν ήλικία μου. —
Καλημέρα, κύριε, είπε ξανά ό Στήβεν, μέ μιά ύπόκλιση προς τή γερμένη πλάτη του.
Βγήκε στό χ ωρίς φράχ τη προαύλιο καί πήρε τό χ αλικοστρωμένο μονοπάτι κάτω άπό τά δέντρα άκούγοντας τά ξεφωνητά καί τά κτυπήματα τών μπαστουνιών1 άπό τό γήπεδο. Τά ξαπλωμένα λιοντάρια πάνω στούς στύλους, καθώς διάβηκε τήν σιδερένια εξώπορτα· ξεδοντιασμένοι τρόμοι. “Ομως θά τόν βοηθήσω στόν άγώνα του. Ό Μάλλιγκαν θά μού κολλήσει καινούργιο παρατσούκλι. Ό ταυροφιλικός βάρδος. —
Κύριε Ντένταλους!
Τρέχ ει πίσω μου. ’Όχ ι κι άλλα γράμματα, ελπίζω. —
Μιά στιγμή.
— Μάλιστα, κύριε, ειπε ό Στήβεν, πισωγυρίζοντας κατά τήν εξώπορτα. Ό κ. Ντήζυ στάθηκε άναπνέοντας δύσκολα καί καταπίνοντας τήν ανάσα του. — ’Ήθελα μόνο νά σού πώ κάτι άκόμα, ειπε. Λένε πώς ή ’Ιρλανδία έχ ει τήν τιμή νά είναι ή μοναδική χ ώρα πού δέν κατεδίωξε ποτέ τούς έβραίους. Τό ξεύρεις αύτό; ’Όχ ι. Καί ξεύρεις γιατί; Κατσούφιασε αύστηρά στή λαμπρή λιακάδα. —
’Όχ ι, κύριε. Γιατί; ρώτησε ό Στήβεν, αρχ ίζοντας νά χ αμογελάει.
— Επειδή δέν τούς έπέτρεψε ποτέ νά μπούν, είπε σοβαρά ό κ. Ντήζυ. ‘Ένας βήχ ας γέλιου ξεπήδησε άπό τό λαρύγγι του, σέρνοντας πίσω του μιά θορυβώδη αλυσίδα φλέματα. ’Έστριψε γρήγορα νά φύγει, βήχ οντας, γελώντας, κουνώντας τά σηκωμένα μπράτσα του στόν άέρα.
— Δέν τούς έπέτρεψε ποτέ νά μπούν, ξαναφώναξε μέσα στό γέλιο του, καθώς βάδιζε μέ γκετοσφιγμένα πόδια πάνω στό χ αλίκι τού μονοπατιού. Νά γιατί. Στούς σοφούς ώμους του, μέσ’ άπό τό ψηφιδωτό τών φύλλων, ό ήλιος έριχ νε στιλπνά νομίσματα πού χ όρευαν.
3. ΠΡΩΤΕΑΣ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΟΡΑΤΟΥ· τουλάχ ιστον, άν όχ ι καί κάτι περισσότερο, όσα σκέφτηκα διά μέσου τών ματιών μου. ‘Υπογραφές ολων όσων κλήθηκα εδώ γιά νά άναγνώσω, αύγά ψαριών καί φύκια πού φέρνει τό κύμα, ή παλίρροια πού ανεβαίνει, αύτό τό σάπιο παπούτσι. Μυξοπράσινο, άσημογάλανο, σκουριασμένο· χ ρωματικές ενδείξεις. ‘Όρια τού διαφανούς. ‘Όμως αύτός προσθέτει` μέσα στά σώματα. Τότε θά γνώριζε αύτά τά σώματα, πρίν αύτά σημαδευτούν μέ χ ρώμα. Πώς; Χτυπώντας τήν κεφάλα του πάνω τους, βέβαια. ’Ήρεμα. Φαλακρός καί εκατομμυριούχ ος ήταν, maestro di color che sanno. ‘Όριο μέσα στό διαφανές. Γιατί μέσα; Διαφανές, άδιαφανές. ’Άν μπορέσεις νά περάσεις τά πέντε δάχ τυλά σου άνάμεσά της, τότε είναι καγκελόπορτα, άλλιώτικα είναι πόρτα. Κλείσε τά μάτια σου καί κοίτα. Ό Στήβεν εκλεισε τά μάτια του γιά ν’ άκούσει τά παπούτσια του νά συνθλίβουν μέ θόρυβο φύκια καί όστρακα. Σίγουρα περπατάς άνάμεσά τους. Μιά δρασκελιά κάθε φορά. Συντομότατο διάστημα χ ρόνου διά μέσου συντομοτάτων χ ρόνων διαστήματος. Πέντε, εξι` nacheinander. Ακριβώς` καί αύτή είναι ή άναπόφευκτη ιδιότητα τής άκουστικής. ’Άνοιξε τά μάτια σου. ’Όχ ι`. Ίησού Χριστέ! ’Άν επεφτα άπό εναν γκρεμό πού εξέχ ει πάνω άπό τή βάση του, άν επεφτα άναπόφευκτα διά μέσου τού nebeneinander. Βολεύομαι ετσι, μέσα στό σκοτάδι. Τό ξύλινο σπαθί μου κρέμεται στό πλευρό μου. Πρότεινέ το γιά νά βρεις τό δρόμο σου· ετσι κάνουν καί οί άλλοι. Τά δυό μου πόδια βρίσκονται μέσα στά παπούτσια του, στίς άκρες τών ποδιών του, nebeneinander. Άκούγονται στέρεα` καμωμένα άπό τό ξύλινο σφυρί τών Los Demiurgos. Ι^ήπως, σ’ αύτή τήν άκρογιαλιά τού Σάντυμαουντ, οδεύω πρός τήν αιωνιότητα; Σπάζουν, σπάσιμο, σπάστ, σπά. Νομίσματα τής άγριας θάλασσας. Ό Ντήζυ ό Δάσκαλος ολα τά ξέρει. Δέν θά ’ρθεις ατό Σάντυμαουντ Μαγδαληνή, γελαδίτσα; Βλέπεις; Ό ρυθμός σχ ηματοποιείται. Άκροώμαι. ‘Ένα τετράμετρο ιάμβων μέ ομοιοκαταληξία πού προελαύνει. ’Όχ ι, πού καλπάζει· γδαληνή γελαδίτσα μου. ’Άνοιξε τώρα τά μάτια σου. Θά τ’ άνοίξω` μιά στιγμή. Και άν ολα εξαφανίστηκαν στό μεταξύ; ’Άν τ’ άνοίξω καί βρεθώ γιά πάντα μέσα στό μαύρο αδιαφανές; Basta! Θά δώ άν θά μπορώ νά βλέπω. , Κοίτα τώρα. ‘Όλα παρέμειναν στή θέση τους, όσο ήσουν άπών` καί θά παραμείνουν γιά πάντα, εις τούς αίώνας τών αιώνων. Αύτές οί Frauenzimmer κατέβηκαν προσεκτικά τά σκαλοπάτια άπό τήν οδό Λήχ υ· καί βύθισαν στήν κοσκινισμένη άμμο τής κατηφορικής άκρογιαλιάς τά άνοιγμένα δάχ τυλα τών ποδιών τους. ‘Όπως καί έγώ, οπως καί ό Άλτζυ, ετσι κι αύτές προσέρχ ονται στήν παντοδύναμη μητέρα μας. Ή πρώτη κούναγε άνόητα, πέρα-δώθε μιά τσάντα μαμής, ή ομπρέλα τής άλλης καρφωνόταν στήν άμμο. ’Άφησαν τή γειτονιά τους στά προάστια, γιά νά περάσουν τή μέρα τους. Ή κυρία Φλώρενς ΜακΚέημπ, χ ήρα τού μακαρίτη Πάτκ ΜακΚέημπ, τής όδού Μπράιντ, αίωνία ή μνήμη του. Κάποια άπό τό ίδιο συνάφι θά μέ τράβηξε κι έμένα εξω, σ’ αύτή τή ζωή, καθώς ξεφώνιζα. Μέσ’ άπό τό τίποτα. Τί βρίσκεται μέσα στήν τσάντα της; Τό προίόν μιας άποβολής μέ τόν ομφάλιο λώρο του νά σέρνεται σάν ουρά, άκουμπισμένον μέ τρυφεράδα πάνω σέ κόκκινο μαλλί. ‘Όλοι οί ομφάλιοι
λώροι, δεμένοι ό ενας μέ τόν άλλο, άνατρέχ ουν πρός τό παρελθόν, στριφτοπλεγμένο σάρκινο κορδόνι. Αυτός είναι ό λόγος πού μυστικοί καλόγεροι. Θέλετε νά παραστήσετε τούς Θεούς; Κοιτάχ τε τούς άφαλούς σας. Εμπρός. Έδώ Κίντς. Συνδέστε με μέ τήν πόλη τής Έδέμ. ’Άλεφ, άλφα` μηδέν, μηδέν, ενα. Σύζυγος καί συντρόφισσα τού Άδάμ Κάόμου` ή Εύα, ή γυμνή Εύα. Έστερείτο όμφαλού. Μελετήστε την. Κοιλία άψεγάδιαστη, φουσκωμένη μετά τίς τόσες εγκυμοσύνες, άσπίδα άπό τεντωμένο μοσχ αρίσιο δέρμα, όχ ι, άσπρος λοφίσκος άπό στάρι, άνατέλλον καί άθάνατο εις τούς αιώνας τών αιώνων. Κοιλία αμαρτημάτων. Κι έγώ μέσα στό άμαρτωλό σκοτάδι μιας μήτρας βρισκόμουν, έγινα δέν δημιουργήθηκα. Άπ’ αύτούς, τόν άνδρα πού έχ ει τή φωνή μου καί τά μάτια μου, καί τό φάντασμα τής γυναίκας μέ τή μυρωδιά άπό στάχ τες στήν άνάσα της. ’Έσμιξαν κι έχ ώρισαν, έξετέλεσαν τό θέλημα τού ζευγαρωτή. Άπό τήν άρχ ή τής αίωνιότητος Ούτος μέ ήθέλησε καί πλέον ούδέποτε θά δυνηθεί νά ίσχ υρισθεί πώς δέν ύπήρξα. ‘Ένας lex eterna παραμένει εις τό πλευράν Αύτού. Μήπως λοιπόν έδώ ενυπάρχ ει ή θεία ουσία τού όμοουσίου Πατρός καί Τίού; Πού βρίσκεται ό φουκαράς ό άγαπητός μας Άρειος γιά νά επιχ ειρηματολογήσει; Κάνοντας συντρίμμια τή ζωή του, πολεμώντας ενάντια στήν έναντιαυπεροχ ηκαιεβραίκητυμπανικότητα. Κακότυχ ε αίρεσιάρχ η. Σ’ ένα έλληνικό άφοδευτήριο άφησε τήν τελευταία του πνοή· ευθανασία. Μέ χ ον-τροστολισμένη μίτρα καί ποιμαντορική ράβδο, καθισμένος πάνω στόν θρόνο του, χ ήρος μιας χ ηρεύουσας έδρας, μέ άνασηκωμένο ώμοφόριο μέ λερωμένα οπίσθια. Άέρηδες λυσσομανούσαν γύρω του, άέρηδες πού δάγκωναν καί μαστίγωναν. Κύματα πλησιάζουν. Θαλασσινά αλόγα μέ τίς άσπρες χ αίτες, δαγκώνοντας τά χ αλινάρια τους, ζωσμένα τά αστραφτερά γκέμια τών άνεμων, κέλητες τού Μάνανναν. Δέν πρέπει νά ξεχ άσω τό γράμμα του γιά τίς εφημερίδες. Καί κατόπιν; Στό μπάρ Τό Καράβι, στίς δωδεκάμισι. Πάντως νά μή σκορπίσεις τά λεφτά σου σάν άγαθιάρης νεαρός ηλίθιος. Ναί, πρόσεχ ε. Έλάτωσσε τήν ταχ ύτητα τού βηματισμού του. ’Ιδού έγώ. Θά πάω ή δέν θά πάω στή θεία Σάρα; Ή φωνή τού όμοουσίου πατέρα μου. Μήπως είδες πρόσφατα τόν καλλιτέχ νη, τόν άδερφό σου, τόν Στήβεν; ’Όχ ι; Είναι σίγουρο ότι δέν πήγε πέρα στήν οδό Στράσμπουργκ, στή θεία του τή Σάλλυ; Θά μπορούσε νά τά καταφέρει καί λίγο καλύτερα, ετσι; Καί καί καί καί πές μας, Στήβεν, πώς τά περνάει ό θείος Σί; ’Ώ, άπαρηγόρητε Θεέ, γιά ποιό λόγο πήγα καί παντρεύτηκα; Τά παιδιά πάνω στή θημωνιά. Ό μικρός μεθύστακας λογιστάκος καί ό άδερφός του πού παίζει κορνέτα. Περιώνυμοι ληστές τής Καλαβρίας! Καί ό άλλήθωρος Γουώλτερ πού δέν μπορεί νά άπευθυνθεί στόν πατέρα του, άν δέν τόν προσαγορεύσει τουλάχ ιστον κύριο` Κύριε. Μάλιστα, κύριε. ’Όχ ι, κύριε. Ό Ίησούς έκλαψε` καί μά τό Χριστό καταλαβαίνω τό γιατί. Τραβώ τό κορδόνι τού άσθματικού κουδουνιού τής θεόκλειστης άγροικίας τους` περιμένω. Μέ εκλαμβάνουν γιά κάποιον εισπράκτορα καί κρυφοκοιτάνε μέσα άπό τή χ αραμάδα. —
Κύριε, ό Στήβεν είναι.
—
’Άνοιξε του. ’Άνοιξε στόν Στήβεν.
Τραβούν ενα σύρτη καί ό Γουώλτερ μέ καλωσορίζει.
—
Σέ περάσαμε γιά κάποιον άλλο.
Ό θειος Ρίτσι, στό φαρδύ του κρεβάτι, μέ μαξιλάρια καί κουβέρτες πάνω άπό τό λόφο τών γονάτων του, απλώνει ενα στιβαρό χ έρι. Καθαροπλυμένος θώρακας. ’Έχ ει πλύνει τό πάνω μέρος τού κορμιού του. —
Καλώς τόν άνηψιό.
Σπρώχ νει στήν άκρη τό περιστρεφόμενο ξύλινο στήριγμα επί τού οποίου καταγράφει τά τιμολόγια τού κ. Γκόφφ καί τούκ. Σάπλαντ Τάντυ καί καταχ ωρίζει άποφάσεις συμβιβασμών, διαδικασίες ερευνών καί εντολές τού Duces Tecum. ‘Ένα κάδρο άπό άπολιθωμένο ξύλο βελανιδιάς πάνω άπό τό φαλακρό κεφάλι του` ό Ιππος Requiescat τού Ούάιλντ. Τό βούισμα τού παραπλανητικού σφυρίγματος του επαναφέρει τόν Γουώλτερ στό δωμάτιο. —
Όρίστε, κύριε.
—
Πές στή μητέρα σου νά φέρει ούίσκυ γιά τόν Ρίτσι καί τόν Στήβεν. Πού είναι τώρα;
—
Κάνει μπάνιο στήν Κρίσσι, κύριε.
Ή μικρή σύντροφος του κρεβατιού τού μπαμπά. Ό έρωτικός του σβώλος ζάχ αρης. —
Θείε Ρίτσι, όχ ι…
—
Νά μέ λές Ρίτσι. Νά πάρει ό διάολος τό μεταλλικό νερό. Φέρνει ατονία. Ούίσκυ!
—
Θειε Ρίτσι, αληθινά…
—
’Ή κάθεσαι κάτω ή, μά τήν άλήθεια, θά σέ ξαπλώσω στό πάτωμα.
Ό Γουώλτερ ψάχ νει μάταια δεξιά καί άριστερά γιά μιά καρέκλα. —
Δέν υπάρχ ει καρέκλα γιά νά καθήσει, κύριε.
— Δέν εχ ει καρέκλα γιά νά τόν στρώσει, βλάκα. Πήγαινε νά φέρεις τήν πολυθρόνα άπό τό σαλόνι. Θέλεις νά τσιμπήσεις κάτι; Μήν παίρνεις αύτό τό επίσημο ύφος σου έδώ μέσα. Μιά λεπτή φέτα λαρδί τηγανισμένη μέ ρέγγα; Είσαι σίγουρος; Καλύτερα. Σ’ αύτό τό σπίτι δέν υπάρχ ει τίποτε άλλο εκτός άπό χ άπια γιά τή σπονδυλική στήλη. All’ erta! Σφυρίζει ενα άπόσπασμα άπό τήν άρια τής εξόδου τού Φερράντο. Τό μεγαλοπρεπέστερο άπόσπασμα ολης τής οπερας, Στήβεν. ’Άκου. Τό μελωδικό του σφύριγμα άκούγεται ξανά μέ ώραίες άποχ ρώσεις μαζί μέ φυσήματα άέρα, οί γροθιές του χ τυπώντας τό μεγάλο τύμπανο πάνω στά σκεπασμένα γόνατά του. Αύτός ό άνεμος είναι γλυκύτερος.
Οίκοι παρακμής, ό δικός μου, ό δικός του, ολων μας. Είπες στ’ άρχ οντόπουλα τού Κλόνγκουες πώς είχ ες εναν θείο δικαστή κι εναν θείο στρατηγό. Παράτα τα ολα αύτά, Στήβεν. Ή ομορφιά δέν βρίσκεται σ’ αύτά. Ούτε, πολύ περισσότερο, στό νωθρό κόλπο τής βιβλιοθήκης Μάρς, οπου διάβαζες τίς ξεθωριασμένες προφητείες τού Άββά ’Ιωακείμ. Προφητείες γιά ποιόν; Γ ιά τό συρφετό μέ τά εκατό κεφάλια πού συνωστίζεται στόν πρόναο. ‘Ένας μισητής τού γένους του ξεχ ώρισε πρός τό δάσος τής τρέλας, ή χ αίτη του άφρίζοντας κάτω άπό τή σελήνη, τά μάτια του μεταμορφωμένα σέ άστρα. Ό Χουίχ νχ μ, μέ τά άλογίσια ρουθούνια. Πρόσωπα μακρόστενα, άλογίσια. Ό Τέμπλ, ό Μπάκ Μάλλιγκαν, ό Φόξυ Κάμπελλ. Πεισματικά σαγόνια. Άββά, πάτερ, μαινόμενε άρχ ιερέα, ποιά προσβολή εβαλε φωτιά στό νού τους; Πάφφ! Descende, calve, ut ne nimium decalveris. Μιά γκιρλάντα γκρίζων μαλλιών γύρω άπό τό άπειλούμενο μέ καταδίκη κεφάλι του, κοιτάχ τε τον, κοιτάχ τε με, σέρνεται μέ κόπο ώς τό τελευταίο σκαλοπάτι τής αγίας τράπεζας (descende), αρπάζει ενα άρτοφόριο, μέ μάτια σαύρας. Γονάτισε φαλακρέ! Μιά χ ορωδία, στίς παρυφές τής αγίας τράπεζας, ήχ εί άπειλητικά καί ενισχ ύει τίς ρινόφωνες λατινικές ψαλμωδίες τους, καθώς κινούνται χ οντροκομμένοι μέσα στά ράσα τους, κουρεμένοι, μυρωμένοι καί εύνουχ ισμένοι, παχ υνθέντες άπό τό λίπος τών νεφρών τού σίτου. Καί τήν ιδια στιγμή, λίγο πιό πέρα μπορεί ενας άλλος ιερέας νά υψώνει τήν όστια. Ντρινγκντρίνγκ! Καί δυό δρόμους πιό πέρα, ενας άλλος νά τήν κλειδώνει σ’ ενα αρτοφόριο. Ντρινγκεντρίνγκ! Καί σ’ ενα παρεκκλήσι τής Παρθένου, κάποιος άλλος τήν παραχ ωρεί ολη αποκλειστικά στόν εαυτό του. Ντρινγκντρίνγκ! Κάτω, πάνω, εμπρός, πίσω. Ό Ντάν ’Όκκαμ τό διενοήθη, ό δόκτορας ό αήττητος. Μέσα στήν ομίχ λη ένός εγγλέζικου πρωινού, ή δαιμονική ύπόσταση τού γαργάλησε τό μυαλό. Καθώς χ αμήλωνε τήν όστιά του καί γονάτιζε, άκουσε μέσα στό ιερό νά μπερδεύονται τό πρώτο μέ τό δεύτερο κουδούνισμα (τήν ώρα πού ύψωνε τή δική του) καί καθώς σηκωνόταν δρθιος άκουσε (τώρα υψώνω τή δική μου) τά δυό κουδουνάκια (ό άλλος γονατίζει) ν’ άντηχ ούν ζευγαρωτά σέ δίφθογγο. Κουμπάρε Στήβεν, δέν θά γίνετε ποτέ σας άγιος. Νήσος αγίων. Κάποτε ήσαστε τρομερά εύσεβής, ετσι δέν είναι; ‘Ικετεύατε τήν Ύπεραγία Παρθένο γιά νά μήν αρπάξετε κανένα κρυολόγημα. Στή λεωφόρο τών Ερπετών εκλιπαρούσατε τό διάβολο οπως ή παχ ουλή χ ήρα πού βάδιζε μπροστά σας άνυψώσει ακόμα λίγο τά φουστάνια της πάνω στόν βρεγμένο δρόμο. Ο si, certol Πούλησε τήν ψυχ ή σου γιά νά τά καταφέρεις, κάμε το, γιά λίγα βαμμένα κουρέλια, καρφιτσωμένα πάνω στό κορμί μιας μιγάδας. Πέστε μου κι άλλα, κι άλλα! Μόνος μέσα στό τράμ πού πάει στό λόφο Χάουθ, ποιός φώναζε μές στή βροχ ή: οί γυμνές γυνούχ ες! Τί λές γι’ αύτό, ε; Τί λές γιά ποιό; Μήπως γι’ αύτό τό λόγο δέν έπλάσθησαν; Καί όταν κάθε βράδυ έπαιρνες μαζί σου εφτά βιβλία γιά νά διαβάσεις δυό σελίδες άπό τό καθένα; `Έ, τί νά γίνει, ήμουνα νέος. ‘Υποκλινόσουν στόν έαυτό σου εμπρός στόν καθρέφτη καί υστέρα προχ ωρούσες στό προσκήνιο γιά νά δεχ τείς σοβαροφανής τά χ ειροκροτήματα, φυσιογνωμία πού εντυπωσιάζει. Τίς επευφημίες πρός τόν θεοκατάρατο ήλίθιο! Ζήτω! Κανείς δέν σέ είδε, κράτησέ το μυστικό. Θά έγραφες βιβλία, τά οποία, αντί γιά τίτλους, θά είχ αν γράμματα. Μήπως διαβάσατε τό Φ του; Ναί βέβαια, άλλά προτιμώ τό Κ του. Ναί, αλλά τό Ω του είναι θαυμάσιο. ’Ώ, ναί, τό Ω. Θυμάσαι τά έρφάνιά σου πάνω σέ χ αρτί πράσινο όβάλ, άπύθμενα βαθυστόχ αστα, αντιγραμμένα γιά νά άποσταλούν σέ περίπτωση θανάτου σου σ’ ολες τίς βιβλιοθήκες τής γής, μή έξαιρουμένης κι εκείνης τής ’Αλεξανδρείας; Κάποιος θά τά διάβαζε εκεί πέρα, υστέρα άπό μερικές χ ιλιάδες χ ρόνια, μιά νέα μαχ αμανβάνταρα. ‘Όπως ό Πίκο ντέ λά Μιράντολα. Α, πολύ μοιάζει μέ φάλαινα. ‘Όταν διαβάζει κανείς αύτές τίς περίεργες σελίδες κάποιου πού εχ ει πεθάνει πρίν τόσα χ ρόνια,
αισθάνεται πώς γίνεται ενα μέ κάποιον πού κάποτε… Ή σπυρωτή άμμος χ άθηκε κάτω άπό τά πόδια του. Τά παπούτσια του ποδοπάτησαν ξανά μιά μάζα ύγρή καί τριζάτη, .κοφτερά κοχ ύλια, βότσαλα πού σύριζαν καί ό,τι άλλο ερχ εται νά συντρίβει στ’ αναρίθμητα χ αλίκια, ξύλα καταφαγωμένα άπό τό σκουλήκι τής θάλασσας, χ αμένη ’Αρμάδα. ’Ανθυγιεινοί άμμόλακκοι καρτερούσαν τά περιπατητικά πέλματά του, αποπνέοντας πρός τά πάνω μιά πνοή βόθρου. Τούς άπόφευγε περπατώντας μέ προφύλαξη. “Ενα μπουκάλι μπύρας, δρθιο, χ ωμένο μέχ ρι τή μέση του στή μαλακιά ζύμη τής άμμου. Φρουρός· στή νήσο τής άφόρητης δίψας. Σπασμένα στεφάνια βαρελιών στήν άκρη τού νερού` πιό μέσα, ενα σύμπλεγμα μαύρων δόλιων διχ τυών` πιό πέρα, άδέξια ζωγραφισμένα μέ κιμωλία, σπίτια μέ τίς πόρτες τους καί ψηλότερα σ’ ενα σκοινί δυό πουκάμισα σταυρωμένα-άπλωμένα γιά στέγνωμα. Τό Ρίνγκσεντ` καλύβες ήλιοκαμένων τιμονιέρηδων καί ναύκληρων. ’Όστρακα ανθρώπων. Στάθηκε ακίνητος. Πέρασα τό σημείο πού έπρεπε νά στρίψω γιά τή θεία Σάρα. Δέν θά πάω; Φαίνεται πώς όχ ι. Δέν βλέπω κανέναν έδώ γύρω. ’Έστριψε βορειοανατολικά καί διέσχ ισε τή σκληρότερη άμμο πρός τόν Περιστερεώνα. —
Qui vous a mis dans cette fichue position?
—
C’ est le pigeon, Joseph.
Ό Πατρίς, φερμένος μέ άδεια, ρούφαγε ζεστό γάλα μαζί μου στό μπάρ ΜακΜαόν. Γιός αυτής τής άγριόχ ηνας, τού Κέβιν ’Ήγκαν τού Παρισιού. Ό πατέρας μου είναι πουλί, ρούφαγε τό γλυκό lait chaud μέ τή νεανική ρόζ γλώσσα του, παχ ουλή φάτσα λαγού. Ρούφα, lapin. Ελπίζει νά κερδίσει στήν gros lots. Σπούδασε τή φυσιολογία τών γυναικών στόν οδηγό Μισελέ. “Ομως πρέπει νά μού έπιστρέψει τή Ζωή τού Ίησού τού κ. Λεό Ταξίλ. Τήν είχ ε δανείσει στό φίλο του. — C” est tordant, vous savez. Moi je suis socialiste. Je ne crois pas en 1 existence de Dieu. Faut pas le dire a mon pere. —
II croit?
—
Mon pere, oui.
Schluss. Ρουφάει. Τό παριζιάνικο καπέλο μου άπό τό Καρτιέ Λατέν. Θεέ μου, μέ τήν ενδυμασία πρέπει νά καθορίσουμε τόν χ αρακτήρα. Θέλω γάντια σέ χ ρώμα πορφύρας. ’Ήσουνα σπουδαστής, δέν είναι έτσι; Καί τί σπούδαζες, πού νά πάρει ό άλλος διάολος, πές μου; P. C. Ν., physiques, chimiques et naturelles. Άχ ά. ’Έτρωγες οχ τώ μερίδες mou en civet, αιγυπτιακούς λέβητες κρεών, παρέα μέ αμαξάδες πού ρευόντουσαν. Πές μονάχ α μέ τόν φυσικώτερο τρόπο` όταν ήμουν στό παρισινό Βουλεβάρτο Σαίν Μισέλ συνήθιζα νά. Ναί, συνήθιζα νά κρατάω άπάνω μου τρυπημένα εισιτήρια γιά νά έπικαλεσθώ άλλοθι σέ περίπτωση πού μέ συλλαμβάνανε κάπου γιά δολοφονία. Δικαιοσύνη. Ό κρατούμενος, κατά τή νύκτα τής δεκάτης έβδομης Φεβρουάριου 1904, έθεάθη ύπό δύο μαρτύρων. Κάποιος άλλος τό έκανε` ενας άλλος έγώ. Καπέλο, γραβάτα, παλτό, μύτη. Lui, c’ est moi. Φαίνεται πώς δέν πέρασες κι άσχ ημα εκεί πέρα. Προχ ωρώντας περήφανα. Μέ ποιόν προσπαθείς νά μοιάσεις στό περπάτημα; Ξέχ ασέ το· ενας
άκληρος. Μέ τήν επιταγή τής μητέρας στό χ έρι, οκτώ σελλίνια, ή πόρτα τού ταχ υδρομείου χ τυπημένη δυνατά μπροστά στή μούρη σου άπό τόν κλητήρα. Κρίση πονόδοντου άπό τήν πείνα. Encore deux minutes. Δείτε τό ρολόι. Πρέπει νά τά πάρω. Ferm6. Βρωμιάρης δημόσιος ύπάλληλος! Ρίχ του μιά ντουφεκιά νά τόν κάνεις κομματάκια, άνθρώπινα κομματάκια μαζί μέ μπρούντζινα κουμπιά πιτσιλισμένα στούς τοίχ ους. Κομματάκια παντού κκρρρρκλάκ τρικτράκ σ’ ολο τό χ ώρο παντού. Χτυπήσατε; ’Ώ, δέν τρέχ ει τίποτα. Δώστε τά χ έρια. Βλέπετε τί εννοώ, ετσι; ’Ώ, δέν τρέχ ει τίποτα. Δώστε καί ξαναδώστε τά χ έρια. ’Ώ, δέν τρέχ ει άπολύτως τίποτα. Σκόπευες νά επιτελέσεις θαύματα, ετσι; Νά πάρεις σβάρνα τήν Εύρώπη, ιεραπόστολος, επί τά Γχ νη τού φλογερού Κολουμβανού. Ό Φιάκρ καί ό Σκότους, κουρνιασμένοι σέ σκαμνιά πειθαρχ ίας στούς ουρανούς, ξεχ είλιζαν τά ζυθοπότηρά τους κραυγάζοντας στά λατινικά: Euge! Euge! ‘Υποκρινόσουν ότι μιλάς σπασμένα άγγλικά τήν ώρα πού εσερνες τή βαλίτσα σου, τρεις πέννες ό άχ θοφόρος, πάνω στή γλιστερή άποβάθρα τού Νιουχ έβεν. Comment? Καί τί πλούσια λεία προσεκόμισες μέ τήν επιστροφή σου! Le tutu, πέντε κουρελιασμένα τεύχ η τού περιοδικού Pantalon Blanc et Culotte Rouge, ενα γαλάζιο γαλλικό τηλεγράφημα, άξιοπερίεργο πρός επίδειξη: — Μητέρα ετοιμοθάνατη γύρνα πίσω πατέρας. Ή θεία νομίζει πώς έσύ έσκότωσες τή μητέρα σου. Αύτός είναι ό λόγος πού δέν θά έπιτρέψει νά. ’Άς πιούμε στήν ύγειά τής θείας τού Μάλλιγκαν καί θά σάς εξηγήσω τό λόγο. Πάντα διατήρησε μιά ευπρέπεια στίς υποθέσεις τής οίκογενείας Χάννιγκαν. Τά πόδια του παρήλασαν ξαφνικά σέ περήφανο ρυθμό πάνω στίς αύλακιές τής ό£μμου, κατά μήκος τών ογκολίθων τού νότιου τείχ ους. Τά κοίταζε μέ ύπερηφάνεια, τό ενα πάνω στ’ άλλο, κρανία μαμμούθ. Χρυσό φώς στεφάνωνε τή θάλασσα, τήν άμμο, τ’ άγκωνάρια. Ό ήλιος πάνω τους, πάνω στά λυγερά δέντρα καί τά κίτρινα σπίτια. Στό άγουροξυπνημένο Παρίσι τό φώς τού ήλιου πάνω στούς κίτρινους δρόμους. Ή υγρή ζύμη τών κρουασσάν, τό αψέντι σέ χ ρώμα βάτραχ ου, τό πρωινό της θυμίαμα, διάχ υτο στήν ατμόσφαιρα. Ό Μπελλουόμο έγείρεται άπό τό κρεβάτι `τής συζύγου τού εραστή τής συζύγου του, ή νοικοκυρά περιφέρεται μέ τό κεφάλι καλυμμένο μ’ ενα μαντήλι, βαστώντας ενα πιατελάκι μέ όξεικό οξύ. Στού Ροντό ή Ύβόννη καί ή Μαντλέν άναστυλώνουν τίς σαραβαλιασμένες καλλονές τους, κομματιάζοντας μέ χ ρυσά δόντια γλυκίσματα chaussons, τά στόματά τους κιτρινισμένα άπό τό pus τού flan breton. Φάτσες παριζιάνων περιόκχ βαινουν, γοητευμένοι γόητές τους, σγουρομάλληδες καταχ τητές. Μεσημεριάτικη νύστα. Ό Κέβιν ’Ήγκαν στρίβει τσιγάρα μπαρούτι μέ δάχ τυλα λερωμένα άπό τό τυπογραφικό μελάνι, ρουφώντας αψέντι, τήν πράσινη νεράιδα του, οπως ό Πατρίς ρούφαγε τό γάλα, τή λευκή του νεράιδα. ‘Ολόγυρά μας καρφώνουν λαίμαργα μέ τά πηρούνια. τους καρυκευμένα φασόλια καί τά σπρώχ νουν στόν καταπιώνα τους. Un demi seder! ‘Ένας πίδακας καπνού άπό τήν καλογυαλισμένη καφετιέρα. Τής κάνει νόημα καί μέ σερβίρει. II est irlandais. x Hollandais? Non fromage. Deux irlandais, nous, Irlande, vous savez? Ah oui! Αύτή νόμισε πώς ζητούσατε τυρί hollandais. Τό μεταδείπνιό σου, τήν ξέρεις αύτή τή λέξη; Τό μεταδείπνιο. Γνώριζα κάποτε εναν τύπο στή Βαρκελώνη, παράξενος άνθρωπος, πού άποκαλούσε τό πήδημα μεταδείπνιό του. ’Έ, καί λοιπόν: slainte! Γύρω άπό τά τραπέζια καί τίς μαρμάρινες πλάκες μπερδεύονται άνάσες κρασιού καί μουγκρητά άπό άναγούλες. Ή άνάσα του αίωρείται πάνω άπό τά λερωμένα
μέ σάλτσες πιάτα μας, τό σκυλόδοντο τής πράσινης νεράιδας του προβάλλει στά μισάνοιχ τα χ είλη του. Ή ’Ιρλανδία, οί Δαλσάσιοι, οί ελπίδες, οί συνωμοσίες, καί τώρα ό Άρθουρ Γκρίφφιθ. Γιά νά μέ ζεύξει στό άρμα του, προβάλλει τά έγκλήματά μας, σάν κοινή μας υπόθεση. Είσαι ό γιος τού πατέρα σου. ’Αναγνωρίζω τή φωνή του. Τό μπαμπακερό του πουκάμισο, διάστικτο άπό κατακόκκινα άνθη, τινάζει τά σπανιόλικα κρόσσια του, καθώς άποκαλύπτει τά μυστικά του. Ό κ. Ντρυμμόντ, ό διάσημος δημοσιογράφος, ό Ντρυμμόντ, μήπως ξέρεις ποιό χ αρακτηρισμό άπέδωσε στή βασίλισσα Βικτωρία; Ή γριά δράκαινα μέ τά κιτρινιασμένα δόντια. Ή Vieille ogresse μέ τά dents jaunes. Ή Μώντ Γκόνν, τί ύπέροχ η γυναίκα, La Patrie, ό κ. Μιλλβουά, ό Φελίξ Φώρ, ξέρεις πώς πέθανε; ’Ακόλαστοι άνθρωποι.Ή froeken, bonne a tout faire, πού μαλάζει τήν άντρική γύμνια στά λουτρά τής Ούψάλας. Moi faire, μού λέει. Tous les messieurs.”Οχ ι αυτόν τόν Monsieur, τής λέω. ‘Υπερβολικά άκόλαστη συνήθεια. Τό λουτρό είναι ή πλέον ιδιωτική υπόθεση. Δέν θά έπέτρεπα ούτε στόν άδερφό μου, ούτε στόν ίδιο μου τόν άδερφό, υπερβολικά άκόλαστη υπόθεση. Πράσινα μάτια, σας βλέπω. Σκυλόδοντο, σέ νιώθω. ’Ακόλαστοι άνθρωποι. Τό γαλάζιο φυτίλι πάει νά σβήσει άνάμεσα στά δάχ τυλά του καί υστέρα βγάζει μία φλόγα. Ξεφτίδια καπνού αρπάζουν φωτιά` φλόγα καί άποπνικτική κάπνα φωτίζουν τή γωνιά πού βρισκόμαστε. ’Οστεώδη ζυγωματικά κάτω άπό τόν συνωμοτικό πίλο του. Αύθεντική εκδοχ ή γιά τήν άπόδραση τού άρχ ηγικού κέντρου. Μεταμφιεσμένος σέ νυφούλα, άγαπητέ μου, μέ βέλο καί άνθη πορτοκαλιάς μπήκε στήν άμαξα καί δρόμο γιά τό Μαλαχ άιντ. “Οπως σ’ τό λέω, πίστεψέ με. Ηγέτες, εξαφανισμένοι, προδομένοι, επικές δραπετεύσεις. Μεταμφιέσεις, συλλήψεις, άποδράσεις, τρέχ α νά τούς πιάσεις. Περιφρονημένος εραστής. ’Ήμουνα ενα γεροδεμένο παλληκάρι εκείνο τόν καιρό, σού λέω. Κάποτε θά σού δείξω τή φωτογραφία μου. ’Ήμουνα, πίστεψε με. ‘Ένας εραστής, πού γιά τή δική της άγάπη περιπλανήθηκε μαζί μέ τόν συνταγματάρχ η Ρίτσαρντ Μπέρκ, τόν συνεχ ιστή τής φάρας του, κάτω άπό τά τείχ η τού Κλάρκενγουελλ καί, ερποντας, οπως τά αιλουροειδή, είδαν μία εκδικητική φλόγα νά τινάζεται ψηλά μές στήν ομίχ λη. Θρυμματισμένα γυαλιά καί κατεδαφισμένος τοίχ ος. Στό εύθυμο Παρίσι κρύβεται, ό ’Ήγκαν τού Παρισιού, τόν όποιον κανένας δέν άναζητεί εκτός άπό μένα. Τά καθημερινά του στέκια, ή ξεθωριασμένη του βαλίτσα, περιέχ ουσα τά τυπογραφικά στοιχ εία, οί τρεις ταβέρνες του, τό άντρον του στή Μονμάρτη, στήν οδό Γκούτ-ντ-’Όρ, έκεί πού περνάει τίς σύντομες νύχ τες του, τό δωμάτιό του ταπετσαρισμένο μέ τά μυγοχ εσμένα πρόσωπα αύτών πού φύγανε. Χωρίς άγάπη, χ ωρίς πατρίδα, χ ωρίς σύζυγο. Αύτή περνάει φίνα καί ώραία, παρά τήν άπουσία τού προγραμμένου της, κυρία, στήν οδό Ζίτ-λέ-Κέρ, μ’ ενα καναρίνι καί δύο δανδήδες γιά νοικιάρηδες. Βελούδινα μάγουλα, φούστα ριγωτή, παιχ νιδιάρα σάν πουλαδίτσα. Περιφρονημένος καί μή άπελπιζόμενος. Πές στόν Πάτ ότι μέ συνάντησες, εντάξει; Κάποτε ήθελα νά βρώ δουλειά στόν φουκαρά τόν Πάτ. Mon fils, στρατιώτης τής Γαλλίας. Τού έμαθα νά τραγουδάει τό τραγούδι Τά παιδιά τού Κιλκέννυ είναι ξέγνοιαστα παλληκάρια. Τό ξέρεις αύτό τό παλιό τραγούδι; Τό είχ α μάθει στόν Πάτ νά τό τραγουδάει. Τό παλιό Κιλκέννυ` ό άγιος Κάνις, τό κάστρο τού Στρόνγκμποου στό Νόρ. ’Αρχ ίζει ετσι. “Ω, ώ. Ό Νάππερ Τάντυ μέ πιάνει άπό τό χ έρι. Ω, ω, τα παιδια τού Κιλκέννυ… ’Αδύναμο χ έρι, μαραζωμένο, πάνω στό δικό μου. Αύτοί είναι πού ξεχ άσανε τόν Κέβιν ’Ήγκαν, κι όχ ι αυτός εκείνους. Ούκ έλησμόνησά Σε, Σιών. Ειχ ε πλησιάσει τήν άκρη τού νερού καί ή υγρή άμμος εβρεχ ε τά παπούτσια του. Τό νέο άεράκι τόν χ αιρέτησε, παίζοντας σάν άρπα στά ερεθισμένα νεύρα, άνεμος άπό τά άνοιχ τά, φορτωμένος
άκτινοβόλο ένέργεια. Έ8ώ είμαι, όμως μήπως εχ ω σκοπό νά τραβήξω ποδαράτο μέχ ρι τόν επιπλέοντα φάρο τού Κίς; Στάθηκε ξαφνικά, ενώ τά πόδια του άρχ ισαν νά βυθίζονται σιγά-σιγά στό τρεμουλιαστό έδαφος. Μεταβολή. Καθώς εστριβε τό σώμα του, έπιθεώρησε τή νότια άκτή, ενώ τά πόδια του άρχ ιζαν νά ξαναβουλιάζουν σέ καινούργιες λακκούβες. Ή κρύα θολωτή αίθουσα τού πύργου μέ περιμένει. Μέσα άπό τίς πολεμίστρες, ot φωτεινές λόγχ ες μετατοπίζονται διαρκώς, μέ τόν ίδιο τρόπο πού βυθίζονται καί τά πόδια μου, καθώς γλιστράνε πρός τό λυκόφως, πάνω σ’ ενα δάπεδο πού μοιάζει μέ ήλιακό ρολόι. Γαλάζιο λυκόφως, ήλιοβασίλεμα, βαθειά γαλάζια νύχ τα. Μέ περιμένουν μέσα στό σκοτάδι τού θόλου, μέ τίς πλάτες τών καθισμάτων τους γερμένες πρός τά πίσω, μέ τή βαλίτσα μου πού μοιάζει μέ οβελίσκο, γύρω άπό ενα τραπέζι μέ άπλυτα πιάτα. Ποιός θά τά πλύνει; Αύτός έχ ει τό κλειδί. Δέν θά κοιμηθώ εκεί, όταν πέσει ή νύχ τα. Μιά κλεισμένη πόρτα ένός σιωπηλού πύργου θά ένταφιάσει τά τυφλά τους σώματα, τόν σαχ ίμπ μέ τόν μαύρο πάνθηρα καί τό κυνηγόσκυλό του. Φώναξε· καμιά απάντηση. Σήκωσε τά πόδια του καί τά έλευθέρωσε άπό τό ρούφηγμα τής άμμου, κατευθύνθηκε πρός τό πρόχ ωμα τών ογκολίθων. Πάρτε τα ολα, κρατήστε τα. Ή ψυχ ή μου βαδίζει μαζί μου, μορφή τών μορφών. ’Έτσι, ενώ ή σελήνη βρίσκεται στά μισά τής βάρδιας της, έγώ φρουρώ τό μονοπάτι πάνω άπό τούς βράχ ους, ντυμένος στά άσημένια μαύρα, άκούγοντας τήν πλανεύτρα παλίρροια τού Έλσινόρ. Ή παλίρροια μέ άκολουθεί. Μπορώ νά τή δώ εκεί κάτω νά τρέχ ει γρηγορότερα άπό μένα. Γι’ αύτό άς ξαναπάρω τό δρόμο τού Πούλμπεγκ γιά τήν παραλία. Άναρριχ ήθηκε πάνω άπό τά βρύα καί τίς γλιστερές λειχ ήνες, κάθησε σ’ ενα πέτρινο κάθισμα, άκουμπώντας τό μπαστούνι του σέ μία ρωγμή. ‘Ένα τουμπανιασμένο ψοφίμι σκύλου ήταν ξαπλωμένο πάνω σ’ ενα σωρό φύκια. Μπροστά του ή κουπαστή μιας βάρκας, βυθισμένης στήν άμμο. Un coche ensable, αυτόν τόν προσδιορισμό εδωσε ό Λουί Βεγιό στήν πεζογραφική εργασία τού Γκωτιέ. Αύτή ή σωριασμένη άμμος είναι μία έκφραση γιά ν’ άποδοθούν όσα ή παλίρροια καί οί άέρηδες πρόσχ ωσαν έδώ. Καί παραπέρα, σωροί άπό λιθάρια, άπομεινάρια πεθαμένων χ τιστάδων, χ ώρος άναπαραγωγής γιά νυφίτσες καί ποντίκια. Νά κρύψω χ ρυσάφι έδώ. Προσπάθησε. Διαθέτεις λίγο. ’Άμμος καί λιθάρια. Βαρειά άπό τό παρελθόν. Παιχ νίδια τού κύρ ’Άγαρμπου. Πρόσεχ ε νά μήν αρπάξεις καμιά χ αστουκιά στό αύτί. Πράγματι, έγώ είμαι ό διαολογίγαντας πού κυλάει ολα αύτά τ’ άγκωνάρια, κόκκαλα γιά τά σκαλοπάτια τών βράχ ων μου. Φηφαφούμ. Έγκώ μυρίζει αίμα ενα ’Ιρλανδό. ‘Ένας σκύλος, ζωντανό σημείο πού μεγάλωνε στό οπτικό του πεδίο, έτρεχ ε στήν άμμώδη έκταση. ’Ώ, Θεέ μου, μήπως μέ δαγκώσει; Σεβάσου τήν ελευθερία του. Δέν θά γίνεις μήτε κύριος τών άλλων, μήτε σκλάβος τους. ’Έχ ω τό μπαστούνι μου. ’Άς μείνω άκίνητος. Πέρα μακριά, προχ ωρώντας κατά τήν άκρογιαλιά, παράλληλα μέ τήν παλίρροια πού άφρίζει, δυό μορφές. Οί δύο άγιες γυναίκες. ’Έχ ουν άποκρύψει τά πράγματά τους μές στά βούρλα. Κούκου. Σάς βλέπω. ’Όχ ι, ό σκύλος. Τρέχ ει γιά νά τίς συναντήσει. Ποιός; Οί γαλέρες τών Λόκχ λανς έφταναν σ’ αυτήν έδώ τήν άκτή, σέ άναζήτηση λείας, καί τά αίματοβρεγμένα ράμφη άπό τίς πρώρες τους χ αμήλωναν πάνω σέ άφρούς άπό λιωμένο καλάι. Βίκινγκς άπό τή Δανία, άρμαθιές άπό τσεκούρια άστράφτανε πάνω στά στήθη τους, όταν ό Μαλαχ ίας φορούσε τό χ ρυσό περιδέραιο. ‘Ένα κοπάδι φάλαινες έξόκειλαν μές στό ζεστό μεσημέρι, ξεφυσώντας, πλατσουρίζοντας μέ δυσκολία στά ρηχ ά. Τότε, άπό τήν λιμοκτονούσα περιχ αρακωμένη πόλη, μιά ορδή νάνων ξεπετιέται, ό λαός μου, μέ μαχ αίρια γιά τό γδάρσιμο τών τομαριών, τρέχ ει, ξελεπιάζει, κομματιάζει τό πράσινο λιπαρό κρέας τους. Λιμός, πανούκλα καί
σφαγές. Τό αίμα τους κυλάει στίς φλέβες μου, οί πόθοι τους ανοίγουν μέσα μου τά φτερά τους. Περπάτησα άνάμεσά τους, πάνω στό παγωμένο ποτάμι Λίφφεύ, έγώ, στή θέση κάποιου άλλου πού τόν άπήγαγαν οί μάγισσες, άνάμεσα στίς ίριδίζουσες φωτιές τού ρετσινιού. Δέν μίλησα σέ κανέναν κανένας δέν μού μίλησε. Τό γαύγισμα τού σκύλου πλησίασε, σταμάτησε, άπομακρύνθηκε. Σκύλος τού εχ θρού μου. Στάθηκα άκίνητος μπροστά στά γαυγίσματα, ώχ ρός, σιωπηλός. Terribilia meditans. Φορώντας ενα κίτρινο πανωκόρμι, ό περιφερόμενος άγύρτης, χ αμογελούσε γιά τό φόβο μου. Γι’ αύτό μαραζώνεις γιά τά γαυγίσματα τών επιδοκιμασιών τους. Διεκδικητές θρόνων` ζούνε τή ζωή τους. Ό άδερφός τού Μπρούς, ό Τόμας Φίτζεραλντ, ό μεταξωτός ιππότης, ό Πέρκιν Γουώρμπεκ, 6 μούλος τών Γιόρκ, μέ μεταξωτές φουφούλες σέ χ ρώμα ροδόλευκου ελεφαντόδοντου, θαύμα χ ωρίς διάρκεια, καί ό Λάμπερτ Σίμνελ, μέ μιάν άκολουθία άπό άλήτες καί καντινιέρηδες, εστεμμένος λαντζέρης. “Ολοι γιοί βασιλιάδων. Παράδεισος γιά τούς σφετεριστές, τότε καί τώρα. Αύτός έσωσε άνθρώπους άπό πνιγμό, κι έσύ τρέμεις μπροστά στίς ύλακές ένός κοπρόσκυλου. “Ομως οί αύλικοί πού κοροίδευαν τόν Γκουίντο στό `Όρ Σαίν Μισέλ βρισκόντουσαν εντός τού οίκου τους. Ό οίκος τού… Φτάνει πιά μέ τίς μεσαιωνικές σας άσάφειες. Θά έκανες κι έσύ ό,τι καί εκείνος; Μιά βάρκα θά βρισκότανε στό πλάι σου, ενα σωσίβιο. Natiirlich, θά ήταν εκεί γιά χ άρη σου. Θά τό έκανες ή δέν θά τό έκανες; Αύτόν πού πνίγηκε πρίν εννιά μέρες στ’ άνοιχ τά τού βράχ ου τής Παρθένου. Τώρα τόν περιμένουν νά τόν ξεβράσει ή θάλασσα. Πές μας τήν άλήθεια. Θά ήθελα νά τό κάμω. Θά προσπαθούσα. Δέν είμαι καλός κολυμβητής. Τό νερό κρύο, άπαλό. “Οταν έχ ωσα τό πρόσωπό μου μέσα στή λεκάνη στό Κλονγκάουζ. Δέν βλέπω! Ποιος είναι πίσω μου; Νά βγώ γρήγορα, γρήγορα! Δέν βλέπεις τήν παλίρροια νά φουσκώνει γρήγορα σέ ολες τίς μεριές, καί ν’ άπλώνει τό σεντόνι της πάνω στήν άμμο, στό χ ρώμα οστράκου άπό κακάο; ’Άν υπήρχ ε στέρεο έδαφος κάτω άπό τά πόδια μου. Θέλω ή ζωή του νά παραμείνει δική του καί ή δική μου ζωή δική μου. “Ενας πνιγμένος. Τά άνθρώπινα μάτια του-ούρλιάζουν πρός εμένα τόν τρόμο τού θανάτου του. Έγώ… Μαζί του, ενωμένοι, στά βαθειά… Αύτή δέν μπόρεσα νά τή σώσω. Τό νερό` πικρός θάνατος` χ άθηκε. Μιά γυναίκα κι ενας άντρας. Βλέπω τό μεσοφόρι της. Άνασηκωμένο, πάω στοίχ ημα. Ό σκύλος τους ξεμάκρυνε κατά μιά άμμώδη απλωσιά, τρέχ οντας, μυρίζοντας πρός ολες τίς μεριές. Ψάχ νει γιά κάτι πού χ άθηκε στήν.περασμένη ζωή. Ξαφνικά, μ’ ενα πήδημα λαγού, δρμησε μέ κατεβασμένα αυτιά, κυνηγώντας τή σκιά ένός γλάρου πού πέταγε χ αμηλά. Τό συριστικό σφύριγμα τού άντρα άντήχ ησε στά κρεμασμένα αυτιά του. “Εστριψε τό σώμα του, ξαναπήδησε, πλησίασε, ετρεξε μέ μπλεγμένα πόδια. Μέσα άπό τό πορτοκαλί φώς φάνηκε ενα ελάφι, τρέχ οντας μέ γρήγορα βήματα, καθαρό, χ ωρίς ψεγάδι. Στίς παρυφές τής παλίρροιας σταμάτησε μέ αλύγιστα τά μπροστινά πόδια του, μέ τά αυτιά στραμμένα κατά τή θάλασσα. Τό άνασηκωμένο ρόγχ ος του μούγκρισε καταντικρύ στό θόρυβο τών κυμάτων, ίδιο κοπάδι θαλασσινών ελεφάντων. Αύτά, ερποντας, πλησίασαν τίς όπλές του, στριφογύρισαν, πρόσθεταν μικρά κομμάτια ξηρας, κάθε ενα άπό αύτά καλπάζοντας καί παφλάζοντας, άπό τά βαθειά, φθάνοντας ολοένα καί περισσότερα, κύματα καί κύματα. Όστρακοσυλλέκτες. Πλατσούρισαν γιά λίγο μέσα στό νερό καί σκύβοντας βύθισαν τούς σάκους τους στό νερό, υστέρα τούς άνασήκωσαν καί άπομακρύνθηκαν. Ό σκύλος γαύγισε τρέχ οντας πάνω τους, σηκώθηκε στά πισινά καί τούς άπειλούσε, πότε πέφτοντας στά τέσσερα καί πότε πάλι σηκωμένος στά πισινά κατά πάνω τους μέ βουβά άρκουδίσια καλοπιάσματα. ’Αγνοημένος, καθώς εκείνοι βγήκαν στήν ξέρα, συνέχ ισε στό πλάι τους, μέ μιά γλώσσα λύκου, κόκκινη καί
λαχ ανιασμένη, βγαίνοντας σάν κουρέλι άπό τά σαγόνια του. Τό κορμί του μέ βούλες, τούς ξεπέρασε κι υστέρα δρμησε μέ καλπασμό μοσχ αριού. Τό ψοφίμι βρέθηκε στό δρόμο του. Σταμάτησε, μύρισε, εκανε μέ προφύλαξη εναν κύκλο ολόγυρά του, στόν άδερφό του, εβαλε τή μύτη του κοντύτερα έκαμε εναν κύκλο γύρω του, μυρίζοντας γρήγορα, σάν σκύλος, ολο τό λασπωμένο τομάρι τού νεκρού σκύλου. Σκυλοκρανίο, σκυλόσφρηση, μάτια στό έδαφος, ολα οδεύουν πρός ενα μεγάλο σκοπό. Αχ , φουκαριάρικο σκυλοκορμί! Ενθάδε κείται τό φουκαριάρικο κορμί ένός σκυλοκορμιού. — Κουρελή, φύγε άπό κεί, παλιόσκυλο! Ή κραυγή τόν εφερε μέ τήν ουρά στά σκέλια στό άφεντικό του καί μία άπότομη κλωτσιά ξυπόλυτου ποδιού τόν έστειλε χ ωρίς μεγάλη ζημιά κουλουριασμένον σέ μία λακκούβα άμμου. “Υστερα, ξαναγυρίζει διαγράφοντας μέ προφύλαξη μιά καμπύλη. Δέν μέ βλέπει. Τρέχ οντας παράλληλα μέ τήν άκρη τού νερού, άργοπορεί μέ άβέβαιο βήμα, μυρίζει εναν βράχ ο καί τόν κατουράει σηκώνοντας τό πίσω πόδι του. Ξανατρέχ ει μπροστά καί σηκώνοντας πάλι τό πίσω πόδι του ξανακατουράει εναν άλλο βράχ ο, χ ωρίς νά τόν μυρίσει. Οί απλές άπολαύσεις τών φτωχ ών. “Υστερα μέ τά πισινά του πέλματα σκορπίζει τήν άμμο` υστέρα τά μπροστινά του πόδια άνακατεύουν λάσπη καί σκάβουν. Κάτι εθαψε εκεί, τή γιαγιά του. ’Ανασκαλεύει τήν άμμο μέ τή μουσούδα, τή σκάβει καί σταματάει γιά ν’ άκούσει τόν άνεμο, μαζεύει πάλι τήν άμμο μέ τά νύχ ια του, σταματά, όμοιος μέ λεοπάρδαλη, μέ πάνθηρα, προίόν μοιχ είας, άρπαχ τικό πού κατασπαράζει πτώματα. Μήπως ήταν αύτό τό όνειρο πού είδα χ θές τή νύχ τα, όταν ξανακοιμήθηκα, μετά πού μέ ξύπνησε; Άς δούμε. Ή πόρτα ένός προαύλιου άνοιχ τή. Δρόμος μέ πόρνες. Θυμάμαι. Ό Χαρούν Άλ Ρασίντ. Σχ εδόν τό θυμάμαι ολόκληρο. Εκείνος ό άνθρωπος μέ όδηγούσε, μού μιλούσε. Δέν φοβόμουνα. Τό πεπόνι πού βαστούσε τό πλησίασε στό πρόσωπό μου. Χαμογέλασε` μυρωδιά φρουτόκρεμας. Αύτός είναι ό κανονισμός, είπε. Περάστε μέσα. ’Ακολουθήστε με. Κόκκινο χ αλί απλωμένο. Θά δείτε ποιόν. Μέ τά σακιά στίς πλάτες σέρνανε βαριά τά βήματά τους οί κόκκινοι Αιγύπτιοι. Τά μελανιασμένα πέλματά του, κάτω άπό τά άνασηκωμένα μπατζάκια του, πλατσούριζαν μές στήν άμμόλασπη, κι ενα σκούρο καφετί κασκόλ τού έσφιγγε τόν άξύριστο λαιμό. Αύτή τόν άκολουθούσε μέ κοντά γυναικεία βήματα: ό ρουφιάνος καί τό κινούμενο μπορντέλο του. Πάνω στήν πλάτη της τό πλιάτσικο. Ή σπυρωτή άμμος καί τά κομματιασμένα όστρακα έχ ουν σκληρύνει τά γυμνά πόδια της. Πάνω στό ξεφλουδισμένο άπό τόν άνεμο πρόσωπό της άνεμίζουν τά μαλλιά της. Πίσω άπό τόν άφέντη της ή συντρόφισσά του, καί οί δυό κατευθύνονται πρός τήν πολιτεία τού Λονδίνου. ‘Όταν ή νύχ τα κρύβει τά κουσούρια τού σώματός της, κάτω άπό μιά πύλη, πλάι σέ κουράδια σκύλων, σκεπασμένη μ’ ενα καφετί σάλι, διαλαλεί τήν προσφορά τού σώματός της. Ό νταβατζής της δεξιώνεται δυό μέλη τού βασιλικού συντάγματος τού Δουβλίνου στό Ο’Λόχ λιν στό Μπλάκπιτς. Φίλα την, γάμα την, στή γλώσσα τών γύφτων, ώχ , όμορφο άγαπημένο κοριτσάκι μου. Μιά δαιμονιακή λευκότητα κάτω άπό τήν ξυνίλα τής κουρελαρίας της. Όδός Φάμπαλλυ, εκείνο τό βράδυ: ή βρώμα άπό τά ταμπάκικα. Λευκά τά χ έρια σου, κόκκινα τά χ είλη σου καί νόστιμο τό σώμα σου. Πλάγιασε δίπλα μου καί παραδώσου.
Στής νύχ τας τ’ αγκαλιάσματα καί τά φιλιά. Νοσηρή άπόλαυση τό ονομάζει αύτό ό κοιλαράς ό ’Ακουίνάτος, frate porcospino. Ό πρίν άπό τήν πτώση ’Αδάμ, έπιβήτωρ μή ήδονιζόμενος. ’Άσ’ τονε νά φωνάζει` καί νόστιμο τό σώμα σου. Αύτό τό λεξιλόγιο δέν είναι ούτε μιά στάλα χ ειρότερο άπό τό δικό του. Καλογερίστικα σχ όλια, φλυαρώ άπό χ άνδρες πού κουτσομπολεύουν στό κομποσκοίνι` λόγια τής άληταρίας, πολυλογία βαριών σβώλων χ ρυσαφιού στίς τσέπες τους. Περνάνε άπό μπροστά μου τώρα. Λοξή ματιά στό άμλετικό καπέλο μου. ’Άν ξαφνικά βρισκόμουνα γυμνός εδώ στή θέση μου; ‘Όμως δέν είμαι. Πάνω στίς άμμουδιές τής γής, άκολουθούμενη άπό τό πύρινο σπαθί τού ήλιου, αύτή προχ ωρεί κατά τά δυτικά, άνοίγει τό δρόμο της κατά τίς χ ώρες τής νύχ τας. Μεταφέρει, σπρώχ νει, σέρνει, τραβάει, ελκει τό φορτίο της. Μιά παλίρροια πού ξεσέρνει κατά τή δύση, επηρεασμένη άπό τή σελήνη, τήν πέρνει τό κατόπι. ’Άλλες παλίρροιες μέσα της, μέ χ ιλιάδες νησιά, ματωμένες όχ ι άπό τό δικό μου αίμα, οίνοφ πόντος, θάλασσα σέ χ ρώμα σκοτεινού κρασιού. ’Ιδού ή ύπηρέτρια τής σελήνης. Μέσα στόν ύπνο, τό ύγρό σημάδι άναγγέλει τήν ώρα της, τήν καλεί νά σηκωθεί. Κρεβάτι τού γάμου, κρεβάτι τού τοκετού, κρεβάτι τού θανάτου, φωτισμένο μέ κεριά φαντασμάτων. Omnis caro ad te veniet. Πλησιάζει, ωχ ρός βρυκόλακας, τά μάτια του διαπερνούν τίς θύελλες, τά νυχ τεριδίσια φτερά του αίματοβάφουν τή θάλασσα, επιθέτει τό στόμα του έπί τού φιλήματος τού στόματός της. Έδώ. Γρήγορα, πρίν σού φύγει, πιάσ’ το. Γράφ’ το στό σημειωματάριό σου. Τό στόμα του έπί τού φιλήματος τού στόματός της. “Οχ ι. Αύτοί πρέπει νά είναι δύο. Συγκόλλησέ τους σφιχ τά. Τό στόμα του έπί τού φιλήματος τού στόματός της. ’Άνοιξε τά χ είλη του σάν σέ φίλημα καί τά επέθεσε στά άσαρκα χ είλη τού αέρα· τό στόμα του έπί τής μήτρας της. Ηηηηηηημμμ, ένός τάφου σάν μήτρα. Καθώς άνάσαινε, μέσα άπό τό στόμα του έβγαιναν νέα καλούπια λέξεων: οοεεεαααα: βοή ένός καταρράκτη περιδινουμένων καί φλεγομένων πλανητών, πού ούρλιαζαν γονταςφευγονταςφευγονταςφεύγοντας. Τό χ αρτί. Τά χ αρτονομίσματα, στείλ’ τα στό διάολο. Τό γράμμα τού γερο-Ντήζυ. Έδώ. Τό άπόσπασμα οπου σ’ ευχ αριστεί γιά τή βοήθειά σου πρός δημοσίευσιν, σκίσ’ το, μαζί μέ τό άγραφτο ύπόλοιπο τής σελίδας άπό κάτω. Γυρίζοντας τήν πλάτη του στόν ήλιο έσκυψε στό τραπέζι ένός βράχ ου καί σημείωσε βιαστικά κάτι. Δεύτερη φορά πού ξεχ νάω νά πάρω χ αρτιά άπό τή βιβλιοθήκη. Ή σκιά του έπεφτε πάνω στά βράχ ια καθώς έσκυβε, μέχ ρι πού τελείωσε τό γράψιμο. Γιατί νά μή μένει κι αύτή άτέλειωτη μέχ ρι τό άπώτατο άστρο; Έκεί παραμένουν σκοτεινά, πίσω άπό αύτό τό φώς, σκοτάδια πού άστράφτουν μέσα στή λαμπρότητα, τό δέλτα τής Κασσιόπης, κόσμοι. Έκεί κάθεται αύτό τό έγώ μου, μέ τό μαντικό μπαστούνι του, μέ δανεισμένα σαντάλια, τήν ήμέρα καθισμένος πλά` στή μολυβένια θάλασσα, άγνοημένος, τή βιολετιά νύχ τα περπατώντας κάτω άπό ενα βασίλειο άγνωστων άστρων. Απορρίπτω αύτή τήν πεπερασμένη σκιά, τήν άναπόφευκτη άνθρώπινη μορφή, καί τήν άνακαλώ. Ατέλειωτη, θά μπορούσε τάχ α νά ήταν δική μου, μορφή τής μορφής μου; Ποιός μού δίνει σημασία έδώ; Ποιός θά διαβάσει, κάποτε, κάπου, αύτές τίς λέξεις πού έγραψα; Σημάδια πάνω σ’ ενα άσπρο φόντο. Κάπου, σέ κάποιον, μέ τή μελωδικότερη τών φωνών σου. Ό καλός επίσκοπος τού Κλόυν άνέσυρε άπό τόν εκκλησιαστικό του πίλο τό παραπέτασμα τού ίερού· παραπέτασμα τού διαστήματος μέ χ ρωματιστά διάσημα, άποτυπωμένα στήν έπιφάνειά του. Κράτα γερά. Χρωματισμένα σ’ ενα επίπεδο: ναί, αύτό είναι. Βλέπω τό επίπεδο, υστέρα σκέφτομαι τήν άπόσταση, κοντά μακριά, βλέπω τό έπίπεδο, άνατολικά, πίσω. `’Ω, δές
τώρα. Αιφνίδια μετάπτωση σέ στερεοσκοπικό κρυστάλλωμα. Ξεμπλοκάρισμα τού μηχ ανήματος. Βρίσκετε άκατανόητα τά λόγια μου. Τό άκατανόητο βρίσκεται μέσα στίς ψυχ ές μας, δέν νομίζετε; Άκόμα πιό μελωδική. Οί ψυχ ές μας, τραυματισμένες άπό τό όνειδος τών αμαρτιών μας, γαντζώνονται πάνω μας ολοένα καί περισσότερο, άπ’ όσο μιά γυναίκα γαντζώνεται άπό τόν εραστή της, ολοένα περισσότερο καί περισσότερο. Εκείνη μ’ έμπιστεύεται, τό εύγενικό χ έρι της, τά μάτια της μέ τίς μακριές βλεφαρίδες. ‘Όμως τώρα, μά τήν κόλαση, πού τήν σέρνω κάτω άπό τό παραπέτασμα; Μέσα στήν άναπόφευκτη ιδιότητα τού άναπόφευκτου όρατού. Αύτή, αύτή, αύτή. Ποιά αύτή; Ή παρθένος πού έστεκε στό παράθυρο τού Χότζες Φίγκις, τή Δευτέρα, ψάχ νοντας νά βρε! ενα άπό τά βιβλία σου πού έπρόκειτο νά γράψεις, μέ γράμματα άντί γιά τίτλους. Τήν κοίταξες μέ άγριο βλέμμα. Ό καρπός τού βραχ ίονά της περασμένος στό πλεχ τό κορδόνι τής ομπρέλας της. Μένει στό πάρκο Λήζον, έπιζει μέ άγάπη καί καθαρό νεράκι` συγγράφει. Δώσε τήν πληροφορία σέ άλλους, Στήβι` μιά γυναίκα εύκολη. Στοιχ ηματίζω πώς φοράει αυτές τίς καταραμένες ολόσωμες ζαρτιέρες καί τίς κίτρινες κάλτσες, τίς μανταρισμένες μέ ξέταιρο μάλλινο νήμα. Μίλα της γιά ψητά μήλα, piuttosto. Πού τρέχ ει τό μυαλό σου; ’Άγγιξέ με. Απαλά μάτια. ‘Απαλό άπαλό απαλό χ έρι. Είμαι μόνος εδώ. ’Ώ, άγγιξέ με γρήγορα, τώρα. Ποιά είναι εκείνη ή λέξη πού τή γνωρίζουν ολοι οί άνθρωποι; Είμαι ήρεμος εδώ καί μόνος. Καί θλιμμένος. ’Άγγιξε, άγγιξέ με.^ ‘Άπλωσε τό κορμί του άνάσκελα πάνω στά μυτερά βράχ ια, χ ώνοντας τά ορνιθοσκαλίσματά του καί τό μολύβι του σέ μιά τσέπη, κατεβάζοντας τό καπέλο του μέχ ρι τά μάτια. Μόλις τώρα έπανέλαβα τίς κινήσεις τού Κέβιν Κήγκαν όταν τά μεσημέρια τού Σαββάτου παίρνει τόν ύπνάκο του. Et vidit Deus. Et erant valde bona. Άλό! Bonjour, εισαστε εύπρόσδεκτος σάν τά μαγιάτικα λουλούδια. Κάτω άπό τό μπόρ τού καπέλου του καί άνάμεσα άπό τά τρεμουλιαστά του βλέφαρα παρακολουθούσε τόν ήλιο ν’ άπομακρύνεται κατά τό νότο. ΕΤμαι αιχ μάλωτος αύτής τής σκηνής τής πυρπόλησης. Ή ώρα τού Πανός, τό μεσημέρι τών ζώων. Άνάμεσα σέ βαρυφορτωμένα άπό χ υμούς φιδόχ ορτα, φρούτα πού στάξουν γάλα, εκεί πού τά φύλλα βρίσκονται απλωμένα πάνω στά καφετιά νερά. Ό πόνος βρίσκεται μακριά. Κι άλλο μή μένεις μοναχ ός καί θλίβεσαι. Τό σκεφτικό βλέμμα του καρφώθηκε στίς τετράγωνες μύτες τών παπουτσιών του. Τά nebeneinander, παλιά καί χ αρισμένα παπούτσια ένός δανδή φίλου. Μέτρησε τά αύλάκια τού σκασμένου δέρματος, εκεί οπου τό πόδι κάποιου άλλου είχ ε βρει μέσα του μία θέρμη φωλιάς. Πόδι πού πατάει τό έδαφος μέ τό ρυθμό ένός χ ορού τριών τετάρτων, πόδι πού άπεχ θάνομαι. ‘Όμως είχ ες καταγοητευθει όταν διαπίστωσες ότι σού πήγαιναν τά παπούτσια τής ’Έσθερ ’Όσβαλτ, τής κοπέλας πού γνώρισες στό Παρίσι. Tiens, quel petit pied ! Σταθερές φίλος, άδερφή ψυχ ή` άγάπη άλά Ούάιλντ πού δέν τολμάει νά προφέρει τ’ όνομά της. Καί τώρα θά μέ παρατήσει. Ποιός φταίει; Τέτοιος πού είμαι, καλά τά παθαίνω. ’Ή ολα ή τίποτα. Άπό τή λίμνη τού Κόρκ τό νερό έτρεχ ε μέ δύναμη σχ ηματίζοντας μακριές θηλιές, σκεπάζοντας χ ρυσοπράσινες άμμοξέρες, φούσκωνε καί ξεχ είλιζε. Τό μπαστούνι μου θά παρασυρθεί μακριά. Θα περιμένω. ’Όχ ι, ή παλίρροια περνάει γδέρνοντας τούς χ αμηλούς βράχ ους, στροβιλίζεται καί φεύγει. ’Όχ ι, καλύτερα νά τελειώνουμε μ’ αύτή τήν άγγαρεία. Προσοχ ή κουβέντα τών κυμάτων μέ τέσσερις λέξεις: σίισου, χ ρσς, ρσσεεισς, οοος. Όρμητική ανάσα τού νερού ανάμεσα σέ νεροφίδα, αφηνιασμένα άλογα, βράχ ους. Μέσα σέ κύπελλα βράχ ων τό νερό πλάφ· πλάφ, πλάφ, πλάτς·
θόρυβος βαρελιών. Καί όταν έχ ει εξαντλήσει τή διαδρομή του, ή κουβέντα του σταματάει. Τρέχ ει αφρίζοντας, σάν φλοίσβος φλάουτου, σέ παφλάζουσες άφρισμένες φούσκες, φτερά και φύλλα. Κάτω άπό τήν παλίρροια πού φούσκωνε, είδε τά σφαδάζοντα φύκια νά σηκώνονται ξεψυχ ισμένα καί ν’ άναδεύουν άπρόθυμα μπράτσα, ν’ άνασηκώνουν τά μεσοφόρια τους, νά ζυγιάζονται μέσα στό νερό πού μουρμουρίζει καί νά γυρίζουν άνάποδα τά ντροπαλά άσημένια φυλλώματα. Κάθε μέρα. Κάθε νύχ τα· φουσκώνουν μέ νερό, στήνονται στά πόδια τους, καταρρέουν. Θεέ μου, είναι εξαντλημένα, καί στό ψιθύρισμα τού νερού άπαντούν μέ άναστεναγμούς. Ό “Αγιος ’Αμβρόσιος τούς ακούσε, τούς άναστεναγμούς τών φύλλων καί τών κυμάτων, άναμένοντας, άναμένοντας τό πλήρωμα τού χ ρόνου τους, diebus ac noctibus iniurias patiens ingemiscit. ’Άσκοπα συγκεντρωμένα καί μάταια ελευθερωμένα, μέ τό κύμα πάνε, μέ τό κύμα έρχ ονται· άργαλειός τής σελήνης. Καί αύτή έπίσης εξαντλημένη στά μάτια τών εραστών, άνθρώπων άσελγών, γυμνή γυναίκα άπαστράπτουσα στό βασίλειό της, επωμίζεται τό μόχ θο τών ύδάτων. Πέντε οργιές εκεί πέρα. Κάτω άπό πέντε ολόκληρες οργιές άναπαύεται ό πατέρας σου. Είχ ε πει: θά σέ δώ στή μία. Εύρέθη πνιγμένος. Φουσκονεριά σέ δουβλινέζικο μπάρ. “Ενα κοπάδι ψαριών σέ σχ ήμα βεντάλιας, σπρώχ νοντας μπροστά του εναν επιπλέοντα σωρό άπό υπολείμματα, ήλίθια όστρακα. “Ενα πτώμα, ξασπρισμένο άπό τό αλάτι, άναδυόταν μέ τό ρεύμα πρός τήν επιφάνεια, μέ τινάγματα πρός τήν ξηρά, μέτρο μέ μέτρο, σάν δελφίνι. Νά το. Γάντζωσέ το γρήγορα. Παρ’ ολο πού βρίσκεται κάτω άπό τήν επιφάνεια τών ύδάτων. Τόν κρατάμε. Σιγά τώρα. Ασκός πτωματικών άερίων, βουτηγμένος σέ μολυσμένη άρμη. “Ενα τρεμουλιαστό κοπάδι άπό μικροσκοπικά ψαράκια, χ ορτασμένα άπό κάποια σπογγώδη λιχ ουδιά, ξεπετάγονται σάν άστραπή μέσα άπό τίς χ αραμάδες τής φίντας τού παντελονιού του. Ό Θεός γίνεται άνθρωπος, γίνεται ψάρι, γίνεται πεταλίδα χ ήνα, γίνεται πουπουλένιο στρώμα. Ζωντανός έγώ, άναπνέω πεθαμένες άνάσες, ποδοπατώ τή σκόνη τών νεκρών, καταβροχ θίζω τά ούρικά έντόσθια πεθαμένων σαρκών. Αλύγιστος πάνω στήν κουπαστή άναπνέει τήν άνερχ όμενη μπόχ α τού πράσινου τάφου του, ή λεπρή τρύπα τής μύτης του ροχ αλίζοντας κατά τόν ήλιο. Πρόκειται γιά θαλάσσια μεταμόρφωση, καστανών ματιών πού τό άλάτι μετέτρεψε σέ γαλάζια. Ό θάνατος πού προσφέρει ή θάλασσα, ό γλυκύτερος θάνατος πού γνωρίζει ό άνθρωπος. Ό γεροΠατέρας ό ’Ωκεανός. Prix ae Paris ’ προσοχ ή στίς άπομιμήσεις. Μιά δοκιμή θά σάς πείσει. Πράγματι, περάσαμε θαυμάσια. Φτάνει πιά. Διψάω. Μαζεύονται σύννεφα. Πάντως τά σύννεφα δέν είναι μαύρα. Θύελλα. Πλήρης λαμπρότητος πέφτει, περήφανη αστραπή τού λογικού, Lucifer, dico, qui nescit occasum. ’Όχ ι. Τό πλατύγυρο καπέλο μου, τό μπαστούνι μου τού προσκυνητή, τά δικά του δικά μου παπούτσια. Πού; Σέ νυχ τερινούς τόπους. Ή εσπέρα θ’ άνακαλύψει τόν εαυτό της. ’Έπιασε τό μπαστούνι του άπό τή λαβή καί προσποιήθηκε πώς θά διαπεράσει τόν άέρα, χ ωρίς άκόμα ν’ άποφασίζει νά φύγει. Ναί, ή εσπέρα θά άνακαλύψει τόν εαυτό της σέ μένα, χ ωρίς εμένα. ‘Όλες οί μέρες συναντούν τό τέλος τους. ’Αλήθεια, ποιά θά είναι ή επόμενη φορά; Ή Τρίτη θά είναι ή μακρύτερη μέρα. ’Από ολες αυτές τίς πρωτοχ ρονιές, μητέρα, τζούμ ταρατατζούμ, τζούμ, τζούμ. Ό Λώουν Τέννυσον, ποιητής ευπατρίδης. Γειά. Γιά τή γριά μάγισσα μέ τά κιτρινιάρικα δόντια. Καί ό κύριος Ντρυμμόντ, ευπατρίδης δημοσιογράφος. Γειά. Τά δόντια μου είναι πολύ χ αλασμένα. ’Αναρωτιέμαι γιά τήν αιτία. ’Άς ψηλαφήσουμε. Κι αύτό πάει στό καλό. ’Όστρακα. Θά επρεπε νά πήγαινα στόν οδοντογιατρό. Αναρωτιέμαι άν άρκει τό ποσό πού εχ ω. Καί αύτό πάει μαζί μέ τ’ άλλα. Ό ξεδοντιάρης Κίντς, ό υπεράνθρωπος. Αναρωτιέμαι γιά τήν αιτία ή μήπως
υπάρχ ει κάποιος συγκεκριμένος λόγος; Τό μαντήλι μου. Τό πέταξε καταγής. Τό θυμάμαι. Δέν τό σήκωσα άπό κάτω; Τό χ έρι του εψαξε μάταια στίς τσέπες του. ’Όχ ι, δέν έσκυψα. Καλύτερα ν’ άγοράσω ενα άλλο. Άπόθεσε προσεκτικά στήν προεξοχ ή ένός βράχ ου τό ξεραμένο κακάδι πού εβγαλε άπό τό ρουθούνι του. Ποίός τόν είδε, ποιός τόν ξέρει! Πίσω του. Μπορεί νά βρίσκεται κάποιος. Γύρισε τό πρόσωπό του πάνω άπό τόν ώμο του καί πισωκοίταξε. Μετακινώντας ψηλά στόν άέρα τά κοντάρια τών τριών καταρτιών του, μέ τά πανιά του μαζεμένα στ’ άλμπουρα, κόντρα στό ρεύμα, έπέστρεφε στήν πατρίδα, πλέοντας άργά, ενα σιωπηλό καράβι.
ΙΙ
4. ΚΑΛΥΨΩ Ο Κ. ΛΕΟΠΟΛΔΟΣ ΜΠΛΟΥΜ έτρωγε μέ άτ`$λαυση τά εσωτερικά όργανα τών ζώων καί τών πουλιών. ’Αγαπούσε τήν παγειά / σούπα άπό έντόσθια καί ποδαράκια, τίς κοιλιές μέ μιά γεύση καρυδιών, νην ψητή καρδιά μέ γέμιση, τίς φέτες συκωτιού τηγανισμένες σέ τρίμματα γαλέτας, τά τηγανητά αύγά ψαριών. Περισσότερο άπ’ ολα τού άρεσε να τρώίι ψητά άρνίσια νεφρά, πού άφηναν στόν ουρανίσκο του τήν ύπέροχ η νοστιμιά μιας ελάχ ιστης οσμής ούριας. Τά νεφρά τριγύριζαν στό μυαλό του, καθώς γυρόφερνε άθόρυβα στήν κουζίνα, τοποθετώντας τά σκεύη τού προγεύματος της στόν σκεβρωμένο δίσκο. Τό φώς καί ή άτμόσφαιρα τής κουζίνας ήταν παγερά, όμως εξω απλωνόταν γλυκό καλοκαιριάτικο πρωινό. Τόν παρότρυνε νά θέλει νά τσιμπήσει κάτι. Τά κάρβουνα κοκκίνιζαν. ’Άλλη μιά φέτα ψωμιού μέ βούτυροτρείς, τέσσερις· φτάνει. Δέν τής άρεσε νά ’ναι γεμάτο τό πιάτο της. Φτάνει. Γύρισε τήν πλάτη του στό δίσκο, σήκωσε άπό τό ράφι τού τζακιού τό κατσαρόλι γιά τό βράσιμο τού νερού καί τό εβαλε πλάι στή φωτιά. Στάθηκε εκεί κατάμαυρο καί κοντόχ οντρο, μέ τό στόμιο προτεταμένο. Τσάι σέ λίγο. ‘Ωραία. Στεγνό στόμα. Ή γάτα γυρόφερνε τό πόδι του τραπεζιού, καμπουριασμένη, μέ άνασηκωμένη τήν ουρά. -` Νιάου! —
’Ά, καλώς την, είπε ό κ. Μπλούμ, στρέφοντας τό σώμα του άπό τήν φωτιά.
Ή γάτα νιαούρισε πρός άπάντησίν του καί συνέχ ισε τό μεγαλοπρεπές περπάτημα, νιαουρίζοντας, τεντωμένη γύρω άπό τό πόδι τού τραπεζιού. ’Έτσι περπατάει καί πάνω στό γραφείο μου. Πρρρ. Ξύσε μου τό κεφάλι. Πρρρ. ‘Ο κ. Μπλούμ κοίταξε περίεργα καί καλωσυνάτα τή λυγερή μαύρη σιλουέτα. Είναι τόσο καθαρή· ή στιλπνότητα τής γυαλιστερής γούνας της, τό λευκό στίγμα κάτω άπό τό σημείο πού συνδέεται ή ουρά της, τά πράσινα άστραφτερά μάτια της. ’Έσκυψε πάνω της, μέ τά χ έρια του στά γόνατα. —
Γάλα γιά τήν ψιψίνα, είπε.
—
Ννιάου! φώναξε ή γάτα.
Λένε πώς είναι κουτές. Αύτές καταλαβαίνουν καλύτερα οσα εμείς λέμε γι’ αυτές, παρά εμείς όσα αύτές λένε γιά μάς. Καταλαβαίνει καθετί πού θέλει. Καί εκδικητική οπό πάνω. ’Αναρωτιέμαι πώς μέ βλέπει. Ψηλό σάν πύργο; ’Όχ ι. Μπορεί νά μέ πηδήσει. — Φοβάται τά κοτόπουλα, είπε κοροίδευτικά. Φοβάται τά κοτοπουλάκια. Ποτέ δέν είδα πιό κουτή ψιψίνα άπ’ ολες τίς ψιψίνες.
Σκληρή. Είναι μέσα στή φύση της. Τά περίεργα ποντίκια δέν παραπονιούνται σ;ίούζοντας. Φαίνεται πώς τούς άρέσει. —
Νννηάου! είπε ή γάτα δυνατά.
Τά μ`τια της τρεμόπαιζαν μισόκλειστα άπό επιθυμία καί ντροπή, δείχ νοντά» του τά άσπρα σάν γάλα δόντια της, καθώς άφηνε τό παρατεταμένο καί παραπονιάρικο νιαούρισμά της. Παρατήρησε τίς μαύρες κόρες τών ματιών της νά στενεύουν άπό άπληστία, μέχ ρι πού τά μάτια της μεταβλήθηκαν σέ πράσινες πέτρες. Τότε πήγε στό ντουλάπι, πήρε τό δοχ είο πού πρίν λίγο είχ ε γεμίσει ό γαλατάς τού Χάνλον, έχ υσε χ λιαρό άφριστό γάλα σ’ ενα πιατελάκι καί τό εβαλε άργά στό πάτωμα. —
Γκρρρ! φώναξε αύτή κι ετρεξε νά γλείψει.
Κοίταξε τά μουστάκια της νά γυαλίζουν σάν σύρματα στό άδύνατο φώς, καθώς βούτηξε τή μουσούδα της τρεις φορές κι έγλειψε άνάλαφρα. ’Αναρωτιέμαι άν είναι άλήθεια ότι, άν τούς κόψεις τά μουστάκια, δέν μπορούν νά πιάσουν ποντίκια. Γιατί; ’Ίσως οί άκρες νά γυαλίζουνε μέσα στό σκοτάδι. ’Ή μπορεί καί νά χ ρησιμεύουν σάν κεραίες μέσα στό σκοτάδι. ’Άκουγε τά γλειψίματά της Αύγά μέ χ οιρομέρι όχ ι. Τ’ αυγά δέν είναι καλά μέ αύτή τήν ξηρασία. ’Ανάγκη γιά καθαρό φρέσκο νερό. Πέμπτη· ούτε είναι καλή μέρα γι’ άρνίσιο νεφρό άπό τού Μπάκλεύ. Τηγανισμένο στό βούτυρο μέ μιά πρέζα πιπέρι. Καλύτερα χ οιρινό νεφρό άπό τού Ντλούγκατζ. “Ωσπου νά βράσει τό νερό. ’Έγλειφε πιό άργά τώρα, υστέρα έγλειψε τό πιατελάκι μέχ ρι τόν πάτο. ’Άραγε, γιατί νά είναι οί γλώσσες τους τόσο τραχ ειές; Γεμάτες πόρους, γιά νά γλείφουν καλύτερα. Υπάρχ ει τίποτα γιά νά φάει; Κοίταξε γύρω του. ’Όχ ι. Μέ παπούτσια πού έτριζαν άνεπαίσθητα άνέβηκε τίς σκάλες μέχ ρι τό χ ώλ, στάθηκε μπροστά στήν πόρτα τής κρεβατοκάμαρας. ’Ίσως θά τής άρεσε κάτι εύγευστο. Λεπτές φέτες ψωμί μέ βούτυρο, αύτό τής άρέσει γιά πρωινό. Πάντως, μπορεί, ετσι τυχ αία, γιά άλλαγή. Είπε άπαλά άπό τό άδειο χ ώλ: —
Θά πεταχ τώ μέχ ρι τή γωνία. Θά γυρίσω σ’ ενα λεπτό.
Κι όταν άκουσε τή φωνή του νά τό λέει αύτό πρόσθεσε: —
Μήπως θά ήθελες τίποτα ιδιαίτερο γιά τό πρωινό σου;
“Ενα άδύναμο νυσταλέο μουρμούρισμα τού άπάντησε: —
Μμμννν.
’Όχ ι. Δέν ήθελε τίποτα. “Υστερα ακούσε ενα ζεστό βαθύ αναστεναγμό, πιό αδύνατο, καθώς γύρισε τό σώμα της άπό τήν άλλη μεριά καί τά ξεσφιγμένα μπρούντζινα ελατήρια τού σωμιέ τού κρεβατιού έτριξαν. ’Αλήθεια, πρέπει νά τά σφίξω. Κρίμα. Τόσος δρόμος άπό τό Γιβραλτάρ. Ξέχ ασε τά λίγα ισπανικά πού ήξερε. ’Αναρωτιέμαι, πόσα νά πλήρωσε ό πατέρας της γιά τό κρεβάτι. Παλιό μοντέλο. ’Ά, ναί, βέβαια. Τό άγόρασε στή δημοπρασία τού κυβερνήτη. Τό σφυρί τής δημοπρασίας χ τύπησε γρήγορα. Σκληρός σάν άτσάλι ό γερο-Τουήντυ στά παζάρια. Μάλιστα,
κύριε. Στήν Πλέβνα, έκεί ήταν. Ξεκίνησα άπό φαντάρος, κύριε, καί είμαι περήφανος γι’ αύτό. Πάντως είχ ε άρκετό μυαλό γιά νά κερδίζει, παράλληλα μέ τή δουλειά του, κάτι παραπάνω άπό τά γραμματόσημα. Αύτό θά πει νά βλέπει κανείς μακριά. Τό χ έρι του πήρε τό καπέλο του άπό τήν κρεμάστρα, οπου κρεμόταν τό βαρύ παλτό μέ τ’ άρχ ικά του καί τό μεταχ ειρισμένο αδιάβροχ ο του, άγορασμένο άπό τό γραφείο άπωλεσθέντων άντικειμένων. Γραμματόσημα: εικόνες πού έχ ουν κόλλα στήν πίσω μεριά. Θά ελεγα ότι πολλοί άξιωματικοί τά μαζεύουν. Καί βέβαια. Ή ίδρωμένη επιγραφή στό βάθος τού καπέλου του ελεγε βουβά: Πλάστο, πίλοι πολυτελ. ’Έριξε μιά ματιά στό εσωτερικό τής δερμάτινης λωρίδας. ’Άσπρο χ αρτάκι. Τελείως άσφαλές. Στό κατώφλι εβαλε τό χ έρι του στήν κωλότσεπη γιά τό κλειδί του. Δέν ήταν έκεί. Στό παντελόνι πού φόραγα πριν. Πρέπει νά τό πάρω. Τήν πατάτα τήν εχ ω. Ή ντουλάπα τρίζει. Δέν είναι άνάγκη νά τήν ενοχ λήσω. Γύρισε πλευρό νυσταγμένη πριν λίγο. Τράβηξε πίσω του μαλακά τήν εξώπορτα πρός τά εξω, περισσότερο, μέχ ρι πού τό φύλλο άγγιξε άπαλά τό κάσωμα, τό ενα φύλλο άπέναντι στό άλλο. ’Έμοιαζε σάν κλεισμένη. Εντάξει, μέχ ρι νά έπιστρέψω. Πέρασε άπέναντι στό πεζοδρόμιο πού τό φώτιζε ό ήλιος, άποφεύγοντας τή χ αλαρή καταπακτή τού υπογείου τού άριθμού εβδομήντα πέντε. Ό ήλιος πλησίασε τό καμπαναριό τής εκκλησίας τού Αγίου Γεωργίου. Φαντάζομαι ότι θά είναι ζεστή μέρα σήμερα. Ειδικά μ’ αύτά τά μαύρα ρούχ α θά τήν αισθανθώ περισσότερο. Τό μαύρο είναι καλός άγωγός, άντανακλά (ή μήπως τό σωστό είναι διαθλά;) τή θερμότητα. “Ομως δέν μπορούσα νά πάω μ’ εκείνο τό άνοιχ τόχ ρωμο κοστούμι. Σάν νά ήταν κανένα πίκ-νίκ. Κάθε τόσο τά βλέφαρά του έκλειναν ήρεμα καθώς περπατούσε μέσα στήν εύχ άριστη ζεστασιά. Πέρασε τό κάρροτού Μπόλαντ πού παρέδιδε κάθε μέρα μέσα σέ λαμαρίνες τόν επιούσιο άρτο μας, όμως αύτή προτιμάει τό μπαγιάτικο ψωμί, τά ξεροψημένα ψωμάκια πού ή κάτω μεριά τους είναι άκόμα ζεστή. Ή ζέστη σέ κάνει νά νιώθεις νέος. Κάπου στήν άνατολή` νωρίς τό πρωί· ξεκίνημα μές ‘ στά χ αράματα, νά περπατάς μπροστά άπό τόν ήλιο γιά νά τού κλέψεις μιά μέρα. Συνέχ ισέ το ετσι γιά νά μή γεράσεις θεωρητικά ποτέ σου, ούτε μιά μέρα. Περπάτημα σέ μιάν άκρογιαλιά, σέ άγνωστη χ ώρα, άφιξη στήν πύλη μιάς πολιτείας, σ’ εναν φρουρό, γέρο στρατιώτη κι αύτόν, μέ τά μουστάκια του γέρο Τουήντυ, άκουμπισμένον’σέ μιά μακριά λόγχ η. Νά περιπλανιέσαι σέ δρομάκια σκεπασμένα μέ τέντες. Νά περνάνε δίπλα σου μορφές μέ τουρμπάνια. Σκοτεινές σπηλιές μέ μαγαζιά χ αλιών, ενας ψηλός άντρας, ό Τούρκος ό τρομερός, καθισμένος σταυροπόδι καπνίζοντας τόν ναργιλέ του. Κραυγές πωλητών στούς δρόμους. Νά πίνεις νερό αρωματισμένο μέ μάραθο, σερμπέτι. Νά περιπλανιέσαι ολη μέρα. Θά μπορούσες νά συναντούσες καί κάνα δυό ληστές. ’Έ, καί λοιπόν; ’Άς τούς συναντούσες. Πλησιάζοντας τό απόβραδο. Οί σκιές τών τζαμιών κατά μήκος τών κιόνων· ό ιμάμης μέ τήν περγαμηνή, τυλιγμένη σέ ρολό. Μιά ανατριχ ίλα πάνω στά δέντρα, σύνθημα, ό εσπερινός άνεμος. Συνεχ ίζω. Χρυσωμένος ούρανός, ξεθωριασμένος. Μιά μητέρα κοιτάζει άπό τήν πόρτα της. Καλεί στή σκοτεινή γλώσσα τους τά παιδιά της νά μπούνε στό σπίτι. Ψηλός τοίχ ος· πίσω του ενρινες χ ορδές. Φεγγάρι νυχ τερινού ούρανού, μώβ, στό ίδιο χ ρώμα μέ τίς καινούργιες ζαρτιέρες τής Μόλλυ. ’Έγχ ορδα όργανα. ’Άκου. “Ενα κορίτσι παίζει κάποιο άπό αύτά τά ό’ργανα. Πώς τό λένε; Σαντούρι. Συνεχ ίζω. Πιθανόν ολο αύτό νά μήν μοιάζει καθόλου μέ τήν πραγματικότητα. Αύτά τά βρίσκει κανείς στά βιβλία πού διαβάζει` στό μονοπάτι τού ήλιου. “Ενας ήλιος λάμπει στό εξώφυλλο. Χαμογέλασε, εύχ αριστημένος. Τί είπε ό Άρθουρ Γκρίφφιθ γιά τήν επικεφαλίδα τού κυρίου άρθρου στόν Ελεύθερο ‘Άνθρωπο; Ό ήλιος τής αύτοδιάθεσης ύψώνεται στά βορειοδυτικά, πάνω άπό τό
δρομάκι πού βρίσκεται πίσω άπό τήν Τράπεζα τής ’Ιρλανδίας. Παράτεινε ^ό εύχ αριστημένο χ αμόγελό του. Αύτό είναι εβραίικο εύρημα` ό ήλιος τής αύτοδιάθεσης ύψώνεται άπό τά βορειοδυτικά. Πλησίασε τό μπάρ τού Λάρρυ Ο’Ρούρκ. Άπό τή σχ άρα τού υπόγειου άναδυόταν τό πλαδαρό άφρισμα τής μαύρης μπύρας. Μέσα άπό τήν άνοιχ τή του είσοδο τό μπάρ άνέδινε ριπές άπό μυρωδιές πιπερόριζας, σκόνης τσαγιού καί τριμμένων μπισκότων. Καλό μαγαζί πάντως` άκριβώς στό τέρμα τών τράμ. Ένώ τό μπάρ τού Μάκ’Ωλεύ πιό κάτω δέν άξιζε τίποτα σάν θέση. Βέβαια, άν χ άραζαν μία νέα γραμμή τού τράμ κατά μήκος τής βόρειας περιφερειακής όδού μέ άφετηρία τήν ζωαγορά πρός τίς άποβάθρες, ή άξία του θά άνέβαινε κατακόρυφα. Φαλακρό κεφάλι πίσω άπό τήν κουρτίνα. Γριά άλεπού. Ανώφελο νά προσπαθήσω νά τόν πείσω νά μού δώσει κάποια διαφήμιση. Παρ’ ολα αύτά, ξέρει πολύ καλά τή δουλειά του. Έκεί πίσω βρίσκεται ό φαλακρός Λάρρυ, άκουμπώντας πάνω στό κιβώτιο μέ τή ζάχ αρη, χ ωρίς σακκάκι, κοιτάζοντας τόν υπάλληλό του μέ τήν ποδιά πού καθαρίζει μέ σφουγγαρόπανο καί κουβά. Ό Σίμων Ντένταλους τόν μιμείται στήν εντέλεια άλληθωρίζοντας πρός τά πάνω τά μάτια του. Ξέρετε τί θά σάς πώ; Τί θά μάς πείτε, κύριε Ο’Ρούρκ; Ξέρετε τί; “Οτι οί Ρώσσοι θά γίνουν τό πρωινό ρόφημα τών Γιαπωνέζων. Στάσου καί πές του μιά κουβέντα· κάτι γιά τήν κηδεία, ίσως. Λυπηρό γιά τό φτωχ ό τόν Ντίγκναμ, κύριε Ο’Ρούρκ. Στρίβοντας σχ ήν όδό Ντόρσεχ είπε ζωηρά χ αιρετίζοντας πρός τήν είσοδο: —
Καλημέρα, κύριε Ο’Ρούρκ.
—
Καλημέρα σέ σάς.
—
Θαυμάσιος καιρός, κύριε.
—
Πράγματι.
Πώς τά κάνουν τά λεφτά; ’Έρχ ονται άπό τήν επαρχ ία, τό Λέιτριμ, κοκκινομάλληδες υπάλληλοι, γιά νά πλένουν τ’ άδεια ποτήρια καί νά κατεβάζουν τά υπολείμματα τών ποτών στό υπόγειο. Καί υστέρα, ξαφνικά, τούς βλέπεις πλούσιους σάν τόν ’Άνταμ Φίντλαντερ ή τόν Ντάν Τάλλον. Κι ολα αύτά μέσα σέ οξύ άνταγωνισμό. Γενική δίψα. ‘Ένα καλό αίνιγμα, πώς νά διασχ ίσεις τό Δουβλίνο χ ωρίς νά συναντήσεις μπάρ. Δέν είναι δυνατόν νά πλουτίζουν έντιμα. Μάλλον άπό τούς μπεκρήδες. Σερβίρουν τρία ποχ ά, πληρώνονχ αι πέντε. Τί είναι αύτό; ‘Ένα σελλίνι άπό έδώ, ενα άπό έκεί, σταγόνα-σταγόνα. ’Ίσως άπό τίς παραγγελίες χ ονδρικής πώλησης. Κάνοντας κομπίνες μέ τούς παραγγελιοδόχ ους. Στρογγύλεψε τούς λογαριασμούς πρός τά πάνω καί θά τά μοιρασχ ουμε. Έντάξει; Τάχ α, πόσα μπορεί νά βγάζει κάθε μήνα άπό τήν μπύρα; Πές πώς πουλάει δέκα βαρέλια. Πές πώς εχ ει ενα κέρδος δέκα τοίς έκατό. ’Ή παραπάνω. Δέκα. Δεκαπέντε. Πέρασε εξω άπό τό κοινοτικό σχ ολείο τού Αγίου Ιωσήφ. Ξεφωνητά άλητόπαιδων. ’Ανοιχ τά παράθυρα. Ό καθαρός άέρας βοηθάει τή μνήμη. ‘Όλα μαζί. ’Άλφαβηταγάμα δελταεψιλονζήτα ήταθηταγιώτα καπαλαμδαμινί όμικρονπιροσιγματάφ υψιλονφιχ ιψικαιωμέγα. ’Αγόρια δέν είναι; Ναί. ’Ίνισχ ερκ, ’Ίνισαρκ. ’Ίνισμποφιν. Γεωγραφία. Kι έγώ. ’Όρος Μπλούμ.
Στάθηκε μπροστά στή βιτρίνα τού Ντλούγκατζ, κοιτάζοντας τίς πλεξούδες άπό τά λουκάνικα, τά αίματηρά, μαύρα καί άσπρα. Πενήντα έπί… Ο· άριθμοί ξεθώριαζαν μές στό μυαλό του χ ωρίς λύση. Δυσαρεστημένος, τούς παράτησε. Τά μάτια του κατάτρωγαν τίς γυαλιστερές άρμαθιές, τίς παραγεμισμένες μέ κιμά, καί είσέπνεε μέ εύδαιμονία τίς θερμές άναθυμιάσεις τού χ οίριου αίματος, μαγειρεμένου καί καρυκευμένου. ‘Ένα νεφρό εσταζε αίμα στάλα-στάλα, πάνω σ’ εναν δίσκο μέ σχ έδιο άπό ιτιές γιά διακόσμηση: τό τελευταίο. Στάθηκε κοντά στό ταμείο πίσω άπό τήν ύπηρέτρια τού γείτονα. Λές νά μού τό πάρει; Αύτή διάβαζε σ’ ενα χ αρτί όσα τής είχ αν γράψει ν’ άγοράσει. Χέρια καταξεσχ ισμένα· άπορρυπαντικά. Καί μιάμιση λίμπρα λουκάνικα Ντέννυς. Τά μάτια του στάθηκαν στούς δυνατούς γοφούς της. Γούντς λέγεται τό άφεντικό της. Άναρωτιέμαι τί δουλειά κάνει. Τή γυναίκα του μάλλον τήν πήραν τά χ ρόνια. Κι αύτός χ ρειάζεται νεανική σάρκα. ’Απαγορεύονται οί μνηστήρες’. Δυνατά μπράτσα. Γιά νά χ τυπάει τό χ αλί πού κρέμεται στήν άπλώστρα. Μά τήν άλήθεια, τού δίνει καί καταλαβαίνει. Καί ή τσαλακωμένη φούστα της αναπηδάει καθώς τό χ τυπάει, τό χ τυπάει, τό χ τυπάει. Ό άλλαντοπώλης μέ μάτια νυφίτσας πόστιαζε τά λουκάνικα πού ειχ ε κόψει άπό τήν πλεξούδα μέ πιτσιλισμένα δάχ τυλα, κόκκινα σάν τά λουκάνικα. Σφιχ τή ή σάρκα της σάν τής νέας δαμάλας πού άνατράφηκε στό παχ νί. Πήρε ενα φύλλο κομμένης εφημερίδας άπό τό σωρό γιά περιτύλιγμα. Τό ύποδειγματικό άγρόκτημα Κίννερεθ στίς όχ θες τής λίμνης τής Τιβεριάδος. Μπορούσε νά μετατραπεί σέ ιδανικό χ ειμερινό σανατόριο. Ό Μωυσής Μοντεφιόρι. Θά έβαζα στοίχ ημα ότι αυτός ήταν. Ή κατοικία τού άγροκτήματος, περιφραγμένη μέ άκαθόριστα γελάδια νά βόσκουν. Άπομάκρυνε τή σελίδα άπό τά μάτια του· ενδιαφέρον` τήν εφερε πιό κοντά, τό άκαθόριστο κοπάδι πού εβοσκε, ή σελίδα πού θρόιζε. Μιά λευκή νεαρή δαμαλίτσα. Εκείνα τά πρωινά στή ζωαγορά, τά ζώα μούγκριζαν πίσω άπό τούς φράχ τες, τά μαρκαρισμένα πρόβατα, ή κοπριά εσκαζε πέφτοντας, οί κτηνοτρόφοι μέ τίς άρβύλες τους μέ τά καρφιά τσαλαβουτάγανε στίς βρωμιές, δίνοντας ενα χ αίδευτικό χ τυπηματάκι στά καλοθρεμμένα καπούλια τών ζώων, νά ενα πρώτης διαλογής, κρατώντας στά χ έρια τους άξεφλούδιστες βέργες. Κράτησε ύπομονετικά τή σελίδα πλάγια, συγκεντρώνοντας τίς αισθήσεις του καί τή θέλησή του, τό άπαλό βλέμμα του σέ άνάπαυση. Ή τσαλακωμένη φούστα της ν’ άναπηδάει σέ κάθε χ τύπημα, σέ κάθε χ τύπημα, σέ κάθε χ τύπημα. Ό άλλαντοπώλης πήρε δυό φύλλα άπό τό σωρό, τύλιξε τά εκλεκτά λουκάνικά της μέ μιά γκριμάτσα, κατακόκκινος. —
Τί άλλο, δεσποινίς μου; ειπε.
Αύτή τού πρόσφερε ενα νόμισμα, χ αμογελώντας προκλητικά, άπλώνοντας τόν παχ ύ καρπό της. —
Εύχ αριστώ, δεσποινίς. Κι ενα σελλίνι, τρεις πέννες, τά ρέστα σας. Έσεις, παρακαλώ;
Ό κ. Μπλούμ εδειξε βιαστικά μέ τό δάχ τυλο. Γιά νά κερδίσει χ ρόνο καί νά τήν πάρει άπό πίσω, άν αύτή πήγαινε άργά, πίσω άπό τά κουνιστά καπούλια της. Τό πρώτο ευχ άριστο πράμα μές στό πρωινό. Κάμε γρήγορα, διάολε. “Αρπαξε τήν εύκαιρία, όσο μπορείς. Αύτή στάθηκε έξω άπό τό μαγαζί στή λιακάδα, καί μέ ράθυμα βήματα τράβηξε δεξιά. Άναστέξανε ξεφυσώντας` δέν παίρνουν ποτέ χ αμπάρι Χέρια καταξεσχ ισμένα άπό τά άπορρυπαντικά. Καί τά δάχ τυλα τών ποδιών της μέ κάλους. “Ενα καφετί σάλι κουρελιασμένο τήν προστάτευε άπό μπρός κι άπό πίσω.
Τό κεντρί τής άδιαφορίας της μεταβλήθηκε μέσα του σέ μιά ελάχ ιστη ικανοποίηση. ’Ανήκε σέ άλλον κάποιος άστυφύλακας, έκτός ύπηρεσίας, τή χ αίδολόγαγε στήν πάροδο ’Έκκλς. Τούς άρέσουν νά είναι ογκώδεις. Εκλεκτά λουκάνικα. ’Ώ, κύριε ’Αστυφύλακα, σας παρακαλώ, χ άθηκα στό δάσος. —
Τρεις πέννες, παρακαλώ.
Τό χ έρι του δέχ τηκε τό ύγρό μαλακό νεφρό καί τό γλίστρησε στήν πλαίνή τσέπη του. ‘Ύστερα έβγαλε άπό τήν τσέπη τού παντελονιού του τρία κέρματα καί τά άπέθεσε στή λαστιχ ένια άγκαθωτή επιφάνεια. ’Έμειναν εκεί μιά στιγμή, μετρήθηκαν γρήγορα καί γρήγορα γλίστρησαν Ενα-ενα στό συρτάρι. —
Ευχ αριστώ, κύριε. Νά μάς ξαναρθείτε.
Δέχ τηκε τίς εύχ αριστίες άπό τά άλεπουδίσια μάτια του σάν άναλαμπή μιάς δυνατής φωτιάς. ‘Ύστερα άπό ενα λεπτό άπέσυρε τό βλέμμα του. ’Όχ ι` καλύτερα όχ ι` μιάν άλλη φορά. —
Καλημέρα, είπε φεύγοντας.
—
Καλημέρα, κύριε.
Δέν φαίνεται πουθενά. ’Έφυγε. Τί νά κάνουμε; Ξαναγύρισε άπό τήν οδό Ντόρσετ, διαβάζοντας σοβαρός. ’Άτζενταθ Νέταιμ: Εταιρεία καλλιεργητών. Στόχ ος τής Εταιρείας ή άγορά άχ ανών άμμωδών εκτάσεων γής άπό τήν Τουρκική κυβέρνηση καί ή φύτευσις εύκαλύπτων. Δένδρα εξαίρετα διά τήν παροχ ήν σκιάς, διά θέρμανσιν καί διά οίκοδομικάς εργασίας. Πορτοκαλεώνες καί άπέραντες φυτείες πεπονιών στά βόρεια τής Γιάφφας. Καταβάλλετε οκτώ μάρκα διά τήν φύτευσιν δένδρων ελαίας, πορτοκαλιάς, άμυγδαλιάς καί κίτρων, έκτάσεως ένός ντύναμ γής. Τά έλαιόδενδρα έχ ουν εύθηνότερον κόστος` οί πορτοκαλιές έχ ουν άνάγκην τεχ νητής άρδεύσεως. Καθ’ έκαστον ετος λαμβάνετε δείγματα τής συγκομιδής. Τό όνομά σας θά έγγραφή ίσοβίως ώς καλλιεργητού εις τό μητρώον τής Εταιρείας. Δύνασθε νά καταβάλετε εις μετρητά μόνο τό δέκα τοίς εκατόν τού συνολικού ποσού καί τό υπόλοιπον εις έτησίας δόσεις. Μπλαίμπτρεουστράσσε 34, Βερολίνον, W.15. Δέν μ’ ενδιαφέρει. Πάντως, ενυπάρχ ει κάποια δυνατότης. Κοίταζε τά γελάδια, άκαθόριστα μέσα στήν άσημένια ζέστη. ’Ασημοσκεπασμένα λιόφυλλα. Γαλήνιες άτέλειωτες μέρες· κλάδεμα καί ώρίμανση. Οί ελιές συσκευάζονται σέ βάζα, ετσι δέν είναι; ’Έχ ουν μείνει μερικά άπό τόν ’Άντριους. Ή Μόλλυ τίς φτύνει. Τώρα ξέρει πώς είναι ή γεύση τους. Τά πορτοκάλια τυλίγονται σέ τσιγαρόχ αρτο καί συσκευάζονται σέ καφάσια. Τό ίδιο καί τά κίτρα. ’Αναρωτιέμαι άν ζεί άκόμα ό φουκαράς ό Κίτρον πού έμενε στη λεωφόρο Σαίν Κέβιον. Καί ό Μαστιάνσκυ μέ τήν παλιά κιθάρα του. Τότε περνάγαμε φίνα τά βράδια μας. Ή Μόλλυ καθότανε στήν ψάθινη καρέκλα τού Κίτρον. Είναι ώραίο νά κρατάς ενα δροσερό κερωμένο φρούτο, νά τό κρατάς στό χ έρι, νά τό φέρνεις στά ρουθούνια σου καί νά μυρίζεις τό άρωμα. ’Έτσι, βαρύ, γλυκό, άγριο άρωμα. Πάντα τό ίδιο, χ ρόνος βγαίνει, χ ρόνος μπαίνει. Ό Μόιζελ μού ελεγε ότι κατάφεραν νά εξασφαλίσουν ικανοποιητικές τιμές/ Πλατεία ’Άρμπουτους` εύχ άριστοι δρόμοι` ευχ άριστες περασμένες εποχ ές. Μού ελεγε ότι δέν πρέπει νά έχ ουν μήτε ενα ψεγάδι. Καί πρέπει νά κάμουν ενα τόσο μακρύ ταξίδι· ’Ισπανία, Γιβραλτάρ, Μεσόγειος, Λεβάντε. Καφάσια άραδιασμένα στίς
άποβάθρες τής Γιάφφας, ό λογιστής τά κατέγραφε σ’ ενα κατάστιχ ο, οί άχ θοφόροι μέ βρώμικες κελεμπίες τά μεταφέρανε. Νά σου άπό κοντά κι εκείνος ό τύπος, ό πώς τόν λένε. Τί κάνετε; Δέν μέ πρόσεξε. Κάποιος πού τόν ξέρεις άρκετά γιά νά τού πεις ενα γειά σου, άν καί είναι βαρετός. Καί άπό πίσω όλόφτυστος μ’ έκείνον τόν Νορβηγό πλοίαρχ ο. ’Άν τόν έβλεπα σήμερα, τάχ α θά τόν άναγνώριζα; Ό δημοτικός καταβρεχ τήρας. Γιά νά προκαλέσει τή βροχ ή. Έπί γης, ώς καί εις τούς ουρανούς. ‘Ένα σύννεφο άρχ ισε νά σκεπάζει τόν ήλιο, ολοκληρωτικά, άργά, ολοκληρωτικά. Γκρίζο. Μακριά. ’Όχ ι, όχ ι ετσι. Μιά άγονη γή, μιά γυμνή έρημος. Μιά ήφαιστειογενής λίμνη, ή νεκρή θάλασσα` χ ωρίς ψάρια, χ ωρίς βλάστηση, βυθισμένη βαθειά μέσα στή γή. Κανένας άνεμος δέν θά μπορέσει νά σηκώσει κύματα πάνω στά γκρίζα μεταλλικά δηλητηριασμένα ομιχ λώδη νερά της. Βροχ ή άπό θειάφι ονομάσανε τή βροχ ή της` οί πολιτείες τής πεδιάδας` τά Σόδομα, τά Γόμορρα, ή Έδώμ. ‘Όλα τά ονόματα νεκρά. Μιά νεκρή θάλασσα σέ μιά νεκρή χ ώρα, γκρίζα καί άρχ αία. Γέρασε πιά. Γέννησε τήν άρχ αιότερη, τήν πρώτη φυλή. Μιά καμπούρα μάγισσα βγήκε άπό τού Κάσσιντυ καί διέσχ ισε τό δρόμο, σφίγγοντας τό λαιμό μιας καράφας. Ό άρχ αιότερος λαός. Περιπλανήθηκε σ’ ολη τή γή, άπό αιχ μαλωσία σέ αιχ μαλωσία, έπληθύνθη, άπέθανε, διαιωνίσθη. Καί τώρα ιδού αύτή ή χ ώρα. Τώρα δέν μπορούσε πιά νά γεννήσει. Νεκρή` ό θάνατος μιας γριάς` τό γκρίζο βυθισμένο μουνί τής γής. Έρήμωση. ‘Ένας γκρίζος τρόμος ξέραινε τή σάρκα του. Τύλιξε τή σελίδα, τήν έχ ωσε στήν τσέπη του κι έστριψε βιαστικά στήν οδό ’Έκκλς, κατά τό σπίτι του. Παγωμένα λάδια έτρεχ αν μέσα στίς φλέβες του καί πάγωναν τό αιμα του` ή ήλικία του τόν σκέπαζε μ’ ενα μανδύα άπό αλάτι. Εντάξει τά κατάφερα. Στόμα τού πρωινού, άσχ ημα οράματα. Πρέπει νά σηκώθηκα άπό τό κρεβάτι μέ τό άριστερό πόδι σήμερα. Πρέπει ν’ άρχ ίσω ξανά εκείνες τίς άσκήσεις τού Σάντοου. Έπικύψεις μέχ ρι τό έδαφος. Σπίτι μέ καφέ λεκιασμένα τούβλα. Αύτό μέ τόν άριθμό ογδόντα άκόμα ξενοίκιαστο. Γιατί; Τό νοίκι είναι μόνο είκοσι οχ τώ λίρες. Απευθυνθείτε: Τάουερς, Μπάττερσμπυ, Νόρθ, ΜακΆρθουρ` τά παράθυρα τού ισόγειου σκεπασμένα μέ άφίσες. Σάν έμπλαστρα πάνω σ’ άρρωστο μάτι. Γιά νά μυρίζεις τόν άχ νό τού τσαγιού, τήν τσίκνα άπό τό τηγάνισμα, τό βούτυρο πού τσιτσιρίζει. Γιά νά είσαι κοντά στήν πλούσια, τή ζεστή, άπό τό κρεβάτι σάρκα της. Ναί, ναί. Μιά ζεστή ήλιαχ τίδα ήρθε τρέχ οντας άπό τήν οδό Μπάρκλεύ, εύλύγιστη, μέ άνάλαφρα σαντάλια, πάνω στό φωτισμένο μονοπάτι. Τρέχ ει, τρέχ ει νά μέ συναντήσει, ένα κορίτσι μέ χ ρυσά μαλλιά πού άνεμίζουν. Δυό γράμματα καί μία κάρτα βρίσκονταν στό πάτωμα τού χ ώλ. ’Έσκυψε καί τά μάζεψε. Κυρία Μάριον Μπλούμ. Οί γρήγοροι χ τύποι τής καρδιάς του έγιναν άμέσως άργότεροι. Αποφασιστικό γράψιμο. Κυρία Μάριον. — Πόλντυ! Μπαίνοντας στήν κρεβατοκάμαρα μισόκλεισε τά μάτια του καί προχ ώρη σε μέσα στό ζεστό κίτρινο ήμίφως πρός τό άναμαλλιασμένο κεφάλι της. —
Γιά ποιόν είναι τά γράμματα;
Αυτός τά κοίταξε. Μάλλινγκαρ. Μίλλυ. — ’Ένα γράμμα γιά μένα άπό τή Μίλλυ, είπε προσεχ τικά, καί μιά κάρτα γιά σένα. Κι ενα γράμμα γιά σένα. ’Άφησε τήν κάρτα της καί τό γράμμα πάνω στό ύφαντό κλινοσκέπασμα, κοντά στήν καμπύλη τών γονάτων της. —
Θέλεις ν’ άνεβάσω τό στόρι;
Καθώς άνέβαζε τό στόρι μέ μικρά τραντάγματα μέχ ρι τά μισά, τά μάτια του στράφηκαν πρός τά πίσω καί τήν είδαν νά ρίχ νει μιά ματιά στό γράμμα καί νά τό χ ώνει κάτω άπό τό μαξιλάρι. —
Είναι καλά ετσι; ρώτησε γυρίζοντας.
Διάβαζε τήν κάρτα, στηριγμένη στόν άγκώνα της. —
Πήρε τά πράματα, είπε.
Περίμενε ώσπου νά βάλει στήν άκρη τήν κάρτα καί νά ξαναδιπλωθει άργά πίσω μ’ εναν άναστεναγμό ικανοποίησης. —
Κάνε γρήγορα μ’ αύτό τό τσάι, είπε. Στέγνωσε ό λαιμός μου.
—
Τό νερό βράζει, είπε αυτός.
“Ομως καθυστέρησε γιά ν’ άδειάσει τήν καρέκλα` τό ριγέ μεσοφόρι της, άραδιασμένα λερωμένα εσώρουχ α` τά σήκωσε ολα στήν αγκαλιά του καί τά άπέθεσε στά πόδια τού κρεβατιού. Καθώς κατέβαινε τά σκαλοπάτια πρός τήν κουζίνα τού φώναξε: —
Πόλντυ!
—
Τί;
—
Νά ζεματίσεις τήν τσαγιέρα.
Δέν εκαμε λάθος, τό νερό εβραζε. “Ενας άνάλαφρος άτμός, σάν φτερό, εβγαινε άπό τό στόμιο. Ζεμάτισε τήν τσαγιέρα καί υστέρα τήν επλυνε κι εβαλε μέσα τέσσερις γεμάτες κουταλιές τσάι, γέρνοντας τό κατσαρόλι ώστε τό νερό νά τρέξει μέσα. Αφήνοντας τό τσάι νά τραβήξει, πήρε τό κατσαρόλι άπό τή φωτιά, στρίμωξε τό τηγάνι πάνω στ’ άναμμένα κάρβουνα καί κοίταζε τό κομμάτι τό βούτυρο νά γλιστράει καί νά λιώνει. Καθώς ξετύλιγε τό νεφρό άπό τό χ αρτί ή γάτα νιαούρισε πεινασμένα πρός τό μέρος του. ’Άν τής δώσεις πολύ κρέας δέν θά κυνηγήσει.ποντίκια. Λένε ότι δέν τρώνε χ οιρινό. Ύπακούν στούς ιουδαίκούς κανόνες. Όρίστε. ’Άφησε τό λερωμένο μέ α’ιματα χ αρτί νά πέσει πλάι της κι εριξε τό νεφρό στό λιωμένο βούτυρο πού τσίριζε. Πιπέρι. Πήρε λίγο άπό τήν κοψοχ ειλιασμένη αύγοθήκη καί τό πασπάλισε κυκλικά μέ τά δάχ τυλά του. Τότε εσκισε τό φάκελο, ρίχ νοντας μιά ματιά σ’ ολη τή σελίδα καί στήν άνάποδη μεριά. Εύχ αριστώ` καινούργιος μπερές` κύριος Κόχ λαν` πίκ-νίκ στή λίμνη ’Όουελ` νεαρός σπουδαστής`
τά κορίτσια τής ακρογιαλιάς τού Μπλέυζες Μπόυλαν. Τό τσάι είχ ε τραβήξει τώρα. Γέμισε τή δική του φλιτζάνα, ειδική γιά τούς μυστακοφόρους, απομίμηση Κράουν Ντέρμπυ, χ αμογελώντας. Δώρο τής χ αζο-Μίλλυς γιά τά γενέθλιά του. Μόνο πέντε χ ρονών ήταν τότε. ’Όχ ι, περίμενε· τεσσάρων. Τής είχ ε δώσει τό κολιέ, απομίμηση κεχ ριμπαριού, τό οποίο καί έσπασε. Τής εριχ νε μικρά καφέ διπλωμένα χ αρτάκια στό γραμματοκιβώτιο. Χαμογέλασε, σερβίροντας. ‘Ώ, Μίλλυ Μπλούμ, είσαι ή λατρεία μου. Είσαι ό καθρέφτης μου ολη τήν ήμέρα. Θά προτιμούσα νά ’μουν άπένταρος καί νά ’χ α εσένα παρά τήν Κέητ Κήο μέ τό γάιδαρο καί τόν κήπο της. Ό καημένος ό γερο-Γκούντγουιν, ό καθηγητής. ’Απελπιστική ιστορία. Παρ’ ολα αύτά ήταν εύγενικός γεροντάκος. ’Έκαμε μιά ντεμοντέ ύπόκλιση στή Μόλλυ, όταν τή χ αιρέτησε τήν ώρα πού εκείνη κατέβαινε άπό τή σκηνή. Καί τό καθρεφτάκί μέσα στό μεταξωτό καπέλο του. Τή βραδιά πού ή Μίλλυ τό έφερε στό σαλόνι. ’Ώ, κοιτάχ τε, τί βρήκα μέσα στό καπέλο τού καθηγητή Γκούντγουιν! Γελάσαμε ολοι. ’Ήδη, άπό τότε, οί πρώτες ενδείξεις ερωτισμού. Πονηρό γυναικάκι. ’Έχ ωσε τό πηρούνι μέσα στό νεφρό καί τό γύρισε άνάποδα. “Υστερα εβαλε τήν τσαγιέρα στόν δίσκο. Καθώς τόν σήκωσε, τό σκέπασμα τής τσαγιέρας άντήχ ησε. Τά ’βαλε ολα; Ψωμί μέ βούτυρο, τέσσερις φέτες, ζάχ αρη, κουταλάκι, τό άφρόγαλα. Ναί. Τόν μετέφερε στό πάνω πάτωμα, μέ τόν άντίχ ειρα περασμένο στό χ ερούλι τής τσαγιέρας. Μισανοίγοντας τήν πόρτα μέ τό γόνατο μετέφερε τόν δίσκο καί τόν άπέθεσε στήν καρέκλα, πλάι στό κεφάλι τού κρεβατιού. —
Πόσο πολύ άργησες! τού είπε.
’Έκαμε τά ελατήρια νά κουδουνίσουν, καθώς σηκώθηκε άπότομα μέ τόν εναν άγκώνα στό μαξιλάρι. Κοίταζε ήρεμα τό ογκώδες σώμα της καί τό ενδιάμεσο τών μεγάλων πλαδαρών βυζιών της, πού εγερναν πρός τά κάτω μέσα στό νυχ τικό της, σάν μαστάρια κατσίκας. Ή ζέστα τού κουρνιασμένου σώματός της διαχ ύθηκε στόν άέρα, σμίγοντας μέ τήν ευωδιά τού τσαγιού πού σερβίρισε. Μιά λωρίδα σκισμένου φακέλου ξεπρόβαλε άπό τό ζαρωμένο μαξιλάρι. Καθώς ξεκίνησε νά φύγει στάθηκε γιά νά διορθώσει τό σκέπασμα τού κρεβατιού. —
Άπό ποιόν ήταν τό γράμμα; ρώτησε.
Αποφασιστικό γράψιμο. Μάριον. —
’Ώ, άπό τόν Μπόυλαν, είπε. Θά φέρει τό πρόγραμμα.
—
Τί θά τραγουδήσεις;
—
Τό La ci darem μέ τόν Τζ. Σ. Ντόυλ, είπε, καί Τής άγάπης τό παλιό γλυκό τραγούδι.
Τά σαρκώδη χ είλη της χ αμογελούσαν καθώς επινε. Μάλλον μπαγιάτικη μυρωδιά οπως αύτή πού άφήνει τό θυμίαμα τήν επομένη. Σάν βρώμικο νερό άπό βάζο μέ λουλούδια. —
Θέλεις ν’ άνοίξω λίγο τό παράθυρο;
Δίπλωσε μιά φέτα ψωμί καί τήν εβαλε στό στόμα της. —
Τί ώρα είναι ή κηδεία; ρώτησε.
—
Στίς εντεκα, νομίζω, άπάντησε. Δέν είδα τήν εφημερίδα.
’Ακολουθώντας τήν ένδειξη τού δαχ τύλου της σήκωσε άπό τό κρεβάτι τή βρώμικη κυλότα της πιάνοντάς την άπό τό μπατζάκι. ’Όχ ι αύτό; Τότε, μιά μπερδεμένη γκρίζα ζαρτιέρα τυλιγμένη γύρω άπό μία κάλτσα· ζαρωμένη, γυαλιστερή φτέρνα. —
’Όχ ι` τό βιβλίο.
’Άλλη μιά κάλτσα. Τό μεσοφόρι. —
Πρέπει νά εχ ει πέσει κάτω, είπε αύτή.
Ψηλάφισε εδώ κι εκεί. Voglio e non vorrei. Αναρωτιέμαι άν τό προφέρει σωστά: voglio. Δέν ήταν πάνω στό κρεβάτι. Πρέπει νά εχ ει γλιστρήσει κάτω. ’Έσκυψε καί σήκωσε τή φράντζα. Τό βιβλίο, πεσμένο, άκούμπαγε πάνω στόν όγκο τού χ ρώματος πορτοκαλί δοχ είου νυκτός. —
Φέρ’ το νά δώ, είπε. Το εχ ω σημαδέψει. “Υπάρχ ει μιά λέξη πού θέλω νά σέ ρωτήσω.
Ρούφηξε μιά γουλιά τσάι άπό τή φλιτζάνα της πού δέν τήν κρατούσε άπό τή λαβή καί, άφού σκούπισε γρήγορα τά άκροδάχ τυλά της στήν κουβέρτα, άρχ ισε νά ψάχ νει τό κείμενο μέ τή φουρκέτα, μέχ ρι πού βρήκε τή λέξη. —
Μέ τήν ψυχ ή σου, τί; τή ρώτησε.
—
Έδώ, είπε αύτή. Τί σημαίνει αύτό;
’Έσκυψε πρός τά κάτω καί διάβασε πλάι στά βαμμένα νύχ ια της. —
Μετεμψύχ ωση;
—
Ναί, είπε αύτή. Τί σημαίνει;
— Μετεμψύχ ωση, είπε αύτός, συνοφρυωμένος. Είναι ελληνικό` προέρχ εται άπό τά ελληνικά. Σημαίνει τή μετοίκηση τών ψυχ ών. ’Ώ, διάολε! είπε αύτή. Πές το μας μέ άπλά λόγια. Χαμογέλασε, καθώς παρατηρούσε λοξά τό κοροίδευτικό βλέμμα της. Τά ίδια νεανικά μάτια. Τήν πρώτη νύχ τα μετά τά εμμετρα αινίγματα. Στό Ντόλφινς Μπάρν. Ξεφύλλισε τίς μουντζουρωμένες σελίδες. Ή Ρούμπυτό Καμάρι τού Τσίρκου. Γειά χ αρά. Εικονογραφημένο. Θηριώδης ’Ιταλός μέ
μαστίγιο αμαξηλάτη. Πρέπει νά είναι ή Ρούμπυ, τό καμάρι του, γυμνή πάνω στό δάπεδο. Κάποιο σεντόνι πού τής δανείσανε άπό εύγένεια. Τό τέρας Μαφφέι διέκοφε καί μέ μιά βλαστήμια πέταξε τό θύμα του άπό πάνω του. Ή σκληρότητα πίσω άπό ολα αύτά. Ντοπαρισμένα ζώα. Ή κινουμένη αιώρα στό τσίρκο Χέγκλερ. Αναγκάστηκα νά στρέψω άλλου τό βλέμμα μου. Ό όχ λος μέ τό στόμα ορθάνοιχ το. Σπάστε τή σπονδυλική σας στήλη κι εμείς θά σκάσουμε στά γέλια. Οικογένειες ολόκληρες άπό δαύτους. Τά έξαρθρώνουν άπό παιδιά ετσι πού μπορούν νά μετεμψυχ ωθούν. Νά ζήσουμε μεταθανάτια. Οί ψυχ ές μας. ’Έτσι πού ή ψυχ ή ένός άνθρώπου μετά τό θάνατό του. Ή ψυχ ή τού Ντίγκναμ… —
Τό τελείωσες; τή ρώτησε.
— Ναί, είπε αύτή. Δέν εχ ει τίποτα πρόστυχ ο. Έσύ πιστεύεις πώς αύτή παραμένει ερωτευμένη μέ τόν πρώτο της φίλο ολο τόν καιρό; —
Δέν τό διάβασα. Θέλεις κανένα άλλο;
—
Ναί. Φέρε μου ενα άλλο του Πώλ ντέ Κόκ. ’Έχ ει ώραίο όνομα αύτός.
’Έχ υσε κι άλλο τσάι στή φλιτζάνα της, παρακολουθώντας τη μέ τό ενα μάτι καθώς τή γέμιζε. Πρέπει ν’ άνανεώσω τόν χ ρόνο γιά εκείνο τό βιβλίο πού δανείστηκα άπό τή βιβλιοθήκη τής όδού Κέηπελ, γιατί άλλιώτικα θά γράψουν στόν Κήρνυ, τόν έγγυτή μου. Μετενσάρκωση, αύτή είναι ή λέξη. — Μερικοί άνθρωποι, τής είπε, πιστεύουν ότι συνεχ ίζουμε νά ζούμε μετά τό θάνατό μας σ’ ενα άλλο σώμα άπ’ αύτό πού ζούσαμε πριν. Αύτό τό ονομάζουν μετενσάρκωση. Λένε πώς ολοι μας ζήσαμε πριν χ ιλιάδες χ ρόνια πάνω στή γή, ή σέ κάποιον άλλο πλανήτη. Λένε πώς τό έχ ουμε ξεχ άσει. Μερικοί λένε πώς θυμούνται τίς προηγούμενες ζωές τους. Τό παχ ύ άφρόγαλα επηζε σχ ηματίζοντας σπείρες στό τσάι της. Καλύτερα νά τής θυμίσω τή λέξη` μετεμψύχ ωσις. ‘Ένα παράδειγμα θά ήταν καλύτερο. ‘Ένα παράδειγμα; Τό Λουτρό τής Νύμφης πάνω ο.πό τό κρεβάτι. ’Ένθετη δωρεά τού Πασχ αλιάτικου τεύχ ους τού περιοδικού Φωτογραφικές Στιγμές. ‘Υπέροχ ο άριστούργημα σέ καλλιτεχ νικά χ ρώματα. Στό χ ρώμα τού τσαγιού πριν ρίξεις τό άφρόγαλα. Τής μοιάζει λίγο όταν εχ ει ριγμένα τά μαλλιά της κάτω` λίγο πιό άδύνατη. Τρία σελλίνια κι εξι πέννες πλήρωσα γιά τό κάδρο. Είπε πώς θά ταίριαζε όμορφα πάνω άπό τό κρεβάτι. Γυμνές νύμφες· Ελλάδα` μπορούσα νά τής δώσω γιά παράδειγμα τούς άνθρώπους εκείνης τής εποχ ής. Γύρισε τίς σελίδες. — Μετεμψύχ ωσις, είπε, ετσι τό ονόμαζαν αύτοί οί άρχ αίοι ‘Έλληνες. Γ ιά νά σού δώσω νά καταλάβεις, πίστευαν πώς μπορούσες ν’ άλλάξεις καί νά γίνεις κάποιο ζώο ή κάποιο δέντρο. Γιά παράδειγμα, αύτό πού ονόμαζαν νύμφες. Τό κουταλάκι της σταμάτησε ν’ άνακατώνει τή ζάχ αρη. Κοίταξε ίσια μπροστά της, άναπνέοντας μέσα άπό τά αψιδωτά ρουθούνια της.
—
Κάτι καίγεται. Μυρίζει, είπε αύτή. ’Άφησες τίποτα στή φωτιά;
—
Τό νεφρό! φώναξε ξαφνικά εκείνος.
’Έχ ωσε άπότομα τό βιβλίο στήν εσωτερική του τσέπη καί, σκοντάφτοντας πάνω στή σπασμένη πολυθρόνα, δρμησε κατά τή μυρωδιά, κατεβαίνοντας βιαστικά τίς σκάλες μέ πηδήματα τρομαγμένου πελαργού. Μιά στυφή δέσμη καπνού ξεπεταγόταν θυμωμένα άπο τή μιά πλευρά τού τηγανιού. Σπρώχ νοντας τά δόντια τού πηρουνιού κάτω άπό τό νεφρό τό ξεκόλλησε καί τό άναποδογύρισε σάν χ ελώνα. Μόνο ελάχ ιστα είχ ε καεί. Τό εσπρωξε άπό τό τηγάνι σ’ ενα πιάτο καί περιέχ υσε πάνω του τή λίγη μαυριδερή σάλτσα. “Ωρα γιά μιά φλιτζάνα τσάι τώρα. Κάθησε, εκοψε καί βουτύρωσε μία φέτα ψωμί. ’Έκοψε τήν καμένη γωνιά τού νεφρού καί τήν εριξε στή γάτα. “Υστερα έβαλε τό πηρούνι στό στόμα του, μασώντας μέ εκτίμηση τήν ελαστική καί γευστική σάρκα. “Οπως επρεπε. Μιά γεμάτη ρουφηξιά τσάι. “Υστερα εκοψε μπουκιές ψωμιού, βούτηξε μιά άπ’ αύτές στή σάλτσα καί τήν εβαλε στό στόμα του. Τί ελεγε γιά κάποιον νεαρό σπουδαστή καί ενα πίκ-νίκ; Ξεδίπλωσε τό γράμμα, τό εβαλε στό πλάι του καί τό διάβαζε άργά καθώς μασούσε, βουτώντας μιάν άκόμη μπουκιά ψωμιού στή σάλτσα καί φέρνοντάς την στό στόμα του. ’Αγαπημένε μου μπαμπάκα, Χίλια εύχ αριστώ γιά τό όμορφο δώρο τών γενεθλίων μου. Μού πάει θαυμάσια. “Ολοι λένε ότι μέ τόν καινούργιο μου μπερέ είμαι ή ώραία τής παρέας. ’Έλαβα καί τό υπέροχ ο κουτί μέ τά σοκολατάκια τής μαμάς καί τής γράφω. Είναι πολύ νόστιμα. Τώρα τά καταφέρνω πολύ καλά στή φωτογραφία. Ό κύριος Κόχ λαν μού εβγαλε μία καί θά τή στείλει ή γυναίκα του, όταν θά έμφανισθεί. Χθές είχ αμε πολλή πελατεία. ’Έκανε καλό καιρό καί ολα τά βόδια μέ τίς μεγάλες πατούσες βγήκανε τσάρκα γιά νά φωτογραφηθούν. Τή Δευτέρα θά παμε μέ μερικούς φίλους πίκνίκ στή λίμνη ’Όουελ. Δώσε τήν άγάπη μου στή μαμά καί έσύ λάβε ενα μεγάλο φιλί καί τίς ευχ αριστίες μου. Τούς άκούω νά παίζουν πιάνο κάτω στό σαλόνι. Τό Σάββατο θά δοθεί ενα κονσέρτο στό Γκρέβιλλ Λ ‘Αρμς. Βρίσκεται εδώ ενας νεαρός σπουδαστής, περνάει μερικά, βράδια, τόν λένε Μπάννον, εχ ει κάτι ξαδέρφια, ή κάτι παρόμοιο, πού είναι! πολύ σπουδαίοι, τραγουδάει τό τραγούδι τού Μπόυλαν (παρ’ ολίγο νά γράψω τού Μπλέηζες Μπόυλαν) γιά τά κορίτσια τής»άκρογιαλιάς. Πές του ότι ή χ αζο-Μίλλυ τού στέλνει χ αιρετίσματα. Τώρα πρέπει νά κλείσω τό γράμμα, μέ τρυφερή άγάπη ή άγαπημένη σου κόρη ΜΙΛΛΥ υ.γ. Συγγνώμη γιά τό κακό γράψιμο, βιάζομαι. Γειά χ αρά. Μ. Δεκαπέντε χ ρονών χ θές. Περίεργο. Καί δεκαπέντε τού μηνός. Τά πρώτα της γενέθλια μακριά άπό τό σπίτι. Χωρισμός. Θυμήθηκε τήν καλοκαιριάτικη μέρα τής γέννησής της, τότε πού ετρεχ ε να ξυπνήσει τήν κυρία Θόρτον στήν όδό Ντέντζιλ. Καλωσυνάτη γυναίκα. Πρέπει νά εχ ει βοηθήσει σέ πολ-λες γέννες. Αύτή τό κατάλαβε άμέσως ότι ό φτωχ ούλης ό Ρούντυ δέν θά ζούσε. Τί νά κάνουμε, κύριε, ό Θεός είναι πανάγαθος. Άμέσως τό κατάλαβε. Θά ήταν έντεκα χ ρονών τώρα, άν
ζούσε. Τό άδειο του βλέμμα καρφώθηκε λυπημένο στό ύστερόγραφο. Συγγνώμη γιά τό κακό γράψιμο. Βιάζομαι. Πιάνο κάτω στό σαλόνι. Βγαίνει άπό τό καβούκι της. Θυμάμαι τόν καυγά πού είχ αμε τότε στό ζαχ αροπλαστείο XL γιά τό βραχ ιόλι. Δέν ήθελε νά φάει τήν πάστα της, μήτε νά μιλήσει, μήτε νά σηκώσει τά μάτια της. Μικρή πεισματάρα. Βούτηξε κι άλλες μπουκιές στή σάλτσα καί έτρωγε κομμάτι κομμάτι τό νεφρό. Δώδεκα σελλίνια καί εξι πέννες τήν εβδομάδα παίρνει. Δέν είναι πολλά. “Ομως θά μπορούσε νά ήταν καί χ ειρότερα. Βουβά ρολάκια στό Μιούζικ Χώλ. Νεαρός σπουδαστής. ’Ήπιε μιά γουλιά χ λιαρού τσαγιού γιά νά ξεπλύνει τό στόμα του. “Υστερα ξαναδιάβασε τό γράμμα` δύο φορές. ’Έ, καί; Ξέρει πώς νά προσέχ ει τόν εαυτό της. “Ομως, άν δέν ξέρει; ’Όχ ι, δέν συμβαίνει τίποτα. Βέβαια, ολα είναι πιθανά. “Οπως καί νά ’χ ει τό πράμα, δέν γίνεται τίποτα άλλο παρά νά περιμένει. Ό διάολος έχ ει πολλά ποδάρια. Οί λεπτές γάμπες της άνεβαίνοντας τίς σκάλες. Τό πεπρωμένο. ‘Ωριμάζει τώρα. Ματαιόδοξη` πολύ. Χαμογέλασε μέ τρυφερή άνησυχ ία, στραμμένος κατά τό παράθυρο τής κουζίνας. Τήν ήμέρα πού τήν έπιασα νά τσιμπάει τά μάγουλά της στό δρόμο γιά νά τά κάνει πιό κόκκινα. Λίγο άναιμική. Τής δίναμε νά πίνει γάλα περισσότερο καιρό άπό όσο έπρεπε. Εκείνη τήν ήμέρα πάνω στό καράβι Ό Βασιλιάς τού ’Έριν, κάνοντας τόν γύρο τού πλωτού φάρου Κίς. Τό καταραμένο σαπιοκάραβο νά χ οροπηδάει συνέχ εια. Δέν φοβήθηκε καθόλου. Ή εσάρπα της, άνοιχ τό γαλάζιο, καί τά μαλλιά της νά κυματίζουν στόν άνεμο. Λακκάκια και μπουκλίτσες, τό κεφάλι σου άπλά στριφογυρίζει. Τά κορίτσια τής άκρογιαλιάς. Σχ ισμένος φάκελος. Μέ τά χ έρια χ ωμένα στίς τσέπες τού παντελονιού του, ένας άμαξας πού έχ ει ρεπό, τραγουδάει. Οικογενειακός φίλος. Στριφογυρίζει, λέει. Φωταγωγημένη εξέδρα, καλοκαιριάτικο βράδυ, ορχ ήστρα. Λυτά τά κορίτσια αυτά τά κορίτσια, αύτά τά χ αριτωμένα κορίτσια τής άκρογιαλιάς. Καί ή Μίλλυ, κι αύτή. Νεανικά φιλιά` τό πρώτο. Τώρα μακρινό φευγάτο παρελθόν. Ή κυρία Μάριον. Τώρα διαβάζει ξαπλωμένη άνάσκελα, μετρώντας, ξεμπλέκοντας τούς βόστρυχ ους τών μαλλιών της, χ αμογελώντας. Μιά ελαφρά άνησυχ ία λύπης πέρασε μέσα στή ραχ οκοκκαλιά του. Κορυφώθηκε. Ναί, κάποτε θά συμβεί. Νά τό εμποδίσω. Ανώφελο` είναι άδύνα` το. Κοριτσίστικα γλυκά άπαλά χ είλη. Κάποτε θά συμβεί. ’Ένιωσε τίς αύξα-νόμενες ανησυχ ίες νά τόν πλημμυρίζουν. Είναι άνώφελο τώρα νά κάνει οτιδήποτε. Φιλημένα χ είλη, φιλώντας, φιλήθηκαν. Σαρκώδη ύγρά γυναικεία χ είλη. Καλύτερα πού βρίσκεται εκεί κάτω, μακριά. ’Έχ ει κάτι ν’ άπασχ ολείται. Ζητούσε ενα σκύλο γιά νά περνάει τήν ώρα της. Θά μπορούσα νά κάνω ενα ταξιδάκι μέχ ρι έκεί. Τό Δεκαπενταύγουστο, μόνο δύο σελλίνια κι εξι πέννες μετ’ επιστροφής. “Ομως θέλει άκόμα εξι εβδομάδες μέχ ρι τότε. ’Άν τά κατάφερνα νά βρώ κανένα δημοσιογραφικό εισιτήριο άτελώς; `Ή μέσω του ΜακΚόυ; Ή γάτα, άφού καθάρισε τή γούνα της, γύρισε κατά τό χ αρτί μέ τά αίματα, τό μύρισε καί περπάτησε καμαρωτά κατά τήν πόρτα. Γύρισε καί τόν κοίταξε νιαουρίζοντας. Θέλει νά βγεί. Περιμένει μπροστά άπό τήν πόρτα μήπως άνοίξει κάποτε. ’Άσ’ την νά περιμένει. Νευρικότητα.
’Ηλεκτρική. Προμηνύεται καταιγίδα. ’Έπλυνε τό αυτί της μέ τήν πλάτη γυρισμένη στή φωτιά. ’Ένιωσε μιά νωθρότητα` βαρύς· υστέρα ενα άνάλαφρο λασκάρισμα στά άντερά του. Σηκώθηκε άρχ ίζοντας νά λύνει τή ζώνη τού παντελονιού του. Ή γάτα νιαούρισε κοιτάζοντάς τον. —
Νιάου! τής άπάντησε. Περίμενε νά έτοιμασθώ.
Κουφόβραση. Θά έχ ουμε ζέστη σήμερα. Πολύ κουραστικό νά πάρω τόν άνήφορο τής σκάλας. Μιά έφημερίδα. Τού άρεσε νά διαβάζει καθισμένος στό θρόνο. Ελπίζω νά μήν έρθει καί χ τυπήσει τήν πόρτα κανένας πίθηκος πρίν τελειώσω. Στό συρτάρι τού τραπεζιού βρήκε ενα παλιό φύλλο τού περιοδικού Φύρδην-Μίγδην. Τό δίπλωσε κάτω άπό τή μασχ άλη του, πήγε στήν πόρτα καί τήν άνοιξε. Ή γάτα άνέβηκε τίς σκάλες μ’ ελαφρά πηδήματα. ’Ά, πάνω ήθελε νά πάει, νά κουλουριαστεί πάνω στό κρεβάτι. Τεντώνοντας τό αυτί του, άκουσε τή φωνή της: —
’Έλα, ελα, ψιψίνα, ελα.
Βγήκε άπό τήν πίσω πόρτα στόν κήπο` στάθηκε άκίνητος μήπως άκούσει κάτ` άπό τόν διπλανό κήπο. Τίποτα. ’Ίσως νά άπλωναν τήν μπουγάδα. Ή ύπηρέτρια είχ ε βγεί στόν κήπο. `Ωραίο πρωινό. ’Έσκυψε γιά νά κοιτάξει μια λεπτή μέντα πού φύτρωνε κοντά στόν τοίχ ο. Νά φτιάξω ενα κιόσκι εδώ. Κουκιά Ισπανίας. Παρθενόκισσος. Πρέπει νά ρίξω κοπριά σ’ ολο τόν κήπο, άγονο έδαφος. “Ενα χ έρι θειάφισμα. “Ολη ή γή θά ήταν ετσι, άν δέν υπήρχ ε ή κοπριά. Τ’ άποφάγια τού σπιτιού. Τί είναι άκριβώς ^ό καστανόχ ωμα; Οί κότες στό διπλανό κήπο` οί κουτσουλιές τους πολύ καλή κοπριά. “Ομως ή καλύτερη κοπριά είναι ή σβουνιά άπό τά γελάδια, ειδικά όταν τά ταίζουνε μέ λιοκόκκι. Σβουνιά άνακατεμένη μέ άχ υρα. Δέν ύπάρχ ει τίποτα καλύτερο γιά νά καθαρίσεις δερμάτινα γάντια. Ή βρώμα καθαρίζει. Καί οί στάχ τες, τό ίδιο. “Ολος ό κήπος θέλει ταχ τοποίηση άπό τήν αρχ ή. Σ’ έκείνη τή γωνία νά φυτέψω μπιζέλια. Μαρούλια. Νά ’χ ω πάντα φρέσκα λαχ ανικά. ’Άν καί οί κήποι έχ ουν κι αύτοί τά μειονεκτήματά τους. Έκείνη τή μέλισσα ή τήν κρεατόμυγα τήν Πεντηκοστή. Συνέχ ισε τό περπάτημα. Αλήθεια, πού έβαλα τό καπέλο μου; Πρέπει νά τό κρέμασα πάλι στήν κρεμάστρα. ’Ή νά τό παράτησα στό πάτωμα. Περίεργο, δέν θυμάμαι. Ή κρεμάστρα τού χ ώλ είναι γεμάτη πράματα. Τέσσερις ομπρέλες, τό άδιάβροχ ό της. Τήν ώρα πού μάζεψα άπό κάτω τά γράμματα. Ακούω νά χ τυπάει τό κουδούνι τού μαγαζιού τού Ντράγκο. Περίεργο, τή στιγμή πού τό σκεφτόμουνα. Γυαλιστερά άπό τήν μπριγιαντίνη μαλλιά στό κολάρο του. Μόλις τά έπλυνε καί τά χ τένισε. ’Άραγε θά βρώ λίγην ώρα σήμερα τό πρωί γιά ένα λουτρό; Όδός Τάρα. Λένε πώς τό παιδί τού ταμείου βοήθησε τόν Τζέημς Στήβενς νά δραπετεύσει. Ό Ο’Μπράιαν. Αυτός ό Ντλούγκατζ έχ ει βαθειά φωνή. Τί πάει νά πει Ατζέντα; Λοιπόν, δεσποινίς. Ενθουσιασμός. ’Άνοιξε μέ μία κλωτσιά τήν ετοιμόρροπη πόρτα τού άποχ ωρητήριου. ’Άς προσπαθήσουμε νά είμαστε προσεχ τικοί καί νά μή λερώσουμε τό παντελόνι τής κηδείας. Μπήκε σκύβοντας τό κεφάλι κάτω άπό τό χ αμηλό πανοκάσι. Αφήνοντας μισάνοιχ τη τήν πόρτα, άρχ ισε νά λύνει τίς τιράντες του άνάμεσα στήν μπόχ α τού μουχ λιασμένου άσβέστη καί στίς πολυκαιρινές άράχ νες. Πρίν
κάτσει κοίταξε μέσα άπό μιά χ αραμάδα ψηλά τό διπλανό παράθυρο. Ό βασιλιάς μέτραγε τά φλουριά του. Κανείς. Βολεμένος στό θρόνο ξεδίπλωσε τό περιοδικό του, γυρίζοντας τίς σελίδες πάνω στά γυμνά του γόνατα. Κάτι πρωτότυπο κι ευχ άριστο. Δέν ύπάρχ ει λόγος νά βιάζεσαι. Βάστα λίγο Τό βραβευθέν διήγημα τού περιοδικού μας. Τό αριστοτεχ νικόν τέχ νασμα τού Μάτσαμ. Ύπό κ. Φιλίπ Μπιούφού, μέλους τής λέσχ ης τών θεατροφίλων, Λονδίνον. Αμοιβή μιάς γκινέας κατά στήλην κατεβλήθη εις τόν συγγραφέα. Τρείς καί μισή στήλες. Τρεις λίρες, δεκατρία σελλίνια καί εξι πέννες. Διάβασε ήρεμα, αύτοσυγκρατούμενος, τήν πρώτη στήλη καί, ένδίδοντας άλλά καί άντιστεκόμενος, άρχ ισε τή δεύτερη. Στά μισά, ή τελευταία άντίστασή του κάμφθηκε καί έπέτρεψε στά έντερά του νά άνακουφιστούν ήρεμα, καθώς διάβαζε καί συνέχ ισε νά διαβάζει υπομονετικά, ενώ έκείνη ή ελαφρά χ θεσινή δυσκοιλιότης είχ ε παρέλθει. Ελπίζω νά μήν είναι καμιά ύπερμεγέθης καί μού ερεθίσει τίς αιμορροίδες. ’Όχ ι, τό άκριβές μέγεθος. Εντάξει. Άχ ά! Δυσκοίλιος; Πάρτε ένα χ άπι κάσκαρα σαγκράντα. Καί ή ζωή μπορούσε νά ήταν έτσι. Δέν τόν συγκινούσε μήτε τόν άγγιζε, άλλά ήταν κάτι γρήγορο καί καθαρό. Τώρα ό καθένας τυπώνει ό,τι θέλει. Καλοκαίρι. Συνέχ ισε τό διάβασμα, καθισμένος ήρεμα πάνω άπό τή δική του άνερχ όμενη μυρωδιά. Καθαρός βέβαια. Ό Μάτσαμ συχ νά έσκέπτετο τό αριστοτεχ νικόν τέχ νασμα μέ τό όποιον έπεκράτησε της γελαστής μαγίσσης, ήτις. Αρχ ίζει καί τελειώνει ήθικά. Χέρι μέ χ έρι. Πανέξυπνο. ’Έριξε άκόμα μιά ματιά σέ όσα είχ ε κιόλας διαβάσει καί, καθώς ένιωσε τά ύγρά του νά του φεύγουν αθόρυβα, ζήλεψε χ ωρίς κακία τόν κύριο Μπιούφού πού τό ειχ ε γράψει καί ειχ ε λάβει άμοιβή τριών λιρών, δεκατριών σελλινίων καί εξι πεννών. Θά μπορούσα νά σκαρώσω ενα εύθυμογράφημα. Ύπό κυρίας καί κυρίου Λ. Μ. Μπλούμ. Νά βρώ τόν τρόπο μυθοπλασίας κάποιας παροιμίας, άλλά ποιας; Τόν καιρό πού έγραφα στίς μανσέτες μου αύτά πού ελεγε τήν ώρα πού ντυνόταν. Δέν μού άρέσει νά ντυνόμαστε μαζί. Κόπηκα καθώς ξυριζόμουνα. Δαγκώνοντας τό κάτω χ είλος της, τήν ώρα πού εκλεινε τήν κόπιτσα τού άνοίγματος τής φούστας της. Χρονομετρώντας την. 9.15’. Δέν σέ πλήρωσε άκόμα ό Ρόμπερτς; 9.20’. Τί φόραγε ή Γκρέττα Κόνρού; 9.23’. Τί μ’ έπιασε κι άγόρασα αύτή τή χ τένα; 9.24’. Πρήστηκα μέ αύτό τό λάχ ανο πού έφαγα. ‘Ένας κόκκος σκόνης πάνω στό γυαλισμένο παπούτσι της. Τρίβοντας επιδέξια τά ψίδια τών παπουτσιών της πάνω στήν κάλτσα της, τό ενα μετά τό άλλο. Τό επόμενο πρωί μετά τόν φιλανθρωπικό χ ορό, οπου ή ορχ ήστρα Μέυ ειχ ε παίξει τό Χορό τών ‘Ωρών, τού Πονκιέλλι. Πού εξηγεί τίς πρωινές ώρες, τίς ώρες τού μεσημεριού, άκολούθως κατά σειρά τίς εσπερινές ώρες καί τίς νυχ τερινές ώρες. Αύτή επλενε τά δόντια της. ’’’Ηταν ή πρώτη νύχ τα. Τό κεφάλι της χ όρευε άκόμα. Τά πτερύγια τής βεντάλιας της κροτάλιζαν. Είναι ευκατάστατος αυτός ό Μπόυλαν; ’Έχ ει χ ρήματα. Καί λοιπόν; Πρόσεξα πώς ή άναπνοή του μύριζε όμορφα όταν χ ορεύαμε. Λοιπόν, άνώφελο νά σιγοτραγουδάς. Νά ύπαινίσσεσαι. Παράξενη μουσική χ θές βράδυ. Ό καθρέφτης μέσα στή σκιά. ’Έτριβε μέ δύναμη τό κυανοκιάλι της στή μάλλινη ζακέτα της, πάνω στά πληθωρικά κουνιστά βυζιά της. Κρυφοκοιταζότανε μόνη της. Ρυτίδες στά μάτια της. ’Αδύνατο νά είναι κανείς βέβαιος. Εσπερινές ώρες, κορίτσια ντυμένα μέ γκρίζες όργκάντζες. Νυχ τερινές ώρες, υστέρα μέ στιλέτα καί προσωπίδες. Ποιητική ιδέα, άρχ ικά ρόζ, κατόπιν χ ρυσή, υστέρα γκρίζα, τελικά μαύρη. Κι όμως άληθινή. Ή ήμέρα, υστέρα ή νύχ τα. ’Έσκισε άπότομα τό μισό άπό τό βραβευμένο διήγημα καί σκουπίστηκε. ‘Ύστερα σήκωσε τό παντελόνι του, ταχ τοποίησε τίς τιράντες του καί κουμπώθηκε. Τράβηξε τήν ξεχ αρβαλωμένη πόρτα
τού άποχ ωρητήριου καί βγήκε άπό τά σκοτάδια στό φώς. Στό λαμπερό φώς, ξαλαφρωμένος καί άναζωογονημένος, εξέτασε προσεκτικά τό μαύρο πανταλόνι του, τά ρεβέρ, τά γόνατα, τίς άντζες. Τί ώρα είναι ή κηδεία; Καλύτερα νά κοιτάξει τήν εφημερίδα. ‘Ένα τρίξιμο άκούστηκε ψηλά στόν άέρα κι υστέρα ενας υπόκωφος κρότος. Οί καμπάνες τής εκκλησίας τού Αγίου Γεωργίου. Χτυπούσαν τήν ώρα· δυνατό σκοτεινό σίδερο. Χεϊχ ό! Χεϊχ ό! Χεϊχ ό! Χεϊχ ό! Χεϊχ ό! Χεϊχ ό! Παρά τέταρτο. ’Άλλη μιά φορά` ή αρμονική παρήχ ηση συνεχ ίστηκε άέρα. Τρίτη φορά. Φτωχ έ Ντίγκναμ!
5. ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ ΜΕ ΜΕΤΡΗΜΕΝΟ ΒΗΜΑ, άνάμεσα άπό φορτηγά, ό κ. Μπλούμ διέσχ ισε τήν άποβάθρα σέρ Τζών Ρότζερσον, τήν οδό Γουίντμιλ, πέρασε μπροστά άπό τό λινοτριβείο Λίσκ, τό γραφείο Ταχ υδρομείου καί Τηλεγραφείου. Μπορούσε νά ειχ ε δώσει καί αυτήν εδώ σάν διεύθυνσή του. ‘Ύστερα πέρασε άπό τόν Οίκο τού Ναύτη. ` Απέφυγε τούς πρωινούς θορύβους τής άποβάθρας καί προτίμησε τήν οδό Λάιμ. Κοντά στά παραπήγματα Μπρέιντυ ενας μαθητευόμενος βυρσοδέψης περιφερόταν άσκοπα, μ’ εναν κουβά γεμάτο πατσές περασμένον στό μπράτσο του, καπνίζοντας μιά μασημένη γόπα. ‘Ένα μικρότερο κορίτσι, μέ τό μέτωπό του σημαδεμένο άπό έκζεμα, τόν παρατηρούσε, κρατώντας άδιάφορα τό στραβωμένο τσέρκι του. Πές του πώς άν καπνίζει δέν θά μεγαλώσει. Ούφ, άσ’ τονε! Ή ζωή του δέν είναι δά στρωμένη μέ τριαντάφυλλα! Περιμένοντας έξω άπό τίς ταβέρνες γιά νά κουβαλήσει τόν πατέρα του σπίτι. Μπαμπά, ξαναγύρισε στή μαμά. Νεκρή ώρα· δέν θά έχ ει πολύ κόσμο έκεί πέρα. Διέσχ ισε τήν οδό Τάουνσεντ, πέρασε μπροστά άπό τή σκυθρωπή πρόσοψη τού Μπέθελ. ’Έλ, ναί` τό σπίτι του· ’Άλεφ, Μπέθ. Κατόπιν πέρασε μπροστά άπό τό γραφείο κηδειών Νίκολς. ’Έχ ει οριστεί γιά τίς εντεκα. ’Έχ ω πολλή ώρα μπροστά μου. Θά έλεγα ότι ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ είναι αυτός πού πάσαρε αύτή τή δουλειά «τόν Ο’Νήλ. Τραγουδάει μέ κλειστά τά μάτια του. Ό Κόρνυ. Τή συνάντησε στόν κήπο κάποτε. Μές στό σκοτάδι. Τί πλάκα! Σπιούνος τής άστυνομίας. Τότε μού έδωσε τ’ όνομά της καί τή διεύθυνσή της μαζί μέ τό σουραύλι, σουραυλάκι μου. Ω, βέβαια, αύτός τήν πάσαρε. Θάψετέ τον φτηνά μέσα σ’ ενα οτιδήποτε. Μαζί μέ τό σουραύλι σουραυλάκι μου, τό σουραύλι σουραυλάκι μου. Στήν οδό Γορέστλαντ στάθηκε μπροστά σέ μία βιτρίνα τής Εταιρείας Μπέλφαστ καί ’Ανατολικού Τείου καί διάβασε τίς ετικέτες πάνω στά τυλιγμένα μ’ άσημόχ αρτο πακέτα: επίλεκτο χ αρμάνι, άρίστη ποιότης, οικογενειακόν τέιον. Τί ζέστη! Τσάι. Πρέπει ν’ άγοράσω λίγο άπό τόν Τόμ Κέρναμ. ’Αλλά είναι άπρεπες νά τού ζητήσω κάτι τέτοιο σέ μιά κηδεία. Καθώς τά μάτια του συνέχ ιζαν νά διαβάζουν άδιάφορα, εβγαλε ήρεμα τό καπέλο του, μυρίζοντας τήν μπριγιαντίνη τών μαλλιών του, καί πέρασε μέ αργή χ άρη τό δεξί χ έρι του άπό τό μέτωπο καί τά μαλλιά του. Πολύ ζεστό πρωινό. Τό βλέμμα του άπο τά μισόκλειστά μάτια του κατέληξε στόν μικροσκοπικό κόμπο τής δερμάτινης λωρίδας στό εσωτερικό τού καπέλου πολυτελ. ’Ακριβώς εκεί. Τό δεξί χ έρι του βυθίστηκε στό εσωτερικό τού καπέλου του. Τά δάχ τυλά του βρήκαν γρήγορα πίσω άπό τή λωρίδα ενα επισκεπτήριο καί τό μετέφεραν στήν τσέπη τού γιλέκου του. Τί ζέστη. Τό δεξί χ έρι του έπανέλαβε μέ βραδύτερο ρυθμό τήν ίδια κίνηση πρός τά πάνω· επίλεκτο χ αρμάνι, άπό τίς καλύτερες ποικιλίες τής Κεύλάνης. Ή Άπω Ανατολή. Πρέπει νά είναι ομορφο μέρος· ό κήπος τής γής, μεγάλα νωθρά φύλλα νά περιφέρονται στόν άέρα, κάκτοι, λιβάδια ολόκληρα λουλουδιασμένα, λιάνες τά ονομάζουν, κουλουριάζονται σάν φίδια. Τάχ α, είναι στ’ άλήθεια ετσι; Κι εκείνοι οι Σιγκαλέζοι νά άργοκινούνται κάτω άπό τόν ήλιο, dolce far niente. Μήτε τό χ έρι τους δέν κουνάνε ολη μέρα. Κοιμούνται τούς εξι μήνες άπό τούς δώδεκα. Πολλή ζέστη γιά φιλονικίες. Ή επίδραση τού κλίματος. Λήθαργος. ’Άνθη νωθρότητος. Μάλλον είναι ό άέρας πού τούς θρέφει. Τό άζωτον. Τό θερμοκήπιο τού Βοτανικού κήπου. Ευαίσθητα φυτά. Νούφαρα. Πέταλα πολύ κουρασμένα γιά νά. Αίωρείται ή άσθένεια τού ύπνου. Βήματα πάνω στά ροδοπέταλα. Φαντά σου κάποιον έκεί κάτω νά προσπαθεί νά φάει πατσά καί μοσχ αρίσιο ποδαράκι. Πού νά βρίσκεται εκείνος ό τύπος πού είδα κάπου σέ μία φωτογραφία; ’Ά, στή νεκρή θάλασσα, έπιπλέοντας άνάσκελα, διαβάζοντας ενα βιβλίο κάτω άπό ενα σκιάδι. Καί νά ’θελες δέν μπορούσες νά βυθιστείς` τόσο πηχ τό τό νερό άπό τό άλάτι. Διότι τό βάρος τού νερού, όχ ι, τό βάρος τού σώματος μέσα στό νερό ίσούται μέ τό βάρος τού. ’Ή μπορεί νά είναι καί ό όγκος πού ίσούται μέ τό βάρος; Κάπως ετσι είναι κάποιος νόμος. Ό Βάνς στό γυμνάσιο κατά τήν ώρα τού
μαθήματος, κάνοντας τίς άρθρώσεις τών δαχ τύλων του νά τρίζουν. Τό πρόγραμμα σπουδών τού κολλεγίου. Πρόγραμμα σπουδών τριξίματος άρθρώσεων. Τάχ α τί σημαίνει άληθινά τό βάρος, όταν λέμε βάρος; Τριάντα δύο πόδια άνά δευτερόλεπτον, άνά δευτερόλεπτον. Ό νόμος τής πτώσεως τών σωμάτων` άνά δευτερόλεπτον, άνά δευτερόλεπτον. “Ολα πέφτουν στό έδαφος. Τή γή. Είναι ή δύναμη τής βαρύτητας τής γής, αύτό είναι τό βάρος. Απομακρύνθηκε καί διέσχ ισε χ ωρίς βιασύνη τό δρόμο. Πώς περπατούσε εκείνη μέ τά λουκάνικα; Κάπως ετσι. Καθώς προχ ωρούσε εβγαλε τό διπλωμένο Ελεύθερο ’Άνθρωπο άπό τήν τσέπη τού σακκακιού του, τόν ξεδίπλωσε, τόν τύλιξε ρολό σάν μπαγκέτα καί χ τύπαγε σέ κάθε βαριεστημένο βήμα του τό μπατζάκι του. “Υφος άδιάφορο` ετσι πέρασα γιά νά δώ. Άνά δευτερόλεπτον, άνά δευτερόλεπτον. Άνά δευτερόλεπτον σημαίνει κάθε ενα δευτερόλεπτο. ’Έριξε άπό τήν άκρη τού πεζοδρομίου ενα εξεταστικό βλέμμα στό έσω-τερικό τού ταχ υδρομείου. Ταχ υδρομικό κουτί γιά γράμματα τής τελευταίας στιγμής. Ρίχ τε τα στήν τρύπα. Κανένας. Μέσα. Παρέδωσε τό επισκεπτήριο μέσα άπό τά μπρούτζινα κάγκελλα. —
Μήπως έχ ω κάποιο γράμμα; ρώτησε.
‘Όσην ώρα ή υπάλληλος εψαχ νε στή θυρίδα, παρατηρούσε τήν άφίσα γιά τήν επιστράτευση, μέ στρατιώτες ολων τών οπλων εν παρελάσει· κρατούσε τήν άκρη τής μπαγκέτας του κοντά στά ρουθούνια μυρίζοντας φρεσκοτυπωμένο κουρελόχ αρτο. Πιθανόν δέν ύπάρχ ει άπάντηση. Τό παρατράβηξε τήν τελευταία φορά. Ή υπάλληλος τού έπέσίρεψε μέσα άπό τό γκισέ τό επισκεπτήριό του μαζί μ’ ενα γράμμα. Ευχ αρίστησε καί έριξε μιά γρήγορη ματιά στόν δακτυλογραφημένο φάκελο. Άξιότιμον Κύριον Χένρυ Φλάουερ φροντίδι P.R., οδός Γουέστλαντ, Ένταύθα. Πάντως, τού άπάντησε. Γλίστρησε επισκεπτήριο καί γράμμα στήν τσέπη τού σακκακιού του, επιθεωρώντας άκόμα μιά φορά τούς στρατιώτες πού παρελαύνανε. Πού νά βρίσκεται τό σύνταγμα τού γέρο Τουήντυ; ’Αποστρατευμένος. Εκεί` τριχ ωτό καπέλο μέ φτερά. ’Όχ ι, αύτός είναι γρεναδιέρος. Καπέλο μέ μυτερά ρεβέρ. Νά, εκεί` Βασιλικοί Τυφεκιοφόροι τού Δουβλίνου. Κόκκινα χ ιτώνια. Πολύ εντυπωσιακά. ’Ίσως αύτός νά είναι ό λόγος πού οί γυναίκες τούς παίρνουν άπό πίσω. Ή στολή. Κάνει εύκολότερη τήν κατάταξη καί τήν εκγύμναση. Ή επιστολή τής Μώντ Γκόν πού.δημοσιεύτηκε καί ζητούσε νά τούς άπαγορευθει νά κυκλοφορούν τή νύχ τα στήν οδό Ο’Κόννελλ: ντροπιάζουν τήν Ιρλανδική πρωτεύουσα. Τώρα ή εφημερίδα τού Γκρίφφιθ υιοθετεί τήν ίδια άποψη· ενας στρατός σάπιος άπό τά άφροδίσια νοσήματα` καί στίς θάλασσες βασιλεύει αύτός ό λαός τών μπεκρήδων. Φαίνονται άποβλακωμένοι` υπνωτισμένοι. Τό βλέμμα μπροστά. Τό βήμα επί τάπου. Τραπέζι` έζι. Κρεβάτι` άτι. ’Ανήκουν στόν βασιλιά. Ποτέ δέν τόν βλέπει κανείς ντυμένον πυροσβέστη ή άστυφύλακα. Μασόνος, ναί. Βγήκε άδιάφορα άπό τό ταχ υδρομείο κι έστριψε δεξιά. Συζητήσεις` λές καί μπορούσαν έτσι νά διορθώσουν τήν κατάσταση. Τό χ έρι του μπήκε στήν τσέπη του καί ό δείκτης του βρήκε τό σημείο πού είχ ε κλείσει ό φάκελος καί τόν άνοιξε σκίζοντάς τον μέ άπότομα τραβήγματα. Δέν νομίζω πώς οί γυναίκες θά μέ προσέξουν. Τά δάχ τυλά του είχ αν βγάλει τό γράμμα καί είχ αν τσαλακώσει τό φάκελο μέσα στήν τσέπη του. Κάτι ύπάρχ ει καρφιτσωμένο πάνω του` πιθανόν κάποια
φωτογραφία. Μιά τούφα μαλλιά; ’Όχ ι. Ό ΜακΚόυ. Νά τόν ξεφορτωθώ γρήγορα. Θά μέ κάνει ν’ άλλάξω δρομολόγιο. Σιχ αίνομαι τήν παρέα όταν. —
Γειά σου, Μπλούμ. Γιά πού τό εβαλες;
—
Γειά σου, ΜακΚόυ. Πουθενά ιδιαίτερα.
—
Καί άπό ύγεία;
—
Περίφημα. Έσύ;
—
Ζούμε, είπε ό ΜακΚόυ.
Μέ τά μάτια του καρφωμένα στή μαύρη γραβάτα καί στά ρούχ α ρώτησε μέ χ αμηλόφωνο σεβασμό: —
Συμβαίνει τίποτα;… έλπίζω νά μή… Σέ βλέπω ντυμένο στά…
— Ά, όχ ι, είπε ό κ. Μπλούμ. Έξ αίτιας τού καημένου τού Ντίγκναμ. Δέν τό έμαθες; Ή κηδεία του γίνεται σήμερα. —
Ά, ναί, ό καημένος. Γιά σήμερα είναι, έ; Τί ώρα;
Δέν είναι φωτογραφία. ’Ίσως κάποιο διάσημο. —
’Έ… στίς έντεκα, άπάντησε ό κ. Μπλούμ.
— Πρέπει νά προσπαθήσω νά πάω, είπε ό ΜακΚόυ. Στίς εντεκα, ε; Μόλις χ θές τό βράδυ τό έμαθα. Ποιός μού τό είπε; Ό Χόλοχ αν. Τόν ξέρεις τόν Χόππυ; —
Νάί, τόν ξέρω.
Ό κ. Μπλούμ κοίταζε στήν άλλη μεριά τού δρόμου μιάν άνοιχ τή άμαξα μπροστά στήν πόρτα τού Ξενοδοχ είου Γκρόβενορ. Ό πορτιέρης, τοποθετούσε τή βαλίτσα άνάμεσα στά δύο καθίσματα. Έκείνη έστεκε άκίνητη, σέ άναμονή, καθώς ό άνδρας, σύζυγος, άδερφός, όμοιος μ’ αύτή, εψαχ νε τίς τσέπες του γιά ψιλά. Κομψή ζακέτα μέ γιακά πού διπλώνει, ζεστή γιά μιά μέρα σάν τή σημερινή, δείχ νει σάν κουβέρτα. Στέκεται άδιάφορη μέ τά χ έρια στίς πλαίνές τσέπες της. Σάν εκείνο τό υπερήφανο πλάσμα στόν άγώνα πόλο. Οί γυναίκες διατηρούν τίς ενδείξεις τής κοινωνικής τάξης τους, ώσπου νά βρεις τό άδύνατο σημείο τους. ’Απ’ έξω κούκλα κι άπό μέσα πανούκλα. Κάποια επιφύλαξη, έτοιμη νά ύποχ ωρήσει. Ή άξιότιμος Κυρία καί ό Βρούτος είναι έντιμος πολίτης. ’Αρκεί νά τήν κατακτήσεις μιά φορά καί ή έπαρσή της πάει περίπατο. — ’Ήμουνα μέ τόν Μπόμπ Ντόραν σ’ ένα άπό τά περιοδικά γλεντάκια του, μαζί μέ τόν, πώς τόν λένε, τόν Μπάνταμ Λάιονς. Είχ αμε πάει εκεί πέρα στού Κόνγουεύ. Ό Ντόραν, ό Λάιονς, στού Κόνγουεύ. Έκείνη σήκωσε τό γαντοφορεμένο χ έρι της στά μαλλιά της. Καί μπήκε μέσα ό Χόππυ. Διψασμένος. Ό Μπλούμ, γέρνοντας τό κεφάλι του πρός τά πίσω καί κοιτάζοντας μακριά μέσα άπό τά μισόκλειστα βλέφαρά του, διέκρινε τή λαμπερή πυρρόξανθη
επιδερμίδα της ν’ άστράφτει, τύμπανα στολισμένα μέ κορδέλες. Σήμερα βλέπω ολοκάθαρα. ’Ίσως νά είναι ή ύγρασία ολόγυρα πού εύκολύνει τό κοίταγμα μακριά. Μιλάει γιά τό ένα καί τό άλλο. Χέρι άρχ όντισσας. Άπό ποιά μεριά τής άμαξας θ’ άνέβει; — Καί μού λέει: Λυπηρό αυτό μέ τό φίλο μας τόν Πάντυ! Ποιόν Πάντυ; ρώτησα. Τόν καημένο τόν Πάντυ Ντίγκναμ, λέει. ‘Έτοιμη γιά τήν έξοχ ή. Πιθανόν γιά τό Μπρόουντσοουν. Τηλές καφετιές μπότες μέ τά κορδόνια νά κρέμουνται. Καλοφτιαγμένο πόδι. Μά γιατί αύτός σκαλίζει τόσην ώρα γιά ψιλά; Μέ βλέπει πού τήν κοιτάζω. Πάντα ψάχ νουν γιά άλλον. Μιά καλή έφεδρεία. Τό παίζει δίπορτο. —
Γιατί; ρώτησα. Τί τού συμβαίνει; είπα.
Περήφανη· πλούσια` μεταξωτές κάλτσες. —
Ναί, είπε ό κ. Μπλούμ.
Κινήθηκε λίγο πρός τό πλευρό τού ΜακΚόυ γιά ν’ άποφύγει τό φλύαρο κεφάλι του. “Οπου νά ’ναι θ’ άνέβει στήν άμαξα. — Τί συμβαίνει; λέει. Πέθανε. Καί μά τήν πίστη μου, γέμισε τά ποτήρια μας. Ό Πάντυ Ντίγκναμ; ρώτησα. Δέν μπορούσα νά τό πιστέψω όταν τό άκουσα. Μόλις τήν περασμένη Παρασκευή ή τήν Πέμπτη ήμαστε μαζί στήν ταβέρνα ’Άρτς. Ναί, μού λέει. ’Έφυγε. Πέθανε τή Δευτέρα, ό φουκαράς. Πρόσεχ ε! Πρόσεχ ε! Μεταξωτή άστραπή ακριβών λευκών καλτσών. Πρόσεχ ε! “Ενα δυσκίνητο τράμ μπήκε άνάμεσά τους, κουδουνίζοντας. Τήν έχ ασα. Νά πάρει ό διάολος τήν φασαριόζικη πλακουτσομύτικη φάτσα του. Μιά αίσθηση σάν νά τόν πετάξανε έξω άπό τήν πόρτα. Ό Παράδεισος καί ή Νεράιδα. ’Έτσι συμβαίνει πάντα. ’Ακριβώς τή στιγμή πού. Εκείνη ή κοπέλα τήν περασμένη Δευτέρα πού διόρθωνε τήν καλτσοδέτα της στό χ ώλ τής όδού Γιούστείς. Ή φιλενάδα της κάλυπτε τήν επίδειξη. Συναδελφοσύνη. Λοιπόν, γιατί άπόμεινες μέ τό στόμα ορθάνοιχ το; —
Ναί, ναί, είπε ό κ. Μπλούμ, υστέρα άπό βαθύ άναστεναγμό. Άκόμα άλλος ενας πού εφυγε.
—
”Ενας άπό τούς καλύτερους, είπε ό ΜακΚόυ.
Τό τράμ πέρασε. Ξεκίνησαν κατά τή γέφυρα Λούπ Λάιν, τό χ έρι της μέσα στό άκριβό γάντι άκουμπισμένο στήν άτσάλινη λαβή. Τρεμοπαίζει, τρεμοπαίζει` ή άναλαμπή τής κορδέλας τού καπέλου της στή λιακάδα. Τρεμοπαίζει, τρεμ. — Ή σύζυγος καλά, ύποθέτω, είπε ό ΜακΚόυ σέ άλλο τόνο φωνής. —
’Ώ, ναί, είπε ό κ. Μπλούμ. Πολύ καλά εύχ αριστώ.
Ξετύλιξε τεμπέλικα τήν μπαγκέτα τής τυλιγμένης σέ ρολό εφημερίδας του καί διάβασε νωθρά: Πώς είναι τό νοικοκυριό ι χ ωρίς ζαμπονάκι Πλάμτρη;
Ελλιπές. Ένώ μέ τό Πλάμτρη γίνεται παράδεισος. —
Ή κυρά μου μόλις εκλεισε μιά δουλειά. ’Ή τουλάχ ιστον κοντεύει νά τήν κλείσει.
’Άλλη μιά φορά τό κόλπο τής βαλίτσας. Έξ άλλου δέν είναι κακό. Ευχ αριστώ, δέν θά πάρω. Ό κ. Μπλούμ έστρεφε πάνω του τά μάτια του μέ τά μεγάλα βλέφαρα μέ ήρεμη φιλική διάθεση. — Καί ή δική μου, είπε. Θά τραγουδήσει σέ μιά κοσμική εκδήλωση στήν αίθουσα Ούλστερ, στό Μπέλφαστ, στίς είκοσι πέντε. —
”Ωστε έτσι; είπε ό ΜακΚόυ. Χαίρομαι πού τό ακούω, φίλε. Ποιός είναι ό οργανωτής;
Ή κυρία Μάριον Μπλούμ. Δέν σηκώθηκε ακόμη. Σάν βασίλισσα στήν κρεβατοκάμαρά της τρώγοντας ψωμί μέ. Χωρίς βιβλίο. Λιγδιασμένα τραπουλόχ αρτα απλωμένα πάνω στά μπούτια της σέ κολώνες άπό έφτά. Μελαχ ρινή κυρία καί ξανθός κύριος. Κουλουριασμένη γάτα μέ μαύρη γούνα. Σχ ισμένη λωρίδα φακέλου. Τής αγάπης τό παλιό γλυκό τραγούδι. ’Έρχ εται τής αγάπης τό παλιό… — Πρόκειται γιά μιά μορφή περιοδείας, καταλαβαίνεις; είπε σκεφτικός ό κ. Μπλούμ. Τό γλυκό τραγούδι. ’Έχ ει συσταθεί μιά επιτροπή. Συμμετοχ ή στίς δαπάνες καί στά κέρδη. Ό ΜακΚόυ συγκατένευσε, άγγίζοντας τό άγκαθωτό μουστάκι του. —
Λοιπόν, είπε. Αύτά είναι καλά νέα.
’Έκανε μιά κίνηση νά φύγει. —
Λοιπόν, χ άρηκα πού είσαι καλά, είπε. Θά συναντηθούμε μιά άπ’ αύτές τίς μέρες.
—
Ναί, είπε ό κ. Μπλούμ.
— Θά σού πώ κάτι, είπε ό ΜακΚόυ. Θά μπορούσες νά προσθέσεις καί τ’ όνομά μου στόν κατάλογο τών τεθλιμμένων τής κηδείας; Θά ήθελα νά πήγαινα, άλλά πιθανόν νά μήν τά καταφέρω. ‘Υπάρχ ει μιά περίπτωση πνιγμού στό Σάντικοουβ καί, άν βρεθεί τό πτώμα, μπορεί ό ιατροδικαστής κι έγώ ν’ άναγκαστούμε νά προβούμε σέ επιτόπια εξέταση. Δέν έχ εις παρά νά συμπληρώσεις τ’ όνομά μου, άν δέν μπορέσω νά έρθω. Γίνεται; —
Θά τό κάμω, είπε ό κ. Μπλούμ καί κινήθηκε νά φύγει. Θά τό κάμω.
— Εντάξει, είπε ζωηρά ό ΜακΚόυ. Εύχ αριστώ, φίλε. Θά ερχ όμουν, άν τά κατάφερνα. Λοιπόν, στό έπανιδείν. Σ. Π. ΜακΚόυ, αύτό φτάνει. —
’Έγινε, άπάντησε ό κ. Μπλούμ άποφασιστικά.
Δέν μ’ έπιασε στόν υπνο. Τό κορόιδο τής παρέας. Ό ελαφρόμυαλος. Θά μού άρεσε τό επάγγελμά μου. Βαλίτσα πού ιδιαίτερα γουστάρω. Δέρμα. Ένισχ υμένες γωνίες, καρφιά στίς άκρες, σύστημα άσφάλισης μέ διπλή κλειδαριά. Ό Μπόμπ Κάουλεύ τού δάνεισε τή δική του πέρυσι γιά τό κονσέρτο στίς λεμβοδρομίες τού Γουίνκλοου καί άπό έκείνη τήν ευτυχ ισμένη μέρα δέν ξανάκουσε νά μιλάνε γιά δαύτη. Ό κ. Μπλούμ, τραβώντας γιά τήν οδό Μπράντζουικ, χ αμογέλασε. Ή κυρά μου μόλις έκλεισε μιά. ’Αδύνατη, γεμάτη φακίδες, σοπράνο. Μύτη σάν μαχ αίρι τυριού. ’Αρκετά καλή στό είδος της` γιά μιά μικρή μπαλάντα. Δέν έχ ει κότσια μέσα της. Έσύ κι έγώ, συνεταιράκια, δέν καταλαβαίνεις; Είμαστε στήν ίδια μοίρα. Κανακέματα. Αύτό σού φτιάχ νει τό κέφι. Δέν μπορεί ν’ άντιληφθεί τή διαφορά; Νομίζω πώς κλίνει πρός εκείνη τήν πλευρά. ’Αντίθετα άπό εμένα πάντως. Νόμισα ότι τό Μπέλφαστ θά τού τήν έδινε. Ελπίζω πώς ή ευλογιά έκεί πάνω δέν εχ ει εξαπλωθεί περισσότερο. Δέν πιστεύω ότι αύτή θά δεχ θεί νά ξανακάμει κι άλλο εμβόλιο. Ή σύζυγός σας καί ή σύζυγός μου. ’Αναρωτιέμαι άν μέ κατασκοπεύει πίσω μου. Ό κ. Μπλούμ στάθηκε στή γωνιά, τά μάτια του περιδιαβάζοντας τίς πολύχ ρωμες διαφημιστικές άφίσες Τζιτζερέιλ Κάντρελλ καί Κόχ ραν (άρωματική). Θερινές εκπτώσεις στού Κλέρυ. ’Όχ ι, ίσια πηγαίνει. ’Ά, μπά! Λεία άπόψε: μέ τήν Κυρία Μπάνταμ Πάλμερ. Θά μού άρεσε νά τήν ξανάβλεπα. Χθές έπαιξε ’Άμλετ. ‘Υποδύεται άρρενα. Μπορεί όμως καί νά ήταν καί ό ίδιος γυναίκα. Γ ιά ποιό λόγο αύτοκτόνησε ή Όφηλία; Φτωχ έ πατέρα! Πώς μίλαγε συχ νά γιά τήν Κέιτ Μπέιτμαν σ’ αύτό τό ρόλο! Περίμενε ολο τό άπόγευμα έξω άπό τήν είσοδο τού ’Αντέλφι στό Λονδίνο γιά νά καταφέρει νά μπεί. Τή χ ρονιά πρίν άπό τή γέννησή μου: τό ’65. Καί γιά τή Ριστόρι στή Βιέννη; Ποιός ήταν ό τίτλος τού έργου; Κάτι πού είχ ε γράψει ό Μόζενταλ. Μήπως ήταν Ραχ ήλ; ’Όχ ι. Ή σκηνή γιά τήν οποία μίλαγε πάντα ήταν έκείνη οπου ό ’Αβραάμ, τυφλός, άναγνώριζε τή φωνή του καί τού άγγιζε τό πρόσωπο μέ τά δάχ τυλά του. — Ή φωνή τού Νάθαν! Ή φωνή τού υίού του! ’Αναγνωρίζω τήν φωνήν τού Νάθαν, όστις έγκατέλιπεν τόν πατέραν αύτού ίνα άποθάνει εκ θλίψεως κα( άθλιότητος εις τάς άγκάλας μου, όστις έγκατέλιπεν τόν οίκον τού πατρός αύτού καί τόν Θεόν τού πατρός αύτού. Κάθε λέξη είναι τόσο βαθειά, Λεοπόλδε. Φτωχ έ πατέρα! Φτωχ έ άνθρωπε! Χαίρομαι πού δέν μπήκα στό δωμάτιο γιά νά δώ τελευταία φορά τό πρόσωπό του. Έκείνη τήν ήμέρα! ’Ώ, Θεέ μου! ’Ώ, Θεέ μου! ’Ίσως όμως έτσι νά ήταν καλύτερα γι’ αυτόν. Ό κ. Μπλούμ έστριψε τή γωνία καί πέρασε μπροστά άπό τά σκυφτά άλογα τής πιάτσας. Δέν ώφελεί νά τό σκέφτεται περισσότερο. “Ωρα γιά νά χ ώσουνε τή μούρη τους στό σακούλι. Μακάρι νά μήν είχ α συναντήσει αυτόν τόν ΜακΚόυ. Πλησίασε κι άκουγε τό κομμάτιασμα τής χ ρυσής βρώμης, τό ήρεμο μάσημα τών δοντιών. Τά μεγάλα ζαρκαδίσια μάτια τους τόν κοιτάζανε καθώς περνούσε πλάι τους, άνάμεσα στή γλυκιά όσμή βρώμης πού άνάδιναν τά κάτουρά τους. Τό Ελντοράντο τους. Κακομοίρα ζωντανά! Νά τά πάρει ό διάολος άν ξέρουν ή άν ένδιαφέρονται γιά τίποτα, ετσι πού έχ ουν χ ώσει τίς μούρες τους μές στό σακούλι. Πολύ χ ορτάτα γιά κουβέντα. Παρ’ ολα αύτά έχ ουν εξασφαλίσει τό φαί τους καί τόν ύπνο τους. Καί ευνουχ ισμένα άπό πάνω` ενα λουκάνικο άπό μαύρο λάστιχ ο, μαλακό καί ταλαντευόμενο, άνάμεσα στά σκέλια τους. “Ομως παρ’ ολα αύτά, μπορεί νά είναι εύτυχ ισμένα
έτσι πού είναι. Δείχ νουνε καλωσυνάτα. “Ομως αύτά τά χ λιμιντρίσματά τους συχ νά καταντούν πολύ έκνευριστικά. Τράβηξε τό γράμμα άπό τήν τσέπη του καί τό δίπλωσε μέσα στήν εφημερίδα του. ’Άν πάρω αύτό τό δρόμο μπορεί νά πέσω πάνω της. Στό στενό εχ ει περισσότερη άσφάλεια. Πέρασε τό μπάρ Τό Καταφύγιο τού Αμαξηλάτη. Παράξενη ζωή κάνουν όσοι όδηγούν άμαξες, μέ κάθε καιρό καί σέ κάθε τόπο, πληρωμένοι πότε μέ τήν ώρα καί πότε μέ τήν άπόσταση, χ ωρίς ή δική τους θέληση νά παίζει κανένα ρόλο. Voglio e non. Μού άρέσει νά τούς δίνω πότε-πότε κανένα τσιγάρο. Καθώς περνάνε πετάνε στόν άέρα κάνα δυό συλλαβές σέ φίλους. Σιγοτραγούδησε: La ci darem la mano La la lala la la… ’Έστριψε στήν όδό Κάμπερλαντ καί υστέρα άπό μερικά βήματα στάθηκε στήν άπανεμιά τού τοίχ ου τού σταθμού. Κανείς. Αποθήκη ξυλείας οικοδομών, τού Μήντ. Στοίβες άπό καδρόνια. Ερείπια καί κατοικίες. Πέρασε μέ προσεχ τικό βήμα πάνω άπό τά ζωγραφισμένα μέ κιμωλία στό δρόμο σχ έδια γιά τό κουτσό, καί άπό τήν ξεχ ασμένη στό πλάι άμάδα. Ούτε ψυχ ή. Μετά τήν άποθήκη, ενα παιδάκι καθισμένο όκλαδόν επαιζε βώλους μόνο του, χ τύπαγε τήν γκαζιά του μέ τόν άντίχ ειρα. Μιά σοφή γάτα, ίδια σφίγγα μέ μισόκλειστα μάτια, κοίταζε άπό τό ζεστό περβάζι της. Είναι άμαρτία νά τίς ενοχ λεί κανείς. Ό Μωάμεθ εκοψε ενα κομμάτι άπό τό μανδύα του γιά νά μήν τήν ξυπνήσει. ’Άς τό άνοίξουμε. Κάποτε κι έγώ έπαιζα βώλους, τότε πού πήγαινα στό νηπιαγωγείο εκείνης τής γριάς. Άγαπούσε τά κρινάκια. Τής κυρίας ’Έλλις. Καί ό Κύριος; ’Άνοιξε τό γράμμα μέσα στήν εφημερίδα. “Ενα άνθος. Νομίζω πώς είναι. “Ενα κίτρινο άνθος μέ πατικωμένα πέταλα. Λοιπόν, δέν είναι θυμωμένη; Τί γράφει; Αγαπητέ Χένρυ, Πήρα τό τελευταίο γράμμα σας καί σάς εύχ αριστώ πολύ. Λυπούμαι πού δέν σάς άρεσε τό δικό μου. Γιατί έσωκλείσατε τά γραμματόσημα γιά τήν άπάντηση; Είμαι τρομερά θυμωμένη μαζί σας. Πολύ θά τό ήθελα νά μπορούσα νά σάς τιμωρήσω γι’ αύτό. Σάς άποκάλεσα άτακτο παιδί επειδή δέν μού άρέσει έκείνη ή άλλη λέξη. Παρακαλώ, πέστε μου ποιά είναι ή πραγματική σημασία εκείνης τής λέξης. Καημένο μικρό άτακτο παιδί, δέν είσθε ευτυχ ισμένος σπίτι σας; Επιθυμώ πολύ νά μπορούσα νά κάνω κάτι γιά σάς. Παρακαλώ, πέστε μου τί πιστεύετε γιά εμένα τήν καημένη. Συχ νά σκέφτομαι τό ώραίο όνομα πού έχ ετε. ’Αγαπητέ Χένρυ, πότε θά συναντηθούμε; Δέν μπορείτε νά φαντασθείτε πόσο συχ νά σάς σκέφτομαι Ποτέ δέν ένιωσα νά μέ ελκύει τόσο πολύ ενας άντρας όσο εσείς τώρα. Είμαι τόσο άναστατωμένη άπό αύτό. Παρακαλώ, γράψτε μου ενα μεγάλο γράμμα καί πέστε μου περισσότερα. Νά θυμάσθε ότι, άν δέν τό κάνετε, θά σάς τιμωρήσω. ’Έτσι τώρα ξέρετε τί θά πάθετε, άτακτο παιδί, άν δέν γράψετε. Αχ , πόσο επιθυμώ νά σάς γνωρίσω. ’Αγαπητέ Χένρυ, μή μού άρνηθείτε αύτό πού σάς ζητώ, πρίν εξαντληθεί ή υπομονή μου. Τότε θά σάς τά πώ ολα. ’Αντίο τώρα, άτακτε άγαπημένε. ’Έχ ω έναν τόσο φοβερό πονοκέφαλο σήμερα καί γράψετε μέ τό επόμενο ταχ υδρομείο σ’ αυτήν πού σάς ποθεί. ΜΑΡΘΑ υ.γ. Πέστε μου άνυπερθέτως ποιό άρωμα φοράει ή γυναίκα σας. Θέλω νά ξέρω.
Σκεφτικός, άποσυνέδεσε τό άνθος άπό τήν καρφίτσα του, μύρισε τό σχ εδόν μηδαμινό άρωμα καί τό εβαλε στό τσεπάκι τής καρδιάς του. Γλώσσα τών λουλουδιών. Τήν άγαπούν επειδή κανένας δέν μπορεί νά τήν άκούσει. ’Ή, ενα δηλητηριασμένο μπουκέτο γιά νά τον ξεπαστρέψει. “Υστερα, περπατώντας άργά, ξαναδιάβασε τό γράμμα, μουρμουρίζοντας εδώ κι εκεί κάποια λέξη. Θυμωμένη, τουλίπες, μέ σένα άγαπημένε, άνδρικό άνθος, νά τιμωρήσω τόν κάκτο σου, άν έσύ δέν, παρακαλώ, ή καημένη, μή μέ λησμονεί, πόσο πολύ έπιθυμώ τίς βιολέτες άπό τά άγαπητά τριαντάφυλλα, όταν εμείς σύντομα, άνεμώνες, θά συναντηθούμε, ολοι, οί κακοί νυχ τερινοί μίσχ οι, ή σύζυγος, τό άρωμα τής Μάρθας. Άφού τό διάβασε ολο, τό εβγαλε άπό τήν εφημερίδα καί τό εβαλε στήν πλαίνή τσέπη του. Μιά άδύναμη χ αρά έκαμε τά χ είλη του νά μισανοίξουν. Πόσο εχ ει άλλάξει άπό τό πρώτο γράμμα. ’Αναρωτιέμαι άν τό έγραψε τό ίδιο πρόσωπο. Προσποιείται τήν άγανακτισμένη` ένα κορίτσι σάν κι εμένα, άπό καλή οικογένεια οπως έγώ, άξιοπρεπής χ αρακτήρας. Θά μπορούσαμε νά συναντηθούμε μιά Κυριακή μετά τήν άπογευματινή λειτουργία. Εύχ αριστώ πολύ, δέν θά πάρω. Συνηθισμένα ερωτικά καυγαδάκια. Τρέχ οντας πίσω άπό τίς γωνίες. Τρομερές σκηνές, οπως τότε μέ τή Μόλλυ. Τά πούρα έχ ουν ενα ήρεμιστικό άποτέλεσμα. Ναρκωτικό. Θά τό τραβήξει μακρύτερα τήν επόμενη φορά. ’Άτακτο παιδί` τιμωρία` φυσικά, φοβάται τίς λέξεις. Κτηνώδης, γιατί όχ ι. Δοκίμασε πάντως. Κάθε φορά άπό λίγο.Χωρίς νά πάψει ν’ άγγίζει μέ τά δάχ τυλά του τό γράμμα στή τσέπη του, τράβηξε τήν καρφίτσα. Κοινή καρφίτσα, ετσι; Τήν πέταξε χ άμω. Τήν εβγα-λε άπό πάνω της, κάπου· τά ρούχ α τους γεμάτα καρφίτσες. Είναι άφάνταστο πόσες πολλές καρφίτσες έχ ουν πάντα. Δέν ύπάρχ ουν τριαντάφυλλα χ ωρίς άγκάθια. Έκκωφαντικές φωνές άπό τίς γειτονιές τού Δουβλίνου ήχ ούσαν μέσα στό κεφάλι του. Αύτές οί δυό πόρνες έκείνη τή νύχ τα στό Κούμ, αγκαλιασμένες κάτω άπ’ τή βροχ ή. Πώ, πώ, ή Μαι’ρη εχ ασε τήν παραμάνα τής κυλότας της. Δέν ήξερε τί νά κάνει Γιά νά μην τής πέσει, Γιά νά μην τής πέσει. Αύτή; Ή κυλότα. ‘Ένας τόσο φοβερός πονοκέφαλος. Μπορεί, πιθανόν, νά εχ ει τά ρούχ α της. ’Ή, επειδή κάθεται ολη μέρα καί χ τυπάει τά πλήκτρα τής γραφομηχ ανής. Ή ένταση τών ματιών κάνει κακό στά νεύρα τού στομαχ ιού. Ποιο άρωμα φοράει ή γυναίκα σας; Μπορείς νά καταλάβεις γιατί τό έγραψε; Γιά νά μην τής πέσει. Μάρθα, Μαρία. ’Έχ ω δεί εκείνον τόν πίνακα κάπου, ξεχ νάω τώρα άν ήταν κάποιου μεγάλου ζωγράφου, ή άντίγραφο καμωμένο γιά χ ρήματα. Αυτός είναι καθισμένος στό σπίτι τους, μιλάει. Μυστηριώδης. ’Ακόμα καί οί δυό πόρνες άπό τό Κούμ θά τόν άκουγαν. Γιά νά μην τής πέσει. Εύχ άριστη αίσθηση τού βραυιού. Μήν περιπλανιέσαι άλλο έδώ κι έκεί. Άπλά, βολέψου κάπου· γαλήνιο ήλιοβασίλεμα· άσε τά πράματα νά πάρουνε τό δρόμο τους. Ξέχ ασε. Μίλα γιά τόπους πού
εχ εις δεί, γιά παράξενα έθιμα. Ή άλλη, μέ μιά στάμνα στό κεφάλι, έφερνε τό δείπνο: φρούτα, ελιές, όμορφο δροσερό νερό άπό τό πηγάδι, παγωμένο, οπως ή τρύπα στό τείχ ος τού Άσταουν. Πρέπει νά προμηθευτώ ενα χ άρτινο κύπελλο τήν επόμενη φορά πού θά πάω στίς άμαξοδρομίες. ’Ακούει μέ τά μάτια σκοτεινά, πελώρια, ήρεμα. Μίλα της· ολο και περισσότερα` ολα. ‘Ύστερα ενας άναστεναγμός` σιωπή. ’Ατέλειωτη, άτέλειωτη, άτέλειωτη γαλήνη. Τή στιγμή πού περνούσε κάτω άπό τή σιδηροδρομική γέφυρα εβγαλε τό φάκελο καί τόν εσκισε γρήγορα σέ κομματάκια πού τά πέταξε στό δρόμο. Τά κομματάκια φτερούγισαν μακριά καί χ άθηκαν στόν υγρό άέρα` ενα λευκό φτερούγισμα καί υστέρα ολα βυθίστηκαν. Χένρυ Φλάουερ. Θά μπορούσες εξίσου εύκολα νά σκίσεις καί μία επιταγή τών εκατό λιρών. ‘Ένα άπλό χ αρτάκι. ‘Ο λόρδος ’Άιβι εξαργύρωσε κάποτε μία εφταψήφια επιταγή ένός έκατομμυρίου στήν τράπεζα τής ’Ιρλανδίας. Αύτό δείχ νει πόσα λεφτά μπορεί νά κάνει κανείς πουλώντας μαύρη μπύρα. Παρ’ ολα αύτά, καθώς λένε, ό άδερφός του ό λόρδος Άρντιλων είναι ύπο-χ ρεωμένος ν’ άλλάζει πουκάμισο τέσσερις φορές τήν ήμερα. Τό δέρμα του γεννοβολά ψείρες καί ζωύφια. ‘Ένα εκατομμύριο λίρες, στάσου μιά στιγμή. Δύο πέννες τό ποτήρι, τέσσερις πέννες τό τέταρτο τού γαλονιού, οχ τώ πέννες τό γαλόνι, όχ ι, ενα σελλίνι καί τέσσερις πέννες τό γαλόνι. ‘Ένα σελλίνι καί τέσσερις πέννες άν τό πολλαπλασιάσεις είκοσι φορές· μάς κάνει περίπου δεκαπέντε. Ναί, ακριβώς. Δεκαπέντε εκατομμύρια βαρέλια μαύρη μπύρα. Βαρέλια; Μά τί λέω; Γαλόνια. Περίπου ενα εκατομμύριο βαρέλια. Δέν είναι καί λίγα. ‘Ένα τραίνο πού έμπαινε στήν πόλη πέρασε μέ μεγάλη φασαρία πάνω άπό τό κεφάλι του, τό ενα βαγόνι πίσω άπό τό άλλο. Βαρέλια χ τυπούσαν μέσα στό κεφάλι του, σκοτεινή μπύρα κυλούσε καί άφριζε. Οί τάκοι ξεπετάγονταν καί άπό τίς τρύπες διέφευγε μιά τεράστια σκοτεινή πλημμύρα, ξεχ υνόταν, κάνοντας στροφές πάνω σέ λασπότοπους στήν επίπεδη γή, μιά νωθρή στριφογυριστή συγκέντρωση ποτού πού μετέφερε τά πλατύφυλλα άνθη τού άφρού της. Ειχ ε φτάσει στήν άνοιχ τή πίσω πόρτα τού ναού τών Αγίων Πάντων. Μπαίνοντας στόν πρόναο, άποκαλύφηκε, έβγαλε άπό τήν τσέπη του τό επισκεπτήριο καί τό ξανάχ ωσε πίσω άπό τή δερμάτινη λουρίδα τού καπέλου του. Νά πάρει ό διάολος. Θά μπορούσα νά βολιδοσκοπήσω τόν ΜακΚόυ γιά έκείνο τό εισιτήριο γιά τό Μάλλινγκαρ. Ή ίδια άνακοίνωση στήν πόρτα. Κήρυγμα υπό τού αίδεσιμωτάτου Τζών Κόνμη, τής Εταιρείας τού Ίησού, περί τού Αγίου Πέτρου Κλέηβερ καί τής άφρικανικής ιεραποστολής. ‘Υπέρ τής σωτηρίας εκατομμυρίων Κινέζων. ’Αναρωτιέμαι ποιος νά είναι ό τρόπος πού προσηλυτίζουν τούς είδωλολάτρες Κινέζους. Αυτοί προτιμούν μιά πρέζα οπιο. Ουράνιοι. Γι’ αυτούς μία άσεμνη αίρεση. Προσεύχ ονταν γιά τόν προσηλυτισμό τού Γλάόστωνα, όταν είχ ε περίπου περιπέσει σέ κώμα. Γιατί καί οι διαμαρτυρόμενοι έκαναν τό ίδιο πράμα. Έπιζητούν νά προσηλυτίσουν τόν δόκτορα Γουίλλιαμ Τζ. Γουώλς εις τήν άληθή θρησκείαν. Ό Βούδδας, ό Θεός τους, ξαπλωμένος στό πλευρό του,, μέσα στό μουσείο. Χουζουρεύει μέ τήν παλάμη του κάτω άπό τό μάγουλό του. Καίγοντας άρωματικά ξυλάκια. Καμιά ομοιότητα μέ τόν ’Ιδού ό ’Άνθρωπος. Μέ τόν στέφανο έξ άκανθών καί τό σταυρό. ’Έξυπνη ιδέα ό ‘Άγιος Πατρίκιος καί τό τριφύλλι. Τά ξυλάκια πού μεταχ ειρίζονται σάν πηρούνια; Ό Κόνμη` ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ τόν ξέρει καλά· έχ ει θεωρία κάποιου διακεκριμένου. Λυπάμαι πού δέν άπευθύνθηκα σ’ αύτόν γιά νά καταφέρω νά βάλω τή Μάριον στή χ ορωδία καί προτίμησα τόν παπά Φάρλεύ πού είχ ε υφος βλάκα, άλλά πού δέν ήταν. ’Έχ ουν έκπαιδευτεί σέ αύτά. Φαντάζομαι πώς δέν θά πήγαινε νά κατηχ ήσει τούς μαύρους φορώντας μπλέ γυαλιά καί μέ τόν ιδρώτα νά τρέχ ει άπό τό μέτωπό του. Οί άναλαμπές τών
γυαλιών του θά τραβούσαν τήν περιέργειά τους. Θά μού άρεσε νά τούς εβλεπα καθισμένους ολόγυρά του σέ κύκλο μέ τά πεταχ τά χ είλη τους νά τόν ά-κούνε μαγεμένοι. Νεκρή φύση. Φαντάζομαι πώς θά τό ρουφάνε σάν γάλα. Ή κρύα μυρωδιά άπό τίς ιερές πέτρες τόν τράβηξε. ’Ανέβηκε τά φαγωμένα σκαλοπάτια, έσπρωξε τήν έπαναφερόμενη θύρα καί μπήκε άθόρυβα στό πίσω μέρος τού ναού. Βρέθηκε στά μισά μιας διαδικασίας, μιας άδελφότητας. Κρίμα πού είχ ε τόσο λίγο κόσμο. ‘Ωραίο διακριτικό μέρος γιά νά βρεθεί κανείς κοντά σέ κάποια κοπέλα. Ποιός είναι δίπλα μου; Κολλημένοι μέ τίς ώρες ύπό τούς ήχ ους άργής μουσικής. Ή γυναίκα τής λειτουργίας τού μεσονυκτίου. Στόν έβδομο ουρανό. Γονατισμένες γυναίκες στά στασίδια μέ κόκκινα κομποσκοίνια περασμένα γύρω άπό τόν λαιμό τους καί σκυμμένα κεφάλια. Μιά ομάδα ήταν γονατιστή μπροστά άπό τό κιγκλίδωμα τού ίερού. Ό ιερέας πέρασε άπό μπροστά τους, μουρμουρίζοντας, κρατώντας στά χ έρια του αύτό τό πράμα. Σταματούσε μπροστά άπό τήν καθεμία, έβγαζε άπό μέσα μίαν όστια πού τήν τίναζε μιά ή δυό φορές (μέσα στό νερό τίς φυλάνε;) καί τήν έβαζε μέσα στό στόμα της μέ άκρίβεια. Τό καπέλο της καί τό κεφάλι της χ αμήλωναν. ‘Ύστερα ή σειρά τής επόμενης· μιάς κοντής γριούλας. Ό ιερέας έσκυψε χ αμηλά γιά νά τήν άποθέσει στό στόμα της, μουρμουρίζοντας ολη τήν ώρα στά Λατινικά. Ή επόμενη. Κλείσε τά μάτια σου καί άνοιξε τό στόμα σου. Τί; Corpus. Σώμα. Πτώμα. Καλή ιδέα ή χ ρήση τών Λατινικών. Κατ’ άρχ ήν τίς ναρκώνει. “Ασυλο έτοιμοθανάτων. Δέν φαίνεται νά τή μασάνε· μόνο τήν καταπίνουν. Γελοία ιδέα, νά τρώνε μικρά κομμάτια πτώματος, γι’ αύτό καί τό άποδέχ ονταν τόσο εύκολα οί καννίβαλοι. Στάθηκε παράμερα καί κοίταζε τίς τυφλές μάσκες τους, μία-μία νά διασχ ίζει τό διάδρομο, καί νά ψάχ νει γιά θέση. Πλησίασε εναν πάγκο καί κάθησε στήν άκρη, κρατώντας στά χ έρια του τό καπέλο του καί τήν εφημερίδα. Αύτά τά καθίκια πού μάς έβαλαν νά φοράμε. ’Έπρεπε νά φοράμε καπέλα πού νά είχ αν τή φόρμα τού κεφαλιού μας. Εκείνες είχ αν σκορπιστεί ολόγυρά του, μέ τά κεφάλια τους άκόμα σκυμμένα καί τά κόκκινα κομποσκοίνια γύρω στό λαιμό τους, περιμένοντας αύτό τό πράμα νά λιώσει μέσα στά στομάχ ια τους. Μοιάζει μέ τό μαζόθ· τό ίδιο είδος ψωμιού` οί άζυμοι άρτοι ένώπιοι. Κοίταξέ τες. Στοιχ ηματίζω ότι τώρα αύτό τίς έκαμε νά νιώθουν εύτυχ ισμένες. Γλειφιτζούρι. Λειτουργεί μέσα τους. Ναί, τό ονομάζουν άρτο τών άγγέλων. Υπάρχ ει μία μεγάλη ιδέα πίσω του. ‘Ένα είδος Βασιλείου τών Ούρανών καί εσείς τό νιώθετε μέσα σας. Πρώτοι κοινωνοί. Παγωτό, μιά πέννα τό χ ωνάκι. Έξ άλλου, ολες νιώθουν σάν νά βρίσκουνται σέ μία μεγάλη οικογενειακή συγκέντρωση, οπως στό θέατρο, ολες στήν ίδια βάρκα. ’Έτσι νιώθουν. Είμαι βέβαιος. ’Όχ ι τόσο πολύ μόνες. Εντός τών κόλπων τής άδελφότητός μας. Καί ύστερα κάποια μορφή ξεδόματος. Μείωση τής έντασης. ‘Όταν κανείς πιστεύει άληθινά σέ κάτι, τότε αύτό υπάρχ ει. Ή γιατρειά τής Λούρδης, ό ποταμός τής λήθης, ή οπτασία τού Νόκ, τά αίμορροούντα άγάλματα. Εκείνος ό γεροντάκος κοιμήθηκε δίπλα στό έξομολογη-τήριο. Άπό έκεί έρχ ονται τά ροχ αλητά. Τυφλή πίστη. Ασφαλής στήν αγκαλιά τής έπερχ όμενης βασιλείας. Αμβλύνει κάθε πόνο. Ξύπνησε τέτοιαν ώρα τού χ ρόνου. Είδε τόν ιερέα νά κλείνει τό δισκοπότηρο, νά τό άσφαλίζει καί νά γονατίζει μιά στιγμή μπροστά του, αποκαλύπτοντας μιά μεγάλη γκρίζα σόλα παπουτσιού κάτω άπό εκείνο τό δαντελένιο πράμα πού φορούσε. Καί αν ύποθέσουμε πώς έχ ανε τήν παραμάνα του; Δέν θά ήξερε τί νά κάμει. Στρογγυλή φαλάκρα στό πίσω μέρος τού κεφαλιού. Τά γράμματα στήν πλάτη του I. Ν. Β. I.; ’Όχ ι` I. Η. Σ. Κάποτε πού τή ρώτησα, ή Μόλλυ μού είπε ότι αύτό σημαίνει Ίησούς Ημών Σωτήρ. ’Όχ ι. Λάθος. ’Ίδετε Ημών Συμφοράν. Καί τό άλλο: ’Ίχ νη Νυγμών Βαθειά ’Ίσια.
Νά συναντηθούμε μιά Κυριακή μετά τήν άπογευματινή λειτουργία. Μή μού άρνηθείτε αύτό πού σάς ζητώ. Τή βλέπω νά παρουσιάζεται μέ βέλο καί μαύρη τσάντα. Απόβραδο καί τό φώς βρίσκεται πίσω της. Θά μπορούσε νά βρίσκεται τώρα εδώ, μέ μιά κορδέλα γύρω στό λαιμό, καί νά κάνει καί τό άλλο πράμα στά κρυφά. Ό χ αρακτήρας τους. Εκείνος ό τύπος πού πρόδωσε τούς Αήττητους γιά νά γλιτώσει ό ίδιος ειχ ε τή συνήθεια, Κέρεύ τόν λέγανε, νά κοινωνάει κάθε πρωί. Σ’ αύτήν εδώ τήν εκκλησία. Ό Πήτερ Κέρεύ. ’Όχ ι, τόν είπα ετσι επειδή ό νούς μου ήταν στόν Πήτερ Κλέηβερ. Ό Ντένις Κέρεύ. Καί νά φανταστείς πώς ειχ ε γυναίκα καί εξι παιδιά σπίτι του. Καί ολο αύτό τόν καιρό νά καταστρώνει αύτή τή δολοφονία. Αύτά τά βουλώματα τού καταπκονα, νά μιά ώραία ονομασία πού τούς ταιριάζει, έχ ουν πάντα κάτι στραβό πάνω τους. Ούτε στή δουλειά τους είναι ξεκάθαροι. ’Ά, όχ ι, αύτή δέν βρίσκεται έδώ` τό άνθος· όχ ι, όχ ι. Έπ’ ευκαιρία εκείνο τόν φάκελο τόν έσκισα; Ναί` κάτω άπό τή γέφυρα. Ό ιερέας ξέπλυνε τό δισκοπότηρο καί ύστερα κατάπιε βιαστικά τό ύπόλειμμα. Κρασί. Αύτό τό κάνει νά φαίνεται περισσότερο άριστοκρατικό, άπ’ ό,τι άν έπιναν κάτι συνηθισμένο, γιά παράδειγμα, μαύρη μπύρα Γκίννεςς ή κάποιο έγκρατές ποτό οπως τοπική μή οίνοπνευματούχ ο μπύρα ή τζιντζερέιλ, Κάντρελλ καί Κόχ ρεην (άρωματική). Δέν τούς δίνει· οίνοι ένώπιοι` μόνο άπό τό άλλο. Παρηγορία άνευ άποτελέσματος. Ευσεβής εξαπάτηση, άλλά πολύ σωστή` διαφορετικά κάθε γερομπεκρής θά ερχ ότανε έδώ πίσω άπό τήν ούρά, ό ένας πίσω άπό τόν άλλο, γιά νά σελεμίσουνε κάνα κέρασμα. Παράξενη ολη ή άτμόσφαιρά της. Πολύ καλά έτσι. Περίφημα. Ό κ. Μπλούμ έστρεψε τό κεφάλι του πίσω πρός τή χ ορωδία. Δέν θά ’έχ ουμε μουσική; Κρίμα. ’Άραγε ποιός παίζει έδώ τό εκκλησιαστικό δργανο; Ό γερο-Γκλύ\/ ήξερε νά τό κάνει νά κελαηδάει, τό vibrato` λένε ότι, όταν έπαιζε στήν όδό Γκάρντινερ, έπαιρνε πενήντα λίρες τό χ ρόνο. Ή φωνή τής Μόλλυ ήταν σέ μεγάλη φόρμα εκείνη τήν ήμέρα πού τραγούδησε τό Stabat Mater τού Ροσσίνι. Στήν άρχ ή τό κήρυγμα τού πατρός Μπέρναντ Βών. Χριστός ή Πιλάτος; Ό Χριστός, άλλά μή μάς κρατήσεις ολη νύχ τα έδώ πέρα. Τή μουσική θέλανε. Τό σούρσιμο τών ποδιών σταμάτησε. Μπορούσες ν’ άκούσεις άκόμα και τήν καρφίτσα νά πέφτει στό δάπεδο. Τής είχ α πεί νά κατευθύνει τή φωνή της κατά τή γωνία έκεί. Μπορούσα νά διαισθανθώ ενα ρίγος στόν αέρα, όταν έφτασε στήν κορώνα, ό κόσμος κοίταζε ψηλά. Quis est homo? Μερικά κομμάτια αύτής τής παλιάς ιερής μουσικής είναι ύπέροχ α. Ό Μερκαντάντε: αί επτά υσταται λέξεις. Ή Δωδεκάτη Λειτουργία τού Μότσαρτ. Ή Gloria έκεί μέσα βρίσκεται. Εκείνοι οί παλιοί πάπες άγαπούσαν τή μουσική, τήν τέχ νη καί τ’ άγάλματα καί τίς εικόνες ολων τών ειδών. Καί ό Παλεστρίνα, γιά παράδειγμα. Περάσανε όμορφα τόν καιρό τους, όσο βάστηξε αύτό. Καί ήταν καί υγιεινό, τό τραγούδι, οί τακτικές ώρες, ή ποτοποιία. Ή Βενεδικτίνη. Ή πράσινη Σαρτρέζ. Πάντως ήταν λίγο χ οντρό νά βάζουν εύνούχ ους στίς χ ορωδίες. Τί φωνή είναι αύτή; Θά ήταν κάτι περίεργο αύτό πού άκούγανε, τόσο διαφορετικό άπό τίς δικές τους δυνατές μπάσες φωνές. Ειδικοί. ‘Υποθέτω πώς δέν μπορούσαν νά αισθανθούν τίποτα υστέρα. Είδος γαλήνης. Καμιά σκοτούρα. “Υστερα χ οντραίνουνε, έτσι δέν είναι; Κοιλιόδουλοι, ψηλοί κρεμανταλάδες. Ποιός ξέρει; Ευνούχ οι. ‘Ένας τρόπος άντιμετώπισης. Είδε τόν ιερέα νά σκύβει και νά φιλάει τήν άγία τράπεζα καί υστέρα νά στρέφει καί νά ευλογεί τό εκκλησίασμα. ‘Όλοι σταυροκοπήθηκαν καί σηκώθηκαν. Ό κ. Μπλούμ κοίταξε ολόγυρά του καί υστέρα έγέρθηκε, κοιτάζοντας πάνω άπό τά σηκωμένα καπέλα. Βέβαια σηκώθηκαν γιά τό εύαγγέλιο. “Υστερα έπεσαν ολοι στά γόνατα καί αύτός ξανακάθησε ήσυχ α στόν πάγκο του. Ό
ιερέας κατέβηκε τά σκαλιά τής άγίας τράπεζας, κρατώντας εκείνο τό πράμα μπροστά του, καί αύτός καί τό παπαδοπαίδι άρχ ισαν ένα διάλογο στά λατινικά. “Υστερα ό ιερέας γονάτισε καί άρχ ισε νά διαβάζει άπό ένα χ αρτί: —’Ώ, Κύριε, ήμετέρα καταφυγή καί ένδυνάμωσις… Ό κ. Μπλούμ τέντωσε τό λαιμό του γιά ν’ αρπάξει τίς λέξεις. ’Αγγλικά. Πέταξέ τους τό κόκκαλο. Θυμάμαι άμυδρά. Πόσος καιρός πέρασε άπό τήν τελευταία σου λειτουργία; Ή Gloria καί ή άμωμος παρθένος. Ό ’Ιωσήφ, ό σύζυγός της. Ό Πέτρος καί ό Παύλος. Περισσότερο ενδιαφέρον όταν καταλαβαίνεις περί τίνος πρόκειται. ‘Υπέροχ η οργάνωση βέβαια, δουλεύει σάν ρολόι. Εξομολόγηση. “Ολος ό κόσμος θέλει νά. Εντάξει, θά σάς τά ομολογήσω ολα. Μετάνοια. Τιμωρήστε με, παρακαλώ. Μεγάλο οπλο στά χ έρια τους. Κάτι περισσότερο άπό τόν γιατρό ή τόν δικηγόρο. Ή γυναίκα φλέγεται άπό τήν επιθυμία νά. Καί έγώ νά ψουψουψού. Καί εσείς, μήπως κάνατε τακατακατάκ; Καί γιατί εσείς κάνατε τό; Κοιτάζει πρός τά κάτω τή βέρα της, ώσπου νά βρει κάποια δικαιολογία. Τοίχ οι πού μουρμουρίζουν, τοίχ οι γεμάτοι αύτιά. Ό σύζυγος τό μαθαίνει κατάπληκτος. ’Αστειάκι τού Θεούλη. Νά την πού βγαίνει. Ξώπετση μετάνοια. ’Αξιολάτρευτη ντροπή. Προσευχ ή εμπρός στήν άγια τράπεζα. Προσευχ ές επί προσευχ ών. Λουλούδια, θυμίαμα, κεριά πού λιώνουν. Γιά νά κρύψουν τό ερύθημά της. Ό Στρατός τής Σωτηρίας, μιά κραυγαλέα άπομίμηση. Προσηλυτισθείσα πόρνη θά ομιλήσει εις τήν συγκέντρωσιν. Πώς άνεκάλυψα τόν Κύριον. Πρέπει νά έχ ουν τετράγωνα μυαλά αυτοί οί τύποι στή Ρώμη` κατευθύνουν ολη τήν παράσταση. Καί μαζεύουν τά λεφτά μέ τή σέσουλα. ‘Ύστερα υπάρχ ουν καί τά κληροδοτήματα` πρός μεταβίβασιν εις τήν άπόλυτον δικαιοπραξίαν τού Ποντίφηκος. Δημόσιες λειτουργίες πρός άνάπαυσιν τής ψυχ ής μου. Μοναστήρια καί άναχ ωρητήρια. Καλείται ό ιερέας ινα καταθέσει ώς μάρτυς εις τήν ύπόθεσιν τής διαθήκης Φέρμανα. Τίποτα δέν είναι δυνατόν νά τόν τρομοκρατήσει. Ειχ ε έτοιμη τήν άπάντηση γιά ολα. Ελευθερία καί άνύψωσις τής άγίας ήμών μητρός Εκκλησίας. Οί δόκτορες τής Εκκλησίας` αυτοί σκαρφίστηκαν ολη αύτή τή Θεολογία. Ό ιερέας προσευχ ήθηκε: — Μακάριε Μιχ αήλ, άρχ άγγελε, διαφύλαξον ήμας εν ώρα κινδύνου. ’Έσο φύλαξ ήμών άπό τής πονηριάς καί τών πειρασμών τού διαβόλου (είθε ό Θεός νά τόν συγκρατήσει, ταπεινώς ίκετεύομεν) ` Σύ δέ, πρίγκηψ τών ούρανίων λεγεώνων, κατακρήμνισον, τή βοήθεια τού Θεού, τόν Σατανά εις τήν κόλασιν καί μετ’ αύτού άπαντα τά πονηρά πνεύματα τά περιπλανώμενα εν τώ κόσμω πρός παραπλάνησιν τών ψυχ ών. Ό ιερέας καί τό παπαδοπαίδι σηκώθηκαν καί άποχ ώρησαν. Τέλος. Οί γυναίκες παρέμειναν στίς θέσεις τους` ευχ αριστούσες. Πρέπει νά πηγαίνω. Ό άδελφός Τρακαδόρος. ’Ίσως κάμει κατά δώ μέ τό δίσκο. Καταβάλλετε τόν Πασχ αλινόν οβολόν σας. Σηκώθηκε. Πώ, πώ! Αύτά τά δύο κουμπιά τού γιλέκου μου ήταν ξεκούμπωτα ολη αύτή τήν ώρα; Οί γυναίκες τό διασκεδάζουν. Ενοχ λούνται άν έσύ δέν. Γιατί δέν μού τό είπες νωρίτερα; Αύτές δέν σ’ τό λένε ποτέ. ‘Όμως, έμεις. Μέ συγχ ωρείτε, δεσποινίς, ύπάρχ ει πάνω σας (φφφ!) ενα μικρό (φφφ!) φτερό. ’Ή, στό πίσω μέρος τής φούστας τους, ή κόπιτσα ξεκούμπωτη. (Φευγαλέες θεάσεις τής σελήνης. Πάντως γίνεται κανείς περισσότερο συμπαθής όταν είναι άτημέλητος. Εύτυχ ώς πού τά κουμπιά δέν βρίσκονταν χ αμηλότερα. Κουμπώνοντάς τα διακριτικά, διέσχ ισε τόν διάδρομο καί
βγήκε άπό τήν κεντρική θύρα στό φώς. Στάθηκε μιά στιγμή θαμπωμένος πλάι στήν κρύα μαύρη μαρμάρινη λεκάνη, καθώς μπροστά του καί πίσω του δυό πιστές άγγιζαν μέ τρέμοντα δάκτυλα τή χ αμηλή στάθμη τού καθηγιασμένου ύδατος. Τράμ` ενα άμάξι τού βαφείου Πρέσκοτ` μιά χ ήρα μέ μαύρο πέπλο. Τήν παρατήρημα επειδή κι εγώ φοράω μαύρα. Φόρεσε τό καπέλο του. Τί ώρα νά πήγε; Καί τέταρτο. ’Έχ ει άκόμα μπόλικη ώρα. Καλύτερα νά παραγγείλει εκείνη τή λοσιόν. Πού βρίσκεται; Α, ναί, τήν τελευταία φορά. Στού Σουήνυ, στήν πλατεία Λίνκολν. Τά φαρμακεία σπανίως μετακομίζουν. Οί πράσινες καί χ ρυσές φιάλες πολύ βαριές γιά μετακόμιση. Τό φαρμακείο τού Χάμιλτον Λόνγκ ιδρύθηκε τή χ ρονιά τού κατακλυσμού. ‘Υπάρχ ει ενα νεκροταφείο τών Ούγενότων έκεί κοντά. Θά τό έπισκεφθώ κάποια μέρα. Προχ ώρησε νότια κατά μήκος τής λεωφόρου Γουέστλαντ. “Ομως ή συνταγή βρίσκεται στό άλλο μου παντελόνι. ’Ώχ , ξέχ ασα καί τό κλειδί. Τί μπελάς καί αύτή ή κηδεία. “Ομως δέν φταίει ό κακομοίρης ό παλιόφιλος. Πότε ήταν ή τελευταία φορά πού παρήγγειλα άπό τήν ίδια; Στάσου, θυμάμαι πώς είχ α άλλάξει μιά χ ρυσή λίρα. Πρέπει νά ήταν τήν πρωτομηνιά, ή τήν έπομένη. ’Ώχ , άσ’ τονε νά ψάξει τό συνταγολόγιο. Ό φαρμακοποιός γύρισε άνάστροφα τίς σελίδες μία-μία. Θά ’λεγε κανείς πώς άποπνέει μίαν οσμή ξεραμένης άμμου. Κρανίο σέ συστολή. Καί γέρικο. Ή άναζήτηση τής φιλοσοφικής λίθου. Οι άλχ ημιστές. Τά φάρμακα, υστέρα άπό τή διέγερση, φέρνουν τό γήρας. “Υστερα τόν λήθαργο. Γιατί; Άπό άντίδραση. Μιά ολόκληρη ζωή μέσα σέ μία νύχ τα. Μεταβάλλουν σταδιακά τόν χ αρακτήρα. Συνεχ ής διαβίωση άνάμεσα σέ βότανα, άλοιφές καί άπολυμαντικά. “Ολα αύτά τά κρινένια βαζάκια άπό άλάβαστρο. Τό γουδί καί τό γουδοχ έρι. Aq. Dist. Fol. Laur. Te Virid. Ή μυρωδιά τους άρκεί γιά νά φέρει τήν ίαση, οπως περίπου καί τό κουδούνι στήν πόρτα τού όδοντογιατρού. Ό ιατρός Κομπογιαννίτης. ’Έπρεπε σίγουρα νά παίρνει κι ό ίδιος κάποιο φάρμακο. Κάποιο μαντζούνι ή κάποιο γαλάκτωμα. Εκείνος ό πρώτος πού εκοψε κάποιο βοτάνι καί τό κατάπιε γιά νά γίνει καλά, πρέπει νά είχ ε πολύ κουράγιο. Βότανα. Ή χ ρήση τους άπαιτεί προσοχ ή. ‘Υπάρχ ει έδώ άρκετό υλικό γιά νά σέ χ λωροφορμίσουν. ’Έλεγχ ος: ό χ άρτης τού ήλιοτροπίου κοκκινίζει. Χλωροφόρμιο. ‘Υπερβολική δόση λάβδανου. ‘Υπνωτικά χ άπια. Ερωτικά φίλτρα. Έλιξήριον παρηγορίας, προκαλεί βήχ α. Φράζει τούς πόρους καί σταματά τό φλέγμα. Τά δηλητήρια, μοναδικές θεραπείες. Θεραπεία άπό εκεί πού δέν τήν περιμένεις. Πονηριά τής φύσης. —
Πρίν άπό δεκαπέντε μέρες, κύριε;
—
Ναί, είπε ό κ. Μπλούμ.
Περίμενε κοντά στό ταμείο, είσπνέοντας τήν έντονη οσμή τών φαρμάκων, τή σκονισμένη ξεραμένη οσμή τών σφουγγαριών καί τών φυτικών σπόγγων. Περνάει ολη τή μέρα άκούγοντας νά τού διηγούνται τούς πόνους τους καί τίς οδύνες τους. — ’Έλαιο γλυκαμυγδάλων καί βάμμα βενζόης, είπε ό κ. Μπλούμ, καί υστέρα άνθόνερο πορτοκαλιάς. Πράγματι είχ ε δώσει στήν επιδερμίδα της μιά λευκή απαλότητα σάν τού κεριού. —
Καί άσπρο κερί, πρόσθεσε.
Τονίζει τό μαύρο χ ρώμα τών ματιών της. Κοιτάζοντάς με, μέ τό σεντόνι τραβηγμένο μέχ ρι τά σπανιόλικα μάτια της, είσπνέοντας τή μυρωδιά της, καθώς κούμπωνα τά μανικέτια μου. Αύτές οί
σπιτικές συνταγές είναι συχ νά οι καλύτερες· φράουλες γιά τά δόντια· τσουκνίδες καί βρόχ ινο νερό· έκχ είλισμα βρώμης ανακατεμένο σέ βουτυρόγαλα. Τροφή τού δέρματος. Ό ενας άπό τούς γιούς τής γριάς βασίλισσας, ό δούκας τού ’Ώλμπανυ, νομίζω, είχ ε μόνο μία επιδερμίδα. Ναί, ό Λεοπόλδος. Έμείς έχ ουμε τρεις. Κρεατοελιές, καρούμπαλα καί μπιμπίκια γιά νά δυσκολεύουν τά πράγματα περισσότερο, όμως έχ εις άνάγκη καί κάποιο άρωμα. Ποιό άρωμα φορά ή; Peau d’Espagne. Αύτά τά άνθη πορτοκαλιάς. Σαπούνι άπό άγνή κρέμα. Τό νερό είναι τόσο φρέσκο. Πόσο όμορφη μυρωδιά έχ ουν αύτά τά σαπούνια. Προλαβαίνω νά κάνω ενα λουτρό στή γωνία. Χαμάμ. Τούρκικα λουτρά. Μασάζ. Ή βρωμιά μαζεύεται στόν άφαλό σου. Πιό ευχ άριστο άν μού τό εκανε μιά ώραία κοπέλα. Επίσης, σκέφτομαι νά. Ναί, σκέφτομαι νά. Νά τραβήξω μία μέσα στήν μπανιέρα. Παράξενη επιθυμία πού μού. Τό νερό επιστρέφει στό νερό. Συνδυασμός τού τερπνού μετά τού ώφελίμου. Κρίμα πού δέν εχ ω καιρό γιά μασάζ. Κατόπιν θά αισθάνομαι ολη τήν ήμέρα φρέσκος. Μιά κηδεία είναι μάλλον μελαγχ ολική. — Μάλιστα, κύριε, είπε ό φαρμακοποιός. Δύο σελλίνια καί εννέα πέννες. ’Έχ ετε φέρει μπουκάλι; — ’Όχ ι, είπε ό κ. Μπλούμ. Ετοιμάστε την, παρακαλώ. Θά επιστρέφω άργότερα καί θά πάρω κι ενα άπ’ αύτά τά σαπούνια. Πόσο κοστίζουν; —
Τέσσερις πέννες, κύριε.
Ό κ. Μπλούμ εφερε μιά πλάκα στά ρουθούνια του. Γλυκό λεμονάτο κερί. —
Θά πάρω αύτό, είπε. Μάς κάνει τρία σελλίνια καί μία πέννα.
— Μάλιστα, κύριε, είπε ό φαρμακοποιός. Μπορείτε νά τά πληρώσετε ολα μαζί, κύριε, όταν επιστρέφετε. —
Εντάξει, είπε ό κ. Μπλούμ.
Βγήκε χ ωρίς βιασύνη άπό τό κατάστημα, μέ τήν εφημερίδα σάν ραβδί κάτω άπό τή μασχ άλη του καί τό σαπούνι, τυλιγμένο σέ δροσερό χ αρτί, στό άριστερό χ έρι του. ’Ένιωσε στόν ώμο του τό χ έρι καί άκουσε πίσω του τή φωνή τού Μπάνταμ Αάίονς. —
Γειά σου, Μπλούμ, τί νέα; Ή εφημερίδα είναι σημερινή; Μπορώ νά ρίξω μιά ματιά;
Θεέ καί Κύριε, ξύρισε πάλι το μουστάκι του! Μακρύ, κρύο πάνω χ είλος. Γιά νά φαίνεται νεώτερος. Πράγματι φαίνεται πιό φρέσκος. Νεώτερος άπό μένα. Τά κίτρινα δάχ τυλα μέ τά μαύρα νύχ ια τού Μπάνταμ Λάιονς ξετύλιξαν τό ραβδί. Κι αύτός χ ρειάζεται πλύσιμο. Νά φύγει ή πολλή βρωμιά. Καλημέρα σας, χ ρησιμοποιήσατε σαπούνι Πήαρς; Πιτυρίδα στούς ώμους του. Τό τρίχ ωμα τού κεφαλιού του θέλει μιά στρώση λαδιού. — Θέλω νά διαβάσω γι’ αύτό τό γαλλικό άλογο πού τρέχ ει σήμερα, εί-πε ό Μπάνταμ Λάιονς. Που στό διάολο τό γράφει; Τσαλάκωνε τίς τυλιγμένες σελίδες, τινάζοντας τό πηγούνι του εξω άπό τό ψηλό του κολάρο. Ή φαγούρα τού κουρέα. Μέ τό σφιχ τό κολάρο θά χ άσει τά μαλλιά του. Καλύτερα νά τού άφήσω τήν
εφημερίδα καί νά τόν ξεφορτωθώ. —
Μπορείς νά τήν κρατήσεις, είπε ό κ. Μπλούμ.
— Άσκοτ. Χρυσό κύπελλο. Περίμενε, μουρμούρισε ό Μπάνταμ Λάιονς. Μισό λεπτό. Μάξιμουμ, ό δεύτερος. —
Τήν είχ α γιά πέταγμα, είπε ό κ. Μπλούμ.
Ό Μπάνταμ Λάιονς σήκωσε ξάφνου τά μάτια του, οπου ελαμπε μιά άμυδρή λάμψη πονηριάς. —
Τί είπες; ρώτησε ή διαπεραστική φωνή του.
—
Πέταγμα, τήν είχ α γιά πέταγμα, άπάντησε ό κ. Μπλούμ. Μόλις τήν είχ α γιά πέταγμα.
Ό Μπάνταμ Λάιονς, κοιτάζοντας άλλού, δίστασε μιά στιγμή’ υστέρα άπέθεσε τίς στραπατσαρισμένες σελίδες στά χ έρια τού κ. Μπλούμ. —
Θά τό διακινδυνεύσω, είπε. Όρίστε, εύχ αριστώ.
’Άνοιξε τό βήμα του κατά τή γωνία τής όδού Κόνγουεύ. Ό διάολος στά μπατζάκια του. Ό κ. Μπλούμ ξαναδίπλωσε τίς σελίδες μέ τάξη, χ αμογελώντας, κι εβαλε άνάμεσα τό σαπούνι. Χαζά χ είλη εχ ει αύτός ό φίλος. Στοιχ ήματα. ’Έχ ουν καταντήσει επιδημία τώρα τελευταία. Στέλνεις τά παιδιά γιά θέλημα κι αύτά κλέβουν εξι πέννες γιά νά στοιχ ηματίσουν. Λαχ νός γιά παχ ειά τρυφερή γαλοπούλα. Τό Χριστουγεννιάτικο δείπνο σας μέ τρεις πέννες. Ό Τζάκ Φλέμινγκ εγινε καταχ ραστής γιά νά χ αρτοπαίζει καί υστέρα τό ’σκάσε κρυφά στήν Αμερική. Τώρα εχ ει ενα ξενοδοχ είο έκεί πέρα. Δέν γυρίζουν ποτέ πίσω. Αιγυπτιακές άπολαύσεις. Περπατούσε χ αρούμενος κατά τό κτίριο τών λουτρών. Σού φέρνει στό νού τά κόκκινα τούβλα τών τζαμιών, τών μιναρέδων. Καθώς βλέπω, τό κολλέγιο εχ ει σήμερα άθλητικούς άγώνες. Κοίταζε τήν άφίσα μέ τό πέταλο στήν πύλη τού πάρκου τού κολλεγίου` εναν ποδηλάτη καμπουριασμένον σάν σαλιγκάρι στό κέλυφός του. Ό διάολος νά τήν πάρει γιά άφίσα. Θά ήταν άλλο πράμα άν τήν είχ αν κάμει στρογγυλή σάν τροχ ό· καί στή θέση τών άκτίνων νά γράφει: σπόρ, σπόρ, σπόρ· καί ό κεντρικός άξονας: κολλέγιο. Κάτι πού νά τραβάει τήν προσοχ ή. Νά καί ό Χόρνμπλοουερ μπροστά άπό τό θυρωρείο. Νά τόν κανακέψω· μπορεί νά τά καταφέρω νά μπώ μέσα γιά νά ρίξω μιά ματιά. Τί κάνετε, κύριε Χόρνμπλοουερ; Είσθε καλά, κύριε; Υπέροχ ος καιρός, πράγματι. ’Άν ή ζωή μας ήταν πάντα ετσι. Καιρός γιά κρίκετ. Νά κάθεσαι κάτω άπό τή σκιά. Βλέποντας τίς παρτίδες, τή μιά μετά τήν άλλη. ’Άουτ. Δέν μπορεί νά γίνει παιχ νίδι έδώ. “Εξι-μηδέν. Στό δεύτερο ήμίχ ρονο ό Κάπταιν Μπούλλερ εσπασε ενα τζάμι τής λέσχ ης τής όδού Κίλντεαρ, όταν επιχ είρησε νά σεντράρει. Αύτό πού τούς χ ρειάζεται είναι ό χ ώρος τής έμποροπανήγυρης του Ντόννυμπρουκ. Τότε πού τσακίσαμε τά κεφάλια μας όταν ό ΜακΚάρθυ φέρθηκε σάν γαίδούρι. Κύμα καύσωνος. Δέν θά κρατήσει. Τρέχ ει άδιάκοπα, τό ρεύμα τής ζωής, καί τά δικά μας ίχ νη πάνω του, ό ανεκτίμητος θησαυρός μας. ’Απόλαυσε τώρα τό λουτρό· καθαρή σκάφη νερού, δροσερό σμάλτο, τό απαλό χ λιαρό ρεύμα. Διότι τούτο έστί τό σώμα μου.
Προείδε τό ώχ ρό σώμα του, ολόκληρο ξαπλωμένο μέσα στήν μπανιέρα, γυμνό, σέ μία μήτρα θερμότητας, μυρωμένο μέ μοσχ ομύριστο σαπούνι, πλυμένο απαλά. Είδε τόν κορμό του καί τά άκρα του επιπλέοντα, ύπερυψούμενα ανεπαίσθητα, συγκρατούμενα στήν επιφάνεια, κιτρινολεμονάτα` τόν αφαλό του, σάρκινο μπουμπούκι` τούς μαύρους άναμαλλιασμένους έπιπλέοντες βοστρύχ ους τής θημωνιάς του, τήν έπιπλέουσα κόμη τού ρεύματος γύρω άπό τόν ράθυμο πατέρα τών έπερχ ομένων γενεών, νωθρό επιπλέον άνθος. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ πλησίασε καί συντόνισε τό βήμα του μέ τό δικό τους
6. ΑΔΗΣ Ο ΜΑΡΤΙΝ ΚΑΝΝΙΝΓΧΑΜ, ΠΡΩΤΟΣ, εχ ωσε τό καλυμμένο μέ ήμίψηλο κεφάλι του στήν άμαξα πού έτριζε καί, μπαίνοντας μέ εύλυγισία, κάθησε. Πίσω του ό κ. Πάουερ, χ αμηλώνοντας προσεκτικά, μπήκε μέ τή σειρά του. —
’Έλα, Σίμων.
—
Μετά άπό σένα, είπε ό κ. Μπλούμ.
Ό κ. Ντένταλους φόρεσε γρήγορα τό καπέλο του καί μπήκε λέγοντας: —
Ναί, ναί.
—
Μπήκαμε ολοι; ρώτησε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Πέρασε, Μπλούμ.
Ό κ. Μπλούμ μπήκε καί κάθησε στήν άδεια θέση. Τράβηξε τήν πόρτα πίσω του καί τή χ τύπησε δυνχ τά, μέχ ρι πού έκλεισε εντελώς. Πέρασε τό μπράτσο του στήν κρεμαστή λαβή καί κοίταζε σοβαρός άπό τό άνοιχ τό παράθυρο τής άμαξας τά κατεβασμένα στόρια τών σπιτιών τής λεωφόρου. Κάποιο τραβήχ τηκε στά πλάγια` μιά γριά κρυφοκοίταζε. Ή μύτη της πλακουτσωτή πάνω στό τζάμι. Εύχ αριστούσε τό άστρο της πού γλίτωσε κι αύτή τή φορά. ’Απερίγραπτο τό ενδιαφέρον πού δείχ νουν σ’ ενα πτώμα. Εύχ αριστημένοι όταν μάς βλέπουν νά φεύγουμε, τούς δίνουμε τόσους μπελάδες μέ τόν ερχ ομό μας. Εργασία πού φαίνεται νά τούς ταιριάζει. Κρυφομιλητά καί κρυφοκοιτάγματα άπό τίς γωνίες. Βαδίζουν άπαλά μέ βελούδινες παντούφλες, άπό φόβο μήπως τόν ξυπνήσουν. “Υστερα τόν ετοιμάζουν. Τόν σαβανώνουν. Ή Μόλλυ καί ή κυρία Φλέμινγκ στρώνουν τό κρεβάτι. Τράβα λίγο κατά σένα. Τό σάβανό μας. Ποτέ δέν ξέρει κανείς ποιός θά τόν άγγίξει όταν πεθάνει. Ποιός θά τόν πλύνει καί θά τόν λούσει. Έχ ω τήν εντύπωση ότι κόβουν τά νύχ ια καί τά μαλλιά. Φυλάνε μερικά σ’ εναν φάκελο. Πάντως αύτά συνεχ ίζουν νά μεγαλώνουν. Βρώμικη δουλειά. Περίμεναν ολοι. Δέν ειπώθηκε τίποτε. Πιθανόν νά φορτώνουν τά στεφάνια. Κάθομαι πάνω σέ κάτι σκληρό. Άχ , αύτό τό σαπούνι στήν κωλότσεπη. Καλύτερα νά τού άλλάξω θέση. Περίμενε κάποια εύκαιρία. Περίμεναν ολοι. “Υστερα, κάπου πιό μπροστά, άκούστηκε ό θόρυβος τών τροχ ών πού γύριζαν υστέρα ό θόρυβος πλησίασε· υστέρα ό θόρυβος άπό τίς οπλές τών άλογων. “Ενα τράνταγμα. Ή άμαξα ξεκίνησε μέ τριξίματα καί κουνήματα. Αλλες οπλές καί τριγμοί τροχ ών άκούστηκαν πιό πίσω. Τά στόρια τών παραθύρων τής λεωφόρου πέρασαν μπροστά τους καί ό άριθμός 9 μέ τήν πόρτα του μισάνοιχ τη καί τό ρόπτρο της τυλιγμένο σέ μαύρο κρέπι. Διασκελισμός περιπάτου. Παρέμειναν άκίνητοι, καθώς τά γόνατά τους τραντάζονταν, μέχ ρι πού έστριψαν τή γωνία, παράλληλα μέ τίς ράγιες τού τράμ. Όδός Τρίτονβιλλ. Γρηγορότερα. Οί τροχ οί κροτάλιζαν καθώς κυλούσαν πάνω στό πλακοστρωμένο οδόστρωμα καί τά λασκαρισμένα τζάμια χ όρευαν μέ κρότο στίς ύποδοχ ές τους. —
Άπό ποιά διαδρομή μάς πηγαίνει; ρώτησε ό κ. Πάουερ, κοιτάζοντας έξω, πότε άπό τό ενα καί
πότε άπό τ’ άλλο παράθυρο. —
Άπό τό Άιριστάουν, ειπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Άπό τό Ρίνγκζεντ. Τήν οδό Μπράντζουικ.
Ό κ. Ντένταλους συγκατένευσε, κοιτάζοντας εξω: —
Νά ενα ώραιο παλιό έθιμο, ειπε. Χαίρομαι πού βλέπω ότι δέν εχ ει άτονήσει.
Κοίταζαν ολοι γιά λίγο μέσα άπό τά παράθυρά τους τούς περαστικούς νά βγάζουν τίς τραγιάσκες τους καί τά καπέλα τους. Σεβασμός. Ή άμαξα λοξοδρόμησε άπό τίς ράγιες τού τράμ πρός τό ομαλότερο έδαφος τής όδού Γουώτερυ. Ό κ. Μπλούμ, παραφυλάγοντας, είδε έναν άδύνατο νεαρό άντρα, ντυμένο στά μαύρα καί μ’ ενα καπέλο μέ φαρδύ μπόρ. —
Ντένταλους, μόλις πέρασε ενας φίλος σου, είπε.
—
Ποιός;
—
Ό γιός καί κληρονόμος σου.
—
Πού; ρώτησε ό κ. Ντένταλους κι έσκυψε έξω άπό τό άπέναντι παράθυρο γιά νά δει.
Ή άμαξα, περνώντας άνάμεσα άπό άνοιχ τούς οχ ετούς καί σωρούς άπό χ ώματα τού σκαμμένου δρόμου, μπροστά άπό λαίκές πολυκατοικίες, πήρε στροφή καί γέρνοντας ξανά πρός τίς ράγιες τού τράμ συνέχ ισε νά κυλάει μέσα στό θόρυβο τών τροχ ών της πού έτριζαν. Ό κ. Ντένταλους γέρνοντας πίσω στό κάθισμά του ρώτησε: —
”Ήταν μαζί του κι αύτός ό άλήτης, ό Μάλλιγκαν; Ό πιστός του Αχ άτης;
—
Όχ ι, ειπε ό κ. Μπλούμ. Μόνος του ήταν.
— Φαντάζομαι πώς θά είχ ε πάει στή θεία του τή Σάλλυ, ειπε ό κ. Ντένταλους, στή φάρα τών Γκούλντινγκ, στόν μεθύστακα τόν λογιστάκο καί στήν Κρίσσι, αύτό τό σβωλάκι άπό σκατό, τό σοφό παιδί πού γνωρίζει καλά τόν πραγματικό πατέρα του. Στήν όδό Ρίνγκζεντ ό κ. Μπλούμ χ αμογέλασε άκεφα. Αδελφοί Γουάλ-λας, κατασκευασταί φιαλών. Γέφυρα Ντόντερ. Ό Ρίτσι Γκούλντινγκ καί ό χ αρτοφύλακας του μέ τά δικόγραφα’ Γκούλντινγκ, Κόλλις καί Γουώρντ είναι ή έπονομασία τής εταιρείας. Τά αστεία του άρχ ισαν νά μπαγιατεύουν. Κάποτε ήταν τό δέκα τό καλό. Μιά Κυριακή πρωί χ όρευε βάλς στήν οδό Στέημερ μαζί μέ τόν ’Ιγνάτιο Γκάλλαχ ερ, μέ τά δυό καπέλα τής πατρώνας στερεωμένα μέ φουρκέτες στό κεφάλι του. Τό γλέντι είχ ε άρχ ίσει αποβραδίς. ‘Όμως νά πού ολα έδώ πληρώνονται` φοβάμαι ότι έκεί οφείλεται ό πόνος τής μέσης του. Ή γυναίκα του τού περνάει τή μέση μέ ζεστό σίδερο. Αύτός νομίζει πώς θά γιατρευτεί μέ τά χ άπια. ‘Όλα τους ίδια είναι, ψίχ ουλα άπό γαλέτα. Γύρω στά εξακόσια τοίς εκατό κέρδος. — Κάνει παρέα μέ ενα σωρό παρακατιανούς, είπε, μουγκρίζοντας ό κ. Ντένταλους. Αύτός ό Μάλλιγκαν είναι ενας μολυσμένος διπρόσωπος παλιορουφιάνος, άπ’ ό,τι λένε. Τ’ όνομά του βρωμάει σ’ ολο τό Δουβλίνο. Άλλά μέ τή βοήθεια τού Θεού καί τής άγίας μητέρας Του, μιά άπ’
αύτές τίς ήμέρες θά κάτσω νά γράψω ενα γράμμα στή μητέρα του ή στή θεία του, ή ό,τι καί νά τού είναι, πού θά τής άνοίξει διάπλατα τά μάτια. Θά προκαλέσω τήν καταστροφή του, σάς τό λέω καί νά τό θυμάστε. Οι φωνές του επικάλυψαν τόν κρότο τών τροχ ών. — Δέ θά επιτρέψω σ’ άύτό τόν μπάσταρδο τόν άνηψιό της νά μού καταστρέψει τό παιδί. Στό γιό ένός μικροπωλητή. Πού δούλευε γιά πενταροδεκάρες στόν ξάδερφό μου τόν Πήτερ Πώλ ΜακΣουίνεύ. ’Όχ ι, βέβαια. Σταμάτησε. Ό κ. Μπλούμ έστρεψε τό βλέμμα του άπό τό θυμωμένο μουστάκι του στό μειλίχ ιο πρόσωπο τού κ. Πάουερ καί στά μάτια καί τό γένι τού Μάρτιν Κάννινγχ αμ πού έτρεμε άπό τό κούνημα. Σαματατζής, ίσχ υρογνώμων άνθρωπος. ‘Όλο τόν γιό του σκέφτεται. Δίκιο εχ ει. Κάτι πού άφήνει κανείς πίσω του. ’Άν είχ ε έπιζήσει ό μικρούλης Ρούντυ. ’Άν τόν εβλεπα νά μεγαλώνει. ’Άν άκουγα τή φωνή του μέσα στό σπίτι. ’Άν τόν εβλεπα νά περπατάει δίπλα στή Μόλλυ, φορώντας τήν καλή του φορεσιά. Ό γιός μου. Έγώ μέσα στά μάτια του. Θά ήταν τόσο παράξενη αίσθηση. Γεννημένος άπό μένα. ‘Υπάρχ ει μιά μικρή πιθανότητα γι’ αύτό. Πρέπει νά έγινε εκείνο τό πρωινό στήν όδό Ρέημοντ, τότε πού αύτή ήταν στό παράθυρο κι εβλεπε τά δυό σκυλιά νά τό κάνουνε, κοντά στόν τοίχ ο πού έγραφε Σταματήστε νά κάνετε τό κακό. Καί ό άστυνομικός πού κοίταζε ψηλά μ’ ενα διάπλατο χ αμόγελο. Φόραγε εκείνο τό φόρεμα μέ τό σκίσιμο πού δέν τό μαντάρησε ποτέ της. Άκούμπησέ μου τον, Πόλντυ. Θεέ μου, έχ ω άνάψει, πόσο πολύ γουστάρω. ’Έτσι άρχ ίζει ή ζωή. ‘Ύστερα φούσκωσε ή κοιλιά της. Αναγκάστηκε ν’ άρνηθεί συμμετοχ ή στή συναυλία τού Γκρέυστοουνς. Ό γιός μου μέσα της. Θά μπορούσα νά τόν βοηθήσω νά πάει μπροστά στή ζωή του. Θά μπορούσα. Νά τόν κάνω άνεξάρτητο. Νά μάθει καί γερμανικά. —
Καθυστερήσαμε; ρώτησε ό κ. Πάουελ.
— Δέκα λεπτά, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, κοιτάζοντας το ρολόι του. Ή Μόλλυ. Ή Μίλλυ. Άπό τό Ιδιο κρασί, νερωμένο. Οί άγορίστικες βλαστήμιες της. ’Άντε πνίξου. Τόν κακό σου τόν καιρό. Παρ’ ολα αύτά είναι άξιαγάπητο κορίτσι. Σύντομα θά γίνει γυναίκα πιά. Στό Μάλλινγκαρ. Άγαπημένε μου μπαμπάκα. Νεαρός σπουδαστής. Ναί, ναί` θά γίνει γυναίκα πιά. Ή ζωή. Ή ζωή. Ή άμαξα πρώτα έγειρε άπό τή μιά πλευρά καί υστέρα άπό τήν άλλη, τραντάζοντας σύγκορμα καί τούς τέσσερις. —
Ό Κόρνυ θά μπορούσε νά μάς διαθέσει μιά άνετώτερη άμαξα, είπε ό κ. Πάουερ.
— Θά μπορούσε, είπε ό κ. Ντένταλους, άν δέν είχ ε έκείνο τό άλληθώρισμα νά τόν εμποδίζει. Μέ εννόησες; ’Έκλεισε τό άριστερό μάτι του. Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ άρχ ισε νά τινάζει κάτι ψίχ ουλα πού βρήκε κάτω άπό τά μεριά του. —
Γιά τ’ όνομα τού Θεού, τί είναι αύτά; ρώτησε. Ψίχ ουλα;
—
Φαίνεται ότι πρόσφατα κάποιος είχ ε πίκ-νίκ έδώ μέσα, είπε ό κ. Πάουερ.
Άνασηκώσανε ολοι τά μεριά τους καί κοιτάζανε φιλύποπτα τό μουχ λιασμένο, χ ωρίς κουμπιά, πετσί τών καθισμάτων. Ό κ. Ντένταλους σούφρωσε τή μύτη του, χ αμήλωσε τό βλέμμα του συνοφρυωμένος καί είπε: —
Έκτος κι άν πέφτω τελείως έξω. Μάρτιν, έσύ, τί νομίζεις;
— Κι εμένα αύτό μού πέρασε άπό τό μυαλό, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Ό κ. Μπλούμ κατέβασε τό μπούτι του. Ευτυχ ώς πού έκαμα αύτό τό λουτρό. Νιώθω τά πόδια μου ολοκάθαρα. “Ομως θά έπιθυμούσα ή κυρία Φλέμινγκ νά είχ ε μαντάρει καλύτερα τίς κάλτσες μου. Ό κ. Ντένταλους άναστέναξε “μ’ εγκαρτέρηση. —
Στό κάτω-κάτω, είπε, αύτό είναι τό φυσικότερο πράμα στόν κόσμο.
— Μήπως φάνηκε ό Τόμ Κέρναν, ρώτησε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, στρίβοντας απαλά τήν άκρη άπό τά γένεια του. Ναί, άπάντησε ό κ. Μπλούμ. Βρίσκεται πίσω μέ τόν Νέντ Λάμπερτ καί τόν Χάινς. —
Καί ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ; ρώτησε ό κ. Πάουερ.
—
Στό νεκροταφείο, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
— Συνάντησα τόν ΜακΚόυ σήμερα τό πρωί, είπε ό κ. Μπλούμ. Είπε πώς θά προσπαθούσε νά έρθει. Ξαφνικά τό άμάξι σταμάτησε. —
Τι τρεχ ει;
—
Σταματήσαμε.
—
Πού βρισκόμαστε;
Ό κ. Μπλούμ έβγαλε τό κεφάλι του άπό τό παράθυρο. —
Στό μεγάλο κανάλι, είπε.
Τό εργοστάσιο γκαζιού. Λένε πώς θεραπεύει τόν κοκκύτη. Τυχ ερή ή Μίλλυ πού δέν κόλλησε ποτέ. Τά κακομοίρα τά παιδιά! Διπλώνονται καί μελανιάζουν άπό τούς σπασμούς. Εντελώς άδικο. Άναλόγως, αύτή τή γλίτωσε φτηνά άπό τίς άρρώστιες. Μόνο τήν ιλαρά πέρασε. Ζεστά άπό σπόρους λιναριού. ’Οστρακιά, επιδημίες γρίπης. Πράκτορες τού θανάτου. Μή χ άσετε τήν ευκαιρία. Κυνοκομείο εκεί πέρα. Ό καημένος ό γερο-’Άθως! Νά φέρεσαι καλά στόν Άθω, Λεοπόλδε, αύτή είναι ή τελευταία μου επιθυμία. Γεννηθήτω τό θέλημά Σου. Τούς ύπακούμε καί μέσα άπό τό μνήμα. ’Ορνιθοσκαλίσματα σ’ ενα χ αρτί πρίν πεθάνει. Τό σκυλί τό πήρε κατάκαρδα, μαράζωσε. ‘Ήσυχ ο ζωντανό. Τά σκυλιά τών γέρων ετσι είναι, συνήθως. Μιά σταγόνα βροχ ής χ τύπησε τό καπέλο του. Τραβήχ τηκε μέσα καί είδε μιά ξαφνική ψιχ άλα νά πιτσιλίζει τίς γκρίζες πλάκες τού λιθόστρωτου. Ξεχ ωριστά. Περίεργο. Σάν νά περάσανε άπό
σουρωτήρι. Τό περίμενα. Τώρα πού τό σκέφτομαι, τά παπούτσια μου τρίζανε. —
Αλλάζει ό καιρός, είπε άπλά.
—
Κρίμα πού δέν κράτησε ή καλωσύνη, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
—
Ή βροχ ή είναι καλή γιά τίς καλλιέργειες, είπε ό κ. Πάουερ. Νά, ό ήλιος ξαναβγαίνει.
Ό κ. Ντένταλους, κοιτάζοντας μέσα άπό τά γυαλιά του τόν άχ νοσκέπαστο ήλιο, άπηύθυνε μία βουβή κατάρα πρός τόν ούρανό. —
Είναι τόσο άμφίβολος όσο καί ό πισινός τού παιδιού.
—
Ξεκινάμε πάλι.
Ή άμαξα άρχ ισε πάλι νά γυρνάει στούς δυσκίνητους τροχ ούς της καί τά σώματά τους ταλαντεύθηκαν άπαλά. Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ άνακάτωσε πιό γρήγορα τήν άκρη τού γενειού του. — Ό Τόμ Κέρναν ήταν συγκλονιστικός χ θές βράδυ, είπε. Καί ό Πάντυ Λέναρντ νά τόν μιμείται κατάμουτρα. — Πές κι άλλα, Μάρτιν, είπε έντονα ό κ. Πάουερ. Σίμων, περίμενε πρώτα ν’ άκούσεις τόν Μπέν Ντόλλαρντ νά τραγουδάει τόν Νέο Επαναστάτη. — Συγκλονιστικός, είπε ερεθισμένος ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Τό τραγούδι του σ’ αυτήν τήν απλή μπαλάντα, Μάρτιν, είναι ή πλέον συγκλονιστική απόδοση πού ακόυσα ποτέ κατά τή διάρκεια τής μακρόχ ρονης πείρας μου. — Συγκλονιστική, είπε γελώντας ό κ. Πάουερ. ’Έχ ει ξετρελαθεί μέ αύτή τή λέξη. Καί μέ τήν έκφραση αναδρομική διευθέτησις. —
Διάβασες τόν λόγο τού Ντάν Ντώσον; ρώτησε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
—
Μά τήν πίστη μου, όχ ι, είπε ό κ. Ντένταλους. Πού;
—
Στήν εφημερίδα, σήμερα τό πρωί.
Ό κ. Μπλούμ έβγαλε τήν εφημερίδα άπό τήν εσωτερική τσέπη του. Πρέπει νά τής άλλάξω εκείνο τό βιβλίο μ’ ενα άλλο. — Οχ ι, όχ ι, είπε γρήγορα ό κ. Ντένταλους. ’Αργότερα, παρακαλώ. Τό βλέμμα τού κ. Μπλούμ ταξίδεψε στό κάτω μέρος τής εφημερίδας, έξερευνώντας τούς θανάτους. Κάλλαν, Κόλμαν, Ντίγκναμ, Φώσεττ, Λόρυ, Νώμαν, Πήκ. Ποιός Πήκ νά είναι αύτός; Μήπως είναι έκεινος ό τύπος πού δούλευε στούς Κρόσμπυ καί ’Άλλεύν; ’Όχ ι. Σέξτον, Έρμπράιτ. Τά τυπωμένα στοιχ εία ξεθώριαζαν γρήγορα στό ξεφτισμένο εύθρυπτο χ αρτί. Εύχ αριστίες πρός τήν Αγίαν Θηρεσίαν. Σκληρή απώλεια. Εις τήν άνέκφραστον θλίψιν τών οικείων του. Εις ήλικίαν 88 ετών, κατόπιν μακροχ ρονίου καί όδυνηράς άσθενείας. Μνημόσυνο γιά τά τριαντάμερα τού Κουίνλαν. Είθε ό Ίησούς νά αναπαύσει τήν ψυχ ήν αύτού.
Πέρασε μήνας πού εφυγε ό αγαπητός μας Χένρυ νά πάει νά βρει τό σπίτι του στους ουρανούς. Κλαίνε οί δικοί του κι εύχ ονται νά τούς φέρει κι αυτούς ό θάνατός τους πλάι του στούς ουρανούς. Τόν έσκισα τόν φάκελο; Ναί. Πού έβαλα τό γράμμα της, άφού τό διάβασα στό λουτρό; Ψηλάφησε τήν τσέπη τού γιλέκου του. Εντάξει, ήταν έκεί. Ό αγαπητός Χένρυ εφυγε. Πρίν εξαντληθεί ή ύπομονή μου. Τό δημοτικό σχ ολείο. Οί άποθήκες ξυλείας Μήντ. Ή πιάτσα αγοραίων αμαξών. Μόνο δύο τώρα έκεί. Κουνάνε τά κεφάλια τους. Γεμάτα τά στομάχ ια τους μέχ ρι σκασμού. Τά κρανία τους πρέπει νά ’ναι κόκκαλα τό πιό πολύ. Τά άλλα γυρνάνε μέ άγώι. Πρίν μία ώρα πέρασα άπό έκεί. Οί αμαξάδες έβγαλαν τό καπέλο τους. Έ πλάτη ένός κλειδούχ ου ορθώθηκε ξαφνικά άπέναντι σ’ ενα στύλο τού τράμ, πλάι στό παράθυρο τού κ. Μπλούμ. Τάχ α, δέν θά μπορούσε νά έφευρεθεί κάποιος αύτόματος μηχ ανισμός, ετσι πού ή ρόδα νά μπορεί μόνη της νά; “Ομως, άραγε, σέ μία τέτοια περίπτωση αύτός ό άνθρωπος δέν θά εχ ανε τή δουλειά του; Ναί, άλλά μέ τήν καινούργια εφεύρεση κάποιος άλλος θά ευρισκε δουλειά. Ή αίθουσα συναυλιών ’Άντιεντ. Τίποτα στά σκαριά. Κάποιος ντυμένος μέ άνοιχ τό μπέζ κοστούμι καί μαύρο περιβραχ ιόνιο. Δέν δείχ νει πολύ θλιμμένος. Πένθος σέ χ αμηλά ποσοστά. Πιθανόν κάποιος συμπέθερος. Πέρασαν μπροστά άπό τό μελαγχ ολικό άμβωνα τού Αγίου Μάρκου, υστέρα κάτω άπό τή σιδηροδρομική γέφυρα, τό θέατρο Κουήνς` σιωπηλοί. Σανιδώματα γιά άφισοκόλληση. Ό Εύγένιος Στράττον. Ή κυρία Μπάνταμ Πάλμερ. Θά μπορέσω άραγε νά πάω νά δώ άπόψε τή Λεία; Δέν ξέρω. Τής είπα ότι έγώ. ’Ή νά πάω νά δώ Τό Κρίνο τού Κιλλάρνεύ; Ό θίασος ’Όπερας ’Έλστε(δ Γκράιμ. ’Ανεβάζουν καινούργιο εργο. Φρεσκοκολλημένες φανταχ τερές άφίσες γιά τό εργο τής επόμενης εβδομάδας: Ξεφάντωμα στό υπερωκεάνιο Μπρίστολ. Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ θά μπορούσε νά μού οικονομήσει ενα έλευθέρας γιά τόν Γκαίητυ. Θά επρεπε νά τόν κεράσω κάνα δυό ποτά. Τό μακρύ του και τό κοντό του. Θά πάει σπίτι του τό απόγευμα. Νά τής πάει τό πρόγραμμα τών τραγουδιών. Τό εργοστάσιο Πλάστο. Προτομή-κρήνη εις μνήμην σερ Φίλιπ Κράμπτον. Άραγε, ποιός νά ήταν αύτός; — Γειά χ αρά, τί γίνεσαι; είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, χ αιρετισμό.
μέ
τήν παλάμη του στό μέτωπό του σέ
—
Δέν μάς είδε, είπε, ό κ. Πάουερ. ’Όχ ι, μάς είδε. Τί χ αμπάρια;
—
Μέ ποιόν μιλάτε; ρώτησε ό κ. Ντένταλους.
—
Μέ τόν Μπλέηζες Μπόυλαν, είπε ό κ. Πάουερ. Δέν τόν βλέπεις πού σουλατσάρει εκεί κάτω;
Τώρα δά τόν σκεφτόμουνα. Ό κ. Ντένταλους έσκυψε γιά νά τόν χ αιρετήσει. Ό λευκός δίσκος άπό ενα ψαθάκι άστραψε πρός άπάντησή του άπό τήν πόρτα τού μπάρ Ή Κόκκινη Ακτή` πάει, πέρασε.
Ό κ. Μπλούμ επιθεώρησε τά νύχ ια τού άριστερού του χ εριού, υστέρα τά νύχ ια τού δεξιού του. Ναί, τά νύχ ια. Μήπως ύπάρχ ει κάτι ιδιαίτερο μέσα του, πού αύτές, αύτή, άντιλαμβάνονται; Γοητεία. Ό χ ειρότερος άνθρωπος στό Δουβλίνο. Αύτό τόν διατηρεί ζωντανό. Κάποτε-κάποτε αύτές άντιλαμβάνονται τί σόι άνθρωπος είναι. Άπό διαίσθηση. ‘Όμως, ενα ύποκείμενο σάν κι αύτόν. Τά νύχ ια μου` τά παρατηρώ· καλοκομμένα. Καί υστέρα μοναχ ικές σκέψεις. Τό σώμα μου άρχ ίζει νά πλαδαρεύει. Θά μπορούσα νά βγάλω τά συμπεράσματά μου άπό προηγούμενες άναμνήσεις. ‘Υποθέτω ότι ό λόγος γ^ αύτό βρίσκεται στήν άδυναμία τού δέρματος νά συσταλεί γρήγορα καθώς ή σάρκα φυραίνει. ‘Όμως τό σχ ήμα διατηρείται. Τό σχ ήμα συνεχ ίζει νά διατηρείται άκόμα. Οι ώμοι. Οί γοφοί. Παχ ουλοί. Τή νύχ τα πού ντυνόταν γιά τό χ ορό. Τό μεσοφόρι της πού κόλλησε άνάμεσα στά κωλομέρια της, πίσω. ’Έβαλε τά πλεγμένα χ έρια του άνάμεσα στά γόνατά του καί ικανοποιημένος εστειλε τό άφηρημένο βλέμμα του νά περιπλανηθεί πάνω στά πρόσωπά τους. Ό κ. Πάουερ ρώτησε: —
Πώς πάει ή περιοδεία συναυλιών, Μπλούμ;
—
’Ώ, πολύ καλά, είπε ό κ. Μπλούμ. Ακούω πολύ καλά σχ όλια. Είναι περίφημη ιδέα, ξέρεις…
—
Θά πας κι έσύ μαζί;
— ’Ά, όχ ι, είπε ό κ. Μπλούμ. Δυστυχ ώς, είμαι υποχ ρεωμένος νά πάω στήν επαρχ ία Κλέαρ γιά μιά προσωπική μου ύπόθεση. Ή ιδέα συνίσταται στήν περιοδεία στίς κυριότερες πόλεις. ‘Ό,τι χ άνεις στή μιά, τό κερδίζεις άπό μιάν άλλη. — Πολύ σωστά, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Αύτό άκριβώς κάνει τώρα εκεί καί ή Μαίρη ’Άντερσον. —
`Έχ ετε καλούς καλλιτέχ νες;
— Ό Λούις Βέρνερ είναι ό ιμπρεσάριος της, είπε ό κ. Μπλούμ. ’Ώ, βέβαια, θά έχ ουμε ολους τούς πρωταγωνιστές. Τόν Σ. Ντ. Ντόυλ καί τόν Τζών ΜακΚόρμακ έλπίζω καί… πράγματι, τούς καλύτερους. —
Καί τη Madame, είπε χ αμογελώντας ό κ. Πάουερ. Τελευταία, άλλά καθόλου έσχ ατη.
Ό κ. Μπλούμ ελυσε τά χ έρια του μέ μιά ευγενική χ ειρονομία καί μετά τά ξανάπλεξε. Σμίθ Ο’Μπράιεν. Κάποιος είχ ε άποθέσει εκεί ενα μπουκέτο λουλούδια. Κάποια γυναίκα. Πρέπει σήμερα νά είναι ή επέτειος τού θανάτου του. Σάς εύχ όμεθα καί τού χ ρόνου. Ή άμαξα καθώς περνούσε πλάι άπό τό άγαλμα τού Φάρρελλ εκαμε άθόρυβα τά ταλαντευόμενα γόνατά τους ν’ άκουμπήσουν μεταξύ τους. ’Όνια! Κορδόνια! ‘Ένας γέρος, ντυμένος μέ σκούρα ρούχ α, πρότεινε άπό τό κράσπεδο τού πεζοδρομίου τήν πραμάτεια του: κορδόνια! —
Τέσσερα κορδόνια στήν πέννα.
’Αναρωτιέμαι γιά ποιό λόγο τού άφαίρεσαν τήν άδεια έξασκήσεως επαγγέλματος τού δικηγόρου.
Είχ ε γραφείο στήν οδό Χιούμ. Μέ τόν συνονόματο τής Μόλλυς. Τόν Τουήντυ. Εισαγγελέας στό Γουώτερφορντ. Διατηρεί άκόμα τό ήμίψηλό του. Λείψανο τής παλαιάς του εύπρέπειας. Καί αύτός πενθεί. Φοβερός ξεπεσμός, ό φουκαράς! Άποδιωγμένος άπό παντού σάν ψωριασμένο σκυλί. Ό Ο’Κάλλαχ αν έτοιμος νά τά τινάξει. Καί ή Madame. ‘Έντεκα καί είκοσι. Θά εχ ει σηκωθεί τώρα. Ή κυρία Φλέμινγκ θά εχ ει ερθει γιά τή λάτρα. Έκείνη θά χ τενίζεται, μουρμουρίζοντας: voglio e non vorrei. ’Όχ ι: vorrei e non.Θά ψάχ νει τίς άκρες τών μαλλιών της γιά νά δεί άν έχ ουν ψαλίδα. Mi trema un poco il. Ή φωνή της είναι όμορφη στό tre: ενας τόνος κλάματος. Μιά εκτίναξη. ‘Ένα σφορτσάρισμα. ‘Υπάρχ ει ή λέξη σφορτσάρισμα πού τό εκφράζει. Τό βλέμμα του πέρασε βιαστικά πάνω άπό τό καλοφτιαγμένο πρόσωπο τού κ. Πάουερ. Γκριζωποί κρόταφοι. Ή Madame; είπε γελώντας. Τού άνταπ^δωσα τό χ αμόγελο. ‘Ένα χ αμόγελο μπορεί νά καταφέρει πολλά. Πιθανόν μπορεί να οφείλεται μόνο σέ μιά ευγένεια. Καλό άνθρωπάκι. Ποιός ξέρει άν είναι άλήθεια αύτό πού λέγεται, ότι συντηρεί μιά γυναίκα; Δέν θά είναι εύχ άριστο γιά τή σύζυγό του. Κι όμως, καθώς μού είπαν, ποιός είναι αύτός πού μού τό ελεγε, ότι δέν πρόκειται γιά σαρκική σχ έση. Θά φανταζόταν κανείς ότι κάτι τέτοιο γρήγορα θά εφερνε κάποιο κορεσμό. Ναί, ό Κρόφτον ήταν αύτός πού μού τό ελεγε, ενα βράδυ καθώς πήγαινε σπίτι της γιά νά τής δώσει μ(ισό κιλό μπριζόλες. Νά δεις, τί δουλειά εκανε… Σερβιτόρα στού Τζούρη. ’Ή στού Μόιρα. Πέρασαν κάτω άπό τό άγαλμα τού Ελευθερωτή μέ τόν τεράστιο μανδύα του. Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ σκούντησε τόν κ. Πάουερ. —
Τής φυλής τού Ρουβήμ, είπε.
Στή γωνία τού Έλέφαντος τού Έλβερυ, μιά ψηλή μαυρογενειοφόρος μορφή, πού στηριζόταν σέ ενα μπαστούνι, κουτσαίνοντας, τούς έδειξε τήν καμπύλη ένός άνοιχ τού χ εριού πάνω στή σπονδυλική του στήλη. —
Ούτε στά νιάτα του δέν ήταν ετσι όμορφος, είπε ό κ. Πάουερ.
Ό κ. Ντένταλους κοίταξε τή μορφή πού απομακρυνόταν κουτσαίνοντας καί είπε μέ ήπιο τόνο: —
Ό διάολος νά τόν πάρει καί νά τόν σηκώσει.
Ό κ. Πάουερ ξεκαρδίστηκε στά γέλια, κρύβοντας στή σκιά τό πρόσωπό του, καθώς ό ήλιος μπήκε μέσα στήν άμαξα τήν ώρα πού περνούσαν μπροστά άπό τό άγαλμα τού Γκραίη. —
”Ολοι μας πήγαμε κάποτε εκεί, είπε άνοιχ τόκαρδα ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
Τά μάτια του συνάντησαν τά μάτια τού κ. Μπλούμ. Χάιδεψε τό γένι του, προσθέτοντας: —
Δηλαδή, σχ εδόν ολοι μας.
Ό κ. Μπλούμ, ξαφνικά, άπευθύνθηκε μέ εγκαρδιότητα στήν παρέα. —
Κυκλοφορεί μιά πολύ καλή ιστορία γιά τόν Ρουβήμ Τζ. καί τόν γιό του.
—
Αύτή μέ τόν βαρκάρη; ρώτησε ό κ. Πάουερ.
—
Ναί, δέν είναι ύπέροχ η;
—
Περί τίνος πρόκειται; ρώτησε ό κ. Ντένταλους. Δέν τήν άκουσα.
— ’Υπήρχ ε κάποια κοπέλα στή μέση, άρχ ισε ό κ. Μπλούμ, καί αύτός άποφάσισε νά τόν στείλει στό Νησί Μάν, σέ μέρος άσφαλές, άλλά όταν οί δυό τους… —
Ποιός; ρώτησε ό κ. Ντένταλους. Αύτός ό άνέκφραστος άλήτης;
— Ναί, είπε ό κ. Μπλούμ. ΤΗταν καί οί δυό καθ’ όδόν πρός τό καράβι καί αύτός άποπειράθηκε νά πνιγεί. —
Νά πνιγεί ό Βαραββάς; Χριστέ καί Κύριε, ελπίζω νά τά κατάφερε, φώναξε ό κ. Ντένταλους.
Ό κ. Πάουερ εβγαλε ενα μακρύ γέλιο άπό τά σκεπασμένα μέ τήν παλάμη ρουθούνια του. —
’Όχ ι, είπε ό κ. Μπλούμ, ό ίδιος ό γιός του…
Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ τού διέκοψε άπότομα τήν άφήγηση. — Ό Ρουβήμ Τζ. μέ τόν γιό του τραβούσαν πρός τό πλοίο πού πάει στό νησί Μάν, στήν προκυμαία τού ποταμού καί ξαφνικά ό νεαρός μπαμπέσης τό σκάει άπό τόν πατέρα του, πηδάει τό προστατευτικό τοιχ ίο καί πέφτει στόν Λίφφεύ. —
Γιά τ’ όνομα τού Θεού! φώναξε τρομοκρατημένος ό κ. Ντένταλους. Πέθανε;
—
’Άν πέθανε; φώναξε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Αύτός νά πεθάνει; Κά126
ποιος βαρκάρης επιασε ενα λοστάρι μέ γάντζο, τόν ψάρεψε άπό τήν φίντα του παντελονιού του καί τόν παράδωσε στόν πατέρα του πάνω στήν προκυμαία. Περισσότερο πεθαμένο παρά ζωντανό. Ή μισή πόλη είχ ε μαζευτεί εκεί πέρα. —
Ναί, ειπε ό κ. Μπλούμ. Άλλά τό άστείο είναι…
— Καί ό Ρουβήμ Τζ., είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, επειδή ό βαρκάρης του έσωσε τό γιό του, του εδωσε ενα φλωρίνι. “Ενας πνιγμένος άναστεναγμός άκούστηκε κάτω άπό τό χ έρι του κ. Πάουερ. — ’Ώ, βέβαια, τού τό εδωσε, βεβαίωσε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Λές καί ήταν κανένας ήρωας. “Ενα άσημένιο φλωρίνι. —
Δέν είναι διαολεμένα καλή ιστορία; ειπε άνυπόμονος ό κ. Μπλούμ.
—
Τού εδωσε ενα σελλίνι καί οχ τώ πέννες παραπάνω, ειπε ξερά ό κ. Ντένταλους.
Τό πνιγμένο γέλιο τού κ. Πάουερ ξέσπασε μέσα στήν ήσυχ ία τής άμαξας.
Ή στήλη τού Νέλσονα. —
’Οχ τώ βερύκοκκα στήν πέννα! ’Οχ τώ στήν πέννα!
—
Καλά θά κάνουμε νά σοβαρευτούμε λίγο, ειπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
Ό κ. Ντένταλους άναστέναξε. — Πάντως, ειπε, ή άλήθεια είναι ότι ό καημένος ό Πάντυ δέν θά πειραζόταν άν λέγαμε κάνα άστειο. ’Άλλωστε, κι ό ίδιος μάς είχ ε πει τόσα καί τόσα. — Ό Θεός νά μέ συγχ ωρέσει! είπε ό κ. Πάουερ, σκουπίζοντας τά ύγραμένα μάτια του μέ τά δάχ τυλά του. Κακόμοιρε Πάντυ! Πού νά φανταστώ, τήν περασμένη βδομάδα πού τόν είδα γιά τελευταία φορά καί εντελώς υγιή, ότι σήμερα θά τόν κηδεύαμε. Πάει, τόν χ άσαμε. —
Ό άξιοπρεπέστερος άνθρωπος πού γνώρισα ποτέ, είπε ό κ. Ντένταλους. ’Έφυγε τόσο ξαφνικά.
—
Συγκοπή, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Καρδιά.
Χτύπησε μελαγχ ολικά τό στήθος του, λυπημένος. Φλογισμένο πρόσωπο· άναψοκοκκινισμένο. Κατέβαζε μπόλικο ούίσκυ. Ή συνταγή γιά τή θεραπεία μιας κόκκινης μύτης. Πίνε τόν άγκλέουρα μέχ ρι πού ή μύτη σου νά γίνει μώβ. Ξόδεψε μιά περιουσία γιά νά καταφέρει νά τής δώσει αύτό τό χ ρώμα. Ό κ. Πάουερ κοίταζε μέ θλιβερή άνησυχ ία τά σπίτια πού πέρναγαν. — Ό καημένος, είπε, είχ ε εναν τόσο αιφνίδιο θάνατο. — Αύτός εί^αι ό καλύτερος θάνατος, είπε ό κ. Μπλούμ. Τά όλάνοιχ τα μάτια τους τόν κοιτάζανε. —
Δίχ ως πόνο, είπε. “Ολα τελειώνουν σ’ ενα λεπτό. Σάν νά πεθαίνει κανείς κοιμισμένος.
Δέν μίλησε κανείς. Πεθαμένο αύτό τό κομμάτι τού δρόμου. Τήν ήμέρα βαρετές δουλειές, κτηματομεσίτες, ξενοδοχ είο οπου απαγορεύεται ή κατανάλωση οινοπνεύματος, οί εκδόσεις τού σιδηροδρομικού οδηγού Φάλκονερ, ή σχ ολή δημοσίων ύπαλλήλων, ό σύλλογος καθολικών Γκίλ, τό ’Ινστιτούτο εργαζομένων τυφλών. Γιατί; Πρέπει νά ύπάρχ ει κάποιος λόγος. Ό ήλιος, ή ό άνεμος. Τό ίδιο καί τό βραδάκι. Φανταράκια καί υπηρέτριες. Ύπό τήν προστασίαν τού τέως πατρός Μάθιου. Θεμέλιος λίθος γιά τόν Πάρνελλ. Συγκοπή. Καρδιά. ’Άσπρα άλογα μέ άσπρα φτερά στά χ άμουρα έστριψαν καλπάζοντας στήν γωνία Ροτόντα. ‘Ένα πολύ μικρό φέρετρο εγινε αντιληπτό. Εσπευσμένα γιά τήν ταφή. Νεκροφόρα. Ανύπαντρος. Μαύρα γιά τούς παντρεμένους. ‘ Ασπρόμαυρα γιά τά γεροντοπαλλήκαρα. Καφέ γιά τούς ιερωμένους. —
Λυπηρό, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. ‘Ένα παιδάκι.
‘Ένα πρόσωπο νάνου, ιώδες καί ρυτιδωμένο, οπως ήταν καί τό πρόσωπο τού μικρού Ρούντυ. ‘Ένα σώμα νάνου, αδύναμο σάν ζυμάρι, μέσα σ’ ενα φέρετρο άπό έλατο, φοδραρισμένο μέ άσπρο ύφασμα. Έξόδοις τής Εταιρείας Άλληλοενταφιάσεως. Μιά πέννα τήν εβδομάδα γιά ενα κομμάτι γκαζόν. Δικό μας. Μικρό. Επαίτης. Νήπιο. ’Άνευ σημασίας. ‘Ένα λάθος τής φύσης. ’Άν είναι υγιές, αύτό οφείλεται στή μητέρα του. ’Άν όχ ι, τότε στόν πατέρα. Περισσότερη τύχ η τήν επόμενη φορά. —
’Άμοιρο πλασματάκι, είπε ό κ. Ντένταλους. Καλύτερα πού ξεμπέρδεψε.
Τό όχ ημα άνέβηκε μέ άργότερο ρυθμό τόν άνήφορο τής πλατείας Ράτλαντ. Τά κόκκαλά του θά τρίζουν. Σέ κάθε τράνταγμα. ’Άπορος. Τώρα δέν άνήκει σέ κανέναν. —
Έν τώ μέσω τής ζωής, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
— ’Όμως, είπε ό κ. Πάουερ, τό χ ειρότερο άπ’ ολα είναι όταν κάποιος άφαιρεί μόνος του τή ζωή του. Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ τράβηξε βιαστικά τό ρολόι άπό τήν τσέπη του, εβηξε καί τό ξανάβαλε στή θέση του. —
Ή μεγαλύτερη άτίμωσις πού μπορεί νά συμβεί σέ μία οικογένεια, πρόσθεσε ό κ. Πάουερ.
— Βεβαίως, πρόκειται γιά στιγμιαία παραφροσύνη, είπε άποφασιστικά ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Αύτά τά πράγματα πρέπει νά τά κρίνουμε μέ επιείκεια. —
Λέγεται πώς ό αύτόχ ειρας είναι ενας δειλός, είπε ό κ. Ντένταλους.
—
Δέν είναι δική μας δουλειά νά τόν κρίνουμε, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
Ό κ. Μπλούμ εκανε νά μιλήσει, άλλά ξανάκλεισε τά χ είλη του. Τά μεγάλα μάτια τού Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Κοιτάζουν άλλού τώρα. Συμπαθητικός καί σπλαχ νικός. ’Έξυπνος. Τό πρόσωπό του μοιάζει μέ τού Σαίξπηρ. Πάντοτε έτοιμος γιά μιά καλή κουβέντα. Δέν μπορούν νά συγχ ωρήσουν τήν αυτοκτονία ή τή βρεφοκτονία. Τούς άρνούνται χ ριστιανική ταφή. Ή συνήθεια πού ύπήρχ ε παλιότερα νά βυθίζουν μία σφήνα στήν καρδιά τού αύτόχ ειρα μέσα στόν τάφο. Λές κι αύτή δέν ειχ ε ήδη ραγίσει. Κι όμως κάποτεκάποτε αύτοί μετανιώνουν κιόλας. Τόν βρήκαν στόν πάτο τού ποταμού νά σφίγγει μία άδραξιά βούρλα στά χ έρια του. Μέ κοίταξε. Kt έκείνη ή φοβερή μπεκρού ή γυναίκα του. Νά τής έπιπλώνει τό σπίτι, κάθε λίγο καί λιγάκι, κι αύτή νά βάζει ενέχ υρο τά έπιπλα, σχ εδόν κάθε έβδομάδα. Σπρώχ νοντάς τον σέ μιά καταραμένη ζωή. Αύτό είναι δυνατόν νά σέ τσακίσει, άκόμα κι άν ή καρδιά σου είναι άπό πέτρα. Καί τή Δευτέρα τό πρωί, πάλι τά ιδια άπό τήν άρχ ή. Σπρώχ νοντας μέ τόν ώμο τό μαγγανοπήγαδο. Θεέ μου, πρέπει νά ήταν φοβερή ή όψη της εκείνο τό βράδυ, οπως μού είπε ό Ντένταλους πού τήν είδε. Τριγύριζε μεθυσμένη καί χ οροπήδαγε, κραδαίνοντας τήν ομπρέλα τού Μάρτιν: Καί μέ ονομάζουν τό διαμάντι τής Ασίας, τής Ασίας, ή γκέισσα. Προσπάθησε ν’ άποφύγει τό βλέμμα του. Ξέρει. Τά κόκκαλά του θά τρίζουν. Εκείνο τό άπόγευμα τής άνάκρισης. Τό μπουκάλι μέ τήν κόκκινη ετικέτα στό τραπέζι. Τό δωμάτιο τού ξενοδοχ είου μέ τά κάδρα πού παρίσταναν σκηνές κυνηγίου. Πνιγηρό. Τό φώς τού ήλιου νά
μπαίνει άπό τίς χ αραμάδες τών παντζουριών. Τ’ αύτιά τού άνακριτή μεγάλα καί τριχ ωτά. Ό καμαριέρης τού ορόφου εδινε τήν κατάθεσή του. Στήν άρχ ή είχ ε τήν εντύπωση πώς κοιμότανε. ‘Ύστερα είδε τίς κιτρινίλες πάνω στό πρόσωπό του. Είχ ε γλιστρήσει στό πάτωμα στά πόδια τού κρεβατιού. Ετυμηγορία: υπερβολική δόσις. Θάνατος λόγω άτυχ ήματος. Τό γράμμα. Πρός τόν υιόν μου Λεοπόλδον. Νά μήν υποφέρει πιά. Νά μήν ξυπνήσει πιά. Δέν άνήκει σέ κανέναν. Ή» άμαξα κροτάλιζε πιό γρήγορα τώρα πάνω στό λιθόστρωτο τής όδού Μπλέσσινγκτον. —
Μού φαίνεται πώς τρέχ ουμε, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
—
Νά δώσει ό Θεός νά μήν μάς άδειάσει σέ κανένα χ αντάκι, είπε ό κ. Πάουερ.
— Τό ελπίζω, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Αύριο θά γίνει μιά μεγάλη κούρσα στή Γερ^μανία. Γιά τό κύπελλο Γκόρντον Μπέννετ. —
Ναί, μά τήν πίστη μου, είπε ό κ. Ντένταλους. Αύτό θά άξιζε νά τό δει κανείς.
Τή στιγμή πού έπαιρναν τή στροφή τής όδού Μπέρκλεύ, κοντά στή Δεξαμενή, μιά λατέρνα τούς εστειλε τόν ήχ ο ένός θορυβώδους κεφάτου τραγουδιού τής επιθεώρησης. Είδε κανείς τόν Κέλλυ; Κάπα, έψιλον, δύο λάμδα, ύψιλον. Τό πένθιμο εμβατήριο άπό τόν Σαούλ. Είναι χ ειρότερος καί άπό τόν γέρο ’Αντώνιο. Μέ άφησε ολομόναχ ο. Πιρουέτα! Τό νοσοκομείον τής Πολυευσπλάχ νου Μητρός. Όδός Έκκλς. Τό σπίτι μου έκεί κάτω. Μεγάλο κτίριο. Διαθέτει πτέρυγα άνιάτων. Πολύ ένθαρρυντικό. Άσυλον έτοιμοθανάτων. Ή Παναγία. Νεκροθάλαμος σ’ ετοιμότητα στό υπόγειο. Εκεί πού πέθανε ή κυρία Ρίορνταν. Ή ό’ψη τών γυναικών άλλοιώνεται φοβερά. Ή γαβάθα πού έτρωγε καί τό κουτάλι μέ τό οποίο σκούπιζαν τό στόμα της. “Υστερα τό παραβάν γύρω άπό τό κρεβάτι της γιά νά τήν άφήσουν νά πεθάνει. Συμπαθητικός ήταν αύτός ό νεαρός φοιτητής τής ιατρικής πού μού περιποιήθηκε τό τσίμπημα εκείνης τής μέλισσας. Τώρα μετατέθηκε στή μαιευτική κλινική, μού είπαν. ’Από τή μιάν άκρη στήν άλλη. Ή άμαξα καλπάζοντας έστριψε σέ μιά γωνιά καί σταμάτησε. —
Τί τρέχ ει τώρα;
Τά μαρκαρισμένα βόδια ένός κοπαδιού σκόρπισαν καί κύκλωσαν τήν άμαξα, μουγκρίζοντας, μετακινώντας βαριεστημένα τίς οπλές τους, τινάζοντας τήν ουρά τους στά λασπωμένα κοκκαλιάρικα καπούλια τους. Γύρω τους καί άνάμεσά τους μερικά πρόβατα βελάζανε άλαφιασμένα. —
Μετανάστες, είπε ό κ. Πάουερ.
— ’Έεεεί! φώναξε ή φωνή τού γελαδάρη, καί ή βίτσα του πλατάγισε στά μεριά τους. ’Έεεει! Κουνηθείτε! Πέμπτη, βέβαια. Αύριο είναι ήμέρα σφαγής. Μοσχ άρια. Ό Κάφφ τά πούλαγε σχ εδόν είκοσι εφτά λίρες τό ενα. Πιθανόν νά προορίζονται γιά τό Λίβερπουλ. Ροσμπήφ διά τή γηραιά Άλβιώνα. ’Αγοράζουν τά πιό εύγευστα. Καί τά επουσιώδη μέρη τού σφάγιου πάνε χ αμένα: τά μή φαγώσιμα,
τό τομάρι, τό τρίχ ωμα, τά κέρατα. “Ολα αύτά άνέρχ ονται σ’ ενα τεράστιο ποσό έτησίως. Εμπόριο σφαγμένου κρέατος. Υποπροίόντα τών σφαγείων γιά βαφές δερμάτων, σαπούνι, μαργαρίνη. ’Αναρωτιέμαι άν ισχ ύει άκόμα έκείνο πού γινόταν παλιά, ν’ άγοράζει κανείς κρέας δευτέρας διαλογής άπό τό τραίνο στό Γκρόνσιλλα. Ή άμαξα συνέχ ισε τό δρόμο της άνάμεσα άπό τό κοπάδι. — Δέν μπορώ νά καταλάβω γιά ποιο λόγο ό Δήμος δέν έγκανιάζει μιά νέα γραμμή άπό τό πάρκο πρός τίς άποβάθρες, είπε ό κ. Μπλούμ. “Ολα αύτά τά ζωντανά μπορούσαν νά μεταφερθούν στά καράβια μέσα σέ βαγόνια. — ’Αντί νά εμποδίζουν τήν κυκλοφορία, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Πολύ σωστά. ’Έπρεπε νά τό είχ αν κάμει. — Ναί, είπε ό κ. Μπλούμ. Καί εν’ άλλο πράμα πού σκέφτηκα επανειλημμένα είναι νά ύπάρχ ουν δημοτικά οχ ήματα ενταφιασμού οπως στό Μιλάνο, καθώς θά ξέρετε. Ή γραμμή νά εχ ει τό τέρμα της μπροστά στήν πύλη τού νεκροταφείου καί νά διαθέτει ειδικά τράμ γιά τό φέρετρο, τούς τεθλιμμένους καί τά λοιπά. Βλέπετε τί έννοώ; — Νά μέ πάρει ό διάολος μ’ αύτά πού ακούω, ειπε ό Ντένταλους. Βαγκόν λί καί βαγκόν ρεστωράν. —
Πολύ άσχ ημα νέα γιά τόν Κόρνυ, πρόσθεσε ό κ. Πάουερ.
— Γιατί; ρώτησε ό κ. Μπλούμ, γυρνώντας πρός τόν κ. Ντένταλους. Αύτό δέν θά ήταν αξιοπρεπέστερο άπό νά βλέπεις δύο κηδείες νά καλπάζουν, ποιά θά ξεπεράσει τήν άλλη; —
Ή άλήθεια είναι πώς ή ιδέα σου παρουσιάζει ενδιαφέρον, παραδέχ θηκε ό κ. Ντένταλους.
— Καί άκόμη, ειπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, δέν θά είμαστε μάρτυρες σκηνών οπως εκείνη, τότε πού στή γωνία Ντάνφυ άναποδογύρισε ή νεκροφόρα καί τό φέρετρο πετάχ τηκε στή μέση τού δρόμου. —
Ηταν τρομερό, ειπε άναστατωμένος ό κ. Πάουερ. Καί τό πτώμα κύλησε στό δρόμο. Τρομερό!
— Στήν πρώτη στροφή στού Ντάνφυ, είπε συγκατανεύοντας ό κ. Ντένταλους. ‘Όπως στό κύπελλο Γκόρντον Μπέννετ. —
Θεέ καί Κύριε! είπε εύλαβικά ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
Πατατράκ! Χαμός. ‘Ένα φέρετρο ν’ άναπηδάει στό έδαφος. Νά χ τυπάει κάτω καί νά άνοίγει. Ό Πάντυ Ντίγκναμ νά ξεπετιέται καί νά παίρνει τίς βόλτες του άκαμπτος πάνω στή σκόνη μέ τήν εντάφια καφέ ενδυμασία του, κάπως φαρδειά γιά τά μέτρα του. Τό άναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του` τώρα γκρίζο. Τό στόμα του πεσμένο κι άνοιχ τό. Ρωτώντας τί συμβαίνει. Καλά κάνουνε καί τό κλείνουν. Φαίνεται άπαίσιο ετσι πού άνοιξε. ‘Ύστερα τά σπλάχ να άποσυντίθενται γρήγορα. Είναι καλύτερα πού κλείνουν ολα τά άνοίγματα. Ναί, καί αύτό. Μέ κερί. Οί σφιγκτήρες μύς άτονούν. Σφραγίστε τους. —
Φτάσαμε στού Ντάνφυ, άνήγγειλε ό κ. Πάουερ, καθώς ή άμαξα εστριβε δεξιά.
Τό καπηλειό τού Ντάνφυ. Σταματημένες άμαξες τεθλιμμένων έπνιγαν τή θλίψη τους στό πιοτό. Στάσις πάνω στή διαδρομή. Εξαίρετη τοποθεσία γιά καπηλειό. Πρέπει νά τό περιμένω ότι στήν επιστροφή θά κάνουμε μιά στάση γιά νά πιούμε ενα ποτηράκι στήν ύγειά του. Κάνε κατά έδώ τήν παρηγοριά. Τό έλιξήριο τής ζωής. ‘Όμως, άς υποθέσουμε ότι αύτό πράγματι συνέβαινε. Τάχ α, θά αίμορραγούσε, άν ενα καρφί τόν τρυπούσε τήν ώρα πού χ τυπούσε στό έδαφος; Φαντάζομαι πώς ολα είναι πιθανά. Έξαρτάται άπό τό σημείο πού. Ή κυκλοφορία σταματάει. ‘,Ομως, μπορεί νά τρέξει λίγο αίμα άπό κάποια άρτηρία. Θά ήταν καλύτερα νά τούς θάβουν ντυμένους στά κόκκινα` στά σκουροκόκκινα. Παρακολούθησαν σιωπηλοί τή διαδρομή κατά μήκος τής όδού Φίμπσμποροου. Μιά άδεια νεκροφόρα τριπόδιζε διπλανούς έπιστρέφοντας άπό τό νεκροταφείο. ’Έμοιαζε ξαλαφρωμένη. Ή γέφυρα Κρόσγκανς· τό βασιλικό κανάλι. Τό νερό έτρεχ ε βιαστικά μέσα άπό τίς βάνες τού υδατοφράχ τη. ‘Ένας άντρας έστεκε δρθιος, πάνω στή μαούνα του πού κατέβαινε άνάμεσα σέ σωρούς τύρφης. Πάνω στό μονοπάτι ρυμουλκήσεως, κοντά στόν ύδατοφράχ τη, έστεκε ενα άλογο, δεμένο χ αλαρά. Έπί τού Μπούγκαμπου. Τά μάτια τους τόν περιεργάζονταν. Είχ ε διασχ ίσει πάνω στή μαούνα του, πάνω στόν άργό χ ορταριασμένο υδάτινο δρόμο, ολη τήν ’Ιρλανδία πρός τή θάλασσα, ρυμουλκημένος άπό ένα σκοινί, άνάμεσα σέ καλαμιώνες, πάνω άπό τόν βούρκο τού βυθού, πάνω άπό βουλωμένα μέ λάσπη μπουκάλια, ψοφίμια σκύλων. Άπό τό ’Άθλον, τό Μάλλινγκαρ, τό Μόυβαλλυ. Θά μπορούσα κι έγώ νά πάω πεζή μέχ ρι τή Μίλλυ, άκολουθώντας τό κανάλι. `Ή μέ τό ποδήλατο. ’Ή, γιά άσφάλεια, νά νοικιάσω κάποιο ψοφάλογο. Ό Ρέν είχ ε βγάλει ένα προχ τές στήν δημοπρασία, άλλά είχ ε έκπαιδευτεί γιά νά ιππεύεται άπό κυρίες. Επέκταση τού συμπλέγματος τών υδάτινων δρόμων. ΤΗταν τό χ όμπυ τού Τζάιημς ΜακΚάν νά μέ περνάει άπέναντι μέ τά κουπιά. Ή φθηνότερη συγκοινωνία. Σιγά-σιγά. Κατοικίες πάνω στό νερό. Ζωή στό ύπαιθρο. Μπορούν νά χ ρησιμοποιηθούν καί σάν νεκροφόρες. Πορεία πρός τούς ούρανούς έπί τών ύδάτων. ’Ίσως νά πάω χ ωρίς νά τής γράψω προηγουμένως. Νά τής κάνω έκπληξη. Άπό τό Λέιξλιπ καί τό Κλόνσιλλα. Παίρνοντας τήν κατηφόρα, άπό ύδατοφράχ τη σέ ύδατοφράχ τη μέχ ρι τό Δουβλίνο. Μ’ ένα φορτίο τύρφης άπό τούς βάλτους τής ένδοχ ώρας. Χαιρετισμός. Ό άνθρωπος έβγαλε τό καφετί ψάθινο καπέλο του, σ’ άποχ αιρετισμό τού Πάντυ Ντίγκναμ. Συνέχ ισαν τήν πορεία τους καί πέρασαν τό σπίτι τού Μπράιαν Μπορόιμ. Πλησιάζουμε. —
Αναρωτιέμαι πώς τά πάει ό φίλος μας ό Φόγκαρτυ, είπε ό κ. Πάουερ.
—
Καλύτερα νά ρωτήσεις τόν Τόμ Κέρναν, είπε ό κ. Ντένταλους.
—
Γιατί; είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Φαντάζομαι πώς τόν άφησε τεθλιμμένο.
—
Σέ χ άσανε τά μάτια μου, μά έμεινες στήν καρδιά μου, είπε ό κ. Ντένταλους.
Ή άμαξα έστριψε άριστερά γιά νά μπει στήν όδό Φίνγκλας. Στά δεξιά τό έργαστήρι τού λιθοξόου. Τελευταία στροφή. ‘Ένα πλήθος σιωπηλές μορφές φάνηκαν στριμωγμένες πάνω στό στενό χ ώρο, λευκές, θλιμμένες, έκτείνοντας ήρεμα χ έρια, γονατισμένες
άπό τή θλίψη, δείχ νοντας. Μέλη άγαλμάτων δουλεμένα μέ τό καλέμι. Σέ λευκή σιωπή` σέ επίκληση. Ύπερτερούμεν έναντι τών άνταγωνιστών μας. Θ. X. Ντέννανυ, γλύπτης καί κατασκευαστής μνημείων. Πέρασαν. Μπροστά στού Τζίμμυ Τζέρρυ, τού ψάλτη, ένας γερο-άλήτης καθότανε στό κράσπεδο τού πεζοδρομίου καί άδειαζε άπό σκουπίδια καί χ αλίκια τό τεράστιο σκονισμένο παπούτσι του, πού έμοιαζε νά χ ασμουριέται. “Υστερα άπό τό ταξίδι της ζωής. Καταθλιπτικοί κήποι άρχ ισαν νά περνάνε ένας-ένας μπροστά άπό τά μάτια τους` καταθλιπτικά σπίτια. Ό κ. Πάουερ έδειξε κάποιο σημείο. —
Έκεί δολοφονήθηκε ό Τσάιλντς, ειπε. Στό τελευταίο σπίτι.
— ’Ακριβώς, ειπε ό κ. Ντένταλους. Φοβερή υπόθεση. Ό Σέυμουρ Μπούς κατάφερε νά τόν άπαλλάξει. Δολοφόνησε τόν άδερφό του. ’Ή, τουλάχ ιστον, ετσι είπαν. —
Ή κατηγορούσα άρχ ή δέν διέθετε άποδείξεις, ειπε ό κ. Πάουερ.
— Μόνον ενδείξεις, ειπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Αύτό συνιστά άξίωμα τής δικαιοσύνης. Καλύτερα νά διαφύγουν ενενήντα έννέα ένοχ οι, παρά νά καταδικασθεί άδικα ενας άθώος. Κοίταζαν. Ή κατοικία τού δολοφόνου. ’Έμοιαζε άπόκοσμη. Μέ κλεισμένα παντζούρια, άκατοίκητη, καί ό κήπος χ ορταριασμένος. “Ολος ό χ ώρος κατά διαβόλου. Καταδικασθείς άδίκως. Ή δολοφονία. Ή εικόνα τού δολοφόνου στά μάτια τού θύματος. Ό κόσμος άρέσκεται στήν άνάγνωση παρόμοιων άναγνωσμάτων. Άνευρέθη άνθρωπίνη κεφαλή εντός κήπου. Ή ενδυμασία τής γυναικός άποτελείται άπό. Μέ ποιόν τρόπο συνήντησε τόν θάνατον. Πρόσφατος κακοποίησις. Τό χ ρησιμοποιηθέν οπλον. Ό δολοφόνος διαφεύγει είσέτι. Τεκμήρια. “Ενα κορδόνι ύποδημάτων. Τό πτώμα θά έκταφεί. Θά χ υθεί φώς. Στριμωγμένος σ’ αύτήν τήν άμαξα. Μπορεί νά μήν τής άρέσει νά μέ δει μπροστά της χ ωρίς προειδοποίηση. Πρέπει νά είναι κανένας προσεχ τικός μέ τίς γυναίκες. ’Έτσι καί τίς πιάσει κανείς μιά φορά μέ τήν κυλότα κατεβασμένη. Δεκαπέντε. Τά ψηλά κιγκλιδώματα τού Πρόσπεκτς πέρασαν παραμορφωμένα μπροστά στά μάτια τους. Μαύρες λεύκες, καί μερικά λευκά άγάλματα. Ό άριθμός τών λευκών άγαλμάτων αύξαινε άνάμεσα στά δέντρα, λευκά άγάλματα καί άνθρώπινα μέλη συσσωρεύονταν βουβά, μάταιες μαρμαρωμένες χ ειρονομίες στόν άέρα. Ή γέρικη άμαξα έγδαρε τό κράσπεδο τού πεζοδρομίου καί σταμάτησε. Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ άπλωσε τό μπράτσο του, τράβηξε μέ δύναμη πρός τά πίσω τό χ ερούλι καί, σπρώχ νοντας μέ τό γόνατο, άνοιξε τήν πόρτα. Κατέβηκε. Ό κ. Πάουερ καί ό κ. Ντένταλους τόν άκολούθησαν. ’Άλλαξε τώρα τή θέση αύτού τού σαπουνιού. Τό χ έρι τού κ. Μπλούμ ξεκούμπωσε γρήγβρα τήν κωλοτσέπη του καί μετέφερε τό σαπούνι μέ τό κολλημένο χ αρτί στήν εσωτερική τσέπη τού
σακκακιού του. Κατέβηκε άπό τήν άμαξα, μεταφέροντας τήν εφημερίδα άπό τό ενα στό άλλο χ έρι. Κακομοίρικη κηδεία. Ή νεκροφόρα καί τρεις άμαξες. Δέν βαριέσαι, τό ίδιο κάνει. Ή νεκρική συνοδεία, τά επίχ ρυσα χ αλινάρια, ή νεκρική λειτουρ-για, οί ομοβροντίες τών κανονιοβολισμών. Ή μεγαλοπρέπεια τού θανάτου. Πίσω άπό τήν τελευταία άμαξα ενας μικροπωλητής στεκόταν πλάι οώ καροτσάκι του, φορτωμένο μέ σκαλτσούνια καί φρούτα. Σταφιδόψωμο, τό ενα κολλητά στό άλλο` σκαλτσούνια γιά τίς κηδείες. Μπισκότα γιά σκύλους. Ποιος τά τρώει; Οί τεθλιμμένοι, βγαίνοντας. ’Ακολούθησε τούς συντρόφους του. Ό κ. Κέρναν καί ό Νέντ Λάμπέρτ άκο^ουθούσαν. Ό Χάινς περπατούσε πίσω τους. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ στάθηκε πλάι στήν άνοιχ τή νεκροφόρα κι έβγαλε τά δύο στεφάνια. ’Έδωσε τό ενα σ’ ενα παιδί. Πού νά πήγε εκείνη ή κηδεία τού παιδιού; “Ενα ζεύγος άλογα πού έρχ ονταν άπό τήν οδό Φίνγκλας, πέρασαν ίδρωμένα καί βαριανασαίνοντας, τραβώντας πίσω τους, μές στήν πένθιμη σιωπή, ένα κάρο πού έτριζε, φορτωμένο ένα βράχ ο άπό γρανίτη. Ό οδηγός, πού περπάταγε πλάι στά άλογα, χ αιρέτησε. Τό φέρετρο τώρα. ’Έφτασε πρίν άπό μάς, παρ’ ολο πού είναι πεθαμένος. Τό άλογο στρέφει τό κεφάλι του γιά νά τό κοιτάξει μέ τό λοφίο λοξά. Τό μάτι του σκυθρωπό` τό χ αλινάρι του σφιχ τό στό λαιμό του πιέζει κάποιο αιμοφόρο άγγειο ή κάτι τέτοιο. ’Άραγε, ξέρουν τί μεταφέρουν έδώ κάθε μέρα; Πρέπει νά γίνονται είκοσι μέ τριάντα κηδείες κάθε μέρα. Καί ύστερα ύπάρχ ει καί τό νεκροταφείο τού ’Όρους Ιερώνυμος γιά τους διαμαρτυρόμενους. Κηδείες σ’ ολο τόν κόσμο, πανιού, κά(θε λεπτό. Τούς φτυαρίζουν κάτω άπό τό χ ώμα μέ τό καρότσι, ώς πού νά π^ίς κύμινο. Χιλιάδες κάθε ώρα. Αμέτρητοι σ’ ολον τόν κόσμο. Μερικοί τεθλιμμένοι έβγαιναν άπό τήν πύλη` μιά γυναίκα κι ένα κοριτσάκι. Μέ λιπόσαρκο σαγόνι αρπυ.ας, σκληρή γυναίκα στό παζάρεμα, μέ τό καπέλο της στραβοφορεμένο. Τό πρόσοψιο τού κοριτσιού μέ λεκέδες βρωμιάς καί δάκρυα, κρατώντας τό μπράτσο τής γυναίκας καί κοιτάζοντας πρός τά πάνω τό πρόσωπό της, λές καί περίμενε τό σύνθημα γιά ν’ άρχ ίσει νά κλαίει. Ψαρίσιο πρόσωπο, χ ωρίς αίμα, πελιόνό. Τά κοράκια έβαλαν τό φέρετρο στήν πλάτη καί περνώντας τήν πύλη τό μετέφεραν μέσα στό κοιμητήριο. Τόσο άχ ρηστο βάρος. Κι έγώ ό Ιδιος ένιωθα βαρύτερος, όταν βγήκα άπό τό λουτρό. Πρώτος ό πεθαμένος, κατόπιν οί φίλοι του. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ καί τό παιδί άκολουθούσαν μέ τά στεφάνια. Ποιός είναι αύτός πλάι τους; ’Ά, ό κουνιάδος. “Ολοι άκολούθησαν πίσω τους. j Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ ψιθύρισε: — Βρισκόμουν σέ θανάσιμη άγωνία, προηγουμένως, όταν μιλούσατε γιά αύτοκτονία παρουσία τού Μπλούμ. —
Πώς; ψιθύρισε ό κ. Πάουερ. Γιατί;
—
Ό πατέρας του δηλητηριάστηκε, ψιθύρισε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. ΤΗταν ιδιοκτήτης τού
Ξενοδοχ είου τής Βασίλισσας στό Ιννις. Τόν άκουσες πού είπε πώς θά πήγαινε στό Κλέαρ. Γιά τό μνημόσυνο. —
`Ώ, Θεέ μου! ψιθύρισε ό κ. Πάουελ. Πρώτη φορά πού τό ακούω. Δηλητηριάστηκε!
Κοίταξε πίσω του, έκεί πού μιά μορφή μέ μαύρα σκεφτικά μάτια προχ ωρούσε πρός τό μαυσωλείο τού καρδινάλιου. Μιλούσε. —
ΤΗταν
άσφαλισμένος; ρώτησε ό κ. Μπλούμ.
— ’Έτσι πιστεύω, άπάντησε ό κ. Κέρναν, όμως τό άσφαλιστήριο συμβόλαιό του εχ ει έπανειλημμένως ένεχ ειριασθεί. Ό Μάρτιν προσπαθεί νά βάλει τό παιδί του στό ’Άρτεην. —
Πόσα παιδιά άφησε;
—
Πέντε. Ό Νέντ Λάμπερτ λέει ότι θά προσπαθήσει νά βάλει ενα άπό τά κορίτσια στό Τόντ.
—
Θλιβερή υπόθεση, είπε ευγενικά ό κ. Μπλούμ. Πέντε μικρά παιδιά.
—
Φοβερό κτύπημα γιά τήν καημένη τή σύζυγο, πρόσθεσε ό κ. Κέρναν.
—
Ναί, πράγματι, συμφώνησε ό κ. Μπλούμ.
Τού τήν έφερε τώρα. Κοίταξε κάτω τά παπούτσια του, πού τά είχ ε βάψει καί γυαλίσει. Είχ ε έπιζήσει τού συζύγου της, τόν είχ ε χ άσει. Περισσότερο νεκρός γι’ αυτήν, παρά γιά μένα. Ό ενας πρέπει νά έπιζήσει τού άλλου. ’Έτσι λένε οί σοφοί. Στόν κόσμο ύπάρχ ουν περισσότερες γυναίκες παρά άντρες. Συλλυπήσου την. Ή τρομερή σας άπώλεια. Ελπίζω νά τόν άκολουθήσετε γρήγορα. Αύτό θά ταίριαζε μόνο γιά τίς χ ήρες τών ’Ινδών. Θά μπορούσε νά παντρευτεί κάποιον άλλο. Αύτός; ’Όχ ι. Τελικά ποιός μπορεί νά ξέρει; Ή χ ηρεία δέν συνηθίζεται μετά τό θάνατο τής γριάς βασίλισσας. Τή μετέφεραν πάνω σέ κιλλίβαντα πυροβόλου. Ή Βικτωρία καί ό ’Αλβέρτος. Ετήσιο μνημόσυνο στό Φρόγκμορ. ‘Όμως τώρα στό τέλος, είχ ε προσθέσει μερικές βιολέτες στό καπέλο της. Ματαιόδοξη στό βάθος τής καρδιάς της. ‘Όλα γιά μιά σκιά. Βασιλικός σύζυγος, ούτε κάν βασιλιάς. Ό γιός της ήταν αύτό πού μέτραγε. ΤΗταν κάτι καινούργιο, κάτι γιά νά ελπίζει κι όχ ι σάν τό παρελθόν πού ήθελε νά έπαναφέρει, κάτι νά περιμένει. Αύτό δέν επιστρέφει ποτέ. Ό ενας άπό τούς δύο πρέπει νά φύγει πρώτος` μόνος κάτω άπο τό χ ώμα` κι όχ ι νά ξαπλώνει πιά στό ζεστό κρεβάτι της. — Πώς είσαι, Σίμωνα; ρώτησε ήρεμα ό Νέντ Λάμπερτ, σφίγγοντας τό χ έρι του. Πάει τόσος καιρός πού δέν ειδωθήκαμε. —
Ποτέ δέν ήμουν καλύτερα. Τί κάνουν ολοι στήν όμορφη πόλη τού Κόρκ;
— Είχ α πάει έκεί κάτω τή Δευτέρα τού Πάσχ α, γιά τίς ιπποδρομίες, είπε ό Νέντ Λάμπερτ. Οί ίδιοι γνωστοί δικηγορίσκοι. ’Έμεινα στού Ντίκ Τάιβυ. —
Πώς είναι αύτό τό θεριό, ό Ντίκ;
—
Δέν άπόμεινε τίποτα άνάμεσα σ’ αυτόν καί στόν ουρανό, άπάντησε ό Νέντ Λάμπερτ.
— Γιά τ’ όνομα τού άγιου Παύλου! είπε ό κ. Ντένταλους μέ συγκρατημένη έκπληξη. Μή μού πεις ότι ό Ντίκ Τάιβυ εγινε φαλακρός; — Ό Μάρτιν σκοπεύει ν’ άνοίξει εναν μικρό έρανο γιά τά παιδιά, είπε ό Νέντ Λάμπερτ, δείχ νοντας μπροστά. Μερικά σελλίνια κατά κεφαλή. Απλώς καί μόνο γιά νά συντηρηθούν μέχ ρι νά ξεκαθαρίσει τό ζήτημα τής άσφάλειας. —
Ναί, ναί, είπε αμφίβολα ό κ. Ντένταλους. Αύτός έκεί μπροστά είναι ό πρωτότοκος;
— Ναί, είπε ό Νέντ Λάμπερτ, μαζί μέ τόν άδερφό τής συζύγου. Ό Τζών Χένρυ Μέντον βρίσκεται πίσω. ‘Υπέγραψε γιά μιά λίρα. — ’Ήμουν βέβαιος γι’ αύτό, είπε ό κ. Ντένταλους. Τό ελεγα συχ νά στόν καημένο τόν Πάντυ, ότι έπρεπε νά προσέχ ει τή δουλειά του. Ό Τζών Χένρυ Μέντον δέν είναι ό χ ειρότερος σ’ αύτόν τόν κόσμο. —
Πώς έγινε καί τήν έχ ασε; ρώτησε ό Νέντ Λάμπερτ. Άπό τό πιοτό, ή απο τι;
—
Ή άδυναμία πολλών καλών άνθρώπων, είπε ό κ. Ντένταλους, άναστενάζοντας.
Σταμάτησαν εξω άπό τήν πόρτα τού παρεκκλησίου τού νεκροταφείου. Ό κ. Μπλούμ στάθηκε πίσω άπό τό παιδί μέ τό στεφάνι, κοιτάζοντας τά γυαλιστερά χ τενισμένα μαλλιά του καί τόν λεπτό σβέρκο του μέσα στό όλοκαίνουργο κολάρο του. Τό καημένο τό παιδί! Νά ήταν άραγε παρών ό μικρός όταν ό πατέρας του; Καί οί δυό τους είχ αν χ άσει τίς αισθήσεις τους. Ν’ άνακτήσει τή διαύγεια τού πνεύματός του τήν τελευταία στιγμή καί ν’ άναγνωρίσει γιά τελευταία φορά. “Ολα 3σα θά μπορούσε νά είχ ε πραγματοποιήσει. Χρωστάω τρία σελλίνια στόν Ο’Γκρέιντυ. ’Άραγε, θά καταλάβαινε; Τά κοράκια έφεραν τό φέρετρο μέσα στό παρεκκλήσι. Σέ ποιά μεριά βρίσκεται τό κεφάλι του; “Υστερα άπό λίγο άκολούθησε τούς άλλους καί μπήκε, άνοιγοκλείνοντας τά μάτια του στό μισοσκόταδο. Τό φέρετρο ήταν άκουμπισμένο στό βάθρο του, μπροστά άπό τό ιερό, μέ τέσσερα ψηλά κίτρινα κεριά στίς γωνιές. Πάντα μπροστά μας. Άφού τοποθέτησε ενα στεφάνι σέ κάθε μπροστινή γωνία, ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ εκανε νόημα στό άγόρι νά γονατίσει. Οί τεθλιμμένοι, σκόρπιοι έδώ καί έκεί, γονάτισαν στά στασίδια τους. Ό κ. Μπλούμ στεκόταν πίσω, κοντά στήν κολυμπήθρα, καί όταν ολοι είχ αν γονατίσει, πέταξε προσεχ τικά τήν ξεδιπλωμένη έφημερίδα, πού είχ ε βγάλει άπό τήν τσέπη του, καί γονάτισε μέ τό δεξί του γόνατο πάνω της. Στερέωσε προσεχ τικά τό μαύρο του καπέλο στό άριστερό του γόνατο καί, κρατώντας τό μπόρ, έσκυψε εύλαβικά τό κεφάλι του. “Ενα παπαδοπαίδι βγήκε άπό μιά πύλη, κρατώντας ενα χ άλκινο δοχ είο πού περιείχ ε κάτι. Ό λευκοντυμένος ιερέας προχ ώρησε πίσω του, τακτοποιώντας μέ τό ενα χ έρι τό πετραχ είλι του, ενώ μέ τό άλλο ισορροπούσε ενα μικρό βιβλίο πάνω στή βατραχ ένια κοιλιά του. Ποιός θά πει τό Πιστεύω; Έγώ, είπε ό κόρακας. Στάθηκαν άκίνητοι κοντά στό φέρετρο καί ό ιερέας άρχ ισε νά διαβάζει άπό τό βιβλίο του μ’ ενα άκατάσχ ετο βρεκεκέξ. Ό πατήρ Φέρεύ. ’Ήξερα πώς τό όνομά του μοιάζει μέ φέρετρο. Dominenamine. Άγριόφατσα, οπως
φαίνεται. Πρωταγωνιστεί στήν παράσταση. Μυώδης χ ριστιανός. Μαύρη του συμφορά,οποίος τού πάει κόντρα· ιερέας. Σύ εί Πέτρος. Ό Ντένταλους λέει ότι θά κλατάρει στά πλάγια, σάν τό πρόβατο άπό τό πολύ τριφύλλι. Προτείνει μιά κοιλιά σάν φαρμακωμένο κουτάβι. Αύτός ό άνθρωπος βρίσκει τίς πιό άστείες εκφράσεις. Χά, χ ά! θά κλατάρει στά πλάγια. —
Non intres in judicium cum servo tuo, Domine.
Τούς κάνει νά αισθάνονται περισσότερο σημαντικοί, ετσι πού προσεύχ εται γι’ αύτούς στά Λατινικά. Πένθιμη λειτουργία. Τεθλιμμένοι μέ πένθος. Επιστολόχ αρτα μέ μαύρο περίγραμμα. Τό επώνυμο γραμμένο στό ήμερήσιο πρόγραμμα τής εκκλησίας. Κάνει ψύχ ρα έδώ μέσα. ’Έχ ουν άνάγκη νά τρώνε καλά, ετσι πού κάθονται ολο τό πρωινό μέσα σ’ αύτή τήν κατάθλιψη χ ωρίς νά κάνουν τίποτε περιμένοντας τόν επόμενο, παρακαλώ. Καί τά μάτια του είναι βατραχ ένια. Τί τόν κάνει νά πρήζεται ετσι; ’Έτσι πρήζεται κι ή Μόλλυ όταν τρώει λάχ ανο. Ή άτμόσφαιρα τού χ ώρου, πιθανόν. Μοιάζει σάν νά είναι γεμάτος άέρια. Καί βέβαια κυκλοφορούν έδώ μέσα τόσα καί τόσα βρωμερά άέρια. Γιά παράδειγμα, τό δέρμα τών χ ασάπηδων καταντάει σιγά-σιγά νά μοιάζει μέ ώμή μπριζόλα. Ποιός ήταν πού μού ελεγε; Ό Μέρβυν Μπράουν. “Οτι στήν κρύπτη τού Αγίου Γουέρμπορ, μέ τό υπέροχ ο εκκλησιαστικό δργανο, εκατόν πενήντα χ ρονών, είναι υποχ ρεωμένοι κάποτε ν’ άνοίγουν μιά τρύπα στά φέρετρα γιά νά βγαίνουν οί άναθυμιάσεις καί νά συντελειται ή καύσις των. Ξεπετιούνται γαλάζιες. Μιά πρέζα άπό δαύτες καί τά τίναξες. Μέ πονάει τό γόνατό μου. ’Ωχ . ’Έτσι είναι καλύτερα. Ό ιερέας πήρε άπό τό δοχ είο πού κρατούσε τό παπαδοπαίδι μία ράβδο μέ μιά σφαίρα στήν άκρη της καί έρανε τό φέρετρο. “Υστερα πήγε στήν άλλη μεριά καί έπανέλαβε τήν ίδια κίνηση. Κατόπιν έπέστρεψε καί ξανάβαλε τή ράβδο μέσα στό δοχ είο. “Οπως ήσουν καί πρό τής άναπαύσεώς σου. Είναι ολα γραμμένα· είναι υποχ ρεωμένος νά τά κάνει: —
Et ne nos inducas in tentationem.
Τό παπαδοπαίδι μέ τή φωνή του σάν πουλί επαναλάμβανε ψάλνοντας τίς άπαντήσεις. ΣιΙχ νά μού πέρασε άπό τό μυαλό ή ιδέα ότι θά ήταν καλύτερα άν οί υπηρέτες ήταν άγόρια. Μέχ ρι τά δεκαπέντε τους, περίπου. Επειδή, βέβαια, μετά άπ’ αύτή τήν ήλικία… ‘Υποθέτω ότι έπρόκειτο γιά καθηγιασμένον υδωρ. Τό τινάζει καί φέρνει υπνο. Πρέπει νά εχ ει βαρεθεί αύτή τή δουλειά, νά ραίνει μέ αύτό τό πράμα πάνω άπ’ ολα τά πτώματα πού τού παρουσιάζουν. Δέν θά ’ταν κι άσχ ημο νά είχ ε τή δυνατότητα νά διαπιστώσει τό είδος τού πράγματος πού ραίνει. Κάθε μέρα τού Θεού φτάνει καί μία καινούργια φουρνιά: μεσήλικες, ήλικιωμένες, παιδιά, γυναίκες πού πέθαναν στόν τοκετό, γενειοφόροι, φαλακροί επιχ ειρηματίες, φυματικά κορίτσια μέ στήθια μικρά σάν σπουργίτια. ‘Όλο τό χ ρόνο μουρμούριζε πάνω τους τήν ίδια προσευχ ή καί τούς εραινε μέ νερό` ύπνος. Τώρα πάνω άπό τόν Ντίγκναμ. —
In paradisum.
Τάχ α είπε ότι θά πήγαινε στόν παράδεισο ή ότι βρίσκεται κιόλας στόν παράδεισο; Τό ίδιο πράμα λέει πάνω άπό τόν καθένα. Κουραστική δουλειά. ‘Όμως, κάτι πρέπει νά τούς λέει. Ό ιερέας εκλεισε τό βιβλίο του καί άποχ ώρησε, άκολουθούμενος άπό τό παπαδοπαίδι. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ άνοιξε τίς πλαίνές πόρτες καί μπήκαν οί νεκροθάφτες, ξανασήκωσαν τό φέρετρο, τό
έβγαλαν εξω καί τό φόρτωσαν στό καρρότσιτους. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ εδωσε τό ενα στεφάνι στό παιδί καί τό άλλο στόν κουνιάδο. ‘Όλοι τούς άκολούθησαν, περνώντας άπό τίς πλαίνές πόρτες στόν χ λιαρό, γκρίζο άέρα. Ό κ. Μπλούμ βγήκε τελευταίος, διπλώνοντας τήν εφημερίδα του καί βάζοντας την στήν τσέπη του. Κοίταζε σοβαρός πρός τό έδαφος, μέχ ρις ότου τό καρότσι μέ τό φέρετρο ξεκίνησε πρός τά άριστερά. Οί μεταλλικοί τροχ οί έτριζαν πάνω στό χ αλίκι μέ οξύ τσίριγμα καί τό πλήθος τών τραχ ειών παπουτσιών άκολούθησε τό καρρότσι σ’ ενα μονοπάτι μέ μνήματα. Τό ρί τό ρά τό ρί τό ρά τό ρού. Θεέ μου. Τί μού ’ρθε νά τραγουδήσω τέτοια ώρα. —
Ή στρογγυλή πλατεία τού Ο’Κόννελλ, είπε ό κ. Ντένταλους έμπιστευτικά στήν παρέα.
Τά ήρεμα μάτια τού κ. Πάουερ άνυψώθηκαν στόν κολοφώνα τού ψηλού κώνου. — ’Αναπαύεται εν μέσω τού λαού του ό γερο-Ντάν Ο’, είπε. ‘Όμως ή καρδιά του βρίσκεται θαμμένη στή Ρώμη. Πόσες και πόσες ραγισμένες καρδιές είναι θαμμένες έδώ, Σίμωνα! — Ό τάφος της βρίσκεται έκεί κάτω, Τζάκ, είπε ό κ. Ντένταλους. Σύντομα θά γείρω κι έγώ στό πλάι της. ’Άς μέ καλέσει ό Κύριος οποτε τό θελήσει. Συγκινημένος άρχ ισε ενα σιγανό κλάμα μέ άναφυλλητά, παραπατώντας κάπου-κάπου. Ό κ. Πάουερ τόν πήρε άγκαζέ. —
Είναι καλύτερα εκεί πού βρίσκεται, είπε μέ συμπόνια.
— ’Έτσι πιστεύω κι έγώ, είπε ό κ. Ντένταλους μέ σιγανό άναφυλλητό. Πιστεύω πώς βρίσκεται στόν παράδεισο, άν υπάρχ ει παράδεισος. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ παραμέρισε κι άφησε τούς τεθλιμμένους νά τόν προσπεράσουν άργά. —
Θλιβερές στιγμές, άρχ ισε ευγενικά ό κ. Κέρναν.
Ό κ. Μπλούμ εκλεισε τά μάτια του καί συγκατένευσε μέ δυό κινήσεις του κεφαλιού του. — Οί άλλοι φοράνε τά καπέλα τους, είπε ό κ. Κέρναν. Υποθέτω ότι μπορούμε κι εμείς νά τούς μιμηθούμε. Είμαστε οί τελευταίοι. Αύτό τό κοιμητήριο είναι ύπουλος χ ώρός. Φόρεσαν τά καπέλα τους. — Ό αίδεσιμώτατος διάβασε τήν ακολουθία ύπερβολικά γρήγορα, δέν νομίζεις; είπε έπικριτικά ό κ. Κέρναν. Ό κ. Μπλούμ συγκατένευσε σοβαρός, κοιτάζοντας τά εύστροφα αιματώδη μάτια του. Μυστηριώδη μάτια, μυστηριώδη έρευνητικά μάτια. Μασόνος, νομίζω` δέν. είμαι βέβαιος. Πάλι δίπλα του. Είμαστε οί τελευταίοι. Στήν ίδια μοίρα. Ελπίζω νά συνεχ ίσει αύτός τή συζήτηση. Ό κ. Κέρναν πρόσθεσε: —
Πρέπει νά πώ ότι ή άκολουθία τής ιρλανδικής διαμαρτυρόμενης εκκλησίας, κατά τό τυπικόν
του ’Όρους Ιερώνυμος, είναι πιό άπλή καί πιό εντυπωσιακή. Ό κ. Μπλούμ συναίνεσε μέ σύνεση. “Οσο γιά τή γλώσσα, αύτό ήταν διαφορετικό. Ό κ. Κέρναν είπε μέ επισημότητα: —
Έγώ είμί ή άνάστασις καί ή ζωή. Αύτό άγγίζει τά κατάβαθα τής καρδιάς.
—
Πράγματι, είπε ό κ. Μπλούμ.
’Αγγίζει τήν καρδιά σου ίσως, άλλά τί άξια εχ ει γιά τό φιλαράκο πού βρίσκεται σέ δύο μέτρα βάθος καί μέ τά δάχ τυλα τών ποδιών νά δείχ νουν κατά τίς μαργαρίτες. ’Άσ’ το, αύτό δέν μπορεί νά τό άγγίξει. Ή εδρα τών αισθημάτων. Ραγισμένη καρδιά. Στό ’Άτω-κάτω τής γραφής πρόκειται άπλώς γιά μία άντλία πού τρομπάρει χ ιλιάδες γαλλόνια αίματος κάθε μέρα. Μιά ώραία πρωία μπουκώνει καί υστέρα τρέχ α γύρευε. Τόσα καί τόσα βρίσκονται έδώ: πνεύμονες, καρδιές, συκώτια. Παλιές σκουριασμένες άντλίες· μήν τά συζητάμε. Ή άνάσταση καί ή ζωή. ’Έτσι και πέθανες, πάει, πέθανες. Αύτύ| ή εφεύρεση τής Δευτέρας Παρουσίας. Ή έγερση τών νεκρών άπό τούς τάφους τους. Λάζαρε, δεύρο εξω! Καί κατέφθασε καθυστερημένος καί έχ ασε τή δουλειά. Σήκω! Τελευταία μέρα σήμερα! Καί τότε κάθε φιλαράκος νά τρέχ ει νά βρεί τό συκώτι του, τό τσερβέλο του καί’τά ύπόλοιπα άπό τά ύπάρχ οντά του. Τρομερά δύσκολο νά τά βρεί ολα, μέσα σ’ ενα πρωινό. Δώδεκα γραμμάρια σκόνης μέσα στό κρανίο του. Δώδεκα γραμμάρια καί κάτι κόκκοι. Σταθμά τίής Τροίας. —
’Όλα πήγαν μιά χ αρά, είπε. ’Έτσι;
Τούς κοίταξε μέ τά νυσταγμένα μάτια του. Ωμοι άστυνομικού. Μέ τό σουραύλι σουραυλάκι σου. —
”Οπως αρμόζει, είπε ό κ. Κέρναν.
—
Τί είπες; Πώς; ρώτησε ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ.
Ό κ. Κέρναν τόν καθησύχ ασε. — Ποιός είναι αύτός έκεί πίσω μέ τόν Τόμ Κέρναν, ρώτησε ό Τζών Χένρυ Μέντον. Γνωστή φυσιογνωμία. Ο Νέντ Λάμπερτ έριξε ενα βλέμμα πίσω του. — Ό Μπλούμ, είπε. Ή κυρία Μάριον Τουήντυ παλιά, καί τώρα θέλω να πώ, ή ύψίφωνος. Είναι σύζυγός του. — Ά, μά βέβαια, είπε ό Τζών Χένρυ Μέντον. ’Έχ ω πολύ καιρό νά τή δώ. ΤΗταν πολύ όμορφη γυναίκα. Χόρεψα μαζί της, περίμενε, πάνε δεκαπέντε, δεκαεφτά χ ρόνια, όμορφα χ ρόνια, στού Μάτ Ντίλλον, στό Ράουνταουν. ’Ένιωθες όμορφα όταν τήν έσφιγγες στήν άγκαλιά σου. Κοίταξε πίσω του, άνάμεσα άπό τά κεφάλια τους. — Αύτός τί κάνει; ρώτησε. Τί επαγγέλλεται; Κάποτε ήσχ ολείτο μέ χ αρτικά, δέν είναι έτσι; Θυμάμαι ότι ενα βράδυ στό μπόουλινγκ είχ αμε μιά μικροπαρεξήγηση.
Ό Νέντ Λάμπερτ χ αμογέλασε. —
Ναί, είπε, εργαζόταν στού Γουίζνταμ Χήλυς. Πλασιέ γιά στυπόχ αρτα.
— Γιά τ’ όνομα τού Θεού, είπε ό Τζών Χένρυ Μέντον, γιατί πήγε καί παντρεύτηκε ενα τέτοιο φρούτο; Είχ ε πολύ νεύρο μέσα της εκείνο τόν καιρό. —
Καί άκόμα εχ ει, είπε ό Νέντ Λάμπερτ. Αύτός δουλεύει σάν διαφημιστικός πράκτορας.
Τά μεγάλα μάτια τού Τζών Χένρυ Μέντον στυλώθηκαν μπροστά. Τό καρρότσι εστριψε σ’ ενα δρομάκι. ‘Ένας εύσωμος άνδρας, πού ενέδρευε μέσα στήν πρασινάδα, εβγαλε, εις άπότισιν τιμής, τό καπέλο του. Οί νεκροθάφτες άγγιξαν τίς τραγιάσκες τους. —
Ό Τζών Ο’Κόννελλ, είπε εύχ αριστημένος ό κ. Πλάουερ. Ποτέ δέν ξεχ νάει εναν φίλο.
Ό κ. Ο’Κόννελλ έσφιξε τά χ έρια τους σιωπηλός. Ό κ. Ντένταλους τού είπε: —
~Ηρθα νά σ’ έπισκεφθώ άλλη μιά φορά.
—
’Αγαπητέ μου Σίμωνα, άπάντησε χ αμηλόφωνα ό επιστάτης, δέν σέ θέλω καθόλου σάν πελάτη.
Άφού χ αιρέτησε τόν Νέντ Λάμπερτ καί τόν Τζών Χένρυ Μέντον περπάτησε δίπλα στόν Μάρτιν Κάννινγχ αμ, παίζοντας δύο κλειδιά πίσω άπό τήν πλάτη του. —
Μήπως έτυχ ε ν’ άκούσετε τό πρόσφατο άνέκδοτο γιά τόν Μαλκάυ άπό τό Κούμ; τούς ρώτησε.
—
Έγώ όχ ι, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
Χαμήλωσαν ταυτόχ ρονα τά ήμίψηλά τους καί ό Χάινς έστησε αύτί.Ό έ-πιστάτης πέρασε τούς άντίχ ειρες στούς κρίκους τής χ ρυσής αλυσίδας τού ρολογιού του καί είπε μέ μιά διακριτική φωνή, απευθυνόμενος στά άδεια χ αμόγελά τους. — Ή ιστορία εχ ει ώς εξής, ειπε. Δυό μεθυσμένοι ήρθαν έδώ μιά βραδιά μέ ομίχ λη, γιά νά δούν τόν τάφο κάποιου φίλου τους. Ρωτήσανε πού βρίσκεται ό Μαλκάυ άπό τό Κούμ καί τούς υπέδειξαν τό μέρος πού τόν είχ αν θάψει. Άφού περιπλανήθηκαν μές στήν ομίχ λη, τελικά βρήκαν τό μνήμα του. Ό ενας άπό τούς δυό μεθυσμένους διάβασε συλλαβιστά τό ό’νομά του: Τέρενς Μαλκάυ. Ό άλλος μεθυσμένος άνοιγόκλεινε τά μάτια του κοιτάζοντας τό άγαλμα τού Σωτήρος Ήμών, τό όποιο ειχ ε στηθεί φροντίδι τής χ ήρας του. Ό επιστάτης άνοιγόκλεισε τά μάτια του κοιτάζοντας ενα άπό τά κενοτάφια πού περνούσαν. Πρόσθεσε συνοψίζοντας: — Καί άφού κοίταξε τό ιερόν έκμαγείον, είπε: Χέστηκα πού τού μοιάζει. Αύτός δέν είναι ό Μαλκάυ. Δέν αξίζει φράγκο έκείνος πού τό εφτιαξε. Καί θεωρώντας άρκετή άνταμοιβή τά χ αμόγελά τους, ξέμεινε πίσω καί άρχ ισε μιά συζήτηση μέ τόν Κόρνυ Κέλλεχ ερ, ελέγχ οντας κάποια δικαιολογητικά πού τού ένεχ είρισε αύτός, συνεχ ίζοντας τό περπάτημα.
—
Είπε σκόπιμα τό άνέκδοτό του, εξήγησε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ στόν Χάινς.
—
Ξερω, ειπε ο λαινς. Το ξερω.
—
Γιά νά μάς τονώσει λίγο, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Άπό άπλή καλωσύνη. Γι’ αύτό καί μόνο.
Ό κ. Μπλούμ θαύμασε τίς επιβλητικές σωματικές άναλογίες τού επιστάτη. “Ολοι θέλουν νά τά έχ ουν καλά μαζί του. ’Έντιμος άνθρωπος ό Τζών Ο’Κόννελλ, καλός άνθρωπος. Κλειδιά. “Οπως στή διαφήμιση τού Κλειδή` κανένας φόβος νά τού τό σκάσει κάποιος άπό δώ, δέν ύπάρχ ουν άντικλείδια. Habeas corpus. Μετά τήν κηδεία πρέπει νά κοιτάξω γι’ αύτή τή διαφήμιση. Μήπως έγραψα τή λέξη Μπώλμπριτζ γιά διεύθυνση στόν φάκελο πού έγραφα στή Μάρθα, όταν ή γυναίκα μου μπήκε ξαφνικά στό δωμάτιο καί μέ αίφνιδίασε; ’Ελπίζω νά μήν τόν πετάξανε στόν κάλαθο τών γραμμάτων μέ ελλιπή διεύθυνση στό ταχ υδρομείο. Πάντως, θά κέρδιζε άπό άποψη έμφανίσεως, άν ξυριζότανε. Τάγένεια του έγιναν γκρίζα. Αύ^ό είναι τό πρώτο σημάδι, όταντάγένεια φυτρώνουν γκρίζα καί ό χ αρακτήρας γίνεται ευέξαπτος. Ασημένιες τρίχ ες άνάμεσα στίς γκρίζες. Φαντάσου νά ήσουνα γυναίκα του. Αναρωτιέμαι πώς βρήκε τό κουράγιο νά κάνει πρόταση γάμου σέ κάποια κοπέλα. ’Έλα να ζήσουμε στο Νεκροταφείο. Νά τής τό ξεφουρνίσεις ετσι κατάμουτρα. Στήν άρχ ή μπορεί νά τήν ερέθισε τό πράμα. Φλερτάροντας μέ τόν θάνατο… Σκιές τής νύχ τας πάνω άπό τούς ξαπλωμένους νεκρούς. Οί σκιές τών τάφων, τά οστεοφυλάκια πού χ άσκουν καί ό Ντάνιελ Ο’Κόννελλ, φαντάζομαι, πώς πρέπει νά είναι άπόγονός του. Ποιός είναι εκείνος πού μού ελεγε ότι ήταν ενας αλλόκοτος προγεννήτορας, πιστός καθολικός, άλλά καί ενας μεγάλος γίγαντας μέσα στό σκοτάδι; ’Ονειροφαντασίες. ’Αναθυμιάσεις τών τάφων. Προσπαθεί νά τήν άποτρέψει νά τά σκέφτείαι ολα αύτά γιά νά μπορέσει νά συλλάβει. Ειδικά καθώς οί γυναίκες είναι τόσο εύαίσθητες. Πές της μιά ιστορία μέ φαντάσματα στό κρεβάτι, γιά νά τήν κάνεις νά άποκοιμηθεί. ’Έχ εις δεί ποτέ σου φαντάσμα; ’Έ, λοιπόν, έγώ είδα. Ηταν μία νύχ τα κατασκότεινη. Τό ρολόι μόλις είχ ε σημάνει δώδεκα. Κι όμως θά μπορούσαν κάλλιστα νά φιληθούν άν είχ αν κουρδιστεί κατάλληλα. Πόρνες στά τούρκικα νεκροταφεία. Τούς μαθαίνουν τά πάντα, άν έχ ουν άρχ ίσει νέες τό επάγγελμα. Έδώ ίσως νά ’βρισκες καί κάποια νεαρή χ ήρα. Ύπάρχ ουν άντρες πού τούς άρέσει αύτό. ’Έρωτας άνάμεσα στίς ταφόπετρες. Ό Ρωμαίος. Καρυκευμένες ηδονές. Έν μέσω τού θανάτου, ζώντες. Τά άκρα συναντώνται. Οί φουκαράδες οί νεκροί θά τραβούν τά βάσανα τού Ταντάλου. Μυρωδιά άπό μπριζόλες στή σχ άρα γιά τούς πεινασμένους, νά τούς τρώει τά σπλάχ να τους. Ή έπιθυμία νά κρατηθείς άπό κάποιον. Ή Μόλλυ πού ήθελε νά τό κάνει στό παράθυρο. ‘Όπως καί νά ’ναι, αύτός εχ ει οχ τώ παιδιά. Γύρευε πόσους εχ ει δεί στή διάρκεια τής σταδιοδρομίας του νά γεμίζουν ξαπλωμένοι τό ενα χ ωράφι μετά τό άλλο. ‘Ιερά χ ωράφια. Θά ύπήρχ ε περισσότερος χ ώρος άν τούς έθαβαν δρθιους. Καθιστούς ή γονατισμένους δέν θά ήταν δυνατόν. ’Όρθιους; Κάποια μέρα, σέ μία κατολίσθηση, θά μπορούσε νά ξεπροβάλει άπό τό έδαφος τό κεφάλι καί τό δάχ τυλο νά δείχ νει κάπου. ‘Όλη ή γή πρέπει νά ’ναι σάν μιά κηρήθρα: ορθογώνια κελλιά. Καί διατηρεί τό νεκροταφείο πολύ παστρικό, τό γκαζόν κουρεμένο καί γωνιασμένο. Ό ταγματάρχ ης Γκάμπλ ονομάζει τόν κήπο του ’Όρος ‘Ιερώνυμος. Λοιπόν, ετσι είναι, πράγματι. Θά έπρεπε νά φύτευαν άνθη πού φέρνουν υπνο. Στά κινεζικά νεκροταφεία καλλιεργούν τεράστιες παπαρούνες πού παράγουν τό καλύτερο οπιο. Ό Μανστιάνσκυ μού τό είπε. Πέρα έκεί βρίσκεται καί ό Βοτανικός Κήπος. Τό αίμα πού φιλτράρεται στή γή αύτό είναι πού δίνει τή νέα ζωή. Τήν ίδια ιδέα θά είχ αν κι αύτοί οί έβραίοι πού, οπως λένε, σκότωσαν εκείνο τό χ ριστιανικό άγόρι. Κάθε άνθρωπος εχ ει τήν τιμή του. Καλοθρεμμένο πτώμα καλοδιατηρημένου εύπατρίδη, έπικούριου λάτρη τών άπολαύσεων, άνεκτιμήτου αξίας γιά κήπο μέ όπωροφόρα. Κελεπούρι. Διά τό κουφάρι τού Γουίλλιαμ Γουίλκινσον, έλεγκτού καί λογιστού,
θανόντως εσχ άτως, τρεις λίρες, δεκατρία σελλίνια καί εξι πένναι. ‘Όλως Ύμέτεροι, άναμένομεν. Τολμώ νά πώ ότι τό χ ώμα θά εχ ει γίνει πολύ παχ ύ μέ τό λίπασμα πτωμάτων, τά κόκκαλα, τή σάρκα, τά νύχ ια καί τά οστεοφυλάκια. Άνατριχ ιαστικό. Καθώς άποσυντίθενται πρασινίζουν καί κοκκινίζουν. Σαπίζουν γρήγορα στό ύγρό έδαφος. Οί καχ εκτικοί γέροι άντέχ ουν περισσότερο. Μεταβάλλονται σέ μία μορφή λιπαρού τυριού. Κατόπιν άρχ ίζουν νά μαυρίζουν καί νά εκχ ύνουν ενα υγρό σάν μελάσσα. Στή συνέχ εια ξεραίνονται. Σκουλήκια τού νεκρού. Φυσικά τά κύτταρα, ή ό,τι καί νά είναι αύτά, συνεχ ίζουν νά ζούν. Νά μεταμορφώνονται. Σχ εδόν ζούν γιά πάντα. Μήν έχ οντας οτιδήποτε νά φάνε, τρώγουνται μεταξύ τους. ‘Όμως πρέπει νά θρέψουν ενα τρομαχ τικό πλήθος σκουληκιών. Τό έδαφος πρέπει κυριολεκτικά νά στριφογυρίζει άπό δαύτα. Τό κεφάλι σου άπλά στριφογυρίζει. Αύτά τά χ αριτωμένα κορίτσια τής άκρογιαλιάς. Δείχ νει άρκετά εύχ αρις. Τού δίνει μία αίσθηση δύναμης νά βλέπει ολους τούς άλλους νά φεύγουν κάτω πρώτοι. ’Αναρωτιέμαι πώς νά βλέπει τή ζωή. Διανθίζει κάπου-κάπου τή συζήτηση μέ τά άνεκδοτάκια του` αύτό τού ζεσταίνει τά σωθικά του. Εκείνο τό άνέκδοτο μέ τό τηλεγράφημα. Ό Σπέρτζον άνεχ ώρησε στούς ούρανούς σήμερα τό πρωί στίς 4.00’ π.μ. “Ωρα 11.00’ μ.μ., (ώρα νά κλείσουμε). Δέν άφίχ θη είσέτι. Πέτρος. ’Ακόμα καί οί ίδιοι οί νεκροί, οί άντρες τουλάχ ιστον, θά ήθελαν ν’ άκούσουν ενα άνέκδοτο κάπου-κάπου, καί οί γυναίκες νά μάθουν τί επιβάλλει ή μόδα νά φορεθεί. “Ενα ζουμερό άχ λάδι ή ενα πάντς γιά τίς κυρίες, ζεστό, δυνατό καί γλυκίζον. Προφύλαξη κατά τής υγρασίας. Πρέπει κάποτε-κάποτε νά γελάει κανείς, γι’ αύτό άς γίνει κι ετσι. Οί νεκροθάφτες στόν ’Άμλετ. Δείχ νει τή βαθειά γνώση τής άνθρώπινης καρδιάς. Διστάζουν νά ειρωνευτούν ενα νεκρό, τουλάχ ιστον γιά ενα διάστημα δύο χ ρόνων. De mortuis nil nisiprius. Πρέπει πρώτα νά περάσει τό πένθος. Δύσκολο νά φανταστείς τήν κηδεία τού επιστάτη. Μοιάζει σάν κακόγουστο άστείο. Λένε ότι όταν κανένας διαβάσει τή δική του νεκρολογία, αύτό τόν κάνει νά ζήσει περισσότερο. Παίρνεις καινούργια άνάσα. Παράταση τής ζωής. —
Πόσους εχ εις γιά αύριο; ρώτησε ό επιστάτης.
—
Δύο, είπε ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ. Δεκάμισι καί έντεκα.
Ό επιστάτης έβαλε τά χ αρτιά στήν τσέπη του. Τό καρρότσι είχ ε σταματήσει νά κυλάει. Οί τεθλιμμένοι σκορπίστηκαν καί στάθηκαν κι άπό τίς δυό πλευρές τού λάκκου, προσέχ οντας πού πατάνε, άποφεύγοντας τ’ άλλα μνήματα. Οί νεκροθάφτες έφεραν τό φέρετρο καί τό τοποθέτησαν μέ τό κεφάλι πλάι στό λάκκο γιά νά περάσουν ολόγυρα τούς ιμάντες. Τόν θάβουμε. ’Ήρθαμε νά θάψουμε τόν Καίσαρα. Αί είδοί τού Μαρτίου ή τού ’Ιουνίου. Ούτε ξέρει ούτε γνοιάζεται ποιός είναι παρών. ’Αλήθεια, ποιός είναι αύτός ό ψηλολέλεκας έκεί κάτω μέ τό άδιάβροχ ο; Θά ήθελα νά ήξερα ποιός είναι. Θά έδινα κάτι γιά νά τό μάθω. Πάντα ξεπετιέται κάποιος^πού ποτέ δέν ονειρεύτηκες πώς θά τόν δεις. Υπάρχ ουν άνθρωποι πού μπορούν νά ζήσουν ολη τή ζωή τους κατάμονοι. Ναί, μπορούν. “Ομως πρέπει νά βρούν κάποιον γιά νά τούς χ ώσει μετά τό θάνατό τους κι άς έχ ουν σκάψει μοναχ οί τους τό μνήμα τους. “Ολοι μας τό κάνουμε. Μόνο ό άνθρωπος θάβει. ’Όχ ι, εμείς καί τά μυρμήγκια. Ή πρώτη ιδέα πού έρχ εται στόν καθένα. Θάψε τούς νεκρούς. Λένε ότι ό Ριβινσώνας Κρούσος ήταν ενας άνθρωπος τής φύσης. Έ, λοιπόν, τόν εθαψε ό Παρασκευάς. Τώρα πού τό σκέφτομαι, κάθε Παρασκευή θάβει μία Πέμπτη. ‘Αχ , Ροβινσώνα Κρούσο, φουκαρά,
Πώς μπόρεσες νά τό κάνεις αληθινά; Φουκαρά Ντίγκναμ! Ή τελευταία φορά πού ξαπλώνει στήν επιφάνεια τής γής μέσα στό φέρετρό του. ‘Όταν τούς σκέφτεσαι ολους, πράγματι μοιάζει μέ σπατάλη ξύλου. Τά σκουλήκια τό ροκανίζουν ολόκληρο. Θά μπορούσαν νά εφεύρουν ενα όμορφο φέρετρο μ’ ενα είδος σανίδας πού γλιστράει καί τούς αφήνει στό βάθος τού τάφου. Μπά, θά ύπήρχ αν αντιρρήσεις στήν αποδοχ ή τού ίδιου φέρετρου, πού ειχ ε χ ρησιμοποιηθεί καί γιά κάποιον άλλον. ’Έχ ουν μία φοβερή προκατάληψη. Νά μέ θάψετε στόν τόπο πού γεννήθηκα. Ρίχ τε μου μία φούχ τα χ ώμα άπό τούς αγίους τόπους. Μόνο ή λεχ ώνα καί τό νεκρό έμβρυο θάβονται στό ίδιο φέρετρο. ’Αντιλαμβάνομαι τί σημαίνει αύτό. Τό άντιλαμβάνομαι. Νά τό προστατέψουν όσο μπορούν περισσότερο, άκόμα καί μέσα στό χ ώμα. Τό σπίτι τού Ίρλανδού είναι τό φέρετρό του. Τό βαλσάμωμα στίς κατακόμβες, οί μούμιες, άνατρέχ ουν στό ίδιο άξίωμα. Ό κ. Μπλούμ στεκόταν άρκετά πίσω, μέ τό καπέλο στό χ έρι, μετρώντας τά γυμνά κεφάλια. Δώδεκα. Έγώ είμαι δέκατος τρίτος. ’Όχ ι. Ό τύπος μέ τό άδιάβροχ ο είναι ό δέκατος τρίτος. Μοιραίος άριθμός. ’Από πού στήν οργή ξεφύτρωσε; Δέν ήταν μέσα στό παρεκκλήσι, μπορώ νά πάρω δρκο γι’ αύτό. ’Ανόητη πρόληψη αύτή γιά τό δεκατρία. ’Από ώραίο απαλό τουήντ τό κοστούμι τού Νέντ Λάμπερτ. Μιά υποψία μώβ. Είχ α κι έγώ ενα παρόμοιο, όταν μέναμε στήν όδό Λόμπαρτ. Τού άρεσαν πολύ τά λούσα κάποτε. Συχ νά άλλαζε τρία κοστούμια τήν ήμέρα. Πρέπει νά πάω στόν Μηζάιας γιά νά μού γυρίσει τό γκρίζο κοστούμι. Γαμώ το. Είναι βαμμένο. Ή γυναίκα του, όχ ι, δέν είναι παντρεμένος, ή σπιτονοικοκυρά του, θά επρεπε νά τού είχ ε βγάλει έκείνες τίς κλωστές. Οί άντρες, μέ τά πόδια καβάλλα πάνω στίς σανίδες πού είχ αν τοποθετήσει πάνω στό λάκκο, λασκάρισαν τούς ιμάντες καί τό φέρετρο βυθίστηκε καί χ άθηκε. ’Ισιώσανε τό κορμί τους καί άπομακρύνθηκαν. ‘Όλοι άσκεπείς. Είκοσι. Παύση. ’Άν ολοι, ξαφνικά, γινόμαστε κάποιος άλλος. Πέρα μακριά ενας γάιδαρος γκάριξε. Θά βρέξει. Δέν ύπάρχ ει τέτοιος γάιδαρος. Λένε, ότι δέν βλέπεις ποτέ γάιδαρο ψόφιο. Ντρέπονται πού θά πεθάνουν. Κρύβονται. Καί ό καημένος ό μπαμπάς εφυγε σέ άλλο τόπο. ‘Ένα άπαλό άεράκι φύσηξε πάνω στά γυμνά κεφάλια μέ εναν ψίθυρο. Ψίθυρος. Τό παιδί, κοντά στό κεφάλι τού τάφου, κρατούσε τό στεφάνι μέ τά δυό του χ έρια, κοιτάζοντας ήρεμα τόν μαύρο άνοιχ τό λάκκο. Ό κ. Μπλούμ κινήθηκε πίσω άπό τόν εύσωμο καλωσυνάτο επιστάτη. Καλοραμμένη ρεδιγ-κότα. “Ισως νά τούς επιθεωρεί γιά νά δεί ποιός θά είναι ό έπόμενος. Μπά, αύτό είναι μιά μεγάλη άνάπαυση. Δέν αισθάνεσαι πιά. Έκείνη τή στιγμή είναι πού τό αισθάνεσαι. Έκείνη ή στιγμή πρέπει νά είναι φοβερά δυσάρεστη. Στήν αρχ ή δέν μπορείς νά τό πιστέψεις. Πρέπει νά έγινε λάθος· πρόκειται γιά κάποιον άλλον. Γ ιά ρίχ τε μιά ματιά στό σπίτι άπέναντι. Περιμένετε, θά ήθελα νά, δέν τά κατάφερα άκόμα νά. “Υστερα, τό σκοτεινιασμένο νεκρικό δωμάτιο. Ζητάνε φώς. Τά ψιθυρίσματα ολόγυρά τους. Θέλεις νά φέρουμε τόν παπά; Κατόπιν τό παραμιλητό καί οί άσυναρτησίες. Μέσα σέ παραλήρημα ξεστομίζει ολα όσα έκρυβε σ’ ολη του τή ζωή. Ό άγώνας μέ τό θάνατο. Ό ύπνος του δέν είναι φυσιολογικός. Πιέστε τά κάτω βλέφαρά του. Παρακολουθώντας άν ή μύτη του μακραίνει, άν τό σαγόνι του πέφτει, άν οί πατούσες του κιτρινίζουν. Πάρ’ του τό
μαξιλάρι καί άφού είναι καταδικασμένος άφησέ τον νά τελειώνει κατάχ αμα. Ό σατανάς στόν πίνακα Ό θάνατος τού Αμαρτωλού τού δείχ νει μιά γυναίκα. Ό ετοιμοθάνατος μέ νυχ τικό προσπαθεί νά τήν άγκαλιάσει. Ή τελευταία πράξη στή Αουτσία. Δέν θά σέ άγκαλιάσω πιά; Μπουμ, εκπνέει. Επιτέλους, έφυγε. Μιλάνε λίγον καιρό γιά σένα` σέ ξεχ νάνε. Μήν ξεχ νάτε νά προσευχ ηθείτε γι’ αύτόν. Νά τόν θυμάστε στίς προσευχ ές σας. Άκόμα καί τόν Πάρνελλ. Επέτειος πού λησμονιέται. “Υστερα άκολουθούν καί οί άλλοι` ένας ένας πέφτουν μέσα στήν τρύπα. Τώρα προσευχ όμαστε γιά τήν άνάπαυση τής ψυχ ής του. Ελπίζοντας πώς βρίσκεσαι κάπου καλά καί όχ ι στήν κόλαση. Αλλαγή τού άέρα πρός τό καλύτερο. Βγήκε άπό τό τηγάνι τής ζωής, γιά νά πέσει στή φωτιά τού καθαρτηρίου. ’Άραγε, άναλογίζεται ποτέ τήν τρύπα πού άναμένει αύτόν τόν ίδιο; Λένε πώς αύτό γίνεται όταν σέ πιάνουν άνατριχ ίλες στή λιακάδα. Κάποιος περπατάει πάνω στό τάφο σου. Βγαίνουμε, φωνάζει στό θέατρο ό σκηνοθέτης. Κοντά σου. Ή δίκιά μου τρύπα έκεί κάτω, πρός τήν οδό Φίνγλας, ό τάφος πού άγόρασα. Ή μαμά, ή καημένη ή μαμά καί ό μικρούλης Ρούντυ. Οί νεκροθάφτες πήραν τά φτυάρια τους καί έριξαν μεγάλους σβώλους άπό λασπωμένο χ ώμα πάνω στό φέρετρο. Ό κ. Μπλούμ γύρισε άλλού τό κεφάλι του. Κι άν ολη αυτήν τήν ώρα ζούσε άκόμα; Πρρρ! Μά τό Θεό, θά ήταν φοβερό! ’Όχ ι, όχ ι` πέθανε, είναι βέβαιο. Είναι βέβαιο πώς πέθανε. Πέθανε τή Δευτέρα. Θά έπρεπε νά είχ αν φτιάσει ένα νόμο, νά τού τρυπάνε τήν καρδιά γιά νά βεβαιώνονται, ή ένα ήλεκτρικό ρολόι, ή ένα τηλέφωνο μές στό φέρετρο καί κάποιο είδος καφασωτού γιά άερισμό. Μεσίστιος σημαία. Τρείς μέρες. Μάλλον μακρύ χ ρονικό διάστημα γιά νά τούς διατηρήσεις τό καλοκαίρι. Θά ήταν` καλύτερα νά τούς κλείνεις στό φέρετρο άπό τή στιγμή πού βεβαιώνεσαι ότι δέν. Η λάσπη έπεφτε μέ λιγότερο θόρυβο. Αρχ ίζει νά ξεχ νιέται. Μάτια πού δέν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται. Ο επιστάτης άπομακρύνθηκε μερικά βήματα καί φόρεσε τό καπέλο του. Βαρέθηκε. Οί τεθλιμμένοι ξαναβρήκαν τήν ήρεμία τους ενας-ενας καί φόρεσαν άνεπιτήδευτα τά καπέλα τους. Ό κ. Μπλούμ φόρεσε τό καπέλο του καί είδε τήν εύσωμη σιλουέτα ν’ ανοίγει επιδέξια δρόμο άνάμεσα στό δαίδαλο τών τάφων. ’Ήρεμος, σίγουρος στό γνωστό του χ ώρο, διέσχ ισε τούς σκυθρωπούς τόπους. Ό Χάινς κάτι σημείωνε βιαστικά στό σημειωματάριό του. ’Ά, τά ονόματα. Μά τούς γνωρίζει ολους. ’Όχ ι` μέ πλησιάζει. — Σημειώνω τά ονόματα, είπε ό Χάινς χ αμηλοφώνως. Ποιό είναι τό μικρό σου όνομα; Δέν είμαι βέβαιος. — Λάμδα, είπε ό κ. Μπλούμ. Λεοπόλδος. Καί άν θές, πρόσθεσε καί τό όνομα τού ΜακΚόυ. Μού τό ζήτησε. —
Τσάρλυ, είπε ό Χάινς γράφοντας. Ξέρω. Δούλευε κάποτε στόν Ελεύθερο ’Άνθρωπο.
Πράγματι εκεί δούλευε πρίν βρεί τή δουλειά στό νεκροτομείο υπό τόν Λούι Μπέρν. Καλή ιδέα ή νεκροψία γιά τούς γιατρούς. Επιβεβαιώνουν όσα φαντάζονται πώς γνωρίζουν. Πέθανε μιά Τρίτη.
Πήρε κι αύτός τό δρόμο του. Βάρεσε κανόνι καί τό έσκασε μέ τά μετρητά άπό μερικές διαφημίσεις. Τσάρλυ, είσαι ό άγαπημένος μου. Αύτός είναι ό λόγος πού μού ζήτησε νά. Έ, καί λοιπόν; Δέν πειράζει. Εντάξει ΜακΚόυ, τό φρόντισα. Ευχ αριστώ, φίλε, μέ ύποχ ρέωσες. Τόν άφήνεις καθυποχ ρεωμένο` δέν στοιχ ίζει τίποτα. — Καί πές μου, ρώτησε ό Χάινς, μήπως ξέρεις αύτόν τόν τύπο μέ τό, τόν τύπο πού ήταν εκεί κάτω μέ τό … ’Έψαξε ολόγυρα. —
Τό άδιάβροχ ο; Ναί, τόν είδα, είπε ό κ. Μπλούμ. Πού είναι τώρα;
—
’Αδιάβροχ ος; είπε σημειώνοντας ό Χάινς. ’Όχ ι, δέν τόν ξέρω. ’Έτσι τόν λένε;
’Απομακρύνθηκε, κοιτάζοντας γύρω του. —
’Όχ ι, άρχ ισε ό κ. Μπλούμ, στρέφοντας τό σώμα του καί σταματώντας. Νά σού πώ, Χάινς!
Δέν άκουσε. Τί; Πού είχ ε εξαφανιστεί; ’Άφαντος. Νά πάρει ό… Μήπως τόν είδε κανείς; Κάππα έψιλον δύο λάμδα. ’Έγινε άόρατος. Μεγαλοδύναμε, τί άπόγινε; Ό έβδομος νεκροθάφτης πλησίασε τόν κ. Μπλούμ γιά νά σηκώσει ενα παρατημένο φτυάρι. —
Συγγνώμην!
Παραμέρισε μέ σβελτάδα. Τό χ ώμα, καφετί καί υγρό, άρχ ισε νά σκεπάζει τό λάκκο. Ανέβαινε. Περίπου τελείωναν. “Ενας σωρός άπό υγρούς σβώλους σηκωνόταν ολοένα καί περισσότερο, μέχ ρι πού οι νεκροθάφτες παρατήσανε τά φτυάρια τους. Βγάλανε τίς τραγιάσκες τους γιά λίγο. Τό άγόρι στήριξε τό στεφάνι του σέ μιά γωνιά καί ό κουνιάδος σ’ ενα σωρό χ ώματα. Οί νεκροθάφτες φόρεσαν τά καπέλα τους καί μετέφεραν τά λερωμένα μέ χ ώμα φτυάρια τους πρός τό καρότσι. Έκεί τά χ τύπησαν μαλακά στό γρασίδι γιά νά καθαρίσουν. Κάποιος εσκυψε γιά νά ξεκολλήσει άπό τή λαβή μιά μακριά τούφα γρασίδι. “Ενας, ξεχ ωρίζοντας άπό τούς συντρόφους του, άπομακρύνθηκε άργά μέ τ’ οπλο του στόν ώμο, τό άτσάλινο τμήμα του μέ γαλάζιες άναλαμπές. Κάποιος άλλος, στό κεφάλι τού τάφου, άρχ ισε χ ωρίς σχ όλια νά τυλίγει ρολό τόν ιμάντα. Ό ομφάλιος λώρος του. Ό κουνιάδος, στρέφοντας πρός τήν άλλη μεριά, τού εβαλε κάτι στό ελεύθερο χ έρι του. Ευχ αριστίες σιωπηλές. Τά συλλυπητήρια μας, κύριεστενοχ ώρια. Κουνήματα τού κεφαλιού. Τό ξέρω. Ζωή σέ σάς. Οί τεθλιμμένοι κινήθηκαν γιά νά φύγουν, άργά, χ ωρίς προορισμό, παίρνοντας τυχ αία κάποιο μονοπάτι, σταματώντας σ’ εναν τάφο γιά λίγο γιά νά διαβάσουν κάποιο όνομα. —
Πάμε νά περάσουμε καί άπό τόν τάφο τού άρχ ηγού, ειπε ό Χάινς. ’Έχ ουμε καιρό.
—
Πάμε, ειπε ό κ. Πάουερ.
’Έστριψαν δεξιά, άκολουθώντας τίς άργές σκέψεις τους. Ή άνέκφραστη φωνή τού κ. Πάουερ ειπε μέ δέος:
— Μερικοί λένε ότι δέν βρίσκεται μέσα σ’ αύτό τό μνήμα. ‘Ότι τό φέρετρο είναι γεμάτο μέ πέτρες. ‘Ότι μιά μέρα θά ξαναγυρίσει. Ό Χάινς κούνησε τό κεφάλι του. — Ό Πάρνελλ δέν θά ξαναγυρίσε ποτέ, είπε. Έδώ είναι, ολο όσο ήταν θνητό άπό δαύτον. Ειρήνη στίς στάχ τες του. Ό κ. Μπλούμ προχ ώρησε άπαρατήρητος κατά μήκος τού μονοπατιού, μπροστά άπό περίλυπους άγγέλους, σταυρούς, σπασμένους κίονες, οικογενειακές κρύπτες, πέτρινες ελπίδες ίυού προσεύχ ονταν μέ άνυψωμένα μάτια, καρδιές καί χ έρια τής γριάς ’Ιρλανδίας. Θά ’ταν περισσότερο λογικό άν τόσα χ ρήματα ξοδεύονταν γιά άγαθοεργίες πρός όφελος τών ζωντανών. Προσευχ ηθείτε γιά τήν άνάπαυση τής ψυχ ής του. ‘Όμως ύπάρχ ει κανείς πού τό κάνε` άληθινά; Τόν φυτεύουν καί ξεμπερδεύουν μέ αύτόν. Σάν μιά φτυαριά κάρβουνου. Καί γιά νά μή χ άνουν τό χ ρόνο τους τούς ποστιάζουν ολους μαζί. Ψυχ οσάββατο. Στίς είκοσι εφτά τού μηνός θά έπισκεφτώ τόν τάφο του. Δέκα σελλίνια γιά τόν κηπουρό. Τού ξεριζώνει τά άγριόχ ορτα. Καί ό ίδιος γέρος. Διπλωμένος στά δύο νά κόβει μέ τήν ψαλίδα του. Κοντά στήν πόρτα τού θανάτου. Ποιός εφυγε; Ποιός άποχ ώρη^ε άπό τή ζωή; Σάν νά τό έκαναν μέ τή δική τους συγκατάθεση. ‘Όλοι τους δέχ τηκαν κάποια στιγμή τή σπρωξιά. Ποιός τά τίναξε; Θά ήταν περισσότερο ενδιαφέρον άν εξηγούσαν ποιοί ήσαν. ’Έτσι κι ετσι, έγώ ήμουν αμαξοποιός. Έγώ ήμουν πλασιέ γιά λινόλαιο. ’Έπεσα εξω, έδωσα σάν άποζημίωση πέντε σελλίνια σέ κάθε λίρα πού χ ρώσταγα. ’Ή, μιά γυναίκα μέ τήν κατσαρόλα της. Έγώ μαγείρευα καλό καπαμά. Εγκώμιο σέ χ ωριάτικο κοιμητήριο, έτσι επρεπε νά ονομάζε ται εκείνο τό ποίημα, δέν θυμάμαι τίνος είναι, τού Γουέρντγουορθ ή τού Τόμας Κάμπελλ. Οί διαμαρτυρόμενοι τό άποκαλούν: είσήλθεν εις Άνάπαυσιν. Ό τάφος τού γερο-δόκτορος Μάρρεν. Ό Μέγας Θεράπων τόν έκάλεσε. Μά τήν πίστη μου, γι’ αύτούς είναι ό αγρός τού Θεού. ‘Ωραία έξοχ ική κατοικία. ’Ανακαινισμένη καί φρεσκοβαμμένη. ’Ιδεώδης τοποθεσία γιά νά καπνίσεις ήσυχ α τό τσιγάρο σου καί νά διαβάσεις τούς Εκκλησιαστικούς Τάιμς. Χώρος τόν οποίον οί άγγελίες γάμων δέν προσπαθούν νά ώραιοποιήσουν. ’Οξειδωμένα στεφάνια κρέμονται στίς λαβές τών θυρών, άπομιμήσεις γιρλάντας άπό μπρούντζινα φύλλα. Κοστίζουν τά ίδια λεφτά, άλλά διαρκούν περισσότερο. Πάντως, τά λουλούδια είναι πιό ποιητικά. Τά άλλα, τά άμάραντα, μάλλον κουράζουν. Δέν εκφράζουν κανένα αίσθημα. ’Αθάνατα. ‘Ένα πουλί κάθησε άφοβα σ’ ενα κλαδί λεύκας. Σάν νά ήταν βαλσαμωμένο. Σάν τό γαμήλιο δώρο πού μάς έκανε ό δημοτικός σύμβουλος Χούπερ Χού. Δέν σάλεψε ούτε τρίχ α. Ξέρει ότι δέν ύπάρχ ουν σφεντόνες γιά νά τό χ τυπήσουν. Τά σκοτωμένα πουλιά σού δίνουν περισσότερη λύπη. Ή χ αζοΜίλλυ πού έθαψε τό πεθαμένο πουλάκι μέσα στό σπιρτόκουτο τής κουζίνας, μέ ενα κολλιέ άπό μαργαρίτες πάνω στό μνήμα. Αύτή είναι ή Ιερή Καρδιά τού Ίησού` τήν δείχ νει. Ή καρδιά στό πέτο του. ’Έπρεπε νά ήταν στραμμένη στά πλάγια καί νά ’ταν βαμμένη κόκκινη οπως καί ή άληθινή καρδιά. Ή ’Ιρλανδία τής ήταν ταγμένη, ή κάτι παρόμοιο. Δέν φαίνεται καί πολύ ενθουσιασμένη. Γιατί αύτό τό βάσανο; Σέ μιά τέτοια περίπτωση, τά πουλιά θά έρχ ονταν γιά νά τσιμπολογήσουν, οπως τό άγόρι μέ τό πανέρι μέ τά φρούτα. ‘Όμως, είπε όχ ι, επειδή θά είχ αν φοβηθεί άπό τήν παρουσία τού άγοριού. Ό ’Απόλλων, αύτός ήταν. Πόσοι πολλοί! ‘Όλοι αύτοί κάποτε περπάτησαν στούς δρόμους τού Δουβλίνου. ’Αποχ ωρήσαντες πιστοί. ‘Όπως είσθε εσείς τώρα, κάποτε υπήρξαμε κι έμείς.
Έξ άλλου, πώς είναι δυνατόν νά τούς θυμάται κανείς ολους; Τά μάτια, τόν τρόπο βαδίσματος, τή φωνή. Ναί, τή φωνή, ναί· μέ τό γραμμόφωνο. Νά εχ εις ενα γραμμόφωνο σέ κάθε μνήμα ή νά εχ εις ενα στό σπίτι. Τήν Κυριακή, μετά τό δείπνο. Βάλε μας ν’ άκούσουμε τόν καημένο τόν προπροπάππο μας Κράκαακκκ! Γειάχ αράγειάσας πόσοχ αίρουμαιπούσάς κράκρακ χ αίρομαιπούσάςξαναβλέπω γειάχ αράγειάσας πόσοχ αίρομαι κράκρακρακ. Σού ξαναθυμίζει τή φωνή οπως ή φωτογραφία τό πρόσωπο. ’Αλλιώτικα θά ήταν δύσκολο νά θυμηθείς τό πρόσωπο, άς πούμε, μετά άπό δεκαπέντε χ ρόνια. Γιά παράδειγμα, ποιόν; Γιά παράδειγμα κάποιον πού πέθανε όταν δούλευα στού Γουίζνταμ Χήλυς. Ρτστστρ! Κροτάλισμα χ αλικιών. Περίμενε. Στάσου. Κοίταξε κάτω μ’ έντονο ενδιαφέρον μέσα σέ μιά πέτρινη κρύπτη. Κάποιο ζώο. Περίμενε. Νά το, φεύγει. ‘Ένας παχ ουλός γκρίζος άρουραίος ετρεχ ε μέ μικρά βήματα στά πλάγια της κρύπτης, άναταράζοντας τά χ αλίκια. Παλαίμαχ ος· ενας προπροπάππος` ήξερε τά κατατόπια. Τό γκρίζο ζώο συμπιέστηκε κάτω άπό τή βάση ένός κίονα, κουλουριάστηκε άπό κάτω του. Καλή θέση γιά νά κρύψεις ενα θησαυρό. Ποιός νά ζεί κεί; Έδώ άναπαύεται τό λείψανο του Ρόμπερτ ’Έμερυ. Αν θυμάμαι καλά, ό Ρόμπερτ ’Έμμετ κηδεύτηκε έδώ μέ λαμπαδηφορία. Τρόπος νά κάνει τίς βόλτες του. Ή ουρά του εξαφανίστηκε πιά. ‘Ένας άπ’ αυτούς τούς φιλαράκους θά εξαφάνιζε γρήγορα εναν άνθρωπο. ‘Αφήνουν μόνο τά κόκκαλα χ ωρίς νά γνοιάζονται σέ ποιόν άνήκαν. Κανονική τροφή γι’ αυτούς. Τό πτώμα είναι μιά τροφή πού χ άλασε. `Έ, καί; Τό τυρί τί είναι; Τό πτώμα τού γάλακτος. Διάβασα στό βιβλίο Ταξίδια στήν Κίνα ότι οί Κινέζοι λένε ότι οί λευκοί μυρίζουν σάν πτώματα. Καλύτερα ή καύσις. Οί ιερείς άντιδρούν σφόδρα. Εργάζονται γιά τήν άλλη επιχ είρηση. ’Αντιπρόσωποι ομαδικών καυστήρων καί ολλανδικών φούρνων. Σ’ εποχ ή πανούκλας. Λάκκοι μέ άσβεστη γιά νά τούς καταφάει. Θάλαμοι άερίων γιά τά ζώα. Τέφρα στήν τέφρα. ’Ή, πνιγμός στή θάλασσα. Πού βρίσκεται ό πύργος τής σιωπής τών Πάρσων; Φαγωμένοι άπό τά πουλιά. Γή, φωτιά, νερό. Λένε ότι τό πνίξιμο είναι ό πιό ευχ άριστος τρόπος νά πεθάνεις. Βλέπεις ολη σου τή ζωή σάν σέ μιά άστραπή. Άλλά νά έπιστρέψεις στή ζωή, όχ ι. Πάντως δέν μπορεί κανείς νά θάφτει στόν άέρα. Νά τόν πετάξουν άπό άεροπλάνο. Αναρωτιέμαι άν, κάθε φορά πού κατεβάζουν κάποιον στόν τάφο, ή είδηση κυκλοφορεί γρήγορα. ‘Υπόγεια επικοινωνία. Αύτοί είναι οί πρώτοι διδάξαντες. Κάτι τέτοιο δέν θά μέ ξάφνιαζε. Ή τακτική πανδαισία τους. Οί μύγες καταφθάνουν πρίν άκόμα καλά-καλά πεθάνει. Ειδοποιήθηκαν μέ τή μύτη γιά τόν Ντίγκναμ. Ή μυρωδιά δέν τίς ενοχ λεί. ’Άσπρος σάν άλάτι άποσυντεθειμένος πουρές πτώματος· μυρωδιά καί γεύση σάν ώμά λευκά γογγύλια. Οί σιδεριές τής πύλης μακριά άντανακλούσαν τό ήλιοφώς` άκόμα άνοιχ τές. Πίσω στόν κόσμο πάλι. Άρκετά έδώ μέσα. Κάθε φορά αύτός ό χ ώρος σέ φέρνει πλησιέστερα. Τήν τελευταία φορά πού ήμουν έδώ, στήν κηδεία τής κυρίας Σίνικο. Καί στού καημένου τού μπαμπά. Άγάπη πού σκοτώνει. Κι άκόμα αύτό πού διάβασα στά άξιοπερίεργα στήν εφημερίδα γιά εκείνη τήν περίπτωση πού κάποιος έσκαβε τή νύχ τα μ’ ενα φανάρι γιά νά φθάσει σέ γυναίκες φρεσκοθαμμένες ή άκόμα καί μέ πυώδεις άνοιχ τές μεταθανάτιες άλλοιώσεις τού δέρματος. ‘Ύστερα άπό λίγο σέ πιάνει άνατριχ ίλα άπό τόν τρόμο. Θά ξανάρθψ μετά θάνατον. Θά δεις τό φάντασμά μου μετά θάνατον. Τό φάντασμά μου θά σέ κυνηγάει μετά θάνατον. Μετά τόν θάνατο υπάρχ ει καί ενας άλλος κόσμος πού άποκαλείται κόλαση. Δέν άγαπώ αύτόν τόν άλλο κόσμο,
εγραφε αύτή. Ουτε έγώ, βέβαια. Άκόμα τόσα πολλά νά δώ, ν’ άκούσω καί νά αισθανθώ. Νά αισθανθώ ζωντανές θερμές υπάρξεις ολόγυρά μου. Αυτούς, άς τούς άφήσουμε νά κοιμούνται στά σκουληκιάρικα κρεβάτια τους. Δέν θά μού στερήσουν αύτή τήν εύκαιρία δράσης. Θερμά κρεβάτια` θερμής, ολοζώντανης ζωής. Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ ξεπρόβαλε άπό ενα πλάγιο μονοπάτι, συζητώντας σοβαρά. Δικηγόρος, νομίζω. Γνωστή φυσιογνωμία. Μέντον. Τζών Χένρυ, δικηγόρος, εντεταλμένος διά ορκωμοσίας καί ενόρκους καταθέσεις. Παλιά ό Ντίγκναμ δούλευε στό γραφείο του. Καί παλιότερα στού Μάτ Ντίλλον. Οί φιλόξενες έσπερίδες στού άνοιχ τόκαρδου Μάτ. Κρύο κοτόπουλο, πούρα, λικέρ μάρκας Τάνταλος. ’Αληθινά χ ρυσή καρδιά. Ναί, ό Μέντον. Τόν πιάσανε τά νευράκια εκείνο τό βράδυ στό μπόουλινγκ επειδή τόν κέρδισα. Καθαρή τύχ η άπό μέρους μου· ή μπάλα πήρε τή σωστή στροφή. Γιά ποιό λόγο εχ ει μιά τόσο ριζωμένη άποστροφή εναντίον μου; Κεραυνοβόλο μίσος. Ή Μόλλυ καί ή Φλου Ντίλλον χ ασκογελάγανε κάτω άπό τήν πασχ αλιά. Οί άντρες πάντα νιώθουν ταπεινωμένοι, όταν παρίστανται γυναίκες. Τό καπέλο του είχ ε βουλιάξει στό πλάι. Άπό τήν άμαξα πιθανόν. —
Μέ συγχ ωρείτε, κύριε, είπε ό κ. Μπλούμ φτάνοντας πλάι τους.
Στάθηκαν. —
Τό καπέλο σας εχ ει ενα μικρό βαθούλωμα, είπε ό κ. Μπλούμ, δείχ νοντας.
Ό Τζών Χένρυ Μέντον τόν κοίταξε μιά στιγμή άκίνητος. —
Έκεί, βοήθησε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, δείχ νοντας κι αύτός.
Ό Τζών Χένρυ Μέντον εβγαλε τό καπέλο του, ίσιωσε άπό μέσα τό βαθούλωμα καί ίσιωσε προσεχ τικά τό πέλος του στό μανίκι του. Ξαναφόρεσε τό καπέλο του. —
Τώρα είναι εντάξει, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
Ό Τζών Χένρυ Μέντον τίναξε τό κεφάλι του πρός τά κάτω σάν σημείο άναγνώρισης. —
Σάς ευχ αριστώ, είπε κοφτά.
Προχ ώρησαν πρός τήν πύλη. Ό κ. Μπλούμ, νιώθοντας άπογοήτευση, εμεινε μερικά βήματα πίσω γιά νά μήν άκούσει τί ελεγαν. Ό Μάρτιν τού έξηγούσε κάτι σέ ύφος πού δέν σήκωνε άντίρρηση. Ό Μάρτιν ήταν σέ θέση νά φέρει καπάκι κάτι τέτοιους ελαφρόμυαλους χ ωρίς νά τό πάρουν χ αμπάρι. Μάτια στρειδιού. Δέν πειράζει. ’Ίσως άργότερα θά λυπηθεί, όταν καταλάβει. Καί ετσι μ’ αύτόν τόν τρόπο θά τόν κερδίσω. Σάς ευχ αριστώ. Πόσο σπουδαίοι ήμαστε σήμερα τό πρωί.
7. ΑΙΟΛΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΚΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ Μπροστά στή στήλη τού Νέλσονα τά τράμ έκοβαν ταχ ύτητα, αλλαζαν ράγιες, άλλαζαν τρολέ, ξεκινούσαν γιά τό Μπλάκροκ, τό Κίνγκσταουν καί τό Ντάλκεύ, τό Κλόνσκη, τό Ράθγκαρ καί τό Τέρενιουρ, τό πάρκο Πάλμερστον καί τό ’Άνω Ράθμαίνς, τό Σάντυμαουντ Γκρήν, τό Ράθμαίνς, τό Ρίνγκζεντ καί τόν Πύργο τού Σάντυμαουντ, τή διασταύρωση Χάρολντς. Ό βραχ νιασμένος ελεγκτής τής Εταιρείας Ηνωμένων Τροχ ιοδρόμων τού Δουβλίνου τά καλούσε νά ξεκινήσουν: —
Ράθγκαρ καί Τέρενιουρ!
—
’Έλα, Σάντυμαουντ Γκρήν!
Στή δεξιά καί τήν αριστερή παράλληλο, ενα διώροφο κι ενα μονώροφο κινήθηκαν μέ θόρυβο καί κουδουνίσματα άπό τή σειρά τους, παρέκκλιναν πρός τήν κάτω γραμμή, γλιστρήσανε παράλληλα. —» Πάρκο Πάλμερστον, ξεκίνα! Ο ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΣΤΕΜΜΑΤΟΣ Κάτω άπό τή στοά τού Κεντρικού Ταχ υδρομείου οί στιλβωτές καλούσαν τούς πελάτες κο|ί γυάλιζαν. Παρκαρισμένα στήν οδό Νόρθ Πρένς τά άνοιχ τοκόκκινα ταχ υδρομικά οχ ήματα τής Αύτού Μεγαλειότητος, φέροντας στίς πλευρές τους τά βασιλικά άρχ ικά, E.R., δέχ ονταν ριγμένους μέ θόρυβο σάκκους γεμάτους γράμματα, κάρτες, έπιστολικά^ελτάρια, δέματα, άσφαλισθέντα καί πληρωθέντα γιά τοπική, επαρχ ιακή, άγγλική καί ύπερπόντια διανομή. Μέσ’ άπό τίς αποθήκες τών επιχ ειρήσεων Πρένς άρβυλοφορεμένοι αμαξάδες κυλούσαν βαρέλια μέ κούφιον ήχ ο καί τά έκαναν νά άναπηδάνε πάνω στά κάρα τής ζυθοποιίας. Πάνω στά κάρα τής ζυθοποιίας άναπηδούσαν βαρέλια μέ κούφων ήχ ο πού κυλιόντουσαν άπό άρβυλοφορεμένους αμαξάδες μέσ’ άπό τίς άποθήκες τών επιχ ειρήσεων Πρένς. —
Νά το, είπε ό Ρέντ Μάρραιη. ’Αλέξανδρος Κλειδής.
— Κόφ’ το μου, σέ παρακαλώ, είπε ό κύριος Μπλούμ, καί θά τό πάω έγώ στά γραφεία τού Τηλέγραφου. Ή πόρτα τού γραφείου τού Ράττλετζ ξανάτριξε. Ό Νταίηβη Στήβενς, μικροσκοπικός σ’ ενα φαρδύ παλτό μέ κουκούλα, μέ τσόχ ινο καπελάκι πάνω στά κατσαρά μαλλιά του, βγήκε κρατώντας ενα ρολό χ αρτιά κάτω άπό τή μασχ άλη του, βασιλικός ταχ υδρόμος. Τό μακρύ ψαλίδι τού Ρέντ Μάρραιη εκοψε τή διαφήμιση άπό τήν έφημερίδα μέ τέσσερις επιδέξιες κινήσεις. Ψαλίδι καί κόλλα. — Θά περάσω έγώ άπό τό τυπογραφείο, είπε ό κύριος Μπλούμ, παίρνοντας τό κομμένο τετράγωνο.
— Φυσικά, άν θέλει ενα κειμενάκι άπό κάτω, -είπε πρόθυμα ό Ρέντ Μάρραιη έχ οντας εναν κοντυλοφόρο πίσω άπό τό αύτί του, μπορούμε νά τού γράψουμε. —
Εντάξει, είπε ό κύριος Μπλούμ μ’ ενα γνέψιμο, θά τού τό τονίσω.
Εμείς. Ο ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ ΓΟΥΙΑΛΙΑΜ ΜΠΡΕίΝΤΕΝ, ΑΠΟ ΤΟ ΟΚΛΑΝΤΣ, ΣΑΝΤΥΜΑΟΥΝΤ Ό Ρέντ Μάρραιη άγγιξε μέ τό ψαλίδι του τό μπράτσο τού κ. Μπλούμ καί ψιθύρισε. — Ό Μπρέιντεν. Ό κ. Μπλούμ γύρισε καί είδε τόν ένστολο κλητήρα νά βγάζει τό κασκέτο του μέ τ’ άρχ ικά, καθώς μιά μεγαλοπρεπής μορφή παρενεβλήθη άνάμεσα στούς διαφημιστικούς πίνακες τούΕβδομαδιαίου Ελεύθερου ’Ανθρώπου καί Έθνικού Τύπου καί τού fΗμερήσιου Ελεύθερου Ανθρώπου καί Έθνικού Τύπου. Τά βαρέλια τής μπύρας Γκίννεςς μέ τόν κούφιο ήχ ο. ’Ανέβαινε τά σκαλιά μεγαλοπρεπής, οδηγούμενος άπό μιάν ομπρέλα, μιά σοβαρή γενειοκορνιζαρισμένη μορφή. Τό μάλλινο ύφασμα πίσω του σηκωνόταν στό κάθε βήμα του` πίσω. Ό Σίμων Ντένταλους λέει ότι ολα τά μυαλά του τά εχ ει στό σβέρκο του. Δίπλες σάρκας πίσω, πάνω του. Παχ ειές δίπλες σβέρκου, λίπος, σβέρκος, λίπος, σβέρκος. —
Δέν νομίζεις ότι μοιάζει στό πρόσωπο μέ τόν Σωτήρα μας; ψιθύρισε ό Ρέντ Μάρραιη.
Ή πόρτα του γραφείου τού Ράττλετζ ψιθύρισε: εεε, κρεεέ. Πάντα βάζουν τή μιά πόρτα άπέναντι στήν άλλη, ετσι πού ό άνεμος νά. Είσοδος. ’Έξοδος. Ό Σωτήρας μας. Γενειοκορνιζαρισμένη στρογγυλή μορφή` μιλώντας στό δειλινό. Μαρία, Μάρθα. ‘Οδηγημένος άπό μιάν ομπρέλα-ξίφος άπέναντι στά χ αμηλά φώτα τού προσκήνιου. Ό Μάριος, ό τενόρος. —
’Ή, μέ τόν Μάριο, είπε ό κ. Μπλούμ.
—
Ναί, συμφώνησε ό Ρέντ Μάρραιη. “Ομως είπαν ότι ό Μάριος ήταν φτυστός ό Σωτήρας μας.
Ό Ίησούς-Μάριος μέ μάγουλα βαμμένα κόκκινα, γιλέκο καί πόδια σάν σπιρτόξυλα. Τό χ έρι πάνω στήν καρδιά του. Στή Μάρθα: ’Επέστρεφε χ αμένη έσύ, ‘Επέστρεφε αγαπημένη έσύ. Η ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΡΑΒΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΝΝΑ —
Ή πανιερότης του τηλεφώνησε δυό φορές σήμερα τό πρωί, είπε σοβαρά ό Ρέντ Μάρραιη.
Παρατηρούσαν τά γόνατα, τά πόδια, τά παπούτσια νά εξαφανίζονται. Σβέρκος. “Ενα παιδί τού τηλεγραφείου μπήκε ξαφνικά, πέταξε ενα φάκελο στό γκισέ καί βγήκε βιαστικά μέ
δυό λέξεις. —
Ελεύθερος ’Άνθρωπος!
Ό κ. Μπλούμ είπε άργά: —
Κι αύτός σωτήρας μας είναι.
“Ενα ταπεινό χ αμόγελο τόν συνόδευσε καθώς σήκωσε τήν μπάρα τού γκισέ, πέρασε άπό τή στενωσιά καί προχ ώρησε πρός τίς ζεστές σκοτεινές σκάλες καί τό μακρύ διάδρομο πού τώρα άντηχ ούσε. “Ομως, θά καταφέρει τάχ α νά διατηρήσει τήν κυκλοφορία; Γδούπος, γδούπος. ’Έσπρωξε τήν τζαμένια έπαναφερόμενη πόρτα καί μπήκε πατώντας πάνω σέ σκόρπια χ αρτιά περιτυλίγματος. ’Ανάμεσα άπό ενα μονοπάτι κυλίνδρων πού ήχ ούσαν κατευθύνθηκε πρός τό γραφείο τού Ναννέττι. ΜΕ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗ ΘΛΙΨΙΝ ΑΝΑΓΓΕΛΛΟΜΕΝ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑΝ ΕΝΟΣ ΛΙΑΝ ΑΞΙΟΣΕΒΑΣΤΟΥ ΔΗΜΟΤΟΥ ΤΟΥ ΔΟΥΒΛΙΝΟΥ Καί ό Χάινς έδώ. Γ ιά τό ρεπορτάζ τής κηδείας, μάλλον. Γδούπος, γδούπος. Σήμερον τήν πρωίαν τό λείψανον τού έκλιπόντος κ. Πάτρικ Ντίγκναμ. Μηχ ανές. Άν πιάσουν κάποιον στά γρανάζια τους, τόν διαλύουν εις τά εξ ών συνετέθη. Διευθύνουν τόν κόσμο σήμερα. Καί αύτού τού ίδιου οί μηχ ανισμοί δουλεύουν δύσκολα. Σάν κι αύτούς έδώ, άνεξέλεγκτοι` γίνεται ζύμωση. Δουλεύουν κατατρώγοντας τίς ίδιες τίς σάρκες του. Κι έκείνος ό γερογκρίζος άρουραίος πού αγωνίζεται νά περάσει μέσα. ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Ό κ. Μπλούμ στάθηκε πίσω άπό τό άδύνατο κορμί τού προίσταμένου, θαυμάζοντας μιά στιλπνή κόμη. Παράξενο πού δέν ειδε ποτέ τήν άληθινή πατρίδα του. Ή ’Ιρλανδία, ή πατρίδα μου. Βουλευτής. ’Έκανε ό,τι περνούσε άπό τό χ έρι του γιά νά στηρίξει αύτή τήν εφημερίδα τού λαού. Οί διαφημίσεις καί ή ποικίλη ύλη, αύτά κάνουν τό έβδομαδιάτικο φύλλο νά επιβιώνει καί όχ ι οί μπαγιάτικες κυβερνητικές άνακοινώσεις. Άπεβίωσε ή Βασίλισσα ’Άννα. Επίσημος έκδοσις εν έτει. ’Ιδιοκτησία κειμένη εις τήν περιοχ ήν Ροζενάλις τής βαρωνείας Τίνακιντς. Είδοποίησις πρός άπαντας τούς ενδιαφερομένους, στατιστικοί πίνακες περί τού άριθμού τών ήμιόνων καί ιππαρίων έξαχ θέντων εκ Μπαλίνας. Οί σημειώσεις ένός κηπουρού. Οί γελοιογραφίες. Ή έβδομαδιάτικη ιστορία τού Φίλ Μπλέηκ, ό ’Ιρλανδός καί ό ’Άγγλος. Ή σελίδα τού θείου Τόμπυ γιά τά μικρά παιδιά. Ερωτήματα ένός χ οντροκέφαλου χ ωριάτη. Αγαπητέ κ. Διευθυντά, ποιά είναι ή σωστή θεοαπεία διά τήν άεροφαγίαν; Θά μού άρεσε αύτό τό κομμάτι. Μαθαίνεις πολλά διδάσκοντας τούς άλλους. Οί στήλες τού κουτσομπολιού. Κυρίως οί φωτογραφίες. Καλοφτιαγμένοι κολυμβητές σέ χ ρυσές άκτές. Τό μεγαλύτερο άερόστατο τού κόσμου. Ό εορτασμός διπλού γάμου άδελφών. Οί δύο γαμπροί γελώντας μέ τήν καρδιά τους, ό ενας πρός τόν άλλο. Ό ενας άπό τούς δυό, ό τυπογράφος Κουπράνι. Πιό ’Ιρλανδός άπό ’Ιρλανδό. Οί γραφομηχ ανές χ τυπούσαν σέ χ ρόνο τριών τετάρτων. Γδούπ, γδούπ, γδούπ. Τώρα άν αύτός
πάθαινε εγκεφαλικό καί κανένας άλλος δέν ήξερε πώς νά τίς σταματήσει, θά χ τυπούσαν συνεχ ώς τά ίδια, θά τύπωναν ξανά καί ξανά τά ίδια καί άπό τήν άρχ ή πρός τό τέλος καί άπό τό τέλος πρός τήν άρχ ή. “Ολη ή υπόθεση ήταν μία πιθηκοδουλειά. Θέλει ψύχ ραιμο κεφάλι. —
Λοιπόν, βάλ’ το στή βραδινή έκδοση, κ. σύμβουλε, είπε ό Χάινς.
Σύντομα θά τόν άποκαλούμε Λόρδο Δήμαρχ ο. Λένε ότι τόν ύποστηρίζει ό Ψηλός ό Τζών. Ό προίστάμενος, δίχ ως ν’ άπαντήσει, μουντζούρωσε κάτι σέ μιά γωνιά τής σελίδας κι εκαμε νόημα σ’ ενα στοιχ ειοθέτη. Αύτός πήρε τή σελίδα σιωπηλά πάνω άπό τό βρώμικο τζάμι. —
Εντάξει, ευχ αριστώ, είπε ό Χάινς, κινώντας γιά νά φύγει.
Ό κ. Μπλούμ στάθηκε στό δρόμο του, — Αν ψάχ νεις γιά λεφτά, είπε δείχ νοντας μέ τόν άντίχ ειρα πρός τά πίσω, ό ταμίας φεύγει τώρα γιά φαγητό. —
Έσύ πήρες; ρώτησε ό Χάινς.
—
Μμμμ, είπε ό κ. Μπλούμ. Βιάσου καί θά τόν προλάβεις.
— Ευχ αριστώ, φίλε, είπε ό Χάινς. Κάτι θά του τσιμπήσω κι έγώ. ’Έφυγε βιαστικός πρός τά γραφεία τού Ημερησίου Ελεύθερου Ανθρώπου. Τρία σελλίνια τού δάνεισα στού Μήγκερ. Έδώ καί τρείς έβδομάδες. Τρίτη ύπενθύμιση. ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΑ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥ Ό κ. Μπλούμ εβαλε τό άπόκομμά του πάνω στό γραφείο τού κ. Ναννέττι. —
Μέ συγχ ωρείτε, κ. σύμβουλε, είπε. Πρόκειται γι’ αύτή τή διαφήμιση. Τού Κλειδή, θυμάστε;
Ό κ. Ναννέττι επιθεώρησε λίγο τό άπόκομμα καί κατένευσε. —
Θέλει νά μπεί τόν ’Ιούλιο, είπε ό κ. Μπλούμ.
Δέν μ’ άκούει. Ό Νάναν. Σιδερένια νεύρα. Ό προίστάμενος κίνησε τό μολύβι του πρός τό χ αρτί. — Περιμένετε, είπε ό κ. Μπλούμ. Θέλει μιάν άλλαγή. Ό Κλειδής, καταλαβαίνετε. Θέλει δύο κλειδιά στό πάνω μέρος. Διαβολοφασαρία έδώ μέσα. ’Ίσως νά καταλαβαίνει τί τού. Ό προίστάμενος, ύπομονετικός, γύρισε γιά νά τόν άκούσει καί σηκώνοντας τόν άγκώνα του άρχ ισε νά ξύνει άργά τή μασχ άλη του πάνω άπό τό εξ άλπακά σακκάκι του. —
Νά, έτσι, είπε ό κ. Μπλούμ, σταυρώνοντας τούς δείκτες του στό πάνω »μέρος τού κομματιού.
’Άσ’ τονε νά τό καταλάβει πρώτα. Ό κ. Μπλούμ ρίχ νοντας πλάγιες ματιές ψηλότερα άπο τό σταυρό πού είχ ε φτιάσει, είδε τό κιτρινιάρικο πρόσωπο τού προίσταμένου, νομίζω πώς εχ ει ίκτερο, καί πίσω του τούς υπάκουους κυλίνδρους νά καταβροχ θίζουν τεράστιους ρόλους χ αρτιού. Χτύπα το. Χτύπα το. Χιλιόμετρα άπό δαύτο, καθώς ξετυλίγεται. Τί τό κάνουν μετά; ’Ώ, τυλίγουν κρέας, πακέτα. Διάφορες χ ρήσεις. Χίλιες καί μία χ ρήσεις. Γλιστρώντας τίς λέξεις του επιδέξια μέσα στίς παύσεις τών χ τύπων, έκανε γρήγορα μιά μακέτα πάνω στό γρατσουνισμένο γραφείο. ΟΙΚΟΣ ΚΛΕΙΔΙΩΝ — Νά ετσι, καταλαβαίνετε. Δύο σταυρωτά κλειδιά έδώ. ‘Ένας κύκλος. ‘Ύστερα πάλι έδώ τό όνομα, ’Αλέξανδρος Κλειδής, τέιον, οίνοι, ποτά. Καί τά λοιπά. Καλύτερα νά μήν του δείχ νω τή δουλειά του. — Εσείς, κ. σύμβουλε, γνωρίζετε στήν έντέλεια τί άκριβώς θέλει. ‘Ύστερα, στό πάνω μέρος ολόγυρα καί μέ κεφαλαία: οίκος κλειδιών. Καταλαβαίνετε; Νομίζετε πώς είναι καλή ιδέα; Ό προίστάμενος μετακίνησε τό χ έρι πού εξυνε τά πλευρά του λίγο χ αμηλότερα καί άρχ ισε νά ξύνει έκεί ήρεμα. — Ή ιδέα, είπε ό κ. Μπλούμ, είναι ό οίκος κλειδιών. Ξέρετε, κ. σύμβουλε, τό κοινοβούλιο τής νήσου Μάν. Υπαινιγμός στήν αύτοδιάθεση. Καταλαβαίνετε, τουρίστες άπό τό νησί Μάν. Τραβά τήν προσοχ ή, καταλαβαίνετε. Μπορείτε νά τό κάνετε; ’Ίσως θά μπορούσα νά τόν ρωτήσω πώς προφέρεται εκείνο τό voglio. ‘Όμως σέ περίπτωση πού δέν τό ’ξερε, θά τόν έφερνα σέ δύσκολη θέση. Καλύτερα όχ ι. —
Μπορούμε, είπε ό προίστάμενος. ’Έχ εις τή μακέτα;
— Μπορώ νά τή βρώ, είπε ό κ. Μπλούμ. Υπάρχ ει σέ μιά εφημερίδα τού Κιλκέννυ. ’Έχ ει κι έκεί πέρα κατάστημα. Μόνο νά τρίζω νά τόν ρωτήσω. Λοιπόν μπορείτε νά τό κάνετε καί νά βάλετε καί ενα κειμενάκι γιά νά προσεχ τεί; Ξέρετε, τά συνηθισμένα. Κατάστημα πρώτης κατηγορίας. Άπό πολλού χ ρόνου άναμενόμενον. Καί τά λοιπά. Ό προίστάμενος σκέφτηκε μιά στιγμή. —
Μπορούμε, είπε. Πές του ν’ άνανεώσει τήν καταχ ώρηση γιά τρεις μήνες.
‘Ένας στοιχ ειοθέτης τού εφερε μιά μακριά δέσμη δοκιμίων. ’Άρχ ισε νά τήν ελέγχ ει σιωπηλά. Ό κ. Μπλούμ σηκώθηκε άκούγοντας τούς δυνατούς ήχ ους τών πιστονιών, παρατηρώντας τούς σιωπηλούς στοιχ ειοθέτες μπροστά στίς κάσες τους. ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ Θέλει νά είναι σίγουρος γιά τήν ορθογραφία του. Πυρετός διορθώσεων. Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ
ξέχ ασε νά μάς δώσει σήμερα τό πρωί τ’ ορθογραφικό του αίνιγμα. Διασκεδαστικό νά βλέπεις τίς άνυπέ (ενα πί) ρβλητες άμφιταλα (μέ ενα λάμδα, ετσι δέν είναι;) ντεύσεις ένός διαπρεπούς ειδήμονος τής γραφολογίας, ενώ εκτιμά τή συμμετρία ένός ξεφλουδισμένου άχ λαδιού άνάμεσα στίς σελίδες ένός σημειωματάριου. Τελείως άνόητο. Φυσικά, εβαλε τό σημειωματάριο γιά νά ταιριάζει μέ τή συμμετρία. Θά μπορούσα νά τού τό είχ α πει όταν φόρεσε τό ήμίψηλό του. Ευχ αριστώ. Θά μπορούσα νά κάνω κάποιο σχ όλω γιά ενα παλιό καπέλο, ή κάτι τέτοιο. ’Όχ ι, θά μπορούσα νά κάνω ενα σχ όλιο. Τώρα φαίνεται όλοκαίνουργο. Γιά νά δώ τή φυσιογνωμία του. Σσλλτ. Ό εσωτερικός κύλινδρος τής πρώτης μηχ ανής έσπρωξε τό κινητό μέρος τού κυλίνδρου νά σσλλτ τήν πρώτη φουρνιά τών τυπωμένων φύλλων. Σσλλτ. Περίπου ανθρώπινος ό τρόπος πού σσλλτ γιά νά προκαλέσει τήν προσοχ ή μας. Βάζοντας τά δυνατά του γιά νά μιλήσει. Κι αύτή ή πόρτα άκόμα σσλλτ, τρίζοντας, ζητώντας νά τήν κλείσουμε. Καθετί μιλάει μέ τόν τρόπο του. Σσλλτ. ΕΠΙΦΑΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΑΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ Ό προίστάμενος έπέστρεψε ξαφνικά τή στοιχ ειοθετημένη σελίδα λέγοντας: — Περιμένετε. Πού είναι τό γράμμα τού άρχ ιεπισκόπου; Πρέπει νά μπει καί στόν Τηλέγραφο. Πού είναι ό πώς τόν λένε; Κοίταξε γύρω του τίς θορυβώδεις μηχ ανές πού δέν άπάντησαν. —
Ό Μόνκς, κύριε; ρώτησε μιά φωνή άπό τό χ υτήριο γραμμάτων.
—
Ναί. Πού είναι ό Μόνκς;
—
Μόνκς!
Ό κ. Μπλούμ πήρε τό άπόκομμά του. Καιρός νά φεύγουμε. —
Λοιπόν, είπε, κ. Ναννέττι, θά βρώ τό σχ έδιο καί ξέρω πώς θά τό βάλετε σέ καλή θέση.
—
Μόνκς!
—
Μάλιστα, κύριε.
