ΜΑΙΡΗ ΚΟΝΤΖΟΓΛΟΥ
ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Στα Φεγγάρια της Αλήθειας ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Πάντα, από σχετικό νεαρή ηλικία, σκεφτόμουν πόσο μπορεί να έχουν επηρεάσει το χαρακτήρα και τον τρόπο με τον οποίο σκέφτομαι οι οικογενειακές μας ρίζες και οι δυο γιαγιάδες μου. Δυο γυναίκες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο το νερό με τη φωτιά. Η μία έξυπνη, σχεδόν μορφωμένη για την εποχή της, δυναμική -αρχηγική, θα έλεγα-, που δε φανέρωνε εύκολα τα συναισθήματά της. Και η άλλη γλυκιά και τρυφερή, καλόβολη και ήρεμη, μια γιαγιά «γιαγιαδένια», που δεν πρόβαλλε ποτέ και για τίποτα τον εαυτό της. Πολλές φορές, τις διαφορές τους αυτές τις εξηγούσα σε σχέση με τον τόπο καταγωγής τους -και καταγωγής μου, κατ’ επέκτασηκαι με τις οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσαν. Η μία είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στα ψηλά βουνά, στην περήφανη Πίνδο, η άλλη δίπλα στη θάλασσα, στον ελληνισμό της Μικρασίας. Οι οικογένειές τους αριθμούσαν πολλά μέλη, και κοινός παρονομαστής της ζωής τους στάθηκαν οι πόλεμοι, η προσφυγιά και τα αυστηρά ήθη, που δεν τους άφησαν και ιδιαίτερα περιθώρια. Κάποια στιγμή είπα ότι θα γράψω για τις γιαγιάδες μου, και έγραψα. Πέρασα νύχτες και μέρες με την παρέα τους, βυθίστηκα στην καρδιά και στο μυαλό τους και έστησα μια ιστορία. Μπερδεύτηκε η αλήθεια με τη φαντασία, ανακατεύτηκαν οι μνήμες και οι πορείες τους, ανακατεύτηκαν και διάφορα γεγονότα, διηγήσεις που είχα ακούσει από άλλους -σχετικούς ή και άσχετους με τις δύο αυτές γυναίκες-, πήρε το δρόμο της η φαντασία μου και... τελειωμό δεν είχε στην κυριολεξία όμως, καθώς βγήκαν περίπου 2.000 σελίδες, μπορεί και περισσότερες. Αυτές μοιράστηκαν σε τρία βιβλία. Έτσι προέκυψε και ο κύριος τίτλος της τριλογίας ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: φαντάστηκα τις γιαγιάδες μου σαν δυο από τους μεσημβρινούς της Γης, που διατρέχουν παράλληλα την υδρόγειο σφαίρα και δε συναντιούνται παρά μόνο σε δύο σημεία, τους πόλους της - κι εγώ είμαι ο ένας, πίστεψα... Πήρα τις ζωές τους λοιπόν, τις είδα μέσα από τον καθρέφτη των αναμνήσεων, τη σκόνη του χρόνου, τα αισθήματά μου για αυτές, τις άλλαξα, τις διεύρυνα, τις στόλισα και τις απογύμνωσα, και ήρθε η μυθοπλασία και με έκανε να ξεχαστώ, να ταξιδέψω ως τον... ουράνιο μεσημβρινό. Όπως ελπίζω να ταξιδέψει και εσάς. Μαίρη Κόντζογλου Οι ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ είναι μια συγκλονιστική τριλογία που ξεκινά στις^ιρχές του 20ού αιώνα και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Με-φόντο τα ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης, που σημάδεψαν τον ελληνισμό, παρακολουθούμε τις παράλληλες ζωές δύο γυναικών, της Βασιλικής και της Ιλαρίας, που, άγνωστες μεταξύ τους, βιώνουν -σχεδόν συγχρόνως, αλλά τόσο διαφορετικά-τους πολέμους, τις κοινωνικές αναταραχές, την προσφυγιά, τη μετανάστευση, τον έρωτα, το γάμο, τη μητρότητα, τις σχέσεις τη ζωή την ίδια δηλαδή. Στους Ήλιους του Έρωτα, οι δύο ηρωίδες συναντιούνται για πρώτη φορά σε ώριμη ηλικία και, κάνοντας τους απολογισμούς τους, ανακαλύπτουν πώς, μέσα από τις αντίξοες κοινωνικές και προσωπικές κατασιάσεις σιις οποίες μεγάλωσαν και ωρίμασαν, οι ζωές τους, στα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια, πήγαιναν πλάι πλάι, όπως οι μεσημβρινοί της Γης, αλλά δε συναντιόνταν πουθενά. Όσο όμως το ταξίδι στους μεσημβρινούς συνεχιζόταν, τόσο η μοίρα έπλεκε,
σφιχτό υφάδι, την ιστορία τους. Στο δεύτερο βιβλίο, Στα Φεγγάρια της Αλήθειας, οι δυο ηρωίδες έρχονται αντιμέτωπες με τις πικρές αλλά ουσιαστικές αλήθειες που έδεσαν άρρηκτα τις ζωές τους. Ανακαλύπτουμε έκπληκτοι ότι οι αγαπημένοι τους άνθρωποι δεν είναι ξένοι μεταξύ τους, ότι κάποιος από εκεί ψηλά τα είχε όλα κανονίσει έτσι ώστε κάποια στιγμή οι δύο γυναίκες να βρεθούν μαζί, μαζί και μπροστά σε μια μεγάλη αλήθεια, που, όπως το φεγγάρι, έχει δύο πρόσωπα: το σκοτεινό και το φωτεινό. Στη Γη της Αγάπης, παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα το γαϊτανάκι της μοίρας να ξεμπλέκεται μπροστά στα μάτια μας. Οι αποκαλύψεις και η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας κάνουν τις δύο ηρωίδες να υπερασπιστούν με πάθος τις επιλογές και τους δικούς τους ανθρώπους, μέχρι που οι αποφάσεις τους θα συναντηθούν σε ένα και μόνο συναίσθημα, όπως οι μεσημβρινοί συναντιούνται σε ένα και μόνο σημείο της Γης. Το συναίσθημα αυτό είναι η αγάπη, που πρέπει να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια.
ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ Αναψε ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ η Βασιλική, τράβηξε μια τζούρα, πίκρα γέμισε το στόμα της, και το έσβησε αμέσως. - Παλιόπραμα..., μουρμούρισε. Και τι δεν της έλεγε ο γιος της για το τσιγάρο, αυτή εκεί, το δικό της. «Δεν καπνίζω πολλά, τσόνι μ’1», του δικαιολογιόταν και τα μάτια της άστραφταν από αγάπη. «Κανένα, μαμά Βασιλική, κανένα!» τη μάλωνε εκείνος, αλλά τόσο γλυκά, τόσο ήπια, που ποτέ αυτή δεν κατάλαβε πόσο σοβαρό ήταν. Η άλλη την κοίταξε αμίλητη, λίγο την ήξερε, πιο πολύ από τα λεγόμενα της κόρης της -και αυτά μέσες άκρες-, δεν καταλάβαινε ακριβώς τι την είχε πειράξει εκείνη τη στιγμή. Σηκώθηκε η Βασιλική -δεν τη χωρούσε ο τόποςκαι άνοιξε το πρώτο συρτάρι της μεγάλης σερβάντας για να πάρει τον καπνό της, μια κίνηση που την είχε κάνει τόσες φορές τα τελευταία χρόνια εδώ στη Θεσσαλονίκη και μια κίνηση που δεν την είχε κάνει ποτέ στο πατρικό της, τότε, ψηλά στην Κλεισούρα, γιατί απλούστατα τότε κάπνιζε κρυφά, στο πίσω μέρος του σπιτιού ή καθισμένη στο παραθύρι του δωματίου της. Κι όμως... Ανοίγοντας εκείνο το γέρικο ξύλινο συρτάρι με τα σκαλίσματα, μαζί με τη μυρωδιά του καπνού και τη μυρωδιά του ξύλου την κατέκλυσαν και οι αναμνήσεις. Είδε τη μικρή Βασιλική χαρούμενη και γελαστή στην αγκαλιά της μάνας της, είδε τα υπέροχα πρόσωπα των αδελφών της ένα ένα, τους είδε να γεννιούνται και, αντί να κλαίνε και να ουρλιάζουν -όπως κάνουν όλα τα μωρά-, να ξεσπάνε τάχα σε κακαριστά γέλια. Στην πραγματικότητα, τον Ζήση και τον Αδάμο τους δεν τους θυμόταν, όχι μόνο να γεννιούνται, ούτε καν στα πολύ μικράτα τους δεν τους θυμόταν, είχαν μικρή διαφορά ηλικίας, ήταν και η ίδια μωρό παιδί, αλλά η δύναμη των αναμνήσεων, του ονείρου και της λαχτάρας την έκανε τη δουλειά της, και τους έβλεπε να γεννιούνται, όμορφα ξανθά μωρά, ευτυχισμένα από χέρι... Τον Νικόλα τους βέβαια τον θυμόταν πολύ καλά -έτσι τουλάχιστον πίστευε-, θυμόταν τη μάνα της με το μωρό στην αγκαλιά και από πάνω τον αφέντη να τους χαϊδεύει με το βλέμμα του. «Νικόλας, αφέντη μου, στον πατέρα μου...» έλεγε άτολμα η Αρτέμη στον άντρα της, και εκείνος έμενε σιωπηλός, σκεφτόταν ποιον -ύστερα από δύο παιδιά που πήραν το όνομα του πατέρα και του θειου τουαρσενικό συγγενή είχε να βολέψει ή να κολακέψει δίνοντας το όνομά του στον τρίτο του γιο. Και η γλυκιά Αρτέμη περίμενε με αγωνία, το θυμόταν το βλέμμα της η Βασιλική, το θυμόταν και το μετέφραζε σε αγωνία εκείνο το βλέμμα και το μισό της χαμόγελο, πάντα έτσι τη θυμόταν, με ένα ερωτηματικό βλέμμα και μισό χαμόγελο, όταν ήταν παρών ο αφέντης -αίτηση αγάπης; έγκρισης; προσμονής;-, περίμενε λοιπόν η λεχώνα να αποφασίσει ο αφέντης. Έστριψε ένα τσιγάρο, το σάλιωσε πέρα ως πέρα, η καταιγίδα των αναμνήσεων είχε ξεσπάσει για τα καλά σιο μυαλό της. το ήξερε αυτό το φαινόμενο, το πάθαινε τακτικά και με αφορμή οποιοδήιιοτε σοβαρό ή απίθανο γεγονός, το ήξερε το φαινόμενο «τυφώνας αναμνήσεων», έτσι είχε πορευτεί τόσα χρόνια ουουου, χρόνια και χρονάκια! Όπως ήξερε και ότι, αν δεν έμπαινε μέσα στην καταιγίδα, αν δεν τη χτυπούσαν οι κεραυνοί του πόνου, να πονέσει το κορμί και η ψυχή της, αν δε μουσκευόταν από τις νεροποντές των δακρύων, αν . δε φωτιζόταν η ψυχή της από τα αστροπελέκια της χαράς, το ήξερε, το ήξερε καλά, δεν μπορούσε να λειτουργήσει, δεν μπορούσε να περάσει την υπόλοιπη μέρα της, θα
σερνόταν άρρωστη και αδύναμη. Μπήκε λοιπόν σχεδόν με τη θέλησή της στην καρδιά της καταιγίδας, είδε τον Γιαννάκη τους, το μικρότερό της αδέλφι, να ξεψυχάει στην αγκαλίτσα της, και εκείνη να είναι αδύναμη να του προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια τι θα μπορούσε άραγε να κάνει ένα παιδάκι δέκα χρονών, σε μια κορυφή της Πίνδου, μακριά και από το Θεό; Ύστερα την έκαψε ο κεραυνός του χαμού της μανούλας της, της έκαψε τα σωθικά, και αναζήτησε ένα ποτήρι νερό να τον σβήσει και να τον καταπιεί, να κοπάσει ο πόνος, να πάει παρακάτω. Έλαμψε η καρδιά της μόλις θυμήθηκε τον ερχομό του πατέρα της -η σωτηρίακαι ύστερα τα λιγοστά παιχνίδια, λιγοστά αλλά αξέχαστα, με τη Χάιδω. - Τι να γινες, Χαϊδούλα μου; αναρωτήθηκε μάλλον δυνατά, γιατί η άλλη χλόμιασε και χάιδεψε αμήχανα το λινό τραπεζομάντιλο. «Ησύχασε, θα σου πω εγώ...» ήθελε να την παρηγορήσει, αλλά δε μίλησε, μπορεί και να ’ταν πρόωρο... Τίναξε τη στάχτη από το τσιγάρο και θυμήθηκε τον ερχομό της Πιπίνος στο σπίτι τους, ένα θεριό και μισό έπαιρνε τη θέση της μάνας της, εκείνης της κοπέλας με τους αέρινους τρόπους, και σε κανέναν δε φαινόταν παράξενο, κυρίως στον αφέντη. Βόγκηξε, είδε την αποκαθήλωση της μνήμης της μάνας της λες και συνέβαινε εκείνη τη στιγμή: πρώτα η καρδιά του πατέρα της -έτσι νόμιζε τότε, το διέψευσε αργότερα ο ίδιος, ποτέ δεν τον πίστεψε τελείως η Βασιλική-, μετά η κορνίζα με τη φωτογραφία της, έπειτα το κρεβάτι, ένα ένα τα εργόχειρά της, τα στολίδια της, ό,τι μαρτυρούσε την ύπαρξή της μέσα στο σπίτι. Φύσηξε τον καπνό από τα πνευμόνια της, άνοιξε χώρο στο εσωτερικό της, και αμέσως εισέβαλε η θύμηση του Νικόλα με το μωλωπισμένο κορμάκι, η κακία της Πιπίνας για τους σπόρους της Αρτέμης, το παρ’ ολίγον έγκλημα... Πόσο ήθελε πέφτοντας η Πιπίνα να σκοτωθεί και να έχει βάψει αυτή, μια στάλα κορίτσι, τα χέρια της με αίμα... Κόκκινο... Το αίμα που την πλημμύρισε για πρώτη φορά, ο φόβος που την κυρίευσε μόλις το είδε, η φυγή, η γαλήνη που βρήκε μέσα στο εκκλησάκι. Κόκκινο..'. Ο θάνατος που κόντεψε να την πάρει από την ακατάσχετη αιμορραγία και που τελικά την καταδίκασε για όλη της τη ζωή να μη βγάλει παιδί μέσα από τα σπλάχνα της παρά μόνο μέσα από την καρδιά της. Κόκκινο... Αστραπή και ένα λαμπρό φως έσκισαν το μυαλό της, πλημμύρισαν το νου της, κι αν δεν ήταν τόσο έμπειρη από τους αμέτρητους «τυφώνες αναμνήσεων», θα νόμιζε ότι πάει, τέλειωσε... Στο κέντρο της λάμψης όμως εμφανίστηκε ο Σωτήρης, αγαπημένος και αξεπέραστος, ο άντρας της, ο ένας και μοναδικός, η αρχή και το τέλος, ο έρωτας, η αγάπη, ο σεβασμός, η ελευθερία, η φιλία, το παν. Είδε τα άσπρα του γάντια ακουμπισμένα στο πόδι, παράλληλα ακριβώς με τη ρίγα του παντελονιού, τότε που την παντρολογούσαν με τον ανιψιό του. Θυμήθηκε τη χαμένη του έκφραση όταν του είπε «Γιατί αγαπώ εσάς...», την αδιόρατη κίνηση που έκανε και πήγε λίγο, ελάχκπα πιο κει, για να αποφύγει το βόλι της αγάιιης, και μετά να μονολογεί «Θα δ(ο τι θα κάνω...» και να φεύγει σαν κυνηγημένος. Είδε το γάμο τους με τα κλαρίνα και τα νταούλια, άστραψαν μπροστά στα μάτια της τα φλουριά των γιαγιάδων της κρεμασμένα στο στήθος της, τα κλαμένα μάτια του Νικόλα τους «Πότε θα σε ξαναδώ, Βασιλικούλα μου;». Αχ, πάει η λάμψη και η ευτυχία, πάλι τα δάκρυα, τα δάκρυα... Ήρθε ο ανεμοστρόβιλος και την πέταξε στο ζεστό κρεβάτι του πανδοχείου, εκεί όπου έγινε γυναίκα, είδε
την πρώτη τους φορά φωτισμένη από τις κόκκινες φλόγες στο τζάκι,' θυμήθηκε το κορμί, ένα ενήλικο αντρικό κορμί γυμνό σαν μωρού, ένα κορμί έτοιμο να θυσιάσει και να θυσιαστεί στο βωμό του έρωτα και του πάθους, κορμί ποθητό και αγαπημένο μέχρι το τέλος. Βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη τυλιγμένη στο άρωμα της θάλασσας, εκεί όπου αποφάσισε ότι θα αγαπούσε τον άντρα της, το παιδί του και τη γαλάζια μάγισσα για πάντα, όταν ο Σωτήρης τής είπε «Θέλω να μη βάλεις τον εαυτό σου ποτέ σε κίνδυνο ξανά», τότε που χάθηκε και, όταν πίστεψε ότι δεν είχε καμία ελπίδα, κατέληξε ξαφνικά μέσα στην αγκαλιά του, τότε που ο μικρός Τζόνι την παρακάλεσε τρυφερά να είναι το παιδί της, τότε που γνώρισε και γεύτηκε τη θάλασσα ταξιδεύοντας στα κύματά της και έφυγε, γλίτωσε, λυτρώθηκε από το μίσος για τη μητριά της και το... το... Αλήθεια, τι ένιωθε τότε για τον πατέρα της; Τι συναίσθημα ήταν εκείνο; Ήταν άραγε μόνο μίσος, ή ήταν και κάτι άλλο; Μια ανομολόγητη, βαθιά αγάπη;... Θυμήθηκε την Ελλάδα όπως τη γνώρισε και όσο τη γνώρισε σ’ εκείνο το ταξίδι, το ταξίδι που ήταν μόνο η αρχή ενός άλλου ταξιδιού, το πρόγευμα και η δοκιμή για το μεγάλο ταξίδι της ζωής της, που, όταν το επανέλαβε αντίστροφα, ήταν πια αργά, για όλα αργά... Θυμήθηκε την Ακρόπολη όπως την είδε στο φως του μεσημεριού, την Ακαδημία του Πλάτωνα όπως την περπάτησε στη σκιά των λιόδενιρων, τη λίμνη του Μαραθίόνα με τα κρυστάλλινα νερά, τις Θερμοπύλες, όπου νόμισε ιιως άκουσε τον αχό του πολέμου, την αρχαία Ολυμπία, όπου τρέξανε οι τρεις τους σαν μικρά παιδιά και στεφάνωσαν τον Τζόνι, και τη Δήλο. Η Δήλος... Τα αρχαία μάρμαρα με τους ψιθύρους, ο μύθος του Δία και της Λητώς, τα κύματα τα βουτηγμένα στα μυστήρια... Η Δήλος τη νύχτα που η Βασιλική ξεπέρασε τον εαυτό της, τις παραδόσεις και τη θέση των γυναικών όπως την είχε διδαχτεί και την είχε παρατηρήσει στην πατρίδα και στην οικογένειά της... Η νύχτα στη Δήλο, τότε που παρέσυρε τον άντρα της στο ακρογιάλι, που έκανε έρωτα κάτω από λαμπερά αστέρια και μες στους αφρούς των κυμάτων που έγλειφαν απαλά τους κόκκους της άμμου, τότε που προσευχήθηκε με όλη τη λαχτάρα της ερωτευμένης της καρδιάς να αποκτήσει μια Αρτέμη, έναν Απόλλωνα... 'Εσβησε το τσιγάρο της και γέμισε πάλι τα ποτήρια με τσίπουρο. Είδε την έκφρασή της η άλλη. Τι να ναι αυτό που σκέφτεται τώρα και λάμπει; αναρωτήθηκε και της τσούγκρισε αμίλητη το ποτηράκι. _ Το ντιννννν του κρύσταλλου έστειλε τη Βασιλική στη Νέα Υόρκη. Διέσχισε τη Μεσόγειο και τον ωκεανό με ένα κλείσιμο των ματιών της και συνειδητοποίησε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ότι τελικά ο χρόνος του ονείρου, αυτός που μόλις χρειάστηκε για να φτάσει στην Αμερική, τώρα, τριάντα τόσα χρόνια μετά το πραγματικό ταξίδι, στη μνήμη της τόση διάρκεια είχε πώς αμβλύνεται ο χρόνος με το πέρασμά του... Πώς να μην τη θυμάται με αγάπη εκείνη τη χώρα, εκείνη την πόλη; Αφού εκεί κατάλαβε τον εαυτό της, τον άντρα της, το παιδί της. Αφού εκεί υπήρξε γυναίκα, εκεί ένιωσε τι θα πει να είσαι και τι θα πει να μην είσαι μάνα, εκεί γνώρισε και το μεγαλείο τού να είσαι άνθρωπος. Χρόνια και χρόνια... Μικρά, γλυκά φιλάκια σε δροσερά μάγουλα, πύρινες σιαγόνες λάβας σε ώριμο κορμί. Μέτρησε η ζωή συο μεγάλο το τεφτέρι της γεννήσεις και θανατικά, πολέμους και ειρήνες, αναταραχές και ηρεμίες, ανακαλύψεις και οπισθοχωρήσεις, κοινωνικούς αγο>νες και δικτατορίες, χειμώνες και καλοκαίρια, μέρες και νύχτες, αγάπες και μίση, τα έκανε σούμα, καλό νούμερο της βγήκε, στρογγυλό, είδε τα άσπρα μαλλιά και τις ρυτίδες στους ήρωες της -είχε δισεκατομμύρια ήρωες από αυτούς η ζωή-,
έγραψε στο τέλος της σελίδας «20 χρόνια» και γύρισε το φύλλο — δεν είχε χρόνο για χάσιμο, άδειαζε η κλεψύδρα ασταμάτητα. Μεγάλωσε όμορφα η Βασιλική, έγινε πραγματική γυναίκα, μέστωσε, αλλά διόλου δε μειώθηκε η ομορφιά της, δεν αλλοιώθηκε το φως στο πρόσωπό της, δε θόλωσε το γαλάζιο των ματιών της. Μεγάλωσε και έκανε το σπίτι της σημείο συνάντησης ανθρώπων με κοινωνικούς προβληματισμούς, ενώ η ίδια -που κάπνιζε ακόμα στριφτά τσιγάρα-, με την ξανθιά κοτσίδα και τη χαριτωμένη της προφορά, εξελίχθηκε σε ευχάριστη οικοδέσποινα. Το μυαλό της πάντα έκοβε πολύ, κι ας ήταν αμόρφωτη, τώρα έκοβε κι έραβε και η γλώσσα της, είχε άποψη και την έλεγε, καμάρωνε και τον άντρα της, ρουφούσε τα λόγια, τις κουβέντες του, είχε αποκτήσει φίλους -ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Ρόμπερτ, αφοσιωμένος θαυμαστής και αφιερωμένος εργένης-, πολλές φορές ήταν σχεδόν ευτυχισμένη η Βασιλική που βρισκόταν στην Αμερική. Και έγινε πηγή αγάπης και τρυφερότητας για τη μικρή θεοδώρα, το κοριτσάκι που ανέλαβε και έβγαλε από τον κόσμο της σιωπής. Είκοσι χρόνια από εκείνη τη μέρα που συνειδητοποίησε την τραγική ειρωνεία να χάσει μωρό και αδελφό την ίδια μέρα, είκοσι χρονάκια κύλησαν όπως η άμμος μέσα στην κλεψύδρα, χωρίς να τα καταλάβει κανείς, σαν μια ανάσα, σαν ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Είκοσι χρόνια μέσα στη λατρεία του άντρα της, εραστή, συζύγου και πατέρα μαζί γι’ αυτήν, συνδυασμός επικίνδυνος αν δεν ήταν ο Σωτήρης αυτός που ήταν «ο καλύτερος άνθρωπος που περπάτησε ποτέ πάνω στη Γη», κατά την ίδια αλλά και κατά γενική ομολογία φίλων και συνεργατών. Έμαθε και να ξεχωρίζει τα βλέμματα των αρσενικών, έμαθε να διαβάζει το θαυμασμό, τον πόθο, την αφοσίωση, τη λαχτάρα μέσα στα μάτια τους. Δέχτηκε πολλές, εκατοντάδες, χιλιάδες φιλοφρονήσεις για την ομορφιά της, το μυαλό της, την προκοπή της, τις μαγειρικές της ικανότητες, τη χάρη της, την τέχνη της να στολίζει όμορφα τα βάζα με λουλούδια, την αφοσίωσή της στα παιδιά του δρόμου, φιλοφρονήσεις που έγιναν από άντρες και είχαν -τις περισσότερες φορέςσαν σκοπό να την προσεγγίσουν ερωτικά. Τις δέχτηκε με χαμόγελο, με χαρά κάποιες φορές -ήταν μια φυσιολογική γυναίκα-, τις δέχτηκε με σοφία, με ωριμότητα, αλλά και με νεανικό ενθουσιασμό. Όμως κανείς και τίποτα δεν στάθηκε ικανό να την αποπροσανατολίσει από την αγάπη και την αφοσίωσή της στον άντρα της, που σήμαινε γΐβ-εκείνη τα πάντα. Και δε χρειάστηκε ποτέ τίποτα παραπάνω, τα είχε όλα άφθονα, ούτε επιθύμησε τίποτα λιγότερο. Ποτέ δεν πνίγηκε από την αγάπη του και τη σχέση τους. Ένα μυστηριώδες συναισθηματικό βαρόμετρο που έτυχε να υπάρχει μέσα στους δυο τους -«ζυγαριά επαφών» το είχε ονομάσει ο Σωτήρηςτους έκανε να καταλαβαίνουν, σχεδόν συγχρόνως, πότε έπρεπε για λίγο να απομακρυνθούν, να δούνε φίλους, να περάσουν ένα διήμερο στην εξοχή ο καθένας χωριστά, να κάνουν ένα σύντομο ταξιδάκι. Και συναντιόνταν πάλι έπειτα από λίγες ή περισσότερες μέρες, συναντιόνταν με τις ψυχές τους ήρεμες και γεμάτες αγάπη την αγάπη τους, μεγάλη και αποκλειστικά δική τους. Κανέναν άλλο άντρα δεν αγάπησε ποτέ η Βασιλική. Μόνο πόθησε κάποιον... Πάνε χρόνια, όχι πολλά, το ξέχασε... Τότε, ο’ εκείνη ιΐ)ν πψίπτωοη, αισθάνθηκε ότι ιιιθανόν να υπήρχε και κάποιος άλ λος άντρας στον κόσμο, εκείνος που θα μπορούσε να είναι γι’ αυτήν η αδελφή ψυχή. Τον ξέχασε. Προσπάθησε και τον ξέχασε. Μόνο κάτι νύχτες, κάτι μοναχικές, έρημες νύχτες, έρχονταν στον ύπνο της τα μάτια του και την κοιτούσαν. «Κρίμα...» της έλεγαν και μετά χάνονταν πάλι. Κρίμα... Δεν έκανε δικά της παιδιά η Βασιλική, δεν την ευλόγησε ο Θεός με τέτοια ευτυχία. Είχε όμως τον Τζόνι,
που τον αγάπησε σαν δικό της παιδί και παραπάνω. Κι εκείνος όμως το ίδιο, «μαμά Βασιλική» την έλεγε και άνοιγαν τα ουράνια, χαίρονταν οι μακαρίτισσες Εκεί Πάνω, οι μάνες που άφησαν νωρίς τα παιδιά τους, που τίποτα δε χάρηκαν, η Αρτέμη και η Κέρι, δυο άγνωστες μεταξύ τους γυναίκες από τις δυο άκρες του κόσμου, που συναντήθηκαν Εκεί Πάνω και έμελλε να στέλνουν τις ευχές τους στο ίδιο σπίτι κάτω στη Γη, στη Νέα Υόρκη. Ο Σωτήρης, γεμάτος από την αγάπη προς τη γυναίκα του και το γιο του, πρόκοψε παραπάνω. Η περιουσία τους πολλαπλάσιάστηκε, ζούσανε σαν πραγματικοί βασιλιάδες, αλλά βασιλιάδες πλούσιοι και στα συναισθήματα, όχι μόνο στα υλικά αγαθά. Είχε περάσει τα εξήντα πια, τίποτα πάνω του, εκτός από τα γκρίζα του μαλλιά, δεν έδειχνε το πέρασμα του χρόνου -δε γερνάει εύκολα ο άνθρωπος όταν αγαπάει τόσο πολύ-, δεν αντάλλαξε ποτέ πικρή κουβέντα με τη Βασιλική, στάθηκε αφοσιωμένος σύζυγος και πατέρας. Ούτε τη ζήλεψε ποτέ, παρ’ όλη τη διαφορά της ηλικίας τους και την ομορφιά της, μια διαφορά και μια ομορφιά που θα δικαιολογούσαν εύκολα υποψίες, προβληματισμούς και αινίγματα. Δεν προσπάθησε ποτέ να ερμηνεύσει λόγια, στάσεις, βλέμματα, χαμόγελα, ξεκινο>ντας από το μυθώδη έρωτα που ένιωσε μόλις είδε τη Βασιλική και καταλήγοντας σι η ν απόφαση ότι ο Θεός τού είχε κάνει ένα μεγάλο, ένα υπέροχο δώρο: αυτήν και τον έρωτά της. Και θα απολάμβανε αυτό το δώρο για όσο θα βαστούσε. Μία στιγμή; Μία! Ένα χρόνο; Ένα! Μια ζωή; Μακάρι! Δεν είχε σκοπό να δηλητηριάσει την ευτυχία του με «μήπως» και «αν». Ήταν βαθιά ευγνώμων στο Θεό για το δώρο του. Και βαθιά ερωτευμένος, για πάντα. Μόνο το θέμα ενός παιδιού σκίαζε ώρες ώρες τη ζωή τους τα πρώτα χρόνια, τότε που τα νιάτα της κοπέλας ξεχείλιζαν από το κορμί της. 'Εβλεπε ο Σωτήρης την αγαπημένη του μελαγχολική και θλιβόταν, έκαναν όλες του κόσμου τις προσπάθειες, ήταν όμως θέλημα Κυρίου: αυτός που ξεγέννησε μωρά και μωρά -άσπρα, μαύρα, κίτρινα, κόκκινα-, αυτός που το κλάμα ενός νεογέννητου ήταν ο πιο συνηθισμένος ήχος της ζωής του, δεν ευτύχησε να ακούσει το κλάμα του δικού τους μωρού, δεν τρεμούλιασαν τα χέρια του σύροντας έξω από το αγαπημένο της σώμα ένα μικροσκοπικό πλασματάκι, δε φίλησε το ματωμένο κεφαλάκι του δικού τους παιδιού -όπως έκανε με όλα τα νεογέννητα-, η ζωή £ε θέλησε να του προσφέρει τη χαρά να το παραδώσει στην ιδρωμένη αγκαλιά της γυναίκας του, να τη δει να το κρατάει συγκινημένη και αυτός να της λέει «Να μας ζήσει, είναι ένα όμορφο κοριτσάκι» ή «Είναι ένα υπέροχο αγοράκι», όπως είχε κάνει με όλες τις ξένες γυναίκες. Είχαν όμως τα παιδιά.του δρόμου, του μετέδωσε η Βασιλική την αγάπη της γι’ αυτά, τις αγωνίες και τις ελπίδες της, άρχισε να βοηθάει κι εκείνος στο έργο της, στάθηκε κοντά της σε ό,τι έκανε. Τότε γνώρισαν και έσκυψαν πάνω από την ανθρώπινη δυστυχία, είδαν παιδιά να γεννιούνται κυριολεκτικά μέσα στα σκουπίδια, είδαν όμως και καταδικασμένα από θεούς και ανθρώπους παιδιά να προοδεύουν και να κερδίζουν το στοίχημα με τη ζωή. Ο Σωτήρης πρότεινε πολλές φορές σι η Βασιλική να υιοθετήσουν ένα από εκείνα τα παιδιά, να του δώσουν τη σωτηρία, την αγάπη και ιην ελπίδα που είχε δικαίωμα να κατέχει, αλλά κάθε φορά το κορίτσι ίου, η γυναίκα ίου, ίου απαντούσε με την ίδια ερώτηση, που φυσικά ούτε αυτός αλλά ούτε και κανένας άλλος μπορούσε να απαντήσει: «Ποιο απ’ όλα, αγάπη μου;» Στη γενική σούμα της ζωής της η Βασιλική ήταν ευτυχισμένη. Τι κι αν την επισκέφθηκε ο θάνατος όταν ήταν παιδί, τι κι αν της πήρε πολλούς, τους πιο αγαπημένους... «Πόνεσα... πονούσα... πονάω...» ήθελε να .της πει της άλλης, εκείνης που ένιωθε ότι ζήλευε τη ζωή της «Με τον ίδιο άντρα αγαπημένοι ως το τέλος!» είχε θαυμάσει τις προάλλες, σίγουρα η κόρη της θα της τα
χε προλάβει. Ήθελε να της το πει, κι ας μην είχε νόημα -έτσι πίστευε-, ήθελε να της πει ότι όσο αγαπούσε τις χαρές της, άλλο τόσο αγαπούσε και τα τραύματά της. Είδε όμως τα θλιμμένα μαύρα μάτια της, αυτή ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος, το ήξερε η Βασιλική, το καταλάβαινε, ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος που είχε παλέψει πολύ και ακόμα πάλευε στη ζωή της, και: Χριστέ μου, σκέφτηκε, τι να πει κι αυτή; Πόσα ακόμη να περιμένει; Και δε μίλησε, δεν παραπονέθηκε. Αν η άλλη ήθελε να τη βλέπει χαρούμενη με μια ζωή ζηλευτή, ας την έβλεπε έτσι. Ισωςέτσι να ήταν καλύτερα. Και για τις δυο τους. - Την αγαπώ τη ζωή, της είπε, λες και είχε ακούσει τις σκέψεις της. Την αγαπώ, και όσο ζω θα ελπίζω... Όλα θα φτιάξουν, θα δεις... Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Δεν είχαν να χωρίσουν τίποτα. Ήταν γυναίκες πονεμένες, ήταν μάνες, ήταν γιαγιάδες. Κάποια στιγμή τής είχε ρίξει ευθύνες η Βασιλική, αλλά τώρα καταλάβαινε. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, δε γινόταν. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται, κι ας υπάρχουν και χαμένοι δε γίνεται διαφορετικά. Την κοίταξε πάλι, και η άλλη της χαμογέλασε. Το είχε εύκολο το χαμόγελο, το χάριζε πάντα''και σε όλους. Και το γέλιο της. Λίγο την είχε γνωρίσει η Βασιλική, αλλά της είχε κάνει εντύπωση το γέλιο της. Φωτεινό, γάργαρο, κελαρυστό γέλιο. Ιλαρία! Έτσι της είχε συστηθεί. Ιλαρία! Το έλεγε και το όνομά της... - Ισωςθα πρεπε να ανάψουμε ένα φως ακόμη..., μουρμούρισε αμήχανη, γιατί μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε κάτι που δεν το είχε σκεφτεί μέχρι τότε. Βασιλική και Ιλαρία, «Λαρώ» ή «Λάρα» την ανέφερε στη Βασιλική η Ζωή όσες φορές τύχαινε να μιλήσουν για εκείνη. Βασιλική και Ιλαρία, σαν να λες «η Δύση και η Ανατολή». Δυο γυναίκες που γεννήθηκαν σε τόσο διαφορετικά μέρη, κυριολεκτικά η μια στη Δύση και η άλλη στην Ανατολή, που μεγάλωσαν τόσο μακριά η μια από την άλλη, σε τόσο διαφορετικές οικογένειες, σε τόσο διαφορετικές κοινωνικές τάξεις... Δυο γυναίκες που ζήσανε τόσο διαφορετικές ζωές, που αγάπησαν με τόσο διαφορετικούς τρόπους, που έζησαν σε τόσο διαφορετικά μέρη, πάλι η μια στη Δύση και η άλλη στην Ανατολή, που γίνανε τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες, που είδανε τη ζωή με τόσο διαφορετικό τρόπο,^με,άλλα μάτια στην κυριολεξία και μεταφορικά... Ιλαρία και Βασιλική. Η μια θάλασσα, η άλλη βουνό. Βασιλική και Ιλαρία. Η μια ήλιος, η άλλη φεγγάρι. Η μια κυρία, η άλλη δούλα. Ιλαρία και Βασιλική. Η μια αφοσιωμένη για πάντα, η άλλη ερωτευμένη για πάντα. Δυο γυναίκες που λες ότι δε θα μπορούσαν να συναντηθούν πουθενά -τόσο διαφορετικοί οι δρόμοι που τους χάραξαν οι Μοίρες όταν γεννήθηκαν...-, πουθενά και ποτέ. Κι όμως, είχαν ενωθεί οι ζωές και οι αγάπες τους. Μία στο εκατομμύριο. Και είχε συμβεί... Και τι δεν της είπε η Ιλαρία τώρα, την ώρα των εξομολογήσεων! Πόσα γεγονότα, πόσες τρομακτικές αλήθειες, τι συγκλονιστικές αποκαλύψεις... Της είπε ότι οι γονείς της, ο Σίμος και η Ελισω, της δώσανε ίο όνομα «Ιλαρία» επειδή ο πατέρας της είχε
πιστέψει ότι αυτό το παιδί, αυτό το μελαχρινό και στρουμπουλό κοριτσάκι, θα σκορπούσε πάντα ελπιδοφόρο φως στη ζωή της και στις ζωές των άλλων. Πόσες ελπίδες και πόσες απογοητεύσεις μέσα σε ένα όνομα... Θυμόταν τη Σμύρνη με αγάπη -«Λαρώ» τότε στο μαχαλά τους, στις παρυφές της ελληνικής συνοικίας-, θυμόταν την οικογένεια αγαπημένη, φτωχή αλλά αγαπημένη, δάκρυζε για τα δυο αδέλφια της, τη Μαλαματένια, που αγαπούσε τον Πολύδωρα, και τον Δημητρό, που δούλευε στου μεσιέ Αγκόπ, του καφεπώλη, και της έφερνε γλυκές καραμέλες στις τσέπες του. Ήταν ευτυχισμένη η οικογένεια, φτωχή αλλά αγαπημένη, όμως τα πράγματα στράβωσαν όταν η φτώχεια και ο πόλεμος χτυπάνε τις πόρτες των ανθρώπων, δε ρωτάνε ποιος κατοικεί μέσα, δεν ψάχνουν ένα κοριτσάκι με το όνομα «Ιλαρία» να το σώσουν, να το γλιτώσουν... Έφυγε για την Πόλη το κορίτσι, έφυγε μαζί με τους γονείς της, αφήνοντας πίσω τη. Μαλαματένια, ήδη αρραβωνιασμένη, και τον Δημητρό, που, τρυπημένος από τα βέλη του έρωτα, παρέμεινε στη Σμύρνη μέχρι νεωτέρας. Ας βολεύονταν πρώτα οι γονείς, και μετά θα ’βλεπε. Εστω και μία μέρα ακόμη κοντά στην αγαπημένη του ήταν κέρδος. Μία μέρα, μία ώρα... Στην Κωνσταντινούπολη δε βρήκαν τα πράματα όπως τα περίμεναν. Ο ξάδελφος-ευεργέτης, που τους παρότρυνε και τελικά τους πήρε στην Πόλη για να επιβλέψει ο Σίμος, ο πατέρας της Λαρώς, το χτίσιμο ενός εργοστασίου, αποδείχτηκε ένα σκληρό αφεντικό που προσπάθησε και κατάφερε να τον εκμεταλλευτεί, κι εκείνος δεν μπορούσε πια να γυρίσει πίσω, ούτε και ήθελε να παραδεχτεί την ήττα του.. Για να βοηθήσει τον άντρα της, η Ελισώ έπιασε δουλειά στο σπίτι της Ελμάς χανούμ, σε ένα τούρκικο σπίτι δηλαδή, έπιασε δουλειά ως υπηρέτρια και καθημερινά σηκωνόταν αξημέρωτα και επέστρεφε νύχτα. Παρά τη σκληρή αυτή ζωή στην Πόλη, η Λαρίτσα ήταν ευτυχισμένη, γιατί είχε το σχολειό της, ήταν προπη μαθήτρια, ήθελε να πάει στο Ζάππειο2 και μετά να σπουδάσει, να γίνει δασκάλα. Μπορεί το εργοστάσιο να τελείωσε κάποτε, αλλά ο ξάδελφοςευεργέτης όχι μόνο δεν άλλαξε συμπεριφορά, αλλά έγινε και σκληρότερος, προσπαθώντας να κακοποιήσει και τη μικρή όταν την πήρε στο σπίτι του τάχα για να παίζει με το γιο του. Η μιιςρή μπόρεσε να γλιτώσει από τις ανώμαλες ορέξεις του «θείου» και μαζί αποχαιρέτισε για πάντα το όνειρο να σπουδάσει, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι η οικογένειά της δε θα είχε τη δυνατότητα. Από εκείνη τη μέρα άρχισε να βοηθάει τη μάνα της στις δουλειές του ξένου σπιτιού, ενός σπιτιού που έμεινε στο μυαλό της σαν ο παράδεισος, αφού είχε έναν υπέροχο κήπο, με δέντρα, λουλούδια και ένα πέτρινο σιντριβάνι, όπου το κορίτσι καθόταν και δροσιζόταν, και βέβαια -αυτό κι αν ήταν στοιχείο του παραδείσουέβλεπε στον Βόσπορο, καθώς ο κήπος έβγαινε κατευθείαν στη θάλασσα που χώριζε δύο ηπείρους και ένωνε ανθρώπους. Εκεί, ο εκείνο το σπίτι, διδάχτηκε από την κυρά της την τέχνη της μαγειρικής και της ζαχαροπλαστικής και συνδέθηκε με φιλία με τον έναν από τους δύο γιους της οικογένειας, τον Οκάν. Μια φιλία αγνή και φωτεινή, όπως ο θεός Βόσπορος το πρωί. Ο Οκάν και η Ελμάς χανούμ, όταν το κορίτσι έχασε τη μάνα του, στάθηκαν στο πλευρό της με αγάπη
και συμπόνια, μέχρι που η Λαρώ, ακολουθώντας τον πατέρα της, που είχε μαλώσει άγρια με τον ξάδελφο-ευεργέτη, έφυγε για τη Μυτιλήνη. Στο αποχαιρετιστήριο -και ιιρώτοφιλί που αντάλλαξαν τα δυο παιδιά, ο Οκάν ιής ορκίστηκε ότι θα την έβρισκε όπου και να ήταν και θα την παντρευόταν. Στη Μυτιλήνη γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Ισίδωρο, έναν άνθρωπο πονεμένο και μεγαλωμένο μέσα σε μια σκληρή και παράξενη οικογένεια. Όταν κατάλαβε ότι περίμενε το παιδί του, εκείνος την κατέστησε μοναδική κληρονόμο της μεγάλης περιουσίας του και μετά αυτοκτόνησε. Ο αδελφός του Ισίδωρου έκανε το παν για να μη διεκδικήσει την περιουσία η κοπελίτσα, η οποία, πονεμένη και ντροπιασμένη, αναγκάστηκε να παντρευτεί ένα σακατεμένο παλικάρι που είχε βρει μισοπεθαμένο ο πατέρας της μαζί με ένα φίλο του. Όσο συνέβαιναν αυτά τα τραγικά γεγονότα στη ζωή της Λαρώς, απέναντι, στη Μικρασία, συνέβαιναν άλλα, χειρότερα ίσως ποιος μπορεί να πει ότι η προσωπική τραγωδία είναι μικρότερη από εκείνη των πολλών; Εκεί απέναντι οι άνθρωποι έχαναν τη ζωή, την περιουσία, την ελευθερία και την πατρίδα τους. Ξεριζωμός και σφαγή. Ποτέ δεν έμαθαν τι απόγινε η. Μαλαματένια και η οικογένειά της, ποτέ δεν πήραν κανένα νέο για τον Δημητρό, αυτόν που είχε εξαφανιστεί πριν από το χαμό. Μόνο αργότερα, χρόνια πολλά αργότερα, όταν πια ο Σίμος δε ζούσε, μόνο τότε βρήκε τη συνέχεια της οικογένειάς της η Ιλαρία. Τη βρήκε και την έχασε την ίδια στιγμή... Και μέσα σε όλη αυτή τη δυστυχία, παντρεμένη με τον Δαμιανό, η Λαρώ, Λαρίτσα, Ιλαρία, έφερε στον κόσμο το παιδί του Ισίδωρου, τη Ζωούλα, που ο άντρας της την αγάπησε και τη μεγάλωσε σαν δικό του παιδί και ακόμη παραπάνω. Δεν πέρασε πολύς καιρός, και η οικογένεια αποφάσισε να ξεσπιτωθεί για δεύτερη φορά και να φύγει για τη Θεσσαλονίκη, την πόλη που άκουγα ν ότι είχε δεχτεί το μεγαλύτερο κύμα των προσφύγων από τη Μικρασία. Η απόφαση πάρθηκε σχεδόν σε μία νύχτα, καθώς ο καθένας τους είχε και ένα δικό του λόγο να απομακρυνθεί από τη Μυτιλήνη. Ο Σίμος πίστευε ότι οι έρευνές του -που είχαν αποβεί άκαρπες από εκεί, από το νησίγια την εξεύρεση των άλλων δύο παιδιών του μπορεί στη Σαλονίκη να έφερναν αποτέλεσμα στη Μυτιλήνη κανείς δεν είχε έρθει από την πατρίδα που να μπόρεσε να του δώσει κάποια συγκεκριμένη πληροφορία. Ζούσαν, ή πέθαναν; Επίσης, ο τόπος τού καθόταν βαρύς, σκληρές και πικρές οι μνήμες, φτώχεια, ανεργία, η ιστορία της κόρης του, τα κουτσομπολιά, τα μεθύσια του και τα ξημεροβραδιάσματα στο λιμάνι, με τα μάτια καρφιά πεταμένα στο πέλαγος και στα καράβια που έρχονταν... Ύστερα, ήταν και ο φίλος του ο μπαρμπα-Θόδωρας, πάει, τον έχασε κι εκείνον. Πάνω που είχε βρει έναν άνθρωπο να λέει και κάνα δυο κουβέντες αλλιώτικες, πάει, ηαφ, σαν σαπουνόφουσκα έσκασε η ψυχούλα του και ο Θοδώρας δεν υπήρχε πια... Να έφευγαν, να έφευγαν λοιπόν, να πήγαιναν στην πόλη τη μεγάλη, μπας και είχαν καλύτερη τύχη, μπας και βρισκόταν μια άκρη, μακάρι και τα παιδιά του. Και η εγγόνα του... Ο Δαμιανό^, ο άντρας της Ιλαρίας, αυτός που είχε προτείνει να την παντρευτεί για να της σώσει την τιμή, κι ας μην την ήξερε, κι ας μην ήταν για τέτοια αυτός -το θάνατο παρακαλούσε να έρθει να τον πάρει, τα σκαλιά της εκκλησίας ανέβηκε-, από το νησί εκείνο μόνο κακές αναμνήσεις είχε. Τίποτα δε γνώρισε από τις ομορφιές και από τη γλύκα του, δεν κολύμπησε στις γαλάζιες θάλασσες -μόνο τις διέσχισε πληγωμένος και ημιθανής-, δεν περπάτησε στους αριστοκρατικούς δρόμους, δεν προσκύνησε στις
λαμπερές εκκλησίες, δεν είδε τις υπέροχες ανατολές, δε λιγώθηκε από τα απίστευτα ηλιοβασιλέματα. Είχε περάσει μέρες και μέρες αναίσθητος, να ψήνεται στον πυρετό, να υποφέρει από φρικτούς πόνους, να χάνει τα λογικά του από τους εφιάλτες και τις μνήμες, και μετά να συνέρχεται και να συνεχίζει να υποφέρει. Είχε και το θέμα της Λαρίτσας -έτσι την αποκαλούσε ο πατέρας της-, είχε κι εκείνο το θέμα που όσο πήγαινε γινόταν πιο βαρύ, σκέτο μολύβι, τον πονούσε και τον έπνιγε. Ήξερε την ιστορία της, του την είχαν διηγηθεί οι δυο φίλοι, ο πεθερός του και ο Θοδώρας, ο σωτήρας του, ήξερε τον έρωτά της, και όσο ζούσε κοντά της -και ήταν όμορφη, η άτιμη, σκέτος πειρασμός!-, όσο αγαπούσε το παιδί της, που το είχε φέρει αυτός στον κόσμο, άρχισε να την ερωτεύεται, αυτήν, που είχε ονειροπόλο βλέμμα και ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη. Και εκείνος πίστευε ότι σκεφτόταν όλη την ώρα τον άλλο, εκείνον που είχε κρεμαστεί, τον πατέρα της Ζωίτσας, και ότι τον ίδιο ούτε που πρόσεχε πως υπήρχε. Ήθελε να φύγει ο Δαμιανός, τίποτα δεν τον κρατούσε εκεί, τίποτα δεν τον περίμενε εκεί πέρα... Όσο για την Ιλαρία, αν γινόταν θα ήθελε να φύγει πετώντας, να πάρει στην αγκαλιά της το παιδάκι της και να φύγει αξημέρωτα, προτού λιώσει ο ήλιος τις φτερούγες της. Τόση ήταν η λαχτάρα και η τρομάρα της. Και η πίκρα της, βέβαια, και η απογοήτευση και ο πόνος και η ντροπή. Και ο έρωτας, ό έρωτάς της για το νεκρό πια Ισίδωρο, που την είχε ανεβάσει στα ουράνια και την είχε μετά πετάξει στα Τάρταρα, ο έρωτας που την έκανε να αισθάνεται αγία και ο έρωτας που -μέσα από τα μάτια των άλλων, των τρίτων, του αδελφού του και των λοιπών γνωστών και άγνωστωντην έκανε να αισθάνεται πόρνη. Ήταν και τα λόγια της Υβέτ, της γυναίκας που είχε παιδί από τον πατέρα του Ισίδωρου, που είχε γεννήσει την αδελφή του αγαπημένου της. Ήταν κι εκείνη λοιπόν, που την τρόμαξε, την προειδοποίησε και της άνοιξε τα μάτια: η Ζωίτσα κινδύνευε όσο είχε κινδυνέψει και η δική της κόρη, οι Γαρδέληδες δεν αστειεύονταν, τό χρήμα ήταν πόνω από όλους και από όλα και δεν είχαν διάθεση να το μοιράζονται με παρείσακτους. Και η Ζωίτσα της, το μωρό της, ήταν παρείσακτη -έτσι θα τη θεωρούσαν στα σίγουρακαι της ανήκαν κάποια, πολλά, από τα λεφτά τους. Τόσος ήταν ο φόβος για το παιδί της, που ακόμη και τη συνειδητοποίηση ότι ο Ισίδωρος είχε σαλεμένα τα λογικά του -κάτι που το είχε αισθανθεί πολλές φορές, αλλά ο έρωτας και η πίστη της σ’ αυτόν, όπως και η απειρία της, της έκλειναν τα μάτια-, ακόμη και αυτή τη φρικτή συνειδητοποίηση, την έβαλε σε δεύτερη μοίρα. Έπρεπε να φύγει, να φύγουν γρήγορα, όσο πιο μακριά τόσο καλύτερα. Και η Θεσσαλονίκη, στο τρομαγμένο της μυαλό, ήταν μακριά και ήταν η σωτηρία... Εκεί, στη Νύφη του Βορρά και μακριά από τις μνήμες του παρελθόντος, το ζευγάρι έκανε μια δεύτερη αρχή και έζησε ένα σύντομο έρωτα. Σύντομο γιατί έτσι το θέλησε ο Δαμιανός, που, βασανιζόμενος από τα φαντάσματα της δικής του ζωής, μετέφερε όλες τις τύψεις και τους φόβους του στη σχέση του με τη γυναίκα του και, αντί να της πει τις τρομακτικές αλήθειες, τις αλήθειες που τον καθιστούσαν ένοχο και προδότη της ζωής, προτίμησε να ταμπουρωθεί πίσω από τον εγωισμοί του, να γίνει δυστυχισμένος και να κάνει και τους άλλους έτσι. Την Ιλαρία πρώτιστα, τα παιδιά μετά: τη μικρή Ζωή, που μεγάλωνε στα χέρια του και τον πίστευε για θεό της, και τον Συμεών, τον καρπό του έρωτά του με τη γυναίκα του, ένα τρυφερό και καλοσυνάτο παιδάκι, που ποτέ δεν απόλαυσε την πατρική στοργή. Γιατί στο μεταξύ είχε εμφανιστεί στη ζωή τους ο Οκάν, ο παιδικός φίλος και έρωτας της Λαρίτσας, που, ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια του κόσμου, πήρε το όνομα και την ταυτότητα του χαμένου της αδελφού, του Δημητρού Μίκρογλου, και εμφανίστηκε από το πουθενά για να διεκδικήσει το όνειρό του, που ήταν η αγάπη της Λάρας του. Και όποιος διεκδικεί τη ζωή συνήθως την κερδίζει... Ο Οκάν και η Λάρα του έγιναν εραστές, γιατί αυτό έπρεπε να γίνουν είναι μερικά πράγματα στη ζωή που
δεν μπορείς να τα αποφύγεις, δεν μπορείς να τα κάνεις πέρα. Όσα εμπόδια κι αν μπήκαν δύο πατρίδες που ήταν εχθροί μεταξύ τους, η κοινωνία και οι άνθρωποιη Ελληνίδα και ο Τούρκος αγαπήθηκαν πάνω από τους νόμους των ανθρώπων, πάνω από την ηθική των θρησκειών τους και πέρα από καθετί που θα έκανε άλλους να μην τολμήσουν να προχωρήσουν. Αυτοί όμως προχώρησαν, με τη γνώση ότι αυτό που έκαναν μπορεί και να το πλήρωναν και μάλιστα πολύ ακριβά. * Τώρα το δωμάτιο είχε γεμίσει σκιές. Τα πράγματα, έπιπλα, βάζα και πίνακες, είχαν πάρει άλλες διαστάσεις -είχε αλλοιωθεί η μορφή και το σχήμα τους-, όπως άλλη διάσταση είχε πάρει εκείνη τη στιγμή και η αλήθεια, που χτυπούσε τις πόρτες της ζωής των δύο γυναικών και απαιτούσε να μπει και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ή να τα τινάξει όλα στον αέρα. - Πριν συνεχίσω, της είπε, θέλω να δω το παιδί. Ανέβηκαν τη σκάλα όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν, γιατί έτριζε σε κάθε τους βήμα -η υγρασία από τη θάλασσα είχε τρυπώσει και στο σπίτι, όχι μόνο στη μνήμη τους, κάνοντας και τη σκάλα να θέλει να βογκήξει, όπως βογκούσαν οι δυο γυναίκες-, ανέβηκαν στις μύτες των ποδιών τους μην και ξυπνήσουν το μωρό. Αισθάνονταν πως, αν υπήρχε κάτι αμόλυντο και ελπιδοφόρο στη ζωή τους, ήταν αυτό το παιδί. Το βρήκαν να κοιμάται ήρεμο, με ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χειλάκια του. Μια μπουκλίτσα από κόκκινα μαλλιά ακουμπούσε στο τρυφερό του μάγουλο. Στο χεράκι του κρατούσε ακόμα σφιχτά ένα μαλακό αρκουδάκι. Η λεπτή κουβέρτα είχε φύγει από το κορμάκι, και το παιδάκι ήταν μόνο με τα άσπρα του πιτζαμάκια. Το σκέπασε με απαλές κινήσεις η Ιλαρία και έκανε το σημείο του σταυρού πάνω από το κεφαλάκι του. Σήκωσε το βλέμμα της και είδε τη Βασιλική δακρυσμένη. «Γιατί;» τη ρώτησε άφωνα. «Γιατί κλαις;» - Αυτή είναι όλη η αλήθεια, είπε ψιθυριστά, δείχνοντας το μωρό, που δεν είχε ενοχληθεί καθόλου. Αυτή είναι όλη η δική μας αλήθεια..., και την τράβηξε απαλά, να βγούνε από την κάμαρα. Η Βασιλική δεν ήξερε ακόμα τις αλήθειες όλων, και είχε δικαίωμα να τις μάθει. 1 Ι Ιουλάκι μου. 2 I V|iv Οιιλπον ιιιιιν Κωνοιανιινουπολη.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ Ιλαρία ΤΕΛΕΙΩΝΕ Ο ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ και είχαν αρχίσει πρόωρα κάτι κρύα, που αναστάτωσαν τις νοικοκυρές, αφού δεν είχαν φροντίσει να βγάλουν τα χειμωνιάτικα ούτε να στρώσουν τα σπίτια, δουλειά που την έκαναν πάντα λίγο πριν από του Αϊ-Δημήτρη. Ήταν απόγευμα, και ο ουρανός, μολύβι από τα σύννεφα, προσπαθούσε να απαλλαγεί από το νερό που κουβαλούσαν μέσα τους, αλλά ένας βαρδάρης που σιγά σιγά εξασθενούσε, έπειτα από δύο μέρες που φύσαγε δυνατάακόμα τον καθυστερούσε. Όχι, δε θα άδειαζε έτσι γρήγορα ο ουρανός, ο βαρδάρης ήταν ο κυρίαρχος των καιρικών φαινομένων σ’ αυτή την πόλη, θα καθυστερούσε την μπόρα όσο ήθελε αυτός, θα χρειαζόταν κάνα δίωρο ακόμη για να την αφήσει να ξεσπάσει. Περίμενε τον Οκάν η Λάρα κάτω στη θάλασσα, το αφεντικό της, ο Γάλ\ος διπλωμάτης, έφευγε σε λίγες μέρες με μετάθεση και την είχε συστήσει ανεπιφύλακτα στον επόμενο εργοδότη της, ένα ζευγάρι επίσης Γάλλων ο σύζυγος ήταν πρόξενος, η σύζυγος μια κοσμική γυναίκα που δεν επιθυμούσε να έχει την παραμικρή σχέση με την κουζίνα. Είχε πάει να τους γνωρίσει και να συζητήσει, κατά κάποιο τρόπο, μαζί τους η Λάρα, ούτε μισή ωρίτσα δεν κάνανε, οι συστάσεις του διπλωμάτη έφταναν και περίσσευαν, σε δυο τρεις μέρες θα ξεκινούσε, μόλις εκείνοι θα τακτοποιούσαν λίγο το σπίτι, ένα σπίτι αριστούργημα, δίπλα στη θάλασσα και χαμένο ανάμεσα σε πεύκα και λεμονιές. Τελείωσε γρήγορα γρήγορα τις συζητήσεις και τη συμφωνία, όπως το είχε φανταστεί και όπως το είχε υπολογίσει, και πήγε με το τραμ στο κέντρο, λίγο πιο πάνω από την περιοχή του Λευκού Πύργου, εκεί όπου βρισκόταν το μεγάλο καπνομάγαζο -εργοστάσιο ολόκληρο στην πραγματικότηταaco οποίο δούλευε ο αγαπημένος της. Είχαν συνεννοηθεί από την προηγούμενη μέρα, σπάνιζαν τέτοιες ευκαιρίες, φόραγε και το καλό της φουστάνι, ομορφιά και νιάτα που έσφυζαν από ζωή, από τη χαρά αυτού που θα ερχόταν. Εκαναν μια βόλτα στην παραλία με αργό βήμα, απολαμβάνοντας το τοπίο -τι κι αν έκανε κρύο, τι κι αν ετοιμαζόταν να βρέξει-, κάθισαν σε ένα ζαχαροπλαστείο, έφαγαν μπαμπά ο ρουμ και ήπιαν βυσσινάδα, γέλασαν με κάθε κουβέντα που αντάλλαξαν, όπως τότε που ήτανε παιδιά, και κοιτάχτηκαν ερωτευμένοι και ελεύθεροιστα μάτια, όπως σπάνια μπορούσαν να το κάνουν. 'Οταν πήραν το δρόμο της επιστροφής -σούρουπο πια και με τις πρώτες ψιχάλες να ταλαντεύονται, έτοιμες να πέσουν από τα σύννεφα-, πέρασαν μπροστά από τα γραφεία της επιχείρησης, που είχαν κλείσει προ πολλού. - Πάμε πάνω, πρότεινε ο Οκάν. Τέτοια ώρα ο φύλακας πάει για να πάρει το βραδινό του κρασί από την ταβέρνα. Το βρήκε σαν παιχνίδι η Ιλαρία να πάει στη δουλειά του Οκάν, να δει το χώρο όπου περνούσε τη μέρα του, να μυρίσει και να χαϊδέψει ό,τι άγγιζε καθημερινά ο αγαπημένος της. Ξεκλείδωσε γρήγορα γρήγορα αυτός, την έχωσε από τη μισάνοιχτη πόρτα και πάλι κλείδωσε πίσω του, ανέβηκαν τρέχοντας και γελώντας τα σκαλοπάτια -μεγάλα μαρμάρινα σκαλοπάτιακαι, αφού διέσχισαν βιαστικά ένα μακρύ διάδρομο, χώθηκαν σε μια ψηλή πόρτα που έδειξε ο Οκάν. Ήταν ένα μεγάλο, ευρύχωρο γραφείο, που η μια του πλευρά ήταν όλο τζάμι.
