ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ
κείμενα τ στο “έδ νος” ΘΕΩΡΙΑ ©
ΙΔΕΕΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ
ο
κείμενα στο “έθ νο ς” 2
ΘΕΩΡΙΑ ©
ΙΔΕΕΣ
Ο Βασίλης Γαφσηλίδης γεννήθηκε το 1934 στα Σερβία της Κοζάνης. Μέχρι γο 1946 ξει «το χωριό της δασκάλας μι'ινας-του, το Βελβενδό της Κοζάνης όπου βρίσκει προσωρινό καταφύγιο και ο πι (ππλανώμένος Κωνσταντινουπολίτης πατέ|>ας-του. Το 1943 ακολουθεί στο βουνό τους αντάρτες γονείς-του, μαζί μι τον αδερφό-του. Τα γυμνασιακά^του χρόνια, που συμπίπτουν μ'αυτά του Εμ φυλίου Πολέμου, τα περνάει στην Κα στοριά, όπου εγκαθίσταται η οικογέ νεια με το δάσκαλο — φιλόλογο —πατί|Ηΐ-τους, που υπηρετεί εκεί. Ωστόσο, η Ασφάλεια χαλάει το παιδαγωγικό σχέ διο φυλακίζοντας και εξορίζοντας τον πατέρα στη διάρκεια του Εμφυλίου Πο λέμου. Το 195 3 εγκαθίσταται στην Α θήνα μόνος-του, προσπαθώντας να τα βολέψει όπως όπως. Το 1959 ιγγμέιφκται στ μια ιδιωτική κινηματογραφική Σχολή, επιχειρώντας να οποοδιίαιι (τρό πος τ«ιΐ' λέγειν) κινηματογράφο Mr την αποφοίτηση δουλεύει σαν βοηθός του Νίκου Κούνδουρου και του ΙΝιβήρου Μανθούλη, και το 1963 γυρίζει δυο ταινίες μικρού μήκους Ίο 1964 δου λεύει οτην Αλγερία σαν σκηνοθέτης στο υπό διαμόρφωση Ινστιτούτο Κινηματο γραφίας της νεοαπελευθερωμένηις χώ ρας, και σαν δημοσιογράφος. Το 1963 πρωτοεμφανίζεται σαν ερασιτέχνης κινη ματογραφικός κριτικός απ’ το περιοδι κό Επιθεώρηση Τέχνης. Επαγγελματίας κινηματογραφικός κριτικός γίνεται το 1965, αμέσως μετά την επιστροιρή-του απ’ την Αλγερία, στην εφημερίδα Δη μοκρατική Αλλαγή. Τούτο το επαγγελ ματικό βόλεμα ήταν η αιτία που εγκατέλειψε την πραχτική ενασχόληση με τον επαγγελματικά αβέβαιο κινηματογράφο.
Το 1966 μαζί με τον Αλέξη Γρίβα εκδί δουν το περιοδικό Ελληνικός Κινη ματογράφος που κλείνει με τη χούντα. Το 1968, μετά την αποφυλάκιαή -του απ’ τη φυλακή της Αίγινας εκδίδει, μαζί με τον Θόδωρο Αγγελιόπουλο στην αρχή, και πολλούς άλλους στη συνέχεια, το περιοδικό Σύγχρονος Κινη ματογράφος, και το διευθύνει μέχρι το 1973 που το εγκαταλείπει, κουρα σμένος απ’ τις ίντριγκες. Απ’ το 1963 και μέχρι σήμερα, με ενδιάμεσα ανα γκαστικά διαλείμματα, διδάσκει στην Επαγγελματική Σχολή Κινηματογράφου (Σταυρόκου). Δίδαξε, ακόμα, σε πολλά κινηματογραφικά σεμινάρια στην ’’Ώ ρα” , το Γαλλικό Ινστιτούτο, το Ινστι τούτο Γκαιτε και την ’’Τέχνη” Θεσσαλο νίκης. Το πρώτο απ’ αυτά τα σεμινά ρια εκδόθηκε το 1970 σε βιβλίο με τον τίτλο ” 12 μαθήματα για τον κινηματο γράφο” απ' τον Ασαντούρ Μπαχαριάν (Ώ ρα), τον άνθρωπο που είχε την ιδέα για μια λαϊκή κινηματογραφικέ) παιδεία. Το 1982 οι εκδόσεις Αιγόκερως κυκλο φορούν μια πεντάτομη επιλογή <υτ' τις κινηματογραφικές κριτικές-του με τον τίτλο ’’Λεξικό ταινιών” . Απ’ το 1974 και μέχρι το κλείσιμό-της δουλεύει στην εφημερίδα Το Βήμα σαν κινηματογρα φικός κριτικός και ρεπόρτερ. Απ’ το Σεπτέμβρη του 1983 δουλεύει στην εφη μερίδα Έθνος σαν κινηματογραφικός κριτικός και επκρυλλιδογραφος.
Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια-σας δεν είναι γραμ μένο από "ειδικόν" και δεν απευθύνεται σε "ειδικούς". Είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο γεμάτο απορίες (και αγωνίες) για τη μοίρα του κόσμου και του εαυτού-του, και απευθύνεται σε ομοιοπαθείς. Οι άλλοι με τις εξειδικευμένες και προγραμματισμένες αποριούλες-τους καλύτερα να μην το διαβάσουν, γιατί θα μπερδευτούν τόσο όσο κι εγώ. Ό μω ς, εγώ το θέλω το μπέρδεμα: Έ χω συνείδηση πως ο κόσμος-μας εί ναι μαλλιά κουβάρια, κι αυτό είναι εντελώς υπέροχο. Και για τον κόσμο και για μένα. Αν, λοιπόν, προκαλώ συγχύσεις αντί να δίνω βολικές απαντήσεις, τόσο το καλύτερο: Προσθέτω κι εγώ κάτι στο κοσμογονικό χάος εντός του οποίου τελείται, ως έκλαμψη, το θαύμα μιας ζωής εξ αρχής και εξ ορισμού χωρίς νόη μα, την οποία το ανθρώπινο μυαλό συνεχώς προσπα θεί να νοηματοδοτήσει και συνεχώς απομένει με τα νοήματα "στο χέρι", χωρίς να ξέρει που να τ ' ακουμπήσει, κατά το γνωστό πειρατικό ανέκδοτο. Δεν είναι καταπληκτικό αυτό το μεγαλειώδες παιχνίδι, που κάνει τον κόσμο να κινείται προς ένα μέλλον χω ρίς όρια, όπου όλες οι πιθανότητες είναι ταυτόχρο να και άπειρες δυνατότητες;
Π Ε ΡΙ ΕΧΟΜΕΝΑ 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14. 13. 16. 17. 18. 19. 20. 21. 22. 23. 24. 25. 26. 27. 28. 29. 30. 31. 32. 33. 34. 35. 36. 37. 38. 39. 40. 41.
Η Εφημερίδα είναι η φωνή της ζω ής........................................... . . . 9 Οι δημοσιογράφοι και η αλήθεια-τους........................................... .. 16 Είμαστε αντό που γινόμαστε ...;....................................................... .. 22 Η αλήθεια χρωματιστή και ασπρόμαυρη........................................ ,. 28 Όταν ο υλισμός γίνεται μεταφυσική.............................................. . 34 Η απεργία είναι δίκοπο μαχαίρι.......................................... ............ . 40 Οι απεργίες πρέπει να έχουν ποιότητα.......................................... .. 46 Η φασιστική συντεχνιακή απεργία ................................................ . 53 Η απεργία είναι η αρχή της ταξικής πάλης.................................. .. 59 Οι κάλπηδες....................................................................................... . 65 Η αλήθεια του ενός είναι αλήθεια του κανενός.............................7 1 Ευρώπη, ο μεγάλος έρωτας του Δ ία ............................................ .. 77 Η Ευρώπη των Χαών της Ασίας.................................................... . ..8 3 Η αθλητική μουσική πτηνοκρατείται............................................. . 89 Οι νεκροί, οι ζωντανοί και τα κοσμήματά-τους............................. .9 5 Η σεξουαλική επανάσταση .............................................................. 101 Ο χρυσός αιώνας δεν είναι μύθος.................................................. 107 Η κατάπτωση στην ατομική ιδιοκτησία....................................... 113 Μια ιστορία με παλούκια................................................................. .119 Το δικαίωμα στην κληρονομιά και την ανικανότητα................... 125 Η επιφάνεια της γης κατάντησε ένα τεράστιο οικόπεδο........... 131 Η ιδιοκτησία υπό καθεστώς υπαρκτού σοσιαλισμού ............. 137 Η μασωνική αντίληψη για τα κόμματα.......................................... 143 Οι σεξοκυνηγοι φαντασμάτων........................................................ 149 Το κόστος της βλακείας-μας........................................................'... 15 $ Το επίπεδο της ζωής-μας................................................................. 161 Το χρήμα και η φριχτή-του ιστορία......................................... '..... 167 Νόμισμα νόμιμο και χρήμα παράνομο........................................... 173 Η δι" αποκεφαλισμού ισότητα! ....................................................... 179 Ό ,τι λάμπει επικίνδυνα είναι χρυσός............................................. 185 Το μακρύ χέρι τον τραπεζίτη.......................................................... 191 Ο πληθωρισμός (και πώς δεν θα γλιτώσουμε απ' αυτόν).......... 197 Ο τιμάριθμος (και η υποτίμηση του νομίσματος και της νοημοσύνης-μας................................................................................... ....... 203 Η στενωπός (της οικονομίας και της ηθικής)............................... 209 Ο παρασιτισμός του εμπορίου......................................................... 215 Το χρηματιστήριο των οικονομικών και ηθικών αξιών............... 221 Η ελληνική-μας ταυτότητα............................................................... 227 Το προλεταριάτο έχει πατρίδα................... .................................... 233 Το κράτος είναι τα "κρατικά όργανα” ............................................ 240 Ο χώρος της γέννησης και της ύπαρξης του θ ε ο ύ ..................... 246 Ο χρόνος είναι ένας: ο παλιός......................................................... 252
1. Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Η αρχαία και πάντα σε χρήση ελληνική λέξη εφημερίδα (εφημερίς) ετυμολογικά κατάγεται από τη λέξη εφήμερος που σημαίνει καθημερινός "αυτός που διαρκεϊ μια μέρα", πρόσκαι ρος, βραχύβιος. Φυσικά, στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχαν εφημερίδες. Υπήρχαν όμως ημερολόγια, σαν ουτά nog κρατά· με και σήμερα για να σημειώνουμε τα ημερήσιο γεγονότα που μας αφορούν. Κι ακριβώς τούτο το ημερολόγιο ονόμαζαν εφη μερίδα οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Εφημερίδα ονόμαζαν επίσης οι αρχαίοι Έλληνες κι αυτό που εμείς σήμερα to λέμε "βιβλίο λογαριασμών", κοινώς δεφτέρι. Χρειάστηκαν πολλοί αιώνες για να γίνει εφημερίδα με τη σημερινή έννοια το αρχαίο ημερολόγιο και to ακόμα πιο αρ χαίο μπακσλοδέφτερο. Κι ωστόσο η λέξη διοφυλάγει ζηλότυ πα το αρχαίο της νόημα: οι εφημερίδες συνεχίζουν πάντα να είναι τα ημερολόγια των γεγονότων, αλλά και τα δεφτέρια όπου καταγράφονται, μέρα τη μέρα, οι ποικίλοι κοι περιπε πλεγμένοι ανθρώπινοι λογαριασμοί, που γίνονται ολοένα και πιο πολύπλοκοι καθώς οι πόντο αντιμαχόμενες κοινωνικές τάξεις "δεν μπορούν να βρουν λογαριασμό", έτσι που μπερ δεύτηκαν τα πράγματα εξαιτίας της αρπαχτικής διάθεσης κά ποιων παμφάγων που λατρεύουν το "λαβείν" και μισούν το "δούναι", μ' αποτέλεσμα οι λογαριασμοί να μένουν πάντα ανοιχτοί. Αλλά κι αν κλεΐσουν κάποτέ αυτοί οι λογαριασμοί χάρις στον αγώνα εκείνων που "έχουν λαμβάνειν" την πσρακρατπμένη απ' τον εργοδότη υπεραξία, η εφημερίδα θα συνεχίσει να
παίζει πάντα ρόλο ημερολογίου. Θο μπορούσαμε να πού με, μάλιστα, πως όσο περισσότερο κερδίζει η έννοια "ημερο λόγιο" από την έννοια "δεφτέρι" που σήμερα συναποτελούν την έννοια "εφημερίδα", τόσο το καλύτερο γιο τον κόσμο. Η εφημερίδα σαν αντικείμενο ήταν η λογική συνέπεια της ανάγκης του ανθρώπου για συνεχή (καθημερινή) πληροφό ρηση. Όμως, δεν νιώθουν όλοι το ίδιο έντονα αυτή την ανάγκη. Κι όσοι δεν τη νιώθουν καθόλου δεν αγοράζουν καθόλου εφημερίδες. Στην πραγματικότητα, δεν αγοράζει εφημερίδες η γνωστή και θλιβερή "σιωπηλή πλειοφηφία", που δεν είναι μόνο σιωπηλή αλλά και κουφή: Δεν μπορεί να μιλήσει όποιος δεν μπορεί ν' ακούσει, κι ο ρόλος της εφημερίδας είναι να σε κάνει ν'ακούς τη βοερή φωνή του κόσμου, στους πολλούς και ποικίλους τόνους της, τους χαμηλούς και τους ψιλούς, τους μελωδικούς και τους φάλ τσους, τους θριαμβικούς και τους πένθιμους. Η εφημερίδα είναι η φωνή της ζωής, όπως κρυσταλλώνεται μέσα στις συ νεχώς ανανεούμενες σελίδες της. Συνεπώς λεν ψέματα αυτοί που ισχυρίζονται πως δεν διαβάζουν εφημερίδα διότι δεν τους ικανοποιεί καμιά. Στην πραγματικότητα δεν διαβάζουν εφημερίδα γιατί είναι ολι κά αδιάφοροι για τη μοίρα του κόσμου. Ακόμα κι αν υπήρχαν τόσες εφημερίδες όσοι και αναγνώστες ώστε να ικανοποιη θεί στα σίγουρα ο μεμψίμοιρος μικρόνοος μιροσστός που τα θέλει όλα φκιαγμένο στα μέτρα του, και πάλι δεν θα διάβαζε εφημερίδα, τη δική του προσωπική εφημερίδα, τούτος ο κω φάλαλος πονηρούλης που παριστάνει τη στρουθοκάμηλο, τη στιγμή που η άμμος ταιν γεγονότων γύρω του τον πλακώ νει από παντού. Η συνολική κυκλοφορία των εφημερίδων ενός τόπου θεω ρείται σήμερα απ' την κοινωνιολογία σαν ο ασφαλέστερος δείκτης της κοινωνικότητας της ομάδας εντός της οποίας ζει το "φύσει κοινωνικό όν" που είναι ο άνθρωπος, όπως πίστευε ο Αριστοτέλης, (Που αν ζούσε σήμερα και έβλεπε τους κωφά λαλους φυλετικούς απογόνους του θα... έπαιρνε πίσω τα λό για του' πάντως αν στην εποχή του υπήρχαν εφημερίδες ο Αριστοτέλης, που άρμεγε τη γνώση του από ποντού, θα ήταν σίγουρα ο μεγολύτερος εφημεριδοφάγος όλων των εποχών). Στην αρχαιότητα, λοιπόν, δεν υπήρχαν μεν εφημερίδες, υπήρχε όμως ο Ηρόδοτος, που θεωρείται ο πατέρας της δη
μοσιογρσφίας. Ωστόσο, άλλοι επιμένουν πως ο Ηρόδοτος είναι ο πατέρας της Ιστορίας. Στην πραγματικότητα είναι ο πα τέρας και των δύο. Διότι η Ιστορία γράφεται κάθε μέρα από τους δημοσιογράφους που δεν είναι παρά οι "εφήμεροι ιστο ρικοί" πάνω στους οποίους θο στηριχτούν όσοι αργότερα γρά φουν Ιστορία συστηματοποιημένη και επιστημονικά μεθοδευ μένη. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί μας "αγαπούν" τόσο πολύ, εμάς τους δημοσιογράφους, όλοι όσοι αγωνίζονται να "περάσουν στην Ιστορία". Πώς θα περνούσαν από την τόσο στενή πόρτα της αν δεν τους την ανοίγαμε εμείς; Και πού θα τους βρει ο ιστορικός του μέλλοντος αν όχι στα δικό μος εφήμερα κείμε να, που όπως έγινε ήδη αντιληπτό δεν είναι και τόσο εφήμε ρα όσο κοινώς πιστεύεται; Θα αντιλέξει ίσως κανείς πως μέ χρι την εμφάνιση στον κόσμο της πρώτης, με τη σημερινή έννοια, εφημερίδας τον 16ο αιώνα, οι ιστορικοί δεν έμεναν άνεργοι. Σωστά. Μόνο που κατά τους εφημεριδικούς αιώνες, εντός των οποίων άλλωστε δημιουργήθηκε ο σύγχρονος πολιτισμός, δεν νοείται πια ιστοριογραφία ξεκομμένη από τη δημοσιογραφία. Όποιος, παρόλα τούτα, επιμένει πως οι εφημερίδες δεν χρησιμεύουν και πολύ στην Ιστορία, σίγουρα δε γνωρίζει την πανάρχαιο ιστορία της εφημεριδογραφίας. Είναι καλό να ξέ ρουμε πως ο Μέγας Αλέξανδρος, εξέδιδε κάθε μέρα επί περ γαμηνής τις περίφημες "βααιλείους εφημερίδες". Τούτες οι απελπιστικά μικρής κυκλοφορίας εφημερίδες δεν ήταν παρά "πολεμικά σνακοινωθέντα”, όπως θα λέγαμε σήμερα, που έ βγαιναν γιο την ενημέρωση των στρατηγών. Ωστόσο, μ' αυτά τα ανακοινωθέντα, όπου περί γράφονταν καθημερινά τα γε γονότα της εκστρατείας, πέρασαν στους ιστορικούς της επο χής χρήσιμες γι' ουτούς πληροφορίες. Δε σώθηκαν οι εφημε ρίδες του Μακεδόνο στρατηλάτη. Σώθηκαν όμως ορχσίο βι βλία με ιστορικές πληροφορίες, στηριγμένα στις "βααιλείους εφημερίδες". Ούτε στη Ρώμη υπήρχαν εφημερίδες με την τρέχουσα έν νοια. Υπήρχαν όμως τα acta diurna, τα "κυβερνητικά πραχτικά" κατά κάποιον τρόπο, όπου η Σύγκλητος κατέγραφε κάθε μέρα τις δραστηριότητές της. Στην πραγματικότητα έχουμε εδώ την πρώτη στην Ιστορία Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, όπως θα λέγαμε με σύγχρονη γλώσσα. Και η Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως, κάθε κυβερνήσεις κάθε εποχής, είναι για τους ιστορικούς το πιο έγκυρο ντοκουμέντο που διαθέτουν για τη δουλειά τους. Στο Μεσαίωνα ανθούν τα περίφημα Χρονικά, που δεν είναι παρά άτακτα εκδιδόμενες εφημερίδες, γραμμένες συνήθως από έναν "δημοσιογράφο" που τότε λέγονταν χρονικογρά φος. Τέτοιοι χρονικογράφοι δεν έλειψαν ποτέ, παρόλο που τώρα οικειοποιούνται τον τίτλο του ιστορικού και αποποι ούνται τον τίτλο του δημοσιογράφου, ίσα ίσα για να μας μπερδεύουν, έτσι που πατούν με το ένα πόδι στη δημοσιογρα φία και με τ' άλλο στην επιστήμη της Ιστορίας. (Στην πραγ ματικότητα πατούν στην επιστήμη της Ιστορίας όχι με το πέλμα του ενός ποδιού αλλά με το μικρό δαχτυλάκι του πέλ ματος του ενός ποδιού, και τούτο παρόλο που πιστεύουν πως ποτούν εκεί γερά και με τα δυο τους πόδια. Δεν πειράζει. Δεν είναι οι μόνοι που έχουν τέτοιου είδους αυταπάτες. Οι "ποιη τές", π.χ. που νομίζουν πως πατούν στην ποίηση τη στιγμή που δεν πατούν παρά στα σύννεφα είναι πολύ περισσότεροι). Κατά την Αναγέννηση, στην Ιταλία, γίνονται μόδα τα Fogli d' Aviso. Πρόκειται για χειρόγραφα μονόφυλλα τύπου φέιγ-βολάν, όπως θα λέγαμε σήμερα, όπου όποιος ήθελε και μπορούσε έγραφε και μοίραζε τις απόψεις του τόσο για επίκαιρα όσο και για ανεπίκαιρα θέματα. Τούτη η αναγεννησιακή μόδα θα ξανανθίσει στην Ευρώπη τη δεκαε τία του 60, όχι με πολύ μεγάλη επιτυχία, ωστόσο. Είναι ανα χρονισμός αυτή η πρωτόγονη πια μορφή πληροφόρησης. Πάντα κατά την Αναγέννηση, τούτα τα μονόφυλλα εμφανί ζονται στη Βενετία με μορφή πολύ περιποιημένη. Πουλιούνται μια γκαζέτα, και δανείζουν το όνομα του βενετσιάνικου νομί σματος στην εφημερίδα, που από δω και πέρα στην Ιταλία, και όχι μόνο εκεί, θο λέγεται γκαζέτα. 0 πρόγονος, λοιπόν, της σημερινού τύπου εφημερίδας είναι προϊόν αναγεννησιακό. Αν οι Ιταλοί έχουν την ιδέα της σύγχρονης εφημερίδας, οι πάντα μεθοδικοί Γερμανοί την τελειοποιούν κατά τον 16ο αιώνα, που είναι ο αιώνας της εμφάνισης της επαγγελματικής δημοοιογροφίος. Οι πρώτοι συνάδελφοι ήταν κάτοικοι της Φρανκφούρτης. Μέχρι το 1702 οι εφημερίδες δεν είναι ακριβώς εφήμερες, αφού δεν είναι ημερήσιες. Είναι εβδομαδιαίες, μηνιαίες, διμη νιαίες ή εξάμηνες, όπως και πολλές σημερινές περιοδικές εκ
δόσεις που ονομάζονται εφημερίδες καταχρηστικά. Όμως, όσο πολλαπλασιάζονται το σημαντικά γεγονότα στον τρομερό και υπερφορτωμένο από Ιστορία 18ο αιώνα, τόσο γίνεται πε ρισσότερο έκδηλη η ανάγκη για μια συχνότερη ενημέρωση των ενδιαφερομένων. Και η χώρα όπου η Ιστορία πραγματικά καλπάζει κατά τον 18ο και 19ο αιώνα είναι η Αγγλία, η "μεγά λη μητέρα" του καπιταλισμού. Δεν είναι, λοιπόν, διόλου παρά δοξο που εκεί εμφανίζεται η πρώτη ημερήσια εφημερίδο το 1703. Είναι η D A IL Y COURANT, που την ακολουθεί την ίδια χρονιά η απογευματινή EVENING POST. Δυο χρόνια αργότερα, οι ‘Αγγλοι πρόγονοί μας στο επάγ γελμα συνειδητοποιούν πως οι άνθρωποι είναι αυτοί που δί νουν τη σημασία σ' ένα γεγονός, που από μόνο του παραμέ νει ένα γεγονός στην κυριολεξία α νόητο (άνευ νοήματος). Κι έτσι δίπλα στην είδηση (γεγονός) εμφανίζεται το σχόλιο και το κύριο άρθρο (αξιολόγηση και σήμανση του γεγονότος). Οι Άγγλοι κάνουν τη δημοσιογραφία μια πολύ σοβαρή υπόθεση, και τούτη την παράδοση την κρατούν πάντα. Όμως οι Γάλλοι είνοι αυτοί που πρώτοι αποφασίζουν ν* ανοίξουν διάπλατα τις πόρτες των εφημερίδων στους διανο ούμενους. Αυτό το πολύ σημαντικό γεγονός συμβαίνει στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, και η παράδοση συνε χίζεται: Ο γαλλικός Τύπος είναι πάντα λιγότερο ή περισσότε ρο διανοουμενίστικος, και δεν υπάρχει σοβαρός Γάλλος συγ γραφέας, ποιητής ή διανοούμενος που να μην κράτησε μια μό νιμη στήλη σε κάποια εφημερίδα. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που οι Γάλλοι διανοούμενοι είναι πολύ γνωστοί στο λεγόμενο "ευ ρύ κοινό". Τον 19ο αιώνα την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια δημο σιογραφική οικογένεια την παίρνουν -και την διατηρούν ως τις μέρες μας— οι Αμερικανοί, με τους περίφημους εκδότες και δημοσιογράφους Τζόζεφ Πούλιτζερ και Ράντολφ Χιρστ. Ανάμεσα στους δυο μεγολοεκδότες αρχίζει ένας ανελέητος οικονομικός πόλεμος — και η πανούκλα περνάει σ' όλο τον κόσμο. Από κει και πέρα θα κυριαρχήσει στην καπιταλιστική επικράτεια η ιδέα πως η εφημερίδα είναι πριν οπό κάθε τι μια επιχείρηση. Η έγκυρη και υπεύθυνη ειδησεογραφίο και πολύ περισσότερο ο σχολιασμός μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Γνώμο νας για τα πάντα γίνεται τώρα το με κάθε τρόπο και μέσο κέρ δος του εκδότη, και οι δημοσιογράφοι μεταιρέπονται σε
φερέφωνά του. Αποτέλεσμα αυτής της νοοτροπίας είναι η εμφάνιση του λε γάμενου "κίτρινου Τύπου", που πήρε το όνομα απ' την αμερι κάνικη εφημερίδα του Πούλιτζερ Sunday World που τυ πώνονταν σε κίτρινο χαρτί. Κίτρινος ονομάζεται πάντα ο σκανδαλοθηρικός Τύπος, που είναι μια σχετικά παλιά και πάντα ενεργός εφεύρεση του Πούλιτζερ. Το 1914 εμφανίζεται στην Αμερική η εφημερίδα τύπου tabloid που φτάνει και στην αιωνίως καθυστερημένη Ελλά δα με καθυστέρηση 67 χρόνων. (Κάλλιο αργά παρά ποτέ, που λέει η παροιμία). ' Ομως το Tabloid δεν είναι σχήμα, είναι νοοτροπία. Την αποκαλύπτουμε, μπας και μπορέσει να στεριώ σει στον τόπο μας και κανένα δεύτερο tabloid εκτός απ' το "Έθνος”. To tabloid λοιπόν είναι ένα δημιούργημα του Νάρθκλιφ που τελειοποιήθηκε απ' τον Μακ Κόρμικ. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για ένα πολύ αποτελεσματικό αντίδοτο στον "κίτρινο Τύπο", ο οποίος δεν αλλάζει χρώμα αλλάζοντας σχή μα. Πρέπει ν' αλλάξει και νοοτροπία. Και η αλλαγμένη νοοτρο πία συνίαταται σε μια ανάμειξη τριών δεδομένων: 1) Της παρα δοσιακής εγκυρότητας του αγγλικού Τύπου, 2) Του σεβασμού στη διανόηση του γαλλικού Τύπου, και 3) Της οικονομικής αποτελεσματικότητας του αμερικάνικου Τύπου. Για να πετύχει η συνταγή πρέπει οι ειδήσεις να είναι πολλές, καλοδιαλεγμένες και σύντομες για να χωρέσουν στον δοσμέ νο χώρο όσο το δυνατόν περισσότερες και τα σχόλια αποτε λεσματικό, εύστοχα, χωρίς περιττή σοβαροφάνεια και γραμ μένα κατά προτίμησιν με χιούμορ, ώστε να διαβάζονται ευχά ριστα χωρίς να προδίδουν το "μήνυμα". Η άφθονη και καλαί σθητη εικονογράφηση είναι απολύτως αναγκαία, προκεψένου η είδηση και το σχόλιο να μη λειτουργούν αφηρημένο και να βοηθιέται έτσι η φαντασία του αναγνώστη, που είναι πάντα αναγκαία προκειμένου να αναπλαστεί και να διευρυνθεί το κείμενο με την ενεργό συμμετοχή του. Κι ακριβώς τούτη η συμμετοχή του αναγνώστη είναι, εν ολίγοις, το καινούργιο που φέρνει στον Τύπο το 1914 ο Νάρθκλιφ. 'Οποιος, λοιπόν, θεωρεί τον αναγνώστη φίλο, συμπαραστά τη και σύμμοχο στη σωστή και έντιμη ενημέρωση, ας προχω ρήσει στην έκδοση tabloid. Οι άλλοι καλά θα κάνουν να παραμείνουν στα παλιά σχήματα και την παλιά νοοτροπία.
Γιατί τα καινούργια σχήματα απαιτούν, προπαντός, καινούργια νοοτροπία. Αλλιώς παραμένουν σχήματα λόγου και γεωμε τρίας. Και τα σχήματα οδηγούν σε χρεοκοπία. Και η χρεοκο πία οδηγεί σε σπατάλη του κοινωνικού πλούτου. Και η σπατά λη του κοινωνικού πλούτου δεν οδηγεί στο σοσιαλισμό. Αυτά για να βοηθήσουμε, με τον τρόπο μας, τους ανιστόρητους... ανταγωνιστές αυτής εδώ της εφημερίδας, αλλά και για να ισχυροποιήσουμε την (οικονομική) θέση ημών tow διανοούμε νων-δημοσιογράφων. 25/3/84
2. ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ ΚΑΙ II ΛΛΗΟΚΙΛ ΤΟΥΣ
Δημοσιογράφος είναι αυτός που γράφει για τα δημόσια πράγματα, που καταγράφει κάθε μέρα τα γεγονότα ο' ένα ει δικό για το σκοπό αυτό έντυπο που λέγεται εφημερίδα. Ό μως, δημοσιογράφος είναι επίσης κι αυτός που κάνει δημο σίως γνωστή τη γραφή του, δηλαδή την άποψή του. Αυτόν τον δεύτερο ορισμό δεν θα τον βρείτε στα λεξικά. Διότι, απλούστατα, είναι ένας δικός μας "σοφιστικέητ" ορισμός που, ωστό σο, κάτι θέλει να πει - θα δούμε ππρακάτω τί Ο παραδοσιακός δημοσιογράφος του παραδοσιακού ορι σμού βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στα γεγονότα, αλλά δεν με τέχει σ ' αυτά. Θεάται την Ιστορία, που τελείται μπροστά στα μάτια του, απαθής και αδιάφορος και προσπαθεί να την περι γράφει όσο γίνεται πιο ψύχραιμα. Όμως, πόσο ψύχραιμος μπορεί να παραμείνει ένας άνθρωπος με πνευματικότητα kol ευαισθησία όταν έρθει αντιμέτωπος με το χάος των γεγονό των που καλείται κατ' αρχήν να τα αξιολογήσει και να επιλέξει τα πιο ενδιαφέροντα απ' αυτά; Αλλωστε, πότε ένα γεγονός είναι ενδιαφέρον και πότε αδιάφορο; Ό λα τα γεγονότα είναι καθ' εαυτό αδιάφορα, και το όποιο ενδιαφέρον τους το αποχτούν απ' το νόημα που θα προσθέσει σ ’ αυτά ο άνθρωπος όταν έρχεται αντιμέτωπος μαζί τους. Η φράση "σήμερα έβρεξε" π.χ. είναι μια όσο γίνε ται πιο σύντομη λεκτική επισήμανση ενός αναμφισβήτητου γεγονότος. Όμως, είναι φανερό πως άλλο νόημα έχει η βροχή για τον γεωργό κι άλλο για τον βιομηχανικό εργάτη, άλλο για τον άρρωστο κι άλλο για τον ρομαντικό, άλλο για την Ετσιρεία Υδάτων κι άλλο για τον Οργανισμό Αποχετεύσεως. Το "αντικειμενικό γεγονός" υπάρχει μόνο στη φαντασία
των ιδεαλιστών, και μάλιστα των λεγάμενων "αντικειμενικών ιδεαλιστών" που είναι πολύ πιο επικίνδυνοι, θα λέγαμε, απ' τους "υποκειμενικούς ιδεαλιστές" ακριβώς γιατί φαντάζονται την αλήθεια σα μια οντότητα που περιφέρεται κάπου μεταξύ γης και ουρανού και περιμένει εκεί τον "συλλέκτη της αλή θειας" να την πιάσει δίκην πεταλούδας, να την βαλσαμώσει και να την καρφώσει στο χαρτί, ή όπου αλλού, για να θαυμάσουμε κι εμείς τον άθλο του. Ωστόσο, η διαλεκτική μάς διδάσκει πως η αλήθεια δεν είναι οντότητα, είναι σχέση ανάμεσα σ ’ ένα υποκείμενο και ένα αντι κείμενο. Και σε μια τέτοια σχέση το υποκείμενο βαραίνει τοοο όσο και το αντικείμενο. Συνεπώς, όπως λέει ο Ρολάν Μπαρτ, έχει μεγαλύτερη σημασία το "ποιος είναι που μιλάει" απ' το "τί λέει αυτός που μιλάει". Διότι, αυτός που μιλάει είναι το υποκείμενο που εκφέρει απόψεις που πρέπει να ξέρουμε αν είναι δικές του ή κάποιου άλλου. Μπορεί, απλούστατα, να πρό κειται για τις απόψεις του κυρίου του, οπότε ο σμιλών γίνεται, ακριβώς, "η φωνή του κυρίου του" για να θυμηθούμε και το χαριτωμένο καφεάσπρο σκυλάκι της Χις Μάστερς Βόις, που μας διδάσκει ν' ακούμε παθητικά τη μουσική των "μεγάλων κυρίων" τρς τέχνης των ήχων πριν σχηματίσουμε προσωπικές απόψεις γιαυτή την τέχνη, οπότε καταργούμε και το σκύλο και τον αφέντη του και αποκαθιστούμε σχέσεις προσωπικές με τις φωνές που φτάνουν ανάκατα στ' αυτιά μας. Η απαίτηση για αντικειμενικότητα, λοιπόν, είναι ο πιο με γάλος και ο πιο δόλιος μύθος που εφεύραν αυτοί που θάθε λαν να πλασάρουν για αντικειμενικές τις υποκειμενικές τους απόψεις, ή μάλλον τις απόψεις που έχουν διαμορφωθεί μέσα στη διαλε κπκή σχέση του υποκειμένου που στοχάζεται ένα αντικείμενο (ένα πράγμα, ένα γεγονός, μια πράξη, μια συμπε ριφορά, μια ιδεολογία, ένα δόγμα, ο,τιδήποτε μπορεί να γίνει αντικείμενο σκέψης). Είναι φανερό πως υπάρχει μια "καπιταλιστική αλήθεια" όπως υπάρχει και μια "προλεταριακή αλήθεια" και μια "χρ ι στιανική αλήθεια" και μια "φασιστική αλήθεια". Το παν για την αλήθεια θα εξαρτηθεί από ποια σκοπιά κοιτάει κανείς τα πράγματα και τον κόσμο, ώστε να αποφανθεί για την κοιταγ μένη απ' αυτή τη σκοπιά αλήθεια. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο μαρξισμός δεν είναι καθόλου "αντικειμενικά αληθινός". Είναι αληθινός μόνο αν κοιτάξουμε
τα πράγματα cm' τη μεριά των αδικημένων και των εκμεταλ λευόμενων. Και επειδή είναι έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι, ο μαρξισμός έχει δίκιο κατά "σχετική πλειοψηψία", αφού βρί σκεται με τη μεριά της σχετικής πλειοψηιρίας κι αυτήν προσ παθεί να εξυπηρετήσει. Ούτε ο Μαρξ ούιε ο Ένγκελς ούτε κα νείς άλλος μαρξιστής ισχυρίστηκε ποτέ ότι συνέλαβε την αλή θεια "επ' αυτοφώρω". Το μόνο ποί» είπαν αυιοί οι άνθρωποι είναι πως τα ιστορικά γεγονότα επιδέχονται έναν φωτισμό που είναι πιο έγκυρος απ' τους άλλους φωτισμούς απ' το γεγονός και μόνο πως τα φώτα τα ρίχνουν οι εργαζόμενοι κι όχι οι εργοδότες, που κι αυτοί έχουν δίκιο απ' τη μεριά τους. Το πρόβλημα λοιπόν είναι από ποια μεριά βρισκόμαστε όταν κοιτάμε τα πράγματα. Γιατί αν σηκωθούμε πάνω απ' τα πράγματα για να παίξουμε το ρόλο του αντικειμενικού κρι τή , το μόνο που θα καταφόρουΜ( Τίλικά είναι να μπούμε στη θέση ενός θεού, που ως γνωστόν και τα ξέρει όλα και τα μπο ρεί όλα και τσ έχει όλα, Αλλό μία τέτοια υποκατάσταση του Θεού στον παραδοσιακό του ρόλο θα την απέρριπταν και οι θεολόγοι σαν βέβηλη, πόοω μάλλον εμείς. Αφού δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια δεν υπάρχει και αντικειμενική δημοσιογραφία. Ο μεγάλος μύθος για την "υπο δειγματική αντικειμενικότητα" του BBC είναι, απλούστατα, ο τέλειος μύθος. Γιατί όταν περιγράφεις αντικειμενικά τα γε γονότα είναι σα να μη λες ποτέ ποιον ωφελεί και ποιον βλά πτει η βροχή του παραδείγματος μας. Η βροχή, λοιπόν, πέφτει στα κεφάλια δικαίων και αδίκων! Έξοχα! Αλλά υποδειγματι κά αντικειμενικά γεγονότα είναι μόνο ία φυσικά γεγονότα, κι αυτό μόνο στην περίπτωση που τα εξετάζουμε σαν φυσικά γε γονότα ξεκομμένα απ' τις κοινωνικές επιπτώσεις τους, Όπως, τα πολιτικά γεγονότα, γεγονότα που είναι ιδεολογικά "χρω ματισμένα" κατ' ανάγκην. Ωστόσο, οι δόλιοι λάτρεις μιας ανύπαρκτης αντικειμενικότητας προσπαθούν να μσς πλασά ρουν τα πολιτικά (κοινωνικά) γεγονότα ως φυσικά. Έτσι, ένας πόλεμος αντικειμενικά δοσμένος απ' τον δημο σιογράφο ή τον φωτοδημοσιογράφο δεν είναι τίποτα περισ σότερο από μια περιγραφική μαθητική έκθεση με θέμα τη βρο χή, ας πούμε. Όμως το πρόβλημα δεν είναι να πληροφορηθούμε πως κάπου γίνεται πόλεμος αλλά να μάθουμε το πώς και το γιατί αυτού του πολέμου. Αν μου δείξουν τον πόλεμο χωρίς να πάρουν σαφή και καθαρή θέση απέναντι του είναι σα
να τον μετατρέπουν σε γεγονός φυσικό και συνεπώς τόσο ανα πόφευκτο όσο και η βροχή ή ο κεραυνός. Τι κάνουμε μπροστά στα καταστροφικά φυσικά γεγονότα; Κρυβόμαστε ή προσευχόμαστε για τη σωτηρία μας, Αυτό ακρι βώς προσπαθούν να μας πείσουν να κάνουμε οι υπέρμαχοι της αντικειμενικότητας: Να το βάλουμε στα πόδια ή να προσευχη θούμε αντί να πάρουμε μια μαγκούρα (ή ένα όπλο, κατά τις πε ριστάσεις) και να τους κυνηγήσουμε για να πάψουν επιτέλους να μας εξαπατούν με κάτι που και οι ίδιοι γνωρίζουν πως δεν υπάρχει: Τη φαντασματική αντικειμενικότητα που ήταν πάντα το πιο εύκολο άλλοθι για την πιο δόλια υποκειμενικότητα, αυ τή των αφεντικών. Λοιπόν, ο δημοσιογράφος καλείται να περιγράφει αντικει μενικά, λέει, όσα συμβαίνουν γύρω του. Κι ας ξέρουν οι πά· ντες πως αυτό δεν μπορεί να το πετύχει ούτε καν ο σπήκερ που περιγράφει ποδοσφαιρικό αγώνα, ούτε καν ο δημοσιογρά φος που θα γράψει "απ' τη χθεσινή καταρρακτώδη βροχή πλημμύρισαν πέντε υπόγεια". Ήδη μ' αυτή την πρόταση μας είπε χίλια πράγματα: Για την ανεπάρκεια του αποχετευτικού δικτύου, για τον κοτζαμπαοιαμό των εργολάβων, για τον τρωγλοδυτισμό των κατοίκων των υπογείων, για τις ημιυπαίθριες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων, κλπ., κλπ. Θα ήταν "αντι κειμενικός" αν έλεγε νέτα σκέτα: "Χτες έβρεξε καταρρακτωδώς". Αλλά έτσι θα μπορούσε να μιλήσει μόνο ένας μετεωραλόγος, όχι ένας δημοσιογράφος. Αυτός, θέλει δε θέλει, το καταλαβαίνει δεν το καταλαβαίνει, θα πάρει αναγκαστικά θέση απέναντι στο κάθε γεγονός, μικρό και μεγάλο, σημαντικό και ασήμαντο. Καλύτερα, λοιπόν, να παίρνει θέση ενσυνείδητα, εμ πρόθετα και καθαρά παρά να μας κουράζει υποχρεώνοντάς μας να διαβάζουμε προσεχτικά ανάμεσα απ’ τις αράδες για να επισημάνουμε τη θέση του. Γιατί έτσι κι αλλιώς υπάρχει πάντα μια θέση. Μόνο που το BBC για παράδειγμα, σπουδαγμένο οτο μεγάλο σχολειό της αγγλικής πονηριάς, ξέρει να την καμου φλάρει, ποντάροντας έξυπνα στους τεμπέληδες και τους λιγό τερο έξυπνους, που δεν θα κουραστούν ψάχνοντας για "δεύτε ρα επίπεδα σήμανσης" και άλλους γλωσσαλογικούς-οημειολογικούς γρίφους. Να, λοιπόν, που η απαίτηση για αντικειμενικότητα έχει πράγματι ένα έρεισμα: Τη βλακεία και την αμάθεια. Κανείς βλαξ ή αμαθής δεν θα πιάαει εύκολα την υποτονισμένη τέχνη-
τά θέση του συντάκτη της είδησης. Και η στατιστική λέει πως η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν έχει ιδιαίτερα υψηλό δείκτη ευφυΐας. Κοπάνα τους, λοιπόν, την υποκειμενικότητα ως αν τικειμενικότητα. Πολλοί θα τ’ ακούσουν, λίγοι θα το κατα λάβουν. Km οι "αντικειμενικοί" θα συνεχίσουν να κάνουν υποκειμενικότατα τη δουλειά τους. Όμως, η απαίτηση για αντικειμενικότητα δε βολεύει μόνο τους ευφυείς ιθύνοντες του BBC και άλλων το ίδιο "έγκυ ρων" δημοσιογραφικών οργανισμών, (Μόνο εμείς ξέρουμε πό σο έγκυροι είναι αυτοί οι οργανισμοί). Βολεύει επίσης και τους αμαθείς και ανοήτους δημοσιογράφους, κι ένας διάολος ξέρει πόσοι τέτοιοι συνωθούνταί Οϊΐς Ελληνικές εφημερίδες. (Η Ε Σ Η Ε Α ας μη σπεύσει να δίαμαρτυρηθεί για "αν που ναδελ φική συμπεριφορά" και ta φαιδρό παρόμοια. Εγώ εδώ δεν μιλάω για τους δημοσιογράφους, αλλά για τους ανοήτους και αμαθείς δημοσιογράφους. Και, βέβαια, κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως η ελληνική δημοσιογραφία κα τακλύζεται από ιδιοφυίες ή έστω εφυίες. Αφού η βλακεία δεν κάνει ποτέ επαγγελματικές διακρίσεις γιατί θα έπρεπε να τις κάνει για χατήρι μας;) Λοιπόν, οι αμαθείς και ανόητοι δημοσιογράφοι όταν έρθουν αντιμέτωποι μ' ένα γεγονός θα κληθούν αυτόματα να πάρουν θέση. Αλλά τι θέση να πάρει ο αμαθής και ο βλαξ; Η θέση προ ϋποθέτει νουν και παιδεία. Όταν αυτά τα δυο δεν υπάρχουν, το γεγονός που περιγράφει ο δημοσιογράφος εξαντικειμενοποιείται αυτομάτως, όχι γιατί επισήμανε στα πράγματα την αντικειμενικότητα αλλά διότι επισημάναμε στον εγκέφαλό του την κενότητα. Είπαμε ήδη πως αυτό που συμβατικά ονομάζουμε αλήθεια είναι το αποτέλεσμα της διαλεχτικής σχέσης ανάμεσα σ' ένα υποκείμενο κι ένα αντικείμενο. Το υποκείμενο στην περίπτω ση που μας απασχολεί είναι ο δημοσιογράφος. Ό ταν αυτό το υποκείμενο είναι ήδη ένα αντικείμενο (το ζώον είναι αντικεί μενο) πώς θα λειτουργήσει η διαλεκτική σχέση; Με δυο αντι κείμενα; Σε μια τέτοια περίπτωση είναι σα να βάζουμε ένα τούβλο απέναντι σ' ένα άλλο τούβλο και να ζητούμε απ' το δεύτερο τούβλο να μιλήσει για το πρώτο!! Νά, λοιπόν, το τέλειο σχήμα για την τέλεια αντικειμενικότητα:Παίρνεις έναν απονευρωμένο και αποεγκεφαλοποιημένο δη μοσιογράφο, υποδειγματικά και βεβαιωμένα ουδέτερο από
κάθε άποψη (ακόμα καλύτερα αν φυλετικά ανήκει στο ουδέτε ρο φύλο) και τον πετάς μπροστά στο έτσι κι αλλιώς ιδεολογι κά ουδέτερο γεγονός. (Την ιδεολογία, το ξαναλέμε, δεν την αναβλύζουν τα πράγματα από μόνα τους. Τη βάζουν σ' αυτά οι άνθρυυποι). Ίσω ς κάποτε η τέλεια αντικειμενική δημοσιογραφία να γί νεται με ρομπότ. Αλλά τότε δεν θα πρόκειται για δημοσιογρα φία αλλά για ρομποτογραψία. Πάντως από τώρα διαφαίνεται αυτή η μακάβρια εποχή: O l δημοσιογράφοι με προσωπικότη τα, νου και γνώση δυσκολεύονται να βρουν δουλειά. Αντίθετα, οι παθητικοί ("αντικειμενικοί") γραφιάδες, όντας πάντα "η φω νή του κυρίου τους", μπορούν να περιοδεύσουν ανετότατα όλα τα έντυπα και να υπηρετήσουν όλες τις ιδεολογίες. Μηδέ της "φιλοσοφημένης" ιδεολογίας (ποιας ιδεολογίας;) της ΕΡΤ ε ξαιρούμενης. 1/ 4/84
3. ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ
Η παρομοίωση της κοινωνικής ομάδας με χορωδία είναι πο λύ προσφιλής σε κάποιους κοινωνιολόγους, που δε λεν να κα ταλάβουν πως δεν μπορείς να φκιάξεις χορωδία από φάλ τσους, Αν βάλεις είκοσι φάλτσους να τραγουδήσουν μαζί δεν θα έχεις χορωδία, αλλά ένα άθροισμα των φωνών των είκοσι φάλτσων. Κι αυτό το μαζικό φάλτσο θα είναι είκοσι φορές πιο βασανιστικό απ' το φάλτσο του ενός. Προς τί, λοιπόν, μια χορωδία που λειτουργεί ως όργανο βασανισμού; Προς τί, ακόμα, ο μαέστρος σε μια τέτοια χορωδία φάλτσων; Τι μπορεί να κάνει ένας καλλίφωνος αρχηγός με φάλτσους οπαδούς, πέρα απ' το να παριστάνει τον Δον Κιχώτη; Είναι καλό να υπάρχει καλός αρχηγός, αλλά είναι ακόμα πιο καλό τούτος ο καλός αρχηγός να έχει και καλούς οπαδούς. Έλα, όμως, που λίγοι πια δέχονται να παίξουν το ρόλο του οπαδού. Και η χρησιμοποίηση ακόμα αυτής της βαρυμένης με μυριάδες αμαρτίες λέξης ενέχει κινδύνους. Πώς λοιπόν να μιλήσεις για την τεράστια κοινωνική αξία και ση μασία των οπαδών σε μια κοινωνία δημοκρατών, όπου όλοι νιώθουν αρχηγοί με έναν και μοναδικό οπαδό, τον εαυτό τους; Ποτέ π έννοια της Δημοκρατίας δεν υπέστη στρέβλω ση τόσο μεγάλη, όσο αυτή που της επέβαλε ο σολιπσισμός του αστού, που από τότε που έβαλε την αυτού ασημαντότητα στο κέντρο του σύμπαντος πίστεψε πως ο περιστρεφόμε νος γύρω απ’ την αφεντιά του ήλιος θα πάψει ν' ανατέλλει μόλις εξαφανιστεί με το θάνατό του ο άξονας αυτής της φαν ταστικής συμποντικής ισορροπίας. Το "μετά από μένα η κα ταστροφή" κάποτε το πε ένας ανόητος βασιλιάς. Τώρα το λεν μυριάδες "δημοκράτες" βασιλίσκοι. Τελικά, αυτό που
εκδημοκρατίστηκε στην πραγματικότητα είναι η ανοησία. Λοιπόν, πώς θα κάνουμε δημοκρατία χωρίς δημοκράτες, σοσιαλισμό χωρίς σοσιαλιστές και κομμουνισμό χωρίς κομ μουνιστές; Ό ταν βρεθεί ο μάγειρας που θα καταφέρει να ψκιάξει σκορδαλιά χωρίς σκόρδο, η μαύρη μαγεία θα γίνει αυτομάτως λευκή κι όλα τα δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλή ματα θα λύνονται μ ' ένα "άμπρα-καντάμπρα", λεγμένο τώρα με τρόπο λιγότερο αφρικάνικο. Μέχρι τότε, το μόνο που απο μένει να κάνουμε είναι να... φυτέψουμε σκόρδα με την ελπίδα πως κάποτε θα μεγαλώσουν. Ό χ ι βέβαια για να τα κρεμάσου με στο πέτο ylo το "κακό μάτι", αν και μια τέτοια υποτροπή της μαύρης μαγείας δεν αποκλείεται καθόλου. Αν ζητήσεις απ' τα μέλη της φάλτσος χορωδίας, που λέγα με, να σου πουν τη γνώμη τους για κάποιο πράγμα θα έχεις τάσεις απόψεις όσα και τα κεφάλια. Το πολύ πολύ ol ατομι κές απόψεις να ομαδοποιηθούν σε υποσύνολα, όπως περίπου η πρώτη, δεύτερη και τρίτη φωνή της χορωδίας. Όμως, τού τα τα υποσύνολα δεν θα πάψουν να είναι κι αυτά φάλτσα, εφό σον τα σύνολο στο οποίο ανήκουν είναι φάλτσο, μιας κι αποτελείται από φάλτσους "σολίστες" που ο καθένας παίζει το βιο λί του, όταν δεν παίζει κάτι που ομοιοκαταληκτεί, πράγμα που θα ήταν προτιμότερο από πολλές απόψεις, Τουλάχιστον εδώ το ρήμα είναι αυτοπαθές. Κι αυτό σημαίνει ότι η ενέργειά του επιστρέφει στον εαυτό του, και αυτοκαταναλούμενη αυτοκα ταστρέφεται χωρίς να κάνει κακό στους τρίτους: Ο πομπός είναι και δέκτης, και το μήνυμα δεν αφορά κανέναν εκτός απ' το διαμορφωτή του. Δεν θα είχαμε καμιά αντίρρηση ylo μια "αυτοκαταστροφική" συμπεριφορά σαν την παραπάνω. Μόνο που οι "αυτοτροφοδοτούμενοι" χάνουν το δικαίωμα να εμφανίζονται σαν χο ρωδοί, αφού δεν είναι παρά... σολίστες. Θα υπάρξει ίσως η αντίρρηση πως η ιδανική χορωδία αποτελείται από σολίστες. Σύμφωνου Μόνο που οι κυρίως ειπείν σολίστες δεν σολάρουν ακριβώς, αφού υπάρχουν κι άλλοι γύρω τους με τους οποίους οφείλουν να συνεργάζονται πολύ στενά, κι αφού ακόμα υπάρχει ένας μαέστρος που αν τον αγνοήσουν θα πε ριπέσουν και πάλι στην κατάσταση του... βιολιτζή που λέ γαμε. Και σε μια τέτοια περίπτωση,κανείς σώφρων άνθρωπος δεν θα έλεγε "βαράτε βιολιτζήδες". Γιατί θα γίνει χαμός! Αν τα πράγματα έχουν έτσι, αν δηλαδή ο κόσμος σήμερα
έχει γεμίσει σολίστες που δεν είναι παρά μοναχικοί άνθρωποι εντελώς ακατάλληλοι για χορωδία, μπαίνει αυτομάτως φοβε ρό το ερώτημα: Τι θ' απογίνει με την κοινωνία που είναι απ' τη φύση της χορωδιακή; Αν ο κόσμος θα γίνεται όλο και πε ρισσότερο φάλτσος κάποτε δεν θα μπορούν να "σολάρουν" ούτε καν οι φάλτσοι. Καμιά φορά μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ευχηθεί την επαναφορά της κοινωνικότητας στο "βαθμό μηδέν", όπως θα έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ, προκειμένου να αρχίσουν όλα απ’ την αρχή. Οι θεολόγοι το ίδιο πράγμα θα το ονόμαζαν στη μυστήρια γλώσσα τους "συντέλεια του κόσμου", ενώ οι έχοντες κάποια σχέση με τη θετική σκέψη θα το εξαρτούσαν απ’ το τρίτο θερμοδυναμικό αξίωμα (την "αρχή του Καρνό") Που καθορίζει την περίφημη "εντροπία". Ωστόσο, δεν είναι λύση να περιμένει κανείς τη σωτηρία απ' την καταστροφή του κόσμου. Μια σωστότερη λύση θα ήταν η καταστροφή των φάλτσων. Και μια ακόμα πιο σωστή η "μουσική" τους διαπαιδαγώγηση, πράγμα που καθίσταται ολοένα και περισσότερο δύσκολο έτσι που γενικεύεται συ νεχώς και περισσότερο η απαίτηση για άκοπη και ανέξοδη "προαγωγή" σε σολίστα και του πιο ανυπόφορου φάλτσου. Λοιπόν, ας το πάρουμε απόφαση: Πρέπει να συνυπάρξουμε ειρηνικά με τους φάλτσους - και ο Απόλλωνος βοηθός!! ’Αλλωστε, Δημοκρατία σημαίνει ενσωμάτωση στο κοινω νικό σώμα και αξιοποίηση όλων, συνεπώς και των φάλτσων. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά. Αυτή η αναγκαία αποδοχή του λιγοστού, του ελλειπούς και του "ιδιαίτερου" που ουσιαστικά είναι η συνεισφορά του χριστιανισμού στη Δημοκρατία, δημιουργεί μια σειρά προ βλημάτων; Πώς είναι δυνατό να πορθούν δημοκρατικά οι αποφάσεις, όταν οι συναποφασίζοντες δεν έχουν όλοι ούτε την ίδια παιδεία, ούτε την ίδια ευαισθησία, ούτε την ίδια ευφυΐα, ούτε το ίδιο ενδιαφέρον για τα κοινά; Τί νόημα μπορεί να έχει μια απόφαση που παίρνεται δημοκρατικότατα με ψηφοφορία όταν αυτοί που ψηφίζουν το κάνουν λίγο ως πολύ μηχανικά ή παρακινημένοι απ’ τους δημαγωγούς; Αν πάλι ισχύσει το σύστημα της αρνησικυρίας (βέτο) η αναγ καστική ομοφωνία που θα επιτευχθεί τελικά δεν θα είναι η συνέπεια των αμοιβαίων υποχωρήσεων; Και οι αμοιβαίες υποχώρήσεις δεν είναι μια αναγκαστική έκπτωση απ' το
πρόγραμμα που επεξεργάστηκαν αυτοί που είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα το πρόβλημα; Αν, πάλι, όλοι υποταχτούν στους ειδήμονες προγραμματιστές τί νόημα θα είχε η Δημο κρατία; ’ Ισως μας βγάλει απ' το φαύλο κύκλο άλλη μια επαναφορά του προβλήματος στο "βαθμό μηδέν", αυτή τη φορά με τρόπο ιστορικό: Οι αποφάσεις να παίρνονται όπως στις πρωτόγονες κοινωνικές ομάδες. 0 πρωτόγονος άνθρωπος ήξερε πως οι γνώμες όλων των μελών της κοινωνικής ομάδας για ένα πρό βλημα αποκλείεται να είναι το ίδιο έγκυρες. Α π ' τις είκοσι, ή έστω τις δέκα, ή έστω τις πέντε, ή έστω τις δυο απόψεις που θα διατυπωθούν, αποκλείεται να είναι όλες το ίδιο επωφελείς για την κοινωνική ομάδα. Ποια, ό μως; Ποιανού; Αυτό το δεύτερο ερώτημα (ποιανού) δεν θα το κάνει ποτέ ο πρωτόγονος άνθρωπος, που αδιαφορεί τελείως για το ποιος διατύπωσε την άποψη που τελικά υιοθετήθηκε. Διότι αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι "να περάσει στην Ιστορία" με τις ιστορικές αποφάσεις του, αλλά να επιβιώσει με κάθε τρόπο. Εξάλλου, κανείς εδώ δεν υποπτεύεται κανέναν για υστεροβου λία ή για προσωπικά οφέλη. Αυτό τα πράγματα ήταν άγνωστα στην πρωτόγονη κοινωνική ομάδα. Τούτη η ειδυλλιακή κατάσταση, που ίσχυε στο σύστημα του "πρωτόγονου κομμουνισμού" είναι για πάντα χαμένη, και δεν υπάρχει λόγος να τη νοσταλγούμε. Ωστόσο, ο πρωτόγονος κομμουνισμός, με την ατσαλένια λογική του μπορεί να μας δανείσει αυτήν την τελευταία: Την ατσαλένια λογική, τη βαλ μένη στην υπηρεσία του ανθρώπου ως είδους. Ποια είναι, λοι πόν, αυτή η λογική; Και πώς θα ήταν δυνατό να τη χρησι μοποιήσουμε κάτω από συνθήκες ριζικά διαφορετικές από κείνες που την πρωτοδημιούργησαν; Η απόφαση που τελικά θα εκτελεστεί αποκλείεται να είναι κάτι σαν το άθροισμα των ατομικών βουλήσεων. Γιατί η κοι νωνική ομάδα είναι κάτι περισσότερο απ' το άθροισμα των με λών της. ’Αλλωστε, η βούληση δεν είναι μαθηματικό μέγεθος για να αθροίζεται. (Η ψηφοφορία ενέχει αυτή την ποσοτική αντίληψη για τη βούληση). Και αφού δεν αθροίζεται, δεν αφαιρείτσι επίσης: Δεν μπορώ να καταργήσω (να αφσιρέσω) τη βούληση όλων και να επιβάλω τη δική μου. Πολύ περισ σότερο όταν ξέρω πως η δική μου βούληση δεν ανταποκρίνε-
ται στα συμφέροντα όλων των μελών της κοινωνικής ομάδας, πράγμα που τώρα πια (εννοούμε: ύστερα απ' τον πρωτόγονο κομμουνισμό) είναι πέρα για πέρα αδύνατο. Αφού, λοιπόν, απορρίψαμε σα σύστημα λήψεως αποφάσε ων και την ψηφοφορία και το βέτο τϊ απομένει; Απομένει η εντιμότητα, το ήθος και η λογική σε συνδυασμό με το σύστημα της ψηφοφορίας, που έτσι παύει να είναι λειτουργία μηχανι στική και αθροιστική. Βέβαια, η εντιμότητα και το ήθος δεν είναι "μεγέθη" κατάλληλα για τον διακανονισμό των κοινω νικών διαφορών, αφού δεν είναι μετρήσιμα και ελέγξιμα με τρόπο έγκυρο και αδιάβλητο. 'Αλλωστε, πρόκειται για "κα τηγορήματα" που αναφέρονται στο άτομο και όχι στην ομάδα. Όμως, η ηθική δεν μπορεί να εισβάλει στο κοινωνικό παρά μέσα απ’ το ατομικό, αφού η "συλλογική ηθική" είναι έννοια ανύπαρκτη. Να, λοιπόν, που καταλήγουμε και πάλι στο άτομο. Όμως, αυτή τη φορά όχι με την αστική αντίληψη "του μοναδικού και αναντικατάστατου όντος" (κανείς δεν είναι μοναδικός και προπαντός αναντικατάστατος, κι αυτές οι ιουδαιο-χριστιανικός στοχαστικές ταχυδακτυλουργίες πρέπει να σταματή σουν κάποτε) αλλά με την πρωταρχική αντίληψη της "έσχα της άτμητης μονάδας" στην οποία καταλήγει η συνεχής σχάση της ομάδας, μια σχάση με καταστροφικές συνέπειες για τον ψυχισμό μας, όπως πιστεύει ο Ζώρζ Μπατάγι που προσπαθεί να δημιουργήσει μια ηθική πέρα και πάνω απ' τις ατομικές κυρώσεις και τη μαζική τρομοκρατία των θρησκειών. Πρό κειται δηλαδή για μια ηθική "αυτοφυή", που σίγουρα έχει την καταγωγή της στο παράξενο οντολογικό σύστημα του Χάιντεγκερ. Που όντας ιδεαλιστική δεν είναι, ωστόσο, περισ σότερο ιδεαλιστική απ' τα παραδοσιακά ηθικά συστήματα. Τουλάχιστον σ' αυτή την υπαρξιακή ηθική δεν υπάρχει ο τρόμος που επιβάλλει ο έξωθεν καταναγκασμός, κι αυτό είναι ήδη μια πρόοδος. Ελλείψει μιας κυρίως ειπείν μαρξιστικής ηθικής (ο μαρ ξισμός δεν βρήκε ακόμα τον καιρό να ασχοληθεί επαρκώς με το εποικοδόμημα) είμαστε υποχρεωμένοι να υιοθετήσουμε έναν συγγενικό ηθικό κώδικα. Και ο πιο συγγενικός δεν εί ναι, βέβαια, ο ιουδαιοχριστιανικός. Είναι ο υπαρξιστικός. Σ ' αυτόν, το Καλό και το Κακό δεν είναι μεταφυσικές ον τότητες θεϊκά κατοχυρωμένες. Είναι υπαρξιακές δυνατότη
τες, που καθιστούν πραγματικότητα την ελευθερία της βούλη σης. Είμαστε αυτό που γινόμαστε, λέει ο Σαρτρ. Κι αν γινόμαστε, π.χ., κομμουνιστές δεν είναι γιατί είμαστε καλοί ή γιατί "είδα με το φως το αληθινό", αλλά διότι τούτη η "μαρξιστική αλή θεια" μάς επιβλήθηκε μέσα απ' τις συγκεκριμένες κοινωνικές διαδικασίες της καταγωγής μας, της αγωγής μας, και των επιρροών μας. Που αν ήταν διαφορετικές θα ήταν διαφορετική και η στράτευσή μας, Σίγουρα είμαστε αυτό που γινόμαστε κι όχι αυτό που αποφάσισαν για μας τα "πνεύματα" ή τ ’ αστέρια. Και σαν άνθρωποι, που γινόμαστε άνθρωποι στη διαδικασία εξανθρωπισμού που είναι η ζωή μας, φέρουμε ακέραιη την ευ θύνη και των πράξεων μας και των συμπεριφορών μας. Το ίδιο και οι γύρω μας, που κι αυτοί όπως κι εμείς "φύτρωσαν" στον κόσμο μέσα απ’ την ανυπαρξία για να ξαναπέσουν στην κατάσταση του Τίποτα μετά το θάνατο. Ετσι ξεκομμένο το άτομο κι απ' το προσωπικό του παρελθόν κι απ' το προσωπι κό του μέλλον "υπάρχει εν τω κόσμω" ηρωικό και μεγαλειώ δες, και πασχίζει και για τα άλλα άτομα που δεν θα σταματή σουν να "φυτρώνουν" στον κόσμο χωρίς "αποχρώντα λόγο", 8/ 4/84
4. Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ
Αντίθετο απ' ό,ιι θα περϊμενε κανείς, το χρώμα στην τηλε όραση δεν ίο έφερε το παραμύθι και οι ιστοριούλες των σή ριαλ αλλά οι ειδήσεις και ο πόλεμος: Στη διάρκεια του πολέ μου του Βιετνάμ ένα αμερικάνικο τηλεοπτικό κανάλι ανακάλυ ψε πως η κινηματογραφημένη φρίκη αυτού του πολέμου γί νονταν λιγότερο φρικώδης όταν βερνικώνονταν με χρώμα ρεα λιστικό. Από πρώτη ματιά, το γεγονός μοιάζει κάτι περισσό τερο από παράδοξο, σκανδαλώδες: Ένα ρεαλιστικό δεδομέ νο, όπως το χρώμα, απαλαίνει το ρεαλισμό και του δίνει μια διάσταση παραμυθένιαΐ Πώς γίνεται, λοιπόν, και ο ρεαλισμός του χρώματος, που προστίθεται στο ρεαλισμό της πραγματικότητας, και μάλιστα στην πιο σκληρά ρεαλιστική της μορφή, τον πόλεμο, να αναι ρεί ή να μειώνει τον αρχικό ρεαλισμό; Μ" άλλα λόγια πώς από μια πρόσθεση (δυο ρεαλισμών) έχουμε τελικά μια αφαίρεση (λιγότερο ρεαλισμό); Το αμερικάνικο τηλεοπτικό κανάλι δεν πρωτοτύπησε: Και στον κινηματογράφο το χρώμα εγκαταστάθηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ο κινηματογραφικός ρεαλισμός γίνεται λ ι γότερο ρεαλιστικός όταν τον χρωματίσουμε, κι αυτό το ξέ ρουν όλοι οι ρεαλιστές κινηματογραφιστές. Που δεν ενθουσιά στηκαν καθόλου με την εφαρμογή στην τέχνη του κινηματο γράφου του ρεαλιστικού χρώματος. Έχουμε λοιπόν κι εδώ άλλη μια παραλλαγή του παράδοξου που μόλις αναφέραμε: Είναι οι ρεαλιστές σκηνοθέτες αυτοί που απεχθάνονται το ρεαλιστικό χρώμα! Θα δούμε γιατί. Αλλά πρώτα πρέπει να διευκρινίσουμε μερικές έννοιες σχετικά με το χρώμα. Κανείς, εκτός απ' όσους πάσχουν από αχρωματοψία εκ γε-
νετής δεν θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει πως ο γύρω μας υπαρκτός κόσμος είναι χρωματιστός. Η φύση, αλλά και τα τεχνήματα (τα τεχνητά πράγματα που κατασκεύασε ο άν θρωπος) δεν είναι ασπρόμαυρα, είναι χρωματιστό, Η φύση δια θέτει μια στην κυριολεξία ατέλειωτη ποικιλία χρωμάτων, που ούτε μπορούμε να τα αριθμήσουμε ούτε πολύ περισσότερο να τα βαφτίσουμε όλα. Τα χρώματα, που τους δώσαμε ένα όνομα, είναι χρωματιστή σταγόνα στο χρωματιστό ωκεανό της φύσης. Αλλά και τα χρώματα που τους δώσαμε μόνο νούμερα, γιατί οι ονομασίες είχαν ήδη εξαντληθεί προ πολλού, είναι κι αυτά ένα απειροελάχιστο μόριο στο χρωματικό χείμαρρο της φύ σης. Λοιπόν, στη φύση τα χρώματα πλεονάζουν στην πιο από λυτη κυριολεξία, και η ματιά μας χάνεται και διαλύεται μέσα στη χρωματιστή γιορτή της φύσης, Αλλά μόνο οι ζωγράφοι έχουν σαφή συνείδηση αυτού του γεγονότος. Εμείς οι άλλοι είμαστε τόσο πολύ τυφλωμένοι από νήπια, απ' τη χρωματική στερεοτυπία, που ούτε καν δίνουμε σημασία στην ύπαρξη των φυσικών χρωμάτων, εκτός βέβαια κι αν μας "τρυπήσουν το μάτι" οι κοκκινόχρωμες παπαρούνες του αγρού. Και θα μας το τρυπήσουν όχι γιατί είναι εντυπωσιακά κόκκινες αλλά για τί τις βλέπουμε αραιά και πού στις αραιές εκδρομές μας στην εξοχή ή όπου αλλού το φυσικό χρώμα δεν αντικαταστάθηκε ακόμα απ' το τεχνικό, Τα χρώματα της φύσης, λοιπόν, ανήκουν στην πραγματι κότητα της φύσης. Όμω ς η τέχνη (η ζωγραφική, για παρά δειγμα) δεν είναι φυσικές πραγματικότητες, είναι πολιτιστικές πραγματικότητες. Αλλά καμιά τέχνη δε θα μπορούσε να αντι γράψει με απόλυτη πιστότητα τη φύση και καμιά τεχνική δε θα ήταν δυνατό να αναπαράγει με απόλυτη ακρίβεια τις φυσι κές λειτουργίες. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου μια αυτόματη υπεροχή της φύσης πάνω στα πολιτιστικό γεγονότα και δεδο μένα. Σημαίνει μόνο πως το φυσικό καθώς λειτουργεί σα δεξα μενή του πολιτιστικού έχει μέσα του άπειρες δυνατότητες για πολιτιστικές μεταλλαγές με την επέμβαση του ανθρώπου. (Ο πολιτισμός ορίζεται σαν "κοινωνικοποίηση" της φύσης, δηλα δή σαν οικειοποίηση και χρησιμοποίηση απ’ τον άνθρωπο των φυσικών υλικών kol καταστάσεων: Το διαμάντι χωμένο στη γη σαν ορυκτό δεν σημαίνει τίποτα για τον άνθρωπο. Το ίδιο και ο ηλεκτρισμός στην ηλεκτρονιακή του μορφή μέσα στα
άτομα της ύλης. Για να βγάλουμε το διαμάντι απ' τη γη και να αποδεσμεϋοουμε τον ηλεκτρισμό απ' τα άτομα πρέπει πρώτα να καταστρώσουμε ένα σχέδιο δουλειάς κι ύστερα να το εφαρ μόσουμε δουλεύοντας. Μ ' άλλα λόγια η δουλειά είναι αυτή που μετασχηματίζει το φυσικό σε κοινωνικό). Όσα φυσικά χρώματα κι αν αναπαράγουμε τεχνικά, με χη μικά μέσα, πάντα θα υπάρχει στα χρώματα· της φύσης ένα χρωματικό πλεόνασμα που δεν θα μπορέσουμε να ανασυνθέσουμε εργαστηριακά, Η φύση θα λειτουργήσει κι εδώ, όπως παντού, σαν μια δεξαμενή με ατέλειωτα αποθέματα πρώτης ύλης. (Οι οικολόγοι λεν πως αυτά τα αποθέματα δεν είναι ατέλειωτα, αλλά παραγνωρίζουν τόσο το φυσικό γεγονός της μεταστοιχείωσης όσο και το ανθρώπινο γεγονός της προσαρμοστικότητας. Δεν κινδυνεύουμε τόσο απ' την αλό γιστη σπατάλη των φυσικών πόρων, κινδυνεύουμε κυρίως απ’ την παράλογη χρήση των φυσικών πόρων εξαιτίας της καπι ταλιστικής αρπαχτικότητας. Το να λες στον καπιταλιστή να σέβεται τη φύση είναι σαν να του λες να αυτοκαταργηθεί ως καπιταλιστής). Αφού, λοιπόν, όλα τα τεχνικά σώματα είναι λειψά σε σχέση με τα φυσικά απ’ όπου και τα αποσπάσαμε βάσει σχεδίου επι στημονικά καταστρωμένου είναι φυσικό το ανθρώπινο θέαμα (ζωγραφική, κινηματογράφος, χρωματιστή τηλεόραση, κλπ.) να είναι διαφορετικό απ' το φυσικό χρωματιστό θέαμα. Δε λέμε πως είναι χειρότερο, λέμε, απλώς, πως είναι διαφορε τικό: Η χρωματιστή φωτογραφία δεν είναι αναγκαστικά χει ρότερη αισθητικά απ' το οπωσδήποτε χρωματιστό τοπίο που φωτογραφήσαμε. Όμως, είναι οπωσδήποτε διαφορετική χρωματικά Γιατί καμιά χρωματιστή φωτογραφία, όσο τέλειο χρώμα κι αν δίνει δεν μπορεί να αναπαράγει το φυσικό χρωμα τικό πλούτο με την άπειρη χρωματική του ποικιλία. Συνεπώς, κάθε χρωματιστή φωτογραφία είναι μια επέμ βαση στη "φυσική" τάξη χρωμάτων", μια τροποποίηση αυ τής της τάξης σύμφωνα με τη θέλησή μας ή μάλλον σύμφωνα με τα τεχνικά δεδομένα Ήου έχουμε στη διάθεσή μας (φίλτρα, είδος φιλμ, είδος φακού, χημική σύσταση του εμφανιστή κλπ.). Το χρώμα της φωτογραφίας ποτέ και σε καμιά περί πτωση δεν είναι "φυσικό χρώμα" και το σχετικό σλόγκαν μιας γνωστής φωτογραφικής φίρμας είναι καθαρή απάτη. Μ ' άλλα λόγια, το τεχνικό χρώμα (ζωγραφικό, χημικό, τεχνικό-
λορ) είναι μια επέμβαση στη φυσική πραγματικότητα, μια τρο ποποίηση της φυσικής πραγματικότητας, μια αλλοίωση της φυσικής πραγματικότητας. Και, σε τελική ανάλυση, μια μυθο ποίηση της φυσικής πραγματικότητας: Το τεχνικό χρώμα, α κριβώς γιατί είναι τεχνικό αποκλείεται να είναι τόσο ρεαλιστι κό όσο αυτό της φύσης. Είναι πάντα και σ ' όλες τις περιπτώ σεις λίγο ως πολύ μυθοποιητικό της φύσης. Η χρωματιστή φωτογραφία συνεπώς προσθέτει στο πραγματικό γεγονός μια "επιπλέον πληροφορία": Το τεχνικό χρώμα είναι ένα σχόλιο πάνω στο πραγματικό γεγονός. Και το σχόλιο αυτό το κάνει ο φωτογράφος. Στο χέρι του είναι λοιπόν να σχολιάσει όπως θέλει, μέσα απ' το χρώμα και μόνο, το πραγματικό γεγονός. Μπορεί να "καλλωπίσει" χρωματικά το θέμα του, να το ρετου σάρει, να το στιλβώσει, να το γυαλίσει και να κάνει "κούκλα" το πτώμα της πραγματικότητας, με την ίδια ακριβώς έννοια που ο πεθαμενατζής μπορεί να κάνει "κούκλα" με τις μπογιές του το νεκρό πρόσωπο της "ωραίας κοιμωμένης", ίσα ίσα για να εκλάβουμε την πεθαμένη ως κοιμωμένη και να τρομάξουμε ή να λυπηθούμε λιγότερο. Αυτό ακριβώς έκαναν οι υπεύθυνοι του αμερικάνικου τη λεοπτικού καναλιού που λέγαμε: Ρετουσάρισαν χρωματικά το "βρώμικο πόλεμο” και τον έκαναν έτσι λιγότερο (οπτικά μόνο) βρώμικο. Ενήργησαν περίπου όπως ο καλός πεθαμε νατζής, που μόλις τελειώσει το μακιγιάζ του πεθαμένου θα καλέσει το συγγενή τού φρέσκου μακαρίτη και θα του πει: Κοίτα πώς σου τον έκανα!! Σα ζωντανό!! (Το ζωντανό είναι πάντα όμορφο και το πεθαμένο πάντα άσχημο. Συνεπώς ο πε θαμενατζής καμαρώνει για τις καλλιτεχνικές του ικανότητες στο μακιγιάζ και μας καλεί να θαυμάσουμε τις νεκραναστάσιμες ιδιότητες της τέχνης του - και γενικότερα της Τέχνης). Οι Αμερικανοί πεθαμενατζήδες με τη μεγάλη πείρα τόσο στο μαζικό θάνατο όσο και στο μαζικό θέαμα έκαναν μια έξοχη δουλειά μπογιατίζοντας το "πρόσωπο του πολέμου", όχι πάν τως κατά το πρότυπο του Γκόγια. Εκείνος, στις "Συμφορές του πολέμου" ενήργησε εντε λώς αντίστροφα: Έβαψε τα πρόσωπα των Ισπανών που πέ φτουν κάτω απ' τις σφαίρες του παραταγμένου εκτελεστικού αποσπάσματος του Ναπολέοντα όχι για να μας κάνει ν ’ αγαπή σουμε το θάνατο ή έστω να μην τρομάξουμε πολύ στη θέα του αλλά για ν ’ αποχτήσουμε πληρέστερη συνείδηση της φρίκης
του. Το εννοιολογικό αποτέλεσμα της χρήσης του χρώματος, λοιπόν, θα εξαρτηθεΐ απόλυτα απ' την ιδεολογική τοποθέτηση αυτού που to χρησιμοποιεί. Το τεχνικό χρώμα, όπως και το φυσικό, είναι εντελώς ουδέτερο ιδεολογικά. Και η φύση και η τεχνική και η επιστήμη είναι ολικά αθώες καθεαυτές και ενο χοποιούνται ή αποενοχοποιούντσι μόνο κατά τη διαλεκτική τους σχέση με τους συγκεκριμένους χρήστες·. Το τεχνικό χρώμα είναι ρεαλιστικό χρώμα: Υπάρχει εδώ μπροστά μας, πάνω στη φωτογραφία ή τον πίνακα. Το ίδιο και το φυσικό χρώμα: Υπάρχει εδώ μπροστά μας, στον κόσμο που κοιτάμε. Όμως όταν αυτά τα δυο χρώματα ανταμώσουν στις κατά κανόνα παράλληλες πορείες τους τότε το τεχνητό χρώμα θα έρθει να προσθέσει πάνω στο φυσικά (θα γίνει το "καπέλο" του). Αλλά τούτη η πρόσθεση, ακριβώς γιατί είναι καπέλωμα κι όχι πρόσθεση με τη μαθηματική tWOM, τελικά θα λειτουρ γήσει σαν αφαίρεση: Η πραγματικότητα θα γίνει λιγότερο πραγματική γιατί την καπελώσαμς β* ένα χρώμα που δεν είναι δικό της. Το ίδιο θα πάθεΐ KOI η βαμμένη γυναίκα: Ό σο περισσότερες οι μπογιές που χρησιμοποιεί Τάσο περισσότερο απομακρύνεται απ' τη ρεαλιστική της υπόσταση για να γίνει "κούκλα". Όμως, στη φωτογραφική τέχνη διαθέτουμε έναν εντελώς εκπληκτικό τρόπο για να κάνουμε σωστό ρεαλισμό: Την α σπρόμαυρη φωτογραφία. Ό λο ι ξέρουμε πως ο γύρω μας κό σμος είναι χρωματιστός, αλλά κανείς ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για την παραποίηση της πραγματικότητος από την α σπρόμαυρη φωτογραφία. Και πολύ σωστά. Γιατί η ασπρό μασρη φωτογραφία είναι πράγματι η τέλεια ρεαλιστική φωτο γραφία, κι ας μην είναι ασπρόμαυρος ο κόσμος μας που απο τυπώθηκε πάνω της. Γιατί; Διότι η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι μια άψογη "μετάφραση" της άπειρης ποικιλίας των φυ σικών χρωμάτων σε τόνους γκρίζου: Ο κάθε φυσικός χρωμα τικός τόνος, στην παραμικρή χρωματική του λεπτομέρεια, αν τιστοιχεί, πάνω στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, σ' έναν τόνο του γκρι, Το γκρι είναι μείξη, σε διάφορες αναλογίες, άσπρου και μαύρου. Αλλά το άσπρο και το μαύρο δεν είναι χρώματα. (Κακώς τα λέμε έτσι). Το μαύρο είναι η πλήρης απουσία χρώ ματος και το άσπρο η ολική και ισόποση παρουσία όλων των χρωμάτων του ηλιακού φάσματος. Το άσπρο και το μαύρο
είναι ένα "εννοιολογικό δίπολο": Δυο ακραίες έννοιες που ορί ζουν μια διαδικασία που θα τελεστεί ανάμεσα τους. Αυτή η διαδικασία "αντιγραφής" του φυσικού θα γίνει με τους τόνους του γκρι. Αλλά " ο τόνος του γκρι" πρέπει να νοείται με έννοια Διαφορική: Η διαφορά ανάμεσα σε δυο κοντινούς τόνους του γκρι είναι απείρως μικρή και γι’ αυτό ακριβώς η μελέτη τής συμπεριφοράς του γκρι με τα μαθηματικά εμπίπτει στη δικαιο δοσία του Διαφορικού Λογισμού, γνωστού και ως Απειροστίκού Λογισμού. Η ρεαλιστική ασπρόμαυρη φωτογραφία, λοιπόν, δε λέει ποτέ ψέματα. Ό μω ς η ασπρόμαυρη φωτογραφία ακριβώς γιατί είναι σκανδαλωδώς αντικειμενική χρωματικά δε λέει ούτε... αλήθειες! Γιατί η αλήθεια είναι μια διαλεκτική σχέ ση ανάμεσα σ ' ένα υποκείμενο και ένα αντικείμενο, κι όχι ένα "πράγμα καθεαυτό". Η ρεαλιστική ασπρόμαυρη φωτογρα φία, όμως, είναι η φωτογραφία του πράγματος καθεαυτού, έξω πάνω και πέρα απ' τις σημασίες που τις προσθέτει στα πράγματα πάντα ο άνθρωπος. Μ ' άλλα λόγια η ασπρόμαυρη ρεαλιστική φωτογραφία μάς δυσκολεύει στο σχολιασμό, γιατί περιορίζεται στην κατάδειξη. Τώρα, ξέρουμε γιατί είναΙ αναγκαία η χρήση της χρωματι στής φωτογραφίας από τις εφημερίδες. K ol πόσο επικίνδυνη, αφού το χρώμα είναι αναγκαστικά ένα σχόλιο. 15/ 4/84
5. ΟΤΑΝ Ο ΥΛΙΣΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
Υπάρχουν δυο τρόποι να φτάσει κανείς στο θεό: Η μεταφυ σική και η... απόρριψη της μεταφυσικής! Η μεταφυσική κατά κάποιον τρόπο είναι μια ποιητική αντίληψη του κόσμου που αδιαφορεί για τη λογική αυστηρότητα και την επιστημονική τεκμηρίωση. Δεν πρέπει να καταδικάζουμε τη μεταφυσική, που αποτελεί τον κορμό της φιλοσοφικής σκέψης, για μόνο το λόγο πως, λίγο ως πολύ αδιαφορεί για τα πράγματα του κόσμου τούτου και στρέφει την προσοχή της σχεδόν αποκλει στικά στα πράγματα του "άλλου κόσμου". Η μεταφυσική μπο ρεί να είναι εξαιρετικά γόνιμη σε στοχασμό και ο στοχασμός δεν ήταν ποτέ άχρηστος, έστω και αν το αντικείμενό του εί ναι πέρα για πέρα φανταστικό. Ο πολιτισμός μας χρωστάει πάρα πολλά στους μεγάλους μεταφυσικούς, σαν τον Πλάτω να ή τον Πασκάλ για παράδειγμα. Και,βέ|3αια, δεν πρέπει να συγχέουμε τη μεταφυσική σκέψη του Πλάτωνα με τη μετα φυσική παλάβρα της περίφημης κυρα-Κατίνας με τα καντή λια της και τα θυμιατά της. Η κυρα-Κατίνα είναι απλώς ένας πανικόβλητος άνθρωπος, τρομοκρατημένος απ' τον επικείμε νο θάνατό της, που προσπαθεί να ξορκίσει τα "κακά δαιμό νια" όπως όπως. Μέχρι την εμφάνιση του ουτοπικού σοσιαλισμού ο μετα φυσικός τρόπος σκέψης δεν θεωρείται προσβλητικός καί υποτιμητικός για το στοχαστή που τον υιοθετεί. Προσβλη τικό και υποτιμητικό τον κάνει, στις αρχές του περασμένου αιώνα, ο μεγάλος ουτοπικός σοσιαλιστής Σαιν Σιμόν, που είναι ο εισηγητής του όρου "θετικισμός" (ποζιτιβισμός). Ο Αύγουστος Κοντ, μαθητής του Σαιν Σιμόν, στο περίφημο σύγγραμμά του "Μαθήματσ θετικής φιλοσοφίας" βάζει
το θετικισμό στο κέντρο της θεωρίας του κι από τότε τούτος ο θετικιστικά "υλιστικός" τρόπος σκέψης θα γνωρίσει μια ε ξαιρετικά εντυπωσιακή ανάπτυξη. Επιτέλους, οι σοσιαλίζοντες απόχτησαν το δικό τους φιλοσοφικό σύστημα. Ένα σύστημα που δεν απορρίπτει μόνο την ενοχλητική μεταφυσική αλλά και τη φιλοσοφική σκέψη εν γένει. Ο θετικισμός ήταν ο τρόπος που βρήκε η "υψηλόφρων" αστική σκέψη να συμμαχήσει χω ρίς ντροπή με τον "υλισμό", που της ήταν αναγκαίος για να διεκπεραιώσει με επιτυχία τις "πεζές δουλειές" του κόσμου τούτου. Ωστόσο, ο θετικισμός δεν είναι υλισμός, Είναι μια ντροπα λή μεταφυσική, που αρνείται να φανερωθεί σαν τέτοια και φο ράει τη μάσκα t o u υλισμού. Κατά κάποιον τρόπο, ο θετικιστής φιλόσοφος μοιάζει μ ' εκείνον τον ντροπαλό χριστιανό που δεν θέλει να ομολογήσει την πίστη του, και που τη θεω ρεί "ιδιωτική του υπόθεση" γιατί έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη δημόσια πράξη του που, αυτή, απέχει πολύ απ' το να είναι χριστιανική. Τούτο το διπλό παιχνίδι στο ταμπλό του "δημόσιου υλισμού" και του "ιδιωτικού ιδεαλισμού" βολεύει πολύ την αστική αθλιότητα. Αλλά βολεύει επίσης και την αστική υστερία: Μπορεί να τρελαθεί κανείς ποντάροντας μια ζωή και στα κόκκινα και στα μαύρα, με το σκεπτικό πως μαύρα κόκκινα όλα κερδίζουν! Επιτέλους, πρέπει κανείς να ξέρει να διαλέγει. Κι ο θετικιστής είναι αυτός που δεν ξέρει να διαλέγει ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό. Καταλαβαίνουμε, τώρα, γιατί ο θετικισμός ήταν τόσο δημοφιλής στον περασμένο αιώνα και συνεχίζει να είναι και στον τωρινό. Καταλαβαίνουμε, ακόμα, γιατί ο θετικισμός προσιδιάζει σαν τρόπος σκέψης στη σο σιαλδημοκρατία, που είναι κι αυτή ερμαφρόδιτη: Σοσιαλι σμός απ' τη μέση και κάτω, καπιταλισμός απ’ τη μέση και πάνω. (Σας θυμίζει κανένα ελληνικό κόμμα τούτος ο... Κέ νταυρος;). Ωστόσο, ο θετικισμός δεν ήταν ένα καπρίτσιο κάποιων στο χαστών. Ήταν μια απαίτηση των καιρών της μεγάλης καπι ταλιστικής ανάπτυξης: Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να παραμε ριστούν τα ηθικά εμπόδια απ’ την καπιταλιστική ανάπτυξη, κι ο Τζων Στιούαρτ Μιλ, μαθητής του Καντ και δάσκαλος (μεταξύ άλλων) του Μαρξ ξέρει πολύ καλά τί κάνει όταν χα ρακτηρίζει θετικιστικές τις ριζοσπαστικές (για την εποχή του)
οικονομικές θεωρίες του. Τι είναι, λοιπόν, ο θετικισμός και γιατί υιοθετήθηκε τόσο πρόθυμα από κάποιους "υλιστές"; Είναι το φιλοσοφικό δόγμα που αρνείται κατηγορηματικά τη ...φιλοσοφία. Και που όταν δεν την αρνείται κατηγορηματικά προσπαθεί τουλάχιστον να την εξαρτήσει όσο γίνεται περισσότερο απ' την εμπειρία και τις επιστήμες. Κατά το θετικισμό μια σκέψη είναι έγκυρη μόνο στην περίπτωση που μπορεί να αποδειχτεί και πειραμα τικά η εγκυρότητά της. Η "αφηρημένη” σκέψη δεν ωφελεί σε τίποτα. Συνεπώς ο θετικισμός πρέπει να κάνει τη φιλοσοφική σκέψη επιστημονική θεωρία προκειμένου να την απελευθερώ σει, έτσι, απ' τα επικίνδυνα πλοκάμια της μεταφυσικής. Οι θετικιστές παριστάνουν τους αμέτοχους στον παλιό καβγά ανά μεσα σε υλιστές και ιδεαλιστές, λέγοντας πως τέτοιοι "αντιεπι στημονικοί" καβ/άδες είναι απλώς σκιαμαχίες όταν δεν έχουν επιστημονικά ερείσματα. Βλέπουμε, λοιπόν, πως ο θετικισμός εμφανίζεται εξ αρχής σαν υπέρμαχος της επιστήμης, και δημιουργεί έτσι το πιο ισχυ ρό του άλλοθι. ’Αλλωστε, η φιλοσοφία, όντας ιδεολογία, ήταν πάντα ύποπτη στα μυαλά των απαίδευτων που φοβούνται τις αφαιρέσεις που μπορεί να κάνει η ανθρώπινη νόηση. Που είναι ανθρώπινη, ακριβώς γιατί μπορεί και κάνει αφαιρέσεις. Ο θετι κισμός όμως απεχθάνεται τις αφαιρέσεις και λατρεύει φετιχιστικά το συγκεκριμένο και το χειροπιαστό. Α π ' αυτή την άπο ψη ο θετικισμός είναι πράγματι μια "αντιμεταφυσική". Αν προσέξουμε, όμως, λίγο περισσότερο θα δούμε πως ο θετικισμός είναι κι αυτός μεταφυσική, αλλά αδήλωτη (κάτι σαν τις αδήλωτες πόρνες). Πιο σωστά, ο θετικισμός δημιουρ γεί στο άτομο τις προϋποθέσεις για μια πλήρη και απόλυτη εξατομίκευση: Ό ταν απορρίψεις κάθε σκέψη άλλων, κάθε ιδέα τρίτων, κάθε άποψη προγενέστερων, κι όταν περιορι στείς στις καθημερινές εμπειρίες σου, γιατί μόνο αυτές σου δη μιουργούν βεβαιότητες, ετοιμάζεις τον εαυτό σου για τον "ιδιωτικό σου παραλογισμό" που είναι χειρότερος από τον υιο θετημένο από πολλούς παραλογισμό. Σίγουρα μια Ι.Χ. θρη σκεία υπηρετεί τα συμφέροντα μιας πλατύτερης κοινωνικής ομάδας και δεν είναι ατομικό παραλήρημα. Και ο θετικισμός με τον άκρατο υποκειμενισμό του εγκαθιστά το παραλήρημα: Ο καθένας πια μπορεί να λέει ανέξοδα την "κοτσάνα" που του υπαγορεύουν οι προσωπικές ή συλλογικές εμπειρίες και να
αδιαφορεί επιδεικτικά για την κοινωνικά σωρευμένη θεωρη τική γνώοη. 0 θετικισμός, καταργώντας τη φιλοσοφία έκανε τους πάντες "φιλόσοφους". Αλλά αυτό είναι μια ολοφάνερη απάτη. Η εικοτολογία (εκείνο το καταραμένο "έτσι θέλω, έτσι νομίζω, έτσι μ' αρέ σει") δεν είναι φιλοσοφία, είναι παραλήρημα, κι αλίμονο στην κοινωνική ομάδα που θα πάρει σοβαρά υπ' όψιν τους παραλη ρηματικούς. 'Αλλωστε, όταν κανείς αρνείται να συζητήσει τα μεγάλα προβλήματα και περιορίζεται στα μικρά και πειραμα τικά ελέγξιμα, όπως θέλει ο θετικισμός, το μόνο που πετυ χαίνει είναι να ευτελήσει τα μεγάλα προβλήματα και να τα κάνει κατάλληλα για κουβεντούλα στην ταβέρνα. Η μεταφυσική, που ο θετικισμός την έδιωξε απ' την μπρο στινή πόρτα ξαναμπήκε απ' την πισινή του παραληρήματος και της ανοητολογίας. Και κατέβηκε στο "ιδιωτικό" επίπεδο της κυρα-Κατίνας που λέγαμε: Τώρα όλοι έχουν τον ιδιωτικής χρήσεως θεό τους κι όλοι θύουν κρυφά σ ’ αυτόν γιατί ντρέ πονται να παν στην εκκλησιά. Εμείς πάντως προτιμούμε τους "παραδοσιακούς", καθαρούς μεταφυσικούς απ' αυτούς τους άθλιους υποκριτές που δημιούργησε η προτεσταντική αντί ληψη για τη θεότητα, με την αποτελεσματική βοήθεια και του θετικισμού. Είπαμε πως ο θετικισμός είναι ένα αίτημα σοσιαλδημοκρα τικό. Και όντας τέτοιο μπέρδεψε πάρα πολύ και τοσς μαρξι στές. Γιατί δεν είναι λίγοι οι μαρξιστές που παραμένουν στο βάθος θετικιστές. 'Αλλωστε, ξέρουμε πως ο Ένγκελς κατηγορήθηκε κατ' επανάληψιν για "θετικιστικές παρεκκλίσεις". Πράγματι στη "Διαλεκτική της Φύσης" και στο "Αντι-Ντύρινγκ" ο Ένγκελς εμφανίζεται εχθρός της φιλοσοφικής σκέ ψης, κι απ αυτή την άποψη τουλάχιστον ευθυγραμμίζεται με τους θετικιστές του καιρού του. Ό μω ς ο Ένγκελς, σ’ αυτά τα δυο συγγράμματα που προκάλεσαν μύριες αντιφατικές συζη τήσεις ανάμεσα στους μαρξιστές, δεν εμφανίζεται εχθρός της φιλοσοφίας γενικά, αφού εξαιρεί απ' την καταδίκη του το ση μαντικότερο φιλοσοφικό κεφάλαιο, τη Γνωσιολογία (τη θεω ρία της γνώσης). Απλώς, δίνει πολύ μεγάλη έμφαση στην επι στημονική γνώση, χωρίς όμως και να υποκαθιστά μ ' αυτήν τη γνώση στο σύνολό της.(Δεν είναι μόνο η επιστήμη που μας προμηθεύει γνώση. Η τέχνη, για παράδειγμα, είναι κι αυτή ένας τρόπος να γνωρίζουμε τον κόσμο και κυρίως τους εαυτούς μας).