’Ανανέωση τής καταχ ώρησης γιά τρεις μήνες. Πρέπει νά μιλάω πολλή ώρς: γιά νά τόν καταφέρω. Πρέπει νά προσπαθήσω πάντως. Νά τονίσω τή σημασία νά μπει τόν Αύγουστο` καλή ιδέα` ό μήνας τής ιππικής έκθέσεως. Μπώλσμπριτζ. Τουρίστες φερμένοι γιά τήν έκθεση. Ο ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟΣ ΤΗΣ ΒΑΡΔΙΑΣ Διέσχ ισε τήν αίθουσα μέ τίς κάσες, περνώντας μπροστά άπό εναν σκυφτό, διοπτροφόρο γέρο μέ ποδιά. Ό γερο-Μόνκς, ό άρχ αιότερος τής βάρδιας. Παράξενο ύλικό πρέπει νά εχ ει περάσει άπό τά χ έρια του στόν καιρό του: νεκρολογίες, διαφημίσεις γιά ταβέρνες, λόγοι, ύποθέσεις διαζυγίων, άνασύρσεις πνιγμένων. Πλησιάζοντας στό τέλος του τώρα. Μετρημένος σοβαρός άνθρωπος μέ λίγα χ ρηματάκια στήν Τράπεζα, θά ’λεγα. Ή γυναίκα του καλή μαγείρισσα καί νοικοκυρά. Ή
κόρη του δουλεύει στό σαλόνι ραπτομηχ ανή. Ή Χαζοθοδώρα, δίχ ως τρέλες στό νού της. ΚΑΙ ΗΤΑΝ Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΕΣΑΧ Σταμάτησε τό βήμα του γιά νά κοιτάξει εναν στοιχ ειοθέτη πού τοποθετούσε μέ ακρίβεια τά στοιχ εία. Πρώτα τά διαβάζει ανάποδα. Καί τά διαβάζει γρήγορα. Αύτό πρέπει ν’ απαιτεί κάποια εξάσκηση. μανκγίτΝ. κιρτάΠ. Ό καημένος ό πατέρας μέ τή Χάγγαντάχ του, διαβάζοντάς μου άνάποδα μέ τό δάχ τυλο άπό δεξιά στ’ άριστερά. Πεσάχ . Του χ ρόνου στήν Ιερουσαλήμ. Θεέ μου, Θεέ μου! ‘Όλες αύτές οί άτέλειωτες ιστορίες γιά νά μάς βγάλουν άπό τήν Αίγυπτο καί νά μάς βάλουν στόν οίκο τής δουλείας, αλληλούια. Shema Israel Adonai Elohenu. ’Όχ ι, αύτό είναι τό άλλο. ‘Ύστερα οί δώδεκα άδελφοί, τά τέκνα τού ’Ιακώβ. Καί μετά ό άμνός καί ή γάτα καί ό σκύλος καί ή ράβδος καί τό νερό καί ό μακελλάρης καί μετά ό άγγελος τού θανάτου σκοτώνει τό μακελλάρη κι αύτός σκοτώνει τό βόδι καί ό σκύλος σκοτώνει τή γάτα. Μοιάζει κάπως κουτό, μέχ ρι νά κάτσεις νά τό σκεφτείς σοβαρά. Υπονοεί τή δικαιοσύνη, άλλά είναι τό άλληλοφάγωμα τού ένός άπό τόν άλλο. Αύτή είναι τελικά ή ζωή. Πόσο γρήγορα κάνει τή δουλειά του. Ή εξάσκηση φέρνει τήν τελειότητα. Μοιάζει νά βλέπει μέ τά δάχ τυλά του. Ό κ. Μπλούμ άπομακρύνθηκε άπό τούς μεταλλικούς χ τύπους, καί άκολούθησε τή στοά στό κεφαλόσκαλο. Τώρα, θά κάνω ολη τή διαδρομή μέ τό τράμ γιά νά τόν βρώ, καί υπάρχ ει κίνδυνος αύτός νά μήν είναι έκεί. Καλύτερα νά τηλεφωνήσω πρώτα. Τί νούμερο; Τό ίδιο μέ τό σπίτι τού Κίτρον. Είκοσι οχ τώ. Είκοσι οχ τώ δυό φορές τέσσερα. ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΚΟΜΑ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΣΑΠΟΥΝΙ Κατέβηκε τίς σκάλες. Γιατί στό καλό γρατσούνισαν ολους τούς τοίχ ους μέ σπίρτα; Μοιάζει σάν νά τό έκαναν γιά στοίχ ημα. Βαρειά μυρωδιά λίγδας υπήρχ ε πάντα εκεί. Μισοζεσταμένη κόλλα στού Θόουμ, στή διπλανή πόρτα, όταν δούλευα έκεί. ’Έβγαλε τό μαντήλι του γιά νά τό φέρει στή μύτη του. Κιτρολέμονο; Ά! τό σαπούνι πού εβαλε έκεί. Θά τό χ άσει σ’ αύτή τήν τσέπη. Ξαναβάζοντας τό μαντήλι στή θέση του πήρε τό σαπούνι καί τό εβαλε στήν κωλοτσέπη τού παντελονιού του πού τήν κούμπωσε. Ποιό άρωμα φοράει ή γυναίκα σας; Θά μπορούσα άκόμα καί νά πάω σπίτι. Τράμ` κάτι πού ξέχ ασα. Μόνο ενα βλέμμα πριν ντυθεί. ’Όχ ι. Έδώ. “Οχ ι. ‘Ένα ξαφνικό στρίγγλισμα γέλιου βγήκε άπό τό γραφείο τού Εσπερινού Τηλέγραφου. Ξέρω ποιός είναι. Τί συμβαίνει; Νά μπώ μιά στιγμή νά τηλεφωνήσω. Ό Νέντ Λάμπερτ είναι. Μπήκε άθόρυβα. Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ, ΠΡΑΣΙΝΟ ΠΕΤΡΑΔΙ ΤΗΣ ΑΣΗΜΕΝΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ — Τό φάντασμα προχ ωρεί, μουρμούρισε άπαλά ό καθηγητής ΜακΧιού πρός τό σκονισμένο τζάμι τού παράθυρου, μέ τό στόμα γεμάτο μπισκότα. Ό κ. Ντένταλους κοιτάζοντας άπό τό άδειο τζάκι τό ειρωνικό πρόσωπο τού Νέντ Λάμπερτ, ρώτησε ξυνισμένα:
—
Κύριε τών δυνάμεων, μέ αύτά πού βάζεις στό στομάχ ι σου δέν συγκαίγεται ό κώλος σου;
Ό Νέντ Λάμπερτ καθισμένος στό τραπέζι συνέχ ισε τό διάβασμα. — Ή, προσέτι, σημειώσατε τούς μαιάνδρους κελαρύζοντας τίνος ρύαχ ος, ώς ούτος μουρμουρίζει κατά τόν ρούν του, άκκιζόμενος μετά τών άπαλοτάτων ζεφύρων καί άντιμαχ όμενος τά εμπόδια τών βράχ ων, καθ’ οδόν πρός τά άνακυκλούμενα ύδατα τού γαλανού βασιλείου τού Ποσειδώνος, μέ ένδιαμέσους βρυώδεις όχ θεις, άκκιζόμενος μετά τού δοξαστικού φωτός τού ήλίου, ή υπό τήν σκιάν τού τοξοειδούς φυλλώματος τών γιγάντων τού δάσους επί τού διαλογιζομένου στήθους του. Τί λές γι’ αύτό, Σίμωνα; ρώτησε πάνω άπό τό περίγραμμα τής εφημερίδας του. Πώς σού φαίνεται αύτό γιά σάλτσα; —
Σάν ν’ άλλάζει τό πιοτό του, είπε ό κ. Ντένταλους.
Ό Νέντ Λάμπερτ, γελώντας, χ τύπησε τήν εφημερίδα στά γόνατά του επαναλαμβάνοντας : —
Τό διαλογιζόμενον στήθος καί τό κωλοειδές φύλλωμα. Πώ, πώ!
— Καί ό Ξενοφών κοίταζε τόν Μαραθώνα, είπε ό κ. Ντένταλους, άλλάζοντας ξανά τήν κατεύθυνση τού βλέμματός του άπό τό άδειο τζάκι πρός τό παράθυρο, καί ό Μαραθώνας κοίταζε τή θάλασσα. —
Φτάνει, φώναξε ό καθηγητής ΜακΧιού άπό τό παράθυρο. Δέν θέλω ν’ άκούσω άλλο.
Κατάπιε τό μισοφέγγαρο τού βρεγμένου μπισκότου πού τραγάνιζε καί πεινασμένος ετοιμάστηκε νά τραγανίσει τό μπισκότο πού κρατούσε στό άλλο χέρί ` 1 Πομπώδεις βλακείες. Ούροδόχ οι κύστεις. Βλέπω ότι ό Νέντ Λάμπερτ πήρε άδεια σήμερα. Μιά κηδεία μάλλον σού άναστατώνει τήν ήμέρα. Λένε πώς διαθέτει έπιρροή. Ό γερο-Τσάττερτον, ό άντικαγκελάριος, είναι παππούς του ή πατέρας τού παππού του. Λένε ότι κοντεύει τά ενενήντα. “Ισως ή νεκρολογία του νά εχ ει γραφτεί έδώ καί πολύ καιρό. Ζεί άκόμα γιά νά τούς κάνει νά σκάσουν. Αύτός έδώ μπορεί νά φύγει πρώτος. Τζώνυ, κάμε θέση γιά τό θείο σου. Ό έντιμότατος κύριος Χέτζες Έιρ Τσάττερτον. Πάω στοίχ ημα ότι θά τού ύπογράφει καμιά επιταγή γιά μικροποσά στίς φουρτουνιασμένες μέρες. Θά τού ερθει σάν μάννα έξ ούρανού όταν κλωτσήσει τήν καρδάρα. ’Αλληλούια. —
Άκόμα ενας σπασμός, είπε ό Νέντ Λάμπερτ.
—
Τί είναι αύτό; ρώτησε ό κ. Μπλούμ.
— ’Ένα προσφάτως άνευρεθέν άπόσπασμα τού Κικέρωνος, άπάντησε ό καθηγητής ΜακΧιού επιδεικτικά. Ή όμορφη πατρίδα μας. ΣΥΝΤΟΜΟΝ ΑΛΛΑ ΑΚΡΙΒΕΣ —
Πατρίδα τίνος; είπε απλά ό κ. Μπλούμ.
— ’Ιδού μιά καίρια ερώτηση, είπε ό καθηγητής χ ωρίς νά σταματήσει τό μάσημα. Μέ έμφαση στό τίνος.
—
Ή πατρίδα τού Ντάν Ντώσον, είπε ό κ. Ντένταλους.
—
Είναι ή χ θεσινοβράδινη ομιλία του; ρώτησε ό κ. Μπλούμ.
Ό Νέντ Λάμπερτ έγνεψε καταφατικά. —
Άκούστε αύτό, είπε.
Τό χ ερούλι τής πόρτας χ τύπησε τόν κ. Μπλούμ ελαφρά στήν πλάτη, καθώς ή πόρτα σπρώχ τηκε πρός τά μέσα. —
Συγγνώμην, είπε ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού μπαίνοντας.
Ό κ. Μπλούμ άλλαξε άμέσως θέση. —
Παρακαλώ, είπε.
—
Καλημέρα, Τζάκ.
—
’Έμπα, εμπα.
—
Καλημέρα.
—
Τί κάνεις, Ντένταλους;
—
Καλά. Τά δικά σου;
Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού κούνησε τό κεφάλι του. ΘΛΙΒΕΡΟ Κάποτε ήταν ό εξυπνότερος άπό τούς πρωτοεμφανιζόμενους δικηγόρους. Φθισικός ό καημένος. Αύτή ή κόκκινη έξαψη άναγγέλλει τό τέλος του. ‘Ένα τίποτα μπορεί νά τόν ξαποστείλει. Αναρωτιέμαι ποιός άνεμος τόν φύσηξε κατά δώ. Μπατιρίματα. —
’Εάν ήτο μόνον δυνατόν νά άνέλθωμεν τάς πυχ νοφυτευμένας χ ορυφάς τών ορίων.
—
”Εχ εις ύπέροχ η όψη.
— Μπορεί κανείς νά δεί τόν διευθυντή; ρώτησε ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού, κοιτάζοντας κατά τήν πόρτα τού βάθους. — Ναί, είπε ό καθηγητής ΜακΧιού. Καί νά τόν δει καί νά τόν ακούσει. Βρίσκεται στό άδυτόν του μέ τόν Λένεχ αν. Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού πλησίασε τό επικλινές γραφείο καί βάλθηκε νά ξεφυλλίζει τίς πρώτες ρόζ σελίδες τού αρχ είου. Πελατεία πού αραιώνει. ’Αποτυχ ημένος. ’Αποκαρδιώνεται. Χαρτοπαίγνιο. Χρέη τιμής. Θερίζοντας
τή θύελλα. ’Έπαιρνε πλούσιες προκαταβολές άπό τούς Ντ. καί Τ. Φίτζεραλντ. Φοράνε τίς περούκες τους γιά νά έπιδείξουν τή φαιά τους ουσία. Επίδειξη τών εγκεφάλων τους, οπως ή καρδιά στό άγαλμα στό Γκλάσνεβιν. ’Έχ ω τήν εντύπωση πώς άρθρογραφεί γιά λογοτεχ νικά θέματα στό Εξπρές μαζί μέ τόν Γκάμπριελ Κόνρού. Πολυδιαβασμένος τύπος. Ό Μάιλς Κρώφορντ είχ ε ξεκινήσει άπό τόν ’Ανεξάρτητο. ’Αστείος ό τρόπος πού οι δημοσιογράφοι περιστρέφονται όταν τούς φυσήξει κάποιος καινούργιος άνεμος. ’Ανεμοδείχ τες. Ζεστοί καί κρύοι ταυτόχ ρονα. Δέν ξέρεις τί νά πιστέψεις. Μιά είδηση είναι καλή μέχ ρι ν’ άκούσεις τήν επόμενη. Βρίζονται μεταξύ τους άπό τίς στήλες τών έφημερίδων τους καί υστέρα δέν τρέχ ει τίποτα. Τήν επόμενη στιγμή, καλώς τό φίλο μου. — Άχ , γιά όνομα τού Θεού, άκούστε αύτό, παρακάλεσε ό Νέντ Λάμπερτ. ’Άν ήτο μόνον δυνατόν νά άνέλθωμεν τάς πυκνοφυτευμένας κορυφάς τών όρέων… —
Σαπουνόφουσκες, διέκοψε ό καθηγητής εκνευρισμένα. ’Αρκετά άπ’ αύτή τή φούσκα.
— Κορυφάς τών όρέων, συνέχ ισε ό Νέντ Λάμπερτ, τάς εύρισκομένας ύφηλότερον, ύφηλότερον πρόν μίαν άποκάθαρσιν τών φυχ ών μας, ούτως ειπείν… — Πές του νά πάει νά πλυθεί, είπε ό κ. Ντένταλους. Ευλογημένε καί αιώνιε Θεέ! ’Έτσι; Καί τόν πληρώνουν γι’ αύτό; — Ούτως ειπείν, εις τό μοναδικόν πανόραμα τών ασύγκριτων ιρλανδικών εικόνων, hap ’ ολην τήν έξύμνησιν άλλων πρωτοτύπων περιοχ ών, λαμπρών καί έξυμνηθεισών διά τήν ώραιότητα τών σκιερών αλσών, κυματοειδών πεδιάδων, πλουσιωτάτων βοσκοτόπων καταπρασίνου άνοίξεως, βυθισμένων εις τό υπερβατικόν καί διαφανές θάμβος τού ήμετέρου ιρλανδικού λυκόφωτος, πλήρους μυστηρίου και ήδύτητος… Η ΜΗΤΡΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ —
Καί ή σελήνη; ρώτησε ό καθηγητής ΜακΧιού. Λησμόνησε τόν Άμλετ.
— ‘Όπερ καλύπτει τήν θέαν πανταχ όθεν καί αναμένει τήν πάμφωτον έμφάνισιν τής σελήνης οπως φωτίση, μεταδίδουσα τήν άργυράν αύτής λαμπρότητα. — ’Ώ, κραύγασε ό κ. Ντένταλους, μουγκρίζοντας άπελπισμένα, σκατά μέ κρεμμυδάκια! Φτάνει, Νέντ. Ή ζωή είναι πολύ σύντομη. ’Έβγαλε τό μεταξωτό καπέλο του καί ξεφυσώντας ανυπόμονα στό πυκνό μουστάκι του χ τένισε πρόχ ειρα τά μαλλιά του μέ ανοιχ τά δάχ τυλα. Ό Νέντ Λάμπερτ πέταξε χ άμω τήν εφημερίδα, χ αχ ανίζοτας. Μιά στιγμή μετά, ενα άγριο γαύγισμα γέλιου ξέσπασε στό αξύριστο καί καλυμμένο μέ μαύρα γυαλιά πρόσωπο τού καθηγητού ΜακΧιού. —
Ό Ντώ ό Ζαχ αροπλάστης! ξεφώνισε. Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΓΟΥΕΔΕΡΑΠ
Είναι πολύ ώραιο νά τό κοροίδεύεις τώρα πού τυπώθηκε καί κρύωσε, άλλά όταν είναι ζεστό πάει κάτω σάν κέικ. Λές καί δούλευε σέ ζαχ αροπλαστείο, ετσι δέν είναι; Γι’ αύτό καί τού έχ ουν δώσει
τό παρατσούκλι ό Ντώ ό Ζαχ αροπλάστης. “Οπως καί νά ’χ ει τό πράμα, φρόντισε νά τά κονομήσει. Ή κόρη του άρραβωνιασμένη μ’ εκείνον τό φιλαράκο πού δουλεύει στήν εφορία καί πού διαθέτει αύτοκίνητο. Καλά πιάστηκε στό άγκίστρι της. Τό σπίτι τους άνοιχ τό γιά γεύματα. Πλούσιοι μεζέδες. “Οπως τό ελεγε πάντα ό Γουέδεραπ. Πιάσ’ τους σφιχ τά άπό τό στομάχ ι. Ή πόρτα τού βάθους άνοιξε βίαια καί ενα κοκκινωπό πρόσωπο πουλιού, μέ μιά τούφα μαλλιά σάν φτέρωμα, δρμησε μέσα. Τά έντονα γαλάζια μάτια του τούς παρατήρησαν ενα γύρο καί ή τραχ ειά φωνή του ρώτησε: Τι
τρεχ ει;
— Καί ιδού εισέρχ εται ό ψευτοκόμης αύτοπροσώπως, είπε μέ στόμφο ό γερο-καθηγητής ΜακΧιού. —
Παράτα μας στήν ήσυχ ία μας, γερο-διαολοπαιδαγωγέ! είπε ό διευθυντής σέ άνταπάντηση.
— Θά ’ρθεις, Νέντ; ρώτησε ό κ. Ντένταλους φορώντας τό καπέλο του. “Υστερα άπ’ αύτό πρέπει νά πιώ κάτι. —
Πιοτό! φώναξε ό διευθυντής. Δέν σερβίρονται ποτά πρίν άπό τή λειτουργία.
—
Αύτό λέω κι έγώ, είπε ό κ. Ντένταλους βγαίνοντας. ’Έλα, Νέντ.
Ό Νέντ Λάμπερτ γλίστρησε άπό τό τραπέζι πού καθότανε. Τά γαλάζια μάτια τού διευθυντή έψαξαν τό πρόσωπο τού κ. Μπλούμ, οπου δίσταζε κάποιο χ αμόγελο. —
Θά ’ρθεις μαζί μας, Μάιλς; ρώτησε ό Νέντ Λάμπερτ. ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ ΑΞΙΟΜΝΗΜΟΝΕΥΤΩΝ ΜΑΧΩΝ
— Ή πολιτοφυλακή τού Νόρθ Κόρκ! φώναξε ό διευθυντής, εν διασκελισμοί πρός τό τζάκι. Κερδίζαμε πάντα! Τό Νόρθ Κόρκ καί οί ’Ισπανοί αξιωματικοί! — Πού εγινε αύτό, Μάιλς; ρώτησε ό Νέντ Λάμπερτ μ’ ενα στοχ αστικό βλέμμα κατά τίς μύτες τών παπουτσιών του. —
Στό Όχ άιο! φώναξε ό διευθυντής.
—
Ναί, μά τό Θεό, ετσι γινόταν, συμφώνησε ό Νέντ Λάμπερτ.
Βγαίνοντας ψιθύρισε στόν Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού: —
’Απαρχ ή τρέλας. Θλιβερή περίπτωση.
— Στό Όχ άιο, κραύγασε ό διευθυντής σέ οξύ τρεμούλιασμα, μέ τό κόκκινο πρόσωπό του στραμμένο ψηλά. Τό Όχ άιό μου! —
’Ένας τέλειος πούς! είπε ό καθηγητής. Μακρόν, βραχ ύ καί μακρόν.
Ω, ΑΡΠΑ ΑΙΟΛΙΚΗ ’Έβγαλε ενα καρούλι κερωμένης κλωστής άπό τήν τσέπη τού γιλέκου του καί κόβοντας ενα κομμάτι τό εκαμε επιδέξια νά ήχ εί τοποθετώντας το άνάμεσα σέ δυό ζεύγη άπό τά άντηχ ούντα άπλυτα δόντια του. —
Μπινγκμπάνγκ, μπινγκμπάνγκ!
Ό κ. Μπλούμ, βλέποντας τό πεδίο ελεύθερο, κινήθηκε πρός τή πόρτα τού βάθους. —
’Ένα λεπτό μόνο, κ. Κρώφορντ, ειπε. Θέλω νά κάμω ενα τηλεφώνημα γιά μιά διαφήμιση.
Μπήκε. — Τί θά γίνει μέ τό κύριο άρθρο άπόψε; ρώτησε ό καθηγητής ΜακΧιού, πλησιάζοντας τόν διευθυντή καί βάζοντας σταθερά τό χ έρι πάνω στόν ώμο του. — ( Θά τό ρυθμίσουμε, είπε πιό ήρεμα ό Μάιλς Κρώφορντ. Μή σκάς. Γειά σου, Τζάκ. Θά τό ρυθμίσουμε. — Καλημέρα, Μάιλς, είπε ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού, άφήνοντας τίς σελίδες τού άρχ είου πού κρατούσε νά γλιστρήσουν άπαλά πάνω στίς άλλες. Σήμερα μπαίνει εκείνη ή ύπόθεση άπάτης τού Καναδα; Τό τηλέφωνο ήχ ούσε στό γραφείο τού βάθους. —
Είκοσι οχ τώ… ’Όχ ι, είκοσι… δυό φορές τέσσερα… Μάλιστα. ΕΝΤΟΠΙΣΤΕ ΤΟΝ ΝΙΚΗΤΗ
Ό Λένεχ αν βγήκε άπό τό γραφείο τού βάθους κρατώντας τυπογραφικά δοκίμια τού περιοδικού Τά Σπόρ. —
Ποιός θέλει ενα σίγουρο στό Χρυσό Κύπελλο; Τό Σκήπτρον, μέ αναβάτη τόν Ο. Μάντεν.
Πέταξε τά τυπογραφικά δοκίμια στό τραπέζι. ’Έξω στό χ ώλ άκούστηκαν κραυγές άπό ξυπόλητους νεαρούς εφημεριδοπώλες καί ή πόρτα τινάχ τηκε ορθάνοιχ τη. —
Τσιμουδιά, ειπε ό Λένεχ αν. ’Ακούω βάμητα.
Ό καθηγητής ΜακΧιού διέσχ ισε τό δωμάτιο κι επιασε άπό τό γιακά ενα φοβισμένο χ αμίνι, ενώ οί ύπόλοιποι τό ’σκασαν άπό τό χ ώλ καί εξαφανίστηκαν στίς σκάλες. Τά τυπογραφικά δοκίμια θρόισαν άπό τό ρεύμα, γαλάζια ορνιθοσκαλίσματα πού αίωρήθηκαν απαλά στόν άέρα, πρίν προσγειωθούν κάτω άπό τό τραπέζι. —
Δέν φταίω έγώ, κύριε. Εκείνος ό ψηλός μέ εσπρωξε, κύριε.
—
Πέτα τον εξω καί κλείσε τήν πόρτά, είπε ό διευθυντής. Φυσάει σάν τυφώνας.
Ό Λένεχ αν άρχ ισε γρυλίζοντας νά μαζεύει τά δοκίμια άπό τό πάτωμα, σκύβοντας δυό φορές. — Περιμένουμε τό έκτακτο παράρτημα γιά τίς ιπποδρομίες, κύριε, ειπε ό νεαρός εφημεριδοπώλης. Ό Πάτ Φάρελλ μέ εσπρωξε, κύριε. ’Έδειξε μέ τό δάχ τυλο δυό φάτσες πού παρακολουθούσαν κοντά στό κάσωμα τής πόρτας. —
Αύτός έκεί, κύριε.
—
Δίνε του τώρα, ειπε άπότομα ό καθηγητής ΜακΧιού.
’Έσπρωξε εξω τό παιδί κι εκλεισε τήν πόρτα μέ δύναμη. Ό Τζ.Τζ. Ο’Μόλλού γύριζε τίς σελίδες τού άρχ είου μέ θόρυβο, μουρμουρίζοντας καί ψάχ νοντας: —
Συνεχ ίζεται στή σελίδα εξι, τετάρτη στήλη.
— Ναί… Εσπερινός Τηλέγραφος έδώ, τηλεφωνούσε ό κ. Μπλούμ άπό τό γραφείο τού βάθους. Είναι έκεί τό άφεντικό; Ναί, Τηλέγραφος… Πού πήγε;… ’Αχ ά! Στήν αίθουσα πλειστηριασμών; Σέ ποιά;… ’Αχ ά! Κατάλαβα… Εντάξει. Θά τόν προφτάσω. ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΣ Μόλις κατέβασε τό τηλέφωνο αύτό ξανάρχ ισε νά χ τυπάει. Μπήκε γρήγορα καί συγκρούστηκε μέ τόν Λένεχ αν πού άγωνιζόταν νά πιάσει τό δεύτερο δοκίμιο. — Pardon, monsieur, ειπε ό Λένεχ αν, καί κρατήθηκε μιά στιγμή άπό πάνω του μέ μιά γκριμάτσα πόνου. —
Έγώ φταίω, είπε ό κ. Μπλούμ, χ ωρίς ν’ άντιστέκεται. Κτύπησες; Βιάζομαι.
—
Στό γόνατο, είπε ό Λένεχ αν.
Μόρφασε κωμικά τρίβοντας τό γόνατό του: —
Ή συσσώρευση τών anno Domini.
—
Συγγνώμην, είπε ό κ. Μπλούμ.
’Έφυγε πρός τήν πόρτα καί στάθηκε, κρατώντας τη μισάνοιχ τη. Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού γύρισε τίς βαρειές σελίδες μέ θόρυβο. Ό ήχ ος δυό τσιριχ τών φωνών, μιας φυσαρμόνικας, άκουγόταν στό γυμνό διάδρομο, οπου έπαιζαν οί νεαροί εφημεριδοπώλες πού κάθονταν στά σκαλοπάτια: Είμαστε τά παιδιά τού Γουέζφοντ καί τό λέει ή καρδιά μας καί τό χ έρι μας.
ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΠΛΟΥΜ — Τρέχ ω στό Μπάτσελορ’ς Γουώκ γι’ αύτή τή διαφήμιση τού κ. Κλειδή, είπε ό κ. Μπλούμ. Θέλω νά τήν όριστικοποιήσω. Μού είπαν ότι βρίσκεται κάπου έκεί στού Ντίλλον. Κοίταξε γιά μιά στιγμή αναποφάσιστος τά πρόσωπά τους.Ό διευθυντής, ακουμπισμένος στήν προεξοχ ή τού τζακιού μέ τό κεφάλι στηριγμένο στό χ έρι του, άπλωσε ξαφνικά τό μπράτσο του σέ μιά θεατρική κίνηση. —
’Άπελθε! είπε. Ό κόσμος σού ανήκει.
—
Επιστρέφω άμέσως, είπε ό κ. Μπλούμ καί χ ύθηκε εξω.
Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού πήρε άπό τά χ έρια τού Λένεχ αν τά δοκίμια καί άρχ ισε νά τά διαβάζει, προσπαθώντας νά τά ξεχ ωρίσει φυσώντας τα άπαλά, χ ωρίς σχ όλια. — Θά τά καταφέρει μέ αύτή τή διαφήμιση, είπε ό καθηγητής, κοιτάζοντας πίσω άπό τά μέ μαύρο σκελετό γυαλιά του, μέσ’ άπό τίς κουρτίνες. Κοίτα τά άλητάκια πού τόν έχ ουν πάρει άπό πίσω. —
Δείξε μας. Πού; φώναξε ό Λένεχ αν τρέχ οντας στό παράθυρο. ΜΙΑ ΠΟΜΠΗ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
Καί οί δυό χ αμογελούσαν πίσω άπό τίς κουρτίνες βλέποντας τούς νεαρούς εφημεριδοπώλες τόν εναν πίσω άπό τόν άλλο νά χ οροπηδούν πίσω άπό τόν κ. Μπλούμ, κάνοντας άσπρα ζίγκ-ζάγκ μέσα στό άεράκι, σάν άστείος χ αρταετός μέ άσπρρυς φιόγκους στήν ούρά του. — Κοίταξε αύτό τό μαγκάκι πίσω του πού τόν γιουχ άρει καί τόν ξεφωνίζει καί θά ξελιγωθείς στά γέλια, είπε ό Λένεχ αν. ’Ώχ , μέ πονέσανε τά πλευρά μου. Κοροίδεύει τά πλατειά πόδια του καί τήν περπατησιά του. Νούμερο σαράντα οχ τώ. Περπατάει σάν κορυδαλλός. ’Άρχ ισε νά χ ορεύει μαζούρκα μέ γρήγορα κοροίδευτικά βήματα γλιστρώντας πρός τό τζάκι, οπου ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού τού άπόθεσε τά δοκίμια στά ανοιγμένα χ έρια του. Ό Μάιλς Κρώφορντ τινάχ τηκε καί είπε: —
Τί τρέχ ει; Που πήγαν οί άλλοι;
— Ποιοί; ειπε ό καθηγητής στρέφοντας. Πήγανε στού ’Όβαλ γιά ενα ποτό. Ό Πάντυ Χούπερ καί ό Τζάκ Χώλ είναι κι αυτοί έκεί. ’Έφτασαν χ τές τό βράδυ. —
Πάμε κι εμείς τότε, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ. Πού είναι τό καπέλο μου;
Κατευθύνθηκε σάν μαριονέτα πρός τό γραφείο τού βάθους, κρατώντας άνοιχ τές τίς δίπλες τού σακκακιού του καί κάνοντας τά κλειδιά του νά κουδουνίζουν στήν κωλοτσέπη του. Κουδούνισαν μιά φορά στό κενό καί άλλη μιά φορά όταν χ τύπησαν πάνω στό ξύλο, καθώς κλείδωνε τό συρτάρι τού γραφείου του. —
Πάει άπό τό κακό στό χ ειρότερο, είπε σπασμωδικά ό καθηγητής ΜακΧιού.
— ’Έτσι φαίνεται, είπε ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού, βγάζοντας μιά τσιγαροθήκη, μουρμουρίζοντας σκεφτικός, άλλά τά πράγματα δέν είναι πάντα οπως φαίνονται. Ποιανού τού περισσεύουν σπίρτα; Η ΠΗΛΙΝΗ ΠΙΠΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ Πρόσφερε ενα τσιγάρο στόν καθηγητή καί πήρε καί ό Ιδιος ενα. Ό Λένεχ αν άναψε πρόθυμα ενα σπίρτο κι εδωσε διαδοχ ικά καί στούς δυό φωτιά. Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού ξανάνοιξε τήν τσιγαροθήκη του καί τού πρόσφερε. —
Thanky vous, είπε ό Λένεχ αν παίρνοντας.
Ό διευθυντής έπέστρεψε άπό τό γραφείο τού βάθους μ’ ένα ψαθάκι κατεβασμένο στραβά στό μέτωπο. Δείχ νοντας μέ τό δάχ τυλο αύστηρά τόν καθηγή ΜακΧιού, απάγγειλε μέ τραγουδιστή φωνή: Δελεάστηκες μέ αξιώματα καί δόξα, Ή αυτοκρατορία γοήτευσε τήν καρδιά σου. Ό καθηγητής εκανε ενα μορφασμό, σφίγγοντας τά χ είλη του. —
’Άχ , έσύ, παλιο-Ρωμαίκή αύτοκρατορία, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ.
Πήρε ενα τσιγάρο άπό τήν ανοιχ τή τσιγαροθήκη. Ό Λένεχ αν, δίνοντάς του μέ σβελτάδα φωτιά, είπε: —
Κάντε ήσυχ ία γιά τό όλοκαίνουργο αίνιγμά μου!
— Imperium romanum, είπε εύγενικά ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού. Άκούγεται πιό εύγενικά άπό τήν άγγλική. Ή λέξη, κατά κάποιο τρόπο, άνακαλεί στή μνήμη λαρδί πάνω στήν πυρά. Ό Μάιλς Κρώφορντ φύσηξε τήν πρώτη του ρουφηξιά μέ όρμή κατά τό ταβάνι. — Αύτό είναι, είπε. Εμείς είμαστε τό λαρδί. Εμείς οί ’Ιρλανδοί είμαστε τό λαρδί πάνω στήν πυρά. Καί ή μοίρα μας δέν διαφέρει άπό τήν μοίρα μιας μπάλας άπό χ ιόνι στήν κόλαση. ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ — Μισό λεπτό, είπε ό καθηγητής ΜακΧιού, υψώνοντας στόν άέρα δυό άνοιχ τά δάχ τυλα. Ας μήν παρασυρόμαστε άπό τίς λέξεις, άπό τούς ήχ ους τών λέξεων. Θεωρούμε τή Ρώμη αύτοκρατορική, αυταρχ ική, υπεροπτική. ’Έτεινε τά μπράτσα του σάν ρήτορας, μέσα άπό τριμμένες καί βρώμικες μανσέτες καί πρόσθεσε: — Ποιός ήταν ό πολιτισμός τους; Τό παραδέχ ομαι, άπέραντος` άλλά χ υδαίος. Περιττώματα` υπόνομοι. Οί Εβραίοι, μέσα στήν έρημο καί πάνω στίς κορυφές τών βουνών, ελεγαν: Καλά είναι έδώ. ’Άς ύφώσουμε ενα βωμό στόν Ιεχ ωβά. Ό Ρωμαίος, οπως καί ό ’Άγγλος πού άκολούθησε τό παράδειγμά του, σ’ οποιαν άκτή καί άν τόν εφερναν τά βήματά του (σ’ εμάς έδώ δέν τόν εφεραν ποτέ) μετέφερε αύτή τήν περιττωματική ιδεοληψία. Ένδεδυμένος τήν τήβεννό του κοίταζε γύρω του
καί ελεγε: Καλά είναι έδώ. ’Άς χ τίσουμε ενα άφοδευτήριο. — Καί κάμανε πολύ καλά, είπε ό Λένεχ αν. Οί άρχ αίοι ημών πρόγονοι, οπως διαβάζουμε στό πρώτο κεφάλαιο τού Γκίννεςς, άγαπούσαν τά ρέοντα υδατα. — ΤΗταν οί τζέντλεμεν τής φύσεως, μουρμούρισε ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού. ‘Όμως πρόσθετα διαθέτουμε καί τό Ρωμαίκό Δίκαιο. —
Καί προφήτης αύτού ό Πόντιος Πιλάτος, εψαλλε ό καθηγητής ΜακΧιού.
— Γνωρίζετε εκείνο τό άνέκδοτο γιά τόν άρχ ηγό Βαρώνο Πάλες; ρώτησε ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού. Συνέβη στό δείπνο τού βασιλικού πανεπιστημίου. ‘Όλα πήγαιναν ρολόι… —
Πρώτα τό αίνιγμά μου, τόν διέκοψε ό Λένεχ αν. Είσαστε έτοιμοι;
Ό κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ, ψηλός, ντυμένος μέ φαρδύ γκρίζο κοστούμι τουήντ Ντόνεγκαλ, μπήκε άπό τό χ ώλ στό δωμάτιο. Πίσω του, ό Στήβεν Ντένταλους, πού εβγαλε τό καπέλο του καθώς εμπαινε. —
Entrez, nies enfants ! φώναξε ό Λένεχ αν.
— Συνοδεύω εναν ικέτη, είπε μελωδικά ό κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ. Ή Νεότης, όδηγούμενη ύπό τής Πείρας, επισκέπτεται τήν Κακοφημία. — Τί κάνεις; ρώτησε ό διευθυντής, προτείνοντας τό χ έρι του γιά χ αιρετισμό. Ό πατέρας σου μόλις εφυγε. Ό Λένεχ αν απευθύνθηκε σέ ολους: — Ησυχ ία! Ποιά οπερα μοιάζει μέ σιδηροδρομική γραμμή; Σκεφτείτε, συλλογιστείτε, συμπεράνετε, άπαντήστε. Ό Στήβεν ετεινε τά δακτυλόγραφα, έπισημαίνοντας τόν τίτλο καί τήν ύπογραφή. —
’Από ποιόν; ρώτησε ό διευθυντής.
Λίγο σκισμένο στήν ακρη. —
Άπό τόν κ. Γκάρεττ Ντήζυ, ειπε ό Στήβεν.
— Αύτόν τόν γερο-τόμαρο, είπε ό διευθυντής. Καί αύτό ποιός τό ’σκίσε; Τόν επιασε τσερλιό στό δρόμο; Μέ φλογισμένο γρήγορο πανί μέσα άπό θύελλα τού νοτιά έρχ εται, ωχ ρός βρυκόλακας, γιά νά κολλήσει τό στόμα του στό στόμα μου.
— Καλημέρα, Στήβεν, είπε ό καθηγητής, πού πλησίασε νά κοιτάξει πάνω άπό τούς ώμους τους. Αφθώδης πυρετός; Μήπως τό γύρισε στό;… Ταυροφιλικός βάρδος. ΚΑΥΓΑΣ ΣΕ ΠΟΛΥ ΓΝΩΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ — Καλημέρα, κύριε, άπάντησε ό Στήβεν κοκκινίζοντας. Δέν είναι δικό μου τό γράμμα. Ό κ. Γκάρεττ Ντήζυ μ’ επιφόρτισε… — ’Ώ, τόν ξέρω, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ, καί ήξερα καί τή γυναίκα του. Ή πιό φρικαλέα μέγαιρα πού έπλασε ποτέ ό Θεός. Μά τό Χριστό, αύτή είναι πού είχ ε άφθώδη πυρετό, σίγουρα. Εκείνο τό βράδυ πού πέταξε τή σούπα στό πρόσωπο τού γκαρσονιού στό εστιατόριο Στάρ καί Γκάρτερ. Ώχ ώ! Μιά γυναίκα έφερε τήν άμαρτία στόν κόσμο. Γιά τήν Ελένη, τήν ξεπορτισμένη γυναίκα τού Μενέλαου, ot ‘Έλληνες δέκα χ ρόνια… Ό Ο’Ρούρκ, ό πρίγκηπας τού Μπρέφνι. —
Είναι χ ήρος; ρώτησε ό Στήβεν.
— Ζωντοχ ήρος, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ, καθώς τό μάτι του διέτρεχ ε τό δακτυλογραφημένο κείμενο. Αύτοκρατορικά αλόγα. Άψβούργος. Κάποιος ’Ιρλανδός τού έσωσε τή ζωή στίς επάλξεις τών τειχ ών τής Βιέννης. Μήν τό ξεχ νάμε! Ό Μαξιμιλιανός Κάρλ Ο’Ντόννελλ, γκράφ φόν Τίρκοννελ τής ’Ιρλανδίας. Ανέθεσε στό διάδοχ ό του νά παραδώσει στό Βασιλιά τά διάσημα τού Αύστριακού άρχ ιστράτηγου. Θά γίνουν σημεία καί τέρατα έκεί κάτω κάποια μέρα. Άγριόχ ηνες. Ω, ναί, κάθε φορά. Είναι βέβαιο, καί νά τό θυμόσαστε! — Τό ερώτημα είναι άν αύτός τό θυμάται άκόμα, είπε ήρεμα ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού, άναποδογυρίζοντας ενα πέταλο άλογου πού χ ρησίμευε γιά στήριγμα τών χ αρτιών. Τό νά σώζεις πρίγκηπες άπαιτεί ευχ αριστίας. Ό καθηγητής ΜακΧιού στράφηκε πρός αύτόν. —
Καί άν όχ ι; ρώτησε.
— Θά σάς διηγηθώ πώς συνέβη, άρχ ισε ό Μάιλς Κρώφορντ. Μιά φορά κι εναν καιρό ήταν ενας Ούγγρος… ΧΑΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ. ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΕΥΓΕΝΟΥΣ ΜΑΡΚΗΣΙΑΣ — Πάντα παραμείναμε πιστοί σέ χ αμένες ύποθέσεις, είπε ό καθηγητής. Γ ιά μάς ή επιτυχ ία είναι ό θάνατος τής νοημοσύνης καί τής φαντασίας. Δέν παραμένουμε ποτέ πιστοί σ’ εκείνους πού επιτυγχ άνουν. Αύτούς τούς ύπηρετούμε. Έγώ διδάσκω τά πρόστυχ α Λατινικά. Μιλώ τή γλώσσα μιάς φυλής, τής οποία ή άκμή συνίσταται στό ρητόν: ό χ ρόνος είναι χ ρήμα. Ή υλική κυριαρχ ία. Dominus! Κύριε! Που βρίσκεται ή πνευματικότητα; Λόρδε Ίησού! Λόρδε Σώλσμπερυ! ‘Ένας καναπές σέ μιά λέσχ η τού άριστοκρατικού δυτικού Λονδίνου. Τά Ελληνικά, όμως! ΚΥΡΙΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ!
‘Ένα φωτεινό χ αμόγελο άστραψε στά καλυμμένα μέ μαύρα γυαλιά μάτια του καί διέστειλε τά μακριά χ είλη του. — Τά Ελληνικά! έπανέλαβε. Κύριος! Λέξη λαμπερή! Τά φωνήεντα, τά όποία άγνοούν οί Σημίτες καί οί Σάξονες. Κύριε! Ή άκτινοβολία τής νοημοσύνης. ’Έπρεπε νά διδάσκω Ελληνικά, τή γλώσσα τού νοός. Κύριε Ελέησονί’ΟΙ κατασκευαστές τών καμπινέδων καί τών οχ ετών δέν θά γίνουν ποτέ άφέντες τού πνεύματός μας. Είμαστε υποτελείς τού καθολικού ίπποτισμού τής Εύρώπης πού βούλιαξε στό Τράφαλγκαρ καί τής πνευματικής αύτοκρατορίας, όχ ι ένός imperium, πού καταποντίστηκε μέ τόν ’Αθηναίκό στόλο στούς Αίγός ποταμούς. Ναί, ναί. Φουντάρισαν. Ό Πύρρος, παραπλανημένος άπό ενςχ χ ρησμό, εκαμε μιά τελευταία άπόπειρα νά άλλάξει τίς τύχ ες τής Ελλάδας.ιΠιστός σέ μιά χ αμένη ύπόθεση. Τούς άφησε γιά νά πάει στό παράθυρο. —
’Έμπαιναν στή μάχ η, είπε ό κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ μέ άχ ρωμη φωνή, άλλά επεφταν πάντα.
—
Ώχ ού, ώχ ού! κλαψούρισε ό Λένεχ αν. Έξ αιτίας ένός κεραμιδιού πού
δέχ τηκε πρός τό τέλος τής απογευματινής παράστασης. Ό φουκαράς, ό φουκαράς, ό φουκαράς ό Πύρρος! “Υστερα ψιθύρισε κοντά στό αυτί τού Στήβεν: ΤΟ ΛΙΜΕΡΙΚ ΤΟΥ ΛΕΝΕΧΑΝ — Είναι ενας δάσκαλος σοφός, όνόματι ΜακΧιού, πού κάλυφε τά μάτια τον κάτω άπό μαύρα γυαλιά. Μά άφού τά βλέπει ολα διπλά, τότε τί τού χ ρησιμεύουν τά γυαλιά; Δέν μπορώ νά δώ τόν μπαρμπα-Γιάννη. Έσύ; Μαυροφορεί γιά τόν Σαλλούστιο, λέει ό Μάλλιγκαν. Τού οποίου ή μητέρα ψόφησε. Ό Μάιλς Κρώφορντ στοίβαξε τά φύλλα στήν τσέπη του. —
Εντάξει, ειπε. Θά διαβάσω άργότερα τά ύπόλοιπα. Εντάξει.
Ό Λένεχ αν διαμαρτυρήθηκε απλώνοντας καί τά δυό του χ έρια. —
Καί τό αίνιγμά μου! Ποιά είναι ή ό’περα πού μοιάζει μέ σιδηροδρομική γραμμή;
— ’Όπερα; ειπε ό κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ καθώς τό πρόσωπό του συνοφρυώθηκε πάλι σάν σφίγγα πού τήν ξαναρωτάνε. Ό Λένεχ αν ανήγγειλε χ αρούμενος: — Τό ρόδο τής Καστίλλης. Βλέπετε τό καλαμπούρι; Κάστ στήλ = ράγιες άπό χ υτοσίδηρο. Χά! Χά!
Καί εδωσε μιά μαλακή γροθιά στά πλευρά τού κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ. Ό κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ εκανε ενα βήμα πίσω καί στηρίχ τηκε ναζιάρικα στήν ομπρέλα του. —
Βοήθεια! άναστέναξε. Νιώθω νά σβήνω.
Ό Λένεχ αν, σηκώθηκε στίς μύτες τών ποδιών του καί άέριζε γρήγορα τό πρόσωπό του μέ τά δοκίμια πού θρόιζαν. Ό καθηγητής, πού έπέστρεφε άπό τό παράθυρο, άγγιξε τίς χ αλαρά σφιγμένες γραβάτες τού Στήβεν καί τού κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ. —
Τό Παρίσι τού χ τές καί τού σήμερα, είπε. Μοιάζετε μέ άνθρώπους τής Κομμούνας.
— Μέ τούς ξεβράκωτους πού κατέλαβαν τή Βαστίλλη, είπε μέ λεπτή ειρωνεία ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού. Η μήπως καί οί δυό σας δολοφονήσατε τόν λόρδο υποστράτηγο τής Φινλανδίας; Μοιάζετε σάν νά ήσαστε στό κόλπο. Τόν στρατηγό Μπομπρίκωφ. ΡΩΣΙΚΗ ΣΑΛΑΤΑ —
Πέρασε άπό τό νού μας μόνο, είπε ό Στήβεν.
—
Συνένωσις ολων τών επιδόσεων, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ. Τά νομικά, ή κλασική φιλολογία…
—
Τό ιπποδρόμιο, συμπλήρωσε ό Λένεχ αν.
—
Ή λογοτεχ νία, ή δημοσιογραφία.
—
Κι αν ήταν έδώ ό Μπλούμ, είπε ό καθηγητής. Ή ευγενική τέχ νη τής διαφημίσεως.
— Καί αν ήταν καί ή κυρία Μπλούμ, πρόσθεσε ό κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ. Ή μούσα τού ασματος. Ή πολύ πολυαγαπημένη τού Δουβλίνου. Ό Λένεχ αν ξερόβηξε δυνατά. — ’Ά, ψού! είπε πολύ σιγά. ’Ώχ , νά ’χ α λίγο καθαρό άέρα! ‘Άρπαξα συνάχ ι στό πάρκο. ΤΗταν άνοιχ τή ή πύλη. ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙΣ! Ό διευθυντής εθεσε διστακτικά .τό χ έρι του στόν ώμο τού Στήβεν. — Θέλω νά γράψεις κάτι γιά μένα, είπε. Κάτι πού νά συναρπάζει. Μπορείς νά τό καταφέρεις. Τό βλέπω στό πρόσωπό σου. Στό ανοιχ τό βιβλίο της νιό της… Τό βλέπω στό πρόσωπό σου. Τό βλέπω στό μάτι σου. Μικρέ τεμπέλη, άνεργε, πανούργε. — Αφθώδης πυρετός! φώναξε ό διευθυντής περιφρονητικά. Μεγάλη έθνικιστική συγκέντρωσή στό Μπόρρις-ίν-’Όσσορυ. Παπάρια. ’Ισοπεδώνουν τά μυαλά τού κοσμάκη! Βάλε του κάτι νόστιμο
γιά νά τσιμπήσει. Βάλε μας ολους μέσα καί ας πάει στό διάολο. Πατήρ, Υιός καί ‘Άγιον Πνεύμα καί τά άποχ ωρητήρια ΜακΚάρθυ. —
’Όλοι μας είμαστε προμηθευτές πνευματικής τροφής, είπε ό Ο’Μάντεν Μπέρκ.
Ό Στήβεν σήκωσε τά μάτια του καί κοίταξε τό βλέμμα τού διευθυντή πού δέν λογάριαζε κανέναν. —
Πάει γυρεύοντας νά σέ συμπεριλάβει στή συμμορία του, είπε ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού. ΓΚΑΛΛΑΧΕΡ Ο ΜΕΓΑΣ
— Μπορείς νά τό καταφέρεις, έπανέλαβε ό Μάιλς Κρώφορντ σφίγγοντας τή γροθιά του. Περίμενε λίγο. Θά παραλύσουμε την Ευρώπη, οπως ελεγε ό ’Ιγνάτιος Γκάλλαχ ερ, τότε πού έκανε δουλειές τού ποδαριού καί δούλευε μαρκαδόρος στά μπιλιάρδα στό Κλάρενς. Αύτός ήταν δημοσιογράφος, ό Γκάλλαχ ερ. Αύτός ήξερε νά γράφει. Ξέρετε πώς μπήκε στό επάγγελμα; Θά σάς τό διηγηθώ. ΤΗταν τό εξυπνότερο κόλπο δημοσιογραφίας πού έγινε ποτέ. Τό ογδόντα ενα συνέβη, στίς εξι Μαίου, τόν καιρό τών ’Αήττητων, τής δολοφονίας στό πάρκο τού Φοίνικα, πρίν γεννηθείς, ύποθέτω. Θά σάς δείξω. Τούς έσπρωξε λίγο καθώς κατευθύνθηκε πρός τό αρχ είο. — ’Ελάτε έδώ νά δείτε, είπε στρέφοντας τό σώμα του. Ή εφημερίδα Κόσμος τής Νέας Ύόρκης είχ ε ζητήσει τηλεγραφικά μιά ειδική ανταπόκριση. Θυμόσαστε πώς ήταν τότε ή κατάσταση. Ό καθηγητής ΜακΧιού συγκατένευσε. — Ό Κόσμος τής Νέας Ύόρκης, έπανέλαβε ερεθισμένος ό διευθυντής, σπρώχ νοντας πίσω τό ψαθάκι του. Πήγε στό μέρος πού έγιναν ολα αύτά. Έκεί πού ό Τίμ Κέλλυ, όχ ι, ό Κάβαναχ , θέλω νά πώ, ό Τζό Μπρέιντυ καί ή παρέα τους. Έκεί πού ό Κατσικογδάρτης όδηγούσε τήν άμαξα. Κατά μήκος ολης τής διαδρομής, καταλάβατε; — Ό Κατσικογδάρτης, είπε ό Ο’Μάντεν Μπέρκ. Ό Φίτζχ αρρις. Λένε πώς είναι ιδιοκτήτης τού Καταφυγίου τού Αμαξηλάτη, πέρα στή γέφυρα Μπάτ. Ό Χόλοχ αν μού τό είπε. Τόν ξέρετε τόν Χόλοχ αν; —
Αύτόν μέ τό ενα πόδι, έτσι δέν είναι; είπε ό Μάιλς Κρώφορντ.
— Καί ό φουκαράς ό Γκάμλεύ βρίσκεται κι αύτός εκεί, μού είπε, γιά νά φυλάει τίς πέτρες ένός έργοτάξιου τού Δήμου. Νυχ τοφύλακας. Ό Στήβεν γύρισε έκπληκτος. —
Ό Γκάμλεύ; ρώτησε. Ακόυσα καλά; Δέν είναι φίλος τού πατέρα μου;
— ’Αφήστε τόν Γκάμλεύ στήν ήσυχ ία του, φώναξε θυμωμένος ό Μάιλς Κρώφορντ. ’Αφήστε τόν Γκάμλεύ νά φυλάει τίς πέτρες καί νά προσέχ ει νά μήν τό σκάσουν. Κοιτάχ τε έδώ. Τί έκαμε ό ’Ιγνάτιος Γκάλλαχ ερ; Θά σάς πώ. Ή έμπνευση μιάς μεγαλοφυίας. Τηλεγράφησε άμέσως. ’Έχ ετε
τόν Εβδομαδιαίο Ελεύθερο Άνθρωπο τής 17ης Μαρτίου; Τόν έχ ετε; Εντάξει. Ξεφύλλισε πρός τά πίσω μερικές σελίδες τού άρχ είου καί κόλλησε τό δάχ τυλό του σέ κάποιο σημείο. — ’Ανοιχ τέ τήν τέταρτη σελίδα, στή διαφήμιση γιά τούς καφέδες Μπράντσομ. Καταλάβατε; ‘Ωραία. Τό τηλέφωνο γρύλλισε. ΜΙΑ ΑΠΟΜΑΚΡΗ ΦΩΝΗ — Τό παίρνω έγώ, είπε ό καθηγητής κι έφυγε. — Τό Β είναι ή πύλη τού πάρκου. Εντάξει. Τό δάκτυλό του άναπήδησε καί κόλλησε άπό τό ενα σημείο στό αλλο. — Τό Τ είναι ή κατοικία τού ’Αντιβασιλέα. Τό Γ είναι ό τόπος τής απόπειρας. Τό Κ είναι ή πύλη Νόκμαρουν. Ή πλαδαρή σάρκα τού λαιμού του έτρεμε σάν τό λειρί τού κόκκορα. Τό ασχ ημα κολλαρισμένο πλαστρόν του ξεπετάχ τηκε καί μέ μιά βίαιη κίνηση τό ξανάσπρωξε μέσα στό γιλέκο του. — Εμπρός, έδώ Εσπερινός Τηλέγραφος… Εμπρός… Ποιός όμιλεί; Μάλιστα… Μάλιστα… Μάλιστα… — ’Από τό Φ μέχ ρι τό Π είναι ή διαδρομή πού εκανε ό Κατσικογδάρτης γιά τή δημιουργία κάποιου άλλοθι. ’Ίνσικορ, Ράουνταουν, Γουίντυ ’Άρμπορ, Πάρκο Πάλμερστον, Ράνλυ, Φ.Α.Μ.Π. Εντάξει; Τό X είναι τό μπάρ τού Νταίηβυ στήν οδό ’Άνω Λήζον. Ό καθηγητής φάνηκε στήν πόρτα τού βάθους. —
Ό Μπλούμ είναι στό τηλέφωνο, είπε.
— Πές του νά πάει στό διάολο, είπε άμέσως ό διευθυντής. Τό X είναι τό μπάρ τού Μπέρκ, εντάξει; ΕΞΥΠΝΟ, ΠΟΛΥ —
’Έξυπνο, είπε ό Λένεχ αν. Πολύ.
—
Τούς τή σερβίρισε στό πιάτο ζεστή, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ, ολη τήν ιστορία τού αίματος.
Εφιάλτης άπ’ οπου δέν θά μπορέσεις ποτέ νά ξυπνήσεις. — Τό είδα ολο, είπε περήφανη ό διευθυντής. ’Ήμουν παρών, έγώ καί ό Ντίκ ’Άνταμς άπό τό Κόρκ, ή καλύτερη μαγιά άνθρώπου στόν όποιον ό Θεός ένεφύσησε μέσα του ζωή.
Ό Λένεχ αν μέ μιάν υπόκλιση στόν άδειο χ ώρο άνήγγειλε: —
Νίψον άνομήματα μή μόναν όψιν.
— Ή ιστορία! φώναξε ό Μάιλς Κρώφορντ. Ή γριά τής όδού Πρένς έφτασε πρώτη. Κλάματα καί τρίξιμο τών δοντιών. Καί ολα αύτά μέ μιά διαφήμιση. Ό Γκρέγκορ Γκρέυ είχ ε κάμει τή μακέτα. Αύτό τού εδωσε τήν πρώτη ώθηση στό έπάγγελμα. Τότε είναι πού ό Πάντυ Χούπερ έψησε τόν Τέυ Πέυ, μέχ ρι πού τόν πήρε μαζί του στό Στάρ. Τώρα δουλεύει μέ τόν Μπλούμενφελντ. Αύτό είναι δημοσιογραφία. Αύτό είναι τό ταλέντο. Φτού! Αύτός εμαθε σί ολους τή δουλειά. — Ό πατέρας τής δημοσιογραφίας τού κιτρινισμού! επιβεβαίωσε ό Λένεχ αν, καί ό κουνιάδος τού Κρίς Κάλλιναν. —
Εμπρός;… Μέάκούς;… Ναί, έδώ είναι άκόμη… ’Έλα έσύ άπό έδώ.
—
Πού βρίσκεις τέτοιο δημοσιογράφο στίς μέρες μας, ε; φώναξε ό διευθυντής.
’Έκλεισε μέ θόρυβο τίς σελίδες τού αρχ είου. —
Διαβολεμένα έξυπνο, είπε ό Λένεχ αν στόν κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ.
—
Πολύ έξυπνο, είπε ό κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ.
Ό καθηγητής ΜακΧιού πλησίασε άπό τό γραφείο τού βάθους. — Σχ ετικά μέ τούς ’Αήττητους, είπε, ξέρετε ότι μερικοί μικροπωλητές προσήχ θησαν ενώπιον τού Δικαστηρίου… — Μά βέβαια, είπε ζωηρά ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού. Ή Λαίδη Ντάντλεύ έπέστρεφε σπίτι της, διασχ ίζοντας τό πάρκο, γιά νά διαπιστώσει πόσα δέντρα ξερίζωσε ό περυσινός κυκλώνας καί τής ήρθε ή ιδέα ν’ άγοράσει μιά καρτ-ποστάλ μέ μιά γενική άποψη τού Δουβλίνου. Καί ετυχ ε αύτή ή καρτποστάλ νά είναι άφιερωμένη στή μνήμη τού Τζό Μπρέιντυ ή τού ύπ’ άριθμόν ‘Ένα ή τού Κατσικογδάρτη. Φαντάσου, άκριβώς εξω άπό τήν πόρτα τής Κατοικίας τού ’Αντιβασιλέα! — ’Όλοι οί σημερινοί είναι γιά κλάματα, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ. Φτού! Καί ή δημοσιογραφία καί ή δικηγορία! Πού βρίσκεις σήμερα δικηγόρους σάν εκείνους τούς παλιούς, τόν Γουάιτσαίντ, τόν ’Ισαάκ Μπάτ, τόν Ο’Χάγκαν τόν χ ρυσόστομο; ’Έ; ’Άχ , ολοι τους είναι άσημαντότητες! ‘Όλοι τους μιά δεκάρα ό ενας. Τό στόμα του χ ωρίς νά βγάζει πιά ήχ ους διατήρησε ενα νευρικό μορφασμό περιφρόνησης. Θά μπορούσε καμιά νά επιθυμήσει νά φιληθεί άπό ενα τέτοιο στόμα; Πώς τό ξέρεις; Τότε, γιατί τό έγραψες; ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΕΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΕΣ Στόμα, στρώμα. Είναι μέ κάποιο τρόπο τό στόμα στρώμα; ’Ή τό στρώμα στόμα; Κάτι πρέπει νά είναι τελικά. Στρώμα, στόμα, πτώμα, πιόμα, άκόμα. ‘Ομοιοκαταληξίες: δυό άνθρωποι ντυμένοι ομοιόμορφα, νά δείχ νουν ομοιόμορφοι, ζευγαρωτοί.
……………………………………..la tua pace ………………………………che parlar ti piace …………….mentreche il vento, come fa, si tace. Τούς είδε σέ τριάδες, νά πλησιάζουν κορίτσια ντυμένα στά πράσινα, στά τριανταφυλλιά, στά κιτρινοκόκκινα, σφιχ ταγκαλιασμένα, per 1’aer perso στά μώβ, στά πορφυρά, quella pacifica, oriafiamma, στά χ ρυσά τών λαβάρων, di rimirar fe ρίύ ardenti. ‘Όμως εγώ, ήλικιωμένοι μετανοούντες μέ μολυβένια στιβάλια, μιλώνταςσκοτεινάκάτω άπό τή σκοτεινή νύχ τα· στόμα, στρώμα` μνήμα, μήτρα. — ’Αναπτύξατε μας τή δική σας άποψη, είπε ό κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ. ΑΡΚΕΤΟΝ ΤΗ ΗΜΕΡΑ. Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού, μειδιώντας, αποδέχ τηκε τήν πρόσκληση. — ’Αγαπητέ Μάιλς, ειπε πετώντας τό τσιγάρο του, ερμηνεύετε λανθασμένα τά λόγια μου. Έξ όσων σήμερα γνωρίζω, δέν υπερασπίζομαι τό τρίτον επάγγελμα ώς πρός τήν ουσίαν του ώςΕπαγγέλματος, όμως φαίνεται πώς ύπερβάλλετε. Γιατί νά μήν προσθέσετε καί τόν Χένρυ Γκράτταν καί τόν Φλάντ καί τόν Δημοσθένη καί τόν ’Έντμουντ Μπέρκ; ‘Όλοι ξέρουμε τόν Ιγνάτιο Γκάλλαχ ερ, καθώς καί τό άφεντικό του τού Τσαπελάιζοντ, τόν Χάρμσγουερθ τής δεκαρολόγας έφημερίδας καί τόν ’Αμερικανό έξάδερφό του τής φυλλάδας τού όχ ετού τών μπεκρήδων, χ ωρίς ν’ αναφέρουμε τήν Εφημερίδα τού Πάντυ Κέλλυ καί τή Φυλλάδα τού Πιού καί τόν άγρυπνο φίλο μας τόν ’Αετό τού Σχ ίμπερην. Γιατί μνημονεύετε ενα διδάσκαλο τών δικανικών αγορεύσεων σάν τόν Γουάιτσαίντ; ’Αρκετόν τή ήμέρα ή έφημερίς αύτής. ΔΕΣΜΟΙ ΜΕ ΤΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ — Ό Γκράτταν καί ό Φλάντ έγραφαν κάποτε σ’ αύτήν έδώ τήν εφημερίδα, τού φώναξε κατάμουτρα ό διευθυντής. Πατριώτες καί εθελοντές. Εσείς τί κάνετε τώρα; Στά 1763 ιδρύθηκε. ’Από τόν δρα Λούκας. Εσείς ποιόν διαθέτετε τού υψους τού Τζών Φίλποτ Κάρραν; Φτού! —
’Έ, λοιπόν, είπε ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού, τόν Μπούς, τόν διαπρεπή δικηγόρο, επί παραδείγματι.
— Τόν Μπούς; είπε ό διευθυντής. Λοιπόν, ναί, ό Μπούς, ναί. Ρέει μέσα στίς φλέβες του. Ό Κένταλ Μπούς, όχ ι, ό Σέυμουρ Μπούς, θέλω νά πώ. — Θά είχ ε άνέλθει προ πολλού ολες τίς βαθμίδες τού δικαστικού επαγγέλματος, είπε ό καθηγητής, αν δέν… Άλλά δέν πειράζει. Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού, άπεθυνόμενος στόν Στήβεν, είπε άργά καί ήρεμα: — Μιά άπό τίς πλέον στίλβουσες φράσεις πού ακόυσα ποτέ στή ζωή μου τήν οφείλω στά χ είλη τού Σέυμουρ Μπούς. ΤΗταν σ’ εκείνη τήν υπόθεση άδελφοκτονίας, τήν ύπόθεση Τσάιλντς. Ό Μπους ήταν συνήγορος ύπεράσπισης. καί χ ύνει μέσα στών αυτιών μου τίς εξώπορτες.
Μιά καί τό ’φερε ή κουβέντα, πώς τό άνακάλυψε; Πέθανε μέσα στόν υπνο του. ’Ή τήν αλλη ιστορία, τό τέρας μέ τίς δύο πλάτες; —
Διηγηθείτε το, τού ζήτησε ό καθηγητής.
— Μιλούσε, είπε ό Τζ.Τζ. Ο’Μόλλού, γιά τό νόμο τής αποδεικτικής διαδικασίας στό Ρωμαίκό Δίκαιο, σέ άντιδιαστολή μέ τόν αρχ αιότερο κώδικα τού Μωυσή, τόν lex talionis. Καί άναφέρθηκε στόν Μωυσή τού Μιχ αήλ ’Αγγέλου πού βρίσκεται στό Βατικανό. —
Χά.
—
Μερικές καλοδιαλεγμένες λέξεις, είπε ό Λένεχ αν σάν πρόλογο. Σιωπή!
Παύση. Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού έβγαλε άπό τήν τσέπη του τήν τσιγαροθήκη του. ’Αναμονή άνευ λόγου. Κάτι εντελώς συνηθισμένο. Ό άγγελιοφόρος έβγαλε τά σπίρτα του σκεφτικός καί άναψε τό τσιγάρο του. ’Έχ ω συχ νά σκεφτεί άπό τότε, κοιτάζοντας πίσω σ’ εκείνους τούς περίεργους καιρούς, ότι αύτή ή άσήμαντη πράξη, ή τιποτένια, αύτό τό άναμμα τού σπίρτου, ήταν καθοριστική γιά ολη τή μετέπειτα πορεία τής ζωής καί τών δυό μας. ΜΙΑ ΛΑΜΠΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού συνέχ ισε, ξεχ ωρίζοντας μία-μία τίς λέξεις του: — Είπε: αύτό τό πέτρινον έκμαγείον παγωμένης μουσικής, τρομερόν καί κερασφόρον, τής θείκής ανθρώπινης μορφής, αύτό τό αιώνιον σύμβολον σοφίας καί προφητείας τό όποιον, άν κάτι έξ όσων ή φαντασία ή ή χ είρ τού γλύπτου κατέγραφεν έπί τού μαρμάρου, πνευματικώς μεταμορφώνον ή μεταμορφούμενον, δικαιούται οπως έπιζήσει, δικαιούται οπως έπιζήσει. Τό άδύνατο χ έρι του υπογράμμισε μέ μιά κυματοειδή κίνηση τήν ήχ ώ καί τήν πτώση. —
Πανέμορφο! είπε άμέσως ό Μάιλς Κρώφορντ.
—
Ή θείκή έμπνευση, είπε ό Ο’Μάντεν Μπέρκ.
—
Σού ήρεσε; ρώτησε ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού τόν Στήβεν.
Ό Στήβεν, κυριευμένος άπό τή χ άρη τής γλώσσας καί τής χ ειρονομίας, κοκκίνισε. Πήρε ενα τσιγάρο άπό τήν τσιγαροθήκη, τήν οποία ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού πρόσφερε ακολούθως στόν Μάιλς Κρώφορντ. Ό Λένεχ αν άναψε τά τσιγάρα τους οπως καί πρίν καί πήρε τό τρόπαιό του, λέγοντας: —
Θερμάμπους εύχ αριστίμπους. ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΗΘΙΚΗΣ
—
Ό καθηγητής ΜακΓκέννις μού μιλούσε γιά σένα, είπε ό Τζ.Τζ.
Ο’Μόλλού στόν Στήβεν. Τί πιστεύεις αληθινά γι’ αύτόν τόν έρμητικό συρφετό, τούς ποιητές τού Όπαλιού καί τής Σιωπής; Τόν ’Α. Έ., τόν άρχ ιμυστικιστή; Αύτή ή Μπλαβάτσκυ τό ξεκίνησε. ΤΗταν μιά γριά πού γνώριζε πολλά κολπάκια. Ό Ά. Έ. ελεγε σέ κάποιον ’Αμερικανό δημοσιογράφο ότι πήγες σπίτι του τά χ αράματα γιά νά τόν ρωτήσεις γιά τά έπίπεδα τής συνείδησης. Ό ΜακΓκέννις πιστεύει ότι πρέπει νά ψιλοδούλευες τόν Ά. Έ. Ό ΜακΓκέννις είναι άνθρωπος άνωτέρας ήθικής. Μιλάει γιά μένα. Τί νά ειπε; Τί νά ειπε; Τί νά ειπε γιά μένα; Μή ρωτήσεις. — ’Όχ ι, ευχ αριστώ, ειπε ό καθηγητής ΜακΧιού άπομακρύνοντας μέ μιά χ ειρονομία τήν τσιγαροθήκη. Περιμένετε μιά στιγμή. ’Αφήστε με νά πώ κάτι. Τό καλύτερο υπόδειγμα ρητορικής πού ακόυσα ποτέ ήταν ή διάλεξη πού εδωσε ό Τζών Φ. Τέυλορ στήν Ιστορική Εταιρεία τού κολλεγίου. Ειχ ε μιλήσει ό δικαστής Φίτζγκιμποντ, ό νύν λόρδος δικαστής τού άναθεωρητικού, καί τό θέμα τής συζήτησης ήταν μιά πραγματεία (νεοφανής εκείνην τήν εποχ ή), πού ύπεράσπιζε τήν αναβίωση τής ιρλανδικής γλώσσας. Στράφηκε πρός τόν Μάιλς Κρώφορντ καί είπε: —
Ξέρεις τόν Τζέραλντ Φίτζγκιμποντ. Καί μπορείς νά φανταστείς τό ύφος τής ομιλίας του.
— Λένε πώς μαζί μέ τόν Τήμ Χήλυ, είπε ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού, είναι μέλος τής Επιτροπής Διαχ είρησης τής άκινήτου περιουσίας τού κολλεγίου Τρίνιτυ. — Είναι μέλος μιας παρέας μ’ ενα γλυκό πλάσμα πού εχ ει κοντές φούστες, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ. Συνέχ ισε. Λοιπόν; — Σημειώστε, είπε ό καθηγητής^, ότι έπρόκειτο περί διαλέξεως καταξιωμένου ρήτορος, πλήρους άβρότητος καί έκφερομένης μέ έκλεπτυσμένην άρθρωσιν. Δέν θά σχ ολιάσω τήν εκφοράν τής οργής του, άλλά μάλλον τήν άλαζονική περιφρόνησίν του πρός τό νεοφανές αύτό κίνημα. Διότι τότε ήτο ενα νέο κίνημα. ’Ήμαστε άδύναμοι, ώς εκ τούτου στερούμεθα άξίας. Γιά μιά στιγμή τά λεπτά χ είλη τού μεγάλου στόματός του σφίχ τηκαν, καί υστέρα, άνυπόμονος νά συνεχ ίσει, έτεινε ψηλά τό άνοιχ τό χ έρι του πρός τά μαύρα γυαλιά του καί μέ τόν άντίχ ειρα καί τόν μέσο δάχ τυλό του, πού έτρεμαν, τά έστιασε πρός ένα νέο άντικείμενο. ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟ Μέ τόν πιό φυσικό τόνο άπευθύνθηκε πρός τόν Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού: — Ό Τέυλορ, οπως ξέρετε, ήταν άρρωστος καί είχ ε σηκωθεί άπό τό κρεβάτι μέ τό σκοπό νά συμμετάσχ ει στή συζήτηση. Δέν πιστεύω νά είχ ε προετοιμάσει τό λόγο του, επειδή δέν ύπήρχ ε στενογράφος στήν αίθουσα. Στό μελαχ ρινό άδύνατο πρόσωπό του είχ ε φουντώσει μιά πυκνή γενειάδα. Ή γραβάτα του ήταν μισολυμένη καί γενικά έμοιαζε (παρ’ ολο πού δέν ήταν) ετοιμοθάνατος. Τό βλέμμα του στράφηκε ξαφνικά, άλλά μέ άργό ρυθμό, άπό τόν Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού, πρός τό πρόσωπο τού Στήβεν καί υστέρα πρός τό έδαφος, γυρεύοντας τά λόγια του. Τό άσιδέρωτο λινό κολάρο του φάνηκε πίσω άπό τό σκυμμένο κεφάλι του, λεκιασμένο άπό τά λίγα μαλλιά πού τού
άπέμεναν. Ψάχ νοντας πάντα γιά τά λόγια του, είπε: — ”Οταν ό Φίτζγκιμποντ περάτωσε τόν λόγο του, σηκώθηκε ό Τζών Φ. Τέυλορ γιά νά τού άπαντήσει. ’Από ο,τι μπορώ νά θυμηθώ, αύτά ήταν, συνοπτικά, τά λόγια του. Σήκωσε άποφασιστικά τό κεφάλι του. “Ομως τά μάτια του φάνηκαν άλλη μιά φορά σάν νά προέβαιναν σέ μιά ενδοσκόπηση. Λές καί μαλάκια δίχ ως εγκέφαλο περνούσαν άπό δεξιά στά άριστερά στούς χ οντρούς φακούς του, άναζητώντας διέξοδο. · ’Άρχ ισε: — Κύριε Πρόεδρε, κυρίες καί κύριοι ` Μέγας ύπήρξεν ό θαυμασμός μου κατά τήν διάρκειαν τών παρατηρήσεων τάς οποίας ό πολυμαθής φίλος μου μόλις άπηύθυνε πρός τήν νεολαίαν τής Ιρλανδίας. Μού έφάνη ώς νά ειχ ον μεταφερθεί εις μίαν μακρινήν χ ώραν, εις μίαν μακρινήν εποχ ήν, ώς νά εύρέθην εις τήν άρχ αίαν Αίγυπτον καί ήκουα τόν λόγον άρχ ιερέως τίνος αυτής τής χ ώρας, άπευθυνόμενον πρός τόν νεαρόν Μωυσήν. Οι άκροατές του κράτησαν μετέωρα τά τσιγάρα τους γιά ν’ άκούσουν, ό καπνός τους άνεβαίνοντας σέ λεπτούς μίσχ ους πού άνθιζαν μέ τά λόγια του. Καί θυμιάματα σύννεφα… Εύγενικές λέξεις έπερχ όμενες. Πρόσεξε. Μπορείς έσύ νά τό κάμεις; —
Καί μού έφάνη ότι ήκουσα τήν φωνήν έκείνου τού Αιγυπτίου άρχ ιερέως ύφουμένην εις τόνον παρομοίας άλαζονείας καί ύπερηφανείας. ’Ήκουσα τάς λέξεις αύτού καί τό νόημά των μού άπεκαλύφθη. ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ
Μού άποκαλύφθηκε ότι αύτά τά πράγματα είναι καλά, καίτοι, εν τούτοις, είναι διεφθαρμένα, όμως ούτε κι άν ήταν εξαιρετικά καλά, ούτε κι άν δέν ήταν καλά, θά μπορούσαν νά διαφθαρούν. ’Ώ, καταραμένα νά είναι! Ρήσεις τού Αγίου Αύγουστίνου. — Διά ποιον λόγον υμείς οί έβραίοι, δέν άποδέχ εσθε τήν παιδείαν ημών, τήν θρησκείαν ημών καί τήν ήμετέραν γλώσσαν; ‘Υμείς είσθε φυλή νομάδων τής ερήμου, ημείς ειμεθα κραταιός λαός. Ύμείς ουδέ πόλεις διαθέτετε, ουδέ πλούτη: at πόλεις ημών κυφέλαι άνθρωπισμού είσίν καί at γαλέραι, at τριήρεις καί τετρήρεις ήμών, εμφορτοι παντοειδών έμιτορευμάτων, διασχ ίζουσιν τά ύδατα τού γνωστού κόσμου. Ύμείζ άρτι έξήλθατε έκ συνθηκών πρωτογόνων` ημείς διαθέτομεν λογοτεχ νίαν, ίερατείον, Ιστορίαν μακροχ ρόνων καί καταστατικόν χ άρτην. Νείλος. Παιδί, ανδρας, έκμαγειον. Παρά τίς όχ θες του Νείλου γονατίζουν οί μαίες, κούνιες άπό πάπυρο· ενας αντρας έμπειρος άπό μάχ ες` μέ κέρατο άπό πέτρα, γενειάδα άπό πέτρα, καρδιά άπό πέτρα. — Ύμείς προσεύχ εσθε ενώπιον ενός εντοπίου καί άσαφούς ειδώλου, οπερ μόνον υμείς αναγνωρίζετέ οί ναοί ήμών μεγαλοπρεπείς καί μυστηριώδεις, ενδιαιτήματα τής ’Ίσιδος καί τού
’Όσιρος, τού ‘Ώρου καί τού ’Άμμωνος Ρά. Δι ’ υμάς ή δουλεία, ό φόβος καί ή ταπείνωσις’ δι’ ημάς ό κεραυνός καί οί ώκεανοί. Τό ’Ισραήλ αδύναμον καί τά τέκνα αύτού ολιγάριθμα` ή Αίγυπτος, ύπερπληθή στρατόν διαθέτει καί τρομερά τά όπλα αύτού. Περιπλανώμενοι καί ημερομίσθιοι άποκαλεισθε· ό κόσμος τρέμει έπί τω άκούσματι τού ονόματος ήμών. “Ενα γουργουρητό πείνας πού βγήκε άπό τό άδειο στομάχ ι του, σταμάτησε τόν λόγο του. “Υψωσε τολμηρά τή φωνή του γιά νά τό καλύψει. — ”Ομως, κυρίες καί κύριοι, έάν ό νεαρός Μωυσής είχ εν υπακούσει καί είχ εν αποδεχ θεί αυτήν τήν θεώρησή ζωής, έάν είχ εν κύφει τήν κεφαλή αύτού καί είχ εν υποτάξει τήν θέλησιν αύτού καί τό πνεύμα αύτού ενώπιον αύτής της άλαζονικής παραινέσεως, ούδέποτε ήθελεν οδηγήσει τόν περιούσιον λαόν οπως έξέλθει τού οίκου τής δουλείας, ούδέ ήθελεν ακολουθήσει τήν στήλην τού νέφους κατά την διάρκειαν τής ήμέρας. Ούδέποτε ήθελεν συνομιλήσει έν μέσω αστραπών μέ τό Αιώνιον εις τήν κορυφήν τού δρους Σινά, ούδέποτε ήθελεν κατέλθει εξ αύτού μέ τό φώς τής εμττνεύσεως άπαστράπτον έπί τού προσώπου αύτού, μεταφέρων έπί τών βραχ ιόνων αύτού τάς δέλτους τού νόμου, κεχ αραγμένας εις τήν γλώσσαν τών παρανόμων. Σταμάτησε καί τούς κοίταξε, άπολαμβάνοντας τή σιωπή. ΚΑΚΟΣ
ΟΙΩΝΟΣ
-
ΓΙΑ
ΑΥΤΟΝ!
Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού είπε μέ μιά άπόχ ρωση λύπης: —
Κι όμως πέθανε πρίν προλάβει νά πατήσει τή γή τής επαγγελίας.
— Αίφνίδιος-στιγμιαίος-άναπόφευκτος-θάνατος-αν-καί-άπό-παλιά-συνεχ ιζόμενη-ένδημούσαάσθένεια, είπε ό Λένεχ αν. Καί μ’ ενα μεγάλο μέλλον πίσω του. ( Μιά στρατιά ξυπόλητων νεαρών εφημεριδοπωλών άκούστηκε νά τρέχ ει στό διάδρομο ν’ άνεβαίνει τίς σκάλες. — Αύτό είναι ρητορική, είπε ό καθηγητής, καί κανείς δέν άντέδρασε. “Οσα παίρνει ό άνεμος. Οί στρατιές τού Μάλλαγκμαστ καί ή Τάρα τών βασιλέων. Χιλιόμετρα άπό εξώπορτες αύτιών ορθάνοιχ τες. Οί λόγοι άπό τό βήμα ούρλιαζαν καί σκορπίζονταν στούς τέσσερις άνεμους. ‘Ένας λαός κατέφευγε στή φωνή του. Νεκρός ψίθυρος. Άκαζικά χ ρονικά περί τού οποτεδήποτε καί οπουδήποτε γενομένου. ’Αγαπάτε καί αινείτε αυτόν· όχ ι πιά έμένα. Έγώ εχ ω χ ρήματα. —
Κύριοι, είπε ό Στήβεν. Προτείνω εις τήν συνέλευσιν τήν άμεσον άναβολήν τών εργασιών της.
— Μού εκοψες τά ήπατα. Μήπως πρόκειται γιά κανένα γαλλικό ευφυολόγημα; ρώτησε ό κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ. Είναι ή ώρα, νομίζω, πού ή κρασοκανάτα, μεταφορικά, διαθέτει μεγαλύτερη άξία στήν ταβέρνα τού γεροΧρόνου. — Άς γίνει κι ετσι τό λοιπόν καί άς άποφασισθεί δεόντως. ‘Όλοι όσοι συμφωνούν άς πούν ναί, άνήγγειλε ό Λένεχ αν, καί όσοι δέν συμφωνούν άς πούν όχ ι. Ή πρόταση ύπερψηφίστηκε. Καί τώρα άς ψηφίσουμε ποιό θά ’ναι τό καπηλειό. Έγώ μέ τήν διπλή ψήφο τού προεδρεύοντος ψηφίζω: τού
Μούνεύ! Έτέθη έπί κεφαλής, προειδοποιώντας: — Άρνούμεθα διαρρήδην νά συμμετάσχ ουμε εις τήν κατανάλωσιν οινοπνεύματος, ετσι; Ναί, άρνούμεθα. Γιά τίποτα στόν κόσμο. Ό κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ, άκολουθώντας τον, είπε μέ μιά ψεύτικη εφόρμηση τής ομπρέλας του: —
Φυλάξου, Μακντάφ!
— Σπορά τού πατέρα σου! φώναξε ό διευθυντής χ τυπώντας τόν Στήβεν στόν ώμο. Πάμε. Πού είναι αύτά τά καταραμένα κλειδιά; Ψαχ ούλεψε τίς τσέπες του τραβώντας εξω τά τσαλακωμένα δακτυλόγραφα. —
Αφθώδης πυρετός! Ξέρω. Εντάξει. Θά δημοσιευτούν. Πού βρίσκονται τά κλειδιά; Εντάξει.
Τά ξανάχ ωσε στήν τσέπη του κι εφυγε γιά τό γραφείο στό βάθος. ΑΣ ΕΛΠΙΣΟΥΜΕ Καθώς ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού ετοιμαζόταν νά τόν άκολουθήσει, είπε στόν Στήβεν: —
Ελπίζω νά ζήσεις άρκετά γιά νά τά δείς τυπωμένα. Μιά στιγμή, Μάιλς.
Μπήκε στό γραφείο κι εκλεισε πίσω του τήν πόρτα. — ’Έλα, Στήβεν, είπε ό καθηγητής. ’Όμορφο, ετσι; ’Έχ ει μία προφητική ενόραση. Fuit Ilium! Ή πολιορκία τής άνεμοδαρμένης Τροίας. Βασίλεια αύτού τού κόσμου. Οί κυρίαρχ οι τής Μεσογείου έχ ουν καταντήσει σήμερα φελλάχ οι. Ό πρώτος νεαρός εφημεριδοπώλης κατέβηκε τρέχ οντας τή σκάλα πίσω τους καί χ ύθηκε στό δρόμο φωνάζοντας: —
’Έκτακτο παράρτημα γιά τίς ιπποδρομίες!
Δουβλίνο. ’Έχ ω πολλά, πάρα πολλά νά μάθω άκόμα. Στρίψανε άριστερά στήν όδό ’Άμπυ. —
’Έχ ω κι έγώ ενα δραμα, είπε ό Στήβεν.
— Ναί, είπε ό καθηγητής, άλλάζοντας βήμα γιά νά συγχ ρονιστεί. Ό Κρώφορντ θά μάς προφτάσει. Κι άλλος ενας εφημεριδοπώλης τούς ξεπέρασε, φωνάζοντας καθώς έτρεχ ε: —
’Έκτακτο παράρτημα γιά τίς ιπποδρομίες!
ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΒΡΩΜΟΔΟΥΒΛΙΝΟ Δουβλινέζοι. — Δύο Δουβλινέζες παρθένες, είπε ό Στήβεν, ήλικιωμένες καί θρήσκες, έχ ουν ζήσει στήν όδό Φάμπαλλυ πενήντα καί πενήντα τρία χ ρόνια. —
Πού βρίσκεται αύτή ή οδός; ρώτησε ό καθηγητής.
—
Πιό πέρα άπό τό Μπλάκπιττς.
Νύχ τα ύγρή μέ μυρωδιές τηγανόψωμου πού φέρνει λιγούρα. Κόντρα στόν τοίχ ο. Πρόσωπο λιπαρό πού γυαλίζει κάτω άπό τό μπαμπακερό σάλι της. Μανιασμένες καρδιές. Άκαζικά χ ρονικά. Πιό γρήγορα, άγαπημένε μου! Συνέχ ισε. Τόλμησε. Γιά νά ύπάρξει ζωή. — Θέλουν νά δούν πώς φαίνεται τό Δουβλίνο άπό τήν κορυφή τής στήλης τού Νέλσονα. Βάζουν στήν άκρη τρία σελλίνια καί δέκα πέννες σ’ εναν κόκκινο τενεκέδιο κουμπαρά στό σχ ήμα γραμματοκιβωτίου. Τόν ταρακουνάνε γιά νά πέσουν τά τρίπεννα κι ένα έξάπεννο καί βγάζουν τά νομίσματα τής μιάς πέννας μέ τή βοήθεια ένός μαχ αιριού. Δύο σελλίνια καί τρεις πέννες σέ άσημένια νομίσματα κι ένα σελλίνι καί εφτά πέννες σέ μπακιρένια. Φοράνε τά ίκαπέλα τους καί τά καλύτερα φουστάνια τους καί παίρνουν μαζί τους τίς ομπρέλες τους μέ τό φόβο ότι μπορεί νά τό γυρίσει στή βροχ ή. —
Φρόνιμες παρθένες, είπε ό καθηγητής ΜακΧιού. Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΣΚΛΗΡΗ ΤΗΣ ΕΚΦΑΝΣΗ
— Μ’ ένα σείλίνι καί τέσσερις πέννες άγοράζουν πηχ τή καί τέσσερις φέτες ψωμί άπό τό εστιατόριο Νόρθ Σίτυ τής όδού Μάλμποροου, ιδιοκτησίας τής δίδος Κέιτ Κόλλινς. Άγοράζουν είκοσι τέσσερα ώριμα δαμάσκηνα άπό ένα κορίτσι στή βάση τής στήλης τού Νέλσονα γιά νά σβήσουν τή δίψα πού φέρνει ή πηχ τή. Δίνουν δύο τρίπεννα στόν κύριο πού είναι στήν είσοδο καί αρχ ίζουν ν’ άνεβαίνουν αργά τήν έλικοειδή σκάλα, μουγκρίζοντας, ένθαρρύνοντας ή μιά τήν άλλη, φοβισμένες μές στό σκοτάδι, λαχ ανιασμένες, ή μιά ρωτώντας τήν άλλη εχ εις έσύ τήν πηχ τή, έπικαλούμενες τό Θεό καί τήν ‘Αγία Παρθένο, απειλώντας ότι θά ξανακατέβουν, μέ τό μάτι κολλητό σέ κάθε παράθυρο τού φωταγωγού. Δοξασμένος νά ’ναι ό Κύριος. Δέν είχ αν ιδέα ότι ήταν τόσο ψηλά. ’Ονομάζονται ’Άννα Κέρνς καί Φλόρενς ΜακΚέημπ. Ή ’Άννα Κέρνς ύποφέρει άπό οσφυαλγία καί κάνει εντριβές μέ νερό τής Λούρδης πού τής έφερε μιά κυρία, ή οποία προμηθεύτηκε μιάν ολόκληρη φιάλη άπό εναν ιερέα τού Τάγματος τού Πάθους. Ή Φλόρενς παραχ ωρεί στόν εαυτό της τήν πολυτέλεια ένός χ οιρινού ποδιού καί μιας μπουκάλας δυνατής μπύρας κάθε Σαββατόβραδο.>— Άντίθεσις, είπε ό καθηγητής κουνώντας τό κεφάλι του δυό φορές. Αγνές παρθένες. Νομίζω πώς τίς βλέπω. Γιατί άργεί ό φίλος μας;>’Έστρεψε τό σώμα του.>‘Ένα τσούρμο εφημεριδοπώλες πού κατέβαιναν χ οροπηδώντας τά σκαλοπάτια, τσαλαβουτούσαν πρός ολες τίς κατευθύνσεις, φωνάζοντας, μέ τίς εφημερίδες τους ν’ άνεμίζουν. Πίσω τους ό Μάιλς Κρώφορντ φάνηκε στά σκαλιά, μέ τό καπέλο του σάν φωτοστέφανος γύρω άπό τό κόκκινο πρόσωπό του,
συζητώντας μέ τόν Τζ.Τζ. Ο’Μόλλού.>— Ελάτε, φώναξε ό καθηγητής, κουνώντας τό χ έρι του.>Ξανάρχ ισε νά περπατάει στό πλευρό τού Στήβεν. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΠΛΟΥΜ — Ναί, είπε, τίς βλέπω.>Ό κ. Μπλούμ, μέ κομμένη τήν άνάσα, μπερδεμένος σ’ ενα στρόβιλο αγριεμένων εφημεριδοπωλών κοντά στά γραφεία τού Ιρλανδού Καθολικού καί τής Έφημερίδος τού Δουβλίνου, φώναξε:>— Κύριε Κρώφορντ! Μιά στιγμή!>— Τηλέγραφος! ’Έκτακτο παράρτημα γιά τίς ιπποδρομίες!>— Τί συμβαίνει; ρώτησε ό Μάιλς Κρώφορντ, καθυστερώντας τό βήμα του.>‘Ένας εφημεριδοπώλης φώναξε μπροστά στά μούτρα τού κ. Μπλούμ.>— Φοβερή τραγωδία στό Ράθμαίνς! Παιδάκι μαγκώθηκε άπό φυσερό! ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ — Νά, αύτή ή διαφήμιση, είπε ό κ. Μπλούμ, άνοίγοντας δρόμο πρός τά σκαλιά, ξεφυσώντας, καί βγάζοντας άπό τήν τσέπη του τό άπόκομμα. Μόλις τώρα μίλησα μέ τόν κ. Κλειδή. Είπε πώς θά άνανεώσει την καταχ ώ-ρηση γιά δυό μήνες. ‘Ύστερα θά τό μελετήσει. “Ομως θέλει ενα κειμενάκι καί στόν Τηλέγραφο, στό ρόζ Σαββατιάτικο παράρτημα. Καί θά ήθελε, αν δέν είναι πολύ άργά, συνεννοήθηκα μέ τόν σύμβουλο Ναννέττι, νά είναι παρόμοια μέ αύτή τής έφημερίδος Ό Λαός τού Κιλκέννυ. Μπορώ νά τή βρώ στήν Εθνική Βιβλιοθήκη. Οίκος κλειδιών, καταλαβαίνετε; Τό όνομά του είναι Κλειδής. Γίνεται λογοπαίγνιο γύρω άπό τό όνομά του. Άλλά σχ εδόν ύποσχ έθηκε νά κάμει τήν άνανέωση. “Ομως ζητάει μιά μικρή προώθηση. Τί νά τού πώ, κύριε Κρώφορντ; Φ.Τ.Κ.Μ. — Πές του νά φιλήσει τόν κώλο μου, είπε μ’ έμφαση ό κ. Μάιλς Κρώφορντ, κάνοντας μιά κίνηση μέ τό χ έρι του. Πές του το, οπως σ’ τό είπα.>Κάπως νευριασμένος. Φυλάξου άπό τά ξεσπάσματα. Πάνε ομαδικά γιά πιοτό. Αγκαζέ. Τό ναυτικό κασκέτο τού Λένεχ αν στό βάθος ψάχ νει γιά σελέμισμα. Ot συνηθισμένες κολακείες. Αναρωτιέμαι αν ό νεαρός Ντένταλους είναι ό υποκινητής. Σήμερα φοράει ένα καλό ζευγάρι παπούτσια. Τήν τελευταία φορά πού τόν είδα φαινόντουσαν οί φτέρνες του. Κάπου τσαλαβούτησε μέσα σέ λάσπες. Απρόσεχ τος νεαρός. Τί γύρευε στό Άιριστάουν;>— Λοιπόν, είπε ό κ. Μπλούμ, ξαναγυρίζοντας τά μάτια του πάνω του, άν μπορέσω νά βρώ τή μακέτα, νομίζω πώς τού άξίζει ένα σύντομο κειμενάκι. Νομίζω πώς θά κάνει τή διαφήμιση. Θά τού πώ… Φ.Τ.Β.Ι.Κ.Μ. — Νά φιλήσει τό βασιλικό ιρλανδέζικο κώλο μου, φώναξε δυνατά ό Μάιλς Κρώφορντ πάνω άπό τόν ώμο του. “Ο,τι ώρα θέλει, πές του.>Καθώς ό κ. Μπλούμ ζύγιαζε τά υπέρ καί τά κατά, σχ εδόν έτοιμος νά χ αμογελάσει, ό διευθυντής άπομακρύνθηκε μέ γρήγορα βήματα. ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΝ ΔΑΝΕΙΚΩΝ — Nulla bona, Τζάκ, είπε φέρνοντας τό χ έρι του στό πηγούνι. Βρίσκομαι μέχ ρι τό λαιμό στά χ ρέη. Πέρασα κι έγώ άπό εκεί πού βρίσκεσαι. Μόλις πρίν άπό μιάν εβδομάδα έψαχ να νά βρώ κάποιον νά μέ δανείσει γιά νά πληρώσω ένα χ ρέος. Πρέπει νά έκλάβεις τή θέλησή μου ώς χ ειρονομία. Λυπάμαι, Τζάκ. Μέ ολη μου τήν καρδιά καί μέ άλλη μισή, άν μπορούσα νά δανειστώ άπό κάπου.>Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού μέ τά μούτρα κατεβασμένα περπατούσε σιωπηλός. ’Έφτασαν τούς
άλλους καί ξεκίνησαν ολοι μαζί.>— ’Όταν τρώνε τήν πηχ τή καί σκουπίζουν τά είκοσι δάχ τυλά τους στό χ αρτί περιτυλίγματος πλησιάζουν τό κιγκλίδωμα.>— Κάτι γιά σένα, εξήγησε ό καθηγητής στόν Μάιλς Κρώφορντ. Δυό Δουβλινέζες γριές στήν κορυφή τής στήλης τού Νέλσονα. ΤΙ ΣΤΗΛΗ! ΝΑ ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΠΡΩΤΗ ΦΡΑΓΚΟΚΟΤΑ — Αύτό είναι είδηση, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ. Αύτό τυπώνεται. ’Έξοδος γιά νά τιμήσουν τό Πανηγύρι τών Τσαγκαράδων. Δυό γριές καμωματούδες, ετσι;>— ’Όμως φοβούνται πώς ή στήλη θά πέσει, συνέχ ισε ό Στήβεν. Βλέπουν τίς στέγες καί μαλώνουν γιά τό πού βρίσκονται οί διάφορες εκκλησίες` ό γαλάζιος θόλος τού Ράθμαίνς, τού Άδάμ καί τής Εύας, τού Αγίου Λαυρέντιου Ο’Τούλ. Άλλά τό κοίταγμα τίς ζαλίζει κι ετσι μαζεύουν τίς φούστες τους. ΑΤΤΑ ΤΑ ΕΛΑΦΡΩΣ ΚΑΥΓΑΤΖΙΔΙΚΑ ΘΗΛΕΑ — Έδώ μέ τό μαλακό, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ. Δέν επιτρέπονται ποιητικές ελευθεριότητες. Φτάσαμε στήν άρχ ιεπισκοπή.>— Καί κάθησαν χ άμω, πάνω στά ριγωτά μεσοφόρια τους, κοιτάζοντας ψηλά τό άγαλμα τού μονόχ ειρα μοιχ ού.>— Τού μονόχ ειρα μοιχ ού! φώναξε ό καθηγητής. Μού αρέσει αύτό. Βλέπω τήν ιδέα. Βλέπω τί εννοείς. ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΔΩΡΙΖΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΔΟΥΒΛΙΝΟΥ, ΟΠΩΣ ΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ, ΔΙΕΓΕΡΤΙΚΑ ΧΑΠΙΑ ΚΑΙ ΤΑΧΕΙΣ ΑΕΡΟΛΙΘΟΥΣ — Τούς πιάνεται ό σβέρκος, είπε ό Στήβεν, καί είναι πολύ κουρασμένες πιά γιά νά κοιτάξουν είτε ψηλά είτε χ αμηλά, ή άκόμα καί γιά νά μιλήσουν. Βάζουν άνάμεσά τους τή σακούλα μέ τά δαμάσκηνα, τά βγάζουν ενα-ενα καί τά τρώνε, σκουπίζοντας μέ τά μαντήλια τους τά ζουμιά πού στάζουν άπό τό στόμα τους καί φτύνοντας άργά τά κουκούτσια άνάμεσα άπό τό κιγκλίδωμα.>Τελείωσε μέ μιά δυνατή έκρηξη νεανικού γέλιου σάν κορωνίδα. Ό Λένεχ αν καί ό κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ, άκούγοντας, γύρισαν, έγνεψαν καί διέσχ ισαν τό δρόμο γιά τού Μούνεύ.>— Τελείωσε; ειπε ό Μάιλς Κρώφορντ. Τουλάχ ιστον δέν κάνουν τίποτε χ ειρότερο. ΣΟΦΙΣΤΗΣ ΓΡΟΝΘΟΚΟΠΕΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΗ ΕΛΕΝΗ ΚΑΤΕΥΘΕΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΒΟΣΚΙΔΑ. ΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΤΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ. ΟΙ ΙΘΑΚΗΣΙΟΙ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΟΥΝ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΡΙΑ ΤΗΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ — Μού θυμίζεις τόν ’Αντισθένη, ειπε ό καθηγητής, έναν μαθητή τού σοφιστή Γοργία. ’Έλεγαν γι’ αύτόν ότι κανείς δέν μπορούσε νά πει άν ήταν πικρότερος έναντι τών άλλων ή έναντι τού έαυτού του. ‘Ηταν γιός ένός εύγενούς καί μιας σκλάβας. Κι έγραψε ένα βιβλίο, στό όποιο έπαιρνε τό βραβείο τής ομορφιάς άπό τήν Άργεία Ελένη καί τό έδινε στή φτωχ ή Πηνελόπη.>Φτωχ ή Πηνελόπη. Πηνελόπη πλούσια.>Ετοιμάστηκαν νά διασχ ίσουν τήν οδό Ο’Κόννελλ. ΕΜΠΡΟΣ, ΚΕΝΤΡΟΝ! Σέ διάφορα σημεία κατά μήκος τών οκτώ τροχ ιογραμμών, τράμ μέ άκίνητους τρολέδες έστεκαν στίς ράγιες τους, προερχ όμενα άπό, ή έπιστρέφοντα στό Ράθμαίνς, τό Ράθφαρνχ αμ, τό Μπλάκροκ, τό Κίνγκσταουν καί τό Ντάλκεύ, τό Σάντυμαουντ Γκρήν, τό Ρίνγκζεντ καί τόν Πύργο τού
Σάντυμαουντ, τό Ντόννυμπρουκ, τό πάρκο Πάλμερστον καί τό ’Άνω Ράθμαίνς, ολα άκινητοποιημένα καί ήρεμα βραχ υκυκλωμένα. ‘Άμαξες, αμάξια, καρότσες μεταφορών, ταχ υδρομικά οχ ήματα, ιδιωτικά αμαξάκια, καρότσια μέ εμφιαλωμένο άεριούχ ο μεταλλικό νερό σέ θορυβώδη καφάσια, έκαναν θόρυβο, κυλούσαν, συρόμενα άπό άλογα, μέ ταχ ύτητα. ΠΩΣ; ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΠΟΥ; — ”Ομως, πώς ονομάζεις τήν ιστορία σου; ρώτησε ό Μάιλς Κρώφορντ. Καί πού βρήκανε τά δαμάσκηνα; ΒΙΡΓΙΛΙΑΚΟΝ, ΛΕΕΙ Ο ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ. ΔΕΥΤΕΡΟΕΤΗΣ ΨΗΦΙΖΕΙ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΓΕΡΟ-ΜΩΥΣΗ — Πώς τήν ονομάζει; Περίμενε, είπε ό καθηγητής, διαστέλλοντας τά μακριά χ είλη του γιά νά σκεφτεί. Πώς τήν ονομάζει; ’Αφήστε με νά σκεφτώ. Τήν ονομάζει: deus nobis hoec otia fecit.>— ’Όχ ι, είπε ό Στήβεν. Τήν αποκαλώ Μιά άποφη της Παλαιστίνης άπό τό όρος Φασγά ή Ή Παραβολή τών Δαμασχ ήνων. —
Καταλαβαίνω, είπε ό καθηγητής.
Γέλασε δυνατά.>— Καταλαβαίνω, είπε πάλι μέ καινούργια ευχ αρίστηση. Ό Μωυσής καί ή Γή τής Επαγγελίας. Εμείς τού δώσαμε τήν ίδέα, πρόσθεσε στόν Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού. Ο ΟΡΑΤΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού εριξε ενα πλάγιο καί βαριεστημένο βλέμμα στό άγαλμα χ ωρίς νά πεί λέξη.>— Καταλαβαίνω, είπε ό καθηγητής.>Σταμάτησε στή νησίδα τού Λόρδου Τζών Γκρέυ καί κοίταξε ψηλά τόν Νέλσονα μέσα άπό τίς συσπάσεις τού πικρού του χ αμόγελου. ΟΙ ΑΤΕΛΕΙΣ ΧΕΙΡΟΠΕΔΕΣ ΓΑΡΓΑΛΟΥΝ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΤΙΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΡΕΣ ΓΕΡΟΝΤΟΚΟΡΕΣ. Η ΑΝΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΑΤΙ, Η ΦΛΟ ΚΑΝΕΙ ΣΧΕΔΙΑ ΟΜΩΣ, ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΕΙΣ; — Ό μονόχ ειρας μοιχ ός, είπε κατσούφης. Πρέπει νά παραδεχ τώ πώς αύτό μέ γαργαλάει.>— Γαργάλησε καί τίς γριές, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ, άν μπορούσαμε ποτέ νά μάθουμε τήν καθαρή άλήθεια.
8. ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ ΓΛΥΚΙΣΜΑΤΑ ΓΛΑΣΕ ΑΠΟ ανανά, λεμόνια ζαχ αρόπηκτα, καραμέλες βουτύρου. Μιά κοπέλα, πασαλειμμένη ζάχ αρη, γέμιζε σέσουλες ξέχ ειλες καραμέλες κρέμα σοκολάτα γιά εναν αδελφό εν Χριστώ. Οί απολαύσεις τής σχ ολικής εκδρομής! Καταστρέφουν τά στομαχ άκια τους. Παστίλιες καί ζαχ αρόπηκτα φρούτα, παρασκευαστές καί προμηθευτές τής Αύτού Μεγαλειότητος τού Βασιλέως. Ό Θεός. Σώζοι τόν. Ήμών. Καθισμένος στό θρόνο του, γλείφει κόκκινα τζίτζιφα ώσπου ν’ ασπρίσουν. ‘Ένας μελαγχ ολικός νεαρός τής Χριστιανικής ’Αδελφότητος Νέων, εγκρατής εν μέσω τών θερμών γλυκερών αναθυμιάσεων τού Γκρέιαμ Λέμον, άπέθεσε στό χ έρι τού Μπλούμ ενα διαφημιστικό φυλλάδιο. Συνομιλία μιας καρδιάς μέ μιάν άλλη. Μπλού… Εμένα εννοεί; ’Όχ ι. Αίμα τού ’Αμνού. Καθώς διάβαζε, τά πόδια του τόν όδηγούσαν άργά πρός τό ποτάμι. Διεσώθης; Πλύθηκες στό αίμα τού άμνού; Ό Θεός επιζητεί ματωμένα θύματα. Γέννηση, ύμένας, μάρτυρας, πόλεμος, θεμελίωση ένός κτιρίου, θυσία, προσφορά »νεφρών έπί τής πυράς, βωμός Δρυίδων. Ό Ήλίας ερχ εται. Ό δρ Τζών ’Αλεξάντερ Ντώουι, ό άνακαινιστής τής εκκλησίας τής Σιών, έρχ εται. ’Έρχ εται! ’Έρχ εται!! “Ερχ εται!!! Είσθε εύπρόσδεκτοι. Κόλπο πού άποδίδει. Πέρυσι ό Τόρρυ καί ό ’Αλεξάντερ. Πολυγαμία. Ή σύζυγός του θά θίσει τέρμα σ’ αύτό. Τί άπόγινε μ’ εκείνη τή διαφήμιση μιάς έταιρείας τού Μπέρμινγχ αμ γιά εναν φωτεινόν εσταυρωμένο; Ό Ήμών Σωτήρ. Νά ξυπνάς μέσα στά μαύρα μεσάνυχ τα καί νά τόν βλέπεις κρέμα σμένον πάνω στόν τοίχ ο. Μοιάζει σάν ιδέα θαυματοποιού. Σιδερένια καρφιά στίς σάρκες. Πρέπει νά χ ρησιμοποιούν φώσφορο. “Οπως όταν άφήνεις παράμερα ενα κομμάτι μπακαλιάρου, μπορείς νά παρατηρήσεις μιάν άσημογάλανη ανταύγεια πάνω του. Τή νύχ τα πού κατέβηκα στό κελάρι τής κουζίνας. Είναι δυσάρεστες αύτές οί οσμές πού σού όρμάνε στή μύτη. Τί ήταν αύτό πού ή Μάριον επιθυμούσε νά; Σταφίδες άπό τή Μάλαγα. Θά σκεφτόταν τήν ’Ισπανία. Τότε πού ήταν έγκυος στόν Ρούντυ. Ό φωσφορισμός, αύτό τό άσημογάλανο. Εξαιρετικά ώφέλιμο στόν εγκέφαλο. Άπό τή γωνία τού μνημείου τού Οίνοχ όου εριξε ενα βλέμμα στήν όδό Μπάτσελορς. Άκόμα περιμένει ή κόρη τού Ντένταλους εξω άπό τήν αίθουσα πλειστηριασμών Ντίλλον. Πρέπει νά ξεπουλάει παλιά έπιπλα. Τή γνώρισα άμέσως άπό τά μάτια της, ίδια ό πατέρας της. ’Έκανε βόλτες, περιμένοντάς τον. “Οταν φεύγει ή μητέρα, τό σπίτι διαλύεται πάντα. Δεκαπέντε παιδιά είχ ε. Περίπου κάθε χ ρόνο γεννητούρια. Τό επιβάλλει ή θρησκεία τους, διαφορετικά ό ιερέας δέν θά δώσει άφεση στήν κακομοίρα μετά τήν εξομολόγηση. Αύξάνεσθαι καί πληθύνεσθαι. Πού άκούστηκε αύτό; Θά σού φάνε ό,τι εχ εις καί δέν εχ εις. Αύτοί δέν έχ ουν οικογένειες γιά νά
θρέψουν. Περνάνε ζωή καί κότα. Μέ τά έρμάριά τους καί τά κελάρια τους. Θά ήθελα νά έβλεπα τί θά κάνανε σ’ εκείνες τίς ξεγυρισμένες νηστείες οπως τό Γιόμ Κιπούρ. Νηστίσιμα κουλουράκια. “Ενα γεύμα κι ενα κολατσιό γιά νά μήν καταρρεύσουν πάνω στήν άγία τράπεζα. Πόσα καί πόσα δέν θά μάθαινες άπό τή μαγείρισσά τους, άν τήν κατάφερνες ν’ άνοίξει τό στόμα της. Αδύνατο νά τής πάρεις κουβέντα. Σάν νά θές νά βγάλεις λεφτά άπό αύτόν. Φροντίζει τήν άφεντιά του. Δέν καλεί προσκεκλημένους. ‘Όλα γιά τήν άφεντομουτσουνάρα του. Ελέγχ ει καί τά κάτουρά του. Παρακαλείσθε νά φέρετε μαζί σας τό φαγητό σας καί τό πιοτό σας. Σεβασμκυτατος. Ταφόπετρα. Θεέ καί Κύριε, τό φουστάνι τού καημένου τού κοριτσιού είναι κουρέλια. Καί φαίνεται νά υποσιτίζεται. Πατάτες μέ μαργαρίνη. Μαργαρίνη μέ πατάτες. Τό άντιλαμβάνονται άργότερα. Ούδέν πρό τού τέλους. ‘Υπονομεύει τόν οργανισμό. ‘Όταν έφτασε στή γέφυρα Ο’Κόννελλ μιά μπάλα καπνού άνέβαινε άπό τό στηθαίο. Μαούνα τής ζυθοποιίας φορτωμένη μαύρη μπύρα γιά εξαγωγή. Γ ιά τήν Αγγλία. Φαίνεται πώς ό θαλασσινός άέρας τήν ξυνίζει. Μιά επίσκεψη θά ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, άν κατάφερνα κάποτε νά εξασφαλίσω άπό τόν Χάνκοκ τή σχ ετική άδεια. Διαφορετικός κόσμος, μέ πλήρη οργάνωση. Περίφημες αύτές οί δεξαμενές μπύρας. Άκόμα καί τά ποντίκια τά καταφέρνουν νά μπούν. Πίνουνε τόν άγκλέουρα μέχ ρι πού πρήζονται σάν πνιγμένα σκυλιά. Πίνουνε μέχ ρι σκασμού. Πίνουν μέχ ρι νά ξεράσουν, σάν χ ριστιανοί. Σκέψου νά πιείς κι έσύ κατόπιν άπό τήν ίδια! Ποντίκια μές στή δεξαμενή. ’Άν ξέραμε πόσα καί πόσα γίνονται γύρω μας. Κοιτάζοντας κάτω είδε τούς γλάρους νά χ τυπάνε μέ δύναμη τά φτερά τους καθώς πετούσαν κοντά στούς γυμνούς τοίχ ους τής άποβάθρας. Τρικυμία στ’ άνοιχ τά. ’Άν εκανε μιά βουτιά; Ό γιός τού Ρουβήμ Τζ. πρέπει νά τήν έκανε τούμπανο, πίνοντας αύτά τά βρωμόνερα. “Ενα σελλίνι καί οχ τώ πέννες παραπάνω. Χά, χ ά! Τό αστείο βρίσκεται στόν τρόπο πού τό ξεφουρνίζει. Επίσης ξέρει τόν τρόπο νά διηγηθεί μιάν ιστορία. Τώρα πετάνε χ αμηλότερα. Ψάχ νουν γιά φαγητό. Περίμενε. ’Έριξε άνάμεσά τους ενα μπαλάκι άπό τσαλακωμένο χ αρτί. Ό Ήλίας ερχ εται, τριάντα δύο πόδια άνά δευτερόλεπτον. Μπά, καμία αίσθηση. Τό περιφρονημένο μπαλάκι χ τύπησε στίς αύλακιές τών κυμάτων καί χ άθηκε πλέοντας κάτω άπό τούς πυλώνες τής γέφυρας. Δέν είναι κορόιδα. “Οπως τήν ημέρα πού τούς πέταξε εκείνο τό μπαγιάτικο κέικ άπό τό καράβι Ό Βασιλιάς τού Έρίν, τό αρπάξανε μέσα στό αυλάκι τού νερού είκοσι μέτρα πιό πίσω. Ζούνε μέ ο,τι λάχ ει. Στριφογύριζαν πετώντας. Ό γλάρος πού πεινάει πάνω άπ’ τά σκοτεινά νερά πετάει. Αύτός είναι ό τρόπος γραφής τών ποιητών, οί παρηχ ήσεις τών ήχ ων. “Ομως, ό Σαίξπηρ δέν εχ ει ομοιοκαταληξίες` ελεύθερος στίχ ος. Ή ροή τής γλώσσας, αύτό είναι. Οί σκέψεις. Ή μεγαλωσύνη. ’Άμλετ, τό πνεύμα τού πατέρα σου είμαι. Καταδικασμένος γιά κάμποσο καιρό τή νύχ τα νά γυρίζω. — Δυό μήλα στήν πέννα! Δύο στήν πέννα! Τό βλέμμα του πέρασε πάνω άπό τά γυαλισμένα μήλα τού πάγκου της. Τέτοια εποχ ή πρέπει νά
προέρχ ονται άπό εισαγωγή, άπό τήν Αύστραλία. Ή φλούδα τους άστράφτει` τά γυαλίζει μ’ ενα κουρέλι ή μέ τό μαντήλι της. Στάσου. Αύτά τά κακομοίρα τα πουλιά. Στάθηκε καί άγόρασε άπό τήν πωλήτρια τών μήλων δύο κουλούρια, δύο στήν πέννα, εσπασε τήν ευθραυστη ζύμη καί πέταξε τά κομμάτια στό ποτάμι. Βλέπεις τί γίνεται; Οί γλάροι δρμησαν άθόρυβα άπό. τά υψη τους, πρώτα δύο, υστέρα ολοι, κι έπεσαν πάνω στή λεία τους. Τελείωσε. Δέν έμεινε ψίχ ούλο. Γνωρίζοντας τήν άπληστία τους καί τήν πονηριά τους τίναξε τά τρίμματα άπό τίς παλάμες του. Δέν τό περίμεναν. Μάννα. Είναι αναγκασμένα νά ζούν μέ ψαρίσια σάρκα, ολα τά θαλασσοπούλια, οί γλάροι, οί θαλασσόχ ηνες. Οί κύκνοι τού Λίφφεύ έρχ ονται κάποτε-κάποτε μέχ ρις έδώ γιά νά γυαλίσουν τό φτέρωμά τους. Είναι άδύνατο νά εξηγήσεις τίς προτιμήσεις τού καθενός. ’Αναρωτιέμαι τί γεύση νά εχ ει τό κρέας τού κύκνου. Ό Ροβινσώνας Κρούσος άναγκάστηκε νά τούς φάει γιά νά επιβιώσει. Στριφογύριζαν, χ τυπώντας άδύναμα τά φτερά τους. Δέν πρόκειται νά τούς πετάξω κι άλλα. Μιά πέννα είναι άρκετή. Έξ άλλου, μού πρόσφεραν τόσες εύχ αριστίες. Ούτε ενα κρώξιμο. Μεταδίδουν κι αυτοί τήν άσθένεια τού άφθώδους πυρετού. Λένε ότι άν ταίσεις μιά γαλοπούλα μέ άλεύρι άπό κάστανα, τότε τό κρέας της παίρνει τή γεύση τους. ‘Όπως όταν κανείς τρώει γουρούνι, γίνεται κι αύτός γουρούνι. ‘Όμως, γιατί τά ψάρια τού άλμυρού νερού δέν είναι αλμυρά; Πώς γίνεται; Τά μάτια του έψαξαν στό ποτάμι γιά τήν άπάντηση καί είδαν μιά βάρκα μέ κουπιά, άγκυροβολημένη πάνω στά βρωμόνερα, νά λικνίζει τεμπέλικα τό διαφημιστικό της πλαίσιο. Στού Κίνο 11 Σελλίνια Παντελόνια. Καλή ίδέα. ’Αναρωτιέμαι άν πληρώνει νοίκι στόν Δήμο. ’Αλήθεια, πώς μπορεί κανείς νά είναι ιδιοκτήτης τού νερού; Κυλάει πάντα σ’ ενα ρεύμα, ποτέ τό ίδιο, κάτι παρόμοιο μέ τό ρεύμα τής ζωής. Επειδή καί ή ζωή είναι ενα ρεύμα. ‘Όλα τά μέρη είναι κατάλληλα γιά διαφημίσεις. Εκείνος ό κομπογιαννίτης, ό γιατρός τής βλεννόρροιας, πού οί διαφημίσεις του ήταν κάποτε κολλημένες σ’ ολα τά ουρητήρια. Δέν τίς βλέπουμε πιά. ’Απολύτως έμπιστευτικόν. Ό δρ Χάι Φράνκς. Δέν τού κόστιζαν δεκάρα, οπως καί ή αύτοδιαφήμιση τού Ματζίννι, τού χ οροδιδάσκαλου. Ευρισκε φίλους πού κόλλαγαν τά αυτοκόλλητα, ή τά κόλλαγε μόνος του στά δημόσια ουρητήρια, όταν πήγαινε γιά ενα γρήγορο ξαλάφρωμα. Τό πουλάκι μέσα στή νύχ τα. Καί στήν κατάλληλη θέση. Γιά πόσο καιρό, όμως; Ή γραμμένη άπό τόν Δήμο στούς τοίχ ους άπαγόρευση POST NO BILLS ξεβάφει μέ τόν καιρό καί γίνεται POST NO PILLS. Γιά κάποιον πού τήν εχ ει άρπάξει καί τόν τσούζει. Άν αύτός… ’Ό! ’Όχ ι… ’Όχ ι. ’Όχ ι, όχ ι. Δέν τό πιστεύω. Αύτός ειδικά ποτέ. ’Όχ ι, όχ ι.
Ό κύριος Μπλούμ συνέχ ισε τό δρόμο του σηκώνοντας ψηλά τά προβληματισμένα μάτια του. Μήν τό σκέφτεσαι άλλο. Μία και κάτι πήγε ή ώρα. Τό μπαλόνι στό γραφείο Σημάτων τού Ναυτικού κατέβηκε. ‘Ώρα Δουβλίνου. Συναρπαστικό τό βιβλιαράκι τού σέρ Ρόμπερτ Μπώλλ. Παράλλαξις. Ποτέ δέν κατάλαβα τό νόημα εντελώς. Περνάει ενας παπάς. Θά μπορούσα νά τόν ρωτήσω. Τό παρά είναι ελληνικό: παράλληλο, παράλλαξις. Μέ τήν ψυχ ή σου έσύ, τήν ονόμαζε ή Μόλλυ, μέχ ρι πού τής εξήγησα γιά τή μετενσάρκωση. ’Ώ, βλακείες! Ό κ. Μπλούμ χ αμογέλασε, ώ βλακείες, στραμμένος σέ δυό παράθυρα τού γραφείου Σημάτων τού Ναυτικού. Τελικά, εχ ει δίκιο. Μεγάλες λέξεις γιά κοινά πράγματα μόνο καί μόνο έξ αιτίας τού ήχ ου. Δέν είναι άκριβώς πνευματώδης. Κάποτε μάλιστα γίνεται καί χ υδαία. Άραδιάζει μεγαλόφωνα τίς σκέψεις μου. Παρ’ ολα αύτά δέν είμαι άπολύτως βέβαιος. Μιά φορά ειπε ότι ό βαρύτονος Μπέν Ντόλλαρντ ήταν ενας μπάσος βαρελόφωνος. ’Έχ ει πόδια σάν βαρέλια καί νομίζει κανείς πώς τραγουδάει μέσα σ’ ενα βαρέλι. ’Έ, λοιπόν, αύτό δέν είναι πνεύμα; Τόν ονόμαζαν Μπίγκ Μπέν. Αύτή ή ονομασία, σάν επίδειξη πνεύματος, δέν φτάνει ούτε στά μισά τή δική της, τού μπάσου βαρελόφωνου. Καί εχ ει μιά φοβερή δρεξη γλάρου. Καταφέρνει καί ενα βοδινό μπούτι. Τί κολοσσός κι αύτός, νά μπορεί ν’ αποθηκεύει στόν καταπιώνα του ενα βαρέλι μπύρας Μπάς, νούμερο ενα. Βαρέλι Μπύρας Μπάς. Βλέπεις; ‘Όλα ταιριάζουν. Μιά σειρά ανθρώπων μέ λευκές φόρμες προχ ωρούσαν άργά πρός τό μέρος του κατά μήκος τού ρείθρου, μέ κόκκινες ταινίες κολλημένες στά πλακάτ πού μετέφεραν. Εκπτώσεις. Σάν καί τόν ιερέα σήμερα τό πρωί είναι κι αύτοί: άμαρτήσαμε, ύποφέραμε. Διάβασε τά κόκκινα γράμματα στά πέντε ψηλά λευκά καπέλα τους: Χ.Η.Λ.Υ.Σ.. Τού Γουίζνταμ Χήλυς. Τό Υ καθυστέρησε τό βηματισμό του καί βγάζοντας ενα μεγάλο κομμάτι ψωμί άπό τό πλακάτ πού κάλυπτε τό στήθος του, τό έχ ωσε στό στόμα του καί τό μασούσε καθώς περπατούσε. Ή βασική μας τροφή. Τρία σελλίνια μεροκάματο, γιά νά περπατάνε κατά μήκος τών ρείθρων, δρόμο παίρνω, δρόμο άφήνω. Άρκούν γιά νά έπιζήσουν μέ ψωμί καί ζεστό νεροζούμι. Δέν είναι τού γραφείου Μπόυλ` όχ ι` ανήκουν στό γραφείο ΜακΓκλέηντ. Αύτός ό τρόπος διαφήμισης δέν άποδίδει. Τού ύπέδειξα τή χ ρήση μιάς διαφανούς άμαξας έπιδείξεως, στήν όποια θά κάθονταν δυό όμορφα κορίτσια, γράφοντας γράμματα, καί επιδεικνύοντας τετράδια, φακέλους, στυπόχ αρτα. Στοιχ ηματίζω ότι αύτό θά είχ ε πιάσει. Δυό όμορφα κορίτσια πού γράφουν κάτι, τραβούν άμέσως τήν προσοχ ή. ‘Όλοι ένδιαφέρονται νά μάθουν τί γράφει ενα όμορφο κορίτσι. “Ετσι καί άρχ ίσεις νά κοιτάζεις επίμονα κάπου ψηλά, θά μαζευτούν γύρω σου καμιά εικοσαριά άνθρωποι. Θέλουν κι αύτοί ν’ άνακατευτούν. Καί οί γυναίκες τό ιδιο. ’Από περιέργεια. Στήλες άλατος. Βέβαια, δέν τό δέχ τηκε, έπειδή δέν τό είχ ε σκεφτεί αύτός πρώτος. “Η τό μελανοδοχ είο πού τού είχ α προτείνεις μέ μιά ψεύτικη κηλίδα άπό μαύρο αύτοκόλλητο. Τί φριχ τή ή ιδέα γιά τά διαφημιστικά μηνύματα, οπως αύτό γιά τό ζαμπονάκι Πλάμπτρη, νά καταχ ωρούνται στίς εφημερίδες κάτω άπό τίς άγγελίες θανάτων, στό τμήμα τών άλλαντικών. Δέν βγαίνει ή κόλλα τους,μέ τίποτα. Άπό ποιούς; Άπό τούς φακέλους μας. Γειά σου, Τζόουνς! Για πού τό ’βαλές τρέχ οντας; Δέν μπορώ νά σταθώ, Ρόμπινσον. Τρέχ ω ν’ άγοράσω τή μοναδική γόμμα πού σβήνει καλό^, τή γόμμα Σβήστρα, πού πωλείται στήν Εταιρεία Χήλυς, όδός Ντέημ, άρ. 85. Καλύτερα πού δέν συμμετέχ ω σ’ αύτό τό συνάφι. Τό χ ειρότερο μέρος τής δουλειάς μου ήταν όταν πήγαινα γιά εισπράξεις στά μοναστήρια. Τό μοναστήρι Tranquilla. ‘Υπήρχ ε έκεί μιά όμορφη καλόγρια. Ή καλύπτρα ταίριαζε στό μικρό κεφάλι της. Αδελφή; Αδελφή; Κοιτάζοντας τά μάτια της, ήταν κανείς βέβαιος πώς είχ ε ύποφέρει άπό έρωτα. Πολύ δυσάρεστο νά παζαρεύεις μέ μιά τέτοια γυναίκα. Εκείνο τό πρωί τήν είχ α διακόψει άπό τίς προσευχ ές της. ‘Όμως ήταν χ αρούμενη πού είχ ε τή δυνατότητα επικοινωνίας μέ τόν εξω κόσμο. Σήμερα είναι ή μεγάλη μας μέρα, ελεγε, ή έορτή τής Παναγίας τού ορούς Καρμέλ. Κι αύτή τόσο γλυκιά ονομασία` καραμέλα. ’Ήξερε, εχ ω τήν εντύπωση πώς ήξερε, άπό τόν τρόπο πού αύτή.
Θά είχ ε γίνει διαφορετική, άν είχ ε παντρευτεί. Φαντάζομαι πώς είχ αν κάποιες δυσκολίες γιά μετρητά. Πάντως μαγείρευαν τά πάντα μέ τό καλύτερο βούτυρο. Διόλου λίπος γι’ αύτές. Ή καρδιά μου τσακίζει όταν τρώω λιπαρά. Τούς άρέσει νά πασαλείβονται μέ βούτυρα μέσα κι εξω. Ή Μόλλυ πού τό δοκίμαζε σηκώνοντας τό βέλο της. ’Αδελφή; Ή Πάτ Κλάφφεύ, ή κόρη τού ένεχ υροδανειστή. Λένε ότι μιά μοναχ ή άνακάλυψε τό συρματόπλεγμα. Διέσχ ισε τήν όδό Γουέστμορλαντ, τή στιγμή πού τό γράμμα Σ άργοσερνόταν πλάι του. Τό κατάστημα ποδηλάτων Ρόβερ. Αύτοί οί άγώνες είναι γιά σήμερα. ’Από πότε πρωτάρχ ισαν; Άπό τή χ ρονιά πού πέθανε ό Φίλ Γκίλλιγκαν. Εκείνο τόν καιρό μέναμε στήν όδό Λόμπαρτ. Στάσου μισό λεπτό, τότε δούλευα στόν Θόουμ. ’Έπιασα δουλειά στού Γουίζνταμ Χήλυς τή χ ρονιά πού παντρευτήκαμε. ‘Έξι χ ρόνια. Δέκα χ ρόνια· αύτός πέθανε τό ενενήντα τέσσερα, ναί, σωστά, τή χ ρονιά τής πυρκαγιάς στού ’Άρνοτ. Ό Βάτ Ντίλλον ήταν τότε Λόρδος Δήμαρχ ος. Τό επίσημο δείπνο στό Γκλενκρή. Ό δημοτικός σύμβουλος Ο’Ράιλλυ πού άδειασε τό πόρτο στή σούπα του πρίν δοθεί τό σύνθημα τής επίθεσης. ’Έπεσε μέ τά μούτρα πρός τέρψιν τού εσωτερικού του δημοτικού συμβούλου. ΤΗταν άδύνατο ν’ άκούσεις τί επαιζε ή ορχ ήστρα. Εύλόγησο\, Κύριε, τήν βρώσιν καί τήν πόσιν. Ή Μίλλυ ήταν νήπιο άκόμα. Ή Μόλλυ φορούσε εκείνο τό γκριζόμαυρο φόρεμα μέ τά πλεκτά κορδόνια. Ταγιέρ ραμμένο σέ άνδρικό στύλ, μέ κουμπιά επενδυμένα άπό τό ίδιο ύφασμα. Δέν τής άρεσε, επειδή τήν πρώτη φορά πού τό φόρεσε, επαθα διάστρεμμα στόν άστράγαλό μου, όταν πήγαμε εκδρομή, μαζί μέ τή χ ορωδία τής εκκλησίας, στό Σούγκαρλοουφ. Σάν νά εφταιγε αύτό. Τό ήμίψηλο τού γερο-Γκούντγουιν καλυμμένο μέ κάτι πού κολλούσε. Άκόμα καί οί μύγες έκαναν εκδρομή. Δέν είχ ε φορέσει ποτέ της ενα τόσο ώραίο φόρεμα. Τής πήγαινε γάντι, στούς ώμους καί τούς μηρούς. Μόλις είχ ε άρχ ίσει νά παχ αίνει γιά τά καλά. Κουνελόπιτα είχ αμε φάει έκείνη τήν ήμέρα. Ό κόσμος γύριζε καί τήν κοίταζε καθώς περνούσε. Εύτυχ ισμένος. Περισσότερο εύτυχ ισμένος τότε. Ζεστό εκείνο τό δωματιάκι μέ τήν κόκκινη ταπετσαρία. Άπό τού Ντόκρελ, ενα σελλίνι καί εννιά πέννες τό ρολό. Τό βράδυ μέ τό μπανιάρισμα τής Μίλλυς. Αγόραζα άμερικάνικο σαπούνι` κουφοξυλιά. Εύχ άριστη ή μυρωδιά τού νερού τού μπάνιου της. ’Έδειχ νε τόσο άστεία μές στίς σαπουνάδες. Καί καλοφτιαγμένη. Τώρα στή φωτογραφία. Τό εργαστήρι τής νταγκεροτυπίας πού μού περιέγραφε ό καημένος ό μπαμπάς. Κληρονομικές προτιμήσεις. Περπατούσε στήν άκρη τού κράσπεδου. Τό ρεύμα τής ζωής. Πώς τόν λέγανε εκείνον τόν τύπο πού έμοιαζε μέ παπά καί άλληθώριζε καθώς σέ κοίταζε περνώντας πλάι σου; Μέ τά μάτια κάτω, σάν γυναίκα. ’Έμενε στό σπίτι τού Κίτρον, στή λεωφόρο τού ‘Αγίου Κέβιν. Τό όνομά του άρχ ιζε άπό Πέν. Πεντέννις; Ή μνήμη μου σιγά-σιγά. Πέν…; Βέβαια, έχ ουν άπό τότε περάσει τόσα χ ρόνια. Μπορεί νά είναι καί ό θόρυβος τών τράμ πού. Τί νά τά ψάχ νει, άφού ούτε τό όνομα τού στοιχ ειοθέτη μπορούσε νά θυμηθεί, πού τόν βλέπει κάθε μέρα. Ό τενόρος Μπάρτελ Ντ’ ’Άρσυ, μόλις τότε γινόταν γνωστός. Τή συνόδευε σπίτι μετά τίς πρόβες. Γεμάτος έπαρση, καί τό μουστάκι του παστωμένο μαντέκα. Τής είχ ε δώσει νά τραγουδήσει τό τραγούδι Ό άνεμος πού φυσάει άπό τό Νοτιά. Φύσαγε πολύ εκείνη τή νύχ τα πού πήγα νά τή συνοδεύσω. ΤΗταν έκείνη ή συγκέντρωση τής μασονικής στοάς γιά τούς λαχ νούς, υστέρα άπό τή συναυλία τού Γκούντγουιν στήν αίθουσα συνεστιάσεων ή στήν αίθουσα δεξιώσεων τού Δημαρχ είου. Αύτός κι έγώ καθόμαστε πίσω. Ό
άνεμος πήρε ενα φύλλο τής παρτιτούρας της μέσ’ άπό τά χ έρια μου καί τό εριξε πάνω στό κιγκλίδωμα τού γυμνασίου. Ευτυχ ώς πού δέν. ‘Ένα τέτοιο πράμα μπορούσε νά τής στοιχ ίσει τήν επιτυχ ία τής βραδιάς. Ό καθηγητής Γκούντγουιν κολλητός πάνω της. ’Έτρεμε πάνω στά κανιά του, ό φουκαράς, ό γερομεθύστακας. Τά άποχ αιρετιστήρια κονσέρτα του. Ή οριστικά τελευταία εμφάνισή του έπί σκηνής. ’Ίσως γιά λίγους μήνες, ίσως γιά πάντα. Θυμάμαι ότι αύτή γελούσε μέσα στόν άέρα μέ τήν κουκούλα της άνασηκωμένη. Θυμάμαι έκείνη τήν ορμή τού άνέμου στή γωνία τής όδού Χάρκουρτ. Μπρρρφφφρρ! Τής άναποδογύρισε τά φουστάνια καί ή μικρή γούνα πού είχ ε γύρω στούς ώμους της κόντεψε νά πνίξει τό γερο-Γκούντγουιν. Είχ ε άναψοκοκκινίσει έξ αίτιας τού άνέμου. Θυμάμαι πού φτάσαμε σπίτι καί σκαλίσαμε τή φωτιά καί τηγανίσαμε εκείνα τά κομμάτια άρνίσιας σπάλας γιά τό δείπνο της μέ σάλτσα Τσάτνεύ πού τής άρεσε. Καί τό ζεσταμένο ρούμι. ‘Όπως καθόμουν μπροστά στό τζάκι, μπορούσα νά τή βλέπω στήν κρεβατοκάμαρα νά ξεκουμπώσει τίς μπαλένες τού κορσέ της. Λευκός. Ό συριστικός καί απαλός ήχ ος τού κορσέ της, καθώς έπεσε πάνω στό κρεβάτι. Διατηρώντας άκόμα τή θερμότητα τού κορμιού της. Τής άρεσε πάντα νά τόν πετάει άπό πάνω της. Καί υστέρα νά κάθεται μέχ ρι τίς δύο, βγάζοντας μία-μία τίς φουρκέτες της. Ή Μίλλυ κουλουριασμένη στό κρεβατόσπιτό της. Ευτυχ ισμένος. Ευτυχ ισμένος. Έκείνη τή νύχ τα ήταν πού. —
’Ώ, κύριε ,Μπλούμ, τί κάνετε;
—
’Ώ, τί κάνετε, κυρία Μπρήν;
—
Δέν παραπονιέμαι. Πώς τά πάει ή Μόλλυ αύτό τόν καιρό; ’Έχ ω χ ρόνια καί ζαμάνια νά τή δώ.
— Βρίσκεται στήν άνθοφορία της, είπε χ αρούμενα ό κ. Μπλούμ. Ή Μίλλυ, ξέρετε, έχ ει πιάσει δουλειά στό Μάλλινγκαρ. —
Τί μού λέτε! Δέν είναι ύπέροχ ο αύτό γιά τήν ήλικία της;
—
Ναί, σ’ ενα φωτογράφο έκεί κάτω. ‘Όλα πάνε ρολόι. Πώς τά πάει τό παιδομάνι σας;
—
Καλά είναι, όσο μάς δίνέι βερεσέ ό φούρναρης, ειπε ή κ. Μπρήν.
Πόσα έχ ει; Δέν δείχ νει νά ετοιμάζει κι άλλο. —
Σάς βλέπω ντυμένο στά μαύρα. Δέν φαντάζομαι νά…
—
’Όχ ι, είπε ό κύριος Μπλούμ. Μόλις έρχ ομαι άπό μιά κηδεία.
‘Υποψιάζομαι ότι αύτό θά επαναλαμβάνεται ολη τήν ήμέρα. Ποιός πέθανε, πότε καί άπό τί. Θά ξαναγυρίζει σάν κίβδηλο νόμισμα. —
Θεέ μου, είπε ή κυρία Μπρήν, ελπίζω νά μήν ήταν κανένας στενός συγγενής.
Στό κάτω-κάτω έπωφελήσου άπό τή συμπάθειά της. — Ό Ντίγκναμ, είπε ό κ. Μπλούμ. ‘Ένας παλιός μου φίλος. Πέθανε εντελώς ξαφνικά, ό καημένος. ’Από τήν καρδιά του, πιστεύω. Ή κηδεία του εγινε τώρα τό πρωί.
Ή κηδεία σου είναι γιά αύριο καθώς έρχ εσαι μέσα άπό ενα χ ωράφι σίκαλης. Ταταρατατζούμ τζούμ τζούμ Ταρατατατζούμ… — Είναι λυπηρό νά χ άνει κανείς παλιούς φίλους, είπαν τά μελαγχ ολικά γυναικεία μάτια τής κ. Μπρήν. ’Αρκετά πιά γι’ αύτό τό θέμα. ‘Ήσυχ α τώρα· ό άντρας της. —
Καί ό κύριος καί άφέντης σας;
Ή κ. Μπρήν σήκωσε τά μάτια της πρός τά πάνω. Πάντοτε όμορφα. — ’Άχ , άς μή μιλάμε γι’ αύτόν. ’Έχ ει ύπερβεί κάθε δριο. Είναι κλεισμένος σπίτι μέ τά νομικά βιβλία καί μελετάει τή νομοθεσία εν σχ έσει μέ τή δυσφήμηση. Μού έχ ει δηλητηριάσει τή ζωή. Περιμένετε νά σάς δείξω. ’Από τό εστιατόριο τού Χάρισσον έβγαινε ενα άρωμα χ ελωνόσουπας μαζί μέ μιά μυρωδιά άπό σκαλτσούνια παραγεμισμένα μέ μαρμελάδα, πού μόλις βγήκανε άπό τό φούρνο. Ή βαριά μεσημεριάτικη τσίκνα γαργάλησε τόν ούρανίσκο τού κ. Μπλούμ. Γιά νά κάμεις καλά γλυκίσματα θέλεις βούτυρο, τό καλύτερο άλεύρι, ζάχ αρη άπό ζαχ αροκάλαμο, διαφορετικά θά καταλάβαινες τήν κακή ποιότητα μέ τήν πρώτη γουλιά ζεστού τσαγιού. ’Ή μήπως ή μυρωδιά προέρχ εται άπό αύτή; ‘Ένας ξυπόλητος άλητάκος καθότανε πάνω στή σχ άρα τού ύπογείου, άναπνέοντας τίς μυρωδιές. Γιά νά κόψει ετσι τήν πείνα πού τόν θέριζε. Εύχ αρίστηση ή πόνος; Φαγητό τής δεκάρας. Μέ τό μαχ αίρι καί τό πηρούνι αλυσοδεμένα στό τραπέζι. ’Άνοιξε τήν τσάντα της, ξεφτισμένο δέρμα, ή βελόνα πού στερεώνει τό καπέλο της. Αύτά τά πράματα πρέπει νά έχ ουν στήν άλλη άκρη ενα προστατευτικό μαραφέτι. Μπορεί νά χ ωθεί σέ κανενός τό μάτι μέσα στό τράμ. Τά-χ νει. ’Ανοίγει. Χρήματα. Όρίστε, παρακαλώ. Δαιμονίζονται όταν χ άνουν ενα έξάπεννο. Κι υστέρα ή γκρίνια. Ό σύζυγος γαυγίζει. Τί τό ’καμες τό δεκασέλλινο πού σού έδωσα τή Δευτέρα; Ταίζεις τήν οικογένεια τού άδερφού σου; Λερωμένο μαντήλι` άπό τό μπουκαλάκι μέ τό σιρόπι. Τής έπεσε μιά παστίλια. Μά τί ψάχ νει; — Θά πρέπει νά φταίει τό καινούργιο φεγγάρι, είπε. Πάντα χ ειροτερεύει τότε. Ξέρετε τί έκαμε χ θές βράδυ; Τό χ έρι της σταμάτησε τό ψάξιμο. Τά μάτια της στυλώθηκαν έντρομα πάνω στά δικά του, κι όμως γελαστά. —
Τί; ρώτησε ό κ Μπλούμ.
’Άσ’ την νά μιλήσει. Κοίταξέ την μέσα στά μάτια. Σέ πιστεύω. ’Έχ ε μου εμπιστοσύνη. —
Μέ ξύπνησε μέσα στή νύχ τα, είπε. ’Έβλεπε κάποιο όνειρο, εναν εφιάλτη.
Δυσπεψ. —
Είπε ότι ό άσσος μπαστούνι άνέβαινε τά σκαλιά.
—
Ό άσσος μπαστούνι! είπε ό κ. Μπλούμ.
’Έβγαλε άπό τήν τσάντα της μιά καρτποστάλ τσακισμένη στά δυό. —
Διαβάστε την, είπε. Τήν έλαβε σήμερα τό πρωί.
—
Τί λέει; ρώτησε ό κ. Μπλούμ, παίρνοντας τήν κάρτα. Φά. Τήν;
— Φά. Τήν. Φά’ την, είπε αύτή. Κάποιος τού κάνει πλάκα. Αύτό είναι αίσχ ος, οποιος κι άν είναι αύτός πού τό κάνει. —
Πράγματι, είπε ό κ. Μπλούμ.
Ξαναπήρε τήν κάρτα της, άναστενάζοντας. — Καί τώρα έφυγε γιά νά πάει στό γραφείο τού κ. Μέντον. Λέει πώς θά κάμει άγωγή καί θ’ άπαιτήσει αποζημίωση δέκα χ ιλιάδων λιρών. Δίπλωσε τήν κάρτα στά δύο, τήν έβαλε στήν άκατάστατη τσάντα της καί τήν έκλεισε μέ θόρυβο. Τό ίδιο γαλάζιο φόρεμα πού φόραγε καί πρίν δυό χ ρόνια, μέ τό χ νούδι του ξο`σπρισμένο. Τά έφαγε τά ψωμιά του. Τά μαλλιά της τσουλούφια πίσω άπ’ τ’ αύτιά. Καί αύτό τό κακοραμμένο καπελάκι της μέ τρεις μαραμένες ρώγες σταφυλιού γιά νά τού δώσει κομμάτι ζωή. Μίζερος καθωσπρεπισμός. Κάποτε ντυνόταν μέ πολύ γούστο. Ρυτίδες γύρω άπό τό στόμα της. Μόνο ενα ή δύο χ ρόνια μεγαλύτερη άπό τή Μόλλυ. Πρόσεξα τή ματιά πού τής εριξε αύτή ή γυναίκα πού μάς προσπέρασε: Σκληρή. Τό άνε^,έητον φύλον. Τήν κοίταζε άκίνητος, κρύβοντας πίσω άπό τό βλέμμα του τή δυσφορία του. Διαπεραστική μυρωδιά σούπας άπό χ ελώνα, άπό βοδινή ούρά, καρυκευμένη μέ κάρυ. Κι έγώ πεινάω. Ψίχ ουλα άπό’φύλλο στό πλαστρόν τού φουστανιού της, ίχ νη άπό άχ νη ζάχ αρης κολλημένα στό μάγουλό της. Τάρτα ραβανί παραγεμισμένη μέ φρούτα. Ή Τζόσσυ Πάουελ, οπως λεγόταν. Στού Αιούκ Ντόυλ, πάει τόσος καιρός άπό τότε, στό Ντόλφινς Μπάρν, τά τετράστιχ α μέ τά αινίγματα. Φά. Τήν. Φά’ την. Καλύτερα ν’ άλλάξεις θέμα. —
Βλέπετε πάντα τήν κυρίά Μπιούφού; ρώτησε ό κ. Μπλούμ.
—
Τή Μίνα Πιούριφού; είπε.
Ό Φίλιπ Μπιούφού είναι αύτός πού μού κόλλησε στό νού. Τής Λέσχ ης τών Θεατροφίλων. Ό Μάτσαμ σκέφτεται συχ νά τό άριστοτεχ νικόν τέχ νασμα. Τράβηξε τήν αλυσίδα; Ναί. Τελευταία πράξη. —
Ναί.
— Μόλις τώρα, καθώς ερχ όμουν, σταμάτησα γιά νά ρωτήσω άν ξεμπέρδεψε. Βρίσκεται στό Μαιευτήριο τής όδού Χόλλες. Είσήχ θη κατ’ έντολήν τού δόκτορος Χόρν. ’Έχ ει τρεις μέρες τώρα πού ταλαιπωρείται. —
Ω, ειπε ό κ. Μπλούμ. Λυπάμαι πού τό άκούω.
— Ναί, ειπε ή κυρία Μπρήν. Καί τό σπίτι γεμάτο άπό παιδομάνι. Ή νοσοκόμα μού ειπε πώς θά είναι πολύ δύσκολος τοκετός. —
Ω, ειπε ό κ. Μπλούμ.
Τό επίμονο βλέμμα του άπορροφούσε τά νέα της. Ή γλώσσα του έβγαλε εναν ήχ ο οίκτου. Τσς! Τσς! —
Λυπάμαι πού τό άκούω, ειπε. Τήν καημένη! Τρεις μέρες! Είναι φοβερό.
Ή κυρία Μπρήν συγκατένευσε. —
Άρρώστησε τήν Τρίτη…
Ό κ. Μπλούμ τήν άγγιζε άπαλά στόν άγκώνα, καθιστώντας την προσεκτική. —
Προσοχ ή! Κάντε στήν άκρη νά περάσει.
‘Ένα κοκκαλιάρικο άτομο, έρχ όμενο άπό τό ποτάμι δρασκέλισε τή γωνία τού πεζοδρομίου, κοιτάζοντας επίμονα τή λιακάδα μέσα άπό ενα μονύελο δεμένο σέ μιά φαρδειά κορδέλα. “Ενα μικροσκοπικό καπέλο, σάν σκουφάκι ιερωμένου, έσφιγγε τό κεφάλι του. “Ενα διπλωμένο βαμβακερό άδιάβροχ ο, ένα μπαστούνι καί μιά ομπρέλα, κρεμασμένα στό μπράτσα του, αίωρούντο στό κάθε βήμα του. — Προσέξτε τον, ειπε ό κ. Μπλούμ. Περνάει πάντα τά φανάρια άπό τήν εξωτερική πλευρά. Προσοχ ή! —
Ποιός είναι, άν επιτρέπεται, ρώτησε ή κυρία Μπρήν. Είναι τρελός;
— ’Ονομάζεται Κάσελ Μπόυντ Ο’ Κόννορ Φίτζμωρις Τίσνταλλ Φάρρελλ, είπε χ αμογελώντας ό κ. Μπλούμ. Προσοχ ή! — Βλέπω πώς δέν τού λείπουνε τά ονόματα, είπε. Κι ό Ντέννις θά καταντήσει σάν κι αύτόν κάποια μέρα. Ξαφνικά διέκοψε. —
Νά τος, είπε. Πρέπει νά τόν άκολουθήσω. Γειά σας. Τούς χ αιρετισμούς μου στή Μόλλυ, έτσι;
— Δέν θά παραλείψω, είπε ό κ. Μπλούμ. Τήν είδε νά ελίσσεται άνάμεσα στούς διαβάτες πρός τή μεριά τών προσόψεων τών καταστημάτων. Ό Ντέννις Μπρήν, φορώντας μιά μίζερη ρεδιγκότα καί γαλάζια λινά παπούτσια σύρθηκε εξω άπό
τού Χάρισσον, σφίγγοντας στά πλευρά του δύο ογκώδεις τόμους. Λές κι έπεσε άπό τό φεγγάρι. Σάν άπολίθωμα. Τή δέχ τηκε άδιαμαρτύρητα καί χ ωρίς έκπληξη νά βαδίσει στό πλάι του καί άρχ ισε νά άγορεύει, στρέφοντας πάνω της τά βρώμικα γκρίζα γένεια του καί τό σαγόνι του, πού έτρεμε. Παλαβός. Τού έχ ει στρίψει. Ό κ. Μπλούμ συνέχ ισε ξέγνοιαστα τό δρόμο του, βλέποντας μπροστά του μές στή λιακάδα τό στενό σκουφάκι πάνω στό κρανίο καί τίς ταλαντεύσεις τού μπαστουνιού, τής ομπρέλας καί τού άδιάβροχ ου. Λές καί τόν κυνηγάνε. Κοίταξέ τον! Κάνει πάλι ένα κύκλο έξω άπό τό φανάρι. ’Έχ ει τόν δικό του τρόπο νά κυκλοφορεί στόν κόσμο. Κι αύτός ό άλλος, ό περιφερόμενος παλαβιάρης μέ τά παλιόρουχ α. Δέν πρέπει νά είναι διασκεδαστικό νά ζεί κανείς ολες τίς μέρες μαζί του. Φά. Τήν. Φά’ την. Παίρνω δρκο πώς πρόκειται είτε γιά τόν ’Άλφ Μπέργκαν είτε γιά τόν Ρίτσι Γκούλντινγκ. Στοιχ ηματίζω οτιδήποτε ότι αυτοί μηχ ανεύτηκαν αύτή τήν πλάκα καί ότι αυτοί έγραψαν τήν κάρτα στήν ταβέρνα Οίκος τής Σκωτίας. Τώρα καθ’ οδόν πρός τό δικηγορικό γραφείο τού Μέντον. Τά στρειδίσια μάτια του στυλωμένα πάνω στήν κάρτα. Χάρμα είδέσθαι. Πέρασε μπροστά άπό τούς ’Ιρλανδικούς Τάιμς. ’Ίσως νά ύπάρχ ουν κι άλλες άπαντήσεις στήν άγγελία μου. Θά ήθελα νά άπαντήσω σέ ολες. Καλό σύστημα γιά εγκληματίες. Κώδικας. Τώρα έφυγαν γιά τό μεσημεριάτικο φαγητό τους. Ό ύπάλληλος μέ τά ματογυάλια πού δέν μέ άναγνωρίζει ποτέ του. ’Ώ, άσ’ τους νά βράσουνε στό ζουμί τους. ’Αρκετά βάσανα πέρασα μέχ ρι νά διαβάσω καί τίς σαράντα τέσσερις άπαντήσεις. Ζητείται πεπειραμένη δακτυλογράφος διά νά βοηθήσει κύριον εις φιλολογικήν εργασίαν. Σάς άποκάλεσο» άτακτο παιδί, επειδή δέν μού άρέσει έκείνη ή άλλη λέξη. Παρακαλώ, πέστε μου, ποιά είναι ή σημασία της. Παρακαλώ, πέστε μου, ποιό άρωμα φοράει ή γυναίκα σας. Πέστε μου ποιός δημιούργησε τόν κόσμο. ’Έχ ουν έναν τρόπο νά σέ βομβαρδίζουν μ’ ερωτήσεις. Κι έκείνη ή άλλη, ή Λίζι Τουίγκ. Αί λογοτεχ νικαί μου προσπάθειαι, κατ’ εύτυχ ή συγκυρίαν, έτυχ ον τής επιδοκιμασίας τού διακεκριμένου ποιητού Ά. Έ. (τού κ. Τζώρτζ Ράσσελλ). Δέν τής μ^νει καιρός νά χ τενιστεί, πίνοντας ένα νερόπλυμα τσαγιού καί διαβάζοντας έναν τόμο ποιήματα. Ή καλύτερη έφημερίδα, πολύ καλύτερη σέ σχ έση μέ ολες τίς άλλες, γιά τίς μικρές άγγελίες. Καί τώρα τραβιέται καί στήν επαρχ ία. Ζητείται μαγείρισσα, γενικά καθήκοντα, εξαιρετική κουζίνα, υπάρχ ει καί καμαριέρα. Ζητείται δραστήριος άνδρας ώς πωλητής οινοπνευματωδών. ’Αξιοπρεπής κόρη (Ρωμαιοκαθολική), επιθυμεί νά εργαστεί εις όπωροπωλείον ή κρεοπωλείον. Ό Τζαιημς Κάρλαίλ είναι αύτός πού τήν ξεκίνησε. Μέρισμα έξήμισι τοίς εκατό. ’Έκαμε περιουσία άπό τίς μετοχ ές Κόατς. Μέ περίσκεψη. Παμπόνηροι γερο-Σκωτσέζοι τσιγκούνηδες. ’Απόηχ οι γαλιφιάς καί δουλοπρέπειας. Ή χ αριτόβρυτος καί λαοφιλής ήμών ’Αντιβασίλισσα. Τώρα άγόρασε καί τόν Ιρλανδό Κυνηγό. Ή λαίδη Μαουντκάσελ άνέρρωσεν εντελώς εκ τού προσφάτου τοκετού της καί χ θές ίππευσε, συνοδευομένη ύπό τών κυνηγετικών κυνών της τού συλλόγου Γουώρντ Γιούνιον εις τάς παρυφάς τού Ράθοουτ. ’Αλεπού πού δέν τρώγεται. Κάποτε κυνηγάνε γιά συναγωνισμό ποιός θά χ τυπήσει περισσότερα. Ό φόβος προκαλεί έκκριση υγρών πού κάνουν τό ζώο νά γίνεται νοστιμότερο. Ιππεύει διχ αλωτά. Κάθεται πάνω στό άλογό της σάν άντρας. Διακεκριμένη κυνηγός. Μήτε σέλα γιά κάθισμα στά πλάγια, μήτε μαξιλαράκι γι’ αύτή, ούτε γιά άστειο. Πρώτη στό κυνήγι καί πρώτη στό φόνο τού θηράματος. Δυνατές σάν φοραδίτσες μερικές άπό αύτές τίς καβαλλάρισσες. Σουλατσάρουν άγέρωχ ες μέσα στούς στάβλους. Κατεβάζουν ένα ποτήρι κονιάκ μέχ ρι νά πεις κύμινο. Αύτή στήν είσοδο τού ξενοδοχ είου Γκρόβενορ σήμερα τό πρωί. ’Έδωσε ενα
σάλτο στό άμάξι στό πί καί φί. Βάζει τό άλογό της νά πηδάει μαντρότοιχ ους καί πανύψηλους φράχ τες. Νομίζω ότι εκείνος ό πλακουτσομύτης οδηγός τό εκανε επίτηδες. ’Αλήθεια, ποιάν μού θύμιζε ολη τήν ώρα; ’Ά, μάλιστα! Τήν κυρία Μύριαμ Ντάντρεηντ, αύτήν πού μού πούλησε εκείνα τά ρούχ α άπό δεύτερο χ έρι καί τά μαύρα έσώρουχ α στό ξενοδοχ είο Σελμπόρν. Χωρισμένη Λατινοαμερικάνα. Μέ κοίταζε πού τά πασπάτευα εντελώς άτάραχ η. Λές καί ήμουνα καμιά κρεμάστρα γιά παλτά. Τήν είδα στή δεξίωση τού ’Αντιβασιλέα, όταν ό Στάμπς, ό δασονόμος, μάς έβαλε μέσα, εμένα καί τόν Γουήλαν τού Εξπρές. Γιά νά ξεκοκκαλίσουμε ό,τι περίσσεψε άπό τήν υψηλή κοινωνία. Τέιον κομπλέ. Τότε πού έβαλα μαγιονέζα πάνω στά δαμάσκηνα, νομίζοντας ότι είναι κρέμα σαντιγύ. Τ’ αυτιά της θά βουίζουν γιά πολύ καιρό. Θά ’θελα νά ήμουνα ταύρος γιά πάρτη της. Γεννημένη παλλακίδα. Αύτή δέν έχ ει παιδιά γιά ξεσκάτωμα, όχ ι, εύχ αριστώ πολύ. Τήν καημένη τήν κυρία Πιούριφού! Ό σύζυγος μεθοδιστής. Μεθοδεύει τήν τρελάρα του. Πρόγευμα μέ τσουρέκια μέ ζαφορά καί γάλα μέ σόδα, σύμφωνα μέ τήν υποδειγματική γαλακτοτροφία. Τρώνε μέ τό χ ρονόμετρο, τριάντα δύο μασήματα τό λεπτό. Παρ’ ολα αύτά, οί φαβορίτες του φουντώνουν. Θεωρείται ότι έχ ει καλές διασυνδέσεις. Ό ξάδερφος τού Θόδωρου, πού εργάζεται στόν Πύργο τού Δουβλίνου. “Ενας χ αζός συγγενής σέ κάθε οικογένεια. Κάθε χ ρόνο τής επιδαψιλεύει τιμές μέ τό έπίλεκτον σπέρμα του. Τόν είδα μπροστά άπό τό μπάρ Οί Τρεις Χαρούμενοι Μπεχ ρήδες νά περπατάει ξεσκούφωτος καί δίπλα του τό μεγαλύτερο άγόρι του νά κουβαλάει ένα άπό τ’ άδερφάκια σ’ ένα δίχ τυ γιά ψώνια. Φωνακλάδικα. Ή φουκαριάρα! Καί ολη τή νύχ τα νά τά βυζαίνει, χ ρόνος μπαίνει, χ ρόνος βγαίνει. Τί εγωιστές καί αύτοί οι εγκρατείς. Σπασαρχ ίδης. Μόνο μιά κουταλιά ζάχ αρη στό τσάι μου, παρακαλώ. Καθώς διέσχ ιζε τήν όδό Φλήτ, στάθηκε. Διάλειμμα γιά κολατσιό, στού Ρόου, καθιερωμένο μενού μέ εξι πέννες. Πρέπει νά ψάξω γιά έκείνη τή διαφήμιση στήν Εθνική Βιβλιοθήκη. Στού Μπάρτον, μέ οχ τώ πέννες. Καλύτερα. Πάνω στό δρόμο μου. Συνέχ ισε καί πέρασε μπροστά άπό τό Γουέστμορλαντ τού Μπόλτον. Τσάι. Τσάι. Τσάι. Ξέχ ασα νά ζητήσω άπό τόν Τόμ Κέρναν. Τσςς, τσςς, τσςς, τσςς! Φαντάσου νά είναι τρεις μέρες ξαπλωμένη στό κρεβάτι καί νά βογγάει, μ’ ενα μαντήλι ποτισμένο ξύδι στό μέτωπό της, καί τήν κοιλιά της φουσκωμένη! Πφού! Σκέτη άπελπισία! Τό κεφάλι τού παιδιού είναι μεγάλο: λαβίδες έμβρυουλκίας. Διπλωμένο μέσα της νά προσπαθεί στά τυφλά, σπώχ νοντας μέ τό κεφάλι, νά βρεί τήν έξοδο. Αύτό θά μέ σκότωνε. Τυχ ερή ή Μόλλυ πού ξεμπέρδεψε τόσο εύκολα. Θά ’πρεπε νά βρούν κάτι γιά νά σταματήσουν αύτό τό πράμα. Μιά ζωή καταναγκαστικά εργα. “Υπάρχ ει καί ή ελεγχ όμενη άναισθησία` τήν εφάρμοσαν στή βασίλισσα Βικτωρία. Εννιά γέννησε. Καρπερή. Μοιάζει μέ τή γριά τού παραμυθιού πού ζούσε σ’ ενα τσόκαρο κι εκανε τόσα παιδιά πού δέν ήξερε τί νά τά κάμει. ’Άς υποθέσουμε ότι αύτός ήταν φυματικός. Θά ’πρεπε άπό καιρό ν’ άσχ οληθούμε μ’ αύτά τά πράματα, άντί νά μάς παραμυθιάζουν γιά τό δέν θυμάμαι τώρα πώς τό ελεγε, τό διαλογιζόμενον στήθος τής άργυράς αύτού λαμπρότητος. Μπούρδες γιά τούς βλάκες. Μπορούσαν πανεύκολα νά διαθέτουν μεγάλα ιδρύματα. Τό ολο εγχ είρημα άνώδυνο, άν άπό τό σύνολο τών φόρων δίνουν σέ κάθε νεογέννητο παιδί πέντε λίρες, μέ άνατοκισμό πέντε τοίς εκατό, μέχ ρι τά είκοσι ενα του, τότε έχ ουμε εκατό σελλίνια σύν τίς περίφημες άρχ ικές πέντε λίρες, άν τά πολλαπλασιάσεις μέ τό είκοσι, δεκαδικό σύστημα, ενθαρρύνουν τόν κόσμο γιά άποταμίευση, εκατόν δέκα καί κάτι έπί είκοσι ενα χ ρόνια, πρέπει νά τά ύπολογίσεις μέ μολύβι καί χ αρτί, φτάνει τελικά σέ υπολογίσιμο ποσόν, πολύ άνώτερο άπό αύτό πού πιστεύατε.
Βέβαια, χ ωρίς τίς άποβολές. Αυτές, ουτε πού τίς καταχ ωρίζουν. Χαμένος κόπος. Είναι άστείο τό θέαμα δύο εγκύων μαζί, μέ τίς κοιλιές τους φουσκωμένες. Ή Μόλλυ καί ή κυρία Μόιζελ. Στή συνάντηση τών μητέρων. Ή φθίση οπισθοχ ωρεί γιά ενα διάστημα καί υστέρα ξαναγυρίζει. “Υστερα ξαφνικά φαίνονται τόσο άδύνατες! Τά μάτια τους φαίνονται τόσο γαλήνια. Λιγότερο βάρος στή συνείδησής τους. Ή γριά κυρία Θόρτον ήταν μιά καλωσυνάτη γυναίκα. “Ολα μου τά μωρά, ελεγε. Τό κουταλάκι μέ τόν χ υλό στό στόμα της πρίν τά ταίσει. ’Ώ, τί ώραίο γιάμ γιάμ. Ό γιός τού γερο-Τόμ Γουώλ τής εσπασε τό χ έρι. Ή πρώτη δημόσια εύγενική πράξη του. Κεφάλι σάν βραβευμένη κολοκύθα. Εκείνος ό ταλαίπωρος ό δόκτωρ Μάρρεν. Ό κόσμος τούς καλεί ολες τίς ώρες. Γιά τ’ όνομα τού Θεού, γιατρέ. “Αρχ ισαν οί πόνοι τής γυναίκας μου. Και υστέρα περιμένουν μήνες γιά τήν αμοιβή τους. Διά τήν παρακολούθησα» τής συζύγου σας. Οί άνθρωποι είναι άχ άριστοι. Οί γιατροί, στήν πλειοψηφία τους, είναι ανθρωπιστές. ‘Ένα κοπάδι περιστέρια φτερούγισε μπροστά στήν τεράστια είσοδο τού Ίρλανδικού κοινοβουλίου. Τά παιχ νιδάκια τους υστέρα άπό τό φαγητό. Πάνω σέ ποιόν θά τά κάνουμε; Έγώ διαλέγω εκείνον τόν τύπο μέ τά μαύρα. Άρπαξ’ τη, λοιπόν. Μέ τ’ς υγείες σας. Θά πρέπει νά είναι ερεθιστικό νά τά κάνεις καθώς πετάς. Ό Άπτζών, έγώ καί ό ’Όουεν Γκόλμπεργκ, τότε πού άνεβαίναμε στά δέντρα, κοντά στό Πάρκο τής Χήνας, καί παίζαμε τίς μαίμούδες. Μέ φωνάζανε μπακαλιάρο. Μιά διμοιρία άστυφύλακες ξεμπουκάρανε άπό τήν οδό Κολλεγίου, βαδίζοντας κατ’ άνδρα. Βήμα τής χ ήνας. Άναψοκοκκινισμένες φάτσες άπό τή μάσα, κράνη πού έσταζαν ιδρώτα, χ αίδεύοντας τά κλόμπς τους. Μόλις τώρα τούς ταίσανε μέ μπόλικη παχ ειά σούπα. Ή μοίρα τού άστυφύλακα είναι συχ νά εύχ άριστη. Χωρίστηκαν σέ μικρές ομάδες, χ αιρετίστηκαν καί τράβηξαν γιά τίς θέσεις τους. Καθένας καί στό βοσκοτόπι του. Ή καλύτερη στιγμή γιά νά επιτεθεί κανείς σέ κάποιον είναι ή ώρα μετά τήν πουτίγκα. Μιά γροθιά πάνω στό φαγητό του. Μιά νέα διμοιρία φάνηκε έξω άπό τό κιγκλίδωμα τού κολλεγίου Τρίνιτυ καί κατευθύνθηκε διάσπαρτη πρός τό τμήμα. Μέ κατεύθυνση πρός τή μαρμίτα. ‘Έτοιμοι γιά τή μάχ η. “Ετοιμοι γιά τή σούπα. Διέσχ ισε τό δρόμο κάτω άπό τό πονηρό δάχ τυλο τού Τόμμυ Μούρ. Καλά κάνανε πού τόν έβαλαν νά έπ βλέπει ένα ούρητήριο` συνάντηση τών ύδάτων. Θά έπρεπε νά υπήρχ αν παρόμοια καί γιά γυναίκες. ’Αντί νά τρέχ ουν στά ζαχ αροπλαστεία. Γιά νά ταχ τοποιήσουν τό καπελάκι τους. Δέν ύπάρχ ει κοιλάδα σ’ αυτόν τόν τεράστιο κόσμο. ‘Υπέροχ ο τραγούδι τής Τζούλιας Μόρκαν. Διατήρησε τή φωνή της μέχ ρι τό τέλος. Μαθήτρια τού Μάικλ Μπάλφη δέν ήταν; Παρατηρούσε τό τελευταίο παραγεμισμένο χ ιτώνιο. Δύσκολο νά τά βάλει κανείς μαζί τους. Ό Τζάκ Πάουερ είχ ε πολλά νά διηγείται γιά δαύτους` ό πατέρας του είχ ε υπηρετήσει μπασκίνας. ’Άν κάποιος τούς έφερνε άντίσταση τήν ώρα πού τόν έπιαναν, άργότερα τού τό άνταποδίδανε μέ τούς τόκους στήν ψειρού. Στό κάτω-κάτω τής γραφής, μέ τή δουλειά πού κάνουνε, δέν μπορείς καί νά τά ρίξεις ολα πάνω τους, ειδικά στά νέα φυντάνια. Εκείνον τόν έφιππο άστυνομικό, τήν ήμέρα τής άπονομής τού πτυχ ίου στόν Τζό Τσάμπερλαιν στό κολλέγιο Τρίνιτυ, τόν κάναμε νά κοντέψει νά σκάσει άπό τό τρέξιμο. Ναί, μά τήν πίστη μου! Οί οπλές τού άλογου του χ τυπούσαν πίσω μας καθώς πήραμε τήν οδό ’Άμπυ. Τυχ ερός πού είχ α τήν ετοιμότητα νά κάμω μιά βουτιά στού Μάννινγκ, διαφορετικά θά μέ τσίμπαγε. Μά τήν πίστη μου, τότε ήταν πού έπεσε άπό τό άλογο. Πρέπει νά τσάκισε τό κεφάλι του πάνω στό λιθόστρωτο. Δέν θά έπρεπε νά παρασυρθώ άπό εκείνους τούς φοιτητές της ιατρικής. Kt εκείνα τά μούτρα τού κολλεγίου Τρίνιτυ μέ τά τετράγωνα καπέλα τους. Είχ ανε λυμένα τά ζωνάρια τους γιά καυγά. Πάντως έτσι γνώρισα εκείνον τόν νεαρό, τόν Ντίξον, ό όποιος μού περιποιήθηκε άργότερα τό τσίμπημα τής μέλισσας στό νοσοκομείο τής
Μητρότητος καί πού τώρα βρίσκεται στήν Κλινική τής όδού Χόλλες, εκεί πού ή κυρία Πιούριφού. Μπερδεμένα πράματα. Άκόμα ακούω μέσα στ’ αύτιά μου τά σφυρίγματα τών αστυφυλάκων. ‘Όλοι στήν τρεχ άλα. Γι’ αύτό μ’ εβαλε στό μάτι. Γιά νά μέ τσουβαλιάσει. Έδώ άκριβώς είχ αν άρχ ίσει ολα. —
Ζήτω οί Μπόερς!
—
Ζήτω ό Ντέ Γουέτ!
—
Κρεμάλα στόν Τζό Τσάμπερλαιν σέ μιά ξυνομηλιά.
Χαζομαλάκες` όχ λος άπό νιόβγαλτους πού ξελαρυγγιάζονταν. Ό Λόφος τού Ξυδιού. Έ Παρέα τών Βουτυρόπαιδων. Σέ μερικά χ ρόνια οί μισοί άπ’ αύτούς θά γίνουν δικαστές καί δημόσιοι ύπάλληλοι. ’Έρχ εται ό πόλεμος` στό στρατό, πατείς με πατώ σε` οί ίδιοι εκείνοι πού λέγανε ψηλά στήν κρεμάλα… Κανείς δέν ξέρει τί κουμάσι είναι ό άλλος. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ εχ ει τή συμπεριφορά σπιούνου. Σάν εκείνον τόν Πήτερ, ή τόν Ντένις, ή τόν Τζαίημς Κάρεύ, πού τά ξέρασε ολα γιά τούς Αήττητους. Κι αύτός μέλος τού Δημοτικού συμβουλίου. Ώθούσε τούς νέους νά μπούν στήν οργάνωση γιά νά μαθαίνει αύτός τί συμβαίνει εκεί. Καί ολο αύτόν τόν καιρό νά πληρώνεται άπό τήν άστυνομία τού Πύργου. “Υστερα τόν παράτησαν σάν στυμμένο λεμόνι. Αύτός είναι καί ό λόγος πού οί μυστικοί άστυφύλακες μέ τά πολιτικά φλερτάρουν πάντα τίς υπηρέτριες. Είναι εύκολο νά εντοπίσεις κάποιον πού εχ ει συνηθίσει τίς στολές. Τή ζουλάει σφιχ τά πάνω στό πορτόφυλλο τής πίσω εισόδου. Τής βάζει χ έρι μιά στάλά. “Υστερα κατ’ εύθείαν στό ψητό. Καί ποιός είναι ό κύριος πού κουβαλιέται συνέχ εια γιά επισκέψεις; Μήπως είπε τίποτα ό γιός τού άφεντικού σου; Μπανιστηρτζήδες τής κλειδαρότρυπας. Ψεύτικες άγριόπαπιες, δόλωμα γιά νά πιάσει άληθινές. Ό ξαναμμένος νεαρός φοιτητής πού άμολάει τίς κοτσάνες του γύρω άπό τά παχ ειά μπράτσα της, τήν ώρα πού αύτή σιδερώνει. —
Μαίρη, αύτό δικό σου είναι;
— Έγώ δέ φοράω τέτοια πράματα… Σταματήστε, άλλιώτικα θά τό μαρτυρήσω στήν κυρία. Νά τριγυρνάτε εξω μέχ ρι τά χ αράματα. —
Θά γίνουν σημεία καί τέρατα, Μαίρη. Περίμενε καί θά δεις.
—
’Ώχ , παράτα με ήσυχ η, μέ τά σημεία καί τά τέρατά σου.
Καί τίς γκαρσόνες στά μπάρ. Τίς πωλήτριες στά καπνοπωλεία. Ή ίδέα τού Τζαίημς Στήβενς ήταν ή καλύτερη. ’Ήξερε τί κουμάσια ήταν. Αχ τίδες άπό δέκα πρόσωπα, ετσι πού κανέίς νά μήν μπορεί νά γνωρίσει κανέναν πέρα άπό τό δικό του κύκλο. Σίν Φέιν. Καί άν ζήταγες νά τά παρατήσεις, τότε μαχ αίρωμα. Μαύρη Χείρ. ’Άν έμενες, τό εκτελεστικό ά-πόσπασμα. Ή κόρη τού δεσμοφύλακα τόν βοήθησε ν’ άποδράσει άπό τό Ρίτσμοντ, καί κατ’ ευθείαν γιά τό Λάσκ. “Υστερα έκλεισε δωμάτιο στό ξενοδοχ είο Μπάκινγχ αμ Πάλλας, κάτω άπό τή μύτη τους. Γαριβάλδης. Πρέπει νά διαθέτεις τό χ άρισμα τού γοητεύειν οπως ό Πάρνελλ. ‘Ο Αρθουρ Γκρίφφιθ τά εχ ει
τετρακόσια, άλλά δέν διαθέτει έκείνο τό κάτι πού ξεσηκώνει τόν κόσμο. Στήν όμορφη πατρίδα μας σέ θέλουν νά ρητορεύεις. Θά φτιάσουμε γεφύρια, θά φτιάσουμε ποτάμια. Τείοποτεία τής ’Ιρλανδικής ’Αρτοποιίας. Εταιρείες διαλέξεων. Θέματα: ό φιλελευθερισμός, ή καλυτέρα μορφή διακυβερνήσεως, τό γλωσσικόν ζήτημα σημαντικώτερον τού οίκονομικού. Νουθετήσατε τίς κόρες σας, ώστε νά τούς φέρνουν στό σπίτι. Παραγεμίστε τους μέ κρέας καί κρασί. Χριστουγεννιάτικη χ ήνα. Νά μιά καλή λιχ ουδιά πού σού φυλάξαμε. Πάρε άλλη μιά κουταλιά σάλτσα χ ήνας πρίν κρυώσει. Ενθουσιασμένοι πεινάλες. Δώσε τους ενα κουλούρι καί θά πάρουν μέρος στήν παρέλαση. Κανείς δέν συγχ ωρεί τόν χ αμένο. ’Έχ ουν τή γνώμη ότι τό άφεντικό πού πληρώνει είναι ή καλύτερη σάλτσα στόν κόσμο. Φέρνονται λές καί είναι τό σπίτι τους. Κάνε κατά δώ αύτά τά βερύκοκκα, εννοώντας τά ροδάκινα. Σέ μιά ήμερομηνία όχ ι τόσο πολύ άπόμακρη. Ό ήλιος τής Αύτοδιάθεσης άνατέλλει στά βορειοδυτικά. Τό χ αμόγελό του έσβησε καθώς προχ ωρούσε, κι ένα βαρύ σύννεφο έκρυψε άργά τόν ήλιο, σκιάζοντας τή σκυθρωπή πρόσοψη τού κολλεγίου Τρίνιτυ. Τά τράμ διασταυρώνονταν, άνέβαιναν, κατέβαιναν, κουδούνιζαν. Δέν ώφελούν τά λόγια. Τά πράματα τραβούν τό δρόμο τους· μέρα μέ τή μέρα` ομάδες άστυφυλάκων άρχ ίζουν τ`,’ βάρδια τους, τελειώνουν τή βάρδια τους· τά τράμ άνεβαίνουν καί κατεβαίνουν. Εκείνοι οί δυό παλαβοί κάνουν τά σουλάτσα τους. Τόν Ντίγκναμ τόν τσουβαλιάσανε καί πάει. Ή Μίνα Πιούριφού, μέ τήν κοιλιά φουσκωμένη, πάνω στό κρεβάτι, βογκώντας, μέχ ρι νά τής τραβήξουν έξω τό παιδί. Κάθε δευτερόλεπτο κάποιος γεννιέται καί κάποιος άλλος πεθαίνει. Δέν πάνε πέντε λεφτά πού τάισα τά πουλιά. Κάπου τριακόσιοι κλώτσησαν τήν καρδάρα. Καί άλλοι τριακόσιοι γεννήθηκαν, τώρα τούς ξεπλένουν άπό τά αίματα, ολοι πλυμένοι στό αίμα τού άμνού, βελάζοντας μπέεεεεεε. Όλόκληρος ό πληθυσμός μιάς πόλης εξαφανίζεται, άλλοι τούς άντικαθιστούν, μά κι αυτοί είναι περαστικοί` πάνε κι έρχ ονται. Σπίτια, σειρές σπιτιών, δρόμοι, χ ιλιόμετρα άπό πεζοδρόμια, σωροί τούβλων, πέτρες. ’Αλλάζουν χ έρια. Πρώτα αύτός ό ιδιοκτήτης, υστέρα ό άλλος. Λένε ότι ό ιδιοκτήτης δέν πεθαίνει ποτέ. Κάποιος άλλος παίρνει τή θέση του, όταν εκείνος πάρει τό μήνυμα γιά τήν άναχ ώρηση. ’Αγοράζουν πληρώνοντας χ ρυσάφι κι όμως τό χ ρυσάφι παραμένει στά χ έρια τους. Πρέπει νά ύπάρχ ει κάποιο κόλπο σ’ αύτή τή συναλλαγή. Κάτι πού συσσωρεύτηκε μές στίς πόλεις καί ξεθώριασε μές στούς αιώνες. Πυραμίδες στήν άμμο. Χτισμένες μέ σκέτο ψωμί καί κρεμμύδι. Οί σκλάβοι στό Σινικό Τείχ ος. Ή Βαβυλώνα. Οί ογκόλιθοι πού διασώθηκαν. Οί στρογγυλοί πύργοι. Άπόμειναν σπασμένες πέτρες, προάστια πού έπεκτείνονται, πρόχ ειρες κατασκευές, σπίτια πού ξεφυτρώνουν σάν τά μανιτάρια, χ τισμένα μέ σκέτο άέρα. Καταφύγια τής νύχ τας. Κανείς δέν είναι κάτι. Αύτή έδώ είναι ή χ ειρότερη ώρα τής ήμέρας. Ζωτικότητα. Μέ κάνει νά πλήττω, μέ ταπεινώνει` τή μισώ αύτή τήν ώρα. Νιώθω σάν νά μέ φάγανε καί νά μέ ξεράσανε. Οικία Κοσμήτορος. Ό σεβασμιώτατος δρ Σολομός` σολομός σέ κονσέρβα. Καλά νά πάθει. Δέν θά ήθελα νά ζώ έκεί μέσα, άκόμα καί άν μέ πληρώνανε. Ελπίζω νά υπάρχ ει συκώτι καί μπέηκον σήμερα. Ή φύση άπεχ θάνεται τό κενό. Ό ήλιος τραβήχ τηκε σιγά-σιγά άπό τό σύννεφο, άπλώνοντας κηλίδες φωτός πάνω στ’ άσημικά τής βιτρίνας τού Γουώλτερ Σέξτον, άπέναντι άπό τήν οποία πέρασε ό Τζών Χάουαρντ Πάρνελλ, χ ωρίς νά βλέπει τίποτα.
Νά τος` ό άδερφός. Όλόφτυστος. Στοιχ ειωμένο πρόσωπο. Αύτό λέγεται σύμπτωση. Βέβαια, εκατοντάδες φορές σκέφτεται κανείς κάποιον καί δέν τόν συναντάει. ‘Όπως κάποιος πού υπνοβατεί. Δέν τόν άναγνωρίζει κανείς. Πρέπει νά συνεδριάζει σήμερα τό δημοτικό συμβούλιο. Λένε πώς ούτε μιά φορά δέν φόρεσε τή στολή τού άξιώματός του. Ό Τσάρλυ Μπούλγερ, εκείνος εβγαινε πάνω στό ψηλό του άλογο, φορώντας τό τρίκωχ ο καπέλο του, ξυρισμένος, μέ τίς κολώνιες του καί τίς πούδρες του. Κοίτα νά δεις τί διαολεμένο ύφος εχ ει τό περπάτημά του. Σάν νά κατάπιε ενα σάπιο αύγό. Λές καί φυτέψανε αύγά βραστά σ’ ενα φάντασμα, άντί γιά μάτια. ’Έχ ω εναν πόνο. Ό άδερφός ένός μεγάλου` ό άδερφός τού άδερφού του. Θά τού ερχ ότανε κουτί νά κάθεται πάνω στό ψωράλργο. Πιθανόν πετάχ τηκε μέχ ρι τή λέσχ η γιά καφέ καί άργότερα γιά μιά παρτίδα σκάκι. Ό άδερφός του φερνόταν στούς άνθρώπους σάν νά ήταν πιόνια. ’Άσ’ τους νά κουρεύονται. Δέν τολμάνε νά τόν πιάνουνε στό στόμα τους. Εκείνα τά μάτια του τούς.έκαναν νά παγώνουν. Αύτό είναι πού τούς γοητεύει` τό όνομα. ‘Όλοι είναι λίγο παλαβοί. Ή Τρελο-Φανή καί ή άλλη άδερφή του, ή κυρία Ντίκινσον πού χ ρησιμοποιεί χ άμουρα άπό κατακκόκινο δέρμα. Κορδώνεται σάν τόν Μάκ ’Άρλντ, τόν χ ειρούργο. ’Άν καί ό Νταίηβιτ Σήχ υ τόν κέρδισε στήν έκλογική περιπέτεια τού Κάτω Μήθ. Παράτησε τήν εδρά του στή Βουλή γιά μιάν άργομισθία τού Δήμου. Τό συμπόσιον ένός πατριώτου. Νά τρώει φλούδες από πορτοκάλι στό πάρκο. Τότε πού τόν βάλανε στή Βουλή, ό Σίμων Ντένταλους είχ ε πεί «τι ό Πάρνελλ θά σηκωνότανε άπό τόν τάφο του καί θά τόν εβγαζε εξω άπό τό Κοινοβούλιο μέ τό μαλακό, άγκαζέ. — ‘Όσον άφορά μεν εις τόν δικέφαλον όκτάποδα, ή μία εκ τών κεφαλών αυτού είναι έκείνη, εις ής τό άκρον τά πέρατα τού κόσμου παρέλειψαν νά συναντηθούν, ή έτέρα δέ όμιλεί μετά τίνος Σκωτικού ιδιώματος. Οί πλόκαμοι… Στή στροφή τού πεζοδρομίου, προσπέρασαν τόν κ. Μπλούμ έκ τών όπισθεν. Γενειάδα καί ποδήλατο. Νεαρά κυρία. Καί τώρα νά τος καί ό άλλος. Τώρα, πραγματικά, αύτό είναι σύμπτωση, ή δεύτερη. Τά προσεχ ή γεγονότα ρίχ νουν τή σκιά τους εμπρός τους. ’Έτυχ όν τής επιδοκιμασίας τού διακεκριμένου ποιητού κ. Τζώρτζ Ράσσελ. Αύτή πού είναι μαζί του μπορεί νά είναι ή Λίζι Τουίγκ. Ά. Έ. Τί πάει νά πει αύτό; Πιθανόν αρχ ικά ’Άλμπερτ ’Έντουαρντ, ’Άρθουρ ’Έντμοντ, Άλφόνσος Έντ Έντ Έλ, αξιότιμος. Τί ελεγε; Τά πέρατα τού κόσμου, μετά Σκωτικού τινός ιδιώματος. Οί πλόκαμοι` χ ταπόδι. Κάτι απόκρυφο` συμβολισμός. Τής κάνει διάλεξη. Αύτή τό καταπίνει ολο. Δίχ ως νά λέει λέξη. Διά νά βοηθήσει κύριον εις φιλολογικήν εργασίαν. Τά μάτια του παρακολουθούσαν τό ψηλό κορμί, τό ντυμένο μέ σπιτικό ύφαντό, τή γενειάδα καί τό ποδήλατο, κι άπό δίπλα, ή γυναίκα πού τόν άκουγε. ’Έρχ ονται άπό εστιατόριο χ ορτοφαγίας. Τίποτα άλλο εκτός άπό λαχ ανικά καί φρούτα. Δέν τρώνε μπριζόλα. ’Έτσι καί κάνεις τό λάθος καί τή φας, τά μάτια εκείνης τής άγελάδας θά σέ κυνηγάνε μέχ ρι τήν αιωνιότητα. Λένε πώς αύτή είναι ή υγιεινότερη τροφή. Σκέτος άέρας καί νερό. Δοκίμασα. Σέ κάνει νά τρέχ εις ολη τήν ήμέρα. Χειρότερα καί άπό καπνιστή ρέγγα. ’Όνειρα ολη τή νύχ τα. Γιατί ονομάζουνε εκείνο πού μού σερβίρισαν καρυδομπριζόλα; Καρυδοφάγοι. Φρουτοφάγοι. Γιά νά σού δώσουν τήν εντύπωση ότι τρώς πραγματική μπριζόλα. Παράλογο. Καί πανάλμυρο. Χρησιμοποιούν σόδα στό μαγείρεμα. Περνάς τή νύχ τα σου καθισμένος πλάι στή βρύση. Οί κάλτσες της κρέμονται στούς άστραγάλους της. Τό σιχ αίνομαι αύτό` τί κακογουστιά. Αύτοί οί άνθρωποι τών γραμμάτων, ετσι είναι ολοι τους, αίθεροβάμονες. ’Ονειροπαρμένοι, νεφελώδεις, συμβολιστές. Έστέτ, αύτό είναι. Δέν θά μού παραξενοφαινόταν άν μάθαινα ότι αύτή ή τροφή
παράγει αύτά τά, πές τα οπως θές, τά κύματα τής έμπνευσης στό μυαλό τους, τά ποιητικά. Πάρε παράδειγμα εναν άπό εκείνους τούς άστυφύλακες πού τά πουκάμισά τους ιδρώνουν άπό ιρλανδέζικο καπαμά: όσο καί νά τόν στύψεις, δέν θά βγάλεις ούτε ενα στίχ ο ποίησης άπό μέσα του. Ούτε πού ξέρει τί είναι ή ποίηση. Χρειάζεται άναγκαστικά μιά προδιάθεση. Συννεφιασμένος καί ονειροπαρμένος γλάρος πετάει φάχ νοντας πάνω άπό τά νερά σάν χ άρος. Στή γωνία τής όδού Νάσσαου πέρασε στό άπέναντι πεζοδρόμιο καί σταμάτησε μπροστά στή βιτρίνα τών Γέητς καί Τίός, προσπαθώντας νά εκτιμήσει πόσο κόστιζαν αύτά τά κιάλια. ’Ή νά πεταχ τώ μέχ ρι τό γερο-Χάρρις καί νά τά πώ στά γρήγορα μέ τόν νεαρό Σίνγκλαιρ; Τύπος μέ καλή άνατροφή. Πιθανόν νά τρώει γιά μεσημέρι. Πρέπει νά διορθώσω αύτά τά παλιά μου κιάλια. Φακοί Γκέρτς, εξι γκινέες. Οί Γερμανοί χ ώνουν τή μύτη τους παντού. Πουλάνε μέ εύκολίες πληρωμής γιά νά κερδίσουν τήν άγορά. Δουλεύουν στό τσάμπα. Μπορεί νά πετύχ ω κανένα ζευγάρι στόν πλειστηριασμό τού γραφείου άπωλεσθέντων αντικειμένων τών σιδηροδρόμων. ’Απίθανος ό αριθμός τών πραγμάτων πού ξεχ νούν οί άνθρωποι στά τραίνα καί τά βεστιάρια. Μά, πού τρέχ ει τό μυαλό τους; Τό ίδιο καί οί γυναίκες. ’Απίστευτο. Πέρυσι πού ταξίδεψα στό ’Ίννις, στή διασταύρωση Αίμερικ πού άλλαξα τραίνο, άναγκάστηκα νά σκύψω καί νά σηκώσω άπό χ άμω τήν τσάντα εκείνης τής χ ωριατοπούλας καί νά τής τήν έπιστρέψω. Άκόμα καί χ ρήματα μένουν άζήτητα. Υπάρχ ει ενα μικρό ρολόι, πάνω στή στέγη τής Τράπεζας, γιά νά δοκιμάζει κανείς τί ικανότητες έχ ουν αύτά τά κιάλια. Τά βλέφαρά του κατέβηκαν τόσο ώσπου κάλυψαν σχ εδόν τίς ίριδες τών ματιών του. Δέν μπορώ νά τό δώ. Φτάνει νά σκεφτείς πώς είναι έκεί γιά νά τό δείς σχ εδόν. Δέν μπορώ νά τό δώ. Γύρισε τό σώμα του καί στέκοντας άκόμα κάτω άπό τή μαρκίζα άπλωσε τό χ έρι του μέ τό μπράτσο τεντωμένο πρός τόν ήλιο. Έδώ καί πολύ καιρό ήθελε νά κάμει αύτό τό πείραμα. Ναί, εντελώς. Ή άκρη τού μικρού του δάχ τυλου έκρυψε τόν ήλιακό δίσκο. Πρέπει νά είναι ή εστία, έκεί πού διασταυρώνονται οί άχ τίδες. ’Άν φόραγα μαύρα γυαλιά. Ενδιαφέρον. Γινόταν μεγάλη συζήτηση γι’ αύτές τίς κηλίδες τού ήλιου, όταν μέναμε στήν όδό Λόμπαρτ. Πρόκειται γιά τρομερές εκρήξεις. Θά γίνει ολική έκλειψη φέτος` γύρω στό φθινόπωρο. Τώρα πού τό σκέφτομαι, αύτό τό μπαλόνι κατεβαίνει σέ ώρες Γκρήνουιτς. Τό ρολόι είναι κανονισμένο νά δουλεύει μ’ ενα καλώδιο πού είναι συνδεδεμένο μέ τό τοπικό άστεροσκοπείο Ντάνσινγκ, γι’ αύτό δείχ νει τήν τοπική ώρα. Κάποιο πρώτο Σάββατο τού μηνός πρέπει νά τό έπισκεφτώ. ’Άν μπορούσα νά βρώ κάποιον νά μέ συστήσει στόν καθηγητή Τζόλυ, ή άν κατάφερνα νά μάθω κάτι γιά τήν οίκογένειά του. Αύτό δημιουργεί καλές εντυπώσεις` ό άνθρωπος κολακεύεται πάντα. Ή ματαιοδοξία ενεδρεύει εκεί πού τήν περιμένεις λιγότερο. Ό εύγενής είναι περήφανος πού ελκει τήν καταγωγή του άπό κάποια ερωμένη τού βασιλιά. Ή μάμμη του. Ριχ τού κομπλιμέντα μέ τό τουλούμι. Οί πόρτες άνοίγουν εύκολότερα μέ τό καπέλο βγαλμένο. Μήν μπεις μέσα καί ξεφουρνίσεις αύτό πού ξέρεις πώς δέν πρέπει νά πείς` τί είναι παράλλαξις; Συνοδεύσατε τόν κύριο ώς τήν πόρτα. ’’Αχ ; Κατέβασε τό χ έρι του στό πλευρό του. Δέν θά μάθουμε ποτέ τίποτα επ’ αύτού. Χάνουμε τήν ώρα μας. Μάζες άερίων πού περιστρέφονται, πού μπερδεύονται, πού ξεπερνούν ή μιά τήν άλλη. Πάντα τό ίδιο θέμα. Αέρια, υστέρα συμπύκνωση,
υστέρα κόσμος, υστέρα παγωνιά, υστέρα νεκρό όστρακο πού τό παίρνει ό άνεμος, υστέρα παγωμένοι βράχ οι οπως τά γλασέ γλυκίσματα άνανά. Τό φεγγάρι. Πρέπει νά βγήκε τό νέο φεγγάρι, είπε. Ναί, έτσι πιστεύω. Προσπέρασε τόν Οίκο Κλαίρ. Περίμενε. Είχ ε πανσέληνο τό βράδυ πού ήμαστε, τήν Κυριακή, δεκαπέντε μέρες ακριβώς, πάλι νέα πανσέληνος. Περπατούσαμε κοντά στό Τόλκα. Πολύ όμορφο τό φεγγάρι τής Καλλιθέας. Αύτή σιγοτραγουδούσε: Τό νέο μαγιάτικο φεγγάρι μάς φωτίζει, άγάπη μου. Αύτός περπατούσε στό άλλο της πλευρό. ’Αγκώνας, μπράτσο. Αύτός. Τό φωταααάκι τής πυγολαμπίδας μάς φωτίζει, άγάπη μου. ’Αγγίγματα. Δάχ τυλα. Ερώτηση. ’Απάντηση. Ναί. Φτάνει. Φτάνει. ’Άν έγινε, πάει, έγινε. ~Ηταν μοιραίο. Ό κ. Μπλούμ, άναπνέοντας πιό γρήγορα καί μέ άργότερο βηματισμό, προσπέρασε τό Άνταμ Κώρτ. Μέ μιά συγκρατημένη άνακούφιση βάλθηκε νά παρατηρεί` νά ό δρόμος, μέρα μεσημέρι, οί φουσκωμένοι ώμοι τού Μπόμπ Ντόραν. Στό ετήσιό του ξεφάντωμα, ειπε ό ΜακΚόυ. Πίνουν έτσι γιά νά πιούν, ή γιά νά πούν κάτι, ή cherchez la femme. Πέρα στό Κούμ μέ τήν παλιοπαρέα καί τίς γυναίκες πού κάνουν πεζοδρόμιο, καί υστέρα ολο τό χ ρόνο δέν τό βάνει στό στόμα του. Ναί. Αύτό σκέφτηκα. Χώθηκε μέσα στήν αίθουσα συναυλιών Έμπάιρ. Τό ’σκάσε. Μιά σκέτη σόδα γιά νά φτιάξει τό στομάχ ι του. Έκεί πού ό Πάτ Κίνσελλα ειχ ε τό Θέατρο τής “Αρπας, πρίν ό Γουίτμπρεντ λανσάρει τό Κουήνς. Λαμπρό παιδί. Τρόποι άλά Ντίον Μπούσικω, μέ τή φάτσα του σάν ολόγιομο φεγγάρι κάτω άπό τό γυναικείο καπέλο του. Τρεις δεσποινίδες τού Οικοτροφείου. Πώς περνάει ό καιρός έτσι; Τά μακριά κόκκινα παντελόνια του νά εξέχ ουν κάτω άπό τή φούστα του. Πότες, πιοτό, χ ασκόγελα καί σαλιαρίσματα, μέ τά χ νώτα τους νά βρωμάνε πιοτό. Στήν ύγειά σου, Πάτ. Κατακόκκινες φάτσες` διασκέδαση μεθυσμένων` χ άχ ανα καί κάπνισμα. Βγάλε τό άσπρο σου καπελάκι. Κι εκείνα τά μάτια του, σάν τού βρασμένου ψαριού. Πού βρίσκεται τώρα; Κάπου ζητιανεύει. Ή άρπα, γιά τήν οποία κάποτε ξεψυχ άγαμε. ’Ήμουνα πιό ευτυχ ισμένος τότε. “Ομως, ήμουνα ό ίδιος; ’Ή, τώρα είμαι αύτός πού είμαι; Είκοσι οχ τώ χ ρόνων. Αύτή ήταν είκοσι τριών όταν φύγαμε άπό τήν οδό Λόμπαρτ. Κάτι άλλαξε. “Υστερα άπό τόν Ρούντυ δέν ευρισκε καμιά εύχ αρίστηση όταν τό κάναμε. Δέν μπορείς νά φέρεις πίσω τίς παλιές μέρες. Σάν νά θές νά κρατήσεις τό νερό στίς φούχ τες σου. Θά ήθελες νά ξαναγυρίσεις στά περασμένα; Τότε πού μόλις άρχ ίζαμε. Θά τό ήθελες; Δέν εισθε εύτυχ ισμένος σπίτι σας, καημένο άτακτο μικρό παιδί; Θέλει νά μού ράβει τά κουμπιά. Πρέπει νά άπαντήσω. Θά τής γράψω στή Βιβλιοθήκη. Ή οδός Γκράφτον, χ αρούμενη, μέ άνοιγμένες τίς τέντες της, ερέθισε τίς αισθήσεις του. Σταμπαρισμένες μεταξωτές μουσελίνες, κυρίες καί χ ήρες, κουδουνίσματα άπό χ άμουρα, γδούπος όπλών πάνω στό ζεστό πλακόστρωτο. Παχ ειές πατούσες πού έχ ει αύτή ή γυναίκα μέ τίς άσπρες κάλτσες! Εύχ ομαι ή βροχ ή νά τίς γεμίσει λάσπες ίσαμε πάνω. ’Άξεστη χ ωριάτισσα. “Οσο βοδινό κρέας έφαγε, τής κατέβηκε ολο στίς πατούσες. Τά παχ ειά πόδια δίνουν ενα άσχ ημο βάδισμα στίς γυναίκες. Ή Μόλλυ δέν έχ ει καλές αναλογίες. Πέρασε χ ασομερώντας μπροστά άπό τίς βιτρίνες του Μπράουν Τόμας, εμπορία μετάξης. Καταρράχ τες άπό κορδέλες. Μετάξια τής ’Άπω ’Ανατολής, ελαφριά σάν άτμός. Ό λαιμός μιας
γερμένης υδρίας ξέχ υνε μιά πλημμύρα άπό κατακόκκινη σάν αίμα ποπλίνα: λουστραρισμένο αίμα. Οί Ούγενότοι τήν έφεραν στά μέρη μας. La causa έ santa! Τάρα, τάρα. Εκπληκτικό αύτό τό χ ορικό. Τάρα. Πρέπει νά τήν πλένεις σέ βρόχ ινο νερό. Του Μέγιερμπηρ. Τάρα ρά μπούμ μπούμ μπούμ. Μαξιλαράκια γιά καρφίτσες. ’Από καιρό τήν άπειλώ ότι θά τής άγοράσω ενα. Τίς στερεώνει σέ ολα τά μέρη. Βελόνες πάνω στίς κουρτίνες τών παραθύρων. Σήκωσε λίγο τό άριστερό του μανίκι. Νυγμός` σχ εδόν έφυγε. ’Όχ ι σήμερα πάντως. Πρέπει νά επιστρέφω γιά έκείνη τήν κολώνια. ’Ίσως στά γενέθλιά της. Ίουνιοσιούλιος Αύγουστοσεπτέμβριος, στίς οχ τώ. Κοντά σέ τρεις μήνες. Έξ άλλου μπορεί νά μήν τής άρέσει. Οί γυναίκες δέν σηκώνουν άπό κάτω καρφίτσες. Λένε ότι αύτό εμποδίζει τό καλό κρεβ. ’Αστραφτερά, μεταξωτά μεσοφόρια, κρεμασμένα σέ λεπτά μπρούντζινα κρεμαστάρια, μεταξωτές κάλτσες, τοποθετημένες σέ σχ ήμα άκτίνων. ’Ανώφελο νά επιστρέφει κανείς πίσω. ΤΗταν γραφτό νά συμβεί. Πές μου τα ολα. Κουδουνίσματα άπό χ άμουρα. ‘Όλα γιά μιά γυναίκα, νοικοκυριό καί σπίτια, ιστοί άπό μετάξι, άσήμι, πλούσια εύγευστα φρούτα άπό τή Γιάφφα. Άτζενταθ Νέταιμ. ‘Όλα τά πλούτη τής γής. Κάτι σάν ζεστή άνθρώπινη σάρκα κάλυψε τό νού του. Ό εγκέφαλός του παραδόθηκε. Εύωδιές άπό άγκαλιάσματα τού επιτέθηκαν άπό παντού. ’Ασυναίσθητα, μές άπό τήν πεινασμένη σάρκα του, βγήκε μιά άφωνη λαχ τάρα λατρείας. Όδός Ντιούκ. Φθάσαμε. Πρέπει νά φάω. Τού Μπάρτον. ‘Ύστερα θά αισθάνομαι καλύτερα. ’Έστριψε στήν όδό Κόμπριτζ, καταδιωκόμενος. Κουδουνίσματα καί γδούποι όπλών. ’Αρωματισμένα σώματα, ζεστά, γεμάτα. ‘Όλα φιλημένα, παραδομένα` σέ καρπερά καλοκαιρινά χ ωράφια, σέ μπλεγμένα ξαπλωμένα χ ορτάρια, σέ εισόδους φτωχ ικών σπιτιών πού στάζουν, πάνω σέ καναπέδες, σέ κρεβάτια πούfτρίζουν. —
Τζάκ, άγάπη μου!
—
’Αγαπημένε μου!
—
Φίλησέ με, Ρέτζυ!
—
’Αγόρι μου!
—
Άγάπη μου!
Μέ άνάστατη καρδιά εσπρωξε τήν πόρτα τού εστιατορίου τού Μπάρτον. Ή μπόχ α τόν επιασε άπό τό λαρύγγι` διαπεραστική οσμή άπό σάλτσες κρεάτων καί άποπλύματα λαχ ανικών. Τό τάισμα τών άγριων ζώων. ’Άντρες, άντρες, άντρες. Σκαρφαλωμένοι σέ ψηλά σκαμνιά γύρω άπό τόν πάγκο, μέ τά καπέλα ριγμένα πίσω, είτε καθισμένοι στά τραπέζια, ζητώντας περισσότερο ψωμί πού δέν χ ρεώνεται, πίνοντας άπληστα,
κατεβάζοντας σάν τόν λύκο άμάσητη πλαδαρή τροφή, μέ τά μάτια έξω άπό τίς κόγχ ες, σφουγγίζοντας υγρά μουστάκια. “Ενας ώχ ρός ίδρωμένος νεαρός σκούπιζε ποτήρι, μαχ αίρι, πηρούνι καί κουτάλι μέ τήν πετσέτα του. Νέα εστία μικροβίων. “Ενας άντρας μέ τή λιγδωμένη πετσέτα του περασμένη στό λαιμό του, σάν σαλιάρα μωρού, φτυάριζε θορυβωδώς σούπα στόν οισοφάγο του. “Ενας άλλος ξανάφτυνε στό πιάτο του` μισομασημένοι χ όνδροι` δέν εχ ει δόντια γιά νά τούς μασημασημασήσει. Κόκκαλο άπό μπριζόλα στή σχ άρα. Μπουκώνοντας τό στόμα του γιά νά ξεμπερδεύει γρήγορα. Λυπημένα μάτια μεθύστακα. Δαγκώνοντας περισσότερο άπ’ όσο μπορεί νά μασήσει. ’Έτσι είμαι κι έγώ; Νά δούμε τούς εαυτούς μας οπως μάς βλέπουν οί άλλοι. Ό πεινασμένος είναι οργισμένος. Δόντι καί σαγόνι πού δουλεύουν. Μή! ’ Ώχ ! “Ενα κόκκαλο! Εκείνος ό τελευταίος ειδωλολάτρης βασιλιάς τής ’Ιρλανδίας, ό Κόρμακ, πού μάθαμε στό σχ ολικό ποίημα, πνίγηκε άπό στραβοκατάπιωμα στό Σλέττυ, νότια τού Μπόυν. Αναρωτιέμαι τί νά έτρωγε. Κάτι πού φέρνει λαιμαργία. Ό “Αγιος Πατρίκιος τόν προσηλύτισε, στόν Χριστιανισμό. Πάντως δέν τά κατάφερε νά τό καταπιεί ολόκληρο. —
”Ενα ψητό μέ λάχ ανο.
—
”Εναν καπαμά.
Αντρικές οσμές. Ανακατώθηκε. Φτυσμένο πριονίδι, γλυκερός ζεστός καπνός άπό τσιγάρα, μυρωδιά άπό καπνό πίπας, χ υμένη μπύρα, άντρικά κάτουρα γεμάτα μπύρα, ή ξυνίλα τής ζύμωσης. Δέν μπορούσε νά φάει ούτε μιά μπουκιά έδώ μέσα. Ό τύπος πού άκονίζει μαχ αίρι καί πηρούνι, γιά ν’ά φάει όσα εχ ει μπροστά του, εκείνος ό γέρος πού σκαλίζει όσα κομμάτια άπό τά δόντια του τού άπόμειναν. Μικρός σπασμός, ή άνακύκληση τών μηρυκαστικών, ξαναμάσημα όσων άνέβηκαν πάλι στό στόμα του. Πρίν καί μετά. Σταυροκόπημα μετά τά γεύματα. Κοίταξε έδώ, δές τήν εικόνα αύτή καί αύτή. Παπαριάζοντας φέτες ψωμιού στή σάλτσα τού στιφάδου. Γλείψε τη μέσα άπ’ τό πιάτο σου, άνθρωπέ μου! Ξεμπέρδευε. Κοίταξε ολόγυρα τούς άντρες πού κάθονταν στά σκαμνιά καί στά τραπέζια, σφίγγοντας τά ρουθούνια του. —
Δυό μαύρες μπύρες.
—
”Ενα κορνμπήφ μέ λάχ ανο.
Εκείνος ό τύπος έσπρωχ νε κάτω μέ τό μαχ αίρι του τό λάχ ανο, σάν νά έξαρτιόταν ή ζωή του άπ’ αύτό. Τά κατάφερε. Σέ κάνει ν’ άνατριχ ιάζεις. ‘Ασφαλέστερο νά τρώς -άπό τά τρία του χ έρια. Τό ξεσκίζει σέ κομμάτια. Δευτέρα φύσις. Γεννήθηκε μ’ ενα άσημένιο μαχ αίρι στό στόμα. Αύτό είναι πνευματώδες, νομίζω. Μάλλον όχ ι. Τό ασήμι δίνει τήν εντύπωση ότι γεννήθηκε πλούσιος. Γεννήθηκε μ’ ενα μαχ αίρι. “Ομως, σέ μιά τέτοια περίπτωση χ άνεται ό υπαινιγμός. ‘Ένα γκαρσόνι μέ κακοζωσμένη ποδιά μάζευε μέ θόρυβο λερωμένα πιάτα. Ό Ρόκ, ό δικαστικός κλητήρας, δρθιος στό μπάρ, φύσηξε μέ δύναμη τό στέμμα τού άφρού άπό τό ποτήρι του. Μπόλικος άφρός` εσκασε κίτρινος πλάι στό παπούτσι του. ‘Ένας πελάτης, κρατώντας έτοιμα μαχ αίρι καί πηρούνι, μέ τούς άγκώνες στό τραπέζι, περιμένοντας τό δεύτερο πιάτο γιά συμπλήρωμα, κοίταζε κατά τόν πάγκο τών πιάτων πάνω άπό τό λεκιασμένο τετράγωνο τής έφημερίδας του. ‘Ένας άλλος
δίπλα του τού διηγείται κάτι μέ τό στόμα γεμάτο. Συμπαθής άκροατής. Κουβέντα τού τραπεζιού. Τόν συνάντησα ησα ησα στήν Τράπεζα Ουλστερ στερ στερ τή Δευτέρα. Μπά! Μή μού πείς! Ό κ. Μπλούμ εφερε δυό δάχ τυλα στά χ είλη του, άναποφάσιστος. —
Δέν είναι έδώ. Δέν τόν βλέπω.
Νά φύγω. Σιχ αίνομαι τούς βρωμιάρηδες φαγάδες. ’Οπισθοχ ώρησε κατά τήν πόρτα. Νά φάει κάτι ελαφρό στού Νταίηβυ Μπέρν. Κάτι γιά τή λιγούρα. Νά μέ βαστήξει. ’Έφαγα καλά τό πρωί. —
’Ένα ψητό μέ πουρέ έδώ.
—
Μιά μεγάλη μαύρη μπύρα.
Ό καθένας γιά πάρτη του, μέ τά νύχ ια καί μέ τά δόντια. Κατάπιε. ‘Άρπαξε. Κατασπάραξε. Βγήκε στόν. καθαρό άέρα καί πήρε ξανά τό δρόμο γιά νά έπιστρέψει στήν όδό Γκράφτον. Φάγε ίνα μή φαγωθείς. Σκότωσε! Σκότωσε! ’Άς φανταστούμε αύτό τό κοινοτικό συσσίτιο, πού κάποια μέρα μπορεί νά γίνει πραγματικότητα. Νά τρέχ ουν ολοι μέ λεκάνες καί γαβάθες γιά γέμισμα. Νά καταβροχ θίζουν τό περιεχ όμενό τους μέσα στό δρόμο. ‘Ο Τζών Χάουαρντ Πάρνελλ, γιά παράδειγμα, ό κοσμήτορας τού κολλεγίου Τρίνιτυ, ολοι τους, άπό τόν μικρότερο ώς τόν μεγαλύτερο, άς μή μιλάμε γιά καθηγητές καί γιά τόν κοσμήτορα τού κολλεγίου Τρίνιτυ, γυναίκες καί παιδιά, αμαξάδες, ιερείς, εφημέριοι, στρατάρχ ες, άρχ ιεπίσκοποι. Άπό τήν όδό ’Έιλσμπερυ, τήν όδό Κλάιντ, άπό τίς εργατικές κατοικίες, τό βόρειο Δουβλίνο, ό λόρδος δήμαρχ ος στήν παραμυθένια του άμαξα, ή γριά Βασίλισσα μέ τήν άναπηρική της πολυθρόνα. Τό πιάτο μου είναι άδειο. Θά πιώ μετά από σάς, μέ τήν κοινοτική μας κούπα. ‘Όπως στήν κρήνη τού σέρ Φίλιπ Κράμπτον. Καθαρίστε τά μικρόβια μέ τό μαντήλι σας. Ό επόμενος θά προσθέσει μιά νέα φουρνιά μέ τό δικό του. Ό πατήρ Ο’ Φλύν θά τούς εβαζε σέ τάξη. Πάντως, θά ύπήρχ αν καί καυγάδες. ‘Όλοι γιά τόν έαυτούλη τους. Τσακώματα παιδιών γιά τ’ άπομεινάρια τής κατσαρόλας. Θά ήθελαν ενα καζάνι σούπα, μεγάλη σάν τό πάρκο τού Φοίνικα. Γιά νά καμακώνουνε φιλετάκια καί μπουτάκια. Θά καταλήγαμε νά μισεί ό ενας τόν άλλον. Στό ξενοδοχ είο Σίτυ Άρμς αύτή τό άποκαλούσε table d’ hdte. Σούπα, κοψίδι καί γλυκό. Ποτέ δέν ξέρεις ποιανού τίς σκέψεις μασάς. Καί υστέρα ποιός θά έπλενε τά πιάτα καί τά πηρούνια; ’Ίσως τότε ό κόσμος θά θρέφεται μέ χ άπια. Τά δόντια, κάθε μέρα, θά γίνονται καί χ ειρότερα. Τελικά, υπάρχ ει άρκετή άλήθεια σ’ αύτά πού λένε οί χ ορτοφάγοι γιά τήν ύπέροχ η γεύση όσων φυτρώνουν στή γή. Τό σκόρδο, φυσικά, βρωμάει, οί Ιταλοί λατερνατζήδες αποπνέουν μιά μυρωδιά άπό κρεμμύδια, μανιτάρια, τρούφες. Γιά νά μήν πούμε τίποτα γιά τόν πόνο τών ζώων. Τό ξεπουπούλιασμα καί τό ξεκοίλιασμα τών πτηνών. Τά δυστυχ ισμένα ζωντανά πέρα στή ζωαγορά σέ άναμονή τού τσεκουριού πού θά τούς άνοίξει τό κρανίο στά δύο. Μμμμμμμουουπύου. Τά κακομοίρα τά μοσχ άρια τρέμοντας. Μμμμέεεε. Τρέκλισμα καί πέσιμο. Κρέας μέ λάχ ανο. Έντόσθια πού σφαδάζουν μέσα στούς κουβάδες τών μακελλάρηδων. Πιάσε αύτό τό μπροστινό άπό τό τσιγγέλι. Φλάπ. Κεφάλι ώμό καί ματωμένα κόκκαλα. Γδαρμένα άρνιά μέ γυάλινα μάτια κρεμασμένα άπό τά γοφιά τους, άρνίσιες μουσούδες τυλιγμένες μέ τά α’ι’ματα στό χ αρτί, στάζοντας άπό τά ρουθούνια τους τό πηχ τό αίμα πάνω στό πριονίδι. Ή φύρα καί τό άπόξυσμα γιά
πέταμα. Μήν πιάνεις μέ τά χ έρια αύτά τά κομμάτια, νεαρέ. Στούς καταβεβλημένους συνιστούν φρέσκο ζεστό αίμα. Τό αίμα πάντα χ ρειάζεται. “Υπουλος. Γλείψε το, καθώς άχ νίζει ζεστό, πηχ τό σάν σιρόπι. ’Αχ όρταγοι Βρυκόλακες. Άχ , πεινάω. Μπήκε στού Νταίηβυ Μπέρν. Μπάρ μέ άρχ ές. Δέν σού πιάνει τήν κουβέντα. Προσφέρει κάπουκάπου καί κανένα ποτό. “Ομως μόνο στά δίσεχ τα χ ρόνια, κάθε τέσσερα. Κάποτε μού εξαργύρωσε μιά επιταγή. Τί νά πάρω τέτοια ώρα; ’Έβγαλε τό ρολόι του. Θά δούμε. Τζιτζιμπύρα; —
Γειά σου, Μπλούμ, είπε ό Φλύν ό μυταράς άπό τή γωνιά του.
—
Γειά σου, Φλύν.
—
Τί γίνεσαι;
—
Μιά χ αρά… Λοιπόν. Θά πάρω ενα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας καί… κάτσε νά σκεφτώ.
Σαρδέλες στά ράφια. Καί μόνο νά τίς κοιτάξεις νιώθεις τή γεύση τους. Σάντουιτς; Τό χ οιρομέρι καί τά παράγωγά του συγκεντρωμένα καί μουσταρδωμένα έδώ. Ζαμπονάκι. Πώς είναι τό νοικοκυριό χ ωρίς ζαμπονάκι Πλάμτρη; Ελλιπές. Τί ήλίθια διαφήμιση! Τήν κολλήσανε κάτω άπό τίς νεκρολογίες. Στήν πιό άκατάλληλη θέση. Ζαμπονάκι Ντίγκναμ! Καλό γιά τούς καννίβαλους, μέ πιλάφι λεμονάτο. Ό λευκός ιεραπόστολος είναι πολύ αλατισμένος. Σάν παστό χ οιρινό. Φαντάζομαι ότι εκείνος πού θά καταναλώσει τά επίλεκτα κομμάτια θά είναι ό φύλαρχ ος. Θά πρέπει νά έχ ουν σκληρύνει άπό τήν πολλή χ ρήση. Οι γυναίκες του στή σειρά γιά νά διαπιστώσουν τό άποτέλεσμα. Μιά φορά χ ι εναν χ αιρό ήταν ενας γέροΆράπης καμαρωτός σάν βασιλιάς πού εφαγε τά αποτέτοια τού Αιδεσιμότατου χ . Μαχ Τρίγκερ. Μέ αύτά τό σπίτι γίνεται παράδεισος. Ό Θεός ξέρει τί κρύβεται μέσα του. Μπαγιάτικες πατσές καί έντερα, κιμάς άπό λαρύγγια. Αίνιγμα, νά βρείτε τό είδος τού κρέατος. Κόσερ, ιουδαίκοί κανόνες διατροφής. Ποτέ κρέας καί γάλα μαζί. ‘Όμως αύτό συνιστούσε μιά μέθοδο υγιεινής, πρίν τής άποδώσουν αύτή τήν ονομασία σήμερα. Ή νηστεία τού Γιόμ Καπούρ, άνοιξιάτικο καθάρισμα τών εντέρων. Ή ειρήνη καί ό πόλεμος έξαρτιούνται άπό τήν πέψη κάποιου. Θρησκείες. Χριστουγεννιάτικες γαλοπούλες καί χ ήνες. Σφαγή τών αθώων. Φάτε,, πιείτε καί εύτυχ είτε. ‘Ύστερα άπό αύτό άρκετοί κοιμούνται στήν ψειρού. Μπανταρισμένα κεφάλια. Τό τυρί βοηθάει τή χ ώνευση ολων, εκτός τού ίδιου. Τό μεγαλοδύναμο τυρί. —
”Εχ ετε σάντουιτς μέ τυρί;
—
Μάλιστα, κύριε.
Θά έπιθυμούσα μερικές ελιές, άν είχ αν. Προτιμώ τίς ιταλικές. ‘Ένα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας είναι ό,τι πρέπει` τά παίρνει ολα μαζί του. Λαδώνει τά μέσα σου. Μιά όμορφη σαλάτα, κρύα σάν άγγούρι. Ό Τόμ Κέρναν ξέρει νά τή φτιάχ νει ώραια. Βάζει μέσα τό προσωπικό του κατιτί. Παρθένο λάδι ελιάς. Ή Μίλλυ μού σερβίρισε έκείνη τήν κοτολέτα μ’ ενα κλωναράκι μαίντανό. Πρόσθεσε κι ενα κρεμμύδι ’Ισπανίας. Ό Θεός δημιούργησε τήν τροφή καί ό διάολος τούς
μαγείρους. Κάβουρας άλαδιάβολο. —
Είναι καλά ή σύζυγος;
—
Πολύ καλά, εύχ αριστώ. ‘Ένα σάντουιτς μέ τυρί, λοιπόν. ’Έχ ετε γκοργκοντζόλα;
—
Μάλιστα, κύριε.
Ό Φλύν ό μυταράς ρούφηξε μιά γουλιά άπό τό ρούμι του. —
Τραγουδάει πουθενά αύτόν τόν καιρό;
Κοίτα τό στόμα του. Θά μπορούσε νά σφυρίξει στό ίδιο του τό αύτί. Αυτιά ελέφαντα, γιά νά ταιριάζουν μέ τό στόμα του. Μουσική. Ξέρει τόσα, όσα καί ό μπακάλης τής γειτονιάς. Πάντως είναι καλύτερα νά τού πεις. Δέν βλάπτει. Τσάμπα διαφήμιση. —
’Έκλεισε συμφωνία γιά μιά μεγάλη περιοδεία στό τέλος τού μήνα. ’Ίσως ν’ άκουσες σχ ετικά.
—
’Όχ ι. ’Ά, μπράβο. Ποιός τή διοργανώνει;
Τό γκαρσόνι τόν σερβίρισε. —
Τί οφείλω;
—
Εννέα πέννες, κύριε… Εύχ αριστώ, κύριε.
Ό κ. Μπλούμ εκοψε τό σάντουιτς σέ λεπτά κομμάτια. Ό χ . Μαχ Τρίγχ ερ. Λιγότερο πολύπλοκο άπό τά ονειρώδη κρεμώδη υλικά. Οί πενταχ όσιες του γυναίκες. Περνάγανε ζωή καί κότα. —
Μουστάρδα, κύριε;
—
Ευχ αριστώ.
Τήν πήρε καί άνασηκώνοντας τίς φέτες εβαλε άνάμεσα κίτρινες στρώσεις. Περνάγανε ζωή καί κότα. Τό βρήκα. Καθώς τό μαραφέτι του όλοένα καί μεγάλωνε. — Ποιός τή διοργανώνει; ειπε. Κοίτα νά δεις, νά, είναι σάν εταιρεία. Συμμετοχ ή στά έξοδα καί τά κέρδη. — Ά, τώρα θυμάμαι, ειπε ό Φλύν ό μυταράς, βάζοντας τό χ έρι στήν τσέπη του γιά νά ξύσει τά άχ αμνά του. Νά δεις ποιός ήταν αύτός πού μού τό ελεγε; Δέν είναι καί ό Μπλέηζες Μπόυλαν άνακατωμένος σ’ αύτό; Μιά ταραχ ή θερμού άέρα, ενα κάψιμο μουστάρδας άγγιξε τήν καρδιά τού κ. Μπλούμ. Σήκωσε τά μάτια του καί συνάντησε τό άκίνητο βλέμμα ένός χ ολερικού ρολογιού. Δύο. Τό ρολόι τού μπάρ πήγαινε πέντε λεπτά μπροστά. Ό χ ρόνος προχ ωρεί. Οί δείκτες κινούνται. Δύο. ’Όχ ι άκόμα. Τό διάφραγμά του, παρακινημένο άπό μιά έντονη επιθυμία, άνασηκώθηκε, κατακάθησε, άνασηκώθηκε περισσότερο σέ όγκο καί διάρκεια.
Κρασί. ’Ήπιε μυρίζοντας τό τονωτικό ποτό, προστάζοντας τό λαρύγγι του νά επιταχ ύνει τό κατέβασμα, καί υστέρα εβαλε διακριτικά τό ποτήρι του κάτω. —
Ναί, ειπε. Πράγματι, αύτός είναι ό διοργανωτής.
Δέν ύπάρχ ει φόβος. Δέν εχ ει μυαλό. Ό Φλύν ό μυταράς ρούφηξε τή μύτη του καί ξύστηκε. Οί ψύλλοι άπολαμβάνουν ενα πλήρες γεύμα. — ”Οπως μού ελεγε ό Τζάκ Μούνεύ, δέν κονόμησε καί λίγα άπό εκείνο τόν πυγμαχ ικό άγώνα, στόν όποιο ό Μάιλερ Κήο κέρδισε εκείνον τόν φαντάρο άπό τό στρατώνα τού Πορτομπέλλο. Μά τό Θεό, οπως μού ελεγε, πήρε αύτόν τόν άχ αίρευτο, καί τόν πήγε κάτω στήν επαρχ ία Κάρλοου. Ελπίζω εκείνη ή σταγών δρόσου νά μήν πέσει μέσα στό ποτήρι του. ’Όχ ι, τήν ξαναρούφηξε. — ’Άκου νά δεις, γιά ενα μήνα σχ εδόν, μέχ ρι τήν ήμερα τού άγώνα. Τόν εβαλε νά ρουφάει αυγά πάπιας, μά τό Θεό, μέχ ρι νεωτέρας διαταγής. Γιά νά τόν κρατήσει μακριά άπό τό πιοτό, τό πιάνεις; ’Ώ, μά τό Θεό, ό Μπλέηζες είναι πονηρός. Ό Νταίηβυ Μπέρν βγήκε άπό τό πίσω μέρος τού πάγκου, μέ μιά ραφή στά μανίκια τού πουκαμίσου του, καθαρίζοντας τά χ είλη του μέ δυό σφουγγίσματα τής πετσέτας του. Κοκκινίλα τής ρέγγας. Τού οποίου τό χ αμόγελο άνά πάσαν περίπτωσιν ποικίλλει σέ διαφορετικές μορφές πληρότητας. Βάζει πολύ άρτυμα στά λάχ ανα. — Νά καί ό άνθρωπός μας, καί μάλιστα σέ φόρμα, ειπε ό Φλύν ό μυταράς. Μπορείς νά μάς δώσεις ένα σίγουρο γιά τό Χρυσό Κύπελλο; — Δέν άνακατεύομαι μ’ αύτά τά πράματα, κύριε Φλύν, άπάντησε ό Νταίηβυ Μπέρν. Δέν στοιχ ημάτισα ποτέ μου σέ άλογα. —
Σ’ αύτό έχ εις δίκιο, ειπε ό Φλύν ό μυταράς.
Ό κ. Μπλούμ έφαγε τά κομμάτια τού σάντουιτς, φρέσκο καθαρό ψωμί, μέ μιάν απόλαυση απέχ θειας, δυνατή μουστάρδα, γεύση ποδαρίλας τού πράσινου τυριού. Γουλιές κρασιού κατευνάσανε τόν ούρανίσκο του. Αύτό δέν μοιάζει μέ συνηθισμένο βαρελίσιο κρασί. Πίνεται καλύτερα αύτή τήν εποχ ή πού κάνει λιγότερο κρύο. ` Ωραίο ήσυχ ο μπάρ. ‘Ωραίο ξύλο σ’ αύτόν τόν πάγκο. ‘Ωραία πλαναρισμένο. Μού αρέσει ό τρόπος πού παίρνει εκείνη τήν καμπύλη. — Δέν θά ήθελα μέ τίποτα νά μπλέξω σ’ αύτά τά πράματα, είπε ό Νταίηβυ Μπέρν. Αύτά τά άλογα κατάστρεψαν πολλούς. Τό σουηπστέηκ τών Εμπόρων Οίνου. Εφοδιασμένοι δι’ άδείας πωλήσεως ζύθου, οίνου καί οινοπνευματωδών διά κατανάλωσιν έν τώ καταστήματι. Κορώνα κερδίζω, γράμματα χ άνεις. —
’Έχ εις δίκιο, είπε ό Φλύν ό μυταράς. Έκτος κι άν είσαι μές στό κόλπο. Τώρα δέν ύπάρχ ει
καθαρό άθλημα. Ό Λένεχ αν βρίσκει κάπου-κάπου μερικά σίγουρα. Σήμερα δίνει τό Σκήπτρον. Τό Ζινφάντελ είναι φαβορί, ιδιοκτησίας λόρδου Χάουρντ ντέ Βάλντεν, πού κέρδισε μιά κούρσα στό `Έψομ. Ό Μόρνη Κάννον είναι ό άναβάτης του. Μπορούσα νά βγάλω εφτά στό ενα πρίν άπό δυό εβδομάδες, άν ποντάριζα κόντρα στό Σαίντ-’Άμαντ. —
’Αλήθεια; είπε ό Νταίηβυ Μπέρν.
Πήγε πρός τό παράθυρο καί παίρνοντας τό βιβλίο τού ταμείου, άρχ ισε νά ψάχ νει τίς σελίδες του. — ’Αλήθεια σού λέω, είπε ό Φλύν ό μυταράς, ρουφώντας τή μύτη του. Έπρόκειτο γιά εξαίρετο άλογο. Ό Σαίντ-Φρούσκουιν ήταν ό πατέρας του. “Ομως ή φοραδίτσα τού Ρότσιλντ κέρδισε μέσα στήν καταιγίδα, μέ μπαμπάκια στ’ αύτιά της. Γαλάζιο χ ιτώνιο καί κίτρινο σκουφί. Ό διάολος νά πάρει τόν Μπέν Ντόλλαρντ τόν χ οντρό καί τόν Τζών Ο’ Γκάουντ του. Αύτός δεν μέ άφησε νά τό ποντάρω. ’Άχ . ’Ήπιε μοιρολατρικά άπό τό νεροπότηρό του, ενώ τά δάχ τυλά του γλιστρούσαν πάνω στά αύλάκια του. Ό κ. Μπλούμ, δρθιος καί μασουλώντας, παρατήρησε αύτόν τόν άναστεναγμό καθώς έτρωγε. Ό μυταράς ό χ αζός. Νά τού πώ τό άλογο πού προτείνει ό Λένεχ αν; Τό ξέρει ήδη. ’Άσ’ τον καλύτερα νά τό ξεχ άσει. Θά πάει καί θά χ άσει κι άλλα. Ό άγαθιάρης καί τά λεφτά του. Ή σταγών δρόσου παίρνει πάλι τόν κατήφορο. Ή μύτη του θά είναι κρύα, όταν θά φιλάει γυναίκα. “Ομως, μπορεί νά τής άρέσει. Τά άγκαθωτά γένεια τούς άρέσουν. Ή κρύα μύτη τών σκύλων. Ή γριά κυρία Ρίορνταν στό ξενοδοχ είο Σίτυ ’Άρμς μέ τό Σκάι τερριέ της, πού έβγαζε μουγκρητά άπό τό στομάχ ι του. Ή Μόλλυ τό χ άιδευε στήν άγκαλιά της. ’Ώ, τί καλό σκυλάκι, άγουωκαγουαωκαγουώκ. Τό κρασί μούσκεψε καί απάλυνε τή μουσταρδωμένη ψύχ α τού ψωμιού, κάποτε-κάποτε τό τυρί αηδιαστικό. Καλό είναι τό κρασί. ’Ίσως μπορώ νά τό γευτώ καλύτερα, επειδή δέν διψάω. Φυσικά, έξ αιτίας τού λουτρού. Μόνο μιά ή δύο μπουκιές. Καί υστέρα γύρω στίς εξι θά μπορώ νά. Στίς εξι, στίς εξι. Ό χ ρόνος θά εχ ει περάσει. Αύτή… Μιά άπαλή θέρμη κρασιού ζέσταινε τίς φλέβες του. Τό είχ α τόσο πολύ άνάγκη. Αισθανόμουνα άσχ ημα. Τά μάτια του κοίταζαν δίχ ως επιθυμία τά ράφια μέ τίς κονσέρβες, τίς σαρδέλες, τίς δαγκάνες κακόγουστα βαμμένων αστακών. Είναι περίεργο τί διαλέγουν οί άνθρωποι γιά νά φάνε. Σαλιγκάρια πού τά βγάζουν άπό τό όστρακο μέ μιά καρφίτσα, άλλα πού τά μαζεύουν στά δέντρα, άλλα σαλιγκάρια πάνω στό χ ώμα πού τά τρώνε οί Γάλλοι, άλλα μέσα άπό τό νερό τής θάλασσας πού τά πιάνουν μέ δόλωμα σέ άγκίστρι. Τά ήλίθια ψάρια δέν μαθαίνουν τίποτα σέ χ ίλια χ ρόνια. ’Άν δέν ξέρεις τί τρώς, μήν μπαίνεις σέ κίνδυνο, βάζοντας ό,τι νά ’ναι στό στόμα σου. Δηλητηριώδη βατόμουρα. ’Άγρια τζίτζιφα γιά τά πουλιά. Ή στρογγυλάδα τους σέ κάνει νά τά εμπιστεύεσαι. ‘Ένα επιδεικτικό χ ρώμα σέ προειδοποιεί. Ό ενας τό λέει στόν άλλο καί πάει λέγοντας. Δώσε πρώτα νά φάει ό σκύλος σου. Σέ τραβάει άπό τή μυρωδιά ή τήν εμφάνιση. Φρούτο πού σέ βάζει σέ πειρασμό. Παγωτό χ ωνάκι. Κρέμα. ’Ένστικτο. Οί πορτοκαλεώνες, γιά παράδειγμα. ’Έχ ουν άνάγκη άρδευσης. Μπλάιμπτρεουστράσσε. Εντάξει, άλλά τί γίνεται μέ τά στρείδια; Απαίσια στήν όψη σάν πηγμένο φλέγμα. Βρωμερά κοχ ύλια. Έπί πλέον, βασανίζεσαι νά τ’ άνοίξεις. Ποιός τ’ άνακάλυψε; Τρέφονται μέ σκουπίδια καί κατάλοιπα υπονόμων. Σαμπάνια καί στρείδια τής Κόκκινης Ακτής. Επηρεάζουν τήν έρωτική. Άφροδίσ. Αύτός ήταν στό μπάρ Κόκκινη Άκτή σήμερα τό πρωί. ΤΗταν αύτός στρείδι παλιό ψάρι στό τραπέζι; ’Ίσως αύτός νέα σάρκα στό κρεβάτι. ’Όχ ι. Ό ’Ιούνιος δέν εχ ει ρό, δέν έχ ει στρείδια. “Ομως ύπάρχ ουν άνθρωποι
πού τούς άρέσει τό σιτεμένο κυνήγι. Λαγός σαλμί. Πρώτα πρέπει νά βρεις τό λαγό. Οί Κινέζοι τρώνε αύγά πενήντα χ ρόνων, πρώτα μπλαβίζουν καί υστέρα πρασινίζουν. Γεύμα μέ τριάντα διαφορετικά πιάτα. Κάθε φαγητό μπορεί νά είναι άθώο, όμως ολα θ’ άνακατευτούνε μέσα σου. Μού δίνει τήν ίδέα γιά μιάν ιστορία μυστηριώδους δηλητηρίασης. ‘Όπως, πιθανόν, μ’ εκείνον τόν άρχ ιδούκα Λεοπόλδο. ’Όχ ι. Ναί, ή μάλλον τόν ’Όθωνα, κάποιον άπό αύτούς τούς Άψβούργους. ’Ή, κάποιον άλλον πού είχ ε τή συνήθεια νά τρώει τήν πιτυρίδα τού κεφαλιού του. Τό φτηνότερο γεύμα. Βέβαια, άριστοκράτες. ‘Ύστερα οί άλλοι τό άντιγράφουν γιά νά τό διατηρήσουν στή μόδα. Καί ή Μίλλυ, πετρέλαιο καί άλεύρι. Εμένα μού άρέσει νά τρώω τήν ώμή ζύμη άπό τά γλυκίσματα. Τά μισά άπό τά στρείδια πού πιάνουν τά πετάνε στή θάλασσα, γιά νά διατηρήσουν ψηλά τίς τιμές. Κανείς δέν θά τ’ άγόραζε άν ήταν φτηνά. Χαβιάρι. Γιά νά κάμεις τό κομμάτι σου. Κρασί τού Ρήνου σέ πράσινα ποτήρια. Γαστρονομικές ύπερβολές. Ή Λαίδη τάδε. Μαργαριτάρια σέ πουδραρισμένο ντεκολτέ. Ή έλιτ. Creme de la creme. Επιζητούν ειδικά φαγητά γιά νά ισχ υρίζονται ότι αυτοί. ‘Ένας ερημίτης μέ μιά φούχ τα ξερά ρεβύθια δέν άφήνει νά τόν κυριέψουν οί έρεθισμοί τής σάρκας του. Γνωριζόμαστε, έλα νά φάμε μαζί. Βασιλικός όξύρρυγχ ος. Ό Κόφφεύ, ό κρεοπώλης, ώς πρεσβύτερος τών Δημοτικών ’Αρχ όντων, δικαιούται νά κυνηγάει στά δάση τών πρώην του. Είχ ε υποχ ρέωση νά τού παραχ ωρεί άντιστοίχ ως μισή αγελάδα. Εκείνο τό γεύμα πού είδα νά ετοιμάζουν στήν ύπόγεια κουζίνα γιά τόν Πρόεδρο τού Δικαστηρίου. Ό άρχ ιμάγειρος μέ άσπρο σκούφο, λές καί ήταν κανένας ραββίνος. Πάπια φλαμπέ. Λάχ ανο μέ κρεπαρισμένα φύλλα άλά δούχ ισσα τής Πάρμας. Είναι απαραίτητο νά γράφονται ολα αύτά στό μενού γιά νά ξέρει κανείς τί ακριβώς έφαγε, γιατί τά πολλά μπαχ αρικά χ αλάνε τό φαί. Τό ξέρω άπό μόνος μου. ‘Όταν πρέπει νά υπολογίσεις τίς άναλογίες φτιάχ νοντας σούπα μέ κύβους ’Έντουαρντς. Μπουκώνουν τίς χ ήνες μέχ ρι νά τίς άποτρελάνουν. Καί οί ζωντανοί βρασμένοι άστακοί. Παγακαλώ, πάγετε λίγη άγιο… άγριόκοτα. Δέν θά ’ταν άσχ ημα νά ήμουν σερβιτόρος σ’ ενα ξενοδοχ είο πρώτης κατηγορίας. Φιλοδωρήματα, βραδινό ένδυμα, μισόγυμνες κυρίες. Δεσποινίς Ντυμπετάτ, μπορώ νά σάς βάλω σέ πειρασμό γιά μιά άλλη μικρή γλώσσα μέ λεμόνι; Αχ , ναί, εύχ αρίστως. Καί αύτή νά ενδίδει εύχ αρίστως. Φαντάζομαι ότι αύτό τό όνομα προέρχ εται άπό τούς Ουγενότους. Κάποια δεσποινίς Ντυμπετάτ έμενε στό Κίλλινυ, θυμάμαι. Du, de la, ολα αύτά είναι γαλλικά. Καί πιθανόν, αύτό τό ψάρι νά μήν είναι άλλο άπό εκείνον τόν γερο-Μίκυ Χάνλον πού έμενε στήν όδό Μούρ, πού ξεκωλώθηκε στή δουλειά γιά νά κάμει περιουσία ολοταχ ώς, μέ τά δάχ τυλά του μέσα στά σπάραχ να τών ψαριών καί πού δέν ξέρει νά γράφει τό όνομά του μήτε πάνω σέ μιάν επιταγή, κι είχ ε τότυφος κάποιου πού διασκεδάζει μ’ εκείνο τό στραβοχ υμένο στόμα του. Μι-χ ά-λης. Ά Χάς. Χάν. Στουρνάρι σάν τό ζευγάρι του τά τσόκαρα, άλλά μ’ ένα κομπόδεμα πενήντα χ ιλιάδων λιρών. Δύο μύγες, κολλημένες πάνω στό τζάμι, ζουζούνισαν` κολλημένες. Κράτησε τό γεμάτο ήλιο κρασί στόν ούρανίσκο του καί άκολούθως τό κατάπιε. Τό πάτημα τών σταφυλιών στ’ άμπέλια τής Βουργουνδίας. Μέ τή ζέστα τού ήλιου μέσα του. Μοιάζει μέ χ άδι μυστικό πού μού ξαναφέρνει τόσα καί τόσα στή μνήμη. Σ’ αύτή τήν υγρή επικοινωνία, οί αισθήσεις του άνταποκρίθηκαν ενθυμούμενες. Μάς έκρυβαν οί άγριες φτέρες τού λόφου Χάουθ. Πιό χ αμηλά ή άκρογιαλιά, ούρανός πού κοιμάται. Ούτε ένας θόρυβος. Ό ούρανός. Ή άκρογιαλιά πορφυρή κατά τή μεριά τού Λάιονς Χέντ. Πράσινη κατά τή μεριά τού Ντράμπλεκ. Κιτρινοπράσινη κατά τή μεριά τού Σάττον. Υποβρύχ ια λιβάδια, μέ γραμμές σκοτωμένου καφέ χ ρώματος μέσα στά χ όρτα, θαμμένες πολιτείες. Είχ ε άκουμπήσει τά μαλλιά της πάνω στό σακκάκι μου, τά σκουλαρίκια της μέσα στά ρείκια, τό χ έρι μου κάτω άπό τόν αύχ ένα της, θά μέ τσαλακώσεις καί θά μέ κάνεις χ άλια. “Ω, Θεέ μου! Τό χ έρι της άπαλό, δροσερό, άρωματισμένο, μέ άγγιξε, μέ χ άιδεψε` τά μάτια της πάνω μου, δέν γύρισαν νά κοιτάξουν άλλού. Είχ α ξαπλώσει μεγεμένος πάνω της, γεμάτα χ είλη
όλάνοιχ τα, φίλησα τό στόμα της. Γιάμ. Απαλά μού έβαλε στό στόμα τό κέικ μέ τούς ήλιόσπορους, ζεστό καί μασημένο. ’Άνοστη ζύμη, πού τό στόμα της είχ ε ζυμώσει μέ σάλιο γλυκό καί πικάντικο. Χαρά· τό έφαγα· χ αρά. Νέα ζωή, πού τά προτεταμένα χ είλη της μού είχ αν προσφέρει. Απαλά, ζεστά, κολλώδη άπό μιάν άρωματισμένη γόμα, τά χ είλη της. Λουλούδια ήταν τά μάτια της, πάρε με, μάτια πού εξέφραζαν τήν άποδοχ ή της. ’Έπεσαν βότσαλα. ’Έμεινε άκίνητη. Μιά κατσίκα. Κανείς. Ψηλά στό Μπέν Χάουθ, άνάμεσα στά ροδόδεντρα, μιά κατσίκα περπατούσε μέ σίγουρο βήμα, σκορπίζοντας κορινθιακές σταφίδες. Σκεπασμένη άπό τίς άγριες φτέρες γέλασε σφιχ ταγκαλιασμένη. Ειχ α ξαπλώσει πάνω της άναστατωμένος, τή φιλούσα· τά μάτια της, τά χ είλη της, τόν τεντωμένο της λαιμό, καρδιοχ τυπώντας, τά γεμάτα γυναικεία στήθια της μέσα στήν μπλούζα της, οί μεγάλες στητές ρώγες της. Ξαναμμένος τής έβαλα τή γλώσσα στό στόμα. Μέ φίλησε. Φιλήθηκα. Παραδομένη, μού άνακάτεψε τά μαλλιά. Φιλημένη, μέ φιλούσε. Εμένα. Καί τώρα νά με. Κολλημένες, οί μύγες ζουζούνιζαν. Μέ τά μάτια χ αμηλωμένα παρατηρούσε τίς σιωπηλές φλέβες τού δρύινου πάγκου. ’Ομορφιά` καμπυλότητες· οί καμπύλες είναι όμορφες. Καλοφτιαγμένες θεές, ή Αφροδίτη, ή ‘Ήρα` καμπύλες πού ό κόσμος θαυμάζει. Μπορώ νά τίς δώ νά στέκονται στή στρογγυλή είσοδο τού μουσείου τής βιβλιοθήκης, τίς γυμνές θεές. Βοηθάνε τή χ ώνευση. Δέν τίς νοιάζει πού τίς κοιτάζουν οί άντρες. “Ολα μπορούν νά ίδωθούν. Δέν μιλάνε ποτέ. Σέ άνθρώπους οπως ό Φλύν, έννοώ. ’Άς ύποθέσουμε ότι ήταν ό Πυγμαλίων καί ή Γαλάτεια, ποιά θά ήταν ή πρώτη της λέξη; Θνητέ! Θά τόν έβαζε στή θέση του. Πίνουν άπληστα τό νέκταρ στό συμπόσιο τών θεών, τά χ ρυσά πιάτα ξέχ ειλα άπό άμβροσία. Εντελώς διαφορετικά άπό τά δικά μας γεύματα τών έξι πεννών, γίδα βραστή, καρότα καί γογγύλια, καί μιά μπουκάλα παλιόκρασο Άλλσοπ. Νέκταρ, νά φανταστείς ότι πίνεις ήλεκτρισμό` θείκή τροφή. Χαριτωμένες γυναικείες φόρμες, σκαλισμένες μέ πρότυπο τίς άναλογίες τής “Ηρας. Αθάνατα χ αριτωμένες. Καί μείς παραγεμιζόμαστε άπό τή μιά τρύπα μέ τροφή καί τή βγάζουμε άπό πίσω μας` τροφή, χ υλός, αίμα, κόπρανα, γή, τροφή` πρέπει νά διατρεφόμαστε, οπως τροφοδοτείται καί μιά άτμομηχ ανή. Αύτές δέν έχ ουν. Δέν έτυχ ε νά κοιτάξω. Θά κοιτάξω σήμερα. Ό φύλακας δέν θά μέ δει. Σκύψε μπροστά, άσε νά σού πέσει κάτι, δές άν αύτή… “Ενα άθόρυβο μήνυμα μεταδόθηκε μέ γρήγορες σταγόνες άπό τήν ουροδόχ ο κύστη του γιά νά πάει νά κάμει, νά μήν κάμει έκεί, άλλά νά κάμει. Σάν άντρας καί έτοιμος άδειασε τό ποτήρι του μέχ ρι τόν πάτο καί προχ ώρησε, καί αύτές σέ άντρες παραδίνονταν, μέ άντρίκεια συνείδηση, μέ τούς άντρες εραστές τους ξάπλωναν, ενας έφηβος τήν απολάμβανε, πρός τά ούρητήρια τής αυλής. ‘Όταν δέν άκουγόταν άλλο ό θόρυβος τών παπουτσιών του, ό Νταίηβυ Μπέρν είπε, πίσω άπό τό τεφτέρι του: —
Μέ τί άσχ ολείται αύτός; Μέ άσφαλίσεις;
— Τά ’χ ει παρατήσει έδώ καί αρκετό καιρό, είπε ό Φλύν ό μυταράς. Τώρα δουλεύει διαφημιστικός πράκτορας στόν Ελεύθερο ’Άνθρωπο. —
Τόν ξέρω καλά έξ όψεως, είπε ό Νταίηβυ Μπέρν. ’Αντιμετωπίζει στενοχ ώριες;
—
Στενοχ ώριες; είπε ό Φλύν ό μυταράς. Δέν άκουσα τίποτα. Γιατί;
—
Πρόσεξα πώς πενθεί.
— ’Αλήθεια; είπε ό Φλύν ό μυταράς. Ναί, πενθεί, μά τήν πίστη μου. Τόν ρώτησα πώς είναι ολοι σπίτι του. Μά τό Θεό, εχ εις δίκιο. Πενθεί. — Δέν θίγω ποτέ τό θέμα, είπε καλωσυνάτα ό Νταίηβυ Μπέρν, όταν βλέπω ότι κάποιος κύριος έχ ει στενοχ ώριες αύτής τής μορφής. Δέν γίνεται τίποτα άλλο, παρά νά τούς τό ξαναθυμίσεις. — Πάντως δέν πρόκειται γιά τή γυναίκα του, είπε ό Φλύν ό μυταράς. Τόν συνάντησα προχ θές πού έβγαινε άπό τό πρατήριο τού ύποδειγματικού άγροκτήματος πού διατηρεί στήν οδό Χένρυ ή γυναίκα τού Τζών Γουάιζ Νόλαν καί κρατούσε στά χ έρια του ενα βάζο άφρόγαλα, τό πήγαινε σπίτι εις τό πολυτιμότερόν του ήμισυ. Διατρέφεται καλά αύτή, αύτό μόνο σού λέω. Καί τού πουλιού τό γάλα. —
Καί τά φέρνει βόλτα μέ όσα βγάζει άπό τόν Ελεύθερο ’Άνθρωπο; ρώτησε ό Νταίηβυ Μπέρν.
Ό Φλύν ό μυταράς σούφρωσε τά χ είλη του. — Δέν άγοράζει άφρόγαλα μέ τά λεφτά άπό τίς διαφημίσεις πού βρίσκει έδώ κι εκεί. Αύτό είναι γιά τά μικροέξοδά του. —
Τί θές νά πεις; ρώτησε ό Νταίηβυ Μπέρν, καί άφήνοντας τό τεφτέρι του, πλησίασε.
Ό Φλύν ό μυταράς έκανε γρήγορες κινήσεις μέ τά δάχ τυλά του στόν άέρα. ’Έκλεισε τό μάτι. —
Είναι μέσα στό κόλπο, είπε.
—
Μή μού τό πείς, είπε ό Νταίηβυ Μπέρν.
— Αύτό πού σού λέω, είπε ό Φλύν ό μυταράς. ’Αρχ αία, άνεξάρτητη καί άναγνωρισμένη ^τοά. Φώς, ζωή καί άγάπη, μά τό Θεό. Τόν βοηθάνε συχ νά. Εμένα μου τό είπε ό, χ μ, δέν θά σού πώ ποιός μού τό είπε. —
Μά, είναι βέβαιο;
— ’Ά, πρόκειται γιά σοβαρή στοά, είπε ό Φλύν ό μυταράς. Δέν σ’ εγκαταλείπουν, όταν σέ παίρνει ή κάτω βόλτα. Ξέρω ενα φίλο πού προσπάθησε νά μπεί κι αύτός, άλλά είναι άφάνταστα δύσκολο. Μά τό Θεό, έχ ουν δίκιο πού δέν έπιτρέπουν στίς γυναίκες νά γίνουν μέλη. Ό Νταίηβυ Μπέρν χ αμογελασοχ ασμουρηθηκαποφάνθηκε, ολα μαζί. —
Γ ιαααααααχ χ χ ααααχ χ !
— Κάποτε, είπε ό Φλύν ό μυταράς, μιά γυναίκα κρύφτηκε μέσα σ’ ενα μεγάλο εκκρεμές γιά νά ανακαλύψει τί κάνανε. Άλλά, διάολε, αύτοί τήν ανακάλυψαν άπό τή μυρουδιά καί τήν ορκίσανε στό πί καί φί ώς Μεγάλη Διδασκάλισσα τής στοάς. ’Έγινε ενας άπό τούς Σαίντ Λεζέρ ντέ Ντονερέλ. Ό Νταίηβυ Μπέρν, ύπερικανοποιημένος υστέρα άπό τό χ ασμουρητό του, είπε μέ δακρύβρεχ τα
μάτια: — Καί είναι βέβαιο; Είναι ήσυχ ος καί άξιοπρεπής άνθρωπος. Τόν εχ ω δεί συχ νά έδώ μέσα καί ποτέ δέν τόν είδα, καταλαβαίνετε, νά ύπερβαίνει τά δρια. — Ούτε καί ό ίδιος ό παντοδύναμος Θεός θά μπορούσε νά τόν κάμει νά μεθύσει, είπε άποφασιστικά ό Φλύν ό μυταράς. Μόλις άρχ ίσουν ν’ άνάβουν τά αίματα, αύτός τό σκάει. Δέν τόν πρόσεξες πού κοίταζε τό ρολόι του; ’Άχ , δέν ήσουνα έδώ. ’Άν τόν καλέσεις νά πάρει ενα ποτό, τό πρώτο πράμα πού κάνει είναι νά βγάλει τό ρολόι του γιά νά κοιτάξει τί πρέπει νά πιει. Στήν τιμή μου, αύτό κάνει. — Υπάρχ ουν μερικοί τέτοιοι, είπε ό Νταίηβυ Μπέρν. Θά ελεγα ότι πρόκειται γιά άξιόπιστο άνθρωπο. — Δέν είναι κακός, είπε ό Φλύν ό μυταράς, ρουφώντας τή μύτη του. Είναι γνωστό πώς βάζει τό χ ^ρι στήν τσέπη του γιά νά βοηθήσει ενα φίλο. Πρέπει νά λέμε τήν άλήθεια. ’Ά, όχ ι, ό Μπλούμ εχ ει καί τά καλά του. “Ομως υπάρχ ει κι ενα πράμα πού δέν θά τό κάνει ποτέ του. Τό δάχ τυλό του κινήθηκε δίπλα στό ρούμι του, σάν νά έγραφε μιά υποθετική υπογραφή. —
Ξέρω, είπε ό Νταίηβυ Μπέρν.
—
Τίποτα σέ γραπτό, είπε ό Φλύν ό μυταράς.
Ό Πάντυ Λέναρντ καί ό Μπάνταμ Λάιονς μπήκαν μέσα. Τούς άκολούθησε ό Τόμ Ρόσφορντ, πιέζοντας μέ τό ενα χ έρι τό κατακόκκινο γιλέκο του. —
Μέρα, κύριε Μπέρν.
—
Μέρα, κύριοι.
Στάθηκαν κοντά στόν πάγκο. —
Ποιός κερνάει; ρώτησε ό Πάντυ Λέναρντ.
—
”Ενας άπό τούς δρθιους, είπε ό Φλύν ό μυταράς, γιατί έγώ κάθομαι.
—
Λοιπόν, τί θά πάρετε; ρώτησε ό Πάντυ Λέναρντ.
—
Έγώ θά πάρω μιά γκαζόζα, είπε ό Μπάνταμ Λάιονς.
—
Τί; φώναξε ό Πάντυ Λέναρντ. Χριστέ καί Κύριε, άπό πότε; Κι έσύ, Τόμ;
—
Πώς πάτε άπό κεντρική άποχ έτευση; ρώτησε ό Φλύν ό μυταράς, ρουφώντας τό ποτό του.
’Αντί γιά άπάντηση ό Τόμ Ρόσφορντ πίεσε τό στέρνο του καί έβγαλε άπό τά χ είλη του κάτι σάν λόξυγγα. —
Κύριε Μπέρν, θά μπορούσα νά σάς ενοχ λήσω γιά ενα ποτήρι δροσερό νερό; είπε.
—
Βεβαίως, κύριε.
Ό Πάντυ Λέναρντ παρατηρούσε τούς συμπότες του. — Θεέ καί Κύριε, είπε, κοίτα τί μέ βάζουνε νά τούς κεράσω! Δροσερό νερό καί γκαζόζα! Δυό τύποι πού γιά νά ρουφήξουν ούίσκυ θά κόλλαγαν τά χ είλη τους σέ μιά πληγή ποδιού. Αύτός έκεί κρύβει στό μανίκι του τό όνομα τού άλογου πού θά κερδίσει τό Χρυσό Κύπελλο. Στοίχ ημα άπολύτως σίγουρο. —
Τό Ζιντφάντελ; ρώτησε ό Φλύν ό μυταράς.
Ό Τόμ Ρόσφορντ έριξε κάποια σκόνη άπό ένα διπλωμένο χ αρτί στό ποτήρι πού είχ ε μπροστά του. —
Αύτή ή καταραμένη ή δυσπεψία, είπε πρίν πιει.
—
Ή σόδα κάνει καλό, είπε ό Νταίηβυ Μπέρν.
Ό Τόμ Ρόσφορντ συγκατένευσε καί ήπιε. —
Δέν είναι τό Ζιντφάντελ;
— Μή λές τίποτα, είπε μέ συνωμοτικό ύφος ό Μπάνταμ Λάιονς. Έγώ θά στοιχ ηματίσω πέντε σελλίνια γιά πάρτη μου. —
’Άν είσαι άντρας, πές μας, καί άι στό διάολο, είπε ό Πάντυ Λέναρντ. Ποιός σ’ τό εδωσε;
Ό κ. Μπλούμ, πού διασκέλιζε τήν πόρτα, σήκωσε τρία δάχ τυλα γιά νά τούς χ αιρετίσει. —
’Άντε, γειά, είπε ό Φλύν ό μυταράς.
Οί άλλοι γυρίσανε τό σώμα τους. —
Νά, αύτός έκεί είναι εκείνος πού μού τό εδωσε, ψιθύρισε ό Μπάνταμ Λάιονς.
— ,Πρρρτττ! είπε χ λευαστικά ό Πάντυ Λέναρντ. Κύριε Μπέρν, καλέ μου κύριε, υστέρα άπ’ αύτό, θά πάρουμε δυό άπό τά μικρά σας ούίσκυ καί… —
Μιά γκαζόζα, πρόσθεσε εύγενικά ό Νταίηβυ Μπέρν.
—
Κι ένα μπιμπερό γιά τό μωρό, είπε ό Πάντυ Λέναρντ.
Ό κ. Μπλούμ προχ ώρησε πρός τήν όδό Ντώσον, ενώ καθάριζε άπαλά τά δόντια μέ τή γλώσσα του. Θά χ ρειαζόταν κάτι πράσινο· σπανάκι Ισως. Καί μέ αύτές τίς άκτίνες X πού ερευνούσαν θά μπορούσε κανείς. Στή στενωπό Ιτιούκ ένα άδηφάγο τερριέ ξέρασε έναν πολτό άπό κόκκαλα στό λιθόστρωτο καί τόν έγλειψε μέ νέο ζήλο. Κορεσμός. Σάς τό επιστρέφουμε μαζί μέ τίς εύχ αριστίες μας, έχ οντας χ ωνέψει στήν εντέλεια τά περιεχ όμενα. Κατ’ άρχ ήν γλυκό καί έκ δευτέρου ευγευστο. Ό κ. Μπλούμ διέγραψε προσεκτικά ένα ήμικύκλιο. Μηρυκαστικά. Τό δεύτερο πιάτο του. Αύτά κινούν τό πάνω
σαγόνι τους. Αναρωτιέται άν ό Τόμ Ρόσφορντ θά κάνει τίποτε μ’ έκείνη τήν εφεύρεσή του. Χάνοντας τήν ώρα του γιά νά τήν εξηγεί μπροστά στό στόμα τού Φλύν. Οί άδύνατοι άνθρωποι εχ ούν μεγάλα στόματα. Θά έπρεπε νά υπάρχ ει ενα ίδρυμα, κάποιο μέρος τέλος πάντων, πού οί εφευρέτες θά μπορούσαν νά καταφεύγουν έκεί καί νά επιδίδονται σέ εφευρέσεις τσάμπα. Τότε βέβαια θά μαζεύονταν έκεί ολοι όσοι τούς εχ ει στρίψει ή βίδα. Μουρμούρισε, παρατείνοντας μέ σεμνή παρήχ ηση τήν τελευταία νότα κάθε μέτρου: Don Giovanni, a cenar teco M’ invitasti. Νιώθω καλύτερα. Βουργουνδία. Καλό τονωτικό. Ποιός ήταν ό πρώτος άνθρωπος πού άπόσταξε; Κάποιος τύπος πού είχ ε στενοχ ώριες. Πρός τόνωσιν τού ήθικού. Αύτή ή έφημερίδα Ό Λαός τού Κιλχ έννυ στήν έθνική βιβλιοθήκη τώρα, οφείλω νά. ’Άδειες καθαρές λεκάνες αποχ ωρητηρίου σέ θέση άναμονής στή βιτρίνα τού Γουίλλιαμ Μίλλερ, είδη υγιεινής, τράβηξαν τήν προσοχ ή του. ~Ηταν δυνατόν` νά έπιβλέψει κανείς τήν κάθοδο σέ ολο τό μήκος τής διαδρομής` άν καταπιεί κανείς μιά καρφίτσα, μερικές φορές αύτή βγαίνει άπό τά πλευρά του υστέρα άπό χ ρόνια, διαδρομή μέσα στό σώμα, άλλάζοντας κατεύθυνση στή χ οληδόχ ο κύστη, τόν σπλήνα πού τήν εκτοξεύει στό συκώτι, στά γαστρικά υγρά τών εντέρων πού μ ηάζουν μέ σωλήνες. ‘Όμως, ό φουκαράς θά ήταν υποχ ρεωμένος ολο αύτό τό διάστημα νά ύφίσταται τήν επίδειξη τών έντοσθίων του. Επιστήμη. — Α cenar teco. Τί νά σημαίνει αύτό τό teco; Απόψε, ίσως. Ντόν Τζιοβάννι μέ χ άλεσες νά ερθω άπόφε γιά δείπνο, Τά ρά ντάμ τάμ τάμ. ’Όχ ι, δέν ταιριάζει οπως θά έπρεπε. Κλειδής` δυό μήνες, άν καταφέρω τόν Ναννέττι νά. Αύτό σημαίνει δύο λίρες καί δέκα σελλίνια, περίπου δύο λίρες καί οχ τώ σελλίνια. Ό Χάινς μού χ ρωστάει τρία σελλίνια. Δύο λίρες καί έντεκα σελλίνια. Περίπου πέντε γκινέες. Δέν είναι κι άσχ ημα. Θά μπορούσα ν’ άγοράσω τής Μόλλυς ένα άπ’ αύτά τά μεταξωτά μεσοφόρια, στό ίδιο χ ρώμα μέ τίς καινούργιες ζαρτιέρες της. Σήμερα. Σήμερα. Μήν τό σκέφτεσαι. Καί κατόπιν μιά περιοδεία στόν νότο. Γιατί όχ ι, στίς άγγλικές λουτροπόλεις; Τό Μπράιτον, τό Μάργκεητ. Οί εξέδρες μέ τό φεγγαρόφωτο. Ή φωνή της νά επιπλέει στά άνοιχ τά. Αύτά τά χ αριτωμένα κορίτσια τής άκρογια-λιάς. `Έξω άπό τό μαγαζί τού Τζών Λόνγκ ενας νυσταλέος τεμπέλης σέ βαθειά περισυλλογή ροκάνιζε μιά άρθρωση τού χ εριού του σκεπασμένη μέ κρούστα βρώμας. Επιδέξιος άντρας ζητάει εργασία. Μικρή άμοιβή. Τρώει ό,τι νά ’ναι. Ό κ. Μπλούμ έστριψε τό κεφάλι πρός τή βιτρίνα τού ζαχ αροπλαστείου τού Γκραίη μέ τίς άπούλητες τούρτες καί πέρασε μπροστά άπό τό βιβλιοπωλείο τού αίδεσιμώτατου Τόμας
Κόννελλαν. Διά ποιον λόγον έγκατέλειφα τήν Ρωμαίκήν εκκλησίαν; Φωλεά πτηνών. Οί γυναίκες τόν καταδιώκουν. Λένε ότι, στόν καιρό τής καταστροφής τής πατάτας, μοίραζαν σούπα στά φτωχ ά παιδιά γιά νά τά προσηλυτίσουν καί νά γίνουν διαμαρτυρόμενοι. ’Απέναντι υπήρχ ε ή εταιρεία στήν οποία κατέφυγε ό μπαμπάς γιά τόν προσηλυτισμό τών φτωχ ών έβραίων. ’Ίδιο δόλωμα. Διά ποιον λόγον έγκαταλείψαμε τήν Ρωμαίκήν εκκλησία. ‘Ένας νεαρός τυφλός στεκόταν στήν άκρη τού πεζοδρομίου, χ τυπώντας το μέ τό λεπτό μπαστουνάκι του. Δέν φαίνεται κανένα τράμ. Θέλει νά περάσει άπέναντι. —
Θέλετε νά περάσετε άπέναντι; ρώτησε ό κ. Μπλούμ.
Ό νεαρός τυφλός δέν άπάντησε. Τό τυφλό του πρόσωπο συσπάστηκε ελαφρά. Τό κεφάλι του εκανε μιά άβέβαιη κίνηση. — Είσαστε στήν όδό Ντώσον, ειπε ό κ. Μπλούμ. ’Απέναντι είναι ή οδός Μόλσγουερθ. Θέλετε νά περάσετε άπέναντι; Δέν υπάρχ ει εμπόδιο. Τό μπαστούνι κινήθηκε τρέμοντας πρός τά άριστερά. Ό κ. Μπλούμ άκολούθησε μέ τά μάτια του τήν προέκταση τής γραμμής του καί είδε ξανά τό κάρρο τού βαφείου σταματημένο μπροστά άπό τού Ντράγκο. Είδα τήν μπριγιαντίνη ν’ άστράφτει στό κεφάλι του, όταν πέρναγα άπό έκεί. Τό άλογο κουτουλάει. Ό καρρολόγος μπήκε στού Τζών Λόγκ. Σβήνει τή δίψα του. — Υπάρχ ει ενα κάρο έκεί, είπε ό κ. Μπλούμ, άλλά είναι σταματημένο. Θά σάς περάσω άπέναντι. Θέλετε νά πάτε στήν όδό Μόλσγουερθ; —
,Μάλιστα, είπε ό νεαρός τυφλός. Στήν όδό Φρέντερικ.
—
Ελάτε, είπε ό κ. Μπλούμ.
’Άγγιξε απαλά τόν κοκκαλιάρικο άγκώνα του και ύστερα πήρε τό χ έρι του πού εβλεπε γιά νά τόν καθοδηγήσει. Πές του κάτι. Νά μή φανεί πώς κάνεις τόν καταδεχ τικό. Δέν εμπιστεύονται όσα τούς λένε. Καλύτερα νά πεις κάτι απλό. —
Άποφύγαμε τή βροχ ή.
Καμιά άπάντηση. Λεκέδες στό σακκάκι του. Πιθανόν τού πέφτει τό φαί άπό τό στόμα. `Όλα γι’ αύτόν έχ ουν μιά διαφορετική γεύση. Κατ’ άρχ ήν είναι άναγκασμένοι νά τρώνε μέ τό κουτάλι. Τό χ έρι του σάν χ έρι παιδιού. ‘Όπως ήταν τής Μίλλυς. Εύαίσθητο. Μπορεί νά ύπολογίζει τό μπόι μου άπό τό άγγιγμα τού χ εριού μου. Αναρωτιέμαι άν εχ ει όνομα. Τό κάρρο. Κρατάει τό μπαστούνι μακριά άπό τά κανιά τού άλογου, πού ψόφιο άπό τήν κούραση παίρνει εναν υπνάκο. Σωστά. Ό δρόμος είναι ελεύθερος. Πίσω άπό εναν ταύρο καί μπροστά άπό ενα άλογο. —
Ευχ αριστώ, κύριε.
Ξέρει πώς είμαι άντρας. Φωνή.
—
Είσαστε εντάξει; Τώρα, ή πρώτη στροφή άριστερά.
Ό νεαρός τυφλός χ τύπησε τό μπαστούνι στό πεζοδρόμιο καί ξεκίνησε, άνασηκώνοντας τό μπαστούνι καί χ τυπώντας τό έδαφος. Ό κ. Μπλούμ περπάτησε πίσω άπό τά τυφλά πόδια καί τό φαρδύ κοστούμι άπό ψαροκόκκαλο τουήντ. Ό φουκαράς! Πώς γίνεται νά τό ξέρει ότι τό κάρο ήταν εκεί; Πρέπει νά τό διαισθάνθηκε. ’Ίσως νά βλέπουν τά πράγματα μέσα στό μέτωπό τους. ‘Ένα είδος αίσθησης τού όγκου. Τό βάρος θά τό αισθανόταν άν άφαιρούσαν κάτι. Θά αισθανόταν ενα κενό. Πρέπει νά εχ ει μιά παράξενη άντίληψη τού Δουβλίνου, ετσι πού βρίσκει τό δρόμο του μέ μικρά χ τυπήματα στό λιθόστρωτο. ’Άραγε, χ ωρίς τό μπαστούνι του, μπορεί νά περπατήσει σ’ ευθεία γραμμή; Πρόσωπο ώχ ρό καί ευλαβικό, σάν κάποιος πού πρόκειται νά γίνει παπάς. Πένροουζ! ’Έτσι λεγόταν εκείνος ό άλλος. Κοίταξε πόσα πράγματα μπορούν νά μάθουν νά κάνουν. Νά διαβάζουν μέ τά δάχ τυλά τους. Νά κουρδίζουν πιάνα. Μένουμε κατάπληχ τοι όταν δείχ νουν έξυπνοι. Επειδή νομίζουμε ότι κάποιος μ’ ενα σωματικό κουσούρι ή κάποιος καμπούρης είναι έξυπνος όταν πεί κάτι πού μπορούσαμε νά τό πούμε κι εμείς. Βέβαια, οί άλλες αισθήσεις είναι περισσότερο. Κεντάνε. Πλέκουν καλάθια. Οί άνθρωποι θά επρεπε νά τούς βοηθούν. Θά μπορούσα ν’ άγοράσω τής Μόλλυς, γιά τά γενέθλιά της, ενα καλαθάκι γιά είδη ραπτικής. Σιχ αίνεται τό ράψιμο. Αιτία γιά άντίρρηση. Τούς άποκαλούν άνθρώπους τού ζόφου. Καί ή αίσθηση τής όσφρησης πρέπει νά είναι έντονώτερη. Όσμές άπό παντού, σάν άνθοδέσμη. Καί άπό κάθε άτομο. Καί άπό τήν άνοιξη, τό καλοκαίρι` μυρωδιές. Γεύσεις. Λένε πώς δέν μπορείς νά εκτιμήσεις τή γεύση ένός κρασιού μέ κλειστά μάτια ή όταν εχ εις αρπάξει κρύωμα στό κεφάλι. Λένε έπίσης ότι τό κάπνισμα στό σκοτάδι δέν σού προσφέρει εύχ αρίστηση. Καί μέ μιά γυναίκα, γιά παράδειγμα. Περισσότερο ξετσίπωτο όταν δέν βλέπεις. Αύτή ή κοπέλα πού περνάει μπροστά άπό τό ‘Ίδρυμα Στιούαρτ μέ τό κεφάλι ψηλά. Κοίταξέ με. Ντύθηκα καί στολίστηκα. Θά είναι παράξενο πού δέν τή βλέπει. Ασαφής μορφή άποτυπωμένη στόν οφθαλμό τής ψυχ ής του. Ή φωνή, ή θερμότητα, όταν τήν άγγίζει μέ τά δάχ τυλά του πρέπει σχ εδόν νά διακρίνει τίς γραμμές καί τίς καμπύλες. Γ ιά παράδειγμα, τά χ έpta του πάνω στά μαλλιά της. ’Άς ύποθέσουμε γιά παράδειγμα, πώς είναι μαύρα. Εντάξει. Τά λέμε μαύρα. ‘Ύστερα χ αίδεύοντας τή λευκή επιδερμίδα της. ’Ίσως μιά διαφορετική αίσθηση. Μιά αίσθηση τού λευκού. Ταχ υδρομείο. Πρέπει ν’ άπαντήσω. Τί βαρεμάρα. Νά τής στείλω ενα έμβασμα, δυό σελλίνια, μισή κορώνα. Δεχ τείτε τό μικρό δώρο μου. Τό χ αρτοπωλείο είναι άκριβώς δίπλα. Περίμενε. Σκέφου το ξανά. ‘Απαλά καί χ ωρίς βιασύνη άγγιξε τά χ τενισμένα μαλλιά του πίσω άπό τ’ αυτιά. Ξανά. Τρίχ ες σάν λεπτό λεπτό άχ υρο. ‘Ύστερα πέρασε απαλά τό δάχ τυλό του πάνω στό δέρμα τού δεξιού του μάγουλου. Κι εκεί οί τρίχ ες μαλακές. ’Αλλά τό δέρμα δέν είναι άρκετά λείο. Έκεί στήν κοιλιά είναι τό περισσότερο λείο. Κανείς δέν μέ βλέπει. Νά τος, έστριψε στήν όδό Φρέντερικ. Μπορεί νά πηγαίνει στή Σχ ολή χ ορού καί πιάνου τού Λέβενστον. Θά μπορούσα νά ταχ τοποιήσω τίς τιράντες μου. Κοντά στό μπάρ Ντόραν γλίστρησε τό χ έρι του άνάμεσα γιλέκο καί παντελόνι καί,
παραμερίζοντας λίγο τό πουκάμισό του, πασπάτεψε μιά χ αλαρή ζάρα τής κοιλιάς του. “Ομως, έγώ ξέρω πώς είναι άσπροκίτρινη. Πρέπει νά δοκιμάσω μέσα στό σκοτάδι γιά νά δώ. ’Απόσυρε τό χ έρι του καί ίσιωσε τό ρούχ ο του. Ό φουκαράς! Σχ εδόν παιδί. Τρομερό. ’Αληθινά τρομερό. Πώς μπορεί νά ονειρεύεται, άφού δέν βλέπει. Γι` αύτόν ή ζωή είναι σάν όνειρο. ’Άν γεννιέσαι ετσι, πού είναι ή δικαιοσύνη; “Ολες αύτές οί γυναίκες καί τά παιδιά πού καήκανε καί πνιγήκανε σέ μιά εκδρομή στή Νέα Ύόρκη. ‘Ολοκαύτωμα. Κάρμα ονομάζουν αύτή τή μετοίκηση, γιά άμαρτίες πού διέπραξες σέ μία προηγούμενη ζωή, μετενσάρκωση, μέ τήν ψυχ ή σου έσύ. Πώ, πώ πώ! Τούς λυπάσαι, βέβαια, άλλά πρέπει κανείς νά παραδεχ τεί ότι υπάρχ ει κάτι, πού μέ κάποιο τρόπο σ’ εμποδίζει νά γίνεις ενα μαζί τους. Ό σέρ Φρέντερικ Φώκινερ εισέρχ εται στή μασονική στοά. Σοβαρός σάν Τρώος. Μετά άπό τό καλό γεύμα τοΟ στήν όδό ’Έρλφορντ. Αύτά τά γερόντια τού δικαστικού σώματος άνοίγουν μπουκάλες κρασιού πρώτης διαλογής. ‘Ιστορίες δικηγόρων, δικαστών τού κακουργοδικείου καί χ ρονικά ορφανοτροφείων. Τού εριξε δέκα χ ρόνια στήν πλάτη. Φαντάζομαι ότι τό κρασί πού ήπια έγώ πρίν θά τόν εκανε νά στραβώσει τή μούρη του. Γι’ αυτούς μόνο κρασιά μιάς συγκεκριμένης εσοδείας, μέ τό έτος έμφιάλωσης καταγραμμένο πάνω στή σκονισμένη φιάλη. ’Έχ ει τίς δικές του άπόψεις περί δικαιοσύνης όταν βρίσκεται στό πλημμελειοδικείο. Γέροντας μέ χ αλές προθέσεις. Τά πινάκια γεμάτα άπό τέτοιες περιπτώσεις` έχ ουν τό ποσοστό τους στήν κατασκευή εγκληματιών. Τούς ξαποστέλνει έκεί πού τούς πρέπει. Τό φόβητρο τών τοκογλύφων. ’Έσφιξε πολύ τά λουριά στόν Ρουβήμ Τζ. Έξ άλλου αύτός είναι κάποιος πού μπορεί νά ονομαστεί βρωμο-έβραίος. Αυτοί οί δικαστές είναι παντοδύναμοι. Ξεροκέφαλοι γερομπεκρήδες κάτω άπό τίς περούκες τους. Άρκούδες μέ πληγωμένες πατούσες. Είθε ό Κύριος νά σάς εύσπλαχ νισθεί. Μισό λεπτό, δές τήν άφίσα. Φιλανθρωπική άγορά Μάιρους. Ή Αύτού Υψηλότης ό Γενικός Διοικητής. Σήμερον, δεκάτη εκτη ήμέρα. Υπέρ τής οικονομικής ένισχ ύσεως τού νοσοκομείου Μέρσερ. ’Έδωσαν ήδη τόν Μεσαία γιά τόν σκοπό αύτό. Ναί. Τού Χαίντελ. Τί λές, θά ήθελες νά πας; Μπώλλσμπριτζ. Νά περάσω καί άπό τού Κλειδή. Δέν είναι άνάγκη νά τού κολλάς σάν βδέλλα. Νά μήν τόν κάμεις καί σέ βαρεθεί. Είναι βέβαιο πώς θά συναντήσω κάποιο γνωστό στήν πύλη.Ό κ. Μπλούμ εφτασε στήν όδό Κίλντεαρ. Πρώτα πρέπει νά. Βιβλιοθήκη.>Ψαθάκι στή λιακάδα. Κιτρινοκόκκινα παπούτσια. Παντελόνια μέ ρεβέρ. Είναι. Είναι.>Ή καρδιά του άναπήδησε ελαφρά. Πρός τά δεξιά. Τό μουσείο. Τίς θεές. ’Έκοψε άπότομα πρός τά δεξιά.>Μά είναι; Είναι σχ εδόν βέβαιο. Δέν θά κοιτάξω. Τό κρασί στό πρόσωπό μου. Μά γιατί νά; Πολύ μεθυστικό. Ναί, είναι. Ό βηματισμός. Μήν κοιτάς. Μήν κοιτάς. Συνέχ ισε.>Τραβώντας γιά τήν πύλη τού μουσείου μέ μεγάλο διασκελισμό σήκωσε τά μάτια του, Καλοφτιαγμένο κτίριο. Ό σέρ Τόμας Ντήν τό σχ εδίασε. Μήπως μέ πήρε άπό πίσω;>’Ίσως δέν μέ είδε. Τό φώς κόντρα στά μάτια του.>Ή άνάσα του είχ ε μεταβληθεί σέ λαχ άνιασμα. Γρήγορα. Κρύα άγάλματα` ήσυχ α έκεί. Σ’ ενα λεπτό άσφαλής.>’Όχ ι, δέν μέ είδε. Μόλις περασμένες οί δύο. ’Ακριβώς στήν πύλη.>Ή καρδιά μου!>Τά μάτια του, πού τρεμόπαιζαν, στυλώθηκαν σταθερά στίς κρέμ πέτρινες καμπύλες. Ό σέρ Τόμας Ντή” άκολουθούσε τήν τεχ νοτροπία τής έλληνικής άρχ ιτεκτονικής.>Ψάξε γιά κάτι πού νά.>Τό χ έρι του βιαστικά μπήκε στήν τσέπη του, εβγαλε καί άρχ ισε νά διαβάζει, ξεδιπλωμένο, τό φυλλάδιο γιά τό ’Άτζενταθ Νεταίμ. Πού τό;>Πολύ άπασχ ολημένος ψάχ νοντας.>Βιαστικός ξανάβαλε στήν τσέπη του τό ’Άτζενταθ.>Τό άπόγευμα, είπε αύτή.>Ψάχ νει γιά τό. Ναί, τό. Ψάξε ολες τίς τσέπες σου. Μαντήλ. Ελεύθερος Άνθρωπος. Πού τό; ’Ά, ναί. Παντελόνι. Τσέπες. Πορτοφόλι. Πατάτα. Πού τό;>Γρήγορα. Περπάτα ήρεμα. Άκόμα μιά στιγμή. Ή καρδιά μου.>Τό χ έρι του ψάχ νοντας γιά τό
πού τό έβαλα, βρήκε στήν κωλοτσέπη τό σαπούνι, πρέπει νά έπιστρέψω γιά τήν κολώνια, τυλιγμένο στό χ λιαρό χ αρτί του. ’Ά, νά, τό σαπούνι! Ναί. Πύλη.>Άσφαλής!
9. ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΙΣ ΑΒΡΟΣ, ΜΕ ΠΡΟΘΕΣΗ νά είναι εύχ άριστος, ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος ψέλλισε: — Καί οπως γνωρίζετε, διαθέτουμε αύτές τίς ανεκτίμητες σελίδες τού Βίλχ ελμ Μάιστερ. Ένός μεγάλου ποιητή γιά εναν μεγάλο συνάδελφο. Μιά διστάζουσα ψυχ ή, ή όποία στρατεύεται, τιθεμένη άντιμέτωπος ένός πέλαγους βασάνων, σπαρασσομένη άπό άντιμαχ όμενες άμφιβολίες, σάν αύτές πού συναντά κανείς στήν άληθινή ζωή. ?Ηρθε
ενα κουτσό βήμα μπροστά, τό παπούτσι του άπό δέρμα βοδιού τρίζοντας, κι εκαμε ενα κουτσό βήμα πίσω, οπισθοχ ωρώντας πάνω στό επίσημο δάπεδο. ‘Ένας άθόρυβος κλητήρας, άνοίγοντας ελάχ ιστα τήν πόρτα, τού εκανε ενα άθόρυβο νεύμα. — Άμέσως, είπε, τά παπούτσια του τρίζοντας πάνω στήν κίνηση τής άναχ ώρησης καί όμως καθυστερώντας. Ό ώραίος άτελέσφορος όραματιστής πού συνθλίβεται άπό τή σκληρή πραγματικότητα. Αισθάνεται κανείς συνεχ ώς τόσο άληθινές τίς κρίσεις τού Γκαίτε. Αληθινές, άπό μιαν άποψη υπερβατική. Μέ ύπερβατικό διπλοτρίξιμο, άπομακρύνθηκε μ’ ενα χ ορευτικό βηματισμό. Κοντά στήν πόρτα, φαλακρός, ίδιος ό ζήλος προσωποποιημένος, ετεινε τό φαρδύ του αυτί στά λόγια τού κλητήρα` τόν άκουσε` καί άπεχ ώρησε. Μού άπομένουν δύο. —
Ό Monsier ντέ λά Παλίς, σάρκασε ό Στήβεν, ήταν ζωντανός δεκαπέντε λεπτά πρίν Λεθάνει…
— Μήπως βρήκατε, ρώτησε ό Τζών ’Έγκλιντον μέ τήν πικρόχ ολη διάθεση τού πλέον ήλικιωμένου, τούς εξι γενναίους φοιτητάς τής ιατρικής, γιά νά γράψουν, καθ’ ύπαγόρευσίν σας, τόν Άπωλεσθέντα Παράδεισο; Τόν ονομάζει Οί Θλίφεις τού Σατανά. Χαμόγελο. Χαμογέλασε μέ τό χ αμόγελο τού Κράνλυ. Πρώτα τή γαργάλισε “Υστερα τήν πασπάτεψε “Υστερα τής εβαλε τόν καθετήρα γιά τά θήλεα Μιά καί ήταν φοιτητής τής ιατρικής Τρελοφοιτητής… — ’Έχ ω τήν εντύπωση πώς θά χ ρειαστείτε κι άλλον εναν γιά τόν ‘Άμλετ. Τό επτά είναι άριθμός προσφιλής εις τούς μυστικιστές. Ό Γ. Μπ. τόν ονομάζει τό σπινθηροβόλον επτά. Τό κοκκινωπό κρανίο του κοντά στήν επιτραπέζια λάμπα μέ τόν πράσινο σκούφο, εψαξε μέ γυαλιστερά μάτια νά βρει τό γενειοφορεμένο πρόσωπο μέσα στή σκουροπράσινη σκιά· εναν σοφό, μέ μιάν αίσθηση αγιότητας. Τό γέλιο του μόλις άκούστηκεγέλιο ύποτρόφου τού κολλεγίου Τρίνιτυ· δίχ ως άντίλαλο.
Όρχ ηστρικέ Σατανά, κλαίγοντας γοερά μέ δάκρυα σάν κι αύτά πού χ ύνουν οί άγγελοι. Ed egli avea del cul fatto trombetta. Κρατάει ομήρους τίς τρέλες μου. Οί εντεκα άνδρείοι τού Κράνλυ άπό τό Γουίνκλοου γιά νά ελευθερώσουν τή γή τών προγόνων. Έ φαφούτα Κάθλην, μέ τά τέσσερα πανέμορφα πράσινα λειβάδια της καί τόν ξενομερίτη στό κονάκι της. Κι άλλος ενας γιά νά τόν καλωσορίσει: ave, rabbi. Οί δώδεκα τού Τινάχ ελυ. Στή σκιά τής ρεματιάς άκούγεται τό συνθηματικό του σφύριγμα. Τά νιάτα τής ψυχ ής μου τού έδωσα, τή μιά νύχ τα μετά τήν άλλη. Ό Θεός μαζί σας. Καλό κυνήγι. Ό Μάλλιγκαν πήρε τό τηλεγράφημά μου. Τρέλα. ’Άς έπιμείνουμε. — Οί νέοι Ιρλανδοί βάρδοι μας, τόν έπέκρινε ό Τζών ’Έγκλιντον, εύρίσκονται είσέτι ένώπιον τής ύποχ ρεώσεως οπως δημιουργήσουν μία φυσιογνωμίαν, τήν όποια ό κόσμος θά άντιπαραθέσει στόν ’Άμλετ τού Σάξωνος Σαίξπηρ, άν κι έγώ τόν θαυμάζω, οπως καί ό γερο-Μπέν, τασσόμενος μετά τών ειδωλολατρών. — ”Ολ’ αύτά τά ζητήματα είναι εντελώς άκαδημαίκά, άπεφάνθη ώς μάντης ό Ράσσελ άπό τή σκιά του. Εννοώ, τό άν ό ’Άμλετ είναι ό Σαίξπηρ, ή ό ’Ιάκωβος ό Πρώτος, ή ό ’Έσσεξ. Συζητήσεις κληρικών περί τής ίστορικότητος τού Ίησού. Ή τέχ νη οφείλει νά μάς άποκαλύπτει ιδέες, άμορφες πνευματικές ουσίες. Τό σημαντικώτερο σ’ ενα έργο τέχ νης είναι άπό ποιό βάθος ζωής αύτό άναβλύζει. Ή ζωγραφική τού Γκουστάβ Μορρώ είναι μιά ζωγραφική ιδεών. Ή βαθύτερη ποίηση τού Σέλλεύ, τά λόγια τού ’Άμλετ, κάνουν τό πνεύμα μας νά επικοινωνεί μέ τήν αιώνια σοφία, μέ τόν κόσμο τών ιδεών τού Πλάτωνος. Τά υπόλοιπα είναι εικασίες σκολιαρόπαιδων πρός σκολιαρόπαιδα. Ό Ά. Έ. ελεγε σ’ ενα Γιάνγκη δημοσιογράφο. ’Έ, καί; Νά μέ πάρει καί νά μέ σηκώσει! — Οί δάσκαλοι ξεκίνησαν άπό μαθητές, είπε εύγενέστατος ό Στήβεν. Ό ’Αριστοτέλης ύπήρξε μαθητής τού Πλάτωνα. — Καί άς ελπίσουμε ότι παρέμεινε, είπε ό Τζών ’Έγκλιντον γιά νά κατευνάσει τά πνεύματα. Μπορεί κανείς νά τόν φανταστεί πρότυπο μαθητού, μέ τό δίπλωμά του κάτω άπό τή μασχ άλη. Γέλασε πάλι πρός τή γενειοφόρο μορφή, ή οποία τώρα χ αμογελούσε. ’Άμορφη πνευματικότητα. Πατήρ, Λόγος καί ‘Άγιον Πνεύμα. Ό πάντων Πατήρ, ό ούράνιος άνθρωπος. Ό Ίησούς Χριστός, ό μάγος τού ώραίου, ό Λόγος πού έντός μας άνά πάσαν στιγμήν ύποφέρει. Αύτό άληθώς είναι έκείνο. Έγώ είμαι ή φωτιά πάνω στό βωμό. Έγώ είμαι τό βούτυρο τής θυσίας. Ό Ντάνλοπ, ό δικαστής, ό εύγενέστερος απάντων τών Ρωμαίων, ό Ά. Έ., ό ’Άρβαλ, ή ’Άρρητος ’Ονομασία, εις τά ούράνια ύψη, ό Κ. X., ό άφέντης τους, τού οποίου ή ταυτότης δέν είναι άγνωστος εις τούς μύστες. Αδελφοί τής μεγάλης λευκής στοάς, εν διαρκή έγρηγόρσει πρός
παροχ ήν βοήθειας. Ό Χριστός μέ τή νύμφη-άδελφή, δρόσος φωτός, γεννημένος άπό τήν ψυχ ή μιάς παρθένου, σοφία μετανοούσα, άνεχ ώρησε μέ προορισμό τόν βουδδισμό. Ή εσώτερη ζωή ύπερβαίνει τίς δυνατότητες τού κοινού άνθρώπου. Ό Ό. Π. οφείλει πρωτίστως νά άπαλλαγεί άπό τή δυσμενή Κάρμα του. Ή κυρία Κούπερ ’Ώκλεύ είδε γιά μιά στιγμή τά στοιχ εία τής διασήμου άδελφής μας X. Π. Μπ. Φτού! Φτάνει! Pfuiteufel! Δέν ντρέπεσαι, κυρά μου, νά κοιτάς όταν μιάς κυρίας τής φαίνονται τά στοιχ εία της; Μπήκε ό κ. Μπέστ, ψηλός, νέος, μειλίχ ιος, ξανθός. Κρατούσε στό χ έρι του μέ χ άρη ενα σημειωματάριο, καινούργιο, φαρδύ, καθαρό, γυαλιστερό. — Αύτό τό πρότυπον τού μαθητού, είπε ό Στήβεν, θά ευρισκε τούς στοχ ασμούς τού ’Άμλετ περί τής μεταθανάτιας ζωής τής πριγκηπικής ψυχ ής του τόσο ρηχ ούς, όσο καί αύτούς τού Πλάτωνα, εναν μονόλογο άπίθανο, άσήμαντο καί άντιδραματικό. Ό Τζών ’Έγκλιντον, πού άρχ ισε νά θυμώνει, είπε κατσουφιάζοντας: — Στόν λόγο μου, βράζει τό αίμα μου, όταν άκούω νά συγκρίνουν τόν Αριστοτέλη μέ τόν Πλάτωνα. —
Ποιός άπό τούς δύο, ρώτησε ό Στήβεν, θά μέ είχ ε εξορίσει άπό τήν πολιτεία του;
Ξεσπαθώστε μέ τούς ιδεολογικούς άφορισμαύς σας. Ή άλογότητα είναι ή όντότητα ολων τών άλογων. Αύτοί λατρεύουν τούς αιώνες καί τά κύματα τών τάσεων. Ό Θεός· μιά όχ λοβοή στό δρόμο· άκρως περιπατητικός. Ό Χώρος` πού νά πάρει ό διάβολος, αύτό πού, θές δέν θές, θά βλέπεις. Μέσα σέ χ ώρους μικρότερους κι άπό άνθρώπινα ερυθρά αιμοσφαίρια σέρνουνται μέ τήν κοιλιά πίσω άπό τά οπίσθια τού Μπλέηκ πρός τήν αιωνιότητα, τής οποίας ό φυτικός αύτός κόσμος δέν είναι παρά μία σκιά. Κρατήσου στό τώρα, στό έδώ, μέσα άπό τό οποίο ολο τό μέλλον καταδύεται στό παρελθόν. Ό κ. Μπέστ πλησίασε φιλικά τόν συνάδελφό του. —
Ό Χέηνς εφυγε, είπε.
—
’Αλήθεια;
— Τού εδειχ να τό βιβλίο τού Ζουμπαινβίλ. Ενθουσιάστηκε τόσο μέ τά Έρωτοτράγουδα τού Κόννωτ, τού Χάιντ. Δέν κατάφερα νά τόν φέρω ν’ άκούσει τή συζήτηση. ’Έφυγε γιά νά τό άγοράσει άπό τού Γκίλ. Τράβα, βιβλιαράκι μου, γιά νά καταχ τήσεις Τό φυχ ρό άναγνωστικό κοινό. Εσένα, πού σ’ έγραφα χ ωρίς ευχ αρίστηση Σέ φτωχ ά κι άχ αρα Αγγλικά. —
Ή καπνιά τής τύρφης μας τού άνέβηκε στό κεφάλι, άπεφάνθη ό Τζών ’Έγκλιντον.
Εμείς οί ’Άγγλοι εχ ουμε αισθήματα. Μετανοήσας κλέφτης. Φευγάτος. Κάπνισα τόν καπνό του.
Πράσινο σπινθηροβόλο πετράδι. Σμαράγδι δεμένο στό δαχ τυλίδι τής θάλασσας. — Ό κόσμος δέν γνωρίζει πόσο επικίνδυνα μπορούν νά γίνουν τά έρωτοτράγουδα, προειδοποίησε άποκρυφικά τό χ ρυσό αυγό τού Ράσσελ. Οί διεργασίες πού προκαλούν τίς επαναστάσεις στόν κόσμο γεννιούνται άπό τά όνειρα καί τά οράματα τής καρδιάς ένός χ ωρικού στήν πλαγιά ένός λόφου. Γι’ αύτόν, ή γή δέν είναι ενα έδαφος πρός έκμετάλλευσιν, άλλά μιά ζωντανή μητέρα. Ή κλειστή άτμόσφαιρα τής Σχ ολής καί ή δημόσια πλατεία δίνουν τόν σπινθήρα γιά τή γέννηση τού μυθιστορήματος τής δεκάρας, τού τραγουδιού τού καμπαρέ` ή Γαλλία, μέ τήν ποίηση τού Μαλλαρμέ, παράγει τό πλέον έκλεπτυσμένον άνθος διαφθοράς, άλλά μόνον εις τούς πτωχ ούς τή καρδία άποκαλύπτεται ή έπιθυμητή ζωή, ό τρόπος ζωής τών Φαιάκων τού Όμήρου. Πάνω σέ αύτά, ό κ. Μπέστ γύρισε μ’ ενα καλωσυνάτο πρόσωπο πρός τόν Στήβεν. — Ό Μαλλαρμέ, είπε, θά τό ξέρετε, εγραψε αύτά τά ύπέροχ α πεζοτράγουδά του, πού ό Στήβεν ΜακΚέννα μού διάβαζε συχ νά στό Παρίσι. Εκείνο γιά τόν Άμλετ. Λέει: il sepromene, lisant au livre de lui-meme, θά τό ξέρετε, διαβάζοντας τό βιβλίο τού έαυτού του. Περιγράφει μιά παράσταση τού ‘Άμλετ πού δόθηκε σέ κάποια γαλλική πόλη. Κόλλησαν μιάν άφίσα. Τό ελεύθερο χ έρι του εγραψε μέ χ άρη μικρά γράμματα στόν άέρα. HAMLET ou LE DISTRAIT Piece de Shakespeare Στραμμένος πρός τόν έκ νέου κατσουφιασμένον Τζών ’Έγκλιντον έπανέλαβε: — Piece de Shakespeare, λοιπόν. Είναι τόσο γαλλικό, ή γαλλική άποψη τών πραγμάτων. Hamlet ou… —
Ό άφηρημένος ζητιάνος, συμπλήρωσε τή φράση ό Στήβεν.
Ό Τζών ’Έγκλιντον γέλασε. — Ναί, είπε, κάτι τέτοιο φαντάζομαι. Εξαίρετος λαός, δέν υπάρχ ει αμφιβολία, άλλά απελπιστικά κοντόθωροι σέ μερικά ζητήματα. ’Αφειδής καί ανώφελη μεγαλοποίηση τής δολοφονίας. — Ό Ρόμπερτ Γκρήν τόν άποκάλεσε δήμιο τής ψυχ ής, είπε ό Στήβεν. Δέν είναι τυχ αίο ότι γεννήθηκε γιός χ ασάπη, ένός πού χ ειριζόταν τόν βαρύ μπαλτά κι έφτυνε στίς παλάμες του. Εννιά ζωές θυσιάζονται γιά τή μία του πατέρα του. Πάτερ ήμών, εν τω Καθαρτηρίω. Οί ’Άμλετ πού φοράνε χ ακί δέν διστάζουν νά πυροβολήσουν. Τό λουτρό αίματος τής πέμπτης πράξης είναι τό προμήνυμα τών στρατοπέδων συγκέντρωσης, τά όποια ύμνησε ό κ. Σουίνμπερν. Ό Κράνλυ, έγώ, ό μουγκός υπηρέτης του, παρακολουθώντας μάχ ες άπό μακριά. Παιδιά καί γυναίκες εχ θρών αιμοχ αρών που κανείς άλλος Εκτός άπό μάς δέν θά ’χ ε λυπηθεί.
Άνάμεσα στό χ αμόγελο τού Σάξωνα καί τόν καγχ ασμό του Γιάνκη. Μπρός γκρεμός καί πίσω ρέμα. — Προτίθεται νά άποδείξει ότι ό “Αμλετ είναι μιά ιστορία μέ φαντάσματα, είπε ό Τζών ’Έγκλιντον, άπευθυνόμενος στόν κ. Μπέστ. Επιζητεί νά μάς κάνει νά τρομάξουμε, οπως τό χ οντρό άγόρι στόν Πίκγουικ. ’Ώ, άκουσε, άκουσε, άκουσε! Ή σάρκα μου τόν άκούει καί άνατριχ ιάζει άκούγοντάς τον. ’Άν κάποτε άγάπησες… — Τί είνα,ι φάντασμα; είπε μέ έξαψη ό Στήβεν. Κάποιος πού, λόγω θανάτου, λόγω άπουσίας, λόγω μεταβολής τών ήθών, ξεθώριασε σέ κάτι άψαυστο. Τό Λονδίνο τής Ελισάβετ βρίσκεται τόσο μακριά άπό τό Στράτφορντ, όσο καί τό διεφθαρμένο Παρίσι βρίσκεται μακριά άπό τό παρθενικό Δουβλίνο. Ποιό είναι τό φάντασμα, πού άπό limbo patrum επιστρέφει στόν κόσμο πού τό λησμόνησε; Ποιός είναι ό βασιλιάς ’Άμλετ; Ό Τζών Έγκλιντον μετατόπισε τό άδύνατο σώμα του, κι εγειρε πίσω γιά νά εκτιμήσει καλύτερα. Άνασηκώθηκε. — Σέ κάποια ώρα σάν αυτήν έδώ, στά μέσα τού ’Ιουνίου, είπε ό Στήβεν, έκλιπαρώντας μ’ ενα γρήγορο βλέμμα τήν προσοχ ή τους. Ή σημαία ύψώνεται στό θέατρο, πλάι στήν οχ θη τού ποταμού. Έκείνη ή άρκούδα, ό Σάκερσον γρυλλίζει μέσα στό χ αντάκι, παραπέρα, στόν Παρισινό κήπο. Ναύτες ιστιοφόρων πού ταξιδέψανε μέ τόν Ντρέηκ μασουλάνε τά λουκάνικά τους στήν πλατεία. Τοπικό χ ρώμα. ’Άς μεταχ ειριστούμε ολα τά κόλπα. ’Άς τούς προσεταιρισθούμε. — Ό Σαίξπηρ ξεκίνησε άπό ενα σπίτι τού ούγενότου τής όδού Σίλβερ καί περπατάει στήν όχ θη τού ποταμού πλάι στίς κλούβες τών κύκνων. “Ομως, δέν σταματά γιά νά ταίσει τό θηλυκό κύκνο πού σπρώχ νει τούς νεοσσούς του κατά τά καλάμια. ’Άλλα εχ ει στό νού του ό κύριος τού ’Έιβον. Διαμόρφωση τού χ ώρου. ’Ιγνάτιε Λογιόλα, βιάσου νά μέ βοηθήσεις! — Τό εργο άρχ ίζει. Φορώντας τή φθαρμένη πανοπλία ένός λιμοκοντόρου τής αύλής, ενας ήθοποιός προχ ωρεί μέσα στή σκιά, καλοφτιαγμένος άντρας μέ μπάσα φωνή. Eivat τό φάντασμα, ό βασιλιάς, βασιλιάς πού δέν είναι βασιλιάς, καί ό ήθοποιός είναι ό Σαίξπηρ πού μελέτησε τόν ’Άμλετ ολα τά χ ρόνια τής ζωής του, όχ ι άπό ματαιοδοξία, άλλά γιά νά παίξει κάποτε τό ρόλο τού φαντάσματος. Μιλάει στόν Μπέρμπαιητζ, τόν νεαρό ηθοποιό πού στέκεται μπροστά του, άπό τήν άλλη μεριά τού κανναβάτσου, καλώντας τον μέ τ’ όνομά του: ’Άμλετ, τό πνεύμα τού πατέρα σου είμαι άπαιτώντας ν’ άκούσει. Μιλάει σ’ εναν γιό, τόν γιό τής ψυχ ής του, τόν πρίγκηπα, τόν νεαρό ’Άμλετ, καθώς καί στόν γιό τής σάρκας του, τόν ’Άμνετ Σαίξπηρ, πού πέθανε στό Στράτφορντ, έτσι πού ό συνονόματος του νά ζήσει γιά πάντα. — Είναι δυνατόν, έκείνος ό ήθοποιός, ό Σαίξπηρ, φάντασμα λόγω άπουσίας, καί κάτω άπό τήν πανοπλία τού ενταφιασμένου Δανού, φάντασμα λόγω θανάτου, μιλώντας μέ τά δικά του λόγια
στόν συνονόματο δικό του γιό (άν είχ ε ζήσει ό ’Άμνετ Σαίξπηρ θά ήταν ό δίδυμος άδερφός τού πρίγκηπα ’Άμλετ), είναι δυνατόν, θέλω νά ξέρω, ή, εστω, πιθανόν, νά μήν συνήγαγε, ή νά μήν προείδε τό λογικό συμπέρασμα αυτών τών προτάσεων; Έσύ είσαι ό άποκληρωμένος γιός; Έγώ είμαι ό δολοφονημένος πατέρας; Ή μητέρα σου είναι ή ένοχ η βασίλισσα, ή ’Άννα Σαίξπηρ, τό γένος Χάθαγουεη; — Μά αύτό τό σκάλισμα τής οικογενειακής ζωής ένός μεγάλου άνδρός, άρχ ισε άνυπόμονα ό Ράσσελ. Είσαι εκεί, ενάρετε άνθρωπε; — Αύτά έχ ουν ενδιαφέρον μόνο γιά τόν ένοριακό γραφιά. Θέλω νά πώ, εμείς διαθέτουμε τά έργα. Θέλω νά πώ, όταν έχ ουμε τή δυνατότητα νά διαβάζουμε τήν ποίηση του Βασιλιά Αήρ, τί μάς ένδιαφέρει πώς έζησε ό ποιητής; “Οσο γιά τή ζωή, οπως ειπε ό Βιλλιέρ ντέ λ’Ιλ ντ Άντάμ, αύτό μπορεί νά τό κάνουν οί υπηρέτες μας. Τά κρυφοκοιτάγματα καί τά σκαλίσματα τού κουτσομπολιού τών παρασκηνίων, τά μεθύσια καί τά δάνεια τού ποιητή. Έμείς διαθέτουμε τόν Βασιλιά Αήρ· καί αύτός είναι άθάνατος. Τό πρόσωπο τού κ. Μπέστ συμφώνησε. Πέτα πάνω τους μέ τά κύματα καί τά νερά σου, Μάνανααν, Μάνανααν ΜακΑίρ… Καί τώρα, μασκαρά, εκείνη ή λίρα πού σού δάνεισε όταν πεινούσες; Μωρέ τί μάς λές, τή χ ρειαζόμουνα. Πάρε αύτό τό φλουρί. ’Άντε χ άσου! Τό ξόδεψες σχ εδόν ολόκληρο στό κρεβάτι τής Τζιορτζίνας Τζόνσον, τής κόρης τού παπά. Δαγκωματιά τού εσώτερου. Σκοπεύεις νά τήν έπιστρέψεις; ’Ώ, βέβαια. Πότε; Τώρα; ’Έεε… ’Όχ ι. Λοιπόν, πότε; Πλήρωσα τό μερτικό μου. Πλήρωσα τό μερτικό μου. Ψυχ ραιμία. Αύτός ανήκει στήν άλλη μεριά τού Μπόυν. Τή βορειοανατολική γωνία. Τή χ ρωστάς. Περίμενε. Πέντε μήνες. Ή μοριακή μου σύνθεση εχ ει άλλάξει. Έγώ είμαι άλλος έγώ, τώρα. Ό άλλος έγώ πήρε τή λίρα. Μπζζζ. Μπζζζ. ,
,
,
“Ομως έγώ, ένδελέχ εια, μορφή τών μορφών, είμαι έγώ έξ αιτίας τής μνήμης, έπειδή ύπόκειμαι σέ συνεχ ώς μεταβαλλόμενες μορφές. Έγώ πού άμάρτησα καί προσευχ ήθηκα καί νήστεψα. “Ενα παιδί πού ό Κόνμη τό εσωσε άπό τήν τιμωρία τής βέργας. Εγω, εγω κι εγω. Εγω. A.E.I.O.U. Σάς οφείλω. — Μήπως σκοπεύετε νά περιφρονήσετε μιά παράδοση τριών αιώνων; ρώτησε ή σαρκαστική φωνή τού Τζών ’Έγκλιντον. Τό δικό της φάντασμα, άν μή τί άλλο, ξορκίστηκε μιά γιά πάντα. Γιά τή λογοτεχ νία, τουλάχ ιστο, αύτή πέθανε πρίν γεννηθεί. — Πέθανε, άπάντησε ό Στήβεν, έξήντα εφτά χ ρόνια υστέρα άπό τότε πού γεννήθηκε. ΤΗταν παρούσα τήν ώρα τής γέννησής του, όσο καί τού θανάτου του. Δέχ τηκε τά πρώτα του άγκαλιάσματα. ’Έφερε στόν κόσμο τά παιδιά του καί, όταν τόν ξαπλώσανε πάνω στό νεκροκρέβατό του, τού εβαλε δεκάρες στά μάτια γιά νά κρατήσει κλειστά τά βλέφαρά του. Τό νεκροκρέβατο τής μητέρας. Λαμπάδα. Ό σκεπασμένος καθρέφτης. Αύτή πού μ’ εφερε στόν κόσμο είναι τώρα ξαπλωμένη έκεί, μέ βλέφαρα άπό μπρούντζο, σκεπασμένη μέ φτηνά λουλούδια. Liliata rutilantium. Έκλαψα μόνος. Ό Τζών Έγκλιντον κοίταξε τήν μπερδεμένη πυγολαμπίδα τής λάμπας του. — Ό κόσμος πιστεύει ότι ό Σαίξπηρ εκαμε ενα λάθος, είπε, καί ότι ξεμπέρδεψε μέ αύτό όσο γινόταν γρηγορότερα. — Βλακείες, είπε μέ άγένεια ό Στήβεν. Μιά μεγαλοφυία δέν κάνει λάθη. Τά σφάλματά του είναι ήθελημένα καί συνιστούν πύλες άποκαλύψεων. Οί πύλες άποκαλύψεων άνοιξαν γιά νά μπεί ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος, ό μαλακοτριζατοπαπουτσωμένος, ό φαλακρός, ό αύτιάς, ό εξυπηρετικός. — Θά μπορούσε νά σκεφτεί κανείς, είπε μέ οξυδέρκεια ό Τζών ’Έγκλιντον, ότι μιά στρίγγλα δέν συνιστά χ ρήσιμη πύλη άποκαλύψεων. Τί τό χ ρήσιμο εμαθε ό Σωκράτης άπό τήν Ξανθίππη; — Τή διαλεκτική, άπάντησε ό Στήβεν` καί άπό τήν μητέρα του τόν τρόπο ξεγεννήματος τών ιδεών. Τώρα τί διδάχ τηκε άπό τήν άλλη του γυναίκα, τή Μυρτώ (absit nomen!), τό Σωκρατιδειακόν έπιψυχ ίδιον, κανείς, ούτε άνδρας, ούτε γυναίκα δέν θά τό μάθει ποτέ. “Ομως, ούτε οί παραδοσιακές γνώσεις τής μαμμής, ούτε οί συζυγικές σκηνές τής κρεβατομουρμούρας τόν έσωσαν άπό τούς άρχ οντες τής Σίν Φέιν κι άπό τήν κούπα τους μέ τό κώνειο. — ”Ομως τί γίνεται μέ τήν ’Άνν Χάθαγουεη; είπε χ ωρίς μνησικακία ή ήρεμη φωνή τού κ. Μπέστ. Ναι, φαίνεται σάν νά τήν ξεχ νάμε, οπως τήν ξέχ ασε καί ό ίδιος ό Σαίξπηρ.
Τό βλέμμα του πέρασε άπό τό γένι τού σκεφτικού στό κρανίο τού γκρινιάρη, γιά νά τούς υπενθυμίσει καί νά τούς έπιτιμήσει, άλλά χ ωρίς κακία, καί ύστερα προχ ώρησε πρός τή ρόδινη φαλάκρα τού χ αζού, άθώου παρά τίς κακολογίες. — Τά είχ ε τετρακόσια, είπε ό Στήβεν, καί ή μνήμη του δέν είχ ε χ άσματα. Κουβάλαγε τίς άναμνήσεις του στό δισάκι του, καθώς ξεκίνησε γιά τό Λονδίνο, σφυρίζοντας τό τραγουδάκι Τό κορίτσι πού άφησα πίσω μου. Άκόμα καί άν δέν είχ ε συμβεί ό σεισμός γιά νά σημαδέψει τή χ ρονική στιγμή, θά ξέραμε σέ ποιό σημείο νά τοποθετήσουμε τόν φτωχ ό Γουάτ, καθισμένον πάνω στά χ ορτάρια, τό γαύγισμα τών κυνηγόσκυλων, τά στολισμένα χ άμουρα καί τά γαλάζια μάτια τής θεάς. Αύτή ή άνάμνηση, Αφροδίτη καί Άδωνις, βρισκόταν στό Λονδίνο, στήν κρεβατοκάμαρα ολων τών ίερειών τής Αφροδίτης. Νομίζετε ότι ή στρίγγλα, ή Κατερίνα, είναι άδικημένη άπό τή φύση; Μά ό Όρτένσιος τήν άποκαλεί νέα καί όμορφη. Νομίζετε ότι ό συγγραφέας τού έργου ’Αντώνιος καί Κλεοπάτρα, ενας παθιασμένος προσκυνητής, ήταν στραβός καί δέν εβλεπε όταν έπέλεξε γιά τό κρεβάτι του τό ασχ ημότερο θηλυκό τού Γουωργικσάιρ; ‘Ωραίατήν παράτησε καί κέρδισε τόν κόσμο τών άνδρών. Άλλά οί γυναίκες του, πού στή σκηνή τίς υποδύονται άγόρια, είναι γυναίκες πού επιλέγει ενα άγόρι. Ό τρόπος ζωής τους, οί σκέψεις τους, τό λεξιλόγιό τους, τά έχ ουν δανειστεί άπό τούς άντρες. Έπέλεξε άσχ ημα; Έγώ εχ ω τήν έντύπωση ότι αύτός είναι εκείνος πού έπελέγη. ’Άν άλλες έχ ουν πείσμα, ή ’Άνν διαθέτει τόν τρόπο της. Μά τόν Θεό, αύτή εφταιγε. Τού επέβαλε τούς δρους της, ή γλυκειά είκοσιεξάρα. Ή γκριζομάτα θεά πού γέρνει πάνω άπό τόν νεαρό ’Άδωνι, πού σκύβει γιά νά πετύχ ει τό σκοπό της, σάν πρόλογος στή σκηνή τής φουσκωμένης κοιλιάς, είναι μιά θαρραλέα βλάχ α τού Στράτφορντ πού τουμπάρει τόν νεώτερο εραστή της σ’ ενα χ ωράφι σπαρμένο στάρι. Καί ή σειρά μου; Πότε; ’Έλα! — Σ’ ενα χ ωράφι σπαρμένο σίκαλη, είπε ό κ. Μπέστ λαμπερός, πρόσχ αρος, σηκώνοντας ψηλά τό νέο του σημειωματάριο, λαμπερό, πρόσχ αρο. ‘Ύστερα μουρμούρισε μέ κάποια εύχ αρίστηση, άποτεινόμενος πρός ολους: Ανάμεσα σε χ ωράφια σίκαλης Αυτοί οί ώραίοι χ ωριάτες ξάπλωναν. Ό Πάρις` ό γοητευμένος γόης. Μιά ψηλή μορφή, ντυμένη μέ ντόπιο ύφαντό, σηκώθηκε άπό τή σκιά καί άποκάλυψε τό συνεργάσιμο ρολόι του. —
Φοβάμαι ότι μέ περιμένουν στήν Εστία.
Άπό ποιά μεριά θά πάς; ’Έδαφος πρός εκμετάλλευση. — Φεύγετε; ρώτησε ό Τζών ’Έγκλιντον μέ σηκωμένα τά φρύδια. Θά σάς δούμε άπόψε στού Μούρ; Θά ερθει ό Πάιπερ. —
Ό Πάιπερ! πιπάρισε ό κ. Μπέστ. Ό Πάιπερ έπέστρεψε;
‘Ο Πήτερ Πάιπερ πήρε πάλι πίσω πρέζα άπό πιπέρι. — Δέν ξέρω άν θά μπορέσω. Πέμπτη. ’Έχ ουμε τή συγκέντρωσή μας. ’Άν μπορέσω νά τό σκάσω νωρίς. ’Άρες μάρες κουκουνάρες στό κτίριο Ντώσον. Ή Αποκαλυφθεισα ΤΙσις. Τό σανσκριτικό τους χ ειρόγραφο πού προσπαθήσαμε νά τό δώσουμε γιά ενέχ υρο. Καθισμένος σταυροπόδι κάτω άπό μιάν όμπρέλα-δέντρο, κάθεται στό θρόνο του, λόγος τών Αζτέκων έπί άστρικού επιπέδου, ή ύπερψυχ ή τους, μαχ αμαχ άτμά. Οί πιστοί έρμητιστές άναμένουν τό φώς, ώριμοι μύστες, καθισμένοι κυκλικά γύρω του. Ό Λούις X. Βίκτορυ. ‘Ο Τ. Κώλφιλντ vIpγουιν. Οί γυναίκες τού Λωτού τούς κοιτάζουν κατάματα, οί επιφύσεις τους Ιίχ ουν πάρει φωτιά. Κάθεται στό θρόνο του, γεμάτος άπό τόν θεό του, ίδιος ό Βούδδας κάτω άπό τήν μπανανιά. Κολπωτής ψυχ ών, έγκολπωτής. Άρσε-νικών ψυχ ών, θηλυκών ψυχ ών, άγέλης ψυχ ών. Έγκολπωμένες μέ γοερά ξεφωνητά, στροβιλισμένες, στροβιλιζόμενες, θρηνούν όλοφυρόμενες. Σέ πεμπτουσιακή μηδαμινότητα μιά θηλυκή φυχ ή Διέμενε έπί χ ρόνια σ’ αύτή τή σαρκοθήκη. — Λέγεται ότι εύρισκόμεθα ενώπιον φιλολογικής έκπλήξεως, είπε φιλικός καί ενθουσιώδης ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος. Ψιθυρίζεται ότι ό κ. Ράσσελ επιμελείται μιά ανθολογία τών νεωτέρων ποιητών μας. Άναμένομεν άγωνιωδώς. Άγωνιωδώς κοίταξε πρός τόν κώνο του φωτός τής λάμπας, οπου τρία πρόσωπα φωτισμένα έλαμπαν. Κοίτα το αύτό. Θυμήσου. Ό Στήβεν χ αμήλωσε τό βλέμμα του πρός ενα πλατύγυρο ακέφαλο καπέλο πού κρεμόταν στή λαβή τού μπαστουνιού του, πάνω στό γόνατό του. Τό κράνος μου καί τό σπαθί μου. ’Άγγιξέ τα ελαφρά μέ τούς δύο δείκτες. Τό πείραμα τού ’Αριστοτέλη. ‘Ένα ή δύο; ή αναγκαιότητα είναι εκείνο πού έξ αιτίας του είναι αδύνατο αύτό τό ίδιο νά είναι διαφορετικό. “Οθεν, ενα καπέλο είναι ενα καπέλο. ’’ Ακούσε. Ό νεαρός Κόλουμ καί ό Στάρκεύ. Ό Τζώρτζ Ρόμπερτς εχ ει επιφορτιστεί μέ τό εμπορικόν μέρος. Ό Λόνγουερθ θά τό προωθήσει στό Εξπρές. ’Ώ, άλήθεια; Μού άρεσε τό βιβλίο τού Κόλαμ Ό βοίδοβοσκός. Ναί, νομίζω ότι διαθέτει αύτό τό κάτι πού τόν ξεχ ωρίζει, τήν ιδιοφυία. ’Αλήθεια, πιστεύετε ότι είναι ιδιοφυής; Ό Γέητς θαύμαζε τό στίχ ο του: Σάν έλληνικό άγγείο σέ χ έρσα γή. ’Αλήθεια; Ελπίζω νά τά καταφέρετε νά ελθετε απόψε. Θά έρθει καί ό Μαλαχ ί Μάλλιγκαν. Ό Μούρ τού ζήτησε νά φέρει τόν Χέηνς. ’Ακούσατε τό λογοπαίγνιο τής δεσποινίδος Μίτσελ γιά τόν Μούρ καί τόν Μάρτιν; ‘Ότι ό Μούρ είναι οί νεανικές τρέλες τού Μάρτιν. Πάρα πολύ ευφυές, δέν είναι ετσι; Σού φέρνει στό νού τόν Δόν Κιχ ώτη καί τόν Σάντζο Πάντσα. Τό εθνικό μας έπος δέν έγράφη άκόμα, λέει ό δόκτωρ Σίγκερσον. Ό Μούρ είναι ό άνθρωπος γι’ αύτή τή δουλειά. ‘Ιππότης τής ελεεινής μορφής, έδώ, στό Δουβλίνο. Μέ σκωτσέζικη φούστα, σέ χ ρώμα ζαφοράς; Ό Ο’Νήλ Ράσσελ; ’Ώ, ναί, πρέπει νά έκφρασθεί στήν παλιά ύπέροχ η γλώσσα. Καί ή Δουλτσινέα του; Ό Τζαίημς Στήβενς κάνει μερικά πανέξυπνα σκίτσα. Φαίνεται πώς γινόμαστε σπουδαίοι. Ή Κορντέλλια. Cordoglio. Ή πιό μοναχ ική άπό τίς κόρες τού Αήρ.
Στριμωγμένος. Καί τώρα βάλε τά δυνατά σου, μέ τούς στίλβοντες γαλλικούς τρόπους σου. — Σάς εύχ αριστώ πολύ, κύριε Ράσσελ, είπε ό Στήβεν, καθώς σηκωνόταν. Καλωσύνη σας νά δώσετε τό γράμμα στόν κ. Νόρμαν. —
Ω, ναι. “Αν τό θεωρήσει σημαντικό, θά μπει. Δεχ όμαστε τόση πολλή άλληλογραφία.
—
’Αντιλαμβάνομαι, ειπε ό Στήβεν. Ευχ αριστώ.
Ό Θεός νά σέ φυλάει άπό τό κακό. Γουρουνοφυλλάδα. Ταυροφιλικός. — Ό Σύντζ εχ ει ύποσχ εθει νά γράψει κι αύτός ενα άρθρο γιά τό Ντάνα. Θά μάς διαβάσουν; ’Έχ ω τήν εντύπωση πώς ναί. Ό Κελτικός Σύνδεσμος επιθυμεί κάτι στά ιρλανδικά. Ελπίζω πώς θά περάσετε άπό κεί άπόψε. Φέρτε μαζί σας καί τόν Στάρκεύ. Ό Στήβεν κάθησε. Ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος έπέστρεψε άπό τήν ομάδα τών άναχ ωρούντων. Είπε, μέ τήν οψη του άναψοκοκκινισμένη: —
Κύριε Ντένταλους, οί άπόψεις σας είναι άκρως διαφωτιστικές.
Τά παπούτσια του έτριξαν έδώ κι έκεί, καθώς βάδιζε στά δάχ τυλα, πλησιέστερα στούς ουρανούς άπό τό υψος τών κοθόρνων καί είπε σιγά, καλυπτόμενος άπό τό θόρυβο τών έξερχ ομένων: —
Είσθε τής γνώμης ότι αύτή δέν ήτο πιστή στόν ποιητή;
Μιά πανικόβλητη όψη μέ ρωτάει. Γιατί ήρθατε σέ μένα; ’Από ευγένεια ή άπό εμπνευση; —
”Οπου υπάρχ ει συμφιλίωση, είπε ό Στήβεν, πρέπει άρχ ικά νά υπήρξε ρήξη.
—
Μάλιστα.
Μεσσιανική άλεπού μέ πέτσινα παντελόνια, κυνηγημένος δραπέτης, πού κρύβεται άπό τίς κατακραυγές σ’ ενα ρουμάνι άποξεραμένων δέντρων. Χωρίς ταίρι, ολομόναχ ος στήν προσπάθειά του νά γλιτώσει. Κατάφερε νά προσεταιριστεί γυναίκες, τρυφερή ράτσα, μιά πόρνη τής Βαβυλώνας, συζύγους δικαστικών, συζύγους κτηνωδών ιδιοκτητών χ αμαιτυπείων. Ή άλεπού καί ot χ ήνες. Καί στή Νέα Πόλη ενα πλάσμα άβουλο καί άτιμασμένο, κάποτε ευειδές, κάποτε γλυκό καί φρέσκο σάν κανέλα, καί πού τώρα τά φύλλα του πέφτουν ολα, γυμνό καί φοβισμένο άπό τό στενό μνήμα καί χ ωρίς συγχ ώρεση. — Μάλιστα. “Ωστε πιστεύετε… Ή πόρτα έκλεισε πίσω άπό τόν έξερχ όμενο. Μιά άκινησία κέρδισε αιφνίδια τό διακριτικό θολωτό κελλί, μιά άκινησία θερμού καί έπωαστικού άέρα. “Ενας λύχ νος έστιάδος.
Έδώ συλλογιέται πράγματα πού δέν υπήρξαν: τί θά είχ ε καταφέρει ό Καίσαρας, άν είχ ε έπιζήσει, ύπακούοντας στόν γέρο Μάντη; Τί θά είχ ε επακολουθήσει; Πιθανότητες του πιθανού ώς πιθανό. Πράγματα άγνωστα` ποιό όνομα είχ ε πάρει ό ’Αχ ιλλέας όταν κρυβόταν άνάμεσα στίς γυναίκες; Σκέψεις κλεισμένες μέσα σέ φέρετρα ολόγυρά μου, σέ θήκες γιά μούμιες, βαλσαμωμένες μέσα στ’ άρώματα τών λέξεων. Ό Θεύθ, ό θεός τών βιβλιοθηκών, 2νας θεός-πτηνό, σεληνοστεφανωμένος. Κι έγώ άκουσα τή φωνή έ-κείνου τού Αιγύπτιου αρχ ιερέα. Σέ ένδιαιτήματα μέ ζωγραφιές καί τοιχ οποιία άπό βιβλία-τούβλα. Καί άκόμα είναι. Κάποτε ζωντανές στά πνεύματα τών άνθρώπων. ’Ακόμα· όμως μιά ροπή θανάτου ενυπάρχ ει έντός τους, πού μού εμπιστεύεται στό αυτί τίς θρηνωδίες τους καί μέ σπρώχ νει νά έπιτελέσω τό θέλημά τους. — Είναι βέβαιο, είπε σκεφτικός ό Τζών ’Έγκλιντον, ότι αύτός είναι ό αίνιγματικότερος απάντων τών μεγάλων. Δέν γνωρίζουμε τίποτε άλλο, παρά μόνο πώς έζησε καί ύπέφερε. Ούτε καί αύτά άκόμα. Τίς άπαντήσεις τίς έδωσαν άλλοι. Καί τά υπόλοιπα τά κρύβει μιά σκιά. — Μά ό ’Άμλετ είναι κάτι τόσο προσωπικό, δέν είναι ετσι; πρότεινε ό κ. Μπέστ. Θέλω νά πώ, κάτι σάν ήμερολόγιο τής ιδιωτικής του ζωής. Θέλω νά πώ ότι έγώ δέν δίνω δεκάρα ποιός σκοτώθηκε ή ποιός είναι ό ένοχ ος… Κάρφωσε στή γωνιά τού γραφείου ενα άθώο βλέμμα καί έστεψε τήν άποκοτιά του μ’ ένα χ αμόγελο. Τό ήμερολόγιο τής ιδιωτικής του ζωής σέ χ ειρόγραφο. Ta an bad ar an tir. Tiam imo shagart. Τέκνο τής έκκλησίας, μικρέ μου Τζών. Καί έφη ό μικρός Τζών ’Έγκλιντον: — Μετά άπ’ όσα μάς είπε ό Μάλαχ ι Μάλλιγκαν, άνέμενα ν’ άκούσω παραδοξολογίες, όμως είμαι σέ θέση νά σάς προειδοποιήσω ότι, άν έχ ετε πρόθεση νά κλονίσετε τήν πεποίθησή μου ότι ό Σαίξπηρ είναι ό ’Άμλετ, άντιμετωπίζετε δύσκολον έργον. Ειθε νά είσθε επιεικείς μεθ’ έυτού. Ό Στήβεν άντεξε τό δηλητήριο τών ματιών τού αιρετικού, πού σπινθηροβολούσαν αυστηρά κάτω άπό τά συνοφρυωμένα βλέφαρα. Μιά σαύρα. Ε quando vede V uomo Γ attosca. Μεσίρ Μπρουνέττο, έχ ετε τίς ευχ αριστίες μου γιά τά λόγια σας. — ’Όπως εμείς ή ή μητέρα μας ή Ντάνα, υφαίνουμε καί ξηλώνουμε τά σώματά μας, είπε ό Στήβεν, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, καί ή μοριακή τους σύνθεση μεταβάλλεται, έτσι καί ό καλλιτέχ νης υφαίνει καί ξηλώνει τήν εικόνα του. Καί οπως ή κρεατοελιά δεξιά στό στήθος μου βρίσκεται έκεί άπό τήν ήμέρα πού γεννήθηκα, παρ’ ολο πού τό σώμα μου ύφάνθηκε τόσες φορές μέ νέο υλικό, έτσι καί μέσα άπό τό φάντασμα τού δίχ ως άναπαμό πατέρα, ή εικόνα τού μή ζώντος γιού άντικρύζει τό μέλλον. ‘Όπως λέει καί ό Σέλλεύ, στήν έντονη στιγμή τής φαντασίωσης, όταν ό νούς γίνεται ένα κάρβουνο πού χ ωνεύεται, αύτό πού ήμουν ίσοδυναμεί μέ αύτό πού είμαι καί μέ αύτό πού είναι δυνατό νά γίνω. ’Έτσι, μπορώ νά προείδω τόν εαυτό μου στό μέλλον, σέ αύτό τό άδέρφι τού παρελθόντος, οπως είμαι τώρα καθισμένος έδώ, άλλά μέσα άπό μιάν άντανάκλαση αύτού πού τότε θά έχ ω γίνει.
Ό Ντράμμοντ τού Χώθορντερν σέ βοήθησε νά ύπερπηδήσεις αύτό τό εμπόδιο. — Ναι, είπε νεανικά ό κ. Μπέστ, έχ ω συναίσθηση τής νεανικότητας τού Άμλετ. Ή πικρία μπορεί νά οφείλεται στόν πατέρα, άλλά τά άποσπάσματα μέ τήν Όφηλία σίγουρα προέρχ ονται άπό τόν γιό. Κατέληξε σέ λάθος συμπέρασμα. Αύτός ενυπάρχ ει στόν πατέρα μου. Έγώ ενυπάρχ ω στόν γιό του. —
Αύτή ή κρεατοελιά είναι ή τελευταία πού θά σβήσει, είπε γελώντας ό Στήβεν.
Ό Τζών ’Έγκλιντον έκανε μιά άπορριπτική γκριμάτσα. — ’Άν αύτή μπορούσε νά είναι ή εκ γενετής ένδειξη τής ιδιοφυίας, είπε, τότε ή ιδιοφυία δέν θά είχ ε καμιά άξία. Τά έργα τών τελευταίων ετών τού Σαίξπηρ, τά όποια τόσο πολύ θαύμαζε ό Ρενάν, τά διαπερνά ένα διαφορετικό πνεύμα. —
Τό πνεύμα τής συμφιλίωσης, είπε σιγά σάν άνάσα ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος.
—
Δέν είναι δυνατόν νά υπάρξει συμφιλίωση, είπε ό Στήβεν, χ ωρίς νά έχ ει προηγηθεί ρήξη.
Το ειπα ήδη. — ’Άν θέλετε νά κατανοήσετε ποιά γεγονότα έπισκιάζουν τήν τραγική εποχ ή τού Βασιλιά Αήρ, τού Όθέλλου, τού ’Άμλετ, τού Τρωίλου καί τής Χρυσηίδας, ψάξετε νά βρείτε πότε καί γιατί αύτή ή σκιά άπομακρύνεται. Τί είναι αύτό πού μαλακώνει τήν καρδιά ένός άνθρώπου ναυαγισμένου στίς χ ειρότερες θύελλες, πού δοκιμάστηκε οπως ένας άλλος Όδυσσέας, τού Περικλή, πρίγκηπα τής Τύρου; Κεφάλι, σκεπασμένο μέ μυτερό κόκκινο σκουφί, άνεμοδαρμένο, τυφλωμένο άπό τό άλάτι τής θάλασσας. —
’Ένα παιδί, ένα κορίτσι στήν άγκαλιά του, ή Μαρίνα.
— Οί προτιμήσεις τών σοφιστών γιά τίς παρόδους τών άποκρύφων παραμένουν άναλλοίωτες, άπεφάνθη ό Τζών ’Έγκλιντον. Οί λεωφόροι είναι άνιαρές, όμως όδηγούν στίς πόλεις. Ό καλός Βάκων: μπαγιάτεψε. Ό Σαίξπηρ είναι οί νεανικές τρέλες τού Βάκωνα. Ταχ υδακτυλουργοί αινιγμάτων διατρέχ ουν τίς λεωφόρους. Άναζητητές τής λύσης τού μεγάλου προβλήματος. Ποιά είναι ή πολιτεία, καλοί μου δάσκαλοι; Σάν τίς μούμιες μέσα στά ονόματα` ό Ά. Έ., ό αιώνας` ό Μαγκή, ό Τζών ’Έγκλιντον. Ανατολικά τού ήλιου, δυτικά τής σελήνης: Tir na n-og. Καί οί δυό παπουτσωμένοι, καί μέ μπαστούνι. Πόσα χ ιλιόμετρα γιά τό Δουβλίνο; Τρεις φορές είκοσι καί δέκα, κύριε. Θά φτάσουμε πρίν νυχ τώσει; —
Ό κύριος Μπραντές τό θεωρεί ώς τό πρώτο έργο τής τελευταίας περιόδου, είπε ό Στήβεν.
— ’Αλήθεια; Καί τί λέει ό κύριος Σίντεύ Λή, ή άλλως πως ό Σίμων Λάζαρος, οπως ισχ υρίζονται μερικοί πώς ονομάζεται; — Ή Μαρίνα, είπε ό Στήβεν, ενα παιδί τής καταιγίδας, ή Μιράντα, ‘ένα θαύμα, ή Perdita ή άπωλεσθείσα. Αύτή πού χ άθηκε του έπιστρέφεται: τό παιδί τής κόρης του. Ή αγαπημένη μου σύζυγος, λέει ό Περικλής, εμοιαζε μέ αύτή τήν κοπέλα. Μπορεί, άραγε, κανείς ν’ άγαπήσει τήν κόρη, άν δέν είχ ε άγαπήσει τή μητέρα; —
Ή τέχ νη νά είσαι παππούς, άρχ ισε νά μουρμουρίζει ό κ. Μπέστ. U art d’ etre grand…
— Σ’ εναν άνθρωπο προικισμένο μέ αύτό τό παράξενο πράγμα πού είναι ή ίδιοφυία, τό ομοίωμά του είναι τό πρότυπο ολων τών εμπειριών του, υλικών καί ήθικών. Μιά παρόμοια ικεσία δέν μπορεί παρά νά τόν συγκινήσει. Τά ομοιώματα τών άλλων άρσενικών τής οίκογένειάς του θά τόν άπωθήσουν. Δέν θά δει σ’ αύτά παρά χ ονδροειδείς άπόπειρες τής φύσης νά τόν προαναγγείλλουν ή νά τόν έπαναλαμβάνουν. Τό καλωσυνάτο μέτωπο του κουάκερου βιβλιοθηκάριου φωτίστηκε ρόδινο άπό μιάν ελπίδα. — Ελπίζω ότι, πρός διαφώτισιν τού εύρέως κοινού, ό κύριος Ντένταλους θά περατώσει τή θεωρία του. Καί θά ήτο χ ρέος μας ν’ άναφέρουμε κι εναν άλλον ’Ιρλανδό σχ ολιαστή, τόν κύριο Τζώρτζ Μπέρνταρντ Σώ. Καί δέν θά επρεπε νά ξεχ άσουμε τόν κύριο Φράνκ Χάρρις. Τά άρθρα του περί Σαίξπηρ στήν Επιθεώρηση τού Σαββάτου ήταν άληθώς λαμπρότατα. Περιέργως πως, καί αύτός, μάς σκιαγραφεί κάποιαν σχ έση δυστυχ ίας μέ τή σκοτεινή γυναίκα τών σονέτων. Ό προτιμηθείς άνταγωνιστής είναι ό Γουίλλιαμ Χέρμπερτ, ό κόμης τού Πέμπροουκ. Παραδέχ ομαι ότι, άν ό ποιητής είναι όντως ό άπορριφθείς, αύτή ή άπόρριψη θά εύρίσκετο περισσότερον σέ άρμονία — πώς άλλως νά τό πώ; — μέ τίς άντιλήψεις μας περί τού μή όφειλομένου νά συμβεί. Καί τερμάτισε τή συζήτηση μέ αύτά τά καλοειπωμένα λόγια, πράο κεφάλι άνάμεσά τους, αύγό τής άλκας, τού βορινού πουλιού, άνταμοιβή τής άψιμαχ ίας τους. Τής μιλάει μέ τό σείς καί μέ τό σάς στά θανατερά συζυγικά του λόγια. ’Αγαπάς αύτόν έν Θεώ, Μίριαμ; ’Αγαπάς τόν σύζυγον, όν σοί εδωκεν; — Μπορεί νά είναι ετσι κι ετσι, είπε ό Στήβεν. ‘Υπάρχ ει μιά φράση τού Γκαίτε, τήν όποία ό κ. Μαγκή άρέσκεται ν’ άναφέρει. Φυλάξου άπό έκείνα πού επιθυμείς ν’ άποκτήσεις στή νεότητά σου, γιατί θά τ’ άποκτήσεις στήν ώριμότητά σου. ’Άραγε, γιά ποιό λόγο, σέ κάποια πού δέν είναι παρά μιά buonaroba, σ’ αύτή τή φοραδίτσα πού τήν καβάλλησαν ολοι, σ’ αύτή τήν κόρη τών τιμών πού πέρασε τή νιότη της μέσα σέ σκάνδαλα, γιά ποιό λόγο στέλνει εναν άφεντάκο νά ερωτοτροπήσει μαζί της εκ μέρους του; Γιατί; Μήπως δέν ήταν ό ίδιος ενας άφέντης τής γλώσσας, μήπως δέν είχ ε καταφέρει νά γίνει ιππότης, καί μήπως δέν είχ ε γράψει τόν Ρωμαίο καί τήν Ίουλιέτα; Γ ιά ποιό λόγο, λοιπόν; Μέσα του ή πίστη στόν έαυτό του είχ ε συντρίβει πρίν απ’ τήν ώρα της. Είχ ε τουμπάρει σ’ ενα χ ωράφι μέ στάρι (σ’ ενα χ ωράφι μέ σίκαλη, θά έπρεπε νά πώ), καί δέν θά φαντάζει ποτέ πιά νικητής στά μάτια του, ούτε θά παίζει νικηφόρα τό παιγνίδι τού γέλιου καί τού κρεβατιού. Μιά προσποίηση δονζουανισμού δέν θά τόν σώσει. Καμιά μετέπειτα διόρθωση δέν θά διόρθωνε τήν πρώτη του ήττα. Τό σκυλόδοντο τής άρκούδας τόν δάγκωσε στό μέρος πού ή άγάπη συνέχ ιζε νά αίμορροεί. Κι άν ή στρίγγλα ήμέρεψε, διαθέτει πάντα τό άόρατο οπλο τής γυναίκας. Νιώθω νά υπάρχ ει μές στά λόγια κάποιο κέντρισμα τής σάρκας γιά ενα καινούργιο πάθος, μιά σκιά σκοτεινότερη άπό τήν πρώτη, πού σκοτεινιάζει άκόμα καί τήν άντίληψη πού εχ ει γιά τόν
έαυτό του. Μιά παρόμοια μοίρα βρίσκεται στό δρόμο του καί οί δυό άγανακτήσεις σμίγουν σέ μιά δίνη. Άκούν. Καί μέσα στών αυτιών τους τίς έξώπορτες έγώ χ ύνω. — Ή ψυχ ή προκαταβολικά χ τυπήθηκε θανάσιμα, δηλητήριο χ ύθηκε μές στήν εξώπορτα τού κοιμισμένου αύτιού. ‘Όμως, όσοι σκοτώθηκαν κατά τή διάρκεια τού υπνου τους δέν μπορούν νά γνωρίζουν τόν τρόπο τού τέλους τους, εκτός καί άν ό Δημιουργός έμφυσήσει αύτή τή γνώση στήν ψυχ ή τους στή μελλούμενη ζωή. Γιά τό φαρμάκωμα, καί γιά τό τέρας μέ τίς δυό πλάτες πού εύθύνεται γι’ αύτό, τό φάντασμα τού βασιλιά “Αμλετ δέν μπορούσε νά ξέρει τίποτε, εκτός κι άν ή γνώση αύτή τού παρεχ ωρείτο άπό τόν δημιουργό του. Αύτός είναι καί ό λόγος πού ή ομιλία του (σέ φτωχ ά καί άχ αρα άγγλικά) στρέφεται πάντα άλλού καί πρός τά πίσω. Άποπλανητής καί θύμα, αύτό πού εύχ όταν καί πού άπευχ όταν, ή ίδέα πού τόν κατατρύχ ει είναι, μετά άπό τόν κατάλευκο σάν φίλντισι κόρφο μέ τίς γαλάζιες σφαίρες τής Λουκρέσιας, νά πέσει στά γυμνά στήθη τής Ίμογένης μέ τίς πέντε κρεατοελιές. Επιστρέφει στά παλιά, εξαντλημένος άπό τά δημιουργήματά του, πού τά συσσώρ,ευσε γιά νά κρυφτεί άπό τόν έαυτό του, σάν γέρικος σκύλος πού γλείφει τίς παλιές του πληγές. ‘Όμως, επειδή μέ τή ζημία αυξάνει τό κέρδος του, προχ ωρεί πρός τήν αιωνιότητα σάν άμείωτη προσωπικότητα, χ ωρίς ό ίδιος νά διδάσκεται άπό τή σοφία πού εγραψε ή άπό τούς νόμους πού άποκάλυψε. Τό προστατευτικό κάλυμμα τής περικεφαλαίας του εχ ει’ σηκωθεί. Τώρα είναι φάντασμα, σκιά, άνεμος κοντά στά βράχ ια τού ’Έλσινορ ή ό,τι άλλο θελήσετε, φωνή άπό τή θάλασσα, φωνή πού άκούγεται μόνο άπό τήν καρδιά εκείνου, πού/είναι ή ούσία τής σκιάς του, ό γιός ό όμοούσιος μέ τόν πατέρα. —
’Αμήν! άποκρίθηκε μιά φωνή άπό τήν πόρτα.
“Ω, έσύ, εχ θρέ μου, μέ άνακάλυψες; Entr’acte. ‘Ένα πρόσωπο αυθαδες, κατσούφικο σάν πρόσωπο πρύτανη, ό Μπάκ Μάλλιγκαν, χ αρούμενος γελωτοποιός, προχ ώρησε πρός τό καλωσόρισμα τών χ αμόγελών τους. Τό τηλεγράφημά μου. — Άν δέν κάνω λάθος, μιλούσες γιά τό αεριώδες σπονδυλωτό; ρώτησε τόν Στήβεν. Φορώντας κίτρινο γιλέκο, τούς χ αιρετούσε χ αρούμενος μέ τόν παναμά του βγαλμένον σάν νά ’ταν κουδουνίστρα. Τόν ύποδέχ τηκαν καλά. Was Du verlachst wirst Du noch dienen. Φάρα χ λευαστών` ό Φώτιος, ό ψευδομαλαχ ίας, ό Γιόχ αν Μόστ. Ούτος “Οστις έγέννησε τόν Εαυτόν αύτού, διαμέσου τού Αγίου Πνεύματος, καί “Οστις άπέστειλεν τόν Εαυτόν αύτού ώς Έξαγοραστήν τών αμαρτιών, μεταξύ Αύτού καί τών άλλων, “Οστις, προπηλακισθείς ύπό τών έχ θρών Αύτού, γυμνωθείς καί μαστιγωθείς, σταυρωθείς ώς νυκτερίς εις τήν θύραν τής σιταποθήκης, έπείνασεν έπί τού δένδρου τού σταυρού, “Οστις, άφεθείς νά ένταφιαστή, άνεστήθη, έπάταξεν τήν κόλασιν, άνήλθεν εις τούς ούρανούς καί έκεί έπί χ ίλια καί
έννεακόσια έτη κάθηται εις τά δεξιά τού Έαυτού Αύτού, καί θά έπανέλθη τήν ύστάτην τών ήμερών ινα δικάση ζώντας καί νεκρούς, ότε απαντες οί ζώντες θά είναι ήδη νεκροί.
Glo — ο — ri — a in ex — cel — sis De — o ‘Υψώνει τά χ έρια του. Τά πέπλα πέφτουν. ’Ώ, ανθη! Καμπάνες καί καμπάνες καί καμπάνες σέ χ ορωδία. — Ναί, πράγματι, ειπε ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος. Μία λίαν διαφωτιστική συζήτηση. Θά μπορούσα νά όρκισθώ ότι καί ό κ. Μάλλιγκαν εχ ει τή δική του θεωρία περί τού Σαίξπηρ καί τού έργου του. Θά επρεπε νά άντιπροσωπεύονται ολες οί πλευρές τής ζωής. Χαμογέλασε ίσομερώς πρός ολες τίς πλευρές. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν σκέφτηκε, απορημένος. —
Σαίξπηρ; είπε. Νομίζω ότι τό όνομα μού είναι γνωστό.
“Ενα παροδικό ήλιοφώτιστο χ αμόγελο φώτισε τά χ αλαρά χ αρακτηριστικά του. —
Μά βέβαια, είπε ζωηρά, ενθυμούμενος. Ό τύπος πού γράφει σάν τόν Σύντζ.
Ό κ. Μπέστ στράφηκε πρός τό μέρος του. — Σ’ εψαχ νε ό Χέηνς, είπε. Μήπως τόν συνάντησες; Θά σέ συναντήσει αργότερα στό μπάρ Ι.Α.Γ. ’Έφυγε γιά τού Γκίλ γιά ν’ αγοράσει τά Έρωτοτράγονδα τού Κόννωτ, τού Χάιντ. —
Ηρθα μέσω τού μουσείου, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Πέρασε άπό έδώ;
— Οί συμπατριώτες τού βάρδου, άπάντησε ό Τζών ’Έγκλιντον, πιθανώς κουράσθηκαν μέ τίς σπινθηροβόλους θεωρίες μας. Πληροφορούμαι ότι εις τό Δουβλίνον μία ήθοποιός ύπεδύθη χ θές διά τριακοσιοστήν όγδόην φοράν τόν ’Άμλετ. Ό Βάιννινγκ ίσχ υρίζετο ότι ό ’Άμλετ ήταν γυναίκα. Κανείς δέν σκέφτηκε νά τόν κάμει ’Ιρλανδό; ’Έχ ω τήν εντύπωση ότι ό Δικαστής Μπάρτον άσχ ολείται μέ τήν άνεύρεση στοιχ είων. ‘Ορκίζεται (ή Ύψηλότης του ό Πρίγκηπας καί όχ ι ή Έξοχ ότης του ό Δικαστής) στόν ‘Άγιο Πατρίκιο. Η λαμπρότερη άπό ολες τίς ιστορίες είναι αύτή τού Ούάιλντ, είπε ό κ. Μπέστ, ύψώνοντας τό λαμπρό του σημειωματάριο. Αύτό τό Πορτραίτο τού χ . Γ. X., οπου άποδεικνύεται ότι τά σονέτα γράφτηκαν άπό κάποιον Γουίλλι Χιούις, εναν άνθρωπο μέ ολα τά χ ούγια. —
Διά κάποιον Γουίλλι Χιούις, θέλετε νά πείτε, είπε ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος.
’Ή τόν Χουίλλι Γιούις. Τόν κ. Γουίλλιαμ Αύτοπροσώπως. Γ. X.: έγώ ποιός είμαι; — Διά τόν Γουίλλι Χιούις έννοούσα, είπε ό κ. Μπέστ, διορθώνοντας εύκολα τό σχ όλιό του. “Οπως θά άντιλαμβάνεστε, βέβαια, ολο αύτό βασίζεται σέ μιά παραδοξολογία, ό Χιούις ταιριάζει μέ τά χ ούγια καί τή χ ροιά, άλλά είναι τόσο ενδεικτικός ό τρόπος πού τό έπεξεργάζεται.
Αντιλαμβάνεστε ότι συνιστά αύτήν ταύτην τήν ούσίαν τού Ούάιλντ. Τήν άντιμετώπισιν τού προβλήματος μετ’ έλαφρότητος. Τό βλέμμα του άγγιξε ελαφρά τά πρόσωπά τους, καθώς χ αμογελούσε, ξανθός έφηβος. Ή ήμερη ούσία τού Ούάιλντ. Είσαι διαβολεμένα πνευματώδης. Τρία δράμια ούίσκυ ήπιες μέ τά δουκάτα τού Ντάν Ντήζυ. Πόσα ξόδεψα; ’Ώ, λίγα σελλίνια. Γιά μιά άγέλη δημοσιογράφων. Χιούμορ σάν κρασί καί χ ιούμορ σάν ξύδι. Πνεύμα. Θά άντάλλασσες ολη σου τήν εξυπνάδα μέ αύτή τήν περήφανη στολή τής νιότης πρύ φοράει. Χαρακτηριστικά μιας επιθυμίας πού ικανοποιήθηκε. Μπορεί νά ύπάρχ ουν κι άλλες άκό. Βούτα καί γιά μένα μία. Ω, Δία, τήν εποχ ή τού ζευγαρώματος, στείλε τους μιά νέα εποχ ή όργασμού. Μέ ολη μου τήν καρδιά, χ αίδολόγησέ την. Ή Εύα. Ή αμαρτία μέ τή γυμνή σταρένια κοιλιά. “Ενα φίδι τή σφίγγει όλόγυρα καί τή δαγκωνοφιλάει. — ’Έχ ετε τήν εντύπωση ότι είναι απλώς μιά παραδοξολογία; ρώτησε ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος. Ό ε’ίρων δέν λαμβάνεται ποτέ σοβαρώς ύπ’ όψιν όταν επιζητεί νά έκληφθεί σοβαρά. Μιλούσαν σοβαρά γιά τή σοβαρότητα τού είρωνα. Τό ξανασοβαρεμένο πρόσωπο τού Μπάκ Μάλλιγκαν κάρφωσε γιά λίγο τόν Στήβεν. “Υστερα, κουνώντας τό κεφάλι του, πλησίασε καί τράβηξε άπό τήν τσέπη του ενα διπλωμένο τηλεγράφημα. Τά εκφραστικά χ είλη του διάβασαν μέ ανανεωμένη άπόλαυση. —
Τηλεγράφημα! είπε. ‘Υπέροχ η έμπνευση! Τηλεγράφημα! Βούλα τού Πάπα!
Κάθησε στήν άκρη τού άφώτιστου γραφείου, χ αρούμενος, διαβάζοντας δυνατά: — Αισθηματίας είναι εκείνος πού θά απολάμβανε κάτι, δίχ ως ν’ αναλαμβάνει καί τό πελώριο χ ρέος του. ‘Υπογραφή: Ντένταλους. ’Από πού τό εστειλες; ’Από τό τσαρδί σου; ’Όχ ι. ’Από τό Κόλλετζ Γκρήν; Μήπως ήπιες καί τίς τέσσερις λίρες; Ή θεία σκοπεύει νά έπισκεφθεί τόν άνύπαρκτο πατέρα σου. Τηλεγράφημα! Μαλαχ ί Μάλλιγκαν, Μπάρ τό Καράβι, οδός Κάτω ’Άμπεύ. ’Ώ, έσύ, ασύγκριτε θεατρίνε! ’Ώ, ιεροποιημένε καμποτίνε! ’Έχ ωσε χ αρούμενος μήνυμα καί φάκελο μέσα στήν τσέπη του, άλλά συνέχ ισε μιά ιερεμιάδα σέ κλαψιάρικη διάλεκτο. — Είναι οπως σ’ τά λέω, καλέ μου κύριε, παράξενοι καί άρρωστοι εκεί πού ήμαστε. Ό Χέηνς καί ή άφεντιά μου, τήν ώρα πού αύτός τό εφερνε. Νομίζω ότι εκείνο τό μουρμουοητό πού κάναμε γιά τή δόση τό μαντζούνι μας, θά ξεσήκωνε καί καλόγερο, κι άς μήν μπορούσε νά πάρει τά πόδια του άπό τίς άσωτείες. Κι εμείς μιά ώρα, δυό ώρες, τρεις ώρες, νά καθόμαστε στού Κόννερυ καί νά περιμένουμε κι οί δυό μας σάν κυρίες τίς μπύρες μας.
Βόγκηξε: — Έμείς νά ήμαστε έκεί κι έσύ στά βαθειά ρουμάνια, καί νά μάς στέλνεις τά χ άπια σου μέ τέτοιο τρόπο πού ot γλώσσες μας είχ αν πεταχ τεί εξω μιά γιάρδα, οπως καί έκείνων τών διψασμένων καλογέρων πού ξεψυχ άνε γιά μεθύσι. Ό Στήβεν γέλασε. Γρήγορος ό Μπάκ Μάλλιγκαν έσκυψε πάνω του γιά νά τόν προειδοποιήσει: — Ό άλήτης ό Σύντζ ψάχ νει νά σέ βρει γιά νά σέ δολοφονήσει, ειπε. Σέ άκουσε πού τού κατούραγες τήν πόρτα στό Γλάστουλ. Φόρεσε τά στιβάλια του καί βγήκε γιά νά σέ δολοφονήσει. —
Εμένα; άναφώνησε ό Στήβεν. Μά αύτό άποτελεί τή δική σου συνεισφορά στή λογοτεχ νία.
Ό Μπάκ Μάλλιγκαν έγειρε πρός τά πίσω κατευχ αριστημένος καί γέλασε πρός τήν κατεύθυνση τών δοκαριών τής οροφής πού κρυφακούγανε. —
Θά σέ δολοφονήσει! είπε γελώντας.
Εριστική μουτσούνα πού μέ προκαλούσε άπό ψηλά καθώς τρώγαμε συκωταριά στήν όδό ΣαίντΆντρέ-ντέζ-Άρ. Λόγια καί λόγια κι άλλα λόγια, palabras. Ό Όιζίν παρέα μέ τόν Πάτρικ. Ό σάτυρος πού συνάντησε στό δάσος τού Κλαμάρ, κραδαίνοντας μιά μπουκάλα μέ κρασί. C’ est vendredi saint! Ό δολοφόνος ’Ιρλανδός. Συνάντησε τήν περιπλανώμενη εικόνα του. Έγώ τή δική μου. Συνάντησα εναν τρελό μές στό δάσος. —
Κύριε Λύστερ, είπε ενας κλητήρας άπό τήν άνοιχ τή πόρτα.
— … εντός τού όποιου καθένας δύναται νά άνακαλύψει αύτό πού τού ταιριάζει. ’Έτσι καί ό Δικαστής Μάντεν στό Ημερολόγιο τού κυρίου Γουίλλιαμ Σάιλενς άνεύρε ολους τούς δρους τής Θήρας. Ναί; Τί συμβαίνει; — ’Ένας κύριος, κύριε, είπε ό κλητήρας, πλησιάζοντας καί έγχ ειρίζοντάς του ενα επισκεπτήριο. ’Από τόν Ελεύθερο ’Άνθρωπο. Θέλει νά δεί τά φύλλα τής περασμένης χ ρονιάς τής εφημερίδας Ό λαός τού Κιλκέννυ. —
Βεβαίως, βεβαίως, βεβαίως. Πού είναι ό κύριος;
Πήρε βιαστικά τό επισκεπτήριο, τό κοίταξε, ρώτησε, έτριξε, ρώτησε: —
Πού είναι; ’Ώ, εκεί!
‘Ένα άσίκικο βήμα, βιαστικό, καί χ άθηκε. ’Έξω στόν ήλιόλουστο διάδρομο, ξοδεύοντας τόν ζήλο του σέ εύφραδεις προσπάθειες, εμπλεος τής άποστολής του, εμπλεος καλής θελήσεως, εμπλεος εύγενείας, εμπλεος κουακερίστικης εύσυνειδησίας. — Αύτός είναι ό κύριος; ’Από τήν εφημερίδα Ελεύθερος ’Άνθρωπος; Τόν Λαό τού Κιλκέννυ; Βεβαίως. Καλή σας ήμέρα, κύριε. Τού Κιλκέννυ… Τήν εχ ουμε, βεβαίως…
Μιά ύπομονετική σιλουέτα περίμενε, τόν άκουγε. — ’Όλο τόν άξιόλογον επαρχ ιακό… Τόν Φιλελεύθερο τού Βορρά, τόν Εξεταστή τού Κόρκ, τόν Φύλακα τού ’Ίννσκορθυ, 1903… Περάστε, παρακαλώ… ’Ήβανς, συνόδευσε τόν κύριο… ’Άν άκολουθήσετε τόν κλητ… Ω, σά<` παρακαλώ, επιτρέψτε μου… Άπό δώ, παρακαλώ, κύριε… Εύφραδής, συνεπής στό καθήκον, άνοιξε τό δρόμο πρός τόν επαρχ ιακό τύπο, καθώς μιά σκυφτή σκοτεινή φιγούρα άκολουθούσε τά βιαστικά βήματά του. Ή πόρτα εκλεισε. —
Ό τσιφούτης! φώναξε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.
Πετάχ τηκε ( άπάνω κι άρπαξε τό έπισκεπτήριο. —
Πώς λέγεται; Χαχ αμίκος Μωσσές; Μπλούμ.
Συνέχ ισε χ ωρίς παύση. — Ό ’Ιεχ ωβάς, ό συλλέκτης τών περιτομημένων δακτυλίων τού πέους, δέν ύπάρχ ει πιά. Τόν βρήκα πέρα στό μουσείο, όταν πήγα νά χ αιρετήσω τήν άφρογεννημένη Αφροδίτη. Τά έλληνικά χ είλη, τά όποια ούδέποτε παρεμόρφωσε ή προσευχ ή. Κάθε μέρα πρέπει νά τής άποδίδουμε τά σέβη μας. Πηγή ζωής, τά πυρπολούντα χ είλη σου. Ξαφνικά στράφηκε πρός τόν Στήβεν: — Σέ ξέρει. Ξέρει τόν γέρο κύρη σου. ’Ώ, φοβάμαι πώς είναι περισσότερο ‘Έλληνας καί άπό τούς ‘Έλληνες. Τά χ λωμά μάτια του άπό τή Γαλιλαία ήταν καρφωμένα στό μεσαίο της αύλάκι. ’Αφροδίτη Καλλίπυγος. ’Ώ, κεραυνέ αυτών τών λαγόνων! Ό Θεός καταδιώκοντας τήν κρυμμένη παρθένο. — Θά επιθυμούσαμε ν’ άκούσουμε περισσότερα, άποφάσισε ό Τζών ’Έγκλιντον μέ τή συγκατάθεση τού κ. Μπέστ. Ή κυρία Σ. άρχ ίζει νά μάς προκαλεί τό ενδιαφέρον. ‘Ώς τώρα, άρκούμεθα νά τήν σκεπτόμεθα, άν ποτέ τήν σκεπτόμεθα, ώς ύπομονετική Γκριζέλντα, ώς Πηνελόπη πού παρέμεινε στό σπίτι. — Ό ’Αντισθένης, ό μαθητής τού Γοργία, ειπε ό Στήβεν, πήρε τό βραβείο τής ομορφιάς άπό τή μητέρα-κλώσσα, τή σύζυγο τού κύρ Μενέλαου, τήν ’Αργεία Ελένη, τήν ξύλινη φοράδα τής Τροίας, πού μέσα της κοιμήθηκαν ενας σωρός ήρωες, καί τό ένεχ είρισε στή φτώχ ιά Πηνελόπη. Είκοσι χ ρόνια εζησε στό Λονδίνο καί αυτήν τήν εποχ ή κατά διαστήματα κέρδιζε ενα μισθό ίσον μ’ εκείνον τού λόρδου κυβερνήτη τής ’Ιρλανδίας. Πέρασε μιά πλουσιοπάροχ η ζωή. Ή τέχ νη του, πολύ περισσότερο καί άπό τέχ νη φεουδαλική, οπως τήν άποκάλεσε ό Γουώλτ Γουίτμαν, είναι ή τέχ νη τής άδηφαγίας. Ζεστές πίτες μέ ρέγγες, πράσινες κούπες ισπανικό κοκκινέλι, σάλτσες μέ μέλι, ροδοζάχ αρη, άμυγδαλωτά, περιστέρια μέ φραγκοστάφυλα, γλυκίσματα μέ τζίτζιφα. “Οταν συνίλαβαν τόν σέρ Γουώλτερ Ράλεύ, φορούσε ρούχ α πού άξίζανε μισό εκατομμύριο φράγκα, συμπεριλαμβανομένου ένός κορσέ τής τελευταίας μόδας. Ή ένεχ υροδανείστρια Έλίζα Τυντόρ διέθετε περισσότερα εσώρουχ α άπό τή βασίλισσα τού Σαββά. Είκοσι χ ρόνια αύτός χ αριεντιζόταν άνάμεσα στή συζυγική άγάπη μέ τίς έντιμες χ αρές της καί τίς άκάθαρτες άπολαύσεις τών πιό
χ υδαίων άκολασιών. Θά ξέρετε τό άνέκδοτο τού Μάννινχ αμ γιά τή σύζυγο τού άγαθού άστού πού προσκάλεσε στό κρεβάτι της τόν Ντίκ Μπέρμπεητζ, τόν ήθοποιό, πού τόν είχ ε δεί νά παίζει τόν Ριχ άρδο τόν 3ο, πρόσκληση τήν όποία κρυφάκουσε ό Σαίξπηρ καί, χ ωρίς κακό γιά τό τίποτα, επιασε τήν αγελάδα άπό τά κέρατα καί, όταν ό Μπέρμπεητζ χ τύπησε τήν εξώπορτα, αύτός τού άπάντησε κάτω άπό τίς κουβέρτες τού καπονιού: Ό Γουίλλιαμ ό Κατακτητής προηγείται τού Ριχ άρδου τού 3ου. Καί τήν ευθυμη κοκώνα, τήν άγαπητικιά Φίττον, τήν καβάλλησε καί φώναζε ’Όπα, καί οί ντελικάτες του σάλτσες, ή λαίδη Πηνελόπη Ρίτς, μιά έντιμη κυρία περιωπής ταιριάζει σ’ ενα θεατρίνο, καί οί άλανιάρες τής προκυμαίας, δυό δεκάρες ή ριξιά. Τό δημόσιο πάρκο μέ τό συντριβάνι. Encore vingt sous. Nous ferons de petites cochonneries. Minette? Tu veux? Τήν άφρόκρεμα τής ύψηλής κοινωνίας. Καί τή μητέρα τού σέρ Γουίλλιαμ Ντάβεναντ άπό τήν ’Οξφόρδη μέ τήν κούπα της γεμάτη κρασί τών Καναρίων νήσων γιά τόν πρώτο κόκκορα πού θά καταφθάσει. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν προσευχ ήθηκε μέ τά εύλαβικά μάτια του στραμμένα κατά πάνω: —
Εύλογημένη ή Μάργκαρετ Μαίρη Όποιουκόκκορα!
— Καί τήν κόρη τού Ερρίκου μέ τίς εξι συζύγους, χ ωρίς νά λογαριάσουμε καί τίς άλλες κυρίες φίλες άπό τίς γειτονικές περιοχ ές, πού τίς ύμνησε ό Λών Τέννυσον, εύπατρίδης ποιητής. ‘Όμως, ολα αύτά τά είκοσι χ ρόνια, τί φαντάζεσθε νά εκανε ή φτωχ ή Πηνελόπη στό Στράτφορντ πίσω άπ’ τά διαμαντοκομμένα τζάμια της; Κάμε καί κάμε. Πράμα καμωμένο. Στόν τριανταφυλλώνα τού Τζέραρντ, τού βοτανολόγου, στό Φέττερ Λέην, κάνει τούς περιπάτους του, γκριζοκαστανομάτης. ‘Ένα γαλάζιο ζουμπούλι, οπως καί οί φλέβες της. Βλέφαρα τών ματιών τής ‘Ήρας, βιολέτες. Κάνει τούς περιπάτους του. Μιά ζωή καί τέρμα. ‘Ένα σώμα. Κάμε. Μά κάμε. Μακριά, σέ μιά δυσοσμία λαγνείας καί ρυπαρότητας, χ έρια άπλώνονται πάνω στή λευκότητα. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν εδωσε μιά γροθιά πάνω στό γραφείο τού Τζών ’Έγκλιντον. —
Ποιόν υποψιάζεστε; τόν προκάλεσε.
— ’Άς πούμε ότι είναι ό άπορριφθείς εραστής τών σονέτων. Μιά φορά άπορριφθείς, δυό φορές άπορριφθείς. Άλλά ή κοκέτα τής αύλής τόν άπέρριψε γιά εναν λόρδο, τόν γλυκειαμουαγάπη τού ποιητή. Άγάπη πού δέν τολμάει νά προφέρει τ’ όνομά της. — Εννοείτε, είπε χ ωρίς τάκτ ό Τζών ’Έγκλιντον, ότι σάν καλός ’Άγγλος είχ ε άδυναμία γιά εναν λόρδο; Γέρικος τοίχ ος οπου ξαφνικά πάνω του ξεπετιούνται σαύρες. Τίς παρατηρούσα στό Σαρεντόν. — ’Έτσι φαίνεται, είπε ό Στήβεν, άφού φθάνει μέχ ρι τού σημείου νά τού ζητήσει νά έπιτελέσει γι’ αύτόν καί γιά ολες τίς άλλες άσπόριαστες μήτρες τήν`ιερή άποστολή πού ενας ιπποκόμος
έπιτελεί στόν επιβήτορα. ’Ίσως, οπως ό Σωκράτης, νά είχ ε μητέρα μαμμή πρίν άποκτήσει γυναίκα στρίγγλα. Πάντως, αύτή, ή άπιστη κοκέτα, δέν παραβίασε τόν συζυγικό δρκο. Δυό έμμονες ιδέες φωλιάζουν στό μυαλό αύτού τού φαντάσματος: ή μιά, γιά εναν δρκο πού δέν τηρήθηκε, καί ή άλλη, γιά τόν άξεστο ήλίθιο στόν όποιο παραχ ώρησε τήν εύνοιά της, τόν άδερφό τού πεθαμένου συζύγου. Ή γλυκειά Άνν, ετσι πιστεύω έγώ, είχ ε ζεστό αίμα στίς φλέβες της. Μιά κι άρχ ισε τούς ερωτες, δέν μπορούσε νά τούς σταματήσει. Ό Στήβεν άλλαξε άποφασιστικά θέση στήν καρέκλα του. — Τό βάρος τής άπόδειξης, είπε κατσουφιάζοντας, πέφτει σέ σάς καί όχ ι σέ μένα. ’Άν άρν^όσαστε ότι στήν πέμπτη σκηνή τού Άμλετ τήν έχ ει στιγματίσει μέ άτιμία, πέστε μου, γιατί δέν ύπάρχ ει καμιά μνεία γι’ αύτήν στή διάρκεια τών τριάντα τεσσάρων χ ρόνων, άνάμεσα στήν ήμέρα πού τόν παντρεύτηκε καί τήν ήμέρα πού τόν εθαψε. ‘Όλες αύτές οί γυναίκες είδαν τούς άντρες τους νά παίρνουν πρώτοι τό κατηφορικό μονοπάτι: ή Μαίρη εθαψε τόν καλό της σύζυγο τόν Τζών, ή ’Άνν τόν φτωχ ό της άγαπημένο Γουίλλαν, όταν τήν άφησε χ ήρα, λυσσασμένος επειδή εφευγε πρώτος, ή Τζόαν τούς τέσσερις άδερφούς της, ή Τζούντιθ τόν άνδρα της κι ολους τούς γιούς της, ή Σουζάννα, κι αύτή τόν άνδρα της, κι ολους τούς γιούς της, ενώ ή κόρη τής Σουζάννας, ή Ελισάβετ, γιά νά μεταχ ειριστώ τά λόγια τού παππού, παντρεύτηκε τόν δεύτερο άντρα της, άφού ειχ ε σκοτώσει τόν πρώτο. ’Ώ, ναί, ύπάρχ ει μιά μνεία γι’ αύτήν. Τά χ ρόνια πού αύτός ζούσε πλουσιοπάροχ α στό βασιλικό Λονδίνο, αύτή, γιά νά πληρώσει ενα χ ρέος, ειχ ε δανειστεί σαράντα σελλίνια άπό τόν βοσκό τού πατέρα της. Δώστε μου εξηγήσεις, λοιπόν. Εξηγήστε μου επίσης τό τραγούδι τού κύκνου, έκεί πού τήν σχ ολιάζει γιά νά μείνει στήν αιωνιότητα. Αντιμετώπισε τή σιωπή τους. Στήν οποία ό ’Έγκλιντον άπάντησε: ’Άν εννοείς τή διαθήκη. Πιστεύω ότι αύτή έχ ει εξηγηθεί άπό τούς νομομαθείς. ‘Ως χ ήρα έδικαιούτο μεριδίου τής περιουσίας τού συζύγου της Συμφώνως πρός τό έθιμικόν δίκαιον. Οί δικαστές μάς λέγουν ‘Ότι έγνώριζε καλώς τούς νόμους. Ό Σατανάς τόν παίρνει στό ψιλό, Ό είρωνας: Κι ετσι παρέλειψε τ’ όνομά της Στήν πρώτη γραφή τής διαθήκης, όμως δέν παρέλειψε Τά δώρα πρός τήν έγγονή του, πρός τίς κόρες του, Πρός τήν άδερφή του, πρός τούς παλιόφιλους τού Στράτφορντ Καί τού Λονδίνου. Κι ετσι, όταν έπιέσθη, Καθώς πιστεύω, νά τήν άναφέρει Τής άφησε τό Δευτεροκαλύτερο Κρεβάτι του. Punkt
Τήςάφησετό Δευτεροκαλό Καλοκρέβατο Δευτεκαλό Παλιοκρέβατο. Ούά! — Ot ώραιοι χ ωρικοί έκείνης τής έποχ ής είχ αν ελάχ ιστα υπάρχ οντα, παρατήρησε ό Τζών ’Έγκλιντον, κι ετσι είναι μέχ ρι σήμερα, άν πιστέψουμε τή σκηνογραφία τών βουκολικών θεατρικών έργων μας. — Ηταν ενας πλούσιος ευπατρίδης γαιοκτήμονας, ειπε ό Στήβεν, μέ οικόσημο καί κτήματα στό Στράτφορντ καί σπίτι στήν ’Άιρλαντ Γιάρντ, ενας κεφαλαιοκράτης ιδιοκτήτης μετοχ ών, ενας άνθρωπος ικανός νά επιτύχ ει τήν ψήφιση κάποιου νόμου στό κοινοβούλιο, ενας άγροτοκαλλιεργητής τής δεκάτης. Γιατί δέν τής άφησε τό καλύτερο κρεβάτι του, άν έπιθυμούσε νά ροχ αλίζει έν ειρήνη τίς νύχ τες πού τής άπέμεναν; — Είναι ξεκάθαρο ότι ύπήρχ αν δύο κρεβάτια, ενα καλό καί ένα δευτεροκαλό, είπε λεπτολογώντας ό δευτεροκαλός κ. Μπέστ. —
Separatio a mensa et a thalamo, πλειοδότησε ό Μπάκ Μάλλιγκαν, προκαλώντας χ αμόγελα.
— Ή άρχ αιότητα άναφέρει ξακουστά κρεβάτια, πρόφερε ό Δεύτερο’Έγκλιντον, κρεβατοχ αμογελώντας. ’Αφήστε με νά σκεφθώ. — Ή άρχ αιότητα άναφέρει, είπε ό Στήβεν, ότι ό Σταγειρίτης, αύτός ό πονηρός μαθητής καί φαλακρός ειδωλολάτρης σοφός, όταν πέθανε στήν εξορία, λευτέρωσε καί προίκισε τούς δούλους του, άπέδωσε τιμές στούς γεροντότερους, έξέφρασε τήν επιθυμία νά θαφτεί πλάι στά κόκκαλα τής πεθαμένης συζύγου του καί παρακάλεσε τούς φίλους του νά φροντίζουν μία παλιά ερωμένη του (μήν ξεχ νάτε τήν Νέλλ Γκουήν Έρπυλλίδα) καί νά τής επιτρέψουν νά ζήσει στήν επαυλή του. —
Θέλετε νά πείτε ότι πέθανε ετσι; ρώτησε ό κ. Μπέστ μέ κάποιαν άνησυχ ία. Εννοώ…
— `Ότι τά τίναξε άπό τό πιοτό, τόν διέκοψε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. “Ενα μεγάλο ποτήρι μπύρα είναι ενα βασιλικό εδεσμα. ’Ώ, πρέπει νά σάς πώ τί είπε ό Ντάουντεν! —
Τί είπε; ρώτησε ό Καλύτερο-’Έγκλιντον.
Γουίλλιαμ Σαίξπηρ καί Σία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Ό Γουίλλιαμ τού λαού. Δι’ δρους συμμετοχ ής άπευθυνθείτε: Ε. Ντάουντεν, Μέγαρον Χάιφιλντ… — ’Υπέροχ α! άναστέναξε έρωτιάρικα ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Τόν ρώτησα τί σκεφτόταν γιά τήν κατηγορία τής παιδεραστίας πού έξετοξεύθη εναντίον τού βάρδου. Σήκωσε ψηλά τά χ έρια του καί είπε: Τό μόνο πού μπορούμε νά πούμε είναι ότι εκείνη τήν εποχ ή τή ζούσαν τή ζωή τους. Υπέροχ ο!
Σοδομίτης. 1 — Ή έννοια τής ομορφιάς μάς ξεστρατίζει άπό τόν σωστό δρόμο, είπε ό μελαγχ ολικοχ αριτωμένος Μπέστ στόν άσχ ημο ’Έγκλιντον. Ό άμετακίνητος Τζών άπάντησε αυστηρά: — Ό δόκτωρ μπορεί νά μάς εξηγήσει τί σημαίνουν αύτά τά λόγια. Δέν μπορείς καί νά φας τό κουλούρι σου καί νά τό έχ εις κι ολόκληρο. ’Έτσι λές έσύ; Θά μάς πάρουν, θά μού πάρουν μέσ’ άπό τά χ έρια τό βραβείο τής ομορφιάς; — Καί ή έννοια τής ιδιοκτησίας, είπε ό Στήβεν. ’Έβγαλε τόν Σάυλοκ μέσα άπό τό βάθος τής δικιάς του τσέπης. ΤΗταν γιός εμπόρου βύνης καί δανειστή χ ρημάτων, κι εγινε καί ό ίδιος δανειστής χ ρημάτων καί σπεκουλαδόρος πάνω στίς τιμές τού σταριού, μέ μιάν άποθήκη γεμάτη στάρι τήν εποχ ή τών ταραχ ών έξ αιτίας τού λιμού. “Οσοι δανείζονταν άπό αύτόν είναι άναμφίβολα εκείνα τά πρόσωπα πού άναφέρει ό Φάλσταφ τού Τσέττλ ότι έξυμνούσαν τήν άκεραιότητα τών χ ειρισμών του. ’Έσυρε στά δικαστήρια ενα συνάδελφό του ήθοποιό γιά τήν άξια μερικών σακιών βύνης, καί άπαιτούσε τή λίτρα του τό κρέας γιά τόν τόκο κάθε ποσού πού δάνειζε. Πώς άλλιώς μπορούσε νά πλουτίσει τόσο γρήγορα ό ιπποκόμος καί τό παιδί γιά τά θελήματα τού θεάτρου πού άναφέρει ό ’Ώμπρεύ; “Ολα τά γεγονότα πρόσθεταν άλεσμα στό μύλο του. ’Έγραψε τόν Σάυλοκ τόν καιρό πού άρχ ισε τό κυνηγητό τών έβραίων, μετά τόν άκρωτηριασμό καί τό κρέμασμα τού Λόπεζ, τού γιατρού τής βασίλισσας, πού τού ξεριζώσανε τήν εβραίικη καρδιά, ενώ ό τσιφούτης ήταν άκόμα ζωντανός. ’Έγραψε τόν ’Άμλετ καί τόν Μάχ βεθ όταν άνέβηκε στό θρόνο εκείνος ό Σκώτος φιλοσοφίσκος πού εκανε κέφι μέ τό νά ψήνει τίς μάγισσες στη φωτιά. Στό εργο Αγάπης Αγώνας ’Άγονος οί κοροίδίες του έχ ουν στόχ ο τή βυθισμένη άρμάδα. Τά ταμπλώ βιβάντ του καί τά ιστορικά του έργα άρμενίζουν σέ μιά φουσκονεριά εθνικής έξαρσης. Βλέπουμε τούς ίησουίτες άπό τήν επαρχ ία Γουώργουικ νά περνάνε άπό δίκη κι ενα θυρωρό νά μάς άναλύει τή θεωρία τής άμφιλογία`’. Τό καράβι θαλασσινή Αποστολή έπιστρέφει άπό τίς Βερμούδες καί τότε γράφεται τό εργο πού θαύμαζε ό Ρενάν μέ τόν Πάτσυ Κάλιμπαν, τόν ’Αμερικανό μας ξάδερφο. Τά ζαχ αρωμένα σονέτα άντιγράφουν τό ύφος εκείνων τού Σύντνεύ. “Οσο γιά τή νεράιδα, τήν Ελισάβετ, ή άλλιώτικα τήν κοκκινομάλλα Μπές, τή χ οντρή παρθένα πού τού ένέπνευσε τίς Εύθυμες χ υράδες τού Ούίνόσορ, άς άφήσουμε κανέναν meinherr άπό τήν ’Αλεμάνια ν’ άφιερώσει τή ζωή του στήν άναζήτηση κάποιου βαθυστόχ αστου νοήματος στόν πάτο τού καλαθιού μέ τ’ άπλυτα. ’Έχ ω τήν εντύπωση ότι τά πάς μιά χ αρά. ’Αρκεί νά κάνεις ενα χ αρμάνι άπό θεολογικοφιλολογικά. Mingo, minxi, mictum, mingere. — ’Αποδείξετε ότι ήταν έβραίος, τόλμησε νά πεί ό Τζών ’Έγκλιντον, μέ προσδοκία. Ό κοσμήτωρ σας επιμένει ότι ήταν ρωμαιοκαθολικός. Sufflaminandus sum. — Είναι ενα γερμανικό προίόν, άπάντησε ό Στήβεν, πού καλύπτει μέ γαλλικό βερνίκι τίς ιταλικές σκανδαλιστικές ιστορίες. —
Ό άνθρωπος μέ τ’ άναρίθμητα πνεύματα, ύπενθύμισε ό κ. Μπέστ. Ό Κόλεριτζ τόν άπεκάλεσε
άνθρωπο μέ άναρίθμητα πνεύματα. Amplius. In societate humana hoc est maxime necessarium ut sit amicitia inter multos. —
Ό ‘Άγιος Θωμάς, άρχ ισε ό Στήβεν…
—
Ora pro nobis, άναστέναξε ό Μοναχ ός Μάλλιγκαν, βυθίζοντας τό σώμα του στό κάθισμά του.
Ύστερα έξέφερε ένα θυμώδη αναστεναγμό. —
Pogue mahone! Acushla machree! Σήμανε ή ώρα μας τώρα! Στ’ άλήθεια σήμανε ή ώρα μας!
‘Όλοι χ αμογέλασαν μέ τά χ αμόγελά τους. — Ό ‘Άγιος Θωμάς, ειπε χ αμογελώντας ό Στήβεν, τού οποίου άρέσκομαι νά διαβάζω τά κοιλαράδικα εργα στό πρωτότυπο, γράφοντας περί αιμομιξίας, άπό μιάν άποψη διαφορετική άπό εκείνη τής νέας σχ ολής τής Βιέννης, γιά τήν όποία μάς μιλάει ό κ. Μαγκή μέ τή σοφή καί περίεργη πρωτοτυπία τού υφους του, τήν παραβάλλει μέ τή φιλαργυρία τών αισθημάτων. Εννοεί ότι ή άγάπη πού δίνεται μ’ αύτόν τόν τρόπο σέ κάποιον έξ αίματος συγγενή, κατακρατείται άδικα άπό κάποιον ξένο, ό όποιος μπορεί νά διψάει γι’ αύτήν. Οί έβραίοι, τούς οποίους οί χ ριστιανοί κατηγορούν γιά φιλάργυρους, αυτοί είναι πού περισσότερο άπό ολες τίς φυλές επιδίδονται στήν επιγαμία. Οί κατηγορίες έκτοξεύονται έν βρασμώ ψυχ ής. Οί χ ριστιανικοί νόμοι πού διευκολύνουν τούς έβραίους στή συσσώρευση τού πλούτου (γιά τούς οποίους, οπως καί γιά τούς Αολλαρδιστές, ή θύελλα πρόσφερε καταφύγιο), διέγραφαν τά δρια τών αισθημάτων τους μέ σιδερένιους χ αλκάδες. ’Άν ολα αύτά συνιστούν αμαρτίες ή άρετές, αύτό θά μάς τό πει τήν ήμέρα τής κρίσεως ό γεροΜπαρμπακανένας. ‘Όμως ένας άνθρωπος σάν τόν Σαίξπηρ, σφιχ τοδεμένος μέ αύτό πού ονομάζει δικαιώματά του, άπέναντι σέ κάτι πού ονομάζει ύποχ ρεώσεις του, θά νιώσει άλλο τόσο σφιχ τοδεμένος μέ αύτό πού άποκαλεί δικαιώματά του, άπέναντι σέ αύτή πού τήν ονομάζει γυναίκα του. Κανένας Σέρ Χαμογελαστός γείτονας δέν θά επιθυμήσει έπί ματαίω τά βόδια του, ή τή γυναίκα του, ή τόν ύπηρέτη του, ή τήν ύπηρέτριά του, ή τόν γάιδαρο του. —
’Ή, τή γαίδάρα του, άντιφώνησε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.
— Δέν φερόμαστε καθόλου εύγενικά στόν Γουίλλ, είπε ό εύγενικός κ. Μπέστ εύγενικά. —
Ποιόν Γουίλλ; ψιθύρισε γλυκά ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Αρχ ίζουμε νά μπερδευόμαστε.
— Γιά τή φτωχ ή ’Άνν, τή χ ήρα τού Γουίλλ, φιλοσόφησε ό Τζών Έγκλιντον, ή επιθυμία νά ζήσει είναι καί επιθυμία νά πεθάνει. —
Requiepcat! προσευχ ήθηκε 6 Στήβεν.
Πού πήγε ή επιθυμία γιά Βράση; Έδώ καί καιρό τήν εχ ει χ άσει… — Τήν ξάπλωσαν φαρδειά πλατειά, μέ παγωμένα μέλη, πάνω σ’ εκείνο τό δευτεροκαλύτερο κρεβάτι, αύτή τήν μαντηλοδεμένη βασίλισσα, άκόμα καί άν αποδείξεις ότι εκείνον τόν καιρό ενα κρεβάτι ήταν άκόμα σπανιότερο καί άπ’ όσο ενα αύτοκίνητο στίς μέρες μας, καί άκόμα καί άν τά
σκαλίσματά του τά θαύμαζαν οι εφτά ενορίες. Στά γηρατειά της κάνει παρέα μέ ιεροκήρυκες (ενας άπό αύτούς έμενε στό Νιού Πλέις καί είχ ε μιά δημοτική έπιχ ορήγηση ένός τετάρτου ισπανικό κοκκινέλι, άλλά καλύτερα νά μή ρωτάμε σέ τίνος τό κρεβάτι κοιμότανε) καί τότε πληροφορήθηκε πώς είχ ε ψυχ ή. Διάβαζε ή τής διάβαζαν τίς λαίκές φυλλάδες, πού τίς προτιμούσε άπό τίς Εύθυμες Κυράδες καί, καθώς άνακουφιζότανε τή νύχ τα στήν πάπια, σκεφτότανε τίς Παραμάνες καί Άγχ ράφες γιά τίς Κυλότες τών Πιστών καί τόν ’Αποτελεσματικότερο Πνευματικό Ταμπάκο γιά νά κάνει τίς πλέον θεοσεβείς φυχ ές νά φταρνίζονται. Ή ’Αφροδίτη τής στράβωσε τά χ είλη σέ προσευχ ή. Δαγκωματιά τού εσώτερου` τύψεις συνειδήσεως. ΤΗρθε ή στιγμή πού ή μέχ ρις έξαντλήσεως πορνεία ψάχ νει στά τυφλά τόν Θεό της. — Ή ιστορία άποδεικνύει ότι πρόκειται περί άληθείας, inquit Eglintonus Chronolologos. Αι έποχ αί διαδέχ ονται ή μία τήν άλλην. “Ομως γνωρίζομεν έξ εγκύρου πηγής ότι οί χ ειρότεροι εχ θροί του άνθρώπου άνήκουν εις τήν οίκογένειάν του καί διαμένουν υπό τήν ιδίαν αύτού στέγην. Αισθάνομαι ότι ό Ράσσελ εχ ει δίκιο. Ποιος ό λόγος τού ενδιαφέροντος μας διά τήν σύζυγόν του καί τόν πατέρα του; Θά ελεγα ότι μόνον οί οικογενειακοί ποιηταί διαθέτουν οικογενειακήν ζωήν. Ό Φάλσταφφ δέν ήταν άνθρωπος γιά οικογένεια. ’Έχ ω τήν αίσθηση ότι αύτός ό χ ονδρός ιππότης είναι ή έξοχ οτέρα δημιουργία του. ’Αδύνατος, εγειρε πίσω. Φοβητσιάρη, άρνήσου τούς γεννήτορές σου, τούς αγνούς τών άγνών. Ό φοβητσιάρης γευματίζει μέ τούς άθεους καί άρπάζει στά κρυφά τό ποτήρι. ‘Ένας κύρης τού τό διέταξε, άπό τό ’Άντριμ τής επαρχ ίας Ούλστερ. Τόν επισκέπτεται έδώ κάθε τρίμηνο. Κύριε Μαγκή, σάς ζητά ενας κύριος. Εμένα; ’Ισχ υρίζεται πώς είναι ό πατέρας σας, κύριε. Δώστε μου τό βιβλίο μου μέ τά ποιήματα τού Γουέρντγουωρθ. Μπαίνει ό Μαγκή Μόρ Μάθιου, ενας κουρελιασμένος άγροίκος, ενας σκαντζόχ οιρος, πού φοράει στιβάλια μέ κόπιτσες, τό κάτω μέρος τής βράκας του λεκιασμένο άπό τίς λάσπες δέκα δασών, μιά βίτσα καστανιάς στά χ έρια του. Καί ό δικός μου; Ξέρει τόν γέρο σου. Τόν χ ήρο. Έπιστρέφοντας βιαστικά άπό τό εύθυμο Παρίσι γιά τόν άθλιο νεκροθάλαμό της, άγγιξα τό χ έρι του στήν άποβάθρα. Ή φωνή του, άλλη μιά φορά θερμή, μού είπε: τήν κουράρει ό δόκτωρ Μπόμπ Κέννυ. Τα μάτια πού εύχ ονται γιά μένα τό καλύτερο. ’Αλλά δέν μέ γνωρίζουν. — Ό πατέρας, είπε ό Στήβεν παλεύοντας ενάντια στήν άπελπισία, είναι ενα άναγκαίο κακό. ’Έγραψε τό θεατρικό εργο του τούς μήνες πού άκολούθησαν τόν θάνατο τού πατέρα του. ’Άν ίσχ υρίζεσθε ότι αύτός, ενας γκριζομάλλης μέ δυό κοπέλες τής παντρειάς, μέ τριάντα πέντε χ ρόνια ζωής, nel mezzo de cammin di nostra vita, και πενήντα πείρας, ότι είναι ό άτριχ ος φοιτητής άπό τή Βυτεμβέργη, τότε πρέπει καί νά παραδεχ τείτε ‘ότι ή έβδομηντάχ ρονη μητέρα του είναι ή λάγνα βασίλισσα. ’Όχ ι. Τό φάντασμα τού Τζών Σαίξπηρ, τού πατέρα του δέν περιπλανιέται τίς νύχ τες. “Ωρα μέ τήν ώρα, ολοένα σαπίζει καί σαπίζει. ’Αναπαύεται, στερημένος πατρότητος, έχ οντας μεταβιβάσει στόν γιό του αύτό τό μυστικό κληροδότημα. Ό Καλαντρίνο τού Βοκκάκιου είναι ό πρώτος καί ό τελευταίος άντρας πού ένιωσε πώς θά γεννήσει. Ή πατρότητα, με τήν έννοια τής συνειδητής γέννας, είναι άγνωστη στόν άντρα. Είναι ενα μυστικό κληροδότημα, μιά άποστολική διαδοχ ή, άπό τόν μοναδικό γεννήτορα στόν μοναδικό γεννηθέντα. Σ’ αύτό τό μυστήριο, καί όχ ι στή μαντόνα, τήν οποία οι πανούργοι ’Ιταλοί διανοητές πέταξαν κατάμουτρα στόν όχ λο τής Ευρώπης, θεμελιώθηκε ή εκκλησία καί θεμελιώθηκε άμετακίνητα επειδή θεμελιώθηκε, οπως καί ό κόσμος, ό μικρόκοσμος καί ό μακρόκοσμος., πάνω στό κενό. Πάνω στήν άβεβαιότητα, πάνω στήν άπιθανότητα. Ή amor matris, υποκειμενική καί άντικειμενική γενική, μπορεί νά είναι τό μόνο
άληθινό πράγμα στή ζωή. Ή πατρότητα μπορεί νά είναι μιά νομική μυθοπλασία. Ποιός είναι ό πατέρας όποιουδήποτε γιού, γιά νά τόν άγαπήσει ό γιός ή νά άγαπήσει αύτός τόν γιό; Πού στό διάολο τό πας τώρα; Ξέρω. Σκάσε. ’Άσε με ήσυχ ο! ’Έχ ω τούς λόγους μου. Amplius. Adhuc. Iterum. Postea. Είσαι καταδικασμένος νά τό κάνεις; — Τούς χ ωρίζει μιά τέτοια σαρκική ντροπή, τόσο άκλόνητη, πού τά παγκόσμια έγκληματολογικά άρχ εία, στιγματισμένα μέ ολες τίς άλλες αιμομιξίες καί κτηνοβασίες, ελάχ ιστα καταγράφουν αύτήν τή σαρκική άποστροφή. Γιοί μέ μανάδες, κύρηδες μέ κόρες, λεσβιάζουσες άδερφές, άγάπες πού δέν τολμάνε νά προφέρουν τ’ όνομά τους, άνηψιοί μέ γιαγιάδες, φυλακισμένοι μέ κλειδαρότρυπες, βασίλισσες μέ βραβευμένους ταύρους. Ό άγέννητος γιός χ αλάει τήν ομορφιά` όταν γεννιέται φέρνει πόνους, μοιράζει τή στίοργή, αύξάνει τίς έγνοιες. Είναι ένα άρσενικό` ή άνάπτυξή του σημαίνει τήν πτώση τού πατέρα του, ή νεότητά του τό φθόνο τού πατέρα του, ό φίλος του είναι ό εχ θρός τού πατέρα του. Στήν όδό Μεσιέ-λέ-Πρένς τό σκέφτηκα. —
Τί είναι αύτό πού τούς ενώνει μές στή φύση; Μιά στιγμή τυφλού πάθους.
Είμαι πατέρας έγώ; ’Άν ήμουνα; Χέρι άδύναμο, άβέβαιο. — Ό Σαμπέλιους ό Αφρικανός, ό πιό λεπτεπίλεπτος αίρεσιάρχ ης τού θηριοτροφείου, ισχ υριζόταν ότι ό Πατέρας ήταν Αύτός ό ίδιος ό Δικός Του Γιός. Αύτός ό άγριόσκυλος ό Άκουινάτος, γιά τόν όποιο τό άδύνατον είναι άνύπαρκτο, τόν άντιμάχ εται. ’Άς δούμε: άν ενας πατέρας πού δέν έχ ει γιο δέν είναι πατέρας, μπορεί ό γιός πού δέν εχ ει πατέρα νά είναι γιός; ‘Όταν ό Ρατλαντμπείκονσαουθαμπτονασαίξπηρ, ή κάποιος άλλος ποιητής μέ τό ίδιο όνομα στήν πλήρη πλανών κωμωδία εγραψε τόν ’Άμλετ, δέν ήταν άπλώς πατέρας τού δικού του γιού, άλλά, μή όντας πιά γιός, ήταν καί αισθανόταν σάν πατέρας όλης τής φυλής του, πατέρας τού ίδιου τού παππού του, πατέρας τού άγέννητου έγγονού του, ό όποιος, σύμφωνα μέ αύτά τά τεκμήρια, δέν γεννήθηκε ποτέ, επειδή ή φύση, καθώς τήν άντιλαμβάνεται ό κ. Μαγκή, άπεχ θάνεται τήν τελειότητα. Ό Έγκλιντονμάτης, πλήρης εύχ αριστήσεως, κοίταζε μέ δειλία καί εξυπνάδα. Τό βλέμμα του χ αρούμενο, εύθυμος πουριτανός, άνάμεσα άπό τόν μίσχ ο ένός κυνόρροδου. Κολάκεψε. Μήν τό παρακάνεις. “Ομως, κολάκεψε. — Αύτός ό ίδιος, πατέρας τού έαυτού του, μονολόγησε ό Γιοςμάλλιγκαν. Περίμενε. Είμαι έγκυος. ’Έχ ω ενα έμβρυο μές στό μυαλό μου. Παλλάς ’Αθηνά! Ή θεατρική παράσταση! Ή παράσταση είναι ή θηλειά! ’Αφήστε με νά ξεγεννήσω! Γιά νά βοηθήσει τόν τοκετό, άδραξε καί μέ τά δύο χ έρια του τό έτοιμόγεννο μέτωπό του.
— ”Οσο γιά τήν οίκογένειά του, είπε ό Στήβεν, τ’ όνομα τής μητέρας του έπιζεί στό δάσος τού ’Άρντεν. Ό θάνατός της τού ένέπνευσε τή σκηνή τής Βολούμνιας στόν Κοριολανό. Ό θάνατος τού νεαρού γιού του τού εδωσε τή σκηνή τού θανάτου τού νεαρού ’Άρθουρ στόν Βασιλιά Ιωάννη. Ό ’Άμλετ, ό σκοτεινός πρίγκηπας, είναι ό ’Άμνετ Σαίξπηρ. Ποιά είναι τά κορίτσια στήν Τρικυμία, τόν Περικλή καί τό Χειμωνιάτικο Παραμύθι τό ξέρουμε. Ποιά είναι ή Κλεοπάτρα, σαρκικό σκεύος τής Αίγύπτου, ποιά είναι ή Χρυσηίδα καί ποιά ή ’Αφροδίτη, μπορούμε νά τό μαντέψουμε. “Ομως εχ ει καταγραφεί καί ενα αλλο μέλος τής οίκογένειάς του. —
Ή πλοκή περιπλέκεται, είπε ό Τζών ’Έγκλιντον.
Ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος, κουτσά-στραβά, στά δάκτυλα, κρώζοντας, ή μάσκα του, κρώζοντας, βιαστικός, κρώζοντας, κουάκ, κουάκ. Πόρτα κλεισμένη. Κελλί. Μέρα. Μέ άκούν. Οί τρείς. Αύτοί. Έγώ έσείς αύτός αύτοί. Περάστε, κύριοι. ΣΤΗΒΕΝ Είχ ε τρία άδέρφια, τόν Γκίλμπερτ, τόν Έόμόνδο, τόν Ριχ άρδο. Ό Γκίλμπερτ, στά γεράματά του, διηγήθηκε σέ μερικούς ιππότες ότι μιά φορά ό Μεσσίρ Φοροεισπράχ τορας τού πάσαρε στό τσάμπα ενα εισιτήριο γιά τήν παράσταση κι εκείνος είδε τό άδερφάκι του τόν Γουίλλ, τόν συγγραφέα, στό Λονδίνο, σέ μιά παράσταση μέ παλαιστές, νά ’χ ει πάνω στήν πλάτη του εναν άνθρωπο. Ή μυρωδιά άπό τά λουκάνικα πού πουλάγανε μές στήν παράσταση τού μάγεψε τήν ψυχ ή. Αύτός δέν άναφέρεται πουθενά, όμως ενας Έόμόνδος κι ενας Ριχ άρδος καταγράφονται στά εργα τού γλυκού Γουίλλιαμ. ΜΑΓΚΗΕΓΚΛΙΝΤΟΝ ’Ονόματα! Τί σημασία εχ ει ενα όνομα! ΜΠΕΣΤ Αύτό είναι τ’ όνομά μου, καθώς ξέρετε, Ριχ άρδος. Ελπίζω νά πείτε εναν καλό λόγο γιά τόν Ριχ άρδο, καταλαβαίνετε, γιά χ άρη μου. (Γέλια) ΜΠΑΚ ΜΑΛΛΙΓΚΑΝ (Piano, diminuendo) Τότε, ό φοιτητής τής ιατρικής Ντίκ έκμυστηρεύθηκε Στό συνάδελφό του φοιτητή τής ιατρικής Νταίηβυ…
ΣΤΗΒΕΝ Στήν άγία τριάδα του άπό κακούς Γουίλλ, τούς άχ ρείους κλέφτες, τόν Ίάγο, τόν Ριχ άρδο τόν καμπούρη, τόν Έόμόνδο τού Βασιλιά Αήρ, δύο φέρουν τά ονόματα τών κακών θείων. Έπί πλέον, τό τελευταίο αύτό εργο γράφτηκε ή γραφόταν όταν ό άδερφός του Έόμόνδος ήταν ετοιμοθάνατος στό Σάδαρκ. «
ΜΠΕΣΤ
Ελπίζω ό Έόμόνδος νά σηκώσει ολα τά κακά στήν πλάτη του. Δέν θά ήθελα ό Ριχ άρδος, τό όνομά μου… (Γέλια) Ο ΚΟΤΑΚΕΡΟΣ ΛΤΣΤΕΡ (Μέ tempo) “Ομως αύτός πού αρπάζει τό καλό μου όνομά… ΣΤΗΒΕΝ (Stringendof’ftx.ρυψε τό δικό του όνομα μέσα στά εργα του, όνομα πανέμορφο, Γουίλλιαμ, έδώ ενας τριταγωνιστής, πιό έκεί ενας κλόουν, καί σάν παλιός ’Ιταλός ζωγράφος εβαλε τό πρόσωπό του σέ μιά σκοτεινή γωνιά τού πίνακα του. Τό άποκάλυψε στά σονέτα του, οπου οί Γουίλλ ύπάρχ ουν σέ ύπεραφθονία. Τού αρέσει τ’ όνομά του, οπως καί τού Τζών Ο’Γκώντ, τόσο πολύ όσο καί τό οικόσημο πού άπόχ τησε μέ τίς κολακείες, μιά χ ρυσή λόγχ η μέ άσημένια μύτη πάνω σέ μιά λωρίδα γούνας, honorificabilitudinitatibus, προσφιλέστερο σ’ αύτόν καί άπό τή δόξα τού μεγαλύτερου κινησιοθέτη τής χ ώρας του. Τί σημασία εχ ει ενα όνομα; Αύτό άναρωτιόμαστε όταν μικροί γράφουμε τ’ όνομα πού μάς είπαν ότι είναι δικό μας. ‘Ένα άστέρι, ενα ήμερήσιο άστέρι, ενα άστέρι-μετεωρίτης άνέτειλε τήν ώρα πού γεννήθηκε. `Έλαμψε άπό μόνο του στή διάρκεια τής ήμέρας στούς ούρανούς, λαμπρότερο άπ’ όσο ή ’Αφροδίτη τή νύχ τα καί ελαμψε στή διάρκεια τής νύχ τας πάνω άπό τό δέλτα τής Κασσωπης, τόν πλαγιασμένο άστερισμό πού άποτελεί τήν ύπογραφή μέ τ’ άρχ ικά του άνάμεσα στ’ άστέρια. Τά μάτια του τό εβλεπαν στό βάθος τού ορίζοντα, άριστερά άπό τήν άρκτο, καθώς περπατούσε άνάμεσα στ’ άποκοιμισμένα καλοκαιρινά χ ωράφια τά μεσάνυχ τα, έπιστρέφοντας άπό τό Σόττερυ καί άπό τήν άγκαλιά της. Καί οί δυό ικανοποιημένοι. Kt έγώ. Μήν τούς πεις ότι ήταν μόνο εννιά χ ρονών όταν σταμάτησε νά παρουσιάζεται αύτό τό φαινόμενο. Καί άπό τήν άγκαλιά της. Περιμένεις νά σέ παρακαλέσουν καί νά σέ κερδίσουν; ’Αχ , βλάκα. Ποιά σέ θέλει έσένα; Διάβασε τόν ούρανό. Αύτοτιμωρούμενος. Βούς Στεφανούμενος. Πού βρίσκεται ό δικός σου άστερισμός; Στήβεν, Στήβεν, προσπάθησε λοιπόν. S. D.: sua donna. Gia: di lui. Gelindo risolve di non amar S. D. — Τί ήταν αύτό, κύριε Ντένταλους; ρώτησε ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος. Μήπως ήταν ούράνιο φαινόμενο; —
’Ένα άστέρι μέσα στή νύχ τα, είπε ό Στήβεν, μιά στήλη νέφους τήν ήμέρα.
Τί νά προσθέσω; Ό Στήβεν κοίταξε τό καπέλο του, τό μπαστούνι του, τά παπούτσια του. Stephanos, τό στέμμα μου. Τό σπαθί μου. Τά παπούτσια του μού παραμορφώνουν τά πόδια. ’Αγόρασε κι ενα μαντήλι. — Κάνετε καλή χ ρήση τών ονομάτων, παραδέχ τηκε ό Τζών ’Έγκλιντον. Καί τό δικό σας όνομα είναι άρκετά περίεργο. Υποθέτω ότι εξηγεί τό πλήρες φαντασίας χ ιούμορ σας. Έγώ, ό Μαγκή καί ό Μάλλιγκαν. Μυθικός τεχ νίτης, ό άνθρωπος-γεράκι. Επέταξες. Πρός τά πού; Νιουχ έβεν-Διέππη, κατάστρωμα. Στό Παρίσι καί πάλι πίσω. Τσαλαπετεινός. “Ικαρος. Pater, ait. Στάζοντας θαλασσόνερο, πεσμένος, παρασυρμένος. Είσαι ενας τσαλαπετεινός. Τσαλαπετεινός, έκείνος. Ό κ. Μπέστ σήκωσε πρόθυμα καί άργά τό σημειωματάριό του, καί είπε: — Είναι πολύ ενδιαφέρον έπειδή, οπως θά ξέρετε, τό θέμα τού άδελφού τό βρίσκουμε καί στούς παλιούς ιρλανδικούς μύθους. “Οπως άκριβώς τό είπατε. Οί τρεις αδελφοί Σαίξπηρ. Καί, οπως θά ξέρετε, καί στόν Γκρίμμ, στά παραμύθια. Ό τρίτος άδελφός πού στό τέλος παντρεύεται τήν ώραία κοιμωμένη καί κερδίζει τό μεγάλο βραβείο. Ό καλύτερος άπό τούς άδελφούς Μπέστ. Καλός, καλλίων, κάλλιστος. Ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος πλησίασε κουτσαίνοντας. — Θά ήθελα νά μάθω, είπε, εσείς, ποιόν άπό τούς άδελφούς… ’Αντιλαμβάνομαι πώς ύπαινίσεσθε ότι υπήρξε κάποια παρεξήγηση μέ κάποιον άπό τούς άδελφούς… ’Αλλά, μήπως προτρέχ ω; Πιάστηκε στά πράσσα` ολοι τόν κοίταζαν κρατήθηκε. ‘Ένας κλητήρας τόν κάλεσε άπό τό άνοιγμα τής πόρτας: —
Κύριε Λύστερ, ό πατήρ Ντίνην επιθυμεί…
—
”Ω, ό πατήρ Ντίνην! ’Αμέσως!
Γρήγορος, άμέσως, τρίζοντας, άμέσως, άμέσως, εξαφανίστηκε. Ό Τζών “Εγκλιντον πήρε τό λόγο. — Ελάτε, είπε. “Ας άκούσουμε τί εχ ετε νά μάς πείτε περί τού Ριχ άρδου καί τού Έόμόνδου. Τούς κρατήσατε γιά τό τέλος, δέν είναι ετσι; — Ζητώντας σας νά μήν ξεχ άσετε αυτούς τούς δύο εύγενείς συγγενείς, τόν μπάρμπα Ρίτσι καί τόν μπάρμπα “Εντμοντ, άπάντησε ό Στήβεν, εχ ω τήν εντύπωση πώς τό παράκανα. ‘Ένας άδερφός ξεχ νιέται τόσο εύκολα όσο καί μιά ομπρέλα.
Τσαλαπετεινός. Πού βρίσκεται ό άδερφός σου; Στό μέγαρο τής συντεχ νίας τών φαρμακοποιών. Τό άκόνι οπου άκονίζομοα. Αύτός, υστέρα ό Κράνλυ, ό Μάλλιγκαν καί τώρα αυτοί. Μίλα τους, μίλα τους. ‘Όμως πράξε. Τά λόγια σου νά γίνουν πράξεις. Ειρωνεύονται γιά νά σέ δοκιμάσουν. Πράξε. ’Αντέδρασε. Τσαλαπετεινός. Μέ κούρασε ή φωνή μου, φωνή Ήσαύ. Τό βασίλειό μου γιά ενα ποτό. Συνέχ ισε. — Θά μού πείτε ότι αύτά τά ονόματα ύπήρχ αν ήδη στά χ ρονικά άπ’ οπου επαιρνε τό υλικό τών έργων του. Μά γιατί πήρε αύτά καί όχ ι άλλα; Ό Ριχ άρδος, γιός πόρνης, δυστυχ ισμένος καμπούρης, νόθος, τά ρίχ νει σέ κάποια χ ήρα “Ανν (τί σημασία εχ ει ενα όνομα;), τή γοητεύει καί τήν κατακτάει, ενας γιός πόρνης μέ μιά εύθυμη χ ήρα. Ό Ριχ άρδος ό κατακτητής, ό τρίτος άδερφός, επεται τού Γουίλλιαμ τού κατακτημένου. Οι άλλες τέσσερις πράξεις αύτού τού έργου κρέμονται χ αλαρά άπ’ αύτή τήν πρώτη πράξη. ’Από ολους τούς βασιλιάδες του, ό Ριχ άρδος είναι ό μοναδικός βασιλιάς πού δέν τόν καλύπτει μέ τό σεβασμό του, άγγελος αυτού τού κόσμου. Γιατί τάχ α, τό δευτερεύον θέμα τού Βασιλιά Λήρ, στό όποίο συμμετέχ ει ό Έόμόν-δος, νά είναι δανεισμένο άπό τήν Αρκαδία τού Σίντνεύ καί κολλημένο πάνω σ’ εναν κελτικό θρύλο, παλιότερο κι άπό τήν ιστορία; — Αύτός είναι ό τρόπος τού Γουίλλ, ύπεραμύνθη αύτού ό Τζών `Έγκλιντον. Δέν θά έπρεπε σήμερα νά συνδυάζουμε μιά σάγα τού βορρά μ’ ενα άπόσπασμα άπό μυθιστόρημα τού Τζώρτζ Μέρεντιθ. Que voulez-vous? θά ελεγε ό Μούρ. Τοποθετεί τή Βοημία στήν άκροθαλασσιά καί βάζει τόν Όδυσσέα νά λέει άποσπάσματα άπό τόν ’Αριστοτέλη. — Γιατί; άντέτεινε ό Στήβεν, άπαντώντας ό ίδιος στήν ερώτησή του. Επειδή τό θέμα τού ψεύτη ή τού σφετεριστή ή τού μοιχ ού άδερφού ή καί τών τριών ενωμένων σ’ εναν, γιά τόν Σαίξπηρ είναι αύτό πού ό φτωχ ός δέν είναι γι’ αύτόν, πανταχ ού παρών. Τό θέμα τού έξορισμού, έξορισμού άπό τήν καρδιά, έξορισμού άπό τό σπιτικό, άκούγεται άδιάκοπα, άρχ ής γενομένης άπό τούς Δυό ’Άρχ οντες άπό τή Βερόνα μέχ ρι τή στιγμή πού ό Πρόσπερος σπάζει τό μαγικό ραβδί του, τό θάβει βαθειά μέσα στή γή καί πετάει τό μαγικό βιβλίο του στά νερά. Αύτό τό θέμα παίρνει διπλάσια σημασία στά μισά τής ζωής του, προεκτείνεται σέ μιάν άλλη, επαναλαμβάνεται, πρότασις, έπίτασις, κατάστασις, καταστροφή. Επαναλαμβάνεται άκόμα μιά φορά, όταν πλησιάζει τόν τάφο του, όταν ή Σουζάννα, ή παντρεμένη κόρη του, μήλο κάτω άπό τή μηλιά, κατηγορείται γιά μοιχ εία. ‘Όμως τό άρχ ικό άμάρτημα, αύτό ήταν πού σκοτείνιαζε τήν άντίληψή του, πού άδυνάτιζε τή θέλησή του καί άφηνε μέσα του μιάν έντονη κλίση γιά τό κακό. Οί δροι είναι ίδιοι μέ τών λόρδων επισκόπων τού Μέηνουθ: ενα άρχ ικό αμάρτημα πού, οπως τό προπατορικό άμάρτημα, εγινε άπό κάποιον άλλον, μέσα στού οποίου τό αμάρτημα άμαρτούσε καί ό ίδιος. Βρίσκεται άνάμεσα στίς γραμμές τών στερνών γραφτών του, καί είναι γραμμένο άνεξίτηλα πάνω στήν ταφόπετρά του, οπου τά τέσσερα κόκκαλά της δέν έπρεπε νά άναπαυθούν. Τά γηρατειά δέν τήν έμάραναν. Ή ομορφιά καί ή ειρήνη δέν τό καταπράυναν. Βρίσκεται σέ άφάνταστη ποικιλία παντού μέσα στόν κόσμο πού δημιούργησε, στό Πολύ Κακό γιά Τίποτα, δυό φορές στό “Οπως άγαπάτε, τήν Τρικυμία, τόν ’Άμλετ, τό Μέ τό ’ίδιο Μέτρο καί σέ ολα τ’ άλλα εργα πού δέν έχ ω διαβάσει. Γέλασε γιά νά έλευθερώσει τό νού του άπό τά δεσμά τού νού του.
Ό Δικαστής ’Έγκλιντον άνακεφαλαίωσε: — Ή άλήθεια εύρίσκεται εις τό μέσον, διαβεβαίωσε. Αύτός είναι καί τό φάντασμα καί ό πρίγκηψ. Εύρίσκεται ολος εις ολα. — Ναί, είπε ό Στήβεν. Τό άγόρι τής πρώτης πράξης είναι ό ώριμος άντρας τής πέμπτης. Βρίσκεται ολος σέ ολα. Στόν Κυμβελίνο, στόν Όθέλλο είναι καί μαστρωπός καί κερατάς. Κάνει καί τού κάνουν. Εραστής ένός ιδανικού ή μιας διαστροφής, δολοφονεί οπως ό Χοσέ τήν άληθινή Κάρμεν. Ό άνελέητος νούς του είναι ενας μαινόμενος Ίάγος πού επιθυμεί άδιάκοπα νά ύποφέρει μέσα του ό μαύρος. —
Κούκου! Κούκου! κακάρισε ό κερατο-Μάλλιγκαν μέ ασέλγεια. ’Ώ, λέξη πού τρομάζεις!