Την τράβηξε προς τα κει, και με έκπληξη η κοπέλα διαπίστωσε ότι από το τζάμι φαινόταν κάτω ο χώρος όπου δούλευαν οι εργάτες και οι εργάτριες. Μισοβλέποντας τους πάγκους στην αρχή, με το λιγοστό φως ' να μπαίνει από κάτι μακρόστενα παράθυρα που βρίσκονταν ψηλά, πολύ ψηλά, σχεδόν στο ταβάνι, όταν συνήθισαν τα μάτια της στο μισοσκόταδο είδε τον τεράστιο χώρο με όλες του τις λεπτομέρειες. - Από δω τους κατευθύνεις; ρώτησε εντυπωσιασμένη τον Οκάν. - Όχι. Είμαι συνήθως κοντά τους, αλλά πολλές φορές χρειάζεται να κάνω κάτι και από δω. - Και οι άλλοι; Οι ανώτεροι από σένα; Πού είναι τα γραφεία τους; Γέλασε ο Οκάν, η Λάρα εκείνη τη στιγμή τού θύμιζε τόσο πολύ το μικρό, περίεργο κορίτσι της Πόλης, την πήρε απ το χέρι και την οδήγησε στο γραφείο του διευθυντή. - Καλύτερα ας μην πιάσουμε τίποτα, της είπε. Είχε πολυτέλεια το γραφείο, αλλά όχι τίποτα το υπερβολικό το σπίτι του Γάλλου διπλωμάτη είχε πολύ μεγαλύτερη χλιδή. Πήρε στα χέρια της μια κορνίζα με φωτογραφία πάνω από το γραφείο του διευθυντή η Λαρώ, δεν έβλεπε καλά και: - Άναψε λίγο το αμπαζούρ..., παρακάλεσε τον Οκάν. Χατίρι δεν της χαλούσε, και σε μια δέσμη κίτρινου φωτός που έπεσε πάνω στο γραφείο η Λαρώ είδε μια κοπέλα με ανοιχτόχρωμα μαλλιά -ξανθά θα τανκαι ανοιχτά μάτια -μάλλον γαλάζια, λοιπόν-, που της χαμογελούσε ψυχρά και με απόλυτη γνώση τού ότι ήταν ανώτερή της. - Η κόρη του διευθυντή, απάντησε ο Οκάν όταν τον ρώτησε ποια ήταν, και το κορίτσι αισθάνθηκε ένα κρύο χέρι να της σφίγγει την καρδιά. Εκείνο το απόγευμα στο τέλος του Σεπτέμβρη, όταν τα σύννεφα νίκησαν τελικά τον αέρα και άρχισε μια σιγανή αλλά επίμονη βροχή πάνω από την πόλη, που κράτησε σχεδόν μια ολόκληρη μέρα, οι δυο ερωτευμένοι έκαναν έρωτα με ατέλειωτη λαχτάρα και πάθος μέσα στο γραφείο του Οκάν, που έβλεπε προς τη μεγάλη αίθουσα, το συσκευαστήριο. Εκείνη την ώρα ήταν έρημο και μουγκό, και μόνο μια επίμονη μυρωδιά, η μυρωδιά του καπνού, διάχυτη παντού, θύμιζε στον Οκάν ότι το πρωί θα γέμιζε πάλι από τους χαρούμενους εργάτες -το να έχεις δουλειά εκείνες τις δύσκολες μέρες ήταν σχεδόν ευτυχία-, τους εργάτες και τις εργάτριες που, ενώ τα χέρια τους θα δούλευαν ασταμάτητα υπό το άγρυπνο μάτι του επόπτη, τα στόματά τους θα μιλούσαν με τρόπο στον διπλανό ή στην απέναντι τα πολλά πολλά μπορεί να απαγορεύονταν, αλλά τα μάτια, χαρούμενα ή λυπημένα, θα συμπλήρωναν όσα δε θα μπορούσε να πει το στόμα. Η Ιλαρία, με τη σκέψη στο υπεροπτικό χαμόγελο της ξανθιάς κοπέλας της φωτογραφίας, δόθηκε στον Οκάν όπως ποτέ άλλοτε, χωρίς δισταγμούς και προφυλάξεις, κάτι μέσα της της έλεγε ότι μπορεί και να τον έχανε κάποτε, ενώ ποτέ μέχρι τότε, στα τρία χρόνια που κρατούσε αυτή η ερωτική σχέση, δεν το είχε σκεφτεί. Και ο Οκάν, ερεθισμένος περισσότερο από την ελευθερία με την οποία του επέτρεψε να της κάνει έρωτα, την έκανε δική του και μία και δύο και τρεις φορές την αγαπούσε, την ήθελε γυναίκα του, κι αν αυτό δε γινόταν, τουλάχιστον ας είχε ένα παιδί από εκείνη... Ο Δεκέμβρης εκείνης της χρονιάς, αν και πλησίαζαν Χριστούγεννα, ήταν ακόμα ζεστός και υγρός.
Ασήκωτη η ομίχλη πάνω από την πόλη, δεν επέτρεψε για πολλές μέρες στον ήλιο να φανεί, δεν εξελίχθηκε σε κάτι πιο δραστικό και καμία στάλα βροχής δε βγήκε μέσα από τα σπλάχνα της. Είχε βραδιάσει νωρίς, και η ομίχλη, ολόλευκη και πυκνή, έκοβε σε φέτες τη νύχτα και μόνο τόπους τόπους μπορούσε να δει κανείς τη μικρή αυλή της Ιλαρίας και του Δαμιανού, όχι όλη την εικόνα. Δεν έκανε πολύ κρύομόνο η υγρασία, βαριά σαν θλιμμένη καρδιά, νότιζε τα πάντα, τους τοίχους, τις πέτρες στο καλντερίμι, τα κεραμίδια, τα μάγουλα, τα βλέμματα που γίνονταν πιο επίμονα τώρα, αφού έπρεπε να τρυπήσουν το σύννεφο, να δούνε από μέσα. Ο Δαμιανός καθόταν στο πεζούλι και με ένα τέτοιο επίμονο βλέμμα ατένιζε τον ορίζοντα, αλλού ήθελε να κοιτάξει, αλλά δεν το έκανε, προσπαθούσε εδώ και ώρα να σκίσει την ομίχλη, μήπως και κατάφερνε να δει τα φώτα της πόλης κάτω κι έτσι να προσδιόριζε τη θέση της θάλασσας, εκεί όπου ήθελε να πέσει και να γλιτώσει για πάντα. Ανεξιχνίαστο το πρόσωπό του, έμενε ακίνητο. Μόνο τα όμορφα χέρια του με τις φουσκωμένες φλέβες είχαν έκφραση, φανέρωναν την αγωνία του, την εσωτερική τοι> πάλη. Η Ιλαρία μέσα στον κοινόχρηστο καμπινέ έβγαζε τα σωθικά της από τον εμετό -δεύτερη φορά μετά το βραδινό φαγητό, το σημείωσε αυτό ο Δαμιανός στο μυαλό του-, και ο ήχος έφτανε ως το πεζούλι όπου καθόταν το παλικάρι, έφτανε ανεμπόδιστος, αφού μόνο μια λεπτή πόρτα χώριζε τον ασβεστωμένο χώρο από την αυλή. Βγήκε χλομή και με βρεγμένο το πρόσωπο, έσιαξε λίγο το φουστάνι της, που ήδη είχε αρχίσει να τη σφίγγει στη μέση, σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της και προσπάθησε με τα δάχτυλα να τιθασεύσει τα μαλλιά που είχαν ξεφύγει από τον κότσο της. - Σε πείραξε κάτι; τη ρώτησε με ενδιαφέρον και την ξάφνιασε πάλι. Παρατηρούσε ότι τον τελευταίο καιρό είχε αλλάξει κάπως στάση απέναντί της, αυτός που ποτέ δεν της απηύθυνε το λόγο πρώτος και μόνο σε ερωτήσεις απαντούσε, αυτός τώρα, σιγά και δειλά, προσπαθούσε -αδέξια, βέβαιανα της ανοίξει κουβέντα. Ύστερα από εκείνη τη νύχτα... - Μάλλον..., ψιθύρισε βιαστικά η Ιλαρία και χώθηκε σιο σπίτι. Κάθισε στο κρεβάτι, που έτριξε έπρεπε να βάλει εφημερίδες ανάμεσα στις σούστες, το βράδυ ξυπνούσε κάθε φορά που ο άντρας της γυρνούσε μες στον ύπνο του. Μάζεψε τη σκέψη της, είχε άλλα προβλήματα τώρα, δεν ήταν οι σούστες το θέμα. Αναστέναξε. Ήταν κουρασμένη, πόσο κουρασμένη ήταν.. . Μεγάλο το καινούριο σπίτι, μεγάλες και οι απαιτήσεις των καινούριων αφεντικών, για μαγείρισσα είχε πάει φυσικά, ήξερε ότι θα μαγείρευε πολύ, αλλά ούτε καν μπορούσε να φανταστεί ότι τρία άτομα, πατέρας, μάνα και παιδί, θα είχαν τόσο πολλές απαιτήσεις, ότι θα έπρεπε να φτιάχνει και τρία και τέσσερα φαγητά τη μέρα -δύο γλυκά απαραιτήτως, εκατοντάδες μπουκάλια λεμονάδα, μανταρινάδα και πορτοκαλάδαή ότι θα είχαν τόσα τραπεζώματα, πιο πολλά και από του διπλωμάτη. Κι όμως, τώρα που είχε στα χέρια της εκείνο το υπέροχο στολίδι, τώρα που μπορούσε να στολίσει και το δικό της χριστουγεννιάτικο δέντρο? θα ξεχνούσε όλη της την κούραση. Να ξεκουραστεί λίγο. Μόνο για λίγο. Και μετά... μετά να στολίσει το δεντράκι της, να βάλει και την υπέροχη τσαγέρα τής. Πόσο υπέροχη! Ποτέ δεν είχε για δικό της ένα τόσο όμορφο πράγμα η Ιλαρία, ποτέ, μόνο τώρα, μόνο αυτό...
Κοίταξε γύρω της. Πόσο θα ’θελε να πέσει και να κοιμηθεί, να μη σκεφτεί τίποτα, να βυθιστεί στον ύπνο και να γλιτώσει από τις σκέψεις, από τη σκέψη, τη συγκεκριμένη αυτή σκέψη, που την έδιωχνε συνέχεια, και εκείνη, σαν ενοχλητική μύγα, γύριζε και ξαναγύριζε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Όμως δε γινόταν να κοιμηθεί, την περίμενε το στόλισμα και ήθελε να προλάβει προτού φέρει τα παιδιά η κυρα-Νενέ. Ήταν έγκυος. Είχε τρεις μήνες να δει περίοδο και δεν το ήξερε κανείς. Μόνο η κυρα-Νενέ, που το είχε καταλάβει από μόνη της, και αυτή δεν είχε κουράγιο να το διαψεύσει. Η κυρα-Νενέ, μάγισσα και προφήτισσα μαζί, μάνα για τον Οκάν, γιαγιά για τον Σίμο της, φίλη και εξομολογήτρια της ίδιας... Σ’ αυτήν η Ιλαρία είχε πει τα πάντα, σχεδόν από την αρχή, από τότε που η ηλικιωμένη «υιοθέτησε» τον Οκάν. Της είχε εξομολογηθεί ότι ο Δαμιανός έπαψε να την πλησιάζει προτού ακόμα γεννηθεί ο μικρός Συμεών, ότι με το ζόρι τής μίλαγε και ότι διψούσε η καρδιά και το σώμα της για λίγη αγάπη, λίγη τρυφερότητα, ένα χάδι ερωτικό. Οταν, αργότερα, οι δυο νέοι έγιναν εραστές, τα στόματα σφραγίστηκαν, τα μάτια χαμήλωσαν, η Ιλαρία απέφευγε τα πολλά πολλά, ήξερε ότι η κυρα-Νενέ καταλάβαινε διαφορετικά και περισσότερα πράγματα από τους άλλους, αυτούς τους ίδιους, τους κοινούς ανθρώπους, κι έτσι τώρα, με την εγκυμοσύνη, τη συμβούλευε κάθε μέρα να το πει στον «πατέρα». Τη συμβούλευε χαμηλόφωνα, να μην ακούσουν τα παιδιά, να μην πιάσει τίποτα το αφτί του Οκάν. Και έδινε έμφαση στη λέξη «πατέρας». Ήταν παραπάνω από σίγουρη η Λαρώ ότι η γυναίκα ήξερε γι’ αυτήν και τον Οκάν. Αποσυρόταν διακριτικά στην κουζίνα για να τους αφήσει πέντε λεπτά μόνους όποτε συναντιόνταν στο σπίτι της μετά τις δουλειές τους, έφευγε βιαστική, λέγοντας «Βγάζω το παιδί στην αυλή...», να τους δώσει την ευκαιρία να ανταλλάξουν ένα γρήγορο φιλί, μια σφιχτή αγκαλιά, μια κουβέντα γεμάτη «αγάπη μου» και «φως μου». Ήταν παραπάνω από σίγουρη η Λαρώ, γιατί, μετά την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα μέσα στη μικρή αποθήκη, τότε με τα χιόνια, τότε που πνίξανε το πάθος και την ηδονή ανάμεσα σε άχρηστα αντικείμενα και παλιά σκεπάσματα και ήτανε και οι δύο σίγουροι πως η γυναίκα δεν τους μυρίστηκε, στην επόμενη «επίσκεψή» τους στην αποθήκη -επίσκεψη το ίδιο κρυφή, που έγινε με τις ίδιες και περισσότερες προφυλάξεις-τη βρήκανε τακτοποιημένη και σχεδόν αδειανή όλα τα συμπράγκαλα έλειπαν, στο πάτωμα υπήρχε ένα στρώμα καλυμμένο με ζεστά σκεπάσματα, και ένα μαγκάλι ήταν έτοιμο για άναμμα. «Τις προάλλες πέρασε ο παλιατζής και ξεφορτώθηκα όλη την κουρελαρία...» είχε πετάξει αδιάφορα η Νενέ κάποια στιγμή, μέρες μετά, όταν πίνανε καφέ. Κι έτσι, εκείνο το σκοτεινό αποθηκάκι, που μύριζε μούχλα και κλεισούρα, μετατράπηκε -τουλάχιστον για τους χειμερινούς μήνες, που βράδιαζε νωρίςσε ερωτική φωλιά, εκεί όπου οι δυο νέοι γίνονταν παρανάλωμα του πάθους και του έρωτά τους. Και ούτε χρειάστηκε ποτέ να ανάψουν το μαγκάλι, ακόμη και στους πιο βαρείς χειμώνες... Κι όμως, αυτή η κυρα-Νενέ, που άλλοι θα την κατηγορούσαν για ρουφιανιά και θα την καταδίκαζαν αυτοστιγμεί και άλλοι -λίγοι, ελάχιστοιθα τη χαρακτήριζαν γυναίκα που υποκλινόταν στον έρωτα, αυτή που καταλάβαινε τα πάντα προτού της πεις κουβέντα, που διάβαζε τα μάτια και το φλιτζάνι του καφέ, που είχε προβλέψει τη σφαγή στη Σμύρνη και την καταστροφή, αυτή που κατάλαβε με την πρώτη ότι η Λάρα του αγαπημένου της «γιου» ήταν έγκυος, όταν ούτε η ίδια ακόμα δεν το ήξερε καλά καλά, αυτή η ίδια κυρα-Νενέ δεν της είχε πει ούτε μία φορά «Πρέπει να το πεις στον Οκάν». Μόνο «Πρέπει να το πεις στον πατέρα...» την ορμήνευε. Ξάπλωσε η Ιλαρία, να ξεκουράσει το σώμα της τουλάχιστον, και για μια στιγμή έφυγε ο νους της από την τσαγερούλα της, από την υπέροχη χρυσοκόκκινη τσαγέρα της, και την έπιασαν τα κλάματα. Ήταν γκαστρωμένη... Δύο φορές είχε φτάσει ως την πόρτα μιας πρακτικής μαμής, από αυτές που στη ζούλα βοηθούσαν τις γυναίκες να ξεφορτωθούν τα ανεπιθύμητα παιδιά, δύο φορές με τα λεφτά στην τσέπη, είχε χτυπήσει την πόρτα, είχε μπει μέσα και είχε φύγει άπρακτη. Γην πρώτη φορά επειδή φοβήθηκε για
τη ζωή της -από κάπου μέσα ακούγονταν γυναικεία βογκητά, και λύγισε από τον τρόμο-, τη δεύτερη επειδή φοβήθηκε για τη ζωή του μωρού της τι έφταιγε το αθώο πλάσμα, το αγέννητο, για τα δικά της λάθη; Είπε «λάθη»; Όχι, όχι, καθόλου λάθος, κανένα παιδί δεν είναι λάθος. Μόνο αυτοί, οι μεγάλοι, και περισσότερο η ίδια, μόνο οι μεγάλοι, μόνο η Ιλαρία ήταν λάθος! Θυμήθηκε εκείνο το βράδυ -το θυμήθηκε ενώ η μικρή τσαγέρα έκανε ντιν, ντιν στο κεφάλι της-, το βράδυ που έφτασε λαχανιασμένη στο σπίτι της -είχαν παρασυρθεί, είναι η αλήθεια, με τον Οκάν από τον έρωτά τους και την ευτυχία και είχαν αργήσει-, που είχαν κάνει έρωτα τόσες φορές μέσα στο γραφείο του, τότε που αντήχησε το καπνομάγαζο από τα βογκητά και τους αναστεναγμούς τους. Τον αγαπούσε τον Οκάν η Ιλαρία, τον αγαπούσε βαθιά και απόλυτα, ήταν συνυφασμένος με ό,τι καλύτερο είχε ζήσει μέχρι τότε στη ζωή της τα δυο τρία χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι δίπλα στον Βόσπορο, με τη μαμά της και την Ελμάς χανούμ. Τον αγαπούσε γιατί εκείνος καταλάβαινε όσα είχε περάσει στη Μυτιλήνη, γιατί μιλούσε με σεβασμό για τον Ισίδωρο, γιατί δεν είχε πει ποτέ κακιά κουβέντα για τον Δαμιανό. Τον αγαπούσε γιατί κι αυτός την αγαπούσε και της έλεγε πόσο πολύτιμη του ήταν, πόσο όμορφη, η πιο όμορφη στην πλάση, γιατί την έκανε να αισθάνεται σπουδαία και κρεμόταν από τα χείλη της όταν του μιλούσε. Τον αγαπούσε γιατί αγαπούσε τα παιδιά της, τα έπαιζε και τα τραγουδούσε, πάντα είχε καραμέλες στην τσέπη του για να τους δίνει, ποτέ δεν έπαψε να τους χαμογελάει. Τον αγαπούσε γιατί έκανε τη μεγαλύτερη θυσία που θα μπορούσε να κάνει άνθρωπος γι’ αυτήν: παράτησε οικογένεια και πλούτη -κι εκείνη ήξερε πολύ καλά πώς ζούσε ο Οκάν στην Πόλη...-, τα παράτησε όλα και έγινε χαμάλης για χάρη της, μόνο και μόνο για να τη βρει. Τον αγαπούσε γιατί μπορούσε να στηριχτεί πάνω του -ήταν ένας άντρας σοβαρός, αν και τόσο νέοςκαι κοντά του ένιωθε ασφάλεια, τον αγαπούσε και γιατί ήταν γιος της αγαπημένης της Ελμάς. Τέλος -ον υπήρχε τέλος σ’ αυτή τη λίστα της αγάπης-, τον αγαπούσε γιατί όταν βρίσκονταν μόνοι τους ήταν γεμάτος πάθος και έρωτα, που της τα πρόσφερε απλόχερα, τίποτα δεν κρατούσε για τον ίδιο, παραδινόταν πλήρως στον έρωτά του. Εκείνο το απόγευμα όμως, το απόγευμα που έμεινε έγκυος σε τούτο, το τρίτο της μωρό -και έφτυσε νοερά τον κόρφο της, ήδη το αγαπούσε κι αυτό, ήδη έτρεμε μην του συμβεί κάτι κακό-, εκείνο το απόγευμα η Ιλαρία δεν υπολόγισε τίποτα, δε ζήτησε από τον Οκάν να πάρει καμιά προφύλαξη, όπως το έκανε τόσα χρόνια τώρα, χωρίς να χάνει τον έλεγχο ούτε μια στιγμή. Όμως δεν είχε κινηθεί τόσο από τον έρωτά της. Εκείνο το απόγευμα, με μια ζήλια να τινάζεται σαν ελατήριο μέσα στο στομάχι της και μια να της φέρνει σφίξιμο, μια πόνο, και με την εικόνα της κόρης του διευθυντή στα μάτια της -άγνωστο γιατί, άγνωστο πώς-, θέλησε να ξελογιάσει τον Οκάν περισσότερο, να μην μπορέσει ποτέ να την ξεχάσει. Ήξερε καλά η Λαρώ ότι ο έρωτας περνάει, και αυτό δε θα το άντεχε, δε θα άντεχε να χάσει την αγάπη του Οκάν, και προσπάθησε -γιατί έτσι νόμισε ότι έπρεπε να κάνεισε καμία γυναίκα να μη βρει τις δικές της ερωτικές χάρες εκείνος, να μην μπορέσει ποτέ να συγκρίνει την ηδονή που ένιωθε μαζί της με την ηδονή που θα του πρόσφερε -και έφτυσε πάλι τον κόρφο τηςκάποια άλλη γυναίκα κάπου, κάποτε, στο κοντινό ή στο μακρινό, στο πολύ μακρινό μέλλον. Και θέλησε να κρατήσει μέσα της για πάντα αυτό τον έρωτα, όπως ευχήθηκε να κρατήσει το σπόρο του, όπως -με δακρυσμένη καρδιάπαρακάλεσε, ικέτευσε το θεό να γεννήσει το παιδί του αγαπημένου της. Γιατί ήταν σίγουρη ότι, αν γεννούσε το παιδί του, ο Οκάν δε θα την άφηνε ποτέ. Αναδεύτηκε στο κρεβάτι της. Το παιδί του..., σκέφτηκε και της ήρθαν δάκρυα. Πόσο μεγάλος μπορεί να ήταν ο φόβος της μη χάσει τον Οκάν, για να παρακαλέσει για ένα παιδί ακόμη... Πόσο μεγάλη η ανάγκη
της να την αγαπάει, να την αγαπάνε, να γεμίσει όλα τα άδεια αμπάρια της καρδιάς της, να τα γεμίσει και να τα κρατήσει έτσι ξέχειλα... Πόσο φοβόταν μήπως τον χάσει κι αυτόν, όπως τη μάνα της, όπως τα αδέλφια της, όπως τον Ισίδωρο, όπως τον πατέρα της, πόσο φοβόταν μπας και τον χάσει και δεν έχει αποθέματα αγάπης πια για να συνεχίσει τη ζωή της... Έκλεισε πάλι τα μάτια της, αραιό το σκοτάδι, όπως έξω έτσι και μέσα, έφεγγε θαρρείς η ομίχλη στην αυλή, έφεγγε και το σκοτάδι μέσα στην κάμαρα, για μια στιγμή νόμισε πως άκουσε τις αναπνοές των παιδιών της ήρεμες και ρυθμικές, όπως τις άκουγε πάντα. - Ευλογημένα παιδάκια μου..., ψιθύρισε και χάιδεψε την κοιλιά της. Ευλογημένο κι αυτό... Γύρισε στο πλάι και πάνω στον άσπρο τοίχο είδε, σαν να ήταν κινηματόγραφος, τις σκηνές που διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ σε τούτη την κάμαρα, ενώ στο πίσω μέρος του μυαλού της ακόμα κουδούνιζε χαρμόσυνα η χρυσοκόκκινη τσαγερούλα, που, να, τώρα, σε λίγο, θα στόλιζε με αυτήν το δικό της, το ολοδικό της χριστουγεννιάτικο δέντρο... Είχε φτάσει λαχανιασμένη στο σπίτι της εκείνο το βραδάκι, η βροχή συνέχιζε να πέφτει και η αυλή ήταν έρημη. Ακόμη και ο Δαμιανός, που έμπαινε στο σπίτι αργά, μετά τα μεσάνυχτα, ακόμη κι αυτός ήταν φευγάτος. Μάζεψε βιαστικά την μπουγάδα από το σκοινί, προσπαθώντας ν<; καθυστερήσει την είσοδό της στο σπίτι, έστω και για λίγα λεπτά ακόμη -φοβόταν να αντιμετοΗΐίοει το παγερό βλέμμα του άντρα της, την εχθρική του σιωπή-, έριξε μια ματιά στο κουζινάκι -πιάτα άπλυτα και ποτήρια, μάλλον από το μεσημέρι θα ήταν, που φάγανε πατέρας και παιδιά, άρα ο άντρας της δεν τα είχε πλύνει, άρα ήταν θυμωμένοςκαι, με τα νωπά ρούχα παραμάσχαλα, άνοιξε την πόρτα και μπήκε στη σάλα. Είδε την πόρτα της κάμαρας κλειστή και: Ας έχει ήδη ξαπλώσει..., ευχήθηκε τώρα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το βλέμμα του, ούτε τη σιωπή του. Άφησε τα ρούχα πάνω στο καναπεδάκι δίπλα της και στράφηκε από έντιστκτο προς τα πίσω κάτι πίσω από την πόρτα, ένα αεράκι αλλιώτικο, την έκανε να στραφεί. Ο Δαμιανός στεκόταν εκεί, πίσω από την πόρτα, στεκόταν και την κοιτούσε. Δεν κατέβασε τα μάτια του, την κοίταξε επίμονα, όπως ποτέ μέχρι τότε, που θαρρείς δεν άντεχε μια «κατά μέτωπο» ματιά. - Πού ήσουν; τη ρώτησε, και η φωνή του ακούστηκε βραχνή. Πού ήσουν μέχρι αυτή την ώρα; Γέλασε με το ζόρι η Ιλαρία. - Ποια ώρα; Ούτε εννιά δεν είναι ακόμα... αφού ούτε τα παιδιά δεν είναι εδώ... Στο καινούριο σπίτι πήγα..., και έκανε να φύγει, να πάει"προς την κάμαρα, να γλιτώσει από τον Δαμιανό και από το παράξενο του βλέμμα. - Θέλεις να φύγω, Λαρίτσα; Η φωνή του τώρα ακούστηκε παράξενη, είχε μια γλύκα... που δεν ήταν γλυκιά... ίσως... ικεσία... που δεν είχε παράκληση... δεν ήταν σίγουρη η Ιλαρία... όχι σίγουρη... τίποτα δεν ήταν... ούτε... τίποτα, τίποτα... το σίγουρο ήταν ότι δεν της μιλούσε όπως συνήθως, ποτέ δεν της είχε μιλήσει έτσι. - Πού να πας; Πού να θέλω να πας; έκανε τη χαζή, αν και καταλάβαινε πολύ καλά τι της έλεγε.
- Να φύγω από τη ζωή σου, να μη σου είμαι βάρος, να μη σου είμαι εχθρός... - Δε μου είσαι βάρος, δε μου είσαι εχθρός, βιάστηκε να του απαντήσει. Μόνο... μόνο που... τίποτα... Την έπιασε απ’ τον αγκώνα και την κράτησε, δεν την άφησε να φύγει. - Μόνο που τι, Λαρίτσα; της είπε, και μύρισε στην αναπνοή του το οινόπνευμα. - Ποιος ήταν εδώ; τον ρώτησε για να ξεφύγει και έκανε τη χαρούμενη, την πρόσχαρη. Με ποιον τα πίνατε;* - Μόνος τα πίνα. Αν δεν είσαι εσύ εδώ, με ποιον να μαι; Ήταν πιωμένος. Γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Μόνο για ανούσια πράγματα είμαι σίγουρη..., αυτοσαρκάστηκε από μέσα της. Ο Δαμιανός σπάνια έπινε, και αυτό λίγο. Τώρα ήταν πιωμένος, ίσως και λίγο μεθυσμένος. Μπορεί και με το λίγο να είχε μεθύσει, το κρασί είναι παράδεισος στη χαρά, στη λύπη γίνεται μαχαίρι, σε σφάζει στο τσάκα τσάκα. Τον λυπήθηκε. Έκανε κρακ η καρδιά της, και τον λυπήθηκε που ήταν μόνος, που ήταν με ένα πόδι, που δεν είχε κανέναν... μάλλον που δεν άφηνε κανέναν να τον πλησιάσει -αυτός έφευγε πρώτος και από όλους -, τον λυπήθηκε που δεν κατατάχθηκε στη ζωή, παρά μόνο στο στρατό, τον λυπήθηκε που δραπέτευσε από παντού και δεν εξαίρεσε τις χαρές από τις αποδράσεις του, τον λυπήθηκε που παραδόθηκε στη δυστυχία. Και δίστασε για ένα λεπτό, δεν τραβήχτηκε μακριά του, έμεινε εκεί και τον κοίταξε στα όμορφά του μάτια, τόσο σκοτεινά όσο και πράσινα. - Αν θέλεις, θα φύγω..., επέμεινε εκείνος. Αν δε μ’ αγαπάς, θα φύγω... - Μη φύγεις, του είπε. Δε θέλω να φύγεις. Ποτέ δε θα θελήσω να φύγεις. - Δεν απάντησες όμως αν μ’ αγαπάς..., και την τράβηξε ακόμη πιο κοντά του. Τώρα αισθάνθηκε το σκληρό του στήθος, τα μπράτσα του -ίδια σίδερα-την κράτησαν στην αγκαλιά του. Φοβήθηκε. Οι στιγμές που είχε ζήσει με τον Οκάν λίγη ώρα νωρίτερα πλημμύρισαν το μυαλό της, ήξερε τι θα πει να αγαπάς, ήξερε τι θα πει και να σε αγαπάνε. Όχι, τον Δαμιανό δεν τον αγαπούσε... δεν τον αγαπούσε όπως τον Οκάν, όπως τον Ισίδωρο, δεν τον είχε ερωτευτεί, ποτέ δεν πετάρισε η καρδιά της στη σκέψη του, όπως με τους άλλους, ποτέ δεν τον ονειρεύτηκε με ανοιχτά τα μάτια, ποτέ δεν της έλειψαν τα χείλη του, τα χέρια του, τα μάτια του, το κορμί του. Ήταν όμως ο άντρας της, ήταν αυτός που χάρισε το όνομά του στην ίδια και την πατρότητα στην κόρη της, ήταν αυτός που έκανε τον πατέρα της να ησυχάσει, να ζήσει ήσυχος και ήρεμος τα τελευταία του χρόνια. Ύστερα, ήταν και ο πατέρας του Σίμου της, του μικρού, λατρεμένου της Συμεών. Ποτέ δε θέλησε να τον πληγώσει, ένας θεός ήξερε πόσες μαύρες τύψεις είχε για τη σχέση της με τον Οκάν, πόσο κατηγορούσε τον εαυτό της όταν έβγαινε από την αγκαλιά του... Όχι, δεν μπορούσε να τον πληγώσει, δεν ήταν ικανή, όχι τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, που η καρδιά της ήταν γεμάτη από αγάπη, όχι, όχι τώρα, δε θα μπορούσε να του πετάξει κατάμουτρα την απόρριψή της. - Σ’ α... σ’ αγαπώ..., ψιθύρισε και ντράπηκε γι’ αυτόν, για την ίδια, για τον Οκάν είπε «Σ’ αγαπώ» και ντράπηκε για την αγάπη.
Η Ιλαρία, εκείνο το βράδυ που ακολούθησε το ερωτικό απόγευμα που είχε ζήσει με τον Οκάν στο καπνομάγαζο, έκανε έρωτα και με τον Δαμιανό, τον άντρα της. Έκανε έρωτα μαζί του έπειτα από τέσσερα σχεδόν χρόνια, με τα μάτια ανοιχτά μες στο σκοτάδι, με τα δάκρυα να ξεχειλίζουν από τα μάτια της και να μη λένε να τρέξουν , με τα χείλη απρόθυμα να ανταποκριθούν στα φιλιά του. Εκείνος, παθιασμένος από ι η ζήλια, ιις υποψίες, τη στέρηση και το αλκοόλ, μπήκε μέσα της άγρια, σκίζοντας τα ρούχα της και δαγκώνοντας λυσσασμένα το κορμί της, που λίγο νωρίτερα το είχε προσκυνήσει σαν ιερό εικόνισμα ο Οκάν. Τελείωσε μέσα της γρήγορα, αλλά δεν τραβήχτηκε από πάνω της, την κράτησε παγιδευμένη με το σώμα του, την κράτησε κι ας διαμαρτυρόταν εκείνη. - Κι άλλο..., της είπε όταν του ζήτησε να σηκωθεί για να αναπνεύσει. - Δεν μπορώ..., αντέδρασε εκείνη. - Κι άλλο! δεν της άφησε περιθώρια. Τα χέρια του, χρόνια γυμνασμένα από την προσπάθεια που κατέβαλλε όταν έπρεπε να κινηθεί, πιο δυνατά και από σίδερα, δεν την άφησαν να μετακινηθεί ούτε εκατοστό. - Με πονάς..., διαμαρτυρήθηκε πάλι, με το σώμα του ιδρωμένο πάνω στο δικό της. - Σ’ αγαπάω, της απάντησε. Αισθάνθηκε το όργανό του να μεγαλώνει πάλι μέσα της, να τη γεμίζει και να την κυριεύει. Αυτή τη φορά ο Δαμιανός κινήθηκε αργά αργά, έγινε πιο τρυφερός, της φιλούσε το λαιμό, το στήθος, τα αφτιά, την έγλειφε σαν κουτάβι γεμάτο ευγνωμοσύνη και μπαινόβγαινε στο υγρό πέρασμα του κορμιού της. Τα χέρια του μπερδεύονταν στα μακριά της μαλλιά, τα χείλη του ρουφούσαν άπληστα τα δικά της, τις ρώγες και το λαιμό της, και πάλι τα αφτιά της, και πάλι τις ρώγες της, και πάλι τα χείλη της. Έβγαλε έναν αναστεναγμό η Λαρώ, έναν αναστεναγμό που ξάφνιασε προ'χια την ίδια και μετά αυτόν. - Σ’ αγαπάω..., της είπε πάλι, απελπισμένος. Ασταμάτητες οι κινήσεις του, πίσω μπρος, αργά αργά, αισθάνθηκε μια μικρή φλόγα να ανάβει μέσα της, ο νους της το αρνιόταν, όχι, όχι, δε θα ερεθιζόταν μαζί του, όχι, όχι, μία ώρα νωρίτερα φλεγόταν από το πάθος της για τον Οκάν, το αρνιόταν το μυαλό της, το πετούσε, το κλοτσούσε πέρα, αλλά το κορμί υποχωρούσε παρά τη θέληση της. Όχι! Όχι! Δεν μπορεί... δε γίνεται αυτό... Αααχ!... Η φλόγα δυνάμωσε καίγοντας την αντίστασή της... Όχι! Όχι! Θυμόταν τον άλλο να χάνεται μέσα της... Αααχ!... Προδοσία! Προδοσία! Τώρα το κορμί της, ίδια καιόμενη βάτος, σειόταν πάλι από την ηδονή και τεντωνόταν, να μεγαλώσει, να μακρύνει, να νιώσει σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση αυτό που την έκαιγε, την έλιωνε, την έριχνε στο πύρινο κέντρο της Γης... κάψα... γλύκα... κάψα... γλύκα... ο λαιμός της στεγνός... οι ρώγες της πετρωμένες... το φύλο της πρησμένο και ανοιχτό σαν ώριμο ροδάκινο... κάψα... να τελειώσει... να τελειώσει για να γλιτώσει... όχι, όχι για να γλιτώσει... να τελειώσει για να φύγει... όχι, να μη φύγει ποτέ... ποτέ να μην τελειώσει... καιγόταν... φωτιές... καιγόταν... γλύκα... φωτιά... μμμ... φωτιά... φωτιά... μμμ...