Ο Μαρξ δεν ασχολήθηκε μ' αυτά τα προβλήματα. Είχε σπουδαιότερα πράγματα να κάνει. Και η απαίτησή του για την "πραγμάτωση της φιλοσοφίας" δεν έχει καμιά σχέση με το θετικισμό. Στον Μαρξ η φιλοσοφική σκέψη δεν καταργείται, μπαίνει απλώς στην υπηρεσία του αγώνα για την αλλαγή του κόσμου. Κανείς, ίσως, δε σεβάστηκε τόσο την "αφηρημένη σκέψη" όσο ο Μαρξ. ’Αλλωστε κανείς δεν κατηγόρησε τον Μαρξ για "θετικιστική παρέκκλιση", όπως έγινε με τον Έ νγκελς. Ωστόσο, μέχρι τον Λένιν τα πράγματα παραμένουν συγχυ σμένα όσον αφορά τη στάση των μαρξιστών απέναντι στους θετικιστές. Κι αυτό γιατί οι θετικιστές θέλουν να είναι υλι στές,‘πράγμα που δυσκολεύει την κριτική τους απ' τη μεριά του μαρξισμού. Ο Λένιν, λοιπόν, στο πιο σημαντικό φιλοσοφι κό του έργο που έχει τίτλο "Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός" (έκδοση Γνώσεις, στη σειρά των Απάντων του Λένιν, τόμος 14, χωρίς όνομα μεταφραστή) θεωρεί το θετικισμό ταυτόσημο με το σκεπτικισμό και τον αγνωστικισμό του Χιουμ και του Καντ και τον αντιμετωπίζει σαν φιντεϊσμό (θεϊσμό: θεωρίες που προϋποθέτουν την ύπαρξη Θεού για να γίνουν νοητές και αποδεκτές). Για τον Λένιν ο θετικισμός είναι ένας καλυμμένος ανορθολογισμός. 0 Λένιν ασκεί την κριτική του έχοντας στο νου του κυ ρίως τον Μαχ και τον Αβενάριους, τους δημιουργούς τού εμπειριοκριτικισμού, που είναι η δεύτερη, ιστορικά, παραλλα γή του θετικισμού. (Η πρώτη είναι αυτή των πρώτων διδαξάντων Κοντ, Σπένσερ και Μιλ). Αν είχε υπ’ όψιν του και τη με ταγενέστερη τρίτη παραλλαγή του θετικισμού, το λεγόμενο "λογικό θετικισμό", γνωστό περισσότερο σαν "νεοθετικισμό", τότε ίσως να ήταν πιο κατηγορηματικός στις απόψεις του για την κρυμμένη εντός του θετικισμού μεταφυσική, την τόσο βολική για την "μεταφυσικοϋλιστική" αστική σκέψη, που θέ λει και την πίτα ακέρια (τα υλικά αγαθά της) και το σκύλο χορτάτο (την ανάγκη της για υψηλ.ή σκέψη). Πράγματι, με τον νεοθετικισμό δεν μένει πια καμιά αμφιβολία για το τί είναι και "πού το πάει" ο θετικισμός. Ο νεοθετικισμός λύνει, με τρόπο αποφασιστικό, το παλιό άλυτο για τον παραδοσιακό θετικισμό πρόβλημα: Αν αυτό που προέχει είναι η εμπειρία, τότε τί κάνουμε με τα μαθη ματικά και τη φορμαλιστική λογική, αυτές τις καθαρά αφη
ρημένες μορφές σκέψης; Ο νεοθετικισμός απαντά με το σαφή διαχωρισμό της εμπειρίας που αποδέχεται και σέβεται, απ' τη λογική και τα μαθηματικά που επίσης αποδέχεται και σέβεται. Ό μω ς δεν δέχεται τη σχέση ανάμεσα στην απλή εμπειρία και τη σύνθετη σκέψη: Το καθένα τραβάει το δρόμο του ανεξάρ τητα απ' το άλλο. Αλλά αυτό ακριβώς το ξέκομμα είναι η με ταφυσική. Ο Βίντγκεστάιν, ο μεγάλος Πάπας του νεοθετικισμού το λέει καθαρά: "Πρέπει να σωπαίνουμε για ό,τι δεν μπορούμε να μιλήσουμε". Και το κατ' εξοχήν άφατο είναι ο Θεός: Δεν μιλάς για το θεό - τον νιώθεις. Νά, λοιπόν, που ο παλιός καλός θεός επανεγκαταστάθηκε δια της αφασίας. Ό μοιες πε ρίπου είναι οι απόψεις και του δεύτερου τη τάξει νεοθετικιστή, του Κάρναπ. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που αυτοί οι δυο στοχαστές, με το τεράστιο κύρος, είναι σήμερα τα δυο μεγάλα ονόματα στην αστική φιλοσοφική σκέψη. Συμβίβασαν την πιο υψηλή ιδεοκρατία, τα μαθηματικά και τη λογική, με την πιο ταπεινή καθημερινή πράξη, κι ανάμεσα στα δυο άφησαν τον αναγκαίο για το θεό χώρο. 22/ 4/84
6 . Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΠΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
Η απεργία είναι όπλο. Πολύ ωραία. Αλλά η χρήση των ό πλων προϋποθέτει εκπαίδευση στα όπλα. Γιατί αλλιώς το όπλο μπορεί να εκπυρσοκροτήσει από μόνο του. Και αντί να σκοτώ σει τον εχθρό, για τον οποίο άλλωστε κατασκευάστηκε, μπο ρεί να σκοτώσει τελικά το χειριστή. Βέβαια, το όπλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά και στην αυτοκτονία. Αλλά η απεργία δύσκολα γίνεται νοητή σαν αυτοκτονικό όπλο. Εκτός από όπλο, η απεργία είναι δικαίωμα. Πολύ ωραία. Αλλά το δικαίωμα είναι έννοια ηθική. Κι αυτό σημαίνει πως το δικαίωμά μου για ο,τιδήποτε, σε καμιά περίπτωση δεν είναι δικαίωμα στην αυθαιρεσία και τον ασίκικο ετσιθελισμό. Για να μπερδεύουν τα νερά οι μεταφυσικίζοντες ονόμασαν την απεργία "ιερό" δικαίωμα. Γιατί ιερό; Για να μην μπορούμε να διακρίνουμε εύκολα την καταγωγή του δικαιώματος που ωστόσο είναι πάρα πολύ ανθρώπινο: Η απεργία είναι μια από τις πολλές εκφράσεις του δικαιώματος μας στη ζωή. Και το δικαίωμά μας στη ζωή δεν γίνεται νοητό χωρίς το δικαίωμα μας στο ψωμί. Και το δικαίωμά μας στο ψωμί δεν γίνεται νοη τό χωρίς το δικαίωμά μας στη δουλειά. Και το δικαίωμά μας στη δουλειά δεν γίνεται νοητό χωρίς το δικαίωμά μας στην απεργία. Μέχρι το τέλος του περασμένου αιώνα οι εργαζόμενοι απεργούσαν για το δικαίωμά τους στην επιβίωση. Μέχρι τα μέσα του αιώνα μας οι εργαζόμενοι απεργούσαν για το δικαίωμά τους στη ζωή. Μέχρι την αρχή του δεύτερου παγκοσμίου πο λέμου οι εργαζόμενοι απεργούσαν για το δικαίωμά τους σε μια καλύτερη ζωή. Και στις μέρες μας οι εργαζόμενοι απεργούν για μια όσο γίνεται καλύτερη, σωστότερη και πληρέ-
στερη συμμετοχή στη ζωή, που τώρα πια δεν την νοούν εξαρ τημένη μόνο απ' την οικονομία, αλλά και από κάποιες ποιότη τες που προϋποθέτουν μεν την οικονομία αλλά δεν είναι ευθέ ως οικονομικές. Τούτη η ποιοτική αντίληψη για τη ζωή συνο ψίζεται πολύ επιγραμματικά στο αίτημά μας για την "ποιότητα ζωής", που μπορεί να μπει σαν αίτημα και σε απεργιακές κινη τοποιήσεις. 'Αλλωστε τώρα γίνονται ολοένα περισσότερες α περγίες για τις συνθήκες εργασίας και όχι απλά ylo την αμοι βή της εργασίας. Ό πλο ή δικαίωμα, η απεργία έχει μια δική της τεχνική, μια δική της λογική και, βέβαια, μια δική της ιστορία. Σε μια σει ρά κειμένων θα προσπαθήσουμε να δούμε την απεργία απ' όλες τις πλευρές της με την ελπίδα πως τούτο το "εγχειρίδιο για τη χρήση ενός όπλου" θο το χρησιμοποιήσουν άνθρωποι δυνάμενοι να κρατήσουν όπλο. Για να το πω από τώρα, αυτό που θα προσπαθήσω να κάνω σαν καλός μάγος, φυσικά μαθη τευόμενος, είναι να ...σταματήσω τις απεργίες στα τρόλεϊ !ϋ Και να τις μεταθέσω αλλού. Γιατί, όταν μ' αυτό το τρομερό όπλο ρίχνεις στο "γάμο του Καραγκιόζη" είσαι Καραγκιόζης ο ίδιος. Κι όταν ταλαιπωρείς άλλους εργαζόμενους είσαι απλά και καθαρά ένας αχρείος στη χειρότερη περίπτωση κι ένας εκ γενετής ηλίθιος που δεν ξέρει τί του γίνεται στην καλύτερη. Η για ψύλλου πήδημα κήρυξη απεργίας τα τε λευταία χρόνια, όταν δεν είναι εξ υπαρχής ύποπτη {κάτι μας έμαθε η ιστορία του Αλιέντε) είναι είτε προμελετημένη επί θεση εργαζόμενων εναντίον άλλων εργαζόμενων, πράγμα που ονομάζεται συντεχνισμός, είτε εκδήλωση μαζικού κρε τινισμού. Πιστεύουμε πως η ελληνική εκδοχή ίου φαινομέ νου των αλλεπάλληλων μικροαπεργιών είναι κράμα συντεχνισμού και κρετινισμού, σε αναλογίες που ποικίλουν κατά περίπτωση. Για να διευκολύνουμε την ήδη πολύ περιπεπλεγμένη κατά σταση θ' αρχίσουμε από την τοπολογία της απεργίας, ώστε να ξεχωρίσουμε τη μια απεργία απ' την άλλη, και να μην τις στριμώχνουμε όλες στο ίδιο τσουβάλι, για μόνο το λόγο πως όλες φέρουν το χαρακτηρισμό "απεργία". Υπάρχουν απερ γίες και απεργίες, και όταν προφέρουμε τη λέξη πρέπει να ξέρουμε κάθε φορά περί τίνος πρόκειται. Η λόγια ελληνική λέξη απεργία παράγεται από σύνθεση της πρόθεσης "από" και του ουσιαστικού "έργον" και στην
κυριολεξία σημαίνει "αποχή από το έργον". Όμως, μας χρειά ζεται και ένας πληρέστερος ορισμός, γιατί ο παραπάνω γραμ ματολογικός δημιουργεί ίσως την εντύπωση πως απεργοί είναι επίσης και οι άρρωστοι, και οι άνεργοι κι όλοι όσοι "α πέχουν απ' το έργον" για οποιονδήποτε λόγο. Το Μέγα Λ εξι κόν Ό λης της Ελληνικής Γλώσσης (γνωστό και σαν Λεξικό της Ακαδημίας, ή Λεξικό Δημητράκου) δίνει μια σαφή και πε ριεκτική ερμηνεία της λέξης; Απεργία είναι η εκ κοινής συμ φωνίας ομαδική αποχή από των εργασιών υπό των επί μισθώ εργαζομένων ή υπό των επαγγελματιών προς επιβολήν αξιώ σεων, ή προς ένδειξιν διαμαρτυρίας, αλληλεγγύης, κλπ. Το πρώτο που λογικά συνάγεται απ' τον παραπάνω ορισμό είναι η αναγκαιότητα μαζικότητας, η διακοπή της εργασίας από πολλούς μαζί, αν είναι δυνατό απ' την πλειοψηφία των εργαζομένων σ ’ έναν χώρο. Αν σταματήσουν να δουλεύουν λίγοι εργαζόμενοι που όμως είναι αναγκαίοι στη δουλειά, χωρίς την έγκριση και των άλλων εργαζόμενων στην ίδια δου λειά, τότε οι απεργοί ενεργούν μεν ως απεργοί απέναντι οτον εργοδότη αλλά και ως εκβιαστές απέναντι στους άλλους ερ γαζόμενους που πιθανώς έχουν διαφορετικά συμφέροντα, ο πότε ίσως κατέβουν τΛλη φορά σε μια άλλη χωριστή απεργία, για να ενεργήσουν κι αυτοί σαν συντεχνίτες. Γιατί ο συντεχνισμός είναι, ακριβώς, η διεκδίκηση συμφερόντων ερήμην των συμφερόντων των άλλων εργαζομένων. Το μόνο που δεν θα μπορούσαμε να πούμε στην περίπτωση του συντεχνισμού, πά νω στον οποίο ο Μουσολίνι στήριξε το φασιστικό του κρά τος (που λέγεται και συντεχνιακό κράτος) είναι πως οι εργα ζόμενοι έχουν "εργατική αλληλεγγύη". Γιατί, το μόνο που έ χουν στην πραγματικότητα είναι αρπαχτική διάθεση, ακριβώς όμοια μ' αυτήν των αφεντικών, που πολύ τα ζηλεύουν και ευχαρίστως θα έπαιρναν τη θέση τους για να βασανίσουν με τη σειρά τους τους άλλους εργαζόμενους. 0 συντεχνίτης, λοι πόν, είναι ένα φασιστικό κτηνάκι που πρέπει να χτυπιέται αλύ πητα μέχρι πλήρους εξοντώσεως. Γιατί όλοι οι φασισμοί βασί στηκαν στο συντεχνισμό. Η ύπαρξη του συντεχνισμού. συνε πώς, είναι μια μόνιμη και διαρκής φασιστική απειλή, μπροστά στην οποία αποκλείεται να καθήσουμε με σταυρωμένα χέρια στο όνομα κάποιων "εργατικών διεκδικήσεων" όταν αυτές δεν είναι παρά συντεχνιακές διεκδικήσεις. Είναι επείγουσα ανάγκη να μάθουμε να διακρίνουμε και ν'
απομονώνουμε το κτήνος που λέγεται συντεχνίτης, αν δε θέ λουμε να μας τινάξουν και πάλι στον αέρα τούτη η αγέλη των πεινασμένων λύκων που δαγκώνουν απαζάπαντες ανεξαίρετα, Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο απ' τον κτηνάνθρωπο που λέγεται συντεχνίτης. Τολμούμε μάλιστα να πούμε πως ο συντεχνίτης είναι πιο επικίνδυνος κι απ' τ' αφεντικό. Γιατί τ' αφεντικό είναι ένας ορατός εχθρός. Ο συντεχνίτης όμως είναι ένας μεταμφιεσμένος σε εργαζόμενο "δυνάμει αφέντης", που εποφθαλμιά σταθερά το ρόλο του "ενεργεία αφέντη". Συντρίψτε λοιπόν το τέρας με τα δυο κεφάλια πριν προλάβει να μεγαλώσει και σας συντρίψει εκείνο. Η πρώτη διάκριση που πρέπει να κάνουμε σε μια απεργία είναι το ποιόν της: Είναι εργατική ή συντεχνιακή; Αν διαπι στώσουμε πως είναι συντεχνιακή πρέπει να είμαστε ηλίθιοι αν συνεχίσουμε να την υποστηρίζουμε για μόνο το λόγο πως ...συγκινηθήκαμε απ' την απεργιακή κινητοποίηση που δρα πάντα συγκινησιακά στους ευσυγκίνητους. Κι ένας διάολος ξέρει πόσο ευσυγκίνητοι είναι αυτοί που περισσότερο κλα ψουρίζουν με το παραμικρό παρά σκέφτονται για το παραμεγάλο. Προχωρούμε στην τοπολογία της απεργίας, παραμερίζοντας τις συντεχνιακές απεργίες με τις οποίες θα ξαναασχοληθούμε. Γιατί, όπως είπαμε, δεν είναι ακριβώς απεργίες, αλλά βάναυ σοι εκβιασμοί προς πάσαν κατεύθυνση και κυρίως προς την κατεύθυνση των άλλων εργαζομένων. (Για τους συντεχνίτες δεν υπάρχουν άλλοι εργαζόμενοι κι όταν μιλούν για εργασία εννοούν πάντα τη δική τους εργασία. Αν τους πεις πως η εργα σία είναι ένα κοινωνικό γεγονός θα καγχάσουν ειρωνικά, στην περίπτωση, βέβαια, που καταλάβουν περί ποιου πράγματος ομιλείς). Λοιπόν, υπάρχουν απεργίες αμυντικές και απεργίες επιθετι κές. Αμυντικές είναι αυτές που γίνονται για να διαφυλαχτούν κεκτημένα δικαιώματα που κινδυνεύουν, και επιθετικές αυτές που γίνονται για την απόχτηση καινούργιων δικαιωμάτων. Οι τελευταίες λέγονται και διεκδικητικές απεργίες, και οι διεκδι κήσεις τους αφορούν κυρίως βελτίωση των αποδοχών και, κάπως πιο σπάνια, των συνθηκών εργασίας. Ένας άλλος διαχωρισμός είναι αυτός ανάμεσα στις επαγ γελματικές (που λέγονται και οικονομικές) και τις πολιτικές απεργίες. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί απέναντι στις
επαγγελματικές απεργίες γιατί πάρα πολύ συχνά μπορεί να εκτραπούν σε συντεχνιακές. Σε τελική ανάλυση, όλες οι απεργίες είναι πολιτικές, αφού έχουν άμεσο αντίκτυπο στην άσκηση και την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, λέμε ειδικότερα πολιτικές τις απεργίες που έχουν καθαρούς πολιτικούς στόχους, είτε μα κροπρόθεσμους είτε μικροπρόθεσμους. Ο Μιρρμπό, στη διάρ κεια της Γαλλικής Επανάστασης, ήταν ο πρώτος που συνέλα βε την πολιτική αξία και σημασία της απεργίας και έμεινε πα ροψιώδης ο παρακάτω λόγος του: "Για να γίνει τρομερός ο λαός αρκεί να μείνει ακίνητος". Πρόκειται, βέβαια, για την ακινπηία που επιβάλλει η αποχή απ’ την εργασία. Ανάλογα με το χρόνο οι απεργίες διακρίνονται σε προειδο ποιητικές και διάρκειας. Κατά κανόνα οι προειδοποιητικές λειτουργούν σαν εισαγωγή στις απεργίες διάρκειας. Ανάλογα με την έντασή τους, οι απεργίες διακρίνονται σε άγριες και σε ήπιες. Ά γ ρ ιες είναι αυτές στις οποίες πέφτει ξύλο απ' όλες τις μεριές, ή από τη μια μεριά, ή αυτές που έ χουν νεκρούς και τραυματίες. Ωστόσο, υπάρχει μια τάση "εκ πολιτισμού" του απεργιακού αγώνα. Ανάλογα με τη θέση των απεργών σε σχέση με το χώρο δουλειάς, οι απεργίες χωρίζονται σε συνηθισμένες, που λέ γονται και "μαύρες" και σε "λευκές". Στη λευκή απεργία ο εργαζόμενος πάει στο χώρο δουλειάς αλλά δε δουλεύει. Η λευκή απεργία λέγεται και αφανής ή παθητική. Είδος απεργίας είναι επίσης η σχολαστική τήρηση των κα νόνων εργασίας, που απορρέουν από συμβάσεις, (Κοίτα, για παράδειγμα, τους δικούς μας ελεγκτές εναέριας κυκλοφορί ας, που αγαπούν πολύ αυτό το είδος απεργίας). Στην πραγ ματικότητα, εδώ δεν έχουμε μια απεργία στην κυριολεξία, αλλά "επίσχεση εργασίας", δηλαδή χαλάρωμα της δουλειάς, τεμπέλιασμα σκόπιμο. Μια πολύ συμπαθής μορφή απεργίας, που προϋποθέτει υψηλό βαθμό ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης είναι η απερ γία αλληλεγγύης προς άλλους απεργούς. Εδώ τα ελεγχόμενα απ' τα Κ Κ εργατικά συνδικάτα έχουν να παίξουν έναν πάρα πολύ σοβαρό ρόλο, προκειμένου να επέμβουν σ' αυτό που το λέμε "δημιουργία ταξικής συνείδησης" κοι που είναι ένας απ' τους βασικούς μακροπρόθεσμα στόχους των σωστών απερ γιών.
Η κύρια διάκριση στην απεργιακή τοπολογία είναι αυτή ανάμεσα στις μερικές και τις γενικές απεργίες. Η μερική αφο ρά τους εργαζόμενους σ' έναν συγκεκριμένο χώρο, π.χ. ένα εργοστάσιο, ενώ η γενική αφορά τους εργαζόμενους σε πολ λούς ομοειδείς και διαφορετικούς χώρους. Συχνά ο όρος "γε νική" γενικεύεται τόσο που συμπεριλαμβάνει, όπου είναι δυνα τό, όλους τους εργαζόμενους μιας χώρας. Μια τέτοια απεργία είναι σαφώς πολιτική ως προς το περιεχόμενό της. Τέλος, υπάρχει και η απεργία πείνας, που καταχρηστικά λέγεται έτσι, γιατί η αποχή απ' το φαγητό δεν είναι αποχή απ' το έργο. Η απεργία πείνας είναι μια μορφή προσωπικής ή ομαδικής διαμαρτυρίας. Θα συνεχίσουμε με μια μικρή ιστορία των απεργιών, ώστε να ξέρουμε τι έκαναν ol εργαζόμενοι πρόγονοί μας στο δύσ κολο αγώνα τους για το μεροκάματο. 2 9 / 5/84
7. ΟΙ ΑΠΕΡΓΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ
Οι άνθρωποι δουλεύουν για να ζουν κι όχι για να περ νούν τον καιρό τους δουλεύοντας. Η δουλεία και η δουλειά είναι η ίδια λέξη που άλλαξε ελαφρώς νόημα με μια ελαφρά μετάθεση του τόνου απ' την παραλήγουσα στη λήγουσα. Ό μως, όπως και να τονίσουμε τη δουλεία, αυτή θα παραμείνει στον αιώνα τον άπαντα σκλαβιά, ενώ το σύνθημα "χαρά και εργασία" θα αφορά πάντα μόνο τους πρόσκοπους, Θα ήταν σωστότερο αν λέγαμε πως η δουλειά είναι ένα αναγκαίο κα κό. Αναγκαίο για την ύπαρξή μας, αφού το φαί ή το πολύ φαί και η δουλειά ή η πολλή δουλειά είναι έννοιες απόλυτα συναφείς, και κακό αφού θα ήταν πέρα για πέρα καταστρο φικό για το άτομο αν του προτείναμε την βιοποριστική εργα σία σα σκοπό της ζωής του. Ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να δουλεύει αλλά για να... ζει. Κι όταν δουλεύει το κάνει κυ ρίως για να ζουν άλλοι, και ειδικότερα η γυναίκα του, τα παιδιά του, και φυσικά, τ' αφεντικό του. Κυρίως αυτό. Δεν θα υπήρχαν αφεντικά αν δεν υπήρχαν εργαζόμενοι για τ' αφεντικό. Τ ’ αφεντικά λοιπόν μας χρειάζονται εμάς τους εργαζόμενους τόσο, που θα ήταν αδύνατο να κάνουν χωρίς την αφεντιά μας. Εμείς όμως μπορούμε να κάνουμε και χωρ'ίς αφεντικά, στην περίπτωση που αποφασίσουμε να κοινωνικοποιήσουμε τα "μέσα παραγωγής". Γιατί η κατοχή αυτών και μόνο αυτών είναι που χαρίζει σε κάποιον την ιδιό τητα του αφεντικού. Ο λόγος ύπαρξης του Εργατικού Κινήματος υπαγορεύτη κε απ’ την υφέρπουσα μέσα στη νεότερη έννοια "δουλειά" της αρχαιότερης έννοιας "δουλεία". Μ ' άλλα λόγια το Εργα τικό Κίνημα έχει σα σκοπό να απαλύνει, και τελικά να εξα-
φανίσει τη δουλεία που υπάρχει πάντα μέσα στη δουλειά, και να κάνει τη δουλειά πραγματική εργασία, δηλαδή μια ελεύθε ρη δραστηριότητα για ελεύθερους ανθρώπους που παράγουν έργο (αυτό ακριβώς σημαίνει εργασία) όχι μόνο για να μην πεθάνουν απ' την πείνα, αλλά κυρίως για να "πραγματώσουν τον εαυτό τους" μέσα απ' το έργο τους, δηλαδή να δώσουν στην ύπαρξή τους μια κοινωνική χρησιμότητα, ώστε να μη νιώ θουν στην κυριολεξία πεταγμένοι μέσα στη ζωή, και ως εκ τούτου αχρηστευμένοι και ήδη πεθαμένοι πριν απ' το φυσιο λογικό-βιολογικό τους θάνατο. Η εργασία είναι μια υπαρκτή ανάγκη. Κι όταν γίνεται βιοποριστική ανάγκη ευτελίζεται βά ναυσα. Το Εργατικό Κίνημα προσπαθεί να κάνει τη δουλεία δου λειά και τη δουλειά εργασία με δυο τρόπους: Με τη μείωση του εργάσιμου χρόνου και με την καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας. Στις παραπάνω διεκδικήσεις αυτό που προέχει είναι η πρώτη: Η μείωση του εργάσιμου χρόνου είναι μια ουσιαστι κή κατάκτηση, ενώ η καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας είναι ένας τρόπος να ανέχεται κανείς ευκολότερα τη σκλα βιά του, ώστε αν είναι δυνατό να πει αυτό που θα ήθελε ν’ ακούσει απ’ τον εργαζόμενο κάθε έξυπνο αφεντικό:·"Στον τό πο της δουλειάς μου νιώθω πιο όμορφα κι απ' το σπίτι μου. Τόσο που μούρχεται να κουβαλήσω εδώ εκτός απ' τα προσω πικά μου είδη και το κρεβάτι μου”. Ο ιαπωνικός καπιταλισμός έκανε θαύματα βασισμένος, μεταξύ άλλων, και στις τέλειες συνθήκες εργασίας που προσφέρει ο εργοδότης στους εργα ζόμενους, δηλαδή τους εκμεταλλευόμενους, Κι αυτό ο Μαρξ το έδειξε με την επιστημονική δουλειά του πάνω στην έννοια της υπεραξίας, που είναι αυτή που ενεργοποιεί το μηχανισμό της δημιουργίας του κέρδους . Σ το εργασιακό προτσές, η αύξηση της αμοιβής για την προσφερόμενη στον εργοδότη συγκεκριμένη εργασία έχει α κριβώς την ίδια σημασία με τη μείωση του χρόνου της εργα σίας: Μ ' άλλα λόγια θα μπορούσα να πάρω τα επιπλέον λεφτά όχι από αύξηση αλλά από υπερωρίες (από επιμήκυνση του χρόνου εργασίας). Αλλά και θα μπορούσα να χάσω, ουσια στικά, μέρος του μισθού μου αν με υποχρέωναν να δουλέψω περισσότερο απ' αυτό που συμφωνήθηκε για το συγκεκριμέ νο μισθό, Όμως, αν οι διεκδικήσεις μου σαν εργαζόμενου δεν αφορούν τον εργάσιμο χρόνο αλλά μόνο το μισθό (ή το μερο
κάματο) τότε εύκολα τα μπερδεύω και ξεχνώ πως αημασία έχει όχι πόσα παίρνω σε απόλυτους αριθμούς αλλά τι χρόνο δίνω στον εργοδότη για να πάρω το μισθό που παίρνω. Αν ο εργαζόμενος δεν κατανοήσει αυτή τη λεπτή σχέση ανάμεσα στο χρόνο και το χρήμα (ο χρόνος είναι χρήμα στην πιο απάλ υτη κυριολεξία) έχασε το παιχνίδι. Εύκολα, λοιπόν, νιώθει κανείς μη εκμεταλλευόμενος όταν παίρνει μεγάλο μισθό, όταν δηλαδή δεν αναρωτιέται συνεχώς τί χρόνο, ποιες σπουδές και τί φροντίδα, δηλαδή τί κομμάτι απ' τη ζωή του ξόδεψε για να τον πάρει. (Η ζωή μας είναι χρόνος, επίσης στην πιό από λυτη κυριολεξία). Επαναλαμβάνουμε: Είτε η διεκδίκησή μας αφορά αύξηση των μισθών είτε αφορά μείωση του χρόνου εργασίας με τον ίδιο μισθό, αφορά σε τελική ανάλυση το ίδιο πράγμα: Τη μείω ση της παρακρατημένης απ' τον εργοδότη υπεραξίας της δου λειάς μας, συνεπώς τη μείωση της εκμετάλλευσης. Σήμερα που ο νόμιμος εργάσιμος χρόνος μειώθηκε πολύ δεν καταλαβαίνουμε εύκολα τη σημασία που είχαν για τον εργαζόμενο του περασμένου αιώνα ή των αρχών του αιώνα μας οι διεκδικήσεις για τη μείωση του ωραρίου. Σήμερα, δυσ τυχώς όλες οι διεκδικητικές μας προσπάθειες στρέφονται οτην αύξηση των μισθών, με συνέπεια να ξεχνούμε πως αυτό που προέχει για το σύνολο των εργαζόμενων, κι όχι μόνο για τον εαυτούλη μας, είναι ο έλεγχος της υπεραξίας, που είτε πρέπει να μειωθεί με τη μείωση του εργάσιμου χρόνου είτε να μοιρασθεί δίκαια σ' όλους, εφόσον όλοι δουλεύουν περί που τον ίδιο χρόνο, άσχετα απ' το είδος της δουλειάς, που είναι μια άλλη ιστορία. Η ιστορία των απεργιών αρχίζει το 14ο αιώνα και η πρώτη γνωστή απεργία, με τη σημερινή έννοια, είναι αυτή που κά νουν οι ζωναράδες στη γερμανική πόλη Μπρέσλαου το 1329. Τότε, και μέχρι τις αρχές του αιώνα,οι εργαζόμενοι απεργούν χτυπώντας στην κυριολεξία στα τυφλά προς πάσα κατεύθυνση: Τους εργοδότες, τους εργοδηγούς αλλά και τους άλλους εργαζόμενους που παίρνουν περισσότερα. Στην πραγματικό τητα πρόκειται για έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων και τούτη η κατάσταση επιβιώνει πάντοτε στη συντεχνιακή αντί ληψη για τις εργατικές διεκδικήσεις, που ελάχιστο διαφέρει απ' την κοινή αρπαγή. Γιατί στην απεργία το πρόβλημα δεν εί ναι ν' αρπάξουμε ό,τι μπορέσουμε οε βάρος των πάντων (κι
όχι μόνο των αφεντικών) αλλά να διεκδικήσουμε αυτό που μας ανήκει. Κι αυτό που μας ανήκει είναι η υπεραξία. ΓΙου μπορούμε να την κάνουμε είτε μισθό είτε κεφάλαιο βαλμένο ατη διάθεση του κοινωνικού συνόλου, πράγμα που θα το απο φασίσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Κάθε απεργία λοιπόν που δεν αποκαλύπτει σαφώς τα αίτια του "καβγά για το πάπλωμα" (και το πάπλωμα είναι πάντα η υπεραξία κι όχι ο μισθός ή το κέρδος νοούμενα και τα δυο σε απόλυτους αριθμούς) είναι αντιπαράθεση δυα αρπαγών: Του εργοδότη, που προσπαθεί ν' αρπάξει κι άλλα (όσα περισσό τερα αρπάζει ο εργοδότης τόσο καλύτερος -για τον εαυτό το υ - εργοδότης είναι) και του εργαζόμενου που προσπαθεί ν' αρπάξει αυτά που δεν πολυκαταλαβαίνει ότι τα δ ικ α ιο ύ ται στην πιο απόλυτη κυριολεξία. Βέβαια, όταν δε σου δίνουν αυτό που δικαιούσαι τελικά αυ τοδικείς αρπάζοντας το. ' Ομως, το πρόβλημα είναι να κατα λάβει καλά ο απεργός πως η απεργία δεν είναι αυτοδικία. Για τί αν την εκλάβει ως αυτοδικία δεν είναι παρά ένας "δυνάμει καπιταλίστας", δηλαδή ένας άνθρωπος που ουρλιάζει και χτυ πιέται γιατί νιώθει μειονεκτικά που δεν είναι καπιταλίστας και ως εκ τούτου κάνει ό,τι μπορεί για να γίνει. Μέρος του Εργατι κού Κινήματος νοσεί βαθύτατα από τούτη την καπιταλιστική αντίληψη για τα εργατικά (και εργασιακά) προβλήματα. Ωστό σο, ο σκοπός μας δεν είναι να βοηθήσουμε να γίνουν καπιτα λιστές αυτοί που δεν μπόρεσαν, αλλά να καταργήσουμε τον καπιταλισμό, ή μάλλον να βοηθήσουμε κι εμείς να εξαφανιστεί γιατί έτσι κι αλλιώς θα εξαφανιστεί με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, έστω κι αν χρειαστεί να περάσουν κάνα-δυο αιώνες ακόμη. Η συντεχνιακή αντίληψη για την απεργία αρχίζει να ξεπερνιέται σιγά-σιγά, χωρίς να έχει καταργηθεί εντελώς ό πως ήδη είπαμε. Από τότε που οι κατέχοντες την ε ξουσία υποχρεώθηκαν να μην αντιμετωπίζουν τους απεργούς σαν εγκληματίες η συντεχνιακή αντίληψη άρχισε να κάμπτεται πάρα πολύ αργά. Για πρώτη φορά η απεργία έπαψε να είναι παράνομη στην Αγγλία, το 1825. Ακολούθησε η Γαλλία το 1864 και η Ιταλία το 1889. Η νομιμοποίηση της απεργίας ήταν η πιο μεγάλη νίκη του Εργατικού Κινήματος. Γιατί στην πραγ ματικότητα επρόκειτο για τη νομιμοποίηση του δικαιώματος, στη ζωή. Σήμερα, που κανείς δεν αμφισβητεί το δικαίωμα
στη ζωή (όχι χάρη στο χριστιανισμό, πάντως), είναι λίγο δύσ κολο να καταλάβεις τί σημαίνει να απεργείς απλά και μόνο για να υπάρξεις στη ζωή. Σήμερα οι απεργίες γίνονται όχι για τη ζωή, αλλά για μια καλύτερη ζωή. Όμως, ο καθένας δίνει το περιεχόμενο που θέλει στο "κα λύτερη", κι όλα τα μπερδέματα αρχίζουν απ' την ελαστικότη τα αυτής της έννοιας, Αν πιστεύω πως η ζωή γίνεται καλύτερη όταν έχω κότερο και ιδιωτικό αεροπλάνο, τότε δεν είμαι παρά ένα βόδι που παριστάνει τον άνθρωπο, δηλαδή ένας "δυνάμει καπιταλίστας". (Ο καπιταλίστας είναι ένας άνθρωπος που εί ναι αναγκαστικά βόδι, λόγω θέσεως), Αν, λοιπόν, απεργώ για να αποχτήσω κι εγώ κάποτε το κότερό μου, τότε δυο τινά πρέ πει να συμβαίνουν στο μυαλό μου: Είτε πιστεύω πως θάρθει εποχή, ύστερα από μερικές χιλιετηρίδες, που όλοι θα έχουν τό κότερό τους, οπότε θα δημιουργηθεί κυκλοφοριακό πρό βλήμα και στη θάλασσα (πράγμα που σημαίνει πως πρέπει να εγκαταλείψουμε από τώρα το σύνθημα "ένα κότερο για ό λους"), είτε πιστεύω πως εγώ προσωπικά θ' αποχτήσω οπωσ δήποτε κότερο στα όρια του χρόνου που μου απομένει ναζήσω, χρόνου που δεν αρκεί για να το αποχτήσουν όλοι, οπότε είμαι και πάλι ένας "δυνάμει καπιταλίστας", που νοιάζεται πολύ για τη θαλασσινή προσωπική του ευτυχία. Όπως και να δεις το πράγμα, το "καλύτερα" είναι έννοια ποιοτική και καθόλου ποσοτική. Συνεπώς και οι απεργοί πρέπει ν' αρχίσουν σιγά σιγά ν' αποχτούν ποιοτική αντίληψη για τις διεκδικήσεις τους, αν δεν θέλουν να είναι "δυνάμει κα πιταλιστές" που ζηλεύουν τους "ενεργεία καπιταλιστές". Επιτέλους, πρέπει να καταλάβουμε κάποτε πως δεν υπάρ χει τίποτα το αξιοζήλευτο στο να είσαι καπιταλιστής, γιατί ο καπιταλιστής είναι σχεδόν στην κυριολεξία ένο χαμένο κορμί: Κυνηγώντας το χρήμα έχασε καθ' οδόν τον εαυτό του . Αν και σήμερα γίνονταν συχνότερα απεργίες γισ την πα ραπέρα μείωση του εργάσιμου χρόνου, ίσως ο εργαζόμενος να είχε μεγαλύτερη ταξική συνείδηση, να καταλάβαινε δηλα δή πως θα παραμείνει στον αιώνα τον άπαντα εκμεταλλευόμε νος, όσο μεγάλο μισθό κι αν πάρει (που θα είναι πάντα μικρό τερος απ' την παρακρατημένη υπεραξία της δουλειάς του). Κάθε χρόνο γιορτάζουμε όλοι την Εργατική Πρωτομαγιά αλλά δεν νομίζω πως όλοι αυξάνουμε από χρόνο σε χρόνο
την ουσιαστική μας σχέση μ" αυτή τη γιορτή, Διόλου απίθανο, μάλιστα, να μας παίρνει τ' αφεντικό απ* το χέρι ή με τ’ αυτο κίνητό του που είναι ένα στιβαρότερο χέρι, και νο μας πηγαίνει στην εξοχή, να πιάσουμε λέει εκεί όλοι μαζί το "μαγιόξυλο", σε μια ατμόσφαιρα χαράς και συναδέλφωσης των πάντων με τους πάντες Όμως, τί ωραία που θάταν αν πιάναμε το σκουπό ξυλο αντί για το μαγιόξυλο έστω kol κάθε Πρωτομαγιά μόνο. Λοιπόν, η Πρωτομαγιά δεν είναι γιορτή των λουλουδιών, αλλά η γιορτή της καθιέρωσης του οχτάωρου, δηλαδή της μείωσης του εργάσιμου χρόνου σε ανεκτά για την ανθρώπινη αντοχή ό ρια. Κάποτε ο εργάσιμος χρόνος ήταν 20 ώρες - βάλτε με το νου σας!! Με το πέρασμα των αιώνων έγινε 18, 16,12, 10 και τελικά 8 ώρες με τάση σήμερα να πέσει στις 6 σ' όλον τον κό σμο, και με την ευχή να κατρακυλήσει στο 4 κι από κει στις 2 ώρες. Στο μηδέν, πάντως, δεν θα φτάσει ποτέ. Την 1η Μαίου του 1886 άρχισε στο Σικάγο μια μεγάλη α περγία με αίτημα την καθιέρωση του οχτάωρου, και όχι την αύξηση των μισθών. Ήταν μια αιματηρή απεργία στην οποία πήραν μέρος 350.000 εργάτες Μέσα σε λίγα χρόνια το οχτά ωρο, το θρυλικό οχτάωρο, ήταν μια πραγματικότητα σ' όλο τον κόσμο, Το εξάωρο όμως είναι λιγότερο μυθικό: Το έδωσαν κυρίως οι οικονομολόγοι για να τα βολέψουν με την ανεργία. Γιατί ο τρόμος του "συστήματος" είναι η ανεργία: Ο άνθρωπος που πεινάει μπορεί να κάνει τέρατα και σημεία. Και η επανάστα ση είναι το πιο μεγάλο "τέρας" που μπορεί να υπάρξει, γιατί είναι το σημείο καμπής της ανθρώπινης ιστορίας από μια ποιό τητα σε μια άλλη. Ο καπιταλισμός λοιπόν έχει σοβαρό λόγο να μειώσει κι άλλο τον εργάσιμο χρόνο για να λύσει το προ βλήμα της ανεργίας. Αλλά, αν τον μειώσει πολύ, πώς θα δημιουργείται πια το απόθεμα της εργατικής δύναμης, δηλαδή οι άνεργοι, χάρις στην ύπαρξη των οποίων ο καπιταλισμός ε λέγχει την εμπαρεύσιμη τιμή της εργατικής δύναμης, δηλαδή το μεροκάματο; Φαύλος κύκλος. Ο καπιταλισμός έχει χαμένο το φαύλο ταυ παιχνίδι όπως και να το παίξει. Γιαυτόν, μαύρα κόκκινα όλα χάνουν. Συνεπώς μας συμφέρει να βροντοφωνάξουμε κάπως πρόωρα το σύνθημα: Εμπρός για το τετράωρο κι από κει για το δίωρο. Αν καταργήσουμε εντελώς την α νεργία κάνουμε το αποφασιστικό βήμα στον ενταφιασμό του καπιταλισμού, που είναι δύσκολο να υπάρξει χωρίς τη "δεξα
μενή" της εργατικής δύναμης, δηλαδή τους ανέργους.Καταλα βαίνετε, τώρα, γιατί τους δίνει επίδομα ανεργίας ο καπιτα λισμός. Ό χ ι βέβαια γιατί τους αγαπάει αλλά γιατί τους φο βάται. 6/5/84
8. Η ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ
Η απεργία είναι ένας αγώνας, nou γίνεται σύμφωνα μ' ένα ορισμένο σχέδιο που το έχουν κατοστρώσει προσεχτικά οι εργαζόμενοι που ετοιμάζονται για απεργία, κι όχι μια ευκαιρία για ξάπλα και τεμπελιά, πράγμα που συμβαίνει πάρα πολύ συ χνά. Η απεργία είναι κι αυτή δουλειά, συχνά πολύ πιο σκληρή απ' τη συνηθισμένη, και οι απεργοί που την αντιλαμβάνονται σα γιορτή δεν έχουν πολλές πιθανότητες να την κερδίσουν. Γιατί η απεργία, όντας αγώνας, έχει και μια τακτική, που είναι η επιλογή των μεθόδων που θα οδηγήσουν στην επίτευξη των στόχων. Μ ' άλλα λόγια, δεν αρκεί να διαλέξεις το στόχο, πρέ πει να βρεις και τα κατάλληλα όπλα για να τον χτυπήσεις. Ωστόσο, πάρα πολύ συχνά οι απεργοί ορίζουν μεν τους στό χους αλλά ξεχνούν να ψάξουν και για όπλα, με συνέπεια ο α γώνας τους να εκπίπτει σε γιορτή. Έ τσ ι μια απεργία αφημέ νη, στην τύχη της θα καταλήξει αναγκαστικά σε τυχαίο αποτέ λεσμα, που μπορεί να είναι είτε ευμενές είτε δυσμενές για τους απεργούς, Όμως, η απεργία δεν είναι τζόγος και δεν μπορού με να την παίζουμε κορώνα γράμματα. Είναι, το ξαναλέμε, α γώνας, και σαν τέτοιος πρέπει να διεξάγεται με απόλυτη σοβα ρότητα και υπευθυνότητα, και με τα μέσα που ταιριάζουν στην κάθε περίπτωση χωριστά. Αυτά τα μέσα είναι άμεσα εξαρτημένα απ' το είδος της δου λειάς απ' την οποία απέχουν οι απεργοί, Θα ήταν μάταιο οι απεργοί οικοδόμοι π.χ., να κρεμάσουν τα πανό με τα αιτήμα τα τους καί τα συνθήματά τους στα γιαπιά, γιατί αυτά είναι σκόρπια δώθε κείθε και υπάρχει κίνδυνος ο περαστικός να νο μίσει πως απεργούν μόνο οι οικοδόμοι της συγκεκριμένης οι κοδομής που βλέπει μπροστά του.Άλλωστε, αυτό που επιδιώ-
κουν ol απεργοί οικοδόμοι του παραδείγματος μας δεν είναι τόσο η γνωστοποίηση της απεργίας τους στους πάντες αλλά κυρίως η άακηση πίεσης στους εργοδότες και την κυβέρνηση. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να γίνεται "ορατή" μια απεργία όχι μόνο απ' τους άμεσα ενδιαφερομένους αλλά, αν είναι δυνατό από ολόκληρη την κοινωνία. Το επιδιωκόμενο στις απεργιακές "δημόοιες σχέσεις" είναι να προκληθεί η συμπάθεια και η συμ παράσταση όσο το δυνατό περισσότερων. Και, βέβαια, ο απο τελεσματικότερος τρόπος να έχουν με τη μεριά τους την κοι νή γνώμη οι απεργοί είναι η συμπαράσταση των εφημερίδων. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να προκληθεί η, έστω μόνο ηθική και συναισθηματική, συμπαράσταση όλων των εργαζό μενων προς τους κάθε είδους απεργούς. Γιατί κάθε εργαζό μενος είναι ένας δυνάμει απεργός και από προσωπική εμπειρία γνωρίζει πολύ καλά τί σημαίνει να απεργείς. Στην πράξη, κάθε απεργία προκαλεί αυτόματα τη συμπάθεια όλων των εργαζό μενων που δεν είναι μπράβοι των αφεντικών τους. Όμως, τούτο ακριβώς το συναισθηματικό φόρπσμα ενέχει μύριους κινδύνους, γιατί δεν είναι όλες οι απεργίες ίδιες από άποψη κοινωνικής (και πολιτικής) σημασίας. Εργαζόμενοι είναι και οι καμιονέρηδες, και οι οικοδόμοι, και οι τυπογρά φοι, και οι δημοσιογράφοι, και οι σκουπιδιάρηδες, και οι παπάδες, και οι χωροφύλακες, και οι,,, πόρνες — και οι πάν τες. Ωστόσο, είναι φανερό πως οι απεργοί οικοδόμοι θα έ χουν μεγαλύτερη λαϊκή συμπαράσταση απ’ τους καμιονέρηδες, ενώ στη φανταστική περίπτωση που θα απεργούσαν kl εδώ οι χωροφύλακες δεν θα τους συμπαραστέκονταν μόνο οι επαγγελματίες κλέφτες αλλά και κάθε άνθρωπος που απεχθάνετσι κάθε μορφή εξουσίας και που θα χαίρονταν αν την έβλε πε να καταργείται έστω και προσωρινά. Όμως, είναι λογικό να συμπαρίστασαι στους απεργούς χω ροφύλακες όταν ξέρεις πως δεν σε συμφέρει να φαν καλύτε ρα και να καρδαμώσουν; Είναι λογικά να συμπαρίστασαι στους απεργούς ιδιοκτήτες φορτηγών αυτοκινήτων, που τροφοδο τούν την αγορά, όταν ξέρεις πως ασκούν ένα βάρβαρο εκβια σμό στο κοινωνικό σύνολο, όχι για να βελτιώσουν τις αποδο χές τους (δεν είναι μισθωτοί, άλλωστε) αλλά για νά χτίσει ο καθένας τους την τρίτη πολυκατοικία του; Με την ίδια λογική, τραβηγμένη στα άκρα, πρέπει να συμπαριατάμεθα και στα α φεντικά στη δική τους απεργία που λέγεται λοκ-άουτ!
Βέβαια, είναι εύκολο να διακρίνει κανείς μια απεργία ιδιο κτητών από μια απεργία προλετάριων. Ό μω ς δεν είναι κα θόλου εύκολο να διακρίνει κανείς τις συχνά λεπτές διαφο ρές, ανάμεσα σε απεργίες προλετάριων. Και οι τραπεζικοί υπάλληλοι προλετάριοι είναι, αφού δεν "έχουν δικά τους μέσα παραγωγής και εκχωρούν στον εργοδότη έναντι μι σθού την ικανότητά τους προς εργασίαν". Όμως, είναι φα νερό πως τούτοι οι προλετάριοι διαφέρουν πολύ απ' τους προλετάριους που ασκούν το επάγγελμα του οδοκαθαριστή, ή του λογιστή, ή του δημοσιογράφου. Η λεγάμενη "εργα τική αριστοκρατία" είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα που εμποδίζει την ταξική συνειδητοποΐηοη. Γιατί είναι δύοκολο να καταλάβει ο καλά ή πολύ καλά αμοιβόμενος πως θα παραμείνει στον αιώνα τον άπαντα εκμεταλλευόμενος, όσο καλή κι αν είναι η αμοιβή του. Η εκμετάλλευση δεν είναι πρόβλημα καλής ή κακής αμοιβής αλλά κατανομής υπερα ξίας. Αν το πρόβλημα της αμοιβής αντιμετωπιστεί ποσο τικά (πόσα παίρνω, πόσα παίρνεις) η συντεχνιακή αντίλη ψη για τη δουλειά κάνει μεγαλόπρεπα την καταστροφική παρουσία της, κι όλοι θα κυνηγούν για ν' αρπάξουν όσο το δυνατό περισσότερα. Σε πολλές απεργίες ελλοχεύει τούτος ο κίνδυνος της συντεχνιακής παρεκτροπής. Και γι' αυτό οι απεργοί που θα ήθελαν να διαλέξουν σωστά τα όπλα τους και να τα στρέψουν προς τα κει που πρέπει, πριν από κάθε τι οφεί λουν να καταλάβουν πως δεν θα λύσουν το πρόβλημα της εκμετάλλευσης με ένα χιλιάρικο αύξηση, που ίσως πετύχουν στο τέλος, αλλά με μια ριζική κατάργηση του εκμε ταλλευτικού συστήματος. Το θέμα δεν είναι να γίνουμε όλοι πλούσιοι, αυτό είναι ένα "ιδανικό" εντελώς ηλίθιο, αλλά να κατανείμουμε σωστά τον κοινωνικό πλούτο. Το να ζηλεύω τον πλούσιο γείτονα μόνο και μόνο γιατί είναι πλούσιος σημαίνει πως είμαι ένας βλάκας και μισός, που κοιτάει αλλίθωρα έναν άλλο βλάκα και... ολόκληρο. Παρόλα ταύτα, παρά το γεγονός δηλαδή πως συχνό ο χωρίς ταξική συνείδηση απεργός κρύβει μέσα του έναν δυνάμει καπίταλίατα που καραδοκεί για ευκαιρίες να "ανέλθει κοινωνικά" (άλλο καλαμπούρι, πάλι, αυτό), συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε απαξάπαντες τους απερ γούς, για μόνα τα λόγο πως είναι απεργοί και ως εκ τού
του αυτομάτως συμπαθείς. Αλλά αυτοί οι συναισθηματικοί αυτοματισμοί θα μας φαν τελικά. Θα χρειαστούν, ίσως, με ρικές εκατοντάδες ακόμα απεργίες των "εργαζομένων στα τρόλεϊ" για να καταλάβουμε πως τούτοι οι "συμπαθείς εργαζόμενοι" δεν είναι παρά αναίσχυντοι συντεχνίτες που προσπαθούν ν' αρπάξουν το χιλιαρικάκι που λέγαμε μετατρέποντας σε αθλητές δρόμου μετ’ εμποδίων απαξάπαντες τους κατοίκους μιας πόλης, νέους, γέρους, άρρωστους, έγκυες γυναίκες, ταλαίπωρους μεροκαματιάρηδες που θα δυσκολευτούν να πληρώσουν ταξί, ακόμα και για μια δια δρομή τριακοσίων μέτρων. Γιατί, λοιπόν, να συμπαραστα θώ .σ' αυτά τα καθαρματάκια, με την ολικά και επιδεικτικά αντικοινωνική τους συμπεριφορά; Ποιος τους είπε πως μπο ρούν να τσαλαπατούν τους πάντες προκειμένου να πετύχουν ευνοϊκή επίλυση των έστω απόλυτα δίκαιων αιτημάτων τους; Όταν οι συντεχνιακές, και όχι ταξικές διεκδικήσεις ξεπεράσουν τα όρια ανοχής απ' το κοινωνικό σύνολο, όχι μόνο θα σταματήσει η αναγκαία για την καλή έκβαση μιας απερ γίας συμπαράσταση του κόσμου, αλλά τούτος ο κόσμος θ' αρχίσει να εύχεται μια δικτατόρευση της εργασίας, και να αναμένει έναν Μεσία-Δικτάτορα που "θα βάλει τα πράγμα τα στη θέση τους" και "θα αποκαταστήσει την εργασιακή ει ρήνη" με διατάγματα. Ο συντεχνισμός καλλιεργεί το φασι σμό και ο φασισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια οργάνωση της κοινωνίας σε βάση συντεχνιακή. Άλλωστε, ξέρουμε πως ο πρώτος εφαρμόσας το φασι στικό μοντέλο, ο Μουσολίνι, ονόμασε το κρότος του "Σ υ ν τεχνιακό", έτσι καθαρά και ξάστερα. Αλλά εμείς ακό μα δεν καταλάβαμε πως συντεχνι σμός και φασισμός είναι συνώνυμα Λοιπόν, όταν υποστηρίζουμε συντεχνιακές απερ γίες είναι σα να παίρνουμε μέρος στην καλλιέργεια του εδά φους στο οποίο θα φυτρώσει η μαύρη φύτρα του φασι σμού, είναι απειλή πιο μεγάλα κι απ' αυτήν του πυρηνικού ολοκαυτώματος, γιατί είναι καθημερινή, αόρατη, ύπουλη, διαβρωτική. Και, κυρίως, γιατί ο δυνάμει φασίστας (αυτός που θα μπορούσε να γίνει φασίστας σε εύθετο χρόνο) δεν γνωρίζει πως είναι ένας δυνάμει φασίστας και πάρα πολύ συχνά περνιέται για "προοδευτικός". Και πώς να μην είναι "προοδευτικός" κάποιος που υπα
κούει τόσο πρόθυμα στις εντολές του συντεχνιακού συνδι κάτου του και κατεβαίνει σε απεργία με απίθανη ευκολία; Ξαφνικά, μέσα σε μια συντεχνιακή απεργία βρίσκονται να ομονοούν, παραδόζως, εργαζόμενοι εντελώς διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων. Και μόνο αυτό δεν είναι αρκετό να μας πείσει πως εδώ κάτι δεν πάει καλά; Τι νόημα έχει αυτός ο "κοινός αγώνας"; Και γιατί είναι κοινός, αφού δεν είναι κοινός ο απώτερος σκοπός; Ωστόσο, υπάρχει όντως μια κοινότητα: Είναι αυτή της δι εκδίκησης άμεσων παροχών, που πάρα πολύ συχνά είνοι εκ διαμέτρου αντίθετες με τα απώτερα συμφέροντα των εργα ζομένων. Το "ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, κι ό,τι αρπάζει ο.." εί ναι μια παροιμία που θα μπορούσε νο γίνει κυρίαρχο σλό γκαν του καπιταλισμού. Γιατί η ίδια παροιμία πρέπει να γίνει σύνθημα και των εργαζόμενων; Για να τους δημιουργηθεί η ελπίδα της περίφημης "κοινωνικής ανόδου" που οι μικρόνοες την εννοούν μόνο σαν άνοδο των τραπεζικών καταθέ σεων; Πόσο είναι άνοδος το να προαχθείς από βάρβαρος, αναίσχυντος και βλαξ χωρίς λεφτό σε βάρβαρο, αναίσχυντο και βλάκα με λεφτά; Θέλουμε τα λεφτά για να μπορέσουμε να εκπολιτιστούμε, κσι όχι για ναεκβαρβαριστούμε κι άλλο. Αλλιώς να λείπουν, και να ία έχουν και να τα χαίρονται -αλλά πώς να τα χαίρονται;— τα κτήνη που αντί να τρων στο παχνί τρων, τώρα πια, σε πολυτελή ρεστοράν που δεν είναι παρά το παλιό παχνί υπό "νέαν διεύθυνσιν". Η συντεχνιακή απεργία, δηλαδή η με τρόπο λανθάνοντα φασιστική απεργία, δημιουργεί πολύ δύσκολα προβλήματα στα αριστερά κόμματα και τα αριστερά συνδικάτα: Πώς να μην υποστηρίξουν τα "δίκαια αιτήματα των εργαζομένων"; (Κανένα αίτημα κανενός εργαζόμενου δεν είναι, καθεαυτό, άδικο). Άλλωστε, κάθε απεργία στρέφεται άμεσα ή έμμε σα ενάντια στον καπιταλισμό, και αυτόν ζημιώνει. Συνεπώς, η απεργία για το αριστερά κόμματα είναι ένα όπλο τρομερής δύναμης για τη διάβρωση του καπιταλιστικού οικονομι κού συστήματος απ' τα μέσα, και μάλιστα με συμμάχους εντελώς απροσδόκητους που σε καμιά άλλη περίπτωση δεν θα ξεσηκώνονταν ενάντια στον καπιταλισμό. Γιατί, το είπαμε ήδη, υπάρχουν και εργαζόμενοι που ονειρεύονται τον εαυτό τους στη θέση του αφεντκού, και κάνουν φιλότι μες προσπάθειες νο γίνουν κι αυτοί αφεντικά, και μάλιστα
όσο γίνεται πω σύντομα, και μάλιστα με τρόπους όσο γίνε ται πιο αποδοτικούς, π.χ. μ' ένα γερό και διαρκές "λάδωμα" στην περίπτωση που είσαι... πτωχός πλην άτιμος τραπεζικός ή εφοριακός υπάλληλος. Βέβαια, για τ ' αριστερά κόμματα μπαίνει κι εδώ ένα πρό βλημα επιλογής των μέσων για την επίτευξη του σκοπού. Πρόβλημα παμπάλαιο, ηθικής τάξεως, που εξαφανίζεται αυ τομάτως κάθε φορά που η Ιστορία αρχίζει να κινείται με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Άλλωστε, μονίμως η Ιστορία αδιαφορεί για την ηθική. Και καλά κάνει. Γιατί η ηθική εί ναι πρόβλημα ατομικό και όχι συλλογικό. Η Ιστορία δεν φκιάχνεται από ηθικολόγους, και δεν χρειάζεται η μελέτη του Μακιαβέλι για να το καταλάβουμε αυτό. Λοιπόν, είναι πολύ φυσικό τα αριστερά κόμματα, τα κόμ ματα της Ιστορίας, να μην περιφρονούν τη συντεχνιακή α περγία για μόνο το λόγο πως είναι συντεχνιακή. Μπορεί η συντεχνιακή απεργία να καλλιεργεί το φασισμό, αποστα θεροποιεί όμως και τον καπιταλισμό κι αυτό είναι κάτι πάρα πολύ σπουδαίο. Αλίμονο όμως αν τελικά το παιχνί δι δεν το κερδίσοϋν τα κόμματα της Ιστορίας αλλά αυτά του φασισμού που είναι η αναίρεση της Ιστορίας. Γιαυτό ακριβώς είναι πάρα πολύ σωστό αυτό που λέχτηκε: Ο φα σισμός πετυχαίνει εκεί που αποτυχαίνει ο σοσιαλισμός. Στο χέρι μας είναι να μην πετύχει ο φασισμός — και δεν θα πετύχει αν ο συντεχνισμός μπει σε διαρκή καραντίνα, κ α ί ol συντεχνιακές απεργίες τίθενται υπό διαρκή έλεγχο. 13/5/84
9. Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Και Π πιο απλή και ασήμαντη απεργία είναι πάντα κάτι περισσότερο από μια απλή διεκδίκηση, κι ας μη γίνεται πάν τα αντιληπτό αυτό απ' τους απεργούς, κυρίως τους συντεχνίτες. 0 μαρξισμός αντιμετωπίζει την απεργία σαν τρόπο διαπαιδαγώγησης του προλεταριάτου που αποχτά ταξική συνείδηση μέσα απ' τους αγώνες του για άμεση βελτίωση των συνθηκών της ζωής του, Όμως, είναι δύσκολο να πείσεις τον εργαζόμενο που αμοίβεται ικανοποιητικά πως η ικανοποίηση των ανθρώπι νων αναγκών δεν έχει όρια και ότι συνεπώς οφείλει να συ νεχίσει τον αγώνα του μέχρι που να παραλύσει πλήρως το εκμεταλλευτικό σύστημα που δημιουργεί την ανισότητα, κι όχι μέχρι που να χορτάσει. Ο χωρίς ταξική (συνεπώς και ιστορική) συνείδηση προλετάριος έχει την τάση να θεωρεί τον εαυτό του ευτυχή και να δοξάζει το Θεό κάθε φορά που είναι σε θέση να αυξάνει την ποσότητα του λαδιού στη φασολάδα του. Όμως, τούτη η ποσοτική αντίληψη για την ευτυχία μπορεί να σκοντάψει στο μέγιστο όριο της αγοράς ενός αυτοκινήτου, ενός σπιτιού ή ενός... οικογενειακού τά φου, σε περιπτώσεις έσχατης ιδιοκτησιακής αποβλάκωσης. Και είναι πολλοί οι εργαζόμενοι που σήμερα έχουν και αυ τοκίνητο και σπίτι και προσήλιο τάφο σε καλό νεκροτα φείο. Είναι φανερό πως μια τέτοια άποψη για τη ζωή δεν οδη γεί πουθενά, ή μάλλον οδηγεί σε μια γενίκευση της καπι ταλιστικής αντίληψης για τον κόσμο. 0 "νέος άνθρωπος" που ευαγγελίζεται ο σοσιαλισμός δεν είναι ο παλιός με και νούργιο ρούχο, αλλά ένας ριζικά και ολικά ανανεωμένος άν-
θρωπος στη σκέψη, στο ήθος, στη συμπεριφορά. Ένας τέ τοιος άνθρωπος έχει σαφή συνείδηση πως αυτό που συμβα τικά ονομάζουμε "ανθρώπινη ευτυχία" είναι πρόβλημα ποιο τικό και ουδόλως ποσοτικό, και ότι η όποια ποσότητα χάνει το νόημά της όταν δεν οδηγεί στο διαλεκτικό άλμα του πε ράσματος σε μια καινούργια ποιότητα. Έ τσ ι και η συσσώ ρευση πλούτου χάνει το νόημά της όταν ο πλούσιος παραμέ νει το ζώον που ήταν και πριν, όταν δηλαδή ο πλούτος δεν τον βοήθησε ν’ αποχτήσει καινούργιες ποιότητες σαν αν θρώπινο ον. Και δεν τον βοηθάει κατά κανόνα, με συνέπεια όσο αυξάνει ο ιδιωτικός πλούτος να αυξάνει και η ιδιωτι κή αποκτήνωση. Όταν η απεργία δεν είναι αυτό το "κάτι περισσότερο από μια απλή διεκδίκηση", όπως θέλει ο μαρξισμός, είναι αδύνα το να δημιουργήσει στον εργαζόμενο την ποθητή ποιοτική αντίληψη για τη ζωή του ως εργαζόμενου και θα τον καθη λώσει στο στάδιο του "συλλέκτη αγαθών" που κάποτε κι αυτός δεν θα ξέρει τι να τα κάνει και γιαυτό κι αυτός θα τα καταστρέφει για ν' αγοράζει καινούργια, ενώ σε πάρα πολ λές περιπτώσεις το χρήμα κι αυτός θα το ξοδεύει για την καταστροφή, όπως άλλωστε γίνεται και σήμερα με το σπά σιμο των πιάτων στις ταβέρνες από κείνα τα κτηνοειδή λούμπεν στοιχεία που ποτέ δεν θα καταλάβουν πως είναι και βλακώδες kol παιδαριώδες και αντικοινωνικό και ανα παραγωγικό να πληρώνεις ίσα-ίσα για να νομίζεις πως κάτι κάνεις, όταν δεν μπορείς να κάνεις κάτι σπουδαιότερο απ’ το να προκαλείς ακριβοπληρωμένους θορύβους. Λοιπόν, έχει νόημα να κατεβεί σε απεργία για να διεκδικήσει αύξηση του μισθού του ένας τύπος που τούτην ακρι βώς την αύξηση θα τη δώσει για την αύξηση της ποσότητας των πιάτων που μπορεί να σπάει στις ταβέρνες; Δικαίωμά του, θα πει ίσως κάποιος που δεν πολυκαταλαβαίνει πως το χρήμα είναι δεδομένο αυστηρά κοινωνικό. Δικαίωμά του, αλλά και δικαίωμά μας να τον χαρακτηρίσουμε λούμ πεν ή βλάκα, ανάλογα με το είδος και το βαθμό της ασυνειδησίας του που δεν του επιτρέπει να καταλάβει πως το χρή μα δεν το έχουμε για να καταστρέφουμε αλλά για να φκιάχνουμε. Κι αυτός που κυρίως φκιάχνει είναι ο εργαζόμενος. Και ο εργαζόμενος που κατεβαίνει σε απεργία πρέπει να έχει
συνειδητοποιήσει απολύτως πως η αύξηση που ζητάει δεν είναι η επανόρθωση μιας αδικίας που του έγινε απ' τη μεριά του εργοδότη, αλλά η διεκδίκηση μεγαλύτερου μέρους της υπεραξίας, της παρακρατημένης απ το αφεντικό. Μ ’ άλλα λόγια, δεν ζητάει χάρη απ’ τον εργοδότη και με την απεργία δε θέλει να τον επαναφέρει στο "σωστό δρόμο της χριστια νικής αγάπης" αλλά να αποσπάσει απ’ αυτόν εκείνα που δι καιούται, αυτά που του έκλεψε ο εργοδότης πληρώνοντας την εργασία του σε χαμηλότερη τιμή απ’ αυτήν που ορίζουν οι κοινωνικές συνθήκες μιας συγκεκριμένης εποχής. (Είναι εύκολο να προσδιοριστεί με σχετική ακρίβεια το συγκεκρι μένο κοινωνικά κόστος αναπαραγωγής της προσφερόμενης εργασίας). Αν ο απεργός εξαρτήσει τις διεκδικήσε^ του όχι απ' την αόριστη έννοια της δικαιοσύνης αλλά απ' την πολύ συγκε κριμένη της υπεραξίας θα συνειδητοποιήσει αργά ή γρήγο ρα πως απεργεί γιατί είναι ένας εκμεταλλευόμενος και όχι ένας άρπαγας που πάει να βολευτεί εκβιάζοντας τον εργο δότη μιο και δεν μπορεί να τον κλέψει, και που ίσως θα τον έκλεβε ευχαρίστως, αν του δινόταν η ευκαιρία. Δυστυχώς, πάρα πολύ συχνά η απεργία εκλαμβάνεται απ' τους χωρίς ταξική συνείδηση απεργούς σαν τρόπος νομότυπης κλοπής, ή σαν εκβιασμός με την ποινική έννοια της λέξης. Για τον Λένιν η απεργία είναι "η αρχή της πάλης της ερ γατικής τάξης με την κεφαλαιοκρατική οργάνωση της κοι νωνίας". Προσέξτε πώς διατυπώνει την πρόταση ο πάντα ακριβόλογος Λένιν: Χαρακτηρίζει την απεργία "αρχή της πάλης" και όχι μια ανάμεσα σε άλλες μορφή πάλης. Πρόκει ται, πράγματι, για την αρχή μιας αδιάκοπης πάλης, που δεν σταματά με την επίτευξη των στόχων που βάζει μια απερ γία. Ό χ ι μόνο γιατί θα ακολουθήσουν και άλλες αλλά κυ ρίως γιατί ο εργαζόμενος μέσα απ' τις απεργιακές κινητο ποιήσεις πρέπει να καταλάβει πως δεν θα υπήρχε απεργία αν δεν προϋπήρχε εκμετάλλευση και δεν θα υπήρχε εκμε τάλλευση αν αυτή δεν εκδηλωνόταν μέσα απ’ την ταξική πάλη, Και, ακριβώς, η απεργία, πριν απ’ το κάθε τι είναι μορφή ταξικής πάλης, πιο συγκεκριμένα η αρχή της ταξικής πάλης, όπως λέει ο Λένιν. Και μόνο η ύπαρξη απεργιών είναι επαρ κές επιχείρημα για να δειχτεί πως η κοινωνία είναι χωρισμέ
νη σε λυσσωδώς ανταγωνιστικές τάξεις, που προασπίζονται μετά μανίας τα συμφέροντα τους, και κάθε προσπάθεια συμ βιβασμού και "ταξικής ειρήνης" αποκλείεται να μην είναι ένας προσωρινός συμβιβασμός και μια εντελώς πρόσκαιρη ειρήνη, που θα μεταστραφεί και πάλι σε ταξικό πόλεμο με την πρώτη ευκαιρία - και έτσι συνέχεια μέχρι την εποχή που θα εξαφανιστούν τα πραγματικά αίτια'της κακοδαιμο νίας, δηλαδή το εκμεταλλευτικό σύστημα που δημιουργεί με συνέπεια φυσικού φαινομένου τις ταξικές συγκρούσεις. Βέβαια, είναι λίγο δύσκολο να κατανοήσουν απαξάπαντες αυτούς τους όχι και τόσο κρυφούς μηχανισμούς που διατη ρούν τον κόσμο μοιρασμένο σε αντιμαχόμενες τάξεις. Είναι λίγο δύσκολο να πεις στον απεργό πως δεν είναι απλά ένας διεκδικητής άμεσων και συγκεκριμένων παροχών αλλά και ο δημιουργός της Ιστορίας. Ό τι, δηλαδή, με την απεργία του γράφει στ' αλήθεια Ιστορία, που δεν είναι καθόλου μα καθόλου σχήμα λόγου, αφού έτσι κάνει τα πράγματα να οδηγηθούν προς μια λύση μόνιμη και οριστική που δεν είναι άλλη απ' αυτήν της δημιουργίας της αταξικής κοινωνίας. Που αν δεν είναι να τη ζήσουμε εμείς δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να κάνουμε και μεις κάτι για να την ζήσουν οι επιγενόμενοι, ας πούμε οι άνθρωποι του έτους 3.000 μ.Χ. Όμως, "κάθε επανάσταση περνάει απ' το στομάχι" όπως λέχτηκε. Κι αυτό σημαίνει πως δεν μπορείς να σείσεις εύκο λα για την αναγκαιότητα της επανάστασης ανθρώπους ελά χιστα επιρρεπείς σε θεωρητικές γενικεύσεις, πολύ περισσό τερο όταν συνεπάγονται και μεταθέσεις μέσα στο χρόνο. Ενώ το "εδώ και τώρα" είναι σύνθημα απόλυτα κατανοητό. (Από δω και η δημοτικότητά του τα τελευταία χρόνια), Και δεν υπάρχει τίποτα που να είναι τόσο πολύ "εδώ" και τόσο επίμονα "τώρα" από ένα στομάχι που γουργουρίζει απ' την πείνα. Όμως λιγοστεύουν συνεχώς και περισσότερο αυτά τα στομάχια εξαετίας των παραχωρήσεων που υποχρεώνε ται να κάνει ο προσαρμοστικός καπιταλισμός στην αναδί πλωσή του κάτω απ' τις πιέσεις των εργαζομένων. Συνε πώς, ολοένα και λιγότερο στο μέλλον η επανάσταση θα περ νάει απ' το στομάχι. Καιρός λοιπόν να βάλουμε σε ενέρ γεια και το παρσμελημένο κεφάλη γιατί πάρα πολύ σύν τομα η επανάσταση θα περνάει μόνο από κει, κι αλίμονο μας αν αποδειχτούμε και πάλι ανεγκέφαλοι και αποκλειστικά
στομαχικοί. Η απεργία είναι ένας πρόσφορος τρόπος να τεθεί σε λει τουργία ο αδρανής εγκέφαλος του εργαζόμενου, που υπέστη μύριες κακώσεις απ'τις κακοτυχίες και την ελλειπή δια τροφή. (Πενήντα γραμμάρια χαβιάρι την ημέρα κάνει πολύ καλό στη φαιά ουσία, και κάποτε πρέπει να διεκδικήσουμε και μεις το καθημερινό μας χαβιάρι). Αλλά πώς να τεθεί σε λειτουργία ο εγκέφαλος όταν η συντεχνιακή αντίληψη για την απεργία μεταθέτει συνεχώς το πρόβλημα στο στομάχι που έχει την καταστροφική ιδιότητα όσο το φορτώνεις τό σο να τανύζει; Είπαμε να περνάει απ' το στομάχι η επανά σταση, αλλά όταν το στομάχι γίνεται λάστιχο, η μόνη δίο δος που μένει ανοιχτή για να περάσει είναι ο... πρωκτός Αλλά, και σε μια τέτοια περίπτωση, η επανάσταση δεν περ νάει απ' τα έξω προς τα μέσα, αλλά απ* τα μέσα προς τα έξω. Δηλαδή γίνεται περίττωμα, και το περίττωμα είναι λέξη παράγωγη του περιττού, του άχρηστου, αυτού που πρέπει να αποβληθεί προκειμένου το στομάχι να δέχεται συνεχώς την επανάσταση και συνεχώς να την αποβάλλει. Είναι φανερό πως δεν μπορούμε, πια, να έχουμε εμπιστο σύνη στο στομάχι. Γιατί χάρις στους στομαχικούς απεργιακούς αγώνες κοντεύουμε να αποβλακωθούμε. Και να σκεφτείς πως υπάρχουν περιθώρια και για παραπέρα βόλεμα, χάρις στην ελαστικότητα ταιν τοιχωμάτων αυτού του εκπλη κτικού μυός, που όταν δουλεύει καλά χωνεύει τα πάντα, α πό φασόλια μέχρι... δικτατορίες. (Ξέρετε πολλούς που έπαθσν έλκος κατά την περίοδο της δικτατορίας, εξαιτίας της δικτατορίας; Μάλιστα για λόγους προληπτικής στομαχικής υγιεινής και δεδομένου άτι δεν γίνονταν απεργίες πια, πάρα πολλοί την κοπάνησαν εις Παρισίους και αλλαχού). 0 Λένιν λέει πως "μόνον ο αγώνας για την άμεση βελτίω ση των συνθηκών της ζωής μπορεί να ξεσηκώσει τα καθυ στερημένα στρώματα των καταπιεζομένων μαζών και να τα διαπαιδαγωγήσει". Ομως ο Λένιν αναφερόταν σε μια εποχή όπου, η "άμεση βελτίωση των συνθηκών της ζωής" ήταν πρόβλημα ζωής και θανάτου για τον εργαζόμενο. Σήμερα το ίδιο πρόβλημα δεν έχει την ίδια οξύτητα, πάντα χάρις στους νικηφόρους απεργιακούς αγώνες. Και ίοως σε λίγα χρόνια οι απεργίες να μην γίνονται πια για το ψωμί αλλά για το παντεσπάνι. Θα είναι και πάλι απεργίες δίκαιες αφού όλοι έχουμε δικαίωμα και στο παντεσπάνι (όπως και στο χαβιά ρι) αλλά και πάλι θα είναι απεργίες στομαχικές, που ελάχι
στα ευνοούν, τώρα πια, την ταξική συνειδητοποίηση που είναι το απεργιακό ζητούμενο απ’ το μαρξισμό. (Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως για το μαρξισμό η απεργία εντάσσεται σ ' ένα ευρύτερο προτσές και δεν είναι αυτοσκοπός. Κι όταν λέμε "Η επανάσταση περνάει απ' το στομάχι" εννοούμε πως δεν μένει εκεί αλλά προχωρεί παραπέρα. Πράγμα που ση μαίνει πως το στομάχι δεν είναι σκοπός αλλά μέσο). Αν τα πράγματα έχουν έτσι, είναι επείγουσα ανάγκη να ανυψώσουμε το πρόβλημα απ' το στομάχι στο κεφάλι, κι αυτό είναι κάτι απελπιστικά δύσκολο. Ό χ ι μόνο γιατί όλοι έχουν στομάχι και λίγοι κεφάλι (εννοούμε το περιεχόμενό του) αλλά κυρίως διότι το προλεταριακό κεφάλι έχειπάθει τόσες φρικτές κακώσεις απ' την ανέχεια και τη δυστυχία αιώνων που θα χρειαστούν πολλές δεκαετίες υπερσιτισμού για να λειτουργήσει όπως πρέπει. Καταλαβαίνουμε, τώρα, γιατί οι διεκδίκητικές (οικονομικές) απεργίες είναι χρήσι μες, αν και επικίνδυνες. Όπως πάντα, η ποιότητα θα προέλθει απ' την ποσότητα με διαλεκτικό άλμα, και συνεπώς το στομάχι θα συνεχίσει να παίζει τον παραδοσιακό ρόλο του, Αλλά με έναν καινούργιο τρόπο, κι αυτό είναι το σημαντικό: Δημιουργώντας συνθήκες κατάλληλες για να δουλέψουν αποδοτικά τα κύτταρα της φαιάς ουσίας, ώστε να γίνει νοη τό, επιτέλους, πως η έλευση του σοσιαλισμού είναι μια ιστο ρική αναγκαιότητα και ότι δεν έχει νόημα να πάει κανείς κόντρα στην Ιστορία. Αντίθετα, έχει κάθε λόγο να βοηθάει στη δύσκολη κυοφορία του κόσμου που έρχεται με τον τρό πο που μπορεί και τα μέσα που διαθέτει. Δυστυχώς, υπάρχουν πάντα και τα "καθυστερημένα στρώματα", όπως λέει ο Λένιν στη ρήση του που προαναφέραμε. Αυτά τα καθυστερημένα στρώματα πρέπει πρώτα απ’ όλα να φαν. Να φαν μέχρι σκασμού. Και τρώγοντας μέχρι σκασμού ίσως καταλάβουν πως δεν μπορεί κανείς να τρώει μέρα νύχτα, σαν παρακμιας Ρωμαίος άρχοντας. Προς το παρόν οι διεκδίκητικές απεργίες βαδίζουν προς το ρωμαϊκό τοσς στάδιο. Πράγμα καθόλου μεμπτό. Αρκεί να μην μείνουν εκεί. Οπότε, καήκαμε. 20/ 5/84
1 0 .0 1 ΚΑΛΠΗΔΕΣ
"Γίνε αυτός που είσαι", λέει ο Γκα'ιτε και τα λόγια του μοιά ζουν παράλογα. Πώς είναι δυνατόν να μου ζητάει να γίνω κάτι που ήδη είμαι; Αν έλεγε: "Γίνε αυτός που θα μπορούσες να γίνεις", ή "γίνε αυτός που έβαλες πρόγραμμα να γίνεις", ή "γίνε αυτός που λεν οι άλλοι πως πρέπει να γίνεις", θα κατα λάβαινα πολύ καλά πως μου ζητάει να φτάσω εκεί όπου ακό μα δεν είμαι, πράγμα που απαιτεί μια προσπάθεια απ’ ιη μεριά των άλλων που νοιάζονται για μένα και που, συνεπώς, προϋ ποθέτει την παιδεία και τη γνώση: Δεν είμαι αυτός που θα μπορούσα Ισως να είμαι γιατί κάτι παρέλειψα να κάνω για τον εαυτό μου, ή κάτι παρέλειψαν οι άλλοι να κάνουν για μένα, με συνέπεια να μην είμαι αυτός που θα μπορούσα να είμαι και τελικά να γίνω αυτός που είμαι. Ό μω ς ο Γκέτε στην παραπάνω μνημειώδη φράση τού δεν μιλάει για καθήκοντα που παραλείφτηκαν και υποσχέσεις που αθετήθηκαν. Αυτό είναι ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα,Ο Γκα'ιτε μιλάει όχι γιαυτό που θα μπορούσα να είμαι στο μέλλον, ή γιαυτό που θα μπορούσα να είμαι τώρα αν το παρελθόν μου ήταν διαφορετικό, αλλά για κάτι που είμαι τώρα και ταυτό χρονα δεν είμαι και που πρέπει να γίνω για να είμαι τελικά αυτός που είμαι, γιατί όπως είμαι τώρα δεν είμαι ο εαυτός pou. Μ ' άλλα λόγια μιλάει για τη μη αυθεντικότητά μου: Με θεωρεί κάλπη και μου ζητάει να πάψω να είμαι προκειμένου να βρω το χαμένο εαυτό μου. Ό λο ς ο κόσμος ξέρει απ' την καθημερινή του εμπειρία πως δεν υπάρχουν μόνο κάλπικα νομίσματα αλλά και κάλ πικοι άνθρωποι, κοινώς "κάλπηδες". Όμως πώς γίνεται να
είναι ψεύτικος ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά, με νουν και ψυχιομά, ένας άνθρωπος ολοζώντανος εδώ μπροστά μου που μπορώ να τον αγγίζω, να τον φιλήσω, να τον χαστουκίσω και να κάνω μαζί του χίλια άλλα αληθινά πράγματα; Εδώ, μπορεί να γίνει μια παρανόηση: Κάλπης δεν είναι ο ψεύτης. Αυτός είναι απλά... ψεύτης και η γλώσσα φρόντισε να του βρει μια λέξη αποκλειστικά δική του? Ο κάλπης όμως δεν είναι αναγκαστικά ψεύτης και ο ψεύτης δεν είναι οπωσ δήποτε κάλπης. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, η ψευ τιά έχει μια βαθιά γνησιότητα. Κάλπης δεν είναι, ακόμα, ο απατεώνας. Γιατί αυτός είναι ένας "εμπράγματος ψεύτης", δηλαδή κάποιος που δεν λέει μόνο ψέματα, αλλά και πράττει ψευδώς: Κάνει Α για να πετύχει Β και οε πείθει (γιαυτό χρειάζεται νάναι μαζί και ψεύτης) πως κάνει Α για να πετύχει Α. "Αλλωστε, ούτε ο ψεύτης ού τε ο απατεώνας είναι ανάγκη να γίνουν αυτοί που είναι, σύμ φωνα με την παραίνεση του Γκαίτε γιατί ήδη είναι αυτοί που είναι, και μάλιστα με τρόπο γνησιότατο: Ως ψεύτες και απα τεώνες δεν είναι κάλπηδες, εφόσον βέβαια μιλούμε για γνή σιους απατεώνες και γνήσιους ψεύτες, και τούτη η μορφή αρνητικής γνησιότητας, είναι ως γνωστόν η πιο γνήσια που θα μπορούσε να υπάρξει, κυρίως εδώ στην Ελλάδα, χώρα γνωστή παγκοσμίως για την αρνητική της γνησιότητα. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να κάνουμε και εξαγωγή,,, γνησίων απατεώνων, ενώ θα δυσκολευόμασταν να κάνουμε εξαγω γή γνησίου λαδιού, ας πούμε, που είναι το εθνικό μας προϊόν, ένα προϊόν που νοθεύεται εύκολα και με τρόπο γνησίως ελ ληνικό. Το γνήσιο, λοιπόν, μπορεί να είναι και καλό και κακό. Υ πάρχουν γνήσια φρέσκα αυγά (αυθεντικά, δηλαδή φρέσκα αναμφισβήτητα), υπάρχουν όμως και γνήσια κλούβια αυγά (αυθεντικά, δηλαδή, κλούβια αναμφισβήτητα, αφού όταν τα κουνήσω νιώθω ήδη το πουλάκι να ...περπατάει μέσα στο τσόφλι και ν' ανυπομονεί να δει το φως του ήλιου, που δεν θα το δει όταν ξεγελαστώ απ’ τον γνησίως απατεώνα που μου το πούλησε στη γνησίως εθνική οδό και επιχειρή σω να το κάνω ομελέτα). Αφορμή για τα παραπάνω (και για τα παρακάτω) ήταν μια τέτοια ομελέτα που επιχείρησα να φκιάξω πρόσφατα με "γνησίως" χωριάτικα αυγά, θα έλεγα γνησίως ελληνικά
αυγά, δηλαδή γνησίως μη-αυγά, αλλά και γνησίως μη-κοτόπουλα ακόμα, δηλαδή γνησίως... τίποτα. Γιατί, λοιπόν, πρέπει να συνεχίσω ν ' αγοράζω ελληνικά προϊόντα; Δεν μπορώ να φάω το τίποτα, παρόλο που μια παλιά... παροιμία λέει πως οι Έλληνες ζουν με το τίποτα. Αλλά και πώς να πιστέψω πως δεν είμαι Έλληνας αφού το λέει η ταυτότητά μου; Φαύλος κύκλος. Δηλαδή, το να γεννηθείς Έλληνας σημαίνει πως αυτόματα μπαίνεις σ ' έναν φαύλο κύκλο. Όμως, η γεωμετρία δεν γνωρίζει τη φαυλότητα. Η φαυλότητα είναι ανθρώπινη ιδιότητα. Συνεπώς όταν μιλάμε για ελληνικό φαύλο κύκλο μιλάμε για φαύλους Έλληνες που φκιάχνουν αυτόν τον ιστο ρικό για την Ελλάδα κύκλο. Εφαρμόζοντας λοιπόν τη ρήση τουΓκαίτεστο γνησίως εθνικό μας πρόβλημα (τη μη γνησιότητα σε τίποτα), θα μπο ρούσαμε να πούμε: Δεν αρκεί να είσαι Έλληνας, πρέπει να γί νεις. Πομ σημαίνει: Είσαι κάτι που πρέπει να γίνεις. Οπότε εισβάλλει και πάλι το παράδοξο που λέγαμε: Πώς είναι δυ νατό να γίνω Έλληνας αφού ήδη είμαι, όπως θα μπορούσε να το βεβαιώσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ο ληξίαρχος του χωριού μου; Αλλά εδώ δεν μιλάμε για ληξιαρχικές πρά ξεις γεννήσεως. Μιλάμε για γνησιότητα. Για να είμαι, πρέ πει να γίνω αυτό που ήδη είμαι. Και, για να παραμείνω ακό μα λίγο στο εθνικό μας πρόβλημα, για να γίνω Έλληνας πρέ πει να είμαι αυτό που ήδη είμαι, δηλαδή Έλληνας. Αυτό ακρι βώς σημαίνει η έκφραση "πρέπει να βρούμε την ταυτότητά μας ως λαός". Να, λοιπόν που καταλάβαμε τι εννοεί ο Γκαίτε: Για να ψάχνω για την ταυτότητά μου σημαίνει πως την έχω χάσει. Το να γίνεις αυτός που είσαι σημαίνει πως δεν ξέ ρεις ποιος είσαι και συνεπώς αν το μάθεις θα γίνεις αυτός που είσαι, και που τώρα ούτε καν το υποπτεύεσαι, όχι γιατί είσαι βλαξ ή αμαθής αλλά γιατί έχεις υποστεί αλλοτρίωση. Φτάσαμε, λοιπόν, στην έννοια-κλειδί, την αλλοτρίωση, που θα μας επιτρέψει να δούμε πώς και γιατί είμαστε κάτι που δεν είμαστε: Δεχθήκαμε πως υπάρχει μέσα μας κάτι το μη γνήσιο, κάτι το ξένο προς τον ίδιο μας τον εαυτό nou όμως το εκλαμβάνουμε ως αληθές. Είπαμε, ακόμη, πως κυκλοφορούμε με ψεύτικη ταυτότητα: Μήπως, τελικά, εγώ δεν είμαι ο εαυ τός μου; Μήπως κουβαλάω μέσα μου έναν "αλλότριο" (έναν ξένο); Μήπως δηλαδή είμαι ξένος στον ίδιο μου τον εαυτό, που ωστόσο είναι ό,τι πιο δικό μου είναι δυνατό να υπάρξει;
Πράγματι, αλλοτρίωση λέμε την αποξένωση απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό. Αν όντως έχω αποξενωθεί απ' τον εαυτό μου, για να βρω τον εαυτό μου πρέπει να γίνω αυτός που είμαι, όπως παροτρύνει ο Γκαίτε. Πρέπει δηλαδή να στείλω στο... ξενοδο χείο τον ξένο που φιλοξενώ μέσα μου χωρίς να το καταλαβαί νω, και δεν το καταλαβαίνω γιατί τούτος ο ξένος είναι ο ίδιος μου ο εαυτός. Έτσι, θα βρω τη γνησιότητά μου και θαπάψω να είμαι κάλπης. "Είμαι κάλπης" και "είμαι αλλοτριωμένος" σημαίνουν ακρι βώς το ίδιο πράγμα. Η μια έκφραση είναι λαϊκή και η άλλη λό για κι αυτή είναι η μόνη διαφορά τους. Όμως, το μεγάλο πρό βλημα που δημιουργείται εδώ είναι: Πώς να ξεχωρίσω τον πα ράξενο ξένο αφού αυτός ο ξένος είναι ο ίδιος μου ο εαυτός, κι αφού ο εαυτός μου είναι δικός μου όσο τίποτα; Κάποια πράγματα συνηθίσαμε να τα θεωρούμε προφανή α πό αδυναμία εμβάθυνσης. Έτσι, λοιπόν, θεωρούμε αυτονόητο το γεγονός πως αποκλείεται εγώ να μην είμαι εγώ αλλά κά ποιος ξένος (αλλότριος), που ήρθε και κούρνιασε μέσα μου τόσο άνετα που έγινε ένα με τον εαυτό μου, μπολιάζοντας μου αυτή την καταραμένη μη γνησιότητα, αυτή τη σκουριά που δεν ξέρω πως είναι τέτοια, αυτή την ψευτιά που τη ζω σαν αλή θεια, αυτόν τον ξένο, τέλος, που είναι ο εαυτός μου, χωρίς να νιώθω πως είναι ένας ξένος που τον φιλοξενώ, και μάλιστα χωρίς να έχω καμιά υποχρέωση να τον φιλοξενήσω. Λοιπόν, ποιος είναι αυτός ο ξένος που είναι ο εαυτός μου; Πώς βρέθηκε στη συνείδησή μου και την ψεύτισε; Ποιος κι από πού τον έστειλε τούτον τον ανεπιθύμητο που, όμως, σχε δόν ποτέ δεν τον εκλαμβάνω σαν ανεπιθύμητο; Για να το πούμε με ένα παράδειγμα πιο απλά και αναγκαστι κά Πιο χυδαία, αφού σε χυδαίους θ ' αναφερθούμε: Τι είναι εκείνο που κάνει τον εθνικόφρονα να πιστεύει πραγμα τικά και χωρίς να μπλοφάρει ούτε για μια στιγμή {μιλάμε μόνο για τους "γνήσιους" εθνικόφρονες, με την έννοια που ήδη διευ κρινίσαμε) πως είναι πράγματι ο πιο γνήσιος πατριώτης που θα μπορούσε να υπάρξει και πως όλοι οι άλλοι είναι από ελλειμματικοί πατριώτες μέχρι ολικά μη-πατριώτες, ας πούμε "Βούλγαροι"; Αν πούμε πως ο εθνικόφρων είναι ένας βλαξ δεν λέμε και πολλά πράγματα, γιατί κατά τα άλλα τούτος ο δύστυχος μπορεί να είναι ευφυέστατος. Γιατί λοιπόν να είναι βλαξ μόνο ως προς την εθνικοφροσύνη κι όχι και σ' όλα τα
άλλα; Ποιος ξένος κούρνιασε μέσα του και του υπαγορεύει με τόση πειστικότητα τις απόψεις του, που τελικά να πιστέψει πως είναι δικές του; Φτάσαμε ήδη στην καρδιά του προβλήματος: ο αλλοτριωμέ νος (ο αποξενωμένος απ' τον ίδιο του τον εαυτό) δεν έχει δι κές του απόψεις. Πρεσβεύει ξένες (αλλότριες) απόψεις που ό μως τις βιώνει με τέτοια δύναμη, που του είναι τελείως αδιά φορο αν είναι ξένες. Ζει το ψέμα του σαν να ήταν μια αναμφι σβήτητη αλήθεια, και ως εκ τούτου είναι απελπιστικά δύσκολο να τον μεταπείσεις. Δεν είναι καθόλου απίθανο ένας πεινασμένος ελιοφάγος λοϋμπεν να συνεχίζει να κραυγάζει ειλικρινέ στατα "ελιά ελιά και Κώτσο βασιλιά". Άλλω στε ξέρουμε πως υπάρχουν πάντα χουντικοί που συνεχίζουν να πιστεύουν με συναρπαστική ειλικρίνεια στην "εθνοσωτήριο", κι ας ξέρει ό λος ο κόσμος πως ήταν απλά και καθαρό "πορτοφολοσωτή ριος" διπλής εθνικότητας: αμερικανικής και ελληνικής. Δεν μπορούμε να πούμε πως αυτοί ol άνθρωποι είναι σχι ζοφρενείς. Γιατί αν ήταν, το πρόβλημα θα λυνόταν ίσως με μια ψυχοθεραπεία. Άλλωστε, σ ' όλα τ ’ άλλα μπορεί να είναι λι γότερο ανώμαλοι. Εν πάση περιπτώσει το πρόβλημα δεν είναι ψυχοπαθολογικό μόνο. Γιατί ο αλλοτριωμένος δεν είναι ψυχι κά άρρωστος. Είναι αλλοτριωμένος: Ο εαυτός του του είναι ξένος. Ό μω ς η αλλοτρίωση, έννοια δύσκολη που τη χρησιμοποιεί πολύ ο Μαρξ στα νεανικά του κείμενα, δεν είναι απολύτως δι ευκρινισμένη ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενό της, και συνεπώς πρέπει να χρησιμοποιείται με περίσκεψη. Γιατί ο ψυ χικός μηχανισμός της "ενδοβολής" (της ενδοστρέφειας εξωτε ρικών δεδομένων) είναι τρομερά πολύπλοκος. Όπως και νάναι πάντως υπάρχει σ' όλους μας ένας περισσότερο ή λιγότερο ξέ νος που κατοικεί μ' όλη του την άνεση μέσα μας. Άλλωστε, σκοπός της παιδείας δεν είναι ακριβώς να βάλει "κάτι" μέσα μας; Κι αυτό το "κάτι” δεν είναι κάτι το ξένο, δηλαδή κάη που δεν το "παράγει" ο εαυτός μας, όπως ο αγρός τις παπαρούνες; Μήπως, τελικά, το αίτημα για γνησιότητα (αποαπαλλοτρίωση) δεν είναι παρά ένα αίτημα για ζωοποίηση; Πόσο γνήσιος μπο ρεί να είναι π.χ. ένας καλόγερος που ζει στη σκήτη του σαν αγρίμι; Κι αν αυτό το παράδειγμα θεωρηθεί ατυχές εξαιτίας του Θεού τού καλόγερου που "εγκαταστάθηκε" μέσα του και ίου "μιλάει" υπαγορεύοντας του συμπεριφορές καταφάνερα
ξένες για κάθε λογικό ον, υπάρχει το άλλο παράδειγμα του βουδιστή που κάνει ό,τι μπορεί για "ν ' αδειάσει" το περιεχό μενο της συνείδησής του και να φτάσει σ ' εκείνο το ιδιόρρυθ μο μηδέν που ονομάζεται Νιρβάνα. Λοιπόν, θα μπορούσε να θεωρηθεί ο βουδιστής σαν το ολικά απαλλαγμένο από την αλ λοτρίωση ον; Πάρα πολύ αμφίβολο. Γιατί, για την αλλοτρίω σή μας δεν φταίει η συνείδηση, φταίει η περίφημη "ψευδής συνείδηση", που από μια άποψη είναι το άλλο όνομα της αλ λοτρίωσης. Το πρόβλημα δεν είναι να χάσουμε τη συνείδησή μας όπως θέλουν οι βουδιστές, αλλά να τη βρούμε. Πρέπει, λοιπόν, να γίνουμε αυτοί που είμαστε όπως λέει ο Γκαίτε κι όχι να γίνουμε το τίποτα, όπως λεν οι βουδιστές και πι στεύουν οι τεμπέληδες αυτοί που ξέρουν πόσο δύσκολο εί ναι να "είσαι κάτι", όπως λέει ο λαός. Αυτό το κάτι μπορεί να είναι πολύ ή λίγο, αλλά πρέπει να είναι γνησίως δικό μας. Δικά μας είναι και τα δάνεια που αν θέλουμε τα κάνουμε. Η παιδεία είναι μια ατέλειωτη σειρά τέτοιων δανείων, που μας κάνουν ικανούς να πληρώσουμε κάποτε στην κοινω νία τους γνησίως δικούς μας τόκους που της χρωστάμε. Συνεχώς παίρνουμε και συνεχώς δίνουμε. Η αλλοτρίωση είναι ένα μπλοκάρισμα αυτής της δοσοληψίας, ένα σταμάτημα της διαλεκτικής σχέσης που καθορίζει το δεσμό μας με το γύρω μας κόσμο. Πιο σωστά, είναι μια πόλωση, ένα επί μονο καναλιζάρισμα της σκέψης μας προς μια κατεύθυνση, που καταργεί όλες τις άλλες. Κι έτσι η έμμονη ιδέα γίνεται με τον καιρό η κυρίαρχη ιδέα που μας θωρακίζει από επι δράσεις και τελικά μας αποξενώνει από τον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς καταργεί τις πολύπλοκες εξαρτήσεις μας από το γύρω μας κόσμο. 27/5/84
11. Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ
0 οποιοσδήποτε διατυπώνει γραπτά ή προφορικά μια "άπο ψη" παίρνει μια "θέση" απέναντι στο πρόβλημα που τον απα σχολεί καί, "απ' τη μεριά του", η άποψή του αποκλείεται να μην είναι σωστή. Στην παραπάνω πρόταση οι λέξεις "άποψη", "θέση" και "μεριά" αναφέρονται και οι τρεις σ' ένα υποκείμε νο (έναν άνθρωπο) που σκέφτεται ένα αντικείμενο (ο,τιδήποτε δεν είναι ο εαυτός μας). Ό λος ο κόσμος έχει απόψεις για το κάθε τι. Κι "απ' τη μεριά του" ο καθένας έχει δίκιο για τα πάντα. Όμως, αν όλοι έχουν δίκιο για όλα, κι αν υποθέσουμε ότι το δίκιο αυτό του καθένα δεν έχει τίποτα το κοινό με το δίκιο όλων των άλλων, γίνεται φανερό πως δεν είναι δυνατό να παρθεί καμιά απόφαση που θα αφορούσε περισσότερους από έναν ανθρώπους. Για να παρθεί μια απόφαση πρέπει κάποιοι απ’ αυτούς που διαφωνούν είτε να πειστούν πως έχουν άδικο και ν' αλλάξουν γνώμη ώστε η απόφαση να παρθεί με πλειοψηφία είτε να πα ραμεριστούν, να αγνοηθούν ή να φιμωθούν οπότε λίγοι ή ο ένας θα επιβάλει την άποψή του πάνω στους πολλούς. Λ ο ι πόν, είτε για δημοκρατία πρόκειται είτε για ολιγαρχία είτε για δικτατορία (ανάλογα με το ποιων και πόσων οι απόψεις επικρατούν τελικά), είναι φανερό πως δεν μπορεί να επικρατή σουν οι απόψεις όλων για όλα, παρόλο που ο "καθένας απ' τη μεριά του" έχει δίκιο για όλα. 'Αλλωστε και λογικά μόνο αν δει κανείς το πρόβλημα και όχι στατιστικά, όπως κάναμε παραπάνω, αποκλείεται να υπάρ χουν τόσες αλήθειες όσοι άνθρωποι. Λέμε, βέβαια, πως η αλή θεια είναι υποκειμενική ή μάλλον διαλεκτική αφού πρόκειται
για σχέση ενός υποκειμένου με ένα αντικείμενο, αλλά δεν πρέ πει να φανταζόμαστε αυτή την υποκειμενικότητα σαν ένα διαρ κές εγωιστικό παραλήρημα όπου ο καθένας λέει και κάνει ό,τι του καπνίσει με την απαίτηση, μάλιστα, να σεβαστούν οι πάντες αυτά που λέει ή κάνει. Αυτό σημαίνει πως η περίφημη "υποκειμενική αλήθεια" ού τε τόσο υποκειμενική είναι ούτε τόσο αληθινή όταν γίνεται πα ραλήρημα που αδιαφορεί για το γύρω κόσμο, που είναι αλη θινός όσο τίποτα. Είναι φανερό πως δεν μπορεί να λεν αλή θειες ούτε οι παρανοϊκοί ούτε οι αλλοπαρμένοι "θεόπνευστοι" για τον απλό λόγο πως η δική τους αλήθεια είναι η κατ’ εξο χήν υποκειμενική αλήθεια, αυτή που έφτασε στο άκρον άωτον του πιο απόλυτου υποκειμενισμού. Η αλήθεια του ενός είναι αλήθεια του κανενός. Εκτός κι αν αυτήν την αλήθεια του ενός τη μεταθέσουμε στον 'Αναρχο Ένα που την περιέχει σαν σε πάντα γεμάτη δεξαμενή απ' όπου αντλούν οι πιστοί τις προ σωπικές τους αλήθειες που, βέβαια, παύουν να είναι προσωπι κές αφού τους επιβάλλονται απ’ έξω. Αν δεν δεχτούμε πως η αλήθεια εκπορεύεται από μια αόρα τη πηγή έξω από μας, οπότε λύνουμε αυτόματα το λεγόμενο γνωσιολογικό πρόβλημα με τον πιο απλό και εύκολο τρόπο και ξοφλούμε μια για πάντα με το βάσανο να ψάχνουμε συνε χώς και να βρίσκουμε ή να μην βρίσκουμε ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε την αλήθεια και το ψέμα εντός του κόσμου. Αλλά σ ' αυτή την περίπτωση ο απόλυτος υποκειμενισμός κάνει και πάλι την απειλητική παρουσία του και η αλήθεια κινδυνεύει να διαλυθεί και πάλι μέσα στον κονιορτό των υποκειμένων. Γιατί είναι δυ νατό όλοι να διεκδικήσουν την αλήθεια για τον εαυτό τους και κανείς να μην δέχεται ότι υπάρχει μια αλήθεια και στην άποψη του άλλου. Ή, αντίθετα, είναι δυνατό όλοι να δέχονται την α λήθεια όλων, πράγμα μάλλον αδύνατο γιατί κάποτε η "διαπά λη των ιδεών" και, κυρίως, η "πάλη των τάξεων" θα φέρουν στην επιφάνεια μια "σύγκρουση απόψεων" που μπορεί να μην γίνεται πάντα φανερή αλλά υπάρχει πάντα, είτε μας αρέσει είτε όχι. Ακόμα κι αυτοί που πιστεύουν άτι η αλήθεια τους εκ πορεύεται απ' τον Αλάθητο Ένα, θα υποχρεωθούν κάποτε να υπερασπιστούν τις απόψεις τους, γιατί πάντα θα υπάρχουν αλ λόπιστοί, δηλαδή άνθρωποι που πιστεύουν άλλως πως, πράγ μα που δείχνει με τον πιο πειστικό τρόπο πως η "πίστη τού
άλλου" κάνει τη δική μου πίστη λιγότερο πιστευτή, κι ας νομίζω πως το δίκιο βρίσκεται ολόκληρο οπ' τη μεριά μου. Γιατί, αν η αλήθεια ήταν αντικειμενική θα την συμμεριζόμα σταν όλοι ασυζητητί, αφού το αντικείμενο είναι κάτι που υπάρ χει εκεί απέναντι μου καί με περιμένει να το περιαδράξω. Λ ο ι πόν, δεν είναι η παράλυσή μας που μας εμποδίζει να προχωρή σουμε και να φτάσουμε στην αλήθεια, αλλά η ανυπαρξία μιας αντικειμενικής κατάστασης που λέγεται αλήθεια. Όμως, το είπαμε ήδη, είναι αδύνατο να έχουν δίκιο όλοι για όλα. Κάποιος ή κάποιοι πρέπει να έχουν περισσότερο δί κιο, όχι γιατί αυτοί συνέλαβαν την αντικειμενική αλήθεια, αλ λά διότι η κίνησή τους προς την αλήθεια, που παραμένει πάν τα ένα όριο κι ένα άπιαστο ιδανικό, γίνεται με τρόπους και μέ σα περισσότερο έγκυρα. Συνεπώς, μπορούμε να επισημάνουμε σιο υποκείμενο (ταν άνθρωπο) που αναζητά την αλήθεια, που δεν πρόκειται να τη βρει ποτέ, κάποια αντικειμενικά δεδομένα που καθιστούν την έρευνα του για την αλήθεια πιο έγκυρη. Ποια είναι αυτά; Είναι φανερό πως το παιδάκι έχει δίκιο μόνο για κείνα τα στοιχειώδη πράγματα που αφορούν τη ζωή του με τον πιο ά μεσο τρόπο: Έχει αναμφισβήτητα δίκιο όταν λέει πως πεινάει, αλλά δεν έχει δίκιο όταν πιστεύει πως το πρωτοχρονιάτικο δώρο του τόφερε ο Αη-Βασϊλης αυτοπροσώπως, και μάλιστα απά το ειδικό προς τούτο ταξίδι του στην Καισαρεία. Ο τρελός, πάλι, έχει εξώφθαλμα άδικο όταν ισχυρίζεται πως είναι ο Μέγας Ναπολέων, και αυτό που ονομάστηκε απ' την αντιψυχιατρική "δίκαιο του τρελού" είναι δίκαιο μόνο αν κοιταχτεί απ’τη μεριά του τρελού, δηλαδή μόνο αν υιοθετή σουμε έναν ερμηνευτικό κώδικα που δεν είναι ο κοινά ισχύων και αφορά μόνο τη γλώσσα των τρελών. Δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στην ανωριμότητα (παιδικότη τα) και την ωριμότητα (ενηλικιότητα), ούτε ανάμεσα στην τρέ λα και τη φρονιμάδα, Μπορεί ένας γέρος να κουβαλάει μέσα του ένα νοητικά και συναισθηματικά νήπιο kl ένας γνωστικός έναν εκκολαπτόμενα ή μεταμφιεσμένο τρελό. (Η ψυχανάλυση έχει νο πει πολλά επί του θέματος). Ο κάθε άνθρωπος έχει μία ιδιαιτερότητα στην πιο απόλυτη κυριολεξία: Οι ψυχικές, συ ναισθηματικές και πνευματικές του ιδιομσροίες είναι τα ψυχι κά, συναισθηματικά και πνευματικά του "δακτυλικά" αποτυ πώματα, που συνιστούν την προσωπικότητά του.