Ό σκοτεινός θόλος δέχ τηκε τά λόγια του καί τά άνταπέδωσε. — Καί αύτός ό Ίάγος, τί χ αρακτήρας! αναφώνησε ό ατρόμητος Τζών ’Έγκλιντον. Στό κάτωκάτω, θά πρέπει νά έπανέλθουμε εις τή ρήσιν τού Δουμά fils (ή μήπως τού Δουμά pere;), ότι μετά τόν Θεό, ό Σαίξπηρ είναι ό μεγαλύτερος τών δημιουργών. — Ούτε οί άντρες, ούτε οί γυναίκες τού δίνουν εύχ αρίστηση, ειπε ό Στήβεν. “Υστερα άπό άπουσία μιάς ολόκληρης ζωής επιστρέφει στόν τόπο πού γεννήθηκε, έκεί οπου έζησε πάντα, παιδί καί άντρας, σιωπηλός μάρτυς, καί έκεί, ενώ τό ταξίδι τής ζωής του εχ ει τελειώσει, φυτεύει στό χ ώμα τή δίκιά του μουριά. “Υστερα πεθαίνει. Ή παράσταση τελείωσε. Νεκροθάφτες ενταφιάζουν τόν ’Άμλετ pere καί τόν ’Άμλετ fils. Έν τέλει, βασιλιάς καί πρίγκηπας ενώπιον τού θανάτου, μέ μουσική ύπόκρουση. Καί κλαμένος άπό ολες τίς εύθραυστες τρυφερές καρδιές, παρ’ ολο πού αύτές τόν δολοφόνησαν καί τόν πρόδωσαν, είτε Δανέζες είναι είτε Δουβλινέζες` ή θλίψη γιά τούς πεθαμένους είναι ό μοναδικός σύζυγος τόν όποιο δέν δέχ ονται νά άποχ ωριστούν. ’Άν σάς άρέσει ό επίλογος, προσέξτε τον ιδιαίτερα: ό καλομοίρης Πρόσπερος, ό καλός άνθρωπος, άνταμείφθηκε, ή Λίζυ, τό σβωλαράκι άγάπης τού παππού, καί ό μπαρμπα-Ρίτσι, ό κακός, πήραν τόν δρόμο γιά τόν τόπο πού κατοικούνε οί κακοί άράπηδες, έκεί πού τούς έστειλε ή ποιητική δικαιοσύνη. Αύλαία καί τέρμα. Ανακάλυψε ότι όσα φάνταζαν στόν εσωτερικό του κόσμο σάν πιθανότητα, στόν εξωτερικό κόσμο ήταν πραγματικότητα. Ό Μαίτερλινγκ είπε: “Αν ό Σωκράτης ανοίξει τήν πόρτα του γιά νά βγει, θά βρει τόν σοφό καθισμένο στά σκαλοπάτια τού σπιτιού του. “Αν ό ’Ιούδας βγει άπόφε τό βράδυ, τά βήματά του θά τόν οδηγήσουν πρός τόν ’Ιούδα. Κάθε ζωή άποτελείται άπό πολλές ήμέρες, τή μία μετά τήν άλλη. Περπατάμε μέσα μας, συναντώντας ληστές, φαντάσματα, γίγαντες, γέρους, νέους, συζύγους, χ ήρες, άχ ρείους κουνιάδους. “Ομως, πάντα συναντούμε τούς εαυτούς μας. Ό δραματουργός πού έγραψε τήν ιστορία αύτού τού κόσμου, καί τήν έγραψε άσχ ημα (Αύτός μάς εδωσε πρώτα τό φώς καί υστέρα άπό δυό ήμέρες τόν ήλιο), ό κύριος τών πραγμάτων, οποια κι άν είναι αύτά, τόν όποιον οί Ρωμαίκότεροι τών καθολικών άποκαλούν dio boia, θεό δήμιο, χ ωρίς άμφιβολία, βρίσκεται όλος σέ ολους, σέ ολους μας, είτε ιπποκόμους είτε χ ασάπηδες, καί θά ήταν καί μαστρωπός καί κερατάς άπό πάνω, άν δέν ήταν στήν οικονομία τών ούρανών, οπως τήν προκαθόρισε ό ’Άμλετ, δέν θά ύπάρξουν άλλοι γάμοι, ό άνδρας έν τή δόξη του, ενας άνδρόγυνος άγγελος, τελικά σύζυγος, τού έαυτού του. —
ΕύρηκαΙ φώναξε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. ΕύρηκαΙ
Ξαφνικά, εύτυχ έστερος άπό πρίν, έδωσε ένα πήδημα καί έφτασε τό γραφείο τού Τζών ’Έγκλιντον.
—
Μού επιτρέπετε; είπε. Ό Κύριος μίλησε στό Μαλαχ ία.
’Άρχ ισε νά γράφει γρήγορα σ’ ενα κομμάτι χ αρτί. Πάρε μερικά φύλλα άπό τό τραπέζι καθώς θά βγαίνεις. — ’Όσοι είναι ώς τώρα παντρεμένοι, είπε ό Μπέστ, γλυκός κήρυκας, ολοι, πλήν ένός, θά ζήσουν. Οί άλλοι θά μείνουν ετσι. Ό εργένης κ. Μπέστ γέλασε πρός τήν κατεύθυνση τού Γιοχ άνες ’Έγκλιντον, εργένη, φιλόλογου. Δίχ ως έτερον ήμισυ, δίχ ως προοπτικές περιπετειών, θωρακισμένοι έναντι τών πειρασμών τής σάρκας, φυλλομετρούν τίς νύχ τες μελετώντας, καθένας μόνος του, τήν σχ ολιασμένη έκδοση τής Στρίγγλας πού εγινε αρνάκι. — Μάς έξαπατήσατε, είπε μέ στόμφο ό Τζών ’Έγκλιντον στόν Στήβεν. Μάς παρασύρατε νά κάνουμε τόσο δρόμο γιά νά μάς δείξετε ενα γαλλικό τρίγωνο. Εσείς ό ίδιος πιστεύετε τή θεωρία σας; —
’Όχ ι, είπε δίχ ως δισταγμό ό Στήβεν.
— Πρόκειται νά τήν γράψετε; ρώτησε ό κ. Μπέστ. Θά έπρεπε νά τήν γράψετε σέ μορφή διαλόγου, ξέρετε, σάν αύτούς τούς πλατωνικούς διαλόγους πού έγραφε ό Ούάιλντ. Ό Τζών Έκλέκτικον χ αμογέλασε μ’ ένα χ αμόγελο πού άξιζε γιά δύο. — Έν τοιαύτη περιπτώσει, είπε, άφού δέν τήν πιστεύετε κι ό ίδιος, δέν βλέπω διά ποιον λόγον άπαιτείτε άμοιβήν. Ό Ντάουντεν πιστεύει πώς υπάρχ ει κάποιο μυστήριο εις τόν ’Άμλετ, άλλά δέν προσθέτει άλλο τι. Ό χ έρ Μπλάιμπτρεου, τόν όποιον ό Πάιπερ συνήντησε στό Βερολίνο, καί ό οποίος επεξεργάζεται αύτή τή θεωρία Ράτλαντ, πιστεύει ότι τό μυστικό είναι κρυμμένο στό μνημείο τού Στράτφυρντ. Ό Πάιπερ λέει ότι θά έπισκεφτεί τόν παρόντα δούκα καί θά τού παράσχ ει τάς άποδείξεις ότι τά έργα τά έγραψε ό πρόγονός του. Ή Ύψηλότης του θά έκπλαγεί. Άλλά αύτός πιστεύει στή θεωρία του. Πιστεύω. Ω, Κύριε, βοήθησε τήν άπιστία μου. Δηλαδή, νά μέ βοηθήσει νά πιστέψω ή νά μήν πιστέψω; Ποιός βοηθάει κάποιον νά πιστέψει; Egomen. Νά μήν πιστέψει ποιόν; Τόν άλλο. — Είσθε ό μοναδικός συνεργάτης τού περιοδικού Ντάνα, ό οποίος άπαιτεί αργύρια. Εκτός αύτού, ούδέν γνωρίζω διά τό επόμενον τεύχ ος. Ό Φρέντ Ράιαν άπαιτεί χ ώρον δι’ έν οικονομολογικόν άρθρον. Φρεντοαίανικό. Μού δάνεισε δύο άργύρια. Γ ιά νά τά βολέψω. Οικονομία. —
Μπορείτε νά δημοσιεύσετε αύτή τήν συνέντευξη γιά μιά γκινέα, είπε ό Στήβεν.
Ό Μπάκ Μάλλιγκαν σηκώθηκε σταματώντας τό γέλιο του, τό γράψιμο, τό γέλιο καί είπε σοβαρός, μέ κακία άνακατεμένη μέ μέλι: —
Έπισκέφτηκα τόν βάρδο Κίντς στή θερινή διαμονή του στήν όδό ’Άνω Μέκλενμπουρκ καί τόν
βρήκα βυθισμένον στήν άνάγνωση τής Summa contra Gentilles, μέ συντροφιά δυό κυρίες πού είχ αν άρπάξει βλεννόρροια, τή δροσάτη Νέλλυ καί τή Ροζαλία, τήν πόρνη τού λιμανιού. Καί ξεκόβοντας άπό τήν παρέα: —
Ελα, Κίντς. Ελα, περιπλανώμενε ’Άνγκας τών πτηνών.
“Ελα, Κίντς, έφαγες τ’ άποφάγια μας. Ευχ αρίστως. Θά σού σερβίρω τίς πατσές καί τά σπλάχ να πού σού άρέσουν. Ό Στήβεν σηκώθηκε. Κάθε ζωή άποτελείται άπό πολλές ήμέρες. Αύτή θά τελειώσει. — Θά είδωθούμε άπόψε, είπε ό Τζών ’Έγκλιντον. Ό notreami ό Μούρ λέει ότι πρέπει νά έρθει καί ό Μάλαχ ι Μάλλιγκαν. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν στροβίλισε στόν άέρα τόν παναμά του καί τό φύλλο πάνω στό όποιο έγραφε. — Ό κύριος Μούρ, είπε, λέκτωρ τών γαλλικών γραμμάτων στήν ιρλανδική νεολαία. Θά έρθω. ’Έλα. Κίντς, οι βάρδοι πρέπει νά πιούν. Μπορείς νά περπατήσεις ’ίσια; Γελώντας, αύτός… Πιοτό ώς τίς εντεκα. Ή διασκέδαση τών ιρλανδικών νυκτών. Τζουτζές. Ό Στήβεν άκολούθησε εναν τζουτζέ… Μιά μέρα στή βιβλιοθήκη είχ αμε μιά συζήτηση. Γιά τόν Σαίξπ. Βάδισα πίσω άπό τήν πλάτη τού τζουτζέ. Πατάω πάνω στίς χ ιονίστρες του. Ό Στήβεν, άφού άπηύθυνε εναν ψόφιο χ αιρετισμό σέ ολους, άκολούθησε εναν πανηγυριώτη τζουτζέ, ενα καλοχ τενισμένο φρεσκοκουρεμένο κεφάλι, άπό τό θολωτό κελλί εξω στή βροντερή άνέμελη λιακάδα. Τί έμαθα; Γι’ αύτούς; Γιά μένα; Περπατάει σάν τόν Χέηνς τώρα. Ή αίθουσα τών συνδρομητών. Στόν ονομαστικό κατάλογο ό Κάσελ Μπόουλ Ο’ Κόννορ Φίτζμωρις Τίσνταλλ Φάρελλ παραθέτει τά πολυσύλλαβά του. Θέμα: ήταν τρελός ό ’Άμλετ; Ή καλοκάγαθη κεφάλα τού κουάκερου, πού άφοσιωμένος συζητάει γιά βιβλία μ’ εναν ρασοφόρο. — ’Ώ, σάς παρακαλώ, κύριε… Θά εύχ αριστηθώ πολύ… Κατευχ αριστημένος ό Μπάκ Μάλλιγκαν μουρμούρισε κατ’ ιδίαν, νεύοντας στόν έαυτό του: —
Κατευχ αριστημένος πισινός.
Ή περιστροφική έξοδος. Τί είναι αύτό;… Καπέλο μέ γαλάζια κορδέλα… Τεμπέλικο γράψιμο… Τί;… Μέ κοίταξε;… Τό στριφογυριστό κιγκλίδωμα τής σκάλας` ό άπαλά-γλιστρώντας πάπας Μίνσιους. Ό Πάκ Μάλλιγκαν, παναμα-κρανο-φορώντας, κατέβαινε σκαλί-σκαλί, μέ χ ορευτικό βήμα καί άπαγγέλλοντας: Τζών ’Έγκλιντον, Τζό, Τζό, Τζόνυ μου Γιατί δέν παίρνεις μιά σύζυγο; Ύστερα, σάν νά έφτυνε τά λόγια του στόν άέρα: — Ω, τόν άτιμο τόν Κινέζο, τόν χ ωρίς πηγούνι! Τόν Τσίν Τσόν ’Έγκ Λί Τόν! Ό Χέηνς κι έγώ πήγαμε στό θεατράκι τους, στό κτίριο τής συντεχ νίας τών ύδραυλικών. Οί θεατρίνοι μας δημιουργούν μιά νέα τέχ νη χ άριν τής Εύρώπης, οπως οί ‘Έλληνες ή ό κύριος Μαίτερλινγκ. Το θέατρον ’Άμπεύ! ’Οσφραίνομαι τόν δημόσιο ιδρώτα τών καλογέρων. ’Έφτυσε χ ωρίς σάλιο. Λησμόνησα` όχ ι περισσότερο άπ’ αύτόν, πού δέν λησμόνησε ότι ή ψειριάρα ή Λούσυ τόν τρέλαινε στό ξύλο. Καί τήν παράτησε, τή femme de trente ans. Καί γιατί δέν έκαναν κι άλλα παιδιά; Καί γιατί τό πρώτο νά είναι κορίτσι; Στερνή μου γνώση. Νά σέ είχ α πρώτη. Ό ίσχ υρογνώμων ερημίτης άκόμα έκεί (έφαγε τό γλυκό του) καί ό ήδυπαθής νεανίας, παίγνιον ερωτικών επιθυμιών, ξανθιά κόμη τού Φαίδωνα γιά έρωτικά ξεμαλλιάσματα. Άχ … Μόλις, άχ … ήθελα… Λησμόνησα… αύτός… —
Παρευρέθησαν ή Λόνγγουερθ καί ό ΜακΚάρντυ ’Άτκινσον…
Ό Πάκ Μάλλιγκαν βημάτιζε επιδέξια καί τραγούδαγε μέ τρίλιες: Μόλις πού ακούω τίς βρισιές στό στενοσόκακο Τού φαντάρου πού περνάει καθώς τραβάω τό δρόμο μου Ή σκέφη μου τραβάει ολόισια Στόν Φ. ΜακΚάρντυ ‘Άτκινσον, Εκείνον πού είχ ε ξύλινο ποδάρι Καί πού φόραγε βρακί κουρσάρου Πού δέν τόλμησε ποτέ νά ικανοποιήσει τή δίφα του, Τόν Μαγκή μέ τό στόμα δίχ ως πηγούνι. Φοβούμενοι εναν έπί γής γάμο Μαλακιζόντουσαν όσο τό τράβαγε τό κέφι τους. Συνέχ ισε τίς άνοησίες. Γνώθι σαυτόν.
Σταμάτησε χ αμηλότερα. Μέ κοιτάζει μέ αύθάδεια. Στέκομαι. — Πένθιμη μαριονέτα, στέναξε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Ό Σύντζ έβγαλε τά μαύρα, γιά νά ντύνεται οπως καί ή φύση. Μόνο τά κοράκια, οι παπάδες καί τό εγγλέζικο κάρβουνο ντύνονται στά μαύρα. “Ενα γέλιο πέρασε άπό τά χ είλη του. — Ή Λόνγγουερθ είναι πολύ άρρωστη, είπε, υστέρα άπ’ αύτό πού έγραψες γι’ αύτή τή γριά ρέγγα, τήν Γκρέγκορυ. ’Άχ , μεθυσμένε έβραίε ιεροεξεταστή Ιησουίτη! Αύτή σού βρίσκει δουλειά στήν εφημερίδα καί υστέρα πάς καί τής αλλάζεις τό γάιδαρο σέ σχ έση μέ τό προίόν τού πνευματικού μόχ θου της. Δεν μπορούσες νά χ ρησιμοποιήσεις τή μέθοδο τού Γέητς; Συνέχ ισε νά κατεβαίνει, στραβομουτσουνιάζοντας, ψάλλοντας μέ κυματιστές χ αριτωμένες κινήσεις τών χ εριών του: —
Τό ώραιότερο βιβλίο πού γράφτηκε σ’ αύτή τή χ ώρα στόν καιρό μου. Θυμίζει τόν ‘Όμηρο.
Σταμάτησε στό πρώτο σκαλί. —
Συνέλαβα τήν ιδέα ένός θεατρικού έργου γιά μαριονέτες, είπε μ’ επισημότητα.
Ή αίθουσα μέ τίς χ όλωνες σέ μαυριτανικό στύλ, σκιές πού χ ώνονται ή μιά μέσα στήν άλλη. Τέλειωσε ό μαυριτανικός χ ορός τών εννιά μορφών μέ τά σκουφιά τών ενδείξεων. Μέ φωνή μελωδική καί μεταβαλλόμενη σέ τόνο ό Μπάκ Μάλλιγκαν διάβασε τίς σημειώσεις του: Καθένας Γυναίκα τού Έαυτού του η Τό ταξίδι τού μέλιτος στή Φούχ τα (εθνική άνηθικολογία σέ τρεις οργασμούς) υπο Άρχ ίδη Μάλλιγκαν Καί, στρέφοντας πρός τόν Στήβεν, είπε μέ χ αρούμενο μορφασμό: —
Φοβάμαι πώς τό ψευδώνυμο δέν είναι άποτελεσματικό. ‘Όμως, άκου.
Διάβασε μέ ύφος marcato: —
Πρόσωπα τού έργου:
ΤΟΜΠΥ ΤΟΣΤΟΦΦ (ενας κατεστραμμένος Πολωνός) ΨΕΙΡΑΣ (ενας πού περπατάει στά δάση) ΝΤΙΚ, ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ καί
(μ’ ενα σμπάρο δυό τρυγόνια) ΝΤΑΙΗΒΥ, ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΥΡΑ ΓΚΡΟΓΚΑΝ (νεροκουβαλήτρα) ΔΡΟΣΑΤΗ ΝΕΛΛΥ καί ΡΟΖΑΛΙΑ (πόρνη τού λιμανιού) Γέλασε, κουνώντας τό κεφάλι του μπροστά-πίσω, συνεχ ίζοντας τό περπάτημά του, άκολουθούμενος άπό τόν Στήβεν· καί πρόσθεσε κεφάτος, άπευθυνόμενος πρός τίς σκιές τους, ψυχ ές τών άνθρώπων: — ’Ό, εκείνη τή νύχ τα στήν αίθουσα Κάμπντεν, όταν οί κόρες τού Έριν αναγκάστηκαν νά σηκώσουν τις φούστες τους γιά νά μή σέ πατήσουν, όταν σέ βρήκαν ξαπλωμένο φαρδύ-πλατύ πάνω στό μουροχ ρωματιστό, πολύχ ρωμο, πληθωρικό ξερατό σου! — Πάνω άπό τόν άθωότερο γιό τού ’Έριν, είπε ό Στήβεν, πού αύτές γιά χάρη του σηκώσανε τίς φούστες τους. Καθώς βάδιζε πρός τήν εξώπορτα, στάθηκε στήν άκρη, επειδή ενιωσε κάποιον πίσω του. Σκάσ’ το. ΤΗρθε ή στιγμή. Πρός τά πού, όμως; ’Άν ό Σωκράτης άνοιγε τήν πόρτα τού σπιτιού του, άν ό ’Ιούδας εβγαινε εξω άπόψε. Γιατί; Αύτό ενυπάρχ ει στό χ ώρο, στόν οποίο έγώ, κάποια μέρα, άναπόδραστα, θά καταλήξω. Ή θέλησή μου` ή θέλησή του άπέναντι άπό τή δική μου. Καί άνάμεσα, ενας ώκεανός. Κάποιος πέρασε άνάμεσά τους, εκανε μιάν υπόκλιση, χ αιρέτησε. —
Καλημέρα πάλι, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.
Τό περιστύλιο. Έδώ παρατηρούσα τά πουλιά γιά οίωνοσκόπηση. Ό ’Άνγκας τών πτηνών. ’Απέρχ ονται, επιστρέφουν. Χθές βράδυ επέταξα κι έγώ. Εύκολη πτήση. Κατάπληκτοι άνθρωποι. “Υστερα τό σοκάκι μέ τίς πόρνες. Μού πρόσφερε ενα ώραίο πεπόνι. ’Έμπα. Θά δείς. — Ό περιπλανώμενος ’Ιουδαίος, ψιθύρισε μέ δέος κλόουν ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Πρόσεξες τό μάτι του; Σέ κοίταξε μέ βλέμμα πόθου. Φοβάμαι, άρχ αίε ναυτικέ, ώ, Κίντς, ευρισκόμενε εν κινδύνω. Φόρεσε ένισχ υμένο σώβρακο. Τρόποι τής ’Οξφόρδης. Ήμέρα. Τό άρμα τού ήλιου πάνω σέ άψίδα γέφυρας. Μιά μαύρη πλάτη τούς προσπέρασε. Βηματισμός λεοπάρδαλης, κατέβηκε τή σκάλα, βγήκε άπό τήν αύλόπορτα, κάτω άπό τή σιδεριά πού τή στεφάνωνε. ’Ακολούθησαν.
Πρόσβαλέ με κι άλλο. Συνέχ ισε νά μιλάς. Μιά διαυγής άτμόσφαιρα ξεκαθάριζε τίς γωνίες τών σπιτιών στήν όδό Κίλντεαρ. Κανένα πουλί. Δυό εύθραυστα φτερά καπνού άνέβαιναν πλουμιστά άπό τίς στέγες καί μέσα στό ξεχ είλισμα μιάς άπαλότητας, διαλύονταν άπαλά. Σταμάτα νά άντιμάχ εσαι. Ειρήνη τών δρυίδων ίερέων τού Κυμβελίνου, ίεροφαντική. ’Από τήν πλατειά γή ενας βωμός. Άς δοξάσουμε τούς Θεούς: καί θυμιάματα σύννεφα άς ανέβουν ώς τά ρουθούνια τους άπ’ τούς ιερούς βωμούς μας.
10. ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, Ο ΑΙΔΕΣΙΜΟΤΑΤΟΣ Τζών Κόνμη, τής Εταιρείας τού Ίησού, καθώς κατέβαινε τά σκαλιά τού πρεσβυτερίου, ξανάβαλε τό γυαλιστερό ρολόι του στήν εσωτερική τσέπη. Τρεις παρά πέντε. ’Ακριβώς ό χ ρόνος πού μού χ ρειάζεται γιά νά πάω μέ τά πόδια μέχ ρι τό ’Άρτεην. ’Άλλη μιά φορά, πώς ονομάζεται έκεινο τό αγόρι; Ντίγκναμ, ναί. Vere dignum et justum est. Πρέπει ν’ απευθυνθώ στόν αδελφό Σουάν. Ή επιστολή τού κυρίου Κάννινγχ αμ. Ναί. Νά τόν εξυπηρετήσουμε, αν είναι δυνατόν. Καλός καθολικός μέ πρακτικό μυαλό· χ ρήσιμος στίς θρησκευτικές έξορμήσεις. ‘Ένας ναύτης μ’ ενα πόδι, κουνώντας πρός τά εμπρός τό σώμα του μέ τεμπέλικα τινάγματα των δεκανικιών του, γρύλλιζε κάποιες νότες. Στάθηκε μπροστά στό μοναστήρι τών άδελφών τού ελέους καί άπλωσε τή σκούφια του πρός τόν αίδεσιμώτατο Τζών Κόνμη, τής Εταιρείας τού Ίησού γιά ελεημοσύνη. Ό πατήρ Κόνμη τού παρέσχ ε τήν ευλογία του μές στή λιακάδα, επειδή ήξερε πώς τό πουγγί του περιείχ ε μόνο μιά άσημένια κορώνα. Ό πατήρ Κόνμη πέρασε άπέναντι πρός τήν πλατεία Μάουντζού. Συλλογίστηκε, άλλά ό’χ ι επίμονα, τούς στρατιώτες καί τούς.ναύτες, πού τά πόδια τους είχ αν κοπεί άπό οβίδες καί τελείωναν τή ζωή τους σέ κάποιο πτωχ οκομείο, καί ξαναθυμήθηκε τά λόγια τού καρδινάλιου Γούλσεύ: Έάν είχ ον υπηρετήσει τόν Θεόν μου, ώς υπηρέτησα τόν βασιλέα μου, ουτος δέν θά μέ είχ εν έγχ αταλείφει χ ατά τάς ημέρας τού γήρατος μου. Περπατούσε στή σκιά κάτω άπό τά τρεμουλιαστά φύλλα τών δένδρων πού διαθλούσαν τόν ήλιο καί συναντήθηκε μέ τή σύζυγο τού βουλευτού κ. Ντέιβιντ Σήχ υ. — Πολύ καλά, πράγματι, πάτερ. Καί σείς, πάτερ; Ό πατήρ Κόνμη ήταν θαυμασίως καλά, πράγματι. Πιθανώς θά μετέβαινε διά λουτρά στό Μπάξτον. Καί τά παιδιά της συνέχ ιζαν τίς σπουδές τους μ’ επιτυχ ία στό Μπέλβεντηρ; “Οντως; Ό πατήρ Κόνμη τό άκουγε μέ πολλή εύχ αρίστηση, πράγματι. Καί ό ίδιος ό κύριος Σήχ υ; Ακόμη εις τό Λονδίνον. Ή Βουλή συνέχ ιζε τάς συνεδριάσεις της, βεβαίως τό ήξευρε. Ωραίος καιρός ήταν, θαυμάσιος, πράγματι. Ναί, ήτο πολύ πιθανόν νά ξανάρθει γιά κήρυγμα ό πατήρ Μπέρναρντ Βών. ’Ώ, ναί` είχ ε μεγάλη επιτυχ ία. Θαυμάσιος άνθρωπος, άληθώς. Ό πατήρ Κόνμη είχ ε εύχ αριστηθεί πολύ πού ή σύζυγος τού βουλευτού κ. Ντέιβιντ Σήχ υ είχ ε τόσον καλή όψιν καί τήν παρεκάλεσε νά διαβιβάσει τούς χ αιρετισμούς του στόν βουλευτή κ. Ντέιβιντ Σήχ υ. Ναί, βεβαίως, θά περνούσε οπωσδήποτε νά τούς δεί. —
Καλό άπόγευμα, κυρία Σήχ υ.
Ό πατήρ Κόνμη, καθώς άποχ ωρούσε, εβγαλε τό μεταξωτό καπέλο του πρός τό μέρος τής μανδήλας της, μέ τίς χ άνδρες άπό άχ άτη, πού φάνταζαν σάν κηλίδες άπό μελάνι στή λιακάδα. Καί χ αμογέλασε άλλη μιά φορά άπομακρυνόμενος. ’Ήξερε πώς είχ ε βουρτσίσει τά δόντια του μέ οδοντόπαστα άπό καρύδα άρέκας. Ό πατήρ Κόνμη συνέχ ισε τόν περίπατό του καί, περπατώντας, χ αμογέλασε, επειδή σκέφτηκε τήν άστεία έκφραση τών ματιών καί τή χ αρακτηριστική προφορά τών λαίκών τάξεων πού είχ ε ό πατήρ
Μπέρναρντ Βών. —
Πιλάτε! “Ινα τί δέν άντιτίθεσαι σ’ αύτόν τόν ώρυόμενο συρφετό;
Πάντως, ήταν ενας άνθρωπος μέ ζήλο. Άληθώς ήταν. Καί άληθώς προσέφερε μεγάλας υπηρεσίας μέ τόν τρόπο του. Πέραν πάσης άμφιβολίας. ’Έλεγε ότι άγαπούσε τήν ’Ιρλανδία καί ότι άγαπούσε καί τούς ’Ιρλανδούς. Καί άπό καλή οικογένεια, ποιός θά τό πίστευε; Ούαλλοί, άν δέν κάνω λάθος. ’Ώ, νά μήν ξεχ άσει. Εκείνο τό γράμμα πρός τόν περιφερειακό προίστάμενο. Στή γωνία τής πλατείας Μ’ίουντζού, ό πατήρ Κόνμη σταμάτησε τρεις μαθητές τού δημοτικού. Ναί, στό Μπέλβεντηρ φοιτούσαν. Στίς πρώτες τάξεις: Άχ ά. Καί ήσαν επιμελείς μαθητές; Άχ ά. Αύτό τώρα ήταν πολύ καλό. Καί πώς τόν ελεγαν; Τζάκ Σόχ αν. Καί τόν άλλον πώς τόν ελεγαν; Γκέρ. Γκάλλαχ ερ. Καί τόν άλλο νεαρό; Τόν ελεγαν Μπράννυ Αάιναμ. Αύτό ήταν ενα πάρα πολύ καλό όνομα. Ό πατήρ εβγαλε άπό τόν κόρφο του ενα γράμμα, τό εδωσε στό νεαρό Μπράννυ Αάιναμ καί τού εδειξε μέ τό δάχ τυλο τό κόκκινο κουτί τού ταχ υδρομείου στή γωνιά τής όδού Φίτζγκιμπον. —
”Ομως, νεαρέ μου, πρόσεξε νά μήν πέσεις κι έσύ μέσα στό κουτί.
“Εξι μάτια ήσαν στραμμένα στόν πατέρα Κόνμη καί γέλασαν. —
’Ώ, κύριε.
—
Εντάξει, άς δούμε άν ξέρεις νά ταχ υδρομήσεις ενα γράμμα, είπε ό πατήρ Κόνμη.
Ό νεαρός Μπράννυ Αάιναμ διέσχ ισε τρέχ οντας τό δρόμο κι εριξε τό γράμμα τού πατρός Κόνμη πρός τόν περιφερειακό προίστάμενο μέσα στήν τρύπα τού κατακόκκινου ταχ υδρομικού κουτιού. ‘Ο πατήρ Κόνμη χ αμογέλασε καί ενευσε καί χ αμογέλασε καί συνέχ ισε τό περπάτημά του πρός τήν πλατεία Μάουντζού. Ό κ. Ντένις Τζ. Ματζίννι, καθηγητής χ ορού καί τά λοιπά, μέ ήμίψηλο, σακκάκι σέ χ ρώμα ανθρακίτη μέ μεταξωτά πέτα, λευκή γραβάτα, κολλητά βιολετιά παντελόνια, κατακίτρινα γάντια καί μυτερά λουστρίνια, προχ ωρούσε ποζάτος καί στή γωνία τού Ντίγκναμ Κώρτ γεμάτος σεβασμό πήρε μιάν ανοιχ τή στροφή, γιά ν’ άποφύγει νά συγκρουστεί μέ τή λαίδη Μάξγουελλ. Μά, αύτή έκεί κάτω δέν είναι ή κυρία ΜακΓκίνεςς; Η κυρία ΜακΓκίνεςς, επιβλητική, μέ ασημένια μαλλιά, έκανε μιάν υπόκλιση πρός τόν πατέρα Κόνμη άπό τό άπέναντι πεζοδρόμιο, στό όποιο έβάδιζε μέ μεγαλοπρέπεια φρεγάτας. Καί ό πατήρ Κόνμη τής χ αμογέλασε καί τή χ αιρέτησε. Πώς νά τά πήγαινε; Ειχ ε πολύ ώραία κορμοστασιά. Σάν τή Μαρία Στιούαρτ, περίπου. Καί νά σκεφτεί κανείς ότι ήταν ένεχ υροδανείστρια. Νά, αύτό! Μιά τέτοια γυναίκα… τί νά πει κανείς;… μιά μεγαλοπρέπεια βασιλική.
Ό πατήρ Κόνμη συνέχ ισε πρός τήν όδό Γκρέητ Τσάρλς κι εριξε ενα βλέμμα άριστερά πρός τήν κλειστή εκκλησία τών διαμαρτυρομένων. Όμιλία (Θεού θέλοντος) τού αίδεσιμωτάτου Τ. Ρ. Γκρήν, πτυχ ιούχ ου φιλοσοφίας. Ό υποχ ρεωμένος, ετσι τόν έχ ουν βγάλει. Είμαι υποχ ρεωμένος νά ε’ι’πω όλίγας λέξεις. “Ομως οφείλει κανείς νά είναι επιεικής. ’Άγνοια πού δέν διορθώνεται. Τόσα ξέρουν, τόσα κάνουν. Ό πατήρ Κόνμη έστριψε στή γωνία τής Βόρειας Περιφερειακής όδού. Περίεργο πού δέν υπήρχ ε τροχ ιοδρομική γραμμή σέ μιά τόσο σημαντική λεωφόρο. Βεβαίως καί οφείλε νά υπήρχ ε. Μιά ομάδα μαθητών μέ τίς σάκες τους διέσχ ισαν τήν όδό Ρίτσμοντ. ’Έβγαλαν ολοι τά τσαλακωμένα σκουφιά τους. Ό πατήρ Κόνμη τούς χ αιρέτησε άρκετές φορές καλοκάγαθα. Τέκνα έν Χριστώ άδελφών. Ό πατήρ Κόνμη, καθώς βάδιζε, μύρισε λιβάνι στά δεξιά του. Ή εκκλησία τού Αγίου Ιωσήφ, στήν όδό Πόρτλαντ. Διά ήλικιωμένας καί έναρέτους γυναίκας. Ό πατήρ Κόνμη έβγαλε τό καπέλο του πρός τήν κατεύθυνση τής Αγίας Ευχ αριστίας. Έναρέτους, ναί` άλλά μερικές φορές καί δύστροπες. Κοντά στό μέγαρο ’Ώλντμποροου ό νούς τού πατρός Κόνμη πήγε στόν σπάταλο άριστοκράτη ιδιοκτήτη του. Κι ετσι τώρα έκεί στεγάζονταν γραφεία ή κάτι παρόμοιο. Ό πατήρ Κόνμη άρχ ισε νά περπατάει κατά μήκος τής όδού Νόρθ Στράντ καί δέχ τηκε τόν χ αιρετισμό τού κ. Γουίλλιαμ Γκάλλεχ ερ, πού στεκόταν στήν είσοδο τού καταστήματος του. Ό πατήρ Κόνμη χ αιρέτησε τόν κ. Γουίλλιαμ Γκάλλεχ ερ καί άντελήφθη τίς οσμές πού προήρχ οντο άπό τίς φέτες τού μπέικον καί τίς άφθονες μπάλες βουτύρου. Πέρασε εμπρός άπό τό καπνοπωλείο τού Γκρόγκαν, οπου στά διαφημιστικά πλαίσια μέ τόν κορυφαίο τίτλο τών εφημερίδων έξετίθεντο τά τελευταία νέα μιάς φριχ τής καταστροφής στή Νέα ‘Υόρκη. Αύτά τά πράγματα συνέβαιναν συνέχ εια στήν Ά-μερική. ’Άτυχ οι όσοι πέθαιναν μέ αύτόν τόν τρόπο, απροετοίμαστοι. Παρ’ ολον πού αύτό συνιστούσε πράξιν πλήρους συντριβής. Ό πατήρ πέρασε μπροστά άπό τό μπάρ τού Ντάνιελ Μπέργκιν, στό παράθυρο τού οποίου δύο χ ασομέρηδες σκότωναν τήν ώρα τους. Τόν χ αιρέτησαν καί τούς χ αιρέτησε. Ό πατήρ Κόνμη πέρασε άπό τό γραφείο κηδειών τού X. Τζ. Ο’Νήλ, οπου ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ άθροιζε ποσά στό κατάστιχ ο, ενώ επαιζε στό στόμα του ενα άχ υρο. ‘Ένας άστυφύλακας, πού εκανε τή βόλτα τής βάρδιας του, χ αιρέτησε τόν πατέρα Κόνμη καί ό πατήρ Κόνμη χ αιρέτησε τόν άστυφύλακα. Στού Γιούστεττερ, τού άλλαντοπώλη, ό πατήρ Κόνμη παρατήρησε χ οιρινά λουκάνικα, άσπρα καί μαύρα καί κόκκινα, ολοκάθαρα, κουλουριασμένα σέ στοίβες. Ό πατήρ Κόνμη διέκρινε δεμένη στό ποτάμι, κάτω άπό τόν ίσκιο τής δενδροστοιχ ίας Τσάρλσβιλ, μιά μαούνα μέ τύρφη, ενα άλογο ελξεως μέ σκυμμένο κεφάλι, εναν μαουνιέρη μέ βρώμικο ψάθινο καπέλο, καθισμένον στή μέση τής μαούνας, καπνίζοντας καί κοιτάζοντας ψηλά, πάνω άπό τό κεφάλι του, ενα κλαδί λεύκας. ΤΗταν τόσο ειδυλλιακό` καί ό πατήρ Κόνμη συλλογίστηκε τήν θεία πρόνοια, ή όποια είχ ε προνοήσει γιά τή δημιουργία τής τύρφης τών βάλτων κι ετσι οί άνθρωποι μπορούσαν νά τήν ξεθάβουν, νά τή μεταφέρουν στίς πόλεις καί τά χ ωριά καί νά θερμαίνουν τά σπίτια τών φτωχ ών. Στή γέφυρα Νιούκομεν ό αίδεσιμώτατος Τζών Κόνμη, τής Εταιρείας τού Ίησού, τής εκκλησίας τού άγιου Φράνσις Ξάβιερ τής όδού ’Άνω Γκάρντινερ, άνέβηκε σ’ ενα τράμ μέ κατεύθυνση τά
περίχ ωρα. Άπό ενα τράμ μέ προέλευση τά περίχ ωρα, στή γέφυρα Νιούκομεν, κατέβηκε ό αίδεσιμώτατος Νίκολας Ντάντλεύ, τού τάγματος τών Κασσινιτών, τής εκκλησίας τής άγίας Άγάθης τής όδού Γουίλλιαμς. Στή γέφυρα Νιούκομεν, ό πατήρ Κόνμη άνέβηκε σ’ ενα τράμ μέ κατεύθυνση πρός τά περίχ ωρα, επειδή τού ήταν δυσάρεστο νά διασχ ίζει πεζή τήν κατηφή διαδρομή πέραν τής νήσου Μάντ. Ό πατήρ Κόνμη κάθησε σέ μιά γωνιά τού τράμ, μ’ ενα γαλάζιο εισιτήριο προσεκτικά στερεωμένο εις τό άνοιγμα ένός γαντιού άπό κατσικίσιο δέρμα, πού περιέβαλε τό χ έρι του, ενώ τέσσερα σελλίνια, ενα έξάπεννο καί πέντε πέννες παρεισέφρησαν άπό τήν άλλη γεμάτη γαντοφορεμένη παλάμη του στό πουγγί του. Περνώντας τήν εκκλησία μέ τόν κισσό, συλλογίσθηκε ότι συνήθως ό ελεγκτής ένεφανίζετο, όταν κάποιος είχ ε προηγουμένως άπορρίψει άπρονοήτως τό εισιτήριό του. Ή σοβαρότης τών συνεπιβατών του εις τό τράμ έφαίνετο εις τόν πατέρα Κόνμη ύπερβολική γιά ενα ταξίδι τόσο φθηνό καί τόσο μικρό. Ό πατήρ Κόνμη συμπαθούσε τόν ευχ άριστο διάκοσμο. ‘ Ηταν μιά ήρεμη ήμέρα. ‘Ο κύριος μέ τά γυαλιά άπέναντι άπό τόν πατέτ ρα Κόνμη είχ ε περατώσει τίς εξηγήσεις του καί κοίταξε χ άμω. Έπρόκειτο περί τής συζύγου του, ύπέθεσε ό πατήρ Κόνμη. “Ενα ελάχ ιστο χ ασμουρητό ανάγκασε τή σύζυγο τού κυρίου μέ τά γυαλιά ν’ ανοίξει τό στόμα της. Σήκωσε τή μικρή γαντοφορεμένη γροθιά της, χ ασμουρήθηκε λίγο άκόμα, δίνοντας μικρά χ τυπήματα μέ τή μικρή γαντοφορεμένη γροθιά της στό ανοιχ τό στόμα της καί χ αμογέλασε ελάχ ιστα, γλυκά. Ό πατήρ Κόνμη άντελήφθη τό άρωμά της εις τό εσωτερικόν τού τράμ. Άντελήφθη επίσης ότι ό επιβάτης πού εύρίσκετο δίπλα της άπό τήν αλλη πλευρά, έκάθητο τόσο άδέξια, ώστε ό μισός ήτο εξω άπό τό κάθισμα. Ό πατήρ Κόνμη, στά κάγκελα τού βωμού, τοποθέτησε μέ δυσκολία τήν όστια στό στόμα τού άδέξιου ήλικιωμένου μέ τό τρεμουλιαστό κεφάλι. Στή γέφυρα ’Άννεσλυ τό τράμ σταμάτησε, καί τήν ώρα πού ήταν έτοιμο νά ξεκινήσει, μιά ήλικιωμένη γυναίκα σηκώθηκε ξαφνικά άπό τή θέση της γιά νά κατεβεί. Ό είσπράκτορας τράβηξε τό κορδόνι μέ τό κουδούνι γιά νά ειδοποιήσει τόν οδηγό νά παρατείνει τή στάση. Πέρασε στήν πλατφόρμα τού οχ ήματος μέ τό καλάθι της κι ενα δίχ τυ γιά ψώνια` καί ό πατήρ Κόνμη ειδε τόν είσπράκτορα νά τή βοηθάει νά κατεβεί πρίν ύποχ ρεωθεί στήν καταβολή καί άλλου εισιτηρίου, σκέφτηκε ότι ήταν μιά άπ’ αύτές τίς άπλές ψυχ ές, στίς όποιες πρέπει κανείς νά λέει δυό φορές, ό Θεός μέ τ’ έσού, τέχ νον μου, καί ότι αύτές είχ αν ήδη δεχ θεί τήν άφεση, προσευχ ηθείτε 8t’ εμέ. ‘Όμως, αύτές, φτωχ ά πλάσματα, είχ αν τόσες σκοτούρες στή ζωή, τόσες πολλές έγνοιες. Άπό τίς τοιχ οκολλημένες άφίσες ό κ. Ευγένιος Στράττον έστελνε, μέ τά παχ ειά νέγρικα χ είλη του, χ αμόγελα στόν πατέρα Κόνμη. Ό πατήρ Κόνμη συλλογίστηκε τίς ψυχ ές τών μαύρων καί τών μελαψών καί τών κίτρινων καί τό κήρυγμά του περί τού αγίου Πέτρου Κλέηβερ, τής Εταιρείας τού Ίησού, καί περί τής άφρικανικής άποστολής καί τής διαδόσεως τής πίστεως πρός τά έκατομμύρια μαύρων καί μελαψών καί κίτρινων ψυχ ών, οί όποιες δέν είχ αν δεχ θεί τό βάπτισμα τού ύδατος, καθ’ ήν στιγμήν ό θάνατος ήρχ ετο ώς κλέφτης έν τω μέσω τής νυκτός, Ό πατήρ Κόνμη ειχ ε τήν εντύπωση ότι εκείνο τό βιβλίο
τού Βέλγου ίησουίτη, Le Nombre des Elus, ύπεστήριζε μιά λογική θέση. ΤΗταν κι αύτές έκατομμύρια ψυχ ές, τίς όποιες ό Θεός ειχ ε δημιουργήσει καθ’ όμοίωσίν Του, καί στίς όποιες (θεία βουλήσει) ή πίστις δέν ειχ ε άκόμα άποκαλυφθεί. “Ομως καί αύτές άνήκαν εις τόν Θεόν καί είχ αν καί αύτές θεία προέλευση / Ό πατήρ Κόνμη θεωρούσε ότι ήταν κρίμα νά χ αθούν ολες τους, νά σπαταληθούν, αν μπορούσε κανείς νά μεταχ ειριστεί μιά παρόμοια έκφραση. Στήν όδό Χάουθ ό πατήρ Κόνμη κατέβηκε. Ό είσπράκτορας τόν χ αιρέτησε καί αύτός άνταπέδωσε τόν χ αιρετισμό. Ή οδός Μαλαχ άιντ ήταν ήρεμη. Καί ή οδός καί ή ονομασία της ήρεσαν στόν πατέρα Κόνμη. Στούς Μαλαχ άιντ ήχ ούσάν ευθυμα τά καμπανάκια τής γαμήλιας τελετής. Ό Λόρδος Τάλμποτ τών Μαλαχ άιντ, άμεσος κληρονομικός λόρδος ναύαρχ ος τών Μαλαχ άιντ καί τών περιβαλλουσών θαλασσών. Κατόπιν ήρθε άνάκλησις υπό τά οπλα καί αύτή, έν μιά νυκτί, κατέστη παρθένος, σύζυγος καί χ ήρα. Αύτές ήσαν ήμερες παλιοκαιρινές, έντιμος έποχ ή σέ χ αρούμενες πολιτείες, ή παλαιά έποχ ή τής βαρωνείας. Ό πατήρ Κόνμη, περπατώντας, συλλογίσθηκε τό τομίδιόν του Ή Παλαιά Έποχ ή τής Βαρωνείας καί τό βιβλίο τό οποίον πιθανώς θά συνέγραφε περί τών ιδρυμάτων τών ίησουιτών καί περί τής Μαίρης Ρόσφορντ, κόρης τού λόρδου Μόουλσγουερθ, πρώτης κομήσσης τού Μπέλβεντηρ. Μιά άπαθής κυρία, όχ ι πλέον νέα, περπατούσε μόνη κατά μήκος τής άκτής τής λίμνης Έννέλ. Ή Μαίρη, πρώτη κόμησσα τού Μπέλβεντηρ, περπατούσε άπαθής τήν εσπέρα, χ ωρίς νά άνατριχ ιάζει όταν μιά βίδρα βουτούσε στά νερά. Ποιός μπορεί νά ξεύρει τήν άλήθεια; Ούτε ό ζηλιάρης λόρδος τού Μπέλβεντηρ, ούτε ό εξομολογητής της, εάν πράγματι είχ ε διαπράξει ολοκληρωμένη μοιχ εία μετά τού άδελφού τού συζύγου της, eiaculatio seminis inter vas naturale mulieris. Θά όμολογούσε κατά τό ήμισυ, άν είχ ε άμαρτήσει όλοσχ ερώς, οπως κάνουν ολες οί γυναίκες. Μόνον ό Θεός ήξευρε, καί αύτή, καί εκείνος, ό άδελφός τού συζύγου της. Ό πατήρ Κόνμη έσκέφθη αύτή τήν τυραννική άκολασία, τήν άπαιτουμένην πάντως πρός διαιώνισιν τού άνθρωπίνου γένους έπί τής γής καί επίσης έσκέφθη τούς δρόμους τού Θεού, οί όποιοι δέν είναι δικοί μας δρόμοι. Ό πατήρ Τζών Κόνμη περπατούσε καί ό νούς του έστράφη πίσω σέ άλλοτινούς καιρούς. Τόν καιρό εκείνο ήταν φιλάνθρωπος καί τιμημένος. ’Έκρυβε μές στόν νού του μυστικά πού τού είχ αν έκμυστηρευθεί καί χ αμογελούσε σέ χ αμογελαστές μορφές εύγενών ί` ενα σαλόνι γυαλισμένο μέ μελισσοκέρι, κάτω άπό μιάν οροφή στολισμένη μέ γιρλάντες ώριμων φρούτων. Καί τά χ έρια τού γαμβρού καί τής νύφης, ένός εύγενούς καί μιας εύγενούς, σφίχ τηκαν μές στίς παλάμες τού πατρός Τζών Κόνμη. ΤΗταν
χ αριτωμένη ήμέρα.
Ό πατήρ Κόνμη μέσα άπό τόν φράχ τη ένός άγρού παρατήρησε βραγιές άπό κραμβολάχ ανα, τά οποία τού προσέφεραν μικρές υποκλίσεις, άπλώνοντας τά φαρδιά κάτω φύλλα τους. Ό ούρανός τού έδειξε ενα κοπάδι άπό μικρά προβατάκια, πού τά έσπρωχ νε άργά ό άνεμος. Οί Γ άλλοι λέγουν moutonner. ’Έκφρασις άκριβής καί οικεία.
Ό πατήρ Κόνμη, διαβάζοντας τό κείμενο τής άκολουθίας του, παρατήρησε ενα κοπάδι άπό σύννεφα σάν προβατάκια πάνω άπό τό Ράθκοφφεύ. Οί άστράγαλοί του μέσα στίς λεπτές κάλτσες του γαργαλιόντουσαν άπό τά άχ υρα στό χ ωράφι τού Γκλόνγκαουζ. Περπατούσε έκεί τά βράδια, διαβάζοντας, καί άκουγε τίς φωνές τών παιδιών πού έπαιζαν σέ ομάδες, νεανικές κραυγές στήν γαλήνια εσπέρα. ΤΗταν ό εφημέριός τους` ή δεσποτεία του ήταν ήπια. Ό πατήρ Κόνμη εβγαλε τά γάντια του καί άνέσυρε τό προσευχ ητάριό του μέ τό κόκκινο περίγραμμα. ‘Ένας σελιδοδείκτης άπό φίλντισι τού ύπέδειξε τή σελίδα. Ή ένατη. Θά επρεπε νά τήν είχ ε διαβάσει πρίν άπό τό πρόγευμα. “Ομως ειχ ε προσέλθει πρός έπίσκεψιν ή λαίδη Μάξγουελλ. Ό πατήρ Κόνμη διάβασε σιωπηλά τό Πάτερ Ήμών καί τό Χαίρε Μαρία καί σταυροκοπήθηκε. Deus in adiutorium. Περπατούσε ήρεμος καί διάβαζε τήν ένάτη, περπατούσε καί διάβαζε, μέχ ρις ότου έφτασε στό Res στά Beati immaculati: Principium verborum tuorum veritas: in eternum omnia iudicia iustitioe tuoe. “Ενας άναψοκοκκινισμένος νεαρός ξεπετάχ τηκε άπό τό άνοιγμά ένός φράχ τη καί πίσω του βγήκε μιά νέα γυναίκα μέ άγριομαργαρίτες πού ταλαντεύονταν στό χ έρι της. Ό νεαρός άντρας έβγαλε άπότομα τό καπέλο του` ή νέα γυναίκα έκαμε άπότομα μιάν ύπόκλιση καί άφαίρεσε προσεκτικά άπό τό λεπτό ύφασμα τής φούστας της εναν κολλημένο μίσχ ο. Ό πατήρ Κόνμη τούς ευλόγησε καί τούς δύο σοβαρός καί γύρισε τή λεπτή σελίδα τού προσευχ ητάριού του. Sin: Principes persecuti sunt me gratis: et a verbis tuis formidavit cor meum. ``` Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ εκλεισε τό μακρύ κατάστιχ ο τής ήμέρας καί μέ τά σακουλιασμένα μάτια του έριξε μιά ματιά στό σκέπασμα ένός φέρετρου άπό πεύκο πού στεκόταν σάν φρουρός σέ μιά γωνιά. Σηκώθηκε δρθιος, πήγε κοντά του καί στρέφοντάς το γύρω άπό τόν άξονά του, έπιθεώρησε τό σχ ήμα του καί τά μπρούντζινα έξαρτήματά του. Μασώντας τό άχ υρο πού ειχ ε στό στόμα, ξανάβαλε τό σκέπασμα τού φέρετρου στή θέση τού καί πήγε στήν πόρτα. Έκεί μετακίνησε τό γείσο τού καπέλου του γιά νά σκιάσει τά μάτια του κι άκούμπησε στήν κάσα τής πόρτας, κοιτάζοντας τεμπέλικα έξω. Στή γέφυρα Νιούκομεν ό πατήρ Κόνμη άνέβαινε στό τράμ γιά τό Ντόλλυμαουντ. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ ενωσε τίς μύτες τών τεράστιων παπουτσιών του καί κοίταξε πέρα μέ χ αμηλωμένο καπέλο, μασουλώντας τό άχ υρο στό στόμα του. Ό άστυφύλακας 57Γ, κάνοντας τή βόλτα τής βάρδιας του, στάθηκε λίγο γιά νά άνταλλάξει χ αιρετισμό. —
’Ωραία μέρα, κύριε Κέλλεχ ερ.
—
Ναί, ειπε ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ.
—
Ή άτμόσφαιρα είναι βαρειά, είπε ό άστυφύλακας.
Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ εξακόντισε άπό τό ύψος του μιά σιωπηλή τροχ ιά άχ υρόζουμου σέ σχ ήμα αψίδας, τήν ώρα πού ενα γενναιόδωρο λευκό μπράτσο άπό ενα παράθυρο τής όδού ’Έκκλς πετούσε ενα νόμισμα στό δρόμο. —
Τί νεώτερα έχ ουμε; ρώτησε.
—
Χθές βράδυ είδα αύτό τό μούτρο, είπε ό άστυφύλακας χ αμηλώνοντας τόν τόνο τής φωνής του.
``` ‘Ένας ναύτης μ’ ενα πόδι, μεταφέροντας τό σώμα του πάνω στά δεκανίκια του, εστριψε στή γωνία τής όδού ΜακΚόννελ, παρέκαμψε τό καρότσι τού Ραμπαγιότι, πωλητή παγωτών, καί αίωρούμενος στά δεκανίκια του προχ ώρησε ώς τήν όδό ’Έκκλς. Φθάνοντας στόν Λάρρυ Ο’Ρούρκ, πού στεκόταν στήν πόρτα τού μαγαζιού του μέ σηκωμένα τά μανίκια τού πουκαμίσου του, γρύλλισε σ’ εναν μή φιλικό τόνο: —
Γιά τό χ ατήρι τής ’Αγγλίας…
Τινάχ τηκε βίαια μπροστά, ξεπερνώντας τήν Κέητυ καί τήν Μπούντυ Ντένταλους, σταμάτησε καί γαύγιξε: —
γιά τή φαμίλια καί τίς όμορφες.
Τό χ λωμό καί γεμάτο έγνοιες πρόσωπο τού Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού πήρε τήν πληροφορία ότι ό κ. Λάμπερτ ήταν άπασχ ολημένος μέ κάποιον επισκέπτη στήν άποθήκη. Μιά χ οντρή κυρία σταμάτησε, εβγαλε ενα μπακιρένιο νόμισμα άπό τό πορτοφόλι της καί τό άφησε νά πέσει στό κασκέτο, πού ήταν προτεταμένο πρός τό μέρος της. Ό ναύτης γρύλλισε ενα ευχ αριστώ καί εριξε άγριες ματιές στά βουβά παράθυρα, βύθισε τό κεφάλι του στούς ώμους του καί τινάχ τηκε μπροστά μέ τά δεκανίκια του, τέσσερις φορές. Σταμάτησε καί φώναξε θυμωμένα: —
Γιά τό χ ατήρι τής ’Αγγλίας…
Δυό ξυπόλητα χ αμίνια, γλείφοντας μακριά κομμάτια γλυκόριζας, στάθηκαν πλάι του, κοιτάζοντας μέ ορθάνοιχ τα μάτια τό κούτσουρο τού ποδιού του, καθώς ενα κίτρινο ζουμί έτρεχ ε άπό τά στόματά τους. Μέ ρωμαλέα τινάγματα τίναξε μπροστά τό κορμί του, σταμάτησε, σήκωσε τό κεφάλι πρός τήν κατεύθυνση ένός παράθυρου καί γαύγισε μέ μπάσα φωνή: —
γιά τή φαμίλια καί τίς όμορφες.
Τό χ αρούμενο γλυκό καί κελαίδιστό σφύριγμα πού άκουγόταν άπό τό εσωτερικό συνέχ ισε γιά λίγο άκόμα καί σταμάτησε. Τά παντζούρια τραβήχ τηκαν στήν άκρη. Μιά πινακίδα ’Ενοικιάζονται Δωμάτια ’Άνευ ’Επίπλων γλίστρησε άπό τό πλαίσιο καί επεσε. ‘Ένα παχ ουλό γυμνό μπράτσο
ελαμψε, εγινε άντιληπτό, παρέμεινε εκτεθειμένο, μέσα άπό μιά λευκή κομπιναιζόν μέ τσιτωμένες μπρετέλες. ‘Ένα γυναικείο χ έρι εριξε ενα νόμισμα, τό όποιο πέρασε πάνω άπό τά κάγκελα τής εισόδου κι επεσε στό πεζοδρόμιο. “Ενα άπό τά χ αμίνια έτρεξε, τό μάζεψε καί τό εριξε στό κασκέτο τού μενεστρέλου, λέγοντας: —
’Ορίστε, κύριε.
``` Ή Καίτη καί ή Μπούντυ Ντένταλους έσπρωξαν πρός τά μέσα τήν πόρτα τής κλεισμένης καί γεμάτης ατμούς κουζίνας. —
Άκούμπησες τά βιβλία; ρώτησε ή Μπούντυ.
Ή Μάγγυ, μπροστά στή φουφού, έδωσε δυό σπρωξιές μ’ ενα γουδοχ έρι σέ μιά γκρίζα μάζα, πού έπέπλεε στή σκεπασμένη μέ άφρούς σαπουνιού επιφάνεια τού βραστού νερού, καί σκούπισε τόν ιδρώτα άπό τό μέτωπό της. —
Δέν θέλησαν νά μού δώσουν τίποτα, είπε.
Ό πατήρ Κόνμη περπατούσε άνάμεσα στό χ ωράφι τού Κλόνγκαουζ καί τ’ άχ υρα γαργάλαγαν τούς καλτσοφορεμένους άστραγάλους του. —
Σέ ποιόν πήγες; ρώτησε ή Μπούντυ.
—
Στή ΜακΓκίννεςς.
Ή Μπούντυ χ τύπησε κάτω τό πόδι της καί πέταξε τή σάκα της στό τραπέζι. —
Κακό χ ρόνο νά ’χ ει! φώναξε.
Ή Καίτη πλησίασε τή φουφού καί κοίταξε μέ μάτια πού άλληθώριζαν. —
Τί βρίσκεται μέσα στήν κατσαρόλα; ρώτησε.
—
Πουκάμισα, είπε ή Μάγγυ.
Ή Μπούντυ φώναξε θυμωμένη: —
Νά πάρει ή οργή, δέν έχ ει τίποτα γιά νά φαμε;
Ή Καίτη, σηκώνοντας μέ τό στρίφωμα τής λερωμένης φούστας της τό σκέπασμα μιας μικρής κατσαρόλας, ρώτησε: —
Κι έδώ μέσα τί έχ ει;
“Ενας πυκνός ατμός ορμησε έξω γιά άπάντηση.
—
Μπιζελόσουπα, είπε ή Μάγγυ.
—
Πού τή βρήκες; ρώτησε ή Καίτη.
—
Ή άδελφή Μαίρη Πάτρικ, είπε ή Μάγγυ.
Ό ένστολος κλητήρας χ τύπησε τήν κουδούνα του. —
Μπράαααγκ!
Ή Μπούντυ κάθησε στό τραπέζι καί είπε πεινασμένη: —
Φέρ’ την!
Ή Μάγγυ σερβίρισε κίτρινη πηχ τή σούπα άπό τό κατσαρολάκι σ’ ένα βαθύ πιάτο. ‘Η Καίτη, καθισμένη άπέναντι στήν Μπούντυ, είπε ήρεμα, καθώς έφερνε μέ τίς άκρες τών δαχ τύλων της κάποια, ψίχ ουλα στό στόμα της. —
Πάλι καλά πού έχ ουμε κι αύτή. Πού είναι ή Ντίλλυ;
—
Πήγε νά βρεί τόν πατέρα, είπε ή Μάγγυ.
Ή Μπούντυ πρόσθεσε, ξεμασκαλίζοντας μεγάλα κομμάτια ψωμιού μέσα στήν κρίτρινη σούπα: —
Τόν πατέρα ήμών, τόν έν τοίς ούρανοίς μή εύρισκόμενον.
Ή Μάγγυ, πού εβαζε κίτρινη-σούπα στό βαθύ πιάτο τής Καίτης, φώναξε: —
Μπούντυ, ντροπή!
Μιά μικρή βάρκα, άπό διπλωμένο διαφημιστικό φυλλάδιο, ό Ήλίας ερχ εται, καβάλλησε ελαφριά τά κύματα τού ποταμού Λίφφεύ, κάτω άπό τή γέφυρα Διακλαδώσεως, πάνω άπό τά ρεύματα, εκεί πού τό νερό στροβιλιζόταν γύρω άπό τούς πυλώνες τής γέφυρας καί ταξίδεψε κατά τήν άνατολή, άφήνοντας πίσω της σκαριά καί αλυσίδες άπό άγκυρες, άνάμεσα στήν παλιά άποβάθρα τού Τελωνείου καί τό κρηπίδωμα Γεωργίου. ``` Τό ξανθό κορίτσι στό κατάστημα τού Θόρντον εστρωσε τό καλάθι άπό λυγαριά μέ λωρίδες πολύχ ρωμου χ αρτιού γλασέ, πού έτριζε. ‘Ο Μπλέηζες Μπόυλαν τής εδωσε τό τυλιγμένο μέ ρόζ μεταξωτό χ αρτί μπουκάλι κι ενα μικρό βάζο. —
Βάλτε αύτά έδώ πρώτα, παρακαλώ, είπε.
— Μάλιστα, κύριε, είπε τό ξανθό κορίτσι, καί τά φρούτα άπό πάνω. — ’Έτσι ταιριάζουν όμορφα, είπε ό Μπλέηζες Μπόυλαν. Έκείνη τοποθέτησε επιδέξια τά νόστιμα άχ λάδια, πότε μέ τήν ουρά, πότε μέ τό κεφάλι, καί στά
διάκενα ώριμα ροδάκινα μέ κατακόκκινα μάγουλα. Ό Μπλέηζες Μπόυλαν, μέ καινούργια κατακίτρινα παπούτσια, εκοβε βόλτες πάνω-κάτω στό άρωματισμένο άπό τά φρούτα μαγαζί, άγγίζοντας πότε τό ενα και πότε τό άλλο, φρέσκα, χ υμώδη φρούτα καί παχ ουλές κόκκινες ντομάτες, μυρίζοντας τό άρωμά τους. Οί άνθρωποι σάντουιτς τού Χ.Η.Λ.Υ.Σ. πέρασαν ενας-ενας άπό μπροστά του μέ τά ψηλά άσπρα καπέλα τους, μπήκαν στήν όδό Τέντζιερ, τραβώντας μέ βαρειά βήματα πρός τό τέρμα της. ’Έστριψε ξαφνικά τό σκυμμένο πάνω άπό ενα καλαθάκι μέ φράουλες σώμα του, τράβηξε άπό τό τσεπάκι τού γιλέκου του ενα χ ρυσό ρολόι στήν άκρη μιας καδένας. —
Μπορείτε νά τό στείλετε μέ τό τράμ, τώρα;
Μιά φιγούρα μέ μαύρη πλάτη κάτω άπό τήν Αψίδα Εμπόρων άνακάτευε τά βιβλία πάνω στό καροτσάκι ένός πλανόδιου βιβλιοπώλη. —
Βεβαίως, κύριε. Πρόκειται γιά διεύθυνση μέσα στήν πόλη;
—
’Ώ, ναί, είπε ό Μπέηζες Μπόυλαν. Δέκα λεπτά.
Τό ξανθό κορίτσι τού εβαλε στό χ έρι ενα μπλόκ κι ενα μολύβι. —
Θέλετε νά γράψετε τή διεύθυνση, κύριε;
Ό Μπλέηζες Μπόυλαν εγραψε άκουμπώντας πάνω στόν πάγκο κι εσπρωξε τό μπλόκ πρός τό μέρος της. —
Στείλτε το άμέσως, παρακαλώ, ειπε. Προορίζονται γιά άρρωστο.
—
Μάλιστα, κύριε. Θά τό στείλω, κύριε.
Ό Μπλέηζες Μπόυλαν κουδούνισε χ αρούμενα κέρματα στήν τσέπη του παντελονιού του. —
Τί ζημιά κάναμε; ρώτησε.
Τά λεπτά δάχ τυλα τού ξανθού κοριτσιού μετρούσαν τά φρούτα. Ό Μπλέηζες Μπόυλαν κοίταξε μέσα στό άνοιγμά τής μπλούζας της. Νεαρή πουλαδίτσα. Τράβηξε ενα κόκκινο γαρύφαλλο άπό τό ψηλό μπουκέτο ένός βάζου. —
Αύτό γιά μένα; ρώτησε ίπποτικά.
Τό ξανθό κορίτσι άπέφυγε ενα κατ’ εύθείαν βλέμμα — τύπος ντυμένος μέ τήν τελευταία λέξη τής μόδας, μ’ ενα ελαφρό κύρτωμα τής γραβάτας — καί κοκκίνισε. —
Μάλιστα, κύριε, ειπε.
Σκύβοντας πάνω τους, μέτρησε αλλη μιά φορά τά ώριμα αχ λάδια καί τά άναψοκοκκινισμένα
ροδάκινα. Ό Μπλέηζες Μπόυλαν κοίταξε μέσα στήν μπλούζα της μέ περισσότερο ενδιαφέρον, ό μίσχ ος τού κόκκινου γαρύφαλλου άνάμεσά στά χ αμογελαστά χ είλη του. —
Μπορώ να πώ δυό λόγια στό τηλέφωνό σας, δεσποινίς; ειπε κατεργάρικα.
``` r
—
Ma! είπε ό Άλμιντάνο Άρτιφόνι.
Κοίταξε πάνω άπό τόν ώμο τού Στήβεν τό στραβοχ υμένο κρανίο τού Γκόλντσμιθ. Δυό αμαξες μέ τουρίστες πέρασαν άργά, οί γυναίκες καθισμένες στό μπροστινό κάθισμα, βαστώντας σφιχ τά τίς χ ειρολαβές. Χλωμά πρόσωπα. ’Αντρικά μπράτσα περασμένα σφιχ τά γύρω άπό τίς κατσιασμένες μέσες τους. Κοίταζαν άπό τό κολλέγιο Τρίνιτυ πρός τό περιστύλιο τής Τράπεζας τής ’Ιρλανδίας, οπου γουργούριζαν περιστέρια. — Anch’iohoavutodiquesteidee, είπε ό Άλμιντάνο Άρτιφόνι, quand’ero giovine come Lei. Eppoi mi sono convinto che il mondo e una bestia. Epeccato. Perche la sua voce… sarebbe un cespite di rendita, via. Invece, Lei si sacrifica. — Sacrifizio incruento, είπε χ αμογελώντας ό Στήβεν, περιστρέφοντας τό μπαστούνι του άργά, κρατώντας το άπό τή μέση. —
Speriamo, είπε φιλικά τό μουστακοφορεμένο πρόσωπο. Ma, dia retta a me. Ci rifletta.
Κοντά στό πέτρινο χ έρι τού Γκράτταν πού πρόσταζε γιά στάση, Ενα τράμ άπό τό ’Ίτσικορ ξεφόρτωσε άσύνταχ τους βουνήσιους μιας στρατιωτικής μπάντας. Ci riflettero, είπε ό Στήβεν,. κοιτάζοντας κάτω τό σφιγμένο πάνω στή γάμπα μπατζάκι τού συνομιλητή του. —
Ma, sul serio, eh? είπε ό Άλμιντάνο Άρτιφόνι.
Τό βαρύ χ έρι του πήρε τό χ έρι τού Στήβεν καί τό εσφιξε. Μάτια γεμάτα άνθρωπιά. Κοίταζαν μέ περιέργεια μιά στιγμή καί υστέρα στράφηκαν γρήγορα πρός τήν κατεύθυνση ένός τράμ μέ προορισμό τό Ντάλκεύ. — Eccolo, είπε ό Άλμιντάνο Άρτιφόνι μέ φιλική βιασύνη. Venga a trovarmi e ci pensi. Addio, caro. - Arrivederla, maestro, είπε ο Στήβεν, βγάζοντας τό καπέλο του, όταν τό χ έρι του ελευθερώθηκε. Ε grazie. -
Di che? είπε ό Άλμιντάνο Άρτιφόνι. Scusi, eh? Tante belle cose!
Ό Άλμιντάνο Άρτιφόνι, σηκώνοντας ψηλά γιά νά τόν προσέξουν ενα ρολό μουσικών εκδόσεων,
ετρεξε μέ σφρίγος πίσω άπό τό τράμ γιά τό Ντάλκεύ. Μάταια έτρεχ ε πίσω του, κάνοντας μάταια νοήματα μέ τό ρολό, άνάμεσα άπό τό πλήθος τών βουνήσιων μέ τά γυμνά γόνατα πού τρύπωναν μέ τά μουσικά τους δργανα μέσα άπό τίς πύλες τού κολλεγίου Τρίνιτυ. ``` Ή δεσποινίς Ντάν έκρυψε στό πίσω μέρος τού συρταριού της τό βιβλίο πού είχ ε δανειστεί άπό τή βιβλιοθήκη τής όδού Κέηπελ Ή γυναίκα μέ τά άσπρα κι έβαλε ένα φύλλο χ αρτιού μέ έντυπο πανώγραμμα στόν κύλινδρο τής γραφομηχ ανής της. Πάρα πολύ μυστήριο κρύβεται. Είναι τάχ α ερωτευμένος μ’ έκείνη τή Μάριον; Δώσ’ το πίσω καί πάρε άλλο τής Μαίρης Σέσιλ Χαίυ. Ό δίσκος πήρε τόν κατήφορο, ταλαντεύτηκε μιά στιγμή, σταθεροποιήθηκε κι· έκλεισε τό μάτι: εξι. Ή δίς Ντάν χ τύπησε τό πληκτρολόγιο: — 16 ’Ιουνίου 1904. Πέντε άνθρωποι σάντουιτς μέ ψηλά άσπρα καπέλα, άνάμεσα στή γωνία Μόνυπενυ καί τό βάθρο, άπ’ οπου έλειπε τό άγαλμα τού Γούλφ Τόν, έκαμαν μεταβολή, έστριψαν τά γράμματά τους Χ.Η.Λ.Υ.Σ., καί πήραν ξανά τόν ίδιο δρόμο μέ βαρειά βήματα. “Υστερα κοίταξε τή μεγάλη άφίσα τής Μαίρης Κένταλλ, τής γοητευτικής σουμπρέτας, καί άφηρημένη καί βαριεστημένη, έγραφε στό σημειωματάριό της δεκαεξάρια καί κεφαλαία Σ. Μουσταρδιά μαλλιά καί πασαλειμμένα μάγουλα. Δέν είναι όμορφη, μπά! ’Άσε πιά τόν τρόπο πού άνασηκώνει τή φούστίτσα της. Αναρωτιέμαι άν εκείνος ό τύπος θά έρθει άπόψε στό πίσω μέρος πού παίζει ή στρατιωτική μπάντα. ’Άν μπορούσα νά καταφέρω τή μοδίστρα μου νά μού ράψει μιά φούστα μέ πιέτες, σάν κι αύτή τής Σούζυ Νάγκλ. Οί πιέτες κουνιούνται όμορφα μέ τό περπάτημα. Ό Σάννον κι ολα τά έπίλεκτα μέλη τού ομίλου ερετών δέν ξεκολλούσαν τά μάτια τους άπό πάνω της. Ελπίζω νά μή μέ κρατήσει αύτός έδώ μέσα μέχ ρι τίς εφτά. Τό τηλέφωνο χ τύπησε άγρια πλάι στό αύτί της. — Εμπρός. Μάλιστα, κύριε. ’Όχ ι, κύριε. Μάλιστα, κύριε. Θά τούς τηλεφωνήσω μετά τίς πέντε. Μόνο αύτά τά δύο, κύριε, γιά τό Μπέλφαστ καί τό Λίβερπουλ. Εντάξει, κύριε. Τότε, μπορώ νά φύγω κι έγώ μετά τίς εξι, άν δέν έχ ετε έπιστρέψει. Καί τέταρτο. Μάλιστα, κύριε. Είκοσι εφτά σελλίνια καί εξι πέννες. Θά τού τό πώ. Μάλιστα· μιά λίρα, εφτά σελλίνια κι εξι πέννες. ’Έγραψε τρεις άριθμούς σ’ ενα φάκελο. — Κύριε Μπόυλαν! Εμπρός! Σάς εψαχ νε εκείνος ό κύριος άπό τό περιοδικό Σπόρ. Μάλιστα, ό κύριος Λένεχ αν. Είπε ότι θά περάσει άπό τό μπάρ ’Όρμοντ στίς τέσσερις. ’Όχ ι, κύριε. Μάλιστα, κύριε. Θά τούς τηλεφωνήσω μετά τίς πέντε. ``` Δυό ροδαλά πρόσωπα στράφηκαν πρός τή φλόγα τής μικρής λαμπάδας.
—
Ποιός είναι έκεί; ρώτησε ό Νέντ Λάμπερτ. Έσύ είσαι, Κρόττυ;
— Ό Ρινγκαμπέλλα καί ό Κροσχ έβεν, άπάντησε μιά φωνή, καθώς ενα πόδι εψαχ νε γιά τό σκαλοπάτι. — `Έι, έσύ είσαι, Τζάκ; είπε ό Νέντ Λέμπερτ, σηκώνοντας ψηλά σέ χ αιρετισμό τό ευλύγιστο ξύλο του άνάμεσα στίς τρεμουλιαστές άνταύγειες τού φωτός πάνω στίς αψίδες. ’Έλα. Πρόσεξε έκεί πού θά βάλεις τό πόδι σου. Τό σπίρτο έσβησε στό υψωμένο χ έρι τού κληρικού μέ μιά μακριά άπαλή φλόγα καί άφέθηκε νά πέσει στό έδαφος. Ή κόκκινη στερνή καύτρα του εσβησε χ άμω στά πόδια τους καί ό μουχ λιασμένος άέρας τούς περικύκλωσε. —
’Άκρως ένδιαφέρον! είπε μέσα στό σκοτάδι μιά φωνή μέ εκλεπτυσμένη προφορά.
— Μάλιστα, κύριε, είπε ενθουσιασμένος ό Νέντ Λάμπερτ. Βρισκόμαστε στήν ιστορική αίθουσα συνεδριάσεων τού Άββαείου τής Παρθένου Μαρίας, στόν χ ώρο οπου στά 1534 ό Θωμάς ό Μεταξωτός άνεκήρυξε τόν εαυτό του έπαναστάτη. Άπό ιστορικής σημασίας, αύτό είναι τό πλέον ένδιαφέρον σημείο σ’ ολο τό Δουβλίνο. Ό Ο’Μάντεν Μπέρκ πρόκειται σύντομα νά γράψει κάτι σχ ετικά. Τό παλιό κτίριο τής Τραπέζης τής ’Ιρλανδίας βρισκόταν άκριβώς άπέναντι, μέχ ρι τήν ένωση, καθώς καί ό άρχ ικός χ ώρος λατρείας τών έβραίων, πρίν άπό τήν άνέγερση τής συναγωγής τους πέρα στήν όδό Άδελαίδος. Δέν έχ εις ερθει ποτέ έδώ, πρίν, Τζάκ, ετσι δέν είναι; —
’Όχ ι, Νέντ.
— Έφθασε μέχ ρις έδώ έφιππος, διά μέσου τής όδού Ντέημ, είπε ή φωνή μέ τήν εκλεπτυσμένη προφορά, άν δέν μέ άπατά ή μνήμη. Τό μέγαρον Κίλντεαρ εύρίσκετο στό Τόμας Κουώρτ. —
’Ακριβώς, είπε ό Νέντ Λάμπερτ. ’Απολύτως άκριβές, κύριε.
— Έν τοιαύτη περιπτώσει, άν θά είχ ατε τήν καλωσύνη, είπε ό κληρικός, τήν επομένη φορά νά μού έπιτρέπατε, ίσως… — Βεβαίως, είπε ό Νέντ Λάμπερτ. Νά φέρετε τή φωτογραφική σας μηχ ανή οποτε θέλετε. Θά βάλω νά μετακινήσουν αύτά τά σακιά άπό τά παράθυρα. Μπορείτε νά τραβήξετε άπό έδώ ή άπό έκεί. Κινήθηκε ολόγυρα στό άσάλευτο άχ νό φώς, άγγίζοντας μέ τό ξύλο του τά σωριασμένα γεμάτα γεννήματα σακιά καί ύποδεικνύοντας στό έδαφος τά προσφερόμενα σημεία. Τά μάτια καί τό γένι ένός στενόμακρου προσώπου έσκυψαν πάνω άπό μιά σκακιέρα. — Σάς είμαι ευγνώμων, κύριε Λάμπερτ, είπε ό κληρικός. Δέν θά κάνω κατάχ ρηση τού πολύτιμου χ ρόνου σας… — Παρακαλώ, κύριε, είπε ό Νέντ Λάμπερτ. Περάστε, οποτε θέλετε. ’Άς πούμε, τήν επομένη εβδομάδα. Βλέπετε γιά νά βγείτε; —
Μάλιστα, μάλιστα. Καλό άπόγευμα, κύριε Λάμπερτ. Είμαι ευτυχ ής διά τήν γνωριμίαν σας.
—
Ή ευχ αρίστηση ήταν ολη δική μου, κύριε, άπάντησε ό Νέντ Λάμπερτ.
Συνόδευσε τόν καλεσμένο του μέχ ρι τήν έξοδο κι εκεί πέταξε μακριά τό ξύλο του άνάμεσα στίς κολώνες. Βγήκε άργά μαζί μέ τόν Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού στό άββαείο τής Μαρίας, οπου μερικοί χ αμάληδες φόρτωναν σακιά μέ χ αρούπια καί χ αρουπάλευρο, τής εταιρείας Ο’Κόννορ, τού Γουέξφορντ. Στάθηκε γιά νά διαβάσει τό επισκεπτήριο πού κράταγε στά χ έρια του. — Αίδεσιμώτατος Χιού Σ. Λάβ, Ράθκοφφυ. Προσωρινή διεύθυνσις: “Αγιος Μιχ αήλ, Σάλλινς. Χαριτωμένος νεαρός ό τύπος. Μού είπε ότι γράφει ενα βιβλίο γιά τούς Φιντζέραλντς. Ιστορικά είναι πολύ καταρτισμένος, αύτό είναι άλήθεια. Ή νέα γυναίκα άφαίρεσε προσεχ τικά άπό τό λεπτό ύφασμα τής φούστας της εναν κολλημένο μίσχ ο. — Γιά μιά στιγμή νόμισα πώς ετοιμάζατε μιά νέα συνωμοσία γιά νά άνατινάξετε τή Βουλή, είπε ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού. Ό Νέντ Λάμπερτ χ τύπησε τά δάχ τυλά του στόν άέρα. — Νά πάρει ή οργή, φώναξε. Ξέχ ασα νά τού πώ τό άνέκδοτο γιά τόν κόμη τού Κίλντεαρ μετά τόν εμπρησμό πού επιχ είρησε τής μητρόπολης τού Κάσελ. Τό εχ εις άκούσει; Εχ ω είλιχ ρινά μετανοήσει γι ’ αύτό πού έχ ανα, είπε, άλλά, μάρτυς μου ό Θεός, νόμιζα ότι ήταν μέσα ό άρχ ιεπίσχ οπος. Πάντως, μπορεί καί νά μήν τού άρεσε. Τί; Πάντως, έγώ, μά τό Θεό, θά τού τό πώ. Τέτοιος ήταν ό μεγάλος κόμης, ό Φίτζεραλντ Μόρ. ’’Ηταν θερμοί ολοι τους, εκείνοι οί Γεραλδίνοι. Καθώς περνούσε άνάμεσα στά άλογα, αύτά άρχ ισαν νά εκνευρίζονται, έτσι πού τά χ άμουρά τους ήταν χ αλαρά. ’Έδωσε ενα χ τυπηματάκι σ’ ενα άχ νοκόκκινο καπούλι πού σάλευε δίπλα του καί φώναξε: —
Σιγά, άγόρι μου!
Στράφηκε στόν Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού καί ρώτησε: —
Λοιπόν, Τζάκ. Τί τρέχ ει; Τί δέν πάει καλά; Περίμενε λίγο. Στάσου.
Στάθηκε άκίνητος μέ τό στόμα του ορθάνοιχ το καί τό κεφάλι του γερμένο πίσω καί υστέρα άπό ενα λεπτό φταρνίστηκε δυνατά. —
Ά, ψού! είπε ’Ά στό διάολο!
—
Ή σκόνη άπό εκείνα τά σακιά, είπε εύγενικά ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού.
— ’Όχ ι, είπε λαχ ανιαστά ό Νέντ Λάμπερτ. ‘Άρπαξα ενα… προχ θές τό βράδυ μέ τήν παγωνιά… ά στό διάολο… προχ θές τό βράδυ… κι είχ ε ενα διαβολεμένο ρεύμα… Κρατούσε τό μαντήλι του σ’ ετοιμότητα…
— ’Ήμουνα… σήμερα τό πρωί… στόν φουκαρά… νά δεις πώς τόν λένε… Ά, ψού!… ’Ά στό διάολο καί άκόμα παραπέρα! ``` Ό Τόμ Ρόσφορντ πήρε τόν πρώτο δίσκο άπό τή στήλη πού έσφιγγε πάνω στό κόκκινο γιλέκο του. —
Βλέπετε; είπε. ’Άς ύποθέσουμε πώς είναι τό νούμερο εξι. Τόν βάζου-
? £ ~ rp / / , 5 t o
to
με εδω. Ιο νούμερο σε εςελιςη. Τόν εριξε στήν άριστερή χ αραμάδα γιά νά προχ ωρήσει στήν επίδειξή του. Ό δίσκος πήρε τόν κατήφορο, ταλαντεύτηκε μιά στιγμή, σταθεροποιήθηκε καί τούς έκλεισε τό μάτι: εξι. Δικηγόροι τού παλιού καιρού, άγορεύοντας μέ ύπεροπτική άξιοπρέπεια, διαπίστωσαν τή διέλευση, άπό τό Γ ραφείο Φορολογικών ‘Υποθέσεων μέ κατεύθυνση τό Κακουργοδικείο, τού Ρίτσι Γκούλντινγκ, ό οποίος μετέφερε τήν τσάντα μέ τά λογιστικά βιβλία τής εταιρείας Γκούλντινγκ, Κόλλις καί Γουώρντ καί άκουσαν, άπό τό Ναυτικό Τμήμα τού Βασιλικού Δικαστηρίου πρός τό Έφετείο, τό φρουφρούρισμα μιάς μαύρης μεταξωτής φούστας, πάρα πολύ φαρδειάς, μιάς ήλικιωμένης γυναίκας μέ ψεύτικη οδοντοστοιχ ία, πού χ αμογελούσε δύσπιστα. — Βλέπετε; είπε. Δείτε τώρα ότι ό τελευταίος δίσκος πού έριξα μέσα βρίσκεται άπό έδώ. Νούμερα πού παρουσιάστηκαν. Έξ αιτίας τής ώθησης. Τής ενέργειας τού μοχ λού, καταλάβατε; Τούς εδειξε τή στήλη τών δίσκων πού ύψωνόταν στά δεξιά. — ’Έξυπνη ιδέα, είπε ό Φλύν ό μυταράς, ρουφώντας τή μύτη του. ’Έτσι οποίος έρχ εται καθυστερημένος μπορεί νά δε! ποιός εχ ει σειρά καί ποιά νούμερα τελειώσανε κιόλας. —
Βλέπετε; είπε ό Τόμ Ρόσφορντ.
’Έριξε κι ενα δίσκο γιά πάρτη του` καί τόν είδε νά τινάζεται, νά ταλαντεύεται, νά σταματάει, νά κλείνει τό μάτι· τέσσερα. Τό νούμερο σέ εξέλιξη. — Θά τόν δώ τώρα στό μπάρ ’Όρμοντ, είπε ό Λένεχ αν, καί θά τόν βολιδοσκοπήσω. Τό ενα χ έρι νίβει τό άλλο. —
Κάμε το, είπε ό Τόμ Ρόσφορντ. Πές στόν Μπόυλαν πώς βράζω άπό άνυπομονησία.
—
Καλή νύχ τα, είπε άπότομα ό ΜακΚόυ, όταν εσείς άρχ ίζετε τό κουβεντολόι…
Ό Φλύν ό μυταράς έσκυψε πάνω άπό τό μοχ λό καί τόν μύριζε. —
Καί αύτό έδώ πώς δουλεύει, Τόμμυ; ρώτησε.
—
Μέ τό σουραύλι μου, είπε ό Λένεχ αν, θά σας δώ άργότερα.
Άκολούθησε τόν ΜακΚόυ πού έβγαινε στήν πλατειούλα τού Κράμπτον
Κώρτ. —
Είναι ήρωας, είπε απλά.
—
Ξέρω, είπε ό ΜακΚόυ. Εννοείς τότε στόν ύπόνομο.
—
Ποιόν ύπόνομο; είπε ό Λένεχ αν. Μιά τρύπα ήταν, πού μόλις περνούσε άνθρωπος.
Πέρασαν μπροστά άπό τήν αίθουσα συναυλιών Ντάν Λόουρυ, οπου ή Μαίρη Κένταλλ, ή γοητευτική σουμπρέτα, τούς χ αμογέλασε άπό μιάν άφίσα στέλνοντάς τους ένα φτιασιδωμένο χ αμόγελο. Παίρνοντας τόν κατήφορο τής όδού Σύκαμορ, μπροστά άπό τό θέατρο έπιθεώρησης Έμπάιρ, ό Λένεχ αν εξήγησε στόν ΜακΚόυ πώς έγινε ή ολη ύπόθεση. Μιά άπό αύτές τίς τρύπες πού δύσκολα περνάει άνθρωπος, κάτι σάν άγωγός γκαζιού, ό διάολος νά τήν πάρει, καί μέσα είχ ε φρακάρει εκείνος ό φουκαράς καί κόντευε νά πάθει άσφυξία άπό τίς άναθυμιάσεις τού ύπονόμου. ’Έτσι κι άλλιώς, ό Τόμ Ρόσφορντ μπήκε μέσα, οπως. ήταν ντυμένος μέ τό σακκάκι τού επαγγέλματος, Τπποδρομιακά Στοιχ ήματα, δεμένος μ’ ενα σκοινί άπό τή μέση. Δέν ήταν καθόλου εύκολη ύπόθεση, όμως κατάφερε νά δέσει καί τόν φουκαρά μέ τό σκοινί καί τούς τραβήξανε καί τούς δυό άπάνω. —
’Ηρωική πράξη, είπε.
Στό υ’ψος τού Ντόλφιν παραμέρισαν γιά νά περάσει καλπάζοντας τό νοσοκομειακό άμάξι πρός τήν όδό Τζέρβις. — ’Έλα άπό έδώ, είπε περνώντας στό δεξί πεζοδρόμιο. Θέλω νά πεταχ τώ μιά στιγμή στού Λάιναμ γιά νά δώ πόσα κέρδη δίνει τό Σκήπτρο στό ξεκίνημα. Τί ώρα είναι, σύμφωνα μέ τό κρεμασμένο στήν καδένα του χ ρυσό ρολόι σου; Ό ΜακΚόυ κοίταξε πρώτα πρός τό σκυθρωπό κτίριο τού Μάρκους Τέρ-τιους Μόουζες καί υστέρα κατά τό ρολόι τού Ο’ Νήλ. —
Περασμένες τρεις, είπε. Ποιόν εχ ει αναβάτη;
—
Τόν Ό. Μάντεν, είπε ό Λένεχ αν. Φοραδιτσα μέ τά ολα της.
Ό ΜάκΚόυ, καθώς περίμενε στό μπάρ Τέμπλ, μετέφερε μέ ευγενικά σπρωξίματα τής άκρης τού παπουτσιού του μιά μπανανόφλουδα άπό τό πεζοδρόμιο στό ρείθρο. Κάποιος παλιόφιλος μεθυσμένος μπορούσε νά γλιστρήσει πολύ άσχ ημα μές στό σκοτάδι. Οί πύλες τού πάρκου άνοιξαν διάπλατες γιά νά επιτρέψουν τήν έξοδο τής έφιππης άκολουθίας τού άντιβασιλέα. — Δίνει ενα στό ενα, είπε ό Λένεχ αν έπιστρέφοντας. ’Έπεσα πάνω στόν Μπάνταμ Λάιονς έκεί μέσα, πού ήταν έτοιμος νά στοιχ ηματίσει κάποιο ψοφάλογο πού τού εδωσε κάποιος γιά σίγουρο καί πού δέν άξίζει φράγκο. Άπό έδώ πάμε. Ανέβηκαν τά σκαλοπάτια καί πέρασαν κάτω άπό τήν Αψίδα Εμπόρων. Μιά φιγούρα μέ μαύρη
πλάτη άνακάτευε τά βιβλία πάνω στό καροτσάκι τού πλανόδιου βιβλιοπώλη. —
Νά τος, είπε ό Λένεχ αν.
—
Τί νά ψωνίζει άραγε; είπε ό ΜακΚόυ, ρίχ νοντας κλεφτά βλέμματα πίσω του.
—
Ό Λεοπόλδος ή ό Μπλούμ στή Σίκαλη, είπε ό Λένεχ αν.
— Κάνει σάν τρελός γιά ευκαιρίες, είπε ό ΜακΚόυ. ’Ήμαστε παρέα μιά μέρα κι άγόρασε ενα βιβλίο άπό εναν γέρο στήν όδό Λίφφεύ γιά δυό σελλίνια. Είχ ε μέσα κάτι ώραια χ ρωματιστά σχ εδιαγράμματα πού άξίζανε τά διπλάσια λεφτά, μέ τά άστρα καί τό φεγγάρι καί τούς κομήτες μέ τίς μεγάλες ουρές. ‘Ένα βιβλίο γιά τήν Αστρονομία. Ό Λένεχ αν εβαλε τά γέλια. — Θά σού διηγηθώ έγώ μιά ιστορία γιά τίς ούρές τών κομητών, είπε. ’Έλα άπό τό άλλο πεζοδρόμιο πού εχ ει ήλιο. Διέσχ ισαν τό δρόμο πρός τή μεταλλική γέφυρα καί συνέχ ισαν πρός τήν προκυμαία Γουέλλινγκτον, πλάι στό προστατευτικό πεζούλι τού ποταμού. ‘Ο νεαρός Πάτρικ Άλλοίσιος Ντίγκναμ βγήκε άπό τό κατάστημα τού Μάνγκαν, πού διαδέχ τηκε τόν Φέρενμπαχ στήν επιχ είρηση, κρατώντας στά χ έρια του ενα κιλό χ οιρινές μπριζόλες. — Γινόταν μιά μεγάλη γιορτή στό άναμορφωτήριο Γκλενκρή, είπε ζωηρά ό Λένεχ αν. Ξέρεις, τό έτήσιο δείπνο. Επίσημο ένδυμα καί τά ρέστα. Παρευρίσκετο ό λόρδος Δήμαρχ ος, τότε ήταν ό Ντάν Ντήλον, είχ αν βγάλει λόγους ό σέρ Τσάρλς Κάμερον κι ό Ντάν Ντώσον καί ύπήρχ ε καί μουσική. Είχ αν τραγουδήσει ό Μπάρτελ Ντ’ ’Άρσυ καί ό Μπέντζιαμιν Ντόλλαρντ… —
Ξέρω, τόν διέκοψε ό ΜακΚόυ. Κάποτε είχ ε τραγουδήσει εκεί καί ή κυρά μου.
—
Αλήθεια; είπε ό Λένεχ αν.
Ή πινακίδα Ενοικιάζονται Δωμάτια ’Ανευ Επίπλων ξαναφάνηκε στό κάσωμα τού παραθύρου τού άριθμού 7 τής όδού ’Έκκλς. Διέκοψε τήν ιστορία του ενα λεπτό καί ξέσπασε σ’ ενα τρανταχ τό γέλιο. — Περίμενε ντέ, νά τελειώσω πρώτα, είπε. Ό Ντέλαχ αντ τής όδού Κάμπτεν ήταν ό προμηθευτής τών φαγητών καί ό υποφαινόμενος ήταν άρχ ιοινοχ όος. Είχ αν έρθει καί ό Μπλούμ μέ τήν κυρά του. Υπήρχ ε αφθονία άπ’ ολα, πορτό καί τσέρυ καί κουρακάο, τά όποια καί τιμήσαμε δεόντως. Είχ αμε πέσει πάνω τους βιαστικοί καί μανιασμένοι. “Υστερα άπό τά ποτά ήρθανε καί τά στερεά. Κρύα κρέατα κατά βούλησιν καί κρεατόπητες. —
Ξέρω, ειπε ό ΜακΚόυ. Τή χ ρονιά πού ή κυρά μου…
‘Ο Λένεχ αν τόν επιασε μ’ έξαψη άπό τό μπράτσο. —
Περίμενε νά σού τελειώσω ντέ, είπε. “Υστερα άπ’ ολο αύτό τό φαγοπότι, γύρω στά
μεσάνυχ τα, ξαναφάγαμε καί όταν είπαμε νά ξεκινήσουμε είχ ε φτάσει ή γαλάζια ώρα τής αύγής, υστέρα άπό τήν προηγούμενη νύχ τα. Στό γυρισμό, ήταν μιά ύπέροχ η χ ειμωνιάτικη νύχ τα πάνω στό Πουπουλένιο βουνό. Ό Μπλούμ καί ό Κρίς Κάλλιναν καθόσαντε άπό τή μιά μεριά τής άμαξας χ ι έγώ καί ή κυρά του άπό τήν άλλη. ’Αρχ ίσαμε νά τραγουδάμε καντάδες καί δυωδίες: γλυκοχ αράζει ή αυγή. Είχ ε ρίξει μέσα της τόν άγκλέουρα άπό τό πορτό τού Ντέλαχ αντ. Μέ κάθε τράνταγμα τής άναθεματισμένης τής άμαξας, μού έπεφτε, πλάτς, πάνω μου. Ό Θεός νά τήν έχ ει καλά. Είχ ε ένα ύπέροχ ο ζευγάρι άπό τέτοια. Νά, τόσα. “Απλωσε τίς παλάμες του σάν άδειες σπηλιές, μισό πήχ υ μακριά άπό τό σώμα του, ζαρώνοντας τό μέτωπό του: — Γιά νά τήν εξυπηρετήσω τακτοποιούσα τό κάλυμμα τού καθίσματος πού καθόταν κι ολη τήν ώρα φρόντιζα νά μήν τής πέσει τό γουνάκι πού κρεμότανε γύρω άπό τό λαιμό πάνω στό στήθος της. Καταλαβαίνεις τί εννοώ… Τά χ έρια του άδραξαν άδειες χ εριές άπό άέρα. ’Έκλεισε σφιχ τά τά μάτια του σέ άπόλαυση, τό κορμί του άνατρίχ ιασε, καί άπό τά χ είλη του βγήκε κάτι σάν τρίλια. — Τό άγόρι μας, πάντως, ήταν σέ στάση προσοχ ής, είπε άναστενάζοντας. Δέν χ ωράει άμφιβολία πώς αύτή είναι μιά φοραδίτσα πολύ παιχ νιδιάρα. Ό Μπλούμ έδειχ νε μέ τό δάχ τυλο στόν Κρίς Κάλλιναν ολα τ’ άστρα καί τούς κομήτες τού ούρανού: τή μεγάλη ’Άρκτο καί τόν Ηρακλή καί τόν Δράκοντα καί ολο τό μαγαζί. “Ομως, μά τό Θεό, έγώ είχ α χ αθεί μέσα στό Γαλαξία. ’Άν θές πίστεψέ με, αύτός τά γνωρίζει ολα. Στό τέλος αύτή τού έδειξε μέ τό δάχ τυλο ένα μικρό πραματάκι πού ούτε καλά-καλά φαινότανε. Καί αύτό, Πόλντυ, ποιό άστέρι είναι; τού λέει. Μά τό Θεό, τόν στρίμωξε τόν Μπλούμ γιά τά καλά. Αύτό έκεί; λέει ό Κρίς Κάλλιναν. Αύτό έκεί σίγουρα μπορούμε νά πούμε ότι είναι μιά τρύπα πού άνοιξε τό πουλάκι. Μά τό Θεό, δέν έπεσε καί πολύ έξω. Ό Λένεχ αν στάθηκε καί άκούμπησε πάνω στό πεζούλι τού ποταμού, άσθμαίνοντας μ’ ενα αθόρυβο γέλιο. —
Ξελιγώθηκα, είπε λαχ ανιάζοντας.
Το άσπρουλιάρικο πρόσωπο τού ΜακΚόυ χ αμογέλασε λίγο καί υστέρα σοβάρεψε. Ό Λένεχ αν άρχ ισε πάλι νά περπατάει. Άνασήκωσε τό ναυτικό κασκέτο του καί έξυσε γρήγορα τό πίσω μέρος τού κεφαλιού του. Κοίταξε πλάγια τόν ΜακΚόυ μέσα στή λιακάδα. — Ό Μπλούμ είναι εγκυκλοπαιδικά μορφωμένο άτομο, είπε σοβαρά. Δεν πρόκειται γιά οποίον οποίον ήλίθιο πού… ξέρεις τί εννοώ… ‘Υπάρχ ει κάτι καλλιτεχ νικό μέσα στόν Μπλούμ. ``` Ό κ. Μπλούμ ξεφύλλισε τεμπέλικα τό βιβλίο Οί τρομερές άποκαλύφεις τής Μαρίας Καλογήρου, υστέρα τό ’Αριστούργημα τού Αριστοτέλη. Εκτύπωση τής κακίας ώρας. Χαλκογραφίες` βρέφη μέ τό σώμα τυλιγμένο σέ μπάλες μέσα σέ ματωμένες μήτρες, σάν συκωταριές σφαγμένων αγελάδων. Υπεραφθονία άπό δαύτα στίς μέρες μας σ’ ολο τόν κόσμο. Κι ολα νά σπρώχ νουν μέ τό κεφάλι γιά νά βγούν άπό έκεί μέσα. Κάθε στιγμή κάποιο παιδί γεννιέται κάπου. Ή κυρία Πιούριφού.
’Έβαλε καί τά δυό βιβλία στήν μπάντα κι έριξε τά μάτια του σέ κάποιο τρίτο: Ιστορίες τού Γκέττο υπό Λεοπόλδου φόν Σάσερ Μάζοχ . —
Αύτό έδώ τό έχ ω διαβάσει, είπε, σπρώχ νοντάς το παράμερα.
Ό πωλητής άφησε δυό τόμους νά πέσουν πάνω στόν πάγκο. —
Αύτά τά δύο είναι καλά, είπε.
Άπό τήν άλλη μεριά τού πάγκου καί άπό τήν άνάσα τού φαφούτικου στόματός του ήρθε μιά μυρωδιά άπό κρεμμύδια. ’Έσκυψε γιά νά μαζέψει τά ύπόλοιπα βιβλία, πού τά στοίβαξε πάνω στό ξεκούμπωτο γιλέκο του καί τά μετέφερε πίσω άπό τό σκωροφαγωμένο παραπέτασμα. Πάνω στή γέφυρα Ο’Κόννελλ ένας άριθμός προσώπων παρακολουθούσε τή σοβαρή συμπεριφορά καί τό εύχ αρες παρουσιαστικό τού κυρίου Ντένις Τζ. Ματζίννι, καθηγητού χ ορού καί τά λοιπά. Ό κ. Μπλούμ, μόνος, κοίταξε τούς τίτλους. Οί Βασίλισσες τού μαστίγιου ύπό Τζαίημς Βιτσιόζου. Ξέρω τί πράμα είναι. Τό έχ ω διαβάσει; Ναί. Τό άνοιξε. Καλά τό σκέφτηκα. Μιά γυναικεία φωνή πίσω άπό τό σκωροφαγωμένο παραπέτασμα. ’Άκου` ό άντρας. ’Όχ ι` αύτό δέν θά τής άρεσε καί τόσο. Τό διάβασε κάποτε. Διάβασε τόν άλλο τίτλο: Ή ηδονή τής αμαρτίας. Αύτό τής ταιριάζει περισσότερο. ’Άς δούμε. ’Άνοιξε τυχ αία μιά σελίδα καί διάβασε. — “Ολα τά χ αρτονομίσματα πού τής εδινε ό άντρας της τά ξόδευε στά μαγαζιά σέ πολυτελή φορέματα καί πανάκριβες δαντέλλες. Γι’ αυτόν! Γιά τόν Ραούλ! Ναί. Αύτό. Έδώ. Συνέχ ισε. — Τό στόμα της κόλλησε στό δικό του σ’ ενα λάγνο καί ήδυπαθές φιλί, ενώ τά χ έρια του άναζήτησαν τίς πλούσιες καμπύλες της κάτω άπό τό ντεζαμπιγιέ της. Ναί. Πάρ’ το. Τέλος. — Άργησες, ειπε αύτός μέ τραχ ειά φωνή, κοιτάζοντάς την μέ εξεταστικό βλέμμα. Τό υπέροχ ο πλάσμα πέταξε τό γαρνιρισμένο μέ γούνα σάλι της, καί άποκάλυφε τούς βασιλικούς ώμους της καί τά χ υμώδη θέλγητρά της. “Ενα άνεπαίσθητο χ αμόγελο φάνηκε πάνω στά τέλεια χ είλη της καθώς στράφηκε ήρεμα πρός αύτόν. Ό κ. Μπλούμ ξαναδιάβασε: Τό υπέροχ ο πλάσμα. Αίσθάνθηκε μέσα του μιά γλυκειά θέρμη καί ή σάρκα του χ αλάρωσε. Μιά σάρκα πού παραδίνεται άνάμεσα στά άκατάστατα ενδύματα. Μάτια πού γύριζαν άνάποδα μές στίς κόγχ ες τους. Τά διεσταλμένα ρουθούνια του οσμίστηκαν τό θήραμα, Πομάδες πού λιώνουν πάνω στά στήθη (γι’
αύτόν! Γιά τόν Ραούλ!). ‘Ιδρώτας στίς μασχ άλες πού μύριζε κρεμμυδίλα. Γλοιώδης ψαρόκολλα (τά χ υμώδη θέλγητρά της). Νιώσε την! Σφίξε την! Σύντριψέ την! Λιονταρίσια κοπριά άπό θειάφι! Νέος. Νέος. Μιά ήλικιωμένη γυναίκα, όχ ι πιά νέα, έγκατέλειψε τό κτίριο τών Δικαστηρίων Διαχ ειρίσεως Ακινήτων, τού Βασιλικού Δικαστηρίου, τού Φορολογικού Δικαστηρίου καί τού Έγκληματολογικού Δικαστηρίου, εχ ουσα προηγουμένως παρακολουθήσει εις μέν τό Δικαστήριον Διαχ ειρίσεως ’Ακινήτων τήν ύπόθεσιν Πόττερτον, μίαν ύπόθεσιν δικαστικής άντιλήψεως, άκολούθως εις τό Ναυτικόν Τμήμα τήν μονομερή κλήτευσιν τών ιδιοκτητών τού πλοίου Λαίδη Καίρνς κατά τών ιδιοκτητών τού φορτηγού Μόνα, καί τέλος εις τό Έφετείον τήν έπιφύλαξιν τού δικαστηρίου διά τήν εκδοσιν άποφάσεως έπί τής ύποθέσεως Χάρβεύ κατά τού Ώκεανού, Εταιρείας ’Ατυχ ημάτων καί Εγγυήσεων. ‘Ένας βήχ ας μέ φλέγματα τάραξε τήν άτμόσφαιρα τού βιβλιοπωλείου κι εκαμε νά φουσκώσουν οί σκωροφαγωμένες κουρτίνες. Τό άχ τένιστο γκρίζο κεφάλι τού βιβλιοπώλη παρουσιάστηκε καί τό άξύριστο κοκκινωπό πρόσωπό του άρχ ισε πάλι νά βήχ ει. Καθάρισε τραχ ειά τό λαρύγγι του κι εφτυσε στό έδαφος φλέγμα. Σκέπασε αύτό πού εφτυσε μέ τό παπούτσι του, υστέρα έσυρε πάνω του τή σόλα του, καί τό σώμα του διπλώθηκε, άφήνοντας νά φανεί ενα μαδημένο κρανίο μέ άραιές τούφες μαλλιών. Ό κ. Μπλούμ τόν κοίταζε. Ελέγχ οντας τήν ταραγμένη άναπνοή του, είπε: —
Θά πάρω αύτό έδώ.
Ό βιβλιοπώλης σήκωσε πάνω του τά φρακαρισμένα άπό τσίμπλες μάτια του. — Ή Ηδονή τής αμαρτίας, είπε, δίνοντας μικρά χ τυπήματα στό βιβλίο. Καλό είναι. ``` Ό ένστολος κλητήρας τής αίθουσας δημοπρασιών Ντίλλον χ τύπησε δυό φορές τό κουδούνι του καί κοιτάχ τηκε στόν μαρκαρισμένο μέ κιμωλία καθρέφτη τής ντουλάπας. Ή Ντίλλυ Ντένταλους, πού κρυφάκουγε άπό τό πεζοδρόμιο, άκουσε τά κουδουνίσματα καί τίς φωνές τού υπαλλήλου πού διεξήγαγε τή δημοπρασία. Τέσσερα σελλίνια καί εννιά πέννες. Είναι πολύ ό’μορφες κουρτίνες. Πέντε σελλίνια. Πολύ βολικές. Καινούργιες πωλούνται δύο γκινέες. Υπάρχ ει προσφορά γιά περισσότερα; Κατακυρώνονται στά πέντε σελλίνια. Ό ένστολος κλητήρας ύψωσε τό κουδούνι του καί τό χ τύπησε: —
Ντράν, ντράν!
Ό ήχ ος τού κουδουνιού τής τελευταίας στροφής στήν κούρσα τού μισού μιλίου κέντρισε τούς ποδηλάτες γιά τήν επιτάχ υνση τής τελευταίας προσπάθειας. Ό Τζ. Ά. Τζάκσον, ό Γ. Έ. Γουάιλι, ό Ά. Μανρό καί ό X. Τ. Γκέηαν, μέ τεντωμένους σέ κίνηση τούς λαιμούς τους, πήραν τή στροφή γύρω άπό τή βιβλιοθήκη τού Κολλεγίου.
Ό κ. Ντένταλους, στρίβοντας τό μακρύ μουστάκι του, πλησίασε, παίρνοντας τή στροφή τής όδού Γουίλλιαμς. Στάθηκε πλάι στήν κόρη του. —
Επιτέλους ήρθες, είπε αύτή.
— Γιά τ’ όνομα τού Θεού, σήκωσε ψηλά τό κορμί σου, είπε ό κ. Ντένταλους. Προσπαθείς νά μιμήθείς τό θείο σου τόν Τζών, τόν κορνετίστα, πού έχ ει κολλήσει τό κεφάλι του στούς ώμους; Τί δυστυχ ία, Θεέ μου! Ή Ντίλλυ σήκωσε τούς ώμους της. Ό κ. Ντένταλους έβαλε τά χ έρια του πάνω τους καί τούς τράβηξε πρός τά πίσω. —
Στάσου Ισια, κορίτσι μου, είπε. Θά πάθεις κύφωση. Ξέρεις πώς μοιάζεις;
’Άφησε ξαφνικά τό κεφάλι του να βυθιστεί καί νά πέσει μπροστά, καμπούριασε τούς ώμους του καί άφησε τή μασέλα του νά κρεμάσει κάτω. —
Σταμάτα, πατέρα, είπε ή Ντίλλυ. Σέ κοιτάζει ολος ό κόσμος.
Ό κ. Ντένταλους στήθηκε πάλι ευθυτενής καί έστριψε τό μουστάκι του. —
Βρήκες τίποτα λεφτά; ρώτησε ή Ντίλλυ.
— Πού νά τά εύρισκα; είπε ό κ. Ντένταλους. Δέν υπάρχ ει στό Δουβλίνο ούτε ενας πού θά μού δάνειζε έστω καί τέσσερις πέννες. —
Κάτι βρήκες, είπε ή Ντίλλυ, κοιτάζοντάς τον στά μάτια.
—
Πώς τό ξέρεις: ρώτησε ό κ. Ντένταλους περιπαικτικά.
Ό κ. Κέρναν, ευχ αριστημένος μέ τήν παραγγελία πού είχ ε κλείσει, βάλθηκε νά περπατάει καμαρωτός στήν όδό Τζαίημς. —
Τό ξέρω πώς βρήκες, άπάντησε ή Ντίλλυ. Δέν ήσουνα τώρα στό μπάρ Ό Οίκος τής Σκωτίας; .
— ’Όχ ι, δέν ήμουνα, είπε ό κ. Ντένταλους, χ αμογελώντας. Δέν μού λές, οί καλόγριες σού μάθανε νά είσαι τόσο αύθάδης; Όρίστε. Τής έδωσε ενα σελλίνι. —
Κοιτάχ τε νά δείτε τί μπορείτε νά κάμετε μέ αύτό, είπε.
—
’Υποθέτω ότι θά πήρες πέντε, είπε ή Ντίλλυ. Δώσε μου κάτι παραπάνω.
— ’Άκου νά δεις, είπε άπειληηκά ό κ. Ντένταλους. Είσαι κι έσύ σάν τίς άλλες, ετσι; Άπό τότε πού πέθανε ή μητέρα σας γίνατε ενα κοπάδι άπό αυθάδικα παλιοκόριτσα. ‘Όμως, περίμενε λίγο καί θά δεις. Θά πάρετε ολες πόδι, χ ωρίς νά τό καταλάβετε. Σκέτη ληστεία! Θά σάς ξεφορτωθώ ολες σας. Δεκάρα δέν θά δίνατε, άν μαθαίνατε ότι τά τίναξα. Πέθανε. Αύτός πού έμενε στό πάνω πάτωμα, πέθανε.
Τήν άφησε κι έφυγε. Ή Ντίλλυ τόν πήρε άπό πίσω καί τόν τράβηξε άπό τό σακάκι. —
Λοιπόν, τί τρέχ ει; είπε αύτός, σταματώντας.
Ό ένστολος κλητήρας χ τύπησε τό κουδούνι του πίσω τους. —
Ντάν, ντάν!
— Ό διάολος νά σέ πάρει καί νά σε σηκώσει, φώναξε ο κ. Ντένταλους, γυρίζοντας πρός τό μέρος του. Ό ένστολος κλητήρας, πού είχ ε άντιληφθεί τό σχ όλιό του, χ τύπησε τό νωθρό γλωσσίδι τού κουδουνιού του, άλλά χ ωρίς δύναμη. —
Ντάν!
Ό κ. Ντένταλους κάρφωσε τά μάτια του πάνω του. — Κοίταξέ τον, είπε. Είναι σάν νά τόν προκαλείς. Αναρωτιέμαι άν θά μάς άφήσει νά κουβεντιάσουμε. —
’Έχ εις πάρει πιό πολλά άπό αύτό, πατέρα, είπε ή Ντίλλυ.
— Θά σού μάθω ενα κολπάκι, είπε ό κ. Ντένταλους. Θά σάς έγκαταλείψω ολες, οπως έγκατέλειψε καί ό Ίησούς τούς έβραίους. Κοίτα, αύτά είναι ολα κι ολα όσα έχ ω. Πήρα δύο σελλίνια άπό τόν Τζάκ Πάουερ καί ξόδεψα δύο πέννες γιά νά ξυριστώ γιά τήν κηδεία. Τράβηξε άπό τήν τσέπη του νευριασμένος μιά φούχ τα μπακιρένια κέρματα. —
Δέν μπορείς νά ψάξεις γιά μερικά λεφτά άπό κάπου; είπε ή Ντίλλυ.
Ό κ. Ντένταλους σκέφτηκε καί κατένευσε. — Θά ψάξω, είπε σοβαρά. Κοίταξα σέ ολο τό μήκος τού ρείθρου τής όδού Ο’Κόννελ. Τώρα θά κοιτάξω σ’ αύτήν έδώ. —
Είσαι πολύ άστείος, είπε ή Ντίλλυ μ’ ενα μορφασμό.
— Όρίστε, είπε ό κ. Ντένταλους, δίνοντας της δύο πέννες. ’Αγόρασε ενα ποτήρι γάλα κι ενα κουλούρι γιά σένα, ή ό,τι άλλο σου κάνει κέφι. Θά γυρίσω στό σπίτι γρήγορα. ’Έβαλε τ’ άλλα κέρματα στήν τσέπη του καί ξεκίνησε νά φύγει. Ή έφιππη συνοδεία τού αντιβασιλέα πέρασε καί χ αιρετίστηκε άπό δουλοπρεπείς άστυφύλακες, εξω άπό τήν πύλη τού πάρκου. —
Είμαι βέβαιη πώς εχ εις κι άλλο σελλίνι, είπε ή Ντίλλυ.
Ό ένστολος κήρυκας χ τύπησε μέ δύναμη τό κουδούνι.
Ό κ. Ντένταλους άπομακρύνθηκε μέσα στά κουδουνίσματα, μουρμουρίζοντας στόν έαυτό του μέ σφιγμένα χ είλη: — Οί μικρές καλογριές! ’Αξιαγάπητα πλασματάκια! ’Ώ, σίγουρα καί δέν θά τό ήθελαν! Ω, σίγουρα καί δέν θά τό ήθελαν, στ’ άλήθεια! ’Ή μήπως ή μικρή καλόγρια Μόνικα! ``` Ό κ. Κέρναν, ικανοποιημένος μέ τήν παραγγελία πού είχ ε κλείσει γιά τόν Πούλμπρουκ Ρόμπερτσον, ξεκίνησε άπό τό ήλιακό ρολόι πρός τήν πύλη τού ’Ιακώβου, διέσχ ισε καμαρωτός τήν όδό Τζαίημς καί πέρασε μπροστά άπό τά γραφεία Σάκλετον. Μιά χ αρά τά κατάφερα. Πώς είσθε, κύριε Κρίμμινς; Πρώτης τάξεως, κύριε. Φοβόμουνα πώς ήταν πιθανό να ήσαστε στό άλλο σας κατάστημα στό Πίμλικο. Πώς πάνε οί δουλειές; Μόλις καί τά φέρνουμε βόλτα. Ώραίο καιρό εχ ουμε. Κάνει καλό στή γεωργία. Αυτοί οί άγρότες γκρινιάζουν συνέχ εια. Θά πιώ μιά δαχ τυλήθρα άπό τό καλό σας τό τζίν, κύριε Κρίμμινς. ‘Ένα μικρό τζίν, κύριε. Μάλιστα, κύριε. Τί φοβερή ύπόθεση κι αύτή ή έκρηξη στό Τζένεραλ Σλόκουμ. Φοβερή, φοβερή! Χίλια θύματα. Καί σπαραχ τικές σκηνές. Οί άντρες νά ποδοπατάνε τίς γυναίκες καί τά παιδιά. ’Αποτρόπαιη κτηνωδία. Ποιά είπαν πώς ήταν ή αίτια; Αύτοανάφλεξη· άποκαλύφθηκαν σκανδαλώδεις άμέλειες. Ούτε μιά ναυαγοσωστική λέμβος νά μπορεί νά έπιπλεύσει καί ολοι οί πυροσβεστικοί σωλήνες τρύπιοι. Δέν καταλαβαίνω πώς οί άρχ ές έπιτρέπουν σ’ ενα τέτοιο καράβι νά… Τώρα μιλάτε οπως πρέπει, κύριε Κρίμμινς. Ξέρετε γιατί; Λαδώνονται. Είναι γεγονός; Πέραν πάσης άμφιβολίας. Κοίτα νά δεις! Καί υστέρα λένε πώς ή ’Αμερική είναι ή χ ώρα τής ελευθερίας. Νόμιζα πώς μόνο εμείς έδώ είμαστε οί κακοί. Τού χ αμογέλασα. Ή ’Αμερική, είπα, ετσι ήρεμα-ήρεμα. Τί είναι; Τά σκύβαλα άπό κάθε χ ώρα, συμπεριλαμβανομένης καί τής δικής μας. Αύτή δέν είναι ή άλήθεια; Είναι γεγονός. Ή διαφορά, κύριέ μου. Ναί, βέβαια, οπου-ύπάρχ ει χ ρήμα πού τρέχ ει, υπάρχ ει πάντα καί κάποιος γιά νά τό μαζέψει. Άντιλήφθηκα πώς κοίταζε τή ρεδιγκότα μου. Ό τρόπος πού ντύνεται κανείς, αύτό είναι. Τίποτα δέν μετράει τόσο, όσο τό καλό ντύσιμο. ’Έτσι τούς φέρνεις καπάκι. — Γειά σου, Σίμωνα, ειπε ό πατήρ Κάουλεύ. Τί γίνεσαι; — Γειά σου, Μπόμπ, παλιόφιλε, άπάντησε ό κ. Ντένταλους, σταματώντας. Ό κ. Κέρναν στάθηκε καί κοιτάχ τηκε μπροστά στόν επικλινή καθρέφτη τού Πήτερ Κέννεντυ, τού κομμωτή. Στυλάτο παλτό, δέν ύπάρχ ει καμιά άμφιβολία. Άπό τού Σκότ τής όδού Ντώσον. Αξίζει καί μέ τό παραπάνω τή μισή χ ρυσή λίρα πού έδωσα γιά δαύτο στόν Νιήρυ. Σίγουρα δέν στοιχ ίζει λιγώτερο άπό τρεις γκινέες. Καί μού πάει στήν εντέλεια. Πιθανόν, κάποιος λιμοκοντόρος πού συχ νάζει στίς λέσχ ες τής όδού Κίλντεαρ θά τό φόραγε. Ό Τζών Μάλλιγκαν, ό διευθυντής τής Τράπεζας Χιμπέρνιαν μέ κοίταξε προσεχ τικά χ θές καθώς συναντηθήκαμε στή γέφυρα Κάρλαίλ, σάν νά μέ θυμήθηκε. Άχ ! Αύτοί οί τύποι περιμένουν νά ντύνεσαι οπως σέ σκέφτονται εκείνοι. Ιππότης τών δρόμων. Εύπατρίδης. Καί τώρα, κ. Κρίμμινς, μπορείτε νά μάς τιμήσετε μέ τίς παραγγελίες σας, κύριε; Τό πιοτό πού τονώνει άλλά καί πού δέν μεθάει, οπως λέει ή παλιά παροιμία.
Στό βόρειο τείχ ος καί τήν άποβάθρα σέρ Τζών Ρότζερσον, μέ σκαριά καί αλυσίδες άγκυρών, τραβώντας κατά τή δύση, άρμένιζε μιά βαρκούλα, ενα τσαλακωμένο διαφημιστικό φυλλάδιο, στά άπόνερα τού φέρρυ, ό Έλίας ερχ εται. Ό κ. Κέρναν εριξε μιάν άποχ αιρετιστήρια ματιά στό ομοίωμά του. Φυσικά, άναψοκοκκινισμένος. Μουστάκι πού άρχ ίζει ν’ άσπρίζει. Αξιωματικός έπανακάμψας έξ ’Ινδιών. Περιέφερε τό κοντόχ οντρο σώμα του πάνω στά γκεττοφορεμένα πόδια του, ρίχ νοντας τούς ώμους του πίσω. Σάμ, αύτός έκεί κάτω είναι ό άδερφός τού Λάμπερτ; Τί; Ναί. Όλόφτυστος. ’Όχ ι. Ή άντανάκλαση πάνω στό παρμπρίζ εκείνου τού αυτοκινήτου είναι. Μόνο μιά στιγμιαία έντύπωση. Όλόιδιος όμως, πού νά τόν πάρει ό διάολος. ’Άχ ! Τό θερμό οινόπνευμα τού χ υμού άρκευθίδας ζέσταινε τά σπλάχ να του καί τήν άνάσα του. Καλό ήτανε εκείνο τό τζίν. Οί κάτω άκρες τής ρεδιγκότας του άνοιγόκλειναν μέσα στή λιακάδα, καθώς περπατούσε σάν παχ ύδερμο. Έκεί κάτω κρεμάστηκε ό ’Έμμετ, ξεκοιλιάστηκε καί άκρωτηριάστηκε. Μαύρο γρασσαρισμένο σκοινί. Τά σκυλιά έγλειφαν τό αίμα του πάνω στό δρόμο, όταν ή σύζυγος τού νομάρχ η πέρασε μέ τό μόνιππό της. Δέν θυμάμαι. Στόν άγιο Μίτσαν τόν θάψανε; ’Όχ ι, μεσάνυχ τα τόν θάψανε στό Γκλάσνεβιν. Μεταφέρανε τό λείψανό του μέσα άπό μιά κρυφή δίοδο τού κάστρου. Ό Ντίγκναμ βρίσκεται έκεί τώρα. ’Έφυγε χ ωρίς νά πει κίχ . Καλά, καλά. Καλύτερα νά στρίψεις έδώ. Κάνε μιά παράκαμψη. Ό κ. Κέρναν εστριψε καί πήρε τόν κατήφορο τής όδού Γουώτλινγκ,’άπό τή γωνία τής αίθουσας άναμονής τών επισκεπτών τού εργοστασίου μπύρας Γκίννεςς. Έξω άπό τίς άποθήκες τής Εταιρείας Διυλίσεως τού Δουβλίνου, ενα άνοιχ τό κάρο χ ωρίς άγώι ή άγωγιάτη, μέ τά χ άμουρα κόμπο στούς τροχ ούς. Νά πάρει ή οργή, πολύ επικίνδυνο. Κάποιος παλαβός άπό τό Τιππερέρυ βάζει σέ κίνδυνο τίς ζωές τών πολιτών. ’Άν τό άλογο άφηνίαζε. Ό Ντέννις Μπρήν, κουβαλώντας τούς τόμους του, άφού βαρέθηκε νά περιμένει μιά ώρα στό γραφείο τού Τζών Χένρυ Μέντον, όδηγούσε τή γυναίκα του πάνω άπό τή γέφυρα Ο’Κόννελλ μέ προορισμό τά γραφεία τών κυρίων Κόλλινς καί Γουώρντ. Ό κ. Κέρναν πλησίασε τήν όδό ’Άισλαντ. Ή εποχ ή τών ταραχ ών. Πρέπει νά ζητήσω άπό τόν Νέντ Λάμπερτ νά μού δανείσει εκείνα τά άπομνημονεύματα τού σέρ Ίωνά Μπάρρινγτον. “Οταν τά κοιτάζει κανείς ολα αύτά, τόσο άπόμακρα στό παρελθόν, εχ ει τήν εντύπωση μιάς άναδρομικής διευθέτησης. Παίζοντας χ αρτιά στού Νταίλυ. Τότε δέν υπήρχ αν άκόμα χ αρτοκλέφτες. Κάποιος τύπος πού τό προσπάθησε είδε τό χ έρι του καρφωμένο μ’ ενα στιλέτο πάνω στό τραπέζι. Κάπου έδώ γύρω ό λόρδος ’Έντουαρντ Φίτζεραλντ τό εσκασε άπό τόν ταγματάρχ η Σίρρ. Είχ ε σταύλους πίσω άπό τήν κατοικία Μόιρα. Πολύ καλό τζίν ήταν τό άναθεματισμένο. ‘Ωραίος νεαρός εύγενής μέ νεύρο μέσα του. Φυσικά, άπό καλή οικογένεια. Εκείνος ό ρουφιάνος, εκείνος ό ψευτοάρχ οντας μέ τά βιολετιά γάντια, τόν πρόδωσε. Βέβαια, άνήκαν καί οί δυό στήν πλευρά πού είχ ε τό άδικο. Ξεσηκώθηκαν σέ μαύρες καί πονηρές ήμέρες. ’Όμορφο αύτό τό ποίημα: ’Ίνγκραμ. Αληθινοί άρχ οντες ήταν. Ό Μπέν Ντόλλαρντ τραγουδάει συγκινητικά εκείνη τήν
μπαλλάντα. Συγκλονιστική άπόδοση. Στήν πολιορκία τού Ρόςς επεσε 6 πατέρας μου. Μιά έφιππη συνοδεία μέ άβίαστο τριπόδισμα πέρασε άπό τήν άποβάθρα Πέμπροκ, οί έφιπποι άκόλουθοι χ οροπηδώντας, χ οροπηδώντας πάνω στίς, πάνω στίς σέλλες τους. Ρεδιγκότες. Κρέμ ομπρέλες. Ό κ. Κέρναν τάχ υνε τό βήμα του γιά νά τούς προφτάσει, ξεφυσώντας άσθματικά. Ή έξοχ ότης του! Τί κρίμα! Τόν εχ ασε παρά τρίχ α. Νά πάρει ή οργή! Τί κρίμα! ```
Ό Στήβεν Ντένταλους παρατηρούσε μέσα άπό τό άραχ νιασμένο παράθυρο τά δάχ τυλα τού χ αράκτη νά δοκιμάζουν μιά μαυρισμένη άπό τό χ ρόνο αλυσίδα. ‘Ένα στρώμα σκόνης πάνω στά τζάμια καί στά ράφια τής προθήκης. Δάχ τυλα γκρίζα άπό τή σκόνη, μέ νύχ ια άρπαχ τικού. Ύπνώττουσα σκόνη πάνω στίς περιελίξεις του χ αλκού καί τού αργύρου, στούς ρόμβους άπό κιννάβαρη, στά ρουμπίνια, πετράδια λεπριασμένα καί κόκκινα σάν τό κρασί. ‘Όλα τους γεννημένα μές στή σκουληκιασμένη νύχ τα τής γής, παγωμένες σπίθες φωτιάς, δαιμονικά φώτα πού έλαμπαν στό έρεβος. Τότε πού οί έκπεσώντες άρχ άγγελοι άπέρριψαν τά άστρα άπό τά μέτωπά τους. Λασπωμένα ρύγχ η χ οίρων, χ έρια, σκάβουν καί σκάβουν, τά άδράχ νουν καί τά ξεριζώνουν. Έκείνη χ ορεύει σ’ ενα βρωμερό μισοσκόταδο, οπου καίγονται άνάμιχ τα τό ρετσίνι καί τό σκόρδο. ‘Ένας ναύτης μέ γένεια στό χ ρώμα τής σκουριάς ρουφάει ρούμι άπό ενα κύπελλο καί τήν κατατρώει μέ τά μάτια. Σιωπηλή καί μακροχ ρόνια ώρίμανση τού πόθου μεταξύ ούρανού καί θάλασσας. Αύτή χ ορεύει, όρχ είται, περιστρέφει τά γουρουνίσια λαγόνια της καί τούς μηρούς της, ενώ πάνω στήν άναίσχ υντη κοιλιά της τρεμοπαίζει ενα ρουμπίνι σάν αυγό. Ό γερο-Ράσσελ μ’ ενα βρώμικο δέρμα σαμουά συνέχ ιζε νά λουστράρει τό πολύτιμο πετράδι του, τό γύριζε άπό τήν άνάποδη καί τό έξέταζε στήν άκρη τής γενειάδας του, ίδιας μέ αύτή τού Μωυσή. Γεροπίθηκος πού κατατρώει μέ τά μάτια εναν κλεμμένο θησαυρό. Κι εσείς πού ξεριζώνετε μέσα άπό τήν εντάφια γή άρχ αΤες εικόνες! Τά νοσηρά λόγια τών σοφιστών` τού ’Αντισθένη. Μιά επιστήμη πού βασίζεται στίς τοξίνες. ’Ανατέλλον καί άθάνατο σιτάρι εις τούς αιώνας τών αιώνων. Δυό γριές πού έπέστρεφαν άπό τή βόλτα τους γιά καθαρό άέρα στήν άκροθαλασσιά, διέσχ ιζαν τή γειτονιά Άιριστάουν μέ βαρειά βήματα, πρός τήν κατεύθυνση τής όδού τής Γέφυρας τού Λονδίνου, ή μιά κρατώντας τήν ομπρέλα της γεμάτη άμμο καί ή άλλη τήν τσάντα της τής μαμμής, οΛου κροτούσαν εντεκα κοχ ύλια. Ό θόρυβος άπό τούς ιμάντες μετάδοσης τής κίνησης καί ό βόμβος άπό τό εργοστάσιο ήλεκτροπαραγωγής έσπρωχ ναν τόν Στήβεν νά προχ ωρήσει. ‘Υπάρξεις στερημένες ύπάρξεως. Φτάνει! Παλμική κίνηση συνεχ ής εξω άπό σάς καί παλμική κίνηση συνεχ ής μέσα σας. Ή καρδιά σας, αύτό είναι πού εχ ει σημασία. Κι έγώ άνάμεσα. Πού; ’Ανάμεσα σέ δυό βρυχ ώμενους καί περιστρεφόμενους κόσμους, έγώ. Σύντριψέ τους καί τούς δύο. Κι άς εχ ω κι έγώ τήν ίδια τύχ η.
Συντρίψτε με, εσείς πού τό μπορείτε. Μαστρωπός καί μακελλάρης, αύτές ήταν οί λέξεις. Ναί! ‘Όμως όχ ι τώρα άμέσως. Δώστε μου λίγο χ ρόνο γιά νά μιά γρήγορη ματιά γύρω μου. Ναί, εντελώς δίκαιος. Κολοσσιαίος καί υπέροχ ος καί ποτέ καθυστερημένος. ’Έχ ετε δίκιο, κύριε. Μιά Δευτέρα πρωί, μά ναί, περίφημα. Ό Στήβεν πήρε τόν κατήφορο τής όδού Μπέντφορντ, χ τυπώντας μέ τή λαβή τού μπαστουνιού του σάν μέ σφυρί τήν πλάτη του. Στή βιτρίνα τού Κλόχ ισσυ, μιά ξεθωριασμένη λιθογραφία τού 1860 τράβηξε τήν προσοχ ή του, ό πυγμαχ ικός αγώνας Χήναν έναντίον Σέυγερς. Διάφοροι ύποστηρικτές τους παρακολουθούσαν τόν άγώνα, φορώντας τετράγωνα καπέλα, στοιχ ηματίζοντας γύρω άπό τά σκοινιά. Οί πυγμάχ οι τών βαρέων βαρών, μέ άνοιχ τόχ ρωμα παντελονάκια, πρότειναν ό ενας στόν αλλο εύγενικά τίς σαρκώδεις γροθιές τους. Καί αύτοί, επίσης, βρίσκονται σέ μιά παλμική κίνηση· καρδιές ήρώων. “Εστριψε τό σώμα του καί στάθηκε πλάι στό πλαγιασμένο καροτσάκι μέ τά βιβλία. —
Δυό πέννες τό καθένα, ειπε ό πωλητής. Τέσσερα βιβλία γιά εξι πέννες.
Κουρελιασμένες σελίδες. Τό έγχ ειρίδιον τού Ίρλανδού μελισσοκόμου. Ή Ζωή καί τά θαύματα τού Τερέως τού ’Άρ. ‘Οδηγός τσέπης τού Κιλλάρνεύ. Θά μπορούσα νά βρώ έδώ κάποιο άπό τά σχ ολικά βιβλία μου πού έβαλα άμανάτι. Stephano Dedalo, alumno optimo, palmam ferenti. Ό πατήρ Κόνμη πού ειχ ε περατώσει τήν άνάγνωση τών προσευχ ών τών μικρών ώρών, διέσχ ιζε τό χ ωριουδάκι Ντονυκάρνεύ ψιθυρίζοντας τίς έσπερινές προσευχ ές του. Πολύ καλή βιβλιοδεσία γιά τέτοιο περιεχ όμενο, ύποθέτω. Τί είναι; Τό όγδοο καί τό ένατο βιβλίο τού Μωυσή. Μυστικό ολων τών μυστικών. Ή σφραγίδα τού βασιλιά Δαβίδ. Σελίδες λεκιασμένες άπό άποτυπώματα· διαβασμένες καί ξαναδιαβασμένες. Ποιός πέρασε άπό έδώ πρίν άπό εμένα; Πώς νά γιατρέψετε τά σκασμένα χ έρια σας. Συνταγή παρασκευής όξους εκ λευκού οίνου. Πώς νά κερδίσετε τόν έρωτα μιάς γυναίκας. Αύτό, γιά μένα. Έπαναλάβετε μέ μπλεγμένα χ έρια, τρίς, τήν επόμενη μαγική συνταγή: —
Se el yilo nebrakada femininum! Amor me solo! Sanktus! Amen.
Ποιός τό έγραψε αύτό; Γητεύματα καί επικλήσεις τού άγιοτάτου άββά Πήτερ Σαλάνκα, άποκαλυφθεισες σέ ολους τούς άληθινούς πιστούς. Τόσο άποτελεσματικές όσο καί τά κόλπα ολων τών παπάδων, όσο καί τά ψελλίσματα τού ’Ιωακείμ. Κάτω, φαλακροκέφαλε, άλλιώτικα θά σού γδάρουμε τήν καρκάλα. —
Τί κάνεις έδώ, Στήβεν;
Οί σηκωμένοι ώμοι τής Ντίλλυς μέ τό πολυφορεμένο φουστάνι. Κλείσε τό βιβλίο γρήγορα. Μήν τήν άφήσεις νά δει. —
Έσύ πές μου τί κάνεις; ειπε ό Στήβεν.
Μορφή τών Στιούαρτ, τού άπαράμιλλου Τσάρλς, μέ μακριούς βοστρύχ ους καί άπό τίς δυό μεριές. ’Έλαμπε, καθώς ειχ ε σκύψει γιά νά ζωντανέψει τή φωτιά, ρίχ νοντας μέσα παλιοπάπουτσα. Τής μιλούσα γιά τό Παρ’σι. Τώρα στό τέλος, ξαπλωμένος κάτω άπό ενα πάπλωμα ραμμένο μέ παλιά παλτά, παίζοντας στά δάχ τυλα ενα βραχ ιόλι, άπομίμηση χ ρυσού, τό φυλαχ τό τού Ντάν Κέλλυ. Nebrakada femininum. —
Τί κρατάς έκεί; ρώτησε ό Στήβεν.
— Τό αγόρασα μιά πέννα άπό τό άλλο καρότσι, είπε ή Ντίλλυ μ’ ενα φοβισμένο γελάκι. Είναι καλό; Λένε πώς έχ ει τά μάτια μου. ’Έτσι, λοιπόν, μέ βλέπουν οί άλλοι; Ζωντανή, άπόμακρη καί θαρραλέα. Σκιά τού μυαλού μου. Πήρε άπό τά χ έρια της τό δίχ ως εξώφυλλο βιβλίο. Στοιχ εία Γαλλικής τού Σαρντενάλ. —
Γιατί τό άγόρασες; Γιά νά μάθεις γαλλικά;
Κούνησε καταφατικά τό κεφάλι, άναψοκοκκινίζοντας καί σφίγγοντας τά χ είλη της. Μή δείξεις έκπληξη. Κάνε σάν νά είναι εντελώς φυσικό. — Πάρ’ το, είπε ό Στήβεν. Καλό είναι. Πρόσεξε, όμως, τή Μάγγυ, νά μή σ’ τό στείλει στό ενεχ υροδανειστήριο. Φαντάζομαι πώς ολα τά βιβλία μου θά πήραν δρόμο. —
Μερικά, είπε ή Ντίλλυ. Είμαστε άναγκασμένες.
Πνίγεται. Δαγκωματιά. Σώσε την. Δαγκωματιά. ‘Όλοι εναντίον μας. Θά μέ πνίξει μαζί της, μέ τά μάτια της καί τά μαλλιά της. Μακριοί βόστρυχ οι άπό φύκια μέ τυλίγουν, τήν καρδιά μου καί τήν ψυχ ή μου. ‘Αλμυρός πράσινος θάνατος. Εμείς. Εσωτερική δαγκωματιά. Δαγκωματιά τού εσώτερου. Αθλιότητα! ’Αθλιότητα! ``` —
Γειά σου, Σίμωνα, τί γίνεσαι; είπε ό πατήρ Κάουλεύ.
—
Γειά σου, Μπόμπ, παλιόφιλε, άπάντησε ό κ. Ντένταλους, σταματώντας.
’Αντάλλαξαν μιάν θορυβώδη χ ειραψία εξω άπό τό κατάστημα τού Ρέντυ καί θυγάτηρ. Ό πατήρ Κάουλεύ βούρτσισε μερικές φορές τό μουστάκι του πρός τά κάτω μ’ ενα χ έρι σάν σκούπα. —
Τί καλά νέα; είπε ό κ. Ντένταλους.
—
Τίποτα σπουδαίο, είπε ό πατήρ Κάουλεύ. Εύρίσκομαι πολιορκημένος, Σίμωνα, άπό δύο
άνθρώπους πού περιφέρονται γύρω άπό τό σπίτι μου καί προσπαθούν νά μπούν μέσα. —
Χαριτωμένο, είπε ό κ. Ντένταλους. Καί ποιός τούς στέλνει;
—
’Ώ, είπε ό πατήρ Κάουλεύ. Σίγουρα κάποιος τοκογλύφος πού γνωρίζουμε.
—
Μέ σπασμένη ραχ οκοκκαλιά, ετσι; ρώτησε ό Ντένταλους.
— Αύτός, Σίμωνα, άπάντησε ό πατήρ Κάουλεύ. Ό Ρουβήμ μέ τ’ όνομα. Περιμένω τόν Μπέν Ντόλλαρντ. Θά πει δυό κουβέντες στόν ψηλό Τζών, γιά νά τόν βάλει ν’ άποσύρει αυτούς τούς δύο. Τό μόνο πού ζητώ είναι κάποια πίστωση χ ρόνου. Κοίταξε μέ άκαθόριστη ελπίδα πάνω κάτω στήν προκυμαία, καθώς τό καρύδι του άνεβοκατέβαινε. — Καταλαβαίνω! είπε νεύοντας ό κ. Ντένταλους. ‘Ο φίλτατος στραβοπόδαρος γερο-Μπέν! Πάντα πρόθυμος νά μάς εξυπηρετήσει ολους. Βάστα γερά! “Εβαλε τά γυαλιά του καί κοίταξε μιά στιγμή πρός τή μεριά τής μεταλλικής γέφυρας. — Νά τος, είπε, έρχ εται, ό Θεός νά μέ συγχ ωρέσει, τού κώλου καί τών καλαμπαλικιών του συμπεριλαμβανομένων. Ό Μπέν Ντόλλαρντ, μέ φαρδειά γαλάζια ζακέτα καί τετράγωνο καπέλο πάνω άπό τά ναυτικά του, ερχ όταν άπό τή μεριά τής μεταλλικής γέφυρας καί διέσχ ισε τήν προκυμαία μέ συνήθη διασκελισμό. Τούς πλησίασε άργά, ξύνοντας επίμονα τό μέρος πίσω άπό τήν ουρά τού παλτού του. ‘Όταν τούς πλησίασε άρκετά, ό κ. Ντένταλους τόν χ αιρέτησε: —
Πιάστε αύτόν τόν τύπο μέ τά πανάσχ ημα παντελόνια.
—
Ναί, πιάσ’ τον νά δούμε, είπε ό Μπέν Ντόλλαρντ.
Ό κ. Ντένταλους εξέτασε μέ παγερή περιφερόμενη κοροίδία τά σημεία τής σιλουέτας τού Μπέν Ντόλλαρντ. ‘Ύστερα, στρέφοντας πρός τόν πατέρα Κάουλεύ, τού εκανε νόημα καί μουρμούρισε χ λευαστικά: —
Ωραία ενδυμασία γιά καλοκαιριάτικη μέρα, ετσι δέν είναι;
— Πού νά ’χ εις τήν αίωνία κατάρα τού Θεού, γιατί τό λές αύτό; γρύλλισε μέ μανία ό Μπέν Ντόλλαρντ. Έγώ έχ ω πετάξει τόσα πολλά ρούχ α στή ζωή μου, πού έσύ ουτε θά τά ’χ εις ιδωμένα. Στάθηκε δίπλα τους, χ αμογελώντας πρώτα σ’ αυτούς καί υστέρα στήν ευρύχ ωρη ενδυμασία του, άπό τήν όποια, εδώ κι έκει, ό κ. Ντένταλους μάζευε χ νούδια, λέγοντας: —
’Όπως καί νά ’χ ει τό πράμα, Μπέν, είναι ραμμένα γιά άνθρωπο πού τόνε φυσάει τόν παρά.
— Κακό χ ρόνο νά ’χ ει ό έβραίος πού τό έραψε, είπε ό Μπέν Ντόλλαρντ. Δόξα τώ Θεώ, δέν πήρε άκόμα τά λεφτά του.
—
Καί πώς τά πάει αύτός ό διάσημος basso profondo, Μπέντζιαμιν; ρώτησε ό πατήρ Κάουλεύ.
Ό Κάσελ Μπόυλ Ο’Κόννορ Φίτζμωρις Τίσνταλλ Φάρρελλ, μέ γυάλινα μάτια, πέρασε μέ μεγάλες δρασκελιές μπροστά άπό τή λέσχ η τής όδού Κίλντεαρ, μουρμουρίζοντας. Ό Μπέν Ντόλλαρντ έσμιξε τά φρύδια του καί στρογγυλεύοντας τό στόμα του σάν τραγουδιστής, έβγαλε μιά νότα άπό τό στήθος του: —
’ Ώωωωω, είπε.
—
’Έτσι σέ θέλω, είπε ό Ντένταλους, επιδοκιμάζοντάς τον.
—
Πώς σάς φαίνεται; είπε ό Μπέν Ντόλλαρντ. ’Ακούγεται καλά, ετσι;
Στράφηκε καί πρός τούς δύο. Μιά χ αρά είναι, είπε ό πατήρ Κάουλεύ, επιδοκιμάζοντας μέ τή σειρά του. Ό αίδεσιμώτατος Χιού Σ. Λάβ βγήκε άπό τό άρχ αίο Συνοδικόν τού Άββαείου τής Παρθένου Μαρίας, πέρασε μπροστά άπό τό κατάστημα τών Τζαίημς καί Τσάρλς Κέννεντυ, ειδικών εις τόν έξευγενισμόν οινοπνευματωδών ποτών, συνοδευόμενος άπό Γεραλδίνους, ψηλούς καί ώραίους, καί κατευθύνθηκε πρός τό Θόλσελ, πέρα άπό τό Φόρντ τών Χέρντλς. Ό Μπέν Ντόλλαρντ, γέρνοντας έμφανώς πρός τήν πρόσοψη τών μαγαζιών, τούς καθοδηγούσε δείχ νοντας μέ τά χ αρούμενα δάχ τυλά του. — Ελάτε μαζί μου, είπε, νά σάς πάω στό γραφείο τού ’Αστυνομικού Υποδιευθυντή. Θέλω νά σας δείξω τή νέα καλλονή πού ό Ρόκ κονόμησε γιά δικαστικό κλητήρα. Είναι μιά διασταύρωση άνάμεσα Λομπενγκούλα καί Λύντσχ ον. ’Αξίζει τόν κόπο νά τόν δείτε. Ελάτε. Πρίν λίγο, στήν Μποτέγα, είδα τυχ αία τόν Τζών Χένρυ Μέντον καί θά μού στοιχ ίσει άκριβά άν δέν… περιμένετε ενα λεπτό. Μπόμπ, πίστεψέ με, είμαστε στό σωστό δρόμο. —
Γιά λίγες μέρες άκόμα, πές του, είπε μέ άγωνία ό πατήρ Κάουλεύ.
Ό Μπέν Ντόλλαρντ στάθηκε άπότομα καί τόν κοίταξε έπίμονα, τό φωνακλάδικο στόμα του ορθάνοιχ το, καθώς ενα ταλαντευόμενο κουμπί τού παλτού του κρεμόταν άνάποδα γυαλίζοντας στήν άκρη τής κλωστής του, κι αύτός καθάριζε τίς τσίμπλες πού εμπόδιζαν τά μάτια του ν’ άκούει καλύτερα. — Τί μερικές μέρες μού τσαμπουνάς; βρόντηξε. Δέν σού εκανε ό σπιτονοικοκύρης σου κατάσχ εση γιά τό νοίκι; —
Μού εκανε, είπε ό πατήρ Κάουλεύ.
— Τότε τό έγγραφο τού φίλου μας δέν άξίζει ούτε όσο τό χ αρτί πάνω στό όποιο είναι γραμμένο. Αύτός πού εχ ει προτεραιότητα στό δικαίωμα κατασχ έσεως είναι ό ιδιοκτήτης τού άκινήτου. Τού
έδωσα ολα τά στοιχ εία. Άριθμός 29, λεωφόρος Γουίνόσορ. Λάβ, δέν τόν λένε; — Σωστά, είπε ό πατήρ Κάουλεύ. Ό αίδεσιμώτατος κύριος Λάβ. Είναι εφημέριος, κάπου στήν επαρχ ία. “Ομως, είσαι βέβαιος γιά αύτό πού λές; — Μπορείς νά πεις εκ μέρους μου σ’ αύτόν τόν Βαραββά, είπε ό Μπέν Ντόλλαρντ, ότι μπορεί νά βάλει τό έγγραφό του έκεί πού βάνει ή μαίμού τά καρύδια. Μέ έπιτακτικό ύφος παράσυρε τόν πατέρα Κάουλεύ μέ τόν όγκο του. — Νομίζω πώς ήταν φουντούκια, είπε ό Ντένταλους, καθώς άφησε τά γυαλιά του νά πέσουν στήν μπροστινή τσέπη τού σακκακιού του, άκολουθώντας τους. — Ό νεαρός θά βολευτεί μιά χ αρά, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, καθώς περνούσαν τήν πύλη τής αυλής τού Κάστρου. Ό αστυφύλακας χ αιρέτησε στρατιωτικά. —
Νά ’χ εις τήν εύλογία τού Θεού, είπε χ αρωπά ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
’Έκανε νόημα στόν αμαξά πού περίμενε κι εκείνος επιασε τά χ αλινάρια καί ξεκίνησε πρός τήν όδό λόρδου ’Έντουαρντ. Ό χ αλκός πλάι στόν χ ρυσό, τό κεφάλι τής δίδος Κέννεντυ πλάι στό κεφάλι τής δίδος Ντούς, παρουσιάστηκαν πάνω άπό τά κουρτινάκια τού ξενοδοχ είου ’Όρμοντ. — Ναί, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, χ αίδεύοντας τό γένι του. ’Έγραψα στόν πατέρα Κόνμη καί τού έξέθεσα ολη τήν υπόθεση. — Θά μπορούσες επίσης νά χ ρησιμοποιήσεις τό φίλο μας, ύπέδειξε ό κ. Πάουερ, γυρνώντας πίσω τό κεφάλι του. —
Τόν Μπόυντ; είπε κοφτά ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. ’Όχ ι, ευχ αριστώ.
Ό Τζών Γουάιζ Νόλαν, πού είχ ε καθυστερήσει καθώς διάβαζε τά ονόματα στόν κατάλογο τών εισφορών, τάχ υνε τό βήμα του γιά νά τούς φθάσει, οπως είχ αν πάρει τήν κατηφόρα τού λόφου Κόρκ. Στά σκαλοπάτια τού Δημαρχ είου, ό σύμβουλος Ναννέττι, κατεβαίνοντας, χ αιρέτησε τόν δημοτικό σύμβουλο Κάουλεύ καί τόν δημοτικό σύμβουλο ’Αβραάμ Λάιον πού άνέβαιναν. Ή υπηρεσιακή άμαξα συνέχ ισε άδεια στήν όδό ’Άνω Έξέηντζ. — Μάρτιν, κοίτα έδώ, είπε ό Τζών Γουάιζ Νόλαν φθάνοντάς τους μπροστά άπό τά γραφεία τής εφημερίδας Μέιλ. Βλέπω έδώ ότι ό Μπλούμ γράφτηκε γιά πέντε σελλίνια. —
Σωστά, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, παίρνοντας τόν κατάλογο. Καί τά εδωσε κιόλας.
—
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, μάλιστα, είπε ό κ. Πάουερ.
—
Παράξενο, άλλά άληθινό, πρόσθεσε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
Ό Τζών Γουάιζ Νόλαν άνοιξε διάπλατα τά μάτια του. —
Πρέπει νά έπισημάνω ότι ό έβραίος εχ ει πολλή καλωσύνη μέσα του, είπε κομψά.
Συνέχ ισαν νά βαδίζουν τόν κατήφορο τής όδού Βουλής. —
Νά, είπε ό κ. Πάουερ, ό Τζίμμυ Χένρυ πού εχ ει βάλει πλώρη γιά τού Κάβανα.
—
’Όπως τό λές, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Έκεί πάει.
’Έξω άπό τή Maison Claire ό Μπλέηζες Μπόυλαν διπλάρωσε τόν πιωμένο καί σκυφτό κουνιάδο τού Τζάκ Μούνεύ πού τραβούσε γιά τά Λάιμπερτις. Ό Τζών Γουάιζ Νόλαν καί ό κ. Πάουερ καθυστέρησαν τό βηματισμό τους, καθώς ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ επιασε άπό τόν άγκώνα ενα καθαρό καί ζωηρό άνθρωπάκι μέ πιτσιλωτό κουστούμι πού πέρναγε μπροστά άπό τό ρόλογάδικο τού Μίκυ ’Άντερσον μέ βιαστικά, άλλά άβέβαια βήματα. — Ό βοηθός προίσταμένου τής Δημαρχ ίας ύποφέρει άπό τούς κάλους του, ειπε ό Τζών Γουάιζ Νόλαν στόν κ. Πάουερ. Συνέχ ισαν καί πήραν τή στροφή γιά τήν ταβέρνα τού Τζαίημς Κάβανα. Ή άδεια ύπηρεσιακή άμαξα στάθηκε άπέναντί τους, στήν πύλη ’Έσσεξ. Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, μιλώντας συνεχ ώς, εδειχ νε συχ νά τόν κατάλογο, στόν όποιο ό Τζίμμυ Χένρυ δέν εριξε ούτε μιά ματιά. —
Καί ό ψηλός ό Τζών Φάννινγκ βρίσκεται έδώ, είπε ό Τζών Γουάιζ Νόλαν, μέ τά ολα του.
Ό ψηλός Τζών Φάννινγκ, έτσι πού στεκόταν, εφραζε τήν πόρτα. — Καλή μέρα, κύριε Ύποδιευθυντά τής ’Αστυνομίας, ειπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, καθώς στάθηκαν ολοι καί χ αιρέτησαν. Ό ψηλός Τζών Φάννινγκ δέν παραμέρισε γιά νά περάσουν. ’Έβγαλε άποφασιστικά άπό τό στόμα του τό μεγάλο πούρο του, μάρκας Χένρυ Κλέυ, καί τά μεγάλα έξυπνα καί επιθετικά μάτια του έκαναν τό γύρο τών προσώπων τους. — ”Ολοι οί εγγεγραμμένοι πατέρες άραγε συνεχ ίζουν τίς ειρηνικές διαβουλεύσεις τους; ρώτησε άπευθυνόμενος μέ δηκτικό τόνο στόν βοηθό προίστάμενο τής δημαρχ ίας. ’Άνοιξαν διάπλατες οί πύλες τής κολάσεως γιά τούς χ ριστιανούς μέ τήν άναθεματισμένη τους ιρλανδική γλώσσα, είπε τσατισμένος ό Τζίμμυ Χένρυ. ’Ήθελε νά ξέρει πού βρίσκεται ό τελετάρχ ης γιά νά επιβάλει τήν τάξη στήν αίθουσα τού δημοτικού συμβουλίου. Καί ό γερο-Μπάρλοου, ό προεδρεύων, νά είναι κρεβατωμένος μέ άσθμα, χ ωρίς κηρύκειο πάνω στήν εδρα, ολα φύρδην μίγδην, ούτε κάν άπαρτίπ, καί ό κοντός ό Λόρκαν Σέρλοκ νά παίζει τόν ρόλο τού άντικαταστάτη. Νά πάρει ό διάολος τήν ιρλανδική γλώσσα τών προπατόρων μας. Ό ψηλός Τζών Φάννινγκ φυσώντας εσπρωξε μέσα μέ τά χ είλη του μιά τουλίπα καπνού.
Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, άνακατεύοντας τά γένεια του, μιλούσε μιά στό βοηθό προίσταμένου τής δημαρχ ίας καί μιά στόν υποδιευθυντή τής άστυνομίας, ενώ ό Τζών Γουάιζ Νόλαν παρέμεινε άμίλητος. —
Ποιός Ντίγκναμ είναι αύτός; ρώτησε ό ψηλός Τζών Φάννινγκ.
Ό Τζίμμυ Χένρυ εκαμε ενα μορφασμό καί σήκωσε τό άριστερό πόδι του. — ’Ώ, οί κάλοι μου! είπε παραπονιάρικα. Γιά τ’ όνομα τού Θεού, άς άνεβούμε, δέν μπορώ νά στέκουμαι δρθιος. Ουφ! ’Ώωωωχ ! ’Άνοιξε εκνευρισμένος τό δρόμο του στό πλευρό τού ψηλού Τζών Φάννινγκ καί άνέβηκε τίς σκάλες. — ’Έλα πάνω, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ στόν ύποδιευθυντή τής άστυνομίας. Δέν ξέρω αν τόν ήξερες, άν καί μάλλον μπορεί νά τόν ήξερες. Ό κ. Πάουερ τούς άκολούθησε πίσω άπό τόν Τζών Γουάιζ Νόλαν. — ΤΗταν καλή ψυχ ούλα, είπε ό κ. Πάουερ στήν εντυπωσιακή πλάτη τού ψηλού Τζών Φάννινγκ, πού άνέβαινε πρός συνάντηση τού ομοιώματος τού ψηλού Τζών Φάννινγκ μές στόν καθρέφτη. — Μάλλον κοντός, <> Ντίγκναμ πού δούλευε στό γραφείο τού Τζών Χένρυ Μέντον, είπε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Ό ψηλός Τζών Φάννινγκ δέν τόν θυμόταν. ’Ακούστηκε ποδοβολητό αλόγων. —
Τί τρέχ ει; ρώτησε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ.
Γύρισαν ολοι τά κεφάλια τους` ό Τζών Γουάιζ Νόλαν ξανακατέβηκε τίς σκάλες. ’Από τή δροσερή σκιά τής εισόδου είδε στήν όδό Βουλής τ’ άλογα νά περνάνε, μέ τά χ αλινάρια καί τίς σαγιές τους ν’ άστράφτουν στή λιακάδα. Πέρασαν χ αρωπά μπροστά άπό τά μή φιλικά μάτια του, χ ωρίς νά βιάζονται. Οί άκόλουθοι, πηδηχ τοί πάνω στίς σέλλες τους, όδηγούσαν τήν έφιππη συνοδεία. —
Τί ήταν; ρώτησε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, καθώς συνέχ ισαν τό άνέβασμα.
— Ό λόρδος Διοικητής καί Γενικός Κυβερνήτης τής ’Ιρλανδίας, άπάντησε ό Τζών Γουάιζ Νόλαν άπό τό πρώτο σκαλί. ``` Καθώς βάδιζαν πάνω στό παχ ύ χ αλί, ό Μπάκ Μάλλιγκαν, καλύπτοντας τό στόμα του μέ τόν παναμά του, ψιθύρισε στόν Χέηνς. —
Ό άδερφός τού Πάρνελλ. Έκεί στή γωνία.
Διάλεξαν ενα τραπεζάκι κοντά στό παράθυρο, άπέναντι σ’ εναν μακρομούρη, πού ή γενειάδα του
καί τό βλέμμα του είχ αν στυλωθεί προσεχ τικά πάνω σέ μιά σκακιέρα. —
Αύτός είναι; ρώτησε ό Χέηνς, στρίβοντας στήν καρέκλα του.
— Ναί, είπε ό Μάλλιγκαν. Αύτός είναι ό Τζών Χάουαρντ, ό άδερφός του, ό τελετάρχ ης τού δήμου μας. Ό Τζών Χάουαρντ Πάρνελλ μετατόπισε ήσυχ α εναν άσπρο άξιωματικό καί τό γκρίζο νύχ ι του ξαναπήγε στό μέτωπό του, οπου καί άκούμπησε. “Υστερα άπό ενα λεπτό, κάτω άπό τά βλέφαρά του, τά μάτια του κοίταξαν γρήγορα, iSto φάντασμα, τόν άντίπαλό του καί άμέσως χ αμήλωσαν καί προσηλώθηκαν σέ μιά γωνιά τής σκακιέρας. —
Έγώ θά πάρω εναν καφέ μέ γάλα, είπε ό Χέηνς στή σερβιτόρα.
— Δύο οί καφέδες μέ γάλα, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Καί φέρτε μας καί μερικές τηγανίτες, βούτυρο καί μερικά κέικ. “Οταν εφυγε, είπε γελώντας: — Τό κατάστημα Ιχ ει τό παρατσούκλι Ι.Α.Γ., επειδή έχ ουν ιδιαίτερα άσχ ημα γλυκίσματα. “Ομως, έχ ασες τόν Ντένταλους στή διάλεξή του περί ’Άμλετ. Ό Χέηνς άνοιξε τό μόλις άγορασμένο βιβλίο του. — Λυπάμαι, είπε. Ό Σαίξπηρ είναι μπάτε σκύλοι αλέστε γιά τά μυαλά πού χ άσανε τήν ισορροπία τους. Ό ναυτικός μέ τό ενα πόδι απειλούσε μπροστά στό ύπόγειο τού άριθμού 14 τής όδού Νέλσον: —
Ή Αγγλία περιμένει…
Τό κίτρινο γιλέκο τού Μπάκ Μάλλιγκαν κουνιόταν χ αρούμενο άπό τά γέλια. — Πρέπει νά τόν δείς όταν τό σώμα του χ άνει τήν ισορροπία του. Έγώ τόν εχ ω βγάλει ό Περιπλανώμενος ’Άνγκας. — Είμαι βέβαιος ότι εχ ει κάποια έμμονη ίδέα, είπε ό Χέηνς, τσιμπώντας σκεφτικός τό σαγόνι του μέ τόν άντίχ ειρα καί τόν δείκτη. Τώρα σπάω τό μυαλό μου ποιά μπορεί νά είναι αύτή. Πρόσωπα σάν αύτόν έχ ουν πάντα έμμονες ιδέες. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν εσκυψε πάνω άπό τό τραπέζι σοβαρός. — Τού ξεστρατίσανε τά μυαλά μέ τά οράματα τής κόλασης, είπε. Δέν θά συλλάβει ποτέ τό άττικόν άλας. Τήν αίσθηση τού Σουίμπερν, ολων τών ποιητών, τού χ λωμού θανάτου καί τής κατακόκκινης γέννησης. Αύτό είναι τό δράμα του. Δέν θά μπορέσει ποτέ νά γίνει ποιητής. Νά νιώσει τή χ αρά τής δημιουργίας…
— Αιώνια τιμωρία, είπε ό Χέηνς, νεύοντας κοφτά. Καταλαβαίνω. Σήμερα τό πρωί τόν προκάλεσα νά μιλήσει περί πίστεως. Είδα ότι τόν βασάνιζε κάτι. Τό φαινόμενο πρέπει νά είναι μάλλον ενδιαφέρον, επειδή ό καθηγητής Προκόρνυ τής Βιέννης εχ ει έπισημάνει κάτι πολύ ενδιαφέρον σέ σχ έση μέ αύτό. Τά παρατηρητικά μάτια τού Μπάκ Μάλλιγκαν είδαν τή σερβιτόρα νά έρχ εται. Τή βοήθησε νά ξεφορτώσει τό δίσκο της. — Δέν βρίσκει κανένα ίχ νος κολάσεως στούς άρχ αίους ιρλανδικούς μύθους, είπε ό Χέηνς χ αρούμενος άνάμεσα στίς φλιτζάνες. Φαίνεται πώς άπουσιάζει ή ήθική διάσταση, ή αίσθηση τού πεπρωμένου καί τής νέμεσης. Μάλλον παράξενο πού τόν κατατρύχ ει αύτή ή έμμονη ίδέα. Γράφει τίποτε γιά τό κίνημά σας; Βύθισε επιδέξια δυό οριζόντια παραλληλόγραμμα ζάχ αρης μέσα στόν καφέ του μέ τό άφρόγαλα. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν εκοψε μιά άχ νιστή τηγανίτα στά δύο καί πασάλειψε βούτυρο πάνω στήν άχ νιστή επιφάνεια. ’Έκοψε πεινασμένος ενα κομμάτι μέ τά δόντια του. —
Σέ δέκα χ ρόνια, είπε, μασώντας καί γελώντας. Σέ δέκα χ ρόνια θά γράψει κάτι.
— Μού φαίνεται σάν πολύ άπόμακρο διάστημα, είπε σκεφτικός ό Χέηνς, σηκώνοντας τό κουταλάκι του. “Ομως, δέν θά ξαφνιαζόμουνα άν τελικά τά κατάφερνε. Γεύθηκε μιά κουταλιά άπό τόν κώνο τού άφρόγαλου τού καφέ του. — Φαντάζομαι πώς αύτό είναι πραγματικό ιρλανδέζικο άφρόγαλα, ειπε μέ αυτοσυγκράτηση. Δέν μού άρέσει νά μού πλασάρουν ψεύτικο πράμα. Ή βαρκούλα, ό Ήλίας, τό ελαφρά τσαλακωμένο διαφημιστικό φυλλάδιο, άρμένιζε κατά τήν άνατολή δίπλα στά πλευρά ιστιοφόρων καί μικρών ψαράδικων, άνάμεσα σ’ ενα άρχ ιπέλαγος άπό φελλούς, πέρα άπό τήν όδό Γουώππινγκ, πέρα άπό τό φέρρυ τού Μπένσον καί άπό τήν τρικάταρτη σκούνα Ρόζβψ, πού ήρθε άπό τό Μπριτζγουώτερ μέ φορτίο τούβλων. `` Ό Άλμιντάνο Άρτιφόνι προσπέρασε τήν όδό Χόλλες καί τή μάντρα τού Σιούελλ. Πίσω του ό Κάσελ Μπόυλ Ο’Κόννορ Φίτζμωρις Τίσνταλλ Φάρρελλ μέ μπαστούνι-όμπρέλα-άδιάβροχ ο νά αίωρούνται, άπέφυγε τό στύλο τού γκαζιού μπροστά άπό τό σπίτι τού κ. Λώ Σμίθ καί διασχ ίζοντας τόν δρόμο, συνέχ ισε τόν περίπατό του στήν πλατεία Μέρριον. Μακριά πίσω του ενας τυφλός έφηβος εύρισκε τό δρόμο του μέ χ τυπήματα πάνω στή μάντρα τού Πάρκου τού Κολλεγίου. Ό Κάσελ Μπόυλ Ο’Κόννορ Φίτζμωρις Τίσνταλλ Φάρρελλ προχ ώρησε μέχ ρι τά χ αρούμενα παράθυρα τού κ. Λιούις Βέρνερ, ύστερα έπιστρέφοντας διέσχ ισε τήν πλατεία Μέρριον, μέ τό μπαστούνι-όμπρέλα-άδιάβροχ ο νά αίωρούνται. Στή γωνία Ούάιλντ στάθηκε, συνοφρυωμένος μπροστά άπό τό όνομα τού Ήλία, πού άνηγγέλετο στήν αίθουσα Μετροπόλιταν, καί συνοφρυώθηκε κοιτάζοντας πέρα τ’ άπόμακρα παρτέρια τού Ντιούκς Λώουν. Τό μονόκλ του άστραψε καθώς συνοφρυώθηκε μέσα στή λιακάδα. Γυμνώνοντας τά ποντικίσια δόντια του, μουρμούρισε:,
—
Coactus volui.
Κατευθύνθηκε πρός τήν όδό Κλαίρ, άναμασώντας τά λόγια του. Καθώς βάδιζε περνώντας εμπρός άπό τίς όδοντοίατρικές προθήκες τού κ. Μπλούμ, μέ τό αίωρούμενο άδιάβροχ ό του σκούντησε άτσαλα ενα λεπτό μπαστούνι πού χ τυπούσε τό πεζοδρόμιο καί συνέχ ισε, έχ οντας μαστιγώσει ενα λιπόσαρκο κορμί. Ό τυφλός έφηβος εστρεψε την άρρωστημένη όψη του πρός τή μορφή μέ τά μεγάλα βήματα. — Νά ’χ εις τήν κατάρα τού Θεού, είπε χ ολωμένος, οποιος καί άν είσαι. Είσαι πιό στραβός άπό εμένα, κάθαρμα! ``` Απέναντι άπό τού Ράγκυ Ο’Ντόνοχ ιου, ό νεαρός Πάτρικ Άλλοίσιος Ντίγκναμ, βαστώντας τό κιλό τίς χ οιρινές μπριζόλες πού τόν είχ αν στείλει ν’ άγοράσει άπό τού Μάνγκαν, πού διαδέχ θηκε τόν Φέρενμπαχ στήν έπιχ εί-ρηση, κατέβαινε χ αζεύοντας μέσα στή ζέστη τήν όδό Γουίκλοου. ΤΗταν ύπερβολικά πληκτικό νά κάθεσαι στό σαλόνι μέ τήν κυρία Στόερ καί τήν κυρία Κουίγλεύ καί τήν κυρία ΜακΝτάουελλ, μέ τά στόρια κατεβασμένα, καί όλες τους νά μυξοκλαίνε καί νά κουτσοπίνουν τό εξαίρετο σέρρυ πού είχ ε φέρει ό θείος Μπάρνεύ άπό τού Τάννεύ. Καί συνέχ εια νά μασουλάνε ψίχ ουλα άπό τό σπιτίσιο κέικ φρούτων καί νά φλυαρούν καί ν’ άναστενάζουν. Μετά άπό τό στενό Γουίκλοου, τόν έσταμάτησε ή προθήκη τής κυρίας Ντόυλ, μοδίστρας τής Αυλής. Στάθηκε κοιτάζοντας δυό γυμνούς ώς τή μέση πυγμάχ ους μέ τίς γροθιές τους σέ ετοιμότητα. Άπό τούς πλαίνούς καθρέφτες δύο πενθούντες νεαροί Ντίγκναμ χ άζευαν σιωπηλοί. Ό Μάιλερ Κήο, ό λατρευτός άμνός τού Δουβλίνου, θ’ άντιμετωπίσει τόν έπιλοχ ία Μπέννετ, τόν σκληρό πυγμάχ ο τού Πορτομπέλλο, μέ έπαθλο τό ποσόν τών πενήντα χ ρυσών λιρών. Θεέ μου, θά άξιζε νά δεί κανείς αύτόν τόν άγώνα. Ό Μάιλερ Κήο είναι ό τύπος πού όρμούσε πάνω στόν άλλο μέ τήν πράσινη ζώνη. Δυό σελλίνια ή είσοδος, μισό εισιτήριο γιά τούς φαντάρους. Θά μπορούσα εύκολα νά τό σκάσω άπό τή μαμά. Ό νεαρός Ντίγκναμ στ’ άριστερά του γύρισε ταυτόχ ρονα μ’ αύτόν. Έγώ είμαι μέ τά ρούχ α τής κηδείας. Πότε είναι νά γίνει; Στίς είκοσι δύο τού Μάη. Νά πάρει ή οργή, εγινε κιόλας. Στράφηκε στά δεξιά του καί ό νεαρός Ντίγκναμ στά δεξιά του γύρισε κι αύτός, μέ τή σκούφια του στραβά καί τό κολλάρο του άνασηκωμένο. Καθώς σήκωσε τό πηγούνι του γιά νά τό κουμπώσει, άντελήφθη πλάι στούς δύο πυγμάχ ους τήν εικόνα τής Μαίρης Κένταλλ, τής γοητευτικής σουμπρέτας. Μιά άπό αύτές τίς γκόμενες π^ύ βρίσκει κανείς μέσα στά πακέτα τά τσιγάρα πού καπνίζει ό Στόερ, καί πού μιά φορά, όταν ό γέρος του τόν πήρε χ αμπάρι, τόν εσπασε στό ξύλο. Ό νεαρός Ντίγκναμ κούμπωσε τό κολλάρο του καί συνέχ ισε τήν περιπλάνησή του. Ό καλύτερος πυγμάχ ος, όσον άφορά στή δύναμη, ήταν ό Φιτζσίμμονς. Μιά γροθιά στό στομάχ ι άπ’ αύτόν τόν τύπο καί ξόφλαγες γιά πάντα. Άλλά όσον άφορά στήν τέχ νη, ό καλύτερος πυγμάχ ος ήταν ό Τζίμ Κόρμπεττ πρίν τόν ξευτυλίσει ό Φιτζσίμμονς, αύτόν καί ολη του τήν επιστήμη. Στήν όδό Γκράφτον, ό νεαρός Ντίγκναμ είδε εναν καλοντυμένο τύπο μ’ ενα κόκκινο λουλούδι στήν άκρη τού στόματος καί μ’ ενα ύπέροχ ο ζευγάρι πατούμενα, πού καθότανε εκεί κάτω κι άκουγε τί τού ελεγε καί τί μούτες τού εκανε ενας μεθυσμένος. Τό τράμ τού Σάντυμαουντ άργούσε νά ερθει.
Ό νεαρός Ντίγκναμ προχ ώρησε πρός τήν όδό Νάσσαου, καί πέρασε τίς χ οιρινές μπριτζόλες στό άλλο του χ έρι. Τό κολάρο του άνασηκώθηκε άλλη μιά φορά καί τό εσπρωξε πρός τά κάτω. Τό σκατόκουμπο ήτανε μικρότερο άπό τήν κουμπότρυπα τού πουκαμίσου του. Συνάντησε μερικούς μαθητές μέ τις σάκκες τους. Δέν πρόκειται νά πάω σχ ολείο, ούτε αύριο, θά κάτσω μέχ ρι τή Δευτέρα. Συνάντησε κι άλλους μαθητές. Τάχ α τό πρόσεξαν ότι φοράω πένθιμα ρούχ α; Ό θειος Μπάρνεύ είπε πώς άπόψε θά τό βάλει στήν εφημερίδα. Έτσι θά τό δουν στήν εφημερίδα καί θά διαβάσουν τ’ όνομά μου καί τ’ όνομα τού μπαμπά. Τό πρόσωπό του είχ ε γίνει γκρίζο, άντί κόκκινο οπως ήταν πάντα καί ύπήρχ ε καί μιά μύγα πού περπάταγε πάνω του, πρός τό μάτι του. Τί τρίξιμο πού έκαναν εκείνες οί βίδες καθώς βίδωναν τό φέρετρο` καί τί χ τυπήματα, τήν ώρα πού τό κατέβαζαν. Ό μπαμπάς ήταν μέσα καί ή μαμά εκλαιγε στό σαλόνι καί ό θειος Μπάρ νεύ ελεγε σ’ εκείνους τούς ανθρώπους πώς νά τό περάσουν στή στροφή. ΤΗ ταν ενα τόσο μεγάλο φέρετρο καί ψηλό κι εδειχ νε τόσο βαρύ. Πώς γίνεται Τήν τελευταία νύχ τα πού ό μπαμπάς τά είχ ε πιει καί στεκόταν έκεί στό κε φαλόσκαλο καί φώναζε νά τού δώσουμε τά παπούτσια του γιά νά βγει κα νά πάει στού Τάννεύ γιά νά πιει κι άλλο, εδειχ νε κοντόχ οντρος μέσα στό πουκάμισό του. Δέν θά τόν ξαναδώ ποτέ πιά. Αύτό είναι ό θάνατος. Ό μπαμπάς πέθανε. Ό πατέρας μου πέθανε. Μού είπε νά είμαι καλός γιός γιά τή μαμά. Δέν μπορούσα ν’ ακούσω καί τ’ άλλα που μού ελεγε, όμως έβλεπα τή γλώσσα του καί τά δόντια του καθώς προσπαθούσε νά μιλήσει καλύτερα. Ό καημένος ό μπαμπάς. ΤΗταν ό κύριος Ντίγκναμ, ό πατέρας μου. Ελπίζω νά εχ ει πάει τώρα στό καθαρτήριο, γιατί τό Σάββατο τό βράδυ πήγε κι εξομολογήθηκε στόν πατέρα Κόνρού. ` ` `
Ό Γουίλλιαμ Χάμπλ, κόμης τού Ντάντλεύ καί ή λαίδη Ντάντλεύ, συνοδευόμενοι άπό τόν άντισυνταγματάρχ η Χέσσελνταίν, βγήκαν μετά τό γεύμα μέ τήν αμαξά τους άπό τήν κατοικία τού άντιβασιλέα. Στήν άμαξα πού άκολουθούσε τή δική τους, είχ αν λάβει θέσεις ή αξιότιμος κυρία Πάτζετ, ή δίς ντέ Κουρσύ καί ό άξιότιμος Τζέραλντ Γουώρντ, υπασπιστής τής άκολουθίας. Ή έφιππος άκολουθία προσπέρασε τήν κάτω πύλη τού πάρκου τού Φοίνικος, χ αιρετίσθηκε άπό δουλοπρεπείς άστυφύλακες καί προχ ώρησε περνώντας τή Βασιλική γέφυρα, κατά μήκος τών βορείων άποβαθρών. Ό άντιβασιλέας, κατά τή διαδρομή του διά μέσου τής πρωτεύουσας, εγινε δεκτός μέ εγκάρδιους χ αιρετισμούς. Στή γέφυρα τού Αίματος ό κ. Τόμας Κέρναν, άπό τήν άλλη πλευρά τού ποταμού, τόν χ αιρέτησε μάταια άπό μακριά. ’Ανάμεσα στίς γέφυρες τής Βασίλισσας καί τού Γουίτγουερθ οί άμαξες τού άντιβασιλέα Λόρδου Ντάντλεύ πέρασαν καί δέν χ αιρετίσθηκαν άπό τόν κ. Ντάντλεύ Γουάιτ, πτυχ ιούχ ο τής νομικής καί πτυχ ιούχ ο τής φιλολογίας, ό όποιος στεκόταν στήν άποβάθρα Άρράν, εξω άπό τό κατάστημα τής κυρίας Μ. Έ. Γουάιτ, ένεχ υροδανείστριας, στή γωνία τής όδού Άρράν, καί σκάλιζε άνα-ποφάσιστος τή μύτη του μέ τό δείκτη του, άν θά εφτανε στό Φίλπμποροου γρηγορότερα μέ μιά τριπλή άλλαγή τράμ ή καλώντας μιάν άγοραία άμαξα ή πεζή, μέσω Σμίθφιλντ, λόφου τού Συντάγματος καί τέρματος τού Μπρόουνστοουν. Στά προπύλαιά τού Φώρ Κώρτς, ό Ρίτσι Γκούλντιγκ, κρατώντας τήν τσάντα μέ τά τιμολόγια τής εταιρείας Γκούλντινγκ, Κόλλις καί Γουώρντ τόν κοίταξε έκπληκτος. Μετά τή γέφυρα Ρίτσμοντ, στίς σκάλες τού γραφείου τού Ρουβήμ Τζ. Ντόντ, δικηγόρου, πράκτορα τής ’Ασφαλιστικής Εταιρείας Ό Πατριώτης, μιά ήλικιωμένη γυναίκα, ‘έτοιμη νά μπεί, άλλαξε τά σχ έδιά της καί βαδίζοντας ξανά πάνω στά ίχ νη τών βημάτων της, κοντά στίς βιτρίνες τού Κίνγκς, χ αμογέλασε μ’ ενα εύπιστο χ αμόγελο στόν άντιπρόσωπο τής Αύτού Μεγαλειότητος. ’Από τό στόμιο τής άποβάθρας Γούντ, κάτω άπό τά γραφεία τού Τόμ Ντέβαν, ό χ είμαρρος Πόντλ, εις
ενδειξιν άποτίσεως τιμής, εβγαλε μιά φουρνιά άπό βρωμόνερα υπονόμων. Πάνω άπό τά κουρτινάκια τού ξενοδοχ είου ’Όρμοντ, ό χ αλκός πλάι στόν χ ρυσό, τό κεφάλι τής δεσποινίδος Κέννεντυ πλάι στό κεφάλι τής δεσποινίδος Ντούς, παρατηρούσαν καί θαύμαζαν. Στήν άποβάθρα ’Όρμοντ, ό κ. Ντένταλους, τραβώντας τό δρόμο του, άπό τά ούρητήρια πρός τό γραφείο τού υποδιευθυντή τής άστυνομίας, στάθηκε άκίνητος στή μέση τού δρόμου καί χ αμήλωσε τό καπέλο του μέχ ρι κάτω. Ή Αύτού Έξοχ ότης τόν έτίμησε άνταποδίδοντας τόν χ αιρετισμό τού κ. Ντένταλους. ’Από τή γωνία Κάχ ιλλ, ό αίδεσιμώτατος Χιού Σ. Λάβ, πτυχ ιούχ ος φιλολογίας, μέ τό μυαλό γεμάτο άριστοκράτες λόρδους, τών οποίων τά χ έρια, στά χ ρόνια τ’ άλλοτινά, μοίραζαν πλούσιες εκκλησιαστικές προσόδους, εκανε μιά υπόκλιση πού πέρασε άπαρατήρητη. Στή γέφυρα Γκράτταν, ό Λένεχ αν καί ό ΜακΚόυ, τήν ώρα πού άποχ αιρετιόντουσαν, παρατήρησαν τά οχ ήματα νά περνούν. Περνώντας άπό τό γραφείο τού Ρότζερ Γκρήν καί άπό τό μεγάλο κόκκινο τυπογραφείο Ντόλλαρντ, ή Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ, μεταφέροντας τήν άλληλογραφία τής εταιρείας Κέητσμπυ, αύτοκόλλητες ταπετσαρίες, στόν πατέρα της πού ήταν κατάκοιτος, κατάλαβε άπό τήν έμφάνιση ότι ήσαν ό νομάρχ ης καί ή σύζυγός του, άλλά δέν μπόρεσε νά δεί τί φορούσε ή Αύτής Έξοχ ότης, επειδή τό τράμ καί τό μεγάλο κίτρινο κάρο τής εταιρείας μετακομίσεων Σπρίνγκς άναγκάστηκαν νά σταματήσουν μπροστά της, λόγω τού ότι ήταν πράγματι ό νομάρχ ης. Πλάι στό Λάντυ Φούτ, άπό τήν σκιερή είσοδο τής ταβέρνας τού Κάβανα, ό Τζών Γουάιζ Νόλαν άπηύθυνε ενα παγερό χ αμόγελο, πού πέρασε άπαρατήρητο, πρός τό λόρδο ‘Υποδιοικητή καί Γενικό Κυβερνήτη τής ’Ιρλανδίας. Ό εντιμότατος Γουίλλιαμ Χάμπλ, κόμης τού Ντάντλεύ, Μέγας Σταυρός τού Τάγματος τής Βικτωρίας, πέρασε μπροστά άπό τά άενάως λειτουργούντα ώρολόγια τού Μίκυ ’Άντερσον καί άπό τίς κέρινες καλοντυμένες φρεσκομαγουλάτες κούκλες τών Χένρυ καί Τζαίημς, τού τζέντλεμαν Χένρυ καί τού τελευταία μόδα Τζαίημς. Μέ τήν πλάτη έστραμμένη πρός τήν πύλη Ντέημ, ό Τόμ Ρόσφορντ καί ό Φλύν ό μυταράς, παρατηρούσαν τήν ακολουθία πού πλησίαζε. Ό Τόμ Ρόσφορντ, βλέποντας τά μάτια τής λαίδης Ντάντλεύ στραμμένα πάνω του, τράβηξε γρήγορα εξω τούς άντίχ ειρές του άπό τά τσεπάκια τού κόκκινου γιλέκου του καί τή χ αιρέτησε μέ τό κασκέτο του. Μιά γοητευτική σουμπρέτα, ή μεγάλη Μαίρη Κένταλλ, μέ φτιασιδωμένα μάγουλα καί άνασηκωμένη φουστίτσα, άπηύθυνε άπό τήν άφίσα της τό φτιασιδωμένο της χ αμόγελο πρός τόν Γουίλλιαμ Χάμπλ, λόρδο τού Ντάντλεύ καί πρός τόν άντισυνταγματάρχ η X. Σ. Χέσσελτα’ιν καί επίσης πρός τόν άξιότιμον Τζέραλντ Γουώρντ, υπασπιστή τής άκολουθίας. Άπό τό παράθυρο τού ζαχ αροπλαστείου Ι.Α.Γ., ό Μπάκ Μάλλιγκαν χ αρούμενος, καί ό Χέηνς κατηφής, παρατηρούσαν άπό ψηλά τήν άκολουθία τού άντιβασιλέα, πάνω άπό τούς ώμους ενθουσιασμένων πελατών, τό πλήθος τών οποίων έριχ νε κάποια σκοτεινή σκιά σέ μιά μαύρη σκακιέρα, πάνω στήν οποία έσκυβε σύννους ό Τζών Χάουαρντ Πάρνελλ. Στήν όδό Φόουνες, ή Ντίλλυ Ντένταλους, σηκώνοντας τά μάτια της άπό τό βιβλίο Στοιχ εία Γαλλικής δι’ Αρχ αρίους τού Σαρντενάλ, άντελήφθη φευγαλέα ομπρέλες γιά τόν ήλιο καί άκτίνες άπό τροχ ούς πού γύριζαν μέσα στή λιακάδα. Ό Τζών Χένρυ Μέντον, πού εφραζε μέ τό σώμα του ολη τήν είσοδο τού Μεγάρου Εμπόρων, κοίταζε μέ τά βουτηγμένα στό κρασί στρειδίσια μάτια του, κρατώντας στό άριστερό χ έρι του, χ ωρίς νά τό κοιτάζει, καί χ ωρίς νά νιώθει πώς τό κρατούσε, ενα τεράστιο χ ρυσό ρολόι. Στό σημείο πού τό μπροστινό πόδι τού άλογου τού καλού βασιλιά Γουίλλιαμ κλωτσούσε τόν άέρα, ή κυρία Μπρήν τράβηξε πρός τά πίσω τόν άπρόσεκτο σύζυγό της, γιά νά μήν ποδοπατηθεί άπό τίς οπλές τών άλογων τής άκολουθίας. Τόν πληροφόρησε γιά τό τί συνέβαινε φωνάζοντας μέσα στ’ αύτιά του. Αύτός, όταν άντελήφθη τί συνέβαινε, μετέφερε τούς τόμους του στό άριστερό χ έρι καί χ αιρέτησε τό δεύτερο όχ ημα. Ό άξιότιμος Τζέραλντ Γουώρντ, υπασπιστής τής άκολουθίας, αίφνιδιασθείς εύμενώς, βιάστηκε νά άνταποδώσει τόν χ αιρετισμό. Στή γωνία Πόνσονμπυ ενα εξαντλημένο μέ άσπρο καπέλο γράμμα X σταμάτησε τό περπάτημά του καί πίσω του τέσσερα γράμματα μέ άσπρα καπέλα, Η.Λ.Υ.Σ., σταμάτησαν, καθώς τά άλογα τών άκολούθων περνούσαν χ οροπηδηχ τά καί τά άκολουθούσαν οί άμαξες. Απέναντι άπό τό κατάστημα μουσικών έκδόσεων
Πίγκοτ, ό κ. Ντέννις Τζ. Ματζίννι, καθηγητής χ ορού καί τά λοιπά, ένδεδυμένος μέ γραφικότητα καί βαδίζοντας μέ επισημότητα, ύπερκεράστηκε άπό εναν άντιβασιλέα παντελώς άγνοηθέντα. Κατά μήκος τού φράχ τη τού Κοσμήτορα εφτασε ζωηρός ό Μπλέηζες Μπόυλαν, μέ κατακίτρινα παπούτσια καί ριγωτές κάλτσες μπλέ σιέλ, στό ρυθμό τού ρεφραίν τού τραγουδιού Τό κορίτσι μου είναι άπό τό Γιόρκσαίρ. Ό Μπλέηζες Μπόυλαν, στά γαλάζια διάσημα τών κεφαλιών τών άλογων πού προπορεύονταν τής πομπής, άντέταξε μιά γαλάζια γραβάτα, ενα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο φορεμένο μάγκικα στραβά καί ενα κουστούμι σέρζ λουλακί. Τά χ έρια του, μέσα στίς τσέπες του, ξέχ ασαν νά χ αιρετήσουν, δ-μως προσέφερε πρός τίς τρεις κυρίες τόν αύθάδη θαυμασμό τών ματιών του καί τού κόκκινου άνθους πού κρατούσαν τά χ είλη του. Καθώς ή πομπή διέτρεχ ε τήν όδό Νάσσαου, ή Αύτού Έξοχ ότης έπέσυρε τήν προσοχ ή τής ύποκλινομένης συζύγου του εις τό πρόγραμμα τής μουσικής έκδηλώσεως, ήτις θά έλάμβανε χ ώραν εις τό πάρκο τού κολλεγίου. ’Αθέατα αδιάντροπα βουνίσια παλληκαράκια σάλπιζαν καί τυμπάνιζαν πρός τήν κατεύθυνση τής πομπής: Παρ’ ολο πού είναι φαμπριχ ατζού Καί δέν φοράει φανταχ τερά φουστάνια Τά τά ρά τά τζούμ. Ναί, έγώ τή γουστάρω Έγώ τήν χ άνω χ έφι, έπειδή είναι Τό χ ορίτσι μου άπό τό Γιόρχ σαίρ. Τα τα ρα τα τζουμ. ’Από τήν άλλη μεριά τού φράχ τη τού Κοσμήτορα, οί δρομείς τής κούρσας τού ένός τετάρτου τού μιλίου, άπό διαφορετικά σημεία έκκινήσεως, ό Μ. Σ. Γκρήν, ό X. Θρίφτ, ό Τ. Μ. Πάτεύ, ό Κ. Σκήιφ, ό Τζ. Μπ. Τζέφφς, ό Τζ. Ν. Μόρφυ, ό Φ. Στήβενσον, ό Κ. ’Άντερλυ καί ό Γ. Κ. Χάγκαρντ, έπεδόθησαν εις τήν προσπάθειά τους. Μπροστά άπό τό ξενοδοχ είο Φίνν, προχ ωρώντας μέ μεγάλα βήματα, ό Κάσελ Μπόυλ Ο’Κόννορ Φίτζμωρις Τίσνταλλ Φάρρελλ κοίταξε άγρια μέ τό μονόκλ του, άνάμεσα άπό τίς άμαξες, πρός τό κεφάλι τού κ. Έ. Μ. Σάλομονς, στό παράθυρο τού ύποπροξενείου τής Αύστρο-Ούγγαρίας. Στό βάθος τής όδού Λάινστερ, πλάι στήν πίσω πόρτα τού κολλεγίου Τρίνιτυ, ενας πιστός υπήκοος τού βασιλιά, ό Χορνμπλόουερ, άγγιξε τόν κυνηγετικό του σκούφο. Καθώς τά στίλβοντα άλογα σκιρτούσαν πλησίον τής πλατείας Μέρριον, ό νεαρός Πάτρικ ’Αλλοί&ιος Ντίγκναμ, περιμένοντας, είδε χ αιρετισμούς άπευθυνόμενους πρός τόν κύριο μέ τό ψηλό καπέλο καί εβγαλε κι αύτός, μέ δάχ τυλα λερωμένα άπό χ αρτί περιτυλίγματος άπό χ οιρινές μπριζόλες, τό καινούργιο του μαύρο σκουφί. Τό κολάρο του επίσης πετάχ τηκε κι αύτό ψηλά. Ό άντιβασιλέας, καθ’ οδόν πρός τήν τελετήν τών εγκαινίων τής φιλανθρωπικής άγοράς Μάιρους, έπί τώ τέλει συγκεντρώσεως χ ρηματικών πόρων έπ’ ώφελεία τού νοσοκομείου Μέρσερ, διέτρεχ ε μέ τήν άκολουθία του τήν όδό Κάτω Μάουντ. ’Απέναντι άπό τό Μπρόουντμπσεντ, πέρασε μπροστά άπό εναν τυφλό έφηβο. Στήν όδό Κάτω Μάουντ, ενας πεζός μέ καφέ άδιάβροχ ο, τρώγοντας ενα κομμάτι ξερό ψωμί, ξεπέρασε μέ ταχ ύτητα καί άσφάλεια τήν πομπή τού άντιβασιλιά. Στή γέφυρα Ρόγιαλ Κανάλ, ό κ. Εύγένιος Στράττον, μέ τά φουσκωτά χ είλη του μισάνοιχ τα, άπηύθυνε άπό τήν άφίσα του σ’ ολους τούς μέλλοντες νά προσέλθουν στή συνοικία Πένμπορκ τό καλώς ορίσατε. Στή γωνία τής όδού Χάντινγκτον, δυό γυναίκες γεμάτες άμμο σταμάτησαν, κρατώντας μιάν όμ-πρέλα καί μιά τσάντα, έντός της οποίας κρατούσαν εντεκα κοχ ύλια, γιά νά δουν τόν λόρδο δήμαρχ ο καί τή δημαρχ ίνα, χ ωρίς τή χ ρυσή καδένα τού αξιώματος. Στίς όδούς Νορθάμπελαντ καί Λάντζντων, ή Αύτού Έξοχ ότης ανταπέδωσε τυπικά τούς χ αιρετισμούς μερικών άραιών άρρένων περιπατητών,
τόν χ αιρετισμό δύο μικρών μαθητών, παρά τήν πύλην τού κήπου τής οικίας, περί ής έλέχ θη ότι έθαυμάσθη ύπό τής τέως βασιλίσσης κατά τήν διάρκειαν τής έπισκέψεώς της εις τήν ιρλανδικήν πρωτεύουσαν μετά τού συζύγου της, τού βασιλικού συζύγου, τώ 1849, καθώς καί τόν χ αιρετισμόν τών ρωμαλέων παντελονιών τού Άλμιντάνο Άρτιφόνι, πού τά ρούφηξε μιά πόρτα πού έκλεινε.
11. ΣΕΙΡΗΝΕΣ Ο ΧΑΛΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΥΣΟΣ ακόυσαν τό ποδοβολητό τών αλόγων νά άτσαλοκουδουνίζουν. Τσούτσου ρούτσου τσού τσού τσού. Θρύμματα, άτ:οθρυμματίζονται θρύμματα άπό τίς πέτρινες οπλές, θρύμματα. Ή άθλια! Καί ό χ ρυσός άναψοκοκκίνισε περισσότερο. Μιά βραχ νή νότα αύλού φύσηξε. Φύσηξε. Γαλάζιος άνθός πάνω στή Χρυσή πυραμίδα τών μαλλιών της. ‘Ένα ρόδο άναπήδησε πάνω στό σατινένιο κόρφο άπό σατέν, ρόδο τής Καστίλλης. Τριλίζοντας, τριλίζοντας: Άιντολόρες. Κρυφοκοίταξε! Ποιός είναι μέσα στό… κρυφοκοίταγμα τού χ ρυσού; Τίνκ! φώναξε στόν χ αλκό μέ συμπόνια. Καί μιά επίκληση, ολοκάθαρη, παραπεταμένη καί πάλλουσα. Επίκληση πού άργοπεθαίνει. Δέλεαρ. Λέξη απαλή. ‘Όμως, κοίτα! Τ’ άπαστράπτοντα άστρα χ λωμιάζουν. ’Ώ, ρόδο! Οί νότες εκφέρουν μιάν άπάντηση. Ή Καστίλλη. Χαράζει. Κουδούνισμα άμαξας χ αρούμενο κουδουνίζοντας. Θόρυβος νομίσματος πού πέφτει στό έδαφος. Θόρυβος ρολογιού πού χ τυπάει τίς ώρες. Παραδοχ ή. Sonnez. Θά μπορούσα. ΤΗχ ος τής καλτσοδέτας. Δέν θά σ’ έγκαταλείψω. Μπατσάκι. La cloche! Μπατσάκι στά μπούτια. Παραδοχ ή. Θερμή. ’Αντίο, άγαπημένη! Κουδούνισμα. ’Άνθ. ‘Ομοβροντία συγχ ορδιών σέ συντριβή. ‘Όταν ή άγάπη συνεπαίρνει. Πόλεμος! Πόλεμος! Τό τύμπανο. ‘Ένα πανί! ‘Ένα βέλο πού κυματίζει πάνω στά κύματα. Φευγάτο. Κελάιδισμα τσίχ λας. ‘Όλα χ άθηκαν πιά. Τό Κέρας. Τό ’Αγκαθοκέρατο. “Οταν αύτός πρωτόειδε. ’Αλίμονο!
Βάτεμα! Πάλεμα! Τιτίβισμα. Άχ , δέλεαρ. Δελεαστικό. Μάρθα! “Ελα! Χειροκρό. Χειροκροτή. Χειροκροτήματα. Ό καλός Θεούλης δέν είχ ε ποτέ ακούσει τίποτα γιά. Ό κουφός καί φαλακρός Πάτ πού είχ ε φέρει τό σουγιά καί τόν ξαναπήρε. Μιά νυχ τερινή επίκληση στό σεληνόφως` απόμακρα` άπόμακρα. Νιώθω μιά τέτοια θλίψη. Υ. Γ. “Ενα τέτοιο μοναχ ικό άνθισμα. Άκου! Τό αγκαθωτό καί έλικοειδές δροσερό θαλάσσιο κέρας. Μήπως εχ ει τό; Καθεμιά καί άλλη μιά όχ λοβοή καί σιωπηλός βρυχ ηθμός. Μαργαριτάρια` όταν αύτή. Οί ραψωδίες τού Αίστ. Χίςςςς. Έσύ δέν; Δέν` όχ ι, όχ ι` πίστεψε. Λίντλυντ. Κακαράκ. Κακαρακακάκ. Μαύρες. Σάν νά βγαίνουν άπό βαθειά. Ναί, Μπέν, ναί. Σέ στάση άναμονής, όσην ώρα περιμένατε. Χί, χ ί. Αναμονής όσην ώρα εσείς χ ί. “Ομως, περίμενε! Βαθειά στά ερεβώδη σκοτάδια τής γής. Παραχ ωμένο μετάλλευμα. Naminedamine. “Ολα χ άθηκαν. “Ολα κατέρρευσαν. Εύθραυστοι οί τρεμουλιαστοί βόστρυχ οι τής παρθενικής κόμης της. Αμήν! ’Έτριξε, έξαλλος, τά δόντια του. Πρός τά πίσω, πρός τά εμπρός, πρός τά πίσω. “Ενα δροσερό μπαστούνι πού εξέχ ει. Ή Χαλκο-Λύδια πλάι στή Χρυσο-Μίνα. Πλάι στόν χ αλκό, πλάι στόν χ ρυσό, σ’ εναν πράσινο ώκεανό σκιάς. Ό Μπλούμ. Ό γερο-Μπλούμ. Κάποιος χ τύπησε, κάποιος σήμανε μέ κακαράκ, μέ κακαρακακάκ. Προσευχ ηθείτε γι’ αύτόν! Προσευχ ηθείτε, καλοί μου άνθρωποι! Τ’ άρθριτικά του δάχ τυλα τρίζουν σάν καστανιέτες.
Μεγάλε Μπεναμπέν. Μεγάλε Μπενμπέν. ’Έσχ ατο ρόδο τής Καστίλλης, καλοκαιριάτικο, άφημένο ν’ άνθίσει, νιώθω τόση θλίψη μόνος. Πφίιιι! “Ενας ισχ νός άνεμος φύσηξε πφίιιι! Αληθινοί άντρες. Ό Λίντ, Ό.Κέρ, ό Κάου, ό Ντέ, καί ό Ντόλλ. Ναί, ναί. ’Άντρες σάν έσας. Θά παραμερίσουν ενα-ενα τά εμπόδια. Πφφφ! ’Ώωωω! Πού κοντά βρίσκεται ό χ αλκός; Πού μακριά βρίσκεται ό χ ρυσός; Πού βρίσκονται οί όπλές; Ρρρπρρρ. Κράααα. Κράαααντλ. Τότε καί μόνον τότε. Ό έπιτράπφφειός μου. Θά γραπφεί. Έγώ τελείωσα, Άς αρχ ίσουμε! Ό χ αλκός πλάι στόν χ ρυσό, τό κεφάλι τής δεσποινίδος Ντούς πλάι στό κεφάλι τής δεσποινίδος Κέννεντυ, πάνω άπό τά κουρτινάκια τού μπάρ ’Όρμοντ, ακόυσαν νά περνούν οί όπλές τών άλογων τής άμαξας τού άντιβασιλέα, κουδουνιστό άτσάλι. —
Αύτή είναι; ρώτησε ή δίς Κέννεντυ.
Ή δίς Ντούς είπε ναί, κάθεται μέ τήν εξοχ ότητά του, μέ γκρίζα μαργαριτάρια καί eau de Nil. —
Υπέροχ η άντίθεση, είπε δίς Κέννεντυ.
“Οταν ή έξαψη τής δίδος Ντούς έφτασε στό κατακόρυφο είπε ενθουσιασμένη: —
Κοίτα τόν τύπο μέ τό ήμίψηλο.
—
Ποιόν; Πού; ρώτησε ό χ ρυσός, περισσότερο ενθουσιασμένη.
— Στή δεύτερη άμαξα, είπαν τά υγρά χ είλη τής δίδος Ντούς, χ αμογελώντας στή λιακάδα. Κοιτάζει. ’Έχ ε τόν νού σου μέχ ρι νά δώ. Ό χ αλκός άμολήθηκε στό άλλο άκρο τής αίθουσας, κολλώντας τή μύτη της στό τζάμι, σ’ ενα φωτοστέφανο λαχ ανιασμένης άνάσας. Τά ύγρά χ είλη της είπαν μέ συγκρατημένο γέλιο: —
Στραβολαίμιασε, κοιτάζοντας πίσω.
Γ έλασε: —
Θεέ μου! Δέν είναι φοβερά ήλίθιοι οί άντρες;
Μέ θλίψη. Ή δίς Κέννεντυ, θλιμμένη, άποτραβήχ τηκε άπό τό λαμπρό φώς, ταχ τοποιώντας ενα άτσαλο τσουλούφι πίσω άπό ενα αυτί. Άποτραβηγμένη, θλιμένη, σβησμένος χ ρυσός, στρίβει ταχ τοποιεί ενα άτσαλο τσουλούφι. Θλιμμένη, ταχ τοποιεί, καθώς άποτραβιέται, ενα χ ρυσό τσουλούφι πίσω άπό ένα καμπύλο αύτί. —
Αύτοί είναι πού περνάνε όμορφα, είπε θλιμμένη.
“Ενας άντρας. Ό Μπλουμοοποίος περνούσε μπροστά άπό τίς πίπες τού Μούλαγκ, κρύβοντας μές στόν κόρφο του τήν ήδονή τής αμαρτίας, έμπρός άπό τού άρχ αιοπώλη Γουάιν, φέροντας μές στή μνήμη του τά γλυκά άμαρτωλά λόγια, έμπρός άπό τό κατάστημα τών μαυρισμένων καί σκονισμένων άσημένιων ίδιοκατασκευασμάτων τού Κάρρολλ, γιά τόν Ραούλ. Ό υπηρέτης πρός αύτές μέσα στό μπάρ, αύτές, κορίτσια του μπάρ, έρχ εται. Πρός αύτές, πού έκαναν πώς τόν άγνοούσαν, έκαμε νά ήχ ήσουν τά φλυτζάνια άπό πορσελάνη πάνω στό δίσκο πού άκούμπησε στόν πάγκο. Καί… —
Τά τσάγια σας, είπε αύτός.
Ή δίς Κέννεντυ μέ χ αριτωμένο τρόπο μετέθεσε τό δίσκο πάνω σ’ ενα άναποδογυρισμένο καφάσι άπό σόδες, μακριά άπό τά βλέμματα, χ αμηλά. —
Τί κοιτάς έκεί πέρα; ρώτησε, χ ωρίς τρόπους, ό ύπηρέτης.
—
Ψάξε νά τό βρείς, του άποκρίθηκε ή δίς Ντούς, άφήνοντας τό παρατηρητήριό της.
—
Τόν γκόμενο σου κοιτάς, ετσι δέν είναι;
‘Όμως ό χ αλκός μέ ύπερηφάνεια: — Θά παραπονεθώ στήν κυρία ντέ Μάσσεύ γιά τούς τρόπους σου, αν συνεχ ίσεις αυτήν τήν αυθάδη σου οικειότητα. — Τσούτσου ρούτσου τσού τσού τσού, τσουτσούρισε μέ άγένεια ό βλάχ ος, ό ύπηρέτης, καθώς άποτραβιόταν οπως είχ ε έρθει, κι ενώ αύτή τόν άπειλούσε. Ό Μπλούμ. Είπε ή δίς Ντούς, ζαρώνοντας τό μέτωπό της εμπρός άπό τό άνθος της: — Αύτό τό παλιόπαιδο γίνεται πολύ ενοχ λητικό. ’Άν δέν μάθει νά φέρεται, θά τού τραβήξω μιά γιάρδα τό αύτί. Συμπεριφορά κυρίας μέ ύπέροχ η άντίθεση. —
Μήν τού δίνεις σημασία, άποκρίθηκε ή δίς Κέννεντυ.
’Έχ υσε τσάι σέ μιά φλυτζάνα καί υστέρα άπό έκεί τό ξανάχ υσε μέσα στήν τσαγιέρα. Μαζεμένες πίσω άπό τόν ύφαλο τού πάγκου, πάνω στά σκαμνιά, άναποδογυρισμένα καφάσια, περιμένοντας τό τσάι τους νά τραβήξει. Συγυρίζουν τίς μπλούζες τους, καί οί δυό άπό μαύρο σατέν, δύο σελλίνια καί εννιά πέννες ή γιάρδα, περιμένοντας τό τσάι τους νά τραβήξει, καί δύο σελλίνια καί έφτά πέννες ή γιάρδα. Ναί, ό χ αλκός άπό κοντά, πλάι στόν χ ρυσό άπό μακρύτερα, ακόυσαν τό άτσάλι άπό κοντά, τίς οπλές νά ήχ ούν άπό μακριά, καί ακόυσαν τίς άτσάλινες οπλές, τόν ήχ ο τών οπλών, νά άτσαλοηχ ούν. —
Μήπως μ’ έκαψε ό ήλιος;
Ή δίς χ αλκός άνοιξε τήν μπλούζα στό λαιμό της. — `Όχ ι, είπε ή δίς Κέννεντυ. Τό μαύρισμα θά έρθει άργότερα. Μήπως δοκίμασες βορικό μέσα σέ διάλυμα κερασιών καί δαφνόφυλλων; Ή δίς Ντούς μισοσηκώθηκε γιά νά δεί άπορημένη τήν επιδερμίδα της στόν καθρέφτη τού μπάρ, τόν στολισμένο μέ χ ρυσά γράμματα, έκεί οπου άστραφταν ποτήρια γιά κόκκινο καί λευκό κρασί,καί άνάμεσά τους μιά άχ ηβάδα. —
Ασ’ το σέ μένα, είπε αύτή.
—
Προσπάθησε μέ γλυκερίνη, συμβούλευσε ή δίς Κέννεντυ.
Ή δίς Ντούς άποχ αιρέτησε τό σβέρκο της καί τά χ έρια της. — Τό μόνο πού καταφέρνει κανείς είναι ενα εξάνθημα, άπάντησε, ξανακαθίζοντας. Ζήτησα άπ’ αύτόν τόν γέρο άχ ρηστο στού Μπόυντ κάτι γιά τήν επιδερμίδα μου. Ή δίς Κέννεντυ, σερβίροντας τό τσάι, πού τώρα είχ ε τραβήξει, εκανε ενα μορφασμό καί παρακάλεσε: —
’Ώ, λυπήσου με, καί μή μού τόν θυμίζεις.
—
Περίμενε, όμως, νά σού πώ, ίκέτευσε ή δίς Ντούς.
’Έχ οντας σερβίρει γλυκό τσάι μέ γάλα, ή δίς Κέννεντυ βούλωσε καί τά δυό αυτιά της μέ μικρά δάχ τυλα. —
’Όχ ι, μή, φώναξε αύτή.
—
Δέν θέλω ν’ άκούσω, φώναξε αύτή.
‘Όμως ό Μπλούμ; Ή δίς Ντόυς μούγκρισε μιμούμενη τόν γέρο: —
Θέλετε κάτι γιά τόν ποιόν σας; μού λέει αύτός.
Ή δίς Κέννεντυ ξεβούλωσε τ’ αύτιά της γιά ν’ άκούσει, γιά νά μιλήσει` όμως είπε, όμως ξαναπαρακάλεσε: — Μή μέ κάμεις τώρα νά τόν ξανασκεφτώ, γιατί θά πεθάνω. Τόν παλιόγερο, τόν σιχ αμένο! ‘Όσο θυμάμαι εκείνη τή νύχ τα στήν αίθουσα συναυλιών ’Άντιεντ. Ρούφηξε άνόρεχ τα τό δυνατό, ζεστό τσάι, μιά γουλιά, πολλές γουλιές γλυκού τσαγιού. — Νά, ετσι εκανε, είπε ή δίς Ντούς, στραβώνοντας, τρία τέταρτα, σάν τόν κόκκορα, τό χ άλκινο κεφάλι της, άνοιγοκλείνοντας τά ρουθούνια της. Χούφα! Χούφα! ‘Ένα διαπεραστικό στρίγγλισμα γέλιου ξεπήδησε άπό τό λαρύγγι τής δίδος Κέννεντυ. Ή δίς Ντούς ρούφηξε καί ξεφύσηξε τά ρουθούνια της, πού τρεμούλιασαν σέ μιά φιλέριδα αύθάδεια, σάν κραυγή κάποιου πού ψάχ νει. —
’Ώ, τί πλάκα, φώναξε ή δίς Κέννεντυ. Μπορείς ποτέ νά ξεχ άσεις τά γουρλωμένο μάτι του;
Καί ή δίς Ντούς συμφώνησε μ’ ενα βαθύ χ άλκινο γέλιο, φωνάζοντας: —
Καί μήπως είδες τό δικό μου τό μάτι;
Ό Μπλουμτουοποίου τό μαύρο μάτι άνέγνωσε τό όνομα τού Άαρών Συκολλέκτη. Γιατί σκέφτομαι πάντα Συκοσυλλέκτης; Συλλέκτης σύκων, αύτό σκέφτομαι. Καί τό ούγενότικο όνομα τού Προσπέρ Αωρέ. Τό μαύρο βλέμμα τού Μπλούμ διέτρεξε ψηλά τή ζωγραφιά τού Μπάσσι, τίς ευλογημένες παρθένες. Μέ γαλάζιες έσθήτες καί λευκά εσώρουχ α, έλθετε πρός με. Πιστεύουν πώς είναι θεός, ή θεά. ‘Όπως αύτές, σήμερα. Δέν τά κατάφερα νά τίς δώ. Άκουσα κάποιον πού μιλούσε. Κάποιο φοιτητή. “Υστερα, τόν είδα παρέα μέ τό γιό τού Ντένταλους. Μάλλον, θά ήταν ό Μάλλιγκαν. ‘Όλες ευειδείς παρθένες. Τό λευκό, αύτό είναι πού ερεθίζει τούς άκόλαστους. Τά μάτια του στράφηκαν άλλου. Ή ήδονή τής αμαρτίας. Ή ήδονή τών ηδονών. Τής άμαρτίας. Νεανικές χ αλκόχ ρυσες φωνές έσμιξαν σ’ ενα εξωφρενικό κακάρισμα. Ή Ντούς καί ή Κέννεντυ, τό άλλο σου τό μάτι. ’Έριξαν πίσω νεανικά κεφάλια, χ άλκινα, χ ρυσά, μέ κακάρισμα κότας, γιά νά επιτρέψουν στό γέλιο τους, έλεύθερο, τσιρίζοντας, νά έκτοξευθεί, τό άλλο σου τό μάτι, συνθηματικά λόγια ή μιά στήν άλλη, ψηλές νότες σάν τρυπάνι. ’Άχ , άνάσες, άναστεναγμοί. Αναστεναγμοί, άχ . Εξαντλημένες, ή εύθυμία τους κατακάθησε. Ή δίς Κέννεντυ.εφερε άλλη μιά φορά τή φλυτζάνα στά χ είλη της, τή σήκωσε, ήπιε μιά γουλιά, καί χ αχ άνισε. Ή δίς Ντούς, εγειρε άλλη μιά φορά πάνω άπό τό δίσκο μέ τά τσάγια, ρούφηξε πάλι τά ρουθούνια της καί γούρλωσε τά φουσκωμένα άστεία μάτια της. ’Άλλη μιά φορά, ή δίς Χαχ ανοκέννεντυ, εγειρε τήν ώραία πυραμίδα τών μαλλιών της, σκύβει, επιδεικνύει τή χ τένα άπό ταρταρούγα πού κοσμεί τά μαλλιά της, τό τσάι της νά ξεχ ειλίζει άπό τό γελαστό στόμα της, κινδυνεύει νά πνίγει άπό τό γέλιο της καί τό τσάι της, βήχ οντας μέ βήχ α πού φέρνει πνίξιμο, φωνάζοντας: —
’Ώ, εκείνα τά γλοιώδη μάτια του! Φαντάσου νά ήσουν παντρεμένη μέ κάποιον σάν κι αύτόν!
Μέ τό άστείο γενάκι του! Ή Ντούς εδωσε διέξοδο σ’ ενα τέλειο ούρλιαχ τό, ενα ύπέροχ ο ούρλιαχ τό μιας πραγματικής γυναίκας, άπόλαυση, χ αρά, άγανάκτηση. —
Νά παντρευτείς τή γλοιώδη μύτη του! ούρλιαξε.
Μιά μουσική κλίμακα ούρλιαχ του, άπό τίς οξείες νότες πρός τίς χ αμηλές, άπό τόν χ αλκό στόν χ ρυσό, προκαλουσαν ή μιά τήν άλλη, πρόκληση σέ πρόκληση, διαδοχ ικά κουδουνίσματα, χ αλκόχ ρυσα, χ ρυσοχ άλκινα, άπό χ αμηλές νότες πρός οξείες, άπό γέλιο σέ γέλιο. Καί υστέρα, περισσότερα γέλια. Γλοιώδης μύτη, καταλαβαίνω. Εξαντλημένα, χ ωρίς άνάσα, τά ταλαντευόμενα κεφάλια τους, τ’ άκούμπησαν, τά κλονιζόμενα κεφάλια τους, τίς έλικοειδείς πυραμίδες τών μαλλιών τους μέ τά γυαλιστερά χ τένια τους, πάνω στόν ύφαλο τού πάγκου. Άναψοκοκκινισμένες, (ώ), λαχ ανιαστές, ίδρωμένες, (ώ!), χ ωρίς άνάσα. Φαντάσου νά εχ ει παντρευτεί τόν Μπλούμ, τόν Θαλασσογλοιώδη-Μπλούμ. — ’Ώ, άγιοι έπουράνιοι, εσείς! είπε ή δίς Ντούς, άναστενάζοντας πάνω άπό τό ρόδο της πού άναπηδούσε. Μακάρι νά μήν είχ α γελάσει τόσο πολύ. Καταβράχ ηκα. —
’Ώ, δεσποινίς Ντούς! διαμαρτυρήθηκε ή δίς Κέννεντυ. Σάν δέν ντρέπεστε!
Καί άναψοκοκκίνισε άκόμα περισσότερο (σάν δέν ντρέπεστε!), άκόμα πιό χ ρυσά. Κοντά στά γραφεία του Κάντγουελ περιφερόταν ό γλοιώδης Μπλούμ, πλάι στίς παρθένες τού Κέππι, λαμπρές στίς ελαιογραφίες τους. Ό πατέρας τού Ναννέττι είχ ε βγει στή γύρα νά τίς ξεπουλήσει, χ τυπώντας τή μιά πόρτα μετά τήν άλλη, οπως κάνω κι έγώ. Ή θρησκεία εχ ει καί τίς άνταμοιβές της. Πρέπει νά τόν δώ γιά τό κειμενάκι τού Κλειδή. Νά φάω πρώτα κάτι. Θέλω. ’Όχ ι άκόμα. Στίς τέσσερις, είπε αύτή. Ό χ ρόνος κυλάει διαρκώς. Οί δείκτες τών ρολογιών περιστρέφονται. Πρός τά εμπρός. Πού θά φάω; Στού Κλάρενς, στό Δελφίνι. Πρός τά εμπρός. Γιά τόν Ραούλ. Φάε. Αν καταφέρω νά κερδίσω πέντε γκινέες μ’ αύτές τίς διαφημίσεις. Βιολετιά μεταξωτά μεσοφόρια. ’Όχ ι άκόμα. Ή ήδονή τής άμαρτίας. Αιγώτερο άναψοκοκκινισμένη, ολο καί λιγώτερο, χ ρυσός πιό χ λωμός. Μέσα στό μπάρ τους, άμέριμνος μπήκε ό κ. Ντένταλους. Παρωνυχ ίδες, κόβοντας παρωνυχ ίδες άπό τόν ένα του βραχ ώδη άντίχ ειρα. Παρωνυχ ίδες. Άμέριμνος. —
’Ώ, καλώς γυρίσατε, δίς Ντούς.
Κράτησε τό χ έρι της. Ευχ αριστήθηκε τίς διακοπές της; —
Τό τέλειον.
’Ήλπιζε πώς τής έκαμε καλό καιρό στό Ρόστρεβορ. — Μούρλια, είπε αύτή. Μπορείτε νά τό δείτε πάνω στό πρόσωπό μου. Ξαπλωμένη στήν άκρογιαλιά ολη μέρα.
Χάλκινη λευκότητα. — Είσαστε πάρα πολύ άτακτο κορίτσι, τής είπε ό κ. Ντένταλους καί πίεσε μέ συγκατάβαση τό χ έρι της. Νά βάζετε σέ πειρασμό τούς άθώους άρρενες. Ή σατινένια δίς Ντούς τράβηξε μέ γλυκύτητα τό χ έρι της. —
’Ώ, άφήστε τα αύτά. Δέν νομίζω ότι είσαστε καί τόσο άθώος.
Αύτός ήταν. — Καί όμως, είμαι, είπε, σάν μέσα σέ όνειρο. ’Έμοιαζα τόσο άθώος μέσα στήν κούνια μου, πού μέ βγάλανε ό άθώος Σίμων. — Θά πρέπει νά ’χ ετε ξαναμωράνει, άπάντησε ή δίς Ντούς. Καί ποιό είναι τό φάρμακο πού διέταξε σήμερα ό γιατρός; — Μά τήν πίστη μου, είπε αύτός σκεφτικός, ό,τι πείτε εσείς. Νομίζω πώς θά σάς βάλω σέ κόπο γιά λίγο δροσερό νεράκι καί μισό ποτήρι ούίσκυ. Κουδούνισμα. —
Μετά τής μεγίστης προθυμίας, έστερξε ή δίς Ντούς.
Μέ χ αριτωμένη προθυμία έστριψε πρός τόν καθρέφτη μέ τήν επιχ ρυσωμένη κορνίζα άπό τό κατάστημα Κάντρελ καί Κόχ ρεην. Μέ χ άρη γέμισε μέ χ ρυσό ούίσκυ τό ποτηράκι μεζούρα άπό τό κρυστάλλινο βαρελάκι της. Άπό τήν πλαίνή τσέπη τού σακκακιού του, ό κ. Ντένταλους έβγαλε καπνοσακούλα καί πίπα. Πρόθυμα αύτή τόν σερβίρισε. Εκείνος, μέ τό φύσηγμα τής πίπας του, έβγαλε δυό βραχ νές νότες. — Μά τό Θεό, συνέχ ισε σκεφτικός. Πολλές φορές πεθύμησα νά πάω νά δώ τά δρη Μούρν. Πρέπει νά είναι τονωτικός ό αέρας έκεί κάτω. Άλλά, οπως λένε, όποιος ελπίζει, στό τέλος κερδίζει. Ναί, ναί. Ναί. Τά δάχ τυλά του έσπρωχ ναν τούφες άπό ίνες, τών παρθενικών μαλλιών της, τών μαλλιών της τής σειρήνας, στήν κοιλότητα τής πίπας του. ’Ίνες. Τούφες. Σκεφτικός. Βουβός. Κανένας δέν είπε τίποτα. Ναί. Ή δίς Ντούς γυάλιζε ενα ποτήρι, τριλίζοντας: —
’Ώ, Άιντολόρες, βασίλισσα έσύ τών θαλασσών τής ανατολής!
—
Μήπως πέρασε άπό έδώ ό κύριος Λίντγουελ σήμερα;
Μπήκε μέσα ό Λένεχ αν. Ό Λένεχ αν εριξε ματιές ολόγυρά του. Ό κ. Μπλούμ είχ ε φτάσει στή γέφυρα ’Έσσεξ. Ναί, ό κ. Μπλούμ είχ ε διαβεί τή γέφυρα Ναιστοσέξ. Πρέπει νά γράψω στή Μάρθα. Ν’ άγοράσω χ αρτί. Στού Ντέηλυ. Άπό τό εύγενικό κορίτσι εκεί. Ό Μπλούμ. Ό γερο-Μπλούμ. Ό Μπλούμ σ’ ενα χ ωράφι σίκαλης.
—
Πέρασε, τήν ώρα τού φαγητού, είπε ή δίς Ντούς.
Ό Λένεχ αν πλησίασε. —
Μήπως μέ ζήτησε ό κ. Μπόυλαν;
Αύτός ρώτησε. Αύτή άπάντησε: —
Δεσποινίς Κέννεντυ, μήπως πέρασε ό κ. Μπόυλαν, όσην ώρα ήμουν επάνω;
Αύτή ρώτησε. Ή δεσποινίς φωνή τής Κέννεντυ άπάντησε, κρατώντας άκίνητη τή δεύτερη φλυτζάνα τσαγιού, μέ τή ματιά προσηλωμένη σέ μιά σελίδα. —
’Όχ ι. Δέν πέρασε.
Ή δεσποινίς ματιά τής Κέννεντυ,, άκουσμένη, άλλά όχ ι ιδωμένη, συνέχ ισε νά διαβάζει. Ό Λένεχ αν στριφογυρίζει τό σώμα του γύρω άπό τή στρογγυλή καμπάνα-σκέπαστρο τών σάντουιτς. —
Τόμπολα! Ποιά κρύβεται έκεί πίσω;
Κανένα βλέμμα τής Κέννεντυ πρός ένθάρρυνσή του κι όμως αύτός πανέτοιμος γιά νέες φιλοφρονήσεις. Νά προσέχ ει τίς τελείες. Νά διαβάζει μόνο τά μαύρα γράμματα. Τά στρογγυλά όμικρον καί τά στριφογυριστά σίγμα. Κουδούνισμα άμαξας χ αρούμενο κουδουνίζοντας. Κοριτσίστικος χ ρυσός πού διαβάζει καί δέν κοιτάζει. Δέν δίνει σημασία. Δέν τού εδωσε σημασία όσην ώρα αύτός τραυλίζει εναν μύθο μέ άχ ρωμη φωνή. — Μιά φορά κι εναν καιρό ή άλεπού συνάντησε εναν πελαργό. Καί είπε ή άλεπού στόν πελαργό: Θές νά βάλεις τό ράμφος σου μέσα στό λαρύγγι μου γιά νά τραβήξεις ενα κόκκαλο; Τό βουητό τής φωνής του πάει χ αμένο. Ή δίς Ντούς γύρισε πλάγια, πρός τό τσάι της. ’Αναστέναξε στρίβοντας τό σώμα του πλάγια: —
Άχ , γέρο! ’Άχ , γέρο μου!
Χαιρέτησε τόν κ. Ντένταλους κι έκείνος τού άπάντησε μ’ ενα νεύμα. —
Χαιρετισμούς άπό εναν διάσημον υιό ένός διασήμου πατρός.
—
Ποως μπορεί νά είναι αύτός; ρώτησε ό κ. Ντένταλους.
Ό Λένεχ αν άνοιξε εγκάρδια τήν άγκαλιά του. Ποιός; —
Ποιός μπορεί νά ’ναι; Πώς είναι δυνατόν νά ρωτάς; Ό Στήβεν, ό νεαρός βάρδος.
Στεγνός.
Ό κ. Ντένταλους, διάσημος πατήρ, άκούμπησε στόν πάγκο τή στεγνή γεμισμένη πίπα του. — Κατάλαβα, είπε. Πρός στιγμήν, δέν τόν άναγνώρισα. Μαθαίνω πώς διατηρεί επίλεκτες παρέες. Τόν είδες τώρα πρόσφατα; Τόν είχ ε δει. — ’Αδέιασα μιά κούπα άμβροσίας μέ τήν παρέα του άκριβώς σήμερα, είπε ό Λένεχ αν. Στού Μούνεύ en ville καί στού Μούνεύ sur mer. Είχ ε είσπράξει τή μονέδα του διά τόν μόχ θον τής μούσας του. Χαμογέλασε μπροστά στά χ είλη τού χ αλκού πού είχ αν λουστεί σέ τσάι, χ ειλιών καί ματιών πού τόν άκουγαν. — Τό άνθος τού ’Έριν κρεμόταν άπό τά χ είλη του. Ό ποντίφηξ βραχ μάνος Χιού ΜακΧιού, ό λαμπρότερος συγγραφεύς καί έκδοτης τού Δουβλίνου καί αύτός ό νεαρός ραψωδός τής άγριας βροχ ερής δύσης πού είναι γνωστός μέ τήν εύφωνη ονομασία Ο’Μάντεν Μπέρκ. ‘Ύστερα άπό λίγο ό κ. Ντένταλους ύψωσε τό άφέψημά του καί —
Θά πρέπει νά ήταν άκρως διασκεδαστικό, είπε. Κατάλαβα.
Κατάλαβε. ’Ήπιε. Μέ τά μάτια πενθούντα γιά τά άπόμακρα βουνά. Κοίταξε πρός τήν πόρτα τού σαλονιού τού ξενοδοχ είου. Άκούμπησε τό ποτήρι του. —
Βλέπω ότι άλλάξατε τή θέση τού πιάνου.
— Είχ ε έρθει ό χ ορδιστής σήμερα, άπάντησε ή δίς Ντούς, νά τό κουρδίσει γιά τό ρεσιτάλ. Ποτέ στή ζωή μου δέν είχ α άκούσει έναν τόσο υπέροχ ο πιανίστα. —
Αλήθεια;
— Συμφωνείτε, δεσποινίς Κέννεντυ; Σκέτος κλασικός, καταλαβαίνετε. Καί τυφλός άπό πάνω, ό καημένος. Είμαι βέβαιη πώς δέν ήταν ούτε είκοσι χ ρονών. —
Αλήθεια; είπε ό Ντένταλους.
’Ήπιε καί άποτραβήχ τήκε. —
Τόσο λυπηρό νά βλέπεις τό πρόσωπό του, είπε ή πονετική δίς Ντούς.
Ή θείκή κατάρα πάνω στό κάθαρμα. Σάν άντήχ ηση στή λύπη της άκούστηκε τό καμπανάκι τής τραπεζαρίας. Ό Πάτ ό φαλακρός φάνηκε στήν πόρτα τής τραπεζαρίας, ό Πάτ, ό ταλαίπωρος, ό Πάτ, τό γκαρσόνι τού ’Όρμοντ. Μιά ξανθιά μπύρα γιά τό γεύμα κάποιου. Μιά ξανθιά μπύρα, άνευ προθυμίας, τού σερβίρισε αύτή.
Μέ ύπομονή ό Λένεχ αν περίμενε τόν ανυπόμονο Μπόυλαν, τόν κουδουνιστό, τόν χ αρούμενο, τόν νεαρό Μπόυλαν. Σηκώνοντας τό σκέπασμα αύτός (ποιός;) κοίταξε μές στό φέρετρο (φέρετρο;) τά τριπλά πλαγιαστά (πιάνο!) σύρματα. Πίεσε (ό ίδιος πού είχ ε πιέσει μέ συγκατάβαση τό χ έρι της), ενώ πατούσε άπαλά τό τριπλό πεντάλ γιά νά διαπιστώσει τό πάχ ος τού υφάσματος πού επικάλυπτε τά πλήκτρα, γιά ν’ ακούσει τήν ελεγχ όμενη πτώση τους. Δύο φύλλα κρέμ περγαμηνής τό ενα γιά εφεδρεία, δύο φακέλους, όταν δούλευα στού Γουίτζνταμ Χήλυς, αγόρασε ό σοφός Μπλούμ άπό τού Ντέηλυ ό Χένρυ Φλάουερ. Δέν είσθε εύτυχ ισμένος σπίτι σας; ‘Ένα άνθος πρός παρηγορίαν μου καί μιά καρφίτσα πού τσιμπάει, τσάφ. Κρύβει κάποιο μήνυμα, ή γλώσσα τών άνθ. Μαργαρίτα ήταν; Μπορεί νά σημαίνει τήν άθωότητα. ’Αξιοπρεπής κόρη πρός συνάντησιν, άμα τώ πέρατι τής λειτουργίας. Χίλια καί άλλα χ ίλια εύχ αριστώ. Ό σοφός Μπλούμ εριξε ενα βλέμμα στήν άφίσα τής πόρτας, μιά κυματώδης σειρήνα πού κάπνιζε εν μέσω τών ώραίων κυμάτων. Καπνίζετε τσιγάρα Σειρήνες, γιά δροσερότερο χ αρμάνι. Κόμη πού στάζει νερά` σαράκι τού έρωτα. Γιά κάποιον. Γιά τόν Ραούλ. Κοίταξε πέρα κι είδε μακριά πάνω στή γέφυρα ’Έσσεξ ενα χ αρούμενο καπέλο πάνω σέ μιά χ αρούμενη άμαξα. Αύτός είναι. Τρίτη φορά. Σύμπτωση. Ή άμαξα κουδουνίζοντας πάνω σέ μαλακά λάστιχ α, χ οροπήδησε άπό τή γέφυρα πρός τήν άποβάθρα ’Όρμοντ. Πάρ’ την άπό πίσω. Ριψοκινδύνεψε. Βιάσου. Στίς τέσσερις. Πλησιάζει τώρα. Βγές άπό έδώ μέσα. —
Δυό πέννες, κύριε, τόλμησε,νά πει ή πωλήτρια.
—
Αχ α, ξεχ άστηκα… συγγνώμην…
—
Καί τέσσερις, τά ρέστα σας.
Στίς τέσσερις, αύτή. Χαριτωμένη αύτή πρός τόν Μπλουμοοποίος χ αμογέλασε. Μπλού χ αμό φευγάτο. Καλμέρ. Νομίζεις πώς είσαι τό μοναδικό βότσαλο τής άκρογιαλιάς; Τά ίδια κάνει μέ ολους. Στούς άνδρες. Μέσα σέ μιά σωστή νωθρότητα ό χ ρυσός εσκυψε πάνω στή σελίδα του. ’Από τό σαλόνι ήρθε μιά επίκληση, πού άργησε νά σβήσει. “Ηταν ενα διαπασών πού είχ ε ξεχ άσει ό χ ορδιστής καί πού τώρα αύτός τό εκανε νά πάλλεται. Τήν άκούτε; Άλλη μιά επίκληση πού τώρα ισορροπεί μ’ έκείνη πού πάλλεται. Πάλλεται όσο πάει καί καθαρότερη, όσο πάει καί άπαλότερη, μέσα στό βόμβο τών διακλαδο>σεών της. Επίκληση πού άργεί νά σβήσει. Ό Πάτ πληρώνει γιά τήν μπύρα πού άνοίχ τηκε. Καί πάνω άπό τό δίσκο μέ τήν άνοιγμένη μπύρα καί τό ποτήρι, φαλακρός καί ταλαίπωρος, ψιθυρίζει έξ αιτίας τής δίδος Ντούς. —
Τ’ άπαστράπτοντα άστρα χ λωμιάζουν
…
‘Ένα τραγούδι άφωνο ακούστηκε άπό τό άλλο δωμάτιο νά τραγουδάει: —
…
χ αράζει ή αυγή.
Μιά δωδεκάδα τιτιβίσματα φλυάρησαν χ αρούμενα σάν άπάντηση στίς νότες του κάτω άπό τά εύαίσθητα δάχ τυλα. Λαμπερά τά πλήκτρα, κρυστάλλινα, ενωμένα, ολα κλειδοκυμβαλίζοντας, καλούσαν μιά φωνή πού θά τραγουδούσε τή μελωδία τής δροσάτης αυγής, τής νιότης, τών ερωτικών άποχ αιρετισμών, τής αύγής τής ζωής, τής αύγής τής άγάπης. —
Δροσοσταλίδες έσείς, μαργαριτάρια…
Πάνω άπό τόν πάγκο, τά χ είλη τού Λένεχ αν σχ εδιάζουν ενα σφύριγμα δελεάσματος. —
’Όμως, ρίχ τε μας καί μιά ματιά, λοιπόν, είπε, ρόδο τής Καστίλλης.
Κουδούνισμα άμαξας κουδουνίζοντας πού φρενάρει καί σταματάει. Αύτή σηκώνεται, κλείνοντας τό βιβλίο της, ρόδο τής Καστίλλης. Ρόδο κακόκεφο, άπελπισμένο, όνειροφαντασμένο ρόδο. —
’Έπεσε μόνη της ή τήν έσπρωξαν; τή ρώτησε.
Τού άπάντησε άγέρωχ η: —
Μήν κάνετε έρωτήσεις γιά νά μήν άκούσετε ψέματα.
Σάν κυρία, μέ τρόπους κυρίας. Τά κατακίτρινα πανέμορφα παπούτσια τού Μπλέηζες Μπόυλαν έτριξαν πάνω στό δάπεδο τού μπάρ καθώς βάδιζε μέ μεγάλα βήματα. Ναί, κοντά στόν χ ρυσό καί άπόμακρα άπό τόν χ αλκό. Ό Λένεχ αν τόν άκουσε, τόν άναγνώρισε καί τόν χ αιρέτησε: —
’Ιδού ό ήρωας, ό καταχ τητής.
’Ανάμεσα στήν άμαξα καί τό παράθυρο, περπατώντας προσεχ τικά, προχ ώρησε ό Μπλούμ, ήρωας πού δέν καταχ τήθηκε. Μπορεί νά μέ είδε. Τό κάθισμα πού καθόταν: ζεστό. Μαύρος προσεχ τικός γάτος πλησίασε τήν τσάντα μέ τά δικόγραφα τού Ρίτσι Γκούλντινγκ, πού σηκώθηκε σέ χ αιρετισμό. —
Κι εγω απο εσε…
—
’Άκουσα πώς θά πέρναγες άπό έδώ, είπε ό Μπλέηζες Μπόυλαν.
’Άγγιξε πρός τιμήν τής δίδος Κέννεντυ τό γύρο τού στραβοφορεμένου ψάθινου καπέλου του. Αύτή τού χ αμογέλασε. Άλλά ή άδερφή της, ό χ αλκός, τήν ξεπέρασε σέ χ αμόγελο, ισιάζοντας γιά χ άρη του μιά κόμη πλουσιώτερη, εναν κόρφο καί ενα ρόδο. Ό Μπόυλαν παράγγειλε ποτά. — Τί ποθεί ή καρδιά σας; ‘Ένα ποτήρι μπύρα; ‘Ένα ποτήρι μπύρα παρακαλώ, καί γιά έλόγου μου ενα λικέρ άπό κορόμηλα. ’Έμαθες τίποτα νεώτερο; ’Όχ ι άκόμα. Στίς τέσσερις, αύτός. ‘Όλα στίς τέσσερις.
Τό καρύδι καί τά κατακόκκινα αυτιά τού Κάουλεύ στήν εξώπορτα τού γραφείου τού άστυνόμου. Νά τόν άποφύγω. Πιθανόν νά μέ χ αιρετήσει ό Γκούλντιγκ. “Αραγε τί νά κάνει αύτός μέσα στό ’Όρμοντ; Ή άμαξα σέ άναμονή. Περίμενε. Γειά χ αρά. Γιά πού τό ’βαλές; Νά τσιμπήσεις κάτι; Κι έγώ μόλις έλεγα. Έδώ μέσα. Τί, στό ’Όρμοντ; Τό καλύτερο μαγαζί σέ ολο τό Δουβλίνο. Τό λές άληθινά; Ή τραπεζαρία. Κάθεσαι καλά έκεί. Βλέπεις, δέ σέ βλέπουν. Νομίζω πώς θά σού κάνω παρέα. Πάμε. Ό Ρίτσι μπήκε πρώτος. Ό Μπλούμ άκολούθησε τήν τσάντα. Γεύμα πού ταιριάζει σέ πρίγκηπα. Ή δίς Ντούς τέντωσε τό μπράτσο της γιά νά πιάσει τό μπουκάλι, άπλωσε τό σατινένιο μπράτσο της, τόν κόρφο της, πού κόντεψε νά πεταχ τεί εξω, τόσο τσιτώθηκε. —
”Ωχ ! ώχ ! βαριανάσαινε ό Λένεχ αν σέ κάθε τσίτωμα. ’Ωχ !
‘Όμως αύτή πανεύκολα άρπαξε τή λεία της καί τήν κατέβασε θριαμβευτικά. —
Γιατί δέν βάζεις μπροστά νά ψηλώσεις; ρώτησε ό Μπλέηζες Μπόυλαν.
Αύτή, ό χ αλκός, σερβίροντας άπό τό μπουκάλι μέ τό παχ ύ σιροποειδές λικέρ γιά τά χ είλη του, τό κοίταξε καθώς χ υνόταν (άνθος στήν μπουτουνιέρα του, ποιά τού τό εδωσε;) καί σιρόπιασε ή φωνή της: —
Τά άκριβά άρώματα σέ μικρά μπουκάλια.
Δηλαδή έλόγου της. Επιδέξια αύτή χ ύνει τό άργό σιροπιαστό λικέρ. —
Εύτυχ είτε, ειπε ό Μπλέηζες.
Τσίμπησε ένα μεγάλο νόμισμα καί τό εριξε πάνω στόν πάγκο. Τό νόμισμα κουδούνισε. —
Περίμενε, ειπε ό Λένεχ αν, μέχ ρι νά…
—
Εύτυχ είτε, εύχ ήθηκε, σηκώνοντας τήν άφρισμένη μπύρα του.
—
Τό Σκήπτρο θά κερδίσει, σάν νά πηγαίνει περίπατο, ειπε.
— Άκούμπησα κάμποσα πάνω του, είπε ό Μπόυλαν, άνάμεσα σ’ ενα κλείσιμο τού ματιού καί σέ μιά ρουφηξιά. Καί όχ ι γιά δική μου πάρτη. ’Ιδέα κάποιας φίλης μου. Ό Λένεχ αν επινε άκόμα καί μειδιούσε πρός τή γερμένη μπύρα του καί τά χ είλη τής δίδος Ντούς, πού μόνο πού δέν μουρμούριζαν, μισάνοιχ τα, τό τραγούδι τών ωκεανών πού είχ αν κιόλας διηγηθεί. ’Αιντολόρες. Τών θαλασσών τής άνατολής. Τό ρολόι περιστρέφεται. Ή δίς Κέννεντυ πέρασε δίπλα τους (άνθος, άναρωτιέμαι ποιά τού τό εδωσε) άπομακρύνοντας τό δίσκο μέ τά τσάγια. Τό ρολόι χ τύπησε. Ή δίς Ντούς πήρε τό νόμισμα τού Μπόυλαν, χ τύπησε θαρραλέα τή μηχ ανή τού ταμείου. Κουδούνισε. Τό ρολόι χ τύπησε. Ή πεντάμορφη τής Αίγύπτου άνακατεύει καί ψάχ νει τό συρτάρι, τιτιβίζει καί δίνει νομίσματα γιά ρέστα. Κοίταξε πρός τή δύση. ‘Ένας κρότος. Γιά μένα.
—
Τί ώρα είναι; ρώτησε ό Μπλέηζες Μπόυλαν. Τέσσερις;
Οί ώρες. Ό Λένεχ αν, μέ μάτια μικρά, πεινασμένα γιά τό τιτίβισμά της, ό κόρφος της πού τιτιβίζει, τραβάει άπό τό μανίκι τόν Μπλέηζες Μπόυλαν. —
Άς ακούσουμε τόν χ ρόνο, είπε.
Ή τσάντα τής εταιρείας Γκούλντινγκ, Κόλλις καί Γουώρντ οδήγησε τόν Μπλούμ μέσα άπό τό χ ωράφι σίκαλης τών άνθοστολισμένων τραπέζιών. Αβέβαιος, διάλεξε μέ βέβαιη ταραχ ή, κάτω άπό τήν επιτήρηση του φαλακρού Πάτ, ενα τραπέζι πλάι στήν πόρτα. Νά είναι κοντά. Στίς τέσσερις. Μήπως αύτός ξεχ άστηκε; ’Ίσως ενα τέχ νασμα. ’Έτσι πού άργεί, άκονίζει τήν δρεξη. Έγώ δέν θά μπορούσα νά τό κάμω. Περίμενε, περίμενε. Ό Πάτ, τό γκαρσόνι, περιμένει. Τά σπινθηροβόλα γαλάζια μάτια τού χ αλκού κατάτρωγαν τού γαλάζιου Μπλέηζες τό γαλανό μέτωπο καί τά μάτια. — —
…
Κάντε το, πίεσε ό Λένεχ αν. Είμαστε μόνοι. Αύτός δέν ακούσε ποτέ. σπεύδει στά χ είλη τής Φλώρας.
Όξεία, μιά οξεία νότα, ήχ ούσε σέ τρέμουλο, καθαρή. Ή χ αλκοΝτούς, ενα καί τό αύτό μέ τό ρόδο της, πού βυθίζεται καί άνυψώνεται, ψάχ νει γιά τό άνθος καί τά μάτια τού Μπλέηζες Μπόυλαν. —
Σάς παρακαλώ, σάς παρακαλώ.
Ίκέτευσε έν μέσω έπιστρεφομένων φράσεων παραδοχ ής. —
Πώς θά μπορούσα νά σέ άφήσω;
—
Σέ λίγο, ύπόσχ εται ναζιάρικα ή δίς Ντούς.
—
’Όχ ι, τώρα άμέσως! τήν προτρέπει ό Λένεχ αν. Sonnezla cloche! ’Ώ, ελάτε! Είμαστε μόνοι.
Κοίταξε. Γρήγορα. Ή δίς Κένν άρκετά μακριά γιά ν’ άκούσει. Ξαφνικό σκύψιμο. Δυό ερεθισμένα πρόσωπα κοιτάζουν νά σκύβει. Τρέμοντας, οί συγχ ορδίες ξεστρατούσαν άπό τό κύριο θέμα, τό ξανάβρισκαν, τό έχ αναν καί τό ξανάβρισκαν έκεί πού πήγαινε νά χ αθεί. —
Συνεχ ίστε! Ελάτε! Sonnez!
Σκύβοντας, επιασε τό στρίφωμα μιας φούστας πού άφηνε γυμνό τό γόνατό της. Καθυστερεί. Τούς ύποδαυλίζει τόν πόθο τους, σκυμμένη, μετέωρη, μέ μάτια γεμάτα πονηριά. —
Sonnez!
Κλάτς. Αφήνει άπότομα έλεύθερη τήν τραβηγμένη έλαστική καλτσοδέτα της νά χ τυπήσει ζεστά πάνω στόν ζεσταμένο άπό τήν κάλτσα γυναικείο μηρό τηζ ` — La cloche! φώναξε εξαύλωμένος ό Λένεχ αν. Δασκαλεμένη άπό τό άφεντικό της. Δέν εχ ει πριονίδια έκεί. Χαμογελά υπεροπτικά (Θεέ μου! άντρες δέν είναι;), άλλά, γλιστρώντας άνάλαφρη, στόν Μπόυλαν χ αμογελά καλωσυνάτα. —
ΕΙσθε ή πεμπτουσία τής χ υδαιότητας, ειπε γλιστρώντας.
Ό Μπόυλαν κοίταζε, κοίταζε. Φέρνει στά παχ ειά χ είλη τό δισκοπότηρό του, άδειάζει τό μικρό του δισκοπότηρο, γλείφοντας τίς τελευταίες πηχ τές σταγόνες τού βιολετιού σιροπιού. Τά ονειροπαρμένα μάτια του άκολούθησαν τό κεφάλι της πού γλίστραγε, καθώς άπομακρυνόταν παράλληλα μέ τόν πάγκο, πλάι στόν καθρέφτη, κάτω άπό τή χ ρυσοστόλιστη άψίδα μέ τά γυαλιστερά ποτήρια γιά τζιτζιμπύρα, καί κόκκινο καί λευκό κρασί, μιά άγκαθωτή άχ ηβάδα, οπου μές στόν καθρέφτη συνταιριάζεται ό χ αλκός μ’ εναν άλλο χ αλκό φωτεινότερο. Ναί, ό χ αλκός άπό έκεί κοντά. —
…’
—
Αγαπημένη, χ ούρε! Φεύγω, ειπε ό Μπόυλαν, πού δέν κρατιέται.
Σπρώχ νει μέ νεύρο τό δισκοπότηρό του καί μαζεύει τά ρέστα του. — Περίμενε ενα λεπτό, τόν παρακαλεί ό Λένεχ αν, πίνοντας γρήγορα. ’Ήθελα νά σού πώ. Ό Τόμ Ρόσφορντ… —
Πές το στά γρήγορα, ειπε ό Μπλέηζες Μπόυλαν, φεύγοντας.
Ό Λένεχ αν κατάπιε τό υπόλοιπο τού ποτού του γιά νά τόν πάρει άπό πίσω. —
Σέ τσίμπησε άλογόμυγα; ειπε. Περίμενε. ’Έφτασα.
’Ακολούθησε τά βιαστικά τριζάτα παπούτσια, άλλά στάθηκε στό πορτόφυλλο γιά νά χ αιρετήσει δυό σιλουέτες, μιά σωματώδη καί μιά λεπτή. —
Πώς εισθε, κύριε Ντόλλαρντ;
— `Έι, τί κάνεις, τί κάνεις, άπάντησε ή άφηρημένη μπάσσα φωνή τού Μπέν Ντόλλαρντ, πού παρατάει πρός στιγμήν τά βάσανα τού πατρός Κάουλεύ. Μπόμπ, δέν θά σέ ενοχ λήσει ποτέ πιά. Ό ’Άλφ Μπέργκαν θά μιλήσει στόν ψηλό. Αύτή τή φορά θά χ ώσουμε ενα ψύλλο μέσα στό αυτί αύτού τού ’Ιούδα τού Ίσκαριώτη. ’Αναστενάζοντας, ό κ. Ντένταλους, ήρθε πρός τό μέρος τους διασχ ίζοντας τό σαλόνι, τρίβοντας μ’ ενα δάχ τυλο τό μάτι του. —
Χωχ ώ, καί βέβαια θά τού χ ώσουμε, γρυλλίζει περιχ αρής ό Μπέν Ντόλλαρντ. ’Έλα, Σίμωνα,
χ άρισέ μας ενα τραγουδάκι. Σέ άκούσαμε πού έπαιζες στό πιάνο. Ό φαλακρός Πάτ, ταλαίπωρο γκαρσόνι, περίμενε γιά παραγγελίες ποτών, ούίσκυ μάρκας Πάουερ γιά τόν Ρίτσι. Καί ό Μπλούμ; ’Άς δούμε. ’Άς μήν τόν κάνουμε νά πηγαινοέρχ εται δυό φορές. Οί κάλοι του. Τέσσερις ή ώρα, τώρα. Πόσο ζεστό είναι αύτό τό μαύρο κουστούμι. “Οσο νά πεις, σού σπάει τά νεύρα. Ανακλά (ετσι δέν λέγεται;) τή θερμότητα. ’Άς δούμε. Μηλίτης. Ναί, μιά μπουκάλα μηλίτη. —
Μά, τί είναι αύτά πού μού λές; είπε ό κ. Ντένταλους. Αυτοσχ έδιαζα, καλέ μου.
— ’Έλα, ελα, τόν κάλεσε ό Μπέν Ντόλλαρντ. ’Άς διώξουμε τίς μαύρες σκέψεις. ’Έλα, Μπόμπ. Μπόμπ. Αύτός, ό φαρδύς Ντόλλαρντ, ογκώδη ενδύματα άπό δεύτερο χ έρι, προηγούμενος (πιάστε μου αύτό τό ζωντανό, ναί, γιά τόλμησε) πρός τό σαλόνι. Στρογγυλοκάθησε, αύτός, ό Ντόλλαρντ, στό στρογγυλό κάθισμα τού πιάνου. Κολλάει τά άρθριτικά του δάχ τυλα στά πλήκτρα. ’Απότομη συγχ ορδία πού κόλλησε. Ό φαλακρός Πάτ, στό πορτόφυλλο, συνάντησε τόν χ ωρίς τσάι χ ρυσό πού έπέστρεφε. Ό κατσούφης, ό ταλαίπωρος, ήθελε ενα ούίσκυ Πάουερ καί μιά μπουκάλα μηλίτη. Ό χ αλκός άκουγε άπό τό παράθυρο, ό χ αλκός άπό μακριά. Κουδούνισμα καί τρίξιμο άμαξας χ αρούμενο. Ό Μπλούμ άκουσε ενα κουδούνισμα, εναν έλάχ ιστο ήχ ο. ’Έφυγε. Ό Μπλούμ άπευθύνει ενα μικρό σπασμωδικό άναστεναγμό στά γαλάζια σιωπηρά άνθη. Κουδουνίσματα. ’Έφυγε. Κουδουνίσματα. ’Άκου. —
Άγάπη καί πόλεμος, Μπέν είπε ό κ. Ντένταλους. Νά ζήσουνε οί παλιοί καιροί.
Τά θαρραλέα μάτια τής δίδος Ντούς, άπαρατήρητα, άφησαν τά κουρτινάκια, λαβωμένα άπό το φώς. ’Έφυγε. Σκεφτική (ποιός ξέρει γιά ποιό λόγο;), λαβωμένη (άπό τό φώς πού λαβώνει), χ αμήλωσε τά στόρια τραβώντας τό κορδόνι. Τά χ αμήλωσε σκεφτική (γιατί εφυγε τόσο γρήγορα, όταν έγώ;), άναλογιζόμενη τόν χ αλκό της, κατά τό μπάρ, εκεί οπου ό φαλακρός στεκόταν πλάι στόν άδερφικό χ ρυσό, εξαίρετη άντίθεση, άντίθεση εξαίρετη, μή εξαίρετη, άργή δροσερή θολή θαλασσοπράσινη βαθύτητα σκιάς πού γλιστράει, eau de Nil. — Ό καημένος ό γερο-Γχ ούντγουιν έπαιζε πιάνο εκείνο τό βράδυ, τούς υπενθύμισε ό πατήρ Κάουλεύ. Δέν τά πήγαιναν καί τόσο καλά, αύτός καί τό πιάνο. Πράγματι. — ’Έκανε ό,τι γουστάριζε, είπε ό κ. Ντένταλους. Ούτε ό ίδιος ό διάολος μπορούσε νά τόν σταματήσει. ΤΗταν ενας πολύ νευρικός γέρος μέχ ρι νά τόν πιάσει τό πιοτό. — `Ό, Θεέ μου, θυμόσαστε; είπε ό Μπέν, ό σωματώδης Ντόλλαρντ, στρέφοντας τό σώμα του άπό τά ταλαιπωρημένα πλήκτρα. Καί, μά τό Θεό, έγώ δέν διέθετα έπίσημο ένδυμα.
Γέλασαν καί οί τρείς. Δέν διέθετε ένδ. Καί οί τρεις γέλασαν. Έπίσημο ένδυμα. — Ό φίλος μας ό Μπλούμ μάς ξελάσπωσε εκείνο τό βράδυ, είπε ό κ. Ντένταλους. Αλήθεια, πού βρίσκεται ή πίπα μου; Έπέστρεψε στό μπάρ γιά ν’ άναζητήσει τή χ αμένη πίπα του. Ό φαλακρός Πάτ μετέφερε τά ποτά δύο πελατών, τού Ρίτσι καί τού Πόλντυ. Καί ό πατήρ Κάουλεύ γέλασε ξανά. —
Μπέν, νομίζω ότι έσωσα τήν κατάσταση.
— Ναί, είπε ό Μπέν Ντόλλαρντ, θυμάμαι κι έγώ εκείνα τά στενά παντελόνια. ΤΗταν υπέροχ η ιδέα, Μπόμπ. Ό πατήρ Κάουλεύ κοκκίνισε μέχ ρι τούς γυαλιστερούς μώβ λοβούς του. Ειχ ε σώσει τήν κατάστα. Στενά παντελό. Υπέροχ η ίδέ. — Ηξερα πώς ήταν άδέκαρος, ειπε. Ή γυναίκα του έπαιζε πιάνο τά Σαββατόβραδα στό Καφέ Παλλάς, γιά πενταροδεκάρες, καί δέν θυμάμαι ποιός ήταν αύτός πού μού σφύριξε πώς εκανε καί τήν άλλη δουλειά. Θυμόσαστε; Ψάξαμε ολη τήν όδό Χόλλες γιά νά τούς βρούμε, μέχ ρι πού εκείνος ό τύπος στού Κήο νά μάς δώσει τόν άριθμό τού σπιτιού του. Θυμόσαστε; Ό Μπέν θυμότανε, τό φαρδύ του πρόσωπο άπορημένο. —
Μά τό Θεό, αύτή ειχ ε τού κόσμου τά βραδινά παλτά καί τά φορέματα!
Ό κ. Ντένταλους έπέστρεφε μέ τήν πίπα στό χ έρι. — Σέ στύλ τής πλατείας Μέρριον. Θεέ μου, τουαλέτες χ ορού, καί φορέματα δεξιώσεων. Εξάλλου, δέν θέλησε νά πάρει λεφτά. Πώς; Καί τί δέν ειχ ε! “Ο,τι τραβούσε ή δρεξή σου, άπό τρίκωχ α, μπολερό καί εσώρουχ α. Καί τί δέν ειχ ε! — Μά βέβαια, βέβαια, έπιβεβαίωσε ό κ. Ντένταλους. Ή κυρία Μάριον Μπλούμ εχ ει βγάλει άπό πάνω της ρούχ α καί ρούχ α. Κουδούνισμα άμαξας χ αρούμενο κατά τίς άποβάθρες. Ό Μπλέηζες κουνιόταν πάνω στίς κουνιστές ρόδες. Συκώτι καί μπέηκον. Κρεατόπιτα μέ νεφρά. Μάλιστα, κύριε. Εντάξει, Πάτ. Ή κυρία Μάριον, μέ τήν ψυχ ή σου έσύ. Μιά μυρωδιά καμένου τού Πώλ ντέ Κόκ. ‘Ωραίο όνομα αύτός. —
Πώς τήν ελεγαν τότε; ΤΗταν καλοφτιαγμένη στά νιάτα της, ή Μάριον…
—
Τουήντυ…
—
Ναί. Καί ζεί άκόμα;
—
Καί βασιλεύει.
—
Ηταν ή κόρη τού…
—
Τό κορίτσι τού συντάγματος.
—
Ναί, μά τό Θεό. Θυμάμαι τόν γέρο άρχ ιτυμπανιστή.
Ό κ. Ντένταλους βγάζει ενα σπίρτο, τό τρίβει, τό άνάβει, ρουφάει, υστέρα γεύεται μιά ρουφηξιά. —
’Άν είναι Ίρλανδέζα; Αληθινά, δέν ξέρω. Είναι Ίρλανδέζα, Σίμωνα;
Μιά ρουφηξιά, γενναία, ρουφηξιά, δυνατή, γευστική, τριζάτη. . — Ό βυκανητής μύς μου είναι… Τί;… Λίγο σκουριασμένος… Ω, ναί, είναι… Ή Ίρλανδέζα Μόλλυ μας. ’Ώ… Ξεφύσηξε μιά τουλίπα στυφού καπνού. —
Άπό τό βράχ ο τού Γιβραλτάρ… κατ’ ευθείαν.
Είχ αν παγώσει μέσα στά βάθη τής ώκεάνειας σκιάς, ό χ ρυσός πλάι στήν κάνουλα τής μπύρας καί ό χ αλκός πλάι στά λικέρ, καί οί δυό σκεφτικές, ή Μίνα Κέννεντυ, άριθμός 4 τής όδού Λίσμορ, Ντραμκόντρα μέ τήν Άιντολόρες, τή βασίλισσα, τήν Ντολόρες, τή σιωπηλή. Ό Πάτ σερβίρισε ακάλυπτα πιάτα. Ό Λεοπόλδος έκοβε φέτες συκωτιού. Καθώς ειπώθηκε ήδη, έτρωγε μέ άπόλαυση τά έσωτερικά όργανα, τίς κοιλιές μέ μιά γεύση καρυδιών, τά τηγανητά αύγά ψαριών, ένώ ό Ρίτσι, τής εταιρείας Γκούλντιγκ, Κόλλις καί Γουώρντ, έτρωγε κρεατόπιτα μέ νεφρά, κρέας πρώτα κι υστέρα νεφρό, μπουκιά-μπουκιά έτρωγε τήν κρεατόπιτα, ό Μπλούμ έτρωγε, έτρωγαν. Ό Μπλούμ καί ό Γκούλντινγκ, άθόρυβα παντρεμένοι, έτρωγαν. Γεύματα πού ταιριάζουν σέ πρίγκηπες. Στήν όδό Εργένηδων, χ αρούμενος, κουδουνιστός πάνω στή λικνιζόμενη άμαξα, ό Μπλέηζες Μπόυλαν, εργένης, μέσα στή λιακάδα, μέσα στή ζέστη, πίσω άπό τά τριποδίζοντα καπούλια τής φοράδας, πού τά χ άιδευε τό χ τύπημα τού μαστίγιου, πάνω στίς κουνιστές ρόδες· λικνιζόμενος, ζεστοκαθισμένος, ό άνυπόμονος, ό διακαής έν θρασύτητι Μπόυλαν. Τό κέρατο. Μήπως έχ ετε τό; Τό κέρατο. Μήπως έχ ετε τό; Τό άγκαθοκέρατο. Επικαλύπτοντας τίς φωνές τους, ή βαθύφωνη φωνή τού Ντόλλαρντ, βροντώντας πάνω άπό τίς βομβαρδίζουσες συγχ ορδίες: —
”Οταν ή άγάπη συνεπαίρνει τή φλογερή φυχ ή μου…
Τό μπουμπουνητό τού Μπεναγαπημπέντζαμιν μπουμπούνισε πάνω στήν τζαμαρία πού έτρεμε, τήν τρεμουλιαστή άπό άγάπη. —
’Αέρα! ’Αέρα! φώναζε ό πατήρ Κάουλεύ. Είσαι ό πολέμαρχ ος.
—
Είμαι, είμαι, γέλασε ό Μπέν, ό πολέμαρχ ος. Σκεφτόμουνα τόν ιδιοκτήτη σου. ’Αγάπη ή
χ ρήματα. Σώπασε. Ταρακούνησε τήν τεράστια γενειάδα του, τεράστιο πρόσωπο πάνω στήν τεράστια άδεξιότητά του. — Καλέ μου, σίγουρα θά τής έσπαζες τό τύμπανο τού αύτιού της, μ’ ένα τέτοιο όργανο σάν τό δικό σου, είπε ό κ. Ντένταλους, μέσα άπό τό άρωμα τού καπνού του. Σέ άφθονο γενειοφορεμένο γέλιο ό Ντόλλαρντ ταρακουνήθηκε πάνω στά πλήκτρα. Ναί, ήταν ικανός νά τό κάνει. — Γιά νά μήν πούμε τίποτα καί γιά τήν άλλη μεμβράνη, πρόσθεσε ό πατήρ Κάουλεύ. Διάλειμμα, Μπέν. Amoroso ma non troppo. Άφησέ με, εμένα. Ή δίς Κέννεντυ σερβίρισε σέ δυό κυρίους ποτήρια μεγάλα ποτήρια μέ δροσερή μπύρα. Πέταξε τό λογάκι της. Ναί, άναμφισβήτητα, είπε ό πρώτος κύριος, ήταν ώραίος καιρός. ’Έπιναν δροσερή μπύρα. Μήπως ήξερε πού πήγαινε ό λόρδος διοικητής; Καί, μήπως άκουσε τίς άτσάλινες όπλές, τίς ήχ οοπλές νά ήχ ούν; ’Όχ ι, δέν ήξερε πού πήγαινε. ’Αλλά, πρέπει νά τό γράφει ή εφημερίδα. Ω, μά δέν ήταν ανάγκη νά μπει στόν κόπο. Δέν τρέχ ει τίποτα. ’Αναποδογύρισε τόν όλάνοιχ το ’Ανεξάρτητό της, ψάχ νοντας, τόν λόρδο διοικητή, ή πυραμίδα τών μαλλιών της κουνιστή, τόν λόρδο διοικητή. Μά, δέν είναι ανάγκη, είπε ό πρώτος κύριος. ’Ώ, καμιά άνάγκη. Μέ τί τρόπο κοίταζε αύτός. Ό λόρδος διοικητής. Ό χ ρυσός πλάι στόν χ αλκό ακόυσαν τό άτσαλοσίδερο. —
…………. ή φλογερή φυχ ή μου,
δέν ένδιαφέρεται γιά τήν αύριον. Σέ σάλτσα άπό συκώτι ό Μπλούμ άνακατεύει τόν πατατοπουρέ του. Ό πόλεμος καί ή άγάπη, ή άγάπη καί ό πόλεμος. Ό θρίαμβος τού Μπέν Ντόλλαρντ. Τή νύχ τα πού μάς κουβαλήθηκε άρονάρον γιά νά τού δανείσουμε ενα επίσημο ένδυμα γιά εκείνο τό κονσέρτο. Τά παντελόνια τόσο στενά πάνω του, λές καί ήταν ταμπούρλο. Μουσικά ζαμπόν. Ή Μόλλυ κόντεψε νά ξεραθεί άπό τά γέλια, όταν αύτός εφυγε. ’Έπεσε πάνω στό κρεβάτι καί ούρλιαζε καί χ τυπιότανε. Μέ ολα τά τέτοια του σέ κοινή θέα. ’Ώχ , Θεέ μου, έγινα μούσκεμα! ’Ώχ , Θεέ μου, οι γυναίκες τής πρώτης σειράς! ’Ώχ , ποτέ μου δέν γέλασα τόσο πολύ! Νά, βέβαια, αύτά τού δίνουν τήν μπάσα βαρελόφωνη χ ροιά. Γιά παράδειγμα, οί εύνούχ οι. ’Αναρωτιέμαι, ποιός νά παίζει τώρα. Ωραίο παίξιμο. Ό Κάουλεύ πρέπει νά είναι. Μουσικό αύτί. ’Αναγνωρίζει άμέσως τή νότα πού τού παίζεις. Βρωμάει ή άνάσα του, τού φουκαρά. Τό παλιό κουδούνισμα πάλι. Σταμάτησε. Ή δίς Ντούς, ελκυστική, ή Λύδια Ντούς, ύποκλίθηκε στόν γλυκερό δικηγόρο, τόν άξιότιμο ΤζώρτζΛίντγουελλ, πού έμπαινε. Καλό σας άπόγευμα. Τού έμπιστεύθηκε τό ύγρό χ έρι της, χ έρι κυρίας, μές στό στιβαρό χ έρι του. ’Απόγευμα. Ναί, είχ ε έπιστρέψει. Ξανά στό παλιό μαγγανοπήγαδο. —
Οί φίλοι σας είναι μέσα, κύρ,ιε Λίντγουελλ.
Ό Τζώρτζ Λίντγουελλ, γλυκερός, γαλίφης, κρατούσε ενα χ έρι λύδιας. Ό Μπλούμ, καθώς ειπώθηκε, ετρωγε συκ. Τουλάχ ιστον, έδώ μέσα είναι καθαρά. Εκείνος ό τύπος
στού Μπάρτον έζεχ νε άπό τή λίγδα. Κανείς άλλος έδώ` ό Γκούλντινγκ κι έγώ. Καθαρά τραπέζια, πετσέτες τοποθετημένες σάν μίτρες επισκόπων. Ό Πάτ νά πηγαινοέρχ εται, ό φαλακρός Πάτ. Δέν εχ ει νά κάνει τίποτα. Καλύτερο μαγαζί στό Δουβλίνο. Τό πιάνο ξανά. Πρέπει νά είναι ό Κάουλεύ. Ό τρόπος πού κάθεται σ’ αύτό, σάν νά είναι πράμα, άμοιβαία κατανόηση. Βαρετοί άναδημιουργοί ήχ ων πού ξύνουν τίς χ ορδές, μέ τό μάτι στήν άκρη τού δοξαριού σάν νά πριονίζουν τό δργανο, σού θυμίζουν πονοκέφαλο. Τό μακρύ μακρύ ροχ αλητό της. Τό βράδυ πού ήμαστε στό θεωρείο. Τό τρομπόνι, άπό κάτω μας, πού ξεφυσούσε σάν φώκια, στά διαλείμματα, καί ό τύπος πού επαιζε τό πνευστό νά ξεβιδώνει τό επιστόμιο καί ν’ άδειάζει τά σάλια του. Καί τά κανιά τού διευθυντή τής ορχ ήστρας μέσα στά σακκουλιασμένά παντελόνια του νά χ οροπηδάνε. Θά ’κανε καλύτερα νά τά έκρυβε. Χοροπηδηχ τό κουδούνισμα άμαξας χ αρούμενο. Μόνο ή άρπα. Εξαίσιο χ ρυσό λαμπρό φώς. Ή κοπέλα τήν άγγιζε. Τιμόνι μιας όμορφης. Ή σάλτσα μου μάλλον καλή, άξίζει γιά. Τό Χρυσό Καράβι. Ό Έριν. Ή άρπα πού μιά ή δυό φορές. Δροσερά χ έρια. Ό Μπέν Χάουθ, ροδόδενδρα. Εμείς είμαστε οί άρπες. Έγώ. Αύτός. Γέροι. Νέοι. —
Άχ , δέν θά τά καταφέρω, φίλε, είπε ό κ. Ντένταλους, δειλός, συγκρατημένος.
Ενεργητικά. —
’Άντε τώρα, ξεκίνα, γκρίνιαξε ό Μπέν Ντόλλαρντ. Βγάλε το, οπως μπορείς.
—
Σίμων, τήν άρια M’appari, είπε ό πατήρ Κάουλεύ.
Κάνει μερικά βήματα πρός τό προσκήνιο, επίσημος, μεγάλος στή δοκιμασία του, μέ τά χ έρια όλάνοιχ τα. Τό λαρύγγι του λίγο βραχ νιασμένο. Τραγούδησε άπαλά, στραμμένος πρός μιά σκονισμένη θαλασσογραφία: Ό τελευταίος αποχ αιρετισμός. ‘Ένα άκρωτήριο, ενα καράβι, ενα πανί πάνω στά κύματα. Αντίο. Μιά όμορφη κόρη, τό βέλο της ν’ άνεμίζει στόν άνεμο, πάνω στό άκρωτήρι, ό άνεμος ολόγυρά της. Ό Κάουλεύ τραγούδησε: —
M’appari tutt’ amor:
II mio sguardo Vincontr… Τό βέλο της άνέμιζε, χ ωρίς νά ακούει τόν Κάουλεύ, πρός αύτόν πού έφευγε, τόν αγαπημένο, πρός τόν άνεμο, τήν άγάπη, τό πανί πού αύξανε σέ ταχ ύτητα, τήν επιστροφή. —
Συνέχ ισε, Σίμωνα.
—
’Άχ , σίγουρα, οί καλές μου ήμέρες περάσανε, Μπέν… Τέλος πάντων…
Ό κ. Ντένταλους άκούμπησε τήν πίπα του πλάι στό διαπασών καί, άφού κάθησε, άγγιξε τά υπάκουα πλήκτρα. —
’Όχ ι, Σίμωνα, γύρισε καί τού είπε ό Κάουλεύ. Παίξε το οπως είναι γραμμένο. Σέ φά.
Τά πλήκτρα, υπάκουα, ύψωσαν τόν τόνο, μίλησαν, δίστασαν, εξομολογήθηκαν, συγχ ύστηκαν. Ό πατήρ Κάουλεύ άνέβηκε στή σκηνή. —
’Έλα, Σίμωνα, είπε, θά σέ άκκομπανιάρω έγώ. Σήκω.
Μπροστά άπό τά γλασέ γλυκίσματα άνανά μάρκας Γκρέηαμ Λέμον, μπροστά άπό τόν έλέφαντα τού ’Έλβερυ περνάει κουδουνίζοντας χ αρούμενη η άμαξα. Κρέας, συκώτι, νεφρό, πατατοπουρές, γεύμα πριγκήπων, ίδιοι μέ πρίγκηπες, ό Μπλούμ καί ό Γκούλντινγκ κάθονταν. Σέ τέτοιο πριγκηπικό διαιτολόγιο ύψωσαν τά ποτήρια τους καί ήπιαν ούίσκυ καί μηλίτη. Η ομορφότερη άρια γιά τενόρο πού γράφτηκε ποτέ, είπε ό Ρίτσι: ή Sonnambula. Τήν είχ ε άκούσει μιά βραδιά νά τήν τραγουδάει ό Τζό Μάας. “Αχ , ναί, καί ό ΜακΓκάκιν! Ναί. Μέ τόν τρόπο του. Σέ στυλ άγοριού εκκλησιαστικής χ ορωδίας. Τό άγόρι ήταν ό Μάας. ’Αγόρι τής εκκλησιαστικής χ ορωδίας μας. “Ενας λυρικός τενόρος, άς πούμε. Δέν τό ξέχ ασε ποτέ. Ποτέ. Ό τρυφερός Μπλούμ, πάνω άπό μπέηκον χ ωρίς συκώτι, είδε τά τεντω μένα χ αρακτηριστικά νά συσπώνται. Πόνους στή σπονδυλική στήλη, αύτός Τά λαμπερά μάτια τού λαμπερού. Τό έπόμενο τραγούδι τού προγράμματος Ή πληρωμή τού όργανοπαίχ τη. Χάπια, ψύχ α ψωμιού, τιμή λιανικής πώ λησης, μιά γκινέα τό κουτάκι. Καθυστερεί λίγο τό τέλος. Ξέρει κι αύτός νά τραγουδάει. Κατέβηχ α άνάμεσα στούς πεθαμένους. Ταιριάζει στήν περίσταση. Νεφρόπιτα. Λιχ ουδιές γιά τόν. Δέν τά πολυκαταφέρνει. Καλύτερο μαγαζί στό. ’Έτσι είναι φτιαγμένος. Ούίσκυ Πάουερ. ’Απαιτητικός στό πιοτό του. Αν τό ποτήρι εχ ει μιά γρατσουνιά, φέρτε μου ενα άλλο ποτήρι νερού, παρακαλώ. Σουφρώνοντας σπίρτα άπό τά μπάρ γιά οικονομία. “Υστερα σπαταλάει μιά χ ρυσή λίρα γιά τό τίποτα. Καί όταν τόν έχ ουν άνάγκη, δέν δίνει μήτε δεκάρα. Μεθυσμένος άρνείται νά πληρώσει τόν άμαξά. Περίεργοι τύποι. Ποτέ ό Ρίτσι δέν θά ξεχ νούσε εκείνη τή βραδιά. “Ως τήν τελευταία του ήμέρα, ποτέ. Στή γαλαρία τού παλιού θεάτρου Ρόγιαλ, μέ τόν μικρό Πήκ. Καί όταν ή πρώτη νότα. Ή κουβέντα στάθηκε πάνω στά χ είλη τού Ρίτσι. Τώρα θά βγάλει κάποια άπό εκείνες τίς κορώνες. Ραψωδίες γιά κάθε συμβάν τής ζωής του. Πιστεύει τά ίδια του τά ψέματα. Πράγματι, τά πιστεύει. Περίφημος ψευταράς. “Ομως, κάτι τέτοιο άπαιτεί καλή μνήμη. —
Πώς τό λένε αύτό τό τραγούδι; ρώτησε ό Λεοπόλδος Μπλούμ.
—
“Ολα χ άθηχ αν πιά.
Ό Ρίτσι σούφρωσε τά χ είλη του. Μιά νότα σέ σουρντίνα πού ύψώνεται σέ γλυκό μουρμούρισμα. Μιά τσίχ λα. Μιά άσπρότσιχ λα. Ή άνάσα του, σάν τού πουλιού, δόντια όμορφα γιά τά όποια ύπερηφανεύεται, βγάζει εναν ήχ ο γοερού θρήνου. Χάθηκαν. ΤΗχ ος πλούσιος. Δυό νότες σέ μία. Ή τσίχ λα πού άκουσα στήν κοιλάδα μέ τ’ άσπράγκαθα. Δανειζόταν άπό μένα τούς σκοπούς, τούς
άνέπτυσσε καί τούς διασκεύαζε. Κάθε καινούργια επίκληση άνακαλεί στή μνήμη κάποιαν άλλη πού χ άθηκε. Ήχ ώ. Πόσο γλυκειά άκούγεται ή άπάντηση. Πώς γίνεται αύτό; “Ολα χ άθηκαν πιά. Σφύριξε πένθιμα. Πτώση, παραδομός, χ αμός. Ό Μπλούμ στυλώνει ενα λεοπόλδειο αύτί, στρώνοντας ταυτόχ ρονα μιά πτυχ ή τού τραπεζομάντηλου κάτω άπό τό βάζο. Παραγγελία. Ναί, θυμάμαι. Μιά μελωδία εξαίσια. Μέσα στόν ύπνο τόν πλησίασε. ’Αθωότητα κάτω άπό τή σελήνη. Πάντως, νά τήν συγκρατήσει. Οί γενναίοι άγνοούν τόν κίνδυνο. Νά τήν καλέσει μέ τ’ όνομά της. ’Άγγιγμα τού νερού. Κουδούνισμα άμαξας. Πολύ άργά. Τό επιθυμούσε τόσο αύτή. Αυτό τά εξηγεί ολα. Ή γυναίκα. Σάν νά θές νά σταματήσεις τή θάλασσα. Ναί` ολα χ άθηκαν. —
’Όμορφη μελωδία, είπε ό Μπλούμ, ό χ αμένος Λεοπόλδος. Τήν ξέρω καλά.
Ποτέ του, σέ ολη του τή ζωή, ό Ρίτσι Γκούλντινγκ. Κι αύτός τήν ξέρει καλά. ’Ή τήν αισθάνεται. “Ολο μιλάει γιά τήν κόρη του. Πονηρό παιδί πού γνωρίζει τόν πατέρα του, είπε ό Ντένταλους. Εμένα; Ό Μπλούμ τόν λοξοκοίταξε πάνω άπό τό χ ωρίς συκώτι. ’Έκφραση πού δηλώνει πώς ολα χ άθηκαν. Ό Ρίτσι, ό άλλοτινός γλεντζές. Τά καλαμπούρια του μπαγιατέψανε. Στήνει τό αύτί του γιά ν’ άκούσει. Μιά πετσετοθήκη άντί γιά μονόκλ. Τώρα στέλνει μέ τό γιό του επιστολές γεμάτες παρακλήσεις γιά δανεικά καί άγύριστα. ’Αλλήθωρε Γουώλτερ, κύριε, τό διέπραξα, κύριε. Δέν θά σάς ενοχ λούσα, μόνο πού άνέμενα κάποιο χ ρηματικό ποσό. Ζητάει συγγνώμην. Ξανά τό πιάνο. Ό τόνος του καλύτερος άπό τήν τελευταία φορά. Πιθανόν νά κουρδίστηκε. Ξανασταμάτησε. Ό Ντόλλαρντ καί ό Κάουλεύ συνέχ ισαν νά προτρέπουν τόν άπρόθυμο τραγουδιστή νά ξεκινήσει. —
Ξεκίνα, Σίμωνα.
—
Ναί, Σίμωνα.
—
Κυρίες καί κύριοι, είμαι βαθύτατα ύποχ ρεωμένος άπό τίς εύγενικές σας παρακλήσεις.
—
Ξεκίνα, Σίμωνα.
— Δέν έχ ω χ ρήματα, άλλά αν μού διαθέσετε τήν προσοχ ή σας, θά προσπαθήσω νά σάς τραγουδήσω τή συντριβή μιάς καρδιάς. Πλάι στόν κώδωνα-σκέπαστρο τών σάντουιτς, σέ προστατευτική σκιά, ή Λύντια, μέ τή χ άρη μιάς κυρίας, προσέφερε καί άρνιόταν τόν χ αλκό της καί τό ρόδο της, οπως στό δροσερό καί γλαυκό eau de Nil καί ή Μίνα στά δύο ζυθοπότηρα, τή χ ρυσή πυραμίδα της. Τά άρπέζ τής εισαγωγής τελείωσαν. Μιά μακρόπνοη συγχ ορδία, μετέωρη, κάλεσε μιά φωνή νά ξεκινήσει: —
“Οταν πρωτόειδα αύτή τήν αξιολάτρευτη μορφή.
Ό Ρίτσι έστρεψε τό σώμα του. —
Ό ήχ ος τής φωνής τού Ντένταλους.
Μέ τόν νού ερεθισμένο, μέ τά μάγουλα πού λές καί τ’ άγγιξε μιά φλόγα, άκουγαν, νιώθοντας αύτή τή ροή, τήν άξιολάτρευτη ροή πάνω στό δέρμα, τά μέλη, τήν άνθρώπινη καρδιά, τήν ψυχ ή, τή ραχ οκοκκαλιά. Ό Μπλούμ εκανε νόημα στόν Πάτ, επειδή ό φαλακρός Πάτ είναι ενα γκαρσόνι πού έχ ει δυσκολίες στήν άκοή του, νά μισανοίξει τήν πόρτα τού μπάρ. Τήν πόρτα τού μπάρ. Τόσο. Φτάνει τόσο. Ό Πάτ, τό γκαρσόνι, παρέμεινε, περιμένοντας νά άκούσει, επειδή είχ ε δυσκολίες ν’ άκούσει, άν έμενε κοντά στήν πόρτα. —
Ή πίκρα μου έμοιαζε νά χ άνεται.
Μέσα άπό τήν προστατευτική σιωπή τής άτμόσφαιρας, μιά φωνή τραγουδούσε γιά χ άρη τους, χ αμηλόφωνη, πού δέν έμοιαζε μήτε μέ βροχ ή, μήτε μέ θρόισμα φύλλων, μήτε μέ ήχ ο άπό έγχ ορδο δργανο ή άνεμο, ή αύτό πού μερικοί τό λένε σαντούρι, άγγίζοντας μέ λέξεις τά πλήρους προσοχ ής αύτιά τους, άγγίζοντας τίς δικές τους πλήρους προσοχ ής καρδιές μέ τίς, καθένας τή δική του, εμπειρίες τού παρελθόντος. Τούς έκανε καλό, καλό, πού τό άκουγαν. Ή λύπη άπό τόν καθένα τους ξεχ ωριστά έμοιαζε νά χ άνεται, όταν πρωτάκουσαν. ‘Όταν πρωτόειδαν, ό χ αμένος Ρίτσι, ό Πόλντυ, τήν εύσπλαχ νία τής ομορφιάς, όταν πρωτάκουσαν, άπό κάποιον πού δέν περίμεναν ν’ άκούσουν, τήν πρώτη εξομολόγηση τής λατρευτής, τής τόσο σπλαχ νικής, τής τόσο γλυκαγάπητης, τής τόσο τρελαγαπημένης. Ή άγάπη πού τραγουδάει` τής άγάπης τό παλιό γλυκό τραγούδι. Ό Μπλούμ ξετύλιξε άργά τήν ελαστική ταινία τού πακέτου του. Τής άγάπης τό παλιό γλυκό sonnez la χ ρυσό. Ό Μπλούμ τήν τύλιξε γύρω άπό τά τέσσερα δάχ τυλα τού άριστερού του χ εριού, τήν τέντωσε, τήν άφησε νά λασκάρει καί τήν περιέλιξε διπλά, τετραπλά, όχ ταπλά, καί τά περιέσφιξε μέ άσφάλεια. —
Γεμάτος έλπίδα καί χ αρά…
Οί τενόροι βρίσκουν γυναίκες άβέρτα. Τό τραγούδι τούς δίνει φτερά. Αύτή τού ρίχ νει λουλούδια στά πόδια, πότε θά συναντηθούμε. Τό κεφάλι μου άπλώς. Κουδούνισμα εύχ αρίστησης. Δέν μπορεί νά τραγουδήσει μπροστά σέ ήμίψηλα. Τό κεφάλι σου άπλά στριφογυρίζει. ’Αρωματίστηκε γιά χ άρη του. Ποιό άρωμα φοράει ή γυναίκα σας; Θέλω νά ξέρω. Κουδούν. Στόπ. Χτύπος. Πάντα μιά τελευταία ματιά στόν καθρέφτη πρίν πάει ν’ άνοίξει τήν πόρτα. Τό χ ώλ. Έκεί. Πώς είσθε; Είμαι καλά. Έκεί; Τί; Ή; Μιά θήκη άπό κασού, καραμέλλες γιά καθαρή άναπνοή, στήν τσάντα της. Χέρια άναζήτησαν τίς πλούσιες καμπύλες: ’Αλίμονο! Ή φωνή ύψώθηκε, άναστενάζοντας, μεταμορφώθηκε` δυνατή, γεμάτη, λαμπερή, περήφανη. —
”Ομως, άλίμονο, ήταν μόνο ενα γλυκό ό’νειρο…
Πράγματι, διατηρεί τόν ύπέροχ ο τόνο του. Ό άέρας τού Κόρκ μαλακώνει καί τήν προσφορά τους. Τί χ αζός άνθρωπος! Θά μπορούσε νά είχ ε κερδίσει μιά περιουσία. Τραγουδάει λανθασμένα λόγια. Ξέκαμε τή γυναίκα του καί τώρα τραγουδάει. ‘Όμως είναι δύσκολο νά κρίνεις. Μόνο οί δυό τους. ’Άν ή φωνή του δέν τσακίσει. Νά κρατήσει δυνάμεις γιά τήν τελική εύθεία. Τά χ έρια του καί τά πόδια του τραγουδάνε κι αύτά. Τό πιοτό. Νεύρα τεντωμένα. Γιά νά τραγουδήσεις, πρέπει νά είσαι
έγκρατής. Σούπα οπως ή Τζέννυ Λίντ: ζωμός, φασκόμηλο, ώμά αυγά, ένα τέταρτο άφρόγαλα. Γιά κρεμώδη ονειρώδη. ’Ανάβλυζε μιά τρυφερότητα` άργά, φουσκώνοντας. Παλλόταν γεμάτη. ’Έτσι μπράβο. Χά, δώσε! Πάρε! Χτυποκάρδι, ένα χ τυποκάρδι, ένας σφυγμός δρθιος καί περήφανος. Τά λόγια; Ή μουσική; ’Όχ ι αύτό πού βρίσκεται άπό πίσω. Ό Μπλούμ πέρναγε τήν κλωστή στή βελόνα, τήν εβγαζε, εδενε τόν κόμπο, τόν ξέδενε. Ό Μπλούμ. ‘Ένα ξεχ είλισμα θερμού γλειψίματος κρυφού, ξεχ είλισε σάν μουσικό κύμα, σέ επιθυμία, σκοτεινή γιά ξεχ είλισμα γλειψίματος, εισβάλλοντας. Νά τήν πασπατέψει, νά τή χ αίδέψει, νά τή ζουλήξει, νά τή βάλει άπό κάτω. Βάτεμα. Πόροι διαστελλόμενοι πού διαστέλλονται. Βάτεμα. Ή χ αρά, ή αίσθηση, ή ζεστασιά, ή. Βάτεμα. Νά ξεχ υθούν πάνω της ot κρουνοί μιάς εκροής πού διαχ ύνεται. Παλίρροια, άνάβρυσμα, ξεχ είλισμα, εκροή χ αράς, βατεβοπάλεμα. Τώρα! Γλώσσα τής άγάπης. —
…
άχ τίνα έλπίδας…
Άπαστράπτουσα. Κακάρισμα διακριτικό μεγάλης κυρίας, ή Λυντιαμούσα γιά τόν Λίντγουελλ ξεκακαρίζει μιάν άκτίνα ελπίδας. Ή Μάρθα είναι. Σύμπτωση. Τώρα πού ήταν έτοιμος νά τής γράψει. Τό τραγούδι τού Λέοντα. ’Έχ ετε ώραιο όνομα. Δέν μπορώ νά γράψω. Δεχ τείτε τό μικρό μου δώ. Παιχ νίδι πάνω στά νήματα τής καρδιάς της καί στά νήματα τού πορτοφολιού της. Αύτή είναι μία. Σάς άποκάλεσα άτακτο παιδί. Άκόμα καί τό όνομα: Μάρθα. Τί παράξενο! Σήμερα. Ή φωνή τού Λέοντα έπέστρεψε πιό άδύνατη, άλλά όχ ι πιό έξασθενημένη. Τραγουδούσε γιά τούς Ρίτσι, Πόλντυ, Λύντια, Λίντγουελλ, καθώς τραγουδούσε καί γιά τόν Πάτ, μέ άνοιχ τό στόμα, αύτιά σέ άναμονή, πού περίμεναν. Πώς, όταν πρωτόειδε αύτή τήν άξιολάτρευτη μορφή, πώς, όταν ή λύπη του έμοιαζε νά χ άνεται, πώς, τό βλέμμα της, ή μορφή της, τά λόγια της τόν γοήτευαν, αύτόν, τόν Γκούλντ Λίντγουελλ, κέρδιζαν τήν καρδιά τού Πάτ Μπλούμ. Θά επιθυμούσα πάντως νά εβλεπα τό πρόσωπό του. Νά εξηγήσω καλύτερα. Αύτός είναι ό λόγος πού ό κουρέας στού Ντράγκο μέ κοίταζε πάντα στό πρόσωπο, όταν τού μιλούσα κοιτάζοντάς τον μέσα στόν καθρέφτη. Παρ’ ολο πού έδώ άκούω καλύτερα άπ’ όσο στό μπάρ, πέρα. —
Κάθε χ αριτωμένο βλέμμα της…
Τήν πρώτη νύχ τα πού τήν πρωτόειδα στού Μάτ Ντίλλον, στό Τέρενιουρ. Φορούσε κίτρινα μέ μαύρη δαντέλλα. Τό παιχ νίδι τών καθισμάτων μέ συνοδεία μουσικής. Έμείς οι δυό τελευταίοι. Ειμαρμένη. Νά τήν άκολουθώ. Ειμαρμένη. Άργά, γύρω-γύρω. ‘Ύστερα πιό γρήγορα. Έμείς οί δυό. ‘Όλοι μάς κοίταζαν. Σταμάτημα. Αύτή κάθησε. ‘Όσοι έχ αναν μάς κοιτούσαν. Χείλη πού γελούσαν. Κίτρινα γόνατα. —
Μάγευε τά μάτια μου…
Τραγουδώντας. Αύτή τραγούδησε τό Περιμένοντας. Τής γύριζα τίς σελίδες τής παρτιτούρας της.
Φωνή γεμάτη άρωμα, τί άρωμα έχ ουν οί πασχ αλιές σας. Κοίταξα τόν κόρφο της, θησαυρό διπλό, τόν λαιμό της πού παλλόταν. ‘Όταν πρωτόειδα. Μέ εύχ αρίστησε. Γιατί αύτή εμένα; Ειμαρμένη. Σπανιόλικα μάτια. Κάτω άπό μιά άχ λαδιά μοναχ ική στή βεράντα, αυτήν τήν ώρα, στήν παλιά Μαδρίτη, ή μιά μεριά μές στή σκιά, ή Ντολόρες, αύτή, ή Ντολόρες. Πρός εμένα. Δέλεαρ. ’Άχ , δελεαστικό. —
Μάρθα, άχ , Μάρθα!
Αφήνοντας κάθε νωχ ελικότητα, ό Λέων φώναξε δυνατά τή θλίψη του, μέ μιά κραυγή πάθους δεσπόζουσα πάνω στήν άγαπημένη γιά νά έπιστρέψει μέ συγχ ορδίες αρμονίας, οί οποίες, παρ’ ολο πού έμοιαζαν πώς χ αμήλωναν, ύψώνονταν. Κραυγές τής μοναξιάς τού Λέοντα, πού αύτή έπρεπε νά γνωρίζει, έπρεπε ή Μάρθα νά αισθανθεί. Γιατί μόνο αύτήν περίμενε. Πού; Έδώ, έκεί, δοκίμασε, έκεί, έδώ, παντού, δοκίμασε, πού. Κάπου. —
’Επέστρεφε, άγαπημένη έσύ!
’Επέστρεφε, χ αμένη έσύ! Μόνος. Μιά άγάπη. Μιά ελπίδα. ‘Ένα πράμα μόνο μέ παρηγορεί. Μάρθα, μουσική νότα βγαλμένη άπό τό στήθος μου, ξαναγύρισε. —
Γύρισε!
Αίωρήθηκε σάν πουλί, έμεινε άκίνητη, γρήγορη, καθαρή κραυγή, πτήση άσημένιας τροχ ιάς πού πετάει γαλήνια, αύξάνει ταχ ύτητα, συγκρατείται, κοντά μου, μήν τό καθυστερείς πάρα πολύ, μακριά μακριά άνάσα, πήρε μιά μακριά άνάσα ζωής, πετώντας ψηλά, ύψηλή λαμπρότητα, φλογισμένη, στεφανωμένη, ψηλά σέ μιά συμβολιστική άκτινοβολία, ψηλά, μέσα άπό τόν αιθέριο κόρφο, ψηλά, στόν άπέραντο ύψηλό ιριδισμό, παντού πετώντας συνεχ ώς γύρω άπ’ ολα, στό άπειροαπειροάπειρο… —
Σέ μένα!
Σιόπολντ! Εξατμισμένος. Γύρισε. Τραγουδισμένο όμορφα. ‘Όλοι χ ειροκρότησαν. Αύτή όφειλε νά. Νά γυρίσει. Σέ μένα, σέ αύτόν, σέ αύτή, καί σέ σένα, σέ μένα, σέ μάς. — Μπράβο! Κλαπκλάπ. Καλέ μας, Σίμωνα. Κλαπκλαπκλάπ. Kt άλλο! Κλαπκλιπκλάπ. ΤΗχ ος καμπάνας. Μπράβο, Σίμωνα! Κλαπκλοπκλάπ. Κι άλλο, κλάπ, είπαν, φώναξαν, χ ειροκρότησαν ολοι, ό Μπέν Ντόλλαρντ, ή Λύντια Ντούς, ό Τζώρτζ Λίντγουελλ, ό Πάτ, ή Μίνα, οί δύο κύριοι μέ τά δύο ζυθοπότηρα, ό Κάουλεύ, ό πρώτος κύριος μέ τό ζυθοπότηρο καί ή χ άλκινη δίς Ντούς καί ή χ ρυσή δίς Μίνα. Τά κομψά χ ρωματιστά παπούτσια τού Μπλέηζες Μπόυλαν έτριξαν στό δάπεδο τού μπάρ, ειπώθηκε πιό πρίν. Κουδούνισμα πλάι στά μνημεία τού σέρ Τζών Γκραίη, τού Όράτιου μονόχ ειρα
Νέλσονα, τού αίδεσιμώτατου πατρός Θέομπαλντ Μάθιου, κουδούνισμα άμαξας, καθώς ειπώθηκε πρίν λίγο. Μέ άργό τριπόδισμα, μέσα στή ζέστη, ζεστοκαθισμένος. Cloche. Sonnez la. Cloche. Sonnez la. Ή φοράδα πίό άργά πήρε τήν άνηφόρα τού λόφου, πέρασε άπό τή Ροτούντα, τήν πλατεία Ράτλαντ. Πολύ άργά γιά τόν Μπόυ-λαν, τόν Μπλέηζες Μπόυλαν, τόν ανυπόμονο Μπόυλαν, πού τσίγκλισε τή φοράδα. Μιά τελευταία παρήχ ηση τών συγχ ορδιών τού Κάουλεύ έκλεισε, πέθανε μέσα στόν άέρα πού εγινε πλουσιώτερος. Και ό Ρίτσι Γκούλντγινγκ ήπιε τό ούίσκυ του, μάρκας Πάουερ, καί ό Λεοπόλδος Μπλούμ ήπιε τόν μηλίτη του. Ό Λίντγουελλ τήν μπύρα του, μάρκας Γκίννεςς, ό δεύτερος κύριος είπε ότι θά έπιναν άλλες δύο, άν αύτή δέν είχ ε αντίρρηση. Ή δίς Κέννεντυ χ αμογέλασε, άποσύροντας τά άδεια ποτήρια, κοραλλένια χ είλη, στόν πρώτο, στόν δεύτερο. Δέν είχ ε αντίρρηση. — Έφτά ήμέρες φυλακισμένος, είπε ό Μπέν Ντόλλαρντ, μέ ψωμί καί νερό. ‘Ύστερα, Σίμωνα, θά τραγουδάς σάν τσίχ λα σέ κήπο. Ό Λέων Σίμων, ό τραγουδιστής, γέλασε. Ό πατήρ Μπόμπ Κάουλεύ επαιξε. Ή Μίνα Κέννεντυ σερβίρισε. ‘Ο δεύτερος κύριος πλήρωσε. ‘Ο Τόμ Κέρναν μπήκε καμαρωτός, ή Λύντια θαύμαζε, θαύμαζε. Άλλά ό Μπλούμ τραγουδούσε βουβά. Θαυμάζοντας. Ό Ρίτσι, θαυμάζοντας, αγόρευε περί τής υπέροχ ης φωνής αύτού τού άνθρώπου. Θυμήθηκε μιά βραδιά, πρίν άπό άρκετό καιρό. Δέν θά ξεχ νούσε ποτέ εκείνη τή βραδιά. Ό Σί τραγούδησε τό τραγούδι τΗταν ή θέση σου καί ή φήμη, στό σπίτι τού Νέντ Λάμπερτ εγινε αύτό. Θεέ μου, ποτέ του, σ’ ολη του τή ζωή, δέν είχ ε άκούσει εναν παρόμοιο τόνο, οπως στό Τότε άπιστη καλύτερα νά χ ωρίσουμε, τόσο καθαρό, τόσο, Θεέ μου, ποτέ δέν είχ ε άκούσει κάτι τέτοιο, οπως στό Άφού ή άγάπη δέν διαρχ εί, φωνή τόσο ύπέροχ η, ρώτα τόν Λάμπερτ, μπορεί κι αύτός νά σ’ τό πει. ,
,
Ό Γκούλντινγκ, ενα ερύθημα άγωνιζόμενο πάνω στό ώχ ρό του, είπε στόν κ. Μπλούμ, πρόσωπο, γιά τή βραδιά πού ό Σί, στού Νέντ Λάμπερτ, ό Ντένταλους, τό σπίτι, τραγούδησε τό Ήταν ή θέση σου καί ή φήμη .
Αύτός, ό κ. Μπλούμ, άκουγε, όσην ώρα εκείνος, ό Ρίτσι Γκούλντινγκ, τού μιλούσε, τού κ. Μπλούμ, γιά τή νύχ τα πού εκείνος, ό Ρίτσι, τόν άκουσε, τόν Σί Ντένταλους, νά τραγουδάει τό τραγούδι ΤΗταν ή θέση σου καί ή φήμη στό σπίτι τού Νέντ Λάμπερτ. ,
Κουνιάδος καί γαμπρός: συγγενείς. Δέν μιλάμε ποτέ όταν συναντιόμαστε. Τά τσουγκρίσαμε γιά τά καλά. Τόν περιβάλλει μέ περιφρόνηση. Βλέπεις. Αύτός τόν θαυμάζει περισσότερο. Τή νύχ τα πού τραγούδησε. Ή άνθρώπινη φωνή, δυό μικρές μεταξωτές χ ορδές. Περισσότερο υπέροχ ες άπό ολες τίς άλλες. Αύτή ή φωνή ήταν σκέτος θρήνος. Τώρα πιό ήρεμη. ’Έχ εις τήν αίσθηση πώς τήν άκούς μέσα άπό τή σιωπή. ’Ηχ ητικές δονήσεις. Τώρα σιωπηλός άέρας. Ό Μπλούμ ξεσταύρωσε τά μπλεγμένα χ έρια του καί, χ ωρίς προσπάθεια, τά δάχ τυλά του τράβηξαν τό λεπτό νήμα τής λαστιχ ένιας χ ορδής του. Τήν τράβηξε καί τήν τσίμπησε. Ή χ ορδή βόμβησε καί
ήχ ησε. ‘Όσην ώρα ό Γκούλντινγκ του μιλούσε γιά τήν άναπαραγωγή τής φωνής του Μπάρακλαφ, όσην ώρα ό Τόμ Κέρναν, σ’ ενα είδος άναδρομικής διευθέτησης, μιλούσε στόν πατέρα Κάουλεύ πού έπαιζε ένα κομμάτι εκκλησιαστικής μουσικής καί ένευε καθώς έπαιζε. ‘Όσην ώρα ό ογκώδης Μπέν Ντόλλαρντ μιλούσε μέ τόν Σίμωνα Ντένταλους, πού άναβε τήν πίπα του, πού ένευε καθώς κάπνιζε, πού κάπνιζε. Ω, χ αμένη έσύ. ‘Όλα τά τραγούδια έχ ουν αύτό τό θέμα. Ό Μπλούμ τράβηξε τό νήμα του άκόμα περισσότερο. Φαίνεται τόσο σκληρό. Νά άφήνουν τούς άνθρώπους ν’ άγαπήσουν ό ένας τόν άλλο` νά τούς ενθαρρύνουν. Καί υστέρα νά τούς άποχ ωρίζουν. Θάνατος. ’Έκρηξ. Χτύπημα στό κεφάλι. Άντεχ ασουαποεκεί. Ή άνθρώπινη ζωή. Ό Ντίγκναμ. Πφρρρ, έκείνη ή ούρά τού ποντικού πού σερνόταν. Πέντε σελλίνια έδωσα. Corpus paradisum. Κόρακας πού κρώζει στά χ ωράφια` ή κοιλιά του σάν δηλητηριασμένο κουτάβι. Φευγάτος. Τώρα τραγουδάνε. Ξεχ ασμένος. Κι έγώ τά ίδια. Καί κάποια μέρα κι αύτή. Θά τήν παρατήσει` θά βαρεθεί. Τότε αύτή θά ύποφέρει. Θά κλαψουρίσει. Οί κόρες τών μεγάλων σπανιόλικων ματιών της θά κοιτάζουν τό κενό. Τά πλούσια-πυκνά-κυματιστά μαλλιά της άχ τένιστα. Κι όμως, όταν είσαι εύτυχ ής, βαριέσαι. Τράβηξε τό νήμα περισσότερο. Δέν είσθε εύτυχ ισμένος στό; ’Ήχ ησε. ’Έσπασε. Κουδούνισμα στήν όδό Ντόρσετ. Ή δίς Ντούς άπέσυρε τό σατινένιο χ έρι της, μέ ύφος μομφής καί ικανοποίησης. —
’Όχ ι τόση οικειότητα, είπε, ώσπου νά γνωριστούμε καλύτερα.
Ό Τζώρτζ Λίντγουελλ τής έξηγούσε ότι, πραγματικά καί άληθινά, αύτός… άλλά αύτή δέν έπείθετο. Ό πρώτος κύριος είπε στή Μίνα ότι έτσι ήταν. Αύτή τόν ρώτησε άν ήταν έτσι. Καί τό δεύτερο ζυθοπότηρο είπε πώς έτσι ήταν. ‘Ότι αύτό έτσι ήταν. Ή δίς Ντούς, ή δίς Λύντια δέν πίστευε` ή δίς Κέννεντυ, ή Μίνα, δέν πίστευε` ό Τζώρτζ Λίντγουελλ, όχ ι` ή δίς Ντού δέν` ό πρώτος, ό πρώτος` ό κύριος μέ τό ζυθοπότηρο` πίστευε, όχ ι, όχ ι` δέν, ή δίς Κένν` ή Λυντλυντιαναί` τό ζυθοπότηρο. Καλύτερα νά τής γράψεις έδώ. Οί κονδυλοφόροι άπό χ ηνόφτερα στό ταχ υδρομείο είναι δαγκωμένοι στήν άκρη καί έχ ουν στραβώσει. Ό φαλακρός Πάτ πλησίασε μετά τό νόημα. Πέννα καί μελάνι. `Έφυγε. Στυπόχ αρτο. ’Έφυγε. Στυπόχ αρτο. ’Άκουσε, ό κουφός Πάτ. - Ναί, είπε ό κ. Μπλούμ, ερεθίζοντας τό στριφτοπλεγμένο νήμα του. Έδώ είναι καλύτερα. Μερικές γραμμές άρκούν. Τό δώρο μου. “Ολη αύτή ή ιταλική μουσική μέ τίς φιοριτούρες της. Ποιός τήν έγραψε τάχ α; ’Άν ήξερες τό όνομα, θά καταλάβαινες καλύτερα. ’Άς πάρω ενα επιστολόχ αρτο κι ένα φάκελο` έτσι, άδιάφορα. ‘Όλοι τό κάνουν. —
Ή καλύτερη άρια στήν ιστορία τής όπερας, είπε ό Γκούλντινγκ.
—
Ναί, είναι, είπε ό Μπλούμ.
’Αριθμοί είναι. Άν κάτσεις νά τό σκεφτείς, αύτό είναι ολη ή μουσική. Δύο έπί δύο, διά τού ήμίσεός του, Ισον δυό φορές ενα. Οί ήχ ητικές δονήσεις` χ ορδές είναι. ‘Ένα σύν δύο σύν εξι ’ίσον έφτά. Κάνεις ό,τι θές μέ ταχ υδακτυλουργίες άριθμών. Βρίσκεις πάντα ότι αύτό ίσούται μ’ εκείνο, συμμετρία άνάμεσα στίς σελίδες ένός σημειωματάριου. Δέν πρόσεξε ότι φοράω πένθιμα ρούχ α. Χοντρόπετσος` ολα γιά τήν μπάκα του. Μούσα-μαθηματική. Κι εχ ει τήν εντύπωση πώς άκούει κάτι αιθέριο. “Ομως, φαντάσου νά τής τό ελεγες κάπως ετσι: Μάρθα, έφτά φορές τό εννιά, μείον χ , Ισον τριάντα πέντε χ ιλιάδες. Μηδέν εις τό πηλίκον. Οί ήχ οι, λοιπόν, είναι αύτό πού μετράει. Γιά παράδειγμα, αύτός παίζει τώρα. Αύτοσχ εδιάζει. Μπορεί νά σού άρέσει, ώσπου νά άκούσεις τά λόγια. Θές ν’ άκούσεις μέ μεγάλη προσοχ ή. ’Έντονα. Ξεκινάει καλά, υστέρα οί συγχ ορδίες είναι λίγο φάλτσες, νιώθεις λίγο σάν χ αμένος. Άνάμεσα άπό σακιά, πάνω άπό βαρέλια, μέσα άπό συρματοπλέγματα, δρόμος μετ’ εμποδίων. Ό χ ρόνος είναι αύτός πού δημιουργεί τή μελωδία. ’Έχ ει μεγάλη σημασία ή ψυχ ολογική σου διάθεση. Πάντως, πάντα όμορφο ν’ άκούς τή μουσική. Εκτός άπό τίς κλίμακες τού πιάνου, πού παίζουν τά κορίτσια. Δύο μαζί στό διπλανό σπίτι, γείτονες. Θά επρεπε νά εφεύρουν βουβά πιάνα γι’ αύτή τή δουλειά. Blumenlied, τό τραγούδι πού τής άγόρασα. Ό τίτλος. Τό επαιζε ενα κορίτσι άργά, τό βράδυ πού γύριζα σπίτι, ενα κορίτσι. Στήν είσοδο τών σταύλων, κοντά στήν όδό Σεσίλια. Ή Μίλλυ δέν εχ ει κλίση. Παράξενο, εννοώ, επειδή καί οί δυό μας. Ό φαλακρός, ό κουφός Πάτ έφερε εντελώς επίπεδο μπλόκ καί μελάνι. Ό Πάτ άκούμπησε μαζί μέ μελάνι καί πέννα έντελώς άθόρυβα έπίπεδο μπλόκ. Ό Πάτ πήρε πιατέλα, μαχ αίρι, πηρούνι. Ό Πάτ εφυγε. ~Ηταν ή μοναδική γλώσσα, είπε ό κ. Ντένταλους στόν Μπέν. Τούς είχ ε άκούσει όταν ήταν παιδί στή Ρινγκαμπέλλα, στό Κρόσχ εηβεν, στή Ρινγκαμπέλλα νά τραγουδούν τίς βαρκαρόλες τους. Τό λιμάνι τού Κουήνσταουν γεμάτο ιταλικά καράβια. ’Έκαναν περιπάτους, καταλαβαίνεις, Μπέν, στό φεγγαρόφωτο, μ’ εκείνα τά κωμικά καπέλα τους. ’Έσμιγαν τίς φωνές τους, τή μία μέσα στήν άλλη. Θεέ μου, τί μουσική. Τούς είχ α άκούσει όταν ήμουν παιδί. Στό λιμάνι τής Ρινγκαμπέλλα, φεγγαρόλες. Βγάζοντας άπό τό στόμα του τήν πίπα του μέ τήν πικρίλα, κράτησε προστατευτικά τό χ έρι του μπροστά στά χ είλη του, πού πρόφεραν μιά νυχ τερινή επίκληση, καθαρή καί κοντινή, ενώ μιά φωνή άπόμακρη άντήχ ησε σάν άπάντηση. Στήν άκρη τής τυλιγμένης σάν ραβδί εφημερίδας Ελεύθερος ’Άνθρωπος στράφηκε τό άλλο μάτι τού Μπλούμ, ψάχ νοντας νά βρει πού τό είχ α δει αύτό. Κάλλαν, Κόλμαν, Ντίγκναμ Πάτρικ. Χείχ ό! Χείχ ό! Φώσετ. Άχ ά! Ακριβώς τήν ώρα πού κοίταζα… Ελπίζω νά μή μέ κατασκοπεύει, πονηρός σάν ποντίκι. Ξεδίπλωσε τήν εφημερίδα του. Τώρα δέν μπορεί νά κοιτάξει. Θυμήσου νά γράφεις τό ε σάν τό ελληνικό. Ό Μπλούμ βούτηξε τήν πέννα του, ό Μπλούμ μουρμ: άγαπητέ κύριε. Ό ’Αγαπητός Χένρυ έγραψε: αγαπητή Μέηντυ. Πήρα τό γράμ σου καί τό λουλού. Πού στήν οργή τό έβαλα; Προφαν, σέ κάποια τσέ. Είναι έντελ άδύνα. Υπογράμμισε τή λέξη άδύνα. Νά γράψω σήμερα. Βαρετό αύτό. Ό Μπλούμ βαριεστημένος έπαιζε άπαλά μέ τά δάχ τυλά του, τό ξανασκέφτομαι, ταμπούρλο πάνω στό μπλόκ πού τού έφερε ό Πάτ.
Συνέχ ισε. Ξέρεις τί έννοώ. ’Όχ ι, άλλαξε αύτό τό ε. Δέξου αύτό τό μικρό μου δώ πού σού έσωκλ. Μήν τής ζητήσεις νά σού άπαντ. Κάτσε νά δούμε. Πέντε σελλί γιά τόν Ντίγκ. Δύο σελλί έδώ. Μία πέννα γιά τούς γλάρους. Ό Ήλίας έρχ ε. Έφτά πέν στού Νταίηβυ Μπέρν. Πλησιάζουν τίς οκτώ. Πές μισή κορώνα. Τό φτωχ ό μου δώ· ή ταχ υδρομική επιταγή, δύο σελλίνια καί έξι πέννες. Γράψε μου ένα μεγάλο. Μέ περιφρονείτε; Κουδούνισμα, μήπως έχ ετε τήν; Τόσο αναστατωμένος. Γιατί μέ άποκαλέσατε άτακτ παιδί; Είσαστε κι έσείς άτακτη κοπέλα; ’Ώ, ή Μαίρη έχ ασε τήν καρφίτσα της. ’Αντίο γιά σήμερα. Ναί, ναί, θά σάς πώ. Θέλετε νά. Νά συνεχ ίσουμε. Πέστε μου αύτό τό άλλο. Τήν άλλη λέξη, πού έγραψε. Ή ύπομονή μου έξαντλήθ. Γιά νά συνεχ ίσουμε. Πρέπει νά μέ πιστέψετε. Νά μέ πιστέψετε. Τό ζυθοπότηρο. Πού. Είναι. ’Αλήθεια. Τάχ α δέν είναι τρέλα πού τής γράφω; Οι σύζυγοι δέν πρέπει νά. Ό γάμος τους τό απαιτεί, οί γυναίκες τους. Γιατί είμαι μακριά άπό. ’Άς ύποθέσουμε ότι. Άλλά, πώς; Αύτή πρέπει. Γιά νά μείνει νέα. ’Άν τό άνακάλυπτε. Τό επισκεπτήριο στό καλό μου καπέ. ’Όχ ι, άς μήν τής τά λέω ολα. Στενοχ ώρια χ ωρίς όφελος. ’Άν δέν τό βλέπουν. Ή γυναίκα. ‘Ό,τι είναι καλό γιά τή μία, είναι καλό καί γιά τήν άλλη. Μιά άγοραία άμαξα, άριθμός κυκλοφορίας τριακόσια είκοσι τέσσερα, μέ οδηγό τόν Μπάρτον Τζαίημς, άριθμός ένα, λεωφόρος Αρμονίας, Ντόννυμπρουκ, στήν όποία καθόταν ένας πελάτης, νεαρός κύριος, ντυμένος κομψά, μ’ ενα γαλάζιο-λουλακί σέρζ κουστούμι, ραμμένο άπό τόν Τζώρτζ Ρόμπερτ Μηζάιας, έμποροράφτη κι έπιδιορθωτή, άριθμός πέντε, προκυμαία ΤΗντεν, φορώντας ψαθάκι τελευταίας μόδας, άγορασμένο άπό τόν Τζών Πλάστρο, άριθμός ένα, οδός Μεγάλου Μπρούνσγουικ, πιλοποιόν. ’Έ; Αύτή ήταν ή άμαξα πού κουδούνιζε χ αρούμενα. ’Έξω άπό< τό άλλαντοπωλείο τού Ντλούγκατζ, γυαλιστερές άρμαθιές τής ’Άτζενταθ τριπόδιζαν, τά γενναία καπούλια μιάς φοράδας. —
Απαντάς σέ καμιά άγγελία; ρώτησαν τόν Μπλούμ τά παρατηρητικά μάτια τού Ρίτσι.
—
Ναί, είπε ό κ. Μπλούμ. Σ’ εναν πλασιέ. Δέν ελπίζω πώς θά έχ ει κανένα άποτέλεσμα.
Ό Μπλούμ μουρμούρ: άριστες συστάσεις. ‘Όμως ό Χένρυ έγραψε: θά μέ ερεθίσει. Ξέρετε τώρα. Βιαστικά. Χένρυ. Ελληνικό ε. Πρόσθεσε καλύτερα κι ενα υστερόγραφο. Τί νά παίζει τώρα στό πιάνο; Αύτοσχ εδιάζει ενα ιντερμέτζο. Υ.Γ. Τό ταρατατζούμ. Μέ ποιόν τρόπο θά μέ τιμωρή; Έσείς νά τιμωρήσετε εμένα; Τσαλακωμένη φούστα πού άνεμίζει, άπό τόν φφφρρρσσστ. Πέστε μου. Θέλω νά. Ξέρω. ’Ώχ . Βέβαια, άν δέν, δέν θά τό ζητούσα. Λά λά λά ρέ. Σβήσιμο τής θλιμμένης φράσης σέ μινόρε. Γιατί τό μινόρε νά εκφράζει θλίψη; ‘Υπογραφή X. Τούς άρέσει τό τέλος νά είναι λίγο θλιβερό. Υ.Υ.Γ. Λά λά λά ρέ. Νιώθω τόσο λυπημένος σήμερα. Τόσο λά. Τοσο μονος. Τοσο σολ. Άκούμπησε τό στυπόχ αρτο τού Πάτ στό μπλόκ. Φάκελ. Διεύθυνση. Κάμε πώς άντιγράφεις άπό τήν εφημερίδα. Μουρμούρισε: Κυρίους Κάλμαν, Κόλμαν καί Σία, περιορισμένης εύθύνης. Ό Χένρυ έγραψε: Δίδα Μάρθα Κλίφφορντ Πόστ Ρεστάντ Όδός Ντόλφινς Μπάρν Δουβλίνο. Βάλε τό στυπόχ αρτο πάνω στό άλλο, γιά νά μή δει. ’Έτσι. ’Ιδέα γιά βράβευση άπό τό περιοδικό Φύρδην-Μίγδην. Κάτι πού ό ντετέκτιβ διάβασε στό στυπόχ αρτο. Αμοιβή, μία γκινέα άνά στήλη. Ό Μάτσαν σκέφτεται συχ νά τή γελαστή μάγισσα. Τήν καημένη τήν κυρία Πιούριφού. Φά. Τήν. Φά’
την. Πολύ ποιητικό αύτό τό περί θλίψεως. Ή μουσική τό προξένησε. Υπάρχ ει μιά μαγεία στή μουσική, ειπε ό Σαίξπηρ. “Ολη μέρα άναφέρονται σ’ αύτόν. Νά ζει κανείς ή νά μή ζεί. Σοφία όσην ώρα περιμένεις. Μέσα στούς ροδώνες τού Τζέραρντ, στό Φέττερ Λέην, κάνει τούς περιπάτους του, γκριζοκαστανομάτης. “Ενα σώμα. Κάνε το. “Ομως κάνε το. “Οπως καί νά ’ναι, έγινε. Γραμματόσημο γιά τήν ταχ υδρομική επιταγή. Τό ταχ υδρομείο έκεί πέρα κάτω. Νά πάω τώρα μέ τά πόδια. Άρκετά έδώ. Ύποσχ έθηκα νά τούς συναντήσω στού Μπάρνεύ Κιέρναν. Δέν μού άρέσει αύτή ή δουλειά. Σπίτι πού έχ ουν πένθος. Περπάτησε. Πάτ! Δέν μέ άκούει. Κουφός σάν σκαθάρι. Τώρα ή άμαξα θά κοντεύει νά φτάσει. Μίλα του. Μίλα του. Πάτ! Δέν άκούει. Ταχ τοποιεί αύτές τίς πετσέτες. Πόσο δρόμο πρέπει νά κάνει κάθε μέρα. ’Άν τού ζωγράφιζε κανείς μιά φάτσα στό πίσω μέρος τού κεφαλιού του θά τόν έκανε διπλό. Μακάρι νά τραγουδούσαν λίγο άκόμα. ’Έτσι πού νά μήν σκέφτομαι. Ό φαλακρός Πάτ, ό ταλαίπωρος, ταχ τοποιούσε τίς πετσέτες σέ σχ ήμα επισκοπικής μίτρας. Ό Πάτ είναι ένα γκαρσόνι πού άκούει με δυσκολία. Ό Πάτ είναι ένα γκαρσόνι που σερβίρει, όσην ώρα περιμένεις. Χί, χ ί, χ ί, χ ί. Αύτός σερβίρει, όσην ώρα περιμένεις. Χί, χ ί. Αύτός είναι ενα γκαρσόνι. Χί, χ ί, χ ί, χ ί. Αύτός σερβίρει, όσην ώρα περιμένεις. “Οσο περιμένεις, άν περιμένεις θά σερβίρει, όσην ώρα περιμένεις. Χί, χ ί, χ ί, χ ί. Χώχ . Σερβίρει, όσην ώρα περιμένεις. Ή Ντούς τώρα. Ή Ντούς Λύντια. Χαλκός καί ρόδο. “Εκανε θαυμάσιες διακοπές, χ ωρίς πολλά λόγια θαυμάσιες. Καί δείτε καί τήν όμορφη άχ ηβάδα πού εφερε. Στή γωνία τού μπάρ εφερε ανάλαφρα πρός αύτόν τό άγκαθωτό καί στριφογυριστό θαλάσσιο κέρας, ετσι πού αύτός, ό Τζώρτζ Λίντγουελλ, ό δικηγόρος, μπορούσε ν’ άκούσει. — Άκούστε! τόν προέτρεψε. Κάτω άπό τήν καυτή, έξ αιτίας τού τζίν, κουβέντα τού Τόμ Κέρναν, αύτός πού αύτοσχ εδίαζε επλεξε μ’ ενα βραδύτερο ύφάδι τή μουσική του. Γεγονός αυθεντικό. Ό τρόπος πού εχ ασε ό Γουώλτερ Μπάπτυ τή φωνή του. Λοιπόν, κύριε, ό σύζυγος τόν άρπαξε άπό τό λαρύγγι. ’Αχ ρείε, τού είπε. Δέν θά ξανατραγουδήσεις έρωτοτράγουδα. Λόγω τιμής, κύριε Τόμ. Ό Μπόμπ Κάουλεύ έπλεκε πάντα τό ύφάδι του. Οι τενόροι βρίσκουν γυναί. Ό Κάουλεύ εγειρε τήν πλάτη του στό κάθισμα. “Αχ , τώρα αύτός άκουε, καθώς έκείνη κρατούσε τό κέρας κοντά στό αύτί του. Άκούτε! Αύτός άκουε. ‘Υπέροχ α. Τό κόλλησε στό δικό της αύτί καί μέσα άπό τό φιλτραρισμένο φώς ό χ λωμός χ ρυσός, σ’ άντίθεση, πλησίασε γλιστρώντας. Γιά ν’ άκούσει.
Τάκ. Ό Μπλούμ μέσα άπό τήν πόρτα τού μπάρ είδε μιάν άχ ηβάδα νά κρατιέται κοντά στά αύτιά τους. “Ακούσε, πιό άδύναμα, αύτό πού αύτοί άκουσαν, καθένας γιά λογαριασμό του, υστέρα καθένας γιά λογαριασμό τού άλλου, άκούγοντας τόν παφλασμό τών κυμάτων, έντονα, ενα σιωπηλό βρυχ ηθμό. Ό χ αλκός πλάι σ’ εναν κουρασμένο χ ρυσό, άπό κοντά, άπό μακριά, άκουγαν. Τό αύτί της είναι κι αύτό μιά άχ ηβάδα, έκεί πού προεξέχ ει ό λοβός της. Τό καλοκαίρι στήν άκρογιαλιά. Τά όμορφα κορίτσια της άκρογιαλιάς. Δέρμα βιαστικά ήλιοψημένο. “Επρεπε πρώτα νά βάλει κρέμα, γιά νά μαυρίσει σωστά. Βουτυρωμένη φρυγανιά. “Ωχ , δέν πρέπει νά ξεχ άσει έκείνη τήν κολώνια. “Ερπης κοντά στό στόμα της. Τό κεφάλι σου άπλώς. Ξέπλεκα μαλλιά` φύκια καί κοχ ύλια. Γιατί κρύβουν τά μαλλιά τους μέ φύκια; Καί οί Τουρκάλες τό στόμα τους, γιατί; Τά μάτια τους πάνω άπό τό ύφασμα, τόν φερετζέ. “Αντε νά βρεις τήν είσοδο γιά νά μπεις. Μιά σπηλιά. ’Απαγορεύεται ή είσοδος είς τούς μή έχ οντας εργασίαν. Ή θάλασσα είναι αύτό πού νομίζουν πώς άκούν. Νά τραγουδάει. Μιά βροντή. Τό αίμα είναι. Πλημμυρίζει κάποτε τ’ αύτιά. Λοιπόν, ή θάλασσα είναι αύτή. Τά αιμοσφαίρια νησιά. Θαυμάσιο, πράγματι. Τόσο εύδιάκριτο. Ξανά. Ό Τζώρτζ Λίντγουελλ κρατούσε άκόμα αύτό τό μουρμουρητό κοντά στ’ αύτί του` υστέρα τό άκούμπησε απαλά κάτω. - Καταλαβαίνετε τό τραγούδι τών άγριων κυμάτων, τή ρώτησε, χ αμογελώντας. Τάκ. Κοντά στού Λάρρυ Ο’Ρούρκ, κοντά στού Λάρρυ, κοντά στού Θαρραλέου Λάρρυ Ο’, ό Μπόυλαν τινάζεται, ό Μπόυλαν στρίβει τό σώμα του. Άπό τήν παρατημένη άχ ηβάδα, ή δίς Μίνα γλίστρησε πρός τό ζυθοπότηρό της πού περίμενε. ’Όχ ι, τό ναζιάρικο κεφάλι τής δίδος Ντούς πληροφόρησε τόν κ. Λίντγουελλ πώς δέν ήταν τόσο μόνη. Περίπατοι μέ φεγγαρόφωτο στήν άκρογιαλιά… ’Όχ ι, όχ ι μόνη. Μέ ποιόν; Άπάντησε γενναιόψυχ α: μ’ εναν φίλο κύριο. Τά σπινθηροβόλα δάχ τυλα τού Μπόμπ Κάουλεύ έπαιξαν πάλι τίς ψηλές νότες. Ό ιδιοκτήτης εχ ει προτεραιότητα. Μιά πίστωση χ ρόνου. Ό ψηλός Τζών. Ό ογκώδης Μπέν. Ανάλαφρα επαιξε ενα άνάλαφρο λαμπρό πηδηχ τό σκοπό γιά χ ορευταρούδες κυρίες, τσαχ πίνες καί χ αμογελαστές, καί γιά τούς γαλαντόμους κυρίους φίλους τους. “Ενα` ενα, ενα` δύο, ενα, τρία, τέσσερα. Ή θάλασσα, ό άνεμος, τά φύλλα, ό κεραυνός, τά νερά, οί άγελάδες πού μουγκανίζουν, ή ζωαγορά, τά κοκκόρια, οί κότες πού δέν κακαρίζουν, τά φίδια πού συρίζουν. Παντού ύπάρχ ει μουσική. Ή πόρτα τού Ράτλετζ: ηηηη, τρίζοντας. ’Όχ ι, αύτό είναι θόρυβος. Τώρα τό πιάνο παίζει τό μινουέτο άπό τόν Ντόν Τζιοβάννι. Αύλικές έσθήτες, ολων τών ειδών, χ ορεύουν στίς αίθουσες τού πύργου. Αθλιότητα. Οί χ ωριάτες άπέξω. Πράσινα λιμώττοντα πρόσωπα πού μασουλίζουν μολόχ ες. Αύτό είναι όμορφο. Κοίτα` κοίτα, κοίτα, κοίτα, κοίτα, κοίτα` κοιτάχ τε μας. Αύτό είναι χ αρούμενο, τό αισθάνομαι. Έγώ ποτέ δέν θά μπορούσα νά τό γράψω. Γιατί; Γιατί ή
δική μου χ αρά δέν είναι παρόμοια μέ τή δική του. ‘Όμως, καί οί δύο είναι χ αρές. Ναί, χ αρά πρέπει νά είναι. Καί μόνον ή παρουσία τής μουσικής δείχ νει πώς είσαι χ αρούμενος. Συχ νά είχ α τήν εντύπωση πώς ήταν στίς μαύρες της, μέχ ρι πού άρχ ιζε νά σιγοτραγουδάει. Τότε καταλάβαινα πώς δέν ήταν. Ή βαλίτσα τού ΜακΚόυ. Ή γυναίκα μου καί ή γυναίκα σου. Γάτα πού στριγγλίζει. Σάν μετάξι πού σκίζεται. Καί όταν μιλάει, σάν πλατάγισμα. Δέν έχ ουν τήν γκάμα τής φωνής πού έχ ουν οί άντρες. Λές καί στή θέση τής φωνής τους έχ ουν ενα κενό. Γέμισέ με. Είμαι θερμή, σκοτεινή, όλάνοιχ τη. Ή Μόλλυ στό quis est homo: τού Μερκαντάντε. Τό αύτί μου κολλημένο στόν τοίχ ο γιά ν’ άκούσω. Απαιτώ άπό μιά γυναίκα νά είναι άποτελεσματική. Κουό, κουδούν, ή άμαξα σταμάτησε. Τά κομψά κατακίτρινα παπούτσια τού κομψού Μπόυλαν μέ τίς γαλάζιες ριγωτές κάλτσες άκούμπησαν ελαφρά στό έδαφος. “Ω, κοίτα πώς είμαστε! Μουσική δωματίου. Θά μπορούσε κανείς νά κάνει ενα λογοπαίγνιο πάνω σ’ αύτό. Είναι ενα είδος μουσικής πού είχ α συχ νά στό νού μου, όταν αύτή. Πρόκειται γιά άκουστική. Βόμβος κουδουνίσματος. Τά άδεια σκεύη είναι αύτά πού κάνουν τόν περισσότερο θόρυβο. Επειδή ή άκουστική, ή άντήχ ηση μεταβάλλεται σχ ετικά καθώς τό βάρος τού νερού ισούται μέ τό νόμο τής πτώσεως τών υγρών. Σάν κι εκείνες τίς ραψωδίες τού Λίστ, τίς ούγγρικές, μέ τό τσιγγάνικο μάτι. Μαργαριτάρια. Σταγόνες. Βροχ ή. Τσούρ τσίρ τσέρ τσούρ τσούρ. Σύρισμα. Τώρα. ’Ίσως τώρα. Πρίν νά. Κάποιος χ τυπάει σέ μιά πόρτα, κάποιος κροτεί, ενα κρότ κρότ, κροτεί ό Πώλ ντέ Κόκ, μέ μιά μαγκούρα κράτ κράτ, μ’ ενα ράμφος κακαρακακάκ. Κοκοροκόκ. Τάκ. —
Qui sdegnor, Μπέν, είπε ό πατήρ Κάουλεύ.
—
’Όχ ι, Μπέν, έπενέβη ό Τόμ Κέρναν, Τόν Νεαρό Επαναστάτη. Ή πανάρχ αιή μας διάλεκτος.
—
Ναί, τραγούδησέ το, παρακάλεσαν ολοι.
Πρέπει νά φεύγω. Έδώ, Πάτ, γύρισε. Ξαναγύρισε. Πάει κι ερχ εται, χ ωρίς σταμάτημα. ’Έλα σέ μένα. Πόσα οφείλω; —
Σέ ποιό τόνο; Φά δίεση;
—
Φά δίεση μείζονα, είπε ό Μπέν Ντόλλαρντ.
Οί απλωμένες άρπάγες τού Μπόμπ Κάουλεύ άρπαξαν τίς μαύρες βαθειές συγχ ορδίες. Πρέπει νά φεύγω, άναγγέλλει ό τςρίγκηπας Μπλούμ στόν καλό πρίγκηπα Ρίτσι. ’Όχ ι, λέει ό Ρίτσι. Ναί, πρέπει. Πρέπει νά κέρδισε άπό κάπου χ ρήματα. Ετοιμάζεται γιά ξεφάντωμα, μέχ ρι νά τόν πιάσει πάλι εκείνος ό πόνος τής πλάτης. Πόσα οφείλω; Βλεπακούει τά λόγια πάνω στά χ είλη μου. “Ενα σελλίνι καί εννιά πέννες. Μιά πέννα γιά σάς. Όρίστε. Δώστου δύο πέννες φιλοδώρημα. Κουφός, ταλαίπωρος. “Ομως, πιθανόν νά εχ ει γυναίκα καί οικογένεια πού τόν περιμένουν, πού περιμένουν τόν Πάττυ νά γυρίσει σπίτι. Χί, χ ί,χ ί, χ ί. Ό κουφός σερβίρει, όσην ώρα τόν περιμένουν.
“Ομως, περίμενε. “Ομως, άκου. Σκοτεινές συγχ ορδίες. Πενπενπενπένθιμες. Βαθειές νότες. Σέ μιά σπηλιά, στά ερεβώδη σκοτάδια τής γής. Παραχ ωμένο μετάλλευμα. Σβώλος μουσικής. Ή φωνή μιάς εποχ ής σκοτεινής, εχ θρικής, άποτέλεσμα τής κούρασης τής γής, εφτανε άπό μακριά, πένθιμη καί οδυνηρή, άπό γέρικα βουνά, καλούσε τούς άφοβους καί τούς άληθινούς. Τόν ιερέα άναζητούσε, μέ αύτόν επιθυμεί ν’ άνταλλάξει μερικές λέξεις. Τάκ. Ή βαρελόφωνη φωνή τού Μπέν Ντόλλαρντ. Βάζοντας τά δυνατά του γιά νά εκφραστεί. Κοασμός σ’ εναν απέραντο βάλτο, χ ωρίς άντρες, χ ωρίς σελήνη, χ ωρίς γυναικοσελήνη. ’Ακόμα ενα άλλο κατρακύλισμα. Κάποια έποχ ή δούλεψε ώς προμηθευτής στό εμπορικό ναυτικό. Θυμάμαι: τά κατραμωμένα παλαμάρια, τίς λάμπες γιά φώτα πορείας. Δήλωσε φαλιμέντο δέκα χ ιλιάδων λιρών. Τώρα στό ίδρυμα Άιβυ. Στόν θάλαμο ύπ. άρ. τάδε. Ή μπύρα Μπάςς τόν κατάντησε ετσι. Ό ιερέας είναι στό σπίτι του. Ό ύπηρέτης τού ψευδο-ίερέα τόν καλωσορίζει. Περάστε. Ό σεβάσμιος ιερέας. Κατσαρωμένες ούρές συγχ ορδιών. Τούς όδηγούν στήν καταστροφή. Τούς καθιστούν άφόρητη τή ζωή. “Υστερα φτιάχ νουν θαλάμους, ετσι πού νά τελειώσουν έκεί μέσα τή ζωή τους. Νανάρισμα. Νανούρισμα. Πέθανε, σκύλε. Μικρέ σκύλε, πέθανε. Ή φωνή τής προειδοποίησης, μ’ εναν έπίσημο τρόπο, τούς ανήγγειλε ότι ό νέος είχ ε μπει σ’ εναν προθάλαμο μοναξιάς, τούς ανήγγειλε τήν επισημότητα τών βημάτων του, τούς ανήγγειλε τή ζοφερή αίθουσα, τόν ιερέα μέ τό πετραχ ήλι του πού τόν περίμενε γιά νά δεχ θεί τήν εξομολόγησή του. Καλή ψυχ ή. Λίγο ξεμωραμένος τώρα πιά. Νομίζει πώς θά βρεί τίς άπαντήσεις στό διαγωνισμό γιά τούς τίτλους τών ποιημάτων. Πρώτο βραβείο: ενα πεντόλιρο, ολο δικό σου. Πουλί πού κλωσάει στή φωλιά του. Νόμιζε πώς ήταν τό Λέυ τού τελευταίου ραψωδού. Γ, τρία γράμματα, ποιός είναι ό θαρραλέος ναυτικός; Διαθέτει ακόμα καλή φωνή. Δέν εύνουχ ήθηκε άκόμα, μ’ ολη τήν πραμάτεια πού διαθέτει. Άκούστε. Ό Μπλούμ άκουγε. Ό Ρίτσι Γκούλντινγκ άκουγε. Καί, δίπλα στήν πόρτα ό κουφός Πάτ, ό φαλακρός Πάτ, ό φιλοδωρημένος Πάτ, άκουγε. “Ενα άρπισμα συγχ ορδιών πιό άργό. Ή φωνή τής οδύνης καί τής μεταμέλειας εφτασε άργή, έξωραίσμένη, τρέμουσα. Ή συντετριμμένη γενειάδα τού Μπέν έξομολογιόταν in nomine Domini, εις τό όνομα τού Θεού. Γονάτισε. Χτυπούσε τό στήθος του μέ τό χ έρι του, καθώς έξομολογιόταν mea culpa. Λατινικά πάλι. Κολλάνε πάνω τους, οπως τά πουλιά στίς ξόβεργες. Ό ιερέας μέ τό πτώμα τής μετάλειψης γιά εκείνες τίς γυναίκες. Ό τύπος στό παρεκκλήσι τού νεκροταφείου, φέρετρο ή φέλεθρο, corpusnomine. ’Αναρωτιέμαι πού νά βρίσκεται τώρα έκείνος ό ποντικός. Ξύσε. Τάκ. Άκουγαν: τά ζυθοπότηρά καί ή δίς Μίνα, ό Τζώρτζ Λίντγουελλ, τό άκρως εκφραστικό ματόκλαδο, ό πλούσιος κόρφος μέσα στό σατέν, ό Κέρναν, ό Ντένταλους.
Ή άναστενάζουσα λυπητερή φωνή τραγουδούσε. Τίς άμαρτίες της. ’Από τό Πάσχ α κι εδώθε είχ ε βλαστημήσει τρείς φορές. Κάθαρμα. Καί μιά φορά, σέ ώρα λειτουργίας, πήγε κι έπαιξε. Μιάν άλλη φορά είχ ε περάσει μπροστά άπό τό νεκροταφείο καί δέν μπήκε μέσα νά προσευχ ηθεί γιά τή μητέρα του. “Ενας νεαρός, ενας νεαρός επαναστάτης. Ό χ αλκός πλάι στήν κάνουλα τής μπύρας κοίταζε πέρα. Όλόψυχ α, ξέρει στήν εντέλεια ότι τήν κοιτάζουν. Καί ή Μόλλυ ξέρει πάντα πότε κάποιος τήν κοιτάζει. Ό χ αλκός κοίταζε πέρα λοξά. Καθρέπτης έκεί πέρα. Τάχ α, αύτή είναι ή καλή μεριά τού προσώπου της; Αύτές ξέρουν πάντα. Χτύπημα στήν πόρτα. Τελευταία κίνηση γιά συγύρισμα. Κακαρακακάκ. Τί νά σκέφτονται, τάχ α, όταν άκούνε μουσική; Τρόπος γιά νά πιάνεις κροταλίες. Τό βράδυ πού ό Μάικλ Γκάν μάς παρεχ ώρησε τό θεωρείο του. Τό κούρδισμα τών μουσικών οργάνων. Τού Σάχ η τής Περσίας, αύτό ήταν τό μέρος πού τού άρεσε περισσότερο. Τού θύμιζε τό σπίτι του, σπιτάκι του. Σκούπισε τή μύτη του μέ τήν κουρτίνα, άπό πάνω. Μπορεί νά τό συνηθίζουν στήν πατρίδα του. Κι αύτό μουσική είναι. ’Όχ ι τόσο κακή όσο άκούγεται. Τουτουρουτουτού. Τά χ άλκινα, γαίδούρια πού γκαρίζανε μέ τίς μούρες ψηλά. Τά κοντραμπάσσα, τελείως άνήμπορα ζωντανά, μέ χ αίνουσες πληγές στά πλευρά. Τά ξύλινα πνευστά, άγελάδες πού μουγκάνιζαν. Τό πιάνο μέ τήν ούρά, στόμα άνοιχ τό σάν κροκόδειλος, μουσική μέ σαγόνια. ’Όνομα καί πράμα. ’Έδειχ νε όμορφη. Φορούσε τό χ ρυσαφί φόρεμά της, μέ χ αμηλό ντεκολτέ, τά ύπάρχ οντά της σέ κοινή θέα. Στό θέατρο, ή άνάσα της πάντα άρωματισμένη μέ γαρύφαλλο, όταν εσκυβε νά ρωτήσει κάτι. Τής ελεγα τί είπε ό Σπινόζα, σ’ εκείνο τό βιβλίο τού καημένου τού μπαμπά. Μέ άκουγε σάν υπνωτισμένη. Μέ τά μάτια τόσο μεγάλα. ’Έσκυβε. ‘Ένας τύπος στόν εξώστη είχ ε στυλωθεί νά τήν κοιτάζει άπό ψηλά μέ τά κυάλια τής όπερας. Γιά νά καταλάβεις τήν ομορφιά τής μουσικής πρέπει νά τήν άκούσεις δυό φορές. Γ ιά τή γυναίκα καί τή φύση φτάνει ενα άνοιγόκλεισμα τού ματιού. Ό Θεός εφτιαξε τή φύση καί ό άνθρωπος τή μουσική. Μέ τήν ψυχ ή σου έσύ. Φιλοσοφία. Βλακείες! ‘Όλοι φευγάτοι. ‘Όλοι πήραν τόν κατήφορο. Στήν πολιορκία τού Ρόςς επεσε ό πατέρας του, ολα τ’ άδέρφια του στό Κόρεύ. Στό Γουέξφορντ, είμαστε τά παιδιά τού Γουέξφορντ, θά μπορούσε κι αύτός. Μ’ αύτόν τελειώνει ή γενιά καί τ’ όνομά του. Κι έγώ, τελευταίος τής γενιάς μου. Ή Μίλλυ, νεαρός σπουδαστής. Ποιός ξέρει, ίσως δικό μου λάθος. Χωρίς γιό. Ό Ρούντυ. Πολύ άργά τώρα. Ποιός ξέρει; Ποιός ξέρει. Καί άν, παρ’ ολα αύτά; Δέν κρατούσε μνησικακία. Μνησικακία. ’Αγάπη. Αύτά είναι ονομασίες. Ό Ρούντυ. Σύντομα θά γεράσω. Ό Μπίγκ Μπέν ξετύλιγε τή φωνή του. ‘Υπέροχ η φωνή, είπε ό Ρίτσι Γκούλντινγκ, ένώ μιά αψάδα άντιμαχ όταν τήν ώχ ρότητά του, στραμμένος πρός τόν Μπλούμ, πού θά γερνούσε σύντομα, άλλά πού άκόμα ήταν νέος. Καί νά ή ’Ιρλανδία πού παρεμβάλλεται. Ή πατρίδα μου προηγείται τού βασιλιά μου. ’Ακούει. Ποιός φοβάται νά μιλήσει γιά τό εννιακόσια τέσσερα; Καιρός γιά άναχ ώρηση. ’Αρκετά είδα.
Εύλόγησόν με, πάτερ, είπε ό επαναστάτης Ντόλλαρντ. Εύλόγησόν με καί έπίτρεφόν μοι την άναχ ώρησιν. —
Τάκ. Ό Μπλούμ, μή εύλογηθείς, εριξε ενα τελευταίο βλέμμα, πρίν φύγει. Πολλά μπιχ λιμπίδια στό ντύσιμό του, γιά κάποιον μέ δεκαοχ τώ σελλίνια τήν εβδομάδα. ‘Υπάρχ ουν τύποι πού τόν ξοδεύουν τόν παρά. Πρέπει νά ’χ ει κανείς τά μάτια του δεκατέσσερα. Αύτά τά κορίτσια, αύτά τά όμορφα. Πλάι στά κύματα τής λυπημένης θάλασσας. Ή ρομαντική ιστορία μιάς χ ορεύτριας. Γ ράμματα πού διαβάστηκαν ενώπιον άκροατηρίου πρός άπόδειξιν άθετήσεως ύποσχ έσεως γάμου. ’Από τόν κανακάρη της στή ζαχ αρένια του. Γέλια στό δικαστήριο. Ό Χένρυ. Έγώ ούδέποτε τά ύπέγραψα. Τό ώραίο σας όνομα. Ή μουσική βούλιαξε, σκοπός καί λόγια. ‘Ύστερα εγινε ορμητική. Ό ψευδό-ιερέας μεταμορφώθηκε σέ στρατιώτη μέσα άπό τό θροίζον ράσο του. Λοχ αγός πολιτοφυλακής. Τό ξέρουν ολοι τους άπ’ εξω. Τούς γαργαλάει τή σκέψη τους. Λοχ αγός πολιτοφυλακής. Τακ. Τακ. ’Άκουγε συγκινημένη, σκύβοντας γιά ν’ άκούσει. ’Άδεια έκφραση στό πρόσωπό της. ’Έκφραση παρθένας, θά ελεγε κανείς, ή άπλά χ αίδολογημένης. Λευκή σελίδα, γιά νά γράψεις κάτι πάνω της. Τί άπογίνονται, άν δέν συμβεί αύτό; Κατάρρευση, άπογοήτευση. Αύτό τις διατηρεί νέες. Φτάνουν άκόμα νά θαυμάζουν τόν έαυτό τους. ’Άς δούμε. ’Άς παίξουμε μαζί της. Βάλε τά χ είλη πάνω στό δργανο. Τό σώμα μιάς λευκής γυναίκας, ζωντανός αύλός. Φύσα άπαλά. Πιό δυνατά. Τρεις τρύπες, ολες οί γυναίκες. Τή θεά δέν μπόρεσα νά τή δώ. Τό επιθυμούν, δέν είναι άπαραίτητο νά είναι κανείς ύπερβολικά εύγενής. Αύτή είναι καί ή αίτια πού αύτός τίς τουμπάρει. Χρυσάφι στήν τσέπη σου, θράσος στό πρόσωπό σου. Κοίταγμα μές στά μάτια` τραγούδι δίχ ως λόγια. Ή Μόλλυ μέ εκείνο τό άγόρι (Ιταλός) πού έπαιζε τή λατέρνα. Είχ ε μαντέψει τί εννοούσε όταν αύτός είπε ότι ή μαίμού ήταν άρρωστη. ’Ίσως επειδή έμοιαζαν τόσο πολύ μέ τά ισπανικά. Μέ αύτόν τόν τρόπο καταλαβαίνουν και τά ζώα. ‘Ο Σολομών τό είχ ε αύτό. Δώρο τής φύσεως. Κάποια μορφή έγγαστριμυθίας. Τά χ είλη μου κλειστά. Σκέφτομαι μέ τό στόμα. Τί; Θέλεις; Έσύ; Έγώ. Θέλω. Έσύ. Νά. Ό λοχ αγός, εκτός έαυτού, ξέσπασε σέ κατάρες. Κόντευε νά κρεπάρει άπό άποπληξία τό κάθαρμα. Καλά έκανες, άγόρι μου, κι ήρθες. “Εχ εις άκόμα μιάν ώρα ζωής, τήν τελευταία σου. Taκ τακ. Ηχ ητικές δονήσεις τώρα. Αισθάνονται οίκτο. ’Άς χ ύσουμε ενα δάκρυ γι’ αύτούς πού μαρτύρησαν. Γ ιά ολα όσα πεθαίνουν, πού έπιθυμούν, πού παθιάζονται μέχ ρι θανάτου, νά πεθάνουν. Γιά ολα όσα γεννιούνται. Τήν καημένη τήν κυρία Πιούριφού. Ελπίζω νά ξεμπέρδεψε. Επειδή οί μήτρες τους. ‘Ένας βολβός γυναικείου ματιού, γεμάτος ύγρό μήτρας, κοίταζε πίσω άπό τό φράχ τη τών βλεφαρίδων, ήρεμα, προσεχ τικά. Δές τήν πραγματική ομορφιά τού ματιού, όταν αύτή μένει
άμίλητη. Έκεί πέρα στόν ποταμό. Σέ κάθε άργό κυματισμό τού σατινένιου κόρφου της (τών κυματιστών θελγήτρων της) τό κόκκινο ρόδο της άνέβαινε άργά, τό κόκκινο ρόδο της βυθιζόταν. Ή άνάσα της στό ρυθμό τής καρδιάς της. Ή άνάσα της πού καθορίζει τή ζωή της. Καί ολοι οί ελάχ ιστοι, οί ελάχ ιστοι βόστρυχ οι τής παρθενικής της κόμης τρέμουν. ‘Όμως, κοίτα. Τ’ άπαστράπτοντα άστρα χ λωμιάζουν. ’Ώ, ρόδο! Καστίλλη. Τό πρωινό. Χά. Ό Λίντγουελλ. Γι’ αύτόν λοιπόν, όχ ι γιά. Ξετρελαμένος. Είμαι κι έγώ ετσι; Πάντως, τή βλέπω καλά άπό έδώ. Πώματα μπουκαλιών πού τινάζονται, πιτσιλίσματα άφρού μπύρας, πόστιασμα άδειων μπουκαλιών. Στή λεία κάνουλα τής πρέσσας τής μπύρας άκούμπησε ή Λύντια ελαφρά τό χ έρι της, άφράτο, άφήστε το σ’ εμένα. ‘Όλοι βυθισμένοι στόν οίκτο γιά τόν νέο επαναστάτη. Άπό, πρός` πρός, άπό. Πάνω στή γυαλιστερή κάνουλα (ξέρει ότι τά μάτια του, τά μάτια μου, τά μάτια της) ό δείχ της της καί ό άντίχ ειράς της περνούσαν γεμάτοι οίκτο` περνούσαν, ξαναπερνούσαν, άγγίζοντας άνάλαφρα, καί ύστερά γλιστρούσαν κυλώντας τόσο μαλακά, τόσο άργά, κατηφορίζοντας πρός ενα δροσερό σταθερό λευκό σμαλτωμένο μπαστούνι πού εξείχ ε άπό τή γλιστερή λαβή τους. Κακαρακακάκ. Καραρακακάκ. Τακ. τακ. Τακ. Έδώ είμαι ό άφέντης. Αμήν. ’Έτριξε, έξαλλος, τά δόντια του. Οί προδότες στήν κρεμάλα. Οί συγχ ορδίες συμφώνησαν. Βρωμοίστορία. ‘Όμως, επρεπε. Φύγε πρίν άπό τό τέλος. Εύχ αριστώ, ήταν θεσπέσιο. Νά βρώ τό καπέλο μου. Πέρασε δίπλα της. Μπορώ ν’ άφήσω έδώ τόν Ελεύθερο ’Άνθρωπο; Τό γράμμα τό εχ ω. ’Άν αύτή ήταν ή άλλη; ’Όχ ι. Περπάτα. Περπάτα. Περπάτα. Σάν τόν Κάσελ Μπόυλο ΚόννορΟ Κόυλο Τίστνταλλ Μώρις Τίστνταλλ Φάρελλ. Περπάάάάτα. Λοιπόν, έγώ πρέπει. Αλήθεια, φεύγεις; ’Άντε, γειά χ αρά. Ό Μπλμσκθκ. Πάνω άπό τής σίκαλης τούς γαλάζιους. Ό Μπλούμ σηκώθηκε. ’Ώχ , νιώθω ότι τό σαπούνι κόλλησε πίσω μου. Πρέπει νά ίδρωσε` μουσική. Νά θυμηθώ εκείνη τήν κολώνια. Λοιπόν, γειά χ αρά. Πίλοι πολ. Τό επισκεπτήριο είναι μέσα, ναί. Πλάι στόν κουφό Πάτ, πού στεκόταν στήν πόρτα μέ τό αύτί τεντωμένο, πέρασε ό Μπλούμ. Στούς στρατώνες Τζενίβα πέθανε εκείνος ό νεαρός. Στό Πάσσετζ θάψανε τό σώμα του. Ντολόρ! Αύτός Ντολόρες! Ή φωνή τού τραγουδιστή πού θρηνούσε καλούσε σέ θρηνητική προσευχ ή. Πλάι στό ρόδο, πλάι στόν σατινένιο κόρφο, πλάι στό χ αίδευτικό χ έρι, πλάι στά αποπλύματα, πλάι στ’ άδεια μπουκάλια, πλάι στά βγαλμένα πώματα, καλημερίζοντας στό διάβα του καί άφήνοντας πίσω του μάτια καί παρθενικές κόμες, χ αλκό καί ώχ ρό χ ρυσό, σέ βαθειά θαλασσινή σκιά, εφυγε ό Μπλούμ, ό μαλθακός Μπλούμ, ό νιώθω τόσο μόνος Μπλούμ. Τακ. τακ. Τακ. Προσευχ ηθείτε γι’ αύτόν, προσευχ ήθηκε ή μπάσα φωνή τού Ντόλλαρντ. Εσείς πού μέ άκούτε εν
ειρήνη. Προφέρετε, σάν άνάσα, μιά προσευχ ή, χ ύστε ενα δάκρυ, καλοί μου άνθρωποι, άγαθοι μου άνθρωποι. ΤΗταν ό νεαρός επαναστάτης. Κάνοντας τόν νεαρό επαναστάτη ύπηρέτη πού κρυφακούει στίς πόρτες ν’ άναπηδήσει, ό Μπλούμ στό κατώφλι τού προθαλάμου τού ’Όρμοντ άκουσε οχ λαγωγία καί βρυχ ηθμούς επιβραβεύσεων, επαινετικά χ τυπήματα σέ φαρδιές πλάτες, κρότους παπουτσιών, άπό παπούτσια πού δέν ήταν τά παπούτσια τού νεαρού. Γενική χ ορωδιακή άπόφαση’γιά νά τό γιορτάσουν μ’ ενα ποτηράκι. Ευτυχ ώς τό άπέφυγα. —
’Έλα, Μπέν, είπε ό Σίμων Ντένταλους. Θεέ μου, είσαι τόσο καλός, όσο ήσουν πάντα.
— Καλύτερος, είπε ό Τόμ Κέρναν. ‘Ορκίζομαι στήν ψυχ ή μου καί στήν τιμή μου, πώς δέν έγινε ποτέ μιά τόσο συγκλονιστική άπόδοση αύτής τής μπαλάντας. —
’Ίδιος ό Λαμπλάς, είπε ό πατήρ Κάουλεύ.
Ό ογκώδης Μπέν Ντόλλαρντ, χ ορτάτος άπό επαίνους καί έντονα τριανταφυλλοκόκκινος, τράβηξε χ ορευτικός πρός τό μπάρ, τά πόδια του μέσα σέ βαρειά παπούτσια, τ’ άρθριτικά του δάχ τυλα χ τυπώντας καστανιέτες στόν άέρα. Ό Μπίγκ Μπεναμπέν Ντόλλαρντ. Ό Μπίγκ Μπενμπέν. Ό Μπίγκ Μπενμπέν. Ρρρρ. Καί ολοι κατάβαθα συγκινημένοι, ενώ ό Σίμων σάλπιζε τήν τρυφεράδα του μέσα άπό τήν σάν βούκινο ομίχ λης μύτη του, ολοι γελώντας, τόν συνοδέυσαν μέχ ρι τό μπάρ, τόν Μπέν Ντόλλαρντ, σέ πραγματική αποθέωση. —
Λάμπεις ολόκληρος, είπε ό Τζώρτζ Λίντγουελλ.
Ή δίς Ντούς ταχ τοποίησε τό ρόδο της σέ άναμονή. — ’Αθάνατε Μπέν, είπε ό κ. Ντένταλους, δίνοντας ενα φιλικό χ τύπημα στή λιπαρή ώμοπλάτη τού Μπέν. Πάντα σέ φόρμα, παρ’ ολο πού έχ ει ενα στρώμα συσσωρευμένου λίπους κρυμμένο γύρω άπό τό σώμα του. Ρρρρρσσσσς. —
Τό λίπος τού θανάτου, Σίμωνα, γρύλλισε ό Μπέν.
Ό Ρίτσι, καημός λεπτός καί βαθύς, τής εταιρείας Γκούλντινγκ, Κόλλις καί Γουώρντ, καθόταν μόνος. ’Ανέμενε σέ αβεβαιότητα. Τό Ιδιο καί ό άκόμη άπλήρωτος Πάτ. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. Ή δίς Μίνα πλησίασε τά χ είλη της στό αύτί τού πρώτου ζυθοπότηρου.
—
Ό κ. Ντόλλαρντ, σιγομουρμούρισε.
—
Ντόλλαρντ, μουρμούρισε τό ζυθοπότηρο.
Τό πρώτο ζυθοπότηρο πίστευε` ή δίς Κένν, όταν αύτή` ότι αύτός ήταν ό Ντόλλ` αύτή κούκλα` τό ζυθοπότηρο. Μουρμούρισε πώς ήξερε τό όνομα. ’Ήθελε νά πει ότι τό όνομα τού ήταν γνώριμο. ’Ήθελε νά πει ότι είχ ε άκούσει τό όνομα τού Ντόλλαρντ, ετσι δέν τόν λένε; Ναί, Ντόλλαρντ. Ναί, είπαν τά χ είλη της πιό δυνατά, ό κύριος Ντόλλαρντ. Τραγούδησε τόσο όμορφα αύτό τό τραγούδι, μουρμούρισε ή Μίνα. Καί Τό τελευταίο ρόδο τού καλοκαιριού χ \ταν ενα τόσο όμορφο τραγούδι. Ή Μίνα τό άγαπούσε αύτό τό τραγούδι. Τό ζυθοπότηρο άγαπούσε τό τραγούδι πού ή Μίνα. Είναι μέ τό τραγούδι Τό τελευταίο ρόδο τού καλοκαιριού πού ό Ντόλλαρντ έπέτρεψε στόν Μπλούμ νά νιώσει μέσα του εναν άνεμο νά στροβιλίζεται. Γεμάτος άέρια αύτός ό μηλίτης, σέ στουμπώνει. Στάσου. Τό ταχ υδρομείο κοντά στού Ρουβήμ Τζ., ενα σελλίνι καί οχ τώ πέννες περισσότερο. Νά ξεμπερδεύουμε μέ αύτό. `’Ας κόψω δρόμο μέσ’ άπό τήν όδό Γκρήκ. Θά ήθελα νά μήν είχ α ύποσχ εθει νά συναντηθούμε. Πιό ελεύθερος χ ωρίς δέσμευση. Ή μουσική. Σέ επηρεάζει στά νεύρα. Ή κάνουλα τής μπύρας. Τό χ έρι της πού κουνάει τήν παιδική κούνια, αύτό κυβερνάει τόν. Ό Μπέν Χάουθ. Αύτό κυβερνάει τόν κόσμο. Μακριά. Μακριά. Μακριά. Μακριά. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ.. Κατά τήν άποβάθρα τράβηξε ό Λαίονελεοπόλδος, ό Χένρυ, τό άτακτο παιδί, μέ τό γράμμα γιά τή Μέηντυ, μέ τήν ήδονή τής αμαρτίας, μέ τίς δαντέλες γιά τόν Ραούλ, μέ τήν ψυχ ή σου έσύ, ό Πόλντυ συνέχ ισε τό περπάτημα. Τάκ, τάκ, βάδιζε ό τυφλός χ τυπώντας μέ χ τυπήματα τάκ, τάκ, τό πεζοδρόμιο, χ τυπώντας, τάκ, τάκ. Ό Κάουλεύ άποβλακώνεται μέ αύτό, ενα είδος μέθης. Είναι καλύτερα νά μήν προχ ωρήσει κανείς παρά μέχ ρι τά μισά, οπως τό κάνει καί μέ μιά παρθένα. Πάρε παράδειγμα τούς μουσικομανείς. “Ολο αυτιά. Νά μή χ άσουν ούτε ενα τριακοστό δεύτερο. Τά μάτια κλειστά. Τό κεφάλι νά μετράει τό ρυθμό. ’Αποχ αυνωμένοι. Νά μήν τολμάς νά κουνηθείς. Ή σκέψη άπαγορεύεται αύ-στηρά. Μιλώντας συνεχ ώς γιά τήν τρέλα τους. Φλυαρία γιά τίς νότες. Κι αύτός ενας τρόπος γιά έκφραση. Δυσάρεστο όταν σταματάει, γιατί ποτέ δέν ξέρεις έπακρ. Τό έκκλήσιαστικό δργανο στήν όδό Γκάρντινερ. Ό γερο-Γκλύνν, πενήντα χ ρυσές λίρες τό χ ρόνο. Θά αισθάνεται παράξενα έκεί πάνω στή σοφίτα όλομόναχ ος μπροστά στούς διαύλους, τά πεντάλ καί τά πλήκτρα. ‘Όλη μέρα καθισμένος μπροστά στό εκκλησιαστικό δργανο. Νά τρώγεται μέ τά ρούχ α του, ώρες ολόκληρες, νά μιλάει μόνος του ή στόν άλλο πού ρεγουλάρει τή φυσούνα πού στέλνει τόν άέρα στούς σωλήνες. ’Οργισμένο μούγγρισμα, ύστερα κραυγαλέες βλαστήμιες (θά επρεπε νά εβαζε στουπί, ή κάτι παρόμοιο, στόν άποτέτοιο του, όχ ι μή, φώναζε αύτή), υστέρα εντελώς ξαφνικά ενα απαλό πρρρού, ενα ισχ νό πρρρού, μιά ισχ νή επωδός άνέμου. _ ^
Πρρρουρρ! ‘Ένα πρρρούρρ, επωδός ίσχ νού άνέμου, πρρρούρρ, πρρρουρρ, στήν ισχ νή τρύ, πρρρουρρ, πριορουέρ τού Μπλούμ. — ’Ηταν έδώ; είπε ό κ. Ντένταλους, έπιστρέφοντας μέ τήν πίπα του. ’Ήμαστε μαζί σήμερα τό πρωί στήν κηδεία τού καημένου τού Πάντυ Ντίγκναμ… —
Άχ , ό Θεός άς τόν άναπαύσει.
—
Παρεμπιπτόντως, ύπάρχ ει μέσα εκεί ενα διαπασών, πάνω στό…
Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. —
Ή σύζυγός του εχ ει ώραία φωνή. ’Ή, τουλάχ ιστον, είχ ε. ’Έτσι; ρώτησε ό Λίντγουελλ.
— ’Ώ, αύτός πρέπει νά είναι ό χ ορδιστής είπα άμέσως μόλις τόν είδα, είπε ή Λύντια στόν Σιμωναλάιονελ, καί θά τό ξέχ ασε, όταν ήρθε. Τυφλός, είπα τή στιγμή πού τόν είδα, είπε στόν Τζώρτζ Λίντγουελλ. Καί νά παίζει τόσο ύπέροχ α. Μιά άπόλαυση νά τόν άκούς. ‘Υπέροχ η άντίθεση. Ή χ αλκολύντια, ή μιναχ ρυσή. —
Φώναξε! φώναξε ό Μπέν Ντόλλαρντ, σερβίροντας. Λέγε.
—
Αρκεί! φώναξε ό πατήρ Κάουλεύ.
Ρρρρρρ. Νιώθω πώς θέλω νά. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. —
Πολύ, είπε ό κ. Ντένταλους, στυλώνοντας τή ματιά του σέ μιά άκέφαλη σαρδέλα.
Κάτω άπό τόν κώδωνα-σκέπαστρο τών σάντουιτς καί πάνω στή νεκροθήκη άπό ψύχ α ψωμιού μιά τελευταία, μιά μόνη τελευταία σαρδέλα τού καλοκαιριού. Ό Μπλούμ μόνος. —
Πολύ, είπε, κοιτάζοντας έπίμονα. Καί πιό πολύ, στίς χ αμηλές νότες.
Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. Ό Μπλούμ πέρασε μπροστά άπό τού Μπάρρυ. Μακάρι νά μπορούσα. Περίμενε. ’Άν είχ α έκείνο τό φάρμακο, τόν θαυματοποιό. Είκοσι τέσσερις δικηγόροι μόνο σ’ αύτό τό κτίριο. “Ετοιμοι γιά δικαστικούς αγώνες. ’Αγαπάτε άλλήλους. Βουνά άπό χ αρτοσημασμένα έγγραφα. Οί κύριοι “Αρπα καί Τσέπωνε διαθέτουν τό δικαίωμα νά σέ εκπροσωπούν. Οί Γκούλντινγκ, Κόλλις καί Γουώρντ. “Ομως, πάρε γιά παράδειγμα αύτόν τόν τύπο πού χ τυπάει τό μεγάλο τύμπανο. Ή κλίση του: νά συμμετέχ ει στήν ορχ ήστρα τού Μίκυ Ρούνεύ. ’Αναρωτιέμαι πώς τόν χ τύπησε ή πετριά, άρχ ικά. Νά κάθεται σπίτι του υστέρα άπό τό γεύμα του μέ μάγουλα γουρουνίσια καί λάχ ανο, νά τό νταντεύει στήν πολυθρόνα. Νά κάνει πρόβες στό κομμάτι του στήν ορχ ήστρα. Ταρατζούμ. Ταρατατζούμ. Χαρά πού θά ’χ ει ή γυναίκα του. Γαίδουροτόμαρα. Τά χ τυπάνε όσο είναι ζωντανά, καί υστέρα νά
χ τυπάνε καί όταν έχ ουν ψοφήσει. Ταρατζούμ. Ταρατατζούμ. ’Ίσως νά είναι αύτό πού λένε φερετζές, ή καί κισμέτ. Ή μοίρα. Τάκ. Τάκ. “Ενας τυφλός έφηβος, μ’ ενα ραβδί πού χ τυπούσε, πλησίασε χ τυπώντας διερευνητικά πλάι στή βιτρίνα τού Ντέηλυ, οπου μιά σειρήνα, μέ κόμη πού έσταζε νερά (άλλά πού αύτός δέν μπορούσε νά δει), φύσαγε τουλίπες (τυφλός, οπως ήταν, δέν μπορούσε νά δει) άπό δροσερό καπνό μάρκας Σειρήνες. Μουσικά δργανα. Βάλε ενα φύλλο μέσα στήν παλάμη σου σέ σχ ήμα άχ ηβάδας καί υστέρα φύσα. ’Ακόμα καί μ’ ένα χ τένι καί χ αρτί περιτυλίγματος μπορείς νά παίξεις μιά μελωδία. Ή Μόλλυ τό έκανε στήν όδό Λόμπαρτ, φορώντας τό μεσοφόρι της καί τά μαλλιά ριγμένα στήν πλάτη. Φαντάζομαι πώς κάθε ένας στό επάγγελμά του έχ ει κι ένα διαφορετικό τρόπο γιά νά τό καταφέρνει. Οί κυνηγοί μ’ ένα κέρας. Κουουού. Μήπως έχ ετε τήν; Cloche. Sonnezla! ‘Ο βοσκός μέ τή φλογέρα του. Ό άστυφύλακας μέ τή σφυρίχ τρα του. Κλειδαριές καί κλειδιά. Ό καπνοδοχ οκαθαριστής! Ή ώρα είναι τέσσερις καί ολα ήσυχ άζουν! Κοιμηθείτε! “Ολα αύτά πάνε, έσβησαν τώρα. Τό τύμπανο; Ταρατατζούμ. Στάσου, ξέρω. Ό τελάλης, ό περιστασιακός κλητήρας τού Δήμου. Ό ψηλός Τζών. Γιά νά ξυπνάει τούς πεθαμένους. Μπούμ. Τόν Ντίγκναμ. Ό φουκαράς nominedomine. Μπούμ. Μουσική είναι κι αύτό. Θέλω νά πώ, ολα είναι μπούμ μπούμ μπούμ, αύτό πού λένε da capo. Πάντως, μπορεί κανείς νά τά άντιληφθεί, ’Άντε παλληκάρια, έν δυό, έν δυό, πάμε στήν παρέλαση. Μπούμ. Πρέπει, οπωσδήποτε. Πρρρρ. Τώρα, φαντάσου νά τό έκανα αύτό σ’ ένα επίσημο γεύμα. Απλώς, ζήτημα συνήθειας, ό Σάχ ης τής Περσίας. Πές μιά προσευχ ή μέ τήν άνάσα σου, χ ύσε ένα δάκρυ. Πάντως, θά πρέπει νά ήταν εκ γενετής ήλίθιος γιά νά μήν καταλάβει ότι ήταν λοχ αγός τής πολιτοφυλακής. Κουκουλωμένος μέχ ρι άπάνω. Αναρωτιέμαι, ποιός νά ήταν αύτός στήν κηδεία μέ τό καφέ άδιά. ’Ά, ή πόρνη τού σοκακιού. Μιά πόρνη πού έζεχ νε άπ’ τή βρώμα, φορώντας στραβά ένα μαύρο ψάθινο καπέλο ναυτικού, μέ γυαλιστερά μάτια, πλησίασε πρός τόν Μπλούμ, κατά μήκος τής προκυμαίας. ‘Όταν πρωτόειδε αύτή τήν αξιολάτρευτη μορφή. Ναί, είναι. Νιώθω τόσο μόνος. Βροχ ερή νύχ τα στό σοκάκι. Κέρας. Ποιός είχ ε τό; Αύτός τό είχ ε. Αύτή τό είδε. Έδώ, μακριά άπό τήν πιάτσα της. Ποιά είναι; Ελπίζω νά. Ψίτ, κύριε, θέλετε νά μού δώσετε τ’ άσπρόρουχ ά σας γιά πλύσιμο! Γνώριζε τή Μόλλυ. Μέ είχ ε άναγνωρίσει. Μιά γυναίκα εύσωμη, μαζί σας, μέ καφέ φουστάνι. Αύτό σέ κάνει νά τά χ άνεις. ’Εκείνο τό ραντεβού πού κανονίσαμε. Γνωρίζοντας ότι εμείς ποτέ, ή, τέλος πάντων, σχ εδόν ποτέ. Πολύ κοντά στό σπίτι μου σπιτάκι μου καί φτωχ οκαλυβάκι μου. Μέ κοιτάζεις, δέν μέ κοιτάζεις; Σάν σκιάχ τρο, όταν τήν κοιτάζεις στό φώς τής μέρας. Ή φάτσα της σάν μισοκαμένο κερί, ό διάολος νά τήν πάρει! Τί νά κάνει, πρέπει κι αύτή νά ζήσει, οπως ολοι μας. Κοίτα άπό τήν άλλη μεριά. Μπροστά στή βιτρίνα τού παλαιοπωλείου Λάιονελ Μάρκ, ό ύπερόπτης Χένρυ Λέων Λεοπόλδος, ό άγαπητός Χένρυ Φλάουερ, ό επιμελής κ. Λεοπόλδος Μπλούμ έστεκε φάτσα σ’ ενα κηροπήγιο, σ’ ενα άκκορντεόν, πού μύριζε ξυνίλα άπό τά φυσερά του πού τά είχ αν φάει τά σκουλήκια. Τιμή ευκαιρίας: εξι σελλίνια. Μπορεί νά μάθω νά παίζω. Φτηνό. ’Άφησέ την καλύτερα νά περάσει. Βέβαια, ό,τι κανείς δέν χ ρειάζεται, είναι πανάκριβο. Αύτό κάνει τόν καλό έμπορο. Νά σέ κάνει ν’ άγοράσεις ό,τι θέλει αύτός νά σού πουλήσει. Εκείνος ό τύπος πού μ’ έπεισε ν’ άγοράσω τό σουηδικό ξυράφι, μέ τό οποίο μέ ξύρισε. ’Ήθελε νά μέ χ ρεώσει καί γιά τό άκόνισμα πού τού εκαμε. Τώρα περνάει πίσω μου. ‘Έξι σελλίνια.
Μπορεί νά φταίει ό μηλίτης, ή καί τό κρασί τής Βουργουνδίας. Κοντά στόν κοντινό χ αλκό, κοντά στόν άπόμακρο χ ρυσό, γαλαντόμοι καί άνοιχ τόκαρδοι, τσούγκρισαν μέ θόρυβο τά ποτήρια τους, εμπρός άπό τό δελεαστικό τελευταίο ρόδο τού καλοκαιριού τής χ άλκινης Λύντιας, τού ρόδου τής Καστίλλης. Πρώτα ό Λύντ, ό Ντέ, ό Κάου, ό Κέρ, ό Ντόλλ, μιά πεντάδα. Ό Λίντγουελλ, ό Σί Ντένταλους, ό Μπόμπ Κάουλεύ, ό Κέρναν καί ό Μπίγκ Μπέν Ντόλλαρντ. Τάκ. ‘Ένας νεαρός μπήκε στόν έρημο προθάλαμο τού ’Όρμοντ. Ό Μπλούμ εξέταζε τό πορτραίτο ένός γαλαντόμου ήρωα στή βιτρίνα τού Λάινελ Μάρκ. Οί τελευταίες λέξεις τού Ρόμπερτ ’Έμμετ. Οί επτά ύστατες λέξεις. Τού Μέγιερμπερ είναι. —
Θαρραλέοι άνθρωποι, οπως έσείς.
—
Ναί, ναί, Μπέν.
—
Θά ύψώσουν τά ποτήρια τους μέ τά δικά μας.
Τά ύψωσαν. 1 σινκ. 1 σανκ. Τίκ. ‘Ένας τυφλός έφηβος, πού δέν τόν είδαν, έστεκε στήν πόρτα. Δέν εβλεπε τόν χ αλκό. Δέν εβλεπε τόν χ ρυσό. Ούτε τόν Μπέν, ούτε τόν Μπόμπ, ούτε τόν Τόμ, ούτε τόν Σί, ούτε τόν Τζώρτζ, ούτε τά ζυθοπότηρα, ούτε τόν Ρίτσι, ουτε τόν Πάτ. Χί, χ ί, χ ί, χ ί. Δέν εβλεπε. Ό θαλασσομπλούμ, ό Γλοιώδηςμπλούμ, εξέταζε τίς τελευταίες λέξεις. “Ηρεμα. ‘Όταν ή πατρίδα μου πάρει τή θέση της άνάμεσα. Πρρπρρ. Πρέπει νά φταίει τό κρασί της Βουργ. Φφφφ. Οοο. Ρρρπρ. Στά εθνη τής γής. Κανένας πίσω μου. Αύτή πέρασε. Τότε καί μόνο τότε. Τράμ. Κράν, κράν, κράν. Εύκαιρία τώρα. ’Αμόλα την, κρανκρανκράν. Είμαι βέβαιος πώς φταίει τό κρασί τής Βουργουνδίας. Ναί. Μία, δύο. ’Άς γραφεί. Καράααααα. Στόν επιτάφειό μου. Έγώ. Ππρρπφφρρππφφφ. Τελείωσα.
12. ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΠΕΡΝΑΓΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΜΟΥ, εκειδά στή γωνία τού δρόμου πού πάει κατά τόν λόφο ’Άρμπουρ, κουβεντιάζοντας μέ τό γεροΤρόυ τής μητροπολιτικής αστυνομίας τού Δουβλίνου καί, νά τόν πάρει ό διάολος καί νά τόν σηκώσει, νά σου καί περνάει ενα μαλάκας καπνοδοχ οκαθαριστής καί παρά τρίχ α νά μού χ ώσει τή βούρτσα του στό μάτι. Γύρισα νά τού πώ δυό τρεις ξηγημένες κουβέντες, γιά νά πάρει χ αμπάρι πόσο παλιομαλάκας ήτανε, καί ποιόν νομίζεις πώς βλέπω νά κοπροσκυλάει μπροστά στό Στόνυ Μπάττερ; Τόν Τζό Χάινς. — Γειά σου, ρέ Τζό, τού λέω. Τί χ αμπάρια; Τόν είδες αύτόνα τόν παλιομαλάκα τόν καπνοδοχ οκαθαριστή, πού κόντεψε νά μού βγάλει τό μάτι μέ τή βούρτσα του; — Ή καπνιά φέρνει γούρι , λέει ό Τζό. Ποιό ήταν εκείνο τό γέρικο κουμάσι πού συζήταγες μαζί του; — Ό γερο-Τρόυ, τού λέω, πού εκανε μερικά φεγγάρια στό Σώμα. Δέν είμαι άκόμα σίγουρος άν θά τού κάμω μήνυση αύτού τού τύπου γιά παρεμπόδιση τής κυκλοφορίας, μέ τίς σκούπες του καί τίς σκάλες του. —
Καί τί γυρεύεις κατά τά μέρη μας; λέει ό Τζό.
— Πού νά σ’ τά λέω, λέω έγώ. Έδώ παρακάτω, στήν εκκλησία τού στρατώνα, στή γωνία τής όδού Τσίκεν, υπάρχ ει κάποιος παμπόνηρος άρχ ικλέφταρος — ό γερο-Τρόυ τώρα δά μού εδινε μερικές πληροφορίες γιά δαύτονε — πού προμηθεύτηκε μιά ποσότητα τσαγιού καί ζάχ αρης, όσο ζυγιάζει κι ό ίδιος, καί πού είπε ότι θά πλήρωνε τρία σελλίνια τήν έβδομάδα γιά νά τά ξεπληρώσει, καί δήλωσε ιδιοκτήτης ένός χ τήματος στήν έπαρχ ία Ντάουν, άπό κάποιο άνθρωπάκι πού λέγεται Μωυσής Χέρτζογκ, έκεί πέρα στήν όδό Χέυτσμπουρυ. —
Περιτομημένος! λέει ό Τζό.
— ’Όπως τό λές, λέω έγώ. Τού έχ ουνε ψαλιδίσει κομμάτι τό τσουνί. Είναι ενας γερούδραυλικός, ονομαζόμενος Γκέρατυ. Πάνε τώρα καμιά δεκαπενταριά μέρες πού τόν εχ ω πάρει στό κυνήγι, άλλά δέν κατάφερα νά τού ξεκολλήσω μήτε δεκάρα. —
Αύτή τή δουλειά κάνεις τώρα στά στερνά; λέει ό Τζό.
— Ναί, λέω έγώ. ’Άχ , πώς καταντήσανε οί λεβέντες! Είσπράχ τορας επισφαλών καί άμφιβόλων άπαιτήσεων. ‘Όμως, αύτός έδώ, μέ τά σημάδια στή βλογιοκομμένη μούρη του, πού θά μπορούσαν νά χ ωρέσουν τά νερά μιάς μπόρας, είναι ό μεγαλύτερος άπατεώνας πού μπορεί νά συναντήσει κανείς. Πήγαινε νά τού πεις, μού λέει, ότι τόνε προκαλώ, μού ξαναλέει, καί τόνε ξαναπροκαλώ, νά σέ ματαστείλει κατά έδώ, καί άμα τό κάμει, μού λέει, θά τόν τραβήξω στά δικαστήρια, μά τήν πίστη μου, ετσι θά κάμω, επειδή κάνει τόν έμπορα χ ωρίς νά ’χ ει άδεια. Καί όταν τό είπα αύτό στόν άλλο, έγινε μπαρούτι. Χριστέ μου, δέν μπορούσα νά κρατήσω τά γέλια μου, όταν ειδα τόν τσιφούτη ν’ αφρίζει άπό τό κακό του. Πίνει τά τσάγια μου. Τρώει τίς ζάχ αρές μου, άπό πάνω. Γιατί δέν μού ξεπληρώνει τά λεφτά μου;
Διά μή ύποκείμενα εις φθοράν εμπορεύματα, πωληθέντα ύπό τού Μωυσέως Χέρτζογκ, 13, οδός ‘Αγίου Κέβιν, τής συνοικίας τής άποβάθρας Γούντ, έμπορον, εφεξής άποκαλούμενον ό πωλητής, καί άγορασθέντα καί παραδοθέντα εις τόν άξιότιμον κύριον Μάικλ Έ. Γκέρατυ, 29, λόφος ’Άρμπουρ, τής πόλεως τού Δουβλίνου, τής συνοικίας τής άποβάθρας ’Άρραν, εφεξής άποκαλούμενον ό άγοραστής, τουτέστιν, πέντε λίβρας τείου πρώτης διαλογής πρός τρία σελλίνια τήν λίβραν, καί τεσσαράκοντα δύο λίβρας κρυσταλλικής σακχ άρεως, πρός τρεις πέννας τήν λίβραν, ό ρηθείς άγοραστής οφείλει εις τόν ρηθέντα πωλητήν διά τήν άξίαν τών εμπορευμάτων τό ποσόν μίας λίρας, πέντε σελλινίων καί έξι πεννών. Τό ώς άνω ποσόν θέλει καταβληθή άπό τόν ρηθέντα άγοραστήν εις τόν ρηθέντα πωλητήν εις εβδομαδιαίας δόσεις, άνά έκάστην έβδόμην ήμερολογιακήν ήμέραν, έκάστης δόσεως εκ τριών σελλινίων καί ούδεμίας πέννας. Τά ρηθέντα, μή ύποκείμενα εις φθοράν εμπορεύματα, κατ’ ούδένα τρόπον θέλουσιν ένεχ υριασθή ή δοθή ή άλλοτριωθή ύπό τού ρηθέντος άγοραστού, άλλά δέον οπως ταύτα παραμείνωσιν εις τήν άποκλειστικήν κυριότητα καί νομήν τού ρηθέντος πωλητόύ, ινα ούτος διαθέση αύτά κατά τήν επιθυμίαν αύτού, μέχ ρις οριστικής έξοφλήσεώς των ύπό τού ρηθέντος άγοραστού, ώς τούτο ρητώς συνομολογείται έν τώ παρόντι, άφ’ ένός μεταξύ τού ρηθέντος πωλητού, τών κληρονόμων, διαδόχ ων, άντιπροσώπων καί έχ όντων πάν νόμιμον δικαίωμα, καί ά,φ’ έτέρου τού ρηθέντος άγοραστού, τών κληρονόμων, διαδόχ ων, άντιπροσώπων καί έχ όντων πάν νόμιμον δικαίωμα. —
Είσαι έναντίον τού οινοπνεύματος; λέει ό Τζό.
—
Δέν πίνω τίποτα άνάμεσα στά ποτά μου, λέω έγώ.
—
Τί θά ’λεγες άν ύποβάλαμε τά σέβη μας στό φίλο μας; λέει ό Τζό.
—
Ποιόν; λέω έγώ. Σίγουρα θά βρίσκεται στό τρελάδικο, ό φουκαράς.
—
Πίνοντας τό δικό του χ αρμάνι; λέει ό Τζό.
—
Ναί, λέω έγώ. Ό συνδυασμός ούίσκυ καί νερού τόν βάρεσε στό κεφάλι.
—
Πάμε τότε στού Μπάρνεύ Κιέρναν, λέει ό Τζό. Θέλω νά δώ τόν πολίτη.
—
’Άς γίνει τό λοιπόν κι έίσι, λέω εγώ, πάμε στού Κιέρναν. Τίποτα όίλλο συνταραχ τικό, Τζό;
—
Δέν τρέχ ει τίποτα, λέει ό Τζό. ’Ήμουνα στή συγκέντρωση στό Σίτυ Άρμς.
—
Τί γινότανε έκεί πέρα, Τζό; λέω έγώ.
— Ζωέμποροι γιά τήν αρρώστια τού αφθώδους πυρετού, λέει ό Τζό. Θέλω νά δώσω μερικές πληροφορίες στόν πολίτη γι’ αύτό τό ζήτημα. Κι έτσι κάναμε τή βόλτα γύρω άπό τά στρατιωτικά παραπήγματα Λάινενχ ωλλ καί τήν πίσω μεριά τού δικαστηρίου, συζητώντας γιά τό ενα καί γιά τό άλλο. Εντάξει τύπος ό Τζό, όταν είναι κονομημένος, όμως σχ εδόν πάντα είναι άδέκαρος. Μά τό Χριστό, δέν μπορούσα νά ξεχ άσω εκείνον τόν άπατεώνα τόν Γκέρατυ, τήν άρπάχ τρα. Επειδή κάνει τόν έμπορα δίχ ως άδεια, άκου κουβέντα πού είπε. Εις τό Ίνισφάιλ τό ευειδές υπάρχ ει χ ώρα, άποκαλούμενη χ ώρα τού ίερού Μίτσαν. Ύψούται έκεί
πύργος βίγλα, τόν οποίον άντιλαμβάνεται κανείς μακρόθεν. Έκεί κοιμώνται οί δυνατοί νεκροί, ώς έκοιμώντο καί κατά τήν διάρκειαν τής ζωής των, πολέμαρχ οι καί πρίγκηπες, έν τή δόξη τών έργων των. Άληθώς, αύτή είναι χ ώρα μέ εύκρατον κλίμα καί ρέοντα υδατα, ρυάκια γέμοντα ιχ θύων, οπου χ αριεντίζονται ό έρυθρίνος, ή γλώσσα, ό λευκίσκος, ή ψήσσα, ό καμπούρης βακαλάος, ό σολομός, ή ρίνη, τό σαλάχ ι, ό κίθαρος καί γενικώς τό πλήθος τών άλλων άσήμαντων ιχ θύων, καί άπαντες οί κάτοικοι τού βασιλείου τών ύδάτων, όντες πολυάριθμοι, ώστε νά τούς άπαριθμήσει κανείς εναν πρός εναν. Εις τάς άπαλάς αύρας τής δύσεως καί τής άνατολής, τά υπερήφανα δένδρα κυματίζουν τά έπίλεκτα φυλλώματά των πρός τά τέσσερα σημεία τού όρίζοντος, ή ευωδιαστή συκομορέα, ό κέδρος τού Λιβάνου, ό εξυμνηθείς πλάτανος, ό ευγενικός εύκάλυπτος, καί τ’ άλλα κοσμήματα τού φυτικού κόσμου, μέ τά όποια είναι διάσπαρτος ή περιοχ ή αύτή. Χαριέσταται παρθένοι κάθονται εις τήν ρίζαν τών ώραίων αύτών δένδρων καί άδουν τά ώραιότερα τών άσμάτων, ενώ παίζουν μέ τά ώραιότερα τών πραγμάτων, οπως ράβδοι χ ρυσού, άσημόψαρα, βαρέλια πλήρη άριγγών, άρπάγες διά χ έλια, μουρούνες, πανέρια μέ μικρόψαρα, πορφυρά θαλασσινά πετράδια καί παιχ νιδιάρικα έντομα. Καί οί ήρωες προσέρχ ονται άπό μέρη μακρινά, ίνα άποσπάσουν τήν εύνοιά των, άπό τής Έμπλάνης μέχ ρις τού Σλίβμαρτζυ, οί άσύγκριτοι πρίγκηπες τού άδουλώτου Μύνστερ, τού δικαίου Κόννωτ καί τού βελουδίνου Λάινστερ ετι δέ καί άπό τήν χ ώρα τού Κρουάχ αν καί τού Άρμά τού ύπερόχ ου, καί τής εύγενικής περιοχ ής τού Μπόυλ, πρίγκηπες, υιοί βασιλέων. Καί όρθούται έκεί λαμπρόν άνάκτορον, τού όποιου τήν κρυσταλλίνην άστράπτουσαν στέγην άτενίζουν οί ναυτικοί, όσοι άρμενίζουν εις τήν άπέραν-τον θάλασσαν μέ πλεούμενα σχ εδιασμένα είδικώς πρός τόν σκοπόν αύτόν, καί πρός τά έκεί καταφθάνουν ολα τά κοπάδια καί τά θρεφτάρια καί τά πρώτα φρούτα αυτής τής χ ώρας, έπειδή ό Ο’Κόννορ Φίτζιμον δικαιούται φόρου έξ αύτών, καπετάνιος αύτός, έκ γενεάς καπετάνιων. Τεράστιαι αμαξαι φέρουν πρός τά έκεί τά φρούτα τής γής, πανέρια γεμάτα κουνουπίδια, σωρούς τό σπανάκι, τεμαχ ισμένους ανανάδες, φασόλια τής Ραγκούν, καντάρια οί τομάτες, βαρέλια τά σύκα, αυλακιές τά γογγύλια τής Σουηδίας, στρογγυλά γεώμηλα καί αρμαθιές έκ ποικίλων λαχ ανικών τής Ύόρκης καί τής Σαβοίας, καί δίσκους μέ κρεμμύδια, μαργαριτάρια τής γής, καί κάνιστρα μέ μανιτάρια καί χ οντρόφλουδα κολοκύθια, καί καλοθρεμμένο αρακά καί κριθάρι καί άγριολάχ ανα καί κόκκινα πράσινα κίτρινα καστανόξανθα γλυκά μεγάλα στυφά άφράτα πιτσιλωτά μήλα καί πανέρια μέ φράουλες καί χ οντρόρωγα διάφανα φραγκοστάφυλα καί άγριοστάφυλα αντάξια πριγκήπων καί βατόμουρα εις τό κλαδί. Τόν προκαλώ, λέει αύτός, καί τόν ξαναπροκαλώ. Κάνε πώς ερχ εσαι κατά έδώ, Γκέρατυ, διακεκριμένε κλέφταρε τών μεγάλων δρόμων! Καί διά τής αύτής όδού καταφθάνουν άναρίθμητα κοπάδια μέ τά κουδούνια τους καί ογκώδεις πρωτόγεννες προβάτες, κριάρια πρωτοκούρευτα, αρνιά, φθινοπωρινές χ ήνες, νεαρά βόδια, φοράδες πού χ λιμιντρίζουν, μοσχ αράκια, πρόβατα άκούρευτα καί μανάρια, κι ελάφια άπό τό Κάφφ καί ζώα άκατάλληλα πρός άναπαραγωγήν, ετοιμόγεννες γουρούνες, γουρούνια γιά μπέηκον καί οί πιό διαφορετικές καί εκλεκτές ποικιλίες χ οίρων, δαμάλες άπό τήν κομητεία ’Άνγκας, καί μοσχ αράκια ράτσας μαζί μέ βραβευμένες άγελάδες πρός παραγωγήν γάλακτος καί βόδια` κι άκούει κανείς έκει άδιάκοπα ποδοβολητά, κακαρίσματα, μουγκρητά, βελάσματα, μουγκανητά, γρυλλίσματα, φρουμίσματα, ρονρονίσματα, γουργουρίσματα, μηρυκάσματα προβάτων καί χ οίρων καί βαρύηχ ων άγελάδων, πού έπιστρέφουν άπό τά βοσκοτόπια τού Λάς καί τού Ράς καί άπό τό Κάρρικμαίντς καί τίς λουσμένες μέ τρεχ ούμενα νερά κοιλάδες τού Θόμοντ, τούς βάλτους τού άπροσίτου ΜακΓκλίνακτυ καί έκ τού άπύθμενου καί έπιβλητικού ποταμού Σάννον καί τάς επικλινείς κλιτύς τού λίκνου τής φυλής τού Κίαρ, μέ τά μαστάρια τους τσιτωμένα άπό τό
ύπεράφθονο γάλα, καί τέλος βαρέλια μέ βούτυρο καί πρωτόγαλα καί καρδάρες καί τουλούμια καί μεζούρες μ’ εκλεκτό σιτάρι καί επιμήκη αυγά, χ ιλιάδες καί χ ιλιάδες, σέ μεγέθη διαφορετικά καί εις τό χ ρώμα τού άχ άτη καί τού κεχ ριμπαριού. Κι ετσι μπήκαμε στού Μπάρνεύ Κιέρναν καί βέβαια νά σου εκεί μέσα καθισμένος ό πολίτης στή γωνιά του, κουβεντιάζοντας μέ τόν έαυτό του καί μ’ εκείνο τό ψωριάρικο τό μπασταρδόσκυλό του, τόν Γκαρρυόουεν, περιμένοντας γιά ό,τι θά τού ρίχ νανε οί ουρανοί στόν καταπιώνα του εν είδει πιοτού. — Νά τος, λέω έγώ, στή δοξασμένη τρύπα του μέ τήν τσότρα του τό ούίσκυ του καί μιά στοίβα χ αρτιά, δουλεύοντας γιά τή μεγάλη ιδέα. Τό αναθεματισμένο τό κωλόσκυλο εβγαλε άπό τά σπλάχ να του τέτοιο γρύλλισμα, πού μπορούσε νά σέ κάνει ν’ άνατριχ ιάσεις. Θά ήταν εύχ ής έργο, οπως λένε, άν βρισκόταν κάποιος νά τό ξεπαστρέψει. Μου είπαν, κι είναι άλήθεια αύτό, ότι κάποτε στό Σάντρυ είχ ε καταπιεί ενα μεγάλο κομμάτι ά` πό τό παντελόνι ένός άστυφύλακα πού είχ ε έρθει κρατώντας ενα γαλάζιο χ αρτί σχ ετικό μέ μιά άδεια. —
Άλτ, τίς εί; λέει αύτός.
—
Τάξη καί άσφάλεια, πολίτη, λέει ό Τζό. Φίλοι.
—
Οί φίλοι νά περάσουν, λέει αύτός.
“Υστερα τρίβει τό μάτι μέ τό χ έρι του καί λέει: —
Τί γνώμη έχ ετε γιά τήν κατάσταση;
Τό έπαιζε πειρατής καί λήσταρχ ος τών όρέων. “Ομως, νά μέ πάρει ό διάολος καί νά μέ σηκώσει, ό Τζό τά ’βγάλε πέρα μιά χ αρά στήν περίσταση. — Νομίζω πώς ή άγορά τραβάει τόν άνήφορο, τού λέει, γλιστρώντας τό χ έρι του άνάμεσα στά σκέλια του. Κι ετσι, μά τήν πίστη μου, ό πολίτης χ τυπάει τό χ έρι του πάνω στό μερί του καί λέει: —
Οι ξένοι πόλεμοι φταίνε γι’ αύτό.
Καί λέει ό Τζό χ ώνοντας τόν άντίχ ειρά του στήν τσέπη του: —
Οί Ρώσσοι τό πάνε ντουγρού-ντουγρού νά τυραννήσουνε τόν κόσμο.
— Ούφ, Τζό, λέω έγώ, σταμάτα αύτές τίς φλυαρίες, γιατί τό λαρύγγι μου εχ ει ξεραθεί άπό τή δίψα. —
Λοιπόν, κατονόμασέ το, πολίτη, λέει ό Τζό.
—
Τό εθνικό μας ποτό, άποκρίνεται αύτός.
—
Κι έσύ τί θά πάρεις; λέει ό Τζό.
—
Παρομοίως, Μακ’Ανάσπεύ, λέω έγώ.
—
Τρία ζυθοπότηρα, Τέρρυ, λέει ό Τζό. Καί άπό ύγεία πώς τά πάμε, πολίτη; λέει.
— Ποτέ δέν ήμουνα καλύτερα, μιά χ αρά, λέει αύτός. Γκάρρυ, τί γίνεται; Θά πάρουμε ποτέ τ’ άπάνω, ε; Καί πάνω σ’ αύτό αρπάζει τόν φίλο του, τό κωλόσκυλο, άπό τό πετσί τού σβέρκου του καί, μά τό Χριστό, παρά λίγο νά τόν στραγγαλίσει. Τό άτομον; τό καθήμενον έπί τεραστίου ογκολίθου παρά τούς πόδας κυκλικού τίνος πύργου, ήτο ήρως μέ φαρδείς ώμους, τεράστιον στήθος, ρωμαλέα μέλη, ειλικρινείς οφθαλμούς, κόμην χ ρώματος ξανθού καί έρυθρού, πλήθος φακίδων, πυκνά γένεια, πελώριον στόμα, τεραστίαν μύτην, μακράν κεφαλήν, βαθείαν φωνήν, γυμνά γόνατα, χ αλύβδινον γρόνθον, τριχ ωτούς πόδας, πρόσωπον ερυθρόν, μυώδεις βραχ ίονας. ’Από τού ένός μέχ ρι τού άλλου ώμου ήδύνατό τις νά μετρήσει άπόστασιν πολλών πήχ εων, καί τά γόνατα αύτού, παρόμοια μέ βραχ ώδη δρη, καθώς καί ολα τά άκάλυπτα αύτού μέλη, έκαλύπτοντο εκ πυκνών, μυτερών καί αγρίων τριχ ών, όμοιων κατά τό χ ρώμα καί τήν σκληρότητα πρός τήν μαυρόρραχ ον άφάνα τών όρέων, τόν ράχ ον τόν Εύρωπαίον (Ulex Europeus). Παρόμοιαι άγκαθεραί καί χ ρώμα τισταί τρίχ ες προέβαλον καί εκ τών τεραστίων ρωθώνων του, τών οποίων αι σκοτειναί κοιλότητες διέθετον τόσον ίκανάς διαστάσεις, ώστε εις τό εσωτερικόν κορυδαλλός ήδύνατο άνέτως νά έγκαταστήσει τήν φωλεάν του. Οί οφθαλμοί αύτού, έντός τών όποιων τό δάκρυ καί τό χ αμόγελον διεκδικούσαν άδιακόπως τήν νίκη, διέθετον τάς διαστάσεις λαχ ανώδους κράμβης ίκανού μεγέθους. ’Ισχ υρός πίδαξ θερμού άτμού έξήρχ ετο κατά κανονικά διαστήματα έκ τού σπηλαίου τού στόματός του, ενώ τό ρυθμικόν ρωμαλέον σφυροκόπημα τής φοβέρας αύτού καρδίας έβρόντα ώς μπουμπουνητόν καί ύπό τήν επήρειαν τού κρότου ή κορυφή τού ύψηλού πύργου καί ακόμη καί τά υψηλότερα τοιχ ώματα τού σπηλαίου έδονούντο καί έτρεμον. ’Έφερεν μακρύν χ ιτώνα ανευ χ ειρίδων, έκ δέρματος νεοεκδαρέντος βοός, οστις έπιπτε μέχ ρις τών γονάτων του ώς σκωτική φούστα καί ή μέση αύτού ήτο έσφιγμένη διά κεστού έκ σπάρτων καί καλαμιών. ‘Υπό τούτον έφόρη περισκελίδα έκ δέρματος έλάφου, έρραμμένην άτέχ νως διά νεύρων ζώων. Οί πόδες του ήσαν καλυμμένοι δ^ ύψηλών περικνημίδων Μπάλμπριγκαν, αιτινες ειχ ον βάφει δι’ έρυθράς λειχ ήνος, ενώ τά πέλματα αύτού έπροστατεύοντο μέ τσαρούχ ια έκ δέρματος μόσχ ου, άποξηραμένου εις αλας, μέ δεσίματα κατεσκευασμένα έκ τού λάρυγγος τού αύτού ζώου. Έκ τής ζώνης αύτού έκρέματο κομβολόγιον έκ βοτσάλων, τά όποια εις πάσαν κίνησιν τού έπιβλητικού σκελετού αύτού έχ όρευον, καί έπ’ αύτών ήσαν ζωγραφισμένοι διά βαρβαρικής, άλλά καί εντυπωσιακής τεχ νοτροπίας, αί άποτρεπτικαί μορφαί τής φυλής του, ’Ιρλανδοί ήρωες, άρχ αίαι ήρωίδες, ό Κιούτσυλιν, ό Κόνν τών εκατό μαχ ών, ό Νίλ τών έννέα ομήρων, ό Μπράιαν τού Κινκόρα, οί ’Άντρι Μάλλαχ αν, ό ’Άρ ΜακΜάρρα, ό Σέιν Ο’Νήλλ, ό πατήρ Τζών Μέρφυ, ό ’Όουεν Ρόου, ό Πάτρικ Σάρσφιλντ, ό έρυθρός Χιού Ο’Ντόννελλ, ό ερυθρός Τζίμ ΜακΝτέρμοττ, ό Σόγκαρθ ’Ήαν Ο’Γκράουνεύ, ό Μάικλ Ντουάιαρ, ό Φράνσυ Χίγγινς, ό Χένρυ Τζόυ ΜακΚράκεν, ό Γολιάθ, ό Χόρας Γουίτλεύ, ό Τόμας Κόννεφφ, ή Πέγκ Γούφφινγκτον, ό Σιδηρουργός τού Χωριού, ό Καπετάνιος Σεληνόφως, ό Λοχ αγός Μπόυκοττ, ό Ντάντε Άλιγκιέρι, ό Χριστόφορος Κολόμβος, ό Σ. Φούρσα, ό “Αγιος Μπρένταν, ό Στρατάρχ ης ΜακΜαόν, ό Καρλομάγνος, ό Θίομπλαντ Γούλφ Τόουν, ή Μητέρα τών Μακκαβαίων, ό Τελευταίος τών Μοίκανών, τό Ρόδο τής Καστίλλης, ό ’Άνθρωπος γιά τό Γκάλγουεη, ό ’Άνθρωπος πού τίναξε τήν μπάνκα τού καζίνου τού Μοντεκάρλο,
ό ’Άνθρωπος τής Χαράδρας, ή Γυναίκα Πού Δέν, ό Μπένζιαμιν Φρανγκλίνος, ό Ναπολέων Βοναπάρτης, ό Τζών Λ. Σάλλιβαν, ή Κλεοπάτρα, ό Σαβουρήν Ντήλις, ό ’Ιούλιος Καίσαρ, ό Παράκελσος, ό Σέρ Τόμας Λίπτον, ό Γουλλιέλμος Τέλλος, ό Μιχ αήλ “Αγγελος, ό Χέις, ό Μωάμεθ, ή Μνηστή τού Λαμμερμούρ, ό Πέτρος ό Ερημίτης, ό Πέτρος ό Παραβάτης, ή Μελαχ ρινή Ρόζαλιν, ό Πάτρικ Γ. Σαίξπηρ, ό Μπράιαν Κομφούκιος, ό Μέρτα Γουτεμβέργιος, ό Πατρίκιος Βελάσκεθ, ό Πλοίαρχ ος Νέμο, ό Τριστάνος καί ή Ίζόλδη, ό πρώτος Πρίγκηπας τής Ούαλλίας, οί Τόμας Κούκ καί Τίός, ό Τολμηρός Φανταράκος, ό Άρράχ νά Πόχ , ό Ντίν Τέρπιν, ό Λούντβιχ Μπετόβεν, ή Κόρη τού Κάστρου, ό Γουάνλερ Χήλυ, ό Άνγκας ό Κάλντη, τό δρος Ντόλη, ή λεωφόρος Σίντεύ, ό λόφος Μπέν Χάουθ, ή Βαλεντίνη Γκρέιτρείκς, ό Άδάμ καί ή Εύα, ό ’Άρθουρ Γουέστλεύ, ό Μπόςς Κρόκερ, ό Ηρόδοτος, ό Τζάκ ό φονεύς τών Γιγάντων, ό Γκαουταμά Βούδδας, ή Λαίδη Γκοντάιβα, Τό Κρίνο τού Κιλλάρνεύ, ό Μπάλαρ μέ τό Κακό Μάτι, ή Βασίλισσα τού Σαβά, ό ’Άκυ Νέημπλ, ό Τζό Νέηγκλ, ό Άλεσάντρο Βόλτα, ό Τζέρεμυ Ο’Ντόνοβαν Ρόσσα, ό Δόν Φίλιπ Ο’Σάλλιβαν Μπήαρ. Παρά τό πλευρόν αύτού εύρίσκετο πλαγιαστόν δόρυ έκ γρανίτου μέ αίχ μηράν άκραν, ενώ παρά τούς πόδας του άνεπαύετο άγριον ζώον τής φυλής τών κυνοειδών, οί διακοπτόμενοι ρογχ ασμοί τού οποίου έδήλουν ότι τούτο ήτο βυθισμένον εις άνήσυχ ον ύπνον, ύπόθεσις ήτις έπιβεβαιώνετο άπό βραχ νά γρυλλίσματα καί σπασμωδικά τινάγματα, άτινα ό άφέντης του συνεκράτη κατά καιρούς διά τής επιβολής κατευναστικών ήπίων πλήξεων δι’ ίσχ υρού άμορφου ροπάλου έκ παλαιολιθικού λίθου. ‘Όπως καί νά ’χ ει τό πράμα ό Τέρρυ εφερε τά τρία ζυθοπότηρα πού κέρασε ό Τζό καί, νά μέ πάρει ό διάολος καί νά μέ σηκώσει, νόμισα πρός στιγμήν ότι έχ ασα τό φώς μου, καθώς είδα ν’ απλώνει πρός τό μέρος του μιά γυαλιστερή χ ρυσή λίρα. Ναί, μά τήν άλήθεια, μιάν όμορφη χ ρυσή λίρα. —
Καί ύπάρχ ουν κι άλλες εκεί πού βρέθηκε καί τούτη, λέει.
—
Τζό, λέω έγώ, μήπως εκλεψες τό παγγάρι τής εκκλησίας;
— Μέ τόν ιδρώτα τού προσώπου μου, λέει ό Τζό. Τό συνετό μου μέλος, αύτός μού υπέδειξε τή φλέβα. — Τόν είδα πρίν σέ συναντήσω, λέω έγώ, νά περιφέρεται στήν όδό Πίλλ καί τήν όδό Γκρήκ καί νά εξετάζει προσεκτικά τά πάντα μέ τό μπακαλιαρίσιο μάτι του. Ποίος είναι εκείνος, όστις διασχ ίζει τήν χ ώραν τού Μίσταν, περιβεβλημένος πανοπλίαν σκοτεινήν ώς ή νύκτα; Ό Ο’Μπλούμ, ό υιός τού Ρόρυ, αύτός είναι. ’Άτρωτος εις τόν φόβον είναι ό υίός τού Ρόρυ, έπειδή ή ψυχ ή αύτού συνετή είναι. — Πίνω εις υγείαν τής γριάς τής όδού Πρένς, λέει ό πολίτης. Τού έπιχ ορηγουμένου οργάνου. Τής όμάδος τών ’Ιρλανδών βουλευτών τής Βρετανικής Βουλής. Καί δέστε αύτό τό λαχ ανόφυλλο, λέει. Δέστε τί γράφει ό ’Ανεξάρτητος Ιρλανδός, εφημερίδα πού ιδρύθηκε άπό τόν Πάρνελλ, παρακαλώ, γιά νά είναι ό φίλος τής εργατιάς. Άκούστε τίς γεννήσεις καί τούς θανάτους στό άρθρο Ιρλανδοί, ολα γιά τήν ’Ανεξάρτητη Ιρλανδία καί τά εύχ αριστήρια καί τίς άναγγελίες τών γάμων. Καί άρχ ίζει νά διαβάζει μεγαλοφώνως: — Γκόρντον, οδός Μπάρνφιλντ, ’Έξετερ Ρέντμαιυν, άπό τό ’Ίφφλεύ, Σάιν Άν όν Σή, σύζυγος Γουίλλιαμ Τ. Ρέντμαιυν, γέννησις αρρενος τέκνου. Τί λέτε γι’ αύτό, ε; Ράιτ καί Φλίντ, Βίνσεντ καί Τζίλλετ μετά τής Ρότας Μάριον, θυγατρός τής Ρόζας καί τού έκλιπόντος Τζώρτζ ’Άλφρεντ
Τζίλλετ, όδός Κλάπμαν, 179, Στόκγουελλ, Πλαίηγουντ καί Ρίμτσνταιηλ εις Άφιον ’Ιούδα, Κένσινγκτον, ύπό τού αιδεσιμωτάτου δόκτορος Φόρρεστ, πρωτοπρεσβυτέρου τού Γούστερ, ε; Θάνατοι. Μπρίστλοου, όδός Γουάιτχ ωλλ, Λονδίνον. Κάρ, εις Στόουκ Νιούινγκτον, έκ γαστρίτιδος καί καρδιοπαθείας. Κόμπερν, εις μέγαρον Μώτ, Τσέπστοου… —
’Έχ ω πικρές αναμνήσεις άπ’ αύτόν τόν τύπο, λέει ό Τζό.
— Κόμπερν, Ντίμσεύ, σύζυγος Ντέηβιντ Ντίμσεύ, παλαιότερον ύπηρετήσαντος εις τό Ναυαρχ ειον. Μίλλερ, εις Τόττενχ αμ, ήλικίας όγδοήκοντα πέντε έτών. Γουέλς, εις τάς 12 ’Ιουνίου, εις τήν όδό Κάννινγκ, 35, Λίβερπουλ, Ίζαμπέλλα “Ελεν. Πώς σάς φαίνονται ολα αύτά σ’ εθνικιστική εφημερίδα, ε, φίλτατοι; Πώς νά μήν είναι εύχ αριστημένος μέ αύτά ό Μάρτιν Μέρφυ, ό μεσίτης τού Μπάντρυ; — ’Ά, τέλος πάντων, λέει ό Τζό, κερνώντας ενα γύρο τό νέκταρ. Δοξάζω τόν Θεό πού μάς παράτησαν. Πές το αύτό, πολίτη. —
Θά τό πιώ, εντιμότατε.
—
Εις ύγείαν, Τζό, λέω έγώ. Καί είς ύγείαν ολων τών παρακαθημένων.
’Ά! Ούφ! Αφήστε πιά τά λόγια! Τό μόνο πού θέλω είναι νά πιώ αύτό τό ζυθοπότηρο. “Υψιστε Θεέ! Νιώθω νά γίνεται βάλσαμο εκεί πού πάει. Καί, ιδού, ώς άπελάμβανον τό κύπελλον τής χ αράς, είσήλθεν παρευθύς άγγελιαφόρος έκ τού Όλύμπου, άκτινοβόλος ώς οφθαλμός τού ούρανού, εύειδής έφηβος, καί οπισθεν αύτού ήλικιωμένος τις μέ εύγενή καί ύπερήφανον θεωρίαν, μεταφέρων τά ιερά κείμενα τού νόμου, τή συνοδεία τής κυρίας συζύγου του, άνθους λαμπρού τού γενεαλογικού αύτής δένδρου καί πρότυπον τού φύλου της. Ό μικρός ’Άλφ Μπέργκαν φάνηκε στήν πόρτα καί κρατώντας τήν κοιλιά του άπό τά γέλια κρύφτηκε πίσω άπό τόν Μπάρνεύ πού χ ουζούρευε στό κάθισμά του καί στή γωνιά, ποιός λέτε ότι ήταν σωριασμένος καί ροχ άλιζε, σκνίπα στό μεθύσι, ό καλός μου ό Μπόμπ Ντόραν. Άλλά, τί διάβολο εβλεπε ό ’Άλφ καί συνέχ ιζε νά δείχ νει έξω άπό τήν πόρτα; ’Ώ, μάλιστα, αύτός μάς ελειπε! ‘ Ηταν εκείνος ό παλιομαλάκας ό παλιάτσος, ό Ντένις Μπρήν μέ τά πάνινα παπούτσια του καί τά δύο γαμημένα χ οντρά βιβλία κάτω άπό τή φτερούγα του καί τήν κακομοίρα τήν γυναικούλα του άπό κοντά, νά τρέχ ει πίσω του σάν τό σκυλάκι. Νόμισα ότι ό ’Άλφ θά πέθαινε. — Κοιτάχ τε τον, είπε. Ό Μπρήν. Τριγυρίζει σ’ ολο τό Δουβλίνο μέ μιά κάρτα πού τού έστειλε κάποιος μέ ενα Φά. Τήν. Φά’ την, γραμμένο πάνω καί θέλει νά ύποβάλει μή… Καί δώστου νά ξεκαρδίζεται. —
Τί πράγμα νά ύποβάλει;
—
Μήνυση έπί δυσφημίσει, λέει αύτός, καί απαιτεί δέκα χ ιλιάδες στερλίνες.
—
’Ό, διάβολε! λέω έγώ.
Τό κωλόσκυλο άρχ ισε νά γρυλλίζει, έτσι πού νά σού σηκώνεται ή τρίχ α άπό τό φόβο, άλλά ό
πολίτης τού τράβηξε μιά κλωτσιά στά πλευρά. —
Bi i dho husht, ειπε.
—
Ποιός; λέει ό Τζό.
— Ό Μπρήν, λέει ό ’Άλφ. ΤΗταν στού Τζών Χένρυ Μέντον καί υστέρα πήρε σβάρνα τούς Κόλλις καί Γουώρντ, καί υστέρα τόν συνάντησε ό Τόμ Ρόστφορντ καί γιά νά σπάσει πλάκα τόν έστειλε στόν Υποδιοικητή τής ’Αστυνομίας. ’Ώ, Θεέ μου, μέ πονέσανε τά πλευρά μου άπό τά γέλια. Φά. Τήν. Φά’ την. Ό Ψηλός τού έριξε ένα τέτοιο βλέμμα πού έμοιαζε μέ καταδίκη φυλάκισης καί τώρα ό γερο-βλαμμένος έφυγε γιά τήν όδό Γκρήν, άναζητώντας κάποιον τής άστυνομίας. —
Καί πότε ό Ψηλός ό Τζών θά κρεμάσει εκείνον τόν τύπο στό Μάουντζού; λέει ό Τζό.