μμμ... Καίγομαιαιαι!... Όπως πολλές φορές εκείνο το απόγευμα το είχε νιώσει με τον άνθρωπο που αγαπούσε τρελά, η Ιλαρία τελείωσε με πνιχτά βογκητά και σπασμούς, τελείωσε πριν από τον Δαμιανό, τελείωσε με το μυαλό της να αρνείται αυτό που μόλις είχε συμβεί και με το σώμα της έτοιμο να ξαναμπεί στη φωτιά στην όποια φωτιά. - Σ’ αγαπάω..., της είπε πάλι, και εκείνη δε μίλησε. Ό,τι και να γίνεται... εγώ σ’ αγαπάω. Μετά τη φλογερή της ανταπόκριση, έδιωξε, σχεδόν εξαφάνισε, τις αμφιβολίες, τη ζήλια, τις υποψίες που τον βασάνιζαν. Δεν απάντησε εκείνη. Ντρεπόταν και ήθελε να φτύσει τα μούτρα της. Έμεινε ακίνητη, και τα χέρια της άγγιξαν το σταυρουδάκι που κρεμόταν στο στήθος του άντρα της, όπως πριν από λίγες ώρες είχε αγγίξει το σταυρουδάκι του Οκάν. Έκαιγε κι εκείνο, είχε πάρει τη θέρμη του κορμιού του... και του Οκάν έκαιγε... το χάιδεψε αφηρημένη... πόσο έμοιαζαν οι δυο σταυροί... Αυτό σκεφτόταν, την ομοιότητα των σταυρών, όταν τα δάκρυα -επιτέλους!ξεχύθηκαν από την ψυχή της. Δεν κοιμήθηκε παρά το ξημέρωμα. Άκουγε τον Δαμιανό που βογκούσε σαν πληγωμένος στον ύπνο του και του σκούπισε τα δάκρυα πολλές φορές. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. «Είσαι καλά;» τη ρωτούσε κάθε τόσο ο Οκάν, που την έβλεπε άκεφη και χλομή, «Να το πεις στον πατέρα...» τη συμβούλευε η κυρα-Νενέ, «Συμβαίνει κάτι;» ρωτούσε και ευχόταν ο Δαμιανός -από εκείνη τη νύχτα η Ιλαρία με διάφορες δικαιολογίες δεν είχε ξανακάνει έρωτα μαζί του-, μια ελπίδα τού έμενε, να είχε μείνει έγκυος η γυναίκα του, να την έδενε κοντά του, να μη λαχταρούσε νά πετάξει ποτέ πια μακριά η ψυχή της άβυσσος η δική του, άβυσσος ολωνών η ψυχή. Στο σπίτι όπου δούλευε η Ιλαρία θα στόλιζαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ένα πανύψηλο φυσικό έλατο που το είχαν κουβαλήσει με κάρο τρεις άντρες από τον Χολομώντα. Ο γιος του ζευγαριού, ο Νικολά, ένα αγόρι όμορφο και ατίθασο, πλησίασε και παρακολούθησε ασυγκίνητος τον επιστάτη και τους άλλους να το στήνουνε δίπλα στο κεντρικό παράθυρο της μεγάλης σάλας. Όταν η μαντάμ Σαρλότ άρχισε να το στολίζει, το παιδί αποχώρησε σφυρίζοντας. Η Γαλλίδα γέμισε το δέντρο με μικρά αριστουργήματα: κατακόκκινες μπαλίτσες από φυσητό γυαλί, πολύχρωμα πουλιά από εξαιρετική φαγιάνς και αληθινά πούπουλα, αστέρια από ατόφιο ασήμι, μικροσκοπικές βεντάλιες από πεπιεσμένο χαρτί με υπέροχα χρώματα και σχέδια, φαναράκια από καθαρό κρύσταλλο, γατάκια και σκυλάκια από αληθινές γούνες και μια ατέλειωτη σειρά από μικροσκοπικά σκεύη φαγητού, πιατάκια με αναπαραστάσεις από κυνή' γι, φλιτζάνια με επίχρυσα χερούλια, τσαγερά σε διάφορα χρώματα, χαριτωμένες χύτρες και ασημένια κουταλομαχαιροπίρουνα, όλα λιλιπούτεια και όλα δουλεμένα με εξαιρετική τέχνη. Ξετρελάθηκε η Ιλαρία από το αποτέλεσμα, ίσως εκείνο το χριστουγεννιάτικο δέντρο να ήταν το μοναδικό πράγμα που της είχε δώσει χαρά τους τελευταίους μήνες, δε χόρταινε να το κοιτάει -πιο πολύ και από μικρό παιδί-, δε χόρταινε να περιεργάζεται ένα ένα τα καταπληκτικά στολίδια του, δε χόρταινε να αγκαλιάζει τα απλωμένα του κλαδιά και να εισπνέει το βουνίσιο άρωμα. Αποφάσισε να κάνει κάτι παρόμοιο για τα παιδιά της για τέτοια στολίδια ούτε λόγος βέβαια, αφού ήταν όλα φερμένα από τη Γαλλία και τα ταξίδια του μεσιέ πρόξενου και οπωσδήποτε πανάκριβα. Παρακάλεσε τον κηπουρό της έπαυλης και της εξασφάλισε ένα μικρό, σχεδόν μωρό, ελατάκι, το μετέφερε
λαχανιάζοντας στην Επαμεινώνδα και σε όλη εκείνη την ανηφόρα και αποφάσισε να το στολίσει με κούμαρα και βελανίδια, με φιογκάκια από χρωματιστά κουρελάκια που περίσσευαν στο σ.ιίτι των Γάλλων -αφού κάθε τόσο η μαντάμ έραβε φορέματα από βαρύτιμα υφάσματακαι με βαμμένα καρύδια, χρυσά και ασημένια, μια τέχνη που την ήξερε πολύ καλά, γιατί θυμόταν τη μάνα της κάθε Πρωτοχρονιά να βάφει καρύδια με τις μπογιές που χρησιμοποιούσαν για να παστρεύουν τα μπουριά της σόμπας τους και να επισκευάζουν τα μπακιρένια σκεύη. Σε μια σπάνια κρίση ευαισθησίας, η μαντάμ Σαρλότ, βλέποντας την Ιλαρία να πασπατεύει και να θαυμάζει τα στολίδια του δέντρου της, της είχε χαρίσει μια λεπτεπίλεπτη χρυσοκόκκινη τσαγέρα εξαιρετικό δείγμα των στολιδιών του έλατου-, μια τσαγέρα μικρή όσο το αβγό της φραγκόκοτας αλλά ζωγραφισμένη όλη στο χέρι, της την είχε χαρίσει χαμογελώντας τρυφερά -επίσης σπάνιο φαινόμενο-, λέγοντας «Pour les enfants»1, και την είχε πάρει ευγνωμονούσα η Ιλαρία, τα παιδιά ήταν καλό άλλοθι, την είχε πάρει περιχαρής και ξεχνώντας την περηφάνια της ήταν τόσο ερωτευμένη μ’ εκείνα τα μικρά κομψοτεχνήματα! Και τώρα, αγνοώντας όλα αυτά που τη βασάνιζαν, στόλιζε σχεδόν ευτυχισμένη το δεντράκι της, σιγομουρμουρίζοντας ένα σκοπό από χρόνια ξεχασμένο, «Τα καημένα τα νιάτα τι γρήγορα που περνούν...», κι ας είχε κάνει δύο φορές εμετό εκείνο το απόγευμα, κι ας μην άντεχε το βλέμμα του άντρα της, που είχε παρατηρήσει την αδιαθεσία της και την είχε ρωτήσει, «Κάτι θα με πείραξε...» του είχε δικαιολογηθεί, και τώρα, στολίζοντας το μικρό της δεντράκι, ξεχνούσε αυτό που τη βασάνιζε ατέλειωτα: το πώς θα το έλεγε και, κυρίως, σε ηοιον θα το έλεγε... Το ξεχνούσε γιατί είχε στη σάλα της ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο, τέτοιο που ποτέ πριν δεν είχε ευτυχήσει να αποκτήσει στη ζωή της, και κυρίως το ξεχνούσε γιατί τώρα κατείχε εκείνο το υπέροχο μικροσκοπικό τσαγερό, με το υπέροχο χρώμα και τη δοξαστική λάμψη. Η Ιλαρία ήταν ευτυχισμένη. Τελείωσε το στόλισμα και, δίνοντας ένα απαλό φιλί στο λατρεμένο στολίδι, τη μικροσκοπική πορσελάνινη τσαγέρα, το κρέμασε με προσοχή, σχεδόν με ευλάβεια, στο κέντρο, στο ύψος των δικών της ματιών και όχι στο ύψος των ματιών των παιδιών της, που θα τα έφερνε σε λίγο η κυρα-Νενέ, γιατί η Λαρώ την είχε παρακαλέσει να τα αργήσει λίγο, να τους κάνει έκπληξη. Έτριξε κάπως η πόρτα καθώς έκλεισε πίσω της. Ήταν τόσο απορροφημένη από τις σκέψεις της για το καινούριο μωρό αλλά και από το μικρό της απόκτημα, ώστε δεν πήρε είδηση τον Δαμιανό που μπήκε σέρνοντας την πατερίτσα πάνω στα φθαρμένα σανίδια. Γύρισε και του χαμογέλασε αληθινά πρόσχαρα, έβηξε εκείνος και τράβηξε μια καρέκλα για να καθίσει, κοίταξε το δεντράκι και δε σχολίαζε, στάθηκε το βλέμμα του πάνω της. - θα μου πεις τι συμβαίνει; ρώτησε και άναψε τσιγάρο. Μύρισε ο χώρος, βαρύ το χαρμάνι, σεκλέτικο -όσο και οι καημοί του-, και της έφερε αναγούλα, χοροπήδηξε το στομάχι της και πάλι ήθελε να τα πετάξει όλα έξω μήπως και τι είχε; - Μπορείς να μην καπνίζεις εδώ μέσα, σε παρακαλώ; του είπε χωρίς να τον κοιτάει, ενώ το μυαλό της σφυροκοπούσαν μια η εγκυμοσύνη της και μια η πρωτόγνωρη χαρά ότι είχε επιτέλους ένα δικό της χριστουγεννιάτικο δέντρο και ένα στολίδι αλλιώτικο από όλα όσα ήξερε. Εσβησε εκείνος πειθήνια το τσιγάρο, χωρίς να πει κουβέντα. - Είσαι καλά; τη ρώτησε πάλι.
- Δες το δεντράκι μου... μας! του είπε σαν παιδί που καμαρώνει για ένα απόκτημα. Δεν καταδέχτηκε να ρίξει ούτε μια ματιά αυτός. - θα μου πεις τι είναι αυτό; χαμογέλασε η Ιλαρία. Τι ήταν; Μια υπέροχη πορσελάνινη τσαγέρα, να τι ήταν, μια χρυσοκόκκινη τσαγέρα τόσο μικρή και τόσο υπέροχη, που θα μπορούσε να περάσει τη ζωή της παρατηρώντας και θαυμάζοντάς την. -Υπάρχει... παιδί; ύψωσε κάπως τον τόνο της φωνής του. - Ασ’ τα τώρα αυτά... δεν είναι ώρα..., μουρμούρισε. Δες, δες το δεντράκι... Σηκώθηκε και την πλησίασε, η αγωνία ζωγραφισμένη σιο πρόσωπό του, αυτό το παιδί, αν υπήρχε τέτοιο μέσα της, θα ήταν η απόδειξη ότι... ότι... δεν πήγε χαράμι η ζωή του... ότι δεν έζησε ορφανός και μες στον τρόμο που δεν είχε μάνα αλλά μητριά -κι ας μην το είχε δείξει ποτέ και σε κανέναν-, ότι δεν έγινε αιτία να πεθάνουν άνθρωποι εξαιτίας του. Ορφάνια... Λέξη πικρή και στερημένη από οποιαδήποτε χαρά. Και από οποιαδήποτε γλύκα. Και τρυφερότητα. Ορφάνια... Να την κουβαλάς πάντα πάνω σου σαν καμπούρα, χωρίς ελπίδα ότι κάποτε θα μπορέσεις να την πετάξεις, να απαλλαγείς και να βρεις κάπου, από κάποιον, αυτό που έχασες: το γλυκό φιλί και το χάδι, τη ζεστή αγκαλιά και τα τρυφερά λόγια. Ορφάνια... Μια πληγή που δεν κλείνει, γιατί οι πεθαμένοι δε γυρίζουν ποτέ ίσα ίσα, πάντα θα υπάρχουν άλλοι, πολλοί, που θα πηγαίνουν να τους συναντήσουν. Ορφάνια και θάνατος είχαν σημαδέψει τη ζωή του Δαμιανού. Ο θάνατος των δικών του, ο θάνατος των ξένων, που πάλι δικούς του τους ένιωθε, γιατί ήταν όλοι αθώοι, και ο θάνατος από προδοσία, αυτό που δεν τον συγχωράει ούτε ο διάολος ο ίδιος. Έμεινε αμήχανη, χιλιάδες, εκατομμύρια σκέψεις περνούσαν σφυρίζοντας από το μυαλό της. Αν του έλεγε τώρα ότι, ναι, υπήρχε παιδί, ότι ήταν έγκυος, έμμεσα θα παραδεχόταν πως ήταν δικό του και έτσι θα στερούσε από τον Οκάν, τον αγαπημένο της, την πιθανότητα, τη βεβαιότητα -γιατί με αυτόν είχε ανοίξει η ψυχή και το σώμα της εκείνο το απόγευμα στο καπνομάγαζο, από αυτόν πίστευε πως είχε μείνει έγκυος, όπως το είχε ευχηθεί-, την πατρότητα, την ελπίδα να έχει κι εκείνος κάτι δικό του από τη γυναίκα που αγαπούσε από μικρός. Και συγχρόνως, με αυτό τον τρόπο, θα στερούσε και από τον εαυτό της τη δυνατότητα να τον έχει για πάντα δικό της. Αν, πάλι, αρνιόταν -κάτι που δε θα μπορούσε να συνεχίσει να το κάνει στους αμέσως επόμενους μήνες-, θα έπρεπε να παραδεχτεί, να ομολογήσει πως το παιδί ήταν του Οκάν, πως, ναι, είχε μαζί του ερωτικές σχέσεις, πως, ναι, τον αγαπούσε, τον λάτρευε, πως ήταν ό,τι καλύτερο είχε ποτέ στη ζωή της από τα παιδικά της χρόνια μέχρι τούτη τη στιγμή. Έτσι όμως θα φαρμάκωνε τον Δαμιανό απίστευτα, θανάσιμα, για πάντα, και θα τον ανάγκαζε να φύγει. Και να πάει πού; Μήπως είχε κάπου να πάει; Όχι, αυτό δε θα το έκανε ποτέ η Λαρώ στον Δαμιανό, ποτέ δε θα ίον ανάγκαζε να φύγει, ήταν ο άνθρωπος που στην πιο δύσκολη στιγ-μη της ζωής της της έδωσε ένα όνομα και ένα πρόσωπο για να μπορέσει να συνεχίσει να ζει. - Θα μου πεις επιτέλους; φώναξε τώρα εκείνος, με τις φλέβες να έχουν φουσκώσει στο λαιμό του, με τα πράσινα του μάτια να γυαλίζουν σαν του τρελού.
Έμεινε αμίλητη πάλι. Πώς... πώς, Χριστέ μου, να το παραδεχόταν... πώς να ξεχνούσε... να έσβηνε... πώς...; Τα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της, ας της έκανε αύριο αυτή την ερώτηση, όχι τώρα που είχε τόση χαρά, όχι τώρα που, έπειτα από πολλά πολλά χρόνια, αισθανόταν ανάλαφρη και ευτυχισμένη σαν μικρό παιδί... όχι σήμερα... Σηκώθηκε εκείνος και στάθηκε κοντά της και κοντά στο δεντράκι, σ’ αυτό που ούτε μια ματιά δεν του είχε ρίξει. Ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν είχε μπει στον κόπο να συμμετάσχει στη χαρά της, στην ευδαιμονία της, μόνο τον εαυτό τορ σκεφτόταν, μόνο το δικό του πρόβλημα τον απασχολούσε. Πάντα μόνο ο εαυτός του τον ενδιέφερε και ό,τι αυτός είχε αποφασίσει νσ αγαπάει, και με τον τρόπο που αυτός ήθελε να αγαπάει. Καλά έκανε, λοιπόν, και δεν του ήταν πιστή. Πολύ καλά. Άπιστη... Υπάρχει άραγε απιστία όταν δεν αγαπάς; αναρωτήθηκε η Λαρώ. Υπάρχει απιστία όταν δε σ’ αγαπάνε; Όχι, όχι, αυτό δεν είναι απιστία. Κι ας λένε... /Οταν όμως... όταν όμως αγαπάς, όπως αγαπώ εγώ τον Οκάν; Τότε τι είναι; Κι ας μην είναι άντρας μου, κι ας μη μας δένουν οι νόμοι. Τι είναι τότε, αν δεν είναι απιστία; Άπιστη, λοιπόν! Άπιστη! Δεν τίμησα την αγάπη μου, όπως δεν τίμησα και τη δική του αγάπη, όπως δεν είχα τιμήσει και τη μνήμη του Ισίδωρου και γρήγορα φρόντισα να βολευτώ, να παντρευτώ, να μην έχω πάνω μου τη δική του σφραγίδα, να σβήσω τα σημάδια του έρωτα, να ξεχάσουν οι άλλοι, να ξεχάσω κι εγώ... Άπιοτη είμαι, να τι είμαι! Τον κοίταξε αηδιασμένη αηδιασμένη με τον εαυτό της. - Με λυπάσαι; Με σιχαίνεσαι; Σιχαίνεσαι την αναπηρία μου, την κατάντια μου, τον εξευτελισμό μου που σε παρακαλάω να μου πεις αν υπάρχει παιδί, το παιδί μου; Τι σιχαίνεσαι περισσότερο; Την αδυναμία μου να φύγω μακριά σου, ή τον τρόπο που αποφασίζω να μείνω κοντά σου; Πες μου! Σιχαίνεσαι τις αμφιβολίες μου, τη ζήλια μου, την ατίμωσή μου; Ποιο απ’ όλα μισείς; Μήπως όλα μαζί; Ανατρίχιασε. Η σάλα ήταν κρύα, σκεφτόταν να ανάψει το μαγκάλι αργότερα, αφού θα είχε στολίσει το δεντράκι της. Ξεκρέμασε το αγαπημένο στολίδι με προσεκτικές κινήσεις και πήγε προς το μέρος του χαμογελώντας. Ήθελε να του πει ότι χαιρόταν, ήθελε να του πει ότι λυπόταν, ήθελε να του πει να ηρεμήσει, αυτή θα ήταν πάντα μαζί του, θα του χρωστούσε για πάντα ευγνωμοσύνη που αγάπησε τόσο το παιδί της, τη Ζωούλα της, τιου της έδωσε το όνομά του, που της χάρισε και τον Σιμό. Ήθελε να του πει να της αφήσει λίγο χρόνο, λίγες μέρες, ήθελε να του πει να της χαμογελάσει και να της πει μια γλυκιά κουβέντα, να θαυμάσει το δεντράκι της, κυρίως να θαυμάσει τη μικρή της τσαγέρα, το πολύτιμό της απόκτημα. - Κοίτα, του είπε δείχνοντάς του το πορσελάνινο στολίδι. Κοίτα πόσο όμορφο είναι... Φούσκωσαν οι φλέβες στο λαιμό του, μια καινούρια πετάχτηκε στο μέτωπο, δίπλα από το αριστερό μάτι, που μισόκλεισε από θυμό, τα χείλη του στένεψαν, έμειναν μια λεπτή σχισμή, το χρώμα του έγινε κίτρινο, θειάφι, το δεξί του χέρι άφησε την πατερίτσα και σηκώθηκε ψηλά, απειλητικά, η Ιλαρία φοβήθηκε ότι θα τη χτυπούσε, θα της έδινε μια και θα την έριχνε κάτω, μπορεί και να τη σκότωνε. Το χέρι του όμως, αυτό το βέβηλο χέρι, που ποτέ δεν τη χάιδεψε με αγάπη, μόνο με πόθο, έδωσε μια στη μικρή της τσαγέρα, πιο ελαφριά και από πούπουλο, ξέφυγε αυτή από τα χέρια της, πετάχτηκε 'στον αέρα, ανέβηκε ψηλά, σχεδόν ως το ταβάνι, και κομματιάστηκε πάνω στο τραπέζι με ένα κρακ που η Ιλαρία πίστεψε πως ήταν από την καρδούλα της, που κομματιάστηκε την ίδια στιγμή.
- Με κοροϊδεύεις; της φώναξε, χωρίς να λυπηθεί γι’ αυτό που είχε κάνει. Τι είμαι εγώ; Ο Σίμος είμαι, να με ξεγελάσεις μ’ ένα σκατόπραμα; Έμεινε ακίνητη, να κοιτάει το κομματιασμένο στολίδι, ακίνητη και αδάκρυτη, ενώ μέσα της ποτάμια οργής και δακρύων πλημμύριζαν το κορμί της και η σπασμένη της τσαγέρα έμοιαζε να βογκάει, να ζητάει βοήθεια. Έπιασε τα μικρά μικρά κομματάκια και τα έβαλε στη χούφτα της, ποτέ δεν είχε για δικό της κάτι τόσο όμορφο, θα τα κρατούσε για πάντα, τα δάκρυα τώρα έτρεχαν ασταμάτητα. Μετάνιωσε ο Δαμιανός, είδε τη συντριβή της και μετάνιωσε πικρά, κρατούσε στη χούφτα το σπασμένο στολίδι σαν να κρατούσε την πονεμένη της ψυχή. - Συγχώρα με..., ψιθύρισε. Χαμογέλασε εκείνη λυπημένη, τι να σου κάνει μια συγνώμη όταν σου έχουν γκρεμίσει το πιο γλυκό σου όνειρο; - Δεν πειράζει, του είπε. Δεν πειράζει, και έκανε δυο βήματα, πάντα με τη νεκρή τσαγέρα-όνειρο στη χούφτα. Είμαι έγκυος... τρεις μήνες.' στους τέσσερις... Το... το παιδί... μας θα γεννηθεί το καλοκαίρι..., και βγήκε από τη σάλα. Τώρα κρατούσε μια πεθαμένη ψυχή μέσα στη χούφτα της, δε θα τη χάριζε ποτέ ξανά στον Οκάν, εκείνου του άξιζαν τα καλύτερα, τα ομορφότερα, τα πιο ευτυχισμένα, τα πιο αγνά, δε θα τον πλησίαζε ξανά, δε θα γινόταν ποτέ ξανά η «Λάρα του», θα έμενε κοντά σ’ αυτό τον άνθρωπο που δεν μπορούσε τίποτα να της δώσει, θα έμενε να τη βασανίζει και να τον βασανίζει. Ο Οκάν είχε δικαίωμα στην ευτυχία και στη χαρά, και εκείνη δεν ήταν σε θέση, δεν είχε πια καρδιά, να τον κάνει χαρούμενο. Ξύπνησε αξημέρωτα και κοίταξε από το παράθυρο. Μακριά, κάτω στην πόλη, φαίνονταν κάτι φώτα. Ψηλά, στην περιοχή τους, επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Ντύθηκε προσεκτικά, όσο μπορούσε πιο αθόρυβα, και σήκωσε στην αγκαλιά της τη Ζωή, που γκρίνιαξε λιγάκι. - Σσσς, της είπε τρυφερά. Έλα, μωρό μου, σήκω... Η μικρή την ακολούθησε με κλειστά τα μάτια, μισοκοιμισμένη, κρύωνε και χασμουριόταν όσο η μαμά την έντυνε. - Είναι Χριστούγεννα, το ξέχασες; τη ρώτησε η Ιλαρία. Κάτι θυμήθηκε μες στη νύστα της η Ζωή και χαμογέλασε. - Γιατί δεν έρχεται ο πατερούλης και ο Σίμος μαζί μας; ρώτησε, ενώ η μαμά της έκλεινε πίσω τους την πόρτα. Ο άντρας της δεν πήγαινε στην εκκλησία, στην πραγματικότητα είχε να πάει από το γάμο τους, τότε στη Μυτιλήνη, όταν γνώρισε την κοπέλα που θα παντρευόταν, την κοπέλα που συνάντησε για πρώτη φορά στα σκαλιά της εκκλησίας, πέντε λεπτά πριν από το γάμο. «Θέλεις να πάμε μαζί αύριο;» τον είχε ρωτήσει αποβραδίς, σκέφτηκε λίγο εκείνος προτού απαντήσει και «Πήγαινε εσύ με τη Ζωή. Εγώ θα μείνω με τον Σίμο. Μην το πάρεις μαζί σου μες στην υγρασία το παιδί, βήχει...» είπε.
Καθώς κατηφόριζε μαζί με την κορούλα της και άλλους γείτονες για την Αγία Αικατερίνη, να πάνε να λειτουργηθούν, χρονιάρα μέρα, προσπέρασε το σπίτι της Νενέ κοιτώντας λοξά. - Δε θα δούμε τη γιαγιά και το νονό; ρώτησε το κοριτσάκι. - Σσσς, είναι νωρίς, τη μάλωσε απαλά. Μπορεί και να κοιμούνται ακόμα... Είχε αποφύγει να συναντήσει τον Οκάν τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Το πρωί καθυστερούσε επίτηδες, κι όταν έφτανε στο σπίτι της κυρα-Νενέ για να αφήσει το γιόκα της, εκείνος είχε ήδη φύγει. Το απόγευμα γύρναγε βιαστική, άρπαζε σχεδόν το παιδί και έφευγε χωρίς καν να πιει τον καθιερωμένο καφέ και να γυρίσει το φλιτζάνι. «Του το πες;» ρωτούσε κάθε τόσο η Νενέ, ώσπου ήρθε εκείνο το βράδυ ο γιος της, ο Οκάν, συντετριμμένος και «Μάνα» της είπε, «ο Δαμιανός κερνάει που το κορίτσι μου είναι έγκυα πάλι». Και το άλλο πρωί, όταν η Λαρώ πήγε να αφήσει τον Σίμο, άρρωστο με βήχα και πυρετό, πήρε η Νενέ το αγόρι απ’ το χέρι και, προτού κλείσει την πόρτα πίσω της, «Μπορούσες να του έλεγες κάτι...» της είπε ήρεμα -χλόμιασε η άλλη και δε μίλησε-, «Το έμαθε από τη γειτονιά... Κρίμα στον έρωτα...». Έφυγε σαν κυνηγημένη η Λαρώ και όλη τη μέρα έδιωχνε τα λόγια από το μυαλό της, μα εκείνα ξαναγυρνούσαν το ίδιο σκληρά, το ίδιο βασανιστικά. Κρίμα στον έρωτα, κρίμα στον έρωτα, κρίμα στον έρωτα... Λίγες μέρες μετά, εκείνος την περίμενε έξω από το σπίτι των Γάλλων, πέρα στο Ντεπώ. - Πώς το βρήκες; τον ρώτησε κατευθείαν, αντί να πέσει στην αγκαλιά του. Γέλασε πικρά εκείνος, αυτός είχε κινήσει γη και ουρανό και την είχε ανακαλύψει έπειτα από τόσα χρόνια, ένα σπίτι, και μάλιστα ενός τόσο «επώνυμου» ανθρώπου, δε θα μπορούσε να βρει; Περπάτησαν πλάι πλάι, στην αρχή βουβοί. Δεν τολμούσε να τον κοιτάξει, άκουγε την ανάσα του να σφυρίζει δίπλα της, σημάδι πο>ς σφιγγόταν, πως μετρούσε και τον αέρα που έβαζε μέσα του, τον είχε μάθει πια, όταν ήταν στενοχωρημένος τού κοβόταν η αναπνοή, κάτι θαρρείς τον εμπόδιζε να πάρει αέρα. - Είσαι καλά; τον ρώτησε και έκανε μια προσπάθεια να χαμογελάσει, που όμως απέτυχε. - Γιατί δε μου το ’πες ποτέ; στάθηκε μπροστά της και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. Γιατί δε μου είπες ότι... ότι... είχατε ξαναγίνει αντρόγυνο; Γιατί με άφησες να πιστεύω ότι... δε σε άγγιζε... δε... δε σε φιλούσε..., και σταμάτησε, δεν άντεχε να ξεστομίσει τα παρακάτω. Τον κοίταξε και ένιωσε να πονάει παντού, σήκωσε το γιακά του παλτού της να προστατευτεί από το αγιάζι, αλλά το ξεφύσημα του αγαπημένου της ήταν αυτό που ήθελε να αποφύγει, ήταν μια άπιστη γυναίκα, άπιστη και κακιά, άπιστη, κακιά και ανόητη, που τον έκανε να υποφέρει. Ποιον; Αυτόν που αγαπούσε, αυτόν που έφερνε στο νου της όταν σκεφτόταν τη λέξη «αγάπη», αυτόν που τα πλαγιάσματα μαζί του δεν ήταν μόνο κορμί, ήταν και ψυχή κυρίως ψυχή. Χαμήλωσε τα μάτια της -το πρόσωπό της δεν μπορούσε να το χαμηλώσει, της το κρατούσε ψηλά ο Οκάν από το πιγούνι-, δεν μπορούσε να τον κοιτάει, δε θα άντεχε να τον κοιτάξει και να του πει αυτά που είχε αποφασίσει να του πει. - Ναι... έχεις δίκιο... Πάει λίγος καιρός... δεν είναι βέβαια κάτι... κάτι το... αλλά είναι ο άντρας μου... Καταλαβαίνεις, δεν καταλαβαίνεις; Χλόμιασε λες και του είχε μπήξει σουγιά στην καρδιά και έφυγε μεμιάς όλο το αίμα, χλόμιασε και
αισθάνθηκε τα πόδια του να μην τον κρατάνε. Τράβηξε το χέρι του από το πρόσωπό της και το έβαλε στην τσέπη του, καλύτερα έτσι, ας μην καταλάβαινε τουλάχιστον ότι έτρεμε, ας μην καταλάβαινε ότι πέθαινε από πόνο, πίκρα και διάψευση, ας μπορούσε να μπει ολόκληρος μέσα σ’ εκείνη την τσέπη -μια τουίντ τσέπη να αιωρείται στο απογευματινό φως-, γέλασε κάπως με την εικόνα που του ήρθε στα μάτια άθελά του, ας χωνόταν μέσα στην τσέπη-μήτρα και ας μην έβγαινε ποτέ ξανά. - Οχι, Λάρα..., κατάφερε να πει. Όχι, δεν καταλαβαίνω... Είχα ' μείνει παλιά, πολύ παλιά, τότε που έκλαιγες στην αγκαλιά μου και ζητούσες να γλυκάνω τις πληγές σου... τότε που με δάκρυα μου έλεγες ότι... ότι... μετά τον Σίμο... μετά που έμεινες έγκυα στον Σίμο... ότι από τότε... από τότε δεν ήσασταν άντρας και γυναίκα, δεν κοιμόσασταν μαζί... δεν... Σταμάτησαν οι λέξεις στον αέρα, και μείνανε έτσι άπραγοι και ακίνητοί, εκείνος με τα χέρια στις τσέπες και τα μαλλιά ανάκατα, εκείνη με το γιακά σηκωμένο και τα χέρια της πεσμένα, νεκρά θαρρείς, στο πλάι. - Κι εγώ; τη ρώτησε, ενώ από μέσα του ευχόταν να είναι ένα όνειρο. Εγώ λοιπόν, Λάρα, τι είμαι για σένα; και γέλασε πάλι, έκανε κουράγιο και γέλασε δεν μπορεί, δεν μπορεί, ένα αστείο θα ήταν όλο αυτό... δεν μπορεί η αγαπημένη του... λίγες μέρες πριν του έδινε όρκους αιώνας αγάπης... δεν μπορεί... Έκανε δυο βήματα πίσω, η ερώτησή του θαρρείς και τη ράπισε, έπιασε το μάγουλό της -κρύο και καυτό μαζί, πώς γίνεται αυτό;-, έπρεπε, τώρα έπρεπε να το πει, για να μην υποφέρουν περισσότερο, να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα, πόνος που κρατάει σαπίζει μέσα σου, ας τέλειωναν μια ώρα αρχύτερα. - Εσύ, Οκάν, είσαι ο... ο φίλος μου... ο αγαπημένος μου φίλος... ο μόνος άνθρωπος που δε θα πάψω ποτέ να αγαπάω... και... και να σέβομαι... καί να εκτιμώ... Την κοίταξε με βλέμμα τρελού, κάτι έλειπε από τις κουβέντες της, κάποια λέξη είχε ξεφύγει, την είχε πει η Λάρα κι εκείνος δεν την άκουσε... Είχε πει «έρωτας»; Είχε πει «όνειρα», εκείνα που κάνανε να μη χωρίσουν ποτέ; Είχε πει «πάθος», εκείνο που τους έκανε να καίγονται σε άσβεστη φωτιά; Μάλλον δεν είχε ακούσει καλά, δεν μπορεί, δεν μπορεί, κάτι θα είχε πει η Λάρα κι εκείνος δεν το άκουσε, από την ταραχή του έχασε τις λέξεις, λοξοδρόμησαν και δε βρήκαν τα αφτιά του... δεν μπορεί... - Και ο έρωτας, Λάρα; Ο δικός μας έρωτας: Τι έγινε ο έρωτάς μας; βόγκηξε, αγγίζοντας τα αφτιά του, που έπιαναν όλους τους ήχους από γύρω την ανάσα της θάλασσας, το πέταγμα των πουλιών, το τρίξιμο ενός ξεραμένου φύλλου καθώς άγγιζε τη γη στο πέσιμό του, όλους τους ήχους, εκτός από εκείνους που πέθαινε από λαχτάρα να ακούσει... Δεν είχε να του πει τίποτα άλλο, ας τέλειωνε εκείνο το μαρτύριο, δεν μπορούσε να πει τίποτα, δεν έπρεπε να πει τίποτα, γιατί θα την καταλάβαινε, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Πόσο τυφλός μπορεί να ήταν και να μην ένιωθε το ψέμα της; Δεν έβλεπε πόσο ερωτευμένη ήταν μαζί του, ότι μόνο αυτόν είχε άντρα; - Είμαι μια παντρεμένη..., κατέρρευσε δεν ήξερε τι άλλο να πει. Έχω άντρα και παιδιά... Είναι ανάπηρος... με έσωσε από την ατιμία... μου έδωσε το όνομά του... αγαπάει την κόρη μου σαν δικό του παιδί... Είναι ο... ο άντρας μου. Έκανε να φύγει, δε βαστούσε άλλο, αν έμενε λίγο ακόμη θα κατέρρεε, και δεν έπρεπε. - Το παι.,.δί; συλλάβισε την ύστατη προσπάθεια ο Οκάν. Το παιδί αυτό... αυτό που είναι μέσα σου...
τίνος είναι αυτό το παιδί; Ήξερε η Λάρα. Ήξερε ότι ακόμα υπήρχε περιθώριο να τα διορθώσει όλα. Μπορούσε ακόμα να μη σκοτώσει τον αγαπημένο της, ούτε την ίδια. Είχε ένα μικρό, τόσο δα, περιθώριο για να τα επανορθώσει όλα. Είχε επίγνωση ότι αυτή θα ήταν και η τελευταία της κουβέντα, ότι μετά θα τραβούσε ο καθένας το δρόμο του. Αυτός θα μπορούσε να φτιάξει τη ζωή του, θα μπορούσε να παλέψει για να γίνει ευτυχισμένος, μπορεί και να τα κατάφερνε... σίγουρα θα τα κατάφερνε στο τέλος... Η ίδια όμως... όχι. Ο δικός της ο δρόμος ήταν ένα αδιέξοδο, τελείωνε μέσα σ’ εκείνη τη μικρή αυλή, τελείωνε στον Δαμιανό, που καθόταν αμίλητος στο τοιχάκι και κάπνιζε. Ήξερε ότι ο Οκάν τα είχε παίξει όλα κορόνα γράμματα για να τη βρει. Μπορούσε τότε να τον έδιωχνε, να μην τον δεχόταν, να του εξηγούσε. Τώρα όμως -και το ήξερε η Λαρώ-, τώρα δε θα ανεχόταν αυτή τη συμπεριφορά. Τώρα εδώ όλα θα τελείωναν. - Είναι... του Δαμιανού..., είπε με σβησμένη φωνή και έφυγε γυρίζοντάς του την πλάτη. Έμεινε να την κοιτάει. Για λίγο, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, πίστεψε ότι θα έστρεφε πάλι το κεφάλι της προς αυτόν, ότι θα γύρναγε πίσω, ότι θα έτρεχε κοντά του και θα του ζητούσε συγνώμη. Όχι ότι είχε ανάγκη τη συγνώμη... Την αγάπη, το πάθος, το κορμί, το βλέμμα, το χαμόγελο, τα χέρια, την αναπνοή, τα σγουρά της τα μαλλιά, τον τρόπο που κατσούφιαζε, τα μαύρα της τα μάτια, το λακκάκι που είχε στο αριστερό μάγουλο, τα άλλα δυο λακκάκια, εκείνα που είχε κάτω από τη μέση -το δεξί λίγο πιο μεγάλο από το αριστερό-, αυτά είχε ανάγκη. Τη ζεστασιά της, το χάδι και το φιλί της, τις αναμνήσεις τις ανακατεμένες με τις δικές του, τα σπαστά της τούρκικα, τη μορφή της δίπλα από το σιντριβάνι των παιδικών τους χρόνων, τον τρόπο που του δινόταν εκεί, στα κρυφά και στα μουλουχτά, τον τρόπο που σπαρταρούσε το κορμί της, τον ιδρώτα που έτρεχε ανάμεσα από τα σφιχτά στήθη, τη φωνή της στο αφτί του όταν του έλεγε «Αγάπη μου, φως μου...», όλα αυτά είχε ανάγκη ο Οκάν και όχι μια συγνώμη. Μια συγνώμη που δε γύρισε να την πει -τότε, γιατί την είπε αργότερα;και τράβηξε το δρόμο της μόνη -μόνη και πικραμένη-, όπως ήταν πάντα. Και έμεινε να την κοιτάει που έφευγε, νόμιζε ότι είχε πεθάνει, ούτε πόνο ένιωθε ούτε να κλάψει ήθελε, δεν ήξερε καλά καλά ποια ήταν η γυναίκα που έβλεπε την πλάτη της, ήταν και πάλι μόνος, όπως προτού τη βρει. Μόνο που τότε η μοναξιά είχε ένα πρόσωπο, το πρόσωπό της* τώρα θα ήταν άδειο το κάδρο, άσπρο, κενό, καμία ελπίδα, κανένα χαμόγελο, καμία τούφα μαλλιών πεσμένη στο μέτωπο. Τώρα ο Οκάν κσιαλάβαινε για πρώτη φορά την ξενιτιά και την ερημιά του. Κοίταξε προς το σπίτι του Γάλλου πρόξενου, το σπίτι από το οποίο είχε βγει η Λάρα. Είδε το μεγάλο κήπο, τον κατάφυτο και καταπράσινο. Είδε τη βεράντα με τα άσπρα μάρμαρα, τη βεράντα που κοίταζε προς τη θάλασσα. Από εκεί όπου στεκόταν δεν την έβλεπε, μπορούσε μόνο να την ακούσει -ένας απαλός φλοίσβος, τίποτα άλλο-, μπορούσε και να τη μυρίσει, φύσαγε απαλός νοτιάς και έφερνε προς το μέρος του το θαλασσινό άρωμα. Άκουσε φωνές μέσα στον κήπο, κάποιος -παιδί θα ήτανφώναζε χαρούμενος, έστησε αφτί, ναι, ναι, γαλλικά μιλούσε... φυσικά, τι* ηλίθιος... γαλλικά θα μιλούσαν οι Γάλλοι, τι άλλο; Άκουσε και μια γυναίκα να λέει κάτι, πάλι στα γαλλικά, πλησίασε χωρίς να ξέρει γιατί, χωρίς να υπάρχει λόγος, χωρίς να τον νοιάζει καλά καλά ποιοι μιλούσαν τι ήθελε, αλήθεια, να μάθει; γιατί το έκανε αυτό; Είδε ένα ψηλόλιγνο, χλομό αγόρι να πετάει ένα πολύχρωμο τόπι στον αέρα και να το ξαναπιάνει, θα ταν πάνω κάτω στην ηλικία της Ζωίτσας, φορούσε όμορφα βελούδινα ρούχα, άσπρο πουκάμισο, και μέσα από το γιακά κάτι έλαμπε κρεμασμένο στο λαιμουδάκι του. Ετσι όπως συναντήθηκαν οι ματιές τους, ο
Οκάν πρόσεξε ότι το παιδί είχε τα ωραιότερα πράσινα μάτια που είχε δει ποτέ. Τη στιγμή που προσπαθούσε να θυμηθεί πού είχε ξαναδεί αυτά τα καταπράσινα μάτια -τι του θύμιζαν;... τι του θύμιζαν;...-, άκουσε τη γυναίκα από το βάθος του κήπου να φωνάζει στο παιδί: - Nicola, Nicola! Viens ici, mon cheri!* Nicola... * «Έλα εδώ, αγάπη μου!» 1 «Για κι παιδιά».
«ΤΖΟΝΙ» ΘΑ ΠΕΙ «ΓΕΝΝΑΙΟΣ» ΠΑΙΔΑΚΙ... Η μοναξιά άγνωστο συναίσθημα. Δεν ξέρει το όνομά της, δεν μπορεί να την περιγράψει, δε γνωρίζει ότι βασανίζεται από αυτήν, είναι ανίκανο να ζητήσει βοήθεια. Το σπίτι... Τεράστιο, αχανές, ανεξερεύνητο. Έτσι του φαινόταν τότε. Κάθε κλειστή πόρτα μπορεί και να έκρυβε μια απειλή, ένα δράκο, ένα σκοτεινό, μαύρο δάσος, που αν έμπαινε μέσα, πάει, θα χανόταν για πάντα. Συντροφιά... Ολοήμερη παρέα του η Ελβίρα, μια γυναίκα που επίσης τότε του φαινόταν τεράστια, του φαινόταν και γριά από πάνω, κι ας μην ήταν ούτε σαράντα χρονών τότε, με τα μεγάλα στήθη και το στόμα που δε σταμάταγε ποτέ να μιλάει, γρήγορα, τσεβδά, ακατανόητα, μα τρυφερά και με αγάπη. Αυτό, το «τρυφερά και με αγάπη», δε χρειάζεται να ξέρεις ισπανικά για να το καταλάβεις, ούτε να είσαι μεγάλος. Τσα ίσα μάλιστα, αν είσαι παιδί μικρό, όπως ήταν ο Τζόνι τότε, καταλαβαίνεις την αγάπη εύκολα, από τις ματιές και τα χαμόγελα, από το άνοιγμα και τη θερμοκρασία της αγκαλιάς, από τα χείλη που στρογγυλεύουν όταν προφέρουν το όνομά σου, και δε χρειάζεσαι λεξικό για να καταλάβεις τα «Pepito...», «Mi corazon...», «Te quiero...»1 και άλλα που ξεστόμιζε εκείνη η γυναίκα γι’ αυτό το παιδί. Ο μπαμπάς ερχόταν το βράδυ, τον περίμενε με αγωνία στην κορυφή της σκάλας, όπου πεταγόταν από την κάμαρά του μόλις άκουγε την άμαξα να σταματάει μπροστά στο σπίτι τους. Άκουγε και τον Χοσέ, τον άντρα της Ελβίρας -άντρα της τον θεωρούσε τότε το παιδίνα σφυρίζει για να ειδοποιήσει ότι είχε φτάσει στο σπίτι το αφεντικό, και έστεκε ο μικρός και περίμενε εκεί, στην κορυφή της σκάλας, γιατί δίσταζε να τρέξει και να χωθεί στην αγκαλιά του μπαμπά αμέσως. Ήθελε να τον δει από μακριά πρώτα, να δει αν είχε εκείνο το μαύρο σύννεφο πάνω από το κεφάλι του -και το είχε σχεδόν πάντα-, εκείνο το σύννεφο που τον τρόμαζε, που παρέλυε τα ποδαράκια του και τον έκανε να μένει ακίνητος πάνω στο τελευταίο σκαλί, μέχρι να τον δει ο μπαμπάς του, να χαμογελάσει με κόπο και να τον φωνάξει κοντά του. Κατέβαινε τότε διστακτικά ο Τζόνι -τα μάτια του πάντα πάνω από το κεφάλι του πατέρα του, στο σύννεφο-, κατέβαινε και πλησίαζε, έπεφτε στην ανοιχτή αγκαλιά του και έμενε εκεί κάμποσο, κοιτώντας πάντα με το ένα μάτι του τσ σύννεφο πότε θα διαλυόταν, Χριστέ μου; Η μαμά του κατοικούσε στον ουρανό. Αυτό το είχε εμπεδώσει από πολύ μικρός ήταν δεν ήταν τριών χρονών. Γιατί κατοικούσε στον ουρανό ποτέ δεν το κατάλαβε. Εκεί ήξερε πως κατοικούσαν τα πουλιά, ο ήλιος, το φεγγάρι, τα σύννεφα, τα αστέρια, η βροχή, το χιόνι. Δεν είχε δει ποτέ να περνάνε ή να πέφτουν από τον ουρανό άνθρωποι. Μόνο σταγόνες βροχής, νιφάδες χιονιού, άντε και κανένα ξερό φύλλο από τα ψηλά δέντρα. Πώς κατοικούσε εκεί η μαμά του λοιπόν; Κι αν κατοικούσε εκεί, γιατί δεν αποφάσιζε ποτέ να κατέβει και νμ έρθει στο σπίτι τους, που είχε ζέστη, κρεβάτια μαλακά και φαγητό στα ντουλάπια; Είχε παρακαλέσει γι” αυτό πολλές φορές ο μικρός. Γονατισμένος μπροστά στο τζάκι, με τα μάτια καρφωμένα στη ζωγραφιά της μανούλας του -που, όπως τον είχε διαβεβαιώσει ο πατέρας του, ήταν εκείνη η όμορφη κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά-, πολλά μεσημέρια είχε κλάψει και της είχε ζητήσέι να γυρίσει πίσω, στο σπίτι τους. Μέχρι που πονούσαν τα γόνατά του, μέχρι που πονούσε ο λαιμός του να είναι στραμμένος ψηλά, πάνω από το θεόρατο τζάκι, μέχρι που νύσταζε ή που βαριόταν και προτιμούσε να πάει να συνεχίσει το
παιχνίδι του, μέχρι που τον μυριζόταν η Ελβίρα και τον έπαιρνε από εκεί, πάντα με χίλια χάδια και φιλιά, με χίλιες υποσχέσεις για μελωμένες τηγανίτες και καλαμπόκια που έσκαγαν με θόρυβο και πετάγονταν έξω από τη μεγάλη χύτρα. Δεν την ήθελε για τον ίδιο ο Τζόνι τη μαμά του. Όχι, όχι, καθόλου. Είχε αποδεχτεί ότι δεν είχε μαμά, είχε αποδεχτεί ότι δεν την είχε γνωρίσει ποτέ, είχε αποδεχτεί ότι και από εκεί μακριά πάλι τον αγαπούσε, πάλι τον πρόσεχε. Την ήθελε για τον μπαμπά του, για να μπορέσει πάλι να τον δει να χαμογελάει, για να φύγει εκείνο το σύννεφο πάνω από το κεφάλι του, το σύννεφο που γινόταν πιο μαύρο τις Κυριακές, τότε που πήγαιναν σ’ εκείνο το τεράστιο νεκροταφείο, εκεί όπου όλες οι ταφόπλακες ήταν ομοιόμορφες, όλα τα λουλούδια ίδια, όλοι οι πόνοι και όλα τα δάκρυα ίδια μόνο τα ονόματα διέφεραν πάνω στις πλάκες. «Α-γα-πη-μέ-νη ού-ζυ-γος και μη-τέ-ρα. Κέ-ρι Α-δά-μου, η-λι-κί-α 28!» είχε διαβάσει κάποτε ενθουσιασμένος, επιτέλους μπορούσε να διαβάζει, μπορούσε να ξεχωρίζει τη δική τους, την καταδική τους ταφόπλακα. Κι επειδή δεν ήταν δυνατόν να στείλει λουλούδια στον ουρανό, τα άφηνε κάτω από εκείνη την ταφόπλακα, πίστευε ότι ένα αόρατο μακρύ χέρι θα κατέβαινε το βράδυ από ψηλά και θα τα έπαιρνε πάνω, στο σύννεφο της μαμάς του. Τότε εκείνη θα τα μύριζε και θα χαιρόταν πολύ. Διαφορετικά, τι νόημα είχε να αφήνουν λουλούδια στη ρίζα μιας πέτρας, έστω κι αν ονομαζόταν «ταφόπλακα»; Και μια μέρα που το παιδί βαρέθηκε τα παραμύθια και τις ιστορίες για την αόρατη μαμά του, που βαρέθηκε τα νοερά φιλιά, τα σταλμένα από τον ουρανό, μια μέρα που επιθύμησε ένα πραγματικό, ζεστό φιλί στο μάγουλό του, τέτοιο που του έδινε η Ελβίρα, κι ας ήταν ξένη, τότε, εκείνη τη μέρα, ζήτησε από τον πατέρα του να του χαρίσει μια άλλη μαμά, μια μαμά ζωντανή, με σάρκα και οστά, όχι φτιαγμένη με μπογιές στον καμβά και κρεμασμένη πάνω από το τζάκι. Τότε ήταν που γύρισαν πίσω στην Ελλάδα, μάλλον που γύρισε ο πατέρας του, ο Σωτήρης, στην Ελλάδα, γιατί το παιδί είχε γεννηθεί στην Αμερική και πρόσφατα, πολύ πρόσφατα, είχε μάθει ότι ήταν μισός Έλληνας και ότι θα έπρεπε να μάθει και ελληνικά για να μπορέσει να μιλήσει με τα ξαδέλφια του εκεί στην «πατρίδα». Πατρίδα... Μια καινούρια έννοια στη ζωή του παιδιού. Του την εξήγησε ο πατέρας του, και ο μικρός την ένιωσε πολύ σοβαρή, πολύ σπουδαία, πολύ μεγάλη. Όπως ήταν η έννοια «μπαμπάς», η έννοια «μητέρα» -αυτό του το είπε ο Σωτήρης, το παιδί δεν αισθανόταν κάτι ιδιαίτερο για την έννοια αυτήν-, η έννοια «Ελβίρα», η έννοια «παιχνίδι»... Βρέθηκε στην πατρίδα λοιπόν, ύστερα από ένα μεγάλο ταξίδι, που αν ήταν λίγο μεγαλύτερος θα μπορούσε να πει με ακρίβεια πόσο είχε κρατήσει. Τότε το μόνο που έλεγε ήταν: «Πήραμε το πλοίο και μετά το άλλο πλοίο και μετά το άλλο πλοίο, και μετά μπήκαμε στην άμαξα, που τη σέρνανε άλογα. Η πρώτη θάλασσα ήταν άγρια, μαύρη και φουρτουνιασμένη, αλλά τα παγωτά πάνω στο πλοίο ήταν καταπληκτικά. Η δεύτερη θάλασσα ήταν ήρεμη αλλά πάλι μαύρη, και τα παγοπά είχαν μόνο δύο γεύσεις, κρέμα και σοκολάτα. Η τρίτη θάλασσα ήταν άγρια, αλλά είχε ένα θαυμάσιο χρώμα, μπλε βαθύ στο πέλαγο, γαλάζιο όταν το πλοίο περνούσε κοντά από τη στεριά. Όμως δεν είχε παγωτά...» Εκεί, στην πατρίδα, το παιδί βρήκε ανθρώπους διαφορετικούς, που μιλούσαν άλλη γλώσσα, που φορούσαν διαφορετικά ρούχα και παπούτσια, που τρώγανε άλλα φαγητά, που μένανε σε κρύα σπίτια αλλά δεν τους ένοιαζε, που τον φιλούσαν και τον έφτυναν κάθε λίγο και λιγάκι. Και οι συνήθειές τους ήταν διαφορετικές -κοιμόνταν μόλις νύχτωνε, κι ας ήταν ακόμα απόγευμα-, οι γυναίκες όλη μέρα ήταν στο σπίτι και κάνανε κάτι παράξενα πράγματα, δηλαδή γνέθανε και ύφαιναν λέξεις και δραστηριότητες
πρωτόγνωρες για το εξ Αμερικής Ελληνόπουλο. Όσο για την «π,όλη», πιο μικρή δεν είχε δει ποτέ του, αφού τη γυρνούσε ολόκληρη μέσα σε μισή ώρα, κρατώντας το χέρι του πατέρα ή κάποιου ξάδερφου, μια «πόλη» με όλους τους δρόμους γεμάτους λάσπες, με πέτρινα σπίτια και μαγαζιά, με τζάκια όπου έκαιγαν τεράστια κούτσουρα, με χαμηλά τραπέζια^ τόσο που έπρεπε να καθίσεις σταυροπόδι στο πάτωμα -αυτό ειδικά το ξετρέλαινε το παιδίγια να μπορέσεις να φας. Όμως αυτή η λιλιπούτεια πόλη είχε μια ωραία πλατεία, όπου πήγαινε ο πατέρας του, τους χαιρετούσε όλους και τον χαιρετούσαν όλοι -οι περισσότεροι τον φιλούσαν και κλαίγανε-, τους κάθιζαν με το ζόρι στους καφενέδες και τους κερνούσαν συνέχεια, χωρίς να αφήνουν τον πατέρα του να πληρώσει ποτέ. Και «Φέρε τσίπουρο, φέρε μεζέ», «Φέρε για το παιδί υποβρύχιο» και δώστου φτύσιμο, «Φέρε λουκούμι, φέρε ζυγούρι. Φάε, αγόρι μου, φάε...» και όλη την ώρα φτύσιμο και όλη την ώρα «Α λάι φράτε...»2, «Α λάι τσόνι μ ...», και δώστου χτυπήματα στις πλάτες και χαρές και συγκινήσεις. Και το όνομά του, το «Τζόνι», σ’ εκείνη τη γλώσσα σήμαινε «γενναίος». Και ο μικρός ένιωσε πολύ περήφανος που ανήκε σ’ εκείνη τη φυλή με τη θαυμαστή γλώσσα. Ωραία ήταν εκεί λοιπόν, περνούσε καλά το παιδί και χαιρόταν, αλλά πιο πολύ χαιρόταν ο πατέρας του. Και έπαιζε αυτός στο δρόμο, γιατί δεν περνούσαν άμαξες -ούτε, φυσικά, αυτοκίνητα!-, έπαιζε με τα άλλα παιδιά, πήγαινε και στο τυροκομείο με τα ξαδέλφια του, που ήταν όλα πολύ μεγάλα, «παιδιά της παντρειάς» όπως έλεγε η θεία του η Λένα, όμορφη γυναίκα αλλά αυστηρή, που τον αγαπούσε και τον χαιρόταν, όλα αυτά όμως χωρίς χαμόγελο, χωρίς χάδι πού η Ελβίρα του... Κι επειδή τα ξαδέλφια του ήταν «της παντρειάς», άκουγε αλλά δεν καταλάβαινε ακριβώς, κάτι γινόταν, «προξενιό» το λέγανε και πολύ χαίρονταν όλοι, όχι όμως και ο Γιώργης, που τον ετοίμαζαν για γαμπρό, ο Τζόνι αμέσως το κατάλαβε, αλλά μάλ\ον λάθος θα έκανε, γιατί κανένας άλλος, αν και μεγάλος, δεν το είχε καταλάβει. Μέχρι που ρώτησε το μεγάλο ξάδελφο «Τι έχεις, Γιώργη;», και εκείνος του απάντησε «Αγαπώ άλληνε» αυτό κατάλαβε πως του είπε, αλλά δεν ήταν σίγονρος. Ήταν ένα ζεστό μεσημεράκι, τότε που η θεία Λένα τον στόλισε και τον χτένισε, έτσι όπως δε χώνευε εκείνος καθόλου. Του έκανε ίσια χωρίστρα και του κόλλησε τα μαλλιά με λεμόνι. - Θα ρθει ο πατέρας σου με την... την κοπέλα που θα γίνει μάνα σου! τον επέπληξε σχεδόν όταν διαμαρτυρήθηκε για τα μαλλιά του. Δεν πρέπει να σε δει αχτένιστο. Τι εντύπωση θα σχηματίσει για σένα; Πάλι δεν κατάλαβε το παιδί. Ωραία, τα μάθαινε εύκολα τα ελληνικά -εντυπωσιακά εύκολα-, αλλά η θεία Λένα τού είπε πολλά μαζί. Μόνο το «θα γίνει μάνα σου» κατάλαβε, και αυτό ήταν αρκετό. Πρόλαβε και έφαγε ένα σοκολατάκι προτού συναντήσει τον πατέρα του μ’ εκείνη την κοπέλα. «Υπάρχει μια κοπέλα... Την αγαπώ και θέλω να γίνει γυναίκα μου... και μητέρα σου...» του είχε πει, και ο Τζόνι, πανέξυπνος καθώς ήταν, προσπάθησε να βεβαιωθεί ότι ο μπαμπάς του δεν παντρευόταν μόνο και μόνο για το χατίρι του, μόνο και μόνο για να του δώσει μια μανούλα. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι παντρευόταν επειδή το ήθελε και ο ίδιος. «Την αγαπάς, μπαμπά; Είπες ότι την αγαπάς;» τον είχε ρωτήσει. «Ναι, αγόρι μου, την αγαπώ». «Πιο πολύ από τη μαμά;» επέμεινε το παιδί. «Την αγαπώ... την αγαπώ περισσότερο από τη μαμά, αγόρι μου», του είπε εκείνος έπειτα από ένα μικρό δισταγμό. Ενθουσιάστηκε ο μικρός, επιτέλους δε θα ήταν λυπημένος ο πατέρας του! Ζήτωωω! Ζήτωωω! Κανείς δε θα ήταν πια λυπημένος!