‘Ομως, κι εδώ είναι το λεπτό σημείο για το πρόβλημά μας, η κάθε υποκειμενικότητα (ατομικότητα) διαμορφώθηκε έτσι κι όχι αλλιώς κάτω από πολύ συγκεκριμένες αντικειμενικές συν θήκες. Διαφορετικοί γονείς, διαφορετικοί δάσκαλοι, διαφορε τικά διαβάσματα, διαφορετικοί φίλοι, διαφορετικοί συνάδελ φοι και συνεργάτες, διαφορετική πόλη και κράτος, διαφορε τική εποχή και Ιστορία, εν ολίγοις διαφορετικός περίγυρος (περιβάλλον) φκιάχνουν λίγο ως.πολύ διαφορετικούς ανθρώ πους. Τα βασικό κοινά για όλους τους ανθρώπους χαρακτη ριστικά δεν είναι επαρκής λόγος να μας κάνει να μιλούμε για προσωπικότητα και ατομικότητα. Τα κοινά χαρακτηριστικά μάς κάνουν απλώς μέλη του ανθρώπινου είδους, και είναι χαρακτηριστικά βιολογικά. Η προσωπικότητα και η ατομι κότητα όμως δεν είναι έννοιες βιολογικές, είναι έννοιες ψυ χολογικά και κοινωνικά καθορισμένες, ή μάλλον έννοιες κα θορισμένες απ' το σμίξιμο του γονότυπου (κληρονομικότητα) και του φαινοτύπου (επίκτητες ιδιότητες). Μ ’ άλλα λόγια η ατομικότητα και η προσωπικότητα φκιάχνεται, δεν χαρίζεται απ' τη φύση ή το Θεό, ή χαρίζεται μόνο κατά το μισό (στην κληρονομικότητα). Είμαστε αυτό που γινόμαστε λέει ο Σαρτρ και εννοεί αυτό που ακριβώς είπαμε. Αφού δεν είμαστε (γιατί δεν γινόμαστε) όλοι ίδιοι, πώς μπο ρεί να έχουμε όλοι το ίδιο έγκυρες απόψεις για τον κόσμο και τα πράγματα; Έ χ ω άποψη σημαίνει στην κυριολεξία ορώ (κοι τάω) από μια ορισμένη θέση το συγκεκριμένο πρόβλημα που με απασχολεί. Λέμε, επίσης, "παίρνω θέση” και εννοούμε το ίδιο ακριβώς. Η άποψή μας (η θέση μας) είναι προσδιορισμένη απ' το ποιοι είμαστε (ποιοι έχουμε γίνει). Συνεπώς, έχουμε περισσότερο ή λιγότερο δίκιο, ανάλογα με το ποιοι είμαστε (ποιοι έχουμε γίνει) κι όχι ανάλογα με το "ποσοστό" του Α γίου Πνεύματος που επικάθησε στο κλούβιο μας κεφάλι. (Δεν μιλάμε εδώ για τους Προφήτες και τους Μυστικούς, που μπέρδεψαν κόσμο και κοσμάκη γιατί ο κάθε βλοξ έχει την ακατάσχετη τάση να περνιέται για προφήτης και εμπνευσμέ νος τη στιγμή που δεν είναι παρά βλαξ, νέτα σκέτα, που παρα ληρεί. Μιλάμε για έλλογα όντα που αρνούνται να κρύψουν την κενότητα τους κάτω από το ακατάσχετο παραλήρημα της εικο τολογίας). Όμως, όπως είπαμε δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στο ομαλό και το ανώμαλο, το λογικό και το παράλογο, το δίκιο και το ά
δικό, το ηθικό και το ανήθικο, κλπ. Τα ζεύγη των αντίθετων εννοιών ορίζουν μόνο τα δυο αντίθετα άκρα εντός των οποίων μπορεί να ξαπλωθεί η ρευστή έννοια. Κι έτσι ο κάθε κουτεν τές, αντικειμενικά τοποθετημένος κοντά στο αρνητικό σκέλος του εννοιολογικού δίπολου, μπορεί να ισχυριστεί ανετότατα πως συνέλαβε την αλήθεια, σαν αστυνόμος που συνέλοβε το ληστή. Στην πραγματικότητα αυτό που συνέλαβε είναι η κου ταμάρα του εν πλήρειδράσει. Το μεγαλύτερο μαρτύριο που μπορεί να υποστεί ένας λογι κός άνθρωπος είναι να βρεθεί αντιμέτωπος μ' έναν εικοτολόγο, δηλαδή μ ' εκείνο το φρικαλέο τύπο που αποφαϊνεται συ νεχώς κατά το "εικός". Είναι ακατάσχετος ο πειρασμός να δώσεις τρεις φάπες σ ' αυτόν που ολόκληρη την επιχειρημα τολογία του τη στηρίζει πάντα στο "έτσι θέλω, έτσι νομίζω, έτσι μ' αρέσει". (Αυτοί ακριβώς είναι οι βασανιστές που λέ γονται είκοτολόγοι). Τούτοι ol ανόητοι ούτε καν αναρωτιούν ται πώς ο δίπλα τους κι ο παραδίπλα τους και οι πάντες θα μπορούσαν να κρύψουν την άγνοιά τους και τη βλακεία τους μέσα στο "έτσι θέλω", που βέβαια δεν αποτελεί επιχείρημα για τίποτα. Κι ωστόσο είναι το μόνο επιχείρημα του ανοήτου και του αδαούς, που αρνείται να στρώσει τον πισινό του, κατά το δη λεγόμενο, και να μάθει τρία πράματα ώστε νάχει τρεις απόψεις περισσότερο έγκυρες και λιγότερο εικοτολογικές. Καμιά άποψη κανενός δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα έγ κυρη, διότι απλούστατα κανείς δεν κατάφερε να συλλάβει την απόλυτη αλήθεια, Όμως, κάποιων οι απόψεις είναι αναγκαστι κά πιο έγκυρες, όχι γιατί τους "φώτισε ο Θεός" αλλά γιατί τους φώτισε η λάμπα κάτω απ' την οποία μελετούν ή ο ήλιος στην περίπτωση που δεν τον χρησιμοποιούν μόνο για την ηλιοθεραπεία αλλά και για να βλέπουν έξυπνα τα φοβερά και τρομερά που συμβαίνουν στον κόσμο. Λοιπόν, οι εικοτολόγοι να μας αφήσουν ήσυχους στην αγωνία μας να μάθουμε και να καταλάβουμε, και να φροντίσουν ν ' ανταλλάξουν τα κίβδηλα νομίσματά τους με γνήσια: Δεν δικαιούνται να λεν "έτσι νομίζω" αν δεν αποδείξουν πως το νόμισμά τους δεν είναι κίβδηλο. Η επιστημολογία (είναι η επιστήμη που μελετάει την εγκυρότητα και τη λειτουργικότητα των μεθόδων που χρησιμοποι ούν όλες οι επιστήμες) έχει να λύσει ένα τρομερά δύσκολο πρόβλημα, αυτό της "κεντροθέτησης". Ο μελετητής έχει
πάντα την τάση να βάζει στο κέντρο του προβλήματος που μελετάει τον εαυτό του, κυρίως όταν ασχολείται με τις λεγά μενες "επιστήμες του ανθρώπου" όπου οι υποκειμενικές εκ τιμήσεις παίζουν βασικότατο ρόλο. Για παράδειγμα, αν ο ε ρευνητής είναι σεξουαλικά προβληματικός έχει την τάση να κάνει την ανθρώπινη σεξουαλικότητα ένα δυσεπίλυτο πρόβλη μα, γενικεύοντας απαράδεκτα το προσωπικό του πρόβλημα ίσα ίσα για να αισθανθεί ο ίδιος λιγότερο προβληματικός. Αν ο ερευνητής είναι πλούσιος θα εφεύρει χίλια σοφίσματα για να καλύψει τη μέχρι αποδείξέως του εναντίου αλήθεια του Π μουντόν που λέει "η ιδιοκτησία είναι κλοπή". Αλήθεια που δεν βρήκε μέχρι στιγμής πιο πειστική ερμηνεία απ' αυτήν του Μαρξ.,Αν ο ερευνητής είναι βλαξ θα κάνει ό,τι μπορεί για να βολευτεί στο παραλήρημα που περνιέται για σοφία. Και πάει λέγοντας. Όμως, παρόλο που στην επιστημολογία η υποκειμενικότη τα παραμένει ένα πρόβλημα άλυτο, τουλάχιστον ας έχουμε ε πίγνωση αυτού του προβλήματος, κι ας δείξουμε λίγο σεβα σμό στους ανθρώπους που κάνουν ό,τι μπορούν να ξεφύγουν από τον αποβλακωτικό οδοστρωτήρα της εικοτολογίας, που περνιέται δολιότατα για "δημοκρατική αντίληψη" τη στιγμή που δεν είναι παρά η αποθέωση του παραληρήματος, συνεπώς και της κουταμάρας. 3/6/84
12. ΕΥΡΩΠΗ, Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑ
Μια φορά κι έναν καιρό, έναν πολύ παλιό καιρό, τότε που ο Δίας ήταν ακόμα νεαρός και ζωηρός, ζούσε στη Φοινίκη μια τόσο όμορφη κόρη, που θα μπορούσε να σκανδαλίσει και θεούς. Τουλάχιστον εκείνους που μέχρι τότε δεν είχαν εκπέσει εντελώς σε "πνεύματα", τα οποία ως γνωστόν δεν έχουν σε ξουαλικό προβλήματα. Το όνομα της μορφονιάς ήταν Ευρώπη. Μέχρι να την ερω τευτεί παράφορα ο μπερμπάντης Δίας με τον ζωοθεϊκό του τρόπο η όμορφη ασιάτισσα Ευρώπη ζούσε ήσυχα κοντό στον πατέρα της Αγήνορα και τη μάνα της Τηλέφαοσα. (Κατά μια άλλη πληροφορία ανεπιβεβαίωτη λόγω απώλειας της ληξιαρ χικής πράξης γεννήσεως, πατέρας της Ευρώπης ήταν ο Φοίνι κας). Μια μέρα, εκεί που η καλή μας Ευρωπίτσα μάζευε λουλου δάκια στην παραλία της Φοινίκης, όπως συνήθως κάνουν όλα τα όμορφα κοριτσάκια τα οποία παρά το "νεαρόν της ηλικίας" (όπως θα πουν οι ανέραστοι λόγιοι πάνω από χίλια πεντακόαια χρόνια αργότερα) έχουν συνείδηση του γεγονότος πως το να χαϊδεύουν ένα λουλούδι είναι σαν να χαϊδεύονται, μια μέρα εκείνου του καιρού, λοιπόν, που όλα τα θαύματα ήταν δυνατά κι άλα τα πράγματα μπορούσαν να μεταμορφωθούν μόνο με τη δύναμη του ενστίκτου, νάσου μπροοτά στη σεμνή Ευρωπίτσα α μαντράχαλος Δίας με μορφή άσπρου ταύρου. Ο καημένος, επι τηρώντας τον κόσμο του απ' την κορφή του Ολύμπου έριξε κατά λάθος μια ματιά στη μακρινή Φοινίκη, ως μη όφειλε, γιατί η Μέση Ανατολή δεν είχε ακόμα πετρέλαια ώστε να περιέλθει στη θεϊκή δικαιοδοσία του, και συνεπώς ο Δίας δεν
είχε κανένα λόγο να έχει το νου του και κατά κει. Και τι βλέπει; Μια καλλονή, από κείνες που κάνουν τους Θεούς να ξεχάσουν τη θεϊκή αξιοπρέπειά τους και τους υποχρεώ νουν να κατέλθουν στο επίπεδο του ζώου — ούτε καν του ανθρώπου, αν κι αυτός ο τελευταίος εκπεσμός είναι συχνά πολύ πιο φρικτός: Είναι καλύτερα να είναι κανείς ζώον-ζώον, παρά μισός ζώον-μισός άνθρωπος, ας πούμε γάιδαρος απ' τη μέση και κάτω και άνθρωπος απ' τη μέση και πάνω, ή το γεω μετρικά αντίστροφο, πράγμα που το μορφοποίησαν οι αρχαί οι 'Ελληνες σε εκείνη τη φοβερή μορφή των Κενταύρων, που είναι το μόνο μυθολογικό ζώον που ζει ακόμα σε τούτο τον τόπο. "ΓΕνας τέτοιος Κένταυρος είναι, για παράδειγμα, και η Νέα Δημοκρατία: Είναι νέα απ' τη μέση και πάνω και παλιά όσο ο καπιταλισμός α π ' τη μέση και κάτω, και τούτο το μπαατάρδεμα είναι που την κάνει πιο άσχημη. Αν δεν το πιστεύε τε κοιτάξτε και τον κύριο Αβέρωφ: Είναι κι αυτός ”μισός-μισός", "χαφ εντ χαφ", για να το πούμε σε γλώσσα που κατα λαβαίνει καλύτερα). Λοιπόν, που λέτε, για να ξαναγυρίσουμε απ' το νεοδημοκρατικό στο διοδικτατορικό παραμύθι, που τουλάχιστον αυτό είναι καθαρό παραμύθι με καθαρή ιδεολογία και πεντακάθαρο επιμύθιο, ο μερακλής Δίας, που έμεινε τέτοιος ως το θάνατό του (δυστυχώς, και οι Θεοί πεθαίνουν, και μάλιστα οι καλοί Θεοί όπως και οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν νέοι, κι ο Δίας ένας πολύ καλός Θεός, έζησε μόλις καμιά δεκαριά χιλιάδες χρόνια σύμφωνα με τους καθόλου τσιγκούνικους υπολογι σμούς μας), μερακλώθηκε με τρόπο τυπικά θεϊκό, και τούτο το πάθος του ήταν που τον μεταμόρφωσε σε ταύρο, κι όχι η θεϊκή του υπόσταση όπως θέλουν να λεν μερικοί. (Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρξε ποτέ κανένας αυτόπτης μάρτυρας σε καμιά θεϊκή πράξη, κι αυτό μας δίνει το δικαίωμα να πούμε: Θεοί είναι, ό,τι θέλουν κάνουν). Κι αυτό που διάλεξε να κάνει ο Δίας επί του προκειμένου (το προκείμενο προ των αλλήθωρων θεϊκών οφθαλμών του ήταν η Ευρώπη) ήταν να μεταμορφωθεί σε ταύρο. Αλλά άσπρο ταύρο, καθώς ταιριάζει σε παρθενία άσπιλη κι αμόλυντη σαν αυτήν της λουλουδένιας Ευρώπης. Που καθώς φαίνεται δεν βρήκε κρίνα να μαζέψει σ ' εκείνον το μοιραίο περίπατό της, πράγμα που την υποχρέωσε λόγω έντο νης μυρουδιάς προφανώς να καβαλήσει αυθωρί και παραχρήμα τον ταύρο, για να πληροφορηθεί πως είναι Θεός μεταμορ
φωμένος κατόπιν εορτής, όπως γίνεται συνήθως στις μεγά λες ιστορίες μεγάλου πάθους. Καλά να πάθει, αφού δεν άκουσε τη μαμά της που συνεχώς της έλεγε να φυλάγεται από μυρουδιές δυνατές σαν το μόσχο, κι όταν βλέπει ταύρο ν’ αλ λάζει δρόμο και να τρέχει σπίτι να παίξει με τη γατούλα. Ό μως, βλέπετε, τη φεμινιστική, δηλαδή μητριαρχική εκείνη εποχή οι γυναίκες έκαναν ό,τι ήθελαν και το πιο πιθανό είναι πως αυτό που έκανε η Ευρώπη το έκανε με τη συγκατάθεση της μαμάς της, της Τηλαφάσοης, που όπως δείχνουν τα πράγματα ζήλεψε την κόρη της που την ηράσθη σφοδρά Θεός μέγας κι όχι άνθρωπος μίζερος, σαν το δικό της τον ανεπρόκοπο Αγήνορα, που όχι σε ταύρο δεν μπορούσε να μεταμορφωθεί λόγω γήρατος αλλά ούτε καν σε κατσιασμένο σαλίγκαρο. Ο Δίας, βιαστικός και ανυπόμονος καθώς ήταν μ’ ένα τέ τοιο φορτίο στην ταυρίσια ράχη του, ήρθε και ξαλάφρωσε απ' το βάρος του στην προς δυσμάς πλησιέστερη στη Φοινίκη στεριά, που ήταν η Κρήτη. Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να καταλάβει κανείς -άλλωστε, το απέδειξαν και οι ανασκαφές— πως το τέκνον του Δία και της Ευρώπης, γνωστό και με το όνομα ευρωπαϊκός πολιτισμός, γεννήθηκε στην Κρήτη. Όμακ; η Ευρώπη εκτός απ’ το πνευματικό της τέκνο, τον "ευρωπαϊκό πολιτισμό", έπρεπε ν' αφήσει kol φυσικά τέκνα. K ol δεδομένου ότι ο Δίας είχε δυσκολίες στη δημιουργία εντελώς φυσικών απογόνων, φρόντισε και της βρήκε για γαμπρό ένα όμορφο παλικάρι, που λεγόταν Αστερίων. Η Ευρώπη απόχτησε δυο γιούς με τον Αστερίωνα, το θρυ λικό Μίνωα, που θα δώσει τ ’ όνομά του σ ' έναν ολόκληρο πολιτισμό και το λιγότερο θρυλικό αλλά όχι και λιγότερο συμπαθή Ροδάμανθυ. Βέβαια, ο μύθας λέει πακ; ο Μίνυυας και ο Ροδάμανθυς ήταν γνήσιο τέκνα του Δία. Παρόλο που τέτοιες τεκνογο νίες, με απ' ευθείας επεμβάσεις του Πνεύματος επί της ύ λης συνέβηααν πολλές φορές στη μυθοποιημένη Ιστορία, κανείς δεν μας υποχρεώνει να σεβαστούμε την "αλήθεια” του μύθου, k o l ως εκ τούτου είμαστε ελεύθεροι να ψάξουμε για την πίσω και κάτω απ’ το μύθο αλήθεια. Κι αυτή είναι εκτός πόσης αμφισβητήσεως: Η μεσανατολίτισσα Ευρώπη γέννησε πράγματι αυτό που πάρα πολύ αργότερα θα ονομα στεί "ευρωπαϊκός πολιτισμός" στην Κρήτη, πρώτο σταθμό στο μεγάλο ταξίδι προς βορράν του "ευρωπαϊκού πνεύμα
τος" , που εκείνα τα χρόνια δεν ήξεραν πως λέγεται έτσι. Ή ξ ε ραν, όμως, πολύ καλά πως τούτο το αβάφτιστο πνεύμα, ήταν το παλιό πνεύμα του Δία, που, μεγάλη η χάρη του, καταδέχτη κε να κουνήσει λίγο τα πράγματα, και μάλιοτα να τα κουβαλή σει στη ράχη του γινόμενος έτσι ο αχθοφόρος ενός πολύ βαρύ πολιτισμού, τόσο βαρύ που κανείς άλλος Θεός δεν κατάφερε να τον πάρει στη ράχη του και να τον πάει έστω και τρία χιλιο στά παραπέρα. Κι αυτό γιατί οι Θεοί δεν καταδέχονται πια να κάνουν πραχτικες και χρήσιμες στους ανθρώπους δουλειές, α φήνοντας τα του κόσμου στον κόσμο (στον Καίσαρα, δυστυ χώς) και τα του Θεού στον Θεο, πράγμα που, εδώ που τα λέ με συνέβαινε πάντα, μόνο που την εποχή που δεν είχαν ακόμα εφευρεθεί οι Τράπεζες και οι καπιταλιστές δεν διεκδικούσαν στο πεζοδρόμιο το δικαίωμά τους στο κλέπτειν νομοτύπως και υπό την προστασία της αστυνομίας, οι άνθρωποι ήταν πε ρισσότερο ποιητές και δεν καταδέχονταν να αφήσουν την ποί ηση στους κατ' επάγγελμα ή κατ’ ανάθεσιν ποιητές, σαν αυ τούς ας πούμε που μαντρώνουν σήμερα την απελπισία τους κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο στα "φιλολογικά σαλόνια", όπου κλαιν τη μοίρα τους εν χορδαίς και οργάνοις, ή και ανόρ γανα από τότε που το κυρίως όργανο, ο νους, έγινε σαράβα λο. Ο Απόλλωνος δεν παίζει πια την άρπα του, και. γιαυτό ακριβώς πάρα πολλοί βρήκαν την ευκαιρία να παίξουν ...πεντο βολά, ή ό,τι άλλο αδράξει η χούφτα τους, Αυτά έχει μια ζωή χωρίς Δία, χωρίς Απόλλωνα και χωρίς Ευρώπη. Γιατί από τό τε που η Ευρώπη πέθανε στην Κρήτη, και παρά το γεγονός πως ο Δίας, έως θανάτου ερωτευμένος μαζί της φρόντισε να την κάνει αθάνατη μετά θάνατον δυστυχώς, το παλιό "ευρω παϊκό" πνεύμα "πνέει τα λοίσθια μέσα στην Ευρώπη των πατρί δων", όπως είπε κι ο Ντε Γκολ, χωρίς να ζητήσει την έγκριση του Δία, που δεν ήταν σοβινιστής. Ας δούμε, λοιπόν, τις μετά θάνατον περιπέτειες της ζωηρής Ευρωπίτσας, που άφησε τα καλά της και τα λουλούδια της στη Φοινίκη για να έρθει πρόσφυγας στην Κρήτη, κι αυτό για τί έτυχε νάναι πολύ ζωηρή και ν' αγαπάει την περιπέτεια και την περιπλάνηση, Η Ευρώπη ήταν και παραμένει μια αλήησσα, που συνεχώς τρέχει πίσω απ' τον πρώτο τυχόντα Θεό, καβαλώντας όλους τους Θεούς, που, βέβαια, δεν χάνουν την ευκαι ρία να την περιποιηθούν δεόντως με τη σειρά τους. Η Ευρώπη είναι πάντα όμορφη και οι βιαστές της πάντα πολλοί. Κι ένας
Δίας ξέρει πόσοι βίασαν την πανέμορφη κόρη από τότε που είχε την ατυχία να την ερωτευτεί ένας Θεός. (Συμβουλή προς τις όμορφες: Προτιμάτε ανθρώπους κάθε φορά που θα παρου σιαστούν εκείνα τα ενοχλητικά αλλά τόσο ανθρώπινα προβληματάκια που ταλαιπωρούσαν και την Ευρώπη, και μη δίνετε εμπιστοσύνη στους ταύρους εν γένει, γιατί μπορεί να βρεθείτε ξαφνικά στην Κρήτη, ή τρέχα γύρευε πού αλλού). Λοιπόν, η Ευρώπη, μετά θάνατον, ως πνεύμα πλέον, διέσχι σε με το "Οδυσσέας Ελύτης" το Αιγαίο τότε που αυτό ανήκε όντως στα ψάρια του, και ήρθε και εγκαταστάθηκε στις Μυκή νες, για να σποστεί εκεί μύρια όσα, πολύ γνωστά κι απ' τον ματοβαμμένο "μυκηναϊκό κύκλο" των τραγωδιών. Μέχρι kol στην Τροία, με τη μορφή της Ωραίας Ελένης αυτή τη φορά, την πήγαν σεργιάνί οι Μυκηναίοι, κι εκεί της άλλαξαν τον α δόξαστο. Κι αυτό γιατί η άμυαλη Ελενίτσα, άλλη μια φορά δάγκωσε ένα μήλο που δεν έπρεπε, αυτό που της πέταξε ο Πάρις ο μορφονιός. Τέλος πάντων, κάποτε τέλειωσε κι ο τρωικός πόλεμος προς μεγάλη θλίψη του Οδυσσέα, που ήταν υποχρεωμένος να επι στρέφει κοντά στη χαζούλα την Πηνελόπη, που δεν την ήθελε καθόλου και γιαυτό, τάχαμου, χάθηκε πλέοντας σ' ένα τόσο δα Αιγαίο, τότε που ούτε Τούρκους είχε ούτε τίποτα. Και το "ευρωπαϊκόν πνεύμα", που δεν λέγονταν ακόμα έτσι, ήρθε και άραξε στην Αττική, για να συναντήσει εκεί τη μικρασιάτισσα πρώτη του ξαδέρφη, που συτήν την έδιωξαν κακήν κακώς οι βάρβαροι απ' τη Μικρά Ασία, ύστερα απ' την αρχαία μικρασιατική καταστροφή, που μπροστά της η νέα μοιάζει πέρα για πέρα ασήμαντη. Τότε είναι που άρχισε η γνωστή ιστορΐσ με το Αιγαίο, που τώρα πια έπαψε να ανήκει στα ψά ρια ταυ και έγινε ελληνικό, ενώ οι Έλληνες άρχισαν επιτέ λους να καταλαβαίνουν πως είναι Έλληνες και όχι Αναταλίτες, αν και μερικοί ακόμα δεν το κατάλαβαν. Το "ευρωπαϊκόν πνεύμα" που είναι το παραλλαγμένο "α σιατικόν πνεύμα", όπως δηλώνει η ερωτική περιπέτεια του Ευρωπαίου, όπως θα λέγαμε με σύγχρονη γλώσσα, Δία και της Ασιάτισσας Ευρώπης, στρογγυλοκάθησε στην Αττική πάνω από έξι αιώνες. (Αν υπήρχαν και τότε καυσαέρια θα είχε πάρει δρόμο αμέσως, γιατί το πνεύμα και το καυσαέριο είναι έννοιες αμοιβαία αναιρούμενες: όπου υπάρχει πνεύμα δεν υπάρχει καυσαέριο και όπου υπάρχει καυσαέριο δεν υπάρχει
πνεύμα). Αφού το "ευρωπαϊκό πνεύμα", που δεν λέγονταν ακόμα έτσι, μεγαλούργησε στην αττική γη και πήρε εκεί την οριστι κή του μορφή (κανείς δεν δούλεψε τόσο όσο οι Έλληνες πά νω στην ακατέργαστη πρώτη πνευματική ύλη που κουβάλησε ο Δίας απ' την Ασία) συνέχισε την προς βορράν πορεία του. Κι αφού δια των Ρωμαίων πέρασε τα τότε ελληνικά σύνορα, δεν επαναπατρίστηκε ποτέ έκτοτε. Το παλιό, "ελληνικό πνεύ μα" δηλαδή το "ευρωπαϊκό πνεύμα" παραμένει μέτοικος χωρίς διαβατήριο που σουλατσάρει ανά τον κόσμο, που φιλοξενεί ται σχεδόν απ’ όλον τον κόσμο, αλλά στην πατρίδα του δεν λέει να γυρίσει. Και καλά κάνει. Τι να 'ρθει να κάνει εδώ; Μα ψηφίσει Νέα Δημοκρατία; Να φάει σουβλάκι στην Ομό νοια; Ν ' ακούσει τα κηρύγματα του Αυγουστίνου Φλωρινης; Να πάρει μέρος στις "φιλοσοφικές" συνεδριάσεις των νεοορθόδοξων kol των χριστιανοκομμουνιστών; Να στεγα στεί στην Ακαδημία; (Αυτό,πια, κι αν είναι ρεζιλίκι). Ό ταν δώσαμε τα φώτα μας στην Ευρώπη, τα δώσαμε όλα και δεν κρατήσαμε για μας ούτε ένα κεράκι. Και τώρα σκουντουφλάμε στο σκοτάδι και πιστεύουμε αφελέστατα πως οι Ευρωπαίοι θα μας φωτίσουν. Αλλά θα το κάνουν μόνο και μόνο για να βρουν και να ξανακλέψουν την Ευ ρώπη, τη μεγάλη αγάπη του μεγάλου Δία. 10/ 9/84
13. Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ
Και οι κουμπούρες στη γεωγραφία γνωρίζουν πως όταν λέμε Ευρώπη εννοούμε μια απ' τις πέντε ηπείρους, ίσως τη σπουδαιότερη προς το παρόν. Και ίσως την πιο ασήμαντη στο μέλλον, αφού οι μελλοντολόγοι μεταθέτουν τον'Όμφαλό της γης" για το 2.500 μ,Χ. στη Λατινική Αμερική, και συγκεκρι μένα στην Αργεντινή και τη Βραζιλία. Η Ευρώπη πεθαίνει, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας θλίβει ιδιαίτερα: Ό λα πεθαί νουν. Άλλω στε η Ευρώπη ήταν πάντα πάρα πολύ ασταθής σαν γεωγραφική έννοια και τα όριά της φούσκωναν συνε χώς. Οι πριν απ' τον 3ο π.Χ. αιώνα Έλληνες, που εφεύραν και το όνομα, όπως λέγαμε την περασμένη Κυριακή, όταν έλε γαν Ευρώπη εννοούσαν την περιοχή του Αιγαίου μέχρι και τα σημερινά βόρεια παράλια της Ελλάδας. Τον 3ο μ.Χ., πάλι Έλληνες προεξέτειναν τα όρια της Ευρώπης ένθεν κακείθεν της κυρίως Ελλάδας, και βάφτισαν Ευρώπη όλες τις περιοχές που βρέχονται απ' τη βόρεια Μεσόγειο. Μ ' άλλα λόγια, τα όρια της Ευρώπης ευρύνονται όσο ευρύνεται και η αθηναϊκή ναυτική κυριαρχία. Με τους Ρωμαίους το όνομα σχεδόν ξεχνιέται. Επανεμφανί ζεται μόλις τον 9ο αιώνα όταν ο Καρλομάγνος ονομάζει την Αυτοκρατορία του "Ευρώπη του Καρόλου", ίσως για να δείξει πως ήταν ο "νόμιμος κληρονόμος" και των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Και ως ένα βαθμό ήταν πράγματι. Εντούτοις, μέχρι το 18ο αιώνα κανείς γεωγράφος δεν ξέρει τί ακριβώς εννοεί όταν λέει Ευρώπη, αλλά ούτε κι όταν λέει ήπειρος. Συνήθως τα σύνορα των κρατών και των ηπείρων είναι φυσικά (βουνά.
ποτάμια, λίμνες, θάλασσες). Αλλά πώς να χαράξεις ακριβή όρια επί του χάρτου, όταν η χαρτογράφηση γίνεται με πρω τόγονα μέσα; Και τί νόημα έχει η χάραξη ακριβών ορίων για τις ηπείρους, όταν αυτό που ενδιαφέρει κυρίως είναι τα όρια των, έτσι κι αλλιώς μικρότερων απ' τις ηπείρους κρατών, εντός των οποίων εγκλωβίζονται τα "εθνικά" συμφέροντα; Η διεθνοποίηση του καπιταλισμού, που θα κάνέι αναγκαία τη χά ραξη ορίων ευρύτερων απ'τα εθνικά δεν έχει κάνει ακόμα την εμφάνισή της. Τα σημερινά όρια της Ευρώπης τα χάραξε, μάλλον αυθαί ρετα από γεωγραφική άποψη, ο μεγάλος Γερμανός γεωγρά φος" Καρλ Ρίτερ, στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Ρίτερ αποφά σισε να σπρώξει τα όρια της Ευρώπης μέχρι τα Ουράλια, ίσα ίσα για να συμπερΛάβει σε μια, έτσι κι αλλιώς τεχνητή γεω γραφική ενότητα καί τη Ρωσία. Μ" άλλα λόγια, τα κριτήρια του Ρίτερ ήταν περισσότερο πολιτιστικά και λιγότερο γεωγρα φικά. Πράγματι, η Ευρώπη είναι περισσότερο μια πολιτι στική και λιγότερο μια γεωγραφική ή πολιτική ενότητα. Από γεωφυσική άποψη, η Ευρώπη δεν έχει φυσικά σύνο ρο με την Ασία προς ανατολάς και ο ορισμός των Ουραλίων σαν ορίων ήταν μια γεωγραφική αυθαιρεσία του Ρίτερ, απόλυ τα δικαιολογημένη ωστόσο από πολιτιστική άποψη, όπως ήδη είπαμε. Γεωγραφικά πάντως η Ευρώπη είναι προέκταση προς δυσμάς της Ασίας. Είναι μια τεράστια χερσόνησος της Ασίας. Η Ασία και η Ευρώπη είναι, λοιπόν, αδερφές ήπειροι από πολλές απόψεις, και κυρίως από άποψη πολιτιστική. Εκτός από τους Αλβανούς και τους Κέλτες (είναι οι σημερινοί Βά σκοι, Ουαλλοί, Βρετόνοι και Ιρλανδοί) που είναι "ιθαγενείς" λαοί της Ευρώπης, όλοι οι άλλοι ήρθαν στη γεωγραφική πε ριοχή που ονομάζεται έτσι απ' την Ασία, σε αλλεπάλληλα μεταναστευτικά κύματα. Τούτες οι κολοσσιαίες μετακινήσεις πληθυσμών ξεκινούν απ’ την Ινδία και καταλήγουν στην Πορ τογαλία. Εκτός απ' τους Κέλτες και τους Αλβανούς λοιπόν, όλοι οι άλλοι λαοί της Ευρώπης είναι Ινδοευρωπαίοι. Οι Έλληνες (Δωριείς και Αχαιοί) είναι απ' τα πιο παλιά Ινδοευρωπαϊκά φύλα. (Μια κάποια ιδιαιτερότητα έχουν ως προς την "ευρωπαϊκότητά" τους οι σημερινοί Ούγγροι, Φιλανδοί και Τούρκοι που ανήκουν στην ίδια εθνολογική οικογένεια, μιλούν γλώσ σες συγγενικές, τις λεγάμενες ουραλοαλταΐκές και ήρθαν
απ' τη Μογγολία στην Ευρώπη αργότερα, με τον Αττίλα). Η Ευρώπη των λαών λοιπόν αποτελείται από κράμα τριών εθνολογικών οικογενειών: "Ιθαγενών", απ’ τους οποίους οι πιο παλιοί είναι οι Ιλλυριοί, δηλαδή οι σημερινοί Αλβανοί (θα πρέπει ίσως να προσθέσουμε στους "ιθαγενείς" τους αρχαίους Κρήτες και τους Μυκηναίους, αν και τα πράγματα ως προς αυ τούς δεν είναι διευκρινισμένα), Ινδοευρωπαίων και Μογγόλων. Βέβαια, οι Ιθαγενείς (Κέλτες και Αλβανοί) καθώς και οι Μογγόλοι αποτελούν "μειονότητα” σε σχέση με τους αρχαί ους κατακτητές Ινδοευρωπαίους, αλλά δεν έχει νόημα πια να μιλάμε για κατακτητές και κατακτημένους, για "ιθαγενείς" και μετανάστες ύστερα από τόσες χιλιάδες χρόνια επιμειξιών και αλληλοδιεισδύσεων. (Αν κάτσει κανείς να δει ποιοι είναι οι "γνήσιοι Έλληνες" στο σταυροδρόμι των λαών που λέγε ται Ελλάδα θα εκπλαγεί απ’ τη σχεδόν ολική ανυπαρξία αιματοσυγγενικής ελληνικότητας). Επίσης δεν έχει νόημα και ο χωρισμός των λαών της Ευρώ πης σε "πολιτισμένους" και σε "βαρβάρους". Ό λα τα γερμα νικά φύλα, δηλαδή οι επί Ρωμαίων και Καρολιδών "βάρβαροι" που μπήκαν στην ευρωπαϊκή ιστορία τελευταίοι και καταϊδρωμένοι (πρόκειται για τους σημερινούς Γερμανούς, Ά γ γλους, Σουηδούς, Δανούς, Ολλανδούς, Νορβηγούς και Ισλανδούς) πολύ σύντομα έφτασαν και ξεπέρασαν σε πολιτισμό τους παλιότερους στην Ευρώπη και κάποτε πιο πολιτισμένους λαούς (Γάλλους, Ισπανούς, Πορτογάλους και βέβαια Έ λλη νες), ενώ ol Σλαύοι, "βάρβαροι" κι αυτοί εκείνα τα παλιά χρό νια, πολύ σύντομα δεν ήταν ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο βάρβαροι απ' τους άλλους λαούς. Άλλωστε, και δω έχουμε το πιο εντυπωσιακό γεγονός στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αυτό που ονομάστηκε έτσι αρχίζει να θεμελιώνεται στις αρχές του 6ου μ,Χ. αιώνα με το "βάρβαρο" Οστρογότθο βασιλιά Θεοδώριχο που εγκαθιστά την πρωτεύουσα του στη Ραβένα, την κοιτίδα του ση μερινού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ο Γαλάτης Κάρολος ο Μεγά λος (Καρλομάγνος) θο βαδίσει στ' αχνάρια του, ύστερα από τρεις αιώνες. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τί ακριβώς είναι αυτό που ονομάστηκε "ευρωπαϊκός πολιτισμός". Πρόκειται μάλλον για ένα μείγμα πολλών και ποικίλων πολιτισμών, όλων των πο λιτισμών που κουβάλησαν ή ανέπτυξαν στην περιοχή της γης
που ονομάστηκε Ευρώπη όλοι οι λαοί που έζησαν και ζουν σ’ αυτήν και που οι ρίζες του βρίσκονται στην Ασία. Ο ευρω παϊκός πολιτισμός δηλαδή είναι η οσμωτική παραπέρα εξέλι ξη του πανάρχαιου "μητρικού" ασιατικού πολιτισμού. Είναι αλήθεια πως στον ευρωπαϊκό πολιτισμό κυριαρχικό ρόλο έπαιξε, και συνεχίζει να παίζει, ο αρχαίος ελληνικός πο λιτισμός. Όμως, τεράστιες μάζες λαών, όπως τα γερμανικά και τα σλαυικά φύλα ήρθαν σ ’ επαφή με τον ελληνικό πολιτι σμό πάρα πολύ καθυστερημένα, γιατί δεν είχαν καμιά σχέση με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέσω της οποίας διαδόθηκε στον κόσμο ο ελληνικός πολιτισμός. Ενώ η Αναγέννηση που ξαναφέρνει στο προσκήνιο τον ελληνικό πολιτισμό ύστερα απ' τη μεσαιωνική λήθη έρχεται σ ’ αυτές τις χώρες επίσης καθυ στερημένα. (Πρόκειται για τις γεωγραφικές περιοχές που σή μερα καλύπτονται απ’ τη Γερμανία, τη Ρωσία, τη Σκανδιναυία, τη Σκωτία, την Ιρλανδία και την ανατολική Αυστρία που δεν γνώρισαν τη ρωμαϊκή κατάκτηση και που μπήκαν με καθυστέ ρηση αλλά με πολλή δύναμη στην ευρωπαϊκή ιστορία). Παρά τον τεράστιο αριθμό των Γερμανών ελληνιστών, παρά τον αρ· χαιολάτρη Νίτσε, η Γερμανία, όπως και η Σκανδιναυία και η Ρωσία πολύ λίγο επηρεάστηκαν σαν πολιτιστικό ήθος και ύφος απ' τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, φυσικά στο μέτρο που είναι δυνατό να μιλούμε για "πολιτιστικές στεγανοποιή σεις", τουλάχιστον απ’ τον 17ο αιώνα και μετά. Δεν είναι σω στό λοιπόν να μιλούμε για "ευρωπαϊκό πολιτισμό" k o l v o εν νοούμε σχεδόν αποκλειστικά "παραλλαγή και μετεξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού", παρόλο που ο ελληνικός πολιτισμός έπαιξε εδώ τον πρώτο και σημαντικότερο, αλλά όχι το μόνο ρόλο. Αντίθετα, ο χριστιανισμός έπαιξε στην Ευρώπη μεγα λύτερο ενοποιητικό-πολιτιστικό ρόλο απ' ό,τι ο ελληνισμός: Προμήθευσε στους λαούς της την απαραίτητη κοινή "εκλαϊ κευμένη φιλοσοφία", όπως ονομάζει τη θρησκεία ο Νίτσε, και δημιούργησε έτσι μια "πνευματική συνοχή" και πολύ αρ γότερα μια οικονομική συνοχή, όπως πιστεύει ο Μαξ Βέμπερ. Το σχίσμα των δυο εκκλησιών, της Ανατολικής κσι της Δυτι κής τον 11ο αιώνα αποδεικνύεται εξαιρετικά χρήσιμο για τη Δύση, δηλαδή την Ευρώπη, γιατί έτσι η δυτική εκκλησία εκκοσμικεύεται και "πολιτεύεται" κι αυτό την υποχρεώνει, με χίλιες ταλαντεύσεις και παλινδρομήσεις να προωθήσει την επιστήμη και την έρευνα, πράγμα που δεν συμβαίνει στην πε
ρισσότερο πνευματική Ορθοδοξία, που αποσύρεται στα μο ναστήρια και χάνει για πάντα το παιχνίδι της εξουσίας, αλλά και του επιστημονικού στοχασμού, πράγμα που είναι το ίδιο σε τελική ανάλυση. Η Μεταρρύθμιση, ένα δεύτερο σχίσμα τον 16ο αιώνα, στα πλαίσια της δυτικής εκκλησίας αυτή τη φορά, εκκοσμικεύει κι άλλο το χριστιανισμό, και με το σχεδόν ριζικό χωρισμό, τώρα πια, του "πνεύματος" απ’ την "ύλη" η καπιταλιστική ανά πτυξη αρχίζει να γίνεται μια μεγαλειώδης πραγματικότητα, που δημιουργεί έναν κολοσσιαίο πολιτισμό που, όμως, γέρασε πια. Αλλά πριν νεράσει εντελώς πρόλαβε να βγάλει απ’ τα σπλάχνα του το διάδοχο σχήμα οργάνωσης της κοινωνίας, το σοσιαλισμό που, βέβαια, δεν θα υπήρχε αν δεν προδπήρχε ο καπιταλισμός. Οι συνέπειες του σχίσματος γίνονται αμέσως αισθητές στην Ευρώπη. Τα Πανεπιστήμια επιβάλλονται σαν τυπικός ευρωπαϊ κός θεσμός τον 11 ο αιώνα, δηλαδή τον αιώνα που έγινε το σχί σμα Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας, ενώ η Ανατολική εκ κλησία συνεχίζει να περιφρονεί την επιστημονική έρευνα και περιορίζεται στις διόλου παραγωγικές προσευχές. Τον 12ο αιώνα εμφανίζονται οι εθνικές λογοτεχνίες, που αποσπούνται σιγά σιγά απ' την κηδεμονία της λατινικής γλώσ σας. Οι λαοί της Ευρώπης αρχίζουν, επιτέλους, να γράφουν στις μητρικές τους γλώσσες και τούτη η κολοσσιαίας σημα σίας στροφή φτάνει στην κορύφωση με τη "Θεία Κωμωδία" του Ντάντε, τον 14ο αιώνα. Από δω και πέρα η "Ευρώπη των πατρίδων" θα αρχίσει να γίνεται μια πραγματικότητα, που όμως εξελίσσεται με πάρα πολύ αργούς ρυθμούς, για να φτάσει σε μια έκρηξη το 1789 με τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, τη μεγαλύτερη στροφή στην πολυτάραχη Ιστορία της Ευρώπης. Η Γαλλία και η Α γ γλία είναι οι "πρωταγωνίστριες" και οι πρώτες χώρες της Ευρώπης που συγκροτούνται σαν τέτοιες γύρω απ' την έν νοια του "εθνικισμού" που σε λίγο θα γίνει σοβινισμός. Από δω και πέρα και κυρίως μετά το 1830 η πατρίδα κι όχι ο βασι λιάς είναι το δόλωμα που δαγκώνουν πρόθυμα οι αμαθείς μά ζες και τρέχουν να σκοτωθούν στα πεδία των μαχών για ξένα συμφέροντα. Εν πολλοίς, αυτή η θλιβερή ιστορία συνεχίζεται. {Εδώ σε μας, αποβλακωμένοι "βασιλόφρονες" υπάρχουν α κόμα).
Η δεύτερη μετά τη Γαλλική επανάσταση κολοσσιαίας σημασίας στροφή στην Ευρωπαϊκή Ιστορία τελείται σχετικά πρόσφατα, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μόλις τότε ο ευ ρωπαϊκός πολιτισμός "περιφερειοποιείται" εμφανώς, και η κυ ρίως Ευρώπη αρχίζει να παρακμάζει. Είναι η εποχή που η Αγ γλία και η Γαλλία, οι "μητρικές” χώρες της Ευρώπης χάνουν την πρωτοκαθεδρία και παραδίδουν δυο σκυτάλες: τη μια στις Ηνωμένες Πολιτείες και την άλλη στη Σοβιετική Ένωση, που και οι δυο είναι αίμα απ' το αίμα της "παλιάς" Ευρώπης και σάρκα απ’ τη σάρκα της. (Οι Η Π Α πολιτιστικά δεν είναι παρά μια προέκταση της Ευρώπης πέραν του Ατλαντικού). Τα πολιτιστικά όρια της Ευρώπης, αυτής της πάρα πολύ ρευστής και γεωγραφικά τεχνητής ηπείρου, απ' το 1945 και μετά μεγάλωσαν τόσο, που σήμερα περικλείουν σχεδόν τον κόσμ,ο ολόκληρο. Άλλωστε, ο ιμπεριαλισμός απ’ τη μια και το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα απ' την άλλη δεν αφή νουν πολλά περιθώρια στο παλιό σύστημα των κλειστών συνό ρων των "πατρίδων". Και το να αντικαταστήσουμε την παλιά μας πατρίδα με μια καινούργια, που θα λέγεται Ευρώπη δεν έχει, πια, κανένα ουσιαστικό νόημα. Εκτός κι αν θέλουμε να ευρύνουμε τα όρια δράαης των εκμεταλλευτών μας, γιατί τα παλιά τους στενεύουν και δεν μπορούν πια να μας στίψουν κι άλλο γιατί δεν βγάζουμε πια ζουμί. Κι όσο πιο μεγάλος είναι ο λεμονοστΐφτης, τόσο το χειρότερο για το... λεμόνι. 17/6/84
14. Η ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΤΗΝΟΚΡΑΤΕΙΤΑΙ
Η διένεξη συνθετών και τραγουδιστών είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στην περιπεπλεγμένη του πολυπλοκότητα πρόβλη μα, που δεν είναι ούτε πολιτικά, ούτε αισθητικό: Στις δυο ομά δες, που δεν είναι ακριβώς ποδοσφαιρικές αν και έχουν κά ποια σχέση με το ποδόσφαιρο, όπως θα δούμε, μοιράσθηκαν άνθρωποι όλων των πολιτικών παρατάξεων, αλλά και όλων των "αισθητικών ρευμάτων". Και στις δυο πλευρές, αριστεροί συνεργάζονται αρμονικότατα με δεξιούς και, το σημαντικότε ρο, καταξιωμένοι στη δουλειά τους και σοβαροί άνθρωποι συ νυπάρχουν αρμονικότατα με "φάλτσους" των οποίων ξαφνικά και απροσδόκητα, ανακάλυψαν την αξία ως συμμάχων. Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό στην παραπάνω κυριολεκτικά ιστορική διένεξη είναι πως,., όλοι έχουν δίκιο. Όμως, η θεω ρητική τους ανεπάρκεια (μουσικοί είναι, πρέπει να κατανοή σουμε τη "μουσικότητα" του νοητικοϋ τους οργάνου) δεν τους επιτρέπει να εντοπίσουν την κυρίαρχη αντίφαση στη σωστή της μεριά. Και η σωστή μεριά δεν είναι ούτε προς τη μια ούτε προς την άλλη ομάδα. Είναι εκείθεν kol εντεύθεν των ομαδο ποιήσεων, σε κάποιες ρήξεις που άρχισαν να εμφανίζονται στην ιστορία της τέχνης απ' την Αναγέννηση και μετά, και που μόνο το δεύτερο μισό του αιώνα μας αποχτούν ένα τόσο μεγάλο εύρος που ακόμα και μουσικοί θα μπορούσαν τώρα πιο να τις δουν εύκολα δια γυμνού οφθαλμού — αν χρησιμο ποιούσαν τα μάτια τους, τόσο καλά όσο και τ' αυτιά τους, κι αν τ' αυτιά τους δεν είχαν πάθει εκείνη την "ιδιάζουσα κώφω ση του μουσικού", που τον κάνει να μοιάζει λιγάκι με ηλίθιο, ενώ δεν είναι καθόλου. Είναι, απλώς, μουσικός, δηλαδή υπη-
ρέτηςτης μεγίστης των τεχνών, της οποίας όλα τα βάσανα ξε κινούν απ' το "δαιμονικά αγγελικό" της τέχνης των ήχων, ό πως θα έλεγε ο Αντριάν Λέβερκιν του Τόμας Μαν. Το να υπη ρετείς τη μουσική είναι σαν να υπηρετείς το Θεό και το Διάβο λο ταυτόχρονα, κι αυτό το ήξερε καλά τόσο ο Άρνολντ Σένμπεργκ όσο κι ο Τόμας Μαν, που τον έκανε μοντέλο του σ ' ένα απ' τα μεγαλύτερα φιλοσοφικά και φιλολογικά έργα του εικοστού αιώνα τον "Δόκτορα Φάουστους", που κάποτε θα μπει στα ωδεία σαν υποχρεωτικό ανάγνωσμα, ίσα ίσα για ν' αποφεύγουν οι μουσικοί την κώφωση που λέγαμε, αλλά και τον οιονεί κρετινισμό τους, που δημιουργεί μύριες παρεξηγή σεις ως προς την πραγματική ποιότητα της φαιάς τους ουσίας. Λοιπόν, μέχρι την Αναγέννηση οι καλλιτέχνες -κ α ι οι μου σικοί είναι οι κατ' εξοχήν καλλιτέχνες— δεν υπόγραφαν τα έργα τους, Η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είχε εμ φανιστεί ακόμα. Όμως, η έννοια της μη πνευματικής ιδιοκτη σίας, που είναι πανάρχαια, κατά την Αναγέννηση θ' αρχίσει να προεκτείνεται και προς το πνεύμα, που γιαυτό ακριβώς θ' αρχίσει να αποπνευματοποιείται πάρα πολύ αργά αλλά και πά ρα πολύ σταθερά: Η ιδιοκτησία στο πνεύμα είναι καθαρός παραλογισμός, όπως θ ' αποδείξει με τρόπο πέρα για πέρα συ ναρπαστικό ο Όρσον Γουέλες στη μεγάλη ταινία του "Ψέμα τα και αλήθειες" που είναι ο πιο σπουδαίος στοχασμός που ξέρουμε πάνω στην έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, υπάρχει πράγματι ένα νομικό πρόβλημα πνευματι κής ιδιοκτησίας — αλλά μόνο νομικό. Ούτε ψυχολογικό, ούτε ηθικό, ούτε αισθητικό. Απλά και καθαρό νομικό: Ο καλλιτέ χνης, και γενικότερα ο εξαρτών την επιβίωσή του απ' το πνεύμα του {και την καρδιά του) πρέπει να προστατευτεί προκειμένου να μην πεθάνει απ' την πείνα, έτσι που είναι μετά μα νίας αφοσιωμένος στην τέχνη του και αδιάφορος για τα εγκό σμια. Ήταν εντελώς αναγκαίο να αρχίσει να επεμβαίνει ο νομοθέτης από τότε που ο Μαικήνας εγκατέλειψε απροστάτευτο αυτό το δυστυχέστατο (κατά Φρόιντ) και ταυτόχρονα ευτυχέ στατο (κατά Λαλό) πλάσμα που είναι ο καλλιτέχνης. (Ο Μπετόβεν συνεχώς ξεχνούσε να φάει και συνεχώς έπρεπε να τρέ χει κάποιος από πίσω του για να τον τάίάει σαν μωρό, υπερβο λικά αφοσιωμένο στα παιχνίδια του). Όμως, και παρά τις προσπάθειες του σουρεαλισμού τη δε καετία του 20 και του 30 να δώσει στον καλλιτέχνη το χαμένο
γόητρο της απέραντης ανιδιοτέλειας, η έννοια της ιδιοκτησίας που εισέβαλε για τα καλά, ως μη ώφειλε, στην περιοχή του πνεύματος, αρχίζει, όπως είπαμε, να το αποπνευματοποιεί. Στην πραγματικότητα ο καλλιτέχνης γίνεται ένα διχασμένο πλάσμα, όχι με τη φροϊδική έννοια {αυτήν που περιγράφεται στη μελέτη του δάσκαλου για τον Λεονάρντοντα Βίντσι) αλλά με μια έννοια εντελώς πεζή και χυδαία: Με το ένα χέρι ο μου σικός παίζει το όργανό του και με το άλλο ψαχουλεύει το πορ τοφόλι του για να μετρήσει τις εισπράξεις απ' τη συναυλία στο Λυκαβηττό και αλλαχού . Μάλιστα, σε εντελώς ιδιάζουσες περιπτώσεις καλλιτεχνικής ψυχοπάθειας ο σπουδαίος καλ λιτέχνης κι ακόμα πιο σπουδαίος αγωνιστής, δεν αποκλείεται καθόλου να είναι κι ένας το ίδιο σπουδαίος άρπαγας με συμπε ριφορά εντελώς ανάλογη μ ' αυτήν του Αρπαγκόν, που δεν εί ναι ένα απλό εφεύρημα του Μολιέρου, αλλά "μια διαρκής πα ρουσία" — κάτι σαν τη "διαρκή επανάσταση" σα να λέμε. Το καταπληκτικό σ ' αυτή την ιστορία της αποπνευμαποποίη σης της τέχνης είναι πως τις μεγαλύτερες ζημιές τις υπέστη η κατ’ εξοχήν άυλη {στην κυριολεξία: αέρινη) τέχνη, η μουσική. Τα λεγάμενα χρυσά λαρύγγια, αλλά και τα χρυσά πιάνα και τα χρυσά κλαρίνα και τα χρυσά μπουζούκια (τα τελευταία μό νο στο νοτιότατο άκρο της βαλκανικής) κι άλα τα άλλα χρυσά όργανα, μηδέ της χρυσής καραμούζας εξαιρούμενης, άρχισαν να βγάζουν εξαργυρώσιμους ήχους. Κανείς πια δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι ο μουσικός (συνθέτης και εκτελεστής) δεν βιάζεται να τελειώσει η συναυλία μια ώρα αρχήτερα, ώστε να τρέξει στο ταμείο να μετρήσει τις εισπράξεις, αν και την ώρα που τραγουδάει, θα μπορούσε να μετράει χοντρικά κεφάλια και τον αριθμό των γεμάτων με ήχους κεφαλών των φιλόμουσων να τον πολλαπλασιάζει επί το αντίτιμο του εισιτηρίου, στην περίπτωση βέβαια που ξέρει πολλαπλασιαμά ώστε να μην αφήνει τούτη την κρίσιμη γιαυτόν πράξη στον ατζέντη, που έτσι κι αλλιώς είναι εξ επαγγέλματος κλέφτης. Μόνο οι μουσικοί της τζαζ διατηρούν ακόμα αταβιστικά την παλιά καλή συνήθεια του "όσα πάνε κι όσα έρθουν". Ό λοι οι άλλοι περιφέρουν τη σχιζοφρένεια τους μεταξύ της αίθουσας συναυλιών και της Τράπεζας. Ο μουσικός των ημερών μας όχι μόνα δεν ξεχνάει να φάει, όπως ο Μπετόβεν, αλλά αναρωτιέσαι πώς διάολο τα καταφέρνει ko l παίζει ή συνθέτει τρέχοντας από δεξίωση σε δεξίωση και χλαπακώνοντας τον περίδρομο σε
εκείνα τα τρομερά μπουφέ όπου η ειρηνική ταξική συνύπαρξη είναι ένα γεγονός εκτός πόσης αμφισβητήσεως. Ο μουσικός, κι όχι μόνο ο εκτελεστής μουσικός, κατάντησε ένας ιδιοκτήτης που ξέρει καλά να μεταλλάσσει την πνευματι κή ιδιοκτησία σε υλική ιδιοκτησία, εφαρμόζοντας έτσι τέλεια στην πράξη τη ρήση "το τερπνόν μετά του ωφελίμου". Μόνο που τώρα πια έχει μπερδευτεί τόσο, που δεν ξ£ρει ποιο απ' τα δυο είναι το τερπνόν: Η μουσική ή το χρήμα; Χάος, και κατά μιαν έκφραση ελάχιστα προσιδιάζουσα στην άκρως τακτοποιητική των ήχων τέχνη: κουλουβάχατα. Τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά αν το ακροατήριο του σημερινού μουσικού ήταν το ακροατήριο του Μπαχ ας πούμε: Τρεις κι ο κούκος. ('Οπου κούκος, ο μαικήνας πρίγκιψ). Ό μω ς απ’ το 1960 και μετά, που ο δίσκος λονγκπλέι εκδημοκρατίζει τη μουσική, το ακροατήριο του σημερινού μουσικού είναι, ας πούμε, τρία εκατομμύρια κι ο κούκος. ( Ό που κούκος, τώρα πια... η καρδερίνα τραγουδίστρια η κλεισμέ νη στο κλουβί της που λέγεται και δίσκος). Ο κούκος λοιπόν που λέγαμε, πάρα πολύ συχνά είναι και μπούφος. Κι ένας διάολος ξέρει πόσοι μπούφοι παριστάνουν σήμερα τ’ σηδόνισ. Εν ολίγοις η μουσική βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο των... ορ νίθων ου μην αλλά και των όρνιων, δηλαδή των αρπακτικών των δισκογραφικών εταιριών. Η μουσική πτηνοκρατείται πέρα ως πέρα. Λοσιόν, τραγουδείστε, ωραία μου πουλάκια τρογουδείστε. Πάντα θα υπάρχουν ζώα για να πληρώνουν το τρα γούδι σας ακριβά. Κι ερχόμαστε στο κρίσιμο ερώτημα: Ποιοι πληρώνουν αηδώς τους καλλικέλαδους αοιδαύς; Ό λ ο αυτό το πλήθος που συρρέει στις λεγάμενες συναυλίες (στην πραγματικότητα είναι συλλαλητήρια μετά μουσικής) τί προσδοκά απ’ αυτή τη "μυ σταγωγία" που είναι οχλαγωγία; Τι είδους απόλαυση μπορεί να νιώσει κανείς πλακωμένος από πενήντα βαρέα ηχεία, που τον σφυροκοπούν ανελέητα; Αυτή δεν είναι μουσική απόλαυ ση, είναι μουσικός μαζοχισμός: Αντί να σε πετάξουν στην αρέ να να σε φαν τα θηρία σε πετούν στη συναυλία και σε τρων οι μουσικοί!!! Κ ι ωστόσο, κανείς δεν υποχρέωσε τούτους τους βαρήκοους να τσουβαλιαστούν στις κερκίδες των γηπέδων, που μετατρά πηκαν εκ των ενόντων σε ξεσκέπαστες αίθουσες συναυλιών, κάτι σαν το Χόλ ιγουντ Μπάουλ. Να πρόκειται, άραγε, για το
ίδιο κοινό; Μα, τότε γιατί το δεύτερο μέρος της συναυλίας δεν το λεν δεύτερο ημίχρονο; Γιατί οι τραγουδιστές δεν φο ρούν φανελίτσες και σωβρακάκια; Και γιατί δεν αμολούν κι άλλα αερόστατα, πολλά αερόστατα, χιλιάδες αερόστατα που να σηκώσουν όλο το στάδιο στον αέρα και να το αφήσουν εκεί για πάντα ώστε να μπορέσουμε, επιτέλους, ν ' ακούσουμε μου σική; Τί χρωστάμε εμείς που οι ποδοσφαιρόφιλοι τα μπέρδε ψαν και μπήκαν στο γήπεδο σε λάθος μέρα; Αλλά πώς να μην τα μπερδέψουν οι άνθρωποι, αφού ήδη τα έχουν μπερδέψει αξεμπέρδευτα συνθέτες και εκτελεστές! Εδώ μπερδέψαμε τη μουσική με την επανάσταση, να μην μπερδέ ψουμε τη μουσική με το ποδόσφαιρο, την υδατοσφαίριση (πα ραλιακή μουσική, κάτι σαν βαρκαρόλα χωρίς βάρκες) και τα ολυμπιακά νούμερα του τσίρκου; Η μουσική έγινε οπορ. Και σε λίγο θα έχουμε και το σχετικό πρωτάθλημα. Τη μεγάλη τέχνη των ήχων, τη "σατανική τέχνη", την τέχνη του Αντριάν Λέβερκιν που έγινε το πνευματικό σύμβολο του καιρού μας, η καπιταλιστική σχιζοφρένεια τη μετέτρεψε σε ένα ευτελές τραλαλά και ωχωχώχ, άξιο για οκνηρούς, βαριεστημένους και ψευτοαπελπισμένους. Μέσα σ’ αυτή τη γενικότερη σύγχυση, όπου χάνει η μάνα το παιδί καί το παιδί την... κιθάρα του, είναι μάλλον ανόητο να προσπαθεί κανείς να κατανοήσει τους παράτονους φατριασμούς που περιγράψαμε στην αρχή. Και είναι πολύ φυσικό εκτός από μουσικοποδοσφαιρικό πρωτάθλημα να δημιουργηθεί σε λίγο και μουσικοπυγμαχίκό πρωτάθλημα: Τραγου διστής βαρέων βαρών Α εναντίον συνθέτη Β, και συνθέτης κατηγορίας πετεινού Γ εναντίον... Απόλλωνα. (Προσοχή: εκτός απ' τον Απόλλωνα Καλαμαριάς υπάρχει κι ένας άλλος με το ίδιο, φευ, όνομα). Ποιος νοιάζεται πια για τη μουσική, πέρα απ' τους φίλους της τζαζ κι όσους απόμειναν ακόμα απ' τους φίλους της λε γάμενης σοβαρής μουσικής; (Κάποτε θεωρούσαμε ανόητο τον χαρακτηρισμό "σοβαρή μουσική”, γιατί όλη η μουσική δεν μπορεί παρά να είναι σοβαρή, ωστόσο ολοένα και περισ σότερο το επίθετο γίνεται αναγκαίο, προκειμένου να ξεχω ρίσουμε την γηπεδική-ποδοσφαιρική μουσική απ' τη μου σική). Οι μουσόφιλοι δεν παν hlo στις συναυλίες για ν’ ακούσουν ολλά γιο να δουν. (Τον τραγουδιστή, το μαέστρο, τα μπαλό
νια). Οι εκτελεστές δεν παν πια στις συναυλίες για να εκτελέσουν τα κομμάτια τους, αλλά για να κάνουν το νούμερό τους. {Ο φον Κάραγιαν, ο σοβαρός φον Κάραγιαν, είναι ο πρώτος διδάζας την τέχνη της οππκοποίησης του ήχου για λόγους καθαρά εισπρακτικούς, δηλαδή γιατί. κατάλαβε πως σε και ρούς πλήρους κυριαρχίας των τεχνών της δράσεως το κοινό πληρώνει ευκολότερα όταν ο ήχος αποκτά και φως). Οι συν θέτες δεν οργανώνουν πια συναυλίες για να παίξουν τα κομμά τια τους, αλλά για να κάνουν το κομμάτι τους σα μαέστροι, σε μια μουσική, μάλιστα, που μόνο από μαέστρο δεν έχει ανάγκη: Πρέπει να φανούν κι αυτοί γιατί, το είπαμε ήδη, το κοινό πλη ρώνει για να βλέπει όχι για ν ’ ακούει: Θα μπορούσες να παί ζεις μόνο τους εθνικούς ύμνους των χωρών της κοινής αγο ράς, αρκεί να τους διευθύνεις θεαματικά: Πολλοί θα δουν, λίγοι θα καταλάβουν. Δηλαδή, θ ' ακούσουν. Εν ολίγοις: Οι μουσικοί, συνθέτες και εκτελεστές, είναι τα μεγάλα θύματα του κινηματογράφου. Α π ' τη στιγμή που το Χολιγουντ οπτικοποιεί ιδιοφυώς το μουσικό σόου στη δεκαε τία του 50, όλος ο κόσμος σπεύδει να το μιμηθεί, κουτσά στραβά. (Συνήθως και κουτσά και στραβά). Η σύγχυση που προκλήθηκε έδωσε την προτεραιότητα στους εκτελεστές, ενώ οι συνθέτες έσπευσαν ιδροκοπώντας να τους εκτοπίσουν γινό μενοι οι ίδιοι "ορατοί" εκτελεστές, κυρίως μαέστροι. Ο δίσκος που έρχεται σε λίγο, δεν λειτουργεί παρά σαν ακουστικό μνη μόνιο του οπτικοακουστικού σόου που ο ακροατής είτε είδε είτε ονειρεύεται να δει. Και οι μουσικοί μαλώνουν γιατί διαταράχτηκε η παραδοσιακή υστερία του μουσικού που προ πολλού πέρασε στο στάδιο της σχιζοφρένειας. Ειλικρινά, τους ευχόμαστε περαστικά. 24/6/84
15. ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ
Κόσμημα σημαίνει στολίδι. O l άνθρωποι φορούν κοσμήμα τα για να στολίζονται, δηλαδή να γίνονται, και κυρίως να φαί νονται, περισσότερο όμορφοι απ' ό,τί είναι. Είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση μας να μην είμαστε ποτέ εντελώς ικανοποιη μένοι απ' τη φάτσα μας, γενικότερα απ' το κορμί μας. Κι αυτό γιατί, καθώς η φάτσα μάς δόθηκε μια για πάντα από τη φύση, κάθε φυσική αλλαγή σ ' αυτήν είναι μια αλλαγή προς το χει ρότερο, λόγω γήρατος, που είναι μια απο-κόσμηση, μια κατα στροφή της μορφής. Από δω και η ανάγκη του στολισμού των νεκρών: Είναι η έσχατη προσπάθεια που κάνουν οι ζωντανοί να διατηρήσουν την "ευμορφία" (την καλή μορφή, την ομορφιά) του νεκρού, που σε λίγο θα χάσει τελείως τη μορφή του, καθώς θα επανέλθει στην κατάσταση της άμορφης ανόργανης ύλης. (Η οργανι κή έχει πολύ "υψηλότερο βαθμό οργάνωσης" απ' ότι η ανόρ γανη ύλη, κι ακριβώς ο βαθμός οργάνωσης των "δομικών υλι κών" είναι αυτός που καθορίζει το βαθμό αναγωγής του μη αισθητικού σε αισθητικό. Μ ’ άλλα λόγια, τα έμβια όντα είναι "έργα τέχνης" απ' την ίδια τους τη φύση, ενώ ο θάνατος είναι ένα γεγονός κατ' εξοχήν αντιαισθητικό, αφού καταστρέφει το "έργο τέχνης" που είναι το έμβιο ον). Η αντίληψη πως ο κόσμος είναι ένα κόσμημα (οι δυο λέξεις έχουν την ίδια ρίζα) είναι του Πυθαγόρα. Κόσμος για τον Πυθαγόρα είναι το σύνολο των ουρανίων σωμάτων, νοούμε νων σαν ένα αρμονικό σύνολο που μαζί με τον ουρανό (το κε νό) αποτελούν το σύμπαν. Ο μυστικισμός και η μεταφυσική του Πυθαγόρα δεν είναι ηθικής αλλά αισθητικής τάξεως, και
γιαυτό ακριβώς ο πυθαγορισμός επηρεάζει τόσο αποφασιστι κά τη μετά απ' αυτόν αρχαία ελληνική σκέψη, που είναι μια σκέψη βαθιά και ουσιαστικά αισθητική σ ' όλα τα επίπεδα: Η ομορφιά γιά τον αρχαίο Έλληνα δεν είναι ένα εξωτερικό πρόσθετο στον κόσμο στολίδι, που όντας άσχημος πάμε να τον κάνουμε ομορφότερο, στολίζοντάς τον. Ο κόσμος για τον αρχαίο Έλληνα ασχημαίνει μόνο όταν χαλάει η "τάξη" του με μια αδέξια ή βάρβαρη ανθρώπινη επέμβαση. Μ ' άλλα λόγια, η ομορφιά έχει, για τον αρχαίο Έλληνα, μια ποιότη τα ηθική. Αυτή η αντίληψη θα χαθεί με το χριστιανισμό, που λάτρεψε το δύσμορφο, και θα επανέλθει στο ιστορικό προσ κήνιο μόνο κατά την Αναγέννηση. Εξαιτίας της ριζικής αποκόλλησης του όμορφου απ' to ηθικόν που επέβαλε ο χριστιανισμός, το όμορφο άρχισε να γίνεται "αμαρτωλό", πράγμα που δεν διέφυγε απ' την προ σοχή του ουτοπικού σοσιαλισμού (η μελέτη του Φουριέ έχει να μας μάθει πολλά επί του θέματος), και αργότερα του α ναρχισμού, και φυσικά του μαρξισμού. (H αισθητική του Λούκατς είναι ταυτόχρονα και μια έμμεση κριτική ίου χρι στιανισμού). Στον κινηματογράφο, μόνο ο μεγάλος Μπουνιουέλ, που παρέμεινε αναρχικός μέχρι το τέλος του, διατήρησε με πεί σμα την αρχαιοελληνική αντίληψη για την ηθικότητα της ομορφιάς και την ανηθικότητσ της ασχήμιας: Σ ’ άλες του τις ταινίες οι κακοί είναι πάντα άσχημοι και οι καλοί πάντα όμορφοι, πράγμα που θα μπορούσε να βρει επιβεβαίωση και στο φροϊδισμό. (Το άσχημο έχει, πράγμαπ, μια "ιδιάζουσα κακότητα", κι όταν δεν την έχει είναι γιατί μπήκε σε λει τουργία η φρόιδική αρχή της "εξιδανίκευσης", που για τον Φρόιντ έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην ιστορία του πολιτι σμού). Οι στωικοί, που προετοιμάζουν το δρόμο στο χριστια νισμό, δίνουν το πρώτο αποφασιστικό πλήγμα στην πυθα γόρεια αντίληψη για την αρμονία νοούμενη σαν ισορροπία των δεδομένων του"μέσα" και του "έξω κόσμου", και με ταθέτουν την έννοια ομορφιά αποκλειστικά στον "μέσα κό σμο". Από δω και πέρα, θ’ αρχίσει να επιβάλλεται μια σύγ χυση, που σε λίγο θα πάρει τεράστιες διαστάσεις, ανάμεσα στις έννοιες "όμορφος άνθρωπος" και "καλός άνθρωπος", δηλαδή ανάμεσα σ’ ένα αισθητικό κι ένα ηθικό γεγονός.