—
Μπέργκαν, λέει ό Μπόμπ Ντόραν, ξυπνώντας. Βρίσκεται έδώ ό ’Άλφ Μπέργκαν;
— Αυτοπροσώπως, λέει ό ’Άλφ. Πότε θά τόν κρεμάσει; Στάσου μιά στιγμή. ’Έ, Τέρρυ, πού είσαι, φέρε μας μιά μπύρα. ’Ά, τό γεροπαλαβιάρη! Δέκα χ ιλιάδες στερλίνες. Θά έπρεπε νά δείτε τή ματιά τού Ψηλού Τζών. Φά’ την. Καί άρχ ισε νά γελάει. —
Μέ ποιόν γελάτε; λέει ό Μπόμπ Ντόραν. Μέ τόν Μπέργκαν;
—
Κάνε γρήγορα, Τέρρυ παιδί μου, λέει ό ’Άλφ.
Ό Τέρενς Ο’Ράιαν ήκουσε τήν φωνήν αύτού καί αύτοστιγμεί προσεκόμισε κρυστάλλινον κύπελλον ύπερπλήρες μέλανος άφρίζοντος ζύθου, τόν όποιον οί έκλαμπρότατοι δίδυμοι άδελφοί Μπανγκιβήα καί Μπαγκαρντίλων κατεσκεύαζον άκαταπαύστως εις τά ένδοξα ζυθοποιεία των, πανούργοι ώς οί υιοί τής άθανάτου Λήδας. Επειδή άποθηκεύουν τά χ υμώδη μούρα τού λυκίσκου καί στοιβάζουν καί κοσκινίζουν καί τρίβουν καί άνακατεύουν καί άναμιγνύουν κατόπιν τούς ύποξύνους χ υμούς καί μεταφέρουν αύτούς εις τό ιερόν πύρ καί, δι’ ημέρας τε καί νυκτός, δέν παύουν νά μοχ θούν αύτοί οί πανούργοι άδελφοί, οί άρχ οντες τών δεξαμενών τού ζύθου. Τότε, έσύ, ίπποτικέ Τέρενς, οστις έγεννήθης ιππότης, έτεινες τό θείον ποτόν καί προσέφερες τό κρυστάλλινον κύπελλον εις εκείνον οστις έδίψα, έσύ, άνθος τού ίπποτισμού, παρόμοιε εις ώραιότητα μέ τούς άθανάτους. “Ομως, ό νεαρός ούτος άρχ ηγός τών Ο’Μπέργκαν, δέν άπεδέχ θη οπως άλλοι ύπερβούν αύτόν εις ήρωικά κατορθώματα καί ούτω, μέ χ αρίεσσαν χ ειρονομίαν προσέφερεν εις εσέ σελλκηον παλαιόν έκ πολυτίμου χ αλκού. Καί έπί τού έπεξειργασμένου μετάλλου τού νομίσματος, έμφανής ήτο καί άνά-γλυφός ή είκών βασιλίσσης, πλήρης μεγαλείου, βλαστού τού Οίκου τού Μπρούνσγουικ, Βικτωρία τό όνομα αύτής, ή Αύτής Χαριεστάτη Μεγαλειότης, Θεία Χάριτι, τού Ηνωμένου Βασιλείου τής Μεγάλης Βρετανίας καί τής ’Ιρλανδίας καί τών Υπερπόντιων Κτήσεων τής Αύτοκρατορίας, Βασίλισσα, Υπερασπιστής τής πίστεως, Αύτοκράτειρα τών ’Ινδιών, αύτή ή ιδία φέρουσα τό σκήπτρον, ή νικήτρια πολυαρίθμων λαών, ή πεφιλημένη, έκ τού λόγου ότι τήν έγνώριζον καί τήν ήγάπων άπό τής άνατολής μέχ ρις τής δύσεως τού ήλίου, λευκοί καί μέλανες, έρυθρόδερμοι καί αίθίοπες.
— Τί διάολο κάνει αύτός ό γαμημένος φραμασόνος πού γυροφέρνει πάνω κάτω έδώ εξω; λέει ό πολίτης. —
Γιά ποιόν μιλάς; λέει ό Τζό.
— Όρίστε, λέει ό Αλφ, χ τυπώντας πάνω στόν πάγκο τό χ ρήμα. Καί μιάς καί μιλάμε γιά κρεμασμένο, θά σάς δείξω κάτι πού δέν τό έχ ετε ματαδει ποτέ σας. Επιστολές δημίων. Δείτε έδώ. Καί βγάζει άπό τήν τσέπη του ένα πακέτο επιστολές καί φάκελα. —
Μάς δουλεύεις; λέω έγώ.
—
Λόγω τιμής, λέει ό ’Άλφ. Διαβάστε τα.
Τότε ό Τζό παίρνει τίς έπιστολές. —
Μέ ποιόν γέλαγες; λέει ό Μπόμπ Ντόραν.
Τότε είδα ότι τό πράμα πήγαινε γιά καυγά. Ό Μπόμπ δέν είναι βολικός, όταν είναι σουρωμένος. Λοιπόν, γιά νά διευκολύνω τή συνέχ ιση τής συζήτησης, λέω έγώ: —
’Άλφ, πώς τά πάει, τώρα στά στερνά, ό Γουίλλυ Μάρρεύ;
— Δέν ξέρω, λέει ό ’Άλφ. Πρίν άπό λίγο τόν είδα στήν όδό Κέηπελ μέ τόν Πάντυ Ντίγκναμ. Άλλά έγώ έτρεχ α πίσω άπ’ αύτόν τόν… —
Τί είπες; λέει ό Τζό, καί τού πέσανε κατάχ αμα οί έπιστολές. Μέ ποιόν ήτανε;
—
Μέ τόν Ντίγκναμ, λέει ό ’Άλφ.
—
Τόν Πάντυ; λέει ό Τζό.
—
Ναί, λέει ό ’Άλφ. Γιατί;
—
Μά, δέν ξέρεις ότι πέθανε; λέει ό Τζό.
—
Πέθανε ό Πάντυ Ντίγκναμ; λέει ό ’Άλφ. ,
—
Ναί, λέει ό Τζό.
— Είμαι σίγουρος ότι τόν είδα πρίν άπό πέντε λεπτά, λέει ό ’Άλφ, τόσο σίγουρος, όσο ότι δύο καί δύο κάνουν τέσσερα. —
Ποιός πέθανε; λέει ό Μπόμπ Ντόραν.
—
Τότε, θά είδες τό φάντασμά του, λέει ό Τζό, ό Θεός νά μάς φυλάει άπό κανένα κακό.
— Πώς; λέει ό ’Άλφ. Μά τό Χριστό, μόνο ^έντε… Τί; καί ήταν μαζί μέ τόν Γουίλλυ Μάρεύ, καί οί δυό τους βκοντά τους κοντά στού πώς τό λένε… Πώς;… Ό Ντίγκναμ νεκρός;
— — —
Τί εγινε μέ τόν Ντίγκναμ; λέει ό Μπόμπ Ντόραν. Ποιός μιλάει γιά;… Άκούς έκεί, πέθανε! λέει ό ’Άλφ. Δέν είναι περισσότερο νεκρός απ’ όσο έσύ κι έγώ. Μπορεί, λέει ό Τζό. Πάντως όμως, σήμερα τό πρωί είχ αν τό θράσος καί τόν θάψανε. Τόν Πάντυ; λέει ό ’Άλφ. Ναί, λέει ό Τζό. Έπλήρωσε τό χ ρέος του στή φύση, ό Θεός νά τόν άναπαύσει. Χριστέ καί Κύριε! λέει ό ’Άλφ.
Μά τήν πίστη μου, είχ ε γίνει αύτό πού λένε σωστό κουρέλι. Ήδύνατό τις, εντός τού σκότους, νά διαισθανθεί αίωρουμένας αύλους χ είρας, ότε δέ, συμφώνως μέ τά τάντρας, ή προσευχ ή κατηυθύνθη πρός τό κατάλληλον σημείον, κατέστη συν τώ χ ρόνω όρατή άόριστος, άλλά αύξανομένη φωτεινότης έρυθρού φωτός καί ή έμφάνισις ένός πανομοιοτύπου έξ αίθέρος, όμοιάζοντος ιδιαιτέρως πρός τήν ζωήν, λόγω τής έκλύσεως ζιβικών άκτίνων έκ τής κορυφής τής κεφαλής καί τού προσώπου. Ή επικοινωνία άπεκαταστάθη μέσω βλεννογόνου τού σώματος, ώς έπίσης καί διά τής μεσολαβήσεως τών άλικων καί έντόνως πορτοκαλοχ ρόων άκτίνων, αίτινες άνεδύοντο έκ τής περιοχ ής τού ίερού όστού καί τού ήλιακού πλέγματος. “Οτε ούτος ήρωτήθη διά τού γηίνου ονόματος του, σχ ετικώς μέ τήν διαμονήν του εις τόν ούράνιον κόσμον, έδήλωσεν ότι, τήν στιγμήν έκείνην εύρίσκετο εις τό μονοπάτι τής πραλαγιά, ή εις τήν οδόν τής επιστροφής, άλλ’ ότι άκόμη ύπεβάλετο εις δοκιμασίας εις χ είρας αιμοδιψών τινων οντοτήτων εις τά χ αμηλώτερα άστρικά επίπεδα. Άπαντών εις τήν ερώτησή εν σχ έσει μέ τά πρώτα αύτού αισθήματα κατά τήν διάβασιν τής διαχ ωριστικής γραμμής μεταξύ τής επιγείου ζωής καί τού ύπερπέραντος, έδήλωσεν ότι, εως τότε, ούτος διέκρινε άμυδρώς τά πράγματα, ώς εντός καθρέπτου, άλλά όσοι είχ αν διέλθει όριστικώς, εύρίσκοντο ενώπιον δυνατοτήτων άτμικής άναπτύξεως. “Οτε ήρωτήθη εάν ή ύπαρξις εκεί ομοίαζε πρός τάς σωματικάς ήμών εμπειρίας, έδήλωσεν ότι είχ ε πληροφορηθεί έξ όντων περισσότερον εύνοουμένων, ατινα ήδη είχ ον μεταβληθεί εις καθαρά πνεύματα, ότι ή κατοικία των ήτο εξοπλισμένη δι’ ολων τών συγχ ρόνων οικιακών άνέσεων, ώς τό τηλεφάρα, τό άσανσάρα, τό καλοριφάρα καί τό τουαλετάρα καί ότι οί άνώτατοι μύσται είχ ον έμβαπτισθεί εις κύματα τής πλέον ύπερόχ ου άγαλλιάσεως. Κατόπιν αίτήσεώς του όιά μίαν κούπαν άφρόγαλα καί μετά τήν προσφοράν τούτου, έξεδήλωσεν έκδηλον άνακούφισιν. “Οτε ήρωτήθη άν ύπήρχ εν μήνυμά τι, τό όποιον ούτος θά έπεθύμει οπως άπευθύνει εις τούς ζώντας, πρόετρεψεν ολους έκείνους, οίτινες είσέτι εύρίσκονται εις τήν κακήν πλευράν τής μάγια, οπως άναγνωρίσουν τήν άληθή όδόν, διότι εις τούς ντεβανικούς κύκλους άνεφέρετο ότι ό Άρης καί ό Ζεύς είχ αν βγει παγανιά εις τήν άνατολικήν γωνίαν, έκεί οπου κυριαρχ εί ό Κριός. Τέλος, ήρώτησαν νά μάθουν έάν ό μακαρίτης έπεθύμει νά έκφράσει ποιάν τινα ιδιαιτέραν εύχ ήν καί ιδού ποία ήτο ή άπάντησις: Χαιρετίζομεν υμάς, ώ γήινοι φίλοι, όσοι είσέτι κατοικείτε έντός τών σωμάτων υμών. Μόνον, προσέξατε μήπως ό Κ. Κ. τό πάρει υπέρ τό δέον πάνω του. Έξηκριβώθη ότι ύπό τά άρχ ικά αύτά έδηλούτο ό κ. Κορνέλιους Κέλλεχ ερ, διευθυντής τής πασιγνώστου έπιχ ειρήσεως επικήδειων τελετών τού X. Τζ. Ο’Νήλλ, προσωπικός φίλος τού μακαρίτου, όστις είχ εν τήν εύθύνην όργανώσεως τού ένταφιασμού. Πρίν έξαφανισθεί, ήτήσατο οπως μεταβιβάσουν έκ μέρους του εις τόν ακριβόν υιόν του Πάτσυ τήν πληροφορίαν ότι τό έτερον υπόδημά του, τό όποιον τόσο πολύ ούτος άνεζήτη, εύρίσκετο τώρα ύπό τόν κομμόν τού δωματίου, τού εύρισκομένου εις τόν ήμιώροφον, καί ότι ούτος όφειλε νά άποστείλει τό ζεύγος εις τού Κάλλεν, άλλά μέ τήν έντολήν οπως τού περάσει μόνο σόλες, επειδή τά τακούνια εύρίσκοντο άκόμη εις καλήν κατάστασή.
Έδήλωσεν ότι ή φροντίς αύτή είχ ε διαταράξει σημαντικώς τήν πνευματικήν αύτού γαλήνην εις τόν άλλον κόσμον καί έπέμεινεν οπως ή επιθυμία του διαβιβασθεί οπωσδήποτε εις τόν ένδιαφερόμενον. Τόν διεβεβαίωσαν ότι τό ζήτημα θά έρρυθμίζετο συμφώνως πρός τήν επιθυμίαν του καί έγνωστοποιήθη ότι ή διαβεβαίωσις αυτη τού παρέσχ ε μεγίστην ίκανοποίησιν. Έγκατέλειψεν τάς γνωρίμους οδούς ήμών` ό Ο’Ντίγκναμ, ό ήλιος τής ήμετέρας πρωίας. Ελαφρύς ήτο ό πούς αύτού έπί τής φτέρης, ό Πάτρικ μέ τό άκτινοβόλον μέτωπον. Στενάξατε, Μπάνμπα, έσύ καί αί αυραι, καί στέναξε καί έσύ, ’Ωκεανέ, μέ τάς θυέλλας σου. —
Νά τος πάλι, λέει ό πολίτης, κοιτάζοντας έξω.
—
Ποιός; λέω έγώ.
—
Ό Μπλούμ, λέει. Κάνει περιπολία, βηματίζοντας έδώ καί δέκα λεπτά πάνω κάτω.
Καί πραγματικά, είδα τή φάτσα του καθώς έριξε μιά ματιά στό εσωτερικό τού μαγαζιού καί υστέρα γλίστρησε πάλι έξω. Ό μικρός ’Άλφ άπόμεινε σάν χ αμένος. Μά τήν πίστη μου, τά είχ ε χ αμένα. —
Καλέ μου Χριστέ! λέει. Θά μπορούσα νά πάρω δρκο ότι ήταν αύτός.
Καί λέει ό Μπόμπ Ντόραν, μέ τό καπέλο του ριγμένο πίσω, ό άχ ρειέστερος τύπος τού Δουβλίνου, όταν βρίσκεται ύπό τήν έπήρεια τού: —
Ποιός είπε ότι ό Χριστός είναι καλός;
—
Συγγνώμην, λέει ό ’Άλφ.
— Τί σόι καλός Χριστός είναι αύτός, λέει ό Μπόμπ Ντόραν, άφού μάς παίρνει μέ τό έτσι θέλω τό φουκαρά τόν Γουίλλυ Ντίγκναμ; — Ανεξερεύνητοι αί βουλαί τού Κυρίου, λέει ό ’Άλφ, προσπαθώντας ν’ άποφύγει τή συζήτηση. Έγλίτωσε άπό τά βάσανα. ‘Όμως, ό Μπόμπ Ντόραν μπήγει τίς φωνές: — Κι έγώ σού λέω ότι, γιά νά παίρνει μέ τό ετσι θέλω τό φουκαρά τόν Γουίλλυ Ντίγκναμ, είναι ενας σκατορουφιάνος. Ό Τέρρυ σπεύδει νά τού κλείσει τό μάτι γιά νά τόν καθησυχ άσει, επειδή δέν επιθυμεί τέτοιου είδους συζητήσεις μέσα σ’ ενα σοβαρό κατάστημα οινοπνευματωδών ποτών. Καί τότε ό Μπόμπ Ντόραν αμολάει νά, κάτι δάκρυα γιά τόν Πάντυ Ντίγκναμ, δάκρυα, όχ ι άστεία. —
Ό καλύτερος άνθρωπος, λέει μυξοκλαίγοντας, ό καλύτερος χ αρακτήρας.
Τό δάκρυ ετρεχ ε κορόμηλο καί δώστου νά λέει ό,τι τού κατέβαινε. Τό καλύτερο πού είχ ε νά κάμει
θά ήταν νά γυρίσει σπίτι του, κοντά στήν ύπνοβάτιδα τήν πουτανίτσα πού είχ ε παντρευτεί, τή Μούνεύ, τήν κόρη τού δικαστικού κλητήρα. Ή μητέρα της νοίκιαζε κρεβάτια στήν όδό Χάρντγουικ καί έκείνη τριγύριζε στό πλατύσκαλο, οπως μού είπε ό Μπάνταμ Λάιονς πού πήγε μιά φορά έκεί στίς δύο τό πρωί καί τή βρήκε οπως τή γέννησε ή μάνα της, νά έπιδείχ νει τά προσόντα της στόν καθένα, είσοδος έλευθέρα, ανευ προτιμήσεων. — Ή εύγενικώτερη, ή τιμιώτερη ψυχ ή, συνέχ ισε ό Μπόμπ Ντόραν. Καί πάει ό φουκαράς ό Γουίλλυ, ό φτωχ ούλης ό Πάντυ Ντίγκναμ. Καί μέ καρδιά πού ξεχ είλιζε άπό τή θλίψη, εκλαιγε γι’ αύτή τήν ούράνια ακτίνα πού έσβησε. Ό γερο-Γκαρρυόουεν ξανάρχ ισε νά γρυλλίζει γιά τόν Μπλούμ πού γυρόφερνε στήν ξώπορτα. —
’Έλα, λοιπόν, ελα μέσα καί δέν θά σέ φάει, λέει ό πολίτης.
Κι ετσι ό Μπλούμ τρυπώνει μέσα γρήγορα γρήγορα μέ τό μπακαλιαρίσιο μάτι του στό σκύλο καί ρωτάει τόν Τέρρυ αν πέρασε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. — ’Ώ, Χριστέ ΜακΚιόουν, λέει ό Τζό, διαβάζοντας μιά άπό τίς επιστολές. Άκούστε αύτό, φίλοι μου. Καί άρχ ίζει νά διαβάζει μεγαλοφώνως: 7, Όδός Χάντερ, Λίβερπουλ. Πρός τόν Διευθυντήν τής Αστυνομίας τού Δουβλίνου, Δουβλίνον. ’Αξιότιμε κύριε, σας παρακαλώ οπως δεχ θήτε τάς υπηρεσίας μου εις τήν προαναφερθείσαν όδυνηράν ύπόθεσιν, έκρέμασα τόν Τζό Κάνν εις τάς φυλακάς Μπούτλ τήν 12ην Φεβρουάριου 1900, έκρέμασα… —
Δείξε μας, Τζό, λέω έγώ.
— … τόν στρατιώτην ’Άρθουρ Τσέις διά την άποτρόπαιον δολοφονίαν της Τζέσσι Τίλσιτ εις τάς φυλακάς Πέντοβιλ καί ήμουν βοηθός, όταν… —
Ίησού Χριστέ, λέω έγώ.
—
… ό Μπίλλινγχ τον έζετέλεσε τόν τρομερόν δολοφόνον Τόντ Σμίθ…
Ό πολίτης δίπλωσε τό χ έρι του ν’ άρπάξει τό γράμμα. — Κρατηθείτε καλά, λέει ό Τζό, έχ ω ενα δικό μου κόλπο νά περνάω συρτά τή θηλειά, εις τρόπον ώστε άπαζ καί εύρεθεί έντός, δέν έχ ει πλέον ούδεμία ελπίδα νά τήν βγάλει, διατελώ, άξιότιμε κύριε, ή άμοιβή μου είναι πέντε γκινέαι. X. Ρούμπολντ Αρχ ιμάστορας Κουρεύς.
—
Σπουδαίος βάρβαρος μπαρμπέρης καί τού λόγου του! λέει ό πολίτης.
— Κοίτα τί γράφει ό βρωμιάρης, λέει ό Τζό. Στείλ’ τα στό διάολο νά μήν τά βλέπω στά μάτια μου, ’Άλφ. Γειά σου, Μπλούμ, λέει έκείνος, τί θά πάρεις; ’Άρχ ισαν, λοιπόν, νά κάνουν έπίδειξη καλών τρόπων, όχ ι, εύχ αριστώ, ελεγε ό Μπλούμ, δέν θέλω, δέν μπορώ νά πάρω τίποτε καί δέν σάς προσβάλω καί γιά νά μή νομίσετε, θά πάρω μόνο ένα πούρο. ’Ώ, σίγουρα ήταν συνετό μέλος, δέν ύπάρχ ει άμφιβολία. —
Τέρρυ, δώσε μας ένα άπό τά έκλεκτά βρωμοπούρα σου, λέει ό Τζό.
Καί ό ’Άλφ μάς έλεγε ότι κάποιος είχ ε στείλει ένα πένθιμο επισκεπτήριο μέ μαύρο περίγραμμα όλοτρόγυρα. — ’Όλοι τους μπαρμπέρηδες είναι, λέει, αύτοί οί τύποι άπό τή μαύρη χ ώρα καί θά κρέμαγαν μετά χ αράς άκόμα καί τόν ίδιο τους τόν πατέρα, φθάνει νά τούς καταβληθούν πέντε λίρες καί τά έξοδα μεταβάσεως. Καί άρχ ισε νά μάς λέει ότι ύπάρχ ουν καί δυό τύποι πού περιμένουν τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά τού τραβήξουν άπό κάτω τά πόδια, ώστε νά στραγγαλισθεί καλά καί ότι κόβουν υστέρα σέ τεμάχ ια τό σκοινί καί τά πουλάνε τρία-τέσσερα σελλίνια τό τεμάχ ιο. Εις τήν σκοτεινήν χ ώραν εύδοκιμούν οί έκδικητικοί ιππότες τού ξυραφιού. Άδράχ νουν τήν μοιραία θηλειά τους καί κατακρημνίζουν εις τό ’Έρεβος οίονδήποτε έθυσε άνθρώπινον αίμα, διότι ό Κύριος είπεν, τούτο κατ’ ούδένα τρόπο δύναμαι νά τό άνεχ θώ. ’Έτσι άρχ ισαν μιά συζήτηση περί τής θανατικής ποινής καί φυσικά ό Μπλούμ παρέταξε ολα του τά γιατί καί τά διότι καί ολη του τή φλυαρία έπί τού θέμματος καί τό ψωφόσκυλο δώστου νά τόν μυρίζει ολη. τήν ώρα, γιατί μού έχ ουν πεί ότι αύτοί οί έβραίοι βγάζουν μιά παράξενη μυρωδιά πού τήν οσμίζονται τά σκυλιά μέ τό πρώτο κ.λπ., κ.λπ. —
Υπάρχ ει ένα πράγμα, στό όποίο ή κρεμάλα δέν έπενεργεί κατασταλτικώς, λέει ό ’Άλφ.
—
Ποιό είναι αύτό; λέει ό Τζό.
—
Τό μαραφέ-α τού φουκαριάρη, όταν τόν κρεμάνε, λέει ό ’Άλφ.
—
Μά, είναι δυνατόν; λέει ό Τζό.
— Ή αλήθεια τού Θεού. Τό ακόυσα άπό τόν άρχ ηγό τής φρουράς, πού ήταν στό Κιλμάιν, όταν κρεμάσανε τόν Τζό Μπρέηντυ, τόν Αήττητο. Μού έλεγε, λοιπόν, ότι όταν έκοψαν τό σκοινί καί τόν κατεβάσανε, αύτό στεκότανε κάτω άπό τή μύτη τους σάν συνταυλιστήρι. —
Τό πάθος πού μάς κυβερνά, λέει ό Τζό, ισχ υρό άκόμα καί στό θάνατο, οπως είπε κάποιος.
— Αύτό μπορεί νά εξηγηθεί επιστημονικά, λέει ό Μπλούμ. Άπλούστατα, πρόκειται περί φυσικού φαινομένου, οπως βλέπετε, ενεκα τού… Καί δώστου καί ξαναρχ ίζει μιά λογοδιάρροια γιά φαινόμενα καί επιστήμη καί τούτο καί τό άλλο
φαινόμενον. Ό διακεκριμένος φυσιολόγος χ έρ προφέσορ Αούιντπολντ Μπλούμεντουφτ άνέπτυξε τήν ιατρικήν επιχ ειρηματολογίαν ότι ή άπότομος θλάσις τών αύχ ενικών σπονδύλων καί ή έπακόλουθος τρώσις τού νωτιαίου μυελού, συμφώνως πρός τάς πλέον ήλεγμένας έπιστημονικάς άρχ άς, πιστεύεται ότι άναποφεύκτως έπιφέρουν βίαιον τι γαγγλιακόν ερέθισμα τού νευρικού συστήματος εις τό άνθρώπινον όν, έξαναγκάζον τούς πόρους τού corpora cavernosa εις ραγδαίαν διαστολήν, εις τρόπον ώστε νά διευκολύνεται ή εισροή αίματος εις τό τμήμα τής άνθρωπίνης άνατομίας τό γνωστόν ώς πέος ή άνδρικόν μόριον, μέ άποτέλεσμα τήν άπαρχ ήν τού φαινομένου, τού όνομαζομένου ύπό τής ιατρικής έπιστήμης στύσις πρός τά άνω καί πρός τά εξω νοσηρά καί φιλοαναπαραγωγική in articulo mortis per diminutionem capitis. ‘Όπως ήταν φυσικό, ό πολίτης, πού δέν περίμενε παρά τήν εύκαιρία, τινάχ θηκε πάνω καί νά τος πού άρχ ίζει νά μιλάει γιά τούς Αήττητους καί τήν Παλαιά Φρουρά καί τούς άνδρες τού Εξήντα Έφτά, καί ποιός φοβάται νά μιλήσει γιά τό Ενενήντα Όκτώ, καί ό Τζό νά συμμετέχ ει κι αύτός, καί γιά ολους τούς άλλους συντρόφους πού κρεμάστηκαν, άρπάχ τηκαν μέσα άπό τά σπίτια τους καί εξορίστηκαν άπό τό έκτακτο στρατοδικείο γιά τή μεγάλη ίδέα, καί γιά τήν νέα ’Ιρλανδία καί τά ρέστα. ‘Όμως, άφού μίλαγε γιά τή νέα ’Ιρλανδία, δέν θά επρεπε άραγε νά πάει πρώτα ν’ άγοράσει ενα νέο σκύλο; Αύτός ό ψωριάρης, ό άδηφάγος, πού φταρνιζότανε καί μύριζε ολόγυρά του, ξύνοντας τά σπυριά του, καί ολο έπαιρνε βόλτες γύρω άπό τόν Μπόμπ Ντόραν πού κέρναγε τόν ’Άλφ ενα ζυθοπότηρο καί τόν εγλειφε γιά ό,τι μπορούσε τυχ όν νά τού άποσπάσει. Τότε, οπως ήταν φυσικό, ό Μπόμπ Ντόραν άρχ ίζει μαζί του τίς άνοησίες: — Δώσε μου τό πόδι σου! Δώσε μου τό πόδι σου, σκυλάκι! Καλό γέρικο σκυλάκι! ’Έλα, δώσε μου τό ποδαράκι σου! Δώσε το! Ούστ! Κακό ψόφο νά ’χ ει τό βρωμοπόδαρο πού χ αίδεύεις, καί ό ’Άλφ νά άγωνίζεται νά τόν εμποδίσει νά πέσει άπό τό γαμημένο σκαμνί, οπου στεκότανε, πάνω στό κωλόσκυλο, καί ολο νά λέει βλακείες γιά τό πώς πρέπει κανείς νά εκπαιδεύει τά σκυλιά μέ τήν καλωσύνη, καί δώστου τό καλό σκυλάκι καί τό έξυπνο βάου-βάου. Νά σού φέρνει άναγούλα. “Υστερα αρχ ίζει νά θρυμματίζει ψίχ ουλα παλιών μπισκότων Τζάκομπ άπό τόν πάτο ένός κουτιού, πού είπε στόν Τέρρυ νά τού φέρει. Τό σκατόπραμα τά καταβρόχ θιζε σάν παλιοπάπουτσα καί κρέμασε εξω μιά γλώσσα ίσαμε μιά πήχ η γιά νά τού δώσει κι άλλα. Παρά λίγο νά φάει καί τό τενεκεδένιο κουτί καί τό καπάκι του, τό πειναλέο κωλόσκυλο. Καί ό πολίτης καί ό Μπλούμ άρχ ίσανε συζήτηση γι’ αύτό καί γιά τούς άδερφούς Σήαρς καί τόν Γούλφ Τόουν πέρα εκεί στό λόφο ’Άρμπουρ καί γιά τόν Ρόμπερτ ’Έμμετ καί τόν υπέρ πατρίδος θάνατο καί γιά τό συγκινητικό σημείωμα τού Τόμμυ Μούρ γιά τή Σάρρα Κάρραν καί αύτή νά είναι μακριά άπό τή χ ώρα. Καί ό Μπλούμ, βέβαια, τό έπαιζε σπουδαίος κύριος μέ τό πούρο του, πού ή μυρωδιά του μπορούσε νά σέ ρίξει νόκ-άουτ, καί με τή φάτσα του άπό λαρδί. Φαινόμενον! Ή στοίβα άπό λίπος πού παντρεύτηκε είναι ενα ώραίο γέρικο φαινόμενον μ’ εναν κώλο σάν δυό μπαλόνια καί ενα σοκκάκι στή μέση. Ό Μπέρκ ό Κατουρλής μού είπε ότι, κάποτε πού έμεναν στό Ξενοδοχ είο Σίτυ `Αρμς, ήταν εκεί μιά γριά πού είχ ε εναν βλαμμένο άνεψιό καί ό Μπλούμ, πού προσπαθούσε νά κερδίσει τήν εύνοιά της, τήν καλόπιανε, τής εκανε ολα τά χ ατήρια κι έπαιζε μπεζίκι μαζί της, γιά νά τήν καταφέρει νά τόν γράψει στή διαθήκη της, καί δέν έτρωγε κρέας τήν Παρασκευή, επειδή ή γριά τά πρόσεχ ε πολύ αύτά, καί εβγαζε τόν βλαμμένο γιά περίπατο. Καί μιά φορά τόν εβγαλε μαζί του βόλτα σ’ ολο τό Δουβλίνο, καί ήταν τόσο πολύ φρόνιμος, ώστε τόν
εφερε σπίτι σκνίπα άπό τό μεθύσι καί είπε ότι τό εκανε γιά νά τού διδάξει τούς κινδύνους τού οινοπνεύματος καί, μά τό Θεό, οί τρεις γυναίκες παρά λίγο νά τόν κάμουν κομμάτια, ήταν μιά παράξενη ιστορία, ή γριά, ή γυναίκα του καί ή κυρία Ο’Ντόουν, ή ίδιοκτήτρια τού ξενοδοχ είου. Χριστέ μου, τί γέλια έκανα μέ τόν Μπέρκ τόν Κατουρλή, πού τίς παράσταινε, καθώς τού είχ αν ριχ τεί καί τού γαύγιζαν καί ό Μπλούμ νά τούς λέει, μά σταθείτε νά δείτε, μά άχ ούστε νά σάς εξηγήσω πρώτα. Καί τό πιό ώραίο είναι ότι, οπως μού είπαν, ό βλαμμένος, άπό τότε, πήγαινε πέντε φορές τήν εβδομάδα στού Πάουερ, τού εμπόρου οινοπνευματωδών ποτών, έκεί κάτω στήν όδό Κόουπ καί γύριζε μέ μιά καρρότσα, μέ τά πόδια του νά κρέμουνται παράλυτα, άφού είχ ε δοκιμάσει ολα τά είδη τού γαμημένου τού καταστήματος. Φαινόμενον! — Εις μνήμην τών νεκρών, λέει ό πολίτης, σηκώνοντας τό ποτήρι του καί άγριοκοιτάζοντας τόν Μπλούμ. —
Ναί, ναί, λέει ό Τζό.
—
Δέν μέ καταλάβατε καλά, λέει ό Μπλούμ^ Αύτό πού θέλω νά πώ…
— Sinn Fein! λέει ό πολίτης. Sinn fein amhain! Οί φίλοι πού άγαπαμε βρίσκονται στό πλάι μας καί οί θανάσιμοι εχ θροί μας άντίκρυ μας. Ό ύστατος άποχ αιρετισμός ήτο ύπεράνω πάσης περιγραφής συγκινητικός. Έξ ολων τών κωδωνοστασίων, τών εύρισκομένων πλησίον άλλά καί μακράν, διεχ ύνετο άδιακόπως λυπητερός άντίλαλος, ενώ πέριξ τής σκυθρωπής τοποθεσίας έκατοντάς τυμπάνων μετέδιδεν ώς ύπόκωφον βοήν τήν δυσοίωνον προειδοποίησιν. At έκκωφαντικαί βρονταί, εξάλλου, καί αί άστραπαί, αιτινες έφώτιζον τήν φρικαλέαν σκηνήν, κατεμαρτύρουν διά τών μεγαλειωδών ομοβροντιών ότι τό πυροβολικόν τού ούρανού συμμετείχ εν, ούτως ή άλλως, εις τό φρικτόν θέαμα. Καταρρακτώδης βροχ ή έξεχ υθη έκ τών πλημμυροθυρών τού όργισθέντος ούρανού έπί τών γυμνών κεφαλών τού συγκεντρωμένου πλήθους, τό όποιον, κατά τούς μετριοτέρους ύπολογισμούς ήρίθμη σχ εδόν πεντακοσίας χ ιλιάδας άτόμων. Αί δυνάμεις τής μητροπολιτικής άστυνομίας τού Δουβλίνου, διοικούμεναι αύτοπροσώπως ύπό τού Άνωτάτου Επιτρόπου, διησφάλιζον τήν τάξιν μεταξύ τών συνωθουμένων αύτών μαζών, εις τάς οποίας ή Φιλαρμονική τής όδού Γιόρκ, προκειμένου νά τάς εξοπλίσει μέ υπομονήν, προσέφερεν διά τών χ άλκινων καί τών πνευστών της οργάνων, καλυμμένων μέ κρέπια, τήν θαυμασίαν έκείνην μελωδίαν, τήν οποίαν ή θρηνητική μούσα τού ήμετέρου Σπεράντσα κατέστησεν προσφιλή άφ’ ής εποχ ής εύρισκόμεθα είσέτι εις τό λίκνον. Είδικαί ταχ είαι έκδρομικαί αμαξαι ειχ ον προβλεφθεί, ώς καί έπιβατικαί αμαξαι, είδικώς ταπετσαρισμέναι ώστε νά προσφέρουν ανεσιν εις τούς έπαρχ ιώτας έξαδέρφους μας, οιτινες ειχ ον καταφθάσει κατά χ ιλιάδας. Οί περίφημοι τραγουδισταί τών οδών τού Δουβλίνου Λ-ν-χ -ν καί Μλλ-γκ-ν προεκάλουν γενικήν ίλαρότητα, αδοντες μέ τό άκάθεκτον μπρίο των τό άσμα Τό βράδυ πού κρέμασαν τόν Λάρρυ. Οί δυό άμίμητοι αυτοσχ έδιοι καλλιτέχ ναι έπραγματοποίουν χ ρυσές δουλειές έν μέσω τών φίλων τής τέχ νης των, προσφέροντες πρός πώλησιν στίχ ους καί μουσικήν, καί ούδείς έξ όσων διετήρουν εις τινα γωνίαν τής καρδίας των τρυφερόν αίσθημα διά τήν γνησίαν, ανευ χ υδαιότητος εύθυμίαν, δύναται νά τούς κατηγορήσει διά τά μηδαμινά κέρδη των. Τά άγόρια καί τά κορίτσια τού Μικτού Φιλανθρωπικού ’Ορφανοτροφείου, ατινα συνωθούντο πρός τά άτενίζοντα τήν σκηνήν παράθυρα, ήσαν καταγοητευμένα μέ τό άπρόβλεπτον τούτο συμπλήρωμα τής έορτής καί όφείλομεν νά συγχ αρώμεν τάς Μικράς ’Αδερφάς τών Πτωχ ών διά τήν έξαίρετον εμπνευσίν των, οπως προσφέρουν εις τά δύστυχ α έκ πατρός καί μητρός μικρά ορφανά μίαν τόσο διδακτικήν ψυχ αγωγίαν. Οί προσκεκλημένοι τού ’Αντιβασιλέως, μεταξύ τών οποίων διέκρινέ τις
ένίας κυρίας γνωστάς τοίς πάσι, όδηγήθησαν αύτοπροσώπως ύπό τών Αύτών Εξοχ οτήτων εις τάς καλυτέρας θέσεις τής μεγάλης εξέδρας, ενώ ή γραφική άντιπροσωπεία έκ τού έξωτερικού, γνωστή διά τής ονομασίας Οί Φίλοι τού Σμαραγδένιου Νησιού, έκάθητο εις διαφορετικήν εξέδραν, άκριβώς άπέναντι. Ή άντιπροσωπεία, πλήρης άπό πάσης άπόψεως, περιελάμβανε τόν Κομμαντατόρε Μπατσιμπάτσι Μπενινομπενόνε (τόν ήμιπαράλυτον πρεσβύτην τής όμηγύρεως, όν κατέστη άναγκαίον νά άνυψώσουν εις τήν τού καθέδραν τή βοηθεία ίσχ υρού άτμοκινήτου γερανού), τόν μεσιέ Πιερ-πώλλ Πετιτεπατάντ, τόν Μεγαγελωτοποιό Βλαντιμίρ Ποκετχ έντκερτσιφ, τόν Άρχ ιγελωτοποιό Αέοπολντ Ρούντολφ φόν Σφάντσενμπαντ-Χοντελάρεν, τήν Κόμισσα Μάρθα Βιράγκα Κιζάντζονυ Πουτραπέσθι, τόν Χίραμ Γ. Μπόμπουστ, τόν κόμητα ’Αθάνατον Καραμελόπουλον, τόν ’Αλή Μπαμπά Μπαξίς Ραχ άτ Αουκούμ Έφέντη, τόν Σενιόρ Ίντάλγκο Καμπαλλέρο Ντόν Πεκαντίλλο υ Παλάμπρας υ Πατερνόστερ ντέ λά Μαλόρα ντέ λά Μαλάρια, τόν Χοκοπόκο Χαρακίρι, τόν Χί Χούνγκ Τσάνγκ, τόν ’Όλεφ Κομπερκέντελσεν, τόν Μαίνχ ηρ Τρίκ Βάν Τρούμπς, τόν Πάν Πολεάζε Παντυρίσκυ, τόν Γκούζμποντ Πρχ κλστρ Κρατσιναμπριτσίζιτς, τόν Χέρ Χουρχ αουσντιρεκτορπρεζιντέντ Χάνς Τσουέχ λι-Στεουέρλι, τόν Νασιουναλγυμνασιουμμουζέουμσανατοριουμκαισουσπενσοριουμσορντιναρυπριβατμτοσον σεντζενεραλχ ιστορισπεσιαλπροφεσορντόκτορ Κρίγκφριντ ‘Υμπεραλγκεμάιν. ‘Άπαντες οί αντιπρόσωποι, άνευ έξαιρέσεως, χ ρησιμοποίησαν τούς έκφραστικότερους καί πλέον ετερογενείς λόγους ίνα χ αρακτηρίσουν τήν άκατονόμαστον βαρβαρότητα, εις ήν προσεκλήθησαν οπως παραστούν μάρτυρες. Μία άκρως ζωηρά φιλονικία (εις τήν οποίαν συμμετείχ ον απαντες), ελαβεν χ ώραν μεταξύ τών τάξεων τών Φίλων τού Σμαραγδένιου Νησιού έπί τού εάν ή όγδόη ή ή ένάτη Μαρτίου ήτο ή αυθεντική ήμερομηνία τής γεννήσεως τού προστάτου άγίου τής ’Ιρλανδίας. Κατά τήν συζήτησή, πρός ένίσχ υσιν τών επιχ ειρημάτων τών συζητητών, έπεστρατεύθησαν έν άφθονία όβίδαι πυροβόλου, γιαταγάνια, μπούμερανγκ, άρκεβούζια, άσφυξιογόνοι χ ειροβομβίδες, χ ασαπομάχ αιρα, άλεξιβρόχ ια, καταπέλται, αμερικανικοί γρόνθοι, σάκοι άμμου, χ ελώναι χ υτοσιδήρου. Ό ΜακΦάντεν, τό χ αίδεμένον τέκνον τής ’Αστυνομίας, όστις έπεστρατεύθη έκ τού Μπουτερστάουν δι’ είδικού άγγελιαφόρου, άπεκατέστησεν έν τάχ εί τήν τάξιν καί διά πεφωτισμένης έτοιμότητος έπρότεινεν ώς λύσιν, έξίσου ικανοποιούσαν άμφότερα τά διαπληκτιζόμενα μέρη, τήν δεκάτην έβδόμην τού μηνός. Ή εύφυής πρότασις τού κοντοπίθαρου άστυνομικού ίκανοποίησεν παρευθύς απαντας καί έγένετο όμοφώνως άποδεκτή. Ό άστυφύλαξ ΜακΦάντεν έδέχ θη τά συγχ αρητήρια απάντων τών Φίλων τού Σμαραγδένιου Νησιού, αρκετοί τών οποίων αίμορροούσαν αρκούντως. Άφού άνέσυρον τόν Κομμαντατόρε Μπενιμπενόνε, όστις είχ ε κρύβει κάτωθι τής προεδρικής καθέδρας, ό νομικός αύτού σύμβουλος δικηγόρος Παγκαμίμι έξήγησεν ότι τά διάφορα αντικείμενα, άτινα εύρέθησαν εις τά τριάκοντα δύο θυλάκια αύτού, ούτος τά είχ εν άφαιρέσει έκ τών θυλακίων τών νεωτέρων συναδέλφων του κατά τήν διάρκειαν τής αναταραχ ής, ευελπιστών οπως συνετίσει αυτούς. Τά αντικείμενα (εις τά όποίά συμπεριλαμβάνοντο εκατοντάδες ανδρικών καί γυναικείων χ ρυσών ώρολογίων), άπεδόθησαν πάραυτα εις τούς πραγματικούς κατόχ ους των καί κατόπιν τούτου έβασίλευσεν γενική αρμονία. Ο Ρούμπολτ άνήλθεν ήρέμως καί μεθ’ άπλότητος τήν κλίμακα τού ίκριώματος, ένδεδυμένος άψογον πρωινήν ενδυμασίαν καί φέρων εις τήν κομβιο-δόχ ην του τό προσφιλές αύτού άνθος, τήν Gladiolus Cruentus. ’Ανήγγειλε τήν παρουσίαν του δι’ εκείνου τού έλαφρού ρουμπολντιανού βηχ ός, τόν όποιον τόσοι καί τόσοι έδοκίμασαν (άνεπιτυχ ώς) οπως μιμηθούν, σύντομον, προσεκτικόν καί άποκλειστικώς ίδικόν του. Ή άφιξις αύτού τού παγκοσμίως γνωστού εκτελεστού έχ αιρετίσθη ύπό τού τεραστίου πλήθους διά βρυχ ηθμού έπευφημιών, αί καλλοναί τού περιβάλλοντος τού ’Αντιβασιλέως έκίνουν μετ’ έξάψεως τά ρινόμακτρά των, ένώ οί πλέον έξαφθέντες ξένοι άντιπρόσωποι έξερράγησαν εις ξέφρενον συνδυασμών κραυγών: χ όχ , μπαντζάι, ελτζεν, ζίβιο, τσιντσίν, χ ρόνια πολλά, χ ίπχ ιπ, βίβα, !Αλλάχ , έν μέσω τών οποίων τά ηχ ηρά βίβα
τού άντιπροσώπου τής χ ώρας τού άσματος (έν διπλόν φά εις οξύ τόνον, ένθυμίζον έκείνας τάς ήδυτάτας διαπεραστικάς νότας τού εύνούχ ου Καταλάνι, αΙτινες κατεμάγευον τάς προπρομάμμας ήμών), διεκρίνοντο εύκόλως. ?Ητο άκριβώς ή πέμπτη άπογευματινή. Παρευθύς τό σύνθημα τής προσευχ ής μετεδόθη διά τού μεγαφώνου καί πάραυτα απασαι αί κεφαλαί άπεκαλύφθηκαν. Ό προσωπικός ιατρός τού Κομμαντατόρε, ό δρ Πίππι, άφήρεσεν έκ τής κεφαλής αύτού τό πατριαρχ ικόν σομπρέρο, οπερ εύρίσκετο εις τήν κατοχ ήν τής οίκογενείας του άπό τής έποχ ής τής έπαναστάσεως τού Ριέντζι. Ό σοφός άρχ ιερεύς, όστις παρειχ εν τάς ύστάτας παρηγορίας τής άγιας ήμών θρησκείας εις τόν ήρωα μάρτυρα, πανέτοιμον οπως πληρώσει τήν οφειλήν αύτού, έγονάτισεν μέ μίαν έντελώς χ ριστιανικήν ταπείνωσιν, έντός μικράς λακκουβίτσας όμβριου υδατος, μέ τό ράσον αύτού έπί τής τέφρας κεφαλής του καί προσέφερεν θεραάς προσευχ άς καί ικεσίας ένώπιον τού θρόνου τού έλέους. Πλησίον τού ξυλίνου όγκου οπου θά έξετελείτο ό άποκεφαλισμός, όρθούτο ή άπαισία σιλουέτα τού δημίου, ου πρόσωπον ήτο κεκαλυμμένον διά δοχ είου δέκα γαλλονίων φέροντος δύο κυκλικά άνοίγματα, μέσω τών οποίων διεκρίνοντο οί οφθαλμοί του, σπιθοβολούντες μανιωδώς. Έν άναμονή τού μοιραίου συνθήματος, έδοκίμαζεν τήν κόψιν τού τρομερού οπλου του, φέρων αύτήν ύπεράνω τού πήχ εως τής χ ειρός του, ή άποκεφαλίζων μέ ταχ ύτητα άστραπής έν πρός έν τά ποίμνια ολοκλήρου άγέλης, άτινα τού προσέφερον οί θαυμασταί τού σκληρού, πλήν όμως άγαγκαίου, λειτουργήματος του. Έπί ώραίας τραπέζης έκ ξύλου μαονιού, τοποθετηθείσης πλησίον αύτού, έξετίθεντο μέ τάξιν αί μάχ αιραι διαμελισμού, τά διάφορα έργαλεία διά τήν άπεντέρωσιν, άπό εκλεκτόν καλοβαμμένον χ άλυβα (ειδική παραγγελία εις τόν περιώνυμον οίκον μαχ αιροποιίας τών κ.κ. Τζών Ράουντ καί Τίοί, τού Σέφφηλντ), δοχ είον έκ τερακότας οπως δεχ θεί, ώς ταύτα διαδοχ ικώς θά άπεκόπτοντο, τό δωδεκαδάκτυλον, τό κόλον, τό τυφλόν έντερον καί τήν σκωληκοειδή άπόφυσιν κτλ., ώς καί δύο δοχ εία γάλακτος, ινα συλλέ` ξουν τό πολυτιμότατον αίμα τού πολυτιμοτάτου θύματος. Ό οικονόμος τού μικτού άσύλου διά κύνας καί γαλάς είχ εν άναλάβει τήν μεταφοράν αύτών τών δοχ είων, μετά τήν πλήρωσίν των, εις τό εύαγές ίδρυμα. Έξαίρετον γεύμα, άποτελούμενον έξ ώών μέ μπέικον, τηγανητόν φιλέτο μέ κρεμμυδάκια, ώστε νά γλείφει τις τά δάκτυλά του, νόστιμα ζεστά άρτίδια καί τονωτικόν τέιον, προσεφέρθη φιλοφρόνως ύπό τών αρχ ών πρός τόν κύριον πρωταγωνιστήν αύτής τής τραγωδίας, οστις, κατά τάς ύστάτας προετοιμασίας έπεδείκνυεν θαυμάσιον ενθουσιασμόν, ενδιαφερόμενος διά τήν συνολικήν διαδικασίαν, όμως ούτος, διά σπανίας εις τάς ήμέρας ήμών αύταπαρνήσεως, αιρόμενος εύγενώς εις τό ύψος τής επισήμου ταύτης στιγμής, έξέφρασεν τήν ύστάτην επιθυμίαν (ήτις κατέστη πάραυτα δεκτή), οπως τό γεύμα αύτό διανεμηθεί κανονικώς εις τούς άσθενείς καί άπορους τού συλλόγου ιδιοκτητών ενοικιαζόμενων δωματίων, ώς ενδειξις τής έξαιρέτου έκτιμήσεώς του. Ή συγκίνησις έκορυφώθη, όταν ή μνηστή, έπιλεγείσα άλλά μή όριστικοποιηθείσα, έρυθριώσα, ήνοιξεν δρόμον διά μέσου τών πυκνών σειρών τών παρευρισκομένων καί έρρίφθη έπί τού άνδρικού στήθους έκείνου, όστις ήτο έτοιμος νά σταλεί πρός χ άριν της εις τήν αιωνιότητα. Ό ήρως εσφιξεν μέ άγάπην εις τήν άγκάλην του αύτήν τήν λυγεράν, ώς ιτέα, σιλουέταν, ψιθυρίζων τρυφερώς Σήλα, Σήλα μου. Αυτη, ένθαρρυνθείσα άπό τήν χ ρήσιν τού ονόματος της, έφίλησε περιπαθώς άπάσας τάς προσφερομένας περιοχ άς τού σώματός του, πρός ας ή καθιερωμένη περιβολή τού καταδίκου τής έπέτρεπον τήν προσπέλασιν κατά τήν παραφοράν της. Καθώς οί αλμυροί ρύακες τών δακρύων των εσμιγον, αυτη όρκίσθη ότι θά λατρεύει τήν μνήμην του, ότι ούδέποτε θέλει λησμονήσει τό ήρωικόν άγόρι της, τό όποιον δδευε πρός τόν θάνατον μέ εν άσμα εις τά χ είλη, ώς νά μετέβαινε εις άγώνα ρίψεων εις τό πάρκον Κλόντερκ. Άνεμνήσθη τών ευτυχ ισμένων ήμερών τών εύλογημένων παιδικών των χ ρόνων παρά τάς όχ θας τού ποταμού ’Άννα Λίφφεύ, ότε παρεδίδονται εις τάς άθώας άπολαύσεις τής νεαράς ήλικίας καί, λησμονούντες τό τρομερόν παρόν, έγέλασαν άμφότεροι έκ βάθους καρδίας, απαντες δέ οί θεαταί, όμού καί ό σεβάσμιος πάστωρ, συμμετείχ ον εις τήν γενικήν φαιδρότητα. Γενικώς, αύτή ή καταπληκτική συνάθροισις συνεκλονίζετο κυριολεκτικώς άπό χ αράν. Άλλά έντός ολίγου ήσθάνθησαν
συντετριμμένοι έκ τής οδύνης καί έκτύπον τάς χ είρας των διά ύστάτην φοράν. Νέος χ είμαρρος δακρύων έξεχ ύθη έκ τών δακρυικών άγωγών των καί τό τεράστιον πλήθος, συγκεκινημένον μέχ ρις τών καταβάθων τής ψυχ ής του, άνελύθη εις σπαραξικαρδίους λυγμούς. Ό πλέον συγκλονισθείς ήτο, ίσως,,αύτός ούτος ό ήλικιωμένος ίερεύς. ’Άνδρες άπό σίδηρον καί χ άλυβα, άξιωματικοί τής δημοτικής άστυνομίας καί καλόκαρδοι γίγαντες τής ιρλανδικής βασιλικής χ ωροφυλακής, εχ ρησιμοποίησαν άπροκαλύπτως τά ρινόμακτρά των καί δέν θά ήτο ψεύδος έάν είπωμεν ότι, εις αύτήν τήν άνευ προηγουμένου συνάθροισιν, ούδείς οφθαλμός είχ εν άπομείνει στεγνός. ‘Έν ακρως ρομαντικόν περιστατικόν συνέβη, ότε νεαρός τις άπόφοιτος τής ’Οξφόρδης, γνωστός διά τά ίπποτικά του αισθήματα πρός τό ώραίον φύλον, έπροχ ώρησε καί, προτείνων τό έπισκεπτήριόν του, τό βιβλιάριον τών τραπεζικών καταθέσεών του καί τό γενεαλογικόν του δένδρον, ήτήσατο τήν χ είρα τής άτυχ ούς κόρης, παρακαλών αύτήν οπως ή ίδια καθορίσει τήν ήμερομηνίαν τού γάμου, πρότασιν τήν οποίαν αυτή άπεδέχ θη άσμένως. ‘Όλαι αί παριστάμεναι κυρίαι ελαβον, έπί τή εύκαιρία, ώς δώρον καλαίσθητον άναμνηστικόν, καρφίτσαν σχ ήματος κρανίου μετά δύο οστών χ ιαστί — πράξις επίκαιρος καί γενναιόφρων, ήης προεκάλεσε νέαν εκρηξιν συγκινήσεως καί, ότε ό γαλαντόμος Όξφορδιανός (όστις, δέον οπως λεχ θεί, εφερεν εν έκ τών ένδοξοτέρων ονομάτων τής ιστορίας τής Άλβιώνος), έπέρασεν εις τό δάκτυλον τής μνηστής του, ήτις ήρυθρία, πανάκριβον δακτύλιον άρραβώνος άπό σμαράγδια εις σχ ήμα τετραφύλλου τριφυλλιού, ή εξαψις ύπερέβη κάθε δριον. Μάλιστα, καί ό διοικητής ετι τής στρατιωτικής άστυνομίας, ό άνηλεής άντισυνταγματάρχ ης Τόμκιν-Μάξουελλ Φρεντσμάλλαν Τόμλινσον, όστις προήδρευεν τής όδυνηράς ταύτης τελετής, άνήρ όστις άδιστάκτως είχ εν προσδέσει εις τάς κάννας τών πυροβόλων πλήθος ’Ινδών στρατιωτών τών Βρετανών, δέν ήδυνήθη τώρα νά συγκρατήσει τήν έμφυτον συγκίνησιν αύτού. Μέ τήν σιδηράν αύτού περιχ ειρίδα έσκούπισεν λαθραίον δάκρυ καί οί προνομιούχ οι πολίτες, οίτινες ίσταντο πλησίον αύτού, τόν ήκουσαν μουρμουρίζοντα καί μονολογούντα διά συντετριμμένης φωνής: — Ό διάολος νά μέ πάρει, άν δέν είναι υπέροχ η αύτή ή γαμημένη πουτανίτσα. Νά μέ πάρει ό διάολος καί νά μέ σηκώσει, μού ερχ εται νά βάλω σά μαλάκας τά κλάματα, ναί, γιατί ετσι πού τή βλέπω, θυμάμαι τή γριά γαβάθα μου μέ τό χ υλό, πού μέ περιμένει πέρα στό Λάιμχ αουζ. Τότε, ό πολίτης άρχ ίζει νά μιλάει γιά τήν ιρλανδέζικη γλώσσα καί τή συνεδρίαση τού Δημοτικού συμβουλίου γιά ολα αύτά καί τήν ίδια τους τή γλώσσα, καί ό Τζό νά πετάει κάθε τόσο τό λογάκι του γιά τή λίρα πού τσίμπησε άπό κάποιον, καί ό Μπλούμ νά χ ώνεται μέ τό γέρικο μούτρο του καί μέ τή γόπα τού πούρου τών δύο πεννών πού είχ ε ξεκολλήσει άπό τόν Τζό καί νά μιλάει γιά τόν κελτικό σύλλογο καί τόν σύλλογο έναντίον τού άντικεράσματος καί γιά τό πιοτό, αύτή τήν κατάρα τής ’Ιρλανδίας. Γι’ αύτόν, ή ουσία τού ζητήματος βρισκότανε στό άντικέρασμα. Ό έρίφης, ήθελε νά άφήνει κάποιον νά τόν ποτίζει συνέχ εια μέχ ρι σκασμού, άλλά αύτού νά μήν δεί κανείς νά ερχ εται ή δίκιά του ή σειρά. Καί μιά φορά πήγα μέ κάποιο φίλο σέ μιάν άπό τίς μουσικές βραδιές τους, πολλή φασαρία γιά τό τίποτα, ή Μωρήν Λέη μου ξέρει άπό χ ορούς, καί ήταν έκεί ενα άτομο μέ μιά γαλάζια ταινία, έμβλημα τής Εγκράτειας, πού εβγαζε μέσα άπό τό λαρύγγι του τό ενα καί τό άλλο στά ιρλανδέζικα, καί ενα σωρό κορίτσια μέ λιναρένια μαλλιά πού κυκλοφορούσαν μέ μή οινοπνευματώδη ποτά καί πουλούσαν κονκάρδες, πορτοκάλια, λεμονάδα καί κάτι παλιά μουχ λιασμένα γλυκίσματα, κι όσο γιά διασκέδαση, άλλο νά σού λέω. ’Ιρλανδία έγκρατής ίσον ’Ιρλανδία ελεύθερη. Καί τότε ενας γέροντας άρχ ισε νά παίζει τήν γκάιντά του καί ολοι αύτοί οί ύποκριτές άρχ ισαν νά σέρνουνε τά πόδια τους σ’ ενα σκοπό σάν κι έκεινον πού εκανε τήν άγελάδα μας καί ψόφησε. Kt ενας δυό άπ’ αύτούς τούς οδηγούς τών ούρανών νά γυρίζουν τά μάτια τους όλοτρόγυρα γιά νά μή γίνει τίποτα μέ τίς γυναίκες, ά, αύτό δέν ήταν καθόλου διασκέδαση.
“Οπου τό λοιπόν, καθώς σάς ελεγα, ό γέρικος σκύλος, βλέποντας ότι τό κουτί άδειασε, αρχ ίζει νά γυροφέρνει τόν Τζό κι εμένα. Έγώ θά τόν εκπαίδευα μέ καλωσύνη, ναί, αύτό θά έκανα, άν ήτανε δικός μου. Θά τού τραβούσα κάπου-κάπου καμιά ξεγυρισμένη κλωτσιά σέ μέρος πού νά μήν τόνε στραβώσω. —
Φοβάσαι μή σέ δαγκώσει; λέει ό πολίτης κοροίδευτικά.
—
’Όχ ι, λέω έγώ. Άλλά μπορεί νά πάρει τό πόδι μου γιά φανοστάτη.
Φωνάζει, λοιπόν, παλιόσκυλο νά πλησιάσει: —
Τί τρέχ ει, Γκάρρυ;
Νά τον λοιπόν πού αρχ ίζει νά τόν τραβάει καί νά τόν χ αίδεύει καί νά τού μιλάει στά ιρλανδέζικα καί τό ψωρόσκυλο νά γκρινιάζει καί νά κάνουν οί δυό τους ενα ντουέτο, οπως καί στήν οπερα. Τέτοιο σαματά δέν θά τόν έχ ετε ματακούσει πουθενά. Κάποιος, πού δέν θά ειχ ε τίποτα καλύτερο νά κάμει, θά έπρεπε νά κάτσει νά γράψει ενα γράμμα στίς έφημερίδες, πρός χ άριν τού δημοσίου συμφέροντος, γιά τό φίμωμα ζώων σάν κι αύτό. Γκρινιάζοντας καί μουρμουρίζοντας καί μέ τό μάτι κατακόκκινο άπό τή δίψα καί μέ τή λύσσα νά στάζει άπό κάθε μεριά τού στόματός του. “Απαντες οί ένδιαφερόμενοι διά τήν διάδοσιν τού άνθρωπίνου πολιτισμού εις τά κατώτερα όντα (καί τούτων ό άριθμός μέγας έστί), ώφειλον οπως ούδόλως άγνοούν τάς άληθώς έξαιρέτους έκδηλώσεις κυνανθρωπίας τού περιφήμου ίρλανδικού έρυθρού λυκόσκυλου σέττερ, άρχ ικώς γνωστού διά τής ψευδονομασίας Γκαρρυόουεν, τόν όποιον προσφάτως ό τεράστιος κύκλος τών φίλων καί γνωστών του μετεβάπτισεν εις ’Όουεν Γκάρρυ. Αί έκδηλώσεις ταύται, άποτέλεσμα πολυχ ρόνου έκγυμνάσεως, έχ ούσης ώς βάσιν τήν καλωσύνην καί έπιμελώς μελετημένον τι διαιτολογικόν σύστημα, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων έπιτευγμάτων, καί τήν άπαγγελίαν στίχ ων. Ό μεγαλύτερος έκ τών ζώντων ήμετέρων ειδημόνων τής φωνητικής (δέν πρόκειται νά προφέρω τ’ όνομά του, άκόμη κι άν ύποβληθώ εις τά φρικτότερα τών βασανιστηρίων), δέν άφησεν λίθον έπί λίθου εις τήν προσπάθειάν του, οπως διαφωτίσει καί συγκρίνει τά άπαγγελθέντα ποιήματα καί εύρεν ότι ταύτα έχ ουν καταπληκτικήν (ή ύπογράμμισις ίδική μας) ομοιότητα μέ τά ράνν τών άρχ αίων Κελτών βάρδων. Δέν όμιλούμεν τόσο δι’ αύτά τά νόστιμα έρωτοτράγουδα, τά όποια συγγραφεύς τις, κρυπτόμενος ύπό τό χ αριτωμένον ψευδώνυμον Τρυφερός Μίσχ ος, κατέστησεν γνωστά εις ολον τό βιβλιόφιλον κοινόν, άλλά, μάλλον (ώς έπισημαίνει ό έκτακτος συνεργάτης Ντ. Ο. Σ. εις ένδιαφέρουσαν άνακοίνωσιν, δημοσιευθείσαν εις εν τών εσπερινών μας φύλλων), διά τήν τραχ υτέραν καί προσωπικοτέραν νόταν, τήν εύρισκομένην εις τάς σατιρικάς διαχ ύσεις τού περιφήμου Ράφτερυ καί τού Ντόναλντ ΜακΚόσινταίν, ίνα ούδέν άναφέρωμεν περί τού πλέον συγχ ρόνου λυρικού, όστις τήν στιγμήν αυτήν εχ ει άποσπάσει τήν προσοχ ήν του κοινού. Κατωτέρω παραθέτομεν δείγμα, μεταφρασθέν εις τήν άγγλικήν υπό διακεκριμένου καθηγητού, τόν όποιον δέν είμεθα εξουσιοδοτημένοι, έπί τού παρόντος, νά κατονομάσωμεν, άν καί πιστεύομεν ότι οί άναγνώσται ημών θά ευρουν μερικάς άναφοράς αύτού άκρως άποκαλυπτικάς εις θέματα έπικαιρότητος. Τό μετρικόν σύστημα τού άρχ αίου κυνικού, τό όποιον ένθυμίζει τούς περίπλοκους παρηχ ητικούς καί ίσοσυλλαβικούς κανόνας τού ούαλλικού ενγκλυν, είναι άπείρως περιπλοκότερον, άλλά πιστεύομεν ότι οί άναγνώσται ήμών θά συμφωνήσουν ότι τό πνεύμα τού ποιήματος εχ ει άποδοθεί κάλλιστα. ’Ίσως θά επρεπε νά προστεθεί ότι τό άποτέλεσμα είναι έντυπωσιακότερον, όταν οί στίχ οι τού ’Όουεν άπαγγέλλονται κάπως άργά καί δι’ έλλιπούς άρθρώσεως, εις τόνον ύποδηλούντα συγκρατημένην μνησικακίαν.
Τήν χ ατάρα μου νά εχ εις Κάθε μέρα εφτά φορές Καί νά ξεραθεί ή χ ουράδα σου Βρωμιάρη, Μπάρνεύ Κέρναν, Πού δέν μού δίνεις ούτε γουλιά νερό Καί στέγνωσε τό χ ουράγιο μου, Καί τ’ άντερά μου εχ ουνε πάρει φωτιά “Υστερα άπό τού Λάουρυ τά έντόσθια. Τότε λέει στόν Τέρρυ νά φέρει νερό γιά τό σκύλο του καί, μά τήν πίστη μου, θά μπορούσες ν’ άκούσεις τή γλώσσα του άπό ενα μίλι μακριά πού επινε χ λάπ χ λάπ χ λάπ. Καί ό Τζό ρώτησε τόν πολίτη, αν θά επαιρνε κάτι άκόμα. —
Θά ελεγα εύχ αρίστως, λέει αύτός, πρός άπόδειξιν τών καλών μου αισθημάτων.
Ό άλητήριος δέν είναι δά καί τόσο βλάκας όσο φαίνεται. Στρώνει τόν κώλο του ενα γύρο σ’ ολες τίς ταβέρνες, τή μιά μετά τήν άλλη, άφήνοντας τό λογαριασμό στούς άλλους, μαζί μέ τό σκύλο τού γερο-Γκίλτραπ καί ρίχ νει μέσα του εις ύγείαν τών κορόιδων. Καί ό άνθρωπος καί τό ζωντανό έχ ουν συνέχ εια γιορτή. Καί λέει ό Τζό: —
Θά μπορέσεις ν’ άνοίξεις μία τρύπα σέ άλλη μιά μπύρα;
—
Ξέρει τό παπί κολύμπι; λέω έγώ.
— Άπό τά ίδια, Τέρρυ, λέει ό Τζό. Είσαι βέβαιος ότι δέν θέλεις τίποτε νά δροσίσεις τό λαρύγγι σου; λέει αύτός. — ’Όχ ι, ευχ αριστώ, λέει ό Μπλούμ. Στήν πραγματικότητα, μπήκα άπλώς γιά νά δώ μήπως είναι έδώ ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, ξέρετε, γιά έκείνη τήν άσφάλεια τού καημένου τού Ντίγκναμ. Ό Μάρτιν μού ζήτησε νά πάω στό σπίτι τού έκλιπόντος. Βλέπετε, έκείνος, θέλω νά πώ ό Ντίγκναμ, παρέλειψε νά ειδοποιήσει τήν εταιρεία σχ ετικά μέ τήν υποθήκη τού άσφαλιστικού συμβολαίου του καί κατά τόν νόμον ό ενυπόθηκος πιστωτής δέν μπορεί νά είσπράξει τό ασφαλιστικό συμβόλαιο. — ’Ό, θείκοί κεραυνοί! είπε ό Τζό, γελώντας. Θά ήταν θαύμα νά δεί κανείς τόν γερο-Σάυλοκ νά τήν πατάει. Σάν νά λέμε, εκείνος πού κερδίζει είναι ή γυναίκα του, ετσι; —
Αύτό, λέει ό Μπλούμ, είναι κάτι πού άφορά τούς θαυμαστές τής συζύγου του.
—
Τούς θαυμαστές ποιανής; λέει ό Τζό.
—
Τούς συμβούλους τής συζύγου του ήθελα νά πώ, λέει ό Μπλούμ.
Καί πάνω σέ αύτό, νά τον πού αρχ ίζει αύτά τά μπερδεμένα σαλιαρίσματά του γιά ενυπόθηκα δάνεια, σύμφωνα μέ τό νόμο, λές κι ήταν κανένας πρόε δρος δικαστηρίου πού απονέμει δικαιοσύνη, καί γιά τά προνόμια τής συζύ γου, καί γιά τό ότι μιά παρακαταθήκη είχ ε συσταθεί, άλλά αν, άπό τήν αλ λη μεριά, ό Ντίγκναμ οφείλε χ ρήματα στόν Μπρίτζμαν καί αν τώρα ή σύζυ γος ή ή χ ήρα άμφισβητούσε τό δικαίωμα του ένυποθήκου δανειστου, σύμφω να μέ τό νόμο… ούφ! τό φτωχ ό μου τό τσερβέλο είχ ε γίνει κουρκούτι. Είχ ε πολύ γαμημένη τύχ η πού δέν τόν χ ώσανε τόν ίδιο μέσα, σύμφωνα μέ τό νόμο, τότε πού πούλαγε εισιτήρια γιά κάποια γιορτή, σάν άγύρτη καί άλήτη, μόνο καί μόνο επειδή είχ ε κάποιο φίλο στό παλάτι, κάποιο προνομιούχ ο ουγγρικό, βασιλικό λαχ είο. ’Αλήθεια, οπως σάς βλέπω καί μέ βλέπετε. ’Ώ, μά εμπιστευτείτε, λοιπόν, εναν
Ισραηλίτη! Βασιλική καί προνομιούχ ος ούγγρική λωποδυσία. Καί νά πού πλησιάζει ό Μπόμπ Ντόραν μέ τίς τσιριμόνιες του καί ζητάει άπό τόν Μπλούμ νά μεταφέρει στήν κυρία Ντίγκναμ ότι αυτός συμμετέχ ει ολόψυχ α στή θλίψη της καί ότι λυπόταν πολύ γιά τήν κηδεία καί νά τής πεί ότι ολος ό κόσμος πού τόν γνώριζε ελεγε ότι καλύτερος καί γενναιότερος άπό τόν πεθαμένο τόν φουκαρά τόν Γουίλλυ δέν ματάγινε ποτές, νά τής τό πεί. Κόντευε νά πνιγεί άπό τίς βλακείες πού άράδιαζε. Καί έσφιγγε τό χ έρι τού Μπλούμ, παίρνοντας ύφος τραγικό, νά τής τό πεί αύτό. Κόλλα τό χ έρι, καρντάση. Έσύ είσαι ενας κατεργάρης κι έγώ είμαι άλλος ενας. — ’Αφήστε, λέει αύτός, νά κάνω χ ρήση καί ίσως κατάχ ρηση τών σχ έσεών μας, οι όποιες, όσο έπιφανειακές καί αν είναι, αν κρίνουμε άποκλειστικά μέ τό μέτρο τού χ ρόνου, είναι θεμελιωμένες, τό έλπίζω καί τό πιστεύω, σέ μιά βάση άμοιβαίας έκτιμήσεως, ώστε νά σάς ζητήσω αύτή τή χ άρη. ’Άν, όμως, εχ ω ξεπεράσει τά δρια τής διακριτικότητας, ή ειλικρίνεια τών αισθημάτων μου, τουλάχ ιστον, ας χ ρησιμεύσει ώστε νά μού συγχ ωρεθεί ή τόλμη. — ’Όχ ι, λέει ό άλλος, μπορώ άπολύτως νά έκτιμήσω τά κίνητρα πού σάς κάνουν νά ένεργείτε καί θά έκπληρώσω τήν άποστολή πού θέλετε νά μού έμπιστευτείτε, παρηγορούμενος μέ τήν ίδέα ότι, όσο θλιβερή καί αν είναι αύτή ή άποστολή, ή άπόδειξη τής έμπιστοσύνης πού μού παρέχ ετε, γλυκαίνει ώς ενα βαθμό αύτό τό πικρό ποτήρι. — Τότε, επιτρέψτε μου νά σάς σφίξω τό χ έρι, λέει. Ή καλωσύνη τής καρδιάς σας, είμαι βέβαιος, θά σάς ύπαγορεύσει καλύτερες φράσεις άπό τίς άδέξιες τίς δικές μου, είμαι βέβαιος ότι θά βρείτε τά καταλληλότερα λόγια γιά νά μεταδώσετε μιά συγκίνηση τόσο συγκλονιστική, πού, άν ήθελα ν’ άφήσω ελεύθερα τά αισθήματά μου, θά μπορούσα ίσως νά χ άσω τήν ομιλία μου. Καί νά τον πού βγαίνει προσπαθώντας νά βαδίσει ’ίσια. Μεθυσμένος στίς πέντε ή ώρα τό άπόγευμα. ‘Όπως εκείνη τή νύχ τα πού λίγο ελειψε νά βρεθεί στό φρέσκο, άν ό Πάντυ Λέναρντ δέν γνώριζε τόν μπάτσο 14Α. Τύφλα στό μεθύσι σ’ ενα παράνομο ποτοπωλείο στήν όδό Μπράιντ, όταν ολα πιά είχ αν κλείσει, νά πορνεύεται μέ δυό παστρικιές καί τόν νταβατζή τους νά φυλάει τσίλιες καί νά πίνει τό πορτό άπό τίς κούπες τού τσαγιού. Κι ελεγε στίς δύο άλανιάρες ότι ήταν Φραντσέζος, ότι τό όνομά του ήταν Ζοζέφ Mavto, καί καταφέρετο κατά τής καθολικής έκκλησίας, αύτός πού, όταν ήταν παιδί, βοηθούσε μέ χ αμηλωμένα μάτια τόν παπά στή λειτουργία, καί ποιός εγραψε τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, καί δώστου φιλάκια καί τριψίματα! Καί οί δυό παστρικιές ξεκαρδισμένες στά γέλια, νά ψειρίζουνε τίς τσέπες του, καθώς αύτός εχ υνε τό πορτό παντού πάνω στό κρεβάτι και αύτές νά γελάνε ή μιά στήν άλλη. Πώς είναι ή διαθήκη σου; “Εχ εις παλαιά διαθήκη; Δέν σάς λέω τίποτε άλλο παρά μόνο ότι ετυχ ε νά περάσει άπό έκεί ό Πάντυ. Άλλά θά επρεπε νά τόν δείτε τήν Κυριακή μέ τήν παρακοιμώμενή του πού τό παίζει σύζυγός του, νά κουνάει τήν ούρά της μέσα στό παρεκκλήσι, μέ τά βερνικωμένα παπούτσια της καί τίς βιολέτες της, σεινάμενη κουνάμενη, παριστάνοντας τήν μεγάλη κυρία. Ή άδερφή τού Τζάκ Μούνεύ. Καί ή γριά πουτανάρα, ή μάνα της πού νοικιάζει δωμάτια στά ζευγαράκια τού δρόμου. ’Έννοια σου, καί ό Τζάκ καλά τόν εσυμμόρφωσε. Τού είπε ότι, άν δέν διορθωνόταν, θά τόν εδερνε μέχ ρι πού θά τού στραπατσάριζε τήν πρόσοψη. ‘Όπου λοιπόν ό Τέρρυ φέρνει τά τρία ζυθοπότηρα. —
Πάρτε, λέει ό Τζό, μοιράζοντας τά ποτήρια. Πάρε, πολίτη.
—
Sian leat, λέει εκείνος.
—
Στήν ύγειά σου, Τζό, λέω έγώ. Στήν καλή σου ύγεία, πολίτη.
Ό μπεκρούλιακας είχ ε κιόλας κατεβάσει τό μισό. Θά επρεπε νά ήταν κανείς πολύ κονομημένος γιά νά καταφέρει νά τόν χ ορτάσει πιοτό. —
’Άλφ, ποιός είναι ό ψηλός πού βάζει ύποψηφιότητα γιά δήμαρχ ος; λέει ό Τζό.
—
’Ένας φίλος σου, λέει ό ’Άλφ.
—
Ό Νάνναν; λέει ό Τζό. Ό βουλευτής;
—
Δέν θ’ άναφέρω ονόματα, λέει ό ’Άλφ.
— ’Έτσι νόμισα, λέει ό Τζό. Τόν είδα πρίν λίγο σ’ εκείνη τή συγκέντρωση μέ τόν Γουίλλιαμ Φίλντ, τόν βουλευτή, στή συγκέντρωση τών ζωεμπόρων. — Ό δασύτριχ ος Ίόπας, λέει ό πολίτης, αύτό τό έκραγέν ήφαίστειο, ό αγαπημένος ολων τών χ ωρών καί τό είδωλο τής δικής του. Κι ετσι ό Τζό άρχ ίζει νά μιλάει στόν πολίτη γιά τόν άφθώδη πυρετό καί τούς ζωέμπορους καί ότι επρεπε νά γίνει κάτι γι’ αύτό καί ό πολίτης νά τούς στέλνει ολους στόν άγύριστο, καί ό Μπλούμ νά μιλάει γιά τό μπάνιο τών ψωριασμένων προβάτων καί γιά ενα σιρόπι γιά τόν βήχ α τών μοσχ αριών καί γιά τό άπαράμιλλο φάρμακο τού γλωσσίτη τών βοδιών. Καί ολα αύτά, έξ αιτίας πού είχ ε δουλέψει ενα φεγγάρι σέ κάποιο σφαγείο. Τριγυρίζοντας μέ τό σημειωματάριο καί τό μολύβι του, μέ σκυφτό κεφάλι καί άργοσέρνοντας τά πόδια, μέχ ρι πού ό Τζών Κάφφ του εδωσε πόδι, έπειδή αύθαδίασε σέ κάποιο κτηνοτρόφο. Ό κύριος Παντογνώστης. ’Έλα, παππού μου νά σού δείξω τά άμπέλια σου. Ό Μπέρκ ό Κατουρλής μού ελεγε ότι στό ξενοδοχ είο ή γυναίκα του είχ ε συνήθεια νά χ ύνει ποτάμι τά δάκρυα, καμιά φορά παρέα μέ τήν κυρία Ο’Ντάουντ, μέχ ρι νά τής πεταχ τούνε τά μάτια εξω, μέ ολες τίς οχ τώ δίπλες ξύγκι πού τήν τυλίγει. Δέν μπορούσε νά λασκάρει τά κορδόνια τού κορσέ της, άλλά τό μπακαλιαρίσιο μάτι του ολο καί βαλσάριζε γύρω της καί προσφερόταν νά τής δείξει τόν τρόπο. Ποιό είναι σήμερα τό πρόγραμμα; ’Ά, μάλιστα! ’Ανθρωπιστικές μέθοδοι. Επειδή τά καημένα τά ζώα ύποφέρουν καί οί ειδήμονες λένε τούτο καί τό αλλο καί τό καλύτερο γνωστό φάρμακο γιά νά μήν πονούν τά ζώα είναι νά τούς τραβήξεις απαλά τό πονεμένο μέρος. Νά τόν πάρει ό διάολος καί νά τόν σηκώσει, αύτός θά εχ ωνε τό χ έρι του απαλά, άκόμα καί κάτω άπό μιά κότα. Κό κό κό ή κοτούλα μας. Κλούκ κλούκ κλούκ. Νά την ή μαύρη μας ή κότα. Πού μας γέννησε τό αύγό. Είναι τόσο χ αρούμενη ή κοτούλα μας όταν γεννάει. Κό κό κό. Κλούκ κλούκ κλούκ. Νά σου καί ό καλός ό θείος ό Λέο. Χώνει τή χ εράκλα του κάτω άπό τή μαύρη κότα καί τής παίρνει τό φρέσκο αύγό. Κό κό κό ή κοτούλα μας. Κλούκ κλούκ κλούκ. — Τέλος πάντων, λέει ό Τζό. Ό Φίλντ καί ό Ναννέττι φεύγουν άπόψε κατ’ ευθείαν γιά τό Λονδίνο, γιά νά θέσουν τό ζήτημα στή Βουλή τών Κοινοτήτων. —
Είσαι βέβαιος, λέει ό Μπλούμ, ότι αναχ ωρεί ό σύμβουλος; ’Ήθελα νά τόν δώ.
—
Μά ναί, φεύγει άπόψε μέ τό πλοίο τού ταχ υδρομείου, λέει ό Τζό.
— Κρίμα, λέει ό Μπλούμ. Τόν ήθελα οπωσδήποτε. ’Ίσως νά φεύγει μόνο ό κ. Φίλντ. Δέν μπόρεσα νά τηλεφωνήσω. ’Όχ ι. Είσαι σίγουρος; — Πάει μαζί καί ό Νάνναν, λέει ό Τζό. Ό σύνδεσμος τού ζήτησε νά καταθέσει αύριο έπερώτηση γιά τό ζήτημα τού διευθυντή τής άστυνομίας, πού άπαγορεύει τά ιρλανδικά άθλήματα στό πάρκο. Τί γνώμη εχ εις γι’ αύτό, πολίτη; Γ ιά τό Sluagh na h-Eireann; Ό κ. Κάου Κόνακρ (Μάλτιφαρναμ, Έθνικ.): Κατόπιν τής έρωτήσεως τής τεθείσης ύπό τού άξιοτίμου φίλου μου, βουλευτού τού Σλέλα, δύναμαι νά έρωτήσω τόν άξιότιμον κύριον, έάν ή κυβέρνησις έξέδωσεν διαταγήν οπως τά ζώα αύτά σφαγιάζονται άνευ ιατρικής γνωματεύσεως περί τής παθολογικής αύτών καταστάσεως; Ό κ. ’Ώλφορς (Τάμοσαντ, Συντηρ): Οί αξιότιμοι βουλευταί διαθέτουν ήδη τά, ύπό τής όλομελείας τού σώματος όρισθείσης έπιτροπής, τεθέντα ύπ’ όψιν των στοιχ εία. ’Αντιλαμβάνομαι ότι ούδέν χ ρήσιμον δύναμαι νά προσθέσω εις αύτά. Ώς έκ τούτου, ή άπάντησίς μου εις τήν έρώτησιν τού άξιοτίμου βουλευτού είναι καταφατική. Ό κ. Όρέλλι (Μοντενότ, Έθνικ): Μήπως έχ ουν ήδη έκδοθεί παρόμοιαι διαταγαί άφορώσαι καί εις τήν σφαγήν άνθρωπίνων κτηνών, άτινα τολμούν νά έπιδίδωνται εις ίρλανδικάς παιδιάς έντός τού πάρκου τού Φοίνικος; Ό κ. ’Ώλφορς: Ή άπάντησίς είναι άρνητική. Ό κ. Κάου Κόνακρ: Μήπως τό διάσημον έκ Μιτσελστάουν τηλεγράφημα τού λίαν άξιοτίμου κυρίου ένέπνευσε τήν πολιτικήν τών εύγενεστάτων κυρίων τού θησαυροφυλακείου; (’Ώ! ’Ώ!). Ό κ. ’Ώλφορς: Έπ’ αύτού είναι άναγκαίον νά κατατεθεί έρώτησις. Ό κ. Στήλουιτ (Μπάνκομπ, ’Ανεξ.): Μή διστάσετε νά πυροβολήσετε. (Είρωνικαί έπευφημίαι έκ τής άντιπολιτεύσεως). Ό Πρόεδρος: Ησυχ ία! Ησυχ ία! (Ή συνεδρίασις διακόπτεται, Χειροκροτήματα.) — ’Ιδού ό άνθρωπος, λέει ό Τζό, πού εκαμε νά άναβιώσουν τά Κελτικά άθλήματα. Νά τος, έκεί κάθεται. Ό άνθρωπος πού φυγάδευσε τόν Τζέημς Στήβενς. Ό πρωταθλητής ολης τής ’Ιρλανδίας στή σφυροβολία. Ποιά ήταν ή καλύτερή σου βολή, πολίτη; —
Na bacleis, λέει ό πολίτης μετριόφρονα. Κάποτε, κι έγώ τά κατάφερνα όσο καί οί άλλοι.
—
’Έλα, πολίτη, κόλλα το, λέει ό Τζο. Μά τήν πίστη μου, ήσουνα ό καλύτερος.
—
Μά, είναι άλήθεια; λέει ό ’Άλφ.
—
Ναί, λέει ό Μπλούμ. Αύτό είναι πασίγνωστο. Δέν τό ξέρεις;
Καί άρχ ίζει μία συζήτηση περί τού άθλητισμού τών Κελτών καί γιά τίς άθλοπαιδιές πού άγγλοφέρνουν, οπως τό τέννις, καί γιά τή ρίψη καί τή λιθοβολία καί τό τοπικό χ ρώμα καί τήν άνοικοδόμηση τού έθνους καί ολα τά συναφή. Καί, φυσικά, ό Μπλούμ είχ ε κι αύτός νά πει τό λόγο του, ότι, άν κάποιος άθλητής εχ ει κουρασμένη καρδιά, οφείλει ν’ άποφεύγει τίς βίαιες άσκήσεις. Στοιχ ηματίζω στήν παρθενιά τής γιαγιάς μου ότι, άν πάρετε άπό κάτω ένα άχ υρο καί πείτε στόν Μπλούμ: Κοίταξε αύτό, Μπλούμ. Βλέπεις αύτό τό άχ υρο; Αύτό είναι άχ υρο, αύτός θά πάρει φόρα καί θά μιλάει γι’ αύτό μιά ώρα καί βάλε. Μία άκρως ένδιαφέρουσα συζήτησις διεξήχ θη εις τήν παλαιάν αίθουσαν Brian O’Ciarnain’s στό Sraid na Bretaine Bhearg υπό τήν αιγίδα του συνδέσμου Slaugh na h-Eireann, περί τής άναβιώσεως τών αρχ αίων ίρλανδοκελτικών αθλημάτων καί περί τής σπουδαιότητος τής σωματικής άγωγής, ώς αυτή ήννοείτο εις τήν άρχ αίαν Ελλάδα, τήν άρχ αίαν Ρώμην καί τήν άρχ αίαν ’Ιρλανδίαν, διά τήν άνάπτυξιν τής φυλής. Ό σεβαστός πρόεδρος τού εύγενούς αύτού συνδέσμου, έκάθητο εις τήν έδραν καί τό άκροατήριον ήτο πολυάριθμον. Κατόπιν βαρυσημάντου λόγου τού προέδρου, μεγαλειώδους ομιλίας, πλήρους εύγλωττίας καί παλμού, ήκολούθησεν άκρως ένδιαφέρουσα καί διδακτική συζήτησις μέ θέμα τήν πολυπόθητον άναβίωσιν τών αρχ αίων αθλοπαιδιών τών αρχ αίων παγκελτών προγόνων. Ό πασίγνωστος καί σεβαστότατος εργάτης εις τήν ύπόθεσιν τής άρχ αίας ήμών γλώσσης κ. Τζόζεφ ΜακΚάρθυ Χάινς, προέβη εις εύγλωττον έκκλησή διά τήν άναζωογόνησιν τών άρχ αίων ίρλανδοκελτικών αθλημάτων καί διασκεδάσεων, εις α επιδίδεται έκάστην πρωίαν καί εσπέραν ό Φίνν ΜακΚούλ, μέ στόχ ον τήν άναζωογόνησιν τών καλυτέρων παραδόσεων άνδρισμού καί ρώμης, άτινας έκληροδότησαν ήμίν οί άρχ αίοι χ ρόνοι. Ό Λ. Μπλούμ, όστις ύπεστήριζεν τήν αντίθετον θέσιν, έγένετο δεκτός διά χ ειροκροτημάτων άναμεμιγμένων διά συριγμάτων καί ό καλλικέλαδος πρόεδρος εθεσεν τέλος εις τήν συζήτησιν, άνταποκρινόμενος εις τάς έπανειλημμένας αιτήσεις καί τά θερμά χ ειροκροτήματα, προερχ όμενα έξ ολων τών πλευρών τής ύπερπλήρους αιθούσης, άπαγγέλων μέ άξιόλογον καί άξιομνημόνευτον τρόπον τούς έσαεί νέους στίχ ους τού άθανάτου Τόμας ’Όσμπορν Ντέηβις (κατ’ εύτυχ ίαν τόσον γνωστούς εις ολους, ώστε νά μήν καθίσταται άναγκαίον νά τούς αναφέρω έδώ) ’Άς χ αταστώμεν καί πάλιν `Έθνος, καί κατά τήν ερμηνείαν τών οποίων, δυνάμεθα, άνευ φόβου διαψεύσεώς μας υπό τίνος, νά ίσχ υρισθώμεν ότι ό παλαίμαχ ος πατριώτης αγωνιστής ύπερέβη τόν έαυτόν του. Ό ’Ιρλανδός Καρούζο-Γαριβάλδης εύρίσκετο εις τόν ύπέρτατον βαθμόν άποδόσεως καί ή στεντόρεια αύτού φωνή εύρίσκετο εις τό μέγιστον τής άποδόσεως αύτού τού τιμημένου έθνικού υμνου, όν μόνον συμπατριώται ήμών δύνανται νά αδουν δι’ αύτού τού τρόπου. Αύτή ή άνωτάτου επιπέδου φωνητική έκδήλωσις, ή άσύγκριτος ποιότης τής όποιας είχ εν ήδη προσδώσει εις τούτον διεθνή φήμην, έχ ειροκροτήθη μετά φρενίτιδος ύπό τού πολυπληθούς άκροατηρίου, εντός τού οποίου ήδύνατό τις νά διακρίνει πλείστα όσα έξέχ οντα μέλη τού κλήρου, ώς καί εκπροσώπους τού τύπου, τού δικηγορικού κόσμου καί άλλων εύγενών επαγγελμάτων. Καί ουτω εληξεν ή συγκέντρωσις. Έκ τού κλήρου παρίσταντο ό αίδεσιμώτατος Γουίλλιαμ Ντιλέηνυ, τής Εταιρείας τού Ίησού, δρ τής νομικής` ό Τζέραλντ Μόλλού, δρ τής θεολογίας` ό εφημέριος Π. Τζ. Κάβανα, τής κοινότητος τού ‘Αγίου Πνεύματος` ό έφημέριος Τ. Γουώτερς, τού Τάγματος τών Κασσινιστών` ό εφημέριος Τζών Μ. Άιβερς, ένοριακός ίερεύς` ό έφημέριος Π. Τζ. Κλήαρυ, τού Τάγματος τού ‘Αγίου Φραγκίσκου` ό έφημέριος Λ. Τζ. Χίκεύ, τού Τάγματος τών Δομηνικανών ό αίδεσιμώτατος Φρ. Νίκολας, του Τάγματος του Άγιου Φραγκίσκουό αίδεσιμώτατος Μπ. Γκόρμαν, τού Τάγματος τών Άνυποδήτων Καρμελιτών· ό εφημέριος Τ. Μ. Μέιχ ερ, τής Εταιρείας τού Ίησού· ό αίδεσιμώτατος Τζών Λέηβερυ, τών πατέρων τού Άγιου Βικεντίου` ό σεβασμιώτατος Γουίλλιαμ Ντόχ ερτυ, δρ τής Θεολογίας` ό έφημέριος Πήτερ Φάγκαν, τού Τάγματος τών Μαριστών` ό έφημέριος Τ. Μπράνγκαν, τού Τάγματος τού Αγίου Αυγουστίνου` ό έφημέριος Τζ. Φλάβιν, τού Τάγματος τών Κασσινιστών` ό
έφημέριος Μ. Α. Χάκεττ, τού Τάγματος τών Κασσινιστών` ό έφημέριος Ώ. Χάρλεύ, τού Τάγματος τών Κασσινιστών` ό σεβασμιώτατος Μονσινιόρ ΜακΜάνους, Επισκοπικός Επίτροπος` ό έφημέριος Μπ. Ρ. Σλάττερυ, τού Τάγματος τής Ασπίλου Μαρίας` ό αίδεσιμώτατος Μ. Ντ. Σκάλλυ, ένοριακός ίερεύς` ό έφημέριος Φ.Π. Πέρσελλ, τού Τάγματος τών Δομηνικανών` ό πρωτοπρεσβύτερος Τίμοθυ Κόρμαν, ένοριακός ίερεύς` ό έφημέριος Τζ. Φλάναγκαν, τού Τάγματος τών Κασσινιστών. Μεταξύ τών λαίκών παρίσταντο ό Π. Φέυ, ό Τ. Κουίρκε κλπ., κλπ. — Μέ τήν εύκαιρία, μιά καί μιλάμε γιά βίαιες ασκήσεις, λέει ό ’Άλφ, μήπως ήσαστε στό μάτς Κήο-Μπέννετ; —
’Όχ ι, λέει ό Τζό.
—
’Άκουσα ότι ό λεγάμενος τσέπωσε πάνω άπό εκατό στερλίνες, λέει ό ’Άλφ.
—
Ποιός, ό Μπλέηζες; λέει ό Τζό.
Καί λέει ό Μπλούμ: —
· Αύτό πού εχ ω έγώ νά πώ γιά τό τέννις, π.χ ., είναι ή εύκινησία καί ή άσκηση τού ματιού.
— Ναί, ό Μπλέηζες, λέει ό ’Άλφ. ’Άφησε νά κυκλοφορήσει ή διάδοση ότι ό Μάιλερ ήταν διαρκώς σουρωμένος γιά νά βγει ή βρώμα ότι θά χ άσει καί άς τού εβγαινε αύτουνού ή πίστη άνάποδα άπό τήν προπόνηση. — Τόν ξέρουμε, λέει ό πολίτης. Αύτόν τόν γιό τού προδότη. Ξέρουμε μέ ποιόν τρόπο τσέπωσε τό έγγλέζικο χ ρυσάφι. —
’Έχ εις δίκιο, λέει ό Τζό.
Καί ό Μπλούμ μπαίνει πάλι στή μέση, λέγοντας γιά τό τέννις καί τήν κυκλοφορία του αίματος καί ρωτάει τόν ’Άλφ: —
Καί έσύ, τί γνώμη εχ εις, Μπέργκαν;
— Ό Μάιλερ τόν εκαμε σκόνη, λέει ό ’Άλφ. Τό μάτς Χήναν καί Σέγιερς ήταν μυξιάρικη ύπόθεση μπροστά σ’ αύτό. Τού τίς έβρεξε μέχ ρι έκεί πού δέν έπαιρνε άλλο. ’Έπρεπε νά βλέπατε τόν πιτσιρικά πού τού έφτανε μέχ ρι τόν άφαλό καί τόν άλλο τόν ψηλό, νά χ τυπάει τόν άέρα. Θεούλη μου, τού ντρεσσάρισε μιά τελευταία γροθιά στό στομάχ ι. Κανονισμοί πυγμαχ ίας καί τά ρέστα, τόν εκανε νά ξεράσει καί όσα δέν είχ ε φάει. Έπρόκειτο περί ίστορικού άγώνος, όστις θά παραμείνει εις τά χ ρονικά ώς ό άγών έκείνος, κατά τόν όποιον ό Μάιλερ καί ό Πέρσυ ήγωνίσθησαν διά τό ποσόν τών πεντήκοντα χ ρυσών λιρών. Τό ειδωλον τού Δουβλίνου, καί τοι ύστερούν άπό άπόψεως βάρους, άντιστάθμιζεν τό μειονέκτημα αύτό διά της τελειοποιημένης δεξιοτεχ νίας του. Ή τελική άνθοδέσμη τών πυροτε χ νημάτων ήτο δι` άμφοτέρους τούς πρωταθλητάς εξαντλητική. Ό ήμιμε σαίων βαρών έπιλοχ ίας είχ εν επιτύχ ει οπως ρεύσουν τά α’ι’ματα τού άντιπά λου του κατά τήν προηγουμένην συμπλοκήν, κατά τήν όποιαν ό Κήο ύπήρ ξε ό γενικός άποδέκτης τών δεξιών καί τών άριστερών γρόνθων, ενώ ό πυ ροβολητής κατηύθυνε σταθερώς τά κτυπήματά του πρός τήν μύτην τού εί δώλου, καί ότε ό Μάιλερ έφαίνετο
ώς μεθυσμένος, ό στρατιώτης έπέρασε εις τήν έπίθεσιν δ^ ίσχ υρού άριστερού κτυπήματος, εις τό όποιον ό ’Ιρλανδός μονομάχ ος άπήντησε διά κεραυνού εις τό σαγόνι τού Μπέννετ. Ό έρυθροχ ίτων έκυψεν τήν κεφαλήν, άλλά ό Δουβλινέζος κατέφερε άριστερόν κροσέ, κτυπών αύτόν δι’ ολης τής δυνάμεως αύτού εις τό σώμα. Οί πυγμάχ οι συνεπλάκησαν. Ό Μάιλερ έδραστηριοποιήθη πάραυτα καί κατέβαλε τόν άντίπαλόν του καί ό γύρος έτερματίσθη μέ τόν πλέον σωματώδη έκ τών δύο εις τά σκοινιά, ενώ ό Μάιλερ ήτοιμάζετο νά τόν τιμωρήσει. Ό ’Άγγλος, τού όποιου τό δεξί μάτι ειχ ε σχ εδόν κλείσει, μετέβη εις τήν γωνίαν, οπου τόν κατέβρεξαν δ^ ικανής ποσότητος ύδατος, καί ότε έσήμανε τό καμπανάκι έπανήλθεν εύδιάθετος καί πλήρης θάρρους, μέ τήν πεποίθησιν ότι θά κατέβαλε νόκ άουτ τόν Έμπλανίτην πυγμάχ ον, ώσπου νά πεις κύμινο. ΤΗτο άνηλεής άγών καί ή νίκη θά έστεφε τόν καλύτερον. Άμφότεροι ήγωνίζοντο ώς τίγρεις καί ή έξαψις ειχ ε φθάσει εις τό κατακόρυφον. Ό διαιτητής προειδοποίησε δίς τόν μαχ ητήν Πέρσυ, διότι ούτος συνεκράτη τάς χ είρας τού άντιπάλου, άλλά τό ειδωλον μετεχ ειρίζετο κάθε είδους τέχ νασμα καί ήτο άξιοπερίεργος ή κίνησις τών ποδών του. Κατόπιν μιάς ζωηράς άνταλλαγής φιλοφρονήσεων, κατά τήν διάρκειαν τών όποιων έν εξυπνον άππερκατ τού στρατιωτικού έκαμεν νά τρέξει άρκετόν αίμα άπό τό στόμα τού άντιπάλου του, τό ειδωλον δρμησε αίφνιδίως, άναλαμβάνον πρωτοβουλίαν, καί εδωσε κεραυνοβόλον άριστερόν κτύπημα κατά τόν στόμαχ ον τού άγωνιζομένου Μπέννετ, ρίψας τούτον εις τό δάπεδον. ’Ήτο εν παραδειγματικόν νόκ άουτ. “Οταν, έν μέσω γενικής άγωνίας, κατεμέτρησαν τά δευτερόλεπτα διά τόν πυγμάχ ον τού Πορτομπέλλο, ό μάνατζερ τού Μπέννετ, ό γερο-Πφόττς Γουέλσταίν, έρριψεν τό προσόψιον καί τό άγόρι τού Σάντρυ άνεκηρύχ θη νικητής έν μέσω φρενίτιδος χ ειροκροτημάτων καί ζητωκραυγών τού κοινού, τό όποιον όρμήσαν εις τό ρίνγκ ολίγον δει νά τόν πνίξει άπό ενθουσιασμόν. — Ξέρει άπό ποιά μεριά εχ ει βουτυρωμένο τό ψωμί του, λέει ό ’Άλφ. Λένε ότι ετοιμάζει τώρα μιά περιοδεία συναυλιών στό Βορρά. —
Αύτό είναι άλήθεια, λέει ό Τζό. ’Έτσι δέν είναι;
— Ποιός; λέει ό Μπλούμ. ’Ά, ναί. Αλήθεια είναι. Ναί, ενα είδος καλοκαιρινής περιοδείας. Είδος μικρών διακοπών. —
Καί ή κυρία Μπλούμ θά είναι ή πρώτη βεντέτα, ετσι δέν είναι; λέει ό Τζό.
— Ή γυναίκα μου; λέει ό Μπλούμ. Ναί, τραγουδάει. Κι έγώ είμαι τής γνώμης ότι αύτή ή περιοδεία θά σημειώσει επιτυχ ία. Eivat εξαίρετος οργανωτής. Εξαίρετος. Άχ αχ ά, νά πάρει ό διάολος λέω έγώ στόν έαυτό μου. ’Έτσι έξηγείται γιατί οί καρύδες έχ ουν γάλα καί γιατί τά μαστάρια τών ζώων είναι άτριχ α. Ό Μπλέηζες θά παίζει τό κλαρίνο. Περιοδεία συναυλιών. Ό βρωμιάρης ό Ντάν, ό γιός αύτού τού παλιογούρουνου, τού μεσίτη τής γέφυρας τής ’Ισλανδίας, πού πούλησε τά ίδια άλογα δυό φορές στήν κυβέρνηση στόν πόλεμο τών Μπόερς. Ό γερο-Πωςπώς. ΤΗρθα γιά τό φόρο ύπέρ τών πτωχ ών καί γιά τό λογαριασμό τού νερού, κ. Μπόυλαν. Πωςπώς; Γιά τό λογαριασμό τού νερού, κ. Μπόυλαν. Πωςπώς; Α, τόν τράγο, αύτός είναι πού θά τήν οργανώσει, μά τήν πίστη μου. Μεταξύ μας, αύτά, έμπιστευτικά. Αύτή, τό καμάρι τού βραχ ώδους δρόυς τής Κάλπης, ή κόρη τού Τουήντυ μέ τά κορακίσια μαλλιά. Μεγάλωσε κι έφτασε σέ άσύγκριτη ομορφιά, εκεί οπου ή μουσμουλιά καί ή αμυγδαλιά εύωδιάζουν τόν άέρα. Οί κήποι τής Άλαμέδας γνώρισαν τήν περπατησιά της, τά λιόδεντρα τήν γνωρίζουν έπίσης καί τής έκαναν ύποκλίσεις καθώς περνούσε. Είναι ή αγνή σύζυγος τού
Λέοπολντ, ή Μάριον μέ τά πλουσιοπάροχ α στήθια. Καί ιδού, εισέρχ εται μέλος τής φάρας τών Ο’Μόλλού, εύειδής ήρως μέ χ λωμήν όψιν, μέ έρυθρότητΓ, ώστόσο, κατά τόπους, σύμβουλος τής Αύτού Μεγαλειότητος, είδήμων εις τήν έπιστήμην τών νόμων, καί συνοδεύει αύτόν ό πρίγκηψ, ό κληρονόμος τού εύγενούς οίκου τών Λάμπερτ. —
Γειά σου, Νέντ.
—
Γειά σου, ’Άλφ.
—
Γειά σου, Τζό.
—
Ό Θεός μαζί σας, λέει ό πολίτης.
—
Νά σέ εχ ει καλά, λέει ό Τζ. Τζ. Τί θά πάρεις, Νέντ;
—
Μιά μικρή μπύρα, λέει ό Νέντ.
Καί ό Τζ. Τζ. παράγγειλε τά ποτά. —
Πέρασες άπό τό δικαστήριο; λέει ό Τζό.
—
Ναί, λέει ό Τζ. Τζ. Θά τό ταχ τοποιήσει, Νέντ, ετσι είπε.
—
Τό ελπίζω, λέει ό Νέντ.
Μισό λεπτό, τί σκαρώνουν έκεί πέρα αύτοί οί δυό; Ό Τζ. Τζ. τόν σβήνει άπό τόν γενικό κατάλογο τών ενόρκων καί ό άλλος πάει νά τόν γλιτώσει άπό μιά κακοτοπιά. Τ’ όνομά του είναι γραμμένο στού Στάμπς. Είναι χ αρτοπαίχ της καί συναναστρέφεται μέ λιμοκοντόρους τής ύψηλής κοινωνίας, πού φορούν τζάμι στό μάτι, πίνει σαμπάνια, αύτός πού είναι βουτηγμένος μέχ ρι τό λαιμό στά χ ρέη. Πήγε κι άκούμπησε άμανάτι τό χ ρυσό του ρολόι στού Κάμμινς τής όδού Φράνσις, οπου νόμιζε ότι δέν θά τόν άναγνώριζε κανείς στό πίσω μέρος τού μαγαζιού, άλλά έτυχ ε νά βρίσκομαι έκεί κι έγώ μέ τόν Κατουρλή, ό οποίος πήγε νά έξαγοράσει τά στιβάλια του. Τό όνομά σας, κύριε; Ντάνν, λέει αύτός. Ναί, καί ντάν, έβάρεσε ή καμπάνα, λέω έγώ. Νά μέ πάρει ό διάολος, στοιχ ηματίζω όσα θές ότι κάποια μέρα θά βρεθεί μέσα καί θά κοιτάει πρός τά εξω. —
Είδατε πουθενά έδώ γύρω έκείνον τόν παλαβό τόν Μπρήν; λέει ό ’Άλφ. Φά. Τήν. Φά’ την.
—
Ναί, λέει ό Τζ. Τζ. ’Έψαχ νε γιά ιδιωτικό ντέντεκτιβ.
— Ναί, ναί, λέει ό Νέντ, καί ήθελε νά πάει κατ’εύθείαν στό δικαστήριο, άλλά ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ τόν επεισε νά βάλει πρώτα νά γίνει έξέταση τού γραφικού χ αρακτήρα. — Δέκα χ ιλιάδες στερλίνες, λέει ό ’Άλφ, γελώντας. Καί τί δέν θά ’δινα νά τόν άκούσω ν’ άγορεύει στό δικαστήριο. — Μήπως είσαι έσύ ό ένοχ ος, ’Άλφ; λέει ό Τζό. Τήν άλήθειαν, ολη τήν άλήθειαν καί μόνον τήν άλήθειαν, μά τόν Τζίμμυ Τζόνσον.
—
Έγώ; λέει ό ’Άλφ. Μέ συκοφαντείς.
—
’Όποια δήλωση καί
αν κάνεις, λέει ό Τζό, θά άποτελέσει στοιχ είο έναντίον σου.
— Φυσικά, αν κάνει άγωγή, αύτή θά συζητηθεί, λέει ό Τζ. Τζ., γιατί έξυπακούεται ότι δέν εχ ει σώας τάς φρένας. Φά. Τήν. Φά’ την. — Σώο τό μάτι σου, λέει ό ’Άλφ, γελώντας. Τό ξέρετε ότι είναι γιά τά σίδερα. Κοιτάξετε τό κεφάλι του. Μερικές φορές φοράει τό καπέλο του μέ τό κόκκαλο τών παπουτσιών του. — Ναί, λέει ό Τζ. Τζ., όμως, σύμφωνα μέ τό νόμο, αύτός πού δημοσιοποιεί ενα λίβελο δέν μπορεί νά έπικαλεσθει πρός ύπεράσπισή του ότι όσα έλέχ θησαν είναι άλήθεια. —
Ώχ ού, ’Άλφ, λέει ό Τζό.
—
’Οπωσδήποτε, λέει ό Μπλούμ, ύπάρχ ει καί ή καημένη ή γυναίκα, θέλω νά πώ, ή σύζυγός του.
— Είναι νά τήν κλαίς, λέει ό πολίτης. Καί ολες όσες παντρεύονται κάποιον πού είναι μισός μισός. —
Πώς μισός μισός; λέει ό Μπλούμ. Θέλετένά πείτε ότι είναι…
—
Είπα, μισός μισός, λέει ό πολίτης. ‘Ένας τύπος πού δέν είναι ούτε ζώο, ούτε ψάρι.
—
Ούτε αντρας, ούτε γυναίκα, λέει ό Τζό.
—
Αύτό άκριβώς έννοώ, λέει ό πολίτης. ‘Ένας χ αντούμης, αν ξέρετε τί είναι αύτό.
Νά πάρει ό διάολος, πήρα χ αμπάρι ότι ή συζήτηση επαιρνε άσχ ημο δρόμο. Ό Μπλούμ έξήγησε ότι αύτό πού ήθελε νά πεί ήταν πώς ήταν σκληρό γιά τήν καημένη τή γυναίκα νά παίρνει τά ξοπίσω τόν ξεμωραμένο γέρο. Αύτό συνιστα πραγματική σκληρότητα πρός τά ζώα νά άφήνεται αύτός ό γερομαλακισμένος ό Μπρήν εξω στό γρασίδι μέ τό γένι του νά στάζει καί νά προκαλεί τή βροχ ή. Κι αύτή πού είχ ε τή μύτη ψηλά, τόν πρώτο καιρό μετά τό γάμο τους, επειδή κάποιος ξάδερφος τού πατέρα τού άντρα της ήταν καντηλανάφτης τού Πάπα. Είχ ε κολλημένο στόν τοίχ ο τό πορτραίτο του, μέ τά μουστάκια του ψηλά σάν τσιγκέλια. Ό σινιόρ Μπρίνι άπό τό Σάμμερχ ιλλ, πού μάς παράσταινε τόν ’Ιταλό, ό παπικός ζουάβος τού ‘Αγίου Πατρός, είχ ε άφήσει τή συνοικία τής προκυμαίας καί είχ ε εγκατασταθεί στήν όδό Μόςς. Καί σάς ερωτώ: ποιός ήταν τού λόγου του; “Ενας άσήμαντος, μ’ ενα σπιτάκι δύο δωματίων στό βάθος καί διάδρομο, έφτά σελλίνια τήν εβδομάδα, καί πού κρεμούσε στό στήθος του κάθε λογής τενεκεδένια λιλιά γιά νά κάνει εντύπωση στόν κοσμάκη. — Καί επιπλέον, λέει ό Τζ. Τζ., μιά καρτποστάλ ίσοδυναμεί μέ κοινολόγηση. Στήν ύπόθεση Σάντγκροουβ κατά Χόουλ έθεωρήθη ώς ικανή άπόδειξις δόλου. Κατά τή γνώμη μου, είναι δυνατόν νά στηριχ θεί άγωγή. Τρεις κι εξήντα, παρακαλώ, ποιός σού ζήτησε τή γνώμη σου; ’Άσε μας νά πιούμε τίς μπύρες μας μέ τήν ήσυχ ία μας. Νά πάρει ό διάολος, ούτε αύτό δέν μπορεί νά κάμει κανείς μέ τήν ήσυχ ία του. —
Λοιπόν, εις ύγείαν, Τζάκ, λέει ό Νέντ.
—
Εις ύγείαν, Νέντ, λέει ό Τζ. Τζ.
—
Νά τος πάλι, λέει ό Τζό.
—
Πού, λέει ό ’Άλφ.
Καί ό διάολος νά μέ πάρει καί νά μέ σηκώσει, νά σού τον πού πέρναγε μπροστά άπό τήν πόρτα, μέ τούς τόμους κάτω άπό τή φτερούγα του καί τή σύζυγό του στό πλάι του καί τόν Κόρνυ Κέλλεχ ερ πού, καθώς περνούσαν, κοίταζε μέ τό στραβό μάτι μέσα, καί τού μίλαγε σάν πατέρας, προσπαθώντας νά τού πουλήσει ενα μεταχ ειρισμένο φέρετρο. —
Τί κατάληξη εχ ει εκείνη ή καναδέζικη άπάτη; λέει ό Τζό.
—
Αναβλήθηκε, λέει ό Τζ. Τζ.
“Ενας άπό τήν άδελφότητα τών άετονύχ ηδων, γνωστός ώς Τζέημς Γουώτ ή Σαπίρο ή Σπάρκ καί Σπίρο, εβαλε μιάν άγγελία στίς εφημερίδες, λέγοντας ότι διέθετε εισιτήρια γιά Καναδά στήν τιμή τών είκοσι σελλινίων. Μήπως είπες τίποτα; Φυσικά, ήταν παγίδα στημένη γιά τά κορόιδα. Κι έπεσαν ολοι μέσα άπό τήν κομητεία Μήθ, ναί, άκόμη καί ενας άπό τή ράτσα του. Ό Τζ. Τζ. μάς ελεγε ότι ήταν ενας γερο-Εβραίος, Ζερέτσκυ τόν ελεγαν, ή κάπως ετσι, πού εκλαιγε άκουμπισμένος στό κάγκελο τών μαρτύρων μέ τό καπέλο στό κεφάλι, όρκιζόμενος στόν άγιο Μωυσή, ότι τού είχ αν φάει δύο στερλίνες. —
Ποιός δίκαζε τήν ύπόθεση; λέει ό Τζό.
—
Ό άνώτερος δικαστής τής περιοχ ής, λέει ό Νέντ.
—
Τόν καημένο τόν γέρο σέρ Φρέντερικ, λέει ό ’Άλφ, τόν ξεγελ,άς εύκολα.
— Χρυσή καρδιά, λέει ό Νέντ. Φθάνει νά τού ξεφουρνίσεις ενα παραμύθι γιά τά καθυστερημένα νοίκια, τήν άρρωστη σύζυγο κι ενα τσούρμο παιδιά καί, μά τήν πίστη μου, θά τόν δείς νά τόν παίρνουνε τά κλάματα πάνω στήν προεδρική εδρα. — Ναί, λέει ό Αλφ. Ό Ρουβήμ Τζ. ήταν πολύ τυχ ερός πού δέν κλείστηκε μέσα τίς προάλλες, όταν μήνυσε τόν φουκαρά τόν Γκάμλεύ, πού φυλάει τίς πέτρες του Δήμου κοντά στή γέφυρα Μπάττ. Καί αρχ ίζει, πού λέτε, νά μιμείται τό γέρο δικαστή, καθώς ήταν έτοιμος νά κλάψει: — ’Όντως, πρόκειται περί σκανδαλώδους γεγονότος. Ό φτωχ ός αύτός άνθρωπος όστις κερδίζει τό ψωμί του μέ τόν ιδρώτα τού προσώπου του! Καί πόσα παιδιά εχ ετε; Δέκα, είπατε; —
Μάλιστα, κύριε πρόεδρε. Καί ή γυναίκα μου είναι άρρωστη άπό τύφο!
— Καί ή σύζυγός του μέ τυφοειδή πυρετό! Σκανδαλώδες! Φύγετε άμέσως, κύριε. ’Όχ ι, κύριε, δέν θά διατάξω καμίαν άποζημίωσιν. Πώς τολμάτε, κύριε, νά έμφανίζεσθε ενώπιον μου καί νά αιτείτε παρομοίαν άποζημίωσιν! Άπό εναν πτωχ ό εργατικόν άνθρωπον! Ή αίτησις άπορρίπτεται. Καί διανυομένης τής δεκάτης έκτης ήμέρας τού μηνός τής βοίδομάτας θεάς καί τής τρίτης έβδομάδος μετά τήν εορτήν τής Άγιας καί Αδιαιρέτου Τριάδος, καί τής κόρης τών ουρανών, τής
παρθένου Σελήνης, εύρισκομένης εις τό πρώτον αυτής τέταρτον, συνέπεσεν ώστε αυτοί ot πεφωτισμένοι δικασταί νά μεταβούν εις τό ναόν τού νόμου. Έκεί, ό δικαστής Κώρτνεύ, έδρεύων έν τή αιθούση του, έξέδωσε τήν γνωμάτευσίν του, καί ό σεβαστός δικαστής ’Άντριους, έκδικάζων άνευ ένορκων εις τό δικαστήριον έπικυρώσεως διαθηκών, έξήτασεν καί έστάθμισεν” μετά τής μεγαλυτέρας προσοχ ής τά δικαιώματα τού πρώτου άπαιτητού έπί τής περιουσίας, τής άποτελούσης τό άντικείμενον τής έν λόγω διαθήκης, καί τελικής διαθηκώας διαθέσεως, έμπραγμάτου τε καί ένοχ ικής, τού προσφάτως θρηνηθέντος Τζάκομπ Χάλλιντεύ, έμπορου οίνων, κατά τού Λίβινγστοουν, παιδός ήλαττωμένης άντιλήψεως καί τίνος τρίτου. Καί ό σέρ Φρέντερικ Φάλκονερ προσήλθεν εις τό σεβαστόν δικαστήριον τής όδού Γκρήν. Καί κατά τήν πέμπτην ώραν προέβη εις τήν εναρξιν τής συνεδριάσεως, ίνα έφαρμόσει,τόν άρχ αίον νόμον τών Μπρήχ ον, εις τήν ειδικήν έπιτροπήν δι’ άπασαν τήν περιοχ ήν ταότην καί τά έξαρτώμενα τμήματα καί τήν πόλιν τού Δουβλίνου. Καί έκάθησαν έκεί μετ’ αύτού τά μέλη τού μεγάλου Συνεδρίου τών δώδεκα φυλών τής ’Ιρλανδίας, είς άνήρ διά κάθε φυλήν, τής φυλής τού Πάτρικ, καί τής φυλής τού Χιού, καί τής φυλής τού ’Όουεν, καί τής φυλής τού Κόνν, καί τής φυλής τού “Οσκαρ, καί τής φυλής τού Φέργκους, καί τής φυλής τού Φίνν, καί τής φυλής τού Ντέρμοτ, καί τής φυλής τού Κόρμακ, καί τής φυλής τού Κέβιν, καί τής φυλής τού Κάλτ, καί τής φυλής τού ’Όσσιαν, συνολικώς δώδεκα καλοί καί άγαθοί άνδρες. Καί τούς έξόρκισεν είς τό όνομα Εκείνου, όστις άπέθανεν έπί τού σταυρού, οπως κρίνουν κατά συνείδησιν, οπως καταλήξουν εις καλόν συμπέρασμα, εις τήν ύπόθεσιν ήτις έκκρεμούσε μεταξύ τού βασιλέως καί κυρίου των καί τού κατηγορουμένου, όστις έκάθητο εις τό έδώλιον, καί οπως έκδώσουν δικαίαν έτυμηγορίαν, σύμφωνον μέ τάς μαρτυρίας, αιτινες θά προέκυπτον έκ τής άκροαματικής διαδικασίας, μέ τήν βοήθειαν τού Θεού, καί οπως άσπασθούν τό Εύαγγέλιον. Καί ήγέρθησαν ούτοι, οί δώδεκα τής Ιρλανδίας, καί όρκίσθησαν εις τό όνομα Εκείνου, όστις προέρχ εται έκ τής αίωνιότητος, ότι θά ένήργουν συμφώνως μέ τήν πάνσοφον Αύτού δικαιοσύνην. Καί παρευθύς οί εντεταλμένοι τού νόμου έξήγαγον έκ τής ύπογείου φυλακής άνδρα, τόν όποιον τά λαγωνικά τής αστυνομίας ειχ ον συλλάβει κατόπιν πληροφοριών, άς ειχ ον λάβει. Καί αλυσόδεσαν τούς πόδας καί τάς χ είρας αύτού καί ούδεμίαν έγγύησιν άποφυλακίσεως ήθέλησαν ν’ άποδεχ θούν, ούδέ άλλον τι, άλλά άπήγγειλαν κατηγορίαν εναντίον του, ότι ούτος ήτο εγκληματίας.
— Αύτά είναι ώραία πράματα, λέει ό πολίτης, νά μάς κουβαλιούνται στήν ’Ιρλανδία καί νά γεμίζουν τόν τόπο κοριούς. “Οπου ό Μπλούμ προσποιείται ότι δέν άκουσε τίποτα καί άρχ ίζει νά συζητάει μέ τόν Τζό, λέγοντας ότι δέν ύπήρχ ε λόγος νά στενοχ ωριέται γι’ αύτή τήν λεπτομέρεια μέχ ρι τήν πρώτη τού μηνός, άρκεί μόνο νά ελεγε ό Τζό δυό κουβέντες στόν κ. Κρώφορντ. Καί τότε ό Τζό ορκίστηκε σέ θεούς καί δαίμονες ότι θά κινούσε γή καί ούρανό. — Γιατί, οπως ξέρετε, ? έει ό Μπλούμ, τό μυστικό τής επιτυχ ίας μιάς διαφήμισης βρίσκεται στήν επανάληψη. Αύτό εχ ει σημασία. —
Μπορείς νά βασιστείς σέ μένα, λέει ό Τζό.
— Έξαπατούν τούς χ ωρικούς καί τούς φτωχ ούς τής ’Ιρλανδίας, λέει ό πολίτης. Δέν θέλουμε πιά ξένους στόν τόπο μας. —
Πές πώς εγινε, λέει ό Τζό.
—
Πολύ εύγενικό έκ μέρους σου, λέει ό Μπλούμ.
— ”Οσο γιά τούς ξένους, λέει ό πολίτης, τό λάθος είναι δικό μας. Έμείς τούς άφήσαμε νά μπούνε. Έμείς τούς φέραμε. Ή μοιχ αλίδα καί ό άγαπητικός της εφεραν έδώ τούς ληστές τούς Σάξωνες. —
’Απόφαση προσωρινή, λέει ό Τζ. Τζ.
Καί 6 Μπλούμ νά προσποιείται, ότι δέν ένδιαφέρεται γιά τίποτα άπολύτως, κοιτάζοντας μιάν άράχ νη στή γωνία πίσω άπό ενα βαρέλι, καί ό πολίτης νά στραβομουτσουνιάζει πίσω του καί ό γερο-σκύλος στά πόδια του νά σηκώνει τή μουσούδα του, μήν ξέροντας ποιόν νά δαγκώσει καί πότε. —
Μιά άτιμασμένη σύζυγος, λέει ό πολίτης, αύτή φταίει γιά ολες τίς κακοτυχ ίες μας.
— Νά την, λέει ό ’Άλφ, πού χ αμογελούσε μέ τόν Τέρρυ κοιτάζοντας στόν πάγκο τήν Αστυνομική Επιθεώρηση, έτοιμη γιά νταβαντούρι. —
’Άσε νά τής ρίξουμε κι έμείς μιά ματιά, λέω έγώ.
Φυσικά, δέν ήταν παρά μία άπό εκείνες τίς αισχ ρές εικόνες τών γιάνκηδων, πού ό Τέρρυ δανείζεται άπό τόν Κόρνυ Κέλλεχ ερ. Μυστικοί τρόποι γιά νά επιτυγχ άνετε τή μεγέθυνση τού οργάνου σας. Στραβοπατήματα μιας καλλονής τής υψηλής κοινωνίας. Ό Νόρμαν Γ. Τάππερ, πλούσιος εργολάβος τού Σικάγου, συλλαμβάνει τήν γοητευτική, άλλά άπιστη σύζυγό του στήν άγκαλιά τού άξιωματικού Τέυλορ. Ή ώραία, φέρουσα μόνο τήν κυλοτίτσα της, διαπράττει άπρέπειες καί ό λεγάμενος τήν πασπατεύει γιά νά βρεί τά σημεία πού γαργαλιέται, καί ό Νόρμαν Τάππερ μπουκάρει ξαφνικά μέ τό αγιοβασιλιάτικο πιστολάκι του άκριβώς τή στιγμή πού αύτή είχ ε τελειώσει τά παιγνιδάκια της μέ τόν άξιωματικό Τέυλορ. —
’Ό, Τζέννυ, χ ρυσή μου, τί κοντό πού είναι τό μεσοφοράκι σου!
—
Φαίνονται καί τρίχ ες, Τζό, λέω έγώ. Αύτή πρέπει νά κάνει καλό κρεβατι, ετσι;
Καί τότε, νά σου καί μπαίνει ό Τζών Γουάιζ Νόλαν καί άπό κοντά ό Λένεχ αν μέ μιά φάτσα σάν μπαγιάτικο λείψανο. — Λοιπόν, λέει ό πολίτης, τί νεώτερα εχ ουμε άπό τό θέατρο τών έπιχ ειρήσεων; Τί άποφάσισαν αυτοί οί τενεκέδες γιά τήν ιρλανδική γλώσσα στή γελοία συγκέντρωσή τους στό δημαρχ είο; Ό Ο’Νόλαν, ένδεδυμένος τήν άπαστράπτουσαν πανοπλίαν του καί ύποκλινόμενος μέχ ρι τού έδάφους, άπέδωσεν τιμάς εις τόν πανίσχ υρον, ένδοξον καί τρομερόν άρχ ηγόν άπασών τών Ίρλανδιών καί άνεκοίνωσεν εις αύτόν τά συμβάντα, ότι οι σεβαστοί πρεσβύτες τής εύπειθεστάτης πόλεως, τής δευτέρας είς μέγεθος τού Βασιλείου, είχ ον συναντηθεί υπό τόν θόλον καί έκεί, μετά τάς προσηκούσας προσευχ άς είς τούς θεούς, οίτινες κατοικούν είς τά αιθέρια υψη, είχ ον συγκροτήσει έπίσημον συμβούλιον ί’να δυνηθούν, έφ’ όσον ήτο τούτο δυνατόν, ν’ άποκαταστήσουν διά μιαν είσέτι φοράν μεταξύ τών θνητών τήν πτερόεσσαν ομιλίαν τών έκ τής θαλάσσης διαχ ωριζομένων Κελτών. — Κάποτε θά γίνει κι αύτό, λέει ό πολίτης. Στό διάολο τά κτήνη, οί γαμημένοι οί Εγγλέζοι καί ή γλώσσα τους. Καί τότε ό Τζ. Τζ. άρχ ίζει νά κάνει τόν δικηγόρο τού διαβόλου, ότι ολα τά πράγματα έχ ουν δύο όψεις, καί γιά τόν σεβασμό στά γεγονότα καί γιά τήν πολιτική τού Νέλσονα, πού κοίταζε στό κιανόκιάλι του” μέ τό στραβό του μάτι, καί ότι είναι βλακεία νά κατηγορούμε ενα ολόκληρο έθνος, καί ό Μπλούμ νά προσπαθεί νά τόν ύποστηρίξει καί νά λέει γιά τή μετριοπάθειά τους καί τίς άποικίες τους καί τόν πολιτισμό τους. — Καί τό συφιλιδισμό τους, θές νά πείς, λέει ό πολίτης. Στό διάολο νά πάνε! Καί ή κατάρα τού Θεού νά πέσει πάνω σ’ αυτούς τούς γαμημένους ήλίθιους, τής πουτάνας γέννα! Ούτε μουσική έχ ουν, ούτε τέχ νη, ούτε λογοτεχ νία πού ν’ άξίζει δυό πεντάρες. “Ο,τι πολιτισμό έχ ουν, τόν εκλεψαν άπό μάς. Μαλάκες είναι καί σκέτες κωλοτρυπίδες. —
Ή οικογένεια τών Ευρωπαίων, λέει ό Τζ. Τζ.
— Αύτοί δέν είναι Εύρωπαίοι, λέει ό πολίτης. ’Ήμουνα στήν Εύρώπη, στό Παρίσι, μέ τόν Κέβιν ’Ήγκαν. Πουθενά στήν Εύρώπη δέν θά δείτε Ιχ νος αύτωνών, ή τής γλώσσας τους, πάρεξ σέ κανένα καμπινέ. Καί λέει ό Τζών Γουάιζ: —
Πολλά λουλούδια γεννιούνται γιά ν’ άνθούν κρυφά.
Καί λέει ό Λένεχ αν πού ξέρει λίγο τά φραντσέζικα: —
Conspuez les Anglais! Per fide Albion!
Τάδε εφη καί ύψωσεν μέ τάς ύπερμεγέθεις, τραχ είας καί ρωμαλέας χ είρας αύτού τό κύπελλον μέ τόν μέλανα δυνατόν άφρίζοντα ζύθον, έκφέρων τήν πολεμικήν κραυγήν τής φυλής τού Αάμ Ντέαργ Άμπου. ’Ήπιε ύπέρ τής ήττης τών εχ θρών του, φυλής τρομερών ήρώων, ο’ι’τινες κυβερνούν τά
κύματα καθήμενοι εις θρόνους έξ άλαβάστρου, σιωπηλοί ώς αθάνατοι θεοί. — Τί σού συμβαίνει; λέω στόν Λένεχ αν. Μοιάζεις σάν κάποιον πού έχ ασε ενα σελλίνι καί βρήκε μιά πέννα. —
Τό Χρυσό Κύπελλο στίς κούρσες, λέει.
—
Ποιός κέρδισε, κ. Λένεχ αν; λέει ό Τέρρυ.
—
Τό Πέταγμα, λέει, είκοσι πρός ενα. Τό άουτσάιντερ. “Ολα τ’ άλλα έξαφανίστηκαν.
—
Καί ή φοράδα τού Μπάςς; λέει ό Τέρρυ.
— Άκόμα τρέχ ει, λέει. Τήν πατήσαμε ολοι. Ό Μπόυλαν ριψοκινδύνευσε στό φαβορί πού τού έδωσα, τό Σκήπτρο, δυό λίρες γιά τόν εαυτό του καί γιά μιά κυρία, φίλη του. — Κι έγώ ποντάρισα μισή κορώνα στό Ζίνφάντελ, τό άλογο πού μού πρότεινε ό κ. Φλύν, λέει ό Τέρρυ. Τού λόρδου Χάουαρντ ντί Γουώλτεν. — Είκοσι πρός ενα, λέει ό Λένεχ αν. ’Έτσι είναι ή ζωή. Τό Πέταγμα, λέει. ’Άμ δέ. Αστάθεια, τό όνομά σου είναι Σκήπτρο. Καί τότε πήγε στό κουτί μέ τά μπισκότα τού Μπόμπ Ντόραν γιά νά δει άν ύπήρχ ε τίποτα νά βάλει στό στόμα του, ενώ τό γέρικο παλιόσκυλο έτρεχ ε ξοπίσω του μέ τό ψωριάρικο μουσούδι του στόν άέρα. Άλλά δέν ύπήρχ ε τίποτα. —
Δέν εμεινε τίποτα, άγόρι μου, λέει αύτός.
— Μήν τά χ άνεις, λέει ό Τζό. Θά είχ ε κερδίσει αύτό ολο τό παραδάκι, άν δέν εβγαινε στή μέση τό άλλο λαγωνικό. Καί ό Τζ. Τζ. καί ό πολίτης νά συζητούν περί νόμου καί ιστορίας καί ό Μπλούμ νά πετάει κάπου κάπου τό λογάκι του. — Μερικοί άνθρωποι μπορούν νά δούν τό σκουπιδάκι στό μάτι τού άλλου, άλλά δέν μπορούν νά δούν τό δοκάρι στό δικό τους μάτι. — Raimeis, λέει ό πολίτης. Δέν ύπάρχ ει κανείς πιό στραβός άπό έκείνον πού δέν θέλει νά δεί, άν καταλαβαίνετε τί θέλω νά πώ. Πού είναι τά είκοσι, τουλάχ ιστον, έκατομμύρια ’Ιρλανδοί, πού επρεπε νά είναι σήμερα έδώ, άντί γιά τά τέσσερα πού ξεμείνανε; Που είναι ot χ αμένες φυλές μας; Καί ή αγγειοπλαστική μας καί τά ύφάσματά μας, τά ώραώτερα στόν κόσμο; Καί τό μαλλί μας πού πουλιόταν στή Ρώμη τήν εποχ ή τού Γιουβενάλη, καί τό λινάρι μας καί τό δαμασκό μας άπό τούς άργαλειούς τού ’Άντριμ, καί ή δαντέλα μας άπό τό Λίμμερικ, τά βυρσοδεψεία μας καί τά κρυστάλλουργεία μας έκεί κάτω στό Μπάλλυμπωχ , καί ή ούγενότικη πουπλίνα μας πού τήν έχ ουμε άπό τόν καιρό τού Ζακάρ άπό τή Λυών, καί τά υφαντά μεταξωτά μας καί τά φοξφορδιανά μας τουήντ καί τό δαντελωτό φίλντισι άπό τό μοναστήρι τών Καρμελιτών στό’Νιού Ρόςς, πού όμοιά τους δέν θά βρείτε πουθενά σ’ ολόκληρο στόν κόσμο! Πού είναι οί ‘Έλληνες έμποροι πού περνούσαν τίς Ηράκλειες Στήλες, τό Γιβραλτάρ, πού τώρα τό άρπάξανε οί εχ θροί τής άνθρωπότητας, γιά νά ’ρθούν στήν άγορά τού Κάρμεν, στό Γουέξφορντ, νά πουλήσουν τό χ ρυσάφι
καί τήν πορφύρα τής Τύρρου; Διαβάστε τόν Τάκιτο καί τόν Πτολεμαίο, άκόμα καί τόν Γιράλδο τής Ούαλλίας. Κρασί, γουναρικά, μάρμαρο τής Κόννεμαρα, άσήμι άπό τό Τίππερερυ, άπό τά καλύτερα στόν κόσμο, τά άκόμη καί σήμερα κοσμοξακουσμένα άλογά μας, δίχ ως νά λογαριάζουμε τόν βασιλιά Φίλιππο τής ’Ισπανίας, πού προσφερόταν νά πληρώσει τελωνειακούς δασμούς, γιά νά τού έπιτραπεί νά ψαρεύει στά νερά μας. Ξέρετε τί μάς χ ρωστάνε ot χ ολερικοί ’Άγγλοι γιά τό κατεστραμμένο μας εμπόριο καί τίς λεηλατημένες μας εστίες; Καί οι κοίτες τού Μπάρροου καί τού Σάννον, πού αύτοί άρνούνται νά τίς βαθύνουν, εκατομμύρια στρέμματα λάσπη καί βάλτοι, γιά νά μάς κάνουν νά πεθάνουμε ολοι φυματικοί. — ’Άν δέν κάνουμε κάτι γιά τήν άναδάσωση τής χ ώρας, σέ λίγο θά εχ ουμε τόσα λίγα δέντρα, όσα και ή Πορτογαλία, λέει ό Τζών Γουάιζ, ή οπως ή Έλιγολάνδη μέ τό μοναδικό της δέντρο. Τά πεύκα καί τά έλατα καί ολα τά κωνοφόρα εξαφανίζονται γρήγορα. Διάβαζα μιάν έκθεση τού λόρδου Κάσλταουν… — Διασώστε τα, λέει ό πολίτης, τή γιγαντιαία μελιά τού Γκάλγουεη και τή βασίλισσα τής φτελιάς στό Κίλντεαρ, μέ τόν κορμό της πού εχ ει δώδεκα μέτρα περιφέρεια καί τό φύλλωμά της πού σκεπάζει ενα στρέμμα. Διασώστε τά δέντρα τής ’Ιρλανδίας μας, γιά τούς άνθρώπους τής μελλοντικής ’Ιρλανδίας πάνω στούς λόφους τού ’Έιρυ. ’Ώχ ! —
Ή Εύρώπη εχ ει στραμμένα τά μάτια της πάνω σας, λέει ό Λένεχ αν.
Τό άπόγευμα εκείνο, ή άφρόκρεμα τής διεθνούς ύψηλής κοινωνίας παρευρίσκετο en masse εις τούς γάμους τού ιππότου Ζάν Γ ουάιζ ντέ Νολάν, ύπάτου άρμοστού τών ’Ιρλανδικών Εθνικών Δρυμών μετά τής δεσποινίδος Έλάτης Κωνοφόρου έκ τής Κοιλάδος τών Πεύκων. Ή λαίδη Συλβέστρια Πτελεοσκιοπούλου, ή κυρία Μπάρμπαρα Λατροσημύδου, ή κυρία Πόλλυ Μελιάνθου, ή κυρία Πουρνάρω Φουντουκιάδου, ή δίς Δάφνη Πικροδαφνίδου, ή δίς Δωροθέα Καλαμοφράκτου, ή κυρία Κλάιντ Δωδεκαδένδρου, ή κυρία Σορβία Πρασίνου, ή δίς Ελένη Κληματίδου, ή δίς Βιργινία Άναρρι-χ ωμένου, ή δίς Γλαδιόλα Άγριοτριανταφύλλου, ή κυρία Ελαία Περιφρακτίδου, ή δίς Λευκή Σφενταμίτου, ή κυρία Μώντ Έβενίτου, ή κυρία Μύρα Μυρ-αοπούλου, ή δίς Πρισίλα Παλακχ νθου, ή δίς Μέλισσα Άγιοκληματίδου, ή δίς Χάρις Λευκοπούλου, ή δίς Μιμόζα Σάν, ή δίς Ραχ ήλ Κεδροφύλλου, οί δίδες Κρινιώ καί Βιόλα Πασχ αλίδου, ή δίς Ντροπαλή Τρεμολεύκη, ή κυρία Κίττυ Μουσκλοδρόσου, ή δίς Μάγια Άσπραγκάθου, ή δίς Δοξαστή Φοινικοπούλου, ή κυρία Λιάνα Λόγγου, ή κυρία Άραμπέλλα Μαυροξύλου καί ή κυρία Νόρμα Άγιοδένδρου έκ τής Δασοπόλεως έτίμησαν διά τής παρουσίας των τήν τελετήν. Ή νύμφη, τήν οποίαν συνόδευε ό πατήρ της, ό ιππότης ΜακΚωνοφόρος τών Βαλάνων, ελαμπεν, φέρουσα θεσπεσίαν τουαλέταν έκ πράσινης μερσεριζέ μετάξης, μέ φόδραν έξ άπαστράπτοντος γκρίζου, καί έσάρπα φαρδειά σμαραγδένιου πρασίνου, καταλήγουσαν είς τριπλήν σειράν άπό φράντζες πρός εν σκουρότερον πράσινον, έκ χ άλκινων βαλάνων. Αί δεσποινίδες τής τιμής, Πεύκη Κωνοφόρου καί Έλάτη Κωνοφόρου, άδελφαί τής νύφης, εφερον ταιριαστά φορέματα τής αυτής άποχ ρώσεως, μέ λεπτόν ρόζ σχ έδιον, πτερά άτινα διήκον κατά μήκος τών πτυχ ών καί έπανελαμβάνοντο περιέργως είς τά πράσινα καπελάκια, άτινα εφερον τόν χ ρωματισμόν τού νεφρίτου καί ήσαν διακεκοσμημένα διά πτίλων έρωδιού είς τρυφεράν άπόχ ρωσιν κοράλλεως. Ό σενιόρ Ένρίκε Φλόρ έπαιάνιζεν μέ τήν πασίγνωστον δεξιοτεχ νίαν του ύμνους είς τό έκκλησιαστικόν ό’ργανον καί, πέραν τής καθιερωμένης γαμήλιου μουσικής, είς τό τέλος τής τελετής έπαιάνισεν νέαν έντυπωσιακήν διασκευήν τού άσματος Ξυλοκόπε, λυπήσου αυτό τό δέντρο. Τό εύλογηθέν ζεύγος, κατά τήν άναχ ώρησίν του έκ τής έκκλησίας τού Άγιου Άμαξα έν Χόρτω καί μετά τήν λήψιν τής παπικής ευλογίας, κατέστη στόχ ος παιχ νιδιάρικων διασταυρουμένων πυρών έκ φουντουκίων, βαλάνων
όξυάς, φύλλων δάφνης, ιτέας, κισσού, πουρναριών, χ νουδωτών γκί καί μίσχ ων άγριόχ ορτων. Ό κ. καί ή κ. Γουάιζ Κωνοφόρου ντέ Νολάν θά διέλθουν τόν ήρεμον μήνα τού μέλιτος είς τόν Μέλανα Δρυμόν. — Καί τά δικά μας μάτια είναι στραμμένα στήν Ευρώπη, λέει ό πολίτης. Διαθέταμε τό έμπόριό μας μέ τήν ’Ισπανία καί τούς Γάλλους καί τούς Φλαμανδούς, πολύ πρίν άπό τό καταραμένο σκυλολόι, σπανιόλικη μπύρα στό Γκάλγουεη, τά κρασοκάραβα στούς ύδάτινους δρόμους πού έχ ουν τό χ ρώμα τού κρασιού. —
Κι ετσι θά γίνει ξανά, λέει ό Τζό.
— Μέ τή βοήθεια τής άγίας μητέρας τού Θεού, πάλι ετσι θά γίνει, λέει ό πολίτης, χ τυπώντας τό μπούτι του μέ τήν παλάμη του. Τ’ άδεια λιμάνια μας θά ξαναγεμίσουν, τό Κουήνσταουν, τό Κίνσεηλ, τό Γκάλγουεη, τό Μπλάκσοντ Μπέυ, τό Βέντρυ στό βασίλειο τού Κέρρυ, τό Κίλλυμπεγκς, τό τρίτο κατά σειρά μεγέθους λιμάνι στόν κόσμο μ’ ενα δάσος κατάρτια τών Λύντσες τού Γκάλγουεη καί τών Ο’Ρέιλλυς τού Κάβαν καί τών Ο’Κέννεντυ τού Δουβλίνου τόν καιρό πού ό κόμης τού Ντέσμοντ μπορούσε νά υπογράψει συνθήκη μέ τόν ίδιο τόν αύτοκράτορα Κάρολο τόν Πέμπτο. Θά τά ξαναδούμε αύτά, λέει, όταν θά εμφανιστεί τό πρώτο ιρλανδέζικο θωρηκτό νά σκίζει τά κύματα καί ν’ άνεμίζει τή σημαία μας, όχ ι βέβαια τή σημαία του Ερρίκου Τυδόρ μέ τίς άρπες της, άλλά τήν άρχ αιότερη σημαία πού κυμάτισε ποτέ πάνω στίς θάλασσες, τή σημαία τής έπαρχ ίας Ντέσμοντ καί Θόμοντ, τά τρία στέμματα σέ πράσινο φόντο, τών τριών γιών τού Μιλήσιου. Καί κατέβασε τήν τελευταία γουλιά πού έμεινε στήν κούπα του, χ άαα! Μπούρδες. Ρώτα καί τόν μπάρμπα μου τόν ψεύτη. ’Άν τού βαστάει ό κώλος, άς πάει νά τά πει ολ’ αύτά στούς κατοίκους τού Σαναγκόλντεν, οπου τού έχ ουνε στήσει καρτέρι καί τόν παραφυλάνε γιά νά τόν συγυρίσουν, επειδή άρπαξε τό χ τήμα κάποιου πού τού έκαμαν έξωση. —
Μπράβο, καλά τά είπες! λέει ό Τζών Γουάιζ. Τί θά πάρετε;
—
”Εναν αύτοκρατορικόν άγρότη, λέει ό Λένεχ αν, γιά νά τιμήσουμε τήν περίσταση.
— ”Ενα μικρό ούίσκυ, Τέρρυ, λέει ό Τζών Γουάιζ, καί μιά σόδα ψηλά τά χ έρια. ’Έ, Τέρρυ, τί γίνεται, άποκοιμήθηκες; —
Μάλιστα, κύριε, λέει ό Τέρρυ. “Ενα μικρό ούίσκυ καί ενα μπουκάλι ’Άλλσοπ. Εντάξει, κύριε.
Παρέα μέ τόν ’Άλφ, σκυμμένος πάνω άπό τήν κωλοφυλλάδα, ψάχ νει γιά γαργαλιστικές φωτογραφίες, άντί ν’ άσχ ολείται μέ τούς πελάτες. Φωτογραφία άπό εναν άγώνα κουτουλίσματος, καθώς δύο μακαντάσηδες προσπαθούν νά τσακίσουν τά γαμημένα τά κεφάλια τους, σκυμμένοι σάν ταύροι πού ρίχ νονται στήν πόρτα τού σταύλου. Καί μιά άλλη φωτογραφία: Νέγρικο κτήνος πού κάηκε στήν Όμάχ α τής Τζώρτζιας. Μιά συμμορία καουμπόηδες τής Σαβάνας μέ κατεβασμένα τά καπέλα τους μέχ ρι τά μάτια, νά πυροβολούν εναν άράπη κρεμασμένον σ’ ένα δέντρο μέ τή γλώσσα έξω καί μέ μιάν φωτιά άναμμένη κάτω άπό τά πόδια του. Τά κορόιδα, γιά νά κάμουν σίγουρη δουλειά επρεπε πρώτα νά τόν πνίξουν στή θάλασσα, νά τόν έκτελέσουν μέ ηλεκτρισμό καί μετά νά τόν σταυρώσουν. —
Τί γίνεται, όμως, μέ τό πολεμικό ναυτικό, λέει ό Νέντ, μπροστά στό όποιο ύποτάσσονται οί
άντίπαλοι! — Θά σάς πώ καί γι’ αύτό, λέει ό πολίτης. Πρόκειται γιά τήν επίγεια κόλαση. Διαβάστε τίς άποκαλύψεις τών εφημερίδων γιά τό μαστίγωμα πού εφαρμόζεται στά έκπαιδευτικά πλοία τού ΓΙόρτσμαουθ. Τό γράμμα πού εγραψε κάποιος καί πού τό υπογράφει: “Ενας αηδιασμένος. Καί άρχ ίζει νά μάς μιλάει γιά τή σωματική τιμωρία καί γιά τό πλήρωμα καί τούς άξιωματικούς καί τούς άντιναυάρχ ους μέ τά μακριά τους δίκοχ α καί τόν ιερέα μέ τήν προτεστάντικη βίβλο του γιά νά παρασταθεί στήν τιμωρία κι ενα νεαρό άγόρι πού τό βγάζουν στό κατάστρωμα σηκωτό καθώς ουρλιάζει ζητώντας τή μαμά του καί τό δένουν στό κλείστρο τού πυροβόλου. — Μισοψημένο μπιφτέκι καί δώδεκα βουρδουλιές, λέει ό πολίτης, ετσι τό άποκαλούσε εκείνος ό γερο-ρουφιάνος ό Τζών Μπήρσφορντ, άλλά οί θεοσεβούμενοι σημερινοί ’Άγγλοι τό άποκαλούν ράβδισμα στό κινητό ούραίο. Καί λέει ό Τζών Γουάιζ: —
Καλύτερα νά είσαι ό πυροβολητής, παρά νά χ ρησιμεύεις έσύ γιά οβίδα.
“Υστερα, άρχ ίζει νά μάς λέει γιά τόν οπλονόμο πού κατέφθασε μ’ ενα μακρύ ραβδί καί άρχ ισε νά κοπανάει στά πισινά τό δυστυχ ισμένο τό παιδί μέχ ρι πού τά ουρλιαχ τά του μπορούσαν νά ξυπνήσουν καί τούς πεθαμένους. — Αύτό είναι τό ένδοξο βρετανικό ναυτικό πού διαφεντεύει τήν οικουμένη, λέει ό πολίτης. Οί πολίτες πού ποτέ δέν θά γίνουν σκλάβοι, μέ τή μοναδική κληρονομική βουλή πού ύπάρχ ει κάτω άπό τόν ουράνιο θόλο κι ολες τους τίς γαίες στά χ έρια μιάς φούχ τας γουρουνοτσιφλικάδων καί βαμβακοβαρώνων. Νά ποιά είναι ή κραταιά αυτοκρατορία, γιά τήν όποία καμαρώνουν τόσο πολύ, μιά αυτοκρατορία δούλων, πού τούς έκμεταλλεύονται καί τούς ξυλοφορτώνουν. —
Έπί τής όποιας ούδέποτε άνατέλλει ό ήλιος, λέει ό Τζό.
— Καί τό τραγικότερο είναι ότι πιστεύουν σ’ αύτή, λέει ό πολίτης. Οι δυστυχ ισμένοι ήλίθιοι πιστεύουν. Πιστεύουν στόν βούρδουλα, τόν παντοδύναμο πατέρα, τόν δημιουργό τής έπίγειας κόλασης, καί στόν Τζάκυ τόν πυροβολητή, τόν γιό του, τόν συλληφθέντα άπό μιά άνίερη ματαιοδοξία, τόν γεννηθέντα άπό τόν ναυτικό βούρδουλα, πού ύπέφερε άπό τό μισοψημένο μπιφτέκι καί τίς δώδεκα βουρδουλιές, πού του δργωσαν τό πετσί, καθώς βέλαζε σάν μοσχ άρι του σφαγείου, άλλά πού τήν τρίτην ήμέρα σηκώθηκε άπό τό κρεβάτι του καί οδήγησε τό πλοίο στό λιμάνι, οπου κάθεται στά πισινά του μέχ ρι νεωτέρας διαταγής καί άπ’ οπου θά ξανάρθει γιά νά δουλέψει σάν παλαβός γιά τή ζωή του καί νά άνταμειφθεί. — ”Ομως, λέει ό Μπλούμ, μήπως ή πειθαρχ ία δέν είναι παντού ή ίδια; Θέλω νά πώ, μήπως δέν θά ’ναι κι έδώ ή ίδια, άν άντιτάξετε τή βία στή βία; Δέν σάς τό εχ ω πεί; Μά τήν μπύρα πού πίνω, άκόμα κι άν ήταν στήν τελευταία του πνοή, θά προσπαθούσε νά σέ πείσει ότι ό θάνατος είναι ή ζωή.
— Μά θ’ άντιτάξουμε τή βία στή βία, λέει ό πολίτης. Θά εχ ουμε τήν υποστήριξη τής ύπερπόντιας ’Ιρλανδίας. Αυτών πού διώχ τηκαν άπό τό σπίτι τους καί άπό τή χ ώρα τους τή μαύρη χ ρονιά τού ’47. Αύτών πού τά λασποκάλυβά τους καί τά σπιτάκια τους πλάι στό δρόμο κατεδαφίστηκαν καί πού οί Τάιμς έτριβαν τά χ έρια τους κι ελεγαν στούς ξεπλυμένους Σάξονες, ότι σύντομα θά ύπάρχ ουν τόσοι λίγοι ’Ιρλανδοί στήν ’Ιρλανδία, όσοι έρυθρόδερμοι άπόμειναν στήν Αμερική. Άκόμα καί ό σουλτάνος τής Τουρκίας μάς έστειλε πιάστρα. Άλλά ό Εγγλέζος ήθελε νά λιμοκτονήσει τό έθνος, παρ’ ολο πού ή χ ώρα ήταν γεμάτη σοδειά, τήν όποία άγόραζαν οί ύαινες οί Βρετανοί καί τήν μεταπωλούσαν στό Ρίο ντέ Τζανέιρο. Ναί, κυνήγησαν μαζικά τούς χ ωρικούς. Είκοσι χ ιλιάδες άπ’ αύτούς πέθαναν μέσα στά καράβια-φέρετρα. ’Αλλά όσοι πάτησαν τή γή τής ελευθερίας θυμούνται αύτή τή γή τής δουλείας. Καί θά δείτε ότι θά ξαναγυρίσουν. Δέν είναι δειλοί οί γιοί τού Γκρανούιλ, οί υπερασπιστές τού Κάθλιν νί Χούλιχ αν. —
Πολύ σωστά, λέει ό Μπλούμ. ‘Όμως, εκείνο πού θέλω έγώ νά πώ…
— Πάει πολύ καιρός πού περιμένουμε αύτή τή μέρα, πολίτη, λέει ό Νέντ. ’Από τότε πού ή φτώχ ιά γριά μάς ειπε ότι οί Γάλλοι βρίσκονται στή θάλασσα καί άποβιβάζονται στό Κίλλαλα. — Ναί, λέει ό Τζών Γ ουάιζ. Πολεμήσαμε γιά τούς Στιούαρτ, οί όποιοι μάς άπαρνήθηκαν γιά χ ατήρι τών οπαδών τού Γουλιέλμου τού Τρίτου καί μάς έπρόδωσαν. Θυμηθείτε τό Λίμμερικ καί τή σπασμένη πέτρα τής συνθήκης. Δώσαμε τό καλύτερο αίμα μας γιά τή Γαλλία καί τήν ’Ισπανία, εμείς οί άγριόχ ηνες. Τόν Φοντενουά, έτσι; Καί τόν Σάρφιλντ καί τόν Ο’Ντόννελλ, τό δούκα τού Τετουάν στήν ’Ισπανία καί τόν Όδυσσέα Μπράουν τού Καμύ, πού ήταν στρατάρχ ης τής Μαρίας Τερέζας. ‘Όμως, μήπως κερδίσαμε ποτέ τίποτα; — Οί Γάλλοι! λέει ό πολίτης. ‘Ένα μάτσο χ οροδιδάσκαλοι! Υπάρχ ει κανείς πού^.δέν ξέρει τί είναι; Αύτοί δέν έδωσαν ποτέ ούτε μιά ψητή πορδή γιά τήν ’Ιρλανδία. Μήπως τώρα δέν προσπαθούν νά κάμουν μιά Entente cordialeaxo γεύμα τού Τ. Π. μέ τήν μπαμπέσα τήν ’Αλβιόνα; Μήπως τού λόγου τους τότε καί τώρα δέν παραμένουν οί πυρπολητές τής Εύρώπης; —
Ccwspuez les Frangais, λέει ό Λένεχ αν, κατεβάζοντας τήν μπύρα του.
— ”Οσο γιά τούς Πρώσσους καί τούς Άννοβεριανούς, λέει ό Τζό, μήπως δέν είχ αμε άρκετούς άπ’ αύτούς τούς λουκανικοφάγους μπάσταρδους στό θρόνο, άπό τόν εκλέκτορα Γεώργιο μέχ ρι τό νεαρό Γερμανό καί τή φουσκωμένη τή γριά σκύλα πού πέθανε; Ίησού Χριστέ, ήταν νά ξεκαρδίζεσαι στά γέλια μ’ ολα αύτά πού μάς ξεφούρνιζε γιά τή γριά, πού μεθοκοπούσε στό παλάτι ολα τά βράδια τού Θεού, παίζοντας έρωτιάρικα τά ματάκια της, τή γριά Βίκ, μέ τήν κανάτα της τό ιρλανδέζικο ούίσκυ καί τόν αμαξά της πού τήν έπαιρνε σηκωτή καί τήν πήγαινε νά κυλιστεί στό κρεβάτι της, κι εκείνη νά τού τραβάει τίς φαβορίτες καί νά τού σιγοτραγουδάει παλιές άσυνάρτητες ρομάντζες σάν τό Ehren on the Rhine καί έλα νά πάμε έκεί πού τό πιοτό είναι φτηνό. — ”Ομως, τώρα έχ ουμε τόν Έδουάρδο τόν είρηνοποιό, θά έλεγα έγώ. Τόν Έδουάρδο, τόν Γκουέλφ-Βέττιν! — Καί ποιά είναι ή γνώμη σου, λέει ό Τζό, γιά τούς θεομπαίχ τες τούς παπάδες μας καί τούς επισκόπους τής Ιρλανδίας,’ πού τού διακοσμούν τό δωμάτιο στό Μέυνουθ μέ τ’ άθλητικά χ ρώματα τής Αύτού Σατανικής Μεγαλειότητος καί τά πορτραίτα ολων τών άλόγων πού ιππεύουν
οί άναβάτες του; Πού τόν έκαναν κόμη τού Δουβλίνου. — Θά επρεπε νά τού κρεμάσουν μαζί καί ολες τίς γυναίκες πού καβάλησε αύτός ό ίδιος, λέει ό μικρός ’Άλφ. Καί λέει ό Τζ. Τζ.: —
Οί έξοχ ότητές των έξαναγκάσθηκαν έξ αιτίας τής στενότητος χ ώρου.
—
Θά δοκιμάσεις άλλη μία μπύρα, πολίτη;
—
Ναί, κύριε, λέει αύτός, θά τήν δοκιμάσω.
—
Έσύ; λέει ό Τζό.
—
Σού είμαι ύπόχ ρεος, Τζό, λέω έγώ. Μακάρι ή σκιά σου νάμήν κοντύνει.
—
Φέρε μας άπό τά ίδια, λέει ό Τζό.
Ό Μπλούμ ελεγε κι ελεγε μέ τόν Τζών Γουάιζ καί φαινόταν πολύ ξαναμμένος μέ τή φάτσα του άπό σκούρο πηλό καί τά γέρικα μάτια του νά κοιτάζουν όλοτρόγυρα. — Διωγμός, λέει. ‘Όλη ή ιστορία τού κόσμου είναι γεμάτη άπό διωγμούς. Κάποιοι διαιωνίζουν τό έθνικό μίσος άνάμεσα στά εθνη. —
Ομως, εσυ ςερεις τι σημαίνει εύνος; λεει ο Τζων Γουαιζ.
—
Ναί, λέει ό Μπλούμ.
—
Τι είναι; λεει ο Τζων Γουαιζ.
—
’Έθνος; λέει ό Μπλούμ. ’Έθνος είναι οί άνθρωποι πού ζούν στόν ίδιο τόπο.
— Τί μού λές! λέει γελώντας ό Νέντ. Μά, άν είναι ετσι, τότε κι έγώ είμαι ενα έθνος, έπειδή ζώ στόν ίδιο τόπο έδώ καί πέντε χ ρόνια. Πάνω σ’ αύτό, φυσικά, βάλανε ολοι τά γέλια μέ τόν Μπλούμ καί λέει αύτός, προσπαθώντας νά τά ξεμπλέξει: —
’Ή, έπίσης, πού ζούν σέ διάφορους τόπους.
—
Μπορώ νά ρωτήσω ποιό είναι τό δικό σου έθνος; λέει ό πολίτης.
—
Ή ’Ιρλανδία, λέει ό Μπλούμ. Έδώ γεννήθηκα. Ή ’Ιρλανδία.
Ό πολίτης δέν μίλησε, μόνο άρχ ισε νά καθαρίζει τό λαιμό του γιά νά φτύσει καί ό άθεόφοβος εστειλε ενα στρείδι τής Κόκκινης Ακτής κατ’ ευθείαν στή γωνιά. —
Είπες τίποτα, Τζό; λέει, βγάζοντας τό μαντήλι του καί σκουπίζοντας τό στόμα του.
— Κοίτα νά δεις, πολίτη, λέει ό Τζό. Πάρε αύτό στό δεξί σου χ έρι καί νά έπαναλάβεις τά έπόμενα λόγια πού θά πώ. Τότε, ό κεντημένος καί έπανακεντημένος άνεκτίμητος θησαυρός, ό άρχ αίος ιρλανδικός πέπλος τού προσώπου, όστις άποδίδεται είς τόν Σολομώντα τού Ντρόμα καί τόν Μάνους Τόμαλτα τού ΜακΝτόνα, συγγραφείς τού βιβλίου τού Μπάλλυμοτ, άνεδιπλώθη μετά προσοχ ής καί προεκάλεσε παρατεταμένον θαυμασμόν. Θά ήτο άνώφελον νά έπεκταθώ είς ό,τι άφορά είς τήν μυθικήν ώραιότητα τών τεσσάρων αύτού άκρων, κορύφωσιν τής τέχ νης, οπου δύναταί τις νά διακρίνει τούς τέσσαρες εύαγγελιστάς, ένώ δίδει ό καθείς εις τούς τέσσαρες άρχ οντας τό εύαγγελικόν αύτού σύμβολον, σκήπτρον έκ δρυός τών βάλτων, πούμα τής Νοτίου ’Αμερικής (άς σημειωθεί, έπί τή εύκαιρία, ότι πρόκειται περί βασιλέως τών ζώων, κατά πολύ εύγενεστέρου τού βρετανικού λέοντος), μόσχ ον τού Κέρρυ καί χ ρυσαετόν τού Καρράντουιλλ. Αί άπεικονιζόμεναι εις τήν μυξώδη επιφάνειαν σκηναί, είκονογραφούσαι τούς άρχ αίους ήμών πύργους καί κάστρα, κρόμλεκ καί γκρίανον, τόπους τής ήμετέρας έκπαιδεύσεως καί λίθους τού αναθέματος, είναι τόσον ύπερόχ ως ώραίαι καί τά χ ρώματα αύτών τόσον έκλεπτυσμένα, όσον ήσαν καί κατά τόν μακρινόν εκείνον καιρόν, τήν εποχ ήν τών Βαρμακιδών, κατά τήν οποίαν οί διακοσμηταί χ ειρογράφων Σλάιγκο έξέφραζον έλευθέρως τήν καλλιτεχ νικήν αύτών φαντασίαν. Τό Γκλένταλοχ , αί ώραιαι λίμναι τού Κιλλάρνεύ, τά ερείπια τού Κλονμακνόι, τό άββαείον τού Κόνγκ, τό Γκλέν ’ Ίναχ καί οί Δώδεκα Στύλοι, ό οφθαλμός τής ’Ιρλανδίας, οί Πράσινοι Λόφοι τού Τάλλωτ, τό Κρώχ Πάτρικ, τό ζυθοποιειον τού ’Άρθουρ Γκίνεςς, Τίού καί Συντροφιάς (Περιορισμένης Εύθύνης), αί όχ θαι τού Λόχ Νή, ή κοιλάς τού ’Όβοκα, ό Πύργος τής Ίζόλδης, ό οβελίσκος τού Μάπας, τό νοσοκομείον τού σέρ Πάτρικ Ντάν, τό Άκρωτήριον Κλήαρ, ή κοιλάς τού Άχ ερλόου, ό Πύργος τού Λύντς, τό μπάρ Οίκος τής Σκωτίας, τό δημοτικόν Νυκτερινόν ’Άσυλον τού Ραθτάουν εις Λοχ λινστάουν, ή φυλακή τού Τάλλαμορ, οί χ είμαρροι τού Κασλκόννελ, τό Κιλμπαγλυμακσόνακιλλ, ό σταυρός τού Μονάστερμποίς, τό Ξενοδοχ είον Τζούρυ, τό Λοιμοκαθαρτήριον τού Αγίου Πατρικίου, τό Πήδημα τού Σολομού, ή τραπεζαρία τού κολλεγίου Μέυνουθ, ή οπή τού Κέρλυ, αί τρείς γενέτειραι πόλεις τού πρώτου δουκός τού Γουέλλινγκτον, ό βράχ ος τού Κάσελ, ό βάλτος τού ’Άλεν, αί Άποθήκαι τής Όδού Χένρυ, τό Σπήλαιον τού Φίνγκαλ. ‘Όλαι αύταί αί συγκινηηκαί σκηναί, άκόμη καί σήμερον, παραμένουν όραταί έπί τού ύφάσματος καί μάς φαίνονται άκόμη ώραιότεραι έξ αιτίας τών θλίψεων, αιτινες άπετυπώθησαν έπ’ αύτών, καί έξ αιτίας τής πλούσιας έπιστρώσεως, ήν έναπέθεσεν ό χ ρόνος. —
Δώσε μας τά ποτήρια, λέω έγώ. Στόν καθένα τό δικό του.
—
Αύτό μού άνήκει, λέει ό Τζό, οπως είπε ό διάβολος στήν ψυχ ή τού άστυνομικού.
— Κι έγώ έπίσης, λέει ό Μπλούμ, άνήκω σέ μιά φυλή πού μισείται καί καταδιώκεται. Άκόμα καί τώρα. Αύτή τή στιγμή. ’Ώχ , παρά λίγο νά κάψει τά δάχ τυλά του μέ τή γόπα τού παλιοπούρου του. — Μιά φυλή ληστεμένη, λέει. Λεηλατημένη. Χλευασμένη. Καταστραμμένη. Παίρνοντάς μας ό,τι δικαιωματικά μάς άνήκει. Ακριβώς αύτή τή στιγμή, λέει σηκώνοντας τή γροθιά του, στό Μαρόκο μάς πωλούν σέ πλειστηριασμό, σάν σκλάβους ή σάν κτήνη. —
Μιλάς γιά τή νέα ‘Ιερουσαλήμ; λέει ό πολίτης.
—
Μιλάω γιά τήν άδικία, λέει ό Μπλούμ.
—
Σωστά, λέει ό Τζών Γουάιζ. “Ομως, τότε, άντισταθείτε δυναμικά σάν άντρες.
Κοίτα νά δείς, λές καί παράσταινε μιά εικόνα Καζαμία. Υπέροχ ος στόχ ος γιά σημάδι μέ τουφέκι ντούμ-ντούμ. Γέρικο κεφάλι άπό λαρδί υψωμένο άγέρωχ α άπέναντι άπό τήν μπούκα του κανονιού. Διάβολε, έγώ τόν φαντάζομαι άλλιώτικα, μέ ξεσκονιστήρι στό χ έρι καί μέ ποδιά παραμάνας. Καί υστέρα καταρρέει ξαφνικά, άλλάζοντας εντελώς όψη, γίνεται μαλακός σάν τό κερί, ενα βρεγμένο κουρέλι. — ”Ομως, ολα είναι άνώφελα, λέει. Ή βία, τό μίσος, ή ιστορία. “Ολα. Ή προσβολή καί τό μίσος δέν είναι τρόπος ζωής γιά άντρες καί γυναίκες. Καί ολος ό κόσμος τό ξέρει ότι ή ζωή είναι άκριβώς τό άντίθετο. —
Τί είναι; λέει ό ’Άλφ.
— Ή άγάπη, λέει ό Μπλούμ. Θέλω νά πώ, τό άντίθετο τού μίσους. Καί τώρα πρέπει νά πηγαίνω, λέει στόν Τζώρτζ Γουάιζ. Θά κάνω μιά μικρή βόλτα ώς τό δικαστήριο γιά νά δώ άν είναι εκεί ό Μάρτιν. ’Άν τυχ όν έρθει, πείτε του ότι επιστρέφω άμέσως. Δέν θ’ άργήσω καθόλου. Ποιός σ’ εμποδίζει; Καί νά τον πού παίρνει το δρόμο σάν άστραπή. —
Ό νέος άπόστολος γιά τούς έθνικούς, λέει ό πολίτης. Παγκόσμια άγάπη.
—
Γιατί; λέει ό Τζών Γουάιζ. Μήπως αύτό δέν μάς έδίδαξαν; Αγάπα τόν πλησίον σου.
— Αύτός έδώ; λέει ό πολίτης. Μάδα τόν πλησίον μου, αύτό είναι τό έμβλημά του. Άγάπη προσοδοφόρος! Είναι ενα ώραίο ύπόδειγμα Ρωμαίου καί Ίουλιέτας. Ή άγάπη άγαπάει ν’ άγαπάει τήν άγάπη. Ή νοσοκόμα άγαπάει τό νεαρό φαρμακοποιό. Ό άστυφύλακας 14Α άγαπάει τή Μαίρη Κέλλυ. Ή Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ άγαπάει τό νεαρό ποδηλάτη. Ή Μ. Μπ. άγαπάει εναν ξανθό κύριο. Ό Λί Τζί Χάν άγαπάει τήν άξιοφίλητη Τσά Φού Τσάου. Ό Τζάμπο, ό ελέφαντας, άγαπάει τήν Αλίκη, τήν έλεφαντίνα. Ό ήλικιωμένος κύριος Βερσχ ούλ, μέ τό άκουστικό κέρας, άγαπάει τήν ήλυαωμένη κυρία Βερσχ ούλ, μέ τ’ άλλήθωρα μάτια. Ό άνθρωπος μέ τό καφέ άδιάβροχ ο άγαπάει τήν κυρία πού πέθανε. Ή Αύτού Μεγαλειότης ό Βασιλεύς άγαπάει τήν Αυτής Μεγαλειότητα τή Βασίλισσα. Ή κυρία Νόρμαν Γ. Τάπερ άγαπάει τόν άξιωματικό Τέυλορ. Εσείς άγαπάτε κάποιο πρόσωπο. Καί αύτό τό πρόσωπο άγαπάει εκείνο τό άλλο πρόσωπο, επειδή ό καθένας άγαπάει κάποιον, όμως ό Θεός τούς άγαπάει ολους. —
Λοιπόν, Τζό, στήν ύγειά σου, λέω έγώ. Καλή επιτυχ ία, πολίτη.
—
Ζήτω, το λοιπον, λεει ο Ιζο.
—
Ή ευλογία τού Θεού, τής Παρθένου καί τού Αγίου Πατρικίου μαζί σου, λέει ό πολίτης.
Καί χ λάπ κατεβάζει τήν κούπα γιά νά ύγράνει τό λαρύγγι του. — Τά ξέρουμε αύτά τά τροπάρια, λέει. Σού κάνουν κήρυγμα καί ταυτόχ ρονα σού ξαλαφρώνουν καί τήν τσέπη. Τί εχ ετε νά πείτε γιά τόν ψευδοευλαβή Κρόμγουελ καί τούς γενναίους του, πού πέρασαν άπό τό λεπίδι τίς γυναίκες καί τά παιδιά τού Ντρόεντα, έχ οντας κολλημένες στίς μπούκες τών κανονιών τους τό εδάφιο τής Βίβλου Ό Θεός είναι ή άγάπη; ‘Η Βίβλος! Μήπως
διαβάσατε στό σημερινό φύλλο τής Ηνωμένης Ιρλανδίας τήν πλάκα γιά τόν άρχ ηγό τών Ζουλού πού επισκέπτεται τήν ’Αγγλία; —
Τί είναι πάλι καί τούτο; λέει ό Τζό.
Καί τότε ό πολίτης βγάζει ενα άπό τά πολλά καί διάφορα χ αρτιά του καί άρχ ίζει νά διαβάζει ύψηλοφώνως: — ’Αντιπροσωπεία τών κυριοτέρων μεγιστάνων τού βάμβακος τού Μάντσεστερ παρουσιασθείσα χ θές ενώπιον τής Αύτού Μεγαλειότητος ’Αλάκι τής Άμπεακούτα ύπό τού ’Αρχ ηγού τού Πρωτοκόλλου, τού ’Άρχ οντος Περιπατητού έπί τών Ώών, προσέφερεν εις τήν Μεγαλειότητά του τάς θερμοτέρας εύχ αριστίας τών Βρετανών εμπόρων διά τάς διευκολύνσεις, αιτινες παρεσχ έθησαν πρός αύτούς εις τάς κτήσεις του. Ή άντιπροσωπεία παρεκάθησεν εις πρόγευμα, περί τό τέλος τού όποιου ό μελαψός μονάρχ ης, έκφωνών έμπνευσμένον λόγον, όστις μετεφράζετο έλευθέρως ύπό τού Βρετανού ίερέως, αιδεσιμωτάτου Άνανία Δοξαπατρή Γυμνοκοκκάλου, προσέφερε τάς ευχ αριστίας Αύτού εις τόν άφέντην Περιπατητήν καί έτόνισεν τάς εγκαρδίους σχ έσεις, τάς ύπαρχ ούσας μεταξύ τής Άμπεακούτα καί τής Βρετανικής Αύτοκρατορίας, δίδων τήν διαβεβαίωσιν ότι θεωρεί μίαν είκονογραφημένην Βίβλον, βιβλίον τού λόγου τού Θεού καί μυστικόν τού μεγαλείου τής Αγγλίας, αι’τινα έχ άρισεν εις αύτόν φιλοφρόνως ή άρχ ηγός, ή μεγάλη λευκή φύλαρχ ος Βικτώρια, μέ ιδιόχ ειρον άφιέρωσιν διά τής σεπτής χ ειρός τής Βασιλικής Δωρητρίας, ώς εν τών πολυτιμοτέρων θησαυρών του. Κατόπιν τούτου, ό Άλάκι, έγείρων τό κύπελλον τής φιλίας, πλήρες ούίσκυ πρώτης άποστάξεως, προήπιε ύπέρ τού Black and White, έκ τού κρανίου τού άμέσως προκατόχ ου του εις τήν δυναστείαν τών Καρατσακατσάκ, τού έπονομαζομένου Σαράντα Κρεατοελιές, έν συνεχ εία δέ έπεσκέφθη τό κυριώτερον έργοστάσιον τής Βαμβακοπόλεως, ένεχ άραξεν τό σημείον τού σταυρού εις τό βιβλίον επισκεπτών καί τέλος έχ όρευσεν άρχ αίον άμπεακουτικόν πολεμικόν χ ορόν, κατά τήν διάρκειαν τού οποίου κατέπιεν ικανόν άριθμόν μαχ αιρών καί πηρουνίων, ύπό τά ενθουσιώδη χ ειροκροτήματα τών νεαρών εργατριών. — Ή βασιλική χ ήρα, λέει ό Νέντ, είναι ύπεράνω πάσης ύποψίας. Αναρωτιέμαι, αν χ ρησιμοποίησε αύτή τή Βίβλο μέ τόν ιδιο τρόπο πού θά τήν χ ρησιμοποιούσα κι έγώ. — Ή διαφορά συνίσταται μόνο στό πόσες φορές τό εκανε, λέει ό Λένεχ αν. Καί κατόπιν αύτού, τό πλατύφυλλο μάνγκο ευδοκίμησε ιδιαιτέρως σ’ αύτή τή γόνιμη γή. Ό Γκρίφφιθ τό Ιγραψε αύτό; ρώτησε ό Τζών Γουάιζ; —
’Όχ ι, λέει ό πολίτης. Δέν φέρει τήν ύπογραφή Σάνγκαναχ . Υπάρχ ει μόνο τό άρχ ικό Π.
—
Καί είναι πολύ ώραίο άρχ ικό, λέει ό Τζό.
—
’Ιδού ό τρόπος πού στήνουν τή μηχ ανή, λέει ό πολίτης. Τό εμπόριο άκολουθεί τή σημαία.
— ’Έ, λοιπόν, λέει ό Τζ. Τζ., άν αύτοί είναι χ ειρότεροι άπό τούς Βέλγους στό Ελεύθερο Κράτος τού Κόγκο, τότε πρέπει νά είναι πολύ κακοί. ’Άν διαβάσατε εκείνες τίς άποκαλύψεις πού εκαμε κάποιος… άλήθεια, πώς τόν έλεγαν; —
Κέιζμεν, λέει ό πολίτης. ’Ιρλανδός είναι.
— Ναί, αυτός είναι, λέει ό Τζ. Τζ. Βιάζουν τίς γυναίκες καί τά κορίτσια καί μαστιγώνουν τούς ιθαγενείς στήν κοιλιά γιά νά βγάλουν άπό δαύτους οσο γίνεται περισσότερο καουτσούκ. —
Ξέρω πού πήγε, λέει ό Λένεχ αν, χ τυπώντας τό ενα μέ τό άλλο τά δάχ τυλά του.
—
Ποιός; λέω έγώ.
— Ό Μπλούμ, λέει αύτός. Τό Δικαστικό Μέγαρο είναι ψευτιά. Στοιχ ημάτισε μερικά σελλίνια στό άλογο Πέταγμα καί πήγε νά είσπράξει τό μάννα. — Αύτός ό Κάφρος μέ τά ξεπλυμένα μάτια; λέει ό πολίτης, πού ποτέ του δέν ποντάρισε εστω κι ενα άνθος σ’ ενα άλογο; — Έκεί πήγε, λέει ό Λένεχ αν. Συνάντησα τόν Μπάνταμ Λάιονς πού, άν δέν τόν εμπόδιζα έγώ, θά ποντάριζε σ’ εκείνο τό άλογο, καί μού είπε ότι ό Μπλούμ τού είχ ε δώσει τήν πληροφορία. Στοιχ ηματίζω ό,τι θέλετε ότι κερδίζει εκατό σελλίνια γιά τά πέντε του. Είναι ό μόνος άνθρωπος στό Δουβλίνο πού κέρδισε. ‘Ένα άλογο μυστήριο. — Αύτός ό ίδιος είναι ενα άλογο μυστήριο, λέει ό Τζό. — Πρόσεχ ε, Τζό, λέω έγώ. Δείξε μας τήν είσοδο γιά νά βγούμε. —
Όρίστε, λέει ό Τέρρυ.
Αντίο, ’Ιρλανδία, πηγαίνω στό Γκόρτ. Τότε, λοιπόν, καθώς έκαμα μιά μικρή βόλτα στήν πίσω αύλή γιά νά κάμω ενα κατουρηματάκι καί φτού νά πάρει ό διάολος τόν άλλο διάολο (εκατό σελλίνια πρός πέντε), ενώ ετοιμαζόμουν (Πέταγμα, είκοσι πρός), ν’ άμολήσω τό φορτίο μου, τό ήξερα καλά ότι είχ ε φαγούρα στό άποτέτοιο του (δυό ζυθοπότηρα άπό τόν Τζό καί ενα πού τράκαρε άπό τό Σλάττερυ) νά πάει γιά (εκατό σελλίνια είναι πέντε λίρες) καί, όταν αύτοί ήταν στού (μυστήριο άλογο) ό Μπέρκ ό Κατουρλής μού διηγόταν τίς παρτίδες τά χ αρτιά πού έπαιζε καί ξεφούρνιζε ξαφνικά ιστορίες ότι τό παιδί ήταν άρρωστο (φτού, τό ύγρό μου θά κόντευε ενα γαλλόνι) καί ή γυναίκα του ή πλαδαροκώλα, πού τού ελεγε μέσα στό σωλήνα ότι ήταν καλύτερα, ή ότι αύτή (ώχ !), είχ ε ενα σχ έδιο γιά πάρτη του νά τό σκάει στά γρήγορα μέ όσα είχ ε κονομήσει, άν κέρδιζε, ή (Χριστέ μου, κόντευα νά κλατάρω) νά κάμει εμπόριο χ ωρίς νά διαθέτει άδεια (ώχ ! φτού!) ή ’Ιρλανδία είνat τό έθνος μου, μάς λέει τώρα (χ ά! φτού!) κανείς ποτέ δέν θά μπορέσει νά κάμει σάν καί δαύτους (ήταν ό τελευταίος πού άπόμεινε) τούς γαμημένους κερατάδες (αχ !) τής ‘Ιερουσαλήμ. Πάντως, όταν γύρισα, ήταν ολοι τους εκεί καί ό ενας ελεγε τό κοντό του καί ό άλλος τό μακρύ του, ό Τζών Γουάιζ ελεγε ότι ήταν ό Μπλούμ πού είχ ε δώσει στόν Γκρίφφιθ τήν ίδέα νά βάλει στήν εφημερίδα του τό άρθρο γιά τήν Σίνν Φέιν, κάθε λογής μπούρδες, γιά κατευθυνόμενους ενόρκους καί κατεργαριές μέ τούς φόρους καί γιά διορισμούς προξένων σέ διεθνές επίπεδο γιά τήν προώθηση τών βιομηχ ανικών προίόντων τής ’Ιρλανδίας. Νά κλέβεις τόν ενα γιά νά πληρώσεις τόν άλλο. ’Ανάθεμα, δέν άπομένει τίποτα άλλο παρά νά κάτσουμε στ’ αυγά μας, άν αύτός ό γαμημένος βάρβαρος ανακατεύεται γιά νά κάμει χ αλάστρα στήν υπόθεσή μας. ’Άς μάς άφήσουν νά ξεσκατωθούμε μόνοι μας. Ό Θεός σώζοι τήν ’Ιρλανδία άπό τά νύχ ια αυτής τής βρωμονυφίτσας καί τών όμοιων της. Ό κ. Μπλούμ μέ ολες του τίς άγύρτικες μπουρδολογίες. Καί ό πατέρας του, πρίν άπό αύτόν, πού σκάρωνε άπάτες, αύτός ό γερο-Μαθουσάλας Μπλούμ, ό γυρολόγος κλέφτης πού αύτοφαρμακώθηκε μέ πρωσσικό οξύ, άφου επνιξε τή χ ώρα μέ τά μπιχ λιμπίδια του καί τά
διαμάντια του τής πεντάρας. Δάνεια δι’ άλληλογραφίας μέ ευνοίκούς δρους. Όποιοδήποτε ποσόν διαβιβάζεται έναντι ένυπογράφου σημειώματος. Είς όποιαδήποτε άπόστασιν. Ούδεμία έγγύησις είναι απαραίτητος. Ό καταραμένος είναι σάν τήν γίδα του Λάντι ΜακΧέιλ πού συνόδευε γιά κάμποση ώρα οποιον εβρισκε στό δρόμο. — Τελος πάντων, αυτο είναι γεγονος, λεει ο Τζών Γουάιζ. Και να ο άνθρωπος πού θά σάς τά πει ολα μέ τό νί καί μέ τό σίγμα, ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Πράγματι, ιδού άφίχ θη ή κυβερνητική άμαξα έκ τού πύργου, μεταφέρουσα άπ’ αύτής τόν Μάρτιν καί τόν Τζάκ Πάουερ καί άτομον όνομαζόμενον Κρόφτερ ή Κρόφτον συνταξιούχ ον τών Γενικών Εισπράξεων, όρανγκίστα καταγεγραμμένον είς τά άρχ εία τού Μπλάκμπερν, οπου καί εισπράττει τήν σύνταξίν του (ή μήπως ονομάζεται Κρώφορντ;) περιφερόμενον καθ’ ολην τήν χ ώραν έξόδοις τού βασιλέως. Οί ήμέτεροι ταξιδιώτες πλησίασαν τό πανδοχ είον καί άφίππευσαν. — ’Έ, μούτρα! φώναξε εκείνος όστις έκ τής έμφανίσεώς του ομοίαζε άρχ ηγός. Ξεδιάντροποι άπατεώνες! Ελάτε έδώ! Καί λέγων αύτά έκτύπησε μετ’ έμφάσεως τό ξίφος του είς τήν άνοικτήν καγκελόθυρα. ‘Ο καλός πανδοχ εύς, άκούσας τήν κλήσιν ταύτην έξήλθεν φέρων πέριξ τής όσφύος αύτού δερματίνην ποδιά. —
Πολλή καλημέρα σας, άρχ οντές μου, λέει μετά δουλικής ύποκλίσεως.
— Κουνήσου, γελοίε! φώναξε έκείνος όστις είχ ε κτυπήσει. Φρόντισε τά ζωντανά μας! Καί όσο γιά μάς, κοίταξε νά μάς περιποιηθείς όσο γίνεται καλύτερα, γιατί τ’ άντερά μας γουργουρίζουν άπό τήν πείνα. — Δυστυχ ώς, καλοί μου κύριοι, άπεκρίθη ό πανδοχ εύς, τό φτωχ ικό μου δέν διαθέτει παρά ένα φτωχ ό κελάρι. Δέν ξέρω τί νά προσφέρω στίς άφεντιές σας. — Τί είναι αύτά πού λές, φίλε; φώναξε ό δεύτερος τής παρέας, άνήρ καλής διαθέσεως. ’Έτσι ύποδέχ εσαι τούς άπεσταλμένους τού βασιλιά, Κύριε τών Βαρελιών; Παρευθύς, τό πρόσωπον τού πανδοχ έως ήλλαξεν έκφρασιν. — ’Έλεος, εξοχ ότατοι, λέει ταπεινώς. Άφού εισθε άπεσταλμένοι τού βασιλιά (ό Θεός νά προστατεύει τή Μεγαλειότητά του) δέν θά σάς λείψει τίποτα. Οί φίλοι τού Βασιλιά (ό Θεός νά εύλογεί τή Μεγαλειότητά του δέν θά νηστέψουν στό σπίτι μου, αύτό τό εγγυώμαι. — Τότε, έπί τό έργον! άνέκραξεν ό ταξιδιώτης όστις δέν ειχ ε άκόμα άνοίξει τό στόμα του καί όστις, συμφώνως μ’ ολας τάς ενδείξεις, ήτο καλοφαγάς. Τί θά μάς δώσεις νά φάμε; Ό καλός πανδοχ εύς ύπεκλίθη διά μίαν εισέτι φοράν έδαφιαίως καί άπεκρίθη: — Τί θά λέγατε, καλοί μου άφέντες, γιά μιά κρεατόπιτα μέ πιτσουνάκια, γιά ένα φιλετάκι άπό ελάφι, γιά μιά σπάλα μόσχ ου, γιά μιά νερόκοτα τυλιγμένη σέ ξεροψημένο λαρδί, γιά ένα κεφάλι
άγριογούρουνου μέ φυστίκια, γιά μιά γαβάθα ύπέροχ ο άφρόγαλα, γιά μιά φρουτοσαλάτα καί γιά μιά κανάτα παλιό κρασί τού Ρήνου; — Θεούλη μου! άνέκραξεν εκείνος οστις ειχ ε άπευθύνει τόν λόγον τελευταίος. Νά κάτι πού μού άρέσει πολύ. Φυστίκια! — Άχ ά! άναφώνησε ό ιππότης μέ τήν καλήν διάθεσιν. Αλήθεια, πολύ φτωχ ό σπίτι καί άδειο τό κελάρι! Αύτός είναι σπουδαίος χ ωρατατζής! Πάνω σέ αύτά νά σου καί μπαίνει ό Μάρτιν καί ρωτάει πού είναι ό Μπλούμ. —
Πού είναι; λέει ό Λένεχ αν. Ληστεύει χ ήρες καί ορφανά.
— Δέν είναι γεγονός, λέει ό Τζών Γουάιζ, όσα έλεγα στόν πολίτη γιά τόν Μπλούμ καί τή Σινν Φέιν; —
Ναί, λέει ό Μάρτιν. ’Ή, τουλάχ ιστον, έτσι ισχ υρίζονται.
—
Ποιός έκαμε αύτούς τούς
—
Έγώ, λέει ό Τζό. Έγώ
ισχ υρισμούς; λέει ό Αλφ.
είμαι ό δράστης.
— Καί στό κάτω-κάτω, λέει ό Τζών Γ ουάιζ, γιατί ένας έβραίος δέν μπορεί ν’ άγαπάει τή χ ώρα του τό ίδιο μέ όποιονδήποτε άλλον; —
Γιατί όχ ι, λέει ό Τζ. Τζ., έφ’ όσον έχ ει άποφασίσει γιά ποιά χ ώρα πρόκειται;
— Είναι έβραίος, ή εθνικός, ή καθολικός, ή μεθοδιστής, ή ό,τι διάολο είναι; λέει ό Νέντ. Ποιός είναι, τέλος πάντων; Κρόφτον, δέν εχ ω πρόθεση νά σέ προσβάλω. —
Δέν τόν θέλουμε, λέει ό Κρόφτερ ό όρανγκίστας, ή ό πρεσβυτεριανός.
—
Ποιός είναι ό Τζούνιους; ρωτάει ό Τζ. Τζ.
— Είναι ενας διεστραμμένος έβραίος, λέει ό Μάρτιν, άπό κάποια περιοχ ή τής Ούγγαρίας καί αύτός πού κατέστρωσε ολα τά σχ έδια σύμφωνα μέ τό ούγγρικό σύστημα. Έμείς στήν κυβέρνηση τά γνωρίζουμε ολα αύτά. —
Μήπως είναι έξάδελφος τού Μπλούμ τού όδοντογιατρού; λέει ό Τζάκ Πάουερ.
— Καθόλου, λέει ό Μάρτιν. ‘Απλή συνωνυμία. Τ’ όνομά του είναι Βίραγκ. Τ’ όνομα τού πατέρα του πού αύτοδηλητηριάστηκε. Κατάφερε νά τό άλλάξει μέ διάταγμα. ’Όχ ι αύτός, ό πατέρας του. —
’Ιδού ό νέος Μεσσίας τής ’Ιρλανδίας, λέει ό πολίτης. Τής νήσου τών άγιων καί τών σοφών!
— ’Όπως καί νά ’ναι, καί αύτοί επίσης περιμένουν άκόμη τόν λυτρωτή τους, λέει ό Μάρτιν. ‘Όπως κι έμείς. —
Ναί, λέει ό Τζ. Τζ., καί πιστεύουν ότι κάθε άρσενικό παιδί πού γεννιέται μπορεί νά είναι ό
Μεσσίας τους. Καί φαίνεται ότι κάθε έβραίος ζεί σέ μιά κατάσταση έξαψης, ώσπου νά μάθει άν εγινε πατέρας ή μητέρα. —
Περιμένοντας τήν κάθε στιγμή ότι μπορεί νά είναι ή επόμενη, λέει ό Λένεχ αν.
— Θεέ μου, λέει ό Νέντ, επρεπε νά βλέπατε τόν Μπλούμ πρίν άποκτήσει εκείνον τό γιό πού πέθανε. Τόν συνάντησα κάποια μέρα στή νότια άγορά, καθώς άγόραζε ενα κουτί φωσφατίνης, εξι εβδομάδες πρίν άπό τόν τοκετό τής γυναίκας του. —
Εη ventre sa mere, λέει ό Τζ. Τζ.
—
’Άντρα τόν λές έσύ αύτόν; λέει ό πολίτης.
—
Αναρωτιέμαι άν τό έργαλείο του βρήκε ποτέ τήν τρύπα, λέει ό Τζό.
—
Πάντως γεννήθηκαν δυό παιδιά, λέει ό Τζάκ Πάουερ.
—
Καί ποιόν υποπτεύεται τού λόγου του; λέει ό πολίτης.
Νά πάρει ό διάολος,. άστειεύονται, άλλά αύτό δέν είναι λόγος γιά νά μήν είναι ολα αύτά άλήθεια. Είναι ενας άπ’ αύτούς τούς άμφιλεγόμενους. ‘Όπως μού ελεγε ό Μπέρκ ό Κατουρλής, τότε στό ξενοδοχ είο, μιά φορά τό μήνα χ ωνότανε στό κρεβάτι μέ πονοκέφαλο, σάν κοριτσόπουλο πού έχ ει τά ρούχ α του. Καταλαβαίνετε τί σάς λέω. Θά ήταν εύχ ής εργο ν’ αρπάξει κανείς εναν τέτοιο καί νά τόν πετάξει στή γαμημένη τή θάλασσα. Ανθρωποκτονία δικαιολογημένη, νά τί θά ήταν. Καί υστέρα τήν κοπανάει μέ τίς πέντε στερλίνες του, δίχ ως νά κερνάει μιά μπύρα, σάν άντρας. Ό Θεός νά μάς φυλάει άπό κάτι τέτοιους. Θά ήταν σάν νά σκοτώνει κανείς εναν κοριό, τίποτα περισσότερο. — ’Άς είμαστε σπλαχ νικοί, λέει ό Μάρτιν. Μά πού γυρνάει; Δέν έχ ουμε καιρό νά τόν περιμένουμε. —
Είναι 2νας λύκος ντυμένος προβιά, λέει ό πολίτης. Νά τί είναι. ‘Ένας
Βίραγκ άπό τήν Ουγγαρία. Έγώ τόν ονομάζω ’Αχ ασβήρο. Καταραμένον άπό τό Θεό. —
’Έχ εις καιρό γιά μιά σύντομη σπονδή, Μάρτιν; λέει ό Νέντ.
—
Μόνο μία, λέει ό Μάρτιν. Πρέπει νά βιαστούμε. ‘Ένα ούίσκυ Τζ. Τζ. καί Σ.
—
Έσύ, Τζάκ; Κρόφτον; Τρία ούίσκυ, Τέρρυ.
— Θά επρεπε ό “Αγιος Πατρίκιος νά ξεμπαρκάρει άλλη μία φορά στό Μπαλλύνκινλαρ καί νά ξαναρχ ίσει νά μάς προσηλυτίζει, λέει ό πολίτης, επειδή επιτρέπουμε σέ παρόμοια πλάσματα νά μολύνουν τίς άκτές μας. — ’Όπως καί νά ’vat, λέει ό Μάρτιν, χ τυπώντας τό ποτήρι του στό τραπέζι, έγώ παρακαλώ τό Θεό νά μάς ευλογεί ολους. —
’Αμήν, λέει ό πολίτης.
—
Καί είμαι βέβαιος ότι θά είσακουσθούμε, λέει ό Τζό.
Καί ύπό τόν ήχ ον τού αγίου κώδωνος, προπορευομένου ένός σταυροφόρου καί τών άκολούθων αύτού, θυμιαματοφόρων, σκευοφόρων, άναγνωστών, όστιαρίων, διακόνων καί ύποδιακόνων, παρήλασεν ή ιερά πομπή τών μητροφόρων ηγουμένων καί τών πρωτοκαλογήρων καί τών προκαθημένων καί τών μοναχ ών καί τών καλογήρων: Μοναχ οί τού Βενεδίκτου τού Σπολέτο, Καρτουσιανοί καί Καμαλντονέζοι, Σιστεριανοί καί Όλιβετιανοί, Όρατοριανοί καί Βαλλομπροζιανοί καί άδελφοί τού Αύγουστίνου, Μπριγγιτιανοί, Πρεμοντερσιανοί, Σερβιανοί, Τριαδικοί καί τέκνα τού Πιέρ Νολάσκο, καί άκόμη, άφιχ θέντα έκ τού δρο»χ ς Κάρμηλος, τέκνα τού προφήτου Ήλιού μέ επικεφαλής τόν επίσκοπον ’Αλβέρτον καί τήν Τερέζα τής ’Αβίλης, φέροντες οί μέν υποδήματα, οί δέ άνυπόδητοι. Καί καστανοί καί γκρίζοι μοναχ οί, τέκνα τού πτωχ ού Φραγκίσκου, καπουτσίνοι, κορντελιέροι, μινίμοι, τηρηταί καί θυγατέρες τής Κλάρας, τέκνα τού Δομίνικου, μοναχ οί κήρυκες, καί τέκνα τού Βικεντίου· καί καλόγεροι τού Αγίου Βόλσταν καί τέκνα τού ’Ιγνατίου καί ή άδελφότης τών έν Χριστώ άδελφών εχ ουσα επικεφαλής τόν αίδεσιμώτατον άδελφόν Έόμόνδον ’Ιγνάτιον Ράις. Καί κατόπιν τούτων ήρχ οντο ολοι οί “Αγιοι καί οί μάρτυρες, αί παρθένοι καί οί όμολογηταί` ό άγιος Κύριλλος, καί ό “Αγιος ’Ισίδωρος ό Γεωργός, καί ό “Αγιος ’Ιάκωβος ό Έλάσσων, καί ό “Αγιος Φωκάς τής Σινώπης, καί ό “Αγιος Ίουλιανός ό Φιλόξενος, καί ό “Αγιος Εύτύχ ιος τής Κανταλίκης, καί ό “Αγιος Σίμων ό Στυλίτης, καί ό “Αγιος Στέφανος ό Πρωτομάρτυρας, καί ό “Αγιος ’Ιωάννης τού Θεού, καί ό “Αγιος Φερρεόλ, καί ό “Αγιος Λεγκάρντ, καί ό “Αγιος Θεόδοτος, καί ό “Αγιος Βουλμάρ, καί ό “Αγιος Ριχ άρδος, καί ό “Αγιος Βικέντιος ντέ Πώλ, καί ό “Αγιος Μαρτίνος τού Τόντι, καί ό “Αγιος Μαρτίνος τής Τούρ, καί ό “Αγιος ’Αλφρέδος, καί ό “Αγιος ’Ιωσήφ, καί ό “Αγιος Διονύσιος, καί ό “Αγιος Κορνήλιος, καί ό “Αγιος Λεοπόλδος, καί ό “Αγιος Βερνάρδος, καί ό “Αγιος Τερέντιος, καί ό “Αγιος Έδουάρδος, καί ό “Αγιος ’Όουεν Κανίκουλους, καί ό “Αγιος ’Ανώνυμος, καί ό “Αγιος Επώνυμος καί ό ‘Άγιος Ψευδώνυμος, καί ό ‘Άγιος Όμώνυμος, καί ό ‘Άγιος Παρώνυμος, καί ό ‘Άγιος Συνώνυμος, καί ό ‘Άγιος Λαυρέντιος Ο’Τούλ, καί ό ‘Άγιος Ιάκωβος του Ντίνγκλ καί τής Κομποστέλλας, καί ό “Αγιος Κολουμσίλλιος, καί ό “Αγιος Κολόμβος, καί ό ‘Άγιος Σελεστίνος, καί ό “Αγιος Κολμάν, καί ό “Αγιος Κέβιν, καί ό “Αγιος Μπρένταν καί ό “Αγιος Φριγιδιανός, καί ό ‘Άγιος Σενάν, καί ό “Αγιος Φαχ τνά, καί ό “Αγιος Κολουμβανός, καί ό “Αγιος Γκάλλ, καί ό “Αγιος Φέρσεύ, καί ό “Αγιος Φίνταν, καί ό “Αγιος Φιάκρ, καί ό “Αγιος Ιωάννης Νεπομυκήνης, ό “Αγιος Θωμάς ό Άκκουινάτος, καί ό “Αγιος “Υβ τής Βρετάνης, καί ό ‘Άγιος Μίτσαν καί ό “Αγιος Έρμάνος-Ίωσήφ, και οί τρεις πολιούχ οι τής χ ριστιανικής νεολαίας, ό “Αγιος Άλοίσιος Γκονστσάγκα, καί ό ‘Άγιος Στανίσλαος Κότσκα, καί ό “Αγιος Ιωάννης Μπέρχ μανς, καί οί ‘Άγιοι Γερβάτιος, Σερβάτιος καί Βονιφάτιος, καί ό ‘Άγιος Μπράιντ, καί ό “Αγιος Κιέραν, καί ό ‘Άγιος Κανίς τού Κιλκέννυ, καί ό “Αγιος Τζάρλαθ τού Τουάμ, καί ό “Αγιος Φίννμπαρ, καί ό ‘Άγιος Παπίνος τού Μπαλλυμά, καί ό Αδελφός Άλοίσιος ό Ειρηνικός, καί ό Αδελφός Λουδοβίκος ό Πολεμικός, καί οί Άγιες Ρόζες τής Λίμας καί τού Βιτέρμπο, καί ή Άγια Μάρθα τής Βηθανίας, καί ή Άγια Μαρία ή Αιγύπτια, καί ή Αγία Λουκία, καί ή Άγια Μπριγκίτα καί ή Αγία Άτράκτα, καί ή Αγία Ντύμπνα, καί ή Αγία ’Ίτα, καί ή Αγία Μάριον Καλπένσις, καί ή Ευλογημένη Αδελφή Θηρεσία τού Παιδός Ίησού, καί ή Αγία Βαρβάρα, καί ή Αγία Σχ ολαστική, καί ή Αγία Ουρσουλα, καί αί ενδεκα χ ιλιάδες παρθένοι. Καί απαντες καί απασαι εφερον νεφέλας καί φωτοστεφάνους καί δόξας καί φύλλα φοίνικος καί αρπας καί ξίφη καί στεφάνους ελαίας, καί ήσαν ένδεδυμένοι μέ έσθήτας έφ ών ειχ ον ύφανθεί τά ιερά σύμβολα τών ιδίων έκάστου ιδιοτήτων, κεράτινα μελανοδοχ εία, βέλη, καρβέλια, στάμνες, χ ειροπέδαι, πελέκεις, δένδρα, γέφυραι, μωρά έντός κολυμβήθρας, όστρακα, πουγγιά, ψαλλιδια, κλειδιά, δράκοντες, κρίνοι, μεγάλα βόλια, γενειάδες, χ οίροι, λυχ νίαι, φυσητήρια, κυψέλαι, κουτάλες, άστρα, ερπετά, άμόνια, δοχ εία βαζελίνης, καμπάναι, δεκανίκια, τσιμπίδες, κέρατα έλάφου, άδιάβροχ α ύποδήματα, ίέρακες, μυλόπετρες,
οφθαλμοί έπί δίσκου, κηρία, αγιαστούρες, μονόκεροι. Καί, ώς παρήλαυνον, έκ τής Στήλης τού Νέλσονος, τής όδού Χένρυ, τής όδού Μαίρης, τής όδού Κέηπελ, τής όδού τής Μικράς Βρετανίας, ψάλλοντας τό Είσοδικόν εις τήν Epiphania Domini, οπερ αρχ ίζει διά τού Έγέρθητι, φώτισον καί συνεχ ίζει διά τού γλυκυτάτου Omnes, τό όποιον όμιλεί περί de Saba venient, έξετέλουν διάφορα θαύματα, ώς ή έκδίωξις δαιμόνων, ή άνάστασις νεκρών, ό πολλαπλασιασμός ιχ θύων, ή θεραπεία τυφλών καί παραλυτικών, ή άνεύρεσις διαφόρων άπωλεσθέντων αντικειμένων, ή έρμηνεία καί ή συμπλήρωσις τών Γραφών, καί πάσης τάξεως εύλογίας καί προφητείας. Καί τέλος,’κάτωθι σκηνώματος έξ ύφάσματος χ ρυσού, ήρχ ετο ό σεβασμιώτατος πατήρ Ο’ΦΛΙΝΝ, συνοδευόμενος ύπό τού Μαλαχ ία καί τού Πάτρικ. Καί όταν οί καλοί πατέρες εφθασαν εις τό προκαθορισθέν σημείον, τόν οίκον τού Μπέρναν Κιέρναν καί Συντροφιάς, περιορισμένης εύθύνης, 8, 9 καί 10 τής όδού Μικρας Βρετανίας, χ ονδρεμπόρων εδωδίμων καί άποικιακών ειδών, εξουσιοδοτημένων πρός πώλησιν ζύθου, οίνων καί οινοπνευματωδών δι’ έπιτόπιον κατανάλωσιν, ό ίεροτελεστής ηύλόγησε τόν οίκον καί έθυμιάτισε τά παράθυρα καί τήν κόχ ην καί τάς γωνίας καί τά τόξα καί τάς προεξοχ άς καί τά κιονόκρανα καί τά αετώματα καί τάς κορνίζας καί τάς δαντελλωτάς αψίδας καί τάς έλικας καί τούς θόλους καί ερανε δι’ άγιασμού τά άνώφλια καί παρεκάλεσεν τόν Θεόν οπως εύλογεί τόν οίκον τούτον, ώς ηύλόγησεν τόν οίκον τού ’Αβραάμ καί τού ’Ισαάκ καί τού ’Ιακώβ, καί οπως πέμψει τούς έκ φωτός άγγέλους ίνα έγκατοικήσουν έντός αύτού. Καί είσελθών ηύλόγησε τάς τροφάς καί τά πώματα καί απασα ή όμήγυρις τών ηύλογημένων άνταπεκρίθη είς τάς προσευχ άς αύτού. —
Adiutorium nostrum in nomine Domini.
—
Qui fecit coelum et ter ram.
—
Dominus vobiscum.
—
Et cum spiritu tuo.
Καί έπέθεσεν τάς χ είρας αύτού έπί τών ηύλογημένων καί άπέδωσεν εύχ αριστίας καί προσηυχ ήθη καί απαντες προσηυχ ήθηκαν μετ’ αύτού: — Deus, cuius verbo sanctificantur omnia, benedictionem tuam effunde super creaturas istas: et proesta ut quisquis eis secundum legem et voluntatem Tuam cum gratiarum actione usus fuerit per invocationem sanctissimi nominis Tui corporis sanitatem et animce tutelam Te auctore percipiat per Christum Dominum nostrum. —
’Αμήν καί πότε, λέει ό Τζάκ.
—
Λάμπερτ, σού εύχ ομαι χ ίλιες λίρες εισόδημα τό χ ρόνο, λέει ό Κρόφτον ή Κρώφορντ.
— Πολύ σωστά, λέει ό Νέντ, ύψώνοντας τό ούίσκυ του, μάρκας Τζών Τζέιμσον. Καί βούτυρο γιά τά ψάρια. ’Έριξα μιά ματιά γιά νά δώ ποιός θά είχ ε τήν ευτυχ ή εμπνευση νά κεράσει, όταν νά σου καί ξαναμπαίνει ό άναθεματισμένος, κάνοντας πώς είναι βιαστικός. —
’Έκαμα μιά βόλτα ώς τό δικαστήριο, λέει, ψάχ νοντας γιά σένα. Ελπίζω νά μήν…
—
’Όχ ι, λέει ό Μάρτιν, είμαστε έτοιμοι.
Τό δικαστήριο, τό μάτι μου, καί οί τσέπες σου κοντεύουνε νά κλατάρουνε άπό τό χ ρυσάφι καί τό άσήμι. Είσαι σπουδαία ματσαράγκα. Πληρώνεις νά πιούμε εναν γύρο; Εμένα, μού λές! Όβριός καί νά βάλει τό χ έρι του στήν τσέπη! ‘Όλα γιά τόν έαυτούλη του. Πονηρός σάν άρουραίος βόθρου. Εκατό στά πέντε. —
Τσιμουδιά σέ κανένα, λέει ό πολίτης.
—
Συγγνώμην; λέει αύτός.
— Ελάτε, παιδιά, λέει ό Μάρτιν, πού βλέπει ότι τά πράματα παίρνουν άσχ ημο δρόμο. Εμπρός, πάμε. —
Τσιμουδιά σέ κανέναν, λέει πάλι ό πολίτης, άφήνοντας ενα γρύλλισμα. ΕΓναι μυστικό.
Καί τό κωλόσκυλο ξύπνησε καί γρύλλισε κι αύτό. —
’Αντίο σέ ολους, λέει ό Μάρτιν.
Καί τούς έβγαλε έξω, όσο μπορούσε γρηγορότερα, τόν Τζάκ Πάουερ καί τόν Κρώφτον, ή οπως αλλιώς τόν λέγανε, κι εκείνον άνάμεσά τους, κάνοντας τόν ανίδεο, μέσα στήν κωλοκαρρότσα. —
Ξεκινάμε, λέει ό Μάρτιν στόν αμαξά.
Τό λευκό ώς χ ιόνι δελφίνι τίναξε τήν χ αίτη του καί ό τιμονιέρης, άνεβαίνοντας στή χ ρυσή πρύμνη, ξεδίπλωσε στόν άνεμο τό φουσκωμένο πανί καί τράβηξε πλησίστιος μέ τό τριγωνικό πανί στό άριστερό πλευρό τού πλοίου. Πλήθος νυμφών πλησίασαν έκ δεξιών καί άριστερών καί, κολλώντας στά πλευρά τού άρχ οντικού σκάφους, συνέπλεξαν τά άστραφτερά σώματά των, οπως κάνει ό επιδέξιος καρροποιός όταν συνδυάζει τίς συμμετρικές άκτίνες γύρω στήν καρδιά τής ρόδας του, οπου ή μία είναι άδερφή τής άλλης, καί τίς συνδέει ολες μέ ενα εξωτερικό στεφάνι, χ αρίζοντας ετσι τήν ταχ ύτητα στά πόδια τών άνθρώπων, είτε αύτοί τρέχ ουν πρός τή μάχ η, ε’ι’τε προσπαθούν ν’ άποσπάσουν τό χ αμόγελο ώραίας κυρίας. ’Έτσι έτρεξαν καί πήραν θέση αύτές οί άξιαγάπητες νύμφες, οί άθάνατες άδελφές. Καί γελούσαν διασκεδάζοντας μέσα στόν άφρισμένο κύκλο τους, καί τό σκάφος έσχ ιζε τά κύματα. ‘Όπου, νά πάρει ό διάολος, καθώς έκαμα νά άκουμπήσω τόν πάτο τού ποτηριού μου στό τραπέζι βλέπω τόν πολίτη νά σηκώνεται καί νά πηγαίνει τρικλίζοντας πρός τήν πόρτα, φυσώντας καί ξεφυσώντας άπό τή μύτη καί τό στόμα καί εκτοξεύοντας τήν κατάρα τού Κρόμγουελ εναντίον τού Μπλούμ, κατεβάζοντας σταυρούς καί καντήλια στά ιρλανδικά, φτύνοντας σάλια καί ροχ άλες καί τόν Τζό καί τόν μικρόν ’Άλφ πλάι του σάν καλλικάντζαρους νά προσπαθούν νά τόν καθησυχ άζουν. —
Άφήστε με, λέει.
Καί, άν θέλετε πιστέψτε με, κατάφερε νά φτάσει μέχ ρι τήν πόρτα καί αύτοί νά τόν βαστάνε κι εκείνος νά ξεφωνίζει κατά τή μεριά του: —
Τρεις φορές ζήτω τό Ισραήλ.
Γ ιά τ’ όνομα τού Χριστού, άνθρωπέ μου, στρώσου πάνω στήν κοινοβουλευτική μεριά τού κώλου σου καί μή γίνεσαι θέαμα. Χριστέ μου, πάντα ύπάρχ ει κάποιος μαλακισμένος καραγκιόζης πού γιά ενα μαλακισμένο τίποτα σού σκαρώνει £να μαλακισμένο φόνο. Μά τήν πίστη μου, ή μπύρα πού πίνεις γίνεται ξύδι μέσα στ’ άντερά σου. Καί ολοι οί λέτσοι καί ολες οί τσούλες τού έθνους μαζεμένες μπροστά στήν πόρτα, καί ό Μάρτιν νά λέει στόν άμαξά νά προχ ωρήσει, καί ό πολίτης νά ξεφωνίζει, καί ό ’Άλφ καί ό Τζό νά προσπαθούν νά τού κλείσουν τό στόμα, κι εκείνος νά λέει κάτι γιά τούς έβραίους, καί οί χ ασομέρηδες νά τού φωνάζουν Λόγο! Λόγο! καί ό Τζάκ Πάουερ νά προσπαθεί νά τόν καθήσει στήν άμαξα καί νά σκάσει, κι ενας περίεργος μ’ ενα μπάλωμα πάνω στό μάτι του νά τραγουδάει Άν ό άνθρωπος στό φεγγάρι ήταν έβραίος, έβραίος, έβραίος, καί μιά παστρικιά νά τού φωνάζει: —
’Έ, κύριε! Τά μαγαζιά σου είναι άνοιχ τά, κύριε!
Καί λέει εκείνος: — Ό Μέντελσον ήταν έβραίος, καί ό Κάρλ Μάρξ, καί ό Μερκαντάντε, καί ό Σπινόζα. Καί ό Σωτήρας ήταν έβραίος, καί ό πατέρας του ήταν έβραίος. Ό Θεός σας. —
Δέν είχ ε πατέρα, λέει ό Μάρτιν. Φτάνει πιά. Πάμε νά φύγουμε.
—
Ποιανού Θεός; λέει ό πολίτης.
— ’Έστω, ό θείος του ήταν έβραίος, λέει αύτός. Ό Θεός σας ήταν έβραίος. Ό Χριστός ήταν έβραίος, οπως έγώ. ‘Όπου ό πολίτης κάνει μιά βουτιά πίσω μέσα στό μαγαζί. — Μά τόν Ίησού, λέει, θά τού σπάσω τά μούτρα αύτού τού έβραίου, γιά νά μάθει νά πιάνει στό στόμα του τό άγιο όνομα. Μά τόν Ίησού, θά τόν σταυρώσω, ναί, θά τόν σταυρώσω. Δώστε μου αύτό τό κουτί τών μπισκότων. —
Στάσου! Στάσου! λέει ό Τζό.
Μεγάλη καί συμπαθής συνάθροισις χ ιλιάδων φίλων καί γνωστών, μεταφερθέντων έκ τής μητροπόλεως καί τών προαστίων, είχ εν συγκεντρωθεί πρός άποχ αιρετισμόν τού Ναγκυσάγκος Ούραμ Λιπότι Βίραγκ, πρώην συνεργάτου τών κ.κ. Άλεξάντερ Τόμ, τυπογράφων τής Αύτού Μεγαλειότητος, επ’ ευκαιρία τής άναχ ωρήσεώς του διά τούς μακρινούς ορίζοντας τού Στζαζχ αρμιντζογκουλυάς — Ντουγκουλάς (Λιβάδι τών Κελαρυστών Ύδάτων) . Ή τελετή, ήτις διεξήχ θη κατά τόν πλέον λαμπρόν τρόπον, χ αρακτηρίζετο άπό έξαίρετον έγκαρδιότητα. Κύλινδρος άρχ αίας ιρλανδικής περγαμηνής, διακεκοσμημένος διά μικρογραφιών, εργον Ιρλανδών καλλιτεχ νών, προσεφέρθη είς τόν διακεκριμένον φαινομενολόγον έκ μέρους μεγάλου τμήματος τής κοινότητος, συνοδευόμενος άπό άργυρούν κιβώτιον, κατασκευασθέν μετά καλαισθησίας είς τό άρχ αίον διακοσμητικόν ύφος, εργον τό όποιον τιμά ιδιαιτέρως τούς κατασκευαστάς κ.κ. Τζέηκομπ ’Άγκους Τζέηκομπ. Ό ήρως αύτής τής άποχ αιρετιστηρίου τελετής ύπήρξεν άντικείμενον θερμοτάτων έκδηλώσεων καί ή πλειονότης τών παρευρισκομένων συνεκινήθη έμφανώς όταν ή έκλεκτή ορχ ήστρα άπό ίρλανδικάς γκάιδας έπαιάνισεν τήν περίφημον μελωδίαν Ξαναγύρισε στό ’Έριν καί άκολούθως τό Έμβατήριον τού Ράκοσι. Βαρέλια νάφθης καί άλλαι χ αρμόσυναι πυραί
ήνάφθησαν κατά μήκος τών άκτών τών τεσσάρων θαλασσών, είς τάς κορυφάς τού λόφου Χάουθ, τού δρους Θρή Ρόκ, τού Σούγκαρλοουφ, τού Μπρέιντυ Χέντ, τών όρέων Μόουρν, Γκάλτης, τών κορυφών ’Όξ, Ντώγκαλ καί Σπέριν, τού λόφου Νάγκλς, Μπόγκραφτς καί Κοννεμάρα, τών όροσειρών ΜακΤζιλίκουντυ, ’Ότυ, Μπέρναφ καί Μπλούμ. Έν μέσω επευφημιών, αιτινες έδόνουν τόν ούράνιον θόλον καί εις τάς οποίας άπεκρίνοντο αί ζητωκραυγαί μεγάλης συναθροίσεως οπαδών εις τούς μακρινούς λόφους τής Καμπρίας καί τής Καληδονίας, τό γιγάντων σκάφος τής χ αράς άπέπλευσε άργά χ αιρετιζόμενον διά τελικής λαμπράς άνθοδέσμης ύπό τών πολυαρίθμων άντιπροσώπων τού ώραίου φύλου, καθώς τούτο κατήρχ ετο τόν ποταμόν, συνοδευόμενον ύπό στολίσκου μαούνων, ενώ αί σημαίαι τού Γραφείου Φορτίων καί Τελωνείου εκλινον εις χ αιρετισμόν καθώς καί έκείναι τού ήλεκτροπαραγωγικού σταθμού τού Περιστεραιώνος. Visszontlatasra, kedves baratom! Visszontlatasra! Φεύγεις, άλλά μέ τήν σκέψιν μας πλησίον σου. Ούτε ό διάολος δέν θά μπορούσε νά τόν άποτρέψει άπό τό νά πάρει εκείνο τό γαμημένο τενεκεδένιο κουτί καί νά σού τον εξω μέ τόν μικρό ’Άλφ γαντζωμένον στόν άγκώνα του καί νά σκούζει σάν γουρούνι πού τό σφάζουν, θέαμα τόσο καλό όσο καί όποιοδήποτε κωλόδραμα στό βασιλικό θέατρο τής βασίλισσας. —
Πού είναι τον, νά τόν σκοτώσω;
Καί ό Νέντ καί ό Τζ. Τζ. νά έχ ουν ξεραθεί άπό τά γέλια. —
Χίλιοι διάβολοι! λέω έγώ, θέλω νά είμαι παρών στήν τελευταία άνάγνωση τού εύαγγελίου.
Άλλά, κατά τύχ η, ό αμαξάς ειχ ε γυρίσει τό κεφάλι τού παλιαλόγου του κατά τήν άλλη μεριά καί ξεκίνησαν. —
Συγκρατήσου, πολίτη, λέει ό Τζό. Σταμάτα.
Ό άθεόφοβος άπλώνει τό χ έρι του, παίρνει φόρα καί μπάμ, τό πέταξε μέ ολη του τή δύναμη. Φύλαξε ό Θεός καί είχ ε τόν ήλιο στά μάτια, άλλιώτικα θά τόν άφηνε στόν τόπο. Παρά λίγο νά τό στείλει στήν κομητεία Λόνγφορντ. Τό γαμημένο τό ψοφάλογο τρόμαξε καί τό γέρικο σκυλί ετρεχ ε πίσω άπό τήν άμαξα σάν δαιμονισμένο καί ολος ό όχ λος νά ξεφωνίζει καί νά χ ασκογελάει καί τό παλιό τενεκεδένιο κουτί νά κροταλίζει πάνω στό λιθόστρωτο. Ή καταστροφή ύπήρξε τρομακτική καί τά άποτελέσματα αύτής άκαριαία. Τό άστεροσκοπείον τού Ντάνσινγκ κατέγραφε ενδεκα δονήσεις, άπάσας πέμπτου βαθμού τής κλίμακος Μερκάλλι καί δέν υπάρχ ει προηγούμενον παρομοίου σεισμού εις τήν ήμετέραν νήσον άπό τού 1534, έτους τής έπαναστάσεως τού Αγίου Θωμά τού Μεταξωτού. Είναι εμφανές ότι τό έπίκεντρον ήτο τό τμήμα εκείνο τής πρωτευούσης τό άποτελούν τήν άποβάθραν τού Πανδοχ είου, καί τήν ενορίαν τού Αγίου Μίτσαν, καλύπτον επιφάνειαν εκατόν εξήντα τεσσάρων καί ήμίσεος στρεμμάτων. “Απασαι αί άρχ οντικαί οίκίαι περί τό δικαστικόν μέγαρον κατέρρευσαν, ενώ τό ίδιον τό περίφημον κτίριον, εις ό, κατά τήν στιγμήν τής καταστροφής, διεξήγοντο σπουδαίαι νομικαί συζητήσεις, μετετράπη κυριολεκτικώς εις σωρόν ερειπίων, κάτωθεν τών οποίων ύπάρχ ει φόβος ότι έτάφησαν ζώντες άπαντες οί εύρισκόμενοι εντός αύτού. Άπό τάς διηγήσεις αύτοπτών μαρτύρων συνάγεται ότι τά σεισμικά κύματα συνοδεύοντο ύπό βιαίας ατμοσφαιρικής διαταραχ ής κυκλωνικού τύπου. Είς πίλος, όστις άνεγνωρίσθη άργότερον ότι άνήκεν είς τόν σεβαστότατον γραμματέα του Στέμματος κ. Τζώρτζ Φότρελλ καί εν άλεξιβρόχ ιον έκ μετάξης, μετά χ ρυσής χ ειρολαβής, φερούσης ένσκάλιστα αρχ ικά, τό οίκόσημον καί τόν αριθμόν τής οικίας τού λογιοτάτου καί εύλαβεστάτου
προέδρου τού τριμηνιαίου ποινικού καί πολιτικού δικαστηρίου σέρ Φρέντερικ Φώκινερ, πταισματοδίκου τού Δουβλίνου, άνεκαλύφθησαν κατόπιν έρευνών τών συνεργείων διασώσεως είς άπομεμακρυσμένα μέρη τής νήσου, τό πρώτον, άντιστοίχ ως, είς τήν τρίτην γέφυραν έκ βασάλτου τής ύπερυψωμένης όδού τών Γιγάντων, τό δέ δεύτερον κεχ ωσμένον είς βάθος ένός ποδός καί τριών ίντσών είς τήν αμμουδιάν τού κόλπου Χόουλοπεν, πλησίον τού παλαιού ακρωτηρίου τού Κίνσείλ. ’Άλλοι αύτόπται μάρτυρες κατέθεσαν ότι παρετήρησαν πυρακτωμένον άντικείμενον τεραστίων διαστάσεων διασχ ίζον στροβιλιζόμενον τήν ατμόσφαιραν μετά τρομακτικής ταχ ύτητος είς τροχ ιάν νοτιοδυτικής κατευθύνσεως. Μηνύματα συμπαθείας καί συλλυπητήρια κατέφθανον συνεχ ώς έξ ολων τών σημείων τών πέντε ήπείρων καί ό Μέγας Ποντίφηξ διέταξε φιλανθρώπως οπως τελεσθεί ταυτοχ ρόνως είς ολους τούς καθεδρικούς ναούς τών έπισκοπιανών έπισκόπων, τούς ύπαγομένους είς τήν πνευματικήν εξουσίαν τής Αγίας ‘Έδρας, ειδική missa pro defunctis υπέρ άναπαύσεως τών ψυχ ών τών π ητών, αιτινες τόσον άπροσδοκήτως έγκατέλειψαν τόν μάταιον τούτον κόσμον.Άί έργασίαι τής διασώσεως, ή έκκαθάρισις τών ερειπίων καί ανθρωπίνων λειψάνων κτλ. άνετέθησαν είς τούς κ.κ. Μάικλ Μήντ καί Τίόν, 159, όδός Μείζονος Μπρούνσγουικ καί τούς κ.κ. Τ. Τσ. Μάρτιν, 77,78, 79 καί 80 Βορείου Τείχ ους, βοηθουμένους άπό άνδρας καί άξιωματικούς τού έλαφρού πεζικού τού Δουκός τής Κορνουάλλης ύπό τήν γενικήν έποπτείαν τής Αύτού Βασιλικής Ύψηλότητος τού έντιμοτάτου αντιναυάρχ ου σέρ Ήρακλέους Αννίβα Χάμπεας Κόρπους ’Άντερσον, ‘Ιππότου τού Εύγενεστάτου Τάγματος τής Περικνημίδος, ‘Ιππότου τού Ένδοξοτάτου Τάγματος τού Αγίου Πατρικίου, ‘Ιππότου τού Άρχ αιοτάτου καί Εύγενεστάτου Τάγματος τού Κάρδου, ’Ιδιαιτέρου Συμβούλου τού Βασιλέως, Ιππότου τού Έντιμοτάτου Τάγματος τού Λουτρού, Μέλους τού Κοινοβουλίου, Είρηνοδίκου, Διπλωματούχ ου τής ’Ιατρικής Σχ ολής, τιμηθέντος μέ τό παράσημον τών Διακεκριμένων ‘Υπηρεσιών, ‘Ιππότου τού Φίγκαν, Προίσταμένου Όργανωτού τής Θήρας, Μέλους τής Βασιλικής Ακαδημίας τής ’Ιρλανδίας, Πτυχ ιούχ ου τής Νομικής, Δόκτορος τής Μουσικής, Διευθυντού τών ’Έργων Περιθάλψεως, Μέλους τού Κολλεγίου Τρίνιτυ τού Δουβλίνου, Μέλους τού Βασιλικού Πανεπιστημίου τής ’Ιρλανδίας, Μέλους τής Βασιλικής ’Ιατρικής Σχ ολής τής ’Ιρλανδίας, Μέλους τού Βασιλικού Κολλεγίου Χειρουργικής τής ’Ιρλανδίας. Ούδέποτε είδατε` κάτι παρόμοιο σ’ ολο τό βορβορώδη βίο σας. “Τψιστε Θεέ, ετσι καί τού έπεφτε στό κεφάλι αύτός ό λαχ νός, θά θυμόταν τό Χρυσό Κύπελλο, ναί, άλλά, μά τήν πίστη μου, θά έχ ωναν τόν πολίτη μέσα γιά άδικη επίθεση καί κακοποίηση καί τόν Τζό γιά ύποκίνηση καί συνεργία. Ό αμαξάς τού έσωσε τή ζωή, φεύγοντας ολοταχ ώς, σίγουρα πράματα, οπως ό Θεός έπλασε τόν Μωυσή. Πώς; ’Ώ, μά τήν άλήθεια, δέν χ ωράει άμφιβολία, τή γλίτωσε παρά τρίχ α. Καί ό άλλος νά εκτοξεύει πίσω του βροχ ή τίς βλαστήμιες. —
Τόν έσκότωσα ή όχ ι; λέει.
Καί φωνάζει στό κωλόσκυλο: —
”Αρπαξ’ τον, Γκάρρυ! Κυνήγα τον, άγόρι μου!
Τό τελευταίο πράμα πού είδαμε ήταν ή κωλοάμαξα, καθώς έστριβε τή γωνιά καί τό γέρικο προβατίσιο μούτρο πάνω της χ ειρονομώντας καί τό κωλόσκυλο νά τρέχ ει τό κατόπι του, μέ τ’ αύτιά του πίσω, γιά νά τόν κομματιάσει. Εκατό πρός πέντε! Ίησού, όποια κατάχ ρησις καλωσύνης! Καί, ιδού, εκτυφλωτικόν φώς κατήλθεν επ’ αύτών καί είδον τό άρμα, έφ’ ου ιστατο Εκείνος, άνερχ όμενον εις τούς ούρανούς. Καί ειδον Αύτόν έντός τού άρματος, ένδεδυμένον τήν δόξαν τής λαμπρότητος καί τά ενδύματα Αύτού άκτινοβόλουν ώς ήλιος καί ήτο ώραίος ώς ή σελήνη καί
τόσον τρομερός ώστε περίφοβοι δέν έτόλμησαν πλέον νά ύψώσουν τούς οφθαλμούς των πρός Αύτόν. Καί ήκούσθη, κατερχ ομένη έκ τού ούρανού, φωνή λέγουσα: Ήλί<χ , Ήλία! Καί ούτος άπεκρίθη κραυγήν μεγάλην: ’Άμπα! Άντονάι! Καί ειδον Αύτόν, Αύτόν τόν ’Ίδιον, τόν Μπέν Μπλούμ Ήλία, έν μέσω νεφελών έξ άγγέλων, άνερχ όμενον πρός τήν δόξαν τού φωτός, ύπό γωνίαν τεσσαράκοντα πέντε μοιρών, ύπεράνω τού Ντόνοχ ου, εις τήν οδόν Λίττλ Γκρήν, ώς έάν είχ εν έκσφενδονισθει μέ τό φτυάρι.
13. ΝΑΥΣΙΚΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑΤΙΚΟ ΔΕΙΛΙΝΟ είχ ε άρχ ίσει νά τυλίγει τόν κόσμο στό μυστηριώδες του άγκάλιασμα. Πέρα μακριά στή δύση ό ήλιος εβασίλευε καί οι τελευταίες ανταύγειες μιας μέρας πού βιαζόταν νά φύγει καθυστερούσαν έρωτιάρικα πάνω στή θάλασσα καί τήν ακρογιαλιά, πάνω στό περήφανο άκρωτήριο τού άγαπημένου γέρικου Χάουθ, πού οπως πάντα έπιτηρούσε τά νερά τού κόλπου, τούς χ ορταριασμένους βράχ ους τής παραλίας τού Σάντυμαουντ καί, πιό πολύ άπ’ ολα, τή σιωπηλή εκκλησία, άπ’ οπου, μέσα στή σιγαλιά, ανάβρυζε πότε-πότε ό ήχ ος τής προσευχ ής πρός έκείνη, ή όποία, μέσα στήν καθάρια άκτινοβολία της, στέκει πάντα σάν φάρος στήν θυελλοδαρμένη καρδιά τού ανθρώπου, τή Μαρία, τό θαλάσσιο οίστρο. Οί τρεις νεαρές φίλες κάθονταν στά βράχ ια, απολαμβάνοντας τήν ώρα τού δειλινού καθώς καί τό αεράκι πού έρχ όταν δροσερό, άλλά καθόλου ψυχ ρό. Είχ αν διαλέξει αύτό τό μέρος γιά νά έρχ ονται έδώ συχ νά νά φλυαρούν μέ τήν ήσυχ ία τους πλάι στά σπινθίζοντα κύματα καί νά συζητούν γυναικεία θέματα, ή Σίσσυ Κάφφρεύ καί ή ’Ήντυ Μπόουρντμαν μέ τό μωρό στό καροτσάκι, καί ό Τόμμυ καί ό Τζάκυ Κάφφρεύ, δυό παιδάκια μέ σγουρά μαλλάκια, ντυμένα μέ ναυτικές στολές καί ταιριαστά καπελάκια, πού έφεραν γραμμένη πάνω τους τήν ονομασία τού καραβιού Π.Α.Μ. Μπελλάιλ. Γιατί ό Τόμμυ καί ό Τζάκυ Κάφφρεύ ήταν δίδυμα, δέν είχ αν άκόμα κλείσει τά τέσσερα καί μερικές φορές ήταν πολύ φωνακλάδικα καί κακομαθημένα, άλλά, παρ’ ολα αύτά, ήταν πανέμορφα παιδάκια μέ λαμπερά χ αρούμενα πρόσωπα καί χ αριτωμένους τρόπους. ’Ανακάτευαν τήν οίμμο μέ τά φτυαράκια τους καί τά κουβαδάκια τους, χ τίζοντας, οπως ολα τά παιδάκια, κάστρα, ή παίζοντας μέ τό μεγάλο χ ρωματιστό τόπι τους, χ αρούμενα μέσα στό δειλινό. Καί ή ’Ήντυ Μπόουρντμαν κούναγε πέρα-δώθε τό παχ ουλό μωρό στό καρροτσάκι, καθώς αύτός ό νεαρός κύριος κελαίδούσε μ’ ευχ αρίστηση. ΤΗταν μόλις εντεκα μηνών καί έννιά ήμερών καί, παρ’ ολο πού άκόμα μπουσούλαγε, είχ ε άρχ ίσει νά ψελλίζει τίς πρώτες μωρουδίστικες λέξεις του. Ή Σίσσυ Κάφφρεύ έσκυψε πάνω του γιά νά τού γαργαλήσει τήν παχ ειά κοιλίτσα καί τό χ αριτωμένο λακκάκι τού πηγουνιού του. —
Έλα, μωρό μου, είπε ή Σίσσυ Κάφφρεύ. Πές το δυνατά, δυνατά. Θέλω νερό.
Καί τό μωρό τραύλισε επαναλαμβάνοντας: —
Σέλω ντά ντό.
Ή Σίσσυ Κάφφρεύ σφιχ ταγκάλιασε τ’ όμορφο μωρό, επειδή τρελαινόταν γιά τά παιδιά, τόσο ύπομονετική ήταν άπέναντι στίς μικροαρρώστιες τους, καί κανείς δέν μπορούσε νά καταφέρει τόν Τόμμυ Κάφφρεύ νά πιει τό μουρουνέλαιό του, άν ή Σίσσυ Κάφφρεύ δέν ήταν έκεί νά τού βαστάει τή μύτη καί νά τού ύπόσχ εται τή γωνία τού μαύρου καρβελιού άλειμμένη μέ μαρμελάδα. Τί δύναμη πειθούς είχ ε αύτή ή κοπέλα! Μά καί τό μωρό, βέβαια, ήταν καλό, χ ρυσό, ενα μικρό χ ερουβείμ μέ τήν καινούργια φανταχ τερή σαλιάρα του. Ή Σίσσυ Κάφφρεύ δέν ήταν άπό έκείνες τίς παραχ αιδεμένες καλλονές, οπως ή Φλώρα ΜακΦλίμσυ. ’Όχ ι, ποτέ στόν κόσμο δέν είδε κανείς πιό ντόμπρο πλάσμα, μέ τό γέλιο πάντα μέσα στά τσιγγάνικα μάτια της καί πάντα μέ μιά παιχ νιδιάρικη λέξη στά κόκκινα, σάν ώριμα κεράσια, χ είλη της, άληθινά ενα κορίτσι άξιαγάπητο.
Καί άν πεις γιά τήν ’Ήντυ Μπόουρντμαν, κι αύτή γελούσε μέ τήν παράξενη γλώσσα τού μικρού της άδερφού. “Ομως ξαφνικά ενα καυγαδάκι φούντωσε άνάμεσα στόν μικρό Τόμμυ καί τόν μικρό Τζάκ. Τά παιδιά είναι παιδιά καί οί δυό δίδυμοι δέν άποτελούσαν εξαίρεση αύτού τού χ ρυσού κανόνα. “Ενας πύργος άπό άμμο πού είχ ε χ τίσει ό μικρός Τζάκ καί πού ό μικρός Τόμμυ ήθελε σώνει καί καλά νά τόν βελτιώσει άρχ ιτεκτονικά μέ μιάν εξώπορτα, σάν εκείνη τού πύργου Μαρτέλλο, ήταν τό μήλον τής έριδος. “Ομως, άν^ό μικρός Τόμμυ ήταν επίμονος, ό μικρός Τζάκ δέν ήταν λιγότερο πεισματάρης καί, πιστός στό άξίωμα ότι τό σπιτάκι κάθε Ίρλανδού ήταν τό κάστρο του, ρίχ τηκε μέ τέτοια άποφασιστικότητα στό μισητό του άντίπαλο, πού ό εχ θρός κατέρρευσε καί (άλίμονο, πρέπει νά τό πούμε!) καί ό επίμαχ ος πύργος μαζί. Περιττόν νά προσθέσουμε ότι οί θλιμμένες κραυγές τού μικρού Τόμμυ τράβηξαν τήν προσοχ ή τών νεαρών φιλενάδων. — ’Έλα έδώ, Τόμμυ, είπε επιτακτικά ή άδερφή του. ’Έλα έδώ άμέσως! Κι έσύ, Τζάκυ, δέν ντράπηκες νά ρίξεις χ άμω στή βρώμικη άμμο τόν καημένο τόν Τόμμυ; Στάσου νά σέ πιάσω καί θά δεις. Ό μικρός Τόμμυ πήγε μέ βουρκωμένα μάτια κοντά της, επειδή ό λόγος τής μεγάλης άδερφής ήταν νόμος γιά τούς δίδυμους. Καί ήταν άθλια ή κατάστασή του μετά τό άτύχ ημα. Τό καπελάκι του καί τό βρακάκι του είχ αν γεμίσει άμμο, άλλά ή Σίσσυ ήταν μαστόρισσα στήν. τέχ νη τού νά διορθώνει τά μικρά άτυχ ήματα τής ζωής καί ώσπου ν’ άνοιγοκλείσεις τά μάτια δέν είχ ε μείνει ούτε Ιχ νος άμμου στ’ όμορφο κουστουμάκι. Ωστόσο, τά γαλανά μάτια γυάλιζαν άπό τό χ οντρό δάκρυ πού κύλησε κι ετσι ή Σίσσυ μέ ένα σκαστό φιλί εξαφάνισε τήν πίκρα του καί κούνησε απειλητικά τό δάχ τυλό της στόν ένοχ ο μικρό Τζάκυ, λέγοντας ότι, άν τόν ειχ ε κοντά της θά τόν συγύριζε, ένώ τά μάτια της έβγαζαν αστραπές. —
Τζάκυ, βρωμόπαιδο, μόρτη, φώναξε.
’Αγκάλιασε τό μικρό ναυτάκι καί άρχ ισε νά τό καλοπιάνει: —
Πώς τό λένε τό παιδάκι μου; Ζάχ αρη καί μέλι;
—
Πές μας, πώς τήν λένε τήν καλή σου, ειπε ή ’Ήντυ Μπόουρντμαν. Σίσσυ τή λένε;
—
’Όοοχ ι, έκαμε κλαψιάρικα ό Τόμμυ.
—
’Ήντυ Μπόουρντμαν τή λένε τήν καλή σου; ρώτησε ή Σίσσυ.
—
’Όοοχ ι, ξανάπε ό Τόμμυ.
— Ξέρω, είπε ή ’Ήντυ Μπόουρντμαν, χ ωρίς νά ύπερβάλει σέ γλύκα, μ’ ενα πλάγιο βλέμμα άπό τά όχ ι ιδιαίτερα φιλικά μάτια της. Ξέρω ποιά είναι ή καλή τού Τόμμυ — ή Γκέρτυ είναι ή καλή τού Τόμμυ. —
’Όοοχ ι, είπε ό Τόμμυ, έτοιμος νά βάλει τά κλάματα.
Ή μητρική οξυδέρκεια τής Σίσσυ μάντεψε γρήγορα τί δέν πήγαινε καλά καί ψιθύρισε στήν ’Ήντυ Μπόουρντμαν νά τόν τραβήξει πίσω άπό τό καρροτσάκι, οπου οί κύριοι δέν θά τόν έβλεπαν, καί
νά προσέξει νά μή μουσκέψει τά καινούργια κίτρινα παπούτσια του. Άλλά, ποιά λοιπόν, ήταν ή Γκέρτυ; Ή Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ, πού καθόταν κοντά στίς φίλες της, βυθισμένη στίς σκέψεις της καί μέ τό βλέμμα στραμμένο στά άνοιχ τά, ήταν στ’ άλήθεια άπό τά ομορφότερα κορίτσ.α πού μπορεί κανείς νά βρει στήν ’Ιρλανδία. “Ολος ό κόσμος συμφωνούσε ότι ήταν όμορφη, παρ’ ολο πού, οπως έλεγαν συχ νά, ήταν μάλλον μιά Γκίλτραπ παρά μία ΜακΝτάουελλ. Ή κορμοστασιά της ήταν λεπτή καί χ αριτωμένη, σχ εδόν εύθραυστη, άλλά οί δυναμωτικές κάψουλες μέ σίδηρο πού έπαιρνε έδώ καί κάμποσο καιρό τής είχ αν κάνει πολύ καλό, περισσότερο άπό τά χ άπια γιά γυναίκες τής χ ήρας Γουέλτς, κι ένιωθε μεγάλη καλυτέρευση σέ σχ έση μ’ εκείνες τίς αιμορραγίες, κι εκείνο τό αίσθημα κατάπτωσης. Θά έλεγε κανείς ότι ή κερένια χ λωμάδα τού προσώπου της καί ή φιλντισένια καθαρότητά του τής προσέδιναν μιά πνευματικότητα, ένώ τό τριανταφυλλένιο μπουμπούκι τού στόματός της, εντελώς ελληνικό, άνακαλούσε τό τόξο τού ’Έρωτα. Τ’ άλαβάστρινα χ έρια της, μέ τίς λεπτές φλέβες, κατέληγαν σέ μακριά καί ντελικάτα δάχ τυλα καί, παρ’ ολο πού ή άσπράδα τους μπορούσε κάπως νά οφείλεται στό χ υμό τού λεμονιού` καί τήν καλή κρέμα, δέν ήταν άλήθεια αύτό πού ειπώθηκε, ότι φορούσε συχ νά γάντια άπό κατσικόδερμα στό κρεβάτι, ούτε ότι έκανε ποδόλουτρο μέ γάλα. Αύτό τό φοβερό ψέμα τό πέταξε ή Μάρθα Σάππλ στήν ’Ήντυ Μπόουρντμαν, κάποτε πού ήταν στά μαχ αίρια μέ τήν Γκέρτυ (φυσικά τά κορίτσια, σάν ολους τούς κοινούς θνητούς, έχ ουν πότε-πότε τίς φιλονικίες τους) καί τής είχ ε πει νά μήν μαρτυρήσει ποτέ ότι τό είπε αύτή, οτιδήποτε κι άν συμβεί, άλλιώς δέν θά τής ξαναμιλούσε ποτέ πιά. ’Όχ ι. Πρέπει νά είμαστε μέ ολους δίκαιοι. Στήν Γκέρτυ ύπήρχ ε μιά έμφυτη λεπτότητα, μιά ανωτερότητα βασιλικής νωθρότητας, τήν όποία έπιβεβαίωναν, χ ωρίς πιθανότητα λάθους, τά ντελικάτα χ έρια της καί ή υψηλή καμάρα τού πέλματός της. ’Άν μιά διαφορετική τύχ η είχ ε κάμει τήν Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ νά γεννηθεί στούς κύκλους τής υψηλής άριστοκρατίας καί νά λάβει μιά καλή μόρφωση, θά μπορούσε κάλλιστα νά σταθεί πλάι σέ όποιαδήποτε λαίδη τής χ ώρας, νά φοράει τά ώραιότερα φορέματα μέ διαμάντια στό μέτωπό της καί νά βλέπει στά πόδια της ενα πλήθος εραστών άπό ευγενική γενιά νά ερίζουν γιά τήν εύνοιά της. ’Ίσως πάλι νά ήταν ή άναμονή κάποιου έρωτα, αύτό πού ώρες-ώρες εδινε στό γλυκό πρόσωπό της μιάν έκφραση έντασης μέ καταπνιγμένη σημασία, άλλά γεμάτη νόημα, πού προίκιζε τά ύπέροχ α μάτια της μ’ εναν παράξενο πόθο, μιά χ άρη στήν όποία λίγοι μπορούσαν νά άντισταθούν. Γιατί νά έχ ουν οί γυναίκες τόσο μαγευτικά μάτια; Τά μάτια τής Γκέρτυ ήταν γαλανά, άπό τά πιό γαλανά στήν Ιρλανδία, στολισμένα μέ μακριές φλεβαρίδες και σκούρα εκφραστικά φρύδια. Παλαιότερα, εκείνα τά φρύδια δέν είχ αν τόση μεταξένια γοητεία. Ή μαντάμ Βέρα Βέριτυ, ή συντάκτρια τής σελίδος τής γυναικείας ομορφιάς τού περιοδικού Ή Πριγχ ήπισσα, ήταν ή πρώτη πού τήν συμβούλεψε νά δοκιμάσει έκείνη τήν φρυδογραμμή, πού εδινε στά μάτια αύτή τή μαγευτική έκφραση πού διακρίνει τίς διαμορφώτριες τής μόδας, καί βέβαια ή Γκέρτυ δέν μετάνιωσε ποτέ πού άκολούθησε τή συμβουλή της. Έκεί μπορούσε νά μάθει κανείς τόν επιστημονικό τρόπο άποφυγής τού κοκκινίσματος τού προσώπου καί ολος ό κόσμος μπορούσε νά ψηλώσει μέ τίς κατάλληλες μεθόδους, όμως σ’ ενα τόσο όμορφο πρόσωπο άραγε αρμόζει αύτή ή μύτη; Βέβαια, αύ,τή θά ταίριαζε στήν κυρία Ντίγκναμ πού άντί γιά μύτη είχ ε κάτι σάν κουμπί. ‘Όμως, άναμφίβολα, ή δόξα πού στεφάνωνε τήν Γκέρτυ ήταν τά θαυμάσια μαλλιά της. ’’Ηταν σκούρα καστανά μ’ ενα φυσικό κυματισμό. Τά είχ ε κόψει άκριβώς εκείνο τό πρωί, μέ τή νέα σελήνη, καί πλαισίωναν τ’ όμορφο κεφάλι της σάν καταρράκτης άπό μπούκλες, καί έπιπροσθέτως, σήμερα, Πέμπτη, γιά γούρι, είχ ε κόψει καί τά νύχ ια της. Καί νά τώρα, καθώς ή ’Ήντυ μιλούσε, ενα εύγλωττο κοκκίνισμα, αγνότερο κι άπό τό πιό ντελικάτο ροδοπέταλο άπλώθηκε στά μάγουλά της καί φάνηκε τόσο άξιολάτρευτη μέσα στή γλυκειά παρθενική της αιδημοσύνη, ώστε σίγουρα κανείς δέν
θά μπορούσε νά βρεί τήν όμοιά της σ’ ολόκληρη τήν Ιρλανδία, αύτή τή θείκή χ ώρα τής ομορφιάς. ’Έμεινε γιά λίγο σιωπηλή, σχ εδόν θλιμμένη καί μέ χ αμηλωμένα μάτια. ΤΗταν έτοιμη νά πει κάτι, όμως τά λόγια πάγωσαν στήν άκρη τής γλώσσας της. Ή επιθυμία της τήν εσπρωχ νε νά μιλήσει, όμως ή άξιοπρέπειά της τήν προέτρεπε νά σωπάσει. Τά όμορφα χ είλη της έκαναν γιά μιά στιγμή ενα μορφασμό, άλλά άμέσως σήκωσε ψηλά τά μάτια της καί ξέσπασε σ’ ενα χ αρούμενο μειδίαμα πού είχ ε μέσα του ολη τήν φρεσκάδα ένός μαγιάτικου πρωινού. ’Ήξερε πολύ καλά, καλύτερα άπό τόν καθένα, τί ήταν αύτό πού έκανε τήν άλλήθωρη ’Ήντυ νά τά λέει αύτά. Ό λόγος ήταν ότι έκείνος έδειχ νε κάποια ψυχ ρότητα, ένώ στήν ούσία έπρόκειτο γιά ενα ερωτικό καυγαδάκι. ‘Όπως συμβαίνει συνήθως, επειδή τό άγόρι περνούσε διαρκώς μέ τό ποδήλατό του άπό τό παράθυρό της, κάποιας τά νεύρα είχ αν δοκιμαστεί. ‘Όμως, ό πατέρας τού άγοριού τό άνάγκασε τώρα νά κλειστεί στό σπίτι τά βράδια γιά νά μελετήσει σκληρά, προκειμένου νά κερδίσει μιάν ύποτροφία στίς εξετάσεις καί νά συνεχ ίσει στό κολλέγιο Τρίνιτυ γιά νά σπουδάσει γιατρός, σάν τόν άδερφό του τόν Ο. Ε. Γουάιλλυ, πού συμμετείχ ε στούς ποδηλατικούς άγώνες τού Πανεπιστημίου. ’Ίσως νά μήν τόν ενοιαζε καί πολύ πού εκείνη πότε-πότε ένιωθε αύτήν τήν άγωνιώδη δυστυχ ία στά τρίσβαθα τής καρδιάς της. ’Αλλά ήταν τόσο νέος καί ίσως μέ τόν καιρό θά μάθαινε ν’ άγαπάει. ’Ανήκε σέ οικογένεια διαμαρτυρομένων καί φυσικά ή Γκέρτυ γνώριζε ότι Αύτός προηγείτο καί ότι μετά άπό Αύτόν έρχ όταν ή Παρθένος Μαρία καί άκολούθως ό ‘Άγιος Ιωσήφ. ‘Όμως άναντίρρητα ήταν ώραίος, μέ μιάν άσύγκριτη μύτη, καί ήταν ολοφάνερο ότι ήταν ενας τζέντλεμαν άπό τήν κορυφή ώς τά νύχ ια καί ύστερα ήταν κι αύτό τό πίσω μέρος τού κεφαλιού του, όταν δέν φορούσε καπέλο, πού αύτή μπορούσε νά τό άναγνωρίσει οπουδήποτε, τόσο πολύ ξεχ ώριζε άπό τό συνηθισμένο, καί ό τρόπος πού έπαιρνε τή στροφή μέ τό ποδήλατό του στό φανάρι τού δρόμου, χ ωρίς νά κρατάει μέ τά χ έρια του τό τιμόνι, καί τό διακριτικό άρωμα έκείνων τών εξαίρετων τσιγάρων, καί επιπλέον είχ αν καί οί δυό τό ίδιο άνάστημα κι αύτός ήταν ό λόγος γιά τόν όποιον ή ’Ήντυ Μπόουρντμαν θεωρούσε ότι ήταν τόσο τρομερά έξυπνη, επειδή εκείνος δέν πήγαινε νά κάνει βόλτες καί εμπρός άπό τό δικό της κηπάκο. Ή Γκέρτυ ήταν ντυμένη άπλά, άλλά μέ τίς ενστικτώδεις έπιλογές μιάς πιστής ύπηκόου τής Αύτής Μεγαλειότητος τής Μόδας, επειδή ειχ ε τή διαίσθηση ότι ύπήρχ ε κάποια πιθανότητα νά τόν συναντήσει. Μιά κομψή γαλάζια έλεκτρίκ μπλούζα μέ χ ρωματιστές βούλες (έπειδή τό περιοδικό Εικόνα τής Γυναίκας προέβλεπε ότι φέτος θά φοριόταν αύτό τό γαλάζιο έλεκτρίκ), μ’ ενα κοκέτικο άνοιγμα σέ σχ ήμα V μέχ ρι τό χ ώρισμα τού στήθους καί μιά μικρή τσέπη γιά μαντηλάκι (οπου αύτή, όμως, έπειδή τό μαντηλάκι χ αλούσε τή γραμμή, έβαζε πάντα ενα κομμάτι βαμπάκι διαποτισμένο μέ τό άγαπημένο της άρωμα) καί μιά φούστα, σκούρα γαλάζια, πολύ φαρδιά, άνετη στό περπάτημα, άνεδείκνυε τέλεια τή λεπτή κορμοστασιά της. Φορούσε ένα κοκέτικο καπελάκι άπό φαρδύ μαύρο ψαθί, στολισμένο μ’ ένα χ τυπητό βελουδένιο κορδόνι γαλάζιο, μ’ ένα φιόγκο στό πλάι στήν ίδια άπόχ ρωση. ‘Όλη τήν περασμένη Τρίτη έψαχ νε νά βρεί αύτό τό άσσορτί κορδόνι καί τελικά τό πέτυχ ε στού Κλέρυ, στίς θερινές εκπτώσεις, άκριβώς οπως τό ήθελε, λιγάκι ξεβαμμένο στό χ ρώμα, μά αύτό δέν φαινόταν διόλου έφτά δάκτυλα γιά δυό σελλίνια καί μία πέννα. Τό ειχ ε ταιριάξει μόνη της καί τί χ αρά ένιωσε όταν τό δοκίμασε ύστερα, χ αμογελώντας στό χ αριτωμένο είδωλο πού τής παρουσίασε ό καθρέφτης! Καί όταν τό εβαλε στήν κανάτα τού λαβαμπό, γιά νά εξαλείψει κάθε κίνδυνο νά χ άσει τή φόρμα του, σκέφτηκε ότι αύτό θά έξεφάνιζε τό χ αμόγελο άπό κάποιες φίλες της. Τά παπούτσια της ήταν ή τελευταία λέξη τής μόδας (ή ’Ήντυ Μπόουρντμαν καυχ ιόταν ότι τά δικά της ήταν πάρα πολύ petite, όμως αύτή δέν είχ ε ενα πόδι σάν τής Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ, τριάντα πέντε νούμερο, άσ’ την νά κοκορεύεται), καλογυαλισμένα, καί μέ μιάν άγκράφα πάνω άπό τήν ψηλή καμάρα τού ποδιού. Οι τορνευτοί άστράγαλοί της εδειχ ναν τίς τέλειες άναλογίες τους κάτω άπό τή φούστα της καί άπό τίς
καλοσχ ηματισμένες γάμπες της, πού ήταν ντυμένες μέ ώραίες κάλτσες μ’ ένισχ υμένη φτέρνα καί δάχ τυλα, δέν εβλεπες παρά μόνο όσο επρεπε νά δείς, τίποτα περισσότερο. “Οσο γιά τά εσώρουχ α, αύτά ήταν ή μεγαλύτερη έγνοια τής Γκέρτυ καί, γιά όσους γνωρίζουν τίς διακυμαινόμενες ελπίδες καί τούς γλυκούς φόβους τών δεκαεφτά ετών (άν καί ή Γ κέρτυ είχ ε περάσει πιά τά δεκαεφτά), ποιός μπορούσε νά τήν κατηγορήσει γι’ αύτό; Είχ ε τέσσερις κομψές άλλαξιές, μέ ώραιότατα γαζιά, τρεις ρόμπες καί νυχ τικές εξτρα, καί ή κάθε άλλαξιά μέ κορδέλες διαφορετικού χ ρώματος, ρόζ πάλ, μπλέ σιέλ, μώβ, φυστικί καί τίς στέγνωνε μόνη της καί τίς λουλάκιαζε, όταν τίς επαιρνε άπό τό πλυντήριο καί τίς σιδέρωνε καί είχ ε ενα τούβλο γιά ν’ άκουμπάει τό σίδερο, επειδή δέν μπορούσε νά έμπιστευθεί εκείνες τίς πλύστρες, ετσι πού τίς είχ ε δεί νά σακατεύουν τά άσπρόρουχ α. Σήμερα είχ ε βάλει τή γαλάζια άλλαξιά, γιά γούρι, μέ τήν ελπίδα ότι, παρ’ ολους τούς κακούς οιωνούς, τό δικό της τό χ ρώμα είναι καί τό χ ρώμα πού φέρνει τύχ η στή νύφη, πού πρέπει οπωσδήποτε νά φοράει κάτι γαλάζιο πάνω της, επειδή ή πράσινη άλλαξιά πού φορούσε πρίν μιά βδομάδα τής εφερε λύπη, γιατί ό πατέρας του τόν είχ ε κλείσει στό δωμάτιό του γιά νά διαβάσει γιά τήν ύποτροφία, καί αύτή σκέφτηκε ότι εκείνος ίσως θά εβγαινε σήμερα, γιατί καθώς ντυνόταν τό πρωί παρά λίγο νά βάλει τήν φορεμένη κυλότα της άνάποδα κι αύτό σημαίνει καλοτυχ ία καί συνάντηση μέ τόν άγαπημένο σου, άν τήν φορούσες άνάποδα καί έφ’ όσον, βέβαια, δέν είναι Παρασκευή. Καί όμως καί όμως! Τί ένταση στό πρόσωπό της! ‘Υπάρχ ει μιά θλίψη πού συνεχ ώς τήν κατατρώει. Ή ίδια ή ψυχ ή της είναι αύτή πού φαίνεται στά μάτια της. Καί τί δέν θά εδινε γιά νά βρεθεί μόνη στή γνώριμη κάμαρά της, οπου, άφήνοντας τά δάκρυά της νά τρέξουν, θά μπορούσε νά κλάψει, νά κλάψει καί ν’ άνακουφιστεί άπό τά αισθήματα πού τήν κατέθλιβαν. ‘Όμως, ολα αύτά χ ωρίς καμιά υπερβολή, επειδή γνώριζε τόν τρόπο.νά κλαίει κομψά στόν καθρέφτη. Είσαι όμορφη, Γκέρτυ, τής ελεγε ό καθρέφτης. Τό χ λωμό φώς τού δειλινού πέφτει πάνω σ’ ενα πρόσωπο άπειρα θλιμμένο καί σκεφτικό. Μάταια άναστενάζει ή Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ. Ναί, άπό τήν πρώτη στιγμή τό ήξερε ότι αύτός ό γάμος ήταν μιά ονειροφαντασία καθώς καί οί γαμήλιες καμπάνες πού θά έσήμαιναν γιά τήν κυρία Ρέτζυ Γουάιλυ (γιατί εκείνη πού θά παντρευόταν τό μεγαλύτερο αδερφό αύτή θά γινόταν κυρία Γουάιλυ) καί ότι ή παρουσίαση στίς κοσμικές στήλες τής κυρίας Γερτρούδης Γουάιλυ, φερούσης πολυτελή γκρίζα τουαλέτα καί στολισμένης μέ πανάκριβη γαλάζια γούνα αλεπούς, ήταν κάτι πού δέν έπροκειτο ποτέ νά γίνει πραγματικότης. Ηταν πολύ νέος γιά νά καταλάβει. Τί μπορούσε νά ξέρει αύτός γιά τόν έρωτα, πού είναι γυναικείο κληροδότημα; Τή βραδιά τής γιορτής στούς Στόερς, πρίν άπό πολύ καιρό (εκείνος φορούσε άκόμη κοντά παντελόνια), κάποια στιγμή πού βρέθηκαν μόνοι, είχ ε γλιστρήσει τό χ έρι του γύρω άπό τή μέση της κι εκείνη άσπρισε σάν τό σεντόνι. Τήν άποκάλεσε μικρούλα του μέ μιά παράξενη βραχ νή φωνή καί τής είχ ε κλέψει μισό φιλί (τό πρώτο!), άλλά αύτό πού φίλησε ήταν μόνο ή άκρη τής μύτης της καί βιάστηκε νά βγει άπό τό δωμάτιο λέγοντας κάτι γι’ άναψυκτικά. ‘Ένα αύθόρμητο παιδί! Ό Ρέτζυ Γουάιλυ δέν ύπήρξε ποτέ δυνατός χ αρακτήρας κι εκείνος πού θά κέρδιζε τήν Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ επρεπε νά είναι άντρας άνάμεσα στούς άντρες. ‘Όμως αύτή θά περίμενε, αύτή πάντα θά περίμενε νά τή ζητήσει, καί φέτος είναι δίσεκτος χ ρόνος καί θά περνούσε γρήγορα. Τό ιδανικό της δέν ήταν κάποιος παραμυθένιος πρίγκηπας πού θά κατέθετε στά πόδια της τή σπάνια καί θαυμαστή άγάπη του, άλλά μάλλον ενας άρρενωπός άντρας μέ ήρεμο δυνατό πρόσωπο πού δέν είχ ε βρει τό ιδανικό του, ίσως μέ τά μαλλιά λίγο γκρίζα, άλλά πού θά καταλάβαινε καί θά τήν έπαιρνε στήν προστατευτική άγκαλιά του γιά νά τή σφίξει πάνω του μ’ ολη τήν ένταση τού φλογερού του χ αρακτήρα καί νά τήν παρηγορήσει μ’ ένα βαθύ φιλί. Αύτός θά ήταν ό παράδησος. Νά τί λαχ ταράει αύτό τό μυρωμένο καλοκαιριάτικο βράδυ. Μ’ ολη της τήν καρδιά ποθεί νά γίνει δική του, ή εκλεκτή τής καρδιάς του στίς καλές καί τίς κακές ώρες, στήν εύτυχ ία καί τή δυστυχ ία, στήν άρρώστια καί τήν ύγεία, ενωμένοι ώς τό θάνατο.
Κι ένώ ή ’Ήντυ Μπόουρντμαν βρισκόταν μέ τόν μικρό Τόμμυ πίσω άπό τό καρροτσάκι, εκείνη τή στιγμή άκριβώς ή Γκέρτυ άναρωτιόταν άν θά ερχ όταν ποτέ ή μέρα πού θά μπορούσε νά ειπωθεί γυναικούλα του. Τότε οί άλλες, χ ωρίς νά κρύβουν τή λύσσα τους, θά κουβέντιαζαν συνεχ ώς γι’ αύτήν, οπως καί ή Μπέρθα Σάππλ καί αύτή ή δαιμονισμένη ή ’Ήντυ, πού θά κλείσει τά είκοσι δύο τόν Νοέμβριο. ’Ά, πόσο θά τόν φρόντιζε καί θά τόν περιποιόταν! Έπειδή ή Γκέρτυ ήταν άρκετά γυναίκα γιά νά ξέρει ότι τού άντρα τού άρέσει νά κάθεται στό σπιτάκι του. Οί ξεροψημένες καστανόχ ρωμες τηγανίτες της καί ή πουτίγγα τής βασίλισσας ’Άννας μέ τό νοστιμώτατο άφρόγαλα τής είχ αν γενικά χ αρίσει τή φήμη νοικοκυράς, επειδή εκτός αύτού είχ ε καί τυχ ερό χ έρι στό άναμμα τής φωτιάς καί τό ζύμωμα μαγιάς καί άλευριού, πού έπρεπε νά τό γυρίζει πάντα πρός τήν ίδια κατεύθυνση καί νά βάζει ύστερα τό γάλα καί τή ζάχ αρη καί νά χ τυπάει καλά τά άσπράδια τών αύγών, ώσπου νά γίνουν κατάλευκα, παρ’ ολο πού τής ίδιας δέν τής άρεσε νά τρώει αύτό τό πράμα όταν ύπήρχ ε έκεί κόσμος καί ντρεπόταν καί συχ νά άναρωτιόταν γιατί νά μήν μπορεί κάνεις να τρεφεται με κατι ποιητικό σάν τούς μενεξέδες ή τά τριαντάφυλλα, καί θά είχ αν ενα ώραίο σαλόνι μέ καλά έπιπλα, μέ πίνακες καί λιθογραφίες καί τή φωτογραφία τού χ αριτωμένου σκύλου τού παππού Γκίλτραπ, τού Γκαρρυόουεν, πού σχ εδόν μιλούσε σάν άνθρωπος, καί κρεττόν καλύμματα στά καθίσματα κι έκείνη τήν άσημένια φρυγανιέρα, πού είχ ε άνακαλύψει τότε μέσα στίς θερινές εκπτώσεις στού Κλέρυ, οπως αύτές πού έχ ουν στά πλουσιόσπιτα. Θά ήταν ψηλός μέ φαρδείς ώμους (πάντα θαύμαζε τούς ψηλούς άντρες γιά συζύγους), μέ αστραφτερά άσπρα δόντια κάτω άπό τό περιποιημένο μεγάλο μουστάκι του καί θά πήγαιναν στήν Ευρώπη γιά τό μήνα τού μέλιτος (τρείς υπέροχ ες εβδομάδες!) καί υστέρα, όταν θά είχ αν εγκατασταθεί σέ μιά χ αριτωμένη φωλίτσα, θά έπαιρναν κάθε πρωί τό πρόγευμά τους, άπλό άλλά σερβιρισμένο στήν εντέλεια, γι’ αυτούς τούς δυό καί μόνο, καί πρίν βγεί εξω γιά τή δουλειά του θ’ άγκάλιαζε θερμά τή λατρευτή γυναικούλα του καί θά τήν κοίταζε γιά μιά στιγμή βαθειά μέσα στά μάτια. Ή ’Ήντυ Μπόουρντμαν ρώτησε τόν Τόμμυ άν τελείωσε καί όταν τής είπε ναί, τότε τού κούμπωσε τό παντελονάκι του καί τού είπε νά πάει νά παίξει μέ τόν Τζάκυ καί νά είναι φρόνιμος καί νά μήν τσακώνεται. ’Αλλά ό Τόμμυ είπε ότι ήθελε τό τόπι του καί ή ’Ήντυ τού είπε όχ ι, επειδή τό μωρό έπαιζε μέ αύτό καί άν τού τό έπαιρνε θά γινόταν γής μαδιάμ, άλλά ό Τόμμυ είπε ότι τό τόπι ήταν δικό του καί ήθελε τό τόπι του κι άρχ ισε νά χ οροπηδάει άπό τό κακό του, κοίτα νά δεις χ αρακτήρα πού τόν είχ ε! ’Άχ , αύτός ό μικρός Τόμμυ Κάφφρεύ ήταν κιόλας άντρας άπό τή στιγμή πού τού φόρεσαν τό πρώτο του παντελόνι. Ή ’Ήντυ τού είπε όχ ι, όχ ι, καί νά πάει νά παίξει καί είπε στή Σίσσυ Κάφφρεύ νά μήν ύποχ ωρήσει. —
Έσύ δέν είσαι άδερφή μου, είπε ό άτακτος ό Τόμμυ. Δικό μου είναι τό τόπι.
’Αλλά ή Σίσσυ Κάφφρεύ είπε στό μωρό Μπόουρντμαν νά κοιτάξει ψηλά, νά κοιτάξει ψηλά στό δάχ τυλό της, καί άρπαξε ξαφνικά τό τόπι καί τό πέταξε πέρα στήν άμμο καί ό Τόμμυ εφυγε τρέχ οντας πίσω του, έχ οντας κερδίσει τό παιχ νίδι. —
Ή ήσυχ ία πάνω άπ’ ολα, είπε γελώντας ή Σίσσυ.
Καί γαργάλισε τά δυό μάγουλα τού μωρού γιά νά τό κάμει νά ξεχ άσει καί τού επαιξε πετάει πετάει τό πουλί, πετάει πετάει τό πουλί, πετάει πετάει τό παπί. Άλλά ή ’Ήντυ δέν έννοούσε νά χ ωνέψει ότι αύτός μέ τό κανάκεμα τά κατάφερνε νά περνάει πάντα τό δικό του. — Πολύ θά ήθελα νά τού τίς βρέξω, ναί, είπε, νά τού τίς βρέξω κάπου, άλλά δέν θά ήθελα νά πώ πού.
—
Στόν κωλαλάκο του, είπε ή Σίσσυ, σκάζοντας στά γέλια.
Ή Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ εσκυψε τό κεφάλι της καί κοκκίνισε μέ τή σκέψη ότι ή Σίσσυ θά επρεπε νά ντρέπεται πού ελεγε τόσο δυνατά κάτι τόσο άπρεπες καί τά μάγουλά της είχ αν κοκκινίσει, καί ή ’Ήντυ Μπόουρντμαν ειπε ότι ήταν σίγουρη ότι ό άπέναντι κύριος άκουσε αύτό πού ειπε. Άλλά ή Σίσσυ δέν έδινε δεκάρα. — Άσ’ τον νά άκούει! είπε, τινάζοντας τό κεφάλι της καί προβάλλοντας μαχ ητικά τή μύτη. ‘Άμα θέλει, νά του τίς βρέξω κι αύτουνού στό ίδιο μέρος. Αύτή ή τρελάρα ή Σίσσυ μέ τή μαλλούρα της σάν άφάνα. Μερικές φορές σ’ έκανε νά γελάς δίχ ως νά τό θέλεις. Λόγου χ άρη, όταν σέ ρωτούσε άν θά ήθελες άκόμη λίγο τσάι τής Κίνας καί μαρμελάδα άπό άγριοφράουλες, ή όταν σχ εδίαζε στάμνες καί πρόσωπα άνδρών πάνω στά νύχ ια της μέ κόκκινο μελάνι, ήταν νά κρατάς τά πλευρά σου, ή όταν, θέλοντας νά πάει έκεί πού ξέρετε, έλεγε πώς έπρεπε νά τρέξει γιά μιάν επίσκεψη στήν δίδα Λευκή. ‘Όλα αύτά ήταν τής Σίσσυ καμώματα. ’Ώ, καί κανείς δέν ξεχ νάει ποτέ τή βραδιά πού φόρεσε τό κουστούμι καί τό καπέλο τού πατέρα της κι έβαλε μουστάκια μέ καρβουνιασμένο φελλό καί βγήκε στήν όδό Τρίτονβιλ, καπνίζοντας τσιγάρο. Κανείς άλλος δέν θά μπορούσε νά σκαρφιστεί τέτοια πράματα. ‘Όμως ήταν ή ειλικρίνεια προσωποποιημένη καί μιά άπό τίς πιό γενναίες καί άληθινές καρδιές πού έπλασε ή φύση καί όχ ι σάν εκείνα τά διπρόσωπα όντα πού παραείναι εύγενικά γιά νά είναι άκέραια. Καί τότε μέσα στόν εσπερινό άέρα ύψώθηκε ήχ ος φωνών καί ό βουερός ύμνος τού αρμόνιου. ~Ηταν ή ώρα τού κατανυκτικού ψαλμού γιά τήν εγκράτεια πού κανοναρχ ούσε ό ιεραπόστολος, ό εφημέριος Τζών Χιούς, τής Εταιρείας τού Ίησού, τό κομποσκοίνι, τό κήρυγμα καί ή εύλογία τής Θείας Εύχ αριστίας. ’Ήταν έκεί συγκ:ντρωμένοι ολοι, δίχ ως διάκριση τάξεων (καί ήταν ένα θέαμα πού σέ εξύψωνε καθώς τούς έβλεπες), μέσα σ’ αύτόν τόν απλό ναό, πλάι στά κύματα, ύστερα άπό τίς θύελλες αύτού τού άθλιου κόσμου, γονατισμένους στά πόδια τής ’Άμωμης, άπαγγέλλοντας τή λιτανεία τής Παναγίας μας τού Λορέτο, ίκετεύοντάς την νά μεσιτέψει γι’ αύτούς, μέ τίς παλιές γνώριμες επικλήσεις, Μήτηρ Θεού, Παρθένα τών Παρθένων. Πόσο θλιβερά ήχ ούσαν ολα αύτά στ’ αύτιά τής φτωχ ής Γκέρτυ! ’Άν ό πατέρας της είχ ε καταφέρει νά ξεφύγει άπό τά νύχ ια τού δαίμονα τού οινοπνεύματος, κάνοντας δρκο νά μήν ξαναπιεί, ή μ’ εκείνα τά σκονάκια πού διαφήμιζε τό περιοδικό Έβδομάς τού Πήρσον, ή ίδια τώρα θά μπορούσε νά πηγαίνει μέ τήν αμαξά της καί νά είναι αύτή καί όχ ι καμιά άλλη. Αύτά γυρόφερνε συχ νά στό μυαλό της, καθώς καθόταν εμπρός στή χ όβολη, άπορροφημένη στίς σκυθρωπές ονειροπολήσεις της, δίχ ως ν’ άνάβει τή λάμπα της, επειδή δέν ήθελε δυό φώτα συγχ ρόνως, κι επίσης συχ νά όταν κοίταζε συλλογισμένη άπό τό παράθυρο τή βροχ ή, πού έπεφτε πάνω στό σκουριασμένο σκουπιδοτενεκέ, ώρες ολόκληρες. Δυστυχ ώς, αύτό τό καταραμένο άπόσταγμα, πού είχ ε καταστρέψει τόσα σπιτικά καί τόσες οικογένειες, είχ ε ρίξει τή σκιά του πάνω στά χ ρόνια τής παιδικής της ήλικίας. Ναί, μάλιστα, είχ ε παραστεί μάρτυρας πράξεων βίας κάτω άπό τήν οικογενειακή στέγη, πού οφείλονταν σ’ αύτή τήν ακολασία, καί είχ ε δεί τόν πατέρα της, θύμα τών άναθυμιάσεων τού οινοπνεύματος, νά χ άνει κάθε συναίσθηση εύπρέπειας, επειδή, άν ήταν κάτι πού ή Γκέρτυ ήξερε καλά ήταν τούτο, ότι ό άντρας πού σηκώνει χ έρι σέ μιά γυναίκα, χ έρι πού μόνο στήριγμα θά πρέπει νά ήταν, αξίζει νά στιγματισθεί σάν ό προστυχ ότερος άνάμεσα στούς πρόστυχ ους. Καί οί φωνές συνέχ ιζαν νά ύψώνονται σέ ικεσία πρός τήν παντοδύναμη, τήν πολυεύσπλαχ νη Παρθένο. Καί ή Γκέρτυ, τυλιγμένη στούς στοχ ασμούς της, μόλις πού εβλεπε καί άκουγε τίς συντρόφισσές της, τίς παιδικές σκανταλιές τών δίδυμων, τόν ηλικιωμένο κύριο πού ερχ όταν άπό
τή μεριά τού Σάντυμαουντ Γκρήν γιά νά κάμει τόν σύντομο περίπατό του στήν άκρογιαλιά, αύτόν πού ή Σίσσυ Κάφφρεύ εβρισκε πώς εμοιαζε τόσο πολύ μέ τόν πατέρα. Αύτόν κανείς δέν θά τόν εβλεπε μεθυσμένον καί όμως δέν θά τής άρεσε νά τόν είχ ε πατέρα, επειδή ήταν πολύ γέρος, ή γιά κάποιον άλλο λόγο, ή έξ αιτίας τής έκφρασης τού προσώπου του (ήταν ενα χ ειροπιαστό υπόδειγμα άδιαφορίας), ή τής ερεθισμένης μύτης του μέ τά μπιμπίκια καί τού κοκκινωπού μουστακιού του, λίγο ξασπρισμένου κάτω άπό τή μύτη του. Καημένε πατέρα! Παρ’ ολα του τά ελαττώματα τόν άγαπούσε άκόμη ιδίως όταν τραγουδούσε τό Πές μου, Μαρία, πώς νά σέ γοητεύσω, ή τό άλλο Ή άγάπη μου καί μιά καλύβα βρίσκονται κοντά στή Ροσέλ, οπως τότε πού είχ αν μαγειρέψει κοχ ύλια γιαχ νί καί μαρούλι μέ έτοιμη σάλτσα σαλάτας μάρκας Λάζενμπυ καί τραγούδησε τό Βγήκε τό φεγγάρι, μαζί μέ τόν κ. Ντίγκναμ πού πέθανε ξαφνικά άπό άποπληξία καί τόν έθαψαν, Θεός σχ ωρέσ’ τον. ‘Ηταν τά γενέθλια τής μητέρας καί ό Τσάρλυ είχ ε έπιστρέψει σπίτι γιά τίς διακοπές καί ήταν εκεί καί ό Τόμ καί ό κύριος καί ή κυρία Ντίγκναμ καί ή Πάτσυ καί ό Φρέντυ Ντίγκναμ καί θά τούς ίραβούσαν ομαδική φωτογραφία. Κανείς δέν φανταζόταν πόσο κοντά ήταν τό τέλος. Τώρα άναπαύεται έν ειρήνη. Καί ή μητέρα τού είπε πώς αύτό άς τό θεωρήσει προειδοποίηση γιά τήν υπόλοιπη ζωή του, άφού δέν μπόρεσε ούτε στήν κηδεία νά πάει, έξ αιτίας τής ποδάγρας, κι έκείνη ήταν άναγκασμένη νά πηγαίνει στήν πόλη γιά νά τού φέρνει άπό τό γραφείο του τά γράμματα καί τά δείγματα σχ ετικά μέ τίς αυτοκόλλητες ταπετσαρίες Κέιτσμπυ, μέ πρότυπα καλλιτεχ νικά σχ έδια, κατάλληλες γιά τά πολυτελέστερα άνάκτορα, πραμάτεια εγγυημένη, πού κάνουν εκπληκτική εντύπωση καί πάντα λαμπρύνουν καί ομορφαίνουν τό εσωτερικό. Σκέτος θησαυρός ή Γκέρτυ, μιά δεύτερη μητέρα, μιά δεύτερη θεία πρόνοια, άπό τό καλύτερο μέταλλο. Καί όταν έπιαναν τή μητέρα της εκείνες οί φοβερές κεφαλαλγίες καί νόμιζε ότι τό κεφάλι της θά έσπαζε, ποιός άλλος παρά ή Γκέρτυ τής ετριβε τό μέτωπο μέ μεντόλ, παρ’ ολο πού δέν τής άρεσε νά βλέπει τή μητέρα της νά ρουφάει ταμπάκο μέ xr\ μύτη, κι αύτή ή συνήθειά της ήταν τό μόνο πράμα γιά τό όποίο λογόφερναν, ό ταμπάκος. “Ολος ό κόσμος είχ ε νά λέει γιά τούς ευγενικούς τρόπους της. Ή Γκέρτυ ήταν έκείνη πού έσβηνε κάθε βράδυ τόν γενικό διακόπτη τού γκαζιού, καί ή Γκέρτυ ήταν εκείνη πού είχ ε κρεμάσει στόν τοίχ ο εκείνου τού μέρους τού σπιτιού, στό όποιο ποτέ δέν ξεχ νούσε κάθε δεκαπενθήμερο νά ρίχ νει άσβέστη, τό ήμερολόγιο πού τής έδωσε τά Χριστούγεννα ό μπακάλης, ό κ. Τάννεύ, Αί Άλκυονίδες Ήμέραι, ωραία εικόνα, στήν όποία ενας νέος μέ κουστούμι άλλοτινό καί τρίκοχ ο καπέλο πρόσφερε στήν κυρία πού άγαπούσε μιάν άνθοδέσμη λουλούδια μέ ίπποτισμό τού παλιού καιρού, μέσα άπό τίς γρίλλιες τού παραθυριού της. Μπορούσε νά δει κανείς ότι πίσω άπ’ αύτό κρυβόταν ολόκληρη ιστορία. Καί τά χ ρώματα ήταν τόσο πολύ πετυχ ημένα. Εκείνη φορούσε ενα λεπτό λευκό φόρεμα σέ μιά στάση τόσο μελετημένη καί ό κύριος, σέ χ ρώμα σοκολατί, είχ ε τό υφος άληθινού άριστοκράτη. Συχ νά τούς κοίταζε ονειροπαρμένη, όταν πήγαινε έκεί γιά ορισμένο σκοπό καί ψηλαφούσε τά μπράτσα της, πού ήταν λευκά καί μαλακά, άκριβώς οπως εκείνης μέ τ’ άνασηκωμένα μανίκια καί ό νούς της πήγαινε σ’ εκείνους τούς καιρούς, επειδή είχ ε βρει στό λεξικό προφοράς Γουώκερ τού παππού Γκίλτραπ τί έσήμαιναν οί άλκυονίδες ήμέρες. Τώρα οί δίδυμοι έπαιζαν μέ τόν άδερφικότερο τρόπο, ώσπου στό τέλος ό μικρός Τζάκυ, ό όποιος στήν πραγματικότητα είχ ε μεγάλος θράσος, κλώτσησε έπίτηδες τό τόπι μ’ όση δύναμη είχ ε καί τό έστειλε κάτω στά γεμάτα άπό φύκια βράχ ια τής άκρογιαλιας. Περιττόν νά πούμε ότι ό καημένος ό Τόμμυ δέν άργησε νά βάλει τίς φωνές, άλλά ευτυχ ώς ό κύριος μέ τά μαύρα, πού καθόταν έκεί μόνος, έσπευσε εύγενικά καί σταμάτησε τό τόπι πού κυλούσε. Οί δυό πρωταγωνιστές μας άρχ ισαν νά τό άπαιτούν μέ έντονες φωνές καί ή Σίσσυ Κάφφρεύ, γιά ν’ άποφύγει τή φασαρία, παρεκάλεσε τόν κύριο νά τό πετάξει σ’ αύτή. Ό κύριος σημάδεψε μιά-δυό φορές καί άπό τήν παραλία τό πέταξε στή Σίσσυ Κάφφρεύ, άλλ’ αύτό ξαναπήρε κυλώντας τήν κατηφόρα καί σταμάτησε άκριβώς
κάτω άπό τή φούστα τής Γκέρτυ, κοντά στή μικρή λακκούβα, πλάι στό βράχ ο. Οί δίδυμοι έβαλαν πάλι τίς φωνές γιά τό τόπι καί ή Σίσσυ τής είπε νά τό κλωτσήσει πέρα καί νά τούς άφήσει νά τσακώνονται ποιός θά τό πάρει, ετσι ή Γκέρτυ εβαλε τό πόδι της κοντά στό τόπι, άλλά θά έπιθυμούσε αύτό τό ήλίθιο τόπι νά μήν είχ ε κυλήσει καθόλου κοντά της καί τού εδωσε μιά κλωτσιά, όμως άστόχ ησε καί ή ’Ήντυ καί ή Σίσσυ έβαλαν τά γέλια. — Άφού δέν τά κατάφερες, δοκίμασε πάλι, είπε ή ’Ήντυ Μπόουρντμαν. Ή Γκέρτυ χ αμογέλασε μέ συγκατάθεση καί δάγκωσε τό χ είλος της. ‘Ένα ντελικάτο ρόδινο χ ρώμα απλώθηκε στά ώραία της μάγουλα, άλλά ήταν άποφασισμένη νά τούς δείξει τί άξίζει, ετσι σήκωσε λίγο τή φούστα της, γιά νά μπορέσει νά σημαδέψει καλά, κι εδωσε στό τόπι μιά γενναία κλωτσιά καί τό εστειλε πάρα πολύ μακριά καί οί δυό δίδυμοι έτρεξαν ξοπίσω του, πρός τήν παραλία. Φυσικά, άπό καθαρή ζήλια καί γιά κανέναν άλλο λόγο παρά γιά νά τραβήξει τήν προσοχ ή τού κυρίου πού κοίταζε άπό άπέναντι. ’Ένιωσε τά μάγουλά της νά φουντώνουν, κι αύτό γιά τήν Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ ήταν πάντα ενα σήμα κινδύνου. Μέχ ρι τότε είχ αν ανταλλάξει ματιές τελείως συμπτωματικά, όμως τώρα τόλμησε νά τόν κοιτάξει κάτω άπό τό γύρο του καινούργιου της καπέλου καί τό πρόσωπο πού συνάντησε τό βλέμμα της μέσα στό λυκόφως, ώχ ρό καί παράξενα άπόμακρο, τής φάνηκε τό περισσότερο θλιμμένο πρόσωπο πού είχ ε δεί ποτέ της. Μέσα άπό τ’ άνοιχ τά παράθυρα τής εκκλησίας, μαζί μέ τή μυρωδιά τού λιβανιού, διέφευγαν οί άρωματισμένες ονομασίες Εκείνης, ή όποία είχ ε συλληφθεί δίχ ως τό στίγμα τού προπατορικού αμαρτήματος: σκεύος πνευματικόν, πρέσβευε υπέρ ήμών, σκεύος πανιερότατον, πρέσβευε υπέρ ήμών, σκεύος μοναδικής άφοσιώσεως, πρέσβευε υπέρ ήμών, ρόδον μυστικόν. Καί βρίσκονταν έκεί άνθρωποι πού τούς κατάτρωγαν οί έγνοιες, άνθρωποι πού μοχ θούσαν γιά τόν επιούσιο καί άρκετοί άλλοι αμαρτωλοί καί ξεστρατισμένοι άπό τό δρόμο τού Θεού, μέ τά δάκρυα τής συντριβής στά μάτια, μά καί φωτιζόμενοι άπό τήν ελπίδα, επειδή ό έφημέριος πατήρ Χιούς τούς είχ ε έπαναλάβει εκείνο πού είχ ε πεί ό μέγας “Αγιος Βερνάρδος στήν ξακουστή προσευχ ή του πρός τήν Μαρία, τή μεσολαβούσα δύναμη τής εύσεβεστάτης Παρθένου, γιά τήν όποία ουδέποτε άκούστηκε ότι έγκατέλειψε οίονδήποτε έξ όσων ίκέτευσαν τήν πανίσχ υρη προστασία της. Οί δίδυμοι έπαιζαν τώρα χ αρούμενα, επειδή οί παιδικές άναποδιές διαρκούν όσο καί οί καλοκαιριάτικες μπόρες. Ή Σίσσυ έπαιζε μέ τό μωρό Μπόουρντμαν πού ψέλλιζε χ αρούμενα τραγουδάκια, χ τυπώντας παλαμάκια μέ τά μωρουδίστικα χ έρια του. Κούκου! φώναξε ή Σίσσυ πίσω άπό τήν κουκούλα τού καρροτσιού καί ή ’Ήντυ ρωτούσε πού είχ ε πάει ή Σίσσυ καί έκείνη τσάφ! εβγαζε τό κεφάλι της καί ξεφώνιζε ντά! καί, άν θέλετε πιστέψτε με, πολύ διασκέδαζε τό μωρό! Καί υστέρα τού ζητούσε νά πεί μπαμπά. —
Πές, μπαμπά, μπέμπη. Πές, μπα-μπά, μπα-μπά, μπα-μπά,
Καί τό μωρό έβαζε τά δυνατά του νά τό πει, γιατί ήταν πολύ έξυπνο γιά εντεκα μηνών, ολοι τό ελεγαν, καί τό άνάστημά του πολύ μεγάλο γιά τήν ήλικία του, ίδια ή προσωποποίηση τής υγείας, τέλειο σβωλαράκι άγάπης, καί σίγουρα θά γινόταν άργότερα κάποιος σπουδαίος, καθώς ελεγαν. —
Χαζά, ζά ζά, χ αζά.
Ή Σίσσυ σκούπισε μέ τή σαλιάρα τό στοματάκι του καί ήθελε νά τόν βάλει νά καθήσει καλά γιά νά πει μπα-μπά, άλλά όταν ξεθηλύκωσε τό λουρί άναφώνησε, άγιε Διονύσιε, ήταν καταμουσκεμένος, κι επρεπε νά τού διπλώσει τήν κουβερτούλα καί νά τήν γυρίσει άπό τήν άλλη
μεριά άπό κάτω του. Φυσικά ή αύτού παιδική μεγαλειότης δέν άγαπούσε διόλου τίς τυπικότητες τής τουαλέτας καί τό διακήρυσσε στούς πάντες: —
Χαμπάα μπάαα χ αμπάαα μπάαα.
Καί δυό χ αριτωμένα τεράστια δάκρυα κυλούσαν στά μάγουλά του. Περιττό νά προσπαθήσει νά τό καθησυχ άσει λέγοντας του ελα τό μωρό μου, 2λα, καί τό ντήλι-ντήλι τό μαντήλι καί πού είναι τό μπουμπούκι μου, άλλά ή Σίσσυ, μέ τήν ετοιμότητα πνεύματος πού τήν χ αρακτήριζε, τού εδωσε τό μπιμπερό καί ό νεαρός άντάρτης ήσύχ ασε αμέσως. Καί τί δέν θά εκανε ή Γκέρτυ· γιά νά πάρουν άπό έκει τό γρηγορότερο τό φωνακλάδικο μωρό πού τής εδινε στά νεύρα καί νά τό πάνε σπίτι, δέν ήταν ώρα γιά νά τό άφήνουν εξω, καθώς κι αύτούς τούς δυό μικρούς ταραξίες. Ειχ ε στυλώσει τό βλέμμα της πέρα μακριά πρός τή θάλασσα. ΤΗταν σάν τίς ζωγραφιές, τίς όποιες συνήθιζε νά ζωγραφίζει εκείνος ό άνθρωπος πάνω στό πεζοδρόμιο μέ κιμωλίες ολων τών χ ρωμάτων καί ήταν τόσο κρίμα νά τίς άφήνει έκεί νά σβήσουν υστέρα άπό λίγο, ή εσπέρα καί τά σύννεφα πού έρχ ονταν άπό μακριά καί ό φάρος τού Μπέιλεύ στό άκρωτήριο Χάουθ καί ό ήχ ος τής μουσικής καί τό άρωμα τού λιβανιού πού έκαιγαν στήν εκκλησία σάν άρωματισμένη αύρα. Καί ένώ τά κοίταζε ολα αύτά, ή καρδιά της χ τυπούσε δυνατά. Ναί, αύτήν κοίταζε καί τό βλέμμα του ύπονοούσε πολλά. Τά μάτια του έκαιγαν μέσα της σάν νά τήν έρευνούσαν παντού, σάν νά διάβαζαν τήν ίδια της τήν ψυχ ή. Μάτια πραγματικά θαυμάσια, ύπερόχ ως εκφραστικά, όμως, θά μπορούσε νά τά έμπιστευθεί; Οί άνθρωποι είναι τόσο παράξενοι. Μπορούσε άμέσως νά δει άπό τά σκοτεινά μάτια του καί τό χ λωμό του πρόσωπο τού διανοουμένου ότι ήταν ενας ξένος, άκριβώς ίδιος ό Μάρτιν Χάρβεύ, τό είδωλο τού κοινού τών άπογευματινών παραστάσεων, σ’ εκείνη τή φωτογραφία του, εκτός άπό τό μουστάκι του, τό όποιο εκείνη τό προτιμούσε, επειδή δέν ήταν θεατρόπληκτη σάν τή Γουίννυ Ρίππινγκαμ, πού ήθελε νά ντύνονται καί οί δυό κοπέλες όμοια έξ αιτίας κάποιου έργου, άλλά έκεί πού ήταν καθισμένη δέν μπορούσε νά δει αν ή μύτη του ήταν άετίσια ή ελαφρώς retrousse. Πενθούσε, βέβαια τό εβλεπε αύτό, καί στό πρόσωπό του ήταν χ αραγμένη ή ιστορία μιας βασανιστικής λύπης. Καί τί δέν θά εδινε γιά νά μάθει τήν αιτία! Τήν κοίταζε τόσο έντονα, δίχ ως νά σαλεύει καί τήν ειχ ε δει νά κλωτσάει τό τόπι καί ίσως μπόρεσε νά δει τίς χ αλύβδινες λαμπερές άγκράφες τών παπουτσιών της, αν τά λίκνιζε ετσι ήθελημένα μέ τίς μύτες πρός τά κάτω. ΤΗταν χ αρούμενη πού κάτι τήν προέτρεψε νά φορέσει τίς διάφανες κάλτσες της, μέ τή σκέψη ότι θά μπορούσε νά συναντήσει τόν Ρέτζυ Γουάιλυ, άλλά αύτό ήταν μιά παλιά ιστορία. Τώρα άνακάλυπτε έδώ αύτό πού τόσο συχ νά ειχ ε ονειρευτεί. Μόνο αύτός ειχ ε τώρα σημασία καί στό πρόσωπό της ή χ αρά ήταν ζωγραφισμένη, επειδή αύτόν ήθελε, επειδή ένιωθε άπό ένστικτο ότι αύτός δέν εμοιαζε μέ κανέναν άλλο. Ή καρδιά αύτού τού γυναικοκόριτσου σ’ αύτόν πήγαινε, τόν άντρα τών ονείρων της, επειδή τό ειχ ε αισθανθεί άμέσως ότι αύτός ήταν. ’Άν είχ ε ύποφέρει, περισσότερο θύμα παρά θύτης, ή άκόμη, άν ύπήρξε ό ίδιος ενας μεγάλος αμαρτωλός, ενας κακός άνθρωπος, δέν τήν ενοιαζε. Άκόμα καί άν ήταν διαμαρτυρόμενος, ή μεθοδιστής, θά εκανε τά πάντα γιά νά τόν προσηλυτίσει, άν τήν άγαπούσε άληθινά. Υπάρχ ουν πληγές πού επουλώνονται μόνο μέ τό βάλσαμο τής τρυφερότητας. ΤΗταν γυναίκα, άληθινή γυναίκα, όχ ι σάν εκείνα τά ξεθυμασμένα κορίτσια δίχ ως θηλυκότητα, πού είχ ε γνωρίσει, εκείνα τά κορίτσια πού κάνουν ποδήλατο γιά νά έπιδείξουν όσα δέν έχ ουν, καί λαχ ταρούσε νά τά γνωρίσει ολα γιά νά τά συγχ ωρέσει ολα, άν θά μπορούσε νά τόν κάνει νά τήν έρωτευθεί καί νά σβήσει τό παρελθόν άπό τή μνήμη του. Τότε, ίσως, θά τήν άγκάλιαζε τρυφερά, σάν πραγματικός άντρας, σφίγγοντας πάνω του τό εύθραυστο σώμα της, καί θά τήν άγαπούσε αυτήν, τό κοριτσάκι του, μόνο καί μόνο γιά χ άρη της.
Καταφύγιον αμαρτωλών. Παρηγορήτρια τών πονεμένων. Ora pro nobis. Μήπως δέν είχ ε ειπωθεί ότι οποιος προσεύχ εται μέ πίστη καί σταθερότητα πρός αυτήν δέν χ άνεται ποτέ, μήτε άπορρίπτεται; Καί μήπως αύτή δέν ήταν όντως ό λιμήν καταφυγής τών πονεμένων, λόγω τών επτά πόνων πού διαπέρασαν τή δική της τήν καρδιά; Ή Γκέρτυ θά μπορούσε ν’ άναπαραστήσει ολη τή σκηνή στό εσωτερικό τής εκκλησίας, τά φωτισμένα χ ρωματιστά τζάμια τών παραθύρων, τίς λαμπάδες, τά άνθη καί τά γαλάζια λάβαρα τής άδελφότητος τής εύλογημένης Παρθένου καί τόν πατέρα Κόνρού, ό οποίος βοηθούσε τόν εφημέριο Ο’Χάνλον στήν Αγία Τράπεζα, μεταφέροντας μέ χ αμηλωμένα μάτια μέσα-εξω τά σκεύη. ’Έμοιαζε σχ εδόν μέ άγιο καί τό εξομολογητήριό του ήταν τόσο ήσυχ ο καί καθαρό καί σκοτεινό καί τά χ έρια του έμοιαζαν νά ήταν φτιαγμένα άπό άσπρο κερί καί, άν αύτή ποτέ γινόταν Δομινικανή καλόγρια καί φορούσε τά κατάλευκα ράσα τους, ίσως αύτός νά ερχ όταν στό μοναστήρι γιά τίς εννιάμερες προσευχ ές τού Άγιου Δομίνικου. Τής τό είχ ε πει έκείνη τή φορά στήν εξομολόγηση, όταν τού μίλησε γι’ αύτό, κοκκινίζοντας ώς τίς ρίζες τών μαλλιών της άπό φόβο μήπως τή δει, τής είχ ε πεί νά μήν άγωνιά, επειδή αύτό ήταν άπλώς ή φωνή τής φύσεως καί ότι ολοι μας, σ’ αύτή τή ζωή, είμαστε υποταγμένοι στούς φυσικούς νόμους καί τής είχ ε πεί ότι αύτό δέν ήταν αμάρτημα, επειδή προερχ όταν άπό τή φύση τής γυναίκας, οπως τήν είχ ε φτιάξει ό Θεός, καί ότι καί ή ίδια ή Δοξασμένη Δέσποινά μας είπε στόν άρχ άγγελο Γαβριήλ: Γένοίτό μοι κατά τό ρήμα σου. ΤΗταν τόσο καλός καί τόσο άγιος καί συχ νά σκεφτόταν καί ξανασκεφτόταν ότι θά μπορούσε νά τού φτιάξει ενα κάλυμμα τσαγιέρας μέ μπορντούρα καί άνθη κεντημένα έπάνω, σάν δώρο, ή νά τού χ αρίσει ενα ρολόι τού τοίχ ου, όμως είχ αν ήδη ενα τέτοιο ρολόι, πού τό είχ ε προσέξει πάνω στό τζάκι, τήν ήμέρα πού είχ ε πάει έκεί γιά τά άνθη τής Προσκυνήσεως τών τεσσαράκοντα ώρών, άσπρο καί χ ρυσό, μ’ ενα μικρό καναρίνι πού εβγαινε άπό ενα σπιτάκι γιά νά πει τήν ώρα, επειδή ήταν δύσκολο νά ξέρει τί λογής δώρο νά δώσει, ή πιθανόν ενα άλμπουμ μ’ εγχ ρωμες παραστάσεις τού Δουβλίνου, ή κάποιου άλλου μέρους. Οί εξοργιστικοί μικροί ταραξίες, οί δίδυμοι, άρχ ισαν πάλι νά τσακώνονται καί ό Τζάκυ πέταξε τό τόπι πρός τή θάλασσα, κι ετρεξαν καί οί δύο ξοπίσω του. Παιδιά λαίκής τάξης. Κάποιος επρεπε νά τά πιάσει καί νά τούς τίς βρέξει γιά τά καλά, γιά νά μάθουν ποιά ήταν ή θέση τους. Καί ή Σίσσυ καί ή ’Ήντυ τούς φώναξαν νά γυρίσουν πίσω, επειδή φοβόντουσαν μήπως τούς προφτάσει ή παλίρροια καί πνίγουν. — Τζάκυ! Τόμμυ! Τίποτα αύτοί! Σημασία δέν έδιναν! Γι’ αύτό ή Σίσσυ ειπε ότι ήταν ή τελευταία φορά πού τούς έβγαζε περίπατο. Πετάχ τηκε πάνω καί τούς φώναξε καί πήρε τόν κατήφορο καί πέρασε δίπλα του, τινάζοντας πίσω τά μαλλιά της, πού είχ αν ένα άρκετά καλό χ ρώμα, όμως δέν ήταν πυκνά καί μέ ολα εκείνα τά γιατροσόφια πού μεταχ ειριζόταν δέν κατάφερνε νά τά κάνει νά μακρύνουν, γιατί δέν ήταν στό φυσικό τους καί τό μόνο πού κατάφερνε ήταν νά τά τινάξει πίσω, γι’ αύτό ήταν καλύτερα νά τά έκρυβε λίγο κάτω άπό τό καπέλο της. ’Έτρεχ ε μέ μεγάλες δρασκελιές καί ήταν ν’ άπορεί κανείς πού δέν έσκιζε τή φούστα της στό πλάι, έτσι στενή πού ήταν, επειδή ή Σίσσυ Κάφφρεύ ήταν ένα άγοροκόριτσο, μιά ξεδιάντροπη πού δέν έχ ανε τήν εύκαιρία νά έπιδειχ θεί, καί επειδή άκριβώς ήταν καλή δρομέας έτρεχ ε έτσι, ώστε εκείνος μπορούσε νά δει τήν άκρη τού μεσοφοριού της καί τά ισχ νά κανιά της, όσο γινόταν ψηλότερα. ’Άχ ναί, θά ήταν πολύ ώραίο νά σκόνταφτε τυχ αία κάπου μέ τά ψηλά γαλλικά τακούνια της, πού τά φόραγε γιά νά τής δίνουνε μπόι. Tableau! Θά έκανε ένα πολύ γοητευτικό θέαμα γιά έναν κύριο σάν κι αύτόν πού καθόταν έκεί. Προσεύχ ονταν, βασίλισσα τών άγγέλων, βασίλισσα τών πατριαρχ ών, βασίλισσα τών προφητών,
ολων τών άγίων, βασίλισσα τού άγιωτάτου κομποσκοινιού, καί ό πατήρ Κονρού πέρασε τό θυμιατό στόν εφημέριο Ο’Χάνλον καί αύτός έβαλε λιβάνι καί θυμιάτισε τή Θεία Κοινωνία, καί ή Σίσσυ Κάφφρεύ έπιασε τούς δυό δίδυμους κι ένιωσε τήν επιθυμία νά τούς τραβήξει τά αυτιά, άλλά δέν τό έκανε, επειδή σκέφτηκε ότι εκείνος μπορούσε νά κοιτάζει, άλλά είχ ε κάνει τό μεγαλύτερο λάθος τής ζωής της, γιατί ή Γκέρτυ, χ ωρίς νά φαίνεται, μπορούσε νά βλέπει ότι δέν σήκωσε ούτε στιγμή τά μάτια του άπό πάνω της, καί μετά ό έφημέριος Ο’Χάνλον ξανάδωσε τό θυμιατό στόν πατέρα Κόνρού καί γονάτισε, ύψώνοντας τά μάτια πρός τή Θεία Κοινωνία, καί ή χ ορωδία άρχ ισε νά ψάλει τό Tantum ergo, καί αύτή κουνούσε τό πόδι της μπροστά-πίσω, σύμφωνα μέ τό ρυθμό τού Tantumergosa cramen turn. Τρία σελλίνια καί έντεκα πέννες είχ ε πληρώσει γι’ αύτές τίς κάλτσες στού Σπάρροου, στήν όδό Τζώρτζ, τή Μεγάλη Τρίτη, όχ ι, τή Μεγάλη Δευτέρα, καί άκόμα δέν είχ ε φύγει ούτε ένας πόντος, καί αύτές κοίταζε εκείνος, διάφανες, καί όχ ι τά άσήμαντα κανιά τής Σίσσυ πού δέν είχ αν ούτε σχ ήμα, ούτε φόρμα (όμως, τουπέ πού σού τόν είχ ε!), επειδή ό άνθρωπος είχ ε μάτια στό κεφάλι του καί έβλεπε μόνος του τή διαφορά. Ή Σίσσυ ερχ όταν κατά μήκος τής άκρογιαλιάς μέ τούς δυό δίδυμους καί τό τόπι τους, μέ τό καπέλο της πεσμένο στό πλάι υστέρα άπό τό τρέξιμο καί έμοιαζε μέ μάγισσα, καθώς τραβούσε τούς δυό πιτσιρίκους, μέ τή λεπτή μπλούζα της, πού δέν πάνε δεκαπέντε μέρες πού τήν άγόρασε καί τώρα κρεμόταν σάν κουρέλι πάνω στήν πλάτη της, οπως κι αύτό τό μεσοφοράκι της πού κρεμόταν πάνω της σάν καρικατούρα. Ή Γκέρτυ εβγαλε γιά μιά στιγμή τό καπέλο της γιά νά σιάξει τά μαλλιά της καί ποτέ δέν είδε κανείς ώραιότερα καστανά μαλλιά σέ κεφάλι κοριτσιού, ενα άκτινοβόλο μικρό δραμα πού άληθινά σέ τρέλαινε μέ τή γλύκα του. Θά επρεπε νά κάνει κανείς τό γύρο τού κόσμου γιά νά συναντήσει κεφάλι μέ μαλλιά σάν αύτά. Σχ εδόν διέκρινε στά μάτια του εκείνο τό ξαφνικό φούντωμα θαυμασμού πού τού είχ ε προκαλέσει, οπότε ενα ρίγος θαυμασμού διέτρεξε ολο του τό σώμα. Φόρεσε τό καπέλο της γιά νά μπορεί νά βλέπει έκ τού άσφαλούς κάτω άπό τόν γύρο του, καί κούνησε πιό γρήγορα τό παπούτσι της μέ τήν άγκράφα, επειδή τής πιάστηκε ή άνάσα καθώς είδε τήν έκφραση στά μάτια του. Τήν κοίταζε σάν τό φίδι πού σαγηνεύει τή λεία του. Τό γυναικείο της ένστικτο τής έλεγε ότι είχ ε ξυπνήσει μέσα του τό δαίμονα καί σ’ αύτή τή σκέψη μιά κόκκινη φλόγα άπλώθηκε άπό τό λαιμό της μέχ ρι τίς ρίζες τών μαλλιών της, μεταβάλλοντας τό χ αριτωμένο πρόσωπό της σέ ολάνθιστο τριαντάφυλλο. Ή ’Ήντυ Μπόουρντμαν τό πρόσεξε κι αύτή, γιατί άλληθώριζε πρός τή μεριά τής Γκέρτυ, μέ τά γεροντοκορίστικα γυαλάκια της, χ αμογελώντας, κάνοντας τάχ α ότι περιποιείται τό μωρό. “Ενα ενοχ λητικό κουνούπι ήταν, καί τέτοια θά εμενε γιά πάντα, καί γι’ αύτό δέν ένδιαφερόταν κανείς γι’ αύτή, ετσι πού φυτρώνει έκεί πού δέν τήν σπέρνουν καί είπε στήν Γκέρτυ: —
Πές μου, τί σκέφτεσαι;
— Τί πράμα; άποκρίθηκε ή Γ κέρτυ μ’ ενα χ αμόγελο φωτισμένο άπό τήν άστραφτερή λευκότητα τών δοντιών της. Απλώς άναρωτιόμουνα μήπως πέρασε ή ώρα. Επειδή πολύ θά ήθελε νά τά έπαιρναν γιά τό σπίτι έκείνα τά μυξιάρικα δίδυμα καί τό μωρό τους καί νά τήν άφήσουν ήσυχ η, γι’ αύτό είχ ε κάνει καί τόν ύπαινιγμό ότι ήταν άργά. Καί όταν πλησίασε ή Σίσσυ, ή ’Ήντυ τή ρώτησε τήν ώρα καί ή δίς Σίσσυ, πού δέν άργούσε ποτέ ν’ άπαντήσει, είπε ότι ήταν ή ίδια ώρα πού ήταν τέτοια ώρα χ θές. Άλλά ή ’Ήντυ ήθελε νά ξέρει, έπειδή τούς είχ αν πει νά γυρίσουν νωρίς. —
Περίμενε, είπε ή Σίσσυ, νά ρωτήσω τόν μπάρμπα μου τόν Πέτρο τί λέει τό ρολόι του.
Κι έπήγε, καί όταν αύτός τήν είδε νά πλησιάζει, ή Γκέρτυ μπόρεσε νά τόν δεί νά βγάζει τό χ έρι άπό τήν τσέπη του μέ νευρικότητα καί άρχ ισε νά παίζει μέ τήν αλυσίδα τού ρολογιού του, καί νά κοιτάζει πρός τήν εκκλησία. Παρ’ ολη τή φλογερή του ιδιοσυγκρασία, ή Γ κέρτυ μπορούσε νά δεί ότι είχ ε τεράστιο αύτοέλεγχ ο. Γ ιά μιά στιγμή φάνηκε σάν ύπνωτισμένος άπό κάποια ομορφιά πού τόν κρατούσε σέ έκσταση καί ευθύς ‘άμέσως εγινε ό ήρεμος καί σοβαρός κύριος, έκφράζοντας μέ τίς παραμικρότερες λεπτομέρειες τού εντυπωσιακού παρουσιαστικού του μιά τέλεια αύτοκυριαρχ ία. Ή Σίσσυ είπε νά τήν συγχ ωρεί, θά είχ ε τήν καλωσύνη νά τής πεί τί ώρα ήταν άκριβώς, καί ή Γκέρτυ τόν είδε πού εβγαλε τό ρολόι του, τό εβαλε στ’ αύτί του καί, κοιτάζοντας ψηλά καί καθαρίζοντας τό λαιμό του, είπε ότι λυπόταν πολύ, τό ρολόι του είχ ε σταματήσει, άλλά νόμιζε ότι θά επρεπε νά ήταν περασμένες οκτώ, επειδή ό ήλιος είχ ε δύσει. Ή φωνή του είχ ε εναν τόνο καλλιεργημένου άνθρώπου καί, παρ’ ολο πού εκφραζόταν μέ ήρεμο τρόπο, διέκρινες ενα τρεμούλιασμα στή γλυκειά του ομιλία. Ή Σίσσυ είπε εύχ αριστώ καί γύρισε βγάζοντας τή γλώσσα καί είπε ότι τό σύστημα ύδρεύσεως τού μπάρμπα είχ ε σταματήσει νά λειτουργεί. Τότε έψαλαν τή δεύτερη στροφή τού Tantum ergo καί ό έφημέριος Ο’ Χάνλον σηκώθηκε πάλι καί θυμιάτισε τή Θεία Κοινωνία καί γονάτισε καί είπε στόν πατέρα Κόνρού ότι μία άπό τίς λαμπάδες κόντευε νά μεταδώσει τή φλόγα στά άνθη καί ό πατήρ Κόνρού σηκώθηκε γιά νά τήν τακτοποιήσει, καί ή Γκέρτυ μπόρεσε νά δε! τόν κύριο νά κουρδίζει τό ρολόι του καί νά τό βάζει στ’ αύτί του γιά ν’ άκούσει άν δούλευε, καί κουνούσε πιό πολύ τό πόδι της πέρα-δώθε ρυθμικά. Σκοτείνιαζε ολοένα καί περισσότερο, κι εκείνος μπορούσε νά τή βλέπει καί τήν παρατηρούσε ολη τήν ώρα καθώς κούρδιζε τό ρολόι του, ή δέν ξέρω τί άλλο έκανε καί υστέρα τό ξανάβαλε στή θέση του καί ξανάχ ωσε τά χ έρια στίς τσέπες του. Τότε, ενα άλλόκοτο αίσθημα τήν κυρίεψε καί άπό ενα μυρμήγκιασμα στό τριχ ωτό μέρος τού κεφαλιού της καί στό δέρμα της κάτω άπό τίς μπαλένες τού κορσέ της ήξερε ότι κάτι έπρόκειτο νά τής συμβει, γιατί καί τήν τελευταία φορά είχ ε γίνει τό ίδιο, όταν είχ ε κόψει τά μαλλιά της, ’ξ αιτίας τού φεγγαριού. Τά σκοτεινά του μάτια καρφώθηκαν πάλι πάνω της, ρουφώντας ολες τίς γραμμές τού σώματός της, λατρεύοντάς την κυριολεκτικά σάν βωμό. ’Άν ποτέ βλέμμα έξέφρασε άπερίφραστο θαυμασμό, αύτό ήταν τό βλέμμα αύτού τού άνθρώπου. Είναι γιά σένα, Γερτρούδη ΜακΝτάουελλ, καί τό ξέρεις. Ή ’Ήντυ άρχ ισε νά ετοιμάζεται γι’ άναχ ώρηση καί είχ αν ήδη καθυστερήσει, καί ή Γ κέρτυ σκέφτηκε ότι ό ύπαινιγμός πού είχ ε κάνει είχ ε φέρει τό επιθυμητό άποτέλεσμα, γιατί ήταν μακρύς ό δρόμος πάνω στήν άκρογιαλιά μέχ ρι νά βρούν τό μέρος πού θά μπορούσε νά περάσει τό καρροτσάκι, καί ή Σίσσυ εβγαλε τά καπελάκια τών δίδυμων καί τούς εσιαξε τά μαλλιά, φυσικά, γιά νά κινήσει τό ένδιαφέρον γύρω άπό τό άτομό της, καί ό έφημέριος Ο’Χάνλον σηκώθηκε δρθιος καί ό ιερός μανδύας του δίπλωνε στό σβέρκο του, καί ό πατήρ Κόνρού τού έτεινε τήν κάρτα γιά νά διαβάσει, κι αύτός διάβασε Panem de coelo prcestitisti eis, καί ή ’Ήντυ καί ή Σίσσυ μιλούσαν ολη τήν ώρα περί άνέμων καί ύδάτων καί τής άπηύθυναν ερωτήσεις, καί ή Γκέρτυ τούς πλήρωσε μέ τό Ιδιο νόμισμα, άποκρινόμενη μέ συντομία καί μέ παγερή εύγένεια, όταν ή ’Ήντυ τή ρώτησε, άν ή καρδιά της ήταν ραγισμένη, επειδή τήν παράτησε τό άγόρι της. Ή Γκέρτυ ξαφνικά συνοφρυώθηκε. Μιά σύντομη ψυχ ρή φλόγα φώτισε τά μάτια της, άποκαλύπτοντας μιάν άπέραντη περιφρόνηση. Αύτό πληγώνει, ώ, ναί, αύτό τρυπάει βαθειά, γιατί ή ’Ήν-τυ είχ ε τό δικό της ήρεμο τρόπο νά λέει πράματα σάν αύτό, πού ήξερε ότι θά πλήγωναν, σάν αληθινή οχ ιά πού ήταν. Τά χ είλη τής Γκέρτυ μισάνοιξαν γρήγορα γιά νά προφέρουν τή λέξη, άλλά χ ρειάστηκε νά καταπνίξει εναν λυγμό πού άνέβηκε άπό τόν λαιμό της, τόσο λεπτόν, τόσο άψογον, τόσο όμορφα σχ ηματισμένο, πού φαίνεται ότι θά μπορούσε νά είναι τό όνειρο ένός μεγάλου καλλιτέχ νη. Τόν
είχ ε άγαπήσει περισσότερο άπ’ όσο θά μπορούσε εκείνος νά φανταστεί ποτέ. ’Άστατη καρδιά καί άπατεώνας, σάν ολους τού φύλου του, ποτέ δέν θά καταλάβαινε τί ήταν γι’ αυτήν, καί γιά μιά στιγμή ένιωσε στά γαλανά μάτια της κάτι σάν σύντομο κάψιμο άπό δάκρυα. Οί ματιές τους τή βυθομέτρησαν άνελέητα, άλλά μέ μιά γενναία προσπάθεια κατάφερε νά λάμψει ξανά γεμάτη συμπάθεια, καθώς κοίταξε τή νέα της κατάκτηση, γιά νά τή δούν. — Ω, άποκρίθηκε γελώντας ή Γκέρτυ, γρήγορη σάν άστραπή, μ’ ενα τίναγμα τού κεφαλιού, γιατί νά μή διαλέξω οποιον μού άρέσει, ό χ ρόνος είναι δίσεχ τος φέτος. Τά λόγια της ήχ ησαν καθάρια σάν τό κρύσταλλο, πιό μουσικά καί άπό τό γουργουρητό τής τρυγόνας, έκοψαν τή σιγή σάν παγερό άτσάλι. Επειδή κάτι σ’ αύτή τή νεανική φωνή ελεγε ότι ή Γ κέρτυ δέν ήταν άπό εκείνες πού μπορείς νά παίξεις μαζί της. ‘Όσο γιά τόν κύριο Ρέτζυ μέ τόν άριστοκρατισμό του καί τά λεφτουδάκια του, μπορούσε νά τόν κλωτσήσει στήν μπάντα σάν μιά βρωμιά καί ούτε κάν νά τόν ξανασκεφθεί ποτέ πιά, καί νά ξεσχ ίσει τήν ήλίθια καρτποστάλ του σέ δώδεκα κομμάτια. Καί άν ποτέ τολμούσε νά σταθεί μπροστά της, θά τού έριχ νε μιά άπό εκείνες τίς περιφρονητικές ματιές, πού θά άνοιγε ή γή νά τόν καταπιεί. Ή δύστροπη δίς ’Ήντυ ενιωσε γιά τά καλά αύτό τό χ τύπημα καί ή Γκέρτυ, βλέποντάς την νά σκοτεινιάζει σάν φουρτουνιασμένος ούρανός, ήξερε ότι ή λύσσα της είχ ε φθάσει στό κατακόρυφο, παρ’ ολο πού τήν έκρυβε, ή φαρμακόγλωσση, γιατί τό βέλος είχ ε πετύχ ει σέ καίριο σημείο τή μικροπρεπή ζήλια της καί οί δυό τους ήξεραν ότι αύτή ήταν κάτι ιδιαίτερο κι ότι άνήκε σ’ άλλη σφαίρα, δέν ήταν άπό τό είδος τους, καί ότι επίσης υπήρχ ε κάποιος άλλος πού τό ήξερε αύτό καί τό εβλεπε, ετσι λοιπόν δέν είχ αν παρά νά τό καταπιούν καί τελεία καί άς τό πάρει τό ποτάμι. Ή ’Ήντυ τακτοποίησε γιά τήν άναχ ώρηση τό μωρό Μπόουρντμαν, τό άδερφάκι της, καί ή Σίσσυ συμμάζεψε τό τόπι καί τά φτυάρια καί τούς κουβάδες καί είχ αν ήδη καθυστερήσει, επειδή πλησίαζε ή ώρα τού ύπνου γιά τό μωρό Μπόουρντμαν καί ή Σίσσυ τού είπε άκόμη ότι θά ερχ όταν ό γεροΝάνι Νάνι καί τό μωρό επρεπε νά πάει στήν κούνια του καί άλήθεια ήταν άλήθεια πολύ χ αριτωμένο, γελώντας μέ τά χ αρωπά μάτια του, καί ή Σίσσυ τού τσιμπούσε τήν ολοστρόγγυλη κοιλίτσα του γιά νά τό κάμει νά γελάσει καί τό μωρό, χ ωρίς νά πεί μέ τό συμπάθιο, έστειλε ολα του τά κομπλιμέντα στήν ολοκαίνουργια σαλιάρα του. — Ά, τό γουρουνάκι μου! διαμαρτυρήθηκε ή Σίσσυ, έκαμε χ άλια τή σαλιάρα του. Αύτό τό έλαφρό ατύχ ημα άπόσπασε ολη της τήν προσοχ ή, άλλά άποκατέστησε τή ζημιά στό πί καί φί. Ή Γκέρτυ πήγε νά ξεφωνίσει καί εβηξε νευρικά καί ή ’Ήντυ ρώτησε τί συμβαίνει κι αύτή πήγε νά τής πει βρες το καί πάρ’ το, άλλά ήταν πάντα κυρία στούς τρόπους της καί ετσι τό άφησε νά τό πάρει τό ποτάμι, τέλειο τάκτ, λέγοντας ότι ήταν ή εύλογία, γιατί άκριβώς εκείνη τή στιγμή μέσα στή σιγαλιά τής άκρογιαλιάς άκούστηκε ή καμπάνα άπό τό καμπαναριό, επειδή ό έφημέριος Ο’Χάνλον ειχ ε πάει στήν Αγία Τράπεζα μέ τό πέπλο πού τού ειχ ε βάλει στήν πλάτη ό πατήρ Κόνρού καί άπηύθυνε τήν εύλογία κρατώντας στά χ έρια του τή Θεία Κοινωνία. Τί συγκλονιστική σκηνή μέσα στό σούρουπο πού πύκνωνε, σέ αύτή τήν υπέρτατη ομορφιά τού ’Έριν, ή συγκινητική κωδωνοκρουσία μέ τίς καμπάνες τού δειλινού καί τήν ίδια στιγμή μιά νυχ τερίδα, πού ξεπετάχ τηκε μέ ζίγκ ζάγκ μέσα άπό τό σκεπασμένο μέ κισσό καμπαναριό καί μέ μιά λεπτή κραυγή χ άθηκε μέσα στό σούρουπο καί μπορούσε νά δει πέρα μακριά τά φώτα τών φάρων, τόσο γραφικά πού θά ήθελε νά τά ζωγραφίσει μ’ ενα κουτί χ ρώματα, γιατί αύτό ήταν πολύ
εύκολώτερο παρά νά ζωγραφίσεις ενα πρόσωπο, καί σύντομα ό φανοκόρος θ’ άρχ ίσει τή βόλτα του πίσω άπό τόν κήπο τής πρεσβυτεριανής εκκλησίας καί κατά μήκος τής δεντροστοιχ ίας τής λεωφόρου Τρίτονβιλ, έκεί πού κάνουν περίπατο τά ζευγάρια, καί θ’ άνάψει καί τό φανάρι πού βρίσκεται κον:ά στό παράθυρό της, έκεί πού ό Ρέτζυ Γουάιλυ συνήθιζε νά παίρνει τή στροφή μέ τό ποδήλατό του, οπως ειχ ε διαβάσει σ’ εκείνο τό βιβλίο τής δίδος Κάμμινγκς, Ό Φανοκόρος, άπό τόν συγγραφέα τού Μάμπελ Βών καί άλλων διηγημάτων. Γιατί τά όνειρα τής Γκέρτυ δέν τά ήξερε κανένας. Τής άρεσε νά διαβάζει ποίηση καί όταν ή Μπέρτα Σάππλ τής ειχ ε δώσει γιά ενθύμιο εκείνο τό όμορφο λεύκωμα μέ τό ρόζ κοραλλένιο κάλυμμα γιά νά γράφει τίς σκέψεις της, τό εβαλε στό συρτάρι τής τουαλέτας της, πού μπορεί νά μήν ήταν πολυτελής, ελαμπε όμως άπό τάξη καί καθαριότητα. Έκεί μέσα φύλαγε τούς κοριτσίστικους θησαυρούς της, τίς χ τένες της άπό ταρταρούγα, τό μενταγιόν της μέ τήν Παρθένο, τό άρωμά της άπό άσπρο τριαντάφυλλο, τό κοντύλι γιά νά τραβάει τίς γραμμές τών φρυδιών της, τό άλαβάστρινο κουτάκι μέ τ’ άρώματα καί τίς κορδέλες γιά τίς άλλαξιές της, όταν τίς έφερναν άπό τό πλυντήριο, καί σ’ αύτό τό άλμπουμ ύπήρχ αν γραμμένες μερικές ώραίες σκέψεις, γραμμένες μέ βιολετί μελάνι, άγορασμένο άπό τού Χήλυς, τής όδού Ντέημ, επειδή αισθανόταν ότι κι αύτή μπορούσε νά γράψει ποίηση, άν κατάφερνε μόνο νά έκφρασθεί, σάν εκείνο τό ποίημα πού τό είχ ε άντιγράψει άπό τήν εφημερίδα, μέ τήν οποία ένα βράδυ ήταν τυλιγμένα τά λαχ ανικά καί πού είχ ε μιλήσει τόσο βαθειά στήν καρδιά της. Έσύ είσαι, πράγματι, τό ιδανικό μου; ήταν ό τίτλος του, τού Λιούις Τζ. Γουώλς άπό τό Μάγκεραφελτ, καί παρακάτω υπήρχ ε μιά φράση σάν λυκόφως, θά θελήσεις ποτέ; καί πολύ συχ νά ή ομορφιά τής ποίησης, τόσο μελαγχ ολική καί φευγαλέα, είχ ε κάμει τά μάτια της νά θαμπώσουν μέ σιωπηλά δάκρυα, επειδή τά χ ρόνια έφευγαν, τό ενα μετά τό άλλο, καί ήξερε καλά ότι δέν είχ ε νά φοβάται καμιά άντίζηλο, εκτός άπό έκείνη τή μοναδική άτέλεια, τό ατύχ ημα πού τής συνέβηκε όταν κατέβαινε άπό τό λόφο Ντάλκεύ καί προσπαθούσε πάντα νά τό κρύψει. ‘Όμως, πίστευε ότι επρεπε νά δώσει ενα τέλος σ’ αύτό. ’Αφού είδε έκείνη τή γητειά στά μάτια του, τίποτα δέν μπορεί νά τής κόψει τό δρόμο. Ό έρωτας δέν άνέχ εται εμπόδια. Ή Γκέρτυ θά εκανε τή μεγάλη θυσία. ‘Όλες της οί προσπάθειες θά ετειναν νά συμμεριστεί τίς σκέψεις του. Αύτός δέν θά είχ ε τίποτα πολυτιμότερο στόν κόσμο άπ’ αύτή καί θά χ ρύσωνε μαζί της τίς μέρες του. ‘Όμως, άνέκυπτε τό πρωταρχ ικό ερώτημα καί τώρα πέθαινε άπό τήν επιθυμία νά μάθει μήπως ήταν παντρεμένος, ή χ ήρος πού είχ ε χ άσει τή σύζυγό του, ή άν έπρόκειτο γιά κάποια άλλη τραγωδία, οπως ό εύγενής μέ τό ξενικό όνομα άπό τή χ ώρα του τραγουδιού, πού σκληρός είχ ε κλείσει άναγκαστικά τή γυναίκα του σ’ ενα τρελοκομείο, όμως σκληρός άπό καλωσύνη. Μά, κι άν άκόμη… έ, λοιπόν, τί; Μήπως αύτό θά άλλαζε τίποτα; Ή ντελικάτη φύση της ένστικτωδώς παραμέριζε μέ άποστροφή καθετί πού έστω καί ελάχ ιστα ήταν χ υδαίο. Σιχ αινόταν αύτό τό είδος τών γυναικών, τίς κοινές εκείνες γυναίκες πού έκαναν βόλτες κοντά στό Ντόντερ, πού πήγαιναν μέ τούς στρατιώτες καί τούς άγριάνθρωπους, αύτούς πού δέν σέβονταν τήν τιμή μιάς κοπέλας κι εξευτέλιζαν τό φύλο τους, καί πού τίς έσερναν στό άστυνομικό τμήμα. ’Όχ ι, όχ ι, όχ ι αύτό. Οί δυό τους άπλώς θά παρέμεναν φίλοι, σάν μεγάλος άδερφός καί άδερφή, δίχ ως νά ύπάρχ ει τίποτε άλλο, στό πείσμα τών συμβατικοτήτων τής Κοινωνίας, μέ κεφαλαίο Κ. ’Ίσως νά ήταν βυθισμένος στή θλίψη έξ αιτίας κάποιου μεγάλου πάθους, σέ ήμέρες πού δέν ξαναγυρίζουν πιά. Πίστευε ότι θά τόν καταλάβαινε. Θά προσπαθούσε νά τόν καταλάβει, γιατί οί άντρες είναι τόσο διαφορετικοί. Ό παλιός έρωτας περίμενε, περίμενε μέ λευκά παιδικά χ εράκια απλωμένα, μέ γαλανά ματάκια γεμάτα ικεσίες. Καρδιά μου! Θά άκολουθούσε τό έρωτικό της όνειρο, τίς επιταγές τής καρδιάς της, πού τής ελεγαν ότι ήταν πέρα γιά πέρα δικός της, ό μοναδικός άντρας σ’ ολόκληρο τόν κόσμο πού τής ταίριαζε, επειδή ό έρωτας ήταν ό κύριος οδηγός. Τίποτα άλλο δέν είχ ε σημασία. ’Άς γινόταν ό,τι ήθελε, αύτή θά έσπαζε κάθε άλυσίδα, θά λυτρωνόταν, άγνοώντας ολα τά έμπόδια, ελεύθερη. Ό έφημέριος Ο’Χάνλον ξανάβαλε τή Θεία Κοινωνία μέσα στό άρτοφόριο καί ή χ ορωδία εψαλε τό
Laudate Dominum omnes gentes, κι υστέρα εκλεισε τήν πόρτα τού άρτοφόριου, έπειδή ή εύλογία είχ ε τελειώσει καί ό πατήρ Κόνρού τού άπλωνε τόν πίλο του γιά νά τόν φορέσει, καί ή φαρμακομύτα ή ’Ήντυ τή ρώτησε άν θά ερχ όταν ή όχ ι, άλλά ό Τζάκυ φώναξε: — ’Έ, Σίσσυ, κοίτα! Καί ολοι κοίταξαν μήπως ήταν καμιά άστραπή άπό τή ζέστη, άλλά ό Τόμμυ τό είδε κι αύτός πάνω άπό τά δέντρα, πλάι στήν εκκλησία, γαλάζιο καί υστέρα πράσινο καί πορφυρό. —
Πυροτεχ νήματα είναι, είπε ή Σίσσυ Κάφφρεύ.
Κι ετρεξαν ολοι άνάκατα στήν άκρογιαλιά γιά νά κοιτάξουν πάνω άπό τά σπίτια καί τήν εκκλησία, ή ’Ήντυ μέ τό καρροτσάκι μέ τό μωρό Μπόουρντμαν καί ή Σίσσυ κρατώντας τόν Τόμμυ καί τόν Τζάκυ άπό τό χ έρι, γιά νά μήν πέσουν καθώς έτρεχ αν. —
’Έλα, Γκέρτυ, φώναξε ή Σίσσυ. Είναι τά πυροτεχ νήματα άπό τό πανηγύρι.
‘Όμως, ή Γκέρτυ είχ ε μαρμαρώσει. Δέν είχ ε σκοπό νά τήν τραβολογάνε. Άσ’ τες νά τρέχ ουν σάν παλαβές, αύτή θά έμενε καί θά έβλεπε άπό έκεί πού ήταν. Τά μάτια πού ήταν στυλωμένα πάνω της έκαναν τούς σφυγμούς της νά χ τυπάνε γρηγορότερα. Τόν κοίταξε μιά στιγμή, συναντώντας τή ματιά του, κι ένα φώς χ ύθηκε πάνω της. ‘Ένα ξέφρενο πάθος φάνηκε σ’ αύτό τό πρόσωπο, πάθος σιωπηλό σάν τάφος, κι αύτό τήν έκανε δική του. Επιτέλους, είχ αν μείνει μόνοι, χ ωρίς τούς άλλους νά τούς κατασκοπεύουν καί νά τούς κουτσομπολεύουν καί ήξερε μέσα της ότι μπορούσε νά τόν έμπιστευθεί ώς τό θάνατο, επειδή ήταν άνθρωπος δυνατός, άνθρωπος τίμιος, εύγενικός μέχ ρι τ’ άκρόνυχ ά του. Τά χ έρια του καί ή όψη του πρόδιναν τήν ταραχ ή του κι εκείνη έτρεμε ολόκληρη. ’Έγειρε πολύ πίσω γιά νά δει τά πυροτεχ νήματα ψηλά κι έπιασε τό γόνατό της μέ τά χ έρια της γιά νά μήν πέσει πίσω κοιτάζοντας επάνω καί δέν ύτ.ήρχ ε κανείς νά δει, μόνο αύτός κι εκείνη, καθώς άποκάλυψε έτσι μέχ ρι πάνω τίς θελκτικές καλλίγραμμες γάμπες της, τίς απαλές καί διακριτικά τορνευτές, καί τής φάνηκε ότι άκουσε τούς χ τύπους τής καρδιάς του, τή βραχ νή του άνάσα, επειδή ήξερε γιά τό πάθος τών άνδρών σάν κι αύτόν, θερμόαιμων, επειδή ή Μπέρθα Σάπωλ τής είχ ε κάποτε πει, ύπό άπόλυτη έχ εμύθεια, καί τήν είχ ε βάλει νά όρκισθεί ότι ποτέ δέν θά… ότι ό κύριος τού Γραφείου Άποσυμφορήσεως Πυκνοκατωκημένων Περιοχ ών, πού ήταν οίκότροφος σπίτι τους, είχ ε κόψει άπό έφημερίδες φωτογραφίες χ ορευτριών μέ κοντή φουστίτσα καί τό πόδι ψηλά στόν άέρα, καί τής είχ ε πει ότι συνήθιζε νά κάνει στό κρεβάτι κάτι όχ ι πολύ καλό, πού μπορούσε κανείς νά τό φαντασθεί. ‘Όμως, αύτό έδώ ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό άπό εκείνο, καί ή διαφορά ήταν ότι αύτή μπορούσε σχ εδόν νά τόν νιώθει νά πλησιάζει τό πρόσωπό του στό δικό της καί ένιωθε τό πρώτο γρήγορο θερμό άγγιγμα τών όμορφων χ ειλιών του. Πράγμα, εξάλλου, γιά τό όποιο μπορεί κανείς νά πάρει άφεση, όσο δέν κάνει τό άλλο πράμα πρίν άπό τό γάμο, καί θά έπρεπε νά υπάρχ ουν γυναίκες έξομολογήτριες πού θά καταλάβαιναν, χ ωρίς νά τούς τό λές ξεκάθαρα, καί άκόμα καί ή Σίσσυ Κάφφρεύ είχ ε κι εκείνη κάποτε αύτή τήν όνειροπόλα έκφραση στά μάτια, γιατί κι αυτή, άγαπητή μου, οπως καί ή Γουίννυ Ρίππινγκαμ, ήταν τόσο ξετρελαμένη μέ τίς φωτογραφίες τών ηθοποιών, καί στό κάτω-κάτω αύτό συνέβαινε έξ αιτίας τού άλλου πράγματος, πού θά ερχ όταν άργότερα μέ τή συνήθεια. Καί ό Τζάκυ Κάφφρεύ φώναξε νά κοιτάξουν γιατί ειχ ε κι άλλο, κι εκείνη έγειρε πίσω καί οί ζαρτιέρες της ήταν γαλάζιες γιά νά ταιριάζουν μέ τίς διάφανες κάλτσες της καί ολοι τό είδαν καί ξεφώνισαν, νά το, νά το, κι έκείνη έγειρε άκόμα πιό πολύ γιά νά δει τά πυροτεχ νήματα καί κάτι άλλο φτερούγισε στόν άέρα, κάτι άπαλό, δώθε-κείθε, σκοτεινό. Κι ειδε μιά μακριά λαμπάδα ν’
άνεβαίνει ψηλά άνάμεσα στά δέντρα, καί ψηλότερα, καί μέσα στήν γεμάτη ένταση σιωπή ολοι κρατούσαν τίς άνάσες τους καθώς άνέβαινε ολο άνέβαινε ψηλότερα, κι έκείνη άναγκάστηκε νά γυρίσει σχ εδόν άνάσκελα γιά νά τήν παρακολουθήσει τόσο ψηλά, τόσο ψηλά, μόλις φαινόταν πιά, καί τό πρόσωπό της ειχ ε καλυφθεί άπό ένα γοητευτικό θείο ερύθημα, έξ αιτίας τής προσπάθειας, κι αύτός μπορούσε νά δει καινούργια πράματα, τήν μπατιστένια κυλότα της, τό ύφασμα πού χ αίδεύει τό δέρμα, καλύτερα άπό εκείνες τίς φαρδιές κυλότες χ ωρίς λάστιχ ο στό μηρό, τίς πράσινες, γιά τέσσερα σελλίνια καί έντεκα πέννες, έξ αιτίας πού ήταν λευκή, καί αύτή τού έπέτρεπε, καί τόν έβλεπε πού τήν έβλεπε, καί μετά πήγε τόσο ψηλά πού γιά μιά στιγμή τήν έχ ασε άπό τά μάτια της, καί έκείνη έτρεμε σύγκορμη άπό τό νά γέρνει τόσο πολύ πίσω, κι εκείνος τά έβλεπε ολα ψηλά πάνω άπό τό γόνατο, τόσο πού ούτε στήν κούνια, ούτε στό κολύμπι δέν φαίνονταν, κι έκείνη δέν ντρεπόταν, ούτε κι εκείνος άλλωστε, νά κοιτάζει τόσο άπρεπα, γιατί δέν μπορούσε νά άντισταθεί στό θέαμα τής υπέροχ ης άποκάλυψης, μισοπροσφερόμενης, οπως έκαναν κι εκείνες οί χ ορεύτριες μέ τά κοντά πού συμπεριφέρονται τόσο άσεμνα μπροστά σέ κυρίους πού κοιτάζουν, κι αύτός συνέχ ισε νά κοιτάζει, νά κοιτάζει. Θά ήθελε νά μπορούσε νά τού άπευθύνει έναν πνιχ τό άναστεναγμό, νά τού απλώσει τά χ ιονόλευκα λεπτά μπράτσα της, νά νιώσει τά χ είλη του ν’ άκουμπάνε στό λευκό της μέτωπο, νά βγάλει τήν κοριτσίστικη ερωτική κραυγή, μιά μικρή πνιγμένη κραυγή, σάν ξεριζωμένη άπό τήν ίδια, αύτή τήν κραυγή πού άντηχ εί διά μέσου τών αιώνων. Καί τότε μιά ρουκέτα τινάχ τηκε σφυρίζοντας καί αύλακώνοντας τόν ούρανό, άόρατη άκόμα καί ’Ώ!, τότε ή λαμπάδα έσκασε καί ήταν σάν άναστεναγμός ’Ώ, καί ολος ό κόσμος ξεφώνισε Ω!, ’Ώ!, εκστατικός καί ξαμολήθηκε ένας χ είμαρρος άπό χ ρυσά μαλλιά πού χ ύνονταν καί Ω!, ήταν ολα πρασινωπά δροσερά άστρα πού στάλαζαν μέ χ ρυσάφι, Ω!, τόσο όμορφα!, Ω, τόσο άπαλά, γλυκά, απαλά! “Υστερα, ολα έξαφανίστηκαν σάν τήν δροσιά μέσα στήν γκρίζα νύχ τα, ολα ήταν σιωπηλά. Α! Τού εριξε μιά ματιά καθώς έσκυψε γρήγορα πρός τά εμπρός, μιά μικρή παθητική ματιά ικετευτικής διαμαρτυρίας, δειλής επίπληξης, πού τόν έκαμε νά κοκκινίσει σάν κορίτσι. Είχ ε γείρει τήν πλάτη του πίσω στό βράχ ο. Ό Λέοπολντ Μπλούμ (γιατί αύτός ήταν) έμεινε σιωπηλός, μέ τό κεφάλι χ αμηλωμένο έμπρός σ’ εκείνα τά νεανικά άθώα μάτια. Τί κτήνος πού ήταν! Κι αύτή τή φορά πάλι τά ίδια. Μιά ώραία καί άγνή ψυχ ή τόν είχ ε καλέσει κι αύτός ό συφοριασμένος μέ ποιό τρόπο είχ ε άνταποκριθεί; Είχ ε φερθεί σάν ενας τέλειος παλιάνθρωπος. Αύτός ειδικά. ‘Όμως μέσα σ’ εκείνα τά μάτια ύπήρχ ε μιά άπέραντη ποσότητα εύσπλαχ νίας, μιά λέξη συγγνώμης, άκόμα καί γι’ αύτόν, παρ’ ολο πού εκείνος είχ ε σφάλει καί άμαρτήσει καί πλανηθεί. Θά πρέπει ενα κορίτσι νά τό εξομολογηθεί; ’Όχ ι, χ ίλιες φορές όχ ι. Αύτό ήταν τό μυστικό τους, αύτών τών δύο, μόνων μέσα στό προστατευτικό λυκόφως καί κανείς δέν ήξερε, εκτός άπό τή μικρή νυχ τερίδα πού φτερούγιζε τόσο άπαλά δώθε-κειθε μέσα στό σκοτάδι καί οί μικρές νυχ τερίδες δέν μιλούν. Ή Σίσσυ Κάφφρεύ σφύριζε, μιμούμενη τ’ άγόρια στό γήπεδο τού ποδοσφαίρου, γιά νά δείξει πόσο σπουδαίο πρόσωπο ήταν, καί μετά φώναξε: — Γκέρτυ, Γκέρτυ! Φεύγουμε. ’Έλα. Μπορούμε νά δούμε άπό πιό ψηλά. Ή Γκέρτυ είχ ε μιάν εμπνευση, μιά μικρή ερωτική πανουργία. Γλίστρησε τό χ έρι της στό μικρό τσεπάκι τού μαντηλιού καί εβγαλε τό κομμάτι τό μπαμπάκι καί τό άνέμισε σέ άπάντηση, φυσικά χ ωρίς νά τό άφήνει άπό τά δάχ τυλά της, καί μετά τό ξανάβαλε μέσα. ’Αναρωτιέμαι αν αύτός παραείναι μακριά γιά νά… Σηκώθηκε. ΤΗταν τό άντίο; ’Όχ ι. ’Έπρεπε νά πηγαίνει, άλλά θά συναντιόντουσαν καί πάλι, έδώ, κι αύτή δέν θά πάψει νά ονειρεύεται αύτή τή συνάντηση μέχ ρι τότε, αύριο, τό χ θεσινοβράδινο όνειρο. Σηκώθηκε δρθια. Οί ψυχ ές τους έσμιξαν σ’ ενα τελευταίο
παρατεταμένο βλέμμα καί τά μάτια του, πού είχ αν βρει τό δρόμο τής καρδιάς της, αύτά τά μάτια πού τά διαπερνούσε μιά παράξενη λάμψη, παρέμεναν μεθυσμένα πάνω στό γλυκό λουλούδι τού προσώπου της. Τού χ αμογέλασε μ’ ενα χ λωμό χ αμόγελο, ενα γλυκό χ αμόγελο συγχ ώρεσης, ενα χ αμόγελο πού δέν άπείχ ε άπό τά δάκρυα, καί ύστερα χ ωρίστηκαν. ’Αργά, δίχ ως νά κοιτάζει πίσω, κατηφόρισε στήν άνώμαλη παραλία πρός τή Σίσσυ, τήν ’Ήντυ, τόν Τζάκυ καί τόν Τόμμυ Κάφφρεύ, τό μωρό Μπόουρντμαν. Τώρα είχ ε σκοτεινιάσει περισσότερο καί ή άκρογιαλιά ήταν γεμάτη πέτρες καί κομμάτια ξύλα καί γλιστερά φύκια. Περπατούσε μέ κάποια ήρεμη άξιοπρέπεια, οπως ήταν τό χ αρακτηριστικό της, άλλά μέ προσοχ ή καί πολύ άργά, επειδή ή Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ ήταν… Παπούτσια πολύ στενά; ’Όχ ι. Είναι κουτσή! ’Ώχ ! Ό κύριος Μπλούμ τήν κοίταζε πού άπομακρυνόταν κουτσαίνοντας. Τό καημένο τό κορίτσι! Γι’ αύτό έμεινε πίσω, ενώ οί άλλες έτρεχ αν βιαστικές. Από τόν τρόπο τής συμπεριφοράς της είχ ε σκεφτεί ότι κάτι δέν ήταν εντάξει. Καλλονή στό περιθώριο. ‘Ένα κουσούρι είναι δέκα φορές πιό χ ειρότερο σέ μιά γυναίκα. ‘Όμως αύτό τής δίνει μιά εύγένεια. Χαίρομαι πού δέν τό ήξερα όταν εδινε τήν παράστασή της. Παρ’ ολα αύτά πρόκειται γιά μιά μικρή λυσσασμένη. Δέν θά ελεγα όχ ι. Θά ήταν πρωτότυπο, οπως μέ μιά καλόγρια, μιά νέγρα, ή ενα κορίτσι μέ ματογυάλια. Κι έκείνη ή άλλήθωρη είναι ντελι-κάτη. ‘Όταν πλησιάζουν τά εμμηνά τους, τότε γυρίζει ή τρίχ α τους, φαντάζομαι. Έχ ω εναν τόσο άσχ ημο πονοκέφαλο σήμερα. Πού έβαλα τό γράμμα; Ναί, ολα εντάξει. ’Έχ ουν κάθε λογής παλαβές επιθυμίες. Μερικές γλείφουν δεκάρες. ‘Όπως μού είπε έκείνη ή καλόγρια, ύπήρχ ε ενα κορίτσι στό μοναστήρι Τρανκουίλα πού ήθελε νά μυρίζει πετρέλαιο. ‘Τποθέτω ότι τελικά οί παρθένες τρελαίνονται. ’Αδερφή; Πόσες γυναίκες στό Δουβλίνο έχ ουνε τά ρούχ α τους σήμερα; Ή Μάρθα, αύτή, ναί. Υπάρχ ει κάτι στόν άέρα. Έξ αίτιας τού φεγγαριού. Άλλά τότε, γιατί ολες οί γυναίκες δέν έχ ουν τά έμμηνά τους ταυτόχ ρονα μέ τό ίδιο φεγγάρι; Φαντάζομαι ότι αύτό έξαρτάται άπό τήν ημερομηνία πού γεννήθηκαν. ’Ή, μπορεί νά ξεκινάνε ολες μαζί καί μερικές νά χ άνουν τό βηματισμό τους. Μερικές φορές, ή Μόλλυ καί ή Μίλλυ ταυτόχ ρονα. Έν πάση περιπτώσει, έγώ έπωφελήθηκα άπό τήν εύκαιρία. Τρομερά εύχ αριστημένος πού δέν τό έκανα σήμερα τό πρωί στό μπάνιο, ξαναδιαβάζοντας τό άνόητο, θά σέ τιμωρήσω, γράμμα της. Μέ άποζημίωσε γιά εκείνο τόν οδηγό τού τράμ σήμερα τό πρωί. Γ ιά εκείνον τόν κολοκύθα τόν ΜακΚόυ, πού μέ σταμάτησε γιά νά μού πεί τίς βλακείες του. Καί ή γυναίκα του, μέ τήν άνειλημμένη ύποχ ρέωση στήν επαρχ ία μέ τή βαλίτσα καί τή φωνή της σάν τριβέλι. ’Άς πούμε ένα εύχ αριστώ γιά τίς μικρές χ αρές πού μάς προσφέρονται. Δέν κοστίζει άκριβά. Μόνο τόν κόπο νά τό πείς. Γιατί αύτό ζητάνε. Τούς είναι φυσική άνάγκη. Πλήθος άπό δαύτες ξεχ ύνονται κάθε βράδυ άπό τά γραφεία. Κάνε τόν άδιάφορο. Γύρισέ τους τήν πλάτη καί αύτές τρέχ ουν ξοπίσω σου. Τίς πιάνεις σάν μύγες. Τίς πιάνεις ζωντανές. ’Ώ! Κρίμα πού δέν μπορούν νά δούν τόν εαυτό τους. ‘Ένα όνειρο μιας καλογεμισμένης κάλτσας. Πού τό είδα αύτό; ’Ά, ναί. Εικόνες στό κινησιοσκόπιο στήν όδό Κέηπελ. Μόνον δι’ άνδρες. Μπανιστήρι. Τό καπέλο τού Γουίλλυ καί τί έκαναν τά κορίτσια μέ αύτό. Τάχ α έχ ουν τραβήξει πραγματικά φωτογραφία τά κορίτσια, ή ολα αύτά είναι τρύκ; Τά εσώρουχ α, αύτά είναι πού τούς εξάπτουν. Κάτω άπό τό ντεζαμπιγιέ άναζητούν τίς καμπύλες. Επίσης ερεθίζονται όταν αύτές είναι. ’Έλα, είμαι πεντακάθαρη, έλα καί λέρωσέ με. Καί τούς άρέσει νά ντύνουν ή μιά τήν άλλη γιά τή θυσία. Ή Μίλλυ γοητευμένη μέ τήν καινούργια μπλούζα τής Μόλλυ. Στήν άρχ ή. Τά φορούν ολα αύτά γιά νά έχ ουν τήν εύχ αρίστηση νά τά βγάλουν. Ή Μόλλυ. Γι’ αύτό τής άγόρασα τίς μώβ καλτσοδέτες. Καί σ’ εμάς συμβαίνει τό ίδιο. Ή γραβάτα πού φορούσε, οί καταπληκτικές κάλτσες του καί τό παντελόνι του μέ τά ρεβέρ. Φορούσε γκέτες τό βράδυ πού πρωτοσυναντηθήκαμε. Τό πλαστρόν τού πουκαμίσου του σάν καθρέφτης πάνω άπ’ αύτό
πού φορούσε άπό μέσα, άπό τί; άπό γαγάτη. Λένε ότι ή γυναίκα, μέ κάθε καρφίτσα πού βγάζει, χ άνει τή γοητεία της. Ή γοητεία τους συγκρατείται μέ τίς καρφίτσες. Ω, ή Μαρία 2χ ασε τήν παραμάνα της. Στολίστηκε γιά κάποιον, ή μόδα άποτελεί μέρος τής γοητείας τους. Αλλάζει άκριβώς τή στιγμή πού είσαι έτοιμος νά εξιχ νιάσεις τό μυστικό της. Εκτός άπό τήν Ανατολή: ή Μαρία, ή Μάρθα καί σήμερα οπως και τότε. Δέν απορρίπτουν καμιά σοβαρή προφορά. Έξ άλλου, αύτή δέν φαινόταν νά βιάζεται. ‘Όταν βιάζονται, αύτό συμβαίνει επειδή έχ ουν νά συναντήσουν κάποιον. Δέν ξεχ νούν ποτέ μιά συνάντηση. ’Ίσως νά βγαίνουν εξω σέ άναζήτηση τύχ ης. Πιστεύουν στήν τύχ η, έπειδή τούς μοιάζει. Καί οί άλλες πού μάλλον ήθελαν νά τής πετάξουν τό καρφί τους. Φιλενάδες στό σχ ολείο, μέ τά μπράτσα γύρω άπό τό λαιμό τής άλλης, ή μέ τά δέκα δάχ τυλα ενωμένα, νά φιλιούνται καί νά ψιθυρίζουν μυστικά γιά τό τίποτα στόν κήπο τού μοναστηριού. Καλόγριες μέ πρόσωπα άσπρα σάν ασβέστη, μέ τίς φρέσκιες καλύπτρες τους καί τά κομποσκοίνια τους, νά πηγαίνουν πάνω-κάτω, έκδικητικές καί αύτές έξ αιτίας ολων αύτών πού τούς είναι απαγορευμένα. Συρματοπλέγματα. Προπάντων μήν ξεχ νάτε νά μού γράφετε. Κι έγώ θά σάς γράφω. ’Έτσι; Ή Μόλλυ καί ή Τζόσυ Πάουελλ. ‘Ώσπου νά φθάσει ό ώραίος πρίγκηπας, καί μετά μήν τίς είδατε. Tableau! ’Ώ, μαντέψατε ποιός είναι! Μά τί γίνεστε, λοιπόν; Σάς χ άσαμε! Φιλιούνται καί χ αίρονται, φιλιούνται πού βλέπουν ή μιά τήν άλλη. Ξεσκονίζει προσεχ τικά ή μιά τήν άλλη. Φαίνεσαι υπέροχ η. ’Αδερφές ψυχ ές πού δείχ νουν χ αμογελώντας ή μιά στήν άλλη τά δόντια τους. Εσάς, πόσα σάς έχ ουν μείνει; Δέν θά δάνειζαν ή μιά στήν άλλη ούτε μιά πρέζα άλάτι. ’Άχ !……… Μεταμορφώνονται σέ δαίμονες τή στιγμή πού πρόκειται νά τούς έρθουν. Γίνονται σκυθρωπές καί κακές. Ή Μόλλυ μού ελεγε ότι συχ νά αισθάνεται ενα βάρος ίσαμε εναν τόνο. Ξύσε μου τήν πατούσα. ’Ώ, νά, ετσι! ’Ώ, είναι ύπέροχ ο! Κι έγώ τό αίσθαΌμαι αύτό. Είναι καλό νά ξεκουράζεσαι κάποτε, ετσι στήν τύχ η. ’Αναρωτιέμαι άν είναι κακό νά τό κάνεις τότε μαζί τους. ’Από μιάν άποψη είναι ασφαλές. Ή περίοδός τους κάνει τό γάλα νά κόβει, νά σπάζουν οί χ ορδές τών βιολιών. Διάβασα κάπου γιά φυτά πού μαραίνονται σέ κάποιο κήπο. Κι άκόμα λένε ότι, άν τό άνθος μαραθεί πάνω της, τότε είναι κοκέτα. ‘Όλες είναι. ’Ίσως εχ ει νιώσει ότι έγώ. ‘Όταν αισθάνεσαι έτσι, συχ νά συναντάς εκείνο πού αισθάνεσαι. Τής άρεσα ή όχ ι; Προσέχ ουν τόν τρόπο πού είσαι ντυμένος. Ξέρουν πάντα πότε ενας άντρας είναι ερωτευμένος: άπό τά κολάρα καί τά μανικέτια. Λοιπόν, τό ίδιο κάνουν τά κοκκόρια καί τά λιοντάρια, οπως καί τά ελάφια. Τήν ίδια ώρα μπορούν νά προτιμούν μιά γραβάτα λυμένη, ή κάτι άλλο, δέν ξέρω τί. Παντελόνια; ’Άς πούμε ότι έγώ, όταν ήμουν; ’Όχ ι. Αύτό γίνεται μέ τό μαλακό. Δέν τούς άρέσουν οί βαναυσότητες. Φιλί μέσα στό σκοτάδι καί τσιμουδιά. Κάτι βρίσκουν σέ μένα πού τίς τραβάει. Αναρωτιέμαι τί. Μέ προτιμούν τέτοιος πού είμαι, παρά σάν κάποιο ποιητάκο μέ τά μαλλιά παστωμένα μπριγιαντίνη κι ενα τσουλούφι νά πέφτει στό δεξί μάτι. Γ ιά νά βοηθήσει κύριον είς φιλολογικήν εργασίαν. Στήν ήλικία μου θά επρεπε νά φροντίζω λίγο τήν εμφάνισή μου. Δέν τήν άφησα νά μέ δεί προφίλ. Ωστόσο δέν ξέρεις, καμιά φορά. ’Όμορφα κορίτσια καί άσχ ημοι άντρες παντρεύονται. Ή ώραία καί τό τέρας. Εξάλλου, αύτό δέν συμβαίνει στή δική μου περίπτωση, άφού ή Μόλλυ. ’Έβγαλε τό καπέλο της γιά νά έπιδείξει τά μαλλιά της. Πλατύγυρο, αγορασμένο επίτηδες γιά νά τής κρύβει τό πρόσωπο, συναντώντας κάποιον πού μπορεί νά τήν αναγνωρίσει, σκύβοντας κάτω, ή χ ώνοντας τή μύτη της σέ μιάν ανθοδέσμη. Τά μαλλιά τους μυρίζουν έντονα κατά τή διάρκεια τού όργασμού. Δέκα σελλίνια οικονόμησα άπό τά άποχ τενίδια τής Μόλλυ, όταν ήμαστε άπένταροι στήν όδό Χόλλες. Καί γιατί όχ ι; ’Άς υποθέσουμε ότι τής εδωσε χ ρήματα. Γιατί όχ ι; ‘Όλα είναι μιά πρόληψη. Αξίζει δέκα, δεκαπέντε σελλίνια, άκόμα καί μιά λίρα. Τί; ’Έτσι νομίζω. ‘Όλα τζάμπα. Αποφασιστικό χ έρι. Ή κυρία Μάριον. Μήπως ξέχ ασα νά γράψω τή διεύθυνση σ’ εκείνο τό γράμμα, οπως στήν καρτποστάλ πού έστειλα στόν Φλύνν; Καί μία μέρα πήγα στού Ντρίμμη χ ωρίς
γραβάτα. Μιά σκηνή μέ τή Μόλλυ μέ είχ ε συγχ ύσει. ’Όχ ι, θυμήθηκα τόν Ρίτσι Γκούλντινγκ. ’Άλλος κι αύτός. Δέν μπορεί νά τήν ξεχ άσει. Περίεργο πού τό ρολόι μου σταμάτησε στίς τέσσερις καί μισή. Άπό τή σκόνη. Τά καθαρίζουν μέ λάδι άπό συκώτι καρχ αρία. Θά μπορούσα νά τό κάνω μόνος μου. Οικονομία. Μήπως ήταν άκριβώς ή στιγμή πού εκείνος κι έκείνη; ’Ώ! Τό εκανε. Μέσα της. Τό εκανε. Πάει, έγινε. ’Άχ !.. Ό κ. Μπλούμ τακτοποίησε προσεκτικά τό ύγραμένο του πουκάμισο. ’Ώ, Θεέ μου, αύτό τό κουτσό διαβολάκι. Αρχ ίζει νά τό αισθάνεται καθώς κυλάει, κρύο καί γλοιώδες. Δυσάρεστη συνέπεια. Ωστόσο, πρέπει μέ κάποιο τρόπο ν’ άπαλλαγεί. Αύτό δέν τίς άηδιάζει. ’Ίσως καί νά κολακεύονται. ‘Ύστερα γυρνάνε στό σπιτάκι τους γιά τό ψωμάκι καί τό γαλατάκι τους, λένε βραδινές προσευχ ές μέ τά πιτσιρίκια. ’Έ, λοιπόν, τί τό ψάχ νεις; Βλέποντάς την οπως είναι, χ άνεις κάθε ίδέα. Χρειάζεται ή σκηνοθεσία, τό κοκκινάδι, τό κοστούμι, οί στάσεις, ή μουσική. Άκόμα καί τά ονόματα. Οί ερωτες τών καλλιτέχ νιδων τού θεάτρου. Τής Νέλλ Γκουήν, τής κυρίας Μπρέισγκερντλ, τής Μώντ Μπράνσκομμ. Ανοίγει ή αύλαία. Φεγγαρόφωτο, άσημένια λαμπρότητα. Εισέρχ εται στή σκηνή κόρη μέ όνειροπόλο κόρφο. Γλυκιά μου, ίλα νά μέ φιλήσεις. Άκόμα τό αισθάνομαι. Ή δύναμη πού δίνει στόν άντρα. Έκεί βρίσκεται ολο τό μυστικό. Ευτυχ ώς πού, βγαίνοντας άπό τού Ντίγκναμ, άνακουφίστηκα εκεί πίσω. Ό μηλίτης τό προκάλεσε αύτό. Αλλιώς δέν θά είχ α μπορέσει. ‘Ύστερα σέ κάνει νά θέλεις νά τραγουδήσεις. Lacaus esant taratara. ’Άς υποθέσουμε ότι τής μιλούσα. Τί θά τής ελεγα; Πάντως είναι άσχ ημο ν’ άρχ ίζεις, άν δέν ξέρεις μέ ποιό τρόπο νά τελειώσεις μιά συνομιλία. Τούς κάνεις μιάν έρώτηση κι εκείνες σού κάνουν μιάν άλλη. ‘Ωραία ίδέα, άν βρεθείτε σέ άμηχ ανία. Φυσικά είναι θαυμάσιο άν πείς: καλησπέρα, καί τήν δείς νά τσιμπάει: καλησπέρα. ’Ώ, εκείνο τό σκοτεινό βράδυ στήν Άππία όδό, οπου λίγο ελειψε νά μιλήσω στήν κυρία Κλίντς, ώ! νομίζοντας ότι ήταν μιά. Ώχ ού! Κι ενα βράδυ μέ εκείνο τό κορίτσι στήν όδό Μήθ. Τι βρωμιές δέν τήν έκανα νά πει, καί φυσικά αύτή ξέρασε τ’ άντερά της. Αύτό τό ελεγε ή κιβωτός μου. Είναι τόσο σπάνιο νά βρεις μιά πού. ’Ά, πά πά! ’Άν δέν τούς απαντήσεις, όταν ψάχ νουν γιά πελάτη, είναι τόσο οδυνηρό, πού στό τέλος γίνονται στριμμένες. Καί όταν τής έδωσα δυό σελλίνια παραπάνω, μού φίλησε τό χ έρι. Παπαγάλοι. Πάτα τό κουμπί καί τό πουλί θά κελαηδήσει. Δέν ήθελα νά μέ λέει κύριο. ’Ώ, τό στόμα της μέσα στό σκοτάδι! Κι έσύ παντρεμένος άνθρωπος μέ κορίτσι ανύπαντρο. Αύτό άκριβώς είναι πού τούς άρέσει. Νά παίρνουν τόν άντρα μιάς άλλης. Η τουλάχ ιστο ν’ άκούνε γι’ αύτό. Έγώ δέν είμαι έτσι. Χαίρομαι όταν ξεμπλέκω μέ τή γυναίκα ένός άλλου. ’Άς φάει μόνος του τ’ άποφάγια του. Ό τύπος στού Μπάρτον σήμερα, πού έφτυνε τούς μασημένους χ όνδρους. Άκόμα έχ ω εκείνο τό προφυλακηκό άνάμεσα στίς σελίδες τού σημειωματάριου μου. Σέ μεγάλο βαθμό ή αιτία τής φασαρίας. Άλλά θά μπορούσε νά συμβεί νά τό χ ρειαστώ κάποτε, έτσι δέν είναι; ’Έμπα μέσα. “Ολα είναι έτοιμα. ’Ονειρευόμουν. Τί; Τό χ ειρότερο είναι ή άρχ ή. Πώς ξέρουν νά γυρίζουν άλλού τήν κουβέντα, όταν δέν τίς συμφέρει. Σέ ρωτάει άν σού άρέσουν τά μανιτάρια, επειδή κάποτε γνώρισε κάποιον πού. Σέ ρωτάει τί πήγε νά πει κάποιος, όταν αύτός άλλαξε γνώμη καί σταμάτησε. Ωστόσο, άν είχ α τραβήξει ώς τό τέλος καί τής έλεγα, άς πούμε: σέ θέλω νά, κάτι τέτοιο. Έπειδή πραγματικά τό ήθελα. Καί αύτή επίσης. Τήν προσβάλλεις. Μετά επανορθώνεις. Καμώνεσαι ότι θέλεις κάτι πάση θυσία, μετά τό εγκαταλείπεις γιά χ άρη της. Αύτό τίς κολακεύει. ’Έπρεπε νά είχ ε κάποιον άλλον στό νού της, ολη αύτή τήν ώρα. Τί πειράζει; Άφού έχ ει τήν ηλικία τής λογικής, ύπάρχ ει πάντα αύτός κι εκείνος καί ό άλλος. Τό πρώτο φιλί θέτει τά πάντα σέ κίνηση. Ή εύνοίκή στιγμή. Κάτι ξαμολιέται μέσα τους. Μαλακώνουν, τό μαρτυράει τό μάτι τους, λαθραία. Ή πρώτη φορά είναι ή καλύτερη. Τή θυμούνται μέχ ρι τήν ήμέρα πού θά πεθάνουν. Ή Μόλλυ, ό ύπολοχ αγός Μάλβεύ πού τή φίλησε κολλημένη πάνω στό
μαυριτάνικο κάστρο, μέσα στόν κήπο. Μού είπε ότι ήταν δεκαπέντε χ ρονών. “Ομως τά στήθια της ήταν άνεπτυγμένα. “Υστερα αποκοιμήθηκε. Μετά τό γεύμα στό Γκλενκρή, όταν έπιστρέφαμε μέ τήν άμαξα στό Πουπουλένιο βουνό. ’Έτριζε τά δόντια μέσα στόν ύπνο της. Ό Λόρδος Δήμαρχ ος τήν γλυκοκοίταζε κι αύτός. Ό Βάν Ντίλλον. Αποπληκτικός. Νά την έκεί κάτω μέ τίς άλλες, γιά νά δούν τά πυροτεχ νήματα. Τά πυροτεχ νήματά μου. Πάνω σάν ρουκέτα, κάτω σάν ραβδί. Καί τά παιδιά, πρέπει νά είναι δίδυμα, περιμένοντας ολη τήν ώρα νά συμβεί κάτι. Θά έπιθυμούσαν νά ήταν μεγάλες. Φοράνε τά ρούχ α τής μαμάς. ’Έχ ουν ολο τόν καιρό γιά νά μάθουν ότι τά πράματα δέν είναι καί τόσο άπλά. Καί ή μεγάλη μέ τό άχ τένιστο κεφάλι καί τό νέγρικο στόμα. ’Ήμουν βέβαιος ότι μπορούσε νά σφυρίξει. Στόμα φτιαγμένο γι’ αύτό. “Οπως ή Μόλλυ. Γι’ αύτό έκείνη ή πόρνη τής υψηλής κοινωνίας στού Τζάμμετ φορούσε τό βέλο της ίσαμε τή μύτη της. Θά μπορούσατε, παρακαλώ, νά μού πείτε τήν ακριβή ώρα; Θά σάς πώ τήν άκριβή ώρα σ’ ενα σκοτεινό δρομάκι. “Αμα λές πρίν-προύν σαράντα φορές κάθε πρωί, αύτό κάνει τά χ οντρά χ είλη νά λεπταίνουν. Πολύ χ αίδολογάει τό άγοράκι. Κάποτε ό θεατής ξέρει περισσότερα άπό τόν ήθοποιό. Φυσικά οι γυναίκες καταλαβαίνουν τά πουλιά, τά ζώα, τά μωρά. Είναι μέσα στή φύση τους. Δέν κοίταξε πίσω της, κατηφορίζοντας κατά τήν άκρογιαλιά. Δέν θέλησε νά μού δώσει αυτήν τήν ευχ αρίστηση. Αύτά τά κορίτσια, αύτά τά κορίτσια, αύτά τά χ αριτωμένα κορίτσια τής άκρογιαλιάς. Είχ ε ώραία μάτια, ξάστερα. Αύτό κυρίως οφείλεται στό άσπράδι καί όχ ι στήν κόρη. Είχ ε καταλάβει ότι έγώ; Φυσικά. Σάν τή γάτα πού κάθεται ψηλά καί δέν τήν φτάνει ό σκύλος. Οί γυναίκες δέν συναντούν ποτέ κανέναν σάν εκείνον τόν Γουίλκινς στό γυμνάσιο, πού ζωγράφιζε τήν ’Αφροδίτη μέ ολα του τά έργαλεία στή φόρα. Λέγεται αύτό άθωότητα; Φτωχ έ ήλίθιε! Ή γυναίκα του φορτώθηκε μεγάλο μπελά. Δέν τίς βλέπεις ποτέ αύτές νά κάθονται σέ παγκάκι πού γράφει Προσοχ ή, χ ρώματα. ’Έχ ουνε μάτια καί στό σβέρκο τους. Κοιτάνε κάτω άπό τό κρεβάτι γιά κάτι πού δέν ύπάρχ ει. Λαχ ταράνε τήν εύκαιρία μιάς μεγάλης τρομάρας. Μυτερές σάν βελόνες. “Οταν είπα στή Μόλλυ ότι ό άντρας στήν όδό Κάφφ ήταν ομορφόπαιδο, μέ τή σκέψη ότι μπορούσε νά τής γυαλίσει, τό επιασε άμέσως ότι είχ ε ψεύτικο χ έρι. Καί πράγματι ετσι ήταν. Πώς διάβολο τό παίρνουν χ αμπάρι; Ή δακτυλογράφος άνέβαινε τά σκαλοπάτια τού Ρότζερ Γκρήν δύο δύο γιά νά δείχ νει τά προσόντα της. Κάτι τέτοιο κληροδοτείται άπό τόν πατέρα στή μάνα, στήν κόρη, θέλω νά πώ. Κληρονομικό. Ή Μίλλυ λ.χ . στεγνώνει τό μαντήλι της στόν καθρέφτη, γιά ν’ άποφύγει τό σιδέρωμα. Ό καθρέφτης, ή καλύτερη θέση γιά μιά διαφήμιση, τραβάει τό μάτι μιάς γυναίκας. Καί όταν τήν έστειλα στού Πρέσκοτ γιά τό σάλι τής Μόλλυ (τώρα πού τό θυμήθηκα, έκείνη τή διαφήμιση πρέπει νά τήν), εφερε τά ρέστα μέσα στήν κάλτσα της. Ή κατεργάρα ή άλεπού! Έγώ ποτέ δέν τής είχ α πεί τέτοιο πράμα. Καί μέ τί χ αριτωμένο τρόπο κρατάει τά πακέτα. Κάτι τέτοια μικροπράματα τραβάνε τούς άντρες. “Οταν κοκκίνιζε, σήκωνε τό χ έρι της καί μετά τό τίναζε γιά νά κάνει τό αίμα νά τρέξει πρός τά πίσω. Ποιός σού τό εμαθε αύτό; Κανένας. Κάτι πού μού εμαθε ή νταντά! ’Ώ, αύτές τά ξέρουν! Τριών χ ρονών καί στηνόταν μπροστά στόν καθρέφτη τής τουαλέτας τής Μόλλυ, λίγο πρίν φύγουμε άπό τήν όδό Λόμπαρτ. Έγώ έχ ω ώραίο πρόσωπο. Στό Μάλλινγκαρ. Ποιός ξέρει; Ή φορά τών πραγμάτων. Νεαρός σπουδαστής. Πάντως τά καταφέρνει, όχ ι σάν τήν άλλη. “Ομως, ήταν παιχ νιδιάρα. Θεέ μου, έγινα μούσκεμα. ’Ανάθεμά σας. Ή τορνευτή γάμπα σας. Διάφανες κάλτσες, τεντωμένες σέ σημείο νά σκιστούν. ’Όχ ι σάν αύτό τό γύναιο σήμερα. Μέ τόν Ά. Έ. Κάλτσες πεσμένες. Η σάν τήν άλλη στήν όδό Γκράφτον. ’Άσπρες. Πώ πώ! Μέ πατούσα γελάδας. Μιά ρουκέτα εσκασε, εξακοντίζοντας άμέτρητα άστεράκια. Σκράτς καί σκράτς, σκράτς, σκράτς. Καί ή Σίσσυ καί ό Τόμμυ έτρεξαν γιά νά δούν καί ξοπίσω ή ’Έντυ μέ τό καρροτσάκι καί μετά ή Γκέρτυ, πέρα άπό τήν στροφή τών βράχ ων. Αύτή θά; Κοίτα! Κοίτα! Ναί! Κοίταξε καί οσμίστηκε.
’Αγάπη, είδα τό πράμα σου. “Ολα τά είδα. Ύψιστε! Παρ’ ολα αύτά, μού εκανε καλό. Ή διάθεσή μου ήταν χ άλια, υστέρα άπό τού Ντίγκναμ καί τού Κιέρναν. Χίλια εύχ αριστώ γιά τήν άνακούφιση. Αύτό ύπάρχ ει στόν ‘Άμλετ. ‘Ύψιστε! “Ολα πέσανε μαζεμένα. Ό ερεθισμός. “Οταν έγειρε πίσω, ένιωσα εναν πόνο στή ρίζα τής γλώσσας μου. Τό κεφάλι σου απλά στριφογυρίζει. Δίκιο έχ ει αύτός. Θά μπορούσα, ώστόσο, νά έκανα καμιά χ ειρότερη άνοησία. ’Αντί νά μιλάω χ ωρίς νά λέω τίποτα. Τότε θά σάς τά πώ ολα. Κι όμως ύπήρχ ε ένα είδος επικοινωνίας μεταξύ μας. Μήπως ήταν; ’Όχ ι, Γκέρτυ τήν φώναζαν. Μπορεί, ώστόσο, τό όνομα νά ήταν ψεύτικο, σάν τό δικό μου, καί ή διεύθυνση στό Ντόλφινς Μπάρν κι αύτή ψεύτικη. Τό πατρικό της όνομα ήταν Τζεμάινα Μπράουν Κι εμενε μέ τή μητέρα της στή γειτονιά Άιριστάουν. Υποθέτω ότι τό μέρος πού βρίσκομαι έδώ μέ κάνει νά σκέφτομαι έτσι. “Ολες κομμένες καί ραμμένες στό ίδιο καλούπι. Σκουπίζουν τίς πέννες τους στίς κάλτσες τους. “Ομως ή μπάλα είχ ε κυλήσει πλάι της, λές καί τό έκανε έπίτηδες. Κάθε βλήμα έχ ει γραμμένο πάνω του τόν προορισμό του. Φυσικά, στό σχ ολείο δέν μπορούσα ποτέ νά ρίξω τίποτα στά ίσια. “Ολα πήγαιναν στραβά, σάν κέρατο κριαριού. Είναι λυπηρό, πάντως, πού ολα αύτά διαρκούν μόνο λίγα χ ρόνια, πρίν στρωθούν στήν μπουγάδα καί σέ λίγο ό Γουίλλυ θά μεγαλώσει καί θά φοράει τά παντελόνια τού μπαμπά, καί τό τάλκ γιά τό σύγκαμα τού μωρού, όταν τό βάζουν νά κάνει τσίσια του. Καθόλου εύκολη δουλειά. Αύτό τίς σώζει. Τίς εμποδίζει νά σκέφτονται τό κακό. Ή φύση. Νά πλένουν τά παιδιά καί τά πτώματα. Τόν Ντίγκναμ. Παιδικά χ έρια πού κρατιούνται συνέχ εια άπό τά φουστάνια τους. Κεφαλάκια σάν ινδικές καρύ· δες, πιθηκάκια, δέν έδεσε άκόμα τό κρανίο τους, ξυνισμένο γάλα στίς φασκιές τους καί κομμένο γιαούρτι. Δέν έπρεπε νά δώσει στό παιδί νά βυζαίνει πιπίλα. Ή κοιλιά του γέμισε άέρια. Ή κυρία Μίνα Μπιούφού, Πιούριφού. Πρέπει νά τήν έπισκεφθώ στό νοσοκομείο. ’Αναρωτιέμαι άν ή νοσοκόμα Κάλλαν βρίσκεται άκόμα έκεί. Ερχ όταν πότε-πότε γιά επιθεώρηση, όταν ή Μόλλυ δούλευε στό Κόφφη Πάλλας. Τήν είχ α δεί νά βουρτσίζει τό πανωφόρι έκείνου τού νεαρού γιατρού, τού Ο’Χέαρ. Καί ή κυρία Μπρήν καί ή κυρία Ντίγκναμ ήταν κάποτε κι αύτές έτσι, κοπέλες τής παντρειάς. Τό χ ειρότερο άπ’ ολα ήταν αύτό πού μού είπε ή κυρία Ντάγκαν τή νύχ τα στό Σίτυ ’Άρμς. Ό σύζυγος νά επιστρέφει σπίτι σκνίπα στό μεθύσι καί ή μπόχ α τής ταβέρνας νά γεμίζει τό σπίτι σάν τήν μπόχ α τού κουναβιού. Νά τόν έχ εις πλάι στή μύτη σου ολη νύχ τα, νά σού πιάνεται ή άναπνοή άπό τήν κρασίλα. Καί τό πρωί νά σέ ρωτάει αν χ θές τό βράδυ ήταν πιωμένος. Ωστόσο είναι κακή πολιτική νά κατηγορείς τόν σύζυγο. ‘Όπως έστρωσες, θά κοιμηθείς. Είναι σάν δάχ τυλα άπό ίδιο χ έρι. Μπορεί τό φταίξιμο νά πέφτει καί πάνω στή γυναίκα. ‘Όμως, σ’ αύτό τό σημείο ή Μόλλυ τίς ξεπερνάει ολες. Αύτό οφείλεται στό αίμα τού νότου. Τό Μαυριτάνικο. Επίσης ή φτιάξη, τό σουλούπι. Χέρια πού άναζητούν καμπύλες. ‘Απλώς, σύγκρινέ την γιά νά δεις τή διαφορά μέ τίς άλλες. Ή σύζυγος κλειδωμένη στό σπίτι, ή ντροπή τής οικογένειας. Επιτρέψτε μου νά σάς συστήσω τήν. ‘Ύστερα σού παρουσιάζουν ενα πράμα άπερίγραπτο, δέν ξέρεις πώς νά τήν άποκαλέσεις. Ή σύζυγος είναι πάντα τό άδύνατο σημείο τού συζύγου. ‘Όμως, ετσι τό θέλει ή μοίρα, νά ερωτεύεσαι. ’Έχ ουν τά δικά τους μυστικά. Ύπάρχ ουν άτομα πού θά είχ αν πάρει τήν κάτω βόλτα, άν δέν τούς φρόντιζε κάποια γυναίκα. Καί υστέρα, αύτά τά γυναικάκια, ψηλά όσο μία μπότα, μέ τούς κοντοστούπηδες άντρες τους. ’Άν δέν ταιριάζουν, δέν συμπεθεριάζουν. Μερικές φορές τά παιδιά βγαίνουν άρκετά καλά. Δυό φορές μηδέν ίσον ενα. ’Ή ενας εβδομηντάρης πλούσιος καί μιά ντροπαλή κοπελίτσα.
‘Όποιος παντρεύεται τό Μάιο, μετανιώνει τό Δεκέμβριο. Αύτό τό μούσκεμα γίνεται πολύ δυσάρεστο. ’Έχ ει κολλήσει πάνω μου. Νά, καί τό πετσί δέν ξανάρθε στή θέση του. Τράβα το καλύτερα νά ξεκολλήσει. ;Ώχ ! Αντίθετα, ενας μαντράχ αλος μέχ ρι έκεί πάνω μέ μιά γυναικούλα πού τού πάει μέχ ρι τό τσεπάκι τού ρολογιού του. Ό ψηλός καί ή κοντούλα. Πολύ περίεργο πού σταμάτησε τό ρολόι μου. Τά ρολόγια τού χ εριού δέν πάνε ποτέ σωστά. Αναρωτιέμαι μήπως υπάρχ ει κάποια μαγνητική έπίδραση, άνάμεσα στό πρόσωπο καί, επειδή αύτό συνέβη περίπου τή στιγμή πού. Ναί, υποθέτω μονομιάς. ‘Όταν φεύγει ή γάτα, χ ορεύουν τά ποντίκια. Θυμάμαι πώς κοίταξα στήν όδό Πίλλ. Καί αύτό τώρα μαγνητισμός είναι. Πίσω άπό καθετί ύπάρχ ει μαγνητισμός. Ή γή πού ελκει καί ελκεται. Αύτό προκαλεί τήν κίνηση. Καί ό χ ρόνος· ε, λοιπόν, ό χ ρόνος είναι αύτός πού παίρνει τήν κίνηση. ‘Ύστερα, άν κάτι σταματήσει, σιγά-σιγά θά σταματήσει κι ολο τό πανηγύρι. Επειδή ολα άποτελούν ενα σύνολο. Ή μαγνητική βελόνα μάς λέει τί συμβαίνει στόν ήλιο, στά άστέρια. ‘Ένα μικρό κομμάτι άτσάλι. ‘Όταν παρουσιάζεις τό μαγνήτη. ’Έλα, ελα. Κόλλησε πάνω του. Αύτό είναι ό άντρας κι ή γυναίκα. Μαγνήτης καί άτσάλι. Ή Μόλλυ κι εκείνος. Στολίζονται, ρίχ νουν ματιές, ύπονοούμενα, σέ άφήνουν νά κοιτάξεις, νά κοιτάξεις λίγο άκόμα, καί σέ προκαλούν, άν είσαι άντρας, νά τό δεις, καί σού ερχ εται σάν φτάρνισμα, στά σκέλια, κοίτα, κοίτα, καί σάν νά εχ εις λίγο άνδρισμό μέσα στά σωθικά σου. Χόπ. Αναγκασμένος νά τό άφήσεις νά πετάξει. Είμαι περίεργος νά μάθω τί νιώθει αύτή σ’ αύτό τό μέρος. Ντρέπονται, όταν ύπάρχ ει τρίτο πρόσωπο. Πιό πολύ τή στενοχ ωρεί μιά τρύπα στήν κάλτσα της. Ή Μόλλυ μέ τά χ είλη σφιχ τά καί τό κεφάλι στραμμένο πίσω, έξ αιτίας τού αγρότη μέ τίς μπότες ιππασίας καί τά σπιρούνια στήν ιππική εκθεση. Κι όταν οί ζωγράφοι ήταν στήν όδό Λόμπαρτ. Εκείνο τό άγόρι ειχ ε ωραία φωνή. ’Έτσι είχ ε άρχ ίσει καί ό Τζιουλίνι. Εμένα μού άρεσε νά τήν μυρίζω, οπως τά λουλούδια. Ναί, ετσι ήταν. Βιολέτες. Πιθανόν άπό τό νέφτι τής μπογιάς. Επωφελούνται άπό τό καθετί. Τήν ιδια στιγμή πού τό εκανε, έξυνε μέ τή σόλα τού παπουτσιού της τό πάτωμα γιά νά μήν άκούνε. “Ομως, έχ ω τήν εντύπωση ότι πολλές άπ’ αύτές δέν μπορούν νά φτάσουν σέ οργασμό. Μένουν μετέωρες γιά ώρες. Σάν νά είχ ε τρυπώσει παντού αύτό τό πράμα, άκόμα καί μέχ ρι τά μισά τής πλάτης. Στάσου. Χμ. Χμ. Ναί. Τό άρωμά της είναι. Γι’ αύτό κουνούσε τό χ έρι της. Σού τό άφήνω γιά νά μέ σκέφτεσαι, όταν θά βρίσκομαι μακριά στό κρεβατάκι μου. Τί είναι; Ηλιοτρόπιο; ’Όχ ι. ‘Υάκινθος; Χμ. Τριαντάφυλλο, νομίζω. Θά πρέπει νά είναι τό άρωμα πού τής άρέσει. Γλυκό καί φτηνό, κόβει γρήγορα. Ή Μόλλυ άγαπά τό όποππονάξ. Τής πηγαίνει, άνάμικτο μέ λίγο γιασεμί. Οί ύψηλές καί οί χ αμηλές νότες της. Στόν νυχ τερινό χ ορό τόν συνάντησε, τόν χ ορό τών ώρών. Ή ζέστη εκανε τ’ άρωμά της νά διαχ έεται. Φορούσε τό μαύρο της φόρεμα καί αύτό διατηρούσε άκόμα τό άρωμα τής προηγούμενης φοράς. Τό μαύρο είναι καλός άγωγός, ετσι; ’Ή κακός; “Οπως καί τού φωτός. Θαρρώ ότι ύπάρχ ει κάποια σχ έση. Γ ιά παράδειγμα, όταν μπείτε σ’ ενα κελάρι πού ολα είναι σκοτεινά. Μυστηριώδες πράμα κι αύτό. Γιατί μού μύρισε μόνο τώρα; ’Απαιτείται κάποιος χ ρόνος γιά νά φτάσει, σάν τήν ιδια, άργά άλλο σταθερά. Θά πρέπει νά υπάρχ ουν μυριάδες μόρια έν κινήσει στήν άτμόσφαιρα. Ναί, αύτό είναι. Άφού σ’ αύτά τά νησιά τών μπαχ αρικών, οί κοπέλες τής Κεύλάνης τό πρωί μπορούν νά τά μυρίζονται λεύγες μακριά. Πώς νά τό πώ; Σάν ενα λεπτό, λεπτότατο βέλο, ή ενα δίχ τυ πού τό έχ ουν πάνω σ’ ολο τό δέρμα, λεπτό σάν, πώς τό λένε, τούλι, κι ολο τό γνέθουν άπό μέσα τους, λεπτό όσο τίποτε, σάν τά χ ρώματα τού ουράνιου τόξου. Μένει γαντζωμένο πάνω σέ καθετί πού βγάζει άπό πάνω της. Στό πέλμα τής κάλτσας της. Στό ζεστό άκόμα παπούτσι της. Στόν κορσέ της. Στήν κυλότα της` μικρό τίναγμα τού ποδιού γιά ν’
άπαλλαγεί άπό αύτή. Γειά χ αρά, μέχ ρι τήν επόμενη φορά. Καί τής γάτας επίσης τής άρέσει νά μυρίζεται τό μεσοφόρι της πάνω στό κρεβάτι. Μπορώ νά άναγνωρίσω τή μυρωδιά της άνάμεσα σέ χ ίλιες γυναίκες. Στό νερό τού μπάνιου της, επίσης. Μού θυμίζει φράουλες μέ κρέμα. Αναρωτιέμαι πού νά φωλιάζει πράγματι αύτή ή μυρωδιά. Έκεί, ή στίς μασχ άλες της, ή άνάμεσα στά στήθια της. Έπειδή τή συναντάς σέ κάθε γωνιά καί κοιλότητα. Τό άρωμα τού υάκινθου γίνεται μέ ενα αιθέριο έλαιο καί δέν ξέρω τί άλλο. Οί μοσχ οπόντικες. “Ενα σακουλάκι κάτω άπό τήν ούρά τους, μιά στάλα άπό δαύτο εκπέμπει άρωμα ολόκληρα χ ρόνια. Σκύλοι πού μυρίζουν ό ενας τά πισινά τού άλλου. Καλησπέρα. Σπέρα. Πώς μυρίζεις; Χμ. Χμ. Πολύ καλά, εύχ αριστώ. Τά ζώα ετσι συμπεριφέρονται. Καί άν προσέξετε καλά, είμαστε ολόιδιοι. Λόγου χ άριν, μερικές γυναίκες σέ αποδιώχ νουν όταν έχ ουν τήν περίοδό τους. ’Έτσι καί τίς κοιτάξεις, κινδυνεύεις νά λιποθυμήσεις. Μέ τί μοιάζει; Μέ σάπιες ρέγγες κονσέρβας ή μέ. Μπρρρ! Παρακαλείσθε νά μήν πατάτε τή χ λόη. ’Ίσως νά οσμίζονται πάνω μας κάποια άρσενική μυρωδιά. Σάν τί άραγε; Τά γάντια μέ τή μυρωδιά τού πούρου, πού ό Ψηλός Τζών ειχ ε πάνω στό γραφείο του τίς προάλλες. Άπό τήν άνάσα; Αύτή έξαρτάται άπ’ όσα τρώς καί πίνεις. ’Όχ ι. Εννοώ μιά άντρική μυρωδιά. Πρέπει νά εχ ει κάποια σχ έση μέ αύτή, επειδή οί παπάδες πού υποτίθεται πώς είναι άντρες είναι διαφορετικοί. Οί γυναίκες μαζεύονται γύρω τους, σάν τίς μύγες γύρω άπό τό μέλι. Σκοντάφτουν στά κάγκελα τής Αγίας Τράπεζας γιά νά πλησιάσουν κοντότερα. Τό δένδρον τού άπαγορευμένου ίερέως. ’Ώ, πάτερ, θά θέλατε νά; Επιτρέψτε μου νά είμαι ή πρώτη πού. Αύτό διαχ έεται διά μέσου ολου τού σώματος, περνάει μέσα άπό τούς πόρους. Πηγή ζωής καί είναι έξαιρετικά περίεργη σάν μυρωδιά. Σάλτσα σέλινου. Άφήστε με νά. Ό κ. Μπλούμ χ αμήλωσε τή μύτη του. Χμ. Μέσα στό. Χμ. ’Άνοιγμα τού γιλέκου του. Αμύγδαλο, ή. ’Όχ ι. Λεμόνι, ’Ά, όχ ι, τό σαπούνι είναι. Πραγματικά, έκείνη ή κολώνια. Τό ήξερα ότι κάτι μού διέφυγε. Δέν έπέστρεψα, καί τό σαπούνι είναι άπλήρωτο. Σιχ αίνομαι νά κουβαλάω μπουκάλια, οπως έκείνη ή γριά σήμερα τό πρωί. Ό Χάινς θά επρεπε νά μού είχ ε δώσει εκείνα τά τρία σελλίνια. Θά μπορούσα νά άναφέρω τή λέξη Μήγκερ γιά νά τού τό θυμίσω. “Ομως, άν καταφέρει εκείνο τό κειμενάκι. Δύο σελλίνια καί έννιά πέννες; Δύο σελλίνια καί έννιά πέννες, κύριε. ’Ά! Αύτό θά μπορούσε νά τόν εμποδίσει νά μού κάνει πίστωση τήν επόμενη φορά. Μερικές φορές χ άνει τούς πελάτες του, κάνοντάς τους πίστωση. Τά μπάρ τήν παθαίνουν ετσι. Μερικοί τύποι άφήνουν τό τεφτέρι τού λογαριασμού τους νά γεμίσει καί υστέρα κόβουνε άπό τά στενάκια γιά νά πάνε άλλού. Νά αύτός ό εύγενής πού συνάντησα προηγουμένως. Τόν εφερε ό άνεμος άπό τά άνοιχ τά. ’Έκανε τή βόλτα του καί επιστρέφει. Επιστρέφει πάντα σπίτι του τήν ώρα τού φαγητού. Φαίνεται ξεθεωμένος. Θά εφαγε τό καταπέτασμα. Τώρα ερχ εται νά ρεμβάσει. Μετά τό γεύμα ή προσευχ ή. Μετά τό δείπνο περπατάει ενα μίλι. Θά πρέπει νά εχ ει ενα μικρό λογαριασμό σέ κάποια τράπεζα, μιά άργομισθία. ’Άν άρχ ιζα νά περπατάω τώρα πίσω του, θά τόν έκανα νά νευριάσει, οπως μέ νεύριασαν εκείνοι οί μικροί εφημεριδοπώλες σήμερα. ‘Ωστόσο, μαθαίνεις κάτι. Βλέπουμε τούς έαυτούς μας, οπως μάς βλέπουν οί άλλοι. “Οσο οί γυναίκες δέν μάς βρίσκουν γελοίους, τί πειράζει; Αύτός είναι ό τρόπος νά μάθεις. Άναρωτήσου, ποιός είναι αύτός τώρα; Όμυστηριώδης άνθρωπος τής ακρογιαλιάς, βραβευθέν διήγημα τού περιοδικού Φύρδην-Μίγδην, ύπό κ. Λέοπολντ Μπλούμ. Αμοιβή μία γκινέα ή στήλη. Κι εκείνος ό τύπος σήμερα στό νεκροταφείο μέ τό καφετί άδιάβροχ ο. Πάντως είχ ε κάλους στό ώροσκόπιό του. `Ίσως οί ύγιεις ν’ άπορροφούν ολο τό. Λένε ότι τό σφύριγμα φέρνει βροχ ή. Πρέπει νά βρέχ ει κάπου. Στό έστιατόριο ’Όρμοντ τό άλάτι ήταν γεμάτο ύγρασία. Τό σώμα είναι αληθινό βαρόμετρο. Οί αρθρώσεις τής γριάς Μπέττυς πονάνε.
Αύτή είναι ή προφητεία τής θείας Σίπτον ότι ύπάρχ ουν πλοία όλοτρόγυρα πού πετάνε, όσο νά άνοιγοκλείσεις τά μάτια σου. ’Όχ ι. Ενδείξεις βροχ ής είναι. Ή βίβλος τής Νεαράς ήλικίας. Καί οί μακρινοί λόφοι φαίνονται σάν νά έρχ ονται κοντύτερα. Χάουθ. Τά φώτα τού φάρου τού Μπαίιλεύ. Δύο, τέσσερα, εξι, οχ τώ, εννιά. Κοίτα. Πρέπει νά μεταβάλλονται, αλλιώς μπορεί νά τό έκλάβει κανείς γιά κάποιο σπίτι. Οί ναυαγιαιρέτες. Ή Γκρέις Ντάρλινγκ. Οί άνθρωποι φοβούνται τό σκοτάδι. Καί οί πυγολαμπίδες, οί ποδηλάτες· ώρα ν’ ανάψουν τά φώτα. Τά διαμαντικά αστράφτουν καλύτερα. Τό φώς είναι ενα είδος άσφάλειας. Δέν θέλω νά σάς κάνω κακό. Φυσικά, τώρα είναι καλύτερα, παρά άλλοτε. Δρόμοι εξοχ ικοί. Σού έβγαζαν τά άντερα γιά τό τίποτα. Καί σήμερα άκόμα πέφτεις πάνω σέ δύο κατηγορίες διαβατών. Τόν κατσούφη καί τόν χ αμογελαστό. Συγγνώμην, κύριε. Μά σάς παρακαλώ, κύριε. Ή καλύτερη ώρα γιά τό ράντισμα τών φυτών, μετά τή δύση τού ήλίου. Άκόμα λίγο φώς. Οί ερυθρές άκτίνες έχ ουν τό μεγαλύτερο μήκος κύματος. Ό Βάνς μάς μάθαινε τή λέξη Κοπορκιπραγαλουμώβ: κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, γαλάζιο, λουλακί, μώβ. Βλέπω ενα άστέρι. Ή Αφροδίτη; Δέν είμαι βέβαιος. Δύο. ‘Όταν γίνουν τρία, πάει, νύχ τωσε. Αύτά τά νυχ τερινά σύννεφα ήταν άπό πρίν έκεί; Μοιάζουν σάν πλοίο φάντασμα. ’Όχ ι. Στάσου. Δέντρα είναι. ’Οφθαλμαπάτη. Αντικατοπτρισμός. Χώρα τού δύοντος ήλίου. Ό ήλιος τής αύτοδιάθεσης πού βασιλεύει στά νοτιοανατολικά. Γενέθλια γή μου, καληνύχ τα. Πέφτει δροσιά. Θά σού κάνει κακό, άγαπητή μου, νά κάθεσαι σέ αύτή τήν πέτρα. Φέρνει λευκόρροια. Καί ποτέ δέν θά άποχ τήσεις μωρό, εκτός καί άν τύχ ει νά είναι κανένας μαχ ητής καί βγεί μέ τό ετσι θέλω άπό έκεί μέσα. Κι έγώ θά μπορούσα νά πάθω αιμορροίδες. Τίς άρπάζεις σάν τό καλοκαιριάτικο συνάχ ι, ή μιά πληγή στό στόμα. Τό κόψιμο μέ χ όρτο ή μέ χ αρτί, αύτό είναι χ ειρότερο. Νά κάνεις εντριβή σ’ εκείνο τό μέρος. Θά ήθελα νά ήμουνα ή πέτρα πού καθότανε. ΤΩ γλυκειά μικρούλα, δέν ξέρεις πόσο χ αριτωμένη φαινόσουνα. Αρχ ίζω νά τίς γουστάρω σ’ αύτή τήν ήλικία. ’Άγουρα φρούτα. ‘Άρπαξε κάθε ευκαιρία. Νομίζω ότι είναι ή μόνη ήλικία πού σταυρώνουμε τά πόδια όταν καθόμαστε. Σήμερα στή βιβλιοθήκη εξάλλου` εκείνες οί τελειόφοιτες. Ευτυχ ισμένες οί καρέκλες άπό κάτω τους. ‘Όμως είναι ή επίδραση τού βραδιού πού. ‘Όλες τό νιώθουν αύτό. Ανοίγουν σάν άνθη, ξέρουν τίς ώρες τους, ήλιοτρόπια, άγγινάρες, στούς χ ορούς κάτω άπό τούς πολυελαίους καί στίς λεωφόρους κάτω άπό τά φανάρια. Τά νυχ τολούλουδα στόν κήπο τού Μάτ Ντίλλον, οπου τής έδωσα ενα φιλί στόν ώμο. Θά ήθελα πολύ νά είχ α ενα ολόσωμο πορτραίτο της μέ λαδομπογιά, πού νά τήν δείχ νει έκείνη τήν έποχ ή. ΤΗταν καί πάλι ’Ιούνιος, τότε πού τήν φλερτάριζα. Τά χ ρόνια ξαναγυρίζουν. Ή ιστορία επαναλαμβάνεται. ΤΩ βράχ ια, ώ κορφές, νά με ξανά. Ή ζωή, ό έρωτας, ταξιδεύουν γύρω άπό τό μικρό σας κόσμο. Καί τώρα; Φυσικά νιώθω λυπημένος πού κουτσαίνει, άλλά πρέπει νά φυλάγομαι άπό τόν ύπερβολικό οίκτο. Σέ εκμεταλλεύονται. Τώρα, ολα ήσύχ ασαν στό Χάουθ. Φαίνονται οί μακρινοί λόφοι. Έκεί οπου εμείς. Στά ροδόδεντρα. ’Ίσως νά είμαι άνόητος. Εκείνος εχ ει τά δαμάσκηνα κι έγώ τά κουκούτσια. Αύτή είναι ή μοίρα μου. Πόσα καί πόσα θά εχ ει δεί ό γέρικος λόφος. Τά ονόματα άλλάζουν, αύτό είναι ολο. Οί εραστές, μιά γλύκα στό στόμα. Νιώθω κουρασμένος τώρα. Νά σηκωθώ; ’Ώ, μισό λεπτό. Μου στράγγισε ολον τόν άνδρισμό μου, ή μικρή βρωμιάρα. Μέ φιλούσε. Ή νιότη μου. Φευγάτη. Μόνο μιά φορά ερχ εται. Τό ίδιο καί ή δική της. Πάρε αύριο τό τραίνο γιά έκεί κάτω. ’Όχ ι. Οί μέρες έπαναλαμβάνονται, άλλά δέν μοιάζουν. ‘Όπως όταν ήμαστε παιδιά καί πηγαίναμε γιά δεύτερη φορά στό ίδιο σπίτι. Θέλω τό καινούργιο. Καί δέν υπάρχ ει τίποτα καινούργιο κάτω άπό τόν ήλιο. Φροντίδι ταχ υδρομείου, Πόστ Ρεστάντ,
Ντόλφινς Μπάρν, τό παιγνίδι μέ τά αινίγματα στό σπίτι του Αιούκ Ντόυλ. Ό Μάτ Ντίλλον καί ό έσμός τών θυγατέρων του: ή Τάινυ, ή ’Άττυ, ή Φλόυ, ή Μέημυ, ή Λούυ, ή Χέττυ. Καί ή Μόλλυ. Τό ογδόντα εφτά ήταν. Μιά χ ρονιά πρίν εμείς νά. Καί ό γερο-ταγματάρχ ης πού τού άρεσε νά τό τσούζει. Είναι περίεργο πού αύτή είναι μοναχ οκόρη κι έγώ μοναχ ογιός. Νά το πού ξαναγυρίζει. Νομίζεις ότι ξέφυγες καί πέφτεις πρόσωπο μέ πρόσωπο πάνω στόν έαυτό σου. Ό μακρύτερος δρόμος είναι ό κοντότερος δρόμος γιά τό σπίτι. Καί μάλιστα τή στιγμή πού αύτός κι έκείνη. ’Άλογο τού τσίρκου πού γυρίζει στήν πίστα. Παίζαμε τό αίνιγμα Ρίπ Βάν Γουίνκλ. Ρίπ: σκίσιμο στό πανωφόρι τής Χέννυ Ντόυλ. Βάν: άμαξα πού παραδίνει τό ψωμί. Γουίνκλ: κοχ ύλια καί σαλιγκάρια. ‘Ύστερα έπαιξα Ρίπ Βάν Γουίνκλ νά επιστρέφει. Αύτή μέ κοίταζε άκουμπισμένη στό ντουλάπι. Μαυριτάνικα μάτια. Είκοσι χ ρόνια κοιμισμένος στό Σπήλαιο τού ‘Ύπνου. Τά πάντα έχ ουν άλλάξει. Λησμονημένος. Οί νέοι γέρασαν. Ή δροσιά σκούριασε τό οπλο του. Νυχ τ. Τί είναι αύτό πού φτερουγίζει όλοτρόγυρα; Χελιδόνι; Πιθανόν νυχ τερίδα. Μέ παίρνει γιά δέντρο, αρα δέν βλέπει. ’Άραγε, τά πουλιά έχ ουν όσφρηση; Μετεμψύχ ωση. Πίστευαν ότι άπό τή λύπη μπορούσες νά μεταβληθείς σέ δέντρο. ’Ιτέα ή κλαίουσα. Νυχ τ. Νά την. Αστείο ζωάκι. “Αραγε πού νά φωλιάζει; Πάνω έκεί, στό καμπαναριό. Πολύ πιθανό. Κρεμασμένη άπό τά πόδια, στήν οσμή τής αγιοσύνης. Υποθέτω ότι θά τήν τρόμαξε ή καμπάνα κι εφυγε. Φαίνεται ότι τελείωσε ή λειτουργία. Τούς ακόυσα πού. Πρέσβευε ύπέρ ήμών. Καί πρέσβευε ύπέρ ήμών. Καί πρέσβευε ύπέρ ήμών. ‘Ωραία ίδέα ή επανάληψη. Τό ίδιο μέ τίς διαφημίσεις. Αγοράστε άπό εμάς. Καί άγοράστε άπό έμάς. Μάλιστα. Υπάρχ ει φώς στό σπίτι τού παπά. Τό λιτό τους γεύμα. Θυμάμαι τό λάθος εκτίμησης, όταν ήμουν στού Θόουμ. Είκοσι οκτώ ήταν. ’Έχ ουν δύο σπίτια. Ό αδελφός τού Γκάμπριελ Κόνρού είναι έφημέριος. Νύχ τ. Πάλι. ’Απορώ γιατί ξεφυτρώνουν τή νύχ τα σάν τά ποντίκια. Είναι προίόν διασταύρωσης. Τά πουλιά μοιάζουν μέ ποντίκια πού πηδάνε. Τί τίς τρομάζει, τό φώς ή ό θόρυβος; ’Άς καθήσω καλύτερα ακίνητος. ’Έχ ουν ανεπτυγμένο τό ένστικτο, σάν κι εκείνο τό πουλί πού δίψαγε καί πού επινε νερό άπό μιά στάμνα, ρίχ νοντας μέσα χ αλίκια. Θά ελεγες ότι μοιάζει μ’ ενα άνθρωπάκι μέ μανδύα καί μικροσκοπικά χ εράκια. Αεπτούτσικα κοκκαλάκια. Τίς βλέπεις σάν νά λαμπυρίζουν, κάτι σάν άσπρο γαλαζωπό. Τά χ ρώματα έξαρτώνται άπό τό φώς, μέσα στό όποιο είναι όρατά. Κοίταξε, γιά παράδειγμα, τόν ήλιο, οπως κάνει ό άετός, καί μετά κοίταξε τό παπούτσι σου, θά δεις μιά κιτρινωπή κηλίδα. Θέλει νά βάζει τό σημάδι του στό καθετί. Παραδείγματος χ άρη, έκείνη ή γάτα σήμερα τό πρωί στή σκάλα. Χρώμα καστανής τύρφης. Λένε ότι δέν τίς βλέπεις ποτέ μέ τρία χ ρώματα. Δέν είναι άλήθεια. Έκείνη ή γάτα μέ τίς άσπροκίτρινες καί μαύρες ρίγες στό Σίτυ ’Άρμς καί τό γράμμα μι στό μέτωπό της. Σώμα μέ πενήντα διαφορετικά χ ρώματα. Τό Χάουθ ήταν σάν άμέθυστος πρίν άπό λίγο. Σάν καθρέφτης πού άστραφτε. Σάν εκείνου τού σοφού (πώς τόν ελεγαν) πού άναψε πυρκαγιά μ’ εναν καθρέφτη. Καί υστέρα τά ρείκια πήραν φωτιά. Δέν μπορεί αύτό νά εγινε μέ σπίρτα περιηγητών. Τί ήταν; ’Ίσως νά τρίβονται τά ξερά κοτσάνια μεταξύ τους καί ν’ άνάβουν μέ τόν άέρα. ’Ή τά σπασμένα μπουκάλια μέσα στούς θάμνους νά ένεργούν σάν εμπρηστικό κάτοπτρο. Ό Αρχ ιμήδης. Νά πού τόν θυμήθηκα! Ή μνήμη μου δέν είναι καί τόσο κακή. Μπά. Ποιός ξέρει γιά ποιό λόγο φτερουγίζουν ετσι συνεχ ώς. Γ ιά έντομα; Έκείνη ή μέλισσα τήν περασμένη εβδομάδα μπήκε στό δωμάτιο κι έπαιζε μέ τή σκιά της στό ταβάνι. ’Ίσως νά ήταν έκείνη πού μέ τσίμπησε καί είχ ε έπιστρέψει γιά νά δει. Καί τά πουλιά δέν ξέρεις ποτέ τί λένε. Κουτσομπολιό σάν τό δικό μας. Καί λέει αύτή καί λέει εκείνος. Κουράγιο πού τό έχ ουν, νά διασχ ίζουν μπρός πίσω τόν ώκεανό! Πολλά θά πρέπει νά βρίσκουν τό θάνατο στίς θύελλες, στά τηλεγραφικά σύρματα. Άλλά καί οί ναυτικοί κάνουν τρομερή ζωή. Αύτά τά τέρατα, τά ποντοπόρα καράβια, πού παλεύουν μέσα στό σκοτάδι, βελάζοντας σάν θαλάσσιοι ελέφαντες. Faugh a ballagh. ’Έξω, άνάθεμά σας! ’Άλλοι σέ σκάφη μ’ ενα πανί σάν μαντήλι, χ οροπηδούν πάνω στά
κύματα σάν φελλοί, όταν άγριεύουν οί άνεμοι. Καί άπό πάνω νά είναι καί παντρεμένοι. Κάποτε λείπουν χ ρόνια, στήν άλλην άκρη τής γής. Στήν πραγματικότητα, δέν ύπάρχ ει άκρη γιατί ή γή είναι στρογγυλή. Λένε ότι έχ ουν μιά σύζυγο σέ κάθε λιμάνι. Θά πρέπει νά είναι άδάμας άρετής γιά νά παραμένει πιστή στόν Τζώννυ της μέχ ρι αύτός νά γυρίσει. ’Άν γυρίσει ποτέ. Μυρίζοντας τά στενοσόκακα τών λιμανιών. Πώς μπορούν ν’ άγαπούν τή θάλασσα; Κι όμως τήν άγαπούν. Σηκώνουν τήν άγκυρα. Καί νά τος, φεύγει νά θαλασσοδαρθεί μ’ ενα ώμοφόριο ή ενα φυλαχ τό πάνω του, γιά νά τού φέρνει τύχ η. Γιατί όχ ι; Καί τά τέφιλιμ, όχ ι, πώς τά λέγανε εκείνα τά πράματα, πού ο πατέρας τού καημένου τού μπαμπά ειχ ε πισω απο τήν πόρτα του γιά νά τ’ άγγίζουν. Αύτοί πού μάς οδήγησαν στήν έξοδο άπό τή χ ώρα τής Αίγύπτου γιά νά μπούμε στόν οικο τής δουλείας. Υπάρχ ει κάτι σ’ ολες αύτές τίς δεισιδαιμονίες, επειδή ξεκινάς καί δέν ξέρεις ποτέ τί κινδύνους θά άντιμετωπίσεις. Γαντζωμένος σέ μιά σανίδα, ή καβάλλα σέ κάποιο κατάρτι γιά νά γλιτώσει, μ’ ενα σωσίβιο στή μέση, καταπίνοντας αλμυρό νερό, κι αύτό είναι τό τέλος τής άφεντιάς του, μέχ ρι νά τόν παραλάβουν ot καρχ αρίες. ’Άραγε υποφέρουν ποτέ άπό ναυτία τά ψάρια; ‘Ύστερα άπ’ αύτό επέρχ εται μιά θαυμάσια γαλήνη, δίχ ως ενα συννεφάκι, ή θάλασσα λάδι, ειρηνική, τό πλήρωμα καί τό φορτίο συντρίμμια στήν κοιλιά τού μπαρμπα-.Ποσειδώνα. Καί τό φεγγάρι κοιτάζει άπό ψηλά. Δέν φταίω έγώ, γερο-κομπασμένε. Μιά τελευταία ρουκέτα, άπό τό πανηγύρι Μάιρους, περιπλανήθηκε στόν ούρανό, εις άναζήτησιν κεφαλαίων γιά τό νοσοκομείο Μέρσερ, κι έσκασε απλώνοντας ενα τσαμπί μαβιά άστρα, εκτός άπό ενα λευκό. Μετεωρίστηκαν, άρχ ισαν νά πέφτουν, έσβησαν. Ή ώρα τού βοσκού, ή ώρα τής περίπτυξης, ή ώρα τών δρκων. Σημαίνοντας τό πάντα εύπρόσδεκτο διπλό κτύπημά του, άπό σπίτι σέ σπίτι, νά τος ό ταχ υδρόμος τών εννιά, μέ τό ήλεκτρικό του φανάρι σάν πυγολαμπίδα στή ζώνη, λαμπυρίζει έδώ κι έκεί μέσα στούς δάφνινους φράχ τες. Καί άνάμεσα στά πέντε δεντράκια τής όδού Λήχ υ τό ύψωμένο κοντάρι άπό τά φωτισμένα παραπετάσματα τών παράθυρων, εξω άπό τούς συμμετρικούς κήπους, μιά διαπεραστική φωνή φώναξε καί άντήχ ησε:Εσπερινός Τηλέγραφος, τελευταίο παράρτημα! Τά αποτελέσματα τού ιπποδρόμου, τό Χρυσό Κύπελλο! Καί άπό τήν πόρτα τού σπιτιού τού Ντίγκναμ ενα άγόρι ετρεξε καί φώναξε. Ή νυχ τερίδα πέταξε έδώ κι έκεί, τσιρίζοντας. Άπό πέρα μακριά, πάνω στήν άμμο, πλησίασε ερποντας ό άφρός τών κυμάτων, γκρίζος. Ό λόφος Χάουθ ετοιμαζόταν γιά ύπνο, κουρασμένος άπό τίς μεγάλες ήμέρες, άπό τά ροδόδεντρα γιάμ γιάμ (γερνάει) κι ένιωθε μέ ικανοποίηση τή νυχ τερινή αύρα νά τού άνακατώνει τήν γούνα του άπό φτέρες. Πλαγιάζει, όμως κρατάει ξάγρυπνος ενα κόκκινο μάτι, άνασαίνοντας βαθειά κι άργά, νυσταγμένος άλλά ξύπνιος. Κι έκεί κάτω αναβόσβηνε ό πλωτός φάρος τού Κίς, κλείνοντας τό μάτι στόν κ. Μπλούμ. Ζωή πού κάνουν κι αύτοί οί άνθρωποι, κολλημένοι στό ιδιο σημείο. Διεύθυνσις φάρων τής ’Ιρλανδίας. Τιμωρία γιά τά κρίματά τους. Καί οί άκτοφύλακες. Ρουκέτες, έκτοξευτές καλωδίων διασώσεως καί ναυαγοσωστικά. Τήν ήμέρα πού κάναμε κρουαζιέρα μέ τό καράβι Ό Βασιλιάς τού ’Έριν τούς ρίξαμε τό σάκκο μέ τίς παλιές εφημερίδες. Οί άρκούδες τού Ζωολογικού κήπου στό λαγούμι τους. Ρυπαρό ταξίδι. Μεθυσμένοι πού βγάζουν τά συκώτια τους. Ξερνοβολάνε πάνω άπό τήν κουπαστή γιά νά ταισουν τίς ρέγγες. Ναυτία. Καί οί γυναίκες, φόβος Κυρίου στά πρόσωπά τους. Ούτε ίχ νος φόβου στή Μίλλυ. “Ολο γελάκια, μέ τήν γαλάζια της εσάρπα ν’ άνεμίζει. Σ’ αύτή τήν ήλικία δέν ξέρουν τί είναι θάνατος. Καί υστέρα τά στομάχ ια τους είναι καθαρά. “Ομως φοβούνται μή χ αθούν. ‘Όταν κρυφτήκαμε πίσω άπό τό δέντρο στό Κράμνλιν. Έγώ δέν ήθελα νά. Μαμά! Μαμά! Τά παιδάκια μέσα στό δάσος. Έξ άλλου τά τρομάζαμε καί μέ τίς μάσκες. Καί όταν τά πετούσαμε ψηλά στόν άέρα γιά νά τά πιάσουμε. Θά σέ σκοτώσω. Μήπως ολο αύτό είναι
περισσότερο σοβαρό; ’Ή τά παιδιά πού παίζουν πόλεμο. Μέ τί πάθος! Πώς μπορούν οί άνθρωποι νά σημαδεύουν ό ενας τόν άλλον μέ τά οπλα; Μερικές φορές εκπυρσοκροτούν. Τά καημένα τά παιδιά. Μόνοι μπελάδες τους, ή οστρακιά καί τά εξανθήματα. Τής είχ α άγοράσει καθαρκτικό άπό καλομέλανα. Συνήλθε κι υστέρα άποκοιμήθηκε δίπλα στή Μόλλυ. Τά δόντια τους μοιάζουν πάρα πολύ. Τί άγαπούν; “Εναν άλλον έαυτό τους. “Ομως τό πρωί τήν κυνηγούσε μέ τήν ομπρέλα. ’Ίσως τό εκανε γιά νά μή τής κάνει κακό. ’Έπιανα τό σφυγμό της. ’Έκανε τάκ τάκ. ’’Ηταν ενα τόσο δά χ εράκι, τώρα μεγάλωσε. ’Αγαπημένε μου μπαμπάκα. “Ολα αύτά τά λέει τό χ έρι, μόλις τό αγγίξεις. Τής άρεσε νά μετράει τά κουμπιά τού γιλέκου μου. Θυμάμαι τό πρώτο της σουτιέν. ’Έβαλα τά γέλια, όταν τήν είδα. Βυζάκια πού μόλις άρχ ιζαν νά γεννιούνται. Τό άριστερό νομίζω ότι είναι πιό εύαίσθητο. Τό ίδιο καί τό δικό μου. Πιό κοντά στήν καρδιά. Παραγεμίζουν τό σουτιέν τους, όταν τά μεγάλα στήθια είναι στή μόδα. Οί πόνοι άνάπτυξης στή διάρκεια τής νύχ τας, τότε πού μέ φώναζε καί μέ ξυπνούσε. Τρόμαξε όταν πρωτοέγινε γυναίκα. Καημένη μικρή! Παράξενη στιγμή, άκόμα καί γιά τή μητέρα. Τήν ξαναφέρνει πίσω στά κοριτσίστικά της χ ρόνια. Γιβραλτάρ. Νά κοιτάζει άπό τήν Μπουένα Βίστα. ’Από τόν πύργο Ο’Χάρα. Τά θαλασσοπούλια πού έσκουζαν. Ό γερο-πίθηκος τής Μπαρμπαριάς πού κατάπιε ολη του τήν οικογένεια. Ηλιοβασίλεμα, ή κανονιά πού ρίχ νανε, σινιάλο γιά νά περάσουν οί άντρες τά σύνορα. Κοιτάζοντας πέρα, πάνω άπό τή θάλασσα, μού είπε τό ναί. “Ενα βράδυ σάν αύτό, άλλά ξάστερο, δίχ ως σύννεφα. Πίστευα πάντα ότι θά παντρευόμουνα εναν λόρδο ή εναν εύπατρίδη μέ ιδιόκτητη θαλαμηγό. Buenas noches, senorita. El hombre ama la muchacha hermosa. Γιατί εμένα; Επειδή είσαι τόσο διαφορετικός άπό τούς άλλους. “Ωστόσο, δέν θά μείνω έδώ κολλημένος σάν πεταλίδα, ολη τή νύχ τα. Αύτός ό καιρός σέ άποβλακώνει. Θά πρέπει νά κοντεύει έννιά, άν κρίνω άπό τό φώς. Εμπρός γιά τό σπίτι. Πολύ άργά γιά τήν παράσταση τής Λείας, ή τού Κρίνου τού Κιλλάρνεύ. Οχ ι. Μπορεί νά μήν εχ ει ξαπλώσει άκόμα. Θά περάσω άπό τό νοσοκομείο γιά νά δώ. Ελπίζω νά έχ ει ελευθερωθεί. Σήμερα ήταν μιά άτέλειωτη ήμέρα.Ή Μάρθα, τό λουτρό, ή κηδεία, ό οίκος κλειδιών, τό μουσείο μ’ έκείνες τίς θεές, τό τραγούδι τού Ντένταλους. Κι υστέρα αύτός ό δαιμονισμένος στού Μπάρνεύ Κιέρναν. Τόν κόλλησα στόν τοίχ ο. Μεθυσμένοι άπεραντολόγοι. Αύτό πού τού είπα γιά τό Θεό του τόν εκανε νά πονέσει. Είναι λάθος ν’ άνταποδίδεις τό χ τύπημα. “Ομως, τότε. ’Όχ ι. θά επρεπε νά ντρέπονται και νά πηγαίνουν σπίτι τους γιά υπνο. Τούς αρέσει πάντα νά τά πίνουν παρέα. Φοβούνται τή μοναξιά, σάν παιδάκια δύο χ ρονών. “Ας ύποθέσουμε ότι μέ χ τυπούσε. Δές το άπό τή δική του άποψη. Δέν φαίνεται πιά τόσο κακό. ’Ίσως δέν είχ ε σκοπό νά μέ πονέσει. Τρείς φορές ζήτω τό Ισραήλ. Τρείς φορές ζήτω ή κουνιάδα πού τήν καταχ έριζε παντού, μέ τά τρία δόντια στό στόμα της. ’Ίδιο είδος ομορφιάς. Χαριτωμένη συνοδός γιά νά τήν συνοδέψεις σέ τσάι. Ή άδερφή τής συζύγου τού άγριάνθρωπου άπό τή Βόρνεο, άρτι άφιχ θείσα είς τήν πόλιν μας. Νά τήν φανταστείς στό πρωινό μισόφωτο, πλάι σου. Ό καθένας μέ τά γούστα του, ελεγε ό Μόρρις, φιλώντας τήν άγελάδα του. ‘Όμως, αύτή ή επίσκεψη στού Ντίγκναμ μέ ξέκαμε. Είναι τόσο καταθλιπτικά τά σπίτια πού πενθούν, επειδή ποτέ δέν ξέρεις τί. Τό βέβαιο είναι ότι εχ ει άνάγκη χ ρημάτων. Θά πρέπει νά περάσω, οπως τό ύποσχ έθηκα, άπό τήν άσφαλιστική εταιρεία Οί χ ήρες τής Σκωτίας. Παράξενη ονομασία. Τό θεωρούν φυσικό ότι εμείς οι άντρες θά τά τινάξουμε πρώτοι. Τή Δευτέρα ήταν πού μέ κοίταζε έκείνη ή χ ήρα, εξω άπό τού Κράμερ; ’Έθαψε τόν καημένο τόν άντρα της, άλλά, δόξα τώ Θεώ, τά καταφέρνει μιά χ αρά μέ τά χ ρήματα τής άσφάλειας. Ό οβολός τής χ ήρας. ’Έ, λοιπόν, τί; Τί θέλετε νά κάνει; Πρέπει νά τά βγάλει πέρα μέ τά μέσα πού διαθέτει. Μού είναι οδυνηρό νά βλέπω εναν χ ήρο. Φαίνεται τόσο θλιβερός. Ό φουκαράς ό Ο’Κόννορ, πού ή γυναίκα του καί τά πέντε παιδιά του δηλητηριάστηκαν άπό μύδια.