Θυμόταν ο Τζόνι ότι, σαν πρωτοαντίκρισε τη Βασιλική, χωρίς να το θέλει κοίταξε και δίπλα και πλάι και πίσω της, δεν μπορεί, δε θα ήταν αυτή η καινούρια του μαμά, κάποια άλλη θα ήταν και θα έλειπε τώρα, κάπου θα είχε πάει, τούτη δω, αυτό το κορίτσι με τα γαλάζια ράτια, που τον κοιτούσε και χαμογελούσε γλυκά, δεν μπορεί, αυτή ήταν μικρή, καλέ, σ’ αυτή την ηλικία τα κορίτσια πάνε ακόμα στο σχολείο, τα έβλεπε στο δρόμο στη Νέα Υόρκη, τα έβλεπε με τις τσάντες στο χέρι που έτρεχαν να προλάβουν. Κάποιο λάθος θα έγινε... Κρίμα όμως που δε θα ήταν αυτή η καινούρια του μαμά, αυτή που χαμογελούσε τόσο γλυκά και είχε μάτια ίδια με τη θάλασσα... Κοίταξε αμήχανος το τραπέζι. Ουουου, πράγματα που είχε βγάλει να κεράσει η θεία Λένα! Καφέδες, μουστοκούλουρα, φοντάν -εκείνα τα νόστιμα φοντάν-, λικέρ, λουκούμι και τσίπουρο πάντα τσίπουρο και πάντα μόνο για τους άντρες. Θυμόταν τη Βασιλική -αυτό ήταν το όνομα της κοπέλας που δυστυχώς δε θα γινόταν μαμά του, έτσι πίστεψε τότε-, τη θυμόταν που τον τράβηξε απαλά από την αγκαλιά του μπαμπά του και με ένα ωραίο μαντιλάκι -να, σαν να ταν τώρα το θυμόταν-, με ένα κατάλευκο κεντητό μαντιλάκι, του σκούπισε το στόμα και μετά του άφησε πάνω στα χείλη του ένα φιλί. Ένα φιλί τόσο γλυκό και αγαπησιάρικο, που το παιδί προτίμησε να γαργαλευτεί από αυτό παρά να σκλαβωθεί. Τότε... Γιατί αυτό θα το πάθαινε λίγο καιρό αργότερα και θα σκλαβωνόταν για πάντα από την αγάπη της Βασιλικής, της μοναδικής γυναίκας που γνώρισε και αγάπησε για μάνα του, της γυναίκας που στάθηκε κοντά του καλύτερα και από αληθινή μητέρα, της γενναίας κοπέλας που απαίτησε να παραμείνει το πορτρέτο της Κέρι, της φυσικής του μάνας, πάνω από το τζάκι της σάλας, γιατί «Αυτή ήταν πριν από μένα εδώ». Βασιλική... Μάνα, φίλη, δασκάλα, μαθήτριά του. Που του δίδαξε τα ελληνικά και του έμαθε να αισθάνεται περήφανος που ήταν Έλληνας κατά το ήμισυπου έγινε μαθήτριά του και διδάχτηκε από αυτόν τα αγγλικά και τα ισπανικά, που γινόταν παιδί μαζί του στα παιχνίδια του και ταίρι του στις εξόδους όταν εκείνος ντρεπόταν ή δίσταζε να πάει σε ένα πάρτι, σε ένα χορό* συνεργός στις αταξίες του και ο καλύτερος ακροατής όταν είχε πρόβλημα με κάποιο φίλο του, όταν ένα κορίτσι τού μαύριζε την καρδιά, όταν διαφωνούσε με τον πατέρα του. Πόσες φορές δεν προσευχήθηκε, δεν παρακάλεσε ο Τζόνι το Θεό να δώσει στη Βασιλική ένα παιδί και στον ίδιο ένα αδελφάκι... Πόσες φορές δεν της σκούπισε τα δάκρυα όταν τότε, μέσα σε μία μέρα, έχασε το μωρό και τον αδελφό της, τον Νικόλα της, τον λατρεμένο, που περίμενε να τον πάρει κοντά της στην Αμερική, να τον γιατρέψει και να τον αφήσει ελεύθερο να γίνει ποιητής, όπως εκείνος ονειρευόταν... Πόσες φορές δεν της διάβασε τα γράμματα που έρχονταν αιϊό την πατρίδα, τα γράμματα που έφερναν συνήθως πικρά νέα -πόλεμοι, θάνατοι, εξαφανίσεις-, που έφερναν όμως κάποιες φορές και καλά νέα παντρεύτηκε ο Ζήσης, έκανε πολλά παιδιά, το ένα το κορίτσι το ονόμασαν «Βασιλική», χαιρόταν η μάνα του, καμάρωνε, «Έχω κι εγώ συνέχεια τώρα...» έλεγε δακρυσμένη. Ο Τζόνι από πάντα ήθελε να γίνει γιατρός. Τον τρόμαζε και τον έλκυε το επάγγελμα αυτό. Ηξερε πώς μύριζε ο μπαμπάς του όταν γυρνούσε από το νοσοκομείο, ήξερε και τη μυρωδιά του ιατρείου του. Είχε μάθει να ερμηνεύει το χαμόγελό του όταν έμπαινε στο σπίτι έχοντας ξεγεννήσει με επιτυχία ένα μωρό. Είχε δει και λίγες φορές το σύννεφο πάνω από το κεφάλι του ακόμη πιο μαύρο, το μωρό είχε πεθάνει ή είχε γεννηθεί νεκρό, ήξερε αυτή τη μαυρίλα, που ερχόταν να προστεθεί στην άλλη, εκείνη για τη μαμά του. Ο λόγος και η αφορμή όμως πάντα τα ίδια: ο θάνατος. Κάποτε, πολύ μικρός ήταν ακόμα, πίστεψε ότι θα γινόταν κι αυτός γυναικολόγος, θα γινόταν
οπωσδήποτε και θα κατάφερνε να κάνει καλά τη Βασιλική, για να γεννήσει ένα μωρό, το αδελφάκι του. Αυτό ήταν το όνειρό του. Ώσπου μια μέρα ρώτησε τη μαμά του πώς είχε πεθάνει η δική της η μαμά, η γιαγιά Αρτέμη. Η Βασιλική τότε του διηγήθηκε την ιστορία τόσο λυπητερή ιστορία... φυματίωση... χτικιό ή όπως αλλιώς το λέγανε τότε στην πατρίδα... Τρόμαξε το παιδί, έκανε και τους συνδυασμούς. Από αυτό δεν είχε πεθάνει και ο Νικόλας, ο αδελφός της; Ο Νικόλας, που τον θυμόταν πολύ καλά ο Τζόνι, το παιδί με τα ονειροπόλα πράσινα μάτια. Όλα τα αδέλφια της Βασιλικής είχανε πράσινα μάτια... Μόνο εκείνη είχε γαλάζια. Τέλος πάντων, δεν ήταν εκεί το θέμα. Ο Νικόλας ήταν το πιο καλό παιδί από τα αδέλφια της μαμάς του. Όταν εκείνη αρραβωνιάστηκε με τον πατέρα του, ο Νικόλας πρόσεχε πολύ τον Τζόνι, έπαιζε μαζί του -κι ας ήταν μεγαλύτερος του-, του χάρισε μια χρωματιστή σφεντόνα και του ζήτησε να προσέχει την αδελφή του, τη μαμά του πια, του το ζήτησε «σαν άντρας προς άντρα» όπως του διευκρίνισε, του είπε και ότι θα πήγαινε κι αυτός στην Αμέρικα, να τους βρει κάποια μέρα, σύντομα. Όταν ο Τζόνι συνειδητοποίησε ότι η φυματίωση ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός της Βασιλικής -αφού έχασε μάνα και αδελφό από αυτή την αρρώστια-, αποφάσισε να γίνει γιατρός για τα πνευμόνια, για να μη χάσει κανέναν άλλο αγαπημένο της η μαμά του. Ας έμενε το θέμα του παιδιού. Η μαμά Βασιλική είχε παιδί, είχε τον Τζόνι της... Ο Σωτήρης είχε αντιρρήσεις. Σε ποιον θα άφηνε όλη εκείνη την πελατεία και την καλή φήμη; τον ρωτούσε συνέχεια στις συζητήσεις που κάνανε και προσπαθούσε να τον πείσει. Ήταν όμως αμετάπειστος ο Τζόνι, η Βασιλική τού πρότεινε να το σκεφτεί καλύτερα, «Δεν είναι κακό πράγμα, παιδί μου, ο στρωμένος δρόμος...» του είπε ο πατέρας του, «Άκου κι εμένα, που τα πάλεψα όλα μόνος μου...», έβαλε τις φωνές αυτός και έφυγε χτυπώντας την πόρτα πίσω του, «Άφησέ τον, αγάπη μου, να ακολουθήσει το όνειρό του...» έμαθε αργότερα ότι συμβούλεψε τον Σωτήρη η Βασιλική, μήπως κι εκείνος δεν είχε παλέψει για ένα όνειρο, να την κάνει γυναίκα του; Άρχισε να ζει μόνος του ο Τζόνι, έπρεπε να το κάνει αυτό, μια ζωή ήταν μες στα πόδια τους. Πότε αυτό το κορίτσι, η μαμά Βασιλική δηλαδή, έζησε, για λίγο έστω, μόνη με τον άντρα της; Πότε πήγανε κάπου χωρίς να κρατάει απ’ το χέρι το γιο του, που ήταν και γιος της; Έφυγε, ήθελε κι εκείνος να δοκιμάσει τα φτερά του, ζεστή η αγκαλιά της Βασιλικής, νόστιμα τα φαγητά της Ελβίρας, πρακτικό να βρίσκεις στο δωμάτιό σου αναμμένο το τζάκι και τα σκεπάσματα ζεστά, αλλά έπρεπε να ζήσει μόνος, να πάρει τη ζωή στα χέρια του. Είδε την αλλαγή της Βασιλικής και δεν την κατάλαβε από την αρχή. «Είσαι καλά;» τη ρωτούσε, κι εκείνη τον διαβεβαίο>νε πως, ναι, βέβαια, ήταν καλά, να μην ανησυχεί αυτός, έχει τις ασχολίες της, τα πηγαινέλα της, τον αγαπημένο της σύζυγο, φυσικά, αλίμονο, αλίμονο, αυτός να κοιτάει τις σπουδές του, να μη νοιάζεται για την ίδια. «Το ξέρεις ότι η μάνα σου δεν είναι καλά;» τον ρώτησε μια μέρα ο πατέρας του. «Το ξέρεις ότι έχει μελαγχολία;» Θορυβήθηκαν οι άντρες, η Βασιλική ήταν ο θησαυρός τους, το λουλούδι της ζωής τους. Αν κάποιος είχε κρατήσει αυτή την οικογένεια δεμένη, ήταν εκείνη, πάνω από όλα και από όλους έστεκε η αγάπη και η αφοσίωσή της. Αρχισαν να καταστρώνουν «σχέδια διάσωσης» πατέρας και γιος, αλλά ήρθε η ζωή η ίδια και την έσωσε
τη Βασιλική «τους την έσωσε» θα ήταν η σωστή φράση, δύσκολη θα ήταν η ζωή τους χωρίς εκείνη. Εμφανίστηκε μια νέγρα πλύστρα με ένα όμορφο κοριτσάκι, η Βασιλική βρήκε πάλι κάποιον για να του προσφέρει την αγάπη της, έδωσε στο παιδί το όνομα «Θεοδώρα» και έκανε αυτό που έκανε πάντα στη ζωή της: αγάπησε δυνατά. Τώρα ο Τζόνι, άντρας πια, είχε την πολυπόθητη αδελφούλα, η Θεοδώρα τον λάτρευε, όπως και τον Σωτήρη άλλωστε, πάλι η Βασιλική είχε κατορθώσει να δημιουργήσει μια αγαπημένη οικογένεια, πάλι ήταν εκείνη το κέντρο και μάζευε γύρω της όλους τους αγαπημένους της. Θα μπορούσε ποτέ αυτός να κάνει κάτι τέτοιο μόνος του; Θα μπορούσε να αγαπήσει σαν τον πατέρα του; Θα μπορούσε να αφοσιωθεί στους ανθρώπους του όπως η μάνα του, η Βασιλική; Θα μπορούσε ποτέ η καρδιά του Τζόνι να χωρέσει τέτοια ανιδιοτελή αγάπη; ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Οκάν ΠΛΗΣΙΑΖΑΝ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ -είχε μάθει να τα γιορτάζει μαζί με τους άλλους, τους χριστιανούς, τον είχε διδάξει τι και πώς η θετή του μάνα, η κυρα-Νενέ-, πλησίαζαν οι γιορτές και έκανε υπερωρίες στο καπνεργοστάσιο, όλοι κάνανε, η δουλειά είχε αυξηθεί, έπρεπε να τελε ιό) νου ν τις παραγγελίες, για να καθίσουν κάνα δυο μέρες οι άνθρωποι, να πάνε στα χωριά τους, να μείνουνε στα σπίτια τους, να ξεμπουκώσουν τα ρουθούνια από τη μυρωδιά, να ισιώσουν οι πλάτες, να ξεστραβώσουν τα δάχτυλα. Δεν είχαν πιάσει ακόμα τα κρύα κανονικά, «Χαζά χαμένα...» μουρμούριζε κάθε τόσο η Νενέ και σταυροκοπιόταν, δεν της άρεσαν αυτά τα μπερδεμένα πράγματα, και τώρα ζούσε μόνο τέτοια, ακόμη και ο καιρός... άκου εκεί και ο καιρός να έχει μπερδευτεί... πώς θα μύριζαν την άνοιξη αν δεν τους είχε πρώτα ξεπαγιάσει ο χειμώνας; Μπερδεμένα πράγματα... Της θύμιζαν τους ανθρώπους, αυτούς που δεν ξέρουν τι τους γίνεται, που αλλού αγαπάνε και αλλού πάνε και δίνουν το κορμί τους. Και σταυροκοπιόταν πάλι και πάλι, έβλεπε να έρχονται τα χειρότερα και πονούσε η ψυχή της, πάει, είχαν μπερδευτεί τα πάντα, ίσως να είχε μερίδιο στην ευθύνη και η ίδια, ίσως δε θα έπρεπε να ξέρει, ίσως θα ήταν καλύτερα να είχε κλείσει τα μάτια της, τα αφτιά της, την ψυχή της, ίσως... ίσως... Ξύπνησε πριν από το χάραμα η Νενέ, έριξε ξύλα στη σόμπα και την μπουμπούνισε. Α, όλα κι όλα! Ο γιος της της είχε φέρει την καλύτερη ξυλόσομπα της αγοράς, πάνε τα κάρβουνα, τα μαγκάλια και το κουβάλημα από κάμαρα σε κάμαρα, τώρα άναβε αυτή τη σόμπα στην κουζίνα, άνοιγε την πόρτα και όλο το σπίτι ζεσταινόταν. Μεγάλη ξεκούραση, μεγάλη ευκολία, αυτό που είχε μόνο να κάνει κάθε τόσο ήταν να ταΐζει την αχόρταγη σόμπα, να την τροφοδοτεί με ξύλα, με αυτά που είχε στοιβάξει στο πίσω μπαλκόνι ο Οκάν από την αρχή του χειμώνα μια στοίβα ως το ύψος του σπιτιού. Έβρασε το τσάι του γιου της, έψησε και τον καφέ της, έβαλε ψωμί και ελιές σε ένα πιάτο να φάει αυτός δυο μέτρα παλικάρι, σαν το πουλάκι έτρωγε, τον είχε λιώσει ο έρωτας-, ετοίμασε και το μπογαλάκι του πάντα τον έδινε φαγητό μαζί του, ώρες ατέλειωτες εκεί στη δουλειά-, έκοψε δυο χοντρές φέτες από το ζυμωτό ψωμί, γέμισε το εμαγιέ σκεύος με ρεβίθια, το έκλεισε προσεκτικά, τύλιξε μέσα σε λαδόκολα και μια ψητή ρέγκα, έκανε κόμπους τις άκρες της υφαντής πετσέτας κλείνοντάς τα όλα μέσα, έτοιμα, κάθισε δίπλα στη σόμπα και ρούφηξε γρήγορα γρήγορα τον καφέ φτου! είχε κρυώσει, αυτηνής της άρεσε ζεματιστός.
- Θα αργήσω vq γυρίσω..., της είπε ο Οκάν, ρουφώντας βιαστικά το τσάι. Έχουμε πολλή δουλειά σήμερα. Να μην ανησυχήσεις. Φεύγω, γεια, και τη φίλησε στο μάγουλο, όπως έκανε κάθε μέρα, τόσα χρόνια τώρα. Έφυγε τρέχοντας, πάντα έφευγε τρέχοντας, και ούτε που πρόσεξε ότι εκείνη δεν τον φίλησε, ούτε που πρόσεξε ότι κουνούσε αργά αργά το κεφάλι της τι είχανε δει πάλι τα ματάκια της μέσα σιον καφέ;... τι φουρτούνες ιούς έρχονταν πάλι;... Η κόρη του ιδιοκτήτη του εργοστασίου ήταν μια καλομαθημένη δεσποινίδα, από αυτές που λένε «μεγαλωμένη στα πούπουλα». Εκείνος, ο ιδιοκτήτης, το αφεντικό του Οκάν και μερικών άλλων δεκάδων καπνεργατών, ήταν Αυστριακός από πατέρα και Έλληνας από μάνα. Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, είχε σπουδάσει στη Βιέννη και είχε παντρευτεί Ελληνίδα η μάνα του ήταν εκείνη που είχε φέρει χίλιες αντιρρήσεις στον έρωτά του με μια Αυστριακή, ήθελε το γιο της κοντά, εκεί, στην πόλη τους, ένας θεός ήξερε αν θα γυρνούσε ποτέ πίσω στο σπίτι του σε περίπτωση που παντρευόταν την ξένη, μήπως ο άντρας της είχε επιστρέψει ποτέ πίσω στα γονικά του; Τα μάζεψε λοιπόν και ήρθε πίσω ο Γκερτ, θάβοντας την αγάπη του και έχοντας πια ξεκάθαρη άποψη για το πώς πρέπει να γίνονται οι γάμοι. Παντρεύτηκε μια κοπέλα από πλούσια οικογένεια χωρίς να τη συμπαθεί καν, μια κοπέλα φρόνιμη και χαμηλοβλεπούσα, που μετά το γάμο τους απέκτησε και άποψη και φωνή, γιατί έτσι ήταν δασκαλεμένη και μόλις έβαλε την κουλούρα πίστεψε ότι είχε δέσει το γάιδαρό της. Άρχισε λοιπόν να προβάλλει ένα μεγαλομανή, νευρικό και ιδιαίτερα εγωιστικό χαρακτήρα και συχνά πυκνά, όταν δεν ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις της, κατέφευγε σε φωνές, πολλές φωνές, κρίσεις λιποθυμίας και πολυήμερα μουτρώματα. Ο γάμος δεν υπήρξε πετυχημένος -πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού τον είχε αποφασίσει η μάνα του Γκερτ, με μόνο κριτήριο τα λεφτά και την εντοπιότητα;-, το ζευγάρι το χώριζαν νοητικές και συναισθηματικές άβυσσοι, οι καβγάδες ήταν συνεχείς και έντονοι για τα πιο απίθανα, τα πιο μηδαμινά θέματα, και ο Γκερτ, για να ξεχνάει την εμπόλεμη κατάσταση στην οικογενειακή εστία, αλλά και επειδή το είχε στο αίμα του, έβρισκε παρηγοριά στις ζεστές και πρόθυμες αγκαλιές κάποιων εργατριο3ν του μεγάλου οικογενειακού εργοστασίου όπου επεξεργάζονταν καπνά. ' Σ’ εκείνες τις αγκαλιές, όπως και σε ποικίλες άλλες, έβρισκε την τρυφερότητα που του έλειπε, μαζί με μεγάλες ποσότητες ερωτικών επαφών, αφού η Αμαλία, η σύζυγος, τον περισσότερο καιρό ήταν θυμωμένη μαζί του και ούτε του μίλαγε καν, πού να... Στο εργοστάσιο, λοιπόν, ο χερ Γκερτ είχε σχεδόν καθημερινές συνουσίες με τις κατά καιρούς «μόνιμες» αγαπημένες του, ενώ η Αμαλία μόνο στις κοινωνικές επαφές και στις κοσμικές εμφανίσεις ξεχνιόταν και ηρεμούσε. Όμως της έλειπε ένα παιδί για να ολοκληρώσει την καλή της εικόνα στον κόσμο, που τόσο την ενδιέφερε. Επειτα από μια σειρά αποβολών και ένα παιδί που γεννήθηκε νεκρό, έκανε η γυναίκα τάμα στη Μεγαλόχαρη ότι, αν γεννιόταν γερό το τελευταίο παιδί που είχε στα σπλάχνα της -το έβδομο στη σειρά-, εκτός από το ότι θα το βάφτιζε στο νησί, την Τήνο, θα έκανε ανακωχή με τον άντρα της, θα τον υπάκουε σαν καλή γυναίκα και θα έκανε τα στραβά μάτια στις απιστίες του, αιτία για συχνούς καβγάδες και αφορμή για τρεις από τις πέντε αποβολές της. Έτσι, με αυτές τις υποσχέσεις και τα ανταλλάγματα, η Αμαλία πίστεψε ότι κατάφερε να φέρει στη ζωή γερή και δυνατή την κόρη τους Μαρία όταν πια η ίδια πλησίαζε απειλητικά τα σαράντα -ηλικία μεγάλη για την εποχήκαι ο άντρας της λίγο απείχε από τα πενήντα. Το παιδί, εκτός από .γερό, ήταν και όμορφο και έφερε απρόσμενη ευτυχία στο ζευγάρι που ξεψυχούσε πάνω από τον τάφο του γάμου του,
πρόσκαιρα δε έφερε και αγάπη, ακόμη και ομόνοια, στους γονείς του. Αλλά τα θαύματα δεν κρατάνε για πάντα, δεκαπέντε χρόνια συζυγικής δυστυχίας δεν ξεχνιούνται και δεν πνίγονται τόσο εύκολα, ακόμη και μέσα σε μια θάλασσα από ροζ τούλια, σαν αυτά της κούνιας της «πριγκίπισσάς τους». Σύντομα ο χερ Γκερτ ξαναγύρισε στα ίδια ερωτικά λημέρια, και βρέθηκαν καλοθελητές που ενημέρωσαν την Αμαλία για το θυελλώδη δεσμό του άντρα της με μια αριστερή συνδικαλίστρια. Ήταν. το θέμα συζήτησης στον κοινωνικό τους περίγυρο -«Ο εργοστασιάρχης και η κομουνίστρια! Πού ακούστηκε ποτέ ξανά αυτό;»-, και οι καβγάδες του ζευγαριού ξανάρχισαν, αλλά χαμηλόφωνα αυτή τη φορά, δίπλα κοιμόταν το μωρό τους τώρα. Και η Αμαλία, ύστερα από ένα τρίμηνο αψιμαχιών, παραιτήθηκε πρόθυμα, το μεγάλωμα του παιδιού τής έτρωγε πολλή ενέργεια, ας έκοβε το λαιμό του ο άντρας της, είχε βαρεθεί πια, αυτή είχε την κορούλα της, το θησαυρό της, που της αφοσιώθηκε με λατρεία και τη μεγάλωνε κάνοντας όνειρα για τον πιο πλούσιο γαμπρό της πόλης - μπορεί και της χώρας, πιθανόν και των Βαλκανίων. Ο χερ Γκερτ, εκτός από άξιος εραστής, ήταν και άξιος επιχειρηματίας, τόσο στα οικονομικά και στις σωστές αγορές την κατάλληλη στιγμή όσο και στην επιλογή προσωπικού και στη δίκαιη -για τα δεδομένα της εποχής πάνταδιοίκηση. Τον Οκάν -«Δημητρό» στη δουλειά και παντού, εκτός από τη Λάρα και τη Νενέτον ξεχώρισε μόλις,τον είδε ανάμεσα στους εργάτες, ίσως και την πρώτη κιόλας μέρα που εκείνος έπιασε δουλειά. Του έκανε εντύπωση το ήρεμο και καθαρό του πρόσωπο με τα καλοξυρισμένα μάγουλα, οι αβρές κινήσεις των χεριών του, τα ρούχα του που μπορεί να ήταν λαϊκά και φτηνά, όμως στέκονταν πάνω του σαν να ήταν από το ακριβότερο κασμίρι. Ο νέος αυτός είχε ευγενική, σχεδόν αριστοκρατική φυσιογνωμία, του έκανε μεγάλη εντύπωση του αφεντικού. Μετά βέβαια τον ξέχασε, είχε άλλες έγνοιες αυτός, το εργοστάσιο, τις τιμές των καπνών, την απεργία που ετοιμαζόταν και που την τελευταία στιγμή μπόρεσαν να τη σταματήσουν οι χαφιέδες του, την ολοκαίνουρια αγαπημένη του -μια Λιβανέζα χορεύτρια μπουκιά και συχώριο, γιατί μετά τη σχέση του με την κομουνίστρια σταμάτησε να ερωτοτροπεί με εργάτριες, τις είδε κάπο*;... τις σεβάστηκε τέλος πάντων-, είχε και τις γκρίνιες της Αμαλίας, πλησίαζε τα είκοσι η Μαρία του, το αγγελούδι του, ήθελε να αρχίσει τα παντρολογήματα η μάνα της μικρό δεν ήταν το κοριτσάκι του; ήταν για γάμο και για βάσανα το παιδί του; Λίγο καιρό μετά τη μέρα που πρόσεξε για πρώτη φορά τον Οκάν -δύο χρονάκια δεν είναι «λίγος καιρός μετά» όταν μιλάμε για την πραγματική ζωή, μόνο στα βιβλία είναι «λίγος καιρός μετά» και πιάνουν ακριβώς τρεις λέξεις-, ήρθε στο εργοστάσιο ένας Αυστριακός έμπορος, πελάτης και συνεργάτης του χερ Γκερτ, και καθώς βάδιζαν συζητώντας ανάμεσα στους εργάτες, που δούλευαν με σκυμμένο το κεφάλι και με τα χείλη βουβά, ο έμπορος απηύθυνε τυχαία μια ερώτηση -φυσικά στα γερμανικάστον Δημητρό, που δούλευε στον πάγκο όπου αυτός στάθηκε. Βιάστηκε να μεταφράσει το αφεντικό την ερώτηση, «Από πότε είναι εδώ τα φύλλα του καπνού;», και ο αγαπημένος της Λαρώς, θαρρετά και με άπταιστη προφορά, απάντησε στα γερμανικά: «Από τοτέλη Οκτωβρίου, κύριε. Τώρα είναι έτοιμα, νοτισμένα, και μπορούν να συσκευαστούν χωρίς να θρυμματιστούν». Από τη μέρα εκείνη ο χερ Γκερτ ενδιαφέρθηκε να γνωρίσει καλύτερα τον Δημητρό, εντυπωσιάστηκε από τις γνώσεις και τη μόρφωσή του, ζήτησε να μάθει περισσότερα και για την οικογένεια του νέου. Του ξεφούρνισε το ίδιο παραμύθι εκείνος, που τώρα πια σχεδόν το είχε πιστέψει και αυτός: Δημητρός Μίκρογλου από τη Σμύρνη, όλοι χαμένοι στην Καταστροφή, δούλεψε για ένα φεγγάρι στην Πόλη, στην Τουρκοαιγυπτιακή Εταιρεία Καπνού, εκεί τα έμαθε όλα για τα καπνά, τα τελευταία χρόνια ζούσε στην
Άνω Πόλη με μια παραθειά του, όχι, οικογένεια δεν είχε, ούτε αδέλφια, ούτε γυναίκα. Και ενάμιση χρόνο μετά, αφού του ανατέθηκαν σιγά σιγά καινούρια καθήκοντα, όλο και πιο υπεύθυνα, όλο και πιο καλοπληρωμένα, ο Δημητρός, που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του αφεντικού με την εργατικότητα, τη μόρφωση, τις γνώσεις γύρω από τη δουλειά τους και την τιμιότητά του, έγινε υπεύθυνος παραγωγής και απέκτησε δικό του γραφείο. Όταν η Αμαλία άρχισε το στενό μαρκάρισμα του άντρα της με στόχο να βρούνε για την κόρη τους γαμπρό από την υψηλή κοινωνία, και μάλιστα γιατρό, ο χερ Γκερτ σκέφτηκε πρακτικά. Το εργοστάσιο όπου επεξεργάζονταν τα χρυσόφυλλα3 με εξαιρετική τέχνηανήκε στην οικογένειά του τα τελευταία εκατόν είκοσι χρόνια. Ο ίδιος δεν είχε αποκτήσει γιο, όπως ήταν το όνειρό του και το όνειρο των γονιών* του, για να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση, να τη μεγαλώσει και να δοξάσει ακόμη περισσότερο το όνομα της οικογένειας. Αν έδινε την κόρη του σε έναν οποιονδήποτε πλούσιο έμπορο, αυτός δε θα μπορούσε να. επεκτείνει τη δουλειά, γιατί χρειάζονταν χρόνια και χρόνια, ο καπνός ήταν δύσκολο πράγμα, είχε τερτίπια και μυστικά στην επιλογή και στην επεξεργασία του, έπρεπε με κλειστά μάτια να μπορεί κανείς να διαλέξει το φύλλο, να το ζήσει, να το πονέσει, για να το μπουρλιάσει4 χωρίς να το τραυματίσει, να το στεγνώσει χωρίς να το ξεράνει, να το πασταλιάσει5 σωστά... Δύσκολα, δύσκολα θα μπορούσε να ασχοληθεί οποιοσδήποτε έμπορος με τα λατρεμένα του φύλλα του καπνού. Πόσο μάλλον αν έδινε την κόρη του σε γιατρό... Ο καπνός δεν είναι ενέσα να την μπήξεις στον κώλο και μετά να αποχωρήσεις χαιρετώντας, σκεφτόταν. Ο καπνός θέλει χάδι, κανάκεμα και τρυφερές κινήσεις... Είδε ο άνθρωπος νοερά το καπνομάγαζο να καταρρέει έγκατα-λειμμένο, είδε τους πάγκους έρημους και αραδιασμένους, είδε το στεγνωτήριο και τα καπνά να στέκουν μουχλιασμένα, τα είδε όλα αυτά και αποφάσισε: τη Μαρία του θα την έδινε στον Δημητρό Μίκρογλου, τον πρόσφυγα κι ας πάθαινε και τεταρταίο πυρετό, που λέει ο λόγος, η Αμαλία. Στο σχέδιό του αυτό δεν έβλεπε να υπάρχουν προβλήματα και κενά. Κατ’ αρχάς, του ήταν αδιανόητο ότι ο Δημητρός θα μπορούσε ποτέ να αρνηθεί έναν τέτοιο γάμο ούτε μία στο εκατομμύριο. Υστερα, τυφλωμένος από την απέραντη αγάπη που είχε στη θυγατέρα του, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο νέος -ο χ νέος, λέμεδε θα έπεφτε ερωτοχτυπημένος μαζί της από την πρώτη ματιά ούτε καν για τη δεύτερη δε συζητούσε. Όσον αφορά τη θέληση της ίδιας της Μαρίας δε, αυτό δεν το συζητούσε καν. Το κορίτσι του έτρεφε σεβασμό και αγάπη στον πατέρα της, θα έκανε ό,τί της έλεγε, δεν είχε καμία αμφιβολία και γι’ αυτό. Το μόνο μελανό σημείο για τη γρήγορη εξέλιξη της όλης ιστορίας ήταν η Αμαλία, που όταν της το ανακοίνωσε έπαθε μια από τις συνηθισμένες της υστερικές κρίσεις. «Τον πρόσφυγα;» ούρλιαξε και λιποθύμησε, «Τον εργάτη;» και της φέρανε κολόνια λεμόνι να της τρίψουν^τους καρπούς, «Πάνω από τον τάφο μου!» και έβγαλε αφρούς από το στόμα της. Υποχώρησε προσωρινά ο χερ Γκερτ και επανέφερε το θέμα ύστερα από λίγες εβδομάδες. Οι ίδιες σκηνές, με την ίδια σειρά. Ξανά οπισθοχώρηση, και ο γάμος της Μαρίας συζητήθηκε πάλι Σεπτέμβρη μήνα, τη μέρα που ο Δημητρός-Οκάν, κατά παρέκκλιση από τις αρχές του, που του επέβαλλαν σεβασμό στην εργασία και στο χώρο της, αλλά μεθυσμένος από το απαγορευμένο κρασί του πάθους του για τη Λάρα, έκανε μαζί της έρωτα μέσα σιο καπνομάγαζο στην προίκα της Μαρίας, στην ουσία... Όμως και αυτή τη φορά..η Αμαλία στάθηκε αμετάπειστη. Τώρα πρόσθεσε στις σκηνές και ένα μπούκαΑι ποντικοφάρμακο, που απείλησε ότι θα το έπινε, να ψοφήσει, να μη δούνε τα ματάκια της την κόρη της νυφούλα δίπλα στον «ξεβράκωτο».
Κι επειδή ο χερ Γκερτ δεν είχε ποτέ καιρό για χάσιμο και ήδη είχε παρέλθει η προθεσμία που είχε δώσει νοερά στη συμβία του για να σωφρονιστεί, της εξήγησε ότι μπορούσε άνετα να πιει το ποντικοφάρμακο και να δοθεί ένα τέλος στις αντιρρήσεις της ή ότι μπορούσανε πολιτισμένα και φιλικά -και τόνισε το «πολιτισμένα και φιλικά»να χωρίσουν. Η Αμαλία δεν έπινε παρά μόνο σέρι, και αυτό στις βραδινές τους» εξόδους. Το ποντικοφάρμακο, ως ηδύποτο, ήταν σίγουρη ότι θα την απογοήτευε. Εδώ και σαν απειλή, που λέει ο λόγος, την απογοήτευσε... Επίσης, δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί έναν πολιτισμένο και φιλικό χωρισμό, αφού δεν είχε βιώσει πολιτισμένο και φιλικό γάμο. Έτσι, η Αμαλία είπε ναι για το γάμο της κόρης τους, η οποία κόρη, εντυπωσιασμένη από τα παινέματα του πατέρα της για τον «λαμπρό νέο» που θα έκανε τα καπνά τους γνωστά σε όλη την υφήλιο και την ίδια ευτυχισμένη -με αυτήν ακριβώς τη σειρά-, άρχισε τις επισκέψεις στο γραφείο του μπαμπά, μια για να του πάει κάτι που είχε ξεχάσει, δυο για να τον πάρει και να φύγουν, τρεις για να δει μήπως και της άρεσε η δουλειά, για να,γίνε ι ίσως γραμματέας του. Αυτό το τελευταίο ο χερ Γκερτ το χρησιμοποιούσε σαν πρόφαση για τις επισκέψεις της, η κόρη του δε θα δούλευε ποτέ, και οπωσδήποτε όχι μαζί του, αφού ο ίδιος πάνω στο γραφείο του, εκτός από τα θέματα της δουλειάς, έβαζε και τις κατά καιρούς ερωμένες του, καμιά φορά μάλιστα και δύο μαζί. Γιατί αυτός ήταν ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο και δε θα πήγαινε ποτέ σε ξενοδοχείο, ούτε θα διατηρούσε ξεχωριστή εροπική φωλιά, του έφτανε και του περίσσευε το γραφείο του, είχε δύο ωραίους, μαλακούς καναπέδες -κι αν δεν είχαν γευτεί γλύκες και κάψες σι έμπειροι εκείνοι καναπέδες...-, είχε μαλακές πετσέτες και πάντα ζεστό νερό στο καινοτόμο ντους -αυτό κι αν δεν είχε γλείψει, μαζί με τον ιδιοκτήτη του βέβαια, σφριγηλά νεανικά κορμιά...-, είχε κεριά και λάδια, βαζελίνες και μαστίγια ο χερ Γκερτ είχε ξεκινήσει από παθιασμένος σφριγηλός εραστής και όσο γερνούσε κατέληγε σε διεστραμμένο πορνόγερο. Τα τακτοποιούσε όλα αυτά και ζήλευε η Ροδούλα, η ακριβοπληρωμένη καθαρίστρια, που είχε διατελέσει κι αυτή «μέρος» του γραφείου κάποτε και που ύστερα, όταν εκείνος τη χόρτασε, αυτή παντρεύτηκε -τι να έκανε;-, έμεινε όμως κοντά του να τον μυρίζει και να τον βλέπει, να μαζεύει τις τρίχες του από το μπάνιο και να θολώνει το μυαλό της, να σβήνει τα χνάρια από τις ερωμένες και να υποφέρει από τη ζήλια της, αλλά κυρίως να «κερδίζει» από το αφεντικό, αραιά και πού, κανένα χάδι στον τροφαντό της πισινό ή κανένα ζούληγμα των βυζιών της, κινήσεις που εκείνος τις έκανέ βαριεστημένα αλλά αυτηνής της ήταν αρκετές για να τις εκλαμβάνει σαν «Σε θέλω ακόμα». Του άνοιγε τα παντελόνια και τον ρουφούσε με πόθο, ούτε χάδια ούτε φιλιά ούτε τίποτα εκείνος, μόνο κάτι γρήγορες ανάσες προς το τέλος και ύστερα κουμπωνόταν ευχαριστημένος μπορεί να είχε του κόσμου τις ερωμένες, αλλά αυτό που του έκανε η Ροδούλα καμία άλλη γυναίκα δεν το έκανε, ούτε η πιο έμπειρη κοκότα. Της έσκαγε τότε ένα χαμόγελο, «Συμμάζεψε!» τη διέταζε, «Φεύγω τώρα», αμίλητη εκείνη, απ’ τη μια παραπατούσε από τον ανικανοποίητο πόθο της, απ’ την άλλη ορκιζόταν ότι θα τον εκδικιόταν κάποτε όχι επειδή δεν την αγάπησε ποτέ, αυτό το είχε ξεπεράσει προ πολλού, αλλά επειδή τον αγαπούσε ακόμα... Η Μαρία, η κόρη του αφεντικού, είχε δει κάμποσες φορές τον Δημητρό από μακριά και της άρεσε, όπως θα της άρεσε και όποιος γαμπρός θα είχε την ευχή των γονιών της, ειδικά του πατέρα της. Κάποια φορά μάλιστα ο πατέρας της τους σύστησε κιόλας. Είχε καλέσει για κάποιο λόγο τον νεαρό στο γραφείο του την ώρα που ήταν κι εκείνη εκεί και: - Δημητρό, να σου γνωρίσω την κορούλα μου, τη Μαρία, το στολίδι του σπιτιού μας, του είπε.
Κοκκίνισε η Μαρία και του χαμογέλασε ντροπαλά. - Χαίρω πολύ, είπε ο Οκάν και δεν τόλμησε ούτε να της απλώσει το χέρι για χειραψία ούτε να την κοιτάξει στα μάτια καλά καλά. Είδε εκείνη τις πυκνές του βλεφαρίδες και τον ερωτεύτηκε. Γιατί έπρεπε να τον ερωτευτεί. Τότε, εκείνη τη φορά, πιθανόν ο Οκάν να μπορούσε να δει ότι η Μαρία ήταν μια όμορφη και ευγενική κοπέλα αν το μυαλό του δεν ήταν στη Λάρα, που τον τελευταίο καιρό έδειχνε ότι κάτι τη βασάνιζε -κάτι πέρα από τα συνηθισμένα της-, ήταν αφηρημένη και όλο ξεφυσούσε, «Ουφ...» και «Ουφ...», το γάργαρο γέλιο της σπάνια το άκουγε πια ο Οκάν. Κι όσο για τον έρωτά τους, όλο και με κάποια δικαιολογία απέφευγε να χωθεί στην αγκαλιά του και να ανταλλάξουν καυτά φιλιά. Χώρια που είχε πάνω από μήνα να τον επισκεφθεί στο αποθηκάκι τους, στη φωλίτσα εκείνη που τους άλλους χειμώνες τη χρησιμοποιούσαν σχεδόν καθημερινά άλλοτε έστω και για δέκα λεπτά, άλλοτε για ώρες ολόκληρες. Συνέχιζε το παλικάρι να μπαίνει κάθε βραδάκι στην αποθήκη -στην αυλή πίσσα το σκοτάδι και να μη βλέπεις ούτε τη μύτη σου από την ομίχλη-, άναβε το μαγκάλι, έβγαζε τα ρούχα του και χωνόταν στα ζεστά σκεπάσματα. Μάταια την περίμενε τον τελευταίο καιρό και έλιωνε από τον έρωτα και το μοναχικό του πόθο. - Καλό κορίτσι, του είπε το αφεντικό όταν η Μαρία αποχώρησε. Τυχερός όποιος το πάρει... Δεν απάντησε ο Δημητρός -τι να έλεγε;-, μόνο χαμογέλασε. Φυσικά και θα ήταν τυχερός όποιος την έπαιρνε, αλλά τον ίδιο τι τον ένοιαζε; Είχε αυτός βάσανα... - Σκέφτομαι να μην τη δώσω σε όποιον όποιον..., συνέχισε το αφεντικό. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό ο Οκάν-Δημητρός, φυσικά και δε θα έπαιρνε όποιον κι όποιον η κόρη του αφεντικού, φυσικά και θα έπαιρνε κάποιον πολύ σπουδαίο. - Δημητρό παιδί μου, άκου τη σκέψη μου και πες μου αν είναι σωστή. Περίμενε ο Οκάν, μεγάλη τιμή τού έκανε σήμερα ο κύριος διευθυντής, τον ρωτούσε αν η σκέψη του ήταν σωστή. Ετοιμάστηκε, έφερε στο νου του όλα όσα γνώριζε για τα καπνά και την επεξεργασία τους, σίγουρα γύρω από τη δουλειά θα ήταν το θέμα. - Λοιπόν, Δημητρό, είπε με στόμφο ο χερ Γκερτ, δε θέλω η κόρη μου να πάρει κάποιον πλούσιο έμπορο ή γαιοκτήμονα. Πολύ περισσότερο, δε θέλω να πάρει επιστήμονα. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από την έκπληξη ο Οκάν. Τι του έλεγε τώρα το αφεντικό; Τα σχέδιά του για το ποιον θα έπαιρνε η κόρη του; Έμεινε λίγο να τον κοιτάει χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς, τιμή του βέβαια που του τα. εμπιστευόταν αυτά, αλλά οπωσδήποτε ο ίδιος δεν ήταν σε θέση ούτε να συμφωνήσει μαζί του ούτε να διαφωνήσει. Επιφυλάχτηκε και δεν απάντησε, περίμενε να δει πού θα το πήγαινε ο άλλος -και μια μικρή, ελάχιστη υπόνοια άρχισε να περνάει φευγαλέα από το νου του, τόσο μικρή και τόσο φευγαλέα που την ξέχασε αμέσως-, περίμενε να ακούσει παρακάτω και τον κοίταζε με ενδιαφέρον, ενώ στην πραγματικότητα ήθελε να φύγει, να τρέξει και να βρει τη Λάρα, την αγάπη του, να την πάρει στην αγκαλιά του και να της ζητήσει για χιλιοστή φορά να αφήσει τον Δαμιανό και να ιιανιρευτεί τον ίδιο.