Το "καλός καγαθός" των αρχαίων Ελλήνων, που δείχνει, ακριβώς, την απόλυτη ζεύξη του όμορφου με το ηθικό, θα καταντήσει ένα βλακώδες σχολικό ρητό, κρεμασμένο στους τοίχους άθλιων σχολείων σαν ένα ακόμα ξέφτι ενός κολοσσι αίου πολιτισμού, που δεν λειτουργεί πια, έτσι που, από αιώ νες ατέλειωτους, τον κατάντησαν οι δάσκαλοι, οι παπάδες, κι όλη η απέραντη στρατιά των ευνούχων, που χαλούν την "πυθαγόρεια τάξη" για να βάλουν, τάχα, σε τάξη τον "μέσα κόσμο", που ωστόσο θα παραμείνει άτακτος στον αιώνα τον άπαντα, όπως απόδειξε ο Φρόιντ. (Το υποσυνείδητο είναι το κατ' εξοχήν άμορφο ή δύσμορφο, και συνεπώς αντιαισθητι κό. Και τούτο, παρά τα γεγονός πως το εύμορφο, δηλαδή το αισθητικό, αντλεί ακατάπαυστα απ' αυτό, μορφοποιώντας το χάος), Η ηθικοποίηση της ομορφιάς θα οδηγήσει σε τραγικά α διέξοδα καί την ομορφιά και την ηθική, k l ο Ζορζ Μπατάγι, ξεκινώντας κι αυτός απ' το μεγάλο δάσκαλο, τον Νίτσε, θ' αγωνιστεί, μάλλον μάταια κι αυτός, να αποκολλησει τις έν νοιες "καλό" και "όμορφο", που ο χριστιανισμός τις κόλ λησε με το δικό του τρόπο, δίνοντας την προτεραιότητα στο "καλό" (το καλό λέει είναι και όμορφο}, καταργώντας έτσι την αρχαιοελληνική διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις δυο έν νοιες: Το καλό είναι οπωσδήποτε όμορφο, αλλά το όμορφο αποκλείεται να μην είναι και καλό. Το ένα δεν μπορεί να γί νει νοητό χωρίς το άλλο, ούτε το ένα ν' αποχτήσει την προ τεραιότητα απέναντι στο άλλο: οι δυο έννοιες αποτελούν "εννοιολογικό δίπολο", και κάθε προσπάθεια χωρισμού τοσς είναι μια καταστροφή της αρμονίας που επαγέλλονταν ο Πυ θαγόρας. Οι αρχαίοι Έλληνες, λαός σοφών, που όμοιος του δεν εμ φανίστηκε έκτοτε στην Ιστορία (ποτέ δεν κατάλαβα ποια α κριβώς σχέση πέραν της γραμματολογικής έχουν οι κατά μάλλον και ήττον ψωραλέοι νεοέλληνες μ’ εκείνο το μεγά λο λαό), ήξεραν πως η ζωή είναι ένας κόσμος, δηλαδή ένα κόσμημα, ένα στολίδι, κι ότι αντίθετα ο θάνατος είναι ένας αντι-κόσμος, ένα αντι-ατολίδι, που έχει ανάγκη από στολί δια για να ισορροπήσει "μαγικά" με τον κόσμο, κι έτσι ο κόσμος των νεκρών να πάψει να είναι τόσο τρομερός, και να γεμίσει κι αυτός με "ζωή", χάρις στη μαγική επενέργεια του νεκρικού κοσμήματος, που το φκιάξαν οι ζωντανοί ακρι
βώς για να βάλουν τάξη στον κόσμο: Να τον διακοσμήσουν, αλλά όχι με τη σημερινή σαχλή έννοια, όπου ο κάθε βλαξ διακοσμητής αναλαμβάνει ν’ ασχημήνει κι άλλο έναν κόσμο ήδη κατάσχημο απ' την καταστροφή της αρμονίας που την άρχισε ο στωικισμός, και που συνεχίζεται με μύριους τρόπους από Βάνδαλους, καθόλσ "καλούς" κατά τα άλλα, τρομάρα τους!! Λοιπόν, οι αρχαίοι Έλληνες κατασκεύαζαν πολλά στολί δια για να τιμήσουν τους νεκρούς (τα λέμε κτερίσματα) και λιγοστά για να στολίσουν τους ζωντανούς. Ό χ ι γιοτί απεχθάνονταν το στολισμό, αλλά γιατί προτιμούσαν ένα στολι σμό με επεμβάσεις πάνω στα ζωντανά ή οιωνεί ζωντανά μέρη του κορμιού τους, ή πάνω σ ' ό,τι περιβάλλει και προστατεύει το κορμί. Έτσι, το ρούχο του αρχαίου Έλληνα είναι ήδη από μόνο του ένα απέριττο κόσμημα, το ίδιο η κόμμωσή του, τα σανδάλια του, η ασπίδα του, η περικεφαλαία του, και πάει λέγοντας για τα πάντα, και τα πάντα είναι γιαυτόν έργα τέ χνης. (Η λέξη καλλιτέχνης δεν υπάρχει στην αρχαία ελληνι κή γλώσσα, γιατί δεν μπορεί να νοήσει ο αρχαίος Έλληνας την τέχνη σαν μια ειδίκευση, παρόλο που κάποιοι κάνουν κα λύτερα και σημαντικότερα πράγματα απ’ το μέσο όρο αυτού του λαού των καλλιτεχνών. Αλλά τούτοι οι "κάποιοι" δεν λέ γονται καλλιτέχνες, λέγονται σκέτα τεχνίτες, όπως κοι οι παπουτσήδες, και ot σαγματοποιοί και όλοι όσοι παράγουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, χρήσιμα για τον κόσμο πράγ ματα). Η πόρπη, γιο παράδειγμα, που θα στερεώσει στο χιτώνα της η αρχαία Ελληνίδα δεν είναι μια "καρφίτσα" αγορασμένη στου... Ζολώτα της εποχής.Είναι το "κιονόκρανο" μιας πτυχής που τινάζεται προς τα πάνω, ή που κρέμεται προς τα κάτω αν τλώντας, ακριβώς απ' την πόρπη την αντίρροπη δύναμη που δεν θα της επιτρέψει να βαραίνει πολύ και να γίνει ένας αιωρούμενος πάσαλος, έτοιμος να καρφωθεί στη γη. Το κολιέ πά λι στο λαιμό της αρχαίας Ελληνίδαςδεν κρέμεται σαν χαϊμαλί σε λαιμό αγελάδας (ένας διάολος ξέρει πόσες κολεοφορούσες κυρίες βόσκουν σήμερα στους λειμώνες των σαλονίών και τρων σε σύγχρονα παχνιά, γνωστά και με το... ψευδώνυμο "μπουφές" που συνηχεί με το μπούφος), αλλά "κάθεται" στη βάση του λαιμού για να χωρίζει σαφώς το κεφάλι από τον κορμό. Κι αυτό το "τρικ" δεν το συνήθιζαν όσες δεν είχαν
είτε κεφάλι είτε κορμό! Στην ανάποδη εποχή μας των πολλα πλών ανατροπών, το ίδιο τρικ χρησιμοποιείται ανάποδα: Το κολιέ δεν χωρίζει, αλλά ενώνει το κεφάλι με το σώμα, προφα νώς γιατί ένα ξεκάρφωτο κεφάλι που αίωρείται ανισόρροπα στους ώμους έχει ανάγκη από πασάλους για να κρατηθεί στη φυσική του θέση και να μην κατρακυλήσει μέχρι τα οπίσθια, ή ακόμα πιο κάτω: Το σημερινό κολιέ ακολουθεί το ντεκολτέ, και το ντεκολτέ από σημειολογική άποψη, είναι ένο βέλος που στοχεύει τον αφαλό - και τα παρακάτω. Να, λοιπόν, πώς κα τάντησαν το ελαφρύ γυναικείο κεφάλι: Μια προέκταση του αιδοίου προς τα πάνω, μια αποκάλυψη για εξαερισμό των μοτέρ της παιδοποιητικής και ηδονοπαραγωγού μηχανής. Είπαμε πως στην αρχαία Ελλάδα τα κοσμήματα έχουν πε ρισσότερο σχέση με τους νεκρούς παρά με τους ζωντανούς. Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει: Τα κοσμήματα των νε κρών έχουν σχέση μόνο με τους ζωντανούς, μέσα σ' έναν κό σμο νεκροζώντανων, όπου τα ζόμπι απειλούν συνεχώς και α κατάπαυστα την ψυχική μας υγεία: Το κόσμημα της γιαγιάς που πέθανε δεν το θάβουμε πια μαζί της (κορόιδα είμαστε;) αλλά το φοράμε, πράγμα που ωστόσο είναι λιγάκι σαν νο το θάψαμε αφού, όπως ήδη είπαμε, το κόσμημα θα λειτουργή σει σαν υποστύλωμα σ ’ έναν ψυχισμό υπό κατάρρευσιν, και θα μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα. Πράγμα που σημαίνει πως δεν νιώθουμε και τόσο καλό, για να καταφύγουμε σ' αυτό το υποστύλωμα. Κι όποιος δεν νιώθει και τόσο καλά εί ναι μοιραίο να φέρνει στο νου του την τύχη που τον περιμέ νει, και που είναι ακριβώς ίδια μ' αυτήν της μακαρίτισσας γιαγιάς. Να, λοιπόν, που η κοσμηματοφορία συνεχίζει πάντα να έχει κάτι το νεκρικό και το πένθιμο, κι απ' αυτή την άποψη η αρχαία παράδοση συνεχίζεται: Τα κοσμήματα εξακολου θούν να αφορούν πάντα τους νεκρούς και να έχουν μια στε νή συμβολική και σημειολογική σχέση με το θάνατο. Τούτη τη σχέση μπορούμε να την επισημάνουμε και με τρόπο αμεσότερα μεταφυσικό: Το ευτελές από οικονομι κή άποψη κόσμημα, που όμως μπορεί να είναι ένα θαυμάσιο από αισθητική άποψη πραγματάκι, δεν λειτουργεί το ίδιο αποτελεσματικά με το "γνήσιο". Γιατί η "γνησιότητα" νοεί ται σαν μια "αιώνια και αναλλοίωτη ουσία", που κρύβεται στο χρυσάφι, στο διαμάντι και σ ' όλα τα σταθερά από φυ σική και χημική άποψη μέταλλα και ορυκτό. Τούτη η στα
θερότητα παραπέμπει ευθέως στην αιωνιότητα, και συνεπώς το "γνήσιο" κόσμημα που φοράμε πάνω μας είναι ένα κομμά τι της αιωνιότητας που το αιχμαλωτίσαμε, με την κουτή ελ πίδα πως θα μας δανείσει, αν όχι όλες, τουλάχιστον κάποιες απ' τις ιδιότητές του. Το κόσμημα, μ ' αυτή τη μεταφυσική έννοια, γίνεται το χαϊμαλί του πλούσιου που, βέβαια, αυτός δεν θα κρεμάσει μια μπλε χάντρα, χωρίς φυαικά να καταλα βαίνει πως αν είναι να κρεμάσει κανείς σώνει και καλά χάν τρες είναι προτιμότερο να το κάνει με τον βαρβαρικό κι όχι τον καινούργιο νεοβαρβαρικό τρόπο. Στο κάτω κάτω, τα πνεύματα... κατοικούν παντού, κι όταν κανείς μπορεί να τα βρει τζάμπα μέσα στα μαγικά γυαλάκια γιατί να τα πληρώ σει ακριβά; Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε αμέσως μετά από μια συζήτηση περί κοσμημάτων με μια φίλη όμορφη, καλή, δυναμική, δηλαδή με μια Ελληνίδα με την ουσιαστικά αρχαιοελληνική έννοια της εκπεσμένης και αποχυμωμένης λέ ξης: τη Τζένη Καρέζη, Άρα, της το χρωστάω, και συνεπώς της το αφιερώνω (μ* όλη μου την αγάπη). Με την ευκαιρία προειδοποιώ τους επίδοξους κλέφτες να προτιμήσουν το... δι πλανό σπίτι, γιατί η σοδειά τους από μια "επιχείρηση" στο σπί τι της φίλης μου θα είναι πολύ ισχνή. Και μια δεύτερη συμ βουλή, πάλι προς κλέφτες: Σαν λογικά όντα που αυτοί είναι σίγουρα, να μην φορούν ποτέ τα κλεμμένα διαμάντια κλπ. αλλά να τα πουλούν αμέσως στον κλεπταποδόχο, που με τη σειρά του θα τα πουλήσει αμέσως σ ' αυτόν από τον οποίο ο κλέφτης τα έκλεψε, ώστε να διαιωνιστεί ο φαύλος κύκλος της "μεταφυσικής οικονομίας" του κοσμήματος. 1/7/85
16. Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Έλεγε ο σοφός ανατολίτης Μασρεντιν Χότζα "Είναι προ τιμότερο να μαδάς κάθε μέρα απ' το κεφάλι της μάνας σου δέκα τρίχες παρά ν' αφήνεις αβοήθητη τη φύση". Είναι φανε ρό πως ο μυθικός φιλόσοφος-χότζας επιχειρεί εδώ μια σύγ κριση ανάμεσα στη μόνα kol τη "μάνα-φύση" και παίρνει τη με ριά της δεύτερης, γιατί αυτή, σαν "έννοια είδους" περιέχει και γεννάει την πρώτη: Αν δεν υπήρχε η μάνα-φύση δεν θα υπήρχε ούτε η μάνα μου, συνεπώς ούτε κι εγώ. Και ξερριζώνοντάς της τα μαλλιά, όπως συνιστά ο κυνικός Νασρεντίν Χότζα, της... δίνω να καταλάβει πως η μητρότητα είναι πριν απ' το κάθε τι μια φυσική λειτουργία που διαιωνίζει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου. Κι αν η μάνα μου μου "χάρισε τη ζωή" δεν πρέπει να ξεχνάει ότι μου χάρισε ταυτόχρονα και το θάνατο κι αυτό οημαίνει πως αυτό που μου χάρισε το πήρε πίσω, ακρι βώς τη στιγμή nou μου το χάριζε. Συνεπώς δεν μου χάρισε τί ποτα. Απλώς, έκανε το καθήκον της απέναντι στη φύση και την κοινωνία, μπαίνοντας στην υπηρεσία της αναπαραγωγής και της συντήρησης της φύσης, συνεπώς και του ανθρώπου που οποτελεί παραπέρα εξέλιξη της φύσης — αν και υπάρχουν άνθρωποι τόσο... φυσικοί (και φυτικοί) που ελάχιστα διαφέ ρουν απ' τα φυτά της φύσης, Ο πολιτισμός ορίζεται σαν η σκατάπαυστη προσπάθεια του ανθρώπου να διαφοροποιηθεί απ' τη φύση και να την ελέγξει σύμφωνα με τις επιταγές ηθικών, λογικών, και αισθητικών κωδίκων, οι οποίοι ξεκινώντας από πραχτικές-φυσικές ανά γκες επιδρούν πάνω στο "φυσικό" μετατρέποντάς το σε "πο λιτισμικό", που με τη σειρά του επιδρά πάνω στο "φυσικά", κι
έτσι στον αιώνα τον άπαντα. Το"φυσικό" και το "πολιτισμικό" βρίσκονται σε μια αδιάκοπη διαλεκτική σχέση και κάθε προσ πάθεια αποχωρισμού τους είναι μια βάναυση όσο και άσκοπη επέμβαση στη "διαλεκτική της φύσης" όπως θα έλεγε ο Ένγκελς, Βέβαια, ο Νασρεντίν Χότζα που λέγαμε δεν γνωρίζει διαλε κτική, και πολύ περισσότερο δεν γνωρίζει ... μαρξισμό. Πράγ μα που δεν τον εμποδίζει να γνωρίζει αυτό που ποτέ δεν κατάφεραν να μάθουν κάποιοι διαπρύσιοι κήρυκες του "φυσι κού" και της "φυσικότητας" που μας πρήξαν με τα πονηρά κηρύγματά τους για "επιστροφή στη φύση", χωρίς να αναλογίζονται τις λογικές και πραχτικές συνέπειες αυτής της ρητο ρικής διακήρυξης: Επιστροφή στη φύση σημαίνει επιστροφή στην κατάσταση του ζώου, από κει στην κατάσταση του φυ τού, από κει στην κατάσταση της αμοιβάδας και, τέλος, πή δημα στην κατάσταση της ανόργανης ύλης. Και, βέβαια, δεν είναι "επιστροφή στη φύση" το κουβάλημα στην εξοχή του ψυγείου, του μίξερ, του τρανζίστορ, της τηλεόρασης και των άλλων προϊόντων της επιστήμης και της τεχνολογίας. Είναι εισβολή στη φύση του πολιτισμού — και μια προσπάθεια παραπέρα μετατροπής του "φυσικού" σε "πολιτισμικό" Όποιος τολμάει ας επιστρέφει στη φύση ολόγυμνος, όπως τον έκανε η φύση (ο λαός λέει: όπως τον γέννησε η μάνα του) και θα δεις για πότε θα επιστρέψει στον πολιτισμό τρέχοντος, πρώτα πρώτα για να φάει.., κον σέρβα που θα την αγοράσει από το πλησιέστερο μπακάλικο κι ύστερα για να φορέσει κανένα βρακί, φκιαγμένο όχι απ' τη φύση αλλά από την κοινωνία σ ' εκείνους τους κατ' εξοχήν μη φυσικούς χώρους που λέγονται εργοστάσια. Για να το πούμε καθαρά: Ή επιστρέφει κανείς στη φύση ή επίατρέφει στο σπίτι του ύστερα από μια επίσκεψη φιλοφροσύνης στη μάνα-φύση το σαββατοκύριακο. Πρέπει να βοηθάει κανείς τη φύση, όπως μας συνιστά ο Νασρεντίν Χότζα, αν θέλει να βοηθηθεί απ’ αυτήν, Διάολε, κάποιος βοήθησε και τη μάνα μας να μεγαλώσει και να γίνει ικανή προς αναπαραγωγήν kol κάποιος μας φύτεψε στα σπλάχνα της. Η φυσική αναπαραγωγική της ικανότητα θα έχανε το νόημά της αν κάποιος ή κάποιοι δεν φρόντιζαν τη μάνα μας όσο ήταν ακόμα νήπιο αλλά και πολύ αργότερα. Βέβαια, ο σουρεαλιστής Πολ Ελιάρ λέει: "Σκοτώστε τη μά
να σας όσο είναι ακόμα νέα", αλλά εννοεί εξουδετερώστε την παρατεινόμενη επιρροή της, μην επιτρέπετε να σας κάνει κτή μα της, μην πίνετε το γάλα της όλη οας τη ζωή, μάθετε να φοράτε μόνοι σας το πουλόβερ όταν κάνει κρύο, απαλλαγείτε με κάθε τρόπο απ' την ασφυκτική προστασία της αν θέλετε εν καιρώ να ξεκόψετε απ' τους άλλους προστάτες, που θα τη δια δεχτούν στη ζωή σας. Μ ' άλλα λόγια, γίνετε κοινωνικά όντα, κάντε το άλμα απ' το "φυσικό" στο "πολιτισμικό" και μην ε νοχλείτε υπέρ το δέον τη μάνα και τη "μόνα-φύση" γιατί πρέ πει να συνεχίσουν τη δουλειά τους. Λοιπόν, ο πολιτισμός και η φύση είναι ζεύγος αντιθετικών εννοιών, και το "φυσικό" γίνεται "πολιτισμικό" πάντα —και μόνο— με μια ενσυνείδητη επέμβαση του ανθρώπου. Απ' αυτή την άποψη, είναι φανερό ότι η γνώση είναι ο κινητήρας του πολιτισμού και η άγνοια ...ο μεγάλος σύμμαχος της φύσης! Σ ' ένα δεύτερο στάδιο ανάπτυξης του παραπάνω συλλογι σμού, η άγνοια και η συντήρηση καταντούν λέξεις συνώνυ μες, και ο "συντηρητικός άνθρωπος" θα μπορούσε κάλλιστα να οριστεί και σαν "φυσικός άνθρωπος". Μάλιστα, όσο πιο "φυσικός" είναι τόσο το καλύτερο για τους εκμεταλλευτές, που θα σε εκμεταλλευτούν με τον φυσικότερο τρόπο και δεν θα σου επιτρέψουν ποτέ να καταλάβεις πως η φτώχεια, η δυσ τυχία, η ευτυχία δεν είναι φυσικά, αλλά κοινωνικά γεγονότα, δεκτικά (κοινωνικών) αλλαγών και όχι (φυσικών) μεταλλά ξεων. Ωστόσο, ο άνθρωπος κουβαλάει μέσα του μια ατέλειωτη σειρά "φυσικών καταστάσεων" που το αντίθετο της φύσης, ο πολιτισμός, δεν θα τις εξαφανίσει ποτέ. Τούτες οι φυσικές ανθρώπινες καταστάσεις στηρίζονται όλες στα ένστικτα που είναι "η φύαη μέσα μας" στην πιο "καθαρή" της μορφή. Και, το πιο δυνατό και απαιτητικό ένστικτο είναι το σεξουαλι κό, γιατί σ' αυτό στηρίζεται η αναπαραγωγή και η διαιώνιση του είδους. Αν τα ένστικτα είναι "φυσικά γεγονότα", η συμπεριφορά μας απέναντι τους είναι ωστόσο κοινωνικό καθορισμένη. Μια άνευ όρων εγκατάλειψή μας στα ένστικτα σημαίνει άνευ όρων εγκατάλειψή μας στη φύση. K ol δεν υπάρχει πιο γρήγορος και αποτελεσματικός τρόπος για μια "επιστροφή στη φύση" απ' την χωρίς όρους εγκατάλειψή μας στο σεξουαλικό ένστι κτο, που είναι επίφοβο ακριβώς γιατί μας απειλεί με την ανε πιθύμητη ολική "φυσικότητα". Ό λο ι οι πολιτισμοί προσπαθούν να θέσουν υπό έλεγχο ίο
σεξουαλικό ένστικτο, όχι γιατί το σεξ είναι αμαρτία, όπως θέ λουν να λεν οι παπάδες και οι περί αυτούς αδαείς, αλλά διότι ο πολιτισμός γίνεται εντελώς αδύνατος με ένα ολικό άφημα των ατόμων στον απόλυτο εγωισμό του σεξουαλικού ενστί κτου, που έχει την τάση να ικανοποιείται ερήμην όλων των α παγορεύσεων και σε βάρος των πάντων. Το σεξ σκοτώνει στην κυριολεξία — και για να το καταλάβει κανείς αυτό δεν είναι α νάγκη να ανατρέξει στον Φρόιντ. Οι εφημερίδες είναι γεμάτες σχεδόν κάθε μέρα από περιγραφές σεξουαλικών εγκλημάτων. Σίγουρα, "ο πολιτισμός είναι πηγή δυστυχίας" για το άτο μο, όπως έλεγε ο Φρόιντ. Γιατί απ' τη μια μεριά ό,τι κάνει ο πολιτισμός το κάνει και για να προστατέψει το άτομο απ' τις καταστροφικές, συνήθως, "δυνάμεις της φύσης", ενώ απ' την άλλη, για να το πετύχει αυτό, βάζει σε καραντίνα τον ίδιο τον πυρήνα της φύσης, τη σεξουαλικότητα, δηλαδή το "μοτέρ" που διατηρεί την κίνηση της ζωής και που, ειδικότερα στον άνθρωπο, παρέχει το σταθερό φυσικό μέτρο της ατομικής ευτυχίας: Δεν νοείται ευτυχία ξεκομμένη απ’ την ηδονή, και δεν νοείται ηδονή πάσης φύσεως (πνευματική, ηθική, αισθητι κή κλπ.) ξεκομμένη απ' τον αρχικό φυσικό της πυρήνα απ' τον οποίο την έκανε να ξεπηδήσει ο πολιτισμός, μέσα στη μακρό χρονη διαδικασία μετατροπής του φυσικού σε πολιτισμικό. Ο πολιτισμός είναι πηγή δυστυχίας (ατομικής, το υπογραμ μίζουμε), γιατί αφαιρεί απ' τα άτομα τον πιο βαθύ και κρυφό πυρήνα της ευτυχίας τους, το ολικό άφημα στη φυσική ηδο νή που χαρίζει το σεξ. Είναι το βαρύ τίμημα που συνεχίζουμε να πληρώνουμε στον πολιτισμό. Ο Φρόιντ αποδέχονταν τούτο το αίτημα, και μάλιστα το θεωρούσε απολύτως αναγκαίο. Μ ό νο η άγνοια θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αντιμετώπιση του φροϊδισμού σαν ένα είδος "πανσεξουαλισμοϋ" ή "πανηδονισμού". Εντούτοις, καταλαβαίνει κανείς γιατί ο ιδεαλισμός επιτέθη κε με την ίδια βαναυσότητα και στο φροϊδισμό και στο μαρξι σμό: Και οι δυο "ισμοί" αντικαθιστούν το Πνεύμα και την Ι δέα σαν πρωταρχικά κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς με πράγματα πάρα πολύ! υλικά και κατανοητά. Ήδη αυτοί οι δυο "ισμοί", με τον Μαρκούζε, τον Ράιχ, τον Αντόρνο, τον Φρομ και πάρα πολλούς ακόμα τείνουν να σμίξουν σε έναν, κι αυτό θα ήταν το τελικό και οριστικό πλήγμα στον ιδεαλι σμό. Προς το παρόν, ωστόσο, υπάρχει κάποια διάσταση ανά-
μέσα στον "επίσημο" μαρξισμό και τον "επίσημο φροϊδισμό", αλλά οι επισημότητες εν γένει δεν κρατούν πολύ. Κάποτε τα πράγματα παίρνουν το φυσικό τους δρόμο, κι ο φυσικός δρόμος της μελλοντικής επανάστασης είναι αυτός που χάρα ξαν οι δυο πιο μεγάλοι επαναστάτες όλων των εποχών, ο Μαρξ κοι ο Φρόιντ. Τη σεξουαλικότητα, ch παπάδες έχουν την τάση να την ηθι κοποιούν, οι καλλιτέχνες να την αισθητικοποίούν και οι παρα δοσιακοί ψυχολόγοι να την ψυχολογοποιούν. Οι φροϊδομαρξιστές με τη σειρά τους την... κοινωνικοποιούν, δηλαδή την αντιμετωπίζουν σαν ένα κοινωνικό γεγονός τεράστιας κοινω νικής σημασίας. Είναι φανερό πως το σεξ, απ' την ίδια του τη φύση,δεν είναι δυνατό να έχει καμιά σχέση με την ηθική. Η ηθική συμπεριφορά και η σεξουαλική συμπεριφορά είναι δυο τελείως διαφορετικά πράγματα, παρόλο που κάπου τέμνονται οι δυο ευθείες: Στο σημείο όπου η κοινωνία επεμβαίνει στη φύση για να την κοινωνικοποιήσει. Όπως και νάναΐ,πάντως, η ηθική παραμένει ένα κοινωνικό επιφαινόμενο και το σεξ ένα φυσικό φαινόμενα, ενώ η συμπεριφορά μας απέναντι στο σεξ είναι ένα γεγονός καθαρά και απόλυτα κοινωνικό: Καθορίζε ται απ' τις αντιλήψεις μας για το σεξ, που αλλάζουν από επο χή σε εποχή και από τόπο σε τόπο, Η δολιότητα των ηθικολόγων που έχουν την ακατάσχετη τόση να θολώνουν τα νερά για να ευκολύνουν το ψάρεμα "α μαρτωλών ψυχών" ανακλάται με απόλυτη σαφήνεια στη γλώσσα. Λέμε, για παράδειγμα, "ανήθικη γυναίκα" και εννο ούμε σχεδόν πάντα τη σχέση μιας γυναίκας με τη σεξουαλι κότητα. Αντίθετα, λέμε "ανήθικος σνδρας" και εννοούμε αυτό που πρέπει να εννοούμε: Τη σχέση ενός άνδρα με τον ισχύοντα ηθικό κώδικα, πέρα και πάνω απ' το σεξ. Γιατί ηθικοποιή σαμε τη σεξουαλικότητα οτη γυναίκα και την αποηθικοπσιήσαμε στον άνδρα. Μα, διότι πρέπει να ασκήσουμε έλεγχο στη "νομιμότητα" του τέκνου ίου άνδρα, που θα κληρονο μήσει την περιουσία του και το όνομά του. Ό σο για τη γυναίκα, αυτή την περιορίσαμε στο ρόλο της παιδοποιητικής μηχανής, την κάναμε δηλαδή κλώσσα που κλωσσάει τα δικά μας αυγά, δηλαδή αυτά που γέννησε η ίδια και της τα πήραμε. Ο Φροίδομαρξισμός, λοιπόν, μας έμαθε πως το σεξ δεν είναι μόνο ένα πανίσχυρο φυσικό γεγονός, αλλά και ένα το
ίδιο ισχυρό κοινωνικό γεγονός, όχι εξαιτίας της απαράδεκτης και ακατανόητης ηθικοποίησής του μέσα απ' τους μεταφυσικά κατοχυρωμένους ηθικούς κώδικες προς χρήσιν αδαών και α φελών, αλλά εξαιτίας της χρησιμοποίησής τους απ' τους εξουσιάζοντες για να ασκούν πιο αποτελεσματικά —και ανέξοδα— την εξουσία τους, ενδοστρέφοντας μια εξωτερική απαγόρευ ση, κάνοντας δηλαδή το άτομο να πιστέψει πως αυτό που είναι απαγορευμένο είναι τέτοιο γιατί έτσι θέλει ο Θεός και όχι οι άνθρωποι. Βέβαια, είχαν δίκιο να απαγορεύσουν το σεξ οι άν θρωποι, αλλά όχι για τους "ηθικούς" λόγους που επικαλούν ται ακατάπαυστα ευνούχοι κατηχητές. Ωστόσο, οι φροίδομαρξιστές πιστεύουν πως οι κοινωνι κές συνθήκες είναι πια ώριμες για την πιο μεγάλη επανάστα ση που θα μπορούσε να ονειρευτεί ο άνθρωπος: Την επανεγκαθίδρυση του ατόμου στο χαμένο του θρόνο, με τρόπο όμως ουσιαστικό. Και τούτη η "ουσιαστικό τη τα" συνίσταται στην ανεπιφύλακτη παραδοχή του γεγονότος πως αυτό που λέμε ευτυχία κι αυτό που λέμε ηδονή (σ’ όλες τις εκδοχές) είναι εντελώς αδύνατο να ξεχωριστούν. Η παλιά διδασκαλία του Επίκουρου είναι, πια, και επιστημονικά κατοχυρωμένη. Αυτό που ονομάζουμε "σεξουαλική επανάσταση" <ο όρος άρχισε να γίνεται της μόδας απ’ το γαλλικό Μάη του 68) δεν είναι μια σεξουαλική ασυδοσία των σεξουαλικά πεινασμένων που, επιτέλους, άρχισαν να τρων... καλά, Είναι η πολιτική αντιμετώπιση της σεξουαλικότητας και η χρησιμο ποίησή της στον ευρύτερο αγώνα για την απελευθέρωση του ανθρώπου απ’ τα ποικίλα δεσμά του, ορατά και κυρίως αόρατα. 8/7/84
17.
ο χ ρ υ σ ό ς : α ιώ ν α ς
λ εν είν α ι μ ύ θ ο ς
Η ιδιοκτησία είναι κλοπή, λέει ο Προυντόν. Θα μπορούσα με να προσθέσουμε πως δεν είναι μόνο κλοπή αλλάκαι ντρο πή, αφού τα συναισθήματα που δημιουργεί στον ιδιοκτήτη η "ιδία κτήσις" (η απόχτηση ενός πράγματος για προσωπικό ό φελος) δεν είναι πάντα ευχάριστα, όπως γίνεται φανερό και απ' τη σχεδόν υβριστική λειτουργία της λέξης: Ιδιοκτήτης κατάντησε να σημαίνει μωρός αποταμιευτής, που σωρεύει χρή ματα πολύ περισσότερα απ’ αυτά που χρειάζεται για να περά σει καλά τον υπόλοιπο βίο του, κι ακόμα για να εξασφαλίσει ένα καλό "ενδιαίτημα" σε πολυτελή τάφο, ώστε η βλακεία του ν’ αποχτήσει το μνημείο της, αφού έτσι kl αλλιώς ήταν μνη μειώδης κι όταν την κουβαλούσε στο κρανίο του. Ωστόσο, η ιδιοκτησία, κάτω από διάφορες μορφές που πολ λές φορές άλλαξαν στην Ιστορία, έχει την ηλικία του ανθρώ που σχεδόν. Κι αφού τούτος ο θεσμός είναι παλιός, παλιά πρέ πει να είναι ko l τα αίτια που τον δημιούργησαν. Πράγματι, η "ιδία κτήσις" δεν είναι βίτσιο. Είναι μία συγκεκριμενοποίη ση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης — αλλά ένστικτο η ίδια δεν είναι, όπως θέλουν να πουν μερικοί ylo να τη μεταθέσουν απ' την κοινωνιολογία στη βιολογία, κι έτσι να της δώσουν ένα κύρος φυσικού φαινομένου πάνω στο οποίο θα ήταν αδύ νατό να επέμβει κανείς εμπρόθετα. Λοιπόν, βίτσιο δεν είναι η ιδιοκτησία εν γένει, αλλά μόνο η ατομική ιδιοκτησία, που εί ναι μια βιτσιόζα παραλλαγή της. Από τότε που ο άνθρωπος απόχτησε μυαλό (έγινε "σάπιενς") άρχισε να αποταμιεύει πράγματα, kol κατ' αρχήν την τροφή του, για τις δύσκολες μέρες. Ωστόσο, παρόλο που οι
μέρες σ' εκείνη την πανάρχαια εποχή ήταν πολύ πιο δύσκολες απ’ τις σημερινές, ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν αρκούντως έ ξυπνος, κι όπως φαίνεται πιο έξυπνος απ' τον σημερινό, για να καταλαβαίνει πως η συσσώρευση χάνει το νόημά της όταν γί νεται αυτοσκοπός, ή μέσο για την απόχτηση δύναμης. "Αλλω στε η έννοια "αυτοσκοπός" δεν υπάρχει σ' ένα μυαλό που δεν έχει υποστεί ακόμα μεταφυσική αγκύλωση, και η έννοια "δύ ναμη δια του πλούτου" δεν έχει νόημα σε μια κοινωνία όπου μετρούσαν μόνο οι σωματικές και νοητικές ικανότητες, κι όχι η "ιδία κτήσις" που μπορεί και να τη χάσει κανείς, οπότε... τρέχα γύρευε την! Ο Άνταμ Φέργκιουσον σημειώνει, στο τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα, πως οι άγριοι δεν γνωρίζουν την ιδιοκτησία, ενώ για τους βάρβαρους αποτελεί βασικό αντικείμενο φρον τίδας και επιθυμίας. Προσέξτε στην παραπάνω παρατήρηση αυτού του σπουδαίου πρωτοπόρου της επιστήμης της κοινωνιολογίας τη δίσημη και γι’ αυτό χιουμοριστική χρήση της λέξης "βάρβαρος": Βάρβαροι είναι αυτοί που διαδέχτηκαν τους αγρίους, αλλά ο Φέργκιουσον αφήνει την έννοια μετέω ρη ώστε να φτάσει μέχρι τις βαρβαρικές μέρες μας. Πράγματι, για τους βάρβαρους όλων των εποχών η ιδιοκτησία αποτελεί βασικό αντικείμενο φροντίδας και επιθυμίας και δεν είναι πολ λοί οι στοχαστικοί και φιλοσοφημένοι άνθρωποι που θα κά νουν την ιδιοκτησία βασικό αντικείμενο φροντίδας και επι θυμίας. Γιατί, για να φροντίσεις τα της ιδιοκτησίας σου πρέ πει να της αφιερώσεις χρόνο (ακόμα και η είσπραξη ενός ψωροενοικίου από δύστροπο ενοικιαστή μπορεί να σου φάει με ρικές μέρες) ενώ για να την επιθυμείς διακαώς καί νηπιόθεν, σίγουρα έχεις μια νηπιόθεν διαστροφή που στην κόλλησε η καταραμένη ανασφάλεια για μια ζωή μονίμως αφημένη στο έλεος του εργοδότη που, αυτός, όντας ιδιοκτήτης, μπορεί νο ασκήσει μια βάναυση εξουσία, αν και τα πράγματα απ' τις αρ χές του αιώνα και μετά βελτιώθηκαν σημαντικά με την εργατι κή νομοθεσία. Λοιπόν, το ψυχολογικά έρεισμα του αισθήματος (κατ' άλ λους του ενστίκτου) της ιδιοκτησίας είναι η αβεβαιότητα για το άδηλο προσωπικό μας μέλλον. Αν κάποιος μας εγγυόταν πως δεν θα χάσουμε αυτά που έχουμε, ή πως δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα ακόμα κι αν δεν έχουμε τίποτα, τότε το αί σθημα της ιδιοκτησίας θα ατονούσε, και οι πιθανότητες να γί
νουμε ψυχασθενείς θα λιγόστευαν. (Η ιδιοκτησία είναι υπεύ θυνη για πολλές ψυχικές αρρώστιες}. Αν δεν λιγοστέψουν θα παραμείνουμε "πολιτισμένα βάρβαροι" μέσα σε μια περιουσία έτοιμη να καταρρεϋσει από ένα κραχ ανάλογο μ’ αυτό του 1929, ή από έναν καλπάζοντα πληθωρισμό, ή από μια μπόμπα που θα σκάσει στην ταράτσα της βίλας μας, ή από μια χειρο βομβίδα που θα πετάξουν οι τρομοκράτες το καλοκαίρι απ' το ανοιχτό παράθυρο της κρεββατοκάμαρας, ή απ' την απαγωγή του κανακάρη μας, που για να μη μας τον στείλοιιν πίσω χωρίς αυτί η χωρίς γλώσσα μπορεί να μας πάρουν τη μισή περιουσία ή, το πιθανότερο, από μια υδρογονοβόμβα που έχει το μεγάλο "αβαντάζ" να σκοτώσει χωρίς να κάνει ταξικές διακρίσεις. (Θα μας πάρει ο διάολος και θα μας σηκώσει στην κυριολεξία και μας που αγωνιζόμαστε για την ειρήνη και κείνους που δεν α γωνίζονται παρά μόνο για το πορτοφόλι τους αν σκάσει μια τέτοια μπάμπα). Είναι φανερό πως δεν είναι βολικό να είσαι ιδιοκτήτης τη σήμερον ημέραν, τόσο για τους "μοντέρνους" λόγους που μό λις αναφέραμε όσο και για λόγους πιο "κλασικούς". 0 σει σμός, η πυρκαγιά, ο κατακλυσμός και τ ' άλλα στοιχειά της φύσης στοιχειώνουν μονίμως τη ζωή του ιδιοκτήτη, που νιώ θει έντονα την ανάγκη ν ' ανάψει ανάλογα με τα εισοδήματά του, από ένα μέχρι ένα εκατομμύριο κεριά σ' όλους τους Αγί ους, γνωστούς κοι άγνωστους, όχι τόσο για να τους ευχαρι στήσει για την "ιδίαν κτήσιν" που ίου χάρισαν (;) όσο για να τους χρησιμοποιήσει στη θέση του συστήματος συναγερμού, που είτε δεν το αγόρασε ακόμα είτε το θεωρεί ανεπαρκές — και κσλά κάνει, γιατί αγαπάει ο Θεός τον νοικοκύρη αλλά α γαπάει και τον ...κλέφτη, όπως αποδεικνύεται, άλλωστε, κι από την πληθώρα των ανεξιχνίαστων κλοπών. Όταν λέμε πως ο πρωτόγονος άνθρωπος είναι κι αυτός ιδιοκτήτης δεν πρέπει, βέβαιο, να τον φανταζόμαστε κάτοχο παραθαλασσίου οικοπέδου με "φως, νερό, τηλέφωνο” (πρό κειται για μια καινούργια Τριάδα, που κοντεύει να πάρει τη θέση της παλιάς στο μικροαστικό μυαλουδάκι), και πολύ πε ρισσότερο, βίλας σε υγιεινή περιοχή, ή "πακέτου" με μετο χές σε πολυεθνική εταιρία. Η "ιδία κτ πσίς"του πρωτόγονου είναι μόνο το όπλα του, ούτε καν το αγριοκάτσικο που θα σκό τωνε με τα όπλα του. Αυτό, θα το μοιράσει δίκαια μ' όλους τους συντρόφους της ομάδας — κι αν θέλει ας μην το μοιρά
σει: Αντί για το κατσίκι θα φαν ζωντανό τον ίδιο. Αυτή η πα λιά ιστορία τείνει να ξανάρθει στην επικαιρότητα,όπως έδειξε ο Γκοντάρ στο "Γουηκ-έντ" κι όπως ξέρουμε απ' τις ολοένα και περισσότερες "κλοπές μετά φόνου" που είναι μια παραλ λαγή της αρχαίας ανθρωποφαγίας: Για να φαν τα χρήματα ε νός ανθρώπου "τρων" πρώτα τον ίδιο τον άνθρωπο. Το επιμύθιο της παραπάνω κυνηγητικής ιστορίας είναι πως αυτό που κρύβεται επιμελώς πίσω απ' το αίσθημα της ιδιοκτη σίας είναι το αίσθημα της πείνας. Ό λα σ' αυτόν τον κόσμο, συ νεπώς και η ιδιοκτησία, αρχίζουν με την πείνα και τελειώνουν με το χόρτασμα. Αυτός που πεινάει συσσωρεύει τροφή ή άλλα πράγματα που θα μπορούσαν να ανταλλαγούν με τροφή, κι αυτός που φοβάται πως θα πεινάσει συσσωρεύει ο,τιδήποτε θα τον εξασφαλίσει απ' τους εχθρούς του, που ήταν και πα ραμένουν κυρίως αυτοί που πεινούν, και που δεν θα διστά σουν να ξεπαστρέψουν αυτόν που δεν πεινάει, όταν πεινά σουν πάρα πάρα πολύ. Τούτη η πανάρχαια ιστορία συνεχί ζεται παραλλαγμένη με χίλιες μορφές, περισσότερο "ανθρώ πινες" αν και όχι λιγότερο βάρβαρες, κατά βάθος. Αυτή η βαρβαρική κατάσταση που προκαλεί το αίσθημα πως ίσως κάποτε υποφέρουμε εξαιτίας της έλλειψης πρό νοιας για το μέλλον μας (δηλαδή το υπόλοιπο της ζωής μας, που λιγοστεύει από μέρα σε μέρα κι από λεπτό σε λεπτό) δημιούργησε στους αρχαίους Έλληνες τον πραγματικά συναρ παστικό μύθο του Χρυσού Αιώνα, που είναι πάντα ζωντανός στη συνείδηση του ταλαιπωρημένου απ' την ανασφάλεια αν θρώπου. Ο Χρυσός Αιώνας είναι μια φανταστική παρωχημένη εποχή κατά την οποία όχι μόνο όλοι οι άνθρωποι όλης της γης ζούσαν ειρηνικά και αγαπημένα μεταξύ τους, αλλά ζούσαν επί σης ειρηνικά κι αγαπημένα και με τους Θεούς, που έτρωγαν μαζί τους στο ίδιο τραπέζι και κοιμοΰνταν στο ίδιο κρεβάτι. Αργότερα, όταν προέκυπταν τα πρώτα "ταξικά" θα λέγαμε με σύγχρονη γλώσσα προβλήματα οι Θεοί πήραν τα βουνά, και τελικά γινόμενοι ορειβάτες κατέληξον στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού, του Όλυμπου, κουβαλώντας εκεί και με ρικά απ' τ ’ ανθρώπινα κουσούρια. Κι έκαναν πολύ καλά που πήραν δρόμο: Πώς ν ’ αντέξει ένας Θεός την ανθρώπινη κακο μοιριά και δυστυχία; Όμως, επειδή ο Όλυμπος δεν απείχε πάρα πολύ απ’ την κοντινότερη κατοικημένη περιοχή, οι Θεοί μη έχοντας βουνοκορφή πιο απόμακρη για να κρυφτούν από
τους ανθρώπους, πέταξαν τελικά στον ουρανό, κι από τότε κα τοικοεδρεύουν μονίμους εκεί. Και πάλι έκαναν πάρα πολύ κα λά. (Ακόμα κι οι Θεοί κοιτούν πρώτα το συμφέρον τους, δί νοντας το "καλό" παράδειγμα στους ανθρώπους). Ό σ ο πιο μακριά απ' τους ανθρώπους βρίσκονται οι Θεοί τόσο το καλύτερο για τους Θεούς. Μάλιστα, πήραν τόση τρο μάρα απ' την ανθρώπινη βαρβαρότητα οι Θεοί, που έκοψαν εν τελώς την ωραία συνήθεια να αναμιγνύονται στα ανθρώπινα. Μια φορά που ένας ιδιαίτερα φιλάνθρωπος Θεός κατέβηκε στη γη πριν από δυο χιλιάδες χρόνια περίπου, έπαθε των πα θών του τον τάραχο πεθαίνοντας με φρικτό τρόπο στο σταυ ρό. Φυσικά, ξανάφυγε στους ουρανούς (αναλήφτηκε) κι από τότε μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε. Άλλωστε, ποιος "λογικός" Θεός (ο Θεός είναι ο Λόγος) θα καθόταν να συνυ πάρξει ειρηνικά, ας πούμε, με τους δεσποτάδες και τους άλ λους βάρβαρους και μισοβάρβαρους; Δεν είναι κόσμος αυτός για Θεούς. Ούτε καν για ανθρώπους δεν είναι πια. Μ ' αυτά και μ ' άλλα, ο Νίτσε υποχρεώθηκε να βροντοφωνάξει εκείνο το τρομερό: "Ο Θεός πέθανε". Κι αυτή τη φορά φαίνεται πως πέθανε για τα καλό. Ο Χρυσός Αιώνας, αν βέ βαια υπάρξει στο μέλλον ένας τέτοιος Αιώνας, πράγμα που πρέπει να το εύχεται και να το θέλει κάθε λογικός και τίμιος άνθρωπος, αποκλείεται να ξανάρθει με θεϊκή πρωτοβουλία. Δυστυχώς, τούτο το καθήκον πέφτει πια, εξολοκλήρου, στην καμπουριασμένη απ' τη δυστυχία ράχη του ταλαιπωρημένου ανθρώπου, που αν δεν σώσει μόνος του τον εαυτό του με τρό πους κοπιώδεις δεν έχει καμιά πιθανότητα να σωθεί με τρόπους τεμπέλικους, π.χ. με την προσευχή. Βέβαια, η έλευση του Χρυσού Αιώνα δεν πρέπει να αναμένε ται όσο υπάρχει ατομική ιδιοκτησία, Η κατάργησή της συνε πώς είναι πρωταρχικό καθήκον για καθέναν που επιθυμεί να κάνει τον κόσμο κατοικήσιμο, γιατί όχι, ακόμα και για Θεούς. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα είχε αντίρρηση, να συγκατοι κήσει με Θεούς, "πραγματικούς" Θεούς σαν τον Δία, την Α φροδίτη (κυρίως αυτήν) και την Αθηνά — με την τελευταία όχι πάντως στην πόλη της. (Τουλάχιστον την Αθηνά πρέπει να τη σώσουμε απ' το νέφος και τη μπόχα). Ο Δίας, αλλά και όλοι οι μεταγενέστεροι Θεοί, δεν θα είχε αντίρρηση αν καταργούσαμε την ατομική ιδιοκτησία. Οι πρώ τοι χριστιανοί, μάλιστα, ήταν σαφείς και καθαροί επί του θέ
ματος: Επέτρεπαν την ατομική ιδιοκτησία μόνο με την προ ϋπόθεση πως αυτή θα τους δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφά λειας, δηλαδή μη εξάρτησης απ' τα υλικά πράγματα, ενώ κά θε περίσσευμα έπρεπε να δίνεται απ' τον καλό χριστιανό αμέ σως σ' εκείνον τον περίφημο "πλησίον", που σήμερα νοείται με μια έννοια περίπου γεωγραφική: κάτι σαν τον άσχετο με μας γείτονα του διπλανού διαμερίσματος, ποσ μπορεί και να ψοφάει απ' την πείνα, kl ας απέχει το σπίτι του εκατό μέτρα απ' την Αρχιεπισκοπή, όπου εκεί πια δεν υπάρχει ίχνος περισ σεύματος για κανέναν και για τίποτα. Αυτοί που κυρίως ξέχασαν το χριστιανισμό είναι οι χριστια νοί. Καιρός να τους εκχριστιανίσουμε, αρχίζοντας τη "βάπτιση" απ' τους δεσποτάδες. Κι αν δυστροπήσουν, ας τους πνί ξουμε στην κολυμπήθρα, όντας βέβαιοι πως επιτελούμε έργο θεάρεστο. Ο Χρυσός Αιώνας πρέπει να ξανάρθει κάποτε σε πείσμα όλων των δεσποτάδων όλης της οικουμένης, μηδέ του Πάπα —κυρίως αυτού— εξαιρούμενου. Οι ουτοπίες είναι για να πραγματώνονται. Η ουτοπία δεν είναι ένας "ου-τάπος" (ανύπαρκτος τόπος), είναι ένα ιδανικό. Και το ιδανικό δεν είναι μια φαντασίωση, είναι στόχευση ενός στόχου που μπο ρεί ποτέ να μην τον χτυπήσουμε, αλλά αλίμονο μας αν πάψουμε να τον σκοπεύουμε. Ό λ α θα παραλύσουν αν χάσουμε απ' τα μάτια μας το στόχο. (Θα συνεχίσουμε για την ιδιοκτησία). 15/ 7/84
18. Η ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ
"Το ανθρώπινο μυαλό στέκεται απορημένο μπροστά στη δη μιουργία της ιδιοκτησίας", λέει ο μεγάλος Αμερικανός εθνολό γος -ανθρωπολόγος Λιούις Μόργκαν (1818-1881), οτον οποίο ο Μαρξ χρωστάει κάμποσο. Και πώς να μην στέκεται απορη μένο, αφού ακόμα καί στη γραμματική η ύπαρξη της κτητι κής αντωνυμίας "μου-σου-τουμας-σας-τους" είναι ένα πορά δοξο; Τι οημαίνει "το σπίτι μου", "η γυναίκα σου", "το αγγού ρι τοσ", "το πλοία μας", "τα χωράφια σας", "τα κοπάδια τους"; Γιατί "μου" κι όχι "σου", γιατί "σου" κι όχι "μας"; Σύμφωνα με ποια λογική, και κυρίως ποιά ηθική μιλώ για το "πλοίο μου", όταν δούλεψε κόσμος και κόσμος για να το φκιάξει κι όταν εξυπηρετεί ένα πλήθος ανθρώπων; Συνεπώς, το "μου" δεν αναφέρεται στο πλοίο αλλά στα έ σοδα που φέρνει η εκμετάλλευση του πλοίου, που σημαίνει η εκμετάλλευση των ανθρώπων που το φκιάξαν και που το δουλεύουν για λογαρισμό μου. Και γιατί για λογαριασμό μου κι όχι για λογαριασμό μας; Ποιος και γιατί κανόνισε τους λο γαριασμούς έτσι k l όχι αλλιώς; Ποιός μ ε υποχρέωσε να χρησιμοποιώ στη γλώσσα την καταραμένη κτητική αντωνυμία, μ ' έναν ορισμένο τρόπο, παρόλο που αν τη χρησιμοποιήσω μ ’ άλλον τρόπο δεν θα κάνω συντακτικό λάθος; Τίποτε δεν αλλάζει ουσιαστικά αν πω "το πλοίο μας" κι όχι "το πλοίο μου", κι ωστόσο όλα αλλάζουν από νομική άποψη. Στις κτητικές αντωνυμίες λοιπόν είναι γλωσσικά κρυσταλλωμένη όλη η δυστυχία του κόσμου — κι όλη η ιστορία της ανθρωπότητας. Κι ανάλογα με τη χρήση τους, προσδιορίζεται και η φύση των κοινωνικών καθεστώτων.
Ό λο ς ο αγώνας λοιπόν συνοψίζεται επιγραμματικά στην κα τάργηση του ενικού αριθμού στην κλίση των κτητικών αντω νυμιών. Η ανθρωπότητα θα ησυχάσει μόνο όταν η γλώσσα α πλοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, που δεν θα χρειάζεται πια να χρη σιμοποιεί τον ενικό των κτητικών αντωνυμιών, ή μάλλον όταν τον χρησιμοποιεί με διαφορετικό από το σημερινό τρόπο, που θα τον δούμε. Ή δ η η λέξη "αντωνυμία" είναι από μόνη της σημαδιακή. Στην κυριολεξία σημαίναι "αντί ονόματος", "στη θέση του ο νόματος": Έχω, όπως όλοι, ένα όνομα που με χαρακτηρίζει σαν πρόσωπο. Όμως το όνομά μου μπορώ να το αντικαταστή σω με. το "εγώ", πρώτο πρόσωπο της προσωπικής αντωνυ μίας. "Ε γώ " δεν παύω νάμαι ο Βασίλης, δεν έχασα την ταυτό τητά μου, καθώς τη θέση της την πήρε η αοριστία του εγώ. Αλλά είναι φανερό πως αν με ρωτήσουν "ποιος είσαι" και απαντήσω "εγώ", για να καταλάβουν περί ποιου "εγώ" πρόκει ται πρέπει να τους αποκαλύψω την κρυμμένη πίσω απ' την αντωνυμία ταυτότητά μου. Έ τσι αν χτυπώ την πόρτα kol μου πουν "ποιος,·", μπορώ να απαντήσω "εγώ", αλλά μόνο στην περίπτωση που ξέρω ότι μπορούν ν' αναγνωρίσουν τη φωνή μου, δηλαδή κάτι απ' την υλική, υπαρκτή ταυτότητά μου, από κείνο που με κάνει πρόσωπο. Αν χτυπώ σε ξένο σπίτι όπου κανείς δεν με γνωρίζει και στην ερώτηση "ποιος" απαν τήσω, πράγμα που συμβαίνει πάρα πολύ συχνά "εγώ", είμαι απλούστατα αμήχανος ή ηλίθιος ή και τα δυο μαζί. Πίσω από μια αντωνυμία κάθε είδους κρύβεται ένα πρόσω πο ή ένα πράγμα. Κι όταν χρησιμοποιώ μια αντωνυμία πρέπει να ξέρω καλά ποιό όνομα αντικαθιστώ μ ' αυτήν για λόγους γλωσσικής οικονομίας και μόνο. Έτσι, όταν πω "τα σπίτια τους" δεν πρέπει να μου διαφεύγει ότι η κτητική αντωνυμία "τους" αναφέρεται, συγκεκριμένα, στους κύριους A, Β, Γ, Ω που μπορεί να μην τους γνωρίζω. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι υπαρκτά πρόσωπα που έκαναν συγκεκριμένα πράγμα τα για ν ’ αποκτήσουν τα σπίτια τους. Κι αυτά τα συγκεκριμένα πράγματα μπορεί να είναι: Αιματηρές οικονομίες μιας ζωής, αγορά τυχερού λαχείου, εξαγορά του ήθους τους που το μετατρέψαν από "κινητό” σε ακίνητο, κλοπή μετά φόνου ή χω ρίς φόνο, δωροληψία, δηλαδή μοιράδι από το δάνειο που έδω σα, όντας Διευθυντής Τράπεζας στο βιομήχανο κ. Απατεωνίδη, για να χτίσει αυτός το εργοστάσιό του κι εγώ, με την
ευκαιρία, το σπίτι μου ή τη βίλα μου ανάλογα με το ύψος του δανείου και το βάθος της ανεντιμότητας μου κλπ., κλπ. Το δυστύχημα με τις αντωνυμίες, κυρίως τις κτητικές, εί ναι πως από "αλγεβρικά" μέρη του λόγου που είναι, δηλαδή σύμβολα που μπορούν να αντικατασταθούν με μια οποιαδή ποτε ποσότητα, έγιναν φορείς της πιο χαοτικής αοριστίας που βολεύει το ψάρεμα στα θολό. Έ τσι κι εγώ μπορώ να πω "το σπίτι μου" και ο εφοπλιστής μπορεί επίσης να πει το "σπίτι μου". Είναι φανερά όμως πως τα δυο "σπίτια", όπως και τα δυο "μου", ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους. Το κάθε συγκε κριμένο "μου" είναι απόλυτα εξαρτημένο απ’ το κάθε συγκε κριμένο "σπίτι", κι αυτό σημαίνει στο πραχπκό επίπεδο πως δεν έχει νόημα ν' αγωνίζομαι μόνο και μόνο για να μπορέσω κι να πω κάποτε "το σπίτι μου", τη στιγμή που ξέρω ότι το "μου" το δικό μου και το "μου" το δικό σου είναι δυο πολύ διαφορετικά "μου", των οποίων η διαφορά προέρχεται από αίτια πάρα πολύ υλικά kol πάρα πολύ συγκεκριμένα, κι όχι γιατί "έτσι θέλησε ο Θεός", Ο οποίος αδιαφορεί επιδεικτικά για όλες τις αντωνυμίες, και κυρίως τις κτητικές, παρόλο που οι δίαχειριζόμενοι την εκκλησιαστική περιουσία Δεσποτάδες θα διαφωνήσουν επί του προκειμένου διαπρόττοντας, έτσι, μέγα θεολογικό σφάλμα, αφού ξέρουν (;) πως ο Θεός επενερ γεί επί του κόσμου δια των ονομάτων κι όχι δι αντωνυμιών, προκειμένου να είναι ένας "προσωπικός" Θεός κι όχι ένας "αντωνυμικός Θεός", όπως τον κατάντησαν. Λοιπόν, ο Θεός όντας ακίνητος και άναρχος δεν γνωρίζει τις "παρεκκλίσεις" και των ρημάτων και των ονομάτων και των αντωνυμιών. Κλίση (του ονόματος, του ρήματος, κλπ.) ση μαίνει παρέκκλιση απ’ το βασικό νόημα. Στα ρήματα, το βα σικό νόημα δίνεται με το απαρέμφατο, που είναι η αμετακίνη τη "ψ υχή" της πράξης που δηλώνει το ρήμα. Το "γράφω", για παράδειγμα είναι μια παρέκκλιση απ' την απρόσωπη ενέργεια του "γράφειν" (απαρεμφατική περίφραση στη δημοτική: "το να γράφει κανείς"). Ομοίως, η γενική "του Κώστα" είναι πα ρέκκλιση απ’ την ονομαστική "ο Κώστας". Καμιά παρέκκλιση δ ε ν γίνεται νοητή χωρίς το αρχικό σταθερό σημείο απ' όπου ξε κινούν και όπου επιστρέφουν όλες οι παρεκκλίσεις, σαν το εκ κρεμές που καθώς κουνιέται πέρα δώθε περνάει πάντα απ' την κάθετο που είναι το σημείο της αφετηρίας για την κίνησή του αλλά και το σημείο στο οποίο θα επανελθεί το αιωρούμενο βά
ρος όταν σταματήσει η κίνηση. Στο λόγο, αυτό το σταθερό ση μείο είναι για τα ρήματα το απαρέμφατο (αυτό που δεν παρεμφαίνει, δε δείχνει, τίποτα το συγκεκριμένο) και για τα ονόμα τα (ουσιαστικά και επίθετα) η ονομαστική πτώση, που δεν είναι ακριβώς πτώση αφού το νόημα δεν έχει πέσει ακόμα όταν θα γύρει (θα κλίνει) το όνομα σε κάποια απ’ τις πτώσεις του. Έτσι, λοιπόν, και στην κτητική αντωνυμία’το σταθερό ση μείο αναφοράς είναι το "μου", δηλαδή το πρώτο ενικό πρό σωπο. Το "σου", "του" κλπ. είναι πτώσεις, εκπεσμοί του αρ χικού νοήματος, παρεκκλίσεις απ’ τη φυσιολογική κατάστα ση. Λοιπόν, η έκφραση "το σπίτι μου" βρίσκεται πολύ πιο κοντά' στη φυσιολογική κατάσταση πραγμάτων απ’ ό,τι η έκφραση "το σπίτι σου". Κι αυτό σημαίνει πως η προσωπική ιδιοκτησία είναι απόλυτα φυσιολογική κατάσταση. Ό μω ς, προσοχή: Ό ταν λέμε προσωπική δεν εννοούμε ατομική. Είναι άλλο πράγμα το πρόσωπο κι άλλο το άτομο. Το πρόσωπο είναι πάντα φυσικό και συγκεκριμένο (εγώ, ο Βασίλης είμαι ένα πρόσωπο με πάρα πολύ συγκεκριμένα φυ σικό, ηθικά και ψυχικά χαρακτηριστικά, που τα έχω μόνο εγώ και κανένας άλλος σ’ αυτόν τον κόσμο και γιαυτό ακρι βώς είμαι πρόσωπο, όπως κι ο καθένας). Ενώ το άτομο είναι μια νοητική, λογική ή νομική κατασκευή (εγώ, ο Βασίλης εί μαι ένα άτομο που έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις που είναι ή δεν είναι κληρονόμος, που ψηφίζει ή δεν ψηφίζει, που τον φυλακίζουν ή τον παρασημοφορούν, που εν ολίγοις το "χειρίζονται" με τη βούλησή του ή χωρίς τη βού λησή του). Το πρόσωπο είναι μια "ρίζα", ίο άτομο ένα "επι φαινόμενο". Το πρόσωπό μου μπορεί να μην το γνωρίσει ποτέ κανείς πλήρως (μόνο εγώ ξέρω ποιος πραγματικά εί μαι και πώς πραγματικά αισθάνομαι για τον εαυτό μου) ενώ το άτομό μου, η "αφεντιά μου" όπως λέει χαρακτηριστι κά ο λαός, είναι γνωστό σε περισσότερους του ενός. Αφού άλλο πράγμα είναι το πρόσωπο κι άλλο το άτομο, άλλο πράγμα επίσης είναι η προσωπικότητα κι άλλο η ατο μικότητα: Η προσωπικότητα αναφέρεται στο πρόσωπό μου και η ατομικότητα στο άτομό μου, όπως τα ορίσαμε παρα πάνω. Και για να ξανάρθουμε στο κυρίως θέμα μας: Η προσωπι κή και η ατομική ιδιοκτησία δεν είναι το ίδιο πράγμα, Προαω-
ττική είναι η ιδιοκτησία που έχει βαθιά και ουσιαστική σχέση με το πρόσωπό μου, αυτή που ικανοποιεί όλες ανεξαίρετα τις προσωπικές μου ανάγκες, υλικές και πνευματικές, και που είναι μόνο δικές μου, αποκλειστικά δικές μου και κανενός άλλου. Ατομική ιδιοκτησία είναι αυτή που ικανοποιεί τις ανάγ κες μου σύμφωνα με το ρόλο που μου ανάθεσαν να παίξω στον κόσμο, ή σύμφωνα με τις ανάγκες που δεν είναι προσωπικές αλλά επιβεβλημένες απ' τα πράγματα, απ' τις συνθήκες, απ' τις συγκυρίες. Tlo παράδειγμα, μου χρειάζεται περιουσία (ιδιοκτησία) για να ασκήσω εξουσία και να δυναστέψω τους άλλους ή να τους ευεργετήσω, πράγμα που είναι το ίδιο σε τελική ανάλυση. Αλ λά δεν μου χρειάζεται περιουσία (ιδιοκτησία) όταν κλειστώ στο μοναστήρι (και γιαυτό θα τη δώσω στο μοναστήρι, για να την εκμεταλλευτούν οι πονηροί). Για να βρω το πρόσωπό μου πρέπει να χάσω το άτομό μου, λεν οι ορθόδοξοι χριστιανοί που ισχυρίζονται πως πιστεύουν πολύ στο πρόσωπο, με τον μεταφυσικό τρόπο τους βέβαια. Αλλά δεν πρόκειται να μας πείσουν, όσο παραμένουν ατομικοί ιδιοκτήτες και, πολύ περισσότερο, όταν παντρεύονται κόρες βιομηχάνων. (Αναφέρομαι σε συγκεκριμένο "ιεράρχη" της νεοορθοδοξίας που οργανώνει κοσμικά πάρτι για να χτίσει,., εκκλησία!). Είναι εύκολο να ψάχνεις για το χαμένο σου πρό σωπο χρησιμοποιώντας σαν μέσο την ιδιοκτησία σου, αλλά εί ναι βέβαιο πως δεν πρόκειται να πετύχεις τίποτα, όσο παραμέ νεις ιδιοκτήτης με την κλασική, αστική (ατομιστική) έννοια. Αυτοί οι απατεώνες που παριστάνουν τους χριστιανούς όντας, απλά και καθαρά, άνθρωποι τρομοκρατημένοι απ’ τον επικεί μενο οριστικό αφανισμό τους, φυσικό, ηθικό, πνευματικό, καλλιτεχνικό, αυτοί που βολοδέρνουν μέοα στην απελπισία ταυς, αυτοί που την κραυγή τρόμου την πλασάρουν σαν προ σευχή, αυτοί που την ολική έλλειψη ήθους μας την προτείνουν σαν κανονιστική ηθική, αυτοί οι εκμεταλλευτές που φόρεσαν το προσωπείο ταυ "καλού χριστιανού" αφενός για να απαλύ νουν τις ενοχές ταυς και αφετέρου για να συνεχίσουν με την ίδια άνεση τις απάτες τους, όλοι αυτοί οι γελοίοι που έχασαν το αίσθημα του γελοίου όπως λέει ο Αύγουστος ΡΛπαγιόνας, πρέπει να εξαφανιστούν κάποτε απ’ τον κόσμο. Για να βρουν το πρόσωπό τους πρέπει να παν να κλειστούν στο Ά γ ιο ν Όρος, κι όχι να ταξιδεύουν κάθε τόσο εκεί, ίσα ίσα
για να εξομολογηθούν, και ξαλαφρωμένοι απ’ τα κρίματά τους να διαπράξουν καινούργια με νέα δύναμη, ώστε να μπορέσουν να εξομολογηθούν ξανά k q l πάει λέγοντας μέσα στον φαυλό τερο των φαύλων κύκλο που είναι δυνατό να υπάρξει. Η πολυ τελής κοσμική τους δυστυχία δεν μας αφορά γιατί εμείς έχου με άλλες δυστυχίες λιγότερο πολυτελείς, και γιαυτό περισσό τερο βασανιστικές. Εμείς, όπως και οι πρώτοι χριστιανοί, ξέρουμε πως ο καθέ νας έχει ανάγκη από ένα πρόσωπο, κι ότι το άτομο έχει πλα κώσει κι έχει εξαφανίσει το πρόσωπο. (Αυτό άλλωστε είναι η αλλοτρίωση). Αγωνιζόμαστε, με τρόπους καθόλου μεταφυ σικούς-, όπως γίνονταν άλλοτε, να βρει ο κόσμος το πρόσωπό του, που το εξαφάνισε η ατομική (προσοχή, όχι η προσωπική) ιδιοκτησία. Αγωνιζόμαστε δηλαδή για την προσωπική όχι την ατομική ιδιοκτησία. Και δεν μπορεί να υπάρξει προσωπική ιδι οκτησία υπό καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας. Γιατί υπό καθε στώς ατομικής ιδιοκτησίας κανείς δεν πρόκειται να λογαριάσει στατιστικά τις εντελώς και βαθιά προσωπικές ανάγκες μου. Το πολύ πολύ να λογαριάσει τις ατομικές ανάγκες μου, μετρώ ντας με σαν μια μονάδα ανάμεσα σε άλλες. Η μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία δεν είναι μια κοινω νία της ισοπεδωτικής-στατιστικής ισότητας αλλά μια κοινωνία της ριζικής και απόλυτης ανισότητας: Κομμουνισμός είναι το κοινωνικό εκείνο καθεστώς (που δεν υπάρχει ακόμα πουθε νά στον κόσμο) στο οποίο ο καθένας αμοίβεται κατά τις ανάγ κες του. Και κανενός οι ανάγκες δεν είναι ίδιες με του άλλου. Λοιπόν, ποιος φροντίζει για την προσωπικότητά μου; 22/7/Β4
19. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ME ΠΑΛΟΥΚΙΑ
Σύμφωνα με τον Ένγκελς |"Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους") απ' τον πρώτο μεγάλο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας γεννήθηκε η πρώτη μεγάλη διαίρεση της κοινωνίας σε δυο τάξεις: Τους αφέντες και τους δούλους, τους εκμεταλλευτές και τους εκ μεταλλευόμενους. Κι αυτό γιατί ο καταμερισμός της εργα σίας υπονόμευσε τη συλλογική φύση της παραγωγής και της ιδιοποίησης. Δεν είναι ανάγκη να διαβάσει κανείς Ένγκελς για να κα ταλάβει πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει "ατομική παραγω γή", παρά ίαως μόνο, αία επίπεδο της παραγωγής μιας πατα τιάς, μιας ντοματιάς και δυο ριζών... ινδικής καννάβεως στον κήπο μου ή στο μπαλκόνι μου, έτσι για "γεύση". Χρειάζονται περισσότεροι του ενός και συχνά περισσότεροι των χιλίων (ό πως, ας πούμε στην αυτοκινητοβιομηχανία) για να παραχτεί ένα προϊόν. Το οποίο μπορεί να το καταναλώσει κάποιος μό νος του, ή παρέα με δέκα ή χίλιους. Δεν έχει τόση σημασία ο αριθμός των καταναλωτών ενός προϊόντος, όση ο αριθμός αυτών που πήραν μέρος στην παραγωγή του. Και είναι εκτός πασης ομφισβητήσεως πως αυτό που ονομάζεται "εργασία" είναι ένα κοινωνικά-συλλογικό γεγονός, όπου ο καθένας συν εισφέρει την προσωπική του εργασία, που όμως δεν επορκεί να γίνει τίποΐα σοβαρό. Ακόμα κι ο μπαρμπέρης της γειτονιάς δεν δουλεύει μόνος του, κι ας είναι ολομόναχος στο φτωχοκουρείο του: Κάποιοι άλλοι έφκιαξαν τα πινέλα του, τα ξυράφια του, τις κολώνιες του, που χωρίς αυτά η μπσρμπερική τέχνη δεν θα υπήρχε. Για
τον ίδιο λόγο, δεν ξυριζόμαστε μόνοι μος κάθε πρωί: Συμπαρίστανται και μας λεν καλημέρα όλοι εκείνοι οι αφανείς που δεν πρόλαβαν να ξυριστούν για να μπορέσουν να φύγουν πρωί πρωί για το εργοστάσιο κατασκευής ξυριστικών μηχανών. Κι όταν η ομορφούλα βάζει ρουζ στα χείλη της για να (μη) γίνει ομορφότερη, καλό είναι να σκέφτεται, αν μπορεί και στο μέτρο που μπορεί, εκείνη την ταλαίπωρη εργάτρια που φινίρισε το κραγιόν και την άλλη που το αμπαλάρισε και την παράλλη που την έβαλαν κάτω για να δοκιμάσουν στο κεφαλάκι της το "ανεξίτηλον" μιας βαφής μαλλιών (και μυαλών). Αφού, λοιπόν, η εργασία είναι συλλογική απ' την ίδια της τη φύση, γιατί το προϊόν της εργασίας να είναι ατομικό; Δ ιό τι, θα απαντήσουν ίσως μερικοί υπάρχουν και προϊόντα που μόνο -ατομικά μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς, όπως για παράδειγμα η κιθάρα που την παίζει ένας και που βέβαια δια φέρει απ' το τρόλεϊ που το καβαλούν πολλοί μαζί κι απ' τα Ι.Χ. που το καβαλούν τρεις τέσσερεις. Σύμφωνοι. Αλλά εμείς δεν μιλάμε για τη χρήση που μπορεί θαυμάσια να είναι ατο μική, μιλάμε για την ιδιοκτησία που είναι πράγμα πολύ δια φορετικό απ' τη χρήση: Μπορώ να ξυριστώ και με την ξυρι στική μήχανή του γείτονα, κι αν αυτό είναι δυνατόν να το κάνω κάθε μέρα δεν έχω λόγο να γίνω ιδιοκτήτης ξυριστι κής μηχανής. Όπως δεν έχω λόγο να γίνω ιδιοκτήτης σπι τιού αν με φιλοξενούν εφ' όρου ζωής, ή αν μου πληρώνουν το ξενοδοχείο, γιατί πολύ μ ’ αγαπούν. Αλλά ποιος πρέπει να μ' αγαπήσει τόσο παράφορα nou να με ταΐζει, να με ντύνει και να με στεγάζει ε φ ' όρου ζωής; Κα νείς συγκεκριμένα, κι όλος ο κόσμος. Αν η κοινωνία ήταν λο γικά κι ανθρώπινα συγκροτημένη, δεν θα επέτρεπε σ' όλους εκείνους τους ηλιθίους να συσσωρεύουν πράγματα από πολύ χρήσιμα μέχρι επιδεικτικά άχρηστα, όπως π .χ. η χρυσή κάνου λα στη βρύση που δεν... επιδρά καθόλου στην ποιότητα του νερού, και που είναι εκεί ίαως μόνο για να την βλέπει ο δυσ κοίλιος πλούσιος και να χαλαρώνει στην τουαλέτα- αν και μια τέτοια χρήση του χρυσού δεν είναι ιατρικά βεβαιωμένης αποτελεσματικότητας. (Μόνο ο διάολος θα μπορούσε να με τρήσει τους ηλιθίους που υπάρχουν σ ' αυτόν τον κόσμο. Συ χνά αυτοί οι ηλίθιοι, κυρίως οι κληρονόμοι και της ηλιθιό τητας και της περιουσίας, μπορεί να τάχουν όλα εκτός από κοινό νου, οπότε, τρέχα γύρευε).
Λοιπόν, για την ικανοποίηση των προσωπικών και όχι των ατομικών μου αναγκών {διευκρινίσαμε στο κείμενο της προη γούμενης Κυριακής τη διαφορά ανάμεσα στις δυο έννοιες) δεν χρειάζονται πάρα πολλά πράγματα. Μάλιστα, αν καταλαβαί νουμε τη σημασία της έννοιας "πρόσωπο" και αν επιτέλους συ νειδητοποιούσαμε πως συτά που ζουν και πεθαίνουν είναι τα πρόσωπα και όχι τα άτομα {τα άτομα δεν τέμνονται, και ως τέτοια μπορούν να συνεχίσουν τη ζωή τους, είτε στο λεγόμε νο "άλλο κόσμο" είχε σε τούτον μέσα απ' το κληρονομικό δίκαιο που δημιουργεί αστείες ψευδαισθήσεις αθανασίας), τότε το ιδιοκτηχικό μας συναίσθημα θα εξατμίζονταν αυτομά τως, και επιτέλους θα ηρεμούσαμε για να ζήσουμε το υπό λοιπον του βίου μας, που λιγοστεύει από λεπτό σε λεπτό, σαν άνθρωποι κι όχι σαν συλλέκτες. Κάποτε ο πλανήτης γη ανήκε μόνο στον εαυτό του, δη λαδή σ ' όλα τα ζωντανά που κουβαλούσε πάνω του. Όταν, όμως, η κοινωνική ανάπτυξη επέβαλε τον καταμερισμό της εργασίας και εμφανίστηκαν οι πρώτοι μη προνομιούχοι που έπαιξαν ρόλο στη συλλογική δημιουργία των αγαθών, τότε οι προνομιούχοι πήραν το μέτρα τους, για να μη διεκδικήσουν το νόμιμο και δίκαιο μοιράδι τους οι μη προνομιούχοι, που έμειναν και συνεχίζουν να μενουν έξω από μια δίκαιη και έντιμη μοιρασιά. Και το πρώτο μέτρο που πήραν οι προνομιούχοι ήταν να παλουκώσουν τη γη. Εκείνοι οι πανάρχαιοι πάσαλοι υπάρχουν οκόμα, και μάλιστα οι πασαλοεργασίες αυξήθηκαν τόσο που ιδρύθηκαν και ειδικές εταιρίες "περιφράξεων". Ποιος όμως έδωσε το δικαίωμα σ ’ αυτούς τους κυρίους να περιφράξουν τη μάνα γη, και μάλιστα να κατεβάζουν τις αλυσίδες της μέ χρι τη θάλασσα, με εμφανή την πρόθεση δυνητικά τουλάχι στον, να επεκτείνουν την περίφραξη και εντός της θαλάσσης, κι αν ήταν δυνατό και πάνω απ' τη γη; (Πράγματι, υπάρχει νοητό ιδιοκτησιακό όριο και πάνω απ' τη γη, ατον πάνω απ' το "οικόπεδο" ουρανό: Όταν ένα αεροπλάνο πετάξει πολύ χαμηλά πάνω απ’ το σπίτι μου παραβιάζει το οικογενειακό μου άσυλο, kol μπορώ γιαυτό να κάνω μήνυση στην αεροπορική εταιρίο. Να το έχετε υπ’ όψιν οσς αυτό, εσείς οι ιδιοκτήτες "ακινήτων", που δεν πρέπει να επιτρέπετε στα κινούμενα να σας τα... παρακουνάνI. Ενός ποσάλου προκειμένου, μύριοι έπονται. 0 πρώτος πά-
σάλος έφερε το δεύτερο, εκείνον του γείτονα. Κι ο δεύτερος τον μυριοστό, Είναι να μην σε πάρει η κάτω βόλτα, που λένε. Σήμερα, σχεδόν ολόκληρη η υδρόγειος είναι διευθετημένη σε οικόπεδα και ακίνητα, τα περισσότερα ιδιωτικής ιδιοκτη σίας, Τα οικόπεδα και τα ακίνητα είναι διευθετημένα σε χω ρία και πόλεις ιδιοκτητών. Τα χωριά και οι πόλεις των ιδιο κτητών είναι γκρουπαρισμένα σε κράτη ιδιοκτητών. Τα κράτη των ιδιοκτητών κυβερνιούνται με ιδιοκτητικό τρόπο από ιδιο κτήτες που άλλοι ιδιοκτήτες τους όρισαν φύλακες της ιδιο κτησίας. Τούτοι οι εθνικοί φύλακες της ιδιοκτησίας συσπει ρώθηκαν σε διεθνείς ιδιοκτητικούς οργανισμούς τύπου ΝΑΤΟ, ας πούμε. Κι όλα παν καλό με κόκα κόλα, σ' έναν κόσμο ολο κληρωτικά παλουκωμένο. Ακόμα κι η κουτσή Μαρία θα σπεύσει να περιφράξει το κοτέτσι της όχι για να μη φύγουν ol κό τες της, αλλά για να μην το καταπατήσουν οι όρνιθες του δι πλανού κοτετσιού, Το παλούκι είναι το αιώνιο σύμβολο της ιδιοκτησίας. Ό μως, όποιος πηδάει πολλά παλούκια,.. Και, το τι παλούκια έ χει πηδήξει η ανθρωπότητα, δεν λέγεται. Και πόσες φορές παλουκώθηκε, επίσης δεν λέγεται. Στις μέρες μας, ετοιμάζε ται να πηδήξει το μεγαλύτερο παλούκι που κατασκεύασε ποτέ άνθρωπος: Εκείνους τους παλουκοειδείς πυραύλους. Για να δούμε, θα το πηδήσει και πάλι, ή θα της μπει για τα καλά εκεί που όλοι ξέρουμε; Τα οπίσθια της ανθρωπότητας δεν αν τέχουν πια. Είναι χιλιοτρυπημένα από τους μυριάδες αναί σχυντους που ακατάπαυστα βιάζουν τον πλανήτη γη, από την εποχή που εκείνος ο αχρείος πρωτόγονος έμπηζε τον πρώτο πάσαλο στην παρθένα γη. Καιρός λοιπόν να λευτερώσουμε τη γη απ' τους αρχαίους πασάλους και τις μοντέρνες μεταμορφώ σεις τους. Καιρός να βάλουμε να καθήσουν πάνω στους πασά λους τους πασαλομπήχτες. Βέβαια, είναι αφελές να περιμένουμε να καταπέσουν ol φρά χτες από μόνοι τους. Πάντως, δεν χρειάζεται και πολύς κόπος να σωριαστούν. Έχουν σκουριάσει τόσο απ' την πολυχρησϊα που τώρα χρειάζεται αστυνομική δύναμη για υποστύλωμα, ή ισχυρή θωράκιση για ασφάλεια. Κανείς ιδιοκτήτης δεν μπορεί, πια, να κοιμάται ήσυχος, Ο σκύλος, ο παραδοσιακός τετράποδος φύλακας της ιδιοκτησίας των δίποδων έχει βραχνιάσει τό σο απ' τα γαύγισμα τόσων αιώνων, που τώρα μασουλάει ήσυ χα ήσυχα στη γωνιά του τις κονσέρβες με τροφές για σκύ
λους. Έξυπνο ζώο ο σκύλος, συχνά εξυπνότερο απ' τ' αφεντι κό του, κατάλαβε έγκαιρα πως είναι μάταιο να γαβγίζει τις σκιές αυτών που στους νυχτερινούς τους περιπάτους συνεχί ζουν ν ’ απορούν πώς έγινε και παλουκώθηκε ολόκληρη η γη και γέμισε κάστρα, στρατόπεδα, συρματοπλέγματα, βάσεις. Μια βάση είναι και το περιφραγμένο με ξερολιθιά χωράφι του ταλαίπωρου αγρότη, που η ανασφάλεια αιώνων τον έκανε να οχυρώνεται εκεί μέσα και να κυνηγάει με το δίκανο κάθε πραγματικό ή φανταστικό άρπαγα της ιδιοκτησίας του. Βέ βαια, δεν θα καταλάβει εύκολα τούτος ο φτωχοϊδιοκτήτης, πως εκτός απ’ το δίκανο υπάρχουν κι άλλα, ισχυρότερα όπλα για την περιφρούρηση της ιδιοκτησίας. Και πως, ό,τι όπλο ε φευρέθηκε μέχρι σήμερα χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την περιφρούρηση της ιδιοκτησίας: Απ’ τη σφεντόνα μέχρι τους πυραύλους η συλλογή περιέχει μια ατέλειωτη ποικιλία χρήσιμων για τον ιδιοκτήτη "φυλακτικών οργάνων". Που μέ χρι σήμερα αποδείχτηκαν πολύ αποτελεσματικά. Όμως, ο πύραυλος, τούτη η μετεξέλιξη του αρχαίου δόρατος που τώρα δεν το ρίχνουν ριψοκίνδυνα παλικάρια αλλά νυσταγμένοι γεροστρατηγοί που παίζουν με κουμπιά, φαίνε ται πως θα βάλει οριστικό τέρμα στην εξέλιξη των όπλων, συ νεπώς και στην προστασία της ιδιοκτησίας. Έ τσ ι που στέκον ται αντιμέτωπες οι δυο μορφές ιδιοκτησίας, η ατομική και η συλλογική <που φιλοδοξεί να γίνει προσωπική σ ’ ένα μέλλον που δεν ξέρουμε πόσο μακρινό θα είναι) υπάρχει κίνδυνος να μπει οριστικό τέρμα και στην ατομική, και στην προσωπική και στη συλλογική — και σ’ όλες τις μορφές ιδιοκτησίας, καθαρές, μισό καθαρές και ανάμικτες. Δεν έχει σημασία ποιός ιδιοκτήτης ποιάς μορφής ιδιοκτη σίας θα πατήσει πρώτος το κουμπί. Σημασία έχει πως τούτο το κουμπί άρχισε να μοιάζει πια με το γνωστό κουμπί της Αλέξαινας: H Αλέξαινα του μύθου ως γνωστόν είχε ένα και μόνο κουμπί, κι όταν της το ξεκούμπωναν έπεφταν αμέσως όλα της τα ρούχα. Μόνο που το μαγικό κουμπί της Αλέξαινας ήταν κρυμμένο κι έπρεπε να ψάξει κανείς να το βρει, όμως το κουμπί που θα κάνει την ανθρωπότητα να ξεβρακωθεί με μια και μόνο ανεπαίσθητη κίνηση, το ψαχουλεύουν χέρια τρεμάμενσ απ' την ιδιοκτητική νόσο του Πάρκινσον. Σκέψου τί έχει να γίνει αν ο βεβαιωμένα θρησκόληπτος Ρήγκαν ίείναι φανατικός ευαγγελιστής) δει κανένα βράδυ
στον ύπνο του την Παναγία, ή έστω κανέναν πολεμικό άγιο σαν τον Αΐ-Γιώργη aq πούμε, και του πει: "Ρόναλντ, μάι ντίαρ, τΐ κάθεσαι αμαρτωλέ και δεν εξοντώνεις τον Κόκκινο Σατανά;" Χιλιάδες πολέμαρχοι μέχρι τώρα είχαν την ενεργό συμπαρά σταση πολεμικών αγίων. Γιατί να μην την έχει και ο ατρόμητος κάου-μπόι; Άλλωστε, με το μυαλό που έχει είναι εύκολο να κάνει σύγχυση ανάμεσα στο λάσο και το "μαίιρύ λάσο" που είναι ο πύραυλος, Αν λοιπόν ρίξει το μακρύ λάσο για να πιάσει τον απόμακρο Σατανά τί γίνεται; Γίνεται η "συντέλεια του κόσμου", απλούστατα. Και επαληθεύονται οι Γραφές. Και στον έβδομο ουρανό μάχεται ηρωικά με τις δυνάμεις του σκότους ο έβδομος στό λος. Και ο Ρόναλντ ανακηρύσσεται άγιος αφού αυτός ήταν που άκουσε πρώτος και υπάκουσε πρόθυμα στη "μυστική φω νή". Αν όλα αυτά σας (ραίνονται αστειότητες δεν έχετε παρά να μελετήσετε Ιστορία: Ό λοι οι ιδιοκτητικοί πόλεμοι είχαν πάντα έναν πολέμαρχο Θεό μπροστάρη! 29/7/84
20. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ
"Τίποτα δεν δονεί τόσο τη φαντασία της ανθρωπότητας, όσο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας", λέει ο Γουίλιαμ Μπλάκστοουν. Ο ίδιος δίνει κι έναν τέλειο, στην εγγλέζικη φλεγματικότητά του, ορισμό αυτού του διεγερτικού της φαντασίας, που σου επιτρέπει να ονειρεύεσαι πράματα καί θάματα: "Ιδιοκτησία είναι η μοναδική και δεσποτική κυριαρχία την οποία αξιώ νει και ασκεί ένα πρόσωπο σε πράγματα του εξωτερικού κό σμου, αποκλείοντας τελείως κάθε άλλο δικαίωμα οποιουδήποτε προσώπου στην οικουμένη". ("Σχόλια στους νόμους της Αγγλίας”. Παραθέτουμε απ' το Λεξικό Κοινωνικών Επιστημών της Ο ΥΝ ΕΣΚ Ο , έκδοση Νικάς-Τεγόπουλος). Να, τώρα, κι ένας δεύτερος ορισμός, περισσότερο νομικϊστικος και αυστηρός: "Ιδιοκτησία είναι το δικαίωμα και ο τι τλος της ελεύθερης κάρπωσης ενός πράγματος και μαζί κάποια δικαιώματα προστασίας απέναντι σε παραβάσεις τρίτων". (Παραθέτουμε απ' τη Συγκριτική Εγκυκλοπαίδεια υπό τον περίεργο τότλο "Μαρξισμός, Κομμουνισμός και Δ υ τική Κοινωνόα", έκδοση Κοραή-Παπαζήσηί. Απ' τους Ρωμαίους, που είχαν ένα βαθύτατο αίσθημα ιδιο κτησίας, κληρονομήσομε την κρυφή και αδήλωτη στους παλιότερους νόμους αντίληψη πως η ιδιοκτησία δεν είναι μόνο ένα δικοίωμσ χρήσης κάποιου πράγματος αλλά και ένα δικαίω μα κατάχρησης του ίδιου πράγματος: Η βλακώδης και απάν θρωπη ρήση "δικό μου είναι, ό,τι θέλω το κάνω" είναι ρω μαϊκής προελεύσεως. Απ' τον 19ο αιώνα και μετά τα πράγμα τα άλλαξαν κάπως, όσον αφορά τις αντιλήψεις των ανθρώπων για την ιδιοκτησία τους, κι έτσι μπήκαν κάποια όρια στο ρω-
μαϊκό βαρβαρισμό "ό,τι θέλω το κάνω". Γιατί δεν μπορείς πια να κάψεις το σπίτι σου έτσι για πλάκα, ούτε ν ' ανάψεις το δικό σου πούρο με το δικό σου χιλιάρικο, ούτε πολύ πε ρισσότερο να βάλεις φωτιά σαν τον Νέρωνα σε μια ολόκλη ρη πόλη, τη "δική σου πόλη" — παρόλο που η νερώνεια αν τίληψη για την ιδιοκτησία επιβιώνει πάντα στους πυρηνικούς εξοπλισμούς, που είναι ο τρόπος που μας ετοιμρζουν να... κα ταργήσουν την ιδιοκτησία μας, μετατρέποντας τα πάντα σε κονιορτό. Βέβαια, η βόμβα νετρονίου λύνει αυτό το πρόβλημα: Σκοτώ νει ανθρώπους χωρίς να καταστρέφει πράγματα. Όμως, η εξόχως καπιταλιστική βόμβα, που σέβεται την ιδιοκτησία, κι νητοποίησε το νωθρό ανθρωπισμό μιας μισοναρκωμένης απ' το ιδιρκτητικό της πάθος ανθρωπότητας κι έτσι μπήκε στην αποθήκη προς το παρόν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να τεθεί σε ... κυκλοφορία ανά πάσαν στιγμήν, ώστε να πραγματοποιηθεί, επιτέλους, το μεγάλο όνειρο του "επιτι θέμενου εχθρού": Ν ' αρπάξει την περιουσία του αντιπάλου χωρίς να τον σκοτώσει, ώστε ο ζωντανός εχθρός να μπορέ σει να δημιουργήσει καινούργια περιουσία, που θα την αρπά ξει και πάλι ένας άλλος "εχθρός", κι έτσι στον αρπαχτικά αιώνα τον άπαντα. Οι σκοτωμοί στον πόλεμο δεν είναι ασκήσεις ομαδικού σαδισμού, αλλά ένα "αναγκαίο κακό". Απόδειξη το γεγονός πως, αν ο εχθρός παραδοθεί, πράγμα που είναι η πιο βαθιά επιθυ μία κάθε στρατηγού, δεν θα πάθουν τίποτα οι άνθρωποι. Θα πάθει μόνο η περιουσία τους, που θα γίνει ιδιοκτησία του νικητή, εν όλω ή εν μέρει. Και ο πιο "μοντέρνος" πόλεμος δεν θα μπορέσει ποτέ να κρύψει την πειρατική του καταγωγή: Κάθε επιθετικός πόλεμος είναι μια πειρατεία, κι αυτό άσχετα απ' το γεγονός πως τα λάφυρα δεν τα μοιράζονται πια "δί καια" όλοι οι πειρατές που κάνουν το ρεσάλτο φωνάζοντας ίσως "ζήτω ο βασιλιάς" και άλλες τέτοιες ανοησίες, που δη μιουργούν "πολεμικό ενθουσιασμό" στους μπουνταλάδες που τρέχουν να σκοτωθούν για το "βασιλιά και την πατρίδα", χω ρίς καν να ζητούν μοιράδι απ’ τα λάφυρα, όπως οι μισθοφό ροι ακόμα και σήμερα που παίρνουν "φιξ αμοιβή", κι όπως οι "δημοκρατικά" οργανωμένοι πειρατές παλιότερα που έπαιρ ναν "ποσοστά" απ’ την επιχείρηση. Λοιπόν, οι Ρωμαίοι, διάσημοι πειρατές, αφού είναι o l πρώ
τοι διδάξαντες τον ιμπεριαλισμό {το ιμπέριουμ, είναι η σε με γάλη κλίμακα εξουσία και ιμπεριαλισμός η σύγχρονη εκδοχή της παλιάς πειρατικής τέχνης) οι Ρωμαίοι λοιπόν μας κληροδό τησαν την αντίληψη πως η ιδιοκτησία έχει μέσα της οαν έννοια κάτι το σταθερό και το αιώνιο: Το ιδιοκτητικό μου δικαίωμα δεν χάνεται μέσα στον χρόνο, ούτε ελαττώνεται α π ' τη χρήση του αντικειμένου του οποίου είμαι ιδιοκτήτης, ούτε εξατμίζε ται με το θάνατο του ιδιοκτήτη. Η ιδιοκτησία τοποθετείται πά νω απ' το θάνατο και την καταστροφή, η ιδιοκτησία είναι αιώ νια αναλλοίωτη και απρόσβλητη, σαν το Θεό. Κι έτσι εφευρέθηκε το κληρονομικό δίκαιο, ο πιο μεγάλος παραλογισμός στον οποίο οδήγησε η ιδιοκτητική μανία. Αν υποτεθεί πως εγώ, ο ζων πλούσιος, έκανα την περιουσία μου γιατί είχα κάποιες ειδικές προς τούτο ικανότητες —στην πραγ ματικότητα η μόνη ικανότητα που είχα ήταν να καρπούμαι την υπεραξία της δουλειάς όσων εργάζονται για λογαριασμό μου— οι κληρονόμοι μου ποιές ικανότητες έχουν, για να δικαιούν ται να νέμονται την κληρονομημένη περιουσία χωρίς, μάλιστα, να κοπιάσουν ποτέ; Τι είδους παλαβό δώρο είναι αυτό που τους έγινε; Και γιατί τοσς έγινε; Τους έγινε διότι η μεταφυσική αντίληψη της ιδιοκτησίας, που μας κληροδότησαν οι Ρωμαίοι (το ιδιοκτητικό δικαίωμα είναι αιώνιο και αναλλοίωτο) δεν θα μπορούσε να λειτουργή σει χωρίς την έννοια της νομικά κατοχυρωμένης διαδοχής, που δεν είναι η διαδοχή στις ικανότητες, αλλά η διαδοχή στο "δικαίωμα", που είναι έννοια νομική και καθόλου ουσιαστική: Κανείς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί πως ο διάδοχός μου θα είναι άξιός μου. Κι ωστόσο ο διάδοχός μου μπορεί να διεκδικήσει δικαστικά τη "νόμιμο μοίρα", κι ο δικαστής θα αδιαφο ρήσει για την "ουσία" και θα περιοριστεί στο "πνεύμα του νόμου". Και το "πνεύμα του νόμου" εδώ δεν είναι παρά το παλιό "πνεύμα" νέτα σκέτα, που υπερίπτοται των υλικών πραγμά των και πάει και κάθεται στα κεφάλια που θα ορίσει κληρο νόμους του ο ιδιοκτήτης του πνεύματος, που στην περί πτωση λειτουργεί ως Θεός, κρατώντας στα χέρια του τη μοί ρα των κληρονόμων του, και απειλώντας τους με αποκλήρωση αν δεν συμμορφωθούν στα κελεύσματά του. Ο ιδιοκτήτης λοιπόν ασκεί εξουσία, όχι μόνο όταν είναι ζωντανός αλλά και αφού πεθάνει — κι αυτά ακριβώς είναι το κληροδοτημένο από
τους Ρωμαίους μεταφυσικό σκάνδαλο, μέσα στο οποίο έχει περιπλακεί και ο σύγχρονος χριστιανισμός, που δεν αναλογίστηκε σοβαρά πώς γίνεται ο ιδιοκτήτης να υποκαθιστά τον Θεό στο έργο της επέμβασης στη μοίρα των επιγενάμενων. Α<όμα και οι "νεοορθόδοξοι", αργόσχολοι γόνοι πλούσι ων οικογενειών, γαμπροί με πλούσιους πεθερούς, και απροσ δόκητα πλουτίσαντες από, κατά το μάλλον και ήττον σαχλεπίσαχλα ασμάτια, δεν λεν τίποτα απολύτως για τις περιουσί ες τους και, κυρίως, για τις απόψεις τους σχετικά με το κλη ρονομικό σκάνδαλο, Που παραμένει σκάνδαλο και σε σχέση με τη χριστιανική διδασκαλία, και σε σχέση με τον κοινό νου και σε, σχέση με το μαρξισμό, και σε σχέση με τα πάντα. Αυτοί οι απατεώνες έχουν μεταθέσει τη συζήτηση στο υπερπέραν, αδιαφορώντας τελείως για τα απλά, ταπεινά και πιεστικά πράγματα του κόσμου τούτου, που αναμένουν τη λύση τους. Αυτοί οι απατεώνες ξέρουν πως η προσευχή δεν έλυσε ποτέ κανένα πρόβλημα, κι ωστόσο μας την προτείνουν σαν τη μόνη ...αποτελεσματική λύση, ίσα ίσα για να συνεχίσουν απερίσπα στοι τις απάτες τους μέσα στη γενικευμένη αποβλάκωση. Α υ τοί οι απατεώνες θα συνεχίσουν να οργανώνουν κοσμικά πάρτι για να χτίσουν -άκουσον, άκουσον- εκκλησίες για νσ δοξάζουν εκεί τον κάθε Θεό που δε... λέει να θυμώσει για τις ανομίες τους και τον ψωφοδεϊσμό τους, έναν ψωφοδείσμό που τον υπαγορεύει ο τρόμος τους μπροστά στο θάνατο και καθόλου η αποδοχή της χεγκελιανής "δραστικότητας του Παγκόσμιου Πνεύματος" που διατηρεί και συντηρεί τον κόσμο ερήμην των "προσώπων". Αυτοί οι απατεώνες πρέπει, επιτέλους, να ξεμπροστιαστούν απ' τους ίδιους τους "καλούς Χριστιανούς", όσους απόμειναν τέλος πάντων — και δυστυχώς δεν απόμειναν πολλοί. Αυτοί οι απατεώνες που ετοιμάζουν κρυφίως και δολίως την επόμενη φασιστική δικτατορία πρέπει να εξοντωθούν όσο είναι καιρός. Αυτοί οι κοριοί του πνεύματος που εκμεταλλεύ ονται βάρβαρα την πίστη του απλού και έντιμου ανθρώπου πρέπει να περιμαντρωθούν στα μοναστήρια, κι εκεί ας προσεύ χονται όσο θέλουν. Είναι δικαίωμα του καθένα να πιστεύει στη δύναμη της προσευχής, αλλά δεν είναι δικαίωμα του καθένα να πιστεύει ταυτόχρονα και στη δύναμη της προσευ χής και στη δύναμη του κληρονομικού δικαίου. Γιατί δεν είναι δυνατό να υπηρετείς ταυτόχρονα δυο Θεούς: Την ιδιοκτησία
και τον κυρίως ειπείν Θεό. 0 βίομήχανος Όουεν κατάλαβε την αντίφαση πολύ έγκαιρα και στις μέρες μας ένας άλλος βίομήχανος, ο Ολιβέττι (σε δική του γραφομηχανή γράφω αυτή τη στιγμή) μέσα στη συνειδη σιακή του κρίση εγκατέλειψε τα πάντα και πήρε τα βουνά, για να γίνει το μοντέλο του Παζολίνι στην ταινία του "Θεώ ρημα" που είναι ακριβώς ένα θεώρημα προς απόδειξιν: Μπο ρείς να είσαι ταυτόχρονα και καλός χριστιανός και καλός ιδιοκτήτης; Μπορείς, λεν οι μωροί νεοορθόδοξοι παραποιών τας απροκάλυπτα τη χριστιανική διδασκαλία. 0 ιαπωνικός καπιταλισμός, ελάχιστα επηρεασμένος απ' τη βεμπεριανή χριστιανοκαπιταλιστική αντίληψη του κόσμου (ο Μαξ Βέμπερ, που μόνο για "μαρξιστική παρέκκλιση" δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί, έχει να πει πολλά επί του θέματος και οι νεοορθόδοξοι καλά θα κάνουν να τον δια βάσουν, έστω ανάμεσα σε δυο χριστιανικά ττάρτι), ο ταοϊκός ιαπωνικός καπιταλισμός λοιπόν, που σήμερα πάει να κυριαρχή σει σ ' όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, προκαλώντας πανικό στον παραδοσιακό καπιταλισμό, δεν αγαπάει ιδιαίτερα την κληρονομικότητα. Υπάρχει βέβαια ιαπωνικό κληρονομικό δίκαιο, σαφώς επηρεασμένο απ' την καπιταλιστική Δύση, αλλά η μεγάλη ιαπωνική παράδοση των Σαμουράι, δηλαδή ο σεβασμός των αποκλειστικών προσωπικών ικανοτήτων, δεν επιτρέπει στον Ιάπωνα να δείχνει σεβασμό σ' έναν κληρο νόμο, για μόνο το λόγο πως είναι κληρονόμος. Αυτός είναι ο λόγος, κατά τον Ζαν-Ζακ Σερβάν-Σρεμπέρ (βλέπε το πραγματικά αποκαλυπτικό βιβλίο του "Παγκόσμια πρόκληση", μετάφραση Μάριος Βερέττας, έκδοση Ν. Ράπτης) που ο ιαπωνικός καπιταλισμός διαφοροποιείται σαφώς από τον υπόλοιπο καπιταλισμό: Η πίστη στην προσωπική ικανό τητα δεν πέθανε ακόμα στην Ιαπωνία, και η βλακεία εκεί δεν αναρριχάται στην εξουσία, πολιτική και οικονομική, με την ίδια ευκολία που αναρριχάται στη Δύση, όπου ο κάθε, από κληρονομιά βλαξ, μπορεί να διαιωνϊσει άνετα k q l την οικο νομική εξουσία του, και τη βλακεία του, και την ανικανό τητά του. Αν δεν υπήρχαν μάνατζερς, που δεν είναι ιδιοκτήτες αλλά απλώς διαχειριστές της περιουσίας άλλων (βλέπει επί του θέματος ένα άλλο αποκαλυπτικό βιβλίο, την "Επανάσταση των Διευθυντών" του Τζ. Μπσρναμ, μετάφραση Τάκη Κον-
δύλη, έκδοση Κάλβος) ο δυτικός καπιταλισμός θα τα είχε τι νάξει προ καιρού. Οι μάνατζερς είναι ό,τι περισώζεται ακόμα στη Δύση απ’ τις παλιές προσωπικές ικανότητες, που δεν έ χουν καμιά σχέση με το κληρονομικό δίκαιο, και που εξαφα νίζονται μαζί με το θάνατο του ικανού ανθρώπου. Ωστόσο, κά ποτε οι μάνατζερς, συνειδητοποιώντας περισσότερο τη δύνα μή τους θα επαναστατήσουν για τα καλά και ·θα γίνουν αυτοί ιδιοκτήτες, χωρίς ωστόσο να λύσουν το πρόβλημα. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι ν’ αλλάξουμε τους ιδιοκτήτες αλλά το ιδιοκτησιακό σύστημα που παράγει ιδιοκτήτες ακατάπαυστα, ικανούς και ανίκανους αδιάφορο διαιωνίζοντας, έτσι, το φαύ λο κύκλο. Ο βιομήχανος Χόντα στην Ιαπωνία (τον γνωρίζουν καλά ό λοι αι μηχανόβιοι) αποκλήρωσε όλους τους κύριους φυσικούς κληρονόμους του, για μόνο το λόγο πως ήταν φυσικοί κληρο νόμοι, και μεταβίβασε την κολοσσιαία περιουσία του στους μάνατζερς των επιχειρήσεών του και τα στελέχη. Μια τέτοια πράξη δεν έχει τίποτα το παράδοξο για την ιαπωνική αντίλη ψη του κόσμου και του καπιταλισμού. Αλλά, παρά τη σημασία της σαν πράξη σεβασμού στις προσωπικές ικανότητες, δεν λύ νει κανένα πρόβλημα. Πρέπει ο καπιταλισμός να καταργήσει το κληρονομικό δίκαιο. Αλλά πώς να το καταργήσει χωρίς να γίνει χαμός, αν δεν καταργήσει ταυτόχρονα το εκμεταλλευτι κό σύστημα; 5/8/84
21. Η ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ THE ΓΗΣ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕ ΕΝΑ ΠΕΛΠΡΙΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ
0 Μορξ στά "Συμβολή στήν κριτική της πολιτικής οικονομί ας" λέει: "Η παραγωγή είναι πάντα ιδιοποίηση της φύσης". Που σημαίνει: Τίποτα δεν μπορεί να παράγει ο άνθρωπος αν δεν στηριχτεί στις πρώτες ύλες που θα τις αποσπάσει απ' τη φύση με τη δουλειά του κι αν πριν απ' το κάθε tl δεν φάει τους "καρπούς της φύσης" που βγαίνουν από φυτά που φυ τρώνουν μόνα τους ή το φυτεύει ο ίδιος. Ό μω ς, είναι φανερό πως η φύση δεν μπορεί παρά να ανή κει στον εαυτό της. Το πολύ στο Θεό, για όσους πιστεύουν στον "κτήτορα των πάντων". Πώς λοιπόν έγινε και η φύση απόχτησε κι άλλα αφεντικά πλην του Θεού; Τι μπορεί να σημαίνει η φράση "αυτό το οικόπεδο είναι δικό μου” και "το παραδίπλα είναι δικό σου"; Το οικόπεδο είναι μέρος της επι φάνειας της γης, και συνεπώς ο ιδιοκτήτης ενός οικοπέδου εί ναι ιδιοκτήτης μέρους της επιφάνειας της γης. Αλλά πώς, γιατί κι από ποιόν έγινε η μοιρασιά της επιφάνειας του πλα νήτη μας που συνεχίζει να γυρίζει περί τον άξονα του παντε λώς αδιάφορος για τις ιδιοκτητικές χαζομάρες των ανθρώπων που κουβαλάει πάνω tou για λίγο, για να τους κουκου λώσει μέοα του σε λίγο; (Και τα νεκροταφεία είναι μέρος της επιφάνειας του πλανήτη μας αλλά ο' αυτά παρά τη συνεχή "σπορά" δεν φυτρώνει τίποτο το σπουδαίο, Μόνο κυπαρίσισ). Είναι φανερό πως η μοιρασιά της επιφάνειας του πλανή τη δεν έγινε από κσνέναν; Όποιος πρόλαβε τον "κύριον είδε", δηλαδή είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη... κύριο,
και αναφώνησε περιχαρής" "Εγώ ειμί κύριος και αφέντης του αγρού τούτου, και πάντες οι επιβουλόμενοι αυτόν εχθροί εισίν". Η ιστορία του αμερικάνικου Γουέστ, αλλά και η ιστορία της αποικιοκρατίας είναι παραλλαγές εκείνου του παλιού πλιά τσικου: 'Οποιος έχει μακρύτερα χέρια μπήγει κι έναν πάσαλο εκεί που δεν τον είχε μπήξει κανείς προηγουμένως και η γη ήταν παρθένα και ήσυχη. Ό λ α τα κοινωνικά συστήματα στηρίζονται στη γαιοπρόσοδο, δηλαδή στο εισόδημα που δίνει η εκμετάλλευση της γης. Είναι αδύνατο να υπάρξει "συσσώρευση κεφαλαίου", απολύ τως αναγκαία για κάθε πλούτο, αν δεν προϋπάρξει η λεγά μενη "πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου" που είναι η συσσώρευση των κερδών απ’ την πώληση των αγροτικών προϊόντων. Τα πάντα στηρίζονται στη γη, αφού απ' αυτήν βγαίνει η τροφή μας, και οι "κυρίως κύριοι" του κόσμου εί ναι οι ιδιοκτήτες γης. Γιατί εκτός απ' την τροφή, και ό,τι άλ λο φκιάξουμε θα βγει αρχικά απ’ τη γη και θα στηριχτεί στη γη: Ό λα τα θεμέλια όλων των οικημάτων, ναών, χρηματι στηρίων, εργοστασίων, οικιών και οίκων ανοχής σκάβονται στη γη, δηλαδή πάνω σ' ένα μέρος της επιφάνειας του πλα νήτη μας που συνεχίζει νάναι μοιρασμένη τόσο αυθαίρετα, ό σο και τη μέρα που ο πρώτος πρωτόγονος ιδιοκτήτης χτύπη σε στη γη τον πρώτο πάσαλο και ταρακούνησε τα σωθικά της — και την ηρεμία όλων των μεταγενέστερων. Ωστόσο, καμιά ιδιοκτησία δεν είναι απόλυτα σταθερή. Ε κτός απ' τους λιμούς, λοιμούς σεισμούς και καταποντισμούς, που αποτελούν τον παραδοσιακό εφιάλτη του ιδιοκτήτη, απ' το 1929 και δώθε ήρθαν να προστεθούν και οι μεγάλες οικο νομικές κρίσεις. Που πριν γίνουν μεγάλες ήταν μικρές, σαν τη σημερινή "μικρή" η οποία, πού θα πάει, θα μεγαλώσει κι αυ τή με το καλό, και θα περπατήσει αντί να μπουσουλάει με τα τέσσερα. Εκτός απ’ τα στοιχειά της φύσης και τα στοιχειά-ανθρώπους, δηλαδή τους καπιταλιστές που αλληλοτρώγονται μετά μανίας, παίρνοντας έτσι μέρος στον πρόωρο ανα δασμό, αυτός γίνεται και αυτομάτως κάθε εκατό χρόνια πε ρίπου : Οι κοινωνιολόγοι υπολογίζουν πως τόσα χρόνια χρειά ζονται για να εξαφανιστούν οι κληρονόμοι "εξ αίματος" του προηγούμενου ιδιοκτήτη, και μια καινούργια γενιά ιδιοκτη τών να χύσει το δικό της αίμα (και τον ξένο ιδρώτα) πάνω στον παλιό "θρόνο του αίματος". IVT άλλα λόγια, δεν πρέπει
να στενοχωριούμσστε και πολύ, εμείς οι προλετάριοι, γιατί είναι πάρα πολύ πιθανό κάποιος "εξ αίματος" απόγονός μας να γίνει αφέντης μέγας και τρανός. Άλλω στε, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε και το ρόλο του λαχείου, τόσο του λαϊκού, που προορίζεται για το λαό, όπως δηλώνει το ίδιο, όσο και του εθνικού, που παίζει αποφασιστι κό ρόλο στην προκοπή του έθνους, όπως λέει με τη σειρά του ο δικός του τίτλος. Ένα λαχείο είν' η ζωή, και οι τυχεροί κερ δίζουν! Μόνο που την περιουσία τους οι καπιταλιστές δεν την κέρδισαν όλοι στα ζάρια ή στο Μον Παρνές, (Τα λαχεία δεν τα καταδέχονται καν. Τα λαχεία είναι η ελπίδα που την αγορά ζει ο φτωχός πάρα πολύ φτηνά σε σχέση με το μεγάλο όνειρο του μεγάλου και γρήγορου πλουτισμού που προσδοκά). Την περιουσία τους οι καπιταλιστές την κέρδισαν ποντάροντας στο κλούβιο μας κεφάλι, που δε λέει να καταλάβει πως εμείς οι εργαζόμενοι δημιουργήσαμε τον πλούτο τους, εμείς που τους επιτρέπουμε να παρακρατούν την υπεραξία της δου λειάς μας. Χωρίς αυτή την παρακράτηση θα καταρρεύσει το καπιταλιστικό σύμπαν εν μια νυκτί και μόνο. Στην Ευρώπη των εξαθλιωμένων λαών είναι μόδα να σε σταματούν στο δρόμο, κι αντί να σου ζητήσουν αναξιοπρε πούς ελεημοσύνη να σου λένε: Δώσμου αυτά που μου χρω στάς. Κι όταν τους πεις πως δεν τους χρωστάς τίποτα για τί, απλούστατα, δεν τους γνωρίζεις, απαντούν: Δεν έχει ση μασία, χρωστούσαν στους προγόνους μου οι πρόγονοί σου. Κι όταν τους πεις πως όλοι οι πρόγονοί σου ήταν ταλαίπω ροι προλετάριοι σου απαντούν, πάντα ετοιμόλογα: Δεν έχει σημασία, πολύ πίσω στο γενεολογικό σου δέντρο σίγουρα θα υπήρχαν εκμεταλλευτές. Οπότε βγάζεις και πληρώνεις το... χρέος για να μην σου το πάρει με τρόπους λιγότερο... θεωρητικούς. Το περιστατικό είναι αληθινό και συνέβη σε μέ να προσωπικά πριν από έξι χρόνια στις Κόννες όταν με στα μάτησε νύχτα στο δρόμο ένας πανέξυπνος Αφρικανός και από φυσικό πρόσωπο με μετέτρεψε σε... νομικό πρόσωπο δημο σίου δικαίου, για να μην πω σε εκπρόσωπο της παγκόσμιας Ιστορίας που καλούνταν νο πληρώσει "εδώ και τώρα" για λογαριασμό όλων των εκμεταλλευτών όλης της οικουμέ νης. Περιττό να πω πως τα λεφτά που μου πήρε ο μαύρος ήταν τα μόνα που έδωσα στη ζωή μου μ ’ όλη μου την καρ διά. Πάντως δεν είμαι σίγουρος γιο το τι θα κάνω και τί θα
νιώσω αν η μόδα γενικευτεί αφού δεν αναγνωρίζω τις υπογρα φές στις καταστραμένες συναλλαγματικές των μακρινών μου προγόνων. Το είπαμε ήδη: Στον καπιταλισμό η κληρονομική αιματοσυγγένεια αλλάζει κάθε εκατό χρόνια. Αλλά πώς να μην φορτωθώ και γω, κατά το μοιράδι τμου, τις εκμεταλλευ τικές ευθύνες των πριν από εκατό χρόνια εκμεταλλευτών, εν δεχομένως, προγόνων μου; Θα πείτε: Και τι με νοιάζει, αν πιστεύω πως ο ήλιος ανατέλ λει κάθε μέρα για χατήρι μου, πως τα λουλούδια εκπέμπουν μυρουδιές προορισμένες αποκλειστικά για τη μύτη μου, πως το πρόβατο το σφάξαν το καημένο για να περιδρομιάσω απο κλειστικά εγώ και οι φίλοι μου στη "φιλανθρωπική εορτή" ή σ’ εκείνο το πάρτι που οργάνωσαν οινεοορθόδοξοι στις αρ χές του καλοκαιριού για να χτίσουν... εκκλησία, πως η γη πε ριφέρεται περί τον άξονά της αποκλειστικό για να κουβαλάει την εξοχότητά μου στη ράχη της, πως τα ψάρια του Αιγαίου πρέπει να είναι απαραιτήτως είτε με τους Τούρκους είτε με τους Έλληνες κι όχι με τους πεινασμένους κι απ' τις δυο με ριές του Αιγαίου, πως υπάρχουν κανόνια φιλικά και κανόνια εχθρικά, παρά το γεγονός πως ξέρω πως και τα δυο σκοτώ νουν εξίσου καλά; Εν ολίγοις τί μπορεί να περιμένει κανείς από έναν ηλίθιο που θα επαναλάβει τα λόγια εκείνου του ξε κούτη Γάλλου βασιλιά που είπε το περίφημο "μετά από μένα ο κατακλυσμός"; Να, λοιπόν, γιατί ο καπιταλιστής είναι υπερικανοποιημένος που η καπιταλιστική ιδιοκτησία αλλάζει το αίμα της κάθε εκατό χρόνια. Ας ήταν συχνότερη η μετάγγι ση, και θα τα λέγαμε, μ ’ αυτούς τους μωρούς, που ευτυχώς δεν ζουν περισσότερο από εκατό χρόνια ώστε να παρευρεθούν στη χρεοκοπία του οίκου, και ν’ αυτοκτονήσουν! Έλα, όμως, που οι φυσικές αλλαγές που λέγαμε γίνονται ολοένα και περισσότερο μη φυσικές - αφύσικες θέλουν να λεν όσοι δεν έχουν συνείδηση πως το αφύσικο είναι η ατομι κή ιδιοκτησία. K l αυτό γιατί ο άνθρωπος το παίρνει ολοένα και περισσότερο απόφαση πως είναι θνητός, πως ο παράδεισος είναι για τη γη κι όχι για τον ουρανό και συνεπώς δεν πρέπει ν’ αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους άρα και την ιδιο κτησία ν' ανανεώνεται μόνο "φυσικά" κάθε εκατό χρόνια. Λοιπόν, όσο γρηγορότερα ανανεώνεται η ιδιοκτησία τόσο το καλύτερο για την ιδιοκτησία που θα είναι πάντα φρέσκια, αλλά και για τον ιδιοκτήτη που θα αισθάνεται ολοένα και
λιγότερο ιδιοκτήτης, καθώς θα καταλάβει πως επιτέλους αυτά που έχει δεν είναι και τόσο ακίνητα όσο πίστευε καί πως όλα κουνιούνται σ' αυτόν τον κόσμο ακόμα και τα ακίνητα. Ο σει σμός δεν λογαριάζεται σαν "κινούν αίτιον". Λογαριάζεται, ό μως, ο άλλος σεισμός, η επανάσταση που κάνει τα ακίνητα όχι μόνο να κουνηθούν αλλά να ταρακουνηθούν εκ θε μελίων. Από δω κι ο τρόμος του ιδιοκτήτη μπροστά σ' αυτό το φοβερό κοινωνικό φαινόμενο που λέγεται επανάσταση, και που το αντιλαμβάνεται περίπου σαν "θεομηνία", που ση μαίνει "τιμωρία απ’ την οργή του Θεού". Αλλά αν η επανά σταση είναι θεομηνία, δεν παύει για τούτο να είναι και "ανθρωπομηνία", δηλαδή τιμωρία απ' την οργή των ανθρώπων, κι αυτή είναι, βέβαια, μια ερμηνεία λιγότερο μεταφυσική. Α λ ί μονο αν οργιστούν στ’ αλήθεια όλοι "της οι κολασμένοι". Θα επιπέσουν σαν ακρίδες βιβλικές πάνω στα ακίνητα και όχι μόνο θα τα κουνήσουν αλλά θα τα ισοπεδώσουν, στην αρχή από μίσος και για εκδίκηση, και στη συνέχεια, όταν τα πνεύ ματα ηρεμήσουν, για να χτίσουν πάνω τους έναν καινούρ γιο κόσμο. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να είμαστε και τόσο αισιόδοξοι. Γιατί κάπου η σκλαβιά βολεύει, όπως λέει ο Νίτσε. Όταν εί σαι δούλος είσαι τόσο ήσυχος όσο κι ο σκύλος του αφέντη: Σε ταΐζουν, σε ποτίζουν, και τις Κυριακές σου πετούν το με γάλο κόκκαλο για να το γλύφεις και να δοξάζεις το Θεό που δεν σ ’ έκανε άνθρωπο. Φυσικά, προϋπόθεση για να μην οργι στεί ο δούλος είναι ν ’ αφήσει στη γωνία ο αφέντης το παρα δοσιακό μαστίγιο και να μάθει να χαμογελάει στον υποταχτικό. ‘Αλλωστε, το χαμόγελο αφενός δεν κοστίζει τίποτα και αφετέρου κάνει πολύ καλό στην ψυχική υγεία του δούλου: Νιώθει καλά πληρωμένος, ο χάχας, και λέει ευχαριστώ από πάνω, το ζώαν. Μεγάλο πράγμα η καλή συμπεριφορά. Κάνει την κακότητα να λάμπει και να στράφτει, σαν επιχρυσωμένο νόμισμα φκιαγμένο από κιβδηλοποιούς. Οι ιδιοκτήτες δεν κινδυνεύουν άμεσα και για έναν ακόμα λόγο, πλην της κατάργησης του μαστιγίου: Κόσμος και κο σμάκης ονειρεύεται μια θεσούλα στον ιδιοκτητικό παράδει σο, ένθ’ απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός. Κόσμος και κοσμάκης κάνει αιματηρές οικονομίες για να πάρει δά νειο απ το Στεγαστικό Ταμιευτήριο όχι τόσο για να στε γαστεί όσο για να στεγάσει το ιδιοκτησιακό του αίσθημα.