Τά άπόβλητα. ’Απελπισμένος. ’Έχ ει άνάγκη άπό μιά δυναμική γυναίκα μ’ ενα καπελάκι σάν τέτζερη γιά νά τόν νταντεύει. Αύτή παίρνει στά χ έρια τό πηδάλιο, μέ μιά φάτσα σάν πιατέλα καί μιά μεγάλη ποδιά. Γυναικείες κυλότες άπό γκρίζα φανέλα, τρία σελλίνια τό ζεύγος, εξαιρετική εύκαιρία. Ή άσχ ημη άγαπημένη παραμένει πάντα άγαπημένη, λένε. ’Άσχ ημη, καμιά γυναίκα δέν πιστεύει ότι είναι πραγματικά. Ν’ άγαπάς, νά κοροίδεύεις καί νά είσαι όμορφη, γιατί αύριο θά πεθάνεις. Τόν βλέπω μερικές φορές νά περιφέρεται, προσπαθώντας νάβρει ποιός τού σκάρωσε αύτή τή δουλειά. Φά. Τήν. Φά’ την. ΤΗταν γραφτό. Αύτός, όχ ι έγώ. Συχ νά τό ίδιο πρόσεξα σ’ ενα κατάστημα. Θά ελεγε κανείς ότι τόν κυνηγάει κάποια κατάρα. Χθές τή νύχ τα ονειρευόμουνα; Στάσου. Κάτι συγκεχ υμένο. ‘Ότι φορούσε κόκκινες παντούφλες. Τούρκικες. Φορούσε παντελόνια. ‘Υποθέτω ότι πράγματι τά φοράει. Μήπως, θά ήθελα νά φοράει πυτζάμες; Ό διάολος νά μέ πάρει άν ξέρω τί νά άπαντήσω. Ό Ναννέττι εφυγε. Μέ τό πλοίο τού ταχ υδρομείου. Τώρα θά φτάνει στό Χόλλυχ εντ. Πρέπει νά σιγουρέψω αύτή τή διαφήμιση τού Κλειδή. Νά ψήσω τόν Χάινς καί τόν Κρώφορντ. Μεσοφόρι γιά τή Μόλλυ. ’Έχ ει μέ τί νά τό γεμίσει. Τί είναι αύτό. ’Ίσως νά είναι χ ρήματα. Ό κ. Μπλούμ έσκυψε καί άναποδογύρισε ενα χ αρτί πάνω στήν παραλία. Τό έφερε κοντά στά μάτια του καί δοκίμασε νά τό διαβάσει. Γ ράμμα; `Όχ ι. Αδύνατο νά τό διαβάσει. Καλύτερα νά πηγαίνω. Καλύτερα. Είμαι κουρά-σμένος γιά νά κάνω βόλτες. Μιά σελίδα άπό παλιό τετράδιο. ‘Όλες αύτές οι λακκούβες καί τά χ αλίκια. Ποιός θά μπορούσε νά τά μετρήσει. Ποτέ δέν ξέρεις τί βρίσκεις. ‘Ένα μπουκάλι μέ τήν ιστορία ένός θησαυρού, πεταμένο άπό κάποιο ναυάγιο. Ταχ υδρομικά δέματα. Τά παιδιά θέλουν πάντα νά ρίχ νουν πράματα στή θάλασσα. Τήν εμπιστεύονται; ’Άρτος έπί τό πρόσωπον τού ύδατος. Αύτό τί είναι; Κομμάτι ξύλου. ’Ώχ , αύτό το θηλυκό μέ ξετίναξε. Δέν είμαι πιά καί τόσο νέος. ’Άραγε, θά ξανάρθει έδώ αύριο; Θά τήν περιμένω πάντα σέ κάποιο μέρος. Πρέπει νά ξανάρθει. Οί δολοφόνοι επιστρέφουν στό ιδιο μέρος. Έγώ θά; Ό κ. Μπλούμ χ άραξε ελαφρά μέ τό μπαστούνι του τήν παχ ειά άμμο στά πόδια του. Θά τής γράψω ενα μήνυμα. Μπορεί νά διατηρηθεί. Τί; ΕΓΩ. Αύριο κάποιο πλατύ πόδι θά πατήσει επάνω. Περιττό, έξάλλου. Τό νερό θά τό έσβηνε. Ή παλίρροια φέρνει τά νερά μέχ ρι έδώ, στή λακούβα πού κοντά ήταν τό πόδι της. Σκύβω άπάνω καί βλέπω τό πρόσωπό μου, σκοτεινός καθρέφτης, φυσάω κι αύτή άναταράζεται. ‘Όλοι αύτοί οί βράχ οι έχ ουν γραμμές καί ούλές καί γράμματα. ’Ώ, εκείνες οί διάφανες κάλτσες! ’Άλλωστε, δέν ξέρουν. Ποιά είναι ή έννοια αύτής τής άλλης λέξης; Σάς άποκάλεσα άτακτο παιδί, έπειδή δέν μού άρέσει αύτή ή. ΕΙΜΑΙ. Δέν εχ ει μέρος νά γράψεις. Παράτα τα. Ό κ. Μπλούμ έσβησε τά γράμματα μέ τό άργό του πέλμα. Απελπιστικό πράμα ή άμμος. Τίποτα δέν φυτρώνει πάνω της. ‘Όλα μαραίνονται. Δέν υπάρχ ει φόβος νά έρθουν έδώ πάνω μεγάλα σκάφη. Εκτός άπό τίς μαούνες τού Γκίννεςς. Ό γύρος τού Κίς σέ όγδοήντα ήμέρες. ’Έγινε κατά τό ήμισυ άπό πρόθεση.
Πέταξε πέρα τήν ξύλινη γραφίδα του. Τό ραβδί βυθίστηκε στήν άμμο ολόρθο. Μιά ολόκληρη έβδομάδα νά παιδευόσουνα νά τό φυτέψεις ετσι, δέν θά μπορούσες νά τά καταφέρεις. Σύμπτωση. Δέν θά ξαναειδωθούμε ποτέ. ‘Όμως αύτή ή συνάντηση ήταν άκρως ήδονική. Αντίο, άγαπημένη. Εύχ αριστώ. Μ’ έκαμες νά νιώσω τόσο νέος. ’Άν μπορούσα τώρα νά πάρω εναν υπνάκο. Θά κοντεύει εννιά. Τό πλοίο τού Λίβερπουλ έφυγε έδώ καί ώρα. Ούτε ό καπνός του φαίνεται πιά. ’Άς κάμει κι αύτή τό ιδιο. Τό εκαμε. Καί τό Μπέλφαστ. Δέν θά πάω. Μιά τρεχ άλα μέχ ρι έκεί καί ξανά τρεχ άλα πίσω μέσω ’Ίννις. ’Άσ’ τον. ’Άς κλείσω μιά στιγμή τά μάτια. Δέν θά κοιμηθώ έντελώς. Νά ονειροπολήσω; Ποτέ δέν βλέπεις τό ιδιο άκριβώς όνειρο. Πάλι ή νυχ τερίδα. Δέν είναι επικίνδυνη. Μόνο γιά λίγο. ’Ώ, γλυκειά άγάπη, είδα ολο τό μικρό σου κοριτσίστικο άπό κάτω, βρώμικη διχ αλωτή ζώνη, μ’ έσπρωξε νά κάνω έρωτα πού κολλάει, έμείς οί δυό, άτακτα παιδιά, ή Γκρέις Ντάρλινγκ, έκείνη, έκείνος, τό κρεβάτι, μέ τήν ψυχ ή σου έσύ, δαντέλλες γιά τόν Ραούλ, γιά νά άρωματίσετε τά μαύρα μαλλιά τής γυναίκας σας, τά χ υμώδη θέλγητρά της, senorita, νεανικά μάτια, ό Μάλβεύ, πλούσια χ ρόνια, όνειρα, επιστροφή, μέσα στό δρομάκι, ’Άτζενταθ, ή μικρή μου ελαφίνα μού έδειξε τό άποτέτοιο της, τόν επόμενο χ ρόνο μέσα στήν κυλότα της, επιστροφή τόν επόμενό της, τόν επόμενό της, τόν επόμενό της. Μιά νυχ τερίδα πετάει. Έδώ. Έκεί. Έδώ. Μακριά μέσα στό σούρουπο μιά καμπάνα σημαίνει. Ό κ. Μπλούμ μέ τό στόμα ανοιχ τό, τό αριστερό του παπούτσι βυθισμένο λοξά στήν αμμο, παραδόθηκε, βαριανασαίνοντας. Μόνο γιά λίγο. Κούκου. Κούκου. Κούκου. Πάνω στό τζάκι τού πρεσβυτερίου τό ρολόι σήμανε, ένώ ό έφημέριος Ο’ Χάνλον καί ό πατήρ Κόνρού καί ό αίδεσιμώτατος Τζών Χιούς, τού Τάγματος τών ’Ιησουιτών, έπαιρναν τό τσάι τους μέ ψωμί σόδας και βούτυρο, μέ αρνίσια παιδάκια τηγανητά μέ σάλτσα, συζητώντας γιά Κούκου. Κούκου. Κούκου. Γιατί ήταν ενα μικρό καναρίνι ρίνι πού έβγαινε άπό τό σπιτάκι του γιά νά πει τήν ώρα καί ή Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ τό είχ ε προσέξει, τήν φορά πού είχ ε ερθει, επειδή δέν ήταν δά καί καμιά κοιμισμένη γιά νά μή δει ενα τέτοιο πράμα, ή Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ, καί πρόσεξε άμέσως ότι εκείνος ό ξένος κύριος πού καθόταν έκεί στούς βράχ ους καί τήν κοίταζε ήταν Κούκου. Κούκου. Κούκου.
14. ΒΟΔΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΝΤΕΖΙΛ ΧΟΛΛΕΣ EAMUS. Ντέζιλ Χόλλες Εamus. Ντέζιλ Χόλλες Eamus. Χόρχ ορν, πάμφωτε Θεέ, ανάλαφρε Θεέ, πέμψον ήμίν γονιμότητα καί καρπόν κοιλίας. Χόρχ ορν, πάμφωτε Θεέ, ανάλαφρε Θεέ, πέμψον ήμίν γονιμότητα καί καρπόν κοιλίας. Χόρχ ορν, πάμφωτε Θεέ, ανάλαφρε Θεέ, πέμψον ήμίν γονιμότητα καί καρπόν κοιλίας. Όπαλάκια, άγορίνα μου, όπαλάκια! Όπαλάκια, άγορίνα μου, όπαλάκια! Όπαλάκια, άγορίνα μου, όπαλάκια! Παγκοσμίως θεωρείται άμβλυμένη ή οξύνοια τού άτόμου ή άφορώσα εις τά ζητήματα έκείνα τά θεωρούμενα ύπό τών προικισμένων διά σοφίας θνητών ώς τά πλέον πρόσφορα πρός μελέτην όταν άγνοεί όσα οί εμβριθέστεροι περί τό δόγμα άξιοι δέ σεβασμού καθ’ ότι κεκοσμημένοι δι’ άνωτέρου πνεύματος ύποστηρίζουν πάντοτε ότε όμοφώνως διαβεβαιούν ότι τούτων ούτως έχ όντων εις ούδεμίαν εξωτερικήν λαμπρότητα στηρίζεται άποτελεσματικότερον ή εύημερία τού έθνους είμή εις τό γεγονός τής καταμετρήσεως τού επιπέδου εις ό δύναται νά άχ θη τό ύψος τής φροντίδος διά τήν πολλαπλασιαζομένην τούτου συνέχ ισιν άπουσιάζοντος δέ τού προπατορικού αμαρτήματος παρούσης δέ εύτυχ ώς τής φροντίδος αυτη συνιστα τήν πλέον βεβαίαν άπόδειξιν τής άφθάρτου εύεργετικότητος τής παντοδυνάμου φύσεως. Διότι τίς ήθελεν έσται έκείνος όστις άποκτήσας ποιάν τινα άντίληψιν γνώσεως δέν εχ ει συνειδητοποιήσει ότι ή εξωτερική ταύτη λαμπρότης δύναται νά έπικαλύπτη έτέραν βορβορώδη άγουσαν πρός τήν κατιούσαν πραγματικότητα ή καί άντιθέτως ποιος είναι τόσον άπαίδευτος ώστε νά μήν άντιλαμβάνεται ότι ούδεμία εύλογία τής φύσεως δύναται νά άντιστρατευθή τήν εύεργεσίαν τού πολλαπλασιασμού καί συνεπώς πας πολίτης διαθετών συναίσθησιν τών καθηκόντων του οφείλει οπως προτρέπη καί συμβουλεύη τούς όμοιους αύτού καί οπως άγωνιά μήπως ό,τι τό έθνος ήρχ ισεν κατά τό παρελθόν τόσον ύπερόχ ως δέν θά συμπληρωθή έν τώ μέλλοντι διά τής αύτής ύπεροχ ής έάν άπρεπείς πρακτικαί διασύρωσιν βαθμηδόν τά άξια σεβασμού πατροπαράδοτα έθιμα εις επίπεδον τόσον χ αμηλόν ώστε νά καθίσταται υπερβολική ή τόλμη εκείνου όστις θά είχ εν τό θάρρος οπως έξεγερθή ίνα διαβεβαιώση ότι δέν ύπάρχ ει πλέον άποτρόπαιον έγκλημα άπό τού νά καταδικάση τις είς λησμοσύνην τό εύαγγέλιον τούτο εντολήν όμού καί ύπόσχ εσιν οπερ πρός άπαντας τούς θνητούς διά τής προφητείας τής άφθονίας ή τής άπειλής τού εκπεσμού έξεθείασεν πάντοτε άμετακλήτως τήν έπαναλαμβανομένην ταύτην τεκνοποιητικήν λειτουργίαν; Ώς έκ τούτου αύτός είναι ό λόγος διά τήν έκ μέρους ήμών άποφυγήν διατυπώσεως οίασδήποτε έκπλήξεως διά τό γεγονός, τό άναφερόμενον ύπό τών άριστων Κελτών ιστορικών, τών θαυμαζόντων πάν ό,τι ήτο έκ φύσεως θαυμαστόν, οτι ή ιατρική τέχ νη έτιμάτο είς υψιστον βαθμόν. ’Άς μή άναφερθώμεν είς τούς ξενώνας, τά λεπροκομεία, τά λουτρά έφιδρώσεως, τούς τάφους κατά τάς περιόδους έπιδημίας καί είς τάς μεγαλυτέρας έξ αύτών ίατρικάς προσωπικότητας, τούς Ο’Σίελ, τούς Ο’Χίκεύ, τούς ΟΆή, τούς καταγράψαντας έπιμελώς τάς διαφόρους μεθόδους, διά τών οποίων ή άσθένεια καί αί ύποτροπαί αύτής παρεχ ώρουν τήν θέσιν των είς τήν ύγείαν, είτε έπρόκειτο περί φυματιώσεως, είτε περί διαρροίας. Είναι βέβαιον ότι είς παν κοινωνικόν εργον, φέρον τήν σφραγίδα τής σοβαρότητος, ή προετοιμασία οφείλει νά είναι άνάλογος τής σπουδαιότητος καί ώς έκ τούτου υίοθέτήθη σχ έδιον (είναι δύσκολον νά είπωμεν έάν τούτο είναι άποτέλεσμα προνοητικότητος ή ώριμωτέρας πείρας καθότι αί διιστάμεναι γνώμαι τών μέχ ρις τών ήμερών ήμών μεταγενεστέρων έρευνητών δέν συμφωνούσιν άρκούντως, είς τρόπον ώστε νά διαφωτιστή τό σημείον τούτο), συμφώνως πρός τό όποιον ή μητρότης διησφαλίζετο έκ παντός
δυσαρέστου ένδεχ ομένου μέχ ρι τοιούτου βαθμού, ώστε μερικαί φροντίδες, ών είχ εν άνάγκην ή άσθενής είς τήν κρίσιμον αύτήν διά τήν γυναίκα ώραν, όχ ι μόνον δι’ έκείνην ήτις διέθετε άφθονα τά μέσα άλλά καί δι’ οίανδήποτε ήτις πλειστάκις έστερείτο τούτων, άπεδίδοντο αύτή μετ’ εύγενούς άφοσιώσεως έναντι έξευτελιστικής άμοιβής. Λόγω τών άνωτέρω ούδέν ήτο ικανόν οπως τής έπιφέρη βλάβην διότι άπαντες οί πολίτάι είχ ον συναίσθησιν ότι άνευ γονίμων μητέρων ούδεμία ευημερία ήδύνατο νά ύπάρξη οί δέ θνητοί έξησφάλισαν τήν αιωνιότητα μέσω γενεών θείων έντολών θεωρούντες όφελος τήν γονιμότητα αύτής, οσάκις δέ έτύγχ ανε παρομοία περίπτωσις, μετέφερον τήν έγκυον δι’ οχ ήματος, έκαστος μέ πελωρίαν έπιθυμίαν είς τήν καρδίαν αύτού, ό είς προτρέπων τόν άλλον οπως δεχ θή ταύτην ώδε, τουτέστιν είς τό ύπ’ όψιν ενδιαίτημα. ’Ώ, εργον έθνους συνετού οπερ όχ ι άπλώς βλέπει άλλά άντιλαμβάνεται άξιεπαίνως έκ τών προτέρων ώς μητέραν έκείνην ήτις αίφνιδίως αισθάνεται έτοιμη οπως καταστή άντικείμενον τής φροντίδος των! Τό άγέννητον νήπιον ηύλογήθη. Τό εντός τής μήτρας έμβρυον έωρτάσθη. ‘Άπαντα τά δέοντα διά τήν περίστασιν έπράχ θησαν. Κλίνη πλαισιουμένη ύπό μαιών καί ύγιεινής τροφής άναπαυτικά καθαρώτατα σπάργανα ώς έάν είχ εν πραγματοποιηθή ήδη ή γέννησις τακτοποιημένα μετά σοφής προβλέψεως` άνευ ούδεμιάς έλλείψεως ούδενός τών απαραιτήτων φαρμάκων καί τών καταλλήλων εις τήν περίπτωσιν χ ειρουργικών εργαλείων άνευ παραλείψεως τής θεάσεως ολων τών άπεράντως τερπνών καί διασκεδαστικών θεαμάτων τών προσφερομένων εις τά πλάτη τής σφαίρας μας ώς καί εικόνων θείων καί άνθρωπίνων ών ή θέασις ύπό τών φιλοξενούμενων γυναικών εύνοεί τήν διαστολήν καί διευκολύνει τήν εξοδον πρός τόν ήλιοφώτιστον εύόμητον εύειδή οικον τών μητέρων` άμα δέ καταστή πασιφανές ότι ήγγικεν ή ώρα τής γεννήσεως είναι έπιβεβλημένον νά κατακλιθή ένταύθα μέχ ρις πέρατος τής δοκιμασίας αύτής. Ταξιδευτής τις εστη πρό τής θύρας τού οικου έπερχ ομένης ήδη τής νυκτός. Εις τόν λαόν τού ’Ισραήλ άνήκεν ό άνήρ ούτος καί έπί τής γής έπί μακρόν περιεπλανάτο. Καθαρά ανθρώπινη εύσπλαχ νία ειχ εν οδηγήσει αύτόν εις τόν οικον τούτον. Κύριος τού οικου τούτου είναι ό Α. Χόρν. Έβδομήκοντα κλίνας συντηρεί αύτόθι οπου αί γόνιμοι μητέρες προσέρχ ονται οπως κατακλιθούν εις τήν στρωμνήν καί φέρουν εις τόν κόσμον ρωμαλέους βλαστούς ώς άνήγγειλεν ό άγγελος κυρίου εις τήν Μαρίαν. ’Άγρυπνοι φύλακες κυκλοφορούν έκεί, άδελφαί ένδεδυμέναι τά λευκά διερχ όμεναι άύπνους νύκτας. Απαλύνουν πόνους καί άποδιώχ νουν πυρετούς` έντός διαστήματος δώδεκα κύκλων τής σελήνης τρεις φοράς εκατόν περιπτώσεις αντιμετώπισαν. Εύγενέσταται θεραπαινίδες τής κλίνης κατακλί’Όνται καί αύται διότι πρός χ άριν τού Χόρν τόν οικον αύτού φυλάσσουν έπιμελώς. Καθ’ ήν ώραν αυτη έφύλαττε ακούραστος, ήκουσε τόν άγαθόν ξένον ερχ όμενον καί άναπηδήσασα ήνοιξε χ άριν αύτού εύρείαν τήν πύλην. Καί ιδού, αίφνιδίως ελαμψεν ή άστραπή, ή φωτίσασα τόν ούρανόν τής ’Ιρλανδίας! Μέγας ήτο ό φόβος τής γυναικός ότι ό Θεός τής Νεμέσεως θά κατέπνιγεν σύμπασαν τήν άνθρωπότητα εις τό ύδωρ διά τάς μεγάλας αύτής άμαρτίας. Έπί τού στήθους αύτής έποίησεν τό σημείον τού Ίησού καί έν σπουδή προέτρεψεν αύτόν οπως είσέλθη καί άνεύρη καταφύγιον ύπό τήν άχ υρίνην αύτής στέγην. Καί ό άνήρ γνωρίζων ότι ή σκέψις αύτής ήτο εξαίρετος, είσήλθεν εις τόν οίκον τού Χόρν. Φοβούμενος ότι ούτος ήθελεν επιφέρει στενοχ ώριαν ίστατο κρατών τόν πίλον αύτού άνά χ είρας έντός τής μεγάλης αιθούσης τού Χόρν. Εις τήν κατοικίαν εις ήν εύρίσκετο ή φύλαξ αυτη άλλοτε ειχ εν ούτος ζήσει μετά συζύγου καί θυγατρός προσφιλεστάτης μεταγενεστέρως δέ εις γήν καί
θάλασσαν ετη εννέα ειχ εν περιπλανηθεί. Ειχ εν συναντήσει ταύτην άπαξ παρά τόν λιμενίσκον τής πόλεως καί εις τόν χ αιρετισμόν αύτής ούτος δέν ειχ εν άποκαλυφθεί. Τώρα έπεκαλείτο τήν συγγνώμην αύτής, προβάλλων δικαιολογίας άς αυτη άνεγνώριζεν ώς δικαίας ότι τό πρόσωπον οπερ ούτος ειχ εν ιδει, τό ίδικόν της, τώ έφάνη ώς τό νεανικώτερον ολων όσων ειχ εν συναντήσει. Μόλις ήκουσε τούς λόγους τούτους φώς αίφνίδιον ήστραψεν έπί τών οφθαλμών της καί ρόδα ήνθισαν έπί τών παρειών της. Καί τότε ίδούσα τήν πένθιμον αύτού ένδυμασίαν έφοβήθη κακόν μέγα. Μεθ’ ό έχ άρη ένώ πρότερον ήτο φοβισμένη. Τήν ήρώτησεν έάν είχ εν λάβει ειδήσεις άπό τόν δόκτορα Ο’Χέαρ σταλείσας έκ μακρινής άκτής καί αύτη μετά στεναγμού πλήρους θλίψεως άπεκρίθη ότι ό δόκτωρ Ο’Χέαρ είχ εν άποδημήσει είς ούρανούς. Κατεπικράθη ό άνήρ πληροφορηθείς τόν θάνατον φίλου καί τά σπλάχ να του κατέλαβεν πόνος βαρύς. Καί τότε αύτη άφηγήθη τά πάντα, θρηνούσα διά τόν χ αμόν φίλου άκόμη τόσον νέου, όμως, καίτοι ό πόνος αύτής ήτο μέγιστος, δέν διηνοήθη καν νά άμφισβητήση τήν παντοδύναμον σοφίαν τού Θεού. Καί είπεν ότι έκεινος είχ εν ώραίον καί γλυκύ θάνατον, χ άριτι θεία παρουσία ίερέως άκούσαντος τής έξομολογήσεώς του, μετά τρισάγιας Εύχ αριστίας καί τού ίερού έλαίου τού Χρίσματος είς τά μέλη του. Τότε ό άνήρ διψών νά πληροφορηθή ήρώτησεν τήν μοναχ ήν ποιον τό αίτιον τού θανάτου ου ενεκεν άπεδήμησεν ό άποθανών καί ή μοναχ ή άπεκρίθη λέγουσα ότι ούτος είχ εν άποθάνει εις τήν νήσον Μόνα προ τριετίας λόγω καρκίνου είς τήν κοιλίαν κατά τά Χριστούγεννα καί ότι αυτή έδέετο είς τόν πολυεύσπλαχ νον Θεόν οπως ή ψυχ ή αύτού έπιζήση αιωνίως. Εκείνος, μέ τόν πίλον άνά χ είρας, ήκουεν τούς θλιμμένους λόγους της καί τό βλέμμα του ήτο ώσαύτως θλιμμένον. Καί άμφότεροι παρέμεινον έπί ώραν πολλήν είς άσχ ημον κατάστασιν, ένούντες τήν άμοιβαίαν αύτών θλίψιν. Διά τόν λόγον τούτον, όίοσδήποτε θέλει είσαι, άνθρωπε, ίδε τούτο τό έσχ ατον τέλος σου, τόν θάνατον, άπαξ καί ούδείς γεννηθείς ύπό γυναικός θέλει διασωθεί, καθ’ ότι ώς έξήλθεν γυμνός έκ τής κοιλίας τής μητρός αύτού ούτω γυμνός θέλει έπιστρέψει κατά τήν έσχ άτην αύτού ώραν προκειμένου νά άναχ ωρήση ώς ήλθεν. Ό άνήρ όστις είχ εν είσέλθει είς τόν οίκον ώμίλησε τότε είς τήν νοσοκόμον καί ήρώτησε αύτήν περί τής γυναικός, ήτις έκειτο εκεί έπί τής κλίνης τού τοκετού. Ή φύλαξ άπεκρίθη ότι έπί τρείς ολοκλήρους ήμέρας αυτη κυριολεκτικώς ώδινεν καί ότι θά είχ εν δύσκολον τοκετόν, άλλά ότι εντός ολίγου ολα θά έλάμβανον τέλος. Είπεν ότι είχ εν εμπειρίαν πλήθους γυναικών κατά τήν πορείαν τού τοκετού όμως ούδέποτε είχ εν ίδει εναν τόσον οδυνηρόν όσον τής γυναικός ταύτης. ’Ακολούθως άφηγήθη τά πάντα είς έκείνον όστις είχ εν ζήσει παλαιότερον εντός τού οίκου τούτου. Ό άνήρ ετεινεν εύήκοον ούς είς τούς λόγους της εντυπωσιαζόμενος λίαν μέ τούς πόνους τής μητρότητος καί θαυμάζων τό πρόσωπόν της τόσον νεανικόν διά πάντα άνδραν όστις τήν έβλεπεν καίτοι αυτη είχ εν παραμείνει έπί τόσα ετη άπλώς θεραπαινίς. Εννέα φοράς δώδεκα ή ρύσις τού αίματος έπιπλήττουσα τήν ατεκνίαν αύτής. Καί διαρκούσης τής συνομιλίας των ήνοιξεν ή θύρα τού πύργου καί έφτασεν μέχ ρις αύτών όχ λώδης θόρυβος άνθρώπων πολλών, καθημένων περί τήν τράπεζαν. Καί ήλθεν πρός τό μέρος των μαθητευόμενος ιππότης ούτινος ή ονομασία ήτο Ντίξον. Καί ό ταξιδιώτης Λεοπόλδος ήτο φίλος αύτού έκπαλαι ότε τύχ η αγαθή εύρέθησαν όμού εις τόν οικον τής εύσπλαχ νίας οπου διέμενεν ό μαθητευόμενος ιππότης επειδή ό ταξιδιώτης Λεοπόλδος ειχ εν μεταβεί έκεί άναζητών ιασιν τρωθείς κατά τό στήθος καί διατρηθείς ύπό τής λόγχ ης τρομερού καί φοβερού δράκοντος, ύποβαλλόμενος εκτοτε εις θεραπείαν διά πτητικού άλατος καί χ ρίσματος μέχ ρι πλήρους άποκαταστάσεως τής ύγείας του. Καί τώρα ελεγεν αύτώ ότι ώφειλε οπως είσέλθη εις τόν πύργον
ινα άπολαύση τήν συντροφιάν τών ευρισκομένων έντός. Καί ό ταξιδιώτης Λεοπόλδος ελεγεν ότι ώφειλε οπως μεταβή άλλαχ ού καθ’ ότι ήτο άνθρωπος πανούργος καί δόλιος. Τής αύτής γνώμης ήτο καί ή κυρία ψέξασα καί αύτή τόν μαθητευόμενον ιππότην καίτοι ήτο βεβαία ότι ό ταξιδιώτης έψεύδετο λόγω τής πανουργίας του. ‘Όμως ό μαθητευόμενος ιππότης δέν έδέχ ετο τήν άρνησίν του μή ύπακούων εις τήν κυρίαν ούδέ εις άμφοτέρους τούς έναντιουμένους εις τήν έπιθυμίαν του είπών πόσον θαυμάσιος ήτο ό πύργος ούτος. Καί ό ταξιδιώτης Λεοπόλδος είσήλθεν εις τόν πύργον ίνα άναπαυθή επ’ ολίγον έπειδή ήσθάνετο εις τά μέλη του κόπωσιν μετά άπό τόσην οδοιπορίαν κατά τάς διαφόρους χ ώρας καί ενίοτε καί τά κυνήγια. Καί εις τόν πύργον αύτόν εύρίσκετο τράπεζα έκ ξύλου φινλανδικής σημύδος, τήν οποίαν συνεκράτουν τέσσερις νάνοι αύτής τής χ ώρας μή τολμώντες νά σαλέψουν, επειδή ήσαν μαγεμένοι. Καί έπί τής τραπέζης εύρίσκοντο ξίφη καί μάχ αιραι τρομεραί, άς κατεσκεύαζον έντός μεγάλου σπηλαίου δαίμονες, οίτινες κατηργάζοντο άόκνως λεύκάς φλόγας καί συνέδεον αύτάς έπί τών κεράτων βουβάλων καί έλάφων, έξ ών ύπήρχ ε θαυμαστή άφθονία. Καί ύπήρχ εν έκεί άριθμός σκευών κατεσκευασμένων διά τής μαγείας τού Μαχ ούντ έκ θαλασσίας άμμου καί άέρος ύπό μάγου όστις φυσά έκεί δίκην κατασκευαστού πομφολύγων. Καί έπί τής τραπέζης ύπήρχ αν άντικείμενα εύειδή καί πλούσια τόσον ώστε πλουσιώτερα καί άφθονώτερα ούδείς ήδύνατο νά διανοηθή. Καί ύπήρχ εν έκεί άργυρούν σκεύος οπερ δέν ήτο δυνατόν νά άνοιγή ειμή διά μαγικού τεχ νάσματος καί τούτο περιείχ ε περιέργους άκεφάλους ίχ θύς, παρά τό γεγονός ότι κακόπιστοι άνθρωποι ύποστηρίζουν ότι τοιούτον τι είναι άδύνατον καίτοι δέ δέν τό ειδον έντούτοις τυγχ άνει άληθές. Καί οί ιχ θύες αύτοί επλεον εις έλαιώδες υδωρ μεταφερθέν έκ Πορτογαλίας ώς έκ τής λιπαρότητος ήτις ένυπάρχ ει εις τά ύγρά τών έλαιοτριβείων. Καί επίσης ήτο θαυμάσιον νά βλέπη τις εις τόν πύργον αύτόν τόν τρόπον καθ’ όν ώς διά μαγείας έξάγουν μείγμα έκ τών νεφρών τού σίτου τής Χαλδαίας ότε τή βοηθεία ώρισμένων πονηρών πνευμάτων κατοικούντων καί ένεδρευόντων έκεί ούτοι διογκούνται θαυμασίως μέχ ρι τού ύψους τεραστίου δρους. Καί διδάσκουν έκεί εις τά έρπετά οπως περιελίσσονται πέριξ ώρισμένων ύψηλών ράβδων αιτινες προβάλλουν έξερχ όμεναι τού έδάφους έκ δέ τών φολίδων τών ερπετών αύτών παρασκευάζουν ποτόν όμοιάζον πρός τό ύδρόμελι. Καί ό μαθητευόμενος ιππότης πληρώσας μέγα κύπελλον πρός χ άριν τού ευπατρίδου Λεοπόλδου τό προσέφερεν εις τούτον ώς καί εις εαυτόν ώστε ό καθείς επινεν έκ τού ιδίου αύτού κυπέλλου. Καί ό εύπατρίδης Λεοπόλδος ύψωσεν τό κύπελλον αύτού ίνα τόν εύχ αριστήση καί έπιεν μέρος τού περιεχ ομένου διότι ούδέποτε έπινεν ούδέν είδος ύδρομέλιτος εύθύς δέ παραμερίσας τούτο λίαν διακριτικώς μετέφερε τό μεγαλύτερον μέρος τού περιεχ ομένου εις τό κύπελλον τού γείτονος αύτού καί ό γείτων ούδόλως άντελήφθη τήν πανουργίαν. Καί έστάθμευσεν εις τούτον τόν πύργον μετ’ αύτών έπί τώ τέλει όλιγολέπτου άναπαύσεως. Εύλογημένος ει ό Παντοδύναμος Θεός. Εις τό διάστημα τούτο ή καλή άδελφή ιστατο παρά τήν θύραν καί παρεκάλει αύτούς είς τό όνομα τού αύθέντου καί κυρίου ήμών Ίησού Χριστού οπως περατώσουν τήν εύωχ ίαν διότι εις τόν άνω δροφον εύρίσκετο εύγενής κυρία ήτις ώδινεν, έπερχ ομένου όσονούπω τού χ ρόνου τής γεννήσεως. Ό εύπατρίδης Λεοπόλδος ήκουσε προερχ ομένην έκ τού άνω ορόφου διαπεραστικήν κραυγήν καί διηρωτήθη πόθεν προήρχ ετο ή κραυγή αυτη έκ τού νηπίου ή τής μητρός καί άπορώ, ειπεν ούτος, πού δέν τελείωσε άκόμη. Κατά τήν γνώμην μου, αύτό παρατράβηξε. Καί άντελήφθη κάποιον έντιμον κύριον καθήμενον εις τήν-αύτήν πλευράν τής τραπέζης ούτινος ή ονομασία ήτο Λένεχ αν όστις ήτο καί ό γηραιότερος οίουδήποτε ετέρου προσέτι δέ έπειδή άμφότεροι έτύγχ ανον ίππόται εις τήν αύτήν έπιχ είρησιν καί έκ τού λόγου ότι εκείνος ήτο ό γηραιότερος, ώμίλησε πρός αύτόν φιλικότατα. Έστέ βέβαιος, ειπεν αύτός, ότι πρό τής παρόδου πολλού χ ρόνου μέ τήν χ άριν τού
Θεού αύτη θά έλευθερωθή καί θά λάβη χ αράν μεγάλην έκ τού τοκετού αύτής διότι έπί μακρόν άνέμενεν. Καί ό έντιμος άνήρ όστις μόλις ειχ εν πίει είπεν: Έν άναμονή πάσης στιγμής ήτις δύναται νά είναι ή έπομένη. ’Έλαβεν ούτω τό κύπελλον οπερ εύρίσκετο ενώπιον αύτού καθ’ ότι ούδέποτε άνέμενεν οπως άπαιτήση τις, ή παρακαλέση αύτόν νά πίη καί ειπεν: ’Άς πίωμεν καί άς εύφρανθώμεν, δι’ άπάσης δέ τής δυνάμεώς του άνέκραξεν: Εις ύγείαν άμφοτέρων, ώς ύπερβαίνων πάντα ετερον κατά τήν έκπλήρωσιν τής άπολαύσεως. Καί ό εύπατρίδης Λεοπόλδος όστις ύπήρξεν ό κάλλιστος τών καλεσμένων τών παρακαθησάντων ποτέ εις αίθουσαν μελετητών ώς καί ό πλέον καλόγνωμος καί καλωσυνάτος άνήρ ό θέσας ποτέ συζυγικήν χ είραν ύπό τήν πέρδικαν προσέτι δέ καί 6 πλέον άληθής ιππότης τού κόσμου ό προσφέρας ύπηρεσίαν πρός εύγενή κυρίαν ύψωσε φιλοφρόνως τό κύπελλον αύτού. Τάς κακουχ ίας τής γυναικός μετά θαυμασμού άναλογιζόμενος. Αρμόζει τώρα οπως έν τώ μέτρω τού δυνατού όμιλήσωμεν περί αύτής τής όμηγύρεως τών συνεστιαζομένων έκεί μέ προορισμόν τήν μέθην. Κατ’ άμφοτέρας τάς πλευράς τής τραπέζης παρευρίσκετο είδος μελετητών, ήτοι ό Ντίξον ό επονομαζόμενος ό νεώτερος τής Άγίάς Μαρίας τής Έλεούσης μετά τών συντρόφων αύτού Λύντς καί Μάντεν, μελετητών τής ιατρικής, ώς και ό εντιμότατος άνήρ ό επονομαζόμενος Λένεχ αν, καί τίς Κρόθερς έξ ’Άλμπα Λόνγκα, καί ό νεαρός Στήβεν όστις εχ ων τήν όψιν μαθητευομένου εύρί-σκέτο εις τήν κεφαλήν τής τραπέζης καί ό Κοστέλλο ό φέρων τό παρανόμι Πάντς Κοστέλλο λόγω παλαιοτέρου τίνος κατορθώματος αύτού (έξ ολων δέ τούτων ό επιφυλακτικός νεαρός Στήβεν ήτο ό πλέον μεθυσμένος αίτούμενος καί αύθις άλλου ύδρομέλιτος) καί πλησίον αύτού ό καλόγνωμος εύπατρίδης Λεοπόλδος. ‘Όμως άνεμένετο ό νεαρός Μάλαχ ι διότι είχ εν ύποσχ εθεί ότι θά ήρχ ετο καί όσοι δέν τόν έγνώριζον έκακολόγουν τούτον δι` άθέτησιν τού λόγου του. Καί ό εύπατρίδης Λεοπόλδος παρεκάθητο μετ’ αύτών ών άφοσιωμένος φίλος τού εύπατρίδου Σίμωνος καί ώς έκ τούτου καί τού υίού του τού νεαρού Στήβεν, βοηθούσης δέ καί τής νωχ ελείας αύτού ήρέμει έκεί μετά τάς μακροτάτας περιπλανήσεις άπαξ καί εκείνοι προσωρινώς έστω τόν έτίμων δι’ ιδιαιτέρου τρόπου. ’Έλεος τόν σημαδεύει, πάθος τόν ώθεί νά περιπλανάται, άντιπαθεί τήν φυγήν. Διότι ούτοι ήσαν εύφυέστατοι μελετηταί. Καί ήκουε τών άφηγήσεων αύτών σχ ετικώς μέ τήν γέννησιν καί τήν δικαιοσύνην, τού νεαρού Μάντεν ύποστηρίζοντος ότι είς παρομοίαν περίπτωσιν ήτο κρίμα ν’ άποθνήσκη ή μήτηρ (επειδή ούτως είχ εν συμβεί είς τόν οίκον τού Χόρν πρό έτους έπί γυναικός έκ τής Έμπλάνης, άποδημησάσης πλέον τού κόσμου τούτου ενώ τήν προτεραίαν τού θανάτου της νύκτα οί ιατροί καί οί παρασκευασταί φαρμάκων συνεσκέπτοντο περί τού πρακτέου). Καί ελεγον ακόμη ότι αυτη ώφειλε οπως έπιζήση διότι ελεγον έν αρχ ή ή γυνή οφείλει οπως γεννά μετ’ ώδίνων, καί διά τόν λόγον τούτον όσοι ούτως έστοχ άζοντο διεβεβαίουν ότι ό νεαρός Μάντεν είχ εν όρθώς ομιλήσει αισθανόμενος τύψεις καθ’ ότι έγκατέλιπεν τήν γυναίκα αυτήν ίνα άποθάνη. Και ούκ ολίγοι μεταξύ τών οποίων καί ό νεαρός Λύντς ύποπτεύοντο ότι ό κόσμος σήμερα έκυβερνάτο διά τού χ ειρίστου τρόπου ασχ έτως δέ τού τί έπίστευεν ό απλούς λαός ούδέ οί νόμοι ούδέ οι δικασταί προσέφερον ποιάν τινα θεραπείαν. Είθε ό Θεός νά όδηγήση ήμάς είς τήν ευθείαν όδόν. Τού λόγου τούτου περατωθέντος άπαντες διά μίας φωνής άνέκραξον ούχ ί, μά τήν αγίαν ήμών Παρθένον, ήτο έπιβεβλημένον νά έπιζήση ή γυνή καί νά άποθάνη τό τέκνον. Διεξήχ θη ζωηρά συζήτησις έπί τού θέματος αύτού έρεθίζοντο δέ έναλλάξ έκ τών επιχ ειρημάτων καί τού ποτού όμως ό έντιμος Λένεχ αν ήτο πρόθυμος νά προσθέση ζύθον είς τά κύπελλα ολων μέ τόν άπώτατον σκοπόν οπως ούτοι μήν στερηθώσι τουλάχ ιστον τής εύωχ ίας. Τότε ό νεαρός Μάντεν έξέθεσεν αύτοίς ολην τήν ύπόθεσιν καί ότε προσέθεσεν ότι έκείνη άπέθανεν καί πρός χ άριν τής άγίας ήμών θρησκείας κατόπιν συμβουλής προσκυνητού ή μοναχ ού ώς καί λόγω κάποιου ταξίματος τού καλού αύτής συζύγου είς τόν “Αγιον Ούλτάν τού Άρμπαρακάν ούτος δέν έδέχ θη οπως αυτη έγκαταληφθή καί παραδώση τό πνεύμα γεγονός ου ενεκεν άπαντες κατεπικράθησαν. Είς τό
σημείον αύτό ό νεαρός Στήβεν έξέφερε τούς κατωτέρω λόγους: Οί ψίθυροι, κύριοι, συνηθίζονται μεταξύ τών λαίκών. Βρέφος καί μητέρα δοξάζουν τώρα τόν Δημιουργόν των, εκείνο μέν έκ τού ζόφου τής κολάσεως έκείνη δέ έκ τής πυράς τού καθαρτηρίου. Άλλά, δόξα τώ Ύψίστω, τί νά εί’πη τις διά τάς φυχ άς έκείνας, ας ό Θεός δραστηριοποιεί καί ημείς άποδραστηριοποιούμεν έκάστην νύκτα, ποίον είναι τό αμάρτημα κατά τού Αγίου Πνεύματος, τού Άληθούς Θεού, τού Κυρίου καί Ζωοδότου; Διότι, κύριοι, είπεν, σύντομος είναι ή ήμετέρα σαρκική λαγνεία. ’Όργανα είμεθα εκείνων τών μικρών πλασμάτων τών εύρισκομένων εντός ήμών ά ή φύσις κατευθύνει πρός σκοπούς διαφόρους τών ήμετέρων. Τότε λέγει ό Ντίξον ό νεώτερος πρός τόν Πάντς Κοστέλλο ότι γνωρίζει ποιοι είναι οί σκοποί ούτοι. ‘Όμως είχ ε πίει ύπερβολικώς καί τό καλύτερον οπερ ήδύνατό τις νά συμπεράνη έξ όσων ελεγεν ήτο ότι ούτος θά ήτίμαζε γυναίκα οίαδήποτε καί νά ήτο αυτη σύζυγος παρθένος ή παλλακίς έάν υπήρχ ε καί ή ελάχ ιστη περίπτωσις νά δώση διέξοδον είς τήν μανίαν του πρός λαγνείαν. Τότε ό Κρόθερς έξ Άλμπα Λόνγκα έψαλεν τό έγκώμιον τό συντεθέν ύπό τού νεαρού Μάλαχ ι περί τού θηρίου τού μονόκερω οπερ κατά τά χ ίλια ετη τού βίου του μόνον άπαξ άντλεί ηδονήν έκ τού κέρατος αύτού, κατά δέ τό μεσοδιάστημα τής διηγήσεως έκνευρισθείς έκ τών σκωμμάτων διά τών όποιων ούτοι τόν έχ λεύαζον καθ’ όν χ ρόνον έπεκαλειτο τήν μαρτυρίαν απάντων, ελα στόν θείο τόν Ήλία πού εχ ει ολα τά εργαλεία, έδήλου ότι ήτο ικανός νά πράξη ό,τιδήποτε είναι δυνατόν είς τήν φύσιν τού άνθρώπου. Έπ’ αύτού άπαντες έγέλα^ σαν πλήν τού.νεαρού Στήβεν καί τού εύπατρίδου Λεοπόλδου όστις ούδέποτε γελά έντόνως λόγω ίδιοτύπου διαθέσεως ήν καί δέν θά έπεθύμει νά προδώση ώς καί έκ τού λόγου ότι ήσθάνετο μεγίστην λύπην διά τήν φέρουσαν καρπόν οίαδήποτε καί άν ήτο αυτη καί οπουδήποτε καί αν έκειτο. Τότε ό νεαρός Στήβεν ώμίλησεν ύπερηφάνως περί τής μητρός Εκκλησίας, ήτις θά άπέβαλεν τούτον έκ τών κόλπων της, περί τών εκκλησιαστικών κανόνων, περί τής Λιλίθ, τής προστάτιδος τών εκτρώσεων, περί τής εγκυμοσύνης, ήτις πραγματοποιείται είς τόν άέρα έκ σπερμάτων λάμφεως ή δυνάμεως βρυκολάκων διά τής έπιθέσεως στόματος έπί στόματος, ή, ώς λέγει ό Βιργίλιος, τή έπιδράσει τής δύσεως ή τών άναθυμιάσεων τού σεληνιακού άνθους, ή οσάκις γυνή τις κατακλίνεται μετά γυναικός μετά τής οποίας ό σύζυγος αύτής μόλις είχ εν κατακλιθεί, effectu secuto, ή συμπτωματικώς είς τό λουτρόν αύτής συμφώνως πρός τήν γνώμην τού ’Αβερρόη καί τού Μωυσέως Μαίμονίδου. Είπεν έπίσης ότι πρός τό τέλος τού δευτέρου μηνός άνθρωπίνη ψυχ ή ένεφυσάτο καί ότι ή άγια μήτηρ ήμών έγκολπούτο πάνίοτε τάς ψυχ άς πρός μεγίστην δόξαν τού Θεού ένώ ή σαρκική μήτηρ ήτις’ούδέν άλλο ήτο εί μή θήλυ τι οπερ έγέννα ώς τό κτήνος ώφειλε συμφώνως πρός τούς κανόνας οπως άποθάνη διότι ούτω έπέτασεν έκείνος όστις έκράτη τήν σφραγίδα τού άλιέως, ό ίδιος αύτός ό “Αγιος Πέτρος έπί τήν πέτραν τού όποιου έθεμελιώθη ή Αγία Εκκλησία είς τούς αιώνας. Τότε ολοι αύτοί οί άνύμφευτοι ήρώτησαν τόν εύπατρίδη Λεοπόλδον έάν παρομοίως καί αύτός θά εθετεν είς κίνδυνον τήν κυοφορούσαν διακινδυνεύων μίαν ζωήν διά νά σώση μίαν άλλην. Ούτος θά έπεθύμει νά είπη σοφόν λόγον κατάλληλον δι’ ολους καί ολα, καί θέσας τήν σιαγόνα έπί τής παλάμης, ειπεν ύποκριτικώς, ώς ήτο ή συνήθεια αύτού, ότι έξ όσων έγνώριζεν τρέφων πάντοτε μεγάλην έκτίμησιν πρός τήν ιατρικήν τέχ νην, όσον τούτο ήτο δυνατόν νά πράξη ώς μή ειδικός καί συμφώνως επίσης πρός τήν ιδίαν αύτού πείραν σχ ετικώς μέ εν τόσον σπανίως παρατηρούμενον γεγονός, τούτο ήτο καλόν διότι αί γεννήσεις καί οί θάνατοι άπέφερον έξ Ισου εις τήν μητέρα Εκκλησία άρκετάς προσόδους καί διά τού τρόπου αύτού άπέφυγεν έπιδεξίως τάς ερωτήσεις των. Αύτό, μά τόν Ύψιστον, είναι καθ’ ολοκληρίαν αληθές, ειπεν ό Ντίξον, καί άν δέν κάμνω λάθος, λόγος μεστού νοήματος. Έπί τώ άκούσμαη τούτων ό νεαρός Στήβεν κατεχ άρη καί διεβεβαίωσεν ότι εκείνος όστις κλέπτει πτωχ όν δανείζει τόν Θεόν καθ’ ότι εύρίσκετο εις κατάστασιν έξάρσεως οσάκις έμέθα καί τώρα πασιφανώς εύρίσκετο εις κατάστασιν μέθης. “Ομως, ό εύπατρίδης Λεοπόλδος όργίσθη πικρώς έκ τών λόγων αύτού διότι έθλίβετο σφόδρα άπό τάς οξείας κραυγάς τών ώδινουσών γυναικών καί ένεθυμείτο τήν καλήν αύτού κυρίαν Μάριον ήτις
ετεξεν αύτώ μόνον ενα άρρεν τέκνον άποβιώσαν κατά τήν ένδεκάτην ήμέραν τής ζωής του καί ούδείς λειτουργός τής ιατρικής τέχ νης ήδυνήθη νά διασώση, τόσον σκοτεινή είναι ή ειμαρμένη. Καί έκείνη ειχ εν αισθανθεί εις τήν καρδίαν αύτής άπέραντον οδύνην δι’ αύτό τό κακόν καί προ τού ένταφιασμού τού νηπίου τό ένέδυσε μέ ζιπουνάκι έκ λεπτού έρίου, προερχ όμενον έκ τού καλυτέρου άμνού τού ποιμνίου, φοβουμένη μήπως τούτο ξεπαγιάσει έκ τού ψύχ ους (επειδή ήτο σχ εδόν ή καρδία τού χ ειμώνος) καί τώρα ό εύπατρίδης Λεοπόλδος ό μηδένα άρρενα κληρονόμον τών εργω^ αύτού διαθέτων ήτένιζεν τόν υιόν τού φίλου του καί έθλίβετο βαθέως διά τήν άπωλεσθείσαν εύτυχ ίαν λυπούμενος επειδή έστερείτο υίού μετά τόσου εύγενούς θάρρους (επειδή απαντες έθεώρουν αύτόν πεπροικισμένον μέ σταθεράς άρετάς) μή λυπούμενος όλιγώτερον διά τόν νεαρόν Στήβεν όστις εζη έν άσωτεία μέ τούς άλήτας καί διεσκόρπιζεν τά έαυτού άγαθά εις τάς πόρνας. Τήν ιδίαν σχ εδόν στιγμήν ό νεαρός Στήβεν έπλήρου τά κενά κύπελλα εις τρόπον ώστε δέν θά άπέμενεν άδιάθετον παρά έλάχ ιστον ποτόν, εί μή οί πλέον φρόνιμοι δέν ήμπόδιζον τούτον, όστις όμως έπίεζεν αύτούς μέ μεγάλην ζέσην, προσευχ όμενος δέ ύπέρ τών έπιτεύξεων τού Ποντίφηκος τούς έζήτει νά πίουν εις ύγείαν τού τοποτηρητού τού Ίησού όστις τυγχ άνει ώς ειπεν καί τοποτηρητής τού Μπραίυ. Καί τώρα, προύτεινεν, άς πίωμεν καί άς στραγγίξωμεν αύτό τό ύδρόμελι, τό όποιον ινα ειπωμεν πάσαν άλήθειαν ουδόλως είναι μέρος τού σώματος έμού άλλά τής ένσαρκωμένης ψυχ ής μου. Άς άφήσωμεν τόν άρτον εις έκείνους οιτινες μόνον έπ’ άρτω ζήσωνται. Μή εχ ετε φόβον δι’ ούδεμίαν άνάγκην διότι τούτο θά άνακουφίση ύμάς πλέον ή τό άντίθετον θέλει στενοχ ωρήση ύμάς. Κοιτάξατε έδώ. Καί εδειξεν αύτοίς άπαστράπτοντα κέρματα φόρου ύποτελείας καί χ αρτονομίσματα άξίας δύο λιρών καί δέκα έννέα σελλινίων άτινα, ώς ειπεν, ειχ εν κερδίσει έκ τής συνθέσεως άσματος. “Απαντες έθαύμασαν έπί τή θέα αύτού τού πλούτου εκεί οπου πρότερον ύπήρχ εν μεγάλη έλλειψις. Τότε ειπεν τούς ακολούθους λόγους: Μάθετε απαντες, ειπεν, ότι τά έρείπια τού χ ρόνου οικοδομούν τά ανάκτορα τής αίωνιότητος. Τί σημαίνει τούτο; Ό άνεμος τής έπιθυμίας μαραίνει τό άσπράγκαθον όμως μετά ταύτα ρόδον άνθίζει ύπό τό δένδρον τού τιμίου ξύλου τού χ ρόνου. Προσέξατέ με λοιπόν. Έντός τής μήτρας τής γυναικός ό λόγος μετεβλήθη εις σάρκα άλλά έντός τού πνεύματος τού δημιουργού κάθε διερχ ομένη σάρκα γίνεται λόγος όστις ούδέποτε θέλει άπολεσθεί. Αύτό είναι ή μεταδημιουργία. Omnis caro ad te veniet. Ούδεμία χ ωρει άμφιβολία ότι παντοδύναμον είναι τό όνομα έκείνης ήτις εφερεν έντός τής κοιλίας της τό πολύτιμον σώμα τού Λυτρωτού ήμών, τού θεραπευτού ήμών καί Ποιμένος ήμών, τής παντοδυνάμου καί σεβασμκοτάτης ήμών μητρός ήτις, ώς δικαίως λέγει ό Βερνάρδος, διαθέτει omnipotentiam deiparos supplicem, τουτέστιν παντοδυναμίαν μεσιτεύσεως, διότι αυτη είναι ή δευτέρα Εύα καί διέσωσεν ημάς, ώς παρομοίως λέγει καί ό Αύγουστίνος, ένώ έκείνη ή άλλη, ή Προμάμμη μας, μετά τής όποιας εί’μεθα δέσμιοι διά διαδοχ ικών άναστομώσεων ομφαλίων λώρων, έπώλησεν άπαντας ήμάς, σπορά, σπόρον καί φύτρα, έναντι μήλου γέμοντος πυρήνων. Άλλά τώρα έδώ έγκειται τό ολον πρόβλημα. ’Ή αυτη, ή δευτέρα εννοώ, έγνώριζεν αύτόν ώς Θεόν καί ούδέν ήτο πλέον ή δημιούργημα αύτού, vergine madre figlia di tuo figlio ή δέν τόν έγνώριζεν ώς τοιούτον οπότε εύρίσκεται εις τήν αύτήν θέσιν άρνήσεως καί άγνοιας μέ τόν Πέτρον τόν άλιέα όστις ζεί εις τόν οικον όν ώκωδόμησεν ό ’Ιάκωβος καί ώς ό ’Ιωσήφ ό ξυλουργός προστάτης τών εύτυχ ισμένων διαλύσεων ολων τών δυστυχ ισμένων γάμων parce que Μ. Leo Taxil nous a dit que qui Vavait mise dans cette fichue position c’ etait le sacre pigeon, ventre de Dieu! Entweder μετουσίωσις oder όμοουσίωσις, άλλά έν ούδεμιά περιπτώσει ούσιοποίησις. Καί απαντες έξέβαλον κραυγάς ότι οί λόγοι τούτοι ήσαν εντελώς υγιείς. Εγκυμοσύνη άνευ χ αράς, ειπεν, τοκετός άνευ ώδίνων, σώμα άνευ μαρασμού, κοιλία άνευ εγκυμοσύνης. Τούτο άς είναι τό άντικείμενον λατρείας άσελγών έμπλεων πίστεως καί ζέσεως. Ήμεις θά άντιτάξωμεν λόγους σταθερούς, προσέθεσεν.
Έπ’ αύτού ό Πάντς Κοστέλλο έκτύπησεν τόν γρόνθον του έπί τής τραπέζης καί ήθέλησε οπως άδη χ υδαίον άσμάτιον άποκαλούμενον Στάμπου Σταμπέλλα περί κόρης τήν όποιαν έφούσκωσε όμορφονιός τις εις τήν Άλλεμάνια καί ήρχ ισεν άδων Τούς πρώτους τρεις μήνες αύτή δέν ’ένιωθε χ αλά, Στάμπου, ότε αίφνιδίως ένεφανίσθη εις τόν προθάλαμον ή νοσοκόμος Κουίγκλεύ καί ειπεν αύτοίς έν θυμώ σιωπή έντροπή σας καί ύπενθύμισεν αύτοις ότι αυτη εύρίσκετο άκριβώς έκεί πρός τήρησιν τής τάξεως.μέχ ρις άφίξεως τού λόρδου ’Άντριου καί προσέθεσεν ότι ζηλοτύπως έφρόντιζεν οπως ούδεμία φασαρία άμαυρώση τήν ύπόληψιν τής ύπηρεσίας της. ΤΗτο ηλικιωμένη καί μελαγχ ολική μαία μέ σοβαράν έμφάνισιν καί χ ριστιανικόν βηματισμόν, ένδεδυμένη είς τά φαιά, χ ρώμα άρμόζον πρός τό στυφόν καί έρρυτιδωμένον πρόσωπόν της, ή δέ έπίπληξις αύτής εφερεν άποτέλεσμα διότι παρευθύς απαντες έπέπληξαν τόν Πάντς Κοστέλλο καί άπήτουν τήν τιμωρίαν αύτού τού αγροίκου άλλοι περισσότερον καί άλλοι όλιγώτερον σκληρώς απαντες δέ έπέπληξαν αύτόν, νά σέ πιάσει τεταρταίος πυρετός, σιχ αμερόν πλάσμα, νά σέ πάρει ό δαίμονας καί νά σέ σηκώσει, απόβρασμα τής κολάσεως, αποτυχ ημένε, έκτρωμα, σίχ αμα, άθλία σπορά, άπόβρασμα τών λιμένων, μπεκρόμουτρο, πού σού χ ρειάζεται φίμωτρο γιά νά μήν ξερνάς άηδίες, θεοπάλαβε, καί ό καλός Κύρ Λεοπόλδος όστις ώς έμβλημά του είχ ε τό άνθος τής γαλήνης, τήν εύγενική μαντζουράνα, ήρχ ισε παρέχ ων συμβουλάς ότι ή ώρα ταύτη ήτο ίερωτάτη καί ύπεράνω πάσης άλλης αξία σεβασμού. Ύπό τήν σκέπην τού Χόρν οφείλει οπως βασιλεύη ή άνάπαυσις. Είχ εν μόλις κοπάσει ή φιλονικία αύτη ότε ό Κύρ Ντίξον τής Μαρίας τής όδού Έκκλς, χ αμόγελών προσηνώς, ήρώτησεν τόν νεαρόν Στήβεν ποίος ήτο ό λόγος ό παρεμποδίζων αύτόν οπως ένδυθή τό σχ ήμα καί ούτος άπεκρίθη ή ύπακοή είς τήν σάρκαν, ή έγκράτεια είς τόν ζύθον καί ή άθέλητος πενία καθ’ άπάσας τάς ήμέρας τού βίου του. Ό κύριος Λένεχ αν άπήντησεν ότι είχ εν άκούσει τά λεχ θέντα περί τής φαυλότητος αύτού, καί ότι ήκουσεν νά διηγώνται ότι ό Στήβεν είχ εν συνθλίψει τόν κρίνον τής άρετής ποιας τίνος κόρης, ήτις τόν είχ εν έμπιστευθεί, πράξιν άποκαλουμένην άποπλάνησις άνηλίκου, καί άπαντες όμαδικώς ήρχ ισαν νά προπίνουν ύπέρ τής μελλούσης πατρότητος. “Ομως ούτος ρητώς έδήλωσεν ότι ή άλήθεια ήτο έντελώς άντίθετος έκείνης τήν οποίαν ούτοι ένόμιζον καθ’ ότι αύτός έτύγχ ανεν ό αιώνιος υιός καί ό έσαεί παρθένος. Έπί τώ άκούσματι τούτων ή έπιθυμία αύτών έκορυφώθη καί ύπενθύμισαν αύτώ δοα ό ίδιος είχ εν διηγηθεί αύτοίς σχ ετικώς μέ τήν περίεργον γαμήλιον τελετήν τής έκδύσεως καί διακορεύσεως τής νύμφης, ώς αύτη έπιτελείται ύπό τών ιερέων είς τήν νήσον τής Μαδαγασκάρης, τής κόρης ένδεδυμένης είς τά λευκά καί τά κίτρινα καί τού γαμβρού είς τά λευκά καί τά κρεμεζί, μετά άνημμένων λαμπάδων καί καιομένου νάρδου, έπί νυφικής παστάδος, ένώ κληρικοί έψαλλον Κύριε Έλέησον καί υμνους Ut novetur sexus omnis corporis mysterium μέχ ρι συντελέσεως τής παρθενοφθορίας. Τότε έψαλλεν θαυμασιότατον άσμάτιον περί τού υμεναίου εκείνων τών άκρως διακριτικών ποιητών τού διδασκάλου Τζών Φλέτσερ καί τού διδασκάλου Φράνσις Μπώμοντ, περιεχ όμενον είς τό εργον αύτών Τραγωδία της Παρθένου γραφέν διά παρόμοιον ερωτικόν σύμπλεγμα: Στό κρεβάτι, στό κρεβάτι, ήτο ή έπωδός καί τούτο συνοδεύετο διά καταλλήλου μουσικής ύποκρούσεως έπί παρθενίου. Γλυκύτατον καί διακριτικόν έπιθαλάμιον τής πλέον άποχ αυνωτικής άποτελεσματικότητος δι’ έρωτευμένους νεαρούς τούς οποίους συνόδευον οί εύωδιάζοντες δαυλοί τών παρανύμφων είς τό τετράποδον θέατρον τής συζυγικής κοινωνίας. Ώραίον ζεύγος, είπεν εύθύμως ό κύριος Ντίξον, όμως, άκούσατε, νεαρέ μου κύριε, θά ήτο καλύτερον ούτοι νά έλέγοντο Μπώ Μάουντ καί Λέτσερ, διότι, μά τήν πίστιν μου, έξ ένός παρομοίου ζευγαρώματος, πολλά ήδύναντο νά προέλθουν. Ό νεαρός Στήβεν είπεν οτι ναί όντως έάν ένεθυμείτο καλώς έχ ρησιμοποίουν άπό κοινού τήν ιδίαν πόρνην κατωτάτης κλάσεως καί έβολεύοντο μιά χ αρά είς τάς έρωτικάς των άπολαύσεις διότι τάς ήμέρας έκείνας τήν ζούσαν τήν ζωήν των καί τό έθος τής χ ώρας άπεδέχ ετο τούτο. ’Αγάπην μείζονα ταύτης ούδείς διαθέτει, είπεν, ώστε τήν σύζυγον αύτού νά προσφέρη ύπέρ τών φίλων. Πορεύου καί ού ποίει ομοίως. Παρομοίους λόγους, ή τού αύτού
νοήματος, έφη καί ό Ζαρατούστρα, πάλαι ποτέ βασιλικός καθηγητής τών γαλλικών γραμμάτων είς τό πανεπιστήμιον τής Όξτέιλ, καί δέν ύπήρξεν έτερος άνθρωπος είς τόν οποίον ή άνθρωπότης νά όφείλη περισσότερα. Προσεκάλεσεν ξένον έντός τού πύργου σου καί θά ίδωμεν άν θά καταλήξης είς τό δευτεροκαλύτερο κρεβάτι. Orate, fratres, pro memetipso. Καί σύμπας ό λαός θέλει είπει: ’Αμήν. Μέμνησο, ’Έριν, τών ύμετέρων γενεών καί τών ύμετέρων ήμερών τού παρελθόντος, ώς καί τού τρόπου όγ ού ήγνόησας εμέ καί τούς έμούς λόγους, καί έπέτρεψας είς ξένον οπως είσέλθη έντός τών πυλών σου, ίνα διαπράξη πορνείαν ένώπιον τών οφθαλμών μου καί ίνα παχ ύνεται καί χ αριεντίζεται ώς ό Τζεσούρουμ. Διά τόν λόγον αύτόν ήμάρτησας ένώπιον τού φωτός καί ένώπιον έμού, τού κυρίου σου, καί κατέστησάς με σκλάβον ύπηρετών. Έπέστρεφε, έπέστρεφε Κλάν Μίλλυ, μή μέ λησμονεί, ώ Μιλήσιε. “Ινα τί διέπραξας ένώπιον μου τήν βδελυγμίαν ταύτην καί άντ’ έμού προετίμησας τόν πλανόδιον πωλητήν αύτοσχ εδίων φαρμάκων, ίνα τί άπηρνήθης έμέ έναντι τού Λατίνου καί τού Ίνδού μέ τήν σκοτεινήν ομιλίαν, μεθ’ ών αί ύμέτεραι θυγατέρες κατακλίνονται πολυτελώς; “Ορα τώρα έκ τού μακρόθεν` λαέ μου, τήν γήν τής έπαγγελίας, έκ τού Άραβώθ καί τού Ναβαύ καί τού Φασγά καί έκ τού δρους Χόρνς τού Χάττεν είς γήν είς ήν ρέει χ ρήμα καί γάλα. “Ομως μέ γάλα πικρόν έξέθρεψάς με` τήν έμήν σελήνην καί τόν έμόν ήλιον κατέσβησας διά παντός! Καί διά παντός έγκατέλειψάς με μόνον είς τάς σκοτεινάς οδούς τής έμής πικρίας` καί διά φιλήματος έκ τέφρας έσφράγισας τό έμόν στόμα. Έ ζοφερότης αύτη τού έσωτερικού, έσυνέχ ισεν λέγων, δέν έφωτίσθη ύπό τού πνεύματος τής μεταφράσεως τών έβδομήκοντα, ούδέ κάν έμνημονεύθη, διότι ή έπερχ όμενη έξ υψους άνατολή ή συντρίψασα τάς θύρας τής κολάσεως έπεσκέφθη τά προεγκατεστημένα σκότη. Ή συνήθεια σμικρύνει τάς φρικαλεότητας (ώς λέγει ό Κικέρων διά τούς άγαπημένους αύτού Στωικούς) καί ό πατήρ τού ’Άμλετ ούδέν έγκαυμα επιδεικνύει είς τόν πριγκηπικόν του υιόν. Ή άδιαφάνεια κατά τήν μεσημβρίαν τής ζωής συνιστά πληγήν τής Αίγύπτου ήτις είς τάς πρό τής γεννήσεως καί τάς μετά τόν θάνατον νύκτας είναι τό άκριβέστερον αύτών ubi καί quomodo. Καί καθώς τά τέλη καί ή κατάληξις απάντων τών πραγμάτων συμφωνούν κατά κάποιον τρόπον καί μέτρον μετά τής άρχ ής καί τής καταγωγής των, ή ίδια πολλαπλή αυτη συμφωνία ήτις άρχ ομένη άπό τής γεννήσεως καί τής διαδοχ ικής άναπτύξεως συμπληροί δι’ αναδρομικής μεταμορφώσεως αύτήν τήν σμίκρυνσή και πτώσιν πρός τό τέλος συμφώνως πρός τήν έπιθυμίαν τής φύσεως, τούτ’ αύτό συμβαίνει και μέ τήν ήμετέραν υπαρξιν ύπό τόν ήλιον. Αι ήλικιωμέναι άδελφαί σύρουν ήμας εις τήν ζωήν’ θρηνουμεν, παχ υνόμεθα, άκκιζόμεθα, έναγκαλιζόμεθα, περισφίγγομεν, άποχ ωριζόμενα, συστελλόμεθα, άποθνήσκομεν’ νεκρών ήμών, έκειναι κύπτουν ύπεράνω ήμών. Διασωθέν άρχ ικώς έκ τών ύδάτων τού γερο-Νείλου, έν μέσω καλαμιώνος, κάνιστρον πεπλεγμένον έκ λυγαριας’ τελικώς λάκκος έπί τίνος δρους, κρυφία ταφή έν μέσω τών στριγγών κραυγών του γατόπαρδου καί του γυπαετου. Καί ώς ούδείς γνωρίζει τήν τοποθεσίαν του τάφου αύτού ούδέ τήν διαδικασίαν δι’ ής ουτος θέλει ένταφιασθεί ούδέ έάν εύρίσκεται εις Ταφέθ ή εις Έδέμ κατά τόν αύτόν τρόπον αγνωστα παραμένουν εις ήμας έν ή περιπτώσει θά έπιθυμούσαμεν νά άτενίσωμεν τό παρελθόν ήμών, πόθεν, έκ ποιου καί άπό πότε προερχ όμεθα. Επ’ αύτού ό Πάντς Κοστέλλο έκραύγασεν διά πάσης τής δυνάμεως αύτού τό άσμα Etienne καί μεγαλοφώνως ειπεν αύτοΤς, ιδού, ή σοφία εκτισε τόν ίδικόν της οικον, τόν άπέραντον καί μεγαλειώδη τούτον αιώνιον θόλον, τό κρυστάλλινον του Δημιουργού μέγαρον, οπου απαντα εύρίσκονται εις τελείαν τάξιν, καί μία πεντάρα δι’ έκείνον όστις ανευρίσκει τό μπιζέλι. Δίς τό παλάτι πού έστησε ό πονηρός ό Τζάκ, Δές τό άποθηκευμένο κριθάρι μές στά ξέχ ειλα σακκιά,
Σέ αύτό τό τσίρκο πού ό ΤζακΤζών εχ ει γιά στέκι. Μέγας πάταγος έξέσπασεν έδώ εις τήν οδόν, άλλοίμονον, ούρλιαξεν, έσιώπησεν. Θορυβώδης ό Θόρ εις τό άριστερόν έβρόντησεν’ οργισμένος σφοδρά ό σφυροβόλος θεός. Καί τώρα ιδού θύελλα συνταράσσει τήν καρδίαν αύτού. Καί ό νεαρός Λύντς ειπεν εις αύτόν νά προσέξη καί νά μή χ λευάζη διότι ό ίδιος ό θεός ειχ εν έξοργισθή μέ τήν ασέβειαν καί τόν παγανισμόν του. Καί έκείνος όστις τόσον ύψηλά ειχ εν έκτοξεύσει τήν πρόκλησίν του έκέρωσεν κατά τό πρόσωπον τόσον ώστε ολοι ήδυνήθησαν νά τόν παρατηρήσουν καί έζάρωσε καί ένώ πρότερον ειχ εν υψώσει τήν μύτην αύτού πρός τούς ούρανούς τώρα τήν εστρεψε πρός τήν γήν καί ή καρδία αύτού έσκίρτα έντός τού κλωβού τού στήθους του καθώς έδοκιμάζετο έκ τής ταραχ ής τής θυέλλης ταύτης. Τότε έξέφερεν λοιδορίας καί χ λευασμούς καί ό Πάντς Κοστέλλο έπέστρεψεν εις τόν ζύθον του καί ό Κύρ Λένεχ αν ώρκίζετο ότι θά επραττεν τό αύτό καί αμ’ επος άμ’ εργον, ‘Όμως έντός ολίγου ό θρασύς καυχ ησιάρης έκραύγασεν ότι έλάχ ιστα τόν ένδιέφερε αν κάποιος Μπαρμπακανείς ήτο μεθυσμένος καί δέν θά ένεπιστεύετο εις τούτον τά ήνία τής διακυβερνήσεως. Τό τελευταίον όμως έλέχ θη μόνον προκειμένου ν’ άποφύγη νά καταστή άντιληπτή ή ταραχ ή αύτού ώς ιστατο κατεπτοημένος εις τήν μεγάλην αίθουσα τού Χόρν. Καί ήπιε άπνευστί ινα έπανεύρη τό θάρρος του διότι καθ’ ολην τήν εκτασιν τού ούρανού ήκούοντο άγριοι κεραυνοί, ώστε ό Κύρ Μάντεν, ευσεβής κατά περίστασιν, τόν έσκούντησε εις τά πλευρά ότε ήκουσεν αύτόν τόν θόρυβον τής συντελείας τού κόσμου καί ό Κύρ Μπλούμ, παρά τό πλευρόν τού ύπερόπτου ειπεν εις τούτον λόγους γαληνεύσεως ινα έκβάλη έξ αύτού τόν μέγαν φόβον, έξηγών ότι έκείνο οπερ ούτος ήκουσε ήτο απλώς θόρυβος καί ή έπακολουθήσασα νεροποντή έκ τού ήλεκτρισθέντος νέφους, φαινόμενον τής φύσεως καί ούδέν πέραν τούτου. ‘Όμως, άραγε, κατηυνάσθη όντως ό φόβος τού Ύπερόπτου κατόπιν τών λόγων τού Έφησυχ αστού; Ποσώς, διότι βέλος ειχ εν ένσφηνωθεί εις τήν καρδίαν του όνομαζόμενον Πικρία τό όποιον δέν ήδύνατο νά έκριζωθή διά λόγων. Ουτω λοιπόν ούδέ τήν γαλήνην διέθετεν τού ένός ούδέ τήν εύλάβειαν τού άλλου; Ούδέ τό εν ούδέ τό άλλον εις οίον βαθμόν έπεθύμει οπως διαθέτη άμφότερα. ‘Όμως δέν έπεθύμει οπως προσπαθήση καί έπανεύρη ώς καί κατά τήν νεότητά του τήν φιάλην ‘Αγιότητα μέ τήν βοήθειαν τής όποιας έζη τότε; Άληθώς όχ ι διότι ή Θεία Χάρις δέν ήτο πλέον έκεί ώστε νά άνεύρη αύτήν τήν φιάλην. ’Ήκουσε λοιπόν εις αύτά τά αστραπόβροντα τήν φωνήν τού Θεού τού Ζωοδότου ή απλώς αύτό τό όποιον ό Έφησυχ αστής ώνόμασε θόρυβον φαινομένου; ’Ήκουσε; Διότι, τί άλλο ήδύνατο εί μή ν’ άκούση, εκτός καί άν ειχ ε φράξει τόν ακουστικόν πόρον Κατανόησις (οπερ δέν είχ ε πράξει). Διότι μέσω αύτού τού πόρου άντελήφθη ότι εύρίσκετο εις τήν χ ώραν τού Φαινομένου οπου θά πρέπει κάποια μέρα ν’ άποθάνη άφού καί αύτός ήτο ώς ολα τά λοιπά μιά έφήμερος παρουσία. Καί δέν έδέχ ετο νά άποθάνη ώς ολα τά λοιπά όντα καί νά έξαφανισθή; Κατ’ ούδένα τρόπον διενοήθη ούτε καί νά πραγματοποιήση ετι αύτάς τάς έφημέρους παρουσίας τάς όποιας οί άνδρες συνηθίζουν μέ τάς συζύγους αύτών καί τάς όποιας τό Φαινόμενον τούς υπαγορεύει νά πράττουν μέσω τού βιβλίου Νόμος. Ήγνόη παντελώς αύτήν τήν άλλην χ ώραν τήν όνομαζομένην Πιστεύσατε-είς-Έμέ, ήτις είναι ή Γή τής Επαγγελίας καί άνήκει εις τόν βασιλέα ’Απολαυστικόν καί εσεται αιωνίως έκεί οπου ούδέ θάνατος ούδέ γέννησις υπάρχ ει πλέον ούδέ γάμος ούδέ μητρότης καί οπου θά είσέλθουν μόνον όσοι έκ τών πολλών έπίστευσαν εις αύτήν; Ναί, ό Εύσεβής τού ειχ εν ομιλήσει περί τής χ ώρας αύτής καί ό Εγκρατής τού ειχ εν καταδείξει τήν οδόν άλλ’ είναι γεγονός ότι εις αύτήν τήν οδόν συνήντησεν πόρνην τινα μέ εύχ άριστον παρουσιαστικόν, ής τό όνομα ήτο Κάλλιο-‘Ένα-καί-στό-Χέρι καί τού έγύρισε τά φρένα διά τών κολακειών, δι’ ών τόν ύπεδέχ θη οπως, ώ ομορφόπαιδο έσύ, έλα λίγο κατά έδώ νά σού δείξω ενα γοητευτικό μέρος, καί επεσε έπάνω του μέ τέτοιες γαλιφιές ώστε τόν έσυρε έντός τού σπηλαίου της, τό όποιον ώνομάζετο Παρά-Δύοκαί-Καρτέρει ή, ώς άποκαλούσιν αύτό μερικοί
εύρυμαθείς, Σαρκική ’Απόλαυσις. Αύτό άκριβώς ήτο έκείνο τό όποιον άπαντα τά μέλη τής όμηγύρεως άτινα παρεκάθηντο εις τόν Οίκον τών Μητέρων έπεπόθουν δι’ ολης τής καρδίας αύτών καί άν είχ ον συναντήσει εκείνην τήν πόρνην Κάλλιο-‘Ένα-καί-στό-Χέρι (ήτις διέθετεν είς τό σώμα της ολας τάς βρωμεράς μολύνσεις καί τά τέρατα καί τόν διάβολον) θά έπραττον τά πάντα καί θά έρρίπτοντο πρός άπόκτησίν της. “Οσον διά τόν Πιστεύσατε-είς-Έμέ ελεγον ότι ούτος ούδέν ήτο πλέον μιάς φαντασιώσεως καί δέν θά ήδύναντο νά τήν συλλάβουν διότι, πρώτον, τό σπήλαιον Παρά-Δύο-καί-Καρτέρει, είς τό όποιον αυτη θά τούς παρέσυρεν, ήτο έξαιρετικώς εύτυχ ισμένον σπήλαιον καί υπήρχ αν έκεί τέσσερα μαξιλάρια φέροντα τέσσερις έπιγραφάς άναγραφούσας αυτούς τούς λόγους: Έκ τών ’Όπισθεν, Ό Είς έπί τού ’Άλλου, Μετά Συστολής, Πλαγιαστά καί, δεύτερον, διότι δέν τούς άπασχ ολούσαν έκείναι αί μαλαφράντζαι καί αί λοιπαί μολύνσεις, διότι ό Προφυλακτικός τούς είχ ε έφοδιάσει δι’ ίσχ υράς άσπίδος έξ έντέρου βοός, καί τρίτον, ότι δέν ύπήρχ εν πλέον ούδείς φόβος έκ τής Τεκνογονίας, ήτις ήτο τό πονηρόν πνεύμα, χ άρις εις τήν ιδίαν ταύτην άσπίδα τήν έπονομαζομένην Τεκνοκτόνον. ’Έτσι ολοι παράδερναν μέσα στήν τύφλα τους, ό κ. Άντιρρησίας καί ό κ. Ευσεβής κατά Περίστασιν, ό κ. Ζυθοπότης Πίθηκος, ό κ. Ψευδοέντιμος, ό κ. Μή Μού “Απτού Ντίξον, ό νεαρός Υπερόπτης καί ό κ. Συνέσιος Έφησυχ αστής. Άλλά, ώ διεφθαρμένη όμήγυρις, γελασθήκατε απαντες διότι αύτή ήτο ή φωνή τού Κυρίου ή άντηχ ήσασα έν τώ μέσω τής φοβέρας αύτού οργής ώς καί ή πανέτοιμος νά ύψωθή χ ειρ του ίνα μεταβάλη είς κόνιν τάς ψυχ άς υμών ένεκεν τών ύμετέρων βλασφημιών καί καταχ ρήσεων αίτινες άνηστρατεύονται τόν λόγον αύτού τόν φλογερώς προστάζοντα αύξάνεσθε καί πληθύνεσθε. Λοιπόν τήν Πέμπτην δεκάτην εκτην ’Ιουνίου ένώ ό Πατρ. Ντίγκναμ έκειτο έντός τού άργιλώδους χ ώματος συνεπεία άποπληξίας καί μετά μακράν ξηρασίαν, έβρεξεν, δόξα τώ Κυρίω, καί βαρκάρης τις έρχ όμενος έπί τών ύδάτων έξ άποστάσεως πεντήκοντα μιλίων μέ φορτίον τύρφης ελεγεν ότι ό σπόρος δέν έβλάστανε έπειδή ή γή έδίψα, έχ ουσα άσχ ημον χ ρώμα καί οσμήν, τόσον οί άγροί όσον καί οί βάλτοι. Άήρ άποπνικτικός καί τό χ όρτον τσουρουφλισμένον έπόθει τήν βροχ ήν έπί τόσον μακρόν διάστημα, ώστε ούδείς ένεθυμείτο παρομοίαν άνομβρίαν. Οί νεαροί βλαστοί μετέβαλον χ ρωματισμόν καταστάντες μέλανες καί είς τούς λόφους ούδέν άλλον πέραν ξηραγκάθων καί φρυγάνων ετοίμων νά λαμπαδιάσουν. Κατά πώς ελεγον, ό άγριος άνεμος τού παρελθόντος Φεβρουάριου όστις τόσον έρήμωσεν τήν χ ώραν ούδέ σημείον συγκρίσεως διέθετεν έναντι τής ξηρασίας ταύτης. “Ομως, ώς έλέχ θη, βαθμηδόν τήν εσπέραν ταύτην μετά τό ήλιοβασίλεμα, ένώ ό άνεμος έστρεφεν πρός τόν πουνέντε, καθώς πλησίαζε ή νύκτα τεράστια νέφη διογκωμένα παρουσιάσθησαν τά όποία καί έμελέτουν οί προλέγοντες τόν καιρόν, άρχ ικώς άραιά καί κατόπιν, μετά τήν δεκάτην, ήκολούθησεν άγρία άστραπή μέ μακρόσυρτον μπουμπουνητόν χ ρονικής διαρκείας ένός λεπτού, οπότε άπαντες έτρεχ αν πατείς με πατώ σε, είς άναζήτησιν προστασίας άπό τήν άχ νίζουσαν βροχ ήν, οί άνδρες προστατεύοντες τούς ψάθινους πίλους των διά τεμαχ ίων ύφάσματος ή διά τών ρινομάτρων των καί αί γυναίκες άναπη-δούσαι μέ άνασηκωμένα φορέματα εύθύς μόλις έξέσπασεν ή μπόρα. Εις τήν οδόν “Ηλυ, τήν όδό Μπάγκοτ, τήν όδό Ντιούκ, καί έκείθεν εις τό Μέρριον Γκρήν εως τήν οδόν Χόλλες, χ είμαρρος έσχ ηματίσθη εις τόν τόπον όστις προηγουμένως ήτο θεόστεγνος καί ούδεμία άμαξα ούδεμία καρρότσα έν όψει άλλά καί ούδεμία έτέρα βροντή ήκούσθη κατόπιν εκείνης τής πρώτης. Πλησίον τής θύρας τού Έντιμωτάτου Δικαστού Φίτζγκιμπον (όστις όμού μέ τόν δικαστήν κ. Χήλυ οφείλει νά έκδικάση τήν ύπόθεσιν τών γαιών τού Κολλεγίου) ό Μάλαχ ι Μάλλιγκαν κύριος καθ’ ολα άρτι έξελθών τής οικίας τού κ. Μούρ τού συγγραφέως (όστις ήτο παπιστής άλλά, ώς λέγεται, έκτοτε εγινεν καλός Ούιλλιαμιστής) συνήντησεν τόν ’Άλεκ Μπάννον φέροντα κοντοκομμένην περρούκαν (ήτις είναι τώρα πολύ τού συρμού κατά τήν εσπέραν μέ πρασίνην κάπαν χ ορού) άρτι άφιχ θέντα εις τήν πόλιν μας μέ τήν
ταχ υδρομικήν άμαξαν έκ Μάλλινγκαρ οπου εις έξάδελφος αύτού ώς καί ό άδελφός τού Μάλαχ ι Μάλλιγκαν σκοπεύουν νά παρατείνουν τήν παραμονήν των δι’ ενα είσέτι μήνα μέχ ρι τής εορτής τού Αγίου Σουίθιν καί ήρώτησεν αύτόν τί διάβολο κάνει έκεί, ό εις έπιστρέφων οίκαδε καί ό ετερος μεταβαίνων εις τού ’Άντριου Χόρν έπί τώ τέλει καταναλώσεως κυπέλλου οίνου, ώς ειπεν, άλλά ήθελεν νά τού όμιλήση διά μίαν τσινιάρα δαμαλίτσα, άναπτυγμένην διά τήν ήλικίαν της καί διαθέτουσα πέλμα άγελάδος καί έν τώ μεταξύ έβρεχ εν καταρρακτωδώς καί ουτω πως άμφότεροι κατηυθύνθησαν πρός τόν οικον τού Χόρν. Έκεί ό Λεοπόλδος Μπλούμ τής έφημερίδος τού Κρώφορντ έκάθητο νωχ ελώς μετ’ εύθύμου όμηγύρεως, μέ καλάς επιδόσεις εις τάς φιλονεικίας, τόν Ντίξον τόν νεώτερον, μελετητήν τής Παναγίας ήμών τής Έλεούσης, τόν Βικέντιον Λύντς, νεαρόν έκ Σκωτίας, τόν Γουίλλιαμ Μάντεν, τόν Τ. Λένεχ αν, όστις ήτο τά μάλα λυπημένος έξ αιτίας καθαροαίμου ίππου τόν όποιον ειχ εν όραματισθεί ώς κερδίζοντα, καί τόν Στήβεν Ντένταλους. Ό Λεοπόλδος Μπλούμ όστις εύρίσκετο έκεί λόγω κάποιας άτονίας άλλά όστις τώρα ήσθάνετο καλύτερα, έχ ων ιδει έκείνο τό βράδυ κάποιο άλλόκοτον όνειρον διά τήν κυρίαν του τήν μαντάμ Μόλλ ότι τάχ α αυτη εφερε έρυθράς έμβάδας καί τουρκικόν σαλβάριον πράγμα συνιστόν κατά τούς μάντεις ενδειξιν άλλαγής καί ή κυρία Πιούρκρού έκεί, έξ αιτίας τής κοιλίας της καί τώρα έν κατακλίσει εις τήν κλίνην τού Πόνου, ή καημένη, δύο ήμέρας μετά τάς προθεσμίας της, καί αί μαίαι εις άπελπισίαν, έκ τού λόγου ότι δέν ήδύναντο νά τήν ελευθερώσουν, καί έκείνη άηδιάζουσα έπί τή θέα κούπας ρυζόνερου καταλλήλου στυπτικού διά τά έντερα αύτής καί ή άνάσα της βαρυτέρα τού επιτρεπτού καί ολα αύτά ώς λέγουσι ώφείλοντο εις τά κτυπήματα βαρβάτου άγοριού, όμως ειθε ό Θεός νά τής δώση γρήγορη λευτεριά. Κατά τά φαινόμενα τούτο θέλει είναι τό ένατο χ ερουβείμ αύτής, καί κατά τήν εορτήν τού Εύαγγελισμού άπέκοψε τούς όνυχ ας τού μικροτέρου αύτής τέκνου τό όποιον ήτο τότε δώδεκα μηνών καί μέ άλλα τρία άναθρεμμένα μέ τό γάλα της άτινα καί άπεβίωσαν κατεχ ωρίσθησαν καλλιγραφικώς εις τήν οικογενειακήν βίβλον. Ό σύζυγος αύτής πεντηκοντούτης καί μεθοδιστής, μεταλαμβάνων άνελλιπώς καθ’ ολα τά Σάββατα τή συνοδεία ζεύγους έκ τών άρρένων υιών του ψαρεύει μέ πετονιά έξωθι τού λιμενίσκου Μπιούλοκ είς τόν θαλάσσιον δίαυλον καί τό καλάμι του μέ κλωστήν άπό μπρισίμι καί καθετή, καί καθώς μού είπαν πιάνει ολόκληρα πανέρια. Έν τέλει μεγάλη ποσότης υδατος κατέπεσε καί τά πάντα έφρεσκαρίστηκαν καί ή σοδειά θά πάει καλά ώστόσο οί μάντεις ισχ υρίζονται ότι μετά τόν άνεμον καί τό υδωρ ακολουθεί τό πύρ συμφώνως μέ πρόγνωσιν τού καζαμία τού Μάλαχ ι (ήκουσα ότι καί ό κ. Ράσσελ συνέγραψεν προφητικόν χ ρησμόν τού αύτού περιεχ ομένου προερχ όμενον έκ τής Ίνδουιστικής διά τήν ύπ’ αύτού έκδιδομένην Εφημερίδα τού ’Αγρότου) ότι τά τρία συμπορεύονται πάντοτε άλλά τούτο είναι αύθαίρετον άνευ λογικής βάσεως καί αρμόζει είς ξεμωραμένας γραίας καί παιδία παρ’ ολον ότι ενίοτε βγαίνει σωστόν ουδέποτε γνωρίζει κανείς. Τότε ό Λένεχ αν ήγέρθη είς τό άκρον τής τραπέζης διά νά είπη ότι έκείνη ή επιστολή είχ εν έμφανισθεί είς τήν εσπερινήν έφημερίδα καί προσεποιήθη ότι ψάχ νεται διά νά τήν εύρη (διότι όρκίζετο ότι είχ εν πάρει τήν ύπόθεσιν κατάκαρδα) άλλ’ ό Στήβεν τόν έπεισεν νά έγκαταλείψη τήν έρευναν καί τόν έκάλεσεν οπως καθήση πλησίον του πράγμα πού αύτός έκανεν πολύ εύχ αρίστως. Ούτος ήτο είδος γλεντοκόπου εύπατρίδου, άρεσκομένου είς τά ξινά καί όσον άφορά τάς γυναίκας, τούς ίππους καί τά πιπεράτα σκάνδαλα ήτο πρώτος καί καλύτερος. Χάριν τής άληθείας λεκτέον ότι τά οικονομικά αύτού ήσαν πενιχ ρά καί έσύχ ναζεν κατά τό πλείστον είς καφωδεία καί καταγώγια, συγχ ρωτιζόμενος μέ πράκτορα: ναυτολογήσεως, ιπποκόμους, όργανωτάς στοιχ ημάτων, λωποδύτας, ρεμάλια, κυρίας τών πορνείων καί άλλα ύποκείμενα τού σκοινιού καί τού παλουκιού ή συνέτρωγεν είς τήν αύτήν τράπεζαν άπό τής εσπέρας μέχ ρι τής πρωίας μέ κάποιον πρόσθετον άστυφύλακα ή κλητήρα κουτσοπίνων καί φλυαρών άτελεύτητα. Κατά τό πλείστον έλάμβανε τά γεύματά του είς έστιατόριόν τι είδικευμένον είς τήν παρασκευήν πατσά καί
ότε κατέφθανε έκεί συνηθέστατα άνευ όβολού είς τά θυλάκιά του έπετύγχ ανε τού σκοπού του πάντοτε ότέ μέν διά τής προσφοράς πιπεράτης ιστορίας, ότέ δέ διά τεχ νασμάτων άτινα έπροξένουν είς άπαντας έντονον γέλωτα. Ό έτερος, ήτοι ό Κοστέλλο, άκούων τά σχ όλια αύτά, ήρώτησε άν έπρόκειτο περί μύθου ή περί ποιήματος. Μά τήν πίστιν μου, όχ ι, Φράνκ (αύτό ήταν το όνομά του), τού άπεκρίθη, πρόκειται απλώς περί τών άγελάδων τού Κέρρυ, αί όποίαι λόγω τής έπιδημίας θά περάσουν έκ στόματος μαχ αίρας. Άλλά, άν έρωτήσης εμένα, άς ύπάγουν είς τόν διάβολον καί έκείναι καί τό κρέας των είς κονσέρβας, λέγει, κλείων περιπαικτικώς τόν οφθαλμόν αύτού. Αύτό τό κυτίον περιέχ ει ιχ θύες έξαιρέτου ποιότητος καί λίαν φιλοφρόνως προσέφερεν αύτοίς ίνα γευθούν μερικάς παστάς σαρδέλας τάς οποίας ολην τήν ώραν ένοστιμεύετο καί ούτω έφτασεν είς τήν έκπλήρωσιν τού άρχ ικού σκοπού του άφού τάς έγυρόφερνε διότι ή κοιλία του ύπέφερε έκ νυγμών πεί-νης. Mort aux vaches, ειπε τότε ό Φράνκ γαλλιστί, γλώσσαν τήν οποίαν είχ ε έκυ,άθει όταν έμαθήτευεν εί’ς τινα κατασκευαστήν οίνου όστις διετήρη οίναποθήκην εις τό Μπορντώ καί έκτοτε ώμίλει τήν γαλλικήν ώς ευπατρίδης. Ό Φράνκ άπό τρυφεράς ήλικίας είχ ε δώσει δείγματα κακού ύποκειμένου καί ό πατήρ του, κοινοτάρχ ης εις τινα πολίχ νην, όστις διά μυρίων βασάνων τόν συνεκράτη εις τό σχ ολειον ινα μάθη τά στοιχ ειώδη, τόν ένέγραψε εις τό πανεπιστήμιον (νά σπουδάση τήν μηχ ανικήν άλλ’ ούτος ούδέν ενδιαφέρον εδειξε καί έφέρετο ώς άσαμάρωτο πουλάρι εχ ων περισσοτέρας συναλλαγάς μέ τάς δικαστικάς καί τάς άστυνομικάς άρχ άς παρά μέ τά βιβλία του. Διαδοχ ικώς προσεπάθησε νά καταστή ήθοποιός, κατόπιν δέ αύτού ήτο άδύνατον νά ξεκολλήση άπό τό θέατρον τών άρκουδομαχ ιών καί τών κοκκορομαχ ιών. Άργότερον κατελήφθη ύπό τής έμμονου ιδέας νά ναυτολογηθή ή νά περιφέρεται μέ τούς τσιγγάνους, άπάγων ύπό τό σεληνόφως τόν κληρονόμον τού τοπικού άρχ οντος ή κλέπτων τήν μπουγάδαν άπό τάς πλύστρας ή στραγγαλίζων ενίοτε κανένα πουλερικόν οπισθεν φράκτου. Είχ εν άποδράσει τόσας φοράς όσας καί αί τρίχ ες τής κεφαλής του καί κάθε φορά έπέστρεφεν μέ άδεια θυλάκια εις τόν πατέρα του τόν κοινοτάρχ ην όστις έχ υνεν κρουνούς δακρύων όταν τόν έπανέβλεπε. Τί, λέγει ό κ. Λεοπόλδος, μέ έσταυρωμένας τάς χ είρας, φλεγόμενος έκ τής επιθυμίας νά μάθη περί τού πρακτέου, θά τάς έσφαζρν ολας; Τάς είδα σήμερον τήν πρωίαν όδηγουμένας πρός τά πλοία τού Λίβερπουλ, λέγει έκείνος. Δυσκολεύομαι νά πιστεύσω ότι πρόκειται διά κάτι τόσον σοβαρόν, λέγει. Καί διέθετε πείραν άπό ζώα παρομοίας φυλής, βοειδή καί χ ρονιάρικες άρνάδες μέ παχ ύ τρίχ ωμα καί πρόβατα μέ λεπτό μαλλί, ών τό πάλαι έπί σειράν ετών γραμματεύς τού κ. Τζόζεφ Κάφφ, ίκανού έμπορευομένου ζώα καί βοσκάς παρά τήν αύλήν τού κ. Γκάβεν Λόου εις τήν όδόν Πρωσσίας. Δέν συμμερίζομαι διόλου τήν άποψίν σας, λέγει. Τό πιθανώτερον είναι ότι πρόκειται περί γλωσσίτιδος τών βοδιών. Ό κ. Στήβεν, άν καί ολίγον συγκεκινημένος, τού εΙπεν μέ άρκετήν χ άριν ότι τούτο δέν συνέβαινεν καί ότι ειχ εν λάβει επιστολήν άπό τόν Μέγα Γαργαλιστήν τών Ούρών τού Αύτοκράτορος δι’ ής τόν ηύχ αρίστει διά τήν φιλοξενίαν καί τού έγνώριζεν ότι άπέστελε τόν δόκτορα Πανώλη, πασίγνωστον κτηνίατρον καθ’ ολην τήν Μοσκοβίαν, μετά μιάς, ή δύο φιαλών φαρμάκου ινα συλλάβη τόν ταύρον έκ τών κεράτων. Καλώς, καλώς, λέγει ό κ. Βικέντιος (όμιλών εύθέως). Θά εύρεθή ό ίδιος έπί τών κεράτων διλήμματος έάν άσχ οληθή μέ ιρλανδικόν ταύρον. ’Ιρλανδικόν κατ’ όνομα και ιρλανδικόν ώς πρός τόν χ αρακτήρα, λέγει ό κ. Στήβεν άδειάζων τό κύπελλον του. ’Ιρλανδικός ταύρος έντός άγγλικού ύαλοπωλείου. Σάς άκούω, λέγει ό κ. Ντίξον. Πρόκειται περί τού ίδιου ταύρου όστις εστάλη εις τήν ήμετέραν νήσον άπό τόν γεωργόν Νικόλαον, τόν πλέον γενναιόψυχ ον κτηνοτρόφον άπάσης τής χ ριστιανοσύνης, μέ σμαράγδινον δακτύλιον κατά τήν ρίνα αύτού. Όρθώς όμιλείτε, λέγει ό κ. Βικέντιος έκ τής άλλης πλευράς τής τραπέζης, ζώον μέ τά ολα του, ταύρος τόσον καλοθρεμμένος καί μεγαλοπρεπής δέν ξαναέχ εσε εις τό τριφύλλι. Διέθετε πλείστα κέρατα, τρίχ α χ ρυσαφιά καί γλυκεία άνάσα άχ νίζουσα ώς αυτη έξήρχ ετο τής ρινός του, τόσον γλυκεία ώστε αί γυναίκες τής ήμετέρας νήσου, έγκαταλείπουσαι ζύμας καί πλάστας, τόν ήκολούθουν στολίζουσαι τήν ταυρότητά του διά κομβολογίων έκ μαργαριτών. Μά τί λέγετε, είπεν ό κ. Ντίξον, όμως πρίν ξεκινήσει ό γεωργός Νικόλαος όστις ήτο
καί ό ίδιος εύνούχ ος τόν είχ ε περιποιηθεί καταλλήλως είς ιατρικόν κολλέγιον, οί τρόφιμοι τού όποιου δέν εύρίσκοντο είς καλυτέραν κατάστασιν άπ’ ό,τι ό ίδιος. Καί τώρα ύπαγε, λέγει, καί πράξε ό,τι θά σού είπει ό έξάδελφός μου ό Γερμανός λόρδος Ερρίκος καί λάβε τήν εύλογίαν γεωργού, καί λέγων αύτά τού κοπάνισε είς τά οπίσθια ξεγυρισμένη φάπα. Άλλά ή φάπα καί ή εύλογία εφερον τήν άνταμοιβή των, λέγει ό κ. Βικέντιος, διότι πρός άνταμοιβήν του τού έμαθε κόλπο πού ήξιζε τά διπλά, ούτως ώστε νά μήν ύπάρχ η σήμερα νεάνις, υπανδρος, ήγουμένη ή χ ήρα ή όποία δέν θά προτιμούσε απαξ τού μηνός νά τής ψιθυρίση τι είς τό ούς έντός τού σκότους σταύλου τινός ή νά τής γλείψη τόν τράχ ηλον μέ τήν μεγάλην άγίαν αύτού γλώσσαν άπό τού νά κατακλιθή μετά τού πλέον καλοκαμωμένου καί νεαρωτέρου έραστού τών τεσσάρων καντονίων άπάσης τής ’Ιρλανδίας. ‘Έτερος είπεν τότε τόν ίδικόν του λόγον: Καί τόν ένέδυσαν, είπε, μέ δαντελένιο υποκάμισο καί μεσοφόρι μέ ώραίαν τραχ ηλιάν καί ζώνην καί μανσέτας καί τού άπέκοψαν τό πρόσθιον τσουλούφι καί τόν έτριψαν είς ολον τό σώμα του μέ λίπος φαλαίνης καί τού έκτισαν σταύλους είς ολας τάς γωνίας τών όδών καί έβαλαν είς ολους χ ρυσό παχ νί πλήρες τού καλυτέρου σανού τής άγοράς ώστε νά δύναται ούτος νά κοιμάται καί νά κοπρίζει μέ τήν ψυχ ήν του. Έν τώ μεταξύ ό πατήρ τών πιστών (έπειδή ουτω άπεκάλουν αύτόν) είχ εν τοσούτον παχ υνθή ώστε μετά βίας ήδύνατο νά μεταβή πρός βοσκήν. Πρός ίασιν τής καταστάσεως αί παμπόνηραι κυρίαι καί δεσποινίδες ήμών μετέφερον χ άριν αύτού τό χ όρτον έντός τού περιζώματος αύτών καί εύθύς ώς έγέμιζεν ή κοιλία τούτου ούτος βαρβάτευε καί έχ ύνετο είς τά όπισθεν διαμερίσματά του ίνα δείξη είς τήν άφεντιά των ένα ώραίο μυστήριο καί μουγκάνιζε καί έβέλαζεν είς τήν γλώσσαν τών ταύρων καί ολαι έρρίπτοντο είς τό^κατόπιν του. Ναί, ναί, προσέθεσεν άλλος, καί ήτο τόσο παραχ αίδεμένος ώστε δέν ήνήχ ετο νά φύεται είς τήν χ ώραν ήμών ούδέν έτερον έκτός τού πρασίνου χ όρτου διά τήν εξοχ ότητά του (έπειδή αύτό ήταν τό χ ρώμα πού προετίμα) καί έπί ένός λόφου κατά τό μέσον τής νήσου εύρίσκετο άνηρτημένη πινακίς λέγουσα διά κεφαλαίων γραμμάτων, Μά τόν λόρδον Ερρίκον πρασίνη είναι ή χ λόη ήτις φύεται έπί τής γής. Καί, λέγει ό κ. Ντίξον, έάν ούτος έτύγχ ανε νά όσμισθή κάποιαν βοίδοεπιδρομήν είς τό Ροσκόμον ή είς τούς άγρούς τής Κόννεμαρα ή τινα άγρότην είς τό Σλάιγκο σπείροντα φούχ τα σίτου κατελαμβάνετο ύπό άμόκ άλώνιζεν τήν ήμισείαν χ ώραν καί διά τών κεράτων του έξερρίζωνεν ό,τι εύρισκε φυτεμένον καί ολα αύτά κατά διαταγήν τού λόρδου Ερρίκου. Έν άρχ ή παρετηρούντο διαπληκτι-σμοί, λέγει ό κ. Βικέντιος, καί ό λόρδος Ερρίκος άπέστειλε τόν γεωργόν Νικόλαον εις τόν διάβολον καί άπεκάλεσε αύτόν γέροντα πορνοβοσκόν συντηρούντα έντός τού οικου αύτού επτά πόρνας καί θά τού χ αλούσε τή δουλειά, ειπεν. Θά θέσω τήν μούρην του έντός τής κοπριάς αύτού τού ζώου, ειπεν, τή βοηθεία τής περιφήμου βοίδόπουτσας ήν μοί έκληροδότησεν ό πατήρ μου. ‘Αλλά εσπέραν τινά, λέγει ό κ. Ντίξον, ότε ό λόρδος Ερρίκος έκαθάριζεν τήν βασιλικήν αύτού προβιά προκειμένου νά μεταβή εις δειπνον μετά τήν νίκη του εις τινα λεμβοδρομίαν (ούτος διέθετε κουπιά ώς φτυάρια ένώ ό κύριος κανών τού αγωνίσματος καθώριζε οπως απαντες κωπηλατούν μέ δίκρανα) άνεκάλυψε ότι τό ύποκείμενόν του διέθετε θαυμασίαν ομοιότητα μέ ταύρον καί λαβών τομίδιον πλήρες μελανών δακτυλικών άποτυπωμάτων οπερ έφύλασσεν εις τό έρμάριον τών τροφίμων εύρε πράγματι ότι ούτος ήτο νόθος απόγονος τού περιωνύμου πρωταθλητού ταύρου τών Ρωμαίων, Bos Bovum, οπερ εις άπταιστον λατινικήν γλώσσαν τών άμορφώτων σημαίνει άφεντικόν τού θεάματος. Κατόπιν τούτου, λέγει ό κ. Βικέντιος, ό λόρδος Ερρίκος έβύθισεν τήν κεφαλήν του εις ποτίστραν αγελάδων παρουσία ολων τών αύλικών του καί έπανεξάγων αύτήν άνήγγειλεν εις άπαντας τήν νέαν αύτού ονομασίαν. ’Ακολούθως, ένώ τά ύδατα έρρεον ώς ρύακες επ’ αύτού, ένεδύθη παλαιόν ύποκάμισον καί φούσταν, ενδύματα άνήκοντα εις τήν μάμμην του καί ήγόρασεν γραμματικήν τής γλώσσης τών ταύρων ινα έξοικειωθή μέ αύτήν, όμως ούδεμίαν λέξιν ήδυνήθη νά έκμάθη πλήν τού πρώτου προσώπου τής προσωπικής άντωνυμίας οπερ καί άντέγραψεν διά κεφαλαίων γραμμάτων επιτυχ ών οπως άποστηθίση τούτο, οσάκις δέ συνέβαινε νά έξέλθη πρός περίπατον έπλήρου τά θυλάκια αύτού διά μολυβδοκοντύλων έξ
άσβεστολίθου μέ μοναδικόν σκοπόν τήν άναγραφήν τούτου οπου τού ήρεσεν` εις μπάλαν βάμβακος, άκόμα καί εις φελλόν πετονιάς. “Ινα μή μακρηγορούμεν αύτός καί ό ταύρος τής ’Ιρλανδίας κατέστησαν ταχ ύτατα κώλος καί βρακί. Αύτή είναι πάσα ή άλήθεια, λέγει ό κ. Στήβεν, καί ή κατάληξις ήτο, ότε οί άρρενες αύτής τής νήσου διεπίστωσαν ότι ούδεμίαν άναμένουν βοήθειαν άφού ολα τά άχ άριστα θήλεα ήσαν τής αύτής γνώμης, νά κατασκευάσουν σχ εδίαν σχ ετικού πλάτους, νά φορτώσουν επ’ αύτής εαυτούς ώς καί τά καλύτερα τών ύπαρχ όντων των, νά άνυψώσουν τά ιστία, νά δέσουν τά σκοινιά, νά απλώσουν τρία πανιά εις τόν άνεμον, νά βάλουν τήν κεφαλήν των μεταξύ άέρος καί ύδατος, νά άνασύρουν τήν άγκυραν, νά τοποθετήσουν τό πηδάλιον εις τήν άριστεράν πλευράν, νά άναπετάσουν τήν σημαίαν μέ τήν νεκροκεφαλήν, νά λύσουν τό παλαμάρι καί νά σαλπάρουν εις τό πέλαγος οπως άνακαλύψουν έκ νέου τήν ’Αμερικήν. Γεγονός τό όποιον, ώς ειπεν ό κ. Βικέντιος, εδωσεν τήν εύκαιρίαν εις ναύκληρον νά συνθέσει αύτό τό εύθυμον άσμάτιον: — Ό Πάπας Πέτρος δεν είναι παρά ενας χ ατουρλής. Παρ’ ολα αυτά ό άνθρωπος είναι άνθρωπος. Κι ένώ οί σπουδασταί έπεράτωνον τήν συζήτησίν των, ό αξιότιμος γνωστός μας, ό κ. Μάλαχ ι Μάλλιγκαν, εκαμεν τώρα τήν έμφάνισίν του είς τό κατώφλι συνοδευόμενος ύπό φίλου, τόν οποίον είχ ε μόλις συναντήσει, νεαρόν κύριον όνόματι ΆλεκΜπάννον, άφιχ θέντα προσφάτως είς τήν πόλιν, έπί τώ τέλει άγοράς βαθμού τίνος είς τό ναυτικόν ή τήν πολιτοφυλακήν καί κατατάξεώς του είς τό στράτευμα. Ό κ. Μάλλιγκαν είχ εν τήν εύγένειαν οπως έκφράσει έπιδοκιμασίαν τινά ιδιαιτέρως τώρα ότε έτύγχ ανε τούτο νά συμφωνή μεθ’ ένός ίδίου σχ εδίου πρός θεραπείαν τού κακού περί ού έγένετο λόγος. Ταυτοχ ρόνως ένεχ είρησεν είς τήν όμήγυριν αριθμόν έπισκεπτηρίων άτινα είχ εν έκτυπώσει τήν ιδίαν έκείνην ήμέραν είς τό τυπογραφείον τού κ. Κουίννελ καί τά όποία άνέγραφον μέ ώραία στοιχ εία Λειψίας: Κος Μάλαχ ι Μάλλιγκαν, Γονιμοποιός καί Έπωαστής, Νήσος Λάμπεύ. Ώς προσεπάθησε νά έξηγήση, τό σχ έδιόν του συνίστατο είς τήν άπόσυρσίν του έκ τού κύκλου τών ήλιθίων άπολαύσεων τού είδους εκείνων αίτινες άποτελούν τήν κυρίαν άπασχ όλησιν τού ευπατρίδου Τζιτζιφιόγκου Λιμοκοντόρου καί τού άστού σέρ Χάχ α Χασομέρη καί τήν άφοσίωσίν του είς τό εύγενέστερον εργον διά τό οποίον έπλάσθη ό άνθρώπινος οργανισμός μας. Λοιπόν, όμιλήσατέ μας περί αύτού, καλέ μας φίλε, είπε ό κ. Ντίξον. Στοιχ ηματίζω ότι εχ ει σχ έσιν μέ φουστάνια. Ελάτε, καθήστε άμφότεροι. Δέν κοστίζει περισσότερον νά κάθεστε άπό τό νά είσθε δρθιοι. ‘Ο κ. Μάλλιγκαν άπεδέχ θη τήν πρόσκλησιν καί άναπτύσσων τό σχ έδιόν του, είπεν είς τούς άκροατάς του ότι είχ εν καταλήξει είς αύτήν τήν σκέψιν κατόπιν έξετάσεως τών αιτίων τής στειρότητος, τόσον τών άνασταλτικών όσον καί τών άπαγορευτικών, είτε ή άναστολή ώφείλετο είς συζυγικάς ταλαιπωρίας, είτε εστω είς κακήν ισορροπίαν, είτε πάλι ή άπαγόρευσις προήρχ ετο άπό συμφυή ελαττώματα ή άποκτηθείσας συνήθειας. Έθλίβετο βαθέως, είπεν, βλέπων τήν νυφικήν παστάδα στερουμένην τών πολυτιμοτέρων εχ εγγύων της καί άναλογιζόμενος τήν μοίραν τόσων άξιαγαπήτων θηλέων, προικισμένων διά πλουσίων προσόντων, νά καθίστανται λεία τών μελών τού πλέον χ υδαίου ιερατείου, ατινα άποκρύπτουν τόν πυρσόν των ύπό μόδιόν τι είς άκατάλληλον μοναστήριον, ή νά σπαταλούν τόν άνθόν τής ήλικίας των είς τήν άγκάλην ξεδιάντροπου τινός λαπά, καθ’ ήν στιγμήν αί κυρίαι αύται ήδύναντο νά πολλαπλασιάσουν τούς λιμένας τής εύτυχ ίας ή νά θυσιάσουν τό άνεκτίμητον κόσμημα τού φύλου των ένώ ύπήρχ ον εκατόν εύειδείς νέοι έτοιμοι πρός διαχ ύσεις, τοιούτον τι, διεβεβαίωσεν αύτούς, τού έσπάρασσεν τήν καρδίαν. Διά νά τακτοποιηθή αύτή ή ολέθρια κατάστασις (ή όποία, συμφώνως πρός τά συμπεράσματά του, ώφείλετο είς κατάπνιξιν τής λανθανούσης θερμότητος), συσκεφθείς μεθ’ ώρισμένων ικανών συμβούλων καί έξετάσας τό
ζήτημα είς βάθος, άπεφάσισεν οπως άγοράση δι’ όριστικού συμβολαίου τούς τίτλους κυριότητος τής νήσου Λάμπεύ άπό τόν κάτοχ όν της, τόν λόρδον Τάλμποτ τών Μαλαχ άιντ, εύπατρίδην Τόρυ, χ αίροντος ελάχ ιστης ύπολήψεως είς τό ήμέτερον έπί τής άρχ ής κόμμα. Προυτί-θετο οπως έγκαταστήση επ’ αύτής έθνικόν γονιμοποιητικόν άγρόκτημα ύπό τήν έπονομασίαν Όμφαλός μέ οβελίσκον πελεκημένον καί άνηρτημένον κατά τήν αιγυπτιακήν τεχ νοτροπίαν, μέ σκοπόν νά προσφέρη τάς εύσυνειδήτους γονιμοποιητικάς ύπηρεσίας του εις πάσαν γυναίκα, οίασδήποτε κοινωνικής τάξεως ήτις θά τού ένεπιστεύετο τήν έπιθυμίαν της οπως έκπληρώση τάς λειτουργίας τού φύλου της. Ειπεν, ότι σκοπός του δέν ήτο ή άπόκτησις χ ρήματος διότι δέν θά είσέπραττε δεκάρα έναντι τών κόπων του. Ή πλέον ταπεινή υπηρέτρια καί ή πλέον μεγάλη αρχ όντισσα, ύπό τήν προύπόθεσιν ότι διέθετον τήν απαραίτητον σωματική κατασκευήν καί ύπεστήριζον τό αίτημά των μέ τήν ζέσην τής διαθέσεώς των, θά εύρισκον εις τό πρόσωπόν του τόν άνθρωπόν των. ‘Όσον διά τήν δίαιτά του άνέπτυξεν ότι θά έτρέφετο άποκλειστικώς μέ εύγευστα φυμάτια, ίχ θείς καί κονίκλους, τής σαρκός τών έν λόγω γονίμων τρωκτικών ζώων συνιστωμένης ιδιαιτέρως πρός τόν σκοπόν τούτον, ψητών όσον καί βραστών, μέ μίαν σκελίδα μοσκοκαρύου κι εν ή δύο σπυριά πιπέρι τής Γουινέας. Κατόπιν αύτής τής ομιλίας τήν οποίαν άπήγγειλεν μετά τής μεγίστης αύτοπεποιθήσεως ό κ. Μάλλιγκαν δι’ έπιδεξίας χ ειρονομίας άπέσπασεν έκ τού πίλου του ρινόμακτρον μέ τό όποιον είχ ε καλύψει καί προστατεύσει τούτον. ΤΗτο έμφανές ότι άμφότεροι ειχ ον αίφνιδιαστεί ύπό τής βροχ ής καί, παρά τό τρέξιμόν των, ειχ ον δεχ θεί άρκετόν ύδωρ είς εκείνον τόν κατακλυσμόν, ώς εδειχ νον τά άκρα τής περισκελίδος τού κ. Μάλλιγκαν, ήτις λόγω τής ύπερβολικής ποσότητος υδατος ειχ εν μεταβάλει τό χ ρώμα της εις παρδαλόν. Έν τώ μεταξύ τό σχ έδιόν ίου είχ ε γίνει εύμενώς δεκτόν ύπό τού άκροατηρίου καί ειχ εν κερδίσει τήν ενδερμον ύποστήριξιν ολων, παρ’ όλον ότι ό κ. Ντίξον τής Παρθένου Μαρίας ήρώτησε μέ έπιτηδευμένον ύφος άν έγνώριζεν ότι ούτω έκόμιζεν γλαύκα εις ’Αθήνας. Ώστόσο ό κ. Μάλλιγκαν έδωσεν εν μάθημα εις τούς διανοουμένους τής παρέας, δι’ ένός άρμόζοντος παραθέματος έκ τών κλασικών καί τό όποιον καθ’ όσον ένεθυμείτο τού έφαίνετο ότι προσέφερεν εις τήν συζήτησιν στερεόν καί νόστιμον επιχ είρημα: Talis ac tanta depravatio hujus seculi, O quirites, ut matres familiarum nostroe lascivas cujuslibet semiviri libici titillationes tesubus ponderosis atque excelsis erectionibus centurionum Romanorum magnoptre anteponunt ένώ διά τούς πλέον άξέστους ύπεστήριξεν τήν άποψίν του διά παρομοιώσεων ληφθεισών έκ τού βασιλείου τών ζώων, τών περισσότερον Καταλλήλων διά τόν στόμαχ ον αύτών, τό έλαφάκι καί ή ελαφίνα τού δάσοος, τό παπάκι καί ή πάπια ή οικόσιτος. Ό ακούραστος ομιλητής όστις διέθετε μεγάλην ιδέαν διά τήν κομψότητά του ών όντως καλοκαμωμένον άτομον έπεθεώρησεν τώρα τήν περιβολήν του πραγματοποιών μερικάς πολύ βιαίας σκέψεις έπί τώ^ ιδιοτροπιών τής ατμόσφαιρας ένώ ή όμήγυρις έπαινούσεν τό σχ έδιον δΑρ ειχ εν εκθέσει αύτοΤς προηγουμένως. Ό νεαρός εύπατρίδης, φίλος του, πε^χ αρής διά περιπέτειάν τινα ήτις συνέβη, δέν ήδύνατο παρά νά τήν διηγηθή είς’τόν πλησιέστερον γεί-τονά του. Ό κ. Μάλλιγκαν, παρατηρών τώρα τήν τράπεζαν, ήρώτησεν διά ποιον προορίζοντο έκείνοι οί άρτοι καί οί ιχ θύες καί, άτενίζων πρός τόν ξένον, εκαμεν πρός τό μέρος του μίαν άκρως εύγενή ύπόκλισιν καί είπεν άποτεινόμενος πρός αύτόν, Παρακαλώ, κύριε, μήπως χ ρειάζεσθε επαγγελματικήν βοήθειαν, τήν οποίαν καί θά ήδυνάμεθα νά σας προσφέρωμεν; Εκείνος, κατόπιν αύτής τής προσφοράς, τόν ηύχ αρίστησεν θερμότατα διατηρών ταυτοχ ρόνως τήν κατάλληλον άπόστασιν, καί άπήντησεν ότι είχ εν ελθει εκεί έξ αιτίας μιάς κυρίας, ήτις έφιλοξενείτο τώρα είς τόν οίκον τού Χόρν, καί ήτις εύρίσκετο είς ένδιαφέρουσαν κατάστασιν, ή ταλαίπωρος, λόγω τών γυναικείων βασάνων (είς τό σημείον αύτό άναστέναξεν βαθέως), ίνα πληροφορηθή άν αυτη είχ εν τέξει έπιτυχ ώς. Ό κ. Ντίξον, στρέφων τήν συζήτησιν ήρχ ισε νά έρωτά τόν κ. Μάλλιγκαν άν ή άρχ ομένη ύπερμεγέθης κοιλία αύτού, διά τήν οποίαν ήρχ ισε νά τόν πειράζη, ήτο ένδειξις κυοφορίας ώαρίου
είς τό προστατευτικόν θυλάκιον ή τήν ανδρικήν μήτρα, ή άν αυτη όφείλετο, ώς είς τήν περίπτωσιν τού διασήμου ίατρού κ. ’Ώστιν Μέλντον, είς λύκον έντός τού στομάχ ου. Πρός άπάντησίν του ό κ. Μάλλιγκαν, όστις είχ εν αρχ ίσει νά δονείται έκ τών γελώτων, έκτύπησε εαυτόν γενναίως κάτωθι τού διαφράγματος άναφωνών διά θαυμασίας μιμικής τής κυρα-Γκρόγκαν (τού πλέον έξαιρέτου μέλους τού φύλου της, καίτοι είναι κρίμα διότι αυτη είναι πόρνη): Ή κοιλία ταύτη ούδέποτε θά έξαγάγη νόθον. Τό εύφυολόγημα τούτο προκάλεσε νέαν εκρηξιν εύθυμίας καί διέσπειρεν έντονον ίλαρότητα είς άπασαν τήν αίθουσαν. Ό εύθυμος πολυλογάς θά έξηκολούθη μέ τήν ιδίαν μιμικήν έάν κάτι είς τόν άντιθάλαμον δέν έδίδε τό σύνθημα συναγερμού. Έκείνην τήν στιγμήν ό άκροατής, όστις ούδείς άλλος ήτο ή ό φοιτητής έκ Σκωτίας, κοντοστούπης, ξανθός ώς στουπί, συμμετείχ εν μετά τού πλέον ζωηρού τρόπου είς τήν χ αράν τού νεαρού κυρίου καί διακόπτων τήν άφήγησιν είς τό πλέον ενδιαφέρον σημείον, άφού παρεκάλεσεν τόν visavis του ευρισκόμενον δι’ εύγενούς νεύματος οπως φέρει πλησίον φιάλην τονωτικού, ήρώτησεν ταυτοχ ρόνως τόν ομιλητήν δι’ ερωτηματικής τοποθετήσεως τής κεφαλής έκφραστικωτέρας οίωνδήποτε λέξεων (ολόκληρος αιών εύγενούς ανατροφής δέν θά είχ εν έπιτύχ ε: παρομοίαν ώραίαν τοποθέτησιν), θέσιν ήν συνόδευσε δι’ ισοδυνάμου άλλ’ αντιθέτου κινήσεως τής κεφαλής, έάν ήδύνατο νά προσφέρη είς αύτόν κύπελλον έξ εκείνου τού άφεψήματος. Mais bien sQr, εύγενή ξένε, ούτος είπεν πρόσχ αρα, et mille compliments. Δύνασθε νά τό εχ ετε καί άμέσως μάλιστα. Δέν έλειπε παρά τό κύπελλον πρός έκπλήρωσιν τής εύτυχ ίας μου. “Ομω;, πολυεύσπλαχ νε ούρανέ, κι άν άκόμη άπομείνω μέ εν τεμάχ ιον ξηρού άρτου καί εν κύπελλον πηγαίου υδατος, θά άρκεσθώ είς αύτά καί θά εχ ω ικανήν ταπεινοφροσύνην είς τήν καρδίαν μου ίνα κλίνω τό γόνυ καί εύχ αριστήσω τάς ούρανίας δυνάμεις διά τήν εύτυχ ίαν ήν ό Δότης παντός άγαθού κατεδέχ θη οπως μού παραχ ωρήση. Καί ταύτα είπών έπλησίασεν τό κύπελλον είς τά χ είλη του, κατέπιεν εύφραντική γουλιάν τονωτι` κού, έστρωσε τά μαλλιά μου, καί άφού έφερε τήν χ είραν του εις τό στήθος, έξήγαγε αιφνιδίως μενταγιόν δεμένον διά μεταξωτής κορδέλας, μινιατούραν τήν οποίαν τόσον πολύ έλάτρευε άφ’ ότου ή χ ειρ αύτής ειχ εν χ αράξει έκεί μερικάς λέξεις. ’Ατενίζων δι’ άπεράντου τρυφερότητος τά χ αρακτηριστικά της, Monsieur, ειπεν, έάν τήν είχ ατε ιδει οπως κι έγώ, έκείνην τήν συγκινητικήν στιγμήν, μέ τήν κομψήν αύτής δαντελλίτσα καί τόν παιδικόν κοκέτικον σκούφον της (δώρον εις τήν εορτήν της ώς μού ειπεν) εις μιαν τόσον άνεπιτήδευτον άτημελησίαν, εις μίαν τόσο γλυκείαν νωχ ελικότητα, μά τήν πίστιν μου, καί ύμείς αύτός, Monsieur, θά συναντούσατε λόγω τής γενναιόφρονος ιδιοσυγκρασίας σας έμπόδια οπως τήν παραδώσητε έξ ολοκλήρου εις χ είρας παρομοίου έχ θρού ή οπως έγκαταλείψετε τό πεδίον διά παντός. Δηλώ ότι εις ολην μου τήν ζωήν ούδέποτε ειχ ον συγκινηθεί τόσον πολύ. Θεέ μου, σ’ ευχ αριστώ ότι μοί έδωκας τό φώς! Τρισευτυχ ισμένος εκείνος εις τόν όποιον παρόμοιον πλάσμα θά μεταδώση τήν χ αράν του. Στεναγμός πλήρης τρυφερότητος έδωσεν εις αύτά τά λόγια ολην αύτών τήν εύγλωττίαν, καί άφού έπανατοποθέτησε τό μενταγιόν εις τόν κόρφον του, έσφόγγισεν τούς οφθαλμούς του καί άναστέναξεν έκ νέου. Έλεήμονα Διανεμητά τής Ευτυχ ίας εις άπαντα τά πλάσματά Σου, πόσον μεγάλη και καθολική οφείλει νά είναι αύτή ή γλυκυτέρα τών τυραννιών Σου, ή δυναμένη νά συνεπαίρνη τόν ελεύθερον καί τόν σκλάβον, τόν άπλόν βοσκόν καί τόν κομψευόμενον τών κοσμικών συγκεντρώσεων, τόν εραστήν εις τήν παράφορον κορύφωσιν τού πάθους ώς καί τόν ώριμον σύζυγον! ’Αλλά, άληθώς, κύριε, έξέφυγον τού θέματος. Πόσο άτελεις καί πόσον άνάμικτοι μέ όδύνας είναι αί έπίγειοι χ αραί ήμών! Κατάρα! Ε’ιθε ό Θεός μέ ειχ εν φωτίσει διά τής προνοίας οπως συναποκομίσω τήν κάπαν μου! Κλαίω καί μόνον νά τό σκέπτομαι. “Ομως, παρ’ ολους τούς καταρράκτας τών ουρανών, έξήλθομεν σώοι καί άβλαβείς. ’Αλλά τί κακορίζικος είμαι, έκραύγασεν, κτυπών τό μέτωπόν του μέ τήν παλάμην του, αύριον μιά νέα ήμέρα θά άνατείλη καί, χ ίλιοι κεραυνοί, γνωρίζω εναν marchand de capotes, τόν κ. Πόυντς, άπό τόν όποιον θά ήδυνάμην ν’ άγοράσω έναντι μιάς λίρας τήν κομψοτέραν καί πλέον σύμφωνον πρός τήν τελευταίαν λέξιν τής
γαλλικής μόδας κάπαν ήτις προστάτευσεν ποτέ κυρίαν έκ τών όμβριων ύδάτων. Τά, τά! αναφωνεί ό Γονιμοποιός, παρεμβαίνων εις τήν συζήτησιν, ό φίλος μου ό κ. Μούρ, ό πολυταξιδεμένος ούτος άνήρ (δέν είναι πολλή ώρα άφ’ ής κατηναλώσαμεν avec lui μίαν φιάλην παρέα μέ τά καλύτερα πνεύματα τής πόλεως) μέ διεβεβαίωσεν ότι εις τό Άκρωτήριον Χόρν, ventre biche, βρέχ ει τόσον πολύ ώστε ή βροχ ή θά διαπερνούσε ολας τάς κάπας, άκόμα καί τήν πλέον άνθεκτικήν. ‘Ένα τέτοιο άγριο κατάβρεγμα, μού λέει, sans blague, άπέστειλεν άρκετούς δυστυχ είς κατ’ εύθείαν εις τόν άλλο κόσμον. Μπά! Μία λίρα! φωνάζει ό κ. Λύντς. Τά παλιοπράματα είναι άκριβά καί μέ μιά πεντάρα. ‘Έν άλεξιβρόχ ιον, εστω καί ελάχ ιστα μεγαλύτερον μανιταριού ύπό τό όποιον κάθηνται αί νεράιδες, άξίζει περισσότερον άπό δέκα τέτοια κολοκύθια. Ούδεμία γυνή εστω καί μικρόνους θά άπεδέχ ετο οπως τήν φορέση. Ή άγαπημένη μου Κίττυ μού είπεν σήμερον ότι θά προετίμα νά χ ορέψη χ ιλιάκις έντός ένός παρομοίου κατακλυσμού παρά νά αισθάνεται ποιάν τινα στέρησιν έντός κιβωτού σωτηρίας, διότι, ώς μού ύπενθύμισεν (μ’ ενα τσακπίνικον έρύθημα ψιθυρίζουσα είς τό ούς μου καίτοι ούδείς εύρίσκετο πλησίον διά νά άκούση πλήν μιάς ζαλισθείσης πεταλούδας), ή μήτηρ Φύσις, κατά θείαν εύλογίαν, τό έχ άραξεν είς τήν καρδίαν ήμών, καί κατέστη παροιμιώδες ότι il y a deux choses κατά τά όποία ή άθωότης τής άρχ ικής περιβολής, ήτις ύπό διαφορετικάς συνθήκας θά ήνώχ λη τόν καθωσπρεπισμόν, είναι όχ ι άπλώς ή καταλληλοτέρα, άλλά καί ή μόνη. Τό εν, είπεν ή Κίττυ (καί είς τό σημείον αύτόν ή γοητευτική μου φιλόσοφος, εύθύς ώς τής προσέφερον τήν βοήθειάν μου οπως άναβή είς τήν αμαξάν της, προκειμένου νά μού έπιστήση τήν προσοχ ήν, έγαργάλισεν άπαλώς διά τής γλώσσης της τό πτερύγιον τού ώτός μου), τό εν είναι τό λουτρόν… όμως τήν στιγμήν έκείνην ήκούσθη ήχ ος κώδωνος είς τόν προθάλαμον καί διέκοψεν αίφνιδίως τήν ομιλίαν της, πολλά ύποσχ ομένης διά τόν πλουτισμόν τού άποθέματος τών ήμετέρων γνώσεων. Έν μέσω τής γενικής ανευ περιεχ ομένου ίλαρότητος άντήχ ησεν ό ήχ ος κώδωνος καί ένώ ολοι διηρωτώντο περί τής αιτίας είσήλθεν ή δίς Κάλλαν καί άφού άντήλλαξεν χ αμηλοφώνως μερικάς λέξεις μέ τόν νεαρόν κ. Ντίξον, άπεσύρθη μετά βαθείαν ύπόκλισιν πρός τήν όμήγυριν. Ή παρουσία εστω καί πρός στιγμήν μεταξύ τών άκολάστων γυναικός στολισμένης μέ τάς χ άριτας τής σεμνότητος καί ούσης μή όλιγώτερον αύστηράς ή εύειδούς έβαλεν φρένον είς τάς άπρεπείς εύφυολογίας άκόμη καί τών πλέον άθυροστόμων άλλά ή άναχ ώρησίς της έδωσεν τό έναυσμα είς έκρηξιν χ υδαιοτήτων. Πασά μου έσύ! είπεν ό Κοστέλλο, ταπεινόν υποκείμενον οπερ είχ ε μεθυσθεί. Μοσχ αράκι τού γάλακτος! Πάω στοίχ ημα ότι σού εδωσε ραντεβού. ’Έ, μπαγάσα; Πώς τίς καταφέρνεις; Τυχ εράκια! Μήν άπορείς καί πολύ, λέει ό κ. Λύντς. Εις τό ασυλον τής Μητρός οί ιατροί γνωρίζουν τόν σωστόν τρόπον. Διάβολε! Μήπως ό δόκτωρ Γαργάρας δέν χ αίδεύει τάς μοναχ άς κάτω άπό τό πηγούνι; Μά τήν σωτηρία μου ή Κίττυ μου ούσα νοσοκόμος έκεί κατά τούς τελευταίους έπτά μήνας μ’ έπληροφόρησε έπ’ αύτού. ’Αμάν, γιατρέ, ξεφώνισε ό νεαρός μέ τό γιλέκον χ ρώματος τριανταφύλλου, άκκιζόμενος ώς γυνή μέ προκλητικά κουνήματα, πώς σάς άρέσει νά μέ πειράζετε τήν καημενούλα. Άχ , Θεούλη μου, πώς τρέμω σάν τό καλαμόφυλλο. Μά τήν πίστιν μου, είστε κακός σάν τόν άγαπημένον μας τόν πατερούλη Βαζειχ έρη! Νά μού σταθή είς τόν λαιμόν αύτό τό κύπελλον καί νά ψοφήσω, φώναξε ό Κοστέλλο, αν αυτη δέν εύρίσκεται είς ένδιαφέρουσαν κατάστασιν. Δύναμαι δι’ άπλού βλέμματος νά διαγνώσω έάν μία γυνή είναι έγκυος. Ωστόσο ό νεαρός χ ειρουργός ήγέρθη καί παρεκάλεσε τήν παρέαν νά τόν συγχ ωρήση διά τήν άναχ ώρησίν του έπειδή ή νοσοκόμος μόλις τόν έπληροφόρησε ότι ή παρουσία του ήτο απαραίτητος εις τόν θάλαμον. Ή πολυεύσπλαχ νος Θεία Πρόνοια ειχ ε αποδεχ θεί όπως θέση τέρμα εις τάς ώδίνας τής κυρίας ήτις ήτο enceinte, ώδίνας ας αυτη ειχ εν ύποφέρει μετ’ άξιεπαίνου ψυχ ικού σθένους καί ειχ εν γεννήσει στρουμπουλόν αγόρι. Δέν δύναμαι νά ανεχ θώ, ειπεν, εκείνους τούς έπιπολαίους καί άστοιχ ειώτους οίτινες έκχ υδαίζουν επάγγελμα τό όποιον εξευγενίζει καί, παρ’ ολον τόν όφειλόμενον σεβασμόν πρός τήν θεότητα, τούτο συνιστά τήν μεγίστην δύναμιν πρός
εύτυχ ίαν έπί γής. Δέν ύπερβάλλω τό παράπαν όταν λέγω ότι έάν ήτο άναγκαίον θά ήδυνάμην νά παρουσιάσω άναριθμήτους μαρτυρίας πρός άπόδειξιν τής έξαιρετικότητος αύτών τών εύγενών λειτουργιών τού επαγγέλματος, αιτινες μακράν τής πιθανότητος νά συνιστούν θέμα συνήθειας θά ώφειλον νά είναι λαμπρόν κίνητρον εις τήν άνθρωπίνην καρδίαν. ’Όχ ι δέν δύναμαι ν’ ανεχ θώ αύτούς τούς σαρκασμούς των. Άκούς έκεί νά κακολογούν τοιούτον πλάσμα, τήν άξιαγάπητον δίδα Κάλλαν, ήτις τυγχ άνει κόσμημα τού φύλου της καί θαυμασμός τού ίδικού μας καί δή εις τήν πλέον άποφασιστικήν στιγμήν ήν δύναται νά βιώση εν εύθραυστον πλάσμα! Εις τόν διάβολον παρομοία κακοήθεια! Αισθάνομαι ρίγη όταν άναλογίζομαι τό μέλλον φυλής εις ήν εσπειρον τούς σπόρους παρομοίας κακοβουλίας καί ήτις ούδέ τήν μητέρα ούδέ τήν παρθένον περιβάλλει μέ τόν όφειλόμενον σεβασμόν έντός τού οίκου τού Χόρν. Άφού άνεκουφίσθη δι’ αύτής τής οργισμένης έπιπλήξεως έχ αιρέτησεν έν τάχ ει τούς παρόντας καί ελαβεν τήν άγουσαν πρός τήν θύραν. Μουγκρητόν επιδοκιμασίας ήγέρθη παρ’ απάντων καί μερικοί ήσαν τής γνώμης οπως άνευ έτέρου εκβάλλουν τής αιθούσης αύτό τό άθλιον μπεκρόμουτρο, σχ έδιον τό όποιον θά έθετον εις εφαρμογήν καί διά τού τρόπου αύτού θά άντεμείβετο ούτος διά τήν συμπεριφοράν του έάν ό τελευταίος δέν εθετε τέρμα εις αύτάς τάς επιθέσεις δι&βεβαιών διά τρομεράς κατάρας (διότι έβλασφήμη ώς άχ θοφόρος) ότι ήτο ό καλύτερος χ ριστιανός έπί γής. Νά παγώση τό αίμα μου έντός τών αρτηριών μου, ειπεν, άν αύτά δέν ήσαν πάντα τά αισθήματα τού τιμίου Φράνκ Κοστέλλο όστις άνετράφη πάντοτε μέ τάς καλυτέρας τών προύποθέσεων καί δι’ αρχ ών ώς τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου, τήν οποίαν μητέρα ούδεμία γυνή ήδύνατο νά ύπερβή εις τήν παρασκευήν πίττας καί στιγμιαίας πουτίγκας καί τήν όποιαν ούτος ένεθυμείτο πάντοτε μέ τήν καρδίαν πλήρη τρυφερού σεβασμού. ’Άς έπανέλθωμεν όμως εις τόν κ. Μπλούμ, όστις ήδη άπό τής εισόδου του ειχ εν άντιληφθεί μερικούς αύθάδεις άστει’σμούς, τούς όποιους ήνέχ θη ώστόσο ώς καρπούς τής ήλικίας αύτής τήν όποιαν κατηγορούν ώς άνελέητον. Είναι άληθές ότι αύτοί οί νεαροί πετεινοί ήσαν γεμάτοι άλλοκοτιές ώς μεγάλα παιδία· αί χ ρησιμοποιούμεναι λέξεις εις τάς θορυβώδεις συζητήσεις των δέν ήσαν εύκολονόητοι καί συχ νά ούδόλως έκλεπτυσμέναι` τά ξεσπάσματά των καί αί άπίστευτοι ρήσεις των ήσαν έξ έκείνων τάς όποιας άπεχ θάνεται τό πνεύμα` έπί πλέον δέ δέν εδιδον τήν άπαραίτητον προσοχ ήν εις τήν εύπρέ-πεκκν παρ’ ολον ότι ή πληθωρικότης τής τρελής νεότητάς των συνηγόρη έν τέλει ύπέρ αύτών. ‘Όμως οί λόγοι τού κ. Κοστέλλο ήχ ησαν δυσαρέστως είς τό ούς του ήσθάνθη δέ αηδίαν δι’ αύτόν τόν άθλιον τόν οποίον εβλεπε ώς πλάσμα έστερημένον κακοφτιαγμένον καμπούρικον παρανόμως γεννηθέν καί έλθόν είς τόν κόσμον μεθ’ ολων τών όδόντων αύτού καί τούς πόδας αύτού προηγουμένους τού σώματός του, ύπόθεσιν τήν οποίαν καθιστούν πιθανήν τά έπί τού κρανίου του ίχ νη τών έκ σιδήρου λαβίδων τού μαιευτήρος, είς σημείον ώστε νά τού ένθυμίζη τόν έλλείποντα κρίκον είς τήν αλυσον τής δημιουργίας, τόν άναζητούμενον ύπό τού μεγαλοφυούς μακαρίτου Δαρβίνου. Είχ ε ήδη διανύσει πέραν τού ήμίσεως τό σύντομον έκείνο διάστημα οπερ μάς παραχ ωρείται είς αύτόν τόν κόσμον, καί τούτο είχ εν παρέλθει έν μέσω χ ιλίων καί δύο άντιξοοτήτων τού βίου, προερχ όμενος δέ έκ γένους συνετού καί ών, ούτος αύτός, άνήρ σπανίας διορατικότητας, είχ εν διατάξει τήν καρδίαν του νά συγκρατή πάσαν κίνησιν οργής, πρίν ετι αυτη γεννηθεί, καί νά τήν έλέγχ η μετά τής μεγαλυτέρας φροντίδος, νά τρέφη δέ έκείνην τήν ολοκληρωτικήν άνεκτικότητα τήν οποίαν τά ταπεινά πνεύματα περιγελούν, οί άπερίσκεπτοι κριταί χ λευάζουν καί ό κόσμος εύρίσκει άνεκτήν, απλώς άνεκτήν. Είς όσους εύφυολογούν προσβάλλοντες τήν γυναικείαν λεπτότητα (συνήθειαν τήν οποίαν ούτος όύδέποτε παρεδέχ θη) δέν θά παρεχ ώρη ούδέ τόν τίτλον τού έντιμου,, ούδέ τό δικαίωμα τού ίσχ υρισμού τής καταγωγής έκ καλής οικογενείας· ένώ δι’ ολους όσους έχ ουν άπολέσει πάσαν άνεκτικότητα καί ούδέν εχ ει άπομείνει αύτοίς οπως άπολέσουν, παρέμενεν τό ένεργόν άντίδοτον τής πείρας, ίνα έξαναγκάση τήν αύθάδειάν των είς έσπευσμένην καί έπαίσχ υντον ύποχ ώρησιν. Τυύτο δέν
έσήμαινεν ότι ούτος έστερείτο κατανοήσεως διά τά αισθήματα τής ορμητικής νεότητος ήτις, ελάχ ιστα ύπολογίζουσα τούς άπορριπτικούς μορφασμούς τής άρτηριοσκληρημένης γερουσίας ή τάς διαμαρτυρίας τών κηνσόρων, ήτο πάντοτε τής γνώμης (ώς εκφράζει τούτο ή εγκρατής φαντασία τής Αγίας Γ ραφής) ότι οφείλει τις νά τρώγη έκ τού άπηγορευμένου καρπού άλλ’ όχ ι καί τόσον ώστε νά συγχ ωρή τήν προστυχ ιά, οίαιδήποτε ήθελεν ώσιν αί περιστάσεις, πρός τό πρόσωπον κυρίας άσχ ολουμένης μέ τάς νομίμους άσχ ολίας της. Έν κατακλείδι, παρ’ ολον ότι, συμφώνως πρός τούς λόγους τής άδελφής είχ εν έλπίσει είς σύντομον άπελευθέρωσιν, όφείλομεν ώστόσο νά παραδεχ θώμεν ότι δέν ήτο μικρά ή άνακούφισίς του, όταν έπληροφορήθη ότι ή τοιουτοτρόπως είκαζομένη εκβασις, κατόπιν μιάς τόσον μακράς δοκιμασίας, παρέσχ εν τώρα μαρτυρίαν διά μίαν είσέτι φοράν περί τού ελέους όσον καί τής μεγαθυμίας τού Ύπερτάτου ’Όντος. Κατόπιν τούτου ήνοιξεν τήν καρδίαν του είς τόν πλησίον του καθήμενον, λέγων ότι διά νά έκφράση τάς άπόψεις του έπί τού θέματος, ή γνώμη του (αύτού όστις ίσως δέν όφειλε νά διακινδυνεύση γνώμην) ήτο ότι οφείλει τις νά διαθέτη παγωμένον αίμα καί εγκέφαλον κατεψυγμένον ώστε νά δυνηθή νά μήν άγαλλιάση δι’ αύτήν τήν πρόσφατον είδησιν τής καρποφορίας τής κυήσεως, άφού τόσον πολύ ειχεν υποφέρει αυτη μή οντος ίδικού της τού λάθους. Ό κομψοντυμένος νεαρός ειπεν ότι τό λάθος ήτο τού συζύγου της όστις τήν ειχεν έμβάλει εις αύτήν τήν κατάστασιν προσδοκίας ή τουλάχιστον οφείλε νά είναι εκτός καί έάν αυτη ήτο ιέρεια τής Εφέσου. ’Οφείλω νά καταστήσω γνωστόν εις ύμάς, ειπε ό κ. Κρόθερς, χτυπών τήν χείρα του έπί τής τραπέζης, ώστε νά προκαλέση ήχηρόν σχόλιον ύπογραμμίσεως, ότι ό γεροΔόξας ’Αλληλούιας, ήλικιωμένος τις φέρων φαβορίτας, έπανήλθεν σήμερον καί δι’ ένρινου ομιλίας ήτήσατο πληροφορίας περί τής Βιλελμίνης, τής ζωής μου, ώς τήν άποκαλεί. Τόν συνεβούλευσα νά είναι έτοιμος διότι τό εύτυχές γεγονός ήτο έπί θύραις. Τί νά σάς ειπω, μένω έκστατικός ένώπιον τής άνδρικής ρώμης αύτού τού γέρου μπίρμπου, όστις επιτυγχάνει τήν έπίτευξιν παρομοίας τεκνοποιίας. “Απαντες συνεφώνησαν εις τόν έπαινον αύτής τής ρώμης, καθείς διά τού τρόπου του, παρ’ ολον ότι ό ίδιος κομψός νεαρός ύπεστήριζεν ότι ετερός τις καί ούχί ό σύζυγος ήτο υπεύθυνος διά τήν κατάστασιν της, άνθρωπος τής Εκκλησίας, φανοκόρος τις (ένάρετος), ή πραματευτής έμπορευμάτων άπαραιτήτων εις κάθε νοικοκυριό. Τ Ητο μοναδική, έμονολόγει ό καλεσμένος, αύτή ή θαυμασίως άνισος έπιστήμη τής μετεμψυχώσεως τήν οποίαν κατέχουν, ούτως ώστε ό κοιτών τών λεχωίδων καί τό άμφιθέατρον τής άνατομικής νά είναι σεμινάρια παρομοίων έλαφροτήτων, ένώ ώφειλεν ή άπλή άπονομή άκαδημαίκών τίτλων νά είναι άρκετή διά νά μεταμορφώση έν τώ άμα αύτούς τούς ζηλωτάς τών άργοσχόλων τέρψεων εις ύποδειγματικούς έπαγγελματίας τέχνης τήν όποιαν τόσοι έξέχοντες άνθρωποι έθεώρουν ώς τήν εύγενεστέραν. “Ομως, συνέχισεν τόν μονόλογόν του, ίσως αύτό νά γίνεται διά νά δώσουν διέξοδον εις αισθήματα άπωθημένα άτινα καταπιέζουν αύτούς άπό κοινού διότι πολλάκις παρετήρησα ότι πτηνά τού ιδίου πτερώματος κελαίδούν όμού. ’Αλλά μέ ποίαν αρμοδιότητα, άς έρωτήσωμεν τόν εύγενή άρχ οντα, τόν προστάτην του, αύτός ό ξένος, όστις χ άρις εις εύνοιαν τού χ αριτωμένου ήγεμόνος ήμών ελαβεν τά προνόμια τού πολίτου, καθίστα εαυτόν ύπέρτατον ρυθμιστήν τών έσωτερικών μας ύποθέσεων; Πού εύρίσκεται τώρα έκείνη ή εύγνωμοσύνη ήν ή νομιμοφροσύνη θά επρεπε νά ύπαγορεύη; Κατά τήν διάρκειαν τού προσφάτου πολέμου ότε ό έχ θρός έξησφάλισεν προσωρινόν πλεονέκτημα έξαιτίας τών οβίδων του, ούτος, προδότης τής ιδίας αύτού φυλής, μήπως δέν έπωφελήθη τής στιγμής έκείνης μέ σκοπόν νά πλήξη διά τού ίδίου αύτού οπλου τήν αύτοκρατορίαν ής δέν είναι παρά εις κατά παραχ ώρησιν ύπήκοος ένώ έτρεμεν διά τήν άσφάλειαν τού τόκου τέσσερα τοίς εκατό τόν όποιον είσέπραττε; Τό
έλησμόνησε αύτό οπως λησμονά ολας τάς παραχ ωρηθείσας εύεργεσίας; ’Ή μήπως περιπαίζων τούς άλλους κατέστη τελικώς ό περίγελως τού ίδίου τού έαυτού του ών, άν ή φήμη δέν τόν συκοφαντεί, ό μοναδικός καί ό μόνος όστις χ αίρεται τόν έαυτό του; Θά έστοιχ ειοθέτει σο-βαράν ελλειψιν άβρότητος ή παραβίασις τών μυστικών τής παστάδος άξιοσεβάστου κυρίας, κόρης γενναίου ταγματάρχ ου, καί ή εστω καί επ’ έλάχ ιστον άμφισβήτησις τής αρετής αύτής άλλ’ έάν ούτος επισύρει τήν προσοχ ήν επ’ αύτού τού σημείου (καί πράγματι τό συμφέρον του απαιτεί νά μήν ενεργή δι’ αύτού τού τρόπου) τότε ας γίνει ετσι. Κακότυχ η ύπήρξε ή γυνή δι’ αρκετόν διάστημα καί τά νόμιμα δικαιώματα αύτής υπήρξαν άντικείμενον τόσον επιμόνου άρνήσεως ώστε δέν δύναται ν’ άκούη τάς κατηγορίας του μέ διαφορετικόν αίσθημα πλήν εκείνου τής χ λεύης τής άπελπισίας. Αύτά λέγει ό παριστάνων τόν ήθικολόγον, αύτός ό άληθής πελεκάνος αρετής, όστις δέν έδίστασεν, λησμονών τούς δεσμούς τής φύσεως, νά έπιχ ειρήση σύναψιν παρανόμων σχ έσεων μέ θεραπαινίδα προερχ ομένην έκ τών κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων. ’Αληθώς, αν ή μπουγαδόβουρτσα τής νεαράς δέν είχ ε σταθεί φύλαξ άγγελος δι’ αύτήν θά έδοκίμαζε τάς βασάνους τού ’Άγαρ τού Αιγυπτίου! Περιβόητος είναι ή κακοπιστία τούτου είς τό ζήτημα τών βοσκοτόπων καί παρουσία τού κ. Κάφφ άγανακτισμένος τις κτηνοτρόφος τόν έστόλισε δι’ ικανού άριθμού εύθέων όσον καί βουκολικών ύβρεων. Δέν τού αρμόζει νά κηρύσση αύτό τό εύαγγέλιον. Μήπως δέν διαθέτει πλησίον του άγρόν πρός σποράν όστις παραμένει άνενεργός λόγω έλλείψεως οργώματος; ‘Έξις τήν οποίαν όφείλομεν νά καταδικάζωμεν είς τούς χ ρόνους τής έφηβείας καθίσταται δευτέρα φύσις καί όνειδος είς τήν ώριμον ήλικίαν. ’Άν τού είναι άναγκαίον νά σκορπίζη τό έαυτού βάλσαμον τής Γαλαούδ ώς πανάκειαν καί είς αποφθέγματα άμφιβόλου ποιότητος διά τήν επαναφοράν τής ύγείας είς γενεάν ασώτων νεαρών ας φροντίσει ώστε οί πράξεις του νά είναι περισσότερον σύμφωνοι μέ τά δόγματα ατινα κατά τό παρόν τόν απασχ ολούν. Ή συζυγική καρδία του είναι αποθήκη μυστικών ατινα ή εύπρέπεια άπεχ θάνεται νά συμπεράνη. At άκόλαστοι προτάσεις ποιας τίνος μαραμένης καλλονής δύνανται νά παρηγορήσουν αύτόν έναντι μιάς συζύγου παρημελημένης καί ήτιμασμένης άλλ’ ό νέος αύτός ύπέρμαχ ος τών καλών ήθών καί ό θεραπευτής κοινωνικών πληγών είς τήν καλυτέραν τών περιπτώσεων δέν άποτελεί παρά έξωτικόν δένδρον, οπερ όταν αί ρίζαι αύτού έβυθίζοντο είς τήν γενέτειράν του Ανατολήν εθαλεν καί έκαρποφόρει καί έσκόρπιζεν εύωδίας, άλλ’ ότε μετεφυτεύθη είς πλέον εύκρατον κλίμα, αί ρίζαι αύτού άπόλεσαν τήν προηγουμένην εύρωστίαν των ένώ τό ύλικόν τό έκπορευόμενον έξ αύτού λιμνάζει, ξινισμένον καί άνευ άποτελεσματικότητος. Ή είδησις άπεκαλύφθη μέ περίσκεψιν ένθυμίζουσαν τό τυπικόν οπερ έχ ρησιμοποίει πάλαι ποτέ ή Υψηλή Πύλη, άπό τής δευτέρας νοσοκόμου πρός τόν νεώτερον ιατρόν ύπηρεσίας, όστις μέ τήν σειράν του άνήγγειλεν είς τήν άντιπροσωπείαν ότι είχ εν γεννηθεί διάδοχ ος. “Οτε μετέβη ούτος είς τά διαμερίσματα τών γυναικών ίνα παραβρεθή κατά καθήκον είς τήν τελετήν μετά τήν γέννησιν παρουσία τού ύπουργού τών Εσωτερικών καί τών μελών τού μυστικοσυμβουλίου, σιωπηλών έκ τής όμοθύμου κοπώσεως καί τής έπιδοκι-μασίας των, οί αντιπρόσωποι, εκνευρισμένοι άπό τήν διάρκειαν καί τήν έπισημότητα τής άγρυπνίας των καί έλπίζοντες ότι τό χ αρμόσυνον γεγονός θά συνοδεύεται ύπό παννυχ ίδος ήν ή άπουσία θαλαμηπόλου καί άξιωματικού θά καθίστων εύκολωτέραν, έρρίφθησαν αίφνιδίως εις άνταγωνισμόν γλωσσών. Εις μάτην ήκούετο ή φωνή τού Διαφημιστικού Πράκτορος κ. Μπλούμ, όστις προσεπάθη νά λογικεύση, νά κατευνάση, νά νουθετήση. Ή στιγμή ήτο άκρως εύνοίκή διά τήν έκρηξιν αύτής τής έπιχ ειρηματολογίας ήτις έφαίνετο νά είναι ό μόνος ένωτικός δεσμός μεταξύ χ αρακτήρων τόσον διαφορετικών. ‘Όλαι αί όψεις τού ζητήματος έτέθησαν διαδοχ ικώς ύπό τό άνατομικόν νυστέρι των` ή πρωθύστερος τής γεννήσεως άμοιβαία άποστροφή τών ομομήτριων άδελφών, ή καισαρική τομή, ή περίπτωσις μεταθανατίου γεννήσεως ώς πρός τόν πατέρα καί ή σπανία αύτής μορφή ώς πρός τήν μητέρα, ή άδελφοκτονία γνωστή ώς ύπόθεσις Τσάιλντς καταστάσα περίφημος έξ αιτίας τής συγκλονιστικής
άγορεύσεως τού δικηγόρου κ. Μπούς όστις κατώρθωσεν νά έπιτύχ η τήν άπαλλαγήν τού άδίκως κατηγορουμένου, τά πρωτοτόκια καί τό βασιλικόν επίδομα άναφορικώς μέ τά δίδυμα καί τά τρίδυμα, αί άποβολαί καί αί παιδοκτονίαι, αί κατά προσποίησιν καί αί άποκρυβείσαι, τό άκάρδιον foetus in foetu, ή άπροσωπία ή όφειλομένη εις συμφόρησιν, ή άγναθία ορισμένων Κινέζων γεννηθέντων άνευ κάτω γνάθου (άναφερομένη ύπό τού Υποψηφίου κ. Μάλλιγκαν) ώς έπακόλουθος έλαττωματικών άρθρώσεων τών γναθικών φυμάτων κατά μήκος τής μέσης γραμμής ούτως ώστε (ώς ειπεν) τό έν ούς ήκουεν ό,τι ελεγεν τό άλλον, τά εύεργετήματα τής άναισθησίας καί τής ναρκώσεως, ή παράτασις τών ώδίνων εις τήν προκεχ ωρημένην εγκυμοσύνην λόγω πιέσεως φλεβός, ή πρόωρος άπώλεια τού άμνιακού ύγρού (οπως π.χ . κατά τήν παρούσαν περίπτωσιν) μέ συνέπειαν τόν κίνδυνον σήψεως τής μήτρας, ή τεχ νητή γονιμοποίησις τή βοήθεια συριγγών, ή συστροφή τής μήτρας έξ αιτίας τής έμμηνοπαύσεως, τό πρόβλημα τής διαιωνίσεως τών ειδών εις περίπτωσιν γονιμοποιήσεως δι’ έγκληματικού βιασμού, ό θλιβερός έκεινος τρόπος τοκετού όν οί Βραδεμβούργιοι ονομάζουν Sturzgeburt, αί περιπτώσεις διασπερμικών τεράτων αί όφειλόμεναι εις τήν σύλληψιν κατά τήν περίοδον τών καταμηνίων ή εις περιπτώσεις συγγενείας τού αίματος τών γονέων — έν ένί λόγω απασαι αί άνωμαλίαι τών γεννήσεων εις τήν άνθρωπίνην φυλήν τάς όποιας άπηρίθμησεν ό ’Αριστοτέλης εις τό άριστούργημα αύτού τό είκονογραφημένον δι’ έγχ ρώμων λιθογραφιών. Τά σοβαρώτερα προβλήματα μαιευτικής καί ιατροδικαστικής έξητάσθησαν μετά τής ιδίας ζωηρότητος οπως αί λαίκαί δοξασίαι περί εγκυμοσύνης, ή άπαγόρευσις εις τήν έγκυον οπως ύπερπηδά φράκτας εις τήν έξοχ ήν έκ τού φόβου μήπως αί κινήσεις αύτής προκαλέσουν στραγγαλισμόν τού έμβρύου διά τού ομφαλίου λώρου, ώς καί ή σύσπασις έκείνη κατά τήν οποίαν ή έγκυος λαχ ταρά τι καί μή δυναμένη οπως ίκανοποιήση τήν έπιθυμίαν της θέτει τήν χ είρα αύτής έπί τού μέρους έκείνου τού σώματός της τό όποιον παμπάλαιος συνήθεια εχ ει καθιερώσει ώς στόχ ον τής σωματικής τιμωρίας. Αί άνωμαλίαι τής λαγωχ ειλίας, τά σημάδια, ή πολυδακτυλία, ή κυάνωσις, αί μοροειδείς εκβλαστήσεις καί αί εύρυαγγείαι άνεφέρθησαν ύπό τίνος ώς μία κατ’ άρχ ήν υποθετική καί φυσική έξήγησις τέκνων μέ κεφαλήν χ οίρου (δέν παρελήφθη ή άναφορά τής περιπτώσεως τής κυρίας Γκρίσελ Στήβεν) ή μέ κόμην κυνός, ατινα γεννώνται κατά αραιά διαστήματα. Ή ύπόθεσις μιάς προπλασματικής μνήμης, ήν εξέθεσε ό αντιπρόσωπος τής Καληδονίας καί αντάξιος τών περί τήν μεταφυσικήν παραδόσεων τής χ ώρας ήν έξεπροσώπει, διεπίστωνε είς τάς περιπτώσεις αύτάς διακοπήν τής εμβρυίκής άναπτύξεως είς στάδιον προγενέστερον τού άνθρώπου. Εις αντιπρόσωπος παράξενος όσον καί ό ξένος άντέκρουσεν καί τάς δύο αύτάς θεωρίας μετά τόσης θέρμης ώστε παρ’ ολίγον νά κάμη πιστευτήν τήν θεωρίαν περί συνουσίας μεταξύ γυναικών καί άρρένων κτηνών άντλών επιχ ειρήματα έκ μύθων, ώς έκείνος τού Μινωταύρου τόν οποίον ή μεγαλοφυ’ία τού κομψού Λατίνου ποιητού παρέδωσεν ήμίν είς τάς σελίδας τών Μεταμορφώσεών του. Ή έντύπωσις τήν οποίαν προξένησαν οί λόγοι του ήτο έντονος πλήν βραχ ύβιος. Έσβέσθη μετά τής αύτής εύκολίας κατόπιν συντόμου δημηγορίας τού ‘Υποψηφίου κ. Μάλλιγκαν διαποτισμένης δι’ έκείνου τού εύτραπέλου πνεύματος οπερ ούδείς έγνώριζεν νά χ ειρίζεται καλύτερον έκείνου, διαβεβαιώσαντος ότι πρός ίκανοποίησιν τών πλέον ακριβών επιθυμιών ούδείς ένδείκνυται περισσότερον ένός πεντακάθαρου καλού γέροντος. Ταυτοχ ρόνως, ζωηρά διένεξις έξέσπασεν μεταξύ τού ’Αντιπροσώπου κ. Μάντεν καί τού ‘Υποψηφίου κ. Λύντς έν σχ έσει μέ τό δικονομικόν καί θεολογικόν δίλημμα τό έγειρόμενον είς περίπτωσιν καθ’ ήν Σιαμαίος αδελφός αποθνήσκει πρότερον τού άλλου, καί κατόπιν κοινής συμφωνίας τό πρόβλημα διεβιβάσθη είς τόν Διαφημιστικόν Πράκτορα κ. Μπλούμ οπως τό ύποβάλλη πάραυτα είς τόν συνδιαιτητήν ‘Υποδιάκονον κ. Ντένταλους. Σιωπηλός μέχ ρις έκείνης τής στιγμής, μέ σκοπόν οπως τονίση δι’ έξαιρέτου σοβαρότητος τήν μοναδικήν άξιοπρέπειαν τού σχ ήματος οπερ είχ εν περιβληθεί ή έν άναμονή άκροάσεως έσωτερικής φωνής, έξήγγειλεν ρητώς καί μέ ποιάν τινα αδιαφορίαν τήν εύαγγελικήν ρήσιν, τήν άπαγορεύουσαν είς τόν άνθρωπον νά χ ωρίζει ους ό Θεός συνέζευξεν.
‘Όμως μέ τήν άφήγησιν τού Μάλαχ ι ήρχ ισαν νά παγώνουν έκ φρίκης. Έπέτυχ εν ώστε ή σκηνή νά έμφανισθή ένώπιον τών οφθαλμών των. Τό μυστικόν φάτνωμα παρά τό τζάκι έγλίστρησε πρός τά όπίσω καί άνεφάνη έντός αύτού ό… Χέηνς! Ποιος έξ ήμών δέν ήσθάνθη νά τού όρθούται ή θρίξ; Εις τήν μίαν χ είρα έκράτει χ αρτοφύλακα γέμοντα κελτικής λογοτεχ νίας, καί είς τήν άλλην φιάλην μέ τήν έπιγραφήν Δηλητήριον. ’Έκπληξις, φρίκη, άηδία είχ ον καταγραφεί είς τά πρόσωπα ολων καθώς ούτος ήτένιζε αύτούς μέ μακάβριον χ αμόγελον. Άνέμενον αύτήν τήν ύποδοχ ήν, είπεν μετά διαβολικού μειδιάματος, διά τήν οποίαν φαίνεται νά είναι υπεύθυνος ή ιστορία. Ναί, τούτο είναι άληθές. Έγώ είμαι ό δολοφόνος τού Σάμουελ Τσάιλντς. Καί πόσον έτιμωρήθην! Ή κόλασις δέν μέ τρομάζει. Αύτό τό αναγιγνώσκει τις έπί τού προσώπου μου. Έπί τέλους, πότε θά γνωρίσω ποιάν τινα άνάπαυσιν, μουρμούρισε μέ ύπόκωφον φωνήν, έγώ όστις περιεπάτουν εις τό Δουβλίνον μέ τήν ποιητικήν μου συλλογήν καί αύτός οπισθεν έμού, προσκεκολλημένος εις τά βήματά μου ώς θηλυκός διάβολος; Ή κόλασίς μου είναι αύτή αυτη ή κόλασις τής Ιρλανδίας εις τόν βίον τούτον. ’Ιδού τί δοκίμασα πρός έξάλειψιν τού έγκλήματός μου. Τάς διασκεδάσεις, τό κυνήγιον τού κόρακος, τήν ιρλανδικήν γλώσσαν (άπήγγειλεν μερικάς φράσεις), τό λάβδανον (έφερε τήν φιάλην εις τά χ είλη του), τήν διανυκτέρευσιν έν ύπαίθρω. Εις μάτην! Τό φάντασμα αύτού μέ καταδιώκει. Τό ναρκωτικόν είναι ή μόνη μου έλπίς… ’Άχ ! Ή έκμηδένησις! Ό μαύρος πάνθηρ! Αιφνιδίως διά μιάς κραυγής έξηφανίσθη καί τό φάτνωμα έπανέκλεισεν. Μίαν στιγμήν άργότερον ή κεφαλή του έπρόβαλεν έίς τήν απέναντι θύραν καί ειπεν: Ελάτε νά μέ συναντήσετε εις τόν σταθμόν τής όδού Γουέστλαντ εις τάς ενδεκα καί δέκα. Άπεχ ώρησε! Δάκρυα άνέβλυσαν έκ τών οφθαλμών ολων αύτών τών άκολάστων. Ό μάντης ύψωσεν τήν χ είραν πρός τούς ούρανούς καί έμουρμούρισεν: Ή άντεκδίκησις τού Μάνανααν! Ό σοφός έπανέλαβεν Lex talionis. Αισθηματίας είναι έκείνος όστις θά άπελάμβανε κάτι δίχ ως ν’ άναλαμβάνη καί τό πελώριον χ ρέος του. Ό Μαλαχ ί, καταβεβλημένος έκ τής συγκινήσεως, έσιώπησεν. Τό μυστήριον ειχ εν άποκαλυφθεί. Ό Χέηνς ήτο ό τρίτος αδελφός. Τό αληθές αύτού όνομα ήτο Τσάιλντς. Ό μαύρος πάνθηρ ήτο τό ίδιον τό φάντασμα τού πατρός του. Έλάμβανε ναρκωτικά διά νά λησμονήση. Πολλάς εύχ αριστίας δι’ αύτήν τήν αλλαγήν. Ή μοναχ ική οικία πλησίον τού νεκροταφείου είναι ακατοίκητος. Δέν υπάρχ ει ανθρώπινον πλάσμα οπερ θά έπεθύμει νά ζήση έκεί. Ή αράχ νη ύφαίνει τόν ιστόν της κατά μόνας. Ό νυκτόβιος άρουραίος έπιδεικνύει τό ρύγχ ος του εις τήν είσοδον τής οπής του. Είναι κατηραμένη. Είναι στοιχ ειωμένη. Τόπος τού δολοφόνου. Ποιά είναι ή ήλικία τής ανθρώπινης ψυχ ής; Δεδομένου ότι αυτη διαθέτει τήν δυνατότητα τού χ αμαιλέοντος νά μεταβάλη χ ρωματισμόν εις πάσαν νέ αν προσέγγισιν, νά καθίσταται εύθυμος μέ τούς χ αρούμενους καί θλιμμένη μέ τούς σκυθρωπούς, ούτω καί ή ήλικία αύτής ποικίλλει άναλόγως πρός τήν διάθεσίν της. Ό Λεοπόλδος όστις κάθηται έκεί βυθισμένος εις τούς συλλογισμούς του, άναμασών τάς άναμνήσεις του, δέν είναι πλέον έκείνος ό σοβαρός διαφημιστής καί ό ιδιοκτήτης σημαντικού άριθμού χ ρεωγράφων. ‘Ως εις μίαν αναδρομικήν διευθέτησιν, είναι ό νεαρός Λεοπόλδος, καθρέπτης άτενίζων εαυτόν έντός καθρέπτου (έν ριπή όφθαλμού!). Βλέπει αύτήν τήν νεανικήν μορφήν τού παρελθόντος, προώρως αρρενωπήν, έξερχ ομένην παγεράν τινα πρωίαν έκ τής παλαιάς αύτού οικίας τής όδού Κλαμπράσιλ μέ προορισμόν τό γυμνάσιον, μέ τήν σάκκαν άύτού κρεμασμένην ώς φυσεκλίκι άπό τού ώμου, έντός αύτής δέ μέγα τεμάχ ιον λευκού άρτου, φροντίς τής μητρός του. ’Ή άκόμη είναι ή Ιδία μορφή, εν ή δύο έτη βραδύτερον, φέρουσα τόν πρώτον σκληρόν πίλον (άχ , όποία υπέροχ ος ήμέρα!), πραγματοποιών ήδη τήν περιοδείαν του έν είδει ταξιδεύοντος παραγγελιοδόχ ου, διά λογαριασμόν τού έμπορικού οίκου τού πατρός του, έφοδιασμένος διά βιβλίου παραγγελιών, δι’ αρωματισμένου ρινομάκτρου (όχ ι μόνο πρός έπίδειξιν), διά κασετίνας πλήρους αστραφτερών μπιχ λιμπιδιών (άλλοίμονον, περασμένα μεγαλεία!) καί φαρέτρας πλήρους φιλοφρονητικών χ αμογέλων, δι’ αύτήν ή τήν άλλην πελάτισσα, ήτις μετά τίνος δυσπιστίας ύπολογίζει τάς τιμάς, μετρώσα μέ τά δάκτυλά
της, ή πρός νεόβγαλτον κόρην ήτις δέχ εται δειλά (όμως ή καρδία της τί λέγει;) τά προμελετημένα χ ειροφιλήματά του. Τό άρωμα, τό χ αμόγελον, άλλά πλέον τούτων οί μέλανες οφθαλμοί, οί γλοιώδεις τρόποι του συνήργουν, ώστε ούτος νά έπιστρέφη οίκαδε τήν εσπέραν μεθ’ ίκανού αριθμού παραγγελιών διά τόν άρχ ηγόν τού έμπορικού οίκου, όστις έκάπνιζεν τήν πίπα τού ’Ιακώβ είς τήν παραδοσιακήν γωνίαν τής εστίας (καί πινάκιον πλήρες χ υλοπιττών, δύνασθε νά είσθε βέβαιοι περί αύτού, θερμαινόμενον είς τήν πυράν) καί άνεγίγνωσκεν μέ τά έκ ταρταρούγας όμματούάλια του φύλλον τι άφιχ θέν έξ Εύρώπης καί έκτυπωθέν πρό μηνός. “Ομως, έν ριπή οφθαλμού, ό καθρέπτης θαμβούται καί ό νεαρός περιπλανώμενος ιππότης απομακρύνεται, καθιστάμενος μόλις διακρινόμενον στίγμα έντός τής ομίχ λης. Καί ιδού αύτός μέ τήν σειράν του πατήρ καί αύτοί οίτινες εύρίσκοντο σήμερον πλησίον του, υιοί του. Ποιός τό γνωρίζει; ‘Ο φρόνιμος πατήρ γνωρίζει τό άληθινόν τέκνον του. Ενθυμείται βροχ εράν τινα νύκτα είς τήν όδόν Χάτς, πλησίον τών άποθηκών, τήν πρώτην. Όμού (έκείνη πτωχ ή ορφανή, κόρη τής έντροπής, μέ έσένα, μέ έμένα, μέ τόν καθένα, μέ έκείνον όστις προσφέρει ενα σελλίνι καί μία πέννα φιλοδώρημα), όμού άκροώνται τά βαρέα βήματα τού σκοπού άστυφύλακος, ένώ δύο σκιαί, φέρουσαι άδιάβροχ α δίκην καλύπτρας έπί τής κεφαλής διαβαίνουν εμπροσθεν τού Νέου Βασιλικού Πανεπιστημίου Μπράιντυ! Μπράιντυ Κέλλυ! Ούδέποτε θέλει λησμονήσει αύτό τό όνομα, θά ένθυμείται πάντοτε έκείνην τήν πρώτην νύκτα, τήν γαμήλιον νύκτα. Περιελίχ θησαν έντός τής άβύσσου τού σκότους, ό θύτης καί τό θύμα του, καί είς μίαν στιγμήν (γεννηθήτω) τό φώς θά πλημμυρίση τόν κόσμον. Αί καρδίαι έκτύπον είς τόν ίδιον ρυθμόν; ’Όχ ι, καλέ μου άναγνώστα. ’Αστραπιαίως τό παν είχ ε συντελεσθή, όμως — στάσου! Όπίσω! Αύτό δέν είναι δυνατόν νά γίνη! Τρομοκρατημένη ή κόρη αναχ ωρεί έντός τού σκότους. Είναι ή σύζυγος τού σκότους, ή κόρη τής νυκτός. Δέν τολμά νά γεννήση τό ήλιόχ ρυσον βρέφος τής ήμέρας. ’Όχ ι, Λεοπόλδε! Ούδέ τό όνομα, ούδέ ή άνάμνησις σού προσφέρουν παραμυθίαν. Σέ εχ ει έγκαταλείψει έκείνη ή ψευδαίσθησις τής νεανικής δυνάμεως καί άπέμεινες άνευ καρπού. Ούδένα υιόν διαθέτεις πλησίον σου, γεννηθέντα άπό έσέ. Κάποιον όστις θά είναι διά τόν Λεοπολδον ό,τι ήτο ό Λεοπόλδος διά τόν Ρούντολφ. Αί φωναί άναμιγνύονται καί συγχ ωνεύονται είς νεφελώδη σιωπήν· σιωπήν ήτις συνιστά τό άπειρον τού διαστήματος, καί ταχ έως, σιωπηλώς, ή ψυχ ή ύπερίπταται τής περιοχ ής τών κύκλων, τών κύκλων τών γενεών αιτινες προύπήρξαν. Περιοχ ήν εις τήν οποίαν τό γκρίζον λυκόφως κατέρχ εται πάντοτε χ ωρίς ούδέποτε νά καλύπτη τούς αναπεπταμένους χ ρυσοπράσινους λειμώνας, έκχ έον τήν τέφραν αύτού, διασκορπίζων άπέραντον δρόσον έκ τών αστέρων. Ακολουθεί τήν μητέραν αύτής μέ αδέξια βήματα, φορβάς καθοδηγούσα τήν πουλαρίτσα της. Φαντάσματα τού μισοσκόταδου, ζυμωμένα ώστόσο μέ προφητικήν χ άριν, λεπτά καλοσχ ηματισμένα καπούλια, λυγερός σβέρκος καί νευρώδης ήρεμος δειλή κεφαλή. Θλιβερά φαντάσματα, σβήνουν, πάνε ολα. Τό ’Άτζενταθ είναι έρημη χ ώρα, ενδιαίτημα τού γυπαετού καί τού τυφλωθέντος έκ τής κόνεως ούπούπα. Τό χ ρυσούν Νέταιμ είναι άνύπαρκτον πλέον. Καί εις τήν λεωφόρον τών νεφών καταφθάνουν τά φαντάσματά τών ζώων, ψιθύρισμα κεραυνού τής έξεγέρσεως. Ου! ’Άκου! Ου’! Ή παράλλαξις ώκύπτερος τά κεντρίζει έκ τών οπισθεν, αί λογχ ίζουσαι άστραπαί τού μετώπου των ούδέν άλλον είναι είμή σκορπιοί. Ή άλκή καί ό τάρανδος, οί ταύροι τής Βασάν καί τής Βαβυλώνος, τό μαμμούθ καί τό μαστόδοντον προχ ωρούν εις πυκνάς φάλαγγας πρός τήν καταβυθισμένην θάλασσαν, Lacus Mortis. Αγέλη ζωδιακή, προμηνύουσα καταστροφάς, άναζητούσα έκδίκησιν! Μουγκρίζουν ποδοπατώντας τά νέφη, κέρατα καί μονοκέρατα, προβοσκίδες καί χ αυλιόδοντες, χ αίτες λεόντων, κέρατα έλάφου, μουσούδια καί ρύγχ η, ερπετά, μηρυκαστικά καί παχ ύδερμα, πλήθος κινούμενον καί βρυχ ώμενον, δολοφόνοι τού ήλίου. Πρός τήν νεκράν θάλασσαν πορεύονται οπως πιουν, άπλήστως καί μέ τρομεράς ροφήσεις, τό έν υπνώσει αλμυρόν άστείρευτον ρεύμα. Καί ή δυσοίωνος ιππική συνάθροισις αύξάνεται πάλι καί
ύψούται έντός τής ερήμου τών ούρανών, μέχ ρι τού ίδίου τού μεγαλείου τών ούρανών ενθα ισταται ώς πύργος ό οίκος τής Παρθένου. Καί ιδού, θαύμα τής μετεμψυχ ώσεως, είναι αύτή ή αίωνία νύμφη, ή προάγγελος τού αύγερινού, ή σύζυγος, ή αειπάρθενος. Είναι αύτή, ή Μάρθα ή γλυκοχ αμένη, ή Μίλλισεντ, ή νέα, ή πολυαγαπημένη, ή άκτινοβόλος. Πόσον γαλήνια ύψούται τώρα, βασίλισσα έν μέσω τών Πλειάδων, κατά τήν προτελευταίαν ώραν πρό τής έλεύσεως τού φωτός, φέρουσα σανδάλια έκ καθαρού χ ρυσού καί έπί τής κεφαλής καλύπτραν, τήν άποκαλουμένην γάζαν! Κυματίζει, κυλά γύρω άπό τήν ήλιογέννητην σάρκα της, έκχ ύνουσα σμαράγδια καί ζαφείρια, ιώδη καί εις τό χ ρώμα τού ήλιοτροπίου, μετέωρος έν μέσω τών παγωμένων ρευμάτων τού διαστρικού άνεμου, περιστρεφόμενη, έλικοειδής, στριφογράφουσα εις τόν ούρανόν μυστηριώδη γραφήν μέχ ρις ου, μετά άπό μυριάδας μεταμορφώσεων συμβόλων, φεγγοβολήσει ό ’Άλφα, ρουμπίνι καί τριγωνικό σημειον έπί τού μετώπου τού Ταύρου. Ό Φράνσις ύπενθυμίζει εις τόν Στήβεν τάς άπομάκρους ημέρας ότε έφοίτουν όμού εις τό κολλέγιον, κατά τήν έποχ ήν τού. Κόνμη. Τόν ήρώτησε περί τού Γλαύκου, τού Άλκιβιάδου, τού Πεισιστράτου. Πού εύρίσκοντο; Ούδείς έγνώριζεν. Μού ομιλήσατε περί τού παρελθόντος καί τών φαντασμάτων του, είπε ό Στήβεν. Ποιος ό λόγος νά τά σκεπτόμεθα ολα αύτά; Άραγε έάν τά άνακαλέσω έκ τών ύδάτων τής Λήθης τά καημένα τά πνεύματα θά ύπακούσουν είς τήν έπίκλησίν μου; Ποίος τό έσκέφθη αύτό; Έγώ, ό Βούς ό Στεφανούμενος, ό ταυροφιλικός βάρδος, ό κύριος καί ζωοδότης των. Έστεφάνωσε τήν άκατάστατον κόμην του διά στεφάνου έκ φύλλων αμπέλου, χ αμόγελών είς τόν Βικέντιον. Αύτή ή άπάντησις καί αύτά τά φύλλα, τού είπεν ό Βικέντιος, θά σέ στολίσουν καταλληλότερον, όταν κάτι μείζον, κάτι πολύ περισσότερον μιάς δρακός έλαφρών ωδών, δυνηθεί ν’ άποκαλέση πατέρα τήν μεγαλοφυία σου. ‘Άπαντες όσοι έπιθυμούν τό καλόν σου τό εύχ ονται. ‘Άπαντες έπιθυμούν οπως σέ ίδουν πραγματοποιούντα τό εργον οπερ διανοείσαι. Εύχ ομαι άπό καρδίας οπως τό έπιτύχ ης. ’Ώ, όχ ι, Βικέντιε, είπε ό Λένεχ αν, στηρίζων τήν χ είραν του είς τινα γειτονικόν ώμον, μή φοβού. Δέν ήδύνατο ν’ άφήση τήν μητέραν του ορφανή. Ή όψις τού νέου σκοτείνιασε. ‘Όλοι ήδυνήθησαν νά παρατηρήσουν πόσον οδυνηρή ήτο δι’ αύτόν ή ύπόμνησις τής ύποσχ έσεώς του καί τό πρόσφατον πένθος του. Θά είχ εν έγκαταλείψει τό συμπόσιον έάν ό θόρυβος τών φωνών δέν είχ ε μετριάσει τόν πόνον του. Ό Μάντεν είχ εν άπολέσει πέντε δραχ μάς είς τόν ίππον Σκήπτρον ενεκεν ιδιοτροπίας, έξ αίτιας τού ονόματος τού άναβάτου· καί ό Λένεχ αν άλλα τόσα. Τούς άφηγήθη τήν διαδρομήν. Ή σημαία κατέπεσεν καί χ όπ! ολοταχ ώς ή φορβάς ώρμησεν καλοδιάθετος καί ξεκούραστος μέ άναβάτην τόν Ό. Μάντεν. ’Ήρχ ετο έπικεφαλής. ‘Άπασαι αί καρδίαι έκτύπον έντόνως. Ακόμη καί αύτή, ή Φυλλίς, δέν ήδύνατο νά συγκρατηθή πλέον. Ήνέμιζεν τήν έσάρπα της καί άνεφώνα: Ζήτωωω! Τό Σκήπτρον νικά! Άλλά περί τό τέρμα ότε άπαντες οί ίπποι εύρίσκοντο είς πυκνήν σειράν ό ίππος Πέταγμα τό άουτσάιντερ έκέρδισεν έδαφος, τήν εφθασε, τήν ύπερκέρασεν. Τό παν είχ ε άπολεσθεί πλέον. Ή Φυλλίς τώρα έσιώπα` θλιμμέναι άνεμώναι οί οφθαλμοί αύτής. ’Ώ, ‘Ήρα! άνέκραξε, κατεστράφην. ‘Όμως ό άγαπημένος της τήν παρηγόρη καί τής προσεκόμισε χ ρυσούν κυτίον πλήρες ζαχ αρωτών έπιμήκους σχ ήματος ατινα αυτη έγεύθη. ’Άφησεν εν δάκρυ νά πέση, μόνον εν. Ό Γ. Λέην είναι τό ύπ’ άριθ. ενα μαστίγιον, είπε ό Λένεχ αν. Τετράκις νικητήζ χ θές καί τρίς σήμερον. Ποίος άναβάτης ήδύνατο νά τόν συναγωνιστή; Άναβάσατέ τον είς κάμηλον ή είς άκαμάτην βούβαλον ή νίκη θά είναι καί πάλιν ίδική του εστω καί άν τό ζώον απλώς συρεί τούς πόδας του. Άλλά άς τό άνεχ θώμεν καί αύτό ώς επραττον καί οί αρχ αίοι. Ούαί τοίς ήττημένοις! Καημένον Σκήπτρον! είπεν άναστενάζων έλαφρώς. Ή φορβάς δέν είναι πλέον οία ήτο κατά τό παρελθόν. Δέν θά έπανίδωμεν τήν όμοίαν της. Μά τόν Θεό, κύριε, βασίλισσα ήτο. Τήν ένθυμείσαι, Βικέντιε; Θά ήθελα νά βλέπατε σήμερον τήν βασίλισσά μου, είπε ό Βικέντιος, πόσον νέα καί άπαστράπτουσα ήτο (ή Λαλάζ δέν ήδύνατο νά συγκριθή μέ τήν ίδικήν της ώραιότητα) μέ τά κίτρινα ύποδήματά της καί τήν έσθήτα της έκ μουσελίνης, δέν ξέρω άκριβώς ποια είναι ή ονομασία της. Αί καστανέαι, αιτινες μάς παρεχ ώρουν
τήν σκιάν των ήσαν άνθισμέναι· ό άήρ ήτο υπερφορτωμένος διεγερτικών άρωμάτων και γύρεως αίωρουμένης πέριξ ήμών. Ένώ ύπό τόν θερμόν ήλιον ήδύνατο εύχ ερώς νά τεθή πρός εψησιν ικανός άριθμός έξ εκείνων τών πλακούντων μέ τάς κορινθιακάς σταφίδας ούς πωλεί ό Περιπλεπόμενος εις τό παράπηγμα αύτού πλησίον τής γεφύρας. “Ομως εκείνη μή δ’ιαθέτουσα ούδέν ετερον πρός δήξιν πλήν τού βραχ ίονός μου διά τού όποιου τήν ειχ ον περιβάλει έδάγκανεν τούτον άκκιζομένη οσάκις τήν εσφιγγον. Άπό έβδομάδος ήτο άσθενής, τέσσερις ήμέρας κατάκοιτος, άλλά σήμερον άπελευθερωθείσα, εύκίνητος, περιεφρόνη τόν κίνδυνον. Τότε είναι περισσότερον ελκυστική. Καί αί άνθοδέσμαι αύτής πόσα λέγουσιν! Αλήθεια, πόσα άνθη συνέλεξε τό τρελοκόριτσο καθώς ήμεθα ξαπλωμένοι πλάι-πλάι! Καί μεταξύ μας, φίλε μου, δέν θά μαντέψετε ποτέ, ποιον συναντήσαμε έξερχ όμενοι τού άγρού. Αύτόν τούτον τόν Κόνμη! Περιεπάτη κατά μήκος τού φράκτου άναγιγνώσκων, ώς νομίζω, τό προσευχ ητάριόν του καί δέν άμφιβάλλω ότι διά νά σημαδεύση τήν σελίδα έχ ρησιμοποίει πνευματώδη τινά επιστολήν τής Γλυκερίας ή τής Χλόης. Τό γλυκύ πλάσμα μετέβαλε άπαντα τά χ ρώματα εις τήν σύγχ υσίν της, προσποιουμένη στενοχ ώριαν διά τινα μικράν άταξίαν τής τουαλέτας της` ενα κλωναράκι είχ ε κολλήσει εις τά φορέματά της διότι καί αύτά άκόμη τά δένδρα τήν λατρεύουν. “Οταν ό Κόνμη ύπερκέρασεν ήμάς αύτη ήτένισεν άστραπιαίως τήν μορφήν της εις τόν λιλλιπούτειον καθρέπτην όν πάντοτε φέρει μετ’ αύτής. “Ομως ό Κόνμη έφάνη καλός. Διαβαίνων ηύλόγησεν ήμάς. Καί οί Θεοί επίσης είναι πλήρεις καλωσύνης, είπε ό Λένεχ αν. “Ομως έγώ ύπήρξα άτυχ ής μέ τή φορβάδα τού Μπάςς ισως αύτή του ή εύλογία νά μού ήτο πλέον χ ρήσιμος. Έστήριζε τήν χ είραν του εις δοχ είον οίνου` ό Μάλαχ ι τό είδεν καί τόν έσταμάτησεν, δεικνύων τόν ξένον καί τήν έρυθράν ετικέτα. Διακριτικώς ό Μάλαχ ι έψιθύρισεν, τηρήσατε σιγήν δρυίδου. Ή ψυχ ή του εύρίσκεται μακράν. Είναι ισως όλιγώτερον οδυνηρόν νά έκβγάλη τις τινά έκ τής κοιλίας τής μητρός αύτού ή έξ ένός ονείρου. Κάθε άντικείμενον, μετ’ έντάσεως όρώμενον, είναι πύλη πιθανής εισόδου εις τόν άδιάφθορον αιώνα τών Θεών. Δέν συμφωνείς, Στήβεν; Ό Θεόσοφος μού τό έδίδαξεν, άπεκριθη ό Στήβεν, αύτός τόν όποιον οί ιερείς τής Αίγύπτου εις μίαν προγενεστέραν ζωήν ειχ ον μυήσει εις τά μυστήρια τού καρμικού νόμου. Οί άρχ οντες τής σελήνης, μού ειπεν ό Θεόσοφος, πλήρες φορτίον σκάφους ζωηρού χ ρώματος έκ τού πλανήτου ’Άλφα τής σεληνιακής άλυσίδος, δέν ένσωματούντο μέ τούς αιθέριους σωσίας αύτών, καί ώς έκ τούτου ένεσωμάτωσαν τούς τελευταίους εις τά πορφυρά έγώ τού δευτέρου άστερισμού. Έν τούτοις, είναι άπολύτως βέβαιον ότι ή παράλογος ύπόθεσις έν σχ έσει πρός τό άτομον αύτό καθ’ ήν τούτο εύρίσκετο έντός μαρασμού ή ύπνώσεως, όφειλομένη εις άντίληψιν εντελώς λανθασμένην καί έπιπολαίαν, ποσώς άνταπεκρίνετο εις τήν πραγματικότητα. Τό άτομον τού οποίου τά όργανα τής όράσεως κατά τό διάστημα, καθ’ ό διεδραματίζοντο ολα αύτά, ήρχ ιζον νά εκδηλώνουν σημεία ζωής, ήτο τρομερά πανούργον ίνα μή είπω τό πλέον πανούργον έξ ολων τών ζώντων, καί έκείνος όστις θά ύπέθετε τό άντίθετον θά έπλανάτο οίκτρώς. Έδώ καί τέσσερα-πέντε λεπτά είχ ε προσηλώσει τό όμμα εις ικανόν άριθμόν φιαλών ζύθου εμφιαλωμένων ύπό τών κ. Μπάςς καί Σίας έκ Μπάρτον έπί τού Τρέντ αίτινες κατά τύχ ην εύρίσκοντο ακριβώς απέναντι του καί οί όποίαι ασφαλώς διέθετον ό,τι ήτο άναγκαίον διά νά προσελκύσουν τήν προσοχ ήν χ άρις είς τήν έρυθράν έτικέταν των. ‘Απλώς καί μόνον, ώς έφάνη έν συνεχ εία, καί διά λόγους γνωστούς είς αύτόν προσδίδοντας είς τάς ένεργείας του διαφορετικήν χ ροιάν, κατόπιν τών προηγουμένων παρατηρήσεών του διά τά νεανικά ετη καί τόν ιππόδρομον, ένεθυμείτο δύο ή τρείς ίδικάς του ύποθέσεις, τάς οποίας οί άλλοι ήγνόουν καί έγνώριζον περί αύτών όσα καί τό οίοδήποτε νεογέννητον βρέφος. Τελικώς, ώστόσον, οί τέσσερις οφθαλμοί των συνηντήθησαν καί εύθύς μόλις διησθάνθη ότι ό ετερος προσεπάθει οπως συλλάβη τήν ούσίαν δι’ ιδίαν χ ρήσιν, άπεφάσισεν παρά τήν θέλησίν του νά τόν έξυπηρετήση ό ίδιος καί ήρπασεν τό μέσου μεγέθους ύάλινον δοχ είον, τό περιέχ ον τό πολυπόθητον ύγρόν καί έδημιούργησεν μέγα κενόν έντός αύτού, άδειάζων αρκετόν έκ τού περιεχ ομένου του, προσέχ ων ταυτοχ ρόνως οπως άποφύγη παντελώς τήν εκχ υσιν τού
περιεχ ομένου ζύθου είς τό έδαφος. Ή έπακολουθήσασα συζήτησις λόγω τού αντικειμένου της καί τής έξελίξεώς της ύπήρξεν μία έπιτομή τής πορείας τής ζωής. Ούδέ ό τόπος ούδέ ή όμήγυρις έστερούντο άξιοπρεπείας. Οί συζητηταί ήσαν μεταξύ τών πλέον οξυδερκών τής χ ώρας, τό θέμα τό όποιον διεπραγματεύοντο έκ τών εύγενεστέρων καί τών σπουδαιοτέρων. Ή μέ ύπερυψωμένην οροφήν αίθουσα τού Οίκου τού Χόρν ούδέποτε είχ ε φιλοξενήσει παρομοίαν είς άντιπροσωπευτικότητα καί ποικιλίαν συνάθροισιν καί τά παλαιά δοκάρια αύτού τού κτιρίου ούδέποτε είχ αν άκούσει γλώσσαν τόσον έγκυκλοπαιδικήν. ’Αληθώς ή σκηνή ήτο ύπέροχ ος. Ό Κρόθερς παρίστατο κατά τό ακρον τής τραπέζης φέρων τήν γραφικήν σκωτικήν ένδυμασίαν, καί μέ τό πρόσωπον φλογισμένον άπό τόν θαλάσσιον άέρα τού κόλπου τού Γκάλλογουεη. Προσέτι, άπέναντι του παρευρίσκετο ό Λύντς, τά χ αρακτηριστικά τού οποίου εφερον ήδη τά στίγματα πρωίμου διαφθορας καί προώρου σοφίας. Πλησίον τού Σκώτου είχ εν καθορισθεί ή θέσις τού έκκεντρικού Κοστέλλο, ένώ πλησίον αύτού είχ ε στρωθεί βαρειά ή κοντόχ ονδρος μορφή τού Μάντεν. Ή έδρα τού οικοδεσπότου παρέμενε πράγματι κενή πρό τής εστίας άλλ’ είς τό δεξιόν καί τό άριστερόν ή μορφή τού Μπάννον, φέροντος ένδυμασία έξερευνητού, σόρτς άπό τουίντ καί χ ονδροπάπουτσα άπό βακέτα, ήρχ ετο είς ζωηράν άντίθεσιν μέ τήν άνθίζουσαν κομψότητα καί τούς άττικούς τρόπους τού Μάλαχ ι Ρόλαντ Σαίν Τζών Μάλλιγκαν. Τέλος είς τό άλλο ακρον τής τραπέζης εύρίσκετο ό νεαρός ποιητής όστις είχ εν προσέλθει ίνα άναπαυθή άπό τάς παιδαγωγικάς έργασίας του καί τάς μεταφυσικάς αύτού αναζητήσεις εις μίαν ατμόσφαιραν σωκρατικής συζητήσεως, ένώ εις τό δεξιόν καί τό άριστερόν του ειχ ον λάβει θέσιν ό επιπόλαιος πράκτωρ τών προγνωστικών, τών προερχ όμενων κατ’ εύθείαν εκ τού ιπποδρόμου καί εκείνος ό άγρυπνος ταξιδιώτης, ρυπαρός έκ τής κόνεως τών όδών καί τής μάχ ης καί σπιλωθείς έκ τής λάσπης άνεξιτήλου άτιμίας, άλλά λόγω τής σταθερας αύτού καρδίας ούδέν δέλεαρ ή κίνδυνος ή άπειλή ή ταπείνωσις ήδυνήθησαν ποτέ νά άμαυρώσουν τήν εικόνα έκείνης τής ήδονικής ώραιότητος τήν οποίαν ό χ ρωστήρ τού Λαφαγιέτ έζωγράφισεν διά τούς μέλλοντας αιώνας. Ένδείκνυται έν άρχ ή οπως άναφέρωμεν έδώ ότι ό διεστραμμένος ύπερβατισμός εις τόν όποιον αί άμφισβητήσεις τού κ. Σ. Ντένταλους (Θεολόγου Σκεπτικιστού) έφαίνοντο νά άποδεικνύουν ότι ούτος ήτο βαθέως άφοσιωμένος άντιτίθεται εύθέως εις τάς άνεγνωρισμένας έπιστημονικάς μεθόδους. Καί δυνάμεθα νά ύπερτονίσωμεν τό γεγονός ότι ή έπιστήμη άσχ ολείται μέ απτά φαινόμενα. Ό έπιστήμων ώς καί ό κοινός άνθρωπος οφείλει νά άντιμετωπίζη τά κοινά γεγονότα άτινα δέν δύναται νά άγνοήση καί νά έξηγή αύτά κατά τό βέλτιστον. Διά νά εί’πωμεν τήν άλήθειαν, ύπάρχ ουν μερικά έρωτήματα, εις ά ή έπιστήμη δέν δύναται — πρός τό παρόν — νά παράσχ η απαντήσεις ώς λόγου χ άριν τό πρώτον πρόβλημα τό όποιον εθεσεν ό κ. Λ. Μπλούμ (Διαφημιστικός Πράκτωρ) έν σχ έσει μέ τόν μελλοντικόν προσδιορισμόν τού φύλου. Μήπως όφείλομεν νά άποδεχ θώμεν τήν γνώμη τού Έμπεδοκλέους έκ Τρινακρίας ότι εις τήν δεξιάν ώοθήκην (κατά τήν περίοδον ήτις έπακολουθεί τά έμμηνα, ώς βεβαιώνουσιν άλλοι) συλλαμβάνονται τά άρρενα τέκνα ή μήπως τά σπερματοζωάρια ή τά νηματοσπέρματα, τών όποιων ή παραγωγή δι’ άρκετόν καιρόν ειχ εν παραμεληθει, συνιστούν έκείνους τούς παράγοντας τής διαφοροποιήσεως, ή άκόμη μήπως, ώς ύποστηρίζει μέγας άριθμός έμβρυολόγων, μεταξύ τών οποίων ό Κάλπεππερ, ό Σπαλλαντσάνι, ό Μπλούμενμπαχ , ό Λάσκ, ό Χέρβιγκ, ό Λέοπολντ καί ό Βαλέντι, ή γέννησις αυτη τών άρρένων τέκνων θά επρεπε οπως άποδοθή εις συνδυασμόν καί τών δύο; Τούτο άντιστοιχ εί μέ μίαν συνεργασίαν (μέθοδος προσφιλής έν τή φύσει) μεταξύ τού nisus formativus τού νηματοσπέρματος άφ’ ένός καί άφ’ έτέρου εις τήν εύνοίκήν θέσιν,succubitus felix, τού παθητικού στοιχ είου. Τό ετερον πρόβλημα, οπερ εθεσεν ό αύτός έρευνητής είναι σχ εδόν έξ ίσου άκρως ζωτικόν: ή παιδική θνησιμότης. Ένδιαφέρον ζήτημα διότι, ώς λίαν όρθώς
παρετήρησεν, ένώ απαντες γεννόμεθα κατά τόν αύτον τρόπον άποθνήσκομεν κατά διαφορετικούς τρόπους. Ό κ. Μ. Μάλλιγκαν (‘Υγιειονολόγος καί Εύγονιστής) κατηγορεί τάς ύγειονομικάς συνθήκας ύφ’ άς οί κάτοικοι τών πόλεων άσθενούν έκ μεταδοτικών νόσων, οίον αί άδενίτιδες, αί παθήσεις τού άναπνευστικού συστήματος κλπ., διά τής εισπνοής βακτηριδίων άτινα έλλοχ εύουν έντός τής κόνεως. Οί παράγοντες ούτοι,, ύποστηρίζει, καί τ’ άποκρουστικά θεάματα άτινα προσφέρουν αί ήμέτεραι οδοί, ειδεχ θείς διαφημι-στικαί άφίσαι, θρησκευτικοί λειτουργοί παντός δόγματος, στρατιώται καί ναύται άκρωτηριασθέντες, οδηγοί τροχ ιοδρόμων έπιδεικνύοντες τό σκορβούτον αύτών, πτώματα ζώων κρεμάμενα άπό τάς άρπάγας, παρανοίκοί έργένηδες καί στέρφα γραίδια — οί παράγοντες ούτοι, ελεγεν, ήσαν ύπεύθυνοι διά τήν παρακμήν τών ούσιωδών άρετών τής φυλής. Ή καλλιπαιδεία, προφήτευσεν, συντόμως θά υίοθετηθή γενικώς καί ολαι αί χ άριτες τής ζωής, ή καλή γνησία μουσική, ή εύχ άριστος λογοτεχ νία, ή ελαφρά φιλοσοφία, οί διδακτικοί πίνακες, τά άντίγραφα έκ γύψου τών κλασικών άγαλμάτων ώς ή ’Αφροδίτη καί ό ’Απόλλων, αί έντέχ νως έπιχ ρωματισμέναι φωτογραφίαι βραβευθέντων νηπίων, ολα αύτά θά έπέτρεπον είς τάς κυρίας τάς εύρισκομένας είς ένδιαφέρουσαν κατάστασιν οπως διέλθουν τούς μήνας τής έγκυμοσύνης κατά τόν πλέον εύχ άριστον τρόπον. Ό κ. Τζ. Κρόθερς (Πτυχ . Δισκ.) άποδίδει ορισμένους έξ αύτών τών θανάτων είς κοιλιακούς τραυματισμούς τών έργαζομένων γυναικών αίτινες ύποβάλλονται είς ύπερβαρείας έργασίας είς τά έργαστήρια ώς καί είς συζυγικήν πειθαρχ ίαν οίκοι άλλά πρό πάντων κατά μεγίστην πλειοψηφίαν είς τήν άμέλειαν, ιδιωτικήν ή κρατικήν, τής οποίας άποκορύφωσις είναι ή έγκατάλειψις τών νεογεννήτων, ή έγκληματική πρακτική τών έκτρώσεων καί τό φρικτόν έγκλημα τής παιδοκτονίας. Παρ’ ολον ότι ή πρώτη (έννοούμεν τήν άμέλειαν) είναι άσφαλώς άληθεστάτη, ή περίπτωσις ή άναφερομένη είς νοσοκόμας αίτινες λησμονούν νά καταμετρήσουν τούς σπόγγους είς τήν περιτοναίκήν κοιλότητα είναι σπανιωτάτη διά νά θεωρηθή τυπική. Πράγματι κατόπιν ένδελεχ ούς μελέτης έκπλήσσεται τις έκ τού γεγονότος ότι τόσαι έγκυμοσύναι καί τόσοι τοκετοί έχ ουν αίσίαν εκβασιν, παρά τήν άτέλειαν ήμών ήτις άντιβαίνει είς τάς προθέσεις τής φύσεως. Μία εύτυχ ής είσήγησις εί>αι ή γενομένη ύπό τού κ. Λύντς (Πτυχ ιούχ ου ’Αριθμητικής) ότι τόσον ή γεννητικότης καί ή θνησιμότης, όσον καί άπαντα τά άλλα φαινόμενα, ή έξέλιξις τών ειδών, αί παλιρροικαί κινήσεις, αί σεληνιακαί φάσεις, ή θερμοκρασία τού αίματος, αί άσθένειαι γενικώς, έν γένει τά πάντα είς τό άπέραντον έργαστήριον τής φύσεως, άπό τήν άπόσβεσιν ένός μακρινού ήλίου μέχ ρι τής άνθοφορίας ένός έκ τών άναριθμήτων άνθέων άτινα διακοσμούν τά ήμέτερα πάρκα, ύπόκεινται είς άριθμητικόν νόμον μή είσέτι προσδιορισθέντα. Ώστόσον ή εύθύτης αύτού τού άπλού έρωτήματος διά ποιον λόγον τέκνον γεννηθέν έξ ύγιών γονέων φαινομενικώς ύγιές καί καταλλήλως πεφροντισμένον ύποκύπτει άνεξηγήτως κατά τά πρώτα αύτού έτη (ένώ ετερα τέκνα τού αύτού γάμου έπιζούν) οφείλει άσφαλώς, συμφώνως πρός τούς λόγους τού ποιητού, οπως έμβάλλη ήμάς είς σκέψεις. Δέν πρέπει νά άμφιβάλωμεν, ότι ή φύσις εχ ει σοβαρούς λόγους δι’ ολα όσα πράττει καί κατά πάσαν πιθανότητα οί παρόμοιοι θάνατοι οφείλονται είς κάποιον νόμον προβλέψεως συμφώνως μέ τόν όποιον οργανισμοί είς τούς οποίους έχ ουσιν προσκολληθεί νοσηρά σπέρματα (ή σύγχ ρονος έπιστήμη εχ ει άποδείξει κατά πειστικόν τρόπον ότι μόνον ή πρωτοπλασματική ούσία δύναται νά θεωρηθή αθάνατος) τείνουν νά έξαφανισθούν εις εν στάδιον άναπτύξεως όλοέν καί περισσότερον πρώιμον, διάθεσις ήτις, παρ’ ολον ότι πληγώνει ώρισμένα αισθήματα (κυρίως τό μητρικόν), έν τούτοις, συμφώνως πρός ώρισμένους έξ ήμών, μακροπροθέσμως είναι εύεργετική διά τό σύνολον τής φυλής, έπειδή διά τού τρόπου αύτού έξασφαλίζει τήν έπιβίωσιν τών ίκανοτέρων. Ή παρατήρησις τού κ. Σ. Ντένταλους (Θεολόγου Σκεπτικιστού) (ή μήπως θά επρεπε νά τήν άποκαλέσωμεν διακοπήν;) ότι έν παμφάγον όν, ικανόν πρός μάσησιν, κατάποσιν, πέψιν καί προφανώς ικανόν νά προωθήση μέσω τού συνήθως διαύλου άνευ ούδεμίας απολύτως διαταραχ ής τροφάς τόσον διαφορετικάς, ώς καρκινοπαθείς γυναίκας ρημαγμένας έκ τών τοκετών, χ ονδρούς κυρίους έλευθερίων έπαγγελμάτων, ινα μή ειπωμεν τι διά χ λεμπονιάρηδες πολιτικούς καί
χ λωρωτικάς καλογραίας, θά ήδύνατο ισως νά εύρη ποιάν τινα γαστρικήν ανακούφισα» εις τό άθώον γεύμα ενός λεχ ουδιού, αποκαλύπτει καλύτερον παντός ετέρου κάτω άπό εν άποκρουστικόν φώς τήν τάσιν ήν έμνημονεύσαμεν άνωτέρω. Πρός διαφώτισιν όσων δέν γνωρίζουν έκ τού σύνεγγυς τά δημοτικά σφαγεία, ώς έκείνος ό έστέτ έμβρυοφιλόσοφος μέ τό άρρωστο μυαλό όστις παρ’ ολην τήν καυχ ησιολογίαν αύτού διά τά πράγματα τής έπιστήμης μόλις δύναται νά διακρίνη οξύ άπό άλκαλι, όφείλομεν άναμφιβόλως νά διευκρινήσωμεν ότι εις τήν χ υδαίαν γλώσσαν τών ταβερνιάρηδων μελών κατωτάτης κοινωνικής τάξεως λεχ ούδι σημαίνει τό κρέας τό προερχ όμενον έκ μόσχ ου άρτι έξελθόντος τής κοιλίας τής μητρός του καί δυνάμενον νά μαγειρευθή καί καταναλωθή. Κατά τήν διάρκειαν προσφάτου συζητήσεως μέ τόν κ. Λ. Μπλούμ (Διαφημιστικόν Πράκτορα) ήτις ελαβεν χ ώραν εις τό μεγάλον έντευκτήριον τού Έθνικού Μαιευτηρίου, οδός Χόλλες άριθμός 29, 30 καί 31, τού οποίου, ώς ολοι γνωρίζουν, ό δόκτωρ Α. Χόρν (’Ιατρός Μαιευτήρ, μέλος τού Ίατρικού Συλλόγου ’Ιρλανδίας) είναι ό σοφός καί λαοφιλής διευθυντής, ό πρώτος, συμφώνως μέ αύτόπτας μάρτυρας, φέρεται είπών ότι γυνή τις άπό τήν στιγμήν καθ’ ήν θά έπιτρέφη εις τήν γάταν νά είσέλθη εις τόν σάκκον (αισθητικός ύπαινιγμός, ώς φαίνεται, άφορών εις μίαν έκ τών πλέον περίπλοκων καί τών πλέον θαυμασίων διαδικασιών τής φύσεως, τήν γενετήσιον ομιλίαν) είναι άναγκασμένη νά τής έπιτρέψη καί νά έπανεξέλθη, δηλαδή, ώς τό έξέφρασε, νά τής κάνει τό χ ατήρι γιά νά σώσει τήν ίδικήν της ζωήν. Μέ κίνδυνον διά τήν ίδικήν της άπήντησεν εύστόχ ως ό συνομιλητής του, άπάντησίς μή ύστερήσασα εις άποτελεσματικότητα παρά τόν πλήρους μετριοπαθείας τόνον εις τόν όποιον διετυπώθη. Έν τώ μεταξύ, ή έπιδεξιότης καί ή ύπομονή τού ίατρού ειχ ον έπιτύχ ει εύτυχ ή τοκετόν. Τούτο είχ ε ώς κόστος άρκετόν μόχ θον καί διά τήν πάσχ ουσαν καί διά τόν ιατρόν. Ή ίκανότης τού είδικού είχ ε έπιτύχ ει ό,τι ήδύνατο καί ή γενναία γυνή είχ ε βοηθήσει μέ άνδρικόν θάρρος. Αύτό άποκαλείται βοήθεια. Είχ ε δώσει τήν ώραίαν μάχ ην καί τώρα ήτο άκρως, μά άκρως εύτυχ ισμένη. “Οσοι έχ ουν άναχ ωρήσει άπ’ αύτήν τήν ζωήν, όσοι έφυγαν πρώτοι, καί αύτοί αισθάνονται εύτυχ είς θεώμενοι μειδιώντες τήν συγκινητικήν σκηνήν. Κοιτάξατε την μέ σεβασμόν καθώς αυτη άναπαύεται εκεί μέ τούς οφθαλμούς αύτής πλήρεις μητρικής φλογός, μέ έκείνην τήν φλογέράν νοσταλγίαν διά τά ροδαλά δακτυλάκια τού βρέφους (χ άρμα ίδέσθαι), είς τήν άνθησιν μιάς νέας μητρότητος, ενώ άναπέμπει σιωπηλήν εύχ αριστίαν πρός Εκείνον, όστις εύρίσκεται ύψηλά, τόν Παγκόσμιον Σύζυγον. Καί ένώ οί οφθαλμοί της πλήρεις τρυφερότητος ατενίζουν τό τέκνον της, αυτη δέν έπιθυμεί παρά μίαν εύλογίαν, νά εχ ει έκεί πλησίον αύτής τόν άγαπημένον της Θεοδωράκη, διά νά μοιρασθή τήν χ αράν της, τήν χ αράν νά άποθέση έπί τής αγκάλης του αύτό τό όν τού θείου πηλού, αύτόν τόν καρπόν τών νομίμων άσπασμών των. ’Έχ ει γηράσει πλέον (ύμείς κι έγώ δυνάμεθα νά τό έμπιστευθώμεν άλλήλοις έν ψιθύρω), καί οί ώμοι του εχ ουσιν έλαφρώς κυρτωθεί, άλλ’ είς τόν στρόβιλον τών έτών μία σοβαρά άξιοπρέπεια εχ ει προστεθεί είς αύτόν τόν εύσυνείδητον βοηθόν λογιστού τής Τραπέζης Ούλστερ, τού ύποκαταστήματος Κόλλετζ Γκρήν. ’Ώ, Θεοδωράκη, πολυαγαπημένε τού άλλοτινού καιρού, σύντροφε πιστέ τής σήμερον, ούδέποτε θά έπανέλθη έκείνη ή μακρινή έποχ ή τών ρόδων! Μέ τήν γνώριμον αύτήν κίνησιν τής ώραίας κεφαλής της άναθυμάται έκείνας τάς παλαιάς ήμέρας. Θεέ μου, πόσον ώραίαι φαίνονται σήμερον μέσα είς τήν άχ λύν τών έτών! ’Αλλά, βλέπει τά τέκνα της συγκεντρωμένα πέριξ τής κλίνης της, τά ίδικά της τέκνα, τά τέκνα έκείνου, τόν Τσάρλυ, τήν Μαίρη-’Αλίκη, τόν Φρειδερίκον-’Αλβέρτον (άν είχ εν έπιζήσει), τήν Μέιμμυ, τήν Μπάτζυ (Βικτωρίαν-Φραγκίσκην), τόν Τόμ, τήν Βιολέτα-ΚωστάνςΛουίζα, τόν μικρόν άγαπημένον Μπόμπου (είς τόν όποιον είχ ον δώσει τήν ονομασίαν τού περιφήμου ήρωος ήμών τού Νοτιοαφρικανικού πολέμου, Λόρδου Μπόμπς τού Γουώτερφροντ καί τής Κάνταχ αρ) καί τώρα αύτό τό ύστατον τεκμήριον τής ένώσεώς των, εναν Πιούριφού, έάν ύπήρξε ποτέ τις, μέ τήν πραγματικήν μύτην τών Πιούριφού. Αύτή ή νέα έλπίς θά βαπτισθή Μόρτιμερ-Έδουάρδος οπως ό τρίτος έξάδελφος τού κ. Πιούριφού, άνήρ κύρους έργαζόμενος είς
τά γραφεία τού Βασιλικού Θησαυροφυλακείου, είς τό Κάστρον τού Δουβλίνου. Καί τοιουτρόπως παρέρχ εται ό χ ρόνος` άλλ’ έδώ ό γερο-Χρόνος είχ ε έλαφράν χ είρα. ’Όχ ι, είθε ούδείς άναστεναγμός νά έκφύγη έκ τού στήθους σου, γλυκειά Μίνα. Καί έσύ` Θεοδωράκη, τίναξε τίς στάχ τες τής πίπας σου, αύτής τής πίπας έξ ώριμου ροδοξυλιάς, τήν οποίαν θά άπολαμβάνης άκόμη όταν θά σημάνη δι’ έσέ ή ύστάτη ώρα (εύχ όμεθα πάσαν μακροημέρευσιν!) καί σβήσε τό φώς ύπό τό όποιο άναγιγνώσκεις τήν Αγίαν Γ ραφήν διότι τό ελαιον κατήλθεν άρκετά είς τό έσωτερικόν τού λύχ νου καί οφείλεις νά μεταβής μέ γαλήνιον καρδίαν είς τήν κλίνην σου πρός άνάπαυσιν. Γνωρίζει Εκείνος καί θά σέ καλέση τήν ώραν τής Επιλογής Του. Καί έσύ έπίσης ήγωνίσθης τόν άγώνα τόν καλόν καί έκράτησες πιστώς τόν ρόλον σου ώς άνδρός. Τείνω πρός σέ, Κύριε, τήν χ είρα μου. Τά έκατάφερες καλώς, δούλε άγαθέ καί πιστέ! Υπάρχ ουν αμαρτήματα ή (άς χ ρησιμοποιήσωμεν τήν ονομασίαν ήτις είθισται ύπό τών πολλών) άναμνήσεις ενοχ ής τάς οποίας ό άνθρωπος αποκρύπτει εις τάς πλέον σκοτεινάς πτυχ άς τής καρδίας του όμως αύται παραμένουσιν έκεί έν έγρηγόρσει. Δύναταί τις ν’ αφήσει αύτάς τάς άναμνήσεις ν’ άμβλυνθούν, νά ύποκριθή ότι ούδέποτε υπήρξαν καί νά πείση τόν έαυτόν του ότι σχ εδόν δέν ύπήρξαν ή τουλάχ ιστον ότι ύπήρξε κάτι διαφορετικόν. Ώστόσο μία τυχ αία λέξις θά τάς άνακαλέση αίφνιδίως καί αύται θά ορθωθούν ενώπιον του ύπό τάς πλέον διαφορετικάς περιστάσεις, εις εν δραμα, ή εις έν ένύπνιον, ή ένώ τό τύμπανον ή ή άρπα θ’ άπαλύνουν τά αίσθήματά του, ή έντός τής δροσεράς καί άργυράς γαλήνης τού άπογεύματος, ή έν τώ μέσω συμποσίου τό μεσονύκτιον, καθώς ούτος θά εχ ει βαρύνει έκ τής πόσεως τού οίνου. Αύτό τό δραμα δέν θά ελθχ ι πρός όνειδισμόν του, οπως κάποιος πού είναι μαζί του έξοργισμένος, ούδέ πρός έκδίκησιν άποκόπτων αύτόν άπό τόν κόσμον τών ζώντων, άλλά ώς κάτι κεκαλυμμένον μέ τό θλιβερόν σάβανον τού παρελθόντος, σιωπηλόν, άπόμακρον, πλήρες μομφής. Ό ξένος έβλεπεν άκόμη εις τό εύρισκόμενον άπέναντι του πρόσωπον ύποχ ωρούσαν έκείνην τήν ψευδή γαλήνην, τήν έπιβληθείσαν ώς φαίνεται, ύπό τής συνήθειας ή εκ τίνος μελετημένου χ ειρισμού, διά λόγων τόσον πικρών ώστε νά καταμαρτυρούν μίαν νοσηράν κλίσιν έκείνου όστις τούς πρόφερε, μίαν προτίμησιν διά τά πλέον πρόστυχ α πράγματα τής ζωής. Καί ιδού εις τήν μνήμην τού άκροατού διαγράφεται, θά ελεγέν τις, σκηνή γεννηθείσα ύπό λέξεως τόσον οικείας ώς νά ήσαν έκείναι αί ήμέραι παρούσαι έκεί (οπως θεωρούν μερικοί) μέ τάς άμέσους χ αράς των. Μία έπιμελώς κεκαρμένη γωνία χ λόης ποιάν τινα γλυκείαν εσπέραν τού Μαίου, τό άλησμόνητον άλσύλλιον μέ τ’ άνθη τής πασχ αλιάς εις Ράουνταουν, πορφυρά καί λευκά, εύοσμοι καί λυγεροί θεαταί τής παιδιάς, εντούτοις παρακολουθούντες μέ πραγματικόν ένδιαφέρον τάς μικράς σφαίρας κυλιομένας βραδέως έπί τής χ λόης ή συγκρουομένας καί άκινητοποιουμένας πλάι-πλάι, εις άπότομον καί σύντομον στάσιν. Καί πιό πέρα πέριξ έκείνης τής γκρίζας δεξαμενής οπου τό ύδωρ κινείται πότε-πότε δι’ εν αίφνίδιον πότισμα, βλέπεις διαφορετικόν άλλ’ όχ ι όλιγώτερον γλυκύ θέαμα, συγκέντρωσιν άδελφών: ή Φλόη, ή ’Άττυ, ή Τάινυ καί ή κάπως περισσότερον μελαψή σύντροφός των, μέ κάτι τό ελκυστικόν εις τήν στάσιν της τό όποιον καί δέν δύναμαι νά προσδιορίσω, ή Κυρά μας τών Κερασιών, μέ δυό χ αριτωμένα κεράσια κρεμάμενα άπό τά ώτα καί τής οποίας τό ζεστόν έξωτικόν χ ρώμα έρχ εται εις θαυμασίαν άντίθεσιν πρός τόν δροσερόν καί φλογερόν καρπόν. “Εν παιδίον τεσσάρων ή πέντε έτών μέ πικεδένιο κοστουμάκι (έποχ ή άνθοφορίας άλλά θά ύπάρξη χ αρά πλησίον τής εστίας ότε έντός ολίγου θά έχ ουν συγκεντρωθεί καί άποθηκεύσει τάς μικράς σφαίρας) ίσταται παρά τά χ είλη τής δεξαμενής καί τό χ έρι του μέ τάς τρυφεράς χ είρας τών θυγατέρων σχ ηματίζουν άλυσον. Συνοφρυούται, οπως κάνει τώρα αύτός ό νεαρός μέ μίαν ίσως άκρως εύσυνείδητον άπόλαυσιν τού κινδύνου άλλ’ αισθάνεται καί τήν άνάγκην νά ρίπτη ένίοτε βλέμματα πρός τό μέρος οπου ή μήτηρ αύτού άπό τήν piazzetta παρά τόν άνθισμένο φράκτη τόν παρακολουθεί ένώ μία άμυδρώς άπόμακρη ή καί έπιτιμητική σκιά
πλανάται (alles Vergangliche) εις τό εύτυχ ισμένον μητρικόν βλέμμα της. Κοιτάξατε τόν πατέρα αύτόν καί ένθυμηθείτε. Τό τέλος ερχ εται αίφνιδίως. Είσέλθετε είς αύτόν τόν προθάλαμον τού τοκετού οπου είναι συγκεντρωμένοι αύτοί οί μελετηταί καί έξετάσατε τά πρόσωπά των. Ούδέν έκεί, ώς φαίνεται, τό παρακεκινδυνευμένον ή τό βίαιον. Μάλλον ή προστατευτική ήρεμία, ή άρμόζουσα είς τόν οίκον αύτόν, ή άγρυπνος φρούρησις ύπό τών ποιμένων καί τών άγγέλων πέριξ μίας φάτνης τής Βηθλεέμ τής Ίουδαίας είς χ ρόνους άλλοτινούς. Άλλά, οπως πρίν άπό τήν άστραπήν τά συσσωρευμένα νέφη τής θυέλλης, ύπερβολικά φορτωμένα υγρασίας, μέ τάς διογκωμένας μάζας των, πελώριας καί άπειλητικάς, τυλίγουν ούρανόν καί γήν είς μίαν γενικήν νάρκην, κρεμάμενα ύπεράνω τών κατάξερων άγρών, τών κοιμωμένων βοών, τής τσουρουφλισμένης βλαστήσεως τών θάμνων καί τής χ λόης μέχ ρι τής στιγμής καθ’ ήν ή άστραπή κατασχ ίζει τό κέντρον των καί ύπό τάς άντηχ ήσεις τού κεραυνού ή μπόρα ξεσπά είς χ ειμάρρους, ούτω άκριβώς συνετελέσθη βιαίως ή μεταμόρφωσις, αύτοστιγμεί, εύθύς μετά τήν έκφοράν τής Λέξεως. Είς τού Μπέρκ! Προεπορεύετο ό άρχ ων μου, ό Στήβεν, έκφέρων τήν κραυγήν, καί ήκολούθουν οί τέσσερις ψωριάρηδες καί ό κουρεμένος, ό νέος κόκκορας, ό κομψευόμενος, ό πράκτωρ τών στοιχ ημάτων, ό πωλητής τών μαντζουνιών καί ό συνετός Μπλούμ τελευταίος, μανιώδης δέ ήτο ή έπίθεσις κατά τών πίλων, τών βακτηριών, τών ξιφιδίων, τών παναμάδων καί τών θηκαρίων, τών άλπινικών ράβδων Ζέρματτ καί τών ύπολοίπων. Νεολαία δαιδαλική καί ρωμαλέα, χ είμαρρος εύγενών. Ή νοσοκόμος Κάλλαν αίφνιδιασθείσα είς τόν διάδρομον δέν δύναται νά τούς σταματήση ούτε ό μειδιών μαιευτήρ όστις κατέρχ εται τήν κλίμακα φέρων τήν είδησιν τής γεννήσεως τού βρέφους, οπερ ζυγίζει μία πλήρη λίβρα, ούτε γραμμάριον όλιγότερον. Τού φωνάζουν. Ή πόρτο^! Είναι άνοικτή; Εξέρχ ονται μετά θορύβου, τρέχ οντες έπ’ ολίγον ήρωικώς. Είς τού Μπέρκ, είς τήν γωνίαν τών οδών Ντένζιλ καί Χόλλες είναι τό ύστατον τέρμα των. Ό Ντίξον άκολουθεί, έκφέρει καί αύτός βλασφημίας, άλλά προχ ωρεί! Ό Μπλούμ άναμένει έπί στιγμήν μετά τής νοσοκόμου, οπως άποστείλη χ αιρετισμόν είς τήν εύτυχ ισμένην μητέρα καί τό βρέφος έκεί πάνω. Ό δόκτωρ Δίαιτα καί ό δόκτωρ Άνάπαυσις. Μήπως αύτή τώρα φαίνεται έντελώς διαφορετική; Ή ιστορία τών λευκών νυκτών είς τόν οίκον τού Χόρν εχ ει καταγραφεί έπ’ αύτής ώς κηρίνη ώχ ρότης. Μετά τήν άποχ ώρησιν ολων έμπνευσθείς τής έψιθύρισεν έκ τού σύνεγγυς, ύποχ ωρών: Μαντάμ, ύμάς πότε θά σάς έπισκεφθή ό πελαργός; Ό άέρας εξω είναι διαποτισμένος μέ τήν ύγράν δρόσον τής βροχ ής, ούρανίαν ούσίαν ζωής, λάμπουσαν έπί τού λιθοστρώτου τού Δουβλίνου ύπό τόν ήλιόλαμπρον ccelum. Ό άήρ τού Θεού, ό άήρ τού Πατρός Πάντων, ό περι-βάλλων σπινθηροβόλος άήρ. Είσέπνευσέ τον εως τά κατάβαθά σου. Μά τόν θεόν, Θεόδωρε Πιούριφού, έκαμες καλή δουλειά καί όχ ι ψευτοπράγματα! Λόγω τιμής, είσαι ό πλέον αξιόλογος γεννήτωρ, ό άναφερόμενος εις τούτο τό τά πάντα περιέχ ον καί συγκεχ υμένον χ ρονικόν. Καταπληκτικός! Ύπήρχ εν έντός αύτής, Χάριτι θεία, ποιά τις δυνατότης τήν οποίαν έσύ διά μίας σταγόνος τού άνδρικού έργου σου επέτυχ ες νά καρπίση. Μείνε προσκολλημένος εις αύτήν! Τπηρέτησέ την! Μόχ θησε, έργάσου ώς σκύλος καί άφησε τούς πολύξερους καί τούς Μαλθουσιανιστάς νά ύπάγουν εις τόν διάβολον. Είσαι, Θεόδωρε, ό πατήρ ολων. Μήπως λυγίζεις ύπό τό φορτίον, λιθοβολούμενος ύπό τού λογαριασμού τού κρεοπώλου έν τώ οικω σου καί ύπό τών ράβδων τού χ ρυσού (ούχ ί τών ίδικών σου) έν τή Τραπέζη; Υψηλά τήν κεφαλήν σου! Διά κάθε νεογέννητον τέκνον θά σοδειάζης τόν μέδιμνόν σου έξ ώριμου σίτου. Κοίτα, τό δέρμα σου είναι μουσκεμένο. Μήπως θά έζήλευες τόν χ αζό Μανώλη καί τήν κυρά του; Μία ύποκριτική καλιακούδα κι ενα σκατόσκυλο, ιδού ολοι οί άπόγονοί των. Ούστ, λέγω! ‘Ένας ήμίονος, ενα ψόφιον μαλάκιον, άνευ ζωής καί νεύρων, άνευ άξίας. Συνουσία άνευ ούσίας! ’Όχ ι,
καί πάλιν όχ ι! Ή σφαγή τών άθώων ύπό τού Ήρώδου θά ήτο ή ένδεδειγμένη ονομασία. Βραστά λάχ ανα, πράγματι, καί στείρα συμβίωσις! Δώσε της μπιφτέκια κόκκινα, ώμά, στάζοντα αίμα! Αύτή είναι εν πανάρχ αιον πανδαιμόνιον κακών, ύπερτροφικών αδένων, παρωτίτιδος, κυνάγχ ης, τύλων, καταρροών, πληγών όφειλομένων εις τήν κατάκλισιν, λειχ ηνών, πτώσεως τών νεφρών, βρογχ οκήλης, κρεατοελιών, ήπατικών κρίσεων, χ ολολιθιάσεως, παγωμένων ποδών, κιρσών. Τέρμα οί θρήνοι, οί βαριαναστεναγμοί, αί ιερεμιάδες, κάθε παρομοία συμφυώς νεκρώσιμος μουσική. Τήν είχ ες είκοσι χ ρόνια, μή λυπεισαι πλέον. Έσύ δέν είσαι οπως αύτοί οί άνθρωποι τού σωρού, οιτινες θέλουν, θά ήθελαν, αναμένουν καί ούδέν πράττουν. Έσύ εχ εις άνακαλύψει τήν ’Αμερικήν σου, τό πρόγραμμά σου εις τήν ζωήν, καί ώρμησες ώς ό ύπερατλαντικός βίσων νά τό έκπληρώσης. Τί εφη λοιπόν ό Ζαρατούστρα; Deine Kuh Trubsal melkest Du. Nun trinkst Du die susse Milch des Euters. Κοίτα! Σέ κερνά άφειδώς. Πίε, άνθρωπε,, ολον τόν μαστόν! Πιούριφού, μητρικόν αύτής γάλα, γάλα τού άνθρωπίνου γένους, γάλα αύτού τού ύπεράνω τών κεφαλών μας άνθοβολούντος γαλαξία, άστραποβολούντος εις ύδρατμούς βροχ ής, γάλα-πόντς, καθώς αύτό πού θά ρουφήξουν εκείνοι οί άκόλαστοι, γάλα τής τρέλας, μέλι καί γάλα τής γής Χαναάν. Ή ρώγα τής αγελάδας σου σκληρή, άλλά τί πειράζει! ‘Όμως, τό γάλα αύτής θερμόν καί γλυκύ καί θρεπτικόν. Δέν πρόκειται διά ξερή μπουκιά, άλλά διά πλουσίως βουτυρωμένην φέταν. Εμπρός, γεροπατριάρχ η! Βυζί!Per deam Partulam et Pertundam nunc est bibendum! ’Ανεχ ώρησαν ολοι ξαφνικά, μέ χ ειρονομίες καί φωνασκίες στό μέσον τής όδού. Καλόπιστοι ταξιδιώτες. Πού κοιμηθήκατε χ θές βράδυ; Μέ τόν Τιμόθεο καί τή ραγισμένη κανάτα. Έν κραιπάλη. ‘Έχ ετε παλιές ομπρέλες καί γαλότσες γιά σκότωμα; Πού στό διάολο τράβηξαν οί φοιτητές τής χ ειρουργικής καί αύτός μέ τά παλιόρουχ α; Δέν εχ ω ίδέα. Γειά χ αρά, Ντίξον! Τράβα μπροστά καί θά βρεις τόν πάγκο μέ τίς κορδέλες! Πού είναι ό Πάντς; ’Ήρεμος. Καλιακούδα, κοίτα τόν μεθυσμένον ιερέα, έξερχ όμενον τού μαιευτηρίου! Benedicat vos omnipotens Deus, Pater et Filius. Δώ<5ε μας μία πενταρίτσα, κύριε. Τά ζητιανάκια τής όδού Ντένζιλ. Τραβάτε στό διάολο! ’Αδειάστε μου τή γωνιά! Κυνηγήστε τους άπό τά διαολεμένα φώτα τής ράμπας! Θά ’ρθείτε στήν παρέα μας, άγαπητέ κύριε; Δέν επεμβαίνουμε στά ιδιωτικά σας ζητήματα… Αύτό είναι πολύ καλό κύριο. ‘Όλοι τό ίντιο, αύτό τό παρέα. En avant, mes enfants! Πυροβόλον άριθμός ενα, πύρ! Στού Μπέρκ! Πέντε παρασάγγας έπροχ ώρησαν έκείθεν. Ό άέρας είναι καθαρός, ό δρόμος πλατύς, πού χ άθηκε αύτός ό γαμημένος; Ό έφημέριος Στήβ, τό πιστεύω τής άποστασίας! ’Όχ ι, όχ ι, ό Μάλλιγκαν! ’Ώ, οί βραδυπορούντες! Περάστε έμπρός! Μή χ άνετε άπό τά μάτια σας τό ρολόι. Ή ώρα τού κλεισίματος. Μάλλιγκαν! Τί θά πάρεις; Ma merem’a mariee . Βρετανικοί μακαρισμοί. Ratamplan Digidi Bourn Bourn. ‘Όσοι ψήφισαν ύπέρ, αύτοί κέρδισαν. ‘Όπως έκτυπωθή καί βιβλιοδετηθή είς τό τυπογραφείον τών Δρυίδων άπό δύο πανούργα θηλυκά. Καλύμματα άπό δέρμα μόσχ ου, πράσινο, κατουρλιάρικο. Ή τελευταία λέξη τής τέχ νης τής βιβλιοδεσίας. Τό ώραιότερο βιβλίο πού παρουσιάσθηκε στήν έποχ ή μου στήν ’Ιρλανδία. Silentium! ’Άντε, ξεκινάτε. Προσοχ ή. Κατ’ εύθείαν γιά τό πλησιέστερο καπηλειό κι έκεί κατάσχ εση ολων τών ποτών. Έμπρός, μάρς! ‘Έν δυό, εν δυό, εν δυό (στοιχ ιθείτε, δεξιά!) στόν στεγνό μας τόν λαιμό. Μπύρα, μπόρα, μπαρούτι, μπαμπάκι, μπούφος, μπουλντόγκ, μπερμπάντης, μπάσταρδοι και μπαγαπόντης. Ή άγχ όνη είναι έκεί ψηλά. Μπυρομπάσταρδοι ποδοπατάνε τίς βίβλους. ‘Όταν γιά τή γλυκειά μας τήν ’Ιρλανδία. Ποδοπατήστε τούς ποδοπατητές. Κατακεραύνωσις! Διατηρήσατε τόν στρατιωτικό βηματισμό. Πέφτουμε. Τό καταγώγιο τών έπισκόπων. ’Άλτ! Ρίχ τε τίς άγκυρες! Πείτε πώς παίζετε ράγκμπυ. Όρμάτε. ’Όχ ι κλωτσιές. ’Ώχ ου, τά ποδαράκια μου. Χτυπήσατε; Λυπούμαι τρομερά! Πέστε μου. Ποιός κερνάει έδώ πέρα; Ό υπερήφανος άφραγκος. Έγώ πάω πάσο. Έγώ, στά σκοινιά. Έγώ δέν εχ ω πεντάρα. Ούτε ενα μπακιρένιο αύτή τήν έβδομάδα. Εσείς; Ό ζύθος τών πατέρων μας
διά τόν Obermensch. Παρομοίως. Πέντε μπύρες. Κι έσείς τί θά πάρετε, κύριε; ‘Ένα τονωτικόν τζίτζερ. ’Ανάθεμά σε, ενα δυνατό πόντς γιά αμαξάδες. Ζεσταίνει τά σωθικά. Κουρδίζει τό ρολόι του. Σταμάτησε άπότομα μιά γιά πάντα, όταν ό γέρος. ’Αψέντι γιά έμέ, ξέρεις; Caramba! Δώσε μου ενα κονιάκ μέ χ τυπητό κρόκο ή ενα ώμό αύγό. Τί ώρα είναι; Άκούμπησα τό κρεμμύδι μου στό ένεχ υροδανειστήριο. Παρά δέκα. Χίλια εύχ αριστώ. Παρακαλώ. Τραυματίστηκε στό στήθος, ετσι, Ντίξον; Κάτι τέτοιο. Τόν τσίμπησε μιά μέλισσα καθώς ξάπλωσε νά κοιμηθεί στόν κηπάκο του. Κουρνιάζει κοντά στό νο-σοκομείο Μητέρα. Etvat καταπιεσμένος. Ξέρεις τήν κοκκόνα του; Ναί, βέβαια, τήν ξέρω. Δέν περνάει άπό τήν πόρτα. Τήνίχ ω δει μισόγυμνη. ’Όγκος ακατέργαστος, μόνο αύτό σού λέω. Τίποτα λιγότερο άπό άδύνατη άγελάδα. Κατέβασε τήν κουρτίνα, άγάπη μου. Δύο μπύρες Άρντιλόν. Τό ιδιο κι έγώ. Κάνε γρήγορα. ’Άν πέσεις, μήν περιμένεις νά σηκωθείς. Πέντε, έφτά, έννέα. Όραία! ’Έχ ει ένα ζεύγος κρεατόπιτες, άλλο πράγμα. Καί ψαχ νά, εμπρός καί πίσω. Πρέπει νά τήν δεις γιά νά τό πιστέψεις. Τά πεινασμένα μάτια σου καί ό άλαβάστρινος λαιμός σου μού έχ ουν σκλαβώσει τήν καρδιά. Ό κύριος; Πατάτα κατά τών ρευματισμών; Σαχ λαμάρες, μέ συγχ ωρείτε πού τό λέω. Γ ιά τούς πολλούς. Νά, φοβάμαι πώς τρελάθηκες. Λοιπόν, γιατρέ; Άπό τή Λαπωνία γύρισες; Ή μύτη δουλεύει έντάξει; Πώς τά πάνε οί έρυθρόδερμες καί τά λυκάκια τους; Είναι καμιά ετοιμόγεννη; Σήκω ψηλά τά χ έρια καί πές το. Τό παρασύνθημα. Φαίνονται καί οί τρίχ ες. Δικός μας ό λευκός θάνατος καί ή κόκκινη γέννηση. Χί! Καί στά δικά σου, άφεντικό. Τό τηλεγράφημα τού μασκαρά. Τό έχ ει κλεμμένο άπό τόν Μέρεντιθ. Ίησουποιημένε άρχ ιδοποιημένε ψειριασμένε ’Ιησουίτη! Ή θεία μου γράφει στόν μπαμπά τού Κίντς. Ό κακοκακός Στήβεν πού άποπλανά τόν καλοκαλό Μάλαχ ι. Ζήτωωω! Πιάσε τό μπαλάκι, μικρέ μου. Φέρε κατά δώ τό κρασί. Όρίστε, Τζάκ γενναίε Σκωτσέζε τό κριθαροζούμι σου. ’Άς καπνίζει άκόμα πολύ καιρό ή καπνοδόχ ος σου κι άς βράζει τό λάχ ανο στήν κατσαρόλα σου. Τό ποτό μου. Merci. Στήν ύγειά μας. Τί λέτε. ’Έχ ασε τήν παρτίδα. Σιγά μή μού λερώσεις τά καινούργια μου παντελόνια. `Έι, έσύ έκεί κάτω, δώσε μας μιά πρέζα πιπέρι. Πιάσε. Κύμινο, κύμινο, κύμινο μάς βαλάντωσες. Εννοείς; Σιγή εις τό στρατόπεδον. Κάθε κύριος στήν ύγειά τής κυρίας του. Πάνδημος Αφροδίτη. Les petites femmes. Τό πονηρό τσουλάκι άπό τό Μάλλινγκαρ. Πές της ότι ρωτάω γιά δαύτη. Κρατώντας τή Σάρα άπό τή μέση. Καθ’ όδόν πρός τό Μάλαχ αίντ. Εμένα; ’Άν αύτή πού μέ διέφθειρε μού ειχ ε άφήσει τουλάχ ιστον τ’ όνομά της… Τί περιμένεις μέ εννιά πέννες; Μαχ ρή, Μακρουίσκην. Μιά βρωμιάρα μισότριβη γιά τόν χ ορό τού σωμιέ. Καί καβάλλα μέ τά ολα της. ’Έχ ! Περιμένεις, άφεντικό; Χωρίς αμφιβολία. Μπορείς νά στοιχ ηματίσεις οτιδήποτε. Νά τον πού στέκει έκεί σάν χ αζός, γιατί δέν βλέπει νά πέφτει τό χ ρήμα. Δέν καταλαβαίνεις τί σού γίνεται; Διαθέτει όσο παραδάκι γουστάρει. Δέν πάει πολύς καιρός πού είδα τρεις λίρες καί αύτός μού είπε ότι δέν ήταν δικές του. Είδατε ότι άνταποκριθήκαμε άμέσως στήν πρόσκλησή σας. Ή σειρά σου, φίλε μου. Βγάλε τό πουγγί σου. Δυό σελλίνια καί ένα μισό. ’Έμαθα αύτό τό κόλπο άπό εκείνους τούς λωποδύτες τούς Γ άλλους έκεί κάτω. Έδώ δέν περνάνε αύτά. Λυπάμαι πολύ, άλλά πρέπει νά πληρώσεις προκαταβολικά! Παρακάνεις τόν έξυπνο στή γειτονιά μας. Ή άλήθεια τού θεού, φιλαράκο μου. Δέν είμαστε μεθυσμένοι. Δέν είμαστε καί τόσο μεθυσμένοι. ’Ώ, ρεζερβουάρ, κύριος. Εύχ αριστώ. Βεβαίως. Τί λέτε; Στό καπηλειό. Κάργα. Σέ βλέπω, κύριε. Μπάνταμ δυό μέρες χ ωρίς πιοτό. Δέν ρουφάει παρά κόκκινη βουργουνδία. Τί μας λές Ρίξε μιά ματιά, σού λέω. ’Ωχ , είμαι ζαλισμένος. Καί μόλις πήγε σέ μπαρ μπέρη. Πολύ ξέχ ειλος γιά νά μιλώ. Μ’ εναν σιδηροδρομικό. Πώς τά κατά φερες; Γιά ποιά οπερα ένδιαφέρεται; Τό Ρόδο τής Καστιλλης. Ράγιες ά πλωμένες. ’Αστυνομία! Λίγο Η2Ο γιά κάποιον κύριο πού λιποθύμησε Κοίτα τά λουλούδια τού Μπάνταμ. Γ ιά τούς
δίδυμους θά ξεφωνίσει. Ή κό ρη τού κάστρου, ή δίκιά μου κόρη τού κάστρου. Βούλωσ’ το, έπί τέλους! Κλείσε τό μεθυσμένο στόμα του μέ σταθερό χ έρι. Σήμερα ήξερε τό άλογο πού θά κέρδιζε μέχ ρι πού έγώ τού πάσαρα τό απολύτως σίγουρο. Ό διάολος ν’ ανακατώσει τό τσερβέλο τού Στήβεν. Χέρι πού μού εδωσε αύτό τό καθήκι τό ροσσινάντε. ’Έπεσε πάνω στόν μικρό τού τηλεγραφείου πού έφερνε ενα τηλεγράφημα άπό τό γρασίδι τού ιπποδρομίου γιά τόν χ οντροΜπάςς. Τού πέταξε ενα νόμισμα κι έξαφάνισε τό τηλεγράφημα. Φοράδα σέ καταπληκτική φόρμα. Μιά γκινέα γιά μιά κουνελοπορδή. Αμάρτημα! Λόγοι τού Εύαγγελίου. Εγκληματική ένέργεια; Νομίζω ναί. Παραπάνω κι άπό σίγουρος. Θά μπορούσε νά καταλήξει στή στενή, άν ό έλεγκτής άντιλαμβανόταν τήν κομπίνα. Ό Μάντεν εγινε μαντάρα. ’Ώ, άσέλγεια, καταφύγιο καί δύναμή μας. Νά τού δίνω. Πρέπει νά πηγαίνετε; Νά πηγαίνω στή μαμά μου. Προσοχ ή! Κάποιος νά μού κρύψει τό κοκκίνισμα. Χάθηκα άν μέ καταλάβει. Στό κονάκι, Μπάνταμ μας. Γειά σου, φίλε. Μήν ξεχ άσεις τά άνθη γιά τήν κυρία. Πές μου. Ποιός σού πάσαρε αυτήν τήν γκόμενα; Φίλος στόν φίλο. ’Έχ ε μου έμπιστοσύνη. Ή γυναίκα τού μουνάκια. ’Όχ ι, άπάτες, γερο-Λέο. Σού τ’ ορκίζομαι, λόγω τιμής. Ό διάολος νά μέ πάρει άν είχ α ποτέ. Νά ενας εύσωμος, άγιος καλόγερος. Γιατί δέν μού τό είπες; Λοιπόν, σού τό λέω, άν αύτός δέν είναι τσιφούτης έμένα νά μή μέ λένε. Μά τήν αγία τσουτσού. ’Αμήν. Θέλεις νά πεις τίποτε; Στήβεν, άγόρι μου, φαίνεσαι έτοιμος νά τά κάνεις ολα μαντάρα. Θά πιείς άλλο ενα; Ό έκλαμπρότατος φιλευτής θά ήθελε νά έπιτρέψει σ’ ενα φιλευόμενο, τού οποίου ή έξαιρετικότατη ένδεια ίσούται μόνο μέ τήν κολοσσιαία καί άπροσμέτρητη δίψα του νά τερματίσει μιά σπονδή άκριβά άρχ ινισμένη; ’Άσε μας νά πάρουμε άνάσα. Ξενοδόχ ε, ξενοδόχ ε, έχ ετε καλό κρασί, σταμπού; Νά τό πίνει ή μάνα καί τού παιδιού νά μή δίνει. ‘Όποιος ερχ εται, ξανάρχ εται Εντάξει, Μπονιφάτιε! Αψέντι γιά ολους. Nos omnes biberimus viridum toxicum diabolus capiat posteriora nostra. Κλείνουμε, κύριοι. Δώστε στόν γερο-Μπλούμ κρασί. Σάς άκούω πού μιλάτε γιά κρεμμύδια; Μπλού; Ζητιανεύει διαφημίσεις. Ό μπαμπάκης τού φωτογραφικού κοριτσιού, γιά φαντάσου. Παίχ ’ το ήρεμα, φίλε. Στρίβε ά λά γαλλικά. Bonsoir la compagnie. Καί οί παγίδες τής άρρώστιας τής τσουτσούς. Πού βρίσκεται ό Μπάκ καί ό κολλητός του; Τό εσκασε χ ωρίς νά πληρώσει; Μάς τήν κοπάνησαν. Μά τήν πίστη μου, τέτοιαν ώρα πρέπει νά πηγαίνετε γραμμή γιά τά σπίτια σας. Ό βασιλιάς σου είναι μάτ. Ό βασιλιάς εναντίον τού πύργου. Καλοί μου χ ριστιανοί, λυπηθείτε εναν νέο πού ό φίλος του τού στέρησε τό κλειδί τού σπιτιού του καί δώστε του μιά γωνιά ν’ άναπάψει απόψε τό κεφάλι του. Διάολε, είμαι λιγάκι πιωμένος. Νά καβουρντιστώ στήν κόλαση, άν αύτή είναι ή δέν είναι ή καλύτερη βραδιά τής ζωής μου. ’Έ, γκαρσόν, δυό κουλουράκια γιά τόν μικρό άπό έδώ. Μπά, τί μού λές! Ούτε τυρόπιτα; Στό διάολο ή σύφιλη καί ολοι όσοι πουλάνε τά οινοπνευματώδη. Κλείνουμε. Πάρτε πόδι. ‘Υγεία σέ ολους. A la votre! Μπά, ποιός είναι ό τύπος μέ τό άδιάβροχ ο; Κοίτα ντύσιμο, ώραία πράματα! Τί ετοιμάζεται νά φάει; Μή λές τίποτα. Είναι δυναμωτικός ζωμός, σ’ τ’ ορκίζομαι. Πράγματι, τό εχ ει μεγάλη άνάγκη. Γνωρίζεις τά ρούσικα τσαρούχ ια; Τό γέρο σκουληκιάρη τού Ρίτσμοντ; ‘Όλο φούρκα! Νόμιζε ότι είχ ε ένα καντάρι μολύβι στήν ξερή του. ’Απατηλή παραφροσύνη. Τού έχ ει κολλήσει τό παρατσούκλι Μπάρτλ τό Ψωμί. Αύτός έκεί, κύριε, ήταν κάποτε ένας καλοστεκούμενος πολίτης. Νά τώρα τά χ άλια του, τώρα πού παντρεύτηκε τήν όμορφη μέ τά μεγάλα μάτια. Τόν καμάκωσε αύτή. Δέστε, καλοί μου άνθρωποι, τόν έγκαταλελειμμένο. Τόν περιπλανώμενο ’Αδιάβροχ ο, τόν ιππότη τής έρημης κοιλάδας. Σπίτι, ταβέρνα. Τήν κανονική ώρα. Τίποτα γιά τούς κερατωμένους. Παρντόν; Τόν είδες σήμερα σ’ ένα ενεχ υροδανειστήριο;.Φίλος δικός σας, λοιπόν, αύτός πού κατέθεσε τήν επιταγή του; Φτού νά πάρει! Κακομοίρα παιδάκια! Καλύτερα νά μή μού τό έλεγες, Λεοπόλδε! ’Απ’ ολους τούς μαύρους, τό κύριο Πάντυ ήταν τό καλύτερο. Έγώ δέν έχ ω ξαναδεί παρόμοιο άφ’ ότου γεννήθηκα. Tiens, tiens, άλλά ήταν λυπημένο, ναί, μά τήν πίστη μου. ’Έριξε δάκρυ κορόμηλο,
έπειδή πήραν τόν φίλο του τόν Πάντυ μέσα στό μαύρο σακκί. Κλείνουμε! ‘Έντεκα. Παρακαλώ, πάρτε δρόμο. Εμπρός, χ ασομέρηδες, τζερεμέδες! Καληνύχ τα, νύχ τα. Είθε ό ’Αλλάχ , ό ‘Ύψιστος, νά σού φυλάει τήν ψυχ ή άπόψε καί ώς τά υστερνά σου. Προσέξετε! Δέν είμαστε καθόλου μεθυσμένοι. ’Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι άπό τόν ήλιο ξεξασπρότερη. Ξάσπρη ξέσπρα ξόξεσπη. Πρόσεξε αύτούς πού ξερνάνε. Νιώθουν άσχ ημα στή γαστρική τους χ ώρα. Γιούκα. Νύχ τα. Μόνα, άληθινή μου άγάπη. Μόνα, μοναδικέ μου έρωτα. Γιούκ. Μόνα, άγάπη μου! Γιού. ’Έπ! Βουλώστε τον καταπιώνα σας, Πφλαάφ! Πφλαάφ! Πήρε φωτιά. Νά τους πού έρχ ονται. Οι πυροσβέστες! Στρίβουμε. Άπό τήν όδό Μάουντ. Έσύ δέν θά ’ρθεις; Τρέχ ουμε, τριποδισμός, καλπασμός. Πφφφάφ! Λύντς! ’Έι; ’Έλα μαζί μου. Ή όδός Ντένζιλ άπό έδώ. Αλλαγή έδώ γιά τό Πορνείο. Εμείς οί δυό, είπε αύτή, πάμε χ έρι-χ έρι νά ψάξουμε γιά τή Μαίρη.Εντάξει, οποτε θές. Laetabuntur in cubilibus suis. ’Έρχ εσαι άπό μακριά; Ψιθυριστά, παρακαλώ, ποιός είναι ό τύπος έκεί κάτω μέ τά μαύρα παλιόρουχ α; Σσσς! Αμάρτησε κατά τού φωτός καί τώρα πλησιάζει ή μέρα όπου εκείνος θά έλθει νά κρίνει τόν κόσμο διά πυρός καί σιδήρου. Πφφφάφ! Ut implerentur scripturae. Παίξε μας ενα παλιό ρεφραίν. ’Έτσι μίλησε άγιατρουδάκος Ντίκ στό γιατρουδάκο Ντέηβυ. Βλογιά τού Θεού! Ποιά είναι αύτή ή χ ολέρα, ό παπατράγος, στόν τοίχ ο τής αιθούσης Μέριον; Ό Ήλίας ερχ εται. Πλυμένος στό αίμα του άμνού. Έλατε έδώ, εσείς, μπεκροκανάτες, κρασόμουτρα, μεθύστακες άπό γεννησιμιού σας! Έλατε έδώ, βρωμόσκυλα, βρωμόμουτρα, σκατοσκαθάρια, γουρονοτόμαρα, κουκουτσόμυαλοι, απατεώνες και παλιόμουτρα. Έλατε του λόγου σας, τριπλό άπόσταγμα άτιμίας! Έγώ είμαι, ό Άλεξάντερ Τζ. Κράιστ Ντάουι, πού τράβηξα πρός τή δόξα πάνω άπό τό μισό πλανήτη, άπό τό Σάν Φραντζίσκο Μπήτς μέχ ρι τό Βλαδιβοστόκ. Ή θεότητα δέν χ αρίζει κάστανα. Βάλτε το καλά στό νού σας ότι τό παίζει στά ίσια. Καί μήν ξεχ νάτε ότι αύτό είναι τό μεγαλύτερο πράμα πού έγινε ποτέ. Φωνάξτε τόν βασιλέα Ίησού νά μας σώσει. Έσύ αμαρτωλέ έκεί κάτω, θά πρέπει νά σηκωθείς πρωί, αν θές νά εξαπατήσεις τόν Παντοδύναμο. Πφλαααάφ! Ποτέ δέν είναι άργά. Σού φυλάει ενα άντιβηχ ικό πού σού δίνει άληθινή κλωτσιά, φίλε μου, στήν πίσω τσέπη του. Γιά δοκίμασέ το.
15. ΚΙΡΚΗ (Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗΣ ΠΟΛΗΣ άπό τήν όδό Μάμποτ. Μπροστά άπό τήν είσοδο απλώνεται ένα αμαξοστάσιο τών τράμ μ ’ ενα σύμπλεγμα τροχ ιογραμμών μέ κόκκινα καί πράσινα φώτα πού αναβοσβήνουν καί σήματα κινδύνου. Σειρές άπό χ αρτονένια σπίτια, μέ πόρτες πού χ άσκουν ορθάνοιχ τες. ’Αραιές λάμπες γκαζιού μέ ξεφυχ ισμένο φώς. Ραχ ητικοί άντρες καί γυναίκες φιλονικούν γύρω άπό τό σταματημένο κινητό παγωτατζίδικο σέ σχ ήμα γόνδολας τοΰ Ραμπαγιόττι. Βουτάνε γκοφρέτες μέ πασαλειμμένες στά ένδιάμεσα στρώσεις καρβουνιασμένου καί χ άλκινου χ ιονιού. Σκορπίζουν καθώς τίς γλείφουν. Παιδιά. Ή πλώρη τής γόνδολας, όμοια μέ λαιμό κύκνου, άνεβαίνει μέσα στό μισόφωτο, άσπρη καί γαλάζια κάτω άπό ενα φάρο. Σφυρίγματα καλούν καί επιστρέφουν σάν άπάντηση.) ΤΑ ΣΦΥΡΙΓΜΑΤΑ: Περίμενέ με, άγάπη μου, έρχ ομαι. ΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ: Πίσω άπό τό σταϋλο. (“Ενας ηλίθιος κωφάλαλος, μέ γουρλωμένα μάτια, μέ σάλια πάνω στό άμορφο στόμα του, χ οροπηδάει λόγω χ ορείας σάν νευρόσπαστο. Μία αλυσίδα άπό παιδικά χ έρια τόν κρατάει φυλακισμένο.) ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ: Ζήτω ό Ζερβούλιακας! 0 ΗΛΙΘΙΟΣ: (’Ανασηκώνει ενα σπαστικό χ έρι καί γρυλλίζει.) Γκράχ υτ! ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ: Ποΰ είναι τό μεγάλο φώς; 0 ΗΛΙΘΙΟΣ: (Γουργουρίζοντας.) Γκράχ αχ εστ! (Τόν άφήνουν νά φύγει. Χοροπηδάει. Μιά γυναίκα νάνος ταλαντεύεται πάνω σ’ ενα τεντωμένο στά κάγκελλα σκοινί, καί μετράει μεγαλόφωνα. Κάποιος σωριασμένος πάνω σ’ ενα σκουπιδοτενεκέ κρύβει μέ τό μπράτσο του καί τό καπέλο του τό πρόσωπό του, άρχ ίζει νά κουνιέται, νά βογγάει, νά τρίζει τά δόντια του, νά γρυλλίζει καί νά ροχ αλίζει οπως καί πρίν. Πάνω σ’ ενα σκαλί, ενας νάνος πού σγαρλεύει ενα σωρό βρωμιές, κάθεται όκλαδόν γιά νά καταφέρει νά φορτωθεί ίνα σακούλι μέ κουρέλια καί κόκκαλα. Μιά μπαμπόγρια έκεί κοντά, βαστώντας ενα λυχ νάρι πού καπνίζει, τού χ ώνει τήν τελευταία στιγμή μιά μπουκάλα μέσα στό σακούλι. Αυτός σηκώνει τή λεία του, φοράει στραβά τή σκούφια του καί φεύγει κουτσαίνοντας, δίχ ως νά πει λέξη. Ή μπαμπόγρια ξαναγυρνάει-στήν τρώγλη της κουνώντας πέρα-δώθε στό χ έρι τό λυχ νάρι. “Ενα στραβοκάνικο αγόρι πού κάθεται στήν πόρτα βαστώντας μιά μπαλίτσα μέ φτερά σέρνεται πίσω της, κρατιέται άπό τό φουστάνι της καί καταφέρνει νά σηκωθεί δρθιο. “Ενας μεθυσμένος σκαφτιάς βαστιέται καί μέ τά δυό χ έρια άπό τά κάγκελλα καί κουνιέται πέρα-δώθε. Δυό αστυφύλακες, μέ κοντές κάπες καί τά χ έρια στίς πέτσινες ζώνες, στέκονται καμαρωτοί στή γωνία. Ακούγεται τό σπάσιμο ένός πιάτου, τό ούρλιαχ τό μιάς γυναίκας, τό κλάμα ένός μωρού. Ακούγεται ενας άντρας νά βλαστημάει, υστέρα καταλαγιάζει, υστέρα παύει. Διάφοροι τύποι κλωθογυρίζουν, παραμονεύουν, κρυφοκοιτάζουν μέσ’ άπό τρύπες. Σ’ ενα δωμάτιο, πού φωτίζεται άπό ενα κερί μπηγμένο στό
λαιμό μιάς μπουκάλας, μιά βρωμιάρα χ τενίζει τά μπερδεμένα μαλλιά ένός παιδιού πού πάσχ ει άπό χ οιράδωση. Ακούγεται ή άκόμα νεανική φωνή τής Σίσσυ Κάφφρεύ νά τραγουδάει δυνατά άπό τό διπλανό δρομάκι.)
ΣΙΣΣΥ ΚΑΦΦΡΕY: Τό έδωσα στή Μόλλυ γιατί ήταν καλή τής πάπιας τό πόδι τής πάπιας τό πόδι. ( Ό στρατιώτης Κάρρ καί ό στρατιώτης Κόμπτον, μέ τά ραβδάκια τους σφιγμένα κάτω άπό τίς μασχ άλες τους, παρελαύνουν μέ άστάθεια σέ ζίγκ-ζάγκ καί άμολάνε ομαδικά άπό τό στόμα τους μιά ομοβροντία άπό πορδές. Γέλια άπό τούς περαστικούς. Μιά βραχ νή μέγαιρα τούς βρίζει.) Η ΜΕΓΑΙΡΑ: Στή μύτη σας, τριχ οκώληδες. Ζήτω ή μικρή του Κάβαν. ΣΙΣΣΥ ΚΑΦΦΡΕύ: Έμενα νά εύχ ηθείς. Τήν Κάβαν Κούτχ ιλλ καί τήν Μπελτύρμπετ. (Τραγουδάει.) Τό έδωσα στή Νέλλυ γιά νά τό χ ώσει μέσα της τής πάπιας τό πόδι τής πάπιας τό πόδι. (Ό στρατιώτης Κάρρ κι ό στρατιώτης Κόμπτον κάνουν στροφή καί ξαναβρίζουν, τά χ ιτώνιά τους λαμπερά σάν αίμα στήν ανταύγεια τού γκαζιού, μέ μαύρα σκουφιά στά κεφάλια τους, μέ μαλλιά άπό ξανθό χ αλκό. Ό Στήβεν Ντένταλους καί ό Αύντς διασχ ίζουν τό πλήθος πλάι στούς στρατιώτες μέ τά κόκκινα χ ιτώνια.) Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ: (Δείχ νει μέ τό δάχ τυλο.) Κάντε τόπο νά περάσει ό έφημέριος. Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Γυρνάει καί φωνάζει.) Τί νέα, εφημέριε; ΣΙΣΣΥ ΚΑΦΡΕΤ: (Ή φωνή της ύφώνεται σέ ένταση.) Τό εχ ει, τό κρατάει Έκεί πού τό εχ ει βάλει Τής πάπιας τό πόδι. ( Ό Στήβεν, στριφογυρίζοντας στό άριστερό του χ έρι τό μπαστούνι του, φέλνει χ αρούμενος τό introit τού Πάσχ α. Ό Λύντς, μέ σκουφί τζόκεύ κατεβασμένο στό μέτωπό του, τόν συντροφεύει, μέ μορφασμούς άποδοκιμασίας στό πρόσωπό του.) ΣΤΗΒΕΝ: Vidi aquam egredientem de templo a latere dextro. Alleluia. (Τά πειναλέα σκυλόδοντα μιάς γριάς τσατσάς εξέχ ουν άπό μιά πόρτα.) Η ΤΣΑΤΣΑ: (Μέ φιθυριστή φωνή πού μόλις άκούγεται.) Ψίτ! ’Έλα κοντά νά σού πώ κάτι. ’Έχ ω παρθένες έδώ μέσα. Ψιτ! ΣΤΗΒΕΝ: (Aldus aliquantulum.) Et omnes ad quos pervenit aqua ista. Η ΤΣΑΤΣΑ: (Φτύνει μιά ροχ άλα φαρμάκι στά πόδια τους.) Γιατρουδάκια τού Κολλεγίου Τρίνιτυ. Φαλλοπιανοί σωλήνες. Σκέτες ψωλές, άφραγκες.
(Ή ’Ήντυ Μπόουρντμαν, ρουφώντας τή μύτη της, σκυμμένη πλάι στήν Μπέρθα Σάππλ, τραβάει τό σάλι της καί σκεπάζει τά ρουθούνια της.) ΗΝΤΥ ΜΠΟΟΥΡΝΤΜΑΝ: (Καυγαδίζοντας.) Καί λέει αύτή, σέ είδα στήν πλατεία Φέηθφουλ μέ τόν δικό σου, αύτόν πού ανάβει τά φανάρια, τόν λιπαντή τών τραίνων, αύτόν πού φόραγε καπέλο μελόν. ’Αλήθεια; τής λέω. Δέν σού πέφτει λόγος, τής λέω. Δέν μέ είδες ποτέ, τής λέω, νά εχ ω βγει παγανιά γιά παντρεμένο βουνήσιο. “Οπως κάνει καί τού λόγου της. Ή παλιοαλόγα. Ή πεισματάρα σάν μουλάρι. Καί νά κυκλοφορεί μέ δυό γκόμενους ταυτόχ ρονα, τόν Κιλντμπράιντ, τόν μηχ ανοδηγό καί τόν ’Όλιφεντ, τόν δεκανέα. ΣΤΗΒΕΝ: (Triumphaliter.) Salvi facd i sunt. (Κραδαίνοντας τό μπαστούνι του συντρίβει τό προέκταμα τής λάμπας τού γκαζιού, κονιορτοποιώντας τό φώς πού πέφτει πάνω στόν κόσμο. f‘Eva άσπροκόκκινο σπάνιελ ξεχ ύνεται πίσω του καί τόν γαυγίζει. Ό Λύντς τό διώχ νει μέ μιά κλωτσιά.) ΛΥΝΤΣ: Καί ύστερα; ΣΤΗΒΕΝ: (Κοιτάζει πίσω.) ’Έτσι ώστε ή χ ειρονομία, καί όχ ι ή μουσική ούτε οί οσμές, θά επρεπε νά καθιερωθεί ώς ή παγκόσμιος γλώσσα, καί τό χ άρισμα τών γλωσσών νά καταστήσει ορατή, όχ ι τήν κοινή έννοια, άλλά τήν άρχ ική ένδελέχ εια, τόν θεμελιώδη ρυθμό. ΛΥΝΤΣ: Πορνοσοφική φιλοθεολογία. Μεταφυσική τής όδού Μέκλενμπουργκ. ΣΤΗΒΕΝ: Βλέπουμε ότι ό Σαίξπηρ ήταν έρμαιο μιάς στρίγγλας καί ότι ό Σωκράτης επεσε θύμα μιάς μέγαιρας. Άκόμα καί ό πάνσοφος Σταγειρίτης πέρασε ενα διάστημα, κατά τό οποίο μιά ιέρεια τής Αφροδίτης τόν έδερνε, τόν σαμάρωνε καί τόν καβάλλαγε. ΛΥΝΤΣ: ’Έτσι, ε; ΣΤΗΒΕΝ: Έν πάση περιπτώσει, ποιός χ ρειάζεται δυό χ ειρονομίες γιά νά περιγράφει τό καρβέλι καί τή στάμνα; Αύτή έδώ ή κίνηση περιγράφει τό καρβέλι καί τή στάμνα, τό ψωμί καί τό κρασί στόν Όμάρ. Κράτα μου λίγο τό μπαστούνι. ΛΥΝΤΣ: Νά πάρει ό διάολος τό κίτρινο μπαστούνι σου. Πού πάμε; ΣΤΗΒΕΝ: Λάγνε Λύνξ, στήν belle dame sans merci, τήν Τζωρτζίνα Τζόνσον, ad deam qui laetificat juventutem mean. (Ό Στήβεν τού πασάρει επιβλητικά τό μπαστούνι του, τεντώνει άργά τά χ έρια του, γέρνοντας τό κεφάλι πίσω, φέρνει τά δυό του χ έρια σέ άπόσταση πιθαμής άπό τό στήθος του, σέ διατεμνόμενα έπίπεδα, μέ τίς παλάμες του πρός τό έδαφος, ή άριστερή φηλότερα, τά δάχ τυλα έτοιμα ν’ άνοίξουν.) ΛΥΝΤΣ: Ποιά είναι ή στάμνα τού ψωμιού; Λίγο ενδιαφέρει.Εκείνο ή τό τελωνείο. Άπόδειξέ το. Λάβε τό δεκανίκι σου καί περιπάτει. (Συνεχ ίζουν. Ό Τόμμυ Κάφφρεύ άρκουδίζει πρός ενα στύλο γκαζιού, πιάνεται καί σκαρφαλώνει
σπασμωδικά. Άπό τήν κορυφή τού στύλου γλιστράει κάτω. Ό Τζάκυ Κάφφρεύ αρπάζεται γιά νά σκαρφαλώσει. Ό σκαφτιάς σκοντάφτει πάνω στόν στύλο τού γκαζιού. Οί δίδυμοι τό σκάνε μέσα στό σκοτάδι. Ό σκαφτιάς, ταλαντευόμενος, πιέζει μέ τό δάχ τυλο τό ενα ρουθούνι του καί μέ τό άλλο πυροβολεί τό πεζοδρόμιο μέ μιά μακρουλή νερουλή μύξα. Βάζοντας τή λάμπα στόν ώμο, άπομακρύνεται μέσα στό πλήθος μέ τό λαμπερό του φανάρι. Ή ομίχ λη ζώνει τήν άκροποταμιά σάν φίδι. Αιωρούμενες άναθυμιάσεις ξεπετάγονται πρός ολες τίς πλευρές, άπό οχ ετούς, άπό αυλάκια, άπό βόθρους, άπό σωρούς σκουπιδιών. Μιά λάμφη ξεπηδάει κατά τό νοτιά, πέρα κατά τή θαλάσσια εκβολή τού ποταμού. Ό σκαφτιάς, πού προχ ωρεί παραπατώντας, διασχ ίζει τό πλήθος καί τραβάει τρεκλίζοντας κατά τό άμαξοστάσιο τών τράμ. Στήν άντίθετη μεριά, κάτω άπό τή γέφυρα τού τραίνου, παρουσιάζεται άναστατωμένος ό Μπλούμ, λαχ ανιάζοντας, χ ώνοντας στήν τσέπη του φωμί καί σοκολάτα. Ή βιτρίνα τού κουρέα Γκίλλεν τού προσφέρει τή σύνθεση ένός πορτραίτου τού γενναίου Νέλσονα. Στό πλάι, ενας άλλος κοίλος καθρέφτης τού παρουσιάζει τήν εικόνα τού μοναχ ικού στόν έρωτα, τού πολύ καιρό χ αμένου, τού πένθιμου Μπλούλουχ ουμ. Ό σοβαρός Γκλάόστον κοιτάζει κατάφατσα τόν Μπλούμ, οπως είναι ό Μπλούμ. Προχ ωρεί, κεραυνοβολημένος άπό τό βλέμμα τού επιθετικού Γουέλλινγτον, καθώς μέσα στόν κυοτό καθρέφτη τού χ αμογελούν ατάραχ α τά κωμικά μάτια καί τά φουσκωμένα πιθηκήσια μάγουλα τού Όμορφοπόλντυ Τουρλουτουτουπόλντυ. Σταματάει μπροστά στην πόρτα τού Άντόνιο Ραμπαγιόττι, ίδρωμένος κάτω άπό τίς λαμπρές λάμπες τού βολταίκού τόξου. Εξαφανίζεται γιά μιά στιγμή καί υστέρα επανεμφανίζεται βιαστικός.) ΜΠΛΟΥΜ: Ψάρι καί πατάτες. Δέν μού φτάνει. ’Άχ ! ( Εξαφανίζεται στού Όλχ άουζεν, τού άλλαντοποιού, κάτω άπό τό ρολό πού κατεβαίνει. Λίγα λεπτά άργότερα, εμφανίζεται κάτω άπό τό ρολό, ό Πόλντυ πού ξε<φυσάει, ό Μπλουχ ούμ πού λαχ άνιασε. Κρατάει ενα δέμα σέ κάθε χ έρι· τό ενα περιέχ ει ενα χ λιαρό γουρουνοπόδαρο, τό άλλο ενα κρύο αρνίσιο ποδαράκι, πασπαλισμένα μέ κόκκους πιπεριού. ’Ασθμαίνει καθώς ορθώνει τό σώμα του. “Υστερα, σκύβοντας στό πλάι, πιέζει ενα πακέτο στό πλευρό του καί βογγάει.) ΜΠΛΟΥΜ: Σφάχ της στό πλευρό μου. Γιατί ετρεξα; (Ανασαίνει προσεχ τικά καί προχ ωρεί άργά πρός τά φώτα τού αμαξοστάσιου τών τράμ. Ή ανταύγεια ξαναδυναμώνει.) ΜΠΛΟΥΜ: Τί είναι αύτό; Φάρος πού περιστρέφεται; Προβολέας. (Στέκεται στή γωνιά μπροστά στού Κόρμακ καί παρακολουθεί.) ΜΠΛΟΥΜ: Μιά Αουρόρα μπορεάλις ή ενα χ υτήριο άτσαλιού; ’Ά, ή πυροσβεστική ύπηρεσία, φυσικά. Πάντως, ό,τι καί νά ’ναι, βρίσκεται κατά τό νότο. “Αρπαξε μεγάλη φωτιά. Μακάρι νά ήταν τό σπίτι του. Κάπου άλλού έπιασε. Έμείς καλά τήν εχ ουμε. (Σιγοτραγουδάει χ αρούμενος.) Καίγεται τό Λονδίνο, καίγεται τό Λονδίνο! Πήρε φωτιά, πήρε φωτιά! (Αντιλαμβάνεται τό σκαφτιά πού προχ ωρεί παραπατώντας μέσ’ άπό τό πλήθος, στό άπέναντι πεζοδρόμιο τής όδού Τάλμποτ). Θά τόν χ άσω. Πρέπει νά βιαστώ. Γρήγορα. Καλύτερα νά κόψω άπό δώ. (Όρμάει νά διασχ ίσει τό δρόμο. Τά χ αμίνια φωνάζουν.)
ΤΑ ΧΑΜΙΝΙΑ: Πρόσεχ ε, κύριος! (Δυό ποδηλάτες, μέ φωτισμένα χ άρτινα φαναράκια πού χ ορεύουν, γλιστράνε πλάι του, χ τυπώντας τά κουδούνια τους.) ΤΑ ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ: Άλταλταλτάλτ. ΜΠΛΟΥΜ: (Στέκεται σάν άγαλμα, έξ αιτίας ένός σφάχ τη που τόν περονιάζει.) Ωχ. (Κοιτάει ολόγυρα, όρμάει ξαφνικά πρός τά εμπρός. Μέσα άπό τήν ομίχ λη πού σηκώνεται, ενας άμμοστρωτήρας σάν δράκοντας, προχ ωρώντας μ ’ έπιφύλαξη, ‘έρπει μέ ολο τόν όγκο του κατά πάνω του · τό τεράστιο κόκκινο φανάρι του τού κάνει νοήματα καί ό τρολές του σφυρίζει πάνω στό ήλεκτρικό σύρμα. Ό οδηγός του πατάει τό σήμα κινδύνου.) ΤΟ ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ: Μπίνγκ Μπάνγκ Μπλά Μπάκ Μπλάντ Μπάγγ Μπλού. (Τό φρένο ουρλιάζει άπελπισμένα. Ό Μπλούμ, ύφώνοντας ενα χ έρι πού φοράει άσπρο γάντι άστυφύλακα, βγαίνει άτσαλα εξω άπό τίς ράγιες μέ σπασμωδικές κινήσεις. Ό οδηγός, μέ τό κορμί σκυφτό πάνω στό τιμόνι καί πλακουτσομύτης, ούρλιάζει, καθώς γλιστράει δίπλα του πάνω άπό αλυσίδες καί κλειδιά.) Ο ΟΔΗΓΟΣ: Βρε, χ εσμένε, πας νά σπάσεις κανένα ρεκόρ; ( Ό Μπλούμ πηδάει πάνω στό πεζοδρόμιο καί ξανασταματα. Κρατώντας τό πακέτο μέ τό χ έρι του, σκουπίζει μιά κηλίδα λάσπης άπό τό μάγουλό του.) ΜΠΛΟΥΜ: ’Έχ ει κλείσει ό δρόμος. Φτηνά τή γλίτωσα, όμως μού γιάτρεψε τό σφάχ τη. Πρέπει νά ξαναρχ ίσω τίς άσκήσεις Σάντοου. Ξαπλωμένος κάτω, μέ τά χ έρια. Καί ν’ άσφαλιστώ έναντι παντός ατυχ ήματος. Στήν Πρόνοια. (Ψάχ νει στήν τσέπη τού παντελονιού του.) Τό φυλαχ τό τής καημένης τής μαμάς. Δέν θέλει καί πολύ γιά νά πιαστεί τό τακούνι σου στίς ράγιες, ή τό κορδόνι σου σέ κάποιο τροχ ό. Έκείνη τήν ήμέρα πού ή κλούβα μού εβγαλε τό παπούτσι στή διασταύρωση Λέναρντ. Θά τριτώσει τό κακό. Μέ τό παπούτσι μου. Τί αναιδής οδηγός! Θά επρεπε νά τού κάνω άναφορά. Ή ένταση τής δουλειάς τούς κάνει νευρικούς. Μπορεί νά είναι ό ίδιος τύπος πού σήμερα τό πρωί μπήκε στή μέση καί μού εκοψε τή θέα εκείνης τής αμαζόνας. ’Ίδιο είδος ομορφιάς. Πάντως, φρενάρησε στήν ώρα του. Δύσκολο τό περπάτημα. Δέν είναι άστεία. Εκείνο τό άπαίσιο χ αντάκι στήν όδό Λάντ. Μπορεί νά έφαγα κάτι χ αλασμένο. Φέρνει τύχ η. Γιατί; Μπορεί πίσω άπό κάποιο ζώο πού χ άθηκε. Τό μαρκάρισμα τού ζώου. (Κλείνει μιά στιγμή τά μάτια.)Παραπατάω. Μπορεί νά ’ναι ό πονοκέφαλος πού μέ πιάνει μιά στό μήνα ή νά φταίει καί τό περιστατικό τής άκρογιαλιάς. Όμίχ λη τού έγκεφάλου. Εκείνο τό αίσθημα τής κόπωσης. Δέν τό άντέχ ω τώρα.’Ώχ ! (Μιά καταχ θόνια φιγούρα μέ μπλεγμένα πόδια άκουμπάει στόν τοίχ ο τού Ο ’Μπέιρν, ενα πρόσωπο άγνωστο, λές καί στίς φλέβες του άντί γιά αίμα κυλάει σκοτεινός υδράργυρος. Κάτω άπό ενα πλατύγυρο σομπρέρο κοιτάει τόν Μπλούμ άγριωπά.) ΜΠΛΟΥΜ: Buenas noches, senorita Blanca, que calle es esta?
Η ΦΙΓΟΥΡΑ: (Άπαθής, σηκώνει τό χ έρι μέ σημασία). Τό σύνθημα είναι. Sraid Mabbot. ΜΠΛΟΥΜ: (Μουρμουρίζει.) Χά, χ ά. Merri. Εσπεράντο. Sian hath. Κατάσκοπος τού Κελτικού Συνδέσμου, σταλμένος άπό εκείνον πού εβγαζε φλόγες. (Κάνει ενα βήμα γιά νά περάσει. ‘Ένας ρακοσυλλέκτης, κουβαλώντας στόν ώμο ενα σακί, τού κλείνει τό πέρασμα. Κάνει στην μπάντα αριστερά, άλλά καί ό ρακοσυλλέκτης κάνει τό ίδιο.) ΜΠΛΟΥΜ: Συγγνώμην. ( Τόν άποφεύγει, λοξεύει, κάνει ενα βήμα στό πλάι, τόν αγγίζει καί τόν προσπερνάει.) ΜΠΛΟΥΜ: Προχ ωρείτε στά δεξιά, στά δεξιά, στά δεξιά. Ποιός προσέφερε αύτήν τήν κοινωνική εύεργεσία, γιά τήν τοποθέτηση τής πινακίδας άπό τήν Περιηγητική Λέσχ η στό Στεπεσάιντ; Έγώ, τότε πού έχ ασα τό δρόμο μου χ ι έγραψα έκείνο τό γράμμα στό περιοδικό ό Ιρλανδός Ποδηλάτης, μέ τόν τίτλο Στό Σκοτεινό Στεπεσάιντ. Κρατηθείτε στό δεξί μέρος τού δρόμου, στό δεξί, στό δεξί. Ράκη, τά μεσάνυχ τα. Πολύ πιθανόν, κάποιος κλεπταποδόχ ος. Ό δολοφόνος τραβάει ίσια σ’ αύτόν άμέσως μετά τό. Γιά ν’ απαλύνει τίς εγκόσμιες αμαρτίες του. ( Ό Τζάκ Κάφφρεύ, πού κυνηγιέται άπό τόν Τόμμυ Κάφφρεύ, τρέχ ει καί πέφτει πάνω στόν Μπλούμ.) ΜΠΛΟΥΜ: ’Ώχ . (Ξαφνιασμένος, σταματά πάνω στ’ άδύνατα πόδια του. ‘Ο Τόμμυ καί ό Τζάκυ εξαφανίζονται σέ διαφορετικές κατευθύνσεις. Ό Μπλούμ, μέ τά πακέτα στά χ έρια, φάχ νει στίς τσέπες του, στό τσεπάκι τού γιλέκου του γιά τό ρολόι, καί στίς άλλες τσέπες του γιά την Ηδονή τής Αμαρτίας, τήν πατάτα, τό σαπούνι.) ΜΠΛΟΥΜ: Προσοχ ή στούς πορτοφολάδες. Τό παλιό κόλπο τών λωποδυτών. Τό σκούντηγμα. Ό σκοπός τους νά σού αρπάξουν τό πορτοφόλι. (Τό λαγωνικό πλησιάζει μυρίζοντας μέ τή μύτη του κολλημένη στό έδαφος. Μιά ξαπλωμένη μορφή πού σέρνεται καί φταρνίζεται. Μιά καμπουριασμένη γενειοφόρος σιλουέτα παρουσιάζεται, τυλιγμένη σ’ ενα μακρύ καφτάνι προεστού της Σιών κι ενα σκουφί μέ κόκκινα κρόσσια. Ματογυάλια μέ κεράτινο σκελετό στηρίζονται στά πτερύγια τής μύτης του. Γραμμές κίτρινου δηλητήριου χ αράζουν τό ταλαιπω·· ρημένο πρόσωπο.) ΡΟΤΝΤΟΛΦ: ’Άλλη μισή κορώνα άκόμη ξοδεμένη χ ωρίς λόγο σήμερα. Σ’ τό εχ ω πει νά μήν κάνεις ποτέ σου παρέα μέ μεθυσμένους άλλόθρησκους. “Ετσι. Δέν θά κάμεις ποτέ σου περιουσία. ΜΠΛΟΥΜ: (Κρύβει τό γουρουνοπόδαρο καί τό άρνίσιο ποδαράκι πίσω άπό τήν πλάτη του καί, αμήχ ανος, πασπατεύει τά ζεστά-κρύα ποδαράκια.) Ja, ich weiss, papachi. ΡΟΤΝΤΟΛΦ: Τί κάνεις έδώ κάτω, σ’ ενα τέτοιο μέρος; Δέν εχ εις ψυχ ή; (’Αγγίζει τό σιωπηλό πρόσωπο τού Μπλούμ μέ νύχ ια άρπάχ τικού πουλιού πού τρέμουν.) Έσύ δέν είσαι ό γιός μου ό Λεοπόλδος, ό έγγονός του Λεοπόλδου; Έσύ δέν είσαι ό άγαπημένος γιός μου ό Λεοπόλδος, πού έγκατέλιπεν τόν οίκον τού πατρός του καί τόν Θεόν τών πατέρων του, ’Αβραάμ
καί ’Ιακώβ; ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ προφύλαξη.) ’Έχ ω τήν εντύπωση πώς είμαι, πατέρα. Ό Μόζενταλ. ‘Ό,τι μάς περίσσεψε άπό δαύτον. ΡΟΤΝΤΟΛΦ: (Αύστηρά.) Πάς καί ξοδεύεις τά λεφτά σου, καί μιά νύχ τα σέ κουβαλάνε μεθυσμένο σάν σκυλί σπίτι σου. Πώς τούς είπες αυτούς τούς τύπους πού τρέχ ουν; ΜΠΛΟΥΜ: (Ντυμένος μέ κομφό γαλάζιο κουστούμι άπό ελαφρό βαμβακερό γυαλιστερό ύφασμα, μέ στενούς ώμους καί λευκό γιλέκο, καφέ καπέλο άλπινιστή, άσημένιο ρολόι μάρκας Γουώτερμπερυ μέ κουρδιστήρι καί διπλή καδένα μάρκας Άλμπερτ μέ μπρελόκ. Ή μιά πλευρά τού σώματός του είναι καλυμμένη μέ λάσπη πού εχ ει στεγνώσει.). Δρομείς άνωμάλου δρόμου, πατέρα. Δέν τό ξανάκανα άλλη φορά. ΡΟΤΝΤΟΛΦ: Μόνο μιά φορά! Γεμάτος λάσπες μέχ ρι τή μύτη. Κι εκοψες καί τό χ έρι σου. Τέτανος. Θά σέ ξεκάμουν, Λεοπολδάκο. Πρόσεχ ε καλά αυτούς τούς τύπους. ΜΠΛΟΥΜ: (Αδύναμα.) Μέ προκάλεσαν νά παραβγούμε στό τρέξιμο. Είχ ε λάσπες. Γλίστρησα. ΡΟΥΝΤΟΛΦ: (Περιφρονητικά.) Goim nachez. Ώραίο θέαμα γιά τήν καημένη τή μητέρα σου! ΜΠΛΟΥΜ: Μαμά! ΕΛΛΕΝ ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ σκούφο μέ κορδελάκια της γριάς στά παραμύθια, κρινολίνο καί συρμάτινο φουρώ, μπλούζα μέ φουσκωτά μανίκια στούς ώμους καί στενά στούς καρπούς, πού κουμπώνει στήν πλάτη, γκρίζα γάντια δίχ ως δάχ τυλα καί καρφίτσα καμέο, τά μαλλιά της κοτσίδα κάτω άπό ενα φιλέ, βγαίνει στά κάγκελλα τού κεφαλόσκαλου κρατώντας ενα κηροπήγιο πού γέρνει καί φωνάζει μέ προειδοποιητικές στριγγλιές.) ’Ώ, ευλογημένε Σωτήρα, τί τού έκαναν! Γρήγορα νά μυρίσω τά άλατά μου! ( Ανασηκώνει ενα άπό τά μεσοφόρια της καί φαχ ουλεύει τήν τσέπη τού ριγωτού μεσοφοριού της. ‘Ένα φιαλίδιο, ενα Άγκνους Ντέι, μιά μαραμένη πατάτα καί μιά κουκλίτσα άπό σελυλόιντ πέφτουν μέ τή σειρά στό πάτωμα.) Ιερή Καρδιά τής Παρθένου, τί είχ ες, λοιπόν, μέσα στό μυαλό σου; ( Ό Μπλούμ, μουρμουρίζοντας, μέ τά μάτια χ άτω, αρχ ίζει νά τοποθετεί τά πακέτα του στίς γεμάτες τσέπες του, άλλά παραιτείται καί φελλίζει.) ΜΙΑΦΩΝΗ: (“Αγρια.) Πόλντυ! ΜΠΛΟΥΜ: Ποιός είναι; (Σκύβει καί αποφεύγει αδέξια ενα χ αστούκι.) Διαταγάς. (Κοιτάζει φηλά. Πλάι σ’ ενα άντικατοπτρισμό φοινικόδεντρων, στέκεται μπροστά του μιά όμορφη γυναίκα μέ άμφίεση Τουρκάλας. Πλούσιες καμπύλες φουσκώνουν τά κατακόκκινα σαλβάρια της καί τή ζακέτα της μέ τετράγωνα άπό διαφορετικό ύφασμα. Είναι τυλιγμένη μέ φαρδειά κίτρινη εσάρπα. “Ενας άσπρος φερετζές, βιολετής μές στή νύχ τα, σκεπάζει τό πρόσωπό της, αφήνοντας ελεύθερα μόνο τά μεγάλα μαύρα μάτια της καί τά κορακίσια μαλλιά.) ΜΠΛΟΥΜ: Μόλλυ! ΜΑΡΙΟΝ: Τί είπες; Άπό έδώ κι εμπρός, άνθρωπέ μου, όταν άπευθύνεσαι σέ μένα θά μέ λές κυρία
Μάριον. (Κοροίδευτικά.) Μήπως παγώσανε τά ποδαράκια τού άγοριού μου, περιμένοντας τόσην ώρα; ΜΠΛΟΥΜ: (Στηρίζεται πότε στό ενα καί πότε στό άλλο πόδι.) Οχ ι, όχ ι. Καθόλου. (Ανασαίνει μέ ταραχ ή, καταπίνοντας τόν άέρα μέ μεγάλες άνάσες, θέτει ερωτήματα, έλπίζει, γουρουνίσια ποδαράκια γιά τό γεύμα της, τί πράματα νά της πει, δικαιολογίες, επιθυμίες, στέκεται συνεπαρμένος. Στό μέτωπό της γυαλίζει ενα νόμισμα. Τά δάχ τυλα τών ποδιών της είναι στολισμένα μέ πολύτιμα πετράδια. Οί αστράγαλοί της είναι δεμένοι μέ μιά λεπτή άλυσιδίτσα. Πλάι της, περιμένει μιά άρσενικιά καμήλα πού εχ ει στό κεφάλι της ενα στριφογυριστό κεφαλοδέτη. ’Από τήν καμπούρα της κρέμεται μιά μεταξωτή σκαλίτσα μέ άμέτρητα σκαλοπάτια. Τήν πλησιάζει μέ ανάποδα κακόκεφα βήματα. Αύτή, άγριεμένη, τής ρίχ νει ενα ράπισμα στό κωλομέρι. Τά χ ρυσά βραχ ιόλια καί οί άλυσιδίτσες της κουδουνίζουν καθώς τή μαλώνει στ’ άράπικα.) ΜΑΡΙΟΝ: Νεμπρακάντα! Φεμινίμουμ. (Ή άρσενική καμήλα σηκώνει τό μπροστινό πόδι της, κόβει ενα μεγάλο φρούτο μάνγκο, καί, κλείνοντάς της τό μάτι, τό προσφέρει στήν ερωμένη του μέσα στή σχ ισμή τής οπλής της. “Υστερα σκύβει τό κεφάλι και μουγκρίζοντας μέ άνασηκωμένο σβέρκο ετοιμάζεται νά γονατίσει. ‘Ο Μπλούμ σκύβει τήν πλάτη του γιά νά γίνει σκαλοπάτι.) ΜΠΛΟΥΜ: Μπορώ νά σάς δώσω… Θέλω νά πώ, σάν διευθυντής τού θηριοτροφείου σας… Κυρία Μάριον… άν θέλετε… ΜΑΡΙΟΝ: ‘Ώστε, διαπίστωσες κάποια αλλαγή! (Τάχ έρια της περνούν πάνω άπό τή διακοσμημένη ποδιά του. Μιά φιλική κοροίδία έμφανίζ&ται σιγά-σιγά στά μάτια της.) ’Ώ, Πόλντυ, Πόλντυ, είσαι ενα συντηρητικό ανθρωπάκι! Τράβα νά δείς τή ζωή. Τράβα νά δείς τόν κόσμο. ΜΠΛΟΥΜ: Μόλις θά πήγαινα νά φέρω αύτή τήν κολώνια, λευκό κερί καί εκχ ύλισμα άπό πορτοκαλάνθια. Τό κατάστημα κλείνει νωρίς τίς Πέμπτες. “Ομως, αύριο πρωί-πρωί. (Ψάχ νει στίς τσέπες του.) Αύτό τό νεφρό πού πηγαινοέρχ εται. Άχ ! (Δείχ νει πρός τό νότο, υστέρα πρός τήν άνατολή. “Ενας δίσκος άχ ρησιμοποίητου σαπουνιού μέ άρωμα λεμονιού άνατέλλει, σκορπίζοντας φώς καί άρωμα.) ΤΟ ΣΑΠΟΥΝΙ: Ό Μπλούμ κι έγώ, είμαστε ζευγάρι ταιριαστό. Αύτός λαμπρύνει τή γή, κι έγώ γυαλίζω τόν ουρανό. (Τό φακιδιασμένο πρόσωπο τού Σουήνυ, τού φαρμακοποιού, παρουσιάζεται στόν δίσκο τού σαπουνένιου ήλιου.) ΣΟΤΗΝΥ: Τρία σελλίνια καί μιά πέννα, παρακαλώ. ΜΠΛΟΥΜ: Ναί. Είναι γιά τή σύζυγό μου, τήν κυρία Μάριον. Ειδική συνταγή. ΜΑΡΙΟΝ: (Σιγά.) Πόλντυ!
ΜΠΛΟΥΜ: Μάλιστα, κυρία. ΜΑΡΙΟΝ: Ti trema un doco il cuore? (Άποσύρεται άκατάδεχ τη σάν παχ ουλή περιστέρα, σφυρίζοντας τό ντουέτο άπό τόν Ντόν Τζιοβάννι.) ΜΠΛΟΥΜ: Είσαι βέβαιη γιά έκείνο τό voglio? Εννοώ, γιά τήν προφο… (Τήν άκολουθεί, άκολουθούμενος άπό τό τερριέ πού μυρίζει τό δάπεδο. Ή γριά τσατσά τόν άρπάζει άπό τό μανίκι. Οί τρίχ ες τής κρεατοελιάς τού πηγουνιού της γυαλίζουν.) Η ΤΣΑΤΣΑ: Δέκα σελλίνια τό ξεπαρθένεμα. Όλόφρεσκη, ολοκαίνουργια, κανένας δέν τήν άγγιξε. Δεκαπέντε χ ρονών. Κανένας, εκτός άπό τό μεθύστακα τό γέρο της. (Τού δείχ νει τήν κατεύθυνση. Στό άνοιγόκλεισμα τής σκοτεινής καμαρούλας τηζ φαίνεται ή Μπράιντι Κέλλυ, κινείται κλεφτά, μέ άκατάστατα ρούχ α έξ αιτίας τής βροχ ής.) ΜΠΡΑίΝΤΙ: Όδός Χάτς. Τί λές, θά τ’ άποφασίσεις; (Το σκάει μ ’ ενα σκούξιμο καί άνεμίζει την νυχ τεριδίσια εσάρπα της. “Ένας μεγαλόσωμος άγριάνθρωπος μέ μπότες, χ ύνεται πίσω της. Παραπατάει καί πέφτει στίς σχ άλες, σηκώνεται καί χ άνεται στά σκοτάδια. Άκούγονται άδύναμες στριγγλιές γέλιων. “Υστερα άκούγονται πιό άδύναμες.) Η ΤΣΑΤΣΑ: ( Τά μάτια της λάμπουν σάν της λύκαινας.) Παίρνει τήν ευχ αρίστησή του. Δέν θά βρεις παρθένες στά φανταχ τερά σπίτια. Δέκα σελλίνια. Μήν στέκεσαι άπραγος καί μάς σταμπάρουν οί αστυνομικοί μέ τά πολιτικά. Ό άστυφύλακας Εξήντα έφτά είναι κέρατο. ( Ή Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ, τόν λοξοκοιτάζει καί τόν πλησιάζει κουτσαίνοντας. Τραβάει τό χ έρι πίσω άπό την πλάτη της καί τού δείχ νει δειλά τό ματωμένο πανί της)
ΓΚΕΡΤΥ: Σου παραχ ωρώ ό,τι πολυτιμότερο έχ ω στόν κόσμο. (Μουρμουρίζει.) Έσύ τό ’καμες αύτό. Σέ μισώ. ΜΠΛΟΥΜ: Έγώ; Πότε; ’Ονειρεύεσαι. ΕΤναι ή πρώτη φορά πού σέ βλέπω. Η ΤΣΑΤΣΑ: Μ Ασε ήσυχ ο τόν κύριο, άπάτη. Δέν ντρέπεσαι νά γράφεις στόν κύριο γράμματα γεμάτα ψευτιές. Πεζοδρόμιο καί ψωνιστήρι. Τέτοια πού είσαι, καλά θά κάμει ή μάνα σου νά σέ δέσει στά πόδια του κρεβατιού καί νά σέ δέρνει μέ τό λουρί. ΓΚΕΡΤΥ: (Στόν Μπλούμ.) Έσύ πού είδες ολα τά μυστικά μου στό μπαούλο. (Χαίδεύει τό μανίκι του, μυξοκλαίγοντας.) Παλιάνθρωπε, παντρεμένε! Σέ άγαπάω πού μού τό έκανες. ( Απομακρύνεται σκυφτή. Ή κυρία Μπρήν, μέ ανδρικό παλτό άπό ρατίνα μέ φαρδειές τσέπες, στέκεται στό κατάστρωμα τού δρόμου, τά κατεργάρικα μάτια της όλάνοιχ τα, καί ολα τά φυτοφάγα δόντια της σέ χ αμόγελο.) ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: Κύριε… ΜΠΛΟΥΜ: (Βήχ ει σοβαρός.) Κυρία, όταν τήν τελευταία φορά είχ αμε τήν εύχ αρίστηση νά δεχ θούμε τήν άπό δεκάτης έκτης τρέχ οντος έπιστολήν σας… ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: Κύριε Μπλούμ! Έσείς έδώ κάτω σ’ αύτόν τόν τόπο τής άπωλείας! Σάς επιασα στά πράσα! Κάθαρμα. ΜΠΛΟΥΜ: (Βιαστικά.) ’Όχ ι τόσο δυνατά τ’ όνομά μου. Γ ιά ποιόν μέ πε ράσατε; Θέλετε νά μέ καταδώσετε; Ot τοίχ οι έχ ουν αύτιά. Τί κάνετε; Πέ ρασε πολύς καιρός άπό τότε πού… Φαίνεστε μιά χ αρά. ‘Υπέροχ α. Ό και ρός είναι ό,τι πρέπει γι’ αύτή τήν εποχ ή. Τό μαύρο διαθλά τή θερμότητα Πήρα τό στενό έδώ γιά νά κόψω δρόμο, πηγαίνοντας κατά τό σπίτι. Ένδιαφέρουσα συνοικία. Άσυλον διασώσεως τών άμαρτησασών γυναικών, τών Μαγδαληνών. Είμαι ό γραμματεύς… ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: (Κραδαίνει τό δάχ τυλό της.) ’Άς άφήσουμε τά μεγάλα ψέματα! Ξέρω κάποιον πού δέν θά του αρέσει καθόλου αύτό. Περίμενε μόνο νά συναντήσω τή Μόλλυ! (Πονηρά.) Πές μου τα ολα, χ αρτί καί καλαμάρι, γιατί αλλιώτικα χ άθηκες! ΜΠΛΟΥΜ: (Κοιτάζει πίσω του.) Κι αύτή ή ίδια τό είπε συχ νά ότι θά τή διασκέδαζε νά εβλεπε. Επίσκεψη στή φτωχ ογειτονιά. Βλέπετε, τό εξωτικό ελκύει. ’Άν είχ ε λεφτά θά προσελάμβανε γιά προσωπικό άκόμα καί νέγρους μέ λιβρέα. Τόν Όθέλλο, τό μαύρο κτήνος. Τόν Ευγένιο Στράττον. Άκόμα καί τόν άνθρωπο πού έπαιζε τίς καστανιέτες καί τόν κονφερασιέ στή νέγρικη επιθεώρηση τού θιάσου Λίβερμορ. Τούς άδερφούς Μποχ έ. Άκόμα καί τόν καπνοδοχ οκαθαριστή. (Ό Τόμ καί ό Σάμ Μποχ έ, δύο έγχ ρωμοι τραγουδιστές, ξεπηδάνε, ντυμένοι μέ κουστούμια άπό άσπρη λινάτσα, κατακόκκινες κάλτσες, κολλαριστά νέγρικα κολλάρα καί μεγάλους κατακόκκινους κατηφέδες στίς μπουτονιέρες τους. Καθένας εχ ει κρεμασμένο στό λαιμό του κι άπό ενα μπάντζο. Τά νέγρικα χ έρια τους, μικρότερα καί ωχ ρότερα άπό τών άλλων, έρεθίζουν τίς κουδουνιστές χ ορδές. Καθώς τά Καφίρικα μάτια τους καί οί μασέλες τους βγάζουν αστραπές, ρίχ νονται μέ τά χ οντροπάπουτσά τους σ’ εναν ξέφρενο χ ορό, γρατσουνάνε, τραγουδάνε, χ οροπηδάνε, πλάτη μέ πλάτη, δάχ τυλα μέ ντέρνα, φτέρνα μέ δάχ τυλα, μέ πλατάγισμα τών πα·
χ ειών νέγρικων χ ειλιών τους.) Ο ΤΟΜ ΚΑΙ Ο ΣΑΜ: Είναι κάποιος μές στό σπίτι μέ τήν Ντάινα, τό ξέρω ότι κάποιος είναι μές στό σπίτι, είναι κάποιος μές στό σπίτι μέ τήν Ντάινα, πού παίζει στό παλιό μπάντζο. (Ξαφνικά αποσπούν άπό τά πραγματικά χ οντρά πρόσωπά τους τίς μαύρες μάσκες τους. “Υστερα, χ ασκογελώντας, χ αχ ανίζοντας, θορυβώντας, μέ μικρά ρουθουνίσματα, μέ μικρές κραυγές, τσού τσουρούμ, τσούρου τσούρου τσούμ, απομακρύνονται χ ορεύοντας εναν κυκλικό χ ορό.) ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ γλυκόξινο χ αμόγελο.) Θά μπορούσαμε νά κάναμε καμιά τρελίτσα οί δυό μας, άν δέν σάς ήταν εντελώς δυσάρεστο. Θά σάς άρεσε, παραδείγματος χ άριν, νά σάς άγκάλιαζα γιά λίγο; ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: (Ούρλιάζει χ αρούμενη.) Ώ, άλήτη! Θά έπρεπε νά έβλεπες τά μούτρα σου στόν καθρέφτη! ΜΠΛΟΥΜ: ’Έτσι, γιά νά θυμηθούμε τόν παλιό καιρό. Έννοούσα ένα πάρτυ γιά τέσσερις, ένα άνάμιχ το πάντρεμα, άνακατεύοντας τά ταίρια μας. Τό ξέρετε ότι πάντα σάς έκανα γούστο. (Μελαγχ ολικά.) Έγώ ήμουν αύτός πού τήν ήμέρα τής εορτής τού Άγιου Βαλεντίνου σάς έστειλε εκείνη τήν κάρτα μέ τό ποιηματάκι γιά τήν τρυφερή άντιλόπη. ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: Μά τήν άλήθεια, είσαι μεγάλη μαλαγάνα! Απίστευτο. (‘Απλώνει τό χ έρι της εξεταστικά.) Τί κρύβεις εκεί, πίσω άπό τήν πλάτη σου; Δείξε μας, σάν καλό παιδί. ΜΠΛΟΥΜ: (Τής πιάνει τόν καρπό μέ τό ελεύθερο χ έρι του.) Κάποτε ήσουν ή Τζόσσυ Πάουελλ, ή πιό χ αριτωμένη πιτσιρίκα τού Δουβλίνου. Πώς περνάνε τά χ ρόνια! Θυμάσαι, ψάχ νοντας γιά μιά άναδρομική διευθέτηση, εκείνα τά παλιά Χριστούγεννα, τή νύχ τα πού ή Τζιορτζίνα Σίμψον εδωσε τό πάρτυ γιά τά έγκαίνια τού καινούργιου της σπιτιού, καί έπαιζαν τό παιχ νίδι τού ’Ίρβινγκ Μπίσοπ, ποιός θά βρει μέ δεμένα τά μάτια τήν καρφίτσα καί θά μαντέψει τή σκέψη τού άλλου; Ή ερώτηση ήταν, τί ύπάρχ ει μέσα σέ μιά ταμπακιέρα. ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: ’Ήσουν ό βασιλιάς τής βραδιάς μέ τήν παρλάτα σου καί ντυμένος άνάλογα γιά τό ρόλο σου. Πάντα είχ ες επιτυχ ίες στίς γυναίκες. ΜΠΛΟΥΜ: (Συνοδός κυριών, μέ βραδινό ένδυμα μέ μεταξωτά πέτα, σήμα τής μασωνικής στοάς στήν μπουτονιέρα του, μαύρη γραβάτα καί κουμπιά καί μανικέτια άπό μαργαριτάρια, μέ μιά πρισματική κούπα σαμπάνιας στό χ έρι.) Κυρίες καί κύριοι. Προτείνω νά πιούμε γιά τήν ’Ιρλανδία, τή φαμίλια καί τίς όμορφες. ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: Οί παλιές καλές ήμέρες, πού δέν γίνεται νά τίς ξαναφέρουμε. Τής άγάπης τό παλιό γλυκό τραγούδι. ΜΠΛΟΥΜ: (Χαμηλώνοντας τόν ήχ ο τής φωνής του μέ σημασία.) Πρέπει νά ομολογήσω ότί είμαι περίεργος σάν τσαγερό νά μάθω αν τό πράμα κάποιου είναι καί σήμερα σάν τσαγερό. ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: Τρομερά τσαγερό! Τό Λονδίνο είναι τσαγερό καί έγώ είμαι άπλά τσαγερό παντού
μέσα μου. (Τρίβει τό γοφό της στόν δικό του.) Μετά τά μυστηριώδη αινίγματα στό σαλόνι καί τά δώρα άπό τό Χριστουγεννιάτικο δέντρο καθίσαμε στό ντιβάνι τής σκάλας. Κάτω άπό τό γκί. Οί δύο φτάνουν καί περισσεύουν. ΜΠΛΟΥΜ: ( Φορώντας ενα πορφυρό καπέλο Ναπολέοντα μέ κεχ ριμπαρένιο μισοφέγγαρο, τά δάχ τυλά του καί ό άντίχ ειράς του κατεβαίνοντας άργά στήν απαλή υγρή σαρκώδη παλάμη της, τήν όποία αύτή τού παραδίνει εύγενικά.) Ή ώρα τής νύχ τας μέ τά μάγια. ’Έβγαλα τήν σκλήθρα άπ’’αύτό τό χ έρι, προσεχ τικά, άργά. (Τρυφερά, καθώς περνάει ενα δαχ τυλίδι μέ ρουμπίνι στό δάχ τυλό της.) La ci darem la mano. ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: (Μέ μονοκόμματο φόρεμα χ ορού, σέ χ ρώμα φεγγαρόφωτου, φεύτικο διάδημα συλφίδας καί μέ τό καρνέ της στό όποιο σημειώνει τούς καβαλιέρους της γιά τό χ ορό πεσμένο δίπλα στό σατέν γοβάκι ττις σέ χ ρώμα φεγγαρόφωτου, κάνει μιά καμπύλη μέ τήν παλάμη της, άνασαίνοντας γρήγορα.) Voglio e non. Είσαι ζεστός! ’Έχ εις ανάψει! Τό άριστερό χ έρι βρίσκεται κοντότερα στήν καρδιά. ΜΠΛΟΥΜ: ‘Όταν διάλεξες τόν τωρινό σου σύζυγο είπαν ότι έπρόκειτο γιά τήν ώραία καί τό κτήνος. Δέν θά σού τό συγχ ωρέσω ποτέ αύτό. (Φέρνει τή γροθιά στό μέτωπό του.) Σκέψου τί σημασία εχ ει αύτό γιά μένα. Τότε ήσουν τό παν γιά μένα. (Βραχ νά.) Γυναίκα, αύτό μέ σκοτώνει! (Ό Ντένις Μπρήν, μέ φηλό άσπρο καπέλο, άνθρωπος-σάντουιτς μέ τίς πινακίδες τού Γουίζνταμ Χήλυς, περνάει σέρνοντας τίς πάνινες παντούφλες του, ή θαμπή γενειάδα του προτεταμένη, μουρμουρίζοντας δεξιά κι άριστερά. Ό κοντός ’Άλφ Μπέργκαν, τυλιγμένος σέ μιά πλερέζα πού παριστάνει τόν άσσο μπαστούνι, τόν ακολουθεί άπό πίσω σάν σκυλί, πότε άριστερά πότε δεξιά, διπλωμένος άπό τά γέλια.) ΑΛΦ ΜΠΕΡΓΚΑΝ: (Δείχ νει τίς πινακίδες κοροίδευτικά.) Φά. Τήν. Φά’ την. ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: (Στόν Μπλούμ.) Κάναμε ώραία παιχ νιδάκια στό ντιβάνι, κάτω άπό τή σκάλα. (Τού κλείνει πονηρά τό μάτι.) Γιατί δέν φίλησες τό μέρος γιά νά τό γιατρέψεις; ’Ήθελες τόσο πολύ. ΜΠΛΟΥΜ: (Σοκαρισμένος.) Τό λές έσύ αύτό, ή καλύτερη φίλη τής Μόλλυ! Πώς μπορείς; ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: (Μέ τή σαρκώδη γλώσσα της άνάμεσα στά χ είλη, τού προσφέρει ενα φιλί περιστέρας.) Γούλου γούλου. Δέν υπάρχ ει άπάντηση. Τί εχ εις έκεί, μήπως ενα δωράκι γιά μένα; ΜΠΛΟΥΜ: (Άδιάφορα.) Κόσερ. Κάτι γιά τό δείπνο. Τό νοικοκυριό χ ωρίς ζαμπονάκι είναι έλλιπές. ’Ήμουνα στήν παράσταση τής Λείας. Είδα τήν κυρία Μπάνταμ Πάλμερ. Συγκλονιστική σαιξπηρική ερμηνεία. Δυστυχ ώς πέταξα τό πρόγραμμα. ’Αληθινά ύπάρχ ει έδώ πέρα τό καλύτερο μαγαζί γιά γουρουνίσια ποδαράκια. Πιάσε. (Ό Ρίτσι Γκούλντινγκ, μέ τρία γυναικεία καπέλα καρφιτσωμένα στό κεφάλι του, φαίνεται νά γέρνει στά πλάγια άπό τό βάρος τού μαύρου χ αρτοφύλακα μέ τά δικόγραφα τής Εταιρείας Κόλλις καί Γουώρντ, πάνω στόν όποιο έχ ουν ζωγραφίσει μέ λευκή κιμωλία μιά νεκροκεφαλή καί δυό σταυρωτά κόκκαλα. Τόν άνοίγει καί δείχ νει ότι είναι γεμάτος μέ καπνιστά λουκάνικα, παστές ρέγγες, μπακαλιάρους καί σφιχ τοπακεταρισμένα χ άπια.)
ΡΙΤΣΙ: Ή καλύτερη πραμάτεια τού Δουβλίνου. ( Ό φαλακρός Πάτ, ό ταλαίπωρος, στέκεται στό πεζοδρόμιο, διπλώνονταςτην πετσέτα, περιμένοντας νά σερβίρει) ΠΑΤ: {Προχ ωρείμ’ ενα γερτό πιάτο μέ σάλτσες πού χ ύνονται.) Κρεατόπιττα μέ νεφρό. Μπουκάλα μπύρα. Χί, χ ί, χ ί. Περιμένετε όσο σερβίρω. ΡΙΤΣΙ: Θεέ μου. Δέν έχ ω φάει. Τίποτα… (Μέ κρεμασμένο κεφάλι προχ ωρεί πεισματικά. ‘Ο σκαφτιάς, πού περιφέρεται έκεί, τόν καρφώνει μέ τό κόκκινο δικράνι του.) ΡΙΤΣΙ: (Μπήγοντας μιά κραυγή καί μέ τό χ έρι στήν πλάτη του.) ’Άχ ! Τά νεφρά μου! Κακούργε! ΜΠΛΟΥΜ: (Δείχ νει τόν σκαφτιά.) Κατάσκοπος. Κοίταξε νά περάσεις απαρατήρητος. Σιχ αίνομαι τίς ήλίθιες συγκεντρώσεις. Δέν έχ ω διάθεση γιά διασκέδαση. Βρίσκομαι σέ σοβαρό δίλημμα. ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: ’Άν δέν ήσουν, ώς συνήθως, έτοιμος νά σπάσεις πλάκα καί νά κοροίδέψεις ολο τόν κόσμο μέ τίς άνόητες ιστορίες σου. ΜΠΛΟΥΜ: Θέλω νά σού πώ ενα μικρό μυστικό γιά τό σκοπό πού μ’ εφερε έδώ κάτω. Άλλά δέν πρέπει νά τό πεις σέ κανέναν. Ούτε στή Μόλλυ. Υπάρχ ει ειδικός λόγος. ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: (Ανυπόμονη.) ’Ώ, γιά τίποτα, απολύτως. ΜΠΛΟΥΜ: ’Έλα νά περπατήσουμε λίγο. Θέλεις; ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: Πάμε. (Ή τσατσά κάνει ενα νεύμα πού περνάει απαρατήρητο. ‘Ο Μπλούμ περπατάει μέ τήν κυρία Μπρήν. Τό τερριέ άκολουθεί, κλαφουρίζοντας καί κουνώντας τήν ουρά του.) Η ΤΣΑΤΣΑ: Συκωταρία έβραίου! ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ φανελένιο κρέμ κουστούμι, ενα κλωναράκι αγιόκλημα στό πέτο, πουκάμισο τελευταίας μόδας, σκωτσέζικη γραβάτα μέ τό σταυρό τού Αγίου Άνδρέα, άσπρες γκέτες, κοκκινοκίτρινο αδιάβροχ ο στό μπράτσο του, τρίσολα κόκκινα παπούτσια γκόλφ, κυάλια μέ λουρί γιά κρέμασμα καί γκρίζο καπέλο μελόν.) Θυμάσαι πρίν άπό πολλά χ ρόνια, άκριβώς όταν ή Μάριον ειχ ε σταματήσει νά θηλάζει τή Μίλλυ, πού τή λέγαμε Μαριονέτα, όταν είχ αμε πάει ολοι μαζί παρέα στίς κούρσες τού Φέηρυχ αουζ, τό θυμάσαι; ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: (Μέ καλοραμμένο ταγιέρ, χ ρώμα σάξ, βελούδινο άσπρο καπέλο καί άραχ νούφαντο βέλο.) Στή Λεοπαρδούπολη. ΜΠΛΟΥΜ: Αύτό έννοούσα, στή Λεοπαρδούπολη. Καί ή Μόλλυ κέρδισε εφτά σελλίνια ποντάροντας σ’ εκείνο τό τρίχ ρονο άλογο πού τό λέγανε Νέβερτελλ καί καθώς γυρίζαμε άπό τό Φόξροκ μ’ έκείνη τήν παλιά πενταθέσια καρρότσα έσύ ήσουνα στίς ομορφιές σου τότε καί φόραγες έκείνο τό καινούργιο καπέλο άπό άσπρο βελούδο μέ μπόρ άπό γούνα τυφλοπόντικα πού
σέ είχ ε βάλει νά άγοράσεις ή κυρία Χέης, γιατί είχ αν κατεβάσει τήν τιμή στά δεκαεννιά σελλίνια καί εντεκα πέννες, ενα κομμάτι σύρμα κι ενα παλιοκούρελο άπομίμηση βαμβακερού βελούδου, καί σου βάζω στοίχ ημα ό,τι θέλεις, ότι αύτή τό είχ ε κάνει επίτηδες… ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: Καί βέβαια τό είχ ε κάνει έπίτηδες! Μή μού τό λές εμένα! Ώραία συμβουλή μού είχ ε δώσει! ΜΠΛΟΥΜ: Έπειδή δέν σού πήγαινε καθόλου, όσο ή άλλη μικρή τόκα μέ τό παραδείσιο πουλάκι πού θαύμαζα τόσο πολύ στό κεφάλι σου καί πού ξετρέλαινε τούς πάντες όταν τό φόραγες, παρ’ ολο πού ήταν κρίμα νά τό σκοτώσεις, σκληρό πλάσμα, ενα τόσο δά πουλάκι μέ τήν καρδούλα του όχ ι μεγαλύτερη άπό ψύλλου. ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: (Τού σφίγγει τό μπράτσο καί άκκίζεται.) Άχ , τί κακιά σκληρή ήμουνα! ΜΠΛΟΥΜ: (Συνωμοτικά, άκόμα πιό γρήγορα.) Καί ή Μόλλυ έτρωγε ενα σάντουιτς μέ φέτες μαριναρισμένου βοδινού άπό τό εκδρομικό καλάθι τής κυρίας Τζό Γκάλλαχ ερ. Είλικρινά, άν καί είχ ε αύτούς πού τής δίνανε συμβουλές καί τή θαυμάζανε, δέν έδωσα ποτέ σημασία γιά τό ύφος τού ντυσίματός της. ΤΗταν… ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: Πολύ… ΜΠΛΟΥΜ: Ναί. Καί ή Μόλλυ γελούσε επειδή ό Ρότζερς καί ή Μάγγοτ Ο’ Ράιλλυ έμιμούντο τόν κόκκορα, καθώς περνούσαμε άπό ενα χ τήμα καί ό Μάρκους Τέρτιους Μόουζες, ό έμπορος τσαγιού, μάς προσπέρασε καβάλλα στό αμαξάκι του μέ τήν κόρη του, αύτή λεγότανε Ντάνσερ Μόουζες, καί τό κανίς της στήν άγκαλιά της νά κάνει τό σπουδαίο κι έσύ μέ ρώτησες άν είχ α άκούσει ποτέ μου, ή άν είχ α διαβάσει, ή άν είχ α μάθει, ή άν είχ α συναντήσει… ΚΥΡΙΑ ΜΠΡΗΝ: (Ενθουσιασμένη.) Ναί, ναί, ναί, ναί, ναί, ναί, ναί. (Σβήνει σιγά-σιγά άπό τό πλευρό του. Αύτός, άκολουθούμενος άπό τόν σκύλο πού φευτοκλαίει, συνεχ ίζει νά περπατάει κατά τήν πύλη τής κόλασης. Κάτω άπό μιά καμάρα, μιά δρθια γυναίκα σκυμμένη μπροστά, μέ άνοιχ τά τά πόδια, κατουράει σάν άγελάδα. `Έξω άπό ενα κλειστό καπηλειό, μιά παρέα χ ασομέρηδων άκούνε μιά ιστορία πού ό άρχ ιμάστοράς τους μέ τήν τσαλακωμένη μούρη τούς σερβίρει μέ βραχ νό χ ιούμορ. “Ενα ζευγάρι άπό δαύτους, χ ωρίς χ έρια, γρυλλίζουν καί παλεύουν σ’ ενα άκρωτηριασμένο βρεμένο φευτοπάλεμα.) Ο ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ: (Σκυμμένος, μέ τή φωνή του νά χ άνεται στό ρύγχ ος του.) Και αμα κατέβηκε ό Κάιρνς άπό τή σκαλωσιά στήν όδό Μπήβερ, πού άλλού λέτε ότι βρήκε νά πάει νά κάνει τό ψιλό του παρά στόν γεμάτο κουβά πού περίμενε μέσα στά πελεκούδια γιά τούς γυψαδόρους τού Ντέργουαν. ΟΙ ΧΑΣΟΜΕΡΗΔΕΣ: (Χασκόγελα άπό τά λυκοστόματά τους.) ’Ά, τόν παλαβιάρη! (Τά πιτσιλισμένα άπό μπογιές καπέλα τους σαλεύουν. Ραντισμένοι μέ κόλλα καί ασβέστη τής δουλειάς τους, χ οροπηδάνε σάν άκρωτηριασμένοι πίθηκοι γύρω του.) ΜΠΛΟΥΜ: Πρόκειται γιά σύμπτωση. Αύτοί τό βρίσκουν άστείο. Δέν ήταν καθόλου άστείο. Μέρα μεσημέρι. Δέν μπορούσα νά κάνω βήμα. Ευτυχ ώς πού δέν ύπήρχ ε καμιά γυναίκα έκει τριγύρω.
ΟΙ ΧΑΣΟΜΕΡΗΔΕΣ: Τόν παλαβαριάρη, τί πλάκα. Διουρητική λεμονάδα. Τόν παλαβιάρη, μέσα στήν μπύρα τής παρέας του. (Ό Μπλούμ συνεχ ίζει τήν περιδιάβαση. Φθηνές πόρνες, μοναχ ικές η σέ ζευγάρια, μέ σάλι στούς ώμους, άχ τένιστες, σέ κάθε γωνιά τού δρόμου, ακουμπισμένες πάνω στίς πόρτες, στά δρομάκια, καλούν.) ΟΙ ΠΟΡΝΕΣ: Γιά πού τό ’βαλές, φιλαράκο; Τί κάνει τό τρίτο σου τό πόδι; ’Έχ εις πάνω σου ενα σπίρτο; ’Έλα κατά δώ νά σού τό τρίψω. (Βαδίζει δύσκολα άνάμεσα άπό τόν βούρκο τους πρός τόν απέναντι φωτισμένο δρόμο. Πίσω άπό μιά κουρτίνα πού άνεμίζει άπό τό άεράκι ξεπετιέται τό μεταλλικό χ ωνί ένός σαραβαλιασμένου γραμμόφωνου. Στή σκιά, μιά μπαρατζού παζαρεύει μέ τόν σκαφτιά καί τούς δυό φαντάρους μέ τά κόκκινα χ ιτώνια.) Ο ΣΚΑΦΤΙΑΣ: (Ρεύεται.) Καί πού βρίσκεται τό διαολομάγαζο; Η ΜΠΑΡΑΤΖΟΥ: Στήν όδό Πέρντον. Ή μπύρα, ενα σελλίνι τό μπουκάλι. Έγώ δέν ρίχ νω τούς πελάτες μου. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: (Γαντζώνεται πάνω στούς δυό φαντάρους καί τούς παρασύρει παραπατώντας.) Εμπρός, στρατέ τής Βρετανίας. Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Πίσω άπό τήν πλάτη του.) Είναι μισοπάλαβος. Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ: (Γελάει.)Εμπρός! Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Στόν σκαφτιά.) Στήν καντίνα τού στρατώνα Πορτομπέλλο. Δέν εχ εις παρά νά ζητήσεις τόν Κάρρ. Ζήτα τόν Κάρρ, τίποτα άλλο. Ο ΣΚΑΦΤΙΑΣ: (Ξεφωνίζει.) Είμαστε τά παλληκάρια τού Γουέξφορντ. Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ: ’Αλήθεια, πώς σού φαίνεται ό έπιλοχ ίας; Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: Ό Μπέννετ; ’Αληθινός αδερφός. Τόν γουστάρω τόν γερο-Μπέννετ. Ο ΣΚΑΦΤΙΑΣ: (Ουρλιάζει.) Θά σπάσουμε τήν άτιμη τήν αλυσίδα καί θά ελευθερώσουμε τήν πατρίδα.
(Τούς παρασύρει, παραπατώντας. Ό Μπλούμ σταματάει, έχ οντας χ άσει τόν προσανατολισμό του. Τόν πλησιάζει ό σκύλος, μέ τή γλώσσα του κρεμασμένη εξω άπό τό στόμα του. Τά πλευρά του πάλλονται άπό τό λαχ άνιασμα.) ΜΠΛΟΥΜ: Σάν νά κυνηγάς άγριόχ ηνες εκτός κυνηγετικής περιόδου. Χάνεις τήν ώρα σου. Οίκοι ανοχ ής. Ό Θεός ξέρει πού καταλήξανε. ‘Όσο πιό πολύ πίνει κανείς, τόσο γρηγορότερα τρέχ ει. Ωραίο μπέρδεμα. Έκείνη ή σκηνή πού παίχ τηκε στήν όδό Γουέστλαντ. Καί υστέρα άπό αύτό νά πηδάς στό τραίνο, πρώτη θέση μέ εισιτήριο τρίτης. ‘Ύστερα νά μήν κατεβαίνεις στή στάση σου. Τραίνο μέ τή μηχ ανή στήν ούρά τού συρμού. Θά μπορούσε νά μέ πάει στό Μάλαχ αίντ, ή στό άμαξοστάσιο γιά διανυκτέρευση, ή νά εκανε μιά σύγκρουση. Τό δεύτερο ποτό φταίει γιά ολα. Τό ενα είναι τό σωστό μέτρο. Εξάλλου, ποιός είναι ό λόγος πού τόν πήρα άπό πίσω; Βέβαιος ότι είναι ό καλύτερός τους. Αν δέν μού είχ αν μιλήσει γιά τήν κυρία Μπιούφού Πιούριφού, δέν θά είχ α πάει έκεί πέρα καί δέν θά τόν είχ α συναντήσει. ’’Ηταν γραφτό. Θά χ άσει τά λεφτά του. Έδώ δέν ζητάνε τίποτα άλλο παρά νά σέ ξαλαφρώσουν. Οί γυρολόγοι καί οί λατερνατζήδες κάνουν χ ρυσές δουλειές έδώ κάτω. Τί σάς λείπει, καλοί μου άνθρωποι; Τό γρήγορα κερδισμένο χ ρήμα σπαταλιέται γρήγορα. Παρά τρίχ α νά μέ πατήσει αύτό τό κουδουνιστοτροχ οχ ηματρόλεύ τού διαβόλου, άν σταματούσε τό πνεύμα μου νά είναι παρόν γιά νά πάρει γρήγορα άποφάσεις. ’Αλλά αύτό δέν είναι άρκετό ολες τίς φορές. Άν έκείνη τήν ήμέρα είχ α περάσει δυό λεπτά άργότερα μπροστά άπό τή βιτρίνα τού Τρούλοκ, έγώ θά ήμουνα εκείνος πού θά δεχ όταν τή σφαίρα. Απουσία σώματος. Άλλά άν ή σφαίρα δέν μού εκανε τίποτε άλλο παρά νά τρυπήσει τό σακκάκι μου, τότε θά έπαιρνα πεντακόσιες λίρες άποζημίωση γιά ψυχ ική οδύνη. Ποιός τό εκανε; Κάποιο διακεκριμένο μέλος τής κοινωνίας τής όδού Κίλντεαρ. Ό Θεός νά φυλάει τό θηροφύλακά του. (Σηκώνει φηλά τή μύτη του καί βλέπει γραμμένη μέ κιμωλία στόν τοίχ ο τή φράση ’Ονείρωξη καί τό σχ έδιο ένός φαλλού.) Περίεργο! Ή Μόλλυ εκανε σχ έδια στά παγωμένα τζάμια τού βαγονιού τού τραίνου στό Κίνγκσταουν. Αύτό, μέ τί μοιάζει; (Πολύχ ρωμες κούκλες χ ουζουρεύουν στά φωτισμένα κατώφλια, στά άνοίγματα τών παράθυρων, καπνίζοντας τσιγάρα μάρκας Μπέρντσαύ. Ή άρρωστιάρικη οσμή τής ρίζας τού οπίου πλανιέται μέχ ρι σ’ αύτόν, σέ στρογγυλές γκιρλάντες καπνού πού παίρνουν τό σχ ήμα αύγών.) ΟΙ ΓΚΙΡΛΑΝΤΕΣ: Ηδονική είναι ή ήδονή. Ή ήδονή τής αμαρτίας. ΜΠΛΟΥΜ: Τσακίστηκε ή ραχ οκοκκαλιά μου. Νά προχ ωρήσω ή νά γυρίσω πίσω; Κι αύτά τά αλλαντικά, τί νά τά κάμω; ’Άν τά φάω θά λερωθώ σάν γουρούνι. Είμαι ήλίθιος. Πεταμένα λεφτά. ‘Ένα σελλίνι καί οχ τώ πέννες παραπάνω. (Τό λαγωνικό κολλάει μιά υγρή καί παγωμένη μουσούδα στό χ έρι του καί κουνάει τήν ουρά του.) Είναι περίεργο πόσο μέ άγαπάνε. Άκόμα κι εκείνο τό φριχ τό κτήνος τό απόγευμα. Καλύτερα είναι νά μιλήσεις έσύ πρώτος. Είναι οπως καί οί γυναίκες, τούς αρέσουν οί συναντήσεις. Βρωμάει σάν κουνάβι. Chacun son gout. Μπορεί νά είναι λυσσασμένο. Πιστός. Οί κινήσεις του είναι αβέβαιες. Καλό σκυλί! Γκαρρυόουεν! (Τό λυκόσκυλο ξαπλώνει άνάσκελα, πάνω στήν πλάτη του, μέ συσπάσεις άσεμνες, μέ εκφραστικές πατούσες καί μ’ ολη τήν μεγάλη μαύρη γλώσσα του βγαλμένη εξω άπό τό στόμα του.) Ή επιρροή τού περίγυρου. Νά τού δώσω κάτι γιά νά τό ξεφορτωθώ. Φτάνει νά μή μέ δει κανένας. (Μέ λόγια ενθάρρυνσης, τρικλίζει προφυλακτικά σάν κλέφτης πρός τά πίσω, σέ μιά γωνιά πού βρωμάει κάτουρα. ’Ανοίγει ενα άπό τά πακέτα, άλλά τή στιγμή πού είναι έτοιμος ν’ άφήσει νά πέσει χ άμω τό γουρουνοπόδαρο, σταματά καί πασπατεύει τό άρνίσιο ποδαράκι.) Είναι μεγάλο γιά τρεις πέννες.
Ναί, άλλά τό βαστάω μέ τό άριστερό χ έρι. Απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια. Γιατί; Είναι μικρότερο επειδή τό χ ρησιμοποιούμε λιγότερο. ’Άχ , άς τά πετάξω ολα. Δυό σελλίνια κι εξι πέννες. (’Αφήνει μέ λύπη νά γλιστρήσουν χ άμω, τυλιγμένα, τό άρνίσιο ποδαράκι καί τό γουρουνοπόδαρο. Τό άγριόσκυλο φάχ νει άδέξια τό εσωτερικό τού πακέτου καί χ ορταίνει μέ βρυχ όμενη άπληστία, καθώς συντρίβει μέ τά δόντια του τά κόκκαλα. Δυό άστυφύλακες πλησιάζουν, φορώντας τίς άδιάβροχ ες κάπες τους, σιωπηλοί, άγρυπνοι. Μουρμουρίζουν μεταξύ τους.) ΟΙ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ: Ό Μπλούμ. Τού Μπλούμ. Γιά τόν Μπλούμ. Ω, Μπλούμ. (Βάζουν καί οί δυό τους άπό ίνα χ έρι πάνω στούς ώμους τού Μπλούμ.) ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Συνελήφθης έπ’ αύτοφώρω. ’Απαγορεύεται ή άπόρριψις σκουπιδιών έπί τής δημοσίας όδού. ΜΠΛΟΥΜ: (Ψελλίζει.) Μά έγώ ποιώ εργον έλεημοσύνης. (‘Ένα κοπάδι πεινασμένοι γλάροι καί θαλασσοπούλια σηκώνονται άπό τά βρωμόνερα τού Λίφφεύ, κρατώντας κομμάτια άπό κέικ στά ράμφη τους.) ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ: Κέδωσε, κέικ, κάνκερυ, κέικ. ΜΠΛΟΥΜ: Ό φίλος τού άνθρώπου. Πρέπει νά τόν παίρνουμε μέ τό μαλακό. (Δείχ νει. Ό Μπόμπ Ντόραν, κατρακυλώντας άπό ενα φηλό σκαμνί μπάρ, σκύβει πάνω στό σπάνιελ πού μασουλίζει.) ΜΠΟΜΠ ΝΤΟΡΑΝ: Σκυλάκι. Δώσε μου τό ποδαράκι. Δώσε μου τό ποδαράκι. (Τό μπουλντόγκ γρυλλίζει, μέ τίς τρίχ ες του λαιμού τού σηκωμένες καί την άκρη άπό τό κότσι τού γουρουνοπόδαρου άνάμεσα στά σαγόνια του, απ’ οπου στάζει σάλιο πού άφρίζει. Ό Μπόμπ Ντόραν ξαπλώνει σιωπηλά σέ μιά είσοδο.) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Παρεμπόδιση άσκησης σκληρότητας στά ζώα. ΜΠΛΟΥΜ: (Μ’ ένθουσιασμΑ.) Εύγενές εργον! Στή γέφυρα Χάρολντ έπέπληξα εκείνον τόν τραμβαγιέρη, ό όποιος φερόταν σκληρά στό φουκαριάρικο τό άλογό του, πού ειχ ε μιά πληγή κάτω άπό τό σαμάρι του. Τό άποτέλεσμα τού κόπου μου ήταν νά μέ βρίσει χ υδαία. Πρέπει νά προσθέσω ότι ολα είχ αν παγώσει καί ότι αύτό ήταν τό τελευταίο τράμ. “Ολες αύτές οί ιστορίες πού άκούμε γιά τά τσίρκα είναι άκρως άπογοητευτικές. (Ό σινιόρ Μαφφέι, ώχ ρός άπό τη λύσσα του, μέ κοστούμι θηριοδαμαστή, μέ διαμάντια στή θέση τών κουμπιών τού πλαστρόν τού πουκαμίσου του, προχ ωρεί κρατώντας ενα χ άρτινο τσέρκι, ενα μαστίγιο καί ενα ρεβόλβερ, μέ τό όποιο σημαδεύει τό άγριόσκυλο πού καταβροχ θίζει τήν τροφή του.) ΣΙΝΙΟΡ ΜΑΦΦΕΙ: (Μέ σατανικό χ αμόγελο.) Κυρίες καί κύριοι, επιτρέψατε μου νά σάς παρουσιάσω τό γυμνασμένο μου λαγωνικό. Έγώ είμαι εκείνος πού δάμασε τόν Αίαντα, τόν άγριο επιβήτορα τής πάμπας, χ άρη στή σέλλα μέ τά καρφιά, δικής μου έπινοήσεως, ειδική γιά τά
σαρκοβόρα. Μαστίγωμα κάτω άπό τήν κοιλιά, μ’ ενα σκοινί μέ κόμπους. “Ενα παλάγκο μέ τροχ αλίες, στερεωμένο σ’ ενα σύστημα στραγγαλισμού, άναγκάζει τό λιοντάρι, όσο δύστροπο κι άν είναι, νά σκύψει καί νά σάς γλείψει τά πόδια, άκόμα καί τόν πρό τών οφθαλμών σας έμφανιζόμενον, τόν επονομαζόμενο Leoferoxy τόν άνθρωποφάγο τής Λιβύης. “Ενα πυρακτωμένο σίδερο καί μιά πομμάδα έπαλείψεως τών εγκαυμάτων μάς άπέδωσαν τόν Φριτζ τού ’Άμστερνταμ, τήν σκεπτόμενη ύαινα. (Τά μάτια του πετούν άστραπές.) Διαθέτω τό χ άρισμα τού Ίνδού. Συνδυασμός τής λάμψης τών ματιών μου καί τών σπινθήρων πού εκπέμπει τό στήθος μου. (Μέ χ αμόγελο πού γοητεύει.) Καί τώρα, θά σάς παρουσιάσω τή δεσποινίδα Ρούμπυ, τό καμάρι τού τσίρκου μας. ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Έμπρός. ’Όνομα καί διεύθυνση. ΜΠΛΟΥΜ: Μιά στιγμή. ’Έχ ω διαλείψεις μνήμης. ’Ά, ναί! (Βγάζει τό πολυτελές καπέλο του καί χ αιρετά.) Δόκτωρ Μπλούμ, Λεοπόλδος, χ ειρουργός οδοντίατρος. Θά εχ ετε ακούσει νά μιλούν γιά τόν Μπλούμ Πασσά. Περιουσία αμέτρητων εκατομμυρίων. Donnerwetter! ’Ιδιοκτήτης τής μισής Αύστρίας. Τής Αίγύπτου. Έξάδελφος. ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Άπόδειξέ το. (“Ενα επισκεπτήριο πέφτει άπό τή δερμάτινη κορδέλα τού καπέλου τού Μπλούμ.) ΜΠΛΟΥΜ: (Ντυμένος έπίσημα σάν καδής, μέ κόκκινο φέσι, πράσινο φαρδύ ζωνάρι καί φεύτικη ροζέτα της Λεγεώνος της Τιμής. Μαζεύει άπό κάτω τό επισκεπτήριο καί τούς τό προσφέρει.) Έπιτρέψατέ μου. Μπορείτε νά μέ βρείτε στή Λέσχ η τών Νέων Αξιωματικών Θαλασσίων καί Χερσαίων Δυνάμεων. Δικηγόρος μου ό Τζών Χένρυ Μέντον, Μπάτσελορς Γουώκ, 27. ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: (Διαβάζει.) Χένρυ Φλάουερ. ’Άνευ μονίμου κατοικίας. Παράνομη παρακολούθηση καί παρενόχ ληση. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Δώστε μας ενα άλλοθι. Αύτή είναι επίσημη προειδοποίησις. ΜΠΛΟΥΜ: (Βγάζει άπό τό τσεπάκι τού στήθους του ενα πατημένο κίτρινο άνθος.) ’Ιδού τό περί ού ό λόγος άνθος. Μού δόθηκε άπό κάποιον, τού όποιου άγνοώ τό επώνυμο. (Μέ φυσικότητα.) Θά γνωρίζετε βεβαίως τό άρχ αίο ευφυολόγημα, ρόδο τής Καστίλλης. Μπλούμ. Αλλαγή επωνύμου. Βίραγκ. (Μέ σιγανή έμπιστευτική φωνή.) Καθώς διαπιστώνετε, κύριε άστυφύλακα, είμαστε άρραβωνιασμένοι. Μέ τήν έν λόγω κυρία. Αισθηματικές περιπλοκές. (Δίνει ενα εγκάρδιο χ τύπημα στόν ώμο τού δεύτερου άστυφύλακα.) Εμείς επισπεύδουμε τά πράγματα. Πού νά πάρει ή οργή, ετσι είμαστε εμείς οί ναυτικοί. Πιθανόν ή αιτία νά βρίσκεται στή στολή μας. (Στρέφει σοβαρός πρός τόν πρώτο άστυφύλακα.) Παρ’ ολα αύτά, βεβαίως, ολοι βρίσκουμε τό Βατερλώ μας. Περάστε κάποιο βράδυ νά πιούμε ενα ποτηράκι κρασάκι Βουργουνδίας. (Στόν δεύτερο άστυφύλακα, σ’ εύθυμο τόνο.) Θά σάς συστήσω σ’ αυτήν, κύριε έπιθεωρητά. Είναι πρόθυμη νά σάς δεχ θεί. Τά κατεβάζει στό πί καί φί. (Παρουσιάζεται ενα σκοτεινό ύδραργυρικό πρόσωπο, πού προπορεύεται μιας μορφής καλυμμένης μέ βέλο.) ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΥΔΡΑΡΓΥΡΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ: Οί ’Αρχ ές βρίσκονται έπί τά ίχ νη του. ’Αποτάχ τηκε άπό τό στράτευμα.
ΜΑΡΘΑ: (Κάτω άπό τό πυκνό βέλο, μέ βυσσινί γιακά περασμένο γύρω στό λαιμό της, βαστώντας στό χ έρι ενα αντίτυπο τών ’Ιρλανδικών Τάιμς, τού απλώνει τό χ έρι της, μ’ εναν τόνο μομφής.) Χένρυ! Λεοπόλδε! Λεοπόλδε! Λέοντα, έσύ χ αμένε! Άπόδωσέ με λευκή εις τήν κοινωνίαν. ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: (Αύστηρά.) Πάμε γιά τό τμήμα. ΜΠΛΟΥΜ: (Τρομαγμένος, ξαναβάζει τό καπέλο του, οπισθοχ ωρεί καί μέ τό χ έρι στήν καρδιά, τόν αγκώνα σέ ορθή γωνία, κάνει τό σημείο τής άμυνας καί τής μασωνικής αδελφότητας.) ’Όχ ι, όχ ι, σεβάσμιε δάσκαλε, αύτή είναι ιέρεια τής ’Αφροδίτης. Πρόκειται γιά λάθος πρόσωπο. Τό ταχ υδρομείον τής Λυών. Λεσύρκ καί Ντυμπός. Ενθυμείστε τήν ύπόθεση άδελφοκτονίας Τσάιλντς. Εμείς, τού ίατρικού επαγγέλματος. Τόν είχ ε ξαπλώσει νεκρό μ’ ενα χ τύπημα τσεκουριού. Κατηγορούμαι άδίκως. Είναι προτιμότερον ν’ άφήνεται ελεύθερος ενας ένοχ ος, παρά νά καταδικάζονται ενενήντα εννέα άθώοι. ΜΑΡΘΑ: (Πού κλαίει κάτω άπό τό βέλο της.) ’Αθέτηση ύποσχ έσεως γάμου. Τό πραγματικό μου όνομα είναι Πέγκυ Γκρίφφιν. Μού εγραψε ότι ήταν δυστυχ ισμένος. ’Άσπλαχ νε εκμαυλιστή, θά τά πώ ολα στόν άδερφό μου, πού παίζει μπάκ στήν ομάδα Μπέκτιβ. ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ τό χ έρι μπροστά στό στόμα.) Είναι μεθυσμένη. Μιλάει ύπό τήν επήρεια τού οινοπνεύματος. (Μουρμουρίζει άόριστα τό σημείο άναγνώρισης τών Έφραιμιτών.) Shitbroleeth. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: (Μέ ύγρά μάτια, πρός τόν Μπλούμ.) Θά ’πρεπε νά είχ ες πεθάνει άπό τήν ντροπή σου. ΜΠΛΟΥΜ: Κύριοι δικασταί, επιτρέψτε μου νά σάς εξηγήσω. Ή ύπόθεσις στερείται ούσίας. Μέ παρεξήγησαν. Έπιζητούν νά μέ καταστήσουν άποδιοπομπαίον τράγο. Είμαι ενας ευυπόληπτος άνθρωπος, παντρεμένος, μέ άκηλίδωτο χ αρακτήρα. Κατοικώ εις τήν όδό ’Έκκλς. Ή σύζυγός μου, είμαι ή κόρη άνωτέρου άξιωματικού έκ τών πλέον διακεκριμένων, ένός γενναίου εντίμου τζέντλεμαν, πώς τό λέτε εσείς, τού ‘Υποστρατήγου Μπράιαν Τουήντη, ένός έξ εκείνων τών ήρώων τής Βρετανίας, οίτινες συνέβαλαν εις τήν νικηφόρον εκβασιν τών μαχ ών μας. ’Έλαβε τόν βαθμόν τού Ταγματάρχ ου κατά τήν ήρωικήν ύπεράσπισιν τού Ρόρκς Ντρίφτ. ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Σέ ποιό σύνταγμα; ΜΠΛΟΥΜ: (Στρέφει πρός τόν εξώστη.) Τό Βασιλικό Σύνταγμα τού Δουβλίνου, τέκνα μου, τό αλας τής γής, πασίγνωστον άνά τήν ύφήλιον. ’Έχ ω τήν έντύπωσιν ότι βλέπω άνάμεσά σας μερικούς άπό τούς παλαιούς έν οπλοις συντρόφους του. Τυφεκιοφόροι τού Βασιλικού Συντάγματος τού Δουβλίνου. Όμού μέ τήν μητροπολιτικήν άστυνομίαν μας, τούς θεματοφύλακας τών εστιών μας, αύτοί είναι οί περισσότερον θαρραλέοι καί οί φυσιογνωμικώς ώραιότεροι άνδρες, εις τήν ύπηρεσίαν τού μονάρχ ου μας. ΜΙΑ ΦΩΝΗ: Προδότη! Ζήτω οί Μπόερς! Ποιός γιουχ άισε τόν Τζό Τσάμπερλαιν; ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ τό χ έρι στόν ώμο τού πρώτου άστυφύλακα.) Καί ό γεροπατέρας μου ήταν κι αύτός είρηνοδίκης. ΕΤμαι κι έγώ, όσο κι εσείς, κύριε, καλός Βρετανός. Πολέμησα κι έγώ, ύπό τήν σημαίαν, γιά τόν βασιλέα καί τήν πατρίδα στόν πόλεμο τού, μού διαφεύγει τώρα, ύπό τάς διαταγάς του στρατηγού Γκάφ πού βρίσκεται στό πάρκο καί άχ ρηστεύθηκα στήν μάχ η τού Σπίον Κόπ καί στό Μπλούφοντεν. Τά επίσημα άνακοινωθέντα έκαναν μνεία περί έμού. ‘Όσα μπορεί νά
κατορθώσει ενας λευκός, τά έκανα ολα. (‘Ήρεμος καί μέ αυτοπεποίθηση.) Ό Τζίμ Μπλάντσοου. Κρατάει τήν πλώρη του κόντρα στήν όχ θη. ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Επάγγελμα; ΜΠΛΟΥΜ: ’Έ, λοιπόν, άσχ ολούμαι μέ τή λογοτεχ νία. Λογοτέχ νης καί δημοσιογράφος. Γιά νά γίνω σαφέστερος, είμαι έτοιμος νά έκδώσω μιά συλλογή βραβευμένων διηγημάτων, τών όποιων είμαι ό έμπνευστής, γεγονός πού ουδέποτε πρότερον εχ ει συμβεί. Διαθέτω σχ έσεις μετά τού άγγλικού καί τού ίρλανδικού τύπου. ’Άν θέλετε, μπορείτε νά κάνετε ενα τηλεφώνημα… (Ό Μάιλς Κρώφορντ φθάνει μέ άτσαλα βήματα, μ ’ ενα φτερό χ ήνας άνάμεσα στά δόντια. Ή πορφυρή μύτη του φεγγοβολάει κάτω άπ` τό φωτοστέφανο τού φάθινου καπέλου του. Μέ τό ενα χ έρι του παίζει ενα κομπολόι άπό ισπανικά κρεμμύδια καί μέ τό άλλο κρατάει στό αύτί του ενα άκουστικό τηλεφώνου.) ΜΑΙΛΣ ΚΡΩΦΟΡΝΤ: (Τό κάτω μέρος τού πηγουνιού του τρεμοπαίζει, σάν λειρί κοκκόρου.) Εμπρός, εβδομήντα έφτά οχ τώ τέσσερα. Εμπρός. Έδώ Ούροδοχ είον τού Ελευθέρου ’Ανθρώπου καί Εβδομαδιαίος Σφουγκοκολάριος. ’Έχ ουμε καταπλήξει τήν Εύρώπη. Έσείς, τί; Γαλάζιοι σάκκοι; Ποιός τό γράφει; Μήπως ό Μπλούμ; (Ό κ. Φίλιπ Μπιούφού στέκει κάτωχ ρος στό έδώλιο τών μαρτύρων, μέ περιποιημένο πρωινό ένδυμα, μιά γωνιά, τού μαντηλιού βγαλμένη εξω άπό τήν τσέπη τού σακκακιού του, καλοσιδερωμένο μώβ παντελόνι καί καλογυαλισμένα παπούτσια. Κρατάει εναν μεγάλο χ αρτοφύλακα μέ μιά μεγάλη επιγραφή: Τά άριστουργηματικά τεχ νάσματα τού Μάτσαμ.) ΜΠΙΟΤΦΟΥ: (Σέρνοντας τίς λέξεις του.) ’Όχ ι, δέν είσθε, όχ ι απέχ ετε εκατόν λεύγας άπό τού νά είσθε, καθ’ όσον τουλάχ ιστον δύναμαι έγώ νά διαπιστώσω. ’Όχ ι, δέν θά μπορούσα νά τό παραδεχ θώ. ’Όχ ι. ‘Ένας τζέντλεμαν, ενας γεννημένος τζέντλεμαν μέ τό πλέον στοιχ ειώδες ένστικτον ένός τζέντλεμαν, δέν θά κατήρχ ετο είς αύτό τό επίπεδον, παρομοίων άηδιαστικών μεθόδων. ’Όντως, ενας έξ αύτών, κύριε πρόεδρε. ‘Ένας λογοκλόπος. ‘Ένα γλοιώδες έρπετόν προσποιούμενον τόν άνθρωπον τών γραμμάτων. Είναι πέραν πάσης άμφιβολίας ότι αύτός, μέ τήν ποταπότητα πού τόν χ αρακτηρίζει, εχ ει λεηλατήσει μερικά άπό τά επιτυχ ή βιβλία μου, ύπήρχ ε άρκετόν ύλικόν, ενας θησαυρός πολυτίμων λίθων, τά ερωτικά άποσπάσματα πού άνευρίσκει κανείς είς τά εργα του έχ ουν ύποπτον προέλευσιν. Τά ‘Άπαντα τού Μπιούφού, μυθιστορήματα έρωτος καί άφαντάστου πλούτου, τά όποία ώς είναι άναμφιβόλως γνωστόν είς τήν εξοχ ότητά σας, κύριε πρόεδρε, χ αίρουν παγκοσμίου φήμης. ΜΠΛΟΥΜ: (Μουρμουρίζει μέ πραότητα δαρμένου σκύλου.) Εκείνο τό άπόσπασμα γιά τή γελαστή μάγισσα, τήν πιασμένη χ έρι μέ χ έρι, άν μού έπιτρέπετο, θά είχ α τίς άντιρρήσεις μου νά… ΜΠΙΟΤΦΟΥ: (Μέ άνασηκωμένο χ είλος σέ ύπεροπτικό χ αμόγελο, τό όποιο περιφέρει μέσα στήν αίθουσα.) Ετσθε ενας γάιδαρος! Δέν ευρίσκω λόγια γιά νά χ αρακτηρίσω εναν βάρβαρον τού είδους σας! Θά κάνατε μεγάλο λάθος νά λάβετε τόν κόπο, προβάλλων παρομοίαν άντίρρησιν. Ό έκδοτης μου, ό κ. Τζ. Μπ. Πίνκερ, μέ συνοδεύει. ‘Υποθέτω, κύριε πρόεδρε, ότι θά είσπράξουμε τήν άποζημίωσιν, ήτις καταβάλλεται είς τούς μάρτυρας, δι’ έξοδα κινήσεως, δέν είναι ετσι; ’Έχ ουμε κυριολεκτικώς καταξοδευτεί, έξ αίτιας αύτής τής κουρούνας, αύτού τού κυρίου έφημεριδογράφου, πού δέν διαθέτει ούτε πανεπιστημιακήν μόρφωσιν.
ΜΠΛΟΥΜ: (Μόλις άκουόμενος.) Τό πανεπιστήμιο τής ζωής. Κακή τέχ νη. ΜΠΙΟΤΦΟΤ: (Φωνάζει.) Αύτό είναι ενα ποταπόν ψεύδος πού δείχ νει τήν ήθικήν σήψιν τού άτόμου! ( Απλώνει τόν χ αρτοφύλακά του.) Διαθέτουμε έδώ άπόδειξιν καταπέλτην, τό corpus delicti, κύριε πρόεδρε, ενα δείγμα ένός έκ τών ώριμοτέρων έργων μου, τό όποιον παρεμορφώθη διά τής σφραγίδος αύτού τού θηρίου. ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΞΩΣΤΗ: Ό Μωυσής, ό βασιλιάς τών έβραίων Σφούγγιζε τόν κώλο του μέ μιά σελίδα τών Νέων. ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ γενναιότητα.) Παρατραβηγμένο. ΜΠΙΟΥΦΟΤ: Σιωπή, θλιβερόν ύποκείμενον! Θά σού άξιζε νά σέ βουτήξουν στήν ποτίστρα τών άλογων γιά νά μάθεις, διεφθαρμένε! (Πρός τό δικαστήριο.) Άρκεί νά ρίξετε μιά ματιά στήν ιδιωτική ζωή αύτού τού προσώπου. Διάγει τετραπλή ζωή. ’Άγγελος στούς δρόμους, δαίμονας στό σπίτι του. Ούτε τ’ ό’νομά του μπορεί νά προφερθεί παρουσία κυριών. Ό πλέον επαίσχ υντος λογοκλόπος τής εποχ ής μας. ΜΠΛΟΥΜ: (Πρός τό δικαστήριο.) Καί αύτός, πού είναι εργένης, δηλαδή, πώς… ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Βασιλεύς κατά Μπλούμ. Νά προσέλθει ή γυνή Ντρίσκολλ. Ο ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Μαίρη Ντρίσκολλ, καθαρίστρια κουζίνας! (Προχ ωρεί ή Μαίρη Ντρίσκολλ, μιά άσουλούπωτη κοπέλα. ’Έχ ει περασμένο στό μπράτσο της εναν κουβά καί βαστάει στό χ έρι ενα σφουγγαρόπανο μέ κοντάρι.) ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: ’Άλλη μία άπό δαύτες! Είσαι τού συναφιού; ΜΑΙΡΗ ΝΤΡΙΣΚΟΛΛ: (Μέ άγανάκτηση.) Έγώ δέν είμαι άπό δαύτες. Έγώ εχ ω καλό όνομα, καί στήν τελευταία μου θέση έμεινα τέσσερις μήνες. Είχ α καλή δουλειά, εξι λίρες τό χ ρόνο, χ ώρια τά τυχ ερά καί μέ άδεια εξόδου τίς Παρασκευές. Αναγκάστηκα νά φύγω έξ αίτιας τής συμπεριφοράς του. ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Ποιά είναι ή κατηγορία πού τού άποδίδεις; ΜΑΙΡΗ ΝΤΡΙΣΚΟΛΛ: Μού εκαμε μιά ορισμένη πρόταση, άλλά έγώ, παρ’ ολο πού είμαι φτωχ ή, είχ α περισσότερο σεβασμό γιά τόν εαυτό μου. ΜΠΛΟΥΜ: (Μέμάλλινη μαλακή ζακέτα κρεβατοκάμαρας, φανελένιο παντελόνι, παντούφλες, άξύριστος καί αχ τένιστα μαλλιά.) Σού φέρθηκα καλά. Σού έδωσα μικρά ενθύμια, όμορφες ζαρτιέρες σέ χ ρώμα πράσινου σμαραγδιού, κατά πολύ άνώτερες από τήν κοινωνική θέση σου. Έπήρα άπερίσκεπτα τό μέρος σου, όταν κατηγορήθηκες γιά μικροκλοπές. ‘Υπάρχ ει κι ενα δριο σ’ ολες τίς καταστάσεις. Παίξε τίμια τό παιγνίδι σού. ΜΑΙΡΗ ΝΤΡΙΣΚΟΛΛ: (Μέ εξαφη.) Νά μέ κάψει ό Θεός, πού μέ βλέπει αύτή τή στιγμή, άν άγγιξα ποτέ κανένα άπό έκείνα τά στρείδια!
ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Περιέγραψε τήν συγκεκριμένη κατηγορία. ’Όντως, συνέβη κάτι; ΜΑΙΡΗ ΝΤΡΙΣΚΟΛΛ: Κύριε πρόεδρε, ενα πρωινό, όταν ή κυρία είχ ε βγει γιά ψώνια, ήρθε στό πίσω μέρος τού σπιτιού καί μέ αιφνιδίασε, γιά νά μού ζητήσει μιά παραμάνα. Μέ βούτηξε καί κατάφερε νά μού μαυρίσει τό δέρμα σέ τέσσερις μεριές. Δοκίμασε δυό φορές νά χ ώσει τά χ έρια του κάτω άπό τά φουστάνια μου. ΜΠΛΟΥΜ: Μού άντεπετέθη μέ τά ίδια μέσα. ΜΑΙΡΗ ΝΤΡΙΣΚΟΛΛ: (Περιφρονητικά.) ’Όχ ι γιά νά λέω λόγια, άλλά πιό πολλή έκτίμηση είχ α στό σφουγγαρόπανό μου, παρά στήν άφεντιά του. Τού παραπονέθηκα, κύριε πρόεδρε, καί αύτός μού είπε, νά μή βγάλω τσιμουδιά! (Γενική ίλαρότης.) ΤΖΩΡΤΖ ΦΟΤΤΡΕΛΛ: (Γραμματέας τού Δικαστηρίου, μέ πάλλουσα φωνή.) Ησυχ ία στήν αίθουσα! Ό κατηγορούμενος θά προβεί τώρα είς μίαν ψευδή άπολογίαν. (Ό Μπλούμ, πού υποστηρίζει ότι είναι άθώος, καί κρατάει ενα ολάνθιστο νούφαρο, άρχ ίζει ενα εκτενές καί άκατανόητο λογύδριο. Θά τούς μετέφερε, λέει, τά επιχ ειρήματα τού δικηγόρου του κατά τήν συγκινητική ύπεράσπιση, τήν όποία θά εκφωνούσε ούτος ένώπιον τών κυρίων Δικαστών… `Ητο ενας άνθρωπος ξοφλημένος, άλλά παρά τό γεγονός ότι έθεωρείτο, άν τούτο ήδύνατο νά λεχ θεί, άπολωλώς πρόβατον, αύτός είχ ε τήν πρόθεσιν νά διορθωθεί, νά σβήσει τά ίχ νη τού παρελθόντος, νά διάγει έν άγνότητι τήν ζωήν του, ώς άδελφή μετά τού άδελφού της, καί νά έπανέλθει εις τήν φύσιν ενός άθώου κατοικίδιου ζώου. Γεννηθείς κατά τόν έβδομον μήναν τής κυήσεώς του, είχ εν άνατραφεί έπιμελώς καί έκπαιδευθεί ύπό γηραιού κατακείτου γονέος. Μπορεί νά υπήρξαν ολισθήματα άσώτου πατρός, όμως, είχ ε τήν πρόθεσιν νά γυρίσει μίαν νέαν σελίδα, καί τώρα, είς τό έσχ ατο σημείον εις τό όποιο εύρίσκετο, έν όφει τού μαστιγώματος, είς τάς δυσμάς τού βίου του, νά ζήσει μίαν εντελώς σπιτικήν ζωήν, διεπομένην ύπό τών κανόνων τού πάλλοντος κόρφου τής οίκογενείας. Βρετανός, έγκλιματισθείς είς τόν ιρλανδικόν τρόπον ζωής, είχ εν ίδεί, άφικνούμενος ποιάν τινα καλοκαιρινήν εσπέραν έπί τής πλατφόρμας άτμομηχ ανής περιφερειακού τραίνου, τής βροχ ής παρούσης μέν μή πιπτούσης δέ, διά μέσου τών παραθύρων οικιών υπερπληρώμένων άπό άγάπην καί χ αράν τής πόλεως ταύτης τού Δουβλίνου καί τών περιχ ώρων της, σκηνάς ευτυχ ίας άληθώς βουκολικάς, μέ ταπετσαρίας τοίχ ων μάρκας Ντόκρελλ, ενα σελλίνι καί εννέα πέννας τά δώδεκα μέτρα, άθώα νήπια Βρετανών φελλίζοντα τήν προσευχ ήν των πρός τό Θειον Βρέφος, νεαρούς σπουδαστάςβασανιζομένους έκ τών σχ ολικών των τιμωριών, ύποδειγματικάς νεάνιδας μελετώσας κλειδοκύμβαλον, ή κάποιαν στιγμήν ολους όμού άπαγγέλλοντας οίκογενειακώς μέ θέρμην τήν προσευχ ήν πέριξ τού πατροπαράδοτου χ ριστουγεννιάτικου κούτσουρου πού έλαμπάδιαζε τριζοβολώντας είς τό τζάκι, ένώ είς τά πράσινα μονοπάτια καί τούς πλήρεις λάκκων δρόμους περιεφέροντο νεάνιδες μετά τών συνοδών των ύπό τούς ήχ ους άκκορντεόν, μάρκας Μπριτάννια, μέ τονισμόν λατέρνας, μεταλλικής άρματωδούρας, τέσσερας σειράς πλήκτρων καί δώδεκα φυσερά, πράγματι μιά εξαίρετος προσφορά, ύπεράνω πάσης περιγραφής…) (Νέα ίλαρότης. Μουρμουρίζει έχ νέου λόγια ασυνάρτητα. Οί δημοσιογράφοι παραπονούνται ότι δέν άχ ούνε.) Η ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ Η ΣΤΕΝΟΓΡΑΦΟΣ: (Χωρίς νά σηχ ώσουν τη μύτη τους άπό τίς
σημειώσεις τους). Κόφτε του τό xopSovt! Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΜΑΚΧΙΟΥ: ( Άπό τά έδρανα τού Τύπου, βήχ ει καί παρεμβαίνει.) Φτύσ’ το, άνθρωπέ μου. Βγάλ’ το κομμάτι-κομμάτι. ( Ή κατ’ άντιπαράστασιν άνάχ ρισις συνεχ ίζεται σχ ετικά μέ τόν Μπλούμ καί τόν κουβά. “Έναν μεγάλον κουβά. Τόν Μπλούμ αύτοπροσώπως. Έντερική διαταραχ ή. Στήν όδό Μπήβερ. Σουβλιές, ναί. Βίαιες. “Εναν κουβά σοβατζή. Απομακρυνόμενος μέ αλύγιστο βηματισμό. Απερίγραπτος πόνος. Πραγματική άγωνία. Πρός τό μεσημέρι. ’Έρωτας ή κρασί Βουργουνδίας. Ναί, λίγα σπανάκια. Κρίσιμη στιγμή. Δέν κοίταξε μέσα στόν κουβά. Κανείς. Κάτι σάν άνακάτωμα. Οχ ι εντελώς. “Ενα παλιό τεύχ ος τού περιοδικού Φύρδην-Μίγδην). (’Οχ λοβοή καί σφυρίγματα. Ό Μπλούμ μέ κατασχ ισμένα ενδύματα, λερωμένος μέ άσβέστες, μ ’ ενα φτωχ ικό κλάκ στραβοφορεμένο στό κεφάλι, μ’ εναν λευκοπλάστη στή μύτη, λέει πράματα πού δέν άκούγονται.) ΤΖ. ΤΖ. Ο’ΜΟΛΛΟΥ: (Μέ γκρίζα περούκα καί τήβεννο δικηγόρου, μέ φωνή γεμάτη πονεμένη διαμαρτυρία.) Αύτός ό χ ώρος δέν προσφέρεται δι` άπρεπές ξεφάντωμα εις βάρος ένός θνητού, παρασυρθέντος ύπό τού οινοπνεύματος. Δέν εύρισκόμεθα έδώ εις ζωολογικόν κήπον, ούδέ εις ξεφάντωμα τών σπουδαστών τής ’Οξφόρδης, ούδέ εις ποιαν τινα παρωδίαν Δικαιοσύνης. Ό πελάτης μου δέν εχ ει φθάσει εις ένηλικίωσιν, είναι ενας πτωχ ός μετανάστης έκ τού εξωτερικού, όστις ξεκίνησε έκ τού μηδενός ώς λαθρεπιβάτης καί τώρα προσπαθεί νά κερδίσει έντίμως τόν έπιούσιόν του. Τό κατασκευασθέν παράπτωμά του οφείλεται εις στιγμιαίαν κληρονομικήν παρέκκλισή, έπελθούσαν ύπό τό κράτος παραισθήσεως, καί παρόμοιαι οικειότητες ώς αύταί τού ύποτιθεμένου κατηγορουμένου, συνιστούν γεγονότα καθ’ ολα επιτρεπτά εις τήν γενέτειραν χ ώραν τού πελάτου μου, τήν χ ώραν τών Φαραώ. Prima facie, διατείνομαι πώς δέν ύπήρξε ούδεμία απόπειρα σαρκικής ομιλίας. Αί μεταξύ των σχ έσεις ούδέποτε κατέστησαν οικειαι καί ή προσβολή, διά τήν όποία διεμαρτυρήθη ή δίς Ντρίσκολλ, ότι ή τιμή της εύρίσκετο ύπό αιρεσιν, δέν έπανελήφθη. Θά έπεθύμουν νά έπιμείνω έπί τού στοιχ είου τού άτταβισμού. Εις τήν οικογένειαν τού πελάτου μου προύπήρξαν περιπτώσεις ναυαγίου καί ύπνοβασίας. Έάν ό κατηγορούμενος ήδύνατο νά ομιλήσει, ή ιστορία αύτού θά άπεκάλυπτε ενα χ ρονικόν τόσον παράδοξον, όσον ούδέποτε περιεγράφη μεταξύ τών έξωφύλλων οίουδήποτε βιβλίου. Αύτός ούτος, κύριε Πρόεδρε, είναι ενα σωματικόν ναυάγιον, έξ αιτίας τής άσθενείας τής φυματιώσεως, ήτις ενδημεί εις τό στήθος τών τσαγκαράδων. Ή κυριωτέρα τών δικαιολογιών του συνίσταται εις τό γεγονός ότι κατάγεται άπό Μογγολικήν έπιμιξίαν καί ουτω είναι εντελώς άνεύθυνος διά τάς πράξεις του. Έν τή πραγματικότητι, δέν είναι στά καλά του. ΜΠΛΟΥΜ: (Ξυπόλητος, ραχ ιτικός, μέ φανέλα καί παντελόνι ναύτη τών ανατολικών θαλασσών, μέ τίς μύτες τών ποδιών του γυρισμένες πρός τά μέσα άπολογητικά, άνοίγει τά μικροσκοπικά τυφλοποντικίσια μάτια του καί κοιτάζει γύρω του σαστισμένα, περνώντας άργά τόχ έρι του στό μέτωπό του. “Υστερα σηκώνει τά παντελόνια του μέ τόν τρόπο πού ζώνονται οί ναυτικοί καί μέ ενα σήκωμα τών ώμων, ανατολίτικης ύποταγής, χ αιρετά τό δικαστήριο, δείχ νοντας μέ τόν άντίχ ειρά του τόν ουρανό.) Αύτός κάνε πάλα πολύ καλό καιρό. (’Αρχ ίζει νά σιγοτραγουδά άπλοίκά.) Λου λου πο λδο παιδί Φένει γουρουνίσιο πόντι κάτε νύχ τα πληντώνει ντύο σελλίνια…
(Τόν σφυρίζουν μέχ ρι πού άναγκάζεται νά σωπάσει.) ΤΖ. ΤΖ. Ο’ΜΟΛΛΟΥ: (’Ένθερμα, πρός τό άκροατήριο.) Πρόκειται περί άνίσου άγώνος. ’Ομνύω εις τήν κόλασιν ότι, κατ’ ούδένα τρόπον θά επιτρέψω, οπως ό πελάτης μου άποστομούται καί λοιδωρειται ύπό αγέλης αδέσποτων κυνών καί καγχ αζουσών ύαινών. Ό Μωυσαικός νόμος αντικατέστησε τόν νόμον τής ζούγκλας. Τό λέγω καί τό επαναλαμβάνω μετ’ έμφάνσεως, δίχ ως νά έχ ω τήν παραμικράν πρόθεσιν οπως παρεμποδίσω τήν άπόδοσιν δικαιοσύνης, ότι ό κατηγορούμενος δέν συνήργησε εις τήν άναφερομένην πραξιν καί ότι ή ένάγουσα δέν ήνοχ λήθη. Ή νεαρά υπαρξις έτυχ εν ύπό τού κατηγορουμένου τής αύτής μεταχ ειρίσεως, ής θά έτύγχ ανεν καί ή ιδία αύτού θυγάτηρ. (Ό Μπλούμ παίρνει τό χ έρι τού Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού καί τό φέρνει στά χ είλη του.) Θά έπικαλεσθώ μίαν συντριπτικήν μαρτυρίαν καί θά άποδείξω πλήρως ότι ή μυστηριώδης χ ειρ εχ ει τεθεί καί πάλιν έπί τού παλαιού θύματός της. Καταδιώκετε τόν Μπλούμ έξ αιτίας έλλείψεως άλλου. Ό πελάτης μου, όστις ύποφέρει έξ εμφύτου δειλίας, είναι ό έσχ ατος τών έπί τής γής άνθρώπων, όστις θά ήδύνατο νά διαπράξει τοιούτου είδους χ υδαίας χ ειρονομίας, εναντίον τών οποίων έξεγείρεται ή προσβληθείσα αιδημοσύνη, ή νά λιθοβολήσει ποιάν τινα πτωχ ήν κόρην, ήτις ελαβε τόν κακόν δρόμον, καθ’ ήν στιγμήν κάποιον άνανδρον άτομον έκαμεν χ ρήσιν καί κατάχ ρησιν αύτής, όσον διάστημα ήρέσκετο νά πράττει τούτο. ’Έχ ει τήν πρόθεσιν νά διάγει τόν βίον του καλώς. Τόν θεωρώ ώς τόν πλέον άμεμπτον τών άνθρώπων, όσων έγώ γνωρίζω. Αί ύποθέσεις του δέν βαίνουσιν κατά τήν στιγμήν ταύτην έπιτυχ ώς, ένεκα τών ύποθηκών, αιτινες βαρύνουν τήν τεραστίας έκτάσεως κτηματικήν περιουσίαν του εις’Άτζενταθ Νέταιμ, εις τήν εσχ ατιάν τής Μικράς ’Ασίας, διαφάνειαν τής όποιας θέλω προβάλει τώρα ενώπιον ύμών. (Πρός τόν Μπλούμ.) Θά σας συνεβούλευα νά κάμετε τώρα τήν ώραίαν χ ειρονομίαν. ΜΠΛΟΥΜ: Προσφέρω μίαν πέννα άποζημίωση γιά κάθε λίρα πού χ ρωστάω. (Προβάλλεται στόν τοίχ ο ό άντικατοπτρισμός τής λίμνης Κίννερεθ μέ τά δυσδιάκριτα ζώα της, τά όποια βόσκουν μέσα στην άσημένια άχ να. Ό Μωυσής Ντλούγκατζ, άλφός, μέ τά κόκκινα κουναβίσια μάτια του, μέ ντρίλινο γαλάζιο παντελόνι, σηκώνεται ένώπιον τού άκροατηρίου κρατώντας σέ κάθε χ έρι του ενα λεμόνι κι ενα χ οιρινό νεφρό.) ΝΤΑΟΤΓΚΑΖ: (Βραχ νά.) Μπλαίμπτρεστράσσε, Βερολίνο, W. 13. (Ό Τζ. Τζ. Ο ’Μόλλού άνεβαίνει ενα σκαλί κρατώντας μ ’ επισημότητα τά πέτα τής τηβέννου του. Τό πρόσωπό του γίνεται μακρουλό, χ λωμιάζει, πλαισιώνεται μέ γένεια, τά βαθουλωμένα μάτια του, οί κηλίδες τής φυματιώσεως καί τά πυρετικά μάγουλά του μοιάζουν μέ αύτά τού Τζών Φ. Ταίηλορ. Άκουμπάει τό μαντήλι στά χ είλη του καί εξετάζει τό τριανταφυλλί αιμα πού ρέει άφθονο άπό τό στόμα του.) ΤΖ. ΤΖ. Ο’ΜΟΛΛΟΥ: (Σχ εδόν άφωνος.) Μέ συγχ ωρείτε, υποφέρω άπό σοβαρό κρυολόγημα, μόλις σηκώθηκα άπό τό κρεβάτι. Μερικές ουσιώδεις λέξεις μόνον. (Παίρνει τήν έκφραση τού άγέρωχ ου κεφαλιού, τού άλεπουδίσιου μουστακιού καί τήν προβοσκιδοειδή εύγλωττία τού Σέυμουρ Μπούς.) Οταν θά άνοιγεί τό βιβλίο τό οποίον συγγράφουν οί άγγελοι, άν κάποιο πράγμα τής μεταμορφωμένης καί μεταμορφούσης ψυχ ής, ήν ένεκαινίασε τό διαλογιζόμενον στήθος δικαιούται νά επιβιώσει, τότε θά ελεγον παραχ ωρήσατε εις τόν δυστυχ ή όστις ίσταται είς τό έδώλιον τής άτιμίας τό ιερόν εύεργέτημα τής άπαλλαγής λόγω άμφιβολιών. (Στό δικαστήριο εγχ ειρίζουν ενα γραμμένο χ αρτί.)
ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ έπίσημο ένδυμα.) Διαθέτω τίς καλύτερες συστάσεις. Τών κυρίων Κάλλαν καί Κόουλμαν. Τού κ. Γουίζνταμ Χήλυς, είρηνοδίκη. Τού παλιού μου άφεντικού Τζό Κάφφ. Τού κ. Β. Μπ. Ντίλλον, πρώην λόρδου Δημάρχ ου τού Δουβλίνου. ’Έχ ω συναναστραφεί τόν θελκτικόν κύκλον τών διασημοτήτων… Βασίλισσες τής κοινωνίας τού Δουβλίνου. (Αμέριμνα.) ’Ακριβώς τώρα τό άπόγευμα στού ’Αντιβασιλέως συζητούσα μέ τούς παλιούς μου φίλους, τόν σέρ Ρόμπερτ καί τή λαίδη Μπάλ, τόν άστρονόμο τής Αυλής. Σέρ Μπόμπ, τού είπα… ΚΤΡΙΑ ΓΙΕΛΒΕΡΤΟΝ ΜΠΑΡΡΤ: (Μέ ντεκολτέ φόρεμα χ ορού σέ χ ρώμα όπαλιού, γάντια ώς τόν άγκώνα σέ χ ρώμα φίλντισι, κάπα’άπό ζιμπελίνα μέ κουκούλα σέ χ ρώμα κεραμίδι, διάδημα μέ μπριγιάντια καί μιά τούφα άπό φτερά θαλασσαετού στά μαλλιά της.) ’Αστυφύλαξ, πιάσ’ τον. Μού εγραψε μιάν άνώνυμο επιστολή μέ άδέξια παραποιημένο γραφικό χ αρακτήρα, όταν ό σύζυγός μου ελειπε στό Βόρειο Τιπεράρι, στήν περιοχ ή τού Μύνστερ, μέ ύπογραφή Τζαίημς Βιτσιόζος. Είπε ότι είχ ε δεί άπό ψηλά τόν παράδεισο τών άπαράμιλλων σφαιρών μου οπως καθόμουν στό θεωρείο μου στό Βασιλικό Θέατρο, στήν τιμητική παράσταση τού £ργου La Cigale. Τόν έφλόγισα βαθειά, είπε. Μού εκα-νε ανάρμοστες προτάσεις, νά συμπεριφερθώ άπρεπώς στίς τέσσερις καί μισή μ.μ., τήν επομένη Πέμπτη, τοπική ώρα. Προσεφέρθη νά μού άποστείλει διά τού ταχ υδρομείου ενα μυθιστόρημα τού κ. Πώλ ντέ Κώκ μέ τίτλο Τό κορίτσι με τούς τρεις κορσέδες. ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΛΛΙΝΓΚΧΑΜ: (Μέ καπελάκι καί μανδύα άπό φώκια, μέ τόν γιακά μέχ ρι τη μύτη, βγαίνει άπό τήν μισοσκέπαστη αμαξά της καί παρατηρεί κοροίδευτικά μέ τά λορνιόν της άπό ταρταρούγα, πού τά βγάζει άπό τό γούνινο μανσόν της.) Καί σέ μένα. Ναί, νομίζω πώς είναι τό ιδιο ποταπό υποκείμενο. Επειδή έκλεισε τήν πόρτα τής αμαξάς μου, έξω άπό τού σέρ Θόρνεύ Στόκερ, μιά μέρα μέ χ ιονόνερο, μέσα στό κύμα ψύχ ους τού Φεβρουάριου τού ενενήντα τρία, όταν άκόμη καί τό τρυπητό τού καταιονητήρος καί ή βαλβίδα τού ρεζερβουάρ τού μπάνιου μου είχ αν παγώσει. Κατόπιν, εσώκλεισε έντός φακέλου ενα μπουκέτο έντελβάις, τά όποια, οπως ειπε, ειχ ε μαζέψει αύτοπροσώπως πάνω στίς βουνοκορφές, γιά χ άρη μου. Τά είχ α εξετάσει σέ ειδικό βοτανολόγο καί πληροφορήθηκα ότι ήταν άνθη γηγενούς πατατιάς άπό πειραματική καλλιέργεια προτύπου άγροκτήματος. ΚΥΡΙΑ ΜΠΑΡΥ: Ντροπή του. (“Ενα πλήθος άπό βρωμογύναια καί κουρελήδες κινείται πρός τά εμπρός.) ΚΟΥΡΕΛΗΔΕΣ: (Ξεφωνίζοντας.) Στάσου, κλέφτη. Γιούχ α, κυανοπώγωνα. Τρεις φορές ζήτω γιά τόν τσιφούτη. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ: (Βγάζει τίς χ ειροπέδες.) Έδώ είναι τά βραχ ιόλια. ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΛΛΙΝΓΚΧΑΜ: Μέ διαφορετικούς γραφικούς χ αρακτήρες μού άπηύθυνε πληθωρικές φιλοφρονήσεις, μέ άπεκάλεσε ή ’Αφροδίτη μέ τίς γούνες καί πρόβαλε βαθύ οίκτο γιά τόν Πάλμερ, τόν ξεπαγιασμένο αμαξά μου, ένώ ταυτοχ ρόνως έδειξε φθόνο γιά τό κασκέτο του πού διέθετε καλύμματα τών αύτιών καθώς καί γιά τήν δασύτριχ η άρνοπροβιά του καί τήν εύτυχ ία του νά εύρίσκεται τόσο πλησίον μέ τό άτομόν μου, καθώς στεκόταν πίσω άπό τό κάθισμά μου, φορώντας τήν ύπηρετική στολή καί τό πολεμικό έμβλημα τού θυρεού τών Μπέλλινγκχ αμ, διακοσμημένου μέ σαμούρι καί κομμένο έλαφίσιο κεφάλι. Επαίνεσε μάλλον ύπερβολικώς τά κάτω άκρα μου, τίς τορνευτές γάμπες μου μέσα σέ μακριές μεταξωτές κάλτσες καί εγκωμίασε μέ πάθος τούς άλλους κρυμμένους θησαυρούς μου μέσα σ’ άνεκτίμητες δαντέλες, πού, οπως ειπε, μπορούσε νά τούς φαντασθεί. Μέ προέτρεψε, λέγοντας ότι ένιωθε ώς άποστολή τής ζωής του νά μέ προτρέψει νά
μολύνω τή συζυγική κλίνη, νά μοιχ εύσω σέ πρώτη εύκαιρία. ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ ΚΥΡΙΑ ΜΕΡΒΥΝ ΤΑΛΜΠΟύΣ: (Μέ κοστούμι άμαζόνας, σκληρό καπέλο, φηλές μπότες μέ σπιρούνια, κόκκινο γυαλιστερό γιλέκο, καφέ σκληρά γάντια τυφεκιοφόρου μέ κυλινδρικά πλοκάμια, μακριά ουρά πού τήν κρατάει φηλά καίχ υνηγητικό μαστίγιο μέ κεκτημένη, παρατεταμένη εξάσκηση χ ρήσης του, μέ τό όποιο καίκτυπάει συνεχ ώς τά φίδια της.) Καί σέ μένα. Έπειδή μέ είδε στό γήπεδο τού πόλο τού Πάρκου τού Φοίνικος, στόν άγώνα τού Πανιρλανδικού εναντίον όμάδος έπιλέκτων άπό τίς άλλες ιρλανδικές όμάδες. Τό γνωρίζω, τά μάτια μου άστραφταν σάν θεάς όταν παρατηρούσα τόν λοχ αγό Σλόγκερ Ντένεχ ερ τής όμάδος Ίνσκίλλινγκς νά κερδίζει τήν τελική βολή, καβάλλα στό άγαπημένο του ιππάριο Κένταυρος. Αύτός ό πληβείος Δόν Ζουάν μέ παρατηρούσε πίσω άπό μία ενοικιασμένη άμαξα καί μού έστειλε μέσα σέ διπλό φάκελο μιάν αισχ ρή φωτογραφία, σάν αύτές πού πωλούνται κάθε βράδυ στά Παρισινά βουλεβάρτα, προσβλητική γιά κάθε λαίδη. Τήν έχ ω άκόμη. Δείχ νει μιά μισόγυμνη σενιορίτα, εύθραστη καί ώραία (ή γυναίκα του, οπως μέ διαβεβαίωσε σοβαρά, τραβηγμένη έκ τού φυσικού άπό αύτόν), σέ παράνομο ερωτικό δεσμό μέ μυώδη τορέρο, προφανώς ένα προστυχ όμουτρο. Μέ προέτρεψε νά κάνω τό ιδιο, νά συμπεριφερθώ άπρεπώς, ν’ άμαρτήσω μέ άξιωματικούς τής φρουράς. Μέ ίκέτευσε νά λερώσω τό γράμμα του μ’ εναν άνείπωτο τρόπο, νά τόν τιμωρήσω καθώς τού άξίζει, νά τόν καβαλλήσω καί νά τόν τρέξω, νά τού δώσω ενα πολύ βιτσιόζο άλογομαστίγωμα. ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΛΛΙΝΓΚΧΑΜ: Καί μένα. ΚΥΡΙΑ ΓΙΕΛΒΕΡΤΟΝ ΜΠΑΡΡΥ: Καί μένα. (Διάφορες ευυπόληπτες κυρίες τού Δουβλίνου κραδαίνουν πρόστυχ α γράμματα πού ελαβαν άπό τόν Μπλούμ.) ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ ΚΥΡΙΑ ΜΕΡΒΥΝ ΤΑΛΜΠΟύΣ: (Χτυπάει τά κουδουνιστά σπιρούνια της σέ ξαφνικό παροξυσμό ξαφνικής μανίας.) Μά τόν “Υψιστο, θά τό κάμω. Θά μαστιγώσω αύτό τό τιποτένιο κοπρόσκυλο, όσο μπορώ νά σταθώ πάνω του. Θά τόν γδάρω ζωντανό. ΜΠΛΟΥΜ: (Κλείνοντας τά μάτια του, τρέμει σέ προσμονή.) Έδώ; (Κουλουριάζεται.) Ξανά! (Λαχ ανιάζει μέ δουλοπρέπεια.) Λατρεύω τόν κίνδυνο. ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ ΚΥΡΙΑ ΜΕΡΒΥΝ ΤΑΛΜΠΟύΣ: Πολύ καλά, λοιπόν! Θά σού τόν κάνω έγώ νά πάρει φωτιά. Θά σέ κάνω νά χ ορέψεις καρσιλαμά. ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΛΛΙΝΓΚΧΑΜ: Μαύρισε καλά τά πισινά του, τού άναίσχ υντου. Γράψε πάνω του τό ούράνιο τόξο! ΚΥΡΙΑ ΓΙΕΛΒΕΡΤΟΝ ΜΠΑΡΡΥ: Ό άδιάντροπος. Δέν εχ ει δικαιολογία. ‘Ένας παντρεμένος! ΜΠΛΟΥΜ: “Ολος αύτός ό κόσμος. Έννοούσα μόνο τήν ιδέα τού πράγματος. “Ενα θερμό μυρμήγκιασμα ερεθίσματος πού αποκλείει τή ροή αίματος. “Ενα έκλεπτυσμένο χ τύπημα μέ βέργα πρός διέγερση τής κυκλοφορίας. ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ ΚΥΡΙΑ ΜΕΡΒΤΝ ΤΑΛΜΠΟΤΣ: ’Ώ, άλήθεια, καλέ μου φίλε; Λοιπόν, μά τό Θεό τόν άληθινό, θά νιώσεις τήν έκπληξη τής ζωής σου, πίστεψέ με, τό πιό άνελέητο ξύλο πού μπορεί νά
περιμένει άνθρωπος. Ερέθισες τήν κοιμισμένη τίγρη μέσα μου. ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΛΛΙΝΓΚΧΑΜ: (Κουνάει τό μανσόν της καί τά λορνιόν της έκδικητικά.) Κανόνισέ τον έξυπνα, Χάνα μου. Τολμηρά. Κοπάνισε τόν μπάσταρδο μέχ ρι νά φτάσει ώς τό θάνατο. Ή γάτα μέ τίς εννιά ουρές. Εύνούχ ισέ τον. Ζωοτόμησέ τον. ΜΠΛΟΥΜ: (Φρικιώντας, ζαρώνοντας, ενώνει τά χ έρια του μέ κατηφή όφη.) ’Ώ, παγωνιά! ’Ώ, τρεμούλιασμα! ΤΗταν ή άμβροσιακή ομορφιά σου. Ξέχ ασε, συχ ώρεσε. Κισμέτ. Φτάνει μιά φορά σ’ αύτό. (Προσφέρει τό άλλο του μάγουλο.) ΚΤΡΙΑ ΓΙΕΛΒΕΡΤΟΝ ΜΠΑΡΡΤ: (Αυστηρά.) Μήν υποχ ωρήσεις γιά όποιοδήποτε λόγο, Κυρία Τάλμπούς! Θά ’πρεπε νά μαστιγωθεί σκληρά. ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ ΚΤΡΙΑ ΜΕΡΒΤΝ ΤΑΛΜΠΟΤΣ: (Ξεκουμπώνοντας βίαια τά γάντια της.) Δέν θά κάνω τέτοιο πράμα. Γουρούνι καί σκύλος ήταν πάντα άφ’ ότου γεννήθηκε. Άκούς εκεί, νά τολμήσει νά μού γράψει. Θά τόν μαυρίσω καί θά τόν μπλαβίσω καταμεσής τού δημόσιου δρόμου. Θά σκάψω μέ τά σπιρούνια μου μέσα του ώς τούς πτερνιστήρες. Είναι ενας πασίγνωστος κερατάς. (Κροταλίζει τό μαστίγιό της άγρια στόν άέρα.) Κατεβάστε του τά παντελόνια, άς μή χ άνουμε καιρό. Πλησιάστε, κύριε. Γρήγορα. “Ετοιμος; ΜΠΛΟΥΜ: (Τρέμοντας, άρχ ίζει νά υπακούει.) Ό καιρός ήταν τόσο ζεστός. (Ό Ντέηβυ Στήβενς, ό κατσαρομάλλης, περνάει μαζί μ ’ ενα σμήνος ξυπόλητων νεαρών εφημεριδοπωλών.) ΝΤΕΗΒΤ ΣΤΗΒΕΝΣ: Πάρτε τόν Ταχ υδρόμο τής Τέρας Καρδίας καί τόν Εσπερινό Τηλέγραφο, μέ τό ενθετον τής εορτής τού Αγίου Πατρικίου. Περιέχ ει καί τίς καινούργιες διευθύνσεις ολων τών κερατάδων τού Δουβλίνου. (Ό αίδεσιμώτατος έφημέριος Ο’Χάνλον, μέ χ ρυσούφαντο μανδύα, έγείρεται καί παρουσιάζει πρός λατρείαν είς τούς πιστούς ενα έκκρεμές άπό μάρμαρο. Ενώπιον του ό πατήρ Κόνρού καί ό αίδεσιμώτατος Τζών Χιούζ, τής Εταιρείας τού Ίησού, υποκλίνονται πολύ βαθειά.) ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ: (Ανοίγει τή μικρή πορτούλα του.) Κούκου. Κούκου. Κούκου. ( Άκούγονται τά τριξίματα άπό τά έλατήρια ένός χ άλκινου σωμιέ κρεβατιού.) ΤΑ ΕΛΑΤΗΡΙΑ: Τζιγκιτζάγκ. Τζιγκατζιγκα. Τζιγκτζάγκ. (“Ενα προπέτασμα ομίχ λης άποτραβιέται γρήγορα, αποκαλύπτοντας αστραπιαία καθισμένους στά έδρανα τών ενόρκων τόν Μάρτιν Κάννινγκχ αμ, πρόεδρο ένορκων, μέ ήμίφηλο, τόν Τζάκ Πάουερ, τόν Σίμωνα Ντένταλους, τόν Τόμ Κέρναν, τόν Νέντ Λάμπερτ, τόν Τζών Χένρυ Μέντον, τόν Μάιλς Κρώφορντ, τόν Λένεχ αν, τόν Πάντυ Λέναρντ, τόν Φλύν τό Μυταρά, τόν ΜακΚόυ καί τό άπρόσωπο
πρόσωπο τού ’Ανώνυμου.) Ο ΑΝΩΝΥΜΟΣ: Καβάλλημα σέ άλογο δίχ ως σέλλα. Πολύ βαρύ γιά μιά τέτοια ήλικία. ’Αλίμονο, τήν κανόνισε. ΟΙ ΕΝΟΡΚΟΙ: (Στρέφουν τά κεφάλια τους πρός τή Φωνή.) ’Αλήθεια; Ο ΑΝΩΝΥΜΟΣ: (Κυνικά.) Τήν κανόνισε. Εκατό σελλίνια γιά πέντε. ΟΙ ΕΝΟΡΚΟΙ: (“Ολα τά κεφάλια χ αμηλώνουν σ’ επιβεβαίωση.) ’Έτσι σκεφτήκαμε οί περισσότεροι. ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Είναι σεσημασμένος. Καί μιά κοτσίδα κομμένη άπό μιάν άλλη κοπέλα. Καταζητείται ό Τζάκ ό ’Αντεροβγάλτης. Έπικηρυγμένος γιά χ ίλιες λίρες. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: (’Εντυπωσιασμένος φιθυρίζει.) Καί είναι ντυμένος στά μαύρα. Μορμόνος. ’Αναρχ ικός. Ο ΚΛΗΤΗΡΑΣ: (Μέ δυνατή φωνή.) Έπειδή ό Λεοπόλδος Μπλούμ, άνευ μονίμου κατοικίας, άνεγνωρίσθη ώς πασίγνωστος δυναμιτιστής, παραχ αράκτης, δίγαμος, προαγωγός καί κερατάς, καθώς καί δημόσιος κίνδυνος διά τούς πολίτας του Δουβλίνου καί επειδή, κατ’ αύτήν τήν συνεδρίασιν τών ενόρκων, ό εντιμότατος… (Ή έντιμότης του, ό σέρ Φρέντερικ Φόλκινερ, πρώτος δικαστής τού Δουβλίνου, ένδεδυμένος μέ τήβεννο χ ρώματος γκρίζου τής πέτρας, μέ γενειάδα τού αύτού χ ρώματος, εγείρεται άπό τήν εδρα του. Κρατάει στήν άγκαλιά του ενα σκήπτρο πού μοιάζει μέ ομπρέλα. Άπό τό μέτωπό του προβάλλουν άλύγιστα τά κριαροκέρατα τού Μωυσή.) Ο ΑΡΧΙΔΙΚΑΣΤΗΣ: Θά θέσω τέρμα εις αύτό τό έμπόριον τής λευκής σαρκός, θά εκκαθαρίσω τό Δουβλίνον έξ αύτής τής άηδούς μάστιγος. Συνιστά σκάνδαλον! (Φοράει τόνμαύρον πίλον του.) Κύριε Ύποδιοικητά τής ’Αστυνομίας, νά μεταφερθεί έκ τού εδωλίου έπί τού οποίου κάθηται καί ύπό άστυνομικήν συνοδείαν νά έγκλεισθεί εις τήν φυλακήν Μάουντζού, όσον χ ρόνον επιθυμεί τούτο ή Αύτού Μεγαλειότης, νά άπαγχ ονισθεί δέ έκεί έκ τού τραχ ήλου μέχ ρις θανάτου καί ή παρούσα διαταγή μου νά έκτελεσθεί έπί ποινή κυρώσεων, ειΒε ό Θεός νά εύσπλαχ νισθεί τήν ψυχ ήν αύτού. Πάρτε τον. (Μιά μαύρη κουκούλα κατεβαίνει στό κεφάλι του.) ( Ό Υποδιοικητής τής ’Αστυνομίας, ό Ψηλός Φάννινγκ παρουσιάζεται, καπνίζοντας ενα άρωματικό τσιγάρο μάρκας Χένρυ Κλαίυ.) Ο ΨΗΛΟΣ ΦΑΝΝΙΝΓΚ: (Κατσούφης, άπευθύνει ενα κάλεσμα τραυλίζον καί βροντώδες.) Ποιός θά κρεμάσει τόν ’Ιούδα τόν Ίσκαριώτη; (Ό X. Ρούμπολτ, άρχ ιτεχ νίτης κουρέας, άνεβαίνει στό ικρίωμα, φοράει πάνωκόρμι σέ χ ρώμα αίματος καί ποδιά βυρσοδέφη, μ ’ ενα σχ οινί κουλουριασμένο στόν ώμο. Από τή ζώνη του κρέμεται ράβδος μέ μολυβένιο κεφάλι καί ρόπαλο μέ καρφιά. Τρίβει άπειλητικά τό ενα χ έρι του μέ τό άλλο, ένώ οί φάλαγγες τών δαχ τύλων του έχ ουν ένισχ υθεί μέ κόμπους άμερικάνικων σιδερένιων γροθιών.)
ΡΟΤΜΠΟΛΤ: (Στόν Δικαστή μέ καταχ θόνια οικειότητα.) Ό Χάρρυ πού τούς κρεμάει, Μεγαλειότατε, ό τρόμος τού Μέρσεύ. Πέντε γκινέες τό καρύδωμα. Αύτή είναι ή τιμή γιά ενα λαιμό. (Οί καμπάνες τής εκκλησίας τού Άγιου Γεωργίου σημαίνουν άργά, ηχ ηρό σκοτεινό σίδερο.) ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ: Χέιχ ο! Χέιχ ο! ΜΠΛΟΥΜ: (Απελπισμένα.) Περιμένετε! Σταθείτε! Οί γλάροι. ’Έχ ω καλή καρδιά. Είδα. Τήν άθωότητα. Τήν μικρή κοπέλα μπροστά άπό τό κλουβί μέ τούς πιθήκους. Στόν Ζωολογικό κήπο. Τούς λάγνους χ ιμπατζήδες. (Μέ κομμένη τήν άνάσα.) Λεκάνη τών γοφών. Τό άνεπιτήδευτο έρυθρίασμά της μέ ξέκανε. (Συντετριμμένος άπό τήν συγκίνηση.) Άποσύρθηκα. (Απευθύνεται σέ κάποιον πού βρίσκεται μέσα στό πλήθος καί τόν καλεΓ.) Χάινς, μπορώ νά σού μιλήσω; Μέ ξέρεις. Μπορείς νά κρατήσεις τά τρία σελλίνια. Καί άκόμα, άν εχ εις άνάγκη καί άπό άλλα… ΧΑίΝΣ: (Ψυχ ρά.) Δέν σάς γνωρίζω. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ (Δείχ νει τή γωνία.) Έκεί βρίσκεται ή βόμβα. ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ Μιά καταχ θόνια μηχ ανή μέ ώρολογιακό μηχ ανισμό. ΜΠΛΟΥΜ: ’Όχ ι, όχ ι. Είναι ενα γουρουνοπόδαρο. Είχ α πάει σέ κηδεία. ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ (Τραβάει τό κλόμπ του.) Ψεύτη! (Τό κυνηγιάρικο σκυλί σηκώνει φηλά τή μουσούδα του καί ολοι άντιλαμβάνόνται την γκρίζα καί σκορβουτιχ ή φάτσα τού Πάντυ Ντίγκναμ. Είναι τελείως φαγωμένη. Ή άνάσα του εχ ει δηλητηριαστεί λές κι Εχ ει φάει πτώματα. Μεγαλώνει καί παίρνει τό μέγεθος καί τό σχ ήμα άνθρώπου. Τό σκυλίσιο τρίχ ωμά του μεταμορφώνεται σέ σάβανο, σκούρο καφετί. Τά πράσινα μάτια του άστράφτουν γεμάτα αίμα. Τό μισό του αύτί, ολη ή μύτη του καί οί άντίχ ειρές του είναι φαγωμένοι άπό τόν πτωματοφάγο.) ΠΑΝΤΥ ΝΤΙΓΚΝΑΜ: (Μέ σπηλαιώδη φωνή.) Είναι άλήθεια. Δική μου ήταν ή κηδεία. Ό γιατρός Φινιουκέην διαπίστωσε τήν άπουσία ζωής όταν ύπέκυψα άπό φυσιολογικά αίτια στήν άσθένεια. (Σηκώνει πρός τό φεγγάρι τό σταχ τένιο άκρωτηριασμένο πρόσωπό του καίάλυχ τάει πένθιμα.) ΜΠΛΟΥΜ: (Θριαμβευτικά.) Άκούτε; ΠΑΝΤΥ ΝΤΙΓΚΝΑΜ: Μπλούμ, τό πνεύμα τού Πάντυ Ντίγκναμ είμαι. ’Ώ, άκουσε, άκουσε, ώ, άκουσε! ΜΠΛΟΥΜ: Ή δέ φωνή φωνή Ήσαυ. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: (Σταυροκοπιέται.) Πώς είναι δυνατόν; ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Δέν τό λέει ή μικρή κατήχ ηση. ΠΑΝΤΥ ΝΤΙΓΚΝΑΜ: Μέ τήν μετεμψύχ ωση. Φαντάσματα.