- θέλω να πάρει ένα καλό παιδί, έστω και φτωχό, που να το γνωρίζω προσωπικά αλ\ά να ξέρει και τη δουλειά μου, να πονάει τον καπνό μου, να πονάει και το εργοστάσιό μου, που με τον καιρό θα γίνει και δικό του βέβαια..., συνέχισε ο χερ Γκερτ. Πήρε ένα πούρο από μια βελούδινη κασετίνα που ήταν πάνω στο γραφείο, πρόσφερε και στον Δημητρό, το πήρε εκείνος προβληματισμένος, η μυρωδιά και ο καπνός πλημμύρισαν το χώρο, η υπόνοια, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ξαναγύρισε και βούιξε σαν μέλισσα, την έδιωξε με μια κίνηση του χεριού του, που θα μπορούσε να είναι και για τον καπνό. - Άκου, Δημητρό. Είσαι καλό και τίμιο παιδί. Είμαι σίγουρος ότι ποτέ δε θα σήκωνες τα μάτια σου να κοιτάξεις την κόρη μου... Σωστά. Ούτε την κόρη σου ούτε καμιά άλλη, σκέφτηκε αυτός. - Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω... Όχι ότι εμείς είμαστε πια... καταλαβαίνεις... αλλά η θέση σου... που είσαι εργαζόμενος στο εργοστάσιο, εννοώ... η ίδια η θέση σου... δε θα σου επέτρεπε... και εννοώ λόγω των ηθικών σου αρχών... Μπερδεύτηκε λίγο ο Οκάν, μιλούσε καλά τα ελληνικά, τουλάχιστον όπως τα μιλούσαν όλοι όσοι είχαν έρθει από εκεί, αλλά δεν τα είχε ποτέ διδαχτεί, ποτέ δεν είχε πάει σε ελληνικό σχολείο, κάποιες λέξεις, ειδικά αυτές που δεν είχαν άμεση σχέση με την επιβίωση ή με τον έρωτα -άρα πάλι με την επιβίωση-, ε, κάποιες λέξεις... για να μην πει πολλές... ότι του έλειπαν, του έλειπαν. Τι εννοούσε τώρα το αφεντικό; Χώρια που η υπόνοια, ή όπως αλλιώς λεγόταν, είχε ξαναγυρίσει βουίζοντας. - Εννοώ..., τον διευκόλυνε ο χερ Γκερτ, εννοώ ότι ακόμη κι αν την είχες ερωτευτεί με την πρώτη ματιά... να, προχτές ας πούμε, που την είδες από μακριά... ή σήμερα, που σας σύστησα... ακόμη λοιπόν κι αν είχε συμβεί αυτό που... ' Έβαλε κάτι ψεύτικα γέλια το αφεντικό και συνέχισε: - ...που δεν το θεωρώ καθόλου παράξενο να συμβεί, τέτοια κούκλα που είναι... Θέλω να πω λοιπόν ότι, ακόμη κι αν πέθαινες γι’ αυτή, Δημητρό αγόρι μου, θα τολμούσες ποτέ να μου το πεις ή έστω να το πεις στην ίδια; Και, πολύ περισσότερο, να τη ζητήσεις σε γάμο; και περίμενε, φουσκωμένος σαν κούρκος που τα είχε καταφέρει και τα είχε πει τόσο καλά, χωρίς να προσβάλει τον φτωχό νέο, περίμενε να ακούσει την άποψή του. Τράβηξε μια μεγάλη τζούρα ο Οκάν, που του έφερε μια γλυκιά ζάλη -αμάθητος στον καπνό δεν ήταν, αλλά τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναβάλει στο στόμα του-, και γέλασε κάπως, ενώ προσπαθούσε να θυμηθεί επί λέξει όλα όσα του είχε πει το αφεντικό. Αν ερωτευόταν κάποια, την κόρη του στην περίπτωση αυτήν, τον ρωτούσε αν θα τολμούσε να της το πει, αν θα τολμούσε να τη ζητήσει σε γάμο; Αυτό τον ρωτούσε; Μα αυτός είχε αγαπήσει Ρωμιά, είχε παρατήσει όλα του τα καλά, είχε απαρνηθεί μάνα, πατέρα, θρησκεία, , πατρίδα, γλώσσα και πλούτη και είχε πάει να βρει την αγαπημένη του σε μια χώρα όπου ήξερε καλά ότι όχι μόνο δε θα ήταν ευπρόσδεκτος αλλά θα ήταν και εχθρός ο μισητός εχθρός. Δεν τον είχε σταματήσει τίποτα και κανείς, είχε γίνει χαμάλης και είχε οργώσει την Ελλάδα, μια άγνωστη χώρα, μέχρι να καταφέρει να βρει την αγαπημένη του, και δεν είχε σταματήσει παρά μόνο όταν τη βρήκε. Είχε αψηφήσει
το γεγονός ότι ήταν ήδη παντρεμένη και μάνα δύο παιδιών και της είχε ζητήσει να φύγουν μαζί, να φύγουν και να παντρευτούν, είχε αψηφήσει όλα του τα πιστεύω και ό,τι του είχαν διδάξει οι γονείς και οι δάσκαλοί του, και τώρα την είχε ερωμένη, παντρεμένη γυναίκα, την είχε ερωμένη πίσω από την πλάτη του άντρα της και της Νενέ, την είχε ερωμένη και κάποτε θα την παντρευόταν και θα γινόταν δική του, γιατί πάντα θα την αγαπούσε πάνω από τη ζωή του, πάνω από το φ(ος του ήλιου, πάνω από τον αέρα που ανέπνεε. Και τώρα το αφεντικό τον ρωτούσε, σε περίπτωση που ερωτευόταν την κόρη του, αν θα τολμούσε ποτέ να της το πει μόνο και μόνο επειδή αυτός ήταν εργάτης και αυτή η κόρη του αφεντικού; Θύμωσε ο Οκάν, θύμωσε και θίχτηκε, αλλά δεν το έδειξε. Μόνο που δεν μπορούσε να απαντήσει ψέματα. Μπορεί το θυμό του να τον έκρυβε, είχε μάθει να τον κρύβει, αλλά ψέματα, όχι, δε θα έλεγε ποτέ. - Κύριε, αν την είχα ερωτευτεί, σας διαβεβαιώ ότι θα έβρισκα τρόπο να της το πω. Και, αν κι αυτή με ήθελε όσο εγώ, θα έβρισκα τρόπο να το πω και σ’ εσάς... Ξαφνιάστηκε το αφεντικό, αυτό δεν το περίμενε. Δηλαδή τι ήθελε να του πει τώρα ο Δημητρός, ότι είδε την κόρη του και δεν του άρεσε; Αυτό ήθελε να του πει; Αποκλείεται. Ήταν μόνο ένα πρόσχημα. Ένα πρόσχημα για να του δείξει και να του αποδείξει πως ούτε καν είχε ρίξει το βλέμμα του πάνω στη Μαρία του. Από σεμνότητα. Και από σεβασμό. Μάλιστα. Αυτό ήταν. Και δεν έπρεπε τώρα να τον προσβάλει, ίσα ίσα που τώρα αισθανόταν ακόμη μεγαλύτερη εκτίμηση για τον νέο αυτόν. Τσα ίσα που τώρα ήθελε δύο φορές να τον κάνει γαμπρό του. - Εκτιμώ την ειλικρίνειά σου, παιδί μου, ελίχθηκε ο χερ Γκερτ. Εκτιμώ και το θάρρος της γνώμης που φαίνεται ότι έχεις. Μπράβο σου, παιδί μου, μπράβο σου! Να ρθεις κάποια μέρα να φάμε στο σπίτι... Θα σε καλέσω... θα σε καλέσουμε σύντομα. Πρέπει να γνωρίσεις καλύτερα τη Μαρία μου... Πήγαινε στη δουλειά σου τώρα. Χαιρέτησε αμήχανα ο Οκάν, η υπόνοια γύριζε και ξαναγύριζε στο κεφάλι του, τώρα αισθανόταν να αγαπάει διπλά τη Λάρα, τώρα που εμφανιζόταν ένας κίνδυνος -έστω και αδιόρατοςγια την αγάπη τους, τωρα την αγαπούσε παραπάνω, τώρα ήθελε να την πάρει και να φύγουν, να πάνε μακριά, στην Αμερική, και ακόμη παραπέρα. Δούλεψε χωρίς να σηκώσει κεφάλι το υπόλοιπο της μέρας και σχόλασε αργά το απόγευμα -θα ταν πάνω κάτω εφτά-, ώρες ατέλειωτες η δουλειά, ατέλειωτες και σχεδόν απλήρωτες οι υπερωρίες, και πήρε την ανηφόρα για το σπίτι του κουρασμένος, πεινασμένος, αλλά κυρίως γεμάτος ερωτηματικά για το τι συνέβαινε και η αγαπημένη του είχε τέτοια χλιαρή στάση απέναντί του. - Καλώς τον Δημητρό! φώναξε ο Θανασός, ένας από τους συγκάτοικους της Λάρας, στην παραδιπλανή καμαρούλα της αυλής τους, την ώρα που περνούσε έξω από τον καφενέ της γειτονιάς. Τον τράβηξε μέσα με το ζόρι, προφασίστηκε κούραση και τη Νενέ που τον περίμενε για να φάνε ο Οκάν, αμετάπειστος ο άλλος. - Μια ρακή μόνο, βρε αδερφέ, επέμεινε. Κάθισαν σε ένα τραπεζάκι, το καφενείο ήταν γεμάτο άντρες όλων των ηλικιών, οι πιο πολλοί
πρόσφυγες, ακούγονταν πού και πού τούρκικα, αλλά ο Οκάν δεν αντιδρούσε -πάντα έδινε την εντύπωση ότι δεν καταλάβαινε πολ \ά πολλά-, ο καπνός γέμιζε το χώρο και βρομούσε -καμία σχέση με το πούρο που τον είχε κεράσει το αφεντικό του πριν από λίγο, εκείνο μοσχοβολούσε-, ούτε το πανωφόρι δεν έβγαλε, ήπιε τη ρακή καίγοντας το λαιμό του και έκανε να φύγει. - Να σου ζήσει, βρε, και το καινούριο βαφτισίμι, ευχήθηκε ο Θανασός με ένα διφορούμενο χαμόγελο. Δεν κατάλαβε. Βαφτισίμι; Τι βαφτισίμι; αναρωτήθηκε. Ο άλλος τον σκούντηξε με τον αγκώνα. - Η κουμπάρα σου, ντε, η Λαρίτσα μας... Μου τα ’πε ο Δαμιανός σήμερα... Άντε, με το καλό να γεννηθεί το παιδί, εσύ νονός πάλι, όπως και στον Σίμο, έτσι μου πε... Ζήτησε μια δεύτερη ρακή ο Οκάν και την ήπιε κι αυτή μονορούφι. Τώρα δεν κάηκε, τώρα η ερώτηση που έπρεπε να κάνει του έκαιγε τα χείλη. - Τι σου πε ο Δαμιανός; Ο γείτονας τον κοίταξε ερευνητικά. Τον συμπαθούσε τον Δημητρό. ήταν καλό παιδί και ευγενικό, δουλευτάρικο και συμμαζεμένο, κι ας μην τους είχε πει ποτέ από πού ακριβώς κρατούσε η σκούφια του, τον συμπαθούσε και δεν πίστευε τα κουτσομπολιά που έδιναν κι έπαιρναν στη γειτονιά τους. Αλλοι ισχυρίζονταν πως ήταν ο χαμένος αδελφός της Ιλαρίας και δεν το φανέρωναν επειδή εκεί στην πατρίδα είχε κάνει κάποιο κακό και ίσως τον καταζητούσαν κιόλας. Αλλοι, και αυτοί ήταν οι περισσότεροι, διέδιδαν -αλλά ορκίζοντας ο ένας τον άλλο να μην το πουν πουθενάότι η Ιλαρία ήταν ερωμένη του Δημητρού, ότι κάποιος τους είχε δει μια φορά στην παραλία, ότι μια άλλη τους είχε δει πάνω στα κάστρα, και διάφορα τέτοια. Ο Θανασός δεν τα πίστευε αυτά, εκτιμούσε πολύ την κοπέλα -δούλευε όλη μέρα σαν δύο άντρες, και παραπάνω-, συμπαθούσε και τον Δημητρό και πίστευε πως αυτά ήταν λόγια του κόσμου, με κάποιον έπρεπε να ασχοληθούν και οι κυράδες στη βρύση όταν περίμεναν να γεμίσουν τη στάμνα τους. Τώρα όμως, βλέποντάς τον να χλομιάζει στην είδηση που μόλις του μετέφερε, του μπήκαν ψύλλοι στα αφτιά. - Ο Δαμιανός... σήμερα το μεσημέρι... και ξέρεις πόσο παράξενος είναι ο κουμπάρος σου, έτσι;... σήμερα το μεσημέρι, χωρίς λόγο και αιτία, με φώναξε. «Έλα, κερνάω, Θανάση», μου πε, μόνο αυτός με λέει έτσι, ώρες ώρες δεν πιστεύω πως είναι από την Καππαδοκία, αλλά τέλος πάντων... «Θανάση, κερνάω κρασί. Η γυναίκα μου είναι έγκυος, το καλοκαίρι θα χουμε μωρό. Πρώτος το μαθαίνεις». Ζήτησε τρίτη ρακή ο Οκάν, και ο άλλος συνέχισε: - Του ευχήθηκα «Αντε, με το καλό» και του πρότεινα να βαφτίσω εγ6) το παιδί, αφού το μάθαινα πρώτος. «Δε γίνεται», μου πε, «θα παρεξηγηθεί ο Δημητρός...» Καληνύχτισε βιαστικά ο Οκάν, ούτε τα προσχήματα δεν μπόρεσε να κροτήσει, και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. - Φοβάται η Νενέ όταν αργάω..., είπε μόνο και βγήκε στο σκοτάδι και στην ομίχλη, που κουβαλούσε τόνους δάκρυα, όπως και τα μάτια του. Η Νενέ τον περίμενε στην πόρτα, έξω στο δρόμο. Τον είδε να έρχεται σχεδόν τρέχοντας, διάβασε πάνω
από το κεφάλι του τα αστροπελέκια, στην καρδιά του τη λάβα, είδε τα πόδια του να πατάνε σε έλος μαύρο, πηχτό και γεμάτο φίδια. - Ανε6! βόγκηξε. - Έλα μέσα, γιε μου..., τον αγκάλιασε απ’ τους ώμους, όσο έφτανε, με τα ροζιασμένα της χέρια και σφάλισε την πόρτα της αυλής πίσω τους. Έκανε δυο βήματα αυτός και σταμάτησε, δεν πήγαιναν τα πόδια του, ούτε το μυαλό δούλευε να τους δώσει την εντολή. -Λίγο ακόμα, γιαβρούμ7, τον προέτρεψε η ηλικιωμένη, λίγο ακόμα... 'Εσυρε τα πόδια του, όχι, αδύνατον, εκεί, στα σκαλάκια της βεράντας, κατέρρευσε, πώς να της έλεγε τον πόνο του χωρίς να εκθέσει την αγαπημένη του; - Θα περάσει..., τον παρηγόρησε η Νενέ, όλα θα περάσουν... Ετσι έπρεπε να γίνει, τσελεμπή μ’8 , έτσι έπρεπε να γίνει. Εσύ θα χεις άλλα καλά, θα ζήσεις όμορφα, θα χεις και αγάπη, πολλή αγάπη... Την κοίταξε απορημένος, το πρόσωπό του αλλοιωμένο από τον πόνο, τα μάτια του ξέχειλα από τα δάκρυα, τα μάγουλα ρουφηγμένα από την προσπάθεια να μην κλάψει. Ήξερε; Κι αν ήξερε, πόσα κατείχε; - Όλα! απάντησε στην ερώτηση που δεν της έκανε. Όλα, και αυτά που εσύ δεν ξέρεις. Κατάπιε τον κόμπο που στεκόταν στο λαιμό του, τον κατάπιε με δυσκολία, αλλά μπόρεσε να αναπνεύσει. - Ποιανού είναι το παιδί; ρώτησε με αγωνία. Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό, προς τα κει όπου θα ταν ο ουρανός, αφού η ομίχλη ήταν πυκνή και δεν έβλεπες ούτε ως τις γλάστρες με τα αλεξανδρινά στην άκρη της βεράντας, σήκωσε τα μάτια της και έδειξε με το δάχτυλο ψηλά. - Όλα τα παιδιά είναι του Θεού, τσελεμπή μ’... Τα χιόνια δεν έλεγαν να λιώσουν ακόμα, είχε αργήσει να ρθει ο χειμώνας -μετά την Πρωτοχρονιά έπιασε το πρώτο κρύο, δάκρυσε και λίγες νιφάδες ο ουρανός-, και τώρα, αρχές Απρίλη, ακόμα οι κρύσταλλοι κρέμονταν από τις στέγες, μακρύς και κρύος ο χειμώνας, δεν ήθελε να φύγει, χιόνισε πάλι και πάλι, δύσβατοι οι δρόμοι για την Άνω Πόλη με τους πάγους, ακόμη πιο δύσβατοι οι δρόμοι για την ευτυχία. Τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε έξω, τη χιονισμένη αυλή. Ήταν Κυριακή απομεσήμερο, λίγο το φως πια, βαριά τα σύννεφα κρέμονταν πάνω από τα κάστρα, από ώρα σε ώρα μάλλον θα έπεφτε πάλι χιόνι. - Θέλεις καφέ; τον ρώτησε η Νενέ τρίβοντας το πονεμένο της γόνατο. Είχε μεγαλώσει πια, αλλά δεν την πείραζαν τα χρόνια, τα λόγια την πείραζαν και τα έργα, και να βλέπει έτσι το «γιο της», βουβό και με σφιγμένα τα σαγόνια, τρεις μήνες τώρα... - Δε θέλω, μάνα, είπε εκείνος, και πάλι ακούστηκε η φωνή του σαν βογκητό.
- Πονάς, τσελεμπή μ’; μαχαιριά στην ψυχή της η φωνή του, και προσπάθησε να δει το πρόσωπό του. Μάταια, ήταν στραμμένο προς το παράθυρο. Είδε την πλάτη του, είδε και το χέρι του έτσι όπως κρατούσε την κουρτίνα, ωραίο χέρι, αριστοκρατικό, φτιαγμένο να χαϊδεύει βελούδα, να κρατάει μαλαματικά. Δόξα τω Θεώ, είχε πάει καλά στη δουλειά του, δόξα τω Θεώ, είχαν ξεχάσει τα χαμαλίκια, ούτε καν εργάτης δεν ήταν πια. Είχε πόστο, μπορεί να πήγαινε και πιο ψηλά αν... αν είχε λίγο περισσότερο μυαλό και... λίγο λιγότερη καρδιά, αν... Τον είδε να σφίγγει το ύφασμα κουκουλάρι ήταν, το είχε κεντήσει με άσπρη και ασημένια κλωστή, για τραπεζομάντιλο το προόριζε, μετά ήρθαν αυτά που ήρθαν, πάει το σπίτι, πάει και η τραπεζαρία, εδώ άνθρωποι πήγαν, μικρά παιδιά, τέλος πάντων, μετά, εδώ στην καινούρια πατρίδα; αποφάσισε και το κρέμασε στο παράθυρο, είχαν να λένε οι γειτόνισσες με τι παράξενα πράγματα έντυνε το σπίτι της η Σμυρνιά. Ήξερε αυτή τι περνούσε το παλικάρι. Το καταλάβαινε, δε χρειαζόταν να της πει τίποτα. Όπως και δεν της είχε μιλήσει ποτέ πάνω σ’ αυτό το θέμα... Και πώς θα μπορούσε, και τι να της έλεγε δηλαδή; Ότι η λεγάμενη τον είχε βεβαιώσει πως το παιδί ήταν του άντρα της; Ότι εδώ και καιρό, προτού ακόμα αυτός καταλάβει οτιδήποτε για την εγκυμοσύνη της, τον απέφευγε, ότι είχε αποφασίσει να ξεκόψει; Μήπως δεν τα καταλάβαινε η Νενέ; Μήπως δεν τα είχε «δει» όλα προτού ακόμα συμβούν; - Πρέπει να πάρω μια απόφαση, της είπε ξαφνικά, εκεί που η Νενέ δεν περίμενε πως θα μιλούσε. - Απόφαση; Τι είδους απόφαση, αγόρι μου; - Μια απόφαση που θα αλλάξει τις ζωές πολλών ανθρώπων τη δική μου, της... της Λάρας, του... άντρα της... μπορεί και τη δική σου, Νενέ... ποιος ξέρει..., και έκανε πως γελούσε. - Να την πάρεις, αγόρι μου, να την πάρεις! τον προέτρεψε. Οι αλλαγές είναι καλές, να το ξέρεις. Όσο τα πράγματα μένουν ίδια, μουχλιάζουν, αρρωσταίνουν. Αυτά να φοβάσαι, τα στεκούμενα... Να την πάρεις! Τώρα ο Οκάν γέλασε κανονικά. - Καλά, πώς είσαι σίγουρη ότι θα είναι για καλό; ρώτησε και στράφηκε προς το μέρος της. Είδε εκείνη τη λεβεντιά του, είδε τα μάτια του, σκούρα και σκιασμένα από τις βλεφαρίδες αλλά και από τα ντέρτια. «Το ξέρω» ήθελε να του πει, «το ξέρω γιατί το είδα στο κουπάκι του καφέ σου...», αλλά δεν τόλμησε να πει την αλήθεια. - Μαράζωσες τόσους μήνες τώρα, γιόκα μου. Ό,τι αλλάξει μόνο για καλό μας θα ναι. Άναψε τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό έξω από το παράθυρο, που το μισάνοιξε με το άλλο του χέρι. Όρμηξε το κρύο στη σάλα, κρύο νοτισμένο από την αλμύρα της θάλασσας, που θα ταν κάπου στο βάθος ποιος μπορούσε να δει τη θάλασσα με τέτοιο καιρό; - Θα παντρευτώ, Νενέ... Ο χερ Γκερτ, αφού ξεπέρασε το σκόπελο των αντιρρήσεων της Αμαλίας, της γυναίκας του, όταν
υποχώρησε έντρομη, γιατί ούτε το ποντικοφάρμακο της άρεσε ιδιαίτερα αλλά ούτε να βρεθεί χωρισμένη -τώρα στα γεράματα!θα άντεχε, έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του. Ο Δημητρός -το «Οκάν» ούτε που είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό του , και είναι άγνωστο ποιες θ,α ήταν οι προθέσεις του αν ήξερε την αλήθεια...θα γινόταν γαμπρός του, τελεία και παύλα. Η κόρη του, κάποια στιγμή που τη ρώτησε απέξω απέξω, απάντησε «Καλός είναι, μπαμπά, θα γίνει καλός σύζυγος». Του αρκούσε αυτό του χερ Γκερτ, η κόρη του τον συμπαθούσε τον Δημητρό, η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Έτσι, έφερε τη Μαρία στο εργοστάσιο, «Προσωρινά μόνο» της τόνισε, και την εγκατέστησε στο ίδιο γραφείο με τον Δημητρό «Προσωρινά μόνο» τόνισε και σ’ αυτόν. Της ανέθεσε να αντιγράψει κάτι δικά του σημειώματα, «Είναι μυστικά» της είπε με συνωμοτικό ύφος, «Δεν πρέπει κανείς να τα δει, ούτε καν αυτός που είναι δίπλα σου», και έδειξε προς τη μεριά του Δημητρού. Η Μαρία άρχισε να αντιγράφει με προσοχή αυτά που της εμπιστεύτηκε ο πατέρας της και να ανταλλάσσει στην αρχή λίγες τυπικές κουβέντες με το «συνάδελφό» της, κουβέντες που σταδιακά, μέσα σε λίγες εβδομάδες, άρχισαν να γίνονται περισσότερες. Η Μαρία έβλεπε με θαυμασμό τον τρόπο με τον οποίο δούλευε ο Δημητρός, έμενε κατάπληκτη από τις γνώσεις τού γύρω από τα καπνά, στο σπίτι τους ούτε εκείνη ούτε, πολύ περισσότερο, η μητέρα της είχαν ρωτήσει ποτέ το χερ Γκερτ κάτι σχετικό με τη δουλειά του, ρωτούσε λοιπόν συνέχεια και τα πάντα, κι έτσι οι δυο νέοι γνωρίστηκαν λίγο καλύτερα και απέκτησαν κάποια οικειότητα μεταξύ τους, όση επιτρεπόταν εκείνη την εποχή ανάμεσα σε δυο άτομα διαφορετικού φύλου και, κυρίως, διαφορετικής κοινωνικής τάξης. Τότε άρχισαν να μιλάνε και για λίγο πιο προσωπικά θέματα. Η Μαρία, ανοιχτό βιβλίο και πρόσχαρο κορίτσι, διηγιόταν διάφορα περιστατικά από τα παιδικά της χρόνια, περιστατικά που τους προκαλούσαν γέλια αλλά και αμοιβαία συμπάθεια. Και ο Οκάν, παρασυρμένος από τον αυθορμητισμό και τη χαρά της ζωής που είχε μέσα της η κοπέλα, αισθάνθηκε την ανάγκη να ξανοιχτεί κι αυτός κάπως, να πει δυο τρία λόγια για τα μικράτα του, για τους γονείς και τον τόπο του. Έκανε όμως πίσω απρόθυμα, «Ποπό, τι στρείδι είσαι εσύ, καλέ!» του έλεγε κάθε τόσο η Μαρία, αλλά ο Οκάν δεν ήθελε να την κοροϊδεύει, όπως -ήταν αναγκασμένοςόλο τον κόσμο, γιατί του ήταν πολύ συμπαθής και του φαινόταν απίστευτα αθώα. Μόνο για την Πόλη τής είπε κάποια πράγματα, για τους λόφους και τις θάλασσες, και άκουγε με θαυμασμό εκείνη ούτε που την ένοιαζαν τα υπόλοιπα, πώς, πότε και γιατί είχε φύγει εκείνος, ένας πρόσφυγας έχει προσφυγέψει, τελεία και παύλα. Πιο πολύ ήθελε να μάθει πώς ζούσε το>ρα, ποιοι ήταν οι δικοί του άνθρωποι και πώς περνούσε τις Κυριακές του. Είχε προλάβει να τον ερωτευτεί -ή έτσι πίστευεσχεδόν από την αρχή, τώρα της άρεσε όλο και περισσότερο, στερημένη καθώς ήταν από παρέες και φιλενάδες, και βρήκε σ’ αυτόν έναν καλό φίλο, μακάρι να γινόταν και άντρας της. Γι’ αυτό, πάλευε να ξεχωρίσει αν εκείνος αγαπούσε καμιά άλλη, αν ο νους του ήταν κάπου αλλού, φειδωλός για το παρόν ο Δημητρός, όπως και για το παρελθόν του, χείμαρρος εκείνη, όλα του τα είπε σιγά σιγά, τα όνειρά της και τα θέλω της, ακόμη και για τους καβγάδες των γονιών της του μίλησε, σωστός χείμαρρος το κορίτσι, που, κάτω από το βάρος του χωρισμού του από τη Λάρα, δεν άργησε να τον παρασύρει. Τη συμπάθησε και ο Οκάν, όμορφη και συνεσταλμένη ήταν -τουλάχιστον μέχρι να γνωριστούν καλύτερα και να εξοικειωθούν κάπως, αυτή πιο εύκολα από τον ίδιο-, είχε χαμηλούς τόνους, που τους
ανέβαζε μόνο όταν του διηγιόταν κανένα αστείο περιστατικό, και τότε γέλαγε με την ψυχή της, δεν ήταν καθόλου ξιπασμένη, όπως θα μπορούσε κάλλιστα λόγω της οικονομικής της κατάστασης αλλά και της κοινωνικής τους διαφοράς. Γενικά, φαινόταν μια απλή, καθημερινή κοπέλα, που, αν δεν ήταν κόρη του αφεντικού του, θα μπορούσε να είναι μια γειτονοπούλα του στην Πόλη ή στη Θεσσαλονίκη. Και θα μπορούσε να την ερωτευτεί αν... αν δεν υπήρχε εκείνη, η κοπέλα που είχε σαρώσει την καρδιά του, μια με την ύπαρξή της, δυο με τον έρωτά της, τρεις με την απομάκρυνσή της. Γύρω στις Απόκριες, έκανε αιφνίδια επίσκεψη σιο γραφείο η Αμαλία, η μητέρα της Μαρίας. Με την περιέργεια να της ροκανίζει τα σωθικό, αφού η κόρη της δεν έπαυε να της παινεύει το «συνάδελφο Δημητρό» και να της λέει πόσο καλά περνούσε στο γραφείο, και με τον άντρα της να τη διαβεβαιώνει ότι «Είναι νωρίς ακόμα, δε χρειάζεται να τον γνωρίσεις εσύ» -γιατί φοβόταν ότι μπορούσε με τη συμπεριφορά της να του χαλάσει τη δουλειά-, η Αμαλία αποφάσισε να κάνει μια επίσκεψη στο εργοστάσιο. Βέβαια, το να πάει εκεί σήμαινε ότι έπρεπε να ξεχάσει όλους τους όρκους που είχε δώσει εδώ και είκοσι χρόνια, να μην πατήσει δηλαδή το πόδι της στο εργοστάσιο ποτέ ξανά, όταν εμπέδωσε ότι, εκτός από τόπος εργασίας του συζύγου της, ήταν και ο τόπος των σεξουαλικών του ατασθαλιών. Όμως τούτη τη φορά η περιέργειά της γι’ αυτό που της ετοίμαζε πάλι ο ακατονόμαστος ήταν πολύ μεγαλύτερη από το θυμό και τον εγωισμό της. Η Αμαλία ήξερε τα πάντα για τον νέο. Κι όταν λέμε «τα πάντα», εννοούμε όλα όσα ήξερε και η κόρη της, όλα όσα ο Δημητρός την είχε αφήσει να μάθει. Η εικόνα που είχε σχηματίσει για τον υποψήφιο γαμπρό ήταν ότι επρόκειτο για πολύ καλό και όμορφο νέο. Αυτό της τόνιζε συνέχεια η Μαρία, αλλά εκείνη, η έμπειρη μάνα, δεν της είχε και μεγάλη εμπιστοσύνη, γιατί γνώριζε ότι το παιδί της ήταν άβγαλτο και ότι όποιον της πάσαραν για σύζυγο, με την προϋπόθεση να είναι λίγο ευπαρουσίαστος, αυτόν θα ερωτευόταν. Από την άλλη μεριά, είχε να λάβει υπόψη της και τα καλά λόγια του Γκερτ, αλλά αυτά δε μετρούσαν κατά την άποψή της. Η Αμαλία ήταν πεισμένη ότι ο ξετσίπωτος, καθώς ενδιαφερόταν μόνο για τη δουλειά, τον παίνευε και τον καμάρωνε γιατί ήταν ένας άξιος «εργάτης», ότι αυτό έφτανε και περίσσευε. Πήγε λοιπόν για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τι εστί Δημητρός και πολύ είχε κρατηθεί, για μια γυναίκα του είδους της, εδώ που τα λέμε. Για κακή της τύχη, εκείνη τη μέρα ο Δημητρός είχε βγει για λίγο έξω. Την υποδέχτηκε η μικρή με τρομαγμένα χαμόγελα -δεν ήταν σίγουρη αν ερχόταν για καλό η μαμά της εκείκαι προθυμοποιήθηκε να φωνάξει τον πατέρα της. - Άφησέ τον! την πρόσταξε, αυτή που συνήθως ήταν γλυκομίλητη με την κόρη της, αλλά τώρα, λόγω άγχους, άλλαζαν τα πράγματα. Πού είναι... αυτός; και έδειξε με το κεφάλι προς το άδειο γραφείο, εκείνο που υπέθεσε πως ήταν του λεγάμενου. - Ο... ο Δημητρός πήγε για λίγο... είχε μια δουλειά... μάλλον θα αργήσει... Ανατρίχιασε η Αμαλία. «Δημητρός»... Μόνο οι πρόσφυγες είχαν τέτοια ονόματα. Ήρθαν από κει που ρθαν, από την Τουρκιά δηλαδή... πφφφ... άκου «Δημητρός»... - Γιατί τον αποκαλείς έτσι, παιδάκι μου; την επέπληξε. «Δημήτρης» είναι το όνομά του. Για να μη σου πω και «Δημήτριος»! 'Εβαλε τα γέλια η Μαρία και αμέσως σταμάτησε. Δεν ήθελε να προσβάλει τη μητέρα της, αλλά ο μόνος
Δημήτριος τον οποίο γνώριζε ήταν ο Άγιος Δημήτριος, ο πολιούχος, βοήθειά της, και πήγε να σταυροκοπηθεί, όπως είχε διδαχτεί από μικρή. Ήπιε έναν καφέ με το ζόρι η Αμαλία, ζεματίστηκε από τη βιασύνη της. - Όχι, δε θέλω να δω τον πατέρα σου, απάντησε για πολλοστή φορά στην κόρη της όταν της πρότεινε να πάνε παραδίπλα, στο δικό του γραφείο δηλαδή. Μετά φόρεσε το παλτό, κούμπωσε το γουνάκι γύρω από το λαιμό της, έσιαξε κάπως το καπέλο της, φόρεσε τα βελούδινα γάντια και άνοιξε την πόρτα. - Μην αργήσεις..., απείλησε τη Μαρία χωρίς λόγο, αφού η κόρη ιης δεν είχε πάει ποτέ και πουθενά χωρίς να το γνωρίζουν οι γονείς της. Βγήκε βιαστική από το κτίριο και νευρίασε δυο φορές παραπάνω, σχεδόν κανείς δεν τη γνώριζε εκεί, ούτε ο θυρωρός δεν προθυμοποιήθηκε να της ανοίξει την πόρτα. Σφάλμα! Σφάλμα της που δεν είχε έρθει ποτέ! Ιδού! Ούτε ο θυρωρός δεν την αναγνώρισε! Τι αίσχος! Κι όπως ήταν φουρκισμένη, πέρασε απέναντι και έστριψε δεξιά, προς τη θάλασσα, ούτε και ήξερε πού πήγαινε, άκου εκεί να παντρολογάει την κόρη της, το σπλάχνο της, και να μην έχει δικαίωμα να πει τη γνώμη της! Και όχι μόνο δεν μπορούσε να πει τη γνώμη της, αφού ο παλιο-Αυσφιακός την είχε απειλήσει με χωρισμό τώρα στα γεράματα -τα δικά του βέβαια, όχι τα δικά της, αυτό να λέγεται...-, αλλά ούτε καν της επιτρεπόταν να δει τον υποψήφιο γαμπρό. Πού ακούστηκε αυτό; Ποια; Αυτή, μια κόρη Τσιφτσή, με σόι που έφτανε μέχρι την Υψηλή Πύλη... Ξεφύσηξε από αγανάκτηση και όρθωσε κάπως το ανάστημά της, για να ανταποκριθεί κι εκείνο στην καταγωγή της, αλλά κυρίως στην Πύλη, που προ ολίγου είχε επικαλεστεί... Η αγκαλιά μέσα στην οποία βρέθηκε καθώς έστριβε βιαστική, με το νου της σε καταγωγές, αποτυχημένους γάμους και εγκαταλειμμένεςσυζύγους, ήταν μια φαρδιά, ζεστή αγκαλιά, σκεπασμένη από ένα τουίντ παλτό. Τα μάτια της καρφώθηκαν στο μήλο του Αδάμ -ως εκεί έφτανε το μπόι της, ως το λαιμό που ήταν συνέχεια της τουίντ αγκαλιάς-, ενός μήλου που διένυε ταραγμένο όλο σχεδόν το μήκος του άσπρου λαιμού άσπρου και απαλού λαιμού. Τρελάθηκε η Αμαλία. Το μήλο που ανεβοκατέβαινε της φάνταξε σαν ένα πόδι -γόνατο, κατά προτίμησηπου κινιόταν κάτω από ένα μεταξωτό σεντόνι -ύστερα από ερωτική πράξη ασφαλώςή, ακόμη χειρότερα, σαν ένα ερεθισμένο αντρικό όργανο που έψαχνε διέξοδο για να εμφανιστεί και να διεκδικήσει το κορμί που ποθούσε, το οποίο δεν μπορούσε να είναι άλλο από το δικό της... - Συγνώμη..., ακούστηκε ζεστή και τρυφερή -έτσι της φάνηκεη φωνή του κατόχου του λαιμού και του μήλου και του τουίντ παλτού επίσης, αλλά γι’ αυτό δε θα έπαιρνε και όρκο κανείς, ούτε η Αμαλία, καθώς μπορεί και να το είχε δανειστεί από κάποιον. Με συγχωρείτε, κυρία..., επανέλαβε, και εκείνης της ήρθε να δαγκώσει το άτακτο μήλο, να το δαγκώσει και να το γευτεί άμεσα. Υστερα, δυο χέρια μεγάλα και δυνατά την απομάκρυναν κάπως από την αγκαλιά, αφού αυτή είχε παραλύσει και δεν είχε κουνήσει ρούπι, μήλο και φωνή την είχαν καθηλώσει στη μέση του πεζοδρομίου, γεμάτη παραισθήσεις, ενώ το σώμα της είχέ αρχίσει να βυθίζεται σε μια παράξενη κατάσταση, στην
οποία είχε καιρό να βρεθεί. - Πάθατε τίποτα; ρώτησε ο Οκάν τη γυναίκα που έτρεμε αδύναμη πάνω του και προς στιγμήν τού φάνηκε πως ήταν τυφλή, αφού είχε τα μάτια της καρφωμένα σε ένα σημείο, να, περίπου στο ύψος του λαιμού του, και δεν τον κοίταγε στο πρόσωπο. Είστε καλά; θέλετε να σας πάω κάπου; Ανασυντάχθηκε, δεν ήταν πράγματα αυτά, ήταν μια μεγάλη γυναίκα, ήταν η κυρία Ζότερ, του εργοστασιάρχη, δεν μπορούσε να φέρεται έτσι, σαν αλλοπαρμένο κοριτσόπουλο, τι θα σκεφτόταν ο άνθρωπος;... Αχ, τι φωνή... τι φωνή... Ετοιμάστηκε να πει «Τίποτα, ευχαριστώ», να φύγει και να τον προσπεράσει, αλλά έκανε το λάθος και σήκωσε τα μάτια της στο πρόσωπό του, είδε τα μάγουλά του λίγο ρουφηγμένα κάτω από τα περήφανα ζυγωματικά, τα καλογραμμένα του χείλη, τα μακριά ματοτσίνορα να γεμίζουν με σκιές το βλέμμα του, είδε το καθαρό του μέτωπο, τα απαλά μαλλιά. Ο Οκάν ήταν ένας συμπαθητικός άντρας, ψηλός και ευθυτενής, με αρμονικά χαρακτηριστικά, δεν ήταν όμως εξαιρετικά όμορφος, ούτε ανήκε (πους άντρες που οι γυναίκες τρελαίνονται γι’ αυτούς, όχι τουλάχιστον προτού τους γνωρίσουν και γοητευτούν από τα άλλα τους χαρίσματα: την ευγένεια της ψυχής, τους καλούς τρόπους, τη δοτικότητα και το ρομαντισμό τους. Παρ’ όλα αυτά, η Αμαλία, λίγο προτού πατήσει το κατώφλι των εξήντα χρόνων της, με το που άγγιξε τη φαρδιά αγκαλιά του Οκάν, με το που άκουσε την τρυφερή του -έτσι της φάνηκε, το είπαμε αυτόφωνή και με το που κοίταξε τα μάτια του, ένιωσε να ξαναγίνεται κοπελίτσα, λες και είχε μπει στόν καταρράκτη της ζωής και είχε λούσει τα μαλλιά της με το νερό της νιότης. Πήρε με προσπάθεια το βλέμμα της από τα μάτια του -αχ, εκείνα τα μάτια, τα γεμάτα σπαραγμό και θλίψη!και πίστεψε ότι είχε υποχρέωση να θεραπεύσει τον καημό του, γιατί είναι γνωστό ότι οι γυναίκες όλες, αλλά κυρίως οι πιο ώριμεςγοητεύονται από τον πόνο και τη θλίψη, ίσως για να ξεχνάνε τη δική τους, και βάζουν σκοπό της ζωής τους να λυτρώσουν τον πονεμένο από τα βάσανά του. - Είστε καλά; ξαναρώτησε ο Οκάν, που την έβλεπε να τον κοιτάει σαν χαμένη. Θέλετε να σας πάω κάπου; - Απέναντι... στο εργοστάσιο... παρακαλώ..., ψέλλισε η Αμαλία, ενώ το μυαλό της στροφάριζε σε ρυθμούς στους οποίους δεν είχε δουλέψει ποτέ μέχρι τώρα. Μια εμφάνισή της στο εργοστάσιο, στο πλευρό αυτού του γοητευτικού νέου, θα είχε πολλαπλά οφέλη. Πρώτα απ’ όλα, το μεγαλύτερο όφελος θα ήταν δικό της, γιατί θα βρισκόταν δίπλα του για λίγη ώρα ακόμη. Δεύτερον, σε πιθανή συνάντηση με τον άντρα της, υπήρχε η περίπτωση να δει στο βλέμμα του, εκτός από την απορία, και τη ζήλια, συναίσθημα που, μα το Θεό, δεν κατάλαβε ποτέ να τον βασανίζει όχι γι’ αυτήν τουλάχιστον. Τρίτον, θα μπορούσε... θα μπορούσε, λέει... χωρίς να είναι και σίγουρη... όχι, όχι, καθόλου μάλιστα... αλλά παρ’ όλα αυτά θα μπορούσε να δει και στα μάτια αυτού του γοητευτικού νέου το θαυμασμό. Ή θα μπορούσε να τον δει να γοητεύεται... Μια κυρία εργοστασιάρχη δε σου τυχαίνει και κάθε μέρα στο δρόμο σου. Ούτε και μέσα στην αγκαλιά σου. Και η Αμαλία πίστευε -όχι αδικαιολόγηταότι ακόμα περνούσε η μπογιά της. .Αποφάσισε, λοιπόν, να τον οδηγήσει -ή να την οδηγήσει, ανάλογα από ποια σκοπιά θα το έβλεπε κανείςως το εργοστάσιο απέναντι, προφασιζόμενη μια αδιαθεσία, μια ζάλη ίσως... μάλλον... ναι, ναι, καλύτερα μια λιποθυμία, είναι πιο σικ... και εκεί... εκεί στο εργοστάσιο... Αλήθεια, τι 8α μπορούσε να γίνει εκεί στο έργοστάσιο που θα της ικανοποιούσε αυτό το... το ξαφνικό που αισθάνθηκε μαζί του,
αποκτώντας την αυτοκυριαρχία της, και τη λογική της κυρίως; - Αφήστε, αφήστε καλύτερα..., του είπε μετανιωμένη, ήταν μια λογική γυναίκα, μόνο προς στιγμήν ονειρεύτηκε έναν αιφνίδιο, έναν αναπάντεχο έρωτα, μόνο προς στιγμήν, μετά συνήλθε και η λογική της πρυτάνευσε. Τι μπορούσε να περιμένει σαν συνέχεια σ’ αυτή την ιστορία; Τι ηλίθια, Χριστέ μου, τι ηλίθια! Άκου να ψαρεύει νέους άντρες απ’ το δρόμο... Πόσο ευτελές, στ’ αλήθεια, για μια κόρη Τσιφτσή και κυρία Ζότερ! Αχ, ας όψεται εκείνος ο κακούργος ο άντρας της, ας όψεται με τις απιστίες του... που την κατάντησε κι εκείνη επιρρεπή στα αντρικά βλέμματα, και περισσότερο στα ξένα αντρικά βλέμματα ενίοτε και χέρια... Αλλά απ’ το δρόμο; Ποιος να άκουγε την κατάντια της και να μην του ερχόταν κόλπος... Ο Οκάν όμως, απ’ τη μια αληθινά ανήσυχος για την παράξενη συμπεριφορά της κυρίας και απ’ την άλλη ακούγοντας «Απέναντι... στο εργοστάσιο...», άρα στον προορισμό του, επέμεινε να τη συνοδεύσει ως εκεί: - Δε σας αφήνω, δε σας αφήνω ό,τι κι αν λέτε. Και τη συνόδευσε, κρατώντας την απαλά από τον αγκώνα -έναν αγκώνα που έτρεμε σαν φτερούγα πουλιού-, και την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα που υπήρχε έξω από το θυρωρείο. Τότε σ θυρωρός -μεγάλος στην ηλικία και χρόνια πολλά στην υπηρεσία του χερ Γκερτ-, σε μια κρίση διαύγειας πνεύματος, την αναγνώρισε ξαφνικά -λες και δεν ήταν εκείνη που είχε περάσει πάλι από μπροστά του, πριν από τρία λεπτά, και ούτε με περιέργεια δεν την είχε κοιτάξεικαι άρχισε να κάνει τεμενάδες και χαρές, προσφωνώντας τη συνέχεια «Μαντάμ Ζότερ, κυρία! Μαντάμ Ζότερ, κυρία!» και συμπληρώνοντας ότι δεν είχε αλλάξει καθόλου, αν και είχε τόσα χρόνια να τη δει δηλαδή τρία λεπτά ακριβώς. Η υποδοχή και η συμπεριφορά του θυρωρού κανονικά θα έπρεπε να είχαν ικανοποιήσει την Αμαλία, βάσει του αρχικού της σχεδίου, και να την έχουν κάνει να χαρεί, αλλά αυτό δεν έγινε, γιατί ήταν τώρα η δική της σειρά να δει τον άντρα -απολύτως άγνωστο ακόμανα τα χάνει κι αυτός: Η γυναίκα του χερ Γκερτ; Η μητέρα της Μαρίας; - Τι έπαθε η κυρία Ζότερ, Δημητρό; ρώτησε αυστηρά ο θυρωρός, σαν να έφταιγε εκείνος για την κατάστασή της. Το όνομα «Δημητρός» κουδούνισε ενοχλητικά στο μυαλό της Αμαλίας. Κι αυτός πρόσφυγας..., σκέφτηκε, αλλά όχι υποτιμητικά τώρα, μάλλον με συμπάθεια δηλαδή «Κι αυτός πρόσφυγας, ο καλός μου...» ή κάπως έτσι. - Να φωνάξουμε τη Μαρία; ρώτησε ο Οκάν, που ξεπέρασε την πρώτη έκπληξη παρατηρώντας την κυρία Ζότερ να είναι και πάλι βυθισμένη σε πέλαγος σκέψεων, όπως και προηγουμένως στο δρόμο. Κουδούνισε και το «Μαρία» στο κεφάλι της Αμαλίας. Σύμπτωση ασφαλώς, σκέφτηκε. Πού να ξέρει ο συμπαθής αυτός πρόσφυγας πως έχω κόρη, πως είναι στο ίδιο ακριβώς εργοστάσιο και πως τη λένε και Μαρία...
Από τις σκέψεις της την έβγαλε ο «Δημητρός», ο «συμπαθής πρόσφυγας», που στάθηκε μπροστά της και έκανε μια μικρή υπόκλιση. - Κυρία Ζότερ, επιτρέψτε μου να συστηθώ. Δημητρός Μίκρογλοι\ υπάλληλος του συζύγου σας, όπως επίσης συνάδελφος και... χε, χε... συγκάτοικος... στο γραφείο της κόρης σας, εννοώ... Έκλεισε το παράθυρο ο Οκάν και γύρισε να κοιτάξει τη Νενέ, που τον περίμενε υπομονετικά. Το μέτωπό του ήταν γεμάτο ρυτίδες, έτσι όπως κρατούσε τα φρύδια του σμιχτά, σημάδι σκέψης και προβληματισμού. - Την κόρη του αφεντικού σου, γιε μου; Γέλασε πικρά. - Εμ ποια, τη Λάρα; ειρωνεύτηκε, περισσότερο τον εαυτό του παρά την ηλικιωμένη. «Κι όμως, εκείνη θα πρεπε...» ήθελε να του πει η Νενέ, αλλά σταμάτησε. - Να την πάρεις, τσελεμπή μ, να την πάρεις... αν την αγαπάς, βέβαια..., του είπε και προσπάθησε πάλι να δει μέσα στο μυαλό του. - Ξέρεις ποια αγαπώ, Νενέ... - Τότε να πάρεις κείνη π’ αγαπάς! τον μάλωσε. Κι αν δεν μπορείς... που δεν μπορείς... να κάτσεις στ αβγά σου. Τι σε φταίγει το φτωχό κορίτσι; Γέλασε πάλι ο Οκάν. - Όχι και φτωχό... Αυτή μπορεί να αγοράσει όλη... όλη τη γειτονιά μας. Όχι και φτωχό... Σηκώθηκε όρθια η Νενέ και στάθηκε μπροστά του. Ήταν ψηλή, για γυναίκα της ηλικίας της, αλλά μετά βίας έφτανε ως το πιγούνι του. - Φτωχό κορίτσι, και πολύ μάλιστα. Αν δεν είναι φτωχή η Μαρία, που την παντρεύεσαι χωρίς να την αγαπάς, ποια είναι φτωχή;
1 «Μικρούλη...», «Καρδιά μου...», «Σ’ αγαπώ...». 2 «Αδελφάκι μου...» 3 Εξαιρετική ποικιλία καπνού, την οποία καλλιεργούσαν στην Ανατολική Μακεδονία.
4 Μπουρλιάζω: περνά) φύλλα καπνού σε κλωστή. 5 ΙΙασταλιάζω: ξεχώριζα) ένα προς ένα τα φύλλα του καπνού και τα τοποθετώ cjdk ντάνες. 6 Μάνα. 7 Μωρό μου. 8 ΓΙρίγκιιιά μου.