Δυστυχώς, yia τον περισσότερο κόσμο ο κουμπαράς γεμί ζει λίγα χρόνια πριν απ' το θάνατο, και τα τρία ή δεκατρία παιδιά που θα κληρονομήσουν το "ιδιόκτητο" θα μοιραστούν εικοσιδιόμισι τετραγωνικά "εξ αδιαιρέτου" («κέψου και να το διαιρούσαν). Ισα ίσα για να παραμείνουν, οι δύστυχοι, ιδιοκτήτες της αθλιότητάς τους και της προγονικής ηλιθιό τητας, χάρις στην οποία μια ζωή πήγε χαμένη, καθώς ανα λώθηκε ματαίως στο κυνήγι του διασκευασμένου για ανθρώ πους ιδιοκτήτου κοτετσιού με "ευρύχωρο χολ", στενή κου ζίνα, στενότατη τουαλέτα, και "σαλοτραπεζαρία" για πέντε καθιστούς και δέκα ορθίους, όπου στριμώχνονται οι συγγε νείς στα γενέθλια του μπέμπη για να τραγουδήσουν παρά φωνα απ' την κούραση της μέρας εκείνο το περίφημο αμερικανοβλάχικο ασμάτιον "χάπι μπερθ". Πολύ "χάπι", κύριοι, καί μην ξεχάσετε να πάρετε το χάπι σας για να κοιμηθείτε. Και σεις κυρία μου έχετε πάντα πρόχειρο μετά τις οικογενειακές συγκεντρώσεις το άλλο χάπι, γιατί αν σας στείλει ο Θεός (δηλαδή ο σύζυγος) ακό μα κανέναν κληρονόμο του "ιδιόκτητού" σας, δεν θα έχετε πού να τον βάλετε. 12/ 8/84
22. Η ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΥΠΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΥΠΑΡΚΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Α π ' τον Ένγκελς ξέρουμε ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι η αιτία της εκμετάλλευσης, της εμφάνισης των τάξεων, της εξέλιξης του κράτους. Και ότι ακόμα συνδέεται στενά με το σχηματισμό της μονογαμικής οικογένειας και της κοινωνικής καταπίεσης των γυναικών. ("Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους"}. Κάθε κοινωνία, κάθε κοινωνικός σχηματισμός μικρός ή μεγάλος, έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό τις περιουσιακές σχέσεις που δημιουργεί. Και ο χωρισμός του κόσμου σε δυο στρατόπεδα (ανατολικό και δυτικό) υπαγορεύτηκε απ' τις δια φορετικές αντιλήψεις για το κρίσιμο πρόβλημα της ατομικής ιδιοκτησίας. Όμως και η ύπαρξη πολλών κομμάτων στη Δύση έχει την αιτία της στις διαφοροποιημένες απόψεις των ανθρώ πων για την ιδιοκτησία. (Η δημιουργία των τάξεων έχει τη ρίζα της στην ατομική ιδιοκτησία). Οδηγώντας στα άκρα τη συλλογιστική του Ένγκελς, που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το πρόβλημα, θα μπορούσαμε να πούμε άτι υπάρχουν τόσες από ψεις για την ιδιοκτησία όσοι και οι ιδιοκτήτες. Κι αυτό γιατί το "συναίσθημα της ιδιοκτησίας", όντος συναίσθημα, είναι απ' τη φύση του ρευστό και μεταβλητό. (Η ταξική τοποθέτη ση ούτε απόλυτη είναι και ούτε μονοκόμματη}. Είναι φανερό, ωστόσο, πως δεν μπορούμε να στηριχτούμε στα συναισθήματα, για μια πιο αντικειμενική και πιο επιστη μονική προσέγγιση αυτού του πολύπλοκου προβλήματος. Γιαυτό, ακριβώς, περιοριζόμαστε σε μια "ομαδοποίηση" των αντιλήψεων των ανθρώπων για την ιδιοκτησία, αντιλήψεων που δήμιουργούνται, βέβαια, μέσα στο ιδιοκτητικό σύστημα
όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν αλλά και μέσα απ' τη γνώση και την κατανόηση των νόμων της Ιστορίας. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε ο εργάτης θα έπρεπε να έχει τις πιο προχωρημένες καί ριζοσπαστικές απόψεις όσον αφορά την ιδιοκτησία. Διότι το μόνο περιουσιακό στοιχείο που διαθέτει ο εργάτης είναι η εργατική του δύναμη καθώς και τα αγαθά που θα μπορούσε ν' αγοράσει πουλώντας στον εργοδότη την εργατική του δύναμη, αγαθά που τα θέλει ωστό σο για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης k l όχι για να τα συσσωρεύσει. Αυτή, ακριβώς, η αντικειμενική αδυνα μία του εργάτη για συσσώρευση είναι που τον κρατάει έξω απ' τους μηχανισμούς που δημιουργεί η ατομική ιδιοκτησία, και συνεπώς τον κάνει καταλληλότερο μαχητή για την ανατροπή του συστήματος της ατομικής ιδιοκτησίας και την αντικα τάστασή του με το σύστημα της συλλογικής ιδιοκτησίας, που συνιστά την κύρια διαφορά ανάμεσα στη Δύση και την Ανατοτολή. Στα πέντε κείμενα που προηγήθηκαν απ' το σημερινό αντι μετωπίσαμε το πρόβλημα της ιδιοκτησίας είτε στην ιστορική, κοινωνική και οικονομική του γενικότητα, είτε στις ιδιαίτερες εκφάνσεις του στα πλαίσια του καπιταλισμού. Κλείνοντας αυ τή τη σειρά κειμένων, καιρός είναι να παρακολουθήσουμε την τύχη της ατομικής ιδιοκτησίας σε μια χώρα, την ΕΣΣΔ, που έθεσε στον εαυτό της σαν ιστορικό καθήκον την κατάργη σή της. Λοιπόν, θα εκπλαγούμε αν παρακολουθήσουμε τις παλιν δρομήσεις, τους δισταγμούς και την επιφυλακτικότητα των Σοβιετικών απέναντι σ ’ αυτό το κρίσιμο πρόβλημα. Η σοβιε τική νομοθεσία είναι γεμάτη από τροποποιήσεις καί αναθεω ρήσεις, όσον αφορά την ιδιοκτησία. Κι αυτό σημαίνει πως είναι τραγικά δύσκολο να αλλάξεις τις αντιλήψεις των ανθρώ πων για την ιδιοκτησία, Ύστερα από 67 χρόνια σοβιετικής εξουσίας το "ιδιοκτητικό συναίσθημα" είναι ριζωμένο στη συ νείδηση του απλού σοβιετικού πολίτη, και μια τεράστια μάζα ανθρώπων κάνει ό,τι μπορεί για να αποχτήσει "ιδιόκτητο" σπί τι, "ιδιόκτητη" ντάτσα, "ιδιόκτητο" αυτοκίνητο, και βέβαια, ένα λογαριασμό στην Τράπεζα που δίνει τόκο κι εκεί όπως κι εδώ. Κι αυτό το τελευταίο είναι ίσως το μεγαλύτερο σκάν δαλο για ένα καθεστώς που δεν αναγνωρίζει, θεωρητικά του λάχιστον, άλλη πηγή εισοδήματος πλην της αμοιβής της ερ
γατικής δύναμης και που είναι κατηγορηματικό απέναντι ατα παραοιτικά εισοδήματα, όπως ο τόκος. Επίσημα, η ιδιοκτησία στην Ε Σ Σ Δ είναι συλλογική, και το σοβιετικό Σύνταγμα αναγνωρίζει μόνο τρεις συλλογικούς ιδιο κτήτες: Την "Ενωση, δηλαδή το σοβιετικό κράτος, τις Δημο κρατίες της Ένωσης, δηλαδή τα επιμέρους κράτη που αποτε λούν τη Σοβιετική Ένωση, και τις τοπικές αρχές, δηλαδή τους δήμους και τα συνδικάτα. Και πράγματι, δεν υπάρχει στην Ε Σ Σ Δ ιδιώτης με σοβαρή περιουσία. Υπάρχει, όμως, διάχυτη η αντίληψη πως όλοι οφείλουν να γίνουν ιδιοκτήτες, φυσικά στα πλαίσια που τους το επιτρέπει ο νόμος, που ευτυχώς δεν τους επιτρέπει πάρα πολλά. Τους επιτρέπει, ωστόσο, να αισθάνονται σαν ιδιοκτήτες σε "νόμιμα πλαίσια", κι αυτό, κατά την άποψή μας, αποτελεί την mo μόνιμη και την πιο σταθερή απειλή για το καθεστώς. Βέ βαια, κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως τα "αισθήμα τα" θα μπορούσαν να διευθετηθούν νομοθετικά. Ωστόσο, δι καιούμαστε να πιστεύουμε πως ο περίφημος "νέος άνθρωπος" πρέπει να αντιλαμβάνεται τα της ζωής του και του κόσμου με νέον τρόπο, και τούτη η "μεταστροφή της συνείδησης", όπως λέει ο Ρούντολφ Μπάρο (γνωστός και με τον ίσως άστοχο χα ρακτηρισμό "ο νέος Μαρξ"} δεν έγινε ακόμα δυνατή στην ΕΣΣΔ, αφού υπάρχει πάντα εκεί το "ιδιοκτητικό συναίσθημα" που μάλιστα είναι και νομοθετικά κατοχυρωμένο, κατά κάποι ον τρόπο. Η επίσημη σοβιετική άποψη γιαυτό το παράδοξο είναι πως άλλο πράγμα είναι η αντικειμενικά υπάρχουσα μορφή ιδιοκτη σίας, που ανήκει στην οικονομική βάση, και άλλο οι αντιλή ψεις των ανθρώπων για την ιδιοκτησία, που ανήκουν στο εποι κοδόμημα και που, βέβαια, αλλάζει πολύ πιο αργά απ' ό,τι η βάση. Πολύ σωστά. Μόνο που το εποικοδόμημα όχι μόνο αλ λάζει αργά στην Ε Σ Σ Δ αλλά ειδικά όσον αφορά την ιδιοκτη σία κάνει βήματα σημειωτόν, καμιά φορά βήματα παλινδρομι κά και κάπου κάπου βήματα πίσω. Κ ι αυτό παρά το γεγονός πως η ατομική ιδιοκτησία είναι αυστηρά περιχαρακωμένη σε στενά όρια. Ό μω ς εμείς εδώ δεν κοιτάμε το πρόβλημα αυστηρά νομικίστικα, ή οικονομίστικα, αλλά "απ' τη μεριά της συνείδη σης", όπως προτείνει ο "ανορθόδοξος" Μπάρο, που ο υπογραφόμενος έχει κάθε δικαίωμα να τον θεωρεί σαν το μαρ
ξιστή που έδωσε τις πιο έγκυρες ερμηνείες σε κάποιες στρε βλώσεις και αγκυλώσεις του μαρξισμού υπό καθεστώς "υ παρκτού σοσιαλισμού". Γιατί, βέβαια, θα ήταν στρουθοκαμηλισμός αν ισχυριζό μασταν πως εκεί όλα παν καλά, πράγμα που όλοι το δέχονται εύκολα, χωρίς όμως και να ορίζουν με σαφήνεια τί ακριβώς είναι αυτό που δεν πάει καλά, και γιατί, Πιστεύω πως αυτό που κυρίως δεν πάει καλά στην Ε ΣΣΔ είναι η αδυναμία του καθεστώτος να ξεριζώσει απ' τη συνείδηση του "νέου αν θρώπου" το καταραμένο πανάρχαιο συναίσθημα, που νο μίζουμε πως ευθύνεται για τις πόσης φύσεως μικρές kol με γάλες οικονομικές ατασθαλίες που έρχονται στο φως της δη μοσιότητας κάθε τόσο, και που τις βλέπει κανείς "δια γυμνού οφθαλμού” σε μια έστω και τουριστική επίσκεψή του στη Σοβ. Ένωση. Λοιπόν, η κριτική που ασκεί ο υπογραψόμενος στο σοβιε τικό καθεστώς είναι κριτική απ' τ' αριστερά. Σπεύδω να το δηλώσω αυτό για κείνους τους χοντροκέφαλους που δεν εί ναι σε θέση να ξεχωρίχουν πότε η κριτική γίνεται από αγάπη και πόνο για κάτι που δεν πάει καλά, και πότε από μίσος και χαιρεκακία ακριβώς γιατί δεν πάει καλό. Για να το πω πιο απλά: Είναι προτιμότερο τα πράγματα να είναι στραβά κι ανά ποδα υπό σοσιαλιστικό καθεστώς παρά στραβά κι ανάποδα υπό καπιταλιστικό καθεστώς. Διότι, υπό σοσιαλιστικό καθε στώς υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια αυτορύθμιση. Υπό καπιταλιστικό καθεστώς, όμως, ο κόσμος οδηγείται με από λυτη βεβαιότητα στην καταστροφή, ενώ στο επίπεδο της συ νείδησης, όπου τοποθετήσαμε ήδη το πρόβλημα, το σκότος και ο ζόφος είναι πλήρη. Λοιπόν, "σοσιαλισμός ή βαρβαρό τητα". Έτσι διαζευκτικά μπαίνει το ζήτημα. K ol βέβαια κα νείς εχέφρων και έντιμος δεν θα διάλεγε τη βαρβαρότητα, δηλαδή τον καπιταλισμό, από ένα καθεστώς, έστω ατελώς μαρξιστικό. Τα mo σοβαρά πράγματα όσον αφορά την ιδιοκτησία έ γιναν στην Ε ΣΣΔ κατα τη λεγάμενη "περίοδο του πολεμι κού κομμουνισμού" (1917-1921}. Η κληρονομιά καταργήθηκε ολικά το 1918, και το 1920 απαγορευθηκε η λει τουργία κάθε επιχείρησης με πάνω από 5 υπαλλήλους. Ωστό σο, η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) το 1922 είναι μια καταφάνερη οπισθοδρόμηση όσον αφορά τις αντιλήψεις των
σοβιετικών για την ιδιοκτησία, οπισθοδρόμηση υπαγορευμένη απ' τη συγκυρία και τις συνθήκες. Δυστυχώς όμως η ΝΕΠ διάρκεσε πάρα πολύ: μέχρι το 1936, αν και η σταδιακή της κατάργηση άρχισε νο εφαρμόζεται από το 1928. Δεκατέσσερα χρόνια ΝΕΠ, δηλαδή αναγκαστικής οπισθο δρόμησης σε μισοκαπιταλιστικούς τρόπους οργάνωσης της παραγωγής είχαν τις επιπτώσεις τους σ ’ αυτό που ο ΜπάρΟ ονομάζει "δημιουργία πλεονάσματος σοσιαλιστικής συνεί δησης". Έ τσι τα πεντάχρονα πλάνα που εγκαινιάζονται το 1927 υπό καθεστώς ΝΕΠ και η κολλεχτιβοπσίηση που εγκαι νιάζεται με χίλια βάσανα το 1929 είναι σαφώς επηρεασμένη απ’ τη ΝΕΠ, παρόλο που αυτή άρχισε να καταργείται ένα χρό νο νωρίτερα αλλά όχι εντελώς. (Είπαμε πως η ΝΕΠ τρενάρει μέχρι το 1936). Το 1932 καταργείται κάθε μορφή ιδιωτικού εμπορίου, μι κρού και μεγάλου. (Οι μαρξιστές γνωρίζουν πως η "καπι ταλιστική κατάρα" εμφανίζεται κυρίως με τη μορφή του έμ πορα). Αντίθετα οι μικροί παραγωγικοί (ιδιωτικοί) συνεταιρι σμοί εθνικοποιούνται μόλις το 1960, και σήμερα μόνο οι τσαγγάρηδες, οι ραφτάδες και λίγοι ακόμα "επαγγελματίες" δι καιούνται να έχουν δικά τους συνεταιριστικά μαγαζιά, Για τους λεγάμενους "ελεύθερους επαγγελματίες" (γιατροί, δικηγόροι κλπ.) δεν δημιουργήθηκε ποτέ σοβαρό πρόβλημα διότι, απλούστατα, εξ αρχής δεν είχαν κανένα περιθώριο να ασκήσουν "ελεύθερο επάγγελμα". Ήταν και παραμένουν δη μόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι δημοσίων οργανισμών. Αυτά όσον αφορά την οργάνωση της παραγωγής, ίιου σε γενικές γραμμές δεν πήγε και άσχημα, παρά τη ΝΕΠ. Ό μω ς τα πράγματα, όσον αφορά τις αντιλήψεις των Σοβιετικών πε ρί ιδιοκτησίας είναι από παράδοξα ως σκανδαλώδη σε μερικές περιπτώσεις, Ενώ το 1918 η κληρονομιά καταργήθηκε σχεδόν εντελώς (μπορούσε να κληρονομήσει κανείς μόνο εντελώς α σήμαντα πράγματα, ας πούμε σουβενίρ), το 1923 το "κληρο νομικό δίκαιο*' επαναφέρεται σε ισχύ, και το 1943 καταργείται εντελώς κάθε φορολογία στην κληρονομιά που, βέβαια, δεν μπορεί να ξεπερνάει τα μάξιμουμ όρια της ατομικής ιδιο κτησίας που είναι: Ένα σπίτι στην πόλη, ένα σπίτι στην εξο χή, ένα αυτοκίνητο, καταθέσεις στην Τράπεζα μέχρι ενός ορίου που δεν είναι και τόσο μικρό, και κινητά περιουσιακά στοιχεία, όπως έργα τέχνης, κοσμήματα κλπ. Δεν χρειάζε
ται να είναι κανείς ιδιοκτήτης εργοστασίου για να νιώθει ιδιο κτήτης. Τα παραπάνω φτάνουν και περισσεύουν για να συντη ρείται το ιδιοκτητικό συναίσθημα, όπως και στη Δύση άλλω στε. Μ ' άλλα λόγια η μόνη σοβαρή διαφορά ανάμεσα στον ανατολικό και το δυτικό ιδιοκτήτη είναι πως ο πρώτος δεν μπορεί να ονειρεύεται τον εαυτό του μεγαλέμπορο ή μεγαλοβιομήχανο, Μπορεί όμως να τον ονειρεύεται -ιδιοκτήτη δυο σπιτιών και πολλών κοσμημάτων — κι αυτό είναι καταστρο φικό, γιατί το ιδιοκτητικό του συναίσθημα συντηρείται και διαιωνίζεται, και η "καπιταλιστική συνείδηση" (όχι το καπι ταλιστικό σύστημα παραγωγής που είναι άλλο πράγμα, όπως βεβαιώνει ο Μπάρο) παραμένει αμετακίνητη, με επιπτώσεις που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει. Το Σοβιετικό Σύνταγμα απαγορεύει αυστηρά τη μετατρο πή των προσωπικών αγαθών σε πηγές εισοδήματος, γιατί η νόμιμη πηγή εισοδήματος είναι η εργασία. Ωστόσο, και τ ό κ ο μπορεί να εισπράξει κανείς, k o l κρατικά χρεόγραφα ν ’ αγοράσει και, το σημαντικότερο, να πουλήσει στην αγορά ό,τι θέλει ή μάλλον ό,τι διαθέτει για πούλημα: Από τα ζαρζα βατικά του κήποσ (αυτή η αγορά παίζει σημαντικό ρόλο στην αγροτική οικονομία της ΕΣΣΔ) μέχρι κοσμήματα και έργα τέχνης. Λέγεται, και είναι σωστό, πως στην Ε Σ Σ Δ το χρήμα περισ σεύει ενώ τα προς αγοράν προϊόντα είναι λιγοστά. Λοιπόν, το χρήμα που περισσεύει πάει όλο σε ανόητες επενδύσεις: Κοσμήματα, αντίκες και τέτοιο. Τι άλλο θέλει ένας άνθρωπος που δεν ονειρεύεται τον εαυτό του βιομήχανο; Αλλά και τί άλλο θα χρειαζόταν για να καλλιεργηθεί ο μικροαστικός "ιδιοκτητισμός"; Αν από κάτι κινδυνεύει η ΕΣΣΔ, στο επίπε δο της συνείδησης πάντα, που πρέπει να την πάρουμε, επιτέ λους, σοβαρά υπ' όψιν, είναι ο διαβρωτικός και καταστρο φικός μικροαστισμός, ο βασισμένος στο μικροίδιοκτητισμό, καλή ώρα όπως και δω. Μόνο που εδώ οι μικροαστοί ονειρεύ ονται πάντα την "ταξική προαγωγή", ενώ εκεί τούτο το βλα κώδες όνειρο, τους έχει αφαιρεθεί. Είναι κι αυτό κάτι. 19/8/84
23. Η ΜΑΣΟΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
Δεν αρκεί να δηλώνεις αριστερός. Πρέπει και νάσαι. Η δή λωση είναι εύκολο πράγμα. Σήμερα την κάνεις, αύριο την ξε κάνεις, στο όνομα μιας "αλήθειας" που επιτέλους τη βρήκες, αν και προηγουμένως επίσης δήλωνες ότι και τότε είχες βρει μια κάποια αλήθεια που όμως την απαρνήθηκες γιατί στο μετα ξύ βρήκες μια άλλη καλύτερη. Τί θα γίνει, λοιπόν, με τούτο το σουλάτσο; Από "αλήθεια" σε "αλήθεια" κατέληξες τελικά ατην "προσωπική σου αλή θεια". Αλλά αυτή δεν είναι δυνατό να αφορά παρά μόνο το πρόσωπό σου. Πάντως, αποκλείεται να ζητήσεις την εγγραφή σου σ* ένα κόμμα κουβαλώντας εκεί την "προσωπική σου αλή θεια" δίκην συνεισφοράς στην κοινή προσπάθεια για το ψάξι μο της αλήθειας . Διότι είτε μόνος σου ψάξεις είτε μαζί με άλλους για την απωλεσθείσα αλήθεια δεν πρόκειται να τη βρεις. Γιατί δεν υπάρ χει αλήθεια ούτε προσωπική ούτε συλλογική, κι αυτό που ονο μάζουμε έτσι είναι μια σύμβαση που ισχύει για ορισμένους αν θρώπους μιας ορισμένης εποχής. Η αλήθεια είναι έννοια ιστο ρική, κι αυτό σημαίνει ότι αλλάζει από εποχή σε εποχή αλλά κι από τόπο σε τόπο. Η αλήθεια νοούμενη με μια έννοια οντολογική και όχι δια λεκτική αφενός αναφέρεται σε όντα και αφ ετέρου προϋπο θέτει πιάσιμο από μια απόλυτη βεβαιότητα. Όμως, "κοινωνι κές οντότητες" δεν υπάρχουν. Ούτε συνεπώς και κοινωνι κές απόλυτες βεβαιότητες. Πλην μιας: Της κίνησης και της αλλαγής. Ό λ ες οι άλλες "αλήθειες” είναι σχετικές αλήθειες. Που σημαίνει "αληθινές περισσότερο ή λιγότερο", όχι πάντως
"εντελώς και κατηγορηματικά αληθινές". Αν η αλήθεια ήταν μια αμετακίνητη οντότητα με το ψάξε ψάξε θα τη βρίσκαν τε λικά όλοι κι όλα τα προβλήματα θα είχαν λυθεί με τον ευκο λότερο τρόπο. Για τους δεξιούς το πρόβλημα της αλήθειας και του ψεύ δους δεν είναι και τόσο σοβαρό. Γιαυτούς, αληθινό είναι ό,τι είναι βολικό για τον εαυτούλη τους. Για τους φιστερούς όμως το πρόβλημα της αλήθειας είναι καίριας σημασίας. Γιατί έχουν να διαλέξουν όχι μόνο ανάμεσα σε μια "αλήθεια δεξιά" και μια αλήθεια αριστερή (αν η αλήθεια ήταν αντικειμενικά καθορισμέ νη δεν θα υπήρχε πρόβλημα διαχωρισμού ανάμεσα σε δεξιά και αριστερά) αλλά και ανάμεσα σε "πολλές αριστερές αλή θειες", μοιρασμένες στα αριστερά κόμματα και τις αριστερές ομάδες, που δεν είναι καθόλου λίγες. Λοιπόν, ποιό απ' όλα τα αριστερά κόμματα κατέχει την αρι στερή αλήθεια; Κανένα. Ό χ ι γιατί όλα έχουν άδικο αλλά διότι όλα έχουν δίκιο με τον τρόπο τους κι απ' τη σκοπιά τους. Εί ναι ξεκαρδιστικά αστείο και προκλητικά αντιμαρξιστικό (και αντιδιαλεκτικό) να ισχυρίζεται κανείς πως ανήκει στο Α αρι στερό κόμμα και όχι στο Β γιατί η αλήθεια βρίσκεται με τη με ριά του Α. Διαλέγει κανείς το κόμμα που ανήκει όχι για τις αλήθειες που αυτό συνέλαβε χάρις στην επέμβαση του Αγίου Πνεύματος, αλλά για τον προσφορότερο για τον κοινό σκοπό τρόπο δουλειάς του, για τη μέθοδό του, την οργάνωσή του, καθώς και τις προοπτικές που ξανοίγει για μια ενεργέστερη επέμβαση στο ιστορικό γίγνεσθαι, με τρόπους και μέσα που δεν προδίδουν τον αρχικό σκοπό, ή που εσύ νομίζεις πως δεν τον προδίδουν παρόλο που ένας άλλος μπορεί να πιστεύει τα αντίθετο. Λοιπόν, όταν αλλάζουμε πολιτικό προσανατολισμό δεν το κάνουμε γιατί η αλήθεια μετατοπίστηκε από δω εκεί και τρέ χουμε πίσω της να μη μας φύγει αλλά διότι εμ είς αλλάξαμε απόψεις για τα πράγματα που επίσης αλλάζουν. Μέσα σ ' αυτή τη συνεχή ρευστότητα, μέσα μας και έξω μας, είναι δύσκολο να μην τα μπερδέψουμε όταν δεν έχουμε ερείσματα και σταθε ρούς προσανατολισμούς, ώστε να μην γίνουμε ανεμοδείκτες και "χαμένα κορμιά" όπως πολύ παραστατικά δηλώνει η λαϊκή έκφραση. Πρέπει η "πορεία πλεύσεως" να διατηρηθεί πάση θυοία. Προς τα πού όμως; Θα το πούμε στο τέλος αφού δούμε τίση-
μαίνει να είσ αι αριστερός και να μην το δηλώνεις απλώς, οπότε μπορεί να είααι μπορεί όμως καί να μπλοφάρεις, προκαλώντας έτσι μύρια δεινά σ ' αυτούς που δεν μπλοφάρουν. Λοιπόν, απ' όποια μεριά κι αν κοιτάξουμε το δύσκολο πρόβλημα της αλήθειας και του ψεύδους θα καταλήξουμε πάντα σ' έναν διαλεκτικό υποκειμενισμό. Και είναι τελείως αδιάφορα για τη Γνωσιολογία {είναι το κεφάλαιο της φιλο σοφίας που μελετάει το πρόβλημα της αλήθειας και του ψεύδους) αν τελικά τούτες οι υποκειμενικές αλήθειες συνα θροίζονται σε ομάδες. Τα μέλη ενός κόμματος, για παράδειγ μα, δεν ομονοούν γιατί απεμπόλησαν τον υποκειμενισμό τους αλλά γιατί συμφώνησαν σ ’ ένα μίνιμουμ απόψεων που τις αποδέχτηκαν όλοι. Το καταστατικό ενός κόμματος είναι ο Συνταγματικός Νόμος του κόμματος. Αλλά ol Συνταγματι κοί Νόμοι είναι οι πιο γεικοί Νόμοι που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Κι αυτό ευκολύνει την παρείσφρυση της "προ σωπικής αλήθειας". Όμως, αν το κάθε μέλος του κόμματος επιμένει φανατικά στην προσωπική του αλήθεια, το κόμμα θα γίνει χάβρα. Θα υπήρχαν τόσα κόμματα όσα και μέλη, οπότε, βέβαια, θα αυτοκαταργούνταν η έννοια του κόμμα τος. Κόμματα του ενός είναι μόνο τα κόμματα των τρελών όπου ο αρχηγός είναι και ο μόνος οπαδός. Ωστόσο ο υποκειμενισμός, είτε φανερός είτε λανθάνων υπάρχει πάντα στο κάθε τι. Εζαιτίας αυτού του υποκειμε νισμού, kol παρά το γεγονός πως τα άτομα είναι δυνατό να ομαδοποιηθούν κατά συγγενικές ιδεολογικά ομάδες, τα κόμματα και οι ομάδες διασπώνται. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η λογική κατάληξη μιας διάσπα σης που θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχίζεται είναι το... αδιάσπαστο άτομο. Συνεπώς, οι λεγάμενες 'Ιδεολογικές διαφορές", που επικαλούνται κάθε φορά οι διασπαστές δεν είναι παρά "υποκειμενικές εκτιμήσεις" πάνω στο ίδιο γνωστικό αντικείμενο. Αλλά η πιο γνήσια "υποκειμενική εκ τίμηση" είναι αυτή του ενός. Η "εκτίμηση" που υιοθετεί μια μικρότερη ομάδα ανθρώ πων που προήλθε από διάσπαση μιας μεγαλύτερης δεν εί ναι ακριβώς υποκειμενική, είναι όμως ομαδοποίηση ατομι κών εκτιμήσεων στη βάαη ενός αλλιώτικου καταστατικού. Με λόγια πιο απλό: Το γεγονός πως γίνονταν και θα συνεχίσουν να γίνονται πάντα διασπάσεις μεγαλύτερων ομάδων
σε μικρότερες μαρτυράει την ύπαρξη και τη συνεχή λειτουρ γία του υποκειμενισμού, που μπορεί να ομαδοποιηθεί αλλά όχι και να καιαργηθεί. Η διάσπαση είναι ένα φαινόμενο που αφορά κυρίως την αριστερά. Γιατί η έννοια της διάσπασης προϋποθέτει την έν νοια της ομαδοποίησης. Δεν μπορεί να διασπασθεί κάτι που ή δη είναι διασπασμένο απ' τη φύση του, και στη φύση της Δε ξιάς, που συνιστά και το μεγάλο της πρόβλημα είναι να περιφρονεί τις κοινωνικές ομαδοποιήσεις και να λατρεύει το άτο μο, την έσχατη μονάδα στην οποία καταλήγει η διάσπαση, σαν οιωνί θεότητα. Αυτό που λέμε "δεξιά κόμματα" είναι ακατά στατα- κοινωνικά μορφώματα, όπου συνωθείται ένα πλήθος ατόμων τελείως αδιάφορων το ένα για το άλλο. Από δω και οι δυσκολίες της Δεξιάς να οργανώσει τους οπαδούς της. Η ομαδοποίηση είναι, κατ' ανάγκην, βλαπτική του εγωι σμού: Ό ταν μπαίνεις σε μια ομάδα, ακόμα και ποδοσφαι ρική, πρέπει ν’ αφήνεις έξω απ' αυτήν ένα μέρος της προσω πικότητάς σου. Όποιος μπαίνει σε μια ομάδα με τη βεβαιό τητα πως θα διαφυλάξει ακέρια την προσωπικότητα του εί ναι απλούστατα ανόητος. Είναι αδύνατο να υπάρξει ομάδα αποτελούμενη από ένα άθροισμα εγωισμών. Τέτοιες ομάδες τις ονειρεύονται μόνο οι μικρόνοες μικροαστοί που φαντά ζονται την ομάδα υπηρέτη τους, όπως ακριβώς και οι Μασώνοι. Εξυπακούεται πως υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρ χουν άπειρες ομάδες με μια μασωνική αντίληψη της κοινω νικότητας, και αυτές οι ομάδες είναι αναγκαστικά δεξιές: Το άτομο μπαίνει σ' αυτές για να αποκομίζει προσωπικά οφέλη, κι όχι για να υπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο. 'Οπως λέμε, α οπαδός "στεγάζεται" στο κόμμα ή την ομάδα κι αλλάζει στέγη όταν κάποια άλλη του εγγυηθεΐ καλύτερη προστασία. Λίγοι είναι αυτοί που θα καθήσουν να επισκευά σουν τη στέγη με κίνδυνο να γίνουν μουσκίδι στο μεταξύ. Κανονικά, τα αριστερά κόμματα δεν θα έπρεπε να λειτουρ γούν σα στέγαστρα τρομαγμένων ατόμων, που συρρέουν εκεί για να περισωθούν όπως όπως απ' τους κινδύνους που συνε πάγεται η απομόνωση. Για τους μόνιμα τρομαγμένους ανθρώ πους υπάρχει πάντα η μασωνία, οι χιλιάδες σύλλογοι αλλη λοβοήθειας, αλλά και το IΚ Α και όλοι οι παντοιοτράπως παρέχοντες ασφάλεια στο άτομο οργανισμοί, με τους οποίους
η κοινωνία φρόντισε, όσο φρόντισε εν πόση περιπτώσει, να βοηθήσει το πάσχον και απειλημένο άτομο. Είναι τρομερό να μπερδεύει κανείς τους ασφαλιστι κούς οργανισμούς και τα εκδρομικά σωματεία με τα κόμ ματα, κυρίως τα αριστερά. Γιατί τα δεξιά είναι έτσι κι αλ λιώς λίγο ως πολύ ασφαλιστικοί οργανισμοί και εκδρο μικά σωματεία. Σ ' αυτά μπαίνεις για να αρπάξεις ή για να σου επιτρέψουν ν ’ αρπάξεις kol να τη βολέψεις στη λιακά δα. Ό μω ς αν μπαίνεις για τους ίδιους "ασφαλιστικούς" λόγους και στα αριστερά κόμματα, αλλοίμονο στα κόμματα και τρισαλίμονο και σε σένα που κάποτε θ ' ανακαλύψεις οπωσδήποτε πως τα κόμματα δεν μπορούν να βρουν δου λειά σ' όλα τα μέλη τους, ούτε να υποκαταστήσουν τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, ούτε να σου βρουν νύφη, ούτε να επΛηφτούν των δυσεπίλυτων σεξουαλικών σου προβλη μάτων, ούτε να σε παρηγορήσουν τη στιγμή της ερωτικής σου απογοήτευσης, ούτε να σε σώσουν απ' το βέβαιο θάνατό σου. Κι ωστόσο, όλα τα αριστερά κόμματα είναι μπολιασμένα, άλλα περισσότερο κι άλλα λιγότερο, ανάλογα με ίο βαθμό του αριστερισμού τους, από τούτη τη μασωνική αντίληψη της κοινωνικότητας. Ό χ ι γιατί τα ίδια τα κόμματα λεν ή έστω αφήνουν να διαφαίνεται κάτι σχετικό στο καταστατικό τοσς αλλά γιατί δεν δίνουν στα μέλη τους να καταλάβουν σαφώς πως δεν θα έχουν κανένα προσωπικό όφελος μπαίνοντας στο κόμμα. Αντίθετα συχνό θα κινδυνέψουν νο χάσουν τα πάντα, ακόμα και τη ζωή τους αν χρειαστεί. Το κόμμα δεν δίνει, παίρνει. Αλλά δεν μπορεί να πάρει από κάποιον που δεν έχει τη διάθεση να δώσει. Ό μω ς αυτός που δεν έχει διάθεση να δώσει πρέπει να κά τσει σπίτι του και να "κοιτάει τη δουλειά του", όπως λέμε ευπρεπέστερα το βολεματάκι με οποιονδήποτε τρόπο, μηδέ τη κλοπής εξαιρουμένης. Μπορεί, ακόμα, να προσευχηθεί για τη σωτηρία του κόομου, αντί να δουλέψει για τη σωτηρία του κόσμου. Δικαίωμά τους. Ό χ ι μόνο γιατί είναι θρήσκος —δικαί ωμα του κι α υτό- αλλά κυρίως γιατί είναι τεμπέλης αν όχι και βλαξ. Ό λα μπορεί να τα κάνει ο έχων μασωνική αντίληψη του κόσμου, εκτός απ' το να γραφεί σ' ένα αριστερό κόμμα, έστω πράσινο κι όχι σώνει και καλά κόκκινο, όπου τα πράγ ματα είναι πιο δύο κόλα.
Αυτό που διαβρώνει απ' τα μέσα —το "μέσα" να διαβαστεί στην mo απόλυτη κυριολεξία— ένα αριστερό κόμμα είναι ότι υποχωρεί και γίνεται τελικά στέγαστρο για ψωφοδεείς και κα κομοίρηδες, που δεν τους φτάνει ούτε η υλική ασφάλεια του ΙΚ Α ούτε η πνευματική ασφάλεια της εκκλησίας και που επι ζητούν μανιωδώς μια πρόσθετη προστασία μέσα στο κόμμα, που το θέλαυν να λειτουργεί σαν επικουρικό ταμείο σε μια πολλαπλή και μπερδεμένη στέρηση του "άστεγου", που θα παραμείνει έτσι κι αλλιώς άστεγος, αφού κανένα στέγαστρο δεν θα μπορέσει να προστατέψει αποτελεσματικά την ηθική και ψυχολογική του κενότητα. Όμως, στην πράξη τα πράγματα αποκλείεται ν ' αποχτήσουν το ιδανικό, μη μσσωνικό σχήμα που περιγράψαμε. Ό χ ι μόνο γιατί το εποικοδόμημα είναι δύσκαμπτο και δυσκίνητο, αλλά και γιατί το ιδανικό είναι μόνο ένα μάξιμουμ όριο στο οποίο η πράξη δεν θα φτάσει ποτέ. Τα ιδανικά δεν είναι για να τα φτάνουμε -αυτό είναι καθαρός ιδεαλισμός- αλλά για να προ σανατολίζουν την πράξη μας προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Το ιδανικό είναι κάτι σαν μαγνήτης που κάνει τα ετερόκλητα ρινίσματα αφενός να συσπειρώνονται και αφετέρου, έτσι συ σπειρωμένα, να κινούνται προς την κατεύθυνση που εκείνο ο ρίζει. 26/8/84
24. ΟΙ ΣΕΗΟΚΥΝΗΓΟΙ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ
0 καθιερωμένος όρος "πορνογραφία" είναι λανθασμένος. Αν η πορνείο ορίζεται οαν "το επί χρήμασι εκδίδεσθαι”, η πορ νογραφία θα έπρεπε να είναι η εικονογράφηση αυτού του κα θαρά κοινωνικού φαινομένου. Ωστόσο, άλλο πράγμα εννοού με με τον όρο "πορνογραφία". Εννοούμε τη λεκτική ή εικαστι κή αναπαράσταση της σεξουαλικής πράξης, δηλαδή ενός γε γονότος βιολογικού και όχι κοινωνικού, ή ηθικού, σαν την πορνεία. Η μετωνυμία δεν είναι τυχαία: Η σεξουαλική λειτουργία έπρεπε να δυσφημιστεί με κάθε τρόπο, ώστε ν' αποχτήσει ένα ηθικό περιεχόμενο, εντελώς άσχετο υε τη βιολογική σεξουα λική λειτουργία, αλλά πολύ σχετικό με μια βαθιά και καλά κρυμμένη αντιδραστικότητα. Η χειραγώγηση και η καταπίεση βρήκαν στην απαγόρευση του σεξ την πιο αποτελεσματική βοήθεια. Ή δη το 1930 ο Φρόιντ διαπίστωνε πως: "Το υπερεγώ (ας πούμε, το "κοινωνικοποιημένο" μέρος της προσωπικότητάς μας") εκδίδει μια εντολή χωρίς να ενδιαφέρεται αν το άτομο μπορεί να την εφαρμόσει". Και είναι φανερό πως κανένα άτο μο δεν μπορεί να εκδώσει εντολές που αντιστρατεύονται το ένστικτο της διαιώνισης της ζωής — δηλαδή την ίδια τη ζωή. Ο Βίλχελμ Ράιχ, μπολιάζοντας την κοινωνιολογία στη μέθοδο του δασκάλου του, του Φρόιντ, διαπιστώνει πως η απαγόρευ ση του σεξ είναι απαγόρευση της ζωής, και κηρύσσει έναν ανελέητο πόλεμο κατά της "φκιαγμένης από παπάδες, κατα δικασμένους στην αγαμία, ιουδαιοχριστιανικής ηθικής που διώκει ανελέητα τις χαρές του κόσμου τούτου". Είναι γνωστό
πως η Παναγία ανακηρύχτηκε Θεομήτωρ πολύ αργά, μόλις το 431 μ.Χ., όχι για λόγους ουσιαστικά θεολογικούς, αλλά για να λυθεί επιτέλους το δυσεπίλυτο πρόβλημα της γέννησης του Θεού με τρόπο που προσιδιάζει σε Θεό, και που βέβαια δεν εί ναι δυνατό να έχει καμιά σχέση με τη σεξουαλικότητα. Από τό τε, άνοιξε ο δρόμος για τον απηνή διωγμό του σεξ, όπως πι στεύει ο μεγάλος Ράιχ, το πιο καθαρό και το πιο ασυμβίβαστο μυαλό του αιώνα μας, που υπέστη μύρια όσα στη ζωή του απ' τους "ανθρωπάκους" καιπέθανε σε αμερικάνικη φυλακή. Ό μω ς το υπό διωγμόν σεξ επιχειρεί τα τελευταία χρόνια μια τρομαχτικής έντασης αντεπίθεση: Η πορνογραφία, σωστό τερα ή αναπαράσταση της σεξουαλικής πράξης, καθώς δέχτη κε μια γερή ώθηση απ' τη βουλιμία των κερδοσκόπων, θρονιά στηκε για τα καλά στη ζωή μας. Μια ακόμα απόδειξη πως η οι κονομία είναι αυτή που δημιουργεί ή τροποποιεί τις αντιλή ψεις μας, και όχι το αντίστροφο. (Οι ηθικολόγοι, και όλοι οι παπάδες θα ξεχάσουν την παπαδοσύνη τους όταν γίνει λόγος για αύξηση μισθών ή για γύρα και ζητιανιά με την αγιαστούρα σαν πρόσχημα). Λοιπόν, η πορνογραφία είναι σήμερα μια οικονομική, συνε πώς και κοινωνική πραγματικότητα, που κανείς νόμος δεν θα μπορέσει να την εξαφανίσει, αφού οι νόμοι ανακλούν μια πραγματικότητα και δεν είναι τα μοντέλα που τη δημιουργούν, όπως θέλουν να λεν οι ιδεαλιστές. Μένει να δούμε αν η πορνο γραφία είναι, επίσης, και μια πραγματικότητα ψυχολογικής και βιολογικής τάξεως. Πριν από κάποια χρόνια, μια ομάδα επιστημόνων του Ινστι τούτου για τη Μελέτη της Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, κατ' εντολήν της κυβερνήσεως των ΗΠ Α έκανε μια έρευνα για να βρει αν υπάρχει σχέση ανάμεσα στην πορνογραφόα και τη διαφθορά των "καταναλωτών πορνογρα φικού υλικού". Το Κογκρέσο, που άλλα περίμενε κι άλλα α κούσε, καταθορυβήθηκε απ' τα συμπεράσματα των επιστημό νων: Ανάμεσα στην πορνογραφία και τη διαφθορά ουδεμία σχέση υπάρχει. Αντίθετα, συνεχίζει η επιστημονική έκθεση που έκανε πάταγο τη δεκαετία του 60, η πορνογραφία βοη θάει τη σεξουαλική περιέργεια που, αν δεν ικανοποιηθεί έγκαι ρα δημιουργεί κινδύνους για την ομαλή εξέλιξη της σεξουαλι κής συμπεριφοράς, όπως η ομοφυλοφιλία που έχει τη ρίζα της κυρίως στα συναισθήματα ενοχής που δημιουργεί στον
έφηβο, κυρίως η αυστηρή "ηθικά" μάνα του. Ύστερα απ' αυτά, το Κογκρέσο θεώρησε σκόπιμο να... διαχωρίσει πς ευθύνες του απ' τους επιστήμονες. Το ίδιο έπραξαν με τη σειρά τους και οι άλλοι ταρτούφοι, οι γερου σιαστές. Δεν είναι, δα, η πρώτη φορά που η εξουσία, κοσμική και θρησκευτική, ισχυρίζεται πως η γη δεν κινείται!!! Ωστόσο, είναι πολύ κατανοητή η συμπεριφορά αυτή της εξουσίας απέναντι στη σεξουαλικότητα: Η σεξουαλική απε λευθέρωση δεν είναι αυτοσκοπός, είναι η αρχή κάθε απε λευθέρωσης, όπως λέει ο πρωτοπόρος Ράιχ. Πρόσφατα αποδείχτηκε και πειραματικά από σεξολόγους του Ινστιτούτου Σεξολογίας του Πανεπιστημίου του Αμβούρ γου πως η πορνογραφία δεν επηρεάζει δυσμενώς, ενώ ο διευ θυντής της Αστυνομίας της Κοπεγχάγης βεβαιώνει πως η σε ξουαλική εγκληματικότητα μειώθηκε αισθητά ύστερα από την πλήρη νομιμοποίηση της πορνογραφίας σ' αυτή τη χώρα. Το εμπειρικό συμπέρασμα του αστυνομικού το επιβεβαιώνει και μια επιστημονική αυθεντία, ο Αμερικάνος καθηγητής Σολ Γκόρντον: "Αν καίγονταν ολόκληρη η πορνογραφική λογοτε χνία, το αποτέλεσμα θα ήταν μια τεράστια αύξηση των σεξουα λικών εγκλημάτων". Ενώ ο πολύς Μίτσερλιχ, πολύ γνωστός και στην Ελλάδα, μιλώντας στη γερμανική Βουλή είπε προκαλώντας ανατριχίλα στα εδώλια: "Η πορνογραφία είναι κάτι σοβαρό, τουλάχιστον για μας τους ηλικιωμένους". Αποκαλύ πτεται κανείς μπροστά σε τέτοιο ανθρώπινο ήθος! Ένας μεγά λος επιστήμονας μιλάει σε μια μεγάλη Βουλή και λέει τα πα ραπάνω. Ποιος καταπιεσμένος ανθρωπάκος θα μπορούσε να πράξει ομοίως εδώ, όχι στη Βουλή αλλά έστω απ' τις στήλες μιας εφημερίδας; Αφού οι επιστήμονες διαψεύδουν με τόσο κατηγορηματικό τρόπο τους ηθικολογούντες ανέξοδα, γιατί οι τελευταίοι διαρ ρηγνύουν τα ιμστιά τους, κάθε φορά που θα γίνει λόγος για σεξ; (Να δείτε που θα το διαρρήξουν καί πάλι, τούτοι οι νεκροζώντανοι, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές). Γιατί δεν εξεγε'ιpovtat βλέποντας στην τηλεόραση ένα κουρελιασμένο απ' τις βόμβες ναπάλμ ανθρώπινο σώμα, ενώ βγάζουν άναρθρες υστε ρικές κραυγές βλέποντας εκεί ένα γυμνό γυναικείο κορμί, εν τελώς "αδρανές” κατα τα άλλα; Τι σόι διαστροφή είναι αυτή; Την απάντηση τη δίνει ένας άλλος μεγάλος επιστήμονας, ο Κίνσευ: "Ό σ ο πιο καταπιεσμένος σεξουαλικά αισθάνεται κα
νείς, τόσο μανιωδέστερος διώκτης του σεξ γίνεται", Είναι γνω στό το "φωνάζει ο κλέφτης". Το πτώμα είναι ένας εχθρός πε θαμένος, δηλαδή ακίνδυνος, ενώ το ζωντανό κορμί είναι ένας ζωντανός εχθρός. Να γιατί ουρλιάζουν για την άκακη γυμνή γυναίκα, και το βουλώνουν για το συφοριασμένο πτώμα του Βιετναμέζου, του Κογκολέζου, του Νικαραγουανού. Ε, λοι πόν, δεν έχουν δικαίωμα, αυτοί ol γελοίοι, να διαμαρτύρον ται για το γυμνό σώμα, αν προηγουμένως δεν διαμαρτυρηθούν για το βάναυσα κατακρεουργημένο σώμα απ' τους ομοίους τους. Ο Κίνσεί, ο περισσότερο διάσημος ερευνητής της σεξουα λικής συμπεριφοράς λέει: "Το γυμνό γυναικείο σώμα παρο τρύνει στη διεκδίκηση επίγειων αγαθών στην πιο απλή τους μορφή, τη φυσική. Και η όρεξη έρχεται τρώγοντας: ο κορε σμός του σεξ συνεπάγεται και παραπέρα διεκδικήσεις για τον κορεσμό και άλλων, εξίσου απλών και φυσικών πραγμά των, όπως π.χ. της πείνας". Οι ηθικολογούντες ανεύθυνα και αναίσχυντα το ξέρουν αυ τό: Γιαυτό άλλωστε οι ίδιοι σχεδόν ποτέ δεν στερούνται τις απλές χαρές που απαγορεύουν στους άλλους. Η δική τους φαντασία είναι που τροφοδοτείται ακατάπαυστα από "πορ νογραφικό υλικό", του οποίου είναι οι καλύτεροι κατανα λωτές και λαθραγοραστές. Τα "φιλμ κοσιόν” δεν μπορούν να τα αγοράσουν άνθρωποι με ισχνό βαλάντιο. Άλλωστε, χρειάζεται ένα ακριβό βίντεο γιο να τα παίξει κανείς. Κάντε μια απλή έρευνα, και θα διαπιστώσετε εύκολα πως όπου βίν τεο και πορνοταινίες - για να μην πούμε πως πολλοί αγορά ζουν βίντεο μόνο για να παίζουν τις πορνοβιντεοκασέτες. Το σεξοκυνηγητό ασκείται κυρίως στο όνομα της "διαφύ λαξης της νεολαίας", δηλαδή αυτών ακριβώς που έχουν τις περισσότερες δυνατότητες και βιολογικές προϋποθέσεις να ιιράξουν φυσιολογικά και να μην μετατραπούν σε παθητι κούς θεατές της σεξουαλικής πράξης. Όσον αφορά τα πολύ μικρά παιδιά, ο δοκτορ Κέντλερ απόδειξε και πειραματικά πως οι σεξουαλικές εικόνες δεν έ χουν καμιά επίδραση σε παιδιά που δεν έχουν προσλαμβάνουσες. Το παιδί που δεν ξέρει τίποτα για το σεξ δεν μπορεί να ερμηνεύσει τη σχετική εικόνα, και θα επικαλεστεί τη βοήθεια του μπαμπά, που θα καταφύγει στη γνωστή πτηνολογία περί Πελαργού του Ζωοδότη και τα φαιδρά παρόμοια, που μόνο
τα παιδιά δεν τα πιστεύουν πια. Όμως το παιδί, συνεχίζει ο Κέντλερ, με τον καιρό, βλέποντας πολλές τέτοιες εικόνες kol συμπληρώνοντας τες με τις φυσικές του εμπειρίες αρχίζει και να τις ερμηνεύει σωστά και να φέρεται σωστά. Ο ίδιος διάσημος γιατρός λέει πως οι πορνογραφικές πα ραστάσεις, όταν δεν δοθούν πολύ όψιμα στο παιδί, είναι ένα θαυμάσιο εποπτικό μέσο διδασκαλίας. Γιατί το παιδί δεν πρέπει με κανέναν τρόπο νο αψεθεΐ να ανακαλύψει μόνο του το σεξ, σαν το ζώον, Σ ε μια τέτοια περίπτωση, θα το αντιμετωπίζει ζωωδώς ο' όλη του τη ζωή. Το οεξ το έκα ναν κτηνωδία οι ταρτούφοι. Το σεξ είναι κάτι το ανθρώπινο, βαθιά ανθρώπινο, όταν το κάνουν άνθρωποι και όχι κτηνάν θρωποι, σαν τους φωναακοΰντες ηθικολόγους, που δεν συγκινούνται ποτέ απ' το διατεταγμένο θάνατο. Α π ' τη στιγμή που η βιολογική λειτουργία που λέγεται σεξ αποκτά κι ένα κοινωνικό περιεχόμενο εξαιτίας της ανα παραγωγής του είδους, αλλά και εξαιτίας των μύριων ανα-' στολών kg l απαγορεύσεων που επιβάλλει η κοινωνία, γίνε ται αναγκαστικά αντικείμενο της παιδείας, Η σεξουαλική αγωγή θα ήταν άχρηστη μόνο αν και η κοινωνική πλευρά της σεξουαλικότητας ήταν ανθρώπινα ρυθμισμένη. 'Αλλωστε, θα ήταν σκέτος παραλογισμός η τεράστια πει ρα της ανθρωπότητας σ ’ αυτό το τεράστιο θέμα να μην με ταβιβάζεται δια της παιδείας. Γιατί η "φυσική γνώση" του σεξ σε καμιά περίπτωση δεν είναι ανάλογη αυτής του ζώου: Η ανθρώπινη νόηση μπορεί να διαστρεβλώσει και να παρερμηνεύσει τα φυσικά δεδομένα, κι αυτό έγινε μυριάκις στην Ιστορία, κι όχι μόνο την εποχή του Γαλιλαίου, που αναγκά στηκε, ο δύστυχος, δια τον φόβον της Ιεράς Εξετάσεως, να ψιθυρίσει σαν συνωμότης: Κι όμως κινείται. Κι όμως υπάρχει το σεξ. Και κανείς δεν θα μπορούσε να το αμφισβητήσει. Υπάρχει στρεβλωμένο και στραπατσαρισμένο — κι αυτό ακριβώς ήταν το επιχείρημα στη Σκανδιναυία, ό ταν πριν από χρόνια αποφάσιζαν, όντας πολιτισμένοι, να ει σάγουν στα σχολεία τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Και δεν είναι τυχαίο που οι σεξουαλικές ανωμαλίες μειώθηκαν αισθη τά σε χώρες που η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση είναι θεσμός από χρόνια. Εχουμε κάνει το παιδί, λανθασμένα, σύμβολο της "χαμέ νης καλωσύνης" του ενήλικα. Όμως, ο κάθε γονιός θα μπο
ρούσε να βεβαιώνει πως το παιδί είναι σωστό διαβολάκι — και γιαυτό είναι αξιολάτρευτο. Ό λη η χάρη του παιδιού βρίσκε ται ακριβώς σ' αυτήν την "α-ηθική" του υπόσταση, στο "πέραν του καλού και του κακού" της αθωότητας. Αλλωστε ο μύθος για το "ασεξουαλικό παιδί" έγινε κονιορτός μετά τον Φρόιντ. Ο Κίνσει, πολύ μετά απ' τον Φρόιντ αποδεικνύει και πειραμα τικά την ύπαρξη παιδικής σεξουαλικότητας. · Τα πάντα συνηγορούν, λοιπόν, υπέρ της σεξουαλικότητας, κι ωστόσο αυτή βρίσκεται υπό συνεχή και απηνή διωγμό. Για τί; Ίσω ς γιατί οι άνθρωποι δεν θέλουν να ξέρουν όλη την αλήθεια για τον εαυτό τους, όπως λέει ο Χορκχάιμερ. Ίσως, ακόμα-, γιατί η κριτική σκέψη δημιουργεί δυσφορία και στον ίδιο τον κρίνοντα. Το να είναι κανείς ζώον είναι πολύ βολικό. 2/9/84
25. ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΒΛΑΚΕΙΑΣ ΜΑΣ
Την ιταλική λέξη κόστος την υιοθέτησε η ελληνική γλώσσα όταν χρειάστηκε να δώσει νόημα σε μια ιδιάζουσα απώλεια, που δεν είναι ακριβώς απώλεια, αλλά ένα είδος συμψηφισμού, κάτι σαν τη λογιστική τακτοποίηση που συνεπάγεται το "δού ναι και λαβείν": Όταν δίνεις χάνεις κάτι. Αυτό που χάνεις σου κοστίζει μεν, αλλά και σου δημιουργεί την ελπίδα ή τη βεβαιό τητα πως κάτι άλλο θα σου δώσουν για να σε αποζημιώσουν για την απώλεια. Μ ' άλλα λόγια, το κόστος είναι ένα ξανακερ δισμένο χάσιμο. Η λέξη κόστος δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και ψυχο λογική και ηθική. Κι ακριβώς η νοηματική της πολυπλοκότητα δημιούργησε στην ελληνική γλώσσα την ανάγκη της υιοθέ τησης της λέξης απ’ την ιταλική. Γιατί, όπως είναι γνωστό, η νέα ελληνική γλώσσα, που αποτελεί ιστορική εξέλιξη της αρ χαίας δεν έχει την τάση να φορτίζει τις λέξεις της με πολλα πλά νοήματα. Αυτό είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό για την εκ φραστική σαφήνεια, αλλά και πάρα πολύ δυσμενές για την ποιότητα της φαιός ουσίας: Όταν το μυαλό δέχεται συνεχώς απλά ερεθίσματα, κάποτε απλοποιείται και το ίδιο. Τις συνέ πειες μπορεί νο τις αναζητήσει ο καθένας στην απλή πνευματι κή ιστορία των Νεοελλήνων.Η συγκλονιστική καθαρότητα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, στην οποία γράφτηκε ό,τι πιο σημαντικό έχει να επιδείξει η ιατορία του πολιτισμού νομίζου με πως είχε δυσμενείς συνέπειες σε εγκεφάλους που σιγά σιγά αδράνησαν εξαιτίας ακριβώς των εκφραστικών ευκολιών που παρείχε η αρχαία ελληνική γλώοσα αε ανθρώπους που δεν ή ταν διατεθειμένοι να διαφυλάξουν απ' την προγονική κλήρο-
νομιά και κάτι περισσότερο απ' τη γλώσσα: τη σκέψη που δη μιουργεί και στηρίζει τη γλώσσα. Λοιπόν, το ιταλικό ρήμα C O ST A R E 6e v σημαίνει μόνο κο στίζω με μια έννοια απλά οικονομική. Βέβαια, κάθε απώλεια έχει ένα οικονομικό κόστος που μπορεί να μετρηθεί με ακρί βεια. Αλλά έχει κι ένα κέρδος που μπορεί να μην είναι οικονο μικό και γιαυτό αποτιμόται δύσκολα. Η απώλεια που είναι κέρ δος αλλά όχι οπωσδήποτε οικονομικής τάζεως, λέγεται κό στος. Και τούτο το μπέρδεμα (μια απώλεια που είναι κέρδος) έρχεται να μεγαλώσει, καθώς το απλό μυαλό που λέγαμε δεν μπορεί να συλλάβει εύκολα κέρδη διαφορετικής τάζεως απ' τα μετρήσιμα σε χρήμα. Αν ο καπιταλισμός εκχυδάισε σε τέτοιο βαθμό την κοινωνι κή μας ζωή, το πέτυχε ακριβώς γιατί τάκανε όλα οικονομικά ανταλλάξιμα μέσα σ' ένα ατέλειωτο δούναι-λαβείν, που πρέπει να μένει σταθερά ισοσκελισμένο. Και η ταραχή που προκάλεσε ο μαρξισμός οφείλεται εν πολλοίς σε μια διαταραχή του ισοζυ γίου "των καθημερινών πληρωμών" του ηθικού και ψυχικού μας βίου: Απόδειξε ότι ο ηθικός και ψυχικός μας βίος είναι ά μεσα, και συχνότερα έμμεσα εξαρτημένος απ' την οικονομία, και συνεπώς τώρα πια στο δούναι-λαβείν του ισοζυγίου πλη ρωμών υπεισέρχονται και παράγοντες που δεν είναι οικονο μικοί. Μ" άλλα λόγια ο μαρξισμός δεν είναι οικονομισμός, δηλαδή δεν τα ανάγει όλα σε οικονομικά μεγέθη, όπως θέλουν να λεν οι αδαείς. Αυτό το κάνει ο καπιταλισμός. Ενώ αυτό που έκανε ο μαρξισμός ήταν να καταργήσει τα όρια ανάμεσα στον οικονο μικό, τον ηθικό και τον ψυχικό βίο, πράγμα που δεν αρέσει κα θόλου στους δόλιους και πονηρούς, που θέλουν τα στεγανά για να στεγανοποιούν τις βρωμιές τους, ίσως για λόγους προ ληπτικής υγιεινής: Για να μην πεθάνουμε όλοι από την ασιρυχηκή μπόχα της καπιταλιστικής βρωμιάς. Γιατί έτσι και "κοι νωνικοποιηθεί" η ιδιωτική βρωμιά του καπιταλιστή, δεν μας σώζει τίποτα. Οι πολύ ευπρεπείς στην κοινωνική τους ζωή αστοί είναι τόσο βρώμικοι στον ιδιωτικό τους βίο, που κάθε φορά που αυτός ο βίος δημοσιοποιείται είτε αναγκαστικά (με ένα οικονομικό σκάνδαλο δημοσίου ανδρός, για παράδειγμα) είτε καταναγκαστικά (με την εκβιαστική αποκάλυψη σκανδά λων απ' τον κίτρινο Τύπο κυρίως), έχουμε και μια συγκεκρι μένη απόδειξη της μαρξιστικής αλήθειας για τον επικαθορισμά
των πόντων (σε τελική ανάλυση, όπως διευκρινίζει ο Αλτουσέρ) απ’ την οικονομία. Η πολιτική οικονομία μας μαθαίνει πως το κόστος μπορεί να μετρηθεί σε χρήμα, σε αγαθά (πράγματα χρήσιμα}, σε κό πο, και σε "αρνητική χρησιμότητα". Ό ταν η μέτρηση γίνεται σε χρήμα, τότε το κόστος λέγεται ειδικότερα "χρηματικό κό στος", ενώ όταν γίνεται σε αγαθά, σε κόπο και σε "αρνητική χρησιμότητα", λέγεται "πραγματικό κόστος". Απ’ τον παρα πάνω επιστημονικό ορισμό της έννοιας κόστος γίνεται φανερό πως, ακόμα και μια πολύ αυστηρή επιστήμη, όπως η αστική πολιτική οικονομία είναι υποχρεωμένη να καταφύγει σε έν νοιες αόριστες, όπως ο κόπος και η "αρνηπκή χρησιμότητα" προκειμένου να ορίσει με πληρότητα το περιεχόμενο της έν νοιας κόστος, που άλλωστε το χωρίζει οε πραγματικό και χρη ματικό, πράγμα που σημαίνει πως το χρηματικό δεν το αντιμε τωπίζει σαν άμεοα πραγματικό. Όντως, ο κόπος μπορεί να είναι κάτι το ασαφές (πόσος κό πος;) αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι κάτι πραγματικό όσο τίποτα: Ο κόπος είναι "κάτι" που καρφώνεται στα κύττα ρα του κορμιού σου και οε παραλύει. K l από βιολογική άπο ψη, αυτό που πληρώνεις με τον κόπο οου (με τον ιδρώτα σου, λέει ο λαός) είναι πληρωμένο με τη ζωή σου. Σε τελική ανάλυ ση τα πάντα είναι πληρωμένα με κόπο, έστω κι αν αυτό δεν φαίνεται άμεσα: Ο τεμπέλης που πληράνει νωχελικά με χρήμα, πληρώνει με τον κόπο κάποιων που κάποτε κόπιασαν για να γίνουν το αγαθά που εκπροσωπεί το χρήμα. (Το χρήμα είναι το "ιδανικό" αγαθό: Είναι το γενικό εμπόρευμα που μπορείς να to ανταλλάξεις αμέσως μ' οποιοδήποτε πραγματικό εμπό ρευμα ή υπηρεσία). Ομως, η καπιταλιστική οικονομία δεν σκοτίζεται και πολύ να ψάξει να δει τι σημαίνει κόπος, κοι πώς ο κόπος γίνεται πράγμα (ανταλλάξιμο εμπόρευμα). Παρόλα που ξέρει πως η εργασία είναι κόπος, αρνείταί να δεχτεί πως, ακριβώς τούτος ο "εργώδης κόπος" είναι που δημιουργεί τον πλούτο. Πιο σω στά, περιορίζει τον "εργώδη κόπο" μόνο στο αφεντικό, και καμώνεται πως δεν ξέρει τίποτα για τον κόπο των άλλων που τον οικείοποιείται το αφεντικό. Αν όλοι σε μια επιχείρηση κοπιάζουν εξίσου ή περίπου εξί σου, ενώ το αφεντικό δεν είνοι ένας τεμπέλης κληρονόμος, αλ λά ένας σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος, τότε το κέρδος πρέ
πει να μοιραστεί δια του αριθμού των εργαζόμενων στην επι χείρηση, χωρίς φυσικά να ξεχάσουμε ατο μέτρημα και τον ερ γοδότη. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση θα ζούσαμε πρόωρα υπό,., κομμουνιστικό καθεστώς. Και το καθεστώς αυτό δεν υπάρχει πουθενά προς το παρόν, ούτε καν στις λεγάμενες κομ μουνιστικές χώρες, που δεν είναι κομμουνιστικές ακριβώς, αλ λά χώρες που δουλεύουν για την έλευση του κομμουνισμού, που είναι το ζητούμενο και προς το παρόν μη ευρισκόμενο. (Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να παραιτηθούμε απ’ την προ σπάθεια αναζήτησής του). Η αστική πολιτική οικονομία ολισθαίνει, χωρίς να το κατα λαβαίνει, προς το μαρξισμό όταν εκτός απ' τον κόπο στον προσδιορισμό του κόστους υποχρεώνεται να υιοθετήσει και τη σκοτεινή "αρνητική χρησιμότητα", που είναι καρφί στο μάτι του καπιταλισμού που, καθώς δεν ξέρει πώς να βαφτίσει την "κοινωνική χρησιμότητα" γιατί, απλούστατα, αδιαφορεί γιαυτήν, τη λέει χαζά "αρνητική χρησιμότητα", λες και είναι δυνατό κάποιο πράγμα να είναι χρήσιμο και ταυτόχρονα επι βλαβές (αρνητικό). Στην πραγματικότητα, η "αρνητική χρησιμότητα" είναι η παραγωγή ενός πράγματος ή η προσφορά μιας υπηρεσίας με παθητικό όσον αφορά το κέρδος του παραγωγού, είτε ιδιώτης είναι αυτός είτε νομικό πρόσωπο, είτε κοινωνική ομάδα μικρή ή μεγάλη. Οι συγκοινωνίες, για παράδειγμα, κυρίως οι αερο πορικές και οι σιδηροδρομικές, παντού στον κόσμο έχουν "αρνητική χρησιμότητα": Είναι απολύτως αναγκαίες στο κοι νωνικό σύνολο, αλλά δεν δίνουν κέρδη. Κάποτε που έδιναν κέρδη τις εκμεταλλεύονταν καπιταλιστές. Όταν τις εγκατέλειψαν τούτοι οι επιδεικτικά αδιάφοροι για τη μοίρα του κό σμου, τις ανέλαβε η κοινωνία για να κάνει τη δουλειά της, πλη ρώνοντας τη ζημιά απ' τους φόρους, Με τον καιρό ολοένα και περιοσότερες επιχειρήσεις εγκαταλείφθηκαν απ' τον καπιτα λισμό ως μη προσοδοφόρες, και το κεφάλαιο μετατοπίσθηκε προς τις προσοδοφόρες που απομέναν (Η πολεμική βιομηχανόα είναι σταθερά προσοδοφόρα λόγω υπερκατανάλωσης ό πλων και πυρομαχικών, κι αυτό σημαίνει πως οι Αμερικανοί δεν θα παραιτηθούν απ' την προσπάθεια εγκατάστασης πυραύ λων στην Ευρώπη, γιατί κάπου πρέπει να βάλουν, τέλος πάν των, αυτά τσ πανάκριβα υπερόπλα που όντας υπερόπλα δεν είναι δυνατό να τα βάλουν εκεί που κανονικά θα έπρεπε να
τα βάλουν, να τους τα βάλουμε μάλλον, γιατί τόσο οδυνηρά πράγματα δεν τα κάνει κανείς εύκολα στον εαυτό του). Λοιπόν, πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Ως πότε θα επιτρέ πουμε σ ' αυτά τα κτήνη να βγάζουν στο σεργιάνι τα κεφάλαιά τους και να τα ακουμπούν μόνο εκεί που τους βολεύει, αδια φορώντας βάναυσα για τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου; Βέβαια, καθώς ο καπιταλισμός αποσύρεται από πολλές κοινω νικές δραστηριότητες, συρρικνώνεται αναγκαστικά. Κι αν δεν υπήρχε η παγκόσμια αγορά για να δώσει διεξόδους στο κεφά λαιο {αυτό ακριβώς είναι ο ιμπεριαλισμός) ο καπιταλισμός θα είχε καταρρεΰσει προ πολλού από μόνος του. Αργά ή γρήγορα αυτό θα συμβεί οπωσδήποτε. Και είναι πέρα για πέρα ανόητο ν' αγωνίζεται κανείς να ενσταλλάξει χυμούς με ενέσεις στη μούμια, που είναι ο καπιταλισμός. Γιατί οι μούμιες είναι για να κλείνονται στα μουσεία, κι όχι για να "περπατούν" ανάμεσά μας. Και κανείς δε θα αρνιόταν να βάλει τον καπιταλισμό στην hlo τιμητική θέση του μουσείου της παγκόσμιας Ιστο ρίας. Γιατί η προσφορά του ήταν πράγματι κολοσσιαία. Έλα, όμως, που "όλα περνούν και τίποτα δε μένει", όπως λέει και το μελό τραγουδάκι! Ο καπιταλισμός δεν είναι κακός καθεαυτός, είναι απλά ιστορικός αναχρονισμός. Και ως τέτοιος μπουρδου κλώνει τώρα πια την κοινωνία αντί να την ξεμπουρδουκλώνει. Η απάνθρωπη ιστορία με την εγκατάλειψη των μη κερδοφόρων επιχειρήσεων που λέγαμε παραπάνω είναι απολύτως εν δεικτική της καπιταλιστικής αναισχυντίας και της βαθιάς και ολικής ανηθικότητας του καπιταλιστή. Κι αν το Π Α Σ Ο Κ συνε χίσει να κάνει εκκλήσεις στα καλά καπιταλιστικά αισθήματα των Ελλήνων καπιταλιστών (τι καπιταλιστών, δηλαδή, που είναι ψωραλέοι γύφτοι τούτοι οι ιθαγενείς καπιταλιστές μπρο στά στους "γνήσιους" καπιταλιστές της Αμερικής και της Ευ ρώπης), πολύ σύντομα θα καταλάβει ότι οι καπιταλιστικές επενδύσεις δεν είναι πρόβλημα καλών αισθημάτων αλλά, εν τελώς το αντίθετο, κακών αισθημάτων: Το κεφάλαιο δεν επενδύει γιατί αγαπάει τους ανθρώπους, αλλά γιατί αγαπάει τον εαυτό του, Η αστική πολιτική οικονομία μας διδάσκει, ακόμα, πως αυτό που λέμε "κοινωνικό κόστος" και που είναι εκείνο που πρέπει να πληρώσει η κοινωνία στο σύνολό της προκειμένου να υπάρ ξουν κάποια χρήσιμα για το κοινωνικό σύνολο πράγματα, πρέ πει να αντιμετωπίζεται σαν πραγματικό κόστος κι όχι σαν χρη
ματικό κόστος. Ακόμα κι ο χοντρόπετσος καπιταλισμός ξέρει (όχι, πάντως, ο ελληνικός γιατί αυτός πάσχει από χρόνια ελε φαντίαση) πως το "κοινωνικό κόστος" δε μετριέται σε χρήμα. Είναι αδύνατο, για παράδειγμα, να πεις πως η ατμοσφαιρική ρύπανση, που προκαλεί το Α εργοστάσιο κοστίζει στην κοινω νία, απ' τις ζημιές που προκαλεί στην υγεία, Β εκατομμύρια. Ωστόσο, όλος ο κόσμος ξέρει πως η υγεία κοστίζει κι ακόμα πως η ατμοσφαιρική ρύπανση, που προκαλεί το εργοστάσιο, έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων μιας ολό κληρης περιοχής. Συνεπώς, αυτό που θα γίνει η αιτία να πλη ρώσω για την αποκατάσταση της κακής μου υγείας δεν είναι το νέφος, έτσι γενικά και αόριστα. Γιατί το γνωστό νέφος δεν είναι το ...συννεφάκι του Θεού, είναι η συννεφάρα που δη μιουργεί μεταξύ άλλων και το καπιταλιστικό εργοστάσιο. Συ νεπώς, ο βιομήχανος πρέπει να πληρώσει το γιατρό μου, κλπ. Α μ ’ δε, που θα τον πληρώσει! Θα τον πληρώσουν οι κοινωνι κές ασφαλίσεις, δηλαδή εγώ και όλοι όσοι πληρώνουμε για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Δηλαδή, το κοινωνικό σύνολο. Ο καπτταλίστας παραμένει ουσιαστικά αμέτοχος στο "κοινωνικό κόστος" κι αυτό είναι το άκρον άωτον της παλιανθρωπιάς το υ .
Το ερώτημα που δημιουργείτσι τώρα είναι: Πώς ανεχόμαστε αυτό το τέρας, ύστερα απ' όλα αυτά; Το ανεχόμαστε είτε για τί είμαστε κορόιδα, είτε γιατί δεν παραιτηθήκαμε απ' την κρυ φή επιθυμία να γίνουμε και μεις τέρατα, με την πρώτη καπι ταλιστική ευκαιρία. 9/9/84
26.
ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
Ξέρουμε ττόσο δύσκολο είναι να ζεις. Ό χ ι μόνο γιατί έχεις να αντιμετωπίσεις μια ατέλειωτη σειρά ψυχολογικών, ηθικών και πνευματικών προβλημάτων, που κάνουν τη ζωή σου είτε πιο δύσκολη είτε πιο εύκολη ανάλογα με τις λύσεις που θα βρεις στα παραπάνω "πρόσθετα" προβλήματα, αλλά και για λόγους εντελώς πραχτικοϋς: Πριν απ' το κάθε τι πρέπει να βολέψεις τη ζωή σου απ’ την καθαρά βιολογική της πλευρά. Μ ’ άλλα λόγια πριν φιλοσοφήσεις, πριν μαραζώσεις από ερω τική απογοήτευση, πριν πας την Κυριακή στην εκκλησία, πριν σε περιλάβει ο ψυχίατρος, πριν σε κλείσουν στη φυλακή για τις ιδέες σου, πριν γράψεις το ποίημά σου, πριν πας σινεμά, πριν δεις τα όνειρά σου στον ύπνο και στον ξύπνιο, εν ολίγοις πριν σε παραλάβουν οι νεκροθάφτες για τα περαιτέρω, οπότε και ισοσκελίζεται οριστικά το "ισοζύγιο πληρωμών" της ζωής σου, είσαι υποχρεωμένος να βρεις τρόπο να φας, να ντυ θείς, να στεγαστείς κτλ., κτλ. Τούτες οι πεζές και ουδόλως ποιητικές σου ανάγκες λέγον ται πρωταρχικές, και αν τις αμελήσεις δεν υπάρχει καμιά πε ρίπτωση νο ...χορέψεις διότι, όπως είναι παροιμοιωδώς γνω στό "νηστικό αρκούδι δε χορεύει". Αν και κανείς λογικός άν θρωπος δε θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη βιβλική αλήθεια "ουκ επ’ άρτον μόνον ζήσεται άνθρωπος", εντούτοις ο άρτος (γιατί όχι και το παντεσπάνι) είναι τόσο αναγκαίος που γιαυτόν και μόνο έγιναν στην Ιστορία μύρια όσα. Ο μύθος (και η Ιστορία) διδάσκει πως η καταραμένη "υλική βάση της ζωής μας" είναι τόσο βασικά υλική που κανείς ποτέ δεν κστάφερε να λύσει τα βασικά υλικά προβλήματα με μέσα
πνευματικά, με την προσευχή ας πούμε, ή με τη βοήθεια του μάγου της φυλής, ή περιφερόμενος απ' τον ένα γάμο στον άλ λο γάμο της Κανό, διότι, απλούστατα, τέτοιοι γόμοι έχουν να γίνουν εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια περίπου — ον και τότε που γίνονταν δεν ήταν πολλοί αυτοί που επωφελήθηκαν με μια έν νοια υλική και όχι συμβολική, γιατί απ' το συμβολισμό της πράξης σίγουρα επωφελήθηκαν πάρα πολλά εκατομμύρια. Αλλά, το είπαμε ήδη: Πριν περάσουμε στην άκρως γοητευ τική περιοχή των συμβόλων, και για να μπορέσουμε να πε ράσουμε σ ' αυτήν, πρέπει να φάμε πραγματικ ό ψωμί, που το ψήνουν πραγματικοί φουρνάρηδες, φκιαγμένο από πραγμα τικό αλεύρι, που το παράγουν πραγματικοί γεωργοί. Πριν π*αμε στον άλλο κόσμο, για την πραγματικότητα του οποίου κα νείς' δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί, πρέπει να ζήσουμε σε τούτον τον κόσμο, η πραγματικότητα του οποίου είναι, δυσ τυχώς, οδυνηρά πραγματική, πραγματική μέχρι το πραγμσ τικόν άκρον άωτον. Λοιπόν, άσχετα απ’ την τοποθέτησή μας απέναντι στο με ταφυσικό πρόβλημα του άλλου κόσμου, πρέπει να τοποθε τηθούμε με σαφήνεια και ακρίβεια απέναντι οτο πραχτικό πρόβλημα τούτου του κόσμου, γιατί αλλιώς είμαστε τσαρ λατάνοι παυ παν να τα βολέψουν κλείνοντας τα μάτια καιπαριστάνοντος πως δεν ξέρουν τίποτα για.., το έγκλημα. ’Αλλωστε, πώς θα κερδίσουμε τον ουρανό, αν δεν κερ δίσουμε πρώτα τη γη; Αν ήταν να κερδίσουμε τον ουρανό απ’ ευθείας, δεν θα μας πετούσαν πρώτα στη γη, έτσι για πλάκα. Η ζωή μπορεί να είναι "προθάλαμος θανάτου" αλλά είναι μαζί και θάλαμος βασανιστηρίων, κι αυτό σημαίνει πως κάτι πρέπει να κάνουμε για να γλυτώσουμε για πάντα απ' το μαρτύρια που δημιουργούν οι άλυτες πρωταρχικές ανάγκες. Λοιπόν, "πρίμουμ βίβερε", που έλεγαν και οι μέχρις απελ πισίας πραχτικοί Ρωμαίοι. Ακόμα και με βιβλικές ακρίδες αν ζει κανείς πρέπει να ψάξει να τις βρει. Κι αν δεν τις βρει, οι προσευχές του για τη σωτηρία της ψυχής του, που ήταν και η αφορμή για την ακριδοφσγία, θα διακοπούν πρόωρα, Είναι αναίσχυντο ψέμα αυτό που λεν οι ουραναβάμονες πως, τάχα, αυτοί που νοιάζονται για τα υλικά προβλήματα δε νοιάζονται για τα πνευματικά. Μα, ώ αφελείς, αν αγωνιζόμαστε για ία υλικά προβλήματα το κάνουμε για να μπορέσουν κάποτε οι άνθρωποι να ασχοληθούν απερίσπαστοι με τα πνευματικά.