ΜΙΑ ΦΩΝΗ: `Ή, τρίχ ες! ΠΑΝΤΥ ΝΤΙΓΚΝΑΜ: (Σοβαρά.) Κάποτε δούλευα ύπάλληλος στόν δικηγόρο κύριο Τζών Χένρυ Μέντον, έντεταλμένο γιά ένορκους βεβαιώσεις καί καταθέσεις, οδός Μπάτσελορς 27. Τώρα άπεβίωσα λόγω ύπερτροφίας τού καρδιακού διαφράγματος. Κρίμα. Ή καημένη ή γυναίκα μου δέχ τηκε ολέθριο κτύπημα. Πώς τό άντεξε; Κρύψτε της τήν μπουκάλα μέ τό σέρυ. (Κοιτάζει ολόγυρά του.) ‘Έναν φανοστάτη. Πρέπει νά ικανοποιήσω μιά ζωώδη άνάγκη. Ό οργανισμός μου δέν σηκώνει αύτό τό βουτυρόγαλα. (Προβάλλει ή καλοθρεμμένη μορφή τού Τζών Ο’Κόννελλ, τού έπιστάτη τού νεκροταφείου, κρατώντας ενα μάτσο κλειδιά δεμένα μέ μιά πένθιμη κορδέλα. Δίπλα του στέκεται ό πατήρ Φέρρεύ, ό έφημέριος, μέ διπλό σβέρκο καί βατραχ οκοιλιά, ντυμένος μέ άμφια καί σκουφί άπό νυχ τικό, κρατώντας νυσταγμένα μιά ράβδο άπό πλεγμένες παπαρούνες.) Ο ΠΑΤΗΡ ΦΕΡΡΕύ: (Χασμουριέται, υστέρα φάλλει μέ βραχ νή φωνή.) Namine, Jacobs Vobiscuits. Amen. ΤΖΩΝ Ο’ΚΟΝΝΕΛΛ: (Μέ μουγκρητά σειρήνας στό μεγάφωνό του.) Πάτρικ Τ. Ντίγκναμ, άποβιώσας. ΠΑΝΤΥ ΝΤΙΓΚΝΑΜ: (Τεντώνει τό αύτί καί ξαφνιάζεται.) ‘Αρμονικές. (Σέρνεται μέ τήν κοιλιά καί βάζει τό αύτί του στό χ ώμα.) Ή φωνή τού κυρίου μου! ΤΖΩΝ Ο’ΚΟΝΝΕΛΛ: Καταχ ώρησις ένταφιασμού, έντυπον ύπ’ άρ. Φά. Τήν. ’Ογδόντα πέντε χ ιλιάδες. Τμήμα δέκατον έβδομον. Οίκος Κλειδιών. Τάφος εκατόν ενα. (Ό Πάντυ Ντίγκναμ άκούει μ ’ εμφανή προσπάθεια καί σκέφτεται τεντώνοντας τήν ουρά του καί στυλώνοντας τ’ αύτιά του.) ΠΑΝΤΥ ΝΤΙΓΚΝΑΜ: Προσευχ ηθείτε διά τήν άνάπαυσιν τής ψυχ ής αύτού. (’Αρχ ίζει νά τρυπώνει μέσα σέ μιά καταπακτή, τό καφετί του σάβανο μέ λυμένη τή ζώνη του σέρνεται πίσω του πάνω στά χ αλίκια πού τρίζουν. Πίσω του ενας παχ ύς πόντικας, ενας παππούς, τόν άκολουθείμέ πόδια όμοια μέ μανιτάρια, σάν χ ελώνα κάτω άπό γκρίζο καύκαλο. Άκούγεται ή φωνή τού Ντίγκναμ νά γαυγίζει υπόκωφη κάτω άπό τό χ ώμα: Ό Ντίγκναμ πέθανε καί εφυγε στά βαθειά. Ό Τόμ Ρόσφορντ, μέ κόκκινο γιλέκο, κασκέτο καί παντελόνι, πηδάει άπό τή μηχ ανή του μέ τίς δυό στήλες.) ΤΟΜ ΡΟΣΦΟΡΝΤ: (Υποκλίνεται μέ τό χ έρι στό στήθος.) Ό Ρουβήμ Τζ. ‘Ένα φλωρίνι, άν τόν βρώ. (Μέ άποφασιστικό βλέμμα καρφωμένο στήν καταπακτή.) Τώρα ήρθε ή δίκιά μου ή σειρά. ’Ακολουθήστε με μέχ ρι τού Κάρλοου. ( Έκτελεί ενα εντυπωσιακό πήδημα σολομού στόν άέρα καί χ άνεται μέσα στήν καταπακτή. Δύο δίσκοι πάνω στίς στήλες πάλλονται καί κινούν δυό μάτια σάν μηδενικά. “Ολα σβήνουν. Ό Μπλούμ γι ’ άλλη μιά φορά προχ ωρεί παρακάτω. Σταματάει μπροστά σ’ ενα φωτισμένο σπίτι καί άφουγκράζεται. Τά φιλιά ξεπετιούνται άπό τίς φωλιές τους καί πετάνε ολόγυρά του, τερετίζοντας, τιτιβίζοντας, γουργουρίζοντας. )
ΤΑ ΦΙΛΙΑ: (Τερετίζουν.) Λέο! (Τιτιβίζουν.) Παραγεμισμένα, γλειμμένα, γαλακτωμένα, μουσκεμένα γιά τόν Λέο! (Γουργουρίζουν.) Γιάμ Γιάμ! Γιώμ γιώμ! (Τερετίζουν.) Κούμ κούμ καρά κούμ κούμ! Πιρουέττα! Λεοποπόλντ! (Τιτιβίζουν.) Λεολελέ! (Τερετίζουν.) Ω, Λέο! (Βουίζουν, πετάνε γύρω του, κάθονται στά ρούχ α του, έλαφριά, ολόλαμπρα, ζαλιστικά χ ρώματα, άσημένιες πούλιες.) ΜΠΛΟΥΜ: ’Ανδρικό χ έρι. Μουσική θλιβερή. Εκκλησιαστική μουσική. Πιθανώς έδώ. (Ή Ζωή Χίγγινς, μιά νεαρή πόρνη μέ φόρεμα άπό ζαφείρια πού συγκρατείται άπό τρεις μπρούντζινες άγκράφες καί στενό μαύρο βελούδινο ύφασμα γύρω στό λαιμό της, τού χ άνει νόημα, κατεβαίνει έλαφριά τά σκαλοπάτια τής εισόδου καί τόν διπλαρώνει.) ΖΩΗ: Ψάχ νετε γιά κάποιον; Είναι μέσα μέ τό φίλο του. ΜΠΛΟΥΜ: Είναι τής κυρίας Μάκ έδώ; ΖΩΗ: ’Όχ ι, στό ογδόντα ενα. Έδώ είναι τής κυρίας Κοέν. Υπάρχ ουν καί χ ειρότερα. Στή μαμά Φέξε-μου-καίγλίστρησα. (Μέ οικειότητα.) ’Απόψε έπιασε δουλειά καί ή ίδια, παρέα μέ τόν κτηνίατρό της, τόν πληροφοριοδότη της, αύτόν πού τής πασάρει τ’ άλογα πού θά κερδίσουν στίς ιπποδρομίες γιά νά πληρώσει τά δίδακτρα τού γιού της πού σπουδάζει στήν ’Οξφόρδη. Δουλεύει ύπερωρίες, άλλά σήμερα τής γύρισε ή τύχ η. (Καχ ύποπτα.) Δέν είσαστε ό πατέρας του, ετσι; ΜΠΛΟΥΜ: Καί βέβαια όχ ι! ΖΩΗ: Καί οί δυό σας φοράτε μαύρα. Λοιπόν τί γίνεται; Τό ποντικάκι μου εχ ει φαγούρες άπόψε; (Τό δέρμα του, σ’ εγρήγορση, νιώθει τό πλησίασμα τούχ αδιού της. “Ενα χ έρι γλιστράει στό άριστερό του μερί.) ΖΩΗ: Πού βρίσκονται τά καρύδια; ΜΠΛΟΥΜ: Άπό τήν άπέξω μεριά. Περιέργως δεξιά. Βαρύτερα, ύποθέτω. Μιά στό εκατομμύριο, οπως λέει ό ράφτης μου, ό Μηζάιας. ΖΩΗ: (Μέ αιφνίδιο τρόμο.) Μά τήν πίστη μου, έχ εις συφιλιδικό έλκος. ΜΠΛΟΥΜ: Αποκλείεται! ΖΩΗ: Τό νιώθω. (Τό χ έρι της βυθίζεται στήν αριστερή τσέπη τού παντελόνιού τού Μπλούμ καί βγαίνει κρατώντας μιά πατάτα σκληρή, μαύρη καί παραγεμισμένη. Κοιτάζει τόν Μπλούμ καί τήν πατάτα μέ ανοιχ τό στόμα καί υγρά χ είλη.) ΜΠΛΟΥΜ: Πρόκειται περί φυλαχ τού. Οικογενειακό κειμήλιο. ΖΩΗ: Θά τό δώσεις στή Ζωή; Μπορώ νά τό κρατήσω; Θά είμαι τόσο εύγενική. Μπορώ;
(Βάζει μέ απληστία τήν πατάτα σέ μιά τσέπη καί υστέρα τόν πιάνει άπό τό μπράτσο καί τρίβεται πάνω του μέ νάζι καί θέρμη. Αύτός χ αμογελάει άνήσυχ α. Από κάπου άρχ ίζει ν’ ακούγεται μιά ανατολίτικη μουσική. Κοιτάζει μέσα στό κιτρινόμαυρο κρύσταλλο τών ματιών της, πού είναι υπογραμμισμένα μέ ρίμελ. Καταφέρνει νά χ αμογελάσει.) ΖΩΗ: Θά μέ γνωρίσεις τήν άλλη φορά. ΜΠΛΟΥΜ: (Απελπισμένα.) Ποτέ δέν άγάπησα μιά τρυφερή άντιλόπη χ ωρίς νά είναι βέβαιο ότι… ( Αντιλόπες χ οροπηδάνε πάνω στά βουνά καθώς βόσκουν. Κοντά τους βρίσκονται λίμνες. Στίς όχ θες τους παρατάσσονται οί μαύρες σκιές τών κέδρων. ‘Ένα άρωμα ύφώνεται, σάν θυμίαμα, έντονη μυρωδιά άπό ρετσίνι. Ή ανατολή καίγεται, ό ζαφειρένιος ούρανός καλύπτεται άπό χ άλκινα φτερά άετών. Άπό κάτω άπλώνεται ή θηλυκούπολη, γυμνή, λευκή, άσάλευτη, δροσερή, πολυτελής. “Ενα συντριβάνι φιθυρίζει άνάμεσα σέ τριαντάφυλλα τής Δαμασκού. Υπερμεγέθη τριαντάφυλλα μιλάνε φιθυριστά γιά πορφυρούς άμπελώνες. ‘Ένα κρασί ντροπής, λαγνείας, αίματος ξεχ ύνεται μουρμουρίζοντας εναν παράξενο φίθυρο.) ΖΩΗ: (Μουρμουρίζει μιά μουσική μελωδία, τά χ είλη της της όδαλίσκης γλυκάλειμμένα μέ άλοιφή άπό χ οιρινό λίπος καί άνθόνερο.) Schorach ani wenowach, benoith Hierushaloim. ΜΠΛΟΥΜ: (Γοητευμένος.) Άπό τήν προφορά σάς κατάλαβα πώς είσαστε άπό καλή πάστα. ΖΩΗ: Καί ξέρεις πού πήγε ό νούς μου; (Δαγκώνει απαλά τό αύτί του μέ μικρά βουλωμένα μέ χ ρυσάφι δόντια στέλνοντάς του μιάν άνάσα γεμάτη μπαγιάτικο σκόρδο. Τά τριαντάφυλλα άποτραβιούνται καί άποκαλύπτουν ενα κενοτάφιο τού θησαυρού τών βασιλιάδων καί τά κονιορτοποιημένα κόκκαλά τους.) ΜΠΛΟΥΜ: (Κάνει ενα βήμα πρός τά πίσω, καθώς χ αίδεύει μηχ ανικά μέ μιάν άδέξια έπίπεδη παλάμη τό δεξί της στήθος.) Είσαι άπό τό Δουβλίνο; ΖΩΗ: (Πιάνει επιδέξια μιά τρίχ α καί τήν τακτοποιεί στόν κότσο της.) “Οχι δά. Είμαι Εγγλέζα. Μήπως εχ εις νά καπνίσω; ΜΠΛΟΥΜ: {“Οπως καί πρίν.) Σπανίως καπνίζω, καλό μου κορίτσι. Κάνα πούρο κάπου κάπου. Γελοία εφεύρεση. {Μέ λαγνεία.) Τό στόμα μπορεί νά βρεί καλύτερες άπολαύσεις άπ’ ό,τι μ’ εναν κύλινδρο τσαγκού χ όρτου. ΖΩΗ: Συνέχ ισε, τράβα μας μιά διάλεξη. ΜΠΛΟΥΜ: {Μέ κοτλέ έργατική φόρμα, μαύρη μπλούζα μέ κόκκινη φαρδειά γραβάτα καί κασκέτο άπάχ η.) Τό άνθρώπινο γένος είναι άδιόρθωτο. Ό σέρ Γουώλτερ Ράλεί, αύτός εφερε άπό τόν νέο κόσμο τήν πατάτα καί αύτό τό φυτό, τό ενα άπορροφά καί σκοτώνει τήν επιδημία καί τό άλλο δηλητηριάζει τά αύτιά, τά μάτια, τήν καρδιά, τή μνήμη, τή θέληση, τήν άντίληψη, ολα. Δηλαδή, αύτός εφερε τό δηλητήριο έκατό χ ρόνια πρίν άπό έκείνον τόν άλλο, πού δέν θυμάμαι τό όνομά του, εκείνον πού εφερε τό φυτό τής τροφής. Τήν αύτοκτονία. Τά ψεύδη. “Ολες μας τίς έξεις. “Οποιος εχ ει αντίρρηση άς ρίξει μιά ματιά στά πολιτικά μας ήθη!
(Κωδωνοκρουσίες τού μεσονυκτίου άπό άπόμακρα καμπαναριά.) ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΟΚΡΟΤΣΙΕΣ: Γύρνα πίσω, Λεοπόλδε! Λόρδε Δήμαρχ ε του Δουβλίνου! ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ στολή καί αλυσίδα δημοτικού Συμβούλου.) Εκλογείς τής άποβάθρας ’Άρραν, τής άποβάθρας ’Ίννς, τής Ροτούντα, του Μάουντζού, τού Νόρθ Ντόκ, σάς λέγω ότι είναι καλύτερον νά ύπάρχ ει μιά τροχ ιοδρομική γραμμή ή όποία νά συνδέει τήν ζωαγορά μέ τό ποτάμι. Αύτό είναι ή μουσική τού μέλλοντος. Αύτό είναι τό πρόγραμμά μου. Cui bono? “Ομως, οί πειρατές Βαντερντέκενς μέ τό πλοίο φάντασμα τού χ ρήματος… ΕΝΑΣ ΕΚΛΟΓΕΑΣ: Τρεις φορές ζήτω γιά τόν μελλοντικό μας δημοτικό άρχ οντα! (Ή Άουρόρα μπορεάλις τής λαμπαδηφορίας ξεπετάγεται.) ΟΙ ΛΑΜΠΑΔΗΦΟΡΟΙ: Ζήτωωωω! ( Άρχ ετοί νοιχ οχ υραίοι, άρχ ετά ύφηλά πρόσωπα καί επίτιμοι δημότες τής πόλεως άνταλλάσσουν χ ειραφίες μέ τόν Μπλούμ καί τόν συγχ αίρουν. ‘Ο Τίμοθυ Χάρρινγχ τον, τρεις φορές Λόρδος Δήμαρχ ος τού Δουβλίνου, επιβλητικός στό πορφυρό δημαρχ ιακό του ένδυμα, μέ χ ρυσή αλυσίδα καί μεταξωτή λευκή γραβάτα, συσκέπτεται μέ τόν σύμβουλο Λόρκαν Σέρλοκ, τόν άντιδήμαρχ ο. Καί οί δυό γνέφουν έπιδοκιμαστικά.) ΛΟΡΔΟΣ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΧΑΡΡΙΝΓΚΤΟΝ: (Μέ πορφυρή έσθήτα, μέ τό σκήπτρο, τή χ ρυσή άλυσίδα καί τήν πλατειά λευχ ή μεταξωτή γραβάτα.) Ό λόγος τού δημοτικού συμβούλου σέρ Λέο Μπλούμ, νά έκτυπωθή δαπάναις τών δημοτών. Ή οικία εις τήν οποίαν ουτος έγεννήθη νά διακοσμηθή μέ αναμνηστικήν πλάκα καί ή όδός, ή μέχ ρι σήμερον γνωστή ώς όδός Εντευκτηρίου τών ’Αγελάδων, ή παρακειμένη εις τήν οδόν Κόρκ, άπό τούδε νά μετονομασθεί εις βουλεβάρτον Μπλούμ. ΣΤΜΒΟΤΛΟΣ ΛΟΚΑΝ ΣΕΡΛΟΚ: Ή πρότασις γίνεται όμοφώνως άποδεκτή. ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ πάθος.) Ποιον είναι τό ένδιαφέρον αύτών τών ιπταμένων ’Ολλανδών ή τών ψευδομένων ’Ολλανδών, πού ξαπλωμένοι στά μαλακά μαξιλάρια τής πρύμνης τους παίζουν ζάρια; Τά μηχ ανήματα, αύτά είναι ή Ιγνοια τους, ή χ ίμαιρά τους, ή πανάκειά τους. Μηχ ανήματα πού άντικαθιστούν τήν εργασία, σφετερισταί τής έργασίας, βδέλλαι πού άπομυζούν, τέρατα κατασκευασθέντα πρός άμοιβαίαν έξολόθρευσιν, χ υδαία προίόντα άδηφάγους ορδής καπιταλιστών, οίτινες επιπίπτουν έπί τής έκπορνευομένης, λόγω τής αδηφάγου όρέξεώς των, ήμετέρας εργασίας. Ό πτωχ ός αποθνήσκει έκ πείνης, ένώ αύτοί έκθρέφουν τάς παχ ειάς όρεινάς έλάφους αύτών ή πυροβολούν φασιανούς καί πέρδικας, τυφλωμένοι έκ τού πάθους τού πλούτου καί τής ισχ ύος. “Ομως ήγγικεν ή ώρα αύτών, ή βασιλεία αύτών καί ή λεία των παρέρχ εται, παρέρχ εται, παρέρ… (Παρατεταμένα χ ειροκροτήματα. Κατάρτια βενετσιάνικα, γαίτανάκια, καίάφίδες θριάμβου ξεπετιούνται. “Ενα πανώ κρεμιέται άπό τήν μιά πλευρά τού δρόμου ώς τήν άλλη μέ τήν έπιγραφή Cead Mile Failte καί Mah Ttob Melek Israel. “Ολα τά παράθυρα γεμίζουν άπό περίεργους, κυρίως κυρίες. Κατά μήκος τού δρόμου τά συντάγματα τών Βασιλικών Τυφεκιοφόρων τού Δουβλίνου, τών Βασιλικών ’Ακριτών τής Σκωτίας, τών Βουνήσιων τού Κάμερον καί τών Ούαλλών Τυφεκιοφόρων είναι παρατεταγμένα σέ στάση προσοχ ής διά νά συγκρατήσουν τά πλήθη. Παιδιά τού γυμνασίου κρέμονται άπό τούς φανοστάτες, τίς τηλεγραφικές κολώνες, τά περβάζια τών παραθύρων, τίς
γωνίες, τίς υδρορροές, τίς καμινάδες, τά κιγκλιδώματα, τά λούκια, σφυρίζοντας καί ζητωκραυγάζοντας. Εμφανίζεται ή στήλη τού νέφους. Άπό μακριά, μιά στρατιωτική μπάντα άπό πίφερα καί τύμπανα άκούγεται νά παίζει τή μουσική τού Kol Nidre. Οί έκτελεστές πλησιάζουν μέ ύφωμένους αύτοκρατορικούς άετούς, λάβαρα πού άνεμίζουν καί βάγια τής άνατολής πού κυματίζουν. Ύφώνεται ή χ ρυσελεφάντινη παπική σημαία, τριγυρισμένη άπό στενόμακρα λάβαρα τού δήμου. Πλησιάζει ή κεφαλή τής πομπής, μέ προπορευόμενον τόν Τζών Χάουαρντ Πάρνελλ, τελετάρχ ην, μέ ένδυμα πού άναπαριστά μιά σκακιέρα, τόν Συνεχ ιστή τού Άθλου καί Βασιλέα τών οπλών τού Ουλστερ. Ακολουθούν ό εντιμότατος Τζόζεφ Χάτσκινσον, Λόρδος Δήμαρχ ος τού Δουβλίνου, ό Αόρδος Δήμαρχ ος τού Κόρκ, οί έζοχ ότητές τους οί Δήμαρχ οι τού Αίμερικ, τού Γκάλγουεύ, τού Σκλάιγκο καί τού Γουώτερφορντ, είκοσι οκτώ ‘Ιρλανδοί μέλη τής Βουλής τών Αόρδων, οί καπετάνιοι, οί προύχ οντες καί οι μαχ αραγιάδες μέ τίς εθνικές τους ενδυμασίες, τό Σώμα Πυροσβεστών τού Δουβλίνου, ή σύνοδος τών άγιων τής οικονομικής ζωής κατά πλουτοκρατικήν τάξιν προτεραιότητος, ό επίσκοπος τού Ντάουν καί Κόννορ, ή Έξοχ ότης του ό Καρδινάλιος Μάικλ Αόγκ, άρχ ιεπίσκοπος τού Άρμαγκ καί άπάσης τής Ιρλανδίας, ή Χάρις του ό αίδεσιμώτατος δρ Γουίλλιαμ Άλεξάντερ, άρχ ιεπίσκοπος τού Άρμα καί άπάσης τής Ιρλανδίας, ό άρχ ιραββίνος, ό πρόεδρος τής Πρεσβυτεριανής ’Εκκλησίας, οί έπικεφαλής τών δογμάτων τών βαπτιστών, άναβαπτιστών, μεθοδιστών, Μοραβιανών καί ό επίτιμος γραμματεύς τής Εταιρείας τών Κουάκερων. Έν συνεχ εία βαδίζουν αί ενώσεις, τά σωματεία, οί εθνοφρουρές, μέ ύφωμένα λάβαρα: οί βαρελάδες, οί έκτροφείς περιστεριών, οί μυλοτεχ νίτες, οί διαφημιστικοί πράκτορες, οί γραφείς δικηγόρων, οί χ ειρομαλάκτες, οί ταβερνιάρηδες, οί κηλεπιδεσμοποιοί, οί καπνοδοχ οκαθαριστές, οί έργάτες ραφιναρίσματος μαγειρικού λίπους, οί ύφαντές ποπλίνας, οί πεταλωτές, οί Ιταλοί άποθηκάριοι, οί διακοσμητές εκκλησιών, οί κατασκευαστές καλαποδιών υποδημάτων, οί εργολάβοι κηδειών, οί έμποροι μετάξης, οί τεχ νίτες τής πέτρας, οί πωλητές πλειστηριασμών, οί πωματοποιοί, οί πραγματογνώμονες πυρασφαλείων, οί βαφείς καί οί χ αθαριστές, οί έμφιαλωτές μπύρας δι ` εξαγωγήν, οί έχ δορείς, οί έχ τυπωτές έτιχ ετών, οί χ αράχ τες σφραγίδων καί οικοσήμων, οί υπάλληλοι ίπποφορβίών, οί έμποροι πολυτίμων μετάλλων, οί προμηθευτές ειδών κρίκετ καί τοξοβολίας, οί κοσκινάδες, οί παραγγελιοδόχ οι αυγών καί πατάτας, οί πωλητές καλτσών καί γαντιών, οί εργολάβοι σωληνώσεων. Κατόπιν επονται οί εύγενείς τής Κρεβατοκάμαρας, τής Μελαίνης Ράβδου, τής Καλτσοδέτας, τής Χρυσής Μπαγκέτας, ό Μέγας Ίππεύς, ό Λόρδος Μέγας ’Αρχ ιθαλαμηπόλος, ό Μέγας Στρατάρχ ης, ό Αρχ ιαστυνόμος, όστις μετέφερε τό ξίφος τού κράτους, τό σιδερούν στέμμα τού Αγίου Στεφάνου, τό δισκοπότηρον καί τήν Βίβλον. Τέσσερις πεζοπόροι σαλπιγκτές σαλπίζουν διαπεραστικά καλέσματα. Οί σαλπιγκτές τής Βασιλικής Φρουράς άπαντούν μέ σαλπίσματα καλωσορίσματος. Κάτω άπό μιάν άφίδα θριάμβου έμφανίζεται ό Μπλούμ άσκεπής, μέ μανδύα άπό κρεμεζί βελούδο γαρνιρισμένο μ ’ έρμίνα, κρατεί τή ράβδο τού Αγίου Έδουάρδου, τή σφαίρα καί τό σκήπτρο μέ τήν περιστερά καί τό ξιφίδιον. Ιππεύει σ’ ενα ολόλευκο άλογο μέ μακριά κυματιστή κατακόκκινη ουρά, στολισμένο πλούσια μέ χ ρυσοποίκιλτα φάλαρα. ”Εξαλλος ενθουσιασμός. Οί κυρίες άπό τά μπαλκόνια τόν ραίνουν μέ βροχ ή άπό ροδοπέταλα. ‘Ο άέρας είναι άρωματισμένος μέ πολύτιμα άρώματα. Οί άνδρες επευφημούν. Οί άκόλουθοι τού Μπλούμ τρέχ ουν άνάμεσα στούς θεατές μέ κλαδιά άπό άσπράγκαθα καί σχ ίνα.) ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ ΤΟΤ ΜΠΛΟΥΜ: Στ’ άσπράγκαθα, στά σκινα ό βασιλιάς τών πουλιών. Στή γιορτή τού Άι-Στεφάνου πιάστηκε στά σκινα.
ΕΝΑΣ ΣΙΔΕΡΑΣ: (Μουρμουρίζει.) Δόξα σοι ό Θεός! Αύτός είναι ό Μπλούμ; Μόλις πού δείχ νει τά τριάντα ενα χ ρόνια του. ΕΝΑΣ ΠΛΑΚΑΤΖΗΣ: Νά τος ό διάσημος Μπλούμ, ό μεγαλύτερος μεταρρυθμιστής τού κόσμου. Άποκαλυφθειτε! (“Ολοι βγάζουν τά καπέλα τους. Οί γυναίκες μουρμουρίζουν έρεθισμένες.) ΜΙΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟΥΧΟΣ: (Πλουσίως.) Δέν είναι απλώς θαυμάσιος; ΜΙΑ ΕΥΓΕΝΗΣ: (Εύγενικά.) Τί καί τί θά εχ ει ιδωμένα! ΜΙΑ ΦΕΜΙΝΙΣΤΡΙΑ: (Αντρίκεια.) Καί καμωμένα! ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΩΝ: Τί κλασικό πρόσωπο! Μέτωπο στοχ αστή. (Ό καιρός μοιάζει στόν Μπλούμ. Στά βορειοδυτικά έμφανίζεται μιά ηλιακή έκρηξη.) Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ TOT ΝΤΑΟΥΝ ΚΑΙ ΚΟΝΝΟΡ: Σάς παρουσιάζω τόν ύμέτερον αύτοκράτοραπρόεδρο καί τόν αυθεντικόν πρόεδρον-βασιλέα, τόν πλέον γαλήνιον καί κραταιόν καί ίσχ υρότατον κυβερνήτην τού βασιλείου τούτου. ‘Ο Θεός σώζοι τόν Λεοπόλδον τόν Πρώτον! ΟΛΟΙ: Ό Θεός σώζοι τόν Λεοπόλδον τόν Πρώτον! ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ χ ιτώνα και πορφυρό μανδύα, απευθύνεται μέ αξιοπρέπεια πρός τόν επίσκοπο τού Ντάουν καί Κόννορ.) Σάς εύχ αριστώ, εξοχ ότατε κύριε. Ο ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΑΡΜΑ: (Μέ πορφυρό πουκάμισο καί εκκλησιαστικόν πίλον.) Αναλαμβάνετε τήν ύποχ ρέωσιν οπως, κατά τήν άσκησιν τών καθηκόντων σας, εις άπασαν τήν ’Ιρλανδίαν καί τάς έξαρτωμένας έξ αύτής περιοχ άς, έμπνέεσθε άπό τήν δικαιοσύνην καί τήν επιείκειαν; ΜΠΛΟΥΜ: (‘Ορκίζεται μέ τό δεξί χ έρι του πάνω στούς δρχ εις του.) Τό ορκίζομαι ενώπιον τού Ύψίστου. ’Αναλαμβάνω τήν ύποχ ρέωσιν οπως πράττω παρομοίως. Ο ΜΑίΚΛ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΑΡΜΑ: (’Αδειάζει μιά λήκυθο μέ μπριγιαντίνη στό κεφάλι τού Μπλούμ.) Gaudium magnum annuntio vobis. Habemus carneficem. Χρίεται ο Λεοπόλδος, Πατρίκιος, Άνδρέας, Δαβίό, Γεώργιος! (Ό Μπλούμ ενδύεται μ ’ ενα μανδύα χ ρυσού υφάσματος καί φοράει δαχ τυλίδι μέ ρουμπίνι. Ανεβαίνει καί ία ζαται επί τού λίθου τής ειμαρμένης. Τά μέλη τής Βουλής τών Αόρδων φορούν ταυτόχ ρονα τά είκοσι οκτώ τους στέμματα. Χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες άκούγονται άπό ας εκκλησίες τού Ίησού, τού Αγίου Πατρικίου, τού Αγίου Γεωργίου, καί τού χ αρούμενου Μαλαχ άιντ. Από τήν εμποροπανήγυριν Μάιρους εκτοξεύονται πρός ολες τίς κατευθύνσεις πυροτεχ νήματα μέ συμβολικά φαλλοπυροτεχ νικά σχ έδια. Τά μέλη τής Βουλής τών Λόρδων άποδίδουν τιμάς/ ‘εναςενας πλησιάζει καί ύποκλίνεται λυγίζοντας τό γόνατο.) ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΛΟΡΔΩΝ: Καθίσταμαι διά βίου ύμέτερος υπήκοος καί ύπόσχ ομαι πίστιν καί άφοσίωσιν.
(Ό Μπλούμ ύφώνει τό δεξί του χ έρι έπί τού οποίου σπινθηροβολεί ό Κόχ -ιΝόορ. Τό ιππάριό του χ λιμιντρίζει. Ξαφνική σιωπή. Οί διεθνείς καί οί διαπλανητικοί τηλεγραφικοί πομποί είναι έτοιμοι νά δεχ θούν τό μήνυμα.) ΜΠΛΟΥΜ: ‘Υπήκοοί μου! Διά τής παρούσης άναγγέλλομεν τόν διορισμόν τού πιστού μας πολεμικού ίππου Copula Felix ώς κληρονομικού Μέγα Βεζύρη καί άναγγέλλομεν ότι άπό σήμερον άποπέμπομεν τήν πρώτην ήμών σύζυγον καί παραχ ωρούμε τήν βασιλικήν μας χ είρα εις τήν πριγκήπισσαν Σελήνη, τό στολίδι τής νύχ τας. (Ή πρώτη μοργανατική σύζυγος τού Μπλούμ μεταφέρεται έν τάχ ει είς κλούβαν απορριμμάτων. Ή πριγκήπισσα σελήνη, μέ φόρεμα σέ χ ρώμα σεληνόφωτος, τό κεφάλι στολισμένο μέ ασημένιο μισοφέγγαρο, κατέρχ εται άπό μιά φορητή πολυθρόνα πού μεταφέρουν δύο γίγαντες. Εκρηξις χ ειροκροτημάτων.) ΤΖΩΝ ΧΑΟΥΑΡΝΤ ΠΑΡΝΕΛΛ: ( Ύφώνει τόν βασιλικό θυρεό.) Ό ένδοξος Μπλούμ! Ό συνεχ ιστής τού έργου τού διάσημου άδερφού μου! ΜΠΛΟΥΜ: (’Αγκαλιάζει τόν Τζών Χάουαρντ Πάρνελλ.) Σας εύχ αριστούμε έκ βάθους καρδίας, Τζών, δι’ αύτήν τήν άληθώς βασιλικήν ύποδοχ ήν είς τήν πράσινην ’Έριν, τήν γή τής επαγγελίας τών κοινών μας προγόνων.
(Τού προσφέρονται τά δικαιώματα τού πολίτου ύπό μορφήν χ άρτας. Τού παραδίδονται τά κλειδιά τής πόλεως τού Δουβλίνου, σταυρωτά πάνω σ’ ενα κρεμεζίμαξιλαράκι. Δείχ νει σ’ ολους ότι φοράει πράσινες κάλτσες.) ΤΟΜ ΚΕΡΝΑΝ: Ή Ύμετέρα Έντιμότης τό δικαιούται πλήρως. ΜΠΛΟΥΜ: Σάν σήμερα, πρίν είκοσι χ ρόνια νικήσαμε τόν κληρονομικόν μας εχ θρόν είς τό Αέηντισμιθ. Τά ήμέτερα πολυβόλα καί επαναληπτικά πυροβόλα, φορτωμένα πάνω στίς καμήλες, έκαναν θραύση. Έμπρός, πρός τόν θάνατον ή τήν δόξαν! Επιτίθενται! Τό παν νύν άπόλλυται! Θά ύποχ ωρήσωμεν; ’Όχ ι! Έπίθεσις κατά μέτωπον! Έμπρός! Θά έπιτεθώμεν! Τό έλαφρόν ιππικόν μας, άναπτυσσόμενον είς τό άριστερόν, σαρώνει τά ύφώματα τής Πλέβνας, καί οί ήμέτεροι ιππείς, έκφέροντες τήν πολεμικήν κραυγήν Bonafide Sabaoth, περνούν διά στόματος μαχ αίρας τούς Σαρακηνούς πυροβολητάς μέχ ρι τού τελευταίου. Η ΣΥΝΤΕΧΝΙΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΩΝ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ: Μπράβο! Μπράβο! Ο ΤΖΩΝ ΓΟΥΑΙΖ ΝΟΛΑΝ: ’Ιδού ό άνθρωπος πού φυγάδευσε τόν Τζαίημς Στήβενς. ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ: Μπράβο! ΕΝΑΣ ΓΗΡΑΙΟΣ ΔΟΥΒΛΙΝΕΖΟΣ: Τιμάτε τήν χ ώρα σας, κύριε, αύτό κάνετε. ΜΙΑ ΠΩΛΗΤΡΙΑ ΜΗΛΩΝ: Είναι ό άνθρωπος πού χ ρειάζεται ή ’Ιρλανδία. ΜΠΛΟΥΜ: ’Αγαπητοί μου υπήκοοι, νέα έποχ ή άνατέλλει. Έγώ, ό Μπλούμ, άληθώς λέγω ύμίν, ήγγικεν ή ώρα. Ναί, έπί τώ λόγω τού Μπλούμ, πρίν παρέλθει ικανός χ ρόνος θά είσέλθομεν είς τήν μέλλουσαν νά γεννηθεί χ ρυσήν πόλιν, είς τήν νέαν Μπλουμσαλήμ τής Νόβα Ίμπέρνια τού μέλλοντος. (Τριάντα δύο τεχ νίτες οικοδόμοι, φέροντες κονκάρδες καί προερχ όμενοι άπό ολες τίς κομητείες τής ’Ιρλανδίας, ύπό τήν καθοδήγηση τού εργολάβου Ντέργουαν κτίζουν τή νέα Μπλουμσαλήμ. Πρόκειται γιά κολοσσιαίο οίκοδόμημα μέ στέγη άπό κρύσταλλο πού εχ ει τό σχ ήμα γιγάντιου γουρουνίσιου νεφρού καί περιλαμβάνει σαράντα χ ιλιάδες δωμάτια. Κατά τήν πορεία τής επέκτασής του κατεδαφίζεται ικανός άριθμός άκινήτων καί μνημείων. Οι διάφορες κρατικές ύπηρεσίες μεταφέρονται προσωρινά στίς άποθήκες τών σιδηροδρόμων. Μερικές κατοικίες κυριολεκτικά κατεδαφίζονται έξ ολοκλήρου. Οί ένοικοι στεγάζονται σέ βαρέλια καί σέ κασόνια εμπορευμάτων, όλα μαρκαρισμένα μέ κόκκινα άρχ ικά, Α. Μ. Διάφοροι δυστυχ ισμένοι πέφτουν άπό μιά σκάλα. ‘Ένα τμήμα τών τειχ ών τού Δουβλίνου, υπερφορτωμένο άπό πιστούς περιέργους, καταρρέει.) 0Ι ΠΕΡΙΕΡΓΟΙ: (Πεθαίνοντας.) Morituri te salutant.(Πεθαίνουν.) (“Ενας άνθρωπος μέ καφέ άδιάβροχ ο ξεπηδά άπό μιά καταπακτή. Δείχ νει μέ προτεταμένο δάχ τυλο τόν Μπλούμ.) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ: Μήν δίνετε καθόλου πίστη σέ ό,τι σάς λέγει. Αύτός ό άνθρωπος είναι ό Λεοπόλδος ’Αδιάβροχ ος, ό περιώνυμος εμπρηστής. Τό πραγματικό του όνομα είναι Χίγγινς.
ΜΠΛΟΥΜ: Πυροβολήστε τον! Χριστιανικό παλιόσκυλο! Φτάνει πιά μέ τόν ’Αδιάβροχ ο! (Μιά κανονιά. Ό άνθρωπος μέ τό άδιάβροχ ο εξαφανίζεται. Ό Μπλούμ κτυπάει μέ τό σκήπτρο του τίς παπαρούνες. ’Αναγγέλλεται ό άκαριαίος θάνατος πολλών ισχ υρών εχ θρών, κτηνοτροφών, μελών τού Κοινοβουλίου, μελών τών διαρκών επιτροπών. Ή προσωπική φρουρά τού Μπλούμ διανέμει χ ρηματικά βοηθήματα, άναμνηστικά μετάλλια, άρτους καί ίχ θ&ίς, σήματα ένδείξεως εγκράτειας, πανάκριβα πούρα μάρκας Χένρυ Κλαίη, δωρεάν κόκκαλα πρός παρασκευήν σούπας, έλαστικά προφυλακτικά κλεισμένα σέ φακελάκια καί δεμένα μέ χ ρυσή κλωστή, καραμέλες, ζαχ αρόπηκτα άπό άνανά, ερωτικές επιστολές διπλωμένες σάν δίκοχ α χ ωροφυλάκων, έτοιμα κοστούμια, γαβάθες μέ βουτυροφημένο βοδινό, φιάλες μέ υγρό άπολύμανσης μάρκας Τζέης, γραμματόσημα, παραχ ωρητήρια άφέσεως άμαρτιών διαρκείας σαράντα ημερών, κίβδηλα νομίσματα, χ οιρινά λουκάνικα άπό οίκόσιτα ζώα, εισιτήρια έλευθέρας εισόδου γιά τά θέατρα, διαρκή εισιτήρια έλευθέρας κυκλοφορίας σ’ όλες τίς γραμμές τροχ ιοδρόμων, λαχ εία τού βασιλικού καί προνομιακού ουγγρικού λαχ είου, κουπόνια γιά γεύματα μίας πέννας, λαίκές εκδόσεις τών Δώδεκα Χειρότερων Βιβλίων τού κόσμου: Ό Φρόγκυ καί ό Φρίτς (πολιτικό), ή φροντίδα τού νηπίου (νηπιακό), Πενήντα γεύματα τών εφτά σελλινίων καί εξι πεννών (μαγειρικό), Είναι ό Ιησούς ενας ηλιακός μύθος; (ιστορικό), Ό τρόπος άπαλλαγής έκ τών άλγών (ιατρικό), Παιδική ’Επιτομή τού Σύμπαντος (κοσμικό), Έλατε νά γελάσουμε (κωμικό), Τό Έγκόλπιον τού Δημοσιογράφου (δημοσιογραφικό), Οί Ερωτικές Επιστολές μιάς Μητέρας (ερωτικό), Τί θά πρέπει νά γνωρίζετε τούς ’Αστέρες (αστρονομικό), Τραγούδια πού αγγίζουν τήν Ψυχ ή (μελωδικό), Πώς νά γίνετε εκατομμυριούχ οι διά τής άποταμιεύσεως (φιλαργυρικό). Γ ενική άναταραχ ή καί όχ λοβοή. Γυναίκες όρμούν σπρώχ νοντας μέ σκοπό ν’ άγγίξουν τόν ποδόγυρο τού μανδύα τού Μπλούμ. Ή λαίδη Γκουέντολεν Ντιούμεντατ καταφέρνει νά ξεφύγει άπό τό σωρό καί πηδώντας πάνω στό άλογο τού Μπλούμ, έν μέσω γενικού ένθουσιασμού, τόν άσπάζεται καί στά δυό μάγουλα. Μιά λάμψη μαγνησίου. Τού προσφέρονται μωρά καί νήπια). ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ: Πατερούλη! Πατερούλη! ΤΑ ΜΩΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΗΠΙΑ: Παλαμάκια γιά τόν Πόλντυ, μόνο παλαμάκια, ’Έχ ει γεμάτα λιχ ουδιές ολα του τά τσεπάκια. (Ό Μπλούμ σκύβοντας χ αίδεύει στήν κοιλίτσα τό μωρό Μπόουρντμαν.) ΤΟ ΜΩΡΟ ΜΠΟΟΥΡΝΤΜΑΝ: (Λόξυγκας καί Κνισμένο γάλα κυλούν άπό τό στόμα του.) Χάζα χ άζα. ΜΠΛΟΥΜ: (’Ανταλλάσσει χ ειραφία μ’ εναν τυφλό έφηβο.) Έσύ, διπλά άδελφέ μου! ( Απλώνει τά μπράτσα του γύρω άπό τούς ώμους ενός ζευγαριού γέρων.) Καλοί μου παλιοί μου φίλοι! (Παίζει παράμερα μέ αγόρια καί κορίτσια ντυμένα μέ κουρέλια.) ’Αμπεμπαμπλόν, τού κιθεμπλόν! (Σπρώχ νει τό αμαξάκι τών διδύμων.) ‘Ένα, δύο, τρία, πάω στήν κυρία! (Έπιτελεί ταχ υδακτυλουργικά κόλπα, βγάζει άπό τό στόμα του κόκκινα, πορτοκαλιά, κίτρινα, πράσινα, γαλάζια, λουλακιά καί μώβ μεταξένια μαντήλια.) Κοπορκιπραγαλουμώβ. Τριάντα δύο πόδια άνά δευτερόλεπτον. (Παρηγορείμιά χ ήρα.) Ή άπουσία άναζωογονεί τήν καρδιά. (Χορεύει εναν βουνήσιο χ ορό μέ άδέξια κουνήματα.) Χοροπηδάτε, παλιόφιλοι! (Φιλάει τίς ουλές ενός ηλικιωμένου ανάπηρου.) Τιμημένα τραύματα! (Βάζει τρικλοποδιά σ’ ενα χ οντρό αστυφύλακα.)
Φά. Τήν. Φά’ την. Φά. Τήν. Φά’ την. (Ψιθυρίζει στό αύτί μιάς γκαρσόνας πού γίνεται κατακόκκινη καί γελάει καλωσυνάτα.) ’Ώ, άτακτη κατεργαρούλα! (Τρώει ενα ώμό γογγύλι πού τού προσφέρει ενας άγρότης, ό Μώρις Μπάττερλυ.) ‘Υπέροχ ο! Εξαίσιο! ( Αρνείται νά δεχ θεί τρία σελλίνια πού τού προσφέρει ό δημοσιογράφος Τζότζεφ Χάινς.) ’Αγαπητέ μου φίλε, σέ παρακαλώ! (Συμμετέχ ει σ’ εναν άγώνα δρόμου ακρωτηριασμένων γερόντων καί τών δύο φύλων πού σέρνονται μέ τήν κοιλιά στό έδαφος.) Εμπρός, παληκαράκια μου! Κουνήστε τον, κορίστια! Ο ΠΟΛΙΤΗΣ: (Μέ τήν άνάσα του κομμένη άπό συγκίνηση, σκουπίζει μέ τό σμαραγδένιο μαντήλι του ενα δάκρυ.) ’Άς εχ ει τίς εύλογίες τού Θεού! (Τά βούκινα σημαίνουν γιά νά έπιβάλουν ήσυχ ία. Ύφώνεται τό λάβαρο τής Σιών.) ΜΠΛΟΥΜ: (’Απεκδύεται μεγαλοπρεπώς τόν μανδύα του, άποκαλύπτοντας μιά στρογγυλή κοιλιά, ξεδιπλώνει ενα χ αρτί καί διαβάζει μέ έπισημότητα.) ’Άλεφ Μπέθ Γκόιμελ Ντάλεθ Χάγκανταχ Τέφιλιμ Κόσερ Γιόμ Κιππούρ Χανούκαχ Ροσσασσάνα Μπένι Μπρίθ Μπάρ Μίτζβαχ Μάζζοθ Άσκεναζίμ Μέσουγκαχ Τάλιθ. ( Ή επίσημη μετάφραση τών ανωτέρω διαβάζεται άπό τόν βοηθό δημοτικό υπάλληλο Τζίμμυ Χένρυ.) ΤΖΙΜΜΥ ΧΕΝΡΤ: Άρχ εται ή συνεδρίασις τού Δικαστηρίου τής Συνειδήσεως. Ή Καθολικοτάτη Μεγαλειότης του θ’ άπονείμει δικαιοσύνην εις τήν ύπαιθρον. Παρέχ ονται δωρεάν ιατρικές καί νομικές συμβουλές καθώς καί έπεξηγήσεις γρίφων καί άλλων αινιγμάτων. “Απαντες είναι άσμένως άποδεκτοί. Τούτο έγένετο εις τήν ήμετέραν πιστήν πόλιν τού Δουβλίνου, κατά τό πρώτον έτος τής Παραδοσιακής Περιόδου. ΠΑΝΤΥ ΛΕΝΑΡΝΤ: Τί νά κάμω μέ τίς συνεισφορές μου καί τούς φόβους μου; ΜΠΛΟΥΜ: Νά τούς πληρώσεις, φίλε μου. ΠΑΝΤΥ ΛΕΝΑΡΝΤ: Σάς εύχ αριστώ. Ο ΦΛΥΝ Ο ΜΥΤΑΡΑΣ: Μπορώ νά πάρω δάνειο μ’ ένέχ υρο τό συμβόλαιό μου γιά τήν άσφάλεια πυρός; ΜΠΛΟΥΜ: (Αλύγιστος.) Κύριοι, σημειώσατε ότι συμφώνως τώ νόμω περί άδικοπραξιών έχ ετε καταδικαστεί μέ άναστολήν εξι μηνών εις καταβολήν έγγυήσεως τού ποσού τών πέντε λιρών. ΤΖ. ΤΖ. Ο’ΜΟΛΛΟΥ: Όμίλησα περί ένός Ντάνιελ; ’Όχ ι! Ούτος είναι Πήτερ Ο’Μπράιεν! Ο ΦΥΤΝ Ο ΜΥΤΑΡΑΣ: Πού θά είσπράξω τίς πέντε λίρες; Ο ΜΠΕΡΚ Ο ΚΑΤΟΥΡΛΗΣ: Διά προβλήματα κύστεως; ΜΠΛΟΥΜ: Acid. nit. hydrochlor dil., 20 σταγόνες. Tinct. mix. vom., 4 σταγόνες.
Extr. taraxel. lig., 30 σταγόνες Aq. dis. ter in die. ΚΡΙΣ ΚΑΛΛΙΝΑΝ: Ποια είναι ή παράλλαξις τής ύπό τόν ήλιον ελλειπτικής τροχ ιάς τού Άλδεβαράν; ΜΠΛΟΥΜ: Καταγοητευμένος πού σέ ξαναβλέπω, Κρίς. Κ. II. ΤΖΟ ΧΑΙΝΣ: Γιατί δέν φοράτε στρατιωτική στολή; ΜΠΛΟΥΜ: ‘Όταν ό προγεννήτωρ μου, τού οποίου διατηρώ ίεράν τήν μνήμην, εφερεν είς σκοτεινήν φυλακήν τήν στρατιωτικήν στολήν ένός Αύστριακού δεσπότου, πού ήτο ή ίδική σας; ΜΠΕΝ ΝΤΟΛΛΑΡΝΤ: Καί τί εχ ει νά πείτε περί τών πανσέδων; ΜΠΛΟΥΜ: ’Ομορφαίνουν (εξωραίζουν) τούς κήπους τών προαστείων. ΜΠΕΝ ΝΤΟΛΛΑΡΝΤ: Καί είς περίπτωσιν διδύμων; ΜΠΛΟΥΜ: Ό πατέρας (ό μπαμπάς, ό μπαμπάκας) αρχ ίζει νά σκέφτεται. ΛΑΡΡΥ Ο’ΡΟΥΡΚ: Σάς παρακαλώ, μιά άδεια λειτουργίας οκτώ ήμερών γιά τό νέο κατάστημά μου. Μέ θυμάστε, κύριε Λεό, άπό τότε πού διαμένατε στόν άριθμό εφτά. Θά στείλω μιά δωδεκάδα μπύρες στήν κυρία. ΜΠΛΟΥΜ: (Ψυχ ρά.) Δέν σάς ένθυμούμαι. Ή λαίδη Μπλούμ δέν δέχ εται δώρα. ΚΡΩΦΤΟΝ: Αύτή, όντως, δύναται νά ονομαστεί έορτή. ΜΠΛΟΥΜ: (’Επίσημα.) Έσείς τήν ονομάζετε έορτή, έγώ τήν ονομάζω μυσταγωγία. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΛΕΙΔΗΣ: Πότε θά εχ ουμε τόν ίδικόν μας Οίκον Κλειδιών; ΜΠΛΟΥΜ: ‘Υποστηρίζω τήν άναμόρφωση τών δημοτικών ήθών καί τάς δέκα έντολάς είς τήν καθαράν καί απλήν μορφή των. Στόν καθένα καί ενα λυχ νάρι τού ’Αλαντίν. Τήν ενότητα ολων, έβραίων, μουσουλμάνων καί έθνικών. Τρία στρέμματα γής καί μιά άγελάδα στά φυσικά τέκνα. Πολυτελείς αύτοκίνητες νεκροφόρες. ‘Υποχ ρεωτική χ ειρωνακτική έργασία γιά ολους. ‘Όλα τά πάρκα άνοιχ τά είς τό κοινό έπί εικοσιτετραώρου βάσεως. Ήλεκρικά πλυντήρια πιάτων. Έξαφάνισιν τής φυματιώσεως, τής έπιληψίας, τού πολέμου καί τής έπαιτείας. Γ ενικήν άμνηστίαν, καρναβάλι άπαξ τής έβδομάδος μέ άδεια χ ρησιμοποίησης μάσκας, βραβεία γιά ολους, εσπεράντο τής παγκοσμίου άδελφότητος. Δέν θά άνεχ θώμεν πλέον τόν πατριωτισμόν τών καφενείων άπό άπατεώνες σελεμιστές ποτών. Χρήματα γιά ολους, έλεύθερος έρωτας, έκκλησία λαίκή, έλεύθερη, μέσα σ’ ενα κράτος έλεύθερο καί λαίκό. Ο’ΜΑΝΤΕΝ ΜΠΕΡΓΚ: Ή άλεπού έλεύθερη μέσα σ’ ενα έλεύθερο κοτέτσι. ΝΤΑΙΗΒΥ ΜΠΕΡΝ: (Χασμουριέται.) Ίιιιάααααχ !
ΜΠΛΟΥΜ: Μικτές φυλές καί μικτοί γάμοι. ΛΕΝΕΧΑΝ: Τί γνώμην εχ ετε γιά τά μικτά λουτρά; (Ό Μπλούμ έξηγεί σ’ αύτούς πού βρίσκονται πλησίον του τά σχ έδιά του γιά κοινωνική άναγέννηση. “Ολοι συμφωνούν μαζί του. ’Εμφανίζεται ό έπιμελητής τού μουσείου τής όδού Κίλντεαρ, πού σύρει ενα φορτηγό πάνω στό όποιο ταλαντεύονται άγάλματα άρχ αίων γυναικείων θεοτήτων, ή Καλλίπυγος ’Αφροδίτη, ή Πάνδημος ’Αφροδίτη, ή Αφροδίτη Μετεμφύχ ωσις καθώς επίσης καί γύφινα γυμνά πού ε’ικονίζουν τίς εννέα νέες μούσες, τό Εμπόριο, τή Αυρική Μουσική, τόν ’Έρωτα, τή Διαφήμιση, τή Βιομηχ ανία, τήν Ελευθερία τής Σκέφης, τήν Πολλαπλή Ψηφοφορία, τή Γαστρονομία, τήν Ατομική Υγιεινή, τίς Παραθαλάσσιες Περιοδείες Συναυλιών, τόν ’Ανώδυνο Τοκετό καί τήν Εκλαίκευμένη Αστρονομία.) ΠΑΤΗΡ ΦΑΡΛΕΤ: Πρόκειται περί ένός έπισκοπιανού, περί ένός άγνωστικιστού, περί ένός άποδεχ ομένου τά πάντα μέ σκοπόν τήν ανατροπήν τής άγιας ήμών θρησκείας. ΚΥΡΙΑ ΡΙΟΡΝΤΑΝ: (Σχ ίζει τή διαθήκη της.) Μέ άπογοήτευσες! Κακέ! Η ΚΥΡΑ-ΓΚΡΟΓΚΑΝ: (Βγάζει τό παπούτσι της γιά νά τό πετάξει στόν Μπλούμ.) Κτήνος! Σιχ αμερό ύποκείμενο! Ο ΦΛΥΝ Ο ΜΥΤΑΡΑΣ: Πές μας ένα τραγούδι, Μπλούμ. ‘Ένα άπό τά παλιά τραγούδια μας. ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ χ ιουμοριστικό οίστρο.) Είχ α ορκιστεί νά μήν τήν έγκαταλείψω ποτέ. Άλλά αύτή άποκαλύφθηκε πώς ήταν άπιστη. Μέ τό σουραύλι, τό σουραυλάκι μου. ΧΟΠΠΤ ΧΟΛΟΧΑΝ: Ό καλός μας ό γερο-Μπλούμ! Τελικά, δέν ύπάρχ ει δεύτερος πού νά τού μοιάζει. ΠΑΝΤΥ ΛΕΟΝΑΡΝΤ: ’Ιρλανδός τής οπερέτας! ΜΠΛΟΥΜ: Ποιά οπερα σιδηροδρόμου μοιάζει μέ γραμμές τροχ ιοδρόμου στό Γιβραλτάρ; Οί ράγιες-ρόδο τής Καστίλλης. (Γελούν.) ΛΕΝΕΧΑΝ: Λογοκλόπε! Κάτω ό Μπλούμ! Η ΣΙΒΥΛΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΥΠΤΡΑ: ( Ενθουσιώδης.) Έγώ είμαι Μπλουμίστρια καί τό καυχ ιέμαι. Παρ’ ολα όσα λέτε, έγώ πιστεύω σ’ αύτόν. Θά έδινα καί τή ζωή μου γιά αύτόν, τόν διασκεδαστικότερο άνθρωπο έπί τής γής. ΜΠΛΟΥΜ: (Κλείνει τό μάη στούς παρευρισκόμενους.) Πάω στοίχ ημα ότι είναι καλή κοπέλα. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΙΟΥΡΙΦΟΥ: (Μέ κασκέτο φαρά καί άδιάβροχ ο σακκάκι.) Χρησιμοποιεί μηχ ανικά μέσα γιά τήν εκτροπή τής φύσης άπό τόν ιερό σκοπό της.
Η ΣΙΒΥΛΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΥΠΤΡΑ: (Μπήγει στό στήθος της τό μαχ αίρι.) Είναι ό θείκός ήρωάς μου! (Πεθαίνει.) (’Αρκετές γυναίκες έκπάγλου ώραιότητος καί πλήρεις ενθουσιασμού αύτοκτονούν, μπήγοντας τό μαχ αίρι στό στήθος τους, πέφτοντας στά νερά, καταπίνοντας πρωσσικόν οξύ ή άκόνιτον ή άρσενικόν, άνοίγοντας τίς φλέβες τους, άρνούμενες παντελώς τροφήν, πέφτοντας κάτω άπό τούς τροχ ούς άτμοκινήτων οδοστρωτήρων ή άπό τή στήλη τού Νέλσονα στό κενό ή στή μεγάλη δεξαμενή τού έργοστασίου παραγωγής ζύθου Γκίννεςς, παθαίνουν ασφυξία βάζοντας τό κεφάλι τους σέ φούρνους μέ παροχ ή άεριόφωτος, κρεμιούνται χ ρησιμοποιώντας πολυτελείς καλτσοδέτες, πηδώντας άπό παράθυρα διαφόρων ορόφων.) ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΤΖ. ΝΤΑΟΥΙ: (Βίαια.) ’Αδελφοί χ ριστιανοί καί άντιΜπλουμιστές, ό άποκαλούμενος Μπλούμ προέρχ εται έκ τών σπλάχ νων τής κολάσεως καί άποτελεί πρόκλησιν διά τόν χ ριστιανικόν κόσμον. ’Ήδη άπό τού λίκνου του αύτός ό βρώμικος τράγος τού Μεντές ύπήρξεν δαίμων άκολα σίας, ένώ οί σχ έσεις του μέ μιάν άκόλαστον προμάμμην έδωσαν πρόωρες έν δείξεις παιδικής διαφθοράς, ήτις άνεκάλη τάς βιβλικάς πόλεις τής αμαρτίας Ό χ υδαίος ούτος υποκριτής, ό γανωμένος είς τήν άτιμίαν, είναι ό άναφερό μένος είς τήν ’Αποκάλυψιν λευκός ταύρος. Λατρεύει τήν Γυναίκα, τήν περι βεβλημένην πορφυρούν καί κόκκινον, καί ή δολοπλοκία άποτελεί μέρος αύ τής ταύτης τής άναπνοής, τής έξερχ ομένης έκ τών ρωθώνων του. Τού άρμό ζει ή πυρά καί τό καζάνι μέ τό βραστό λάδι. Ό Κάλιμπαν! ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ: Λυντσάρετέ τον! Είναι τόσο κακός όσο καί ό Πάρνελλ. Ό κ. Φόξ! (Ή κυρα-Γκρόγκαν τού πετάει τό παπούτσι της. Πολλοί καταστηματάρχ ες άπό τό άνω καί τό κάτω τμήμα τής όδού Ντόρσετ τού πετούν αντικείμενα μικρής ή ούδεμιάς εμπορικής αξίας, κόκκαλα καθαρισμένα άπό τό κρέας, άδειες κονσέρβες συμπυκνωμένου γάλακτος, άκατάλληλα πρός πώληση λαχ ανικά, μουχ λιασμένο φωμί, ουρές προβάτων, άποκαθαρίσματα λίπους.) ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ πολλήν εξαφη.) Πρόκειται γιά μιά τρέλα τού κατακαλόκαιρου, γι’ άλλη μιά βδελυρή άστειότητα. Μά τούς ούρανούς, είμαι τόσον αγνός όσο καί τό χ ωνί πού δέν τό είδε ό ήλιος. Πρόκειται γιά τόν άδερφό μου Χένρυ. Είναι ό σωσίας μου. Διαμένει στό Ντόλφη/ς Μπάρν, άριθμός 2. Ή συκοφαντία, αύτή ή εχ ιόνα, μ’ έχ ει κατηγορήσει άδίκως. ’Αγαπητοί μου συμπολίτες, sgenlinn ban bata coisde gan capall. Καλώ τόν παλαιόν μου φίλο, τόν δόκτορα Μάλαχ ι Μάλλιγκαν, ειδικό έπί τών σεξουαλικών άσθενειών, νά καταθέσει ύπέρ έμού τήν έπιστημονικήν μαρτυρίαν του. ΔΟΚΤΩΡ ΜΑΛΛΙΓΚΑΝ: (Μέ έφαρμοστή ζακέτα αυτοκινητιστή καί πράσινα γυαλιά οδήγησης, άνασηκωμένα στό μέτωπο.) Ό δόκτωρ Μπλούμ παρουσιάζει ανωμαλίας ερμαφροδιτισμού. Εσχ άτως άπέδρασεν έκ τής κλινικής του δόκτορος Γιούστείς διά φρενοβλαβείς τζέντλεμεν. Γεννηθείς έκ παρανόμου συμβιώσεως, παρουσιάζει συμπτώματα κληρονομικής επιληψίας, συνεπεία σεξουαλικών καταχ ρήσεων. Εις τούς προγόνους αύτού έχ ουν έπισημανθει ίχ νη έλεφαντιάσεως. ’Έχ ουν διαπιστωθεί συμπτώματα χ ρονιάς έπιδειξιομανίας. ‘Υπάρχ ει λανθάνουσα άμφιδεξιότης. Ή πρόωρος φαλάκρα του οφείλεται εις τόν αύνανισμόν, όστις τόν εχ ει καταστήσει κατ’ ακολουθίαν διεστραμμένον ιδεαλιστήν, μετανοημένον φιλήδονα καί εκτός τούτου διαθέτει καί μεταλλικούς όδόντας. Συνεπεία οικογενειακού συμπλέγματος εχ ει περιοδικάς απώλειας μνήμης καί θεωρώ αύτόν περισσότερον άξιον οίκτου παρά μομφής. Κατόπιν ένδοκολπικής έξετάσεώς του ύπ’ έμού καί κατόπιν έφαρμογής όξεικής δοκιμασίας εις 5.427 τρίχ ας τού πρωκτού, τής μασχ άλης, τού στήθους καί τού έφηβαίου κηρύσσω τούτον virgo intacta.
(Ό Μπλούμ κρύβει μέ τό ύμίφηλό του τά γεννητικά του όργανα.) ΔΟΚΤΩΡ ΜΑΝΤΕΝ: Ούτος είναι ώσαύτως ύποσπαδίας. Προτείνω οπως, πρός τό συμφέρον τών έπερχ όμενων γενεών, τά προσβεβλημένα μέρη θεωρηθούν διατηρητέα έντός οινοπνεύματος εις τό έθνικόν τερατολογικόν μουσείον. ΔΟΚΤΩΡ ΚΡΟΘΕΡΣ: Προέβην εις ανάλυσα» τών ούρων τού άσθενούς. Είναι λευκωματούχ α. Ή εκκρισις σιέλου είναι ανεπαρκής, τά αντανακλαστικά τής έπιγονατίδος παρουσιάζουν διακοπάς. ΔΟΚΤΩΡ ΠΑΝΤΣ ΚΟΣΤΕΛΛΟ: Ή fetor judaicus είναι άντιληπτή έκ τού μακρόθεν. ΔΟΚΤΩΡ ΝΤΙΞΟΝ: (Διαβάζει μιάν ιατρική εκθεση.) Ό καθηγητής Μπλούμ αποτελεί τέλειον παράδειγμα νέου άνδρόγυνου. Ή ήθική αύτού ύπόστασις είναι άπλή καί συμπαθής. Πλείστοι όσοι θεωρούν αύτόν άξιέραστον άνδρα, άξιέραστο άτομον. Γενικώς πρόκειται περί άνθρώπου μέ ιδιαιτερότητας, άκρως δειλού, άλλά, μέ τήν ιατρικήν έρμηνείαν τού δρου, άνευ διανοητικών άδυναμιών. ’Έγραψεν μίαν άληθώς ώραίαν επιστολήν, άληθές ποίημα, πρός τόν έπιτετραμένον τής Εταιρείας Προστασίας τών Μετανοησάντων Ιερέων, ή όποία έξηγεί τά πάντα. ’Απέχ ει μάλλον όλοκληρωτικώς τής χ ρήσεως οινοπνευματωδών καί δύναμαι νά διαβεβαιώσω ότι κοιμάται έπί στρωμνής έξ άχ ύρου καί διατρέφεται κατά τόν πλέον σπαρτιατικόν τρόπον, μέ κρύα σούπα άπό ξηρά μπιζέλια. Είναι ένδεδυμένος, χ ειμώνα καί θέρος, μέ τρίχ ινον χ ιτώνα καί αύτομαστιγώνεται έκαστον Σάββατον. Περιέπεσεν εις τήν άντίληψίν μου ότι, έπί τι διάστημα, ήτο τρόφιμος πρώτης κατηγορίας εις τό άναμορφωτήριον Γκλενκρή. Μία άλλη έκθεσις άναφέρει ότι έγεννήθη άρκετόν καιρόν μετά τόν θάνατον τού πατρός του. Ποιώ εκκλησιν πρός επιείκειαν, έν όνόματι τής πλέον ίεράς λέξεως, τήν οποίαν έκλήθησαν ποτέ νά προφέρουν τά φωνητικά μας όργανα. Πρόκειται συντόμως νά τεκνοποιήσει. (Γενική κατάπληξη καί συμπάθεια. Γυναίκες λιποθυμούν. ‘Ένας πάμπλουτος ’Αμερικανός διενεργεί δημόσιο έρανο γιά τόν Μπλούμ. Συλλέγονται έν τάχ ει χ ρυσά καί ασημένια νομίσματα, επιταγές έν λευκώ, χ αρτονομίσματα, κοσμήματα, ομολογίες τού δημοσίου, γραμμάτια ληξιπρόθεσμα, επιστολές έκφράζουσες άναγνώρισιν οφειλής, βέρες, αλυσίδες ρολογιών, μενταγιόν, περιδέραια καί βραχ ιόλια.) ΜΠΛΟΥΜ: ’Ώ, έπιθυμώ τόσον νά καταστώ μητέρα. ΚΥΡΙΑ ΘΟΡΝΤΟΝ: (Μέ ενδυμασία νοσοκόμας.) Σφίξε με σφιχ τά, άγαπητή μου. “Ολα θά τελειώσουν τόσο γρήγορα. Σφιχ τά, άγαπητή μου. ( Ό Μπλούμ τήν σφίγγει σφιχ τά καί γεννάει οχ τώ άγοράκια, κίτρινα καί λευκά. Εμφανίζονται σέ μιά σκάλα στρωμένη μέ κόκκινο χ αλί καί στολισμένη μέ πανάκριβα φυτά. Είναι ολα πανέμορφα, μέ πρόσωπα άπό άκριβά μέταλλα, καλόφτιαγμένα, ντυμένα άξιοπρεπώς καί μέ καλήν άνατροφή, μιλούν εύχ ερώς πέντε ζωντανές γλώσσες καί ένδιαφέρονται γιά διάφορες τέχ νες καί επιστήμες. Καθένα εχ ει άναγεγραμμένη τήν ονομασία του μέ εύανάγωστα γράμματα έπί τού προσθίου τμήματος τού υποκαμίσου του: Χρυσομύτης, Χρυσοδάκτυλος, Χρυσόστομος, Χρυσοχ έρης, Αργυροχ αμόγελος, Άργυριάδης, Ααμπράργυρος, Πανάργυρος. Διορίζονται αύτομάτως σέ θέσεις ύφηλής δημοσίας εμπιστοσύνης σέ διάφορες χ ώρες ώς διευθυντές τραπεζών, διευθυντές σιδηροδρομικών μεταφορών, πρόεδροι άνωνύμων εταιρειών, άντιπρόεδροι ξενοδοχ ειακών συγκροτημάτων.)
ΜΙΑ ΦΩΝΗ: Μπλούμ, είσαι ό Μεσσίας μπέν ’Ιωσήφ ή ό μπέν Δαβίδ; ΜΠΛΟΥΜ: (Σκοτεινά.) Σύ είπας. ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΠΑΖΖ: Τότε, κάμε ενα θαύμα. ΜΠΑΝΤΑΜ ΛΑίΟΝΣ: Προφήτευσε ποιός θά κερδίσει τήν ιπποδρομία τού Σαίν Λέτζερ. (Ό Μπλούμ περπατάει πάνω σ’ ενα τεντωμένο δίχ τυ, σκεπάζει τό άριστερό του μάτι μέ τό άριστερό του αύτί, περνάει διαμέσου πολλών τοίχ ων, σκαρφαλώνει πάνω στή Στήλη τού Νέλσονα, κρέμεται μέ τά ματοτσίνορά του άπό τήν προεξοχ ή της, καταβροχ θίζει δώδεκα δωδεκάδες στρείδια (τών οστράκων συμπεριλ αβανομ έ νων), γιατρεύει διαφόρους πού υποφέρουν άπό χ οιράδωση, προβαίνει σέ συσπάσεις τού προσώπου του ώστε νά μοιάζει σέ διάφορες ιστορικές προσωπικότητες οπως ό Λόρδος Μπήκονσφιλντ, ό Λόρδος Μπάυρον, ό Γουώτ Τάιλερ, ό Μωυσής τής Αίγύπτου, ό Μωυσής Μαίμονίδης, ό Μωυσής Μέντελσσον, ό Χένρυ ’Έρβινγκ, ό Ρίπ Βάν Γουίνκλ, ό Κόσσουθ, ό Ζάν Ζάκ Ρουσσώ, ό βαρώνος Λεοπόλδος Ρό· τσιλντ, ό Ροβινσών Κρούσος, ό Σέρλοκ Χόλμς, ό Παστέρ, στρέφει τό κάθε πόδι του ταυτοχ ρόνως πρός διαφόρους κατευθύνσεις, προστάζει τήν παλίρροια νά οπισθοχ ωρήσει, προκαλεί εκλειφη τού ήλιου έκτείνοντας τό μικρό του δάκτυλο.) ΜΠΡΙΝΙ, ΠΑΠΙΚΟΣ ΝΟΥΝΤΣΙΟΣ: (Μ’ ένδυμα παπικού ζουάβου, μέ ατσάλινη πανοπλία πού τού καλύπτει τό στήθος, τούς βραχ ίονες, τούς μηρούς, τίς κνήμες, μέ μεγάλο μουστάκι πού βεβηλώνει τή θρησκευτική του ιδιότητα καί μίτρα άπό χ αρτί περιτυλίγματος.) Leopoldi autem generatio. Μωυσής έγέννησε Νώε καί Νώε έγέννησεν Εύνούχ ον καί Εύνούχ ος έγέννησεν Ο’Χάλλοραν καί Ο’Χάλλοραν έγέννησε Νέταιμ καί Νέταιμ έγέννησε Λέ Χίρς καί Λέ Χίρς έγέννησε Τζέσουρουμ καί Τζέσουρουμ έγέννησε ΜακΚάη καί ΜακΚάη έγέννησεν Όστρολόφσκυ καί Όστρολόφσκυ έγέννησε Σμέρντοχ καί Σμέρντοχ έγέννησε Βόας καί Βάις έγέννησε Σβάρτς καί Σβάρτς έγέννησεν Άνδριανόπολι καί Άνδριανόπολι έγέννησεν Άράνχ ουεθ καί Άράνχ ουεθ έγέννησε Αιούι Λώσον καί Atom Λώσον έγέννησεν Ίχ αμπουντονόζωρ καί Ίχ αμπουντονόζωρ έγέννησεν Ο’Ντόννελλ Μάγκνους καί Ο’Ντόννελλ Μάγκνους έγέννησε Κρίστμπαουμ καί Κρίστμπαουμ έγέννησε Μπέν Μαιμούν καί Μπέν Μαιμούν έγέννησε Ντάστυ Ρόουντς καί Ντάστυ Ρόουντς έγέννησε Μπεναμόρ καί Μπεναμόρ έγέννησε Τζόουνς-Σμίθ καί Τζόουνς-Σμίθ έγέννησε Σαβοργκνάνοβιτς καί Σαβοργκνάνοβιτς έγέννησε Τζάσπερστοουν καί Τζάσπερστοουν έγέννησε Βεντυνιέμ καί Βεντυνιέμ έγέννησε Σζομπάτελυ καί Σζομπάτελυ έγέννησε Βίραγκ καί Βίραγκ έγέννησε Μπλούμ et vocabitur nomen eius Emmanuel. ΕΝΑ ΧΕΡΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ TON ΤΑΦΟ: (Γράφει στόν τοίχ ο.) Ό Μπλούμ είναι μπακαλιάρος. ΕΝΑΣ ΚΑΒΟΥΡΑΣ: (‘Οπλισμένος σάν χ ωροφύλακας.) Τί έκανες μέσα στό παχ νί γιά μοσχ αράκια πίσω άπό τό Κιλμπάρρακ; ΕΝΑ ΜΩΡΟ ΘΗΛΥΚΟΥ ΓΕΝΟΥΣ: (Κουνώντας τήν κουδουνίστρα του.) Καί κάτω άπό τή γέφυρα τού Μπάλλυμπαου; ΕΝΑΣ ΑΡΚΟΥΔΟΒΑΤΟΣ: Καί στό φαράγγι τού διαβόλου; ΜΠΛΟΥΜ: (Κοκκινίζει μανιασμένος παντού, άπό τό μέτωπο μέχ ρι τίς ρίζες τών μαλλιών, ενώ τρία δάκρυα κυλούν άπό τό άριστερό μάτι του.) Σεβασθείτε τό παρελθόν μου.
ΟΙ ΕΞΩΣΜΕΝΟΙ ΚΟΛΛΗΓΟΙ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ: {Μέ γιλέκα καί παντελόνια, μέ ρόπαλα καθώς στήν έμποροπανήγυρη τού Ντόννυμπρουκ.) Μαστιγώστε τον! ( Ό Μπλούμ μέ γαίδουρινά αύτιά, δεμένος στόν πάσσαλο τής τιμωρίας μέ χ έρια σταυρωτά καί πόδα πού έξέχ ουν. Σφυρίζει τόν Δόν Τζιοβάννι, a cenar teco. Τά ορφανά τού ιδρύματος Άρτέιν, χ άνοντας κύκλο, χ οροπηδούν ολόγυρά του. Τά κοριτσάκια τής Αποστολής ’Αποφυλακισμένων κρατιούνται χ έρι-χ έρι καί χ οροπηδούν πρός τήν αντίθετη κατεύθυνση.) ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ ΤΟΤ ΑΡΤΕΙΝ: Γουρούνι, γουρούνα, βρωμόσκυλο! Νομίζεις ότι οί κυρίες σέ λατρεύουν! ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ: ’Άν δείς τόν κάπα πές του ότι μπορεί στό τσάι νά σέ δει πές το άπό μέρους μου. Ο ΧΟΡΝΜΠΛΟΥΕΡ: (Μέ ιουδαίκό ιερατικό ένδυμα καί κυνηγετικό καπέλο.) Καί θά άρει τίς αμαρτίες του κόσμου μέχ ρις τού Άζαήλ, τού πνεύματος τού κατοικούντος τήν έρημο, καί μέχ ρις τής Αιλίθ, τής μάγισσας τής νύχ τας. Καί θά λιθοβοληθεί καί θά ρυπανθεί άπό ολους όσους κατοικούν τήν ’Άτζενταθ Νέταιμ καί τό Μιζραίμ, τήν γή τού Χάμ. ( “Ολοι ρίχ νουν υποθετικούς λίθους άπό χ αρτί στόν Μπλούμ. “Ενα πλήθος καλόπιστοι περαστικοί καί άδέσποτα σκυλιά τόν πλησιάζουν καί τόν μυκτηρίζουν. Πλησιάζουν ό Μαστιάνσκυ καί ό Κίτρον, ντυμένοι μέ μακρούς έπενδύτες καί μακρούς βοστρύχ ους. Τινάζουν τίς γενειάδες τους πάνω στόν Μπλούμ.) ΜΑΝΣΤΙΑΝΣΚΥ ΚΑΙ ΚΙΤΡΟΝ: Ό Βελίαλ! Ό Λαίμλάιν τής ’Ίστριας, ό Ψευδομεσσίας! Ό Άμπουλάφια! (Εμφανίζεται ό Τζώρτζ Σ. Μηζάιας, ό ράφτης τού Μπλούμ, μέ τό τρίγωνο εργαλείο τών ραφτάδων κάτω άπό τή μασχ άλη του, προτείνει ενα λογαριασμό.) ΜΗΖΑΙΑΣ: ‘Έντεκα σελλίνια, γιά τό ράψιμο ένός παντελονιού. ΜΠΛΟΥΜ: (Τρίβει ευχ αριστημένος τά χ έρια του.) ‘Όπως άκριβώς καί τόν παλιό καλό καιρό. Φουκαρά Μπλούμ! (Ό Ρουβήμ Τζ. Ντόντ, Ίσκαριώτης μέ μαύρα γένεια, κακός ποιμένας, πλησιάζει στόν πάσσαλο τής τιμωρίας, μεταφέροντας στούς ώμους του τό πτώμα τού πνιγμένου γιού του.) ΡΟΥΒΗΜ ΤΖ.: (Ψιθυρίζει βραχ νά.) Τά καταφέραμε. ‘Ένας φιόγκος πάει νά φέρει τούς μπάτσους. ’Άς πάρουμε τό πρώτο τροχ οφόρο. Η ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΩΝ: Φωτιά στά τόπια! Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΠΑΖΖ: (Φοράει στόν Μπλούμ ενα κίτρινο ένδυμα μέ κέντημα άπό ζωγραφιστές φλόγες καί μέ σουβλερό σκουφί. Τοποθετεί ενα σακκούλι μέ δυναμίτη γύρω άπό τό λαιμό του καί
τόν παραδίδει στίς άρχ ές τής πόλεως, λέγοντας): Άφίεσθε τάς όφειλάς αύτου. ( Ό ύποπυρουργός Μάιερς τής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας τού Δουβλίνου, κατά γενικήν άπαίτησιν, βάζει φωτιά στόν Μπλούμ. Θρήνοι.) Ο ΠΟΛΙΤΗΣ: ’Άς άναπέμψωμεν τάς εύχ αριστίας μας πρός τούς ούρανούς! ΜΠΛΟΥΜ: (Φορώντας ρόμπα χ ωρίς ραφές, μέ τίς ενδείξεις Ι.Χ.Σ., στέκεται όρθιος, φοίνικας μέσα σέ φλόγες.) Μήν κλαίτε γιά μένα, κόρες τού ’Έριν. ( Εκθέτει στούς ρεπόρτερ τού Δουβλίνου σημάδια άπό εγκαύματα. Οί κόρες τού ‘Έριν, μέ μαύρες άμφιέσεις καί κρατώντας στά χ έρια μεγάλα προσευχ ητάρια καί μακριές άναμμένες λαμπάδες γονατίζουν καί προσεύχ ονται.) ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΕΡΙΝ: Νεφρό τού Μπλούμ, πρέσβευε ύπέρ ήμών. ’Άνθος τού Λουτρού, πρέσβευε ύπέρ ήμών. Μέντορα τού Μέντον, πρέσβευε ύπέρ ήμών. Διαφημιστά τού Ελεύθερου Άνθρώπου, πρέσβευε ύπέρ ήμών. Έλεήμονα Μασόνε, πρέσβευε ύπέρ ήμών. Περιπλανώμενο Σα;.ούνι, πρέσβευε ύπέρ ήμών. Ηδονή τής Αμαρτίας, πρέσβευε ύπέρ ήμών. Μουσική χ ωρίς λόγια, πρέσβευε ύπέρ ήμών. Κήνσορα τού Πολίτη, πρέσβευε ύπέρ ήμών. Φίλε τών πολυτελών εσωρούχ ων, πρέσβευε ύπέρ ήμών. Εύσπλαχ νικώτατη Μαμμή, πρέσβευε ύπέρ ήμών. Πατάτα προφυλάσσουσα άπό τήν Πανούκλα καί τήν Πανώλη, πρέσβευε ύπέρ ήμών. (Μιά χ ορωδία άπό εξακόσιες φωνές, ύπό τή διεύθυνση τού κ. Βίνσεντ Ο’Μπράιεν, φάλλει τό ’Αλληλούια, άπό τόν Μεσσία τού Χαίντελ, συνοδευόμενη στό εκκλησιαστικό όργανο άπό τόν Τζόζεφ Γκλύνν. Ό Μπλούμ σωπαίνει, ξεραίνεται, άπανθρακώνεται.) ΖΩΗ: Καί συνέχ ισε νά μιλάς μέχ ρι νά γίνεις κατάμαυρος. ΜΠΛΟΥΜ: (Φορώντας κασκέτο μέ κάλυμμα τών αύτιών, πήλινη πίπα πού συγκρατείται άπό τήν
ταινία τού καπέλου του, μέ σκονισμένα τσαρούχ ια, βαστώντας στό χ έρι ενα μπογαλάκι μετανάστη μέ κόκκινο μαντήλι κι ενα μαύρο γουρουνάκι μέ φυτικό καπίστρι άπό άπολιθωμένη βελανιδιά, γελάει μέ τήν άκρη τού ματιού του.) Και τώρα, οικοδέσποινα, άσε με νά πάρω τό δρόμο μου, γιατί μά τούς τράγους ολης της Κόννεμαρα κινδυνεύω νά τραβήξω όσα καί τά μαλλιά τής κεφαλής μου. (‘Έτοιμος νάκλάφει.) `’Ολα είναι παραφροσύνη. Ό πατριωτισμός, τό πένθος γιά τούς νεκρούς, ή μουσική, τό μέλλον τής φυλής. Νά ζεί κανείς ή νά μή ζεί. Τό όνειρο τής ζωής συνετελέσθη. “Ας συντελεσθεί ειρηνικά. Καί ή ζωή συνεχ ίζεται. (Κοιτάζει μακριά, θλιμμένος.) Καταστράφηκα. Μερικά χ άπια άκονίτου. Οί κουρτίνες κατεβασμένες. Μιά έπιστολή. Κατόπιν κατάκλιση γιά υπνο. (’Ανασαίνει ήρεμα.) ’Αρκετά. ’Έζησα. ’Αντίο, αντίο. ΖΩΗ: (Στεγνά, μ ’ ενα δάχ τυλο κάτω άπό τό βελούδινο γιακά της.) Μάς δουλεύεις; Μέχ ρι τήν επομένη φορά. (Χαμογελάει κοροίδευτικά.) Πές ότι ξύπνησες άπό τή λάθος μεριά τού κρεβατιού ή ότι έχ υσες γρήγορα όταν τό εκανες μέ τή φιλενάδα σου. ’Ώ, μπορώ νά διαβάσω τίς σκέψεις σου. ΜΠΛΟΥΜ: (Πικρά.) Ό άντρας καί ή γυναίκα, ό έρωτας, τί είναι ολα αύτά; “Ενας φελλός καί μία φιάλη. ΖΩΗ: (Ξαφνικά σκυθρωπή.) Σιχ αίνομαι τούς άνειλικρινείς. Δώσε μιά εύκαιρία στόν άλλο, άκόμα καί άν είναι μιά ξεφτυλισμένη πόρνη. ΜΠΛΟΥΜ: (Μετανοημένος.) Είναι άλήθεια ότι δέν είμαι καί πολύ ευχ άριστος. Είσαι ενα άναγκαιο κακό. ’Από πού είσαι; ’Από τό Λονδίνο; ΖΩΗ: (Μέ ευφράδεια.) Άπό τό Χοιροστάσιο τού Νόρτον, έκεί πού τά γουρούνια παίζουνε πλαγίαυλο. Γεννήθηκα στό Γιόρκσαίρ. (Τού πιάνει τό χ έρι μέ τό όποιο τής κρατάει τή ρώγα.) ’Άκου λίγο, άγοράκι μου. Παράτα το αύτό καί πιάσε χ αμηλώτερα. ’Έχ εις τά ψιλά γιά νά ρίξεις εναν στά γρήγορα; Δέκα σελλίνια; ΜΠΛΟΥΜ: (Χαμογελάει καί συγκατανεύει άργά.) Καί πιό πολλά, ονρί μου, πιό πολλά. ΖΩΗ: Καί πιό πολλή λεπτότητα! (Τόν σπρώχ νει άφελώς μέ βελούδινα δάχ τυλα.) Δέν θά ’ρθείς στό σαλόνι νά δείς τήν καινούργια μας πιανόλα; ’Έλα καί θά γδυθώ τσίτσιδη. ΜΠΛΟΥΜ: (Πασπατεύει μέ άμφιβολία τό ίνίο του,’μέ τήν άνέκφραστη άμηχ ανία καταπονημένου γυρολόγου πού ύπολογίζει τή συμμετρία τών ξεφλουδισμένων άχ λαδιών της.) ‘Υπάρχ ει κάποια πού θά ζήλευε τρομερά άν τό γνώριζε. Τό τέρας μέ τά πράσινα μάτια. (Μέ σοβαρότητα.) Αντιλαμβάνεσαι πόσο λεπτή είναι ή κατάσταση. Δέν χ ρειάζεται νά έπιμείνω. ΖΩΗ: (Κολακευμένη.) Ή καρδιά δέν μπορεί νά πονέσει γιά έκείνο πού τό μάτι δέν άντιλαμβάνεται. (Τόν χ αίδεύει.) ’Έλα. ΜΠΛΟΥΜ: Γελαστή μάγισσα! Χέρι πού κουνάει τήν κούνια τού μωρού. ΖΩΗ: Μεγάλο μωρό! ΜΠΛΟΥΜ: (Ντυμένος μωρουδίστικα, μεγάλο κεφάλι καί μιά τούφα μαύρα μαλλιά, στυλώνει τά τεράστια μάτιά του στό χ υτό φουστάνι της καί μετράει τίς μπρούντζινες άγχ ράφες μέ χ εράχ ι πού γαργαλάει, ένώ ή σαλιάριχ η γλώσσα του τραυλίζει.) ‘Ένα ντύο τλία. Τλία ντύο, ενα.
ΟΙ ΑΓΚΡΑΦΕΣ: Μέ άγαπά. Δέν μέ άγαπά. Μέ αγαπά. ΖΩΗ: Ή σιωπή σημαίνει συγκατάθεση. (Σφίγγει τό χ έρι του μέ τά μιχ ρά της δαχ τυλάκια καί ό δείχ της της χ αράζει στήν παλάμη τού Μπλούμ τό σύμφωνημένο σημάδι τού άπόχ ρυφου έχ μαυλιστή, εξωθώντας τον στό ριζιχ ό του.) Ζεστά χ έρια, κρύα καρδιά. (Αύτός διστάζει, χ υχ λωμένος άπό οσμές, μουσιχ ή, πειρασμούς. Αύτή τόν οδηγεί μέχ ρι τά σκαλοπάτια, τραβώντας τον μέ τήν μυρωδιά τών μασχ αλών της, μέ τό βίτσιο τών βαμμένων ματιών της, μέ τό θρόισμα τού μεσοφοριού της πού στίς ελιχ ωτές πτυχ ές του ένεδρεύει ή λιονταρίσια βαρβατίλα ολων τών άρσενιχ ών χ τηνών πού τήν άποχ τήσανε.) ΤΑ ΑΡΣΕΝΙΚΑ ΚΤΗΝΗ: (“Ενα θειάφι βαρβατίλας χ αίχ αβαλίνας ξεφυσάει καί σφαδάζει στά χ λουβιά τους μέ άχ νά μουγχ ρητά. Τά μαγεμένα χ εφάλια τους κουνιούνται πέρα-δώθε.) Καλό ήτανε! (Ή Ζωή καί ό Μπλούμ φθάνουν στήν είσοδο, οπου χ άθονται δυό συναδέλφισσες τού ίδίου έπαγγέλματος. Τόν πί ρατηρούν μέ περιέργεια χ άτω άπό τά βαμμένα φρύδια τους καί χ αμογελούν στήν βιαστική υπόκλισή του. Χάνει τόν βηματισμό του.) ΖΩΗ: (Τό προστατευτικό χ έρι Τ/;ς τόν ξαναρπάζει καί τόν διασώζει άπό τήν πτώση.) ’Όπαλα! Μή σέ χ άσουμε άδικα! ΜΠΛΟΥΜ: Ό δίκαιος πέφτει έφτά φορές. (Παραμερίζει γιά νά τής παραχ ωρήσει προτεραιότητα). Οί καλοί τρόποι επιβάλλουν τό μετά άπό εσάς. ΖΩΗ: Οί κυρίες προηγούνται, οί κύριοι επονται. (Διαβαίνει τό κατώφλι. Αύτός διστάζει. Στρέφει τό σώμα της, άπλώνει τά χ έρια πρός αύτόν καί τόν τραβάει πρός τό μέρος της. Έκείνος πηδάει ενα βήμα. Στήν κρεμάστρα τού χ ώλ, άπό ελαφίσια κέρατα, κρέμεται ενα άνδρικό καπέλο κι ενα άοχ ο. ‘Ο Μπλούμ βγάζει τό καπέλο, όμως, όταν άντιλαμβάνεται αύτά τά αντικείμενα, ζαρώνει τά φρύδια του καί χ αμογελάει προβληματισμένος. Μιά πόρτα άνοίγει άπότομα στόν ημιώροφο. “Ενας άντρας μέ πορφυρό πουκάμισο, γκρίζο παντελόνι καί καφέ κάλτσες διασχ ίζει τό δωμάτιο μέ βηματισμό πιθήκου. ”Εχ ει φαλακρό κεφάλι καί μυτερό γένι μέ κλίση κατά τόν ουρανό, μεταφέρει ενα δοχ είο γεμάτο νερό καί οί δυό τιράντες του χ οροπηδάνε πίσω μέχ ρι τίς φτέρνες του σάν ουρές. Ό Μπλούμ άποστρέφει γρήγορα τό κεφάλι του καί γυρίζει τά μάτια του γιά νά εξετάσει πάνω στό τραπέζι τού χ ώλ τά μαργιόλικα μάτια μιάς ταριχ ευμένης άλεπούς έν κινήσει, υστέρα σηκώνει τό κεφάλι του καί άκολουθεί τή Ζωή στό σαλόνι, μυρίζοντας τό χ ώρο. “Ενα άμπαζούρ άπό μώβ τσιγαρόχ αρτο άπαλύνει τήν ένταση τού πολυελαίου. “Ενα έντομο πετάει ολόγυρα, πότε πλησιάζει τό φώς καί πότε άπομακρύνεται. Τό δάπεδο είναι καλυμμένο μέ μουσαμά, μωσαίκό άπό ρόμβους στά χ ρώματα τού νεφρίτη, τού γαλάζιου καί τού έντονα κόκκινου. Σημάδια άπό πατήματα έχ ουν άποτυπωθεί πρός κάθε κατεύθυνση, τακούνι μέ τακούνι, τακούνι μέ καμάρα, μύτη μέ μύτη, πέλματα ενωμένα, ενα άραβούργημα πατημασιών άπό φαντάσματα, πέλματα δίχ ως σώμα, σ’ ενα πηγαινέλα ένός άνεξήγητου άνακατώματος. Οί τοίχ οι είναι καλυμμένοι μέ χ αρτί ταπετσαρίας πού άπεικονίζει κλαδιά βάτων καί ωχ ρά ξέφωτα. Στό άνοιγμα τής καμινάδας τού τζακιού άπλώνεται μιά οθόνη άπό φτερά παγωνιού. Ό Λύντς κάθεται σταυροπόδι πάνω στό μαύρο άνακατεμένο τρίχ ωμα τού χ αλιού τού τζακιού μέ τό γείσο τού κασκέτου του στραμμένο πρός τό σβέρκο του. Κρατάει άργά τό ρυθμό χ τυπώντας μιά μπαγκέτα. Ή Κίττυ Ρίκεττς, μιά κοκκαλιάρα χ λωμή πόρνη, μέ ναυτικό
κοστούμι, μέ γάντια άπό δέρμα έλαφιού σηκωμένα φηλά γιά ν ’ άφήσουν νά φανεί ενα βραχ ιόλι άπό κοράλια, μ ’ ενα πουγγί κρεμασμένο μέ άλυσιδίτσα στό χ έρι της, κάθεται στή γωνιά τού τραπεζιού. Κουνάει τό πόδι της καθώς κοιτάζεται στόν καθρέφτη μέ τήν επιχ ρυσωμένη κορνίζα πού κρέμεται πάνω στήν καμινάδα. Μιά κόπιτσα τού σειρητιού τού κορσέ της κρέμεται λίγο κάτω άπό τή ζακέτα της. Ό Λύντς δείχ νει κοροίδευτικά τό ζευγάρι πού βρίσκεται στό πιάνο.) ΚΙΤΤΥ: (Βήχ ει βάζοντας τό χ έρι της μπροστά στό στόμα.) Eivat λίγο χ αζή. (Κάνει μέ τό δείχ τη ενα νεύμα.) Τά, τά. (Ό Λύντς σηκώνει μέ τήν άκρη τής μπαγκέτας του τή φούστα της καί τό λευκό μεσοφόρι της. Λυτή τά ταχ τοποιεί γρήγορα στή θέση τους.) Καί λίγη αξιοπρέπεια. (Τήν πιάνει λόξυγκας καί χ αμηλώνει γρήγορα τό ναυτικό καπέλο της, κάτω άπό τό όποιο τά μαλλιά της λάμπουν κόκκινα άπό τή βαφή τής χ έννας.) ’Ώ, συγγνώμην. ΖΩΗ: Περισσότερο φώς, Τσάρλυ. (Πηγαίνει στόν πολυέλαιο καί στρέφει τή στρόφιγγα τού γκαζιού στό φούλ.) ΚΙΤΤΥ: (Κοιτάζει τή φλόγα.) Τί εχ ει πάθει άπόψε; ΛΥΝΤΣ: (Μέ σημασία.) Μπαίνει ενα φάντασμα καί στοιχ ειά. ΖΩΗ: ‘Ένα μικρό μπράβο γιά τή Ζωή. ( Ή μπαγκέτα σπινθηροβολεί στό χ έρι τού Λύντς. Είναι ενα χ άλκινο συνταυλιστήρι τού τζακιού. Ό Στήβεν στέκεται όρθιος πλάι στήν πιανόλα, πάνω στην όποία εχ ει άκουμπήσει τό καπέλο του καί τό μπαστούνι του. ’Επαναλαμβάνει γιά μιάν άκόμα φορά μέ δύο δάχ τυλα ενα μουσικό σκοπό πέντε κούφιων πέμπτων. Ή Φλώρα Τάλμποτ, μιά πλαδαρή καθυστερημένη ξανθιά πόρνη, ντυμένη μέ κουρελιασμένο πανωφόρι σέ χ ρώμα σάπιας φράουλας, είναι ξαπλωμένη μέ απλωμένα χ έρια καί πόδια στή γωνιά τού καναπέ καί άκούει, ένώ τό παχ ουλό μπράτσο της άκουμπάει στό μαξιλάρι. Ένα μεγάλο κριθαράκι βαραίνει τό βλέφαρό της πού νυστάζει.) KITTY: (Τήν πιάνει πάλι λόξυγγας καί κλωτσάει μέ τό άλογίσιο πόδι της.) ’Ώ, συγγνώμην! ΖΩΗ: (Άμέσως.) Σέ σκέφτεται τό αγόρι σου. Κάμε εναν κόμπο στό μεσοφόρι σου. ( Ή Κίττυ Ρίκεττς χ αμηλώνει τό κεφάλι. Τό κασκόλ της άπό φτερά καί πούπουλα ξετυλίγεται, γλιστράει, σέρνεται πάνω στόν ώμο της, στήν πλάτη της, στά μπράτσα της, στήν καρέκλα καί πέφτει στό δάπεδο. Ό Λύντς μέ τήν ακρη τής μπαγκέτας του σηκώνει τήν κουλουριασμένη κάμπια. Αύτή στρέφει στό λαιμό της σάν φίδι καί φωλιάζει. ‘Ο Στήβεν κοιτάζει πίσω του τή φιγούρα πού κάθεται στά κότσια καί εχ ει ρίξει τό κασκέτο του στό σβέρκο.) ΣΤΗΒΕΝ: Ώς έκ τούτου, λίγο ενδιαφέρει άν ό Μπενεντέττο Μαρτσέλλο τό βρήκε ήδη κάπου ή τό έγραψε ό ίδιος. Ή τελετουργία αποτελεί τήν άνάπαυση του ποιητή. Μπορεί νά ήταν ενας αρχ αίος ύμνος πρός τιμήν τής Δήμητρας ή μπορεί εξίσου νά χ ρησίμευε ώς συνοδεία του υμνου Coela enarrant gloriam Domini. ’Έχ ει δεχ θεί επιδράσεις άπό κλίμακες καί μουσικούς τρόπους τόσο άπόμακρους, άπό τόν ύπερφρύγιο μέχ ρι τό μιξολύδιο, καί άπό κείμενα τόσο διαφορετικά, οπως αύτά τών ιερέων πού λένε τά βακχ ικά τους γύρω άπό τόν βωμό τού Δαβίό, δηλαδή τής Κίρκης, ή, — μά τί λέω τώρα; — τής Ρωμαίκής Δήμητρας καί υήν άλάνθαστη ύπόδειξη τού Δαβίδ πρός τόν πρώτο του βαρύαυλο γιά τήν έαυτού παντοδυναμία. Mais, nom denom, αύτό είναι ενα εντελώς διαφορετικό πρόβλημα. Jetezla gourme. Faut que jeunesse se passe. (Σταματάει, δείχ νει τό
κασκέτο τού Λύντς, χ αμογελάει καί ξεκαρδίζεται στά γέλια.) Σέ ποιά μεριά κρύβεις τόν καρούμπαλό σου μέ τή γνώση σου; ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ: (Μέμελαγχ ολικό θυμό.) Μπά! Είναι ετσι γιατί ετσι είναι. Γυναικεία λογική. ‘Ένας Έβραίος ελληνας είναι ενας ‘Έλληνας έβραίος. Τά άκρα συναντώνται. Ό θάνατος συνιστά τήν ύψηλότερη μορφή τής ζωής. Μπά! ΣΤΗΒΕΝ: Θυμάσαι μέ άρκετή πιστότητα ολα μου τά λάθη, τίς καυχ ησιολογίες, τά σφάλματα. Γ ιά πόσο καιρό άκόμα θά συνεχ ίσω ν’ άγνοώ τήν άπιστία σου; ’Ακόνι γιά νά άκονιζομαι! ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ: Μπά! ΣΤΗΒΕΝ: ’Άκουσε άκόμα κι αύτό. (Ζαρώνοντας τό μέτωπο.) Ή αιτία ενυπάρχ ει εις τό γεγονός ότι τό θεμελιώδες καί τό δεσπόζον είναι διαχ ωρισμένα άπό τό μεγαλύτερο δυνατό διάστημα, τό όποιον… ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ: Τό όποιον; Τελείωνε. Δέν μπορείς. ΣΤΗΒΕΝ: Διάστημα, τό όποιον. Είναι ή μεγαλύτερα δυνατή ελλειψη. Πού συμφωνεί μέ. Τήν τελική επιστροφή. Τήν οκτάβα. Ή όποία. ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ: Ή όποία; ( Απ’ εξω τό γραμμόφωνο αρχ ίζει νά παίζει δυνατά τήν ‘Αγία Πόλη.) ΣΤΗΒΕΝ: (’Απότομα.) Αύτό πού πήγε μέχ ρι τά πέρατα τής γής γιά ν’ άποφύγει νά διασχ ίσει τόν εαυτό του. Ό Θεός, ό ήλιος, ό Σαίξπηρ, ενας ταξιδιωτικός άντιπρόσωπος, ών στήν πραγματικότητα κάποιος πού διέσχ ιζε τόν εαυτό του, καθίσταται τελικά αύτός ο ίδιος ό εαυτός του. ‘Ένα λεπτό. ‘Ένα δευτερόλεπτο. Νά πάει στό διάολο ό θόρυβος αύτού τού τύπου στό δρόμο. Αύτός ό ίδιος ό εαυτός του, ό όποιος μέ τήν άναπόφευκτη κατάσταση τής φύσης του οφείλε τελικά νά καταστεί. Ecco! ΛΥΝΤΣ: (Μέ κοροίδευτικό χ λιμίντρισμα νεύει πρός τόν Μπλούμ καί τή Ζωή Χίγγινς.) Τί σοφή διάλεξη, ε; ΖΩΗ: (Ζωηρά.) Συφορά πού σέ βρήκε, αύτός ξέρει περισσότερα άπό όσα έσύ εχ εις ξεχ άσει. ( Ή Φλώρα Τάλμποτ κοιτάζει τόν Στήβεν μέ ολη τήν παχ ύσαρκη ήλιθιότητά της.) ΦΛΩΡΑ: Λένε ότι ή συντέλεια τού κόσμου θά ’ρθει φέτος τό καλοκαίρι. KITTY: ’Αδύνατον. ΖΩΗ: (Ξεσπάει σέ χ άχ ανα.) Τί άδικος Θεός! ΦΛΩΡΑ: (Πειραγμένη.) Παρ’ ολα αύτά οί εφημερίδες γράφανε γιά τόν ’Αντίχ ριστο. ’Ώ, μέ τρώει ή πατούσα μου. (Κουρελιάρηδες καί ξυπόλητοι μικροί εφημεριδοπώλες άνεμίζοντας μιάν ούρά χ αρταετού
περνούν τρέχ οντας καί ούρλιάζοντας.) ΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΕΣ: Παράρτημα. Τό άποτέλεσμα τών ιπποδρομιών τής ξύλινης γαίδάρας. Θαλάσσιο ερπετό στό βασιλικό κανάλι. ’Ασφαλής άφιξη τού ’Αντίχ ριστου. (Ό Στήβεν γυρίζει καί αντιλαμβάνεται τόν Μπλούμ.) ΣΤΗΒΕΝ: ‘Ένας χ ρόνος, χ ρόνοι καί τό ήμισυ ένός χ ρόνου. (Ό Ρουβήμ Τζ. ’Αντίχ ριστος, περιπλανώμενος έβραίος, μέ χ έρι αρπαγα μέ ανοιχ τή παλάμη πίσω άπό τήν πλάτη του, προχ ωρεί μέ δυσκολία. Πάνω στά νεφρά του είναι κρεμασμένο ένα δισάκι προσκυνητή, άπό οπου βγαίνουν γραμμάτια καί απλήρωτες συναλλαγματικές. Κατά μήκος τού ώμου του είναι ζυγιασμένο ενα λοστάρι, άπό τήν άρπάγη τού όποιου, χ ωμένη στήν φίντα τού παντελονιού ένός άμορφου όγκου πού στάζει, κρέμεται ό μοναχ ογιός του, διασωθείς άπό τά νερά τού ποταμού Λίφφεύ. “Ενα στοιχ ειό, μέ τά χ αρακτηριστικά τού Πάντς Κοστέλλο, μέ στρογγυλή ράχ η, μέ ένδείξεις ισχ ιαλγίας, υδροκεφαλισμού, προγναθισμού, μέ μέτωπο πού μπαίνει πρός τά μέσα καί μύτη Συρανό κουτρουβαλίζεται μέσα στό σκοτάδι πού πυκνώνει.) ΟΛΟΙ: Τί τρέχ ει; ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ: (Κροταλίζει τίς μασέλες του, χ οροπηδάει δώθε-κέίθε, γουρλώνει τά μάτια του, βγάζει κραυγούλες, πηδάει σάν καγκουρώ μέ τά χ έρια άπλωμένα γιά νά πιάσουν, υστέρα έντελώς ξαφνικά χ ώνει τό δίχ ως χ είλη πρόσωπό του στή διχ άλα τών μηρών του.) II vient! C’est moi! L ’homme qui rit! L’homme primigene! (Κάνει συνεχ ώς στροφές καί ουρλιάζει σάν δερβίσης.) Sieurs et dames, faites vos jeux! (Κάθεται στίς φτέρνες του καί άρχ ίζει νά κάνει ταχ υδακτυλουργίες. Μικροσκοπικοί πλανήτες-ρουλέτες πετάνε μέσα άπό τά χ έρια του.) Les jeux sont faits! (Οί πλανήτες όρμούν ομαδικά τρίζοντας.) Rien n’va plus! (Οί πλανήτες πετάνε φηλά, σάν μπαλόνια, καί παρασύρονται άπό τόν άνεμο. Αύτός πηδάει στό κενό καί χ άνεται.) ΦΛΩΡΑ: (Καθώς βυθίζεται σέ λήθαργο, σταυροκοπιέται κρυφά.) ΤΗρθε ή συντέλεια του κόσμου. (Μιά μπόχ α γυναικίλας καί άνοστίλας βγαίνει άπό πάνω της. Ή άτμόσφαιρα βαραίνει άπό ενα σκοτεινό νεφέλωμα. ’Έξω, μέσα στήν κινούμενη ομίχ λη, τό γραμμόφωνο παίζει δυνατά καί καλύπτει τό βήχ α καί τό θόρυβο τών βημάτων.) ΤΟ ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟ: ‘Ιερουσαλήμ! ’Άνοιξε τίς πύλες σου καί ψάλλε Ώσαννά… (Μιά ρουκέτα άνεβαίνει στόν ούρανό καί σκάζει. “Ενα λευκό άστέρι πέφτει άπό αυτήν, διακηρύσσοντας τή συντέλεια τού κόσμου καί τή δεύτερη έλευση τού Ήλία. Κατά μήκος ένός άθέατου άτέλειωτου σκοινιού τού τσίρκου, τεντωμένου άπό τό ζενίθ στό ναδίρ, ή Συντέλεια τού Κόσμου, δικέφαλο χ ταπόδι μέ σκωτσέζικη φούστα άνιχ νευτή, τρίχ ινο σκουφί καί πάνινο τσαντάκι, στριφογυρίζει μέσα στό πούσι, άνακατωμένο, στό σχ ήμα τού εμβλήματος τής Νήσου Μάν μέ τά τρία πόδια.)
Η ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: (Μέ σκωτσέζικη προφορά.) Ποιός θέλει νά χ ορέψει ριγκορό, ριγκορό, ριγκορό; (Ή φωνή τού Ήλία, βραχ νή σάν κακάρισμα, άντηχ είμέχ ρι τά ουράνια, σκεπάζοντας τό θόρυβο τού άνεμου πού φυσάει καί τά βαριαναστενάγματα άπό τά βηξίματα. Τό πρόσωπό του ίδρωμένο, μέσα σ’ ενα φαρδύ ράσο άπό λεπτό λινό μέ μανίχ ια σάν χ οάνες, ίδιος καντηλανάφτης, πάνω σ’ ενα ικρίωμα διακοσμημένο μέ τήν άστερόεσσα. Χτυπάει τή γροθιά του στό παραπέτο.) ΗΛΙΑΣ: Σ’ αύτή τήν συγκέντρωση άπαγορεύονται οί φλυαρίες, ετσι; Τζέην Κρέην, Κρέολ Σιού, Ντέηβ Κάμπελλ, ’Έημπ Κίρσνερ, άν θέλετε νά βήξετε, νά κλείνετε πρώτα τό στόμα σας. Πάρτε το χ αμπάρι, σ’ αύτό τό τηλεφωνικό δίκτυο, έγώ είμαι αύτός πού κάνω κουμάντο στά βύσματα. Μάγκες, ήρθε ή ώρα. Ή ώρα του Θεού είναι δώδεκα καί είκοσι πέντε. Πέστε στή μητέρα σας ότι θά είσαστε έκεί στό ραντεβού. Κάντε τώρα τήν επιλογή σας καί νά ’σαστε βέβαιοι ότι ολα θά σάς έρθουν δεξιά. Ελάτε μαζί μας τώρα! ’Αγοράστε τό εισιτήριο γιά τό διαμετακομιστικό σταθμό τής Αιωνιότητας, μέ τήν ταχ εία χ ωρίς ενδιάμεσους σταθμούς. ’Ακόμα μιά λέξη μόνο. Είσαστε έσμός θεοφοβούμενων ή θεοκατάρατων; ’Άν ή δευτέρα παρουσία έφτανε στό Κόνεύ ’Άιλαντ, έμείς είμαστε έτοιμοι; Φλώρα-Χριστέ, Στήβεν-Χριστέ, Ζωή-Χριστέ, Μπλούμ-Χριστέ, Κίττυ-Χριστέ, Λύντς-Χριστέ, σέ σάς εναπόκειται νά νιώσετε αύτήν τήν κοσμική δύναμη. ’Αδιαφορούμε εντελώς γιά τόν κόσμο; ’Όχ ι. Περάστε στήν πλευρά πού βρίσκονται οί άγγελοι. Μεταβληθείτε σέ πρίσμα. Διαθέτετε αύτό τό κάτι έντός σας, τό ανώτερο έγώ. Μπορείτε νά σταθείτε πλάι-πλάι μ’ εναν Χριστό, μ’ εναν Γκαουταμά, μ’ εναν ’Ίνγκερσολλ. Είσαστε ολοι μέρος αύτής τής παλμικής δόνησης; Έγώ σάς λέω ότι είσαστε. ’Έτσι καί είσαστε μέσα, άδελφοί, ή χ αρούμενη εκδρομή πρός τόν παράδεισο είναι άπλό παιχ νιδάκι. ’Έγινα κατανοητός; Ό ήλιος βρίσκεται μέσα στή φιάλη τής ζωής. Δέν ύπάρχ ει καλύτερο τονωτικό άπό αύτό. Πρόκειται γιά τήν τούρτα ολόκληρη μαζί μέ τήν κρέμα της. Πρόκειται γιά τήν καλύτερη προσφορά πού είδε ή άγορά. Είναι πελώριο, είναι ύπερπολυτελές. Σέ στυλώνει στά πόδια σου. Σέ δονεί παλμικά. Ξέρω άπό παλμικούς δονητές. ’Άς άφήσουμε τήν πλάκα καί άς μπούμε στήν ούσία του θέματος. Ό Ά. Τζ. Χριστός Ντάουι καί ή άρμονική φιλοσοφία μου, μέ άντιλαμβάνεσθε; Εντάξει. Εξηκοστή ένάτη όδός, άριθμός εβδομήντα έφτά, δυτικά. Έλήφθη; Αύτό είναι. Κάντε μου ενα ήλιοφώνημα, ό,τι ώρα θέλετε, καί είμαι στή διάθεσή σας. Άλητομπεκρήδες, γλιτώνετε καί τά γραμματόσημά σας άπό πάνω. (Βάζει τίς φωνές.) Πάμε τώρα γιά τό τραγούδι τής δόξας. Τραγουδάμε ολοι καί μ’ ολη μας τήν καρδιά. Μπίς! (Τραγουδάει.) ‘Ιερού… ΤΟ ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟ: (Σκεπάζει τή φωνή του.) Ίερουσαλημσαλημχ ολοσαλήμ… (Ή βελόνα γδέρνει τό δίσκο.) ΤΑ ΤΡΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ: (Βουλώνουν τ’ αυτιά τους καί ξεφωνίζουν.) “Αααααα! ΗΛΙΑΣ: (Στή διαπασών, μέ σηκωμένα τά μανίκια τού πουκαμίσου του, μαυριδερή φάτσα, μέ απλωμένα τά μπράτσα στόν ουρανό.) Μεγάλε μας αδερφέ, έκεί ψηλά, κύριε Πρόεδρε, άκούς αύτά πού θά σού πώ; Καί βέβαια πιστεύω μέχ ρι τά μπούνια σ’ έσένα, κύριε Πρόεδρε. Καί βέβαια λέω μέσα μου τώρα ότι ή δεσποινίς Χίγγινς καί ή δεσποινίς Ρίκκετς κουβαλάνε μέσα τους τή θρησκεία. Καί βέβαια έγώ δέν ξανάδα ποτέ γυναικούλα νά εχ ει τόσο φόβο μέσα της. Δεσποινίς Φλώρα, οπως είσαστε καί τού λόγου σας τώρα. Κύριε Πρόεδρε, βάλε ενα χ εράκι νά σώσω αύτές τίς άξιαγάπητες άδερφές μας. (Κλείνει τό μάτι στό ακροατήριο.) Ό κύριος Πρόεδρος τά παίρνει ολα χ αμπάρι, άλλά δέν τού βγάζεις λέξη. ΚΙΤΤΥ-ΚΕΗΤ: Ξεχ άστηκα. Σέ μιά στιγμή άδυναμίας, στό λόφο τού Κονσταιούσιον, έσφαλα καί
έκαμα ό,τι έκαμα. Ό επίσκοπος μού εδωσε τό χ ρίσμα. Ή μητέρα μου εχ ει μιάν άδερφή παντρεμένη μέ κάποιον άπό τήν οικογένεια τών Μοντμορανσύ. ‘Ένας μάστορας ύδραυλικός ήταν ή καταστροφή μου, τότε άκόμα ήμουν άγνή. ΖΩΗ-ΦΑΝΝΥ: Έγώ τόν άφησα νά μού τόν χ ώσει γιά τήν πλάκα μας. ΦΛΩΡΑ-ΤΕΡΕΖΑ: Εκείνο τό πόρτο πού ήπια υστέρα άπό τό κονιάκ τριών άστέρων, αύτό εφταιγε. Άμάρτησα μέ τόν Γουέλλαν όταν χ ώθηκε πλάι μου στό κρεβάτι. ΣΤΗΒΕΝ: Έν άρχ ή ήν ό λόγος, στό τέλος είς τούς αιώνας τών αιώνων. Εύλογημένοι νά είναι οί οκτώ μακαρισμοί. (Οί μακαρισμοί, Ντίξον, Μάντεν, Κρόθερς, Κοστέλλο, Λένεχ αν, Μπάννον, Μάλλιγκαν καί Λύντς ντυμένοι μί λευκές ρόμπες σπουδαστών τής χ ειρουργικής, σέ δυό σειρές, άπό τέσσερις στή σειρά, παρελαύνουν μέ βήμα χ ήνας.) ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ: (Ασυνάρτητα.) Μπύρα μπούφος μπήχ της μπουνιά μπούφος μπουλντόγκ μπάσταρδος μπερμπάντης. ΛΥΣΤΕΡ: (Μέ γκρίζα παντελόνια κουάκερου καί πλατύγυρο καπέλο, διακριτικά.) Είναι φίλος μας. Δέν είναι άπαραίτητο ν’ άναφέρω ονόματα. Έν τώ Κυρίω άναζήτησον τό φώς. (Βγαίνει μέ χ ορευτικό ρυθμό. Μπαίνει ό Μπέστ μέ άμφίεση κουρέα, λευκή σπινθηροβόλα ρόμπα, τά μαλλιά σέμπιγκουτί. Όδηγείτόν ’Έγκλιντον πού φοράει ενα κίτρινο κιμονό μανδαρίνου τού Νανκίν, μέ σαυροειδή γράμματα καί φηλό καπέλο σέ σχ ήμα παγόδας.) ΜΠΕΣΤ: (Χαμογελώντας, σηκώνει τήν παγόδα τού ’Έγκλιντον καί άποκαλύπτει ενα ξυρισμένο κεφάλι άπό τήν κορυφή τού οποίου ορθώνεται μιά κοτσίδα δεμένη μέ πορτοκαλί φιόγκο.) Μόλις προσπαθούσα νά τόν ομορφύνω, θά τό ξέρετε. ‘Ένα πλάσμα ομορφιάς, θά τό ξέρετε, οπως λέει ό Γέητς, δηλαδή, ό Κήτς, θέλω νά πώ. ΤΖΩΝ ΕΓΚΛΙΝΤΟΝ: (Βγάζει ενα κλεφτοφάναρο μέ πράσινη έπικάλυφη καί τό ανάβει στρέφοντάς το πρός τη γωνία. Μ’ εναν τόνο επίπληξης.) Τά περί αισθητικής καί άποκαθάρσεως τού δέρματος είναι γιά τήν κρεβατοκάμαρα. Έγώ ένδιαφέρομαι γιά τήν ανεύρεση τής άληθείας. Διά εναν άπλόν άνθρωπο ή απλή αλήθεια. Ό Ταντεράτζη επιζητεί τά γεγονότα καί εννοεί νά τά άνεύρει. (Μέσα στη δέσμη τού φωτός φαίνεται σοφή, μέ μιάν αίσθηση αγιότητας, συλλογισμένη, ή γενειοφόρος μορφή τού σοφού τής Ιρλανδίας Μάνανααν ΜακΛίρ, μέ τό πηγούνι του στά γόνατα. Σηκώνεται μέ αργή κίνηση δρθιος. Άπό τό μανδύα του, τού ιερέα Δρυίδη, βγαίνει ενας παγωμένος θαλασσινός άνεμος. Γύρω άπό τό κεφάλι του κουλουριάζονται χ έλια καί σμέρνες. Είναι σκεπασμένος μ ` ενα στρώμα άπό φύκια καί όστρακα. Στό δεξί του χ έρι κρατάει μιά τρόμπα ποδηλάτου. Στό άριστερό του χ έρι κρατάει άπό τίς δυό δαγκάνες της μιά τεράστια καραβίδα.) ΜΑΝΑΝΑΑΝ ΜΑΚΛΙΡ: (Μέ φωνή κυμάτων.) Aum! Hek! Wal! Ak! Lub! Mor! Ma! Λευκό γιόγκιν τών Θεών. ’Απόκρυφε ποιμάντορα τού Τρισμεγίστου Έρμή. (Μέμιά συρριστική φωνή θαλασσινούάνέμου.) Πιουναρζανάμ πατσυπιουζάμπ! Δέν θέλω νά μού κάνουν πλάκα. Τό εχ ει πει κάποιος: πρόσεχ ε τήν αριστερά σου, τήν λατρεία τού Σάκτι. (Μέ μιά κραυγή πουλιών τής θύελλας.) Σάκτι! Σίβα! Σκοτεινέ άπόκρυφε Πατέρα! (Χτυπάει μέ τήν τρόμπα τού ποδηλάτου τήν
καραβίδα τού άριστερού του χ εριού. Στόν συνεργατικό πίνακα ενδείξεων άνάβουν τά δώδεκα ζωδιακά σύμβολα. Βογγάει μέ τή σφοδρότητα τού ώκεανού.) ’Άουμ! Μπάουμ! Πυτζάουμ! Έγώ είμί τό φώς τού Υποστατικού. Έγώ είμί τό ονειρώδες κρεμώδες βούτυρο. (“Ενα σκελετωμένο χ έρι Ιούδα στραγγαλίζει τή φλόγα τού γκαζιού. Τό πράσινο φώς μεταβάλλεται σέ ιώδες. Ή φλόγα κλαίει σφυρίζοντας.) Η ΦΛΟΓΑ ΤΟΤ ΓΚΑΖΙΟΥ: Πφάχ ! Πφού! (Ή Ζωή τρέχ ει στόν πολυέλαιο καί μέ τό ενα πόδι στόν άέρα διορθώνει τό μπέκ.) ΖΩΗ: Ποιός θά εχ ει τήν εύγένεια νά μού δώσει ενα τσιγάρο; ΛΥΝΤΣ: (Πετώντας ενα τσιγάρο πάνω στό τραπέζι.) Πιάσε. ΖΩΗ: (Σκύβει τό κεφάλι άπό τή μιά μεριά μέ μιά κοροίδευτική υπερηφάνεια.) Όρίστε τρόπος γιά νά προσφέρεις τσιγάρο σέ κυρία. (Τεντώνεται γιά ν’ άνάφει τό τσιγάρο της άπό τή φλόγα, περιστρέφοντάς το άργά, επιδεικνύοντας τίς καφετιές τούφες τών μασχ αλών της. ‘Ο Λύντς άνασηκώνει άναιδώς μέ τό συνταυλιστήρι μιά μεριά τού φουστανιού της. Πάνω άπό τή ζαρτιέρα της τό γυμνό δέρμα της κάτω άπό τό πράσινο ύφασμα παίρνει μιάν άπόχ ρωση άπό ζαφείρι. Ρουφάει τό τσιγάρο της χ ωρίς νά δίνει σημασία.) Μπορείς-νά διακρίνεις τήν ελιά στόν πισινό μου; ΛΥΝΤΣ: Δέν κοιτάζω. ΖΩΗ: (Γουρλώνει τά μάτια της.) ’Όχ ι; Καί βέβαια δέν θά έκανες κάτι τέτοιο. Λοιπόν, δέν σού λέει τίποτα; (Προσποιούμενη ότι ντρέπεται, ρίχ νει πρός τόν Μπλούμ ενα λοξό βλέμμα πού σημαίνει πολλά καί σέρνεται πρός αύτόν σά φίδι, άπευλευθερώνοντας τό φουστάνι της άπό τό συνταυλιστήρι. Πάλι ενα γαλάζιο υγρό κυλάει πάνω στό δέρμα της. Ό Μπλούμ, όρθιος, χ αμογελάει φιλήδονα, παίζει μέ τά δάχ τυλά του. Ή Κίττυ Ρίκεττς μουσκεύει τό μεσαίο της δάχ τυλο μέ σάλιο καί στρώνει τά φρύδια της στόν καθρέφτη. Ό Λίποτι Βίραγκ, γραμματικός τού βασιλιά, πέφτει τάχ ιστα μέσα άπό τήν καπνοδόχ ο καί κάνει δυό βήματα κατά τ’ άριστερά πάνω σέ άδέξια τριανταφυλλιά ξυλοπόδαρα. Είναι φασκιωμένος μ’ ενα σωρό παλτά καί άπό πάνω φοράει ενα σκούρο άδιάβροχ ο πού κρύβει ενα ρολό περγαμηνής. Στό άριστερό του μάτι λάμπει τό μονόκλ τού Κάσελ Μπόυλ Ο’Κόννορ Φιτζμώρις Τίσνταλλ Φάρρελλ. Πάνω στό κεφάλι του κουρνιάζει ενα αιγυπτιακό φέντ. Πίσω άπό κάθε αύτί εχ ει ενα χ ηνόφτερο.) ΒΙΡΑΓΚ: (Υποκλίνεται μ’ ενωμένες φτέρνες.) ’Ονομάζομαι Βίραγκ Λίποτι, άπό τό Σζομπάτελυ. (Βήχ ει σκεφτικά καί στεγνά.) ’Έχ ω τήν εντύπωση ότι είς αύτά τά μέρη υπάρχ ει μιά ξετσίπωτη γύμνια, ετσι; Ή τυχ αία άποκάλυφις τών οπισθίων της κατέστησε σαφές ότι αυτη δέν συνηθίζει νά φέρει εκείνο τό οικείο εσώρουχ ο, τό όποιον σού εμπνέει μίαν τόσον ιδιαιτέρα άφοσίωσιν. Ελπίζω νά μήν σού διέφυγε τό σημάδι τής ένέσεως έπί τού μηρού της. Καλώς. ΜΠΛΟΥΜ: “Ομως, παππούλη… ΒΙΡΑΓΚ: Άντιθέτως, τό δεύτερον μέλος τής παρέας, ή φέρουσα τόν χ ρωματισμόν ώριμου κερασιού καί τήν λευκήν κόμμωσιν, τής οποίας τά μαλλιά οφείλουν ούκ ολίγα είς τό εθνικόν μας
έλιξήριον έκ ξύλου κυπαρίσσου, είναι ένδεδυμένη μέ άμφίεσιν περιπάτου καί, έκ τού τρόπου μέ τόν οποίον κάθηται, άν δέν γελιέμαι, συνάγω ότι είναι υπερβολικά έσφιγμένη είς τόν κορσέ της. Ώς έάν ή ραχ οκοκκαλιά της νά εχ ει μεταφερθεί έμπρός πρός τό στήθος της. Διορθώστε με, έάν σφάλλω, άλλά πάντοτε έφρόνουν ότι ή ουτω έπιτελουμένη πράξις άπό παιχ νιδιάρηδες άνθρώπους έντός άφρωδών εσωρούχ ων σέ έρέθιζε έξ αίτιας τού στοιχ είου τής έπιδειξιομανίας της. Μονολεκτικώς. Ίππογρύφων. Μήπως σφάλλω; ΜΠΛΟΥΜ: Είναι μάλλον άδύνατη. ΒΙΡΑΓΚ: (Εύχ άριστα.) ’Ακριβώς! Σωστή ή παρατήρησίς σου, καί αύτές οί έλαφρώς φουσκωμένες τσέπες είς τήν φούσταν, σάν καλάθια, έχ ουσι σχ εδιαστεί διά νά ύποβάλουν τήν έντύπωσιν στρογγυλότητος τών γοφών. Πρόσφατος άγορά άπό κάποια διαφημιστικήν έπίδειξιν μόδας, υστέρα άπό τό μάθημα τού κορόιδου της. Επαγγελματική κομψότης μέ άπώτερον σκοπόν τήν δημιουργίαν ψευδούς έντυπώσεως. Πρέπει νά προσεχ θεί ή επιμονή εις τήν λεπτομέρειαν. Μήν άναβάλλετε διά αύριον εκείνον πού δύνασθε νά φορέσετε σήμερον. Παράλλαξις! (Μέ μιά νευρική έχ τίναξη τού χ εφαλιού). ’Ακόυσες τό κλικ μέσα στό μυαλό μου; Πολυσυλλάβαξ! ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ τόν άγχ ώνα στήν παλάμη τού χ εριού του καί τό δείχ τη του πάνω στό μάγουλό του.) Φαίνεται θλιμμένη. ΒΙΡΑΓΚ: (Κυνιχ ός, αφήνει νά φανούν τά χ ίτρινα σάν τρωχ τιχ ά δόντια του, πιέζει τό δάχ τυλό του χ άνοντας τό άριστερό του μάτι νά γουρλώσει καί γαυγίζει βραχ νά.) Πρόκειται περί φάρσας! Προσοχ ή εις τίς βάτες τής πλάτης καί τά πέπλα τού πένθους. Ό κρίνος τής άλλέας. “Ολες διαθέτουν τό κουμπί τού εργένη, τό άνακαλυφθέν ύπό τού Ρουάλντους Κολόμπους. Τουμπάρησέ την. Καβάλλησέ την. Χαμαιλέων. (Περισσότερο χ εφάτος.) Έν τοιαύτη περιπτώσει, έπίτρεψέ μου νά έπιστήσω τήν προσοχ ήν σου έπί τού τρίτου μέλους τής παρέας. Σημαντικόν τμήμα ταύτης είναι ορατόν διά γυμνού όφθαλμού. Παρατήρησε τόν όγκον τής οξυγονωμένης φυτικής ύλης έπί τού κρανίου της. Πώ, πώ! Κάνει μπάμ άπό τό φούσκωμα! Τό άσχ ημόπαπον τής παρέας, κακοζυγιασμένον καί πισώβαρον. ΜΠΛΟΥΜ: (Θλιμμένος.) “Οταν βγαίνει κανείς άπό τό σπίτι χ ωρίς τό ντουφέκι του. ΒΙΡΑΓΚ: Ειμεθα εις θέσιν νά προσφέρομεν άπάσας τάς παραλλαγάς, γλυκόν, μέτριον καί ισχ υρόν. Πέσε πρώτα τό χ ρήμα καί υστέρα διάλεξε. Πόσο θά σέ εύχ αριστούσε ή… ΜΠΛΟΥΜ: Ποιά; ΒΙΡΑΓΚ: (Διπλώνει τή. γλώσσα του πρός τά πάνω.) Σκέτη γλύκα! Κοίτα. ’Έχ ει πελεκηθεί μέ άνεσιν. ’Έχ ει φοδραριστει μέ ικανόν στρώμα λίπους. Δέν ύπάρχ ει άμφιβολία ότι πρόκειται περί θηλαστικού, ώς εξάγεται άπό τούς όγκους τού στήθους της, καί, ώς δύναται τις νά παρατηρήσει, φέρει εις τήν πρόσοψιν δύο προεξοχ άς σεβαστών διαστάσεων μέ τάσιν πτώσεως εις τό πιάτον τής σούπας, ένώ εις τήν όπισθίαν πλευράν καί εις χ αμηλότερον επίπεδον φέρει δύο προσθέτους προεξοχ άς, αιτινες ύποδηλώνουν δυνατόν άπευθυσμένον, καμπύλες πού προσκαλούν σέ χ αίδέματα καί δέν παραλείπουν τίποτε άλλο τό επιθυμητόν εκτός τής ιδιότητάς των οπως είναι σφιχ τοί. Παρόμοια σαρκώδη μέλη είναι άποτέλεσμα μεθοδικής διατροφής. Ή ύπερδιατροφή έντός κλούβας δίνει εις τό συκώτι ελεφάντινες διαστάσεις. Σβωλαράκια άπό φρέσκο ψωμί, ζυμωμένα μέ μαραθόσπορο καί μοσχ ολίβανο καταπινόμενα μέ τσάι τού βουνού τούς προσδίδουν κατά τό σύντομον διάστημα τής ύπάρξεώς των ενα επίστρωμα λίπους τόσο κολοσσιαίον όσο καί εκείνο
τών φαλαινών. Αύτό σου ερχ εται γάντι, ετσι; Ζεστοί αιγυπτιακοί λέβητες έκ κρεών ίνα ποθήσει τις. Λασποκυλήσου έκεί μέσα, Αεοπόλδε. Λυκοπόδιον. (Τό λαρύγγι του συσπάται.) Πράφ! Νά το πού ξαναρχ ίζει. ΜΠΛΟΥΜ: Δέν μού άρέσει τό κριθαράκι. ΒΙΡΑΓΚ: ( Ανασηκώνει τά φρύδια.) Νά κάνεις επαφή μέ χ ρυσό δαχ τυλίδι, οπως λέγουν. Argumentum ad feminam, οπως λέγαμε στήν άρχ αία Ρώμη καί στήν άρχ αία Ελλάδα έπί ύπατείας Διπλοδόκου καί Ίχ θυοσαύρου. Διά τά ύπόλοιπα άρκεί τό δραστικόν φάρμακον τής Εύας. Δέν διατίθεται πρός πώλησιν. Μόνον πρός ένοικίασιν. Ουγενότε. (Νέες συσπάσεις.) Άκούγεται ενας παράξενος ήχ ος. (Βήχ ει ένθαρρυντικά.) Πολύ πιθανόν νά πρόκειται περί κρεατοελιάς. ‘Υποθέτω ότι θά θυμάσαι τί σού έδίδαξα σχ ετικά έπί τού θέματος; Σιτάλευρο μέ μέλι καί μοσχ οκάρυδο. ΜΠΛΟΥΜ: (Συλλογισμένος.) Σιτάλευρο μέ λυκοπόδιον καί συλλαβάξ. Μά τί βάσανο κι αύτό τό ερωτηματολόγιο. ΤΗταν μιά άσυνήθιστα κουραστική μέρα, μιά διαδοχ ή άτυχ ημάτων. Μιά στιγμή. ’Έχ ω τήν εντύπωση πώς είπες ότι τό αίμα άπό τίς κρεατοελιές σπέρνει κρεατοελιές. ΒΙΡΑΓΚ: (Αύστηρός, μέ τή μύτη ακόμα πιό γαμφή, μέ τό βλέμμα λοξό.) Σταμάτα νά στριφογυρίζεις τούς άντίχ ειρες καί σκέψου λίγο γιά νά σκεφτείς. Βλέπεις, ξέχ ασες. ’Άσκησε τή μνημοτεχ νική σου. La causa e santa. Τάρα. Τάρα. (Μονολογεί.) Σίγουρα θά τό θυμηθεί. ΜΠΛΟΥΜ: ’Άν κατάλαβα καλά, άνέφερες έπίσης καί τό δενδρολίβανο ή κάτι γιά τήν άνθυποβολή έπί τών παρασιτικών ιστών. Καί κατόπιν, όχ ι, όχ ι αύτό, εχ ω μιά μικρή ίδέα. Ή θεραπεία επιτυγχ άνεται διά μαλάξεως άπό χ έρι πεθαμένου. Μέμνησο. ΒΙΡΑΓΚ: (Μέ εξαφη.) Αύτό είναι. Αύτό είναι. Μάλιστα. Αύτό. Τεχ νική. (Χτυπάει ζωηρά μέ τό χ έρι του τό ρολό τής περγαμηνής.) Αύτή ή εργασία περιγράφει λεπτομερώς τήν διαδικασίαν έπενεργείας. Συμβουλεύσου τόν πίνακα περιεχ ομένων. Διά τήν παραληρούσαν φοβίαν άκόνιτον, διά τήν μελαγχ ολίαν χ λωριούχ α, διά τόν πριαπισμόν σφυγμώδη άνεμώνην. Ό Βίραγκ θά σού ομιλήσει περί άκρωτηριασμού. Ή παλιά μας γνώριμος, ή Καυστική. Πρέπει νά τάς ξεκάνουμε μέ τήν πείνα. Νά τάς ξεπαστρέψουμε στραγγαλίζοντας αύτάς στήν ρίζα των μέ μιά τρίχ α άλογου. Άλλά, γιατί μεταφέρομεν άλλού τόν τόπον τής συζητήσεως, είς τούς Βουλγάρους ή τούς Βάσκους, είσαι έτοιμος νά πείς άν σού άρέσουν οί γυναίκες ντυμένες αντρικά; (Ξερό γε· λάκι.) Είχ ες εκδηλώσει τήν πρόθεσιν νά άφιερώσεις εν ολόκληρον έτος είς τήν μελέτην τού θρησκευτικού προβλήματος καί κατά τήν διάρκειαν τού θέρους τού 1886 νά βρείς τόν τετραγωνισμό τού κύκλου καί νά κερδίσεις έκείνο τό έκατομμύριον. Ρόδον! Τό ύψηλόν δέν άπέχ ει τού γελοίου παρά μόνον ά-πόστασιν ένός βήματος. ’Άς πούμε, μέ πυτζάμες, ή μέ σώβρακο τρικό κλειστό; Η, ύπόθεση κάνω, μέ περίπλοκον συνδυασμόν μεσοφοριού καί κυλότας; (Κρώζει κοροίδευτικά.) Κικιρίκικι…! (Τό βλέμμα τού Μπλούμ πλανιέται αβέβαιο άπό τό ενα κορίτσι στό άλλο, επειτα καρφώνεται στό μαβί καλυμμένο φώς. Άφουγκράζεται τό ακούραστο έντομο.) ΜΠΛΟΥΜ: Τότε ήθελα νά έχ ω τώρα καταλήξει. Ποτέ δέν ύπήρξε περίπτωσις νυχ τικού. Ώς έκ τούτου, αύτό έδώ. Άλλά τό αύριον είναι, θά είναι, μιά καινούργια ήμέρα. Τό παρελθόν ήταν, είναι σήμερα. Αύτό πού είναι τώρα είναι, θά είναι αύριο τότε, οπως τώρα ήταν τό παρελθόν χ θές. ΒΙΡΑΓΚ: (Τού φιθυρίζει σφυριχ τά στό αύτί.) Τά έφήμερα έντομα περνούν τήν μοναδικήν ήμέρα τής ζωής τους σέ διαρκή συνουσία, δελεασμένα άπό τά όλιγώτερον ώραία θηλυκά, ή θερμότης τού
αιδοίου τών οποίων έπεκτείνεται πρός τήν περιοχ ή τής ράχ εως. Ή ώραία Πόλλ! {Τό κίτρινο παπαγαλίσιο ράμφος του φλυαρεί ρινόφωνα.) Εις τά Καρπάθια, κατά τό πέντε χ ιλιάδες πεντακόσια πενήντα μετά Χριστόν, ύπήρχ ε μιά παροιμία. Μιά κουταλιά μέλι έχ ει περισσότερες πιθανότητες νά τραβήξει τήν άρκούδα, τόν φίλο μας τόν Μπρούιν, παρά μισή ντουζίνα βαρέλια ξύδι πρώτης ποιότητος. Ό θόρυβος τής άρκούδας ενοχ λεί τίς μέλισσες. Άλλά άς τ’ άφήσουμε αύτά. Θά βγάλουμε τά συμπεράσματά μας μιάν άλλη φορά. Άρκετά διασκεδάσαμε, έμείς οί άλλοι. (Βήχ ει καί σκύβοντας τό κεφάλι τρίβει σκεφτικός τή μύτη μέ τή φούχ τα του.) Θά παρατήρησες ότι αύτά τά έντομα ελκονται άπό τό φώς. Πρόκειται γι’ αύταπάτη, άν θυμηθείς τήν περιπλοκότητα καί τήν άνικανότητα προσαρμογής τού ματιού τους. Γ ιά ολα αύτά τά άκανθώδη σημεία βλέπε τό δέκατο έβδομο βιβλίο μου Οί βάσεις τής Σεξολογίας η τό Ερωτικόν Πάθος, τό όποιον ό δόκτωρ Λ. Μπ. θεωρεί ώς τό εντυπωσιακότερο βιβλίο τής χ ρονιάς. Έπί παραδείγματι, ύπάρχ ουν μερικά έντομα, τών οποίων οί κινήσεις είναι αύτόματες. Σκέψου. Πρόκειται γιά εναν ήλιο στά μέτρα του. Πουλί τής νύχ τας, ήλιος τής νύχ τας, πόλις τής νύχ τας. Πιάσε με, Τσάρλυ! Μπάζζ! ΜΠΛΟΥΜ: ‘Όπως έκείνη ή μέλισσα ή ή κρεατόμυγα προχ θές, πού κουτούλαγε πάνω στή σκιά της στόν τοίχ ο ζαλισμένη τότε κι έγώ ζαλισμένος καί περιπλανήθηκε κάτω άπό τό πουκάμισό μου, εύτυχ ώς πού έγώ… ΒΙΡΑΓΚ: {Τό άνέκφραστο πρόσωπό του γελά μέ πλούσιο γυναικείο γέλιο.) Λαμπρά! Μιά κανθαρίς στό σώβρακό του ή ενα κατάπλασμα κόνεως μουστάρδας εις τό φυτευτήρι του. (Ξεροκαταπίνει κάνοντας τίς πέτσες του κάτω άπό τό λαιμό του νά τρέμουν.) Γλουλουγλουλουγλού! Γλουλουγλουλουγλού! Πού είμαστε; Σουσάμι, άνοιξε! Άνασταίνεται! (Διαβάζει ξετυλίγοντας γρήγορα τό ρολό τής περγαμηνής του. Ή μύτη του, πού .μοιάζει μέ κωλοφωτιά, τρέχ ει άντίθετα άπό τή φορά τών γραμμάτων, τά όποια ξύνει μέ τά νύχ ια του.) Μιά στιγμή, καλέ μου φίλε. Σού μεταφέρω τό ποθητόν.μήνυμα. Έντός ολίγου θά σημάνει γιά μάς ή ώρα διά τά στρείδια τής Κόκκινης άκτής. Είμαι ό άρχ ιμάγειρος. Αύτά τά ζουμερά δίθυρα μπορούν νά μάς παράσχ ουν μεγάλη βοήθεια, καί οί τρούφες τού Περιγκόρντ, φυμάτια ξετρυπωμένα άπό τήν παμφάγο Εξοχ ότητά Του τόν Χοίρο, είναι ενα κι ενα δι’ αύτάς τάς περιπτώσεις νευρικής άτονίας ή Βιραγκίτιδος. Παρ’ ολον πού βρωμούν, προσφέρουν κάποιον έρέθισμα. (Κουνάει τό κεφάλι του χ ασκογελώντας κοροίδευτικά.) Μεγάλη πλάκα. Μέ τό ματογυάλι μου στό μάτι. ΜΠΛΟΥΜ: (Άφηρημένα.) Ή περίπτωση διθυρίας τής γυναίκας είναι καταφανώς χ ειρότερη. Σουσάμι διαρκώς άνοικτό. Αιδοίο διαρρηγμένο. Έξ ού καί ό τρόμος τους γιά τά βλαβερά ζώα καί ό,τι έρπει. ‘Ωστόσο ύπάρχ ει μιά άντίφαση άνάμεσα στήν Ευα καί τόν όφι. Δέν άποτελεί ιστορικό γεγονός. Κατ’ εμέ ύπάρχ ει κάποια άναλογία. Καί τά φίδια διψούν γιά γάλα γυναίκας. Διανύουν χ ιλιόμετρα μέσα άπό παμφάγα δάση γιά νά βυζάξουν μέχ ρις αίματος τά στήθη της. Σάν εκείνες τίς γλουλουγαλοπουλίσιες κυράτσες τής Ρώμης πού διαβάζει κανείς στήν Έλεφαντουλίαση. ΒΙΡΑΓΚ: (Προτείνει ενα στόμα μέ συσπάσεις, κλείνει οδυνηρά δυό πέτρινα βλέφαρα καίφάλλει κατά έξωτικόμονότονο.) Είθε οί άγελάδες μέ εκείνες τίς φουσκωμένες ρώγες τους, είθε νά γνωρίζαμε περί αύτών ότι… ΜΠΛΟΥΜ: Μού ερχ εται νά μπήξω τά ούρλιαχ τά. Σού ζητώ συγγνώμην. ’Ά; Ναί! (’Απαγγέλλει.) Πήγαιναν αύθορμήτως νά βρούν τό σαυροειδές στή φωλιά του, γιά νά έμπιστευθούν τίς θηλές τους στό άπληστο βύζαγμά του. Τό μερμήγκι θηλάζει τή μελίγκρα. (Βαθειά.) Τό ένστικτο κυβερνάει τόν κόσμο. Στή ζωή. Στό θάνατο. ΒΙΡΑΓΚ: (Μέ τό κεφάλι γερμένο στόν ώμο, καμπουριάζει τή ράχ η καί τήν έξαρθρωμένη πλάτη
του. Τό θολό καί γουρλωτό μάτι του παρακολουθεί τό έντομο. Τεντώνει εναν δείκτη μέ νύχ ια καί φωνάζει.) Ποιός είναι ό Τζέρ Τζέρ; Ποιός είναι ό άγαπητός Τζέραλντ; Ω, πολύ φοβάμαι μήπως καψαλίστηκε άσχ ημα. Παρακαλώ, θά μπορούσε κάποιος νά εμποδίσει τήν καταστροφή ένός πρώτης τάξεως τραπεζομάντηλου; (Νιαουρίζει.) Λίτ, ψιτ, ψίτ, ψίτ. (’Αναστενάζει, οπισθοχ ωρεί καί λοξοκοιτάζει τό δάπεδο μέ άνοιχ τό στόμα.) Καλά, καλά. ’Αναπαύεται έκ νέου. Είμαι ενα τόσο δά πραματάκι Πού μές στήν άνοιξη πετώ Καί σάν τήν σβούρα τριγυρνώ. Κάποτε ήμουν βασιλιάς Τώρα τό κάνω τήν ώρα πού Πετώ, πετώ! Κλάτς! (‘Ορμάει πρός τό μαβί άμπαζούρ φτεροκοπώντας μέ θόρυβο.) Τι όμορφα, όμορφα, όμορφα, όμορφα, όμορφα, όμορφα εσώρουχ α. ( Άπό την επάνω αριστερή είσοδο προβάλλει γλιστρώντας ό Χένρυ Φλάουερ καί προχ ωρεί πρός τήν άριστερή πρόσθια πλευρά τής σκηνής. Φοράει σκούρο μανδύα καί σομπρέρο μέ κρεμαστή πλερέζα. Βαστάει ενα άσημόχ ορδο σαντούρι καί μία πίπα Τζάκομπ μέ μακρύ σωλήνα άπό μπαμπού καί πήλινη κοιλότητα σέ σχ ήμα γυναικείου κεφαλιού. Φοράει εφαρμοστό παντελόνι άπό μαύρο βελούδο καί σκαρπίνια μ ’ άσημένιες άγκράφες. Μοιάζει μέ τήν ρομαντική μορφή τού Σωτήρα μας, μέ κυματιστούς βοστρύχ ους, αραιά γένεια καί μουστάκι. Τ’ άδύνατα πόδια του είναι σάν τού κόκκορα καί οί πλατείες πατούσες του μοιάζουν μέ τού τενόρου Μάριο, τού πρίγκηπα τής Κάνδιας. Τακτοποιεί τήν κολλαρισμένη τραχ ηλιά του καί υγραίνει τά χ είλη του περνώντας επάνω τους μιάν ερωτική γλώσσα.) ΧΕΝΡΥ: (Μέ βαθειά καί γλυκειά φωνή, αγγίζοντας τίς χ ορδές τής κιθάρας του.) Είναι ενα λουλούδι πού άνθίζει. (Ό Βίραγκ, σκληρός μέ σφιγμένα σαγόνια, καρφώνει τό βλέμμα του στήν λάμπα. Ό Μπλούμ, κοιτάζει σοβαρός τό λαιμό τής Ζωής. ‘Ο φιλάρεσκος Χένρυ στρέφει τό διπλοσάγωνό του πρός τό πιάνο.) ΣΤΗΒΕΝ: (Κατ’ ιδίαν.) Παίξε μέ κλεισμένα μάτια. Μιμήσου τόν μπαμπά. Γεμίσαι τήν έμήν κοιλίαν άπό τών κερατίων ών ήσθιον οι χ οίροι. Τό ποτήρι ξεχ είλισε. Θά σηκωθώ καί θά ξαναγυρίσω στόν. ’Ίσως αύτό νά είναι τό. Στήβ, έχ εις πάρει τόν κακό δρόμο. Πρέπει νά πάς νά βρεις τόν γεροΝτήζυ ή νά του τηλεγραφήσεις. Ή συνομιλία μας σήμερα τό πρωί μ’ εντυπώσιασε. Παρ’ ολο πού οί ήλικίες μας. Θά σάς γράψω έκτενώς αύριο. Παρεμπιπτόντως, είμαι λίγο πιωμένος. (Ξαναρχ ίζει ν’ άγγίζει τά πλήκτρα.) Τώρα έρχ εται τό μινόρε. Ναί. ’Όχ ι πολύ, όμως. (Ό Άλμιντάνο Άρτιφόνι απλώνει τό ρολό του μέ τήν παρτιτούρα καθώς τά μουστάκια του κινούνται δραστήρια.) ΑΡΤΙΦΟΝΙ: Ci rifletta. Lei rovina tutto. ΦΛΩΡΑ: Τραγουδήστε μας κάτι. Τής άγάπης τό παλιό γλυκό τραγούδι. ΣΤΗΒΕΝ: Δέν έχ ω φωνή! Είμαι ένας ξοφλημένος καλλιτέχ νης. Λύντς, σού έδειξα τήν επιστολή γιά τό λαγούτο;
ΦΛΩΡΑ: (Χαμογελώντας κοκέτικα.) Τό πονηρό πουλάκι πού μπορεί καί δέν θέλει νά τραγουδήσει. (Οί Σιαμαίοι δίδυμοι, ό Μεθυσμένος Φίλιπ καί ό Εγκρατής Φίλιπ, διπλωματούχ οι τής ’Οξφόρδης, έμφανίζονται στό άνοιγμα τού παραθύρου μέ μηχ ανές κοινής τού γρασιδιού. Καί οί δυό φορούν μάσκες μέ τό πρόσωπό τού Μάθιου ’Άρνολντ.) Ο ΕΓΚΡΑΤΗΣ ΦΙΛΙΠ: ’Άκου τή συμβουλή ένός τρελού. Κάτι δέν πάει καλά. Πιάσε ενα μολυβάκι καί λογάριασε σάν νεαρός ήλιθιος. Είχ ες είσπράξει τρεις λίρες καί δώδεκα σελλίνια, δυό χ αρτονομίσματα, μία χ ρυσή, δύο κορώνες. ’Άν τά νιάτα μπορούσαν μόνο νά γνωρίζουν… Στό μπάρ τού Μούνεύ en ville, στού Μούνεύ sur .mer, στού Μόιρα, στού Λάρτσετ, στό νοσοκομείο Ή Μητρότης τής όδού Χόλλες, στό μπάρ τού Μπέρκ. ’Έτσι; Σέ παρακολουθώ. Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΦΙΛΙΠ: (’Ανυπόμονα.) ’Άχ , άνθρωπέ μου! Παράτα με ήσυχ ο. Πλήρωσα τό μερτικό μου. ’Άν μόνο μπορούσα νά βγάλω καθαρά τίς όχ τάβες. Αναδιπλασιασμός προσωπικότητος. Ποιός είναι αύτός πού μού είπε τ’ όνομά του; (Ή μηχ ανή του κοπής γρασιδιού αρχ ίζει νά μουγκρίζει.) Άχ ά, τό βρήκα. Zoe mou sas agapo. ’Έχ ω τήν εντύπωση ότι έχ ω ξανάρθει έδώ. Πότε έγινε αύτό; Δέν πρέπει νά ήταν τότε πού ό ’Άτκινσον, άκόμα έχ ω κάπου τήν κάρτα του. Ό ΜακΚάποιος. Αύτός δέν είχ ε κανένα Μάκ στό επίθετό του. Μού μίλησε γιά τόν, μισό λεπτό νά σκεφτώ, γιά τόν Σουίμπερν, έτσι δέν είναι, ή όχ ι; ΦΛΩΡΑ: Καί τό τραγουδάκι; ΣΤΗΒΕΝ: Τό πνεύμα πρόθυμον, ή σάρξ άσθενής. ΦΛΩΡΑ: Μήπως άποφοίτησες άπό τό κολλέγιο Μέυνουθ; Μοιάζεις μέ κάποιον πού ήξερα κάποτε. ΣΤΗΒΕΝ: Ναί. Εύτυχ ώς, άποφοίτησα. (Κατ’ ιδίαν.) Σπίρτο μοναχ ό. Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΦΙΛΙΠ ΚΑΙ Ο ΕΓΚΡΑΤΗΣ ΦΙΛΙΠ: (Οί μηχ ανές κοπής τού γρασιδιού κάνουν μέ τό μουγκρητό τους τά φυλλαράκια νά στροβιλίζονται σ’ εναν τρελό ρυθμό.) Σπίρτο μοναχ ό. Άποφοίτησα. ’Ώ, έπί τή εύκαιρία, έχ ετε τό βιβλίον, τήν γραφίδα, τήν βακτηρίαν; Μάλιστα, ιδού, μάλιστα. Σπίρτο μοναχ ό, εύτυχ ώς άποφοίτησα. Διατήρησε τή φόρμα σου. “Οπως κι έμείς. ΖΩΗ: Πρίν άπό δυό ήμέρες είχ ε έρθει έδώ γιά νά κάμει τή δουλειά του ένας ιερέας, μέ τό γιακά σηκωμένο μέχ ρι τ’ αύτιά. Τού λέω, δέν χ ρειάζεται νά προσπαθείς νά κρυφτείς. Ξέρω ότι φοράς ρωμαιοκαθολικό κολλάρο. ΒΙΡΑΓΚ: Λογικώτατον έκ μέρους του. Ή πτώσις τού άνθρώπου. (Βραχ νά καί μέ τίς κόρες τών ματιών του διεσταλμένες.) Στό διάβολο ό Πάπας! Ούδέν καινόν ύπό τόν ήλιον. Έγώ είμαι ό Βίραγκ, όστις άπεκάλυψα τά κρυφά ήθη τών μοναχ ών καί τών μαθητευομένων καλογραιών. Αύτός είναι καί ό λόγος πού έγκατέλειψα τήν Εκκλησίαν τής Ρώμης. Άναγνώσατε τόν Ιερέα, τήν Γυναίκα καί τό Έξομολογητήριον. Ύπό Πένροουζ. Τού Παιχ νιδιάρη Σατανά. (Ταράζεται.) Γυναίκα, ξεθηλυκώνοντας μέ χ αριτωμένη ντροπαλότητα τήν ζώνη της έκ σπάρτου, προσφέρει τό καταύγραμένο γιόνι της είς τόν ανδρικόν φαλλόν. Μετά παρέλευσιν ελάχ ιστου χ ρόνου ό άνδρας προσφέρει είς τήν γυναίκα τεμάχ ια κρέατος έκ θηρευμένου ζώου. Ή γυνή εκφράζει τήν χ αρά της καί καλύπτει τό σώμα της μέ δέρμα καί φτερά. Ό άνδρας κάνει έρωτα άγρίως είς τό γιόνι της μέ τόν χ ονδρόν αύτού φαλλόν, τόν αλύγιστο. (Ξεφωνίζει.) Coactus volui. Τότε ή ζαλισμένη γυνή τρέχ ει εκεί τριγύρω. Ό δυνατός άνήρ τήν αρπάζει έκ τού καρπού τής χ ειρός. Ή γυναίκα σκούζει,
δαγκώνει, θορυβεί! Ό άνήρ, όργισθείς, κτυπά τόν παχ ύ γιαντγκάνα τής γυναικός. (Κυνηγάει τήν ουρά του.) Πιφφπάφφ! Πώ, πώ! (Σταματάει, φταρνίζεται.) Πσού! (Τσιγκλάει τό μαραφέτι του.) Πρρρρχ τ! ΛΥΝΤΣ: Ελπίζω νά τιμώρησες καλά τόν καλόν ιερέα. Εννιά δοξαστικοί ψαλμοί γιά τόν πυροβολισμό ένός έπισκόπου. ΖΩΗ: (Ξεφυσάει σάν φάλαινα καπνό άπό τά ρουθούνια της.) Δέν ήταν σέ θέση νά πιάσει γραμμή. Σκέτο χ αμούρεμα μόνο, καταλαβαίνετε. Τόν είχ ε μελάτο. ΜΠΛΟΥΜ: Τόν φτωχ ό! ΖΩΗ: (Ξένοιαστα.) Φτωχ ός μόνο ώς πρός αύτό. ΜΠΛΟΥΜ: Πώς; ΒΙΡΑΓΚ: (‘Ένα διαβολικό βουβό χ αμόγελο συσπά τό θαμποφωτισμένο πρόσωπό του. Τεντώνει τόν άδύνατο λαιμό του. Σηκώνει ενα μουσούδι χ αζού έκ γενετής καί ουρλιάζει.) Verfluchte Goim\ Είχ ε εναν πατέρα, σαράντα πατέρες. Ποτέ του δέν ύπήρξε. Γουρουνοθεός! Είχ ε δύο άριστερά πόδια. ΤΗταν ό ’Ιούδας Γιαχ ίας, ό Λίβυος εύνούχ ος, ό μπάσταρδος τού πάπα. (Στηρίζεται μ’ όλο του τό βάρος στά μπροστινά του στρεβλά πόδια, μέ τούς άγκώνες του νά κάνουν καμάρες. Στό πλακουτσωτό σβερκοκρανίο του τό μάτι του άγων ιώδες. Γαυγίζει πάνω άπό τόν βουβό κόσμο.) Ό γιός μιάς πόρνης. ’Αποκάλυψη. ΚΙΤΤΥ: Καί ή Μαίρη Σόρταλ πού ήταν στό Λοιμωδών Νόσων έξ αιτίας τής σύφιλης πού είχ ε αρπάξει άπό τόν Τζίμμυ Πίτζον είχ ε ενα παιδί άπ’ αύτόν πού δέν μπορούσε νά καταπιεί καί πνίγηκε στό στρώμα άπό τούς σπασμούς κι έμεις ολες τσοντάραμε γιά τά έξοδα τής κηδείας. Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΦΙΛΙΠ: (Σοβαρός.) Qui vous a mis dans cette fichue position, Philippe? Ο ΕΓΚΡΑΤΗΣ ΦΙΛΙΠ: (Εύθυμος.) C’etait le sacre pigeon, Philippe. (Ή Κίττυ βγάζει άπό τό καπέλο της τίς πόρπες, τό άκουμπά ήσυχ α στό πλάι της καί στρώνει τά βαμμένα μαλλιά της. Καί ήταν τά ομορφότερα καί τά έλκιαστικότερα μαλλιά μέ βοστρύχ ους πού είδε κανείς ποτέ πάνω σέ ώμους πουτάνας. Ό Λύντς παίρνει τό καπέλο καί τό βάζει στό κεφάλι του. Έκείνη τού τό αρπάζει άμέσως.) ΛΥΝΤΣ: (Γελάει.) Καί νά σκεφτείς oxt ό Μέντσικοφ ήταν αύτός πού έμβολίασε αύτές τίς απολαύσεις στά άνθρωποειδή. ΦΛΩΡΑ: (Επιδοκιμάζει.) Ή κινητική αταξία. ΖΩΗ: (Εύθυμα.) ’Ώ, λεξικό μου! ΛΥΝΤΣ: Οί τρεις φρόνιμες παρθένες. ΒΙΡΑΓΚ: (’Αναρριγώντας άπό τόν πυρετό, μέ μιά μάζα φρέσκο κίτρινο υγρό στά λεπτά έπιληπτικά χ είλη του.) Αύτή πουλούσε ερωτικά φίλτρα άπό άσπρο κερί καί πορτοκαλάνθια. Ό Πάνθηρ, ό Ρωμαίος Εκατόνταρχ ος, τήν έμόλυνε μέ τά γεννητικά του όργανα. (Πετάει εξω μιά φωσφορίζουσα
καί π άλλουσα γλώσσα σκορπιού, μέ τό χ έρι στό πηγούνι.) Μά τόν Μεσσία! Τής διέρρηξε τό τύμπανο. (Μέ άναρθρες κραυγές μπαμπουίνου τινάζει βίαια τούς γοφούς του στόν κυνικό σπασμό.) Χίκ! Χέκ! Χάκ! Χίκ! Χούκ! Χούκ! Κόκ! Κούκ! ( Εμφανίζεται ό Μπέν Τζάμπο Ντόλλαρντ, κοκκινοπρόσωπος, μυώδης, τριχ ομύτης, γενειοφόρος, λαχ ανοαυτιάς, μαλλιαρόστηθος, δασύτριχ ος, βυζαράςφοράει ενα μπανιερό πού τού σκεπάζει τά μεριά καί τά γεννητικά όργανα.) ΜΠΕΝ ΝΤΟΛΛΑΡΝΤ: (Κάνοντας νά κροταλίζουν σάν καστανιέτες τά κόκκαλα πού κρατάει στά πελώρια δάχ τυλά του, τραγουδάει χ αρούμενα μέ τήν μπάσα βαρελόφωνη φωνή του.) “Οταν ό έρως κυριεύει τή φλογερή ψυχ ή μου… (Οί παρθένες, ή νοσοκόμος Κάλλαν καί ή νοσοκόμος Κουίγκλεύ όρμούν μέσα άπό τούς φύλακες καί τά σκοινιά τού ρίνγκ καί τού ρίχ νονται μέ άνοιχ τές άγκάλες.) ΟΙ ΠΑΡΘΕΝΕΣ: (Παραληρώντας.) Χοντρο-Μπέν! Μπέν ΜακΧρή! ΜΙΑ ΦΩΝΗ: Πιάστε αύτό τό ζωντόβολο μέ τό παλιοπαντέλονο. ΜΠΕΝ ΝΤΟΛΛΑΡΝΤ: (Χτυπάει τό μερί του καί γελάει σάν φάλαινα.) Ναί, γιά δοκίμασε νά δούμε! ΧΕΝΡΥ: (Χαίδεύοντας πάνω στό στήθος του ενα κομμένο γυναικείο κεφάλι, μουρμουρίζει): Ή καρδιά σου, έρωτά μου. (Αγγίζει τίς χ ορδές τού λαγούτου του.) “Οταν σέ πρωτόειδα… ΒΙΡΑΓΚ: (Βγάζοντας τά δέρματα πού φοράει καί σκορπίζοντας τά πολλά φτερά του.) Φτού! (Χασμουριέται δείχ νοντας ενα κατάμαυρο λαιμό καί κλείνει τίς μασέλες του μ ’ ενα σπρώξιμο πρός τά πάνω άπό τό ρολό τής περγαμηνής του.) Κατόπιν τών άνωτέρω, άνεχ ώρησα. ’Αντίο. ’Αντίο σέ σάς. Dreck! ( Ό Χένρυ Φλάουερ δίνει ενα γρήγορο χ τένισμα στό μουστάκι του καί στά γένεια του μέ μιά τσατσάρα τής τσέπης καί στρώνει τά μαλλιά του σαλιώνοντας τό δάχ τυλό του. Μέ προτεταμένο τό ξιφίδιό του γλιστρά πρός την πόρτα, μέ τήν βαρβαρική άρπα του κρεμασμένη στην πλάτη του. Ό Βίραγχ , μέ δύο άχ αρα πηδήματα ξυλοπόδαρου φθάνει στήν πόρτα, μέ τήν ούρά του τυλιγμένη ρολό, καί μέ μιά χ εφαλιά χ ολλάει έπιδέξια στόν τοίχ ο πλάι του ενα αυτοκόλλητο άπό έμπυο κίτρινο χ αρτί.) ΤΟ ΑΥΤΟΚΟΛΛΗΤΟ: ’Άρθρον 11. ’Απαγορεύεται ή άποστολή χ αρτονομισμάτων διά τού ταχ υδρομείου. ’Απόλυτος εχ εμύθεια. Δόκτωρ X. Φράνκς. ΧΕΝΡΥ: Τώρα χ άθηκαν ολα. ( Ό Βίραγχ ξεβιδώνει τό κεφάλι του στό πί καί φί καί τό βάζει κάτω άπό τή μασχ άλη του.) ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΒΙΡΑΓΚ: Κουάκ! (Βγαίνουν, ό ενας μετά τόν άλλο.) ΣΤΗΒΕΝ: (Μέ τό κεφάλι στραμμένο πρός τή Ζωή.) Θά προτιμούσες τόν μαχ ητικό εφημέριο πού
ίδρυσε τήν προτεσταντική αίρεση. “Ομως φυλάξου άπό τόν ’Αντισθένη, τόν κυνικό, καί τόν τρόπο πού τελείωσε ό αίρεσιάρχ ης ’Άρειος. Τήν άγωνία μέσα στό άφοδευτήριο. ΛΥΝΤΣ: Γι’ αυτήν ολα αύτά είναι ό ενας καί μοναδικός Θεός. ΣΤΗΒΕΝ: (Ευλαβικά.) Καί ό Κύριος τού παντός. ΦΛΩΡΑ: (Στόν Στήβεν.) Στοιχ ηματίζω ότι πήγαινες γιά παπάς καί δέν τά κατάφερες. `Ή γιά καλόγερος. ΛΥΝΤΣ: ’Ακριβώς. Είναι ό καρπός τής αμαρτίας κάποιου καρδινάλιου ’Αθανάσιου. ΣΤΗΒΕΝ: Θανάσιμες αμαρτίες. Καλόγεροι τού βατέματος. (Ή Αύτού Έξοχ ότης, ό Σίμων Στήβεν Ντένταλους, Καρδινάλιος άπάσης τής Ιρλανδίας, έμφανίζεται στό κατώφλι, ένδεδυμένος κόκκινο ράσο, σανδάλια καί κάλτσες. Έπτά πιθηκοειδείς νάνοι, θανάσιμες αμαρτίες, καί αύτοί ένδεδυμένοι στά κόκκινα, κρατούν τήν ούρά τού ράσου του, καί κρυφοκοιτάζουν άπό κάτω. Φοράει στραβά εναν παραμορφωμένον μεταξωτό πίλο. Εχ ει βάλει τούς άντίχ ειρές του στίς μασχ άλες του μέ τίς παλάμες του τεντωμένες πρός τά εξω. Γύρω στό λαιμό του κρέμεται ενα κομποσκοίνι άπό φελλούς, τό όποιο καταλήγει πάνω στό στήθος του σ’ ενα τιρμπουσόν σέ σχ ήμα σταυρού. ’Απελευθερώνοντας τά χ έρια του, έπικαλείται τήν χ άριν τού Ύφίστου μέ μεγάλες κυματοειδείς χ ειρονομίες καί κηρύσσει μέ πομπώδη μεγαλοπρέπεια.) Ό Κονσέρβιο κείτεται αιχ μάλωτος. Κείτεται μέσα στό βαθύτερο μπουντρούμι Μέ χ ειροπέδες στά χ έρια καί τά πόδια Καί άλύσους πού ζυγίζουν πάνω άπό τρείς τόνους. (Πρός στιγμήν τούς ατενίζει ολους, μέ τό δεξί μάτι του κλεισμένο σφιχ τά, τό άριστερό μάγουλό του φουσκωμένο. “Υστερα, μήν μπορώντας νά διατηρήσει τή σοβαρότητά του, ταλαντεύεται, μέ τά χ έρια στούς γοφούς καί άρχ ίζει νά τραγουδάει μέ παιχ νιδιάρικη ευθυμία.) Ω, τό φτωχ ούλι τό μικρούλι Μέ τά κίτρινα πο-ποδαράκια του Ηταν τόσο παχ ουλό, στρογγυλό, βαρύ καί ζωηρό σάν φίδι ‘Όμως κάποιος αγριάνθρωπος Γιά νά δυναμώσει τά λαχ ανικά του Ξέκαμε τής Νέλλ Φλάερτυ τό παπάκι. (“Ενα πλήθος μυγάκια όρμούν πάνω στό ράσο του. Ξύνει τά πλευρά του μέ τά χ έρια σταυρωμένα, μορφάζοντας, καί φωνάζει.) Υποφέρω τήν άγωνία τών καταδικασμένων τής κόλασης. Μά τήν πίστη μου είναι άληθινή εύλογία τό γεγονός ότι ολο αύτό τό άστείο πλήθος δέν είναι ομόγνωμο. ’Αλλιώς θά μέ είχ ε σαρώσει άπό τό πρόσωπο τής σκρόφας σφαίρας. (Μέ σκυμμένο κεφάλι, μοιράζει σύντομες ευλογίες μέ τόν δείκτη καί τό μεσαίο δάκτυλο, δίνει τό πασχ αλινό φιλί καί κάνει μιά κωμική έξοδο μπερδεύοντας τά πόδια του, στραβώνοντας τό
καπέλο
του άπό τό ενα
πρός τά
κάτω
αύτί
στό
άλλο
καί
ζαρώνοντας
ώς τό ύφος τών νάνων πού τού κρατούν
τήν
ουρά
τού
ράσου
του.
Οί νάνοι άκόλουθοι κρυφογελούν, ρίχ νουν βιαστικές περίεργες ματιές γύρω τους, άλληλοσκουντιούνται μέ τούς άγκώνες, γουρλώνουν τά μάτια καί άνταλλάσσουν τό πασχ αλινό φιλί κάνοντας ζίκ-ζχ κ πίσω του. Ή φωνή του άκούγεται γλυκειά, άπόμακρη, σπλαχ νική, άρρενωπή, μελωδική.) Ή καρδία μου
θά ελθει πρός
Σέ
Ή καρδία μου
θά ελθει πρός
Σέ
Καί μέ τήν πνοή τής μυρωμένης νύχ τας Ή καρδία μου θά ελθει πρός Σέ. (Τό πόμολο τής πόρτας γυρίζει ώς διά μαγείας.) ΤΟ ΠΟΜΟΛΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ: Πρός Σέ. ΖΩΗ: Ό διάβολος μπήκε άπ’ αύτή τήν πόρτα. (Μιά άντρική μορφή κατεβαίνει τή σκάλα πού τρίζει καί άκούμε νά παίρνει τό καπέλο του καί τό άδιάβροχ ό του άπό τήν κρεμάστρα. Ό Μπλούμ πηγαίνει άσυναίσθητα πρός τήν πόρτα, τήν μισοκλείνει καθώς περνάει, καί βγάζει άπό τήν τσέπη του τή σοκολάτα καί τήν προσφέρει δειλά στή Ζωή.) ΖΩΗ: (Μυρίζει ζωηρά τά μαλλιά τού Μπλούμ.) Χμ. Εύχ αριστώ. Τρελαίνομαι γιά ό,τι μού άρέσει. ΜΠΛΟΥΜ: ( Λχ ούγοντας μιάν άντριχ ή φωνή νά μιλάει εξω στό χ ατώφλι μέ τίς πόρνες, τεντώνει τ’ αύτιά του.) ’Άν ήταν αύτός; Μετά; ’Ή ελλείψει αύτού; Η τό ενα πάνω στό άλλο; ΖΩΗ: (Σχ ίζει τό άσημόχ αρτο.) Τά δάχ τυλα φτιάχ τηκαν πρίν άπό τά πηρούνια. (Σπάζει καί τρώει ενα χ ομμάτι, δίνει ενα άλλο στήν Κίττυ Ρίχ εττς καί γυρίζει μέ νάζι πρός τόν Λύντς.) Θά είχ ες άντίρρηση γιά μιά γαλλική καραμέλα; (Λυτός δέχ εται. Έχ είνη τόν πειράζει.) Θά τήν πάρεις τώρα ή θά περιμένεις μέχ ρι νά τήν πάρεις; (Έχ είνος άνοίγει τό στόμα σηχ ώνοντας τό πηγούνι. Έχ είνη γυρίζει χ υχ λιχ ά τό δόλωμα άπό τά δεξιά πρός τ’ άριστερά. Τό χ εφάλι του παραχ ολουθείτήν χ ίνηση. ‘Ύστερα αύτή τό γυρίζει άπό τ’ άριστερά πρός τά δεξιά. Έχ είνος τήν χ οιτάζει.) Πιάσε! (Τού ρίχ νει ενα χ ομμάτι. Λύτός τό πιάνει στόν άέρα έπιδέξια καί τό δαγχ ώνει μέ ενα χ ράχ .) ΚΙΤΤΥ: (Μασουλώντας.) Εκείνος ό μηχ ανικός πού είχ α πάει μαζί του στό πανηγύρι είχ ε πολύ ώραΤες σοκολάτες. Γεμάτες μέ φίνο λικέρ. Καί ήταν έκεί καί ό άντιβασιλέας μέ τήν κυρία του. Χορτάσαμε ιππασία στά ξύλινα άλογάκια. Άκόμα είμαι ζαλισμένη. ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ γούνινο πανωφόρι Σβένγχ αλι, μέ σταυρωμένα μπράτσα, μέ ναπολεόντειο τσουλούφι στό μέτωπο, έχ τοξεύει εναν έγγαστρίμυθο έξορχ ισμό, ένώ τό άετήσιο μάτι του είναι χ αρφωμένο στήν πόρτα. ’Έπειτα, χ ορδώτός, μέ τό άριστερό του πόδι προτεταμένο, διέρχ εται γρήγορα μ ’ επιταχ τιχ ά δάχ τυλα, καί άφήνοντας τό δεξί του χ έρι νά ξαναπέσει από τόν ώμο του, χ άνει τό σήμα τού άρχ ιμασόνου.) Πηγαίνετε, πηγαίνετε, πηγαίνετε, σας έξορκίζω, οποίοι καί άν είσθε.
( Άχ ούγεται άνδριχ ός βήχ ας καί πατήματα νά περνούν εξω, μες στήν ομίχ λη. Τά χ αραχ τηριστιχ ά τού Μπλούμ χ αλαρώνουν. Βάζει τό χ έρι του στό γιλέχ ο, ποζάροντας ήρεμος. Ή Ζωή τού προσφέρει σοχ ολάτα.) ΜΠΛΟΥΜ: (Επίσημα.) Εύχ αριστώ. ΖΩΗ: Κάνε οπως σού λένε. Πάρε. (Σταθερός θόρυβος άπό ταχ ούνια άχ ούγεται στίς σχ άλες.) ΜΠΛΟΥΜ: (Παίρνει τή σοχ ολάτα.) Αφροδισιακή; ‘Όμως, νόμιζα ότι. Ή βανίλια ήρεμεί ή; Μέμνησο. Τό ταραγμένο φώς ταράζει τή μνήμη. Τό κόκκινο έπηρεάζει τόν φυματώδη λύκο. Τά χ ρώματα επιδρούν στόν χ αρακτήρα τής γυναίκας, οποιος κι είναι αύτός. Αύτό τό μαύρο μέ μελαγχ ολεί. Φάε καί νιώσε εύτυχ ισμένος, γιατί αύριο. (Τρώει.) Επηρεάζει καί τή γεύση, ναί, μώβ. ‘Όμως, πάει τόσος καιρός άπό τότε πού έγώ. Μοιάζει σάν τώρα. Άφρο. Αύτός ό παπάς. Πρέπει νά ’ρθει. Κάλλιο άργά παρά ποτέ. Δοκίμασε τρούφες στού ’Άντριους.
(Ή πόρτα ανοίγει. Μπαίνει ή Μπέλλα Κοέν, μιά όγχ ώδης μεγαλοπουτάνα. Είναι ντυμένη μέ φουστάνι τρουαχ άρ σέ χ ρώμα φίλντισι, μέ κρόσσια στόν ποδόγυρο άπό διαφορετικό ύφασμα καί δροσίζεται κουνώντας έρωτιάρικα ενα μαύρο κοκκάλινο ριπίδι, καθώς ή Μίννι Χόουκ στήν Κάρμεν. Στό άριστερό της χ έρι φοράει δαχ τυλίδι άρραβώνα καί βέρα. Τά μάτια της είναι βαμμένα έντονα μέ κάρβουνο. ’Έχ ει ενα πεταχ τό μουστάκι. Ή λαδερή φάτσα της είναι υπερβολικά ίδρωμένη καί ή μύτη μέ πασαλειμμένα πορτοκαλιά ρουθούνια. Στά αυτιά της κρέμεται ενα ζευγάρι φεύτικα σμαράγδια.) ΜΠΕΛΛΑ: Πώ, πώ! Μπορεί νά μέ στύψει κανείς άπό τόν ιδρώτα. (Κοιτάζει γύρω της τά ζευγάρια. “Υστερα τά μάτια της στέκονται μέ σκληρή επιμονή πάνω στόν Μπλούμ. Τό φαρδύ ριπίδι της άνεμίζει άέρα πάνω στό ζεσταμένο μούτρο της, τό λαιμό της καί τά βυζιά της. Τά γερακίσια μάτια της άστράφτουν.) ΤΟ ΡΙΠΙΔΙ: (Ριπιδίζει γρήγορα, υστέρα άργά.) Παντρεμένος, καθώς βλέπω. ΜΠΛΟΥΜ: Ναί… Περίπου, έχ ω χ άσει τό… ΤΟ ΡΙΠΙΔΙ: (Μισανοίγοντας, υστέρα κλείνοντας.) Καί ή κυρά είναι τ’ άφεντικό. Γυναικοκυβέρνημα. ΜΠΛΟΥΜ: (Κοιτάζει κάτω μέ μορφασμό προβάτου.) ‘Όπως τό λές. ΤΟ ΡΙΠΙΔΙ: (Διπλώνεται, άκουμπάει πάνω στό σκουλαρίκι της.) Μέ ξέχ ασες; ΜΠΛΟΥΜ: Ναί. ’Όχ ι. ΤΟ ΡΙΠΙΔΙ: (Διπλωμένο άναπαυτικά στή μέση της.) Είμαι έγώ αύτή πού ονειρεύτηκες πρίν; ΤΗταν τότε αύτή, ύστερα αύτός έσύ έγώ άπό τότε πού γνωριστήκαμε; Είμαστε ολοι αύτοί καί οί ίδιοι τώρα εμείς; (Ή Μπέλλα πλησιάζει χ τυπώντας τον ελαφρά μέ τό ριπίδι.) ΜΠΛΟΥΜ: (Τρέμοντας.) Παντοδύναμη ύπαρξη. Διάβασε μές στά μάτια μου τό κάρωμα τού ύπνου πού άρέσει στίς γυναίκες. ΤΟ ΡΙΠΙΔΙ: (Χτυπώντας ελαφρά.) ’Έχ ουμε γνωριστεί. Είσαι δικός μου. Είναι μοιραίο. ΜΠΛΟΥΜ: (Φοβισμένος.) Πληθωρική θηλυκότητα. Επιθυμώ ύπέρμετρα νά μέ κατακτήσεις. Είμαι έξαντλημένος, εγκαταλειμμένος, όχ ι πιά νέος. Στέκομαι, άς τό πώ ετσι, μ’ ενα άταχ υδρόμητο γράμμα μέ κολλημένα τά γραμματόσημα τής έκτακτης έκδοσης εμπρός στό πολύ άργό κουτί τού κεντρικού ταχ υδρομείου τής άνθρώπινης ζωής. Ή πόρτα καί τό παράθυρο άνοι-χ τά στά δεξιά, αίτια ρεύματος τριάντα δύο πόδια τό δευτερόλεπτο, σύμφωνα μέ τό νόμο τής πτώσης τών σωμάτων. Αύτή τή στιγμή ένιωσα στά πλευρά μου εναν νυγμό, στούς μυς τού άριστερού μου γλουτού. Είναι κληρονομικό. Ό καημένος, ό αγαπημένος μπαμπάς, χ ήρος, ήταν ένα κανονικό βαρόμετρο έξ αιτίας αύτού. Πίστευε στή θερμότητα τών ζώων. Τό χ ειμωνιάτικο γιλέκο του φοδραρισμένο μέ δέρμα γάτας. Τώρα στά τελευταία του θυμήθηκε τόν βασιλιά Δαβίδ καί τή Σουλαμίτιδα, μοιράστηκε τό κρεβάτι του μέ τόν ’Άθω, πιστό άκόμα καί μετά θάνατον. Τό σάλιο
τού σκύλου, καθώς πιθανόν έσύ… (Τρέμει.) Όχ ι. ΡΙΤΣΤ ΓΚΟΤΑΝΤΙΓΚ: (Περνάει τήν πόρτα, κουβαλώντας τήν τσάντα του.) Ή κοροίδία είναι καμιά φορά σάν τήν φάκα. Ή καλύτερη πραμάτεια στό Δουβλίνο. Αξίζει όσο τό συκώτι καί τό νεφρό άπό πρίγκηπα. ΤΟ ΡΙΠΙΔΙ: (Χτυπώντας έλαφρά.) “Ολα τελειώνουν. Γίνε δικός μου. Τώρα. ΜΠΛΟΥΜ: (’Αναποφάσιστος.) ‘Όλα τώρα; ’Έπρεπε νά μήν άποχ ωριζόμουνα τό φυλαχ τό μου. Ή βροχ ή, ή έκθεση τού σώματος στήν πτώση τής δροσιάς πάνω στά θαλασσινά βράχ ια, ένα στραβοπάτημα στή διάρκεια τής ζωής μου. Κάθε φαινόμενο έχ ει μιά φυσική αιτία. ΤΟ ΡΙΠΙΔΙ: (Δείχ νει πρός τά κάτω, άργά.) Μπορείς. ΜΠΛΟΥΜ: (Κοιτάζει κάτω κι άντιλαμβάνεται τά λυμένα κορδόνια της.) Μάς βλέπουν. ΤΟ ΡΙΠΙΔΙ: (Δείχ νει πρός τά κάτω, γρήγορα.) Πρέπει. ΜΠΛΟΥΜ: (Μ’ έπιθυμία, μέ τό στανιό.) Μπορώ νά κάμω έναν άληθινό μαύρο κόμπο. ’Έμαθα όταν ύπηρετούσα κι εργαζόμουν στού Κέλλετ, στό τμήμα ταχ υδρομικών άποστολών. ’Έμπειρο χ έρι. Κάθε κόμπος μου μιλάει. ’Άσε με. Δείξε καλωσύνη. Γονάτισα άλλη μιά φορά σήμερα. ’Άχ ! ( Ή Μπέλλα σηκώνει λίγο τό φουστάνι της καί άφού σταθεροποιηθεί στή θέση της βάζει στήν άκρη μιάς καρέκλας ενα ογκώδες πέλμα σέ τρίσολο σαντάλι καί σέ μεταξωτή κάλτσα. Ό Μπλούμ, δύσκολα καί γερασμένα, σκύβει πάνω άπό τό σαντάλι της καί μ’ έπιδέξια δάχ τυλα τραβάει δώθεκείθε τά κορδόνια της.) ΜΠΛΟΥΜ: (Μουρμουρίζει ερωτιάρικα.) Νά είμαι πωλητής παπουτσιών στού Μάνσφηλντ, αύτό ήταν τ’ όνειρο τής νιότης μου, οί άγαπημένες χ αρές τού γλυκού κουμπώματος, τού σταυρωτού φιόγκου τού σατινένιου παιδιάστικου υποδήματος πού δένεται ψηλά μέχ ρι τό γόνατο, τόσο άπίστευτα μικρού στίς κυρίες τής όδού Κλάιντ. Άκόμα καί τής Ραύμόνδης, τής κέρινης κούκλας τού καταστήματος, πού τήν έπισκεπτόμουν καθημερινά, γιά νά θαυμάσω τίς άραχ νούφαντες κάλτσες της καί τό ραβεντί δαχ τυλάκι της, οπως φοριούνται στό Παρίσι. ΤΟ ΠΕΛΜΑ: Μύρισε τή ζεστή γιδοπροβιά μου. Νιώσε τό βασιλικό μου βάρος. ΜΠΛΟΥΜ: (Δένοντας τόν φιόγκο.) Μήπως είναι πολύ σφιχ τά; ΤΟ ΣΑΝΤΑΛΙ: Αν δέν τά καταφέρεις, φουκαρά μου, θά κλωτσήσω έγώ τήν μπάλα γιά χ άρη σου. ΜΠΛΟΥΜ: Νά προσέξω μήπως δέν τόν δέσω σωστά, οπως £κανα έκείνη τή νύχ τα στό χ ορό τής Φιλανθρωπικής Εορτής. Αύτό φέρνει κακοτυχ ια. Νά προσέξω νά μήν μπει σέ λάθος τρύπα τής… τού προσώπου πού άναφέρατε. Έκείνη τή νύχ τα ήταν πού αύτή συνάντησε… Εντάξει! (Δένει τό κορδόνι. Ή Μπέλλα άκουμπάει τό πόδι της στό πάτωμα. Ό Μπλούμ σηκώνει τό κεφάλι του. Ή βαρειά της φάτσα καί τά μάτια της τόν χ τυπάνε κατακούτελα. Τά μάτια του θολώνουν, σκοτεινότερα καί σακκουλ ιασμένα, ή μύτη του φαρδαίνει.) ΜΠΛΟΥΜ: (Μουρμουρίζει.) Άναμένοντες περαιτέρω διαταγάς διατελούμεν, κύριοι…
ΜΠΕΛΛΟ: (Μέ σκληρό βλέμμα σαύρας, μέ φωνή βαρύτονου.) Σκυλί τής ατιμίας! ΜΠΛΟΥΜ: (Ξεμυαλισμένος.) Αύτοκράτείρα! ΜΠΕΛΛΟ: (Οί μεγάλες φέτες τών παρειών του κρεμασμένες.) Λάτρη τού μοιχ ού πρωκτού! ΜΠΛΟΥΜ: (Θλιμμένα.) Άχ ανότητα! ΜΠΕΛΛΟ: Σκατοφάγε. ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ νευρική μισούπόκλιση.) ‘Υψηλότητα! ΜΠΕΛΛΟ: Κάτω. (Τή χ τυπάει στόν ώμο μέ τό ριπίδι του.) Λύγισε τά πόδια μπροστά. Γλίστρησε τό άριστερό πόδι ενα βήμα πίσω. Θά πέσεις. Πέφτεις. Στά χ έρια, κάτω. ΜΠΛΟΥΜ: (Τά γυναικεία μάτια της γυρισμένα πρός τά πάνω κλείνουν σέ θαυμασμό.) Τρούφες! (Μέ στριγγλιάρα επιληπτική κραυγή σωριάζεται στά τέσσερα, τιτιβίζοντας, μυκτηρίζοντας, ριζώνοντας στά πόδια του, υστέρα ξαπλώνει φεύτικα νεκρή, μέ σφιχ τά κλεισμένα μάτια, τρεμουλιαστά βλέφαρα, λυγισμένη στό έδαφος στη στάση τού πιό εκλεκτού αφέντη.) ΜΠΕΛΛΟ: (Μέ πιασμένα πίσω μαλλιά, κοκκινωπά σπάραχ να, παχ εις κύκλους μουστακιού γύρω άπό τό ξυρισμένο στόμα του, μέ στολίδια βουνήσιου, πράσινο πανωφόρι μέ άσημόκουμπα, σπόρ φούστα καί χ απέλο αλπινιστή μέ χ οχ χ ορόφτερο, μέ τά χ έρια του χ ωμένα βαθειά μέσα στίς κωλοτσέπες, βάζει τή φτέρνα του στό σβέρχ ο της καί τή στριφογυρίζει.) Νιώσε ολο τό βάρος μου. Σκλάβε, ύποκλίσου μπροστά στό θρόνο τής δοξασμένης φτέρνας τού δεσπότη σου, ετσι πού λάμπει στήν περήφανη όρθωσή της. ΜΠΛΟΥΜ: (Βελάζει ύποΒουλωμένος.) ‘Υπόσχ ομαι νά μήν παρακούσω ποτέ. ΜΠΕΛΛΟ: (Γελάει Βυνατά.) Πώ, πώ! Μήτε ύποπτεύεσαι τί σέ περιμένει. Είμαι ό τάταρος πού θά κανονίσει εσένα και τή φάρα σου και θά σέ δαμάσει. Γέρο, στοιχ ηματίζω κοκτέηλ τού Κεντάκυ γιά ολους έδώ τριγύρω ότι θά σέ κάνω νά ντραπείς τόσο πολύ πού θά τό σταματήσεις. Τόλμησε νά μού μιλήσεις μέ αυθάδεια, σέ προκαλώ. ’Άν τό κάνεις, τρέμε προκαταβολικά, ή πειθαρχ ία τής φτέρνας μου θά σού έπιβληθεί κι έσύ θά φοράς κοστούμι γυμναστικής. (Ό Μπλούμ σέρνεται κάτω άπό τό ντιβάνι καί Βιαχ ινΒυνεύει μιά ματιά μέσα άπό τά χ ρόσσια τού καλύμματος.) ΖΩΗ: (Απλώνοντας τή φούστα της γιά νά τήν χ αλύφει.) Δέν είναι έδώ. ΜΠΛΟΥΜ: (Κλείνοντας τά μάτια της.) Δέν είναι έδώ. ΦΛΩΡΑ: (Τήν κρύβει κάτω άπ’ τό φουστάνι της.) Δέν τό εκανε επίτηδες, κύριε Μπέλλο. Θά είναι καλό κορίτσι, κύριε. ΚΙΤΤΥ: Μήν είσαστε μαζί της πάρα πολύ σκληρός, κύριε Μπέλλο. Σίγουρα δέν θά είσαστε, ετσι, κυρακύριε;
ΜΠΕΛΛΟ: (Σαγηνευτικά.) ’Έλα, παπάκι μου. Μιά λεξούλα μόνο θά σού πώ, άγαπούλα μου, μόνο γιά τό καλό σου. ‘Ένα μικρό τέτ-α-τέτ μεταξύ μας, γατούλα μου. (Ό Μπλούμ βγάζει ντροπαλά τό κεφάλι του.) Νά το, τό καλό κορίτσι. (Ό Μπέλλο αρπάζει τά μαλλιά της καί τήν τραβάει εξω.) Θέλω νά σέ τιμωρήσω μόνο γιά τό καλό σου, σ’ ενα απαλό άσφαλές σημείο. Πώς είναι τό τρυφερό κωλαράκι σου; ’Ώ, χ αδιάρα μου, πάντα τόσο γλυκά. ’Άρχ ισε νά έτοιμάζεσαι. ΜΠΛΟΥΜ: (Λιποθυμώντας.) Μή μού ξεσκίσεις τή… ΜΠΕΛΛΟ: (’Άγρια.) Θά σέ κάνω νά φιλήσεις τό χ αλκά μέ τόν οποίο τρυπάνε τίς μύτες, τά τσιμπιδάκια γιά τά βασανιστήρια, τό ραβδί γιά τό καταχ έρισμα, τό τσιγκέλι γιά τό κρέμασμα, καί τό κνούτο, καθώς θά παίζουν τά λαγούτα οπως τόν παλιό καιρό γιά τούς σκλάβους τής Νουβίας. Αύτή τή φορά δέν γλιτώνεις. Θά σέ κάνω νά μέ θυμάσαι μέχ ρι τό θάνατό σου. (Οί φλέβες τού μετώπου του έχ ουν φουσκώσει καί τό πρόσωπό του πάει νά σκάσει.) Θά κάθομαι κάθε πρωί οθωμανικά πάνω στήν σέλλα σου μετά άπό ενα περιποιημένο πρόγευμα, φέτες τηγανισμένου μπέικον, μάρκας Μάττερσον, καί μιά μπουκάλα μαύρης μπύρας, μάρκας Γκίννεςς. (Ρεύεται.) Καί θά ρουφάω τό εκλεκτό μου πούρο, μάρκας Στόκ Έξτσέηντζ, καθώς θά διαβάζω τήν Επίσημη ’Εφημερίδα τών ’Εδωδιμοπωλών, Πολύ πιθανόν νά σέ σφάξω καί νά σέ σουβλίσω στούς σταύλους μου καί νά δοκιμάσω ενα κοψίδι σου ξεροψημένο καί περιχ υμένο μέ βούτυρο, οπως τό γουρουνάκι τού γάλακτος, γαρνιρισμένο μέ ρύζι λεμονάτο ή σάλτσα άπό σταφίδες. Αύτό θά σέ πονέσει. (Τής στραμπουλίζει τό μπράτσο. ‘Ο Μπλούμ ξεφωνίζει καί πέφτει ανάσκελα.) ΜΠΛΟΥΜ: Μήν είσαι σκληρή, κυρία νοσοκόμα! Μήν είσαι σκληρή! ΜΠΕΛΛΟ: (Συνεχ ίζει νά τήν στραμπουλίζει.) ’Άλλη μιά φορά! ΜΠΛΟΥΜ: (Ούρλιάζει.) ’Ώχ , λές καί βρίσκομαι στήν κόλαση! Τό κάθε νεύρο τού κορμιού μου τρελαίνεται άπό τόν πόνο. ΜΠΕΛΛΟ: (Φωνάζει.) Γιά νά μάθεις ποιά είναι τά πυροτεχ νήματα τού στρατηγού. Έδώ κι εξι εβδομάδες δέν είχ α άκούσει τίποτα καλύτερο. ‘Άρπαχ ’ τη λοιπόν, π’ άνάθεμά σε, γιά νά μή μέ κάνεις νά περιμένω. (Τή χ αστουκίζει στό πρόσωπο.) ΜΠΛΟΥΜ: (Κλαφουρίζει.) Είναι σκληρό πού μέ χ τυπάς. Θά τό μαρτυρήσω στόν… ΜΠΕΛΛΟ: Κορίτσια, βαστάτε τον νά τόν καβαλήσω. ΖΩΗ: Ναί. Κάμε τον άλογο`κι. Κι έγώ θέλω. ΦΛΩΡΑ: Κι έγώ. Μήν είσαι πλεονέχ τρα. ΚΙΤΤΥ: Κι έγώ. Δώσ’ τον σέ μένα. (’Εμφανίζεται ή μαγείρισσα τού πορνείου, ή κυρία Κήο, ρυτιδιασμένη, μέ γκρίζες τρίχ ες γενειού, μέ λιγδωμένη μπροστέλα, μέ αντρικές ριγωτές κάλτσες γκρίζοπράσινες καί χ οντροπάπουτσα, πασαλειμμένη μέ άλεύρι, κρατώντας στό γυμνό κοκκινωπό χ έρι της εναν πλάστρη, πού εχ ει κολλημένο πάνω του ζυμάρι.)
ΚΤΡΙΑ ΚΗΟ: (Μέ θηριωδία.) Μπορώ νά βοηθήσω; (Βαστάνε καί κρατούν άκίνητο τόν Μπλούμ.) ΜΠΕΛΛΟ: (Μέ ενα γρύλλισμα πρός τήν άναποδογυρισμένη φάτσα τού Μπλούμ, κάθεται άνακούκουρδα, ξεφυσώντας καπνό άπό τό πούρο του, χ αίδεύοντας τό λυγισμένο πόδι του.) Βλέπω ότι ό Κήτινγκ Κλαίη εκλέχ τηκε πρόεδρος στό ’Άσυλο Ρίτσμοντ, καί ότι, παρεμπιπτόντως, οί προνομιούχ ες μετοχ ές τής μπύρας Γκίννεςς άνεβήκανε στά δεκαέξι καί τρία τέταρτα. Νά πάρει ό διάολος τή βλακεία μου νά μήν άγοράσω έκείνη τήν παρτίδα πού μού πρό-τειναν ό Γκραίηγκ και ό Γκάρντινερ. Νά πάρει ό διάβολος τήν καταραμένη τήν τύχ η μου. Καί κείνο τό καταραμένο τό αουτσάιντερ, τό Πέταγμα, είκοσι πρός ενα. (Σβήνει μανιασμένα τό πούρο του στό αυτί τού Μπλούμ.) Πού είναι αύτό τό άναθεματισμένο σταχ τοδοχ είο; ΜΠΛΟΥΜ: (Άπαυδισμένος καί κοντεύοντας νά πάθει άσφυξία άπό τό πλάκωμα.) Ω, Ω, τέρας! Σκληρέ! ΜΠΕΛΛΟ: Νά μού τό ζητάς κάθε δέκα λεπτά. Νά παρακαλάς, νά μέ ικετεύεις, όσο δέν ικέτεψες ποτέ στή ζωή σου. (Τού χ ώνει κάτω άπό τή μύτη μιά γροθιά σάν σύκο καί ενα βρώμικο πούρο.) ’Έλα, φίλησέ το. Καί τά δύο. Φίλησέ τα. (Κάθεται διχ αλωτά πάνω του καί, πιέζοντας τά γόνατά του στά πλευρά του, τού φωνάζει άγρια.) Ντέεε! ’Έλα, ντορή μου! ’Έχ ω ενα αλογάκι μούρλια καί θά τό τρέξω στίς κούρσες ’Έκλιπς. (Σκύβει άπό τή μιά πλευρά καί τού μπήγει μιάν άγρια τσιμπιά στ’ άχ αμνά, φωνάζοντας.) Ντέεε! Ξεκινάμε! Θά σέ ντρεσσάρω, καταπώς ξέρω έγώ. (Τόν τρέχ ει κι αύτός χ οροπηδάει πάνω στή σέλλα.) Ή κυρία πάει περπατητά καί ό άμαξάς πάει τριποδίζοντας καί τό αφεντικό πάει καλπάζοντας, καλπάζοντας, καλπάζοντας, καλπάζοντας. ΦΛΩΡΑ: (Τραβάει τόν Μπέλλο νά κατέβει.) ’Έλα, άσ’ τον καί σέ μένα τώρα. ’Αρκετά έκαμες έσύ. Έγώ σ’ τό ζήτησα πρώτη. ΖΩΗ: (Σπρώχ νει τή Φλώρα.) Σέ μένα άσ ’τον. Σέ μένα. Δέν ξεμπέρδεψες άκόμα μέ δαύτονε, ρουφήχ τρα; ΜΠΛΟΥΜ: (Μισοπνιγμένος άπό άσφυξία.) Δέν μπορώ άλλο. ΜΠΕΛΛΟ: ’Έ, λοιπόν, όχ ι, δέν ξεμπέρδεψα. Περίμενε. (Βαστάει τήν άνάσα του.) Νά πάει στό διάολο. Έδώ. Αύτό τό βούλωμα είναι έτοιμο νά έκραγεί. (Ξεβουλώνει τόν πισινό του καί μέ τά χ αρακτηριστικά του συνοφρυωμένα άμολάει μιά δυνατή κλανιά.) Ρούφα τη! (Ξαναβουλώνεται.) Ναί, νά πάει στό διάολο. ’Ανεβήκανε στά δεκαέξι καί τρία τέταρτα. ΜΠΛΟΥΜ: (Τόν περιλούζει ιδρώτας.) ’Όχ ι άντρας. (Μυρίζεται.) Γυναίκα. ΜΠΕΛΛΟ: (Σηκώνεται όρθιος.) Πάψε νά φυσάς τό ζεστό καί τό κρύο. Αύτό πού λαχ ταρούσες νά σού συμβεί, θά γίνει. ’Από δώ καί πέρα δέν είσαι άντρας πιά, είσαι τό πράμα μου, τό παιχ νίδι μου. ’Άς φορέσουμε τή στολή τού σωφρονισμού. Θά βγάλεις άπό πάνω του τ’ άντρικά ρούχ α, μ’ άκούς, Ρούμπυ Κοέν; Καί πέρασε άπό τό κεφάλι καί τούς ώμους αύτό τό πολυτελές φανταχ τερό γλιστερό μεταξωτό καί γρήγορα μάλιστα. ΜΠΛΟΥΜ: (Ανατριχ ιάζει) Μετάξι, είπε ή κυρία! ’Ώ, τριζάτο, λείο! Μήπως πρέπει νά τό άγγίξω μέ τ’ άκρόνυχ ά μου; ΜΠΕΛΛΟ: (Δείχ νει τίς πόρνες.) ‘Όπως είναι κι αύτές, έτσι θά γίνεις κι έσύ. Θά σού βάλω
περούκα, θά σέ κουρέψω, θά σέ πασαλείψω μέ άρώματα, θά σέ πουδράρω καί θά σού ξυρίσω τίς μασχ άλες. Θά σού πάρω μέτρα κατάσαρκα. Θά σού καργάρω μέ τό στανιό εναν κορσέ άπό μαλακό σατέν μέ δαντέλλες, ώσπου νά μήν παίρνει άλλο, ένώ οί καμπύλες σου, περισσότερο τονισμένες τώρα παρά άν ήταν έλεύθερες, θά συγκρατούνται σέ διχ τυωτά φουστάνια, όμορφα καί πανάλαφρα μεσοφόρια καί ποδόγυρους καί μπιχ λιμπίδια, καί ολα αύτά, φυσικά, σταμπαρισμένα μέ τό οικόσημό μου, καί σέ ύπέροχ α εσώρουχ α, καμωμένα γιά τήν ’Αλίκη, ύπέροχ α άρωμαησμένα γιά τήν ’Αλίκη. Ή ’Αλίκη θά νιώσει τό τσίτωμα. Ή Μάρθα καί ή Μαρία άρχ ικά θά παγώσουν λίγο μ’ ενα τέτοιο ντελικάτο πακετάρισμα τών μηρών τους, άλλά τό λεπτό άναφουφούλιασμα τής δαντέλλας στό γυμνό σου γόνατο θά σού θυμίζει… ΜΠΛΟΥΜ: (Γοητευτική σουμπρέτα μέ πασαλειμμένα μάγουλα, μουσταρδί μαλλιά καί φαρδειά ανδρικά χ έρια καί μύτη, καί στόμα πού χ αμογελάει μέ λαγνεία.) Μιά φορά μόνο δοκίμασα τά ρούχ α της, ετσι γιά άστείο, τότε πού μέναμε στήν όδό Χόλλες. ‘Όταν τήν είχ αμε άσχ ημα οικονομικά, τής τά Επλενα έγώ γιά νά κάνουμε οικονομία στά πλυστικά. ’Άλλαζα γιακάδες καί μανσέτες στά πουκάμισά μου. Γιά λόγους οικονομίας. ΜΠΕΛΛΟ: (Χλευάζει.) Τά ψιλοπράματα πού δίνουν εύχ αρίστηση στή μαμά, ετσι; Καί μοστραριζόσουνα, σεινάμενη κουνάμενη, μέσα στό ντόμινό σου, μπροστά στόν καθρέφτη, πίσω άπό τά κλεισμένα παντζούρια, μέ σηκωμένη τή φούστα σου γιά νά φαίνουνται τά μπούτια σου καί τά τραγίσια μαστάρια σου, σέ διάφορες πόζες παραδομού, ετσι; Χά, χ ά! ’Άς γελάσω! Έκείνη ή μαύρη νυχ τικιά άπό δεύτερο χ έρι καί έκείνη ή κυλότα πού σού έφτανε μέχ ρι τά μισά τών μηρών σου, μέ ξηλωμένες τίς ραφές της άπό τόν τελευταίο βιασμό, πού σού είχ ε πουλήσει έκείνη ή κυρία Μύριαμ Ντάντρεηντ στό ξενοδοχ είο Σέλμπουρν, έτσι; ΜΠΛΟΥΜ: Ή Μύριαμ. Ή μαύρη. Ή ντεμί μονταίν. ΜΠΕΛΛΟ: (Χαχ ανίζει.) Παντοδύναμε Χριστέ, πολύ μέ γαργαλάει αύτό! ’Ήσουνα μιά όμορφη Μύριαμ, όταν έκοψες τίς τρίχ ες τής πίσω εισόδου σου καί έκανες τή λιποθυμισμένη, ξαπλωμένη φαρδειά πλατειά στό κρεβάτι, μέσα στό έν λόγω μεσοφόρι, σάν νά ήσουνα ή κυρία Ντάντρεηντ λίγο πρίν τήν βιάσει ό άνθυπολοχ αγός Σμίθ-Σμίθ, ό κύριος Φίλιπ Ώγκάστους Μπλόκγουελλ, μέλος τού κοινοβουλίου, ό σινιόρ Λάτσι Νταρέμο, ό ρωμαλέος τενόρος, ό γαλανομάτης Μπέρτ, τό παιδί τού άσανσέρ, ό Χένρυ Φλέρυ, ό διάσημος άθλητής, ό Σέρινταν, ό μιγάς Κροίσος, ή οκτάδα τών κωπηλατών τής ομάδας τού Τρίνιτυ, ό Πόντο, ό ύπέροχ ος σκύλος της άπό τή Νέα Γή καί ή Μπόμπς, ή επίκληρος δούκισσα τού Μανορχ άμιλτον. (Αρχ ίζει πάλι νά χ αχ ανίζει.) Χριστέ μου, αύτό δέν θά έκανε καί μιά Σιαμαία γάτα νά ξεκαρδιστεί; ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ νευρικό τίκ στό πρόσωπο χ <χ ί στά χ έρια.) Ό Τζέραλντ, αύτός είναι πού μέ προσηλύτισε στή λατρεία τού κορσέ, όταν έπαιζε στό γυμνάσιο ένα γυναικείο ρόλο στό θεατρικό έργο Vice Versa. Ό αγαπητός Τζέραλντ, αύτός ήταν. Ειχ ε κολλήσει αύτή τήν ιδιοτροπία καθώς κοίταζε τόν κορσέ τής αδελφής του. Τώρα ό άγαπητότατος Τζέραλντ χ ρησιμοποιεί έντονο κοκκινάδι καί πασαλείβει τά βλέφαρά του μέ χ ρυσή σκόνη. Λατρεία τού ώραίου. ΜΠΕΛΛΟ: (Μέ χ αρά γεμάτη κακία.) Τού ώραίου! Τώρα μάς τρόμαξες! Καί όταν έπαιρνες ολες τίς προφυλάξεις πρίν νά καθήσεις σάν ώραία κυρία, καί άνασήκωνες τούς φραμπαλάδες σου γιά νά κάτσεις πάνω στόν εκλεπτυσμένο άπό τά χ άδια θρόνο σου. ΜΠΛΟΥΜ: ’Από επιστημονική άποψη. Γιά νά συγκρίνω τίς διάφορες ήδονές πού μπορούμε νά άποκομίσουμε. (Πεπεισμένος.) Καί εκτός αύτού, ώς στάσις είναι περισότερο προτιμητέα… Συχ νά
μού έχ ει τύχ ει νά μουσκευτώ… ΜΠΕΛΛΟ: (Αυστηρά.) Δέν θέλω άντιρρήσεις. Θά σέ βάλω νά κάτσεις στό πριονίδι έκεί στή γωνία. Σού έδωσα αύστηρές οδηγίες, έτσι; Νά τό κάνεις δρθιος, κύριε! Θά σέ μάθω νά συμπεριφέρεσαι σάν κύριος! Νά μή βρώ ποτέ κάποιο ίχ νος στίς φασκιές σου. ’Αχ ά! Μά τήν πίστη μου, τότε θά διαπιστώσεις, άν είμαι καλός στό μαστίγωμα. ‘Όλες οί περασμένες σου αμαρτίες θά ξεσηκωθούν εναντίον σου. Καί είναι πολλές. Είναι πάρα πολλές. ΟΙ ΠΕΡΑΣΜΕΝΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ: (Μέ ανακατωμένες φωνές.) Συνήψε, τουλάχ ιστον μετά μίας γυνής, είδος μυστικού γάμου ύπό τήν σκέπην τής Μαύρης Εκκλησίας. ’Έκαμε ένα ύποθετικό τηλεφώνημα λέγοντας αισχ ρότητες στή δίδα Ντάνν κάπου στήν όδό Ντ’ Όλίερ, ένώ τήν ίδια στιγμή εξέθετε τό άτομό του, μ’ ένα άκατονόμαστα άσεμνο τρόπο, μπροστά στή συσκευή τού τηλεφωνικού θαλάμου. Ένεθάρρυνε διά λόγων καί πράξεων μία νυκτόβιο πόρνη ν’ άποθέσει περιττώματα καί άλλα παρόμοια ύλικά έντός ένός οίκίσκου μή ένδεδειγμένου δι’ αύτή τήν χ ρήσιν καί συνεχ ομένου μέ άκατοίκητους χ ώρους. ’Ανέγραψε πεντάκις εις χ ώρους δημοσίας άνακουφίσεως χ ειρόγραφα μηνύματα, προσφέρων τήν συζυγικήν σύντροφόν του εις ολους τούς άρρενας τούς προικισμένους μέ σωματικά προσόντα. Έπιπροσθέτως, μήπως δέν διήρχ ετο συνεχ ώς τά βράδια του πλησίον τού εργοστασίου παραγωγής βιτριολιού τό όποιον έζεχ νε, διά νά εύρίσκεται πλησίον τών ζευγαριών πού έκαναν έρωτα μέ τόν σκοπό νά βλέπει έάν, τί καί πόσο ήδύνατο νά ιδει; Καί μήπως, αύτός ό πρόστυχ ος χ οίρος, δέν περνούσε ώρες καί ώρες ξαπλωμένος εις τήν κλίνην του κατατρώγων διά τών όφθαλμών του άηδές τεμάχ ιον πολυχ ρησιμοποιημένου χ άρτου τουαλέτας, τόν όποιον τού προσέφερεν ώς δώρον βρωμερά πόρνη, παρακινηθείσα έκ τής προσφοράς άρτου σόδας καί τής άποστολής ταχ υδρομικής επιταγής; ΜΠΕΛΛΟ: (Μέ οξύ σφύριγμα.) Λέγε! Ποιά ύπήρξε ή πλέον άποκρουστική πράξη ασέλγειας στήν εγκληματική σταδιοδρομία σου; Πές τα ολα. Ξέρασέ τα ολα. Τουλάχ ιστο γιά μία καί μόνη φορά πές τήν τίμια άλήθεια. ( ’Απάνθρωπες σιωπηλές φάτσες συνωστίζονται, βγαίνουν στό φώς, ρίχ νουν ματιές, ξαναγυρίζουν στή σκιά καί εξαφανίζονται, ό Μπουλουχ ούμ, ό Πόλντυ Κόκ, ό Μιά Δεκάρα Τά Κορδόνια, ή Μάγισσα τού Κάσσιντυ, ό τυφλός έφηβος, ό Αάρρυ Ρινόκερος, ή νέα κοπέλα, ή γυναίκα, ή πόρνη, ή άλλη, ή…) ΜΠΛΟΥΜ: Μή μού θέτεις έρωτήσεις. Ό άμοιβαίος μας δρκος. Ή όδός Τέρψεων. Δέν σκέφτηκα παρά μόνο τά μισά άπ’ όσα… ‘Ορκίζομαι σ’ ό,τι εχ ω ιερό… ΜΠΕΛΛΟ: (Μέ έπιτακτικό ύφος.) ’Απάντησε! Ειδεχ θή έγκληματία! Θέλω νά τά μάθω ολα. Πές μου κάτι γιά νά μέ διασκεδάσεις… μιά προστυχ ιά, ή μιά διαολεμένη ιστορία μέ φαντάσματα, ή ενα στίχ ο ποίησης, γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα! Πού; Πώς; Πότε; Μέ πόσες; Σού δίνω άκριβώς τρία δευτερόλεπτα, όχ ι περισσότερα! ‘Ένα! Δύο! Τρ___! ΜΠΛΟΥΜ: (Υπάκουος, τραυλίζει.) Διέπραπραξα πρά πράματα άποκρουστικά… ΜΠΕΛΛΟ: (’Επιτακτικά.) ’Άντε χ άσου, βρωμερό κτήνος! Πάμε! Νά μιλάς όταν σέ ρωτάνε! ΜΠΛΟΥΜ: (Υποκλίνεται.) ’Αφέντη! ’Αφέντισσα! Δαμάστρια άρσενικών! (Σηκώνει τά μπράτσα του. Τά βραχ ιόλια του πέφτουν.)
ΜΠΕΛΛΟ: (Μέ ύφος σατιρικό.) Στή διάρκεια τής μέρας θά μουσκεύεις καί θά τρίβεις τά μυρωδάτα έσώρουχ ά μας, άκόμα κι όταν έμείς οί κυρίες θά είμαστε άδιάθετες, καί θά ξανατρίβεις τά άποχ ωρητήρια, μέ τή φούστα σου σηκωμένη καί μ’ ενα βρώμικο κουρέλι τυλιγμένο γύρω άπό τήν ούρά σου. ’Έτσι δέν θά είναι ώραία; (Τού περνάει στό δάχ τυλο μιά βέρα μ ’ ενα ρουμπίνι.) Νά! Αύτή ή βέρα σέ καταξιώνει δίκιά μου. Πές: εύχ αριστώ, άφέντισσα. ΜΠΛΟΥΜ: Ευχ αριστώ, άφέντισσα. ΜΠΕΛΛΟ: Θά στρώνεις τά κρεβάτια, θά καθαρίζεις τήν μπανιέρα μου, θ’ άδειάζεις τά ούροδοχ εία σέ ολα τά δωμάτια, συμπεριλαμβανομένου καί αύτού τής γριάς μαγείρισσας, τής κυρίας Κήο, πάντα γεμάτα μέ άμμο. Καί θά πρέπει νά τά ξεπλένεις καί τά έφτά καί καλά, κατάλαβέ το, ή νά τά γλείφεις μέ τή γλώσσα, λές κι έχ ουνε μέσα σαμπάνια. Νά μού τό πίνεις ζεστό καί βραστό. Ούστ! Δέν πρέπει νά χ ασομεράς γιατί άλλιώτικα θά σού τά ψάλλω, δεσποινίς Ρούμπυ, καί θά σού δώσω ένα γενναίο ξύστρισμα στόν άπαντά σου μέ τή βούρτσα τών μαλλιών. Θά σού μάθω έγώ νά φέρεσαι οπως πρέπει. Τά βράδια, πρίν κοιμηθείς, άφού πασαλείφεις τά βραχ ιολιοστολισμένα χ έρια σου μέ κρέμα, θά φοράς γάντια μέ σαράντα τρία κουμπιά καθαρά, πουδραρισμένα καί ελαφρά άρωματισμένα στίς άκρες τών δαχ τύλων. Παλαιότερα, οι ιππότες τού παλιού καιρού δίνανε τή ζωή τους γιά τέτοιες επιδαψιλεύσεις. (Χαχ ανίζει.) Τά άγόρια μου θά γοητευθούν άπεριόριστα νά σέ δούν τόσο κυρία καί ειδικά ό συνταγματάρχ ης. ‘Όταν έρθουν έδώ τήν παραμονή τού γάμου τους γιά νά θάψουν τή γεροντοπαλληκαρίστικη ζωή τους καί νά χ αίδολογήσουν τό νέο μου εντυπωσιακό άπόκτημα. ‘Όμως τήν πρωτιά θά τήν πάρω έγώ. Κάποιος κύριος πού γνώρισα στόν ιππόδρομο, όνόματι Τσάρλς Άλμπέρτα Μάρς (μόλις κάναμε κρεβάτι οί δυό μας καί ενας άλλος πελάτης πού εργάζεται στό γραφείο Χάναπερ καί Πέττυ Μπάγκ) ψάχ νει γιά μιά καμαριέρα γιά ολες τίς δουλειές, διαθέσιμη σέ πρώτη ζήτηση. Βγάλε μπροστά τό στήθος σου. Χαμογέλασε. Ρίξε πίσω τούς ώμους. ‘Υπάρχ ει ένδιαφερόμενος; (Τή δείχ νει.) Γι’ αύτό τό εμπόρευμα τό γυμνασμένο άπό τόν ιδιοκτήτη της νά ψάχ νει καί νά φέρνει τό καλάθι κρατημένο μέ τό στόμα. ( Άνασηκώνει τό μανίκι του καί τό βυθίζει μέχ ρι τόν αγκώνα μέσα στή μήτρα τού Μπλούμ.) Καθώς βλέπετε δέν τής λείπει βάθος! Λοιπόν, άρνάκια μου; Σάς σηκώθηκε; (Βάζει τό χ έρι του μπροστά στά μούτρα ένός πλειοδότη.) Πλύνε τό κατάστρωμα καί τρίφ’ το παντού! ΕΝΑΣ ΠΛΕΙΟΔΟΤΗΣ: ‘Ένα φλωρίνι! (Ό ένστολος κλητήρας τού Ντίλλον χ τυπάει τό κουδούνι του.) ΜΙΑ ΦΩΝΗ: ‘Ένα σελλίνι καί οχ τώ πέννες παραπάνω. Ο ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Μπάνγκ! ΤΣΑΡΛΣ ΑΛΜΠΕΡΤΑ ΜΑΡΣ: Πρέπει νά είναι παρθένα. Καλή άναπνοή. Καθαρή. ΜΠΕΛΛΟ: (Χτυπάει άπαλά μέ τό σφυρί του.) Κάντε γρήγορα. Είναι ή τελευταία μου προσφορά καί ή τιμή καθόλου άκριβή. Ψηλή, δεκατέσσερις παλάμες. Άγγιχ τε τον καί εξετάσετε τά προσόντα του. Πασπατέψτε τον. Αύτό τό χ νουδάτο δέρμα, αύτοί οί άπαλοί μυς, αύτή ή τρυφερή σάρκα. ’Άχ , άς ήταν νά είχ α πάνω μου τό χ ρυσό μου ανοιχ τήρι! Καί πολύ εύκολη στό άρμεγμα. Τρία γαλλόνια φρέσκο γάλα τήν ήμέρα. Επίλεκτη γιά άναπαραγωγή καί έτοιμη νά γεννήσει άπό ώρα σέ ώρα. Ό πατέρας της κατέρριψε τό ιδιο του τό ρεκόρ πού ήταν χ ίλια γαλλόνια γάλα μέσα σέ σαράντα εβδομάδες. Πώ, πώ, πώ! τί έχ ω σήμερα! Καμάρι μου! Πώ, πώ, πώ! (Μαρκάρει μέ τό στίγμα του, τό άρχ ικό Κ, τά καπούλια τού Μπλούμ.) Αύτό είναι! Μέ τήν έγγύηση τής Κοέν! Κύριοι, ποιός θά
προσφέρει δύο σελλίνια; ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΑΥΡΙΔΕΡΟΣ: (Μέ παραλλαγμένη προφορά.) Έκαντό λίρες σντερλίνε. ΦΩΝΕΣ. (Εντυπωσιασμένες.) Γιά τόν Χαλίφη Άρούν Άλ Ρασίντ. ΜΠΕΛΛΟ: (Ικανοποιημένος.) Εντάξει. ‘Όλοι θά πάρουν. Ή τολμηρά κοντή τσιγγούνικη φούστα, πού καβαλάει τό γόνατο καί αφήνει νά φαίνεται μιά άκρούλα άπό λευκή κυλοτίτσα, είναι πανίσχ υρο οπλο, καί οί διάφανες κάλτσες μέ τίς καταπράσινες ζαρτιέρες καί μέ τήν εύθεία ραφή πού ξεπερνάει τό ύψος του γόνατος άπευθύνονται πρός τά καλύτερα ένστικτα τού μπλαζέ κοσμικού. Μάθε νά γλιστράς μέ προσποιητή χ άρη πάνω στά πανύψηλα τακούνια στύλ Λουδοβίκου XV, μέ χ υτούς μηρούς, μέ γόνατα πού φιλιούνται μέ σεμνότητα. ’Άσκησε πάνω τους ολη τή δύναμη τής γοητείας σου. Ύπόκυψε σέ ολα τά Γομόρρεια βίτσια τους. ΜΠΛΟΥΜ: (Κρύβει στή μασχ άλη του τό άναφοκοκκινισμένο πρόσωπό του καί χ αμογελάει ανόητα μέ τό δάχ τυλο στό στόμα.) `’Ω, καταλαβαίνω τί κρύβεται κάτω άπό τά λόγια σας. ΜΠΕΛΛΟ: Τί άλλο μπορεί νά κάνει ενα άνίκανο πλάσμα σάν έσένα; (Σκύβει καί έξερευνώντας άνακατεύει τό ριπίδι του κάτω άπό τίς παχ ειές πτυχ ές τού γλουτού τού Μπλούμ.) Σήκωσέ το! Σήκωσέ το! Γάτα κωλοβή! Τί κρύβεις έδώ; Τί εκαμες μέ τό τσαγερό σου; Ποιός σού εκοψε τό λουκάνικό σου τζουτζούκο μου; ’Έλα, πουλάκι μου, πές τό τραγουδάκι σου. Τόσο χ αλαρό όσο κι ένός έξάχ ρονου παιδιού πού πάει νά κάνει τσίσια του πίσω άπό μιάν άμαξα. Αγόρασε εναν κουβά ή πούλησε τήν τρόμπα σου. (Δυνατά.) Μπορείς νά κάμεις ό,τι κάνει ενας άντρας; ΜΠΛΟΥΜ: ‘Όταν εμενα οτήν όδό ’Έκκλς… ΜΠΕΛΛΟ: Δέν θά ήθελα μέ τίποτα νά πληγώσω τό φιλότιμο σου, άλλά είναι γεγονός ότι κάποιος πού διαθέτει ισχ υρούς μυς κάνει κουμάντο έκεί πέρα. Αλλάζουν οί καιροί, νεαρέ μου! Αύτός είναι σάν σκληραγωγημένος ξωμάχ ος. Είναι μεγάλη δυστυχ ία, άχ αίρευτε, πού δέν διαθέτεις ενα έργαλείο γεμάτο ρόζους, κόμπους καί κρεατοελιές. ’Άκου κι εμένα, αύτός τήν καργάρει καλά! Πόδι πάνω στό πόδι, γόνατο κόντρα στό γόνατο, κοιλιά πάνω στήν κοιλιά, βυζιά πάνω στό στήθος! Δέν είναι διόλου εύνούχ ος. ’Έχ ει μιά τούφα κόκκινες τρίχ ες πού πετάγονται άπό τόν πισινό του σάν σκούπα άπό ρείκια! Άγόρι μου, δέν εχ εις παρά νά περιμένεις εννιά μήνες! Μά τήν πίστη μου, έδώ πού μιλάμε, κλωτσάει καί βήχ ει κιόλας πάνω-κάτω μέσα στά σωθικά της! Αύτό σέ εξαγριώνει, ετσι; Σέ άγγιξα έκεί πού σέ πονάει; (Φτύνει μέ περιφρόνηση.) ’Άντε νά μού χ αθείς, πτυελοδοχ είο! ΜΠΛΟΥΜ: Μού συμπεριφέρθηκες μέ άπρέπεια… Θά… θά προσφύγω είς τήν δικαιοσύνην. Θά άπαιτήσω έκατό λίρες. Είναι άχ αρακτήριστο. Θά… ΜΠΕΛΛΟ: Θά τό ήθελες, άλλά δέν τό μπορείς, μελάτο άρχ ίδι. Μιά μπόρα θέλουμε κι όχ ι τή δική σου τήν ψιχ άλα. ΜΠΛΟΥΜ: Μά είναι νά τρελαίνεσαι! Μόλλ! Ξέχ ασα! Συγγνώμην! Μόλλ! Έμείς… ’Ακόμα… ΜΠΕΛΛΟ: (Άμείλιχ τα.) Οχ ι, Λεοπόλδε Μπλούμ, ολα άλλαξαν, μέ τή θέληση τής γυναίκας, άπό τότε πού κοιμήθηκες φαρδύς-πλατύς στήν Κοιλάδα τού Ύπνου, μιά νύχ τα πού διαρκεί είκοσι χ ρόνια. Γύρνα πίσω νά δεις.
(Ή παλιά Κοιλάδα τού ‘Ύπνου χ αλεΧ πάνω άπό τόν χ όσμο.) Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΤ ΥΠΝΟΥ: Ρίπ Βάν Γουίνκλ! ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ ξεσχ ισμένα μοχ ασίνια, σχ ουριασμένο χ υνηγετιχ ό οπλο, περπατάει στίς μύτες τών ποδιών, φάχ νει γιά τόν δρόμο του μέ τά δάχ τυλα, χ ολλάει τήν χ οχ χ αλιάριχ η άξύριστη φάτσα του στά διαμαντοχ ομμένα τζάμια καί φωνάζει.) Τήν βλέπω! Αύτή είναι! Τήν πρώτη βραδιά στού Μάτ Ντίλλον! “Ομως, τί σημαίνει αύτό τό πράσινο φόρεμα; Κι αύτά τά μαλλιά, βαμμένα ξανθά, κι αύτός ό… ΜΠΕΛΛΟ: (Μέ χ οροίδευτιχ ό γέλιο.) ’Έ, κουκουβάγια, αύτή είναι ή κόρη σου μέ κάποιο σπουδαστή άπό τό Μάλλινγκαρ. ( Ή Μίλλυ Μπλούμ, μέ χ ρυσά μαλλιά, πράσινο φόρεμα, έλαφρά σαντάλια, μέ τή γαλάζια εσάρπα της ν ’ άνεμίζει στόν θαλασσινό άνεμο, τραβιέται άπό τήν άγχ αλιά τού εραστή της καί φωνάζει μέ τά νεανιχ ά μάτια της χ ατάπληχ τα.) ΜΙΛΛΥ: Μά, όχ ι! Αύτός είναι ό μπαμπάκας! ’Ώχ , μπαμπάκα, πόσο γέρασες! ΜΠΕΛΛΟ: ’Άλλαξε, ετσι; Ή εταζέρα μας, τό γραφειάκι μας, οπου δέν γράψαμε ποτέ πάνω του, ή πολυθρόνα τής θείας Χέγκαρτυ, τά κλασικά μας άντίγραφα τών μεγάλων δασκάλων τής ζωγραφικής. Κάποιος ζεί έκεί μέσα μαζί μέ τούς φίλους του σ’ αύτές τίς άπολαύσεις. Τό πανδοχ είο τού Κούχ οο! Γιατί όχ ι; Έσύ, πόσες γυναίκες είχ ες; Λέγε. Ακολουθώντας τες στούς κακοφωτισμένους δρόμους, πλατυπόδαρος, καί έρεθίζοντάς τες μέ τά πνιχ τά γρυλλίσματά σου. Λέγε, άρσενική πόρνη. Κυρίες άμεμπτες πού κρατούσαν στά χ έρια τά ψώνια τού μπακάλη! Καθένας μέ τή σειρά του. “Οπως τό ’παθε ό ενας, θά τό πάθει καί ό άλλος. ’Ώ. ΜΠΛΟΥΜ: Αύτοί… Έγώ… ΜΠΕΛΛΟ: (Σαρχ αστιχ ά.) Τά άντρικά τακούνια τους θ’ άφήσουν τά ίχ νη τους πάνω στό χ αλί, άπομίμηση ποιότητας Βρυξελλών, πού άγόρασες στήν αίθουσα δημοπρασιών Ρέν. Στά παλέματά τους μέ τήν Μόλλ, γιά τό λυσσασμένο ψύλλο πού κρύβει στήν κυλότα της, θ’ άκρωτηριάσουν τό άγαλματάκι πού κουβάλησες κάποτε μές στή βροχ ή παθιασμένος άπό τήν άγάπη τής τέχ νης γιά τήν τέχ νη. Θά παραβιάσουν τά μυστικά τού συρταριού σου. Θά σχ ίσουν φύλλα άπό τό εγχ ειρίδιο άστρονομίας πού εχ εις γιά ν’ άνάψουν τήν πίπα τους. Καί θά φτύσουν πάνω στό χ άλκινο άλεξίπυρο πού άγόρασες μέ δέκα σελλίνια άπό του Χάμπτον Λήντομ. ΜΠΛΟΥΜ: Δέκα σελλίνια καί εξι πέννες. Πράξη ταπεινών άχ ρείων. ’Αφήστε με νά φύγω. Θέλω νά γυρίσω σπίτι. Θά άποδείξω… ΜΙΑ ΦΩΝΗ: Όρκίσου! (Ό Μπλούμ σφίγγει τίς γροθιές του καί προχ ωρεί ερποντας μ ’ ενα κυνηγετικό μαχ αίρι άνάμεσα στά δόντια.) ΜΠΕΛΛΟ: Σάν νοικάρης ή σάν σπιτωμένος; Είναι πολύ άργά. ’Έτσι πού έστρωσες τό δευτεροκαλό κρεβάτι σου θά βρεις άλλους νά κοιμούνται σέ αύτό. Σβήστηκες, ξεγράφτηκες άπό τά κατάστιχ α, μήν τό ξεχ νάς αύτό, φτωχ έ μου γέρο.
ΜΠΛΟΥΜ: Δικαιοσύνη! ‘Όλη ή ’Ιρλανδία εναντίον ένός! Δέν ύπάρχ ει κανείς πού νά; (Δαγκώνει τόν άντίχ ειρά του.) ΜΠΕΛΛΟ: ’Άν εχ εις πάνω σου τό παραμικρό αίσθημα άξιοπρέπειας, τράβα νά ξοφλήσεις καί νά χ αθείς στήν κόλαση. Μπορώ νά σού δώσω μιά μπουκάλα σπάνιο κρασί πού θά σέ διαολοστείλει γρηγορότερα άπ’ όσο μπορείς νά φανταστείς. Γ ράψε τή διαθήκη σου καί άν σού περίσσεψε καμιά δεκάρα, άφησέ την σέ μάς. Κι άν δέν ^ού άπόμεινε τίποτα, καταραμένε, τράβα, κλέψε καί λήστεψε! Θά σέ θάψουμε στό βόθρο, στό βάθος τού κήπου, έκεί πού θά μπορείς νά σαπίζεις μέ τήν ήσυχ ία σου, παρέα, μέ τόν γερο-Κάκ Κοέν, τόν έξ άγχ ιστείας άνεψιό μου πού παντρεύτηκα, τόν άρθριτικό παλιόγερο, τόν προαγωγό καί σοδομίτη μέ τόν στραβό λαιμό, καί τούς άλλους δέκα ή έντεκα συζύγους μου, δέν θυμάμαι πιά τί όνομα είχ αν αύτές οί άδερφές, ολες τεζαρισμένες άσφυκτικά μέσα στόν ίδιο βόθρο. (Ξεσπάει σ’ ενα βροντερό, σαλιάρικο γέλιο.) Θά σέ κοπρίσουμε καλά, κύριε Φλάουερ! (Σιγοσφυρίζει κοροίδευτικά.) Μπάι-μπάι, Πόλντυ! Μπάι-μπάι, μπαμπάκα! ΜΠΛΟΥΜ: (Πιάνει μέ τά χ έρια τό κεφάλι του.) Ή δύναμη τής θέλησής μου! Ή μνήμη! Άμάρτησα! Ύπέφ… (Κλαίει χ ωρίς δάκρυα.) ΜΠΕΛΛΟ: (Χαμογελάει.) Κλαψιάρη! Κροκοδείλια δάκρυα! (Ό Μπλούμ, τσακισμένος, μέ φαρδειά πλερέζα γιά την θυσία, κλαίει μέ άναφυλλητά, μέ τό πρόσωπο πάνω στό χ ώμα. Άκούγεται ή πένθιμη καμπάνα. Οί μορφές τών περιτομημένων, καλυμμένες μέ σακόπανα καί στάχ τη, στέκουν όρθιες μπροστά στό τείχ ος τών όδυρμών. Ό κ. Σουλόμοβιτς, ό Ίωσηφ Γκολντγουώτερ, ό Μωυσης Χέρτζογκ, ό Χάρρις Ρόζεμπεργκ, ό χ . Μόιζελ, ό Τζ. Κίτρον, ό Μίννι Γουώτσμαν, ό Ό. Μαστιάνκσυ, ό αιδεσιμότατος Αέοπολντ Άμπράμοβιτς, 6 Τσέιζεν. Ταλαντεύοντας τά χ έρια τους φάλλουν πάνω άπό τόν άπιστο Μπλούμ.) ΟΙ ΠΕΡΙΤΟΜΗΜΕΝΟΙ: ( Τραγουδούν μέ σκοτεινούς λαρυγγισμούς χ αθώς, άντί γιά άνθη, ρίχ ουν πάνω του καρπούς τής Νεκρής Θάλασσας.) Shema Israel Adonai Elohenu Adonai Echad. ΦΩΝΕΣ: (Αναστενάζοντας.) ’Έφυγε κι αύτός. ’Άχ , ναί. Ναί, άλήθεια. Ό Μπλούμ; Δέν ακόυσα ποτέ γι’ αύτόν. ’Όχ ι; ΤΗταν περίεργος άνθρωπος. Νά, ή χ ήρα του. ‘Ώστε αύτή είναι; Ναί. ( Από τήν πυρά άνεβαίνουν οί άρωματισμένες μέ καμφορά φλόγες. Τό σάβανο τού λιβανωτού τήν τυλίγει καί σκορπίζεται. Βγαίνοντας άπό τό δρύινο κάδρο της μιά νύμφη μέ ξέπλεκα μαλλιά, ντυμένη ελαφρά μέ καλλιτεχ νικά χ ρώματα στήν απόχ ρωση τού τσαγιού, κατεβαίνει άπό τή σπηλιά της καί περνώντας κάτω άπό μιάν άφίδα άπό πλεγμένα βάτα, σταματά μπροστά άπό τόν Μπλούμ.) ΤΑ ΒΑΤΑ: (Τά φύλλα τους φιθυρίζουν.) Αδελφή. Αδελφή μας. Σςς. Η ΝΥΜΦΗ: (Σιγανά.) Θνητέ! (Συμπονετικά.) Μήν κλαις, όχ ι! ΜΠΛΟΥΜ: (`Αμορφος σάν ζελέ, σέρνεται κάτω άπό τά κλαδιά μέ τά τέσσερα, ενώ τόν χ τυπάει ό ήλιος. Μέ άξιοπρέπεια.) Αύτή ή στάση. Νόμισα ότι αύτό περίμεναν άπό μένα. Ή δύναμη τής συνήθειας.
Η ΝΥΜΦΗ: Θνητέ! Μέ βρήκες μέ κακή συντροφιά, χ ορεύτριες πού σηκώνουν τό πόδι στό υψος τών ματιών, μεθυσμένους παραγγελιοδόχ ους, πυγμάχ ους, λαοφιλείς στρατηγούς, άνήθικους πρωταγωνιστές τής επιθεώρησης μέ κατάσαρκα κολλημένα παντελόνια καί μέ τίς κουνίστρες χ ορεύτριες Λά Ώρόρα καί Καρίνι, του μουσικού σκέτς, τής επιτυχ ίας τού αιώνα. ’Ήμουν κρυμμένη άνάμεσα στά ρόζ φύλλα φτηνού χ αρτιού πού μύριζε πετρέλαιο. ’Ήμουν περιτριγυρισμένη μέ μπαγιάτικες αισχ ρότητες τής κοσμικής στήλης, μέ ιστορίες πού άναστατώνουν τήν άβγαλτη νεότητα, μέ διαφημίσεις διαφανών εσωρούχ ων, άγυρτειών, ψεύτικου στήθους, άντικειμένων ειδικής χ ρήσης καί γιατί νά φοράτε στηθόδεσμο, μέ μαρτυρία ένός κυρίου πού πάσχ ει άπό κήλη. Καί μέ χ ρήσιμες συμβουλές πρός παντρεμένους. ΜΠΛΟΥΜ: (Σηκώνει κατά τήν ποδιά ενα κεφάλι χ ελώνας.) ’Έχ ουμε ξανασυναντηθει. Σέ κάποιον άλλον πλανήτη. Η ΝΥΜΦΗ: (Θλιμμένη.) Ε’ιδη έξ έλαστικού. Δέν σχ ίζονται ποτέ. Μάρκα πού χ ρησιμοποιεί ή άριστοκρατία. Κορσέδες γιά άρρενες. Θεραπεία τών σπασμών ή επιστροφή τών χ ρημάτων σας. Αύθόρμητες μαρτυρίες γιά τό μοναδικό σύστημα τού καθηγητού Βάλτμαν γιά τήν αύξηση τού στήθους. Ό μπούστος μου μεγάλωσε δέκα πόντους, μέσα σέ τρείς εβδομάδες, άναφέρει ή κυρία Γκάς Ράμπλιν, παραθέτουσα καί τή φωτογραφία της. ΜΠΛΟΥΜ: Εννοείς τό περιοδικό Φωτογραφικές Στιγμές; Η ΝΥΜΦΗ: Καί βέβαια. Μέ πήρες καί μέ κορνιζάρισες σέ δρύινο κάδρο καί χ ρυσωμένο τσίγκο καί μέ κρέμασες πάνω άπό τό συζυγικό σου κρεβάτι. ‘Ένα καλοκαιριάτικο βράδυ πού δέν σ’ εβλεπε κανείς μέ φίλησες σέ τέσσερα σημεία. Καί μ’ ενα έρωτιάρικο μολύβι μού πρόσθεσες σκιές στά μάτια, τόν κόρφο καί τήν ντροπή μου. ΜΠΛΟΥΜ: (Φιλάει ταπεινά τά μακριά της μαλλιά.) Οί κλασικές σου καμπύλες, ώραία άθάνατη. ’Ήμουν εύτυχ ής νά σέ κοιτάζω, νά σ’ επαινώ, πανέμορφη. ’Ένιωθα σχ εδόν σάν νά προσεύχ ομαι. Η ΝΥΜΦΗ: Μέσα στίς σκοτεινές νύχ τες άκουγα τούς υμνους σου. ΜΠΛΟΥΜ: (Γρήγορα.) Ναί, ναί. Θέλεις νά πείς οτι… Ό ύπνος άποκαλύπτει τή χ ειρότερη πλευρά τού καθενός μας, μ’ εξαίρεση ίσως τών παιδιών. Ξέρω ότι έπεσα άπό τό κρεβάτι μου, ή μάλλον ότι κάποιος μ’ εσπρωξε άπ’ αύτό. Λένε ότι τό μπρούσκο κρασί είναι ενα κι ενα γιά νά σταματάει τό ροχ αλητό. Γ ιά τά ύπόλοιπα, υπάρχ ει έκείνη ή άγγλική εφεύρεση, γιά τήν όποία ελαβα πρίν άπό λίγες ήμέρες ενα διαφημιστικό φυλλάδιο μέ άνακριβή άναφορά τών στοιχ είων τού παραλήπτη. ’Ισχ υρίζεται ότι μπορεί νά επιτύχ ει άθόρυβο καί άοσμο άερισμό. (Αναστενάζει.) Πάντα έτσι είναι. ’Αδυναμία, τό όνομά σου είναι γάμος. Η ΝΥΜΦΗ: (Μέ τά δάχ τυλα στ’ αυτιά της.) Καί τί λέξεις! Δέν ύπάρχ ουν παρόμοιες στό λεξικό μου. ΜΠΛΟΥΜ: Καταλαβαίνεις τό νόημά τους; ΤΑ ΒΑΤΑ: Σςςς. Η ΝΥΜΦΗ: (Σκεπάζει μέ τό χ έρι της τό πρόσωπό της.) Καί τί δέν έχ ω δεί μέσα σ’ αύτό τό δωμάτιο! Καί τί δέν άντίκρισαν τά μάτια μου!
ΜΠΛΟΥΜ: (’Απολογητικά.) Ξέρω. Βρώμικα εσώρουχ α, σκόπιμα γυρισμένα άνάποδα. Τά ελατήρια έχ ουν λασκάρει. ’Από τό Γιβραλτάρ διά θαλάσσης, πρίν άπό τόσο καιρό. Η ΝΥΜΦΗ: (Χαμηλώνει τό κεφάλι.) Χειρότερα! Χειρότερα! ΜΠΛΟΥΜ: (Συλλογισμένος προσεχ τικά.) Έκείνη ή παλιά πολυθρόνα. Δέν άντεξε τό βάρος της. Ζύγιζε κάπου εβδομήντα κιλά. Είχ ε πάρει πέντε κιλά μετά τόν άπογαλακτισμό. Τό ξύλο είχ ε σκιστεί καί ήθελε κόλλημα. ’Έτσι δέν είναι; Κι εκείνο τό γελοίο πορτοκαλί δοχ είο τής νύχ τας μέ τή μοναδική χ ειρολαβή. (Άχ ούγεται ό ήχ ος ένός καταρράχ τη πού πέφτει άπό φηλά.) Ο ΚΑΤΑΡΡΑΧΤΗΣ: Πουλαφούκα Πουλαφούκα Πουλαφούκα Πουλαφούκα. ΤΑ ΒΑΤΑ: (Ανακατώνοντας τά κλαδιά τους.) ’Άκου. Ψίθυρος. Έχ ει δίκιο ή άδερφή μας. Φυτρώναμε δίπλα στόν καταρράχ τη Πουλαφούκα. Χαρίζαμε τόν ίσκιο μας στίς χ αυνωτικές ήμέρες τού καλοκαιριού. ΤΖΩΝ ΓΟΥΑΙΖ ΝΟΛΑΝ: (Στό βάθος, μέ στολή τής ’Ιρλανδικής Δασονομικής Υπηρεσίας, βγάζει τό στολισμένο μέ φτερά καπέλο του.) Αύξάνεσθε καί πληθύνεσθε! Δέντρα τής ’Ιρλανδίας, χ αρίστε ίσκιο στίς χ αυνωτικές ήμέρες! ΤΑ ΒΑΤΑ: (Μουρμουρίζοντας.) Ποιός ήρθε εκδρομή μέ τό γυμνάσιό του στό Πουλαφούκα; Ποιός άφησε τούς συμμαθητές του νά μαζεύουν καρύδια γιά νά αναζητήσει τόν ίσκιο μας; ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ προτεταμένο θώρακα, ώμους παραγεμισμένους μέ βάτες, μ ’ ενα άχ ρωμο νεανικό γκριζόμαυρο ριγέ κοστούμι, υπερβολικά στενό γιά τήν ήλικία του, λευκά παπούτσια τέννις, πεσμένες κάλτσες καί κόκκινο μαθητικό πηλήκιο μέ σήμα.) ’Ήμουν ενας έφηβος πάνω στήν ανάπτυξή του. Τότε μού άρκούσε ενα τίποτα, μιά άμαξα πού λικνίζεται, οί ανάμικτες μυρωδιές τών κυριών στό βεστιάριο καί τήν τουαλέτα, ό συνωστισμός τού πλήθους στίς σκάλες τού παλιού Βασιλικού Θεάτρου, επειδή τούς άρέσει τό στρίμωγμα, τό αίσθημα τής αγέλης καί ή σκοτεινή αίθουσα τού θεάτρου πού μυρίζει ερωτισμό καί άχ αλίνωτο βίτσιο. Άκόμα κι ενας τιμοκατάλογος καλτσών γιά κυρίες. Τό τέλος τής σχ ολικής περιόδου. Καί κέικ μέ ρούμι. Οί Άλκυονίδες ήμέρες. (Οί Άλκυονίδες Ήμέρες, γυμνασιόπαιδες μέ λευκές καί γαλάζιες φανέλες καί ποδοσφαιρικά σόρτς, ό νεαρός Ντόναλντ Τέρνμπουλλ, ό νεαρός Αβραάμ Τσάτερτον, ό νεαρός ’Όουεν Γκόλμπεργκ, ό νεαρός Τζάκ Μέρεντιθ, ό νεαρός Πέρσυ Άπτζον, στέκονται ολοι σ’ ενα ξέφωτο καί φωνάζουν καλώντας τόν νεαρό Αέοπολντ Μπλούμ.) ΟΙ ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ ΗΜΕΡΕΣ: Μπακαλιάρε! Γύρνα πίσω. Ζήτωωωω! (Επευφημούν. ) ΜΠΛΟΥΜ: (Νεανίσκος μέ ζεστά γάντια καί κασκόλ πλεγμένα άπό τή μαμά, ζαλισμένος άπό τίς μπαλιές τού χ ιονιού, άγωνίζεται νά σηκωθεί’.) ^ανά! Αισθάνομαι δεκαεξάρης! Τί πλάκα! Πάμε νά χ τυπήσουμε ολα τά κουδούνια τής όδού Μόνταγκιου. (Ζητωκραυγάζει ξεφυχ ισμένα.) Ζήτω ή πλάκα!
Η ΗΧΩ: Βλάκα! ΤΑ ΒΑΤΑ: (Θροίζοντας.) Ή άδελφή μας εχ ει δίκιο. Ψίθυρος. (Σέ ολο τό δάσος άκούγονται φιθυριστά φιλιά. Πίσω άπό τούς κορμούς καί φυλλωσιές, κρυφοκοιτάζουν πρόσωπα άμαδρυάδων, λουλούδια ολάνθιστα.) Ποιός βεβήλωσε τόν σιωπηλό μας ίσκιο; Η ΝΥΜΦΗ: (Ντροπαλά πίσω άπό τά άνοιγμένα σέ σχ ήμα βεντάλιας δάχ τυλά της.) Έκεί! Στό ύπαιθρο; ΤΑ ΒΑΤΑ: (Κυματίζουν.) Ναί, άδελφή. Καί πάνω στήν παρθένα χ λόη μας. Ο ΚΑΤΑΡΡΑΧΤΗΣ: Πουλαφούκα Πουλαφούκα Πουλαφούκα Πουλαφούκα. Η ΝΥΜΦΗ: (Μέ άνοιχ τά δάχ τυλα.) ’Ώχ , τί όνειδος! ΜΠΛΟΥΜ: Ειχ α πρόωρη ανάπτυξη. Τά νιάτα. Οι φαύνοι. ’Έθυσα στό θεό τού δάσους. Τά λουλούδια πού ανθίζουν τήν άνοιξη. Ή έποχ ή τού ζευγαρώματος. Ή τριχ οειδής ελξις είναι φυσικό φαινόμενο. Ή Λόττυ Κλάρκ μέ τά λιναρένια μαλλιά, τήν είδα μέ τά κιάλια τού καημένου τού μπαμπά νά κάνει τή βραδινή της τουαλέτα άνάμεσα άπό τίς μισοκλεισμένες κουρτίνες. Ή μικρή άκόλαστη μασούλαγε τό χ ορτάρι σάν κουνέλι. Κυλίστηκε στή λοφοπλαγιά τής γέφυρας Ριάλτο γιά νά μέ βάλει σέ πειρασμό μέ τή νεανική καί ζωώδη της πληθωρικότητα. Σκαρφάλωσε στό πλαγιαστό δέντρο τους κι έγώ… ’Ακόμα κι ενας άγιος δέν θά μπορούσε ν’ άντισταθεΓ. Μέ είχ ε κυριέψει ό σατανάς. Καί εξάλλου, ποιός μέ είδε; (Ή ταλαντευόμενη Μπόμπ, μιά δαμάλα μέ άσπρο κεφάλι, προβάλλει, μηρυκάζοντας, τά ύγρά της ρουθούνια μέσ’ άπό τά φυλλώματα.) Η ΜΠΟΜΠ: Έγώ. Έγώ είδα. ΜΠΛΟΥΜ: Απλώς καί μόνο γιά νά ικανοποιήσω μιάν άνάγκη. (Μέ πάθος.) Δέν μέ ήθελε κανένα κορίτσι όταν γάμπριζα. Υπερβολικά άσχ ημος. Δέν ήθελαν νά παίξουν… (Ψηλά στόν Μπέν Χάουθ, άνάμεσα στά ροδόδεντρα, περνά μία κατσίκα, κοντοβύζα, κοφονούρα, σπέρνοντας κορινθιακές σταφίδες.) Η ΚΑΤΣΙΚΑ: (Βελάζει.) Μπέεεεε! Μπέεεεε! ΜΠΛΟΥΜ: (Ξεσκούφωτος, κόκκινος, σκεπασμένος μέ χ νούδια άπό γαίδουράγκαθα καί ρείκια.) Είμαστε άρραβωνιασμένοι έπισήμως. Ή κάθε περίπτωση διαφερει άναλόγως μέ τίς περιστάσεις. (Παρατηρείέντονα τόν βυθό τού νερού.) Τριάντα δύο πόδια άνά δευτερόλεπτον, μέ τό κεφάλι κάτω. Δημοσιογραφικός εφιάλτης. Ό ζαλισμένος Ήλίας. Πτώση άπό γκρεμό. Θλιβερό τέλος υπαλλήλου τού Έθνικού Τυπογραφείου. (Μέσα στήν ασημένια σιγαλιά τού χ αλοχ αφινού άέρα, τό ομοίωμα τού Μπλούμ, μπανταρισμένο σάν μούμια, κατρακυλάει άπό τήν χ ορυφή τού βράχ ου Λάιονς Χέντ καί πέφτει στά πορφυρά νερά πού τό περιμένουν.) ΤΟ ΟΜΟΙΩΜΑ-ΜΟΥΜΙΑ: Μπντντντλλλμπμπμπλμπλοντσσμπτζ;
(Στ’ άνοιχ τά τού χ όλπου, άνάμεσα στούς φάρους Μπαίιλυ καί Κίς, άρμενίζει τό χ αράβι Ό Βασιλιάς τού ’Έριν, ένώ ή τσιμινιέρα του στέλνει πρός τήν άχ τή μιά τουλίπα μαύρου χ απνού πού ολοένα άπλώνει.) Ο ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΝΑΝΝΕΤΤΙ: (Ρητορεύει μόνος του πάνω στό κατάστρωμα, φορώντας σχ ούρο άλπακά, μέ γερακίσια κατατομή, μέ τό χ έρι του στό άνοιγμα τού γιλέκου του.) ‘Όταν ή χ ώρα μου θά πάρει τή θέση της άνάμεσα στά έθνη τής γής, μόνο καί μόνο τότε, άς γραφεί ό επιτάφιός μου. Έγώ… ΜΠΛΟΥΜ: Τελείωσα. Πφίιι. Η ΝΥΜΦΗ: (’Αγέρωχ α.) ‘Όπως είδες σήμερα, εμείς οι άθάνατοι δέν διαθέτουμε παρόμοιο μέρος, ούτε άλλωστε καί τρίχ ες έκεί τριγύρω. Είμαστε άγνοί καί άπό κρύο μάρμαρο. Καταναλώνουμε ήλεκτρικό φώς. (Κυρτώνει τό σώμα της καί συστρέφεται λάγνα, μέ τόν δείχ τη στό στόμα.) Μού μίλησες. Σέ άκουσα άπό πίσω. Πώς τόλμησες; ΜΠΛΟΥΜ: (Βηματίζει πάνω-κάτω ταπεινωμένος.) ’Ώ, φέρθηκα εντελώς σάν γουρούνι. ’Έκαμα άκόμα καί πλύσεις. ‘Ένα τέταρτο τού κυπέλλου κιννάμωμον, στό όποιο προσθέτουμε μιά κουταλιά τής σούπας ορυκτόν άλας. Τό εισάγουμε εις βάθος. Μέ τήν σύριγγα Χάμιλτον Λόνγκ, τήν όποιαν προτιμούν οί κυρίες. Η ΝΥΜΦΗ: Παρουσία μου. Τό σφουγγαράκι γιά τό πουδράρισμα. (Κοκκινίζει καί κάνει μιά υπόκλιση.) Χωρίς νά λογαριάσουμε τά ύπόλοιπα. ΜΠΛΟΥΜ: (Καταπονημένος.) Ναί. Peccavi! ’Απέδωσα τιμάς σέ αύτόν τόν ζωντανό βωμό, έκεί οπου ή ράχ η άλλάζει ονομασία. (Μέ ξαφνική θέρμη.) Διότι ποιος είναι ό λόγος αύτό τό άρωματισμένο μέ λεπτό άρωμα καί φορτωμένο μέ δαχ τυλίδια χ έρι, αύτό τό χ έρι πού κυβερνά…; (Διάφορες μορφές στριφογυρίζουν ερποντας άργά γύρω άπό κορμούς δέντρων, γουργουρίζοντας.) Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ KITTY: (Μέσα στό σύδεντρο.) Δείξε μας ενα άπό αύτά τά μαξιλαράκια. Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΑΣ: Όρίστε. (Μιά άγριόκοτα φτερουγίζει βαρειά κάτω άπό τά δέντρα.) Η ΦΩΝΗ ΤΟί ΛΥΝΤΣ: (Στό σύδεντρο.) Πώ, πώ! Καίει! Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: (Μέσα άπό τό σύδεντρο.) Προέρχ εται άπό ζεστό μέρος. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΒΙΡΑΓΚ: (Σάν φύλαρχ ος, έτοιμος γιά πόλεμο, μέ γαλάζιες ραβδώσεις καί φτερά, κρατώντας ενα άκόντιο, διασχ ίζει μέ μεγάλες δρασκελιές εναν καλαμιώνα πού θροίζει, ποδοπατώντας βελανίδια.) Ζεστό! Ζεστό! Τό νού σας στόν Καθιστό Ταύρο! ΜΠΛΟΥΜ: Αύτό ύπερβαίνει τίς δυνάμεις μου. Τό ζεστό βαθούλωμα τής ζεστής μορφής της. ’Ακόμα καί νά καθήσω εκεί πού κάθησε μιά γυναίκα, ιδίως μέ τούς μηρούς άνοιχ τούς, σάν νά παραχ ωρεί τίς υπέρτατες εύνοιες, καί ειδικότερα όταν εχ ει άνασηκώσει τίς δίπλες τής φοδραρισμένης μέ λευκό σατέν ζακέτας της. Αισθάνομαι γεμάτος γυναικίλα. Γεμάτος μέχ ρι άπάνω.
Ο ΚΑΤΑΡΡΑΧΤΗΣ: Φιλλαφούλα Πουλαφούκα Πουλαφούκα Πουλαφούκα ΤΑ ΒΑΤΑ: Σσσς! Συνέχ ισε, άδελφή! Η ΝΥΜΦΗ: (’Αόμματη, μέ λευκό ένδυμα καλογριάς, μέ κεφαλόδεσμο καί καλύπτρα σάν πελώρια φτερά, σιγανά, μέ μάτια άφηρη μένα.) Ή μονή Τρανκουίλλα. Ή άδελφή ’Αγάθα. Τό δρος Καρμέλ, οί οπτασίες τού Νόκ καί τής Λούρδης. ’Όχ ι πιά επιθυμίες. (Σκύβει τό κεφάλι της καί άναστενάζει.) Μόνον τό αίθέριον. Έκεί οπου ό άφροπλαστος γλάρος τού ονείρου φτερουγίζει πάνω άπό τά σκοτεινά ύδατα. (Ό Μπλούμ μισοσηκώνεται. “Ενα κουμπί κόβεται άπό τό πίσω μέρος τού παντελονιού του.) ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ: Μπίπ! (Δύο τσουλάκια άπό τό Κούμ χ ορεύουν κάτω άπό τη βροχ ή, φορώντας εσάρπες καί γαυγίζοντας μονότονα.) ΤΑ ΤΣΟΥΛΑΚΙΑ: Ό Μπλούμ έχ ασε τήν παραμάνα τής κυλότας του Δέν ήξερε τί νά κάνει, Γιά νά μήν τού πέσει, Γιά νά μήν τού πέσει. ΜΠΛΟΥΜ: (Ψυχ ρά.) Λύστε τά μάγια. Ή σταγόνα πού κάνει τό ποτήρι νά ξεχ ειλίσει. ’Άν ύπήρχ ε μόνον τό αιθέριο, πού θά ήσαστε ολες εσείς, δόκιμες καί μαθητευόμενες; Ντροπαλότητα ναί, άλλά καί έπιθυμία, σάν γάιδαρος πού κατουράει. ΤΑ ΒΑΤΑ: (Σαλεύοντας γρήγορα τ’ ασημένια φύλλα τους χ αίχ υματίζοντας τους.) Σωστά!
τ’
άσαρχ α βραχ ιόλια
Η ΝΤΜΦΗ: Ιεροσυλία! ’Απόπειρα κατά τής τιμής μου! (Μιά πλατειά υγρή χ ηλίΒα εμφανίζεται στήν έσθήτα της.) Βρώμισες τήν άθωότητά μου! Δέν είσαι άξιος ν’ αγγίξεις τό ένδυμα μιάς τίμιας γυναίκας. (Σφίγγει έπάνω της τήν έσθήτα της.) Περίμενε λίγο, σατανά. Δέν θά τραγουδήσεις πιά έρωτοτράγουδα. ’Αμήν. ’Αμήν. ’Αμήν. ’Αμήν. (Τραβάει ενα στιλέτο χ αί, ντυμένη μέ σιΒερένια πανοπλία ιππότη, τόν χ τυπάει στά νεφρά.) Nekum! ΜΠΛΟΥΜ: (Τινάζεται όρθιος καί τής αρπάζει τό χ έρι.) ’Έι! Νεμπρακάντα! Εφτάψυχ η γάτα! Παίξε τίμια, κυρία! ’Άσε τό κλαδευτήρι. Ή άλεπού καί οι όμφακες, ετσι δέν είναι; Τί εχ εις μαζί μας καί τυλίγεσαι μέ άγκαθωτό συρματόπλεγμα; Ό εσταυρωμένος δέν είναι άρκετά παχ ύς; (Αρπάζει τήν χ αλύπτρα της.) Σού χ ρειάζεται ενας ‘Άγιος ήγούμενος ή ό Μπρόφυ, ό κουτσός κηπουρός, ή τό στερούμενο κρουνού άγαλμα τού νεροκουβαλητή ή ή καλή μητέρα Άλφόνσος, ε, άλεπού; Η ΝΥΜΦΗ: (Βγάζει μιά χ ραυγή καί φεύγει άφήνοντας τό πέπλο της. Τό γύφιμο πρόπλασμά της σπάζει καί μιά μπόχ α ξεχ ύνεται άπό τίς ρωγμές.) Άστυν…!
ΜΠΛΟΥΜ: (Φωνάζει ξοπίσω της.) Σάν νά μήν τό εχ ετε καί τού λόγου σας διπλό. ’Όχ ι τινάγματα καί πολλαπλές βλέννες σ’ ολο σας τό σώμα. ’Έννοια σου καί κάτι ξέρω. Ή άδυναμία μας δύναμή σας. Καί ποιά είναι ή άμοιβή μας γιά τό πήδημα; Μήπως πληρώνετε άμέσως; Διάβασα ότι νοικιάζετε χ ορευτές στή Ριβιέρα. (Ή νύμφη, φεύγοντας, άρχ ίζει ενα μοιρολόι.) ’Άχ ! ’Έχ ω πίσω μου δεκαέξι χ ρόνων δουλειά σκλάβου. Καί θά βρεθεί, άραγε, δικαστής γιά νά μού επιδικάσει πέντε σελλίνια επίδομα διατροφής; ’Άς πάρει κάποιος άλλος τή δουλειά, έγώ άρνούμαι. (’Οσμίζεται.) Μπά! Κρεμμύδια. Τσαγγίλα. Θειάφι. Λίπος. (Μπροστά του στέχ ει ή μορφή τής Μπέλλας Κοέν.) ΜΠΕΛΛΑ: Θά μέ γνωρίσεις τήν επόμενη φορά. ΜΠΛΟΥΜ: (Τήν παρατηρείφύχ ραιμα.) Passee. Προβατίνα πού πάει νά περάσει γι’ άρνάκι. Γερασμένη καί μέ περιττές τρίχ ες. ‘Ένα ώμό κρεμμύδι πρίν άπ’ τήν κατάκλιση χ αρίζει ώραίο χ ρώμα στό δέρμα. Κάμε καί κανένα μασάζ γιά νά έλαττώσεις αύτό τό διπλοσάγωνο. Τά μάτια σου είναι τόσο εκφραστικά όσο καί οί γυάλινες χ άντρες τής βαλσαμωμένης άλεπούς σου. ’Έχ ουν τίς αύτές διαστάσεις μέ τ’ άλλα χ αρακτηριστικά σου, αύτό είναι ολο. Δέν είμαι καί καμιά τορπίλλη μέ τρεις ελικες. ΜΠΕΛΛΑ: (Περιφρονητιχ ά.) Πραγματικά, δέν αξίζεις καί πολλά. (Τό γουρουνίσιο μουνί της άλυχ τάει.) Φοχ ράχ τ! ΜΠΛΟΥΜ: (Περιφρονητικά.) Καθάρισε πρώτα τό μεσαίο σου δάχ τυλο μέ τό κομμένο νύχ ι, τό μπαγιάτικο χ ύσι τού λεβέντη σου στάζει άπό τό λειρί σου. Πιάσε μιά φούχ τα σανό καί σκουπίσου. ΜΠΕΛΛΑ: Σέ ξέρω, διαφημιστικέ πράκτορα! Ψόφιε μπακαλιάρε! ΜΠΛΟΥΜ: Τόν είδα, άφεντικό πανσιόνας! Πωλήτρια εξανθημάτων καί σκουλαμέντων! ΜΠΕΛΛΑ: (Γυρίζει πρός τό πιάνο.) Ποιά άπό σάς έπαιξε τό πένθιμο εμβατήριο άπό τόν Σαούλ; ΖΩΗ: Έγώ. Ταχ τοποίησε τά μπιχ λιμπίδια σου. (Μ’ ενα πήδημα τινάζεται στό πιάνο καί χ τυπάει μέ σταυρωτά χ έρια τά πλήκτρα.) Ή περιπλάνηση τής γάτας μέσα στίς σκουριές. (Ρίχ νει μιά ματιά πίσω.) ’Έ; Ποιός λιγουρεύεται τίς γλύκες μου; (Μ’ ενα πήδημα επιστρέφει στό τραπέζι.) “Ο,τι είναι δικό σας είναι δικό μου κι ό,τι είναι δικό μου μού άνήκει. (Ή Κίττυ, δυσαρεστημένη, σκεπάζει τά δόντια της μέ άσημόχ αρτο. Ό Μπλούμ πλησιάζει τή Ζωή.) ΜΠΛΟΥΜ: (Εύγενικά.) Θές νά μού επιστρέφεις έκείνη τήν πατάτα; ΖΩΗ: Κατασχ εμένο, ώραίο, μά πάρα πολύ ώραίο. ΜΠΛΟΥΜ: (Πονεμένα.) Δέν άξίζει τίποτα, άλλά ώστόσο είναι ένα ιερό λείψανο τής καημένης τής μα^.άς μου. ΖΩΗ: Δίνεις κάτι καί τό ξαναπαίρνεις Ό Θεός νά σέ ρωτήσει πού τό έχ εις βάλει Έσύ θά τού πεις ότι δέν ξέρεις Ό Θεός θά σέ ξαποστείλει στήν κόλαση.
ΜΠΛΟΥΜ: Συνδέεται μέ μιάν άνάμνηση. Θά ήθελα νά τό έχ ω. ΣΤΗΒΕΝ: Νά τό έχ ει κανείς ή νά μήν τό έχ ει, ιδού ή άπορία. ΖΩΗ: Όρίστε. (Άνασηχ ώνει τό μεσοφόρι της, άποκαλύπτοντας τό γυμνό μπούτι της καί άπό τό πάνω στρίφωμα τής κάλτσας της ξετυλίγει τήν πατάτα.) “Οποιος κρύβει ξέρει καί νά βρίσκει. ΜΠΕΛΛΑ: (Σκυθρωπιάζει.) Μπά! Έδώ δέν είναι επιθεώρηση μέ γυμνά. Καί πρόσεξε νά μήν ξεχ αρβαλώσεις τό πιάνο. Ποιός πληρώνει έδώ; (Πηγαίνει στήν πιανόλα. Ό Στήβεν φάχ νει στήν τσέπη του καί βγάζοντας ενα χ αρτονόμισμα άπό τήν άκρη του, τής τό προσφέρει.) ΣΤΗΒΕΝ: (Μέ υπερβολική ευγένεια.) Αύτό τό μεταξωτό πουγγί τό έφτιαξα άπό τό γουρουνίσιο αύτί τού κοινού. Συγχ ωρήστε με, μαντάμ. Επιτρέψτε μου, παρακαλώ. (Δείχ νει αόριστα τόν Λύντς καί τόν Μπλούμ.) Είμαστε όλοι άπό τό ίδιο λαχ είο, ό Κίντς καί ό Λύντς. Dans ce bordel ou tenons nostre etat. ΛΥΝΤΣ: (Φωνάζει άπό τό τζάκι.) Ντένταλους! Δώσε της τήν εύλογία σου έκ μέρους μου. ΣΤΗΒΕΝ: (Δίνει στήν Μπέλλα ενα νόμισμα.) Χρυσάφι. Τήν πήρε. ΜΠΕΛΛΑ: (Κοιτάζει τό χ ρήμα κι υστέρα τή Ζωή, τή Φλώρα καί τήν Κίττυ.) Θέλεις τρία κορίτσια; Έδώ κοστίζουν δέκα σελλίνια. ΣΤΗΒΕΝ: (Πανευτυχ ής.) Χίλια συγγνώμην. (Ψάχ νει, βγάζει καί τής δίνει δύο κορώνες.) Έπιτρέψατέ μου, brevi manu, ή δράσή μου είναι λίγο διαταραγμένη. (Ή Μπέλλα πηγαίνει στό τραπέζι γιά νά μετρήσει τά χ ρήματα, ένώ ό Στήβεν μονολογεί. Ή Ζωή πηδάει πάνω στό τραπέζι. Ή Κίττυ σκύβει πάνω άπό τήν πλάτη της Ζωής. Ό Λύντς σηκώνεται, βάζει σωστά τό κασκέτο του καί, αρπάζοντας τή Κίττυ άπό τή μέση, προσθέτει τό κεφάλι του στήν παρέα.) ΦΛΩΡΑ: (’Αγωνίζεται νά σηκωθεί.) Ώχ ! Μούδιασε τό πόδι μου! (Πηγαίνει κουτσαίνοντας στό τραπέζι. Ό Μπλούμ πλησιάζει.) ΜΠΕΛΛΑ, ΖΩΗ, ΚΙΤΤΥ, ΛΥΝΤΣ, ΜΠΛΟΥΜ: (Φλυαρώντας καί φιλονικώντας.) Ό κύριος… δέκα σελλίνια… πληρώνει γιά τρείς… επιτρέψτε μου μιά στιγμή… αύτός ό κύριος πληρώνει χ ωριστά… ποιός απλώνει χ έρι;… ώχ … πρόσεξε, λοιπόν, ποιόν τσιμπάς… θά μείνεις ολη νύχ τα, ή γιά λίγη ώρα;… ποιός τσίμπησε;… είσαι ψεύτης… παρντόν… ό κύριος πλήρωσε σάν κύριος… πιές… είναι κατά πολύ περασμένες εντεκα. ΣΤΗΒΕΝ: (Στήν πιανόλα, κάνει μιά χ ειρονομία φρίκης.) Δέν υπάρχ ει τίποτα νά πιούμε! Τί; ‘Έντεκα ή ώρα; “Ενα αίνιγμα. ΖΩΗ: ( Ανασηκώνει τό μεσοφόρι της καί διπλώνει στήν κάλτσα της ενα μισόλιρο.) Τό κέρδισα μέ τόν ιδρώτα τού προσώπου μου τ’ άνάσκελα.
ΛΥΝΤΣ: (Σηκώνοντας τήν Κίττυ άπό τό τραπέζι.) ’Έλα! ΚΙΤΤΥ: Περίμενε. (Αρπάζει τίς δύο κορώνες.) ΦΛΩΡΑ: Καί γιά μένα; ΛΥΝΤΣ: Όπαλάκια! (Τή σηκώνει, τή μεταφέρει καί τή ρίχ νει βίαια πάνω στόν καναπέ.) Ή άλεπού έσκουξε, ό κόκκορας λάλησε, Ot καμπάνες στούς ουρανούς Χτύπησαν έντεκα.· Είναι ώρα γιά τήν ψυχ ούλα της Νά φύγει άπό τούς ουρανούς. ΜΠΛΟΥΜ: (Άχ ουμπάει ήσυχ α μισή λίρα πάνω στό τραπέζι, άνάμεσα στήν Μπέλλα καί τήν Φλώρα.) Όρίστε. Επιτρέψτε μου. (Παίρνει τό χ αρτονόμισμα τής μίας λίρας.) Τρεις φορές δέκα. Πατσίσαμε. ΜΠΕΛΛΑ: (Μέ θαυμασμό.) Μά είσαι σπουδαίος, γερο-πετεινέ μου. ’Έλα νά σέ φιλήσω. ΖΩΗ: (Τόν δείχ νει.) Χμ; Βαθύς σάν πηγάδι. (Ό Λύντς γέρνει τήν Κίττυ πίσω πάνω στόν χ αναπέ καί τή φιλάει. Ό Μπλούμ, μέ τή λίρα στό χ έρι, πηγαίνει στόν Στήβεν.) ΜΠΛΟΥΜ: Αύτή είναι δική σου. ΣΤΗΒΕΝ: Πώς αύτό; Le distrait, ή ό άφηρημένος ζητιάνος. (Ψάχ νει πάλι στήν τσέπη του καί βγάζει μιά φούχ τα χ έρματα. Πέφτει χ άτι.) ’Έπεσε. ΜΠΛΟΥΜ: (Σχ ύβει, μαζεύει άπό χ άτω ενα χ ουτί σπίρτα καί τού τό δίνει.) Όρίστε. ΣΤΗΒΕΝ: Ό Εωσφόρος. Γύχ αριστώ. ΜΠΛΟΥΜ: (“Ησυχ α.) Θά έκανες καλύτερα άν μου έδινες αύτά τά χ ρήματα νά σ’ τά φυλάξω. Γιατί νά πληρώσεις κι άλλα; ΣΤΗΒΕΝ: (Τού δίνει ολα του τά φιλά.) ’Άς είμαστε δίκαιοι, πρίν γίνουμε γενναιόδωροι. ΜΠΛΟΥΜ: Κι έγώ τό θέλω, άλλά είναι φρόνιμο; (Μετράει.) ‘Ένα, έφτά, εντεκα καί πέντε. “Εξι. ‘Έντεκα. Δέν εύθύνομαι γιά όσα μπορεί νά έχ εις χ άσει. ΣΤΗΒΕΝ: Γιατί σήμαναν οί έντεκα; Προπαροξύτονο. Ή στιγμή πρίν άπό τήν επόμενη προσευχ ή, λέει ό Αέσσινγκ. Διψασμένη άλεπού. (Γελάει πολύ δυνατά.) Θάβοντας τή γιαγιά της. Πιθανόν νά τή σκότωσε. ΜΠΛΟΥΜ: Αύτά έδώ είναι μιά λίρα, έξι σελλίνια καί έντεκα πέννες. ’Άς πούμ’.ε, μιά λίρα κι έφτά σελλίνια. ΣΤΗΒΕΝ: Δέν δίνω δεκάρα πόσα είναι.
Μ&ΛΟΤΜ: Εντάξει, όμως… ΣΤΗΒΕΝ: (Πλησιάζει τό τραπέζι.) “Ενα τσιγάρο, παρακαλώ. (Ό Λύντς άπό τόν καναπέ πετάει ενα τσιγάρο στό τραπέζι.) Κι ετσι ή Τζιορτζίνα Τζόνσον είναι καί πεθαμένη καί παντρεμένη. (“Ενα τσιγάρο έμφανίζεται στό τραπέζι. Ό Στηβεν τό κοιτάζει.) Καταπληκτικό. Θαυματοποιία. Παντρεμένη. Χμ. (’Ανάβει ενα σπίρτο καί μέ αινιγματική μελαγχ ολία πάει ν’ άνάφει τό τσιγάρο.) ΛΥΝΤΣ: (Παρατηρώντας τον.) Θά είχ ες περισσότερες πιθανότητες νά τό ανάψεις, άν πλησίαζες τό σπίρτο κοντότερα. ΣΤΗΒΕΝ: (Φέρνει τό σπίρτο κοντότερα στό μάτι του.) Μάτι λύγκα. Πρέπει ν’ αγοράσω γυαλιά. Τά έσπασα χ θές. Πάνε δεκαέξι χ ρόνια. Ή απόσταση. Τό μάτι τά βλέπει ολα επίπεδα. (Άπομακρύνει τό σπίρτο. Εκείνο σβήνει.) Τό μυαλό σκέφτεται. Κοντά, μακριά. Άναπόφευχ τη ιδιότητα τού όρατού. (Πλησιάζει τά φρύδια μέ μυστηριώδες ύφος.) Χμ. Σφίγγα. Τό ζώο πού εχ ει δύο ράχ ες τά μεσάνυχ τα. Παντρεμένη. ΖΩΗ: Τήν παντρεύτηκε ενας περιοδεύων αντιπρόσωπος καί τήν πήρε μαζί του. ΦΛΩΡΑ: (Επιδοκιμάζει .) Ό κ. ’Αμνός άπό τό Λονδίνο. ΣΤΗΒΕΝ: Ο ’Αμνός άπό τό Λονδίνο, ό αίρων τάς αμαρτίας τού κόσμου. ΛΥΝΤΣ: ( Αγκαλιάζοντας τήν Κίττυ πάνω στόν καναπέ, φέλνει βαθύφωνα.) Dona nobis pacem. (Τό τσιγάρο γλιστράει άπό τά δάχ τυλα τού Στηβεν. Ό Μπλούμ τό σηκώνει καί τό ρίχ νει στήν εστία τού τζακιού.) ΜΠΛΟΥΜ: Μήν καπνίζεις. Θά επρεπε νά φάς κάτι. “Αν δέν είχ α συναντήσει εκείνον τόν καταραμένο σκύλο. (Στή Ζωή.) Δέν ύπάρχ ει τίποτα; ΖΩΗ: Πεινάει; ΣΤΗΒΕΝ: (‘Απλώνει τό χ έρι πρός τό μέρος της χ αμογελώντας καί τραγουδά τή μελωδία τού δρκου τού αίματος στό Λυκόφως τών Θεών.) Hangende Hunger, Fragende Frau, Macht uns alle kaput. ΖΩΗ: (Τραγικά.) ’Άμλετ, τό τρυπάνι τού πατέρα σου είμαι! (Πιάνει τό χ έρι του.) Γαλανομάτη, ομορφόπαιδο, θά διαβάσω τό χ έρι σου. (Δείχ νει τό μέτωπό του.) Ούτε πνεύμα, ούτε ρυτίδες. (Μετράει.) Δύο, τρία, μάρς, αυτό σημαίνει θάρρος. (Ό Στήβεν κάνει όχ ι μέ τό κεφάλι.) Σοβαρά. ΛΥΝΤΣ: Κουράγιο. Τό παιδί πού άγνοούσε τόν φόβο. (Στή Ζωή.) Ποιός σού εμαθε χ ειρομαντεία; ΖΩΗ: (Στρέφει.) Ρώτα τά αποτέτοια μου πού δέν έχ ω. (Στόν Στήβεν.) Διαβάζω τό πρόσωπό σου. Στά μάτια σου, έτσι. (Ζαρώνει τά φρύδια της μέ σκυμμένο τό κεφάλι.)
ΛΥΝΤΣ: (Γελώντας δίνει δυό χ τυπηματάκια στόν πισινό τής Κίττυ.) ’Έτσι, κωλοβάρεμα! ( Άκούγονται δυό δυνατά χ τυπήματα βέργας, καθώς τό κάλυμμα τής πιανόλας ανοίγει μονομιάς καί ξεπροβάλλει σάν διάβολος τό φαλακρό κεφάλι του ιερέα Ντόλαν.) ΠΑΤΗΡ ΝΤΟΛΑΝ: Είναι έδώ κανένα αγόρι πού πρέπει νά φάει ξύλο; Μήπως έσπασε τά γυαλιά του; Είσαι ένας μικρός πονηρός σκανταλιάρης. Τό βλέπω στά μάτια σου. (Μειλίχ ια, καλωσυνάτη, πρυτανική, έπιτιμητική, προβάλλει άπό τό κάλυμμα τής πιανόλας ή κεφαλή τού Ντόν Τζών Κόνμη.) ΝΤΟΝ ΤΖΩΝ ΚΟΝΜΗ: ’Έλα τώρα, πάτερ Ντόλαν! ’Έλα τώρα. Είμαι βέβαιος ότι ό Στήβεν είναι πάρα πολύ καλό άγοράκι. ΖΩΗ: (Εξετάζει τήν παλάμη τού Στήβεν.) Γυναικείο χ έρι. ΣΤΗΒΕΝ: (Μουρμουρίζει.) Συνέχ ισε νά λές ψέματα. Κράτα με. Χάιδευέ με. Ποτέ δέν μπόρεσα ν’ άναγνώσω τήν γραφή Αύτού, εκτός άπό τό εγκληματικό άποτύπωμα τού άνηχ ειρος Αύτού έπί τού βακαλάου. ΖΩΗ: Τί μέρα γεννήθηκες; ΣΤΗΒΕΝ: Πέμπτη. Σήμερα. ΖΩΗ: Ό δρόμος τού παιδιού πού γεννήθηκε Πέμπτη είναι μακρύς καί γεμάτος επιτυχ ίες. (Ψαύει τίς γραμμές τούχ εριού του.)Ή γραμμή τής μοίρας. Φίλοι πού διαθέτουν έπιρροή. ΦΛΩΡΑ: (Δείχ νοντας μέ τό δάχ τυλο.) Φαντασία. ΖΩΗ: Τό δρος τής σελήνης. Θά συναντηθείς μέ… (Ρίχ νει μιάν απότομη ματιά στά χ έρια του.) Δέν θά σού πώ όσα δέν είναι καλά γιά σένα. ’Ή μήπως θέλεις νά μάθεις; ΜΠΛΟΥΜ: ( Αποσπά τά δάχ τυλα τής Ζωής καί τής παρουσιάζει τήν παλάμη του.) Αύτό θά ’κανε μάλλον κακό παρά καλό. ‘Ορίστε. Διάβασε τό δικό μου. ΜΠΕΛΛΑ: Δείξε μου. (Γυρίζει ανάποδα τό χ έρι τού Μπλούμ.) Καλά τό σκέφτηκα. Δάχ τυλα μέ κοκκαλιάρικες άρθρώσεις, άντρας γιά γυναίκες. ΖΩΗ: (Εξετάζοντας τά χ έρια τού Μπλούμ.) Ή σχ άρα. Ταξίδια ύπερπόντια καί γάμος μέ χ ρήμα… ΜΠΛΟΥΜ: Λάθος. ΖΩΗ: (Γρήγορα.) ’Άχ ! Τό βρήκα. Τό μικρό δάχ τυλο πιό κοντό. Κόκκορας πού τόν σέρνει ή κότα του άπό τή μύτη. Κι αύτό λάθος; (Ή μαύρη Λίζα, μιά πελώρια κότα πού γεννάει μέσα σ’ εναν κύκλο άπό κιμωλία, σηκώνεται, άπλώνει τά φτερά της καί κακαρίζει.) Η ΜΑΤΡΗ ΛΙΖΑ: Κάκαρκακ. Κλούκ. Κλούκ. Κλούκ. (Περνάει δίπλα άπό τό φρεσκογεννημένο
αυγό της καί ξεμακραίνει μέ κοντά βήματα.) ΜΠΛΟΥΜ: (Δείχ νει στό χ έρι του.) Αύτή έδώ ή ούλή είναι άπό κάποιο άτύχ ημα. Πρίν άπό είκοσι δύο χ ρόνια έπεσα καί κόπηκα. ’Ήμουνα δεκαέξι χ ρονών. ΖΩΗ: Βλέπω, λέει ό τυφλός. Λές καί μάς λές τίποτα καινούργιο! ΣΤΗΒΕΝ: Βλέπεις; Παράλληλα πρός ένα μεγάλο σκοπό. Κι έγώ είμαι είκοσι δύο χ ρονών. Πρίν δεκαέξι χ ρόνια έγώ είκοσι δύο χ ρόνια έπεσα πρίν είκοσι δύο χ ρόνια αύτός δεκαέξι έπεσε άπό τό ξύλινο άλογό του. (Μορφάζει.) Χτύπησα κάπου τό χ έρι μου. Πρέπει νά πάω σ’ έναν οδοντογιατρό. Καί άπό χ ρήματα; (Ή Ζωή φιθυρίζει στή Φλώρα. Χαχ ανίζουν. Ό Μπλούμ τραβάει τό χ έρι του καί γράφει τεμπέλικα μέ μιάν ανάποδη γραφή, χ αράζοντας άργά καμπύλες.) ΦΛΩΡΑ: Τί; (Μιά άγοραία άμαξα μέ άριθμό τριακόσια είκοσι τέσσερα, ζευγμένη σέ μιά φοράδα μέ ώραία καπούλια, μέ οδηγό τόν Τζέημς Μπάρτον,. λεωφόρος Αρμονίας, Ντόννυμπρουκ, περνάει τριποδίζοντας. Ό Μπλέηζες Μπόυλαν καί ό Λένεχ αν, ξαπλωμένοι στά καθίσματα, έχ ουν παραδοθεί στά κουνήματα τού οχ ήματος. Ό ξενοδοχ ούπάλληλος τού ’Όρμοντ κρατιέται πίσω, πάνω στόν άξονα. Ή Λύδια Ντούς καί ή Μίνα Κέννεντυ κοιτάζουν θλιμμένα πάνω άπό τά στόρια.) Ο ΞΕΝΟΔΟΧΟΤΠΑΛΛΗΛΟΣ: (Καθώς τραντάζεται, τίς κοροίδεύει φέρνοντας τόν άντίχ ειρα στή μύτη καί παίζοντας τά δάχ τυλα.) Κό-κό-κό-κί-κί-κί, πόσο πάει τό κέρατο; ( Ό Χαλκός καί ό Χρυσός φιθυρίζουν.) ΖΩΗ: (Στή Φλώρα.) Ψού-ψού-ψού. (Ψιθυρίζουν πάλι.) ( Ό Μπλέηζες Μπόυλαν, μέ τό φαθάχ ι του στραβά, μ ’ ίνα κόκκινο λουλούδι άνάμεσα στά δόντια, σχ ύβει πάνω στά καθίσματα της άμαξας. Ό Λένεχ αν, με ναυτικό κασκέτο καί λευκά παπούτσια, σηκώνει μέ έπισημότητα μιά μακριά τρίχ α άπό τόν ώμο τού Μπλέηζες Μπόυλαν.) ΛΕΝΕΧΑΝ: ’Ώ! Τί βλέπω έδώ; Ποιά μουνιά πήγες καί ξαράχ νιασες; ΜΠΟΥΛΑΝ: (Καθιστάς, χ αμογελάει.) Μαδούσα μιά γαλοπούλα. ΛΕΝΕΧΑΝ: Καλά τά κατάφερες άπόψε. ΜΠΟύΛΑΝ: (Σηκώνει τέσσερα δάχ τυλα μέ σπατουλαρισμένα νύχ ια καί κλείνει τό μάτι.) Ή γκόμενα στόν λεβέντη της! Δοκιμάστε καί άν δέν σάς άρέσει, παίρνετε πίσω τά λεφτά σας. (‘Απλώνει τόν δείχ τη.) Μύρισε το. ΛΕΝΕΧΑΝ: (‘Οσφραίνεται χ αρούμενα.) ’Άχ ! Αστακός μέ μαγιονέζα. Άχ ! ΖΩΗ ΚΑΙ ΦΛΩΡΑ: (Γελούν μαζί.) Χά, χ ά, χ ά, χ ά!
ΜΠΟύΛΑΝ: (Πηδάει άπό τήν άμαξα μέ σταθερό βήμα καί φωνάζει δυνατά γιά νά τόν άκούσουν ολοι.) Γειά σου, Μπλούμ! Μήπως σηκώθηκε ή κυρία Μπλούμ; ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ χ νουδωτό σακκάκι στό χ ρώμα τού δαμάσκηνου καί παντελόνι λακέ, μέ κιτρινωπές κάλτσες καί πουδραρισμένη περούκα.) Φοβούμαι πώς δέν σηκώθηκε άκόμα, κύριε, τώρα ντύνεται… ΜΠΟύΛΑΝ: (Τού πετάει εξι πέννες.) Πιάσε αύτά, νά πιείς ενα τζίν. (Κρεμάει ανέμελα τό καπέλο του σ’ ενα κέρατο στό κερατωμένο κεφάλι τού Μπλούμ.) ’Άνοιξέ μου. ’Έχ ω νά κανονίσω μιά ιδιωτική ύποθεσούλα μέ τή σύζυγό σου. Καταλαβαίνεις; ΜΠΛΟΥΜ: Ευχ αριστώ, κύριε. Μάλιστα, κύριε, ή κυρία Τουήντυ παίρνει τό μπάνιο της, κύριε. ΜΑΡΙΟΝ: Θά πρέπει νά νιώθει ότι αύτό τόν τιμάει πολύ. (Βγαίνει άπό τό νερό τού μπάνιου της, πλάφ-πλούφ.) Ραούλ, άγάπη μου, ελα νά μέ σκουπίσεις. Φοράω μόνο τό δέρμα μου. Εκτός άπό τό καινούργιο μου καπέλο κι ενα σφουγγάρι άμαξας. ΜΠΟύΛΑΝ: (Μέ μάτια πού λάμπουν.) ‘Υπέροχ α! ΜΠΕΛΛΑ: Τί; Ποιός είναι αύτός; (Ή Ζωή τής φιθυρίζει κάτι.) ΜΑΡΙΟΝ: ’Άφησέ τον νά κοιτάζει, τόν άχ ρείο! Τόν νταβατζή! Καί άφησέ τον ν’ αύτομαστιγωθεί! Θά γράψω σέ μιάν πανίσχ υρη έταίρα, ή στήν Μπαρτολομόνα, τή γυναίκα μέ τά γένεια, νά τού οργώσει τό πετσί μέ τό βούρδουλα καί νά τόν κάμει νά μού φέρει μιάν απόδειξη ύπογεγραμμένη καί χ αρτοσημασμένη. ΜΠΕΛΑ: (Γελάει.) Χό, χ ό, χ ό, χ ό! ΜΠΟύΛΑΝ: (Στόν Μπλούμ, πάνω άπό τόν ώμο του.) Μπορείς νά βάλεις τό μάτι σου στήν κλειδαρότρυπα καί νά χ αρχ αλεύεσαι μόνος σου μέχ ρι νά τής ρίξω δυό τρία μανίκια. ΜΠΛΟΥΜ: Εύχ αριστώ, κύριε, αύτό θά κάμω, κύριε. Μήπως μπορώ νά φέρω καί δυό φιλαράκια γιά μάρτυρες καί νά τραβήξω καί καμιά πόζα; (Κρατάει ενα βάζο μέ άλοιφή.) Βαζελίνη, κύριε; Άνθό πορτοκαλιάς; Χλιαρό νερό; ΚΙΤΤΥ: (Άπό τόν καναπέ.) Πές μας, Φλώρα. Πές μας. Τί είναι; (Ή Φλώρα της φιθυρίζει κάτι. Ψιθυρίζουν έρωτόλογα, γλείφουν μέ θόρυβο τά χ είλη τους, φίτφούτ-φίτ, φλόπ-φλάπ-φλόπ.) ΜΙΝΑ ΚΕΝΝΕΝΤΤ: (Μέ εκστατικά μάτια.) ’Άχ , αύτό πρέπει νά ’ναι άρωμα άπό γεράνια καί υπέροχ α ροδάκινα! ’Ώ, λατρεύει σάν είδωλο τήν κάθε γωνίτσα τού δέρματός της! Είναι κολλημένοι μαζί! Σκεπασμένοι μέ φιλιά! ΛΤΝΤΙΑ ΝΤΟΤΣ: (Άνοίγοντας τό στόμα.) Γιάμ γιάμ. ’Ώ, τήν περιφέρει γύρω άπό τό δωμάτιο καθώς τής τό κάνει! Χόπ χ όπ χ όπ! άλογάκι μου! Θά μπορούσες νά τούς άκούσεις άκόμα καί στό Παρίσι καί στή Νέα Ύόρκη. Χαψιές άπό φράουλες καί κρέμα.
ΚΙΤΤΥ: (Γελάει.) Χί, χ ί, χ ί! Η ΦΩΝΗ ΤΟΤ ΜΠΟύΛΑΝ: (Γλυκειά καί βραχ νή, μέσ’ άπό τήν κοιλότητα τού στομαχ ιού του.) Α! Γκουντμπλεηζεκρούκ μπρουκαρχ κράστ! Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝ: (Βραχ νή καί γλυκειά, βγαίνοντας άπό τό λαρύγγι της.) Ω! Γουισγουωτκισμαπουισθναπουχ ούκ! ΜΠΛΟΥΜ: (Μέ γουρλωμένα μάτια, πιάνει μέ τά δυό του χ έρια τό πράμα του.) Δείχ ’ το! Κρύφ’ το! Δείχ ’ το! Όργωσέ την! Κι άλλο! Πυροβόλησε! ΜΠΕΛΛΑ, ΖΩΗ, ΦΛΩΡΑ, ΚΙΤΤΥ: Χό χ ό! Χά χ ά! Χί χ ί! ΛΥΝΤΣ: (Δείχ νει.) Ό καθρέφτης πού άκονίζεΓ τή φύση. (Γελάει) Χού χ ού χ ού χ ού! ( Ό Στήβεν καί ό Μπλούμ κοιτάζουν τόν καθρέφτη. Εμφανίζεται ή μορφή τού Γουίλλιαμ Σαίξπηρ, δίχ ως γένεια, μέ χ αρακτηριστικά παγωμένα άπό τήν παράλυση τού προσώπου, στεφανωμένη άπό τήν άντανακλώμενη εικόνα τών έλαφοκεράτων τού πόρτ μαντώ τού χ ώλ.) ΣΑΙΞΠΗΡ: (Μέ αξιοπρεπή έγγαστριμυθία.) Στό πολύ ήχ ηρό γέλιο αναγνωρίζει κανείς τό κενό του νού. (Στόν Μπλούμ.) Σκέφτεσαι σάν νά ήσουν άόρατος. Δές. (Κράζει σάν τό μαύρο καπόνι στή χ αρά του.) Ό Ίάγκογκος! Πώς ό γερο-Όθέλλος μού έπνιξε τήν Πεμπτομόνα του. Ό Ίάγκογκος! ΜΠΛΟΥΜ: (Χαμογελάει κιτρινιάρικα πρός τίς πόρνες.) Πότε θ’ ακούσω αύτό τό χ ωρατό; ΖΩΗ: Πρίν παντρευτείς δυό φορές καί χ ηρέψεις μία. ΜΠΛΟΥΜ: Τά ολισθήματα συγχ ωρούνται. ’Ακόμη κι ό μέγας Ναπολέων, όταν μετά τό θάνατό του ήταν ολόγυμνος καί τού έπαιρναν μέτρα… ( Ή κυρία Ντίγκναμ, χ ήρα, μέ σηκωμένη μύτη καί μάγουλα ερεθισμένα άπό τήν επικήδεια φλυαρία, τά δάκρυα καί τό σέρυ τού Τάννεύ, μπαίνει βιαστική, ντυμένη στά μαύρα, μέ τό καπέλο φορεμένο στραβά, βάφοντας καί πουδράροντας τά μάγουλά της, τά χ είλη της καί τή μύτη της, θηλυκός κύκνος πού σπρώχ νει μπροστά της τά κυκνάκια της. Κάτω άπό τή φούστα της διακρίνεται τό καθημερινό παντελόνι τού συζύγου της καί τά παπούτσια του, σαράντα πέντε νούμερο, μέ τίς μύτες γυρισμένες πρός τά πάνω. Κρατάει ενα άσφαλιστήριο συμβόλαιο τής εταιρείας Οί χ ήρες τής Σκωτίας καί μιά μεγάλη ομπρέλα κάτω άπό τήν όποία τρέχ ουν άταχ τα πλάι της τά μικρά της, ό Πάτσυ, παίζοντας κουτσό, μέ ξεκούμπωτο τό κολάρο του καί κουνώντας ενα πακέτο μέ χ οιρινές μπριζόλες, ό Φρέντυ πού κλαφουρίζει, ή Σούζυ πού κλαίει μ ’ ενα στόμα σάν μπακαλιάρος, ή ’Αλίκη πού τσακώνεται μέ τό μωρό. Τά χ αστουκίζει γιά νά τά κάνει νά προχ ωρήσουν, ένώ ή πλερέζα της άνεμίζει στόν άέρα.) ΦΡΕΝΤΤ: Μαμά, τί μέ τραβολογάς έτσι; ΣΟΤΖΤ: Μαμά, χ ύνεται ό ζωμός τού κρέατος πού βράζει στήν κατσαρόλα! ΣΑΙΞΠΗΡ: (Μέ λύσσα παραλυτικού.) Πρέκαπεικα νακα βρούκαμεκα ποιόςκα σκόκατωκασεκα πρώκατοςκα.
(Τό πρόσωπο τού Μάρτιν Κάννινγχ αμ, μέ γένεια, άποτυπώνεται πάνω στό χ ωρίς γένεια πρόσωπο τού Σαίξπηρ. Ή μεγάλη ομπρέλα ταλαντεύεται σάν μεθυσμένη, τά παιδιά τρέχ ουν άπό δώ καί άπό έκεί. Κάτω άπό τήν ομπρέλα διακρίνεται ή κυρία Κάννινγχ αμ μέ κιμονό καί καπέλο εύθυμης χ ήρας. Γλιστράει δεξιά κι άριστερά, χ αιρετάει καί συστρέφει τό σώμα της μέ γιαπωνέζικο τρόπο.) ΚΤΡΙΑ ΚΑΝΝΙΝΓΧΑΜ: (Τραγουδάει.) Καί μέ ονομάζουν τό διαμάντι τής ’Ασίας. ΜΑΡΤΙΝ ΚΑΝΝΙΝΓΧΑΜ: (Τήν κοιτάζει άπαθής.) Πελώρια! Σκατοπουτανάρα! ΣΤΗΒΕΝ: Et exaltabuntur cornua iusti. Οι βασίλισσες πλάγιαζαν μέ βραβευμένους ταύρους. Θυμηθείτε τήν Πασιφάη, γιά τήν λαγνεία τής οποίας ό χ οντρογεροπατέρας μου έφτιαξε τό πρώτο εξομολογητήριο. Μήν ξεχ νάτε τήν κυρία Γκρίσελ Στήβενς, ούτε τούς γουρουνοειδείς βλαστούς τού οίκου τών Λάμπερτ. Καί ό Νώε έπιεν έκ τού οίνου καί έμεθύσθη. Καί ή κιβωτός του ήταν ανοιχ τή. ΜΠΕΛΛΑ: Δέν ύπάρχ ει τέτοιο πράμα έδώ. Μπήκες σέ λάθος μαγαζί. ΛΥΝΤΣ: ’Αφήστε τον στήν ήσυχ ία του. Μόλις έπέστρεψε άπό τό Παρίσι. ΖΩΗ: (Τρέχ ει στόν Στήβεν καί γαντζώνεται πάνω του.) ’Ώ, συνέχ ισε, λοιπόν! Πές μας καμιά γαλλικούρα. (Ό Στήβεν φοράει τό καπέλο του καί μ ’ ενα πήδημα πάει στό τζάκι, οπου στέκεται μέ σηκωμένους ώμους, μέ τά μπράτσα άνοιγμένα σάν φτερούγες κι ενα ζωγραφισμένο χ αμόγελο στά χ είλη του.) ΛΥΝΤΣ: (Παίζοντας ταμπούρλο πάνω στόν καναπέ.) Μπαραμπάμ, Μπαραμπάμ, Μπαραμπάμ, Μπάμ, Μπάμ. ΣΤΗΒΕΝ: (Φλυαρεί, χ οροπηδώντας σάν μαριονέτα.) ‘Υπάρχ ουν χ ιλιάδες τρόποι ξεφαντώματος γιά νά περάσει κανείς τά βράδια του μέ άξιέραστες κυρίες πού πουλάνε γάντια καί άλλα πράγματα, ίσως τήν καρδιά τους, μπυραρία εντελώς τής μόδας, άκρως εκκεντρική, οπού ενα σωρό ομορφες κοκκότες, ντυμένες σάν πριγκήπισσες, χ ορεύουν κανκάν καί περιφέρονται έκεί μέ ήλίθια παριζιάνικα καμώματα κλόουν γιά τούς ξένους εργένηδες, μιλώντας ταυτοχ ρόνως φτωχ ά άγγλικά γιά νά φανούν πόσο είναι ξεσκολισμένες στόν έρωτα καί στά ήδυπαθή καμώματα. Κύριοι εκλεκτότατοι οφείλουν νά έπισκεφθούν γιά τήν εύχ αρίστησή τους ούρανό καί γή, θέαμα μέ νεκρικές λαμπάδες καί άργυρά δάκρυα, καθημερινή παράσταση. Παρόμοια άπόλυτη κοροίδία, τόσο πολύ περιπαικτική τής θρησκείας δέν ξαναφάνηκε σ’ ολόκληρο τόν κόσμο. “Ολες οί σίκ κυρίες πού μπαίνουν μέσα γεμάτες σεμνότητα γδύνονται καί κλαψουρίζουν δυνατά γιά νά δούν τόν άνθρωπο βρυκόλακα νά διαφθείρει νεαρότατη καλόγρια μέ dessous troublants. (Χτυπάει τή γλώσσα του μέ θόρυβο.) Ho, la la! Ce pif qu Ί1 a! ΛΥΝΤΣ: Vive le vampire! ΟΙ ΠΟΡΝΕΣ: Μπράβο! Παρλεβού! ΣΤΗΒΕΝ: (Μορφάζει, μέ τό κεφάλι ριγμένο πίσω, γελάει δυνατά, χ ειροκροτεί τόν εαυτό του.)
Μεγάλη έπιτυχ ία γέλωτος. Ot άγγελοι πολύ άρέσκονται τίς πόρνες καί οί άγιοι απόστολοι τούς κολασμένους ρουφιάνους. Ντεμιμονταίν πολύ ώραίες, άπαστράπτουσες άπό διαμάντια καί Demimondaines. ’Ή, μήπως προτιμάτε πιό έκλεπτυσμένη ήδονή, πολύ μοντέρνες αισχ ρότητες γηραιών κυρίων; (Χαράζει στό κενό άλλόκοτα αραβουργήματα πού τά έπαναλαμβάνουν ό Λύντς καί τά κορίτσια.) ’Άγαλμα γυναικός έξ έλαστικού σέ φυσικό μέγεθος πού άναποδογυρίζεται καί παρθενικές γυμνότητες άκρως λεσβιακές πού τό φιλούν πάλι καί πάλι. Περάστε, κύριοι, δείτε σέ καθρέφτες ολες τίς στάσεις καί τά κουνήματα καί ολον έκείνο τόν μηχ ανισμό, άκόμη άν επιθυμείτε εναν βρωμιάρη νέο βοηθό χ ασάπη νά πορνεύεται μ’ ενα ζεστό άκόμα μοσχ αρίσιο συκώτι ή μέ μιάν ομελέτα στήν κοιλιά piece de Shakespeare. ΜΠΕΛΛΑ: (Χτυπώντας μέ τήν παλάμη της τήν κοιλιά της, βυθίζεται ξανά στόν καναπέ μ’ ενα δυνατό γέλιο.) ’Ομελέτα στήν… Χό! Χό! Χό! Χό!… ’Ομελέτα στήν… ΣΤΗΒΕΝ: (Επιτηδευμένα.) Έγώ άγαπώ έσάς, άγαπητέ κύριε. Έγώ όμιλεί άγγλικά έσάς, διά διπλήν έγκάρδιον συνεννόησιν. ’Ώ, ναί, mon loup. Πόσο στοιχ ίζει; Βατερλώ. Γουώτερκλοζετ. (Σταματάει άπότομα καί ύφώνει τόν δείχ τη.) ΜΠΕΛΛΑ: (Γελά.) ’Ομελέτα… ΟΙ ΠΟΡΝΕΣ: (Γελούν.) Κι άλλο! Κι άλλο! ΣΤΗΒΕΝ: Προσέξτε. ’Ονειρεύτηκα ενα καρπούζι. ΖΩΗ: Αύτό σημαίνει ότι θά ταξιδέψεις στό εξωτερικό καί θ’ άγαπήσεις μιά ξένη. ΛΥΝΤΣ: Άνά τόν κόσμον εις άναζήτησιν συζύγου. ΦΛΩΡΑ: Τά όνειρα θέλουν νά πουν τό άντίθετο άπ’ αύτό πού δείχ νουν. ΣΤΗΒΕΝ: (Άνοίγοντας τήν άγκαλιά του.) Συνέβη έδώ. Στό δρόμο μέ τά κορίτσια. Ό Βελζεβούλ μού τήν εδειξε στήν όδό Σερπεντάην, χ ήρα στρουμπουλή. Πού είναι άπλωμένο τό κόκκινο χ αλί; ΜΠΛΟΥΜ: (Πλησιάζοντας τόν Στήβεν.) Λοιπόν, άκου… ΣΤΗΒΕΝ: ’Όχ ι, επέταξα. Αφήνοντας τούς έχ θρούς μου άπό κάτω μου. Καί πάντα ετσι θά ’ναι. Εις τούς αιώνας τών αιώνων. (Ξεφωνίζει.) Pater! Ελεύθερος! ΜΠΛΟΥΜ: Λοιπόν, άκου… ΣΤΗΒΕΝ: Νά μού δαμάσει τή σκέψη, θά τά καταφέρει; ’Ώ, merdealors! (Φωνάζει καί τά γαμφά σάν γύπα νύχ ια του γίνονται περισσότερο σουβλερά.) Χάλα! Χιλιχ ο! ( Ή φωνή τού Σίμωνα Ντένταλους, χ άπως κοιμισμένη, άλλά καλόβουλη, άποχ ρίνεται χ αιρετώντας.) ΣΙΜΩΝ: “Ολα εντάξει. (Βουτάει άδέξια στόν άέρα, μέ δυνατά φτερά γερακιού, στριφογυρίζει καί βγάζει δυνατές κραυγές ένθάρρυνσης.) ’Έλα, άγόρι μου! Μήπως πρόκειται νά νικήσεις; Χούπ! Πσάττ! Κράτησε τή θέση σου άπέναντι σ’ αυτούς τούς παρακατιανούς. Έγώ ούτε τήν ούρά τού σκύλου μου δέν θά τούς εμπιστευόμουνα νά μού φυλάξουν. Ψηλά τό κεφάλι! ’Ανέμισε τή σημαία
μας! “Ενας άετός κόκκινος πετώντας πάνω στήν άσημένια πεδιάδα. Ό άρχ οντας τών οπλων τού Ούλστερ. (Μιμείται τή φωνή τού κυνηγόσκυλου πού τρέχ ει πίσω άπό τό θήραμα.) Μπούλμπουλ! Μπούρμπλμπλμπρουρμπλ! ’Έτσι, άγόρι μου! ( Φυλλωσιές καί ξέφωτα χ αρτιού ταπετσαρίας ξετυλίγονται γρήγορα μέσα στήν ύπαιθρο. Μιά μεγάλη άλεπού κυνηγημένη άπό τήν κρυφώνα της, μέ τεντωμένη ούρά, άφού εθαφε τή γιαγιά της, ξεπροβάλλει γρήγορα στό ξέφωτο, μέ άστραφτερά μάτια, άναζητώντας κάτω άπό τά φύλλα τή φωλιά ένός άσβού. Τήν κυνηγάνε ενα κοπάδι κυνηγόσκυλα, μέ τή μύτη στή γη, όσμιζόμενα τή λεία τους, άλυχ τώντας καί γαυγίζοντας. Οί κυνηγοί της Γουώρντ Γιούνιον, άνδρες καί γυναίκες, έχ ουν άνακατευτεί μεταξύ τους, ερεθισμένοι γιά τό φονικό. Άπό τό Σίξ Μάιλ Πόιντ, τό Φλάτχ αουζ, τό Νάιν Μάιλς Στόουν, καταφθάνει ενα πλήθος πεζών μέ ροζιασμένα ραβδιά, μέ γάντζους, μέ θηλιές, οδηγοί τού κοπαδιού μέ μαστίγια, άρκουδοκυνηγοί μέ τύμπανα, ταυρομάχ οι μέ σπαθιά, χ λωμοί νέγροι πού κρατάνε δαυλούς. Τό πλήθος ούρλιάζει, μπαρμπουτιέρηδες, παπατζήδες, χ αρτοκλέφτες, βραχ νοί διαλαλητές στοιχ ημάτων μέ σουβλερά καπέλα δημιουργούν πανζουρλισμό.) ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ: Τό πρόγραμμα ιπποδρομιών! Τό έπίσημο πρόγραμμα! Δέκα πρός ενα τά άουτσάιντερ! Έδώ ό Τόμμυ! Ό Τόμμυ ό άφθαστος! Δέκα πρός ενα πλήν ενα. Δέκα πρός ενα πλήν ένα. Δοκίμασε τήν τύχ η σου στή λοταρία τής Τζένης! Δέκα πρός ενα πλήν ενα! Ποντάρετε στή μαίμού, άγόρια! Ποντάρετε στή μαίμού! Δίνω δέκα πρός ενα! Δέκα πρός ενα πλήν ενα! (`Ένα μαύρο άλογο, δίχ ως άναβάτη, μέ χ αίτη πού,άφρίζει καί βολβούς τών ματιών σάν άστέρια, όρμάει σάν φάντασμα καί τερματίζει. Τά άλλα άλογα άκολουθούν, ενα πλήθος άλογα πού αφηνιάζουν. ’Άλογα σκελετοί: τό Σκήπτρον, ό Μάξιμουμ ό Δεύτερος, τό Ζιντφάντελ, τό Σοτόβερ τού Δούκα τού Γουέστμινστερ, τό Ρηπάλς, ή Κεύλάνη τού Δούκα τού Μπώφορντ, βραβείο Παρισίων. Τά ιππεύουν νάνοι μέ σκουριασμένες πανοπλίες, άναπηδώντας, χ οροπηδώντας πάνω στίς σέλλες τους. Τελευταίο, κάτω άπό μιά φιχ άλα, φθάνει ενα άσθματικό φοφάλογο, ό Κόκκορας τού Βορρά, τό φαβορί, μέ άναβάτη τόν Γκάρρετ Ντήζυ, πού φοράει κασκέτο στό χ ρώμα τούμελιού, πράσινη ζακέτα, πορτοκαλιά μανίκια, κρατάει σφιχ τά τά γκέμια κι ενα μπαστούνι χ όκεύ έτοιμο νά χ τυπήσει. Τό φοφάλογό του, παραπατώντας μέ τά λευκογκετοφορεμένα πόδια του, τριποδίζει πάνω στόν πετρώδη δρόμο.) ΤΑ ΘΕΩΡΕΙΑ ΤΩΝ ΟΡΑΝΓΚΙΣΤΩΝ: (Κοροίδευτικά.) Κύριε, κατέβα καί σπρώξε! Τελευταία
στροφή! Τό βράδυ θά είσαι σπίτι σου! ΓΚΑΡΡΕΤΤ ΝΤΗΖΥ: (Στητός, μέ τό νυχ ογρατσουνισμένο πρόσωπό του μπλαστρωμένο μέ γραμματόσημα, κραδαίνει τό μπαστούνι τού χ όκεύ, ένώ τά γαλανά ` του μάτια άστράφτουν μέσα στό πρίσμα τού πολυέλαιου, καθώς τό άλογό του περνάει μέ σχ ολικό καλπασμό.)
Per vias rectas! (Αύτός καί τό άφηνιασμένο φοφάλογό του περιχ ύνονται άπό μιά σειρά κουβάδες, εναν καταρράχ τη ζωμού άπό πρόβατο μέ φέτες καρότου, κριθάρι, κρεμμύδια, γογγύλια, πατάτες, νομίσματα πού χ ορεύουν.) ΤΑ ΘΕΩΡΕΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΙΣΤΩΝ: Όραία μέρα, σέρ Τζών! ‘Ωραία μέρα, εντιμότατε! (Ό στρατιώτης Κάρρ, ό στρατιώτης Κόμπτον καί ή Σίσσυ Κάφφρεύ περνούν κάτω άπό τά παράθυρα, ό καθένας τραγουδώντας παράφωνα.) ΣΤΗΒΕΝ: Ακου! Ό φίλος μας, ό θόρυβος στό δρόμο! ΖΩΗ: (Σηκώνει τό χ έρι.) Σταματήστε! 0 ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡ, 0 ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ ΚΑΙ Η ΣΙΣΣΥ ΚΑΦΦΡΕύ: Αχ , κάτι νιώθω μέσα μου Γιά τήν άγάπη μου άπό τό Γιόρκσα’ιρ… ΖΩΗ: Έγώ είμαι αύτή. (Χτυπάει τά χ έρια της.) Χορό! Χορό! (Τρέχ ει στήν πιανόλα.) Ποιός εχ ει δυό πέννες; ΜΠΛΟΥΜ: Ποιός θά… ΛΥΝΤΣ: (Τής δίνει κέρματα.) Όρίστε. ΣΤΗΒΕΝ: (Τρίζει άνυπόμονα τά δάχ τυλά του.) Γρήγορα! Γρήγορα! Πού είναι ή οίωνοσκοπική μου ράβδος; (Τρέχ ει στό πιάνο, παίρνει τό μπαστούνι του καί χ τυπά μέ τό πόδι του ενα tripudium, ενα χ ορό τριών τετάρτων.) (Ρίχ νει δυό νομίσματα στή σχ ισμή. ’Ανάβουν χ ρυσαφιά, τριανταφυλλιά καίβιολετιά φώτα. Ό δίσκος γυρίζει καί ρονρονίζει ενα άργό βάλς έζιτασιόν. Ό καθηγητής Γκούντγουιν, μέ περούκα δεμένη κότσο, μέ ένδυμα αύλικού κάτω άπό μιά κάπα μέ καταλεκιασμένο γιακά, διπλωμένος στά δυό άπό μιάν άπίστευτη ήλικία, διασχ ίζει τό δωμάτιο παραπατώντας καί μέ χ έρια πού τρέμουν. Κάθεται συμμαζεμένος τόσος δά στό σκαμνί τού πιάνου καί χ τυπάει τά πλήκτρα μέ τούς δύο βραχ ίονές του πού δέν έχ ουν παλάμες καί δάχ τυλα, κουνώντας μέ κοριτσίστικη χ άρη τό κεφάλι του, ένώ ή περούκα του τρέμει ρυθμικά.) ΖΩΗ: (Στροβιλίζεται χ τυπώντας τό τακούνι.) Χορέψετε. Δέν υπάρχ ει κανείς νά μού κάνει τόν καβαλιέρο; Ποιός θά χ ορέψει; ( Ή πιανόλα, μέ έναλλασσόμενα φώτα, παίζει σέ σκοπό βάλς τήν εισαγωγή άπό Τό κορίτσι μου είναι άπό τό Γιόρκσαίρ. Ό Στήβεν πετάει τό μπαστούνι του στό τραπέζι κι άρπάζει τή Ζωή άπό τή μέση. Ή Φλώρα καί ή Μπέλλα σπρώχ νουν τό τραπέζι πρός τό τζάκι. Ό Στήβεν, κρατώντας μέ υπερβολική χ άρη τή Ζωή στήν άγκαλιά του, άρχ ίζει νά βαλσάρει μαζί της, γύρω-γύρω στό δωμάτιο. Τό μανίκι της, πεσμένο άπό τό στρογγυλό της μπράτσο, άφήνει νά φανεί ενα λευκό άνθος ούλής άπό εμβόλιο. Ό Μπλούμ στέκεται παράμερα. Ό καθηγητής Ματζίννι χ ώνει τό πόδι του
άνάμεσα στίς κουρτίνες καί στή μύτη τού παπουτσιού του στριφογυρίζει ενα μεταξωτό καπέλο. Μέ μιάν έπιδέξια κλωτσιά τό στέλνει, πάντα στροβιλιζόμενο, νά καθήσει στό κεφάλι του καί καπελωμένος άστεία μπαίνει μέ βήματα πατινέρ. Φοράει γκριζόμαυρο φράκο μέ μπορντώ μεταξωτά ρεβέρ, πράσινο μακρύ γιλέκο, φηλό κολάρο μέ λευκό φουλάρι, λιλά έφαρμοστό παντελόνι, σκαρπίνια άπό λουστρίνι καί γάντια σέ χ ρώμα καναρίνι. Στήν μπουτονιέρα του φοράει μία ντάλια. Στριφογυρίζει πρός τήν άντίθετη κατεύθυνση ενα παρδαλόχ ρωμο μπαστούνι καί μετά τό κρατάει σφιχ τά κάτω άπό τή μασχ άλη του. Βάζει άπαλά τό χ έρι του στό στήθος, υποκλίνεται καί χ αίδεύει τό άνθος του καί τά κουμπιά του.) ΜΑΤΖΙΝΝΙ: Ή ποίηση τής κίνησης, ή τέχ νη τής γυμναστικής. Ούδεμία σχ έσις μέ τήν μέθοδο τής μαντάμ Λέγκετ Μπέρν ή τού Λέβινστοουν. Όργάνωσις χ ορών μεταμφιεσμένων. Μαθήματα συμπεριφοράς. Τά βήματα τής Κάττυ Λάνερ. Νά, ετσι, Κοιτάξτε με! Ot τερψιχ όρειες ίκανότητές μου. (Προχ ωρείκάνοντας τρία βήματα μινουέτου μέ άνάλάφρα πόδια μέλισσας.) Tout le monde en avant! Reverence! Tout le monde en place! (Ή εισαγωγή σταματά. Ό καθηγητής Γκούντγουιν, κουνώντας άόριστα τά χ έρια του, μικραίνει, ζαρώνει, ή κάπα του πέφτει γύρω στο σκαμνί. Ό ρυθμός μεταβάλλεται σ’ ενα βάλς πιό γρήγορο. Ό Στήβεν καί ή Ζωή στροβιλίζονται τρελά. Τά φώτα έναλλάσσονται, λάμπουν, χ αμηλώνουν χ ρυσά, τριανταφυλλιά, μώβ.) Η ΠΙΑΝΟΛΑ: Δυό νεαροί μιλούσαν γιά τά κορίτσια, τά κορίτσια, τά κορίτσια τους, αγαπημένες πού είχ αν αφήσει πίσω… (Οί πρωινές ώρες βγαίνουν τρέχ οντας άπό μιά γωνιά, χ ρυσομαλλούσες, σβέλτες, γαλαζοφορεμένες, μέ μέσες σφιγμένες σάν σφήκες, μέ άθώα χ έρια. Χορεύουν λιγερά, στριφογυρίζοντας τά σχ οινάκια πού χ ρησιμοποιούν γιά νά πηδούν. Οί μεσημεριανές άκολουθούν κεχ ριμπαροχ ρυσωμένες. Γελαστές, σχ ηματίζοντας αλυσίδα, μέ τά μεγάλα χ τένια τους πετώντας άστραπές, πιάνουν τόν ήλιο σέ περιπαικτικούς καθρέφτες, στυλώνοντας τά μπράτσα τους.) ΜΑΤΖΙΝΝΙ: (Χειροκροτήματα γαντοφορεμένων χ εριών πού δέν άκούγονται.) Carre! Avant deux! ’Ανασαίνετε όμαλά! Balance! (Οί πρωινές καί οί μεσημεριανές ώρες βαλσάρουν στίς θέσεις πού βρίσκονται, γυρίζουν, προχ ωρούν ή μία πρός τήν άλλη, διαγράφουν τίς καμπύλες τους, υποκλίνονται αντικριστά. Πίσω τους οί καβαλλιέροι, μέ τά μπράτσα άφιδωτά καί μετέωρα επάνω τους, ένώ τά χ έρια τους κατεβαίνουν ώς τούς ώμους τους, τίς άγγίζουν άνάλαφρα καί άποτραβιούνται.) ΟΙ ΩΡΕΣ: Μπορείτε νά μού άγγίσετε τό… ΟΙ ΚΑΒΑΛΛΙΕΡΟΙ: Μπορώ νά σάς άγγίσω τό; ΟΙ ΩΡΕΣ: Ναί, άλλά έλαφρά! ΟΙ ΚΑΒΑΛΛΙΕΡΟΙ: ’Άχ , τόσο έλαφρά! Η ΠΙΑΝΟΛΑ:
Ή γλυκειά μου ή ξανθιά εχ ει δαχ τυλιδένια μέση… (Ή Ζωή καί ό Στήβεν γυρίζουν τολμηρά μέ χ αλαρότερη περιδίνηση. Οί εσπερινές ώρες, βγαίνοντας άπό τίς μεγάλες σκιές τού τοπίου, προχ ωρούν άτακτα, δισταχ τικές, μέ τά μάτια γεμάτα νωθρότητα, μέ τά ντελικάτα τους μάγουλα τονισμένα μέ κίπρια καί φεύτικο λεπτό ρόδισμα. Φοράνε γκρίζα γάζα μέ μανίκια σάν σκοτεινές νυχ τερίδες πού βγάζουν εναν ήχ ο άνατριχ ίλας στό αεράκι.) ΜΑΤΖΙΝΝΙ: Avant! huit! Traverse! Salut! Cours de mains! Croise! (Οί νυχ τερινές ώρες γλιστρούν στήν άδεια θέση. Οί πρωινές ώρες, οί μεσημεριανές ώρες καί οί εσπερινές ώρες οπισθοχ ωρούν μπροστά τους. Φορούν προσωπίδα, έχ ουν στιλέτα στά μαλλιά καί βραχ ιόλια μέ υπόκωφα καμπανάκια. Άργοκινούνται κουρασμένες κάτω άπό τά πέπλα τους.) ΤΑ ΒΡΑΧΙΟΛΙΑ: Χείχ ό! Χείχ ό! ΖΩΗ: (Συστρέφεται, μέ τό χ έρι στό μέτωπο.) ’Άχ ! ΜΑΤΖΙΝΝΙ: Les tiroirs! Chaine de dames! La corbeille! Dos a dos! (Χαράζουν κουρασμένα αραβουργήματα, συνθέτουν ενα παρτέρι άπό μορφές, τό συνθέτουν καί τό άνασυνθέτουν, έκτελούν υποκλίσεις, κυματίζουν, άπλά στριφογυρίζουν. ) ΖΩΗ: Ζαλίστηκα. (Τραβιέται άπό την άγκαλιά τού καβαλλιέρου της καί ρίχ νεται σέ μιά καρέκλα. Ό Στήβεν άρπάζει τη Φλώρα καί στριφογυρίζει μαζί της.) ΜΑΤΖΙΝΝΙ: Boulangere! Les ronds! Les ponts! Chevaux de bois! Escargots! (Οί νυχ τερινές ώρες μέ τά μπράτσα τους τοξωτά, όρμώντας, οπισθοχ ωρώντας, μέ χ έρια πού άνταλλάσσονται, συμπλέκονται σ ’ ενα μωσαίκό κινήσεων. Ό Στήβεν καί ή Φλώρα κινούνται βαρετά.) ΜΑΤΖΙΝΝΙ: Dansez avec vos dames! Changez de dames! Donnez le petit bouquet a votre dame! Remerciez! Η ΠΙΑΝΟΛΑ: Τό καλύτερο, τό καλύτερο άπ’ ολα, Ταρατατζούμ! KITTY: (Τινάζεται πάνω.) ’Άχ , αύτό τό έπαιζαν τά ξύλινα άλογάκια στό πανηγύρι Μάιρους! (Τρέχ ει στόν Στήβεν. Έκείνος άφήνει άπότομα τήν Φλώρα κι άρπάζει την Κίττυ. ‘Ένα διαπεραστικό τσίριγμα ερωδιού ξεσχ ίζει τόν άέρα. Τό μαγγάνι τού Τόφτ άγχ ομαχ ώντας, τρέμοντας, στριφογυρίζει άργά, ένώ τό δωμάτιο γυρίζει γύρω άπό τό δωμάτιο.)
Η ΠΙΑΝΟΛΑ: Τό κορίτσι μου είναι άπό τό Γιόρκσαίρ. ΖΩΗ: Άπό τό Γιόρκσαίρ, πέρα για πέρα. Ελάτε ολοι. (Αρπάζει τη Φλώρα καί βαλσάρει μαζί της.) ΣΤΗΒΕΝ: Pas seul! (Σπρώχ νει τήν Κίττυ στην άγκαλιά τού Λύντς, παίρνει τό μπαστούνι του άπό τό τραπέζι καί μπαίνει στό χ ορό. “Ολοι στριφογυρίζουν, περιδινίζονται, βαλσάρουν, περιστρέφονται. Οί Μπλούμμπελλα, οί Κίττυλυντς, οί Φλώραζωη, γυναίκες τζίτζιφα. Ό Στηβεν μέ καπέλο, μπαστούνι, πηδήματα βατράχ ου μέ κλωτσιές κατά τόν ούρανό, μέ στόμα σφιχ τοκλεισμένο, χ έρι πού εχ ει γραπώσει κάτω άπό τό μερί του καί χ λίκ καί σλάπ καί κοπανίσματα σφυριών καί σαλπίσματα κεράτων καί γαλαζοπρασινοχ ίτρινες άστραπές. Οί βραδυκίνητες στροφές τού Τόφτ μέ καβαλλάρηδες σέ ξύλινα άλογάχ ια κρεμασμένα μέ έπιχ ρυσωμένα φίδια, φαντάγκο άπό σπλάχ να πού χ ορεύουν, πηδούν, χ οροπηδούν, πόδι πάνω πόδι κάτω.) Η ΠΙΑΝΟΛΑ: Παρ’ ολο πού είναι φαμπρικατζού, Καί δέν φοράει φανταχ τερά φουστάνια… (Σφιχ τοδεμένοι γρήγορα, γρηγορότερα, μέ άστραπές, ιριδισμούς καί λαμπαδιάσματα τρέχ ουν άργοσέρνονται μπλεγμένοι χ ειροπόδαρα. Ταρατατζούμ!) ΟΛΟΙ: Κι άλλο! Μπίς! Μπράβο! Άκόμα! ΣΙΜΩΝ: Σκέψου τούς συγγενείς τής μητέρας σου! ΣΤΗΒΕΝ: Χορός τού θανάτου. (Καινούργιο χ τύπημα ντάγκ, μπαντάγκ τό καμπανάκι τού ένστολου κλητήρα, άλογο, φοφάλογο, μοσχ άρι, γουρουνάκια. Ό Κόνμη στό γαίδουράκι τού Χριστού, κουτσός, δεκανίκι καί πόδια, ναυτικός μέσα σέ βάρκα, μέ μπράτσα σταυρωμένα στό στήθος, τραβώντας τό παλαμάρι, δένει κόμπους, χ τυπάει τό πόδι κάτω, ναυτικός χ ορός πέρα γιά πέρα, Ταρατατζούμ! Σέ φοφάλογα, γουρούνια, άλογα μέ κουδουνάκια, οί χ οίροι τών Γαδαρηνών, ό Κόρνυ μέσα σέ φέρετρο. Άτσάλι καρχ αρίας πέτρα ό μονόχ ειρας Νέλσονας, δυό πανούργες Frauenzimmer δαμασκηνολεκιασμένες άπό τό καρροτσάκι πέφτοντας ξεφωνίζουν. Θεέ μου! Αύτός είναι πρωταθλητής. Ρουκετογαλανομάτης, κοιτάζοντας άπό βαρέλι, ό αίδεσιμώτατος Εσπερινός Λάβ, πάνω σέ άγοραία άμαξα περιφερόμενος ό Μπλέηζες, τυφλοί ποδηλάτες, ή Ντίλλυ άπό χ ιόνι χ ωρίς φανταχ τερά φουστάνια. Τότε μέσα σέ μιά τελευταία καρροτσάδα ταρακουνιστή μπάμ καί κάτω μπάμ σκουντάει μιά γαβάθα μέ χ υλό τού άντιβασιλιά καί τής βασίλισσας θαρρώ ρόδο λέει άπό τό
γουρουνοσάιρ. Ταρατατζούμ!) (Τά ζευγάρια άραιώνουν. Ό Στήβεν στροβιλίζεται ζαλισμένος. Τό δωμάτιο στροβιλίζεται άντίθετα. Παραπατάει μέ κλεισμένα μάτια. Τροχ ιές άπό κόκκινο φώς εκτοξεύονται πρός τό διάστημα. ’Άστρα περιστρέφονται γύρω άπό ήλιους. Πάνω στόν τοίχ ο χ ορεύουν μυγάκια. Ξαφνικά σταματάει άπότομα.) ΣΤΗΒΕΝ: ’Ώχ ! ( Ή μητέρα τού Στήβεν, μαραζωμένη, ξεπετιέται μέσ’ άπό τό πάτωμα άλύγιστη. Φοράει ενα γκρίζο φόρεμα λεπρής καί στεφάνι άπό μαραμένα άνθια πορτοκαλιάς μέ σχ ισμένο νυφιχ ό πέπλο. Τό πρόσωπό της άσαρκο καί χ ωρίς μύτη είναι σκεπασμένο μέ μιάν ύγρή μούχ λα τάφου. Τά μαλλιά της αραιά καί ίσια. Στυλώνει πάνω στόν Στήβεν τίς σκαμμένες κόγχ ες τών ματιών της, τίς ζωσμένες μέ μελανούς κύκλους καί άνοίγοντας τό ξεδοντιασμένο στόμα της αρθρώνει μιά σιωπηλή λέξη. Μιά χ ορωδία άπό παρθένες καί εξομολογητές τραγουδάει βουβά.) Η ΧΟΡΩΔΙΑ: Liliata rutilantium te confessorum… Iubilantium te virginum… (Ό Μπάκ Μάλλιγκαν μέ παρδαλό κοστούμι γελωτοποιού, κίτρινο καί γκρίζο, καί μέ σχ ουφάκι κλόουν μέ κουδούνια, στέκει πάνω στόν πύργο καί τήν κοιτάει μέ άνοιχ τό τό στόμα. Στό χ έρι του άχ νίζει ενα κομμάτι βουτυρωμένης τηγανίτας.) ΜΠΑΚ ΜΑΛΛΙΓΚΑΝ: Ψόφησε. Κρίμα! Ό Μάλλιγκαν συναντά τήν πονεμένη μητέρα. (Στρέφει τά μάτια του πρός τόν ουρανό.) Μαλαχ ίας ό άμφιταλαντευόμενος. Η ΜΗΤΕΡΑ: (Μέ τό λεπτό χ αμόγελο τής τρέλας τού θανάτου.) Κάποτε ήμουν ή όμορφη Μαίη Γκούλντιγκ. Τώρα είμαι πεθαμένη. ΣΤΗΒΕΝ: (Γεμάτος φρίκη.) Βρυκόλακα, ποιός είσαι; Τί είναι τούτο τό διαβολικό παιγνίδι; ΜΠΑΚ ΜΑΛΛΙΓΚΑΝ: (Κουνάει τό σκουφί του μέ τά κουδουνάκια.) Ειρωνεία τών πραγμάτων! Ό Κίντς σκότωσε τό παλιοτόμαρο, τό σκυλοτόμαρό της. Αύτή τά τίναξε. (Δάκρυα άπό λιωμένο βούτυρο πέφτουν άπό τά μάτια του πάνω στήν τηγανίτα.) Ή μεγάλη γλυκειά μας μάνα! Έπί οί’νοπα πόντον. Η ΜΗΤΕΡΑ: (Τόν πλησιάζει καί άνασαίνει πάνω του τήν άνάσα της άπό μουσκεμένες στάχ τες.) ‘Όλοι θά πεθάνουμε, Στήβεν. Στόν κόσμο περισσότερες γυναίκες παρά άντρες. Κι έσύ επίσης. Θά ερθει ή ώρα. ΣΤΗΒΕΝ: (Πού πνίγεται άπό τρόμο, τύφεις καί φρίκη.) Λένε πώς έγώ σέ σκότωσα, μητέρα. Πρόσβαλε τή μνήμη σου. Ό καρκίνος τό εκανε, όχ ι έγώ. Ή μοίρα. Η ΜΗΤΕΡΑ: (“Ενα πράσινο αυλάκι χ ολής κυλάει άπό τή γωνιά τού στόματος της.) Μού
τραγουδούσες εκείνο τό τραγούδι` Τής άγάπης τό πικρό μυστήριο. ΣΤΗΒΕΝ: (Πιεστικά.) Πές μου τή λέξη, μητέρα, άν τήν ξέρεις τώρα. Τή λέξη πού γνωρίζουν ολοι οί άνθρωποι. Η ΜΗΤΕΡΑ: Ποιός σ’ Εσωσε έκείνη τή νύχ τα στό Ντάλκεύ, τότε πού πήδησες στό τραίνο μέ τόν Πάντυ Λή; Ποιός σέ λυπόταν, όταν ήσουν λυπημένος άνάμεσα σέ ξένους; Ή προσευχ ή είναι παντοδύναμη. Προσευχ ήσου γιά τίς ψυχ ές πού ύποφέρουν, οπως στό βιβλίο προσευχ ών τών Ουρσουλινων, μέ σαράντα μέρες μετάνοιας. Μετάνιωσε, Στήβεν. Η ΜΗΤΕΡΑ: Προσεύχ ομαι γιά σένα στόν άλλο κόσμο. Βάλε τήν Ντίλλυ νά σου φτιάχ νει κάθε βράδυ έκείνο τό λαπά γιά νά συνέρχ εσαι άπό τήν έγκεφαλική σου έργασία. Χρόνια καί χ ρόνια σ’ άγαπούσα, γιέ μου, πρωτοπαίδι μου, άκόμα κι όταν σέ είχ α στά σπλάχ να μου. ΖΩΗ: (’Αερίζεται μέ τό άλεξίπυρο τού τζαχ ιού.) Λιώνω! ΦΛΩΡΑ: (Δείχ νει τό Στήβεν.) Κοίταξέ τον. Πάνιασε! ΜΠΛΟΥΜ: (Πηγαίνει πρός τό παράθυρο γιά νά τό ανοίξει περισσότερο.) ’Έχ ει ζαλάδα. Η ΜΗΤΕΡΑ: (Μέ μάτια σά δαυλιά.) Μετάνιωσε. ’Ώ, ή φωτιά τής κόλασης. ΣΤΗΒΕΝ: (Ανασαίνοντας βαρειά.) Ό κατασπαραχ τής πτωμάτων. Κεφάλι ώμό καί ματωμένα κόκκαλα. Η ΜΗΤΕΡΑ: (Τό πρόσωπό της τόν πλησιάζει περισσότερο, έχ πνέονταςμιάν άνάσα άπό στάχ τες.) Φυλάξου! (Σηκώνει άργά πρός τόν Στήβεν τό μαυρισμένο μαραμένο δεξί χ έρι της μέ τά δάχ τυλα τεντωμένα.) Φυλάξου! Τό χ έρι τού Θεού! (‘Ένας πράσινος κάβουρας μέ κακόβουλα κόκκινα μάτια χ ώνει βαθειά στην καρδιά τού Στήβεν τίς άνοιχ τές δαγκάνες του.) ΣΤΗΒΕΝ: (Πνιγμένος άπό τό θυμό.) Σκατά! (Τά χ αρακτηριστικά του αλλοιώνονται, γκρίζα καί γέρικα ) ΜΠΛΟΥΜ: (Από τό παράθυρο.) Τί; ΣΤΗΒΕΝ: Ah non, par exemple! Διανοητικό παραλήρημα! Έγώ τά θέλω ολα ή τίποτα. Non serviam! ΦΛΩΡΑ: Δώσε του λίγο κρύο νερό. Περιμένετε. (Όρμάει εξω.) Η ΜΗΤΕΡΑ: (Σφίγγει τά χ έρια καίβογγάει άπελπισμένα.) ’Ώ, Ιερή Καρδιά τού Ίησού, σπλαχ νίσου τον. Σώσε τον άπό τήν κόλαση, Θεία Ιερή Καρδιά! ΣΤΗΒΕΝ: ’Όχ ι, όχ ι, όχ ι! “Οσοι κι άν είστε, λοιπόν, προσπαθήστε νά μέ δαμάσετε. ‘Όλους θά σάς κανονίσω. Η ΜΗΤΕΡΑ: (Μέσα στόν επιθανάτιο ρόγχ ο της.) Γιά δική μου χ άρη, Κύριε, σπλαχ νίσου τόν Στήβεν. ’Ανέκφραστη στάθηκε ή άγωνία μου όταν έσύ ξεψυχ ούσες άπό άγάπη, πόνο καί θλίψη πάνω στό Γολγοθά.
ΣΤΗΒΕΝ: Nothung! (Κραδαίνει φηλά μέ τά δυό του χ έρια τό μπαστούνι του καί θρυμματίζει τόν πολυέλαιο. Ή στερνή χ λωμή φλόγα τού χ ρόνου αναπηδά καί στό σχ οτάδι πού έπαχ ολουθεί τό διάστημα γχ ρεμίζεται συθέμελα, θρυμματισμένα γυαλιά καί κατεδαφισμένος τοίχ ος.) ΤΟ ΜΠΕΚ ΤΟΤ ΓΚΑΖΙΟΥ: Πφούνγκ! ΜΠΛΟΥΜ: Σταμάτα. ΛΥΝΤΣ: ( Όρμάει πρός τά έμπρός καί αρπάζει τό χ έρι τού Στηβεν.) ’Έ, σταμάτα. Μήν τρελαίνεσαι. ΜΠΕΛΛΑ: Τήν αστυνομία. ( Ό Στήβεν παρατώντας τό μπαστούνι του, μέ τό χ εφάλι καί τά χ έρια ριγμένα αλύγιστα πίσω, χ τυπά μέ τά πόδια τό πάτωμα καί ρίχ νεται εξω άπό τό δωμάτιο, προσπερνώντας τίς πόρνες πού στέχ ονται στήν πόρτα.) ΜΠΕΛΛΑ: (Τσιρίζοντας.) Τρέχ τε ξοπίσω του. (Οί δυό πόρνες όρμούν στίς πόρτες τού χ ώλ. Ό Λύντς, ή Κίττυ καί ή Ζωή σπρώχ νονται εξω άπό τό δωμάτιο. Μιλάνε ξαναμμένες. Ό Μπλούμ τίς άχ ολουθεί, υστέρα επιστρέφει.) ΟΙ ΠΟΡΝΕΣ: (Στριμώχ νονται στήν πόρτα, τόν δείχ νουν μέ τό δάχ τυλο.) Νά, έκεί κάτω. ΖΩΗ: (Τόν δείχ νει.) Έκεί. Κάτι γίνεται. ΜΠΕΛΛΑ: Ποιός θά πληρώσει τήν λάμπα; (Πιάνει τόν Μπλούμ άπό τό σακχ άχ ι.) Έσύ. ’Ήσουνα μαζί του. ’Έσπασε τή λάμπα. ΜΠΛΟΥΜ: (Κάνει νά φύγει χ ατά τό χ ώλ, ξαναγυρίζει.) Ποιά λάμπα, γυναίκα; ΜΙΑ ΠΟΡΝΗ: ’Έσκισε τό σακκάκι του. ΜΠΕΛΛΑ: (Δείχ νει μέ μάτια σχ ληρά άπό οργή καί άπληστία.) Ποιός θά τό πληρώσει αύτό; Δέκα σελλίνια. Είσαι μάρτυρας. ΜΠΛΟΥΜ: (Μαζεύει άπό κάτω τό μπαστούνι τού Στήβεν.) Έγώ; Δέκα σελλίνια; ’Αρκετά δέν τόν ξάφρισες; ’Αρκετά δέν…, ΜΠΕΛΛΑ: (Δυνατά.) ’Άκου έδώ, σταμάτα τίς μεγαλοστομίες. Έδώ δέν είναι πορνείο. Είναι σπίτι δέκα σελλινιών. ΜΠΛΟΥΜ: (Βάζει τό χ έρι του χ άτω άπό τή λάμπα καί τραβάει τήν αλυσίδα. Μέ τό τράβηγμα, ή φλόγα τού γχ αζιού φωτίζει ενα σπασμένο μώβ πορφυρό άμπαζούρ. Σηκώνει φηλά τό μπαστούνι.) Μόνο τό λαμπόγυαλο έσπασε. Αύτό είναι ολο… ΜΠΕΛΛΑ: (Τραβιέται πίσω καί ουρλιάζει.) Ίησού Χριστέ! Μήν τό κάνεις αυτο!
ΜΠΛΟΥΜ: (Προσποιείται ότι θά τήν χ τυπήσει.) Γιά νά σού δείξω πώς χ τύπησε τό χ αρτί. Ή ζημιά πού εγινε δέν άξίζει ούτε έξι πέννες. ’Άκου δέκα σελλίνια! ΦΛΩΡΑ: (Μπαίνει φέρνοντας ενα ποτήρι μέ νερό.) Πού είναι αύτός; ΜΠΕΛΛΑ: Θέλεις νά φωνάξω τήν αστυνομία; ΜΠΛΟΥΜ: ’Ώ, ξέρω. Τό μαντρόσκυλο βρίσκεται στό πόστο του. “Ομως, είναι φοιτητής τού κολλεγίου Τρίνιτυ. Πρόκειται γιά τούς καλύτερους πελάτες τού καταστήματος σου. Οι κύριοι πού πληρώνουν τό ένοίκιο. (Κάνει ενα μασονικό σχ ήμα.) Καταλαβαίνεις τί εννοώ; Ανεψιός τού άντιπρύτανη. Δέν θέλεις νά γίνει σκάνδαλο. ΜΠΕΛΛΑ: (’Οργισμένα.) Τού κολλεγίου Τρίνιτυ! Κουβαλιούνται έδώ μέσα μετά τίς λεμβοδρομίες καί τά κάνουν λαμπόγυαλο χ ωρίς νά πληρώσουν δεκάρα. Έσύ κάνεις κουμάντο έδώ μέσα; Πού είναι αύτός; Θά τόν καταγγείλω. Θά τόν ξευτιλίσω, θά δει. (Φωνάζει.) Ζωή! Ζωή! ΜΠΛΟΥΜ: (Ζωηρά.) Κι άν ήταν ό ίδιος ό γιός σου άπό τήν ’Οξφόρδη! (Προειδοποιητικά.) Τά ξέρω ολα. ΜΠΕΛΛΑ: (Σχ εδόν άφωνη.) Ποιός είσαι; Ίγκόγκνιτο; ΖΩΗ: (Άπό τό διάδρομο.) Γίνεται φασαρία έκεί κάτω. ΜΠΛΟΥΜ: Τί; Πού; (Ρίχ νει ενα σελλίνι στό τραπέζι καί φωνάζει.) Αύτά γιά τό λαμπόγυαλο. Πού; ’Έχ ω άνάγκη άπό βουνήσιο άέρα. (Διασχ ίζει βιαστικά τό χ ώλ. Οί πόρνες τού δείχ νουν. Ή Φλώρα τόν άκολουθεί, ένώ άπό τό ποτήρι πού κρατάει χ ύνεται νερό πιτσιλίζοντας δεξιά κι άριστερά. ‘Όλες οί πόρνες έχ ουν συγκεντρωθεί στό κατώφλι τής πόρτας καί μιλούν ζωηρά, δείχ νοντας πρός τά δεξιά, οπου εχ ει διαλυθεί ή ομίχ λη. Άπό τ’ άριστερά φτάνει μέ κουδουνίσματα μιά άγοραία άμαξα. Φτάνοντας μπροστά στό σπίτι ελαττώνει τήν ταχ ύτητά της. Ό Μπλούμ, άπό τήν πόρτα τού χ ώλ, διακρίνει τόν Κόρνυ Κέλλεχ ερ πού ετοιμάζεται νά κατεβεί άπό τήν άμαξα μαζί μέ δύο σιωιζηλούς άκόλαστους. Γυρίζει τό πρόσωπό του πρός τήν αντίθετη πλευρά. Ή Μπέλλα, μέσα άπό τό χ ώλ, παρακινεί τίς τρόφιμές της. Εκείνες στέλνουν ρουφηχ τογλειφτοβυζαχ τά γιόμ γιόμ φιλιά. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ άποκρίνεται μ ’ ενα ωχ ρό πρόστυχ ο χ αμόγελο. Οι σιωπηλοί ακόλαστοι γυρίζουν τό σώμα τους γιά νά πληρώσουν τόν άμαξά. Ή Ζωή καί ή Κίττυ εξακολουθούν νά δείχ νουν δεξιά. Ό Μπλούμ περνάει γρήγορα άνάμεσά τους, βγάζει τήν κουκούλα τού χ αλίφη καί τό πόντσο του καί κατεβαίνει βιαστικά τίς σκάλες, στρέφοντας τό κεφάλι του στό πλάι. Ό Άρούν Άλ Ρασίντ, ιγκόγκνιτο, περνάει σάν σίφουνας πίσω άπό τούς σιωπηλούς άχ όλαστους καί διαβαίνει χ ατά μήχ ος τού χ ιγχ λιδώματος μέ ταχ ύτητα λεόπαρδου, σπέρνοντας πίσω του τά ίχ νη του, φαχ έλους σχ ισμένους καί μουσκεμένους άπό σπόρους γλυκάνισου. Τό μπαστούνι του σημειώνει κάθε δρασκελιά. “Ενα κοπάδι κυνηγόσκυλα οδηγημένα άπό τόν Χορνμπλόουερ τού κολλεγίου Τρίνιτυ πού πλαταγίζει ενα μαστίγιο σκυλιών καί φοράει κασκέτο άλεποκυνηγού καί παλιό άχ νάρι, πλησιάζοντας, γαυγίζοντας, λαχ ανιάζοντας, ξεστρατίζοντας, μέ τίς γλώσσες κρεμασμένες, δαγκώνοντας τίς φτέρνες του, πηδώντας στήν ούρά του. Εκείνος περπατάει, τρέχ ει, κάνει ζίγκζάγκ, καλπάζει, μέ τ’ αύτιά πεσμένα πίσω. Τόν λιθοβολούν μέ χ αλίκια, μέ κοτσάνια άπό λάχ ανα, μέ κουτιά μπισκότων, μέ αυγά, μέ πατάτες, μέ φόφιους μπακαλιάρους, μέ γυναικείες παντούφλες. Ξωπίσω του, στά φρεσκοανακαλυφθέντα άχ νάρια του, καλπάζει σέ μιά ξέφρενη καταδίωξη κατά
παράταξη τό μπουλούκι ό 65Γ καί ό 66Γ τής νυχ τερινής βάρδιας, ό Τζών Χένρυ Μέντον, ό Γουίζνταμ Χήλυς, ό Β. Μπ. Ντίλλον, ό Σύμβουλος Ναννέττι, ό ‘Αλέξανδρος Κλειδής, ό Αάρρυ Ο ’Ρούρκ, ό Τζό Κάφφ, ή κυρία Ο ’Ντάουντ, ό Μπέρκ ό Κατουρλής, ό ’Ανώνυμος, ή κυρία Ρίορνταν, ό Πολίτης, ό Γκαρρυόουεν, ό Πώς-τόν-Αένε, ό Παραξενομούτρης, ό Αύτός-πούεμοιαζε-μέ-τόν, ό Κάπου-τόν-εχ ω-δεί, ό Τριγυρίστας, ό Κρίς Κάλλιναν, ό σέρ Τσάρλς Κάμερον, ό Μπέντζιαμιν Ντόλλαρντ, ό Αένεχ αν, ό Μπάρτελ Ντ’ Άρσυ, ό Τζό Χάινς, ό Ρέντ Μάρραιη, ό άρχ ισυντάκτης Μπρέυντεν, ό Τ. Μ. Χήλυ, ό δικαστής κ. Φίτζγκιμπον, ό Τζών Χάουαρντ Πάρνελλ, ό αίδεσιμώτατος Σολομός Κονσέρβας, ό καθηγητής Τζόλυ, ή κυρία Μπρήν, ό Ντένις Μπρήν, ό Θεόδωρος Πιούριφού , ή Μίνα Πιούριφού, ή διευθύντρια τού ταχ υδρομείου τής όδού Γουέστλαντ, ό Σ. Π. ΜακΚόυ, ό φίλος τού Αάιονς, ό Χόππυ Χόλοχ αν, ό άνθρωπος τού δρόμου, ό άλλος άνθρωπος τού δρόμου, ό Ποδοσφαιροπαπουτσάκιας, ό πλακουτσομύτης οδηγός, ή πλούσια προτεστάντις κυρία, ό Ντέηβυ Μπέρν, ή κυρία “Ελλεν ΜακΓκίννεςς, ή κυρία Τζό Γκάλλαχ ερ, ό ΤζώρτζΑίντγουελλ, ό Τζίμυ Χένρυ πού εχ ει κάλους, ό άστυνομικός έπιθεωρητής Αάρασυ, ό πατήρ Κάουλεύ, ό Κρόφτονς τού Γενικού Λογιστηρίου, ό Ντάν Ντώσον, 6 χ ειρουργός οδοντίατρος Μπλούμ μέ τίς τανάλιες του, ή κυρία Μπόμπ Ντόραν, ή κυρία Κέννεφικ, ή κυρία Γουάιζ Νόλαν, ό Τζών Γουάιζ Νόλαν, ή όμορφη παντρεμένη πού κωλοτρίφτηκε μαζί της στό τράμ της γραμμής Κλόνσκη, ό βιβλιοπώλης τής ‘Ηδονής τής ‘Αμαρτίας, ή δίς Ντυπεντάτ-πούάνάθεμά-την, οί κυρίες Τζέραλντ καί Στανίσλαους Μόραν άπό τό Ρώμπακ, ό διαχ ειριστής τού Ντρίμμι, ό συνταγματάρχ ης Χέις, ό Μαστιάνσκυ, ό Κίτρον, ό Πένροουζ, ό Άαρών Φίγκατνερ, ό Μωυσής Χέρτζογκ, ό Μάικλ Ε. Γκέραττυ, ό έπιθεωρητής Τρόυ, ή κυρία Γκάλμπρεηθ, ό αστυφύλακας τής γωνίας τής οδού Εκκλς, ό γερογιατρός Μπρέιντυ μέ τό στηθοσκόπιό του, ό μυστηριώδης άνθρωπος τής άκρογιαλιάς, ενας κυνηγιάρης σκύλος, ή κυρία Μύριαμ Ντάντρεητ καί ολοι οί έραστές της.) ΤΟ ΚΟΠΑΔΙ: (Μπουρδουκλοανακατωμένο.) Ό Μπλούμ είναι! Σταματήστε τον! Συλλάβετέ τον! Πιάστε τόν κλέφτη! `Έι, ει! Σταματήστε τον στή γωνία! ΣΤΗΒΕΝ: (Μέ κομφές υπολογισμένες χ ειρονομίες, άνασαίνοντας βαθειά χ ι άργά.) Εισθε φιλοξενούμενοι μου. Οί ακάλεστοι. Δυνάμει του Πέμπτου τών Γεωργίων καί τού Έβδομου τών Έδουάρδων. Τό λάθος άς πέσει πάνω στήν ιστορία. ‘Ιστορημένη άπό τίς μητέρες τής Μνήμης. Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Στή Σίσσυ Κάφφρεύ.) Σέ πρόσβαλε; ΣΤΗΒΕΝ: Τής άπηύθυνα τό λόγο σέ κλητική θηλυκού γένους. Πιθανώς ούδετέρου γένους. Μή γενική περίπτωσις. ΦΩΝΕΣ: ’Όχ ι, δέν είναι άλήθεια. Ή κοπέλα λέει ψέματα. Αύτός ήταν στής κυρίας Κοέν. Τί συμβαίνει; Στρατιώτες καί πολίτες. ΣΙΣΣΤ ΚΑΦΦΡΕύ: ’Ήμουν παρέα μέ τούς στρατιώτες καί μέ άφησαν γιά νά κάνουν, ξέρετε τί εννοώ, καί ό νεαρός ετρεξε ξοπίσω μου. “Ομως έγώ είμαι πιστή στόν άνθρωπο πού μέ κερνάει κι άς μήν είμαι τίποτα άλλο άπό μιά πόρνη ένός σελλινίου. ΣΤΗΒΕΝ: (Διακρίνει τά κεφάλια, τής Κίττυ καί τού Λύντς.) ΧαΤρε, Σίσυφε. (Δείχ νει τόν εαυτό του καί τούς άλλους.) Ποιητικόν. Νεοποιητικόν. ΦΩΝΕΣ: Αύτή είναι πιστή στόν άνθρωπο πού. ΣΙΣΣΤ ΚΑΦΦΡΕύ: Μάλιστα, νά πάω μαζί του. Κι έγώ πού ήμουν μέ τόν φίλο τόν στρατιώτη.
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ: Δέν πρόκειται νά τού χ αριστούμε. Χάρρυ, ρίχ ’ του μιά γερή καρπαζιά. Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Στήν Σίσσυ.) Σέ πρόσβαλε όταν έγώ κι αύτός πήγαμε γιά κατούρημα; ΛΟΡΔΟΣ ΤΕΝΝΤΣΟΝ: (Μέ σακκάκι μέ τά χ ρώματα τής σημαίας, φανελένιο παντελόνι, ξεσκούφωτος καί μέ κυματιστά γένεια.) Δέν έχ ουν δικαίωμα ν’ άμφισβητήσουν τή διαταγή. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ: Ρίχ ’ του μία, Χάρρυ. ΣΤΗΒΕΝ: (Στόν στρατιώτη Κόμπτον.) Δέν ξέρω τ’ όνομά σου, άλλά έχ εις άπόλυτα δίκιο. Ό δόκτωρ Σουίφτ λέει ότι ενας μέ πανοπλία μπορεί νά τά βγάλει πέρα μέ δέκα μέ πουκάμισο. Τό πουκάμισο είναι συνεκδοχ ή. Μέρος άντί τού ολου. ΣΙΣΣΤ ΚΑΦΦΡΕύ: (Πρός τό πλήθος.) ’Όχ ι, έγώ ήμουνα μέ τόν στρατιώτη. ΣΤΗΒΕΝ: (Φιλικά.) Γιατί όχ ι; Ό στρατιώτης είναι γενναίο παιδί. Κατά τή γνώμη μου, κάθε κυρία… ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Τό στραβοφορεμένο σκουφί του προχ ωρεί πρός τόν Στήβεν.) Λοιπόν, τί θά ελεγες, μαμόθρεφτο, άν σού άστραφτα μία στά σαγόνια; ΣΤΗΒΕΝ: (Κοιτάζει φηλά τόν ουρανό.) Τί θά ελεγα; ‘Ότι είναι πολύ δυσάρεστο. Ή εύγενής τέχ νη νά κόβεσαι μέ τό σπαθί στά δύο μόνος σου. Προσωπικά, άπεχ θάνομαι τή δράση. (Κουνάει τό χ έρι.) Τό χ έρι μέ ένοχ λεί κάπως. Enfin, ce sont vos oignons. (Στή Σίσσυ Κάφφρεύ.) Κάτι δέν πάει καλά έδώ. Τί άκριβώς είναι αύτό; ΝΤΟΛΛΥ ΓΚΡΕΤ: (Άπό τό μπαλκόνι της κουνάει τό μαντήλι της, κάνοντας τό σημείον τής ήρωίδος τής Ίεριχ ούς.) Ράαβ, γιέ τού μάγειρα, άντίο. Εύτυχ ισμένη επάνοδο στήν Ντόλλυ. Νά ονειρευτείς τό κορίτσι πού άφησες πίσω σου καί θά σέ ονειρευτεί κι εκείνο. (Οί στρατιώτες στρέφουν πάνω της βουρκωμένα μάτια.) ΜΠΛΟΥΜ: (Σπρώχ νοντας μέ τούς αγκώνες τό πλήθος, άρπάζει βίαια τόν Στήβεν άπό τό μανίκι.) ’Έλα τώρα, κύριε καθηγητά, περιμένει ή άμαξα. ΣΤΗΒΕΝ: (Γυρίζει.) ’Έ; (Τραβάει τό μανίκι του.) Γιατί δέν επιτρέπεται νά μιλήσω σ’ αύτόν ή σέ όποιοδήποτε άνθρώπινο όν πού βαδίζει δρθιο πάνω σ’ αύτό τό πλακουτσωτό πφτοκάλι; (Τεντώνει τό δείκτη τούχ εριούτου.) Δέν φοβάμαι νά μιλήσω στόν Φ^οιονδήποτε, φτάνει νά βλέπω τά μάτια του. Διατηρώντας τήν κάθετη στάση. (’Οπισθοχ ωρεί τρεκλίζοντας.) ΜΠΛΟΥΜ: (Στηρίζοντάς τον.) Διατήρησε τή δική σου. ΣΤΗΒΕΝ: (Γελά φεύτικα.) ’Έχ ει μετατοπιστεί τό κέντρο βάρους μου. ’Έχ ω ξεχ άσει τό κόλπο. ’Άς καθήσουμε κάπου νά συζητήσουμε. Ή πάλη γιά τή ζωή είναι ό νόμος τής ύπαρξης, άλλά οί σύγχ ρονοι φιλειρηνιστές, ιδίως ό τσάρος καί ό βασιλιάς τής Αγγλίας, έχ ουν επινοήσει τή διαιτησία. (Χτυπάει τό μέτωπό του.) Άλλά έδώ μέσα είναι γραμμένο ότι έγώ πρέπει νά σκοτώσω τόν ιερέα καί τόν βασιλιά.
Η ΔΙΣ ΜΠΙΝΤΤ ΜΑΛΑΦΡΑΤΖΑ: Ήκούσατε τί ειπεν ό καθηγητής; Πρόκειται περί καθηγητού κολλεγίου. Η ΚΑΙΤΗ Η ΜΟΤΝΑΡΑ: Μάλιστα. Τό ήκουσα. Η ΔΙΣ ΜΠΙΝΤΤ ΜΑΛΑΦΡΑΤΖΑ: Εκφράζεται μετά έξαιρετικώς εκλεπτυσμένης φρασεολογίας. Η ΚΑΙΤΗ Η ΜΟΤΝΑΡΑ: ’Όντως. Ταυτοχ ρόνως δέ μετά δηκτικού καί άρμόζοντος τρόπου. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Σπρώχ νει αύτούς πού τόν συγκρατούν καί βγαίνει μπροστά.) Τί είναι αύτά πού λές γιά τό βασιλιά μου; ( Ό Έδουάρδος ό “Εβδομος έμφανίζεται κάτω άπό μιά άφίδα. Φοράει λευκό πουλόβερ, στό όποιο είναι ραμμένη ή Είκών τής Ίεράς Καρδίας μέ τά έμβλήματα τής Περικνημίδος καί τού Γαίδουράγκαθου, τού Χρυσόμαλλου Δέρατος, τού Έλέφαντος τής Δανιμαρκίας, τού συντάγματος τών θωρακοφόρων Σκίννερ καί Πρόμπυν, τού μέλους τής Σχ ολής του Δικαίου καί τού παλαιού καί τιμημένου λόχ ου τού πυροβολικού τής Μασσαχ ουσέττης. Βυζαίνει ενα κόκκινο τζίτζιφο. Είναι περιβεβλημένος την ενδυμασία τού μεγάλου έκλεκτού τελείου καί υπέροχ ου τέκτονος μέ μυστρίον καί περίζωμα, φέρον καί τήν ενδειξη Made in Germany. Στό άριστερό του χ έρι κρατάει εναν κουβά σοβατζή, οπου υπάρχ ει ή επιγραφή Defense d’uriner. Τόν υποδέχ εται μιά όχ λοβοή άπό καλωσορίσματα.) ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ Ο ΕΒΔΟΜΟΣ: (Μιλάει άργά, επίσημα, άλλά μέ κακή άρθρωση.) Ειρήνη, τελεία ειρήνη. Ό κουβάς πού κρατώ άνά χ είρας χ ρησιμεύει διά λόγους έξακριβώσεως τής ταυτότητος. Γειά σας, παιδιά. (Στρέφεται πρός τούς υπηκόους του.) Παριστάμεθα έδώ εις μίαν δικαίαν καί τιμίαν μάχ ην καί εύχ όμεθα όλοψύχ ως καλήν τύχ ην εις άμφοτέρους τούς άντιπάλους. Μαχ άκ Μάκαρ ά μπάκ. (Σφίγγει τό χ έρι τού στρατιώτη Κάρρ, τού στρατιώτη Κόμπτον, τού Στήβεν, τού Μπλούμ καί τού Λύντς. “Ολοι χ ειροκροτούν. Ό Έδουάρδος ό “Εβδομος ευχ αριστεί ύφώνοντας μέ χ άρη τόν κουβά.) ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Στόν Στήβεν.) Ξαναπές το νά δούμε. ΣΤΗΒΕΝ: (Φοβισμένος, φιλικός, προσπαθεί νά άνακτήσει τό κουράγιο του.) Καταλαβαίνω τήν άποψή σου, παρ’ ολο πού έγώ, προσωρινά, δέν έχ ω βασιλιά. Ή εποχ ή μας είναι ή έπυχ ή τών φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων. Μιά συζήτηση επ’ αύτού σ’ αύτό τό μέρος είναι δύσκολη. ’Αλλά, άς έρθουμε στό θέμα μας. ’Άς υποθέσουμε ότι πεθαίνεις γιά τή χ ώρα σου. {Άκουμπάει τό μπράτσο του στό μανίκι τού στρατιώτη Κάρρ.) ’Όχ ι πώς τό επιθυμώ καθόλου γιά λόγου σου. ‘Όμως έγώ λέω: ’Άς πεθάνει ή χ ώρα μου γιά μένα. Μέχ ρι τώρα αύτό έκανε. Δέν επιθυμώ νά πεθάνει. Κάτω ό θάνατος! Ζήτω ή ζωή! ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ Ο ΕΒΔΟΜΟΣ: (Αίωρέίται πάνω άπό στοίβες σφαγιασθέντων πτωμάτων, φέρει τήν ένδυμασία καί τόν φωτοστέφανο τού Άστειευόμενου Ίησού, μέ τό άσπρο τζίτζιφο στή φωσφορίζουσα φάτσα του.) Οί μέθοδοί μου είναι νέες καί προκαλούν κατάπληξη Γιά νά κάμω τούς τυφλούς νά δούν τούς ρίχ νω στάχ τη στά μάτια.
ΣΤΗΒΕΝ: Βασιλιάδες καί μονόκεροι! (Κάνει ενα βήμα πίσω.) ’Έλα μαζί μου κάπου καί έμείς θά… Τί έλεγε αύτό τό κορίτσι; ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ: ’Έι, Χάρρυ, δώσε του μιά κλωτσιά στ’ άπαυτά του! Ρίχ ’ του μιά. ΜΠΛΟΥΜ: (Στούς στρατιώτες μαλακά.) Δέν ξέρει τί λέει. ’Έχ ει πιει λίγο παραπάνω άπ’ όσο μπορεί ν’ άντέξει. ’Αψέντι, τό πρασινομάτικο τέρας. Τόν ξέρω. Είναι κύριος, ποιητής. Μήν τού δίνετε σημασία. ΣΤΗΒΕΝ: (Συγκατανεύει, χ αμογελώντας καί γελώντας.) Κύριος, πατριώτης, λόγιος καί κριτής τών άπατεώνων. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: Δέν δίνω δεκάρα ποιός είναι. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ: Δέν δίνουμε δεκάρα ποιός είναι. ΣΤΗΒΕΝ: Φαίνεται ότι τούς ενοχ λώ. Πράσινο πανί τού ’Έριν μπροστά στόν Τζών Μπούλ. (Ό Κέβιν ’Ήγκαν άπό τό Παρίσι, μέ μαύρο ισπανικό πουκάμισο μέ κρόσσια καί καπέλο καρμπονάρου, γνέψει στόν Στήβεν.) ΚΕΒΙΝ ΗΓΚΑΝ: Γειά χ αρά. Bonjour! Ή vieille ogresse μέ τά dents jaunes. (Ό Πατρίς ’Ήγκαν, άπό πίσω, ρίχ νει μιά ματιά, ένώ τό κουνελίσιο μουσούδι του μασουλίζει ενα φύλλο κυδωνιάς.) ΠΑΤΡΙΣ: Socialiste! ΝΤΟΝ ΕΜΙΛ ΠΑΤΡΙΤΣΙΟ ΦΡΑΝΤΣ ΡΟΥΜΠΕΡΤ ΠΟΟΥΠ ΧΕΝΝΕΣΣΥ: (Μέ μεσαιωνική άλυσιδένια φορεσιά, μέ δύο άγριόχ ηνες σέ στάση πτήσεως στήν περικεφαλαία του, δείχ νει μ ’ εύγενή άγανάκτηση τούς δύο στρατιώτες μέ τό σιδερογαντοφορεμένο χ έρι του.) Πέτα αυτούς τούς στρατιώτες μεγκάλα παχ ειός γκουρούνια τζώνυδες ολος πασαλειμμένα σάλτσες! ΜΠΛΟΥΜ: (Στόν Στήβεν.) Πάμε σπίτι. Θά εχ εις φασαρίες. ΣΤΗΒΕΝ: (’Ασταθής.) Δέν μπορώ νά τό άποφύγω. Προσβάλλει τή νοημοσύνη μου. Η ΜΠΙΝΤΤ Η ΜΑΛΑΦΡΑΤΖΑ: Δύναταί τις ευκόλως νά παρατηρήσει ότι ούτος προέρχ εται έκ γενεάς πατρικίων. Η ΜΕΓΑΙΡΑ: Τό πράσινο καλύτερο άπό τό κόκκινο, λέει αύτός. Ό Γούλφ Τόουν. Η ΤΣΑΤΣΑ: Τό κόκκινο είναι τό ίδιο καλό μέ τό πράσινο, καί καλύτερο. Ζήτω ό στρατός! Ζήτω ό βασιλιάς Έδουάρδος! ΕΝΑΣ ΑΛΗΤΗΣ: (Γελάει.) Ναί! Ψηλά τά χ έρια στόν Ντέ Γουέτ! Ο ΠΟΛΙΤΗΣ: (Διασαλπίζει, μ ’ ενα πελώριο πράσινο κασκόλ κι ενα ρόπαλο:)
’Άμποτε ό Θεός άπό ψηλά Νά στείλει έδώ ενα περιστέρι Μέ δόντια σάν ξυράφια κοφτερά Νά κόψει τό λαρύγγι Τών εγγλέζικων σκυλιών Πού κρέμασαν τούς ’Ιρλανδούς ήγέτες μας. Ο ΝΕΑΡΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ: {Μέ τή θηλειά στό λαιμό, σφίγγει μέ τά δυό του χ έρια τά σπλάχ να του πού χ ύνονται εξω.) Μίσος δέν τρέφω γιά κανέναν, Μά τήν πατρίδα μου τήν άγαπώ περισσότερο άπό τό βασιλιά. ΡΟΥΜΠΟΛΤ, Ο ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ: {Συνοδευόμενος άπό δύο βοηθούς μέ μαύρες προσωπίδες, προχ ωρεί καί άνοίγει μιά μικρή τσάντα.) Κυρίες καί κύριοι, μπαλτάς άγορασμένος άπό τήν κυρία Πήρσυ πρός δολοφονίαν τού Μόγκ. Μαχ αίρι μέ τό όποιο ό Βουαζέν διαμέλισε τή γυναίκα ένός συμπατριώτη του κι άπέκρυψε τά τεμάχ ια αύτής στό υπόγειο, τυλιγμένα σ’ ενα σεντόνι. Ό λαιμός τής άτυχ ης γυναίκας ήταν κομμένος πέρα πέρα. Φιάλη μέ άρσενικό πού βρέθηκε στό πτώμα τής δίδος Μπάρροου, πού έστειλε τόν Σέντον στήν κρεμάλα. {Τραβάει δυνατά τό σχ οινί, οί βοηθοί όρμούν, αρπάζουν τό θύμα άπό τά πόδια καί τά τραβούν κάτω γρυλλίζοντας. Ή γλώσσα τού νεαρού επαναστάτη κρεμιέται άπότομα εξω.) Ο ΝΕΑΡΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ: Χόρχ οτ χ ότ χ ρέυ χ ό ρόδερ χ έστ. {Παραδίδει τό πνεύμα. Μιά βίαιη στύση τού κρεμασμένου εκτοξεύει μέσα άπό τή στολή τού μελλοθάνατου πίδακες σπέρματος πάνω στό λιθόστρωτο. Ή κυρία Μπέλλινγχ αμ, ή κυρία Γιέλβερτον Μπάρρυ καί ή αξιότιμος κυρία Μέλβυν Τάλμπούς όρμούν γιά νά τό σκουπίσουν μέ τά μαντήλια τους.) ΡΟΥΜΠΟΛΤ: Είμαι κι έγώ έτοιμος νά κάνω τό ιδιο. {Λύνει τη θηλειά.) Τό σχ οινί πού κρέμασε τόν άποκρουστικό επαναστάτη. Δέκα σελλίνια τή φορά, οπως χ ρησιμοποιήθηκε ύπό τής Αύτού Βασιλικής Μεγαλειότητος. {Βυθίζει τό κεφάλι του στήν ορθάνοιχ τη κοιλιά τού κρεμασμένου καί τό ξαναβγάζει περιτριγυρισμένο μέ άχ νιστά σπλάχ να.) Τό οδυνηρόν καθήκον μου έξετελέσθη. Ό Θεός σώζοι τόν βασιλέα! ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ Ο ΕΒΔΟΜΟΣ: {Χορεύει άργά, μεγαλόπρεπα, κροταλίζοντας τόν κουβά του καί τραγουδώντας μέ ήρεμη ικανοποίηση.) Τήν ήμέρα τής στέψης, τήν ήμέρα τής στέψης, Θά ’χ ουμε γλέντι καί γιορτή,
Πίνοντας ούίσκυ, μπύρα καί κρασί! ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: Έι! Τί είπες γιά τό βασιλιά μου; ΣΤΗΒΕΝ: (Σηκώνει τά χ έρια του κατά τόν ουρανό.) ‘Αχ , αύτό καταντάει πολύ μονότονο. Τίποτε. Θέλει τά λεφτά μου καί τή ζωή μου, άν καί θά μείνει μόνο στό θέλει, ύπέρ μιας κάποιας κτηνώδους αύτοκρατορίας. Λεφτά δέν εχ ω. (Ψάχ νει άφηρημένος στίς τσέπες του.) Τά έδωσα σέ κάποιον. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: Ποιός σου γυρεύει τά βρωμολεφτά σου; ΣΤΗΒΕΝ: (Δοκιμάζει νά άπομακρυνθεί.) Θά μπορούσε κανείς νά μου πει, πού θά ειχ α τίς λιγότερες πιθανότητες νά συναντήσω αύτά τά άναγκαία κακά; £ase voit aussi a Paris. ’Όχ ι ότι έγώ… Άλλά, μά τόν ‘Άγιο Πατρίκιο!… (Τά κεφάλια τών γυναικών σμίγουν καί γίνονται ενα. Ή φαφούτα γιαγιά, μέ καπέλο σάν βουνό ζάχ αρης, κάθεται σ’ ενα μανιτάρι, μέ τό άνθος τού θανάτου τής πατατοαρρώστιας στό στήθος της.) ΣΤΗΒΕΝ: Άχ ού! Σέ ξέρω, γιαγιά! ’Άμλετ, εκδίκηση! Ή γριά γουρούνα πού τρώει τά γουρουνάκια της! Η ΦΑΦΟΥΤΑ ΓΙΑΓΙΑ: (Μοιρολογώντας.) Ή άγαπημένη τής Ιρλανδίας, ή κόρη τού βασιλιά τής ’Ισπανίας, ή Άλάννα. Ξένοι στό σπίτι της, κακό νά τούς εύρει! (Θρηνείγοερά.) Ώχ ού! Ώχ ού! Μαργαριτάρι τών λειβαδιών! (Βαριαναστενάζει.) Τήν είδατε τήν καημένη τή γριά τήν ’Ιρλανδία καί πώς τά πάει; ΣΤΗΒΕΝ: Τί κάθεσαι καί μού λές; Τρίτωσε τό κακό! Πού είναι τό τρίτο πρόσωπο τής Αγίας Τριάδας; Ό Σόγκαρθ Άρούν; Ό αίδεσιμώτατος Ψοφιμοκόρακας. ΣΙΣΣΥ ΚΑΦΦΡΕύ: (Μέ διαπεραστική φωνή.) Μήν τούς άφήσετε νά τσακωθούν. ΕΝΑΣ ΑΛΗΤΗΣ: Οι δικοί μας υποχ ώρησαν. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Τραβώντας τό ζωστήρα του.) Θά τού στραμπουλήξω τό λαιμό οποιου πούστη πει λέξη γιά τόν γαμιά τόν βασιλιά μου. ΜΠΛΟΥΜ: (Τρομοκρατημένος.) Δέν ειπε τίποτα. Ούτε λέξη. Καθαρή παρεξήγηση. Ο ΠΟΛΙΤΗΣ: Erin go bragh! (Ό ταγματάρχ ης Τουήντυ καί ό Πολίτης έπιδείχ νουν ό ενας στόν άλλον τά μετάλλιά τους, τά παράσημά τους, τά πολεμικά τους τρόπαια καί τά τραύματά τους. Καί οί δυό χ αιρετιούνται μ’ εκδηλη εχ θρότητα.) ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ: Εμπρός Χάρρυ. Ρίχ ’ του μία στό μάτι. Υποστηρίζει τούς Μπόερς. ΜΠΛΟΥΜ: (Στούς έρυθροχ ίτωνες.) Πολεμήσαμε γιά σάς στή Νότιο ’Αφρική, τά ’Ιρλανδικά στρατεύματα κρούσεως. Μήπως δέν είναι ιστορικά βεβαιωμένο; Οί Βασιλικοί Τυφεκιοφόροι του
Δουβλίνου. ’Έλαβαν τήν βασιλική ευαρέσκεια. Ο ΣΚΑΦΤΙΑΣ: (Περνάει περπατώντας.) ’Ώ, ναί. Ναί, καλέ Θεέ! Νά πάαααμε στόν πόοοολεμο. Μπούμ-μπούμ! (Λογχ οφόροι μέ κάσκες καί πανοπλία ξεπροβάλλουν μέ προτεταμένες λόγχ ες. Ό ταγματάρχ ης Τουήντυ, μέ μουστάκι, σάν τόν Τούρκο τόν Τρομερό, μέ σκούφο άπό άρκουΒοτόμαρο στολισμένον μέ φτερό, έπωμίδες, χ ρυσά γαλόνια καί μαρσίππιόν, μέ στήθος πού άστράφτει άπό τά μετάλλια, είναι πανέτοιμος γιά τήν έπίθεση. Κάνει τό σήμα τού ιππότη προσκυνητή τών Ναίτών.) ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΤΟΤΗΝΤί: (Γρυλλίζει άγρια.) Τό άπόσπασμα τού Ρόρκ! Έμπρός, βασιλική φρουρά, άπάνω τους! Μαχ άλ σαλάλ χ ασμπάζ. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: Θά τού τίς ρίξω. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ: (Σπρώχ νει πίσω τό πλήθος.) Έδώ παίζουμε τίμιο παιγνίδι. Κάν’ τονε κιμά τόν πούστη. (Συγκεντρωμένες μπάντες παιανίζουν τό Γ καρυόουεν καί τό Ό Θεός σώζοι τόν Βασιλέα.) ΣΙΣΣΤ ΚΑΦΦΡΕύ: Θά χ τυπηθούν. Γιά χ άρη μου! Η ΚΑΙΤΗ Η ΜΟΥΝΑΡΑ: Ό γενναίος καί ή ώραία. Η ΜΠΙΝΤΥ Η ΜΑΛΑΦΡΑΤΖΑ: Έγώ προβλέπω ότι θά νικήσει ό ιππότης μέ τήν σκούρα πανοπλία. Η ΚΑΙΤΗ Η ΜΟΥΝΑΡΑ: (Κοκκινίζονταςβαθειά.) Ούχ ί, κυρία μου. Προτιμώ τούς ερυθρούς χ ιτώνας καί τόν εύχ αριν “Αγιον Γεώργιον! ΣΤΗΒΕΝ: Τής πόρνης ή κραυγή άπό γωνίας είς γωνίαν Θά ύφάνει τό σάβανο τής γραίας ’Ιρλανδίας. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Λύνοντας τό ζωστήρα του, φωνάζει.) Θά τού στρίψω τό καρύδι οποιου γαμημένου πούστη πει λέξη εναντίον τού γαμημένου τού βασιλιά μου. ΜΠΛΟΥΜ: (Τραντάζει τούς ώμους τής Σίσσυ Κάφφρεύ.) Μίλα, έσύ! Βουβάθηκες; Είσαι ό συνδετικός κρίκος άνάμεσα στά εθνη καί τίς γενιές. Μίλα, γυναίκα, άγία ζωοδότρια. ΣΙΣΣΤ ΚΑΦΦΡΕύ: (Φοβισμένη, αρπάζεται άπό τό μανίκι τού στρατιώτη Κάρρ.) Μαζί σου δέν είμαι έγώ; Δέν είμαι τό κορίτσι σου; Ή Σίσσυ είναι τό κορίτσι σου! (Φωνάζει.) Αστυνομία! ΣΤΗΒΕΝ: (’Εκστατικά, στη Σίσσυ Κάφφρεύ.) Λευκά τά χ έρια σου, κόκκινα τά χ είλη σου καί νόστιμο τό σώμα σου. ΦΩΝΕΣ: ’Αστυνομία! ΑΠΟΜΑΚΡΕΣ ΦΩΝΕΣ: Τό Δουβλίνο καίγεται! Τό Δουβλίνο καίγεται! Πήρε φωτιά! Φωτιά!
(Φλόγες τής κόλασης ξεπηδούν. Πυκνά σύννεφα ξεδιπλώνονται. Βαρειά επαναληπτικά πυροβόλα κροτούν. Πανδαιμόνιο. Στρατεύματα άναπτύσσονται. Όπλές καλπάζουν. Πυροβολικό. Βραχ νά παραγγέλματα. Καμπάνες χ τυπούν. ’Άνθρωποι πού βάζουν στοιχ ήματα φωνάζουν. Μεθυσμένοι ουρλιάζουν. Πόρνες σκούζουν. Βούκινα ομίχ λης ήχ ούν. ’Ιαχ ές γενναίων. Ουρλιαχ τά πληγωμένων πού πεθαίνουν. Αόρατα κροτούν πάνω σέ θώρακες. Πλατσικολόγοι σκυλεύουν πτώματα. ’Όρνια πετούν άπό τή μεριά τής θάλασσας, σηκώνονται άπό τούς βάλτους, βουτούν άπό τά ύφη τών αιθέρων, φτερουγίζουν κρώζοντας, θεόρατοι γλάροι, φαλακροκόρακες, γύπες, γεράκια, μπεκάτσες πού πετάνε φηλά, πετρίτες, τσιχ λογέρακες, μαύρες άγριόκοτες, θαλασσαετοί, γλάροι, άλμπατρος, πεταλιδόχ ηνες. Ό ήλιος τού μεσονυκτίου σκοτεινιάζει Ή γή τρέμει. Οί νεκροί τού Δουβλίνου, τών νεκροταφείων Πρόσπεκτ καί ’Όρος Ιερώνυμος μέ πανωφόρια άπό άσπρες προβιές καί μέ μανδύες άπό μαύρα πιλήματα άπό κατσίκι άνασταίνονται καί παρουσιάζονται σέ πολλούς. Μιά άβυσσος άνοίγεται καί χ άσκει σιωπηλή. Ό Τόμ Ρόσφορντ, νικητής, μέ φανελίτσα καίάθλητικό κοντό παντελόνι, τερματίζει επικεφαλής στόν εθνικό δρόμο μετ’ έμποδίων καί σαλτάρει στό κενό. Τόν άκολουθούν ενα σωρό δρομείς καί άλτες. Τινάζονται άπό τό χ είλος σέ άλλόφρονες στάσεις. Τά σώματά τους βυθίζονται. Φαμπρικατζούδες μέ φανταχ τερά φουστάνια ρίχ νουν πυρακτωμένες μπαραμπόμπες τού Γιόρκσαίρ. Κοσμικές κυρίες σηκώνουν τά φουστάνια τους.πάνω άπό τά κεφάλια τους γιά νά προφυλαχ τούν. Μάγισσες μέ κόκκινα κοντά πουκάμισα ξεκαρδίζονται στά γέλια, τρέχ οντας καβάλλα σέ σκουπόξυλα στόν άέρα. Ό κομπογιαννίτης κολλάει έμπλαστρα. Βρέχ ει δόντια δράκοντα. Όπλισμένοι ήρωες ξεφυτρώνουν άπό τά χ αντάκια. Ανταλλάσσουν φιλικά τό σύνθημα τών ιπποτών τού Έρυθρού Σταυρού καί μονομαχ ούν μέ σπάθες τού ίππικού. Ό Γούλφ ‘Τόουν έναντίον τού Χένρυ Γκράττον, ό Σμίθ Ο’Μπράιεν έναντίον τού Ντάνιελ Ο’Κόννελ, ό Μάικλ Ντάβιττ έναντίον τού ’Ισαάκ Μπάττ, ό Τζάστιν ΜακΚάρθυ έναντίον τού Πάρνελλ, ό ’Άρθουρ Γκρίφφιθ έναντίον τού Τζών Ρέντμοντ, ό Τζών Ο’Αήρυ ενάντιον τού Ληρ Ο’Τζώννυ, ό λόρδος “Εντουαρτ Φίτζεραλντ έναντίον τού λόρδου Τζέραλντ Φιτζεντουαρντ, οί Ο’Ντόνογκιου τών Γκλένς έναντίον τών Γκλένς τών Ο ’Ντονογκιου. Σ’ ενα ύφωμα, τό χ κεντρο τής γής, ύψώνεται ό βωμός τής Άγιας Βαρβάρας. Μαύρες λαμπάδες ορθώνονται πάνω σέ δύο χ έρατα, ή μιά στην έπιστολή καί ή άλλη στό εύαγγέλιο. Άπό τίς ψηλές πολεμίστρες τού πύργου δυό λόγχ ες φωτός πέφτουν στή σψεπασμένη μέ ψαπνιά πέτρα τού βωμοου. Πάνω στήν πέτρα τού βωμού, ή Μίνα Πιούριφού, θεά τού παραλογισμού, κείτεται γυμνή καί αλυσοδεμένη, μ’ ένα δισκοπότηρο πάνω στή φουσκωμένη κοιλιά της. Ό πατήρ Μάλαχ ι Ο’Φλύνν, μέ μακρύ μεσοφόρι, μέ άμφια φορεμένα άνάποδα καί μέ τά τακούνια τών δύο άριστερών ποδιών του μπροστά, τελεί μιά στρατιωτική λειτουργία. Ό αίδεσιμώτατος Χιού Κ. Χέηνς Λάβ, διδάκτωρ Γραμμάτων καί Τεχ νών, μέ άπλό ράσο καί πανεπιστημιακό πίλο, μέ τό κεφάλι του καί τό κολάρο του άνάποδα, κρατά πάνω άπό τό κεφάλι τού ίερουργούντος μιάν άνοιχ τή ομπρέλα.) ΠΑΤΗΡ ΜΑΛΑΧΙ Ο’ΦΛΙΝΝ: Introibo ad altare diaboli. ΑΙΔΕΣΙΜΩΤΑΤΟΣ ΧΕΗΝΣ ΛΑΒ: Είς τόν δαίμονα, όστις έχ αροποίησεν τάς ήμέρας τής νεότητός μου. ΠΑΤΗΡ ΜΑΛΑΧΙ Ο’ΦΛΙΝΝ: (Παίρνει μέσα άπό τό δισκοπότηρο καί ύφώνει μιά όστια πού στάζει αίμα.) Corpus Meum. ΑΙΔΕΣΙΜΩΤΑΤΟΣ ΧΕΗΝΣ ΛΑΒ: (Άνασηκώνει άπό πίσω ψηλά τό μεσοφούστανο τού ίερουργούντος, άποκαλύπτοντας τά κχ ρίζα μαλλιαρά κωλομέρια του άνάμεσα στά όποια είναι σφηνωμένο ενα καρότο.) Διότι τούτο έστί τό σώμα μου.
Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΩΝ: Ιιεύελισαβ σόεΘ ρωτάρκοτναΠ ό ιτόιδ , αιύοληλλ Α’ (Άπό ψηλά άκούγεται ή φωνή τού Άντονάι.) ΑΝΤΟΝΑΙ: Σκύλεεεεεεεεε! Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΩΝ: ’Αλληλούια, διότι ό Παντοκράτωρ Θεός βασιλεύει! (Άπό ψηλά άκούγεται ή φωνή τού Άντονάι.) ΑΝΤΟΝΑΙ: Θεέέέέέέέέέέέέ! (Μέ παράταιρες στριγγλές φωνές, χ ωριάτες καί άστοί τών φατριών τών Όραγγιστών καί τών Έθνικιστών τραγουδούν τό κλωτσιά στόν Πάπα καί τό Καθ’ έκάστην ύμνούμεν τήν Μαρίαν.) ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Προφέρει βίαια.) Θά τού τίς βρέξω, βοήθα με, γαμιά Χριστέ! Θά τού στρίψω αύτού τού γαμημένου πούστη τό γαμημένο λαρύγγι! Η ΦΑΦΟΥΤΑ ΓΙΑΓΙΑ: (Βάζει ενα στιλέτο στό χ έρι τού Στήβεν.) Καθάρισέ τον, άκούσλα. Στίς 8.35’ π.μ. θά βρίσκεσαι στούς ουρανούς καί ή ’Ιρλανδία θά είναι λεύτερη. (Ή γριά προσεύχ ετοα.) Ω, καλέ Θεέ, πάρ’ τον! ΜΠΛΟΥΜ: (Τρέχ ει στόν Λύντς.) Δέν μπορείς νά τόν πάρεις άπό έδώ; ΛΥΝΤΣ: Τού άρέσει ή διαλεκτική, ή γλώσσα τού σύμπαντος. Κίττυ! (Στόν Μπλούμ.) ’Απομάκρυνέ τον έσύ. Εμένα δέν θά μέ άκούσει. (Τραβάει την Κίττυ.) ΣΤΗΒΕΝ: (Δείχ νει.) Exit Judas. Et laqueo se suspendit. ΜΠΛΟΥΜ: (Τρέχ ει στόν Στήβεν.) ’Έλα τώρα μαζί μου, πρίν συμβεί τίποτα χ ειρότερο. Νά, πάρε τό μπαστούνι σου. ΣΤΗΒΕΝ: Μπαστούνι, όχ ι! Λογική. Αύτή ή γιορτή τού καθαρού λόγου. ΣΙΣΣΤ ΚΑΦΦΡΕΤ: (Τραβώντας τόν στρατιώτη Κάρρ.) ’Έλα, λοιπόν, είσαι μεθυσμένος. Μέ πρόσβαλε, άλλά τόν συγχ ωρώ. (Φωνάζοντας στό αύτί του.) Τόν συγχ ωρώ πού μέ πρόσβαλε. ΜΠΛΟΥΜ: (Πάνω άπό τόν ώμο τού Στηβεν.) Ναί, πήγαινε. Τό βλέπεις ότι είναι άνήμπορος. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Απαλλάσσεται άπό τούς άλλους.) Θά τούς δείξω έγώ τί πάει νά πει προσβολή. (Όρμά πρός τόν Στήβεν, μέ προτεταμένες γροθιές, καί τόν χ τυπά στό πρόσωπο. Ό Στήβεν παραπατάει, τρεκλίζει καί σωριάζεται ζαλισμένος. Ξαπλώνει άνάσχ ελα, μέ τό πρόσωπο χ ατά τόν ούρανό, τό χ απέλο του κυλισμένο πρός τόν τοίχ ο. Ό Μπλούμ τό άκολουθείχ αί τό σηκώνει.) ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΤΟίΗΝΤΤ: (Φωναχ τά.) ’Έπ ώμου, άρμ! Παύσατε πύρ! Χαιρετήσατε!
ΤΟ ΛΑΓΩΝΙΚΟ: (Άλυχ τώντας μανιασμένα.) Γάβ γάβ γάβ γάβ γάβ. ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ: ’Αφήστε τον! Μήν τόν χ τυπάτε όσο βρίσκεται κάτω! ’Αέρα! Ποιός; Ό στρατιώτης τόν χ τύπησε. Είναι καθηγητής. Τραυματίστηκε; Μήν τόν τραβολογάτε! Είναι λιπόθυμος! (Τό λαγωνικό τρέχ ει καί μυρίζει άνάμεσα στό πλήθος καί γαυγίζει δυνατά.) ΜΙΑ ΜΕΓΑΙΡΑ: Τί δικαίωμα είχ ε ό έρυθροχ ίτώνας νά χ τυπήσει τόν κύριο, καί μάλιστα όταν αύτός ήταν πιωμένος; Καλά θά εκανε νά πάει νά πολεμήσει τούς Μπόερς! Η ΤΣΑΤΣΑ: Μά τί λέει αύτή! Δέν εχ ει τό δικαίωμα ό στρατιώτης νά πάει μέ τό κορίτσι του; Ό άλλος τού τήν πήρε μπαμπέσικα. (‘Αρπάζονται άπό τά μαλλιά, γρατσουνίζονται καί φτύνονται.) ΤΟ ΛΑΓΩΝΙΚΟ: (Γαυγίζοντας.) Γάβ γάβ γάβ γάβ. ΜΠΛΟΥΜ: (Τίς χ ωρίζει καί φωνάζει.) Πίσω, κάντε πίσω! ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ: (Τραβώντας τόν συνάδελφό του.) ‘Ώρα νά τού δίνουμε, Χάρρυ. Πλάκωσε ή αστυνομία! (Δυό πελώριοι άστυφύλακες μέ πελερίνες σταματούν μέσα στήν ομάδα.) ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Τί συμβαίνει έδώ; ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ: ’Ήμαστε μέ αύτή τήν κυρία κι αύτός μάς πρόσβαλε κι επιτέθηκε στόν σύντροφό μου. (Τό λαγωνικό άλυχ τάει.) Τίνος είναι αύτό τό ψωρόσκυλο; ΣΙΣΣΤ ΚΑΦΦΡΕΤ: (Μέ προσδοκία.) Βγάζει αίμα; ΚΑΠΟΙΟΣ: (Σηκώνεται άπό χ άμω οπου ήταν γονατιστός.) ’Όχ ι. ’Έχ ασε τίς αισθήσεις του. Θά συνέλθει μιά χ αρά. ΜΠΛΟΥΜ: (Τούρίχ νει εξεταστικά βλέμματα.) Άφήστε τον σέ μένα. Μπορώ εύκολα νά. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Έσύ ποιός είσαι; Τόν γνωρίζεις; ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Κάνονταςμιάν άπότομη κλίση πρός τόν άστυφύλακα.) Πρόσβαλε τή φίλη μου. ΜΠΛΟΥΜ: (’Οργισμένα.) Τόν χ τύπησες άπρόκλητα. Είμαι μάρτυρας. Άστυφύλαξ, πάρε τά στοιχ ε Τα του. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Δέν χ ρειάζομαι τίς ύποδείξεις σου γιά τήν άσκηση τού καθήκοντος μου. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΟΜΠΤΟΝ: (Τραβώντας τόν συνάδελφό του.) Πάμε, Χάρρυ. Αλλιώτικα ό Μπέννετ θά σέ μπουζουριάσει.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΡ: (Τρεκλίζοντας, καθώς τόν τραβάει ό άλλος.) Ό Θεός νά γαμήσει τόν γεροΜπέννετ! ΕΤναι ενας γαμιόλης άσπροκώλης. Δέν δίνω ούτε ενα σκατό γιά δαύτονε. ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: (Βγάζοντας τό σημειωματάριό του.) Πώς ονομάζεται; ΜΠΛΟΥΜ: (Κοιτάζοντας πάνω άπό τό πλήθος.) Νά, βλέπω έκεί κάτω μιά άμαξα. ’Άν μού έδινες ένα χ εράκι, μισό λεφτό, κύριε άρχ ιφύλαξ… ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: ’Όνομα καί διεύθυνση. ( Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ, μέ χ ρέπι στό γύρο τού καπέλου του καί νεκρικό στεφάνι στό χ έρι, εμφανίζεται άνάμεσα στούς περίεργους.) ΜΠΛΟΥΜ: (Γρήγορα.) Πάνω στήν ώρα! Ό άνθρωπος πού χ ρειαζόμαστε! (Ψιθυρίζει.) Ό γιός τού Σίμωνα Ντένταλους. Τά έχ ει λίγο χ αμένα. Πές σ’ αύτούς τούς αστυφύλακες νά διώξουν τούς περίεργους. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Καλησπέρα, κ. Κέλλεχ ερ. ΚΟΡΝΤ ΚΕΛΛΕΧΕΡ: (Στόν άστυφύλακα, μέ κατεβασμένα μάτια.) Δέν τρέχ ει τίποτα. Τόν γνωρίζω. Κέρδισε κάτι ψιλά στόν ιππόδρομο. Στό χ ρυσό κύπελλο. Στό Πέταγμα. (Γελάει.) Είκοσι στό ένα. Μέ αντιλαμβάνεσαι; ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: (Γυρίζει πρός τό πλήθος.) Έσείς έδώ, τί χ αζεύετε έτσι; Τραβάτε στή δουλειά σας. (Τό πλήθος, μουρμουρίζοντας, διασκορπίζεται άργά κατά τό δρομάκι.) ΚΟΡΝΤ ΚΕΛΛΕΧΕΡ: ’Άσ’ το σέ μένα, άρχ ιφύλαξ. Θά τό ταχ τοποιήσω. (Γελάει, κουνώντας τό κεφάλι του.) Τά ίδια κάναμε καί μεις κάποτε, ή καί χ ειρότερα. ’Έτσι δεν είναι; ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: (Γελάει.) Δίκιο έχ ετε. ΚΟΡΝΤ ΚΕΛΛΕΧΕΡ: (Δίνει μιά φιλική σκουντιά στόν δεύτερο άστυφύλακα.) ’Άς περάσουμε σφουγγάρι στό μαυροπίνακα. (Σιγοτραγούδάει, κουνώντας τό κεφάλι του.) Μέ τό σουραύλι σουραυλάκι μου, τό σουραύλι σουραυλάκι μου. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: (Καλόκαρδα.) Δίκιο έχ ετε. ΚΟΡΝΤ ΚΕΛΛΕΧΕΡ: Τά νιάτα πάντα ίδια είναι. ’Έχ ω μιά άμαξα έκεί κάτω. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Εντάξει, κ. Κέλλεχ ερ. Καλή σας νύχ τα. ΚΟΡΝΤ ΚΕΛΛΕΧΕΡ: Θά τό ταχ τοποιήσω έγώ. ΜΠΛΟΥΜ: (Σφίγγει μέ τή σειρά τά χ έρια καί τών δύο άστυφυλάκων.) Ευχ αριστώ πολύ, κύριοι. Ευχ αριστώ πολύ. (Μουρμουρίζει έμπιστευτικά.) Ώς άντιλαμβάνεσθε, δέν έπιθυμούμε τή δημιουργία σκανδάλου. Ό πατέρας του είναι πολύ γνωστός αξιότιμος πολίτης. Νεανικές τρέλες, άντιλαμβάνεσθε.
ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Αντιλαμβάνομαι, κύριε. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: “Ολα είναι εντάξει, κύριε. ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Μόνο σέ περίπτωση σωματικής βλάβης θά είμαστε ύποχ ρεωμένοι νά τό αναφέρουμε στό τμήμα. ΜΠΛΟΥΜ: (Συγκατανεύει έπιδοχ ιμαστικά καί γρήγορα.) Φυσικά. Πολύ σωστά. Μόνο τό επαγγελματικό σας καθήκον. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Αύτό άπαιτεί τό καθήκον μας. ΚΟΡΝΤ ΚΕΛΛΕΧΕΡ: Καληνύχ τα, κύριοι. ΟΙ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΕΣ: (Χαιρετώντας άπό κοινού.) Καληνύχ τα, κύριοι. (’Απομακρύνονται μέ σταθερό βαρύ βηματισμό.) ΜΠΛΟΥΜ: (Ξεφυσάει μέ άνακούφιση.) Ή Θεία Πρόνοια σέ έφερε πάνω στήν ώρα. ’Έχ εις άμαξα; ΚΟΡΝΤ ΚΕΛΛΕΧΕΡ: (Γελάει, δείχ νοντας μέ τόν άντίχ ειρα πάνω άπό τό δεξή του ώμο τήν άμαξα πού στέκεται κοντά στή σκαλωσιά.) Δυό εμπορευόμενοι πού μάς κέρασαν μιά σαμπάνια στού Τζάμμετ. ’Αληθινά, σάν πρίγκηπες. Ό ενας άπό τούς δύο έχ ασε δυό λίρες στόν ιππόδρομο. Γιά νά πνίξει τή στενοχ ώρια του ειπε νά κάνουν μιά βόλτα στά εύθυμα κορίτσια. Τούς φόρτωσα, λοιπόν, σέ μιάν άπό τίς άμαξες τού Μπήαν καί δρόμο γιά τή νυχ τερινή πόλη. ΜΠΛΟΥΜ: Έγώ έπέστρεφα σπίτι άπό τήν όδό Γκάρντινερ, όταν έπεσα πάνω στό… ΚΟΡΝΤ ΚΕΛΛΕΧΕΡ: (Γελάει.) Βέβαια, ήθελαν νά τούς κάνω παρέα στίς άποτέτοιες. ’Όχ ι, γιά τό Θεό, λέω έγώ. Αύτά τά πράματα δέν είναι γιά γέρους σάν κι έμένα καί σάν έσένα. (Γελάει πάλι καί λοξοκοιτάζει μέ θαμπό μάτι.) Δόξα τώ Θεώ, αύτό τό έχ ουμε στό σπίτι, έτσι; Μέ παρακολουθείς; Χά! Χά! Χά! ‘ ΜΠΛΟΥΜ: (Προσπαθείνά γελάσει.) Χί, χ ί, χ ί! Ναί. Ή άλήθεια είναι ότι έβγαινα άπό τό σπίτι ένός φίλου πού μένει καταδώ, τού Βίραγκ, δέν τόν ξέρεις (είναι ένας φουκαράς, κρεβατωμένος έδώ καί μία βδομάδα) καί ήπιαμε μαζί ένα ποτηράκι, καί καθώς έπέστρεφα σπίτι… (Τό άλογο χ λιμιντρίζει.) ΤΟ ΑΛΟΓΟ: Χόχ οχ οχ οχ οχ ! Χόχ οχ οχ ομ! ΚΟΡΝΤ ΚΕΛΛΕΧΕΡ: Ή άλήθεια είναι ότι ό Μπήαν, ό αμαξάς μας, μού τό είπε, άφού άφήσαμε τούς δύο έμπορευόμενους στής κυρίας Κοέν, καί τού είπα νά σταματήσει νά ρίξουμε μιά ματιά. (Γελάει.) Οί σοβαροί αμαξάδες νεκροφόρων είναι ή είδικότης μου. Θέλετε νά τόν πάω σπίτι του; Πού κουρνιάζει; Κάπου στό Κάμπρα, έτσι δέν είναι; ΜΠΛΟΥΜ: ’Όχ ι, στό Σάντυκροουβ, νομίζω. ’Απ’ ό,τι άφησε νά εννοηθεί. (Ό Στηβεν, φαρδύς-πλατύς κάτω, αναπνέει πρός τά άστρα. Τό άλλήθωρο βλέμμα τού Κόρνυ Κέλλεχ ερ άργοσέρνεται κατά τό άλογο. Ό Μπλούμ, μέ σκοτεινή όφη, κοιτάζει κάτω.)
ΚΟΡΝΤ ΚΕΛΛΕΧΕΡ: (Ξύνει τό σβέρκο του.) Τό Σάντυκοουβ! (Σκύβει καί φωνάζει στόν Στηβεν.) `Έι! (Ξαναφωνάζει.) Έι! Πάντως είναι γιομάτος ροκανίδια. Πρόσεξε μήν τού κλέψουν τίποτε. ΜΠΛΟΥΜ: `Όχ ι, όχ ι, όχ ι. ’Έχ ω έδώ ολα τά λεφτά του, τό καπέλο καί τό μπαστούνι του. ΚΟΡΝΤ ΚΕΛΛΕΧΕΡ: ’Έ, καλά. Θά τού περάσει. Δέν φαίνεται νά εσπασε κανένα κόκκαλο. Λοιπόν, έγώ νά πηγαίνω. (Γελάει.) ’Έχ ω ενα ραντεβού τό πρωί. Νά θάψουμε καί κανέναν πεθαμένο. Καλό δρόμο! ΤΟ ΑΛΟΓΟ: (Χλιμιντράει.) Χόχ οχ οχ οχ ομ. ΜΠΛΟΥΜ: Καληνύχ τα. Θά περιμένω λίγο κι υστέρα θά τόν πάρω νά φύγουμε… (Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ επιστρέφει στό άνοιχ τό άμάξι καί άνεβαίνει. Τό άλογο κάνει τά χ άμουρά του νά κροταλίζουν.) ΚΟΡΝΤ ΚΕΛΛΕΧΕΡ: (’Όρθιος πάνω στό άμάξι.) Καληνύχ τα. ΜΠΛΟΥΜ: Καληνύχ τα. (Ό άμαξάς τραβάει τά χ αλινάρια καί σηκώνει τό καμουτσίκι του σέ προτροπή. Άμάξι καί άλογο μέ δυσκολία πάνε άνάποδα καί παίρνουν τή στροφή. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ στό πλαίνό κάθισμα κουνάει τό κεφάλι του πέρα-δώθε γιά νά τονίσει τήν ευθυμία του γιά τή δύσκολη θέση τού Μπλούμ. Ό άμαξάς άπό τό κάθισμά του συμμετέχ ει στήν ευθυμία τής βουβής παντομίμας. Ό Μπλούμ κουνάει τό κεφάλι του σέ βουβή εύθυμη άπάντηση. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ διαβεβαιώνει μέ σήματα τών δακτύλων του καί τής παλάμης του ότι οι δύο άστυφύλακες θ’ άφήσουν ήσυχ ο τόν κοιμισμένο, έπειδή δέν υπάρχ ει εναλλακτική λύση. Ό Μπλούμ μεταδίδει τήν εύγνωμοσύνη του μ ’ ενα άργό νεύμα, καθώς αύτό άκριβώς είναι εκείνο πού χ ρειάζεται ό Στήβεν. Τό άμάξι κουδουνίζει ντρινγκιντρίν στή στροφή τού ντρινγκιντρίν δρόμου. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ μέ μιά κίνηση τού χ εριού του διαβεβαιώνει άκόμα μιά φορά τόν Μπλούμ. Ό Μπλούμ βεβαιώνει μέ μιά κίνηση τού χ έριού του τόν Κόρνυ Κέλλεχ ερ πώς διαβεβαιώθηκε. Τό κροτάλισμα τών όπλών καί τό κουδούνισμα τών χ άμουρων σβήνουν καί ξεμακραίνουν. Ό Μπλούμ κρατώντας στό χ έρι του τό καπέλο τού Στήβεν, διακοσμημένο μέ ροκανίδια, καί τό μπαστούνι του, στέκει άναποφάσιστος. “Υστερα σκύβει άπάνω του καί τόν κουνάει άπό τόν ώμο.) ΜΠΛΟΥΜ: ’Έι! ’Έι! (Δέν παίρνει άπάντηση· σκύβει ξανά.) Κύριε Ντένταλους! (Δέν παίρνει άπάντηση.) Τό όνομα άν τό πεις. ‘Υπνοβάτης. (Σκύβει πάλι, διστάζοντας, φέρνει τό στόμα του κοντά στό πρόσωπο τής πεσμένης μορφής.) Στήβεν! (Δέν παίρνει καμιά άπάντηση. Τόν καλεί πάλι.) Στήβεν! ΣΤΗΒΕΝ: (Μουγκρίζει.) Ποιός; Ό μαύρος πάνθηρας βρυκόλακας. (Αναστενάζει καί άναδιπλώνεται, υστέρα μουρμουρίζει μέ παρατεταμένα φωνήεντα.) Αύτός… πού όδηγεί… ό Φέργκους τώρα. Καί τρυπάει… τή συνυφασμένη σκιά τού δάσους. (Γυρίζει στό άριστερό πλευρό, αναστενάζοντας, διπλώνοντας τό σώμα του.)
ΜΠΛΟΥΜ: Ποίηση. Μορφωμένος. Κρίμα. (Σκύβει πάλι πάνω του καί τού ξεκουμπώνει τό γιλέκο.) Γιά ν’ άναπνεύσει. (Μ’ έλαφρό χ έρι καί δάχ τυλα τινάζει τά ροκανίδια άπό τά ρούχ α τού Στήβεν.) Μιά λίρα κι έφτά σελλίνια. Πάντως δέν τραυματίστηκε. (Άκούει.) Τί; ΣΤΗΒΕΝ: (Μουρμουρίζει.) … σκιές… τά δάση. … στήθη λευκά… μούχ ρωμα. (Τεντώνει τά μπράτσα του, άναστενάζει άλλη μιά φορά καί κουλουριάζεται. Ό Μπλούμ, κρατώντας τό καπέλο του καί τό μπαστούνι του στέκεται δρθιος. Κάπου μακρυά γαυγίζει ενας σκύλος. Ό Μπλούμ σφίγγει καί ξεσφίγγει τό μπαστούνι στά χ έρια του. Κοιτάζει κάτω τό πρόσωπο καί τό κορμί τού Στήβεν.) ΜΠΛΟΥΜ: (Συνομιλεί μέ τή νύχ τα.) Τό πρόσωπό του μού θυμίζει τήν καημένη τή μητέρα του. Σ’ ενα ισκιωμένο δάσος. Τό πλούσιο λευκό στήθος. Φέργκυσον, νομίζω πώς ακόυσα. ‘Ένα κορίτσι. Κάποιο κορίτσι. Τό καλύτερο πράγμα πού θά μπορούσε νά τού συμβεί… (Μουρμουρίζει)… ορκίζομαι ότι πάντοτε θά παραδέχ ομαι, θά αποκρύπτω πάντοτε καί δέν θά αποκαλύπτω, τό μέρος ή τά μέρη, τήν τέχ νη ή τίς τέχ νες… (Μουρμουρίζει) στούς τραχ είς άμμους τής θάλασσας… σέ μικρή απόσταση άπό τήν άκτή… έκεί πού ξεθυμαίνει ή παλίρροια… καί φουσκώνει… (Σιωπηλός, σκεφτικός, σέ έγρήγορση, στέκεται φρουρός, μέ τά δάχ τυλα στά χ είλη του, στή στάση ένός μύστη όδηγού. Πάνω στό σκοτεινό τοίχ ο παρουσιάζεται άργά μιά φιγούρα, σάν μέσα άπό παραμύθι, ενα άγόρι εντεκα χ ρονών, πού οί μάγισσες τό εκλεφαν καί τό άντικατέστησαν, ντυμένο μέ τά κυριακάτικά του, μέ παπούτσια άπό γυαλί καί μικρή μπρούντζινη περικεφαλαία. Κρατάει στά χ έρια ενα βιβλίο καί, χ ωρίς ν’ άκούγεται, διαβάζει άπό τά δεξιά στ’ άριστερά. Χαμογελάει καί φιλάει τή σελίδα.) ΜΠΛΟΥΜ: (Κατάπληκτος τό καλεί, χ ωρίς ν’ άκούγεται.) Ρούντυ! POTNTY: (Κοιτάζει τά μάτια τού Μπλούμ χ ωρίς νά τά βλέπει καί συνεχ ίζει νά διαβάζει, νά φιλά, νά χ αμογελά. ’Έχ ει ενα λεπτό ιώδες πρόσωπο. Στό ένδυμά του εχ ει κουμπιά άπό διαμάντια καί ρουμπίνια. Στό έλεύθερο άριστερό χ έρι του κρατά ενα λεπτό φιλντισένιο μπαστούνι μέ μενεξελί φιόγκο. “Ενα άσπρο άρνάκι προβάλλει τή μουσούδα του άπό τήν τσέπη τού γιλέκου του.)
IΙΙ 16. ΕΥΜΑΙΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ, ό κ. Μπλούμ άπομάκρυνε τά περισσότερα άπό τά ροκανίδια καί εδωσε στόν Στήβεν τό καπέλο του καί τό μπαστούνι του, καί γενικά, μέ ορθόδοξο Σαμαρείτιο τρόπο, τόν ένθάρρυνε νά σηκωθεί, πράγμα πού τό είχ ε άνάγκη. Μπορεί νά πεί κανείς ότι αύτός (ό Στήβεν) δέν τά ειχ ε άκριβώς χ αμένα, άλλά δέν ειχ ε καί πλήρη έπίγνωση, εις δέ τήν έκφρασθείσα έπιθυμία του νά πιει κάτι, ό κ. Μπλούμ λαμβάνοντας ύπ’ όψιν του τήν ώρα ώς καί τό γεγονός ότι δέν ύπήρχ ε διαθέσιμη άντλία νερού Vartry γιά νά πλυθούν, πόσο δέ μάλλον γιά νά πιούν, ειχ ε τήν έμπνευση καί άνευ δισταγμού ύπέδειξε τό Καταφύγιο τού Αμαξηλάτη, οπως ονομαζόταν, μόλις σέ άπόσταση ρίψεως λίθου άπό τή γέφυρα Μπάττ, οπου μπορούσαν νά πετύχ ουν κάποιο ρόφημα ύπό μορφήν γάλακτος, σόδας ή μεταλλικού νερού. “Ομως ή δυσχ έρεια συνίστατο στόν τρόπο τής μετάβασής τους έκεί. Πρός τό παρόν φαινόταν μάλλον άμήχ ανος, όμως, έφ’ όσον τού έλαχ ε ό κλήρος νά λάβει μέτρα έπί τού προκειμένου, συλλογιζόταν κατάλληλους τρόπους καί μέσα, ένώ στό διάστημα αύτό ό Στήβεν έπανειλημμένα χ ασμουριόταν. ’Απ’ ό,τι μπορούσε νά διαπιστώσει, ήταν ώχ ρός στό πρόσωπο, κι έτσι τού φάνηκε έντελώς σκόπιμο νά βρούν κάποιο μεταφορικό μέσο κατάλληλο στήν παρούσα περίπτωση, άφού καί οί δυό τους ήταν κουρασμένοι, ιδιαίτερα ό Στήβεν, μέ τήν προύπόθεση πάντοτε ότι ύπήρχ ε δυνατότης άνευρέσεως ένός τέτοιου μέσου. Στή συνέχ εια, υστέρα άπ’ αύτά τά προεισαγωγικά καί παρά τό γεγονός ότι δέν θυμόταν νά σήκωσε άπό τό έδαφος τό άρκούντως σαπουνισμένο μαντήλι του, μετά τίς έξαιρετικές ύπηρεσίες, πού αύτό τού ειχ ε προσφέρει κατά τό ξύρισμα, συνεχ ίζοντας τό ξεσκόνισμα, προχ ώρησαν μαζί κατά μήκος τής όδού Μπήβερ, ή άκριβέστερα τής στενωπού Μπήβερ, μέχ ρι τό πεταλωτήριο καί τήν ιδιαιτέρως δύσοσμη άτμόσφαιρα τών σταύλων στή γωνία τής όδού Μοντγκόμερυ, οπου έχ άραξαν πορείαν πρός τ’ άριστερά, βγαίνοντας άπό έκεί στήν όδό Αμιενς, έκεί γύρω στή γωνία Ντάν Μπέργκιν. “Ομως, οπως ειχ ε κατ’ ιδίαν προβλέψει, δέν φαινόταν πουθενά ίχ νος αμαξηλάτη έν άναμονή μισθώσεως, εκτός μιάς τετράτροχ ης άμαξας, πιθανώς άγκαζαρισμένης άπό φίλους πού εύρίσκοντο σέ ξεφάντωμα, εξω άπό τό ξενοδοχ είο Πολικός Άστήρ καί δέν παρατηρήθηκε καμιά ενδειξη ότι ή άμαξα είχ ε σκοπό νά τό κουνήσει ρούπι, όταν ό κ. Μπλούμ, πού δέν ήταν καθόλου έπαγγελματίας σφυριχ τής, προσπάθησε νά τήν καλέσει μέ κάποιο είδος σφυρίγματος, κρατώντας τά χ έρια του ύψωμένα τοξοειδώς πάνω άπό τό κεφάλι του, δυό φορές. Πράγματι, βρισκόντουσαν σέ άμηχ ανία, άλλά, σκεπτόμενοι μέ τήν κοινή λογική, εβλεπαν ότι δέν υπήρχ ε άλλος τρόπος άντιμετώπισης τής κατάστασης άπό τό νά τό άποφασίσουν νά τό πάρουν ποδαράτο, οπως καί έκαμαν στή συνέχ εια. ’Έτσι, παρακάμπτοντας τό Μάλλετ καί τό Γραφείον Σημάτων, στό οποίο πλησίασαν έντός ολίγου, προχ ώρησαν κατ’ άνάγκην πρός τήν κατεύθυνση τού σιδηροδρομικού στάθμου τής όδού ’Άμιενς, ένώ ό κ. Μπλούμ βρισκόταν σέ μειονεκτική θέση, έξ αιτίας τού γεγονότος ότι ενα άπό τά κουμπιά τού παντελονιού του, γιά νά ποικίλλει τή σεβαστή άπό τόν χ ρόνο χ ρήση, άκολούθησε τή μοίρα ολων τών ύπολοίπων, παρ’ ολο πού, μή ξεφεύγοντας άπό τό πνεύμα τής βραδιάς, άντιμετώπιζε τό γεγονός μέ ήρωική άνεκτικότητα. ’Έτσι, έπειδή κανείς άπό τούς δύο δέν πιεζόταν άπό τό χ ρόνο, οπως έξελίσσετο ή κατάσταση καί ή θερμοκρασία ήταν άναζωογονητική, άπό τή στιγμή πού ή άτμόσφαιρα καθάρισε άπό τά σύννεφα, μετά τήν πρόσφατη έπίσκεψη τού Όμβριου Διός, σιγά-σιγά προχ ώρησαν πέρα άπό τό σημείο, οπου τό άδειο όχ ημα άνέμενε χ ωρίς άγώι κι άγωγιάτη. Εντελώς τυχ αία φάνηκε νά έπιστρέφει ό άμμοστρωτήρας τής Εταιρείας Ηνωμένων Τροχ ιογραμμών τού Δουβλίνου, καί ό περισσότερο
ήλικιωμένος διηγήθηκε στόν σύντροφό του τά συμβάντα σέ σχ έση μέ τό γεγονός τής πρίν άπό λίγο, άληθινά ώς έκ θαύματος, σωτηρίας του. Διάβηκαν τήν κυρία είσοδο τού σιδηροδρομικού σταθμού τού Μείζονος Βορρά, σημείο έκκίνησης γιά τό Μπέλφαστ, καί οπου φυσικά κάθε συγκοινωνία είχ ε διακοπεί κατά τήν προχ ωρημένη αύτή ώρα, καί διερχ όμενοι άπό τήν πίσω είσοδο τού νεκροτομείου (χ ώρου έλάχ ιστα ελκυστικού, γιά νά μήν πούμε κατά κάποιο τρόπο άπαίσιου, ιδιαίτερα κατά τή νύχ τα), έφτασαν τελικά στήν Ταβέρνα τού Λιμανιού καί στή συνέχ εια έστριψαν στήν όδό Στόρ, διάσημη έξ αιτίας τού Τρίτου ’Αστυνομικού Τμήματος. Μεταξύ τού σημείου τούτου καί τών υψηλών, άφώτιστων τώρα, άποθηκών τής πλατείας Μπέρεσφορντ, ό νούς τού Στήβεν πήγε στόν ’Ίψεν, τόν οποίον συσχ έτισε κάπως μέ τόν Μπαίρντ, τό λιθοξόο τής πλατείας Τάλμποτ, παρεκκλίνοντας άρχ ικά δεξιά, ένώ ό άλλος, ένεργώντας οπως ό πιστός του ’Αχ άτης, είσέπνεε μέ έσωτερική ικανοποίηση τήν μυρωδιά τού φούρνου τού Τζαίημς Ρούρκ, πού ήταν σέ έλάχ ιστη άπόσταση άπό τή θέση οπου βρισκόντουσαν, τήν πολύ εύγευστη πράγματι οσμή τού έπιούσιου άρτου μας, τού πρωταρχ ικού καί πλέον άπαραίτητου άπ’ ολα τά δημόσια άγαθά. Ό άρτος, τό στήριγμα τής ζωής, κέρδισε τόν άρτον σου, ώ, πές μου, πού εύρίσκεται ό ύπέροχ ος άρτος; Στού φούρναρη τού Ρούρκ, αύτό ήταν τό λεχ θέν. En route, ό κ. Μπλούμ, ό όποιος γενικά διατηρούσε πλήρη ελεγχ ο τών αίσθήσεών του, όσο ποτέ άλλοτε μάλιστα, στήν πραγματικότητα όντας αηδιαστικά νηφάλιος, πρός τόν σιωπηλό καί, γιά νά μή μασάμε τά λόγια μας, μή εντελώς νηφάλιο σύντροφό του, έξέφερε μερικές λέξεις προειδοποίησης σέ σχ έση μέ τούς κινδύνους τής νυχ τερινής πόλης, τίς κακόφημες γυναίκες καί τούς διαπρεπείς λωποδύτες, κινδύνους πού καμιά φορά μπορούσαν νά θεωρηθούν συγγνωστοί, όχ ι βέβαια ώς καθημερινή πρακτική, άν καί έπρόκειτο γιά θανάσιμες παγίδες γιά τά νεαρά άτομα τής ήλικίας του, ειδικά άν αύτά είχ αν έθισθεί στήν πόση ιδιοσκευασμάτων τής κατηγορίας τών οινοπνευματωδών, έκτός καί άν, γιά πάν ένδεχ όμενον, γνώριζαν καί λίγο ζίου-ζίτσου, άφού ενας τύπος πεσμένος φαρδύς-πλατύς έπί τής ράχ εώς του, μπορούσε νά κατευθύνει ειδεχ θή κλωτσιά άν ό άλλος δέν ήταν προσεκτικός. Ή έπί σκηνής έμφάνιση τού Κόρνυ Κέλλεχ ερ, ήταν έργο τής Θείας Πρόνοιας, όταν ό Στήβεν βρέθηκε μακαριώτατα λιπόθυμος, άν δέ δέν παρουσιαζόταν ξαφνικά τήν δωδεκάτη ώρα, ό Στήβεν μπορούσε τελικά νά θέσει υποψηφιότητα γιά τόν Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, ή, άκόμα χ ειρότερα, γιά τό ’Αστυνομικό Τμήμα καί τήν έμφάνιση τήν επομένη στό Δικαστήριο, ενώπιον τού κ. Τομπάιας, ή, τούτου άσκούντος τό έπάγγελμα τού δικηγόρου, ενώπιον μάλλον τού γερο-Γουώλ, αύτό ήθελε νά πει, ή καί τού Μάλλονυ, πράγμα πού σήμαινε καταστροφή δι’ όποιονδήποτε, έάν τό γεγονός κοινολογειτο. Ό λόγος πού τό άνέφερε ήταν ότι άρκετοί άπ’ αύτούς τούς άστυφύλακες, τούς οποίους θερμά άντιπαθούσε, ήταν πράγματι αδίστακτοι στήν υπηρεσία τους πρός τό Στέμμα καί, οπως τό έθεσε ό κ. Μπλούμ, μή λησμονώντας μιά δυό περιπτώσεις πού συνέβησαν στό Πρώτο Τμήμα τής όδού Κλανμπάρσιλ, έτοιμοι νά όρκισθούν ότι τό άσπρο είναι μαύρο. Ούδέποτε παρόντες όταν κανείς τούς εψαχ νε, ένώ στά ήσυχ α σημεία τής πόλης, στήν όδό Πένμπροκ γιά παράδειγμα, οί φύλακες τής τάξεως είχ αν ολως εμφανή παρουσία, καί ό αύτονόητος λόγος ήταν ότι πληρώνονταν γιά νά προστατεύουν τίς ανώτερες τάξεις. “Ενα άλλο πράγμα πού σχ ολίασε ήταν ό έξοπλισμός τών στρατιωτών μέ τουφέκια ή πιστόλια κάθε είδους, ικανά νά εκπυρσοκροτήσουν άνά πάσα στιγμή, πράγμα πού ίσοδυναμούσε μέ παρότρυνση γιά επίθεση έναντίον τών πολιτών, σέ περίπτωση πού οί τελευταίοι διαπληκτίζονταν γιά κάποια αιτία μαζί τους. ’Έχ ανε κανείς τήν ώρα του καί τήν ύγεία του, συνέχ ισε λογικώτατα, καθώς έπίσης καί τήν υπόληψή του, πέραν τής μανίας διασπαθίσεως τού πράγματος, έπειδή οί εύκολες γυναίκες τού demimonde διέφευγαν μέ άρκετό παραδάκι κατά τή διαδικασία, καί ό μεγαλύτερος κίνδυνος συνίστατο στό ποιόν τών άνθρώπων μέ τούς οποίους κανείς τά πίνει, άν καί, όσον άφορά τό πολυσυζητημένο πρόβλημα τών διεγερτικών, άπολάμβανε στήν ώρα του ενα ποτήρι έκλεκτό παλιό κρασί, συχ νά θρεπτικό καί αίμοποιητικό καί μέ καθαρκτικές άρετές (ιδιαίτερα ενα καλό
κρασί Βουργουνδίας, τού οποίου ήταν Ενθερμος λάτρης), όμως ποτέ, άμετακινήτως, δέν ύπερέβαινε ενα συγκεκριμένο δριο, οπου πάντα τραβούσε μιά γραμμή, καθ’ όσον κάτι τέτοιο οδηγεί γενικά σέ διαταραχ ές, χ ωρίς ν’ αναφέρουμε τό γεγονός ότι τοιουτοτρόπως βρισκόταν κανείς ούσιαστικώς στό ελεος τών άλλων. Πιό πολύ άπ’ ολα σχ ολίασε δυσμενώς τήν έγκατάλειψη τού Στήβεν άπ’ ολους τούς ταβερνόβιους confreres του, πλήν ένός, σάν ενα, έν πάση περιπτώσει, πολύ έκτυφλωτικό παράδειγμα έγκατάλειψης ποντικών, έκ μέρους έδώ τών φίλων του τών φοιτητών τής ιατρικής, οπως ήταν καί ή περίπτωσις. —
Καί αύτός είναι ό ’Ιούδας, είπε ό Στήβεν, πού μέχ ρι τότε δέν είχ ε πεί γενικώς τίποτα.