- Φτωχός είναι ο διάολος, έτσι έλεγε η γιαγιά μου..., είπε αντί άλλης απάντησης εκείνος. - Γιατί δεν τον αγαπάει κανείς, γι’ αυτό! Βάλε λίγο το νιονιό σου να δουλέψει... Άναψε κι άλλο τσιγάρο ο Οκάν. Πάλι άνοιξε το παράθυρο, πάλι φύσηξε τον καπνό έξω, πάλι χούφτωσε την ωραία κουρτίνα. - Εγώ, Νενέ... και να μου το θυμηθείς αυτό... εγώ, αν την πάρω τη Μαρία τελικά... να ξέρεις ότι θα είμαι πιστός σύζυγος, δεν πρόκειται να κοιτάξω άλλη γυναίκα. Να το θυμηθείς αυτό... - Πού να το θυμηθώ, τσελεμπή μ’, στον τάφο μου; είπε λίγο άγρια η Νενέ. Ό,τι κάνεις θα γίνει για τούτο δω..., και τον χτύπησε στην πλάτη, εννοώντας το σώμα του, και για τούτο δω..., και τον χτύπησε στο μέρος της καρδιάς, άντε και για τούτο το ξεροκέφαλο..., και πήρε το χέρι της από το κούτελό του. - Τι εννοείς, Νεν; - Εννοάω ότι, αν είναι φχαριστημένο το κορμί σου και η ψυχούλα σου, δε θα τρέχει το μυαλουδάκι σου από δω και από κει... Αν όμως ένα από τα δυο... μπρρρ..., ανατρίχιασε και μόνο στη σκέψη, ή και τα δυο είναι άδεια, το μυαλό σου θα σκλαβωθεί, θα υπακούσει. Ξέρεις, τσελεμπή μ’, οι εντολές του κορμιού και της καρδιάς είναι χίλιες φορές δυνατότερες από του μυαλού... Και μην ανοιγοκλείνεις το παράθυρο συνέχεια! Κάπνισε όσο θέλεις, δε με πειράζουν οι καπνοί. Ξέρεις ο μακαρίτης τι φουγάρο ήταν; Λατινάδικο! Γι’ αυτό και έφυγε άρον άρον! Τώρα ο Οκάν γέλασε κανονικά. Δεν καταλάβαινε εκείνο το «φουγάρο λατινάδικο», αλλά η Νενέ είχε έναν καταπληκτικό τρόπο να του κάνει κάθε μέρα το δίδαγμά της, είτε αυτό ήταν για τον έρωτα είτε για τη ζωή είτε για την υγεία του. - Είσαι εσύ μια! της είπε, σβήνοντας το τσιγάρο και χτυπώντας τη (πα ξεφούσκωτα καπούλια της. Κοίτα να σου πω, μάνα, σοβαρεύ-τήκε πάλι. Τη Μαρία τη συμπαθώ... δεν είναι πως δεν... Η οικογένειά της μ’ αγαπάει... και με το παραπάνω... στη δουλειά τα πάω καλά. μπορώ και καλύτερα... Γιατί να μην... αφού και η...; - Ρε συ, από συμπάθεια θα την παντρευτείς; τον ρώτησε θυμωμένη τώρα η Νενέ. Εσύ, ο Οκάν, ο δούλος του έρωτα, θα παντρευτείς από συμπάθεια; Ντράπηκε και έσκυψε το κεφάλι του. Για λίγο όμως, για πολύ λίγο. Ύστερα, κι εκείνος θυμωμένος, είπε: - Θα παντρευτώ για να ξεχάσω την άλλη... εκείνη που με πρόδωσε. Το καταλαβαίνεις αυτό; Θα παντρευτώ για να πάψω να ελπίζω, να περιμένω, να την ονειρεύομαι. Και για να κάνω δικά μου παιδιά και να μη σκέφτομαι τούτο... το αγέννητο... που μπορεί... όχι μπορεί..., και δε συνέχισε. Γνώριζε πολύ καλά ότι η Νενέ ήξερε τη σχέση του με τη Λάρα, αλλά ποτέ δεν την είχαν συζητήσει ανοιχτά, δε θα το έκανε τώρα. Όσο βαθιά και να ήταν η πληγή του, τη Λάρα δε θα την εξέθετε ποτέ. Ούτε καν στη Νενέ. Γύρισε και την κοίταξε, τώρα ήταν κάπως καθησυχασμένη. Το ξέσπασμά του της άρεσε, έπρεπε να τον βγάλει από μέσα του το θυμό, έπρεπε να πάψει να ζει με την πίκρα. Η Νενέ ήταν με το μέρος των γυναικών, όλων των γυναικών, πάντα. Τώρα όμως, μπροστά στον πόνο και στη θλίψη του «παιδιού της», έπαιρνε το μέρος του. Άτιμη καρδιά, πόσο να ωριμάσεις, πόσο να γεράσεις για να γίνεις
αντικειμενική; - Νενέ, μάνα μου, θα τη σεβαστώ τη γυναίκα μου. Αλλά να ξέρεις, θα παντρευτώ για... για... για να σωθώ... Η Αμαλία, στο άκουσμα του ονόματος «Δημητρός Μίκρογλου», λιποθύμησε κανονικά, εκεί, έξω από το θυρωρείο με το γηραιό θυρωρό, που, όταν την είδε να κλείνει τα μάτια, να βγάζει έναν αναστεναγμό, «Αααχ!», και να γέρνει το κεφάλι της στο πλάι, τα ’χάσε και τα ’βάλε πάλι με τον Δημητρό. - Τι της είπες, ρε χαμένο κορμί, και την αποτέλειωσες την αφεντικίνα; τον ρώτησε γιατί ήταν και κουφός. Αληθινά σαστισμένος, ο νεαρός άρχισε να της δίνει μικρά μικρά μπατσάκια στα μάγουλα, κάτω από τις έντονες διαμαρτυρίες του θυρωρού: - Μη χτυπάς, βρε, την αφεντικίνα! Θα χάσεις τη δουλειά σου! Κι όταν είδε ότι αυτά δεν έφερναν αποτέλεσμα, κραύγασε στο αφτί του γέρου: - Φύγε! Τράβα πάνω και φώναξε το αφεντικό ή όποιον άλλο βρεις! Όχι τη Μαρία όμως, μην την τρομάξεις. Όχι τη Μαρία, τ’ ακούς; Και έφυγε εκείνος και άρχισε να ανεβαίνει, με όλη τη δύναμη των -γεμάτων φλεβίτιδα ποδιών του, τα μαρμάρινα σκαλιά αγκομαχώντας βαριά. Εφτασε μισοπεθαμένος στον πάνω όροφο, πήγε καρφί στο γραφείο της Μαρίας και, ανοίγοντας την πόρτα -χωρίς να τη χτυπήσει, ένεκα του επείγοντος της περίστασης-, φώναξε: - Τρέξτε, δεσποινίς Μαρία! Πάει η κυρία μαμά σας! και σωριάστηκε εκεί, στο άνοιγμα της πόρτας, ως άλλος Φειδιππίδης1. Συνήλθε η Αμαλία και πάλι μέσα στην τουίντ αγκαλιά, εκείνη την πλατιά αγκαλιά που τελείωνε σε έναν απαλό, λευκό λαιμό. Ευτυχώς που ξέχασε ή δεν μπόρεσε να δει το μήλο του Αδάμ τούτη τη φορά, γιατί κανείς δε θα μπορούσε να εγγυηθεί για την περαιτερω συμπεριφορά της. Όσο όμως και να μην είδε εκείνο που την είχε αναστατώσει τόσο πολύ λίγη ώρα νωρίτερα, αυτή τη φορά οι αισθήσεις της χτύπησαν συναγερμό από κάτι άλλο, που προερχόταν μέσα από την πλατιά, ζεστή αγκαλιά: τη μυρωδιά του. Μια μυρωδιά που θα της έμενε αξέχαστη σε όλη την υπόλοιπη ζωή της, που θα την επιζητούσε και θα την αναζητούσε με κάθε και σε κάθε ευκαιρία, μυρωδιά που τη συνέθεταν οι προσωπικοί χυμοί του άντρα εκείνου, διαποτισμένοι από κάτι άλλο, από κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει... Αν η Αμαλία έπεφτε πιο τακτικά στην αγκαλιά του άντρα της -με δική της ή δική του πρωτοβουλία, μας είναι αδιάφορο-, θα γνώριζε ότι εκείνη η αψιά, ξεχωριστή μυρωδιά, που τη σαγήνευσε, που την τρέλανε και τελικά την έκανε να παραδοθεί άνευ όρων στη σκέψη του Οκάν, θα γνώριζε λοιπόν η Αμαλία -όπως το γνώριζαν πολύ καλά όλοι οι κάτοικοι της πόληςότι ήταν η μυρωδιά από τα καπνά, η ίδια μυρωδιά που μύριζαν οι πάντες όταν περνούσαν ακόμη και έξω από το εργοστάσιο -ή «καπνομάγαζο», όπως καθιερώθηκε αργότερα να το λένε οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, μέχρι που γκρεμίστηκε, γύρω στα τέλη του αιώνα-, η μυρωδιά με την οποία ήταν διαποτισμένοι όσοι δούλευαν μέσα εκεί φυσικά και ο άντρας της, η κόρη της, ο Δημητρός, μακάρι και ο θυρωρός, που, όσο να πεις, στεκόταν μπροστά στην ανοιχτή εξώπορτα. Αλλά, επειδή «μωραίνει Κύριος ον βούλεται άπωλέσαι»*, η Αμαλία δεν αναγνώρισε τη
μυρωδιά. Και σκλαβώθηκε για πάντα, γοητευμένη. Εκείνη η μέρα ήταν μια μέρα δύσκολη για την κυρία Αμαλία Ζότερ. Δύσκολη επειδή έπρεπε να αντιμετωπίσει την αλήθεια, να την παραδεχτεί, να την αποδεχτεί και να την ομολογήσει. Αλλά ήταν δύσκολη και επειδή την έφερε μπροστά σε ένα δίλημμα το οποίο μπορεί μεν να μη χαρακτηριζόταν ακριβώς ως τέτοιο, όμως είχε όλα τα στοιχεία που συγκροτούν ένα δίλημμα: αμφιβολία, αμφιγνωμία, θέληση και αβουλία, απόφαση. Συνερχόμενη στο γραφείο του άντρα της, όπου την κουβάλησαν τρεις άντρες, πάνω στο μαύρο δερμάτινο καναπέ, που ίσως και να ήταν η μοναδική φορά στην καριέρα του ως καναπέ γραφείου που δεχόταν γυναίκα ντυμένη, και μάλιστα με αυτό τον τρόπο, αφού οι άλλες συνήθως φορούσαν το πολύ πολύ ανάλαφρα μεταξωτά φορέματα ή έστω την μπλε εργατική ποδιά, όπως επίσης η πρώτη φορά που δεχόταν γυναίκα αυτής της ηλικίας, αφού όλες οι άλλες θα μπορούσαν να είναι κόρες της, μερικές από αυτές μάλιστα και εγγονές της, συνερχόμενη λοιπόν από εκείνη τη λιποθυμία, αντίκρισε τα ανήσυχα μάτια της κόρης της -Τι έπαθες, καλέ μαμά;-, τα αδιάφορα του άντρα της -Αμάν, πάλι σε μπελάδες με έβαλε, η τρελή!και τα... αχ, τα... τα βελούδινα μάτια του Δημητρού, που μπορεί να στεκόταν λίγο πιο κει και όχι ακριβώς από πάνω της -που μακάρι δηλαδή και αμήν και πότε...-, αλλά τα αναζήτησε σαν από ένστικτο. Και τα βρήκε αμέσως μόλις έριξε το βλέμμα της πίσω από τον άντρα και την κόρη της, τα βρήκε λες και πάντα αυτά τα μάτια έβρισκε να την κοιτούν όταν συνερχόταν από λιποθυμίες. - Πας καλά και λιποθύμησες; τη μάλωσε ο άντρας της. - Μανούλα μου... μανούλα μου... πώς είσαι τώρα; την κανάκεψε η κόρη της. Ο άλλος, εκεί πίσω, την κοιτούσε με έναν τρόπο που η Αμαλία δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. - Γνώρισες τον Δημητρό λοιπόν, καλή μου; άλλαξε το τροπάριο ο χερ Γκερτ όταν μείνανε μόνοι τους, αφού ο Οκάν χαιρέτησε, ευχόμενος «Περαστικά», και αποσύρθηκε στο γραφείο του, ενώ η Μαρία έτρεξε να της φέρει ένα τσάι. - Ι Ιοιον Δημητρό; είπε εκείνη, σε μια τελευταία προσπάθεια αντί-στάσης αντίστασης να παραδεχτεί την πραγματικότητα και την τύχη της τη μαύρη. - Αυτό το παιδί, ντε, το παλικάρι... αυτόν που... σου έσωσε τη ζωή! Γιατί, αν δεν ήταν αυτός, ποιος ξέρει πόσες ώρες θα έμενες πεσμένη στο δρόμο, αν δε σε πατούσε κανένα κάρο, καμιά άμαξα έστω, αν δε σε... Έψαξε ο χερ Γκερτ να βρει τι άλλο τραγικό θα μπορούσε να είχε συμβεί στη γυναίκα του, λες και υπήρχε τίποτα πιο τραγικό από το να ερωτευτεί αυτόν που ήταν υποψήφιος άντρας της κόρης της. - Αυτός είναι; ρώτησε η Αμαλία για να το χωνέψει και για να μπήξει ακόμη μια φορά το μαχαίρι της πραγματικότητας στην καρδιά της, μήπως και έτσι, με αυτό τον πόνο, συνέλθει και λυτρωθεί. - Αυτός, παιδί μου, αυτός. Πώς σου φάνηκε; Δεν είναι τέλειο παλικάρι; Όμορφος, λεβέντης, ευγενικός, θαρραλέος, διακριτικός, δυνατός... σχεδόν μόνος του σε ανέβασε σε όλες αυτές τις σκάλες! τα παραφούσκωσε ο χερ Γκερτ. Καλά, για τη δουλειά δε σου λέω... Γι’ αυτό το θέμα ξέρω εγώ και ξέρω καλά. - Είναι..., παραδέχτηκε η Αμαλία, γιατί αυτή ήταν η αλήθεια και δεν μπορούσε να τον αδικήσει όχι τώρα
τουλάχιστον. - Δε νομίζεις ότι είχα δίκιο που σου έλεγα ό,τι σου έλεγα; Ότι αυτός κάνει για σύζυγος της θυγατέρας μας; - Είχες..., αποδέχτηκε η Αμαλία. Είναι ό,τι πρέπει... για μας, ομολόγησε. - Σ’ τα ’λεγα, δε σ’ τα ’λεγα; επέμεινε ο χερ Γκερτ. Δε νομίζεις ότι μ αυτόν θα είμαστε όλοι ευτυχισμένοι; - Λες; περισσότερο αναρωτήθηκε παρά του απηύθυνε την ερώτηση η Αμαλία. Λες να είμαστε ευτυχισμένοι; - Ούτε λόγος, καλή μου, ούτε λόγος! Πρώτα απ’ όλα, θα είναι ευτυχισμένη η Μαρία μας, που τον αγαπάει το πουλάκι μου, δε βλέπεις πόσο τον αγαπάει; - Αυτός όμως; Αυτός την αγαπάει; ρώτησε η Αμαλία, με μια ελπίδα μήπως και... μήπως και δεν την αγαπούσε τη Μαρία της... αχ, κακούργα μάνα που ήταν! - Τη λατρεύει! της έδωσε τη χαριστική βολή. Τη λατρεύει, δεν το είδες; Ανασήκωσε ανεπαίσθητα τους ώμους της. Το είχε δει; Δεν είχε καταλάβει, μπορεί και να μην ήθελε να καταλάβει. Μήπως είχε νου για να καταλάβει κάτι τέτοιο; Αλλού ήταν τα μυαλά της τώρα. - Άκου, Αμαλία, πήρε το επίσημό του ύφος ο άντρας της. Ο Δημητρός είναι ένας εξαίρετος νέος. Στα χέρια του η κόρη μου και το εργοστάσιό μου θα περάσουν καλά. Έκανα μια συζήτηση προχτές μαζί του. Έχει κάποια οικογενειακά προβλήματα το παιδί -δε μου είπε ακριβώς τι, αλλά έχεικαι σκέφτεται να φύγει μετανάστης. Αμαλία, ή τώρα ή ποτέ. Ή του προτείνουμε -και αυτό θα με αφήσεις να το χειριστώ εγώνα τον κάνουμε γαμπρό μας ή τον χάνουμε! - Αναμφίβολα ο Δημητρός είναι ό,τι πρέπει για άντρας της Μαρίας μου, είπε αποφασιστικά, τονίζοντας μία μία τις λέξεις, μπροστά στον κίνδυνο να μη δει ξανά στη ζωή της τον νέο.
ΕΜΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑΕΙ ΠΑΝΤΑ... ΤΙ ΠΡΟΣΩΠΟ ΕΧΕΙ Η ΑΓΑΠΗ όταν δεν καθρεφτίζεται στα μάτια του άλλου; Πώς μαραίνεται το χαμόγελο όταν δεν ανθίζει στα λατρεμένα χείλη; Σε ποια ερημικά μονοπάτια παραπατάει ο πόθος όταν δεν ταξιδεύει στο αγαπημένο κορμί; Ποιος παίρνει τη θέση του έρωτα στο θρόνο της καρδιάς; Η Λαρώ διένυσε τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης της με σώμα και ψυχή βαριά. Πιάσανε κάτι πρόωρες ζέστες από τις αρχές του Μάη, κάτι ζέστες που έκαναν το κορμί της να λιώνει στον ιδρώτα αλλά παρέμενε φοβερά παραμορφωμένοκαι την αναπνοή της να πιάνεται κάθε τόσο και να την κάνει να χρειάζεται επιπλέον οξυγόνο. Όμως γι’ αυτό δεν έφταιγε μόνο η ζέστη, η αναπνοή της πιανόταν κάθε φορά, κάθε στιγμή που νόμιζε ότι έβλεπε τον Οκάν να ανεβαίνει το δρομάκι τους, την οδό Επαμεινώνδα,
ή -ακόμη χειρότερακάθε φορά που, ενο> βρισκόταν στης κυρα-Νενέ για να πάρει ή να παραδώσει τον Σίμο, νόμιζε ότι άκουγε τα βήματά του στην αυλή ή to βήχα του κάτω στο αποθηκάκι αχ, εκείνο το αποθηκάκι... Τότε στέρευε το οξυγόνο για την Ιλαρία, ένα σφίξιμο ανέβαινε στο λαιμό της, και έλεγε πως πάει, τέλειωσε πια. Δεν ίον είχε ξαναδεί από εκείνο το απόγευμα έξω από το σπίτι των Γάλ\ων, το σπίτι όπου δούλευε, δεν τον είχε ξαναδεί παρά μόνο μία φορά. Τον απέφευγε συστηματικά, αλλά, όπως έδειχναν τα πράγματα, την απέφευγε κι εκείνος. Η κυρα-Νενέ τής έλεγε κάθε τόσο τα νέα του, «Δουλειά, γιαβρί μου, δουλειά και άγιος ο Θεός. Σάμπως τον βλέπω εγώ;», συνέχιζε να της λέει το φλιτζάνι, «Χαρά μεγάλη θα πάρεις», αλλά η Λαρώ ήταν φαρμακωμένη, είχε χάσει τον Οκάν και άλ\η χαρά δεν έβλεπε μπροστά της. Και τώρα Μάης μήνας και η κοπέλα, ετοιμόγεννη, με μια στυφή γεύση στο στόμα της το αφίλητο -από τον Οκάν αφίλητο, γιατί με τον Δαμιανό οι ερωτικές τους περιπτύξεις συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση-, έπινε καφέ στην αυλίτσα της Νενέ, με την πλάτη στραμμένη στο αποθηκάκι, που έμοιαζε θλιμμένο και άχαρο -πού πήγαν τα απογεύματα που σπαρταρούσε κι εκείνο από τον έρωτα του ζευγαριού;και με τα μάτια της καρφωμένα στην αυλόπορτα -ήταν η ώρα του για να ρθει-, και άκουγε από την ηλικιωμένη να της λέει ότι ήταν καιρός πια, θα έπρεπε κι εκείνος να φτιάξει τη ζωή του, πόσο ακόμη μοναχός, να πρέπει να γηροκομεί την ίδια; - Άντε, καλέ κυρα-Νενέ, τη μάλωσε τρυφερά η Λαρώ, όχι και «γηροκομεί εσένα» ο Οκάν... - Δημητρός..., τη διόρθωσε η άλλη. - Σωστά, Δημητρός... Εσύ ακόμα τον φροντίζεις, τον περιποιείσαι... Εδώ και το μικρούλη μου τον Σίμο..., και κοίταξε προς το παιδάκι, που έπαιζε με τη Ζωίτσα στην άλλη άκρη της αυλής, που είναι και τόσο ζίοηρός, μπορείς και κουμαντάρεις... - Εεε... πώς... πώς... δεν μπορώ άλλο... για τον Δημητρό μιλάω, όχι για τον Σίμο μας... δεν μπορώ άλλο... Κάλ\ιο να χει μια γυναίκα... μια... - Νενέ; άστραψαν τα καστανά μάτια της Λαρώς και έβγαλαν οπί-θες. Θέλεις να μου πεις κάτι; Προσπαθείς να μου πεις κάτι; και έπιασε ασυναίσθητα την κοιλιά της. Της κράτησε το χέρι η Νενέ, εκείνο που ήταν πάνω στην παραφουσκωμένη κοιλιά, την κοίταξε στα μάτια με αγάπη και με το άλλο χέρι την έπιασε απ’ τους ώμους ούτε θάνατο να της ανάγγελλε... - Άκου, κόρη μου. Ο Δημητρός δίσταζε να σ’ το πει στην κατάσταση που είσαι... «Η αλήθεια σώζει», τον συμβούλεψα, αλλά εκείνος όλο και το ανέβαλλε... Βέβαια, αυτά θα πρεπε να σ’ τα πει ο ίδιος, αλλά... Τι να λέμε τώρα, κόρη μου... Εσύ έχεις την οικογένειά σου... να μην κάνει κι αυτός τη δικιά του; Είναι δίκαιο αυτό; Κράτησε την ψυχραιμία της η κοπέλα, όχι, δεν ήταν δίκαιο, ούτε σωστό ήταν, ούτε... ούτε... τίποτα δεν ήταν... μόνο που πίστευε... πίστευε ότι... την τύφλα της τη μαύρη, να τι πίστευε! Σηκώθηκε βαριά βαριά να φύγει. -Λίγο ακόμα, μαμά..., παρακάλεσε η Ζωή, που δεν ήθελε πουθενά να πηγαίνει, αλλά και όταν πήγαινε δεν ήθελε να φεύγει τέτοιο παιδί...
Ο μικρός άφησε τα χώματα και έτρεξε προς το μέρος της, κουνώντας το χεράκι του προς τη «γιαγιά» σε αποχαιρετισμό. - Μάκια, μάκια! του έστειλε εκείνη, ακίνητη στη θέση της αυτά που γίνονταν τούτη τη στιγμή, αυτά όλα ήταν αντίθετα στην αγάπη, αντίθετα στη θέληση των δυο παιδιών, ας όψεται η τύχη τους... κακή αρχή είχε αυτός ο έρωτας, πώς να μην έχει και κακό τέλος; Άνοιξε η αυλόπορτα με ένα γκρινιάρικο τρίξιμο -αυτή η ίδια πόρτα που όταν έμπαιναν κρυφά οι δυο εραστές στην αυλή, μην τους ακούσει η Νενέ, μην τους ακούσει κανείς, δεν έβγαζε κανέναν ήχο, λες και ήταν φτιαγμένη από απαλό βαμβάκικαι φάνηκε στο άνοιγμά της ο Οκάν, όμορφος και καλοντυμένος, ίσως λίγο πιο αδύνατος από πριν. Σκάλωσαν τα δευτερόλεπτα πάνω στα μάτια τους. Άσκουμ2..., σκέφτηκε αυτός. Καλέ μου..., αυτή. - Νονέ, νονέ, νονέ! έτρεξε ο Σίμος προς το μέρος του. Ακολούθησε και η Ζωή. - Νονέ, νονέ! κι εκείνη, αλλά από υποχρέωση, από το καθήκον που δημιουργεί η ζήλια στα παιδιά. Τα πήρε στην αγκαλιά του ο Οκάν και περπάτησε σαν υπνωτισμένος προς το μέρος της. Τη μικρή Λάρα του Βόσπορου έβλεπε πάλι μπροστά του, το κοριτσάκι με τα πλούσια μαλλιά και το γάργαρο γέλιο, ούτε που πρόσεξε την παραμορφωμένη σιλουέτα ή το ιδρωμένο, άκομψο φουστάνι, τα μάτια της μόνο είδε, τα μάτια της... Άσκουμ... Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σταυρωτά στα μάγουλα. - Πώς είσαι; τη ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον. - Καλά, απάντησε ψέματα εκείνη. Καθόλου καλά δεν ήταν, τον είχε πληγώσει και τώρα τον έχανε, γιατί δεν είχε δύναμη να διαλέξει, ή μάλλον γιατί είχε διαλέξει να πληγώσει εκείνον, που πίστευε πως ήταν δυνατός... μύλος τι ήθελε και τα σκεφτόταν τώρα αυτά... -Λέω να παντρευτώ..., της είπε καθώς εκείνη έπαιρνε τα παιδιά της απ’ το χέρι. - Καλά θα κάνεις..., προσπάθησε να του χαμογελάσει, πολύ καλά... Να δει και η Νενέ καμιά χαρά... - Εγώ όμως πάντα..., και ράγισε η φωνή του. Το ξέρεις... - Το ξέρω. Αλίμονο, το ξέρω..., και τράβηξε λίγο πιο απότομα τη Ζωή, που χάζευε τους δυο τους. - Τι πάντα, μανούλα; ρώτησε η μικρή μόλις βγήκαν στο καλντερίμι. - Πάντα θα είμαστε φίλοι... αδέλφια... αυτό ήθελε να πει ο νονός... Ο γάμος έγινε δύο Κυριακές αργότερα. Ο Δημητρός -«Οκάν» για τους προσφιλείς ήρωες αυτής της διήγησηςείχε ζητήσει από τη μέλλουσα γυναίκα του να παντρευτούνε σε κλειστό, οικογενειακό
κύκλο, το είχε συζητήσει και με το χερ Γκερτ, επικαλούμενος το βαρύ του πένθος, τι και αν δεν ήταν πρόσφατο. Όλοι το βρήκαν λογικό, αλλά η Μαρία ξαφνιάστηκε λίγο, μπορεί να ήταν άβγαλτο κορίτσι και να είχε αγωνία για την τελετή, αλλά, όσο να πεις, θα ήθελε να μπει και στο μάτι κάποιων φιλενάδων, κάποιων συμμαθητριών, που είχαν κιόλας από δύο και τρία παιδιά και σουλατσάριζαν με τα καρότσια στην Τσιμισκή τις Κυριακές τα απογεύματα. Επενέβη πάλι ο χερ Γκερτ και της άλλαξε τα μυαλά και τη διάθεση, που πήγαινε να χαλάσει, ο χερ Γκερτ που πρόσφατα είχε κόψει σχέσεις με τη Λιβανέζα χορεύτρια και πολύ φοβόταν ότι ένας γάμος που θα ακουγόταν και θα συζητιόταν για μέρες -δηλαδή ο γάμος που ονειρευόταν η κόρη τουμπορεί να ερέθιζε την πρώην και να ορμούσε να τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά στην εκκλησία, όπως είχε απειλήσει πολλές φορές «Παντρεύεις κόρη, ε; Θα σου δείξω εγώ...». Άσε που και ο ίδιος θα ήθελε να παρουσιάσει το γαμπρό του όταν θα τον έκανε -σύντομα, είχε σκοπόδιευθυντή στο εργοστάσιο, όταν θα είχε γίνει πλήρως... αντάξιός του. Τέλος, η Αμαλία, στην πιο συγκινητική στιγμή της ζωής κάθε μάνας, στο γάμο της μονάκριβης κορούλας της, ξετρελαμένη από το μυστικό της πάθος, δέχτηκε χωρίς καμία συζήτηση αυτό για το οποίο παρακάλεσε ο γαμπρός της, έφτανε η στιγμή και την έλουζαν κρύοι ιδρώτες, ενώ κάτι φουντώματα -που τα είχε σχεδόν ξεχάσει από τη δύσκολη εποχή της εμμηνόπαυσηςτράνταζαν το κορμί της, έφτανε η ώρα και ο Δημητρός, ο ωραίος, σαγηνευτικός, μυστηριώδης Δημητρός, θα πλάγιαζε στο εξής με την κόρη της, που, μάρτυς της ο Θεός, συνέχιζε να τη λατρεύει η ξαναμμένη μάνα. Μετά βίας πρόλαβε η κυρα-Νενέ να ράψει μαύρο μεταξωτό ταγέρ, με χίλια παρακάλια έπεισε τη Μαρικούλα, τη μοδίστρα, και έριξε άλλες πελάτισσες για να προλάβει εκείνην, άσπρισε και τις γλάστρες της στην αυλίτσα, κολλάρισε και τα κουρτινάκια στα παράθυρα, τι σχέση είχε που ούτε θα πατούσαν εδώ το πόδι τους οι νεόνυμφοι και οι συμπέθεροι, αυτή έτσι το ένιωθε, γάμο είχαν στο σπίτι, γιο πάντρευε. Και ούτε έφερε την παραμικρή αντίρρηση στα σχέδια του Οκάν. Γρήγορα ο γάμος; Γρήγορα. Να πάει για τραπέζωμα στο σπίτι της νύφης και να μην τους καλέσει στο δικό της; Να πάει. Στο ναό του Γρηγορίου του Παλαμά να γίνει ο γάμος και όχι στην ενορία τους, στην Αγία Αικατερίνη, Όπου θέλει και αγαπά αυτός. Αρκεί να παντρευόταν, να έφευγε από εκεί, να άνοιγε τα φτερά του, να ανέπνεε μια καινούρια ζωή. Τη βάραινε βέβαια το γεγονός ότι ο Οκάν ήταν αβάφτιστος, «Μεγάλη αμαρτία με βάζεις να κάνω, τσελεμπή μ’...» του παραπονιόταν, «Ας αργούσες λίγο, για να κάνες την κατήχηση, να ξεστραβωνόσουν και να βαφτιζόσουν». Γελούσε αυτός, οι θρησκείες έκαναν τη δουλειά τους, της έλεγε, και εκείνοι τη δική τους, «Είμαι χειρότερος γιος από ένα χριστιανό;» τη ρώταγε όταν του άνοιγε συζήτηση, «Όχι, όχι...» απαντούσε εκείνη και σταυροκοπιόταν, «Ε, ούτε χειρότερος σύζυγος θα γίνω...». Αναβε το καντίλι και ζητούσε συγχώρεση η γυναίκα, «Ήμαρτον, Κύριε...» μουρμούριζε, «Πολλές οι αμαρτίες μου το>ρα σία γεράματα, όλα τα θυσίασα για να χω ένα παιδί, τον Οκάν μου, τα πάντα εν σοφία... τα πάντα εν σοφία... γι’ αυτό δε μου δωκες δικό μου παιδί. Μέχρι πού άραγες ήμουν ικανή να φτάσω για το σπλάχνο μου, αφού για τον ξένο γιο έχω γίνει ρουφιάνα και άπιστη;». Κάτω στην πόλη, φρεσκαρίστηκε μια μεγάλη κάμαρα στο δεύτερο όροφο, που έβλεπε προς τα κάστρα στην' Καμάρα ήταν το σπίτι της οικογένειας Ζότερ, ευρύχωρο, με ψηλές πόρτες και παράθυρα και με μια αυλή γεμάτη ροδιές και πορτοκαλιές-, οι νιόπαντροι θα έμεναν προσωρινά με τους γονείς της νύφης, μέχρι να ετοιμαστεί το διαμέρισμα που είχε αγοράσει πρόσφατα ο πατέρας της σε ένα από τα μέγαρα της Πλατείας Αριστοτέλους. Θα χρειαζόταν περίπου ένας χρόνος μέχρι να τελειώσει το καινούριο σπίτι, η
Μαρία δεν είχε πρόβλημα, έτσι δε θα έχανε κανέναν και τίποτα από αυτά στα οποία ήταν μαθημένη, ο πατέρας της χαιρόταν που θα είχε για λίγο καιρό ακόμη τη θυγατέρα του στο σπίτι, και η Αμαλία δόξαζε τον Πανάγαθο που θα αντίκριζε καθημερινά το φως των ματιών της, δηλαδή το γαμπρό της. Μόνο ο Δημητρός είχε κάποιους ενδοιασμούς, τη μάνα της Μαρίας τη φοβόταν κάπως, του φαινόταν πολύ νευρική και οξύθυμη, δεν την ήθελε μες στα πόδια του, ούτε και το χερ Γκερτ βέβαια, που ήταν σίγουρος ότι σε λίγο καιρό θα του ζητούσε να κουκουλώνει τις βρομιές του -ήδη του είχε εξομολογηθεί γελώντας κάτι μικρές του αταξίες, όχι τις μεγάλες, τις πολύχρονες και σοβαρές-, αλλά δεν ήθελε να στερήσει και από τη μέλλουσα γυναίκα του όλα όσα είχε συνηθίσει, φοβόταν μην και δε στεκόταν άξιος σύζυγος στο πλάι της, μην και έλειπε πολλές ώρες στη δουλειά, και τι θα έκανε μόνη αυτή στο σπίτι; Τουλάχιστον έτσι, μένοντας όλοι μαζί, θα είχε τη μάνα της. Μπήκαν όλοι στην κούρσα που είχε στείλει γι* αυτούς ο Δημητρός, η κυρα-Νενέ με το μαύρο ταγέρ και με τον κότσο να λάμπει στις ακτίνες του ήλιου, η Ιλαρία ετοιμόγεννη, ο Δαμιανός, πιο ευτυχισμένος από ποτέ, με κάτασπρο πουκάμισο και με τη γαμπριάτικη γραβάτα του, και τα παιδάκια, ντυμένα κι αυτά με τα καλά τους: του κουτιού καινούρια παπουτσάκια, ναυτικό κουστουμάκι ο Σίμος, βελούδινο φόρεμα και κολλαριστό φιόγκο στα μαλλιά η Ζωή. Η έξαψή τους ήταν τεράστια, πρώτη φορά σε κούρσα, πρώτη φορά όλοι μαζί, οι τέσσερις τους, η οικογένεια, πρώτη φορά ο πατέρας με άσπρο πουκάμισο και γραβάτα -δε χόρταινε να τον κοιτάει η Ζωίτσα, τι όμορφος που ήταν!-, πρώτη φορά και σε γάμο, και τι γάμο! Παντρευόταν ο νονός τους -του Σίμου ήταν μόνο, αλλά η Ζωή τον διεκδικούσε με πάθος-, παντρευόταν και έπαιρνε μια πλούσια κοπέλα, από αυτές που λένε τα παραμύθια, μια πριγκιποπούλα δηλαδή, τώρα όλα θα ήταν διαφορετικά, δε θα ερχόταν κουρασμένος από τη δουλειά, θα είχε υπηρέτες να δουλεύουν για εκείνον. Ούτε στη φτωχογειτονιά τους θα πατούσε πια ο Δημητρός, έτσι λέγανε στο σοκάκι οι γειτόνισσες, «Τι να κάνει εδώ;» ρωτούσε ανασηκώνοντας τους ώμους της η Ζωίτσα όταν άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι τον έχαναν, «Να δει εμάς, που θα μας αγαπάει πάντα!» απαντούσε μόνη της, και έτρεμε η καρδούλα της μην και έπαυε ο Δημητρός να της δίνει τα σβουριχτά φιλιά του. Είχε τυλίξει ένα δαντελένιο σάλι γύρω από τους ώμους της η Λαρώ, για τον εαυτό της δεν είχε αγοράσει τίποτα καινούριο, ήταν «στις μέρες της», ένα φουστάνι από την εγκυμοσύνη του Σίμου είχε φορέσει, ένα μαύρο φουστάνι λίγο ανοιχτό στην πλάτη, «Μ’ αυτό θα πας;» είχε παραξενευτεί ο Δαμιανός, δαγκώνοντας το κάτω χείλι του -ακόμη κι έτσι ήταν όμορφη, η άτιμη, ακόμη κι έτσι...-, της είχε κρεμάσει στα αφτιά τα διαμαντένια της σκουλαρίκια η κυρα-Νενέ, «Δικά σου είναι!» απάντησε στις διαμαρτυρίες της, «Η Μαρία ξέρει πως είμαστε φτωχοί ανθρώποι, δεν περιμένει τίποτις από μένα...», και της έδωσε το δαντελένιο σάλι στο χρώμα του κεχριμπαριού, που έκανε την Ιλαρία -αν και παραμορφωμένη από το πάχοςνα λάμψει από ομορφιά. Και πήγανε όλοι τους -εκτός από τα δύο παιδιά, βέβαιαστην εκκλησία με σκέψεις πολλές, που τους βάραιναν το κεφάλι, και με αντικρουόμενα αισθήματα: αγάπη και ζήλια, καμάρι και ντροπή, αγανάκτηση και ανακούφιση, έρωτα και μίσος, ελπίδες και φόβους. Κάθισε η Λαρώ δίπλα από τον άντρα της -τα παιδιά είχαν χωθεί μπροστά μπροστά, δίπλα στη Νενέκαι προσπαθούσε να δει ανάμεσα από το σκουροντυμένο κόσμο και τα γυναικεία καπέλα, να διακρίνει τον Οκάν, τον αγαπημένο της, να διαβάσει τα μάτια του, να μαντέψει από τις συσπάσεις των χειλιών του και από τη στάση της πλάτης του, να καταλάβει αν ήταν ευτυχισμένος, αν ήταν σίγουρος, αν ήταν αποφασισμένος.
Κι ενώ προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον δει και να τον διαβάσει, αγνοώντας τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς της και το σφίξιμο στο στομάχι, το μωρό της, το μωρό που ήταν αφορμή και αιτία για όλα αυτά που ‘συνέβαιναν εκείνη τη μέρα και θα συνέβαιναν στο μέλλον, το μωρό που για εννιά μήνες δεν την είχε προβληματίσει στο παραμικρό, παρά μόνο της είχε φέρει μια τεράστια όρεξη, αποφάσισε να βγει στον κόσμο και να δει το φως του ήλιου. Ο γάμος σταμάτησε για λίγα λεπτά, μέχρι δυο μπρατσωμένοι άντρες -από τη γειτονιά τους στην Επαμεινώνδανα απομακρύνουν τη Λαρώ πάνω σε μια καρέκλα, ενώ εκείνη έπιανε την κοιλιά της κατακόκκινη. Οι πόνοι της και τα νερά που έσπασαν την έκαναν να μην ξέρει ποιο ήταν χειρότερο: η ντροπή της, το να κοντεύει να γεννήσει μέσα (πην εκκλησία, ή το ότι παντρευόταν ο αγαπημένος της, αυτός που, ανήσυχος και τρομαγμένος, της έστειλε τη σκέψη του και την αγάπη του και στάθηκε πάλι δίπλα στην απορημένη νύφη ήταν ανάγκη να έρθει στο γάμο η ετοιμόγεννη, έστω κι αν ήταν κουμπάρα του άντρα της; Σε λιγότερο από μία ώρα είχε γεννηθεί η Ελπίδα, το κοριτσάκι που συγκέντρωσε πάνω του τη λατρεία τόσων ανθρώπων... ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΕΛΠΙΔΑ
Χάιδω Επιτέλους ΥΠΗΡΧΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ να την αγαπάει και πάλι: η φιλενάδα της η Ελένη, η κοπέλα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η ανιψιά του μεσιέ Αγκόπ. Είχε στολιστεί η ζωή της Χάιδως και πάλι με κοριτσίστικα χαμόγελα και μυστικά, με όνειρα και ελπίδες σα γνώρισε την Ελένη, είχε αρωματιστεί και με τη μοσχοβολιά του έρωτα, του έρωτα της Ελένης και του Δημητρού. Μαζεύονταν τα σύννεφα του πολέμου στη Μικρασία, ακούγονταν οι προπες βροντές στον ουρανό, αλλά τα δυο κορίτσια περίμεναν οδηγίες από τους προστάτες τους, τη μαντάμ Βάντα και τον άντρα της. Και η μεν Χάιδω δεν είχε κανέναν άλλο παρά μόνο αυτούς, τα αφεντικά της, και τους είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, ήταν σίγουρη ότι θα τη φρόντιζαν, δε θα την άφηναν έτσι, όπου εκείνοι κι αυτή -μήπως και πού αλλού είχε να πάει σε τούτη την ξένη χώρα;-, η Ελένη όμως ίσως και να προλάβαινε ακόμα να φύγει και να σωθεί, αλλά τέτοια σωτηρία δεν την ήθελε, μακριά από εκείνον. Γιατί αγαπούσε, λάτρευε τον Δημητρό Μίκρογλου -τον παραγιό θες; τον υπάλληλο να πεις; του θειου της του Αγκόπ-, δε θα τον άφηνε για τίποτα στον κόσμο, μαζί του στη ζωή, μαζί του και στο θάνατο που δεν άργησε, βέβαια... Χώθηκε στο κρεβάτι της η Ελένη, και η Χάιδω πετάχτηκε τρομαγμένη. - Σσσς..., έκανε με το δάχτυλο στο στόμα η άλλη. Σώπα, δεν πρέπει να μας ακούσουν... Έσιαξε το ιδρωμένο της νυχτικό η Χάιδω, ουφ, έσταζε, νωρίς νωρίς είχαν πιάσει εκείνη τη χρονιά οι ζέστες, δυο μέρες που είχε πατήσει ο Μάης το πόδι του στη ζωή τους και σκάγανε, αχ, τι να τραβούσανε οι στρατιώτες τους στα βάθη της Ανατολής, που καμιά από τις δυο τους δεν ήξερε ακριβώς τι και πού ήταν. - Πρέπει να σου πω..., ψιθύρισε στο αφτί της η Ελένη. Πρέπει να σου πω και πρέπει να με βοηθήσεις... Κάτι παγωμένο κύλησε στην πλάτη της Χάιδως -μπορεί και να ταν ιδρώτας, μπορεί και· να ταν φόβος-,
σαν να κατάλαβε τι ήταν αυτό που θα της έλεγε η φίλη της, δεν ήταν μάντισσα, αλλά το συζητούσαν απέξω απέξο: τον τελευταίο καιρό, ούτε να το σκεφτεί δεν ήθελε, αλλά, να, μπορεί και να είχε φτάσει η ώρα. Θυμήθηκε τον εαυτό της να λέει τα ίδια λόγια στη Βασιλική, όχι, όχι τα ίδια λόγια, εκείνη δεν της είχε ζητήσει τίποτα, κυρίως δεν της είχε ζητήσει να τη βοηθήσει, κανείς δεν μπορούσε να τη βοηθήσει, ούτε και ήθελε να βρει τον μπελά της η φιλενάδα της. Η Βασιλική δεν είχε προσπαθήσει να την αποτρέψει πώς να αποτρέψεις κάποιον που αγαπάς, πώς να τον αποτρέψεις από το να ζήσει;-, μόνο είχε τινάξει πάνω κάτω το σταυρό που είχε η Χάιδω στο λαιμό της, το σταυρό του Γιαννάκη τους, του μικρού της αδελφού, που είχε πεθάνει μωρό παιδί πάνω στο χωριό, στην Πίνδο, «Αυτό μην το βγάλεις ποτέ, μ’ ακούς; Μ’ αυτό θα ξαναβρεθούμε μια μέρα!» την είχε παρακαλέσει, διατάξει και διαβεβαιώσει και μετά την είχε φιλήσει. Τι θυμόταν τώρα η Χάιδω και σπάραζε η ψυχή της... - Θα φύγω... θα πάω να βρω τον Δημητρό..., ψιθύρισε πάλι στο αφτί της η Ελένη. Το κορίτσι ανατρίχιασε, και το κρύο πράγμα διέτρεξε ξανά τη ραχοκοκαλιά της. «Πού;» της έκανε νόημα με το χέρι της, που έτρεμε όσο και η καρδιά της. Ο Δημητρός είχε λίγες εβδομάδες -μπορεί και μήνας να τανπου το είχε σκάσει. Οι Τούρκοι είχαν καλέσει την κλάση του, ή να το σκάσει έπρεπε ή να πάει να πολεμήσει τα αδέλφια του τους Ελληνες. Το έσκασε. - Θα φύγω... με κάλεσε... δεν είναι μακριά... ούτε και κοντά, βέβαια... Ή τώρα, Χαϊδούλα μου, ή ποτέ... - Τώρα! απάντησε με σταθερή φωνή η Χάιδω, και η άλλη της έκλεισε το στόμα με την παλάμη της, μην και ακουστεί. - Σ’ ευχαριστώ, της είπε και τη φίλησε. Θα βρω τρόπο να επικοινωνήσω μαζί σου. Αν υπάρχει ασφάλεια, θα ειδοποιήσω κι εσένα... Φεύγω... Εξήγησε στο θείο Αγκόπ... ή βρες μια δικαιολογία... ό,τι θες... συγνώμη... Τότε μόνο η Χάιδω πρόσεξε ότι η φιλενάδα της ήταν ντυμένη και είχε μια μικρή βαλίτσα στο χέρι. - Στο καλό! Να προσέχεις..., είπε στην πόρτα, που είχε ήδη κλείσει πίσω από την. Ελένη, και έβαλε τα κλάματα ως το πρωί. Μπήκε το καλοκαίρι -σκέτο καμίνικαι είχε αρχίσει η οπισθοχώρηση στην ενδοχώρα. Οι ξένοι εγκατέλειπαν όπως όπως τη Σμύρνη, οι άλλοι ακόμα έλπιζαν, περίμεναν δεν μπορεί, δε θα τους άφηνε έτσι ο στρατός τους, ο βασιλιάς, ο Θεός και ο διάβολος... Έκανε συζητήσεις επί συζητήσεων το αντρόγυνο, ο Αγκόπ και η Βάντα, άλλοτε μπροστά, άλλοτε κρυφά από τη Χάιδω, ήταν θυμωμένοι μαζί της, της είχαν ρίξει όλο το φταίξιμο για τη φυγή της Ελένης, «Τι θα λέγομε στα γονικά της το>ρα; Μας ρωτάς, μωρή;» ούρλιαζε στο αφτί της η κυρά της, «Ασε το κορίτσι, Βάντα, θα μας τα πει με το καλό...» τη συμβούλευε ο μεσιέ Αγκόπ, «Μήπως ξέρεις πού είναι, κουζούμ3;» την παρακάλαγε. Ύστερα ήρθαν τα γεγονότα, πήραν φαλάγγι τους Έλληνες ο στρατός και οι άτακτοι, βόγκηξε η Μικρασία, δε χρειάστηκε να ομολογήσει αυτά που δεν ήξερε η Χάιδω. Μήπως η ίδια δε στενοχωριόταν; Μήπως δεν την έτρωγε η αγωνία τι να χε απογίνει η φίλη της; Να ’ταν καλά, κι ας ήταν όπου ήθελε, μόνο αυτό ευχόταν.
Περπατούσε κοντά στην αρμένικη εκκλησία, όπως ήταν το καθημερινό της δρομολόγιο προτού περάσει και πάρει τη μαντάμ Βάντα από το μαγαζί με τους καφέδες, στο οποίο -ευτυχώςδεν είχε επιπτώσεις η απουσία του Δημητρού, ο κόσμος δεν ψώνιζε όπως πριν, όλοι ήταν συγκρατημένοι, λίγο καφέ και δρόμο, πού άλλες φορές, που φεύγανε με τις πλάκες της σοκολάτας οκάδες ολόκληρες, με τα ζεμπίλια γεμάτα ζαχαρωμένους χουρμάδες και αφράτα στραγάλια... Αυτά σκεφτόταν το κορίτσι και κόντευε να φτάσει στα σκαλιά του Αγίου Στεφάνου, όταν την πλησίασε μια όμορφη, μελαχρινή νέα γυναίκα, με ένα παιδάκι στην αγκαλιά της, ένα σγουρομάλλικο κοριτσάκι που δε θα ’ταν πάνω από δύο χρονών. Η γυναίκα είχε μια έκφραση αγωνίας στο πρόσωπο, το πιγούνι της έτρεμε, τα μάτια της ήταν έτοιμα να κλάψουν. Στάθηκε απέναντί της και με φωνή που έκρυβε φόβο, έκρυβε και ένα λυγμό: - Είσαι η Χάιδω, έτσι δεν είναι; της είπε, κοιτάζοντας γύρω γύρω μήπως τους άκουγε κανείς, και, καθώς είδε την άλλη να της γνέφει «Ναι», συνέχισε: Μου μήνυσε ο αδελφός μου... μου είπε... Αχ, τι λέω, η χαζή! Πού να ξέρεις εσύ ποιος είναι ο αδελφός μου... Την τράβηξε στη σκιά η άλλη, ήταν ταραγμένη και τα χε χάσει, αλλά κάτι μέσα της της έλεγε ότι η γυναίκα δεν ήταν ξένη ούτε χαζή, ότι κάποια σχέση είχαν οι δυο τους. - Ποια είσαι; τη ρώτησε, ενώ θα μπορούσε να είχε φύγει και να μην είχε δώσει καμία σημασία στα λόγια της. - Είμαι η Μαλαματένια, η αδελφή του Δημητρού Μίκρογλου. Και τούτη δω είναι η μικρή μου Ελισώ... Η Μαλαματένια, η αδελφή του Δημητρού και της Ιλαρίας, με το μωρό της στην αγκαλιά, κάθισε σε ένα σκαλοπάτι και είπε όλη την ιστορία στη Χάιδω. Ο άντρας της, ο Πολύδωρας, ήταν αγνοούμενος, τον είχαν πάρει με το ζόρι οι Τούρκοι, τον είχαν στρατολογήσει, όπως τόσους και τόσους χριστιανούς. Κάποιοι της είπαν ότι προσπάθησε να δραπετεύσει, κάποιοι άλ\οι της είπαν ότι τον σκότωσαν επειδή ήταν ανυπάκουος. Την αλήθεια δεν την ήξερε η Μαλαματένια, αλλά γεγονός ήταν ότι τον Πολύδωρα είχε τέσσερις>μήνες να τον δει και... Όχι ότι είχε πάψει να ελπίζει... αλλά... τέλος πάντων, μάλλον δε θα τον βλέπάνε ποτέ ξανά. Και έβαλε τα κλάματα, που με κόπο συγκρατούσε τόση ώρα, έκλαψε κουνώντας τους ώμους της, χωρίς φωνή, χωρίς αναστεναγμούς, μην και τρομάξει την κορούλα της, που κοίταγε τη Χάιδω ντροπαλά. - Πού είναι ο Δημητρός; Ο Δημητρός και η... η... Ελένη; δε βάσταξε και ρώτησε. Καταλάβαινε τον πόνο της κοπέλας, αλλά κάτι δεν της είχε πει για τον αδελφό της; Δεν της είχε πει ότι της μήνυσε ο αδελφός της; - Κρύβεται, απάντησε σκουπίζοντας τα μάτια της η άλλη. Κρύβεται μαζί με την Ελένη... Ξέρω πως είναι φιλενάδα σου, ξέρω πως την αγαπάς πολύ. Κι εκείνη σ’ αγαπάει... Μου μήνυσε ο αδελφός μου να πάω να τους συναντήσω... υπάρχει ένας άνθρωπος... δε θα σου πω πολλά... κάποιος που ξέρει το κρησφύγετο... μου είπε να πάρω το παιδί και να πάμε... Έρχονται οι Τσέτες, λέει, θα μας σφάξουν όλους! Πάγωσε το αίμα στις φλέβες της Χάιδως, ο μεσιέ Αγκόπ δεν τα παρουσίαζε τόσο τραγικά, «Κάτι θα γίνει
την τελευταία στιγμή και να δεις που η Σμύρνη μας θα επιζήσει...» την παρηγορούσε, «Έρχονται οι ξένες δυνάμεις, τι στο διάτανο, θα αφήσουν να την πληρώσουν οι αθώοι;», τέτοια έλεγε στις δυο γυναίκες για να τις καθησυχάσει, μπορεί να τα πίστευε και ο ίδιος. - Χάιδω, συνέχισε πιο θαρρετά τώρα η Μαλαματένια, ο αδερφός μου μου είπε να σε βρω και να σε πάρω μαζί. Η Ελένη σε περιμένει. «Ούτε να το σκεφτεί», μου μήνυσε. «Να ρθει μαζί σου οπωσδήποτε». Έμεινε με το σχόμα. ανοιχτό η Χάιδω. Τι ήταν τούτα που άκουγε; Θεέ μου, πώς να πάρεις την απόφαση και να ακολουθήσεις μια ξένη γυναίκα; Αν ήτ(:ν ψέματα; Αν ήταν κάτι άλλο; Και πήγε ο νους της στη μαντάμ Ζαφείρα και στο βρομερό μπορντέλο. Λες να την ψάχνανε τόσα χρόνια και τώρα να είχε έρθει η ώρα της; Να την πουλούσαν σκλάβα σε κανένα χαρέμι -άκουγε ότι ακόμα υπήρχαν τέτοια-, να την έριχναν σε κανέναν οίκο ανοχής και να ξεσπούσαν πάνω της οι Τουρκαλάδες; Κι ενώ ήταν έτοιμη να πει «Ευχαριστώ, αλλά δε θα ’ρθω. Δεν μπορώ να αφήσω έτσι τα αφεντικά μου...», η Μαλαματένια, με ένα μορφασμό οδύνης στο πρόσωπο, της πρότεινε το μωρό, που έβαλε κάτι γέλια, λες και αυτό ήταν το πιο χαρούμενο παιχνίδι. - Πάρε την κόρη μου και πηγαίνετε μαζί. Σε ικετεύω, σώσε το παιδί μου... Εγώ θα μείνω εδώ, μην και γυρίσει ο Πολύδωρας και δε βρει κανέναν... Πήρε το παιδί στα χέρια της η Χάιδω -ακόμα γέλαγε εκείνο-, πήρε το παιδί και δεν ήξερε τι να πει, τι να κάνει. - Το βράδυ..., της είπε η Μαλαματένια καθώς έκανε να φύγει, με το παιδί στην αγκαλιά. Το βράδυ θα ρθει ο Μουράτ να σε βρει... «Πού;» σχημάτισαν τα χείλη του κοριτσιού. - Θα ρθει..., απάντησε η άλλη στην ερώτηση που δε διατυπώθηκε ποτέ. Περίμενέ τον στο σπίτι σου... στον κήπο. Θα ’ρθει και θα χει και τη μικρή μου Ελισώ μαζί. Ακολούθησέ τον και σώσε το παιδί μου, Χάιδω. Σε ικετεύω..., και άρχισε να της φιλάει τα χέρια. Τραβήχτηκε σαστισμένη η Χάιδω. Τι ήταν αυτό που της συνέβαινε πάλι; Πώς να πίστευε και πώς να μην πίστευε την κοπέλα που σπάραζε; Έφυγε για το άγνωστο, μαζί με το παιδί της Μαλαματένιας -και ανίψι της Ιλαρίας, που δεν τη συνάντησε ποτέ, δυστυχώς-, έφυγε εκείνο το βράδυ, με την εικόνα του Άγιου Χαράλαμπου -αυτήν που είχε διασώσει και από τους γύφτους και από το μπορντέλο, το μοναδικό δικό της πράγμακρυμμένη κάτω από τα φουστάνια της. Τις παρέλαβε ο Μουράτ, παιδικός φίλος του Δημητρού Μίκρογλου από τον κάτω μαχαλά, και τις έκρυψε μέσα σε κάτι βαρέλια με κριθάρι που είχε πάνω στον αραμπά του. Προηγουμένως, για να μην κλάψει το παιδί και τους μαρτυρήσει, η Μαλαματένια το είχε ποτίσει ρακή, κι έτσι η μικρή Ελισώ ήταν κοιμισμένη σε όλο το δρόμο ταξίδι που βάστηξε πάνω από πέντε ώρες. Άνοιγε κάθε τόσο το καπάκι του βαρελιού για να πάρουν λίγο καθαρό αέρα και το έκλεινε μόλις ο Μουράτ χτυπούσε συνθηματικά το ξύλο, όπως είχαν συνεννοηθεί. Στο τέλος η Χάιδω έπεσε σε ένα βαθύ λήθαργο, αφού η μυρωδιά του κριθαριού και οι αναθυμιάσεις του αλκοόλ από την αναπνοή του παιδιού τη ζάλισαν, μπορεί και να τη μέθυσαν κι εκείνη.