Κανείς δε νοιάζεται περισσότερο από μας τους υλιστές για το πνεύμα, και η δουλειά μας, η ζωή μας και οι αγώνες μας είναι μία συνεχής και αδιάψευστη μαρτυρία γιαυτό. Δεν απορρίπτουμε δογματικά τη μεταφυσική, που είναι μια εντελώς εκπληκτική άσκηση του μυαλού και της ευαισθησίας. Απλώς, δεν την κατατάσσουμε στην πρώτη σειρά των ενδιαφε ρόντων μας, γιατί έχουμε συνείδηση της ιεράρχησης των προ βλημάτων και των προτεραιοτήτων και δεν είμαστε παλαβοί ν' αρχίσουμε το χτίσιμο απ’ τη στέγη. Άλλωστε, όλες οι θρη σκείες πρώτα χτίζουν ναούς και ύστερα καλούν τους πιστούς τους να προσευχηθούν εντός τους. Καλό είναι λοιπόν να μην ξεχύσει ο ευρισκόμενος εντός του ναού πιστός πως τούτο το μεγαλειώδες χτίσμα το σχέδιασαν αρχιτέκτονες, το πλήρωσαν όσοι μπορούσαν να πληρώσουν και το έχτισαν χτίστες, δηλαδή εργάτες. Πριν απ’ το κάθε τι, ο ναός είναι ένα πράγμα υλικό που κοστίζει χρήμα, πολύ χρήμα, kol που δε φύτρωσε απ’ τη γη με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος αλλά με την εν συνείδητη ανθρώπινη επέμβαση. Ό λο , ακόμη και τα του Θεού, έχουν ένα πραγματικό κό στος σε τούτον τον κόσμο, και τούτο το κόστος είναι κάτι τε λείως άσχετο με την τυχόν πνευματική, ηθική ή ψυχολογική χρησιμότητα της κατασκευής. Αφού λοιπόν όλα τα πράγμα τα έχουν ένα υλικό κόστος, έχει επίσης ένα υλικό κόστος και ο άνθρωπος που τα κατασκευάζει. Πράγματι, η ζωή κοστίζει. Κι αυτό, εκτός απ’ τη νοικοκυρά που ψωνίζει κάθε μέρα και έχει μια πολύ καλή εξοικείωση με τον... τιμάριθμο, το ξέρουν επίσης k o l ο ι επιστήμονες οικονομολόγοι, που μπορούν να σου βγάλουν πολύ ακριβείς λογαριασμούς για το περίφημο "κόστος ζωής". Απ' τη στιγμή που θα γεννηθεί ο άνθρωπος μπαίνει μπροστά μια αθροιστική μηχανή, που λειτουργεί αποκλειστικά γιαυτόν, Τούτη η τρομερή μηχανή μόνο πρόσθεση ξέρει να κάνει: Μαι ευτήρας δραχμές Α, συν κλινική δραχμές Β, συν μαϊμουδίστι κο δραχμές Γ, συν σχολείο του παιδιού που μεγαλώνει όσο η μηχονή δουλεύει ακατάπουατα δραχμές Δ, συν γιατροί (από παιδίατροι μέχρι γηρίατροι) δραχμές Ε, ουν έξοδα γάμου δραχμές Στ, συν έξοδα διαζυγίου δραχμές Ζ, συν έξοδα κη δείας δραχμές Η. Τούτη η δαιμονιακή μηχανή σταματάει μόνο με το θάνατο, κοι μόνο τότε ol επιζώντες μπορούν να κλείαουν το λογαριασμό. (Άλλωστε ο σοφός λαός λέει το θάνατο και
"εξόφληση λογαριασμών"). Ένας καινούργιος λογαριασμός θ ’ αρχίσει με μια καινούργια ζωή, και το λογιστήριο της ζωής δε θα σταματήσει ποτέ να δουλεύει και να χρεώνει τον κάθε άνθρωπο με το δικό του κόστος ζωής, που είναι τόσο δικό του όσο και τα δακτυλικά του αποτυπώματα: Καμιά ζωή δεν έχει κόστος ακριβώς όμοιο με μια άλλη. Ακόμα και από οικονομι κή άποψη, κάθε ζωή είναι ανεπανάληπτη. Φυσικά, κάποιος πληρώνει το κόστος ζωής. Στην αρχή εί ναι οι γονείς, και εντελώς παρεμπιπτόντως και δευτερευόντως και άλλοι συγγενείς, με τα δωράκια τους και τις ανοησιούλες τους, και στη συνέχεια ο ίδιος ο κοστολογούμενος. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να τσοντάρουν και οι φιλάνθρωποι, κυρί ως όταν στηθείς έξω απ' την εκκλησία την Κυριακή με τόνα χέρι απλωμένο οπότε θα δώσεις την ευκαιρία στην κυρία Κυριάδου να κερδίσει άλλη μια φορά τον Παράδεισο σε καλή τι μή, σχεδόν τζάμπα. (Αυτά που κερδίζουν οι φιλάνθρωποι εί ναι πάντα περισσότερα απ' αυτά που χάνουν). Σε άλλες περι πτώσεις, καλύτερα οργανωμένης φιλανθρωπίας μπορεί να τσοντάρει και το φιλελεύθερο κράτος, με ένα επίδομα ανερ γίας ή με μια ασφάλιση, που όμως δεν είναι δική του. (Η μισή είναι δική σου και η άλλη μισή του εργοδότη). Και στο σοσιαλισμό, ένα μεγάλο μέρος του κόστους της ζωής, που λέ γεται και "κοινωνικός μισθός", το αναλαμβάνει το κράτος όχι φυσικά από φιλανθρωπική διάθεση αλλά από κοινωνικό συμ φέρον: Πρέπει η ζωή σου να πληρώνεται στη σωστή της τιμή προκειμένου να χάσεις τον παραδοσιακό χαρακτηρισμό του εκμεταλλευόμενου. Πράγματι, η εκμετάλλευση θα σταματή σει μόνο όταν όλοι, μα όλοι ανεξαίρετα πληρωθούν στη σω στή τιμή για το κόστος της ζωής τους. K l αφού πληρωθούν μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, ακόμα και να φιλοσοφήσουν ή να ψάξουν για το Θεό, Η αστική πολιτική οικονομία δε νοιάζεται για το σ υ νολ ικό κόστος ζωής ενός ανθρώπου, όπως το λογαριάσαμε παραπά νω. Γιατί γι' αυτήν ο άνθρωπος δεν είναι ακριβώς άνθρωπος, είναι λογιστική μονάδα· 'Αλλο πράγμα είναι "τρεις άνθρωποι" κι άλλο "ο Κώστας, ο Γιάννης και ο Γιώργος", που εκτός του ότι είναι τρεις άνθρωποι όπως και στην προηγούμενη λογιστι κή μέτρηση έχουν και ονόματα. Είναι γνωστό πως σπς λογιστικές μετρήσεις οι αριθμοί ευημερούν πάντα, όπως προσφυέστατα λέγεται. Το πρόβλημα εί
ναι να ευημερήσουν κάποτε και οι άνθρωποι. Γιοατό ακριβώς στο μελλοντικό κομμουνιστικό κοινωνικό σύστημα (προς το παρόν δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο τέτοιο σύστημα) η κατανομή των αγαθών θα γίνεται σύμφωνα με τις ανάγκες του καθένα: Ο καθένας έχει τις δικές του, τις εξατομικευμένες ανάγκες, που δεν είναι ίδιες για όλους. (Στο σοσιαλισμό η κα τανομή γίνεται σύμφωνα με την προσφερόμενη εργασία και στον καπιταλισμό σύμφωνα... με το μάκρος του αρπαχτικού χεριού). Μ ' άλλα λόγια η περίφημη "κομμουνιστική ισότητα" που ονειρεύονται οι άνθρωποι δεν είναι λογιστική εξισωτική ισοπέδωση, αλλά εξατομίκευση και διαφοροποίηση. 0 κομ μουνισμός είναι ένας ατομικισμός στην πιο πλήρη, ολική και δίκαιη μορφή. Κι αν ο κομμουνισμός παραμείνει στον αιώ να τον άπαντα ένα όνειρο για έντιμους οραματιστές, αυτό δε σημαίνει πως θα πάψει να ορίζει τη φορά κίνησης της κοι νωνίας προς την κατεύθυνση της μη-φιλανθρωπικής κοινωνι κής δικαιοαύνης, δηλαδή μιας κοινωνικής δικαιοσύνης που δε θα καθορίζεται απ' το καπρίτσιο του καθενός κι απ' τα μεταβλητά του καλά αισθήματα. Γιατί, από καλά αισθήματα, άλλο τίποτα! Αυτό που λείπει απ' τον κόσμο είναι το καλό μυαλό και η καλή γνώση, όχι τα καλά αισθήματα, που πάντα περίσσευαν. (Πόσα τέτοια περισσεύματα έχουν εισπράξει οι ζητιάνος δε λέγεται). Εν αναμονή του κομμουνιστικού κοινωνικού συστήματος (δεν προβλέπεται η έλευσή του πριν από καναδυό αιώνες, αλ λά αυτός δεν είναι λόγος να απελπίζονται οι αισιόδοξοι), πρέ πει αναγκαστικά να υιοθετήσουμε τον αστικό-λογιστικά τρό πο στον υπολογισμό του κόστους ζωής. Δηλαδή, να λογαριά ζουμε το κόστος ζωής όχι για τον κάθε συγκεκριμένο άνθρω πο χωριστά και όχι για όλη τη διάρκεια της ζωής του, αλλά για τον "μέσο άνθρωπο" και για μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής του, π.χ. για σήμερα. Λοιπόν, κόστος ζωής για την αστική πολιτική οικονομία είνοι τα χρήματα που χρειάζεται ο "μέσος άνθρωπος" για να ζήσεί ικανοποιητικά σύμφωνα με μια "μέση στάθμη" διαβιώσεως. Αυτές οι μεσότητες δεν είναι οι ίδιες για όλα τα κράτη της γης. Είναι φανερό πως ο "μέσος Αμερικανός", ο "μέσος Αφρι κανός" και ο "μέσος Έλληνας" το μόνο κοινό που έχουν είναι η λογιστική τους μεσότητα. Διότη η "μέση στάθμη" διαβιώσε-
ως του Έλληνα είναι κατώτερα στάθμη διαβιώσεως για τον Αμερικανό και ανωτάτη για τον Αφρικανό. Αν τώρα θελήσουμε να ευρύνουμε το λογιστικό μέτρο σ' ολόκληρη την ανθρω πότητα... αλλά καλύτερα να μην το κάνουμε, γιατί είναι δύσ κολο να τρέχουμε στις εκκλησίες όλου του κόσμου για να απαλύνουμε τις ενοχές μας για το χάλι του κόσμου. Το κόστος ζωής καθορίζει και το "επίπεδο* ζωής". Τούτη η τελευταία έκφραση, που δεν είναι αυστηρά επιστημονική, εί ναι ωστόσο καίριας σημασίας για την κατανόηση του προβλή ματος μας, Γιατί η έννοια "επίπεδο" παραπέμπει σε μια συνεχή μετάθεση τούτου του επιπέδου, συνήθως προς τα πάνω: Κα νείς Ποτέ δεν θα προγραμμάτιζε ένα κατέβασμα του επίπεδου ζωής. Ακόμα και τα mo συντηρητικά καθεστώτα, αυτό που ε πιδιώκουν δεν είναι να ρίξουν το λογιστικό επίπεδο ζωής, αλ λά να ανεβάσουν κι άλλο το ήδη ανεβασμένο επίπεδο ζωής των άλλων τάξεων, που μπορεί ν' ανέβει μπορεί και να κατέβει, σε σχέση μ' αυτό που ήταν πριν. Δηλαδή χαμηλό. Και που θα παραμείνει χαμηλό ακόμα κι όταν ανέβει, σε σχέση με την προηγούμενη θέση του. Έ να ανέβασμα του επιπέδου ζωής (ή στάθμης ζωής) δεν αποτελεί παρηγοριά για τους εκμεταλλευόμενους. Το θέμα είναι να δει κανείς πώς δου λεύει η "ψαλίδα” (το άνοιγμα) των εισοδημάτων (των ταξι κών επιπέδων) κι όχι πού βρίσκεται το λογιστικό επίπεδο ζωής. 16/9/84
27. ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ Η ΦΡΙΧΤΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ
Χρήμα σημαίνει στην κυριολεξία "χρήσιμο πράγμα". Βέ βαια, δεν είναι ανάγκη να καταφύγει κανείς στο λεξικό για να μάθει πόσο χρήσιμο πράγμα είναι το χρήμα, αλλά καλό είναι να μην ξεχνάμε τις αρχικές έννοιες των λέξεων, κυρίως της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που έχει μια εντελώς μοναδική ικανότητα να κυριολεκτεί. Γιατί με τον καιρό και με τη χρήση οι λέξεις εκπίπτουν σε ήχους κενούς νοήματος που αντί να ευκολύνουν εμποδίζουν τη συνεννόηση. Έτσι, αν δεν έχουμε συνεχώς στο νου μας πως το χρήμα αποκλείεται να μην είναι χρήσιμο πράγμα, θ' αρχίσουμε στο τέλος να το αντιμετωπίζουμε σαν ένα "πράγμα καθεαυτό” που μπορεί κανείς να το χαϊδέψει, να το ξεσκονίσει, να το απολυμάνει, να το αρωματίσει και κυρίως να το αποθηκεύσει, ίσα ίσα για να το βλέπει κάθε τόσο και να ευφραίνεται απ’ τη θέα του και μόνο. Σε μια τέτοια περίπτωση είμαστε, απλούστατα, διεστραμμένοι, ίσως και βαρύτατα άρρωστοι ψυχικά, κι αυτό ακριβώς είναι η τσιγγουνιά: Μια ψυχική αρρώστια που προέρχεται απ’ τη στραβή σχέση μας μ' ένα χρήσιμο πράγμα, που ουσιαστικά το αχρηστεύουμε καθώς το μετα τρέπουμε σε αντικείμενο λατρείας και θαυμασμού και, σε ελα φρότερες περιπτώσεις διαστροφής, πομπού μιας περίεργης μαγικής δύναμης που ενεργεί απευθείας στον ψυχισμό μας και μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα, όχι γιατί ξέρουμε πως μ' αυτό μπορούμε να κάνουμε χρήσιμα πράγματα (από δω α κριβώς πήρε το άνομό του το χρήμα) αλλά διότι στη συνείδη σή μας υποκατέστησε μια κάποια πρωτόγονη θεότητα, Μ ' άλλα λόγια, το χρήμα έγινε φετίχ, και ο φετιχισμός του
χρήματος είναι η πιο επίμονη και διαρκής θρησκεία που εμφα νίστηκε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μια θρησκεία που κάνει μεταφυσικό "χαρμάνι" μ* οποιαδήποτε άλλη, ko l που, για τους ανθρωπολόγους αποτελεί αδιάψευστη μαρτυ ρία πως κάθε θρησκεία, όσο πνευματική κι αν είναι, αποτε λεί μετεξέλιξη της ειδωλολατρείας. Το χρήμα, για πάρα πολ λούς, είναι το πανάρχαιο είδωλο που κρύβει μέσα του ένα Θεό ή ένα πνεύμα που μας προστατεύει απ' τις "κακές δυνά μεις". Δεν είναι ανάγκη να πάει κανείς στην Αφρική για να βρει νομίσματα κρεμασμένα στο λαιμό, στα χέρια, στ' αυτιά. Ακό μα και σήμερα, εδώ στην "πολιτισμένη" Ελλάδα οι έννοιες του νομίσματος και του κοσμήματος συγχέονται. Το νόμισμα που γίνεται σκουλαρίκι, βραχιόλι, περιδέραιο λειτουργεί λιγότερο σαν κόσμημα και περισσότερο σαν "φυλαχτό απ' το κακό μάτι": Ή σαν πομπός μιας μαγικής δύναμης που επενεργεί απ’ ευθείας στη σάρκα πάνω στην οποία ακουμπά το "χρήσιμο πράγμα" που αποσύρθηκε απ' την κυκλοφορία για να γίνει φετίχ. 'Αλλωστε, σε πάρα πολλές περιπτώσεις το νόμισμα χρησι μοποιείται απ' το λαό ευθέως μαγικά κι όχι με τη διαμεσολάβηση του προσχήματος της διακόσμησης: Ο παππούς σταυ ρώνει το νιογέννητο με χρυσά νομίσματα, ο θείος κάνει δώ ρο στο ανηψάκι λίρες "για το καλό", η νουνά πετάει στην κολυμβήθρα ένα χρυσό φλουρί, k o l γίνονται μϋριες άλλες απροκάλυπτα ειδωλολατρικές ανοησιούλες, που έχουν σα σκοπό να κάνουν το παιδάκι, από νήπιο ακόμα, εκτός από καλό χριστιανό και καλό καπιταλίστα, όταν μεγαλώσει με το καλό και "προκόψει" - εννοείται οικονομικά γιατί κάθε άλ λου είδους προκοπή έρχεται σε δεύτερη ή σε δέκατη μοίρα στην αντίληψη ενός κόσμου όπου και η προφορά μόνο της λέ ξης "λίρα" μοιάζει με προσευχή που απευθύνεται στο πανίσχυρο πνεύμα ενός Θεού που δεν έχει τίποτα άλλο στο "νου" του εκτός απ' την προσωπική μας προκοπή - την οικονομι κή εννοείται, γιατί για τον περισσότερο κόσμο ο Θεός δεν είναι παρά ο Μέγας Τραπεζίτης που χαρίζει πλούτο σ' όσους τον αγαπούν και φτώχεια σ ' όσους έχουν την κακή, από οι κονομική άποψη, έμπνευση να μην τον αγαπούν. Καλά να πάθουν, λοιπόν, που παρέμειναν φτωχοί, και έζησαν πρόωρα, εδώ στη γη, την κόλαση.
’Αλλωστε, ο παράδεισος στη λαϊκή φαντασία συνδέεται πάντα με μια έννοια πλούτου και αφθονίας. Δεν υπάρχει σε καμιά θρησκεία ένας λιτός και ...διανοουμενίστικος παρά δεισος, έστω μόνο για φιλοσοφημένους ανθρώπους που κατά λαβαν, όσο ζούσαν, πως το χρήμα είναι κατάρα. Μέχρι που να φκιαχτεί, λοιπόν, και για μας ένας παράδεισος στα φιλοσοφη μένα, λιτά μέτρα μας αποκλείεται να πιστέψουμε σ' αυτόν. Γιατί δεν έχουμε σκοπό να συγκατοικήσουμε εκεί για πάντα μ' όσους ονειρεύονται μια αφθονία που δεν τη βρήκαν στη γη, που πιστεύουν μ' άλλα λόγια πως κάποτε θα γίνουν κι αυτοί πλούσιοι "εν ουρανοίς". Εμείς θεωρούμε το σωρευμένο πλού το υπόθεση βλακώδη, είτε για μια πραγματική και επί της γης, είτε για μια φανταστική και στους ουρανούς συσσώρευση πρό κειται. Οι συσσωρεύσεις γενικά, πρίπει να αποφεύγονται γιατί εμποδίζουν το χρήμα να κυκλοφορεί. Γιατί το χρήμα εφευρέθηκε απ’ τον άνθρωπο ακριβώς για να κυκλοφορεί. K ol κάθε συσσώρευση (αποθήκευση) χρήματος δεν πρέπει να είναι παρά μια πρόσκαιρη διακοπή της κυκλοφορίας του, επι βεβλημένη απ' την ανισομερή ανταλλαγή των αγαθών, και όχι ένα αυθαίρετο σταμάτημα της χρηματικής ροής απ' τους τσιγγούνηδες και τους διεστραμμένους αποταμιευτές. Σκεφτείτε τι είχε να γίνει στον κόσμο αν όλος ο κόσμος υιοθετού σε τη συμπεριφορά του ήρωα του Μολιέρου στο "Φιλάργυ ρο": Θα παρέλυε το παν. Λοιπόν, οι τσιγγούνηδες στις μεν ελαφρές περιπτώσεις πρέπει να οδηγούνται στο ψυχιατρείο για θεραπεία,- στις δε βαριές να δικάζονται από λαϊκό δικαστή ριο, και με συνοπτική διαδικασία να καταδικάζονται στη βα ρύτερη των ποινών που ισχύουν σε μια δεδομένη κοινωνία, μια δεδομένη εποχή. Γιατί οι βαρέως τσιγγούνηδες παν να πα ραλύσουν και να νεκρώσουν την κοινωνική ζωή με το μπλοκάρισμα του χρήματος κι αυτό είναι το σοβαρότερο έγκλημα που θα ήταν δυνατά να διαπραχτεϊ ενάντια στο κοινωνικό ,σύνολο. Το χρήμα δεν είναι αναγκαστικά νόμισμα, (Για το νόμισμα 6α μιλήσουμε μια άλλη φορά). Χρήμα μπορεί να είναι το κάθε τι: Πρόβατα, αγγούρια, μέταλλα, τραπεζογραμμάτια, συναλ λαγματικές, επιταγές, χρεόγραφα, μετοχές, χάντρες, ακόμα Και.,, γυναίκες, στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται στις συναλλαγές ως αντικείμενα, πράγμα που δεν είναι, ως γνω στόν, συνήθεια μόνο των βαρβάρων, αλλά κάτι πολύ διαδομέ
νο και στον ''πολιτισμό" μας. Κάτω από τα διάφορα προσχήμα τα και καλύμματα, φαίνεται πάντα η οικονομική καταγωγή του "εθίμου" της χρηματοποίηαης της γυναίκας ως ανταλλακτικού μέσου. Οι Ρωμαίοι ονόμασαν το χρήμα "πεκούνια''. Αλλά "πεκούνια" έλεγαν επίσης και τα πρόβατα. Αυτό σημαίνει πως η πρώτη μορφή χρήματος στους Ρωμαίους τουλάχιστον πρέπει να ήταν τα πρόβατα. Σκεφτείτε τι είχε να γίνει στις σημερινές Τράπεζες αν το έθιμο ίσχυε ακόμα:Οι Τράπεζες θα είχαν μετα βληθεί σε κολοσσιαίων διαστάσεων μαντριά, αν και η κατάστα ση έτσι κι αλλιώς δεν απέχει και πολύ απ’ τη ρωμαϊκή "τάξη πραγμάτων", Ό σοι συνωθούνται επί μονίμου βάσεως στις Τράπεζες δεν απέχουν και πολύ απ' τους προγόνους τους τοομπαναρέους, αν και μια τέτοια άποψη κινδυνεύει να γίνει αν τιληπτή σαν μομφή για τους σημερινούς τσομπαναρέους που, οι περισσότεροι δεν έχουν δει Τράπεζα οι καημένοι ούτε ζω γραφιστή. Απ’ τα παραπάνω γίνεται φανερό πως η χρησιμότητα του χρήματος δεν προέρχεται απ' το χρήμα καθ' εαυτό, νοούμε νο σαν αντικείμενο, αλλά απ' τη δυνατότητα να to ανταλλάσ σουμε με κάτι άλλο. Από δω ακριβώς και η τεράστια ποικιλία των πραγμάτων που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος μέσα στην Ιστορία ως χρήμα, 0 μεγάλος οικονομολόγος Σάμουελσον δί νει έναν καίριο λιγόλογο ορισμό: "Το χρήμα είναι μια τεχνητή κοινωνική συμβατικότητα". Δηλαδή, κάτι που γίνεται συμβα τικά αποδεκτό απ' την κοινωνία σαν μέσο ανταλλαγής. Έτσι, αν ο υφασματέμπορος δεχτεί τα πρόβατά μου σαν μέαο πλη ρωμής δεν έχω παρά να τον πληρώσω με πρόβατα. Αν, πάλι, δεν του αρέσουν τα πρόβατα αλλά του αρέσουν οι γυναίκες, δεν έχω παρά να του ...δανείσω προς χρήσιν (και εξόφλησιν του χρέους μου) την όμορφη γυναίκα μου, πράγμα διόλου ασυνήθιστο ακόμα και στον καιρό μας, που υποτίθεται πως δεν καταφεύγει, πια, στον άβολο "αντιπραγματισμό", όπως λέμε την συναλλαγή (την πληρωμή) με πράγματα κι όχι με νομίσματα ή άλλες λογιστικές και τραπεζικές αξίες. (0 αντι πραγματισμός, σαν τρόπος συναλλαγής, επανέρχεται κάθε φο ρά που π κοινωνία θυμάται τη βαρβαρική της προϊστορία, π.χ. σε περιόδους πολέμου, Η περίφημη "μαύρη αγορά" είναι κατά κανόνα, αλλά όχι και κατ’ ανάγκην, ένας αντιπραγματι σμός: Σου δίνω το χαλί και μου δίνεις λάδι, σου δίνω την κό ρη μου και μου δίνεις ψωμί — και πάει λέγοντας για το κάθε
τι που θα μπορούσε να ανταλλαγεί με κάτι άλλα). Μ ' άλλα λόγια, αυτό που έχει σημασία στις συναλλαγές δεν είναι η έννοια του χρήματος αλλά η έννοια της οφειλής: Για να πληρώσω με χρήμα πρέπει να οφείλω, και για να με πληρώ σουν πρέπει να μου οφείλουν, Αυτό’το "μου χρωστάς - σου χρωστώ” είναι που δημιουργεί την ανάγκη ύπαρξης χρήματος. Αν κάποτε, σ’ ένα ευτυχές μέλλον, κανείς δε θα χρωστάει σε κανέναν και ο μόνος που θα χρωστάει θα είναι αυτός που,,. χρωστάει της Μιχαλούς (βλάκες, δυστυχώς, δυστυχέστατα, θα υπάρχουν πάντα), το χρήμα θα καταργηθεί αυτόματα, προς μεγάλη δυστυχία του τσιγγούνη, αν υπάρχει ακόμα τούτος ο κοριός. Βέβαια, το χρήμα, με τη μεγάλη του παράδοση, δεν πρόκει ται να καταργηθεί αύριο, ή μεθαύριο, ή έστω μετά από έναν αιώνα. Όμως, είναι βασικό να εγγράφουμε από τώρα στα κα θήκοντα μας, έστω μόνο σαν ηθική υποχρέωση, τον αγώνα για την κατάργηση του χρήματος. Γιατί κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν θα καταδέχονταν να πιάνει χρήμα στα χέρια του, αν αυτό δεν ήταν μια επιβεβλημένη κοινωνική ανάγκη, που συνιστά και τον κρυφό πυρήνα της δυστυχίας μας. Λοιπόν, αν δεν μπο ρούμε να αποφύγουμε σήμερα τη συναλλαγή (και δε θα μπο ρέσουμε, όσο σοφοί κι αν είμαστε) τουλάχιστον ας ξέρουμε πως δε μας τιμά το δούνοι-λαβείν, δε μας κολακεύει το μπλέ ξιμο της μπακαλικής στο κάθε τι, απ’ τη σχέση μας με το Θεό μέχρι τη σχέση μας με τον έρωτα και το φαί. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς γίνεται να πληρώνω τα βιβλία που διαβάζω ή να πληρώνουμαι τα βιβλία που πουλάω. Ποτέ δε θα συμβιβαστώ με την ιδέα πως η γνώση είναι ανταλλάξιμο προϊ όν, εκπεσμένο στο "χρηματιστήριο αξιών”, ίου καπιταλισμού που εξευτελίζει μετά μανίας τα πάντα, ακόμα και την αγωνία μας να μάθουμε το πώς και το γιατί του κόσμου και του εαυ τού μας.Είμαστε μαρξιστές γιατί ο μαρξισμός είναι η τελευταία μας σανίδα σωτηρίας. Πρέπει να μπορέσουμε να περισώσουμε τα τελευταία απομεινάρια της αξιοπρέπειας μας, όσα εν πόση περιπτώσει γλύτωσαν απ’ την καπιταλιστική λαίλαπα. Είμαστε μαρξιστές γιατί κάθε φορά που πιάνουμε χρήμα στα χέρια μας είναι σαν νο κρατούμε στη χούφτα μας ολόκληρη τη δυστυχία του κόσμου. Είμαστε μαρξιστές γιατί δε θέλουμε να έχουμε σχέση με το δούναι-λαβείν: Θέλουμε να μας δίνουν αβίαστα και να παίρνουμε αβίαστα, κι όχι να μας χρωστούν και να χρωστά
με. Δε βρεθήκαμε σ ' αυτό τον κόσμο για να μας πληρώνουν και να πληρώνουμε. Ο άνθρωπος δεν είναι ανταλλαχτική αξία. Τον κατάντησαν ανταλλαχτική αξία. Η ανθρώπινη υπόσταση δεν μπαίνει στο χρηματιστήριο — είναι μη εξαργυρώσιμη στην πιο απόλυτη έννοια. Κανείς δεν πρέπει να μπορεί να εξαγορά σει κανέναν και τίποτα, και για κανένα λόγο. Σε τελική ανάλυση, ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη από χρήματα. Έ χ ε ι ανάγκη απ' το να κάνει την πρόσκαιρη ζωή του όσο γίνεται πιο ανθρώπινη, ώστε όταν πεθάνει να μην τινάζει τα πόδια σαν ζώον στο σφαγείο. Πρέπει να ξανακερδίσουμε τη χαμένη αξιοπρέπεια του θανάτου. Και δε θα το πετΰχουμε αν δεν .συνειδητοποιήσουμε πως η συνεχής αναξιοπρέπεια μέ σα στην οποία μας υποχρεώνει να ζούμε ο καπιταλισμός δεν αφήνει κανένα περιθώριο να κάνουμε τη ζωή μας "άσκηση θα νάτου" όπως θα έλεγε ο Μπόρχες, ώστε να ζήσοϋμε και να πεθάνουμε με πλήρη συνείδηση των ορίων μας. Το "επέκεινα" είναι για τους δειλούς nou δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποχτήσουν συνείδηση των ορίων και γενικά πασχί ζουν μετά αναξιοπρεπούς μανίας για μια αθανασία για την ο ποία άλλωστε δεν έχουν και τόσο σαφή άποψη ως προς το ποιόν της. (Αντιλαμβάνονται ποσοτικά ακόμη και την αθανα σία). Η ζωή είναι ένα "εδώ και τώρα" με μια πολύ σημαντι κή διαφορά, ωστόσο, απ' την κοινά ισχύουσα αντίληψη για το παραπάνω σλόγκαν: Πρέπει να ζήσουν και οι επιγενόμενοι το δικό τους "εδώ και τώρα". Η Ιστορία δεν τελειώνει με το θάνατό μας. Και η μόνη γνωστή μορφή αθανασίας είναι η ιστο ρική συνέχεια. 23/9/34
28. ΝΟΜΙΣΜΑ ΝΟΜΙΜΟ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑ ΠΑΡΑΝΟΜΟ
Το νόμισμα και το χρήμα δεν είναι το ίδιο πράγμα. (Για το χρήμα μιλήσαμε την περασμένη Κυριακή). Πιο σωστό, και το νόμισμα είναι χρήμα, δηλαδή μέσον ανταλλαγών, μέτρο αξιών και όργανο αποταμιεύσεων, με μια πολύ ουσιαστική διαφορά, ωστόσο: Σαν χρήμα, που στην κυριολεξία σημαίνει "χρήσιμο πράγμα", μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο,τιδήποτε είναι χρήσιμο σ ' αυτόν που θα το δώσουμε γιατί μας έδωσε ένα άλλο χρήσι μο αντικείμενο ή μας έκανε μια χρήσιμη δουλειά. Αρκεί, βέ βαια, αυτός που θα το πάρει να αναγνωρίσει τη χρησιμότητά του, Δεν μπορούμε να του δώσουμε φύκια για τις μεταξωτές κορδέλες που μας έδωσε, παρά μόνο στην περίπτωση που είναι εντελώς ηλίθιος ή εντελώς πρωτόγονος. (Ένας διάολος ξέρει τί θησαυρούς σήκωσαν απ’ την Αφρική οι αποικιοκρότες "πληρώνοντας" με καθρεφτάκια, χάντρες και άλλα φτηνότε ρα μπιχλιμπιδάκια). Όμως, νόμισμα δεν είναι οποιοδήποτε χρήσιμο πράγμα. Εί ναι ΤΟ χρήσιμο πράγμα, το χρήσιμο καθεαυτό, το χρήσιμο πράγμα έξω και πέρα απ’ τα επιμέρους πράγματα που θα μπο ρούσαμε να χρησιμοποιήσουμε στις συναλλαγές μας. Τονόμιομα περιέχει μέσα του όλα τα χρήσιμα πράγματα που θα μπο ρούσαμε να πάρουμε δίνοντάς το, ή όλες τις χρήσιμες υπηρε σίες που θα μπορούσαν να μας προσφέρουν με αμοιβή. Είναι το κοινό ισοδύναμο όλων των πραγμάτων και όλων των υπη ρεσιών. (Γιαυτό ακριβώς και λέμε: όποιος έχει χρήμα έχει τα πάντα). Το νόμισμα, αυτό το υπερβολικό (η λέξη να διαβαστεί με τις δυο έννοιές της) υπερπράγμσ είναι μια απ’ τις μεγαλύτε-
ρες εφευρέσεις του ανθρώπου. Σκεφτείτε τι θα γινόταν σν σε κάθε συναλλαγή έπρεπε να παίρνουμε υπ' όψίν πς ανάγ κες σε χρήσιμα πράγματα του ετέρου των συναλλασσομένων. Ενώ τώρα, του πετάμε, ας πούμε μερικά χιλιάρικα, που μπο ρεί να ανταλλάξει στην αγορά μ ’ ό,τι θέλει, ή μάλλον μ' ό,τι έχει ανάγκη. Και εξοφλάμε στα γρήγορα. Ό σ ο λιγότερα του δώσουμε, τόσο λιγότερα πράγματα θα πάρει, κι αυτό το ξέρει καλά κάθε μισθωτός που ενοχλεί συνεχώς τον εργοδότη με τις "παράλογες" -φυσικά, για τον εργοδότη— απαιτήσεις του για αύξηση, που δεν είναι παρά αύξηση στα πράγματα που μπορούμε ν’ αγοράσουμε . Λοιπόν, αυτό το μαγικό πράγμα που λέγεται νόμισμα είδε το φως της μέρας μόλις τον 7ο π.Χ. αιώνα στο βασίλειο της Λυδίας στη Μικρά Ασία, και κατ' άλλους σε κάποια απ' τις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Τα πράγματα δεν είναι ξεκαθα ρισμένα ως προς την εθνικότητα των εφευρετών του χρήμα τος. Πάντως, και οι Λυδοί και οι Έλληνες της Ιωνίας ήταν πολύ καλοί έμποροι — και μόνο έμποροι θα μπορούσαν να εφεύρουν ένα κοινό ισοδύναμο όλων των εμπορευμάτων, ώστε να ευκολύνουν την έτσι κι αλλιώς δύσκολη δουλειά τους, ό που η εξυπνάδα, η πονηριά και η απάτη δημιουργούν αξεδιά λυτο κράμα. (Αν βρείτε τίμιο έμπορο να τον βαλσαμώσετε για να τον βάλουμε στο μουσείο των υπερσπανίων πραγμάτων). Η λέξη νόμισμα παράγεται απ’ τη λέξη νόμος. Νόμισμα στην κυριολεξία είναι το νόμιμο. Δηλαδή, το νόμιμο χρήμα. Δηλα δή, το οποιοδήποτε πράγμα πάνω στο οποίο θα μπει μια "επί σημη" κρατική σφραγίδα, που αυτή και μόνο θα το μετατρέψει αυτόματα από τυχαίο χρήμα σε νόμιμο χρήμα (νόμισμα). Εφόσον οι άνθρωποι -συγκεκριμένα οι Μικρασιάτες, για τους οποίους εμείς οι άλλοι Μικρασιάτες έχουμε κι έναν πρόσ θετο λόγο να νιώθουμε περήφανοι— κατάφεραν να συνεννοηθούν, πράγμα που δε συμβαίνει και τόσο συχνά, πάνω στο πρό βλημα της ευκόλυνσης των συναλλαγών δια του νομίσματος, προέκυψε αυτόματα το ερώτημα: Και ποιός είναι αυτός που νομιμοποιείται να βάζει τη σφραγίδα του πάνω σ ' ένα χρήσι μο πράγμα, k o l να το νομιμοποιεί ως νόμιασμα; Η απάντηση είναι: ο βασιλιάς ή ο τύραννος (ο δικτάτορας, θα λέγαμε με σύγχρονη γλώσσα), μόνη πηγή τότε, αλλά και τώρα σε πάρα πολλές περιπτώσεις, της νομιμότητας, που όπως καταλαβαίνουμε είναι έννοια πολύ σχετική. Όταν ο βασιλιάς πέθαινε, ο
καινούργιος βασιλιάς έκοβε καινούριο νόμισμα. Κι όταν το κράτος διαλύονταν ύστερα από μια κατάκτηση, ο κατακτητής έκοβε το δικό του νόμισμα, ή έφερνε το δικό του απ' την πατρίδα του, καλή ώρα σαν το δολάριο που τείνει να γίνει το εθνικό μας νόμισμα. (Ό λοι σέβονται το δολάριο, και σχεδόν κανείς τη δραχμούλα, που όπως παν τα ελληνοαμερικανικά και αμερικανοδιεθνή πράγματα, σε λίγο θα ξεχάσουμε και τ' όνο μά της). Κάθε καινούργιο νόμισμα θέτει αυτομάτως εκτός νόμου το παλιό. Αρκεί ν ’ αλλάξει ο σχετικός νόμος για ν’ αλλάξει και το νόμισμα. Βλέπουμε, λοιπόν, πως το νόμισμα είναι έννοια νομική, πιο σωστά έννοια οικονομική, νομικά κατοχυρωμένη. Γιαυτό ακριβώς δεν μπορεί να κόψει νόμισμα όποιος λάχει, παρά μόνο το κράτος, δηλαδή ο νόμος. (Ωστόσο, όλος ο κό σμος ονειρεύεται τη ζηλευτή θέση του ασύλληπτου παραχα ράκτη, που παράγει νομίσματα με την ίδια ευκολία που ο αλλαντοποιός παράγει λουκάνικα. Βέβαια, πρόκειται για παρά νομη δουλειά, αλλά σάμπως είναι νόμιμη του αλλαντοποιού, που για τα λουκάνικό του αλέθει από ψόφιο βόδι μέχρι φο· λιασμένο σκύλο;) Η πρώτη ύλη απ' την οποία είναι φκιαγμένο το νόμισμα μπορεί νάνοι ο,τιδήποτε, που κατά προτίμηση δε φθείρεται εύκολα. Ωστόσο, σαν νομίσματα χρησιμοποιήθηκαν στο παρελ θόν και πράγματα πολύ φθαρτά, όπως αλάτι, σφαίρες, καπνός πίπας, κοχύλια, λαμπερά βότσαλα, αλλά και δούλοι, και απο δείξεις πάνω στις οποίες ο οφειλέτης σημειώνει το ύψος της οφειλής του. (Ο ΕΛΑΣ, κι αργότερα ο Δημοκρατικός Στρα τός συνήθιζαν πολύ τις πληρωμές με τέτοιου είδους απο δείξεις, που, βέβαια, κανείς δεν τις εξώφλησε για τον απλό λόγο πως η αντάρτικη εξουσία δεν παγιώθηκε, ώστε Υα πλη ρώσει τα χρέη της). Φυσικά, σ’ όλες τις παραπάνω περιπτώσεις "νομισματοποιημένου χρήματος", δηλαδή πράγματος που παίρνει την αξία νο μίσματος, πρέπει να υπάρχει μια νομική κατοχύρωση. Δεν μπο ρείς, π.χ., να Πληρώνεις με αλάτι, και να δέχεσαι το αλάτι σαν υποχρεωτικό νόμισμα, αν κάποιος εξουσιαστής δε χρίσει το αλάτι νόμισμα. (Είπαμε ήδη πως ο,τιδήποτε θα μπορούσε να χριστεί νόμισμα απ’ την εξουσία). Ωστόσο, το πιο σταθερό νόμισμα είναι φκιαγμένο από μέ ταλλο και το πιο σταθερό μέταλλο είναι ο χρυσός. (Ο άργυρος
έρχεται δεύτερος οε σταθερότητα, άρα και σε νομισματική αξία). Όμως, δεν είναι καθόλου αναγκαίο τα νομίσματα να είναι χρυσά, ή αργυρά, ή έστω τενεκεδένια. Σήμερα, μάλιστα, μεταλλικά νομίσματα είναι μόνο τα κέρματα, δηλαδή τα τεμά χια (αυτά σημαίνει κέρμα) μιας νομισματικής μονάδας. Το σεντ π.χ. είναι τεμάχιο του δολαρίου, που είναι το αμερικάνικο (αλ λά και το ελληνικό, λίγο ως πολύ νόμισμα), ενώ η δραχμή εί ναι τεμάχιο του... εκατοστάρικου. Τόσο πολύ έχει εξευτελι στεί η δραχμή, που ουσιαστικά έπαψε προ πολλού να είναι νομισματική μονάδα και έγινε κλάσμα μιας αβάφτιστης νομι σματικής ελληνικής μονάδας, που ίσως λέγεται εκατοστά ρικο, ίσως και χιλιάρικο (ή πεντοχίλιαρο). Ρωτείστε επί του θέματος τον κύριο Αρσένη. Αυτός ξέρει ποιά είναι η ελληνι κή νομισματική μονάδα. Λοιπόν, για να μη μας βαραίνουν τα μέταλλα (κι ο χρυσός έχει βάρος, και μάλιστα μεγάλο) οι ιθύνοντες κάποτε εφεύραν το χαρτονόμισμα, που λέγεται επί το ευπρεπέστερον και τρα πεζογραμμάτιο. Το χαρτονόμισμα, το λέει κι η λέξη, είναι ένα νόμισμα από χαρτί, το οποίο όμως ούτε σαν χαρτί τουαλέτας μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ούτε σαν χαρτί περιτυλίγματος, Εί ναι χαρτί... σπέσιαλ. Η σπεσιαλιτέ του συνίσταται όχι μόνο στο ότι τυπώνεται αποκλειστικά απ' το λεγόμενο Εκδοτικό Ίδρυ μα (εννοείται: εκδοτικό νομισμάτων) που στην Ελλάδα είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και στο ότι απαγορεύεται αυ στηρά η για οποιοδήποτε άλλο λόγο χρήση του, πλην των συ ναλλαγών. Πας φυλακή όταν, π.χ., ανάψεις το πούρο σου με χιλιάρικο, γιατί λιγοστεύεις κατά ένα τα κυκλοφορούντο χι λιάρικα — αλλά δεν πας φυλακή όταν αποσύρεις απ' την κυ κλοφορία τα χιλιάρικα και τα αποθηκεύσεις σπίτι σου, διότι υποτίθεται πως κάποια μέρα θα τα κυκλοφορήσεις ή θα τα κυκλοφορήσουν οι κληρονόμοι σου, που θα τα βρουν μέσα στο στρώμα ή όπου αλλού τα καταχώνιασε η τσιγγουνιά σου και η βλακεία σου. Το χαρτονόμισμα λέγεται τραπεζογραμμάτιο (πληρωτέο επί τη εμφανίσει, όπως γράφει επάνω), για έναν πολύ χαριτω μένο ιστορικό λόγο: Κάποτε ήταν πράγματι γραμμάτιο, που σου το έδινε η Τράπεζα ως απόδειξη της καταθέσεως σ ' αυτήν χρυσού, Αυτή είναι η ουσία και η βάση του περίφημου "χρυ σού κανόνα", που θα τον δούμε εκτενέστερα μια άλλη φορά. Μ ' άλλα λόγια, δε δικαιούσουνα να έχεις στην τσέπη σου
χαρτονομίσματα, αν αυτά δεν αντιπροσώπευαν τη νόμιμα κα νονισμένη ποσότητα χρυσού που θα κατέθετες στην Τράπε ζα. Τούτο το κόλπο καταργήθηκε προ πολλού και ο "χρυ σός κανόνας" πήρε πιο πολύπλοκες μορφές. Αλλά, πάντως, το όνομα "τραπεζογραμμάτιο" έμεινε εις μνήμην του πεθα μένου "χρυσού κανόνα", που πέθανε για τα καλά, την αποφρά δα μέρα της 19ης Δεκεμβρίου 1971, τότε που οι απατεώνες Αμερικανοί απελευθέρωσαν το δολάριο απ' το χρυσό και το έβαλαν στη θέση του, φέρνοντας έτσι τα πάνω κάτω στο διε θνές τραπεζικό σύστημα, και κάνοντας το δολάριο ισχυρότε ρο κι απ' το χρυσό. Τα χαρτονόμισμα ήταν, σίγουρα, μια μεγάλη πρόοδος, που ευκόλυνε εξαιρετικά τις συναλλαγές. Όμως, ακόμα πιο με γάλη πρόοδος σας συναλλαγές είναι η ολική κατάργηση του νομίσματος με την τρέχουσα έννοια. Το λεγόμενο "λογιστι κό νόμισμα" ή "λογιστικός αριθμός" είναι μια τραπεζική εφεύ ρεση μεγάλης αξίας: Οι χρεοπιστώσεις εδώ γίνονται με την αλλαγή των αριθμών στα βιβλία μιας επιχείρησης, με την επί βλεψη και την εγγύηση της Τράπεζας, φυσικά. Γράφεις για παράδειγμα στα κιτάπια σου "χρωστάω στον τάδε τόσα", κι είναι σαν να τα έδωσες κιόλας. Έτσι γίνονται οι πολύ μεγάλου ύψους συναλλαγές, εφόσον η Τράπεζα πει πως ο οφειλέτης είναι πράγματι φερέγγυος, κι όχι Έλληνας βιομήχανος. (Ο ελληνικός καπιταλισμός είναι "δύσμορφος καπιταλισμός", δη λαδή κομπραδορισμός και νταβατζιλίκι, δηλαδή "ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κ....μας", δηλαδή κουλουβάχατα, δηλαδή... Νέα Δημοκρατία, δηλαδή Μητσοτάκης). Έ να ακόμα μοντέρνο νόμισμα είναι η επιταγή. Εδώ δεν πλη ρώνεις με χρήμα, αλλά μ’ ένα χαρτί (που δεν είναι χαρτονό μισμα), εγγυημένο απ’ την Τράπεζα και υπογραμμένο από σέ να τον ίδιο. Το χαρτί αυτό είναι η απόδειξη πως έχεις όντως χρήματα στην Τράπεζα, και μπορεί, αυτός που το έχει Οτα χέ ρια του, να πάει να εισπράξει το αναγραφόμενο ποσό. Για την έκδοση επιταγών απ’ την Τράπεζα είναι αναγκαίος ένας "λο γαριασμός όψεως", όπως λέμε την τραπεζική κατάθεση που δε δίνει τόκο και που την κάνεις για τις "τρεχούμενες" συναλ λαγές σου. Η επιταγή σαν νόμισμα είναι γνωστό και στην Ελλάδα (για φαντσαου!). Όμως, οι ακάλυπτες επιταγές (τις λέμε και επι ταγές χωρίς αντίκρυσμα, διότι το αναγραφόμενο σ* αυτές
νούμερο δεν "αντικρύζει" και ανάλογο κατατεθειμένο στην Τράπεζα χρήμα), είναι τόσο πολλές εδώ στον παράδεισο των απατεώνων και των αεριτζήδων, που θα ήταν προτιμό τερο οι Έλληνες συναλλασσόμενοι να συνέχιζαν να συναλ λάσσονται με τα αρχαίο σύστημα του "αντιπραγματισμού", δηλαδή "του πράγματος αντί του πράγματος", δηλαδή "πά ρε αυτό και δώσμου εκείνο", έτσι για νάμαστε σίγουροι. Για να είμαστε δίκαιοι, όμως, ο πανάρχαιος αντιπραγμα τισμός είναι ένα σύστημα συναλλαγών και πληρωμών που συνεχίζει να υπάρχει επίσημα αλλά μόνο σε κρατικό επίπεδο. Πρόκειται για το περίφημο "κλήρινγκ", δηλαδή την επί κρα τικού επιπέδου πληρωμή σε είδος για ένα άλλο είδος που εισάχθηκε. Δεν είναι ο ιδανικότερος τρόπος συναλλαγής, βέβαια, αλλά εδώ στην Ελλάδα, χώρα ταν καταργημένων ιδανικών, συνηθίζεται πολύ. Πορτοκάλια έχουμε, πορτο κάλια δίνουμε για νόμισμα. Τί να δώσουμε, δολάρια; Πού να τα βρούμε; Δραχμές; Ποιος θα τις πάρει; Πάλι καλά που έ χουμε πορτοκάλια. Γιατί διαφορετικά θα καταφεύγαμε στα... μπρόκολα. 30/9/84
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ 29. Η Δ Γ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟΥ ΙΣΟΤΗΤΑ!
Οι αρχαίοι Έλληνες, που δε γνώριζαν τη λέξη "καλλιτέ χνης" και που την έννοια της την ενέτασσαν στην ευρύτερη έννοια της λέξης "τεχνίτης", ήξεραν πολύ καλά πως όσο περισ σότεροι και καλύτεροι ήταν οι "τεχνίτες" στον τόπο τους, τό σο πιο ισχυρός και αξιοσέβαστος γίνονταν αυτός ο τόπος. Ή ξεραν, ακόμα, πως η έλλειψη σεβασμού για τους άξιους "τε χνίτες" ήταν η σαφέστερη ένδειξη αντικοινωνικής συμπεριφο ράς. Γιατί οι "τεχνίτες" δεν υπηρετούσαν μόνο τον εαυτό τους (σαν επαγγελματίες). Υπηρετούσαν κατ’ αρχήν την κοινωνία, για λογαριασμό της οποίας παρήγαγαν τα "χρηστικά" ή τα "καλλιτεχνικά", όπως θα λέγαμε σήμερα, προϊόντα τους. (Δεν γίνονταν διάκριση τότε ανάμεσα στο "χρήσιμο πράγμα" και το "αισθητικά αντικείμενο", γιατί θεωρούσαν αυτονόητο το γε γονός πως χο "αισθητικό αντικείμενο” είναι κι αυτό,'με τον τρόπο του, ένα πολύ χρήσιμο πράγμα). Κυρίως απ' την Αναγέννηση και μετά, οι έννοιες "τεχνίτης" και "καλλιτέχνης" αυτονομούνται πλήρως, και στις μέρες μας καλλιτέχνης έφτασε να σημαίνει "ον περίεργο και ιδιόρρυθ μο", που απλώς "εκφράζεται" με τα μέσα της τέχνης του και που μόνο παρεμπιπτόντως θα μπορούσε να είναι και κοινωνι κά χρήσιμο. Ωστόσο, κανείς καλλιτέχνης δεν περιφρονεί το κοινό του έστω κι αν ισχυρίζεται το αντίθετο, κι αυτό σημαί νει πως, παρά τον εγωισμό του, δεν έχασε τελικά τη συνείδη ση πως εξακολουθεί να είναι ένας κοινωνικά χρήσιμος άνθρω πος. Το πρόβλημα όμως είναι να δούμε αν και η κοινωνία συ-
νεχίζει να τον αντιμετωπίζει σαν χρήσιμο γιαυτήν άνθρωπο, ή μήπως ο εγωισμός εδώ, όντας διάχυτος στο κοινό και δυσπροσδιόριστος απ' το μελετητή καθιστά την επικοινωνία δύσ κολη, αν όχι και αδύνατη. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αν δηλα δή η κοινωνία δεν αποδέχεται και δεν επιβραβεύει εύκολα τους δημιουργούς "πολιτιστικών αξιών", σημαίνει πως δεν έ χει ανάγκη απ' αυτές τις αξίες. Και δεν τις έχει ανάγκη, όταν έχει χάσει τη συνοχή της κι έχει μετατραπεί σ ' ένα τυχαίο άθροισμα ανθρώπων. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση η κοι νωνία βρίσκεται υπό κατάρρευσιν, όπως λέει ο Σπένγκλερ. Το ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται υπό κατάρρευσιν δε γίνεται φανερό μόνο απ’ τις πολύ χαλαρές αντιδράσεις του κοινωνικού συνόλου απέναντι στους καταχραστές, τους δω ρολήπτες και τους πάσης φύσεως απατεώνες που ευδοκι μούν σ' αυτόν τον τόπο και που είναι μόνο οι κορυφές ενός παγόβουνου που πάει σε πολύ μεγάλο βάθος, αλλά και απ' την άρνηση να αποδεχτεί — πόσω μάλλον να τι μήσει — κάθε προσωπικότητα που το μέγεθος της δεν εί ναι δυνατό να μετρηθεί με τα μίζερα νοτιοβαλκανικά μας μέ τρα. Σε μια χώρα νάνων τα μέτρα πρέπει να παραμείνουν νανικά, για να μπορούμε να μετράμε το "ύψος" με νάνικό τρό πο, ώστε να μην αισθανόμαστε πάρα πολύ νάνοι σε σχέση με τους γίγαντες. Έπρεπε, λοιπόν, να εφεύρουμε μια άλλη μονάδα μέτρησης των "πνευματικών μας αξιών", εντελώς άσχετη απ' τα διεθνή μετρικά στάνταρ του "CGS". Και τη μο νάδα αυτή, που ισχύει πάντα, την εφεύρε η περίφημη "γε νιά του 30" που μόνο συμφορές επεσώρευσε σ ’ αυτόν τον τόπο. Το "σκέπτεσθαι ελληνικά" είναι ένα σύνθημα που το εφεύρε ο Γιώργος Θεοτοκάς. Η "ελληνική δημιουργική αυτάρκεια" που ευαγγελίσθηκε η γενιά του 30, δεν έγινε ωσ τόσο και ελληνική οικονομική αυτάρκεια, με συνέπεια σήμε ρα το παλιό ολόγκαν ν’ αποχτήσει επιτέλους και οικονομικό περιεχόμενο; Ήταν φυσικό μισός αιώνας πνευματικού απο μονωτισμού και πνευματικής "αυτάρκειας" να έχει επιπτώσεις και στην οικονομία, Οι συνθήκες όμως άλλαξαν, ο απομονω τισμός είναι πια αδύνατος, αλλά εμείς συνεχίζουμε να είμαστε οι επαρχιώτες της Ευρώπης που είμασταν τότε. Κάθε πρωτόγονη κοινωνία αναπτύσσει αυτόματα ένα "πνεύ μα συντήρησης" προκειμένου να μη διαλυθεί εντελώς, χωρίς, βέβαια, ν ' αποφεύγει τελικά τη διάλυση. Γιατί, δεν είναι τσ
"χημικά συντηρητικά" αυτά που διατηρούν τον πολιτισμό. Δεν αρκεί να ανασύρεις π.χ. απ' τη ναφθαλίνη την πολιτιστική (όχι τη θρησκευτική) ορθοδοξία και να τη βαφτίσεις πονηρά "νεοορθοδοξία". Πρέπει το "νέο" να έχει, πράγματι, ένα και νούργιο περιεχόμενο, που δεν μπορείς να το πάρεις απ' τα “αζήτητα" της Ιστορίας. Γιατί τώρα πια δεν είμαστε μόνο το "ορθόδοξο έθνος" του Μακρυγιάννη, αλλά κι ένα έθνος που προσπαθεί να γίνει ευρωπαϊκό. Και η Ευρώπη, ως γνωστόν, αγνοεί την Ορθοδοξία. Αν λοιπόν δεν θέλουμε να είμαστε μια προέκταση της Αφρικής προς βορράν, πρέπει να δώσουμε ου σιαστικό περιεχόμενο στην προέκταση της Ευρώπης προς νό τον που είναι (γεωγραφικά μόνο) η Ελλάδα. Επιτέλους, πρέ πει να βρούμε μια ήπειρο να ενταχτούμε. Είναι αδύνατο να ανήκουμε ταυτόχρονα και στην Ευρώπη και στην Ασία και στην Αφρική, διαιωνίζοντας έτσι το παλιό "ανατολικό ζή τημα". Οσοι προσπάθησαν να μας κάνουν Ευρωπαίους αρχίζοντας απ' τον Καποδίστρια δεινοπάθησαν σ ’ αυτόν τον τόπο. Το για τί, το είπαμε ήδη: Οι νάνοι νιώθουν καλύτερα όταν μετριούν ται με δική τους μετρική μονάδα. Και τα περί "ελληνικότητας" και τα τέτοια είναι απλώς τα ιθαγενή άλλοθι βαρβάρων που ποτέ δεν κατάλαβαν πως η "ελληνικότητα" είναι μια παγκό σμια μετρική μονάδα. Ο δια της "ελληνικότητας" βαρβαρισμός συνεχώς υποτρο πιάζει σ' αυτόν τον τόπο, που κάποιοι έχουν λόγους να τον διατηρούν υπανάπτυχτο. Α π ' το 1975 και μετά το "βαρβαρικό μας σύμπτωμα" μεταφέρθηκε απ’ τη λογοτεχνία και τις εικα στικές τέχνες στον κινηματογράφο. Είναι π χρονιά που ο Θό δωρος Αγγελόπουλος γνωρίζει στις Κάννες με το "Θίασο" ένα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του φεστιβάλ θρίαμβο (ήμουν αυτόπτης) και βγάζει αποτελεσματικά τον ελληνικό κι νηματογράφο απ' τον επαρχιώτικο του απομονωτισμό. Το γε γονός, αντί να προκαλέσει πανηγυρισμούς στη "μητρόπολη" γίνεται αφορμή για "συσπείρωση των νάνων", περίπου, όπως και στην ανάλογη περίπτωση του Καζαντζάκη: Κάποιοι νιώ θουν απειλημένοι, γιατί η μετρική μονάδα της "πνευματικότητάς" μας τείνει ν ' αλλάξει. Και ο Αγγελόπουλος γίνεται ένα "επικίνδυνο πρόσωπο" γιατί δε μας επιτρέπει να "βιώσουμε την ελληνορθόδοξη αυτάρκειά μας" και τον αφρικανοασιατισμό μας. Χτυπάτε τον, λοιπόν, μέχρι εξοντώσεως για να διατη
ρηθεί π νανική μετρική μονάδα και να νιώθουν καλά οι ανίκα νοι. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος; Κόψτε του το κεφάλι, και η ...ισότητα θα αποκατασταθεί. Η Ιερά Εξέταση πρωτοεμφανίστηκε στο Βυζάντιο κι όχι στη Δύση. Αλλά αυτό δεν μας συμφέρει να το λέμε, εμείς οι "νεοβυζανηνοί" πυρπολητές των κορυφών. Που δεν ψηλώσαμε ποτέ, ακριβώς γιατί κλαδεύουμε μονίμους τις κορφές. Το ορ θόδοξα διαμορφωμένο "δημοκρατικό μας αίσθημα" επιβάλ λει την προς τα κάτω ισότητα, που δεν είναι παρά ισοπέδωση επιβεβλημένη απ' τη θεολογική παραλλαγή του μαθηματικού νόμου που ορίζει ότι, "τα προς τρίτον (τον Θεό) ίσα, και αλλήλοις ίσα". Μια τέτοια "εν ταπεινότητι ισότητα" αποκλείεται να παράγει πολιτισμό, που είναι πάντα ένα ανέβασμα προς τις κορφές. Και μια κοινωνία που αρνείται τους κορυφαίους της αρνείται τον ίδιο της τον εαυτό. Την "περίπτωση Αγγελόπουλου" την αντιμετωπίζουμε σ’ αυ τό το κείμενο σαν ένα καθαρό και σαφές σύμπτωμα της ανι κανότητας της ελληνικής κοινωνίας να αποβάλλει τη μοναστική-κοινοβιακή της αντίληψη, όπου στο όνομα δυσκαθόριστων "αξιών" όλα τα ανομήματα είναι δυνατά. Είναι κάτι πα ραπάνω από βέβαιο πως οι εδώ "φύλακες των θεσμών" δεν είναι παρά δεσμοφύλακες του πολιτισμού, που τον θέλουν στα ταπεινά τους μέτρα, γιατί μόνο έτσι διαφυλάσσεται και συντηρείται η γενικευμένη μετριότητα. Ούτως εχόντων των αθλίων πραγμάτων σε μια χώρα όπου συνεχίζουν να κυριαρχούν οι άθλιοι, οι μικροί και οι ασήμαν τοι, μπαίνει αυτόματα το ερώτημα; Γιατί ol Ευρωπαίοι μπό ρεσαν να μετρήσουν τον Αγγελόπουλο στη σωστή του διά σταση; Το είπαμε ήδη: Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, όπως k o l ο αρχαιοελληνικός, είναι ένας πολιτισμός του δύσκολου, του μεγάλου και του κορυφαίου, ενώ ο νεοελληνικός πολι τισμός, αυτό που συνηθίσαμε να το ονομάζουμε έτσι, τέλος πάντων, συνεχίζει να είναι ένας πολιτισμός των "ταπεινών" δηλαδή των μέτριων και των ανίκανων, που διαπιστώνουν με έκπληξη το νανικό τους μπόι κάθε φορά που υποχρεω θούν να βγουν απ' τα σύνορα αυτής της χώρας. Για να μη νομιστεί πως αυτός που αποφάσισε να μετρή σει τον Αγγελόπουλο με ένα μέτρο ακατάλληλο για νάνους είναι ο υπογράφουν, που μάλιστα τυχαίνει να είναι παλιός και καλός φίλος του, κι ακόμα για να μη θεωρηθεί, καιπά-
λι, ένα κείμενο σαν αυτό, παραχώρηση και "ρουσφέιι" προς φίλους, από ανθρώπους τελείως ανίκανους να καταλάβουν πως οι πνευματικές αξίες ούτε παράγονται, ούτε διαφυλάσσονται, ούτε προάγονται μέσα σε παρεούλες, είμαι υποχρεω μένος να καταθέσω σαν τεκμήρια, τις μαρτυρίες αυτών ακρι βώς που έκαναν τον Αγγελόπουλο άλλον έναν "προφήτη" άστεγο μέσα στην ίδια του την πατρίδα. Λυπάμαι που θα στενοχωρήσω και πάλι πάρα πολλούς, αλλά επιτέλους πρέ πει να μάθουμε κι εδώ να σεβόμαστε και να τιμούμε τους άξιους. Σε έγκυρη ιταλική έκδοση με τον τίτλο "Εκατό φιλμ για να σωθούν" (από μια φανταστική ή και πιθανή καταστροφή) ο "Θίασος" καταλαμβάνει την 42η θέση στις καλύτερες ται νίες από καταβολής κινηματογράφου. Πριν από λίγα χρόνια, άλλωοτε, η Ένωση Ιταλών Κριτικών Κινηματογράφου ανα κήρυξε το "Θίασο" μια από τις δέκα καλύτερες ταινίες από υπάρξεως κινηματογράφου. Πάντα στην Ιταλία, που θεωρεί τον Αγγελόπουλο "δικό της άνθρωπο", μιας κι εμείς δεν κα ταφέραμε να τον θεωρήσουμε δικό μας για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, ο Γκοφρέντο Φόφι θεωρεί το "Θίασο" σαν το μόνο άψογα μαρξιστικό και διαλεκτικό φιλμ μετά τον κλα σικό σοβιετικό κινηματογράφο και το πιο υψηλό σημείο της κινηματογραφικής αναζήτησης της αριστερός τα τελευταία Xpovta.
Το Σεπτέμβρη του 75 ο Μπερτολούτσι διακόπτει το μοντάζ της ταινίας του "1900" και πηγαίνει στη Βενετία να γνωρίσει τον "αδερφό του", όπως τον χαρακτηρίζει, Αγγελόπουλο. Στη συνέχεια γράφει ένα διθυραμβικό κείμενο για τον Έλληνα συ νάδελφό του, Για το "Θίασο", επίσης, ένα εγκωμιαστικό κείμε νο γράφει ο Αντονιόνι, ενώ ο Οσίμα δημοσιεύει δυο πάρα πο λύ θετικές κριτικές, μια για το "Θίασο" και μια δεύτερη για τον "Μεγαλέξαντρο". Γι’ αυτή την ταινία γράφει επίσης και ο "αυτοκράτορας" Κουροσόβα. Ε, λοιπόν, όταν ασχολούνται μαζί σου μερικοί απ’ τους πιο μεγάλους συνάδελφους σου διεθνώς, αυτό σημαίνει, απλά και καθαρά, πως σε θεωρούν τουλάχιστον ισάξιό τους. Βέβαια, οι 290 απ’ τους 300 της ελληνικής Εταιρίας Σκηνοθετών Κινηματογράφου και Τηλεοράσεως δεν θεωρούν τον Αγγελόπουλο... ισάξιό τους. Αλλά, τι να κάνουμε; Εδώ είναι νεοορθόδοξα Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε. Ή , μάλλον, είναι και παίξε και γέλασε.
Τι άλλο σου απομένει να κάνεις μέσα σ’ αυτήν την καφρίλα; Ο Σεργκέι Γιου τκέβιτς, ένας απ' τους λίγους επιζώντες θε μελιωτές του σοβιετικού κινηματογράφου, σε συνέντευξή του σε μένα, δημοσιευμένη στην εφημερίδα "Βήμα" είχε πει πως θεώρησε υποχρέωσή του να πάει απ' τη Μόσχα στη Στοκχόλ μη για να δει τον άπαιχτο στην Ε Σ Σ Δ "Θίασο". Επιστρέφοντας, τούτος ο βετεράνος, τούτο το ζωντανό μνημείο των πρώ των χρόνων της ιστορίας του κινηματογράφου, έγραψε για τον Αγγελόπουλο ένα συγκλονιστικό κείμενο, δημοσιευμένο στο βιβλίο του "Μοντέλα πολιτικού κινηματογράφου" (έκδο ση Σύγχρονη Εποχή, μετάφραση Λίντα Πρόκου). Ό ταν μι λάει για σένα, όπως μιλάει, ένας απ' αυτούς που έφκιαξαν τον κινηματογράφο τέχνη, έχεις κάθε δικαίωμα να δίνεις φάπες στους νάνους που ψελλίζουν τραυλά τον "κριτικό" τους λόγο. Και όσες πιο πολλές φάπες εισπράξουν, τόσο το καλύτερο. Γιατί κάποτε πρέπει να μας αδειάσουν τη γωνιά, τούτοι οι κο ριοί, που στο όνομα της "ελληνικότητας" δε λεν ν' αφήσουν τόποτα όρθιο σε τούτον τον έρμο τόπο. Λοιπόν, σε πείσμα ό λων των νάνων εμείς θα συνεχίσουμε ν ' αγωνιζόμαστε ν' αλ λάξουν τα νανικά μέτρα και σταθμό, για να μπορούν επιτέλους κάποτε να μας μετρούν σαν Ευρωπαίους. Αν, τώρα, οι "Έ λ λ η νες" συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τον Θόδωρο Αγγελόπουλο σαν μη·’Ελληνα, τόσο το καλύτερο για τον Αγγελόπουλο και τόσο το χειρότερο για τους Έλληνες. Ό ταν όλοι οι κοριοί θάχουν πεθάνει, τα λιοντάρια θα συνεχίσουν να ζουν. 7/10/84
JO.
ο,ΤΙ ΛΑΜΠΕΙ
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΕΙΝΑΙ ΧΡΥΣΟΣ
Το χρυσάφι είναι μέταλλο. Κι ο σίδηρος είναι μέταλλο. Και ο χαλκός είναι μέταλλο. Και ο υδράργυρος είναι μέταλλο. Ωστόσο, το μέταλλο χρυχός απόχτησε, έναντι όλων των άλ λων μετάλλων, προνόμια εντελώς ξεχωριστά και σκανδαλώδη, μποίνοντας έτσι επικεφαλής όχι μόνο της οικογένειας των φυ σικών στοιχείων που λέγονται μέταλλα αλλά και ...και του αύμπαντος κόσμου! Το χρυσάφι είναι ο Θεός στη μεταλλική του μορφή. 'Αλλωστε, το χρυσό άγαλμα ή η χρυσωμένη εικό να ενός Θεού είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να επιθυμήσει αυτός ο Θεός σαν δείγμα τυφλής πίστης απ’ τη μεριά των πι στών, που συγχέουν το χρυσάφι με το Θεό, βάζοντας το ένα στη θέση του άλλου, και προκαλώντας έτσι ένα μόνιμο μπέρ δεμα ανάμεσα στα γήινα και τα υπεργήινα. Βέβαια, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Αλλά, ό,τι είναι χρυ σός λάμπει. Με τρόπο κυριολεκτικό και μεταφορικό. Και τού τη ακριβώς η λάμψη είναι που τύφλωσε κόσμο και κοσμάκη: Ποιός πιστός είδε το Θεό και δε στραβώθηκε; Ποιος πιστός του χρυσού έπιασε χρυσάφι στα χέρια του και δεν ένιωσε να καιν τα δάχτυλά του; Να ανεβαίνει ο σφυγμός του; Να πετούν αστράκια τα μάτια του; Να τούρχεται ξαφνική ακράτεια ούρων και δακρύων; Να τον πιάνει λόξυγκας; Να τον κόβει κρύος και ζεστός ιδρώτας εναλλάξ; Ο χρυσός είναι ο αρχαίος μάγος της φυλής που μεταμορφώθηκε σε μέταλλο, για να βασανί ζει τα ταλαίπωρα ανθρωπάκια, που ακόμα ζουν σε ημιβάρβαρη κατάσταση. Γιατί οι άλλες βαρβαρότητες είναι παράγωγες τούτης της αρχικής: Αποκλείεται να λατρεύεις το χρυσό και να ισχυρίζεσαι πως είσαι πολιτισμένος. Λοιπόν, κρατηθεί-
τε μακριά απ' τους χρυσολάτρες. Είναι ανθρωποφάγοι μεταμ φιεσμένοι σε ευπρεπείς κυρίους. Από πού παίρνει τη δύναμή του ο χρυσός; Από κάποιες φυ σικές του ιδιότητες: Είναι μέταλλο σπάνιο, παίρνει εύκολα το σχήμα που θα του δώσεις (ακόμα Και το σχήμα της καρδιάς σου) και είναι ανοξείδωτος. Το γεγονός πως το χρυσάφι δε σκουριάζει, σημαίνει πως δε χάνει το βάρος του, πράγμα εξαιρετικά χρήσιμο για σταθε ρές συναλλαγές με σταθερό νόμισμα. Και δεν υπάρχει σταθε ρότερο νόμισμα απ' το χρυσό νόμισμα. Κάποτε, όλο τα "καλά" νομίσματα ήταν χρυσά, όλα τα δεύτερης ποιότητας αργυρά, κι όλα τα ευτελή μπακιρένια ή νικέλινα. Σήμερα, όλα τα καλά νομίσματα είναι ...δολάρια. Αφού η ανθρωπότητα πέρασε την περίοδο του σιδήρου, του χαλκού, του ορειχάλκου, του χρυσού, μπαίνει τώρα στην περί οδο του δολαρίου, που σε τελική ανάλυση σημαίνει περίοδος του χαρτιού, αφού το δολάριο είναι χαρτονόμισμα. Ο χρυσός σαν νόμισμα παρήκμασε οριστικά λόγω γήρατος, καί σήμερα ζει κυρίως στη μορφή ράβδων (κοίτα λέξη που βρήκαν οι χρυσομπαστουνόβλαχοι!) και κοσμημάτων, που κοσμούν κυρίες ολικά ανεπίδεκτες διακοσμήσεως. (Πώς διάολο να διακοσμή σεις με χρυσάφι ένα λαιμό με πέντε διπλές;) Ωστόσο, μέχρι το τέλος του Α ’ Παγκοσμίου Πολέμου το χρυσό νόμισμα κυριαρχούσε απολύτως στις Τράπεζες και τα χρηματιστήρια, τούτους τους καθεδρικούς ναούς του καπι ταλισμού. Κάθε νομισματική μονάδα, ακόμα κι όταν δεν ήταν χρυσή, όπως η χρυσή λίρα Αγγλίας για παράδειγμα, αλλά χάλκινη ή χάρτινη, είχε στην Τράπεζα ένα "αντίκρυσμα εις χρυσόν". Που σημαίνει πως, η δραχμή π.χ„ αντιστοιχούσε κά ποτε προς Α γραμμάρια χρυσού, που έπρεπε να υπάρχουν στην Τράπεζα, η οποία και όφειλε να σου αλλάξει τις δραχμές με χρυσάφι, αν το ζητούσες. Αυτός είναι ο περίφημος "χρυ σός κανόνας" στην κλασική του μορφή. Λέγεται κανόνας για τί ήταν υποχρεωτικός για ολόκληρη την υφήλιο, και χρυσός όχι γιατί ήταν ένας κανόνας τέλειος, αλλά διότι πατούσε γερά πάνω στο γερό χρυσάφι, που ήταν το τσιμέντο στο μπετόναρμέ της καπιταλιστικής οικονομίας, που τότε ήταν διεθνής οικονομία. Όμως, η αποικιοκρατική πολιτική κλόνισε τα χρυσά θεμέ λια της χρυσής καπιταλιστικής οικονομίας. Κι από τότε, όλα
τα μερεμέτια που έγιναν δε στάθηκαν ικανά να επανεγκαταστήαουν το χρυσάφι στον παλιό του θρόνο. Γιατί; Διότι οι αποικιοκράτες στράγγιζαν τις αποικίες απ' το χρυσάφι, κι έτσι η παγκόσμια καπιταλιστική αγορά χρύσωσε απ' άκρου εις άκρον. Τα χρυσάφι δεν ήταν πια σπάνιο μέταλλο. Ή , μάλλον, ήταν λιγότερο σπάνιο απ' ό,τι προηγουμένως. Και το σημαντι κότερο, παρόλες τις προσπάθειες που έγιναν και γίνονται, κα νείς δεν μπόρεσε να ελέγζει τις ποσότητες χρυσού που κυκλο φορούν στη διεθνή αγορά χρυσού: Κάθε καινούργιο χρυσορυχείο σε μια καινούργια αποικία αναστατώνει την αγορά χρυ σού, και τούτη η αναστάτωση, σε συνδυασμό με την επιθυμία απόχτησης αποικιών απ' αυτούς που δεν είχαν (η Γερμανία ήταν δυστυχέστατη απ' αυτήν την άποψη), οδήγησε στον Α ' Παγκόσμιο Πόλεμο, που ήταν πόλεμος μεταζύ αρπαχτικών και, φυσικά, "καυγάς για το πάπλωμα". Η πίστη στην αξία του "χρυσού κανόνα" χάθηκε για πάντα, και ο καπιταλισμός βρέθηκε ξαφνικά χωρίς θεμέλια. Το κραχ του 1929 έδωσε τη χαριστική βολή στο "χρυσό κανόνα", αλλά τα πράγματα στη συνέχεια μπαλώθηκαν όπως όπως με μια καινούργια καπιταλιστική εφεύρεση: Τον "κανό να χρυσού καλύμματος", που διαφέρει απ' το "χρυσό κανόνα" κατά το ότι, τώρα πια, τα νομίσματα δεν είναι ανταλλάξιμα με χρυσό, ενώ ο χρυοός γενικά μπαίνει σε καραντίνα ως άκρως επικίνδυνος για τη σταθερότητα της οικονομίας, εξαιτίας της αστάθειάς του. Η αγορά ίου χρυσού, που προηγουμένως ήταν τελείως ελεύθερη, απ' το τέλος του Α ' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά μπαίνει uno αυστηρό τραπεζικό έλεγχο, με συνέπεια ένα όργιο χρυσής μαύρης αγοράς. Ο "κανόνας χρυσού καλύμματος" για να λειτουργήσει προϋ ποθέτει την ύπαρξη στα θησαυροφυλάκια των Τραπεζών ράβ δων χρυσού, που δε μετατρέπονται σε νομίσματα, ούτε αν ταλλάσσονται, αλλά παραμένουν στο αιώνιο σκότος των τρα πεζικών υπογείων, αποτελώντας το μέγιστο και ύψιστο κρα τικό οικονομικά απόρρητο: Υποτίθεται πως μια Εκδοτική Τρά πεζα πρέπει να είναι ενήμερη για τα αποθέματα μιας άλλης σε χρυσό, αλλά καμιά δεν ξέρει τ' συμβαίνει στα υπόγεια της άλλης. Ο καπιταλισμός πέρασε στη μαύρη φάση των σκοτει νών σπηλαίων, κι όλα τώρα μαγειρεύονται σ ' αυτά τα απρο σπέλαστα σκοτεινά υπόγεια θησαυροφυλάκια. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες πως τα περισσότερα κρατι
κά θησαυροφυλάκια είναι κενά ή ελλιποβαρή σε χρυσό. Αν αυτό είναι αλήθεια, όλο το καπιταλιστικά οικοδόμημα στη ρίζεται σε θεμέλια ανισόρροπα. Βεβαίως, ο καπιταλισμός συνεχίζει να λειτουργεί, αλλά όχι πια με τρόπο αυτοματικό, όπως την παλιά καλή εποχή του κλασικού "χρυσού κανόνα". Λειτουργεί χάρις σε διακανονισμούς και διευθετήσεις, χάρις σε συμβούλια και παραουμβούλια εθνικά και διεθνή. Το λόγο τώρα πια δεν τον έχει ο απρόσωπος και παντοδύναμος χρυσός αλλά οι οικονομολόγοι που, σαν άνθρωποι, και λάθη κάνουν, και κλοπές κάνουν, και κομπίνες κάνουν, κοι... λάδι καταβρο χθίζουν - κυρίως εδώ, στην Ελλάδα, όπου το λάδι και το λά δωμα είναι τα δυο κύρια εθνικά προϊόντα, (Ο ευρών Έλληνα τραπεζίτη αλάδωτο, να περάσει απ' τα γραφεία μας να παρα λαβές ως εύρετρα, χρυσούν ωρολόγιον για να κοιτάει την ώρα της Ιστορίας, που εδώ στην Ελλάδα πάει σταθερά πίσω), Ο "κανόνας χρυσού καλύμματος" υποτίθεται πως καλύπτει το κυκλοφορούν νόμισμα: Μπορεί να μην μπορούμε να ανταλ λάξουμε τα νομίσματα μας σε χρυσό, όπως παλιά, όμως πρέ πει να κοιμούμαστε ήσυχοι, λεν οι ανήσυχοι οικονομολόγοι. Διότι δεν πρέπει να νομίζουμε πως τα νομίσματά μας δεν έ χουν το νόμιμο κάλυμμά τους στο υπόγειο της Τράπεζας. Έλα, όμως, που δεν μας αφήνουν να εισχωρήσουμε στα ά δυτα των αδύτων του καπιταλισμού, και να ζυγίσουμε το χρυ σάφι που μας καλύπτει, μ' αποτέλεσμα να αισθανόμαστε μονίμως ακάλυπτοι. Άλλωστε, ποιος μπορεί να μας βεβαιώσει πως η Εκδοτική Τράπεζα (αυτή που εκδίδει το νόμισμα, και στην περίπτωση της Ελλάδας, η Τράπεζα της Ελλάδος) δεν παράγει, με τη λιθογραφική μέθοδο, νομίσματα με τη σέ σουλα; Πατάς το κουμπί, και η νομισματομηχανή μπαίνει μπροστά, αδιαφορώντας πλήρως, ως καλή μηχανή, αν υπάρ χει ή δεν υπάρχει κάλυμμα στους υπονόμους της οικονομίας, που είναι συνεχώς υπονομευμένοι από τότε που ο κλασικός "χρυσός κανόνας" έπεσε στα πεδία των μαχών του Α ' Παγκο σμίου Πολέμου. Ό ταν ο κλασικός "χρυσός κανόνας" χρεοκόπησε, και η πονηρή παραλλαγή του, ο "κανόνας χρυσού καλύμματος" αποδείχτηκε ανεπαρκής, ο πάντα εφευρετικός καπιταλισμός τράβηξε απ' το μανίκι του τον άσσο σπαθί: Τον "κανόνα χρυ σού συναλλάγματος". Που σημαίνει πως δεν πειράζει αν μια χώρα δεν έχει στις χρυσαποθήκες της χρυσάφι. Αρκεί να έ
χει συνάλλαγμα, που στη χώρα καταγωγής του είναι καλυμ μένο με χρυσάφι — είδαμε με ποιόν αμφίβολο τρόπο. Το πιο "σωστά'' καλυμμένο με χρυσάφι συνάλλαγμα υποτί θεται πως είναι το δολλάριο. Ά ρ α, αν δεν έχω χρυσάφι κι έχω δολάρια είναι σαν να έχω χρυσάφι. Όμως, άλλα τα μάτια του λαγού {του χρυσού) κι άλλα της κουκουβάγιας {της Αμερι κής). Ωστόσο, η κουκουβάγια με το πίεσε και ξαναπίεσε, εκ βίασε και ξαναεκβίασε, πέταζε το χρυσό απ' τη διεθνή χρημα ταγορό και στη θέση του έβαλε το "οιονεί χρυσό" δολάριο. Αυτό, η Αμερική το πέτυχε με τον έλεγχο της παγκόσμιας αγοράς χρυσού: Όταν έχεις την ευχέρεια να αγοράζεις χρυ σάφι, έχεις και τη συναγόμενη ευχέρεια να το κυκλοφορείς ή να μην το κυκλοφορείς, και συνεπώς να επιβάλλεις τους όρους ατην αγορά χρυσού. Κάτω απ' αυτόν τον εκβιασμό, όλα τα δυτικά κράτη, με βαριά καρδιά και σκοτισμένο για το κα θόλου ευοίωνο μέλλον νου, υπέκυψαν τελικά και δέχτηκαν το δολάριο σαν "οιονεί χρυσάφι". Το κόλπο οι Αμερικανοί το εφάρμοσαν κατ’ αρχήν στις υπό ανάπτυξιν (διάβαζε υπανάπτυχτες) χώρες που έτσι κι αλλώς δεν είχαν χρυσάφι. (Πού να το βρουν; Άφησαν τίποτα για τους "ιθαγενείς" τα τρωχτικά;). Οι υπνάπτυχτες χώρες μπορεί να μην είχαν χρυσάφι, είχαν όμως "εθνικά" νομίσματα. Ανπερίμεναν ν' αποχτήσουν πρώτα χρυσάφι κι ύστερα καλυμμένο με χρυσάφι νόμισμα, δεν θα εί χαν ούτε νόμισμα, πράγμα εντελώς αδύνατο γιατί το νόμισμα, καλυμμένο με χρυσάφι ή με φρέσκο αέρα, είναι απολύτως α ναγκαίο για την οικονομία μιας χώρας. Και το φρέσκο αέρα τους τον πούλησαν οι Αμερικανοί υπό μορφήν "εγγυημένων" δολαρίων. Εγγυημένων όχι απ' τον αμερικανικό χρυσό αλλά απ' την αμερικάνηκη ισχύ. Μ ’ άλλα λόγια, η δύναμη πήρε τώρα τη θέση του χρυσού, κι έτσι ο χρυ σός, καθώς μετατράπηκε ολόκληρος σε δύναμη, μεταστοιχειώ θηκε στην πιο απόλυτη κυριολεξία. Επιτέλους, το πανάρχαιο όνειρο της δια του χρυσού ισχύος είναι τώρα μια οδυνηρή πραγματικότητα, Η συνταγή είναι μάλλον απλή: Πρώτα αρπάζεις το χρυσάφι του κόσμου κι αφού αποχτήσεις ισχύ μ ' αυτό δίνεις στους υπανάπτυχτους την ισχύ για να καλύψουν το νόμισμά τους και κρατάς το χρυσάφι για λογαριασμό σου, για να το κλωσή σουν οι χρυσοτόκες όρνιθες, οι Τράπεζες, που θα εκκολάψουν
καινούργια ισχύ, που θα την εξάγεις αυτή τη φορά σε λ ι γότερο υπανάπτυχτους και στη συνέχεια σε πρώην ανα πτυγμένους — μέχρι που να ολοκληρωθεί η παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου και τα εθνικά νομίσματα να μπουν στα νομισματικά μουσεία, έτσι για να θυμόμαστε ότι κάποτε υπήρχε δραχμή, φράνκο, μάρκο κλπ. Οι καταχτήσεις δεν γί νονται πια με στρατούς. Το σημερινό όνομα του Τζένκις Χαν είναι Ροκφέλερ. Δυστυχώς, όμως, για τη "ζώνη του δολαρίου" (την επικρά τεια του δολαρίου), υπάρχουν κάποια όρια στον ιμπεριαλιστι κό δολαριακό επεκτατισμό. Είναι τα σημερινά σύνορα με τις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Που αν δε γκρεμιστούν σύν τομα, το δολάριο θα πεθάνει από ασφυξία καθώς δε θα βρί σκει πια ζωτικό χώρο για την απολύτως αναγκαία επέκτασή του. Το παλιό πρόβλημα του "ζωτικού χώρου" που γέννησε δυο παγκοσμίους πολέμους, ετοιμάζεται να γεννήσει κι έναν τρίτο. 14/10/84
31. ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΤΗ
0 Λένιν έλεγε πως οι Τράπεζες είναι "το κεντρικό νευ ρικό σύστημα του καπιταλισμού". Δηλαδή, ο εγκέφαλός του. Ο Άνταμ Σμιθ, ο μεγάλος δάσκαλος του Μαρξ, στο μμηνειώδες έργο του "Έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών", που εκδόθηκε το 1776, δεν κάνει τίποτα περισ σότερο απ' το να μελετάει τον τρόπο άρθρωσης και λειτουρ γίας του τραπεζικού συστήματος (BANKING ), η καλή λει τουργία του οποίου, κατά τον Σμιθ, δημιουργεί αυτό που ορίζει ο τίτλος του έργου του: τον πλούτο των εθνών. Δε χαίρει αμφιβολία πως οι Τράπεζες ήταν, και συνεχί ζουν να είναι οι μεγάλοι ναοί του καπιταλισμού, όπου πάντα γίνονται έμμεσα ανθρωποθυσίες στους μεγάλους αρχαίους Θεούς, το Χρυσό Βόδι, το Χρυσό Φίδι, το Χρυσό Γουρούνι, το Χρυσό Γάιδαρο, Βέβαια, ο καπιταλιστής μπορεί να πιστεύει και σ ’ ένα δεύτερο Θεό, πιο πνευματικό. Αλλά αυτός έρχεται πάντα δεύτερος και καταϊδρωμένος. Για τον καπιταλιστή, ένας είναι ο Θεός, το Χρήμα, και Προφήτης αυτού ο Τραπεζίτης. Ο σύγχρονος τραπεζίτης είναι αργή μετεξέλιξη του μεσαιω νικού αργυραμοιβού, κοινώς σαράφη, που υπήρχε αταβιστικά μέχρι πρόσφατα και ήταν στημένος έξω απ' τις Τράπεζες και τα Χρηματιστήρια, ίσα ίσα για να θυμίζει στους μοντέρνους σαράφηδες την παλιά τους καταγωγή. Και καθώς δεν είναι καθόλου καλό να σου θυμίζουν την ταπεινή σου καταγωγή, οι μοντέρνοι σαράφηδες εκδίωξαν τους παλιούς απ' τα πόστα τους επί του πεζοδρομίου. Κι έτσι το B A N K IN G δεν κάνει, πια, πεζοδρόμιο. Νοίκιασε διαμέρισμα κι έγινε κοκότα πολυ τελείας, που, στην πιο απόλυτη κυριολεξία, "εκδίδεται επί
χρήμαοι": Παίρνει ό,τι μπορεί να σου πάρει και εκδίδει "τίτ λους", χρεόγραφα, τραπεζογραμμάτια κι άλλα τέτοια πονηρά, εντελώς ακατάλληλα για κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο. (Τράπεζα σημαίνει στην κυριολεξία τραπέζι: είναι ο παλιός πάγκος του αργυραμοιβού). Ωστόσο, οι Τράπεζες, μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έπαιξαν τον πρώτο και κύριο ρόλο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Τον i & lo σημαντικό ρόλο συνεχίζουν να παίζουν και σήμερα, αλλά με έναν τρόπο πάρα πολύ διαφορε τικό απ' τον "κλασικό", που θα τον δούμε στη συνέχεια. Οι σαράφηδες του Μεσαίωνα, στην αρχή στην Ιταλία και στη συνέχεια στη Γερμανία, έπαιρναν απ' αυτούς που τους δά νειζαν χρήματα, μια απόδειξη που έλεγε πως ο "κομιστής" (αυτός που σου την φέρνεΟ χρωστάει στο σαράφη Α ποσό χρημάτων, συνήθως πολύ μεγαλύτερο απ' αυτό που πράγμα τι χρωστούσε ο οφειλέτης. (Ο Σαίξπηρ περιέγραψε με τρόπο μεγαλοφυή τούτη την κατάσταση στον "Έμπορο της Βενετί ας”, και ο Σάυλοκ έγινε συνώνυμο του σαράφη). Ο τόκος και η τοκογλυφία κάνουν τη μεγαλοπρεπή καταστροφική τους εμφάνιση, στην αρχή μάλλον στη Βενετία και σε λίγο σ ’ όλη την Ευρώπη. Με τον καιρό, που δεν ήταν και πολύ μακρύς, ο σαράφης κατάλαβε πως τα χαρτιά που έπαιρνε από τους οφειλέτες θα μπορούσαν να αλλάζουν χέρια, κι όχι να τα κρατάει μονίμως ο όδιος, Δηλαδή ο οφειλέτης μπορούσε τώρα να χρωστάει όχι στον αρχικό πιστωτή, αλλά σ ' ένα δεύτερο. Κι έτσι τούτα τα χαρτιά απόχτησαν αξία. Έγιναν "αξίες", όπως και σήμερα λέ με κάθε τραπεζικά εγγυημένο χαρτί που μπορείς να το εξαργυ ρώσεις σε μια δεδομένη στιγμή. Η "αξία" δεν ήταν χρήμα, ήταν "οιονεί χρήμα" (κάτι σαν χρήμα). Το κυρίως χρήμα ήταν το χρυσάφι, που γυρνούσε πάντα στα χέρια του σαράφη, αφού αυτός που το δανειζόταν έπρεπε να του το επιστρέφει αυξημένο κατά τον τόκο. Μόνο που τώρα πια, με την κυκλοφορία των "αξιών", το χρυσάφι δεν το χρωστούσε ο οφειλέτης στον αρχικό σαράφη, αλλά στον τελευταίο κάτοχο της απόδειξης, ο οποίος στο μεταξύ μπορεί να είχε δανείσει την "αξία" σ ' έναν άλλο, ή να είχε πλη ρώσει το χρέος του όχι με χρυσάφι, που ήταν το κυρίως χρή μα, αλλά με χαρτί που ήταν κάτι σαν παραχρήμα. Που με τον καιρό έγινε επίσημο χρήμα, ενώ το χρυσάφι περιορίστηκε στο
ρόλο του "καπέλου": Κάλυπτε με το βάρος του το χαρτονό μισμα, που δημιουργήθηκε με τον παραπάνω τρόπο, και εγγυόταν με την ύπαρξή του στις αποθήκες του σαράφη στην αρχή και της Τράπεζας μετά, την αξία του χαρτονομίσματος, που αλλιώς θα έμενε σκέτο χαρτί άνευ αντικρύσματος, δηλαδή άνευ χρυσής καλύψεως, που αποτελούσε κάποτε προϋπόθεση για κάθε "καλό" και φερέγγυο χαρτονόμισμα. Η χρησιμότητα του τραπεζικού συστήματος που δημιούργη σαν εμπειρικό οι σαράφηδες, είναι προφανής: Ό ταν οι ίδιοι δεν είχαν τη διάθεση να γίνουν έμποροι ή βιομήχανοι, μπορού σαν να βοηθήσουν άλλους να γίνουν, δανείζοντας τους με τό κο χρήματα. Μ' άλλα λόγια, οι σαράφηδες και οι διάδοχοί τους, κράτησαν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να παράγουν Και να εμπορεύονται το χρήμα, κι άφησαν για άλλους την πα ραγωγή και το εμπόριο των προϊόντων. Κι αφού το εμπόριο και η βιομηχανία συνεχίζουν να εξαρτούν την προκοπή τους απ' το δανειοδότη, είναι φανερό πως αυτός σε τελική ανάλυ ση κανονίζει και το εμπόριο και τη βιομηχανία. Καταλαβαίνου με τώρα καλύτερα τη σημασία της ρήσης του Λένιν: Οι Τρά πεζες είναι το κεντρικό νευρικό σύστημα του καπιταλισμού. Όπως κάθε νευρικό σύστημα, έτσι και το τραπεζικό παθαί νει κάπου κάπου κρίσεις νευρικές, κρίσεις υστερικές, ακόμα και κρίσεις που καταλήγουν στην αυτοκτονία, δηλαδή, το κραχ. Αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Διότι όσες Τράπε ζες κι αν χρεοκοπήσουν, θα δημιουργηθούν καινούργιες. Το επιβάλλει η ανάγκη. Κι αν στο μεταξύ φαλιρίσουν μερικές εκα τοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, εξαρτημένες απ' την πεθαμένη τράπεζα, κι αν αυτοκτονήσουν μερικές χιλιάδες επιχειρημα τίες, όπως το 1929, αυτό και πάλι δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να ζήσει και να ευημερήσει ο καπιταλισμός, ερήμην και των καπιταλιστών, κι αυτό είναι που δε θα καταλάβουν ποτέ οι καπιταλιστές: Ο καπιταλισμός, ο δικός τους καπιταλισμός, τους έχει γραμμένος στα πιο παλιά απ' τα παλιά του τα παπού τσια. Ο καπιταλισμός πατάει επί πτωμάτων, μηδέ των τυμπανιαίων πτωμάτ&ιν των καπιταλιστών εξαιρούμενων. Στην αρχή της εμφάνισής τους ατον ύστερο Μεσαίωνα, οι πρωτόγονες ακόμα Τράπεζες περιορίζονταν σ' έναν και μόνο ρόλο: Σ' αυτόν της διακίνησης του χρήματος, της διευκόλυν σης της κυκλοφορίας του. Είναι φανερό πως ο έμπορος ή ο βιομήχανος δεν μπορεί να περιμένει να μαζέψει δικό του χρή
ματα, απ’ τα κέρδη, για να επεκτείνει την επιχείρησή του. Α υ τό, βέβαια, γίνονταν μέχρι το Μεσαίωνα. Και γιαυτό ακριβώς ο Μεσαίωνας δεν μπορούσε να προκόψει οικονομικά. Έ πρε πε να βρεθεί τρόπος να αποχτήσεις χρήματα πριν αποχτήσεις κέρδος. Κι αυτό είναι ένα αναποδογύρισμα της παλιάς σχέσης ανάμεσα στο προϊόν και το κέρδος: Πρώτα, προηγούνταν το προϊόν, που με την πώληση t o u έδινε κέρδος. Τώρα, προηγεί ται το χρήμα, και με την επένδυσή του σε παραγωγικές επι χειρήσεις (που τις "ντύνεις", τις ενδύεις σα ζεστό παλτό) δημιουργείται το εμπόρευμα, που όταν πουληθεί θα δώσει κέρ δος, απ' το οποίο θα εξοφληθεί και ο δανειστής. Οι Τράπεζες, λοιπόν, στον παραδοσιακό τους ρόλο, εκπλή ρωσαν μια οικονομική, και συνεπώς κοινωνική αποστολή κο λοσσιαίας σημασίας: Έγιναν οι "αποθήκες χρήματος" για ό σους είχαν μεν εμπορικό και βιομηχανικά σχέδια και φιλο δοξίες, όχι όμως και το αναγκαίο χρήμα για να τις πραγμα τοποιήσουν. Ωστόσο, όλοι ξέρουμε πως οι Τράπεζες δε δανείζουν σ ' όποιον κι όποιον. Δανείζουν σ ' αυτόν που, είτε είναι ήδη πλού σιος και θέλει να γίνει πλουσιότερος με μια επέκταση της επι χείρησής του, είτε στήνει μια καινούργια επιχείρηση, εγγυη μένα κερδοφόρα. Αν, π.χ., φκιάξεις μια βιομηχανία παραγω γής τσίχλας θα πάρεις εύκολα δάνειο, γιατί υπάρχουν πολλά μυρηκαστικά σ ’ ετούτο τον κόσμο, που εγγυώνται την επιτυ χία της τσιχλοφάμπρικας.* Όμως, αν φκιάξεις ένα γηροκο μείο, ή έναν παιδικό σταθμό, ή ένα δημόσιο δρόμο ή ένα πάρ κο, ή ένα σχολείο, θα δυσκολευτείς να πάρεις δάνειο απ' την Τράπεζα, γιατί οι Τράπεζες πολύ λίγο νοιάζονται γιαυτό που ονομάζουμε "κοινωνικές ανάγκες". 'Αλλωστε, όντας κερδο σκοπικές-εμπορικές επιχειρήσεις είναι φυσικό να ενδιαφέρονται κατ' αρχήν για το δικό τους συμφέρον, που μόνο παρεμ πιπτόντως θα μπορούσε να είναι και κοινωνικό συμφέρον. Στην αρχή της εμφάνισής τους, οι Τράπεζες δημιούργησαν μια μεγάλη αισιοδοξία για τον κοινωνικό τους ρόλο, που εν μέρει τη συμμερίζεται και ο Άνταμ Σμιθ. Με τον καιρό όμως φάνηκε πως δεν κάνουν το χρήμα να κυκλοφορεί με λογικό τρόπο, αφού οι φιλόδοξοι αλλά άφραγκοι επιχειρηματίες κρατιούνται έξω απ' το μεγάλο παιχνίδι. Οι τράπεζες βοηθούν στη συγκέντρωση του κεφαλαίου και όχι στη δημιουργία νέων και συχνά αναγκαίων επιχειρήσεων. Μ ' άλλα λόγια δίνουν εύ-
κόλα δάνεια στους μεγαλοεπιχειρηματίες και δύσκολα στους μικροεπιχειρηματίες, που πρέπει να βρουν άλλους τρόπους να γίνοσν κι αυτοί μεγάλοι, όπως π.χ. η απάτη και η κλοπή. Ό ταν οι Τράπεζες σήμερα δανείζουν βραχυπρόθεσμα, ση μαίνει πως περιορίζονται ακόμα στον παραδοσιακό ρόλο του διακινητή και διανομέα χρήματος. Όταν όμως αρχίσουν να δανείζουν μακροπρόθεσμα, σημαίνει πως έχουν πονηρούς σκο πούς . Που δε συνίστανται στο περισσότερο από τόκους χρή μα που θα σου πάρουν, γιατί αυτό θα μπορούσαν εύκολα να το πάρουν δανείζοντας τα χρήματα αλλού. Το κάνουν γιατί θέ λουν να είσαι πάντα εξαρτημένος απ' αυτές και να μην μπο ρείς να κάνεις βήμα χωρίς τη "σύμφωνη γνώμη τους". Να, λοιπόν, που η Τράπεζα γίνεται έμμεσα, αλλά σαφέστατα, κύ ριος και αφέντης τόσο τοσ εμπορίου όσο και της βιομηχανί ας. Ο τραπεζίτης είναι ο "δυνάμει" συνεταίρος. Που δε θ’ αρ γήσει να γίνει και "ενεργεία" συνεταίρος, δηλαδή συνεταίρος για τα καλά. Έτσι, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Τράπεζες αρχίζουν να ιδρύουν δικές τους εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις: Τώρα πια, Γιάννης κερνάει (το χρήμα) και Γιάν νης πίνει (τα κέρδη της παρατραπεζικής επιχείρησης). Ά λ λ ω στε, τη διεύθυνση των τραστ την είχαν πάντα, κατ' ανάγκην, οι Τράπεζες, αφού αυτές ήταν οι διαμεσολαβητές για την ενοποίηση (τραστοποίηση) των μεγάλων επιχειρήσεων. Σήμερα, κανείς πια δεν μπορεί να ορίσει με σαφήνεια τα όρια των τραπεζικών εργασιών: Αρχίζουν απ' το να σου παίρνουν προς "φύλαξη" το δημοσιοϋπαλληλικό χιλιάρικο που θα καταθέσεις σε λογαριασμό ταμιευτηρίου (μάζευε κι ας είν' και ρόγες) και φτάνουν μέχρι την πολεμική βιομη χανία και το διαστημικό πρόγραμμα. Η Τράπεζα έχει γίνει το μυριοπόδαρο χταπόδι tou καπιταλισμού, που απλώνει τα μικρά και μεγάλα πλοκάμια του παντού, στη γη και στον ουρανό, στη στεριά και τη θάλασσα, στην ειρήνη και στον πόλεμο, στους μικρούς και τους μεγάλους. Η Τράπεζα εί ναι πάνω απ' όλα και πάνω απ' όλους υπερεξουσία που ελέγ χει τη μοίήα του κόσμου. Ποιος θα τόλεγε πως οι παλιοί σαράφηδες θάφταναν μια μέρα να γίνουν υπερκράτος — και παρακράτος; Το κράτος, για να προφυλάξει τα νώτα του απ' αυτή την παντοδυναμία των Τραπεζών ίδρυσε, έγκαιρα, δικά του πι
στωτικά ιδρύματα: τις αποταμιευτικές Τράπεζες και τους πι στωτικούς συνεταιρισμούς. Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, π.χ., είναι μια κρατική αποταμιευτική Τράπεζα που "φτάνει παντού", και η Αγροτική Τράπεζα είναι ένας πιστωτικός ορ γανισμός που συνεργάζεται με τους γεωργικούς συνεταιρι σμούς και που σκοπό έχει τη δανειοδότηση αποκλειστικά της οικονομικά επισφαλούς αγροτικής οικονομίας. Όμως, μετά τον πόλεμο, αυτά τα κρατικά πιστωτικά ιδρύ ματα επεξέτειναν τόσο τις δράστηριότητές τους, που τώρα πια κάνουν ό,η και οι εμπορικές (ιδιωτικές) Τράπεζες, εκτός απ’ το να δέχονται καταθέσεις όψεως. Σήμερα, στον κόσμο, είναι τόσες πολλές οι κρατικές ή υπό κρατικό έλεγχο πιστω τικές, επενδυτικές, στεγαστικές κλπ. Τράπεζες, που ανα ρωτιέται κανείς πού βρίσκουν το θράσος οι καπιταλιστές να διεκδικούν δανειοδοτήσεις με χρήματα που ανήκουν στο κρά τος, και ποίά υποχρέωση έχει το κράτος, δηλαδή η κοινωνία, να τους στηρίζει. Να γιατί είναι πάντα χρήσιμη στο κεφάλαιο μια δεξιά κυ βέρνηση: Εγγυάται τη συνέχιση της "συνεργασίας" ανάμεσα στο κεφάλαιο και το δικό του κράτος, που μάλλον πρέπει να είμαστε ανόητοι να το θεωρούμε και δικό μας κράτος. Θα γί νει και δικό μας όταν οι Τράπεζες κρατικοποιηθούν ολικά, ριζικά και ουσιαστικά αλλά κι όταν αρχίσουν να χρηματοδο τούν και έργα λιγότερο ή καθόλου κερδοφόρα. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση οι τράπεζες θα χάσουν τον εμπορικό τους χαρακτήρα και το εκπληχτικό B A N K IN G που εφεύραν οι σα ράφηδες του Μεσαίωνα θα ξαναβρεί το χαμένο του κοινωνι κό ρόλο. Ό σο λιγότερο χέρι βάζουμε στις Τράπεζες, τόσο αργεί ο σοσιαλισμός, φίλτατοι "συναγωνιστές" του Π ΑΣΟΚ. 21/10/84
32. Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ (ΚΑΙ ΠΩΣ Δ Ε ΘΑ ΓΛΥΤΩΣΟΥΜΕ ΑΠ' ΑΥΤΟΝ)
Ό ταν παν καλά οι δουλειές του, ο έμπορος λέει: Υπάρχει χρήμα στην ανορά. Δε λέει: Υπάρχουν άνθρωποι με ανάγκες, που ευτυχώς έχουν αρκετό χρήμα για να τις ικανοποιήσουν. Γιατί οι άνθρωποι δεν τον ενδιαφέρουν. Τον ενδιαφέρει το πορτοφόλι, που όοο περισσότερο σου το αδιάσει τόσο το κα λύτερο γιαυτόν και τόσο το χειρότερο για το πορτοφόλι. Όμως, για νάχει χρήμα το πορτοφόλι σου κάποιος πρέπει να σου το βάλει εκεί μέσα, γιατί αποκλείεται να μπει μόνο του. "Αρα, πρέπει να παν καλά και οι δικές σου δουλειές, ώστε να μπορεί ο έμπορος που λέγαμε να πει πως παν καλά οι δικές του. Μ ' άλλα λόγια, αν δεν παν καλά οι δουλειές του αγοραστή δεν παν καλά ούτε του πωλητή. Γιατί ο αγοραστής και ο πωλητής είναι, κοινωνικά, το ίδιο πρόσωπο: Ό λοι είμα στε και αγοραστές και πωλητές ταυτόχρονα. (Ο εργάτης και ο διανοούμενος πωλητές είναι κι αυτοί: Πωλούν στο αφεντι κό την εργατική τους δύναμη, ή τις ειδικές ικανότητες τους καί παίρνουν μισθό, που είναι το αντίτιμο για τη δύναμη ή την ικανότητα που πούλησαν, μείον οι παρακρατήσεις που κάνει το αφεντικό για να βγάλει κι αυτός, ο καημένος, κά τι!!) Αν όλοι αγόραζαν ό,τι τους χρειάζεται κι αν όλοι πουλού σαν ό,τι έχουν για πούλημα, όλα θα πήγαιναν καλά σε τού τον τον άθλιο κόσμο, και η πάλη των τάξεων θα είχε καταργηθεί με τον πιο απλό κοι ειρηνικό τρόπο. Έλα, όμως, που, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν μπορούμε να αγοράσουμε ό,τι επιθυμούμε, εκτός κι αν είμαστε πολύ πλούσιοι ούτε να
πουλήσουμε στα σίγουρα ό,τι παραγάγαμε, εκτός κι αν κά ποιος μας προπληρώσει ή μας εγγυηθεί μια παραγγελία. Μ ’ άλλα λόγια, ο πλούτος του πλούσιου ούτε εγγυημένος είναι ούτε διαρκής: Δεν ξέρει αν αυτά που παράγει θα συνεχίσουν να πουλιούνται ενώ τα χρηματικά αποθέματα για την ικανο ποίηση των ακριβών του επιθυμιών σώνονται κάποτε. Βέβαια, το "γύρισμα των καιρών" μπορεί να μη γίνει όσο ζει. Αλλά, καθώς "έχει ο καιρός γυρίσματα", μπορεί στη δι άρκεια της ζωής του γιού του να έρθουν όλα τα πόνοι κάτω, όχι κατ’ ανάγκην από μια επανάσταση, ούτε από ένα κραχ τύπου 1929, αλλά απλά και καθαρά από μια χρεοκοπία, από μια "διάλυση αδεία Προέδρου Πρωτοδικών". Και η χρεοκο πία ή η διάλυση, γνωστή και ως "φαλιμέντο" είναι η συνέπεια της ανυπαρξίας πελατείας, που κανείς δεν την έχει οίγουρη στη λεγάμενη "ελεύθερη οικονομία", που είναι ελεύθερη όχι μόνο για το καλό αλλά και για το κακό. Γιαυτό ακριβώς οι επιχειρηματίες και οι έμποροι κάνουν ευχέλαιο με βραχνό παπά και φάλτσο ψάλτη στα εγκαίνια μιας επιχείρησης: Έ τσ ι που έχουν τα καπιταλιστικά πράγ ματα, αν δεν "αποτάξεις το σατανά" κι αν δε "βάλει ο Θεός το χέρι του" πριν προλάβει kol "βάλει ο διάολος την ουρά του", σε πήρε ο διάολος και σε σήκωσε. Βέβαια, δεν είναι σωστό να κάνουμε το Θεό συνεταίρο στη δουλειά μας, πολύ περισσότερο όταν δεν του δίνουμε ποσοστά. Όμως, αυτό είναι ένα θεολογικό πρόβλημα, που αφήνουμε να το λύσει η Αρχιεπισκοπή, ή όποιος άλλος αντιμετωπίζει με θεολογικό τρόπο τα οικονομικά προβλήματα. Ολόκληρη η "οικονομία της αγοράς", δηλαδή η οικονο μία που διακυβεύει την τύχη της κάθε μέρα στους τόπους όπου οι άνθρωποι πουλούν και αγοράζουν ο,τιδήποτε, από καρφίτσα μέχρι τανκς, στα πλαίσια ενός κολοσσιαίου τζό γου, όπου οι χαμένοι είναι πάντα περισσότεροι απ' τους κερ δισμένους, στηρίζεται σε μια μαγική εξίσωση της κλασικής πολιτικής οικονομίας: M V=PQ. (Πρόκειται για τον περι λάλητο "νόμο της προσφοράς και της ζήτησης). Όπου, Μ το σύνολο των νομισμάτων που κυκλοφορούν μια δεδο μένη περίοδο, V η ταχύτητα με την οποία κυκλοφορούν αυτα τα νομίσματα, Ρ το μέσο επίπεδο των τιμών των προϊόν των που είναι για πούλημα, και Q η ποσότητα των διαθέσιμων προϊόντων που υπάρχει στην αγορά. Παρατηρούμε στην πα
ραπάνω εξίσωση πως οι δυο πρώτοι όροι αναφέρονται στο νόμισμα και οι δυο δεύτεροι στο εμπόρευμα. Δηλαδή, αυτό που εξισώνει η εξίσωση είναι το νόμισμα και το εμπόρευμα. Μ ' άλλα λόγια, τον αγοραστή που κρατάει το νόμισμα και τον που λητή που κρατάει το εμπόρευμα και θέλει να το μετατρέψει σε νόμισμα, πουλώντας το. Ας μελετήσουμε λίγο πιο προσεκτικά αυτή τη σατανική "αλάθητη" εξίσωση, απ' την οποία κρέμεται καθολοκληρίαν η αγορά, όπως ο καθολικός απ' τα ράσα του Πάπα, και που εί ναι τόσο "αλάθητη" όσο περίπου κι ο Πάπας, που αυτός, όπως και η εξίσωση, είναι αλάθητος ίσα ίσα για να μπορεί να πλασά ρει ανενόχλητος στους μαμελούκους το ψέμα για αλήθεια. Λοιπόν, για να λειτουργεί καλά η αγορά (όχι η ελληνική, για τί αυτή έτσι κι αλλιώς δε λειτουργεί ποτέ καλά λόγω χον δρεμπόρων κυρίως), όχι μόνο πρέπει να υπάρχει διαθέσιμο χρήμα (Μ) αλλά και να κινείται (V). Αν ο έμπορος μου πάρει το χρήμα και το αποθηκεύσει σπίτι του, είναι φανερό πως το νεκρώνει, με συνέπεια νό λιγοστέψει κατά τι το σύνολο των κυκλοφορούντων νομισμάτων, και με παρεπόμενη συνέπεια να βλάψει σε λίγο τον εαυτό του. Διότι, είπαμε, όσο περισσό τερο χρήμα υπάρχει στην αγορά τόσο το καλύτερο για τον έμ πορο. (Δεν ενδιαφέρει μόνο η ποσότητα του διεθέσιμου αλλά "κρατημένου" χρήματος, ενδιαφέρει ι^ιρίως το κινούμενο χρήμα (V). Ό ταν το χρήμα κατατίθεται στην Τράπεζα δε δημιουργείται πρόβλημα, γιατί κύρια δουλειά της Τράπεζας εί ναι να το διακινεί κι όχι να το συσσωρεύει). Όμως, η κυκλοφορία των νομισμάτων είναι δίκοπο μαχαί ρι: Ναι μεν τα νομίσματα πρέπει να κυκλοφορούν, αλλά όχι ανεξέλεγκτα, γιατί θα γίνει μύλος!I Κι αυτό διότι, όπως λέει Π εξίσωση, όσο αυξάνει η ταχύτητα κυκλοφορίας των νομι σμάτων τόσο ανεβαίνουν οι τιμές των εμπορευμάτων (Ρ). Και αντίστροφα: Ό σ ο ανεβαίνουν οι τιμές των εμπορευμάτων τό σο περισσότερα πρέπει να είναι το διαθέσιμα χρήματα, ώστε να αγοραστούν τα ακριβότερα τώρα, εμπορεύματα. Με τοανέβακατέβα, κάποτε αποκαθίσταται ισορροπία, δηλαδή λειτουρ γεί σωστά η εξίσωση. Για να ξαναχαλάσει σε λίγο, η ποθητή ισορροπία, εξαιτ'ιας της ύπαρξης στην αγορά είτε περισσότε ρων χρημάτων είτε περισσότερων εμπορευμάτων. Ακριβώς αυτή η ανισορροπία λέγεται πληθωρισμός. Στην κυριολεξία, πληθωρισμός είναι η κατάσταση που δημιουργεί-
ται απ' την πληθώρα, απ' το πολύ, απ* το υπέρμετρο. Υπάρχει ένας πληθωρισμός κουταμάρας {αυτός κι αν είναι πληθωρι σμός!) και ένας πληθωρισμός κακοήθειας (ενδημικός εν ΕλλάδΟ. Αλλά κι ένας πληθωρισμός εξυπνάδας {αυτός εντελώς θεωρητικά), κι ένας πληθωρισμός ήθους (είναι το ζητούμενο για ένα μέλλον που θάναι καλύτερο). Επίσης, υπάρχει ένας πληθωρισμός εμπορευμάτων (περισσότερα από αυτά που μπο ρεί να απορροφήσει η αγορά) κι ένας πληθωρισμός νομισμά των. Υπάρχει ακόμα ένας πληθωρισμός παραγωγής. Κανείς οικονομολόγος δεν μπορεί να βεβαιώσει κατηγορηματικά ποιος απ' όλους τους πληθωρισμούς είναι ο κυρίως υπεύθυ νος γιαυτό που εμείς ονομάζουμε με το κοινό για όλους όνο μα "πληθωρισμός". Οσο περισσότερο χρήμα είναι διαθέσιμο για την αγορά εμπορευμάτων, τόσο το καλύτερο και για τον αγοραστή και για τον πωλητή, θα έλεγε ένας λογικός άνθρωπος. Αμ, δε. (Μην ψάχνετε για λογική στην καπιταλιστική "ελεύθερη α γορά"). Διότι, μόλις οι έμποροι δουν ότι αυξάνεται η ζήτηση του εμπορεύματος που πουλούν λόγω αύξησης του διαθέ σιμου, απ’ τη μεριά του αγοραστή, χρήματος, αυξάνουν τις τιμές. Αλλά μόλις αυξηθούν οι τιμές, λιγοστεύει το διαθέσι μο χρήμα για την αγορά εμπορευμάτων, και τα εμπορεύμα τα δεν πουλιούνται. Τότε ο έμπορος ρίχνει τις τιμές, προκειμένου να πουλήσει το αζήτητο εμπόρευμα. Αλλά, μόλις πέ σουν οι τιμές των εμπορευμάτων, αυξάνει το διαθέσιμο για την αγορά εμπορευμάτων χρήμα, οπότε ο έμπορος ξανααυξάνει τις τιμές. Μαγκανοπήγαδο. Αν προτιμάτε, φαύλος, φαυλότατος κύκλος. Που συνεχίζεται στον φαύλο καπιτα λιστικό αιώνα τον άπαντα. Ό σοι παραγωγοί ή έμποροι δεν μπερδευτούν μ’ αυτό το τρελό ασανσέρ των τιμών, όσοι δε ζαλιστούν ή δεν αποβλα κωθούν, πιάνουν είτε την καλή, είτε την κακή, είτε το περί στροφο. Δεν αρκεί να ποντάρουν "τώρα που γυρίζει". 'Α λ λωστε, μπορούν να ποντάρουν όποτε θέλουν, γιατί η καπι ταλιστική ρουλέτα συνεχώς γυρίζει. Πρέπει και να ποντά ρουν επιτυχώς στο χρώμα που θα κερδίσει. Αλλά κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν η μπίλια σταματήσει στο κόκκινο ή το μαύρο, στα μονά ή στα ζυγά. Η καπιταλιστική αγορά είναι ένας τζόγος και ο καπιταλιστής (παραγωγός και έμπορος) ένας τζογαδόρος που συνεχώς ρισκάρει και που άλλοτε χά
νει, άλλοτε κερδίζει. Είναι φανερό πως όσα περισσότερα χρήματα έχει στην τσέπη του ο τζογαδόρος, τόσο αυξάνει τις πιθανότητες κέρ δους στο τζόγο που λέγεται καπιταλισμός. Γιαυτό ακριβώς του είναι απολύτως αναγκαία η περίφημη "συσσώρευση του κεφαλαίου". Παίζεις με περισσότερη σιγουριά το παιχνίδι σαυ, όταν έχεις στην τσέπη σου περισσότερα χρήματα. Επί σης, βγάζεις απ' τη μέση ευκολότερα τους άλλους παίχτες, με το ασθενέστερο βαλάντιο. Το κεφάλαιο είναι καταδικασμέ νο απ’ την ίδια τη φύση του να συγκεντρώνεται συνεχώς και περισσότερο. Να γιατί τα τραστ και οι πολυεθνικές είναι μια αδήριτη αναγκαιότητα για τον καπιταλισμό. Να γιατί κάποτε θα εξαφανιστούν οι περιβόητοι μικρομεσαίοι, που αποτελούν φολκλορικό καπιταλιστικό αναχρονισμό. Σε λίγα χρόνια ο καπιταλιστής αν δεν είναι μεγάλος δε θα είναι καπιταλι στής. (Σημειώνουμε πως η απειλή της χρεοκοπίας κάνει τους ανθρώπους προσεχτικούς, κι αυτός είναι ο λόγος που οι ανατολικές χώρες δεν περιφρονούν εντελώς τους "νόμους της αγοράς"). Πάντως, μικρός, μεσαίος ή μεγάλος, ο καπιταλιστής θα πα ραμένει λίγο ως πολύ τζογαδόρος. Και, συνεπώς, λίγο ως πο λύ θάχει πάντα την ανάγκη της θεϊκής βοήθειας. Μάλιστα, όσο μεταλύτερη γίνεται η μίζα τόσο περισσότερο αναγκαία καθίσταται η επέμβαση του Αγίου Πνεύματος. Ο Καλβίνος κάτι ήξερε που συνιστούσε, από τότε, στους βιομήχανους και τους εμπόρους βαθιά θρησκευτική πίστη. Πράγματι, τώ ρα πια μόνο ο Θεός μπορεί να τους σώσει απ' τα κολοσσιαία ρίσκα που συνεπάγεται ο καπιταλιστικός τζόγος. Με τη λέξη πληθωρισμός μεταφράσαμε, λανθασμένα, στα ελληνικά τον αγγλικό οικονομικό όρο IN F LA T IO N που στην κυριολεξία σημαίνει διόγκωση. Κάθε τι που διογκώνεται γί νεται πληθωριστικό. Ο καπιταλισμός, όπως είπαμε, δε θα πάψει ποτέ να διογκώνεται, μέχρι που να σκάσει σαν μπαλόνι. Συνεπώς, ο καπιταλισμός, κουβαλάει τον πληθωρισμό (τη διόγκωση) ·μέσα στα ίδια του τα σπλάχνα, σαν μικρόβιο που δημιουργεί τις μικρές και τις μεγάλες κρίσεις, όπως κάθε αρρώστια πριν καταλήξει στην τελική, θανατηφόρα κρίση. Δεν είναι όλες οι κρίσεις θανάσιμες, αλλά κανείς καρδιολόγος δε θα μπορούσε να σου πει ποια απ' όλες τις καρδιακές κρίσεις που θα πάθεις μέχρι να τα τινάξεις θα είναι η τελευταία. Το σί
γουρο είναι πως υπάοχειπάντα μια τελευταία κρίση. Είδαμε πως ο καπιταλισμός πάσχει από ανίατη αρυθμία {της αγοράς) ενώ οι εκτακτοσυστολές (αι περαστικές κρίσεις) πυ κνώνουν με ρυθμό άκρως ανησυχητικό από ιατρική (οικονομι κή) άποψη. Ωστόσο, είναι αλήθεια πως ο καπιταλισμός διαθέτει καταπληχτικούς γιατρούς. Είναι κάποιοι ιδιοφυείς οικονομολόγοι, σαν τον Κέινς για παράδειγμα, ή τον Γκαλμπρέηθ, που απ' το 1930 και μετά του κάνουν ενέσεις πραγματικά θαυματουργές, σαν το "νιού ντήλ". Όμως, η παρουσία και μόνο του γιατρού είναι σαφής ένδειξη της ύπαρξης ασθένειας, και συνεπώς α σθενούς. Και ως γνωστόν, εκεί που τελειώνει η δουλειά του γιατρού αρχίζει αυτή του παπά, κι εκεί που τελειώνει η δου λειά του παπά αρχίζει αυτή του νεκροθάφτη. Το πρόβλημα είναι να μη σε βάλουν στο χέρι ol γιατροί. Κι ένας διάολος ξέ ρει πόσοι οικονομολόγοι-γιατροί αγωνίζονται σήμερα να σώ σουν το μεγάλο (και σε μέγεθος και σε ηλικία) ασθενή. Η Θάτσερ και ο Ρήγκαν απογοητεύτηκαν απ' τα γιατρικά και τα γιατροσόφια. Και, φρονίμως ποιώντας, κατά τρ συνεπέ στατα καπιταλιστική τους λογική, τόριξαν στο... σορολόπ, δη λαδή στο όσα πάνε κι όσα έρθουν, δηλαδή στο "άσε την αγο ρά να τρελαθεί και θα τα βρει μέσα απ' την τρέλα της", δηλα δή στο μονεταρισμό, δηλαδή στον "διακριτικό" έλεγχο της α γοράς μόνο με το χρήμα (μάνεϊ) που μπαίνει και βγαίνει σ ' αυ τήν απ’ την κάνουλα που ανοιγοκλείνουν οι Τράπεζες, δηλαδή οι εργοδότες γιατί αυτοί είναι που κάνουν τις πληρωμές, και συνεπώς μέσω αυτών μπαίνει το χρήμα στην αγορά. 28/10/84
33 . Ο ΤΙΜΑΡΙΘΜΟΣ (ΚΑΙ Η ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΜΑΣ)
Είναι προτιμότερο να δανείζεσαι παρά να δανείζεις, έστω και με υψηλό τόκο. Αυτό, εκτός απ’ τις κότες το ξέρουν και οι Τράπεζες που δανείζονται (απ’ τους καταθέτες) με απίθανη ευκολία και δανείζουν (στους επενδυτές, αλλά και στους "κουμπάρους", και τους μαψιόζους, και τους ανηψιούς των βουλευτών και άλλους πολλούς "ημετέρους") με τρομερή δυσκολία. Ό χ ι γιατί οι οφειλέτες δεν εξοφλούν τα χρέη τους, αλλά διότι όταν τα ξοφλήσουν το νόμισμα θα έχει φυράνει κι άλλο: Ενώ το πήραν "βαρύτερο" το επιστρέφουν "ελαφρότε ρο" κατά τι. Που σημαίνει: Ενώ πριν με τα ίδια λεφτά αγόρα ζες Α κολοκύθια (ή τάνκερ, πράγμα που είναι το ίδιο από θεω ρητική, αλλά όχι, βέβαια, και πραχτική άποψη) τώρα αγορά ζεις Α μείον κάτι. Τι είναι, λοιπόν, το νόμισμα και φυραίνει; Εκλογικό ποσο στό του Π ΑΣΟ Κ, ή της Ν.Δ.; Και γιατί φυραίνει; Και πού πάει η φύρα; Εξαϋλώνεται; Ιδού μερικά βασανιστικά για τους οι κονομολόγους ερωτήματα, που όλα μαζί τα συνοψίζουν άκρως περιληπτικά και κυνικά στην τρομοκρατούσα λέξη "υπο τίμηση" (εννοείται: του νομίσματος, και στην περίπτωσή μας της δραχμής, που καθώς γίνεται ολοένα και περισσότερο α σθενής, δεν αποκλείεται να τα τινάξει κάποτε και να χρεια στεί να τη θάψουμε στο νεκροταφείο νομισμάτων, γνωστό και σαν Νομισματικό Μουσείο). Λοιπόν, ποιά ασθένεια κάνει το νόμισμα να αδυνατίζει έως θανάτου, και γιατί τα "τονωτικά" (μέτρα) ελάχιστα επιδρούν
στη γενική ατονία, που κάνει τα πόδια του αρρώστου να τρέμουν; Πρέπει να πούμε πριν προχωρήσουμε πως, όσο αυξάνουν από καιρού εις καιρόν τα νούμερα στο νόμισμα που δηλώ νουν την αγοραστική του αξία, δηλαδή τη δυνατότητα ν ' αγοράζεις μ' αυτό περισσότερα πράγματα, τόσο πιο αδύνα το γίνεται. Απ' αυτή την άποψη, η πρόσφατη έκδοση πεντο χίλιαρου δεν προμηνύει τίποτα το καλό. Διότι η αγοραστική του αξία είναι περίπου ίση μ' αυτή του προ δεκαετίας χιλιά ρικου. Μ' άλλα λόγια το σημερινό χιλιάρικο είναι πέντε φο ρές πιο αδύνατο απ' το προ δεκαετίας χιλιάρικο. Κι αν η απί σχναση συνεχιστεί, σε μερικά χρόνια θα γίνει δέκα φορές πιο αδύνατο, είκοσι φορές πιο αδύνατο, εκατό φορές πιο αδύνα το, και πάει λέγοντας μέχρι την ολική κατάρρευση από αδυ ναμία Στην κατοχή, δηλαδή σε μια εποχή γενικευμένης θανατη φόρου αδυναμίας, η δραχμή αδυνάτισε, σε σχέση με την προ πολεμική περίοδο... πενήντα δισεκατομμύρια φορές!! Το 1944 η Τράπεζα, για να σου δώσει μια καινούργια και "υγειά" δραχ μή, σούπαιρνε πενήντα δισεκατομμύρια κατοχικές δραχμές. Με τον καιρό, εκείνη η τεχνητά "υγιής" δραχμή (τεχνητά για τί η εγχείρηση του κοψίματος μηδενικών απ’ το ασθενές νό μισμα δε σημαίνει εξυγείανση, σημαίνει απλώς... ψαλίδισμα) άρχισε ν' αρρωσταίνει kl αυτή με τη σειρά της, όχι γιατί γέρασε αλλά διότι η ασθένεια είναι και κληρονομική και ανίατη. Η υποτίμηση, της δραχμής, των αξιών, των ιδανικών, του ή θους είναι τυπικό γνώρισμα του καπιταλισμού. Αν, τις περισ σότερες φορές, δε νιώθουμε τούτες τις υποτιμήσεις είναι γιατί γίνονται αργά και σταδιακά, με συνέπεια να συνηθίζουμε στην καινούργια κατάσταση, και να εισπράττουμε την ανωμαλία ως ομαλότητα. Αυτά παθαίνει όποιος δεν μπορεί να κάνει αφαι ρέσεις, δηλαδή να παρακάμπτει τα επουσιώδη, δευτερεύοντα και καθημερινά και να κρατάει τα ουσιώδη, πρωτεύοντα και διαρκή, ( Το σύνθημα "εδώ και τώρα" δηλώνει μια περιφρό νηση στην κολοσιαία κοινωνική αξία και σημασία της αφαί ρεσης, και κανείς "εδωτωρίτης" δε θα μας πείσει πως νοιά ζεται για κάτι περισσότερο απ’ το τομάρι του. Κι από τομάρια, άλλο τίποτα σ ' αυτό τόν κόσμο). Μέχρι τώρα κάναμε απλώς διάγνωση της αρρώστειας; Διαρ κής και ανίατη αδυναμία, με περιόδους έξαρσης και ύφεσης.