Έπ’ αύτών καί άλλων παρεμφερών θεμάτων διαλογιζόμενοι, τράβηξαν κατ’ εύθείαν έμπρός άπό τό πίσω μέρος τού Τελωνείου καί πέρασαν κάτω άπό τήν παρακαμπτήριο τής γέφυρας, όταν ενα μαγκάλι κάρβουνα πού καιγόντουσαν μπροστά άπό ενα φυλάκιο ή κάτι άνάλογο, σταμάτησε τά μάλλον βραδέα βήματά τους. Ό Στήβεν στάθηκε αύτοβούλως, χ ωρίς ιδιαίτερο λόγο, γιά νά κοιτάξει πρός τό σωρό τών κυβολίθων καί στό φώς τό έκπορευόμενο άπό τό μαγκάλι, μπόρεσε μέσα στό σκοτάδι τού φυλακίου νά διακρίνει τήν πιό σκοτεινή σιλουέτα ένός νυκτοφύλακα τού Δήμου. ’Άρχ ισε νά θυμάται ότι αύτό συνέβη, ή ότι άναφέρθηκε πώς είχ ε συμβεί κατά τό παρελθόν, όμως άναγκάσθηκε νά καταβάλει ούκ ολίγη προσπάθεια πρίν θυμηθεί καί άναγνωρίσει μέσα στό φυλάκιο εναν παλιό φίλο τού πατέρα του, τόν Γκάμλεύ. Πρός άποφυγήν ένδεχ ομένης συνάντησης τραβήχ θηκε πρός τούς στύλους τής σιδηροδρομικής γέωυρας. —
Κάποιος σέ χ αιρέτησε, είπε ό κ. Μπλούμ.
Μιά μορφή μεσαίου άναστήματος, προφανώς είς άγραν λείας, χ αιρέτησε πάλι κάτω άπό τίς αψίδες καλώντας: Νύχ τα! Ό Στήβεν φυσικά αίφνιδιάστηκε καί στάθηκε γιά ν’ άνταποδώσει τόν χ αιρετισμό. Ό κ. Μπλούμ, παρακινημένος άπό έμφυτη λεπτότητα, έπειδή πάντοτε πίστευε στό άξίωμα ότι ό καθένας επρεπε νά μή χ ώνει τή μύτη του στίς δουλειές τών άλλων, άπομακρύνθηκε, άλλά πάντως στάθηκε στό Τίς εί, μέ κάποια σκιά άγωνίας, άν καί διόλου πανικόβλητος. Παρ’ ολο πού ήταν κάτι τό άσύνηθες στήν περιοχ ή τού Δουβλίνου, γνώριζε ότι δέν ήταν έντελώς άδύνατο κακοποιά στοιχ εία, τά όποια έστερούντο σχ εδόν παντελώς πόρων ζωής, νά ένεδρεύουν καί γενικά νά τρομοκρατούν ειρηνικούς διαβάτες, τοποθετώντας ενα περίστροφο στό κεφάλι τους, σέ κάποιο άπόμακρο σημείο, μακριά άπό τό κέντρο τής πόλης, λιμοκτονούντες πλανήτες τής κατηγορίας τών άστεγων, κοιμώμενοι κάτω άπό γεφύρια τού Τάμεσι, ήταν δυνατό νά περιφέρονται έκεί, ή καί άπλοί πλιατσικολόγοι, έτοιμοι νά τό βάλουν στά πόδια μέ όποιοδήποτε παραδάκι κατόρθωναν νά αρπάξουν, μετά άπό μιά στιγμιαία ειδοποίηση τά χ ρήματά σου ή τή ζωή σου, έγκαταλείποντας κάποιον έκεί, φιμωμένον καί στραγγαλισμένον, γιά νά σηματοδοτεί ενα ήθικό δίδαγμα. “Οταν ή μορφή πού πλεύριζε πλησίασε πιό κοντά, ό Στήβεν, παρ’ ολο πού καί ό ίδιος δέν βρισκόταν σέ κατάσταση πλήρους νηφαλιότητος, αναγνώρισε τήν άναπνοή τού Κόρλεύ άπό τήν οσμή σάπιου άποστάγματος άραβοσίτου. Ό Λόρδος Τζών Κόρλεύ, οπως τόν ονόμαζαν μερικοί, καί ή γενεαλογία του προέκυπτε ώς εξής. ΤΗταν ό πρεσβύτερος γιός τού Επιθεωρητή Κόρλεύ τού 7ου Άστυνομικού Τμήματος, άποβιώσαντος εσχ άτως, ό όποιος ειχ ε νυμφευθεί κάποια Κάθρην Μπρόφυ, κόρη άγρότου άπό τό Λάουθ. Ό παππούς του, ό Πάτρικ Μάικλ Κόρλεύ, άπό τό Νιού Ρός, είχ ε νυμφευθεί τή χ ήρα ένός πανδοχ έα έκεί, τής όποιας τό παρθενικό όνομα ήταν Κάθρην (καί αύτής) Τάλμποτ. Ψιθυριζόταν, παρ’ ολο πού δέν υπήρχ αν άποδείξεις, ότι καταγόταν άπό τόν οίκο τών Λόρδων Τάλμποτ τού Μαλαχ άιντ, στό μέγαρο τών οποίων, μιάς άσυζητητί ώραίας κατοικίας τού είδους, καθ’ ολα δέ άξιας πρός επίσκεψη, ή μητέρα του ή ή θεία του ή κάποια συγγενής του
είχ ε άπολαύσει τής τιμής νά ύπηρετήσει ώς λατζέρισσα. Αύτός ήταν καί ό λόγος, πού ό σχ ετικά νέος άκόμη, άν καί έκλυτος άνδρας, πού είχ ε άπευθύνει τόν λόγον στόν Στήβεν, έκαλείτο άπό κάποιους μέ εύτράπελη διάθεση Λόρδος Τζών Κόρλεύ. Παρασύροντας τόν Στήβεν στήν άκρη άρχ ισε νά διηγείται τό συνηθισμένο θλιβερό του παραμύθι. Δέν διέθετε ούτε φαρδίνι γιά τήν πληρωμή τού ενοικίου τής νύχ τας. “Ολοι οί φίλοι τόν είχ αν έγκαταλείψει. Εκτός αύτού, είχ ε εναν καυγά μέ τόν Λένεχ αν, τόν οποίο περιέγραψε στόν Στήβεν σάν σπαγγοραμμένο, άθλιο, άκαμάτη καί τόν στόλισε καί μέ άλλους άπρεπείς χ αρακτηρισμούς. Είχ ε μείνει χ ωρίς δουλειά καί ίκέτευσε τόν Στήβεν νά τού ύποδείξει πού, στήν ευχ ή τού Θεού, θά μπορούσε νά βρεί νά κάνει κάτι, ό,τι καί νά ήταν αύτό. ’Όχ ι, ή κόρη τής μητέρας ήταν ή λατζέρισσα, αύτή ήταν θετή άδερφή τού κληρονόμου τού οίκου ή άλλιώς συνδέονταν μέ τή μητέρα του κάπως, καί οι δύο περιπτώσεις άνήγοντο στόν ίδιο χ ρόνο, άν ολη αύτή ή ιστορία δέν ήταν εντελώς ενα κατασκεύασμα άπό τήν άρχ ή μέχ ρι τό τέλος. ‘Όπως καί νά ’ναι, ό ίδιος είχ ε φθάσει εις τά μή περαιτέρω. — Δέν θά σού ζήταγα κάτι τέτοιο, συνέχ ισε, μάρτυς μου ό θεός, άν δέν βρισκόμουνα σέ έσχ ατη άνάγκη. — Αύριο ή μεθαύριο θά ύπάρχ ει μιά άδεια θέση βοηθού δασκάλου, είπε ό Στήβεν, στό σχ ολείο άρρένων τού κ. Γκάρρετ Ντήζυ, στό Ντάλκεύ. Κάμε μιά προσπάθεια. Μπορείς νά πάς έκ μέρους μου. — Ω θεέ μου, άπάντησε ό Κόρλεύ, σίγουρα δέν θά μπορούσα νά διδάξω, άνθρωπέ μου. Δέν ήμουνα ποτέ άπό τούς έξυπνους, πρόσθεσε μ’ ένα μειδίαμα. ’Έμεινα δυό φορές στήν ίδια τάξη στό δημοτικό τών έν Χριστώ ’Αδελφών. —
Ούτε κι έγώ ξέρω πού θά κοιμηθώ άπόψε, τόν πληροφόρησε ό Στήβεν.
Ό Κόρλεύ, στήν άρχ ή, έτεινε στό νά ύποπτευθεί ότι ή έξωση τού Στήβεν άπό τό κατάλυμά του είχ ε κάποια σχ έση μέ τό γεγονός ότι προσπάθησε νά μπάσει κάποια βρωμοπουτάνα τού δρόμου. ‘Υπήρχ ε ενα άσυλο αστέγων στήν όδό Μάρλμποροου, τής κυρίας Μαλλόνεύ, άλλά μπορούσε κανείς νά είσέλθει μόνο καταβάλλοντας εξι πέννες καί ήταν γεμάτο μέ άπαράδεκτα υποκείμενα, άλλά ό ΜακΚόναχ ι τού είπε ότι ύπήρχ ε ενα αρκετά άξιοπρεπές κατάλυμα στό Μπρέηζεν Χέντ, πέρα στήν όδό Κρασοταβέρνας (πού στό νού τού συνομιλητή του συνδεόταν εμμέσως πλήν σαφώς μέ τόν άδελφόν Μπέηκον), καταβάλλοντας ενα σελλίνι. Επίσης πεινούσε τρομερά, παρ’ ολο πού δέν άνέφερε μήτε λέξη γι’ αύτό. ’Άν καί αύτή ή κατάσταση έπαναλαμβανόταν σχ εδόν κάθε νύχ τα, έν τούτοις ό Στήβεν έπέτρεψε στόν έαυτό του νά παρασυρθεί άπό τά αίσθήματά του, παρ’ ολο πού ήξερε ότι οί νέες άσυναρτησίες τού Κόρλεύ, οπως καί οί παλιές, ελάχ ιστα άξιζαν κάποιας άξιοπιστίας. Πάντως, οπως παρατηρεί ό Λατίνος ποιητής, haud ignarus malorum miseris succurrere disco, κτλ., κτλ., επειδή, δ’πως ήρθαν τά πράγματα, είσέπραττε τό μισθό του στά μισά τού μηνός, στίς δεκαέξι, όπως είχ αμε καί σήμερα, παρ’ ολο πού ενα σημαντικό μέρος τού παρά είχ ε ήδη έξανεμισθεί. Άλλά τό πιό ώραίο ήταν πώς τίποτα δέν θά μπορούσε νά πείσει τόν Κόρλεύ ότι ό Στήβεν δέν ζούσε έν άνέσει καί ότι δέν είχ ε άλλο τίποτε νά κάμει παρά νά διανέμει στούς άλλους τά χ ρειώδη. ’Έβαλε πάντως τό χ έρι στήν τσέπη του, όχ ι επειδή σκέφτηκε ότι θά εύρισκε εκεί κάτι φαγώσιμο, άλλά μέ τή σκέψη ότι μπορούσε νά τού δανείσει κάτι, μέχ ρι ενα σελλίνι περίπου, κι ετσι νά προσπαθήσει αύτός μέ κάποιο τρόπο νά βρει κάτι νά φάει. “Ομως, τό άποτέλεσμα ήταν άρνητικό, διότι πρός
μεγάλη του λύπη βρήκε νά λείπουν τά μετρητά του. Μερικά τριμμένα μπισκότα ήταν τό τελικό άποτέλεσμα τής ερευνάς του. ’Έβαλε τά δυνατά του γιά νά θυμηθεί άν τά είχ ε χ άσει, οπως πολύ πιθανόν νά συνέβαινε, ή τά είχ ε κάπου άφήσει, επειδή σέ αύτή τήν περίπτωση οί προοπτικές δέν ήταν καθόλου ευχ άριστες, άντιθέτως μάλιστα. ΤΗταν καί εντελώς εξαντλημένος ώστε νά επιτύχ ει μιά πλήρη ερευνά, παρ’ ολο δέ πού προσπάθησε νά θυμηθεί περισσότερα γιά τά μπισκότα, ελάχ ιστα θυμόταν. Ποιός άκριβώς τού τά έδωσε, ή πού, ή μήπως τά είχ ε άγοράσει μόνος του; Πάντως, σέ μιάν άλλη τσέπη συνάντησε ό,τι, λανθασμένα, καθώς άποδείχ θηκε, έξέλαβε στό σκοτάδι γιά πέννες. —
Αύτά είναι μισές κορώνες, άνθρωπέ μου, τόν διόρθωσε ό Κόρλεύ.
Καί πράγματι άποδείχ θηκε πώς ήταν. Ό Στήβεν τού δάνεισε μία. — Σ’ εύχ αριστώ, άπάντησε ό Κόρλεύ. Είσαι κύριος. Θά σ’ τό ξεπληρώσω κάποτε. Ποιός είναι αύτός μαζί σου; Τόν εχ ω δεί μερικές φορές στό Πληγωμένο ’Άλογο τής όδού Κάμπτεν μέ τόν Μπόυλαν τόν άφισοκολλητή. Θά μπορούσες νά τού πείς μιά καλή κουβέντα γιά πάρτη μου, γιά νά μέ προσλάβουν εκεί πέρα. Θά μπορούσα νά γινόμουνα κι έγώ άνθρωποςσάντουιτς. Τό κορίτσι τού γραφείου μού είπε ότι έχ ουν κλείσει προσωπικό γιά τίς επόμενες είκοσι μέρες, άνθρωπέ μου. Χριστέ μου, άκόμα κι εκεί πρέπει νά κλείνεις θέσεις άπό πρίν, άνθρωπέ μου, ούτε νά πουλάγανε εισιτήρια γιά τήν Οπερα. Δέν δίνω δεκάρα πάντως γιά τά ρέστα, μόνο νά βρώ δουλειά, άκόμα κι άς είναι καί σκουπιδιάρης. Στή συνέχ εια, καί άφού τό ήθικό του είχ ε άναπτερωθει μετά τήν έξασφάλιση τών δυό σελλινιών καί τών εξι πεννών, πληροφόρησε τόν Στήβεν γιά κάποιο φίλο, πού τόν λέγανε Μπάγκς Κομίσκυ, γιά τόν όποιο είπε ότι ό Στήβεν τόν ήξερε άπό τόν λογιστή έκείνου τού τροφοδότη πλοίων στό Φούλλαμ, πού παλιότερα συνήθιζε νά περνάει άπό τού Νέηγλ μέ τόν Ο’Μάρα καί μ’ ενα κοντό παλληκαράκι πού τραύλιζε καί πού τόν λέγανε Τίγκ. “Οπως καί νά ’χ ει τό πράγμα, τό προηγούμενο βράδυ τόν πιάσανε καί τού ρίξανε πρόστιμο δέκα σελλίνια γιά μέθη, άπρεπή συμπεριφορά καί άρνηση ν’ άκολουθήσει τόν άστυφύλακα. Στό μεταξύ, ό κ. Μπλούμ πηγαινοερχ ότανε στήν περιοχ ή τών κυβολίθων, κοντά στό μαγκάλι μέ τά κάρβουνα, μπροστά στό φυλάκιο τού νυχ τοφύλακα τού Δήμου, ό όποιος, οπως τού φάνηκε, προφανώς σκύλος στή δουλειά, ροχ άλιζε ήσυχ α γιά έπιδιώξεις καί σκοπούς άποκλειστικά δικούς του, ένώ τό Δουβλίνο κοιμόταν. Ταυτόχ ρονα έριχ νε κάπου-κάπου ενα βλέμμα κατά τόν όχ ι καί τόσο άψόγως ένδεδυμένο συνομιλητή τού Στήβεν, σάν νά είχ ε έντοπίσει κάπου αύτόν τόν εύγενή, άλλά δέν ήταν σέ θέση νά δηλώσει είλικρινά πού, ούτε είχ ε τήν παραμικρή ιδέα πότε. Καθώς ήταν ψύχ ραιμο άτομο καί ικανό ν’ αξιολογήσει διάφορες ευφυείς παρατηρήσεις, παρατήρησε έπίσης τό ύπερβολικά στραπατσαρισμένο καπέλο του καί γενικά τή στερούμενη οίασδήποτε κομψότητας ένδυμασία του, ή όποία καταμαρτυρούσε χ ρονιά άδεκαρία. Πιθανόν νά έπρόκειτο γιά κάποιο παράσιτο, άλλά, έδώ πού τά λέμε, ό καθένας έκμεταλλεύεται τόν γείτονά του, πού μέ τή σειρά του, παντού, σέ κάθε βάθος υπάρχ ει ενα βαθύτερο βάθος, έδώ πού τά λέμε, άν ό μέσος άνθρωπος είχ ε τήν τύχ η νά βρεθεί κάποια μέρα στό εδώλιο, τά καταναγκαστικά έργα, μετά ή άνευ δικαιώματος έξαγοράς, αύτό ήταν πράγματι μιά πολύ rara avis. Έν πάση περιπτώσει, διέθετε πολύ θράσος γιά νά σταματάει τόν κόσμο τέτοια ώρα τής νύχ τας, ή γύρω στά ξημερώματα. Αύτό πράγματι παραήταν. Τό ζεύγος χ ώρισε καί ό Στήβεν γύρισε ξανά στόν κ. Μπλούμ, πού μέ τό έξασκημένο μάτι του δέν παράλειψε νά άντιληφθεί ότι είχ ε ύποκύψει στίς κολακευτικές θωπείες τού παράσιτου.
Ύπαινισσόμενος τή συνάντηση είπε γελώντας, ό Στήβεν δηλαδή: — Ή τύχ η του ξόφλησε. Μού ζήτησε νά σάς ζητήσω νά ζητήσετε άπό κάποιον όνομαζόμενον Μπόυλαν, κάποιον άφισοκολλητή, νά τόν προσλάβει ώς άνθρωπο-σάντουιτς. Ό κ. Μπλούμ, μ’ αύτή τήν πληροφορία, στήν όποία εδειξε ν’ άποδίδει έλάχ ιστο ενδιαφέρον, κοίταξε άφηρημένος έπί μισό δευτερόλεπτο περίπου, πρός τήν κατεύθυνση μιάς βυθοκόρου πού φαινόταν νά τό είχ ε πάρει πάνω της, επειδή τής είχ αν δώσει τή διάσημη ονομασία ’Έμπλανα άγκυροβολημένης κατά μήκος τής αποβάθρας τού Τελωνείου καί πιθανότατα έκτός λειτουργίας, καί παρατήρησε μέ υπεκφυγή: — ’Όπως λένε, καθένας μέ τήν τύχ η του. Τώρα πού τό λέτε, ή φάτσα του μού είναι γνωστή. Άλλά, άς τό άφήσουμε αύτό γιά τήν ώρα. Πέστε μου, πόσα σάς στέρησε, ρώτησε, άν δέν είμαι ύπερβολικά αδιάκριτος; — Μισή κορώνα, άπήντησε ό Στήβεν. Φαντάζομαι ότι αληθινά τήν εχ ει άνάγκη γιά νά κοιμηθεί κάπου. — Τήν εχ ει άνάγκη, πρόφερε ό κ. Μπλούμ, μή εκδηλώνοντας τήν παραμικρή έκπληξη στήν πληροφορία, μπορώ εντελώς νά άποδεχ θώ τόν ισχ υρισμό καί νά έγγυηθώ ότι τήν εχ ει άνάγκη διαρκώς. Καθένας σύμφωνα μέ τίς άνάγκες του καί καθένας σύμφωνα μέ τίς πράξεις του. Άλλά μιλώντας γενικά, πρόσθεσε μ’ ενα χ αμόγελο, εσείς πού θά κοιμηθείτε; Αποκλείεται νά βαδίσετε μέχ ρι τό Σάντικοουβ καί, άκόμα κι άν ύποθέσουμε ότι τό κάνετε, δέν θά μπορέσετε νά μπείτε, μετά άπ’ αύτό πού συνέβηκε στό σταθμό τής όδού Γουέστλαντ. Απλώς, θά κουραστείτε γιά τό τίποτα. Δέν εχ ω τήν παραμικρή πρόθεση νά σάς κάνω τό δάσκαλο, άλλά γιατί φύγατε άπό τό σπίτι τού πατέρα σας; —
Γιά ν’ άναζητήσω τήν άτυχ ία, ήταν ή άπάντηση τού Στήβεν.
— Συνάντησα τόν άξιότιμο πατέρα σας μέ κάποια εύκαιρία, προσφάτως, επανήλθε διπλωματικότατα ό κ. Μπλούμ. Σήμερα, δηλαδή, ή, γιά νά είμαι τελείως άκριβής, χ θές. Πού μένει τώρα; Κατά τή διάρκεια τής συζητήσεως συνεπέρανα ότι είχ ε μετακομίσει. —
Πιστεύω πώς μένει κάπου στό Δουβλίνο, άπάντησε χ ωρίς ενδιαφέρον ό Στήβεν. Γιατί;
— Χαρισματικός άνθρωπος άπό πολλές άπόψεις, είπε ό κ. Μπλούμ γιά τόν κ. Ντένταλους τόν πρεσβύτερο, καί γεννημένος raconteur, άπό τούς λίγους. Είναι πολύ περήφανος γιά σάς, καί εντελώς δικαιολογημένα. Θά μπορούσατε, ίσως, νά έπιστρέφατε έκεί, τόλμησε νά πεί καί θυμήθηκε άλλη μιά φορά τήν πολύ δυσάρεστη σκηνή στό τέρμα τής όδού Γουέστλαντ, οπου κατέστη τελείως προφανές ότι οί άλλοι δυό, ό Μάλλιγκαν δηλαδή καί εκείνος ό άλλος, ό ’Άγγλος τουρίστας φίλος του, προσπαθούσαν πασιφανώς, σάν νά τούς άνήκε ολόκληρος ό σταθμός, ν’ άπαλλαγούν άπό τόν Στήβεν μέσα στή σύγχ υση, οπως καί τό κατάφεραν τελικά. Δέν υπήρξε άπάντηση, πάντως, στήν υπόδειξη, οποια άξία καί νά είχ ε αύτή, έπειδή ό Στήβεν ήταν τελείως άφοσιωμένος στήν άναπαράσταση τής οικογενειακής του εστίας, τήν τελευταία φορά πού τούς είδε ολους, όταν ή άδελφή του Ντίλλυ, καθισμένη δίπλα στή φωτιά, μέ τά μαλλιά ριγμένα κάτω, περίμενε νά βράσει μέσα στό καπνισμένο μπρίκι μιά λεπτή φλούδα κακάο άπό τό Τρινιντάντ, ώστε ό ίδιος καί ή άδερφή του νά μπορέσουν νά το γευθούν άνακατεμένο μέ
εκχ ύλισμα βρώμης, άντί γιά γάλα, μετά άπό τίς ρέγγες πού έφαγαν γιά δείπνο τήν Παρασκευή, δύο στήν πέννα, καί άπό ενα αυγό ό καθένας, γιά τή Μάγγυ, τή Μπούτυ καί τήν Καίτη, καθώς ή γάτα, κάτω άπό τό στεγνωτήριο τών ρούχ ων, κατασπάραζε εναν σωρό άπό τσόφλια αυγών καί καρβουνιασμένα ψαροκόκκαλα καί κεφάλια, πάνω σ’ ενα τετράγωνο χ αρτί περιτυλίγματος, σύμφωνα πρός τήν τρίτη προσταγή τής εκκλησίας περί νηστείας καί άποχ ής κατά τάς καθορισθείσας ήμέρας τής Σαρακοστής ή ήμέρας προετοιμασίας πρός κοινωνίαν ή κάτι παρεμφερές. — ’Όχ ι, έπανέλαβε πάλι ό κ. Μπλούμ, έγώ άν βρισκόμουνα στή θέση σας, δέν θά περιέβαλα μέ πολλή εμπιστοσύνη αύτόν τόν στενό φίλο σας, ό όποιος συνεισφέρει τό στοιχ είο του χ ιούμορ, τόν δόκτορα Μάλλιγκαν εννοώ. Γνωρίζει άπό ποιά μεριά είναι βουτυρωμένο τό ψωμί του, παρ’ ολο πού είναι πολύ πιθανό νά μήν άνακάλυψε ποτέ τί σημαίνει νά ζεί κανείς χ ωρίς τακτικά γεύματα. Βέβαια εσείς δέν προσέξατε όσα έγώ, άλλά δέν θά μέ κατέπλησσε καθόλου άν μάθαινα ότι μιά πρέζα καπνού ή κάποιου ναρκωτικού τοποθετήθηκε μέσα στό ποτό σας γιά κάποιον άπώτερο σκοπό. Άντελήφθη, πάντως, άπ’ όσα είχ ε άκούσει, ότι ό δόκτωρ Μάλλιγκαν ήταν γενικά ενας πολυπράγμων, πού δέν περιοριζόταν στήν ιατρική, καί ταχ ύτατα θά άναδεικνυόταν στό προσκήνιο στήν ειδικότητά του καί, άν οί πληροφορίες έπιβεβαιώνοντο, παρείχ ε ελπίδες επαγγελματικής επιτυχ ίας στό εγγύς μέλλον σάν κομψός γιατρός, άπολαμβάνοντας ικανοποιητικές άμοιβές γιά τίς υπηρεσίες του, ώς καί επαγγελματικής καθιερώσεως, υστέρα άπό τή διάσωση εκείνου τού άνθρώπου άπό βέβαιο πνιγμό διά τεχ νητής άναπνοής καί ολων εκείνων πού στό Σκέρρις (ή στό Μαλαχ άιντ;) άποκαλούνται πρώτες βοήθειες. Αύτό ήταν, ναί, ήταν υποχ ρεωμένος νά τό παραδεχ θεί, μία υπέρμετρα θαρραλέα πράξη, τήν όποία δέν μπορούσε όσον επρεπε νά επαινέσει λόγω άδυναμίας νά άνεύρει τίς κατάλληλες λέξεις, κι ετσι ήταν είλικρινά εντελώς άνίκανος νά έμβαθύνει, ώστε ν’ άνακαλύψει ποία πρακτική αιτία μπορούσε νά ενυπάρχ ει στό βάθος, εκτός άν αύτό προήρχ ετο άπό άπλή στραβοκεφαλιά ή άπό ζήλεια, καθαρά καί ξάστερα. — Έκτος άν ολα αύτά άπλώς συμποσούνται σ’ ενα πράγμα, αύτό πού μπορεί κανείς ν’ άποκαλέσει κλέφτης τών ιδεών σας, τόλμησε νά εκστομίσει. Ή επιφυλακτική ματιά, πού εριξε στή σκυθρωπή τώρα έκφραση τών χ αρακτηριστικών τού Στήβεν, καί πού περιείχ ε έγνοια, περιέργεια, μέχ ρι καί φιλία, δέν διαφώτισε καθόλου τό πρόβλημα, άν δηλαδή εκείνος είχ ε επιτρέψει στόν εαυτό του νά έξαπατηθεί, κρίνοντας άπό δυό-τρείς μελαγχ ολικές παρατηρήσεις πού τού διέφυγαν, ή, εντελώς άντίθετα, άν είχ ε διείδει μέσα άπό τό γεγονός καί, γιά κάποιο λόγο πού μόνος αύτός γνώριζε, είχ ε επιτρέψει στά πράγματα, λίγο πολύ, νά έξελιχ θούν… Πράγματι, ή έξουθενωτική φτώχ εια εχ ει τέτοια άποτελέσματα καί παρ’ ολό πού διέθετε ύ μόρφωσης, συμπέρανε ότι άντιμετώπιζε άρκετές δυσκολίες γιά νά τά φέρει βόλτα οικονομικά. ψηλό επίπεδο Κοντά στό δημόσιο ουρητήριο γιά άρρενες διέκρινε Ενα καρροτσάκι πωλήσεως παγωτών, γύρω άπό τό οποίο μία ομάδα, προφανώς ’Ιταλών, πού λογομαχ ούσαν ζωηρά, άντάλλαξαν εύγλωττες εκφράσεις στή ζωηρή γλώσσα τους μ’ εναν ιδιαίτερα έντονο τρόπο, εκδηλώνοντας τίς μικροδιαφορές πού ενυπήρχ αν στή συντροφιά. —
Putanna madonna, che ci dia i quattrini! Ho ragione? Culo rotto!
—
Intendiamoci. Mezzo sourano piii…
—
Dice lui, pero.
—
Farabutto! Mortacci sui!
Ό κ. Μπλούμ καί ό Στήβεν μπήκαν στό Καταφύγιο του Αμαξηλάτη, μιά άπέριττη ξύλινη κατασκευή, στήν όποία σπάνια, γιά νά μήν πώ ποτέ, είχ αν μπεί πρίν. Ό πρώτος είχ ε ψιθυρίσει προηγουμένως στόν δεύτερο μερικά στοιχ εία πού άφορούσαν τόν ιδιοκτήτη, γιά τόν οποίον έλέγετο ότι ήταν ό πάλαι ποτέ διάσημος Κατσικογδάρτης Φίτζχ αρρις ό άήττητος, παρ’ ολο πού δέν ήταν σέ θέση νά έγγυηθεί γι’ αύτό επειδή, πιθανότατα, σ’ ολα αύτά δέν ύπήρχ ε ίχ νος άλήθειας. Σ’ ελάχ ιστο χ ρονικό διάστημα οί δύο νυχ τοβάτες κάθησαν άσφαλείς σέ μιά διακριτική γωνιά, κάτω άπό τά χ αιρετιστήρια βλέμματα μιάς άποφασιστικά ετερογενούς ομήγυρης άστεγων καί χ αμένων καί άλλων άκαθόριστων δειγμάτων τού άνθρωπίνου είδους, πού βρίσκονταν κιόλας άπασχ ολημένα-μέ φαί καί πιοτό, δραστηριότητες τίς οποίες έποίκιλλαν μέ συζητήσεις, γιά ολους δέ αύτούς ήταν έκδηλο ότι οί νεοφερμένοι συνιστούσαν άντικείμενο έντονης περιέργειας. — Τώρα ταιριάζει ενα φλυτζάνι καφές, τόλμησε εύλογοφανώς νά προτείνει ό κ. Μπλούμ γιά νά σπάσει ό πάγος, ή δέ άποψή μου είναι ότι θά επρεπε νά δοκιμάσετε κάτι ύπό μορφήν στερεάς τροφής, άς πούμε κάποιο είδος άρτιδίου. Στή συνέχ εια, ή πρώτη του ενέργεια ήταν νά παραγγείλει μέ τή χ αραχ τηριστική του ψυχ ραιμία αύτά τά προίόντα. Τό πλήθος τών αμαξάδων ή τών φορτοεκφορτωτών, ή οποίοι καί άν ήταν αύτοί, μετά άπό μία έπί τροχ άδην επιθεώρηση, έμφανώς άνικανοποίητοι, έστρεψαν τά βλέμματά τους άλλου, παρ’ ολο πού ένας κοκκινοτρίχ ης γενειοφόρος ιδιώτης, έπιρρεπής στό οινόπνευμα, καί τού όποιου τμήμα τών μαλλιών είχ ε λευκανθεί, ναύτης πιθανόν, εξακολουθούσε νά κοιτάζει γι’ άρκετό χ ρόνο άκόμα, πρίν μεταφέρει τό συνεπαρμένο βλέμμα του στό έδαφος. Ό κ. Μπλούμ, επωφελούμενος τού δικαιώματος τής ελευθερίας τού λόγου, καί διαθέτοντας κάποια έπιπόλαιη σχ έση μέ τή γλώσσα τής διένεξης, παρ’ ολο βέβαια πού δυσκολευόταν μέ τό ρήμα voglio, έπεσήμανε στόν protege πού μ’ εύκρινή τόνο φωνής, apropos μέ τή διαμάχ η τού δρόμου, ή όποία έμαίνετο άκόμη μανιώδης: — ’Όμορφη γλώσσα. Γ ιά τό τραγούδι εννοώ. Γ ιατί δέν γράφετε τά ποιήματά σας σ’ αύτή τή γλώσσα; Bella Poetria! Τόσο μελωδική καί πλήρης. Belladonna voglio. Ό Στήβεν, πού προσπαθούσε ύπεράνθρωπα νά χ ασμουρηθεί, άν τά κατάφερνε, ύποφέροντας γενικά άπό γενική κόπωση, άπάντησε: —
Γιά νά γεμίσει τό αύτί μιάς έλεφαντίνας. Γ ιά λεφτά τσακωνόντουσαν.
— Α, ετσι; ρώτησε ό κ. Μπλούμ. Βέβαια, πρόσθεσε σκεφτικός, μέ τήν ενδόμυχ η σκέψη ότι γενικά ύπήρχ αν περισσότερες γλώσσες άπό τίς άπολύτως άπαραίτητες, ίσως νά είναι μόνο ή γοητεία τού νότου πού τήν περιβάλλει. Στά μισά αύτού τού tete-a-tete, ό ιδιοκτήτης τού Καταφυγίου άπόθεσε στό τραπέζι ενα γεμάτο φλυτζάνι έκλεκτού ζεματιστού άφεψήματος πού άπεκάλεσε καφέ καί ενα μάλλον προκατακλυσμιαίο δείγμα άρτιδίου, ή, κάτι πού παρείχ ε αύτή τήν εντύπωση, καί κατόπιν
άποσύρθηκε πίσω άπό τόν πάγκο του. Ό κ. Μπλούμ άποφασισμένος νά τόν περιεργαστεί άργότερα, ώστε νά μή δείξει ότι… γιά τό λόγο αύτό, ένεθάρρυνε μέ τό βλέμμα του τόν Στήβεν νά προχ ωρήσει, ένώ μετακίνησε δι’ ύποβολιμαίας ώθήσεως τό φλυτζάνι μέ τόν πρός τό παρόν ύποθετικά ονομαζόμενο καφέ, σταδιακά πλησιέστερα πρός αύτόν. — Οί ήχ οι είναι μιά άπάτη, είπε ό Στήβεν μετά άπό κάποια παύση. “Οπως καί τά ονόματα, ό Κικέρων, ό Πόντμορ, ό Ναπολέων, ό κ. Καλόβολος, ό Ίησούς, ό κ. Ντόυλ. Τό επίθετο Σαίξπηρ ήταν τόσο κοινό όσο καί τό επίθετο Μέρφυ. Τί σημασία εχ ει ενα όνομα; — Ναί, βέβαια, συμφώνησε χ ωρίς επιτήδευση ό κ. Μπλούμ. Βέβαια. Καί τό δικό μας έπίθετο άλλαξε, πρόσθεσε, σπρώχ νοντας πρός τά εμπρός τό άποκαλούμενο άρτίδιο. Ό κοκκινογένης ναύτης, πού κοίταζε μέ τήν άκρη τού ματιού του τούς νεοφερμένους, πλεύρισε τόν Στήβεν, τόν όποιο είχ ε ιδιαίτερα έπιλέξει γιά νά περιποιηθεί, ρωτώντας στά ίσια: —
Καί ποιό είναι τό όνομά σου, έλόγου σου;
Άκριβώς σ’ αύτό τό έσχ ατο σημείο, ό κ. Μπλούμ άγγιξε τό παπούτσι τού συντρόφου του, άλλά ό Στήβεν, άγνοώντας φαινομενικά τή θερμή πίεση άπό μιά μή άναμενόμενη πλευρά, άπάντησε: —
Ντένταλους.
Ό ναύτης τόν κοίταξε βαρειά μ’ ένα ζευγάρι νυσταγμένα καί σακκουλιασμένα μάτια, σχ εδόν βουλωμένα άπό τήν ύπερβολική χ ρήση οινοπνεύματος, κατά προτίμηση παλιού τζίν άνακατωμένου μέ νερό. —
Τόν Σίμωνα Ντένταλους τόν ξέρεις; ρώτησε τελικά.
—
Ακουστά τόν εχ ω, είπε ό Στήβεν.
Ό κ. Μπλούμ τά εχ ασε πρός στιγμήν, παρατηρώντας τούς άλλους καταφανώς νά κρυφακούν. — ’Ιρλανδός είναι, βεβαίωσε εύθαρσώς ό ναύτης, κοιτάζοντας άκόμη μέ τό ιδιο υφος καί νεύοντας. Πολύ ’Ιρλανδός. —
Υπερβολικά ’Ιρλανδός, άπάντησε ό Στήβεν.
‘Όσο γιά τόν κ. Μπλούμ δέν μπορούσε νά συμπεράνει τίποτα άπό τήν ολη υπόθεση καί άναρωτιόταν γιά τήν πιθανή σχ έση, όταν ό ναύτης, μέ δική του πρωτοβουλία, στράφηκε πρός τούς άλλους θαμώνες τού Καταφυγίου μέ τήν παρατήρηση: — Τόν έχ ω δει νά πετυχ αίνει πυροβολώντας δυό αύγά στηριγμένα σέ δυό μπουκάλια στίς πενήντα γιάρδες πάνω άπό τόν ώμο του. Άριστερόχ ειρας καί πέτυχ ε διάνα. Παρ’ ολο πού εμποδιζόταν έξ αιτίας ένός περιοδικού τραυλίσματος, προσθέτως δέ οί κινήσεις του ήσαν κι αύτές άδέξιες, έβαλε τά δυνατά του γιά νά εξηγήσει. — Τό μπουκάλι εκεί κάτω, είπε. Πενήντα γιάρδες μετρημένες. Τά αύγά πάνω άπό τά μπουκάλια. Σηκώνει τόν κόκκορα τού οπλου του πάνω άπό τόν ώμο του. Σημαδεύει.
Μισογύρισε τό σώμα του, έκλεισε εντελώς τό δεξί του μάτι, υστέρα στράβωσε τά χ αρακτηριστικά του πρός τά πλάγια καί κοίταξε έξω κατά τή νύχ τα μέ μιάν άντιπαθητική έκφραση τού προσώπου του. —
Μπάμ, άνέκραξε τότε άπαξ.
Τό άκροατήριο περίμενε, άναμένοντας μιά πρόσθετη έκπυρσοκρότηση, άφού υπήρχ ε άκόμα ένα αύγό. —
Μπάμ, φώναξε δεύτερη φορά.
Μέ τό δεύτερο αύγό έμφανώς σπασμένο, ένευσε καί συγκατένευσε, προσθέτοντας αιμοδιψής: — Ό Μπούφαλο Μπίλ πυροβολεί γιά νά πετύχ ει ποτέ του δέν αστόχ ησε καί ποτέ δέν θ’ αστοχ ήσει. Επακολούθησε σιωπή μέχ ρι πού ό κ. Μπλούμ, γιά νά κάνει τήν άτμόσφαιρα πιό εύχ άριστη, σκέφθηκε νά τόν ρωτήσει άν έπρόκειτο περί διαγωνισμού σκοποβολής, οπως έκείνος στό Μπρίσλεύ. —
Όρίστε; είπε ό ναύτης.
—
Πάει πολύς καιρός; συνέχ ισε ό κ. Μπλούμ, χ ωρίς τήν ελάχ ιστη ύποχ ώρηση.
— Γιατί; άπάντησε ό ναύτης, χ αλαρώνοντας κάπως κάτω άπό τή μαγική επίδραση διαμαντιού πού τέμνει άλλο διαμάντι, μπορεί νά έχ ουν περάσει καί δέκα χ ρόνια. ’Έκανε τό γύρο τού κόσμου μέ τό Βασιλικό Τσίρκο Χένγλερ. Έγώ τόν είδα στή Στοκχ όλμη. —
Περίεργη σύμπτωση, έκμυστηρεύθηκε κοσμίως ό κ. Μπλούμ στόν Στήβεν.
— Μέρφυ μέ λένε, συνέχ ισε ό ναύτης. Γ. Μπ. Μέρφυ, άπό τό Καρριγκάλοου. Ξέρεις πού βρίσκεται; —
Στό λιμάνι τού Κουήνσταουν, άπήντησε ό Στήβεν.
— Σωστά, είπε ό ναύτης. Στό φρούριο Κάμπντεν καί στό φρούριο Κάρ-λαίλ. ’Από κεί είμαι. Ή γυναικούλα μου έκεί κάτω βρίσκεται. Μέ περιμένει, τό ξέρω. Γιά τήν Αγγλία, τή φαμίλια καί τίς όμορφες. Είναι ή άληθινή γυναίκα μου, πού έχ ω έφτά χ ρόνια νά τή δώ, ταξιδεύοντας δώθε-κείθε. Ό κ. Μπλούμ ήταν σέ θέση νά σκιαγραφήσει εύκολα τήν έμφάνισή του έπί σκηνής — τήν έπιστροφή του στό σπιτάκι τού ναυτικού, πλάι στό δρόμο, έχ οντας ξεγελάσει τό γερο-’Ωκεανό — μιά βροχ ερή νύχ τα χ ωρίς φεγγάρι. Διασχ ίζοντας ολο τόν κόσμο γιά τό χ ατήρι μιάς γυναίκας. Πλήθος ιστορίες έπί τού θέματος τής ’Άλις Μπέν Μπόλτ, τόν ’Ένωχ ’Άρντεν καί τόν Ρίπ Βάν Γουίνκλ, ολοι δέ έδώ μέσα θά θυμόνταν τόν Κάοκ Ο’Λήρυ, ενα δημοφιλές, άλλά δύσκολο, γιά άπαγγελία ποίημα τού καημένου τού Τζών Κέηζεύ, μιά έξαίσια ποίηση κατά τόν ίδιάζοντα έλάσσονα τόνο της. Ποτέ γιά τή φευγάτη σύζυγο πού έπιστρέφει, παρ’ ότι αύτή παρέμεινε πάντα άφοσιωμένη στόν άπουσιάζοντα. Μέ τό πρόσωπο πίσω άπό τό παράθυρο! Φανταστείτε τήν έκπληξή του όταν αύτός τελικά κόβει τό νήμα τού τερματισμού μέ τή φοβερή άλήθεια πού ύποφώσκει μέσα του, άναφορικά μέ τό καλύτερό του ήμισυ, καταστραμμένος άπό τήν άγάπη της. Έσύ δέν μέ περίμενες πιά, άλλά έγώ έπέστρεφα γιά νά παραμείνω καί γιά νά επιχ ειρήσουμε μιά νέα άρχ ή. Έκείνη κάθεται έκεί,
μιά έγκαταλελειμμένη σύζυγος, στήν άμετάλλαχ τη φωτιά. Πιστεύει πώς πέθανα. Στό λίκνο τών κυμάτων λικνιζόμενος. Καί στό ίδιο τραπέζι παρακάθεται, πιθανόν ό μπαρμπα-Τσάμπ ή Τόμκιν, ό πανδοχ έας τού Στέμματος καί τής ’Άγκυρας, χ ωρίς σακκάκι, τρώγοντας μπριζόλα μέ κρεμμύδια. Δέν έχ ει κάθισμα γιά τόν πατέρα. Φσσστ! Ό άνεμος! Ή καινούργια γέννα της πάνω στά γόνατά της, τό μεταθανάτιο τέκνο. Τραλαλά τού λέγανε καί μού τό παντρεύανε. Ύπόκυψε εις τό άναπόφευκτο. Σφίξε τήν καρδιά σου κόμπο καί άντεξέ το. Διατελώ μετά περισσής άγάπης, ό τεθλιμμένος σύζυγός σας, Γ. Μπ. Μέρφυ. Ό ναύτης πού δέν έμοιαζε μέ κάτοικο τού Δουβλίνου, άπευθύνθηκε πρός κάποιον άπό τούς αμαξάδες μέ τήν έρώτηση: —
Μήπως σού βρίσκεται καμιά δαγκωματιά καπνός;
Ό αμαξάς, στόν όποιο άπευθύνθηκε, κατά τύχ η δέν διέθετε, άλλά ό ιδιοκτήτης πήρε ένα κομμάτι καπνού άπό τό καλό του σακκάκι, πού κρεμόταν σ’ ενα καρφί, καί τό έπιθυμητό άντικείμενο πέρασε άπό χ έρι σέ χ έρι. —
Εύχ αριστώ, είπε ό ναύτης.
’Έθεσε τήν μπουκιά στόν καταπιώνα του καί άναμασώντας μέ άργά τραυλίσματα συνέχ ισε: — Σήμερα τό πρωί φτάσαμε, στίς έντεκα. Μέ` τό τρικάταρτο Ρόζβην, φορτωμένο τούβλα άπό τό Μπρίτζγουωτερ. Μπαρκάρισα γιά νά περάσω άπέναντι. Τό άπόγιομα πληρώθηκα. Νά τό άπολυτήριό μου. Βλέπεις; Γ. Μπ. Μέρφυ. Πτυχ ιούχ ος ναύτης. Πρός επιβεβαίωση τής δήλωσής του έβγαλε άπό μιά πλάγια τσέπη καί ένεχ είρισε στούς γείτονές του ένα όχ ι καί πολύ καθαρό έγγραφο, διπλωμένο. — Πρέπει νά ’χ εις δεί μπόλικον άπό τούτον τόν κόσμο, παρατήρησε ό ιδιοκτήτης, άκουμπώντας πάνω στόν πάγκο. — Ναί, είπε ό ναύτης συλλογιζόμενος, έχ ω γυρίσει ολο τόν κόσμο άπό τότε πού ξεκίνησα. Πήγα στή Ερυθρά Θάλασσα. Πήγα στήν Κίνα καί στή Βόρεια καί στή Νότια ’Αμερική. Είδα πολλά παγόβουνα νά μουγκρίζουνε. Πήγα στή Στοκχ όλμη καί στή Μαύρη Θάλασσα, στά Δαρδανέλλια, μέ τόν καπετάνιο Ντάλτον, πού δέν υπάρχ ει στόν κόσμο βρωμιάρης παρόμοιος σάν αύτόν γιά νά βουλιάζει καράβια. Είδα τή Ρωσία. Gospodi pomilooy. ’Έτσι προσεύχ ονται οί Ρώσοι. —
Μή μάς τό λές, έχ εις ιδωμένα περίεργα πράματα, είπε ενας άμαξάς.
— Ναί, είπε ό ναύτης, μεταφέροντας τόν μερικώς μασημένο καπνό, έχ ω δεί περίεργα πράματα, πέρα-δώθε. ’Έχ ω δει κροκόδειλο νά δαγκώνει τήν άκρη τής άγκυρας, οπως έγώ μασάω τόν καπνό. ’Έβγαλε άπό τό στόμα του τόν πλαδαρό καπνό καί, βάζοντάς τον άνάμεσα στά δόντια του, τόν δάγκωσε μέ θηριωδία. — Χράπ! ’Έτσι άκριβώς. Καί έχ ω δεί άνθρωποφάγους στό Περού νά τρώνε ψοφίμια καί συκώτια άλογου. Κοίτα έδώ. Έδώ είναι. ‘Ένας φίλος μού τήν έστειλε. ’Έβγαλε άδέξια μιά εικονογραφημένη καρτποστάλ άπό τήν εσωτερική του τσέπη, πού κατά κάποιο
τρόπο έμοιαζε μέ είδος άποθήκης, καί τήν έσπρωξε πάνω στό τραπέζι. Ή έντυπος ένδειξη έπ’ αύτής δήλωνε: Choza de Indios. Beni, Bolivia. ‘Όλοι εστιάσανε τήν προσοχ ή τους στήν είκονιζόμενη σκηνή, ένός ομίλου άγριων γυναικών, ντυμένων μέ ράκη γύρω άπό τούς γοφούς, καθισμένων όκλαδόν, πού βύζαιναν, κατσούφιαζαν, κοιμόντουσαν, στή μέση πλήθους παιδιών (πρέπει νά ύπήρχ αν πάνω άπό είκοσι), έξω άπό μερικές πρωτόγονες καλύβες άπό ιτιές. — Μασάνε κόκα ολη μέρα, πρόσθεσε ή ομιλητική νιτσεράδα. Στομάχ ια οπως οί τρίφτες τού ψωμιού. Κόβουν τά βυζιά τους όταν δέν μπορούν πιά νά κάνουν παιδιά. Τις βλέπετε έντελώς θεόγυμνες νά τρώνε τό ώμό συκώτι ένός ψόφιου άλογου. Ή ταχ υδρομική καρτποστάλ του, γιά άρκετά λεπτά, άν όχ ι καί περισσότερο, άποδείχ θηκε τό κέντρο τού ενδιαφέροντος τών άταξίδευτων κυρίων. —
Ξέρετε πώς τίς κρατάει κανείς σέ άπόσταση; ρώτησε εγκάρδια.
Άφού κανείς δέν προθυμοποιήθηκε γιά κάποια δήλωση, έκανε νεύμα μέ τό μάτι, λέγοντας: —
Μέ τό γυαλί. Αύτό τίς τρομάζει. Τό γυαλί.
Ό κ. Μπλούμ, χ ωρίς καμιά έκδήλωση έκπληξης, έστρεψε διακριτικά τήν καρτποστάλ άνάποδα γιά νά διαβάσει προσεκτικά τή μερικώς σβησμένη διεύθυνση καί τήν ταχ υδρομική σφραγίδα. ’Έγραφε τά άκόλουθα: Tarjeta Postal. Senor A. Boudin, Galena Becche, Santiago, Chile. ‘Όπως έπισταμένα έπεσήμανε, δέν υπήρχ ε έμφανώς κανένα μήνυμα. Παρ’ ολο πού ένδομύχ ως δέν πίστεψε τήν ζοφερή ιστορία πού έλέχ θη (ούτε, γιά τόν ίδιο λόγο, τήν υπόθεση μέ τήν σκοποβολή τών αυγών, παρ’ ολο πού στήν περίπτωση τού Γουλλιέλμου Τέλλου καθώς καί στό επεισόδιο τού Λαζαρίλλο-Ντόν Σεζάρ ντέ Μπαζάν στή Μαριτάνα, ή σφαίρα τού πρώτου διαπέρασε τό καπέλο τού δεύτερου), έχ οντας ανακαλύψει τήν ασυμφωνία μεταξύ τού ονόματος του (μέ τήν προύπόθεση ότι αύτός ήταν τό πρόσωπο πού δήλωνε πώς ήταν καί ότι δέν ταξίδευε ύπό ψευδή σημαία, άφού προηγουμένως είχ ε προβεί σέ γενική αλλαγή τής ταυτότητάς του σέ άγνωστο μέρος) καί τού είκονικού παραλήπτη τού γράμματος, γεγονός πού τόν έκανε νά τρέφει κάποιες ύποψίες σχ ετικά μέ τήν bona fides τού φίλου μας, ένώ αύτό δέν τόν εμπόδισε νά θυμηθεί ένα πολυπόθητο όνειρό του, πού θά πραγματοποιούσε κάποια Τετάρτη ή Σάββατο, νά ταξιδέψει στό Λονδίνο διά θαλάσσης, παραπλέοντας τίς ακτές, χ ωρίς νά έχ ει ποτέ πραγματοποιήσει ταξίδια κάποιων άποστάσεων, παρ’ ολο δέ ότι είχ ε γεννηθεί κατά βάθος γιά περιπέτειες, έξ αιτίας κάποιου παιγνιδιού τής μοίρας είχ ε συνεπέστατα παραμείνει άτζαμής στεριανός, μ’ εξαίρεση τό Χόλυχ εντ, πού ήταν καί τό πιό άπόμακρο σημείο στό όποιο είχ ε ποτέ μεταβεί. Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ έλεγε συχ νά ότι, μέσω τού ’Ήγκαν, θά τού ευρισκε ένα εισιτήριο δωρεάν μεταβάσεως, άλλά κάποιο εμπόδιο ξεπηδούσε ένδιαμέσως καί τό σχ έδιο ναυαγούσε πάντα. Άλλά, έστω καί άν έπρεπε νά καταβάλει τά ναύλα σέ μετρητά καί νά ραγίσει τήν καρδιά τού Μπόυντ, τό εισιτήριο δέν θά στοίχ ιζε δά καί τόσο άκριβά, μερικές γκινέες τό πολύ, μιά καί ό ναύλος μέχ ρι τό Μάλλινγκαρ, οπου σκόπευε νά μεταβεί, ήταν πέντε σελλίνια καί εξι πέννες μετ’ επιστροφής. Τό ταξίδι θά ήταν πολύ ευεργετικό γιά τήν υγεία του, λόγω τού τονωτικού δζοντος, άπό πάσης δέ άπόψεως ευχ άριστο, ιδίως γιά κάποιον πού ύποφέρει άπό τό συκώτι του, επιθεωρώντας κατά τή διαδρομή τά διάφορα λιμάνια, δηλαδή τό Πλύμουθ, τό Φάλμουθ, τό Σάουθαμπτον καί ούτω καθεξής, μ’ έπιστέγασμα τήν επιμορφωτική επιθεώρηση τών θεαμάτων τής μεγάλης μητρόπολης, τό θέαμα τής σύγχ ρονης Βαβυλώνας μας, οπου, πέραν πάσης άμφιβολίας, θά διαπίστωνε τίς μεγαλύτερες
βελτιώσεις, άνανεώνοντας τή γνωριμία του μέ τόν Πύργο, τό Άββαείο, τό πλούσιο Πάρκ Λέην. Μιαάλλη ίδέα τού ήρθε ξαφνικά, τήν όποία καί ευρισκε άκρως ελκυστική` θά είχ ε τήν δυνατότητα νά δεί διάφορα μέρη στήν προσπάθειά του νά οργανώσει έπί τόπου μιά περιοδεία μέ συναυλίες, κατά τή διάρκεια τού θέρους, στά πλέον φημισμένα θέρετρα, τό Μάργκεητ μέ τά δημόσια λουτρά δι’ άμφότερα τά φύλα καί τά υδροθεραπευτήρια πρώτης κατηγορίας, καθώς καί τίς λουτροπόλεις `Ήστμπουρν, Σκάρμποροου, Μάργκεητ κλπ., στήν ώραία Μπώρνμαουθ, στά νησιά τής Μάγχ ης καί σέ διάφορα παρόμοια μέρη-κοσμήματα, πράγμα πού μπορούσε ν’ άποβεί άκρως άποδοτικό. Φυσικά, όχ ι μέ κάποιο θίασο τής κακίας ώρας, ή μερικές κυρίες τού τόπου, τού τύπου τών συνδυασμών κυρία Σ. Π. ΜακΚόυ — δανείστε μου τή βαλίτσα σας κι έγώ θά σάς στείλω ενα εισιτήριο. ’Όχ ι μ’ αύτόν τόν τρόπο, άλλά μέ κάτι εκλεκτό, μέ τό άπάνθισμα τών άστέρων τής ’Ιρλανδίας, τόν μεγάλο θίασο όπερας Τουήντυ-Φλάουερ, μέ πρωταγωνίστρια τήν ιδια τή σύζυγό του, έν είδει βίαιης διαμαρτυρίας έναντι τών Έλστερ Κράιμς καί Μούντυ-Μάννερς, μέ συνεργάτες συνεργαζόμενους στήν έντέλεια καί μέ άπόλυτη έξασφάλιση τής έπιτυχ ίας, ύπό τήν προύπόθεση ότι κάποιος έντελώς γνώστης τής υπόθεσης θά χ ειριζόταν τό θέμα τής διαφήμισης διά τού τοπικού τύπου, γνώστης τού νά κινεί τά νήματα τήν κατάλληλη στιγμή, έπιτυγχ άνοντας τό τερπνόν μετά τού ώφελίμου. ’Αλλά ποιό θά ήταν αύτό τό πρόσωπο; Έδώ βρισκόταν ό κόμπος. Προσθέτως είχ ε τήν έντύπωση, δίχ ως έν προκειμένω νά είναι έντελώς κατηγορηματικός, ότι ενα έκτεταμένο πεδίο δράσης άνοιγόταν μέ τή δημιουργία νέων διαύλων άνταποκρινομένων στίς άνάγκες τών καιρών, apropos τόν δίαυλο Φίσγκαρτ-Ρόσσλεαρ γιά τόν όποιο έλέγετο ότι άλλη μιά φορά είχ ε τεθεί έπί τάπητος στό ύπουργείο άναβλητικότητας, μέ τήν συνηθισμένη ποσότητα γραφειοκρατίας καί μέ τίς άναβολές τής ξεπερασμένης γεροντοκρατίας καί τής γενικής ήλιθιότητας. Μιά μεγάλη ευκαιρία παρουσιαζόταν έδώ σέ κάθε ρηξικέλευθο έπιχ ειρηματικό πνεύμα, πού θά ήθελε νά ικανοποιήσει τίς ταξιδιωτικές άνάγκες τού εύρέως κοινού, τού μέσου άνθρώπου, δηλαδή τών Μπράουν, Ρόμπινσον καί Συντροφιάς. Ηταν λυπηρό, άλλά καί έκ πρώτης όψεως παράλογο, καί μπορούσε κανείς νά τό προσάψει στήν ύπερεπαινούμενη κοινωνία μας, ότι τό άτομο πού αισθανόταν τήν άνάγκη πραγματικής τόνωσης, έμποδίζεται άπό ένα μικροποσό μιάς ή δύο λιρών νά δεί λίγο περισσότερον άπό τόν κόσμο στόν όποιον ζούσε, άντί νά μένει προσκολλημένο σά στρείδι στό βράχ ο του. Διάβολε, στό κάτω-κάτω, άρκετά στριφογύριζαν έπί εντεκα μήνες γύρω άπό τό καθημερινό μαγγανοπήγαδο τής άστικής ζωής, ώστε έδικαιούντο κάποιας ριζικής άλλαγής, ιδίως κατά τό θέρος, όταν ή κυρα-Φύση παρουσιάζεται μέ τά καλύτερα στολίδια της, προσφέρουσα παράταση τού συμβολαίου μέ τή ζωή. ’Ακόμα καί σ’ αύτό τό γενέθλιο νησί ύπήρχ αν έπίσης θαυμάσιες τοποθεσίες πρός παραθερισμόν, τερπνότατες γωνιές δασών γιά ξανάνιωμα, πού προσέφεραν πληθώρα θελγήτρων καί άποτελούσαν ταυτόχ ρονα εξοχ ο τονωτικό τού όργανισμού, άκόμα καί σ’ αύτό τούτο τό Δουβλίνο καί τά γραφικά του περίχ ωρα, στήν περιοχ ή Πουλαφούκα, ή όποία διέθετε άτμοκίνητο τροχ ιόδρομο, άλλά καί πιό μακριά, γιά νά άποφύγει κανείς τό πλήθος πού σέ άποτρελαίνει, στό Ούίκλοου, όρθώς άποκαλούμενο κήπος τής ’Ιρλανδίας, ιδανικό προάστιο γιά ήλικιωμένους ποδηλάτες, ύπό τήν προύπόθεση ότι δέν θά εβρεχ ε καρεκλοπόδαρα, ή στίς έρημιές τού Ντόνεγκαλ, οπου κατά γενικήν ομολογίαν ή coup d’oeil είναι πράγματι μεγαλειώδης, άν καί ή τελευταία αύτή τοποθεσία παρουσίαζε δυσκολίες κατά τήν προσπέλαση, καί έξ αύτού τού λόγου ή συρροή έπισκεπτών δέν ήταν άκόμη ή άναμενόμενη, λαμβανομένων ύπ’ όψιν τών σημαντικών εύεργετημάτων πού θά προσπορίζετο, ένώ τό Χάουθ μέ τίς ιστορικές καί άλλες άναφορές — τόν Θωμά τόν Μεταξωτόν, τήν Γκρέης Ο’Μάλλευ, τόν Γεώργιο τόν Δ’, τά ροδόδενδρα μερικές έκατοντάδες μέτρα άπό τήν επιφάνεια τής θάλασσας, προσφερόταν σάν προσφιλές καταφύγιο γιά άνθρώπους κάθε κατηγορίας καί κάθε περιουσιακής καταστάσεως, ιδιαιτέρως κατά τήν άνοιξη, όταν φουντώνουν
τά νιάτα, παρ’ ολο πού ή τοποθεσία διέθετε μακάβριο κατάλογο προσώπων, πού είχ αν ριφθεί άπό τούς βράχ ους, σκόπιμα ή τυχ αία, καί πού, έδώ πού τά λέμε, προσγειώνονταν συνήθως μέ τό άριστερό πόδι, δεδομένου ότι δέν άπείχ ε παρά μόνο τρία τέταρτα τής ώρας άπό τήν Στήλη. Διότι, φυσικά, ήταν δυνατό νά λεχ θεί ότι τά τουριστικά ταξίδια βρίσκονται άκόμη στήν νηπιακή τους ήλικία καί τά υπάρχ οντα καταλύματα υστερούν πολύ τού επιθυμητού. Τού φαινόταν πώς ύπήρχ ε ένδιαφέρον γιά μιά κατά βάθος εξέταση τού θέματος, άπό καθαρή περιέργεια καί μόνο, έάν ή κίνηση ήταν έκείνη πού δημιουργούσε τό δρόμο ή τό άντίθετο, ή άκόμα στήν πραγματικότητα καί τά δύο ταυτόχ ρονα. ’Έστρεψε τήν καρτποστάλ άνάστροφα καί τήν ένεχ είρισε στόν Στήβεν. — Είδα κάποτε κάποιο Κινέζο, συνέχ ισε ό γενναίος άφηγητής τή διήγησή του, νά έχ ει κάτι χ απάκια σάν στόκο, τά έβαζε στό νερό καί όταν άνοιγαν, τό κάθε χ άπι ήταν διαφορετικό. Τό ενα γινόταν καράβι, τό άλλο σπίτι, τό άλλο λουλούδι. Καί σούπα άπό ποντικούς ξέρουν οί Κινέζοι νά μαγειρεύουν, πρόσθεσε ορεκτικά. Διακρίνοντας κάποια έκφραση άμφιβολίας στα πρόσωπά τους, ό κοσμογυρισμένος εξακολούθησε μέ κάποια επιμονή τήν περιγραφή τών περιπετειών του. — Καί στήν Τεργέστη είδα κάποιον πού τόν σκότωσε ενας ’Ιταλός. Μέ ενα μαχ αίρι στήν πλάτη. Μέ ενα μαχ αίρι σάν κι αύτό. Κι ένώ μιλούσε άνέσπασε ενα σουγιά, έξ ισου άπειλητικόν μέ τόν ιδιοκτήτη του, καί τόν κράτησε ύψωμένον, έτοιμος νά χ τυπήσει. — Μέσα σ’ ενα μπορντέλο εγινε, άνάμεσα σέ δυό λαθρέμπορους καί αιτία ήταν μιά σκρόφα. Ό τύπος ήταν κρυμμένος πίσω άπό μιά πόρτα καί τού ρίχ τηκε άπό πίσω. Νά, ετσι. Κάμε τήν προσευχ ή σου, τού λέει. Χράππππ! Καί τού τό έχ ωσε μέχ ρι τό μανίκι. Τό σκυθρωπό του βλέμμα έκαμε νυσταλέα τό γύρο τής συντροφιάς, μέ ύφος σάν νά ελεγε πώς δέν θά καταδεχ όταν ν’ άπαντήσει σ’ άλλες πιθανές ερωτήσεις. —
Αύτό έδώ είναι καλό άτσάλι, συνέχ ισε, εξετάζοντας τό τρομερό του στιλέτο.
“Υστερα άπ’ αύτή τή συγκλονιστική denouement, πού ήταν ικανή νά παγώσει καί τήν πιό άτρόμητη καρδιά, έκλεισε μ’’ενα κλικ τή λεπίδα καί έπανέθεσε τό έν λόγω οπλο στό θάλαμο τού τρόμου, ή, άλλως πως, στήν τσέπη του. — ’Έχ ουν πάθος μέ τά μαχ αίρια, είπε πρός ένημέρωσιν ολων κάποιος, πού μέχ ρι εκείνη τή στιγμή καθόταν σέ πολύ σκοτεινό μέρος. Αύτός είναι ό λόγος πού ύπάρχ ει αύτή ή γενική γνώμη ότι οί δολοφονίες πού έγιναν άπό τούς ’Αήττητους στό πάρκο διαπράχ τηκαν άπό ξένους, Ενεκα πού αύτοί χ ρησιμοποιούν τό μαχ αίρι. Σ’ αύτή τήν παρατήρηση, πού είχ ε γίνει καταφανώς μέ ένα πνεύμα οπου ή άγνοια αποτελεί ευλογία, ό κ. Μπλούμ καί ό Στήβεν, ό καθένας μέ τόν τρόπο του, ένστικτωδώς καί οί δύο, άντάλλαξαν βλέμματα μέ σημασία, οπως μέσα στή θρησκευτική σιγή τού αύστηρώς entre nous, στραμμένοι πρός τήν πλευρά οπου ό Κατσικογδάρτης, ή άλλως πως ό Καταστηματάρχ ης, άντλούσε βρασμένο νερό άπό ένα δοχ είο. Ή άνεξιχ νίαστη φάτσα του, πού ήταν πράγματι ένα έργο τέχ νης, τέλεια σπουδή άπό μόνη της πέρα άπ’ όποιαδήποτε περιγραφή, έδινε τήν εντύπωση ότι δέν είχ ε κατανοήσει τίποτα άπ’ όσα είχ αν λεχ θεί. Πάρα πολύ παράξενο.
’Ακολούθησε μιά κάπως μακριά σιωπή. “Ενα άτομο διάβαζε συλλαβιστά τή βραδινή εφημερίδα, λεκιασμένη μέ καφέ. “Ενας άλλος διάβαζε τήν καρτποστάλ μέ τούς ιθαγενείς choza de’ ενας άλλος διάβαζε τήν έγγραφή στό απολυτήριο τού ναυτικού. Ό κ. Μπλούμ, στό βαθμό πού τόν ένδιέφερε προσωπικά, ήταν άπλώς βυθισμένος σέ σκέψεις. Θυμόταν ζωηρά, σά νά ήταν χ θές, τό περιστατικό πού είχ αν ύπαινιχ θεί, καί πού είχ ε λάβει χ ώρα πρίν άπό είκοσι χ ρόνια περίπου, τήν έποχ ή τών άγροτικών ταραχ ών οί οποίες είχ αν ένσκύψει σάν κεραυνός, άν μπορούμε νά χ ρησιμοποιήσουμε αύτή τήν εικόνα, στόν πολιτισμένο κό^μο, στίς άρχ ές τής δεκαετίας τού ογδόντα, τό ογδόντα ένα γιά τήν άκρίβεια, όταν αύτός είχ ε κλείσει τά δεκαπέντε. — Λοιπόν, άφεντικό, είπε ό ναύτης, παίρνοντας άλλη μιά φορά τό λόγο. Δώσε μου πίσω αύτά τά χ αρτιά. Τό αίτημά του πραγματοποιήθηκε καί τά άρπαξε σάν νά είχ ε νύχ ια ορνιου. —
Είδες ποτέ σου τό βράχ ο τού Γιβραλτάρ; ρώτησε ό κ. Μπλούμ.
Ό ναυτικός, άναμασώντας, έκαμε μιά γκριμάτσα, πού ήταν δυνατό νά έκληφθεί καί σάν ναι καί σάν όχ ι. — ’Ά, ώστε πήγες κι έκεί, στό άκρωτήριο τής Εύρώπης, είπε ό κ. Μπλούμ, μέ τήν ελπίδα ότι αύτός ό πειρατής θά μπορούσε ίσως μέ κάποιες άναμνήσεις νά… όμως δέν έγινε τίποτε, ό άλλος περιορίστηκε νά εξακοντίσει μιά φτυσιά στό ροκανίδι καί κούνησε τό κεφάλι μέ ένα είδος περιφρονητικής βαρεμάρας. — Ποιά χ ρονιά, πάνω κάτω, έγινε αύτό; συνέχ ισε ό κ. Μπλούμ. Μπορείς νά θυμηθείς ονόματα πλοίων; Ό soi-disant ναυτικός μας δάγκωσε μέ λύσσα, σάν νά πεινούσε, τόν καπνό, ώστε νά τού δοθεί χ ρόνος ν’ άπαντήσει. — Κουράστηκα μ’ αύτούς τούς βράχ ους στή θάλασσα, είπε, καί μέ τά καράβια καί τά βαπόρια. Καί μέ τό παστό κρέας κάθε μέρα. Πραγματικά κουρασμένος, σώπασε. Ό άνακριτής του, άντιλαμβανόμενος ότι δέν θά έβγαζε ίσως μεγάλα πράγματα άπό μιά τέτοια γριά άλεπού, παραδόθηκε σέ ονειροπολήσεις σχ ετικά μέ τίς τεράστιες ύδάτινες έκτάσεις τής υδρογείου. ’Αρκεί νά λεχ θεί, οπως άποδείκνυε μιά ματιά στό χ άρτη, ότι τό νερό κάλυπτε πλήρως τά τρία τέταρτα τής έπιφανείας τής γής καί μετά άπ’ αύτό γινόταν ευκόλως άντιληπτό τί σήμαινε νά εξουσιάζεις τά κύματα. Πολλές φορές — τουλάχ ιστον δώδεκα — κοντά στό Νόρθ Μπούλλ, στό Ντόλλυμαουθ, είχ ε προσέξει έναν ύπέργηρο ναυτικό, πού έδειχ νε έρημος στόν κόσμο, νά κάθεται συνήθως κοντά στά όχ ι καί τόσο εύωδιάζοντα νερά τού λιμανιού, πάνω στό μουράγιο, ν’ άγναντεύει τή θάλασσα πού τόν άγνάντευε, νά ονειρεύεται δροσερά δάση καί καταπράσινα λειβάδια, οπως ψάλλει κάπου κάποιος ποιητής. Καί αύτό τόν έκανε ν’ άναλογίζεται τήν αίτια. ’Ίσως αύτός έκεί νά είχ ε δοκιμάσει ν’ άνακαλύψει τό μυστικό, βολοδέρνοντας πάνω-κάτω στούς άντίποδες, χ ωρίς νά λογαριάζει τίποτα, πότε πηγαίνοντας πρός τά πάνω, πότε πρός τά κάτω — όχ ι βέβαια καί μέχ ρι τό βυθό — καί καταφρονώντας τή μοίρα. Πράγματι, οί πιθανότητες δέν ήταν ούτε μιά στίς είκοσι νά υπάρχ ει σ’ ολα αύτά κάποιο μυστικό. Ωστόσο, χ ωρίς νά εισχ ωρήσουμε στίς minutiae τού πράγματος, παρέμενε τό εύγλωττο γεγονός ότι ή θάλασσα ήταν έκεί, σ’ ολο της τό μεγαλείο, καί σύμφωνα μέ τή φυσική πορεία τών πραγμάτων ό
ένας ή ό άλλος θά μπάρκαρε ρίχ νοντας τό γάντι στήν Πρόνοια, μολονότι τούτο θά άποδείκνυε ότι οί άνθρωποι μηχ ανεύονται μέ ποιόν τρόπο θά φορτώσουν αύτό τό φορτίο στούς άλλους, οπως οί ιδέες τής κόλασης, τών λαχ είων καί τής άσφάλισης, πού λειτουργούν μέ τίς ίδιες άκριβώς κατευθύνσεις, γιά τόν ίδιο άκριβώς λόγο, άν όχ ι γι’ άλλον, γιά τόν οποίο ή ίδέα τού ναυαγοσωστικού τής Κυριακής ήταν ένας θεσμός άκρως άξιέπαινος, στόν όποιο σύμπας ό λαός πού δίαβιεί στήν ένδοχ ώρα καί τήν παραθαλάσσια περιοχ ή, άδιάφορο πού, άφ’ ής στιγμής τό γεγονός κατανοήθηκε σωστά, έπρεπε νά έπεκτείνει τήν ευγνωμοσύνη του εξίσου πρός τούς λιμενάρχ ες καί τήν ύπηρεσία άκτοφυλακής, πού ώφειλε ν’ αρματώνει καί νά στέλνει βάρκα μέσα στά στοιχ εία τής φύσης, όποιαδήποτε έποχ ή, όταν πρόσταζε τό καθήκον, οπως περιμένει ή Ιρλανδία άπό τόν καθένα κτλ., καί συχ νά έκανε φοβερό καιρό κατά τόν χ ειμώνα, χ ωρίς νά ξεχ νάμε τούς πλωτούς φάρους, τόν Κίς καί τούς άλλους, πού διατρέχ ουν άνά πασαν στιγμήν τόν κίνδυνο νά καταποντιστούν, οπως συνέβη κάποτε στόν ίδιο καί τήν κόρη του νά δοκιμάσουν μιά πολύ άσχ ημη κακοκαιρία, γιά νά μήν πούμε μιά πραγματική θύελλα. — Κάποτε ένας τύπος μπαρκάρισε μαζί μου στό Πειρατής, είπε ό θαλασσόλυκος, πειρατής καί ό ίδιος. ‘Ύστερα έγινε στεριανός καί βρήκε μιά δουλίτσα σάν ύπηρέτης κάποιου κυρίου τής ύψηλής κοινωνίας, έξι λίρες τό μήνα. Δικό του είναι τό παντελόνι πού φοράω καί άκόμα μού έδωσε ένα άδιάβροχ ο κι αύτόν τό σουγιά. Κι έμενα θά μού άρεσε νά ξυρίζω καί νά κουρεύω. Δέν μού αρέσει νά τριγυρνάω δώθε-κείθε. Πάρε τό γιό μου τώρα, τόν Ντάννυ, ήρθε ή σειρά του νά τό σκάσει γιά νά μπαρκάρει, καί ή μητέρα του τού ειχ ε βρει μιά δουλειά σ’ ενα εμπορικό κατάστημα στό Κόρκ, οπου θά μπορούσε εύκολα νά κερδίσει παραδάκι. — Τί ήλικία εχ ει; ρώτησε ενας άκροατής, πού, άς τό πούμε έπί τή εύκαιρία, έμοιαζε αόριστα στήν κατανομή μέ τόν Χένρυ Κάμπελλ, τόν γραμματέα τού Δήμου, μακριά άπό τίς βασανιστικές φροντίδες τής ύπηρεσίας του φυσικά, άπλυτος, μ’ ενα τριμμένο κοστούμι καί μέ μιά έντονη ύποψία κοκκινίλας στό ρινικό του εξάρτημα. — Τί νά σού πώ; ρώτησε ό ναύτης μέ κάποια άμηχ ανία. Ό γιός μου ό Ντάννυ; Λογαριάζω ότι θά είναι γύρω στά δεκαοχ τώ. Σέ αύτό τό σημείο, αύτός ό οικογενειάρχ ης πολίτης τού Σκίμπερην ξεκούμπωσε μέ τά δυό χ έρια του τό γκρίζο, ή γκρίζο άπό τή λέρα, πουκάμισό του καί τό άνοιξε γιά νά ξύσει τό στήθος του, έπί τού οποίου φάνηκε ενα τατουάζ μέ γαλανή σινική μελάνη, πού είχ ε τήν πρόθεση ν’ άπεικονίσει μιά άγκυρα. — Είχ ε ψείρες σ’ έκείνη τήν κουκέτα στό Μπρίτζγουωτερ, παρατήρησε. Σίγουρα. Αύριο μεθαύριο θά πρέπει νά μπώ στήν μπουγάδα. Δέν μπορώ νά ύποφέρω αύτά τ’ άραπάκια. Τά μισώ τά πούστικα. Σού ρουφάνε ολο τό αίμα, σάς λέω. Βλέποντας πώς ολοι κοίταζαν τό στήθος του, άνοιξε πρός διευκόλυνσή τους άκόμη περισσότερο τό πουκάμισό του, ετσι πού στήν κορυφή τού παμπάλαιου συμβόλου τής ελπίδας καί τής άνάπαυσης τών θαλασσινών διέκριναν καθαρά τόν άριθμό 16 καί τήν κατατομή ένός νέου πού φαινόταν μάλλον σκυθρωπός. — Τατουάζ, εξήγησε ό εκθέτης τών εικόνων. ’Από τόν καιρό πού μάς είχ ε πιάσει ή μπουνάτσα στήν ’Οδησσό τής Μαύρης Θάλασσας μέ καπετάνιο τόν Ντάλτον. Άντώνη λέγανε τό φιλαράκο πού τό έφτιαξε. Αύτόν βλέπετε έδώ. “Ελληνας.
—
Πονάει πολύ όταν τό φτιάχ νεις; ρώτησε κάποιος τόν ναυτικό.
“Ομως ό άξιοπρεπής αύτός άνθρωπος καταγινόταν δραστήρια νά συλλέγει άπό αύτές, γύρω στά άποτέτοια του… Συνθλίβοντάς τες, ή… — Κοιτάχ τε έδώ, είπε επιδεικνύοντας τόν Άντώνη. Έδώ φαίνεται σάν νά τά βάζει μέ τόν ύπαρχ ο. Καί τώρα κοιτάχ τε τον έδώ, πρόσθεσε τραβώντας τό δέρμα μέ τά δάχ τυλά του, ενα τρύκ δικής του έπινόησης, πάλι ό ίδιος είναι, όμως τώρα γελάει μέ κάποια ιστορία. Καί πράγματι τό χ λωμό πρόσωπο ένός νεαρού Άντώνη έμοιαζε νά φωτίζεται μέ βεβιασμένο χ αμόγελο, φαινόμενο περίεργο πού προκαλούσε τόν ειλικρινή θαυμασμό ολων, άκόμη καί τού Κατσικογδάρτη, πού αύτή τήν φορά είχ ε σκύψει γιά νά δει. —
Ναί, ναί, άναστέναξε ό ναύτης, κοιτάζοντας τό άρρενωπό στήθος του.
“Αλλος ενας άκόμα άδικοχ αμένος. Τόν κατασπάραξαν οί καρχ αρίες. Ναί, ναί. “Αφησε ελεύθερο τό δέρμα του καί ή κατατομή ξαναπήρε τήν κανονική έκφραση, τήν όποία είχ ε καί πρίν. —
”Ομορφη δουλειά, ειπε ενας φορτοεκφορτωτής.
—
Καί τί σημαίνει αύτός ό άριθμός; ρώτησε ένας δεύτερος.
—
Τόν έφαγαν ζωντανό; ρώτησε ενας τρίτος.
— Ναί, ναί, άναστέναξε πάλι ό ναύτης, πιό χ αρωπός αύτή τή φορά, μέ ίχ νος μειδιάματος, γιά λίγο μόνο, πρός τήν κατεύθυνση εκείνου πού τόν ειχ ε ρωτήσει γιά τόν άριθμό. “Ελληνας ήταν. Κι υστέρα πρόσθεσε μέ χ ιούμορ άνθρώπου τής κρεμάλας, πού άντικρίζει τό βέβαιο τέλος του: — Χειρότερα κι άπό τό γεροΆντώνη Πού μ ’ άφησε νά μέ δέρνουν οι πόνοι. Ή φάτσα μιάς τροτέζας, γυαλιστερής άπό τό ψιμυθίωμα καί τρομερά άδύνατης κάτω άπό ενα μαύρο ψάθινο καπέλο, έριχ νε κλεφτές ματιές άπό τήν πόρτα, προφανώς προσπαθώντας νά κάνει άναγνώριση τού εδάφους μέ τήν έλπίδα νά βρει λίγο άλεσμα γιά τόν μύλο της. Ό κ. Μπλούμ, μή γνωρίζοντας πρός ποιά κατεύθυνση νά κοιτάξει, έστρεψε τό βλέμμα του πρός τήν άντίθετη πλευρά, άναστατωμένος, άλλά φαινομενικά ήρεμος, καί πήρε τό ροζ φύλλο τού καθημερινού οργάνου τής όδού ’Άμπεύ άπό τό τραπέζι, πού ό αμαξάς, άν ύποθέσουμε ότι ήταν αμαξάς, είχ ε άφήσει έκεί, τό πήρε καί κοίταζε τό ροζ τής εφημερίδας — γιατί ρόζ; Ό λόγος πού φέρθηκε έτσι ήταν επειδή είχ ε άμέσως άναγνωρίσει πίσω άπό τήν πόρτα τό ίδιο πρόσωπο πού είχ ε άντιληφθεί φευγαλέα τό ίδιο εκείνο άπόγευμα στήν προκυμαία ’Όρμοντ, δηλαδή τό ίδιο μισοηλίθιο γύναιο πού γνώριζε ότι ή κυρία μέ τό καφέ ταγιέρ είναι ή κυρία σας (ή κυρία Μπλούμ) καί ή όποία τού ζήτησε, άν ήθελε, νά τής δώσει τ’ άσπρόρουχ ά του γιά πλύσιμο. ’Αλήθεια, γιατί τ’ άσπρόρουχ α γιά πλύσιμο, δρος πού έμοιαζε μάλλον άόριστος; Τ’ άσπρόρουχ ά σας γιά πλύσιμο. Ώστόσο ήταν άναγκασμένος, γιά λόγους ειλικρίνειας, νά παραδεχ θεί ότι είχ ε παραδώσει γιά πλύση τά λερωμένα εσώρουχ α τής συζύγου του στήν όδό Χόλλες καί ότι οί γυναίκες δεχ όντουσαν νά κάνουν καί έκαναν τό ίδιο γιά τά άνάλογα ρούχ α τού
συζύγου τους, γράφοντας τά άρχ ικά τους μέ μελάνη μαρκαρίσματος Μπιούλεύ καί Ντρέπερ (πράγματι ήσαν τά δικά της), άν φυσικά άγαπούσαν άληθινά τό σύζυγό τους. “Οποιος μ’ άγαπάει, άγαπάει καί τό βρώμικο πουκάμισό μου. Ώστόσο, καθώς έκείνη τή στιγμή καθόταν σέ άναμμένα κάρβουνα, θά προτιμούσε νά μήν τήν εβλεπε καθόλου, καί γι’ αύτόν τό λόγο ενιωσε άληθινή ανακούφιση όταν ό καταστηματάρχ ης τής εγνεψε μέ άγροικο τρόπο ν’ άπομακρυνθεί. ’Από τήν άκρη τού Εσπερινού Τηλέγραφου διέκρινε πάνω στήν παγωμένη μορφή της ένα είδος τρελής γκριμάτσας, πού μαρτυρούσε ότι δέν ήταν στά καλά της, ατενίζοντας μέ καταφανή διασκέδαση τήν όμάδα τών θεατών γύρω άπό τό στήθος τού ναυτικού Μέρφυ τού έξερευνητή, καί άκολούθως έξαφανίστηκε. —
Ή κανονιοφόρος, είπε ό καταστηματάρχ ης.
— Αύτό πού μέ έκπλήσσει, έμπιστεύτηκε ό κ. Μπλούμ στόν Στήβεν, ά πό ιατρική άποψη εννοώ, είναι ότι ένα συφοριασμένο πλάσμα οπως αύτή πού βγήκε άπό τό Νοσοκομείο Λόκ γεμάτη άσθένειες, μπορεί έτσι κατάφα τσα νά ζητάει πελάτες, ή πάλι πώς είναι δυνατόν ένας άνδρας πού έχ ει μυα λό νά πάει μαζί της, έστω καί άν έλάχ ιστα γνοιάζεται γιά τήν ύγεία του Δυστυχ ισμένο πλάσμα! Φυσικά, κάποιος άνδρας εύθύνεται τελικά γιά τό κατάντημά της, ύποθέτω. Άλλά δέν έχ ει σημασία ποιά είναι ή αιτία… Ό Στήβεν δέν τήν είχ ε προσέξει καί περιορίστηκε ν’ άνασηκώσει τούς ώμους παρατηρώντας: — Σ’ αύτή τή χ ώρα οί άνθρωποι πουλάνε πολύ περισσότερα άπ’ όσα αύτή διαθέτει καί μάλιστα κάνουν καί χ ρυσές δουλειές. Μή φοβάστε έκείνους πού πουλάνε τό σώμα, άλλά δέν διαθέτουν τή δυνατότητα ν’ άγοράσουν τήν ψυχ ή. Αύτή είναι κακή έμπόρισσα. Αγοράζει άκριβά καί πουλάει φτηνά. Ό πιό ήλικιωμένος άπό τούς δύο, παρ’ ολο πού οπωσδήποτε δέν ήταν καμιά σεμνότυφη γεροντοκόρη, είπε πώς αύτό δέν ήταν τίποτε λιγότερο καί τίποτε περισσότερο άπό ένα άπαράδεκτο σκάνδαλο, στό όποιο οφείλε νά τεθεί τελεία καί παύλα, καί instanter λέγειν, γυναίκες αύτού τού φυράματος (πέρα άπό όποιαδήποτε γεροντοκορίστικη σεμνοτυφία), άναμφίβολα συνιστούσαν κάποια άναγκαιότητα χ ωρίς νά διαθέτουν άδεια άσκήσεως έπαγγέλματος μετά άπό ύγειονομική επιθεώρηση άπό αρμόδιες ύπηρεσίες, γεγονός πού αύτός, σάν paterfamilias, άληθινά μπορούσε νά πεί ότι άνέκαθεν ύποστήριζε. “Οποιος άποδυθεί σ’ αύτή τή μεταρρύθμιση, είπε, καί έξυγιάνει αύτό τόν οχ ετό, θά προσφέρει αιώνιο δώρο σ’ ολη τήν άνθρωπότητα. — Εσείς σάν καλός καθολικός, παρατήρησε, άφού μιλάτε γιά σώμα καί γιά ψυχ ή, πιστεύετε στήν ψυχ ή. ’Ή, μήπως, λέγοντας ψυχ ή έννοείτε τή διάνοια, δηλαδή τήν ιδιαίτερη εγκεφαλική λειτουργία, ώς κάτι διαφορετικό άπό κάθε άντικείμενο οπως, άς πούμε, τό τραπέζι, ή αύτό τό φλυτζάνι. Έγώ σ’ αυτήν, άκριβώς, πιστεύω επειδή οί σοφοί μού τήν έχ ουν έξηγήσει ώς τίς έγκεφαλικές έλικες τής φαιάς ούσίας. Αλλιώς δέν θά είχ αμε ποτέ έφευρέσεις, οπως, π.χ ., τίς άκτίνες X. Εσείς τί γνώμη έχ ετε; Στριμωγμένος έτσι ό Στήβεν, χ ρειάστηκε νά κάμει ύπεράνθρωπη προσπάθεια γιά νά συγκεντρωθεί πρίν άπαντήσει: — ”Οπως έχ ω διαβάσει στούς έγκυρότερους συγγραφείς, πρόκειται γιά μιά ούσία άπλή καί συνεπώς άφθαρτη. Αντιλαμβάνομαι ότι θά ήταν άθάνατη, άν δέν υπήρχ ε ή δυνατότητα έκμηδένισής της άπό τήν Πρώτη Άρχ ή, τόν Θεό, ό όποιος, άπ’ όσα μπόρεσα ν’ άκούσω, είναι
έντελώς ικανός νά τήν προσθέσει στό πλήθος τών άλλων χ ωρατών του, επειδή τόσον ή corruptio per se όσον καί ή corruptio per accidens αποκλείονται άμοιβαίως λόγω τού πρωτοκόλλου τής αυλής. Ό κ. Μπλούμ συμφώνησε άνεπιφύλακτα μέ τό γενικό πνεύμα αύτών τών λόγων, παρ’ ολο πού ή μυστικιστική λεπτότητα, τήν όποία περιέκλειναν, ύπερέβαινε τήν ύποσελήνια νοητικότητά του. Πιστεύοντας όμως ότι ήταν ύποχ ρεωμένος νά καταθέσει μιά επιφύλαξη γιά τή χ ρήση τής λέξης απλή, συνέχ ισε άμέσως: — Άπλή; Δέν νομίζω ότι αύτή είναι ή άρμόζουσα λέξη. Πράγματι, δέχ ομαι ότι κάπου-κάπου, άρκετά σπάνια, συναντά κανείς μιάν άπλή ψυχ ή. Αύτό σάς τό παραχ ωρώ. Έκεί όμως στό όποιο άδημονώ νά καταλήξω είναι τό εξής: γιά παράδειγμα όταν άνακαλύπτει κάποιος τίς άκτίνες, οπως ό Ραίντγκεν, ή τό τηλεσκόπιο, οπως ό ’Έντισον, παρ’ ολο πού, άν δέν κάνω λάθος, αύτό έγινε παλαιότερα, άπό τό Γαλιλαίο θέλω νά πώ. Τό αύτό ισχ ύει καί γιά τούς νόμους ένός φυσικού φαινομένου μέ μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, οπως, γιά παράδειγμα, τού ήλεκτρισμού, άλλά είναι έντελώς διαφορετικό άπό τό νά λέτε ότι πιστεύετε στήν ύπαρξη ένός υπερφυσικού θεού. — Μά αύτό, διαμαρτυρήθηκε ό Στήβεν, εχ ει άποδειχ θεί οριστικά μέ πολλά συμπαρομαρτούντα στοιχ εία. Στό άκανθώδες αύτό σημείο, οί απόψεις τών δύο άνδρών συγκρούοντο, εύρισκόμενες στούς άντίποδες, όχ ι μόνο έξ αιτίας τής έμφανούς διαφοράς ήλικίας μεταξύ τους, άλλά καί έξ αίτιας τής παιδείας τους καί ολων τών άλλων. — ’Έχ ει άποδειχ θεί; άντέτεινε ό εμπειρότερος άπό τούς δύο, γαντζωμένος στήν αρχ ική του θέση. Έγώ δέν έχ ω καθόλου βεβαιωθεί γι’ αύτό. ’Επ’ αύτού καθένας εχ ει τή γνώμη του καί χ ωρίς νά ύπεισέλθουμε στήν πλευρά τών δογμάτων, επιτρέψτε μου νά διαφωνήσω έδώ μαζί σας in toto. Γ ιά νά μήν άποκρύψω τίποτε, πιστεύω πώς ολα αύτά τά άποσπάσματα είναι πέρα γιά πέρα κατασκευές, τίς όποιες πιθανότατα παράθεσαν καλόγεροι, ή άκόμα θυμίζουν τό ζήτημα γιά τόν εθνικό μας ποιητή, ποιός άκριβώς έγραψε τά εργα του, οπως λέγεται περί τού Μπέηκον γιά τόν ’Άμλετ, άλλά, καθώς εσείς γνωρίζετε τόν Σαίξπηρ άπείρως καλύτερον έμού, δέν περιμένετε φυσικά εμένα νά σάς τό πει. Παρεμπιπτόντως, γιατί δέν πίνετε αύτόν τόν καφέ; ’Αφήστε με νά τόν άνακατέψω καί πάρτε κι ενα κομμάτι άπ’ αύτό τό άρτίδιο. Θά ’λεγε κανείς πώς πρόκειται γιά κάποιο άπ’ αύτά τά τούβλα τού καπετάνιου μας, μεταμφιεσμένο. ’Αλλά κανείς δέν μπορεί νά δώσει ό,τι δέν εχ ει. Δοκιμάστε Ενα κομμάτι. — Δέν μπορώ, κατάφερε νά άρθρώσει ό Στήβεν, ένώ ό μηχ ανισμός τής σκέψης του άρνιόταν νά προσφέρει περισσότερα. Ό κ. Μπλούμ, γνωρίζοντας τήν παροιμιώδη στειρότητα τής επίκρισης, προτίμησε νά διαλύσει τή ζάχ αρη πού βρισκόταν σέ ίζημα στόν πάτο, συλλο-γιζόμενος, σχ εδόν μέ κάποια δυσαρέσκεια, τό καφενείο Κόφφη Πάλλας καί τό έγκρατητικό (καί έπικερδές) εργον του. Δέν χ ωρεί αμφιβολία ότι ό σκοπός ήταν άξιέπαινος καί, ό,τι καί νά πεί κανείς, τ’ άποτελέσματα ήταν έξαίρετα. Καταφύγια σάν αύτό, στό έσωτερισκό τών οποίων βρίσκονταν τώρα, οργανωμένα σύμφωνα μέ τό άντιαλκοολικό πνεύμα γιά άστεγους μέσα στή νύχ τα, συναυλίες, θεατρικές εσπερίδες καί διδακτικές διαλέξεις (είσοδος έλευθέρα) άπό σοφούς άνθρώπους, γιά τούς άνθρώπους τού λαού. Παράλληλα, διατηρούσε μιά ιδιαίτερη καί οδυνηρή άνάμνηση, δι’ όσα έκείνοι είχ αν προσφέρει στή σύζυγό του, τήν κυρία Μάριον Τουήντυ, ή όποία κάποτε είχ ε καταλάβει εκεί μιά έξέχ ουσα
θέση, παρέχ οντάς της μιά πενιχ ρή πράγματι άνταμοιβή γιά τό κλειδοκύμβαλο πού έπαιζε. Μέ λίγα λόγια, είχ ε καταλήξει νά πιστεύει ότι ό έπιδιωκόμενος σκοπός ήταν νά κάμουν τό καλό καί συνάμα νά βγάλουν κέρδος, μιά καί ό άνταγωνισμός, γιά νά τό πούμε έτσι, ήταν άνύπαρκτος. Θυμόταν ότι, οπως είχ ε διαβάσει, είχ αν βρει θειικό άλας τού χ αλκού, δηλητήριο, S0 4 ή κάτι άνάλογο σ’ ένα πιάτο ξερά μπιζέλια κάπου σ’ ενα φθηνό έστιατόριο, μά δέν μπορούσε νά θυμηθεί πότε καί πού. Έν πάση περιπτώσει, ή έπιθεώρηση, ή ύγειονομική έπιθεώρηση ολων τών τροφίμων τού φαινόταν περισσότερο άναγκαία παρά ποτέ, καί αύτό ίσως εξηγούσε τή φήμη τού Βι-Κακάο, τού δόκτορος Τίμπλ, λόγω τής ιατρικής άναλύσεως πού τό συνόδευε. —
Δοκιμάστε λίγο τώρα, τόλμησε νά πεί γιά τόν καφέ, άφού τόν άνακάτωσε.
Αισθανόμενος τουλάχ ιστον ότι ήταν άναγκασμένος νά δοκιμάσει, ό Στήβεν έπιασε άπό τή λαβή τό βαρύ φλιτζάνι — πού προκάλεσε έναν περίεργο ήχ ο, ξεκολλώντας άπό τήν μικρή σκούρα λιμνούλα — καί ήπιε μιά γουλιά άπό τό περιφρονημένο ποτό. — Ωστόσο, πρόκειται γιά στερεά τροφή, συμβούλευσε τό καλό του πνεύμα, καί έγώ έχ ω κηρυχ θεί ύπέρ τής στερεάς τροφής, διότι μοναδική της άποστολή δέν άποτελεί ή γαστριμαργική τέρψη, άλλά τά κανονικά γεύματα ώς τό sine qua non δι’ όποιαδήποτε καλή έργασία, πνευματική ή χ ειρωνακτική. ’Οφείλετε νά τρώτε περισσότερη στερεά τροφή. Θά νιώσετε άλλος άνθρωπος. — Μόνο ύγρά μπορώ νά τρώω, είπε ό Στήβεν. “Ομως κάντε μου τή χ άρη νά πάρετε άπό έκεί αύτό τό μαχ αίρι. Δέν μπορώ νά βλέπω τήν αιχ μή του. Μού θυμίζει τή Ρωμαίκή Ιστορία. Ό κ. Μπλούμ έκαμε άμέσως αύτό πού τού ζητήθηκε καί εξαφάνισε τό ύπό κατηγορίαν άντικείμενο, ένα συνηθισμένο μαχ αίρι μέ κεράτινη λαβή, χ ωρίς τίποτα τό ιδιαίτερα ρωμαίκό ή άρχ αίο πάνω του γιά τό μή ειδικό μάτι, παρατηρώντας ότι ή αιχ μή του ήταν τό λιγώτερο αιχ μηρό σημείο πού διέθετε. — Apropos μέ τό μαχ αίρι, οί ιστορίες τού φίλου μας είναι σάν τόν ίδιο, παρατήρησε ό κ. Μπλούμ στόν confidantexoxi sotto voce. Πιστεύετε πώς είναι αληθινές; Θά μπορούσε νά υφαίνει άνεξάντλητα ώς τό πρωί αύτές τίς ιστορίες, χ ωρίς νά πάψει νά λέει ψέματα. Κοιτάξτε τον, λοιπόν. ‘Ωστόσο, όμως, παρ’ ότι τά μάτια εκείνου ήταν κατακόκκινα άπό τήν υπνηλία καί τόν θαλασσινό άέρα, ή ζωή είναι γεμάτη άπό γεγονότα καί τρομερές συμπτώσεις καί ολα αύτά ήταν μέσα στά δρια του πιθανού νά μήν ήταν έντελώς κατασκευάσματα τής φαντασίας του, άν καί έκ πρώτης όψεως δέν ύπήρχ ε άρκετή πιθανότητα πώς ολη αύτή ή άτέλειωτη μπουρδολογία πού έβγαινε άπό τό στήθος του ήταν ό άκριβής λόγος τού Εύαγγελίου. Στό μεταξύ είχ ε κάμει μιά λεπτομερή καταγραφή τού άτόμου πού καθόταν άπέναντι’ του` έξετάζοντάς το, οπως ό Σέρλοκ Χόλμς, άπό τήν πρώτη στιγμή πού τό άντελήφθη. Παρ’ ολο πού έπρόκειτο γιά καλοδιατηρημένο καί ρωμαλέον άντρα, μέ ελαφριά προδιάθεση φαλάκρας, ύπήρχ ε στό παρουσιαστικό του κάτι τό ψεύτικο, πού θύμιζε άποφυλακιστήριο καί δέν είχ ε κανείς άνάγκη άπό ισχ υρή δόση φαντασίας γιά νά συσχ ετίσει ένα παρόμοιο εξωτικό είδος μέ τήν άδελφότητα τών στουποποιών καί τών ποδομυλεργατών τού κατέργου. Θά ήταν δυνατό μάλιστα καί νά είχ ε καθαρίσει τόν άνθρωπό του, άν υποτεθεί πώς έδιηγείτο τήν ιδια του τήν ιστορία, οπως συχ νά κάνουν οί άνθρωποι άποδίδοντάς την σέ άλλους, ότι δηλαδή ό ίδιος είχ ε σκοτώσει τόν εαυτό του καί είχ ε περάσει τέσσερα ή πέντε άπό τά ώραιότερα χ ρόνια τής νιότης του στήν άχ ρειότητα τών κατέργων, χ ωρίς ποσώς ν’ άναφερθούμε στό πρόσωπο τού ’Αντώνιο (καμία σχ έση μέ τό
δραματικό πρόσωπο πού άναδύθηκε άπό τή γραφίδα τού έθνικού μας ποιητή), πού εξαγόρασε τά κρίματά του κατά τόν μελοδραματικό τρόπο πού περιγράφεται πιό πάνω. Έξ άλλου, μπορεί νά ήταν άπλή καυχ ησιολογία, αδυναμία πού μπορεί νά συγχ ωρεθεί σέ παλιό ναυτικό, ό όποιος, άφού όργωσε πόντους καί ώκεανούς, συναντώντας θεόχ αζους κατοίκους τού Δουβλίνου, οπως αύτοί οί αμαξάδες πού βρισκόντουσαν έν άναμονή ειδήσεων άπό τό εξωτερικό, δέν μπορούσε παρά νά μπει στόν πειρασμό νά εκστομίσει μερικές ήρωικές ιστορίες περί τής γολέτας `Έσπερος καί τά λοιπά. Καί οπως καί νά τό κάνουμε, τά ψέματα πού σκαρώνει κανείς γιά τόν εαυτό του δέν φθάνουν ούτε στό νυχ άκι τίς ψεματάρες πού οί άλλοι θά μπορούσαν νά χ αλκεύσουν γι’ αύτόν. — Προσέξατε, δέν λέω πώς ολα είναι καθαρή επινόηση, είπε ξαναρχ ίζοντας. Μερικές φορές συναντάει κανείς άνάλογες σκηνές, άν καί όχ ι συχ νά. Οί γίγαντες όμως, είναι κάτι μάλλον άπιθανο, βέβαια. Ή Μαρσέλλα, ή πυγμαία βασίλισσα. Έγώ ό ίδιος εχ ω δει στό μουσείο τών κέρινων όμοιομάτων τής όδού Χένρυ μερικούς ’Αζτέκους, οπως τούς ονομάζουν, νά κάθονται πάνω στίς φτέρνες τους. Δέν θά μπορούσαν νά σηκωθούν δρθιοι μακάρι καί νά τούς πλήρωνες μέ χ ρυσάφι, γιατί οί μύς εδώ, βλέπετε, συνέχ ισε επιδεικνύοντας στό σύντροφό του τούς τένοντες, ή οπως αλλιώς σάς αρεσει να τούς ονομάζετε, πίσω άπό τό δεξί γόνατο, είχ αν όλότελα άτροφήσει άπό τόν τρόπο πού κάθονταν ίται κουκουβισμένοι όσο διάστημα τούς λάτρευαν σάν θεούς. Αύτό, γιά μιά άκόμη φορά, άποδεικνύει τήν ύπαρξη άπλών ψυχ ών. ‘Ωστόσο, γιά νά ξαναγυρίσουμεστό φίλο μας τόν Σεβάχ καί τίς τρομερές του περιπέτειες (πού τού θύμιζαν λίγο τόν Λούντβιχ , τόν alias Λέντγουιντζ, όταν εμφανιζόταν στό παλκοσένικο τού θεάτρου Γκαίητυ, τήν έποχ ή πού ό Μάικλ Γκάνν ταυτιζόταν μέ τή διεύθυνση, στήν παράσταση τού Ιπτάμενου ’Ολλανδού, καταπληκτικής επιτυχ ίας, καί οί θαυμαστές συνέρρεαν κατά πλήθη γιά νά τόν ακούσουν, άν καί τά πλοία γενικά, όποιουδήποτε είδους, φαντάσματα ή όχ ι, συνήθως τρώνε τά μούτρα τους έπί σκηνής, οπως καί τά τραίνα άλλωστε), κατά βάθος δεχ όταν ότι δέν ύπήρχ ε σ’ αύτές τίποτα τό έγγενώς ασυμβίβαστο. ’Αντίθετα, έκείνη ή μαχ αιριά στήν πλάτη ταίριαζε πέρα γιά πέρα μέ τόν χ αρακτήρα τών Ίταλιάνων, παρ’ ολο πού, είλικρινά, ό κ. Μπλούμ δυσκολευόταν νά παραδεχ θεί ότι έκείνοι οί πωλητές παγωτών καί τηγανητών ψαριών, γιά νά μήν αναφέρουμε καί τίς παραλλαγές τους, τηγανητά πατατάκια, κτλ., έκεί, στή μικρή ’Ιταλία, κοντά στό Κούμ, ήταν άνθρωποι εγκρατείς, οικονόμοι, έργατικοί, μ’ έξαίρεση ίσως κάπως ύπέρ τό δέον άφοσιωμένοι στό νυχ τερινό κυνήγι τού άναγκαίου καί άβλαβούς συνάμα εκπροσώπου τού είδους τών αιλουροειδών γιά τήν έξασφάλιση κατά τήν επόμενη ήμέρα μιάς μπουόνας μαντζαρίας, μέ τό σκορδάκι της de rigueur, τήν όποία θά γευθούν, πρόσθεσε, μέ τήν ήσυχ ία τους καί χ ωρίς πολλά έξοδα. — Οί ’Ισπανοί, λόγου χ άριν, συνέχ ισε, μέ τό φλογερό τους ταπεραμέντο, βίαιοι σάν διάβολοι, έχ ο’’ν τήν τάση νά παίρνουν τό νόμο στά χ έρια τους καί νά σάς χ αρίζουν στό πί καί φί τήν αιώνια άνάπαυση μ’ έκείνα τά στιλέτα πού κουβαλούν πάντα κατάσαρκα πάνω στήν κοιλιά τους. Αύτό οφείλεται στήν ύπερβολική ζέστη καί γενικά στό κλίμα. Ή γυναίκα μου, γιά νά τό πούμε έτσι, είναι ’Ισπανίδα, κατά τό ήμισυ δηλαδή. Πράγματι, άν ήθελε θά μπορούσε νά ζητήσει τήν ισπανική υπηκοότητα, μιά καί έχ ει (σύμφωνα μέ τούς ίσχ ύοντες νόμους) γεννηθεί στήν ’Ισπανία, δηλαδή στό Γιβραλτάρ. ’Έχ ει ισπανικό τύπο. Σκούρο δέρμα, κανονική μελαχ ρινή, μαύρα μαλλιά. Προσωπικά πιστεύω μέ βεβαιότητα ότι τό κλίμα μετράει στόν χ αρακτήρα. Νά γιατί σάς ρώτησα άν γράφετε τά ποιήματά σας στά ιταλικά. — Οί τύποι πού συναντήσαμε στήν πόρτα, άντέτεινε ό Στήβεν, παραήταν παράφοροι γιά δέκα σελλίνια. Roberto ruba roba sua.
—
Σωστά, σωστά, επιβεβαίωσε ό κ. Μπλούμ.
— Καί υστέρα, είπε ό Στήβεν, κοιτάζοντας, στό κενό καί έκφέροντας φράσεις κατ’ ίδιαν, ή πρός κάποιον μυστηριώδη άκρατή, διαθέτουμε τήν όρμητικότητα τού Ντάντε καί τό ισοσκελές τρίγωνο, τήν δεσποινίδα Πορτινάρι, τήν όποία έρωτεύτηκε, τόν Λεονάρντο καί τόν Σάν Τομμάζο Μαστίνο. — Τό έχ ουν στό αίμα τους, παραδέχ θηκε άμέσως ό κ. Μπλούμ. “Ολοι έχ ουν λουστεί στό αίμα τού ήλιου. Σήμερα, συμπτωματικά, έτυχ ε νά βρεθώ στό Μουσείο τής όδού Κίλντεαρ, λίγο πρίν άπό τή συνάντησή μας, άν μπορώ νά τήν ονομάσω έτσι, καί κοίταζα εκείνα τά άρχ αία άγάλματα πού ύπάρχ ουν εκεί. Τίς λαμπρές άναλογίες τών γοφών καί τού στήθους. Έδώ δέν συναντάς συχ νά γυναίκες σάν αύτές. Κι άν συναντήσεις, πού καί πού κάποια τέτοια, αύτό άποτελεί εξαίρεση. Ωραίες, ναί, όμορφες στό είδος τους δέν λέω, βρίσκεις άκόμα, μά εκείνο πού έγώ άναζητώ είναι ή γυναικεία φόρμα. Έξ άλλου, ή πλειονότητα ντύνεται μέ τόσο λίγο γούστο, καί, πώς νά γίνει, τό ντύσιμο έπαυξάνει κατά πολύ τή γυναικεία φυσική ομορφιά. Μπορεί νά είναι παραξενιά μου, άλλά όταν βλέπω τή στραβή ραφή μιάς κάλτσας, αύτό μού δίνει στά νεύρα. Ωστόσο, οί άλλοι γύρω τους, έχ οντας εξαντλήσει τό θέμα, μιλούσαν τώρα γιά θαλασσινά άτυχ ήματα, γιά πλοία πού χ άθηκαν μές στήν ομίχ λη, γιά συγκρούσεις μέ παγόβουνα καί πολλά διάφορα παρόμοια. Ό θαλασσόλυκος, φυσικά, είχ ε νά πεί τά δικά του. Είχ ε περάσει άναρίθμητες φορές άπό τό ’Ακρωτήριο τής Καλής Έλπίδος καί είχ ε διαπιστώσει τήν ένταση ένός μονσούν, είδος άνέμου τών θαλασσών τής Κίνας, καί μέσα σ’ ολους αυτούς τούς κινδύνους τών βυθών, δήλωσε οτι ένα πράμα δέν τού είχ ε λείψει ποτέ, ένα φυλαχ τό, ή κάτι άνάλογο, πού τόν διέσωζε πάντα. ‘Ύστερα άπ’ αύτό ή συζήτηση στράφηκε στό ναυάγιο τού Βράχ ου Ντώντ, τό ναυάγιο έκείνου τού άτυχ ου νορβηγικού πλοιαρίου — κανείς δέν μπορούσε έκείνη τή στιγμή νά θυμηθεί τ’ όνομά του, ώσπου ό άμαξάς πού έμοιαζε πράγματι μέ τόν Χένρυ Κάμπελλ τό θυμήθηκε, τό Πάλμε, στήν άκτή Μπούτερσταουν. Έκείνη τή χ ρονιά, μιλούσαν συνεχ ώς γι’ αύτό στήν πόλη (ό ’Άλμπερτ Γουίλλιαμ Κουίλλ έγραψε ένα θαυμάσιο πρωτότυπο ποίημα ιδιαίτερης άξίας στούς ’Ιρλανδικούς Τάιμς έπί τού θέματος), τά κύματα τό σάρωναν καί στό ακρογιάλι κόσμος καί κόσμος άναστατωμένος πάγωνε άπό τή φρίκη. ‘Ύστερα κάποιος άρχ ισε νά λέει κάτι γιά τήν περίπτωση τού άτμόπλοιου Λαίδη Καίρνς άπό τό Σουάνση, πού συγκρούστηκε μέ τό Μόνα, πού ερχ όταν μές στήν ομίχ λη άπό τήν αντίθετη κατεύθυνση καί καταποντίστηκε αύτανδρο. Δέν τού δόθηκε καμία βοήθεια. Ό καπετάνιος τού Μόνα είπε πώς φοβήθηκε οτι μέ τήν σύγκρουση τά στεγανά διαφράγματά του είχ αν πάει περίπατο. Φάνηκε όμως οτι δέν είχ ε μπεί νερό στό άμπάρι του. Στό σημείο αύτό έγινε κάτι. Ό ναυτικός σηκώθηκε άπό τή θέση του, σάν νά χ ρειάστηκε ξαφνικά νά χ αλαρώσει κάποιο σκοινί. — Κάμε στήν μπάντα νά περάσω, φίλε, είπε στό διπλανό του, πού είχ ε άρχ ίσει νά βυθίζεται σέ γλυκό υπνάκο. Βαρύς καί άργός προχ ώρησε μέ μετρημένα βήματα πρός τήν πόρτα, κατέβηκε βαρύς τό σκαλοπάτι πού βρισκόταν έκεί καί, όταν βρέθηκε έξω, έστριψε πρός τ’ άριστερά. Ένώ έζύγιαζε τά κατατόπια, ό κ. Μπλούμ, ό οποίος, $ταν εκείνος σηκώθηκε όρθιος είχ ε προσέξει ότι άπό τίς δύο του τσέπες έβγα:’ ναν δυό φλασκιά πιθανώς γεμάτα ρούμι προορισμένα νά σβήσουν την εσωτερική φωτιά πού πυρπολούσε τά κατάβαθά του, τόν είδε λοιπον να αποσπά τή μια άπό τις δυό μπουκάλες, ν’ άφαιρεί τό βούλωμα, ή νά τό ξεβιδώνει, καί κολλώντας τά χ είλη του στό στόμιό της νά τραβάει
μία γερή ήδονική ρουφηξιά, μ’ ενα γουργούρισμα. Ό άδιόρθωτος Μπλούμ, πού κι αύτός έτρεφε τήν ύποψία ότι ό παλαίμαχ ος πραγματοποιούσε ελιγμό έξ αιτίας τής έλξης κάποιου γύναιου τό όποιο, όμως, ειχ ε λίγο-πολύ εξαφανιστεί, μπορούσε μέ κάποια προσπάθεια νά τόν παρακολουθεί μέ τά μάτια, καθώς, δεόντως καρδαμωμένος μέ τό φλασκί, επιθεωρούσε τούς στύλους καί τίς ύποστυλώσεις τής Διακλάδωσης, μέ ύφος μάλλον σαστισμένο, επειδή σέ ολα αύτά είχ αν συντελεστει ριζικές άλλαγές καί μεγάλες βελτιώσεις άπό τήν τελευταία του επίσκεψη. Κάποιο άόρατο πρόσωπο ή πρόσωπα τού εδειξαν τό δρόμο πρός τό ούρητήριο γι’ άρρενες, πού είχ ε άνεγερθεί έκεί γιά τό σκοπό αύτό άπό τήν Επιτροπή Δημοτικής Καθαριότητας, άλλά ύστερα άπό σύντομο χ ρονικό διάστημα, κατά τό όποιο βασίλευε άπόλυτη σιγή, ό ναυτικός, ολοφάνερα άποφεύγοντάς το, ξαλάφρωσε έκείκοντά στό προχ ειρότερο μέρος, καί τό βρωμόνερό του, πού πλατάγισε γιά λίγο στό έδαφος, ξύπνησε φαίνεται κάποιο άλογο τής πιάτσας. Έν πάση περιπτώσει, κάποια όπλή φτερνοκόπησε τήν ώρα πού εψαχ νε γιά μιά θέση μές στόν ύπνο καί κάποια χ άμουρα κουδούνισαν. Έλαφρά θορυβημένος στή σκοπιά του, κοντά στό μαγκάλι μέ τό άναμμένο κώκ, άν καί έτοιμος νά καταρρεύσει τώρα, ό δημοτικός νυχ τοφύλακας, πού δέν ήταν άλλος σ’ αύτή τή σκυθρωπή πραγματικότητα άπό τόν προαναφερθέντα Γκάμλεύ, τόν όποιον ούσιαστικά συντηρούσε τώρα ό Δήμος, έχ οντας άναλάβει τήν προσωρινή αύτή εργασία — σύμφωνα μ’ ολες τίς άνθρώπινες πιθανότητες, καί χ άρη στίς άνθρωπιστικές άρχ ές τού Πάτ Τόμπιν, πού τόν γνώριζε άπό πρίν — στριφογύρισε γιά λίγο στή σκοπιά του πρίν παραδώσει πάλι τά μέλη του στήν άγκαλιά τού Μορφέα. Μιά εκπληκτική, άληθινά, περίπτωση άθλιότητας άπό τίς δεινότερες πού μπορούν νά πλήξουν εναν πολύ άξιοσέβαστο άνθρωπο άπό εξαίρετη οικογένεια, έθισμένον άπό τήν παιδική του ήλικία σέ μιά ζωή γεμάτη άνέσεις καί εύπρέπεια, καί πού ειχ ε κληρονομήσει κάποτε ενα καλό ετήσιο είσοδηματάκι εκατό στερλινών, τό όποιο, φυσικά ό γάιδαρος ό σαμαρωμένος, κατάφερε νά σκορπίσει στούς τέσσερις άνέμους. Καί ειχ ε κατρακυλήσει στό τελευταίο σκαλοπάτι, άφού πολλές φορές στά νιάτα του ξεσήκωνε τήν πόλη μέ τά ξεφαντώματά του, καί άπόμεινε χ ωρίς πεντάρα τσακιστή στήν τσέπη. Δέν χ ρειάζεται νά τό πούμε, έπινε, κι αύτό μπορούσε γι’ άλλη μιά φορά νά χ ρησιμεύσει γιά μάθημα, επειδή σήμερα θά μπορούσε νά εύημερεί άν — ώστόσο, ένα μεγάλο άν — είχ ε καταφέρει νά γιατρευτεί άπό τήν συγκεκριμένη άδυναμία του. Στό μεταξύ, ολοι θρηνολογούσαν γοερά γιά τήν κατάπτωση τής ιρλανδικής ναυτιλίας, παράκτιας καί ύπερπόντιας, πού ήταν τό ίδιο. “Ενα πλοίο τής Πάλγκείβ Μάρφυ είχ ε βγει άπό τό ναυπηγείο τής Δεξαμενής ’Αλεξάνδρα, μοναδική καθέλκυση τής χ ρονιάς. Σίγουρα δέν έλειπαν τά λιμάνια, μόνο πού τά πλοία δέν τά επισκέπτονταν πιά. —
’Υπάρχ ουν ναυάγια καί ναυάγια, ειπε ό καταστηματάρχ ης, πού γνώριζε τά πράγματα au fait.
Εκείνο πού ό Ιδιος επιθυμούσε νά γνωρίζει ήταν, ποιός λόγος άνάγκασε εκείνο τό πλοίο νά τσακιστεί πάνω στό μοναδικό βράχ ο τού κόλπου Γκάλγουεη τή στιγμή πού τό σχ έδιο τού λιμανιού τού Γκάλγουεη είχ ε ύποβληθεί γιά συζήτηση άπό κάποιον κ. Γουόρτινγκτον ή κάπως ετσι. Ρωτήστε τόν καπετάνιο του, συμβούλευσε, ποιό ήταν τό φιλοδώρημα πού τού εδωσε ή Βρετανική Κυβέρνηση γιά τήν εργασία του εκείνης τής ήμέρας. Πρόκειται γιά τόν Πλοίαρχ ο Τζών Λήβερ τής ’Ακτοπλοίκής Εταιρείας Λήβερ. — ’Έχ ω δίκιο, καπετάνιε; ρώτησε τόν ναυτικό, πού έπέστρεφε άπό τή μυστική του υδρευση καί τίς ύπόλοιπες επιχ ειρήσεις του. Ό σεβάσμιος αύτός άνθρωπος, πού ειχ ε πιάσει στόν άέρα τήν ούρά τού τραγουδιού ή τά λόγια,
γρύλλισε κάποια ύποτιθέμενη μουσική, άλλά μανιασμένα, ενα είδος ναυτικού τραγουδιού σέ δίτονα ή τρίτονα. Τό εύαίσθητο αύτί τού κ. Μπλούμ τόν άκουσε καθώς έφτυνε τόν μασημένο καπνό (καί όντως αύτός ήταν), πού είχ ε κρύψει προσωρινά στήν παλάμη του όσο διαρκούσε ή άντληση καί ή άπόρριψη τών ύγρών, καί θά τόν βρήκε λίγο ύπόξινο, υστέρα άπό τήν έν λόγω ύγρή φωτιά. Έν πάση περιπτώσει, μετά τή μακάβρια σπονδή του, γλίστρησε μέσα, είσάγοντας μιάν ατμόσφαιρα καπηλειού στήν εκλεκτή μας συνάθροιση, καί τραγουδώντας χ αρούμενα σάν αληθινός καραβόσκυλος: — Τά παξιμάδια ήταν σκληρά σά χ ωματένιος σβώλος Καί τό βοδινό πεντάλμυρο οπως τής κυραΛώτ ό κώλος. ’Ώ, Τζώνυ Λήβερ! Τζώνυ Λήβερ. ”Ω! Μετά άπ’ αύτές τίς διαχ ύσεις, τό τρομερό άτομο έπιστρέφοντας στή σκηνή στή σωστή ώρα καί ξανακερδίζοντας τή θέση του, κατέρρευσε μάλλον, παρά κάθησε στόν πάγκο πού προοριζόταν γιά τόν σκοπό αύτό. Ό Κατσικογδάρτης, άν ύποτεθει ότι αύτός ήταν, ύπηρετώντας πασιφανώς ιδιαίτερους σκοπούς, διατυμπάνιζε μ’ έναν ψευτοπαλληκαράδικο φιλιππικό τά παράπονά του σχ ετικά μέ τούς φυσικούς πόρους τής ’Ιρλανδίας, ή κάτι παρόμοιο, τήν όποία περιέγραψε στήν εκτενή διατριβή του, ώς τήν πλουσιώτερη χ ώρα έπί τού προσώπου τής γής τού Θεού, μηδεμιάς έξαιρουμένης, πολύ άνώτερης άπό τήν ’Αγγλία, μέ τεράστιες ποσότητες κάρβουνου, μέ έτήσιο εισόδημα έξι εκατομμυρίων στερλινών άπό τήν εξαγωγή χ οιρινού κρέατος, δέκα εκατομμυρίων άπό τήν εξαγωγή βούτυρου καί αύγών, καί όλον εκείνο τόν πλούτο πού άπομυζά ή ’Αγγλία, επιβάλλοντας φόρους στό φτωχ ό λαό πού πληρώνει καί πληρώνει, καταβροχ θίζοντας τό καλύτερο κρέας τής άγοράς καί πολύ άκόμα άέρα κοπανιστό άπό τήν άστείρευτη αύτή φλέβα. Στή συνέχ εια ή συζήτηση γενικεύτηκε κι ολοι συμφώνησαν οτι αυτο ήταν ή πραγματικότητα. Δέν ύπάρχ ει, διαβεβαίωσε, πράγμα πού σπέρνεται και φυτρώνει, πού νά μήν μπορεί νά καλλιεργηθεί στό ιρλανδικό έδαφος. Νά, ό συνταγματάρχ ης Έβεραρντ, έκεί κάτω στό Κάβαν, καλλιεργεί καπνό. Που άλλου ήταν δυνατό νά βρεθεί ή ποιότητα τού ίρλανδικού μπέικον; ‘Όμως, δήλωσε crescendo μέ βεβαιότητα — μονοπωλώντας τή συζήτηση — θά σημάνει γιά τήν Κραταιά ’Αγγλία, παρ’ ολη τή δύναμη τού πλούτου της, ή ήμέρα τού ξεκαθαρίσματος τών λογαριασμών, λόγω τών έγκλημά των της. Θά ύπάρξει πτώση καί μάλιστα ή μεγαλύτερη πτώση στήν ιστορία. Οί Γερμανοί καί οί ’Ιάπωνες έχ ουν νά πούν τό λογάκι τους, διαβεβαίωσε. Οί Μπόερς ήταν ή άρχ ή τού τέλους. Τό έτοιματζίδικο ’Αγγλία είχ ε άρχ ίσει ήδη νά καταρρέει καί ή ’Ιρλανδία, ή άχ ίλλειος πτέρνα της, θά έδινε τή χ αριστική βολή, δηλαδή, οπως τούς έξήγησε, τό τρωτό σημείο τού ’Αχ ιλλέα, τού ‘Έλληνα ήρωα — σημείο πού οί άκροατές του άντελήφθηκαν άμέσως, έπειδή αιχ μαλώτισε ολοκληρωτικά τήν προσοχ ή του’ς, καθώς έπεδείκνυε πάνω στό παπούτσι του τή θέση τού σχ ετικού τένοντα. Ή συμβουλή του πρός κάθε ’Ιρλανδό ήταν: μείνε στή γή πού γεννήθηκες, δούλεψε γιά τήν ’Ιρλανδία καί ζήσε γιά τήν ’Ιρλανδία. Ή ’Ιρλανδία, είπε ό Πάρνελλ, χ ρειάζεται ολα τά τέκνα της κοντά της. Γενική σιωπή άκολούθησε τό πέρας τού finale του. Ό άτρόμητος θαλασσόλυκος άκουγε άτάραχ ος αύτά τά ζοφερά νέα. —
Θέλει κομμάτι δουλειά αύτή ή υπόθεση, άφεντικό, άποκρίθηκε αύτός ό σκληρός τύπος,
πειραγμένος ελαφρά άπό τίς άλήθειες πού είχ αν διατυπωθεί. Σ’ αύτή τήν ψυχ ρολουσία, αναφορικά μέ τήν πτώση τής ’Αγγλίας καί τά λοιπά, ό καταστηματάρχ ης συγκατένευσε, ούχ ήττον όμως, έπέμεινε στήν άποψή του. — Ποιοί είναι οί καλύτεροι στρατιώτες; ρώτησε οργισμένος ό γκριζομάλλης παλαίμαχ ος. Καί οί καλύτεροι άλτες καί δρομείς; Καί ποιοί είναι οί καλύτεροι ναύαρχ οι καί στρατηγοί; Γιά πές μου ν’ άκούσω. — Μά βέβαια οί ’Ιρλανδοί, άποκρίθηκε ό άμαξάς πού, άν άφαιρέσει κανείς τίς φακίδες τού προσώπου του, έμοιαζε τού Κάμπελλ. — Αύτό είναι σωστό, έπιβεβαίωσε ό γερο-θαλασσόλυκος. Ό ’Ιρλανδός καθολικός χ ωρικός. Αύτός είναι ή σπονδυλική στήλη τής αυτοκρατορίας μας. Ξέρετε τόν Τζέμ Μάλλινς; Ό καταστηματάρχ ης, ένώ άναγνώριζε στόν καθένα τό δικαίωμα τής προσωπικής γνώμης, πρόσθεσε ότι δέν σκοτιζότανε γιά καμιά αύτοκρατορία, δική μας ή δική του, καί ότι θεωρούσε άνάξιο ’Ιρλανδό έκεινον πού τήν υπηρετούσε. Τότε άρχ ισαν ν’ άνταλλάσσουν λέξεις έν βρασμώ ψυχ ής καί, δέν είναι άπαραίτητο νά τό πούμε, όταν έφούντωσαν περισσότερο έπεκαλούντο τούς άκροατές πού παρακολουθούσαν τή λογομαχ ία μ’ ενδιαφέρον, όσο αύτή δέν μετατρεπόταν σέ βρισιές, πού προηγούνται τών γρονθοκοπημάτων. Ό κ. Μπλούμ, άπό ειδικές πληροφορίες πού είχ ε συγκεντρώσει σέ διάστημα άρκετών χ ρόνων, έκλινε μάλλον πρός τήν άποψη ότι ή προφητεία συνιστούσε σπουδαία χ ασολογία, επειδή, άναμένοντας μέ λαχ τάρα τήν κατάρρευση, τήν όποία μπορεί νά επιθυμούσαν ή νά μήν επιθυμούσαν ολοι, είχ ε πλήρη έπίγνωση τού γεγονότος ότι οί γείτονες άπό τήν άλλη πλευρά τού θαλάσσιου διαύλου, έκτός καί άν ήταν περισσότερο άνόητοι άπ’ όσο τούς πίστευε, έκρυβαν μάλλον παρά έπεδείκνυαν τή δύναμή τους. Συμμεριζόταν άπόλυτα τήν δονκιχ ωτική ίδέα πού επικρατούσε σέ μερικούς κύκλους ότι σέ εκατό εκατομμύρια χ ρόνια ή άνθρακοφόρα φλέβα στό άδερφικό νησί θά στέρευε καί άν, μέ τήν πάροδο τών αιώνων, αύτή ή ύπόθεση έμελλε νά πραγματοποιηθεί, έκείνο πού αύτός είχ ε νά πεί έπί τού θέματος είναι, ότι άπό τώρα μέχ ρι τότε ήταν δυνατό νά προκύψουν ένα πλήθος περιστατικά έξίσου ένδιαφέροντα ώς πρός τό τελικό άποτέλεσμα, καί γι’ αύτό τό λόγο θά ήταν φρονιμότερο, στό μεταξύ, νά προσπαθήσουν νά έπωφεληθούν, όσο τό δυνατόν περισσότερο, άπό τίς δύο χ ώρες, άνεξάρτητα άπό τόν μεταξύ τους άνταγωνισμό. Μιά άλλη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, οι έρωτες τών πορνών καί τών νταβατζήδων, γιά νά τό περιγράψουμε σέ χ υδαία γλώσσα, τού υπενθύμισαν ότι οί ’Ιρλανδοί στρατιώτες πολέμησαν πότε ύπέρ καί πότε κατά τής ’Αγγλίας, στήν πραγματικότητα συχ νότερα ύπέρ αύτής. Καί τώρα, γιατί; Λοιπόν, ή σκηνή πού έπαιζαν αύτοί οί δυό εκεί, ό καταστηματάρχ ης, ό όποιος έφημολογείτο ότι ύπήρξε ή άληθινά ήταν ό Φίτζχ αρρις, ό διάσημος ’Αήττητος, καί ό άλλος ό έμφανώς ψεύτικος, τού θύμιζε πιεστικά κάποια συμπαιγνία, άν ύποθέσουμε ότι ή δουλειά ήταν στημένη άπό πρίν, οπως τό έβλεπε αύτός, ό παρατηρητής, ό μελετητής τής άνθρώπινης ψυχ ής, έπειδή οί άλλοι έβλεπαν έλάχ ιστα τή συμπαιγνία. Καί όσον άφορά στόν ένοικιαστή ή τόν καταστηματάρχ η, πού πιθανώς δέν ήσαν καθόλου ό άλλος πού έφημολογείτο, αύτός (ό Μπλούμ), δέν μπορούσε, καί πολύ σωστά, παρά νά σκεφτεί πώς ήταν άπείρως προτιμότερο, όταν δέν είναι κανείς βλάκας μέ περικεφαλαία, νά ξεκόβει άπ’ αύτούς έκεί τούς άνθρώπους, έχ οντας σάν χ ρυσό κανόνα στήν ιδιωτική του ζωή νά μήν έχ ει ποτέ συναλλαγές μ’ αύτούς καί μέ τό σκυλολόι τους, διότι ύπάρχ ει πάντα τό ενδεχ όμενον ένός Ντάννυμαν, πού παρουσιάζεται καί καταθέτει εναντίον τών συνενόχ ων του, οπως ό Ντέννις ή ό Πήτερ Κάρεύ, πράγμα πού τού προξενούσε απέραντη
σιχ ασιά. Έξ άλλου, γιά λόγους άρχ ών, δέν τού άρεσαν διόλου αύτά τά όντα, τά άφιερωμένα στίς άδικοπραγίες καί τό έγκλημα. Ωστόσο, παρ’ ολο πού παρόμοιες έγκληματικές κλίσεις δέν έφώλιασαν ποτέ στά στήθη του, ένιωσε άναμφισβήτητα καί δέν τό άρνείται (παραμένοντας όμως κατά βάθος αύτός πού ήταν) κάποιο θαυμασμό γιά τόν άνθρωπο πού πράγματι άνασπά καί κραδαίνει μαχ αίρι, αύτό τό κρύο άτσάλι, άντλώντας θάρρος άπό τίς πολιτικές του πεποιθήσεις, άν καί αύτός προσωπικά δέν θέλησε ποτέ νά έχ ει σχ έση μέ παρόμοια πράγματα, οπως άλλωστε καί μ’ έκείνες τίς ερωτικές βεντέτες τού Νότου — ή θά τήν άποκτήσω ή θά πεθάνω — όταν συχ νά ό σύζυγος, υστέρα άπό μερικές βίαιες άντεγκλήσεις πού άντάλλαζε τό ζεύγος γύρω άπό τίς σχ έσεις της μέ τόν άλλον τυχ ερό θνητό (άφού ό άντρας είχ ε παρακολουθήσει κρυφά τό παράνομο ζεύγος), έπέφερε μοιραία πλήγματα στή λατρευτή του ύπαρξη λόγω τού έξωσυζυγικού της δεσμού, βυθίζοντας τό μαχ αίρι του στήν καρδιά της, ώσπου ξαφνικά τού φάνηκε ότι ό Φίτζ, ό επιλεγόμενος Κατσικογδάρτης, άπλώς όδηγούσε τήν άμαξα τών αύτουργών τής επίθεσης κι έτσι, κατ’ ούσίαν, δέν ειχ ε λάβει μέρος στήν ένέδρα, άν οί πληροφορίες ήταν άκριβείς, γεγονός έπί τού οποίου στήριξε κατά βάσιν τήν ύπεράσπισή του κάποιος δικηγόρος καί τού έσωσε τό τομάρι. Έν πάση περιπτώσει, αύτή ήταν πολύ παλιά ιστορία τώρα, καί όσον άφορά στό φίλο μας, τόν ψευτοΚατσικογδάρτη καί τά λοιπά, ειχ ε εμφανέστατα έπιζήσει τής δόξας του. ’Έπρεπε νά είχ ε πεθάνει, είτε άπό φυσικό θάνατο, είτε άπό άγχ όνη. “Οπως οί πρωταγωνίστριες τής σκηνής, ολο άντίο — οριστικά, τελευταία παράσταση — καί ολο νά σου τες πάλι μέ τά χ αμόγελα. Γενναιόφρων μέχ ρι παραλογισμού, μέ πολύ ταμπεραμέντο, χ ωρίς νά κρατάει ποτέ πισινή, ούτε πού ήθελε ποτέ νά σκεφτεί κάτι τέτοιο, παραιτούμενος τής λείας γιά τή σκιά. Επίσης, ή ύπερευαίσθητη διαίσθησή του τού ύπαγόρευε ότι ό κ. Τζόννυ Λήβερ είχ ε δαπανήσει άρκετό παραδάκι στίς περιοδείες του γύρω άπό τίς άποβάθρες, στή συμπαθητική άτμόσφαιρα τής ταβέρνας Παλαιά ’Ιρλανδία, άχ , ξαναγύρισε πάλι στό ’Έριν καί άλλα παρόμοια. Καί όσον άφορά στούς άλλους, είχ ε άκούσει, πρίν άπό λίγο καιρό, τά ιδια πράγματα μέ τά ίδια άκριβώς λόγια, καί διηγήθηκε στόν Στήβεν τόν άπλό καί άποτελεσματικό τρόπο μέ τόν όποιο είχ ε άποστομώσει τόν ύβριστή. — Είχ ε γιά κάποιο λόγο κατεβάσει τά μούτρα, δήλωσε αύτός ό πολυπροσβεβλημένος, άλλά ειρηνικότατος άνθρωπος, καί δέν τού έδωσα σημασία. Μέ άποκάλεσε έβραίο, καί μάλιστα μέ θέρμη, προσβλητικά. Τότε έγώ, χ ωρίς νά ξεφύγω καθόλου άπό τά πραγματικά γεγονότα, τού είπα ότι ό Θεός του, δηλαδή ό Χριστός, ήταν κι αύτός έβραίος, καθώς καί ολη του ή οικογένεια, οπως έγώ, παρ’ ολο πού στήν πραγματικότητα έγώ δέν είμαι. Αύτό τόν έβαλε στή θέση του. ’Απόκρισις δέ ύποπίπτουσα άποστρέφει θυμόν. Δέν βρήκε ούτε μιά λέξη νά πει, οπως διεπίστωσαν ολοι. Δέν είχ α δίκιο; Κατηύθυνε πρός τόν Στήβεν ένα επίμονο κάνεις λάθος βλέμμα φοβισμένης σκοτεινής ύπερηφάνειας άπέναντι στήν άπαλή επίκριση, άνάμιχ το μέ μιά λάμψη ικεσίας, επειδή, κατά κάποιο τρόπο, φαινόταν νά καταλαβαίνει ότι δέν ήταν έντελώς… — Ex quibus, ψιθύρισε ό Στήβεν, σέ άόριστο τόνο, ένώ τά μάτια τους άνά δύο ή άνά τέσσερα επικοινωνούσαν, ό Christus ή ό Μπλούμ, οπως τόν λένε ή, τέλος πάντων, οποιοσδήποτε άλλος, secundum carnem. — Φυσικά, διευκρίνισε ό κ. Μπλούμ, θά πρέπει νά έξετασθούν καί οί δύο όψεις τού ζητήματος. Ή όριοθέτηση άλάνθαστων κανόνων συναντά δυσχ έρειες, όταν πρόκειται γιά άπόδοση δικαίου ή άδικου, άλλά σίγουρα υπάρχ ει πάντοτε περιθώριο βελτίωσης, παρ’ ολο πού, οπως λένε, κάθε χ ώρα, μή έξαιρουμένης καί τής βασανισμένης τής δικής μας, έχ ει τήν κυβέρνηση πού τής άξίζει. ’Αλλά μέ λίγη καλή θέληση άπ’ ολες τίς πλευρές. Είναι πολύ ώραίο νά καυχ ιόμαστε γιά τήν
ύπεροχ ή μας έπί παντός έπιπέδου, άλλά τί γίνεται μέ τήν ισότητα τών δικαιωμάτων; ’Απεχ θάνομαι τή βία καί τή μισαλλοδοξία όποιουδήποτε σχ ήματος ή μορφής. Δέν όδηγούν πουθενά, ούτε θεραπεύουν τίποτε. Πρέπει νά έπέλθει μιά έπανάσταση στό σύστημα τών μηνιαίων καταβολών. Προφανώς, συνιστά παραλογισμό νά μισεί κανείς τούς άνθρώπους γιά μόνο τό λόγο, γιά νά τό πούμε έτσι, ότι ζούν άπό τήν άλλη μεριά τού δρόμου καί μιλούν μιάν άλλη διάλεκτο. — Ή άλησμόνητη μάχ η τής Γέφυρας Μπλάντυ καί ό πόλεμος τών επτά λεπτών άνάμεσα στό δρομάκι Σκίννερ καί τήν άγορά Όρμόντ, πρόσθεσε ό Στήβεν. — Ναί, παραδέχ θηκε άπόλυτα ό κ. Μπλούμ, υποστηρίζοντας άνεπιφύλακτα τήν παρατήρηση, αύτό ήταν πέρα γιά πέρα σωστό κι ολος ό κόσμος βρίθει άπό παρόμοιες καταστάσεις. — ’Από τό στόμα μου τό πήρες, είπε. `Ένα συνονθύλευμα συγκρουόμενων στοιχ είων πού είλικρινά, σέ καμιά περίπτωση, δέν μπορούσε… Κατά τήν ταπεινή του γνώμη, ολες αύτές οί άθλιες διαμάχ ες έκαναν νά φουντώνει τό κακό αίμα — τό καρούμπαλο τής μαχ ητικότητας ή κάποιο είδος άδένα, καί ήταν λάθος νά θεωρείται ότι είχ αν ώς αιτία ένα ζήτημα τιμής ή σημαίας — ένώ σχ εδόν πάντα έπρόκειτο περί χ ρηματικού ζητήματος, τό όποιο βρίσκεται πίσω άπό οπουδήποτε άλλο, τήν άρπακτικότητα καί τή ζηλοφθονία, έπειδή οί άνθρωποι ούδέποτε γνωρίζουν τόν αύτοέλεγχ ο. — Κατηγορούν — παρατήρησε μεγαλοφώνως. Γύρισε τήν πλάτη του πρός τούς άλλους, οί όποιοι πιθανώς… καί μίλησε πλησιέστερα, ώστε οί άλλοι… σέ περίπτωση πού αύτοί… Κατηγορούν τούς έβραίους, είπε σιγά, άτό αύτί τού Στήβεν, ώς καταστροφείς. Μπορώ μέ βεβαιότητα νά πώ ότι δέν ύπάρχ ει κανένα ίχ νος άλήθειας σ’ αύτό. Ή ιστορία — θά ξαφνιαστείτε μαθαίνοντάς το; — άποδεικνύει συντριπτικά ότι ή ’Ισπανία παρήκμασε όταν ή Τερά Εξέταση καταδίωξε τούς έβραίους καί άντίθετα ότι ή ’Αγγλία εύημέρησε, όταν ό Κρόμγουελ, ένας άχ ρείος άπό τούς ικανότερους, ό όποιος έξ άλλου διέπραξε φοβερά σφάλματα, τούς άνοιξε τίς πόρτες. Γιατί; Έπειδή είναι πρακτικοί καί τό έχ ουν άποδείξει. Δέν θά έπέτρεπα μέ κανέναν τρόπο στόν έαυτό μου νά… γιατί γνωρίζετε τά καθιερωμένα έργα έπί τού θέματος καί υστέρα, ορθόδοξος καθώς είσθε… ’Αλλά, χ ωρίς νά θίγουμε τή θρησκεία, στό οικονομικό πεδίο, ό παπάς σημαίνει φτώχ ειά. Είδατε τήν ’Ισπανία σ’ αύτόν τόν πόλεμο, σέ σύγκριση μέ τήν ’Αμερική πού τραβάει άδίστακτα μπροστά. Οί Τούρ-κοι εινοα προσκολλημένοι στό δόγμα. Έπειδή, άν δέν πίστευαν ότι θά πάνε κατ’ ευθείαν στόν ούρανό μετά θάνατον, θά προσπαθούσαν νά ζήσουν καλύτερα σ’ αύτή τή ζωή — έγώ τουλάχ ιστον, ετσι νομίζω. Αύτή είναι ή απάτη μέ τήν όποία ό έφημέριος, μέ ψεύτικα προσχ ήματα, φτιάχ νει τό πουγγί του. Είμαι, συνέχ ισε μέ δραματική ένταση, τό ιδιο καλός ’Ιρλανδός όσο κι έκείνος ό αγριάνθρωπος, τόν όποιο σάς άνέφερα άρχ ικώς καί, κατέληξε, θά επιθυμούσα νά δώ ολο τόν κόσμο, τούς άνθρώπους κάθε δόγματος καί κάθε τάξεως pro rata ν’ άπολαμβάνουν ενα λογικό εισόδημα, όχ ι πενταροδεκάρες, κάτι γύρω στίς 300 στερλίνες έτησίως. Αύτό είναι τό ζωτικό ζήτημα, είναι εφικτό καί θά οδηγούσε στή δημιουργία φιλικοτέρων σχ έσεων μεταξύ τών άνθρώπων. Τουλάχ ιστον ετσι νομίζω έγώ πώς πρέπει νά γίνει. Αύτό ονομάζω έγώ πατριωτισμό. Ubipatria, οπως ψευτομάθαμε στά σχ ολικά μας χ ρόνια στό Alma Mater, vita bene. Έκεί οπου μπορείς νά ζήσεις καλά, αύτό είναι τό νόημα, ύπό τόν δρο νά έργάζεσαι. Ό Στήβεν άκουγε πάνω άπό τό πλήρες φλυτζάνι τού ύποτιθέμενου,καφέ του αύτή τή σύνοψη περί πάντων, δίχ ως νά κοιτάζει τίποτα ιδιαιτέρως. Φυσικά, μπορούσε ν’ άκούει λέξεις πάσης φύσεως, πού άλλαζαν χ ρώμα οπως τά καβούρια μέ τά μεταβαλλόμενα χ ρώματα τό πρωί στό Ρίνγκστεντ,
πού βυθίζονται στήν άμμο κάτω άπό τήν όποία είχ αν, ή έμοιαζε πώς είχ αν, τή φωλιά τους. ’Έπειτα κοίταξε ψηλότερα καί συνάντησε τά μάτια πού ελεγαν ή δέν ελεγαν τά πράγματα πού ελεγε ή φωνή, τήν όποία άκουγε — νά εργάζεσαι. —
Εμένα σβήστε με άπό τόν κατάλογο, κατάφερε νά παρατηρήσει, εννοώντας τήν εργασία.
Τά μάτια γέμισαν άπό έκπληξη έξ αιτίας αύτής τής παρατήρησης, επειδή, καθώς δήλωσε τό πρόσωπο πού τά κατείχ ε pro tempore, ή μάλλον, ή φωνή πού αύτός άκουγε: ολοι οφείλουν νά έργάζονται, πρέπει, ολοι μαζί. — Φυσικά, βιάστηκε νά έξηγήσει ό άλλος, εννοώ τήν εργασία στήν εύρύτερη δυνατή έννοια. “Οπως έπίσης καί τή φιλολογική έργασία, όμως όχ ι απλώς γιά τή δόξα. Τό γράψιμο γιά τίς εφημερίδες, έργασία πού σήμερα συνιστά τήν εύκολώτερη έπικοινωνία. Καί αύτή έργασία είναι. Σπουδαία έργασία. Στό κάτω-κάτω, άπό τά έλάχ ιστα πού γνωρίζω γιά τό άτομό σας, ύστερα άπό τόσο χ ρήμα πού ξοδέψατε γιά τή μόρφωσή σας, δικαιούσθε άπολύτως ν’ άποζημιωθείτε καί νά ορίσετε τό τίμημά σας. ’Έχ ετε τό ιδιο άκριβώς δικαίωμα νά ζήσετε άπό τήν πέννα σας, συνεχ ίζοντας τίς φιλοσοφικές σας άναζητήσεις, οπως καί ενας χ ωρικός. Τί θά πει αύτό; Καί οι δύο άνήκετε στήν ’Ιρλανδία, τό πνεύμα καί οί μύς. Καί τό ενα καί τό άλλο έχ ουν τήν ίδια σπουδαιότητα. — ’Υποθέτετε, τόν διέκοψε ό Στήβεν μ’ ενα είδος μειδιάματος, ότι μπορώ νά εχ ω κάποια σπουδαιότητα, επειδή άνήκω στή faubourg Saint-Patrice, οπως γιά λόγους συντομίας ονομάζεται ή ’Ιρλανδία. —
Θά προχ ωρούσα ένα βήμα παραπέρα, ύπαινίχ θηκε ό κ. Μπλούμ.
— ”Ομως έγώ υποπτεύομαι διέκοψε ό Στήβεν, ότι ή Ιρλανδία πρέπει νά έχ ει σπουδαιότητα, έπειδή μού ανήκει. — Πώς ανήκει; ρώτησε ό κ. Μπλούμ κι έσκυψε, νομίζοντας ότι δέν είχ ε ίσως εννοήσει καλά. Μέ συγχ ωρείτε. Δυστυχ ώς δέν έπιασα τό τελευταίο σημείο. Τί ήταν αύτό πού… Ό Στήβεν, καταφανώς ένοχ λημένος, έπανέλαβε καί παραμέρισε τό φλυτζάνι του μέ τόν καφέ, ή οπως άλλιώς θά έπιθυμούσατε νά τόν ονομάσετε, χ ωρίς ίχ νος ευγένειας, προσθέτοντας: —
Δέν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τή χ ώρα. Ας αλλάξουμε τό θέμα.
Σέ αύτή τήν καίρια υπόδειξη, ό κ. Μπλούμ γιά ν’ αλλάξει θέμα, χ αμήλωσε τά μάτια, άλλά μέ άμηχ ανία, επειδή δέν ήξερε τί έρμηνεία νά δώσει σ’ εκείνο τό μού άνήκει, πού ήχ ούσε μάλλον παρατραβηγμένο. ΤΗταν μάλλον φανερό ότι περιείχ ε μιά έπίπληξη. Είναι περιττό νά πούμε ότι, στή συγκεκριμένη περίπτωση, οί άναθυμιάσεις τού πρόσφατου οργίου ήταν αύτές πού μεταφράζονταν σέ άπότομους τρόπους καί σέ πικρία, πράγματα ξένα πρός τόν χ αρακτήρα του, όταν ήταν νηφάλιος. ’Ίσως έπίσης ή οικογενειακή ζωή, στήν όποία ό κ. Μπλούμ άπέδιδε μεγίστη σπουδαιότητα, νά μήν ύπήρξε έκείνη πού οφείλε νά είναι, ή νά μήν είχ ε τίς κατάλληλες συναναστροφές. ’Ένιωθε μία άόριστη άνησυχ ία γι’ αύτόν τόν νέο, πού καθόταν κοντά του καί τού όποίόυ έξέταζε κρυφά τό πρόσωπο κάπως θορυβημένος, ένθυμούμενος ότι είχ ε προσφάτως έπιστρέψει άπό τό Παρίσι, καθώς τά μάτια του, είδικώτερα, τού θύμιζαν έντονα τόν πατέρα καί τήν άδερφή του, άλλά έπειδή δέν κατάφερνε νά ρίψει άπλετο φώς έπί τού θέματος, έφερε στό νού
του περιπτώσεις καλλιεργημένων άνθρώπων πού κι αύτοί παρείχ αν τίς λαμπρότερες ελπίδες, άλλά πού αύτές μαράθηκαν πρόωρα χ ωρίς νά φταίει κανένας άλλος, έκτος άπό τούς ίδιους. Γ ιά παράδειγμα, μεταξύ άλλων, ή περίπτωση τού Ο’Κάλλαγκαν, έκείνου τού μισότρελου φαντασιόπληκτου, πού προερχ όταν άπό καλή άλλά μέ πενιχ ρά μέσα οικογένεια, μέχ ρι τέτοιου σημείου γεμάτου λόξες ώστε, όταν άπογινόταν καί καταντούσέ γιά ολους γύρω του ένοχ λητικός, συνήθιζε νά επιδεικνύεται δημόσια ντυμένος μ’ ένα κοστούμι άπό χ αρτί περιτυλίγματος (γεγονός). Καί μετά τή συνηθισμένη denouement, όταν τό άστειο είχ ε ύπερβεί κάθε δριο, κατρακυλούσε σέ μπλεξίματα καί μερικοί φίλοι ύποχ ρεώνονταν νά τόν άπομακρύνουν στά μουλωχ τά, μετά άπό παρασκηνιακές ένέργειες τού Έπιθεωρητού Τζών Μάλλον τού ’Αστυνομικού Καταστήματος τής όδού Λόουερ Κάσλ, γιά νά μήν τόν συλλάβει ή τσιμπίδα τού άρθρου 2 τού νόμου περί Τροποποιήσεως τού Ποινικού Κώδικος, ένώ τά ονόματα ορισμένων μαρτύρων φιγουράριζαν στή δικογραφία, άλλά δέν κοινολογήθηκαν γιά λόγους τούς οποίους καθένας πού διαθέτει λίγους κόκκους μυαλού άντιλαμβάνεται. Κοντολογίς, βάζοντας τό ένα πράγμα κοντά στό άλλο, ύποκρινόταν σκόπιμα τόν κουφό, τόν ’Αντώνη καί τά ύπόλοιπα, τούς τζόκεύ, τούς έστέτ καί τό τατουάζ, πού έκείνα τά χ ρόνια τού εβδομήντα περίπου καί μετά έκαναν θραύση, άκόμη καί μέσα στή βουλή τών Λόρδων επειδή ό νύν κάτοχ ος τού θρόνου στήν άρχ ή τής σταδιοδρομίας του, τότε φυσικός κληρονόμος, τά μέλη τής άριστοκρατίας καί άλλα υψηλά πρόσωπα δέν έκαναν τίποτα άλλο, παρά νά άκολουθούν τά βήματα τής κεφαλής τού κράτους, ώστε συλλογιζόταν τά σφάλματα τών έν λόγω άνθρώπων καί τών εστεμμένων κεφαλών πού κάτω άπό ενα επιφανειακό λούστρο, παραβιάζανε βάναυσα τήν ήθική, όπως πρίν μερικά χ ρόνια στήν περίπτωση Κόρνγουωλλ, μέ τρόπο πού δέν συμβαδίζει καθόλου μέ τίς προθέσεις τής φύσης, πράγμα ολως μισητό στά μάτια τής ενάρετης Κυρίας Κοσμιότητος, σύμφωνα μέ τίς επιταγές τού νόμου, άλλά όχ ι γιά τόν λόγο, πού πιθανώς φανταζόντουσαν μερικοί, οποιος κι άν ήταν αύτός, έξαιρουμένων κυρίως τών γυναικών, οί όποιες ραδιουργούν πάντα μεταξύ τους, κυρίως γιά ζητήματα τουαλέτας καί τά παρόμοια. Οί κυρίες, οί όποιες άρέσκονται νά διαφέρουν άπό τίς υπόλοιπες σέ σχ έση μέ τά εσώρουχ α πού χ ρησιμοποιούν, θά επρεπε, οπως καί κάθε κομψός άνδρας, σέ μιά προσπάθεια διεύρυνσης τού μεταξύ τους χ άσματος, μέ ύπααιγμούς καί γιά νά καταστήσουν τίς άπρεπείς πράξεις μεταξύ τών δύο φύλων περισσότερο πικάντικες, έκείνη ξεκουμπώνοντάς του τό, καί άκολούθως έκείνος λύνοντάς της τήν, πρόσεχ ε τήν καρφίτσα, ένώ οί άγριοι στά νησιά τών κανίβαλων, μέ θερμοκρασία σαράντα βαθμούς ύπό σκιάν, δέν δίνουν πεντάρα. Ώστόσο, γιά νά ξαναγυρίσουμε στούς άρχ ικούς στοχ ασμούς του, ύπήρχ αν άνθρωποι πού ξεκίνησαν άπό πάρα πολύ χ αμηλά κι έφτασαν πάρα πολύ ψηλά μέ τίς δικές τους δυνάμεις καί μόνο. Μέ μόνη τή δύναμη τής φυσικής ευφυίας, μάλιστα. Μέ τό μυαλό, κύριε. Γιά τό λόγο αύτό καί διά πολλούς άλλους, πίστευε ότι τό συμφέρον του καί τό καθήκον του άπαιτούσαν νά άναμείνει καί νά έπωφεληθεί άπό τήν άναπάντεχ η εύκαιρία, μολονότι δέν μπορούσε νά πει άκριβώς τό γιατί, έχ οντας ήδη μπεί μέσα άρκετά σελλίνια, καί επειδή, πράγματι, ήθελε καί τό ’παθε. Ώστόσο, ή καλλιέργεια τής γνωριμίας κάποιου προσώπου τόσο άσυνήθιστου διαμετρήματος, πού ήταν δυνατόν νά προσφέρει τροφή σέ σκέψεις, ήταν δυνατόν ν’ άνταμείψει γενναίως όποιοδήποτε μικρό… Πίστευε ότι ενα τέτοιο διανοητικό ερέθισμα, άπό καιρού εις καιρόν, ήταν πρώτης τάξεως τονωτικό γιά τό πνεύμα του. Προσθέστε σ’ αύτά τή σύμπτωση τής συνάντησής τους, τίς συζητήσεις, τούς χ ορούς, τούς καυγάδες, τόν θαλασσόλυκο, τόν τύπο πού σήμερα βρισκόταν έδώ καί αύριο έκεί, τούς άλήτες τής νύχ τας, ολο τόν γαλαξία τών γεγονότων, ολα έκείνα τά όποια συνέθεταν μιά μικρογραφία τού κόσμου μέσα στόν όποιο ζούμε, ιδίως τώρα μάλιστα, πού ή ζωή τών μέχ ρι πρό τίνος άφανών, όσων ζούσαν ύπό τήν επιφάνεια τής κοινωνίας, δηλαδή τών άνθρακωρύχ ων, τών δυτών, τών ρακοσυλλεκτών κλπ., άπό σχ ετικού χ ρόνου βρισκόταν πάρα πολύ ύπό τό μικροσκόπιο. Καί γιά νά έπωφεληθεί περισσότερο, διερωτωταν
μήπως θά ήταν δυνατόν νά γράψει κάποιο θέμα, πού θά είχ ε τήν ίδια τύχ η μέ τά γραφτά τού κ. Φίλιπ Μπιούφού. Άν ευρισκε κάτι άσυνήθιστο (οπως άλλωστε ήταν ό σκοπός του), θά τού κατέβαλαν ώς άμοιβή μιά γκινέα κατά στήλη. ’Άς πούμε, Οί εμπειρίες μου σ’ ενα Καταφύγιο τού ‘Αμαξηλάτη. Κατά τύχ η, ή ρόζ έκδοση τού Τηλέγραφου — τού μπάρμπα μας τού Ψεύτη — μέ τά τελευταία αποτελέσματα τών ιπποδρομιών, ήταν πλάι στόν άγκώνα του καί καθώς σπαζοκεφάλιαζε ξανά, μή έχ οντας λάβει καμιά ικανοποιητική άπάντηση στό αίνιγμα γιά μιά χ ώρα πού τού άνήκε, οπως καί στούς προηγούμενους γρίφους, τού σκάφους μέ προέλευση τό Μπρίτζγουωτερ καί τής καρτποστάλ πού άπευθυνόταν στόν A. Boudin, βρείτε τήν ήλικία τού καπετάνιου, τά μάτια του περιεφέροντο άφηρημένα στίς έπικεφαλίδες πού άφορούσαν στήν ιδιαίτερη έπαρχ ία του, ώ Θεέ Παντοδύναμε, δόσε ήμίν σήμερον τό έπιούσιον λαχ ανόφυλλον ήμών. Στήν άρχ ή αίφνιδιάσθηκε, άλλά τελικά έπρόκειτο γιά κάτι πού άφορούσε σέ κάποιον όνόματι X. ντύ Μπόυζ, άντιπρόσωπον γραφομηχ ανών ή κάτι παρεμφερές. Μεγάλη μάχ η στό Τόκιο. Έρωτοτροπίες στά ιρλανδικά, άποζημίωση 200 λιρών. Γκόρντον Μπέννεττ. Κομπίνες στή Μετανάστευση. Επιστολή τού Μακαριωτάτου άρχ ιεπισκόπου Ούίλλιαμ. Τό Πέταγμα τού ’Άσκοτ ένθυμίζει τό ντέρμπυ τού ’92, ότε ό άγνωστος ίππος τού λοχ αγού Μάρσαλλ, ό Σέρ Ούγκο, έκέρδισεν τήν γαλανήν ταινίαν καθ’ ήν στιγμήν ούδείς άνέμενε τούτο. Καταστροφή είς Νέαν Ύόρκην, χ ίλια άτομα άπωλέσθησαν. Αφθώδης πυρετός. Ή κηδεία τού έκλιπόντος κ. Πάτρικ Ντίγκναμ. Μέ πρόθεση ν’ άλλάξει θέμα διάβασε τό άρθρο γιά τόν Ντίγκναμ, Αναπαύσου έν Ειρήνη, σκεπτόμενος ότι αύτή κάθε άλλο παρά εύθυμη διατύπωση ήταν γιά νά χ ρησιμοποιηθεί ώς τελευταίος άποχ αιρετισμός. — Σήμερον τήν πρωίαν (σίγουρα ό Χάινς τό είχ ε γράψει) ή σορός τού εκλιπόντος κ. Πάτρικ Ντίγκναμ μετεφέρθη εκ τής οικίας του, λεωφόρος Νιούμπριτζ, άριθμός 9, τού Σάντυμαουντ, πρός ενταφιασμόν είς τό κοιμητήριον Γκλάσνεβιν. Ό άποθανών ύπήρξεν λαοφιλεστάτη καί εύχ αρις προσωπικόίης τής πόλεώς μας, ή δέ απώλεια αύτού, κατόπιν όλιγοχ ρονίου άσθενείας, συνεκλόνισε τούς πολίτας ολων τών τάξεων, οίτινες έλυπήθησαν βαθύτατα. Ή κηδεία, είς τήν οποίαν παρέστησαν αρκετοί φίλοι τού μακαρίτου, διοργανώθη (αύτό σίγουρα τό έγραψε ό Χάινς, υποκινηθείς ύπό τού Κόρνυ) ύπό τών κ.κ. X. Τζ. Ο’Νέιλλ καί Τίού, όδός Νόρθ, άριθμός 164. Μεταξύ τών τεθλιμμένων παρευρέθησαν οί: Πάτρικ Ντίγκναμ (υιός), Μπέρναρντ Κόρριγκαν (γυναικάδελφος), Τζών Χένρυ Μέντον, δικηγόρος, Μάρτιν Κάννινγχ αμ, Τζών Πάουερ, ήτοντοπ 1/8 άντορ ντόραντορ ντουράντορα (αύτό θά πρέπει νά συνέβη όταν τηλεφώνησε στόν Μόνκς, τόν άρχ αιότερο τής βάρδιας, σχ ετικά μέ τή διαφήμιση τού Κλειδή), Τόμας Κέρναν, Σίμων Ντένταλους, Στήβεν Ντένταλους, φιλόλογος, ’Έντουαρντ Τζ. Αάμπερτ, Κορνήλιους Κέλλεχ ερ, Τζόζεφ ΜάκΚ. Χάινς, Α. Μπούμ, Σ.Κ.Π. ΜακΚόυ, — Αδιάβροχ ος καί πλείστοι άλλοι. Σαφώς ενοχ λημένος άπό εκείνο τό Λ. Μπούμ (οπως άνεγράφη λανθασμένα), καί άπό τή γραμμή μέ τά άνακατωμένα γράμματα, άλλά συγχ ρόνως διασκεδάζοντας μέ τά ονόματα του Σ. Π. ΜακΚόυ καί τού Στήβεν Ντένταλους, φιλολόγου, οί όποιοι, δέν χ ρειάζεται νά τό πούμε, είχ αν λάμψει διά τής άπουσίας των (γιά νά μήν άναφέρουμε τόν ’Αδιάβροχ ο), ό κ. Λ. Μπούμ τό έδειξε στόν φιλόλογο σύντροφό του, άπασχ ολημένον στήν κατάπνιξη νευρικού χ ασμουρητού, μή λησμονώντας τή συνηθισμένη συγκομιδή άπό ανόητες μπουρδολογίες τυπογραφικών λαθών. — Μήπως προέρχ εται έκ τής πρώτης πρός έβραίους επιστολής; ρώτησε έκείνος, μόλις κατόρθωσε νά συμμαζέψει τό κάτω μέρος τού σαγονιού του. Περί αύτής πρόκειται; ’Ανάγνωσμα:
ήνοίχ θη τό στόμα σου καί είσήλθον οί πόδες σου. — Ναί, βέβαια, άπάντησε ό κ. Μπλούμ (μολονότι στήν άρχ ή φαντάστηκε ότι ό ύπαινιγμός άφορούσε στόν άρχ ιεπίσκοπο, μέχ ρις ότου ό άλλος πρόσθεσε τό πόδι καί τό στόμα, πού δέν ήταν δυνατόν νά έχ ουγ καμιά σχ έση), κατενθουσιασμένος γιά τήν ήρεμία πού τού εφερε καί λίγο άγανακτισμένος μέ τή διαπίστωση ότι ό Μάιλς Κρώφορντ τά ειχ ε καταφέρει τελικά νά βρει χ ώρο γιά νά τήν παρουσιάσει. Ένώ ό άλλος διάβαζε στή δεύτερη σελίδα τήν επιστολή, ό Μπούμ (γιά νά τού άποδώσουμε προσωρινά τό νέο λανθασμένο του όνομα) άφιέρωνε αύτές τίς ελάχ ιστες στιγμές άνάπαυσης σέ μιά έπί τροχ άδην άνάγνωση, στήν τρίτη σελίδα, τού άπολογισμού τής τρίτης ιπποδρομίας τού ’Άσκοτ, μέ χ ρηματικό έπαθλο 1.000 χ ρυσών λιρών, καί συμπληρωματικό έπαθλο 3.000 χ ρυσών λιρών γιά νεαρούς κέλητες καί φοραδίτσες. 1ος ό ι’ππος Πέταγμα ιδιοκτησίας κ. Φ. ’Αλεξάντερ, τέκνον τού Ράιτεγουεη, ετών 5, ισοζυγισμός 9 στόουνς καί 4 λίβρες, Θρέιλ, μέ άναβάτην τόν Ούλ. Λέιν. 2ος ό ι’ππος Ζινφάντελ ιδιοκτησίας τού Λόρδου Χάουαρντ ντί Γουώλντεν μέ άναβάτην τόν Μ. Κάννον. 3ος ό ίππος Σκήπτρον, ιδιοκτησίας τού Κ. Ούλ. Μπάςς. Στοιχ ήματα 4 πρός 5 εις τόν Ζινφάντελ, 20 πρός 1 εις τό Πέταγμα (κατά τήν έκκίνησιν). Οί Ιπποι Πέταγμα καί Ζινφάντελ προπορεύοντο, στήθος μέ στήθος. Άρχ ικώς, πάσα πρόβλεψις ήτο δυσχ ερής, κατόπιν ό άουτσάιντερ προοδευτικώς πέρασε μπροστά καί έκέρδισε μεγάλην διαφοράν μήκους άπό ολους τούς άλλους, κερδίζων τόν καστανόχ ρουν ι’ππον τού Λόρδου Χάουρντ ντί Γουώλντεν καί τόν ίππον Σκήπτρον, τήν κόκκινην φοράδαν τού κ. Ούλ. Μπάςς, έπί διαδρομής 2 1/2 μιλίων. Ό νικητής ειχ εν έκγυμνασθεί ύπό τού Μπρέιν, ώστε ολα όσα μάς ειπε ό Λένεχ αν ήταν καθαρές μπούρδες. Άνακηρυχ θείς νικητής κατά εν πλήρες μήκος, ελαβεν τά χ ρηματικά έπαθλα τών 1.000 χ ρυσών λιρών καί 3.000 χ ρυσών λιρών ώσαύτως. ’Έτρεξεν επίσης ό ίππος Μάξιμος II τού κ. Τζ. ντέ Μπρεμόντ (τό γαλλικό άλογο γιά τό όποιο ζητούσε άγωνιωδώς πληροφορίες ό Μπάνταμ Λάιονς — τό όποιο δέν ειχ ε φθάσει άκόμη, άλλά άνεμένετο άπό στιγμής εις στιγμήν). Διαφορετικοί τρόποι επιτυχ ίας μιάς επιχ είρησης. Έρωτοτροπίες καί άποζημίωση. “Οπως καί νά ’χ ει, αύτός ό άδαής Λάιονς είχ ε πάρει τήν έφαπτομένη μέσα στή βιασύνη του νά μπεί στήν άριστερά. Φυσικά, παίζω σημαίνει διακινδυνεύω κάτι, όμως μέ τόν τρόπο μέ τόν όποιο έξελίχ θηκαν τά γεγονότα, ό κακομοίρης, ό άνόητος δέν είχ ε καί άρκετούς λόγους νά συγχ αίρει τόν εαυτό του γιά τό κελεπούρι του, κελεπούρι χ ωρίς καμία ελπίδα. Κατά βάθος πρόκειται μόνο γιά ενα παιχ νίδι εικασιών. —
’Όλες οί ένδείξεις εδειχ ναν ότι αύτοί θά έφταναν σ’ αύτό, είπε ό κ. Μπλούμ.
— Ποιοί αύτοί; έκαμε ό άλλος, τό χ έρι τού οποίου — τό άναφέρουμε παρεμπιπτόντως — ήταν πληγωμένο. — ’Ένα πρωί θ’ άνοίξετε τήν εφημερίδα, διαβεβαίωσε ό άμαξας, καί θά διαβάσετε: Έπέστρεφε ό Πάρνελλ. Αύτός δεχ όταν οποιο στοίχ ημα ήθελαν. ‘Ένας Δουβλινέζος τυφεκιοφόρος βρισκόταν ενα βράδυ έδώ μέσα καί είπε ότι τόν είδε στή Νότιο ’Αφρική. Ή ύπερηφάνεια, αύτή ήταν έκείνη πού τόν κατάστρεψε. ’Έπρεπε νά είχ ε αύτοκτονήσει ή νά έξαφανισθεί γιά ενα χ ρονικό διάστημα μετά τή συνεδρίαση άρ. 15 τής Ειδικής Επιτροπής, μέχ ρις ότου ξαναγίνει ό παλιός άνθρωπος, τόν όποιον κανείς δέν θά τολμούσε νά δακτυλοδεικτήσει. Τότε ολοι θά έπεφταν στά πόδια του γιά νά τόν ικετέψουν νά ξαναγυρίσει, όταν θά είχ ε άνακτήσει τή λογική του. ’Όχ ι, δέν ήταν νεκρός. Απλώς κρυβόταν κάπου. Τό φέρετρο, μέ τό όποιο τόν μετέφεραν πρός ενταφιασμό, ήταν γεμάτο πέτρες. ’Άλλαξε τό όνομά του σέ Ντί Γουέτ, τό όνομα τού στρατηγού τών Μπόερς. Διέπραξε τό
λάθος νά συγκρουσθεί μέ τούς ιερείς. Καί ελαβε τήν κατιούσα. Έν τούτοις, ό Μπλούμ (άφού αύτό ήτο τό όνομα πού κανονικά τού άνήκε) είχ ε μάλλον αίφνιδιασθεί άπό τίς άναμνήσεις τους, επειδή εννιά φορές στίς δέκα έμοιαζαν μέ άδειους τενεκέδες, καί όχ ι μόνον κάποιοι άπ’ αύτούς άλλά χ ιλιάδες, καί άκολούθως πλήρης λησμονιά, επειδή είχ αν κιόλας περάσει είκοσι καί τόσα χ ρόνια. Βέβαια, ήταν πολύ άπίθανη ή ύπαρξη καί τού ελάχ ιστου ίχ νους άλήθειας σ’ αύτές τίς ιστορίες, άλλά άκόμη κι άν ύποθέσουμε ότι ύπήρχ ε κάποια, μία επάνοδος, κατά τή γνώμη του, οπως είχ ε ήδη διαμορφωθεί ή κατάσταση, δέν ήταν καθόλου έπιθυμητή. Προφανώς ύπήρχ ε κάτι στό θάνατό του πού τούς ένοχ λούσε. Μήπως επειδή πέθανε εξαιρετικά ήρεμα λόγω οξείας πνευμονίας, κατά τή στιγμή άκριβώς πού οί διάφορες πολιτικές του υποθέσεις πλησίαζαν τό σημείο τής πραγματοποίησης, ή μήπως έξ αιτίας τής διάδοσης ότι ό θάνατός του οφειλόταν στήν άμέλειά του ν’ άλλάξει παπούτσια καί ενδύματα, μετά άπό γενναίο μούσκεμα, ένώ, μετά τή διαπίστωση τού κρυολογήματος, παρέλειψε νά συμβουλευθεί κάποιον ειδικό καί οίκουρούσε — άπλώς — μέχ ρις ότου πέθανε μέσα σέ γενική θλίψη, πρίν περάσουν δεκαπέντε μέρες; ’Ή, πολύ πιθανό, επειδή λυπόντουσαν πού ή δουλειά είχ ε ξεφύγει άπό τά χ έρια τους καί δέν είχ αν καταφέρει νά τόν κανονίσουν οι VStot. Και φυσικά, καθώς έδώ καί άρκετό καιρό χ ,ανείς δέν γνώριζε τίς μετακινήσεις του, δέν ήταν δυνατόν νά γνωρίζουν τό μέρος οπου βρισκόταν. Έκεί ήταν ό κόμπος, οπως στό τραγουδάκι Άλικη, πού είσαι; Αύτή ή ιστορία είχ ε ήδη αρχ ίσει άπό τήν έποχ ή πού κρυβόταν κάτω άπό διάφορα ψευδώνυμα, οπως Φόξ καί Στιούαρτ, καί γιά τόν λόγο αύτό ή παρατήρηση τού φίλου μας τού άμαξα ήταν δυνατό νά βρισκόταν μέσα στά δρια τού πιθανού. Φυσικά, αύτό θά πρέπει νά δημιουργούσε δυσκολίες σέ εναν ήγέτη οπως αύτός, οπως άναμφισβήτητα ήταν, καθώς καί σέ μιά ηγετική μορφή μέ τόσο επιβλητικό άνάστημα, γίγαντας σχ εδόν, ένα μέτρο καί ογδόντα πόντους περίπου, ένώ ό κ. Τάδες καί ό κ. Δείνας, πού δέν τόν έφταναν ούτε στόν άστράγαλό του, κατόρθωσαν νά διατηρηθούν στό πηδάλιο άρκετό διάστημα μεταγενέστερα, άν καί τά χ αρακτηριστικά πού άντιστάθμιζαν τήν κακή έντύπωση πού έδιναν, ήταν έλάχ ιστα καί διάσπαρτα. ’Απ’ αύτά, βέβαια, πρόβαλε ένα ήθικό δίδαγμα, τό είδωλο μέ τά πήλινα πόδια. Καί οί εβδομήντα δύο πιστοί του στράφηκαν εναντίον του, ρίχ νοντας λάσπη ό ένας στόν άλλο. “Ο,τι άκριβώς κάνουν καί οι δολοφόνοι. Πρέπει νά γυρίσεις άπό τόν τάφο — σάν νά σέ παρέσυρε αύτή ή έπιθυμία νά γίνεις στοιχ ειό — γιά νά δείξεις στόν άντικατατάτη σου πώς νά παίξει τόν role τού πρωταγωνιστή. Τόν είχ ε δεί μιά φορά, μέ τήν εύκαιρία μιάς θαυμάσιας συγκυρίας, όταν είχ αν έλθει νά σπάσουν τό τυπογραφείο τού Ακαταμάχ ητου, ή μήπως τής Ηνωμένης Ιρλανδίας; Καί δικαιολογημένα ήταν πολύ περήφανος γι’ αύτό, διότι τού είχ ε δώσει τό μεταξωτό καπέλο του, πού τού είχ αν ρίξει κάτω καί έκείνος τού είχ ε πεί Σάς Ευχ αριστώ, άναμριβόλως δέ θά πρέπει νά έβραζε κάτω άπό τήν ψυχ ρή του έκφραση, παρά τή μικρή έκείνη άναποδιά πού τού είχ ε συμβεί στό παρά πέντε τής έπιτυχ ίας — πράγμα χ αρακτηριστικό τής φυλής. “Ομως, όσον άφορά στήν επιστροφή σου, θά πρέπει νά είσαι πολύ τυχ ερός, γιά νά μήν σού ρίξουν ένα κοπάδι λαγωνικά εναντίον σου μόλις φανείς. Συνήθως, τίς στιγμές έκείνες αίωρείται κάποια άναποφασιστικότητα. Ό Τόμ είναι ύπέρ, ό Ντίκ καί ό Χάρρυ κατά. Καί τότε, πρώτα έρχ εσαι άντιμέτωπος μέ τόν άνθρωπο πού διατηρεί τό οφίτσιο καί οφείλεις νά παρουσιάσεις τά διαπιστευτήριά σου, οπως ό ένάγων στήν ύπόθεση Τίτσμπορν, Ρότζερ Τσάρλς Τίτσμπορν, τό όνομα τού πλοίου ήταν Μπέλλα όσο μπορούσε νά θυμηθεί, καί έντός του είχ ε πνιγεί ό κληρονόμος, οπως προσπαθούσαν οί μάρτυρες ν’ άποδείξουν, καί ύπήρχ ε έπίσης ένα τατουάζ μέ σινική μελάνη. Έπρόκειτο, άραγε, περί τού Λόρδου Μπέλλιου; Δέν θά ήταν γι’ αύτόν πολύ δύσκολο νά συγκεντρώσει λεπτομέρειες άπό κάποιο φίλο του άπό τό πλήρωμα καί άφού μάθει τό μάθημά του νά παρουσιασθεί: Μέ συγχ ωρείτε, ονομάζομαι ’Έτσι καί ’Έτσι, ή μέ μιάν άλλη κοινότοπη παρατήρηση. Αύτό πού θά ήταν φρονιμώτερο, είπε ό κ. Μπλούμ σέ κάποιον όχ ι καί πολύ ομιλητικόν, πού καθόταν στό πλευρό του καί πού έμοιαζε άρκετά μέ τό
διάσημο πρόσωπο γιά τό όποιο γινόταν λόγος, ήταν πρωτίστως ν’ άνιχ νεύσει τό έδαφος. — Έκείνη ή σκύλα, έκείνη ή πουτάνα ή Εγγλέζα τόν ξέκαμε, παρατήρησε ό ιδιοκτήτης. Έκείνη κάρφωσε στό φέρετρό του τό πρώτο καρφί. — ΏραΤο κομμάτι, πάντως, παρατήρησε ό soi-disant δημοτικός ύπάλληλος Χένρυ Κάμπελλ, καί νταρντάνα. ’Έχ ω δει σέ κάποιο κουρείο τό πορτραίτο της. Ό άντρας της ήταν ή πλοίαρχ ος, ή άξιωματικός. —
Α, ναί, πρόσθεσε εύθυμα ό Κατσικογδάρτης. Ηταν. ’Αλλά γιά τά πανηγύρια.
Ό χ ιουμοριστικός αύτός διάλογος προκάλεσε αρκετή εύθυμία στό entourage του. “Οσον άφορά στόν Μπλούμ, αύτός, χ ωρίς τήν παραμικρή ύποψία μειδιάματος στά χ είλη, κοίταξε άπλώς πρός τήν κατεύθυνση τής πόρτας καί άφοσιώθηκε σέ συλλογισμούς έπί τού ιστορικού περιστατικού, τό όποιον είχ ε προκαλέσει έξαιρετικό ένδιαφέρον κατά τήν εποχ ήν πού τά γεγονότα, γιά νά χ ειροτερέψει πιό πολύ ή κατάσταση, βγήκαν στή δημοσιότητα, μαζί μέ τά συνηθισμένα τρυφερά γράμματα πού φυσικά είχ αν άνταλλάξει, γεμάτα άπό γλυκερές άσημαντολογίες. Στήν άρχ ή έπρόκειτο γι’ αύστηρώς πλατωνική ιστορία, ώσπου παρενέβη ή φύση καί ,εκτοτε άρχ ισε ενας δεσμός, ό όποιος σιγά-σιγά ήχ θη μέχ ρι παροξυσμού καί κατέστη τό θέμα τών συζητήσεων σ’ ολη τήν πόλη, ώσπου ήρθε τό δολοφονικό κτύπημα, πρός μεγάλη ικανοποίηση πολλών κακόβουλων άνθρώπων, οί όποιοι ήσαν διατεθειμένοι νά επιταχ ύνουν τήν πτώσιν του, καί, παρ’ ολο πού ή ύπόθεσις παρέμεινε πάντοτε εις τήν δημοσιότητα, ούδείς μπορούσε νά πει έάν αύτη εύρίσκετο εις κάποιο σημείο τό όποιον μπορούσε νά συγκριθει μέ τόν άντίκτυπον πού έμελλε νά εχ ει ή τελική έξέλιξις. Ώστόσο, άφού τά όνόματά των είχ αν συνδεθεί, άφού εκείνος ήταν δηλωμένος εύνοούμενός της, ποιά άνάγκη ύπήρξε νά διακηρυχ θεί τό γεγονός άπό τόν εξώστη, ότι δηλαδή μοιραζόταν τό κρεβάτι της, γεγονός πού προέκυψε άπό ένορκη κατάθεση καί ενα ρίγος διέτρεξε τό κατάμεστο δικαστήριο κυριολεκτικώς ώς ήλεκτρικόν ρεύμα, άπό μάρτυρες πού ορκίζονταν ότι τόν είδαν μέ τά ίδια τους τά μάτια τήν τάδε ήμερομηνία, νά κατεβαίνει μέ τή βοήθεια μιάς σκάλας άπό διαμέρισμα τού άνω ορόφου, ντυμένος μέ τό νυχ τικό του, άφού είχ ε τρυπώσει έκεί σκαρφαλώνοντας μέ τόν ιδιο τρόπο, πράγμα πού τά εβδομαδιαία περιοδικά, πάντα έτοιμα γιά σκανδαλοθηρία, τό εκμεταλλεύτηκαν καί μάζεψαν τό χ ρήμα μέ τή σέσουλα; Ένώ ή ύπόθεση άπλούστατα περιοριζόταν στό γεγονός ότι ενας σύζυγος δέν εστεκε στό υψος του, καί δέν ύπήρχ ε μεταξύ τους τίποτα άλλο πέραν τού ονόματος, όταν ενας πραγματικός άνδρας εμφανίζεται έπί σκηνής, ισχ υρός μέχ ρι τά άκραία δρια τής άδυναμίας, καί έντός ολίγου πέφτει θύμα τών θελγήτρων τής σειρήνας, λησμονώντας τό δικό του σπίτι. Καί ή αίωνία έπωδός, διαβίωση ύπό τό μειδίαμα τής άγαπημένης. Δέν ήταν δυνατόν παρά νά τεθεί γιά μιάν άκόμα φορά έπί τάπητος τό αιώνιο πρόβλημα τού έγγαμου βίου. Μπορεί νά ύπάρξει άληθινή άγάπη μεταξύ παντρεμένων, άν ύποτεθεί ότι έμφιλοχ ωρεί καί τρίτο πρόσωπο στήν ύπόθεση; Ώστόσο δέν τούς άφορούσε τό άν αύτός τήν κοίταζε μέ τρυφερότητα καί είχ ε ξετρελαθεί μαζί της. ’Αληθινά, κανείς δέν μπορούσε νά βρει ώραιότερο παράδειγμα άνδρισμού, πού έπετείνετο άκόμη περισσότερο λόγω τών άνωτέρων χ αρισμάτων του, έν συγκρίσει μέ τόν άλλο, τόν ένστολο τριταγωνιστή (κλασικό ύπόδειγμα του συνηθισμένου καθημερινού αντίο, γενναίε μου λοχ αγέ, ατόμου πού άνήκε στό έλαφρό ιππικό, καί γιά τήν άκρίβεια στό 18° τών Ούσσάρων), καί πού διέθετε φλογερή ιδιοσυγκρασία (ό ήγέτης πού έπεσε καί όχ ι ό άλλος) χ αρακτηριστικά δική του, τήν όποία έκείνη φυσικά, σάν γυναίκα, δέν βράδυνε ν’ άνακαλύψει, άντιλαμβανόμενη μέ τήν πρώτη ματιά ότι αύτός γρήγορα θά άγγιζε τή δόξα, πράγμα πού καί ό ίδιος ύποσχ όταν νά πραγματοποιήσει, μέχ ρι τή στιγμή πού οί ιερείς καί γενικά οί κήρυκες του Εύαγγελίου, οί αρχ ικά σταθεροί οπαδοί του καί οί
άγαπημένοι του άκτήμονες, τούς όποιους είχ αν έκδιώξει άπό τά άγροκτήματά τους καί γιά τούς όποιους έκείνος διεξήγαγε τόσο ώραίους άγώνες στίς πιό άπομακρυσμένες έπαρχ ίες μέ προσωπικές του θυσίες καί πού είχ αν ύπερβεί ολες τίς προσδοκίες τους, έδωσαν τή χ αριστική βολή στά γαμήλια σχ έδιά του, σωρεύοντας τά μύρια όσα έπί τής κεφαλής του, >£άτι δηλαδή πού έμοιαζε κατά πολύ μέ τήν κλωτσιά τού γαίδουριού τού μύθου. Κοιτάζοντας τώρα κανείς πρός τά πίσω, έν είδει άναδρομικής διευθέτησης, θαρρεί ότι ολα δέν ήσαν τίποτε άλλο παρά ένα όνειρο. Καί αύτή ή έπιστροφή ήταν ό,τι χ ειρότερο μπορούσε κανείς νά φαντασθεί, έπειδή, είναι περιττό νά τό πούμε, τά πάντα είχ αν άποπροσανατολισθεί καί μετακινηθεί μέ τόν χ ρόνο. Όρίστε, σκεφτόταν καί αύτός ό ίδιος, μία τοποθεσία οπως ή άποβάθρα ’Αιριστάουν, άπό τήν όποία δέν είχ ε περάσει γιά άρκετά — όχ ι καί πολλά — χ ρόνια, τώρα φαινόταν κάπως διαφορετική, επειδή έτυχ ε νά μεταβεί καί νά κατοικήσει στή βόρεια πλευρά τής πόλης. Βορράς ή νότος, ώστόσο, έπρόκειτο πάντα γιά τήν ίδια πασίγνωστη ιστορία ένός φλογερού πάθους, πού είχ ε βάλει φωτιά στά τόπια καί άποδείκνυε άπολύτως αύτό άκριβώς πού έλεγε, επειδή καί αύτή ήταν ’Ισπανίδα ή κατά τό ήμισυ, χ αρακτήρες τού νότου, οί οποίοι δέν κάνουν μισές δουλειές, έγκαταλείπονται στό πάθος καί άπορρίπτουν καί τά τελευταία ράκη τής κοσμιότητας στούς τέσσερις άνέμους. — Αύτό άποδεικνύει έκείνο πού έλεγα, είπε στόν Στήβεν ό ήρωας μέ τό φλογερό στήθος. Καί, άν δέν κάνω μεγάλο λάθος, ήταν κι έκείνη ’Ισπανίδα. — Κόρη τού βασιλιά τής ’Ισπανίας, άποκρίθηκε ό Στήβεν, προσθέτοντας μερικά πραγματάκια άρκετά μπερδεμένα, οπως άντίο καί έχ ετε γειά ώραία μου ισπανικά κρεμμύδια καί ή πρώτη χ ώρα πού ονομάστηκε Χώρα τών Νεκρών καί άπό τό Ράμχ εντ στό Σίλλι ήταν μακρύτερα καί άπό τό… — ’Αλήθεια; άναφώνησε ό Μπλούμ λίγο ξαφνιασμένος, άλλά διόλου κατάπληκτος. Ποτέ άλλοτε δέν είχ α άκούσει αύτή τή φήμη. Είναι πιθανόν, ειδικά μάλιστα άφού είχ ε ζήσει έκεί. ’Έτσι λοιπόν, ’Ισπανία; ’Απογεύγοντας μέ προσοχ ή ένα βιβλίο πού είχ ε στήν τσέπη του, τίς Ηδονές του, τό όποίο, μέ τήν εύκαιρία, τού θύμισε έκείνο τό άλλο βιβλίο, πού θά επρεπε νά είχ ε επιστρέφει στή βιβλιοθήκη τής όδού Κάπελ, έβγαλε τό σημειωματάριό του καί ρίχ νοντας μιά γρήγορη ματιά στά περιεχ όμενα, τελικά… — Μέ τήν εύκαιρία, είπε, έπιλέγοντας σκεφτικός μιά ξεθωριασμένη φωτογραφία, τήν όποία άπέθεσε στό τραπέζι, δέν νομίζετε οτι κι αύτή είναι σπανιόλικος τύπος; Ό Στήβεν, στόν όποιο είχ ε προφανώς απευθυνθεί, κοίταξε τή φωτογραφία μιάς μεγαλόσωμης κυρίας, ή όποία έπεδείκνυε όσο έμφανέστερα γινόταν τά άφθονα σωματικά της θέλγητρα, σ’ ολη τήν άνθηση τής ώριμότητάς της, ντυμένη μέ βραδινό φόρεμα, τού οποίου τό σκόπιμα ανοιχ τό ντεκολτέ έπέτρεψε κάτι περισσότερο άπό μιά κατόπτευση τών σφαιρών τού στήθους, μέ τά σαρκώδη χ είλη της μισόκλειστα καί μέ τέλεια δόντια, όρθια, μέ προσποιητή σοβαρότητα πλάι σέ πιάνο, στό άναλόγιο τού όποιου είχ ε τοποθετηθεί τό μουσικό κομμάτι Στήν παλιά Μαδρίτη, χ αριτωμένη στό είδος της μπαλλάντα, τότε πολύ τού συρμού. Τά μάτια της (τής κυρίας) μεγάλα καί σκοτεινά, κοίταζαν τόν Στήβεν, έτοιμα νά χ αμογελάσουν γιά κάτι άξιοθαύμαστο — πρώτης τάξεως καλλιτεχ νική φωτογραφία, έργο τού πρώτου καλλιτέχ νη φωτογράφου τού Δουβλίνου, τού Λαφαγιέτ, έπί τής όδού Γουέστμορλαντ. — Ή κυρία Μπλούμ, σύζυγός μου, ή prima donna, κυρία Μάριον Τουήντυ, υπέδειξε ό Μπλούμ. Τραβηγμένη πρίν άπό λίγα χ ρόνια. Στά ’96 ή έκεί κοντά. Τότε έμοιαζε πάρα πολύ.
Κοίταζε κι αύτός, πλάι στόν νέο, τή φωτογραφία τής κυρίας, ή όποία τώρα ήταν ή νόμιμη σύζυγός του, καί ή όποία, οπως τού άνακοίνωσε, ήταν ή ταλαντούχ ος κόρη τού ταγματάρχ η Μπράιαν Τουήντυ καί είχ ε έπιδείξει άπό νεαράς ήλικίας άξιόλογη κλίση στό τραγούδι καί μάλιστα είχ ε άντιμετωπίσει τό κοινό σέ ήλικία μόλις δεκαέξι χ ρονών. “Οσο γιά τό πρόσωπό της, νόμιζες ότι θά σού μιλούσε, άλλά ή σιλουέτα της, γιά τήν όποία καί άποσπούσε πανταχ ού τήν προσοχ ή, καί τής όποιας ολα τά πλεονεκτήματα παρέμεναν δυσδιάκριτα κάτω άπ’ αύτή τήν τουαλέτα, άδικείτο. Θά μπορούσε, είπε, νά είχ ε ποζάρει χ ωρίς δυσκολία σάν σύνολο, χ ωρίς νά έπιμείνει σέ ορισμένες πλούσιες καμπυλότητες τού… ’Όντας, μέχ ρι ένός βαθμού, καλλιτέχ νης στίς έλεύθερες ώρες του, άνέπτυξε τό θέμα τής γυναικείας φόρμας, γενικά διεξοδικο-διανοητικώς, επειδή, κατά τύχ ην, τό ίδιο έκείνο άπόγευμα, είχ ε δεί στό Εθνικό Μουσείο έκείνα τά ελληνικά άγάλματα, τέλεια διαμορφωμένα ώς έργα τέχ νης. Τό μάρμαρο μπορούσε ν’ άποδώσει τό πρωτότυπο, ώμους, πλάτη, ολη τή συμμετρία. “Ολα τά ύπόλοιπα, ναί, ήταν Πουριτανισμός. Έν τούτοις, ή νεότης τού Ίερέως… ένώ καμιά φωτογραφία δέν μπορούσε νά τό έπιτύχ ει, γιά τόν άπλούστατο λόγο ότι αύτή, έν ένί λόγω» δεν είναι τέχ νη. Συνεπαρμένος άπό τό θέμα, άλλά καί παρακινούμενος άπό τό οινόπνευμα, πολύ θά ήθελε ν’ άκολουθήσει τό καλό παράδειγμα τού γερο-ναύτη καί ν’ άφήσει έκεί μερικά λεπτά τή φωτογραφία γιά νά μιλήσει μόνη της μέ τή δικαιολογία οτι… ώστε ό άλλος νά μπορέσει νά χ αρεί μέ τήν άνεσή του τόση ομορφιά, επειδή, είλικρινά, ή σκηνική εμφάνισή της ήταν τόσο γοητευτική, ώστε ό φακός αδυνατούσε νά τήν αποδώσει άπόλυτα. ‘Όμως, αύτό δέν ήταν διόλου σύμφωνο μέ τήν ετικέτα, παρ’ ολο πού ή νύχ τα ήταν τώρα εύχ άριστα θερμή, καί συνάμα ύπέροχ α δροσερή, άν λάβουμε ύπ’ όψη μας τήν έποχ ή, επειδή μετά τήν καταιγίδα ό ήλιος… Καί ενιωθε τήν άνάγκη ν’ άκολουθήσει ενα είδος εσωτερικής φωνής καί νά ικανοποιήσει αύτή τήν πιθανή άνάγκη ενεργοποιούμενος. Μολοντούτο παρέμεινε καθισμένος δίχ ως νά κινηθεί, μέ τό βλέμμα στή φωτογραφία, ελαφρώς λερωμένη καί τσαλακωμένη στήν περιοχ ή οπου άνεδεικνύοντο οί πλούσιες καμπυλότητες, χ ωρίς όμως αύτές νά έχ ουν ύποστεί μεγάλη ζημιά, καθόλου μάλιστα, καί υστέρα κοίταξε μακριά σκεφτικός μέ τήν ιδέα ότι δέν επρεπε ν’ αύξήσει περισσότερο τήν πιθανή άμηχ ανία τού άλλου, καθώς αύτός εξέταζε τή συμμετρία εκείνου τών σπαρταριστού embonpoint. Στήν πραγματικότητα, ό ελαφρός ρύπος πρόσδιδε πρόσθετη γοητεία, οπως στήν περίπτωση τού ελαφρώς λερωμένου εσωρούχ ου, εξίσου εύχ άριστου μέ τό καινούργιο, βεβαίως περισσότερον εύχ άριστου άπό τή στιγμή πού άπομακρύνθηκε ή κόλλα. Καί άν ύποτεθεί ότι αύτή βγήκε όταν εκείνος;… ’Έψαξα γιά τή λάμπα πού έκείνη τού ειχ εν άναφέρει, τού ήρθε κατά νού, άλλά μόνο σάν φευγαλέα φαντασίωση, επειδή εύθύς άμέσως άρχ ισε νά σκέφτεται τό κρεβάτι εκείνο τό πρωινό μέ ολα τά ετερόκλητα πράγματα επ’ αύτού καί τό βιβλίο γιά τήν Ρούμπυ καί τήν έκφραση πού περιείχ ε μέ τήν ψυχ ή σου έσύ (sic), πού θά είχ ε πέσει, άκριβώς ή περίπου, δίπλα στό συζυγικό δοχ είο νυκτός μέ χ ίλια συγγνώμην πρός τόν Λίντλεύ Μάρρεύ. ’Αναμφισβήτητα, πολύ τού άρεσε ή παρέα αύτού τού νέου, πολύ μορφωμένου, distingue καί παρορμητικού προσέτι, πάντοτε τού εκλεκτότερου τής παρέας, άν καί δέν θά ελεγες πώς διέθετε κάτι τό ιδιαίτερο… ώστόσο, ναί, τό διέθετε. Επιπλέον, είπε ότι ή φωτογραφία ήταν ώραία, πράγμα τό όποιο, πέστε ό,τι θέλετε, ήταν ή άλήθεια, μολονότι τώρα ήταν σαφώς πιό εύσωμη. Καί γιατί όχ ι; Θορυβούσαν τόσο γύρω άπ’ αύτά τά θέματα, κι αύτό συνεπήγετο ισόβιο στιγματισμό μέ τό σύνηθες εντυπωσιακό άρθρο στίς εφημερίδες γιά τό ιδιο παλιό συζυγικό μπέρδεμα, μέ τίς άποκαλύψεις ενόχ ων σχ έσεων μέ έπαγγελματία παίκτη τού γκόλφ, ή μέ τόν τελευταίο ζέν πρεμιέ τού συρμού, άντί νά πραγματευθούν τό θέμα μέ καλοπιστία καί εύρύτητα πνεύματος. Τό ότι ήταν γραφτό νά συναντηθούν καί ότι γεννήθηκε μεταξύ τους ενας δεσμός, ώστε τά όνόματά τους ν’ άναφερθούν συνδεδεμένα δημόσια, οπως έλέχ θη στό δικαστήριο, μαζί μέ έπιστολές γεμάτες
γλυκερές καί ενοχ οποιητικές εκφράσεις, άποκλείουσες όποιοδήποτε παραθυράκι διαφυγής καί παρέχ ουσες άποδείξεις ότι αύτοί έμφανώς συνευρίσκοντο σέ γνωστό παραθαλάσσιο ξενοδοχ είο δυό ή τρεις φορές τήν έβδομάδα καί οί σχ έσεις τους ολοκληρώθηκαν όταν τό πράγμα ώρίμασε. Τότε βγήκε ή προσωρινή άπόφαση καί ό βασιλικός εισαγγελέας διατάχ τηκε νά ύποδείξει τούς λόγους γιά τούς οποίους έκείνη οφείλε νά μή, καί άφου έκείνος δέν μπόρεσε νά τήν άντικρούσει, ή άπόφαση διάλυσης του γάμου κηρύχ τηκε οριστική. Άλλά, όσο γι’ αύτό, οί δυό σκανταλιάρηδες, άπορροφημένοι εντελώς στό αμοιβαίο πάθος τους, δέν θέλησαν νά γνωρίζουν τίποτε, κι αύτό έκαναν δίχ ως νά στενά χ ωριούνται, μέχ ρι τή στιγμή πού ή ύπόθεση άνατέθηκε σέ δικηγόρο πού κατέθεσε άγωγή έξ ονόματος τής άδικηθείσης πλευράς σύμφωνα μέ τήν δέουσα διαδικασία. Αύτός, ό Μπλούμ, είχ ε τό προνόμιο νά βρεθεί αύτοπροσώπως πολύ κοντά στόν άνευ στέμματος βασιλιά τής ’Ιρλανδίας, όταν συνέβη τό περιστατικό κατά τό ιστορικό πατατράκ, τότε πού οί πιστοί οπαδοί τού αποτυχ ημένου αρχ ηγού — πού γαντζώθηκε στίς θέσεις του μέχ ρις έσχ άτων, άκόμη καί όταν είχ ε περιβληθεί τό μανδύα τού μοιχ ού — οί πιστοί οπαδοί του, δέκα ή δώδεκα τόν αριθμό, ή ίσως καί περισσότεροι, εισέβαλαν στά τυπογραφεία τού ’Ακαταμάχ ητου, ή μάλλον τής Ηνωμένης Ιρλανδίας (τίτλος, ό όποιος έδώ πού τά λέμε, δέν ταίριαζε καθόλου) κι έσπασαν τίς κάσες τών στοιχ είων μέ σφυριά ή κάτι παρεμφερές, κι ολα αύτά έξ αιτίας μερικών χ υδαιοτήτων, οί όποιες γράφτηκαν άπό τούς άργυρώνητους κονδυλοφόρους τού Όμπράιεν, πανέτοιμους νά ρίψουν λάσπη, άναφερόμενοι στήν ιδιωτική ζωή τού λαίκού ηγέτη. Μολονότι εμφανέστατα είχ ε άλλάξει ριζικώς, εξακολουθούσε άκόμα νά είναι ήγετική μορφή, παρ’ ολο πού, ώς συνήθως, ήταν ντυμένος άτημέλητα καί διατηρούσε εκείνο τό βλέμμα τής σταθερής άποφασιστικότητας, πού τόση έπίδραση είχ ε στούς διστακτικούς, ώσπου, πρός μεγάλη τους σύγχ υση, άνακάλυψαν ότι τό είδωλό τους, άφού τό έστησαν σέ βάθρο, είχ ε πήλινα πόδια, πράγμα όμως πού έκείνη πρώτη είχ ε καταλάβει. Ό Μπλούμ, μέσα σ’ έκείνη τήν άναστάτωση, άρπαξε μιά σκουντιά στό στομάχ ι άπό τόν άγκώνα κάποιου άπό τό πλήθος πού φυσικά συγκεντρώθηκε εκεί, εύτυχ ώς όχ ι άρκετά δυνατή ώστε νά τόν ξαποστείλει. Τό καπέλο του (τού Πάρνελλ) τινάχ τηκε άπό άπροσεξία κατά γής καί, πρέπει νά τό πούμε άπό σεβασμό στήν ιστορική άλήθεια, ότι ό Μπλούμ ήταν ό άνθρωπος πού τό περισυνέλεξε άπό κάτω μέσα στή φασαρία μέ τήν πρόθεση νά τό ξαναδώσει (κι έσπευσε νά τό ξαναδώσει), σ’ έκείνον πού λαχ ανιάζοντας άσκεπής καί μέ τίς σκέψεις του έκείνη τή στιγμή χ ίλια μίλια μακριά άπό τό καπέλο του, άπέδειξε πώς ήταν έκ γενετής τζέντλεμαν καί πολίτης μ’ έπίγνωση τών δικαιωμάτων καί τών καθηκόντων του, αύτός πού είχ ε άκολουθήσει αύτό τό δρόμο μάλλον λόγω άγάπης πρός τή δόξα, παρά γιά όποιοδήποτε άλλο λόγο, πράμα πού τό είχ ε στό αίμα του, επειδή τού τό είχ ε ενσταλάξει ή μητέρα του όταν τόν κρατούσε στά γόνατά της γιά νά μάθει τί σήμαινε νά έχ ει κανείς καλούς τρόπους, τό άπέδειξε λοιπόν άμέσως, διότι στράφηκε πρός τό δότη καί τόν εύχ αρίστησε μέ τήν τελειότερη ψυχ ραιμία, λέγοντας: Σάς ευχ αριστώ, κύριε, άν καί μ’ ένα τόνο φωνής πολύ διαφορετικό άπό έκείνον μιάς διασημό-τητας του νομικού κόσμου, πρός τήν όποια ό Μπλούμ ένωρίτερα στή διάρκεια τής ήμέρας είχ ε κάμει τό ιδιο σχ ετικά μέ τό καπέλο — ή ιστορία έπαναλήφθη μέ μία διαφορά — μετά,τήν κηδεία κοινού φίλου, τόν όποιον έγκατέλειψαν μόνο του έν τή δόξη του, άφού προηγουμένως έξεπλήρωσαν τό θλιβερό καθήκον νά έμπιστευθούν τό λείψανό του στόν τάφο του. Άφ’ ετέρου, εκείνο πού τόν εκανε νά βράζει μέσα του άπό θυμό ήταν οί χ οντράδες τών άμαξάδων καί όλων όσων έπαιρναν τά πάντα επιπόλαια καί ξεκαρδίζονταν μέ άμετροέπεια, ύποκρινόμενοι ότι τά άντιλαμβάνονται ολα, τό γιατί καί τό πώς, ένώ στήν πραγματικότητα δέν ήξεραν ούτε καν τί ήταν οί ίδιοι, επειδή μόνο τά δυό ένδιαφερόμενα μέρη γνώριζαν τό θέμα, εκτός καί άν τύχ αινε νά μπει στό παιχ νίδι ό νόμιμος σύζυγος, γιά ν’ άποτελέσει ετσι τό τρίτο μέρος, κατόπιν κάποιου άνώνυμου γράμματος άπό τόν άπαραίτητο Τζόουνς, πού έτυχ ε νά τούς αίφνιδιάσει κατά τήν κρίσιμη στιγμή ένός έρωτικού σφιχ ταγκαλιάσματος, έπισύροντας τήν προσοχ ή του στίς παράνομες
δραστηριότητές τους καί προετοιμάζοντας μιά συζυγική επίπληξη, καθώς ή ώραία παραστρατημένη ζητά γονατιστή συγχ ώρε&η άπό τόν άφέντη καί κύριό της, δίνοντας ύπόσχ εση νά διακόψει κάθε δεσμό καί νά μήν ξαναδεχ θεί επισκέψεις άπό τόν λεγάμενο, άρκει μόνο ό προσβλημένος σύζυγος νά ξεχ άσει τό γεγονός καί νά περάσει σφουγγάρι, μέ τά μάτια της γεμάτα δάκρυα, παρ’ ολο πού τήν ιδια στιγμή εχ ει σκοπό, ίσως, νά τού τήν σκάσει, γιατί, πολύ πιθανόν, ύπήρχ αν πολλοί άλλοι. Προσωπικά, αύτός, ό Μπλούμ, έκ φύσεως σκεπτικιστής, πίστευε καί διόλου δέν δίσταζε νά τό πει, ότι ενας άνδρας, ή μάλλον οί άνδρες στόν πληθυντικό, είναι εγγεγραμμένοι πάντοτε στή λίστα άναμονής μιάς κυρίας, άκόμα κι άν ύποθέσουμε ότι είναι ή καλύτερη σύζυγος τού κόσμου καί στό σπίτι της βασιλεύει έγκάρδια συνεννόηση μέ τόν σύζυγό της καί τά πηγαίνουν σχ ετικώς καλά, μέχ ρις ότου έκείνη, παραμελώντας τά καθήκοντά της, άποφασίζει ότι κουράστηκε άπό τή συζυγική συμβίωση, καί επιθυμώντας νά δοκιμάσει τήν ελαφριά άνατριχ ίλα μιάς χ αριτωμένης παρεκτροπής, γιά νά άποσπάσει τήν προσοχ ή τους καί τίς άνέντιμες προθέσεις τους, καταλήγει νά μεταφέρει τή στοργή της σέ κάποιον άλλο, κι ετσι αύτό συνιστά τήν αιτία δημιουργίας τόσων liaisons μεταξύ παντρεμένων γυναικών, άκόμα ελκυστικών γύρω στά σαράντα τους, καί άνδρών νεώτερων, οπως έχ ουν περιτράνως άποδείξει διάφορες διάσημες περιπτώσεις γυναικείας ερωτικής τρέλας. Ηταν χ ίλιες φορές κρίμα πού ενας νέος τόσο πλούσια προικισμένος άπό πνευματική άποψη, οπως άναμφισβήτητα ήταν ό γείτονάς του, χ αράμιζε τόν πολύτιμο χ ρόνο του μέ γυναίκες τής άπωλείας, οί όποιες έξάλλου μπορούσαν νά τού χ αρίσουν κανένα ώραίο δωράκι, πού θά παρέμενε σ’ ολη του τή ζωή. “Οσο γιά τήν εύλογημένη ζωή τού εργένη, θά ερχ όταν ή μέρα, πού κι αύτός θά παντρευόταν, όταν θά εμφανιζόταν ή Δίς Μουαρέσει, άλλά μέχ ρι τότε ή συντροφιά τών γυναικών θά παρέμενε μιά conditio sine qua non, όμως τού ήταν αδύνατο νά πιστέψει, χ ωρίς νά έχ ει τήν παραμικρή έπιθυμία νά ψαρέψει τόν Στήβεν σχ ετικά μέ τή Δίδα Φέργκυσον (ή όποία πιθανώτατα ήταν ό Πολικός ’Αστήρ, πού είχ ε καθοδηγήσει τά βήματά του τόσο νωρίς σήμερα τό πρωί στήν προκυμαία Άιριστάουν), ότι ό Στήβεν μπορούσε νά καλλιεργεί ψευδορομαντικές σχ έσεις καί νά αισθανθεί τό παραμικρότερο έρέθισμα άπό τήν καλλιέργεια σχ έσεων μέ καμωματούδες κυρίες στερούμενες καί ίχ νους προίκας, δυό ή τρείς φορές τήν εβδομάδα, μέ τίς παραδοσιακές μεθόδους προσέγγισης, τίς έπαναλαμβανόμενες φιλοφρονήσεις καί τούς περιπάτους, πού όδηγούν σέ τρυφερότητες, τήν άποστολή λουλουδιών καί σοκολατών. Τό νά τόν σκέπτεται ότι ήταν άστεγος καί χ ωρίς οικογένεια, ότι τόν μαδούσε μιά σπιτονοικοκυρά χ ειρότερη άπό μητριά, θεωρούσε ότι ήταν πολύ άσχ ημο γιά τήν ήλικία του. Τά άπρόβλεπτα στοιχ εία, τά όποία ό νέος έθετε ξαφνικά στή μέση τής συζήτησης γοήτευαν τόν πιό ήλικιωμένο, πού έφερνε στήν πλάτη περισσότερα χ ρόνια καί έμοιαζε πατέρας του. “Ομως, σίγουρα είχ ε άνάγκη νά φάει κάτι ούσιαστικώτερο, μιά ομελέτα έστω άπό αγνά μητρικά ύλικά, ή έλλείψει αύτής, τό γνωστό μας αύγό μελάτο. —
Τί ώρα δειπνήσατε; ρώτησε τή λεπτή σιλουέτα μέ τό κουρασμένο, άλλά άρυτίδωτο πρόσωπο.
—
Κάποια ώρα χ θές, είπε ό Στήβεν.
— Χθές! άναφώνησε ό Μπλούμ, όταν ξαφνικά θυμήθηκε ότι ήδη είχ ε φθάσει ή αυριον, δηλαδή ή Παρασκευή. ’Ά, τό λέτε αύτό επειδή έχ ουν περάσει τά μεσάνυχ τα! —
’Έ, τότε, προχ θές, είπε ό Στήβεν, βελτιώνοντας τήν έπίδοσή του.
Κυριολεκτικά κατάπληκτος άί£0 τήν πληροφορία αύτή, ό Μπλούμ άρχ ισε νά σκέφτεται. Παρ’ ολο πού δέν έβλεπαν πάντοτε τά πράγματα μέ τό ίδιο μάτι, ύπήρχ ε κάποια άναλογία, σάν τά μυαλά τους νά έπέβαιναν τού ίδίου τραίνου σκέψεως. Στήν ήλικία του, περίπου πρίν άπό είκοσι χ ρόνια,
όταν λίγο-πολύ πολιτικολογούσε καί quasi προοριζόταν γιά τίς τιμές τού κοινοβουλίου ,ί τήν έποχ ή τού Μπάκσοτ Φόστερ (γεγονός πού αύτό καθαυτό πρόσδινε βαθειά ικανοποίηση)!, άνατρέχ όντας στό παρελθόν, θυμόταν ότι τότε είχ ε άνομολόγητη κλίση στίς ίδιες άκραίες ιδέες τού συντρόφου του. Γ ιά παράδειγμα, όταν τό ζήτημα τών έξωστέων άπό τά άγροκτήματα άκτημόνων, τότε άκόμα στήν άρχ ή του, άρχ ισε νά άποκτά εύρύτητα καί νά άπασχ ολεί τήν κοινή γνώμη, αύτός, χ ωρίς νά συνεισφέρει, έννοείται, ούτε δεκάρα ή νά άσπάζεται άπολύτως τίς άπόψεις τους, μερικές άπό τίς όποιες, κατ’ άρχ ήν, δέν εύσταθούσαν, θεωρητικά τουλάχ ιστον, ήταν καθ’ ολοκληρίαν μέ τό μέρος τους, άπηχ ώντας τίς σύγχ ρονους τάσεις τής κοινής γνώμης, μέ μιά μεροληψία ώστόσο, άπό τήν όποία μεταγενέστερα θεραπεύθηκε έν μέρει, άναγνωρίζοντας τό λάθος του, καί μάλιστα έφτασε μέχ ρι τού σημείου νά τόν κοροίδεύουν έπειδή είχ ε προχ ωρήσει δυό βήματα περισσότερο άκόμη καί άπό τόν Μάικλ Ντέηβιττ, στίς έντυπωσιακές θεωρίες πού κήρυσσε έκείνος κάποια έποχ ή ύπέρ τής επιστροφής στή γή, καί αύτός ήταν ενας άπό τούς λόγους, γιά τούς όποιους ήταν ιδιαίτερα εύαίσθητος άπέναντι σ’ ενα χ ονδροκομμένο ύπαινιγμό πού άκούσθηκε γιά τόν ιδιο στή συγκέντρωση τών πατριών στού Μπάρνεύ Κιέρναν, ετσι, συχ νά άρκετά παρεξηγημένος καί, οφείλουμε νά τό έπαναλάβουμε, ελάχ ιστα μαχ ητικός, ειχ ε ξεστρατίσει άπό τίς συνήθειές του τής μετριοπάθειας, γιά νά τού καταφέρει (μεταφορικά εννοείται) ενα χ τύπημα στό στομάχ ι, παρ’ ολο πού, σέ ο,τι άφορά στήν πολιτική, ειχ ε πλήρη επίγνωση τών άπωλειών σέ άνθρώπινες ζωές πού συνεπάγονται ή προπαγάνδα καί οί εκδηλώσεις άμοιβαίας έχ θρότητος, άθλιότητος ώς καί τών συμφορών πού καταφέρονται σάν άναπόφευκτο άποτέλεσμα στούς ώραίους νέους συντρόφους κυρίως, μέ δυό λόγια τήν καταστροφή τών ίκανωτέρων. Έν πάση περιπτώσει, μέ τή συνεχ ή στάθμιση τών ύπέρ καί τών κατά ό χ ρόνος προχ ώρησε καί πλησίαζε ή ώρα μία τό πρωί, καί ήταν καιρός νά πάνε γιά ύπνο. Ή δυσκολία συνίστατο στό ότι ήταν μάλλον επικίνδυνο νά τόν προσκαλέσει μαζί του στό σπίτι, επειδή κανείς δέν γνώριζε τίς συνέπειες πού μπορούσαν νά προκύψουν (λαμβανομένων ύπ’ όψιν τών έπιθετικών μερικές φορές διαθέσεων ορισμένου προσώπου) καί νά γίνουν ολα μούσκεμα, οπως έκείνη τή νύχ τα, πού έντελώς άπερίσκεπτα είχ ε μεταφέρει στό σπίτι ενα σκύλο (άγνώστου ράτσας) κουτσό άπό τό ενα πόδι, όχ ι πώς οί δύο περιπτώσεις ήταν ταυτόσημες είτε τό άντίστροφο, παρ’ ολο πού κι αύτός ήταν τραυματισμένος στό ενα χ έρι, τήν έποχ ή πού έμεναν στήν όδό ’Οντάριο, οπως ολοκάθαρα θυμόταν, άφού είχ αν .τεράσει καί άπό έκεί, γιά νά τό πούμε ετσι. Εξάλλου ήταν ύπερβολικά άργά καί ή άπόσταση ύπερβολικά μεγάλη γιά νά σκεφτεί είτε τό Σάντυμαουντ, είτε τό Σάντυκοουβ, καί γι’ αύτό τό λόγο βρισκόταν σέ άμηχ ανία γιά τήν επιλογή μιάς άπό τίς δυό λύσεις… Μετά άπό σκέψη είπε ότι ολα εδειχ ναν ότι τό καλύτερο γι’ αύτόν ήταν νά έπωφεληθεί κατά τό μέγιστο δυνατό τής εύκαιρίας. ’Αρχ ικά, ειχ ε τήν εντύπωση ότι ό άλλος ήταν λίγο άκατάδεχ τος, ελάχ ιστα ομιλητικός, όμως κατά κάποιον τρόπο τό θαύμαζε αύτό. ΤΗταν πάντως δυνατόν νά μήν άρνηθεί τήν προσφορά, οπως λέγεται, άν τήν εκανε, καί αύτό πού τόν στενοχ ωρούσε περισσότερο ήταν ότι δέν ήξερε πώς νά χ ειριστεί τό ζήτημα καί ποιά άκριβώς λόγια νά χ ρησιμοποιήσει, άν ύποτεθεί ότι ό άλλος άποδεχ όταν τήν πρόταση, καθώς αύτό θά τού έδινε πολύ μεγάλη εύχ αρίστηση, άν θά τού έπέτρεπε νά τόν βοηθήσει νά τακτοποιηθεί μέ ελάχ ιστα χ ρήματα ή μέ τή γκαρνταρόμπα του, άν τύχ αινε κανένα ρούχ ο πού νά τού εκανε. Έν πάση περιπτώσει, άποφάσισε νά τού προτείνει, άγνοώντας πρός τό παρόν τά διδάγματα τού παρελθόντος, μιά φλυτζάνα κακάο ’Έππς καί ενα στρώμα γιά τή νύχ τα μέ μιά-δυό κουβέρτες κι ενα πανωφόρι τυλιγμένο ρολό άντί προσκέφαλο. Τουλάχ ιστον, θά βρισκόταν σέ άσφάλεια καί ζέστα, σάν κάστανο κάτω άπό τή χ όβολη. Πράγματι, δέν μπορούσε νά διακρίνει ύπερβολικά εμπόδια σ’ αύτό, ύπό τόν δρο βεβαίως ότι δέν θά ξέσπαγε καμιά φασαρία. ’Έπρεπε νά συλλογισθούν τήν αναχ ώρηση, επειδή έκείνη ή πρόσχ αρη γέρικη ψυχ ή, ό περί ου ό λόγος ζωντοχ ήρος, πού έμοιαζε κολλημένος στό κάθισμά του, δέν εδειχ νε καί μεγάλη βιασύνη γιά νά πάρει τό δρόμο γιά τήν πολυαγαπημένη του στό Κουήνσταουν καί ήταν
πάρα πολύ πιθανόν υστέρα άπό λίγες μέρες νά ξανάβρισκαν τά ίχ νη αύτου τού αινιγματικού χ αρακτήρα στό εσωτερικό τού άνδρου κάποιας ματρόνας, στή μέση τών εγκλείστων καλλονών τής όδού Κάτω Σέριφ, νά προκαλεί άναστατώσεις τής εύαισθησίας τους (τών σειρήνων) μέ ιστορίες έξάσφαιρων περιστρόφων γύρω άπό τήν περιοχ ή τών τροπικών, ύπολογισμένες ώστε νά παγώσουν τό αίμα μέσα στίς άρτηρίες όποιουδήποτε, καί ένδιαμέσως νά κακοποιεί βάναυσα καί μέ άξεστες προτιμήσεις τά άφθονα θέλγητρά τους μέ τή συνοδεία πολλαπλών σπονδών λαθραίου ούίσκι καί άραδιάζοντας τίς συνηθισμένες περιαυτολογίες του, έπειδή όσον άφορά στήν πραγματική του ταυτότητα, έστω ότι XX ίσον τό άληθινό του όνομα καί ή διεύθυνσή του, καθώς ή κυρία ’Άλγεβρα σημειώνει passim. Ταυτόχ ρονα σιγοχ αχ άνιζε ένδομύχ ως έξ αιτίας τής άπάντησής του στά λεγόμενα τού ύπέρμαχ ου τού θείκού αίματος, άφού καί ό Θεός του ήταν έβραίος. Οί άνθρωποι τελικά μπορούσαν ν’ άποδεχ τούν ότι τούς έδάγκασε ενας λύκος, άλλά εκείνο πού τούς ενοχ λεί άφάνταστα ήταν ότι τούς έδάγκασε ενα πρόβατο. Αύτό ήταν επίσης καί τό πιό εύάλωτο σημείο τού τρυφερού Άχ ιλλέα, ό Θεός σας ήταν έβραίος, επειδή ολοι τους φαίνεται νά πιστεύουν ότι καταγόταν άπό τό Κάρρικ-όν-Σάννον, ή άπό κάποια κώμη τής κομητείας Σλάιγκο. — Προτείνω, υπέδειξε τελικά ό ήρωάς μας, βάζοντας στήν τσέπη του φρόνιμα τή φωτογραφία του, επειδή έδώ ή άτμόσφαιρα είναι μάλλον πνιγηρή, νά έλθετε μαζί μου νά τά πούμε λιγάκι. Τό σπίτι μου είναι δυό βήματα πιό πέρα. Δέν θά μπορέσετε ποτέ να πιείτε αύτό τό ματζούνι. Περιμένετε νά πληρώσω τόν λογαριασμό. Άφού λοιπόν ή καλύτερη λύση ήταν νά τού δίνουν, οπότε τά ύπόλοιπα θά ερχ όντουσαν μόνα τους, βάζοντας φρόνιμα στήν τσέπη του τή φωτογραφία του, έκαμε νόημα στόν ιδιοκτήτη τής παράγκας, πού δέν φαινόταν νά… — Ναί, αύτό είναι τό καλύτερο, βεβαίωσε τόν Στήβεν` γιά τόν οποίο τό Μπρέιζεν Χέντ, ή τό σπίτι τού Μπλούμ, ή όποιουδήποτε άλλου ήταν ολα λίγο-πολύ… Στόν πολυάσχ ολο νού του (τού Μπλούμ) στριφογύριζαν κάθε είδους ούτοπικά σχ έδια. Ή έκπαίδευση (εγγυημένης αύθεντικότητας), ή λογοτεχ νία, ή δημοσιογραφία, τό βραβευμένο ρεπορτάζ, ή έπίκαιρη ένημέρωση γύρω άπό τήν άγορά, οί λουτροπόλεις καί οί περιοδείες συναυλιών στά άγγλικά λουτροθεραπευτικά κέντρα, πού βρίθουν άπό θέατρα πού δουλεύουν άκρως ικανοποιητικά, διωδίες σέ ιταλική γλώσσα μέ άψογη προφορά καί διάφορα άλλα πράγματα, τά όποία δέν ύπάρχ ει φυσικά λόγος νά τά διακηρύξει άπό τόν έξώστη στό κοινό καί τή σύζυγό του, καθώς καί λίγη καλή τύχ η. Αύτό πού χ ρειαζόταν ήταν μιά εύκαιρία. Έπειδή ήταν σχ εδόν βέβαιος ότι οφείλε νά έχ ει τή φωνή τού πατέρα του καί έπ’ αύτού στήριζε τίς έλπίδες του καί μπορούσε νά στοιχ ηματίσει οτιδήποτε πώς πράγματι τήν είχ ε, καί ώς έκ τούτου δέν θά ήταν καθόλου άσχ ημο, άνευ ούδενός κινδύνου, νά ωθήσει τή συζήτηση πρός αύτή τήν κατεύθυνση… Ό άμαξάς, άπό τήν έφημερίδα, τήν όποία κρατούσε, διάβασε ότι ό προηγούμενος άντιβασιλέας, ό κόμης Κάτογκαν, είχ ε προεδρεύσει στό γεύμα τής Ένώσεως ‘Αμαξάδων κάπου στό Λονδίνο. Σιωπή, συνοδευμένη άπό κάναδυό χ ασμουρητά ύποδέχ θηκε αύτή τή συγκλονιστική πληροφορία. Τότε έκείνο τό ήλικιωμένο πρόσωπο στή γωνία, πού διατηρούσε άκόμα κάποια ζωτικότητα, διάβασε ότι ό σέρ ’Άντονυ ΜακΝτόνελλ είχ εν διέλθει έκ τού Σταθμού Γιούστον καθ’ οδόν πρός τή νέα του θέση τού πρώτου γραμματέα ή κάτι παρεμφερές. Στό άκουσμα αύτής τής καυτής είδησης ή ήχ ώ άπάντησε ρωτώντας τό γιατί.
— ’Άσε μας νά ρίξουμε μιά ματιά σ’ αύτή τή φιλολογία, παππού, είπε ό γερο-ναυτικός, έπιδεικνύοντας κάποια φυσική άνυπομονησία. —
Όρίστε, πάρ’ την, άποκρίθηκε ό έτσι άποκληθείς γέροντας.
Ό ναυτικός έβγαλε άπό μία θήκη, πού μετέφερε μαζί του, ένα ζευγάρι πρασινωπά ματογυάλια καί τά στερέωσε μέ τήν ήσυχ ία του στήν προεξοχ ή τής μύτης του καί στά δυό του αύτιά. — Δέν βλέπετε καλά; τόν ρώτησε τό συμπαθές άτομο πού έμοιαζε μέ τόν γραμματέα τής δημαρχ ίας. — ’Όχ ι, άποκρίθηκε ό θαλασσοπόρος μέ τό παρδαλό γένι, πού κατά κάποιο τρόπο έδειχ νε άνθρωπος τών γραμμάτων, έτσι οπως κοίταζε πάνω άπό τά θαλασσοπράσινα φινιστρίνια του, οπως θά μπορούσε κανείς νά τά περιγράφει. Χρησιμοποιώ γυαλιά γιά νά διαβάσω. Ό άμμος τής Έρυθράς Θάλασσας μού τό ’κανε αύτό. Κάποτε μπορούσα νά διαβάσω ένα βιβλίο στό σκοτάδι, πού λέει ό λόγος. Προτιμούσα τό Χίλιες καί μια νύχ τες χ αί τό Είναι χ όχ χ ινη σάν τριαντάφυλλο. Καί λέγοντας αύτά άνοιξε μέ τήν παλάμη του τήν έφημερίδα καί βυθίστηκε, ό Θεός ξέρει σέ ποιού είδους άναγνώσματα, άνευρέθη πνιγμένος, ή τίς έπιδόσεις στό κρίκετ, ό Άιρμόνγκερ τής ομάδας τής κομητείας Νόττς έχ ων έπιτύχ ει εκατόν καί πλέον πόντους διαρκούντος τού δευτέρου ήμιχ ρόνου, ένώ στό μεταξύ τό άφεντικό (πού δέν έδινε πεντάρα γιά ολα αύτά) καταγινόταν μέ τό λασκάρισμα τού κορδονιού ένός παπουτσιού προφανώς καινούργιου, έκτός καί άν προερχ όταν άπό δεύτερο χ έρι, πού έμφανώς τόν έσφιγγε, έπειδή μουρμούριζε εναντίον έκείνου πού τού τό είχ ε πουλήσει, καί ολοι οί άλλοι ήταν ικανοποιητικά ξύπνιοι ώστε νά διακρίνονται μεταξύ τους άπό τήν έκφραση τού προσώπου τους ή κοίταζαν άπλώς σκυθρωποί ή άπηύθυναν κάποιαν άσήμαντη παρατήρηση. Γιά νά μήν’πολυλογούμε, ό Μπλούμ, πού μ’ ένα βλέμμα είχ ε συλλάβει τήν κατάσταση, σηκώθηκε πρώτος, γιά νά μήν κάνουν τή βίζιτα αρμένικη, άφού όμως, πρίν φύγουν, έχ οντας ύποσχ εθεί ότι αύτή τή φορά θά ταχ τοποιούσε τό λογαριασμό, φρόντισε ν’ άπευθύνει στόν οικοδεσπότη ενα άδιόρατο νεύμα, σάν πάρθιο βέλος, τή στιγμή σχ εδόν πού ή προσοχ ή τών άλλων ήταν στραμμένη άλλού, γιά νά τόν κάμει νά άντιληφθεί ότι τό όφειλόμενο ποσό βρισκόταν στή διάθεσή του καί άνερχ όταν στό σεβαστό ύψος τών τεσσάρων πεννών (ποσό, πού άπέθεσε πάνω στό τραπέζι ύπό μορφήν τεσσάρων χ άλκινων κερμάτων, κυριολεκτικά τά τελευταία τών Μοίκανών), έχ οντας προκαταβολικά έπισημάνει στόν έντυπο τιμοκατάλογο, πού κρεμόταν εις κοινήν θέαν άπέναντι του τίς πέρα άπό όποιαδήποτε άμφισβήτηση τιμές, καφές δύο πέννες, γλυκίσματα παρομοίως, κοστολογώντας γιά μία φορά τό διπλάσιο τής τιμής τους, σύμφωνα μέ τό σύστημα Γουέδεραπ. —
’Έλα, συμβούλεψε, άς τερματίσουμε τή συνεδρίαση.
Διαπιστώνοντας ότι ή πανουργία πετύχ αινε καί ότι ο δρόμος ήταν ελεύθερος, έγκατέλειψαν μαζί τό Καταφύγιο ή τήν παράγκα καί τήν επίλεκτη ομήγυρη τής νιτσεράδας καί τής παρέας, πού μόνο ενας σεισμός θά μπορούσε νά μετακινήσει άπό τή συνέχ ιση τής έντολής dolce far niente. Ό Στήβεν, πού ομολογούσε ότι άκόμα ένιωθε άδιάθετος καί άποκαμωμένος, στάθηκε πρός στιγμή στήν πόρτα γιά νά… — ’Ένα πράγμα δέν μπόρεσα ποτέ νά καταλάβω, ειπε, γιά νά πρωτοτυπήσει μέ μιά τυχ αία έμπνευση, γιατί άναποδογυρίζουν τή νύχ τα τά τραπέζια, θέλω νά πώ, στά καφενεία, γιατί
άναποδογυρίζουν τίς καρέκλες πάνω στά τραπέζια; Σ’ αύτόν τόν αύτοσχ εδιασμό ό πάντοτε ετοιμόλογος Μπλούμ άπάντησε αύτοστιγμεί χ ωρίς κανένα δισταγμό: —
Γιά νά σκουπίσουν τό πάτωμα τό πρωί.
Καθώς μιλούσε, έκαμε μικρά πηδηματάκια ολόγυρα μέ σβελτάδα, φροντίζοντας άπροκάλυπτα, καί ταυτόχ ρονα άπολογούμενος, νά βρεθεί στά δεξιά τού συντρόφου του, συνήθεια πού, παρεμφερώς μέ τό κλασικό ιδίωμα, συνιστατο στό νά παίζει τό ρόλο τού τρυφερού Άχ ιλλέα. Πράγματι, τώρα ή εισπνοή τού νυκτερινού άέρος ήταν βάλσαμο, μόνον πού ό Στήβεν δέν είχ ε άκόμη συνέλθει έντελώς. — Θά σάς κάνει καλό (ό αέρας), είπε ό Μπλούμ, εννοώντας επίσης τόν περίπατο πού θά έκαναν έντός ολίγου. ’Αρκεί μόνο νά περπατήσετε καί θά νιώσετε άλλος άνθρωπος. Δέν είναι μακριά. Στηριχ τείτε πάνω μου. Στή συνέχ εια πέρασε τό άριστερό του χ έρι στό δεξιό βραχ ίονα τού Στήβεν καί τόν οδήγησε. — Ναί, είπε άβέβαια ό Στήβεν, επειδή νόμισε ότι ένιωθε νά τόν άγγίζει ενα παράξενο είδος σάρκας διαφορετικού άνθρώπου, σάρκας άνευρης καί άσταθούς καί άλλα πολλά. Τέλος πάντων, πέρασαν μπροστά άπό τό φυλάκιο μέ τίς πέτρες, τό μαγκάλι κτλ., οπου ό ύπεράριθμος δημοτικός νυκτοφύλακας, ό πρώην Γκάμλεύ αναπαυόταν άκόμα παραδομένος, σύμφωνα μέ τήν καθιερωμένη εικόνα, στήν άγκαλιά τού Μέρφυ, όνειρευόμενος δροσερούς ίσκιους καί πράσινα λειβάδια. Καί apropos μέ τό φέρετρο πού ήταν γεμάτο πέτρες, ή παρομοίωση δέν ήταν διόλου άσχ ημη, έπειδή πράγματι έκείνος είχ ε λιθοβοληθεί στίς εβδομήντα δύο άπό τίς ογδόντα έκλογικές περιφέρειες, πού τού είχ αν έναντιωθεί τόν καιρό τής διάσπασης καί προπάντων άπό τήν ύπερεξυμνηθείσα τάξη τών χ ωρικών, ίσως μάλιστα καί άπό τούς ίδιους τούς έξωσμένους άκτήμονες, τούς οποίους αύτός ό ίδιος είχ ε ξανατοποθετήσει στά αγρόκτηματά τους. Διέσχ ισαν έτσι, πιασμένοι αγκαζέ, τήν όδό Μπέρεσφορντ, κουβεντιάζοντας περί μουσικής, μιά μορφή τέχ νης, γιά τήν όποία ό Μπλούμ, άν καί έντελώς έρασιτέχ νης, έτρεφε τή μεγαλύτερη άγάπη. Ή βαγκνερική μουσική, άν καί όμολογουμένως μεγάλη στό είδος της, ήταν κάπως ύπερβολικά βαρειά γιά τόν Μπλούμ καί δυσκολευόταν νά τήν παρακολουθήσει σέ πρώτη ακρόαση, άλλά ή μουσική τών Ουγενότων τού Μερκαντάντε, τών Έπτά υστάτων λέξεων τού Ιησού έπί τού Στ<χ υρού τού Μέγιερμπηρ καί τής Δωδεχ άτης Λειτουργίας τού Μότσαρτ τόν συνέπαιρναν, πρό πάντων ή άρια Γχ λόρια, ή όποία, κατά τή γνώμη του, ήταν ή κορύφωση μουσικής καθ’ ολοκληρίαν πρώτης κατηγορίας, κυριολεκτικά καταποντίζοντας όποιαδήποτε άλλη στήν άφάνεια. Προτιμούσε άπείρως τήν ιερή μουσική τής καθολικής έκκλησίας απ’ οτιδήποτε μπορούσε νά προσφέρει σ’ αύτό τό είδος τό άπέναντι κατάστημα, οπως έκείνους τούς ύμνους τνς συλλογής Μπούντυ καί Σάνκεύ ή τό Πρόσταξόν με νά ζήσω καί θά ζήσω ώς διαμαρτυρόμενος ινα άνήχ ω είς Σέ. Τίποτα, έπίσης, δέν θαύμαζε περισσότερο άπό τό Stabat Mater τού Ροσσίνι, έργο τό όποιο βρίθει άπό αθάνατα χ ωρία, καί στό όποιο ή σύζυγός του, ή κυρία Μάριον Τουήντυ, είχ ε τεράστια έπιτυχ ία, αληθινό θρίαμβο, προσθέτοντας νέες δάφνες σ’ αύτές πού είχ ε δρέψει προηγουμένως καί έπισκιάζοντας ολοκληρωτικά ολες τίς αντιπάλους της στήν έκκλησία τών ’Ιησουιτών Πατέρων τής όδού ’Άνω Γκάρντινερ, καθώς τό ιερό κτίριο μέσα στό όποιο τραγούδησε ήταν άσφυκτικά γεμάτο άπό ειδήμονες, πού είχ αν προσέλθει γιά νά τήν άκούσουν. Όμόθυμος ύπήρξε ή γνώμη ότι καμιά δέν
μπορούσε νά συγκριθεί μαζί της, καί αρκεί νά πούμε ότι, σ’ ένα χ ώρο αφιερωμένο στή λατρεία μουσικής θρησκευτικού χ αρακτήρα, ολος ό κόσμος έφτασε στό σημείο νά κραυγάζει μπίς. Γενικώς, παρ’ ολη τήν ιδιαίτερη προτίμησή του πρός τήν ελαφριά όπερα τής κατηγορίας τού Ντόν Τζιοβάννι καί τής Μάρθας, κοσμήματος αυτού τού είδους, παρά τίς έπιφανειακές μόνο γνώσεις του, έκλινε πρός τήν αύστηρώς κλασική μουσική σχ ολή, οπως έκείνη τού Μέντελσον. Καί γιά νά μήν άπομείνει καμία αμφιβολία ότι γνώριζε ολους αύτούς τούς περίφημους παλιούς σκοπούς, θύμισε τή μελωδία τού Λάιονελ στήΜάρθα, Μ` appari, τήν οποία, κατά πολύ περίεργη σύμπτωση, τήν άκουσε, ή μάλλον τήν ξανάκουσε γιά πολλοστή φορά χ θές — μιά ένδειξη τύχ ης, τήν όποία πολύ έξετίμησε — άπό τά χ είλη του άξιοσέβαστου πατέρα τού Στήβεν, τραγουδισμένη στήν εντέλεια, εκτέλεση πού ύπερέβαινε κατά πολύ ολες τίς άλλες. ‘Ο Στήβεν, άπαντώντας σέ μιά εύγενικά διατυπωθείσα ερώτηση, ειπε ότι ολα αύτά δέν, καί άναλώθηκε σέ έπαίνους τών Σαιξπηρικών άσμάτων, τουλάχ ιστον εκείνων τής αύτής περίπου περιόδου, πρός τιμήν τού λαουτιέρη Ντάουλαντ, πού ζούσε στό Φέττερ Λέιν, κοντά στού βοτανολόγου Τζέραρντ, τού anno ludendo hausi, Doulandus, μουσικού οργάνου, πού αύτός σκόπευε ν’ άγοράσει άπό τόν κ. ’Άρνολντ Ντόλμετς, τόν όποιο ό κ. Μπλούμ δέν θυμόταν άκριβώς, παρ’ ολο πού τό όνομα τού ήταν οπωσδήποτε γνωστό, μέ τό ποσό τών εξήντα πέντε γκινεών, καί ύπέρ τού Φάρναμπυ καί τού γιού του μέ τίς επινοήσεις τους dux καί comes, καί ύπέρ τού Μπαίρντ (Γουίλλιαμ), πού επαιζε, οπως είπε, παρθένιον στό παρεκκλήσι τής βασίλισσας, ή οπου άλλού τό ευρισκε, καί ύπέρ κάποιου Τόμκινς, πού σκάρωνε παιχ νιδίσματα καί μελωδίες καί, τέλος, ύπέρ τού Τζών Μπούλ. Καθώς προχ ωρούσαν στό δρόμο, μιλώντας άκόμα, πέρα άπό τήν άλυσίδα, ενα άλογο πού εσυρε μιά μηχ ανική σκούπα, βημάτιζε στό λιθόστρωτο, ξεμασκλίζοντας μιά μακριά λουρίδα λάσπης, κι ετσι μέ τόν προξενηθέντα θόρυβο ό Μπλούμ δέν ήταν έντελώς βέβαιος άν ειχ ε συλλάβει σωστά τόν ύπαινιγμό διά τίς εξήντα πέντε γκινέες καί τόν Τζών Μπούλ. Ρώτησε άν αύτός ό Τζών Μπούλ ήταν ή πασίγνωστη πολιτική διασημότητα, επειδή αύτά τά δυό ταυτόσημα ονόματα τόν εντυπώσιαζαν, σάν καταπληκτική σύμπτωση. Κοντά στήν αλυσίδα, τό άλογο εγυρε άργά γιά νά πάρει στροφή. Ό Μπλούμ, πού συνήθως κοίταζε άγρυπνα γύρω του, τό ειδε καί τράβηξε έλαφρά τόν άλλο άπό τό μανίκι, παρατηρώντας εύθυμα: — Ή ζωή μας βρίσκεται σέ κίνδυνο άπόψε. Προσοχ ή στόν άτμοκίνητο κύλινδρο. ` Στό σημείο αύτό στάθηκαν. Ό Μπλούμ κοίταξε τό κεφάλι εκείνου τού άλογου, πού δέν φαινόταν ότι άξιζε εξήντα πέντε γκινέες καί πού πρόβαλε ξαφνικά μέσα στή νύχ τα πολύ κοντά, τόσο πολύ ώστε φάνηκε ότι δέν ήταν πιά τό Ιδιο, άλλά διαφορετική συναρμολόγηση οστών καί κρέατος άκόμη, επειδή πράγμ,ατι έπρόκειτο περί τετραπάτητου, σεισοκώλικου, μαυροκάπουλου, κρεματονούρικου, κρεμαστοκέφαλου, πού εθετε σέ κίνηση τό πίσω πόδι του πρός τά μπρός, ένώ ό άφέντης του καθόταν στή θέση του βυθισμένος στούς στοχ ασμούς του. Ό Μπλούμ λυπόταν πού δέν ειχ ε εναν κύβο ζάχ αρης νά προσφέρει σ’ ένα τόσο καλό κακομοίρικο ζώο, άλλά, όταν τό καλοσκέφτηκε, είδε πώς δέν ήταν εύκολο νά είσαι έτοιμος γιά κάθε άπρόοπτο πού είναι δυνατό νά συμβεί. ΤΗταν ενα μεγαλόσωμο, νευρικό καί ηλίθιο άλογο, χ ωρίς καμιά δεύτερη σκέψη γιά τόν κόσμο. “Ομως, σκέφθηκε ότι, άκόμη κι ενας σκύλος, λόγου χ άριν έκείνος ό μπασταρδεμένος στού Μπάρνεύ Κιέρναν, άν είχ ε τό ιδιο άνάστημα, θά σού εσπαζε τή χ ολή νά τόν άντιμετωπί-σεις. Είναι βέβαιο ότι ένα ζώο πού διαθέτει παρόμοια κατασκευή δέν εύθύνετο γιά τίποτα, οπως ή γκαμήλα, τό πλοίο τής έρήμου, πού άποστάζει τά σταφύλια πού τρώει καί τά μετατρέπει σέ άλκοόλ μές στήν καμπούρα της. Τά έννιά δέκατα τών ζώων μπορούν νά έπιζήσουν μέσα σέ κλουβί ή καί νά έκγυμνασθούν, μ’ εξαίρεση τίς μέλισσες, τίποτα δέν είναι αδύνατο στήν τέχ νη τού βασιλιά τών
ζώων. Ή φάλαινα, μ’ ενα καμάκι σάν φουρκέτα. Ό κροκόδειλος, τού γαργαλά κανείς τήν ούρά κι αύτός αντιλαμβάνεται τό άστείο. Γιά τόν κόκκορα άρκεί ένας κύκλος μέ κιμωλία. Ή τίγρις, τό άετίσιο μάτι μου. Αύτές οί έγκυρες σκέψεις γιά τά αγροτικά κτήνη άπασχ ολούσαν τό νού του καί τόν άπομάκρυναν κάπως άπό τά λόγια τού Στήβεν, ένώ τό πλοίο τών δρόμων πραγματοποιούσε έλιγμούς καί ό Στήβεν συνέχ ιζε νά μιλάει γιά εκείνον τόν πολύ ένδιαφέροντα παλιό… — Τί έλεγα; ’Ά, ναί! Ή γυναίκα μου, τού έμπιστεύθηκε, μπαίνοντας in medias res, θά χ αιρόταν άφάνταστα νά σας γνωρίσει, καθώς είναι άφοσιωμένη μέ πάθος σ’ ολα τά είδη μουσικής. Κοίταξε πλαγίως μέ φιλικό ύφος τήν κατατομή τού Στήβεν, πορτραίτο τής μητέρας του, πού δέν έμοιαζε καθόλου μέ τόν συνηθισμένο κατεργάρικο τύπο, πρός τόν όποιο άναμφισβήτητα είχ αν μιάν ακατανίκητη επιθυμία νά τρέχ ουν πίσω του, έπειδή ίσως αύτός δέν ήταν φτιαγμένος μ’ αύτόν τόν τρόπο. ‘Ωστόσο, αν ύποθέσουμε ότι διέθετε τό χ άρισμα τού πατέρα του, πράγμα γιά τό όποιο ήταν σχ εδόν βέβαιος, νέοι ορίζοντες άνοίγοντο στό μυαλό του, στό είδος τών ιρλανδικών συναυλιών τής Λαίδης Φίνγκαλλ ύπέρ τής βιομηχ ανίας, τήν προηγούμενη Δευτέρα, καί γενικά τής αριστοκρατίας. Περιέγραφε τώρα τίς έξοχ ες παραλλαγές πάνω στή μελωδία τού άσματος Ή νιότη τελειώνει έδώ ίού Γιάνς Πιέτερ Σβέενλινγκ, Όλλανδού άπό τό ’Άμστερνταμ, άπ’ οπου προέρχ ονται οί Βιλελμίνες. Πιό πολύ άκόμα άγαπούσε ένα παλω γερμανικό τραγούδι τού Γιοχ άννες Γέεπ γιά τή διάφανη θάλασσα καί τίς φωνές τών σειρήνων, γλυκές φόνισσες τών άνδρών, πού έκαμε τόν Μπλούμ νά σαστίσει λίγο: Von der Sirenen Listigkeit Tun die Poeten dichten. Tραγούδησε αύτούς τούς πρώτους στίχ ους καί τούς μετέφρασε extempore. Ό Μπλούμ, συγκατανεύοντας, είπε πώς άντιλαμβανόταν έντελώς, καί τόν παρακάλεσε νά συνεχ ίσει οπωσδήποτε, πράγμα πού έκείνος έπραξε. Μιά ιδιαίτερα ώραία φωνή τενόρου οπως αύτή, σπανιώτατος θησαυρός, πού ό Μπλούμ είχ ε έκτιμήσει ήδη άπό τήν πρώτη νότα πού βγήκε άπό τό έρκος τών δοντιών του, μπορούσε ευ’κολα, άν καλλιεργείτο καταλλήλως άπό κάποια άναγνωρισμένη αύθεντία στή φωνητική εκπαίδευση, οπως ό Μπάρρακλαφ, καί άν επιπλέον ό ίδιος ήταν είς θέση νά διαβάζει μουσική καί νά επιβάλει τήν άμοιβή του, τή στιγμή πού οί βαρύτονοι ήταν δέκα στήν πεντάρα, νά εξασφαλίσει στόν τυχ ερό κάτοχ ό της, σ’ ενα άμεσο μέλλον, τήν είσοδο στά σαλόνια τού συρμού τών αριστοκρατικών συνοικιών, έκεί οπου διέμεναν οί εύπατρίδες καί οί μεγιστάνες τού χ ρήματος, πού παίζουν μέ τά έκατομμύρια καί οπου αύτός μέ τό δίπλωμά του, τού Προλύτη τής Φιλολογίας (τεράστιο πρόσθετο ατού), καί τούς καλούς του τρόπους θά κέρδιζε επιπλέον αγαθές εντυπώσεις, σίγουρα θά σημείωνε ιδιαίτερη έπιτυχ ία, ή δέ εύφυία μέ τήν όποία τόν ειχ ε προικίσει ή φύση μπορούσε επίσης νά χ ρησιμοποιηθεί γιά τό σκοπό αύτό καί γιά άλλες άνάγκες, άν φρόντιζε κατάλληλα τήν ενδυμασία του, ώστε νά προσελκύσει τίς συμπάθειες, επειδή, καθώς ήταν νεαρός καί άρχ άριος, μετά δυσκολίας θ’ άντιλαμβανόταν πόσο ένα τόσο μικρό πράγμα οπως αύτό μπορεί νά άποβεί έναντίον σου. Πράγματι, ήταν μόνο ζήτημα μηνών, καί μπορούσε εύκολα νά τόν φανταστεί νά συμμετέχ ει στίς μουσικές καί καλλιτεχ νικές conversaziones τους, κατά προτίμηση στίς εορτές τών Χριστουγέννων, νά προκαλεί ελαφριά ταραχ ή στίς όμορφες μέ τήν ευαίσθητη καρδιά, περιτριγυρισμένον άπό ώραιες κυρίες, πού άναζητούν νέες συγκινήσεις, περιπτώσεις οί όποιες,
καθώς γνώριζε, ήταν συχ νότατες καί, πραγματικά, όχ ι γιά νά τό καυχ ηθεί, αύτός ό ίδιος κάποτε, άν τό ειχ ε θελήσει θά μπορούσε νά… Σ’ αύτό θά έπρεπε νά προσθέσει φυσικά καί τό καθόλου εύκαταφρόνητο παραδάκι πού θά τού άπέφεραν τά μαθήματα πού θά παρέδιδε. Αύτό δέν ήταν άναγκαίο, θά παρέμενε μιά παρένθεση, πρός χ άριν τού ρυπαρού δολώματος νά ένστερνισθεί τό λυρικό θέατρο ώς μέσον βιοπορισμού, καί γιά μακρύ χ ρονικό διάστημα, άλλά, άσυζητητί, ήταν ένα βήμα πρός τήν ορθή κατεύθυνση, καί τόσο άπό χ ρηματική όσον καί άπό ήθική άποψη δέν μπορούσε νά μειώσει καθόλου τήν καλή του υπόληψη, καί συχ νά είναι έξαιρετικά χ ρήσιμο νά σού βάζουν σέ δύσκολες στιγμές στό χ έρι κάποιαν έπιταγή, όταν έχ εις άνάγκη καί τήν τελευταία πεντάρα. Επιπλέον, παρ’ ολο πού ή μουσική καλαισθησία βρισκόταν σέ πολύ χ αμηλό επίπεδο, μιά πρωτότυπη μουσική οπως αύτή, διαφορετική άπό τή συμβατική θά γινόταν τάχ ιστα πολύ τής μόδας, καθώς θά ήταν ένας άποφασιστικός νεωτερισμός στόν μουσικό κόσμο τού Δουβλίνου, μετά άπό τίς τετριμμένες μονωδίες βαρύγδουπων τενόρων, πού σερβίρονταν μέ τή σέσουλα σ’ ένα κοινό κορεσμένο άπό τούς ’Άιβαν Σαίν Ώστέλλ καί Χίλτον Σαίν Τζάστ καί ολον αύτό τόν συρφετό. Μάλιστα, μέ ολα αύτά τά άτού άνά χ είρας, θά πετύχ αινε, καί ήταν θαυμάσια εύκαιρία γι’ αύτόν νά δημιουργήσει ένα όνομα καί νά καταλάβει μιά σημαντική θέση στήν εκτίμηση τών συμπολιτών του, άπό τούς όποιους θά μπορούσε νά άπαιτήσει τή μεγάλη άναγνώριση, καί νά δώσει μιά μεγάλη συναυλία γιά τούς θαμώνες τού θεάτρου τής όδού Κίνγκ, άν μπορούσε νά εξασφαλίσει κάποιον ύποστηρικτή, άν βρισκόταν κάποιος νά τού δώσει, γιά νά τό πούμε έτσι, ένα λάκτισμα πρός τά πάνω — ένα μεγάλο άν, ώστόσο — πού μέ δυνατή ορμή θά τόν έφερνε μακριά, καί ν’ άντισταθ|ίι-σει εκείνη τήν άναπόφευκτη στασιμότητα, μέσα στήν όποία συχ νά βαλτώνουν τά παραχ αίδεμένα παιδιά τής δόξας, αύτό δέν θά έμπόδιζε τό άλλο, ούτε κατά ένα γιώτα, έπειδή, όντας κύριος του έαυτού του, θά διέθετε ικανό χ ρόνο γιά ν’ άφιερωθεί στή λογοτεχ νία στίς ελεύθερες ώρες του, όταν τού έκανε κέφι, χ ωρίς αύτό νά καθίσταται έμπόδιο στήν καλλιτεχ νική του σταδιοδρομία ή νά περιέχ ει τίποτε τό έξευτελιστικό, άφού θά ήταν κάτι πού θά ένδιέφερε αύτόν καί μόνον. Πράγματι, ό δρόμος του πρός τήν έπιτυχ ία ήταν ανοιχ τός καί αύτός άκριβώς ήταν ό λόγος πού ό άλλος, τού όποιου ή μύτη διέθετε άκρως οξεία όσφρηση, ώστε νά οσμίζεται σέ ποιά τρύπα ύπάρχ ει ό ποντικός, σέ καμιά περίπτωση δέν ήθελε ν’ άφήσει νά χ αθεί ή εύκαιρία. Τό άλογο, έκείνη άκριβώς τή στιγμή… καί άργότερα, όταν θά παρουσιαζόταν ή κατάλληλη εύκαιρία σκόπευε (ό Μπλούμ), χ ωρίς πάντως νά χ ώσει τή μύτη του στίς προσωπικές του υποθέσεις, σύμφωνα μέ τήν αρχ ή ότι οί οί ηλίθιοι όρμούν έχ ει οπου οί άγγελοι φοβούνται νά, νά τόν συμβουλέψει νά διακόψει τό δεσμό του μέ κάποιον έκκολαπτόμενο γιατρουδάκο, πού, σύμφωνα μέ τίς παρατηρήσεις του, είχ ε τήν τάση νά τόν δυσφημεί καί μάλιστα, μέχ ρις ένός σημείου, μέ τό πρόσχ ημα τού λογοπαίγνιου, όταν αύτός δέν ήταν παρών, νά τόν άποδοκιμάζει, ή πείτε το οπως σάς άρέσει, γεγονός πού, κατά τήν ταπεινή γνώμη τού Μπλούμ, έριχ νε μιά σκιά σ’ αύτή τήν πλευρά τού χ αρακτήρα ένός προσώπου — χ ωρίς πρόθεση γιά εύφυολόγημα. Τό άλογο, έχ οντας φτάσει στό έσχ ατο δριο τής προσπάθειάς του, γιά νά τό πούμε έτσι, σταμάτησε, καί σηκώνοντας ψηλά μιά φτερωτή περήφανη ούρά, πρόσθεσε τήν άναλογία του, άφήνοντας νά πέσουν στό έδαφος, τό όποιο ή σκούπα θά σάρωνε καί θά στίλβωνε σέ λίγο, τρείς άχ νιστούς σωρούς καβαλίνας. Άργά, τρείς φορές, τή μία πίσω άπό τήν άλλη, κόπρισε άπό ένα γεμάτο πισινό. Καί ό οδηγός του, άπό λόγους άνθρωπισμού περίμενε ύπομονετικά πάνω στό δρεπανηφόρο άρμα του, μέχ ρις ότου αύτός (ή αύτή) τελειώσει. Ό Μπλούμ, έπωφελούμενος τού άναπάντεχ ου περιστατικού, πέρασε πλάι-πλάι μέ τόν Στήβεν μέσα άπό τό χ άσμα τών αλυσίδων, καί, δρασκελώντας μιά λίμνη λασπόνερα, προχ ώρησαν πρός τήν όδό Κάτω Γκάρντινερ, ένώ ό Στήβεν τραγουδούσε μέ περισσότερη τόλμη, άλλά όχ ι καί στή διαπασών,
τό τέλος τής μπαλλάντας: Und alle Schiffe briicken. Ό οδηγός δέν πρόφερε ούτε λέξη, καλή, κακή ή άδιάφορη. Περιορίσθηκε άπλώς νά κοιτάξει, καθισμένος καθώς ήταν στό χ αμηλό κάρρο του, τίς δύο σιλουέτες, μαύρες καί τίς δύο — τή μία γεμάτη, τήν άλλη λεπτή — ένώ βάδιζαν πρός τή γέφυρα τού τραίνου, γιά νά όλοχ ληρώσουν τόν υμέναιό τους. Καθώς περπατούσαν, πότε-πότε στέκονταν άκίνητοι καί υστέρα προχ ωρούσαν πάλι, συνεχ ίζοντας τή συζήτησή τους (τήν όποία δέν ήταν δυνατόν ν’ ακούσει) περί σειρήνων, εχ θρών τής άνθρωπίνης λογικής, άνακατεύοντας κι άλλα θέματα τής ίδιας κατηγορίας, περί τών σφετεριστών καί περί ολων τών περιπτώσεων τού είδους, όσων άναφέρονται άπό τήν ιστορία, ένώ ό οδηγός τού σκουπιδιάρικου, ή μάλλον τού ύπνόκαρρου, οπως θά μπορούσε κανείς νά τό ονομάσει, σέ καμιά περίπτωση δέν μπορούσε ν’ άκούσει, γιατί εκείνοι άπλούστατα βρισκόντουσαν πολύ μακριά, κοντά στό τέρμα τής όδού Κάτω Γκάρντινερ καί περιορίστηκε νά παρακολουθεί μέ τά μάτια του τό σύμπλεγμά τους.
17. ΙΘΑΚΗ ΠΟΙΑ παράλληλη διαδρομή ακολούθησαν ό Μπλούμ και ό Στήβεν έπιστρέφοντας; Ξεκινώντας άπό τό Μπέρεσφορντ, πιασμένοι άγκαζέ, καί οί δύο μέ κανονικό διασκελισμό περιπάτου, άκολούθησαν τήν πορεία τών όδών Κάτω καί Μέσου Γκάρντινερ καί τής πλατείας Μάουντζού πρός τά δυτικά· υστέρα μέ βραχ ύτερο διασκελισμό, στρίβοντας κι οί δυό άριστερά, τήν πλατεία Γκάρντινερ, άπό άπροσεξία, μέχ ρι τήν πέρα γωνία τής όδού Τέμπλ πρός τά βόρεια` υστέρα, πάντοτε μέ βραχ ύ διασκελισμό, μέ διακοπές λόγω στάσεων, στρίβοντας δεξιά τήν όδό Τέμπλ πρός τά βόρεια, μέχ ρι τήν πλατεία Χάρτγουικ. Πλησιάζοντας, χ ωρισμένοι, μέ χ αλαρωμένο διασκελισμό περιπάτου, διέσχ ισαν καί οί δυό διαμετρικά τή μικρή πλατεία έμπρός άπό τήν εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου, τής χ ορδής κάθε κύκλου ό’ντας μικρότερης άπό τό τόξο πού ύποτέμνει. Μέ τί άσχ ολήθηκε ή δυανδρία στή διάρκεια τής διαδρομής της; Μέ τή μουσική, τή λογοτεχ νία, τήν ’Ιρλανδία, τό Δουβλίνο, τό Παρίσι, τή φιλία, τίς γυναίκες, τήν πορεία, τό διαιτολόγιο, τήν έπίδραση τού φωταερίου ή τού φωτός τού βολταίκού τόξου καί τών λαμπτήρων διάχ υτης άκτινοβολίας στήν άνάπτυξη παραπλήσιων παραηλιοτροπικών δέντρων, τήν έκθεση σέ κοινή θέα τών δημοτικών σκουπιδοτενεκέδων, τή ρωμαίκή καθολική εκκλησία, τήν άγαμία τών κληρικών, τό ιρλανδικό έθνος, τήν εκπαίδευση τών Ιησουιτών, τίς σταδιοδρομίες, τίς ιατρικές σπουδές, τήν ήμέρα πού πέρασε, τήν κακοτρόπο έπίδραση τής ήμέρας πού προηγείται τού Σαββάτου, τήν κατάρρευση τού Στήβεν. Μήπως ό Μπλούμ άνεκάλυψε κοινούς παράγοντες ομοιότητας μεταξύ τών άντίστοιχ ων, όμοιων καί άνόμοιων, άντιδράσεών τους πρός τήν πείρα; Καί οί δυό ήταν ευαίσθητοι σέ καλλιτεχ νικές έντυπώσεις, κατά προτίμηση σέ μουσικές παρά σέ πλαστικές ή εικαστικές. Καί οί δυό προτιμούσαν έναν •ηπειρωτικό, παρά ένα νησιωτικό τρόπο ζωής, έναν τόπο διαμονής στήν άπό δώ πλευρά, παρά στήν άπό κεί πλευρά τού ’Ατλαντικού. Καί οί δυό, σκληραγωγημένοι παιδιόθεν λόγω άνατροφής καί μέ μιά κληροδοτημένη έμμονή ετερόδοξης άντίστασης, διεκήρυξαν τή δυσπιστία τους σέ πολλές ορθόδοξες θρησκευτικές, έθνικές, κοινωνικές καί ήθικές δοξασίες. Καί οί δυό παραδέχ τηκαν τήν έκ περιτροπής διεγερτική καί κατευναστική επίδραση τού ετερόφυλου μαγνητισμού. Σέ ποιά σημεία άπόκλιναν οι άπόψεις τους; Ό Στήβεν διεφώνησε άνοιχ τά μέ τίς άπόψεις τού Μπλούμ γιά τή σημασία τού διαιτολογίου καί τής αύτοσυγκρότησης ώς άτόμου καί ώς πολίτη, ένώ ό Μπλούμ διεφώνησε σιωπηρά μέ τίς άπόψεις τού Στήβεν γιά τήν αιώνια έπιβεβαίωση τού άνθρωπίνου πνεύματος στή λογοτεχ νία. Ό Μπλούμ συνεφώνησε ένδομύχ ως στήν έκ μέρους τού Στήβεν διόρθωση τού ένυπάρχ οντος άναχ ρονισμού στή χ ρονολόγηση τού προσηλυτισμού τού ιρλανδικού έθνους στόν χ ριστιανισμό άπό τόν είδωλολατρισμό τών Δρυίδων άπό τόν Πατρίκιο, γιό τού Καλπόρνου, γιό τού Πορίτου, γιό τού Όδύσσου, σταλμένου άπό τόν πάπα Σελεστίνο τόν Α’, τό έτος 432, στή βασιλεία τού Λήρυ, στό έτος 260 ή έκεί γύρω, στή βασιλεία τού Κόρμακ Μάκαρτ (θάνατος τό 266 μ.Χ.) πνιγμένου άπό
στραβοκατάποση τροφής στό Σλέττυ καί ένταφιασμένου στό Ρόσναρυ. Τή λιποθυμία τού Στήβεν, τήν όποία ό Μπλούμ άπέδωσε σέ γαστρική κενότητα καί σέ διάφορα χ ημικά παρασκευάσματα ποικίλων βαθμών άλλοιώσεως καί άλκοολικής ισχ ύος, έπιταχ υνθείσα άπό πνευματική προσπάθεια καί άπό τήν ταχ ύτητα ταχ είας κυκλικής κινήσεως σέ μιάν άτμόσφαιρα χ αλάρωσης, ό Στήβεν τήν άπέδωσε στήν έπανεμφάνιση ένός πρωινού νέφους (τό όποιο άντελήφθηκαν καί οί δυό άπό δυό διαφορετικά σημεία παρατήρησης, τό Σάντυκοβ καί τό Δουβλίνο), στήν άρχ ή όχ ι μεγαλύτερου άπό ένα γυναικείο χ έρι. Υπήρξε κάποιο σημείο στό όποιο οί άπόψεις τους ήταν ίδιες καί άρνητικές; Ή έπίδραση τού φωταερίου ή τού ήλεκτρικού φωτός στήν άνάπτυξη παραπλήσιων παραηλιοτροπικών δέντρων. Είχ ε συζητήσει ό Μπλούμ παρόμοια θέματα κατά τή διάρκεια νυχ τερινών περιπάτων στό παρελθόν; Τό 1884, μέ τόν ’Όουεν Γκόλμπεργκ καί τόν Σέσιλ Τέρνμπουλ, τή νύχ τα, σέ δημόσιες διαβάσεις, άνάμεσα στή λεωφόρο Λόνγκγουντ καί τή γωνία Λέοναρντ, στή γωνία Λέοναρντ καί τήν όδό Σύντζ, στήν όδό Σύντζ καί τή λεωφόρο Μπλούμφιλντ. Τό 1885, τά βραδάκια, μέ τόν Πέρσυ ’Άπτζων, άκουμπώντας στόν τοίχ ο πού χ ωρίζει τήν έπαυλι Γιβράλταρ καί τό μέγαρο Μπλούμφιλντ στό Γκράμλιν, στή βαρωνεία ’Άππερκρος. Τό 1886, συμπτωματικώς, μέ τυχ αίες γνωριμίες καί πιθανούς αγοραστές, σέ σκαλάκια έξωθύρων, σέ σαλόνια, σέ σιδηροδρομικά βαγόνια τρίτης θέσεως ήμιαστικών γραμμών. Τό 1888 συχ νά, μέ τόν ταγματάρχ η Μπράιαν Τουήντυ καί τήν κόρη του δίδα Μάριον Τουήντυ, όμού καί κατ’ ιδίαν, στό σαλόνι τού σπιτιού τού Μάθιου Ντίλλον στό Ραουνττάουν. Μιά φορά τό 1892 καί μιά φορά τό 1893, μέ τόν Τζούλιους Μαστιάνσκυ, καί στίς δυό περιπτώσεις στό σαλόνι τού σπιτιού του (τού Μπλούμ), στήν όδό Λόμπαρντ. Ποιό συλλογισμό εκανε ό Μπλούμ, πρίν φθάσουν στόν προορισμό τους, σχ ετικά μέ τήν ακανόνιστη διαδοχ ή τών έτών 1884, 1885, 1886, 1888, 1892, 1893, 1904; Συλλογίστηκε ότι ή προοδευτική επέκταση τού πεδίου ανάπτυξης καί έμπειρίας τής προσωπικότητας συνοδευόταν παλινδρομικά άπό εναν περιορισμό τής περιοχ ής συνδιαλλαγής τών διαπροσωπικών σχ έσεων. Μέ ποιούς τρόπους; Άπό τήν άνυπαρξία στή 1 ύπαρξη πλησίασε πολλούς καί έξελήφθη ώς ένας. ‘Ως ύπαρξη άνάμεσα σέ άλλες υπάρξεις ήταν μέ τόν καθένα καθώς καθένας μέ καθένα. Άπό τήν ύπαρξη στήν άνυπαρξία φευγάτος θά ήταν σάν κανένας νά μήν τόν είχ ε άντιληφθεί. Τί έκανε ό Μπλούμ όταν έφθασαν στόν προορισμό τους; Στά σκαλοπάτια τού 4 ου άπό τούς ίσοδιάφορους μονούς άριθμούς, στόν άριθμό 7 τής όδού ’Έκκλς, έβαλε μηχ ανικά τό χ έρι του στήν πίσω τσέπη τού παντελονιού του γιά νά πάρει τό κλειδί του. Ηταν έκεί;
‘Ηταν στήν άντίστοιχ η τσέπη τού παντελονιού πού φορούσε τήν προπροηγουμένη. Γιατί ήταν διπλά εκνευρισμένος; Έπειδή ειχ ε ξεχ άσει κι επειδή θυμόταν πώς είχ ε θυμίσει δυό φορές στόν εαυτό του νά μήν ξεχ άσει. Ποιές ήταν τότε οι επιλογές γιά τό περίφροντι (κατ’ άκολουθίαν) καί απρόσεχ το, χ ωρίς κλειδιά, ζευγάρι; Νά μπει ή νά μήν μπει. Νά χ τυπήσει ή νά μή χ τυπήσει. Ή απόφαση τού Μπλούμ; ‘Ένα τέχ νασμα. Άκουμπώντας τά πόδια του στή χ αμηλή μάντρα, σκαρφάλωσε στά κάγκελα, πίεσε τό καπέλο στό κεφάλι του, έπιασε δυό σημεία στή χ αμηλότερη ένωση τών κάγκελων τής σιδεριάς, χ αμήλωσε σταδιακά τό σώμα του άπό τό ύψος τού ένός μέτρου καί εβδομήντα εξι πόντων στούς ογδόντα πέντε πόντους περίπου τού λιθόστρωτου καί άφησε τό σώμα του νά κινηθεί ελεύθερα στό κενό, άποχ ωρίζοντας τόν εαυτό του άπό τά κάγκελα καί συμμαζεύοντας τό σώμα του έν άναμονή τής πρόσκρουσης άπό τήν πτώση. ’Έπεσε; Μέ τό γνωστό βάρος τού σώματός του, έβδομήντα κιλά σέ μητροπολιτικά σταθμά, οπως βεβαιώθηκε άπό τή μηχ ανή άκριβείας γιά περιοδικές αύτοζυγίσεις στό κατάστημα τού Φράνσις Φρήντμαν, φαρμακευτικού χ ημικού, όδός Φρέντερικ 19, κατά τήν εορτή τής ’Αναλήψεως τρέχ οντος έτους, ήτοι, τήν δωδέκατη ήμέρα τού Μαιου τού δίσεκτου έτους χ ίλια εννιακόσια τέσσερα χ ριστιανικής εποχ ής, (πέντε χ ιλιάδες εξακόσια εξήντα τέσσερα εβραίκής εποχ ής, χ ίλια τριακόσια είκοσι δύο μωαμεθανικής εποχ ής), Μετονικό άριθμό έτών 5, φεγγάρι 13, ήλιακό κύκλο 9, θείκά γράμματα C Β, Ρωμαίκό καθορισμό 2, Ίουλιανή περίοδο 6617, MXMIV. Σηκώθηκε άλώβητος άπό τό τράνταγμα; Ξανακερδίζοντας καινούργια σταθερή ισορροπία σηκώθηκε άλώβητος, παρ’ ολο πού τραντάχ τηκε άπό τήν πρόσκρουση, σήκωσε έκεί τό μάνταλο τής πόρτας μέ τήν άσκηση δύναμης στήν έλευθέρως κινουμένη πετούγια του καί άπό τήν ένέργεια μοχ λού πρώτου είδους στό ύπομόχ λιο τού οποίου άκουμπούσε, μπήκε μέ κάποια καθυστέρηση στήν, κουζίνα άπό τό διπλανό πλυσταριό, άναψε διά τριβής ενα σπίρτο, άπελευθέρωσε εύφλεκτο γκάζι άπό κάρβουνο στρέφοντας τή βαλβίδα, άναψε μιάν ύψηλή φλόγα, τήν όποία μέ κατάλληλη ρύθμιση κατέβασε σέ ήρεμη λαμπρότητα καί τελικά άναψε ενα φορητό κερί. Ποιά διακριτική διαδοχ ή εικόνων άντελήφθή ό Στήβεν στό μεταξύ; Άκουμπώντας στά κάγκελα, άντελήφθη μέσα άπό τά διαφανή τζάμια τής κουζίνας εναν άνθρωπο νά ρυθμίζει μιά φλόγα φωταερίου 14 κηρίων, εναν άνθρωπο ν’ άνάβει ενα κερί, έναν άνθρωπο νά βγάζει διαδοχ ικά τό ένα μετά τό άλλο τά δυό παπούτσια του, έναν άνθρωπο νά βγαίνει άπό τήν κουζίνα κρατώντας ένα κερί, φωτιστικής ισχ ύος 1 κηρίου.
Ξαναπαρουσιάστηκε ό άνθρωπος άλλου; ‘Ύστερα άπό διακοπή τεσσάρων λεπτών ή άναλαμπή τού κεριού του ξεχ ώρισε μέσ’ άπό τό ήμιδιαφανές ήμικυκλικό ύπέρθυρο. Ή πόρτα έστρεφε σιγά-σιγά πάνω στούς μεντεσέδες της. Στό άνοιγμα τής εισόδου ό άνθρωπος ξαναπαρουσιάστηκε, χ ωρίς στό καπέλο του, μέ τό κερί του. Υπάκουσε ό Στήβεν στό νεύμα του; Ναί, μπαίνοντας άθόρυβα, τόν βοήθησε νά κλείσει τήν πόρτα καί νά θέσει τήν αλυσίδα άσφαλείας καί άκολούθησε άθόρυβα στό χ ώλ τήν πλάτη καί τά βήματα τού καλτσοφορεμένου άνθρώπου καθώς καί τό άναμμένο κερί του, περνώντας μπροστά άπό μιά φωτισμένη χ αραμάδα πόρτας στ’ άριστερά, κατέβηκε προσεχ τικά μιά γυριστή σκάλα μέ περισσότερα άπό πέντε σκαλοπάτια καί μπήκε στήν κουζίνα τού σπιτιού τού Μπλούμ. Τί έκανε ό Μπλούμ; ’Έσβησε τό κερί μ’ ένα άπότομο άδειασμα τής άνάσας του πάνω στή φλόγα του, τράβηξε δυό βαθουλωτές καρέκλες άπό ξύλο πεύκου κοντά στό τζάκι, τή μιά γιά τό Στήβεν μέ τήν ράχ η της κατά τό παράθυρο, τήν άλλη γιά τόν ίδιο, όταν τή χ ρειαστεί, γονάτισε στό ένα του γόνατο, συνέθεσε στή σχ άρα μιά πυρά άπό σταυρωτά ρετσινωμένα δαδιά, άπό διάφορα χ ρωματιστά χ αρτιά καί άπό άκανόνιστα πολύγωνα έκλεκτού κάρβουνου ’Άμπραμ, είκοσι ένα σελλίνια τόν τόνο άπό τή μάντρα τών κυρίων Φλάουερς καί Μακντόναλντ, όδός Ντ’ Όλίερ 14, άναψε τρία προεξέχ οντα σημεία χ αρτιού μ’ ένα άναμμένο σπίρτο, έλευθερώνοντας έτσι τή δυναμική ένέργεια πού περιέχ εται στήν καύσιμη ύλη, έπιτρέποντας στ’ άνθρακικά καί τά ύδρογονικά στοιχ εία της νά έρθουν σέ έλεύθερη ένωση μέ τό οξυγόνο τού άέρος. Σέ ποιές παρόμοιες οπτασίες πήγε ό νούς τού Στήβεν; Σέ κάποιους άλλους οί όποιοι, σ’ άλλοτινούς καιρούς, γονατιστοί στό ένα ή στά δυό τους γόνατα, είχ αν ανάψει τή φωτιά γιά χ άρη του, στόν ’Αδελφό Μιχ αήλ στό άναρρωτήριο τού κολλεγίου τής Εταιρείας τού Ίησού στό Γκλονγκάουζ Γούντ, στό Σάλλινς, στήν έπαρχ ία Κιλντέαρ· στόν πατέρα του, Σίμωνα Ντένταλους, σ’ ένα δωμάτιο δίχ ως έπιπλα στήν πρώτη του κατοικία στό Δουβλίνο, στήν όδό Φίτζγκιμπον, άρ. 13· στή νονά του, δίδα Καίητ Μόρκαν στό σπίτι τής ετοιμοθάνατης άδελφής της δίδος Τζούλιας Μόρκαν στήν όδό ’Άσερς Αιλαντ 15` στή μητέρα του Μαίρη, σύζυγο Σίμωνος Ντένταλους, στήν κουζίνα τής όδού Νόρθ Ρίτσμοντ, άρ. 12, τό πρωί τής εορτής τού ‘Αγίου Φραγκίσκου-Ξαβιέρου τό 1898` στόν πατέρα Μπάτ, επιμελητή σπουδών, στό άμφιθέατρο φυσικής τού πανεπιστημιακού κολλεγίου, στήν όδό Στήβενς Γκρήν, 16` στήν αδερφή του Ντίλλυ (Ντήλια), στό σπίτι τού πατέρα του, στό Κάμπρα. Σηκώνοντας τή ματιά του ενα μέτρο ψηλότερα άπό τή φωτιά, τί είδε ό Στήβεν στόν άπέναντι τοίχ ο; Κάτω άπό μιά συστοιχ ία πέντε έλικοειδών μεταλλικών κουδουνιών, ενα κυκλικά πλεγμένο σκοινί άπλωμένο μεταξύ δυό σταθερών στηριγμάτων, κατά μήκος τής έσοχ ής, δίπλα στήν καμινάδα, άπό τό όποιο κρέμονταν τέσσερα μικρά τετράγωνα μαντήλια διπλωμένα σέ παραπλήσια ορθογώνια έν σειρά, χ ωρίς ν’ άγγίζουν τό ενα τό άλλο, κι ενα ζευγάρι γκρίζες γυναικείες κάλτσες μέ
βαμβακερή ένίσχ υση στό άνω τμήμα καί τά πέλματα, πιασμένες μέ τρία δρθια ξύλινα μανταλάκια άπό τίς συνήθεις θέσεις τους, τά δύο στίς εξωτερικές άκρες καί τό τρίτο στό σημείο τής ένωσής τους. Τί είδε ό Μπλούμ πάνω στή φουφού; Στό δεξί (μικρότερο) μάτι μιά μπλέ εμαγιέ κατσαρόλα, στό άριστερό (μεγαλύτερο) μάτι εναν μαύρο σιδερένιο βραστήρα. Τί εκανε ό Μπλούμ στή φουφού; Μετέθεσε τήν κατσαρόλα στό άριστερό μάτι, σήκωσε καί μετέφερε τόν σιδερένιο βραστήρα στό νεροχ ύτη, μέ σκοπό νά ελευθερώσει τή ροή, στρέφοντας τή βρύση γιά ν’ άφήσει τό νερό νά τρέξει. ’Έτρεξε; Ναί. ’Από τό ύδραγωγείο Ράουντγουντ στήν επαρχ ία Ούίκλοου, χ ωρητικότητας 2.400 εκατομμυρίων γαλλονιών, διανεμόμενο μέσα άπό ενα υπόγειο παροχ ετευτικό σύστημα φιλτραρισμένων διόδων μονής καί διπλής σωληνώσεως, κατασκευασμένο μ’ ενα άρχ ικό κόστος έγκαταστάσεως 5 λιρών άνά τρέχ ουσα γιάρδα, ένδιαμέσως άπό τό Ντάργκλ τού Ράθνταουν, στό Γλέν όφ δή Ντάουνς, στό Γκάλογουιλ, μέχ ρι τό ύδραγωγείο τών 104 στρεμμάτων στό Στίλοργκαν, μία άπόσταση 22 στατικών μιλλίων, κι άπό κεί, μέσα άπό ενα σύστημα βοηθητικών δεξαμενών μέ κλίση 250 ποδιών, ώς τά σύνορα τής πόλεως, στή γέφυρα Γιούστείς, στήν όδό “Ανω Λήζον, παρ’ ολο πού, λόγω παρατεταμένης καλοκαιρινής ξηρασίας καί καθημερινής καταναλώσεως δωδεκάμισι έκατομμυρίων γαλλονιών, τό νερό είχ ε κατέβει κάτω άπό τήν στάθμη τού ύδατοφράκτου ύπερχ ειλίσεως και γιά τόν λόγο αύτό ό τοπικός έπιθεωρητής καί μηχ ανικός ύδραυλικών 4’ργων κ. Σπένσερ Χάρτυ, άρχ ιμηχ ανικός, κατ’ εντολήν τής έπιτροπής ύδραυλικών έργασιών, είχ ε άπαγορεύσει τή χ ρήση δημοτικού νερού γιά σκοπούς άλλους άπ’ αύτούς τών οικιακών άναγκών (άντιμετωπίζοντας τό ένδεχ όμενο προσφυγής στό μή πόσιμο νερό τών καναλιών Γκράντ καί Ρόγιαλ, όπως καί τό 1893), ιδιαιτέρως είς τούς Σάουθ Ντάμπλιν Γκάρντιανς, οί οποίοι μή άρκούμενοι είς τήν ήμερήσια μερίδα τους τών 15 γαλλονιών άνά τρόφιμο, τήν παρεχ ομένη μέσω ένός μετρητού 6 ίντσών, είχ αν καταδικασθεί γιά σπατάλη 20.000 γαλλονιών άνά νύκτα, συμφώνως πρός τήν άνάγνωση τού μετρητή τους, βεβαιωμένη άπό τόν νομικό άντιπρόσωπο τής εταιρείας δικηγόρο κ. ’Ιγνάτιο Ράις, καί ώς έκ τούτου ένεργούντες πρός ζημίαν ένός άλλου τμήματος δημοτών, αύτεξουσίων φορολογουμένων, άξιοχ ρέων καί ύγιών. Τί θαύμαζε στό νερό ό Μπλούμ, νερολάτρης, νεροβγάλτης, νεροκουβαλητής, ξαναγυρίζοντας στή φουφού; Τήν παγκοσμιότητά του· τή δημοκρατική ισότητα καί τή σταθερότητα στή φυσική του ιδιότητα ν’ άναζητά τήν άποκλειστικά δική του στάθμη· τήν άπεραντοσύνη τών ώκεανών στόν χ άρτη τού Μερκάτορ` τήν άστάθμητη βαθύτητά του στήν τάφρο Σάνταμ τού Ειρηνικού πού ύπερβαίνει τίς 8.000 οργιές` τό άεικίνητο τών κυμάτων του καί τών μορίων τής έπιφανείας του, τά όποια έπισκέπτονται διαδοχ ικώς ολα τά σημεία τής θαλασσινής περιμέτρου· τήν άνεξαρτησία τών μονάδων του· τήν συνεχ ή έναλλαγή τών καταστάσεων τής θάλασσας` τήν ύδροστατική άταραξία του κατά τή γαλήνη` τήν ύδροκινητική ύπερχ είλισή του σέ άμπώτεις καί πλημμυρίδες` τό καταλάγιασμά του μετά άπό τήν έρήμωση` τή στειρότητά του στούς περί τόν πόλον παγετώνες, άρκτικό καί άνταρκτικό` τήν κλιματική καί έμπορική του σπουδαιότητα` τήν υπεροχ ή του 3 πρός 1
έπί τής ξηρας τής ύδρογείου` τήν άκαταμάχ ητη ύπεροχ ή του σέ τετραγωνικές λεύγες στήν περιοχ ή πού έκτείνεται κάτω άπό τόν ύποίσημερινό τροπικό τού Αίγόκερω` τήν πολυγενική άντοχ ή τής πρωταρχ ικής του λεκάνης` τόν κιτρινοκόκκινο πυθμένα του` τήν ικανότητά του νά διαλύει καί νά διατηρεί έν διαλύσει ολες τίς εύδιάλυτες ούσίες, συμπεριλαμβανομένων έκατομμυρίων τόννων έκ τών πολυτιμοτέρων μετάλλων` τήν άργή διάβρωση τών χ ερσονήσων καί τών έπικλινών άκρωτηρίων` τίς προσχ ωματικές του καταθέσεις` τό βάρος του, τή μάζα του καί τήν πυκνότητά του` τή δυσκινητικότητά του σέ λιμνοθάλασσες καί λίμνες τών βουνών· τή διαβάθμιση τών χ ρωμάτων του στίς ζώνες, διακεκαυμένη, εύκρατη καί κατεψυγμένη` τή διαμετακομιστική του διακλάδωση σέ ρυάκια μέ λίμνες καί συγκλίνοντες πρός τή θάλασσα ποταμούς, μέ τούς παραποτάμους τους καί τά ώκεάνια ρεύματα` τό γκόλφστρημ, μέ τίς ίσημερινές πορείες, βόρεια καί νότια· τή βιαιότητα του σέ ύποθαλάσσιους σεισμούς, ύδροστήλες, άρτεσιανές πηγές, φουσκονεριές, χ είμαρρους, στροφάλους, πλημμύρες, υπερχ ειλίσεις, αποτραβήγματα τού νερού, ξεχ ειλίσματα τού νερού, χ ωρίσματα τού νερού, θερμοπίδακες, καταρράχ τες, δίνες, άναταραχ ές, ύπερχ ειλίσεις, κατακλυσμούς, μπόρες· τήν απέραντη μή οριζόντιο περί τήν γήν καμπύλη του` τή μυστικότητά του σέ πηγές καί σέ λανθάνουσα ύγρασία, οπως αύτή αποκαλύπτεται μέ ραβδομαντικά ή ύδρομετρικά δργανα καί έξακριβώνεται παραδειγματικώς μέ τήν τρύπα στόν τοίχ ο τής πύλης ’Άσταουν, τή διαβροχ ή τού άέρα, τήν άπόσταξη τής δροσιάς` τήν απλότητα τής σύνθεσής του, δυό συστατικά μέρη ύδρογόνου κι ενα συστατικό μέρος οξυγόνου` τίς θεραπευτικές του άρετές` τήν δύναμη άνώσεως στά νερά τής Νεκρής Θάλασσας` τήν υπομονετική του διεισδυτικότητα σέ ρυάκια, τάφρους, άνεπαρκή φράγματα, χ αραμάδες καραβιών` τίς ικανότητες του γιά καθαρισμό, γιά σβήσιμο τής δίψας καί τής φωτιάς, γιά θρέψιμο τής βλάστησης` τό άλάθητό του ώς παράδειγμα καί ύπόδειγμα` τίς μεταμορφώσεις του σέ άτμούς, ομίχ λη, σύννεφο, βροχ ή, χ ιονόνερο, χ ιόνι, χ αλάζι` τήν δύναμή του μέσα σέ στέρεους σωλήνες` τήν πληθώρα τών μορφών του σέ λίμνες, αιγιαλούς καί κόλπους καί δρμους καί κανάλια καί λιμνοθάλασσες καί κοραλλιοειδείς ξέρες καί άρχ ιπέλαγα καί ισθμούς καί φιόρδ καί παλιρροίακά ποταμίσια στόματα καί θαλασσινά μπράτσα` τή στερεότητά του σέ παγετώνες, παγόβουνα καί παγονήσους` τήν έπιδεκτικότητά του νά θέτει σέ κίνηση υδραυλικές μυλόπετρες, τουρμπίνες, γεννήτριες, σταθμούς ήλεκτρικής παραγωγής, πλυντήρια, βυρσοδεψεία, νεροτριβές` τή χ ρησιμότητά του σέ διώρυγες, ποτάμια, άν είναι πλωτά, σέ έπιπλέουσες καί σταθερές δεξαμενές` τή δύναμή του, οπως βγαίνει άπό δαμασμένες παλίρροιες ή άπό ρεύματα νερών κατερχ ομένων άπό στάθμη σέ στάθμη` τούς υποβρύχ ιους κόσμους του, ζωικό καί φυτικό (άνακουστικό, φωτόφοβο), οί όποιοι συνθέτουν άριθμητικώς, άν όχ ι καί κατά κυριολεξίαν, τούς κατοίκους τού πλανήτη` τήν άπανταχ ού παρουσία του καθώς αύτό συνθέτει κατά 90% τό άνθρώπινο σώμα` τή βλαβερότητα τής σαπίλας του σέ παραλήμνιους βάλτους, λοιμικά ελη, μπαγιάτικο νερό στά άνθογυάλια, στάσιμους λάκκους στό λιγοστεμένο φεγγάρι. “Οταν τοποθέτησε στ’ άναμμένα τώρα κάρβουνα τόν μισόγεμο βραστήρα, γιατί ξαναγύρισε στή βρύση πού άκόμα έτρεχ ε; Γ ιά νά πλύνει τά λερωμένα χ έρια του μέ μιά μισοφαγωμένη πλάκα σαπουνιού μέ μυρωδιά λεμονιού, μάρκας Μπάρινγκτον, πού είχ ε άκόμα κολλημένο πάνω της τό χ αρτί (άγορασμένη πρίν άπό δεκατρείς ώρες γιά τέσσερις πέννες καί άκόμη άπλήρωτη) μέ φρέσκο, κρύο, πού ποτέ δέν αλλάζει, πού πάντα άλλάζει, νερό, καί γιά νά σκουπίσει, πρόσωπο καί χ έρια, μέ μιά μακριά μπαμπακερή πετσέτα μέ κόκκινη μπορντούρα, περασμένη γύρω άπό εναν ξύλινο περιστρεφόμενο κύλινδρο. Ποιά δικαιολογία προφασίστηκε ό Στήβεν, όταν άπέρριψε τήν προσφορά τού Μπλούμ;
‘Ότι ήταν ύδρόφοβος, ότι μισούσε τή μερική έπαφή μέ βούτηγμα, ή τή γενική μέ κατάδυση, σέ κρύο νερό (τό τελευταίο λουτρό του είχ ε λάβει χ ώρα τόν μήνα ’Οκτώβριο τού περασμένου χ ρόνου), ότι δέν συμπαθούσε τίς ύδαρείς ούσίες γυαλιού καί κρύσταλλου, ότι δέν έμπιστευόταν ύδαρότητες σκέψης καί γλώσσας. Τί εμπόδισε τόν Μπλούμ νά δώσει στόν Στήβεν συμβουλές ύγιεινής καί προφύλαξης, στίς οποίες θά έπρεπε νά προστεθούν καί υποδείξεις σχ ετικώς μ’ ένα προκαταρκτικό βρέξιμο τού κεφαλιού καί συσπάσεις τών μυών μέ γρήγορο πιτσίλισμα τού προσώπου, τού σβέρκου καί τής θωρακικής καί έπιγαστρικής χ ώρας σέ περίπτωση θαλασσινού ή ποταμίσιου λουτρού, δοθέντος ότι τά μέρη τής άνθρώπινης άνατομίας τά περισσότερο εύαίσθητα στό κρύο είναι ό αύχ ένας, τό στομάχ ι, τό θέναρ ή ή φτέρνα τού ποδιού; Τό άσυμβίβαστο τής ύδαρότητας μέ τήν ίδιάζουσα ιδιομορφία τής ιδιοφυίας. Ποιές πρόσθετες διδακτικές συμβουλές άπέκρυψε παρομοίως; Τίς διαιτολογικές` τίς σχ ετικές μέ τήν άναλογούσα περιεκτικότητα πρωτείνης καί θερμαντικής ένέργειας στό μπέικον, τήν παστή μουρούνα καί τό βούτυρο, τήν άπουσία τής πρώτης άπό τό τελευταίως άναφερθέν καί τήν άφθονία τής δεύτερης στό άρχ ικά άναφερθέν. Ποιές φάνηκαν στόν οικοδεσπότη πώς ήσαν οί ύπερισχ ύουσες άρετές τού καλεσμένου του; Ή έμπιστοσύνη στόν έαυτό του, μιά ίση καί άντίθετη δύναμη παραίτησης καί έπανάκτησης. Ποιό άλληλένδετο φαινόμενο έλαβε χ ώρα μέ τή μεσολάβηση τής φωτιάς μέσα στό δοχ είο τού ύγρού; Τό φαινόμενο τού βρασμού. Ριπιδούμενη άπό ένα συνεχ ές ρεύμα άερισμού μεταξύ κουζίνας καί καπνοδόχ ου, ή άνάφλεξη μεταδόθηκε άπό τά εύφλεκτα δαδιά στίς πολυεδρικές μάζες τού άσφαλτούχ ου άνθρακος, πού περιείχ ε σέ συμπιεσμένη ορυκτή μορφή τή φυλλωτή άπολιθωμένη παρθενοβλάστηση τών προαιώνιων δασών, πού μέ τή σειρά τους είχ αν άποκτήσει τή φυτολογική τους ύπόσταση άπό τόν ήλιο, πρωταρχ ική πηγή θερμότητας (άκτινοβόλος), μεταδιδόμενη άπό έναν πανταχ ού παρόντα φωτοδότη διάθερμο αιθέρα. Ή θερμότητα (διαπυρακτωμένη), μιά μορφή κίνησης, προωθημένη άπό μία τέτοια καύση, μετεδίδετο ολοένα καί περισσότερο άπό τήν πηγή θερμοπαραγωγής στό ύγρό πού περιείχ ε τό δοχ είο, άκτινοβολούμενη διά μέσου τής μή έπιπέδου μισογυαλισμένης σκούρας έπιφανείας τού μεταλλικού δοχ είου, έν μέρει άνακλώμενη, έν μέρει άπορροφούμενη, έν μέρει μεταδιδόμενη, άνεβάζοντας κλιμακωτά τή θερμοκρασία τού νερού άπό τό φυσικό του σημείο στό σημείο βρασμού, μιά άνοδο θερμοκρασίας έκφραζόμενη ώς τό άποτέλεσμα καταναλώσεως 72 θερμικών μονάδων άπαιτουμένων γιά τήν άνοδο τής θερμοκρασίας ένός λίτρου νερού άπό τούς 50° βαθμούς Φαρενάιτ στούς 212°. Τί άνήγγειλε τήν έπίτευξη αύτής τής άνόδου τής θερμοκρασίας; Μιά διπλή δρεπανοειδής άποβολή ύδρατμού μέσα άπό τό σκέπασμα τού βραστήρα ταυτοχ ρόνως καί στίς δύο πλευρές. Ποιός μπορούσε νά ήταν ό προσωπικός λόγος πού ό Μπλούμ είχ ε ζητήσει τό νερό τόσο πολύ βρασμένο;
Γιά νά ξυριστεί. Ποιά πλεονεκτήματα συνόδευαν τό νυχ τερινό ξύρισμα; Τ’ άπαλώτερα γένεια. ‘Ένα άπαλώτερο πινέλο, άν άφηνόταν σκοπίμως νά παραμείνει μέ τήν κολλώδη σαπουνάδα του άπό ξύρισμα σέ ξύρισμα. Μιά άπαλώτερη έπιδερμίδα σέ άπρόσμενες συναντήσεις μέ γυναικείες γνωριμίες, σέ άπόμακρα μέρη, σέ άσυνήθιστες ώρες. ’Ήρεμες σκέψεις κατά τήν πορεία τής ήμέρας. Μιά καθαρώτερη αίσθηση κατά τό ξύπνημα μετά άπό ένα φρεσκώτερο ύπνο, μιά καί πρωινοί θόρυβοι, προαισθήσεις καί διαταραχ ές, ό θόρυβος άπό ένα δοχ είο γάλακτος πού κτυπά κάπου, τό διπλό κτύπημα τού ταχ υδρόμου στήν πόρτα, ένα χ αρτί πού διαβάζεται, πού ξαναδιαβάζεται, καθώς απλώνει κανείς τή σαπουνάδα, τήν ξαναπλώνει στό ίδιο μέρος, μιά ταραχ ή, ένας πυροβολισμός, ένα σκούντημα, πότε τό ένα πότε τό άλλο, μπορούσαν νά έπιβάλουν ένα γρηγορώτερο ρυθμό ξυρίσματος κι ένα κόψιμο πού πάνω του οφείλε νά τοποθετηθεί αύτοκόλλητο τσιρότο, κομμένο μέ άκρίβεια, μουσκεμένο καί τελικώς νά κολληθεί έκεί. Γιατί ή άπουσία τού φωτός τόν ένοχ λούσε λιγότερο άπό τήν παρουσία τού θορύβου; Έξ αιτίας τής βεβαιότητος τής αίσθησης τής άφής στό σταθερό γεμάτο άρσενικό θηλυκό παθητικό ένεργητικό χ έρι του. Ποιες ικανότητες κατείχ ε αύτό (τό χ έρι του), άλλά καί ποιες άντιφατικές επιπτώσεις; Τή λειτουργική ικανότητα τού χ ειρούργου, όμως άπέχ θάνετο νά χ υθεί άνθρώπινο αίμα, άκόμα καί άν ό σκοπός δικαιολογούσε τά μέσα, προτιμώντας κατά φυσική σειρά τήν ήλιοθεραπεία, τήν ψυχ οφυσιοθεραπευτική καί τήν όστεοπαθηηκή χ ειρουργική. Τί βρισκόταν εκτεθειμένο στό κάτω, τό μεσαίο καί τό πάνω ράφι τού ντουλαπιού πού άνοιξε ό Μπλούμ; Στό κάτω ράφι πέντε δρθια πιάτα προγεύματος, εξι οριζόντια πιατελάκια προγεύματος πού πάνω τους εστεκαν άναποδογυρισμένες φλυτζάνες προγεύματος, μιά δρθια φλυτζάνα ειδική γιά μουστακοφόρους κι ενα πιατελάκι Κράουν Ντέρμπυ, τέσσερις άσπρες αύγοθήκες μέ χ ρυσό σειρήτι, ενα άνοιχ τό δερμάτινο πορτοφολάκι οπου διεκρίνοντο κέρματα, τά πιό πολλά χ άλκινα, καί μιά κανάτα μέ βιολετιές άρωματικές καραμέλες. Στό μεσαίο ράφι μιά κοψοχ ειλιασμένη αυγοθήκη μέ πιπέρι, μιά αλατιέρα, τέσσερες μαύρες ελιές τυλιγμένες σέ λαδόχ αρτο, ενα άδειο δοχ είο άπό ζαμπονάκι μάρκας Πλάμτρη, ενα όβάλ ψάθινο πανεράκι, μέ τόν πάτο σκεπασμένο μέ ύφασμα, πού περιείχ ε ενα άχ λάδι, μιά μισογεμάτη μπουκάλα μέ άσπρο τονωτικό κρασί πόρτο μάρκας Γουίλλιαμ Γκίλμπεύ καί Σίας, μέ μισοβγαλμένο τό έπικολλημένο κοραλλοτριανταφυλλί χ αρτί, ενα πακέτο στιγμιαίου κακάο μάρκας Έππς,· πέντε ούγγιές εκλεκτού τσαγιού μάρκας ’Άνν Λύντς, δύο σελλίνια τή λίμπρα, σ’ ενα τσαλακωμένο σακκουλάκι άπό μολυβδόχ αρτο, ένα κυλινδρικό κουτί γεμάτο εκλεκτή κρυσταλλική ζάχ αρη σέ κύβους, δύο κρεμμύδια, τό μεγαλύτερο ολόκληρο, άπό τήν ’Ισπανία, τό άλλο, μικρότερο, άπό τήν ’Ιρλανδία, κομμένο στά δύο μέ μαυρισμένην επιφάνεια καί έντονώτερη μυρωδιά, ένα βάζο άφρόγαλα τής Προτύπου ’Ιρλανδικής Γαλακτοπαραγωγής, ένα πήλινο καφετί βάζο περιέχ ον ένα κύπελλο καί ένα τέταρτο τού κυπέλλου ξυνισμένο γάλα, μεταμορφωμένο άπό τή ζέστη σέ νερό, πικρόξυνο ορό καί ήμιστέρεο γιαούρτι, στό όποιο, άν προσετίθετο καί ή ποσότητα πού άφαιρέθηκε γιά τό πρωινό τού κ. Μπλούμ καί τής κυρίας Φλέμινγκ, θά συμπληρωνόταν ή άρχ ικά παραδοθείσα ποσότητα τού ένός αύτοκρατορικού
μισόλιτρου, δύο κανελλογαρύφαλλα, ένα νόμισμα μισής πέννας κι ένα μικρό πιάτο μέ μία λεπτή φέτα κόντρα φιλέτο. Στό πάνω ράφι μιά συστοιχ ία βάζων μαρμελάδας, διαφόρων μεγεθών καί προελεύσεων. Τί τράβηξε τήν προσοχ ή του πάνω στό κάλυμμα τού ντουλαπιού; Τέσσερα πολυγωνικά κομμάτια άπό δύο σκισμένα κόκκινα δελτία στοιχ ημάτων, άριθμημένα 8 87, 8 86. Ποιές αναμνήσεις αύλάκωσαν πρός στιγμήν τό μέτωπό του; ’Αναμνήσεις συμπτώσεων, κάτι άπίστευτο κι όμως άληθινό, προκαθορίζουσες τό άποτέλεσμα τής ίπποδρομιακής κούρσας γιά τό Χρυσό Κύπελλο, τής οποίας τό έπίσημο καί οριστικό άποτέλεσμα είχ ε διαβάσει στόν Εσπερινό Τηλέγραφο, τελευταίο ρόζ παράρτημα, στό μπάρ Καταφύγιο του Αμαξηλάτου, στή γέφυρα Μπάτ. Σέ ποιά μέρη είχ ε συλλάβει προηγούμενες έκτιμήσεις τού άποτελέσματος, πραγματοποιηθείσες ή προταθείσες; Στό κατάστημα οινοπνευματωδών τού Μπέρναρντ Κιέρναν, όδός Μικρής Βρεταννίας 8, 9 καί 10` στό κατάστημα οινοπνευματωδών τού Νταίηβιντ Μπέρν, όδός Ντιούκ 14· στήν όδό Κάτω Ο’Κόννελλ, έξω άπό τό Γκρέαμ Λέμον, όταν ένας μελαχ ρινός άνδρας τού ένεχ είριζε ένα φυλλάδιο γιά διάβασμα καί πέταγμα (καί τό οποίο στή συνέχ εια έπέταξε), πού διαφήμιζε τόν Ήλία, άναμορφωτή τής Σιωνιστικής έκκλησίας· στήν πλατεία Λίνκολν, έξω άπό τό κατάστημα τού Φ. Ώ. Σουήνυ καί Σίας (Περιορισμένης Εύθύνης), φαρμακοκατασκευαστών, καθώς ό Φρέντερικ Μ. (Μπάνταμ) Λάιονς, γρήγορα καί διαδοχ ικά, τού είχ ε ζητήσει, είχ ε άναγνώσει καί τού είχ ε έπιστρέφει τό φύλλο τής τελευταίας έκδοσης τής έφημερίδας Ελεύθερος Άνθρωπος καί Έθνιχ ός Τύπος, τό όποιο ήταν έτοιμος νά πετάξει (καί τό όποιο στή συνέχ εια έπέταξε), καθώς κατευθύνθηκε πρός τό άνατολίτικης νοοτροπίας κτίριο τών Τουρκικών καί Θερμών Λουτρών, όδός Λάινστερ 11, μέ τό φώς τής έμπνευσης λάμποντας στήν όψη του καί μεταφέροντας στόν κόρφο του τό μυστικό τής φυλής του, χ αραγμένο στή γλώσσα τής πρόρρησης. Ποιοί περιοριστικοί συλλογισμοί κατευνάσαν τήν έξαψή του; Οί δυσκολίες έρμηνείας, άφού ή σπουδαιότητα κάθε γεγονότος έπεται τής έμφανίσεώς του μέ τόση άστάθεια μέ όση καί ή άκουστική έπισήμανση έπετο.ι τής ήλεκτρικής έκκενώσεως, καί οί δυσκολίες έπανεκτιμήσεως μιάς πραγματικής ζημίας λόγφ άδυναμίας έρμηνείας τού τελικού άθροίσματος τών πιθανών ζημιών, τών άρχ ικώς προερχ ομένων άπό μίαν έπιτυχ ή έρμηνεία. Ή διάθεσή του; Δέν είχ ε έκτεθεί σέ κίνδυνο, δέν άνέμενε τίποτα, δέν είχ ε άπογοητευθεί, ήταν ικανοποιημένος. Τί τόν ικανοποιούσε; ‘Ότι δέν είχ ε ύποστεί ούσιαστική ζημιά. ‘Ότι είχ ε δώσει στους άλλους θετικό κέρδος. Φώς στούς εθνικούς.
Μέ ποιό τρόπο ό Μπλούμ έτοίμασε πρόχ ειρα γεύμα γιά έναν έθνικό; ’Έβαλε σέ δύο φλυτζάνες δυό κοφτές κουταλιές τής σούπας, συνολικά τέσσερις, στιγμιαίο κακάο μάρκας ’Έππς καί συνέχ ισε συμφώνως μέ τίς έντυπες στήν ετικέτα οδηγίες χ ρήσεως, προσθέτοντας σέ κάθε φλυτζάνα, υστέρα άπό ικανοποιητικό πρός διάλυσή τους χ ρόνο, τ’ άναφερόμενα πρός μίξη συστατικά μέ τόν τρόπο καί εις τήν ποσότητα πού άναφέροντο. Ποιά έπί πλέον δείγματα ιδιαιτέρας φιλοξενίας έπέδειξε ό οικοδεσπότης στόν καλεσμένο του; ’Απαρνούμενος τό συμποσιαρχ ικό του δικαίωμα χ ρήσεως τής ειδικής φλυτζάνας γιά μουστακοφόρους, άπομίμησης Κράουν Ντέρμπυ, τήν οποίαν τού ειχ ε δωρήσει ή μονάκριβη κόρη του Μίλλυσεντ (Μίλλυ), τήν ύποκατέστησε μέ μιά φλυτζάνα παρόμοια μ’ αύτή τού καλεσμένου του καί σέρβιρε απλόχ ερα στόν καλεσμένο του καί σέ μειωμένη ποσότητα στόν εαυτό του τό παχ ύρρευστο άφρόγαλα, τό προορισμένο κανονικώς γιά τό πρόγευμα τής συζύγου του Μάριον (Μόλλυ). Ό καλεσμένος του συνειδητοποίησε κι άναγνώρισε αύτές τίς ενδείξεις φιλοξενίας; Ή προσοχ ή του οδηγήθηκε σ’ αύτές εύτράπελα άπό τόν οικοδεσπότη του καί αύτός τίς δέχ τηκε σοβαρός, καθώς έπιναν μέ εύτράπελη σοβαρή σιωπή, τό μαζικό προίόν μάρκας ’Έππς, τό θρεπτικό κακάο. Υπήρξαν άλλα δείγματα φιλοξενίας, τά όποια συλλογίστηκε άλλά κατέστειλε προορίζοντάς τα γιά κάποιον άλλο καί γιά τόν εαυτό του σέ προσεχ είς περιπτώσεις, πρός συμπλήρωσιν τής άρξαμένης πράξεως; Ή επιδιόρθωση ένός σκισίματος μήκους τεσσάρων πόντων στή δεξιά πλευρά τού σακκακιού τού καλεσμένου του. Ή δωρεά πρός τόν καλεσμένο του ένός άπό τά τέσσερα γυναικεία μαντήλια, άν καί οποτε διαπιστώνετο ότι ήταν παρουσιάσιμα. Ποιός ήπιε γρηγορώτερα; Ό κ. Μπλούμ, έχ οντας άρχ ικώς ένα πλεονέκτημα δέκα δευτερολέπτων καί ρουφώντας άπό τήν κοιλότητα ένός κουταλιού, άπό τή λαβή τού όποιου διεχ έετο ένα σταθερό ρεύμα θερμότητος, τρεις γουλιές στή μία τού άνταγωνιστού του, έξι στίς δύο, εννέα στίς τρεις. Ποιός συλλογισμός συνόδευε αύτή τήν έπαναλαμβανόμενη πράξη τού; Συμπεραίνων δι’ έπισκοπήσεως, άλλά λανθασμένα, ότι ό σιωπηλός σύντροφός του είχ ε έμπλακεί σέ πνευματική σύνθεση, συλλογίστηκε τίς άπολαύσεις πού προσδίδει ή λογοτεχ νία, ή διδακτική μάλλον παρά ή ψυχ αγωγική, καθώς είχ ε έπανειλημμένως προσφύγει στά έργα τού Γουίλλιαμ Σαίξπηρ γιά τήν επίλυση δύσκολων προβλημάτων τής φανταστικής ή τής πραγματικής ζωής. Είχ ε βρεί τήν έπίλυσή τους; Παρ’ ολο πού είχ ε άναγνώσει προσεκτικώς καί κατ’ έπανάληψη μερικά κλασικά έδάφια, βοηθούμενος άπό ένα λεξικό, είχ ε άποκομίσει άπό τά κείμενα άτελείς πεποιθήσεις, καί οί άπαντήσεις δέν ταίριαζαν σ’ ολα τά σημεία.
Ποιοί στίχ οι περιήχ οντο στό πρώτο άπόσπασμα πρωτογενούς ποιήσεως πού έγραψε ό ίδιος, ποιητής έν δυνάμει, στήν ήλικία τών 11 έτών, τό 1877, επ’ εύκαιρία τής προσφοράς τριών βραβείων, 10 σελλινίων, 5 σελλινίων καί 2 καί μισού σελλινίων άντιστοίχ ως άπό τήν εβδομαδιαία εφημερίδα Σάμροχ ; Μιά φιλοδοξία γιά μιά γρήγορη ματιά Στους τυπωμένους στίχ ους μου Μέ χ άνει νά ελπίζω πώς θά βρείτε χ ώρο Γι’ αύτούς, άν τούς χ αταδεχ τείτε, Τότε παραχ αλώ βάλτε στό τέλος Τ’ όνομα τού είλιχ ρινώς ύμετέρου Λεοπόλδου Μπλούμ. Είχ ε άνακαλύψει τέσσερις διαχ ωριστικές δυνάμεις άνάμεσα στόν ευκαιριακό καλεσμένο του καί τόν έαυτό του; Τό όνομα, τήν ήλικία, τή φυλή, τή θρησκεία. Ποιούς άναγραμματισμούς είχ ε κάμει στ’ όνομά του κατά τή νεότητά του: Λεοπόλντ Μπλούμ Έλλπόντμπομουλ Μολλντόπελλυμπ Μπολλόπεντουμ ’Όλντ Όλλέμπο Μ. Π. Ποιά άκροστιχ ίδα πάνω στό ύποκοριστικό τού ονόματος του είχ ε αποστειλει αύτός (κινητικός ποιητής) στήν δίδα Μάριον Τουήντυ στίς 14 Φεβρουάριου 1888; Ποιητές είναι όσοι τραγουδάνε σέ ρυθμούς Ολόγλυκειας μουσικής, γι’ αύτό, Λοιπόν, οί θείκοί έπαινοι μέχ ρι τά ουράνια Νά υμνήσουν πρέπει τήν άγάπη μας. Τότε γλυκύτερη είναι αύτή άπό τραγούδι καί κρασί. Υπάρχ ει τάχ α ευτυχ ία μεγαλύτερη άπό τή δική μου; Τι τόν εμπόδισε νά τελειώσει ενα επίκαιρο τραγούδι (σέ μουσική τού Ρ. Τζ. Τζόνστον) μέ θέμα τά γεγονότα τών περασμένων χ ρόνων ή τά συμβάντα τού φετινού, μέ τίτλο ’Άν μόνο ό Μπράιαν Μπορού μπορούσε νά επιστρέφει καί νά ξαναδεί τό γέρικο Δουβλίνο τώρα, κατόπιν παραγγελίας τού Μάικλ Γκάν, έπιχ ειρηματίου τού θεάτρου Γκαίητυ, όδός Σάουθ Κίνγκ 46, 47, 48, 49, γιά νά ενσωματωθεί στήν έκτη σκηνή, τήν κοιλάδα τών διαμαντιών, τής δεύτερης εκδοχ ής (30 Ίανουαρίου 1893) τής μεγάλης ετήσιας χ ριστουγεννιάτικης παντομίμας Σεβάχ ό Θαλασσινός (κείμενα τού Γκρίνλιφ Γουίτιερ, σκηνικά τών Τζώρτζ Ά. Τζάκσον καί Σέσιλ Χίκς, κοστούμια τής κυρίας καί τής δίδος Γουέλαμ, παραγωγή τού Ρ. Σέλτον, στίς 26 Δεκεμβρίου 1892, προσωπική έπίβλεψις κυρίας Μάικλ Γκάν, μπαλλέτα τής Τζέσσυ Νουάρ, προσωποποίηση άρλεκίνου ύπό
Τόμας ’Όττο) καί τραγούδι τής πρωταγωνίστριας Νέλλυ Μπούβεριστ; Πρώτον, κάποια άμφιταλάντευσις μεταξύ γεγονότων αύτοκρατορικού καί τοπικού ενδιαφέροντος, τού αναμενόμενου άδαμάντινου ιωβηλαίου τής βασιλίσσης Βικτωρίας (γεννηθείσης έν ετει 1820, καί ένθρονισθείσης έν έτει 1837) καί τών καθυστερημένων εγκαινίων τής νέας δημοτικής Ψαραγοράς. Δεύτερον, ενας φόβος αντιδράσεων έκ μέρους άκραίων κύκλων σχ ετικώς μέ τά κατ’ αντιστοιχ ίαν ζητήματα τής έπισκέψεως τών βασιλικών ‘Υψηλοτήτων, τού Δουκός καί τής Δουκίσσης Γιόρκ (πραγματικών), καί τής Αύτού Μεγαλειότητος τού βασιλέως Μπράιαν Μπορού (φανταστικού). Τρίτον, μιά σύγκρουσις μεταξύ έπαγγελματικού πρωτοκόλλου καί επαγγελματικής άμίλλης, σχ ετικώς μέ τήν πρόσφατη ανέγερση τού Μεγάλου Λυρικού Θεάτρου στήν άποβάθρα Μπάρα καί τού Βασιλικού Θεάτρου στήν όδό Χώκινς. Τέταρτον, ή προξενηθείσα άναστάτωσις λόγω συμπόνιας πρός τή μήπνευματική, απολιτική, ανεπίκαιρη έκφραση αταραξίας καί σεξουαλικότητος τής Νέλλυς Μπούβεριστ, προκληθείσα έκ τής άποκαλύψεως λευκών μήπνευματικών, απολιτικών, ανεπίκαιρων εσωρούχ ων τής Νέλλυς Μπούβεριστ, καθ’ ήν ώραν αύτή (ή Νέλλυ Μπούβεριστ) εύρίσκετο έντός αύτών τών εσωρούχ ων. Πέμπτον, οι δυσκολίες έπιλογής τής άρμόζουσας μουσικής καί τών χ ιουμοριστικών ύπαινιγμών άπό τό βιβλίο Λογοπαίγνια γιά “Ολους (1.000 σελίδες κι ενα γέλιο σέ καθεμία). “Εκτον, οί ομόφωνες καί κακόφωνες ομοιοκαταληξίες, οί συνδεόμενες μέ τά ονόματα τού νέου Λόρδου Δημάρχ ου Ντάνιελ Τάλλον, του νέου Διευθυντού τής ’Αστυνομίας Τόμας Πάιλ καί του νέου Γενικού Εισαγγελέως Ντάνμπαρ Πλάνκετ Μπάρτον. Ποιά σχ έση ύπήρχ ε άνάμεσα στίς ήλικίες τους; Πρίν 16 χ ρόνια, τό 1888, όταν ό Μπλούμ είχ ε τήν τωρινή ήλικία τού Στήβεν, ό Στήβεν ήταν 6 χ ρονών. Τό 1920, μετά άπό 16 χ ρόνια, όταν ό Στήβεν θά έχ ει τήν τωρινή ήλικία τού Μπλούμ, ό Μπλούμ θά είναι 54 χ ρονών. Τό 1936, όταν ό Μπλούμ θά ήταν 70 χ ρόνων καί ό Στήβεν 54, ή σχ έσις τών ήλικιών τους, ή όποία άρχ ικά συνίστατο σέ 16 πρός 0, θά είχ ε μεταβληθεί σέ 17’Λπρός 13’/2καί θά μεγάλωνε, καί, κατ’ άκολουθίαν, καθώς τά έπόμενα χ ρόνια θά προσετίθεντο αύθαιρέτως, ή διαφορά θά έμειώνετο, διότι, άν ή ύπάρχ ουσα τό 1883 σχ έσις συνεχ ίζετο άμετάβλητος, άν αύτό μπορούσε νά συμβεί, τότε τό 1904, όταν ό Στήβεν ήταν 2 χ ρονών, ό Μπλούμ θά ήταν 374 χ ρονών καί τό 1920, όταν ό Στήβεν θά ήταν 38, όσο ήταν τότε ό Μπλούμ, ό Μπλούμ θά ήταν 646 χ ρονών, ένώ τό 1952, όταν ό Στήβεν θά είχ ε φθάσει τήν μεγίστη μετακατακλυσμιαία ήλικία τών 70 χ ρονών, ό Μπλούμ, έχ ων 1190 χ ρόνια ζωής, γεννημένος τό έτος 714, θά είχ ε ύπερβεί κατά 221 χ ρόνια τήν μεγίστη προκατακλυσμιαία ήλικία τών 969 χ ρονών, τού Μαθουσάλα, ένώ ό Στήβεν, γιά νά φθάσει σ’ αύτή τήν ήλικία, θά συνέχ ιζε νά ζεί μέχ ρι τό έτος 3.072 μ.Χ., ένώ ό Μπλούμ θά ήταν ύποχ ρεωμένος νά έχ ει ζήσει 83.300 χ ρόνια καί θά ήταν ύποχ ρεωμένος νά έχ ει γεννηθεί τό έτος 81.396 π.Χ. Ποιά γεγονότα θά μπορούσαν νά άναιρέσουν αύτούς τούς ύπολογισμούς; Τό πέρας τής ύπάρξεως καί τών δύο ή τού ένός έκ τών δύο, ή έγκαινίασις μιάς νέας έποχ ής ή ένός νέου ήμερολογίου, ή έξολόθρευσις τού κόσμου καί ό έπακόλουθος άφανισμός τού άνθρωπίνου γένους, άναπόφευκτος άλλά μή προβλεπτός. Πόσες προηγούμενες συναντήσεις συνέθεταν τήν προύπάρχ ουσα γνωριμία τους; Δύο. Ή πρώτη στόν κήπο μέ τίς πασχ αλιές τής οικίας τού Μάθιου Ντίλλον, τή βίλλα Μεντίνα, στήν όδό Κίμετζ, στό Ράουντταουν, στά 1887, παρουσία τής μητέρας τού Στήβεν, τού Στήβεν τότε
άγοντος τήν ήλικία τών 5 έτών καί άπροθύμου οπως δώσει τό χ έρι του πρός χ αιρετισμόν. Ή δεύτερη στό ζαχ αροπλαστείο τού ξενοδοχ είου Μπρέσλιν, μιά βροχ ερή Κυριακή τού Ίανουαρίου τού 1892, παρουσία τού πατρός καί τού άδελφού τού παππού τού Στήβεν, τού Στήβεν τότε μεγαλυτέρου κατά 5 έτη. Είχ ε ό Μπλούμ τότε αποδεχ θεί τήν πρόσκληση γιά δείπνο πού διατυπώθη άπό τό γιό καί μετά έπανελήφθη άπό τόν πατέρα; Πολύ εύγνώμων, μέ εύγνώμονα έκτίμησιν, μέ είλικρινώς έκτιμωμένη εύγνωμοσύνη, μ’ έκτιμώμενη εύγνώμονα ειλικρίνεια θλίψεως, ειχ ε άρνηθεί. Μήπως ή συζήτησή τους μέ θέμα αύτές τίς άναμνήσεις άπεκάλυψε καί εναν τρίτο συνδετικό κρίκο μεταξύ τους; Ή κυρία Ρίορνταν, χ ήρα, οίκονομικώς άνεξάρτητη, άπό τήν 1η Σεπτεμβρίου 1888 μέχ ρι τήν 29η Δεκεμβρίου 1891, είχ ε κατοικήσει στό πατρικό σπίτι τού Στήβεν, καί ώσαύτως, κατά τά έτη 1892, 1893 καί 1894, ειχ ε κατοικήσει στό Ξενοδοχ είο Σίτυ ’Άρμς, ιδιοκτησίας Έλίζαμπεθ Ο’Ντάουν, όδός Πρωσσίας 54, οπου κατά τή διάρκεια μέρους τών ετών 1893 καί 1894 ύπήρξε σταθερή συνομιλήτρια τού Μπλούμ, όστις διέμενε εις τό ίδιο ξενοδοχ είο, ών τήν έποχ ή έκείνη υπάλληλος τού Τζόζεφ Κάφφ, όδός Σμίθσφιλντ 5, ώς επόπτης πωλήσεων εις τήν πλησίον κειμένην ζωαγοράν τού Δουβλίνου, στή βόρεια περιφερειακή όδό. Μήπως ειχ ε έπιτελέσει γι’ αύτήν κάποια ειδική σωματική πράξη συμπόνιας; Μερικές φορές, τά ζεστά καλοκαιρινά βράδια, τήν Εσπρωχ νε, μιά άρρωστη χ ήρα μέ οικονομική, άν καί περιορισμένη, άνεξαρτησία, πάνω στήν άναπηρική πολυθρόνα της, μέ άργές περιστροφές τών τροχ ών, μέχ ρι τή γωνία τής βόρειας περιφερειακής όδού, άπέναντι άπό τό κατάστημα τού κ. Γκάβιν Λόου, οπου παρέμεινε γιά λίγο ερευνώντας, μέσα άπό τό κανοκιάλι, μή άναγνωρίσιμους πολίτες, πάνω σέ τράμ, ποδήλατα διαθέτοντα λάστιχ α μέ σαμπρέλα, άμαξες πρός μίσθωσιν, διθέσια ποδήλατα, ιδιωτικά καί ενοικιασμένα αμαξάκια, καρρότσες, άμαξες συρόμενες άπό πόνυ, καθώς ολοι ot ανωτέρω κατευθύνοντο άπό τήν πόλη πρός τό Πάρκο τού Φοίνικα καί vice versa. Γιατί εκείνο τόν καιρό μπορούσε νά άνεχ θεί μέ μεγαλύτερη άνεκτικότητα τό χ άσιμο τού χ ρόνου του; Έπειδή κατά τήν εφηβεία του είχ ε συχ νά καθήσει, παρατηρώντας μέσα από μιά ροδέλα μέ πολύχ ρωμο τζάμι, σάν άνάγλυφο καλειδοσκόπιο, τό συνεχ ώς έναλλασσόμενο θέαμα πού προσέφερε ή λεωφόρος μέ τήν κυκλοφορία τών πεζών, τών τετραπόδων, τών ποδηλάτων, τών οχ ημάτων, καθώς περνούσαν άργά, γρήγορα, σταθερά, γύρω καί γύρω καί γύρω στήν άκρη μιάς στρογγυλής κρημνώδους σφαίρας. Ποιές συγκεκριμένες διαφορετικές άναμνήσεις είχ ε ό καθένας τους άπ’ αύτήν, οκτώ χ ρόνια τώρα πεθαμένη; Ό μεγαλύτερος, τίς τράπουλες καί τίς κάρτες της γιά τό μέτρημα τών πόντων στό μπεζίκι, τό μικρό της τερριέ, τά ύποτιθέμενα πλούτη της, τίς διαλείψεις της πρίν άπαντήσει καί τήν προίούσα κώφωσή της λόγω καταρροής. Ό νεώτερος, τό καντήλι της μέ τό ειδικό λάδι κόλτζα έμπρός άπό τό
άγαλματάκι τής Άμώμου Συλλήψεως, τίς πράσινες καί γαλάζιες βούρτσες της γιά τόν Τσάρλς Στιούαρτ Πάρνελ καί τόν Μάικλ Ντάβιττ, τά μεταξωτά χ αρτιά τού περιτυλίγματος. Ποιοί τρόποι άπέμεναν γιά νά έπιτύχ ει τό ξανάνιωμα, τό όποίο αύτές οί άναμνήσεις, μεταδομένες σ’ έναν νεώτερο σύντροφο, καθιστούσαν περισσότερο έπιθυμητό; Οί άσκήσεις έσωτερικου χ ώρου, προηγουμένως πραγματοποιούμενες άδιαλείπτως, έν συνεχ εία παραμελημένες, οπως περιγράφονται στό βιβλίο του Γιουτζίν Σάντοου Ή Σωματική Δύναμη καί πώς νά τήν αποκτήσετε, ειδικά προγραμματισμένες γιά έμπορευόμενους άπασχ ολούμενους σέ καθιστικά έπαγγέλματα, προορισμένες νά έκτελεσθούν μέ πνευματική αύτοσυγκέντρωση έμπρός σέ καθρέφτη, μέ σκοπό νά θέσουν σέ κίνηση τίς διάφορες ομάδες μυών καί νά παραγάγουν κατ’ άρχ ήν εύχ άριστη χ αλάρωση καί άκολούθως άκρως εύχ άριστη έπαναδραστηριοποίηση τής νεανικής ευκινησίας. Μήπως διέθετε κατά τήν πρώτη του νεότητα κάποια ειδική εύκινησία; Παρ’ ολο πού ή άνύψωση κυκλικών βαρών ύπερέβαινε τις δυνατότητές του καί ή πλήρης κυκλική περιστροφή ύπερέβαινε τό θάρρος του, έν τούτοις, ώς γυμνασιόπαις, είχ ε διακριθεί στή σταθερή καί παρατεταμένη έκτέλεση άσκήσεων άνυψωτικών κινήσεων στά παράλληλα μονόζυγα, ώς συνέπεια τών άφύσικα ύπερμέτρως άνεπτυγμένων κοιλιακών μυών του. Μήπως κάποιος άναφέρθη εύθέως στή φυλετική διαφορά τους; Κανείς. Στήν άπλούστερη κατ’ άντιστοιχ ίαν μορφή, ποιές ήσαν οί σκέψεις του Μπλούμ γιά τίς σκέψεις τού Στήβεν γιά τόν Μπλούμ καί ποιές ήσαν οί σκέψεις τού Μπλούμ γιά τίς σκέψεις τού Στήβεν γιά τίς σκέψεις τού Μπλούμ γιά τόν Στήβεν; Σκέφτηκε ότι σκέφτηκε ότι ήταν έβραίος, ένώ ήξερε ότι ήξερε ότι ήξερε ότι δέν ήταν. Άφαιρουμένων τών φραγμών τής ήθελημένης άποσκοπήσεως, ποιες ήταν οί αντίστοιχ ες συγγένειες τους; Ό Μπλούμ, ό μοναδικός άρρην μετουσιωμένος επίγονος τού Ρούντολφ Βίραγκ (ακολούθως Ρούντολφ Μπλούμ) άπό τό Σζομπάτελυ, τή Βιέννη, τή Βουδαπέστη, τό Μιλάνο, τό Λονδίνο καί τό Δουβλίνο, καί τής ‘Έλεν Χίγγινς, δεύτερης κόρης τού Τζούλιους Χίγγινς (γεννημένου Κάρολυ) καί τής Φάνυ Χίγγινς (γεννημένης Χέγκαρτυ). Ό Στήβεν, ό μεγαλύτερος έπιζών άρρην όμοούσιος επίγονος τού Σίμωνος Ντένταλους άπό τό Κόρκ καί τό Δουβλίνο καί τής Μαίρης, κόρης τού Ρίτσαρντ καί τής Χριστίνας Γκούλντιγκ (τό γένος Γκρίηρ). Είχ αν βαπτιστεί, ό Μπλούμ καί ό Στήβεν, σέ ποιό μέρος καί άπό ποιόν, κληρικό ή λαίκό; Ό Μπλούμ (τρίς) άπό τόν ιερέα κ. Γκίλμερτ Τζόνστον Μ. Α., μόνο του, στήν εκκλησία διαμαρτυρομένων τού Αγίου Νικολάου Έκτος τών Τειχ ών, στό Κούμπ. Άπό τόν Τζαίημς Ο’Κόννορ, τόν Φίλιπ Γκίλλιγκαν καί τόν Τζαίμς Φιτζπάτρικ, όμαδικώς, κάτω άπό μιά άντλία στό χ ωριό Σώρντς. Καί άπό τόν ιερέα Τσάρλς Μαλόουν, τού Τάγματος τών Κασσινιστών, στήν έκκλησία τών Τριών Πολιούχ ων, στό Ράθγκαρ. Ό Στήβεν άπαξ άπό τόν εφημέριον Τσάρλς
Μαλόουν τού Τάγματος τών Κασσινιστών μόνος εις τήν έκκλησίαν τών Τριών Πολιούχ ων, στό Ράθγκαρ. Μήπως βρήκαν ομοιότητες στίς σταδιοδρομίες τής εκπαίδευσής τους; Ό Στούμ, άντικαθιστών \όν Στήβεν μέ τόν Μπλούμ, θά είχ ε διαδοχ ικώς άποφοιτήσει μ’ επιτυχ ία άπό τό δημοτικό καί τό γυμνάσιο. Ό Μπλήβεν, άντικαθιστών τόν Μπλούμ μέ τον Στήβεν, θά είχ ε άνταπεξέλθει μ’ επιτυχ ία τήν προπαρασκευαστική, κατωτέρα, μέση καί άνωτέρα βαθμίδα τής ύποχ ρεωτικής έκπαιδεύσεως καί τίς εξετάσεις τού πρώτου έτους, τού δευτέρου έτους καί τού τρίτου έτους τού βασιλικού πανεπιστημίου. Γιατί ό Μπλούμ άπέφυγε νά δηλώσει ότι δέν ειχ εν έντρυφήσει εις τό πανεπιστήμιο τής ζωής; Λόγω τής κυμαινόμενης αβεβαιότητάς του άν αύτή ή παρατήρηση είχ ε ήδη γίνει άπ’ αύτόν πρός τόν Στήβεν ή άπό τόν Στήβεν πρός αύτόν. Ποιές άτομικές ψυχ οσυνθέσεις άντιπροσωπεύουν οί δυό τους; Τήν επιστημονική. Τήν καλλιτεχ νική. Ποιές άποδείξεις προσεκόμισε ό Μπλούμ γιά ν’ άποδείξει ότι ή εφεσή του ετεινε μάλλον πρός τίς έφηρμοσμένες παρά πρός τίς θεωρητικές επιστήμες; Μερικές πιθανές εφευρέσεις τίς όποιες είχ ε σχ εδιάσει` ξαπλωμένος άνά-σκελα λόγω πολυφαγίας, μέ σκοπό νά βοηθήσει τή χ ώνευση, παρακινημένος άπό τίς εκτιμήσεις του περί τής σπουδαιότητος έφευρέσεων, τώρα κοινών, άλλά πάλαι ποτέ έπαναστατικών, έπί παραδείγματι του άεροναυτικού άλεξίπτωτου, τού τηλεσκοπίου μέ κάτοπτρα, τού περιστροφικού άνοιχ τηρωύ μπουκαλιών, τής παραμάνας, τού σιφωνίου μεταλλικού υδατος, τής κλειδαριάς καναλιών μέ βάνες ύδατοφράκτου, τής άναρροφητικής άντλίας. Αύτές οί έφευρέσεις του είχ αν άρχ ικό τους προορισμό έναν βελτιωμένο τύπο νηπιαγωγείου; Ναί, καθιστώντας άναχ ρονιστικά τά πιστολάκια μέ φελλό, τά ελαστικά μπαλόνια, τά τυχ ερά παιγνίδια, τίς σφεντόνες. Συμπεριελάμβαναν άστρονομικά καλειδοσκόπια έπιδεικνύοντα τούς δώδεκα ζωδιακούς άστερισμούς άπό τόν Κριό ώς τούς Ίχ θύς, μικροσκοπικά μηχ ανικά πλανητάρια, άριθμητικούς ρόμβους άπό ζελατίνα, γεωμετρικά κατ’ άντιστοιχ ίαν πρός τά ζωολογικά μπισκότα, μπαλόνια μέ έντυπο χ άρτη τής ύδρογείου, κούκλες μέ ιστορικές ένδυμασίες. Τί άλλο τόν παρακινούσε στίς μελέτες του; Ή οικονομική έπιτυχ ία, ή έπιτευχ θείσα ύπό τών Έφραίμ Μάρκς καί Τσάρλς Ά. Τζαίημς, τού πρώτου μέ τό παζάρι του, μία πέννα ό,τι πάρετε, στήν όδό Τζώρτζ 42, καί τού δεύτερου μέ τήν παγκόσμιο έκθεσή του ειδών φαντασίας καί κέρινων άντικειμένων, έξήμισι πέννες ό,τι πάρετε, στήν όδό Χένρυ 30, εισιτήριο εισόδου δύο πέννες γιά τούς ένήλικες καί μία πέννα γιά τά παιδιά, καί οί άπειρες δυνατότητες, άνεξερεύνητες μέχ ρι σήμερα, τής συγχ ρόνου τέχ νης τής διαφημίσεως, έάν αύτή συνοψιστεί σέ τρίγραμμα σύμβολα μιάς ιδέας, καθέτως μεγίστης ορατότητας (κατανοουμένης) καί όριζοντίως μεγίστης άναγνωστικότητος (άποκρυπτογραφημένης) καί μαγνητικής άποτελεσματικότητος, πρός άπόσπασιν άκουσίας προσοχ ής, μέ στόχ ον τό ένδιαφέρον,
τήν πειθώ, τή λήψη άποφάσεως. “Οπως; Κ. II Kino’s II/-Παντελόνια. Οίκος Κλειδιών. ’Αλέξανδρος Τζ. Κλειδής. Καί όχ ι οπως; Προσέξτε αύτό τό μακρύ κερί. ‘Υπολογίστε πόσο χ ρόνο θά κρατήσει μέχ ρι νά σβήσει καί θά λάβετε δωρεάν ένα ζεύγος άπό τά σπέσιαλ’παπούτσια μας άπό γνήσιο δέρμα, μέ έγγύησή μας ότι φέγγουν οπως ένα κερί. Διεύθυνσις: Μπάρκλεύ καί Κούκ, όδός Τάλμποτ, 18Βακιλίκιο (Έντομοκτόνο). Πολύκαλο (Βερνίκι γιά παπούτσια). Τοθέλο (Συνδυασμός σουγιά μέ δύο λεπίδες, ανοιχ τήρι γιά μπουκάλια, νυχ οκόπτη καί καθαριστήρα πίπας). Καί ποτέ οπως; Πώς είναι τό νοικοκυριό χ ωρίς ζαμπονάκι Πλάμτρη; Ελλιπές. Ένώ μέ τό Πλάμτρη γίνεται παράδεισος. Παρασκευάζεται άπό τόν Τζώρτζ Πλάμτρη, άποβάθρα Εμπόρων 23, Δουβλίνο, συσκευασμένο σέ δοχ εία 4 ούγγιών καί καταχ ωρισμένο άπό τό Σύμβουλο Τζότζεφ Π. Ναννέττι, Μέλος τού Κοινοβουλίου, ’Έπαυλις Ροτούντα, όδός Χάρντγουικ 19, κάτω άπό τά άγγελτήρια θανάτων καί μνημοσύνων. Τό όνομα στήν ετικέτα είναι Πλάμτρη. Σήμα κατατεθέν: ενα πλάμτρη σέ μιά κατσαρόλα. ’Αποφεύγετε τίς άπομιμήσεις: Πήτμοτ. Τράμπλη. Μονπάτ. Πλάμτρου. Ποιό παράδειγμα προσεκόμισε γιά νά παροτρύνει τόν Στήβεν νά συναγάγει ότι ή πρωτοτυπία, άν καί μπορεί νά προσδώσει κάποιαν άνταμοιβή, δέν συμβάλλει οπωσδήποτε στήν επιτυχ ία; Τό ύπ’ αύτού έπινοηθέν, άλλά άπορριφθέν σχ έδιο μιάς φωτισμένης άμάξης, συρομένης ύπό ύποζυγίου, έπί τής οποίας ήσαν καθισμένα δύο καλοντυμένα κορίτσια, άπασχ ολημένα μέ τό γράψιμο. Ποιά υποθετική σκηνή συνετέθη τότε άπό τόν Στήβεν; Μοναχ ικό ξενοδοχ είο σέ ορεινό δρόμο. Φθινόπωρο. Λυκόφως. ’Αναμμένη φωτιά. Σέ σκοτεινή γωνιά νεαρός άνδρας καθισμένος. Μπαίνει νεαρή γυναίκα. ’Ανήσυχ η. Μοναχ ική. Κάθεται. Πηγαίνει στό παράθυρο. Στέκεται. Κάθεται. Λυκόφως. Σκέφτεται. Σέ χ αρτί μοναχ ικού ξενοδοχ είου γράφει. Σκέφτεται. Γράφει. ’Αναστενάζει. Τροχ οί καί πέταλα. Όρμάει εξω. Εκείνος βγαίνει άπό τή σκοτεινή γωνιά. Παίρνει τό μοναχ ικό χ αρτί. Τό κρατάει μπροστά στή φωτιά.
Λυκόφως. Διαβάζει. Μοναχ ικός.
Τι; Σέ πλαγιαστά, ορθια, καί άνάστροφα γράμματα: Ξενοδοχ είο τής Βασίλισσας, Ξενοδοχ είο τής Βασίλισσας, Ξενοδοχ είο τής Βα… Ποιά ύποθετική σκηνή συνετέθη τότε άπό τόν Μπλούμ; Τό Ξενοδοχ είο τής Βασίλισσας, στό ’Ίννις, στήν επαρχ ία Κλαίρ, οπου ό Ρούντολφ Μπλούμ (Ρούντολφ Βίραγκ) άπεβίωσε τό βράδυ τής 27ης ’Ιουνίου 1886, σέ κάποια μή καθοριζόμενη ώρα, μετά άπό ύπερβολική δόση ά-κονίτου, ληφθείσαν ύπό τού ίδίου ύπό μορφήν άντινευραλγικού διαλύματος, συντεθειμένου έκ δύο μερών διαλύματος άκονίτου καί ένός μέρους διαλύματος χ λωροφορμίου (άγορασθέν ύπό τού ίδιου στίς 10.20” π.μ. τό πρωί τής 27ης ’Ιουνίου 1886 άπό τό φαρμακείο τού Φράνσις Ντέννεχ υ, όδός Τσέρτς 17, στό ’Ίννις), μετά τήν άγορά, χ ωρίς όμως καί νά τό χ αρεί έπί πολύ, στίς 3.15’ μ.μ. τό άπόγευμα τής 27ης ’Ιουνίου, ένός καινούργιου ψάθινου καπέλου, πολύ κομψού (μετά τήν άγορά τής προαναφερθείσης τοξικής ουσίας, όχ ι όμως γιά νά τήν κρατήσει έπί πολύ, τήν προαναφερθεισα ώρα καί στόν προαναφερθέντα χ ώρο), έκ τής άποθήκης ύφασμάτων τού Τζαίημς Κιούλεν, όδός Μαίην 4, στό ’Ίννις. Αύτή τήν όμοιωνυμία τήν άπέδωσε σέ πληροφόρηση, σέ σύμπτωση, ή σέ διαίσθηση; Σέ σύμπτωση. Μήπως περιέγραψε διά λόγων τή σκηνή γιά νά τήν δει ό καλεσμένος του; Προτίμησε νά κοιτάζει τό πρόσωπό τού άλλου καί ν’ άκούει τούς λόγους τού άλλου, χ άρις στούς οποίους έπραγματοποιείτο δυνητική άφήγησις καί άνεκουφίζετο ή κινητική ψυχ οσύνθεσίς του. Μήπως είδε άπλώς μία δεύτερη σύμπτωση στή δεύτερη σκηνή πού τού άφηγήθηκε ό άφηγητής, έτσι οπως τήν περιέγραψε ώς Μία ’Άποφις τής Παλαιστίνης έκ τής κορυφής Φασγά, ή Ή παραβολή τών Δαμάσκηνων; Καί αύτή ή σκηνή, οπως καί ή προηγούμενη, οπως καί άλλες πού δέν τίς άφηγήθηκε κανείς, άλλά ύπαινικτικώς ύπάρχ ουν, χ ωρίς νά ύπολογίζουμε καί πρόσθετες διατριβές, πού θά μπορούσαν νά προστεθούν, περί διαφόρων θεμάτων ή ήθικών άποφθεγμάτων (π.χ . Ό αγαπημένος μου Ήρωας, ή Χρόνου Φείδου) συνθεμένες κατά τή διάρκεια τών σχ ολικών έτών, τού έφάνη ότι περιείχ αν άφ’ έαυτών καί σέ συνδυασμό μέ τίς προσωπικές περιστάσεις κάποιες δυνατότητες οικονομικής, κοινωνικής, προσωπικής καί σεξουαλικής έ` πιτυχ ίας, είτε έπί τούτω συγκεντρωμένες καί επιλεγμένες ώς πρότυπα παιδαγωγικά θέματα (άξίας εκατό τοίς έκατό) γιά νά χ ρησιμοποιηθούν άπό σπουδαστές τού δημοτικού καί τού γυμνασίου, είτε γιά νά παράσχ ουν μέ τήν δημοσίευσή των, συμφώνως πρός τό προηγούμενον τού Φίλιπ Μπιούφού ή τού δόκτορος Ντίκ ή τού βιβλίου Γαλάζιες Μελέτες τού Χέμπλον, σέ μιά περιοδική έκδοση έγγυημένης κυκλοφορίας καί κύρους, ή προφορικώς ώς διανοητικό έρέθισμα πρός άκροατάς μέ σιωπηλή συμπάθεια, έκτιμώντας μιά έπιτυχ ημένη άφήγηση καί μαντεύοντας μ’ έμπιστοσύνη επιτυχ ή κατορθώματα, κατά τή διάρκεια ολοένα καί μακροτέρων νυκτών, σταδιακώς επομένων τής καλοκαιρινής ισημερίας, ή όποία θά έλάμβανε χ ώραν μετά πάροδον τεσσάρων ήμερών, τουτέστιν τήν Τρίτην, 21 ’Ιουνίου (τού ‘Αγίου ’Αλοίσιου Γκοντζάλα), ανατολή 3.33’ π.μ., δύσις 8.29’ μ.μ. Ποιό οικογενειακό πρόβλημα, εξίσου, άν δ’χ ι περισσότερο άπό τ’ άλλα, τόν άπασχ ολούσε συχ νά;
Τί νά κάνουμε μέ τίς γυναίκες μας. Ποιές ήταν οί ύποθετικές ιδιόμορφες λύσεις του; Τά επιτραπέζια παίγνια (ντόμινο, τρίλιζα, άλμα, κότσια, ναυμαχ ία, ξερή, κοντσίνα, μπεζίκι, τριάντα ενα, μουντζούρης, ντάμα, σκάκι ή τάβλι) ` τό εργόχ ειρο, τό μαντάρισμα ή τό πλέξιμο διά τήν, ύπό τήν αιγίδα τής ’Αστυνομίας, Εταιρείαν Ένδύσεως ’Απόρων οί μουσικές διωδίες, μαντολίνο καί κιθάρα, πιάνο καί φλάουτο, κιθάρα καί πιάνο` ή άντιγραφή δικηγορικών εγγράφων καί διευθύνσεων εις φακέλους` οί δισεβδομαδιαίες επισκέψεις σέ παραστάσεις επιθεωρήσεων` ή εμπορική δραστηριότης οπως μιά χ αριέντως διατάζουσα καί ευχ αρίστως ύπακούουσα διευθύντρια ίδιοκτήτρια σέ δροσερό γαλακτοπωλείο ή ζεστό εντευκτήριο καπνίσματος πούρων` ή άπόκρυφος ίκανοποίησις έρωτικής διεγέρσεως εις πορνεία μέ άρρενες, ύπό κρατικόν καί υγειονομικόν ελεγχ ον` επισκέψεις, σέ τακτά, άραιά, καταστελλόμενα διαστήματα καί μέ τακτούς, άραιούς κατασταλτικούς έλέγχ ους, πρός καί άπό γυναικείες γνωριμίες τής περιοχ ής, άναγνωρισμένης εύπρεπείας` ή παρακολούθησις βραδινής έκπαιδεύσεως, είδικώς σχ εδιασμένης γιά νά καταστήσει ευχ άριστη μιά γενική εκπαίδευση. Ποιές περιπτώσεις ελαττωματικής πνευματικής άναπτύξεως τής συζύγου του τόν προέτρεπαν νά προτιμήσει τήν τελευταία άναφερομένη (ένατη) λύση; Σέ στιγμές μή-ένασχ ολήσεως έκείνη, έπανειλημμένως, ειχ ε συμπληρώσει ένα φύλλο χ αρτιού μέ σημάδια καί ιερογλυφικά, τά όποια δήλωνε ότι ήσαν έλληνικοί, ιρλανδικοί καί εβραίκοί χ αρακτήρες. Ειχ ε σταθερά άπευθύνει ερωτήσεις, μέ διάφορα διαλείμματα, ώς πρός τή σωστή μέθοδο γραφής τού άρχ ικού κεφαλαίου γράμματος τής ονομασίας μιάς πόλεως τού Καναδά στό Κεμπέκ. Κατανοούσε έλάχ ιστα τούς πολιτικούς ελιγμούς στό εσωτερικό, ή τήν ισορροπία δυνάμεων στό εξωτερικό. Γιά τόν ύπολογισμό άθροίσεως λογαριασμών είχ ε συχ νά καταφύγει στή βοήθεια τών δακτύλων της. Μετά τό πέρας τής συγγραφής λακωνικών έπιστολογραφικών συνθέσεων έγκατέλειψε τό έργαλείον τής καλλιγραφίας μέσα στήν καυστική χ ρωστική ούσία, έκθετον εις τήν διαβρωτικήν δράσιν τού θειικού χ αλκού, τού πράσινου βι-τριολιού καί ένός στυπτικού έκ φυτικού έκχ ειλίσματος. Ερμήνευε φωνητικώς ή μέ λανθασμένη άναλογία ή καί μέ τούς δυό τρόπους τά άσυνήθη πολυσύλλαβα, ξενικής προελεύσεως` π.χ ., τή λέξη μετεμψύχ ωση (μέ τήν ψυχ ή σου έσύ), τή λέξη alias (ένα αναληθές πρόσωπο, άναφερόμενο στήν ‘Αγία Γ ραφή). Στήν ελαττωματική ισορροπία τής νοημοσύνης της, τί άναπλήρωνε αύτές κι άλλες παρόμοιες δυσλειτουργίες κρίσεως έν σχ έσει μέ πρόσωπα, τόπους καί πράγματα; Ό έμφανώς λανθασμένος παραλληλισμός ολων τών καθέτων ζυγιών όλων τών ζυγαριών, άποδεδειγμένως σωστών κατά τήν κατασκευή. Ή έξισορρόπιση τής ικανότητάς της πρός κρίσιν έν σχ έσει μέ κάποιο πρόσωπο, τελικώς άποδεικνυομένη πειραματικώς ορθή. Πώς είχ ε προσπαθήσει νά θεραπεύσει αύτή τήν κατάσταση συγκριτικής άγνοιας; Μέ διάφορους τρόπους. ’Αφήνοντας σ’ εύδιάκριτη θέση κάποιο βιβλίο άνοιχ τό σέ κάποια σελίδα` όταν αύτός άναφέρετο έπεξηγηματικά, προύπέθετε κάποια λανθάνουσα γνώση της` μέ ανοικτή γελοιοποίηση, ένώπιον της, τών διαλείψεων άγνοιας κάποιου έτέρου άπόντος. Μέ πόση έπιτυχ ία είχ ε προσπαθήσει τήν άμεση διδασκαλία;
Αύτή δέν τά παρακολουθούσε ολα, άλλά έν μέρος τού ολου, έπεδείκνυε προσοχ ή μετ’ ένδιαφέροντος, άντιλαμβάνετο μ’ έκπληξη, έπαναλάμβανε μ’ έπιμέλεια, θυμόταν μέ μεγαλύτερη δυσκολία, ξεχ νούσε εύκολα, ξαναθυμόταν μέ άμφιβολία, ξαναεπαναλάμβανε λανθασμένα. Ποιό σύστημα άπεδείχ θη άποτελεσματικότερον; Ό πλάγιος ύπαινιγμός ύπό τήν προύπόθεσιν ύπάρξεως συμφέροντος έκ μέρους της. Γιά παράδειγμα; Αύτή άντιπαθούσε ομπρέλα μέ βροχ ή, αυτός συμπαθούσε γυναίκα μέ ομπρέλα, αύτή άντιπαθούσε καινούργιο καπέλο μέ βροχ ή, αύτός συμπαθούσε γυναίκα μέ καινούργιο καπέλο, αύτός άγόρασε καινούργιο καπέλο μέ βροχ ή, αύτή κρατούσε ομπρέλα μέ καινούργιο καπέλο. ’Αποδεχ όμενος τήν ύπαινιχ θείσα άναλογία στήν παραβολή τού καλεσμένου του, ποιά σπουδαία παραδείγματα πρότεινε άπό τήν περίοδο μετά τή διασπορά; Τρεις ερευνητές τής καθαράς άληθείας, τόν Μωυσή τής Αίγυπτου, τόν Μωυσή Μαίμονίδη, συγγραφέα τού More Nebukim (Όδηγός τών Άποπλανηθέντων) καί τόν Μωυσή Μέντελσον τόσης σπουδαιότητος, ώστε άπό τόν Μωυσή (τής Αίγυπτου) μέχ ρι τόν Μωυσή (Μέντελσον) ούδείς ετερος ένεφανίσθη άξιος συγκρίσεως μέ τόν Μωυσή (Μαίμονίδη). Ποιά δήλωση εκανε ό Μπλούμ, πιθανόν λανθασμένη, σχ ετικώς μ’ εναν τέταρτον ερευνητή τής καθαράς άληθείας, όνομαζόμενον ’Αριστοτέλη, τόν όποιον, υστέρα άπό συγκατάθεσή του, άνέφερε ό Στήβεν; ‘Ότι ό άναφερθείς άναζητητής ειχ ε υπάρξει μαθητής ένός ραββινικού φιλοσόφου, άγνώστου ονόματος. ’Ανεφέρθηκαν άλλοι συγκεκριμένοι διάσημοι υιοί τού νόμου καί τέκνα μιάς έπιλεγείσης καί καταδιωχ θείσης φυλής; Ό Φέλιξ Μπάρτολντυ Μέντελσον (συνθέτης), ό Μπαρούχ Σπινόζα (φιλόσοφος), ό Μεντόζα (πυγμάχ ος), ό Φερντινάντ Λασάλλ, (μεταρρυθμιστής, μονομάχ ος). Ποιά άποσπάσματα στίχ ων άπό τήν άρχ αία Εβραίκή καί τήν άρχ αία ’Ιρλανδική άπαγγέλθηκαν μέ ρύθμιση τής φωνής καί μετάφραση τού κειμένου άπό τόν οικοδεσπότη στόν καλεσμένο καί άπό τόν καλεσμένο στόν οικοδεσπότη; ’Από τόν Στήβεν: suil, suil, suilarun, suilgo siocair agus, suilgocuin (περπάτα, περπάτα, περπάτα τό δρόμο σου, περπάτα μέ άσφάλεια, περπάτα μέ προσοχ ή). ’Από τόν Μπλούμ: Kifeloch harimon rakatejch m’baad Vzamatejch (ώς λέπυρον τής ροάς μήλον σου εκτός τής σιωπήσεώς σου). Πώς πραγματοποιήθηκε μιά άναγλυφική σύγκριση τών φωνητικών συμβόλων τών δύο γλωσσών μέ στόχ ον τήν τεκμηρίωση τής προφορικής συγκρίσεως; Στήν προτελευταία σελίδα ένός βιβλίου υποδεεστέρου λογοτεχ νικού ύφους μέ τίτλον Ή Ηδονή τής
Αμαρτίας (τό όποιο προσεκόμισε ό Μπλούμ καί κράτησε μέ τέτοιο τρόπο, ώστε τό μπροστινό του εξώφυλλο νά βρίσκεται σ’ επαφή μέ τήν επιφάνεια τού τραπεζιού) μέ ενα μολύβι (τό όποιο προμήθευσε ό Στήβεν), ό Στήβεν εγραψε τούς ιρλανδικούς χ αρακτήρες τούς άντιστοιχ ούντες εις τά G, Ε, D, Μ, απλούς καί καλλιγραφικούς, και ακολούθως ό Μπλούμ εγραψε τούς έβραίκούς χ αρακτήρες γκέημελ, άλεφ, ντάλετ καί (λόγω άνυπαρξίας τού μαίμ) ένα γιώθ ώς υποκατάστατο, έξηγών τίς άριθμητικές άξίες των ώς τακτικών καί απολύτων άριθμών, τουτέστιν 3, 1,4, καί 100. Ή γνώση, τήν όποία καί οί δυό κατείχ αν γιά κάθε μιά άπ’ αύτές τίς γλώσσες, τίς πεθαμένες καί τίς άναστημένες, ήταν θεωρητική ή πρακτική; Θεωρητική, περιοριζόμενη σέ κάποιους γραμματικούς κανόνες μορφολογίας καί συντακτικού, άποκλείουσα σχ εδόν τό λεξιλόγιο. Ποιά σημεία έπαφής ύπήρχ αν άνάμεσα σ’ αύτές τίς γλώσσες καί άνάμεσα στούς λαούς πού τίς όμιλούσαν; Ή παρουσία καί στίς δύο γλώσσες λαρυγγικών ήχ ων, προθέσεων τονικού καθορισμού, ύπεργεγραμμένων καί ύπογεγραμμένων γραμμάτων· ή άρχ αιότητά τους, άφού καί οί δύο διδάσκονταν στήν πεδιάδα τού Σινά, 242 χ ρόνια μετά τόν κατακλυσμό, στό ιεροδιδασκαλείο πού ιδρύθηκε άπό τόν Φήνιους τόν Φαρισαίο, άπόγονο τού Νώε, γενάρχ η τού Ισραήλ, καί πρόγονο τού Χέμπερ καί τού Χερεμών, γεναρχ ών τής ’Ιρλανδίας` οί άρχ αιολογικές, γενεαλογικές, άγιογραφικές, έπεξηγηματικές, κηρυγματικές, τοπωνυμικές, ιστορικές καί θρησκευτικές λογοτεχ νίες τους, περιλαμβάνουσες έργα ραββίνων καί πρωτοχ ριστιανικών ιερέων, τό Τοράχ , τό Ταλμούδ (Μίσναν καί Γεμάραν), τήν Μασόραν, τήν Πεντάτευχ ο, τό Βιβλίον τής μαύρης Άγελάδος, τό Βιβλίο τού Μπάλλυμοτ, τόν Στέφανο τού Χάουθ, τό Βιβλίον τώνΚέλλς· ή διασπορά τους, ό διωγμός τους, ή διάσωσή τους καί τό ξαναζωντάνεμά τους. Ή άπομόνωση τών συναγωγικών καί εκκλησιαστικών τελετών τους μέσα σέ γκέττο (τό Άββαείο τής ‘Αγίας Μαρίας) καί σέ οίκους συγκεντρώσεων (Ή Ταβέρνα τού Άδάμ καί τής Εύας)· ή προγραφή τών έθνικών ένδυμασιών τους μέ ποινικούς νόμους καί διατάγματα περί έβραίκής ένδυμασίας· ή άποκατάσταση τής Σιών έν γή Χαναάν Δαβίδ καί ή πιθανότητα ’Ιρλανδικής πολιτικής αύτοδιαθέσεως. Ποιόν ύμνο έψαλε ό Μπλούμ άποσπασματικά έν άναμονή αύτής τής πολλαπλής, έθνικώς άμείωτης έπιδιώξεως; Kolod balejwaw pnimah Nefesch, jehudi, homijah. Γιατί σταμάτησε τό τραγούδι μέ τήν συμπλήρωση τού πρώτου δίστιχ ου; Λόγω έλαττωματικής μνημοτεχ νικής. Πώς άντιμετώπισε ό τραγουδιστής τό έλάττωμά του; Μέ μιά περιφραστική άπόδοση τού συνόλου τού κειμένου. Σέ ποιά κοινή παρατήρηση συνέκλιναν οί αμοιβαίες σκέψεις τους; Στήν αυξανόμενη απλοποίηση, τήν ίχ νηλατούμενη έκ τών αιγυπτιακών επιγραφικών ιερογλυφικών μέχ ρις τού έλληνικού καί τού ρωμαίκού αλφαβήτου καί στήν πρόβλεψη τής συγχ ρόνου στενογραφίας καί τού τηλεγραφικού κώδικος στίς σφηνοειδείς έπιγραφές (Σημιτικές) καί τήν
πλάγια πενταπλευρική γραφή ’Όγκχ αμ (Κελτική). Συγκατατέθηκε ό καλεσμένος στό αίτημα τού οικοδεσπότη του; Δίς, συμπληρώνοντας τήν υπογραφή του μέ ιρλανδικούς καί ρωμαίκούς χ αρακτήρες. Ποιά ήταν ή άκουστική αίσθηση τού Στήβεν; ’Άκουσε σέ μιά βαθειά άρχ αία άνδρική άγνωστη μελωδία τήν συσσώρευση τού παρελθόντος. Ποιά ήταν ή οπτική αίσθηση τού Μπλούμ; Είδε σέ μιά νεαρή άνδρική γνώριμη μορφή τόν καθορισμό τού μέλλοντος. Ποιά ήταν τά περίπου ταυτόχ ρονα επιλεκτικά συναισθήματα τού Μπλούμ καί τού Στήβεν γιά τίς καταχ ωνιασμένες ταυτότητές τους; Τού Στήβεν, όρατά: ή παραδοσιακή μορφή τής υπόστασης, οπως εχ ει σκιαγραφηθεί άπό τόν ’Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, τόν Λέντουλο τόν Ρωμαίο καί τόν Έπιφάνειο τόν Μοναχ ό, ώς λευκοδερμικός, πολυσυλλαβικός, μέ κόμη στό χ ρώμα τού οίνοπα πόντου. Τού Μπλούμ, άκουστικά: ό παραδοσιακός τονισμός τής έκστασης τής καταστροφής. Ποιές δυνατότητες ύπήρξαν κατά τό παρελθόν καί κατά ποια πρότυπα γιά ένδεχ όμενες σταδιοδρομίες τού Μπλούμ; Στήν εκκλησία: τή Ρωμαίκή, τήν Άγγλικανική, ή τή Διαμαρτυρόμενη, κατά τό πρότυπον τού αίδεσιμώτατου Τζών Κόνμη, τής Εταιρείας τού Ίησού, τού εφημερίου Τ. Σάλμον, διδάκτορος τής Θεολογίας, πρυτάνεως τού Κολλεγίου τής Αγίας Τριάδος, τού δόκτορος Αλεξάνδρου Τζ. Ντάουι. Στήν δικαιοσύνη: τήν Αγγλική καί τήν Ιρλανδική, κατά τό πρότυπον τού Σέυμουρ Μπούς, νομικού Συμβούλου τού βασιλέως, τού Ρούφους Ιζαακς, νομικού Συμβούλου τού βασιλέως. Στό θέατρο: τό σύγχ ρονο ή τό Σαιξπηρικό, κατά τό πρότυπον τού Τσάρλς Γουίνταμ, κορυφαίου κωμικού, τού `’Οσμοντ Τήρτλ ( + 1901), Σαιξπηρικού έρμηνευτού. Ένεθάρρυνε 6 οικοδεσπότης τόν καλεσμένο του νά τραγουδήσει σέ μία ρυθμιζόμενη φωνή έναν παράξενο μύθο γύρω άπό ένα σχ ετικό θέμα; Καθησυχ αστικά, έπειδή στό χ ώρο οπου εύρίσκοντο κανένας δέν μπορούσε νά τούς άκούσει, διότι ήταν άπομονωμένος, καί έφησυχ αστικά, άφού τά άνθρακούχ α ποτά, έκτός άπό ένα ύποστέρεο ύπολειμματικό ίζημα μηχ ανικής σύνθεσης, νερό σύν ζάχ αρη σύν κρέμα σύν κακάο, είχ αν καταναλωθεί. ’Απάγγειλε τό πρώτο (ματζόρε) μέρος αύτού τού τραγουδιστικού μύθου; Ό μικρός Χάρρυ Χιούζ καί οί συμμαθητές του Βγήκαν εξω ολοι γιά νά παίξουν μπάλα. Καί ή πρώτη μπαλιά πού εριξε ό μικρός ό Χάρρυ Πέρασε πάνω άπό τό φράχ τη τού κήπου τού έβραίου.
Καί ή δεύτερη μπαλιά πού εριξε ό μικρός ό Χάρρυ ’Έσπασε ολα τά παράθυρα τού έβραίου.
Ό μικρός Χάρρυ Χιούζ καί οί συμμαθητές του βγήκαν εξω ολοι
γιά νά παίξουν μπάλα. Καί ή πρώτη μπαλιά
πού εριξε ό μικρός ό Χάρρυ πέρασε πάνω άπό τό φράχ τη
τού κήπου τού έβραίου. Καί ή δεύτερη μπαλιά πού εριξε ό μικρός ό Χάρρυ εσπασε ολα τά παράθυρα τού έβραίου. ’Έσπασε ολα τά παράθυρα τού έβραίου. Πώς ύποδέχ τηκε ό γιός τού Ρούντολφ αύτό τό πρώτο μέρος; Χωρίς ανάμικτα αισθήματα. Χαμογελώντας, σάν έβραίος πού ήταν, άκουγε μ’ εύχ αρίστηση καί κοίταζε τό άκέραιο παράθυρο τής κουζίνας. ’Απάγγειλε τό δεύτερο (μινόρε) μέρος τού μύθου; Τότε βγήκε ή κόρη τού έβραίου Ντυμένη στά πράσινα. Γύρνα πίσω, γύρνα πίσω, όμορφο άγοράκι Καί παίξε πάλι μέ τήν μπάλα σου. Δέν μπορώ νά γυρίσω καί δέν θά γυρίσω Χωρίς ολους τούς φίλους μου. Γιατί άν τό μάθαινε ό δάσκαλός μου Θά μέ τιμωρούσε.
Τόν πήρε άπό τό κρινένιο χ έρι του Καί τόν εμπασε μέσα στό σπίτι ώσπου τόν οδήγησε σ’ ενα δωμάτιο οπου κανείς δέν μπορούσε νά τόν άκούσει. ”Εβγαλε άπό τήν τσέπη της ενα σουγιά καί τού ’κοφε τό κεφαλάκι. Καί δέν θά ξαναπαίξει μπάλα πιά γιατί βρίσκεται άνάμεσα στούς πεθαμένους.
Τότε βγήκε ή κόρη τού έβραίου ντυμένη στά πράσινα.
καί παίξε πάλι μέ τήν μπάλα σου. Πώς ύποδέχ τηκε ό πατέρας τής Μίλλισεντ αύτό τό δεύτερο μέρος; Μέ άνάμικτα αισθήματα. Χωρίς χ αμόγελο, άκουγε καί κοίταζε έκπληκτος τήν κόρη ένός έβραίου νά είναι ντυμένη στά καταπράσινα. Συνόψισε τό σχ όλιο τού Στήβεν. Κάποιος έξ ολων, ό έλάχ ιστος, είναι τό προκαθορισμένο θύμα. Τήν πρώτη φορά άπό άμέλεια, τή δεύτερη φορά προσχ εδιασμένα, προκαλείτή μοίρα του. Έκείνη έρχ εται, όταν αύτός έχ ει παραιτηθεί καί τόν προκαλεί, όταν αύτός διστάζει, καί σάν οπτασία ελπίδας καί νεότητας τόν συλλαμβάνει, χ ωρίς αύτός ν’ άντιστέκεται. Τόν οδηγεί σ’ ένα παράξενο ένδιαίτημα, σ’ ένα κρυφό διαμέρισμα άπιστου κι έκεί, άδυσώπητη, μέ τή θέλησή του, τόν θυσιάζει. Γιατί ό οικοδεσπότης (προκαθορισμένο θύμα) ήταν θλιμμένος; Επιθυμούσε τό παραμύθι μιάς πράξεως νά είχ ε ειπωθεί άπό μιά πράξη, όχ ι άπ’ αύτόν, δέν θά έπρεπε άπ’ αύτόν νά είχ ε ειπωθεί. Γιατί ό οικοδεσπότης (άπρόθυμος, μή. άντιστεκόμενος) έμενε άκίνητος; Σύμφωνα μέ τό νόμο εξοικονόμησης τής ένέργειας. Γιατί ό οικοδεσπότης (κρυφός άπιστος) έμενε σιωπηλός; Ζύγιαζε τίς πιθανές ενδείξεις, ύπέρ καί κατά, τής τελετουργικής δολοφονίας` τίς παροτρύνσεις τής ιεραρχ ίας, τίς προλήψεις τού πλήθους, τήν συνεχ ή . έξάπλωση τού ψιθύρου μέ δόσεις άλήθειας, τόν φθόνο τών πλουσίων, τήν επίδραση τών άντιποίνων, τή σποραδική έπανεμφάνιση τής άτταβιστικής έγκληματικότητος, τίς περιπτώσεις έλαφρυντικών λόγω φανατισμού, ύπνωτικής ύποβολής καί υπνοβασίας.
Άπό ποιά (άν ύπήρχ ε κάποια) άπ’ αύτές τίς πνευματικές καί σωματικές διαταραχ ές δέν ήταν παντελώς άτρωτος; Άπό τήν ύπνωτική ύποβολή: κάποτε, μετά τό ξύπνημα, δέν είχ ε άναγνωρίσει τό διαμέρισμα στό όποιο κοιμόταν. Περισσότερες άπό μία φορές, μετά τό ξύπνημα, γιά άκαθόριστο διάστημα, ήταν,άνίκανος νά κινηθεί ή νά προφέρει ήχ ους. Άπό τήν ύπνοβασία: κάποτε, μέσα στόν ύπνο του τό σώμα του σηκώθηκε, έσκυψε καί σύρθηκε πρός μιά σβησμένη φωτιά καί έχ οντας φθάσει στόν προορισμό του, έκεί, κουλουριασμένος, χ ωρίς θέρμανση, ντυμένος μέ τό νυχ τικό του, είχ ε ξαπλώσει, κοιμισμένος. Αύτό τό τελευταίο ή κάποιο άλλο συναφές φαινόμενο είχ ε εμφανιστεί σέ κάποιο μέλος τής οίκογένειάς του; Δύο φορές, στήν όδό Χόλλες καί τήν όδό ’Οντάριο, ή κόρη του Μίλλισεντ (Μίλλυ) στήν ήλικία τών εξι καί τών οκτώ χ ρονών, κατά τήν διάρκεια τού ύπνου, ειχ ε έκφέρει μιά κραυγή τρόμου κι είχ ε απαντήσει μέ κενή βουβή έκφραση στίς ερωτήσεις δύο μορφών ντυμένων μέ νυχ τικά. Ποιές άλλες παιδικές αναμνήσεις ειχ ε άπ’ αύτήν; Στίς 15 ’Ιουνίου 1889. Τήν άνάμνηση ένός παραπονιάρικου νεογέννητου θηλυκού μωρού πού εκλαιγε μέχ ρι πνιγμού καί γιά νά μήν πνιγεί. Παιδάκι άργότερα, μέ παρατσούκλι Πάντνεύ Σόκς, τίναξε άπορημένη τόν κουμπαρά της· μέτρησε τά τρία ελεύθερα ψευτόπεννα κουμπιά, ενα, ντύο, τλία· τήν άνάμνηση μιάς άνδρικής κούκλας ναύτη, πεταγμένη άπ’ αύτήν μακρυά` ξανθειά, γεννημένη άπό δύο μελαχ ρινούς, ειχ ε ξανθούς προγόνους, άπόμακρα, ενα βιασμό, τόν κύριο λοχ αγό Χάιναου, τού αύστριακού στρατού, πιό πρόσφατα, μιά παραίσθηση, τόν άνθυποπλοίαρχ ο Μάλβεύ, τού βρετανικού ναυτικού. Ποιά ένδημικά χ αρακτηριστικά παρουσίαζε; Ή ρινική καί ή μετωπική διαμόρφωσις προήρχ οντο ούτως είπείν άπό μίαν κατ’ ευθείαν γραμμή κληρονομικότητος, ή όποία, παρ’ ολο πού είχ ε διακοπεί, θά συνεχ ίζετο μέ μακρά μεσοδιαστήματα σέ πιό μακρά μεσοδιαστήματα. Ποιές άναμνήσεις διατηρούσε άπό τήν έφηβεία της; Είχ ε πετάξει τό στεφάνι της καί τό σκοινάκι της σέ μιά γωνιά. Στό Μονοπάτι τού Δούκα, σέ πρόσκληση ένός ’Άγγλου τουρίστα οπως τού έπιτρέψει νά τήν φωτογραφήσει καί νά πάρει μαζί του τή φωτογραφική εικόνα της, άπέρριψε τήν πρότασή του (ό λόγος τής άντίθεσης δέν άναφέρθηκε). Στή νότια περιφερειακή όδό, συντροφιά μέ τήν ’Έλσα Πόττερ, άκολουθούμενη άπό ενα άτομο μέ περίεργη όψη, προχ ώρησε μέχ ρι τά μισά τής όδού Στέιμερ καί ξαφνικά γύρισε πίσω (ό λόγος τής άλλαγής δέν άναφέρθηκε). Τήν προτεραία τής 15ης επετείου τής γέννησής της εγραψε ενα γράμμα άπό τό Μάλλινγκαρ, τής έπαρχ ίας Γουέστμιθ, κάνοντας εναν σύντομο υπαινιγμό σ’ εναν έντόπιο σπουδαστή (ή σχ ολή καί τό έτος σπουδών δέν άναφέρθηκαν). Ό πρώτος άποχ ωρισμός, προειδοποιητικός τού δεύτερου άποχ ωρισμού, τόν κατέθλιψε; Λιγότερο άπ’ όσο ειχ ε φανταστεί, περισσότερο άπ’ όσο ειχ ε ελπίσει.
Ποιά δεύτερη άναχ ώρηση ειχ ε συγχ ρόνως διαπιστωθεί άπ’ αύτόν παρομοίως, άν καί διαφορετικώς; Μιά πρόσκαιρη άναχ ώρηση τής γάτας του. Γιατί παρομοίως, γιατί διαφορετικώς; Παρομοίως, επειδή καί οί δύο πραγματοποιήθηκαν έξ αίτιας μιάς κρυφής αιτίας, τής άνευρέσεως ένός νέου άρσενικού (ό σπουδαστής άπό τό Μάλλινγκαρ) ή ένός θεραπευτικού βοτάνου (ή βαλεριάνα). Διαφορετικώς, λόγω τών διαφορετικών δυνατοτήτων επιστροφής πρός τούς κατοίκους ή πρός τό ενδιαίτημα. Οί διαφορές τους έμοιαζαν σ’ άλλα έπίπεδα; Στήν παθητικότητα, τήν οικονομία, τό ένστικτο τής παράδοσης, τό άπροσδόκητο. “Οπως; Κατά τό ότι αύτή σέ σκυφτή στάση βάσταγε τά ξανθά μαλλιά της γιά νά τής δέσει αύτός τήν κορδέλα της (δρα γάτα πού καμπουριάζει). Προσθέτως, στήν έλεύθερη επιφάνεια τής λίμνης Στήβενς Γκρήν, άνάμεσα σέ άναποδογυρισμένα είδωλα δέντρων, τό άνευ σχ ολίων φτύσιμό της, περιγράφοντας ομόκεντρους κύκλους νερού, καθόριζε μέ τήν συνέχ ιση τής διάρκειάς του τήν άκριβή θέση ένός μπρούμυτα κοιμισμένου ψαριού (δρα γάτα πού κοιτάει ποντίκια). Ξανά, μέ σκοπό νά μήν ξεχ άσει τήν ήμερομηνία, τούς άντιπάλους, τήν αιτία καί τά επακόλουθα μιάς πασίγνωστης στρατιωτικής συμπλοκής, τράβηξε μιά τρίχ α άπό τά μαλλιά της (δρα γάτα πού πλένει τά αύτιά της). Έπιπροσθέτως, ή χ αζο-Μίλλυ, ονειρεύτηκε πώς ειχ ε μία βουβή συνομιλία, τήν όποία είχ ε λησμονήσει, μ’ ενα άλογο πού τό όνομά του ήταν Τζόζεφ, στό όποιο (στόν όποιο) ειχ ε προσφέρει ενα ποτήρι γεμάτο μέ λεμονάδα, πού αύτό (αύτός) ειχ ε φανεί νά τό άποδέχ εται (δρα γάτα πού κοιμάται πλάι στό τζάκι). Ώς έκ τούτου, στήν παθητικότητα, τήν οικονομία, τό ενστιχ το τής παράδοσης, τό άπροσδόκητο, οί διαφορές τους ήταν παρόμοιες. Μέ ποιό τρόπο ειχ ε χ ρησιμοποιήσει 1) μιά κουκουβάγια, 2) ενα έκρεμμές, πού τού είχ αν δοθεί ώς γαμήλια δώρα, γιά νά τήν κάνει νά δείξει ένδιαφέρον καί νά τήν διδάξει; Σάν έμπράγματα μαθήματα γιά νά εξηγήσουν: 1) τή φύση καί τήν συμπεριφορά τών ώοτόκων ζώων, τή δυνατότητα εναερίου πτήσεως, διάφορά παράδοξα τής όράσεως, τήν κοσμική διαδικασία, τήν ταρίχ ευση· 2) τήν άρχ ή του εκκρεμούς, τόν οδοντωτό τροχ ό καί τό διορθωτικό μηχ άνημα, τήν έρμηνεία ύπό δρους ανθρωπίνου καί κοινωνικού ελέγχ ου τών διίαφόρων ώρομετρικών θέσεων τών κινητών δεικτών έπί ένός ακινήτου πίνακος ένδείξεων, τήν ακρίβεια τής ώριαίας έπαναλήψεως ένός δευτερολέπτου κάθε ώρα, όταν οί δυό δείχ τες, ό μακρύτερος καί ό βραχ ύτερος, εύρίσκοντο ύπό τήν ίδια γωνία κλίσεως, τουτέστιν, 5 5/11 λεπτά μετά άπό κάθε ώρα άνά ώρα σέ άριθμητική πρόοδο. Μέ ποιούς τρόπους έκείνη άνταποκρίθηκε; Θυμόταν: στήν 27η έπέτειο τών γενεθλίων του τού προσέφερε μιά φλυτζάνα προγεύματος ειδική γιά μουστακοφόρους άπό πορσελάνη, άπομίμηση Κράουν Ντέρμπυ. Προνοούσε: τέσσερις φορές τό χ ρόνο, στίς έποχ ιακές άγορές, ή έκεί γύρω, έάν ή όταν αύτός πραγματοποιούσε άγορές πού δέν
προορίζοντο γι’ αύτήν, έκείνη πρόσεχ ε τίς άνάγκες του, προβλέποντας τίς έπιθυμίες του. Θαύμαζε: όταν έκείνος έξηγούσε, όχ ι γιά τήν ίδια, ενα φυσικό φαινόμενο, τού έξέφραζε τήν άμεση έπιθυμία της νά κατακτήσει άμέσως ένα τμήμα τής έπιστήμης του, τό ήμισυ, τό τέταρτον, τό χ ιλιοστόν. Ποιά πρόταση έκανε ό Μπλούμ, ήμεροβάτης, πατέρας τής Μίλλυς, ύπνοβάτιδος, στόν Στήβεν, νυκτοβάτη; Νά περάσει άναπαυόμενος τίς ώρες πού παρεμβάλοντο άνάμεσα στήν Πέμπτη (συμβατική) καί τήν Παρασκευή (κανονική) σ’ ένα πρόχ ειρο διαχ ώρισμα έντός τού διαμερίσματος, άμέσως πάνω άπό τήν κουζίνα καί άμέσως συνεχ όμενο μέ τήν κρεβατοκάμαρα τού οικοδεσπότη καί τής οικοδέσποινας. Ποιά διαφορετικά πλεονεκτήματα θά μπορούσαν ή θά ήσαν πιθανά νά προκόψουν άπό τήν παράταση μιάς τέτοιας άπουσίας προγραμματισμού; Στόν καλεσμένο, ή έξασφάλιση κατοικίας κι ένα καταφύγιο πρός μελέτη. Στόν οικοδεσπότη, ή άνανέωση τής νοημοσύνης, ή ικανοποίηση τής προσφοράς. Στήν οικοδέσποινα, ή άποφυγή τής μονομανίας, ή άπόκτηση σωστής προφοράς τής ιταλικής γλώσσας. Γιατί αύτά τά διάφορα προσωρινά ένδεχ όμενα μεταξύ ένός καλεσμένου καί μιάς οικοδέσποινας δέν μπορούσαν κατ’ άνάγκην ν’ άποτρέψουν ή ν’ άποτραπούν άπό τή σταθερή πιθανότητα ένός συμφιλιωτικού δεσμού μεταξύ ένός συμμαθητή καί τής κόρης ένός έβραίου; Έπειδή ό δρόμος πρός τήν κόρη περνούσε άπό τή μητέρα, ό δρόμος πρός τή μητέρα περνούσε άπό τήν κόρη. Σέ ποιά άπροσδόκητη πολυσύλλαβη έρώτηση τού οικοδεσπότη του ό καλεσμένος έπέστρεψε μιά μονοσύλλαβη άρνητική άπάντηση; Αν είχ ε γνωρίσει τή μακαρίτισσα κυρία ’Έμιλυ Σίνικο, πού πέθανε σέ δυστύχ ημα στό σιδηροδρομικό σταθμό Σύντνεύ Παρέιντ στίς 14 ’Οκτωβρίου 1903. Ποιά μισοαρχ ινισμένη δήλωση ύπό μορφήν έπιφωνήματος κατεστάλη κατ’ άκολουθίαν άπό τόν οικοδεσπότη; Μιά επεξηγηματική δήλωσις γιά τήν αίτια τής άπουσίας του κατά τόν ενταφιασμό τής κυρίας Μαίρης Ντένταλους, τό γένος Γκούλντινγκ, στίς 26 ’Ιουνίου 1903, προτεραίας τής επετείου τού θανάτου τού Ρούντολφ Μπλούμ (γεννημένου Βίραγκ). ’Έγινε άποδεκτή ή προσφορά τού άσύλου; Προθύμως, χ ωρίς εξηγήσεις, φιλικότατα, εύγνωμόνως άπερρίφθη. Ποιά χ ρηματική συναλλαγή ελαβε χ ώρα άνάμεσα στόν οικοδεσπότη καί τόν καλεσμένο; Ό πρώτος έπέστρεψε στό δεύτερο, άτόκως, ενα ποσόν μίας λίρας καί επτά σελλινίων (1 λίρα καί 7 σελλίνια), τά όποια ό δεύτερος ειχ ε παραδώσει στόν πρώτο. Ποιές άντιπροτάσεις διετυπώθηκαν διαδοχ ικώς, έγιναν άποδεκτές, ύπέστησαν μετατροπές,
άπορρίφθηκαν, έπαναδιατυπώθηκαν ύπό διαφορετικούς δρους, ξανάγιναν άποδεκτές, επικυρώθηκαν, έπιβεβαιώθηκαν; Νά έγκαινιασθεί ενα προκαθορισμένο μάθημα ιταλικής γλώσσας, χ ώοος ή κατοικία τής έκπαιδευομένης. Νά έγκαινιασθεί ενα μάθημα φωνητικής, χ ώρος ή κατοικία τής έκπαιδεύτριας. Νά έγκαινιασθεί μιά σειρά στατικών, ήμιστατικών καί περιπατητικών ιδεολογικών διαλόγων, χ ώρος ή κατοικία καί τών δύο ομιλητών (έάν καί εφόσον οί δύο ομιλητές διέμεναν στήν ίδια κατοικία), τό ξενοδοχ είο καί ταβέρνα Τό Καράβι, όδός Λόουερ ’Άμπυ 6 (ιδιοκτησίας Γ. καί Ε. Κόννερυ), ή Εθνική Βιβλιοθήκη τής ’Ιρλανδίας, όδός Κίλντεαρ 10, τό Εθνικόν Μαιευτήριον, όδός Χόλλες 29, 30 καί 31, κάποιος δημόσιος κήπος, ή περιοχ ή γύρω άπό κάποιο λατρευτικό χ ώρο, τό σημείο συνενώσεως δύο ή περισσότερων δημόσιων λεωφόρων, τό σημείο διχ οτομήσεως μιάς εύθείας γραμμής χ αρασσομένης μεταξύ τών κατοικιών τους (άν καί έφ’ όσον οί δύο ομιλητές κατοικούσαν σέ διαφορετικές τοποθεσίες). Τί καθιστούσε προβληματική γιά τόν Μπλούμ τήν πραγματοποίηση αύτών τών κοινών προτάσεων, έκ τών οποίων ή μία απέκλειε τήν άλλη; Ή αδυναμία διορθώσεως τού παρελθόντος. Κάποτε σέ μιά παράσταση τού τσίρκου Άλμπερτ Χένγκλερ στή Ροτούντα, στήν πλατεία Ράτλαντ, στό Δουβλίνο, ένας μισοβαμμένος ένοραματικός κλόουν άναζητών πατέρα είχ ε προχ ωρήσει άπό τήν άρένα πρός μία θέση τής πλατείας, οπου έκάθητο ό Μπλούμ μόνος, καί είχ ε δημοσίως διακηρύξει σ’ ένα καγχ άζον κοινό ότι αύτός (ό Μπλούμ), ήταν ό μπαμπάς του (τού κλόουν). Ή άδυναμία προβλέφεως τού μέλλοντος. Κάποτε, τό καλοκαίρι τού 1898, αύτός (ό Μπλούμ), είχ ε σημαδέψει ένα φιορίνι (2 σελλίνια), μέ τρείς χ αρακιές στίς άκριανές εγκοπές του, τό οποίο άκολούθως έτεινε πρός έξόφλησιν ένός λογαριασμού καί έγινε άποδεκτό άπό τούς Τζ. καί Τ. Νταίηβυ, εδωδιμοπώλες, Τσάρλμοντ Μώλ 1, στό Μεγάλο Κανάλι, πρός κυκλοφορίαν είς τό ρεύμα τής δημοσίας οικονομίας, γιά μιά πιθανή, κυκλική, ή κατ’ εύθείαν έπιστροφή. Ηταν ό κλόουν γιός τού Μπλούμ; ’Όχ ι. Έπέστρεψε τό νόμισμα στόν Μπλούμ; Ποτέ. Γιατί μιά έπαναλαμβανό’ίενη άπογοήτευση τόν κατέθλιβε περισσότερο; Έπειδή στήν κρίσιμη αύτή καμπή τής άνθρωπίνης ύπάρξεως έπιθυμούσε νά διορθώσει πολλές κοινωνικές συνθήκες, ούσες άποτέλεσμα άνισότητος, φιλαργυρίας καί διεθνούς έχ θρότητος. Αρα έπίστευε ότι ή άνθρωπινη ζωή έπεδέχ ετο άπειρους διορθώσεις, άν οί συνθήκες αύτές έξέλιπαν; Μέ έξαίρεση τίς γενετήσιες συνθήκες, τόσο άπόμακρες άπό τόν άνθρώπινο νόμο, τίς οποίες ή φύση επιβάλλει ώς άδιάσπαστα μέρη τού άνθρωπίνου συνόλου` τήν άνάγκη καταστροφής τής φύσεως γιά τήν προμήθεια ειδών διατροφής` τόν οδυνηρό χ αρακτήρα τών έσχ άτων λειτουργιών τού άτομικού βίου, τίς άγωνίες τής γέννησης καί τού θανάτου` τήν μονότονη έμμηνο ρύση τών πιθηκοειδών καί (είδικώτερον) τών άνθρωπίνων θηλέων, ή όποία εκτείνεται άπό τά χ ρόνια τής ένήβωσης μέχ ρι τήν εμμηνόπαυση` τ’ άναπόφευκτα άτυχ ήματα στή θάλασσα, τά ορυχ εία καί τά έργοστάσια` κάποιες οδυνηρότατες άσθένειες καί τίς συνεπακόλουθες χ ειρουργικές έπεμβάσεις, τήν έκ γενετής έπιληψία καί τήν έκ γενετής εγκληματικότητα, τίς καταστρεπτικές έπιδημίες` τούς καταστροφικούς κατακλυσμούς, πού έγκαθιστούν τόν τρόμο στή βάση τής άνθρώπινης σκέψεως`
τίς σεισμικές δονήσεις, τά έπίκεντρα τών οποίων εντοπίζονται σέ πυκνοκατοικημένες περιοχ ές` τό γεγονός τής ζωικής άναπτύξεως, μέσα άπό άναταραχ ές μεταμορφώσεων, άπό τήν παιδική ήλικία, διά τής ώριμότητος, μέχ ρι τής φθοράς. Γιατί άπέφευγε τίς προβλέψεις; Έπειδή μιά άνώτερη πνευματικότητα επρεπε ν’ άποσκοπεί στήν άντικατάσταση ελάχ ιστα άποδεκτών φαινομένων, τά όποια επρεπε νά καταργηθούν, μέ άλλα πλέον άποδεκτά φαινόμενα. Ό Στήβεν συμμεριζόταν τήν άπογοήτευσή του; Διαβεβαίωσε γιά τή σπουδαιότητά του ώς ενσυνείδητου λογικού ζώου, όδεύοντος συλλογιστικώς άπό τό γνωστό πρός τό άγνωστον καί ώς ενσυνείδητου λογικού άνταποκριτού μεταξύ ένός μικροκόσμου καί ένός μακροκόσμου, δομηθέντων χ ωρίς δυνατότητα διαφυγής έπί τής άβεβαιότητος τού κενού. Ή διαβεβαίωσις αύτή κατενοήθη άπό τόν Μπλούμ; ’Όχ ι μέ λέξεις. Ούσιαστικώς. Τί άνακούφισε τήν άδυναμία του νά τήν κατανοήσει; “Οτι ώς ικανός χ ωρίς κλειδιά πολίτης είχ ε ένεργητικώς προχ ωρήσει άπό τό άγνωστον πρός τό γνωστόν μέσω τής άβεβαιότητος τού κενού. Μέ ποιά σειρά προτεραιότητος, μέ ποιά τελετουργική τάξη πραγματοποιήθηκε ή έξοδος άπό τόν οικον τής δουλείας εις τήν έρημίαν τής πολιτείας; ’Αναμμένο κηροπήγιο πού μετέφερε ό ΜΠΛΟΥΜ.