' Ο Μουράτ τούς οδήγησε με ασφάλεια, αφού πέρασε από δύο τουρκικούς ελέγχους, και φτάσανε σε κάτι σπηλιές που βρίσκονταν στο βουνό. Τους είδανε από ψηλά και τους κάνανε νοήματα με τις φωτιές, κατέβηκε η Χάιδω και φίλησε σταυρωτά τον Τούρκο σωτήρα. - Θα κρύψω τα ζώα και θα ρθω..., της είπε. Εκείνη πήρε το παιδί, που είχε αρχίσει να κλαίει, στην αγκαλιά της και άρχισε να ανεβαίνει. Η ανάβαση ήταν δύσκολη, τσαλιά και αγκάθια τής μάτωναν τα πόδια, της έσκιζαν το φουστάνι, το μωρό, εξαντλημένο από την πείνα και το κλάμα, ξανακοιμήθηκε στον ώμο της, τα μαλλιά της μπερδεύονταν στα κλαδιά των πουρναριών, που ήταν ψηλά σαν το μπόι της, ένιωθε το κουράγιο της να την εγκαταλείπει. Πού πήγαινε, η άχρηστη; Πώς ακολουθούσε μια φωτιά που δεν ήξερε ποιος την κρατούσε; Κι εκεί που κόντευε να καταρρεύσει -ζέστη, δίψα και βάρος τής είχαν διαλύσει τις αντοχές-, εκεί που είπε πως θα καθόταν κάτω και ό,τι ήταν να γίνει ας γινόταν, ας πέθαινε ανάμεσα στα βάτα και στα αγκάθια, άκουσε μια γνωστή φωνή να λέει το όνομά της. Η Ελένη μαζί με τον Δημητρό κατέβαιναν τρέχοντας την πλαγιά, ήταν ακόμα μακριά αλλά μπορούσε να τους ακούσει, έβλεπε τη φωτιά που κατρακυλούσε -έτσι της φαινόταν-, σε λίγο θα βρίσκονταν κοντά της. - Κουράγιο, Χαϊδούλα μου! φώναζε η φιλενάδα της. - Μαλαματένια, έρχομαι! φώναζε ο Δημητρός, που ακόμα δε γνώριζε ότι η αδελφή του δεν είχε ακολουθήσει την απεγνωσμένη εκείνη φυγή. Η Χάιδω έπεσε στην αγκαλιά της φίλης της και λιποθύμησε, αφού σιγουρεύτηκε ότι ο Δημητρός είχε πάρει στη δική του την Ελισώ, που τώρα σπάραζε στο κλάμα και ζητούσε συνέχεια τη μάνα της. Στο βουνό, που δεν έμοιαζε με τα βουνά της πατρίδας της, η Χάιδω αγάπησε και πόνεσε σαν δικό της παιδί την Ελισώ, το κοριτσάκι της Μαλαματένιας, που, τρομοκρατημένο από την εγκατάλειψη και την ορφάνια, προσκολλήθηκε πάνω της και δεν την αποχωριζόταν ούτε λεπτό. Συνδέθηκε μαζί του με μια αγάπη ανακατεμένη με οίκτο, φόβο και ελπίδα ότι αυτό το παιδί θα επιζούσε, ότι αν επιζούσε η μικρή θα επιζούσαν όλοι τους είπαμε, αγάπη συολισμένη με ελπίδα... Έμεινε στο βουνό μαζί με τους άλλους περίπου ένα μήνα. Εκεί ψηλά έζησε από κοντά τον έρωτα της φίλης της με τον Δημητρό Μίκρογλου, είδε και κατάλαβε τι θα πει αληθινή αγάπη και αφοσίωση αλίμονο, είδε τι θα πει και θυσία...και ευχήθηκε και προσευχήθηκε να μπορέσουν οι δυο αυτοί άνθρωποι να κάνουν οικογένεια και να ζήσουν μαζί ως τα βαθιά γεράματα. Για να ξορκίσουν το κακό που ερχόταν -κάτω, ο κάμπος κάπνιζε συνέχεια από τα σπίτια και τα χωράφια που καίγονταν, τις νύχτες νόμιζαν πως άκουγαν τα ουρλιαχτά των συμπατριωτών τους που σφαγιάζονταν-, τα δυο κορίτσια, η Ελένη και η Χάιδω, υποσχέθηκαν η μια στην άλλη να κουμπαριάσουν και να γίνουν νονές των παιδιών τους. Κοντά στην Ελένη η Χάιδω γνώρισε, αγάπησε και εκτίμησε τον Δημητρό, το παλικάρι που στάθηκε -για λίγο όμως, γιατί τον πρόλαβαν οι καταστάσεις...προστάτης και σωτήρας της. Ένα παιδί από μια φτωχή οικογένεια της Σμύρνης ήταν, που όμως το ’λεγε η καρδιά του, ένας νεαρός που μπορεί να μην αγάπησε
τα γράμματα -ή τα γράμματα να μην αγάπησαν αυτόναλλά ήταν εργατικός και προκομμένος και είχε αρχίσει να δουλεύει από δώδεκα χρονών, όπου έβρισκε. Κι επειδή ήταν προκομμένος, όπως είπαμε, προσπάθησε πολύ και κατάφερε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, να γίνει υπάλληλος στο μεγάλο καφεπωλείο του μεσιέ Αγκόπ, του πφ πλούσιου και διάσημου καφεπώλη της Σμύρνης, όπου έζησε ευτυχισμένος, παραγωγικός και κεφάτος για πάνω από δύο χρόνια. Και πώς να μην ήταν ευτυχισμένος, αφού σ’ εκείνο το κατάστημα ανέπνεε το άρωμα των καφέδων και των μπαχαρικών, είχε πρόσβαση σε γλυκά και νόστιμα μεζεδάκια, όπως ήταν τα ζαχαρωτά, οι σοκολάτες και τα αποξηραμένα φρούτα, και γνώρισε πολύ κόσμο, αφού το μαγαζί βρισκόταν στο πιο κεντρικό σημείο της Σμύρνης και από εκεί ψώνιζε όλη η καλή κοινωνία. Στο κατάστημα εκείνο ο Δημητρός δε γνώρισε μόνο τους επιφανείς Σμυρνιούς, γνώρισε και την ανιψιά του αφεντικού του, την Ελένη, το κορίτσι από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το μοσχαναθρεμμένο, πολύγλωσσο και μορφωμένο, που τον ερωτεύτηκε και τον ακολούθησε στο άγνωστο χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Γι’ αυτό λέμε ότι, αν ο Δημητρός ήταν μία φορά παλικάρι, εκείνη ήταν δύο και τρεις. Άφησε όλα της τα καλά και τον ακολούθησε ως το τέλος. Το δικό τού τέλος. Γιατί άλλα είχαν αποφασίσει οι Μοίρες όταν γεννήθηκε η Ελένη... Όταν έφτασε, ταλαιπωρημένη και μισολιπόθυμη, η Χάιδω, η φιλενάδα της αγαπημένης του, μαζί με τη μικρή του ανιψιά -η Μαλαματένια δεν είχε ακολουθήσει, του είχε στείλει το παιδί της, εκείνη θα έψαχνε για τον Πολύδωρό της-, όταν έφτασαν, έστω, αυτά τα δύο πρόσωπα, ο Δημητρός αισθάνθηκε και ενήργησε σαν προστάτης, σαν πατέρας τους. Έπρεπε να τις σώσει, έπρεπε να τις πάρει από εκείνο το μέρος, να τις φυγαδεύσει από εκείνη τη χώρα, που δεν μπορούσε πια να είναι πατρίδα τους. Και ένα από τα τελευταία βράδια, αφού μεσολάβησαν πολλά γεγονότα, που θα τα δούμε παρακάτω, ένα από εκείνα τα πικρά, μελαγχολικά βράδια -που κανείς τους ακόμα δεν ήξερε πως θα ήταν και το τελευταίο-, ο Δημητρός όρκισε τη Χάιδω κάτω από τον έναστρο ουρανό ότι, αν πάθαινε τίποτα αυτός και γέλασε που το κορίτσι χτύπησέ ξύλο-, εκείνη δε θα εγκατέλειπε ποτέ την ανιψούλα του, την Ελισώ, και την αγαπημένη του Ελένη. Την όρκισε να είναι πάντα μαζί τους και να τους οδηγήσει πίσω στη δική της πατρίδα, εκεί όπου το μαχαίρι του Τούρκου δεν έσταζε αίμα πια... Και ορκίστηκε η Χάιδω -αγαπούσε πολύ την Ελένη, όπως αγαπούσε κάποτε τη Βασιλική-, ορκίστηκε ότι δε θα την άφηνε ποτέ μόνη, ό,τι είχε στον κόσμο ήταν αυτή, θα γινόταν θηρίο για να σώσει τη φίλη της αν χρειαζόταν. Και να που χρειάστηκε. Και έγινε θηρίο η Χάιδω... Είχαν καταστρώσει το σχέδιο, ο Δημητρός μαζί με τον Μουράτ είχαν σκεφτεί και την παραμικρή λεπτομέρεια, και φαινόταν πως όλα θα πήγαιναν καλά. Ο Μουράτ ήταν παιδικός φίλος του Ρωμιού, από φτωχή οικογένεια κι αυτός, γεννημένος με μια μικρή αναπηρία -το ένα ποδάρι πιο κοντό από το άλλο-, γι’ αυτό και δεν τον είχαν πάρει στον πόλεμο. Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο πατέρας του είχε αναμειχθεί στο κίνημα των Νεότουρκων και, από κει που ήταν ένας φτωχός κτηνοτρόφος, έγινε ξαφνικά ισχυρός, ξεκίνησε και ένα λαθρεμπόριο με την Ελλάδα μεγαλύτερο το ρίσκο, μεγαλύτερα και τα κέρδη όμως τώρα που είχε δοσοληψίες με τον εχθρό-, έκανε λεφτά γρήγορα και με βρόμικο τρόπο, και σ’ εκείνες τις τρελές μέρες, τις μέρες της φωτιάς, ξαφνικά η
οικογένειά του απέκτησε εξουσία και δύναμη. Ο Μουράτ όμως έμεινε αμέτοχος έτσι κι αλλιώς, δεν του έδινε και πολλή σημασία ο γονιός του, ένας σακατεμένος γιος ήταν σαν ένας ανύπαρκτος γιος... Αγαπώντας το φίλο του τον Δημητρό -«θεία» αποκαλούσε την Ελισω, τη μάνα τουκαι με την ανομολόγητη διάθεση να εκδικηθεί τον πατέρα του, ο Μουράτ βοήθησε τον Δημητρό όσο μπορούσα πιο πολύ και ήταν διατεθειμένος να πεθάνει γι’ αυτόν και για τους ανθρώπους της οικογένειάς του. Έτσι, δε δίστασε ούτε στιγμή: θα τους οδηγούσε ως το σημείο όπου θα παίρνανε τη βάρκα -το είχε ήδη συνεννοηθείκαι θα βγαίνανε απέναντι, στη Χίο, στη σωτηρία. Η ομάδα σκέφτηκε και συζήτησε, αποφάσισαν να προσποιηθούν πως ήταν Τούρκοι τρόφιμοι ενός ασύλου ανιάτων από τα βάθη της Ανατολής που είχαν φτάσει ως εκεί, ως τα παράλια δηλαδή, αφού το άσυλο λεηλατήθηκε και τελικά κάηκε, τους βρήκε ο Μουράτ κάποια στιγμή στο δρόμο σε άθλια κατάσταση, τους λυπήθηκε η ψυχή του και αποφάσισε να τους μεταφέρει μεγάλο το κρίμα του αν δεν το έκανε, είχαν και μικρό παιδί μαζί τους, δε βλέπανε; Οδηγήθηκαν σ’ αυτό το σχέδιο επειδή τα κορίτσια δε μιλούσαν τούρκικα και έπρεπε να έχουν μια εξήγηση. Θα προσποιούνταν λοιπόν ότι, από τους βιασμούς που είχαν υποστεί και από όλα αυτά που είχαν δει τα ματάκια τους, είχαν χάσει τη λαλιά τους. Ο Δημητρός θα παρίστανε το χαζούλη, τον τρόφιμο του ασύλου -για να δικαιολογηθεί και το γεγονός ότι δεν ήταν στρατευμένος-, που όμως την κρίσιμη στιγμή, αν και καθυστερημένος και αργόστροφος, μπροστά στον κίνδυνο που τους απειλούσε όλους, είχε αρπάξει τα κορίτσια και, χωρίς να ξέρουν καλά καλά πού πήγαιναν, έφτασαν τελικά έξω από τη Σμύρνη και τώρα τράβαγαν για πιο πέρα. Μόνο το παιδάκι της Μαλαματένιας, η μικρούλα Ελισώ, τους δημιουργούσε πρόβλημα πώς να εξηγήσεις την ύπαρξη ενός παιδιού σε μια τέτοια «παρέα»; Αποφάσισαν να το διακινδυνεύσουν, «Το βρήκαμε σε μια αυλή» είχαν ετοιμαστεί τα δυο παλικάρια να πούνε, «Το λυπηθήκαμε και το πήραμε μαζί μας», το κοριτσάκι ευτυχώς δεν έλεγε ακόμα παρά ελάχιστες λέξεις, αλλά όλες ελληνικές, κάνανε το σταυρό τους, υπέθεσαν ότι από το φόβο του δε θα άνοιγε το στοματάκι του. Όλοι τους ήταν έτοιμοι και αποφασισμένοι, ο Μουράτ έλπιζε ότι, με το όνομα του πατέρα του και το σακούλι με τις λίρες που είχε να μοιράσει στους στρατιώτες στα μπλόκα, μάλλον θα διευκολύνονταν τα πράγματα. Φοβόταν, βέβαια, την περίπτωση να βρίσκονταν αντιμέτωποι με κάποιους φανατισμένους στρατιώτες, που δε θα υπολόγιζαν τίποτα και θα έκαναν εξονυχιστικούς ελέγχους, δεν είχαν όμως άλλα περιθώρια, έπρεπε να φύγουν άμεσα, πόσο ακόμη να έμεναν στο βουνό - αν δεν τους ανακάλυπταν οι Τούρκοι, θα ερχόταν ο χειμωνας να τους τελειώσει... Είχε νυχτώσει προ πολλού, και ύπνος δεν της κόλλαγε της Χάιδως. Καθόταν έξω από το άνοιγμα της σπηλιάς, νύχτα καλοκαιρινή, θα μπορούσε να ήταν μαγική αν... αν δεν υπήρχαν τόσα και τόσα «αν»: αν δε μαινόταν ο πόλεμος, αν δεν ήταν κρυμμένοι στο βουνό, αν δεν έτρεμε το φυλλοκάρδι της για την εξέλιξη της αυριανής επιχείρησης -είχαν αποφασίσει πια να φύγουν-, αν το παιδάκι που κοιμόταν μέσα δεν ήταν ορφανό από πατέρα -αγνοούμενος ο Πολύδωρας, ποιος ξέρει ποια ξένα χώματα τον σκέπαζαν-, αν είχε κοντά του τη μάνα του -ένας θεός ήξερε πότε και αν θα την ξανάβλεπεκαι αν... αυτό ήταν το κυριότερο... αν δεν έλειπε τόσες ώρες ο Δημητρός με τον Μουράτ, που είχαν φύγει από το απόγευμα, να κρύψουνε τα άλογα, και ακόμα να φανούνε. Και λούφαζε η Ελένη μέσα στη σπηλιά, φοβόταν και έτρεμε για τον καλό της, λούφαζε για να μην κάνει και τη Χάιδω να ανησυχεί, λέγοντας ότι τάχα θα πρόσεχε την Ελισώ.
Τα ήξερε η Χάιδω, τα καταλάβαινε, αλλά δεν είχε κουράγιο να μιλήσει στη φιλενάδα της, ούτε να την παρηγορήσει, δεν έβρισκε τη δύναμη να της πει «Θα έρθει όπου να ναι... Ησύχασε...», ούτε αυτό το τόσο απλό ψέμα δεν μπορούσε να αρθρώσει, αν -χτύπα ξύλο!— αν... έλειπε ο Δημητρός, τι θα απογίνονταν αυτές, μόνες γυναίκες με ένα μωρό παιδί, πάνω στο βουνό; Κι όπως προσπαθούσε να τρυπήσει με τα μάτια της το σκοτάδι, να το τρυπήσει και να της φανερωθούν τα μυστικά της νύχτας -πού ήταν ο Δημητρός; τις πλησίαζε κάποιος κίνδυνος; παραφύλαγε εκεί κοντά κανένα τσακάλι;-, άκουσε μια κραυγή κουκουβάγιας, τρομακτική και παρήγορη συγχρόνως, αυτό ήταν το σύνθημά τους Παναγιά μου, μήπως έρχονταν επιτέλους; Μισοκρυμμένη πίσω από κάτι θάμνους, χωρίς να είναι σίγουρη αν οι κραυγές της κουκουβάγιας ήταν αληθινές ή το σύνθημα, άκουσε τα πουρνάρια να σείονται και να σπάνε κάτω από χοντρές μπότες. Παρέλυσε. Αυτά ήταν πολλά βήματα, δεν ήταν τα σιγανά βήματα των δικών τους... Το σύρσιμο συνεχίστηκε, συνεχίστηκαν όμως και οι κραυγές της κουκουβάγιας, ακούστηκαν ύστερα ψίθυροι και κάτι σαν βογκητά, και είδε η Χάιδω, την Ελένη σαν αερικό στο άνοιγμα της σπηλιάς. Ήρθε το τέλος..., σκέφτηκε και κούνησε το χέρι από μακριά στη φιλενάδα της, χωρίς να ξέρει αν εκείνη μπορούσε να τη δει. Πάλι η κραυγή της κουκουβάγιας, τώρα τα βήματα ακούγονταν πιο καθαρά. Έκλεισε τα μάτια της και προσευχήθηκε να γλιτώσει τουλάχιστον το παιδί και να... Αλήθεια, τι είδους ζωή θα περίμενε τη μικρούλα Ελισώ από δω και μπρος αν όλα χάνονταν... Κάνε, Θεέ μου, ό,τι είναι καλύτερο..., κατέληξε μες στον πανικό της. Είδε τις σιλουέτες να ξεπροβάλλουν ανάμεσα από τα ψηλά πουρνάρια, ένας, δύο, τρεις, τέσσερις... Σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά της... τα μάτια της κοκάλωσαν ορθάνοιχτα... ποιος;... ποιοι;... πόσοι;... - Ελένη..., ακούστηκε σιγανή στα αφτιά της, σαν χάδι, η φωνή του Δημητρού. Ελένη, Χάιδω, εμείς είμαστε... Η είσοδος της σπηλιάς ήταν καλά κλεισμένη με ξερόκλαδα, και απέξω έκοβε βόλτες ο Μουράτ. Το πρώτο φως της μέρας άρχισε να φωτίζει τον ουρανό πίσω από το βουνό, και δυο τρία κεριά που είχαν ανάψει κόντευαν να τελειώσουν. - Πέθανε..., άκουσε η Χάιδω μες στον ύπνο της την Ελένη να λέει σε κάποιον. Και ύστερα, ένα σιγανό κλάμα, ένας λυγμός πικρός και συγκρατημένος. Συνήλθε αμέσως, τίναξε το λήθαργο από τα μάτια της -με δύο ώρες ύπνο καθιστή και ακουμπισμένη στο βράχο, δεν είχε αντέξει, ήταν πολύ εξαντλημένη και ούτε που βοήθησε με τους πληγωμένους-, οι χαμηλόφωνες ομιλίες έρχονταν από τη μεριά της Ελένης και του Δημητρού. Οι δυο τραυματίες που είχαν κουβαλήσει μαζί τους τα μεσάνυχτα οι άντρες κείτονταν ξαπλωμένοι ποιος ήταν ο νεκρός, ποιος ο ζωντανός; Σύρθηκε με κόπο προς τα κει. Ο ένας έκλαιγε με λυγμούς. Άρα είναι ο ζωντανός..., σκέφτηκε μες στη θολούρα του ταλαιπωρημένου της μυαλού, οι πεθαμένοι δεν πονάνε πια... Η Ελένη έκλεινε τα μάτια του άλλου, του... ασυγκίνητου, μουσκεμένο το πουκάμισο από το αίμα του. - Τούρκος..., ψιθύρισε ο άλλος τραυματίας, χωρίς να σταματήσει να κλαίει, Τούρκος και μου έσωσε τη ζωή... με βοήθησε να δραπετεύσω..., και ύψωσε το χέρι του, που κρατούσε κάτι.
- Τι είναι; Τι κρατάς εκεί; ρώτησε ο Δημητρός. Ησύχασε τώρα, πάει... όλα τέλειωσαν... ' Μαγνητισμένη από τον πόνο και το κλάμα, πήγε κοντά του η Χάιδω, κάνοντας νόημα στη φιλενάδα της να πάει παραπέρα, να ξεκουραστεί κι αυτή επιτέλους. Έγειρε στο πλάι εκείνη με ανακούφιση, να ξεκλέψει πέντε λεπτά ύπνο, έγειρε στην αγκαλιά του Δημητρού, και τώρα ακουγόταν και το δικό της, σιγανό, παραπονιάρικο κλάμα. - Πάρ’ το..., της είπε ο τραυματίας και έτεινε προς αυτήν το χέρι του με ένα χαρτάκι ναι, τώρα έβλεπε η Χάιδω πως ήταν ένα χαρτάκι. Πάρ’ το... εγώ θα πεθάνω... να βρεις τους γονείς και τον αδελφό του... Πάρ’ το, να τους πεις πως ήταν ένας ήρωας της ειρήνης... - Σώπα..., τον παρηγόρησε η Χάιδω, σώπα και θα ζήσεις... Κοίταξε τη φωτογραφία στο θαμπό φως της σπηλιάς, κοίταξε και διέκρινε μια οικογένεια: δύο αγόρια, το ένα μικρότερο, το άλλο μεγαλύτερο, και οι γονείς, ο πατέρας με φέσι και φράκο, η μάνα μια θεωρητική γυναίκα με έναν τεράστιο ξανθό κότσο. Έμεινε να την κοιτάει μες στο μισοσκόταδο. Κρίμα το παλικάρι, κρίμα και στους γονιούς του, που θα τον περιμένουν να γυρίσει..., σκέφτηκε. - Κάτι γράφει πίσω, είπε στον τραυματία. Τούρκικα θα ναι... Θα σ’ τα διαβάσει ο Μουράτ... - Πονάω..., βόγκηξε ο άλλος κάτω στο χώμα, πονάω... Του σφούγγιξε τον ιδρώτα με την άκρη της φούστας της και: - Πάρε τη φωτογραφία, του είπε. Εσύ θα ζήσεις. Σηκώθηκε και του έφερε λίγο νερό, είδε την πληγή στο δεξί του πόδι, του την είχαν δέσει με ένα μαντίλι -πόσο βαθιά είχε κοιμηθεί και δεν κατάλαβε τίποτα... αχ, τι είχε τραβήξει ο δόλιος ο Δημητρός με τον Μουράτ...-, αλλά συνέχιζε να αιμορραγεί. Έβγαλε από τον ντορβά της ένα άσπρο βαμβακερό πουκάμισο, το έσκισε σε λωρίδες και το έβρεξε με νερό. Βάλθηκε να του καθαρίζει το πρόσωπο, όμορφο παλικάρι, στην ηλικία της πάνω κάτω, μακριά, ίσια μύτη, μεγάλα μάτια -αν και κλειστά-, απαλό σαγόνι, μακρύς λαιμός. Μια αλυσιδίτσα που είχε στο λαιμό του μπερδεύτηκε με το πανί της, έβαλε το χέρι της κάτω από το σβέρκο του και τράβηξε το σταυρό που κρεμόταν από πίσω, τον έφερε μπροστά στο στήθος του, να τον βοηθήσει ο Εσταυρωμένος να ζήσει, τον ίσιωσε πάνω στο λακκουβάκι του λαιμού του, τον χάιδεψε απαλά. Τη ν ίδια στιγμή που η Χάιδω έβγαζε μια κραυγή, με το δάχτυλό της πάνω στην μπλε πετρούλα του σταυρού, ο τραυματίας άνοιγε τα καταπράσινά του μάτια και την έλουζε με ένα παράξενο φως. - Ποιος... ποιος είσαι; Ποιος; Μήπως...; Αδάμο;... Εσύ... είσαι, Αδάμο; κατάφερε να ψελλίσει. Η Χάιδω συνάντησε τον Αδάμο, τον παιδικό της φίλο, τον αδελφό της Βασιλικής, ύστερα από εφτά χρόνια και βάλε, στην άλλη άκρη της Γης -έτσι της έμοιαζε τότε, αφού πίστευε ως κέντρο της Γης την πατρίδα της...-, τον συνάντησε στη Σμύρνη, μέσα στις φλόγες του πολέμου, τραυματισμένο στο σώμα και τρομαγμένο από αυτά που είχε δει και ζήσει. Ο σταυρός που κρεμόταν στο στήθος του, εκείνος που είχε ζητήσει η Αρτέμη να φοράνε τα παιδιά
της,προαισθανόμενη το τέλος της, ο ίδιος σταυρός που είχε χαρίσει η Βασιλική στη Χάιδω, εκείνος ο σταυρός ήταν η αιτία να αναγνωρίσει τον Αδάμο. Και μόνο που ψηλάφισε το σχήμα και τη μικρή πετρούλα, προτού καν τον δει στο φως της μέρας και προτού ο Αδάμος ανοίξει τα πράσινό του μάτια -εκείνα τα μάτια δε θα τα μπέρδευε ποτέ με κανενός άλλου στον κόσμο-, η Χάιδω ήταν σίγουρη ότι μπροστά της, λαβωμένος αλλά -δόξα τω Θεώζωντανός, κειτόταν ένας από τους αδελφούς της αγαπημένης της Βασιλικής, ένα από τα παιδιά του αφέντη Αχιλλέα και της Αρτέμης, μια κλωστή... τι κλωστή... ένα γερό σκοινί, γερό αλλά φτιαγμένο από το μετάξι της αγάπης, ένα σκοινί που την ένωνε με το παρελθόν της, την παιδική της ηλικία, τα πιο αγνά της αισθήματα, τις πιο ακριβές της αναμνήσεις. - Αδάμο..., του είπε δακρυσμένη και έσκυψε και του φίλησε τα ρουφηγμένα του μάγουλα. Αδάμο... αγόρι μου, εγώ είμαι... εγώ είμαι, α λάι φράτε..., και δεν του έλεγε ποια ήταν, μόνο τον αγκάλιαζε και τον φίλαγε πάλι και πάλι. Ξύπνησαν από τις φωνές και τη λαχτάρα της και η Ελένη με τον Δημητρό -είχε καταφέρει κι εκείνος να ξεκλέψει λίγο ύπνο-, στάθηκε στο άνοιγμα της σπηλιάς και ο Μουράτ, με τα μάτια του κατακόκκινα, τι στην ευχή την έπιασε αυτή την παράξενη Ρωμιά που δεν ήταν από τα μέρη τους, τι την έπιασε και έσκουζε έτσι; - Ποια; ψέλλισε αδύναμα ο νέος και προσπάθησε, με χέρι που έτρεμε από την εξάντληση, να σηκώσει τα μαλλιά που έπεφταν στο πρόσωπό της και δεν τον άφηναν να διακρίνει τίποτα μες στο μισοσκόταδο. - Η Χάιδω, α λάι φράτε! του είπε, γελώντας σχεδόν υστερικά και κουνώντας τον σύγκορμο απ’ τους ώμους. Η Χάιδω του Χαρίλη! Δε με γνωρίζεις; Δε με θυμάσαι; Επενέβη η Ελένη, την πήρε στην αγκαλιά της και την έσφιξε. - Σώπα, μάνα μου, σώπα μην ακουστούμε..., τη συμβούλεψε στο αφτί, αλλά η Χάιδω έτρεμε από τη λαχτάρα και τη χαρά, μπροστά της,είχε τη ζωή της ολόκληρη, ό,τι όριζε σαν παρελθόν, παιδικά χρόνια, πατρίδα και οικογένεια, μακάρι και παιδικό έρωτα. - Η Χάιδω; ρώτησε μες στην παραζάλη του ο τραυματίας. Η Χάιδω του Χαρίλη;... - Δε με θυμάσαι; τον ρώτησε, πιο χαμηλόφωνα τώρα το αγκάλιασμα της Ελένης την είχε συνετίσει, είδε και τον Δημητρό με τον Μουράτ ανήσυχους στο έμπα της σπηλιάς, πώς τους έβαζε όλους σε κίνδυνο, η αλλοπαρμένη; - Χαϊδούλα... εσύ; Είσαι εσύ;... Πώς... πώς βρέθηκες εσύ εδώ; ρώτησε ξέπνοος ο Αδάμος και αναλύθηκε σε ένα σπαρακτικό κλάμα. Στη σπηλιά έμειναν πολλές μέρες, μήνα σχεδόν, αλλάζοντας το σχέδιό τους για την... απόδραση να την πεις;... έξοδο να την πεις;... απόπειρα για σωτηρία;... μάλλον, αυτό είναι το καλύτερο. Ο τραυματίας ήταν αδύνατον να μετακινηθεί, πονούσε φρικτά και έχανε συνέχεια αίμα, ένα ταξίδι, και μάλιστα με κάρο, θα ήταν πολύ επικίνδυνο, άσε που θα τους μαρτυρούσε όλους με τα βογκητά του... μπα, δε γινόταν τίποτα, αυτό θα ήταν το τέλος του. Έθαψαν το νεκρό Τούρκο, «Έκρέμ εφέντι” μνημονεύστε τον...» είπε με το στόμα στεγνό ο Αδάμος, τον
έθαψε ο Μουράτ και είπε δυο προσευχές από τις δικές τους, διάβασε και την αφιέρωση στο πίσω μέρος της φωτογραφίας, «Για να μας Θυμάσαι, γλυκέ μου Εκρέμ. Ο πατέρας σου Ομάρ, η μάνα σου Ελμάς, ο αδελφός σου Οκάν», αποστήθισε τα λόγια ο Αδάμος αν θα έφταναν ποτέ πίσω στην Ελλάδα, ποιον θα έβρισκε να του διαβάσει τα τούρκικα; Κλεισμένοι στη σπηλιά πάνω στο βουνό σαν τα θηρία στα κλουβιά, πήγαιναν κι έρχονταν, μάθαιναν πως πλησίαζε ο στρατός, τι ήταν κι αυτό που τους έτυχε, παίζανε τώρα τις ζωές τους κορόνα γράμματα για να σώσουν έναν άγνωστο... - Πηγαίνετε εσείς, μην καθυστερείτε, τους πρότεινε μια μέρα η Χάιδω. Πηγαίνετε..., τους παρακάλεσε. Εγώ θα μείνω με τον Αδάμο..., και γλύκανε η όψη της, δεν μπορώ να τον αφήσω. Πηγαίνετε, ο Θεός είναι μεγάλος, κάτι... κάποιος θα μας βοηθήσει. Πηγαίνετε! Αρνήθηκε πεισματικά η Ελένη και: - Δε σ’ αφήνω, της είπε. Φούσκωσε και ξεφούσκωσε ο Μουράτ. Γυναίκες... τρελές..., σκέφτηκε. , Ο Δημητρός, ανάμεσα στο καθήκον προς το συνάνθρωπο και στο καθήκον προς τη ζωή, δεν έλεγε τίποτα, ούτε να φύγει ούτε να μείνει, μόνο τον έζωναν κακά προαισθήματα, το πράγμα δυσκόλευε όσο πήγαινε. Και, μέσα σε όλα αυτά, αρρώστησε και το παιδί, η Ελισώ, βήχας ασταμάτητος και πυρετός, το έκλεινε στον κόρφο της η Χάιδω, το έσφιγγε να πάρει εκείνη τον πυρετό, να το ανακουφίσει, είχαν τώρα και μια δικαιολογία, χαλάρωσε κάπως η κοπέλα, δεν ήταν μόνο αυτή η αιτία της καθυστέρησης. Εμειναν, δεν είχαν άλλο περιθώριο. - Κάντε το σταυρό σας, είπε στο τέλος ο Δημητρός και κοίταξε τον ουρανό ίσως να περίμενε μια βοήθεια από κει ψηλά, που όμως δεν ήρθε. Κι όσο συνέβαιναν όλα αυτά, κάθισαν στο ουράνιο τραπέζι οι τρεις Μοίρες. - Γιατί στόλισες την αγάπη με τόση πίκρα; ρώτησε η Κλωθώ4 τη Λάχεση*. - Κι εσύ γιατί γνέθεις μόνο ένα νήμα; Τι θα απογίνουν οι άλλοι; Νέα παιδιά είναι, δεν τα βλέπεις; ρώτησε αντί να απαντήσει εκείνη. Πήρε το ψαλίδι της σιωπηλή η Άτροπος* και άρχισε να το ακονίζει...
ΕΛΠΙΔΑ, ΜΕΤΑΞΩΤΗ ΚΛΩΣΤΗ Ο ΟΚΑΝ ΕΙΔΕ ΤΗ ΜΙΚΡΗ ΕΛΠΙΔΑ για πρώτη φορά μόλις σαράντισε. Μέχρι τότε, όλο και ρωτούσε τη Νενέ -στην πραγματικότητα, την είχε τρελάνει στις ερωτήσεις-, τη ρωτούσε και τα μάτια του έκαιγαν όταν μιλούσε για εκείνο το μωρό, που δεν μπορούσε να κρύψει -όχι από τη Νενέ τουλάχιστονότι το αγαπούσε, κι ας μην το είχε δει ακόμα. «Καλή είναι, γερή, ήσυχη, φαγανή...» τον ησύχαζε η θετή του μάνα, η ίδια όλη την ώρα πηγαινοερχόταν στο σπίτι της Λαρώς, μια για να πάρει τα παιδιά και να τα
κρατήσει για λίγο στο σπίτι της, να ξεκουραστεί η λεχώνα, δυο για να ξεματιάσει το νεογέννητο, που στις αρχές έκλαιγε γοερά, τρεις για να πάει μια σούπα στην κοπέλα, να φάει καλά, να έχει γάλα να θρέψει το μωρό της. «Πες μου, πες μου», επέμενε ο Οκάν, «πες μου, σε ποιον μοιάζει;» Σχεδόν καθημερινά, περνούσε από το σπίτι στην Άνω Πόλη, έπινε έναν καφέ εκεί, χαιρόταν τη Ζωίτσα και τον Σίμο, που συνήθως ήταν στη Νενέ, και μετά κατηφόριζε πάλι, δεν ήταν μακριά το σπίτι των πεθερικών, όπου έμεναν όλοι μαζί -προσωρινά, βέβαια-, τον περίμενε η Μαρία πρόσχαρη, ευτυχισμένη και έτοιμη να κάνει το παν για να γίνει κι εκείνος ευτυχισμένος, τον περίμενε και η Αμαλία, ντυμένη και στολισμένη στην τρίχα, δεν ανταγωνιζόταν την κόρη της, δεν ήθελε το κακό της, μόνο να πιάσει το βλέμμα του έλπιζε, να το πιάσει μια φορά γεμάτο θαυμασμό για εκείνη, και μετά αποσυρόταν διακριτικά και άφηνε τους νιόπαντρους να μιλήσουν με την ησυχία τους. «Μοιάζει στους γονείς του», απαντούσε σιβυλλικά η Νενέ. «Κι εσύ, όταν κάνεις δικά σου παιδιά, θα χαίρεσαι που θα σου μοιάζουν...» και γυρνούσε από την άλλη, να μη δει ο γιος της το ψέμα μέσα στο βλέμμα της. Έμπαινε στο σπίτι «του» ο Οκάν, τον υποδεχόταν η Μαρία με δυο φιλιά στα μάγουλα, και από πίσω της εμφανιζόταν η μαμά της, με μαλλί κότσο και λουστρινένιο πασούμι. «Στις ομορφιές σας είστε σήμερα...» έλεγε εκείνος αφηρημένος και προς τις δυο, ο νους του δεν ξεκολλούσε από το άγνωστο νεογέννητο, πόσο βασανιζόταν για το αν ήταν δικό του ή όχι το .παιδί... Το νεογέννητο κοριτσάκι ήταν ένα όμορφο και ήσυχο μωρό. Τα δυο μεγαλύτερα αδελφάκια του, η Ζωή και ο Σίμος, το παρατηρούσαν με ενδιαφέρον και περιέργεια, θέλανε να βοηθήσουν τη μαμά τους, έτρεχαν σε κάθε κλάμα του μωρού και του χτυπούσαν απαλά την πλατούλα, φέρνανε πετσέτες και τη λεκάνη με το νερό όταν ήταν να το αλλάξει η μάγα τους, πετάγονταν τη νύχτα ως απάνω σε κάθε τσιρίδα του μωρού, όλο υπευθυνότητα και αγωνία, προσπαθούσαν να φανούν χρήσιμα και, φυσικά, δημιουργούσαν μεγαλύτερη φασαρία, φέρνοντας συνέχεια εμπόδια στην Ιλαρία, που, περνώντας την επιλόχεια κατάθλιψή της -άσχετα αν δεν ήξερε πως λεγόταν έτσι, ούτε καν πως υπήρχε-, έσερνε πάλι τα βήματά της βαριά και βασανιζόταν από απορίες, τύψεις και ζήλια. - Βρήκα δουλειά, Λαρώ! της ανακοίνωσε μια μέρα στα ξαφνικά ο Δαμιανός, και μόνο τότε θυμήθηκε εκείνη ότι την τελευταία έβδομα-δα. μαζί με το γείτονά τους τον θανασό, ο άντρας της έφευγε κάθε απόγευμα. Οι σχέσεις τους ήταν παράξενες. Ποτέ βέβαια δεν υπήρξαν ομαλές, αλ\ά και ποτέ δεν είχαν έντονες συγκρούσεις. Γενικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτοί οι δυο άνθρωποι ποτέ δεν αγαπήθηκαν σωστά αν υπάρχει σωστός ή λάθος τρόπος στην αγάπη. Ύστερα από εκείνη τη νύχτα, τη νύχτα που έγιναν ξανά αντρόγυνο -αν «αντρόγυνο» σημαίνει «έρχομαι σε ερωτική επαφή»-, τα πράγματα έγιναν κάπως πιο ομαλά. Τη μεγαλύτερη προσπάθεια την έκανε ο Δαμιανός, που άρχισε να μιλάει στη Λαρώ περισσότερο και καλύτερα και να ενδιαφέρεται γι’ αυτήν πιο πολύ. Εκείνη, πάλι, θυμωμένη με τον εαυτό της που το κορμί της είχε ανταποκριθεί στο ερωτικό τους σμίξιμο, δεν έγινε ποτέ ξανά η Λαρώ που ήταν στις αρχές -γλυκιά, τρυφερή, πονετικήκαι με τη στάση της, γιατί αλλιώς ήταν μαθημένος ο Δαμιανός από αυτήν, τον κράτησε σε κάποια σχετική απόσταση. Και εκείνος, ένας άνθρωπος με πολλά τραύματα στην ψυχή, που με λάθος τρόπο προσπαθούσε να τα επουλώσει -δηλαδή, αποφεύγοντας την αλήθεία-, άρχισε πάλι να εκδηλώνει τον αρρωστημένο εγωισμό του, εκείνον που ρήμαζε τον ίδιο, μάτωνε και τους διπλανούς του.
Ετσι θα πήγαινε για πάντα, καθώς φαίνεται, το ζευγάρι αυτό, σιωπηλό και λαβωμένο, αν η κυρα-Νενέ δε μίλαγε στην Ιλαρία ένα απόγευμα και δεν της ανακοίνωνε -αφού πρώτα της υπενθύμισε πως ήταν έγκυος και θα έπρεπε να σκεφτεί το μωρό τηςότι ο Οκάν είχε λογοδοθεί και θα παντρευόταν σύντομα. Τσακισμένη από την είδηση εκείνη, όταν γύρισε στο σπίτι η Λάρω κρύφτηκε μέσα στο δωμάτιο και ξέσπασε σε γοερά κλάματα. Έκλαιγε ασταμάτητα για πολλή ώρα -διένυε τον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της τότε-, έκλαιγε μέχρι που μπήκε στην κάμαρα ο Δαμιανός και τη ρώτησε τι συνέβαινε. - Είμαι ευαίσθητη από την εγκυμοσύνη, του είπε σκουπίζοντας τα μάτια της κάτι της είχε σφυρίξει η κυρά της, η Γαλλίδα, όταν τη μυρίστηκε που ξερνούσε κάθε τόσο, «Δεν πιστεύω τώρα... να γίνεις πολύ... ευαίσθητη», και το έπιασε από τα συμφραζόμενα η Λαρώ. Κάθισε κοντά της ο άντρας της και: - Πες μου, θα καταλάβω..., την παρακάλεσε. Την ξάφνιασε τόσο πολύ με τα λόγια του αυτά, που η Λαρώ σταμάτησε να κλαίει, δεν ήταν δυνατόν να είχε τέτοια μεταστροφή ο άντρας της, κάτι της ετοίμαζε πικρό, μια εκδίκηση ήθελε να πάρει, μάλλον είχε μάθει κι αυτός πως παντρευόταν ο Οκάν και χαιρόταν με τον πόνο της. Παρ’ όλα αυτά όμως, παρά τους φόβους της, παρά τις αρνητικές της σκέψεις, έγειρε πάνω του αποκαμωμένη -έκλαιγε ώρα και δεν είχε φάει τίποτα μετά τη δουλειά, κόντευε να λιποθυμήσει από την εξάντληση-, έγειρε στον ώμο του -αχ, αυτός ο ώμος ας ήταν εκείνου-, την κράτησε στην αγκαλιά του και άρχισε να την κουνάει πέρα δώθε, οαν να ήταν μωρό παιδί, γλυκάθηκε αυτή, λούφαξε. Μπορούσε τελικά να είναι κι εκείνος άνθρωπος; Μπορούσε να της προσφέρει λίγη τρυφερότητα, λίγη αγάπη; Γιατί να μην της τα είχε δείξει νωρίτερα, γιατί είχε αργήσει τόσο και έγινε ό,τι έγινε; Κι όπως περνούσε η ώρα και η αγκαλιά του γινόταν παρηγοριά και ξεκούραση, χαλάρωσε η κοπέλα τέσσερις μήνες χωρίς χάδι και φιλί ήταν πολλοί για το κορμί της, που καιγόταν μόνιμα από μια σιγανή φλόγα, ειδικά μετά τον Οκάν...-, κούρνιασε πιο βαθιά μέσα στα χέρια του και αφέθηκε, με το μυαλό αδειανό από τις σκέψεις που μέχρι πριν από λίγο τη βασάνιζαν και την έκαναν να κλαίει. Ο Οκάν, ο δικός της Οκάν, θα φιλούσε και θα έκανε έρωτα σε μια γυναίκα που δε θα ήταν αυτή, θα ήταν μια άλλη, μια ξένη, μια γυναίκα που δεν τον ήξερε από μικρό, που δε γνώριζε το σπίτι ούτε και ιη μάνα του, που δεν είχαν πιει μαζί σερμπέτια, ούτε είχαν φτύσει με δύναμη τους σπόρους του ροδιού στα παρτέρια του κήπου; αφού πρώτα είχαν ρουφήξει με κόκκινη γλώσσα και κατακόκκινα δόντια τους χυμούς του, ούτε της είχε μάθει κολύμπι κόντρα στα ρεύματα του Βόσπορου, ούτε είχαν κάνει μαζί κάποια σκανταλιά, όπως τότε που οι δυο τους έλυσαν τα σκοινιά μιας βάρκας αραγμένης κάτω από ένα γιαλί5. Ο Οκάν θα παντρευόταν μια άλλη γυναίκα, που δεν της είχε σκουπίσει τα δάκρυα ποτέ... Από το βράδυ εκείνο η Λαρώ και ο Δαμιανός έγιναν ένα φυσιολογικό ζευγάρι, τουλάχιστον ως προς τη συχνότητα των ερωτικών τους επαφών, γιατί βέβαια δεν υπολογίζεται για φυσιολογικό ζευγάρι μια συνύπαρξη ανθρώπων όταν ο ένας από τους δύο σκέφτεται μέρα νύχτα κάποιον άλλο. - Δουλειά; δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της. Εννοείς... κανονική δουλειά; Γέλασε πικρά ο Δαμιανός, φυσικά και δεν τον θεωρούσε ικανό η γυναίκα του να έχει μια κανονική δουλειά, όπως όλοι οι άνθρωποι, αλλά αυτό δεν ήταν μόνο δικό της λάθος. Ήταν κυρίως δικό του. Γιατί από τότε που γνωρίστηκαν -και αυτουνού του είχαν ήδη κόψει το πόδιδεν είχε κάνει καμία προσπάθεια
να δουλέψει, μόνο να κρύβεται ήθελε, να μη βλέπει στα μάτια των ανθρώπων τον οίκτο. Και κρύφτηκε και χάθηκε από το πρόσωπο της Γης, τιμώρησε και τιμωρήθηκε, και να πού κατάντησε: να απορούν οι άλλοι όταν μιλούσε για δουλειά... - Ναι! και γέλασε πάλι πρόσχαρα. Κανονική δουλειά! Ο ξάδερφος του Θανασού κόβει εισιτήρια σε έναν κινηματόγραφο κάτω στην πόλη, κοντά στον Λευκό Πύργο. Θα με βάλουνε κι εμένα στα εισιτήρια. - Μπορείς; Θέλω να πω, θα μπορέσεις τόση ώρα όρθιος; Καταλαβαίνεις... πώς...; Δε συνέχισε η Λαρώ, δεν καταλάβαινε πώς θα μπορούσε να μένει τόση ώρα όρθιος ο άντρας της, όρθιος και στηριγμένος στην πατερίτσα, και, το κυριότερο, δεν καταλάβαινε πώς θα ανεβοκατέβαινε κάθε μέρα τα καλντερίμια τους, πώς θα έφτανε ως τη θάλασσα και πώς θα ξαναγυρνούσε. - Μη σκας, της απάντησε ο Δαμιανός. Ο Θεοχάρης, ο ξάδερφος που σου ’λεγα, κάθεται λίγο παρακάτω, θα με... θα πηγαίνουμε μαζί. Τον άκουγε, ήταν χαρούμενος, για πρώτη φορά τον άκουγε να είναι χαρούμενος σαν μικρό παιδί, καταλάβαινε ότι η δουλειά ήταν σπουδαία γι’ αυτόν, καταλάβαινε ότι έτσι θα κέρδιζε την αυτοεκτίμησή του, πιθανόν να πόνταρε να κερδίσει και την αγάπη της. Και τα παιδιά; Τι θα γινόταν με τα παιδιά; Αλλά δεν είπε τίποτα. - Θα φεύγω μόλ^ς γυρίζεις, δε θα υπάρχει πρόβλημα, της είπε, λες και διάβαζε το μυαλό της εκείνη τη μέρα. .Άρχισε λοιπόν να δουλεύει ο Δαμιανός, λίγο προτού σαραντίσει η Ιλαρία και πιάσει ξανά δουλειά στο σπίτι των Γάλλων, με τα πολλά τραπεζώματα και τις ατέλειωτες βεγγέρες, και ήρθανε λίγα λεφτά ακόμη στο σπίτι τους, λίγα αλλά χρειαζούμενα. Ξεκίνησε το πρωί της Κυριακής για την εκκλησία η Λαρώ, με το βρέφος στην αγκαλιά και τη Ζωίτσα απ’ το χέρι. Σπάραξε στο κλάμα ο Συμεων, όχι, η μαμά του δεν μπορούσε να τον πάρει κι αυτόν μαζί της -κι ας πονούσε η ψυχή της που έκλαιγε το λατρεμένο της αγόρι-, ούτε και είπε τίποτα ο Δαμιανός να πάνε όλοι, δεν πατούσε το πόδι του στην εκκλησία παρά μόνο αν δεν υπήρχε άλλη λύση - για παράδειγμα, δεν μπορούσε να έχει λείψει από το δικό τους γάμο, ούτε βέβαια από το γάμο του φίλου του του Δημητρού, κυρίως από αυτόν... Γυρνώντας από την εκκλησία, η Λαρώ πέρασε από το σπίτι της κυρα-Νενέ να πιει έναν καφέ και να ξεσκάσει λίγο, σαράντα μέρες μέχρι το κουζινάκι πήγαινε, αυτή που ήταν μαθημένη να αλωνίζει την πόλη με το πόδι, όπως κάποτε τη Μυτιλήνη, .όπως παλιά την Πόλη, όπως ακόμη πιο παλιά τη Σμύρνη. Γέλασε όταν θυμήθηκε τον εαυτό της κοριτσάκι -πόσοι αιώνες να είχαν περάσει από τότε;-, θυμήθηκε που ανεβοκατέβαινε τα σοκάκια τρέχοντας και τραγουδώντας, «Ζουζούουου!...» την έψαχνε η μάνα της, και αυτή κρυβόταν, παρακολουθούσε τα μεγάλα κορίτσια και τη Μαλαματένια τους, που φόραγαν τα άσπρα τους φουστάνια και σουλατσάριζαν απορροφημένες από τις συζητήσεις τους για τον πρίγκιπα που θα ερχόταν σύντομα ουδεμία αμφιβολία επ’ αυτού. Και έτρεχε μετά στο σπιτάκι τους και χωνόταν στα πόδια της μάνας της, να στρώσει το τραπέζι, να κόψει βασιλικό από τη γλάστρα και να τρίψει με αυτόν το ψωμί, να* περάσει σε ένα λεπτό καλάμι πράσινες και μαύρες ελιές, να δείξουν σαν κεμπάπ, να τυλίξει όμορφα τις πετσέτες.