Απομένει να δούμε τα αίτια της αρρώστιας. 'Αλλωστε, κα μιά αρρώστια δεν είναι αναίτια. Ακόμη κι αν στη θέση του "τελικού αιτίου" βάλουμε το Θεό, όπως κάνουμε συνήθως λό γω γνωστικής ανεπάρκειας, δεν παύει κι αυτός να είναι ένα αί τιο απ' το οποίο κρέμονται σαν κρίκοι οι συνέπειες. (Κάθε o l τιατό έχει ένα αίτιο, και κάθε αίτιο συνεπάγεται κατ' ανάγκην αιτιατά). Στην πραγματικότητα, αυτό που αδυνατίζει δεν είναι το νό μισμα. Αυτοί που αδυνατίζουν είναι μόνο οι ...άνθρωποι. Πράγ μα οδυνηρά γνωστό κι απ’ τις τρύπες που κάνουμε στο ζωνάρι κάθε φορά που γίνεται αισθητή στο πετσί μας η αδυναμία του νομίσματος. Αλλά, οι άνθρωποι αδυνατίζουν μόνο αν δε φαν. Άρα, το νόμισμα αδυνατίζει κάθε φορά που οι άνθρωποι δεν τρων, και μεις οι κατοχικοί είχαμε στην κατοχή αδύνατο νό μισμα γιατί ήμασταν αδύνατοι — κι όχι το αντίστροφο. Όμως, οι άνθρωποι, εκτός κι αν κάνουν δίαιτα, δεν τρων όταν δε βρί σκουν να φαν. (Τη λέξη φαί, τη χρησιμοποιούμε εδώ με την έννοια της κατανάλωσης εν γένει, κι όχι μόνο της κατανάλω σης τροφίμων. Αν επιμένουμε τόσο στο φαί, είναι γιατί αυτό είναι το υπ' αριθμόν ένα αναλώσιμο εμπόρευμα). Συνεπώς, το νόμισμα υποτιμάται όταν τα εμπορεύματα σπα νίζουν. Κι όταν τα εμπορεύματα σπανίζουν γίνονται ακριβότε ρα. Κι όταν γίνουν ακριβότερα, πρέπει να βρεθούν περισσότε ρα χρήματα για να μπορέσουμε να τ’ αγοράσουμε. Κι όταν δεν υπάρχουν επαρκή χρήματα, κόβει κι άλλα το νομισματο κοπείο. Κι όσο περισσότερα νομίσματα κόβει το νομισματο κοπείο, τόσο πληθαίνουν τα νομίσματα που κυκλοφορούν στην αγορά. Οπότε έχουμε "πληθωρισμό νομίσματος". (Υπάρ χουν κι άλλοι πληθωρισμοί, όπως πληθωρισμός εμπορευμά των, πληθωρισμός κόστους, πληθωρισμός κέρδους, πιστωτι κός πληθωρισμός, ψυχολογικός πληθωρισμός κλπ.) Αλλά, παρά την καλή λειτουργία των νομισματοποιητικών μηχανών, η κατάσταση δε σώζεται αν δεν υπάρξουν επαρκή, και συνε πώς φτηνά εμπορεύματα. Όμως, αν υπάρξουν στην αγορά φτηνά και επαρκή εμπορεύματα, θ' αρχίσουν ν’ αγοράζουν απ' αυτά οι πάντες, οπότε το νόμισμα θα εξαντληθεί, και το νομισματοκοπείο, τούτη η σούπερ φάμπρικα, θα υποχρεωθεί να κόψει φρέσκο και κολαριστό, Λοιπόν, τίποτα δε μας σώζει απ' τον πληθωρισμό και τη συνεπόμενη υποτίμηση του νομίσματος. Ούτε το πολύ χρήμα, ού
τε ίο λίγο χρήμα. Ούτε το πολύ εμπόρευμα, ούτε το λίγο εμ πόρευμα, Μας σώζει μόνο η διαρκής ισορροπία ανάμεσα στο σύνολο των χρημάτων και το σύνολο των εμπορευμάτων που υπάρχει σ ' έναν τόπο μια δεδομένη στιγμή. Αλλά, μόνο ζογκλέρ θα μπορούσε να πετύχει μια τέτοια διαρκή ισορροπία. Και πού να τους βρει τόσους ζογκλέρ ο καπιταλισμός; Τι είναι οι Αρσένηδες; Μανιτάρια που φυτρώ νουν μετά τη βροχή; 'Αλλωστε, και οι ζογκλέρ κουράζον ται. Και τότε είτε παραιτούνται είτε τους παραιτούν, για να προσλάβουν ξεκούραστους και ορεξάτους. Α ς είναι καλά οι σχολές για τσιρκολάνους, κυρίως οι αμερικάνικες: Έ να Πα νεπιστήμιο είναι τόσο πιο αξιόλογο, όσο πιο αξιόλογη είναι η Οικονομική του Σχολή. Ό λες οι άλλες πανεπιστημιακές Σχο λές —και κυρίως η Φιλοσοφική— γίνονται ολοένα και περισ σότερο διακοσμητικές, αν όχι περιττές για το "γενναίο νέο κό σμο" μας, όπως θέλεγε κι ο Χάξλεϊ. Λοιπόν, από θαυματοποιούς έχει ανάγκη ο κόσμος; Θαυμα τοποιούς θα του φκιάξουμε. Κάποτε του φκιάχναμε αγίους με τη σέσουλα, για να διατηρούν την εντελώς αναγκαία στον άν θρωπο πίστη (σε ο,τιδήποτε) προκειμένου να μην τρελαθεί. Όμως, η αγιοπαραγωγή σταμάτησε εδώ και δυο αιώνες, προ φανώς λόγω ελλείψεως της κατάλληλης πρώτης ύλης. (Εύκο λο είναι ν ' αγιάσεις στις μέρες μας;). Τώρα, κατασκευάζουμε μόνο θαυματοποιούς. Αλλά κι αυτοί λιγοστεύουν, Και όπως οι άγιοι, θα εκλεϊψουν κι αυτοί τελείως μια μέρα. Οπότε, θα αποσφραγισθεί η "έβδομη σφραγίδα της αποκαλύψεως", και... γαία πυρί μιχθήτω. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς θα συμβεί, αλ λά ένα νέο κραχ τύπου 1929, ή και καταστροφικότερο δε φαί νεται και πολύ μακρινό. Και τότε θα γελάσει, εκτός απ' το παρδαλό κατσίκι κι ο κάθε πικραμένος. Τι είναι, λοιπόν, το κραχ; Η αρχική γερμανική λέξη είναι η χοποίητη και δηλώνει τον ήχο που κάνει ένα πράγμα όταν σπάει: κρακϋ Και τι είναι αυτό που όταν σπάει κάνει με πάτα γο καρακακρούκ; Δε χρειάζεται να είσαι Οιδίποδας για να λύ σεις το αίνιγμα της σύγχρονης Σφίγγας. Ό λο ι ξέρουν πως αυ τό που όταν σπάει ξεκουφαίνει μέχρι τρέλας και μέχρι αυτο κτονίας είναι η οικονομία. Και τι είναι η οικονομία για να σπάει έτσι εύκολα, λαμπόγυαλο; Και γιατί να σπάσει τούτο το θαμπό λαμπόγυαλο, αφού το καθαρίζουν προσεχτικά τόσα επιδέξια χέρια οικονομολόγων; Μα, γιατί είναι ραγισμένο. Και γιατί σώ-
νονται γιαυτό όλες οι κόλες "που κολούν τα πάντα", από σπα σμένες απ’ το πολύ μάσημα μασέλες μέχρι περιστασιακές συμμαχίες και φιλίες ανισόρροπες. Ο καημένος ο καπιταλισμός, αυτό το αξιοθαύμαστο για το κολοσσιαίο έργο του τέρας, κά νει συγκινητικές προσπάθειες να διατηρηθεί στη ζωή. Και πα ρά τα χάλια του, πρέπει να ομολογήσουμε ότι τα καταφέρνει προς το παρόν καλά: Είναι ακόμα ευθυτενής και κομψός, ως ηγέτης περήφανης χώρας, που ωστόσο τα έχει τα χρονάκια του, δυστυχώς. (Κατ’ άλλους, ευτυχώς). Λοιπόν, το κραχ είναι το αποτέλεσμα μιας οικονομίας που κατέρρευσε εξαιτίας του πληθωρισμού, ο οποίος όταν ελέγ χεται λέγεται ελεγχόμενος κι όταν δεν ελέγχεται λέγεται ανε ξέλεγκτος. Μόνο ο τελευταίος είναι θορυβοποιός και προκαλεί κραχ. Προς το παρόν, ο πληθωρισμός ελέγχεται. Ό μω ς ο τιμάριθμος αναβαίνει αργά μεν, σταθερά δε. Κι όταν ο τιμά ριθμος, που είναι το μέτρο του πληθωρισμού, συνεπώς και της νομισματικής υποτίμησης, ψηλώσει πάρα πολύ είναι φυσικό να μην μπορεί να κρατηθεί στα πόδια του. (Μη βλέπετε που κρατιέται στα πόδια του ο Μητσοτάκης. Κρατιέται γιατί έχει γερά δεκανίκια M ADE IN USA). Είναι φυσικό, λοιπόν, να παρακολουθούμε με δέος το ψή λωμα του τιμαρίθμου, δηλαδή του αριθμού που δηλώνει το ύ ψος του μέσου όρου των τιμών κάποιων βασικών για τη ζωή μας εμπορευμάτων. Αν ο τιμάριθμος δε σταματήσει ν' ανεβαί νει, αν, πιο συγκεκριμένα, δεν αρχίσει να κατεβαίνει, κλάψτα... Χαραλαμπόπουλε, που από υπουργός Εξωτερικών θα γίνεις εντελώς άνευ χαρτοφυλακίου, σε μια χώρα με υπηκόους άνευ πορτοφολιού, άνευ ταμιευτηρίου, άνευ λογαριασμού όψεως ή επί προθεσμία και άνευ στομάχου (θα έχει συρρικνωθεί τό σο που θα εξαφανιστεί). Κι όλα αυτά γιατί οι άνθρωποι συνεχί ζουν να είναι άνευ εγκεφάλων και να πιστεύουν στους μάγους της φυλής, ή στο "δαιμόνιο της φυλής", πράγμα που είναι το ίδιο σε τελική ανάλυση. Καλή παρέα στον πληθωρισμό κάνει ο αντιπληθωρισμός. Τούτο το "αντί" είναι τελείως περιττό, από άποψη ουσιαστι κή. Γιατί ο πληθωρισμός είναι η κορώνα και ο αντιπληθωρισμάς τα γράμματα στο ίδιο υποτιμημένο νόμισμα. Αντιπληθωρισμό έχουμε όταν το χρήμα που κυκλοφορεί είναι λιγοστό και δεν αρκεί για να απορροφηθούν τα προσφερόμενα για πώ ληση εμπορεύματα. Εε μια τέτοια περίπτωση, τα εμπορεύματα
σωσσωρεύονται και γίνονται υπέρ το δέον πολλά. Όμως, τι θα πει "πολλά"; Είναι δυνατό να μπει διατεταγμένο όριο στις αν θρώπινες ανάγκες; Ό οα κι αν είναι τα εμπορεύματα δε θα εί ναι ποτέ πολλά. Γιατί η "λιτότητα" είναι μια αισχρή πονηριά και η "πολιτική λιτότητας" μια αναίσχυντη πολιτική. Ο άνθρω πος είναι ον καταναλωτικό απ' την ίδια του τη φύση. Είναι άλ λο πρόβλημα, τώρα, αν δεν ξέρουμε, γιατί δεν μας το μάθαν, πώς, πότε και τι να καταναλώνουμε, και σκουπίζουμε τις βιτρίνες σαν Ζουλού στο παρθενικό τους ταξίδι στο Λονδίνο. Ό ταν τα εμπορεύματα είναι πολλά και απούλητα και το χρήμα λίγο έχουμε έναν πληθωρισμό εμπορευμάτων, που μπορεί να είναι αντιπληθωρισμός μόνο από νομισματική άπο ψη. Σε μια τέτοια περίπτωση μιλούμε για ύφεση της οικονομί ας, δηλαδή πέσιμο, χαμήλωμα των οικονομικών δραστηριο τήτων. Καταλαβαίνουμε πως και η ύφεση δεν παύει να είναι πληθωρισμός, αφού είναι πληθωρισμός απούλητων εμπορευ μάτων. Κι έτσι το πληθωριστικό τραγούδι, είτε το τραγουδή σεις σε ντο ύφεση είτε σε ντο δίεση ελασσόνα, δεν παύει να εί ναι το γνωστό εθνικοπατριωτικό ασμάτιο: Μαύρ' είν' η νύχτα στα βουνά. Και στους κάμπους, και στις πόλεις, και παντού. 4/11/84
34. Η ΣΤΕΝΩΠΟΙ (Τ Η Ι ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ)
Ό λ ο ι ξέρουμε τί είναι η "στενωπός": Είναι ένα σοκάκι τόσο στενό που μόνο μπουπουλώντας μπορείς να το περάσεις. Αυτό σημαίνει πως, απ' την όρθια θέση, θέση τυπική για το δίποδο άνθρωπος (που ετυμολογικά σημαίνει "αυτός που κοιτάει πά νω") πρέπει να ξανάρθεις στην πανάρχαια οριζόντια θέση του τετραπόδου, προκειμένου να βγεις απ' την οικονομική στενω πό. Όμως, όταν υποχρεωθείς να ξαναπερπατήσεις με τα τέσ σερα σαν προβατάκι πρέπει να ξαναθυμηθείς και το χορταρά κι. Ενώ βγαίνοντας απ' τη στενωπό αν ποτέ βγεις, είναι αμφί βολο αν ξαναβρείς τη γνωστή σου κουζίνα. Ό λα θα εξαρτηθούν απ' το τι σου έχουν ετοιμάσει οι μάγειροι της οικο νομίας. Αν πιστεύουμε πως τρώμε ό,τι θέλουμε, είναι γιατί δεν ξέ ρουμε πως υπάρχουν κι άλλα φαγώσιμα, που δεν τα φάγαμε ποτέ, και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να τα επιθυμήσουμε, γιατί στον εγκέφαλό μας δεν υπάρχει η αναγκαία γευστική μνήμη. Τρώμε, λοιπόν, ό,τι μας προσφέρει η αγορά των εδω δίμων, η δυνατότητα του πορτοφολιού μας και οι γευστικές συνήθειές μας. Γιατί στη στενωπό που λέγαμε υπάρχει στενό τητα χρημάτων και αγαθών — κι ακριβώς γιαυτό λέγεται στε νωπός. Αλλιώς, δηλαδή κάτω από συνθήκες καταναλωτικής αφθονίας, θα λέγονταν λεωφόρος. Και η καταναλωτική λεω φόρος, προς το παρόν δεν είναι για όλους. Οι πολλοί είναι υποχρεωμένοι να περιφέρουν το στομάχι τους και το όργανο των επιθυμιών, τον εγκέφαλο, στις στενωπούς. Γιαυτό, καλό είναι για την εξουσία να μην έχει κανείς πολλές και πολύπλο
κες επιθυμίες, ή μνήμες. Γιατί όσο περισσότερο κι όσα περισ σότερα επιθυμεί, κι όσο εντονότερα θυμάται αυτά που είχε και τάχασε, τόσο πλησιάζει σ’ εκείνο που λέγεται επανάσταση, ή έστω εξέγερση. Να γιατί η επιθυμία θεωρείται λίγο ως πολύ αμάρτημα και η μνήμη από μειονέκτημα έως πλημμέλημα. (Πολλοί μιλούν σήμερα για "λήθη", γιατί ο λήθαργος των προ βάτων βοηθάει πολύ στη δουλειά του το λύκο). Ο κλασικός μαρξισμός δε δέχεται πως η σπανιάτητα (ή σπάνις, όπως τη λέμε στην πολιτική οικονομία επί το επισημότε ρο) αποτελεί θεμελιώδη συνθήκη για τη λειτουργία της οικο νομίας. Δεν πιστεύει, δηλαδή, πως η σπανιότητα των αγαθών, που δε φτάνουν για όλους, είναι βασικός και πρωταρχικός ό ρος για να λειτουργήσει η οικονομία της αγοράς. Για το μαρ ξισμό, είτε πολλά είναι τα διαθέσιμα αγαθά είτε λίγα, υπάρχει τρόπος για μια δίκαιη κατανομή τους. Γιατί, αν αναμείνουμε να πολλαπλασιαστούν και να γίνουν υπεράφθονα τα αγαθά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα περιμένουμε για αιώνες αυτό που ονομάστηκε "κοινωνική δικαιοσύνη", και που δεν είναι παρά μια δικαιότερη κατανομή των αγαθών - κι όχι άλλοι να βαδίζουν ξένοιαστοι στη λεωφόρο κι άλλοι σκουντούφληδες στη στενωπό. Μια προσωρινή διέξοδος είναι η "αγροτική ο δός", δηλαδή μια οδός που δεν είναι τόσο στενή ώστε να σε υποχρεώνει να μπουσουλάς, αλλά ούτε και τόσο φαρδιά ώστε να κινείσαι σ ' αυτήν μ ' όλη την καταναλωτική σου άνεση. Α π ' όλους τους μαρξιστές μόνο ο Σαρτρ δέχεται πως η στενότητα των αγαθών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη λειτουργία της οικονομίας. Και το δέχεται γιατί, εκτός από μαρξιστής είναι και υπαρξιστής (έγινε γνωστός περισσότερο μ' αυτή τη δεύτερη ιδιότητα). Και ο υπαρξισμός δίνει πρωτεύ οντα ρόλο στο υποκείμενο: Όντως, είναι προφανές πως το κυ νήγι του σπάνιου πράγματος κάνει πιο δραστήριο το υποκεί μενο. Όμως, το ερώτημα που μπαίνει εδώ είναι αν το άτομο δε θα μπορούσε να δραστηριοποιηθεί και με άλλα μέσα, πιο πνευ ματικά. Φαίνεται πως ο Σαρτρ είχε, δυστυχώς, δίκιο: Αιώνες πείνας, κληρονομημένης αταβιστικά στη συλλογική μνήμη, δεν επιτρέπουν στο άτομο να καταναλώσει το βίο του σε πράγματα λιγότερο χυδαία απ’ το κυνήγι του πλούτου, στο οποίο αν και δεν πετυχαίνουν όλοι επιδίδονται σχεδόν όλοι, ακόμα και οι ποιητές, ως μη όφειλαν.
Τα ιδανικά της ανθρωπότητας παραείναι πεζά, μοιάζει να λέει ο Σαρτρ και η πραγματικότητα επιβεβαιώνει το λόγο του: Είναι λίγοι αυτοί που θα δέχονταν να μοιραστούν τα λιγοστά αγαθά μ" όλον τον κόσμο, και είναι πολλοί αυτοί που αρπά ζουν με βουλιμία τα προϊόντα της παραγωγής του συλλογι κού ανθρώπινου μόχθου. Ακόμα και οι χριστιανοί ξέχασαν το ευαγγελικό "ο έχων δυο ιμάτια...". Και τα ιμάτια των δεσπο τάδων δεν είναι, βέβαια, μόνο δύο. Και δε θ' αργήσουν να σε καταγγείλουν για κλέφτη, αν τους αρπάξεις με τη βία ένα απ' τα πολλά μόνο και μόνο για να τους υποχρεώσεις να ξαναγίνουν χριστιανοί με τη βία, γιατί με το "μαλακό" μάλλον απο κλείεται να γίνουν. Ολόκληρη η κλασική-αστική πολιτική οικονομία στρέφε ται αέναα γύρω απ’ το "πυρηνικό" οικονομικό πρόβλημα της στενότητας των αγαθών. Οι αστοί οικονομολόγοι θέλουν πο λύ να διευρύνουν με τις μπουλντόζες τους όσο παίρνει τη στε νωπό. Και πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν τα καταφέρνουν άσχημα. Πράγματι, το σημερινό "κατά κεφαλήν εισόδημα" σχεδόν σ ' όλο τον κόσμο είναι μεγαλύτερο απ' το προ πεντη κονταετίας ή εικοσαετίας "κατά κεφαλήν εισόδημα". Όμως, για τη δίκαιη κατανομή του εισοδήματος ούτε λόγος να γίνε ται. Κι όταν γίνεται, γίνεται υπό μορφήν παραχωρήσεων και φιλανθρωπίας: Πάρε και συ λιμασμένε κάτι παραπάνω, για να σου βουλώσουμε το στόμα ώστε να μην μπορείς να ουρλιάζεις και να διεκδικείς. Όμως, τα κοινωνικά-οικονομικά προβλήματα, σεβασμιότατοι Δεσποτάδες, δε λύνονται με τη φιλανθρωπία. Λύνονται με τη γνώση. Και η γνώση λέει πως ο ανθρώπινος πλούτος είναι, χωρίς καμιά αμφισβήτηση, "κοινωνικό προϊόν", που σαν τέ τοιο ανήκει αυτοδίκαια σ ' όλους, μα σ ' όλους ανεξαίρετα. Εί στε λοιπόν Δεσποτάδες μου να τα βάλουμε όλα κάτω και να τα μοιράσουμε; Είστε να κοινωνικοποιήσουμε τα εκκλησιαστικά τσιφλίκια; Αν δεν είστε... ξεχάστε τον Παράδεισο, και μην πα ριστάνετε τους Αγίους, γιατί έχει και η υπομονή του αδικημέ νου τα όριά της. Ό λ ο ι ξέρουμε πως υπάρχει σπανιότητα αγαθών. Ό λ ο ι ξέ ρουμε, επίσης, πως υπάρχει k o l σπανιότητα εντιμότητας και ήθους. Αστό που δεν ξέρουμε όλοι είναι πως για μερικούς η έννοια της σπανιότητας έχει καταργηθεί, ενώ για άλλους εξα κολουθεί να είναι σπάνιο ακάμα και το ψωμάκι. Και, βέβαια.
μη μου πείτε, σεβασμιότατοι, πως το ψωμί είναι αγαθό πρώ της ανάγκης και το χαβιάρι αγαθό νιοστής ανάγκης. Γιατί τα χαβιάρι εκτός από εκλεκτό νηστίσιμο είναι και έδεμσα που περιέχει φώσφορο σε αφθονία, και ο δικός μου εγκέφαλος έχει περισσότερη ανάγκη από φώσφορο, γιατί ο δικός μου εγ κέφαλος δουλεύει. Μεταξύ άλλων k o l για το μεροκάματο. Ερ γαλείο δουλειάς για μένα και πάρα πολλούς άλλους είναι ο εγ κέφαλος, όχι η αγιαστούρα. Συνεπώς, το χαβιάρι μας είναι τό σο αναγκαίο, όσο και το ψωμί. Και, εν πάση περιπτώσει, σε μένα προσωπικά είναι περισσότερο αναγκαίο απ' ό,τι σε σας γιατί, στο κάτω κάτω, εγώ, μ ’ αυτό που σας λέω και μ ” άλλα πολλά έχασα τελικά το προνόμιο της διατήρησης του εγκεφά λου μοσ σε φόρμα μόνο με την επενέργεια του Αγίου Πνεύ ματος, που έχει να με επισκεφτεί, δυστυχώς, απ' τον καιρό της βάφτισής μου — αν και δεν μπορώ νάμαι σίγουρος ούτε για τότε. Και για να γυρίσουμε στους περισσότερο πεζούς, αλλά όχι λιγότερο μεταφυσικούς αστούς οικονομολόγους, πρέπει να σταθούμε λιγάκι σ’ αυτή την περίφημη εφεύρεσή τους, το "κατά κεφαλήν εισόδημα". Το "κατά κεφαλήν εισόδημα", λοι πόν, είναι το πηλίκον της διαιρέσεως του "εθνικού εισοδήμα τος” δια των κεφαλών που υπάρχουν εντός του έθνους. Πιο απλά: Αν το άθροισμα των εισοδημάτων όλων των Ελλήνων μέσα σ ' ένα χρόνο είναι Α, και το άθροισμα των κεφαλών των Ελλήνων {ή ελληνικών κεφαλών) είναι Β, ελληνικό "κατά κε φαλήν εισόδημα" είναι ο αριθμός που θα προκύψει απ' τη διαίρεση του Α δια του Β. Το κεφάλι το δικό μου, το κεφάλι του καντηλανάφτη, το κε φάλι του Δεσπότη, το κεφάλι του εφοπλιστή, και το κεφάλι του μεγαλέμπορου, δίνουν άθροισμα πέντε κεφάλια. Αν προσ θέσω τα κέρδη τα δικά μου και του καντηλανάφτη, που συνε χίζει να μαγειρεύει τη φασολάδα του με το λάδι που κλέβει απ' τα καντήλια, στα κέρδη των άλλων, και διαιρέσω τον αριθ μό που θα μου δώσει η άθροιση δια του αριθμού των κεφαλών θα διαπιστώσουμε με έκπληξη, κι εγώ και ο καντηλανάφτης, κυρίως αυτός, πως κερδίζουμε τα ίδια, μα ακριβώς τα ίδια, μέ χρι δεκάρας, με τον εφοπλιστή κύριο Φουρτούνα και τον μεγαλέμπορο κύριο Φομφουτο. Μ ’ άλλα λόγια, και οι πέντε έ χουμε το ίδιο "κατά κεφαλήν εισόδημα", κι ας μη έχουμε το ίδιο "κατά πορτοφόλι εισόδημα".
Θα μου πείτε:Τα άψυχα πορτοφόλια θα κοιτάμε τώρα, ή τα κεφάλια μας; Θα συμφωνούσα πρόθυμα με μια τέτοια ένστα ση. Γιατί το κεφάλι προέχει, σίγουρα. Έλα, όμως, που οι οικο νομολόγοι δε λογαριάζουν τα κεφάλια. Απλώς τα μετρούν. Λίγο τους ενδιαφέρει το κεφάλι μου, το κεφάλι σου, το κεφά λι του, τα κεφάλια μας, τα κεφάλια σας, τα κεφάλια τους. Γιαυτούς, η λέξη κεφάλι είναι άκλιτη γιατί είναι νούμερο κι όχι κεφάλι. Και ως γνωστόν, δεν έχει νόημα να ευημερούν οι αριθ μοί των κεφαλών, πρέπει να ευημερούν και τα κεφάλια για να μπορούμε να μιλάμε για κοινωνική δικαιοσύνη. Γιατί αλλιώς, η ευημερία είναι μια στατιστική ευημερία, και η στατιστική ευημερία ενδιαφέρει μόνο τους λογιστές, κι αυτούς μόνο όταν ασκούν το επάγγελμά τους. Λοιπόν, για νο μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις, κάθε φο ρά που μας μιλούν για "αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήμα τος" πρέπει να ορίζουν επίσης περί ποιων κεφαλών ομιλούν: Περί δημοσιογραφικών κεφαλών, περί καντηλαναφτικών κε φαλών, περί εφοπλιστικών κεφαλών, ή περί εμπορικών κεφα λών; {Καλό είναι να μας μιλήσουν επίσης και περί δεσποτικών κεφαλών). Ό λο ι μας έχουμε ένα κεφάλι, αλλά αυτό δε ση μαίνει πως πρέπει να το μετατρέψουμε σε νούμερο. Ά λ λ ω στε, το δικό μου το κεφάλι και το κεφάλι του εφοπλιστή, δε δίνουν πάντα άθροισμα δύο. Γιατί είναι πολύ πιθανό ο εφο πλιστής στη θέση του κεφαλιού να έχει ένα πελώριο μηδενι κό. Και το μηδέν προστιθέμενο, όπως ασφαλώς ξέρει ακόμα και ο υιός του εφοπλιστή που πάει στην α' δημοτικού, δε με ταβάλλει το άθροισμα. Το άθροισμα το μεταβάλλει αποκλει στικά και μόνο το περιεχόμενο των πορτοφολιών μας, που έχουν από σημαντικές μέχρι κολοσσιαίες διαφορές. Για τούτες τις διαφορές περιμένουμε να μας μιλήσουν οι αστοί οικονομολόγοι, κι όχι για τα κεφάλια μας — και τα "εγκεφαλικά" μας εισοδήματα. Συγκεκριμένα, περιμένουμε να μας πουν το πώς και το γιατί τούτων των διαφορών. Και προ παντός, μην εκπέσουν στη γνωστή αστειότητα: Τι να κά νουμε; Έτσ( τάφερε η μοίρα, ή έτσι θέλησε ο Θεός. Σ ' αυτό τον κόσμο, υπήρχαν πάντα πλούσιοι και φτωχοί, πεινασμένοι και χορτάτοι, ζήτουλες και αφεντάδες. Αυτά τα ξέρουμε. Μας τα είπαν, με συναρπαστική ενάργεια και σαφήνεια, μεταξύ πολλών άλλων ο Μπαλζάκ κι ο Ντοστογιέφσκι, ο Γκόρκι και ο Χάμσουν. Από επιστήμονες περιμένουμε επιστημονικές έρμη-
νείες των γεγονότων και των φαινομένων, κι όχι ερμηνείες αποφαντικές ή μεταφυσικές. Και για να σοβαρευτούν λιγάκι πρέπει να ξεχάσουν, πριν απ' το κάθε τι, τη στατιστική γελοιότητα που λέγεται "κατά κεφαλήν εισόδημα". Διότι τούτη η ισοπέδωση δια της στατι στικής συνεπάγεται και μια άλλη σοβαρότερη: Την ισοπέδωση του πεδίου εντός του οποίου τελούνται οι οικονομικές διαδι κασίες. Ό ταν λεν: "οι δυνατότητες για πλουτισμό είναι ίδιες για όλους”, εξομαλύνουν δόλια και νομικίστικα το πεδίο των ταξικών αγώνων, μετατρέποντάς το από χώρο πραγματικών αγώνων σε πεδίο πιθανοτήτων και δυνατοτήτων. Δηλαδή, και πάλι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στατιστικά. Μόνο που αυτή τη φορά το μεταφέρουν στην περιοχή της θεωρίας των πιθα νοτήτων, που είναι επίσης μια στατιστική θεωρία. Όμως, πολύ λίγο ενδιαφέρει αν εγώ έχω στατιστικά την πι θανότητα να γίνω πλούσιος. Γιατί εγώ, όπως και κάθε λογι κός άνθρωπος, σε καμιά περίπτωση δε θα δεχόμουνα να πετάξω τον εαυτό μου σα ζάρι, περιμένοντας να φέρω εξάρες, να "πιάσω την καλή", κατά το δη λεγόμενο. Οι άνθρωποι δεν είναι "κύβοι" για να τους διακυβεύουμε. Η ζωή δε μας δόθη κε για να την παίζουμε κορώνα γράμματα στο καπιταλιστικό χαμαιτυπείο. Αν θέλει κανείς να "διακυβεύσει" (να παίξει) τη ζωή του μπορεί να το κάνει με τρόπους πιο έξυπντους, πιο ό μορφους και λιγότερο χυδαίους απ' αυτόν που επιβάλλει ο καπιταλιστικός τζόγος. 11/ 11/84
3 5 . 0 ΠΑΡΑΣΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Εμπορεύομαι σημαίνει πορεύομαι, οδεύω, ταξιδεύω εντός (μιας περιοχής, μιας χώρας, μιας ηπείρου, του κόσμου ολό κληρου). Ο έμπορος, λοιπόν, είναι ένας ταξιδιώτης που δια φέρει απ' τους άλλους γιατί ταξιδεύει μόνο χάριν εμπορίου. Συνεπώς, το εμπόριο είναι μια δουλειά που θέλει ποδάρια ή αεροπλάνο. Δηλαδή, είναι μια δουλειά στην κυριολεξία του ποδαριού, ή αεριτζίδικη. Για να γίνεις έμπορος δε χρειάζον ται σπουδαία προσόντα, δεν απαιτούνται στις περισσότερες περιπτώσεις ειδικές γνώσεις, δεν είναι αναγκαίο ένα μεγάλο κεφάλαιο για το ξεκίνημα. Κι έτσι τεμπέλικα και σχεδόν ανέ ξοδα, εξασφαλίζεις ένα άνετο, πονηρό και κερδοφόρο επάγ γελμα. που έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα να είναι και ολί γον τζόγος, και ολίγον ψάρεμα και ολίγον κυνήγι - δηλαδή σπορ. Μ ' άλλα λόγια, το εμπόριο είναι μια δουλειά που ταιριά ζει γάντι στους "Ελληνες. Γιαυτό τουλάχιστον οι μισοί Έ λ ληνες είναι μικρέμποροι, ψιλικατζήδες, περιστεράδες, εβγατζήδες, λαχειοπώλες, προποτζήδες, έμποροι λευκής και άλλης σαρκός (στο "άλλης" συγκαταλέγονται και οι κρεο πώλες), εμπορικοί αντιπρόσωποι, γυρολόγοι, παλιατζήδες, πλασιέ, μπακάληδες, μανάβηδες, κουλουρτζήδες, βρεφοπωλητές. Δεδομένου ότι οι άλλοι μισοί Έλληνες είναι δημό σιοι υπάλληλοι, ενώ οι ασχολούμενοι με την παραγωγή (α γρότες, βιομήχανοι, βιομηχανικοί εργάτες είναι ελάχιστοι), αναρωτιέται κανείς ποιοι και πόσοι, πλην των γεωργών, εί ναι τέλος πάντων οι παραγωγοί σ ' αυτή τη χώρα του γενικευμένου εμπορίου. Δεν μπορεί να υπάρξει εμπόριο χωρίς
να προϋπάρξουν προϊόντα, που κάποιοι τα παράγουν. Κι αφού ελάχιστος παράγουν σ ' αυτή τη χώρα των εμπόρων σημαίνει πως, αυτοί που κυρίως παράγουν δεν κατοικούν εδώ. Κατοι κούν στην Αμερική, στη Γερμανία, στην Ιαπωνία και αλλού. Κάτω από τέτοιες συνθήκες "πρωτογενούς εξάρτησης" εί ναι μάλλον κωμικό να μιλάει κανείς για "εθνική ανεξαρτησία". Γιατί, απ' το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, από τότε δηλαδή που οι συναλλαγές αρχίζουν να διεθνοποιούνται με καλπαστικούς ρυθμούς, μια χώρα εμπόρων και ψιλικατζή δων αποκλείεται να είναι πια μια ανεξάρτητη χώρα. Γίνεται αυτόματα μια χώρα κομπραδόρων (μεταπραττών, διακινητών, αντιπροσώπων). Σε μια χώρα κομπραδόρων, το ήθος και η εντιμότητα είναι φυσικό να μην ευδοκιμούν. Γιατί το εμπόριο για να προκόψει χρειάζεται δόλο, πονηριά, "καπατοοσύνη", διπλωματικότητα, στρεψοδικία, ανειλικρίνεια, και άλλα πολλά ανάλογα "προσόν τα", που όλα μαζί αποτελούν το περίφημο "δαιμόνιο της φυ λής". Βέβαια, έμποροι κατά κύριο λόγο ήταν οι αρχαίοι Αθηναίοι. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως το "δαιμόνιο της φυλής" είναι συ νομήλικο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Διότι το εμπόριο των αρχαίων Ελλήνων ήταν κυρίως διακομιστικό. Και το δια κομιστικό εμπόριο τότε δεν ήταν αυτό που είναι το κυρίως ειπείν εμπόριο σήμερα. Ή ταν αυτό που σήμερα το λέμε "εξωτε ρικό ή διακρατικό" εμπόριο, και μαζί "θαλάσσια μεταφορά εμ πορευμάτων". Μ ’ άλλα λόγια, οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν χοντρέμποροι και ταυτόχρονα εφοπλιστές, όπως θα λέγαμε με σύγχρονη γλώσσα. Κάτι σαν τους Εγγλέζους του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Αυτό δεν το ξέρουμε μόνο απ' την Ιστορία. Το πληροφο ρούμαστε κι απ’ τη γλώσσα. Στα αρχαία ελληνικά "εμπόρια" λέγονται τα εμπορεύματα και "εμπορεία" είναι οι παραθαλάσ σιες αποθήκες εμπορευμάτων, οι εμπορικοί σταθμοί του θα λάσσιου εμπορίου. Οι Βενετσιάνοι πολλούς αιώνες αργότερα, θα αντιγράψουν και θα τελειοποιήσουν το αθηναϊκό σύστημα θαλασσίων μεταφορών και θαλασσίου εμπορίου. "Εμπορείον" έλεγαν επίσης οι αρχαίοι Αθηναίοι κι αυτό που εμείς σήμερα θα το λέγαμε "χρηματιστήριο εμπορευμάτων". Στην πραγματικότητα το "εμπορείον" δεν ήταν ακριβώς το ση μερινό χρηματιστήριο, γιατί τέτοιο φρικτό πράγμα δεν υπήρχε
τότε* Ήταν κάτι σαν "λέσχη εμπόρων και εφοπλιστών", ό που μαζεύονταν οι ενδιαφερόμενοι και συζητούσαν τα προ βλήματα τους, όριζαν τις τιμές και καθόριζαν τους ναύλους. Ο Αριστοτέλης δεν είχε καθόλου καλή ιδέα για το εμπό ριο. Το θεωρούσε ενασχόληση μάλλον παρασιτική, γιατί δε συμβάλλει στην αύξηση του πλούτου, όπως έλεγε. Και εννοούσε πως οι έμποροι, που απλώς διακινούν προϊόντα που δεν τα παράγουν, ασκούν μεν μια κοινωνικά χρήσιμη εργασία, αλλά δεν παίρνουν μέρος στον πολλαπλασιασμό των αγαθών και τούτος ο πολλαπλασιασμός συνιστά τον πλούτο. Μ ' άλλα λόγια ο διορατικός Αριστοτέλης ήξερε πως οι έμποροι είναι λίγο πολύ παράσιτα — και τέτοια θα παρα μείνουν στον αιώνα τον άπαντα, εφόσον, βέβαια, δεν αλλά ξουν ριζικά οι κοινωνικές συνθήκες παραγωγής των προϊ όντων, οπότε θα αλλάξουν αναγκαστικά και οι συνθήκες διανομής των προϊόντων. 0 Μαρξ όχι μόνο συμφωνεί με τον Αριστοτέλη, αλλά αρ χίζει το μνημειώδες έργο του για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ("Το Κεφάλαιο") με την ανάλυση του εμπορεύ ματος και τη μελέτη της εμπορευματικής παραγωγής. Έ τσ ι λέγεται η .παραγωγή προϊόντων που εξαρχής παράγονται για να πουληθούν και παρεμπιπτόντως μόνο να ικανοποιήσουν τις ανθρώπινες ανάγκες. Στην εμπορευματική παραγωγή ο καπι ταλιστής παραγωγός αδιαφορεί τελείως αν είναι ή δεν είναι χρήσιμο το προϊόν που παράγει, αν ικανοποιεί ή δεν ικανο ποιεί κάποιες ανάγκες. Ενδιαφέρεται αποκλειστικά να στο πουλήσει. Και, άπαξ και στο πουλήσει, κόψε τα σβέρκο σου και κάντο ό,τι γουστάρεις. Αν π.χ. βάλεις φωτιά στο αυτοκί νητο που μόλις αγόρασες, τόσο το καλύτερο για τον αυτοκινητοβιομήχανο. Θα σου πουλήσει ένα άλλο, ίσα ίσα για να γί νεται τζίρος. Κι ο τζίρος ακριβώς είναι το καπιταλιστικό ζη τούμενο, Για τον Μαρξ, το εμπόρευμα δεν είναι απλώς ένα πράγμα, αλλά έκφραση κοινωνικών σχέσεων. Γιατί η συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στο εμπόρευμα καθορίζεται απ' το κοινωνικό (παραγωγικό) σύστημα μέσα στο οποίο ζουν. Έτσι, η εμπορευματική παραγωγή, δηλαδή η παραγωγή προϊόντων με κύριο στόχο τηνπώλησή τους και παρεμπιπτόντως την ικα νοποίηση αναγκών είναι αυτή που δημιουργεί την ταξική κοι νωνία.
Μέσα σ' ένα τέτοιο σύστημα, το εμπόρευμα γίνεται ένα τρε λό πράγμα που αλλάζει χέρια. Ο καταναλωτής δε θα μάθει ποτέ ποιοι, πώς και κάτω από ποιες συνθήκες παρήγαγαν το προϊόν που αγόρασε. Μ ' άλλα λόγια, το εμπόρευμα γίνεται ένα φετίχ, ένα απρόσωπο "ιερό" αντικείμενο, που κάποιοι το πα ράγουν, κάποιοι το καταναλώνουν — και πέραν τούτου ουδέν. Για να καταλάβουμε τη διαφορά πρέπει να φέρουμε στο νου μας ένα προϊόν που το παράγουμε και το καταναλώνουμε εμείς οι ίδιοι, ή που το παράγει ο γείτονας και το καταναλώνουμε εμείς. Σε μια τέτοια περίπτωση ξέρουμε τί κόπος χρειάστηκε για να παραχτεί το προϊόν, και συνεπώς το καταναλώνουμε με σεβασμό προς την ανθρώπινη εργασία που είναι "εγκλωβισμέ νη” εντός του. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής τούτος ο σεβασμός στον ανθρώπινο μόχθο έχει χαθεί τελείως και έχει αντικατασταθεί από τη "χαρά" που δίνει το προϊόν που θα που ληθεί σε καλή τιμή. Γιαυτό ακριβώς το εμπόρευμα στον καπι ταλισμό έχει γίνει φετίχ (πράγμα καθεαυτό) χάνοντας έτσι την παλιά αξία του σαν μια πολύ απτή συγκεκριμενοποίηση της ανθρώπινης προσπάθειας, και του ανθρώπινου μυαλού. Ο Μαρξ πουθενά στο έργο του δε δηλώνει ρητά τι θα απογί νει το εμπόρευμα στη μελλοντική κοινωνία που ονειρεύονταν. Γιατί ο ίδιας ο Μαρξ δεν ασχολήθηκε με τη μελέτη της μελλον τικής κοινωνίας. Ασχολήθηκε μόνο με τη μελέτη του καπιταλι σμού της εποχής του. Ωστόσο, εύκολα συνάγεται απ' το "Κ ε φάλαιο" πως το εμπόρευμα πρέπει να εκλεϊψει. Άλλωστε, ο Ένγκελς το λέει καθαρά: Στην κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος δεν θα υπάρχουν εμπορεύματα συνεπώς και έμπο ροι. Θα υπάρχουν μόνο αποθήκες και "σταθμοί προϊόντων" ό που ο ευτυχής θνητός του έτους Ω μ,Χ. θα πηγαίνει και θα παίρνει ό,τι του χρειάζεται. Μέχρι τότε.... υπομονή!!! Πολλές γενιές εμπόρων θα αισχροκερδίσουν ακόμα. Όμως, όπως έχουν τα πράγματα σήμερα στην εμπορευματική κοινωνία μας, το εμπόριο, μας αρέσει δεν μας αρέσει, έχει να παίξει ένα ρόλο, που συναποτελείται απ' τους παρακάτω τρεις υπορόλους: 1) Τη μεταφορά των προϊόντων σε χώρο. Δηλαδή, τη διανομή των προϊόντων. Έ να προϊόν δεν κατανα λώνεται πάντα στον τόπο της παραγωγής του. Κι ο καταναλω τής πρέπει να είναι τρελός για να πάει στην Τρίπολη ν' αγορά σει ένα κιλό μήλα, κι από κει στο Βόλο για μισό κιλό φιρίκια. Αλλά και στον τόπο της παραγωγής να βρίσκεσαι, δε θα πας
οτο χωράφι ν ' αγοράσεις ένα αγγουράκι, αλλά στο μανάβη. Όμως, αυτή η αναγκαία διανομή δεν είναι ανάγκη να γίνε ται από διαμεσολαβητές εμπόρους. Μπορούν, κάλλιστα, να την κάνουν οι ίδιοι οι παραγωγοί, πράγμα που συμβαίνει κατά κανόνα στις λαϊκές αγορές, και στα πρατήρια των παραγωγών. Ωστόσο, η παραδοσιακή πολιτική οικονομία επιμένει πολύ στη σπουδαιότητα του διακομιστικού ρόλου του εμπορίου, 2) Τη μεταφορά των προϊόντων σε χρόνο. Εδώ τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Διότι, "μεταφορά σε χρόνο" σημαίνει αποθήκευ ση και πώληση του προϊόντος στον αρμόζοντα χρόνο. Μπορείς να "μεταφέρεις χρονικά" αχλάδια απ' το καλοκαίρι στην επό μενη άνοιξη και να τα πουλήσεις τότε σε καλή τιμή. Αλλά για να πετύχεις πρέπει να έχεις ψυγεία. Όμως, γιατί να έχουν ψυ γεία και αποθήκες μόνο οι έμποροι; Δύσκολο είναι να τ' αποχτήσουν και οι παραγωγοί; (Επιμένουμε στα αγροτικά προϊόν τα γιατί ό,τι τρώγεται, είτε φρέσκο είτε μεταποιημένο και βιομηχανοποιημένο, βγαίνει απ' τη γη. Συνεπώς το αγροτικό προϊόν είναι το μόνο την αγορά του οποίου δεν μπορεί κανείς να αναβάλει γι' αργότερα. Αν οι αγρότες συνειδητοποιήσουν απολύτως τη δύναμή τους θα μας τινάξουν στον αέρα, εμάς τους έξυπνους κατοίκους των αστικών κέντρων). 3) Σταθε ροποίηση των τιμών. Τούτος ο υπορόλος του εμπορίου είναι και σαχλός και σαθρός. Κι ωστόσο, πάνω του στηρίζεται ολό κληρη η περίφημη "οικονομία της αγοράς". Συνίσταται αυτός ο ρόλος στην ευχέρεια που έχει ο έμπορος, με τις αποθήκες του, να ρίχνει την κατάλληλη στιγμή στην αγορά περισσότερα ή λιγότερα εμπορεύματα και να κανονίζει, έτσι, τις τιμές κατά τα κέφια του. Αυτό που λέγεται στη γλώσσα του οργισμένου καταναλωτή αισχροκέρδει α,στη γλώσσα της επίσημης πολιτι. κής οικονομίας ονομάζεται "σταθεροποίηση των τιμών". Στην πραγματικότητα ωστόσο πρόκειται για μια σταθεροποίηση της κλοπής και της απάτης, που γίνεται φανερή μεταξύ άλλων και με τις αποκρύψεις εμπορευμάτων καθώς και τις τεχνητές ελλείψεις προϊόντων απ' την αγορά. Λοιπόν, έχουν ή δεν έ χουν δίκιο ‘ 0 Αριστοτέλης και ο Μαρξ να θεωρούν τον έμπορο ανυπόληπτο πρόσωπο; Κι ένα κιλό ζάχαρη να κρύψει ο μπακά λης για να το πουλήσει στη νέα υψηλότερη τιμή, έχασε αυτό ματα το χαρακτηρισμό του τίμιου. Κι αν βρείτε μπακάλη που δεν έκανε ποτέ αυτή την απάτη, να τον φωτογραφήσετε για να τον δούμε κι εμείς.
Έ τσ ι έχουν τα εμπορικά πράνματα στον καπιταλισμό. Στις σοσιαλιστικές χώρες τα ίδια πράγματα έχουν κάπως καλύτερα αλλά εντελώς καλά δεν είναι. Διότι και κει υπάρχει εμπόριο. Κρατικό μεν, εμπόριο δε. Κι όπως ξέρουμε οι κλασικοί του μαρξισμού δε θέλουν να ξέρουν τον έμπορο είτε ιδιώτης είναι αυτός είτε κρατικός υπάλληλος. Ο Στάλιν για να μπαλώσει τα πράγματα εφεύρε τον όρο "εμπόριο χωρίς κερδοσκόπους". Αλλά η έλλειψη κερδοσκόπων δε λύνει το πρόβλημα. Απλώς μετριάζει τις συνέπειες επι βάρυνσης των τιμών. Ό λος ο κόσμος ξέρει πως το λεγόμενο "εμπορικό κόστος" (η αύξηση της τιμής του προϊόντος, λόγω διαμεσολάβησης του εμπόρου) στη Σοβιετική Ένωση είναι το ένα τέταρτο του δυτικού εμπορικού κόστους. Αυτό είναι, βέβαια, ένα πολύ σημαντικό κέρδος και για τον παραγωγό και για τον καταναλωτή. Αλλά το πρόβλημα της υπάρξεως εμπο ρίου παραμένει, μ ' όλες τις συνέπειες στη διαιώνιση του φετιχισμοϋ του εμπορεύματος, και συνεπώς της αλλοτρίωσης. Η "οικονομία της αγοράς" δεν καταργήθηκε εντελώς στις ανα τολικές χώρες. Ό χ ι μόνο γιατί δεν υπάρχουν επαρκή προϊόν τα, ώστε ο καθένας να παίρνει απ’ τους "σταθμούς εμπορευ μάτων" ό,τι θέλει, όπως έλεγε ο Ένγκελς περιγράφοντας τη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία, αλλά και διότι η έστω και πολύ μικρή επιβάρυνση της τιμής του προϊόντος δεν ευνοεί ούτε την παραγωγή ούτε την κατανάλωση, και συνεπώς είναι σπατάλη κοινωνικού πλούτου. Το 1921 επιχειρήθηκε στην Ε ΣΣΔ ένα συναρπαστικό πείρα μα απ' ευθείας περάσματος στον κομμουνισμό με μια θεαμα τική κατάργηση και της αγοράς και του εμπορεύματος. Το χά ος που ακολοΰθηκε οδήγησε τον Λένιν στη Νέα Οικονομική Πολιτική. Που σημαίνει μερική και προσωρινή υιοθέτηση κά ποιων κανόνων της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, που ισχύουν ακόμα σε μεγάλο βαθμό, Ο μύθος διδάσκει πως το πέρασμα στον κομμουνισμό δεν μπορεί να γίνει με δια τάγματα. Πρέπει να "ωριμάσουν οι συνθήκες", όπως λέμε για να παρηγοριόμαστε και να μη χάνουμε την πίστη μας σ' ένα καλύτερο κόσμο που όλο κινάει νάρθει, κι όλο σκοντάφτει στο δρόμο. Το πρόβλημα όμως είναι να μη χάσουμε εντελώς το δρόμο. Οπότε, τίποτα δε μας σώζει απ' την αρπαχτική μανία των εμπόρων. 18/11/84
36.ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΗΘΙΚΩΝ ΑΞΙΩΝ
Σε καμιά γλώσσα οι λέξεις κερδοσκοπώ, κερδοσκοπία, κερδοσκόπος δεν είναι υποτιμητικές, πόσω μάλλον υβριστικές. Όμως, αν αττοκαλέσεις κάποιον κερδοσκόπο, αυτός μπορεί να σου κάνει μήνυση για εξύβριση. Θα καταλάβουμε απ' όσα πού με στη συνέχεια πού έχει τη ρίζα του το αστείο αυτό μπέρδε μα, και γιατί ο κερδοσκόπος, που ασκεί ένα καθόλα νόμιμο επάγγελμα, μπορεί να γίνει έξω φρενών όταν τον προσφωνή σεις με τον πραγματικό τίτλο του πραγματικού επαγγέλματος του. Κι αυτό γιατί δεν αρκεί να είναι νόμιμο το επάγγελμά σου για να "χαίρεις εκτιμήσεως και σεβασμού". (Το επάγγελμα της πόρνης είναι καθόλα νόμιμο). Χρειάζεται επιπλέον τούτη η νο μιμότητα να έχει κσι μια "ηθική βαρύτητα”, πράγμα που δε συμβαίνει κατά νομικήν ανάγκην. Να, λοιπόν, γιατί ο κερδο σκόπος είναι νόμιμος για τη νομική συνείδηση και παλιάνθρω πος για την κοινή συνείδηση. (Υπάρχουν πολλών ειδών συνει δήσεις. Η συνείδηση είναι κάτι σαν το λάστιχο: Μπορείς να την τεντώσεις μέχρι που να σπάσει, και μόνο τότε πας φυλακή). Λοιπόν, κερδοσκόπος στην κυριολεξία είναι αυτός που σκο πεί (στοχεύει) το κέρδος. Ο κερδοσκόπος λέγεται και σπε κουλαδόρος, απ' τη λατινική λέξη σπέκουλα, που σημαίνει σκοπιά (τόπος όπου στέκεσαι για να δεις, για να σκοπεύσεις). Σύμφωνα με τα παραπάνω, όσοι προσδοκούν κέρδη, όσοι στοχεύουν στο κέρδος είναι, απλά και καθαρά, κερδοσκόποί. Κι επειδή όλος ο κόσμος προτιμάει το κέρδος απ' τη ζημία, ό λοι είμαστε λίγα ως πολύ κερδοσκόποί. Ωστόσο, πορόλο που όλοι μας αγαπούμε το κέρδος, δεν
έχουμε όλοι τη δυνατότητα να βγάλουμε κέρδος. Γιατί το κέρδος είναι αποκλειστικό προνόμιο των αφεντικών, των ιδιοκτητών. Διευκρινίζουμε για τους επιρρεπείς στην αφέ λεια πως το μεροκάματο και ο μισθός δεν είναι κέρδος. Είναι αμοιβή για μια προσφερθείσα υπηρεσία, kol πιο συχνά για την πώληση στον εργοδότη της εργατικής μου δύναμης. Συνήθως όμως αντιλαμβανόμαστε σαν κέρδος μια αύξηση στο μισθό μας. Ωστόσο, είναι φανερό πως η διαφορά ανάμεσα στον προη γούμενο και τον τωρινό μισθό δεν προέκυψε από πρόσθεση στον προηγούμενο μισθό κάποιου κέρδους, αλλά από τη διεκ δίκηση καλύτερης αμοιβής της δουλειάς μας. Βέβαια, είμαστε κερδισμένοι όταν μας κάνουν αύξηση, κι όλοι την περιμένουμε. (Φυσικά, κι εγώ για την πώληση στον εργοδότη μου τούτων εδώ των κειμένων, που δεν έχω κανένα λόγο να διανέμω δω ρεάν, παρόλο που θα το ήθελα πολύ αν κάποιος ή κάποιοι με σίτιζαν στο Πρυτανείο τους). Η αύξηση στο μισθό είναι κέρδος μόνο με μια έννοια σχετική: Είναι κέρδος σε σχέση με την προηγούμενη κατάστασή μας κι όχι κέρδος από κερδοσκοπία, απ' την οποία βγαίνει το κυρίως ειπείν κέρδος. Λοιπόν, δεν μπορείς να βγάλεις κέρδος, αν απ’ τα πριν δε σκοπεύσεις το κέρδος, αν δηλαδή δεν είσαι κερδοσκόπος, στην κυριολεξία. Όπως καταλαβαίνουμε, οι κυρίωςκερδοσκόποι είναι οι βιομήχανοι και οι έμποροι. Εντελώς ιδιαίτερα αυ τοί οι τελευταίοι. Γιατί οι πρώτοι κερδοσκοπούν μεν, προσφέ ρουν δε χρήσιμα στην κοινωνία πράγματα. Ενώ οι έμποροι, α πλώς κερδοσκοπούν: Βγάζουν κέρδος χωρίς να παράγουν τί ποτα απολύτως. Ή , μάλλον, βγάζουν κέρδος "παράγοντας" πονηριά, απάτη και κυρίως "πρόβλεψη". Γιατί εμπόριο χωρίς πρόβλεψη για την πιθανή ζήτηση του διακινούμενου εμπορεύ ματος δεν μπορεί να γίνει. Ένας έμπορος που διακινεί εμπο ρεύματα στα τυφλά κι όπως λάχει είναι μάλλον βλαξ παρά έμ πορος. Ο κατ' εξοχήν έμπορος αλλά και ο κατ' εξοχήν τζογαδόρος είναι ο χρηματιστής (ο εντεταλμένος για τις εντός του Χρημα τιστηρίου συναλλαγές). Για να δούμε τι σόι έμπορος είναι ο χρηματιστής πρέπει προηγουμένως να δούμε τι σόι εμπόριο γίνεται μέσα στα υπερσουπερμάρκετ του καπιταλισμού που λέγονται Χρηματιστήρια, και που είναι ο πιο λαμπρός ναός της Υπέρτατης Καπιταλιστικής Θεότητας, του Χρήματος του Χοντρού.
Τα Χρηματιστήρια, τούτη η πραγματικά καταπληχτική ε φεύρεση του καπιταλισμού, δεν είναι παρά τόποι εμπορίου, κάτι σσν υπερεμπορικά καταστήματα, τελείως άδεια από εμ πόρευμα, ωστόσο. Υπάρχουν δυο ειδών Χρηματιστήρια, ανάλογα με την πωλούμενη εντός τους πραμάτεια: Χρηματιστήρια Εμπορευμάτων και Χρηματιστήρια Αξιών. Περισσότερο ενδιαφέροντα για το θέμα μας, που είναι η σπέκουλα, είναι τα Χρηματιστήρια Α ξιών. Αλλά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη λειτουργία τους αν προηγουμένως δεν κατανοήσουμε τη λειτουργία των Χρηματιστηρίων Εμπορευμάτων. Έ να εμπόρευμα που το παράγεις σε πολύ μεγάλες ποσότη τες, και που ξέρεις πως θα πουληθεί οπωσδήποτε, δεν είναι ανάγκη να το περιφέρεις από υποψήφιο αγοραστή σε υποψή φιο αγοραστή κι από παζάρι σε παζάρι. Δηλώνεις στο Χρημα τιστήριο Εμπορευμάτων πως διαθέτεις προς πώλησιν, π.χ., δέ κα χιλιάδες τόνους βαμβάκι, πέντε λιχιάδες τόνους μαλλί, εί κοσι πέντε χιλιάδες τόνους σιτάρι, ή, ό,τιδήποτε άλλο παράγεται σε τεράστιες ποσότητες και δεν είναι είδος πολυτελείας (οπότε η πώλησή του δεν είναι σίγουρη), κι αυτομάτως βρί σκεις αγοραστή, που κατά πάσα πιθανότητα ούτε θα δει, ούτε θα πιάσει στα χέρια του το εμπόρευμα. Οι αγοραπωλησίες στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων γίνονται με... καθαρά χέρια, και δεν πρέπει να φανταζόμαστε τους εμπόρους-χρηματιστές ούτε καν σαν χοντρεμπόρους με την τρέχουσα έννοια. (Στην Ελλάδα, αν δεν κάνουμε λάθος, δεν υπάρχει Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων. Άλλωστε, τί θα βάζαμε προς πώλησιν εκεί μέσα; Τα πορτοκάλια μας και τα αντίδια μας; Αυτά τα διακι νούν μια χαρά και οι μετρίως χοντροί χοντρέμποροι. Το χρη ματιστηριακό εμπόριο έχει κολοσσιαίες διαστάσεις, εντελώς ακατάλληλες για τα μέτρα μιας μικρής και φτωχής χώρας. Ενώ στις μεγάλες και πλούσιες χώρες υπάρχουν ειδικευμένα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, όπως για παράδειγμα χρηματι στήριο βάμβακος, χρηματιστήριο χάλυβος, χρηματιστήριο σι ταριού κλπΛ. Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του χρηματιστηριακού εμ πορίου είναι το λεγόμενο "εμπόριο επί προθεσμία", που γίνε ται σε "τιμές επί προθεσμία". "Εμπόριο επί προθεσμία" ση μαίνει πως αγοράζω τώρα ένα προϊόν που θα παραχθεί του χρόνου ή ύστερα από πέντε χρόνια, και "τιμές επί προθεσμία"
σημαίνει πως δεσμεύομαι να πληρώσω τότε το εμπόρευμα που το συμφώνησα τώρα σε μια Α τιμή, που όμως ενδέχεται να αλ λάξει μέχρι τότε για πολλούς και διαφόρους λόγους. Η τιμή που προσφέρω τώρα είναι μια "τιμή ασφαλείας” για τον πα ραγωγό, που καλώς εχόντων των πραγμάτων πρέπει να μου πουλήσει το προϊόν του στην προσυμφωνημένη τιμή. Όμως, επειδή στον καπιταλισμό σπανίως τα πράγματα έχουν καλώς (κι όχι μονά στο εμπόριο) οι τιμές του προπωληθέντος εμπο ρεύματος θα ανεβοκατεβούν στο μεταξύ πολλές φορές με τρό πο φανταστικό, δηλαδή ερήμην του εμπορεύματος που δεν παρήχθη ακόμα, και που όταν παραχθεί δεν είναι σίγουρο πως θα παραδοθε'ι στον αγοραστή στην προσυμφωνηθείσο ποσό τητα και ποιότητα. Ποιος μπορεί να ξέρει πώς ύστερα από δυο χρόνια θα παράγω το στάρι Α Α ποιότητας που ήδη το πούλη σα ερήμην της μετεωρολογικής υπηρεσίας, των τοπικών πολέ μων και της μεταβαλλόμενης κρατικής σιτικής πολιτικής; Όταν, λοιπόν, αγοράζω ένα "τυπικό εμπόρευμα" όπως λέ με το εμπόρευμα που δεν παρήγαγα και που σκοπεύω να πα ράγω, παίρνω τεράστια ρίσκα. Το ίδιο και ο παραγωγός, που ,αν δεν παραδώσει το εμπόρευμα στον προσυμφωνηθέντα χρό|νο θα πληρώσει πρόστιμο. Είναι φανερό, λοιπόν, πως όταν ' αγοράζω και πουλάω με τον παραπάνω παλαβό τρόπο πρέπει να είμαι σε θέση να κάνω πετυχημένες προβλέψεις. Αλλά πώς να κάνω πετυχημένες προβλέψεις για τη διεθνή παραγωγή χά λυβα το μεταπροσεχές έτος ας πούμε χωρίς τη βοήθεια α στρολόγων και μάγων; Η ανθρώπινη προβλεπτικότητα έχει τα ανθρώπινα όριά της, και συνεπώς το προσδοκώμενο κέρδος α πό μια τέτοια συναλλαγή, όπου ο παράγων χρόνος παίζει κα θοριστικό ρόλο, πρέπει νατό σκοπεύσω όχι με το δίκανο αλλά με ατομικά όπλα. Να, λοιπόν, η πραχτική χρησιμότητα των πυραύλων Πέρσινγκ και Κρουζ στην κερδοσκοπία (τη στόχευση του κέρδους). Στα Χρηματιστήρια Αξιών, τώρα, η κερδοσκοπία (η ικανό τητα του σκοπεύειν το κέρδος) είναι ακόμα πιο δύσκολη κι ακόμα πιο παλαβή. "Α ξία " στη γλώσσα της οικονομίας λέγε ται κάθε χαρτί που... έχει αξία. Οι μετοχές είναι αξίες, οι ομο λογίες είναι αξίες, τα "γερά" ξένα νομίσματα έίναι αξίες .Τού τες οι αξίες είναι άλλη μια μεγάλη εφεύρεση του καπιταλι σμού, που όσο χάνει την ηθική του αξία, τόσο εκδίδει "αξίες" με τη σέσουλα.
Μια επιχείρηση, εδώ κι έναν αιώνα περίπου, δεν είναι ανά γκη να είναι ούτε προσωπική ούτε καν οικογενειακή. Μπορεί, θαυμάσια, να είναι ανώνυμη (εταιρία). Προς τούτο, αρκεί η επιχείρηση να εκδόσεί μετοχές και να τις καταθέσει στο Χρη ματιστήριο Αξιών για πώληση στον οποΐονδήποτε, δηλαδή στον καθένα που μπορεί και θέλει να νιώθει μέτοχος, τσυτέστιν καπιταλιστής κατά το μέτρο των μετοχών που κρατάει στα χέρια του, και που όσο πιο αδύνατα είναι τόσο λιγότερες μετοχές μπορούν να κρατήσουν. Πράγμα που δεν εμποδίζει τους δημαγωγούς να ομιλούν περί "λαϊκού καπι ταλισμού" χωρίς καν να σκέφτονται πως, αφού οι μετοχές δε διανέμονται δωρεάν στα περίπτερα, θα τις αγοράσουν αυ τοί που μπορούν - και θα αγοράσουν τις περισσότερες όχι, βέβαια, οι δημόσιοι υπάλληλοι. Διάολε, πώς μπορεί να νιώ θει μέτοχος ένας χάχας που αγόρασε μια μετοχή επί συνόλου εκατό χιλιάδων; Τι αόι καπιταλιστής είναι τούτος ο "λαϊκός καπιταλιστής" που περνιέται για "μέτοχος" ο κακομοίρης; Μπορεί κανείς να μην αγοράσει μετοχές, αλλά ομολογίες. Οι ομολογίες είναι κι αυτές κάτι σαν μετοχές. Με τη σημαν τική διαφορά, ωστόσο, πως τα κέρδη που δίνει στον κάτοχό της αυτή η "αξία" είναι σταθερά και προκαθορισμένα, κι όχι αόριστα και ρευστά όπως αυτά της μετοχής, βάσει της οποί ας η ανώνυμη εταιρία θα σε πληρώαει μόνο αν έχει κέρδη, kol κατά το ποσοστό που σου αναλογεί. Κατά κάποιον τρό πο, η ομολογία είναι μέσο άμεσου δανεισμού που κάνει η Εταιρία με τη μεσολάβηση όχι της Τράπεζας αλλά του Χ ρη ματιστηρίου, που προστατεύεται, ωστόσο, από κάποια Τρά πεζα. Οι ομολογίες, όπως και οι μετοχές, πουλιούνται και αγοράζονται στο Χρηματιστήριο Αξιών. Που ακόμα που λάει και αγοράζει ξένα χαρτονομίσματα. Οι μετοχές δεν είναι μόνο μέσο απόχτησης εμπορικού κέρδους, αλλά και τρόπος επένδυσης, και συνεπώς προσ δοκίας βιομηχανικού κέρδους. Μ ' άλλα λόγια αυτός που αγο ράζει μετοχές μπορεί να μην έχει σκοπό να τις καταθέσει στο Χρηματιστήριο Αξιών για πώληση αλλά να τις κρατήσει για πάντα στο σπίτι του για να νιώθει διαρκώς βιομήχανος κι όχι περιστασιακά κερδοσκόπος, που πουλάει κι αγοράζει μετο χές, με την ίδια έννοια που κάποιοι άλλοι πουλούν και αγο ράζουν αγγουράκια στη λαϊκή αγορά. Όμως, αυτός που κάνει επένδυση σε μετοχές δεν είναι κορόιδο να τις κρατήσει όταν
πληροφορηθεί πως η Εταιρία στην οποία ανήκουν όπου νάναι χρεοκοπεί. Σε μια τέτοια περίπτωση θα τις ξεπουλήσει στο Χρηματιστήριο όσο όσο. Αυτό σημαίνει πως οι τιμές των με τοχών της εν λόγω υπό διάλυσιν εταιρίας θα κατρακυλήσουν. Κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως οι μετοχές της, από "α ξίες" που ήταν θα γίνουν χαρτάκια άνευ αξίας. Όμως, δεν είναι ανάγκη ν' αρχίσουν να πουλούν αθρόα τις μετοχές τους οι επενδυτές για να χρεοκοπήσει μια Εταιρία. Ούτε είναι ανάγκη να κρυολογήσει η ευαίσθητη κυρία Θάτσερ για να πέσουν αυτόματα οι τιμές, και να χαμογελάσει ηλιθίως ο κύριος Ρήγκαν για να ανέβουν απότομα οι τιμές στα Χρημα τιστήρια όλης της οικουμένης. (Τό πόσο ευαίσθητο είναι το Χρηματιστήριο δε λέγεται. Οι "δείκτες" σ ' αυτά ανεβοκατεβαίνουν πιο εύκολα κι απ’ τον υδράργυρο υπερευαίσθητου θερμομέτρου. Γιαυτό ακριβώς τα Χρηματιστήρια ονομάστη καν "θερμόμετρα του καπιταλισμού"). Το μόνο που χρειάζε ται για να χρεοκοπήσει μια Εταιρία δια του Χρηματιστηρίου είναι μια μεγαλύτερη απ’ το κανονικό αύξηση της κερδοσκο πικής μανίας των χρηματιστών που, βέβαια, λίγο τους ενδια φέρει η προκοπή της βιομηχανίας. Αρκεί για να χρεοκοπή σει ο χρηματιστής να αγοράσει πολλές μετοχές όταν είναι φτηνές και να τις πουλήσει όταν ακριβήνουν. Και ακριβαί νουν ακριβώς γιατί αγοράζοντός τις αθρόα προκαλείται τε χνητή έλλειψη στο Χρηματιστήριο που δημιουργεί την εν τύπωση οικονομικής ευρωστίας για μια συγκεκριμένη βιο μηχανία, ενώ δεν πρόκειται παρά για μια πρόσκαιρη εξαφά νιση των μετοχών απ' την "πιάτσα". Ο χρηματιστής του Χρηματιστηρίου Αξιών είναι ένας τζο γαδόρος που παίζει συνεχώς κορώνα γράμματα, τόσο τη δική του οικονομική υπόσταση όσο και αυτή των παραγωγικών βιο μηχανιών, Είναι, ακόμα, ο κατ' εξοχήν κερδοσκόπος, αφού μο ναδικό μέλημά του έχει τη σπέκουλα. Κι ωστόσο, όλοι τον ανέχονται γιατί, λέει, επιτελεί χρήσιμο κοινωνικά έργο: Κάνει τις μετοχές να κουνιούνται και ν' αλλάζουν χέρια, συμβάλλον τας έτσι στη "λαϊκοποίηση" του καπιταλισμού, που στην πραγ ματικότητα είναι απροσωποποίησή ταυ. Άλλωστε, αυτό που μας νοιάζει δεν είναι να αυξήσουμε τους καπιταλιστές, αλλά να τους μειώσουμε και τελικά να τους εξαφανίσουμε. Δε λύνουμε το πρόβλημα του καρκίνου κάνοντας όλο τον κόσμο καρκινοπαθΠ· 25/11/84
37. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Εμείς οι Έλληνες αποτελούμε τον "ελληνικό λαό". Όμως, τι σημαίνει "ελληνικός λαός" και τι ξεχωριστό απ’ τους άλ λους λαούς έχει ο ελληνικός λαός, ώστε το επίθετο και το ουσιαστικό μαζί {ελληνικός λαός) να αποτελούν τη "συλλο γική μας ταυτότητα"; Την προσωπική, την ατομική μας ταυτότητα την εκδίδει η αστυνομία για να ξέρουν οι άλλοι πως εγώ σαν όνομα και ο εαυτός μου σαν πρόσωπο με σάρκα και οστά είμαστε... το ίδιο πράγμα. Εδώ η ταυτότητα σημαίνει ταύτιση μορφής (ονόματος) και περιεχομένου (ζώντος ανθρώπου), και από πραχτική άποψη τούτη η ταύτιση είναι πολύ χρήσιμη: Αν με ρωτήσουν "ποιος είστε, κύριε" δεν μπορώ να απαντήσω "εγώ", παρόλο που, πράγματι, είμαι εγώ αυτός που μιλάει. Για νασυνενναηθώ με τον άλλο πρέπει να του κοινοποιήσω κάποια απ’ τα στοιχεία της ταυτότητάς μου. Πρέπει να του κάνω γνωστή την "επιγραφή" μου, την "ταμπέλα" μου πριν του κάνω γνω στό αν χρειαστεί, και το περιεχόμενό μου, δηλαδή το χαρακτή ρα μου κλπ. Αν του δώσω ψεύτικα στοιχεία ταυτότητας είναι σα να αλλάζω την ταμπέλα του φαρμακείου με την ταμπέλα του διπλανού μπακάλικου, υποχρεώνοντας, έτσι, τον πελάτη να ζητάει ελιές απ' το φαρμακείο και βάλιουμ απ’ το μπακά λικο. Προκειμένου για άτομα, τα παραπάνω είναι αυτονόητα και αυταπόδεικτα. Όμως, τί γίνεται προκειμένου για την "εθνική ταυτότητα"; Αυτή ποιός την εκδίδει; Κι αν την εκδίδει κά ποιος, πόσο έγκυρη μπορεί να είναι; Ποιος λοιπόν μου χάρισε την "ελληνική μοσ ταυτότητα" ώστε να μπορώ να λέγομαι Έ λ-
λην; Και τί είναι αυτό, πέραν της γλώσσας, που ξεχωρίζει εμέ να τον Ελληνα απ' το μη Ελληνα; (Αν η "ελληνική ταυτότη τα" δίνονταν με βάση την ελληνική γλώσσα μόνο, τουλάχιστον οι μισοί Έλληνες θα έμεναν άνευ εθνικής ταυτότητας, έτσι βαρβαρικά που μιλούν και γράψουν τα ελληνικά. Κι ακόμα, σε μια τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε να είναι Έλληνες όλοι οι "ξέ νοι" που μιλούν τα ελληνικά, πολύ συχνά καλύτερα από Έ λ ληνες). Είναι προφανές ότι τον Έλληνα από τον μη-Έλληνα δεν τον ξεχωρίζει η γλώσσα. Αλλά ούτε η έννοια "λαός". Διότι "λαός" λέγεται το σύνολο, το άθροισμα, το πλήθος των αν θρώπων που κατοικούν κάπου: Στη γειτονιά, στην πόλη, στο κράτος, στην ήπειρο, στη γη. Το ποσοτικό περιεχόμενο της έννοιας "λαός" είναι εξόχως ευμετάβλητο, και αλλάζει μαζί με τη γεωγραφία. Έ τσ ι "ελληνικός λαός" σημαίνει: αυτοί που κατοικούν σήμερα στο σημερινό ελληνικό κράτος με τα ση μερινά του σύνορα. Αλλά στην Ελλάδα δεν κατοικούν μόνο άνθρωποι "ελληνικής ράτσας", ενώ τα συνεχώς απειλούμενα (όπως μας λεν) σύνορά μας άλλαξαν κάμποσες φορές μέσα σ' έναν αιώνα. Συνεπώς, η έννοια "λαός" είναι μάλλον ακα τάλληλη για να ορίσω την "ταυτότητά" μου ως Έλλην, σύμ φωνα με την τρέχουσα αντίληψη. Μήπως, όμως, είναι καταλληλότερη η έννοια "έθνος"; Τί θα πει έθνος; Η αρχική σημασία αυτής της ομηρικής λέξης είναι κοπάδι. Μετά τον Όμηρο, η λέξη έχασε την αρχική ση μασία της, έπαψε δηλαδή να είναι ταυτόσημη με την έννοια λαός, και σήμαινε πια σύνολο ομόφυλων (της ίδιας φυλής) ανθρώπων, που υπακούουν (είναι υπήκοοι) στους ίδιους νό μους και έχουν τους ίδιους άρχοντες (κυβερνήτες) και επι πλέον, έχουν κοινά έθιμα και παραδόσεις. Μ ' άλλα λόγια, η αρχική "φυσική" έννοια λαός έγινε τώρα η "πολιτιστική-νο μική" έννοια έθνος. Και τα πράγματα άρχισαν να μπερδεύ ονται. Τούτο το μπέρδεμα είχε και επιστημονικές επιπτώσεις. Ο Αλ. Σβώλος, για παράδειγμα, σαν σοσιαλιστής που ήταν, θεω ρεί τις έννοιες "έθνος" και "λαός" ταυτόσημες. Ωστόσο, ο X. Σγουρίτσας θεωρεί επιστημονικά ορθότερη την έννοια "λαός", και μάλλον έχει δίκιο. Αντίθετα, ο I. Τριανταφυλλόπουλος δε βρίσκει καμιά σχέση ανάμεσα στις έννοιες "έθνος" και "λαός".