Καπέλο Διακόνου σέ μπαστούνι πού μετέφερε ό ΣΤΗΒΕΝ. Σέ ποιό τόνο secreto, ποιού έορταστικού ψαλμού; Τού 113ου , τού modus peregrinus: In exitu Israel de Egypto: domus Jacob de populo barbaro. Τί εκανε καθένας τους στήν πόρτα τής εξόδου; Ό Μπλούμ άκούμπησε τό κηροπήγιο στό πάτωμα. Ό Στήβεν φόρεσε τό καπέλο του. Γιά ποιο πλάσμα ή πόρτα εξόδου κατέστη καί πόρτα εισόδου; Γιά μιά γάτα. Ποιό θέαμα άντιμετώπισαν, πρώτα ό οικοδεσπότης, μετά ό καλεσμένος, όταν πρόβαλαν σιωπηλοί, διπλά κατηφείς, μέσ’ άπό τό σκοτάδι, άπό ενα πέρασμα τού πίσω μέρους τού σπιτιού στό σκιερό ημίφως τού κήπου;
Τό ουράνιο δέντρο τών άστρων κρεμασμένο μέ ύγρό νυχ τερινό γαλάζιο καρπό. Μέ ποιους συλλογισμούς συνόδευσε ό Μπλούμ τήν έπίδειξή του πρός τό σύντροφό του τών διαφόρων άστερισμών; Μέ συλλογισμούς περί τής έξελίξεως πού έβαιναν πρός τήν άπεραντωσύνη` γιά τήν σελήνη, ή όποία άθέατη κατά τήν άρχ ομένη γέμιση πλησίαζε τό έγγύτερο πρός τή γή σημείο τής τροχ ιάς της` γιά τόν άπέραντο μεσημβρινό σπινθηροβόλο άσυμπύκνωτο γαλαξία, ορατό κατά τήν ήμέρα άπό έναν παρατηρητή τοποθετημένο στό χ αμηλώτερο σημείο ένός κυλινδρικού καθέτου φρέατος, βυθισμένου 5.000 πόδια άπό τήν έπιφάνεια πρός τό κέντρο τής γής` γιά τόν Σείριο (τό άλφα τού άστερισμού τού Μεγάλου Κυνός) σέ άπόσταση 10 έτών φωτός (57.000.000.000.000 μίλια) καί σέ όγκο 900 φορές μεγαλύτερο άπό τόν όγκο τού πλανήτη μας` γιά τόν Άρκτούρο` γιά τήν διαδοχ ή τών Ισημεριών γιά -όν Ώρίωνα μέ τή ζώνη του καί τόν έξαπλάσιο ήλιο του Θήτα καί τό νεφέλωμά του, στό όποιο μπορούν νά χ ωρέσουν 100 άπό τά ήλιακά μας συστήματα` γιά τούς έτοιμοθανάτους καί τούς νεογεννήτους άστέρας, οπως ή Νόβα τού 19ΟΙ` γιά τό σύστημά μας πού βυθίζεται πρός τόν άστερισμό τού Ήρακλέους` γιά τήν παράλλαξη τού παραλλακτικού ρεύματος τών ούτως καλουμένων άπλανών άστέρων στήν πραγματικότητα άεί κινουμένων άπό άμέτρητους άπόμακρους αιώνες πρός τό άπέραντο άπόμακρο μέλλον σέ σύγκριση μέ τό όποιο τά έβδομήντα χ ρόνια τά άναλογούντα στήν άνθρώπινη ζωή συνέθεταν μία παρένθεση άπειροελάχ ιστης βραχ ύτητος. Διατυπώθηκαν άντίθετοι καί άντίστροφοι συλλογισμοί γιά τήν εξέλιξη ολοένα καί μικροτέρας έμβελείας; Γιά τούς αιώνες γεωλογικών περιόδων, καταγραμμένους στή διαστρωμάτωση τής γής` γιά τίς μυριάδες μικροσκοπικών έντομολογικών οργανικών ύπάρξεων κρυμμένων σέ κοιλότητες τής γής, κάτω άπό κινητές πέτρες, σέ κυψέλες καί σωρούς, γιά τά μικρόβια, τούς μικροοργανισμούς, τά βακτηρίδια, τούς βακίλλους, τά σπερματοζωάρια` γιά τ’ άναρίθμητα τρισεκατομμύρια καί δισεκατομμύρια έκατομμυρίων, μή δυναμένων νά γίνουν άντιλη-πτά μορίων, τά όποια περιέχ ονται μέ τάση ταυτίσεως τής μοριακής συγγενείας των σ’ ένα κεφάλι καρφίτσας` γιά τό σύμπαν τού άνθρωπίνου όρού, διάσπαρτου μέ έρυθρά καί λευκά σωματίδια ώς άστρα, σύμπαντα καί αύτά κενού διαστήματος, διάσπαρτα μέ άλλα ώς άστρα σώματα, καθένα, διαδοχ ικώς, ενα σύμπαν δυναμένων νά διαχ ωριστούν έξαρτωμένων σωμάτων, άπό τά όποια κάθε ενα δύναται νά διαιρεθεί έκ νέου σέ διαιρέσεις δυναμένας νά άναδιαιρεθούν εις έξαρτώμενα σώματα, διαιρετέους καί διαιρέτας αιωνίως μειουμένους άνευ πραγματικής διαιρέσεως, μέχ ρι ότου, άν ή πρόοδος μπορούσε νά συνεχ ιστεί, τίποτα, πουθενά, δέν θά κατέληγε, ποτέ. Γιατί δέν έπεξεργάζετο αύτές τίς μετρήσεις γιά τήν προσέγγιση σέ ένα περισσότερον συγκεκριμένο άποτέλεσμα; Έπειδή μερικά χ ρόνια πρίν, τό 1886, όταν ήσχ ολείτο μέ τό πρόβλημα τού τετραγωνισμού τού κύκλου, είχ ε πληροφορηθεί τήν ύπαρξιν ένός άριθμού, ύπολογισθέντος μέ σχ ετικόν βαθμόν άκριβείας, ένός τέτοιου μεγέθους καί μιάς τέτοιας έκτάσεως οπως είναι, γιά παράδειγμα, ή ένάτη δύναμις τής ένάτης δυνάμεως τού εννέα, ώστε, άν κάποιος είχ ε έξαγάγει τό γινόμενον, θά έπρεπε ν’ άναζητηθούν 33 πυκνοτυπωμένοι τόμοι, 1.000 σελίδων έκαστος, άμέτρητων είκοσιτετράφυλλων καί δεκαχ ιλιάφυλλων ίνδικού χ άρτου, γιά νά συμπεριλάβουν τό συμπληρωμένο παραμύθι τών άκεραίων άριθμών τών μονάδων, τών δεκάδων, τών εκατοντάδων, τών χ ιλιάδων, τών δεκάδων χ ιλιάδων, τών εκατοντάδων χ ιλιάδων, τών εκατομμυρίων, τών δεκάδων εκατομμυρίων, τών
εκατοντάδων έκατομμυρίων, τών δισεκατομμυρίων, τού πυρήνος τού νεφελώματος κάθε μονοψηφίου άριθμού κάθε σειράς περιέχ οντος εύκρινώς τή δυνατότητα άναπτύξεως εις τήν άνωτάτη κινητική επεξεργασία οίασδήποτε δυνάμεως, οίασδήποτε τών δυνάμεών του. Μήπως θεωρούσε άπλούστερο πρός λύσιν τό πρόβλημα τής δυνατότητος έποικήσεως τών πλανητών καί τών δορυφόρων τους άπό μία φυλή, δοθέντος είδους, ώς καί τό πρόβλημα τής πιθανής κοινωνικής καί ήθικής άπολυτρώσεως τής άναφερθείσης φυλής ύπό ένός λυτρωτού; Κατά μία διαφορετική τάξη δυσχ έρειας. Γνωρίζων ότι ό άνθρώπινος οργανισμός, φυσιολογικώς ικανός ν’ άντέξει μίαν άτμοσφαιρική πίεση 19 τόννων, όταν άνυψωθεί σ’ ένα σημαντικό ύψόμετρο, έντός τής γήινης άτμόσφαιρας, καθώς πλησιάζει πρός τήν όροθετική γραμμή μεταξύ τής τροποσφαίρας καί στρατοσφαίρας υποφέρει κατά άριθμηηκή πρόοδο έντάσεως έκ ρινορραγίας, δυσχ ερείας κατά τήν άναπνοήν καί ιλίγγων, όταν παρουσίασε τό πρόβλημα αύτό πρός λύσιν, είχ εν εικάσει ώς πιθανήν ύπόθεσιν μή δυναμένη νά άποδειχ τεί άπραγματοποίητον, ότι μία φυλή άτόμων μέ πλείονας δυνατότητας έθισμού καί διαφορετικήν άνατομική σύνθεσιν, θά ήδύνατο, ύπό διάφορε-τικάς συνθήκας, νά έπιζήσει ύπό έπαρκείς καί αντιστοίχ ους συνθήκας, οπως έκείναι τού ’Άρη, τού Κρόνου, τής ’Αφροδίτης, τού Ποσειδώνος, τού Ούρανού, τού Διός, τού Έρμού, παρ’ ολον ότι μία άπογειωθείσα άνθρωπότης άτόμων, δημιουργηθείσα μέ διαφόρους μορφάς καί όριακάς διαφοράς, αίτινες όμως άπολήγουν πανομοιότυποι πρός τό ολον καί μεταξύ των, πιθανόν, καί έκεί, όσον καί έδώ, θά παρέμενεν άπαραλλάκτως καί άδιασπάστως προσκεκολλημένη εις ματαιότητας, εις ματαιότητας ματαιοτήτων καί είς ολα όσα συνιστούν τήν ματαιότητα. Καί τό πρόβλημα τής πιθανής άπολυτρώσεως; Τό ελασσον άποδεικνύεται άπό τό μείζον. Ποιά χ αρακτηριστικά τών άστερισμών μελετήθησαν άκολούθως; Τά διάφορα χ ρώματα, ένδεικτικά διαφορετικών βαθμών ζωτικότητος (τό λευκό, τό κίτρινο, τό άλικο, τό πορφυρό, τό κιννάβαρι)· οί βαθμοί λάμψης των` τά μεγέθη των οπως άποκαλύπτονται, συμπεριλαμβανομένου τού εβδόμου` οί θέσεις των τό άστρο τού αμαξηλάτου` ό δρόμος τού Γουάλσινγκχ αμ` τό άρμα τού Δαβίδ` οί ώς δακτυλίδια δακτύλιοι τού Κρόνου` ή συμπύκνωση σπειροειδών νεφελωμάτων σέ ήλιους` οί άλληλοεξαρτώμενες περιστροφές διπλών ήλιων` οί άνεξάρτητες μεταξύ των σύγχ ρονες άνακαλύψεις τού Γαλιλαίου, τού Σίμωνο’ Μαριούς, τού Πιάτζι, τού Λέ Βεριέ, τού Χέρτσελ, τού Γκάλ` οί έπιχ ειρηθεισες συστηματοποιήσεις άπό τόν Μπόντ καί τόν Κέπλερ μέ τίς άποστάσεις τρίτης δυνάμεως καί τούς χ ρόνους περιστροφής δευτέρας δυνάμεως` ή σχ εδόν άπεριόριστη ίκανότης συμπυκνώσεως τών κομητών μέ ούρά καί τών ύπερμεγέθων έλλειπτικών τροχ ιών των, έξερχ ομένων καί έπανεισερχ ομένων άπό τό περιήλιον είς τό άπήλιον` ή άστρική καταγωγή τών μετεωριτών οί λιβυκές πλημμύρες τού ’Άρεως, περίπου κατά τήν περίοδο γεννήσεως τού νεωτέρου τών δύο άστροσκόπων` ή έτήσια έπανεμφάνισις βροχ ών μετεωριτών, περίπου κατά τήν περίοδο τής έορτής τού Αγίου Λαυρέντιου (μάρτυρος, 10 Αύγούστου)` ή μηνιαία έπανεμφάνισις, γνωστή ώς νέα σελήνη, μέ τήν παλαιά σελήνη στήν άγκαλιά της` ή πιθανολογουμένη έπίδρασις τών ούρανίων έπί τών άνθρωπίνων σωμάτων` ή έμφάνισις ένός άστρου (1ου μεγέθους) ύπερβολικής λαμπρότητος, τό οποίον κυριαρχ ούσε νυχ θημερόν (ένός νέου φωτεινού ήλίου γεννηθέντος διά τής συγκρούσεως καί τής διαπύρου άφομοιώσεως δύο μή φωτεινών πρώην ήλίων) περίπου κατά τήν περίοδο τής γεννήσεως τού Γουίλλιαμ Σαίξπηρ πάνω άπό τό δέλτα τού έπικλινούς ούδέποτε-άκινήτου άστερισμού τής Κασσιόπης καί ένός άστρου (2ου μεγέθους) τής αύτής καταγωγής, άλλά μειωμένης λαμπρότητος, τό όποιον ένεφανίσθη καί
έξηφανίσθη μέσα και άπό τόν άστερισμόν τού Βορείου Στέμματος, περίπου κατά τήν περίοδο τής γεννήσεως τού Λεοπόλδου Μπλούμ καί άλλων άστέρων (ύποθετικώς) παρομοίας καταγωγής, οί’τινες είχ αν (πραγματικώς ή ύποθετικώς) εμφανιστεί καί εξαφανιστεί άπό τόν άστερισμό τής ’Ανδρομέδας, περίπου κατά τήν περίοδο τής γεννήσεως τού Στήβεν Ντένταλους, καί μέσα καί άπό τόν άστερισμό τού Ηνιόχ ου μερικά χ ρόνια μετά τήν γέννησιν καί τόν θάνατον τού Ρούντολφ Μπλούμ τού νεώτερου, καί μέσα καί άπό άλλους άστερισμούς μερικά χ ρόνια πρίν καί μετά τήν γέννησιν ή τόν θάνατον κάποιων άλλων προσώπων` τά συνοδά φαινόμενα τών εκλείψεων, ήλιακών καί σεληνιακών, άπό τήν κατάδυση στήν άνάδυση, ή εξασθένηση τού άνέμου, ή μετατόπιση τής σκιάς, ή όλιγολογία τών πτερωτών πλασμάτων, ή έμφάνιση τών νυκτόβιων ή εσπερινών ζώων, ή έμμονή ένός φασματικού φωτός, ή σκοτεινότης τών γηίνων ύδάτων, ή ώχ ρότης τών άνθρωπίνων όντων. Ποιό ήταν τό λογικό συμπέρασμά του (τού Μπλούμ), μετά άπό έξέταση τού ζητήματος μή άποκλείουσα πιθανό λάθος; “Οτι δέν έπρόκειτο μήτε γιά ούράνιο δένδρο, μήτε γιά ούράνια σπηλιά, μήτε γιά ούράνιο θηρίο, μήτε γιά ούράνιον άνθρωπο. “Οτι έπρόκειτο γιά μιά Ουτοπία, μή ύπαρχ ούσης γνωστής μεθόδου προσπελάσεως άπό τό γνωστόν εις τό άγνωστον` ένα άπειρον, τό οποίον μπορεί επίσης νά άποδοθεί πεπερασμένον άπό τήν ύποθετική πιθανή συσχ έτιση ένός ή περισσοτέρων σωμάτων, εξίσου όμοιων ή διαφορετικών μεγεθών` μιά κινηηκότης παραισθητικών μορφών άκινητοποιημένων στό διάστημα, έπανακινουμένων στόν άέρα` ένα παρελθόν, τό όποιο πιθανώς είχ ε πάψει νά υπάρχ ει ώς παρόν, πρίν οί μέλλοντες θεατές του είσέλθουν στήν παρούσα πραγματική ύπαρξη. Ηταν πεπεισμένος μάλλον γιά τήν αισθητική άξια τού θεάματος; ’Αναμφιβόλως, συνεπεία τών επαναλαμβανομένων παραδειγμάτων άπό τούς ποιητές, οί όποιοι, στό παραλήρημα ένός μανιώδους πάθους, ή στόν έξευτελισμό άπορρίξεως, έπικαλούνται είτε .ενθέρμους συμπαθείς άστερισμούς, είτε τήν ψυχ ρότητα τού δορυφόρου τού πλανήτη τους. ’Απεδέχ ετο, λοιπόν, ώς άρθρον πίστεως, τή θεωρία τών άστρολογικών επιδράσεων στίς ύποσεληνιακές καταστροφές; Τού έφαίνετο ότι αύτή ή θεωρία μπορούσε νά άποδειχ θεί σωστή οσον» και λανθασμένη, καί ότι ή χ ρησιμοποιούμενη στά σεληνογραφικά σχ εδιαγραμματα ονοματολογία ήταν ικανή νά άποδοθεί τόσο σέ επαληθευσιμη διαίσθηση όσο καί σέ λανθασμένη άναλογία` ή λίμνη τών ονείρων, ή θαλασσα τών βροχ ών, ό κόλπος τής δρόσου, ό ώκεανός τής γονιμότητος. Ποιές ειδικές ομοιότητες θεωρούσε υπαρκτές άνάμεσα στή σελήνη καί τήν γυναίκα; Τήν άρχ αιότητά της, προηγουμένη καί έπιβιώνουσα διαδοχ ικών γηίνων γενεών τή νυκτερινή υπεροχ ή της` τήν δορυφορική της έξάρτηση· τή φωτιστική της άντανάκλαση` τήν σταθερότητά της σέ ολες τίς φάσεις της, άνερχ όμενη καί κατερχ όμενη σέ καθορισμένους χ ρόνους, αύξομειούμενη` τήν έπιβεβλημένη άταραξία τής μορφής της` τίς άσαφείς άπαντήσεις της σέ άνεπιβεβαίωτα έρωτήματα` τήν δύναμή της έπί άποκλινόντων καί συγκλινόντων ύδάτων τήν δύναμή της νά κάνει νά άγαπήσουν, νά θανατώσουν, νά έπενδύει μέ ώραιότητα, νά οδηγεί στήν τρέλα, νά προκαλεί καί νά βοηθά τήν έγκληματικότητα. Τό ήρεμο μυστήριο του προσώπου της` τήν τρομακτικότητα τής άπομονωμένης κυρίαρχ ης άδυσώπητης ολόλαμπρης γειτνιάσεώς της` τούς οιωνούς της γιά θύελλα
καί γαλήνη` τό εύερέθιστον του φωτισμού της, τής κινήσεώς της καί τής παρουσίας της` τήν προειδοποίηση τών κρατήρων της, τών άποξηραμένων θαλασσών της, τής σιωπής της` τή λαμπρότητά της, όταν είναι ορατή` τήν έλκυστικότητά της, όταν είναι άόρατη. Ποιό ορατό φωτιστικό σημείο προσείλκυσε τό βλέμμα του Μπλούμ, πού προσείλκυσε τό βλέμμα του Στήβεν; Στό επάνω πάτωμα τού πίσω μέρους τού σπιτιού του (τού Μπλούμ) τό φώς μιάς λάμπας παραφίνης μέ πλάγια σκιά, νά προβάλλεται πάνω σέ μιά κουρτίνα άπό περιστρεφόμ&νο ύφασμα, άγορασμένη άπό τόν Φράνκ Ο’Χάρα, κατασκευαστή κουρτινών, κουρτινόξυλων καί περιστρεφομένων ρολών, όδός ’Ώντζιερ 16. Πώς διαφώτισε τό μυστήριο ένός άόρατου προσώπου, τής γυναίκας του Μάριον (Μόλλυ) Μπλούμ, τήν όποία σηματοδότησε ένα ορατό θαυμάσιο σημάδι, μιά λάμπα; Μέ άμεσες καί έμμεσες προφορικές άναφορές καί διαβεβαιώσεις. Μέ συγ` κεκαλυμμένη στοργή καί θαυμασμό. Μέ περιγραφή. Μέ κόμπιασμα. Μέ ύποβολή. ‘Ύστερα άπ’ αύτό παρέμειναν καί οί δυό σιωπηλοί; Σιωπηλοί, καθένας παρατηρώντας τόν άλλον στούς διπλούς καθρέφτες τών άντίστοιχ ων σάρκινων δικώντουςκαιόχ ιδικώντους φιλικώνπροσώπων. Παρέμειναν άόριστα άκίνητοι; Μέ πρόταση τού Στήβεν, μέ προτροπή τού Μπλούμ, καί οί δύο, πρώτα ό Στήβεν, υστέρα ό Μπλούμ, ούρησαν στή σκιά, τά πλευρά τους σέ παράταξη, τ’ άντίστοιχ α όργανά τους πρός ούρηση καθιστάμενα άόρατα δι’ έπικαλύφεως τών χ ειρών, τά βλέμματά τους, πρώτα τού Μπλούμ, ύστερα τού Στήβεν, υψωμένα πρός τήν προβαλλόμενη φωτισμένη καί μισοφωτισμένη σκιά. Όμοιόμορφα; Οί τροχ ιές τών άρχ ικώς μεμονωμένων, κατόπιν ταυτοχ ρόνων ούρήσεών τους διέφεραν. Τού Μπλούμ μακρύτερη, μικρότερης ροής, στήν άτελή μορφή τού διχ αλωτού εικοστού γράμματος τού αλφαβήτου Τ, τού Μπλούμ, ό όποιος κατά τό τελευταίο ετος τού Γυμνασίου (1880) ειχ ε αποκτήσει τήν ικανότητα νά επιτυγχ άνει τό σημείο άνωτάτου ύψους έναντι ολης τής άνταγωνιστικής δυνάμεως τού ιδρύματος, 210 σπουδαστών. Τού Στήβεν υψηλότερη, περισσότερο συριστική, έχ οντος κατά τίς τελευταίες ώρες τής προηγούμενης ήμέρας μιάν αυξημένη, λόγω καταναλώσεως διουρητικών, επίμονη έπειξη τής κύστεως. Ποιά διαφορετικά προβλήματα παρουσιάστηκαν στόν καθένα άπό τούς δύο σέ σχ έση μέ τό άθέατο άκουώμενο συγγενές δργανο τού άλλου; Στόν Μπλούμ, προβλήματα διεγέρσεως, στησίματος, παραμονής έν στύσει, έπαναδραστηριοποιήσεως, διαστάσεων, υγιεινής προφυλάξεως, τριχ οπτώσεως. Στόν Στήβεν, τό πρόβλημα τής εκκλησιαστικής άκεραιότητος τού περιτομηθέντος Χριστού (1η Ίανουαρίου, εορτή υποχ ρεωτικού εκκλησιασμού καί άποχ ής έκ περιττής χ ειρωνακτικής εργασίας) καί τό πρόβλημα, έάν ή θείκή περιτομή, τό σάρκινο δαχ τυλίδι τών άρραβώνων τής άγιας ρωμαίκής καί καθολικής
άποστολικής εκκλησίας, τό διατηρούμενο εις Καλκάτα, άπαιτούσε άπλώς μίαν λατρείαν ύπερδουλείας ή μίαν λατρείαν τετάρτου βαθμού, ώς ή άποδιδόμενη εις άπορρίμματα παρομοίων θείκών αυξήσεων οπως τά μαλλιά καί τά νύχ ια τών ποδιών. Ποιό ούράνιο σημάδι παρατηρήθηκε ταυτοχ ρόνως καί άπό τούς δυό; “Ενα άστρο πού έξετινάχ θη μέ μεγάλη εμφανή ταχ ύτητα εις τό μέσον τού στερεώματος, άπό τόν Βέγγα τής Λύρας, πάνω άπό τό Ζενίθ, πέρα άπό τήν ομάδα τών άστρων τής Κόμης τής Βερενίκης, πρός τό ζωδιακόν σημείον τού Λέοντος. Πώς ό παραμένων κεντρομόλος παρεχ ώρησε εξοδον εις τόν άναχ ωρούντα φυγόκεντρον; Είσάγοντας τόν κύλινδρο ένός σκουριασμένου αρσενικού κλειδιού στην τρύπα μιας άσταθούς θηλυκής κλειδαριάς, επιτυγχ άνοντας τήν κλίση του στρέφοντάς το άπό δεξιά στ’ άριστερά, τραβώντας πρός τά έξω τή λαβή άπό τή βάση της, σπρώχ νοντας πρός τά μέσα σπασμωδικά μία τείνουσα πρός άχ ρηστία χ ωρίς μεντεσέδες πόρτα καί άποκαλύπτοντας ένα άνοιγμα γιά έλεύθερη έξοδο κι έλεύθερη είσοδο. Πώς χ αιρετίστηκαν, ό ένας μέ τόν άλλον, είς άποχ ωρισμόν; ‘Ιστάμενοι κατακορύφως έμπρός άπό τήν ίδια πόρτα καί σέ διαφορετικές πλευρές τής βάσης της, οί γραμμές τών άποχ αιρετιστηρίων βραχ ιόνων τους ένωμένες σέ κάποιο σημείο καί σχ ηματίζοντας γωνία μικρότερη άπό τό άθροισμα δύο ορθών γωνιών. Ποιός ήχ ος συνόδευσε τήν ένωση τών έφαπτομένων καί τόν άποχ ωρισμό (άντιστοίχ ως) τών φυγόκεντρων καί κεντρομόλων χ εριών τους; Ό ήχ ος τών κωδώνων τής έκκλησίας τού Αγίου Γεωργίου, πού σήμανε τή νυχ τερινή ώρα. Ποιοί άντίλαλοι αύτού τού ήχ ου άκούστηκαν άπό τούς δυό καί καθέναν χ ωριστά; ’Από τόν Στήβεν: Liliata rutilantium. Turma circumdet. Iubilantium te virginum. Chorus excipiat. ’Από τόν Μπλούμ: Χείχ ό, χ είχ ό, Χείχ ό, χ είχ ό. Πού βρίσκονταν τά διάφορα μέλη τής συντροφιάς τά όποία, μαζί μέ τόν Μπλούμ, αύτή τήν ήμέρα, κατ’ έντολήν αύτής τής κωδωνοκρουσίας, είχ αν ταξιδέψει άπό τό Σάντυμαουντ, στά νότια, μέχ ρι τό Γλάσνεβιν, στά βόρεια; Ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ (στό κρεβάτι), ό Τζάκ Πάουερ (στό κρεβάτι), ό Σίμων Ντένταλους (στό κρεβάτι), ό Τόμ Κέρναν(στό κρεβάτι), ό Νέντ Λάμπερτ (στό κρεβάτι), ό Τζό Χάινς (στό κρεβάτι), ό Τζών Χένρυ Μέντον (στό κρεβάτι), ό Μπέρναρντ Κόρριγκαν (στό κρεβάτι), ή Πάτσυ Ντίγκναμ
(στό κρεβάτι), ό Πάντυ Ντίγκναμ (στό μνήμα). Μόνος του ό Μπλούμ τί άκουσε; Τήν διπλή άντήχ ηση άπομακρυνομένων ποδιών πάνω στήν ούρανογεννημένη γή, τήν διπλή παρήχ ηση μιάς εβραίκής άρπας στό γεμάτο άντήχ ηση δρομάκι. Μόνος του ό Μπλούμ τι αίσθάνθηκε; Τήν παγωνιά τού άστρικού διαστήματος, χ ιλιάδες βαθμούς κάτω άπό τό σημείο ψύξης ή άπό τό άπόλυτο μηδέν τού Φαρενάιτ, τού έκατονταβάθμιου ή τού Ρεωμύρου` τίς άρχ όμενες εκμυστηρεύσεις τής έπικείμενης αύγής. Τί τού θύμισαν ή κωδωνοκρουσία, ή χ ειραψία, τά βήματα καί ή παγωνιά τής μοναξιάς; Συντρόφους τώρα πεθαμένους, μέ διάφορους τρόπους, σέ διάφορους τόπους: τόν Πέρσυ ’Άπτζων (σκοτωμένον στή μάχ η, στόν ποταμό Μόντερ), τόν Φίλιπ Γκίλλιγκαν (άπό φθίση, στό νοσοκομείο τής όδού Τζάρβις), τόν Μάθιου Φ. Κέην (άπό τυχ αίο πνιγμό, στήν άκρογιαλιά τού Δουβλίνου), τόν Φίλιπ Μόιζελ (άπό πυαιμία, στήν όδό Χέητσμ.πουρυ), τόν Μάικλ Χάρτ (άπό φθίση, στό νοσοκομείο Πολυεύσπλαχ νος Μήτηρ), τόν Πάτρικ Ντίγκναμ (άπό άποπληξία, στό Σάντυμαουντ). Ποιά προσδοκία, ποιών φαινομένων, τόν παρεκίνησε νά παραμείνει; Ή εξαφάνιση τριών πρωινών άστρων, ή διάχ υση τού ξημερώματος, ή έμφάνιση ένός νέου ήλιακού δίσκου. Ύπήρξε ποτέ θεατής παρομοίων φαινομένων; Μιά φορά τό 1887 μετά άπό ενα παρατεταμένο παιχ νίδι αινιγμάτων στό σπίτι τού Αιούκ Ντόυλ, στό Κίμεητζ, είχ ε άναμείνει υπομονετικά τήν έμφάνιση τού φαινομένου τής ήμέρας, καθισμένος σ’ εναν τοίχ ο, μέ τό βλέμμα του στραμμένο κατά τή διεύθυνση τού Μίζραχ , τήν άνατολή. Θυμόταν τ’ άρχ ικά φαινόμενα; “Ενα πιό ζωηρό άεράκι, εναν μακρινό πρωινόν κόκκορα, εκκλησιαστικές καμπάνες σέ διάφορα σημεία, κελαίδίσματα πουλιών, τό άπομονωμένο περπάτημα κάποιου φρεσκοξυπνημένου διαβάτη, τήν ορατή διάχ υση τού φωτός κάποιου άθέατου άστρικού σώματος, τό πρώτο χ ρυσό μέλος τού άναγεννημένου ήλίου, άντιληπτού χ αμηλά στόν ορίζοντα. Παρέμεινε; Έπέστρεψε μέ βαθειά έμπνευση, ξαναδιαβαίνοντας τόν κήπο, ξαναμπαίνοντας στό πέρασμα, ξανακλείνοντας τήν πόρτα. Μέ σύντομο άναστεναγμό ξαναπήρε τό κηροπήγιο, ξανανέβηκε τή σκάλά, ξαναπλησίασε τήν πόρτα τού μπροστινού δωματίου, τήν πόρτα τού χ ώλ καί ξαναμπήκε. Τι σταμάτησε αίφνιδίως τήν είσοδό του; Ό δεξιός κροταφικός λοβός τής κυρτής σφαίρας του κρανίου του ήρθε σ’ επαφή μέ μιά συμπαγή γωνία ξύλου, οπου αργότερα σ’ ένα απειροελάχ ιστο, άλλά αισθητό κλάσμα δευτερολέπτου
έντοπίσθηκε μιά οδυνηρή αίσθηση, άποτέλεσμα προηγούμενων αισθήσεων μεταδομένων καί καταγραμμένων. Δώσε μιά περιγραφή τών πραγματοποιηθεισών άλλαγών κατά τήν διάταξη τών έπίπλων. ‘Ένας καναπές ντυμένος μέ σκούρο βελούδινο κάλυμμα είχ ε μεταφερθεί άπό τό χ ώρο άπέναντι άπό τήν πόρτα δίπλα στό τζάκι κοντά στήν σφιχ τά τυλιγμένη έθνική σημαία (μιά άλλαγή πού συχ νά είχ ε τήν πρόθεση νά έκτελέσει). Τό τραπεζάκι μέ τά γαλάζια καί λευκά τετράγωνα γιά τό παιχ νίδι τής ντάμας είχ ε τοποθετηθεί στόν χ ώρο άπέναντι άπό τήν πόρτα, στή θέση πού άδειασε άπό τόν καναπέ μέ τό σκούρο βελούδινο κάλυμμα. Ό μπουφές άπό καρυδιά (τού όποιου μία προεκτεινόμενη γωνία είχ ε σταματήσει πρός στιγμήν τήν είσοδό του) είχ ε μετακινηθεί άπό τή θέση του πίσω άπό τήν πόρτα σέ μιά πλεονεκτικότερη, άλλά πιό έπικίνδυνη θέση μπροστά στήν πόρτα. Δύο καρέκλες είχ αν μετακινηθεί άπό τά δεξιά καί τά άριστερά τού τζακιού στή θέση πού άρχ ικά κατελαμβάνετο άπό τό τραπεζάκι μέ τά γαλάζια καί λευκά τετράγωνα γιά τό παιχ νίδι τής ντάμας. Περιέγραψέ τες. Ή μία, κοντόχ οντρη παραγεμισμένη πολυθρόνα μέ στέρεα εκτεινόμενα μπράτσα καί πλάτη γερτή πρός τά πίσω στήν όποία, τήν ώρα πού τήν έσπρωχ ναν πρός τά πίσω, είχ ε άναποδογυρίσει μιά άκανόνιστη μπορντούρα άπό τετράγωνο κάλυμμα καί τώρα έξετίθετο πάνω στήν πλούσια ταπετσαρισμένη θέση της ένας κεντρικός, διαχ εόμενος πρός τήν περιφέρεια καί μειούμενος σέ ένταση, λεκές. Ή άλλη, λιγνή ψηλή καρέκλα μέ πλαγιαστά πόδια καί γυαλιστερές άπό μπαμπού γωνίες, τοποθετημένη άκριβώς άπέναντι στήν πρώτη, τό ξύλο της άπό τό πάνω μέρος μέχ ρι τό κάθισμα καί άπό τό κάθισμα στή βάση βερνικωμένο σκούρο καφέ, τό κάθισμά της ένας λαμπερός κύκλος λευκού πλεγμένου ψαθιού. Ποιές σημασίες άπεδίδοντο σ’ αύτές τίς καρέκλες; Μιά σημασία άνηστοιχ ίας, σωματικής στάσης, συμβολισμού, ενδείξεων, καταμαρτυρουμένης ύπερκαθιστικότητας. Τί κατελάμβανε τόν χ ώρο ό όποιος άρχ ικώς κατελαμβάνετο άπό τόν μπουφέ; `Ένα δρθιο πιάνο (Cadby) μέ άκάλυπτο κλαβιέ, καί πάνω στό κλειστό του κάσωμα ένα ζευγάρι μακριά κίτρινα γυναικεία γάντια κι ένα πράσινο σταχ τοδοχ είο, πού περιείχ ε τέσσερα καμένα σπίρτα, ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο καί δύο λεκιασμένες γόπες, πάνω δέ στό αναλόγιό του τήν παρτιτούρα τού κομματιού Τό παλιό γλυκό τραγούδι της άγάπης σί σόλ φυσικό γιά φωνή καί πιάνο (στίχ οι τού Τζ. Κλίφτον Μπίνγκαμ, μουσική τού Τζ. Λ. Μολλόυ, τραγουδισμένο άπό τήν μαντάμ Άντουανέτ Στέρλινγκ), άνοιγμένη στήν τελευταία σελίδα μέ τίς τελικές ένδείξεις ad libitum, forte, πεντάλ, animato, κρατημένο, πεντάλ, ritirando, τέλος. Μέ ποιά αισθήματα ό Μπλούμ μελέτησε κυκλοτερώς αύτά τά άντικείμενα; Μέ ένταση, σηκώνοντας ένα κηροπήγιο. Μέ πόνο, αισθανόμενος στόν δεξιό του κρόταφο ένα ήδη πρησμένο καρούμπαλο` μέ προσοχ ή, επικεντρώνοντας τό βλέμμα του σέ μιά φαρδειά σκούρα παθητική καί σέ μιά ψηλή λαμπερή καί ένεργητική` μέ φροντίδα, σκύβοντας καί έπαναφέροντας τήν άναποδογυρισμένη μπορντούρα τού χ αλιού` μέ διασκέδαση, ενθυμούμενος τήν ρήση τού δρα Μάλαχ ι Μάλλιγκαν γιά τό χ ρώμα πού περιείχ ε τίς διαβαθμίσεις τού πράσινου` μέ εύχ αρίστηση,
επαναλαμβάνοντας τίς λέξεις καί τήν προηγούμενη πράξη καί προβλέποντας μέσα άπό διαφόρους διαύλους έσωτερικής εύαισθησίας τήν προσεχ ή καί συνεπακόλουθη χ λιαρή εύχ άριστη διάχ υση ένός βαθμιαία άποχ ρωματιζόμενου λεκέ. Ή έπόμενη κίνησή του; ’Από ένα κουτί πού εύρίσκετο πάνω στό τραπεζάκι έβγαλε έναν μικροσκοπικό μαύρο κώνο, ύψους μιάς ί’ντσας, τόν τοποθέτησε μέ τήν κυκλική του βάση σ’ ένα μικρό τσίγκινο πιατάκι, έβαλε τό κηροπήγιό του στήν δεξιά γωνία τής προεξοχ ής τού τζακιού, έβγαλε άπό τήν τσέπη τού γιλέκου του ένα διπλωμένο διαφημιστικό φυλλάδιο (ίλλουστρασιόν) μέ τίτλο ’Άτζενταθ Νέταιμ, τό ξεδίπλωσε, τό έξέτασε έπιπολαίως, τό έστριψε σέ λεπτό κύλινδρο, τό άναψε στή φλόγα τού κηροπηγίου, τό τοποθέτησε υστέρα άπό τό άναμμα στήν κορυφή τού κώνου, ώσπου ό τελευταίος έφτασε στό στάδιο τής πυράκτωσης, τοποθέτησε τόν κύλινδρο στή βάση τού κηροπηγίου, προσδίδοντας μιά τέτοια θέση στό άκαυστο τμήμα του ώστε νά διευκολύνει τήν πλήρη καύση. Τί άκολούθησε αύτό τό εγχ είρημα; Αύτή ή κρατηριακή κορυφή τού άτελούς κώνου τού μικροσκοπικού ηφαιστείου έβγαλε έναν κάθετο καί οφιοειδή καπνό, ό όποιος έξέπεψε μιαν ανατολίτικη άρωματική οσμή. Ποιά όμοιοθετικά άντικείμενα, εκτός άπό τό κηροπήγιο έξετίθεντο πάνω στήν προεξοχ ή τού τζακιού; “Ενα ρολόι άπό μάρμαρο μέ νερά τής Κόννεμαρα, σταματημένο στίς 4.46’ μ.μ. τής 21ης Μαρτίου 1896, γαμήλιο δώρο τού Μάθιου Ντίλλον` μιά μινιατούρα δέντρου άπό περιπλοκάδα τών πάγων κάτω άπό μιά διάφανη γυάλα, γαμήλιο δώρο τού Αιούκ καί τής Κάρολιν Ντόυλ· μιά βαλσαμωμένη κουκουβάγια, γαμήλιο δώρο τού δημοτικού συμβούλου Τζών Χούπερ. Ποιές άνταλλαγές βλεμμάτων Ελαβαν χ ώρα άνάμεσα στά τρία αύτά άντικείμενα καί τόν Μπλούμ; Στό καθρέφτισμα τού μεγάλου μέ χ ρυσό σειρήτι καθρέφτη, ή χ ωρίς διακόσμηση πλάτη τής μινιατούρας τού δέντρου κοίταζε τήν δρθια πλάτη τής βαλσαμωμένης κουκουβάγιας. Εμπρός άπό τόν καθρέφτη, τό γαμήλιο δώρο τού δημοτικού συμβούλου Τζών Χούπερ, μέ καθάριο μελαγχ ολικό σοφό λαμπερό άκίνητο συμπονετικό βλέμμα κοίταζε τόν Μπλούμ, καθώς ό Μπλούμ μέ σκοτεινό ήρεμο βαθύ άκίνητο συγκινημένο βλέμμα κοίταζε τό γαμήλιο δώρο τού Αιούκ καί τής Κάρολιν Ντόυλ. Ποιά σύνθετη άσύμμετρη εικόνα στόν καθρέφτη τράβηξε τότε τήν προσοχ ή του; Ή εικόνα ένός μοναχ ικού (σέ σχ έση μέ τόν έαυτό του), εύμετάβλητου (σέ σχ έση μέ τούς άλλους) άνθρώπου. Γιατί μοναχ ικού (σέ σχ έση μέ τόν έαυτό του); ’Αδέρφια κι αδερφές δέν είχ ε κανένα καί καμιά, κι όμως ό πατέρας του ήταν γιός τού παππού του. Γιατί εύμετάβλητου (σέ σχ έση μέ τούς άλλους); Άπό τήν παιδική ήλικία μέχ ρι τήν ώριμότητα Εμοιαζε στήν μητέρα του. Άπό τήν ώριμότητα μέχ ρι
τά γηρατειά, κάθε μέρα καί πιό πολύ, θά Εμοιαζε στόν πατέρα του. Ποιά τελική οπτική εντύπωση τού μετεδίδετο μέσα άπό τόν καθρέφτη; Τό οπτικό είδωλο μερικών άναποδογυρισμένων τόμων τοποθετημένων λανθασμένα καί όχ ι σύμφωνα μέ τήν άλφαβητική σειρά τών γραμμάτων τους μέ τίτλους επιχ ρυσωμένους στά δύο άπέναντι ράφια. Σύνταξε τόν κατάλογο αύτών τών βιβλίων. Ό Ταχ υδρομικός Όδηγός τού Δουβλίνου τού Τόμ, 1886. Τά Ποιήματα του Ντέννις Φλόρενς ΜακΚάρθυ (σελιδοδείκτης άπό μπρούντζινο φύλλο όξυάς στή σελ. 5). Τά “Απαντα τού Σαίξπηρ (βαθύ κόκκινο δέρμα μέ επίχ ρυση ράχ η). Ό Χρήσιμος Τέλειος Πίνακας Αογαρίθμων (πανόδετο, καφετί). Ή Μυστική Ιστορία τής Αυλής τού Καρόλου τού 2ου (πανόδετο, κόκκινο, μέ στολίδια). Παιδικός ‘Οδηγός (πανόδετο, γαλάζιο). “Οταν ήμαστε παιδιά, τού Γουίλλιαμ Ο’Μπράιεν, μέλους τού Κοινοβουλίου (πανόδετο, πράσινο, ελαφρώς ξεθωριασμένο, φάκελος άντί σελιδοδείκτη στή σελ. 217). ’Απάνθισμα σκέφεων τού Σπινόζα (δερματόδετο, καφεκόκκινο). Ή Ιστορία τών Ουρανών, τού σέρ Ρόμπερτ Μπώλ (πανόδετο, γαλάζιο). Τρία ταξίδια στή Μαδαγασκάρη, τού ’Έλλις (πανόδετο, καφετί, ό τίτλος καταστραμμένος). Ή αλληλογραφία Στάρκ-Μάνρο, τού Α. Κόναν Ντόυλ, ιδιοκτησία τής Δημοτικής Βιβλιοθήκης τής πόλεως τού Δουβλίνου, όδός Κάπελ 106, ήμερομηνία δανεισμού 21 Μαίου (παραμονή Πεντηκοστής) 1904, λήξις 4 Ιουνίου 1904, δεκατρείς μέρες εκπρόθεσμο (πανόδετο, μαύρο, φέρον λευκές ενδείξεις γραμμάτων καί άριθμών). Ταξίδια στήν Κίνα τού «Βιέιτορ» (περιτύλιγμα μέ καφέ χ αρτί, τίτλος μέ κόκκινο μελάνι). Ή Φιλοσοφία τού Ταλμούδ (συρραμένο φυλλάδιο). Ή ζωή τού Ναπολέοντος, τού Λόκαρτ (άνευ καλύμματος, σημειώσεις στό περιθώριο, μειώνον τίς νίκες, μεγεθύνον τίς ήττες τού πρωταγωνιστή). Soil und Haben, τού Γκούσταβ Φρέιταχ (μαύρα πλαίσια, γοτθικοί χ αρακτήρες, δείκτης άπό κουπόνι τσιγάρων στή σελ. 24). Ή Ιστορία τού Ρωσσο-Τουρκικού Πολέμου, τού Χόλζιερ (πανόδετο, καφετί, 2 τόμοι, μ’ έπικολλημένη ετικέτα, Βιβλιοθήκη τής Φρουράς, λεωφόρος Κυβερνήτου, Γιβραλτάρ, στήν
εσωτερική πλευρά τού εξωφύλλου). Ό Αώρενς Μπλούμφιλντ στήν ’Ιρλανδία, τού Γουίλλιαμ ’Άλλινγκαμ (δευτέρα εκδοσις, πανόδετο, πράσινο, σχ έδιο τριφυλλιού επίχ ρυσο, τό ό’νομα τού προηγούμενου ιδιοκτήτη στή σελίδα τού έσωτίτλου σβησμένο). Έγχ ειρίδιον ’Αστρονομίας (δερματόδετο, καφετί, ξεκολλημένο, 5 χ άρτες ενθετοι, τυπογραφικά στοιχ εία παλαιά μακρά τύπου άλφαβήτας, ύποσημειώσεις τού συγγραφέα μέ διαφορετικά στοιχ εία, ενδείξεις στό περιθώριο μέ στοιχ εία στενότερα, επικεφαλίδες μέ στοιχ εία τύπου πίκα). Ή άπόκρυφη Ζωή τού Χριστού (μαύρα πλαίσια). Στό Μονοπάτι τού “Ηλιου (πανόδετο, κίτρινο, χ ωρίς τή σελίδα τού τίτλου, μ’ έπανάληψη τού τίτλου στήν κεφαλίδα κάθε σελίδος). Ή Σωματική Δύναμις καί πώς νά τήν άποκτήσετε, τού Γιουτζίν Σάντοου (πανόδετο, κόκκινο). Σύντομα άλλά Άπλά Στοιχ εία Γεωμετρίας, γραμμένο στά γαλλικά άπό τόν Φ. ’Ιγνάτιο Παρντί και μεταφρασμένο στά άγγλικά άπό τόν Τζών Χάρρις, δόκτορα Θεολογίας, Λονδίνο, τυπωμένο γιά τόν Ρ. Νάπλοκ στό Μπίσοπς Χέντ, MDCCXI, μέ άφιερωματική έπιστολή στόν άξιο φίλο του έντιμώτατο Τσάρλς Κόξ, Μέλος τού Κοινοβουλίου διά τήν περιοχ ή τού Σάδακ καί μέ δήλωση μέ καλλιγραφικό μελάνι στό έσώφυλλο βεβαιούσα ότι τό βιβλίο κατέστη ιδιοκτησία τού Μάικλ Γκάλλαχ ερ τήν 10η ήμέρα τού Μαίου 1822 καί άπαιτούσα άπό τό πρόσωπο πού θά τό άνεύρισκε, άν τό βιβλίο έχ άνετο ή παρέπιπτε, νά τό άποδώσει στόν Μάικλ Γκάλλαχ ερ, ξυλουργό, στήν πύλη Ντούφερυ, στό Έννιζικόρθυ, τής έπαρχ ίας Γουίκλοου, τ’ ομορφότερο μέρος τού κόσμου. Ποιές σκέψεις άπασχ ολούσαν τό νού του κατά τή διαδικασία έπαναφοράς τών άναποδογυρισμένων τόμων; Ή άναγκαιότητα τής τάξης, μιά θέση γιά τό καθετί καί τό καθετί στή θέση του. Ή έλλιπής έκτίμηση πού διαθέτουν οί γυναίκες γιά τήν λογοτεχ νία. Ή δυσαρμονία ένός μήλου ένσφηνωμένου σ’ ενα ποτήρι καί μιάς ομπρέλας άκουμπισμένης σέ μιά λεκάνη άποχ ωρητηρίου. Ή άνασφάλεια κατά τήν άπόκρυψη κάποιου άπορρήτου έγγράφου πίσω, κάτω καί άνάμεσα στίς σελίδες ένός βιβλίου. Ποιός ήταν ό όγκοδέστερος τόμος σέ σχ ήμα; Ή Ιστορία τού Ρωσσο-Τουρκικού Πολέμου, τού Χόζιερ. Ποιές πληροφορίες, άνάμεσα σ’ άλλες, περιελάμβανε ό δεύτερος τόμος τής έν λόγω έργασίας; Τήν ονομασία μιάς άποφασιστικής μάχ ης (ξεχ ασμένης), συχ νά ύπενθυμισμένης άπό έναν άποφασιστικό άξιωματικό, τόν ταγματάρχ η Μπράιαν Κούπερ Τουήντυ (ξαναθυμισμένον). Γιατί, πρωτίστως καί κατά δεύτερον λόγον, δέν συμβουλεύτηκε τήν έν λόγω έργασία; Πρωτίστως, γιά νά έξασκήσει τή μνημοτεχ νική του. Κατά δεύτερον λόγον, έπειδή, μετά άπό ένα διάλειμμα άμνησίας, όταν κάθησε στό τραπέζι τού κέντρου, έτοιμος νά συμβουλευτεί τήν έν λόγω έργασία, ξαναθυμήθηκε μνημοτεχ νικώς τήν ονομασία τής στρατιωτικής συμπλοκής, τήν Πλέβνα.
Τί τού προσέδωσε ανακούφιση όταν κάθησε; Ή αγνότητα, ή γύμνια, ή στάση, ή ήρεμία, ή νιότη, ή χ άρη, τό φύλο, ή συμβουλή ένός δρθιου αγάλματος στό κέντρο τού τραπεζιού, πού απεικόνιζε τό Νάρκισσο, αγορασμένο σέ πλειστηριασμό άπό τόν Π.’Α. Ρέν, Μπάτσελορς Γουώκ 9. Τί τού προξένησε έκνευρισμό στήν καθιστή στάση του; Μιά άνασταλτική πίεση τού κολάρου του (νούμερο 17) καί τού γιλέκου του (5 κουμπιά), δυό ειδών άμφιέσεως περιττών είς τήν ένδυμασίαν ενήλικων άρρένων καί άνελαστικών, μή έπιδεχ ομένων μεταβολή τού ογκου τους διά διαστολής. Πώς κατεπραύνθη ό έκνευρισμός; Μετέφερε τό κολάρο του, τό όποιο περιείχ ε μαύρη γραβάτα μέ σπαστό κουμπί, άπό τό σβέρκο του σέ μιά θέση στά άριστερά τού τραπεζιού. Ξεκούμπωσε διαδοχ ικώς σέ άντίστροφη διάταξη γιλέκο, παντελόνι, πουκάμισο καί σακκάκι κατά μήκος τής μέσης γραμμής άκανόνιστων σγουρών μαύρων τριχ ών πού έξετείνοντο σέ τριγωνικό σχ ηματισμό άπό τήν ηβική κοιλάδα πρός τήν περιφέρεια τού ύπογαστρίου καί τού άποξηραμένου λώρου κατά μήκος τής μέσης γραμμής τών άποφύσεων πρός τή διατομή τού έκτου θωρακικού σπονδύλου έκείθεν πρός δυό κατευθύνσεις σέ ορθή γωνία καταλήγοντας σέ κύκλους περιγραφομένους περιξ δύο ίσομήκων σημείων, δεξιά καί άριστερά, στίς κορυφές τών προεξοχ ών τών μαστών. Ξεθηλύκωσε διαδοχ ικά καθένα άπό τά έξι, μείον ένα, κουμπάκια άπό τίς τιράντες τού παντελονιού του, τοποθετημένα κατά ζεύγη, άπό τά όποια τό ένα ήταν άτελές. Ποιές άκούσιες πράξεις άκολούθησαν; Συμπίεσε τή σάρκα μέ τά δύο δάκτυλα ολόγυρα άπό μιάν ούλή στήν άρ·.~ στερή ύποπλεύρια περιοχ ή κάτω άπό τό διάφραγμα, όφειλομένη είς δήγμα έπισυμβάν πρό δύο εβδομάδων καί τριών ήμερών (στίς 23 Μαιου 1904) άπό μιά μέλισσα. ’Άν καί χ ωρίς αίσθηση φαγούρας, έξυσε μέ τό δεξί του χ έρι άκανόνιστα διάφορα σημεία κι έπιφάνειες τής μερικώς άπογυμνωμένης, έντελώς καθαρής έπιδερμίδας του. Ενέθεσε τό άριστερό χ έρι του στήν άριστερή κάτω τσέπη τού γιλέκου του, έβγαλε καί ξαναέβαλε μέσα ένα άσημένιο νόμισμα (1 σελλίνι), τοποθετημένο έκεί (προφανώς) έπ’ εύκαιρία (τήν 17η ’Οκτωβρίου 1903) τής ταφής τής κυρίας ’Έμιλυ Σίνικο, τού Σίντνεύ Παρέηντ. Κατάρτησε τόν ισολογισμό τής 16ης ’Ιουνίου 1904. Συνεχ ίστηκε ή διαδικασία άπεκδύσεως; Χρέωση
Μετρητά
Λίρ.
Σελ. Πέν
0.
4.
9
Προμήθεια από
Έλεύθ. Άνθρ. 1.
7.
6
7.
0
Δάνειο (Στήβεν
Ντένταλους)
1.
Λίρες 2.
19.
3
Πίστωση Λίρ. Σελ. Πέν.
1 Νεφρό γουρουνιού
1 Εφημερίδα ’Ελεύθερος
0. 0. 3
Άνθρωπος
0. 0. 1
1 Λουτρό καί φιλο
δώρημα
0. 1. 6
Εισιτήριο Τράμ
0. 0. 1
1 Εις μνήμην Π.
Ντίγκναμ
0. 5. 0
2 Κέικ
0. 0. 1
1 Γ εύμα
0. 0. 7
1 Γιά βιβλίο
0. 1. 0
1 Χαρτί άλληλογραφίας
καί φάκελοι
0. 0. 2
1 Δείπνο καί φιλοδώρημα
0. 2. 0
1 Επιταγή καί γραμματόσημο
0. 2. 8
Εισιτήριο Τράμ
0. 0. 1
1 Χοιρινό πόδι
0. 0. 4
1 ’Αρνίσιο ποδαράκι
0. 0. 3
1 Σοκολάτα, τσουρέκι
0. 0. 1
1 Κομμάτι ψωμί σόδας 0.
1 Καφές μέ άρτίδιο
0. 4
0. 0. 4
Επιστροφή Δανείου
(Στήβεν Ντένταλους)
1. 7. 0
ΥΠΟΛΟΙΠΟΝ
1. 17. 5
Λίρες
2. 19. 3
Αισθανόμενος εναν επίμονο καλοήθη νυγμό στίς πατούσες του άπλωσε τό ενα πόδι του πρός τή μία πλευρά καί παρετήρησε τίς πτυχ ές, τίς διπλές καί τά πρηξίματα, τά όφειλόμενα στήν πίεση τών ποδιών κατά τή διαδικασία έπαναλειπτικου βηματισμού πρός διάφορες κατευθύνσεις, υστέρα, σκυμμένος, ελυσε τούς φιόγκους τών κορδονιών, τράβηξε τά κορδόνια, εβγαλε γιά δεύτερη φορά τό ενα μετά τό άλλο τά δύο παπούτσια του, άποκόλλησε τήν μερικώς ύγραμένη δεξιά κάλτσα του άπό τό μπροστινό μέρος τής οποίας τό νύχ ι του μεγάλου δαχ τύλου του είχ ε ξαναβγεί, ύψωσε τό
δεξί του πόδι καί, έχ οντας ξεθηλυκώσει μιά μώβ λαστιχ ένια καλτσοδέτα, έβγαλε τή δεξιά κάλτσα του, τοποθέτησε τό γυμνό δεξί του πόδι στήν άκρη τού καθίσματος τής καρέκλας του, έπιασε καί άπέκοψε προσεχ τικά τό έξέχ ον μέρος τού νυχ ιού τού μεγάλου του δαχ τύλου, ύψωσε τό κομμένο κομμάτι στά ρουθούνια του καί είσέπνευσε τή μυρουδιά τής παρονυχ ίδος, υστέρα πέταξε μακριά μέ ικανοποίηση τό άποκομμένο κομμάτι. Γιατί μέ ικανοποίηση; Έπειδή ή είσπνευθείσα μυρουδιά άντιστοιχ ούσε σέ άλλες μυρουδιές είσπνευθείσες άπό. άλλα κομμάτια, έπιλεγμένα καί άποκομμένα άπό τόν Μπλούμ, νεαρό τότε μαθητή στό σχ ολείο τής κυρίας ’Έλλις, ύπομονετικά κάθε νύχ τα κατά τή διάρκεια σύντομης γονυκλισίας, νυχ τερινής προσευχ ής καί φιλόδοξων διαλογισμών. Σέ ποιά τελική φιλοδοξία είχ αν συνενωθεί τώρα ολες οί συγκλίνουσες καί διαδοχ ικές φιλοδοξίες; Ούτε νά κληρονομήσει λόγω δικαιώματος διαδοχ ής πρωτοτόκου ή δικαιώματος ίσου βαθμού ή δικαιώματος ύστεροτόκου, ούτε νά κατέχ ει είς τό διηνεκές εκτεταμένη ιδιοκτησία ίκανού άριθμού εκταρίων, πλέθρων καί οργιών, νομίμως καταμετρηθείσης άγροτικής γής (έκτίμησις 42 λίρες), κτηνοτροφικής περιοχ ής περιβαλλούσης οίκον βαρωνείας μέ περίπτερον φύλακος παρά τήν πύλην καί ιδιωτικήν αμαξιτήν οδόν, ούτε άντιθέτως ύπερυψωμένον οίκημα ή μερικώς άπομονωμένην έπαυλη, περιγραφομένην ώς Rus in Urbe ή Qui si Sana, άλλά νά άγοράσει μέ ιδιωτικήν συμβολαιογραφικήν πράξιν καί δικαίωμα μεταβιβάσεως πρός τρίτους άχ υροσκεπή διώροφον άγρέπαυλιν πρός κατοίκησιν, μεσημβρινού προσανατολισμού, μέ άνεμοδείκτη στή στέγη καί άλεξικέραυνο συνδεδεμένο μέ τή γή, μέ βεράντα προσόψεως σκεπασμένη μέ παρασιτικά φυτά (κισσό ή άναρριχ ώμενο τής Βιρτζίνιας), μέ θύρα εισόδου βαμμένη μέ πράσινο τής ελιάς, μέ επιτυχ ές φινίρισμα καί γυαλισμένους μπρούντζους στίς πόρτες, μέ στοκαρισμένη πρόσοψη καί επιχ ρυσωμένη διακόσμηση είς τό σημείον ένώσεως μέ τήν στέγη καί είς τίς γωνίες, εί δυνατόν υπερυψωμένη είς επικλινές ύψωμα μέ εύχ άριστον θέα άπό μπαλκόνι μέ προστατευτικό στηθαίο άπό πέτρινα κολωνάκια πάνω άπό μή οίκοδομημένα και μή δυνάμενα νά οίκοδομηθούν παρακείμενα λειβάδια, κτισμένη έντός έκτάσεως είκοσι ή είκοσι πέντε στρεμμάτων, σέ τέτοια άπόσταση άπό τήν πλησιέστερη δημοσία όδό ώστε τά φώτα της νά καθίστανται ορατά τήν νύκτα πάνω καί μέσα άπό ένα φράκτη ταχ είας άναπτύξεως σέ σχ ήμα κερατοειδούς άκτίνος άπό έπιμελώς κλαδεμένους θάμνους, εύρισκομένην σέ σημείο όχ ι πλησιέστερο τού μιλίου άπό τήν περιφέρεια τής πρωτευούσης, έντός χ ρονικού όρίου μή ύπερβαίνοντος τά πέντε λεπτά άπό τό τέρμα τών τροχ ιοδρόμων ή τού σιδηροδρόμου (π.χ . τό Ντάντραθμ, εις τά νότια, ή τό Σάττον, εις τά βόρεια, καί τών δύο τοποθεσιών αποδεδειγμένων εξίσου ώς άνταποκρινομένων καθ’ όμοίωσιν πρός τούς γήινους πόλους, όσον άφορά εις τήν εύνοιαν τών κλιματολογικών συνθηκών δι’ άτομα πάσχ οντα έκ φυματιώσεως), ή τοποθεσία δέ δέον νά εύρίσκεται ύπό καθεστώς εμμίσθου ένοικιάσεως άγροτικής γής πρός καλλιέργειαν, διαρκείας 999 ετών, τής οικίας καί τών βοηθητικών κτιρίων συνισταμένων άπό ενα σαλόνι μέ προσβλέπουσα τζαμαρία (διπλό τόξο), έντοιχ ισμένον θερμόμετρον, 1 καθιστικόν, 4 κρεβατοκάμαρες, 2 δωμάτια υπηρεσίας, κουζίνα επενδυμένη μέ πλακάκια καί συστοιχ ία φούρνων καί πλυσταριό, χ ώλ μέ εντοιχ ισμένες ντουλάπες διά άσπρόρουχ ά, σπαστήν βιβλιοθήκη άπό καπνισμένη βελανιδιά, περιλαμβάνουσα τήν Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια καί τό Λεξικόν τού Νέου Αίώνος, μεσαιωνικά ή άνατολίτικα οπλα περασμένων εποχ ών κρεμασμένα σταυρωτά έπί τού τοίχ ου, γκόνγκ τό όποιον θά σημαίνει τήν ώραν τού δείπνου, λάμπα άπό άλάβαστρο, κρεμαστή ζαρντινιέρα, αύτόματη συσκευή τηλεφώνου άπό
έβονίτην μέ κατάλογον εις τό πλάι, χ ειροποίητο χ αλί Άξμίνστερ μέ κρέμ φόντο καί μπορντούρα, τραπεζάκι διά έπιτραπέζια παίγνια μέ κολωνάτα καί νυχ ωτά πόδια, τζάκι μέ σύνεργα άπό μασίφ μπρούντζο καί χ ρυσοστόλιστο χ ρονόμετρο-ρολόι στήν έξοχ ή, έγγυημένον χ ρονομετρητήν μέ καθεδρικήν κωδωνοκρουσία, βαρόμετρον μέ ύδρογραφικόν χ άρτην, άναπαυτικούς καναπέδες εις τό κέντρον καί άλλους κατάλληλους γιά γωνίες, ταπετσαρισμένους μέ βελούδο, μέ καλές σούστες καί βαθουλωμένους εις τό κέντρον, τρίφυλλον ιαπωνικόν παραβάν καί πτυελοδοχ εία (στύλ λέσχ ης, άπό άκριβό δέρμα εις τό χ ρώμα τού κρασιού, μέ επιφάνειες ευκόλως άνανεώσιμες μετά έλάχ ιστον κόπο τή χ ρήσει λινελαίου καί όξους), πρισματικόν πυραμιδοειδή κεντρικόν λαμπερόν πολυέλαιον, μπάρα άπό κατεργασμένον ξύλον διά έξημερωμένον παπαγάλον (άποκαθαρμένον λεξιλόγιον), άνάγλυφον ταπετσαρία, δέκα σελλίνια τό ρολό τών δώδεκα μέτρων, μέ σταυρωτά κλεψίτυπα κόκκινων λουλουδιών καί ύπερυψωμένον σειρήτι ώς διάδημα, μέ κλιμακοστάσων μέ τρία συνεχ ή μεσόσκαλα σέ διαδοχ ικές ορθές γωνίες, σκαλιά καί πλατύσκαλα, κεντρικόν ύποστήριγμα, στηρίγματα καί κουπαστή άπό βερνικωμένην άνοιχ τόχ ρωμη βελανιδιά, μέ αυξημένη τήν επιφάνεια τού κάτω μέρους τού παραπέτου τού τοίχ ου, δουλεμένη μέ κερί καί καμφορά, μέ δωμάτιο λουτρού, μέ παροχ ήν θερμού καί ψυχ ρού ύδατος, λουτήρα καί καταιονητήρα, τουαλέταν εις τόν ήμιώροφο διαθέτουσα παράθυρον μέ άδιαφανές ορθογώνιο μονοκόμματο τζάμι, κάθισμα πού άνασηκώνεται, λάμπα μέ βάσιν έπί τού τοίχ ου, μπρούντζινες λαβές, άναπαυτήρια τών βραχ ιόνων, σκαμνί διά τά πόδια καί καλλιτεχ νική ελαιογραφία εις τήν εσωτερική πλευρά τής πόρτας, δευτέρα τουαλέτα μέ άπέριττον κατασκευή, διαμερίσματα υπηρεσίας μέ ξεχ ωριστούς χ ώρους καθαρισμού καί υγιεινής, διά μαγείρισσα, ύπηρέτρια καί προσωπική καμαριέρα (μισθός αυξανόμενος αυτομάτως άνά διετίαν κατά δύο λίρας, άσφαλιστήρων συμβόλαιον μέ έτήσιο δώρον διά παρεχ ομένην έχ εμύθειαν (μία λίρα) καί έπίδομα συντάξεως (βασιζομένης είς τό σύστημα τών 65 χ ρόνων) μετά άπό τριακονταετή υπηρεσία), μέ σκευοφυλάκιο, χ ώρους άποθηκεύσεως τροφίμων καί κρεάτων, καταψύκτη, βοηθητικούς χ ώρους, κελλάρι άνθράκων καί ξύλων, κάβα άποθηκεύσεως οίνου (άφρώδους καί μή άφρώδους) πρός προσφοράν είς διακεκριμένους καλεσμένους είς περίπτωσιν δεξιώσεως καί έσπερινής συνεστιάσεως (βραδινόν ένδυμα), καί μέ γενικήν παροχ ήν άεριόφωτος.
Ποιές συμπληρωματικές παροχ ές πρός διασκέδασιν μπορούσαν νά περιλαμβάνουν οί χ ώροι; Συμπληρωματικώς, γήπεδον τέννις καί πετοσφαίρας, γωνιά φυτοκομίας, θερμοκήπιον τροπικών φυτών έξοπλισμένον μέ τόν πλέον ένδεδειγμένο τρόπο διά τήν βοτανικήν, πέτρινη γλυπτική σύνθεση/ κήπου μέ συντριβάνι, μελισσοκομείον οργανωμένο έπί άνθρωπιστικών άρχ ών, παρτέρια σέ σχ ήμα όβάλ μέσα σέ κομμάτια ορθογώνιου γρασιδιού μέ έκκεντρικές καμπύλες άπό κόκκινες καί κίτρινες τουλίπες, γαλάζια σκυλάκια, κρόκους, πολυανθή, μοσχ ομπίζελα, άγριους κρίνους (βολβοί δυνάμενοι νά άγορασθούν άπό τόν σέρ Τζαίμς Γ. Μακάη, ΕΠΕ, [πώλησις χ ονδρική καί λιανική] έμπορον σπόρων καί βολβών, επιμελητήν κήπων καί άντιπρόσωπον χ ημικών λιπασμάτων, όδός ’Άνω Σάκβιλ 23), περιβόλι μέ όπωροφόρα δέντρα, λαχ ανόκηπον καί άμπελώνα, προστατευόμενα έναντι τών παρανόμως εισερχ ομένων μέ προστατευτικό φράκτην μέ ενσφηνωμένα είς τήν κορυφήν τεμάχ ια ύάλων, μέ παράγκα πού κλειδώνει μέ λουκέτο δι` άποθήκευσιν διαφόρων άπογεγραμμένων έργαλείων. `Όπως; Παγίδες διά χ έλια καί άστακούς, μεταλλικά καλάμια ψαρέματος, τσεκούρι, ζυγαριά, τροχ ό γιά τρόχ ισμα, σβάρνα, περιελίκτη χ όρτου, σάκκους διά μεταφορά υλικών, πτυσσόμενη σκάλα, τσουγκράνα μέ δέκα δόντια, ξυλοπάπουτσα, ξηραντήριο χ όρτου, σκαλιστήρι, πριόνι μέ ξύλινο προέκταμα, κουβάς γιά χ ρώματα, πινέλο, τσάπα καί άλλα. Ποιές βελτιώσεις μπορούσαν έν συνεχ εία νά προστεθούν; Κονικλοτροφείο καί ορνιθοτροφείο, περιστερεώνας, βοτανικό εργαστήριο, δύο οριζόντιες αιώρες (τής κυρίας καί τού κυρίου), ηλιακό ρολόι ίσκιασμένο καί προστατευμένο άπό δενδρύλλιο λαβούρνου ή άπό πασχ αλιές, ιαπωνικόν καμπανάκι αύλόπορτας εναρμονισμένο μέ εξωτερικόν ήχ ο καί στερεωμένο εις τά πλάγια τού άριστερού τοίχ ου τής έξώθυρας, μεγάλη δεξαμενή νερού, μηχ ανή κοπής χ όρτου μέ πλευρικόν χ ώρον υποδοχ ής τού κομμένου ύλικού, περιστρεφόμενον καταβρέκτη χ όρτου μέ ελαστικόν σωλήνα. Ποιές δυνατότητες προσβάσεως ήσαν επιθυμητές; Πρός τήν κατεύθυνσιν τής πόλης, συχ νές διασυνδέσεις μέ τραίνα ή μέ τροχ ιοδρόμους πρός τούς άντιστοίχ ους ένδιαμέσους σταθμούς ή τά τέρματα. Πρός τήν κατεύθυνσιν τής εξοχ ής, ποδήλατα μέ έλευθέρους άνευ άλυσίδος τροχ ούς καί προσαρτημένο πλευρικό κάνιστρο ή μέ συρόμενον ύπό ύποζυγίου ό’χ ημα, γαίδουράκι μέ καρρότσα ή κομψό αμαξάκι τύπου Φαέθων μέ σβέλτο αλογάκι (μέ γκρίζες καί άσπρες βούλες, ευνουχ ισμένο, μικρόσωμον). Ποιά θά μπορούσε νά είναι ή ονομασία αύτής τής έπιλεγείσης ή άνεγερθείσης κατοικίας; Βίλα τού Μπλούμ. Βίλα τού Αγίου Λεοπόλδου. Άνθούπολις. Μπορούσε ό Μπλούμ τού άριθμού 7 τής όδού ’Έκκλς νά φαντασθεί τόν Μπλούμ τής Άνθουπόλεως; Μέσα σέ άνετα μάλλινα ενδύματα, κασκέτο Χάρις τουήντ, άξίας οκτώ σελλινίων καί εξι πεννών, πρακτικές μπότες κήπου μ’ ελαστική ένίσχ υσιν, έφοδιασμένον μέ καταβρεχ τήρι, νά φυτεύει βραγιές άπό νεαρά πεύκα, νά κάνει ενέσεις, νά κλαδεύει, νά τοποθετεί πασσάλους, νά σπέρνει
γρασίδι, νά κυλάει ενα φορτωμένο μέ ζιζάνια χ ειράμαξο πού δέν άπαιτεί υπερβολική κούραση, τό ηλιοβασίλεμα άνάμεσα στό άρωμα φρεσκοκομμένου άχ ύρου, καθιστώντας τό χ ώμα εύφορώτερον, πληθαίνοντα εις σοφίαν, κερδίζοντα μακροβιότητα. Ποιό συναφές πρόγραμμα πνευματικών επιδιώξεων ήταν ταυτοχ ρόνως κατορθωτό; Ή στιγμιαία φωτογραφία, ή συγκριτική μελέτη τών θρησκειών, ή λαογραφία σέ συνάρτηση μέ διάφορες πρακτικές περί τόν έρωτα καί τίς προλήψεις, ή μελέτη τών ούρανίων σωμάτων. Ποιές διασκεδάσεις έλαφρότερης χ ροιάς; Σέ ανοιχ τούς χ ώρους, ή έργασία στόν κήπο καί τά χ ωράφια, ή ποδηλασία σέ έπίπεδα άσφαλτοστρωμένα μονοπάτια, ή άνάβασις ελαφρώς ύπερυψωμένων λόφων, ή κολύμβησις σέ άπόμερα γλυκά νερά καί ή άδιατάρακτη βαρκάδα σέ ποτάμια μέ άσφαλή βάρκα ή έλαφρύ κανώ μέ άγκυρα σέ άκροποταμιές έλεύθερες άπό ύδατοφράγματα καί έπικίνδυνα ρεύματα (καλοκαιρινή περίοδος) , ό έσπερινός περίπατος ή ή έφιππος περιπλάνησις καί παρατήρησις άγονων τοπείων καί σέ άντίθεση πρός αύτά καπνών άπό καιόμενες μπρικέτες έξ άποσυντεθειμένων ριζών σ’ εύχ άριστες έξοχ ικές κατοικίες (χ ειμωνιάτικη περίοδος) . Σέ κλειστούς χ ώρους, στήν θαλπωρή μιάς χ λιαρής άτμοσφαίρας, ή συζήτησις γύρω άπό άλυτα ιστορικά καί έγκληματολογικά προβλήματα, ή άνάγνωσις μή λογοκριμένων εξωτικών ερωτικών άριστουργημάτων, ή οικιακή ξυλουργική μέ κουτί εργαλείων πού περιέχ ει σφυρί, πένσα, καρφιά, βίδες, άλουμινόκαρφα, περιστρεφόμενο τρυπάνι, τανάλια, πλάνη καί κατσαβίδι. Θά μπορούσε νά έξελιχ θει σέ τζέντλεμαν καλλιεργητή άγροτικών προίόντων καί κτηνοτρόφο; Καθόλου άπίθανον, μέ μία ή δύο γαλακτοπαραγωγικές άγελάδες, στέγαστρον βουνίσιου άχ ύρου καί άναγκαίων άγροτικών έργαλείων, δηλαδή πλήρες τυροκομειον, έγκατάστασιν άλέσεως γογγυλιών κτλ. Ποιές θά μπορούσαν νά ήσαν οί δημόσιες λειτουργίες καί ή κοινωνική θέσις του έν μέσω τών άγροτικών οικογενειών καί τών εύγενών γαιοκτημόνων; Νά άνέλθει διαδοχ ικώς τίς βαθμίδες τής ίεραρχ ικής τάξεως, ώς κηπουρός, διαμορφωτής κήπων, καλλιεργητής, κτηνοτρόφος καί, είς τό άπόγειο τής σταδιοδρομίας του, δημοτικός άρχ ων ή είρηνοδίκης μέ οικογενειακόν έμβλημα καί πολεμικόν θυρεόν μέ τό άρμόζον κλασικόν ρητόν (Semper paratus), άρμοδίως καταχ ωρισμένον είς τά δικαστικά άρχ εία (Μπλούμ, Λεοπόλδος Π., Μέλος του Κοινοβουλίου, Σύμβουλος τού Στέμματος, Τππότης τού Τάγματος τού ‘Αγίου Πατρικίου, Επίτιμος Διδάκτωρ τής Νομικής Honoris causa, Μπλούμπολις, Ντάντρουμ), άναφερόμενος είς τίς αύλικές καί κοσμικές ειδήσεις (ό κ. καί ή κυρία Λεοπόλδου Μπλούμ άνεχ ώρησαν έκ Κίνγσταουν δι` ’Αγγλίαν). Ποιά πορεία δράσης σχ εδίαζε γιά τόν έαυτό του σ’ αύτό τό επίπεδο; Μιά πορεία καθοριζόμενη μεταξύ τής άπρεπούς έπιείκιας καί τής ύπερμέτρου αύστηρότητος. Είς μίαν έτερογενή κοινωνίαν αυθαιρέτων τάξεων, άδιακόπως έπανεντασσομένων ύπό δρους μείζονος καί έλάσσονος κοινωνικής άνισότητος, νά άπονείμει άδέκαστη ομογενή άόκχ φιλονίκητη δικαιοσύνη, έλαφρυνόμενη μέ μετριασμούς μιάς πλέον εύρείας πιθανής ελευθερίας, άλλά άπαιτητικήν μέχ ρις τελευταίου όβολού, περιλαμβάνουσα τήν κατάσχ εσιν τής περιουσίας, κινητής καί άκινήτου, ύπέρ τού στέμματος. Πιστός εις τήν ύψηλοτέ^αν ίσταμένην άρχ ήν τής χ ώρας, δραστηριοποιούμενος άπό
ενδόμυχ ον άγάπην πρός τήν ευθυδικία, θά διετήρει ώς επιδιώξεις του τήν αύστηράν τήρησιν τής δημοσίας τάξεως, τήν καταστολήν άρκετών άδικιών, άλλά ούχ ί καί άπασών ταυτοχ ρόνως (κάθε μέτρον μεταρρυθμίσεως ή περικοπής εξόδων συνιστόν άπλώς μίαν προεισαγωγικήν λύσιν, περιεχ ομένην διά συνεχ ών μετατροπών εις τήν τελικήν λύσιν), τήν ύποστήριξιν τού γράμματος τού νόμου (τού άγράφου, τού θεσπισθέντος καί τού έμπορικού) έναντι παντός συνωμοτούντος καί παντός καταπατητού ένεργούντος έκτός νόμων καί διατάξεων, παντός άποπειρωμένου οπως άναστήσει (διά καταπατήσεως γής καί μικροκλοπής καυσοξύλων) παμπάλαια δικαιώματα, άπονεκρωθέντα λόγω άχ ρησίας, παντός δημοκοπούντος ύποκινητού ύπέρ φυλετικών διωγμών, παντός άναμοχ λευτού διεθνών εχ θροτήτων, παντός παρενοχ λούντος τήν συζυγικήν ευθυμίαν, παντός δυστρόπου παραβιαστού τής συζυγικής συμβιώσεως. Δώσε άποδείξεις ότι έκ τής πρώτης του νεότητος ούτος άγαπούσε τήν εύθυδικία. Τό 1880, γυμνασιόπαις, είχ ε άποκαλύψει στόν νεαρό Πέρσυ Απτζων τήν δυσπιστία του έναντι τών δοξασιών τής ιρλανδικής (διαμαρτυρομένης) εκκλησίας (εις τήν όποιαν ό πατέρας του Ρούντολφ Βίραγκ, άργότερον Ρούντολφ Μπλούμ, είχ ε προσηλυτισθεί άπό τήν ίσραηλιτική πίστιν καί κοινωνίαν τό 1865 ύπό τής Εταιρείας Προωθήσεως τού Χριστιανισμού μεταξύ τών έβραίων), έν συνεχ εία έγκαταλειφθείσαν ύπ’ αύτού πρός όφελος τού ρωμαίκού καθολικισμού τήν εποχ ήν καί έν όψει τού γάμου του τό 1888. Τό 1882, στόν Ντάνιελ Μάγκρεην καί τόν Φράνσις Γουέντ, διαρκούσης νεανικής φιλίας (τερματισθείσης λόγω προώρου μεταναστεύσεως τού πρώτου) κατά τήν διάρκειαν νυχ τερινών περιπλανήσεων, ούτος ειχ εν ύποστηρίξει τήν πολιτικήν θεωρίαν τής άποικιακής έπεκτάσεως (π.χ . στόν Καναδά) καί τίς εξελικτικές θεωρίες τού Καρόλου Δαρβίνου, οπως αύτές εκτίθενται εις τήν Καταγωγήν τού Άνθρώπου καί τήν Έξέλιξιν τών Ειδών. Τό 1885, είχ ε δημοσίως έκφράσει τήν συμμετοχ ήν του εις τό έθνικόν οικονομικόν καί συνεταιριστικόν πρόγραμμα πού ύποστήριζαν ό Τζαίημς Φίνταν Λάλορ, ό Τζών Φίσερ Μάραιη, ό Τζών Μίτσελ, ό Τ. Φ. X. Όμπράιαν καί άλλοι, εις τήν άγροτικήν πολιτικήν τού Μάικλ Ντάβιττ, είς τό κίνημα διά συνταγματικές ελευθερίες τού Τσάρλς Στιούαρτ Πάρνελλ (βουλευτού τής πόλεως Κόρκ), εις τό ειρηνικόν πρόγραμμα άναθεωρήσεων καί μεταρρυθμίσεων τού Ούίλλιαμ Γιού-αρτ Γκλάόστον (Βουλευτού τού Μιντλόδιαν, Σκωτίας) και διά νά υποστηρίξει τίς πολιτικές πεποιθήσεις του, είχ ε σκαρφαλώσει σ’ ένα ασφαλές σημείο άνάμεσα στά κλαδιά ένός δένδρου εις τήν όδό Νορθάμπελαντ διά νά παρακολουθήσει τήν είσοδον είς τήν πρωτεύουσαν (2 Φεβρουάριου 1888) τής ένθουσιώδους πορείας 20.000 λαμπαδηφόρων διαδηλωτών άπό 120 έπαγγελματικάς ενώσεις, οίτινες μέ 2.000 πυρσούς συνόδευον τόν μαρκήσιον τού Ρίπον καί τόν Τζών Μόρλεύ. Πόσα καί πώς προτίθετο νά πληρώσει δι’ αύτήν τήν έξοχ ική κατοικία; Συμφώνως πρός τό διαφημιστικόν φυλλάδιον τής Έπιχ ορηγουμένης Εταιρείας Στεγάσεως Μεταναστών Φίλων έκ τής ’Αλλοδαπής (συσταθείσης τό 1874), ένα μέγιστον ποσόν 60 λιρών έτησίως, άντιπροσωπεύον τό άσφαλούς εισοδήματος προερχ ομένου άπό άσφαλή χ ρεώγραφα, είτε 5 % τόκου άνευ άνατοκισμού ένός κεφαλαίου 1.200 λιρών — (υπολογισμός τής άγοράς έντός 20 έτών), ού τό ‘Α καταβλητέον κατά τήν παράδοσιν τού άκινήτου καί τό ύπόλοιπον, τουτέστιν 800 λίρες πλέον τόκου 2‘Λ% έπ’ αύτού, ύπό μορφήν έτησίου ένοικίου καταβλητέου τριμηνιαίως σέ ίσοπόσους έτησίας δόσεις μέχ ρις έξοφλήσεως διά τοκοχ ρεολυσίου τού παραχ ωρηθέντος πρός άγοράν δανείου έντός περιόδου 20 έτών, τού έτήσιου ένοικίου άνερχ ομένου συνολικώς είς 64 λίρας, συμπεριλαμβανομένης τής χ ρήσεως τού άκινήτου, τών δέ τίτλων ιδιοκτησίας παραμενόντων είς τήν κατοχ ήν τού δανειστού ή τών δανειστών ύπό τόν δεσμευτικόν δρον ότι θά άντιμετωπίζεται τό ένδεχ όμενον άναγκαστικής έκποιήσεως, κατασχ έσεως καί άμοιβαίων άποζημιώσεων είς
περίπτωσιν παρατεταμένης άδυναμίας πληρωμής τών καθορισμένων ποσών, άλλως πως, μετά τήν έκπνοήν τής περιόδου τών προκαθορισμένων έτών, τής κατοικίας περιερχ ομένης είς τήν άπόλυτον νομήν καί κυριαρχ ίαν τού ένοικιαστού κατόχ ου της. Ποιά ταχ ύρρυθμα άλλά άνασφαλή μέσα πρός πλουτισμόν μπορούσαν νά έπιτρέψουν μιάν άμεσον άγορά; ‘Ένας ιδιωτικός άσύρματος τηλέγραφος, μεταδίδων διά τού συστήματος Μόρς τό άποτέλεσμα ένός έθνικού ιππικού άγώνος (όμαλού καί άνωμάλου), άποστάσεως ένός ή περισσοτέρων μιλίων καί υποδιαιρέσεων τού μιλίου, τόν όποιον κερδίζει εις ίππος άουτσάιντερ μέ πιθανότητες έπιτυχ ίας 50 πρός 1 τήν 3ην ώραν καί 8’ λεπτά μ.μ. (ώρα Γκρήνουιτς) είς τό Άσκοτ, τού δέ μηνύματος ληφθέντος είς Δουβλίνον τήν 2.59’ λεπτά μ.μ. (ώρα Ντάνσινκ) καί μέ δυνατότητας συνθηκών στοιχ ήματος. Ή άπροσδόκητη άνεύρεσις ένός άντικειμένου μεγάλης χ ρηματικής άξίας, πολυτίμου λίθου, πανάκριβων γραμματοσήμων, πρός έπικόλλησιν ή έπί έντύπων (τών 7 σελλινίων, μώβ, χ ωρίς δοντάκια, ’Αμβούργο, 1866, ή τών 4 πεννών, ροζ, γαλάζιό, μέ δοντάκια, Μεγάλη Βρετανία, 1855, ή τού 1 φράγκου, γκρίζου, έπισήμου, διατρήτου, μέ διαγώνιον προσαύξησα, Λουξεμβούργο, 1878)· δακτυλιδίου πανάρχ αιας δυναστείας, μοναδικού κειμηλίου είς άσυνήθη άποθήκευσιν ή ύπό άσυνήθεις συνθήκας` άπό τόν άέρα (άφημένο άπό άετόν έν πτήσει), εις τήν πυρά (άνάμεσα στ’ άπανθρακωμένα κατάλοιπα άπανθρακωμένου μεγάρου), εις τήν θάλασσα (άνάμεσα σέ επιπλέοντα, άπορριφθέντα άπορρίμματα καί ύλικά), εις τήν γή (εις τό στομάχ ι βρωσίμου τινός πτηνού). Ή δωρεά άπό εναν ’Ισπανό κρατούμενο ένός μακρινού θησαυρού τιμαλφών ή νομισμάτων ή ράβδων χ ρυσού, κατατεθειμένων εις φερέγγυον τραπεζιτικόν οργανισμόν πρίν άπό 100 χ ρόνια μέ άνατοκιζόμενον τόκον 5% συνολικής άξίας 5.000.000 λιρών (πέντε εκατομμυρίων λιρών στερλινών). Συμβόλαιον μέ άφελή συμβαλλόμενον διά παράδοσιν 32 παραγγελιών δοθέντος έμπορεύματος ύπό τήν προύπόθεσιν έξοφλήσεως τοις μετρητοίς κατά τήν παράδοσιν εις τό άρχ ικόν ύψος ένός τετάρτου τής πέννας καί τής άμοιβής ταύτης συνεχ ώς άνερχ ομένης κατά γεωμετρικήν πρόοδον τού δύο (ένός τετάρτου τής πέννας, ένός ήμίσεως τής πέννας, μιάς πέννας, δύο πεννών, τεσσάρων πεννών, οκτώ πεννών, ένός σελλινίου καί τεσσάρων πεννών, δύο σελλινίων καί οκτώ πεννών μέχ ρι τού τελικού άποτελέσματος τών 32 αύξήσεων). “Ενα προκαταρτισθέν σχ έδιον, βασιζόμενο εις τούς νόμους τών πιθανοτήτων, διά τό ξετίναγμα τής μπάνκας τού καζίνου τού Μόντε Κάρλο. Ή λύσις τού πανάρχ αιου προβλήματος τού τετραγωνισμού τού κύκλου, μέ κρατικόν βραβείον 1.000.000 λιρών στερλινών. Ύπήρχ ε δυνατότης άποκτήσεως άμυθήτου περιουσίας μέσω βιομηχ ανικών διαύλων; Ή έπανάκτησις πρός καλλιέργειαν άμμωδών εκτάσεων άχ ρήστου εδάφους, οπως προτείνεται εις τό διαφημιστικόν έντυπον τής ’Ατζένταθ Νέταιμ, Μπλάιμπτρεουστράσσε, Βερολίνον, Δυτικά 15, διά τήν καλλιέργειαν φυτειών μέ πορτοκαλιές, περιβολιών μέ πεπόνια καί άναδάσωσιν. Ή χ ρησιμοποίησις άχ ρήστου χ άρτου, τεμαχ ίων συρραμένων δερμάτων τρωκτικών, άνθρωπίνων περιττωμάτων πλουσίων σέ χ ημικά συστατικά, λαμβανομένης ύπ’ όψιν τής τεραστίας παραγωγής τού πρώτου, τού τεραστίου άριθμού τών δευτέρων καί τής άπειρου ποσότητος τών τρίτων, κάθε κοινής άνθρωπίνης ύπάρξεως μέσης ζωτικότητος καί όρέξεως παραγούσης έτησίως, άφαιρουμένων τών ύδαρών ύποπαραγώγων, ένός συνολικού ποσού 38 κιλών (έπί μικτού διαιτολογίου, ζωικού καί φυτικού), πολλαπλασιαζομένων έπί τόν άριθμόν 4.386.035 τού συνολικού πληθυσμού τής ’Ιρλανδίας, συμφώνως πρός τ’ άποτελέσματα τής άπογραφής τού 19ΟΙ. Ύπήρχ αν σχ έδια μεγαλύτερης έμβελείας;
“Ενα σχ έδιόν ύπό κατάρτισιν καί ύποβολήν πρός έγκρισιν είς τούς λιμενικούς διαχ ειριστάς διά τήν έκμετάλλευσιν τού λευκού άνθρακος (υδραυλικής ένέργειας), τής παρεχ ομένης άπό ύδροηλεκτρικόν έργοστάσιον είς τήν άκμήν τής παλίρροιας είς τήν είσοδον τού λιμένος τού Δουβλίνου ή τούς καταρράκτας Πουλαφούκα ή τού Πάουερσκουρτ ή διά τής κατασκευής ύδατοφρακτών είς τούς κυριώτερους ποταμούς μέ στόχ ον τήν εύθηνήν παραγωγήν ήλεκτρικού ρεύματος 500.000 κιλοβατωρών. “Εν σχ έδιόν περιφράξεως τού δέλτα τού άκρωτηρίου τού Νόρθ Μπούλ είς Ντόλυμαουντ καί άνεγέρσεως είς τήν έκτασιν τής άκρογιαλιάς, ήτις τώρα χ ρησιμοποιείται διά γήπεδα γκόλφ καί σκοπευτήριο, ένός άσφάλτινου άναχ ώματος μέ καζίνα, καταστήματα, αίθούσας.σκοποβολής, ξενοδοχ εία, πανσιόν, άναγνωστήρια, έγκατα στάσεις μικτών λουτρών. “Εν σχ έδιόν διά τήν χ ρήσιν αμαξών συρομένων άπό σκύλους καί κατσίκες διά τήν παράδοσιν τού πρωινού γάλακτος. “Εν σχ έδιον διά τήν άνάπτυξιν τού ίρλανδικού τουριστικού ρεύματος, έντός καί πέριξ τού Δουβλίνου, μέ τήν χ ρησιμοποίησιν βενζινοκινήτων ποταμοπλοίων, διακινουμένων έπί τού πλωτού ποταμού μεταξύ τών γεφυρών Άιλαντ καί Ρίνγκσεντ, άνοιχ τών αμαξών, τοπικών τραίνων στενής γραμμής καί άτμοπλοίων άναψυχ ής διά ναυσιπλοία περί τάς άκτάς (10 σελλίνια τό άτομον ήμερησίως, συμπεριλαμβανομένης τριγλώσσου ξεναγήσεως). “Εν σχ έδιόν διά τόν έκσυγχ ρονισμόν τής διακινήσεως τών έπιβατών καί τών έμπορευμάτων είς τάς ίρλανδικάς ύδατίνας άρτηρίας, άπελευθερουμένας άπό τά φύκια τών βυθών. “Εν σχ έδιόν συνδέσεως διά τροχ ιοδρομικής γραμμής τής Ζωαγοράς (βόρεια περιφερειακή όδός καί όδός Πρωσσίας) μετά τών άποβαθρών (όδός Σέριφ καί άνατολικό Τείχ ος), παραλλήλως πρός τήν σιδηροδρομικήν γραμμήν Λίνγκ χ αρασσομένης (έν συνδυασμώ μέ τήν σιδηροδρομικήν γραμμήν Μεγάλης Νοτίας καί Δυτικής κατευθύνσεως) μεταξύ τού πάρκου τών βοοειδών, τού σταθμού Λίφφεύ καί τού τέρματος τού Μεγάλου Δυτικού Σιδηροδρόμου Ένδοχ ώρας, άριθμός 43 καί 45 Βορείου Τείχ ους, γειτνιαζούσης μέ τούς τερματικούς σταθμούς ή τούς ύποσταθμούς τού Μεγάλου Κεντρικού Σιδηροδρόμου τού Δουβλίνου, τού Σιδηροδρόμου Ένδοχ ώρας τής ’Αγγλίας, τής ’Ατμοπλοίκής Εταιρείας τής Πόλεως τού Δουβλίνου, τής Εταιρείας Σιδηροδρόμων Λάνκασαίρ Γιόρκσαίρ, τής ’Ατμοκινήτου Σιδηροδρομικής Εταιρείας Δουβλίνου καί Γλασκώβης, τής ’Ατμοκινήτου Εταιρείας (γραμμή Λαίρντ) Γλασκώβης, Δουβλίνου καί Λόντοντερυ, τής Βρετανικής καί ’Ιρλανδικής ’Ατμοπλοίκής Εταιρείας, τών ’Ατμοπλοίων Δουβλίνου καί Μόρκαμπ, τής Σιδηροδρομικής Εταιρείας Λονδίνου καί Δυτικού Βορρά, τών Παραπηγμάτων τού Όργανισμού Λιμένος καί Άποβαθρών τού Δουβλίνου, καί τών Παραπηγμάτων Διαμετακομίσεως τής Εταιρείας Πάλγκρεηβ, Μέρφυ καί Συντροφιάς, ιδιοκτητών καί πρακτόρων άτμοπλοίων πρός Μεσόγειον, ’Ισπανίαν, Πορτογαλίαν, Γαλλίαν, Βέλγιον καί ’Ολλανδίαν καί διά τήν μεταφοράν ζώων πρός πλέον άπομακρυσμένας άποστάσεις, λειτουργούσης ύπό τής Εταιρείας ‘Ηνωμένων Τροχ ιοδρόμων τού Δουβλίνου, περιορισμένης εύθύνης, τών εξόδων της καλυπτομένων άπό τάς εισφοράς τών ζωοτροφοδοτών. Τεθείσης τής άνωτέρω προτάσεως, ή υπογραφή ένός συμβολαίου διά τήν πραγματοποίησιν αύτών τών διαφόρων σχ ημάτων μπορούσε νά άχ θεί εις τήν φυσιολογικήν καί άναγκαίαν άπόδοσιν; Δοθείσης μιάς έγγυήσεως ίσης μέ τό άπαιτούμενον ποσόν, μέ τήν συνδρομήν, διά πράξεως δωρεάς καί μεταβιβάσεως έν ζωή τού δωρητού ή διά κληροδοτήματος μετά τόν άνώδυνον θάνατον αύτού, διακεκριμένων μεγιστάνων τού χ ρήματος (τού Μπλούμ Πασά, τού Ρότσιλντ, τού Γκούγκενχ αίμ, τού Χίρς, τού Μοντεφιόρε, τού Μόργκαν, τού Ροκφέλερ), έχ όντων εις τήν κατοχ ήν των περιουσίας έκατοντάδων χ ιλιάδων λιρών, συγκεντρωθείσας κατά τήν διάρκειαν έπιτυχ ούς σταδιοδρομίας καί έν συνδυασμώ τού κεφαλαίου πρός τήν εύκαιρίαν, ήτο δυνατόν ό έπιζητούμενος σκοπός νά επιτευχ θεί.
Ποιον ενδεχ όμενον θά καθιστούσε τόν ίδιον άνεξάρτητον άπ’ αύτά τά πλούτη; Ή άνεξάρτητος άνακάλυψις ένός χ ρυσοφόρου κοιτάσματος άνεξαντλήτου μεταλλεύματος. Γιά ποιον λόγον συνεκέντρωνε τήν σκέψιν του εις σχ έδια τόσον δύσκολα νά πραγματοποιηθούν; Συνιστούσε ένα άπό τά άξιώματά του τό γεγονός ότι παρόμοιοι συλλογισμοί ή ό αύτόματος συσχ ετισμός τού άτόμου του μέ μίαν άφήγησιν ήτις τόν άφεώρα ή ή ήρεμος άναπόλησις τού παρελθόντος έφ’ όσον πραγματοποιούντο τακτικώς προ τής νυκτερινής κατακλίσεως, τόν άνακούφιζαν έκ τής κοπώσεως καί παρήγον ώς άποτέλεσμα ύγιεινήν άνάπαυσιν καί άνανεωμένην ζωτικότητα. Οί δικαιολογίες του; Ώς ερασιτέχ νης βιολόγος ειχ ε μάθει ότι άπό τά 70 χ ρόνια τού πλήρους άνθρωπίνου βίου τουλάχ ιστον τά δύο έβδομα, τουτέστιν τά 20 χ ρόνια, περνούσαν μέσα στόν ύπνο. Ώς φιλόσοφος γνώριζε ότι κατά τόν τερματισμόν παντός άτομικού βίου μόνον ένα άπειροελάχ ιστον τμήμα τών επιθυμιών έκάστου προσώπου ειχ ε πραγματοποιηθεί. Ώς φυσιολόγος πίστευε εις τόν τεχ νητόν κατευνασμόν τών κακοποιών παραγόντων τών ένεργούντων κυρίως κατά τήν διάρκειαν τού ύπνου. Σέ τί συνίσταντο οι φόβοι του; Εις τήν διάπραξιν ανθρωποκτονίας ή αύτοκτονίας κατά τήν διάρκειαν τού ύπνου λόγω δυσλειτουργίας τού φωτός τής λογικής, εις τήν μή δυναμένην νά προσμετρηθει κατηγορικήν πνευματικότητα, τήν ένυπάρχ ουσα εις τούς εγκεφαλικούς μαιάνδρους. Ποιοι ήσαν συνήθως οι τελευταίοι συλλογισμοί του; Κάποια άπομονωμένη αποκλειστική διαφήμισις ή όποία θά έξηνάγκαζε τούς περαστικούς νά σταθούν απορημένοι, μία νεωτεριστική άφίσα, άπορρίπτουσα ολας τάς εξωγενείς προσμίξεις, συνισταμένη άποκλειστικώς άπό τά άπλούστερα καί τά άποτελεσματικότερα εκφραστικά μέσα, μή ύπερβάλλουσα ώς πρός τήν έκτασιν τής τυχ αίας θεωρήσεως καί άρμόζουσα εις τήν ταχ ύτητα τού ρυθμού τής συγχ ρόνου ζωής. Τί περιείχ ε τό πρώτο ξεκλείδωτο συρτάρι; “Ενα τετράδιο σημειώσεων μάρκας Βήρ Φόστερ, ιδιοκτησίας Μίλλυς (Μίλλισεντ) Μπλούμ, μερικές σελίδες τού όποιου έφεραν διαγράμματα σχ εδιασμάτων μέ τήν ένδειξη Πατερούλης, τά όποία έδειχ ναν ένα μεγάλο σφαιρικό κεφάλι μέ πέντε όρθιες τρίχ ες, δύο μάτια σέ προφίλ, θώρακα έντελώς άνφάς μέ τρία μεγάλα κουμπιά κι ενα τριγωνικό πόδι. Δύο ξεθωριασμένες φωτογραφίες τής Βασιλίσσης ’Αλεξάνδρας τής ’Αγγλίας καί τής Μώντ Μπράσκομπ, ήθοποιού καί κατ’ επάγγελμα καλλονής. Μιά χ ριστουγεννιάτικη κάρτα, άπεικονίζουσα ένα παρασιτικό φυτό, τήν λεζάντα Μίζπαχ , τήν ήμερομηνία Χριστούγεννα 1892, τό όνομα τών άποστολέων, κύριος καί κυρία Μ. Κόμερφορντ, τό δίστιχ ο Μακάρι τά Χριστούγεννα νά σάς φέρουν Χαρά καί Ειρήνη, καί νά καλωσορίσουν τό γέλιο. Τό ύπόλειμμα άπό ένα κόκκινο βουλοκέρι, μερικώς υγροποιημένο, άγορασθέν άπό τίς αποθήκες τής Εταιρείας τών Κυρίων Χήλυ, όδός Ντέημ 89, 90 καί 91. “Ενα κουτί περιέχ ον τίς υπόλοιπες άπό μιά γρόσσα επίχ ρυσων πενών «J» άπό τήν άποθήκη τής ίδιας εταιρείας. “Ενα παλαιό δοχ είο κυλιομένης άμμου πού περιείχ ε κυλιόμενη άμμο. Μιά ένσφράγισθη
προφητεία (μηδέποτε άποσφραγισθείσα), γραμμένη άπό τόν Λεοπόλδο Μπλούμ τό 1886, άναφερόμενη στίς συνέπειες τής έπιψηφίσεως τού νόμου Εσωτερικής Αύτοδιαθέσεως τού Γουίλλιαμ Γιούαρτ Γκλάόστον τό 1886 (μηδέποτε ψηφισθέντος). “Ενα εισιτήριο θεάματος μέ άρ. 2.004 τής Φιλανθρώπου Πανηγύρεως τού ‘Αγίου Κέβιν, άξίας 6 πεννών, 100 δώρα. Μιά παιδική επιστολή, χ ρονολογημένη, μικρό δέλτα δευτέρα, μέ κείμενο: πί κεφαλαίο Πατερούλη, κόμμα, τάφ κεφαλαίο, Τί κάνεις, έρωτηματικό, έψιλον κεφαλαίο, Έγώ είμαι πολύ καλά, τελεία, άλλαγή παραγράφου, υπογραφή μέ καμπουρίτσα σέ μί κεφαλαίο Μίλλυ, χ ωρίς τελεία. Μιά καρφίτσα άπό καμέο, ιδιοκτησία τής Ελένης Μπλούμ (τό γένος Χίγγινς), πεθαμένης. Τρείς δακτυλογραφημένες έπιστολές, παραλήπτης ό Χένρυ Φλάουερ, φροντίδι Πόστ Ρεστάντ, όδός Γουέστλαντ, άποστολεύς ή Μάρθα Κλίφορντ, φροντίδι Πόστ Ρεστάντ, Ντόλφινς Μπάρν. Ή ονομασία καί ή διεύθυνσις τής άποστολέως τών τριών έπιστολών μεταγεγραμμένες είς έπιφυλασσόμενον άλφαβητικόν βουστροφηδονοειδές τετράγραμμον κρυπτογράφημα μέ στίξιν (τά φωνήεντα καταργημένα), N.IGS. / WI.UU.OX / W.OKS.MH / Υ.ΙΜ. ‘Ένα άπόκομμα άπό τό άγγλικό έβδομαδιαίο περιοδικό Σύγχ ρονος Κοινωνία, μέ θέμα τήν σωματικήν τιμωρίαν είς τά σχ ολεία θηλέων. Μιά κόκκινη κορδέλα πού είχ ε στολίσει ενα πασχ αλινό αύγό τό 1899. Δύο μερικώς ξετυλιγμένα έλαστικά προφυλακτικά μέ βοηθητικό σάκκο, άγορασθέντα δι’ άλληλογραφίας άπό τήν Ταχ υδρομική θυρίδα 32, Πόστ Ρεστάντ, τού Ταχ υδρομείου τού Τσάρινγκ Κρός, Λονδίνο, W.C. ‘Ένα πακέτο μιάς δωδεκάδας φακέλων κρέμ καί διαφανούς χ άρτου άλληλογραφίας μέ ύδατόγραμμα, τώρα μειωμένης κατά τρεις φακέλους καί χ αρτιά. Μερικά αύστρο-ουγγρικά νομίσματα, διαφορετικής άξίας. Δύο λαχ εία τού Βασιλικού Προνομιακού Ούγγρικού Λαχ είου. ‘Ένας μεγεθυντικός φακός περιορισμένης ισχ ύος. Δύο έρωτικές φωτογραφίες κάρτ-ποστάλ πού έδειχ ναν α) στοματική συνουσία μεταξύ γυμνής σενιορίτας (παρουσίασις έκ τών όπισθεν, άνωτέρα τοποθέτησις) καί γυμνού ταυρομάχ ου (παρουσίασις έκ τών έμπροσθεν, κατωτέρα τοποθέτησις) καί β) πρωκτικό βιασμό άπό άρρενα μέ ράσα (πλήρως ένδεδυμένου, οφθαλμοί άπλανεις) θήλεος μέ ράσα (μερικώς ένδεδυμένης, οφθαλμοί σταθεροί), άγορασμένες δι’ άλληλογραφίας άπό τήν Ταχ υδρομικήν Θυρίδα 32, Πόστ Ρεστάντ, τού Ταχ υδρομείου τού Τσάρινγκ Κρός, Λονδίνο, W.C. ‘Ένα άπόκομμα έντύπου μέ συνταγή γιά τήν άνανέωση τής βαφής σέ παπούτσια τών όποιων έχ ει σκάσει τό χ ρώμα τους. ‘Ένα γραμματόσημο πρός έπικόλλησιν, άξίας μίας πέννας, λεβάντα, τής Βασιλίσσης Βικτωρίας. ‘Έναν πίνακα μετρήσεων τών σωματικών διαστάσεων τού Λεοπόλδου Μπλούμ, συνταχ θέντα πρό, κατά τήν διάρκειαν καί μετά δύο μήνες συνεχ ούς χ ρήσεως συσκευής ελκτικών άσκήσεων, μάρκας Σάντοου-Γουάτλεύ (άξίας δεκαπέντε σελλινίων δι’ άρρενας καί είκοσι σελλινίων δι’ άθλητάς) ήτοι, στήθος 28 ίντσες καί 29Ά ίντσες, βραχ ίονας 9 ίντσες καί 10 ίντσες, πήχ υς 872 καί 9 ίντσες, μηρός 10 ίντσες καί 12 ίντσες, κνήμη 11 ίντσες καί 12 ίντσες. ‘Ένα διαφημιστικόν φυλλάδιον τού Θαυματοποιού, τού μεγαλυτέρου παγκοσμίως φαρμάκου διά κωλικάς ένοχ λήσεις, κατ’ ευθείαν άπό τόν Θαυματοποιό, Κόβεντρυ Χάουζ, Πλατεία Σάουθ, Λονδίνο, E.C., άπευθυνόμενον είς τήν κυρίαν Λ. Μπλούμ, μέ σύντομον συνοδευτικόν σημείωμα άρχ ίζον: ’Αγαπητή Κυρία. ’Ανάφερε τούς όρους τού κειμένου είς τούς όποιους τό διαφημιστικόν φυλλάδιον ύπεστήριζε τά πλεονεκτήματα αύτού τού θαυματουργού φαρμάκου. Θεραπεύει καί κατά τήν διάρκειαν του ύπνου, άνακουφίζει εις περίπτωσιν κινδύνου κατά τήν εξοδον άερίων, βοήθα τήν φύσιν κατά τόν καταπληκτικότερον τρόπον, εξασφαλίζει άνακούφισιν κατά τήν έξοδον τών άερίων, διατηρεί τά μέρη καθαρά καί εξασφαλίζει τήν ελευθερίαν τών φυσικών λειτουργιών. Μιά άρχ ική προκαταβολή έπτά σελλινίων καί εξι πεννών μεταβάλλουν ύμάς εις νέον καί ικανόν άνθρωπον. Αί Κυρίαι εύρίσκουν τόν θαυματοποιό έξαιρετικώς χ ρήσιμον, δοκιμάζουν εύχ άριστον εκπληξιν, διαπιστώνουν ευάρεστα άποτελέσματα, ώς ή δροσερή πόσις
ύδατος έκ πηγής κατά τήν διάρκειαν καλοκαιρινής άποπνικτικής ήμέρας. Συστήσατέ το εις τούς φίλους σας, άνδρας καί γυναίκας, διαρκεί μίαν ολόκληρον ζωήν. Είσαγάγατε τό μακρύ στρογγυλόν στέλεχ ος. Ό θαυματοποιός. ‘Υπήρχ αν συστάσεις; Πολυάριθμες. Άπό κληρικόν, άπό άξιωματικόν τού Βρετανικού ναυτικού, άπό διάσημον συγγραφέα, άπό πολιτικόν, άπό νοσοκόμα, άπό κυρία, μητέρα πέντε παιδιών, άπό άφηρημένον ζητιάνο. Μέ ποιόν τρόπο περαιωνόταν ή τελευταία σύστασις τού άφηρημένου ζητιάνου; Τί κρίμα πού ή κυβέρνησις δέν προμήθευσε μέ θαυματοποιούς τούς άντρες μας, κατά τήν διάρκειαν τής εκστρατείας τής Νοτίου Αφρικής! Όποία άνακούφισιν θά τούς προσέφερε! Ποιο άντικείμενο προσέθεσε ό Μπλούμ εις αύτήν τήν συλλογήν άντικειμένων; Μία τετάρτη δακτυλογραφημένην επιστολή πού ελαβε ό Χένρυ Φλάουερ (άλλαξε τά άρχ ικά Χ.Φ σέ Λ.Μ.) άπό τήν Μάρθα Κλίφφορντ (βρές Μ.Κ.). Ποια εύχ άριστη σκέψις συνόδευσε αύτήν τήν πράξιν; Ή σκέψις ότι, άνεξαρτήτως τής έν λόγω επιστολής, ό μαγνητισμός τού προσώπου του, τό άνάστημά του καί ό τρόπος τής ομιλίας του είχ αν γίνει, κατά τήν διάρκειαν τής περασμένης ήμέρας, εύνοίκώς άποδεκτά άπό μίαν σύζυγον (τήν κυρία Τζόζεφιν Μπρήν, τό γένος Τζόσι Πάουελ), μίαν νοσοκόμο, τήν δίδα Κάλλαν (άγνώστου ονόματος), μίαν ύπηρέτριαν, τήν Γερτρούδη (Γκέρτυ, άγνώστου επωνύμου). Ποία πιθανότης παρουσιάζετο άφ’ έαυτής; ‘Η πιθανότης άσκήσεως εξουσίας άνδρικής γοητείας εις τό πλέον άμεσο μέλλον μετά άπό άκριβόν γεύμα είς ιδιαίτερον διαμέρισμα μέ τήν συντροφιά ευπαρουσίαστης εταίρας, σωματικής ώραιότητος, μετρίων χ ρηματικών άπαιτήσεων, πολλαπλής έκπαιδεύσεως, κυρίας άπό καταγωγή. Τί περιείχ ε τό δεύτερο συρτάρι; Διάφορα έγγραφα. Τό πιστοποιητικόν γεννήσεως τού Λεοπόλδου Πάουλα Μπλούμ. ‘Ένα συμβόλαιον μικτής άσφαλίσεως 500 λιρών τής Σκωτικής Εταιρείας ’Ασφαλίσεων Χηρών μέ άποδέκτην τήν Μίλλισεντ (Μίλλυ) Μπλούμ, τό οποίον έτίθετο έν ίσχ ύι μετά τήν πάροδον 25 έτών, μέ προύποθέσεις κέρδους 430 λιρών, 462 λιρών, 10 σελλινίων καί 0 πεννών καί 500 λιρών, μετά τήν πάροδον τής ήλικίας τών 60 έτών ή είς περίπτωσιν θανάτου, μετά τήν πάροδον τής ήλικίας τών 65 έτών ή είς περίπτωσιν θανάτου, καί έν περιπτώσει θανάτου, άντιστοίχ ως, ή ύπό προύπόθεσιν κέρδους (κατόπιν έξοφλήσεως) 299 λιρών, 10 σελλινίων καί 0 πεννών, έν συνδυασμώ μέ καταβολήν 133 λιρών, 10 σελλινίων καί 0 πεννών, είς πρώτην ζήτησιν. ‘Ένα τραπεζικόν βιβλιάριον καταθέσεων έκδοθέν ύπό τής Τραπέζης Ούλστερ, ‘Υποκατάστημα Κόλλετζ Γκρήν, έμφανίζον τήν κίνησιν τού λογαριασμού τού καταθέτου κατά τό έξάμηνον λήγον τήν 31ην Δεκεμβρίου 1903, μέ πιστωτικόν ύπόλοιπον: 18 λίρες, 14 σελλίνια καί 6 πέννες (δεκαοκτώ λίρες στερλίνες, δεκατέσσερα σελλίνια, έξι πέννες), συνολικήν κινητήν περιουσίαν. ‘Ένα πιστοποιητικόν
κυριότητος κρατικών ομολογιών (ονομαστικών) Καναδικών Κρατικών, άξίας 900 λιρών, μέ έπιτόκιον 4%, (άπηλλαγμένων τελών χ αρτοσήμου). ‘Ένα πιστοποιητικόν τής Επιτροπής Καθολικών Νεκροταφείων (Γκλάσνεβιν), σχ ετικώς μέ τήν άγοράν ένός τάφου. ‘Ένα άπόκομμα τοπικής έφημερίδος σχ ετικόν μέ τήν πράξιν άλλαγής έπωνύμου δι’ ‘Υπευθύνου Δηλώσεως. Άνάφερε τούς δρους τού κειμένου αύτής τής Δηλώσεως. Ό ύπογεγραμμένος Ρούντολφ Βίραγκ, σήμερον κάτοικος Δουβλίνου, έπί τής όδού Κρανμπράσσιλ, άρ. 52, τέως κάτοικος Σζομπάτελυ, τού Βασιλείου τής Ούγγαρίας, δηλώ διά τής παρούσης ότι άποφάσισα καί άπό τούδε σκοπεύω, είς πάσαν περίπτωσιν καί συνεχ ώς, οπως ονομάζομαι Ρούντολφ Μπλούμ. Ποιά άλλα άντικείμενα σχ ετικά μέ τόν Ρούντολφ Μπλούμ (γεννηθέντα Βίραγκ) υπήρχ αν στό δεύτερο συρτάρι; Μιά δυσδιάκριτη δαγκεροτυπία τού Ρούντολφ Βίραγκ καί τού πατέρα του Λεοπόλδου Βίραγκ, φιλοτεχ νηθείσα τό έτος 1852 είς τό έργαστήριον πορτραίτων τού κατ’ άντιστοιχ ίαν πρώτου καί δευτέρου βαθμού έξαδέρφου των Στεφάνου Βίραγκ άπό τό Σζεσφερχ έρβαρ τής Ουγγαρίας. ‘Ένα παλαιόν βιβλίον έβραίκών ψαλμών έντός τού οποίου Ενα ζεύγος κυρτών γυαλιών μέ κοκκάλινο σκελετό σημάδευε τό απόσπασμα τής εύχ αριστίας τών τελετουργικών προσευχ ών τού Πάσχ α (Πέσαχ ). ‘Ένα φωτογραφικόν δελτάριον τού Ξενοδοχ είου τής Βασιλίσσης, εις τό ’Ίννις, ιδιοκτησίας Ρούντολφ Μπλούμ. ‘Ένας φάκελος άπευθυνόμενος Στόν αγαπητό μου υιό Λεοπόλδο. Ποιά σπαράγματα φράσεων άνεκάλεσε ή άναγνώρισις αύτών τών πέντε άκεραίων λέξεων; Αύριο συμπληρώνεται μιά εβδομάδα άφ’ ότου ελαβα… δέν εχ ει πιά καμιά σημασία, Λεοπόλδε… μέ τήν άγαπητή μητέρα σου… δέν μπορώ νά άντέξω πιά… σέ αύτή… ολα μέσα μου τελείωσαν… νά φέρεσαι καλά στόν ’Άθω, Λεοπόλδε… άγαπητέ μου υιέ… πάντοτε… γιά μένα… das Herz… Gott… dein… Ποιές άναμνήσεις ένός άνθρωπίνου πλάσματος πού υποφέρει άπό προιούσα μελαγχ ολία άνεκάλεσαν αύτά τ’ αντικείμενα στόν Μπλούμ; Ένός γέροντος χ ήρου, μέ αχ τένιστα μαλλιά, στό κρεβάτι, μέ καλυμμένο τό κεφάλι, πού αναστενάζει` ένός ανάπηρου σκύλου, τού ’Άθω. Τού άκονίτου, τού φαρμάκου εις τό όποιον κατέφευγε μέ αύξανόμενες δόσεις ποσοτήτων καί αναστολών ώς καταπραύντικού ύποτροπιαζούσης νευραλγίας` τής πεθαμένης μορφής ένός έβδομηντάχ ρονου αύτόχ ειρος άπό δηλητήριο. Γιατί ενιωσε ό Μπλούμ ενα αίσθημα τύψεων; Έπειδή, χ ωρίς ανεκτικότητα, λόγω άνωριμότητος, είχ ε συμπεριφερθεί άνευλαβώς σέ κάποιες δοξασίες καί πρακτικές. ‘Όπως;
Ή άπαγόρευσις καταναλώσεως κρέατος καί γάλακτος εις τό ίδιον γεύμα, τό έβδομαδιαΤον συμπόσιον άσυνδύαστα άφηρημένων καί φλογερά συγκεκριμένων έμπορευομένων, πρώην ομοθρήσκων, τέώς συμπατριωτών` ή περιτομή τών άρρένων τέκνων· ό ύπερφυσικός χ αρακτήρας τών ιουδαίκών γραφών` τό άφατον τών τετραγραμμάτων` ή ίερότης τού Σαββάτου. Πώς τού έφαίνοντο τώρα αύτές οί δοξασίες καί οί πρακτικές; Οχ ι περισσότερο λογικές απ’ όσο έφαίνοντο τότε, όχ ι λιγότερο λογικές άπ’ όσο άλλες δοξασίες καί πρακτικές φαίνονται τώρα. Ποιαν πρωταρχ ικήν άνάμνησιν διατηρούσε άπό τόν Ρούντολφ Μπλούμ (έκλιπόντα); Ό Ρούντολφ Μπλούμ (έκλιπών) άφηγήθηκε στό γιό του Λεοπόλδο Μπλούμ (ήλικίας 6 χ ρόνων) μίαν άναδρομικήν άλληλουχ ίαν μεταναστεύσεων καί εγκαταστάσεων είς Δουβλίνον, καί ένδιαμέσως Λονδίνον, Φλωρεντίαν, Μιλάνον, Βιέννην, Βουδαπέστην, Σζομπάτελυ, μέ δηλώσεις ίκανοποιήσεως (ό παππούς του είχ ε ίδει τήν Μαρία Τερέζα, αύτοκράτειρα τής Αύστρίας, βασίλισσα τής Ουγγαρίας), μέ έμπορικές συμβουλές (άν αύτός άρχ ικά φρόντιζε γιά τίς πέννες, άργότερα οί λίρες θά φρόντιζαν μόνες τους τόν έαυτό τους). Ό Λεοπόλδος Μπλούμ (ήλικίας 6 χ ρόνων) είχ ε συνοδεύσει αύτές τίς άφηγήσεις μέ συνεχ ή παρακολούθησιν ένός γεωγραφικού χ άρτου τής Ευρώπης (πολιτικού) καί μέ ύποδείξεις πρός ίδρυσιν γραφείων θυγατρικών έπιχ ειρήσεων είς τά διάφορα άναφερθέντα κέντρα. Είχ εν ό χ ρόνος έξαλείψει έξίσου άλλά διαφοροτρόπως είς άφηγητήν καί είς άκροατήν τήν άνάμνησιν αύτών τών μεταναστεύσεων; Είς τόν άφηγητήν μέ τήν πάροδον τών έτών καί ώς συνέπεια χ ρήσεως τοξικών ούσιών, είς τόν άκροατήν μέ τήν πάροδον τών έτών καί ώς συνέπεια έπενεργείας τής περισπάσεως έκ τετελεσμένων έμπειριών. Ποιές ιδιοσυγκρασίες τού άφηγητού ήσαν συνεπακόλουθα παράγωγα τής άμνησίας; Κατά διαστήματα έτρωγε χ ωρίς προηγουμένως νά έχ ει βγάλει τό καπέλο του. Κατά διαστήματα έπινε λαίμαργα χ υμό βατόμουρων μέ κρέμα άπό ένα γερμένο πιάτο. Κατά διαστήματα άπεμάκρυνε ίχ νη τροφών άπό τά χ είλη του μέ τή βοήθεια ένός σχ ισμένου φακέλου ή κάποιου άλλου διαθεσίμου τεμαχ ίου χ άρτου. Ποιά ήταν τά δυό περισσότερο συνήθη φαινόμενα γερονησμού; Ή μυωπική καταμέτρησις νομισμάτων διά τών δακτύλων, τό ρέψιμο ώς έπακόλουθο τού κόρου. Ποιά άντικείμενα προσέδιδαν έν μέρει παρηγοριά έναντι αύτών τών άναμνήσεων; Τό συμβόλαιον μικτής άσφαλίσεως, τό βιβλιάριον καταθέσεων, τό πιστοποιητικόν κυριότητος τών ομολογιών. Σμίκρυνε τόν Μπλούμ, πολλαπλασιάζοντας τίς άναποδιές τής τύχ ης άπό τίς οποίες αύτά τά τρία στηρίγματα τόν προστάτευαν, καί εξαλείφοντας ολες τίς θετικές αξίες μέχ ρις ότου αύτός φτάσει εις μίαν άμελητέαν άρνητικήν άλογον άνύπαρκτην ποσότητα.
Διαδοχ ικώς, πρός μίαν κατιούσα δουλικήν τάξιν τήν Πενίαν οπως έκείνη του πλανοδίου μικροπωλητού ψευδοκοσμημάτων, του διώκτου μικροοφειλετών πρός εισπραξιν επισφαλών καί άμφιβόλων απαιτήσεων, τού φοροεισπράκτορος τού φόρου διά τήν Πρόνοιαν ύπέρ τών πτωχ ών, τού βοηθού είσπράκτορος τών δημοτικών φόρων. Τήν Έπετεία· οπως τού δολίως πτωχ εύσαντος μέ περιουσιακά στοιχ εία άμελητέας αξίας, άποδίδοντος δέκα τοίς εκατόν έναντι τού χ ρέους του, τού άνθρώπου-σάντουιτς, τού διανομέως διαφημιστικών έντυπων, τού νυχ τερινού αλήτη, τού μετά τεχ νασμάτων κλακαδόρου, τού αναπήρου ναυτικού, τού τυφλού εφήβου, τού ύπερήλικος δικαστικού κλητήρος, τού διαταράσσοντος τήν πανήγυριν, τού τσανακογλείφτου, τού γρουσούζη, τού άχ αρίστου, τής γριάς πού προκαλεί τό γέλιο σέ ολους καθώς κάθεται σέ παγκάκι δημοσίου κήπου κάτω άπό τρύπια ομπρέλα πού βρήκε στά σκουπίδια. Τήν Εξαθλίωση· τού τροφίμου τού Γηροκομείου (Βασιλικό Νοσοκομείο) τού Κιλμαίναμ, τού τροφίμου τού Νοσοκομείου Σίμψσον δι’ εξαθλιωμένους, άλλά άξιοπρεπείς άνιάτους άναπήρους λόγω άρθριτικών ή λόγω στερήσεως τής όράσεως. Τό Ναδίρ δυστυχ ίας· τού ήλικιωμένου άνήμπορου στερουμένου δικαιωμάτων διατρεφομένου ύπό τής πολιτείας έτοιμοθανάτου φρενοβλαβούς άπορου. Μέ ποιές συνοδευτικές ταπεινώσεις; Τήν παγερή άδιαφορία πρώην άξιαγάπητων θηλυκών, τήν περιφρόνηση εύρωστων άρσενικών, τήν άποδοχ ή ξεροκόμματων ψωμιού, τήν ύποκριτική μή άναγνώριση τού άτόμου του άπό τρίτους σέ τυχ αίες συναντήσεις, τό μαγάρισμά του άπό παράνομα δίχ ως φίμωτρο κοπρόσκυλα, τήν ρίψη έναντίον του άπό παιδιά άποσυντεθειμένων ύπολειμμάτων λαχ ανικών, έλαχ ίστης ή μηδενικής άξίας ή λιγότερο άπό μηδενικής. Πώς θά μπορούσε ν’ άποτραπεί μία παρόμοια κατάστασις; Μέ θάνατο (άλλαγή κατάστασης), μέ άναχ ώρηση (άλλαγή τόπου). Ποιά περίπτωσις ήτο προτιμητέα; Ή δευτέρα, επειδή άπαιτούσε λιγότερη προσπάθεια. Ποιοί παράγοντες δέν καθιστούσαν αύτήν έντελώς άνεπιθύμητον; Ή συνεχ ής συμβίωσις ή έμποδίζουσα τήν άμοιβαία άνεκτικότητα τών προσωπικών έλαττωμάτων. Ή συνεχ ώς αύξανόμενη συνήθεια πραγματο-ποιήσεως τών προσωπικών άγορών ξεχ ωριστά. Ή άνάγκη νά άντιδράσει είς τήν μονιμότητα τού οίκουρείν. Ποιοί παράγοντες δέν καθιστούσαν αύτήν παράλογον; Τά ένδιαφέροντα μέρη διά τής ένώσεώς των είχ ον αυξηθεί καί πολλαπλασιαστεί, καί τούτου γενομένου, τά άποκτηθέντα τέκνα είχ ον άχ θεί είς ωριμότητα, τά μέρη, άν τώρα είχ ον χ ωρίσει, ήσαν υποχ ρεωμένα νά έπανενωθούν πρός αύξησιν καί πολλαπλασιασμόν, πράγμα πού ήτο γελοίον, διά νά σχ ηματίσουν μέ έπανένωσιν τό άρχ ικό ζεύγος τών ενοποιημένων μερών, πράγμα πού ήτο άδύνατον. Ποιοί παράγοντες καθιστούσαν αύτήν έπιθυμητήν; Ό έλκυστικός χ αρακτήρας μερικών περιοχ ών τής ’Ιρλανδίας καί τού έξωτερικού, οπως
παρουσιάζονται σέ γενικούς γεωγραφικούς χ άρτες πολυχ ρώμου σχ εδιασμού ή σέ ειδικά έπιτελικά τοπογραφικά σχ εδιαγράμματα μέ τήν χ ρησιμοποίησιν κλιμάκων καί ύψομετρικών ένδείξεων. Στήν ’Ιρλανδία; Οί βράχ οι τού Μόχ ερ, οί άνεμοδαρμένες έρημιές τού Κόννεμαρα, ή λίμνη Νί μέ τήν βυθισμένη πετρωμένη πολιτεία της, ή Διάβαση τών Γιγάντων, τό Φρούριο Κάμντεν καί τό Φρούριο Κάρλαίλ, ή Χρυσή Κοιλάδα τού Τίπεραρυ, τά νησιά ’Άραν, οι βοσκότοποι τής Βασιλικής Μίθ, ή Φτελιά τής Μπρίτζιτ στό Κίλντεαρ, τά ναυπηγεία τής Νήσου τής Βασιλίσσης στό Μπέλφαστ, τό Πήδημα τών αολομών, οί λίμνες τού Κιλλάρνεύ. Στό έξωτερικό; Ή Κεύλάνη, (μέ φυτείες μπαχ αρικών πού προμηθεύουν τσάι στόν Τόμας Κέρναν, άντιπρόσωπο τών Πούλμπρουκ, Ρόμπερσον καί Σία, Μίνσυ Λέην 2, Λονδίνο, ’Ανατολικό Κέντρο, όδός Ντέημ 5, Δουβλίνο), ή ‘Ιερουσαλήμ, ή άγία πόλη (μέ τό Τέμενος τού Όμάρ καί τήν Πύλη τής Δαμασκού, τέρμα καί προορισμός), τά στενά τού Γιβραλτάρ (ό άπαράμιλλος τόπος γέννησης τής Μάριον Τουήντυ), ό Παρθενώνας (πού περιέχ ει άγάλματα, γυμνές έλληνικές θεότητες), ή χ ρηματαγορά τής Γουώλ Στρήτ (πού έλέγχ ει τή διεθνή οικονομία), ή Πλατεία τών Ταύρων στή Λινέα τής ’Ισπανίας (οπου ό Ο’Χάρα τών Κάμερονς σκότωσε τόν ταύρο), ό Νιαγάρας (πάνω άπό τόν οποίο καμιά άνθρώπινη ύπαρξη δέν πέρασε άτιμωρητί), ή χ ώρα τών Έσκιμώων (σαπουνοφάγοι), ή άπαγορευμένη χ ώρα τού Θιβέτ (άπ’ οπου κανείς ταξιδιώτης δέν έπιστρέφει), ό κόλπος τής Νεαπόλεως (οποιος τόν έβλεπε μπορούσε μετά νά πέθαινε εύτυχ ισμένος), ή Νεκρά Θάλασσα. Ύπό ποιαν καθοδήγησιν, άκολουθών ποια σημάδια; Διά θαλάσσης, πρός τά βόρεια, τή νύχ τα, ύπό τού Πολικού Άστέρος, ίστάμενος είς τό σημείον διατομής μιάς ευθείας γραμμής χ αραγμένης άπό τό βήτα πρός τό άλφα τής Μεγάλης ’Άρκτου, προεκτεινομένης καί τεμνομένης έξωτερικώς είς τό ώμέγα, καί τής ύποτεινούσης ορθογωνίου τριγώνου τού σχ ηματιζομένου άπό τήν γραμμήν άλφα δέλτα τής Μεγάλης ’Άρκτου. Διά ξηράς, πρός τόν νότο, ύπό μιάς δισφαιρικής σελήνης, ούτω άποκαλυπτομένης είς μεταβαλλομένας άτελείς φάσεις πληρότητος, μέσω τής όπισθίας διατομής τής πλημμελώς κλεισμένης φούστας ένός σαρκώδους άπρόσεκτου περιπατητικού θήλεως, μιά στήλη νέφους κατά τήν πορείαν τής ήμέρας. Ποία δημόσια άγγελία θά γνωστοποιούσε τήν έξαφάνισιν τού άναχ ωρήσαντος; Αμοιβή 5 λιρών δι’ άπωλεσθέντα κύριον έκ τής έπί τής όδού ’Έκκλς 7 κατοικίας του, ήλικίας 40 έτών περίπου, άκούοντα είς τό όνομα Μπλούμ, Λεοπόλδος (Πόλντυ), ύψους ένός μέτρου και εβδομήντα έξι έκατοστών, εύσώμου, μελαχ ρινού, έχ οντος πιθανώς ένδιαμέσως άφήσει γενειάδα, καί φέροντος μέλαν πιθανώς ένδυμα, κατά τήν τελευταία φοράν κατά τήν όποιαν ουτος έπεσημάνθη. Τό άνωτέρω ποσόν θέλει καταβληθεί έναντι πάσης πληροφορίας, ήτις ήθελεν οδηγήσει είς τήν άνεύρεσίν του. Ποίες γενικές άθροιστικές κατονομασίες θά μπορούσαν νά τού άποδοθούν ώς ύπάρξεως καί ώς άνυπαρξίας; Αντιληπτός άπό μερικούς καί γνωστός σέ κανέναν. Ό Καθένας ή ό Κανένας.
Ποιες όφειλόμενες προσφορές; Τιμή καί δώρα ξένων, τών φίλων τού Καθένα. Μιά νύμφη, άθανάτου ομορφιάς, ή νύφη τού Κανένα. Ό άναχ ωρήσας δέν θά ένεφανίζετο ποτέ, πουθενά, κατ’ ούδένα τρόπο; Θά περιεπλανάτο διαρκώς, αύτοωθούμενος, είς τό έσχ ατον δριον τής κομητικής τροχ ιάς του, πέραν τών άπλανών άστέρων, τών μεταβαλλομένων ήλιων καί τών ορατών διά τηλεσκοπίου πλανητών, τών άστρονομικών άστέγων καί χ αμένων, πρός τά άπώτατα σύνορα τού διαστήματος, διαβαίνων άπό γής είς γήν, μεταξύ λαών, μεταξύ γεγονότων. Κάπου, άνεπαισθήτως, θά ήκουε, κατά τινα τρόπον άκουσίως, ώθούμενος ύπό τού ήλίου, καί θά ύπήκουε είς τό κάλεσμα τής άνακλήσεως. ’Έτσι, εξαφανιζόμενος έκ τού άστερισμού τού Βορείου Στέμματος, θά έπανεμφανίζετο κατά τινα τρόπον άναγεννηθείς ύπεράνω τού δέλτα τού άστερισμού τής Κασσιόπης καί υστέρα άπό άμέτρητους αιώνες άποδημίας θά έπέστρεφε, ώς άποξενωμένος έκδικητής, ώς άπονεμητής δικαιοσύνης έπί τών άδικησάντων, ώς σκοτεινός σταυροφόρος, ώς άφυπνισθείς κοιμώμενος, μέ οικονομικούς πόρους (φημολογουμένους) ύπερβαίνοντας αύτούς τού Ρότσιλδ ή τού βασιλέως τού ’Αργύρου. Τί θά ήδύνατο νά καταστήσει αύτήν τήν επιστροφήν παράλογον; Μιά μή ικανοποιητική έξίσωσις μεταξύ τής εξόδου καί τής επιστροφής εις τόν χ ρόνον διά μέσου ένός δυναμένου ν’ άνατραπεί διαστήματος καί μεταξύ τής εξόδου καί τής επιστροφής εις τό διάστημα διά μέσου ένός μή δυναμένου ν’ άνατραπεί χ ρόνου. Ποιος συσχ ετισμός δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης τής άδρανείας, καθιστούσε τήν άναχ ώρησιν άνεπιθύμητον; Τό προκεχ ωρημένον τής ώρας καθιστούσε αύτήν καθυστερημένην. Ή σκοτεινιά τής νύκτας καθιστούσε αύτήν άθέατον. Ή άβεβαιότης τών προσβάσεων καθιστούσε αύτήν επικίνδυνον. Ή άναγκαιότης τής άναπαύσεως άπέκλειε τήν κίνησιν. Ή γειτνίασις ένός κατειλημμένου κρεβατιού άπέκλειε τήν άναζήτησιν. Ή πρόβλεψις τής θερμότητος (άνθρωπίνης) συγκερασμένης μέ δροσιάν (σεντόνια) άπέτρεπε τήν επιθυμίαν καί καθιστούσε αύτήν ταυτοχ ρόνως επιθυμητήν. Τό άγαλμα τού Ναρκίσσου, ήχ ος άνευ ήχ ούς, επιθυμημένη επιθυμία. Ποια ιδιαίτερα πλεονεκτήματα διέθετε ενα κατειλημμένο άπό ενα μή κατειλημμένο κρεβάτι; Τήν έξάλειψιν τής νυκτερινής μοναξιάς, τήν άνωτέραν ποιότητα τής άνθρωπίνης θερμότητος (ενηλίκου θήλεος) έναντι τής μή άνθρωπίνης (θερμής φιάλης πλήρους ύδατος), τήν διέγερσιν τής πρωινής επαφής, τήν έξοικονόμησιν κατ’ οικον σιδερώματος εις περίπτωσιν καθ’ ήν τά παντελόνια έδιπλώνοντο μετ’ άκριβείας καί έτοποθετούντο κατά μήκος μεταξύ τού σουμιέ (μέ λάμες) καί τού έξ ερίου στρώματος (μέ τετράγωνα χ ρώματος άνοιχ τού καστανού) . Πρίν σηκωθεί ό Μπλούμ, ποίας διαδοχ ικάς αιτίας, προύπαρχ ούσας τής έγέρσεώς του, άνακεφαλαίωσε σιωπηρώς, πρός έξήγησιν τής συγκεντρωμένης κοπώσεώς του; Τήν προετοιμασίαν τού προγεύματος (προσφορά σφαγίου)· τήν πλήρωσιν τών εντέρων καί τήν
προμελετημένην άφόδευσιν (άγιότης τών άγίων) · τό λουτρόν (ιεροτελεστία τού ’Ιωάννη)· τήν ταφήν (ιεροτελεστία τού Σαμουήλ)· τήν διαφήμισιν τού ’Αλεξάνδρου Κλειδή (Ούριμ και Θούμμιν)` τό πρόχ ειρον γεύμα (ιεροτελεστία τού Μελχ ισεδέκ)· τήν έπίσκεψιν είς τό Μουσείον καί τήν Εθνικήν Βιβλιοθήκην (“Αγιοι τόποι)` τήν άναζήτησιν τού βιβλίου κατά μήκος τής όδού Μπέντφορντ, τής Πύλης τών Εμπόρων, τής άποβάθρας Γουέλλινγτον (Πεντάτευχ ος) ` τήν μουσικήν είς τό ξενοδοχ είον Όρμόντ (Σίρα Σίριμ)· τόν διαπληκτισμόν του μ’ εναν εριστικόν τρωγλοδύτη είς τό κατάστημα τού Μπέρμαν Κίερναν (ολοκαύτωμα)` τό κενόν χ ρονικόν διάστημα τό περιέχ ον μία βόλτα μέ άμαξα, μίαν έπίσκεψιν είς οικίαν πού πενθεί, έναν αποχ αιρετισμόν (έρημος)` τόν παραχ θέντα έρωτισμόν άπό θηλυκή έπιδειξιομανίαν (ιεροτελεστίαν τού Αύνάν)` τόν παρατεταμένον τοκετόν τής κυρίας Μίνας Πιούριφού (προσφορά πρός τόν Θεό) ` τήν έπίσκεψιν είς τόν οίκον άκολασίας τής κυρίας Μπέλλας Κόεν, άριθμός 82 τής όδού Κάτω Τάιρον, τόν έπακολουθήσαντα καυγάν καί τήν τυχ αίαν συμπλοκήν είς τήν οδόν Μπήβερ (Άρμαγεδών)` τήν νυκτερινήν περιπλάνησιν άπό καί πρός τό Καταφύγιον τού Αμαξηλάτου, είς τήν γέφυρα Μπάτ (έξιλέωσις). Ποιον αύτοεπιβαλλόμενον αίνιγμα άντελήφθη άκουσίως ό Μπλούμ, έτοιμος νά έγερθεί προκειμένου νά συμπεράνει, φοβούμενος ότι δέν θά συνεπέραινε; Τήν αιτίαν ένός βραχ έος οξέος άπροβλέπτου δυνατού άσυνοδεύτου τριξίματος, τό όποιον μετεδόθη άπό τίς τεντωμένες φλέβες τού άψύχ ου ύλικού ένός τραπεζιού έκ ξύλου. Ποιον αύτοπεριλαμβανόμενον αίνιγμα δέν άντελήφθη ό Μπλούμ όρθιος, έκουσίως άντιλαμβανόμενος, πηγαίνοντας νά μαζέψει τά πολύχ ρωμα πολύμορφα πολυάριθμα ένδύματά του; Ποιος ήτο ό άνθρωπος μέ τό άδιάβροχ ο; Ποιον αύταπόδεικτον αίνιγμα, τό όποιον άνελογίζετο είς μίαν άσυνεχ ή διάρκειαν τριάκοντα χ ρόνων, άντελήφθη τώρα ό Μπλούμ σιωπηρώς, αίφνιδίως, έχ ων πραγματοποιήσει φυσικόν σκότος μέ τό σβήσιμον τού τεχ νητού φωτός; Πού εύρίσκετο ό Μωυσής όταν έσβησε τό κερί; Ποίες άτέλειες έν μέσω μίας τελείας ήμέρας άπαρίθμησε σιωπηρώς, διαδοχ ικώς, ό Μπλούμ, καθώς περπατούσε; Τήν προσωρινήν άποτυχ ία νά επιτύχ ει άνανέωσιν μιας διαφημίσεως, νά προμηθευθεί κάποια ποσότητα τσαγιού άπό τόν Τόμας Κέρναμ (άντιπρόσω-πον τών Πουλμπρούκ, Ρόμπερτσον καί Σία, όδός Ντέημ 5, Δουβλίνον καί Μίνσινγκ Αέην 2, Λονδίνον, E.C.), νά βεβαιώσει τήν παρουσίαν ή τήν απουσίαν οπισθίου πρωκτικού τρήματος είς τάς έλληνικάς γυναικείας θεότητας, νά επιτύχ ει τήν είσοδόν του (δωρεάν ή έπί πληρωμή) εις τήν παράστασιν τής Λείας άπό τήν κυρία Μπάντμαν Πάλμερ εις τό θέατρον Γκαίητυ, άριθμός 46, 47, 48, 49 τής όδού Σάουθ Κίνγκ. Ποίαν έντύπωσιν άπούσης μορφής άνεκάλεσε σιωπηρώς ό Μπλούμ, όταν στάθηκε; Τής μορφής τού πατέρα της, τού έκλιπόντος ταγματάρχ ου Μπράιαν Κούπερ Τουήντυ, τών Βασιλικών Τυφεκιοφόρων τού Δουβλίνου, τού Γιβραλτάρ καί τού Ρίχ ομποτ, τού Ντόλφινγκ Μπάρν.
IIoTat έπανερχ όμεναι εντυπώσεις τού ίδίου. ήσαν ύποθετικώς πιθαναί; ’Απομακρυνόμενος, εις τό τέρμα τού Μεγάλου Βορινού Σιδηροδρόμου, εις τήν όδόν Αμιενς, μέ σταθεράν ομοιόμορφον έπιτάχ υνσιν, κατά μήκος παραλλήλων γραμμών, αί όποίαι, έάν συνέχ ιζαν, θά συναντώντο εις τό άπειρον. Κατά μήκος παραλλήλων γραμμών, αί όποίαι ξεκινούσαν άπό τό άπειρον, μέ σταθεράν ομοιόμορφον έπιβράδυνσιν, εις τό τέρμα τού Μεγάλου Βορινού Σιδηροδρόμου, εις τήν όδό ’Άμιενς, έπιστρέφοντας. Ποία διαφορετικά προσωπικά άντικείμενα γυναικείας ενδυμασίας έγιναν άντιληπτά; ‘Ένα ζεύγος καινούργιες άοσμες ήμιμέταξες μαύρες γυναικείες κάλτσες, ενα ζεύγος καινούργιες μώβ ζαρτιέρες, μία γυναικεία υπερμεγέθης κυλότα έξ ινδικής μουσελίνας χ ωρίς λαστιχ άκια στά μπατζάκια, πού μύριζε όποπονάξ, γιασεμί καί τούρκικα τσιγάρα Μουράτι, φέρουσα μιά μακριά γυαλιστερή άτσάλινη παραμάνα κλεισμένη, κυκλικά, μία κομπιναιζόν άπό μπατίστα μέ μπορντούρα άπό λεπτή δαντέλα, ενα μισό μεσοφόρι φουρώ άπό μαύρη μεταξωτή μουαρέ, ολα αύτά τά άντικείμενα έκτεθειμένα άκατάστατα πάνω σ’ ενα ορθογώνιο μπαούλο μέ τέσσερα ράφια κι ένισχ υμένες γωνίες, μέ πολύχ ρωμες έτικέτες, μέ άρχ ικά έπωνύμου χ αραγμένα κατά τήν προσθίαν επιφάνειαν του μέ λευκά γράμματα Μ.Κ.Τ. (Μπράιαν Κούπερ Τουήντυ). Ποιά μή προσωπικά άντικείμενα έγιναν άντιληπτά; Μιά πολυθρόνα μέ σπασμένο τό ενα πόδι, καλυμμένη πλήρως μέ τετράγωνο κρετόν κάλυμμα μέ σχ έδια μήλων, οπου πάνω της ήτο άκουμπισμένο ενα μαύρο ψάθινο γυναικείο καπέλο. Μπιμπελό χ ρώματος πορτοκαλί, άγορασμένα στού Χένρυ Πράις, κατασκευαστή καλαθιών, ειδών διακοσμήσεως, ειδών πορσελάνης καί σιδηροκατασκευασμάτων, όδός Μούρ 21, 22 καί 23, εκτεθειμένα άκατάστατα έπί τού νιπτήρος καί είς τό πάτωμα καί συνιστάμενα έκ λεκάνης, σαπουνοθήκης, καί βουρτσοθήκης (έπί τού νιπτήρος, μαζί), κανάτας καί δοχ είου νυκτός (είς τό πάτωμα, χ ωριστά). Οί πράξεις τού Μπλούμ; ’Απέθεσε τά είδη ένδύσεως είς μίαν καρέκλαν, άφήρεσε τά ύπόλοιπα άντικείμενα τής ένδυμασίας του, πήρε κάτω άπό τό μαξιλάρι στό κεφάλι τού κρεβατιού ένα διπλωμένο μακρύ άσπρο νυχ τικό, έβαλε τό κεφάλι του καί τά μπράτσα του μέσα είς τά άντίστοιχ α άνοίγματα τού νυχ τικού, ετοίμασε τά σεντόνια κατά τήνπρέπουσαν τάξιν καί μπήκε στό κρεβάτι. Πώς; Μέ περίσκεψη, οπως άπαράλλακτα έμπαινε σέ κάθε κατοικία (τή δική του ή τή μή δική του). Μέ προσοχ ή, έπειδή τά έλικοειδή σάν φίδια έλατήρια τού σωμιέ είχ αν παλιώσει, οί χ άλκινοι κρίκοι καί οί κρεμαστές οφιοειδείς άκτίνες είχ αν ξεσφίξει καί έτρεμαν ύπό τήν πίεσιν καί τό τέντωμα. Μέ σύνεση, σάν νά έμπαινε σέ φωλιά οχ ιάς ή σέ άντρον άκολασίας. Μέ έλαφράδα, γιά έλάχ ιστη ένόχ ληση. Μέ σεβασμό πρός τό κρεβάτι τής συλλήψεως καί τής γεννήσεως, τής όλοκληρώσεως τού γάμου καί τής ρήξεως τού γάμου, τού ύπνου καί τού θανάτου. Τί συνάντησαν τά μέλη του όταν σταδιακά απλώθηκαν; Καινούργια καθαρά σεντόνια, συμπληρωματικές μυρωδιές, τήν παρουσία ένός άνθρωπίνου
σχ ήματος, γυναικείου, τού δικού της, τό άποτύπωμα ένός άνθρωπίνου σχ ήματος, άνδρικού, οχ ι τού δικού του, μερικά ψίχ ουλα, μερικά κομματάκια άπό ζαμπονάκι, ξαναζεσταμένου, τά όποία καί άπεμάκρυνε. ’Άν είχ ε χ αμογελάσει, γιατί θά είχ ε χ αμογελάσει; Άναλογιζόμενος ότι καθένας πού μπαίνει φαντάζεται ότι είναι ό πρώτος πού μπαίνει, ένώ είναι πάντα ό τελευταίος μιάς σειράς πού ξεκίνησε, άκόμα καί άν είναι ό πρώτος μιάς σειράς πού θά συνεχ ιστεί, καθένας φανταζόμενος ότι είναι ό πρώτος, ό τελευταίος, ό μοναδικός καί ό μόνος, ένώ δέν είναι ούτε ό πρώτος, ούτε ό μοναδικός, ούτε ό μόνος, σέ μιά σειρά πού ξεκίνησε καί πού έπαναλαμβάνεται μέχ ρι τό άπειρο. Ποία προηγουμένη σειρά; Ύποθέτων ότι ό Μάλβυν ήταν ό πρώτος τής σειράς, ό Πένροουζ, ό Μπαρτέλ ντ’ Άρσυ, ό καθηγητής Γκούντγουιν, ό Τζούλιους Μαστιάνσκυ, ό Τζών Χένρυ Μέντον, ό παπάς Μπέρναρντ Κόρριγκαν, ενας χ ωριάτης στήν Ιππική ’Έκθεση τής Βασιλικής Εταιρείας τού Δουβλίνου, ό Μάγκοτ Ο’Ράιλλυ, ό Μάθιου Ντήλον, ό Βάλενταίν Μπλέηκ Ντίλλον (Λόρδος Δήμαρχ ος τού Δουβλίνου), ό Κρίστοφερ Κάλλιναν, ό Λένεχ αν, ενας ’Ιταλός λατερνατζής, ενας άγνωστος κύριος στό θέατρο Γκαίητυ, ό Μπέντζαμιν Ντόλλαρντ, ό Σίμων Ντένταλους, ό ’Άντριου (κατουρλής) Μπέρκ, ό Τζόζεφ Κάφφ, ό Γουίζνταμ Χήλυς, ό δημοτικός σύμβουλος Τζών Χούφερ, ό δόκτωρ Φράνσις Μπρέηντυ, ό πατήρ Σεβαστιανός τού ’Όρους ’Άργους, ενας στιλβωτής ύποδημάτων στό Κεντρικό Ταχ υδρομείο, ό Χιού Έ. (Μπλέηζες) Μπόυλαν καί ούτω καθεξής καί χ ωρίς έσχ ατον δριον. Ποιες ήσαν οί σκέψεις του έν σχ έσει μέ τόν έσχ ατον αύτής τής σειράς καί προηγούμενον κάτοχ ον τού κρεβατιού; Σκέψεις γιά τή ρώμη του (μπήχ της) , τίς σωματικές του διαστάσεις (άφισοκολλητής), τίς εμπορικές του ικανότητες (καταφερτζής), τήν δυνατότητά του πρός εντυπωσιασμόν (καυχ ησιάρης). Γιατί ό παρατηρητής σημείωσε καί τήν δυνατότητά του πρός έντυπωσιασμόν μαζί μέ τή ρώμη του, τίς σωματικές διαστάσεις του καί τίς εμπορικές του ικανότητες; Έπειδή στούς προηγουμένους αύτής τής σειράς ειχ ε παρατηρήσει μέ μιάν αύξανόμενη συχ νότητα τό ιδιο σεξουαλικό ένστικτο νά μεταδίδεται εύφλεκτα, άρχ ικώς μέ πανικό, υστέρα μέ συναίνεση, υστέρα μέ πόθο, τελικώς μέ κόπωση, μέ εναλλασσόμενα συμπτώματα άμοιβαίας κατανοήσεως καί άντιλήψεως. Ύπό ποιων ανταγωνιστικών αισθημάτων έπηρεάζοντο έν συνεχ εία αί σκέψεις του; Ύπό φθόνου, ζήλειας, αύταπαρνήσεως, άταραξίας. Φθόνου; ’Έναντι ένός σωματικού καί πνευματικού άνδρικού όργανισμού, είδικώς προσηρμοσμένου εις τήν ύπερκείμενην στάσιν ενεργητικής άνθρωπίνης συνουσίας καί ενεργητικής κινήσεως εμβόλου καί κυλίνδρου, άπαραιτήτου διά τήν πλήρη ίκανοποίησιν ένός σταθερού, πλήν όμως άνευ
αίχ μηρότητος σεξουαλικού ένστικτου ένδημούντος εις εναν σωματικόν καί πνευματικόν γυναικείον οργανισμόν, παθητικόν άλλά όχ ι στομωμένον. Ζήλειας; Έπειδή ενα σώμα, πλήρες καί άστατον εις τήν έλευθέρα αύτού κατάστα-σιν, μετεβάλλετο έκ περιτροπής εις άγωγόν καί άνταγωγόν διεγέρσεως. Επειδή ή δράσις μεταξύ αγωγών καί άνταγωγών μετεβάλλετο άνά πάσαν στιγμήν άντιστρόφως άνάλογα πρός τήν αύξησιν καί τήν μείωσιν τής δράσε ως, μέ άδιάκοπον κυκλικήν έπέκτασιν καί άκτινοβολούσαν έπανείσοδον. Επειδή ό έλεγχ όμενος συλλογισμός τών διακυμάνσεων τής διεγέρσεως παρήγαγε, άν τούτο ήτο έπιθυμητόν, καί διακύμανσιν τής άπολαύσεως. Αύταπαρνήσεως; Συμφώνως μέ α) άρχ ικήν συνάντησιν τόν Σεπτέμβριον 1903 εις τό κατάστημα τού Τζώρτζ Μηζάιας, έμπορορράπτου καί έπιδιορθωτού, Προκυμαία ^Ηντεν 5, β) φιλοξενίαν παραχ ωρηθείσαν καί γενομένην έπί ισοις δροις άποδεκτήν, διαμειφθείσαν καί έπανοικιοποιηθείσαν αύτοπροσώπως, γ) σχ ετικήν νεότητα, ύποκειμένην εις παρορμήσεις φιλοδοξίας καί μεγαλείου, συναδελφικού άλτρου’ισμού καί έρωτικού έγωισμού, δ) τήν έκτός φυλής ελξιν, τήν εντός φυλής άπαγόρευσιν, τήν πέραν φυλής δικαιοδοσίαν, ε) προσεχ ή μουσικήν περιοδείαν εις τήν επαρχ ίαν, μέ κοινάς τρεχ ούσας δαπάνας καί διανομήν τών καθαρών εισπράξεων. ’Αταραξίας; Ώς τόσον φυσιολογικής όσον καί οιαδήποτε άλλη φυσιολογική πράξις μιάς εκπεφρασμένης ή κατανοουμένης φύσεως, έκτελεσθείσα μέ φυσιολογικήν φυσικότητα ύπό φυσιολογικών όντων, συμφώνως πρός τήν ίδικήν του καί τήν ίδικήν της καί τών φυσιολογικών των φύσεων άνομοίας όμοιότητος. Ώς όχ ι καί τόσον ολέθριας όσον μία κατακλυσμιακή καταστροφή τού πλανήτου, άποτέλεσμα συγκρούσεως μέ εναν σβησθέντα ήλιο. Ώς όλιγώτερον άξιοκατακρίτου άπό τήν κλοπήν, τήν ληστείαν έπί εθνικής όδού, τήν σκληρότητα πρός τά παιδιά καί τά ζώα, τήν άπόσπασιν χ ρημάτων διά ψευδών ισχ υρισμών, τήν πλαστογραφίαν, τήν οίκειοποίησιν, τήν .ύπεξαίρεσιν δημοσίου χ ρήματος, τήν κατάχ ρησή τής δημοσίας εμπιστοσύνης, τήν προσποίησιν άσθενείας πρός άποφυγήν εργασίας, τήν πρόκλησιν άναπηρίας στοιχ ειοθετούσαν άγωγήν πρός άποζημίωσιν, τήν άποπλάνησιν άνηλίκων, τήν συκοφαντίαν, τόν έκβιασμόν, τήν έξύβρισιν δικαστηρίου, τόν έκ προμελέτης έμπρησμόν, τήν προδοσίαν, τήν επιορκίαν, τήν άνταρσί’αν έν πλώ, τήν παράνομον διάβασιν, τήν διάρρηξιν, τήν άπόδρασιν, τήν παρά φύσιν άσέλγειαν, τήν λιποταξίαν έκ τών ένοπλων δυνάμεων έν ώρα μάχ ης, τήν ψευδορκίαν, τήν λαθροθηρίαν, τήν τοκογλυφίαν, τήν συνεννόησιν μετά τών έχ θρών τού θρόνου, τήν άντιποίησιν άρχ ής, τήν έγκληματικήν έπίθεσιν, τήν άνθρωποσφαγήν, τήν έσκεμμένην καί προμελετημένην δολοφονίαν. Ώς μή πλέον άφυσίκου τών άλλων μεταβαλλομένων διαδικασιών προσαρμογής, έπί μεταβαλλομένων συνθηκών διαβιώσεως, καταληγούσης εις άμοιβαίαν έξισορρόπησιν μεταξύ τού σωματικού οργανισμού καί τών συνοδευτικών άπαιτήσεών του, τροφών, ποτών, έξεων, ροπών, σημαντικών ασθενειών του. Ώς κάτι περισότερον άπό άναπόφευκτον, ώς άνεπανόρθωτον. Διατί περισσοτέρα αύταπάρνησις άπό ζήλεια, διατί όλιγώτερος φθόνος άπό άταραξία; Διότι άπό προσβολή (γάμος) σέ προσβολή (μοιχ εία) δέν σημειώθηκε τίποτα άλλο έκτός άπό προσβολή (συνουσία), όμως ό έν γάμω βιαστής τής έν γάμω βιασθείσης δέν είχ ε προσβληθεί άπό
τόν έν μοιχ εία βιαστή τής έν μοιχ εία βιασθείσης. Ποία έκδίκησις, άν υπήρχ ε κάποια; Ή δολοφονία, ποτέ, άφού τά δύο κακά δέν θά έδιόρθωναν τό ένα. Ή μονομαχ ία μέ σπαθί ή μέ πιστόλι, όχ ι. Τό διαζύγιο, όχ ι τώρα. Ή άποκάλυψις μέ μηχ ανικόν τέχ νασμα (αύτόματον κρεβάτι) ή μέ μαρτυρία ιδιώτου (κρυμμένος αύτόπτης μάρτυρας), όχ ι άκόμη. Ή μήνυσις διά ζημίαν μέ νομικάς επιπτώσεις, ή ή προσποίησις έπιθέσεως στοιχ ειοθετούσης άδίκημα προξενηθεισών ζημιών (αύτοεπιβληθεισών), πιθανή. ’Άν θά έπεβάλλετο μιά εμφανής συνενοχ ή θά είσήγαγε έναν άνταγωνιστή (ύλικώς, πλουσία άνταγωνίστρια διαφημιστική εταιρεία, ήθικώς, έπιτυχ ημένον άνταγωνιστικόν πράκτορα έπί τού έρωτικού πεδίου), καί έν συνεχ εία ύποβιβασμός, άποξένωσις, έξευτελισμός, χ ωρισμός προστατεύων τόν έναν χ ωρισμένον άπό τόν άλλον, προστατεύων τόν άποχ ωρήσαντα άπό τούς δύο. Μέ ποίας σκέψεις, αύτός, συνειδητά άντιδρών είς τό κενόν τής άβεβαιότητος, έδικαιολόγη κατ’ ίδιαν τά αίσθήματά του; Τήν προκαθορισμένην ευθραυστότητα τού ύμένος καί τήν προύποτεθείσαν αδυναμίαν συλλήψεως τού γεγονότος` τήν δυσαρμονίαν καί τήν έλλειψιν σχ έσεως μεταξύ τής αύτοεπιμηκυνομένης έντάσεως τού μέλλοντος νά συμβεί καί τής αύτοπεριοριζομένης συρρικνώσεως τού ήδη γενομένου` τών λανθασμένως άποδεκτών καταστάσεων τής γυναικείας άδυναμίας καί τής άνδρικής ρώμης` τάς παραλλαγάς τών ήθικών κανόνων τήν φυσικήν γραμματικήν μετατροπήν, δι’ άνατροπής μή άφορώσης είς μετατροπήν τού νοήματος, προτάσεως άορίστου χ ρόνου (άναλυομένης γραμματικώς είς ύποκείμενον ένικού άριθμού άρσενικού γένους, ρήμα ένεργητικής φωνής μονοσυλλαβικής ονοματοποιίας, μέ άμεσον άντικείμενον θηλυκού γένους), έκ τής ένεργητικής φωνής είς τήν δυαδικήν της πρότασιν άορίστου χ ρόνου (άναλυομένης γραμματικώς είς ύποκείμενον θηλυκού γένους, βοηθητικόν ρήμα περίπου μονοσυλλαβικής ονοματοποιίας παρακειμένου χ ρόνου, μέ συμπληρωματικόν φορέα άρσενικού γένους) είς τήν παθητικήν φωνήν` τήν συνεχ ή παραγωγήν σπερματοδοτών διά τής γεννήσεως` τήν συνεχ ή παραγωγήν σπέρματος διά τής άποστάξεως` τήν ματαιότητα τού θριάμβου, τής διαμαρτυρίας καί τής δικαιώσεως` τήν κενότητα τής έξυμνηθείσης αρετής` τόν λήθαργον τής άνευ γνώσεως ύλης` τήν άπάθειαν τών άστρων. Είς ποίαν τελικήν ίκανοποίησιν συνεκεντρώνοντο είς τήν άπλουστέραν μορφή των ολα αύτά τά ανταγωνιστικά αισθήματα καί αί σκέψεις; Είς ίκανοποίησιν διά τήν άπανταχ ού παρουσίαν, είς ανατολικά καί δυτικά γήινα ήμισφαίρια, είς άπάσας τάς κατοικουμένας χ ώρας καί νήσους, τάς έξερευνηθείσας ή μή έξερευνηθείσας (τήν χ ώραν τού ήλίου τού μεσονυκτίου, τά νησιά τών μακάρων, τά νησιά τής Ελλάδος, τήν γήν τής Επαγγελίας) γυναικείων τροφαντών οπισθίων ήμισφαιρίων, εύωδιαζόντων ύπό γάλακτος, μέλιτος καί διαχ εομένης θερμότητος αίματος καί έμμήνων, άνακαλούντων κοσμικάς οίκογενείας καμπύλών καί εύρους, μή έπηρεαζομένων άπό διαθέσεις εντυπώσεων ή άπό άντιφάσεις έκφράσεως, έπιδεικνυόντων σιωπηράν άμετάβλητον ώριμον ζωικότητα. Ποίαι ήσαν αί όραταί ένδείξεις κάποιας προ-ικανοποιήσεως; Μιά έπερχ όμενη στύσις. Μιά έντονος προσήλωσις. Μιά σταδιακή άνύψωσις. ‘Ένα δοκιμαστικόν ξεσκέπασμα. Μία σιωπηρά θεώρησις.
Υστερα; Φίλησε τά στρογγυλά άπαλά κίτρινα μυρωδάτα πεπόνια τού κώλου της, σέ κάθε στρογγυλό πεπονικό ημισφαίριο, στό απαλό κίτρινο αύλάκι τους, μέ σκοτεινό παρατεταμένο προκλητικό πεπονομύριστο άσπασμό. Ποίαι ήσαν αί όραταί ένδείξεις κάποιας μετα-ικανοποιήσεως; Μιά σιωπηρά θεώρησις. “Εν δοκιμαστικόν σκέπασμα. Μιά σταδιακή πτώσις. Μιά έντονος άποστροφή. Μιά στύσις πού πέρασε. Τί έπηκολούθησε αύτήν τήν σιωπηράν δράσιν; Μιά νυσταγμένη έπίκλησις, μιά όλιγώτερον νυσταγμένη άναγνώρισις, μιά άρχ ομένη έγρήγορσις, μιά κατηχ ητική άνάκρισις. Διά ποίων τροποποιήσεων άπήντησε ό άφηγητής είς τήν άνάκρισιν αύτήν; Άρνητικώς` παρέλειψε ν’ άναφέρει τήν μυστικήν άλληλογραφίαν μεταξύ τής Μάρθας Κλίφφορντ καί τού Χένρυ Φλάουερ, τήν δημοσίαν λογομαχ ίαν έντός καί πέριξ τού καταστήματος οινοπνευματωδών τού Μπέρναρντ Κιέρ-ναμ καί Σίας, περιορισμένης ευθύνης, όδός Μικράς Βρετανίας 8, 9, καί 10, τήν ερωτικήν πρόκλησιν καί τήν άνταπόκρισίν του πρός αύτήν, όφειλομένας εις τήν έπιδειξιομανίαν τής Γερτρούδης (Γκέρτυ), άγνώστου επωνύμου. Θετικώς` συμπεριέλαβε τήν μνεία μιάς παραστάσεως τής Λείας άπό τήν κυρίαν Μπάνταμ Πάλμερ εις τό Θέατρον Γκαίητυ, όδός Σάουθ Κίνγκ 46, 47, 48, 49, μίαν πρόσκλησιν εις δείπνον εις τό ξενοδοχ είον Γουήν (Μέρφυ), όδός Λόουερ Άμπυ 36 καί 37, εναν τόμον άμαρτωλών πορνογραφικών διαθέσεων ύπό τόν τίτλον Ή Ηδονή τής Αμαρτίας, άνωνύμου συγγραφέως, τζέντλεμαν τού συρμού, τόν πρόσκαιρον τραυματισμόν έξ αιτίας λανθασμένως ύπολογισθείσης κινήσεως κατά τήν διάρκειαν μεταδείπνιας γυμναστικής έπιδείξεως, μέ θύμα τόν Στήβεν Ντένταλους, καθηγητήν καί συγγραφέα (εκτοτε έντελώς θεραπευθέντα), μεγαλύτερον έν ζωή υιόν τού Σίμωνος Ντένταλους, άνευ μονίμου άπασχ ολήσεως, τό ύπ’ αύτού (τού άφηγητού) έκτελεσθέν άεροναυτικόν κατόρθωμα, παρουσία μάρτυρος, τού πρότερον άναφερθέντος καθηγητού καί συγγραφέως, μέ ετοιμότητα λήψεως άποφάσεων καί γυμναστικής εύελιξίας. Κατά τά άλλα, ή διήγησις παρέμεινε άνευ άλλων τροποποιήσεων; ’Απολύτως. Ποιον γεγονός ή ποιον πρόσωπον άνεδείχ θη ώς τό κεντρικόν σημείον τής άφηγήσεώς του; Ό Στήβεν Ντένταλους, καθηγητής καί συγγραφεύς. Ποίαι άδυναμίαι δραστηριότητος καί ποίαι άναστολαί συζυγικών δικαιωμάτων έγιναν άντιληπταί ύπό τού άφηγητού καί τής άκροατρίας, άφορώσαι εις αύτούς τούς ιδίους, κατά τήν διάρκειαν αύτής τής διακοπτομένης καί όλοέν καί περισσότερον λακωνικής άφηγήσεώς; Άπό τήν άκροάτρια, μία έλάττωσις τής γονιμότητος, δοθέντος ότι ό γάμος τους ειχ ε τελεσθή εναν ήμερολογιακόν μήνα μετά τήν 18ην έπέτειον τής γεννήσεώς της (8 Σεπτεμβρίου 1870), ήτοι τήν 8ην
’Οκτωβρίου, καί ειχ εν ολοκληρωθεί τήν ιδίαν ήμερομηνίαν, μέ θήλυ τέκνον γεννηθέν τήν 15ην ’Ιουνίου 1889, άφού τήν ΙΟην Σεπτεμβρίου τού ίδίου έτους ειχ ε προηγηθεί καί έτέρα πλήρης σαρκική συνεύρεσις μέ εκχ υσιν σπέρματος έντός τού φυσικού γυναικείου οργάνου καί έχ ουσα λάβει χ ώραν διά τελευταίαν φοράν 5 εβδομάδας προηγουμένως, ήτοι τήν 27ην Νοεμβρίου 1893, άπό τής γεννήσεως τήν 29ην Δεκεμβρίου 1893 τού δευτέρου βρέφους (καί μοναδικού άρρενος), θανόντος τήν 9ην Ίανουαρίου 1894, εις ήλικίαν 11 ήμερών, καί εκτοτε, διά μίαν περίοδον 10 έτών, 5 μηνών καί 18 ήμερών, ή σαρκική συνεύρε-σις παρέμενε ημιτελής, άνευ έκχ ύσεως σπέρματος έντός τού φυσικού γυναικείου οργάνου. Άπό τόν άφηγητήν, μία περιορισμένη δραστηριότης, πνευματική καί σωματική, κατά τό ότι πλήρης πνευματική συνεύρεσις μεταξύ αύτού καί τής άκροατρίας δέν είχ ε λάβει χ ώραν άπό τής όλοκληρώσεως τής ένηβώσεως, ώς προσδιορίζεται αύτη διά τής καταμηνίου αιμορραγίας, τού θήλεος τέκνου τού άφηγητού καί τής άκροατρίας τήν 15ην Σεπτεμβρίου 1903, καί έκτοτε άπέμενε μία περίοδος 9 μηνών καί μίας ήμέρας κατά τήν οποίαν, ώς έπακόλουθον προαποφασισθείσης φυσικής κατανοήσεως πρός μή κατανόησιν μεταξύ τών όλοκληρωθέντων θηλέων (άκροατρίας καί τέκνου), ή πλήρης έλευθερία τής σωματικής δραστηριότητός του είχ εν συρρικνωθεί. Πώς; Μέ διαφόρους έπαναλαμβανομένας γυναικείας άνακρίσεις έν σχ έσει μέ τόν προορισμόν τού άρρενος, πρός τά πού, τόν τόπον πρός τόν οποίον, τόν χ ρόνον κατά τόν όποιον, τήν διάρκειαν κατά τήν οποίαν, τό άτομον μέ τό όποιον, είς περιπτώσεις πρόσκαιρων άπουσιών, προμελετημένων ή πραγματοποιηθεισών. Τί έκινείτο ορατόν ύπεράνω τών άθεάτων σκέψεων άφηγητού καί άκροατρίας; Τό πρός τά άνω άντιφέγγισμα μίας λάμπας καί μίας σκιάς, μία άσταθής σειρά ομοκέντρων κύκλων μεταβαλλομένης διαβαθμίσεως φωτός καί σκιάς. Πρός ποιαν κατεύθυνσιν ξάπλωσαν άφηγητής καί άκροάτρια; Ή άκροάτρια, Ν.Α. πρός Ά. Ό άφηγητής, Β.Δ. πρός Δ. Έπί τού 53ου παραλλήλου πλάτους, βορείως, καί τού 6ου μεσημβρινού μήκους, δυτικώς. Ύπό γωνίαν 45° μοιρών πρός τόν ισημερινόν τής γής. Είς ποίαν θέσιν άκινησίας ή κινήσεως; Είς άκινησίαν έν σχ έσει μέ τούς εαυτούς των καί μεταξύ των. Είς κίνησιν καθείς καί όμού φερόμενοι δυτικά, πρός τά έμπρός καί πάλιν άντιστοίχ ως πρός τά όπίσω, λόγω τής ιδίας άενάου κινήσεως τής γής διά μέσου τών αιωνίως μεταβαλλομένων τροχ ιών τού ούδέποτε μεταβαλλομένου σύμπαντος. Είς ποίαν στάσιν; Ή άκροάτρια, ξαπλωμένη ήμιπλευρικά, άριστερά, τό άριστερό χ έρι κάτω άπό τό κεφάλι, τό δεξί πόδι είς προέκτασιν εύθείας γραμμής καί άκουμπισμένο είς τό άριστερό λυγισμένο πόδι, είς τήν στάσιν τής Γαίας-Tellus, ικανοποιημένη, άναπαυόμενη, χ ορτάτη άπό σπέρμα. Ό άφηγητής, ξαπλωμένος πλευρικά, άριστερά, μέ δεξί καί άριστερό πόδι λυγισμένα, ό δείκτης καί ό μεγάλος δάκτυλος τού δεξιού του χ εριού άναπαυόμένοι έπί τής γέφυρας τής μύτης, εις στάσιν περιγραφομένην εις στιγμιαίαν φωτογραφίαν τραβηγμένην άπό τόν Πέρσυ Άπτζων, ό άνδρας-παιδί
εξαντλημένος, τό παιδίάνδρας έντός τής μήτρας. Μήτρα; Εξαντλημένος; ’Αναπαύεται. Ταξίδεψε. Μέ ποιόν; Τόν Σεβάχ τό Θαλασσινό, τόν Τεμβάχ τόν Ραφτινό, τόν Τζεμπάχ τόν Δεσμοφυλακινό, τόν Γουενμάχ τόν Φαλαινοθηρινό, τόν Νεμπάχ τόν Σταυρωτινό, τόν Φεντάχ τόν Άποτυχ ημενινό, τόν Μπεντάχ τόν Ληστινό, τόν Πεντάχ τόν Κανατινό, τόν Μεντάχ τόν Ταχ υδρομινό, τόν Χεντάκ τόν Ζητωκραυγαστινό, τόν Ρεντάχ τόν Κακογλωσσινό, τόν Ντεμπάχ τόν Μπροκολατζινό, τόν Βεμπάχ τόν Χεζινό, τόν Λεμπάχ τόν Σαλιαρινό καί τόν Ξεμπάχ τόν Χαλιανό. Πότε; Πηγαίνοντας πρός τό σκοτεινό κρεβάτι ύπήρχ ε έκεί τό αυγό τού Σεβάχ τού Θαλασσινού άπό τό παραμυθένιο βορινό πουλί μέσα στή νύχ τα τού κρεβατιού ολων τών βορινών παραμυθένιων πουλιών τού Σκοτεινοβάχ τού Ήμεροκαθαρινού. Πού;
18. ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΝΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΞΑΝΑΚΑΝΕ ΠΟΤΕ ένα τέτοιο πράγμα νά ζητήσει τό πρωινό του στό κρεβάτι μέ δύο αύγά άπό τήν έποχ ή του ξενοδοχ είου Σίτυ Άρμς όταν συνήθιζε νά δίνει παράσταση στό κρεβάτι μέ μιάν άρρωστη φωνή βάζοντας τά δυνατά του νά κάνει έκείνη τή γριά σανίδα τήν κυρία Ρίορνταν νά ένδιαφερθεί γι’ αύτόν έπειδή νόμιζε πώς τόν είχ ε γράψει στή διαθήκη της κι αύτή δέν μάς άφησε μήτε δεκάρα ολα γιά λειτουργίες γιά έκείνην καί γιά τήν ψυχ ή της δέν ύπήρχ ε μεγαλύτερη τσιγκούνα πραγματικά έτρεμε νά ξοδέψει τέσσερις πέννες γιά τό πετρέλαιο τής λάμπας της μιλώντας μου γιά ολες τίς άδιαθεσίες της είχ ε πάρα πολύ γεροντίστικη κουβέντα μέσα της γιά τά πολιτικά καί τούς σεισμούς καί τή συντέλεια τού κόσμου άσε μας πρώτα νά διασκεδάσουμε λίγο ένας Θεός ξέρει τί θά ήταν ό κόσμος άν ολες οί γυναίκες ήταν σάν κι αύτή νά τά έχ ει βάλει μέ τά μπανιερά καί τ’ άνοιχ τά ντεκολτέ φυσικά κανένας δέν τήν ήθελε νά τά φοράει νομίζω πώς ήτο θρήσκα έπειδή κανένας άντρας δέν θά γύριζε δεύτερη φορά νά τήν κοιτάξει έλπίζω νά μήν καταντήσω κι έγώ σάν κι αύτή πάλι καλά πού δέν ήθελε νά σκεπάσουμε τά πρόσωπά μας όμως βέβαια ήταν πολύ μορφωμένη γυναίκα κι ή πολυλογία της γιά τόν κ. Ρίορνταν έδώ καί τόν κ. Ρίορνταν έκεί νομίζω πώς ήταν πανευτυχ ής πού γλίτωσε άπό αύτήν καί ό σκύλος της μυρίζοντας τή γούνα μου καί πάντα έτοιμος νά χ ωθεί κάτω άπό τό μεσοφόρι μου ειδικά τότε πάντως μού άρέσει πού είναι εύγενικός στίς ήλικιωμένες κυρίες σάν κι αύτήν καί στά γκαρσόνια καί τούς ζητιάνους δέν είναι ψευτοπερήφανος άλλά όχ ι πάντα άν κάποτε άρπαζε καμιά σοβαρή άρρώστεια πραγματικά είναι καλύτερα γι’ αύτούς νά πηγαίνουν σ’ ένα νοσοκομείο οπου ολα είναι καθαρά όμως νομίζω πώς θά πέρναγε ένας ολόκληρος μήνας γιά νά καταφέρω νά τόν πείσω ναί κι υστέρα θά ’χ αμε μιά νοσοκόμα πάνω στό χ αλί κι αύτόν νά στέκεται έκεί μέχ ρι νά τόν πετάξουν έξω ή μιά καλόγρια ίσως σάν αύτή τή βρωμοφωτογραφία_πού έχ ει οσο είναι καλόγρια αύτή άλλο τόσο είμαι κι έγώ ναί γιατί είναι τόσο άδύναμοι καί κλαψιάρηδες όταν άρρωσταίνουν θέλουν μιά γυναίκα γιά νά γίνουν καλά άν ματώσει η μύτη του θά νόμιζες πώς ήταν ’Ώ τραγικό κι εκείνο τό πένθιμο βλέμμα του στή νότια περιφερειακή όδό όταν στραμπούληξε τό πόδι του στό πάρτυ τής χ ορωδίας τού Σούγκαρλοουφ Μάουνταιν τήν ήμέρα πού φορούσα εκείνο τό φουστάνι ή δεσποινίς Στάκ τού έφερνε λουλούδια τά πιό μαραμένα πού μπορούσε νά βρει στό βάθος τού καλαθιού ό,τι νά ’ναι φτάνει νά μπει στήν κρεβατοκάμαρα κάποιου άντρα μέ τή γεροντοκορίστικη φωνή της προσπαθώντας νά φανταστεί πώς αύτός πέθαινε γιά χ άρη της νά μήν ξαναδεί τό πρόσωπό Σου παρ’ ολο πού εδειχ νε περισσότερο άντρας μέ τά γένεια του λίγο μεγαλωμένα στό κρεβάτι ήταν φτυστός ό πατέρας έξ άλλου δέν μού άρέσει νά τυλίγω επιδέσμους καί νά μετράω τίς δόσεις στά φάρμακα τότε πού εκοψε. τό δάχ τυλο τού ποδιού του μέ τό ξυράφι καθαρίζοντας τούς κάλους του φοβήθηκε ότι δηλητηριάστηκε τό αίμα του όμως άν ήταν ν’ άρρώσταινα έγώ τότε βέβαια θά βλέπαμε ποιά φροντίδα ή γυναίκα μόνο κρύβει κι όχ ι νά δίνει συνέχ εια μπελάδες οπως αύτοί ναί είμαι σίγουρη πώς εχ υσε κάπου τό καταλαβαίνω άπό τήν δρεξή του πάντως οπως κι άν εχ ει τό πράμα δέν πρόκειται γιά αίσθημα άλλιώτικα δέν θά σκεφτόταν γιά φαγητό άλλά αύτήν γι’ αύτό είτε ήταν κάποια άπ’ αύτές τίς γυναίκες τής νύχ τας άν ήταν έκεί κάτω πού πράγματι ήταν καί ή ιστορία τού ξενοδοχ είου πού έφτιαξε ενα πακέτο ψέματα γιά νά κρυφτεί μέ καθυστέρησε ό Χάινς ποιόν συνάντησα ά ναί συνάντησα τόν μήπως τόν θυμάσαι εκείνον τόν Μέντον καί ποιόν άλλον ποιόν κάτσε νά θυμηθώ εκείνον τόν κρεμανταλά μέ τό παιδικό πρόσωπο τόν είδα κι είναι νιόπαντρος άκόμα νά φλερτάρει μιά πιτσιρίκα στό Πούλς Μυριόραμα καί τού γύρισα τήν πλάτη ότσν ξεγλίστρησε έξω δείχ νοντας τέλεια πώς καταλάβαινε τό κακό πού εκανε όμως είχ ε τήν άναίδεια κάποτε νά μού κολλήσει καλά σ’ τόν έφτιαξα μέ τίς κουβέντες πού τού έσουρα καί τά βρασμένα μάτια του άπό τούς μεγαλύτερους ήλίθιους πού γνώρισα ποτέ μου κι αύτό τό πράμα λέγεται δικηγόρος μόνο καί μόνο επειδή δέν μού άρέσουν οί μεγάλοι καυγάδες στό κρεβάτι γιατί άλλιώτικα άν δέν είναι ετσι θά ’ναι κάποια τσουλίτσα ή
κάποια τέτοια πού ψώνισε στά κρυφά άν τόν ήξεραν μονάχ α οπως τόν ξέρω έγώ ναί γιατί προχ θές έγραφε κάτι σάν γράμμα όταν μπήκα στό μπροστινό δωμάτιο γιά τά σπίρτα γιά νά τού δείξω τό θάνατο τού Ντίγκναμ στήν έφημερίδα σά νά μ’ εσπρωξε κάτι καί αυτός τό έκρυψε μέ τό στυπόχ αρτο ύποκρινόμενος ότι σκεφτόταν τίς δουλειές του λοιπόν πολύ πιθανόν νά πρόκειται γι’ αύτήν κάποια πού νομίζει πώς βρήκε ένα μαλάκα γιατί ολοι οί άντρες γίνονται σάν κι αύτόν ειδικά στήν ήλικία του πλησιάζοντας τά σαράντα οπως κι αύτός ετσι πού νά τού σουφρώσει όσο παραδάκι μπορέσει δέν υπάρχ ει μεγαλύτερος βλάκας άπό τό γερο-βλάκα κι υστέρα μέ τό συνηθισμένο φιλί στόν πισινό μου ήθελε νά τό κρύψει όχ ι πώς δίνω δεκάρα γιά νά μάθω μέ ποιά τό κάνει ή μέ ποιά τό έκανε πρίν παρ’ ολο πού θά ’θελα νά τό άνακαλύψω πρίν τούς έχ ω καί τούς δύο κάτω άπό τή μύτη μου ολη τήν ώρα οπως μ’ έκείνη τήν άλανιάρα τή Μαίρη πού είχ αμε στήν όδό ’Οντάριο κουνώντας τόν ψεύτικο κώλο της γιά νά τόν ερεθίσει πολύ δύσκολα νά βγάλεις άπό πάνω του αύτή τή μυρωδιά τών μπογιατισμένων γυναικών μιά ή δυό φορές ύποψιάστηκα κάνοντάς τον νά μέ πλησιάσει τότε πού βρήκα έκείνη τή μακριά τρίχ α στό σακκάκι του γιά νά μήν πώ τίποτε γιά έκείνη τή φορά πού μπήκα στήν κουζίνα κι αύτός έκανε πώς έπινε νερό μία γυναίκα δέν τούς φτάνει βέβαια τό φταίξιμο ήταν ολο δικό του νά χ αλάει τίς υπηρέτριες καί υστέρα νά προτείνει νά φάμε τά Χριστούγεννα ολοι μαζί στό τραπέζι άν εύαρεστείσθε ’Ώ όχ ι εύχ αριστώ όχ ι στό δικό μου τό σπίτι νά μού κλέβει τίς πατάτες καί τά στρείδια δυό σελλίνια καί έξι πέννες τή δωδεκάδά όταν έβγαινε νά δεί τή θεία της άν εύαρεστείσθε ήταν κοινή ληστεία όμως έγώ ήμουνα σίγουρη πώς τά είχ ε φτιάξει μαζί της μέ άπασχ ολεί ν’ άνακαλύψω κάτι τέτοιο μού είπε δέν έχ εις άποδείξεις γι’ αύτό ή δική της άπόδειξη ήταν ’Ώ ναί ότι τά στρείδια άρέσουνε πολύ στή θεία της άλλά κι έγώ τής είπα τί σκεφτόμουνα γιά δαύτη αύτός έψαχ νε νά μού βρίσκει προφάσεις γιά νά βγαίνω έξω καί νά μένει μόνος μαζί της δέν θά έριχ να τά μούτρα μου τόσο χ αμηλά νά τούς κατασκοπεύω οί καλτσοδέτες πού βρήκα τήν Παρασκευή πού είχ ε έξοδο στό δωμάτιό της ήταν γιά μένα άρκετή άπόδειξη μού ’φτάνε καί μού περίσσευε είδα τά μούτρα της πού άγριέψανε άπό τό θυμό όταν τής έδωσα μιά εβδομάδα διορία γιά νά βρει άλλού δουλειά καλύτερα νά τά κάνω ολα έντελώς μόνη μου δίχ ως αύτές τά δωμάτια τά κάνω πιό γρήγορα μόνη μου μόνο νά μήν υπήρχ ε αύτό τό άναθεματισμένο μαγείρεμα καί τό πέταγμα τών σκουπιδιών πάντως τού τό έθεσα καθαρά ή έγώ ή έκείνη έπρεπε νά φύγει άπό τό σπίτι μου δέν μπορούσα μήτε νά τόν άγγίξω όταν σκεφτόμουνα πώς πήγαινε μέ αύτή τή βρωμιάρα ξεδιάντροπη ψεύτρα καί άκατάστατη καί νά τό άρνιέται μπροστά στά μάτια μου καί νά τραγουδάει σ’ ολο τό σπίτι άκόμα καί στόν καμπινέ γιατί ήξερε πώς τά είχ ε βολέψει ναί γιατί αύτός μπορεί νά μήν άντέχ ει πολύ καιρό χ ωρίς νά τό κάνει γι’ αύτό πρέπει κάπου νά τό κάνει καί τήν τελευταία φορά πού έχ υσε άνάμεσα στά κωλομέρια μου πότε ήταν πού τή νύχ τα πού ό Μπόυλαν μού έσφιξε τό χ έρι καθώς προχ ωρούσαμε πλάι στήν Τόλκα μέσα στό χ έρι μου νιώθω ένα άλλο χ έρι έγώ μόλις πίεσα έτσι τό άνάστροφο τής παλάμης του μέ τό μεγάλο μου δάχ τυλο σάν άπάντηση τραγουδώντας τό Νέο Μαγιάτικο Φεγγάρι πού άχ τινοβολάει άπό άγάπη έπειδή κάτι ύποψιάζεται γιά τούς δυό μας δέν είναι τόσο, άνόητος μού είπε θά δειπνήσω έξω καί θά πάω στό θέατρο Γκαίητυ άλλά δέν πρόκειται νά τού δώσω τέτοια ικανοποίηση οπως καί νά ’ναι ό Θεός ξέρει ότι έχ ει άλλάξει κάπως καί δέν φοράει πάντα τό ίδιο παλιό καπέλο έκτός άν πλήρωνα κάποιο ομορφόπαιδο νά μού τό κάνει άφού δέν μπορώ νά τό κάνω μόνη μου ένα νέο άγόρι θά μέ γούσταρε θά τό ζάλιζα λίγο άν βρισκόμουνα μόνη μου μαζί του θά τόν άφηνα νά δεί τίς καινούργιες μου ζαρτιέρες καί θά τόν έκανα νά κοκκινίσει κοιτάζοντάς τον στά μάτια θά τόν άποπλανούσα ξέρω πώς νιώθουν τ’ άγόρια μέ τά χ νουδωτά μάγουλά τους πάντα έτοιμα νά τήν παίξουνε παρα-τείνοντας το μέ τίς ώρες συνέχ εια ερώτηση κι απάντηση θά τό έκανες αύτό εκείνο καί τ’ άλλο μέ τόν καρβουνιάρη ναί μ’ εναν επίσκοπο ναί θά τό έκανα επειδή τού τό είπα γιά κάποιον άρχ ιμανδρίτη ή επίσκοπο πού καθόταν πλάι μου στόν κήπο τής Συναγωγής όταν έπλεκα έκείνο τό μάλλινο δέν γνώριζε καλά τό Δουβλίνο μέ ρωτούσε σέ ποιό μέρος βρισκότανε αύτό καί γιά τά άλλα μνημεία καί μέ κούρασε μέ τά άγάλματα δίνοντάς του θάρρος κάνοντάς τον
χ ειρότερο άπ’ όσο είναι πές μου ποιόν έχ εις τώρα στό νού σου πές μου ποιόν σκέφτεσαι ποιόν πές μου τό όνομά του ποιόν πές μου τόν Αύτοκράτορα τής Γερμανίας σκέφτουμαι ναί φαντάσου ότι είμαι έκείνος σκέψου πώς είμαι έκείνος μπορείς νά τό φανταστείς νά προσπαθεί νά μέ βγάλει πόρνη πού δέ θά τό καταφέρει ποτέ επρεπε νά σταματήσει νά τό σκέφτεται πιά στήν ήλικία πού βρίσκεται συφορά κι όχ ι εύχ αρίστηση γιά τή γυναίκα ύποκρινόμενη ότι μού άρέσει μέχ ρι πού αύτός ικανοποιείται καί τότε έγώ τό τελειώνω μοναχ ή μου οπως-οπως κι αύτό κάνει τά χ είλη μου ώχ ρά πάντως αύτό τό πράγμα τελείωσε τώρα μιά γιά πάντα παρ’ ολα όσα λέει γι’ αύτό ό κόσμος ολοι τό κάνουν μόνο τήν πρώτη φορά άληθινά κι υστέρα ολοι τό κάνουν άπό συνήθεια καί δέν τό σκέφτονται πιά γιατί νά μήν μπορείς νά φιλήσεις εναν άντρα χ ωρίς νά πας πρώτα νά τόν παντρευτείς κάποτε τό ζητάς τόσο άγρια όταν νιώθεις ετσι τόσο όμορφα σ’ ολο τό κορμί σου δέν μπορείς νά τό άποφύγεις λαχ ταράω αύτόν ή κάποιον άλλον άντρα νά μ’ έπαιρνε κάποτε έκεί πού βρίσκουμαι καί νά μέ φιλούσε μέσα στήν άγκαλιά του δέν υπάρχ ει τίποτα οπως ενα μακρύ καί ζεστό φιλί πού κυλάει βαθειά μέσα στήν ψυχ ή σου σχ εδόν σέ παραλύει υστέρα σιχ αίνομαι τήν εξομολόγηση τότε πού πήγαινα στόν πατέρα Κόρριγκαν μέ άγγιξε πάτερ μου καί τί πείραζε πού μέ άγγιξε κι αύτός μέ ρώτησε πού κι έγώ είπα στίς όχ θες τού καναλιού σάν ήλίθια όμως πού στό πρόσωπό σου τέκνον μου στό πόδι πίσω ψηλά ήταν ναί μάλλον ψηλά ήταν έκεί πού καθόμαστε ναί ~Ω Θεέ μου δέν μπορούσε νά πει ετσι άνοιχ τά κώλος καί νά τελειώσουμε τί σχ έση εχ ει αύτό κι έσύ τί έκανες μέ ποιό τρόπο Ω ξεχ νάω ποιά λέξη ειπε όχ ι πάτερ καί πάντα σκέφτομαι τόν πραγματικό πατέρα τί ήθελε νά μάθει άφού τό είχ α κιόλας εξομολογηθεί στό Θεό είχ ε ενα ώραίο άφράτο χ έρι ή παλάμη του πάντα υγρή δέν θά μέ ένοιαζε νά τήν ένιωθα πάνω μου ούτε αύτόν πιστεύω ότι θά τόν ένοιαζε μέ τό σβέρκο του σάν ταύοου μέσα στό σκληρό κολάρο του άναρωτιέμαι άν μέ γνώρισε μέσα στό εξομολογητήριο έγώ μπορούσα νά δώ τό πρόσωπό του έκείνος δέν μπορούσε νά δει τό δικό μου βέβαια ποτέ δέν γύρισε νά μέ κοιτάξει ή νά μέ κάνει νά καταλάβω παρ’ ολα αύτά όταν ό πατέρας του πέθανε τά μάτια του ήταν κόκκινα πάνε καί χ άνονται γιά μιά γυναίκα βέβαια θά πρέπει νά είναι τρομερό όταν ενας άντρας κλαίει καί πολύ περισσότερο αύτοί θά μού άρεσε νά μ’ έπαιρνε κάποιος άπ’ αύτούς στήν άγκαλιά του νά μέ χ αίδέψει κάποιο άπό τά ράσα του κι ή μυρωδιά τού λιβανιού πού βγαίνει οπως άπό τόν Πάπα έξ άλλου μ’ εναν παπά δέν ύπάρχ ει κίνδυνος άν είσαι παντρεμένη αύτός είναι πολύ προσεχ τικός γιά λόγου του υστέρα δίνει κάτι στήν Άγιότητά του τόν Πάπα γιά εξιλασμό αναρωτιέμαι άν εύχ αριστήθηκε μαζί μου τό μόνο πράμα πού δέν μού άρεσε τό μπατσάκι στόν πισινό μου όταν έφευγε στό χ ώλ τί έλλειψη σεβασμού παρ’ ολο πού γέλασα δέν είμαι άλογο ή γαίδούρι μήπως είμαι πιστεύω ότι σκεφτόταν τόν πατέρα του άναρωτιέμαι άν είναι ξύπνιος καί μέ σκέφτεται ή άν ονειρεύεται κι άν είμαι κι έγώ μέσα στ’ όνειρό του ποιά τού έδωσε έκείνο τό λουλούδι πού είπε πώς τό αγόρασε μόνος του μύριζε κάποιο είδος ποτού όχ ι ούίσκυ ή μπύρα ή ίσως κάποιο είδος γλυκείας ζύμης γιά νά κολλάνε τίς άφίσες τους κάποιο είδος λικέρ θά μού άρεσε νά δοκίμαζα αύτά τά φανταχ τερά πράσινα καί κίτρινα ακριβά ποτά πού πίνουν εκείνοι οί όμορφονιοί μέ τά ψηλά καπέλα μέ τίς θεατρίνες μιά φορά δοκίμασα τή γεύση ένός άπό δαύτα βουτώντας μέσα τό δάχ τυλό μου στό ποτό έκείνου τού Άμερικάνου πού είχ ε ένα σκίουρο καί συζητούσε γιά γραμματόσημα μέ τόν πατέρα έπρεπε νά βάλει κανείς τά δυνατά του γιά νά μήν άπόκοιμηθεί υστέρα άπό τήν τελευταία φορά πού ήπιαμε τό γλυκό κρασί καί τό ζαμπόν είχ ε μιά όμορφη αλατισμένη γεύση ναί γιατί ένιωσα όμορφα καί κουρασμένη καί ξεράθηκα άμέσως στόν ύπνο άπό τή στιγμή πού έπεσα στό κρεβάτι μέχ ρι πού μέ ξύπνησε ό κεραυνός σάν νά έφτασε ή συντέλεια τού κόσμου Θεέ μου συγχ ώρεσέ μας νόμισα πώς τά ούράνια πέφταν πάνω μας γιά νά μάς τιμωρήσουν όταν σταυροκοπήθηκα καί προσευχ ήθηκα στήν Παναγία σάν έκείνα τά φοβερά άστροπελέκια στό Γιβραλτάρ κι υστέρα έρχ ονται καί σού λένε πώς δέν ύπάρχ ει Θεός τί θά μπορούσες νά κάμεις άν αύτό έρχ όταν καί στριφογύριζε ολόγυρά σου τίποτα μόνο μιά πράξη συντριβής σάν τήν λαμπάδα πού άναψα έκείνο τό βράδυ στό έκκλησάκι τής όδού Γουάιτφραίαρς τήν Πρωτομαγιά κοίτα πού
έφερε γούρι παρ’ ολο πού αύτός θά μέ κοροίδευε άν τό είχ ε άκούσει γιατί αύτός δέν πάει ποτέ στήν έκκλησία στίς λειτουργίες ή στά κηρύγματα λέει ή ψυχ ή σου δέν έχ εις ψυχ ή μέσα σου μόνο φαιά ούσία έπειδή δέν ξέρει τί σημαίνει νά έχ εις ψυχ ή ναί όταν άναψα τή λάμπα ναί έπειδή έπρεπε νά είχ ε χ ύσει τρείς ή τέσσερις φορές μ’ αύτό τό τρομερό μεγάλο κόκκινο άγριο πράμα πού έχ ει νόμισα ότι ή φλέβα ή οπως άλλιώς τό λένε ή ούρήθρα ότι ήταν έτοιμη νά σπάσει παρ’ ολο πού ή μύτη του δέν είναι τόσο μεγάλη υστέρα πού έβγαλα ολα τά ρούχ α μου στά τυφλά χ άμω μετά άπό τόσες ώρες πού ντυνόμουν καί άρωματιζόμουν καί χ τενιζόμουν σά σίδερο ή σά χ οντρό σιδερένιο ραβδί σηκωμένη ολη τήν ώρα θά έπρεπε νά είχ ε φάει στρείδια νομίζω μερικές δωδεκάδες είχ ε ώραία φωνή γιά τραγούδι όχ ι ποτέ σ’ ολη μου τή ζωή δέν ένιωσα κανέναν νά τήν έχ ει τόσο μεγάλη νά σέ κάνει νά νιώθεις γεμάτη θά έπρεπε νά είχ ε φάει ένα ολόκληρο άρνί έξ άλλου ποιός είναι ό λόγος πού μάς έκαναν έτσι μέ μιά μεγάλη τρύπα στή μέση κι αύτός νά τήν σπρώχ νει μέσα μου σά βαρβάτο άλογο γιατί μόνο αύτό θέλουν άπό σένα μ’ έκείνο τό άποφασιστικό διεφθαρμένο βλέμμα τους άναγκάστηκα νά μισοκλείσω τά μάτια μου όμως δέν έχ ει μιά τόσο τρομαχ τική ποσότητα σπέρματος μέσα του όταν τόν έκανα νά τήν τραβήξει καί νά χ ύσει πάνω μου υπολογίζοντας ότι έτσι μεγάλη πού ήταν ύπήρχ ε περίπτωση νά ειχ ε μείνει άκόμα λίγο μέσα άπό τήν προηγούμενη φορά πού τόν άφησα νά χ ύσει μέσα μου ώραία εφεύρεση βρήκανε γιά τίς γυναίκες αύτός νά παίρνει ολη τήν εύχ αρίστηση άλλά άν κάποιος τούς εδινε ενα άγγιγμα μέ δαύτη θά ξέρανε καί μόνοι τους τί τράβηξα μέ τή Μίλλυ κανένας δέν θά τό πίστευε καί άπό πάνω νά βγάζει τά δοντάκια της καί ό άντρας τής Μίνας Πιούριφού μέ τίς τεράστιες φαβορίτες του νά τή φουσκώνει μέ παιδί άκόμα καί μέ δίδυμα μιά φορά τό χ ρόνο τόσο ταχ τικά όσο χ τυπάει τίς ώρες τό ρολόι πάντα μέ μιά μυρωδιά παιδιών πάνω της εκείνο πού δέν θυμάμαι πώς τό φωνάζανε κάτι σάν μαυρούλης ίδιος νέγρος μέ ενα τσουλούφι μαλλιά νά πετάει Χριστέ καί Κύριε τό παιδί είναι μαύρο τήν τελευταία φορά πού ήμουν έκεί ενα τσούρμο άπό δαύτα πέφτοντας τό ενα πάνω στό άλλο καί ούρλιάζοντας δέν μπορούσες ν’ άκούσεις καί υποτίθεται ότι τ’ αύτιά μου είναι εντάξει νά μήν ικανοποιούνται άν δέν μάς φουσκώσουν σάν ελέφαντες ή δέν ξέρω τί άλλο άς ύποθέσουμε ότι ριψοκινδύνευα νά γεννήσω άλλο ενα όμως όχ ι μ’ αύτόν πάντως άν ήταν παντρεμένος είμαι βέβαιη πώς θά εκανε ενα όμορφο γερό παιδί όμως δέν ξέρω ό Πόλντυ εχ ει περισσότερο σπέρμα μέσα του ναί θά ήταν μιά χ αρά νομίζω ότι πρέπει νά είναι ή συνάντηση μέ τήν Τζόσι Πάουελ καί ή κηδεία καί ή σκέψη γιά μένα καί τόν Μπόυλαν αύτό είναι πού τόν άναστάτωσε μπορεί νά σκέφτεται ό,τι θέλει τώρα άν τού άρέσει ξέρω ότι είχ αν άρχ ίσει νά ζαχ αρώνουν όταν έφτασα χ όρευε μαζί της καί υστέρα βγήκανε καί καθήσανε εξω ήταν τή νύχ τα πού ή Τζωρτζίνα Σίμψον εδινε τό πάρτυ γιά τό καινούργιο της σπίτι κι υστέρα αύτός ήθελε νά μέ κάνει νά τό χ άψω ότι τή χ όρευε επειδή δέν τού άρεσε νά βλέπει ότι δέν τήν έπαιρνε κανένας νά τή χ ορέψει γι’ αύτό κι άρχ ισε εκείνον τόν μεγάλο καυγά γιά τά πολιτικά αύτός τόν άρχ ισε όχ ι έγώ όταν ειπε γιά τόν Κύριο ότι ήταν ξυλουργός στό τέλος μ’ εκανε νά βάλω τά κλάματα βέβαια μιά γυναίκα είναι τόσο εύαίσθητη γιά ολα υστέρα κόντευα νά σκάσω άπό τό κακό μου πού παρασύρθηκα στή συζήτηση γιατί ήξερα πώς μέ κοροίδευε κι είπε πώς ό Κύριος ήταν ό πρώτος σοσιαλιστής μέ νεύριασε τόσο πολύ δέν μπορούσα νά τόν κάνω νά χ άσει τήν ψυχ ραιμία του κι όμως ξέρει πολλά καί μπερδεμένα πράματα ειδικά γιά τό κορμί καί τά σπλάχ να κι έγώ συχ νά ήθελα νά διαβάσω τί έχ ουμε μέσα μας σ’ εκείνο τό εγχ ειρίδιο τού οικογενειακού ίατρού μπορούσα ν’ άκούω συνέχ εια τή φωνή του νά μιλάει στό γεμάτο σαλόνι καί νά τόν ελέγχ ω κι υστέρα ύποκρίθηκα πώς ήμουνα ψυχ ρή μαζί της έξ αιτίας του γιατί αύτός ήταν λίγο ζηλιάρης καί μέ ρωτούσε σέ ποιόν πηγαίνεις τώρα καί ειπα πάω στή Φλόη καί μού εκανε δώρο τά ποιήματα τού λόρδου Βύρωνα καί τά τρία ζευγάρια γάντια καί τελείωσε κι αύτό καί μπορούσα νά τόν καταφέρω εύκολα οποια στιγμή ήθελα ήξερα μέ ποιό τρόπο θά μπορούσα μάλιστα νά ύποθέσω πώς συνέχ ισε τίς σχ έσεις μαζί της καί πώς βγήκε εξω γιά νά τή δεί κάπου θά τό μάθαινα άν άπόφευγε νά φάει κρεμμύδια ξέρω πολλά κόλπα του νά του ζητήσω νά μου ισιώσει τό γιακά τής μπλούζας μου ή νά τόν άγγίξω μέ τό βέλο μου ή μέ τά γάντια
μου καθώς βγαίνω έξω ενα φιλί φτάνει νά τούς κανονίσει ολους εντάξει θά δούμε άσ’ τον νά πάει σέ δαύτη αύτή βέβαια θά ήταν πολύ ευχ αριστημένη νά υποκρίνεται πώς είναι ξετρελαμένη άπό άγάπη μαζί του αύτό δέν θά μ’ ένοιαζε τόσο θά πήγαινα καί θά τήν ρώταγα τόν άγαπάς καί θά τήν κοίταζα Ισια στά μάτια εμένα δέν μπορούσε νά μέ ξεγελάσει άλλά αύτός θά σκεφτόταν πώς τήν άγαπούσε καί θά τής πρότεινε γάμο μέ τόν άπατηλό τρόπο του οπως εκανε καί σέ μένα παρ’ ολο πού παιδεύτηκα νά τόν κάνω νά τό βγάλει άπό μέσα του άν καί μού άρεσε αύτό γιατί έτσι εδειχ νε πώς ειχ ε τόν ελεγχ ο καί δέν τόν κατάφερνες εύκολα καί ήταν ή στιγμή πού ετοιμαζόταν νά μέ ζητήσει βραδάκι ήταν στήν κουζίνα άπλωνα τήν πατατόπιττα μού λέει θέλω κάτι νά σού πώ άλλά έγώ άρχ ικά τόν έκανα πέρα ύποκραόμενη ότι ήμουν θυμωμένη μέ τά χ έρια καί τά μπράτσα μου γεμάτα μέ ζύμη οπως καί νά ’ναι τού ειχ α επιτρέψει νά δει πάρα πολλά τήν προηγούμενη νύχ τα μιλώντας γιά όνειρα ετσι δέν ήθελα νά τόν άφήσω νά ξέρει περισσότερα άπ’ όσα επρεπε αύτή πάντα μέ άγκάλιαζε ή Τζόσι όταν εκείνος ήταν μπροστά εννοώντας βέβαια ότι άγκάλιαζε αύτόν χ αίδολογώντας με κι όταν είπα ότι πλύθηκα άπό πάνω μέχ ρι κάτω όσο μπορούσα περισσότερο αύτή μέ ρώτησε μήπως έπλυνες καί τό όσο οί γυναίκες πάντα φέρνουν τή συζήτηση κατά κεί καί επιμένουν όταν αύτός είναι παρών καταλαβαίνουν άπό τό πονηρό βλέμμα του καθώς άνοιγοκλείνει τά μάτια του λίγο προσποιούμενος τόν άδιάφορο όταν κάτι τέτοιοι οπως αύτός βρίσκονται έκεί κι αύτό τόν κακομαθαίνει δέν έχ ω τήν ελάχ ιστη άμφιβολία γιατί εκείνο τόν καιρό ήταν πολύ όμορφος προσπαθώντας νά μοιάζει μέ τόν λόρδο Βύρωνα πού τού είπα ότι μού άρεσε παρ’ ολο πού ήταν πολύ όμορφος γι’ άντρας καί ήταν λίγο καιρό πρίν άρραβωνιαστούμε υστέρα όμως δέν τής άρεσε τόσο πολύ τήν ήμέρα πού είχ α τήν κρίση μέ τά νευρικά γέλια δέν μπορούσα νά τά σταματήσω ολες μου οί φουρκέτες νά πέφτουν ή μιά μετά τήν άλλη μέ τά πολλά μαλλιά πού είχ α τότε έχ εις πάντα κέφια μού λέει αύτή ναί επειδή τής κακοφάνηκε γιατί ήξερε τί σήμαινε έπειδή συνήθιζα νά τής λέω ένα σωρό άπό όσα γίνονταν μεταξύ μας όχ ι ολα άλλά άρκετά γιά νά τής άνοίξω τήν δρεξη άλλά δέν έφταιγα έγώ πού δέν ξαναπάτησε μετά τό γάμο μας άναρωτιέμαι πώς νά κατάντησε τώρα ύστερα άπό τόσο καιρό ζώντας μ’ εκείνο τόν τρελό τόν άντρα της τά μούτρα της είχ αν άρχ ίσει νά τραβιούνται πρός τά κάτω καί νά κρεμάνε τήν τελευταία φορά πού τήν είδα θά έπρεπε νά ήταν άκριβώς υστέρα άπό κάποιο τσακωμό μαζί του γιατί είδα άμέσως πώς έτοιμαζόταν ν’ άνοίξει συζήτηση γιά τούς συζύγους μας γιά νά μιλήσει γιά δαύτον καί νά τόν κατηγορήσει τί ήταν έκεινο πού μού είπε ’Ώ ναί ότι κάποτε όταν τόν τσίμπαγε άλογόμυγα είχ ε τή συνήθεια νά πέφτει στό κρεβάτι φορώντας τά λασπωμένα παπούτσια του φαντάσου νά πρέπει νά κοιμάσαι μ’ ενα τέτοιο ύποκείμενο κάτι τέτοιο θά μπορούσε στό πί κάι φί νά μέ σκοτώσει τί σόι άνθρωπος είναι πάντως δέν είναι ό μοναδικός καθένας έχ ει τίς παλαβομάρες του ό Πόλντυ πάντως ό,τι άλλο κουσούρι καί νά ’χ ει πάντα σκουπίζει τά πόδια του στό χ αλάκι όταν μπαίνει στό σπίτι είτε μέ βροχ ή είτε μέ λιακάδα καί βάφει πάντα μόνος του τά παπούτσια του καί έπίσης βγάζει πάντα τό καπέλο του όταν συναντήσει κάποια στό δρόμο καί τώρα τριγυρίζει μέ παντούφλες περιμένοντας νά κερδίσει 10.000 λίρες άπό μιά κάρτ ποστάλ Φά’ την ’Ώ Καλή μου ένα τέτοιο πράμα δέν θά σ’ έκανε τάχ α νά πεθάνεις άπό πλήξη τόσο ήλίθιος άληθινά πού ούτε τά παπούτσια του είναι ικανός νά βγάλει λοιπόν τί νά τόν κάνεις έναν τέτοιον άνθρωπο καλύτερα είκοσι φορές νά πέθαινα παρά νά παντρευτώ άλλον ένα άπό δαύτους βέβαια αύτός δέν θά ξανάβρισκε άλλη γυναίκα νά τόν άνεχ θεί οπως έγώ νά έρχ εται νά κοιμάται μαζί μου ναί καί αύτό τό ξέρει στό βάθος τής καρδιάς του σκέψου αύτή τήν κυρία Μέημπριη πού δηλητηρίασε τόν άντρα της άναρωτιέμαι γιά ποιο λόγο τό ’κανε τάχ α άγαπούσε κάποιον άλλο ναί τήν άνακαλύψανε μήπως αύτή δέν ήταν ή πραγματικά κακή νά πάει νά κάνει ένα τέτοιο πράμα βέβαια μερικοί άντρες μπορούν νά γίνουν φρικιαστικά ένοχ λητικοί νά σέ τρελάνουν καί πάντα λένε τά χ ειρότερα λόγια γιά μάς τότε γιά ποιό λόγο ζητάνε νά τούς παντρευτούμε άν είμαστε τόσο κακές όσο λένε ναί γιατί δέν μπορούν νά κάνουν χ ωρίς έμάς άρσενικό λευκή σκόνη άπό μυγοπαγίδα τού έριξε στό τσάι του νομίζω άναρωτιέμαι γιατί τό λένε έτσι άν τόν ρώταγα θά έλεγε ότι προέρχ εται άπό τά
έλληνικά καί θά μάς άφηνε τόσο σοφούς όσο καί πρίν ρωτήσουμε θά πρέπει νά ήταν τρελά έρωτευμέν.] μέ τόν άλλον άντρα γιά νά διακινδυνεύσει νά τήν κρεμάσουνε Ω δέν τήν ένοιαζε διόλου άν τό είχ ε μέσα στό αίμα της τί μπορούσε νά κάμει έξ άλλου δέν είναι ολοι τόσο κακούργοι γιά νά τολμήσουν νά κρεμάσουν μιά γυναίκα βέβαια είναι τόσο διαφορετικοί ολοι τους ό Μπόυλαν κουβεντιάζοντας γιά τό σχ ήμα τού ποδιού μου τό παρατήρησε άμέσως άκόμα καί πρίν νά συστηθούμε όταν ήμουνα μέ τόν Πόλντυ στό ζαχ αροπλαστείο Ι.Α.Γ. γελώντας καί προσπαθώντας ν’ άκούσω κούναγα τό πόδι μου καί οί δυό μας παραγγείλαμε δυό τσάγια καί ψωμάκια μέ βούτυρο τόν είδα μέ τίς δύο γεροντοκόρες άδερφές του νά μέ κοιτάει όταν σηκώθηκα καί ρώτησα τό κορίτσι πού ήταν ή τουαλέτα γιατί νά γνοιάζομαι πού μού φεύγανε κι αύτή ή μαύρη σφιχ τή κυλότα πού μ’ έβαλε ν’ άγοράσω θέλω μισή ώρα νά τήν κατεβάσω έγινα ολόκληρη μούσκεμα πάντα μέ κάποια καινούργια κόλπα τής μόδας κάθε βδομάδα καί μέ τό πολύ μάκρος τά κατάφερα καί ξέχ ασα τά δερμάτινα γάντια μου στήν καρέκλα πίσω άπό τό πώς τό λένε πού δέν τά ξαναείδα ποτέ μου κάποια κλέφτρα κι αύτός ήθελε νά βάλω μιάν άγγελία στούς ’Ιρλανδικούς Τάιμς άπωλέσθησαν στίς γυναικείες τουαλέτες τού ζαχ αροπλαστείου Ι.Α.Γ. τής όδού Ντέημ ό εύρών νά τά έπιστρέψει είς τήν κυρία Μάριον Μπλούμ κι οπως έβγαινα άπό τήν περιστροφική πόρτα είδα τά μάτια του στά πόδια μου καθώς γύρισα καί κοίταξα μέ κοίταζε κι υστέρα άπό δύο μέρες πήγα έκεί γιά τσάι έλπίζοντας πώς θά ήταν έκεί άλλά δέν ήταν έπειδή τάχ α έρεθίστηκε πού τά σταύρωνα όταν ήμαστε στό δωμάτιο κατ’ άρχ ήν έννοουσε ότι τά παπούτσια μου ήταν πολύ στενά γιά περπάτημα τό χ έρι μου είναι όμορφο έτσι άλλά οίν είχ α ένα δαχ τυλίδι μέ πέτρα γιά τά γενέθλιά μου μιά όμορφη άκουαμαρίνα θά του κολλήσω νά μου πάρει μία κι ένα χ ρυσό βραχ ιόλι εμένα δέν μου άρέσει τόσο τό πόδι μου όμως μιά φορά τόν έκανα νά χ ύσει μέ τό πόδι μου τή νύχ τα μετά άπό έκείνο τό άθλιο κονσέρτο τού Γκούντγουιν έκανε τόσο κρύο καί φύσαγε λοιπόν ήπιαμε έκείνο τό ρούμι πού είχ αμε στό σπίτι γιά γκρόγκ καί ή φωτιά δέν είχ ε σβήσει έντελώς όταν μού ζήτησε νά βγάλω, τίς κάλτσες μου καί νά ξαπλώσω στό χ αλάκι μπροστά στό τζάκι στήν όδό Λόμπαρτ λοιπόν καί μιάν άλλη φορά πού ήθελε νά περπατάω μέ τά μποτίνια λερωμένα μέ όση κοπριά άπό αλογο ήταν δυνατόν άλλά βέβαια αύτός δέν είναι φυσιολογικός σάν τούς άλλους καί τό άλλο πού είπε ότι θά μπορούσα νά δώσω ένα πλεονέκτημα 9 βαθμούς στούς 10 στήν Καίτη Λάνερ καί πάλι νά τήν νικήσω τί σημαίνει αύτό τόν ρώτησα ξεχ νάω τί μού είπε γιατί έκείνη τή στιγμή πέρασε ό έφημεριδοπώλης μέ τό τελευταίο παράρτημα καί έκείνος ό σγουρομάλλης πού δούλευε στό γαλακτοπωλείο Λιούκαν τόσο ευγενικός νομίζω πώς κάπου έχ ω ξαναδεί τό πρόσωπό του τόν παρατήρησα όταν δοκίμαζα τό βούτυρο καί καθυστέρησα καί ό Μπάρτελ ντ’ Άρσύ πού κοροίδευε όταν άρχ ισε νά μέ φιλάει στά σκαλιά τής χ ορωδίας τής έκκλησίας οπου είχ α τραγουδήσει τό Ave Maria τού Γ κουνώ ’Ώ τί περιμενεις καρδιά μου φίλα με άνάμεσα στά μάτια καί φύγε καί αύτό είναι άπό τό δικό μου ρόλο είχ ε άνάψει παρ’ ολο πού είχ ε μιά τόση δά φωνούλα πάντα έπαινούσε τή φωνή μου στίς χ αμηλές νότες άν μπορεί κανείς νά τού έχ ει έμπιστοσύνη μού άρεσε 6 τρόπος πού έκούναγε τά χ είλη του όταν τραγούδαγε υστέρα είπε ότι δέν θά ήταν φοβερό νά τό κάνουμε έκεί σ’ ένα τέτοιο μέρος έγώ δέν βλέπω τίποτα τρομερό κάποια μέρα θά τού τό πώ όχ ι τώρα κα.’ θά τόν κάνω νά τά χ άσει άχ καί θά τόν πάω έκεί πέρα καί θά τού δείξω τή μεριά πού τό κάναμε έτσι άρπαχ ’ τη λοιπόν σού άρέσει δέν σού άρέσει αύτός νομίζει πώς τίποτα δέν γίνεται χ ωρίς νά τό ξέρει μέχ ρι ν’ άρραβωνιαστούμε δέν ήξερε τίποτα γιά τή μητέρα μου άλλιώτικα δέν θά μέ έπαιρνε τόσο φτηνά αύτός ήταν δέκα φορές χ ειρότερος έτσι καί άλλιώς παρακαλώντας με νά τού δώσω ένα μικρό κομμάτι άπό τήν κυλότα μου έκείνο τό βράδυ καθώς γυρίζαμε άπό τήν πλατεία Κένιλγουερθ μέ φίλησε έκεί πού κούμπωνε τό γάντι μου κι άναγκάστηκα νά τό βγάλω κι αύτός νά μού κάνει έρωτήσεις μού έπιτρέπετε νά έρωτήσω διά τό σχ ήμα τής κρεβατοκάμαράς σας έτσι τόν άφησα νά τό κρατήσει γιά ενθύμιο σάν νά τό είχ α ξεχ άσει όταν τό είδα νά τό βάνει στήν τσέπη του βέβαια είναι τρελός μέ τίς κυλότες είναι ολοφάνερο όταν τόν βλέπεις νά κατατρώει μέ τά μάτια αύτά τά άδιάντροπα πλάσματα πάνω στά
ποδήλατα μέ τίς φούστες τους ν’ άνεμίζουν μέχ ρι τούς άφαλούς τους άκόμα κι όταν ή Μίλλυ κι έγώ τόν συνοδεύαμε σ’ αύτές τίς έκδρομές στήν έξοχ ή έκείνη μέ τήν μπέζ μουσελίνα πού στεκόταν κόντρα στόν ήλιο ετσι πού αύτός μπορούσε νά δει κάθε έξάρτημα πού φόραγε όταν μέ είδε άπό πίσω νά μέ άκολουθεί μές στή βροχ ή παρ’ ολο πού έγώ τόν είχ α δει πρώτη πρίν αύτός μέ κοιτάξει νά στέκεται δρθιος έκεί στή γωνία τής όδού Χάρολντς Κρός φορώντας καινούργιο άδιάβροχ ο κι ενα πολύχ ρωμο κασκόλ γιά νά τονίζει τό μαύρισμα τής έπιδερμίδας του καί καφέ καπέλο δείχ νοντας οπως συνήθως πονηρός τί εκανε έκεί πέρα πού δέν είχ ε καμιά δουλειά νά βρίσκεται πάνε καί βρίσκουν ό,τι θέλουν άπό όποιαδήποτε φοράει φούστα καί αύτοί δέν δέχ ονται καμιά ερώτηση άλλά θέλουν νά ξέρουν πού ήσουνα πού πάς τώρα μπορούσα νά τόν νιώσω καθώς μέ πλησίαζε μέ προφύλαξη πίσω μου τά μάτια του στό σβέρκο μου άπόφευγε νά ερθει στό σπίτι επειδή κατάλαβε πώς τά πράγματα άγριεύανε γιά δαύτον ετσι πισωπλάτησα καί σταμάτησα τότε μέ πίεσε νά πώ ναί μέχ ρι πού έβγαλα άργά τό γάντι μου παρατηρώντας τον είπε ότι τά φαρδιά μανίκια μου ήταν πολύ κρύα μές στή βροχ ή όποιαδήποτε δικαιολογία μπορούσε νά βρει γιά ν’ απλώσει τό χ έρι του κατά πάνω μου ολη τήν ώρα κυλότα κυλότα μέχ ρι πού τού ύποσχ έθηκα ότι θά τού έδινα αύτή πού φόραγε ή κούκλα μου γιά νά τήν πάρει μαζί του στήν τσέπη τού γιλέκου του ’Ώ Maria Santissima έμοιαζε τόσο ήλίθιος στάζοντας μές στή βροχ ή είχ ε πολύ ώραία δόντια μ’ εκανε νά νιώθω πεινασμένη βλέποντάς τα καί μέ ίκέτευσε νά σηκώσω τό πορτοκαλί μεσοφόρι πού φόραγα μέ πιέτες σάν ήλιαχ τίδες ότι δέν ύπήρχ ε κανένας είπε πώς θά γονάτιζε χ άμω στήν υγρασία άν δέν τό σήκωνα έπιμένοντονς ότι θά τό εκανε καί θά χ αράμιζε τό καινούργιο του άδιάβροχ ο δέν ξέρεις ποτέ τί παράξενες ιδέες σού παρουσιάζουν είναι τόσο πρωτόγονοι σ’ αύτά άν κάποιος περνούσε τυχ αία ετσι τό σήκωσα λίγο κι άγγιξα άπ’ έξω τό παντελόνι του οπως τό έκανα στόν Γκάρντνερ μέ τό άριστερό μου χ έρι γιά νά τόν προλάβω νά μήν κάνει τίποτα χ ειρότερο έκεί πού ήμαστε ετσι σέ κοινή θέα πέθαινα άπό περιέργεια νά μάθω άν είχ ε κάμει περιτομή έτρεμε ολος σά φύλλο τά θέλουν ολα γρήγορα κι αύτό τά χ αλάει ολα κι ό πατέρας νά περιμένει ολη αύτή τήν ώρα τό φαγητό του μού είπε νά πώ ότι ξέχ ασα τό πορτοφολάκι μου στό κρεοπωλείο καί ότι άναγκάστηκα νά γυρίσω γιά νά τό πάρω τί ψεύτης υστέρα μού εγραψε έκείνο τό γράμμα μ’ ολες έκείνες τίς λέξεις τί θράσος μέ τέτοιους τρόπους συμπεριφοράς πώς μπορούσε ν’ άντικρίσει μιά γυναίκα δημιουργώντας μιά τόσο δυσάρεστη κατάσταση υστέρα όταν συναντηθήκαμε μέ ρώτησε μήπως σέ πρόσβαλα έγώ κοίταζα κάτω βέβαια είδε πώς δέν μέ είχ ε προσβάλει ήταν έξυπνος όχ ι σάν τόν άλλο ήλίθιο τόν Χένρυ Ντόυλ αύτός πάντα έσπαζε ή έσκιζε κάτι όταν παίζαμε τά αινίγματα σιχ αίνουμαι τούς κακομοίρηδες καί μέ ρώτησε άν ήξερα τί έσήμαινε αύτό καί βέβαια είπα όχ ι γιά νά κρατήσω τούς τύπους καί είπα δέν σάς καταλαβαίνω καί ρώτησα άν αύτό ήταν καί βέβαια είναι φυσιολογικό τό γράφανε σ’ έκείνο τόν τοίχ ο στό Γιβραλτάρ μαζί μέ τήν εικόνα τού πράματος μιάς γυναίκας μ’ έκείνη τή λέξη πού δέν μπορούσα νά τή βρώ πουθενά άλλού άν μόνο γινότανε νά μήν τή βλέπανε τά μικρά παιδιά υστέρα μού έγραφε ένα γράμμα κάθε πρωί μερικές φορές δυό φορές τήν ήμέρα μού άρεσε ό τρόπος πού μέ φλερτάριζε τότε ήξερε πώς νά κερδίσει μιά γυναίκα όταν μού έστειλε τίς οχ τώ μεγάλες παπαρούνες γιατί έγώ είχ α γεννηθεί στίς οχ τώ τού μηνός τότε έγραψα τή νύχ τα πού φίλησε τήν καρδιά μου στό Ντόλφινς Μπάρν δέν μπορούσα νά τό περιγράφω άπλά σέ κάνει νά αισθάνεσαι οπως τίποτα άλλο πάνω στή γή άλλά δέν ήξερε νά άγκαλιάζει καλά οπως ό Γκάρντνερ έλπίζω νά έρθει τή Δευτέρα οπως είπε τήν ίδια ώρα στίς τέσσερις σιχ αίνουμαι όσους έρχ ονται ό,τι ώρα νά ’ναι άνοίγεις τήν πόρτα νομίζεις πώς είναι τό παιδί άπό τό μανάβικο καί είναι κάποιος άλλος κι έσύ είσαι άντυτη ή άνοίγει άπό μόνη της ή πόρτα τής βρώμικης κουζίνας μέ τά νέρα νά ξεχ ειλίζουν οπως τήν ήμέρα πού ό γερο-Γκούντγουιν μέ τό στρυφνό πρόσωπο ήρθε στήν όδό Λόμπαρτ γιά νά μού πεί γιά τό κονσέρτο καί νά είναι υστέρα άπό τό φαγητό νά είμαι άναψοκοκκινισμένη καί άνάστατη άπό τό μαγείρεμα τού κοκκινιστού άναγκάστηκα νά τού πώ μή μέ κοιτάτε κύριε καθηγητά δέν είμαι γιά νά μέ κοιτάτε ναί άλλά αύτός ήταν άληθινός τζέντλεμαν στούς τρόπους άξιοπρεπέστατος όσο δέν
παίρνει δέν ήταν κάποιος πού μπορούσες νά τού πεις ότι δέν ήσουν έκεί πρέπει νά κοιτάει κανείς μέσα άπό τίς γρίλιες οπως σήμερα μέ τό παιδί γιά τά θελήματα στήν άρχ ή νόμισα πώς έπρόκειτο γιά κάποια άναβολή στέλνοντάς μου τό λικέρ καί τά ροδάκινα καί άρχ ισα νά χ ασμουριέμαι άπό τά νεύρα μου καί νομίζοντας ότι πήγαινε νά μέ κοροίδέψει όταν άναγνώρισα τό τικτάκ στήν πόρτα θά έπρεπε νά είχ ε άργήσει λίγο γιατί ήταν τρείς καί τέταρτο όταν είδα τίς δυό κόρες τού Ντένταλους νά έπιστρέφουν σπίτι άπό τό σχ ολείο ποτέ δέν ξέρω τήν ώρα κι έκείνο τό ρολόι πού μού έδωσε δέν φαίνεται νά πηγαίνει σωστά θά ’θελα νά τό δώσω νά τό κοιτάξουν όταν πέταξα τή δεκάρα σ’ έκείνον τόν άνάπηρο ναυτικό γιά τήν ’Αγγλία τή φαμίλια καί τίς όμορφες καθώς σφύριζα τό υπάρχ ει ένα γοητευτικό κορίτσι πού άγαπώ καί δέν είχ α φορέσει τό καινούργιο μου μεσοφόρι ούτε είχ α πουδραριστεί ούτε τίποτα λοιπόν σήμερα οχ τώ πρόκειται νά πάμε στό Μπέλφαστ οπως κι αύτός πρόκειται νά πάει στό ’Ίννις γιά τό μνημόσυνο τού πατέρα του στίς 27 δέν θά είναι ευχ άριστο αύτό άν υποθέσουμε ότι τά δωμάτιά μας στό ξενοδοχ είο θά είναι τό ένα δίπλα στό άλλο καί κάναμε ένα σωρό τρέλες πάνω στό νέο κρεβάτι δέν θά μπορούσα νά τού πώ νά σταματήσει καί νά μή μ’ ένοχ λεί μ’ αύτόν στό διπλανό δωμάτιο ή ίσως μέ κάποιο προτεστάντη παπά νά κάνει πώς βήχ ει καί νά χ τυπάει στόν τοίχ ο τότε τήν έπομένη δέν θά πίστευε ότι δέν κάναμε τίποτα έπειδή άλλο πράμα είναι ό άντρας σου άλλά δέν μπορείς νά κοροίδέψεις τόν έραστή σου λέγοντάς του ότι πιά δέν κάνουμε τίποτα κανονικά καί βέβαια δέν μέ πίστεψε όχ ι είναι καλύτερα πού αύτός πάει έκεί πού πάει έξ άλλου πάντα κάτι συμβαίνει μέ αύτόν τή φορά πού πήγαμε στό κονσέρτο Μάλλοου στό σταθμό Μέρυμπο-ροου παραγγείλαμε καυτή σούπα καί γιά τούς δυό μας τότε χ τύπησε τό καμπανάκι αρχ ίζει νά τρέχ ει στήν πλατφόρμα μέ τή σούπα νά χ ύνεται ολόγυρα καθώς κατάπινε κουταλιές αύτό πιά ήταν μεγάλο θράσος καί τό γκαρσόνι νά τρέχ ει πίσω του ετσι πού καταντήσαμε θέαμα στριγγλίσματα καί ταραχ ή γιά νά ξεκινήσει ή άτμομηχ ανή άλλά αύτός δέν πλήρωνε μέχ ρι πού νά τελειώσει οί δυό κύριοι στό διαμέρισμα τής ΙΙΙης θέσης είπαν ότι είχ ε δίκιο καί πρέπει νά είχ ε δίκιο μερικές φορές είναι τόσο ξεροκέφαλος όταν βάλει ενα πράμα στό μυαλό του τά κατάφερε μιά χ αρά ν’ άνοίξει τήν πόρτα τού βαγονιού μέ τό σουγιά του άλλιώτικα θά μάς πηγαίνανε μέχ ρι τό Κόρκ νομίζω πώς τό έκαναν γιά νά τόν εκδικηθούν ’Ώ μού άρέσουν οί εκδρομές μέ τραίνο ή μέ άμαξα μέ όμορφα μαλακά μαξιλάρια άναρωτιέμαι άν θά βγάλει εισιτήριο τής Ιης θέσεως γιά μένα μπορεί νά θέλει νά μού τό κάνει μέσα στό τραίνο δίνοντας φιλοδώρημα στόν ελεγκτή ’Ώ υποθέτω πώς θά ύπάρχ ουν οί συνηθισμένοι ήλίθιοι νά μάς τρώνε μέ τά μάτια τόσο ήλίθιοι πιθανώς δέν ήταν τυχ αίος άνθρωπος έκείνος ό εργατικός πού μάς άφησε μόνους στό βαγόνι έκείνη τήν ήμέρα πού πηγαίναμε στό Χάουθ θά ήθελα νά μάθαινα κάτι γι’ αύτόν ενα ή δύο τούνελ Ισως υστέρα πρέπει νά κοιτάς εξω άπό τό παράθυρο άκόμα καλύτερα υστέρα έπιστρέφοντας βάλε στό μυαλό σου νά μήν έπέστρεφα τί θά λέγανε ολοι ότι κλέφτηκα μαζί του αύτά τά πράγματα σέ προωθούν στό θέατρο τό τελευταίο κονσέρτο πού τραγούδησα στή σκηνή πάει πάνω άπό ενας χ ρόνος στήν αίθουσα τής Αγίας Τερέζας στήν όδό Κλάρεντον τώρα βάζουν νά τραγουδάνε κάτι μικρά μυξιάρικα κάποιες δεσποινιδούλες τήν Κάθλην Κέρνυ .’.αί τίς παρόμοιές της λόγω πού ό πατέρας ήταν στρατιωτικός καί επειδή τραγούδησα έκείνος τό τραγούδι ό άφηρημένος ζητιάνος καί επειδή φόραγα τήν κονκάρδα γιά τόν λόρδο Ρόμπερτς καί άπόχ τησα έκείνο τό χ άρτη τού πολέμου καί λόγω πού ό Πόλντυ δέν είναι άρκετά ’Ιρλανδός αύτός ήταν πού τά κανόνισε αύτή τή φορά δέν θά έβαζα γι’ αύτό τό χ έρι μου στή φωτιά οπως όταν κατάφερε νά μέ βάλει νά τραγουδήσω τή Stabat Mater λέγοντας δώθε-κείθε ότι μελοποιούσε τό Όδήγησέ μας Γλυκό Φώς έγώ τόν είχ α παρακινήσει σ’ αύτό μέχ ρι πού οι ίησουίτες έμαθαν ότι ήταν μασόνος έπαιζε στό πιάνο τό ‘Οδήγησον Ημάς άντιγραμμένο άπό κάποια παλιά οπερα ναί καί τώρα στό τέλος εκανε παρέα μέ μερικούς άπ’ αύτούς τής οργάνωσης Σίν Φέιν ή οπως άλλιώς όνομάζουνται λέγοντας τίς συνηθισμένες σάχ λες καί άνοησίες πού λέει έκείνο τό άνθρωπάκι πού μούίδειξε χ ωρίς καθόλου σβέρκο ότι είναι πολύ έξυπνος ό άνθρωπος τού μέλλοντος Γκρίφφιθ τόν ελεγαν λοιπόν δέν τού
φαινόταν καθόλου μόνο αύτό μπορώ νά πώ πάντως αύτός πρέπει νά ήξερε πώς ύπήρχ ε ενα μπούκοτάρισμα σιχ αίνουμαι νά μιλάω γιά τά πολιτικά μετά τόν πόλεμο γιά τήν Πρετόρια τό Λέηντησμιθ καί τό Μπλούμφονταιν οπου ό ύπολοχ αγός Γκάρντνερ Στάνλεύ τού 8ου Τάγματος τού 2ου Συντάγματος τού Άνατολικού Λανκασάιρ πέθανε άπό δυσεντερία ήταν μιά χ αρά παλληκάρι μέσα στό χ ακί καί νά μέ περνάει στό ύφος όσο πρέπει είμαι βέβαιη πώς ήταν και’ θαρραλέος είπε πώς ήμουν όμορφη τή νύχ τα πού φιληθήκαμε γιά αποχ αιρετισμό στό φράγμα τού καναλιού ή ιρλανδέζικη ομορφιά μου ήταν ώχ ρός άπό τήν έξαψη πού θά έφευγε γιατί διαφορετικά μπορούσαν νά μάς δούν άπό τό δρόμο δέν κατάφερνε νά τού σηκωθεί κι έγώ τόσο ξαναμμένη όσο δέν ένιωσα ποτέ μου θά μπορούσαν άπό τήν άρχ ή νά κάνουν ειρήνη ή αύτός ό γερο-Παύλος καί οί ρέστοι άπ’ αύτούς τούς γερο-Γκρούγκερ νά πάνε νά πολεμήσουν άναμεταξύ τους άντί νά τραβιούνται γιά χ ρόνια σκοτώνοντας ολα τά ομορφόπαιδα έκεί κάτω μέ τή δυσεντερία τους άν είχ ε τουλάχ ιστο σκοτωθεί άπό σφαίρα άξιοπρεπώς δέν θά ήταν τόσο κακό μού άρέσει νά βλέπω ενα σύνταγμα νά περνάει γιά παρέλαση τήν πρώτη φορά πού είδα τό ισπανικό ιππικό στό Βράχ ο ήταν όμορφο υστέρα πού κοιτάζαμε άπό τήν άλλη μερικά τού κόλπου ίσαμε πέρα τό Άλγκεσίρας ολα τά φώτα τού βράχ ου σάν κωλοφωτιές ή τά μεγάλα γυμνάσια στά έξήντα στρέμματα τή Μαύρη Φρουρά μέ τίς φούστες τους τήν ώρα τής παρέλασης υστέρα άπό τό 10ο τών ούσσάρων τού πρίγκηπα τής Ούαλλίας ή τούς λογχ οφόρους ’Ώ οί λογχ οφόροι· είναι σπουδαίοι ή οί Δουβλινέζοι πού κυριέψανε τήν Τούγκελα ό πατέρας του έκανε περιουσία πουλώντας αλόγα στό ιππικό λοιπόν μπορούσε νά μού άγοράσει ένα όμορφο δώρο στό Μπέλφαστ υστέρα άπό όσα τού έδωσα έχ ουν όμορφα λινά έκεί πέρα ή ένα άπ’ αύτά τά κιμονό πρέπει νά άγοράσω ενα σβώλο ναφθαλίνη σάν αύτόν πού φύλαγα στό συρτάρι θά ήταν μεγάλη διασκέδαση νά βγαίνω μαζί του γιά ψώνια ν’ άγοράζω αύτά τά πράματα σέ μιά καινούργια πόλη καλύτερα νά παρατήσω αύτό τό δαχ τυλίδι πρέπει νά τό στρίβω συνέχ εια γιά νά τό περάσω άπό τόν κόμπο τού δαχ τύλου μου έκεί άλλιώτικα θά τό βγάζανε βούκινο σ’ ολη τήν πόλη στίς έφημερίδες ή νά τό πούνε στήν άστυνομία άλλά θά νομίζανε πώς ήμαστε παντρεμένοι Ω άσ’ τους νά πάνε νά πνιγούν λίγο πού μέ νοιάζει έχ ει τού κόσμου τά λεφτά καί δέν είναι άπ’ αύτούς πού παντρεύονται έτσι καλύτερα νά τού τά άρπάξει καμιά αν μπορούσα νά μάθω άν τού άρέσω έδειχ να λίγο ώχ ρή βέβαια όταν κοιτάχ τηκα στό μικρό καθρεφτάκι γιά πουδράρισμα άλλά ενας καθρέφτης δέν σού δίνει ποτέ τήν σωστήν έντύπωση κι υστέρα νά σπρώχ νεται ολος άπάνω μου οπως ήμουνα, άπό κάτω ολη τήν ώρα μέ τά μεγάλα κόκκαλα τών γοφών του είναι πολύ βαρύς μέ τό τριχ ωτό στήθος του μέσα στή ζέστη πάντα ύποχ ρεωμένη νά ξαπλώνεις γιά δαύτους καλύτερα νά μού τή βάνει άπό πίσω έτσι πού μού ή κυρία Μαστιάνσκυ ότι τής τήν εβανε ό άντρας της οπως τό κάνουνε τά σκυλιά καί έβγαζε έξω τή γλώσσα της όσο μακρύτερα μπορούσε κι αύτός τόσο ήρεμος καί γλυκός νά γρατσουνάει τό μπάντζο του δέν μπορείς ποτέ νά καταλάβεις τούς άντρες έτσι πού τούς τή δίνει όμορφος μέσα σ’ έκείνο τό μπλέ κοστούμι καί τή στυλάτη γραβάτα καί τίς κάλτσες μέ τά σχ έδια άπό γαλάζιο μετάξι βέβαια είναι οίκονομημένος τό ξέρω άπό τό ράψιμο τών ρούχ ων του καί τό βαρύ ρολόι του άλλά ήταν τέλειος σατανάς γιά λίγην ώρα υστέρα πού έπέστρεψε μέ τό τε-λευταίο παράρτημα σκίζοντας τά κουπόνια καί βρίζοντας επειδή ειχ ε χ άσει είκοσι λίρες είπε πώς είχ ε χ άσει έξ αιτίας αύτού τού αουτσάιντερ πού είχ ε έρθει πρώτο καί ότι τά μισά τά είχ ε στοιχ ηματίσει γιά πάρτη μου σύμφωνα μέ τήν πληροφορία πού τού είχ ε δώσει ό Λένεχ αν βρίζοντας αύτόν τόν τρακαδόρο μού έβαζε άγρια χ έρι υστέρα άπό τό γεύμα στό Γκλένκρη έπιστρέφοντας μετά τή μακρινή περιπλάνηση άπό τό πουπουλένιο βουνό υστέρα πού μέ κοίταξε ό λόρδος Δήμαρχ ος μέ τά βρωμιάρικα μάτια του ό Βάν Ντίλλον αύτός ό άνήθικος τόν πρόσεξα πρώτη φορά κατά τά επιδόρπια όταν έσπαζα τά καρύδια μέ τά δόντια μου θά ήθελα νά μπορούσα νά έπιανα τό κοτόπουλο μέ τά δάχ τυλά μου ήταν τόσο νόστιμο καί ξεροψημένο καί τόσο τρυφερό μόνο πού δέν ήθελα νά άδειάσω τελείως τό πιάτο μου αύτά τά πηρούνια καί τά μαχ αίρια τού ψαριού άπό άτόφιο άσήμι μαρκαρισμένα γιά τήν ποιότητα θά ήθελα νά είχ α μερικά μπορούσα εύκολα νά κρύψω κάνα δυό μέσα στό μανσόν μου
καθώς έπαιζα μαζί τους νά έξαρτάται κανείς συνέχ εια άπ’ αύτούς γιά λεφτά σ’ ενα ρεστωράν γιά τήν κάθε μπουκιά πού κατεβάζει κανείς μές στό λαρύγγι του πρέπει νά είμαστε ολοι εύγνώμονες γιά τό φλυτζάνι τό τσάι σάν νά ’ταν καμιά μεγάλη χ άρη πού μάς κάνανε πάντως ετσι πού ό κόσμος είναι χ ωρισμένος άν αύτό συνεχ ιστεί έγώ θέλω κατ’ άρχ ήν τουλάχ ιστον δύο καλά μεσοφόρια κι υστέρα όμως δέν ξέρω τί είδος κυλότες τού.άρέσουνε νομίζω ότι δέν τού άρέσει καμία ετσι δέν είπε ναί καί τά μισά κορίτσια στό Γιβραλτάρ δέν φορούσαν ποτέ τους τίποτα ολόγυμνες οπως τίς έκαμε ό Θεός έκείνη ή Άνδαλουσιάνα τραγουδώντας τή Μανόλα της δέν τό έκρυβε καθόλου ότι δέν φόραγε ηποτα ναί καί μού έφυγαν οί πόντοι στό δεύτερο ζευγάρι άπό τίς μεταξωτές κάλτσες κι είναι μόλις μιά μέρα πού τίς φόρεσα θά μπορούσα νά τίς ξαναπήγαινα στού Λιούις σήμερα τό πρωί καί ν’ άρχ ίσω τή φασαρία καί νά τόν κάνω νά μού τίς άλλάξει μόνο πού δέν θέλω νά ταραχ θώ καί νά διακινδυνεύσω νά πέσω πάνω του καί νά τά χ αλάσω ολα καί θά ήθελα κι εναν άπό αύτούς τούς εφαρμοστούς κορσέδες πού διαφημίζανε στό περιοδικό Τζεντλγούμαν ότι ήταν φτηνοί μέ λαστιχ ένιες ραφές στούς γοφούς αύτόν πού έχ ω τώρα έκείνος μού τόν εξοικονόμησε άλλά δέν είναι καλός λέγανε ότι σού φτιάχ νει όμορφη σιλουέτα μέ εντεκα σελλίνια καί εξι πέννες άποφεύγοντας αύτή τή δυσάρεστη φαρδιά έμφάνιση στό κάτω μέρος τής πλάτης σφίγγοντας τά κρέατα ή κοιλιά μου είναι κάπως πολύ μεγάλη πρέπει νά κόψω τό βράδυ τήν μπύρα στό φαγητό γιατί άρχ ισε νά μού άρέσει πολύ τήν τελευταία φορά πού μού έστειλαν άπό τού Ο’Ρούρκ ήταν ξεθυμασμένη σά νερό αύτός κάνει εύκολα περιουσία Λάρρυ τόν λένε μ’ έκείνο τό ψωροπακέτο πού έστειλε γιά χ ριστουγεννιάτικο δώρο ένα χ ωριάτικο κέικ καί μιά μπουκάλα νερόπλυμα πού ήθελε νά μάς τό περάσει γιά κοκκινέλι καί δέν ευρισκε κανέναν νά τό πιει Θεέ μου φύλαγε τή φτυσιά του γιά νά μή στεγνώσει ή γλώσσα του καί πεθάνει ή πρέπει νά κάνω μερικές άναπνευστικές άσκήσεις άναρωτιέμαι άν αύτό είναι έναντίον τής παχ υσαρκίας θά μπορούσε νά έχ ει ανάποδο άποτέλεσμα οι άδύνατες τώρα δέν είναι καί τόσο πολύ στή μόδα οσο άπό καλτσοδέτες εχ ω τό ζευγάρι τίς μώβ πού φόραγα σήμερα είναι τό μόνο πράμα πού μού άγόρασε άπό τά λεφτά τής επιταγής πού πήρε τήν πρώτη τού μηνός ’Ώ όχ ι μού πήρε καί τήν κολώνια τού προσώπου πού τελείωσα χ τές εκανε τήν επιδερμίδα μου σάν καινούργια τού τό είπα πάλι καί πάλι νά μού πάρει τήν Ιδια άπό τό ίδιο μέρος καί νά μήν τό ξεχ άσει ό Θεός μόνο ξέρει άν τήν πήρε υστέρα άπό τόσα πού τού είπα θά τό καταλάβω πάντως άπό τό μπουκάλι άν δέν τήν πήρε φαντάζουμαι πώς θά πρέπει νά πλυθώ στό κάτουρό μου μοιάζει μέ ζουμί γιά άρρωστο ή κοτόσουπα μέ κάμποσο άπ’ αύτό τό όπποπονάξ ή τή βιολέτα νόμισα πώς ή επιδερμίδα μου άρχ ισε ν’ άγριεύει ή νά γερνάει εκεί πού ξεφλούδισα στό δάχ τυλό μου μετά τό κάψιμο άπό κάτω είναι πολύ πιό λεία είναι κρίμα πού δέν είναι παντού ετσι καί τά τέσσερα παλιομάντηλα εξι σελλίνια ολα βέβαια μπορείς νά συνεχ ίσεις νά ζείς ετσι χ ωρίς στύλ ολα νά πηγαίνουν στό φαγητό καί τό νοίκι όταν τά οικονομήσω θά τά ξοδέψω δώθε-κείθε σ’ τό λέω σέ όμορφο στύλ θέλω πάντα νά βάζω μιά χ ούφτα τσάι στήν τσαγιέρα κι όχ ι νά μετράω καί νά κουτσουρεύω ολο ν’ άγοράζω παλιοπάπουτσα μήπως θά θέλατε αύτά τά καινούργια ύποδήματα ναί πόσο στοιχ ίζουν δέν εχ ω καθόλου ρούχ α τό καφέ ταγιέρ καί τή φούστα μέ τήν μπλούζα καί τό άλλο στό καθαριστήριο τρία τί είναι αύτά γιά μιά γυναίκα κόβοντας τό παλιό καπέλο καί μπαλώνοντας τό άλλο οί άντρες δέν θά γυρίζουν πιά νά μέ κοιτάζουν καί οί γυναίκες προσπαθούν νά σέ σνομπάρουν γιατί ξέρουν ότι δέν εχ ω άντρα ύστερα ολα τά πράγματα ν’ άκριβαίνουν κάθε.μέρα άκόμα τέσσερα χ ρόνια γιά νά γίνω τριάντα πέντε όχ ι είμαι όσο είμαι θά γίνω τριάντα τρία τό Σεπτέμβρη λοιπόν τί ’Ώ νά κοίτα τήν κυρία Γκάλμπραιηθ είναι πολύ μεγαλύτερή μου τήν είδα τήν περασμένη εβδομάδα πού είχ α βγεί ή ομορφιά της μαραίνεται ήταν όμορφη γυναίκα ύπέροχ α μαλλιά πάνω της μέχ ρι τή μέση νά τά τινάζει πίσω ετσι σάν τήν Κίττυ Όσέη στήν όδό Γκράνταμ τό πρώτο πράμα πού έκανα τά πρωινά ήταν νά κοιτάζω άπέναντι γιά νά τή βλέπω νά χ τενίζεται φαινόταν ότι τά λάτρευε καί είχ ε τόσα πολλά κρίμα πού συστηθήκαμε μόνο τήν προηγούμενη μέρα άπό τήν ήμέρα πού μετακομίσαμε κι έκείνη ή κυρία Λάνγκτρυ τό κρίνο τού Τζέρσεύ τήν είχ ε έρωτευθεί ό πρίγκηπας
τής Ούαλλίας φαντάζουμαι πώς κι αύτός θά είναι σάν ολους τούς άλλους μόνο ό τίτλος βασιλιάς τόν κάνει νά διαφέρει ολοι τους είναι φτιαγμένοι μέ τόν ίδιο τρόπο μόνο θά ήθελα νά δοκίμαζα κι ενα νέγρο όμορφη άκόμα μέχ ρι τά σαράντα πέντε ήξερα ενα άνέκδοτο γιά ενα γερο-ζηλιάρη σύζυγο κάτσε νά δείς πώς ήταν καί γιά κάποιο μαχ αίρι πού άνοίγουν τά στρείδια αύτός πήγε νά όχ ι τήν άνάγκασέ νά φορέσει ενα είδος λαμαρίνας γύρω της καί ό πρίγκηπας τής Ούαλλίας ναί είχ ε τό μαχ αίρι γιά τά στρείδια δέν μπορεί νά είναι άλήθεια ενα τέτοιο πράμα μερικά άπ’ αύτά τά βιβλία πού μού φέρνει τού Κυρίου Φρανσουά ετσι κι άλλιώς πού ύποτίθεται πώς ήταν παπάς γιά κάποιο παιδί πού γεννήθηκε άπό τό αύτί της επειδή τής είχ ε πέσει τό κωλάντερο ώραία λέξη γιά νά γράψει Ενας παπάς καί ότι ό κ-ς σάν νά μήν μπορούσε νά καταλάβει καί ό οποιοσδήποτε ήλίθιος τί σήμαινε αύτό σιχ αίνουμαι αύτή τήν υποκρισία γιά ολα τά πράγματα καί τίς προστυχ ιές καθένας μπορεί νά δε! πώς τίποτε δέν ήταν αλήθεια κι έκείνο τό άλλο βιβλίο Ή Ρούμπυ καί οί Βασίλισσες μέ τό μαστίγιο πού μού τό εφερε δύο φορές θυμάμαι όταν έφτασα στή σελίδα πενήντα σ’ έκείνο τό σημείο πού αύτή τόν κρεμάει στό τσιγκέλι μ’ ενα σκοινί καί τόν μαστιγώνει βέβαια ή γυναίκα δέν μπορεί νά εύχ αριστηθεί μ’ ολα αύτά σκέτη εφεύρεση κατασκευασμένη ότι αύτός επινε σαμπάνια στό γοβάκι της υστέρα άπό τό χ ορό σάν τόν Χριστό όταν ήταν βρέφος στήν κούνια στόν Ίντσικόρ στήν άγκαλιά τής Παρθένου Μαρίας βέβαια καμιά γυναίκα δέν μπορούσε νά γεννήσει τόσο μεγάλο παιδί άπό μέσα της καί στήν άρχ ή σκέφτηκα ότι βγήκε άπό τά πλευρά της γιατί πώς μπορούσε νά τά βολέψει κάθε φορά πού πήγαινε στήν τουαλέτα μιά πλούσια κυρία οπως κι αύτή βέβαια ενιωθε περήφανη πού ή Αύτού Βασιλική ‘Υψηλότης τήν είχ ε προτιμήσει αύτός είχ ε ερθει στό Γιβραλτάρ τή χ ρονιά πού γεννήθηκα πάω στοίχ ημα ότι κι έκεί θά εκοψε μερικά κρίνα έκεί οπου φύτεψε τό δέντρο θά φύτεψε κι άλλα πράματα στόν καιρό του θά μπορούσε νά μέ είχ ε φυτέψει κι εμένα άν είχ ε ερθει λίγο νωρίτερα τότε δέν θά βρισκόμουν έδώ πού βρίσκομαι θά επρεπε νά τά παρατήσει μέ αύτόν τόν Ελεύθερο ’Άνθρωπο μέ τίς πενταροδεκάρες πού οικονομάει καί νά πάει σ’ ενα γραφείο ή κάπου άλλού νά βρει σταθερό μισθό ή σέ μιά τράπεζα πού θά μπορούσαν νά τόν βάλουν σ’ ενα θρόνο νά μετράει χ ρήματα ολη μέρα βέβαια προτιμάει νά κοπροσκυλάει γύρω στό σπίτι ετσι πού δέν μπορείς νά κουνηθείς ποιό είναι σήμερα τό πρόγραμμά σου θά μού άρεσε νά κάπνιζε πίπα σάν τόν πατέρα νά υπάρχ ει γύρω του μιά άντρική μυρωδιά παρά νά ύποκρίνεται ότι τρέχ ει γιά διαφημίσεις ένώ θά μπορούσε νά ήταν άκόμα στού κ. Κάφφ άν δέν εκανε αύτό πού εκανε κι υστέρα νά μέ στέλνει νά προσπαθήσω νά τά μπαλώσω θά μπορούσα νά τόν προωθήσω έκεί μέχ ρι νά γίνει διευθυντής κάποτε μού εδωσε ενα μεγάλο φιλοδώρημα μιά δυό φορές στήν άρχ ή ήταν τόσο ψυχ ρός σάν πάγος πράγματι καί άληθινά κυρία Μπλούμ μόνο πού έγώ ένιωθα χ άλια μέ τό παλιό φουστάνι άπ’ οπου είχ α χ άσει τά βαρίδια τής ούράς τόσο άσουλούπωτο όμως ξανάρχ ονται πάλι στή μόδα τό άγόρασα μονάχ α γιά δική του εύχ αρίστηση είδα πώς δέν άξιζε τίποτα άπό τόν τρόπο πού ήταν ραμμένο κρίμα πού άλλαξα γνώμη νά μήν πάω στούς Τόντο καί Μπέρνς οπως είχ α πει καί όχ ι στού Λής τό φόρεμα ήταν στό ίδιο επίπεδο μέ τό μαγαζί έποχ ή ξεπουλήματος ενας σωρός σκουπίδια σιχ αίνουμαι αύτά τά άκριβά μαγαζιά μέ πιάνουν τά νεύρα μου τίποτα δέν μέ νευριάζει τόσο όσο όταν νομίζει πώς ξέρει πολλά πράματα γιά τό ντύσιμο τής γυναίκας καί γιά τό μαγείρεμα άνακατεύει ό,τι βρει στά ράφια άν άκολουθούσα τίς συμβουλές του όποιοδήποτε καπέλο φορούσα μού πήγαινε ναί πάρ’ ίο είναι πολύ έντάξει έκείνο πού ήταν σάν γαμήλια τούρτα νά στέκεται νιλιόμε-τρα πάνω άπό τό κεφάλι μου μού πήγαινε είπε ή τό άλλο πού έπεφτε σάν πιατοκάλυμμα πίσω στήν πλάτη μου κι αύτός νά κάνει χ αρούλες στήν πωλήτρια σ’ έκείνο τό μαγαζί στήν όδό Γκράφτον είχ α τήν άτυχ ία νά τόν πάρω μαζί μου εκεί μέσα κι αύτή τόσο αυθάδης οπως πάντα μ’ έκείνο τό χ αμογελάκι της αύτός νά λέει φοβάμαι πώς σας βάζουμε σέ πολύ κόπο τότε ποιός ήταν τάχ α ό λόγος νά βρίσκεται έκεί όμως τήν κάρφωσα μέ τά μάτια ναί αύτός ήταν φοβερά επίμονος αύτό δέν μού εκανε εντύπωση άλλά άλλαξε τή δεύτερη φορά πού μέ κοίταξε ό Πόλντυ στραβόξυλο πάντα οπως τότε μέ τή σούπα άλλά τόν είδα νά κοιτάζει πολύ επίμονα τό στήθος μου όταν σηκώθηκε νά μού άνοίξει τήν πόρτα
ήταν όμορφο πού μέ συνόδευσε μέχ ρι εξω πάντως λυπάμαι πολύ κυρία Μπλούμ πιστέψτε με χ ωρίς νά τό παρατραβάει τήν πρώτη φορά ύστερα πού προσεβλήθη καί νά λάβει κανείς ύπ’ όψη του πώς ήμουνα γυναίκα του στό κάτω-κάτω χ αμογέλασα λίγο ξέρω ότι τό στήθος μου πεταγόταν μπροστά εκεί στήν πόρτα όταν είπε λυπούμαι πολύ κι ήταν άλήθεια αύτό ναί νομίζω πώς τά έκαμε πιό σφιχ τά ετσι πού τά βύζαινε τόσην ώρα μέ εκανε νά διψάω τά λέει πιτσουνάκια δέν μπόρεσα νά μή γελάσω ναί αύτό έδώ πάντως είναι σφιχ τό ή ρώγα σηκώνεται μέ τό παραμικρό θά τόν βάλω νά τό συνεχ ίσει καί θά τρώω αύτά τά χ τυπητά αύγά μέ κρασί γιά νά τά παχ ύνω γιά χ άρη του τί είναι ολες αύτές οί φλέβες καί τ’ άλλα πράματα περίεργος τρόπος πού είναι φτιαγμένα δύο ολόιδια σέ περίπτωση δίδυμων ύποτίθεται ότι άντιπροσωπεύουν τήν ομορφιά βαλμένα εκεί ψηλά οπως στά άγάλματα στό μουσείο σέ κάποιο άπό αύτά ύποκρινόμενη ότι τό κρύβει μέ τό χ έρι της είναι τόσο όμορφα βέβαια άν τά συγκρίνεις μέ αύτό πού παρουσιάζει ό άντρας μέ τά δυό του καλαμπαλίκια γεμάτα καί τό άλλο του τό πράμα νά κρέμεται άπό κάτω ή νά στέκεται δρθιο σάν κρεμαστάρι γιά καπέλα είναι φυσικό πού τό κρύβουν μέ ένα λαχ ανόφυλλο ή γυναίκα είναι ή ομορφιά αύτό βέβαια ολοι τό ξέρουν όταν είπε ότι μπορούσα νά ποζάρω γυμνή γιά νά μέ ζωγραφίσει κάποιος πλούσιος στήν όδό Χόλλες τότε πού έχ ασε τή δουλειά του στού Χήλυς κι έγώ πούλαγα τά ρούχ α μας καί ψευτόπαιζα μουσική στό Κόφφη Πάλλας θά ήμουν σάν έκείνη τή νύμφη στό λουτρό μέ τά μαλλιά μου ριχ τά ναί μόνο πού αύτή είναι νεώτερη ή έγώ μοιάζω λίγο σάν αύτή τή βρώμικη σκύλα σ’ έκείνη τή σπανιόλικη φωτογραφία πού έχ ει τόν ρώτησα άν οί νύμφες συνήθιζαν νά τριγυρίζουν έτσι εκείνος ό άπαίσιος στρατιώτης μέ τή σκωτσέζικη φούστα τού συντάγματος Κάμερον πίσω άπό τήν κρεαταγορά ή τό άλλο τό κάθαρμα ό κοκκινομάλλης πίσω άπό τό δέντρο οπου παλιότερα βρισκόταν τό άγαλμα μέ τό ψάρι όταν περνούσα παρίσταινε ότι κατούραγε καί στεκόταν έκεί γιά έλόγου μου γιά νά μέ κάνει νά τήν δώ μέ τά μωρουδίστικα ρούχ α του σηκωμένα άπό τή μιά μεριά καί τό σύνταγμα τής Βασίλισσας ήταν ολοι τους μιά συμμορία καλύτερα πού τούς άντικαταστήσανε μέ τό σύνταγμα τών Σάρρεύς ρροσπαθούν πάντα νά σ’ τή δείξουν σχ εδόν ολες τίς φορές πού πέρναγα έξω άπό τ’ άντρικά ουρητήρια κοντά στό σταθμό τής όδού Χάρκουρτ κάποιος τύπος προσπαθώντας νά τραβήξει τό βλέμμα μου σάν νά ήταν ένα από τά εφτά θαύματα τού κόσμου ’Ώ κι ή μυρουδιά άπό αύτούς τούς βρωμότοπους τή νύχ τα πού έπιστρέφαμε σπίτι μέ τόν Πόλντυ άπό τό πάρτυ τών Κόμερφορντς άπό τίς πορτοκαλάδες καί τίς λεμονάδες νά αισθάνεσαι μέσα σου γεμάτη ύγρά μπήκα σ’ έναν άπ’ αύτούς τούς χ ώρους ήταν τόσο παγωμένοι πού δέν θά τό άντεχ α πότε ήταν τό ’93 τό κανάλι είχ ε παγώσει ναί ήταν μερικούς μήνες υστέρα κρίμα πού δέν είχ ε κάνα δύο άπό τούς στρατιώτες τού συντάγματος Κάμερον γιά νά μέ δούνε νά κωλοκάθουμαι στ’ άντρικά ουρητήρια κάποτε προσπάθησα νά τό σχ εδιάσω αύτό τό πράμα άλλά έσκισα τό σκίτσο ήταν πάνω-κάτω σάν λουκάνικο άναρωτιέμαι δέν φοβούνται έτσι πού φέρονται μήπως φάνε καμιά κλωτσιά ή καμιά μπουνιά ή κάτι τέτοιο κι αύτή ή λέξη μέ τήν ψυχ ή σου έσύ κι αύτός άρχ ισε νά λέει κάτι λέξεις πού έπρεπε νά βγάλεις τή μασέλα σου γιά νά τίς πείς γιά τή μετενσάρκωση ποτέ δέν μπορεί νά έξηγήσει ένα πράγμα άπλά έτσι πού νά μπορεί κάποιος νά καταλάβει υστέρα πάει νά ψήσει τό νεφρό του καί καίει τόν πάτο τού τηγανιού όχ ι καί τόσο πολύ νά όμως τό σημάδι άπό τά δόντια του όταν προσπάθησε νά δαγκώσει τή ρώγα μου έπρεπε νά βάλω τίς φωνές άλήθεια δέν είναι άπαίσιοι νά προσπαθούν νά σέ πονέσουν είχ α μεγάλο στήθος μέ τή Μίλλυ άρκετό γάλα γιά δύο άναρωτιέμαι γιατί τό είπε αύτό ότι μπορούσα νά βγάλω μιά λίρα τήν εβδομάδα σάν παραμάνα ολο φουσκωμένα πρός τά έξω τό πρωί πού εκείνος ό άδυνατούλης ό σπουδαστής πού έμενε στό No 28 μέ ;όν Κίτρον Πένροουζ κόντεψε νά μέ πιάσει νά πλένομαι μπροστά άπό τό παράθυρο άν δέν σκέπαζα μέ τήν πετσέτα τό πρόσωπό μου φαίνεται πώς αύτό τόν τρόπο είχ ε γιά νά σπουδάζει πόσους καί πόσους τρόπους δοκίμασα νά τήν ξεκόψω άπό τό θήλασμα μέχ ρι πού αύτός έβαλε τό γιατρό Μπρέηντυ νά μού δώσει τή συνταγή γιά τήν Μπελαντόνα άναγκάστηκα νά τόν βάλω αύτόν νά θηλάζει ήταν τόσο σκληρά είπε ότι ήταν πιό γλυκό καί πιό πηχ τό άπό τής άγελάδας υστέρα ήθελε νά μέ άρμέξει μέσα στό τσάι λοιπόν αύτός
τούς ξεπερνάει ολους σάς τό λέω κάποιος θά έπρεπε νά τόν βάλει στήν έφημερίδα καί μόνο τά μισά νά θυμηθώ άπό όσα μού έχ ει καμωμένα καί νά γράψω ένα βιβλίο γι’ αύτά τά κατορθώματα τού Κυρίου Πόλντυ ναί κι είναι τόσο άπαλώτερο τό δέρμα μιά ώρα τά βύζαινε μέ τό ρολόι είμαι βέβαιαη έτσι σάν ένα μεγάλο μωρό πού είχ α πάνω μου τά θέλουν ολα στό στόμα τους ολη τήν ευχ αρίστηση πού οί άντρες παίρνουν άπό μιά γυναίκα μπορώ νά νιώσω τό στόμα του Ω Κύριε πρέπει νά τεντωθώ μακάρι νά ήταν έδώ αύτός ή κάποιος άλλος ν’ άφεθώ μαζί του καί νά ικανοποιηθώ έτσι νιώθω μέσα μου γεμάτη φωτιά ή νά μπορούσα νά τό δώ στ’ όνειρό μου όταν μέ έκανε νά χ ύσω δεύτερη φορά γαργαλώντας με άπό πίσω μέ τό δάχ τυλό του έχ υνα πέντε λεπτά περίπου μέ τά πόδια μου γύρω του έπρεπε νά τόν χ αίδολογάω μετά ΤΩ Κύριε ήθελα νά φωνάξω ολα τά πράμα -τα γάμα με ή σκατά ή οτιδήποτε άλλο μονάχ α νά μή φαίνουμαι άσχ ημη μ εκείνες τίς ρυτίδες άπό τήν ένταση ποιός ξέρει πώς θά τό έπαιρνε θέλεις νά αισθάνεσαι τή διαφορά μ’ εναν άντρα δέν είναι ολοι σάν κι αύτόν δόξα τώ Θεώ μερικοί θέλουν νά είσαι τόσο καλή σέ αύτό σημείωσα τή διαφορά αύτός τό κάνει άμίλητος γι’ αύτό έδωκα στά μάτια μου έκείνη τήν έκφραση μέ τά μαλλιά μου λίγο ριγμένα μπροστά άπό τήν ταραχ ή καί τή γλώσσα μου άνάμεσα στά χ είλη μου τήν έβαλα ολη μέσα τί άγριάνθρωπος τί πρωτόγονος Πέμπτη Παρασκευή μία Σάββατο δύο Κυριακή τρεις Ω Κύριε δέν μπορώ νά περιμένω μέχ ρι τή Δευτέρα φρσιιιιιιιιφροννννννννγκ τό τραίνο κάπου σφυρίζοντας μέ τή δύναμη πού έχ ουν μέσα τους αύτές οί άτμομηχ ανές σάν μεγάλοι γίγαντες καί τό νερό νά κυλάει παντού πάνω καί μέσα τους σάν τό τέλος τού τραγουδιού τό παλιό γλυκό τραγούδια τής ’Αγάπης οί φουκαράδες οί άντρες πού είναι ύποχ ρεωμένοι νά ξενυχ τάνε μακριά άπό τίς γυναίκες τους καί τίς οίκογένειές τους μέσα σ’ αύτούς τούς φούρνους άποπνικτική ζέστη ειχ ε σήμερα πολύ τό εύχ αριστήθηκα πού έκαψα τίς μισές άπό εκείνες τίς παλιές εφημερίδες καί τά παλιά περιοδικά παρατάει τά πράγματα οπου τύχ ει γίνεται τόσο άπρόσεχ τος καί τίς ύπόλοιπες τίς πέταξα στήν άκρη τού καμπινέ θά τόν βάλω αύριο νά τίς κάμει κομμάτια άντί νά τίς φυλάει γιά τού χ ρόνου γιά νά βγάλει μερικές δεκάρες άπό δαύτες άντί νά μέ ρωτάει πού είναι ή εφημερίδα τού περασμένου Γενάρη κι ολα έκείνα τά παλιά παλτά πού μάζεψα άπό τό χ ώλ καί ζεσταίνανε πιό πολύ τό χ ώρο ήταν όμορφη ή βροχ ή άμέσως μετά τόν ύπνάκο πού πήρα νόμισα πώς θά γινόταν οπως καί στό Γιβραλτάρ μανούλα μου τί ζέστη ήταν κι αύτή πρίν έρθει ό λεβάντες μαύρος σά τή νύχ τα καί ή λάμψη άπό τό βράχ ο νά ορθώνεται σά γίγαντας σέ σύγκριση μέ τά δικά τους τρία βραχ ώδη βουνά νομίζουν ότι είναι τόσο μεγάλα μέ τούς κόκκινους φρουρούς έδώ κι έκεί οί λεύκες κι ολα λευκά άπό τή ζέστη κι οί κουνουπιέρες κι ή μυρωδιά τού βρόχ ινου νερού σ’ εκείνες τίς στέρνες βλέποντας ολη τήν ώρα τόν ήλιο καθώς σερνόταν πάνω μου ξεθώριαζε έκείνο τ’ όμορφο φουστάνι πού ή φίλη τού πατέρα ή κυρία Στάνχ οπ μού έστειλε άπό τό Μπόν Μαρσέ στό Παρίσι τί κρίμα άγαπημένη μου Σκυλίτσα έγραφε ήταν πολύ εύγενική ποιό ήταν τό άλλο της όνομα μιά μικρή καρτποστάλ γιά νά σού πώ ότι έστειλα τό δωράκι μετά άπό ένα όμορφο ζεστό μπάνιο καί νιώθω σάν μιά πολύ καθαρή σκυλίτσα τό εύχ αριστήθηκα μούργο τόν έλεγε μούργο καί τί δέν θά δίναμε γιά νά ξαναγυρίζαμε στό Γ ιβραλτάρ καί νά σέ άκούγαμε νά τραγουδάς τό τραγούδι Στήν παλιά Μαδρίτη ή τό Περιμένοντας τόν Κονκόν είναι τό όνομα αύτών τών άσκήσεων πού μού άγόρασε μιά άπ’ αύτές τίς καινούργιες λέξεις πού δέν μπορώ νά καταλάβω οί εσάρπες είναι διασκεδαστικά πράματα άλλά σκίζονται μέ τό παραμικρό όμως νομίζω οτι είναι όμορφες έσύ τί λές θά θυμόμαστε πάντα τίς ώραίες συγκεντρώσεις γιά τσάι πού είχ αμε καί μαζί τά νόστιμα σταφιδόψωμα καί τίς τηγανίτες μέ βατόμουρα πού τόσο λατρεύω άγαπημένη μου Σκυλίτσα καί κοίτα νά γράφεις γρήγορα χ αιρετίσματα στόν πατέρα σου επίσης στόν λοχ αγό Γκρόβ μέ άγάπη δική σου τρυφερά x χ χ φιλάκια δέν εμοιαζε καθόλου παντρεμένη άλλά εντελώς κοπελίτσα αύτός ήταν χ ρόνια μεγαλύτερος της ό μούργος της αύτός μέ συμπαθούσε πολύ τήν ήμέρα πού πατούσε χ αμηλά τό σύρμα μέ τό πόδι του γιά νά περάσω άπό πάνω στίς ταυρομαχ ίες στή Λά Λίνεα όταν ό ματαντόρ
Γκομέζ δέχ τηκε τό αύτί τού ταύρου θέλω νά ξέρω ποιός άνακάλυψε τά ρούχ α ύποχ ρεωμένοι νά τά φοράμε καθώς άνεβαίνουμε μέ τά πόδια τό λόφο τού Κίλλινεύ οπως σέ έκείνο τό πικνίκ σφιγμένη ολόκληρη μέσα στόν κορσέ δέν μπορείς νά κάμεις τίποτα ετσι ντυμένη μέσα στό πλήθος νά τρέξεις ή νά πηδήσεις λίγο γι’ αύτό φοβόμουνα όταν έκείνος ό άλλος ό μανιασμένος γεροΤαύρος άρχ ισε νά έπιτίθεται στούς μπαντερίλος μέ τά φαρδιά ζωνάρια κι εκείνα τά δύο πράματα στά καπέλα τους κι αύτοί οί άγριάνθρωποι νά φωνάζουν μπράβο τόρο βέβαια οί γυναίκες ήταν τό ίδιο κακές μέσα στίς όμορφες άσπρες μαντήλες τους όταν ξεσχ ίζανε τ’ άντερα αύτών τών καημένων τών άλογων ποτέ μου δέν θά πίστευα ενα τέτοιο πράμα σ’ ολη μου τή ζωή ναί αύτός ξεράθηκε στά γέλια όταν έκανα τό σκύλο πού γαύγιζε στήν όδό Μπέλ τό καημένο τό ζώο ήταν άρρωστο τί νά έγιναν άραγε φαντάζουμαι πώς πέθαναν καί οί δύο έδώ καί πολύ καιρό ολα βρίσκουνται σέ μιάν ομίχ λη σέ κάνει νά νιώθεις τόσο γριά τότε πού έφτιαχ να τά ψωμάκια βέβαια δέν μού ελειπε τίποτα τότε ενα κορίτσι ή Χέστερ συνηθίζαμε νά συγκρίνουμε τά μαλλιά μας τά δικά μου ήταν πυκνότερα άπό τά δικά της μού εδειχ νε πώς νά τά στρώνω στό πίσω μέρος όταν τά σήκωνα κι έκείνο καί τό άλλο πώς νά κάνω κόμπο σέ μιά κλωστή μέ τό ενα χ έρι ήμαστε σάν έξαδέρφες τί ήλικία είχ α τότε τή νύχ τα τής καταιγίδας κοιμήθηκα στό κρεβάτι της είχ ε τά μπράτσα της γύρω μου τότε παλεύαμε τό πρωί μέ τό μαξιλάρι τί διασκέδαση αύτός μέ κοίταζε όταν ευρισκε εύκαιρία στή Φιλαρμονική στήν πλατεία τής Άλαμέδας όταν πήγαινα μέ τόν πατέρα καί τόν λοχ αγό Γκρόβ κοίταξα ψηλά πρώτα στήν εκκλησία κι υστέρα στά παράθυρα καί υστέρα κάτω καί τά μάτια μας συναντήθηκαν ένιωσα κάτι νά περνάει μέσα μου σάν καρφίτσες τά μάτια μου χ ορεύανε θυμάμαι υστέρα όταν κοιτάχ τηκα στόν καθρέφτη δέν άναγνώρισα τόν έαυτό μου τόσο είχ α άλλάξει είχ α ενα ύπέροχ ο δέρμα άπό τόν ήλιο καί τήν έξαψη σάν τριαντάφυλλο δέν έκλεισα μάτι ολη νύχ τα δέν θά ήταν όμορφα έξ αιτίας της άλλά μπορούσα νά τό σταματήσω στήν ώρα του αύτή μού είχ ε δώσει νά διαβάσω τόν Σεληνόλιθο ήταν ή πρώτη φορά πού διάβαζα Γουίλκι Κόλλινς διάβασα τό ’Ήστ Λύν καί τή Σκιά τής Άσλυντάιατ τής κυρίας Χένρυ Γούντ καί υστέρα έγώ τού δάνεισα τό Χένρυ Ντάνμπαρ έκείνης τής άλλης τής γυναίκας μέ τή φωτογραφία τού Μάλβεύ μέσα γιά νά δεί πώς είχ α δεσμό μέ κάποιον καί τόν Ευγένιο Άράμ τού Λόρδου Λύτον αύτή μού είχ ε δώσει τή Μόλλυ Μπών τής κυρίας Χάνγκερφορντ έξ αίτιας πού είχ αμε τό ίδιο όνομα δέν μού άρέσουν τά βιβλία πού έχ ουν μέσα τ’ όνομα Μόλλυ οπως έκείνο πού μου έφερε αύτός γιά κάποια στή Φλάνδρα μιά πόρνη πού έκλεβε συνέχ εια ό,τι μπορούσε στά μαγαζιά υφάσματα καί πράματα γιάρδες καί γιάρδες αύτή ή κουβέρτα είναι βαρεία πάνω μου τώρα είναι καλύτερα δέν έχ ω μήτε ενα άξιοπρεπές νυχ τικό αύτό πού φοράω ολο μαζεύει πίσω άπό κάτω μου χ ωρίς νά λογαριάζουμε αύτόν μέ τά κολπάκια του καλύτερα τό μεσοφόρι μου μούσκεμα άπό τόν ιδρώτα κολλητό στά κωλομέρια μου όταν καθόμουν στήν καρέκλα ήταν τόσο παχ ιά καί σκληρά όταν σηκώθηκα δρθια πάνω στά μαξιλάρια τού καναπέ γιά νά δώ μέ τά ρούχ α μου σηκωμένα άμέτρητα τά έντομα τή νύχ τα καί οι κουνουπιέρες δέν μπορούσα νά διαβάσω μήτε γραμμή Κύριε πόσος καιρός πέρασε άπό τότε αιώνες βέβαια τά χ ρόνια δέν ξαναγυρίζουν ποτέ κι αύτή δέν έγραψε τή διεύθυνσή της σωστά γιατί θά πρόσεχ ε φαίνεται τό μούργο της ό κόσμος πάντα έφευγε γι’ άλλα μέρη κι έμείς ποτέ θυμάμαι έκείνη τήν ήμέρα μέ τά κύματα καί τίς βάρκες μέ τά μεγάλα κεφάλια τους νά τραμπαλίζονται καί τό σκαμπανέβασμα τού καραβιού εκείνες τίς στολές τών άξιωματικών στή στεριά μού γύρισαν τό στομάχ ι άνάποδα αύτός δέν είπε τίποτα ήταν πολύ σοβαρός φορούσα τά μποτίνια μου πού κούμπωναν ψηλά καί ή φούστα μου άνέμιζε αύτή μέ φίλησε έξι ή έφτά φορές νομίζω πώς μέ πήρανε τά κλάματα ναί έκλαψα ή κόντεψα τά χ είλη μου έτρεμαν όταν είπα άντίο φόραγε μιά υπέροχ η μπέρτα άπό κάποιο ειδικό γαλάζιο χ ρώμα γιά τό ταξίδι ραμμένη πολύ παράξενα άπό τή μιά μεριά καί ήταν πολύ όμορφη καί μόλις έφυγαν ήταν φοβερά πληκτικά μού ήρθε νά τό σκάσω νά χ αθώ κάπου δέν έχ ει σημασία πού έμείς ποτέ δέν ήμαστε καλά έκεί πού βρισκόμαστε είτε μέ τόν πατέρα είτε μέ τή θεία ειτε περιμένοντας νά παντρευτώ πάντα περιμένοντας εκείνον κάτι νά τόν όδηηηηηγήσει πρόόόόόόός έμένα
περιμένοντας ταχ ύύύύνοντας τά βήματά του τ’ άναθεματισμένα κανόνια τους έσκαζαν κι έβούιζαν παντού ειδικά στά γενέθλια τής Βασίλισσας καί ολα τά πράγματα νά εκσφενδονίζονται κάτω πρός ολες τίς διευθύνσεις άν δέν άνοιγες τά παράθυρα όταν ό στρατηγός Όδυσσέας Γκράντ οποιος καί νά ήταν αύτός ή οτιδήποτε υποτίθεται πώς έκανε σημαντικό νά βγαίνει άπό τό καράβι καί ό γερο-Σπράγκ ό πρόξενος πού βρισκόταν έκεί πρίν άπό τόν κατακλυσμό νά τόν ύποδέχ εται ντυμένος στά έπίσημά του τό καημένο τό άνθρωπάκι πενθούσε τότε τό γιό του τό ίδιο πάντοτε εγερτήριο άπό τίς σάλπιγγες καί τά τύμπανα καί αύτοί ot δυστυχ ισμένοι φτωχ οδιάβολοι οι στρατιώτρες νά τριγυρίζουν^έ τίς καραβάνες τους καί βρωμοκοπούσαν περισσότερο κι άπό τούς γεροεβραίους μέ τίς γενειάδες μέσα στίς κελεμπίες τους καί στίς θρησκευτικές συγκεντρώσεις καί τό παύσατε πύρ καί ή κανονιά γιά νά περάσει ό κόσμος τά σύνορα κι ό φύλακας νά περνάει μέ τά κλειδιά τόυ γιά νά κλειδώσει τίς πύλες κι οί γκάιντες κι έπειτα τίποτα μόνο ό λοχ αγός Γκρόβ καί ό πατέρας νά συζητάνε γιά τίς μάχ ες τού Ρόκς Ντρίφτ καί τής Πλέβνας καί γιά τόν σέρ Γκάρνετ Γούλσλυ καί γιά τόν Γκόρντον στό Χαρτούμ κι έγώ νά τούς άνάβω τίς πίπες τους κάθε φορά πού έσβηναν μεθυσμένος γεροδιάβολος μέ τό γκρόγκ του στό περβάζι τού παραθύρου δέν άφηνε ούτε στάλα άπό δαύτο σκαλίζοντας τή μύτη του προσπαθώντας νά σκεφτεί κάποιαν άλλη βρωμο’ιστορία γιά νά διηγηθεί στήν παρέα άλλά ποτέ δέν ξεχ άστηκε όταν ήμουν μπροστά νά μέ στείλει εξω άπό τό δωμάτιο μέ κάποια ψεύτικη δικαιολογία κάνοντας τά κομπλιμέντα του βέβαια δέν ήταν αύτός πού μιλούσε άλλά τό ούίσκυ Μπούσμιλλς άλλά τό ίδιο θά εκανε γιά όποιαδήποτε γυναίκα πού θά συναντούσε ύποθέτω πώς πέθανε άπό τό πολύ πιοτό πάνε αιώνες τώρα οί ήμέρες φαίνονται σά χ ρόνια ούτε ενα γράμμα άπό κάποια ζωντανή ψυχ ή έκτός άπό εκείνα τά λίγα πού ταχ υδρόμησα μόνη μου στόν έαυτό μου μέ κομματάκια χ αρτί μέσα τόσο βαριεστημένη κάποτε τά έβαζα μέ τά νύχ ια μου άκούγοντας έκείνο τόν γερο-’Άραβα μέ τό ενα μάτι κι εκείνο τό περίεργο δργανο τραγουδώντας τά άχ βάχ του έχ ετε ολες τίς εύχ αριστίες μου γιά τό όργανό σου τά ίδια χ άλια καί τότε οπως καί τώρα τά χ έρια κρεμασμένα εξω άπό τό παράθυρο κοιτάζοντας μήπως καί περνούσε κανένα ομορφόπαιδο άκόμα καί στό άπέναντι σπίτι εκείνος ό γιατρός στήν όδό Χόλλες πού τόν κυνηγούσε ή νοσοκόμα τότε πού φόραγα τά γάντια μου καί τό καπέλο μου μπροστά στό παράθυρο γιά νά τού δείξω πώς βγαίνω εξω δέν έπαιρνε χ αμπάρι τί εννοούσα μήπως δέν είναι μαλάκες δέν καταλαβαίνουν ποτέ τί τούς λές επρεπε ν,ά τό γράψεις μέ κεφαλαία γράμματα σ’ ενα πανό γιά νά τό δούνε ούτε όταν τούς δίνεις τό χ έρι σέ χ αιρετισμό δυό φορές άπανωτά μέ τό άριστερό ούτε μέ άναγνώρισε όταν τού έκλεισα τό μάτι εξω άπό τό εκκλησάκι τής όδού Γουέστλαντ επιτέλους πού βρίσκεται ή μεγάλη εξυπνάδα τους θά ήθελα νά ξέρω τή φαιά ούσία τήν έχ ουν μέσα στήν ούρά τους αύτό λέω έγώ εκείνα τά χ ωριάτικα στειλιάρια στό ξενοδοχ είο Σίτυ ’Άρμς είχ αν λιγότερη άναθεματισμένη εξυπνάδα κι άπό τούς ταύρους καί τίς άγελάδες πού πουλάγανε τό κρέας τους κι εκείνος ό καρβουνιάρης μέ τό καμπανάκι εκείνος ό φασαρίας ό γαμιάς πού προσπάθησε νά μέ κοροίδέψει καί νά μού πασάρει τό λογαριασμό κάποιου άλλου πού εβγαλε άπό τό καπέλο του ένα ζευγάρι ποδαράκια καί ό γανωματής πού επιδιόρθωνε κατσαρόλες τηγάνια καί μπρίκια καί τά μεταχ ειρισμένα μπουκάλια σήμερα γιά έκείνο τό γεροντάκι καί ούτε επισκέπτης ούτε άλληλογραφία έκτός άπό τίς επιταγές του καί καμιά διαφήμιση κάπου-κάπου οπως έκείνη τού θαυματοποιού πού τού έστειλαν καί τού έγραφαν Αγαπητή Κυρία μόνο τό δικό του τό γράμμα κι ή κάρτα άπό τή Μίλλυ σήμερα τό πρωί βλέπεις έγραψε σ’ αύτόν άπό ποιόν ήταν τό τελευταίο γράμμα πού πήρα έγώ ’Ώ άπό τήν κυρία Ντουέν τώρα τί τήν έπιασε τάχ α νά γράψει υστέρα άπό τόσα χ ρόνια γιά νά μάθει τή συνταγή πού είχ α γιά κείνο τό πίστο μαδριλένο ή άπό τή Φλόη Ντίλλον άπό τότε πού έγραψε γιά νά πεί πώς παντρεύτηκε κάποιον πλούσιο άρχ ιτέκτονα άν πρέπει νά πιστέψω ό,τι άκούω μέ μιά βίλα οχ τώ δωματίων ό πατέρας της ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος κόντευε τά εβδομήντα καί πάντα καλωσυνάτος λοιπόν δίς Τουήντυ ή δίς Γκιλέσπι περάστε στό πιάνο καί ύπήρχ ε κι ένα μασίφ άση-μένιο σερβίτσιο γιά καφέ πάνω στήν εταζέρα άπό μαόνι καί στό τέλος πεθαίνει κανείς κάπου τόσο
μακριά σιχ αίνουμαι τούς άνθρώπους πού έχ ουν πάντα μιά μικρή ιστορία γιά νά πούν καθένας εχ ει τούς δικούς του μπελάδες αύτή ή φτωχ ούλα ή Νάνσυ Μπλέηκ πέθανε πρίν ενα μήνα άπό καλπάζουσα πνευμονία λοιπόν δέν τήν γνώριζα τόσο καλά άφού ήταν πιό πολύ φιλενάδα τής Φλόης παρά δική μου είναι μπελάς νά είσαι υποχ ρεωμένη ν’ απαντήσεις στά γράμματα αύτός μού λέει πάντα τά άντίθετα πράματα καί δέν σταματάει νά μιλάει σάν νά βγάνει λόγο ή θλιβερή άπώλεια συμπάθεια πάντα κάνω αύτό τό λάθος καί άναιψιός μέ άλφα γιώτα έλπιζα νά μού γράψει ένα μεγάλο γράμμα τήν επόμενη φορά άν πράγματι τού άρέσω ’Ώ ευχ αριστώ τόν Ύψιστο πού βρήκα κάποιον νά μού δώσει ό,τι ζητούσα τόσο πολύ νά μ’ εμψυχ ώσει δέν έχ εις καμιά εύκαιρια έδώ πέρα οπως είχ ες παλιά θά ήθελα νά μού έγραφε κάποιος μιά ερωτική επιστολή ή δική του δέν ήταν άκριβώς τέτοια καί τού ειπα ότι μπορούσε νά μού γράψει ό,τι ήθελε γιά πάντα δικός σας Χιού Μπόυλαν στήν παλιά Μαδρίτη οί ήλίθιες γυναίκες πιστεύουν ότι ή άγάπη είναι ένας άναστεναγμός πάντως έγώ θά πέθαινα άκόμα άν μού έγραφε φαντάζομαι θά ύπήρχ ε κάποια άλήθεια μέσα είτε άλήθεια είτε ψέματα σού γεμίζει ολόκληρη τήν ήμέρα σου καί τή ζωή σου πάντα κάτι νά σκέφτεσαι κάθε στιγμή καί νά τό βλέπεις γύρω σου σάν κάτι καινούργιο θά μπορούσα νά έγραφα τήν άπάντηση στό κρεβάτι γιά νά τόν κάμω νά μέ φαντάζεται μερικές σύντομες λέξεις μόνο όχ ι σάν αύτά τά λοξά γράμματα πού ή ’Άττυ Ντίλλον έγραφε σ’ εκείνον τόν τύπο πού ήταν κάτι στά δικαστήρια πού τής έδωσε υστέρα τά παπούτσια στό χ έρι αντιγραμμένα άπό τό βιβλίο ό ’Ιδανικός Άλληλογράφος διά Κυρίας έγώ τής ειχ α πει νά τού γράψει μερικές απλές λέξεις πού εκείνος μπορούσε νά ύφάνει μέσα στό μυαλό του οπως ήθελε κι όχ ι νά υποκρίνεται μέ υπερβολική βιασύνη άλλά μέ άπλή ειλικρίνεια ή μεγαλύτερη επίγεια εύτυχ ία είναι ν’ άπαντάς θετικά στήν πρόταση γιά γάμο ένός τζέντλεμαν καλά ολα γιά τήν άφεντιά τους άλλά όταν είσαι γυναίκα άπό τή στιγμή πού θά γεράσεις αύτοί δέν τό ’χ ουν γιά τίποτα νά σέ πετάξουν στόν σκουπιδοτενεκέ Ο Μάλβεύ ήταν ό πρώτος πού μού έστειλε γράμμα ήμουνα άκόμα στό κρεβάτι έκείνο τό πρωί όταν ή κυρία Ρούμπιο τό έφερε μαζί μέ τόν καφέ στεκόταν έκεί δρθια όταν τής ζήτησα νά μού τό δώσει καί κάνοντας νοήματα δέν μπορούσα νά σκεφτώ τή λέξη φουρκέτα γιά νά τό άνοίξω άχ χ ορκουίλα έτσι λένε ισπανικά τή φουρκέτα μιά γριά άντιπαθητική κοίταζα τό πρόσωπό της μέ μιά τούφα ψεύτικα μαλλιά μπροστά καί περήφανη γιά τήν εμφάνισή της όσο κι άν ήταν πανάσχ ημη πλησίαζε τά 80 ή τά 100 τό πρόσωπό της ένα μάτσο ρυτίδες καί τυραννική παρ’ ολη τή θρησκευτικότητά της επειδή δέν μπορούσε ποτέ νά ξεχ άσει τήν ’Ατλαντική ’Αρμάδα νά μπαίνει μέ τά μισά πλοία άπ’ όσα έχ ει ολος ό κόσμος καί τή σημαία τής ’Αγγλίας νά κυματίζει παρ’ ολους τούς καραμπινιέρους επειδή τέσσερις μεθυσμένοι “Αγγλοι ναύτες τούς πήραν ολόκληρο τό Βράχ ο κι επειδή δέν έτρεχ α στίς λειτουργίες άρκετά συχ νά στή Σάντα Μαρία γιά νά τής κάμω τό χ ατήρι τυλιγμένη μέσα στή μαντήλα της έκτός κι άν γινόταν κανένας γάμος μέ ολες τίς ιστορίες της γιά τά θαύματα τών αγίων καί τήν ευλογημένη μαύρη Παρθένο της μέ τό άσημένιο της φόρεμα καί τόν ήλιο πού χ ορεύει τρείς φορές τό πρωί τής Κυριακής τού Πάσχ α κι όταν περνούσε άπό έκεί κοντά ό παπάς μέ τό καμπανάκι γιά νά φέρει τήν τελευταία μετάληψη στόν ετοιμοθάνατο αύτή σταυροκοπιόταν μπροστά στήν ‘Αγιότητα του είχ ε υπογράψει κάποιος θαυμαστής κόντεψα νά βγώ άπό τά ρούχ α μου ήθελα νά τόν γνωρίσω όταν τόν είδα μέσα άπό τή βιτρίνα τού μαγαζιού νά μέ παίρνει άπό πίσω στήν Κεντρική Όδό υστέρα καθώς μέ προσπέρασε μέ άγγιξε ποτέ μου δέν σκέφτηκα πώς θά μού γράψει ζητώντας μου νά συναντηθούμε ολη τήν ήμέρα φύλαγα τό γράμμα του στό κορσάζ τού μεσοφοριού μου διαβάζοντάς το σ’ ολα τά κρυφά μέρη όσην ώρα ό πατέρας ήταν άπασχ ολημένος μέ τά στρατιωτικά γυμνάσια γιά ν’ άνακαλύψω κάτι άπό τό γραφικό χ αρακτήρα ή άπό τόν τρόπο πού είχ ε κολλήσει τό γραμματόσημο θυμάμαι πώς τραγούδαγα τάχ α θά φορέσω εν’ άσπρο τριαντάφυλλο καί ήθελα νά γυρίσω τούς δείχ τες τού γέρικου ήλίθιου ρολογιού γιά νά φέρω κοντύτερα τήν ώρα ήταν ό πρώτος άντρας πού μέ φίλησε κάτω άπό τό
μαυριτάνικο κάστρο άγάπη μου όσο καιρό ήμουν μικρή ποτέ δέν μού πέρασε άπ’ τό μυαλό τί σημαίνει νά σέ φιλάνε μέχ ρι πού μού έβαλε τή γλώσσα στό στόμα τό στόμα του ήταν σάν φρέσκο γλύκισμα έσπρωξα τό γόνατό μου πάνω του μερικές φορές γιά νά μού μάθει τόν τρόπο τί τού είπα τού είπα για πλάκα πώς ήμουν άρραβωνιασμένη μέ τό γιό ένός Ίσπανού άριστοκράτη πού τόν λέγανε Ντόν Μιγκέλ ντέ λά Φλόρα καί πίστεψε ότι θά τόν παντρευόμουνα σέ τρία χ ρόνια πολλές σοφές κουβέντες λέγονται στό άστείο υπάρχ ει ένα μπουμπούκι πού άνθίζει μερικά πράματα πού τού είπα άληθινά γιά μένα έτσι γιά νά τόν βάλω νά φαντάζεται τά Σπανιόλικα κορίτσια δέν τού άρέσανε πιστεύω πώς καμιά άπ’ αύτές δέν θά τόν κατάφερνε τόν ερέθισα στραπατσάρισε ολα τά λουλούδια πού μού είχ ε φέρει καί τά είχ α βάλει στό κορσάζ μου δέν ήξερε νά μετράει τίς πεσέτες καί τίς περαγκόρντας μέχ ρι πού τού έμαθα είπε πώς ερχ όταν άπό τό Κάποκουιν τού Μπλακγουώτερ άλλά αύτό δέν κράτησε πολύ μετά ήρθε ή παραμονή τής άναχ ώρησής του Μάιος ναί Μάιος ήταν όταν γεννήθηκε ό διάδοχ ος τής ’Ισπανίας πάντα έτσι είμαι τήν άνοιξη θά μού άρεσε ένας καινούργιος φίλος κάθε χ ρόνο βρισκόμαστε πάνω στήν κορφή κάτω άπό τά κανονιοβολεία κοντά στόν πύργο Ο’Χάρα τού είπα πώς χ τυπήθηκε άπό τήν άστραπή καί γιά τούς πιθήκους άπό τή Μπαρμπαριά πού στείλανε στό Κλάπαμ χ ωρίς ούρά πώς καβαλλούσαν ό ένας τόν άλλο στή διάρκεια τής παράστασης ή κυρία Ρούμπιο θηλυκός γέρικος σκόρπιός τών βράχ ων καθώς ήτανε μού είπε ότι έκλεβαν τά κοτόπουλα άπό τή φάρμα τού ’Ίνς καί ότι πετάγανε πέτρες άν κάποιος πλησίαζε κοντά αύτός μέ κοίταζε φόραγα έκείνη τήν άσπρη μπλούζα μέ τό ντεκολτέ γιά νά τού δώσω όσο πιό πολύ μπορούσα θάρρος άλλά όχ ι καί πολύ άνοιχ τό μόλις είχ αν άρχ ίσει νά στρογγυλεύουν είπα πώς ήμουνα κουρασμένη ήμαστε ξαπλωμένοι πάνω άπό τό λιμανάκι μέ τά πεύκα μιά έρημη τοποθεσία φαντάζομαι πώς ήταν ό ψηλότερος βράχ ος οί στοές μέ τά πολυβολεία κι αύτοί οί άπαίσιοι βράχ οι καί ή σπηλιά τού ‘Αη Μιχ άλη μέ τά παγοκρύσταλλα ή οπως άλλιώτικα τά λένε νά κρέμουνται καί οί σκάλες ολη ή λάσπη λέρωσα τά μποτίνια μου είμαι βέβαιη πώς αύτός ήταν ό δρόμος γιά νά κατεβαίνουν οί πίθηκοι καί νά περνάνε κάτω άπό τή θάλασσα πρός τήν ’Αφρική όταν πεθαίνουνε έξω μακριά τά καράβια σά στίγματα αύτό πού περνούσε ήταν τό καράβι τής Μάλτας ναί ή θάλασσα κι ό ουρανός μπορούσες νά κάμεις ό,τι ήθελες νά ξαπλώσεις έκεί γιά πάντα μού τά χ άιδεψε άπ’ έξω τούς άρέσει νά τά χ αίδεύουν κι ό λόγος είναι ή στρογγυλάδα τους σφιγγόμουνα πάνω του μέ τό άσπρο ψάθινο καπέλο μου γιά νά τό τσαλακώσω ή άριστερή μεριά τού προσώπου μου ή πιό όμορφη ή μπλούζα μου άνοιχ τή επειδή ήταν ή τελευταία μέρα του αύτός φόραγε ένα είδος διάφανο πουκάμισο μπορούσα νά δώ τό στήθος του ροδαλό ήθελε νά άκουμπήσει τό δικό του πάνω στό δικό μου μόνο γιά λίγο άλλά δέν τόν άφηνα θύμωσε πολύ στήν άρχ ή άπό φόβο ποτέ δέν ξέρεις μήπως κολλήσω καμιά φυματίωση ή νά μέ άφήσει μέ παιδί έμπαρατσάντα έκείνη ή γριά υπηρέτρια ή Ίνές μού είχ ε πει ότι καί μία σταγόνα μόνο άπ’ αύτό άν έμπαινε μέσα σου άργότερα πού προσπάθησα μέ τήν μπανάνα άλλά φοβήθηκα πώς θά έσπαζε καί θά χ ανότανε κάπου ψηλά μέσα μου γιατί κάποτε έβγαλαν κάτι άπό μιά γυναίκα πού ήταν έκεί γιά χ ρόνια σκεπασμένο μέ άλατα κάνουνε ολοι σάν τρελοί νά μπούν έκεί άπό οπου βγήκανε θά πίστευες πώς δέν θά μπορούσαν ποτέ νά πάνε τόσο βαθειά καί τότε ξοφλάνε μαζί σου μέχ ρι τήν έπόμενη φορά ναί γιατί ύπάρχ ει μιά θαυμάσια αίσθηση έκεί ολη τήν ώρα τόσο άπαλό πώς τό τελειώσαμε “Ω ναί τόν έκανα νά χ ύσει μές στό μαντήλι μου ύποκρινόμενη ότι δέν είχ α ερεθιστεί όμως άνοιξα τά πόδια μου δέν τόν άφηνα νά μέ άγγίξει κάτω άπό τό μεσοφόρι μου είχ α μιά φούστα άνοιχ τή στά πλάγια τόν έκανα νά μαρτυρήσει πρώτα γαργαλώντας τον μού άρεσε νά ερεθίζω έκείνο τό σκύλο στό ξενοδοχ είο ρσσσστ έγουωκεγουωκεγουώκ τά μάτια του κλειστά κι ενα πουλί νά πετάει χ αμηλότερα άπό εμάς ήταν ντροπαλός πάντως μού άρεσε μού άρεσε έκείνο τό πρωί τόν έκανα νά κοκκινίσει λίγο όταν άνέβηκα πάνω του έτσι όταν τόν ξεκούμπωσα καί τού τήν έβγαλα έξω καί τράβηξα πίσω τό πετσί είχ ε ένα είδος ματιού έκεί ολοι οί άντρες δέν είναι τίποτα άλλο παρά κουμπιά μέ φώναζε γλυκειά μου Μόλλυ πώς τόν λέγανε Τζάκ Τζό Χάρρυ Μάλβεύ έτσι δέν τόν λέγανε ναί νομίζω πώς ήταν
άνθυποπλοίαρχ ος μάλλον ξανθός είχ ε μιά φωνή σά νά γέλαγε έτσι έκανα μιά βόλτα γύρω άπό τό πωςτολένε ολα ήταν πωςτολένε είχ ε μουστάκι είπε πώς θά ξαναγύριζε Θεέ μου μού φαίνεται πώς είναι σάν χ θές καί πώς θά μού τό έκανε άκόμα κι άν ήμουνα παντρεμένη καί τού ύποσχ έθηκα ναί πώς θά τόν άφηνα νά μού τό κάνει τώρα ίσως να εχ ει πεθάνει ή νά εχ ει σκοτωθεί ή νά εχ ει γίνει πλοίαρχ ος ή ναύαρχ ος κοντεύουν είκοσι χ ρόνια άν ελεγα κόλπος τών πεύκων θά καταλάβαινε άν ερχ όταν άπό πίσω μου κι έβαζε τά χ έρια του πάνω στά μάτια μου γιά νά μαντέψω ποιός είναι θά μπορούσα νά τόν άναγνωρίσω ναί νέος άκόμα γύρω στά σαράντα του ίσως νά εχ ει παντρευτεί κάποια κοπέλα στό Μπλάκγουωτερ κι έχ ει άλλάξει τελείως ολοι άλλάζουν δέν έχ ουν τόν χ αρακτήρα πού εχ ει μιά γυναίκα αύτή δέν ξέρει τί έκανα μέ τόν άγαπημένο σύζυγό της πρίν αύτός τήν ονειρευτεί καί μάλιστα μές στό καταμεσήμερο μ’ ολο τόν κόσμο νά κοιτάει μπορείς νά πείς μπορούσαν νά γράψουν ενα άρθρο γι’ αύτό στήν έφημερίδα Χρονικά είχ α άγριέψει λίγο υστέρα όταν φούσκωσα τή σακκούλα άπό τά μπισκότα μάρκας ’Αφοί Μπέναντυ κι έκείνη εσκασε Κύριε τί θόρυβος ολες οί μπεκάτσες καί τά άγριοπερίστερα ξεφωνίζοντας καθώς έπιστρέφαμε άπό τόν ίδιο δρόμο πού ήρθαμε άπό τό μεσαίο λόφο πλάι στό παλιό φυλάκιο καί τό εβραίικο νεκροταφείο ύποκρινόμενοι ότι διαβάζαμε τά ονόματα πάνω στά μνήματα ήθελα νά ρίξω μέ τό πιστόλι του είπε πώς δέν είχ ε πιστόλι δέν ήξερε τί νά μέ κάνει φορώντας τό καπέλο του μέ τό γείσο του πάντα γυρτό καθώς συνήθως τού τό διόρθωνα ισιάζοντας τά γράμματα Βασιλικόν Πλοίον Καλυψώ πετώντας ψηλά τό καπέλο μου εκείνος ό γερο-Επίσκοπος πού εκανε άπό τό ιερό τής έκκλησάς έκείνο τό μακρινάρι κήρυγμα γιά τήν ύψηλή άποστολή τής γυναίκας γιά τά κορίτσια πού καβαλλάνε τά ποδήλατα καί φορούνε καπέλα μέ γείσο καί γιά τά νέα γυναικεία παντελόνια τής γυμναστικής Θεέ μου βάλε αύτουνού μυαλό καί σέ μένα περισσότερα λεφτά φαντάζομαι πώς ή ονομασία τους μπλούμερς θά προέρχ εται άπό τ’ όνομά του ποτέ δέν σκέφτηκα ότι τό επίθετο Μπλούμ θά γινόταν δικό μου όταν συνήθιζα νά τό γράφω μέ κεφαλαία γιά νά δώ πώς φαίνεται πάνω στά επισκεπτήρια ή κάνοντας πρόβες μέ τόν κρεοπώλη ειλικρινείς ευχ ές κυρία Μπλούμ ή Τζόσι μετά τό γάμο μας μού ελεγε μοιάζεις μπλούμινγκ μοιάζεις άνθισμένη πάντως είναι καλύτερο άπό Μπρήν ή Μπρίγκς σκέψου νά σέ λέν| κυρία Ραδιούργα ή αύτά τά φοβερά επίθετα μέ πισινούς μέσα τους ή κυρία Ραβδοπισινοπούλου ή κάποιο άλλο είδος πισινού ούτε γιά τό έπίθετο Μάλβεύ τρελαινόμουν βέβαια ή άν υποτεθεί πώς τόν χ ώριζα κυρία Μπόυλαν ή μητέρα μου οποια κι άν ήταν θά μπορούσε νά μού είχ ε δώσει ενα καλύτερο όνομα ό Θεός ξέρει ύστερα άπό τ’ όμορφο όνομα πού είχ ε αύτή Λουνίτα Λαρέντο τί πλάκα είχ ε καθώς τρέχ αμε στήν όδό Γουίλλις πρός τήν τελευταία άκρη τής Ευρώπης καί κάναμε ολες έκείνες τίς στροφές καί τά γυρίσματα στήν άλλη μεριά τού Τζέρσεύ κουνιόντουσαν καί χ ορεύανε μέσα στήν μπλούζα μου οπως τώρα τά μικρά τής Μίλλυ όταν τρέχ ει άνεβαίνοντας τίς σκάλες μού άρεσε νά τά βλέπω πηδώντας πάνω στίς πιπεριές καί τίς άσπρες λεύκες κόβοντας τά φύλλα καί πετώντας τα πάνω του εφυγε γιά τήν ’Ινδία ήταν νά γράψει γιά τά ταξίδια πού πρέπει νά κάμουν αύτοί οί άνθρωποι πήγαινε ελα μέχ ρι τήν άκρη τού κόσμου τουλάχ ιστον κάτι είναι κι αύτό νά μπορούν κάποτε νά σφίξουν λίγο μιά γυναίκα στήν αγκαλιά τους πρίν νά πνίγουν ή νά τιναχ τούν στόν άέρα άνέβηκα στά υψώματα τού λόφου μέ τούς άνεμόμυλους τό πρωί εκείνης τής Κυριακής μέ τόν λοχ αγό Ρούμπιος ήταν ενα άχ ρηστο μικρό τηλεσκόπιο σάν αύτό πού είχ ε ό φρουρός είπε πώς θά προμηθευτούν κάνα δυό καινούργια άπό τό εξωτερικό φόραγα τό φουστάνι άπό τό Μπόν Μαρσέ τού Παρισιού καί τό κολιέ μέ τά κοράλλια τό κανάλι έλαμπε θά μπορούσα νά δώ μέχ ρι τό Μαρόκο σχ εδόν τόν κόλπο τής Ταγγέρης ολόλευκο καί τά βουνά τού Άτλαντα χ ιονισμένα τό κανάλι τόσο καθαρό σάν ποτάμι Χάρρυ Μόλλυ Γλυκειά μου τόν σκεφτόμουνα μεσοπέλαγα ολη τήν ώρα υστέρα στή λειτουργία όταν τό μεσοφόρι μου άρχ ισε νά γλιστράει όταν βγάλανε τά άγια βδομάδες καί βδομάδες φύλαγα τό μαντήλι του κάτω άπό τό μαξιλάρι μου γιά νά μπορώ νά τό μυρίζω δέν εύρισκες καλό άρωμα στό Γ ιβραλτάρ μόνο έκείνο τό φτηνό σπανιόλικο πού ξεθύμαινε καί σού άφηνε μιά μπόχ α πιό πολύ άπ’ ολα ήθελα νά τού χ αρίσω κάτι νά μέ θυμάται αύτός μού ειχ ε χ αρίσει έκείνο τό
χ οντροφτιαγμένο δαχ τυλίδι Κλάνταχ γιά γούρι έκείνο πού χ άρισα στόν Γκάρντνερ όταν έφευγε στή Νότια ’Αμερική οπου τόν σκοτώσανε αύτοί οί Μπόερς μέ τόν πόλεμό τους καί τόν πυρετό άλλά κι αύτοί καλά τίς αρπάξανε υστέρα σάν αύτό νά τούς έφερε άτυχ ία κάτι σάν όπάλι ή μαργαριτάρι πρέπει νά ήταν καθαρό χ ρυσάφι δεκαέξι καράτια έπειδή ήταν βαρύ μπορώ νά δώ τό πρόσωπό του φρεσκοξυρισμένο φρσιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιφρόγκ αύτό τό τραίνο πάλι σάν νά κλαίει γιά τίς άγαπημένες πεθαμένες μέρες πού δέν μπορούμε νά τίς άνακαλέσουμε κλείνω τά μάτια μου άναπνέω τά χ είλη μπροστά φίλημα θλιμμένο βλέμμα μάτια άνοιχ τό πιάνο έδώ πάνω άπό τόν κόσμο άρχ ισαν οί ομίχ λες σιχ αίνουμε αύτό τό γλυκό τραγούούούούούούούδι τής άγάπης θά τό άφήσω νά βγει άπό μέσα μου μέ δύναμη όταν φτάσω μπροστά άπό τούς προβολείς πάλι ή Κάθλην Κήρνεύ καί οί άλλες ή δίς Τάδε ή δίς Δείνα ή δίς Δενξερωποιά. ενας σωρός άπό σπουργιτοπορδές πού ολο λένε καί λένε γιά τά πολιτικά ξέρουν τόσα πολλά γι’ αύτά όσο καί ό άπαυτός μου ό,τι βρούνε ολόγυρά τους γιά νά κάνουνε τίς σπουδαίες ιρλανδικές ντόπιες καλλονές ί\ ώ είμαι κόρη στρατιωτικού κι έσύ τίνος είσαι κόρη τού μπαλωματή ή τού ταβερνιάρη σού ζητάω συγγνώμη κύριε άμαξά νόμιζα πώς ήσουνα καρροτσάκι θά πέθαιναν αύτοστιγμεί άν εύρισκαν εύκαιρία νά περπατήσουν στήν Άλαμέδα άγκαζέ μ’ εναν άξιωματικό οπως έγώ τή νύχ τα πού έπαιζε ή στρατιωτική μπάντα μέ τά μάτια μου ν’ άστράφτουν καί μ’ ενα τέτοιο στήθος σάν τό δικό μου δέν έχ ουν πάθος Θεέ μου γέμισε τά άδεια κεφάλια τους έγώ άπό τότε πού ήμουνα δεκαπέντε χ ρονών ήξερα γιά τούς άντρες καί τή ζωή περισσότερα άπ’ όσα θά μάθουν αύτές στά πενήντα τους δέν ξέρουν νά τραγουδήσουν οπως πρέπει ενα τραγούδι ό Γκάρντνερ είπε πώς κανένας άντρας δέν μπορούσε νά δει τό στόμα μου καί τά χ είλη μου νά χ αμογελάνε έτσι καί νά μήν σκεφτεί αύτό στήν άρχ ή φοβόμουν πώς δέν θά τού άρεσε ή προσφορά μου αύτός είναι τόσο ’Άγγλος κι αύτό ήταν τό μόνο πράγμα πού πήρα ά~ό τόν πατέρα έκτός άπό τή συλλογή μέ τά γραμματόσημά του πάντως ελεγε ότι εχ ω τά μάτια και τό πρόσωπο τής μητέρας μου μερικοί άπ’ αύτούς είναι τόσο σνόμπ έκείνος δέν τούς έμοιαζε καθόλου ήταν ξετρελαμένος μέ τά χ είλη μου άσ’ τες πρώτα νά βρουν ενα σύζυγο πού νά μπορεί κανείς νά τόν κοτάξει καί μιά κόρη σάν τή δική μου ή άς καταφέρουν νά ερεθίσουν κάποιον σπουδαίο λεφτά πού εχ ει τή δυνατότητα νά διαλέξει καί νά πάρει οποια θέλει οπως ό Μπόυλαν νά τό κάνουν τέσσερις ή πέντε φορές διπλοσφιγμένοι ό ενας στήν άγκαλιά τού άλλου γιά νά μήν πούμε τίποτα γιά τή φωνή μου έγώ μπορούσα νά γίνω καί πριμαντόνα άλλά πήγα καί παντρεύτηκα αύτόν’ερχ εται τής άγάάάάάπης βαθειά φωνή μέσα τό σαγόνι πίσω όχ ι πάρα πολύ γιά νά μή κάνει δίπλες τό δέρμα Ή φωλιά τής πολυαγαπημένης μου είναι πολύ μακρύ γιά νά τό τραγουδήσω σάν συμπλήρωμα μετά τό μπιζάρισμα γύρω στό παλιό σπίτι τό ήλιοβασίλεμα καί οί θολωτές κάμαρες ναί θά τραγουδήσω τό ό ’Άνεμος πού φυσάει άπό τό νοτιά πού μού εμαθε τότε μετά τό έπεισόδιο στά σκαλιά τής χ ορωδίας θ’ άλλάξω τή δαντέλα στό μαύρο μου φόρεμα γιά νά δείξω τά βυζιά μου καί άκόμα θά ’Ώ ναί μά τό Θεό θά επιδιορθώσω αύτή τή μεγάλη βεντάλια γιά νά τίς κάνω νά σκάσουν άπό τή ζήλεια μέ γαργαλάει ή τρύπα μου πάντα όταν τόν σκέφτουμαι νομίζω πώς τό θέλω αισθάνομαι μέσα μου ενα φούσκωμα μέσα στά άντερά μου καλύτερα νά μείνω άκίνητη μήπως τόν ξυπνήσω καί τόν εχ ω πάλι νά σαλιαρίζει υστέρα πού πλύθηκα σέ ολες τίς μεριές πισινούς κοιλιά καί τά μεριά μου άν τουλάχ ιστον είχ αμε ενα κανονικό μπάνιο κι ένα δικό μου δωμάτιο έν πάση περιπτώσει μακάρι νά κοιμότανε μόνος του σέ κάποιο κρεβάτι κι όχ ι μέ τά παγωμένα πόδια του πάνω μου άσε μας τουλάχ ιστον λίγο χ ώρο νά κλάσουμε Θεέ μου ή κάνε κάτι καλύτερα ναί κρατήσου έτσι λίγο στά πλευρά μου πιάνο ήσυχ α γλυυυυ νά το πάλι αύτό τό τραίνο μακριά πιανίσιμο υυυυυκό άλλο ένα τραγούδι τί άνακούφιση κώλος κλασμένος γιατρός χ εσμένος ποιός ξέρει μπορεί καί νά μήν ήταν φρέσκια ή χ οιρινή μπριζόλα πού έφαγα στό τσάι μου μ’ αύτή τή ζέστη δέν μύρισα τίποτα κακό είμαι βέβαιη ότι έκείνος ό περίεργος άνθρωπος στό κρεοπωλείο είναι μεγάλος άπατεώνας ελπίζω αύτή ή λάμπα νά μή καπνίζει καί γεμίσει τή μύτη μου καπνιά όμως είναι καλύτερα γιατί άλλιώτικα θά άφηνε
ολη τή νύχ τα άναμμένο τό γκάζι στό Γιβραλτάρ δέν μπορούσα νά ήσυχ άσω στό κρεβάτι μου πεταγόμουνα συνέχ εια πάνω γιά νά βρώ τήν αιτία πού μ’ έκανε τόσο αναστατωμένη γι’ αύτό μού άρέσει ό χ ειμώνας σού κρατάει περισσότερη συντροφιά ΤΩ Κύριε έκανε διαβολεμένο κρύο έκείνο τό χ ειμώνα ήμουνα δέν ήμουνα δέκα χ ρονών σχ εδόν ναί είχ α μιά μεγάλη κούκλα τήν έντυνα καί τήν ξέντυνα μέ άστεία φορέματα αύτός ό ψυχ ρός άνεμος πού κατέβαινε άπό τά βουνά άπό τήν πωςτηλένε Νεβάδα τή Σιέρα Νεβάδα νά στέκουμαι μπροστά άπό τή φωτιά μέ τό μικρό μου κοντό νυχ τικό σηκωμένο μπροστά στή φωτιά γιά νά ζεσταθώ μού άρεσε νά χ ορεύω ότάν τό φόραγα κι υστέρα νά τρέχ ω στό κρεβάτι είμαι βέβαιη πώς έκείνος ό τύπος άπό άπέναντι ήταν έκεί ολη τήν ώρα καί μέ κρυφοκοίταζε μέ σβησμένα τά φώτα τό καλοκαίρι κι έγώ τσίτσιδη χ οροπηδώντας δώθε-κείθε ήμουνα ερωτευμένη έκείνο τόν καιρό μέ τόν έαυτό μου ολόγυμνη μπροστά στό νιπτήρα ν’ απλώνω πούδρες καί κρέμες μόνο όταν έφθανε ή ώρα τής τελετουργίας τού κατουρλοκάνατου μόνο τότε έσβηνα κι έγώ τό φώς κι έτσι γινόμαστε κι οί δυό μας ίσια δέν πρόκειται νά κοιμηθώ σήμερα οπως καί νά ’ναι ελπίζω νά μή συνεχ ίσει νά κάνει παρέα αύτούς τούς φοιτητές τής ιατρικής πού τόν παρασύρουν νά νομίζει πώς ξανάνιωσε γυρίζοντας σπίτι του στίς τέσσερις τό πρωί γιατί περί αύτού πρόκειται άν δέν είναι πιό άργά πάντως είχ ε τήν ευγένεια νά μή μέ ξυπνήσει τί βρίσκουν νά φλυαρούν ολη τή νύχ τα σπαταλώντας τά χ ρήματά τους καί πίνοντας καί πίνοντας δέν μπορούν τάχ α νά πιούν νερό υστέρα άρχ ίζει νά μάς δίνει τίς διαταγές του γι’ αύγά καί τσάι καί καπνιστές ρέγγες καί ζεστές βουτυρωμένες φρυγανιές σέ λίγο θά μάς θρονιαστεί σάν βασιλιάς καί θά βουτάει τό κουταλάκι του άνάποδα μέσα στό αύγό του πού έμαθε τάχ α αύτά τά κόλπα μού άρέσει νά τόν άκούω νά παραπατάει στίς σκάλες τό πρωί καί τά φλυτζάνια νά τσουγκρίζουνε πάνω στό δίσκο κι υστέρα νά παίζει μέ τή γάτα αύτή νά ξύνεται πάνω του γιά τήν εύχ αρίστησή της σκέφτομαι μήπως έχ ει ψύλλους είναι χ ειρότερη κι άπό γυναίκα συνέχ εια νά γλείφει καί νά γλείφεται όμως φοβάμαι τά νύχ ια της άναρωτιέμαι άν τάχ α βλέπει τίποτα περισσότερο άπ’ ό,τι εμείς έτσι πού κοιτάζει καθισμένη στό κεφαλόσκαλο τόσην ώρα καί άκούει κι έγώ περιμένω καί περιμένω καί περιμένω τί κλέφτρα τότε πού άρπαξε έκείνη τήν όμορφη γλώσσα πού άγόρασα νομίζω πώς αύριο θ’ άγοράσω ψάρια δηλαδή σήμερα Παρασκευή δέν είναι ναί καί θ’ άγοράσω καί κρέμα καί μαύρες σταφίδες οπως παλιότερα καί όχ ι σάν αύτές τίς κονσέρβες τών δύο λιβρών μέ βερύκοκκα καί μήλα άνακατωμένα άπό τό Λονδίνο καί τό Νιούκαστλ μάρκας Γουίλλιαμς καί Γούντς πού είναι διπλάσιες άπό τίς άλλες σιχ αίνομαι νά καθαρίζω εκείνα τά μεγάλα χ έλια μέ τά λέπια καί τά κόκκαλα ναί θ’ άγοράσω ένα ώραίο κομμάτι μπακαλιάρο πάντα ξεχ νάω κι άγοράζω μπόλικον γιά τρείς οπως καί νά ’ναι βαρέθηκα συνέχ εια τό κρέας άπό τό κρεοπωλείο τού Μπάκλεύ παιδάκια καί μπούτι μοσχ αρίσιο καί μπριζόλες καί σβέρκο άρνίσιο καί μοσχ αρίσια έντόσθια ούτε νά τ’ άκούω δέν θέλω ή νά πηγαίναμε πικνίκ άς ύποθέσουμε ότι δίναμε πέντε σελλίνια ό καθένας ή νά τόν άφήναμε νά πληρώσει αύτός καί νά καλέσει καί κάποιαν άλλη γυναίκα γιά ντάμα του ποιά τήν κυρία Φλέμινγκ καί νά πηγαίναμε αμαξάδα στό Φέρρυ Γκλέν ή στό Στρώμπερυ Μπέντ ή πρώτη του δουλειά θά ήταν νά εξετάσει ολες τίς οπλές τών άλογων οπως κάνει μέ τά γράμματα όχ ι όχ ι μπροστά στόν Μπόυλαν ναί σάντουιτς άνάμιχ τα άπό κρύο ψητό καί ζαμπόν ύπάρχ ουν κάτι μικρά σπιτάκια στούς πρόποδες τών λόφων φτιαγμένα επίτηδες άλλά είναι ζεστά σάν καμίνι λέει μακριά άπό έκεί τίς επίσημες άργίες σιχ αίνομαι αύτές τίς μεγάλες συντροφιές κάθε καρυδιάς καρύδι πού βγαίνουν εκδρομή τίς χ ρονιάρες μέρες ή Δευτέρα τής Πεντηκοστής είναι καταραμένη μέρα δέν ξαφνιάζουμαι καθόλου πού τόν τσίμπησε έκείνη ή μέλισσα καλύτερα νά πηγαίναμε στή θάλασσα άλλά έγώ ποτέ στή ζωή μου δέν πρόκειται νά μπώ σέ βάρκα μαζί του υστέρα άπό τότε στό Μπρέη πού ειπε σέ κείνους πού νοικιάζανε τίς βάρκες ότι ήξερε νά τραβάει κουπί αν τόν ρώταγε κανένας αν μπορούσε νά καβαλλικέψει στόν άνώμαλο ιππικό άγώνα μετ’ εμποδίων γιά τό χ ρυσό κύπελλο θά ελεγε ναί υστέρα ή θάλασσα άγρίεψε ή γέρικη βάρκα έγερνε μ’ ολο τό βάρος της κατά τή δίκιά μου πλευρά νά μού λέει νά τραβάω τά σκοινιά τού τιμονιού πότε δεξιά πότε άριστερά καί ή φουσκοθαλασσιά νά όρμάει μέ κύματα στόν
πάτο τής βάρκας καί τό κουπί του νά ξεγλιστράει άπό τόν άρμό εύτυχ ώς πού δέν πνιγήκαμε αύτός βέβαια ξέρει νά κολυμπάει έγώ όχ ι δέν ύπάρχ ει κανένας άπολύτως κίνδυνος κρατήσου ήσυχ η μέσα στά φανελένια παντελόνια του θά ήθελα νά τού τά ξέσκιζα κομμάτι κομμάτι άπό πάνω του μπροστά σ’ ολο τόν κόσμο καί νά τού δώσω αύτό πού λένε μαστίγωμα μέχ ρι νά γίνει κατάμαυρος οπως τού άξίζει αν δέν ύπήρχ ε εκείνος ό τύπος μέ τή μακριά μύτη δέν ξέρω ποιός ήταν μ’ έκείνη τήν άλλη πεντάμορφη τήν Μπέρκ άπό τό ξενοδοχ είο Σίτυ ’Άρμς βρισκόταν έκεί γιά νά κατασκοπεύει οπως συνήθως στήν άποβάθρα πάντα οπου δέν εχ ει καμιά δουλειά νά βρίσκεται αν γινόταν έκεί κανένας καυγάς μιά μούρη γιά νά ξεράσεις καί δέν χ ώνευε καθόλου ό ενας τόν άλλο αύτό είναι μιά παρηγοριά άναρωτιέμαι τί σόι βιβλίο είναι αύτό πού μού έφερε Ή Ηδονή τής Αμαρτίας άπό εναν τζέντλεμαν τών σαλονιών κάποιον άλλον κ. ντέ Κόκ φαντάζομαι ότι τού έδωσαν αύτό τό παρατσούκλι επειδή γυρίζει μέ τό εργαλείο του άπό γυναίκα σέ γυναίκα δέν μπορούσα μήτε ν’ άλλάξω τά καινούργια μου άσπρα παπούτσια έντελώς καταστραμμένα άπό τό άλμυρό νερό καί τό καπέλο πού φόραγα μ’ εκείνο τό φτερό τό χ τύπαγε καί τό στραπατσάριζε ό άέρας φαρμακώθηκα καί άναστατώθηκα έκείνη τήν ήμέρα γιατί έπί πλέον μ’ ερέθισε βέβαια ή μυρουδιά τής θάλασσας πόσο ήταν όμορφες οί σαρδέλες καί οί μαρίδες στήν καταλάνικη άκρογιαλιά πίσω άπό τά βράχ ια ιδιο άσήμι μέσα στά πανέρια τών ψαράδων ό γερο-Λουίτζι κοντά εκατό χ ρονών πού οπως λέγανε ειχ ε ερθει άπό τή Γένοβα κι ό άλλος ό ψηλός γέροντας μέ τά σκουλαρίκια δέν μού άρέσουν οί άντρες πού πρέπει νά βάλεις σκάλα γιά νά τούς φτάσεις φαντάζουμαι πώς πρέπει νά έχ ουν πεθάνει καί νά έχ ουν λιώσει άπό καιρό δέν μού άρέσει νά ζώ μόνη μου σ’ αύτό τό παλιόσπιτο τή νύχ τα φαντάζομαι πώς θά πρέπει νά τό συνηθίσω ξέχ ασα νά φέρω τουλάχ ιστον μιά πρέζα άλάτι άπό τό παλιό σπίτι όταν μετακομίσαμε μέσα στήν άναμπουμπούλα αύτός είχ ε σκοπό νά ιδρύσει μιά μουσική άκαδημία στό πρώτο πάτωμα μέ μιά χ άλκινη ταμπέλα ή Οικογενειακή Πανσιόν Μπλούμ γιά νά πάει νά καταστραφεί έντελώς οπως καταστράφηκε κι ό πατέρας του πέρα στό ’Ίννις οπως ολα αύτά τά πράματα πού ελεγε τότε στόν πατέρα μου καί σέ μένα ότι θά εφτιαχ νε άλλά αύτά δέν περνάγανε σέ μένα μού ’λεγε γιά ολα τά όμορφα μέρη πού θά πηγαίναμε γιά τό μήνα τού μέλιτος στή Βενετία μέ τό σεληνόφως καί τίς γόνδολες καί τή λίμνη τού Κόμο είχ ε κόψει μιάν εικόνα άπό κάποια έφημερίδα μού ελεγε γιά μαντολίνα καί φαναράκια έγώ ελεγα ’Ώ τί όμορφα πού είναι θά εκανε άμέσως ό,τι ήθελα άν όχ ι καί πιό πρίν ό,τι τού πεις κι είπα άν θές νά γίνεις άντρας μου πάρε άπάνω σου ολη τήν ευθύνη θά επρεπε νά τού δώσουν ενα μετάλλιο άπό σοκολάτα μέ κρέμα γύρω-γύρω γιά ολα τά σχ έδια πού καταστρώνει κι ύστερα μέ παρατάει έδώ μέσα ολη μέρα ποτέ δέν ξέρεις ποιός γεροζητιάνος θά χ τυπήσει τήν πόρτα γιά νά ζητήσει ενα κομμάτι ψωμί καί νά πεί τά βάσανά του μπορεί νά είναι καί κανένας άλήτης καί νά βάλει τό πόδι του στό άνοιγμα γιά νά μ’ εμποδίσει νά τήν κλείσω σάν κι έκείνη τή φωτογραφία έκείνου τού σεσημασμένου εγκληματία πού άναφέρανε στά Έβδομαδιάτικα Νέα τού Λόυντ είκοσι χ ρόνια στή φυλακή κι ύστερα βγαίνει καί δολοφονεί μιά γριά γυναίκα γιά τά λεφτά της φαντάσου τή φουκαριάρα τή γυναίκα του ή τή μάνα του ή οποιαν άλλη ενα τέτοιο μούτρο πού θά έτρεχ ες μίλια μακριά γιά νά τό άποφύγεις δέν μπορούσα νά ήσυχ άσω μέχ ρι πού κλείδωσα ολες τίς πόρτες καί τά παράθυρα γιά νά σιγουρευτώ άλλά πάλι είναι χ ειρότερο νά είσαι κλειδωμένη οπως σέ φυλακή ή σέ τρελάδικο θά επρεπε νά τούς έκτελέσουν ολους ή νά τούς μαστιγώσουν μέ τή γάτα μέ τίς εννιά ουρές ενας κοτζάμου άγριάνθρωπος σάν κι αύτόν πού μπορούσε νά επιτεθεί σέ μιά γριά γυναίκα καί νά τή δολοφονήσει στό κρεβάτι της έγώ θά τούς τά έκοβα αύτό θά έκανα όχ ι πώς αύτός θά βοηθούσε καθόλου παρ’ ολο πού αύτό τό λίγο θά ’ταν καλύτερα άπό τό τίποτα τή νύχ τα πού νόμισα πώς άκουσα διαρρήκτες στήν κουζίνα κατέβηκε κάτω μισόγυμνος μ’ ενα κερί καί τή μασιά τού τζακιού σά νά πήγαινε νά κυνηγήσει κάνα ποντίκι άσπρος σάν σεντόνι είχ ε χ άσει τά πασχ άλια του άπό τό φόβο κάνοντας όσο περισσότερο θόρυβο μπορούσε γιά νά κάμει τούς κλέφτες νά τό σκάσουν πράγματι δέν ύπάρχ ει καί τίποτα νά κλέψουν έδώ μέσα μάρτυς μου ό Θεός παρ’ ολα αύτά είναι ή αίσθηση
κυρίως ειδικά τώρα πού λείπει καί ή Μίλλυ τί ίδέα· κι αύτή νά στείλει τό κορίτσι έκεί κάτω γιά νά μάθει φωτογραφία έξ αιτίας τού παππού του άντί νά τή στείλει στήν άκαδημία τού Σκέρρυ οπου θά μάθαινε τόσα πράματα όχ ι σάν κι εμένα πού πήγα μόνο στό δημοτικό ολα αύτά τά έκανε έξ αιτίας μου καί έξ αιτίας τού Μπόυλαν είμαι βέβαιη ότι γι’ αύτό τό εκανε έχ ει πάντα εναν τρόπο νά σχ εδιάζει καί νά προγραμματίζει τό καθετί δέν μπορούσα νά κουνηθώ μέ αύτήν έδώ μέσα τώρα τελευταία άν δέν έβαζα πρώτα τό σύρτη στήν πόρτα είχ α γίνει νευρική νά μπαίνει χ ωρίς νά χ τυπάει στήν άρχ ή έβαζα τήν καρέκλα πίσω άπό τήν πόρτα όταν πλυνόμουν χ αμηλά μέ τό γάντι καί τό σφουγγάρι ήταν εξοργιστικό ολη τήν ήμέρα νά κάνει τήν νοικοκυρά νά τήν βάλεις σέ μία γυάλινη προθήκη νά περνάει ό κόσμος δύο-δύο νά τήν κοιτάνε άν ήξερε ότι αύτή έσπασε τό χ έρι άπό έκείνο τό ψεύτικο άγαλματάκι πρίν φύγει έτσι πού είναι άδέξια καί άδιάφορη κι εφερα έκείνον τόν νεαρό τόν ’Ιταλό νά τό επιδιορθώσει έτσι πού δέν βλέπεις καθόλου τήν ένωση γιά δύο σελλίνια ούτε πού αξιώθηκε ποτέ νά μού καθαρίσει τίς πατάτες βέβαια ειχ ε δίκιο δέν ήθελε νά χ αλάσει τά χ έρια της παρατήρησα πώς τώρα τελευταία τής μίλαγε συνέχ εια στό τραπέζι εξηγώντας πράματα στήν εφημερίδα κι αύτή νά ύποκρίνεται ότι τόν καταλαβαίνει τέτοια πανούργα ήτανε κι αύτό βέβαια προέρχ εται άπό τό δικό του τό σόι καί νά τήν βοηθάει νά φορέσει τό παλτό της άλλά αν τής συνέβαινε κάτι κακό σέ μένα θά έτρεχ ε νά τό πει κι όχ ι σ’ αύτόν αύτός δέν μπορεί νά πει ότι υποκρίνομαι δέν μπορεί είμαι πολύ τίμια γιά νά λέμε τήν άλήθεια νομίζει πώς ξόφλησα καί μπήκα κιόλας στό ράφι λοιπόν όχ ι δέν ξόφλησα άκόμα κάνει πολύ λάθος λοιπόν κοίτα νά δεις αύτή τά καταφέρνει μιά χ αρά φλερτάροντας ταυτόχ ρονα καί μέ τά δυό άγόρια τού Τόμ Ντέβανς νά μέ μιμείται άκόμα καί στό σφύριγμα μ’ έκείνη τήν τρελοπαρέα τών κοριτσιών τού Μάραιη πού τήν ξεσηκώνουν μπορεί ή Μίλλυ νά βγει εξω παρακαλώ εχ ει μεγάλη ζήτηση γιά ν’ άντιγράψουν άπ’ αύτήν ό,τι μπορούν έκείνο τό βράδυ στήν όδό Νέλσον καβάλλα στό ποδήλατο τού Χάρρυ Ντέβανς τώρα είναι καλά έκεί πού τήν εστειλε είχ ε άρχ ίσει νά ξεπερνάει τά δρια θέλοντας νά πάει στό πατινάζ καί νά καπνίζει τά τσιγάρα τους μέσα άπό τή μύτη τους μύρισα τόν καπνό πάνω στό φουστάνι της καθώς πήγα νά κόψω μέ τά δόντια μου τήν κλωστή τού κουμπιού πού τής έραβα στό στρίφωμα τής ζακέτας της δέν μπορούσε νά κρύψει πολλά άπό μένα ενα μόνο λέω έγώ ότι δέν επρεπε νά τής ράψω τό κουμπί τήν ώρα πού φόραγε τή ζακέτα αύτό φέρνει χ ωρισμό γιά νά μήν πώ καί τ’ όίλλο ότι ή τελευταία πουτίγκα πού “φτιασα έκείνη μέ τά βερύκοκκα κόπηκε στά δύο στό τέλος καί εγινε οπως βγήκανε τά σημάδια πάντως άν μέ ρωτήσεις έμένα ή γλώσσα της ήτανε πολύ μεγάλη μού λέει ή μπλούζα σου είναι πολύ άνοιχ τή μπροστά τί νά τής πώ είπε ό γάιδαρος τόν πετεινό κεφάλα άναγκάστηκα νά τής πώ νά μή δείχ νει τά πόδια της ίσαμε πάνω ετσι πού καθόταν στό παράθυρο μπροστά σ’ ολους τούς άντρες πού περνάγανε ολοι τήν κοιτάζανε οπως κι έμένα όταν ήμουν στήν ήλικία της βέβαια ολα τά βρωμόρουχ α φαίνονται καλά πάνω σου υστέρα είναι καί μή`μού-άπτου άπό πάνω μέ τό δικό της τρόπο στή Μεγάλη Θυσία στό Βασιλικό Θέατρο πάρτε τό πόδι σας πιό πέρα σιχ αίνουμαι νά μέ άγγίζουν ήταν τρομαγμένη ότι θά τσαλάκωνα τίς πιέτες τής φούστας της είναι φυσικό τό στρίμωγμα στό θέατρο όταν έχ ει πολυκοσμία στό σκοτάδι προσπαθούν συνέχ εια νά στριμωχ τούν πάνω σου έκείνος ό τύπος στήν πλατεία τού θεάτρου Γκαίητυ πού έπαιζε ό Μπήρμπομ Τρή στήν Τρίλμπυ είναι ή τελευταία φορά πού πηγαίνω έκεί νά στριμωχ τώ έτσι γιά χ άρη τής οποιας Τρίλμπυ καί τού γυμνού πισινού της κάθε δύο λεπτά νά μέ άγγίζει έκεί καί νά κοιτάει κατά τήν άλλη μεριά ήταν λίγο βλαμμένος νομίζω ότι τόν είδα υστέρα νά προσπαθεί νά πλησιάσει δύο καλοντυμένες κυρίες εξω άπό τή βιτρίνα τού Σουίτσερς γιά τό ίδιο κολπάκι γνώρισα στή στιγμή τή μούρη του καί τά ρέστα άλλά αύτός δέν μέ θυμήθηκε κι αύτή στό Μπροουντστόουν δέν ήθελε ούτε νά μέ φιλήσει γιά άποχ αιρετισμό όταν εφευγε τί νά κάνουμε ελπίζω νά βρει κάποιον νά τήν βγάζει εξω καί νά χ ορεύουν τά ίδια έκανα κι έγώ όταν ήταν κρεβατωμένη μέ μαγουλάδες καί οι αδένες της είχ ανε πρηστεί πού είναι αύτό καί πού είναι τό άλλο βέβαια δέν μπορεί άκόμα νά αίστανθεί κάτι βαθύ έγώ ποτέ μου δέν τόν εύχ αριστήθηκα πρίν φτάσω πάνω-κάτω τά είκοσι δύο πάντα ό μπαινάκης
καί ό βγαινάκης οί συνηθισμένες κοριτσίστικες άνοησίες καί χ ασκόγελα έκείνη ή Κόννυ Κόναλυ νά τής γράφει μέ άσπρο μελάνι σέ μαύρο χ αρτί καί νά τό σφραγίζει μέ βουλοκέρι παρ’ ολο πού χ ειροκρότησε όταν έπεσε ή αυλαία γιατί ό πρωταγωνιστής εδειχ νε τόσο ώραίος κι άπό τότε δέν άκούγαμε παρά γιά τόν Μάρτιν Χάρβεύ πρωί μεσημέρι βράδυ κι υστέρα ελεγα πώς αύτό πρέπει νά είναι ή άληθινή άγάπη άν ενας άντρας θυσιάζει τή ζωή του ετσι γιά τό τίποτα χ ωρίς άνταλλάγματα δέν πιστεύω πώς ύπάρχ ουν άκόμα πολλοί τέτοιοι μού είναι δύσκολο νά τό πιστέψω έκτός κι άν μού συμβεί έμένα τής ίδιας οί περισσότεροί τους δίχ ως ψιχ ουλάκι άγάπης μέσα τους άδύνατο νά βρείς δυό τέτοιους άνθρώπους σήμερα ό ενας νά γεμίζει τόν άλλο νά νιώθουνε τά ίδια πράγματα γενικά ολοι τους είναι ελαφρόμυαλοι ό πατέρας του πρέπει νά ήταν λίγο παράξενος νά πάει νά δηλητηριαστεί γιά χ άρη της όμως ήταν καλός γεροντάκος φαντάζομαι πώς ένιωθε χ αμένος ήταν πάντα ξετρελαμένη μ’ εκείνα τά λίγα κουρέλια που φοράω ήθελε νά σηκώσει ψηλά τά μαλλιά της στά δεκαπέντε της κι άκόμα ήθελε νά βάλει χ έρι στήν πούδρα μου μόνο καί μόνο γιά νά καταστρέψει τό δέρμα της εχ ει καιρό γι’ αύτά ολη της τή ζωή βέβαια δέν καθότανε στιγμή σέ ήσυχ ία γνωρίζοντας πώς είναι όμορφη μέ τά χ είλη της τόσο κόκκινα κρίμα πού δέν θά μείνουν ετσι κι έγώ έτσι ήμουνα κάποτε άλλά τί χ ρησιμεύει νά πηγαίνει στό πανηγύρι μ’ αύτό τό πράμα στά χ είλη καί νά μού άπαντάει σάν πωλήτρια σέ ψαράδικο όταν ζήτησα νά πάει νά μού άγοράσει λίγες πατάτες τήν ήμέρα πού συναντήσαμε τήν κυρία Τζό Γκάλλαχ ερ νά πηγαίνει αμαξάδα καί καμώθηκε ότι δέν μάς είδε μέσα στό αμαξάκι της μέ τό δικηγόρο Φράιερυ εντάξει δέν ήμαστε καί τίποτα σπουδαίοι ώσπου τής έδωσα δύο δυνατά σκαμπίλια στ’ αύτιά άρπαξε αύτό τώρα επειδή μού άπάντησες ετσι καί αύτό γιά τήν άναίδειά σου μ’ εκανε νά χ άσω τήν ψυχ ραιμία μου βέβαια μέ τίς άντιλογίες της κι έγώ τούς ίδιους άσχ ημους τρόπους είχ α γιατί ήμουνα στίς κακές μου επειδή βρέθηκε εκείνο τό άγριόχ ορτο μέσα στό τσάι καί δέν μπόρεσα νά κοιμηθώ τήν προηγούμενη νύχ τα είχ α φάει τυρί έτσι δέν είναι καί τής τό εχ ω πει ξανά καί ξανά νά μήν άφήνει τά μαχ αίρια ετσι σταυρωτά κι ό λόγος είναι ότι δέν εχ ει κανέναν νά τή νουθετήσει οπως είπε καί μόνη της λοιπόν άν δέν τήν διορθώσει αύτός θά τό κάμω έγώ ήταν ή τελευταία φορά πού άνοιξε τή βρυσούλα μέ τά κλάματα ετσι ολόιδια ήμουνα κι έγώ δέν τολμούσαν νά μέ διατάξουν τό λάθος είναι δικό του βέβαια νά μάς εχ ει καί τίς δυό σάν σκλάβες άντί νά προσλάβει άπό καιρό μιά γυναίκα τάχ α θ’ άποχ τήσω ποτέ μου ξανά μιά σωστή ύπηρέτρια βέβαια τότε θά τόν βλέπαμε νά τριγυρίζει όλοτρόγυρα θά ήμουν ύποχ ρεωμένη νά τήν προειδοποιήσω γιατί άλλιώτικα θά ευρισκε αύτός τρόπο νά εκδικηθεί άλήθεια τί συφορά κι αύτές οί γριές οπως ή κυρία Φλέμμινγκ πρέπει συνέχ εια νά περπατάς γύρω της κάθε φορά πού πιάνει κάτι στά χ έρια της νά φτερνίζεται καί νά κλάνει μέσα στίς κατσαρόλες βέβαια είναι γριά τί νά κάνει κι αύτή ή κακομοίρα μεγάλη τύχ η πού βρήκα έκείνη τή σάπια παλιά βρώμικη πατσαβούρα πού είχ ε πέσει πίσω άπό τό μπουφέ ήξερα πώς κάτι βρισκόταν έκεί πίσω κι άνοιγα τό παράθυρο γιά νά βγει ή βρώμα τώρα φέρνει τούς φίλους του έδώ γιά νά τούς διασκεδάσει οπως τή νύχ τα πού γύρισε σπίτι μ’ ενα σκύλο άν είναι αύτό δυνατόν θά μπορούσε νά ήταν καί λυσσασμένος ειδικά τόν γιό τού Σίμωνα Ντένταλους ό πατέρας του τόσο κουτσομπόλης μέ τά λορνιόν του καί τό ημίψηλο στό μάτς τού κρίκετ καί μιά μεγάλη τρύπα στήν κάλτσα του ή μιά κάλτσα νά γελάει μέ τήν άλλη κι ό γιός του νά παίρνει ολα αύτά τά βραβεία γιά κάποιο λόγο στό λύκειο φαντάσου τον νά πηδάει πάνω άπό τά κάγκελα άν τόν εβλεπε κάποιος γνωστός μας άπορώ πώς δέν άνοιξε καμιά μεγάλη τρύπα στό καλό του τό επίσημο παντελόνι λές κι αύτή ή τρύπα πού τού εδωσε ή φύση νά μήν είναι άρκετή γιά νά τόν κουβαλήσει στή βρώμικη παλιοκουζίνα τού ύπογείου τώρα ρωτάω είναι άραγε καλά στά μυαλά του κρίμα πού δέν ήταν ήμέρα μπουγάδας ή παλιά μου κυλότα θά κρεμότανε στό σκοινί γιά έπίδειξη πολύ πού θά τόν ενοιαζε μέ τό σημάδι άπό τό κάψιμο άπό τό σιδέρωμα πού εκανε έκείνη ή άφηρημένη γριά κι αύτός θά μπορούσε νά σκεφτεί ότι τό σημάδι ήταν άπό κάτι άλλο κι αύτή ή γριά ποτέ δέν καθάρισε τό λίπος οπως τής ρίπα καί νά την φίλε μου μιά χ αρά καί τώρα θά μού τό σκάσει άκόμα κι αύτή μέ τή δικαιολογία ότι ό παράλυτος ό άντρας της πήρε τήν κατηφόρα κάτι στραβό
συμβαίνει πάντα μέ αύτούς τούς άνθρώπους είτε κάποια άρρώστεια καί πρέπει νά κάνουν κάποια έγχ είριση άν δέν συμβαίνει κάτι τέτοιο φταίει τό πιοτό κι αύτός τή δέρνει θά ’πρεπε νά ξαναρχ ίσω τό ψάξιμο πάλι γιά νά βρώ κάποιαν άλλη κάθε μέρα πού σηκώνομαι άπό τό κρεβάτι μέ βρίσκει κάτι καινούργιο Θεέ μου Θεούλη μου μόνο όταν θά ξαπλώσω πεθαμένη στόν τάφο μου μόνο. τότε φαντάζομαι ότι θά βρώ τήν ήσυχ ία μου θέλω νά σηκωθώ ενα λεπτό άν μπορώ περίμενε ΤΩ Χριστέ μου περίμενε ναί αύτό τό πράμα μού ξανασυμβαίνει ναί μήπως αύτό τό σγάρλισμα καί τό ξερίζωμα καί τ’ όργωμα πού μού εκανε μέσα μου τώρα τί θά κάνω Παρασκευή Σαββάτο Κυριακή μήπως αύτό δέν θά εβγαζε τού καθενός τήν ψυχ ή άπό τό κορμί του εκτός άν αύτού τού άρέσει γιατί αύτό άρέσει σέ μερικούς άνθρώπους ενας Θεός ξέρει πώς ύπάρχ ει πάντα κάτι πού δέν πηγαίνει καλά σέ μάς πέντε ήμέρες κάθε τρεις ή τέσσερις εβδομάδες ή συνηθισμένη μηνιαία τελετή μήπως δέν είναι κάτι πού σέ τσακίζει έκείνη τή νύχ τα πού μού συνέβη ετσι έκείνη τή μοναδική φορά πού ήμαστε στό θεωρείο πού τού παραχ ώρησε ό Μάικλ Γκάν γιά ν’ άκούσουμε τήν κυρία Κένταλ καί τό σύζυγό της στό Θέατρο Γκαίητυ επειδή τόν είχ ε εξυπηρετήσει στήν άσφάλι-σή του στού Ντρίμμις κόντευα νά τρελαθώ άλλά δέν ήθελα νά ξεφτυλιστώ σ’ εκείνον τόν κοσμικό πού μέ κοίταζε άπό ψηλά μέ τά κιάλια του κι αύτός νά μού εχ ει γυρισμένη τήν πλάτη καί νά μιλάει γιά τό Σπινόζα καί γιά τήν ψυχ ή του αύτός θά εχ ει πεθάνει φαντάζουμαι έδώ κι έκατομμμύρια χ ρόνια χ αμογελούσα όσο καλύτερα μπορούσα μέσα στήν πλημμύρα σκύβοντας μπροστά σά νά ένδιαφερόμουν άναγκασμένη νά τό άντέξω τότε στή τελευταία φράση δέν θά ξεχ άσω αύτή τή γυναίκα τού Σκάρλι βιαστικά ύπέθεσε ότι ήταν ενα εργο άνήθικο γύρω άπό τή μοιχ εία έκείνος ό ηλίθιος στή γαλαρία νά ξεφωνίζει στή γυναίκα φώναξε μοιχ αλίδα φαντάζουμαι πώς υστέρα θά πήγε καί θά εψαχ νε γιά γυναίκα στό διπλανό δρομάκι κυνηγώντας την τριγύρω σ’ ολα τά πίσω δρομάκια γιά νά τά καταφέρει θά ήθελα νά πέρναγε ό,τι πέρασα κι έγώ τότε θά ούρλιαζε άκόμα κι οί γάτες τήν έχ ουν καλύτερα άπό εμάς μήπως τάχ α εμείς εχ ουμε πολύ αίμα μέσα μας ή άν δέν συμβαίνει αύτό τότε γιατί ’Ώ πάνω άπ’ ολα υπομονή τρέχ ει βγαίνοντας άπό μέσα μου οπως ή θάλασσα οπως καί νά ’ναι δέν μέ γκάστρωσε όσο μεγάλη κι άν τήν είχ ε δέν θά ήθελα νά λερώσω τά καθαρά σεντόνια τά καθαρά εσώρουχ α πού φόραγα μπορεί κι αύτός ό λόγος στό διάολο στό διάολο καί θέλουν πάντα νά βλέπουν ενα λεκέ στό κρεβάτι γιά νά ξέρουν πώς εμεινες παρθένα γιά χ άρη τους αύτό είναι ολο κι ολο πού τούς άπασχ ολεί τέτοιοι ηλίθιοι είναι μπορούσες μάλιστα νά είσαι χ ήρα ή χ ωρισμένη πάνω άπό σαράντα φορές θά τούς άρκούσε μιά κηλίδα άπό κόκκινο μελάνι ή άπό χ υμό μούρων όχ ι αύτό είναι άνοιχ τόχ ρωμο ΤΩ Χριστέ μου άς σηκωθώ άπ’ αύτή τή βρώμα τήν ήδονή τής αμαρτίας οποιος σκέφτηκε αύτή τή δουλειά γιά τίς γυναίκες άνάμεσα στό ράψιμο καί τό μαγείρεμα καί τά παιδιά αύτό τό άναθεματισμένο γέρικο κρεβάτι νά τρίζει τόσο σάν τόν διάολο νομίζω πώς μπορούσαν νά μάς άκούσουν μέχ ρι τήν άλλη μεριά τού πάρκου μέχ ρι πού πρότεινα νά βάλουμε τό πάπλωμα στό πάτωμα μ’ Ενα μαξιλάρι στόν πισινό μου άναρωτιέμαι άν είναι καλύτερα τήν ήμέρα νομίζω πώς είναι μέ τό μαλακό νομίζω πώς θά κόψω ολες αύτές τίς τρίχ ες μου έκεί μέ πυρώνουν μπορεί νά έμοιαζα μέ κοριτσάκι τί έκπληξη γι’ αύτόν τήν επόμενη φορά όταν θά μού άναποδογύριζε τά ρούχ α μου θά έδινα ό,τι πεις γιά νά δώ τό πρόσωπό του πού βρίσκεται τώρα τό κατουρλοκάνατο μέ τό μαλακό εχ ω εναν ιερό τρόμο ότι θά σπάσει άπό κάτω μου οπως έκείνη ή παλιά πολυθρόνα άναρωτιέμαι μήπως ήμουνα πολύ βαρειά καθώς καθόμουνα στά γόνατά του τόν έβαλα σκόπιμα νά κάτσει στήν πολυθρόνα όταν έβγαλα πρώτα μόνο τήν μπλούζα μου καί τή φούστα μου στό άλλο δωμάτιο ήταν τόσο άπασχ ολημένος ένώ δέν επρεπε νά ήταν ποτέ δέν μέ ένιωσε ελπίζω ή άνάσα μου νά ήταν γλυκειά υστέρα άπό εκείνες τίς μυρωδάτες παστίλιες μέ τό μαλακό Θεέ μου θυμάμαι πώς κάποτε μπορούσα νά κατουρήσω ίσια γραμμή καί τό κάτουρό μου νά σφυρίζει σάν τού άντρα μέ τό μαλακό ΤΩ Θεέ μου τί φασαρία ελπίζω νά εχ ει και φυσαλίδες άπάνωάπάνω πού σημαίνει ότι θά πάρω ενα μάτσο χ ρήματα άπό κάπου πρέπει νά τό άρωματίσω τό πρωί νά μήν τό ξεχ άσω πάω στοίχ ημα πώς δέν ξανάδε ομορφότερο ζευγάρι
μπούτια άπ’ αύτά κοίτα πόσο είναι άσπρα ή άπαλώτερη θέση έδώ άνάμεσα αύτό τό λίγο έδώ τόσο άπαλό σάν ροδάκινο μέ τό μαλακό ’’Ω Κύριε θά μού άρεσε νά ήμουν άντρας νά ξαπλώνω πάνω σέ μιάν ομορφη γυναίκα ΤΩ Κύριε τί φασαρία κάνεις σάν τόν κρίνο άπό τό Τζέρσεύ μέ τό μαλακό ”Ω πώς κατεβαίνουνε τά νερά στή Λαχ ώρη ποιός ξέρει μήπως συμβαίνει τίποτα κακό μέ τά σπλάχ να μου ή μήπως ύπάρχ ει κάτι μέσα μου πού μεγαλώνει καί κάνει νά μού συμβαίνει τό ιδιο πράμα κάθε βδομάδα πότε συνέβη τελευταία φορά τή Δευτέρα μετά τήν Πεντηκοστή πάνε μόνο τρεις εβδομάδες θά επρεπε νά πάω στό γιατρό μόνο πού φοβάμαι ότι θά γίνει ό,τι καί πρίν τόν γάμο μας όταν ειχ α έκείνο τό άσπρο πράμα νά τρέχ ει μέσα μου καί ή Φλόη μ’ εσπρωξε νά πάω σ’ έκείνο τό ξεραμένο παλούκι τόν δρα Κόλλινς γιά γυναικείες άσθένειες στήν όδό Πένμπροκ ό κόλπος σας τό ελεγε φαντάζομαι ότι ετσι άπόχ τησε ολους αύτούς τούς χ ρυσοστόλιστους καθρέφτες καί τά χ αλιά καί κατάφερε ολες αύτές τίς πλούσιες άπό τό Στήβενς Γκρήνς νά τρέχ ουν σ’ αύτόν γιά κάθε μικρή άνοησία τού κόλπου τους καί τού άκρωτηρίου τους βέβαια αύτές έχ ουν λεφτά καί καλά κάνουν αύτόν δέν θά τόν παντρευόμουνα κι άς ήταν ό τελευταίος άντρας στόν κόσμο έξ άλλου υπάρχ ει κάτι παράξενο μέ τά παιδιά τους ολο νά μυρίζουν γύρω άπ’ αύτές τίς βρωμιάρες σέ ολες τίς μεριές ρωτώντας με άν αύτό πού έβγαινε άπό μέσα μου είχ ε άπωθητική μυρουδιά τί ήθελε νά κάμω δηλαδή μήπως ήθελε νά βγάλω άπό μέσα μου χ ρυσάφι πιθανόν τί ερώτηση άν τού πασάλειβα μέ λίγο άπό δαύτο τό ρυτιδωμένο γέρικο πρόσωπό του ύποθέτω πώς τότε αύτό θά είχ ε κανονιστεί καί τίς εκκενώσεις μπορείτε καί τίς πραγματοποιείτε εύκολα ποιές εκκενώσεις νόμισα πώς μιλούσε γιά τό βράχ ο τού Γ ιβραλτάρ ετσι πού τό είπε πολύ ώραία εφεύρεση αύτή ή κένωση μόνο πού έμένα μού άρέσει νά στρογγυλοκάθουμαι πολλήν ώρα πάνω άπό τήν τρύπα καί νά σφίγγομαι όσο περισσότερο καί νά τραβάω τήν αλυσίδα άπό τό καζανάκι γιά νά τρέξουν τά νερά σάν όμορφο μούδιασμα πάντως φαντάζομαι πώς αύτό εχ ει κάποια σημασία ήξερα άπό παλιά όταν κοίταζα τής Μίλλυ τότε πού ήταν μικρή άν είχ ε μέσα σκουλήκια ή άλλα πράματα άλλά όχ ι καί νά τόν πληρώσω γι’ αύτό πόσο σάς οφείλω γιατρέ μία γκινέα παρακαλώ καί υστέρα μέ ρώτησε άν είχ α συχ νές άποβολές πού βρίσκουν αύτοί οί γέροι τύποι ολες αύτές τίς λέξεις άποβολές μέ τά μυωπικά μάτια του στραμμένα πλάγια πάνω μου δέν θά τόν έμπιστευόμουνα καθόλου ούτε θά τόν άφηνα νά μέ χ λωροφορμήσει ή ό Θεός ξέρει τί άλλο μπορούσε νά μού κάνει πάντως μού άρεσε όταν έκατσε κάτω νά γράψει τή συνταγή κατσουφιάζοντας τόσο σοβαρός ή μύτη του τόσο έξυπνη π’ άνάθεμα τόν παλιοψεύτη Ω οτιδήποτε άλλο εκτός άπό ήλίθιος ήταν άρκετά έξυπνος γιά νά τό διαπιστώσει βέβαια ήταν πανέξυπνος καί τά τρελά τά παλαβά γράμματά του θησαυρέ μου καθετί πού εχ ει σχ έση μέ τό ύπέροχ ο Σώμα σας ολα ύπογραμμι-σμένα καθετί πού προέρχ εται άπό αύτό τό αιώνιον στοιχ είον ώραιότητος καί άγαλλιάσεως φράση πού θά άντέγραψε άπό κάποιο άνόητο βιβλίο κάτι πού έγώ έκανα μόνη μου κάποτε καί τέσσερις ή πέντε φορές τήν ήμέρα καί είπα πώς ό’χ ι τέτοιο πράμα δέν τό έκανα καί μέ ρώτησε είσθε βεβαία ’Ώ ναί είπα πώς ήμουνα εντελώς βέβαιη μ’ εναν τρόπο πού τόν έκανε νά σταματήσει ήξερα τί θά έπακολουθούσε μιά φυσική άδυναμία ήτανε μόνο πού μ’ ερέθιζε δέν ξέρω μέ ποιό τρόπο τήν πρώτη νύχ τα πού πρωτοσυναντηθήκαμε όταν μέναμε τότε στήν όδό Ρήομποθ σταθήκαμε καί κοιταζόμαστε μέσα στά μάτια γιά δέκα λεπτά περίπου σάν νά γνωριζόμαστε κάπου φαντάζομαι άπό τό γεγονός ότι έμοιαζα μέ έβραία λόγω τής μητέρας μου μέ διασκέδαζαν τά πράματα πού ελεγε μέ τό παμπόνηρο χ αμόγελό του κι ολες οί άνοησίες πού ελεγε ότι θά κατέβαινε ύποψήφιος βουλευτής στίς εκλογές ’Ώ δέν είχ α γεννηθεί ήλίθια γιά νά πιστεύω ολες τίς άνοησίες του γιά τήν άνεξαρτησία καί γιά τήν διανομή τής γής στέλνοντάς μου έκείνο τό μακρινάρι τή ρομάντζα τών ούγενότων γιά νά τήν τραγουδήσω στά γαλλικά γιατί θά μ’ εκανε ν’ άποκτήσω ύφος Ω beau pays de la Touraine πού δέν τραγούδησα ποτέ μου μήτε μιά φορά εξηγώντας μου καί λέγοντάς μου παρλαπίπες γιά τή θρησκεία καί γιά τίς διώξεις δέν σέ άφήνει νά εύχ αριστηθείς τίποτα φυσιολογικά θά μπορούσε σάν μεγάλη χ άρη μέ τήν πρώτη εύκαιρία πού θά έβρισκε οπως στήν πλατεία Μπράιτον νά τρέχ ει στήν κρεβατοκάμαρά μου ύποκρινόμένος ότι
λέρωσε τά χ έρια του μέ τό μελάνι γιά νά τά πλύνει μέ σαπούνι γάλακτος καί θείου μάρκας Άλμπιον πού συνήθιζα τότε νά χ ρησιμοποιώ μέ τό τσιγαρόχ αρτο άκόμα γύρω του ’Ώ άρρώστησα άπό τά γέλια μαζί του έκείνη τήν ήμέρα καλύτερα νά μήν κάτσω ολη νύχ τα νά τό σκέφτομαι επρεπε νά κάνουν τά κατουρλοκάνατα σέ τέτοιο μέγεθος ώστε ή γυναίκα νά μπορεί νά κάθεται σ’ αύτά μέ τήν άνεσή της αύτός γονατίζει γιά νά τό κάμει άναρωτιέμαι άν υπάρχ ει άλλος άντρας σ’ ολη τήν οικουμένη μέ τά ίδια χ ούγια οπως κι αύτός κοίτα ό τρόπος πού κοιμάται στά πόδια τού κρεβατιού πώς μπορεί τάχ α χ ωρίς σκληρό μαξιλάρι πάλι καλά πού δέν κλωτσάει άλλιώτικα θά μού πέταγε εξω ολα μου τά δόντια άναπνέοντας μέ τό χ έρι στή μύτη του σάν αύτόν τό θεό τών ’Ινδιών πού μέ πήρε γιά νά μού δείξει έκείνη τή βροχ ερή Κυριακή στό μουσείο τής όδού Κίλντεαρ κατακίτρινος ξάπλα μέ μιά ποδιά πλαγιασμένος πάνω στό χ έρι του μέ τά δάχ τυλα τών ποδιών του νά πετάνε εξω είπε πώς αύτή ήταν ή μεγαλύτερη θρησκεία μεγαλύτερη κι άπό αύτή τών έβραίων καί τού Κυρίου Ήμών άκόμα κι άν τίς εβαζες καί τίς δυό μαζί πάνω σ’ ολη τήν ’Ασία νά τόν μιμείται οπως μιμείται καί ολους φαντάζουμαι ότι κι έκείνος θά κοιμόταν στά πόδια τού κρεβατιού μέ τά μεγάλα τετράγωνα πόδια του στό στόμα τής γυναίκας του νά πάρει ό διάολος αύτό τό κατουρλοκάνατο επιτέλους πού είναι αύτές οί πάνες άχ ναί ξέρω ελπίζω αύτή ό παλιός κομός δέν θ’ άρχ ίσει τά τριξίματα άχ τό ’ξερα πώς θά έτριζε κοιμάται βαρειά πάντως πρέπει νά πέρασε καλά κάπου πρέπει νά ικανοποιήθηκε μέ τά λεφτά πούτής εδωσε βέβαια πρέπει νά τήν πληρώνει γι’ αύτό. ’Ώ τί συφορά κι αύτό τό πράμα ελπίζω νά έχ ουν κάτι καλύτερο γιά μάς στόν άλλο κόσμο ετσι πού καθόμαστε καί δενόμαστε μέ τίς πάνες ό Θεός νά μάς βοηθήσει αύτή ή πάνα θά βαστάξει γιά άπόψε τό σβωλιασμένο γέρικο κρεβάτι πού τρίζει μού θυμίζει πάντα τόν γερο-Κοέν φαντάζομαι ότι άρκετά ξυνότανε μέσα σέ δαύτο κι αύτός νομίζει ότι ό πατέρας τό άγόρασε άπό τόν λόρδο Νάπιερ πού θαύμαζα τόσο όταν ήμουν μικρή γιατί τού ειπα μέ τό μαλακό piano ’Ώ μού άρέσει τό κρεβάτι μου Θεέ μου γιατί νά ’μαστέ πάντα στό ιδιο χ άλι οπως καί στήν άρχ ή δεκαέξι χ ρόνια τώρα σέ τόσα πολλά σπίτια στήν όδό Ραίημοντ καί στήν όδό ’Οντάριο καί στήν όδό Λόμπαρτ καί στήν όδό Χόλλες κι αύτός νά σφυρίζει πάντα κάθε φορά πού ήμαστε γιά φευγιό άλλη μιά φορά οί ούγενότοι του ή τό εμβατήριο τών βατράχ ων ύποδυόμενος ότι βοηθάει τούς μεταφορείς μέ τά τέσσερα παλιοέπιπλά μας καί υστέρα τό ξενοδοχ είο Σίτυ ’Άρμς άπό τό κακό στό χ ειρότερο οπως λέει ό Γουώρντεν Νταίηλυ τί όμορφη θέση έκείνο τό πλατύσκαλο μέ κάποιον κλεισμένο πάντα μέσα νά προσεύχ εται κι υστέρα ν’ άφήνουν μέσα τήν μπόχ α τους όταν βγαίνανε ετσι πού νά ξέρεις πάντα ποιός ήταν κάθε φορά μέσα κι ολο καί κάτι κακό νά συμβαίνει κάθε φορά πού τά πράγματα γυρίζουν στό καλύτερο είτε νά κάνει καμιά χ οντράδα στού Τόμ και στού Χήλυς καί στού κ. Κάφφ καί στού Ντρίμμι είτε νά είναι έτοιμος νά τόν χ ώσουν στή φυλακή έξ αιτίας εκείνων τών παλιών λαχ είων πού τάχ α θά μάς έσωζαν είτε αύθαδιάζοντας μπορεί κάποια μέρα νά γυρίσει σπίτι καί νά τόν έχ ουν άπολύσει καί άπό τόν Ελεύθερο ’Άνθρωπο οπως καί άπό τόσες άλλες θέσεις έξ αιτίας τής οργάνωσης τών έθνικιστών τής Σίν Φέιν ή τών μασόνων τότε θά δούμε άν ό άνθρωπάκος πού μού έδειξε νά τρέχ ει μούσκεμα μές στή βροχ ή ολομόναχ ος κοντά στήν όδό Κόουντυς θά τόν βοηθήσει πού λέει πώς είναι τόσο ικανός καί πώς είναι ειλικρινής ’Ιρλανδός πατριώτης πράγματι άν κρίνει κανείς άπό τήν ειλικρίνεια τών παντελονιών πού είδα πώς φόραγε στάσου νά οί καμπάνες τής εκκλησίας τού Άη Γιώργη στάσου τρία τέσσερα στάσου χ τύπησε δύο λοιπόν ώραία ώρα νά γυρίζει σπίτι’ του μέσα στή νύχ τα καί νά πηδάει τό φράχ τη μέ τά κάγκελα άν τόν έβλεπε κανείς στή γειτονιά θά τού τήν κόψω αύτή τή συνήθεια αύριο πρώτα θά εξετάσω τό πουκάμισό του γιά νά δώ ή θά κοιτάξω άν έχ ει άκόμα έκείνο τό προφυλακτικό στό πορτοφόλι του υποθέτω πώς πιστεύει ότι δέν τό ξέρω άπατεώνες άντρες ολες οί είκοσι τσέπες τους δέν άρκούν γιά τά ψέματά τους υστέρα γιατί νά τούς λέμε τήν αλήθεια δέν πρόκειται νά σέ πιστέψουν χ ώνουνται μέσα στό κρεβάτι σάν έκείνα τά μωρά οπως σ’ έκείνο τό άριστούργημα οί
Αριστοκράτες πού μού έφερε νά διαβάσω τήν άλλη φορά σάν νά μήν είχ αμε άρκετές άπ’ αύτές τίς ιστορίες στήν πραγματική μας ζωή χ ωρίς νά χ ρειάζεται νά πάμε γυρεύοντας κάποιον γέρο Αριστοκράτη ή κάποιον παρόμοιο πού νά σέ άνακατεύει περισσότερο άπ’ αύτές τίς αηδιαστικές φωτογραφίες παιδιά μέ δυό κεφάλια καί χ ωρίς πόδια αύτά είναι τά πράματα πού ονειρεύονται πάντα χ ωρίς τίποτα άλλο μέσα στ’ άδεια κεφάλια τους θά ’πρεπε νά τούς δώσουν νά πιουν κάποιο άργό δηλητήριο τουλάχ ιστον στούς μισούς άπ’ αύτούς κι ύστερα νά ζητάει τσάι καί φρυγανιές βουτυρωμένες κι άπό τίς δυό μεριές καί φρέσκα αύγά φαντάζομαι δέν άξίζω τίποτα πιά άπό τότε πού δέν τόν άφησα νά μέ γλείψει έκείνη τή νύχ τα στήν όδό Χόλλες άντρα άντρα τύραννε οπως πάντα γιά τό μοναδικό πράμα πού θέλεις άπό εμάς κοιμήθηκε στό πάτωμα τή μισή νύχ τα γυμνός οπως συνήθιζαν νά κοιμούνται οί έβραίοι όταν πέθαινε κάποιος δικός τους καί δέν ήθελε νά φάει πρωινό ή νά πεί μιά κουβέντα γυρεύοντας κανακέματα ετσι σκέφτηκα άρκετά τράβηξα έκείνη τή φορά κι ετσι άπό τότε τόν άφησα νά τό κάνει κι αύτό τό κάνει εντελώς λάθος επειδή σκέφτεται μόνο τήν δική του εύχ αρίστηση ή γλώσσα του είναι επίπεδη ή δέν ξέρω τί είναι αύτό πού ξεχ νάει πού εμείς υστέρα θά τόν βάλω νά μού τό κάνει πάλι καί άν δέν τό κάνει μέ προσοχ ή θά τόν κλειδώσω νά κοιμηθεί κάτω στήν καρβουναποθήκη μέ τίς μαύρες κατσαρίδες άναρωτιέμαι άν αύτή ή Τζόσι ήταν ξετρελαμένη μέ τ’ άποφόρια μου καί είναι τόσο ψεύτης άπό κούνια όχ ι δέν θά είχ ε ποτέ τό θάρρος μέ μιά παντρεμένη γι’ αύτό μέ θέλει εμένα καί τόν Μπόυλαν παρ’ ολο πού γιά τόν Ντένις της καθώς τόν λέει αύτό τό άξιολύπητο πλάσμα πού δέν μπορείς νά τόν πείς άντρα ναί πρόκειται γιά κάποια τσουλίτσα πού τά έμπλεξε μαζί της άκόμα καί όταν ήμουν μαζί του καί μέ τή Μίλλυ στίς κούρσες τού Κολλεγίου κι έκείνος ό Χορνμπλόουερ μέ τό παιδικό μπονέ στήν κορφή τού κεφαλιού του μάς άφησε νά μπούμε άπό τήν πίσω πόρτα εκανε τά γλυκά μάτια σ’ εκείνες τίς δυό πού έκαναν τά επαγγελματικά σουλάτσα τους πέρα-δώθε στήν άρχ ή προσπάθησα νά τού κάνω νόημα μέ τά μάτια χ ωρίς άποτέλεσμα βέβαια καί αύτός είναι ό τρόπος πού ξοδεύει τά λεφτά του αύτά είναι τά επακόλουθα τού κ. Πάντυ Ντίγκναμ ναί ήταν ολοι τους σέ μεγάλη φόρμα στή μεγάλη κηδεία στήν έφημερίδα πού εφερε ό Μπόυλαν άν είχ αν δεί μιά πραγματική κηδεία άξιωματικού κάτι θά καταλάβαιναν τά οπλα ύπό μάλης τά τύμπανα μέ μαύρα κρέπια τό κακόμοιρο τό άλογο ν’ άκολουθεί ντυμένο στά μαύρα ό Λ. Μπλούμ καί ό Τόμ Κέρναν αύτός ό τύπος ό μεθύστακας σά βαρέλι πού δάγκωσε τή γλώσσα του πέφτοντας στίς άνδρικές τουαλέτες μεθυσμένος κάπου καί ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ καί οί δύο Ντένταλους καί ό άντρας τής Φάννυ ΜακΚόυ άσπρο κεφάλι σά λάχ ανο καί αύτή πετσί καί κόκκαλο άλλήθωρη νά προσπαθεί νά τραγουδήσει τά τραγούδια μου θά επρεπε νά ξαναγεννηθεί άλλη μιά φορά γιά νά τά καταφέρει καί τό παλιό πράσινο φουστάνι της μέ τό χ αμηλό ντεκολτέ καθώς δέν μπορεί νά τούς ερεθίσει μέ άλλο τρόπο μέ μιά φωνή πού λές καί φέρνει τή βροχ ή τό βλέπω τώρα τέλεια ξεκάθαρα κι αύτό τό λένε φιλία νά σκοτώνουν κι υστέρα νάθάβουν ό ενας τόν άλλο κι αύτοί νά άφήνουν τά σπίτια τους καί τίς γυναίκες τους καί τίς οίκογένειές τους ειδικά ό Τζάκ Πάουερ πού εχ ει σπιτωμένη έκείνη τήν γκαρσόνα βέβαια ή γυναίκα του είναι πάντα άρρωστη ή έτοιμη νά άρρωστήσει ή μόλις εγινε λίγο καλύτερα κι αύτός άκόμα ομορφάνθρωπος παρ’ ολο πού άρχ ισε νά άσπρίζει πίσω άπό τά αυτιά καλή φάρα είναι ολοι τους λοιπόν έμένα δέν πρόκειται νά μού ξαναρπάξουν τόν άντρα μου στίς άρπάγες τους άν μπορέσω νά τά καταφέρω κι υστέρα νά σπάνε πλάκα μαζί μου πίσω άπό τήν πλάτη του τό ξέρω καλά όταν άρχ ίζει τίς άνοησίες του επειδή εχ ει άρκετό μυαλό νά μήν ξοδεύει κάθε δεκάρα πού κερδίζει μέσα στό λαρύγγι του καί νά κοιτάει τή γυναίκα του καί τήν οίκογένειά του χ αραμοφάηδες πάντως όσο νά ’ναι λυπάμαι γιά τόν φουκαρά τόν Πάντυ Ντίγκναμ τί θά κάνει τώρα ή γυναίκα του καί τά πέντε παιδιά του άν δέν είναι άσφαλισμένος κωμικό άνθρωπάκι πάντα χ ωμένος σέ κάποια γωνιά τής ταβέρνας καί ή γυναίκα του ή κάποιος γιός του νά τόν περιμένουν οπως στό τραγούδι Μπίλ Μπαίηλυ δέν θά γυρίσεις σπίτι τά μαύρα τής χ ηρείας της δέν θά τήν κάνουν ομορφότερη πάντως ταιριάζουν τρομερά σέ κάποια πού είναι όμορφη τί άντρες αύτός δέν ήταν ναί αύτός ήταν ναί στό δείπνο στό Γκλενκρή καί ό Μπέν Ντόλλαρντ ό βαρελόφωνος τή νύχ τα
πού δανείστηκε τό φράκο γιά νά τραγουδήσει στήν όδό Χόλλες πατηκωμένος καί πατημένος μέσα σ’ αύτό καί χ ασκογελώντας σέ ολη τή μεγάλη ήλίθια φάτσα του σάν κώλος δαρμένου παιδιού εμοιαζε σάν άρωματισμένο άρχ ίδι οπωσδήποτε θά εγινε θέαμα πάνω στή σκηνή καί νά σκεφτεί κανείς πώς πλήρωσαν καί 5 σελλίνια στίς άριθμημένες θέσεις γιά νά τό δούν καί ό Σίμων Ντένταλους επίσης ερχ όταν πάντα μισοπιωμένος τραγουδώντας πάντα τή δεύτερη στροφή γιά πρώτη ή παλιά άγάπη είναι ή νέα πάντα ήταν ενα άπό τά κόλπα τόσο γλυκά τραγουδισμένο ή κοπελιά στό κλαδί τού λευκαγκαθιού καί πάντα έτοιμος γιά σαλιαρίσματα άπό πάνω όταν τραγούδησα τή Μαριτάνα μαζί του στήν ιδιωτική οπερα τού Φρέντυ Μάγιερς ειχ ε μιά γλυκειά έξοχ η φωνή Φοίβη γλυκειά άγαπημένη άντίο έτσι τό τραγούδαγε πάντα όχ ι σάν τόν Μπάρτελ Ντ’ ’Άρσυ άγαμημένη άντίο βέβαια ειχ ε τό χ άρισμα τής φωνής ετσι δέν ύπήρχ ε τίποτα φτιαχ τό τό ένιωθες πάνω σου σάν ζεστό λουτρό ’Ώ Μαριτάνα λουλούδι τού άγριου δάσους τραγουδούσαμε ύπέροχ α παρ’ ολο πού ό τόνος ήταν λίγο υψηλός γιά τή δική μου φωνή άν καί τόν είχ αμε κατεβάσει λίγο κι έκείνο τόν καιρό ήταν παντρεμένος μέ τή Μαίη Γκούλντιγκ άλλά πάντως κάτι θά εκανε ή κάτι θά ελεγε καί τά χ άλαγε ολα τώρα είναι χ ήρος άναρωτιέμαι τί σόι είναι ό γιός του λέει πώς είναι συγγραφέας καί πώς θά γίνει καθηγητής τών ιταλικών στό πανεπιστήμιο καί πώς πρέπει νά κάμω μαθήματα πού τό πάει τώρα δείχ νοντάς του τή φωτογραφία μου δέν είναι καλή φωτογραφία θά έπρεπε νά είχ α ποζάρει μέ φουστάνι μέ πιέτες δέν εχ ει περάσει ή μόδα πάντως δείχ νω νέα σ’ αύτή αναρωτιέμαι άν δέν τού τή χ άρισε κι έμένα μαζί στό κάτω-κάτω γιατί όχ ι τόν είδα μέσα στό άμάξι στό σταθμό Κίνγκσμπριτζ μέ τόν πατέρα του καί τή μητέρα του πενθούσα τότε πάνε εντεκα χ ρόνια ναί θά ήταν εντεκα παρ’ ολο πού δέν χ ρησιμεύει σέ τίποτα νά πενθείς γιά τούτο ή γιά τό άλλο βέβαια έπέμενε ότι θά πενθούσε καί γιά τή γάτα φαντάζομαι ότι τώρα θά εχ ει γίνει άντρας μετά τόσα χ ρόνια τότε ήταν ενα άθώο παιδί ενα χ αριτωμένο άγοράκι μές στό παιδικό κουστουμάκι του καί τά μαλλάκια του μπούκλες σάν πρίγκηπας πάνω στή σκηνή τότε πού τόν είδα στού Μάτ Ντίλλονς θυμάμαι οτι κι έγώ τού άρεσα σ’ ολους αρέσω περίμενε Θεέ μου ναί περίμενε ναί κρατήσου σήμερα τό πρωί βγήκε στά χ αρτιά όταν έριξα τά χ αρτιά ενας νέος ξένος ούτε μελαχ ρινός ούτε ξανθός πού συνάντησες πρίν σκέφτηκα πώς έννοούσε αύτόν άλλά δέν είναι ούτε νεαρός ούτε ξένος ετσι κι άλλιώς τό πρόσωπό μου ήταν στραμμένο κατά τήν άλλη μεριά ποιό ήταν τό έβδομο χ αρτί υστέρα άπ’ αύτό τό δέκα μπαστούνι πού σημαίνει ταξίδι διά ξηράς υστέρα υπήρχ ε ενα γράμμα πού βρίσκεται στό δρόμο καί έπί πλέον σκάνδαλα οί τρείς ντάμες καί τά οκτώ καρώ πού σημαίνει κοινωνική άνοδο ναί περίμενε ολα έξηγούνται καί τά δύο κόκκινα όχ τάρια γιά νέα ενδυμασία γιά δές καί μήπως δέν ονειρεύτηκα κάτι άκόμα ναί υπήρχ ε κάτι γιά ποίηση άκόμα ελπίζω νά μήν έχ ει μακριά λιγδιασμένα μαλλιά πού κρέμονται στά μάτια του ή πού στέκουνται δρθια σάν ίνδιάνος γιατί τάχ α νά γυρνάνε έτσι καί οί άλλοι νά γελάνε μαζί τους καί γιά τά ποιήματά τους εμένα πάντα μού άρεσε ή ποίηση όταν ήμουνα κοπέλα στήν άρχ ή νόμισα πώς κι αύτός ήταν ποιητής σάν τόν Μπάυρον κι ούτε ίχ νος ποίησης στό χ αρακτήρα του σκέφτηκα πώς ήταν τέλεια διαφορετικός άναρωτιέμαι μήπως είναι πολύ νέος είναι περίπου περίμενε γιά στάσου στά ογδόντα οκτώ παντρεύτηκα στά ογδόντα οκτώ ή Μίλλυ είναι δεκαπέντε χ τές στά ογδόντα εννιά τί ήλικία είχ ε τότε στού Ντίλλον πέντε ή εξι περίπου στά ογδόντα οκτώ ύπολογίζω νά είναι είκοσι ή καί παραπάνω δέν είμαι πολύ γριά άν αύτός είναι είκοσι τρία ή είκοσι τέσσερα ελπίζω νά μήν είναι άπό έκείνο τό είδος τών ψηλομύτηδων φοιτητών όχ ι άλλιώτικα δέν θά πήγαινε νά κάτσει στήν παλιοκουζίνα πίνοντας κακάο Έππς καί κουβεντιάζοντας βέβαια αύτός θά ύποκρινόταν πώς τά κατάλαβε ολα πιθανόν νά τού είπε πώς έβγαλε τό κολλέγιο Τρίνιτυ είναι πολύ νέος γιά νά είναι καθηγητής ελπίζω νά μήν είναι καθηγητής οπως ό Γκούντγουιν αύτός μάλιστα ήταν ψηλομύτης καθηγητής τού ούίσκυ ολοι γράφουν γιά κάποια γυναίκα στά ποιήματά τους λοιπόν φαντάζομαι πώς δέν θά βρεί άλλη σάν κι εμένα απαλοί άναστεναγμοί άγάπης ή ή ελαφριά κιθάρα οπου ή ποίηση βρίσκεται διάχ υτη στόν άέρα ή γαλάζια θάλασσα καί τό φεγγάρι νά φωτίζει τόσο όμορφα έπιστρέφοντας μέ τό νυχ τερινό καράβι άπό τήν Τάριφα ό φάρος στό
άκρωτήριο τής Ευρώπης ή κιθάρα πού έπαιζε έκείνος ό τύπος τόσο εκφραστικά θά ξαναγυρίσω τάχ α ποτέ μου έκεί κάτω ολα τά πρόσωπα νέα δυό φλογερά μάτια νά σέ κοιτάζουν πίσω άπό τίς γρίλιες θά τραγουδήσω αύτό γιά χ άρη του αύτά είναι τά μάτια μου άν είναι λίγο ποιητής δυό μάτια μαύρα άστραφτερά σάν τό άστρο τής ίδιας τής άγάπης δέν είναι όμορφα λόγια αύτά τό νεαρό άστρο τής ίδιας τής άγάπης θά είναι μιά άλλαγή ό Θεός ξέρει τί είναι νά εχ εις εναν έξυπνο άντρα νά τού μιλάς γιά τόν έαυτό σου όχ ι πάντα νά άκούς αύτόν γιά τίς διαφημίσεις τού Μπίλλυ Πρέσκοτς καί τίς διαφημίσεις τού Κλειδή καί τίς διαφημίσεις του ό διάολος νά τόν πάρει υστέρα κάτι νά πάει στραβά στίς δουλειές τους πρέπει νά ύποφέρουμε έμείς είμαι βέβαιη πώς είναι ξεχ ωριστός άνθρωπος θά μού άρεσε νά γνωρίσω εναν άντρα σάν κι αύτόν Θεέ μου όχ ι αύτούς τούς άλλους τά ερείπια έξ άλλου αύτός είναι νέος αύτοί οί όμορφοι νέοι άντρες πού εβλεπα κάτω στήν ακρογιαλιά τού Μάργκεητ νά κολυμπάνε στήν άπό δώ μεριά τού βράχ ου καί νά ορθώνονται γυμνοί στόν ήλιο σά Θεοί ή κάτι τέτοιο κι υστέρα νά βουτάνε στή θάλασσα γιατί τάχ α ό’λοι οί άντρες νά μήν είναι ετσι αύτό θά ’ταν άνακούφιση γιά μιά γυναίκα σάν αύτό τό όμορφο άγαλματάκι πού έφερε θά μπορούσα νά τό κοιτάζω ολη μέρα μέ τά κατσαρά μαλλιά του καί τούς ώμους του τό δάχ τυλό του νά σέ δείχ νει ν’ άκούσεις αύτό είναι ομορφιά καί άληθινή ποίηση πολλές φορές ένιωθα ότι ήθελα νά τόν φιλήσω παντού άκόμη καί στό όμορφο πουλάκι του έκεί τόσο άπαλό δέν θά μέ ένοιαζε νά τόν πάρω στό στόμα άν δέν κοίταζε κανείς σάν νά σού ζήταγε νά τόν ρουφήξεις εδειχ νε τόσο καθαρός κι άσπρος μέ τό παιδικό του πρόσωπο θά τό έκανα σέ μισό λεπτό άκόμη κι άν κατάπινα καί κάμποσο άπ’ αύτό γιατί τί είναι μόνο κάτι σάν χ υλός ή σά δροσιά δέν ύπάρχ ει κίνδυνος έξ άλλου θά είναι τόσο καθαρός άν τόν συγκρίνεις μέ αύτά τά γουρούνια τούς άντρες φαντάζουμαι πώς δέν τούς περνάει άπό τό μυαλό νά τό πλύνουν άπό τόν ενα χ ρόνο στόν άλλο οί πιό πολλοί άπ’ αύτούς μόνο πού αύτό τό πράμα κάνει τή γυναίκα νά βγάλει μουστάκια είμαι βέβαιη ότι θά είναι ύπέροχ ο άν τό κάνω μ’ εναν όμορφο νέο ποιητή στήν ήλικία μου τό πρώτο πράγμα πού θά κάνω άμέσως αύριο τό πρωί είναι νά ρίξω τά χ αρτιά μόνο γιά νά δώ άν βγαίνει ό φάντης ή θά κοιτάξω νά ζευγαρώσω τήν ίδια τήν ντάμα γιά να δώ άν θά βγει θά διαβάσω καί θά μελετήσω ολα όσα μπορώ νά βρώ ή θά μάθω λίγα άπ’ έξω άν ήξερα ποιός ποιητής τού άρέσει ετσι πού νά μή σκεφτεί πώς είμαι κουτή ή νά σκεφτεί πώς ολες οί γυναίκες είναι ίδιες καί θά τού μάθω κι έγώ τά άλλα θά τόν κάνω νά νιώσει εύχ αρίστηση παντού πάνω του μέχ ρι νά μισολιποθυμήσει άπό κάτω μου υστέρα θά μέ βάλει μέσα στά ποιήματά του εραστής καί ερωμένη άκόμα καί φανερά μέ τίς δυό μας φωτογραφίες σ’ ολες τίς εφημερίδες όταν γίνει διάσημος ’Ώ άλλά όμως τότε τί θά κάνω μέ τόν άλλο όχ ι δέν γίνεται χ ωριό μ’ αύτόν δέν εχ ει τρόπους μήτε λεπτότητα μήτε τίποτα πάνω του νά μάς δίνει ετσι άπό πίσω μπατσάκια στόν κώλο επειδή δέν τόν είπα Χιού αύτός ό άσχ ετος δέν ξέρει νά ξεχ ωρίζει τήν ποίηση άπό τά λάχ ανα αύτά τραβάς άν δέν τούς κρατάς στή θέση τους νά βγάζει τά παπούτσια του καί τό παντελόνι του έκεί στήν καρέκλα μπροστά μου τόσο άδιάντροπος χ ωρίς κάν νά μού ζητήσει τήν άδεια καί νά στέκει μέ τόσο χ υδαίο τρόπο μ’ έκείνο τό κοντό πουκάμισο γιά νά τόν θαυμάσεις σάν παπάς ή σάν κρεοπώλης ή σάν αύτούς τούς παλιούς ύποκριτές τόν καιρό τού Ίούλιου Καίσαρα βέβαια έχ ει πολύ δίκιο νά περνάει τόν καιρό του σάν καλαμπούρι βέβαια θά μπορούσες εξίσου καλά νά έπεφτες στό κρεβάτι μ’ ένα τί μ’ ενα Λιοντάρι Θεέ μου είμαι βέβαιη πώς ενα γέρικο λιοντάρι θά είχ ε κάτι καλύτερο νά πει γιά τόν έαυτό του ’Ώ λοιπόν φαντάζουμαι έπειδή οί καμπύλες μου ήταν τόσο στρογγυλές κάτω άπό τό κοντό μου μεσοφόρι δέν μπορούσε νά άντισταθεί καμιά φορά μ’ ερεθίζουν άκόμα κι έμένα λοιπόν οί άντρες νά παίρνουν ολη τήν εύχ αρίστηση άπό τό κορμί τής γυναίκας είμαστε τόσο στρογγυλές κι ορεκτικές καί άσπρες γιά πάρτη τους πάντα θά επιθυμούσα νά ήμουν κι έγώ ενας άπ’ αύτούς γιά άλλαγή μόνο νά προσπαθήσω μέ αύτό τό πράμα πού έχ ουν νά σηκώνεται κατά πάνω σου τόσο σκληρό καί ταυτόχ ρονα τόσο άπαλό όταν τό άγγίζεις ό θείος μου ό Τζών έχ ει ενα πράμα μακρύ
άκουσα νά λένε εκείνα τά άλητόπαιδα καθώς πέρναγα τή γωνία Μέροουμποουν κι ή θεία μου ή Μαίρη εχ ει ενα πράμα τριχ ωτό επειδή ήταν σκοτεινά καί ήξεραν πώς πέρναγε ενα κορίτσι δέν μ’ έκαναν νά κοκκινίσω γιατί έξ άλλου θά επρεπε είναι φυσικό καί βάζει τό μακρύ πράμα του στό τριχ ωτό τής θείας μου τής Μαίρης καί τά ρέστα καί τελικά βγήκε ότι αύτό πού ήθελαν νά πουν ήταν ότι εβαλε τό σκουπόξυλο στή σκούπα οί άντρες μπορούν νά ξεχ ωρίζουν καί νά διαλέγουν ό,τι τούς κάνει εύχ αρίστηση μιά παντρεμένη ή μιά ζωηρή χ ήρα ή μιά κοπέλα γιά τά διάφορα γούστα τους οπως κι αύτά τά σπίτια άκριβώς πίσω άπό τήν όδό ’Ιρλανδίας άλλά άν ήταν νά τούς άλυσοδέσουν έκεί γιά πάντα όχ ι έμένα δέν θά μέ αλυσοδέσουν όχ ι δέν υπάρχ ει περίπτωση ετσι καί βάλω μπροστά σ’ τό λέω μέ τήν ήλίθια ζήλεια τών άντρών γιατί δέν μπορούμε νά μείνουμε φίλοι άντί νά μαλώνουμε ό άντρας της άνακάλυψε τί έκαναν μεταξύ τους ε καί λοιπόν ό,τι έγινε δέν ξεγίνεται αύτός είναι ό σταμπαρισμένος κερατάς έτσι κι άλλίώς ό,τι καί νά κάνει κι ή γυναίκα καταφεύγοντας στά άκρα στίς Βασίλισσες μέ τό μαστίγιο είναι ύπερβολή βέβαια ό άντρας δέν υπολογίζει τό σύζυγο ή τή σύζυγο αύτό πού θέλει είναι νά πάρει τή γυναίκα καί τήν παίρνει θά ήθελα νά ήξερα γιατί γιά ποιό λόγο μάς δόθηκαν ολες αύτές οί επιθυμίες δέν μπορώ νά τίς άποφύγω άφού είμαι άκόμα νέα πές μου καμιά φορά άπορώ πού δέν κατάντησα σάν ζαρωμένη γριά πρίν άπ’ τήν ώρα μου ζώντας μαζί του τόσο κρύος νά μή μέ άγκαλιάζει ποτέ του εκτός άπό μερικές φορές όταν είναι κοιμισμένος καί πάντα καθώς κοιμάται άπό τήν άνάποδη μή ξέροντας ύποθέτω ποιά είναι αύτή πού φιλάει έγώ τόν άντρα πού φιλάέι τόν κώλο μιάς γυναίκας ούτε πού θέλω νά τόν ξέρω γιατί μετά άπ’ αύτό θά φίλαγε οτιδήποτε αφύσικο έκεί οπου δέν έχ ουμε τίποτα ιδιαίτερο νά μάς εκφράζει ολες μας έχ ουμε τίς ίδιες δυό μπάλες λίπους έγώ ποτέ μου δέν θά τό κάνω αύτό σ’ εναν άντρα φτού οί βρωμιάρηδες καί μόνο αύτή ή σκέψη μού άρκεί φιλώ τά πόδια σας σενιοριτα υπάρχ ει ενα διαφορετικό νόημα σέ αύτό μήπως δέν φίλησε τήν πόρτα τού χ ώλ μας ναί τή φίλησε τί τρελός κανένας δέν καταλαβαίνει τίς παράξενες ιδέες του έκτός άπό μένα εντάξει μιά γυναίκα βέβαια επιθυμεί νά τήν άγκαλιάζουν σχ εδόν είκοσι φορές τήν ήμέρα γιά νά τήν κάνουν νά φαίνεται νέα δέν Εχ ει σημασία ποιός τή φιλάει άρκεί μόνο ν’ άγαπάει ή ν’ άγαπιέ-ται άπό κάποων άν έκείνος πού επιθυμεί δέν είναι έκεί κάποτε Θεέ μου Παντοδύναμε έκανα τή σκέψη νά μπορούσα νά κατέβαινα κάποιο σκοτεινό βράδυ κάτω στό λιμάνι οπου δέν μέ ξέρει κανένας καί νά διαλέξω εναν ναύτη ξέμπαρκο πού θά ήταν ξαναμμένος γι’ αύτό καί δέν θά εδινε δεκάρα ποιά ήμουνα μόνο νά μού τό κάνει οπου νά ’ναι άκόμα καί άκουμπώντας πάνω σέ μιά καγκελόπορτα κάπου τέλος πάντων ή κάποιον άπ’ αύτούς τούς άγριάνθρωπους τούς τσιγγάνους στό Ράθφαρνχ αμ πού είχ αν κατασκηνώσει κοντά στό πλυντήριο Μπλούμφιλντ γιά νά έχ ουν τήν εύκαιρία άν μπορούσαν νά κλέψουν τά ρούχ α μας έγώ έστειλα έκεί τ’ άσπρόρουχ ά μου μόνο μερικές φορές έξ αιτίας τής ονομασίας τού πρότυπον πλυντήριον καί μού έστειλαν πίσω μερικές φθαρμένες παλιές κάλτσες έκείνος ό μαυριδερός τύπος μέ τά όμορφα μάτια πού ξεφλούδιζε μιά βέργα νά μού επιτίθεται στό σκοτάδι καί νά μέ καβαλλάει κολλημένη στόν τοίχ ο χ ωρίς μιά λέξη ή κάποιος άλλος εγκληματίας τί κάνουν ολοι αύτοί οι ώραίοι κύριοι μέ τά μεταξωτά καπέλα τους έκείνος ό μεγαλοδικηγόρος πού μένει κάπου έκεί πέρα καθώς ερχ όμαστε άπό τήν όδό Χάρτγουικ τή νύχ τα πού μάςεκανε τό τραπέζι μέ ψάρια επειδή είχ ε κερδίσει τό μάτς πυγμαχ ίας βέβαια τό είχ ε κάνει γιά μένα τόν κατάλαβα άπό τίς γκέτες του καί τό περπάτημά του καί υστέρα οπως έστριψα τό κεφάλι πίσω είδα μιά γυναίκα νά βγαίνει άπό έκεί κάποια βρωμοπόρνη κι υστέρα νά πηγαίνει σπίτι του στή γυναίκα του μετά άπ’ αύτό μόνο πού σκέφτουμαι πώς οί μισοί άπ’ αύτούς τούς ναύτες είναι σάπιοι άπό τίς άρρώστειεςπάλι καί πάλι ’Ώ τράβα πιό πέρα τά ξερά σου γιά τ’ όνομα τού Θεού άκου τον πώς κάνει οί άνεμοι σού μεταφέρουν τούς άναστεναγμούς μου ετσι λοιπόν μπορεί νά κοιμάται καί ν’ άναστενάζει έκείνος ό μεγάλος Ταχ υδακτυλουργός Ντόν Πόλντο ντέ λά Φλόρα άν ήξερε ότι σήμερα τό πρωί βγήκε στά χ αρτιά θά είχ ε πράγματι κάποιο λόγο ν’ άναστενάζει καί κάποιος μαυριδερός άντρας βρίσκεται κι αύτός σέ κάποια άμηχ ανία άνάμεσα σέ δυό έφτάρια στή φυλακή γιά κάτι πού μόνο ό Θεός ξέρει τί κάνει πού έγώ δέν τό ξέρω
νά σκουντουφλάω κάτω στήν κουζίνα γιά νά ετοιμάσω τό πρωινό στήν εξοχ ότητά του καθώς αύτός είναι τυλιγμένος σάν μούμια όμως πές μου άλήθεια μέ είδες ποτέ νά τρέχ ω θά μού άρεσε νά έβλεπα τόν έαυτό μου νά τρέχ ει νά τούς φροντίζει κι αύτοί νά μού φέρονται σά νά ’μαι σκουπίδι δέν μέ νοιάζει τί λέει ό καθένας θά ήταν καλύτερα γιά τόν κόσμο νά κυβερνιόταν άπό γυναίκες δέν θά ’βλεπες τότε νά πηγαίνουν νά σκοτώνουν ή μιά τήν άλλη καί ν’ άλληλοσφάζονται είδες ποτέ σου πουθενά γυναίκες νά κυλιούνται μεθυσμένες οπως κάνουν αύτοί καί νά χ αρτοπαίζουν μέχ ρι καί τήν τελευταία δεκάρα τους καί νά χ άνουν τά λεφτά τους στόν ιππόδρομο ναί γιατί μιά γυναίκα ό,τι κι άν κάνει ξέρει πού πρέπει νά σταματήσει σίγουρα αύτοί δέν θά ύπήρχ αν καθόλου στόν κόσμο άν δέν ήμαστε έμείς γιά νά τούς γεννήσουμε δέν ξέρουν τί θά πει νά είσαι γυναίκα καί μητέρα πώς θά μπορούσαν πού θά ήταν ολοι τους άν δέν είχ αν μιά μητέρα νά τούς φροντίζει αύτό πού μού έλει-ψε εμένα φαντάζομαι πώς γι’ αύτό κι αύτός γυρίζει άδέσποτος μέσα στή νύχ τα μακριά άπό τά βιβλία του και τίς σπουδές του καί δέν κάθεται σπίτι του έξ αιτίας τού σπιτιού μέ τίς συνηθισμένες φασαρίες του πιστεύω ότι είναι θλιβερή ιστορία γιά όσους έχ ουν εναν τέτοιον άξιο γιό καί νά μήν είναι ευχ αριστημένοι κι έγώ νά μήν εχ ω κανέναν δέν ήταν ικανός νά κάμει ενα γιό δέν έφταιγα έγώ μαζί χ ύσαμε όταν είδα εκείνα τά δυό σκυλιά κολλημένα καί τό άρσενικό νά τής τόν βάζει άπό πίσω στή μέση τού άδειου δρόμου αύτό μέ εκανε καί άπογοητεύτηκα εντελώς νομίζω ότι δέν επρεπε νά τόν θάψω μ’ έκείνο τό μάλλινο ζιπουνάκι πού τού έπλεξα κλαίγοντας οπως έκανα άλλά νά τό έδινα σέ κάποιο φτωχ όπαιδο όμως ήξερα ότι δέν πρόκειται νά ξανακάνω κι άλλο παιδί κι αύτός ήταν ό πρώτος μας θάνατος ποτέ δέν ξαναγίναμε οπως καί πρίν ’Ώ δέν πρόκειται νά ξαναπέσω σέ μελαγχ ολίες άλλο γι’ αύτό άναρωτιέμαι γιατί δέν έμεινε έδώ νά περάσει τή νύχ τα ολη τήν ώρα ένιωθα πώς είχ ε φέρει στό σπίτι κάποιον ξένο άντί νά τριγυρνάει μέσα στήν πόλη καί νά συναντάει ό Θεός ξέρει ποιούς ξενύχ τηδες καί πορτοφολάδες αύτό δέν θ’ άρεσε καθόλου τής καημένης τής μητέρας του άν ζούσε άκόμα νά καταστρέφει τόν έαυτό του πιθανόν γιά πάντα όμως είναι τόσο όμορφη ώρα τόσο σιωπηλή κάποτε μού άρεσε κι εμένα νά γυρνάω σπίτι μετά άπό τούς χ ορούς ό άέρας τής νύχ τας αύτοί έχ ουν φίλους πού μπορούν νά τούς μιλάνε εμείς δέν έχ ουμε κανέναν ίσως ό άνθρωπος είναι φτιαγμένος νά έπιθυμεί αύτό πού δέν θ’ άποκτήσει ή μπορεί νά ύπάρχ ει κάπου μιά γυναίκα έτοιμη νά σού μπήξει τό μαχ αίρι αύτό μισώ στίς γυναίκες δέν έχ ουν άδικο πού μάς φέρνονται έτσι είμαστε ένας φοβερός συρφετός άπό σκύλες υπολογίζω ότι γινόμαστε έτσι στριμμένες άπό τίς σκοτούρες πού έχ ουμε έγώ δέν είμαι έτσι θά μπορούσε πανεύκολα νά είχ ε κοιμηθεί στό άλλο δωμάτιο στό ντιβάνι φαντάζομαι πώς θά ’ταν ντροπαλός σάν άγόρι τόσο μικρός ούτε είκοσι μέ τήν ίδέα πώς έγώ κοιμόμουνα στό διπλανό δωμάτιο θά μπορούσε νά μέ άκουγε όταν καθόμουνα στό κατουρλοκάνατο Θεέ μου καί υστέρα κάτι τρέχ ει στά γύφτικα Ντένταλους άναρωτιέμαι άν κι αύτό τό όνομα είναι σάν καί τ’ άλλα τά ονόματα στό Γιβραλτάρ Ντελαπάζ Ντελαγκράτσια οί σατανάδες είχ αν τόσο περίεργα ονόματα εκεί ό πατήρ Βιάλ Πλάνα τής Σάντα Μαρία πού μού έδωσε τό κομποσκοίνι ή Ροζάλες ύ Όράιλλυ στήν όδό τών Σιέτε Ρεβουέλτας καί ό Πισίμπο καί ή κυρία Όπίσσο στήν όδό Κυβερνήτου 5, Ω τί όνομα έγώ θά πήγαινα νά πνιγώ στό κοντινότερο ποτάμι άν είχ α ένα όνομα σάν κι αύτό ’Ώ κι ολα τά μικρά δρομάκια μονοπάτι τού Παραδείσου καί μονοπάτι Μπέντλαμ καί μονοπάτι Ρότζερς καί μονοπάτι Κράτσετς καί τά σκαλo7cάτια τής ρεματιάς τού διαβόλου ολο τό κρίμα πάνω μου άν είμαι έλαφρόμυαλη τό ξέρω πώς είμαι λίγο μάρτυς μου ό Θεός δέν νιώθω ούτε μιά μέρα πιό γριά άπό τότε άναρωτιέμαι άν μπορούσα νά προφέρω καθόλου τά ισπανικά κόμο έστα ούστέντ μούι μπιέν γκράτσιας ύ ούστέντ βλέπεις ότι δέν τά ξέχ ασα ολα νόμιζα πώς τά είχ α ξεχ άσει έκτός άπό τή γραμματική τό ούσιαστικόν είναι ή ονομασία προσώπου τινός, ή τόπου ή πράγματος τί κρίμα πού δέν προσπάθησα ποτέ μου νά διαβάσω έκείνο τό μυθιστόρημα πού μού δάνεισε έκείνη ή παλαβή ή κυρία Ρούμπιο τού Βαλέρα μέ τά ερωτηματικά τυπωμένα ανάποδα πάντα τό ήξερα ότι τελικά θά φεύγαμε μακριά έγώ θά μπορούσα νά τού μάθαινα τά ισπανικά κι αύτός νά μού λέει τά ιταλικά ετσι θά εβλεπε ότι δέν είμαι τόσο άγράμματη τί κρίμα πού δέν έμεινε είμαι βέβαιη ότι ό
καημενούλης ήταν ψόφιος άπό τήν κούραση καί ήθελε ενα καλόν ύπνο θά μπορούσα νά τού πήγαινα μέσα τό πρωινό του στό κρεβάτι μέ μιά φρυγανιά φτάνει μόνο νά πρόσεχ α νά μήν τήν έψηνα στήν άκρη τού μαχ αιριού γιατί αύτό φέρνει γρουσουζιά ή άν περνούσε ή γυναίκα πού πουλάει τά σαλατικά καί άκόμα νά τού πήγαινα κάτι ώραίο καί γευστικό υπάρχ ουν μερικές ελιές στήν κουζίνα μπορεί νά τού άρέσουν έμένα όχ ι ποτέ μου ούτε νά τίς άντικρίσω δέν άντεχ α στήν Άμπρίνες μπορούσα νά κάνω τήν κριάντα τό δωμάτιο δείχ νει εντάξει ετσι πού άλλαξα τή διάταξη τών επίπλων βλέπεις κάτι μού τό έλεγε άπό καιρό θά πρέπει νά αύτοσυστηθώ άφού δέν μέ ξέρει καθόλου τάχ α δέν είναι πολύ άστείο είμαι ή γυναίκα του ή νά ύποκριθώ πώς ήμαστε μαζί στήν Ισπανία μισοξυπνημένοι κι αύτός νά μήν ξέρει πού βρίσκεται ντός χ ουέβος έστρελλάντος Σενιόρ Κύριε τί τρελά πράματα μού περνάνε κάποτε άπό τό νού θά ήταν μεγάλη πλάκα άν έρχ όταν νά μείνει μαζί μας γιατί όχ ι ύπάρχ ει τό πάνω δωμάτιο άδειο καί τό κρεβάτι τής Μίλλυ στό πίσω δωμάτιο θά μπορούσε νά γράφει καί νά διαβάζει έκεί μέσα στό τραπέζι καί νά μουντζουρώνει τά χ αρτιά του καί άν θέλει νά διαβάζει τό πρωί στό κρεβάτι σάν κι έμένα ετσι πού ετοιμάζει τό πρόγευμα γιά εναν μπορεί νά τό ετοιμάζει γιά δύο είμαι βέβαιη ότι δέν πρόκειται νά δεχ τώ οίκότροφους άπό τό δρόμο γιά χ άρη του άν πιάσει ένα σπίτι παλιατσούρα σάν κι αύτό θά μού άρεσε νά έχ ω μεγάλες συζητήσεις μ’ ενα έξυπνο μορφωμένο άτομο πρέπει ν’ άγοράσω ένα ζευγάρι κόκκινες παντόφλες σάν κι αύτές πού πούλαγαν εκείνοι οί Τούρκοι μέ τά φέσια ή κίτρινες καί μιά ώραία μισοδιάφανη πρωινή ρόμπα πού γουστάρω τόσο πολύ ή μιά ζακέτα δωματίου σέ χ ρώμα άνθισμένης ροδακινιάς σάν κι αύτή πού είδα πρίν λίγο καιρό στού Γουώλπολ μόνο οχ τώ σελλίνια καί έξι πέννες ή δεκαοχ τώ σελλίνια καί έξι πέννες θά τού δώσω άκόμα μιά εύκαιρία θά σηκωθώ πολύ πρωί οπως καί νά ’ναι βαρέθηκα τό παλιοκρέβατο τού Κοέν θά κατέβω μάλλον στήν άγορά νά ρίξω μιά ματιά σ’ ολα τά σαλατικά καί τά λάχ ανα καί τίς τομάτες καί τά καρότα καί ολων τών ειδών τά εκλεκτά φρούτα καθώς έρχ ονται ολα όμορφα καί φρέσκα ποιός ξέρει ποιός θά είναι ό πρώτος άντρας πού θά συναντήσω έκεί κάτω βγαίνουν πρωί-πρωί καί ψάχ νουν γιά δαύτο καθώς έλεγε ή Μάμυ Ντίλλον τό ίδιο κάνουν καί τή νύχ τα κι αύτός ήταν ό λόγος πού πήγαινε στή λειτουργία θά μού άρεσε τώρα ένα μεγάλο ζουμερό άχ λάδι νά λιώσει μέσα στό στόμα μου οπως καί τότε πού ήμουν έγκυος τότε θά τού πετάξω τά αύγά του καί τό τσάι του μές στή φλυτζάνα του γιά τούς μουστακοφόρους πού τού χ άρισε γιά νά κάνει τό στόμα του άκόμα πιό μεγάλο φαντάζουμαι πώς θά τού άρέσει τό ωραίο μου άφρόγαλα ξέρω τί θά κάμω θά τό παίξω λίγο χ αρούμενη άλλά όχ ι καί υπερβολικά θά τραγουδάω πότε-πότε γιά λίγο μί φά πιετά Μαζέττο υστέρα θ’ άρχ ίσω νά ντύνομαι γιά νά βγώ πρέστο νόν σόν πιού φόρτε θά βάλω τό καλύτερό μου μεσοφόρι καί τήν καλύτερή μου κυλότα άσ’ τονε νά χ ορτάσει τά μάτια του καί νά κάνει τό πράμα του νά σηκωθεί δέν θά τού τό κρύψω διόλου ότι αύτό πού γύρευε εγινε ότι ή γυναίκα του γαμήθηκε ναί καί μάλιστα γαμήθηκε πολύ καλά σχ εδόν μέχ ρι τό λαρύγγι καί μάλιστα όχ ι άπ’ αύτόν πέντε ή εξι φορές νά καί τά σημάδια άπό τά χ ύσια του στά καθαρά σεντόνια δέν θά μ’ έμελλε ούτε νά τά έξαφανίσω μέ τό σιδέρωμα αύτό επρεπε νά τόν ικανοποιήσει άν δέν πιστεύεις άγγιξε τήν κοιλιά μου έκτός κι άν τόν έβανα νά σταθεί έκεί καί νά βάλω τό δικό του μέσα μου σκέφτουμαι νά τού περιγράψω κάθε λεπτομέρεια καί νά τόν άναγκάσω νά τό κάμει μπροστά μου ετσι τού άξίζει γιατί είναι δικό του λάθος άν είμαι μοιχ αλίδα οπως φώναζε έκείνος ό τύπος άπό τόν εξώστη άν αύτό ήταν ολο κι ολο τό κακό πού κάνουμε σ’ αύτή τήν κοιλάδα τών δακρύων ό Θεός ξέρει ότι δέν εχ ει καί τόση σημασία ολοι τό κάνουν μόνο πού τό κρύβουν φαντάζομαι πώς γι’ αύτό τό λόγο υπάρχ ουν οί γυναίκες άλλιώτικα Αύτός δέν θά μάς εκανε ετσι πού μάς έφτιασε τόσο ελκυστικές γιά τούς άντρες τότε άν ήθελε νά φιλήσει τόν κώλο μου θά τραβήξω στό πλάι τήν κυλότα μου καί θά τού τό πετάξω εξω μπροστά στή μούρη του τόσο μεγάλο σάν τή ζωή μπορεί νά χ ώσει μέσα τή γλώσσα του έφτά μίλια μέσα στήν τρύπα μου καί βρίσκεται έκεί γιά νά δίνει ικανοποίηση τότε θά τού πώ ότι θέλω μία λίρα ή μπορεί καί τριάντα σελλίνια θά τού πώ ότι θέλω ν’ άγοράσω εσώρουχ α τότε άν μού τά δώσει δέν θά τού ερθει καί τόσο άκριβά δέν θέλω νά τόν ξετινάξω οπως
κάνουν οί άλλες θά μπορούσα κάπου-κάπου νά γράφω μιάν όμορφη επιταγή γιά πάρτη μου καί νά υπογράφω μέ τ’ όνομά του γιά κάνα δυό λίρες κάποτε ξέχ ασε νά κλειδώσει τό στέλεχ ος έξ άλλου δέν θά τά ξοδέψει θά τόν άφήσω νά χ ύσει πάνω μου άπό πίσω μέ τόν δρο νά μή λερώσει τήν καλή μου κυλότα ’Ώ φαντάζομαι πώς αύτό δέν μπορώ νά τό άποφύγω θά κάμω τήν άδιάφορη μιά ή δυό ερωτήσεις θά καταλάβω άπό τίς άπαντήσεις του όταν βρίσκεται σ’ αύτή τήν κατάσταση δέν μπορεί νά κρύψει τίποτα ξέρω ολα του τά κόλπα θά σφιχ τώ καί θά πώ μερικές βρωμοκουβέντες μύρισε τόν κώλο μου ή γλείψε τά σκατά μου ή τό πρώτο τρελό πράμα πού θά μού κατέβει στό κεφάλι κι υστέρα θά τού ζητήσω ναί ναί ’Ώ περίμενε τώρα άγόρι μου θά ’ρθει κι ή δίκιά μου σειρά θά γίνω παιχ νιδιάρα καί φιλική όταν τό κάμω Ω όμως ξεχ νάω αύ;ό τό βρωμόπραμα φτού φτού δέν ξέρεις τί πρέπει νά κάνεις νά γελάσεις ή νά κλάψεις ήταν σάν μαρμελάδα άνάμιχ τη ροδάκινο’ καί μήλο όχ ι θά συνεχ ίσω νά φοράω τά παλιά μου εσώρουχ α ετσι θά είναι καλύτερα θά είναι πιό τονισμένα στό διάολο ετσι δέν θά ξέρει ποτέ άν είναι αύτός πού τό εκανε ή κάποιος άλλος έσένα σού φτάνει καί σού περισσεύει κάθε κουρέλι υστέρα θά σκουπίσω μηχ ανικά άπό πάνω μου τήν εκκένωσή του θά βγώ εξω καί θά τόν άφήσω μόνο του νά κοιτάζει τό ταβάνι καί ν’ άναρωτιέται αύτή πού βρίσκεται τώρα θά τόν κάμω νά μ’ επιθυμήσει αύτός είναι ό μόνος τρόπος χ τύπησε καί τέταρτο τί άφύσικη ώρα φαντάζουμαι πώς τώρα θά ξυπνάνε στήν Κίνα καί θά χ τενίζουν τίς κοτσίδες τους γιά τήν καινούργια ήμέρα οπου νά ’ναι οί καλόγριες θά χ τυπήσουν τήν καμπάνα γιά τήν πρωινή προσευχ ή δέν έχ ουν κανένα νά τούς ταράζει τόν ύπνο έκτός άπό κάνα δυό παπάδες γιά τή νυχ τερινή λειτουργία τό ξυπνητήρι στό διπλανό σπίτι σάν λάλημα κόκκορα πετώντας εξω τά μυαλά του μέ τόν ήχ ο του άς δώ μήπως μπορέσω καί αρπάξω μιά στάλα ύπνο μία δύο τρεις τέσσερις πέντε τί είδος λουλούδια είναι αύτά πού άνακάλυψαν σάν άστρα ή ταπετσαρία στήν όδό Λόμπαρντ ήταν πολύ ομορφότερη ή ποδιά πού μού χ άρισε εμοιαζε λίγο μέ αύτή μόνο πού έγώ τή φόρεσα μόνο δυό φορές καλύτερα νά χ αμηλώσω τή λάμπα καί νά προσπαθήσω πάλι έτσι μήπως μπορέσω νά ξυπνήσω αύριο νωρίς θά πάω στού Λάμπες δίπλα στού Φάιντλεητερ καί θά τούς παραγγείλω νά μάς στείλουν μερικά λουλούδια γιά νά βάλω έδώ μέσα σέ περίπτωση πού θά τόν φέρει στό σπίτι αύριο σήμερα θέλω νά πώ όχ ι ό’χ ι ή Παρασκευή είναι γρουσούζικη μέρα πρέπει πρώτα νά συγυρίσω κάπως έδώ μέσα νομίζω πώς ή σκόνη μαζεύεται τήν ώρα πού κοιμάμαι υστέρα θά παίξουμε μουσική καί θά καπνίσουμε μπορώ νά τόν συνοδεύσω πρέπει πρώτα νά καθαρίσω τά πλήκτρα τού πιάνου μέ γάλα τί θά φορέσω θά φορέσω ενα μεγάλο τριαντάφυλλο ή αύτά τά γλυκίσματα άπό τού Λίπτονς μού άρέσει ή μυρωδιά ένός πλούσιου μεγάλου μαγαζιού έφτάμισι πέννες τή λίμπρα ή τά άλλα μέ τά κεράσια πάνω τους καί τήν τριανταφυλλιά ζάχ αρη εντεκα πέννες βέβαια μιά ώραία γλάστρα στή μέση τού τραπεζιού θά τήν πάρω φτηνότερα στού νά δείς πώς τόν λένε δέν πάει πολύς καιρός πού τίς είδα μού άρέσουν τά λουλούδια θά ήθελα νά είχ α ολο τό δωμάτιο νά κολυμπάει στά τριαντάφυλλα έπουράνιε Θεέ δέν ύπάρχ ει τίποτα σάν τή φύση τά άγρια βουνά ύστερα ή θάλασσα καί τά ορμητικά κύματα ύστερα ή όμορφη έξοχ ή μέ τά χ ωράφια μέ βρώμη στάρι καί ολα τά είδη τών πραγμάτων καί ολα τά όμορφα κοπάδια άπό βόδια νά τριγυρίζουν θά ’κανε καλό στήν καρδιά σου νά έβλεπες ποτάμια καί λίμνες καί λουλούδια ολα τά είδη σχ ήματα μυρουδιές καί χ ρώματα νά ξεπετάγονται άκόμα καί άπό τά χ αντάκια πασχ αλούδες καί βιολέτες αύτό είναι ή φύση καί όσο γι’ αύτούς πού λένε πώς δέν ύπάρχ ει Θεός δέν δίνω δεκάρα γιά ολη τους τή μόρφωση γιατί δέν πάνε νά δημιουργήσουν κάτι συχ νά τόν ρώτησα άθείστές ή ό,τι άλλο ονομάζουν τούς εαυτούς τους γιατί δέν πάνε πρώτα νά ξεπλύνουν τή βρώμα άπό πάνω τους υστέρα στριγγλίζουν γιά τόν παπά όταν έρθει ή ώρα γιά νά πεθάνουν καί γιατί γιατί επειδή φοβούνται τήν κόλαση έξ αιτίας τής κακής τους συνείδησης άχ ναί τούς ξέρω καλά ποιός ήταν ό πρώτος στό σύμπαν πρίν νά ύπάρξει κάποιος πού τό έφτιαξε ολο αύτό ποιός ποιός άχ αύτό δέν τό ξέρουν ούτε κι έγώ έτσι λοιπόν άς δοκιμάσουν νά σταματήσουν τόν ήλιο νά άνατείλει αύριο ό ήλιος λάμπει γιά σένα είπε τήν ήμέρα πού ήμαστε ξαπλωμένοι άνάμεσα στά ροδόδενδρα στό Χάουθ μέ τό κεφάλι στό γκρίζο μάλλινο κουστούμι του καί τό ψάθινο καπέλο
του τήν ήμέρα πού τόν έσπρωξα νά μέ ζητήσει σέ γάμο ναί πρώτα του έδωσα τό κομμάτι άπό τό κέικ μέ ήλιόσπορους μέσα άπό τό στόμα μου καί ήταν δίσεχ τος χ ρόνος οπως τώρα ναί δεκαέξι χ ρόνια Θεέ μου υστέρα άπό τό μακρύ φιλί κόντεψα νά χ άσω τήν άναπνοή μου ναί είπε πώς ήμουν ενα άνθος τών βουνών ναί ετσι ήμαστε ολες άνθη τό κορμί τής γυναίκας ναί αύτό ήταν ενα άληθινό πράγμα πού είπε στή ζωή του κι ό ήλιος λάμπει γιά σένα σήμερα ναί γι’ αύτό τόν συμπάθησα γιατί είδα ότι καταλάβαινε καί αισθανόταν τί είναι ή γυναίκα κι ήξερα πώς θά μπορούσα πάντα νά τόν καταφέρω καί τού έδωσα ολη τήν εύχ αρίστηση πού μπορούσα φέρνοντάς τον στά νερά μου μέχ ρι πού μού ζήτησε νά πώ ναί καί στήν άρχ ή δέν άπάντησα μόνο κοίταξα πέρα πάνω άπό τή θάλασσα καί τόν ουρανό σκεφτόμουνα τόσα πολλά πράγματα πού έκείνος δέν ήξερε γιά τόν Μάλβεύ καί τόν κ. Στάνχ οπ καί τήν ’Έστερ καί τόν πατέρα καί τό γέρο λοχ αγό Γκρόβ καί τούς ναύτες πού παίζανε πετάει πετάει τό πουλί καί τίς καβάλλες καί τό πλύνε τά πιάτα οπως τό λέγανε στό μώλο κι ό φρουρός μπροστά άπό τό σπίτι τού κυβερνήτη μέ τό πράμα γύρω άπό τό άσπρο του κράνος φτωχ οδιάβολος νά σιγοψήνεται στόν ήλιο καί τά σπανιόλικα κορίτσια νά γελάνε μέσα στίς μαντήλες τους καί τά ψηλά τους χ τένια καί οί δημοπρασίες τό πρωί οί “Ελληνες καί οί έβραίοι καί οί ’Άραβες κι ό διάολος ξέρει άπό πού άλλού άπ’ ολα τά πέρατα τής Ευρώπης κι ή όδός Ντιούκ καί ή όρνιθαγορά κακαρίζοντας εξω άπό τό Λάρμπυ Σάρονς καί τά καημένα τά γαίδούρια νά γλιστράνε μισοκοιμισμένα καί οι αινιγματικοί τύποι μέσα στίς κελεμπίες τους νά κοιμούνται στή σκιά πάνω στά σκαλοπάτια κι οί μεγάλοι τροχ οί τών βοιδαμαξιών καί τό παλιό κάστρο χ ιλιάδες χ ρόνια γέρικο ναί κι αύτοί οί όμορφοι Μαυριτανοί ολοι ντυμένοι στά λευκά καί τά τουρμπάνια τους σάν βασιλιάδες νά σού ζητάνε νά κάτσεις στά μικρά μαγαζιά τους καί ή Ρόντα μέ τά παλιά παράθυρα τών ποσάντας μάτια πού ρίχ ναν βλέμματα πίσω άπό τίς σιδερένιες γρίλιες στόν εραστή της γιά νά φιλήσει τό σίδερο κι οί ταβέρνες μισάνοιχ τες τή νύχ τα καί οί καστανιέτες τή βραδιά πού χ άσαμε τό καράβι στό Άλγκεσίρας ό φύλακας νά κάνει τίς βόλτες του άτάραχ ος μέ τήν λάμπα του καί ’Ώ αύτός ό φοβερός χ είμαρρος πού κατεβαίνει ’Ώ ή θάλασσα ή θάλασσα κατακόκκινη μερικές φορές σάν τή φωτιά καί τά υπέροχ α ηλιοβασιλέματα καί οί συκιές στούς κήπους τής Άλαμέδας ναί καί ολα τά παράξενα δρομάκια καί τά τριανταφυλλιά καί τά γαλάζια καί τά κίτρινα σπιτάκια καί οί κήποι μέ τά τριαντάφυλλα καί τά γιασεμιά καί τά γεράνια καί τούς κάκτους καί τό Γιβραλτάρ ενα κορίτσι πού ήμουνα τότε ενα ’Άνθος τών βουνών ναί όταν έβαλα τό τριαντάφυλλο στά μαλλιά μου οπως συνηζίζαν τά κορίτσια τής Ανδαλουσίας ή θά φορέσω ενα κόκκινο ναί πώς μέ φίλησε κάτω άπό τό Μαυριτάνικο κάστρο καί σκέφτηκα λοιπόν αύτός ή οποιος άλλος τό ίδιο κάνει κι υστέρα τόν κάρφωσα μέ τά μάτια μου γιά νά μού κάνει πάλι τήν πρόταση ναί κι υστέρα μού ζήτησε άν θά ήθελα ναί νά πώ ναί τό άνθος μου τών βουνών καί στήν άρχ ή τόν άγκάλιασα ναί καί τόν τράβηξα κάτω πάνω μου έτσι πού μπορούσε νά νιώσει τά στήθη μου ολο άρωμα ναί κι ή καρδιά του πήγαινε νά σπάσει καί ναί είπα ναί θέλω Ναί. Τεργέστη-Ζυρίχ η-Παρίσι, 1914-1921