Από τη σύγχυση και την αμηχανία έρχεται να μας βγάλει ο Γεράσιμος Κακλαμάνης, που στο από πολλές απόψεις σημα διακό βιβλίο του "Η ανατολική Μεσόγειος αχ; ευρωπαϊκή Ιστο ρία'' (διανομή Δοδώνη) λέει με καταλυτικό χιούμορ: "Η αορί στου περιεχομένου έννοια έθνος είναι όπως η έννοια του μηδενός στα μαθηματικά: ο ορισμός εξαρτάται από το πού τον χρη σιμοποιείς". Επειδή, λοιπόν, το περιεχόμενο της έννοιας "έθνος" είναι όχι μόνο αόριστο αλλά και χαοτικό, ήταν ανάγκη να γίνει πιο σαφές και συγκεκριμένο με την προσθήκη δίπλα στη λέξη "έ θνος", της λέξης "κράτος". 'Ετσι σήμερα μιλάμε για "εθνικό κρότος" κι όχι σκέτα για έθνος. Η Ελλάδα δεν είναι ένα έθνος αλλά ένα εθνικό κράτος. Κράτος στην κυριολεξία σημαίνει δύναμη. (Δεν πρέπει να συγχέεται τούτος ο αρχαιοελληνικός ορισμός με το εμπορικό σλόγκαν "Φόρτε σημαίνει δύναμη", και κυρίως με το άλλο σαχλό πολιτικό σλόγκαν "Αβέρωφ σημαίνει δύναμη"). Κρά τος, λοιπόν, είναι το άλλο όνομα της πολιτικής εξουσίας, της Αρχής, της κυβέρνησης. Πρόκειται για έννοια επίσης νομική και ταυτόχρονα πάρα πολύ πραχτική: Ό λο ι ξέρουμε τί σημαί νει κράτος γιατί όλοι το υφιστάμεθα, άλλοι θετικά και άλλοι αρνητικά, ανάλογα με την ταξική μας τοποθέτηση και κυρίως τον ταξικά ρόλο που πάντα παίζει το κράτος. Η λέξη κράτος μπορεί να είναι αρχαία ελληνική, αλλά το ση μερινό της περιεχόμενο το απάχτησε μόλις τον 16ο αιώνα, τό τε που άρχισε να διαφαίνεται η δυνατότητα δημιουργίας "εθνι κών κρατών". Ο Μακιαβέλι ήταν απ’ τους πρώτους που μίλη σε για κράτος, και το όρισε σαν συνύπαρξη τριών στοιχείων: Λαού, εδάφους, και εξουσίας. Η οποία ασκείται υπό του λαού, μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο έδαφος. Που τώρα πια λέγεται " ε θνικό έδαφος" ή "εθνικός χώρος". Μ ' άλλα λόγια ο δαιμόνιος και σκανδαΑωδώς παρεξηγημένος Νικολό Μακιαβέλι σωστά κατάλαβε πως δεν μπορεί να υπάρξει κράτος χωρίς έδαφος, αλλά ούτε κράτος με άδειο από λαό έδαφος. Και αυτά τα δυο (έδαφος και λαός) συντίθενται σε κράτος μόνο με τη "συγκολ λητική” ουσία της δύναμης (του κράτους). Η έννοια του "εθνικού κράτους" μπορεί να είναι γνωστή από το 16ο αιώνα, αλλά απόχτησε συγκεκριμένο περιεχόμενο μόνο με τη Γαλλική Επανάσταση, στο τέλος του 18ου αιώνα (1789). Τώρα πια δεν είναι ο Μονάρχης, ο επί της γης κοσμικός εκ
πρόσωπος του Θεού, που "συνέχει" το λαό σε μια ενότητα και τον κάνει έθνος, αλλά η ίδια η ιδέα του έθνους. Είναι φανερό πως εδώ την έννοια Απόλυτος Άρχω ν την εκτόπισε, και πήρε τη θέση της, η έννοια "κυρίαρχος λαός". Που ωστόσο είναι μια έκφραση που παραμένει σχήμα λόγου: Στο εθνικό κράτος δεν είναι ο λαός στο σύνολό του αυτός που κυριαρχεί, αλλά μια μερίδα του λαού, μια συγκεκριμένη τάξη που δυναστεύει τις άλλες. Το κράτος είναι ταξικό απ’ την ίδια του τη φύση, και θα καταργηθεί μόνο όταν καταργηθούν και οι τάξεις. Μέχρι τότε, θα το υφιστάμεθα, θέλουμε δε θέλουμε. Οι νοήμονες πολιτικοί και οι επιστήμονες ήξεραν πάντα πως η έννοια κράτος είναι δύσκολο να δημιουργήσει "ομοψυχία" στο λαό, και να τον κάνει, για παράδειγμα, να πεθαίνει στα πε δία των μαχών τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. Γιατί η έννοια κράτος είναι πέρα για πέρα ακατάλληλη για τέτοιες δημαγω γίες. Μπορεί να σκοτωθεί κανείς για το έθνος, αλλά για το κράτος ποτέ. Κι αυτό διότι, για τον απλό άνθρωπο κράτος ση μαίνει χωροφύλακας, δικαστής, φορατζής, δεσμοφύλακας κλπ. Δηλαδή, πράγματα και πρόσωπα που αποκλείεται να σου εμπνεύσουν ενθουσιασμό έως θανάτου. Αντίθετα, το έθνος, παρότι απόλυτα ταυτισμένο όπως έδειξε ο Μακιαβέλι (αλλά και ο Χομπς, και ο Ρουσαώ και ο Χέγκελ) με το κράτος ή την επιθυμία δημιουργίας κράτους μπορεί να κάνει πολεμικά θαύ ματα. Γιατί; Πώς; Για να γίνει δυνατό κάτι τέτοιο πρέπει πρώτα η έννοια λαός να ταυτιστεί με την έννοια έθνος, και στη συνέχεια η έννοια έ θνος με την έννοια κράτος. Με το πες πες των δημαγωγών λί γοι πια ξεχωρίζουν τις τρεις εντελώς άσχετες μεταξύ τους έν νοιες. Σήμερα, εδώ στην Ελλάδα, στη γλώσσα της πολιτικής (των πολιτικών) αλλά και στη γλώσσα του πολιτικού ρεπορ τάζ των εφημερίδων χρησιμοποιούνται αδιακρίτως, η μια αντί της άλλης, οι έννοιες "ελληνικός λαός", "ελληνικό έθνος", "ελληνικό κράτος". Βέβαια, αυτό δ ε ν ι είναι το μόνο μπέρδεμα που γίνεται σε τούτη τη μπερδεμένη χώρα, όπου ο καθένας λέει και κυρίως κάνει ό,τι του καπνίσει, σε σημείο μάλιστα που οι δοσίλογοι να εμφανίζονται σάν οι "κυρίως Έλληνες", οι κομπραδόροι σαν οι στυλοβάτες' του ελληνισμού και οι "νεοορθόδοξοι" σαν οι θεματοφύλακεζ της ελληνικής ουσίας . Όμως, καλό είναι ν' αρχίσουμε να βγαίνουμε απ' τα ρητορικά εθνικοπατριωτικά
μας νεφελώματα και να καταλαβαίνουμε επιτέλους ποιος δι καιούται και ποιος δε δικαιούται ν' αποχτήσει "ελληνική ταυ τότητα" — που είναι το θέμα μας σήμερα. Είπαμε ήδη πως ο λαός, το έθνος και το κράτος δεν είναι το ίδιο πράγμα. Είπαμε, ακόμα, πως κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν πως είναι το ίδιο πράγμα. Και πάρα πολλούς τους έχουν πείσει. Πώς τα κατάφεραν; Τα κατάφεραν με δυο επι κουρικές έννοιες, που ήρθαν και σφηνώθηκαν στα "μπόσικα" των τριών κύριων εννοιών (λαός - έθνος - κράτος). Πρόκειται για τις έννοιες "φυλή" και "γένος". Ας τις δούμε κι αυτές. Η λέξη φυλή παράγεται από το ρήμα φύω (φυτρώνω), και δηλώνει σύνολο ανθρώπων που συνδέονται δια κοινής κατα γωγής. Είναι αυτοίπου "φύτρωσαν" απ' τον Ιδιο σπόρο. Σύμ φωνα με τη χριστιανική παράδοση, όλοι οι άνθρωποι φύτρω σαν απ' τον ίδιο σπόρο. Οι κοινοί όλων "προπάτορες" είναι ο Αδάμ και η Εύα. Αλλά και σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδο μένα, όλοι οι άνθρωποι φύτρωσαν επίσης απ’ τον ίδιο σπόρο: Απ' τα αμοιβαδοειδή πρωτόζωα. Τότε, ποιοι απατεώνες και για ποιο λόγο άρχισαν κάποτε να μιλούν για από γέννα προνο μιούχες και μη προνομιούχες φυλές; Γιατί η "ράτσα", (που ση μαίνει φυλή, φύτρα) είναι δυνατό να δώσει προνόμια σε κά ποιους και να αφαιρέσει προνόμια από άλλους; Γιατί η Αρεία Φυλή, είναι αναγκαστικά καλύτερη απ' όλες τις άλλες, όπως πρώτος ισχυρίστηκε ο ανεκδιήγητος κόμης Γκομπινό, για να επαναλάβουν το τροπάρι του οι Ναζί με τις γνωστές καταστρο φικές συνέπειες; Βέβαια, κάποιοι σπουδαίοι λαοί (όχι φυλές) ανάπτυξαν σπουδαίους πολιτισμούς, που τώρα πια είναι κοινό κτήμα ό λης της ανθρωπότητας. Όμως, ποιά ουσιαστική, λογική και ηθική σχέση έχει ο αγράμματος ή ο ηλίθιος Έλλην "εθνικόφρων" με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ώστε να νιώθει υπε ρήφανος, λέει, για τους προγόνους; 'Αλλωστε, είναι τόσο μα κρινοί αυτοί οι πρόγονοι που κανείς δεν μπορεί πια να πάρει τοις μετρητοίς τη λέξη "πρόγονος”, Και από τότε μπερδεύτη καν τόσο πδλύ τα "αίματα" σ ' αυτό το σταυροδρόμι της Μεσο γείου που είναι η Ελλάδα, που μόνο κρετίνοι συνεχίζουν να πιστεύουν στην "καθαρότητα του ελληνικού αίματος", που συνιστά και την "ουσία" της καθαρότητας της ελληνικής φυλής. Το είπαμε ήδη: Ό χ ι μόνο καθαρές φυλές δεν υπάρχουν, αλλά δεν υπάρχουν ούτε καν φυλές με τη "φυτολογική" έννοια των
πολλών κοινών απόρων. (Όπου χρησιμοποιούμε τον όρο φυ λή, τον χρησιμοποιούμε μόνο για να δείξουμε τις εξωτερικές ιδιομορφίες κάποιων ομάδων ανθρώπων. Και αυτές οι περι γραφές μας σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν αξιολογική κρίση). Λοιπόν, ο όρος "φυλή" είναι ύποπτος ρατσισμού, φασισμού, ναζισμού, και κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν τον χρησιμοποιεί πια. Όμως, κάποιοι πονηροί Έλληνες βρήκαν ένα υποκατά στατο στα ορθόδοξα εκκλησιαστικά κείμενα: Η ορθοδοξία αντί της λέξης "φυλή" χρησιμοποιεί συνήθως τη λέξη "γένος", που δεν είναι φυτικής αλλά ζωικής προελεϋσεως: Ανήκουν στο ίδιο γένος τα ζωντανά που έχουν τον ίδιο γενάρχη (γενήτορα). Αλλά, και δω μπαίνει το ίδιο ερώτημα που μπήκε και στη φυτολογική παραλλαγή της έννοιας: Ποιος είναι αυτός ο γε νάρχης; Και πόσο πίσω πρέπει να πάμε για να τον επισημάνουμε; Οι πατέρες της εκκλησίας θεωρούσαν γενάρχη το Χριστό, και πνευματικούς απογόνους του όλους τους χριστιανούς, ό λων των εποχών, όλων των εθνών. Όμως, χριστιανοί δεν είναι βέβαια μόνο οι Έλληνες. Ωστόσο, μιλάμε για "γένος των Ελ λήνων". Στον ελληνικό διαφωτισμό, και αργότερα στην ελληνική επανάσταση, "γένος των Ελλήνων" σήμαινε "ελληνικής παι δείας χριστιανοί". Και φυσικά, τούτη η καθαρά θρησκευτική και πολιτιστική διάκριση δεν είχε τίποτα το ρατσιστικό. Όμως, με τον καιρό ο όρος "γένος των Ελλήνων" απόχτησε και ρατσιστικό πε ριεχόμενο, για να μπλεχτούν αξεδιάλυτα σήμερα τα πράγμα τα με τους "νεοορθόδοξους" που ξέρουν καλά τί λένε και τι κάνουν: Προσπαθούν να ξαναβάλουν απ' την πίσω πόρτα το ρατοισμό, δηλαδή το φασισμό. Ε, λοιπόν, κύριοι, Έλληνες εί ναι, απλά και καθαρά, όσοι έχουν την ελληνική υπηκοότητα και ίσως όσοι δεν την έχουν αλλά θα ήθελαν να την αποχτήσουν κι όσοι την έχασαν παρά τη θέλησή τους. Ό λα τα άλλα είναι εκ του πονηρού. \
1/ 12/84
38. ΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ ΕΧΕΙ ΠΑΤΡΙΔΑ
Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα, έλεγε ο Μαρξ. Και η Ρόζα Λούξεμπουργκ συμπλήρωνε, ακόμα πιο κατηγορηματικά: Η εθνική αυτοδιάθεση είναι κούφιο και άδειο σχήμα. Ωστόσο, τα πράγματα απόδειξαν πως οι εργάτες όχι μόνο έχουν πα τρίδα, αλλά συχνά είναι οι μόνοι που υπερασπίζονται πρόθυ μα και έως θανάτου την πατρίδα. Απ' την άλλη μεριά, η εθνι κή αυτοδιάθεση που ειρωνεύονταν η Λούξεμπουργκ έχει εγ γράφει σαν βαισικό αίτημα στα κιτάπια όλων των κομμουνι στικών κομμάτων. Υπάρχει, λοιπόν, εδώ μια φανερή αντίφα ση ανάμεσα στη μαρξιστική θεωρία και την κομμουνιστική πραχτική. Η μαρξιστική θεωρία πρεσβεύει το διεθνισμό και η κομμουνιστική πραχτική, σε πάρα πολλές περιπτώσεις και με παλινδρομήσεις είναι αλήθεια, ασκεί τον εθνικισμό. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν υπάρχει σοβαρή αντί φαση. Απλώς, απ' το 1924 και μετά που εγκαταλείφτηκε η ιδέα για έναν παγκόσμιο προλεταριακό κράτος, η κομμού νιστική πραχτική αναδιπλώθηκε εντός των εθνικώγ κρατών και "εθνικοποιήθηκε". 'Αλλωστε, και μετά το 1924 ο μαρξι σμός δεν εγκατέλειψε την απαίτησή του για έναν σαφή δια χωρισμό ανάμεσα στις έννοιες "κράτος" και "έθνος". Δεν εί ναι τα έθνη αυτά που απορρίπτει η μαρξιστική σκέψη, αλλά τα κράτη,.μικρά και μεγάλα, ισχυρά και ανίσχυρα. Βέβαια, η πράξη απόδειξε, άλλη μια φορά, πως τα κράτη δεν είναι εύ κολο να καταργηθούν, και πως είναι ευκολότερο να ενοποιη θούν σε μεγαλύτερους κρατικούς σχηματισμούς, όπως στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, που όχι μό νο είναι κράτος αλλά και κράτος πανίσχυρο. Ωστόσο, τα πα-
λιά κράτη που συναποτελούν σήμερα την Ε Σ Σ Δ δεν υφίοτανται, πια. σαν κράτη, ενώ αντίθετα οι εθνότητες όχι μόνο δεν καταργήθηκαν (δεν θα ήταν δυνατόν, άλλωστε), αλλά και δυναμώθηκαν, κυρίως χάρη στην πολιτική του Στάλιν που επέ μενε πάνω στο διαχωρισμό των εννοιών έθνος και κράτος. Πρόκειται για έναν διαχωρισμό που δεν τον εφεύρε, βέβαια, ο Στάλιν και που ισχύει και για την αστική σκέψη η οποία, ωστόσο, προτιμάει τον ασαφή σύνθετο όρο έθνος-κράτος για να δηλώσει πως κάθε έθνος δικαιούται να έχει το κράτος του και κάθε κράτος να εμπεριέχει μια "καθαρή" εθνότητα. Θα προσπαθήσουμε να αποσαφηνίσουμε λιγάκι αυτό τα μπερδεμένα πράγματα, μιλώντας σήμερα για το έθνος και την ερχόμενη Κυριακή για το κράτος, για να αντιληφτοϋμε καλύ τερα πού άπτονται και πού χωρίζουν αυτές οι δυο ασαφείς, ό σον αφορά τα όριό τους, έννοιες. 0 όρος έθνος αναφέρεται σε μια μεγάλη πληθυσμιακή ομά δα, που διακρίνεται από ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως η ε θνική συνείδηση, το ενιαίο έδαφος όπου κατοικεί το μεγαλύτε ρο μέρος της ομάδας, η κοινή γλώσσα, ο κοινός πολιτισμός, η κοινή Ιστορία και η κοινή καταγωγή. Για να ανήκεις σε ένα έθνος δεν είναι αναγκαίο να κατοικείς στην περιοχή όπου αυτό το έθνος δημιούργησε ένα κράτος. Για παράδειγμα, συνεχί ζουν να ανήκουν στο ελληνικό έθνος αυτοί που πολιτογραφήθηκαν πολίτες άλλου κράτους, ας πούμε οι Έλληνες της Αμε ρικής, του Καναδά και της Αυστραλίας. Αρκεί να μην έχουν χάσει τη γλώσσα τους, να μην έχουν ζεχάσει την Ιστορία τους και, κυρίως, να συνεχίζουν να πιστεύουν πως ανήκουν σε μια εθνότητα με ιδιαίτερα πολιτιστικά γνωρίσματα. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως το έθνος είναι έννοια πάρα πολύ ευρύτερη απ' αυτήν του κράτους. Άλλω οτε, το κράτος, το είπαμε ήδη μιλώντας για την ΕΣΣΔ, μπορεί να περιέχει πε ρισσότερες της μιας εθνότητες. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αμιγές "εθνικό κράτος". Σ ' ένα κράτος θα βρεθούν πάντα "εθνικές μειοψπφίες", όπως σε μας οι Αρβανίτες, οι Βλάχοι, και οι Σλαύοι στην περίπτωση βέβαια, που δεν αφο μοιώθηκαν πλήρως από τον ελληνικό πολιτιστικό περίγυρο, πράγμα που αποτελεί τον κανόνα ύστερα από τόαους αιώνες συγχρωτισμού με τα μέλη της ελληνικής εθνότητας, που από άποψη νομική δεν είναι περισσότερο Έλληνες για μόνο το λό γο πως ανήκουν στην ελληνική εθνότητα. Γιατί, Έλληνες είναι
όσοι υπακούουν στο Σύνταγμα και τους νόμους της Ελλά δας και όχι όσοι έχουν "ελληνικό αίμα", που τρέχα γύρευε πόσο ελληνικό μπορεί να είναι ύστερα από ατέλειωτους αιώνες επιμιξιών και διασταυρώσεων, τόσο με λαούς εθνο τήτων που κατοικούσαν και κατοικούν σ ' αυτόν τόν τόπο ό σο και με ανθρώπους μακρινών εθνοτήτων, που "ειαήχθηκαν" στη χώρα μας σαν γαμπροί ή σαν νύφες. Η επιστήμη δε γνωρίζει κάτω από ποιές ακριβώς συνθή κες δημιουργείται ένα έθνος, ενώ στις περισσότερες περι πτώσεις γνωρίζει πώς δημιουργήθηκε ένα κράτος. Το ερώ τημα που κατ' αρχήν μπαίνει εδώ είναι: Το έθνος δημιούρ γησε το κράτος, ή το κράτος το έθνος; Παρόλο που η ίδρυση ενός κράτους μπορεί να δημιουργήσει με τον καιρό και εθνό τητα, όπως στις ΗΠ Α που είναι κράτος που φκιάχθηκε με το ανακάτωμα πολλών εθνοτήτων, είναι εύκολο να καταλάβου με πως, στις περισσότερες περιπτώσεις, το έθνος προηγείται του κράτους — και το δημιουργεί, Είναι η περίπτωση, μεταξύ πολλών άλλων κρατών και της Ελλάδας, που σαν έθνος προυπήρχε του νέου ελληνικού κράτους. Όμως, πολλές εθνότητες δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν δικό τους κράτος, παρότι έχουν πολύ σαφή και καθαρά εθνικά χαρακτηριστικά. Οι πιο χτυπητές περιπτώσεις είναι αυτές των Βάσκων και των Κούρδων, ενώ οι Βρετόνοι στη Γαλλία, οι Ουαλοί στην Αγγλία, οι Καταλανοί στην Ισπανία και οι Κεμπεκουά στον Καναδά διεκδικούν κι αυτοί, κάπως άτονα, ένα δι κό τους κράτος. (Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τις εθνό τητες που έχουν δικό τους κράτος, όπως οι Ιρλανδοί για πα ράδειγμα, και που ολόκληρο ή μέρος του κράτους αυτού βρί σκεται ουσιαστικά κάτω από ξένη κατοχή, όπως στην περίπτω ση της Βόρειας Ιρλανδίας). Για να δημιουργήσει κράτος ένα έθνος χρειάζεται αγώνας — κι αυτό οι Έλληνες το απόδειξαν με τον πιο λαμπρό τρόπο το 1821. Όμως, μόνο ο αγώνας δεν αρκεί, στις πιο πολλές περι πτώσεις. Χρειάζεται και η συγκατάθεση των "μεγάλων δυνά μεων" της εποχής καθώς επίσης και η οργανωτική και διπλω ματική δραστηριότητα κάποιων μελών της εθνότητας, που α ναλαμβάνουν τις σχετικές πρωτοβουλίες. Η Φιλική Εταιρεία στην Ελλάδα έπαιξε έναν τέτοιο ρόλο αγωνιστικής πρωτοπο ρίας και ιδεολογικής και οργανωτικής προετοιμασίας του αγώ να για την απελευθέρωση, δηλαδή τη δημιουργία ελληνικού
εθνικού κράτους. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: Πώς και κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίζεται μια εθνότητα, που ίσως οργανωθεί σε κράτος ίσως όχι; Ό λο ι μας είμαστε κάτοικοι του πλανήτη γη κι όλοι μας προερχόμαστε από ένα, δύο, ή ελάχιστα, εν πάοει περιπτώσει, ανθριυπολογικά κέντρα, από όπου ο άνθρωπος διασπάρθηκε σ ' ολόκληρη την επιφάνεια της γης.Πώς συνέβη, λοιπόν, και οι λαοί ανάπτυξαν χωριστές γλώσσες, διαφορετικά έθιμα, σαφώς διακρινάμενους πολιτισμούς, ώστε να δικαιούν ται την κατάταξή τους σε εθνότητες; Η απάντηση φαίνεται πο λύ απλή: Η γεωγραφική απομόνωση μεγάλων ομάδων ανάμε σα σε μεγάλα βουνά, ποτάμια και θάλασσες είχε σαν αποτέλε σμα μια αυτόνομη ανάπτυξη αυτών των κοινωνιών που γίνεται ολοένα και λιγότερο αυτόνομη στο μέτρο που αναπτύσσεται η επικοινωνία ανάμεσα στους λαούς. (Σήμερα, η αγγλική γλώσ σα, στην αμερικάνικη παραλλαγή της, γίνεται συνεχώς και πε ρισσότερο μια διεθνής γλώσσα, και τα αμερικάνικα ήθη κατάκλυσαν τον κόσμο, εγκαθιδρύοντας σε πάρα πολλές περιο χές της γης αυτό που ονομάστηκε "αμερικάνικος τρόπος ζω ής"). Όμως, η γεωγραφική απομόνωση δεν είναι ποτέ απόλυτη. Πάντα θα βρεθούν κάποιοι Αττίλες ή κάποιοι Τζέγκις Χαν για να πηδήξουν τα φυσικά σύνορα των εθνοτήτων και να υποδου λώσουν τους λαούς τους. Σε μια τέτοια περίπτωση, η δημιουρ για κράτους μέσα απ’ το έθνος ή το αντίστροφο, δεν είναι τό σο εύκολη, όσο ήταν π.χ. στη Γαλλία και κυρίως στην Αγγλία. Σε πολλές περιπτώσεις τα πράγματα δε θα εξελιχθούν φυσιο λογικά και θα χρειαστεί η βία για να δημιουργήσει κράτος ένα υπόδουλο έθνος. Βία, ακόμα, ή επέμβαση μιας μεγάλης δυνάμεως που επίσης είναι μια μορφή βίας, θα χρειαστεί και στην περίπτωση που μια περιοχή κατοικείται από περισσότερες από μια εθνότητες, όπως είναι η περίπτωση του Βελγίου, που είναι ένα κράτος πέρα για πέρα "τεχνητό", δηλαδή ένα κράτος-κα τασκεύασμα των "μεγάλων δυνάμεων", που όχι μόνο μπορούν να καταλύουν κράτη αλλά και να δημιουργούν καινούργια με το "έτσι θέλω", όταν αυτό τους είναι χρήσιμο. Υπάρχουν πολ λά τέτοια "τεχνητά" κράτη. Το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο δεν αποτελούν σπάνιες εξαιρέσεις. Η μετατροπή ενός έθνους σε κράτος ή το αντίστροφο μπο ρεί να γίνει κάτω από τρεις περιστάσεις: 1) Κράτη παλιά ή
ανομοιογενή από εθνολογική άποψη μπορεί να γίνουν έθνη με την πολιτιστική κυριαρχία της μιας εθνότητας πάνω στις άλ λες, που μπορεί να γίνει ειρηνικά και αβίαστα. Είναι η περίπτω ση της Αγγλίας και της Γαλλίας, και αργότερα των ΗΠΑ. (Η περίπτωση της Ε Σ Σ Δ μπορεί να ενταχθεί κι αυτή σε τούτη την κατηγορία, αν και είναι δυνατό να υπάρξουν επιφυλάξεις). 2) Μικρά κράτη, με πολιτισμούς όχι σαφώς διακεκριμένους και με κοινή εθνολογική ρίζα μπορούν να ενωθούν και να αποτελέοουν ένα καινούργιο κράτος αλλά και μια καινούργια, πιο ομοιογενή εθνότητα. Είναι η περίπτωση της Ιταλίας, της Γερ μανίας και της Πολωνίας). 3) Καινούργια κράτη μπορούν να ξεπηδήσουν από την αποσύνθεση παλιών Αυτοκρατοριών, στη βάση των εθνοτήτων που αποτελούσαν αυτές τις Αυτοκρατο ρίες. Είναι η περίπτωση της Ελλάδας και των βαλκανικών χω ρών. που έγιναν κράτη ύστερα απ' την παρακμή και την απο σύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι επίσης η πε ρίπτωση των χωρών της Λατινικής Αμερικής, που προήλθαν από διάσπαση της ισπανικής και πορτογαλικής (Βραζιλία) θα λασσινής αυτοκρατορίας. Στις παραπάνω τρεις ιστορικές διαδικασίες για τη δημιουρ για νέων κρατών πρέπει να προστεθεί και μια τέταρτη που ήδη την αναφέραμε και που είναι καθαρά διπλωματική και πολιτι κή. Η δημιουργία νέων κρατών ύστερα από απόφαση των "με γάλων δυνάμεων", αν και σ ' όλες γενικά τις ιστορικές διαδικα σίες η πολιτική και η διπλωματία παίζουν πάντα βασικό ρόλο. (Ο ηρωικός αγώνας των Ελλήνων κατά την επανάσταση του '21 θα έπεφτε στο κενό αν οι "μεγάλες δυνάμεις" της εποχής -Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία- δεν έδιναν τελικά τη συγκατάθεσή τους για τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους). Ο Καρλ Κάουτσκι λέει πως το εθνικό κράτος είναι, το ανα γκαίο προϊόν της ανάπτυξης του καπιταλισμού και της δημο κρατίας. Πράγματι, στη φεουδαρχία δεν μπαίνει πρόβλημα ε θνικού κράτους, γιατί ο κερματισμός σε παραγωγικά αυτάρκη φέουδα δε δημιουργεί την ανάγκη για μια κοινή δράση στη βάση ευρύτερων συμφερόντων. (Το φεουδαρχικό βασίλειο είναι στην πραγματικότητα συνομοσπονδία φέουδων). Το "έ θνος-κρότος" είναι δημιούργημα της αστικής τάξης, που λέ γεται και "εθνική αστική τάξη", για να ξεχωρίζει απ' την κο σμοπολίτικη αστική τάξη της εποχής μας, που, αυτή, δεν έ χει πατρίδα. Στην εποχή των μονοπωλίων δεν μπορεί να γί
νεται λόγος για "εθνική αστική τάξη", και ο ρόλος της διαφύ λαξης της "εθνικής κληρονομιάς" πέφτει, τώρα πια, οτο προ λεταριάτο. Αυτός είναι ο λόγος που τα αριστερά κόμματα έγι ναν κατά κάποιον τρόπο εθνικιστικά στην πορεία της εξέληξής τους, δημιουργώντας έτσι την αντίφαση ανάμεσα στη μαρξι στική θεωρία και την κομμουνιστική πραχτική, που αναφέρα με στην αρχή. Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα, σύμφωνοι. Έχουν όμως ταξικά συμφέροντα, κι αυτά είναι δύσκολο, πια, να εξυπηρε τηθούν στα πλαίσια μιας διεθνοποιημένης κεφαλαιοκρατίας. Δυστυχώς, αντί να διεθνοποιηθεί το προλεταριάτο, διεθνο ποιήθηκε τελικά το κεφάλαιο και το προλεταριάτο υποχρεώ θηκε σε μια ιστορική εθνική αναδίπλωση για να αντιμετωπί σει τον κίνδυνο της ολικής του εξαφάνισης μέσα στους διε θνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς που, βέβαια, δε δημιουργήθηκαν προς το συμφέρον των εργαζομένων. Πάλι ο Κάουτσι λέει, και έχει και πάλι δίκιο, πως το προλε ταριάτο είναι ο μόνος πραγματικός υποστηριχτής των αληθι νών εθνικών συμφερόντων.Όχι γιατί κόπτεται υποκριτικά για την πατρίδα, όπως οι γνωστοί μας "εθνικόφρονες", δηλαδή οι δοσίλογοι και οι περί αυτούς, αλλά διότι έχει υποχρέωση να διαφυλάξει τα συμφέροντα του μέσα στα μικρότερα, και συνε πώς ελέγξιμα όρια της πατρίδας. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος της αναζωπύρωσης του εθνικισμού στα μετά το Δεύτερο ΪΊαγκόσμιο Πόλεμο χρόνια. Είναι η περίοδος που το κεφάλαιο οργανώνεται σε διεθνή βά ση, ενώ οι εργαζόμενοι αρχίζουν την άμυνά τους σε εθνική βάση. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο ιμπεριαλισμός απόχτησε και "ειρηνοποιό" - πολιτικό πρόσωπο. Οι άμεσες στρατιωτικές επεμβάσεις είναι υπόθεση, εκτός από δύσκολη, και δαπανηρή. Η ιμπεριαλιστική διπλωματία, που δημιουρ γεί τις "εθνικές" χούντες και ελέγχει τις "φιλικές" κυβερνή σεις είναι προσφορότερος τρόπος για την κυριαρχία του ιμ περιαλισμού. Και "δημοκρατικότερος". Οι προλετάριοι τώρα οφείλουν να έχουν μια πατρίδα. Για να επιβιώσουν οι ίδιοι και όχι για να τη "μεγαλώσουν" ή για να "νιώθουν υπερήφανοι για τους προγόνους" και τα φαιδρά παρόμοια. Η εποχή που η "εθνική αστική τάξη" μπορούσε να κινητοποιήσει τον κόσμο σείοντας τα εθνικά σύμβολα και ψέλνοντας πατριωτικά θούρια έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Τώρα η παλιά έννοια τη? εθνότητας έχει αποχτήσει ένα περιε χόμενο πιο "ρεαλιστικό" και λιγέτερο ιδεαλιστικό. Κανείς πια
δεν είναι πρόθυμος να σκοτωθεί για το "βασιλιά και την πα τρίδα". Όμως για την πατρίδα σκέτα, νοούμενη σαν τόπο ε ντός του οποίου περιχαρακώνονται συγκεκριμένα ταξικά συμ φέροντα, είναι πολλοί αυτοί που θα θυσιάζονταν και σήμερα. 9/12/84
39. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ 'ΚΡΑΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ”
0 Φρίντριχ Ένγκελς λέει: "Τ ο κράτος ανήκει στο εποικοδό μημα, και συνεπώς είναι φαινόμενο παροδικό. Το κράτος είναι απαραίτητο μόνο εκεί όπου μια κυρίαρχη τάξη, που ελέγχει τα μέσα παραγωγής, ιδιοποιείται τα προϊόντα της κοινωνίας που είναι καρπός του μόχθου των εκμεταλλευόμενων τάξεων. Ο πιο σημαντικός θεσμός του κράτους είναι οι "δυνάμεις α σφαλείας". Πάλι ο Έ νγκελςστο έργο του "Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους" κά νει την εντελώς αναγκαία διευκρίνιση: "Το κράτος δεν καταργείται, απονεκρώνεται". Κι αυτή είναι η βασική διαφορά του μαρξισμού απ' το αναρχικό κίνημα που ζητάει την άμεση κα τάργηση του κράτους, και συνεπώς μια γρήγορη και ολική απελευθέρωση του δέσμιου της κρατικής εξουσίας ανθρώπου. Το κράτος δεν υπήρχε πάντα. Εμφανίστηκε μαζί με τις τά ξεις και για να προστατεύσει την άρχουσα τάξη. Αυτό σημαίνει πως αν καταργηθούν οι τάξεις και συνεπώς ο θεσμός της ατο μικής ιδιοκτησίας, το κράτος θ ' αρχίσει να απονεκρώνεται, μέ χρι την ολική του εξαφάνιση. Ό σο για τις χώρες του "υπαρ κτού σοσιαλισμού", το κράτος θα εξακολουθεί να υπάρχει και κει, εφόσον δε μαραίνεται το καθεστώς της "δικτατορίας του προλεταριάτου". Γιατί η "δικτατορία του προλεταριάτου" δεν είναι παρά αυτό που λέει τ' όνομά της: Μια δικτατορία των προλετάριων δηλωμένη χωρίς περιστροφές πάνω στους α στούς. Μ ' άλλα λόγια, μια μορφή κρατικής βίας, που έχει σαν ιστορική αποστολή να καταργήσει κάποτε την κρατική βία, μέσα σε μια αταξική κοινωνία. Για να μην είμαστε πάρα πολύ βιαστικοί ως προς την έλευση
αυτής της χωρίς τάξεις και κράτος, και συνεπώς χωρίς κατα ναγκασμό κοινωνίας, ο Λένιν δηλώνει απερίφραστα στο "Κ ρ ά τος και επανάσταση": Η προοδευτική απονέκρωση του κρά τους δεν θα είναι, όπως έλπιζαν οι Μαρξ και Ένγκελς, μια σύντομη διαδικασία, αλλά μια περίοδος της οποίας η χρονι κά εκτεταμένη φύση πρέπει να τονίζεται ιδιαίτερα". Φαίνεται, όμως, πως δεν τονίστηκε ιδιαίτερα απ' τους προπαγανδιστές του μαρξισμού η "εκτεταμένη φύση" της μεταβατικής περιό δου προς την αταξική, και συνεπώς τη χωρίς κράτος κοινω νία, με συνέπεια μια αδιάκοπη γκρίνια απ' τη μεριά αυτών που σιχαίνονται, και πολύ σωστά, το κράτος που όσο γρηγορότερα εξαφανιστεί τόσο το καλύτερο για όλους μας, και κυρίως για τους "κρατικούς λειτουργούς", που ούτε λειτουργούν ούτε το κράτος εξυπηρετούν και που, επιτέλους, κάποτε πρέπει να δουλέψουν κι αυτοί οι κηφήνες για να νιώθουν χρήσιμοι άν θρωποι. Γιατί, όταν λέμε "κράτος" δεν εννοούμε τίποτα περισσότε ρο απ' το άθροισμα των κρατικών λειτουργών, απ' τον κλητή ρα και το χωροφύλακα μέχρι τον τμηματάρχη και τον υπουρ γό. Το κράτος είναι αυτοί, όπως θα λέγαμε παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Βασιλιά Ήλιου: ("Το κράτος είμαι εγώ"). Μ ’ άλλα λόγια, το κράτος δεν είναι καθόλου αφηρημένη έννοια. Είναι τόσο συγκεκριμένη, όσο και το καφεμπρίκι πάνω στο γραφείο του χασμώμενου γραφειοκρατίσκου, που ξϋνεται ολημερίς και πιάνει τ' αχαμνά του κάθε φορά που ένας ταλαι πωρημένος πολίτης παραβιάσει το άδυτο της τεμπελιάς του. Αυτό το σκουλήκι πρέπει να συντρίβει οπωσδήποτε. Με τέτοια αγανάκτηση, πώς να κάνεις υπομονή, όπως έμμε σα συνιστά ο Λένιν; Πόσο εκτεταμένη θα είναι η μεταβατική περίοδος; Ένας αιώνας, δυο αιώνες ή τρία τέρμινα; Και.μέχρι τότε τί γίνεται; Απλούστατα, δε γίνεται τίποτα. Θα υφιστάμεθα, και οι ζώντες και οι επιγενόμενοι, τούτον τον κοριό χωρίς να έχουμε τη δυνατότητα να τον συντρίψουμε με το τακούνι μας, και να μη χαρακτηριστούμε γιαυτό... εντομοκτόνοι. Και το χειρότερο μ' αυτά τα γραφειοκρατικά ζωύφια είναι πως δεν καταλαβαίνουν τίποτα, μα τίποτα απολύτως, για τον πραγματικό τους ρόλο σε τούτον τον κόσμο. Πιστεύουν, οι μα κάριοι, πως υπηρετούν την κοινωνία, τη στιγμή που δεν υπηρε τούν παρά μόνο την άρχουσα τάξη - το πολύ και τον εαυτό τους ως το βαθμό που τους επιτρέπει ο βαθμός τους, τουτέ-
ο μισθός τους, αλλά και η ρεμούλα, οι προμήθειες, τα φακελά κια κι όλα τ ' άλλα τα δημοσιοϋπαλληλικά. Λοιπόν, το κράτος είναι αυτοί. Δηλαδή οι κοριοί του κρατι κού μηχανισμού που μας ρουφούν το αίμα σαν βρυκόλακες, στοιχετωμένοι πάνω στη δημοσιοϋπαλληλική τους πολυθρόνα. Αλλά πώς να τους την πάρεις τούτη την πολυθρόνα, που έγι νε μόνιμη προέκταση του πισινού τους, χωρίς να τους κάψεις τον πισινό; Ωστόσο, ο Λένιν συνιστά υπομονή. Λοιπόν, υπομο νή στο γάιδαρο, ώσπου να βγει η ψυχή του, που λέει η παροι μία. Ο Στάλιν, στις μακιαβελικές του εξάρσεις είναι, ωστόσο, πο λύ πιο αισιόδοξος απ' τον Λένιν όταν λέει:"Πρέπει να επιτευ χθεί η μεγαλύτερη δυνατή ανάπτυξη της κρατικής εξουσίας με σκοπό τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την απονέκρωση της κρατικής εξουσίας. Το Σοβιετικό κράτος θα μπο ρούσε να απονεκρωθεί μόνο όταν καταργηθεϊ η καπιταλιστι κή περικύκλωση και αντικατασταθεί απ’ τη σοσιαλιστική "πε ρικύκλωση". Λόγια σταράτα και σαφή, λόγια που στάζουν αί μα. Και που τον έκαναν μισητό γιατί είχε τη φαεινή ιδέα να χτυπήσει το κράτος δια του κρότους!! Βέβαια, δεν πέτυχε και πολλά πράγματα, γιατί πάσαλος πασάλω δεν κρούεται, Ίσως, όμως, αν ζούσε καμιά εικοσαριά χρόνια ακόμα (τί φρίκη!) να πετύχαινε να μπήξει πολύ βαθειά τον πάσαλο στο λαιμό του βρυκόλακα, οπότε πού ξέρεις; Ό λα θα μπορούσαν να γίνουν μ ' αυτά τα "μέτρα για την προστασία iou κράτους", ενός κρά τους που προσπαθεί ν ' αυτοκτονήσει, χωρίς ωστόσο να τα κα ταφέρνει. Και δεν μπορεί ν ' αυτοκτονήσει γιατί το κράτος είναι αυτοί. Κι "αυτοί" δεν αυτοκτονούν, εκτελούνται. Αλλά πώς να τους εκτελέσεις χωρίς να χαρακτηριστείς σταλινικός; Και ποιος τρελός θα ήθελε τη σήμερον ημέραν αυτόν το βάναυσο χαρα κτηρισμό; Λοιπόν, υπομονή. Οι γραφειοκράτες θα πεθάνουν μαζί με το κράτος. Μέχρι τότε θα τους υφιστάμεθα μαζί με το κράτος. Γιατί το κράτος είναι αυτοί. Δηλαδή, οι χωροφύλακες, οι δικαστές, οι δεσμοφύλακες, οι φορατζήδες, οι επίλεκτοι σκοπευτές, το μέλη του εκτελε στικού αποσπάσματος, οι κλητήρες, οι υπουργοί (και οι γυ ναίκες τους, φεύ), οι ρυθμιστές του πολιτεύματος (και οι σύμ βουλοί τους, φεύ), οι πρωθυπουργοί (και οι σύμβουλοί τους, φεύ). Όλους αυτούς που φροντίζουν για την... ευτυχία μας
πρέπει να τους αγαπούμε! Τΐ άλλο μας μένει να κάνουμε μέχρι να μαραθεί το δύσοσμον άνθος που λέγεται κράτος; Βέβαια, πιο πιθανό είναι να μαραθούμε εμείς πριν της ώρας μας,περιμένοντας το μαρασμό ενός κράτους αειθαλούς. Για παρηγορη τική και εντελώς συμβολική εκδίκηση προτείνουμε κατά το θάνατο ενός γραφειοκράτη, όπως θάλεγε ο Αλέα, να κατατί θεται στον τάφο του αντί στεφάνου τέφρα και θειάφι, για να μην ξανασηκωθεί ο βρυκόλακας. Η ιδέα του κράτους βασίζεται στην ιδέα της εξουσίας και της υποταγής. Δε νοείται κράτος που δεν ασκεί εξουσία, και δε νοείται εξουσία χωρίς "όργανα τάξεως", και γενικότερα "κρατικά όργανα". Ομως, τα όργανα χρειάζονται οργανοπαίχτες. Η τρομπέτα δε λαλάει από μόνη της. Πρέπει κάποιος να τη φυσήξει. Ποιος; Ιδού το ερώτημα. Ιδού και η απάντηση: Φυσερό είναι η άρχουσα τάξη, Που μας κάνει να χορεύουμε όπως θα λαλήσει. Τελικά, με το βάρα βάρα το ντέφι ο γύφτος, έμαθε την αρκούδα χορό. Αυτό πάθαμε και μεις: Χορεύουμε στο σκοπό που μας σφυρούν, αλ λά το σκοπό δεν τον ακούμε, γιατί τώρα πια είναι παιγμένος με σουρντίνα και χωρίς πολλά φάλτσα. Το "κράτος δικαίου", μια ιδέα που πρωτοεμφανίστηκε κατά την Αναγέννηση και που είναι πάντα της μόδας, μας έκανε να πιστέψουμε πως αρκεί να ανατείλει η δικαιοσύνη για να δύσει η κοινωνική αδικία. Πρόκειται για μια άποψη μάλλον θεολογική. Ο Αγιος Αυγουστίνος πίστευε πως το κράτος δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς δικαιοσύνη. Αλλά, ο καημένος, πίστευε μάλ λον στη θεϊκή δικαιοσύνη παρά στην ανθρώπινη. Και έκανε πο λύ καλά απ' τη μεριά του, γιατί η ανθρώπινη έχει τα χάλια της. Φυσικά, ο Αγιος Αυγουστίνος δεν ήξερε πως η δικαιοσύ νη είναι ταξική, Αλλά σάμπως αυτό το ξέρουν οι σημερινοί ειδωλολάτρες του Δικαίου; Ό σες συνεδριάσεις του Αρείου Πά γου κι αν παρακολουθήσουν, σαν την προ μηνός περίπου "ατα ξική" συνεδρίαση, αυτοί θα συνεχίσουν να πιστεύουν στο υπερταξικό "κράτος δικαίου". Τι να πεις και τί να μολογήσεις! Κράτος δικαίου θέλουν, λοιπόν! Ας το καταργήσουν και θα τόχουν. Μέχρι τότε, ούτε λόγος να γίνεται για "κράτος δι καίου". Διότι, και το κράτος και το δίκαιο είναι ταξικά, δηλαδή βαλμένα στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης, και ουδόλως του λαού εν γένει. Το "κράτος δικαίου" είναι άποψη περί κράτους προγενέστε
ρη του "φιλελεύθερου κράτους". Έστι, δε, "φιλελεύθερο κράτος" αυτό που φιλεί (αγαπά) την ελευθερία. Ποιά ελευ θερία; Του κλέπτειν ασυστόλως και νομοτύπως. Σ' αυτό το κράτος, η κρατική εξουσία περιορίζεται στο ρόλο του δίαι τητή ενός πυγμαχικού αγώνα σε άπειρους γύρους ανάμεσα στις τάξεις, κι όπου νοκ-άουτ συνήθως βγαίνει ο ασθενέστε ρος, δηλαδή ο εργαζόμενος. Η "ελευθερία", που την αγαπούν ιδιαίτερα τα αφεντικά, είναι η ελευθερία να σου τη δίνουν όχι μπαμπέσικα, όπως λέμε, αλλά ντιρέκτ και με τις ευλογίες του δικού τους κράτους. Όταν ο κόσμος είδε κι απόειδε με την "ελευθερία" του φι λελεύθερου κράτους, το κατάργησε και στη θέση του έβαλε, στα περισσότερα δυτικά κράτη, το περίφημο και θρυλικό "πα ρεμβατικό κράτος", που έλκει την καταγωγή του απ’ τις οικο νομικές θεωρίες του Κέινς. Το παρεμβατικό κράτος δε διαίτη τεύει μόνο, αλλά και παρεμβαίνει στους κοινωνικούς αγώνες. Σαν να λέμε, δείχνει κάπου κάπου kol κίτρινη κάρτα - αλλά ποτέ κόκκινη. Το πολύ ροζ. Αλλά, όταν δείχνεις συνεχώς κί τρινη ή ροζέ κάρτα και ο παίχτης ξέρει ότι δε θα ακολουθή σει και κόκκινη το ρίχνει στο σορολόπ, κατά το δη λεγόμε νον, και γίνεται μύλος εντός της αρένας. Πέφτει ξύλο πανταχόθεν, και ο παρεμβαίνων διαιτητής τις αρπάζει κι αυτός. Ωστόσο, είναι μια πρόοδος να δέρνεται και ο διαιτητής. Για τί, δηλαδή, να δέρνονται μόνο οι παίχτες και ο διαιτητής να κάνει μονίμως χάζι; Καιρός ήταν να τις φάει κι αυτός, μπας και πει το λόγο του για ν ' αλλάξουν οι κανόνες του παιχνι διού. Διότι οι κανόνες του καπιταλιστικού παιχνιδιού, όπως κι αν διευθετούν το καπιταλιστικό παιχνίδι, είναι πια παμπά λαιοι. Είτε ο διαιτητής είναι θεατής (φιλελεύθερο κράτος) είτε είναι συμπαίχτης (παρεμβατικό κράτος) το παιχνίδι παίζεται με τον ίδιο τρόπο - κι αυτό που ενδιαφέρει είναι ν ' αλλάξει ο τρόπος και όχι η θέση του διαιτητή. Και το "κράτος δικαίου" και το "φιλελεύθερο κράτος", και το "παρεμβατικό κράτος", όλα είναι κράτη, δηλαδή εξουσία της άρχουσας τάξης. Κράτος, επίσης, είναι και το "σοσιαλιστικό κράτος". Μόνο που αυτό έχει εγγεγραμμένη στο πρόγραμμά του τη μακρο πρόθεσμη, έστω, κατάργηση του κράτους και την αντικατά στασή του απ' την ελεύθερη διαχείρηση ελεύθερων ανθρώ πων, που ούτε κλέβει ούτε κυνηγάει ο ένας τον έλλο. Ουτοπί ες, θα πείτε ενδεχομένως. Ίσως. Αλλά οι ουτοπίες είναι σχέ
δια προς εφαρμογήν, δεν είναι παλάβρες. Άλλωστε, κάθε τι, πριν βρει τόπο να σταθεί ήταν βαλμένο σ ' έναν ου-τόπο. Η υ πέρτατη ευγένεια του ανθρώπινου είδους συνίσταται στην ικανότητά του να πραγματώνει τις ουτοπίες. Και ο σοσιαλι σμός, στην πιο καθαρή του μορφή, είναι απολύτως πραγματο ποιήσιμη ουτοπία. Αρκεί οι άνθρωποι να πιστέψουν σ' αυτόν και να δουλέψουν γιαυτόν. Και, φυσικά, να γνωρίζουν περί ποιου πράγματος αγωνίζονται. Γιατί υπάρχουν και "σοσιαλι στές" (ονόματα δε λέμε) που λεν "σοσιαλισμός" και εννοούν "κρατικός παρεμβατισμός", ή "επιδιορθωμένος καπιταλισμός". Εμείς δε ζητάμε να επιδιορθώσουμε τα παλιά, αλλά να φκιάξουμε καινούργια. Ολοκαίνουργια. Χωρίς μπαλώματα. Χωρίς μερεμέτια. Χωρίς κράτος. Χωρίς "κρατικούς λειτουργούς". Χωρίς χωροφύλακες. Χωρίς κλέφτες. Μ ’ άλλα λόγια ζητάμε το... αδύνατο, και το ζητάμε επίμονα ακριβώς γιατί είναι αδύ νατο για την τρέχουσα ελλευτή φαντασία του ψιλικατζή. Που τα οράματα του τα περιορίζει στην κτήση μονοκατοικίας μετά κήπου. Το πολύ πολύ να μεταθέσει οράματα το ίδιο ευτελή κά που στο υπερπέραν. Στο κάτω κάτω, δεν είναι πιο λογικό να φαντάζεσαι τον πα ράδεισο επί γης; Γιατί, δηλαδή, είναι πιο λογικοί από μας τους "ουτοπιστές" αυτοί που τοποθετούν τον παράδεισο σ ’ ένα στην κυριολεξία ου-τόπο; Βέβαια, δεν θα είχαμε καμιά αντίρ ρηση να πιστεύουν αυτοί στον ου-τόπο τους και μεις στο δικό μας. Αρκεί να μας αδειάσουν τον τόπο και να μετακομίσουν το γρηγορότερο στο δικό τους. Αν ο καθένας πάει στον τόπο του, ο δικός μας τόπος αυτομάτως χάνει το χαρακτηρισμό του ουτοπικού με την τρέχουσα χλευαστική έννοια. Αν εφάρμοζαν οι άνθρωποι με συνέπεια την πίστη τους δε θα γινόμασταν όλοι μαλλιά κουβάρια, Γιατί, ο κάθε κατεργάρης θα πήγαινε στον πάγκο του, από μόνος του. Κι ο δικός μας πάγκος επιτέλους θα έμενε άδειος, για να στήσουμε εκεί το δικό μας επίγειο πα ράδεισο. Γιατί πιστεύουμε και μεις σ ' έναν πνευματικό κόσμο. Αλλά τον θέλουμε εδώ στη γη, για τους ζωντανούς. 16/ 12/84
40. Ο ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο Θεός είναι έκταση, λέει ο Σπινόζα. Ό χ ι με την έννοια πως καταλαμβάνει κάποια έκταση μέσα στο χώρο, αλλά με την έννοια πως είναι ο ίδιος ο χωρίς διαστάσεις άπειρος χώ ρος, που περιέχει εντός του τα πάντα. Το πανάρχαιο, μεγά λο και δυσεπίλυτο πρόβλημα του χώρου έχει, λοιπόν, και μια μεταφυσική ή θεολογική πλευρά: Αν ο Θεός υπάρχει, πρέπει να υπάρχει "κάπου", να "κατοικεί κάπου”. K ol το επίρρημα "κάπου" δηλώνει χώρο. Βέβαια, είναι εύκολο να πούμε "χώ ρος του Θεού είναι το Σύμπαν" αλλά είναι δύσκολο νο συλλάβουμε την έννοια του Σύμπαντος. Αυτό το Σύμπαν έχει ή δεν έχει όρια; Τελειώνει κάπου ή προεκτείνεται στο γεωμετρικό άπειρο; Κι αν τελειώνει, πού τελειώνει; Και τί υπάρχει μετά απ' αυτό το πέρας; Το κενό; Μα, το κενό είναι κι αυτό χώρος, άδειος από συγκεκριμένο υλικό ή άλλο περιεχόμενο. 'Α λλω στε, αν το κενό είναι "γεμάτο από Θεό” παύει να είναι κενά. Και οι πιο πνευματικές θρησκείες, όπως ο Χριστιανισμός, αισθάνθηκαν την ανάγκη να εντάξουν το Θεό σε χώρο, τουλά χιστον όσον αφορά εκείνες τις πλευρές των θεϊκών ενεργειών που αφορούν τον άνθρωπο, γιατί ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα σε χώρο, όταν έχει το σώμα του, Όταν το χάσει και γίνει "ψ υ χή", το πρόβλημα του χώρου, όπου βρίσκεται αυτή η ψυχή επανεμφανίζεται kol είναι ανάλογο μ ' αυτό του τοπικού προσ διορισμού του Θεού. Άλλωστε, σ ' όλες τις θρησκείες υπάρχει ένας "γενέθλιας χώρος του Θεού". Στο Χριστιανισμό αυτός ο χώρος είναι η Βηθλεέεμ όπου ο Θεός ενσαρκώθηκε, και συνεπώς τοποθετή θηκε σαφώς σε χώρο, για να επιστρέφει αργότερα κοντά στον
Πατέρα, κάπου στο ασαφές και απροσδιόριστο Σύμπαν. Βλέ πουμε, λοιπόν, πως ακόμα και μια πνευματική θρησκεία σαν το Χριστιανισμό είναι δύσκολο να απαλλαγεί απ' τη βασανιστική έννοια του χώρου, που δημιουργεί πολλές περιπλοκές στη μεταφυσική καί θεολογική σκέψη. Ό χ ι μόνο ο απλός χρι στιανός δεν μπορεί να φανταστεί ένα Θεό "άτοπο", αλλά και οι μεγάλοι χριστιανοί στοχαστές μιλούν συνεχώς για έναν ουρανό όπου τοποθετούν το Θεό. Μάλιστα, αυτός ο ουρανός συ χνά εμφανίζεται να έχει εφτά πατώματα, πολύ διαφορετικά σε πνευματική αξία το ένα απ' το άλλο. Φυσικά, ο κυρίως ειπείν ουρανός είναι ο έβδομος. Φαίνεται πως η ρήση του Αρχιμήδη "δώσμου κάπου να σταθώ και θα κινήσω τη γη" ισχύει και για το Θεό, που δεν μπορεί να κινήσει τη γη (και το Σύμπαν) αν δε σταθεί κάπου. Πού, όμως; Ιδού το ερώτημα. Αν ο Θεός είναι η ίδια η έκταση όπως λέει ο Σπινοζα στην οριακή και σημαδιακή για τη δυτική σκέψη "Ηθική" του, τότε δεν μπαίνει πρόβλημα τοποθέτησης του Θεού σε χώρο, γιατί ο Θεός είναι χώρος. Έλα, όμως, που η θεολογική σκέψη εί ναι σταθερά κολλημένη στον ουρανό. Και ο ουρανός μπορεί να μην είναι σαφώς καθορισμόνος χώρος, όμως είναι καθαρά χωρισμένος απ' τη γη, κι αυτός ο διαχωρισμός, ακριβώς, είναι που επαναφέρει το τυρανικό πρόβλημα του χώρου για έναν πνευματικό Θεό, που όντας πνευματικός δε θα έπρεπε να έχει σχέση με το χώρο, όπως δεν έχει σχέση και με το χρόνο. (0 Θεός είναι άναρχος). Άλλωστε, και μόνο το ρήμα "γεννώ" προϋποθέτει την έν νοια του χώρου. Ό ταν κάτι γεννιέται, γεννιέται εντός γεωγρα φικά προσδιορισμένου χώρου. Από δω και η λογική ανάγκη ο ρισμού της Βηθλεέμ σαν γενέθλιου τόπου του Χριστού, παρό λο που ένας πνευματικός Θεός δεν θα είχε ανάγκη από χώρο για να γεννηθεί. Φυσικά, εδώ πρόκειται για τον "υιό του Θεού", κι έτσι η λογική αντίφαση λύνεται άνετα: Η έννοια του υιού προϋποθέτει την έννοια της γέννησης, και καθώς η γέννη ση γίνεται πάντα σε τόπο το πρόβλημα της "χωροποίησης" του Θεού που βάζει ο Σπινόζα λύνεται άνετα. Άλλωστε, η έννοια της Τριάδας έχει λύσει κι άλλα δισεπίλυτα φιλοσοφικά προ βλήματα, και επιτρέπει στο Χριστιανισμό να εμφανίζεται σαν ένα αυστηρά συγκροτημένο και χωρίς πολλές λογικές αντιφά σεις ηθικοφιλοσοφικό σύστημα, Με την προϋπόθεση πως θα
έχει γίνει αποδεκτή προηγουμένως η έννοια ιης Τριάδες, που είναι τρομερά δύσκολη από φιλοσοφική άποψη. Ο Χριστιανισμός και ο Μωαμεθανισμός έλυσαν πετυχημένα το πρόβλημα της "χωροποίησης" του Θεού, που στη μητρική τους θρησκεία, τον Ιουδαϊσμό, παραμένει άλυτο. 0 Θεός των Ιουδαίων, ο Γιαχβέ (Ιεχωβάς) όντας ένας και αδιαίρετος, και χωρίς τον έναν και μοναδικό προνομιούχο Προφήτη, όπως οτο Μωαμεθανισμό, αντιμετωπίζει πάντα το πρόβλημα της "χωροποίησης" του Θεού. Βέβαια, ο Ιουδαϊσμός είναι που το ποθέτησε το Θεό στον ουρανό κι αυτός δημιούργησε την ου ράνια διαστρωμάτωση των εφτά ουρανών. Αλλά, ένας Θεός "που κατοικεί" δεν είναι και τόσο πνευματικός, και για να γί νει με συνέπεια και λογική επάρκεια πνευματικός πρέπει η έν νοια του χώρου να εξαφανιστεί τελείως, όσο τον αφορά. Ο πνευματικός Θεός δεν πρέπει να κατοικεί πουθενά, ή μάλλον πρέπει να κατοικεί παντού — κι αυτό είναι το καινούργιο που έφερε στη φιλοσοφική και θεολογική σκέψη ο Σπινόζα, που υπέφερε πολλά ακριβώς γιατί είχε την έμπνευση να ταυτίσει το Θεό με τον ίδιο το χώρο, και συνεπώς να τον κάνει "πανταχού παρόντα" στην πιο απόλυτη κυριολεξία. Ο περίφημος παν θεϊσμός του Σπινόζα είναι μια πάρα πολύ γοητευτική υπόθεση. Αυτή η λογική απαίτηση να τοποθετείται ο Θεός σε χώρο δεν είναι καινούργια, και, εν πάσει περιπτώσει, είναι προγενέ στερη του Χριστιανισμού. Το πρόβλημα όπως της "χωροποίη σης" του Θεού είναι απόλυτα συναρτημένο με το άλλο φιλοσο φικό πρόβλημα; Το Σύμπαν είναι πεπερασμένο ή άπειρο; Μια κατηγορηματική απάντηση εδώ είναι εντελώς αδύνατη. Κανείς δε θα μπορούσε να αποδείξει επιστημονικά αν τελειώνει καί πού τελειώνει το Σύμπαν. Το περίεργο είναι πως, ενώ ο Χ ρ ι στιανισμός δε δυσκολεύτηκε καθόλου να μπολιάσει τη δυσ νόητη έννοια του απείρου στο Θεό (συγκεκριμένα, στις ιδιότη τες του Θεού) δυσκολεύεται πάρα πολύ να δεχτεί τη γεωμε τρική έννοια του απείρου. Ακόμα και σήμερα η χριστιανική θεολογία δεν μπορεί να νοήσει εύκολα ένα Σύμπαν χωρίς όρια. Γιατί η έννοια του ορίου χρειάζεται για να ορίσουμε την αρχή: Αν ο κόσμος δεν υπήρχε από πάντα, όπως λέει ο Ηράκλειτος, αλλά φκιάχτηκε κάποτε απ’ το Θεό, αναγκαστικά τούτο το φκιάξιμο έχει μια αρχή, τόσο με την έννοια του χρόνου όσο και με την έννοια του χώρου. Συνεπώς, στη θεολογική σκέψη ούτε ο χρόνος ούτε ο χώρος μπορούν να έχουν τις διαστάσεις
του άναρχου {χωρίς αρχή) χρόνου και χώρου. Το μπέρδεμα προκλήθηκε απ’ τη δυσκολία του μυαλού να ξεχωρίσει το "χώρο καθ' εαυτόν" (νοούμενο σαν γεωμετρική έννοια) απ' την εντός του χώρου υπάρχουσα ύλη. Δύσκολα μπορούμε να καταλάβουμε ένα χώρο που δεν έχει μέσα του "πράγματα", Το κενό μας είναι αναγκαίο για να φτάσουμε σε μια κατανόηση του χώρου σα γεωμετρική μόνο έννοια, τελεί ως κενή από περιεχόμενο, υλικό και πνευματικό, Η συμβολή του Δημόκριτου εδώ υπήρξε αποφασιστική. Δεχόμενος ο Δ η μόκριτος την ασυνέχεια της ύλης υποχρεώθηκε να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ανάμεσα στα άτομα της ύλης μεσολαβεί κάτι σαν το κενό. Κι ότσν το κενό επιβληθεί σαν φιλοσοφική έννοια, τότε η έννοια του γεωμετρικού απείρου δεν εμφανίζει δυσκολίες: Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε ένα Σύμπαν που συνεχίζεται στο άπειρο και δεν περιέχει μέσα του παρά το μηδέν. Να, λοιπόν, που η έννοια του μηδενός και του απείρου ταυτίζονται: Μηδέν είναι το απείρως μικρό και άπειρο το απείρως μεγάλο. , Αν δεχτούμε την ιδέα του απείρου, το "κέντρο του κόσμου” χάνει την αξία του. Αφού το άπειρο δεν έχει όρια, δεν μπορού με να το περιχακακώσουμε με τις μεθόδους της γεωμετρίας, και συνεπώς να τοποθετήσουμε σ' αυτό ένα κέντρο. Στον ά πειρο χώρο καμιά περιοχή δεν είναι προνομιούχα. Συνεπώς, ούτε η Γη. Ά ρ α , ούτε ο άνθρωπος. Για να υπάρξουν προνόμια πρέπει να προϋπάρξει ένας χώρος ιεραρχημένος και διευθετη μένος, χουτέστιν γεωμετρημένος. Από δω και ο χαρακτηρι σμός του Θεού σαν του "μεγάλου Γεωμέτρη": Είναι αυτός που διευθετεί το χώρο, ορίζοντας την περιφέρειά τού και το κέντρο του, και συνεπώς επιβάλλοντας έτσι την ιεράρχηση. Είναι αδύνατο να φανταστούμε ένα Θεό που αγνοεί την έν νοια της ιεράρχησης και, συνεπώς της κατανομής των προνο μίων, ακόμα και στον ουρανό: 0 Παράδεισος δεν είναι για όλους. Για κάποιους υπάρχει και η Κόλαση. Για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη το Σύμπαν όχι μόνο έχει όρια 'αλλά είναι και σφαιρικό. Και κανένα γεωμετρικό σχήμα δεν είναι τόσο "κλειστό" όσο η σφαίρα. Βέβαια, τούτη η σφαιρική μορφή του Σύμπαντος απορρέει απ' τη σφαιρική μορφή των ουρανίων σωμάτων. Αλλά επίσης και από την επι μονή της ελληνικής σκέψης στο να είναι ολοκληρωμένη, σα φής και καθαρή. Και η σφαίρα είναι η πιο ολοκληρωμένη,
σαφής και καθαρή γεωμετρική μορφή. Το ίδιο και ο Θεός πρέπει να είναι ολοκληρωμένος, σαφής και καθαρός. Ά ρ α η σφαίρα είναι το προσιδιάζον στο Θεό γεωμετρικό σχήμα, και οι αγιογράφοι καμιά φορά τον παριστάνουν, όπως καί τον Χριστό, να κρατάει στα χέρια μια σφαίρα που δεν είναι η γη αλλά το κλειστό Σύμπαν, εντός του οποίου ασκείται η εξουσία του. Ένα ανοιχτό (άπειρο) σύμπαν δεν είναι δυνατό να το κρα τήσει στα χέρια του ούτε ο Θεός. Ο Αριστοτέλης ειδικά όχι μόνο φανταζόταν το Σύμπαν σφαιρικό αλλά διαστρωμάτωνε κιόλας τούτη τη σφαίρα, που στην κοσμολογία του αποτελείται από πέντε στοιχεία. Γη, νε ρό, αέρα, φωτιά και αιθέρα. Τα βαρύτερα απ' αυτά τοποθε τούνται αυτομάτως προς το κέντρο της σφαίρας kol τα ελα φρότερα προς την επιφάνειά της. Έτσι, η γη ήταν το κέντρο και ο αιθέρας το ακρότατο άκρο της επιφάνειας της σφαίρας. Πρόκειται εδώ για μια εκπληκτική παράσταση, σε χρόνο ανύ ποπτο, των νευτώνειων νόμων της βαρύτητας. Απ’ τον Αριστο τέλη και πέρα "το βασίλειο του Θεού" εγκλωβίζεται οριστικά εντός της σφαίρας και όλα τα θαυμαστά του κόσμου τούτου και του άλλου γίνονται εντός μιας σφαίρας, και όχι εντός του απείρου χώρου, που δεν έχει γεωμετρικό σχήμα ακριβώς για τί δεν έχει όρια. Τώρα ξέρουμε πού κατοικεί ο Θεός. K ol αφού η γη αποτελεί μέρος της συμπαντικής σφαίρας δεν είναι κα θόλου παράλογο ο Θεός να γεννιέται, να πεθαίνει και να ξαναγεννιέται κάπου εντός της επιφάνειας αυτής σης σφαίρας. Ο Νικόλαος της Κούζα απέρριψε κατηγορηματικά την ιε ραρχική δομή του Σύμπαντος, Δε δεχόταν πως μπορεί να υ πάρξει πρώτος, δεύτερος κλπ. ουρανός, ούτε σφαίρες ή άλλα προνομιούχα γεωμετρικά σχήματα.Αλλά ο Τζιορντάνο Μηρού νο ήταν αυτός που τράβηξε τούτη την άποψη στο άκρον άωτον, Ό χ ι μόνο δε δέχονταν την ιεράρχηση του Σύμπαντος αλλά έμεινε μέχρι τέλους φανατικά προσκολλημένος στις από ψεις του Δημόκριτου περί απείρου χώρου. Λοιπόν, τον καις ή δεν τον καις στην πυρά; Σοφά ποιώντας η Ιερά Εξέταση τον έκαψε. Διότι ο άπειρος χώρος δεν αφήνει χώρο για το Θεό. Ε νώ ο πεπερασμένος χώρος (αυτός που κάπου τελειώνει) έχει χώρο για τον άπειρο, από άποψη δυνατοτήτων. Θεό. Το γεω μετρικό άπειρο είναι, πράγματι, μια διαβολική έννοια. Όπως και το μηδέν. Που κι αυτό δεν το συμπαθούν οι θεολόγοι. Οι υπαρξιστές ωστόσο θα προσπαθήσουν να αποκαταατήσουν τη
χαμένη αξιοπρέπεια του μηδενός και του απείρου, που θα πά ρουν κεντρική θέση στη σκέψη τους. Το κενό του Δημόκριτου, που έφερε τα πάνω κάτω στη φιλοσοφική σκέψη, με το άδειασμα του Σύμπαντος "κατά τό πους" (μόνο), στο Νεύτωνα γίνεται ο "απόλυτος χώρος". Τού τος ο νευτώνειος χώρος είναι εντελώς άδειος από ύλη ή από πνεύμα. Είναι μια καθαρά γεωμετρική έννοια, ένα άυλο "πλαί σιο αναφοράς", ένα σχήμα που μας βοηθάει να κατανοήσουμε τα εντός του τελούμενα. Απ’ τον Νεύτωνα μάλλον θα πάρει ο Καντ την άποψη για την α-πριόρι έννοια του χώροσ, που γιαυτόν είναι κάτι πραγματικό όταν αναφέρεται σε πραγματικά πράγματα που κρατούν χώρο και κάτι νοητό όταν αναφέρεται σε πράγματα που δεν έχουν υλική υπόσταση. Αυτό ΤΟ πονηρό δισυπόστατο στην έννοια του χώρου, όπως και οι άλλες πονη ριές του γερο-Καντ κυριαρχούν και σήμερα στην αστική σκέ ψη, που ξέρει να ξεχωρίζει με σαφήνεια το "υλικό" απ' το "πνευματικό" και να δίνει την προτεραιότητα σ' ένα απ' τα δυο κατά τις περιστάσεις και κατά τα συμφέροντά της. Τώρα πια δεν είναι καθόλου δύσκολο στον απατεώνα να παραμένει απα τεώνας αρκεί να εξομολογείται πραχτικά ώστε να ξαλαφρώνει απ' τα κρίματά του. Διόολε, κάποτε θα γονατίσει απ' το βάρος των ανομημάτων αυτός που δε φροντίζει να τα ξεφορτώνεται. 0 υπαρξισμός δεν είναι και τόσο αγαπητός στους οπαδούς του "πεπερασμένου χώρου" ακριβώς γιατί κάνει την προσωπι κή ευθύνη κεντρικό του πρόβλημα: Ό ,τι κάνεις, το κάνεις για πάντα και το φορτώνεσαι ως το θάνατό σου. Η συγγνώμη δεν είναι για τους έντιμους και τους θαρραλέους. Αυτοί, ούτε συγ χωρούν ούτε ζητούν συγχώρεση από κανέναν. Σε μια τέτοια αντίληψη "ολικής ηθικής αυτάρκειας" όπου το καλό και το κακό ξεπηδούν από μέσα μας kol δεν μας επιβάλλονται απ' έξω από κάποιον "τόπο" οι μεγαλειώδεις χαοτικές έννοιες του μηδενός και του απείρου αποχτούν μια εντελώς ξεχωρι στή σημασία: Εδώ η σφαίρα χάνει το σχήμα της και η ευθύνη για τη μοίρα μας, και τη μοίρα του κόσμου, περνάει στα χέρια μας, που είναι ο "τόπος" της ανθρώπινης Ιστορίας. 23/12/84
4 1 .0 ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ: Ο ΠΑΛΙΟΣ
Οι Πυθαγόρειοι πίστευαν ncuc ο χρόνος είναι πράγμα. Κ ά π που μπορείς ίσως να το πιάσεις, να το ζυγίσεις, να to μετρή σεις. Τούτη η καταφάνερα παράλογη άποψη συνεχίζει, ωστό σο, να είναι πάντα καρφωμένη στο ανθρώπινο μυαλό, που δεν μπορεί να φανταστεί το χρόνο άσχετο από το "πράγμα ρολόι", και το "πράγμα ημερολόγιο". Για τον απλό άνθρωπο, χρόνος είναι το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να κινηθούν οι δείκτες του ρολογιού από τη μια θέση στην άλλη, και τούτοι οι δείκτες είναι που συμπαρασύρουν στην ακατάσχετη κίνησή τους τα πάντα: Τη μέρα, τη βδομάδα, το μήνα, τη χρονιά, τον άνθρωπο, την Ιστορία, τα κτίσματα, τα ζώα, τα φυτά, τις κυ βερνήσεις, τους υπουργούς - και γενικά όλα όσα κινούνται σ ' αυτό τον κόσμο είτε από μόνα τους είτε από δυνάμεις που βρίσκονται έξω απ’ αυτά. Η πιό σπουδαία απ' αυτές τις δυνάμεις είναι ο Θεός, το "πρώτο κινούν αίτιον" κατά τον Αριστοτέλη, δηλαδή η αρχή κάθε κίνησης και κάθε αλλαγής. Και, ακριβώς, η κίνηση και η συνακόλουθη αλλαγή είναι αυτή που κατ’ αρχήν δημιουργεί στο ανθρώπινο μυαλό την έννοια του χρόνου. Τα ακίνητα για πάντα πράγματα βρίσκονται "εκτός χρόνου", είναι, δηλαδή, αιώνια, και η αιωνιότητα είναι τέτοια γιατί είναι "άδεια από χρόνο". Κάθε τι που έχει τέλος, έχει αναγκαστικά και αρχή. Δεν τελειώνει μόνο αυτό που δεν αρχίζει, κι αυτό σημαίνει πως το τέλος περιέχεται ήδη στην αρχή. Συνεπώς, κάθε γέννηση είναι κι ένας θάνατος, και αρκεί να γεννηθεί κανείς για να θεωρή σει με σιγουριά τον εαυτό του ήδη πεθαμένο. Η αθανασία
προϋποθέτει την κατάργηση της έννοιας του χρόνου. Αθάνατο είναι αυτό που δεν εμφανίζεται σε μια δεδομένη στιγμή του χρόνου και δεν εξαφανίζεται σε μια άλλη δεδομένη στιγμή του χρόνου. Κανένα ρολόι δεν μπορεί να μετρήσει το αιώνιο, κι αυτός είναι ο ψυχολογικός λόγος που μερικοί άνθρωποι δεν ανέχον ται το τικ-τακ του ρολογιού, πολύ περισσότερο όταν συνοδεύ εται απ' το οπτικό σήμα της παλινδρομικής κίνησης του εκκρε μούς. Ο χρόνος είναι μια καρμανιόλα που κόβει κεφάλια συ νεχώς — και ο καινούργιος χρόνος είναι μια καινούργια καρ μανιόλα, ακόμα "παρθένα" και γιαυτό άξια κάθε τιμής. Να, λοιπόν, γιατί οι άνθρωποι γιορτάζουν τον καινούργιο χρόνο: Είναι αμόλυντος απ' το θάνατο και συνεπώς ενέχει την έννοια του αιώνιου, που ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μετά τον "ερχομό" του θα μολυνθεί απ' τον πεπερασμένο χρόνο, και ουνεπώς απ' τη θνητότητα. Το παρόν γίνεται αδιάκοπα παρελ θόν και το μέλλον δεν είναι μια προέκταση του παρόντος, ενώ το "πέρας" βρίσκεται πάντα μέσα στο μέλλον, που είναι επίφο βο ακριβώς γιαυτό. Ωστόσο, η λέξη "τέλος" είναι ήδη εγγε γραμμένη στη λέξη "αρχή" και για να την καταργήσουμε πρέ πει να καταργήσουμε καί την αρχή. Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Να το πιο βασανιστικό ερώτημα που ταλαιπωρούσε πάντα και συνεχίζει να ταλαιπωρεί κάθε ον που έχει συνείδηση του χρόνου. Θα μπορούσαμε να χαρακτη ρίσουμε τον άνθρωπο σαν το μοναδικό ον που έχει συνείδηση του χρόνου. Για τα υπόλοιπα πλην του ανθρώπου ζώα δεν υ πάρχει ρολόι, ούτε ημερολόγιο, ούτε, κατά μείζονα λόγο, πρωτοχρονιά. Και είναι "ευτυχή" γιαυτό ακριβώς. Αλλωστε, η πιο "χαρούμενη μέρα" του χρόνου, η πρωτοχρονιά, για τους έχοντες οξυμένη συνείδηση του χρόνου είναι και η πιο θλιμ μένη μέρα του χρόνου. 0 χρόνος είναι έννοια σχετική όχι μόνο στη Θεωρία της Σχετικότητας αλλά και από άποψη καθαρά ψυχολογική. Αυτόν τον ψυχολογικό χρόνο ο Μπερξόν τον ονομάζει "διάρκεια". Κα'ι η διάρκεια διαφέρει απ’ το χρόνο: Είναι ένα κομμάτι του χρόνου με αρχή και τέλος που, από ψυχολογική άποψη, μπορεί να διασταλεί ή να συσταλεί, ανάλογα με το πώς αισθανόμαστε σε σχέση με το αδυσώπητο ρολόι που δε με τράει τον ψυχολογικό αλλά το μαθηματικό χρόνο. Έτσι, από άποψη ψυχολογική, είναι απόλυτα σωστές οι εκφράσεις "τι
γρήγορα που πέρασε η ώρα", ή "η μέρα σήμερα μου φάνηκε αιώνας", παρά τον ολοφάνερο παραλογισμά τους: Η ώρο περ νάει με τον ίδιο σατανικό ρυθμό ροής για όλους και η μέρα οε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εξισωθεί με τον αιώνα. Αλλά με μαθηματική, και όχι ψυχολογική έννοια, ή έκφρα ση "μια ώρα" δηλώνει διάρκεια κι όχι χρόνο. Γιατί πρόκειται για τεμάχιο χρόνου κι όχι για το χρόνο που, αυτός, δεν τεμα χίζεται σε καμιά περίπτωση. Ο χρόνος είναι η ίδιο η αιωνιότη τα, και η αιωνιότητα ούτε αρχίζει, ούτε τελειώνει, ούτε έχει σχέση με το ρολόι, το ημερολόγιο και την πρωτοχρονιά. Όμως, η αιωνιότητα είναι ένας λόγος. Τί θα πεΓ'αιωνιότητα", και πώς μπορούμε να τη φανταστούμε μέσα απ’ την πεπε ρασμένη διάρκεια της ζωής μας; Αν ο χρόνος υπήρχε πάντα και δεν άρχισε κάποτε είναι αδύνατο νο φανταστούμε τη "δη μιουργία του κόσμου", γιατί ο κόσμος άρχισε κάποτε, είτε με τη θεολογική, είτε με την επιστημονική έννοια. Και όσον αφο ρά την επιστήμη τα πράγματα δεν είναι και τόσο σοβαρά με το χρόνο. Αρκείται στο να μετράει διάρκειες, και μ ' ουτές κά νει τέλεια τη δουλειά της. Όμως η φιλοσοφία πρέπει να δώ σει μια απάντηση στο τερατώδες πρόβλημα του χρόνου. Το ίδιο και η θεολογία, αν θέλει να κάνει πειστική τη "δημιουρ γία του κόσμου” απ' τη δική της σκοπιά. Γιατί, μπορεί ο Θεός να είναι άναρχος (δηλαδή χωρίς αρχή, συνεπώς εκτός χρό νου) αλλά έφκιαξε τον κόσμο του σε μια ορισμένη στιγμή, κι αυτό σημαίνει πως τα ρολόγια του κόσμου μπήκαν μπροστά όλα μαζί εκείνη τη στιγμή. Λοιπόν, υπήρχε χρόνος πριν απ' τη δημιουργία του κόσμου; Κι αν δεν υπήρχε, τότε πώς φκιάχτηκε ο κόσμος σε μια δεδο μένη στιγμή αυτού ακριβώς του χρόνου που δεν υπήρχε; Την απάντηση σ' αυτό το θεολογικό πρόβλημα την έδωσε ο Αυ γουστίνος μ ' ένα εντελώς εκπληχτικό λογικό σάλτο: 0 κόσμος δε δημιουργήθηκε στο χρόνο αλλά μαζί με το χρόνο. Μ ' άλ λα λόγια, ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο μαζί με το χρόνο, που πριν απ' τη δημιουργία δεν υπήρχε.Έτσι, η αιωνιότητα γί νεται αποκλειστική ιδιότητα του Θεού και όχι του χρόνου που, αυτός, παραμένει διάρκεια όχι μόνο στην επιστήμη αλλά και στη θεολογία. Και η φιλοσοφία απομένει ολομόναχη να το βγάλει πέρα με το πιο δύσκολο φιλοσοφικό πρόβλημα. 0 Πλάτων έδωσε μια κατηγορηματική απάντηση στο πρό βλημα του χρόνου: Η "πραγματική πραγματικότητα”, συνίστα-
ται από άχρονες "ουσίες", που λέγονται Ιδέες. Οι Ιδέες δεν κι νούνται και συνεπώς βρίσκονται σταθερά εκτός χρόνου. Αφού κάθε κίνηση είναι αλλαγή και κάθε αλλαγή γίνεται σε χρόνο, πρέπει να υπάρχει μια σταθερή και ακίνητη "ουσία" απ' την ο ποία εκπορεύεται η κίνηση, συνεπώς και ο χρόνος. Ο Πλάτων ονομάζει αυτή την "ουσία" Ιδέα. Ά λ λ ο ι την ονομάζουν Θεό. Πρόκειται περί του ίδιου πράγματος. Η κίνηση για τον Πλάτωνα είναι, απλώς, μια εικόνα της αιω νιότητας, ένα πολύ μικρό "κομμάτι αιωνιότητας", που μας επι τρέπει να συλλάβουμε την αρχική ακινησία της Ιδέας. Ο Πλωτίνος λέει το ίδιο πράγμα πιο παραστατικά: Ο χρόνος είναι η κινητή εικόνα της αιωνιότητας., μια αιωνιότητα σε κίνηση. Έ τσι, συμβιβάζει την κίνηση με την ακινησία, κι αυτός ο συμβι βασμός θα υιοθετηθεί πρόθυμα απ’ το χριστιανισμό, που χρω στάει πολλά στον Πλωτίνο, και μέσω αυτού στον Πλάτωνα. Ωστόσο, ο Πλάτωνας, και γενικότερα οι Έλληνες είχαν ανά γκη από την πρωταρχική ακινησία, και συνεπώς απ' την αιω νιότητα, για λόγους περισσότερο αισθητικούς και λιγότερο θεολογικούς: Ο μεταβαλλόμενος καί κινούμενος κόσμος είναι ένας κόσμος φθοράς. Όμω ς, ο "τέλειος κόσμος", για να είναι και να παραμένει τέλειος, πρέπει να βρίσκεται έξω απ' την κίνηση και τη φθορά. Η έννοια της τελειότητας προϋποθέτει ένα ακίνητο και σταθερό μοντέλο προς το οποίο τείνει ο α σταθής και ατελής κόσμος της ύλης. Μ ' άλλα λόγια, το αιώνιο είναι το τέλειο και τ ο χρονικό (το πεπεραομόνο) είναι το ατε λές. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, δηλαδή σύμφωνα με το δια χωρισμό που κάνει ανάμεσα σ ' έναν ιδεατό κόσμο τελειότητας κι έναν ατελή υπαρκτό κόσμο, η "αληθινή γνώση" έχει σαν αν τικείμενο τον άχρονο κόσμο των Ιδεών και η "απλή γνώση" έ χει σαν αντικείμενο τον κόσμο που υπάρχει σε χρόνο, και είναι ατελής ακριβώς γιατί υπάρχει σε χρόνο. Η ύπαρξη χρόνου εί ναι συνεπώς η πιο σαφής ένδειξη ατέλειας και ανολοκλήρω του. Το "όντως όν" (αυτό που πραγματικά υπάρχει) βρίσκεται έξω απ' το χρόνο, δηλαδή έξω απ' τη φθορά που είναι χρόνος, Τόσο στον Πλάτωνα όσο και στον Αριστοτέλη ο χρόνος, νο ούμενος σαν μετρήσιμη διάρκεια, αποκλείεται να είναι ιδιότητα του Θεού. 0 χρόνος είναι χαρακτηριστικό μόνο της φύσης. Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει πως ο χρόνος υπάρχει μόνο για ένα νου που μπορεί και μετράει, γιατί κάθε αρίθμηση προϋποθέτει μια αρχή κι ένα τέλος. Και δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν
Θεό που κάθεται και αριθμεί (ία πλάσματά του ή ό,τι άλλο) σαν δάσκαλος της αριθμητικής. Ο "μεγάλος γεωμέτρης" δε γνωρίζει αριθμητική, γιατί είναι ο ίδιος αριθμός, η Μονάδα, όπως θα πει ο Λάιμπνιτς. Η Μονάδα δεν αριθμεί, αριθμείιαι απ' τα όντα που υπάρχουν σε χρόνο που είναι, δηλαδή, ατελή και σκόρπια και που ονειρεύονται τη συμπαγή και ακίνητη τελειότητα της Μονάδας. Όμως, αν ο χρόνος (η κίνηση) είναι ιδιότητα της φύσης και η αιωνιότητα (η ακινησία) είναι ιδιότητα του Θεού, τότε γεν νιέται το μεγάλο φιλοσοφικό πρόβλημα: Η κίνηση (ο χρόνος) σταματάει όταν το ατελή όντα φτάσουν σε μια τελειότητα, σε μια "θείωση"; Για να παρακαμφθεί ο σκόπελος της θεοποίησης των πάντων μέσα απ' τον αγώνα για τελειότητα, και συνεπώς για να παραμείνει ο Θεός ένας και απλησίαστος, ο Ηράκλειτος εφεύρε τον "κυκλικό χρόνο" που τον υιοθέτησαν ο Αριστοτέ λης και οι Στωικοί, και αιώνες αργότερα και ο Νίτσε. Ο κυκλι κός χρόνος, που την αντίληψή του την υπαγόρευσε στο αν θρώπινο μυαλό η κυκλική κίνηση των ουρανίων σωμάτων βά σει της οποίας μετρούμε το χρόνο (τη διάρκεια), είναι μια πε ριοδική εμφάνιση όλων των γεγονότων κατά την ίδια σειρά. Ό ,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή θα ξανασυμβεί ύατερα από έ ναν "μεγάλο χρόνο", που δεν ξέρουμε πόσο μεγάλος είναι. Κι έτσι ο χρόνος γίνεται μια δίνη που στριφογυρίζει γύρω οπό κάποιο κέντρο. Πρόκειται για μια αντίληψη εντελώς συναρπα στική στο ποιητικό της μεγαλείο, αλλά που οπωσδήποτε πα ραμένει μια αντίληψη ποιητική και συνεπώς ακατάλληλη για σοβαρές σκέψεις. Ο χρόνος δεν είναι "πράγμα" για να περιδινείται, δεν έχει υπόσταση, δεν έχει βάρος και όγκο, Αντί να βάλουμε το χρόνο να κάνει βόλτες γύρω γύρω θα μπορούσαμε θαυμάσια να υιοθετήσουμε μια παλιότερη του κυ κλικού χρόνου μυθική αντίληψη για το χρόνο: Στην ελληνική μυθολογία ο χρόνος είναι ένα περίεργο τέρας με απροσμέτρη τη δύναμη που σέρνει πίσω του, τα πάντα. Απ' τις μυθικές ει κόνες για το χρόνο θα προτιμούσαμε αυτή τη δεύτερη. Έ χει το μεγάλο προσόν να είναι πιο "λογική" και κυρίως πιο θεαμα τική. Τελικά πιστεύουμε πως την πιο έξυπνη απάντηση ο ’ αυτό το τρομερά δύσκολρ Πρόβλημα του ορισμού του χρόνου και της κατανόησής τοϋ^σιίν'^πραγματικότητας" την έδωσε ο Δημό κριτος που-είπε πως ο ίχρόνος υπάρχει μεν (κανείς δεν μπορεί
να αμφισβητήσει την ύπαρξή του) αλλά είναι αδημιούργητος. Συνεπώς αν Π κίνηση είναι άναρχη, τότε δε χρειάζεται το "πρώτο κινούν αίτιο" του Αριστοτέλη. Γιατί τα πράγματα ήταν πάντα και θα συνεχίσοαν να είναι "αυτοκίνητα". Φυσικά, μια τέτοια απάντηση δεν ικανοποιεί επαρκώς ούτε τη λογική ούτε την επιστήμη, που δε δέχονται την αυτοκίνηοη και που ψάχνουν για αίτια σ ' όλα, Ό ,τι κινείται, κινείται γιατί το κινεί μια δύναμη. Κι όταν δεν ξέρουμε να ορίσουμε την πρώτη δύναμη που κίνησε το πρώτο πράγμα που κινήθηκε, την ονομάζουμε Θεό, όπως ο Αριστοτέλης, και ησυχάζουμε απ ’ το βάσανο να κατανοήσουμε το χρόνο, που συνεχίζει να είναι η πιο ακαταμάχητη και σκοτεινή έννοια που μπορεί να υπάρξει. Ο Νεύτων προσπάθησε να ξεμπλέξει τα πράγματα και μίληαε για "απόλυτο και σχετικό χρόνο", εννοώντας αντίστοιχα τον κυρίως ειπείν χρόνο (τον χωρίς αρχή και τέλος) και τη διάρκεια (τον πεπερασμένο και μετρήσιμο χρόνο των μαθημα τικών). Ο Καντ γίνεται πιο σαφής: 0 χρόνος είναι μια α-πριόρι έννοια, που ισχύει για τον κόσμο των φαινομόνων αλλά όχι και για τον κόσμο του νου. Αλλά ο δυϊσμός του Νεύτωνα και του Καντ είναι επίσης ανεπαρκείς λογικά. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς τους δυο χρόνους, το χρόνο καθ' εαυτόν και το χρόνο σαν μετρήσιμη με το ρολόι διάρκεια. Η δυσκολία εμφανίζεται όταν προσπα θήσουμε να συλλάβουμε την έννοια του χρόνου μόνο καθ' εαυτόν, έξω και πέρα απ' τη διάρκεια. Επ' αυτού δεν υπάρχει καμιά απάντηση, ούτε καν αυτή της Θεωρίας της Σχετικό τητας του Αϊνστάιν που κάνει το χρόνο την τέταρτη διάσταση των όντων. Γιατί τα όντα μπορεί να εξαρτώνται απ' την ταχύ τητα (τη μετατόπισή τους σε χρόνο), αλλά και τα ακίνητα πράγματα επίσης υπάρχουν σε χρόνο που, αυτός, κινείται ερή μην της κίνησης με μια έννοια φυσική. 'Οπως φαίνεται, το πρόβλημα του χρόνου 9α παραμεϊνει για πάντα ένα άλυτο, μυστηριώδες και γοητευτικό πρόβλημα, που θα εξάπτει,στο μάξψουμ την ανθρώπινη φαντασία και θα μας κάνει να γιορτάζουμε πάντα την Πρωτοχρονιά, ίσα ίσα για να τιμούμε τούτο to μυστήριο και νσ θυμόμαστε πως η ζωή αν δεν ήταν λιγάκι μυστηριώδης, θα ήταν πέρα για πέρα ανού σια. Λοιπόν, καλή χρονιά και ο χρόνος εν γένει (όχι μόνο ο καινούργιος) να κινείται πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση. 30/12/84