Ανέβαινε την ανηφόρα και θυμόταν, ταξίδευε στο παρελθόν, το μωρό κοιμόταν ήσυχο στην αγκαλιά της, η Ζωή χοροπηδούσε χαρούμενη στο πλάι της -το να πάρει σήμερα μαζί της αυτήν και να αφήσει στο σπίτι τον Σίμο τους ήταν μεγάλη απόδειξη της προτίμησης της μαμάς της-, είχε πολύ καιρό να θυμηθεί τα παλιά, τη βασάνιζαν τόσο πολύ τα καινούρια, πού να χωρέσουν όλα μαζί... Θυμήθηκε την Πόλη, το σπίτι της Ελμάς χανούμ, που δεν το έβλεπες απέξω, τόσο πυκνά και ψηλά ήταν τα δέντρα τριγύρω. Θυμήθηκε που περπατούσαν με τη μάνα της πλάι πλάι για να φτάσουν, δε βιάζονταν, η Τουρκάλα ιιοιέ δεν τους είπε ότι είχαν αργήσει, αλλά κι αυτές δεν έφευγαν προτού τελειώσουν όλες τις δουλειές, προτού βάλουν και το τελευταίο πράγμα στη θέση του. Εστριψε στη γωνία και είδε από μακριά το σπίτι της Νενέ, έφυγε ο νους της πάλι, πήγε στο νησί, θυμήθηκε που πήγαινε τρέχοντας στο σπίτι του Ισίδωρου, πούπουλα τα ποδάρια της, πουλάκι η ίδια -«Καρδερίνα μου...» της έλεγε καμιά φορά εκείνος, γιατί όλο τραγουδούσε-, έτρεχε να τον συναντήσει, να δει τα μάτια του, το χαμόγελό του, να ακούσει την τρυφερή του φωνή, το σπάνιο γέλιο του. Θυμήθηκε κι εκείνο το πρωινό, το επόμενο της νύχτας που του είπε ότι περίμενε το παιδί του -και έσφιξε ασυναίσθητα το χεράκι της Ζωής, που γύρισε και την κοίταξε παραξενεμένη-, θυμήθηκε που έτρεχε με λαχτάρα, λίγες ώρες μακριά του και ήδη της είχε λείψει, θα παντρεύονταν, θα είχαν το μωρό τους, θα είχε πάλι μια οικογένεια η Λαρώ, ένα σπίτι. Στέγνωσε το στόμα της, πάντα το πάθαινε αυτό όταν θυμόταν εκείνη την τελευταία μέρα, εκείνη την ώρα, την πικρή, τη ματωμένη, την ώρα που άγγιξε την τρέλα -να φύγει, να βγει από τον κόσμο της λογικής, να μην ξέρει, να μη θυμάται, να μη σκέφτεται-, πώς έγινε, Χριστέ μου, και δεν της έστριψε τότε, όταν χτυπούσε το κεφάλι της πάνω στο κρεμασμένο, νεκρό κορμί του... Της βγήκε ένα βογκητό από το στόμα, - Κουράστηκες, μανούλα; τη ρώτησε η Ζωή πού να ήξερε κι αυτό το κακόμοιρο για τον πατέρα του... - Όχι, πουλάκι μου..., της χαμογέλασε. Ανοιξε την εξώπορτα της Νενέ η Λαρώ και ήταν σίγουρη για δύο πράγματα: ότι η Ζωίτσα της έπρεπε κάποτε να μάθει την αλήθεια και ότι πίσω από την ξύλινη πόρτα την περίμενε ο Οκάν, ό δικός της Οκάν. - Ι Ιανέμορφη... ένα πανέμορφο λουλούδι..., ψιθύρισε εκείνος και πήρε στην αγκαλιά του το μωρό, τυλιγμένο σε μια άσπρη βαμβακερή κουβερτούλα. Κάθισε η Λαρώ στην καρέκλα που της έδωσε η Νενέ και άρχισε να τον παρατηρεί, είχαν ανταλλάξει δυο φιλιά στα μάγουλα -πόσο απαλά ήταν τα δικά του!και μερικές ευχές, που φάνηκαν σαν ψεύτικες, κι ας ήταν μέσα από την καρδιά του πώς μασκαρεύεται η αλήθεια όταν πονάει τόσο... Το δεύτερο κοριτσάκι της Ιλαρίας -γιατί μόνο για το ότι ήταν δικό της παιδί μπορούμε να είμαστε σίγουροιονομάστηκε «Ελπίδα», επειδή πάνω της στήριξε ο καθένας τις δικές του χαμένες ελπίδες. Η μάνα του ήθελε να είναι το παιδί ευτυχισμένο και να μην έχει τη μοίρα της και τη μοίρα της δικής της μάνας, γι’ αυτό και αρνήθηκε πεισματικά το «Ελισώ» που της πρότεινε η Νενέ. Ούτε όμως και της Ζωίτσας της τη μοίρα ευχήθηκε να έχει, της Ζωίτσας που γεννήθηκε ορφανή και μεγάλωσε με έναν ξένο για πατέρα, ο οποίος βέβαια την αγάπησε πολύ, αλλά δεν ήταν αίμα του φοβόταν η Λαρώ, κάποτε μπορεί ο Δαμιανός να έκανε τη διάκριση, να ξεχώριζε τη Ζωή από τα δικά του παιδιά, τον Σίμο και την Ελπίδα, την Ελπίδα που ήθελε τόσο πολύ να πιστέψει πως ήταν δικό του παιδί...
Ο Οκάν -«Δημητρός» σ’ εκείνη τη γειτονιά, σ’ εκείνη την πόλη και σ’ εκείνη τη χώρα-, που, ως νονός, είχε άποψη, χάρηκε ιδιαίτερα όταν του είπε το όνομα που επιθυμούσε η Λάρα για την κορούλα της, χάρηκε, ήθελε να κρατήσει την ελπίδα άσβεστη στην καρδιά του, όπως το είχε κάνει τόσα χρόνια, την ελπίδα ότι θα είχε κάποτε δική του τη μικρή του Λάρα, το κορίτσι του Βόσπορου. Ακόμη και ο Δαμιανός συμφώνησε αμέσως -παίδευε στο μυαλό του το όνομα της μάνας του, αλλά παραιτήθηκε, όχι, όχι, δε θα την ονόμαζε έτσι τη μικρή, δεν ήταν έτοιμος ακόμα, μπορεί και ποτέ να μην ήταν... Στα τόσα χρόνια στέρησης, πίκρας και εγωισμού, όταν ακούστηκε πόλι το κλάμα ενός μωρού στο σπίτι τους, κάτι σκίρτησε στην καρδιά του, κάτι μισοκοιμισμένο σάλεψε. Ελπίδα... Μπορεί αυτό το παιδί να ξέφευγε από τα βάσανα. Μπορεί η γυναίκα του κάποτε να τον αγαπούσε αληθινά. Μπορεί και ο ίδιος να άλλαζε τύχη και χαρακτήρα. Ελπίδα... Μικρή, λαμπερή φλογίτσα. Ελπίδα... Μια μεταξωτή κλωστή που θα σήκωνε τόσα όνειρα, τόσα ανείπωτα λόγια, τόσες ανοκλήρωτες πράξεις... Ελπίδα... Πηγή δροσερή στη μέση της ερήμου του σκληρού τους πεπρωμένου. Το Ελπιδάκι πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της με πολλή αγάπη, τόση όση λίγα παιδιά έχουν γευτεί. Πρώτα απ’ όλα είχε τη μαμά της, που ήταν αφοσιωμένη μάνα και την αγαπούσε πολύ, όπως αγαπούσε και τα άλλα της δυο παιδιά. Η Ιλαρία ήταν μια γυναίκα γεννημένη για την αγάπη, για την οικογένεια. Μπορεί να είχε αδυναμία στο μοναχογιό της, αλλά λάτρευε και τις κόρες της, γιατί καθεμιά από αυτές της θύμιζε και μια αγάπη: η Ζωή τον αδικοχαμένο Ισίδωρο και η Ελπίδα τον πολυαγαπημένο Οκάν. Όχι πως ήταν σίγουρη ότι ήταν δικό του παιδί, καθόλου μάλιστα -ειδικά μετά τα χρόνια που ακολούθησαν και αυτός δεν απέκτησε παιδιά με τη Μαρία-, αλλά πίστευε ότι ένα τόσο όμορφο παιδί, όπως ήταν αυτό, μόνο παιδί ενός μεγάλου έρωτα μπορούσε να είναι. Απέραντη αγάπη πήρε η μικρή Ελπίδα και από τον Δαμιανό, τον πατέρα της, που, από τη μεγάλη του λαχτάρα να είναι δικό του αυτό το παιδί, το πίστεψε βαθιά, το έβαλε στο μυαλό του ότι εκείνη τη νύχτα, τη νύχτα που η Λαρώ τού είπε ότι ήθελε να μείνει κοντά της και να μη φύγει, άρα του διέψευσε όλες τις υπόνοιες που είχε γιοι τον Δημητρό, εκείνη τη νύχτα λοιπόν, η γυναίκα του συνε-λάβε αυτό το υπέροχο κοριτσάκι, που έγινε αιτία και αφορμή να ζήσουν στο εξής μια σχεδόν φυσιολογική ζωή. «Είναι ίδια η αδελφή μου, ίδια ο πατέρας μου...» συνήθιζε να μονολογεί όταν στεκόταν πάνω από την κούνια και την παρατηρούσε ή όταν την πρόσεχε στα πρώτα της βηματάκια και την ακολουθούσε -στηριγμένος στην πατερίτσαστα πρώτα της παιχνίδια. Χάιδευε τα πλούσια ξανθά μαλλιά της και θαύμαζε ώρες ατέλειωτες τα γαλάζια της μάτια. Τα αδέλφια της, η Ζωή και ο Σίμος, αγαπούσαν και πρόσεχαν τη μικρή σαν μεγάλοι άνθρωποι, ποτέ δεν τη ζήλεψαν -κι ας αποσπούσε την προσοχή και τον ενδιαφέρον όλων-, πάντα τη φρόντιζαν και ήταν αχώριστα μεταξύ τους, ελάχιστες φορές περάσανε λίγες ώρες μακριά της μέχρι που έφυγαν, βέβαια... Μπορεί η Ελπίδα να γεννήθηκε χωρίς παππούδες και γιαγιάδες, είχε όμως την τύχη να γεννηθεί κοντά στη Νενέ, τη χρυσοχέρα Σμυρνιά, που της κέντησε φουστανάκια και της έπλεξε ζιλεδάκια, τα ωραιότερα που είχαν εμφανιστεί ποτέ στη γειτονιά εκείνη. «Του παιδιού μου το παιδί...» έλεγε όταν ήταν μόνη της με το μωρό, και το φίλαγε, το κανάκευε σαν να ήταν βασιλοπούλα, τέτοια αγάπη ούτε για τον Συμεών δεν είχε νιώσει η γριά Νενέ, που αισθανόταν το λάδι να τελειώνει στο καντήλι της. «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που μ’ αξίωσες για όλες αυτές τις χαρές τώρα στα γεράματα...» έλεγε συνέχεια στην προσευχή της. «Δώκε κι ένα παιδάκι στη Μαρία και κάνε να μη λιώνει απ’ τον έρωτα ο γιόκας μου...» συνέχιζε όταν είχε βάσιμες υποψίες πως ο Θεός την άκουγε.
Τέλος, ο Δημητρός -ο Οκάν της μάνας της, αλλά πώς να το ξερε αυτό το κοριτσάκι;λάτρεψε την Ελπίδα και διεκδίκησε την αγάπη της σαν τρελός. Και μπορεί να την κέρδιζε -αλλά είχε τους γονείς της πιο πάνω από το νονό της-, την πρωτιά εννοούμε, αν έρχονταν διαφορετικά τα πράγματα και δεν έφευγε, μαζί με τη γυναίκα του, μα-κριό. Η μικρή του Εμέλ6, όπως την έλεγε όταν ήταν οι δυο τους -και αυτό ήταν το ακριβό τους μυστικό-, του θύμιζε τόσο πολύ τη μάνα του, την πανώρια Ελμάς, που μερικές φορές τού ερχόταν να βάλει τα κλάματα σαν την κοιτούσε. Τόσο ξανθή και τόσο γαλανή... ίδια η μάνα του... Κι όταν το κοριτσάκι μεγάλωσε λίγο και, δασκαλεμένο από την κυρα-Νενέ αλλά και καλλίφωνο καθώς ήταν, τραγουδούσε τους αμανέδες κοιτώντας πέρα τη θάλασσα, τότε του επιβεβαίωνε την ομοιότητα εκείνη, και με το παραπάνω έτσι τραγουδούσε και η μάνα του κοιτώντας τον Βόσπορο... Η νονά Μαρία αγάπησε κι αυτή πολύ το Ελπιδάκι, αλλά, καθώς ήταν μεγαλωμένη και μαθημένη να μην αφήνει ελεύθερο τον εαυτό της, το αγάπησε διστακτικά και σπάνια εκδηλωνόταν, λες και είχε λίγα αποθέματα αγάπης και τα φύλαγε για τα δικά της παιδιά. Γεμάτη όνειρα για δική της οικογένεια, έβρισκε εκνευριστικό το γεγονός ότι η «άλλη», η Ιλαρία δηλαδή, παρ’ όλες τις δυσκολίες της ζωής της είχε καταφέρει να κάνει μια τόσο όμορφη και τόσο μεγάλη οικογένεια. Δεν περνούσε βέβαια ποτέ από το μυαλό της ότι αυτή η οικογένεια είχε κι άλλα προβλήματα εκτός από τη φτώχεια, που μόνο αυτήν αναγνώριζε σαν πρόβλημα. Ούτε είχε περάσει ποτέ από το μυαλό της ότι η αγάπη που είχε ο άντρας της για τη Λάρα δεν ήταν τόσο αθώα. Μέχρι που κάποιος την έβαλε σε υποψίες, γιατί τη χτύπησε στο ευαίσθητο της σημείο: στο θέμα του παιδιού. Η Μαρία λοιπόν αγάπησε το Ελπιδάκι με μέτρο, θα λέγαμε, και αφοσιώθηκε στο δικό της σκοπό τρέχοντας σε γιατρούς, πηγαίνοντας σε μαμές και πρακτικούς και καταλήγοντας στις εκκλησίες, στα μοναστήρια και στις μάγισσες με αυτή τη σειρά. Όμως τίποτα, κανένα αποτέλεσμα, δεν έδωσε ο Θεός να αποκτήσει παιδί, τόσο ευτυχισμένοι οι δυο τους με τον άντρα της -έτσι νόμιζε εκείνη, αφού ποτέ δε μάλωσαν, ποτέ δε χάλασαν τις καρδιές τους-, τόσο ευτυχισμένοι, με μόνο αυτό το μικρό αγκάθι... Το άλ\ο αγκάθι προστέθηκε αργότερα, της το φύτεψε μια μάγισσα, από αυτές στις οποίες πήγε η κοπέλα στην απόγνωσή της πάνω «Μαγεμένο είναι το σπέρμα του άντρα σου... από κάποια που τον αγαπάει... κοντά του είναι». Ο Οκάν κράτησε «αποστάσεις ασφαλείας» από τη Λάρα και την οικογένειά της. Σεβάστηκε την απόφαση και την προσπάθεια που έκανε η αγαπημένη του να εξασφαλίσει μια κανονική οικογένεια για τα παιδιά της. Σεβάστηκε και τον Δαμιανό, από τη στιγμή που η Λάρα τού είπε ότι εκείνος ήταν ο άντρας της, εκείνον αγαπούσε. Ο Οκάν ήξερε πως ήθελε να κάνει τη Λάρα ευτυχισμένη. Ήταν αποφασισμένος να την πάρει από τον Δαμιανό -θα την έπαιρνε και από το Θεό τον ίδιο αν χρειαζόταν-, δεν υπολόγιζε τίποτα, δε θα σταματούσε μπροστά σε τίποτα. Μόλις όμως εκείνη έκανε πίσω και αρνήθηκε την αγάπη της, τότε μόνο είδε τον «αντίζηλο» με συμπόνια και κατανόηση. Τον σεβάστηκε, κι ας τον ζήλευε αφόρητα που πλάγιαζε μαζί της. Και τη «μάνα» του, την κυρα-Νενέ, σεβάστηκε, τη γυναίκα που τον βοήθησε όσο και η αληθινή του μάνα, τη Νενέ που είχε δικαίωμα να ζήσει ειρηνικά τα τελευταία χρόνια της ζωής της δεν είχε κάνει κακό σε κανέναν, δεν της άξιζαν πίκρες και αγωνίες από το γιο της. Όμως και τη γυναίκα του, τη Μαρία, σεβάστηκε ο Οκάν -όπως είχε υποσχεθεί στη Νενέ κάποτε-, τη Μαρία που ξεκίνησε εκείνο το γάμο με τις καλύτερες διαθέσεις. Δεν της άξιζε το ψέμα της Μαρίας, σε κανέναν δεν αξίζει, του το είχε επισημάνει πρώτη η Νενέ, όταν της είχε ανακοινώσει πως σκεφτόταν να παντρευτεί. Εκείνη όμως, η Μαρία, διχάστηκε αργότερα, διχάστηκε σαν άνθρωπος, όταν δεν κατόρθωσε να αποκτήσει αυτό που ήθελε -όλα τα είχε μέχρι τότε, πώς να δεχόταν ότι δε θα είχε παιδί;-, διχάστηκε
και δε στάθηκε άξια του σεβασμού του. Όμως... πώς να καταδικάσεις τους ανθρώπους άμα δεν ξέρεις τι κρύβουν στην ψυχή τους; Πάνω από όλους και από όλα ο Οκάν-Δημητρός σεβάστηκε τα τρία ανήλικα παιδιά, τη Ζωή, τον Συμεών και την Ελπίδα, τα παιδιά που αγάπησε σαν δικά του και που κανένα δεν ξεχώρισε ποτέ, άσχετα αν για την Εμέλ είχε πάντα μια κρυφή αδυναμία και μια τεράστια ελπίδα: ότι ήταν το δικό του παιδί, ο καρπός του έρωτά τους με τη Λάρα, τη γυναίκα που ποτέ δεν έπαψε να αγαπάει, γιατί ποτέ δεν την απέκτησε... 1 Ο πολεμιστής που, κατά την παράδοση, έφτασε τρέχοντας στην Αθήνα από τη μάχη του Μαραθώνα και, αφού ανακοίνωσε τη μεγάλη νίκη, ξεψύχησε. 1 αυτόν αιιοόίδεται το περίφημο «Νενικήκαμεν*. «Τρελαίνει ο Θεός αυτόν που πρόκειται να καταστρέψει». 2 Αγάπη μου. 3 Κορίτσι μου. 4 Οι τρεις Μοίρες της μυθολογίας. Η Κλωθώ έγνεθε ίο νήμα της ζωής. η Λάχε οη μοίραζε ιούς κλήρους με ίο χι ήταν γραφτό να λάχει στον καθένα, και η Αι ροΐ κ κ, έκοβε ίο νήμα ιης ζωής. 5 Παραθαλάσσια ξύλινη βίλα. 6 Σία ιουρίακά: Ελπίδα.
Η ΜΕΝΕΞΕΔΙΑ ΚΟΡΔΕΛΑ Πέρα ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ, ο χρόνος, σαν εργατική και επιδέξια αράχνη, ύφαινε τον ιστό της ζωής της Βασιλικής, έναν ιστό πολύπλοκο και περίτεχνο, αλλά και ιδιαίτερα εύθραυστο, έτοιμο να σπάσει, να διαρραγεί, κάθε ώρα και στιγμή όπως όλοι οι ιστοί άλλωστε, όπως όλες οι ζωές εξάλλου. Ο καιρός κυλούσε άλλοτε αργά αργά και άλλοτε σαν αστραπή. /Οταν υπήρχαν προβλήματα, αρρώστιες και πόλεμοι, αυτό κυρίως, γιατί η πατρίδα αργούσε να συνέλθει από τη Μικρασιατική Καταστροφή, πολλοί είχαν χαθεί άδικα, είχαν γεμίσει τα χαρακώματα κορμιά, βαρύ το πένθος, ματωμένες οι καρδιές, χιλιάδες οι άστεγοι, οι πληγωμένοι, οι ορφανοί, τότε λοιπόν, εκείνους τους δύσκολους καιρούς, να δεις με τι σαδιστική νωχέλεια κυλούσε ο χρόνος, ατέλειωτοι και βαρείς οι χειμώνες, ανυπόφορα ζεστά τα καλοκαίρια, παρατεταμένες οι ξηρασίες το φθινόπωρο, ατέλειωτες οι πλημμύρες την άνοιξη. Περίμενε τα νέα από την πατρίδα η Βασιλική, άλλοτε με υπομονή και καρτερικότητα και άλλοτε με ανησυχία και νεύρα τεντωμένα, έστελνε γράμματα και δώρα, αλλά δεν ήξερε αν έφταναν και, κυρίως, ποιοι τα παραλάμβαναν, ποιοι και πόσοι από την οικογένειά της ήταν σε θέση να τα παραλάβουν... Και άλλοτε, όταν επιτέλους έφτανε ένα χαρμόσυνο γράμμα από τον Ζήση -γέννηση παιδιού μηνούσε συνήθως το χαρμόσυνο γράμμα-, όταν ο Τζόνι πήρε το πτυχίο του, όταν ο Σωτήρης έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του νοσοκομείου, όταν η Θεοδώρα έμαθε να μιλάει σχεδόν κανονικά και σχεδόν συγχρόνωςολοκλήρωσε το πρώτο της έργο με τις μεταξωτές κλωστές, όταν πήγανε με τον άντρα της και τη βαφτιστήρα τους ένα μακρύ ταξίδι για είκοσι ολόκληρες μέρες και έφτασαν ως τους Καταρράκτες, τότε λοιπόν πόσο γρήγορα περνούσε ο καιρός, πώς βιάζονταν οι λεπτοδείκτες, πότε ήταν που είχαν ανθίσει τα δέντρα μπροστά από το σπίτι τους και τώρα έριχναν τα φύλλα τους, πότε ήταν τα Χριστούγεννα και τώρα γιόρταζαν την Ανεξαρτησία... Τρόμαζε η Βασιλική από τα τερτίπια αυτά του χρόνου, τρόμαζε και θύμωνε συγχρόνως, φοβόταν ότι θα γερνούσε και δε θα γύριζε ποτέ πίσω, αλλά πιο πολύ φοβόταν για τον άντρα της, έτρεμε στην ιδέα του αποχωρισμού, μια ιδέα που την έδιωχνε συνέχεια από το μυαλό της και αυτή γυρνούσε, φώλιαζε και την έτρωγε σαν κρυφό σαράκι, ειδικά από τότε που έφυγε από το σπίτι ο Τζόνι και έμεινε μονιστής η Βασιλική και άδειασε η αγκαλιά της. Μέχρι που της χάρισε ο Θεός τη μικρή μιγάδα, τη Θεοδώρα, το κοριτσάκι με τις μικρές ελλείψεις και τις τεράστιες δυνατότητες. Και μαζί με τη Θεοδώρα η Βασιλική αγαπούσε και τα ανιψάκια της όλα, τα κορίτσια και το αγόρι, τον μικρό Αχιλλέα τους, αγαπούσε και τα άλλα παιδιά, τα άφαντα αλλά τόσο υπαρκτά μέσα στη δική της καρδιά, τα παιδιά του Αδάμου και του Νικόλα της, που δεν ήξερε πού βρίσκονταν ή αν ζούσαν καν... Έστελνε δώρα στην πατρίδα, στις ανιψιές της και στον μικρό Αχιλλέα, στον αδελφό και στη νύφη της, στον πατέρα και σιη μητριά της, σε ξαδέλφια και ανίψια από ξαδέλφια, σε ψυχοκόρες και μπιστικούς, έβαζε όλη της τη λαχτάρα και την αγάπη πάνω σε μάλλινα και μεταξωτά ρούχα, σε γυαλιστερά παιχνίδια και σε ακριβά κοσμήματα, έβαζε εκεί την αγάπη της και πίστευε πως μεταφερόταν πέρα στην πατρίδα και αγκάλιαζε τους αγαπημένους της καθώς τα ρούχα και τα κοσμήματα άγγιζαν το σώμα τους, καθώς τα παιχνίδια έφερναν χαρά στο πρόσωπο των παιδιών. Και αγόραζε, αγόραζε, αγόραζε, «Εσένα θέλω να γνωρίσω, θεία Βασιλική...»της έγραψε η συνονόματή της ανιψιά, «Ευχαριστώ για τις κούκλες και για όλα τα δώρα, όμως ο πατέρας λέει ότι καμία από τις
κούκλες αυτές δεν έχει τη δική σου ομορφιά». Τώρα τα δώρα τα διάλεγε μαζί με τη Θεοδώρα, το κορίτσι είχε εξελιχθεί σε σύμβουλό της, όταν ήταν μικρή κρεμόταν απ’ τα χείλη της νονάς της, τώρα όμως είχαν αντιστραφεί οι όροι, έμπαινε στην εφηβεία και ήταν ένα κορίτσι με άποψη και γούστο, τίποτα δεν έκανε η Βασιλική αν δεν έπαιρνε πρώτα τη γνώμη της. Χαιρόταν ιδιαίτερα η μικρή να διαλέγει δώρα για τους συγγενείς της νονάς της, έβλεπε την αγάπη που τους είχε, την έβλεπε μέσα στα μάτια της, στρογγύλευαν τα χείλη της σαν έλεγε «Αυτό... μήπως... για τη μικρή μας Αρτέμη;», γλύκαινε το πρόσωπό της, αγαλλίαζε η όψη της. Ήξερε την αγάπη της νονάς της για τα παιδάκια εκείνα, που και οι δυο τους μόνο από φωτογραφίες τα είχανε δει, και ό,τι αγαπούσε η Βασιλική το λάτρευε και η Θεοδώρα. Ηταν αγαπημένες και αχώριστες. Τις καμάρωνε ο Σωτήρης όταν τις μετέφερε καμιά φορά στο κέντρο με το αμάξι του, του έδινε ένα φιλί στο στόμα η γυναίκα του και ένα φιλί στο μάγουλο η βαφτιστήρα, έβγαιναν κομψές και ανάλαφρες από το αυτοκίνητο, τυλιγμένη στα μακριά βελούδινα μαντό ή στα βαριά γούνινα παλτά η Βασιλική -ίδια αρχόντισσα-, λεπτό και εύθραστο το κορίτσι δίπλα της, με χαρούμενα χρώματα στολισμένο, μικροκαμωμένο αλλά υπέροχο, πιάνονταν αγκαζέ και προχωρούσαν με γρήγορα βήματα, στέλνοντας στον Σωτήρη ένα τελευταίο φιλί, έναν τελευταίο χαιρετισμό, ενώ ήδη στο πρόσωπό τους έλαμπε η χαρά για όσα θα ακολουθούσαν: βόλτα, γέλια, ψώνια, κολατσιό ή γεύμα, καφές, λιχουδιές, κομμωτήριο, διάφορα. Σε ένα μήνα θα είχαν Χριστούγεννα, η πόλη είχε αρχίσει να στολίζεται, σε λίγο θα ήταν πιο αστραφτερή και πιο θορυβώδης, αλλά και τώρα ο κόσμος, οι φωνές και οι κόρνες των αυτοκινήτων ανακατεύονταν με τον κρύο αέρα που φυσούσε και έστελνε στα αφτιά της Βασιλικής ένα παγωμένο, πολύχρωμο ηχητικό κύμα. Στα αφτιά, πάλι, της Θεοδώρας λίγοι, ελάχιστοι ήχοι έφταναν, είχε μάθει πια, περισσότερο αισθανόταν αυτά που άκουγε, είχε μάθει να καταλαβαίνει από την κίνηση στο δρόμο ότι είχε πολύ θόρυβο, το αντιλαμβανόταν όμως και από μια μικρή ρυτίδα στο μέτωπο της νονάς της, μια ρυτίδα που σχηματιζόταν όποτε έσμιγε τα φρύδια της δυσαρεστημένη. Δύο πράγματα δυσαρεστούσαν τη νονά της, το είχε μάθει και αυτό η Θεοδώρα: η αργοπορία του άντρα και του γιου της όταν ήταν εγκλωβισμένη στο σπίτι και τους περίμενε -μια δυσαρέσκεια που κατέληγε σε αγωνίακαι ο θόρυβος, η κίνηση του δρόμου, τα κλάξον και οι φωνές, γιατί ήταν συνηθισμένη στην ήσυχη γειτονιά τους, στην ησυχία του σπιτιού τους και στην ήρεμη ζωή της. Και από ακόμη πιο παλιά η Βασιλική ήταν συνηθισμένη στην ησυχία, την ησυχία του χωριού πάνω στην Πίνδο, όπως και στους «βουβούς» θορύβους, τους θορύβους που χάνονταν μέσα στα καταπράσινα δέντρα, που βούλιαζαν στις ατέλειωτες λάσπες και κρέμονταν από τους πέτρινους τοίχους των σπιτιών στη γενέτειρα. - Πάμε μέσα, την τράβηξε απ’ το χέρι η Θεοδώρα και την οδήγησε στο ισόγειο ενός μεγάλου καταστήματος, ήδη στολισμένου χριστουγεννιάτικα. Ο χώρος ήταν τεράστιος, είχε ωραία, αρωματισμένη ατμόσφαιρα και μια γλυκιά θαλπωρή. Παντού υπήρχαν έλατα στολισμένα με χιλιάδες διαφορετικά στολίδια, μικρές καμπάνες έστελναν απαλές μουσικές, και ο κόσμος εκεί μέσα αισθανόταν πολύ καλά να μιλάει χαμηλόφωνα και να κάνει αργές, απαλές κινήσεις.
'Ελαμψαν τα μάτια του κοριτσιού, έλαμψαν σαν σπάνια σμαράγδια, και: - Έλα, νονά! της έδειξε προς το μέρος όπου άρχιζε ο διάδρομος με τα παιχνίδια. Έλα να πάρουμε... Την ακολούθησε η Βασιλική, το κορίτσι προπορευόταν με το παλτό ριγμένο στους ώμους -είχε ζέστη, αλλά βαριόταν και να το κρατάει-, ήταν σχεδόν δεκατεσσάρων χρονών αλλά τρελαινόταν για τα παιχνίδια, ήθελε να τα βλέπει, να τα αγγίζει, να τρίβει στο μάγουλό της τα χνουδωτά ζωάκια, να εξερευνά με τα λεπτά της δαχτυλάκια τα κουρδιστήρια και τους μηχανισμούς. Εκείνες τις στιγμές έλαμπαν τόσο τα ματάκια της ευτυχισμένα -άσχετα αν το παιχνίδι ήταν για εκείνη ή για τα ανιψάκια της νονάς της, χαιρόταν και μόνο που τα έβλεπε, και μόνο που τα χάιδευεκαι ήταν τόσο όμορφη, που η Βασιλική ένιωσε να την πλημμυρίζει μια αγάπη ατέλειωτη και ανυπέρβλητη, μια αγάπη που την έκανε να πονάει. Αν την έχανε ποτέ; - Θα πάρουμε απ’ όλα! φώναξε με μάγουλα κόκκινα από την έξαψη η μικρή. Αυτό για την Αρτέμη, να! και άρπαξε μια μεγάλη πορσελάνινη κούκλα με μπούκλες στο χρώμα του μελιού και πράσινο τσόχινο παλτό με χρυσά σιρίτια. Γέλασε η Βασιλική με τη χαρά του παιδιού, είχε αργήσει να αγοράσει φέτος τα δώρα για τα Χριστούγεννα, μάλλον δε θα προλάβαινε να φτάσει έγκαιρα το δέμα στην πατρίδα, μάλλον θα περίμεναν μάταια την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά στην Κλεισούρα το «μαγικό κουτί», όπως το έλεγε στα γράμματα ο Ζήσης, ο αδελφός της κρίμα, ήταν ασυγχίόρητη. Αρχισε να διαλέγει μαζί με τη Θεοδώρα, που ανεβοκατέβαινε σκάλες, έστριβε σε διαδρόμους, έμπαινε και έβγαινε σαν σίφουνας από τη μια αίθουσα στην άλλη, τυλιγόταν με μεταξωτά σάλια, πρόβαρε καπέλα και γούνινους γιακάδες, τσούγκριζε τα γυάλινα στολίδια των δέντρων μεταξύ τους, κούρδιζε αυτοκινητάκια και κουνούσε πάνω κάτω ελατήρια με πολύχρωμους σαλτιμπάγκους. Κρατούσε στα χέρια της η Βασιλική το παλτό της μικρής -το είχε αρπάξει στον αέρα λίγο προτού πέσει στο πάτωμα, καθώς εκείνη έτρεξε προς κάτι που της είχε τραβήξει την προσοχή-, κρατούσε το παλτό και βάδιζε αργά αργά ανάμεσα στους πάγκους με τα πολύχρωμα παιχνίδια, ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη, αναγνώριζε το ίδιο αίσθημα που τη διακατείχε πάντα όταν ήταν με αυτό το κοριτσάκι, το ίδιο που ένιωθε και με τον Τζόνι, το ίδιο που ένιωθε και όταν ακουμπούσε στην αγκαλιά του άντρα της και του έλεγε «Καληνύχτα, αγάπη μου» κι εκείνος τη φιλούσε στο λαιμό. Παρατήρησε έν^ν ηλικιωμένο κύριο που κρατούσε μπαστούνι με ασημένια λαβή και φορούσε καλοραμμένο σκούρο κουστούμι. Μύρισε το άρωμα μιας κομψής γυναίκας που την προσπέρασε κρατώντας απ’ το χέρι ένα αγοράκι ντυμένο με ρούχα ναυτικά. Είδε τη γυαλάδα στο πρόσωπο του κουρασμένου νέγρου που «οδηγούσε» το ασανσέρ και τις κατάξανθες μπούκλες ενός κοριτσιού με μεσάτο μπλε παλτό και άσπρο σατέν γιακά. Άκουσε τη βραχνή φωνή μιας ηλικιωμένης με λουλακί μαλλιά και ροζ δαντελένιο φόρεμα. Τραβήχτηκε στην άκρη για να μην πατήσει ένα μικροσκοπικό σκυλάκι που είχε ξεφυτρώσει από το πουθενά και για να μη συγκρουστεί με την κυρά του, που το έψαχνε απεγνωσμένα. Γέλασε με τη σκηνή, γύρεψε με το βλέμμα της τη Θεοδώρα, την είδε παραπέρα, να δείχνει προς το μέρος της με το δάχτυλο. Και... Η ματιά της Βασιλικής σκάλωσε για λίγα δευτερόλεπτα σε κάτι σκούρα μάτια, κούνησε ασυναίσθητα το κεφάλι της, θαρρείς για να διώξει την εικόνα, όχι, ήταν εκεί, δυο μάτια που της τρυπούσαν ίο κεφάλι, λίγη ζάλη και μετά... καλύτερα. Αισθάνθηκε το χέρι της Θεοδώρας μέσα στο δικό της -πότε είχε έρθει κοντά της; δεν το κατάλαβε...-, συνήλθε, περπάτησε προς τα κει όπου την τραβούσε η μικρή, και
στάθηκε μπροστά στον άντρα, που ήταν ψηλός, με πυκνά γκρίζα μαλλιά, λίγο γαμψή μύτη και άσπρα, απαλά μάγουλα και την κοίταζε χαμογελαστός. - Γνώρισα την κόρη σας..., της είπε στα αγγλικά, αλλά η Βασιλική κατάλαβε αμέσως πως δεν ήταν Αμερικάνος. - Δεν είναι... Είναι βαφτισιμιά μου..., του εξήγησε, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει. Μα τι έγινε ακριβώς;... Η Θεοδώρα παρακολουθούσε τα χείλη της νονάς της με προσοχή, «Θα σου πω εγώ...» άρθρωσαν τα δικά της αργά, ο κύριος χαμογέλασε πάλι και άστραψαν τα μάτια του τι χρώμα να χαν; - Νονά... μου μίλησε ο κύριος... και εγώ... δεν τον έβλεπα... δεν κατάλαβα... και έκανα να φύγω. «Μη φοβάσαι», μου είπε, αλλά εγώ δεν είχα φοβηθεί, μόνο που δεν... κατάλαβα... - Καλά, αγάπη μου, την καθησύχασε η Βασιλική. Ξέρετε, κύριε, το παιδί δεν ακούει και πρέπει να βλέπει το στόμα σας... πρέπει να διαβάζει... τα χείλη σας... Την ίδια στιγμή ντράπηκε, λες και είχε ξεστομίσει την πιο ερωτική κουβέντα, «τα χείλη σας», και δεν τον κοίταξε, δεν ήξερε πού να κοιτάξει, μόνο τα χείλη του είδε, σαρκώδη και μισάνοιχτα σε ένα χαμόγελο. Καλά έκανα και ντράπηκα! έκανε τούμπα το μυαλό της, και αμέσως στάθηκε πάλι σταθερά σία δυο της πόδια, συνήλθε και: - Βλακείες! είπε, μα αυτός δεν άκουσε ευτυχώς δεν άκουσε. - Ποιος λέει βλακείες; τη ρώτησε η Θεοδώρα, που είχε διαβάσει τη λέξη σι α χείλη της. - Εεε... δεν είναι αγενής, ξέρετε, καθόλου μάλιστα..., είπε για να ξεπεράσει την αμηχανία της η Βασιλική. - Δεν είπα κάτι τέτοιο, βιάστηκε να λύσει την παρεξήγηση ο άντρας. Ίσα ίσα, είναι ένα συμπαθητικό κορίτσι... και πανέμορφο, συμπλήρωσε. Τώρα η Βασιλική πρόσεξε τη βαθιά του φωνή, βαθιά και απαλή, και αναστατώθηκε περισσότερο. Είδε το χέρι του στον αέρα... τι κρατούσε ο άγνωστος;... και μετά κατάλαβε· ήταν η μενεξεδιά κορδέλα που φορούσε στα μαλ\άκια η βαφτιστήρα της. Την κούνησε πέρα δώθε εκείνος, και αυτή χαμογέλασε γλυκά. - Της έπεσε η κορδέλα από τα μαλλιά και της το είπα... Το παιδί... τώρα εξηγείται... δε με άκουσε και πήγε να φύγει. «Στάσου!» της φώναξα και την έπιασα απ’ τον ώμο. Νομίζω πως την τρόμαξα... Συγνώμη, μικρή μου... Πήρε από το χέρι του την κορδέλα ευχαριστώντας τον εκείνη, παρέμεινε αμήχανη η Βασιλική, τώρα έπρεπε να φύγει, να προσπεράσει, να τελειώσει η συζήτηση. - Όμως δε σας συστήθηκα, συνέχισε ο άντρας χαμογελαστός. Μιλάμε τόση ώρα και δε σας συστήθηκα... Κούμπωσε το τουίντ σακάκι του, έσκυψε ελαφρά προς το μέρος τους και πρότεινε το χέρι του σε χειραψία. Άπλωσε και η Βασιλική το δικό της, ετοιμάστηκε να πει το επίθετό της και ένα βιαστικό «Χαίρω πολύ» -τι νόημα είχε όλο αυτό που γινόταν σήμερα;και έσφιξε στο άλλο της χέρι το παλτό του παιδιού.
Κι ενώ ο -γοητευτικός;άντρας κάτι της έλεγε, προφανώς το όνομά του, ακούστηκε ένας τεράστιος κρότος, που την έκανε να αναπηδήσει και να αγκαλιάσει από ένστικτο τη Θεοδώρα με το χέρι που ήταν ήδη απλωμένο προς το μέρος του άγνωστου, ο κόσμος όλος τραβήχτηκε πίσω τρομαγμένος, ένας μεγάλος πολυέλαιος -μια τεράστια απλίκα, για την ακρίβεια, από έναν πλαϊνό τοίχοείχε καταρρεύσει με κρυστάλλινες κραυγές, και, μέχρι να καταλάβουν τι είχε γίνει ακριβώς, η Βασιλική συνειδητοποίησε δύο πράγματα: Το ένα ήταν ότι δεν είχε ακούσει το όνομα του άγνωστου -γόη-τευτικού;άντρα, ούτε είχε ποτέ προφέρει το δικό της, αφού εκείνος είχε ήδη τρέξει να βοηθήσει την ηλικιωμένη με το ροζ δαντελένιο φόρεμα που προηγουμένως παρατηρούσε η Βασιλική, να βοηθήσει τη γριούλα, που είχε ασπρίσει από την τρομάρα της, καθώς τα περισσότερα κρύσταλλα είχαν σπάσει δίπλα στο πόδια της. Το δεύτερο πράγμα που συνειδητοποίησε η Βασιλική ήταν ότι τελικά δε θα μάθαινε ποτέ ποιος ήταν ο άγνωστος. Πήρε τη Θεοδώρα απ’ το χέρι και έφυγαν προς τα ταμεία, που βρίσκονταν στην άλλη άκρη της αίθουσας, με τη σκέψη ότι αυτό που έκανε ήταν τουλάχιστον αγενές, αφού θα μπορούσε να τον περιμένει λίγα λεπτά, να τελειώσουν αυτό που είχαν ξεκινήσει. Αυτό που είχαν ξεκινήσει; Τι ανόητες σκέψεις! μάλωσε τον εαυτό της. Τις συστάσεις, αυτό! την υπερασπίστηκε ο ίδιος της ο εαυτός. Αυτό εννοώ... Πλήρωσε βιαστικά και δεν άφησε να της τυλίξουν τα παιχνίδια. - Πάμε, πάμε, είπε στην απορημένη Θεοδώρα, που είχε αντιληφθεί έναν περίεργο ηλεκτρισμό στη νονά της -άσε που και τα φρύδια της είχαν σμίξει, λες και γινόταν τεράστιος σαματάς...-, και βγήκαν από το μεγάλο κατάστημα. Τις τύλιξε ο θόρυβος της πολυσύχναστης λεωφόρου, για πρώτη φορά λυτρωτικός, και άνοιξε το βήμα της η Βασιλική. Ναι, τελικά ποτέ δε θα μάθαινε το όνομά του. Όμως αυτή ήταν η δική της άποψη. Γιατί κάποιοι άλλοι, από πιο ψηλά, είχαν διαφορετική...
ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ -Και ΤΙ ΕΙΝΑΙ ένας ίδιος σταυρός, ε, μου λες; Μπορεί να υπάρχουν χιλιάδες ίδιοι σταυροί σε όλο τον κόσμο. Τι είναι αυτά που λες; Επιασε το κεφάλι της με τα δυο χέρια και το έσφιξε, είχε μιλήσει άσχημα στην ηλικιωμένη και δεν το ήθελε, της είχε σταθεί, της φρόντιζε τα παιδιά, δεγ το ήθελε, δεν το ήθελε, Χριστέ μου, πάλι το ίδιο πράγμα, πάλι όπως τότε -κόντευε να ξεχάσει εκείνο το αίσθημα-, αυτό που άκουγε της είχε δώσει μια, να, σαν ξίφος που είχε τρυπήσει πέρα για πέρα το μυαλό της, το μυαλό που δε χωρούσε τα λόγια που άκουγε από τα άχρωμα χείλη της γριάς. Δεν ήταν λόγια αυτά... Σηκώθηκε από δίπλα της, πέθαινε η γυναίκα, το καταλάβαινε, το έβλεπε, οι γιατροί δεν της είχαν δώσει πια καμία ελπίδα, ήταν και μεγάλη βέβαια, θα είχε περάσει τα ογδόντα, βασανισμένη γυναίκα μήπως και ποια δεν ήταν από τη γενιά της; Και τώρα, τούτος ο καημός της, «Αχ, πώς έφυγε ο γιόκας μου στα ξένα... πώς έφυγε...», αυτός ο καημός φαινόταν πως θα ήταν και ο τελευταίος. Αυτό έλεγε συνέχεια η Νενέ και βούρκωνε, είχε γίνει πολύ ευσυγκίνητη, μόνη της χαρά τα παιδιά, όλα τα
παιδιά της Ιλαρίας, μα πιο πολύ εκείνο το μικρούτσικο, το Ελπιδάκι, που το περίμενε να γυρίσει από το σχολειό, το περίμενε στο παραθύρι, και, μόλις το έβλεπε να ανεβαίνει το καλντερίμι μαζί με τον Σίμο, λαχταρούσε η ψυχή της, χτυπούσε με το ξερακιανό της δάχτυλο το τζάμι και τους έκανε νόημα «Ελάτε, ελάτε». Τρέχανε τα παιδάκια και χώνονταν στην αγκαλιά της, πιο πολύ όμως το μικρούτσικο, ο Σίμος ένιωθε άντρας πια, την αγαπούσε τη γιαγιά Νενέ, αλ\ά ντρεπόταν και λίγο, δε χαϊδολογιόταν πια παρά μόνο με τη μάνα του, που τη λάτρευε, τα κέρναγε σοκολατάκια και τα χαρτζιλίκωνε η Νενέ, λεφτά είχε, ουουου, της έστελνε και ο Οκάν -ο «νονός Δημητρός» για τα παιδιά-, της έστελνε κάμποσα από την Αμέρικο, τι να τους έκανε τους παράδες πια; - θα πάω να δω τι... τι γίνεται στο σπίτι..., είπε η Λαρώ, και θα ξανάρθω... Δε θα λείψω πάνω από πέντε λεπτά... Καλά; «Καλά» της έγνεψε με το χέρι της η άρρωστη και έκλεισε τα μάτια. Ήταν στεγνά. Δεν είχε κλάψει, ούτε θα έκλαιγε άλλο. Είχε να βάλει κάποια πράγματα στη θέση τους, το χρωστούσε αυτό στη... στη συχωρεμένη, σ’ εκείνη που θα συναντόύσε σύντομα Εκεί Πάνω -σήκωσε τα μάτια της και είδε ταβάνι αντί για ουρανό, δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα της επομένως...-, όπως θα συναντούσε και τόσους άλλους, ουουου, πιο πολλοί οι πεθαμένοι στη ζωή της από τους ζωντανούς. Προσπάθησε, μέρες προσπαθούσε, να βρει τον τρόπο να τα πει στην κοπέλα -αχ, βάσανα που χε και τούτο το κακότυχο, μόνο αυτό της έλειπε ακόμη...-, σήμερα, μόλις σήμερα μπόρεσε να της πει δυο λέξεις... αδύνατον... δεν το άντεξε... δεν είδες;... σηκώθηκε κι έφυγε. Και πού να άκουγε και τα παρακάτω... πού να μάθαινε όλη την αλήθεια... Όμως η Νενέ έπρεπε να προλάβει να τα πει όλα τώρα, πριν από το μεγάλο φευγιό. Ανακάθισε λίγο -ήταν εδώ και μέρες ξαπλωμένη στο ντιβάνι της κουζίνας-, έσιαξε και το μαξιλάρι όπως μπορούσε, βαρύ το χέρι από την αριστερή πλευρά, από εκεί που της είχε έρθει ο νταμπλάς, βαρύ και το πόδι βέβαια, αλ\ά τώρα βάδιζε καλύτερα, προτίμησε να κοιμάται στην κουζίνα, ήταν η σόμπα εκεί και ερχόταν χειμώνας, άσε που από εκεί έλεγχε καλύτερα την αυλή, και κυρίως το δρόμο, για να βλέπει πότε γύρναγαν από το σχολειό τα παιδιά - το φως των ματιών της! Ανακάθισε λοιπόν και έκλεισε τα βλέφαρα, θα την περίμενε, απόψε έπρεπε να τελειώνουν, έπρεπε να τα πει τώρα, όσο ακόμα έβγαινε η ανάσα από τα χείλη της, όσο το αίμα πήγαινε κανονικά σε όλο της το σώμα... όχι και σε όλο της το σώμα... αλλά... θέλημα Κυρίου, δε θα τα έβαζε και με το Θεό τώρα η Νενέ... Το κορίτσι έπρεπε να μάθει, κι ας αποφάσιζε τι θα έκανε. Γύρισε λίγο στο πλευρό, στο δεξιό πλευρό, το υγιές μέχρι πότε; άγνωστο. Μήπως και τι μπορούσε να κάνει πια η Ιλαρία; Ποιος μπορεί να διαλέξει τη μοίρα του; Ποιος μπορεί να γυρίσει ανάποδα τα φύλλα στο βιβλίο της ζωής; Δύο κουταλιές, από τη βαθιά κουτάλα, της σούπας. Είχε βράσει κότα^είχε ρίξει μανέστρα -όπως έκανε η μάνα της, η Ελισώ-, την είχε αβγοκόψει κιόλας, ξινή ξινή, να κατεβαίνει εύκολα, καπάκωσε την κατσαρόλα και είπε στον άντρα της, που ετοιμαζόταν να φύγει, ότι θα πεταγόταν να πάει φαΐ στην κυραΝενέ, κι αυτός να πει στα παιδιά να έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα στο μωρό όπου «μωρό» ήταν η Ελπίδα, εφτά χρονών κουκλίτσα, που είχε πιο πολύ μυαλό απ’ όλους τους... Δε δούλευε πια στο σινεμά ο Δαμιανός, πήγαιναν χρόνια που δε δούλευε εκεί, τώρα ήταν φύλακας σε μια εφημερίδα. «Νυχτοφύλακας θα πας;» τον είχε ρωτήσει όταν της το ανακοίνωσε; ενώ «Πού θα μας αφήνεις μόνους κάθε βράδυ;» ήθελε να του πει. «Γιατί, κακό είναι; Εξάλλου, όλη τη νύχτα το κτίριο έχει κίνηση, τότε δουλεύουν, τότε τυπώνουν. Να δεις πηγαινέλα, σαν να ναι μέρα μεσημέρι... Φύλακας, Λαρώ, σκέτος φύλακας, όχι νυχτο-!» είχε γελάσει εκείνος.
Από τότε που είχε φύγει ο Δημητρός με τη γυναίκα του στην Αμέρικο, ο Δαμιανός είχε αλλάξει, είχε πάψει να φοβάται ότι θα έχανε τη Λάρα πού να πήγαινε με τρία κουτσούβελα, κι ας ήταν όμορφη σαν το διάολο, πιο όμορφη από ποτέ! Καθώς απαλλάχτηκε από αυτό το φόβο, βρήκε την αυτοπεποίθησή του, τέλος πάντων κάποια αυτοπεποίθηση, και, βρίσκοντάς τη, μαλάκωσε, γλύκανε κάπως, μην πούμε ότι απέκτησε και κάποιας μορφής χιούμορ... Τη χτύπησε η νυχτερινή δροσιά στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα καθώς βγήκε από το πορτί και πήρε την κατηφόρα, τρία σπίτια παρακάτω ήταν της Νενέ. Αχ, φτερά είχε στα πόδια της τότε που έμενε εκεί ο Οκάν της -ώρα του καλή, κι ας ήταν καλά εκεί που βρισκόταν-, τότε που χώνονταν στο αποθηκάκι λαχανιασμένοι και έσβηνε η πραγματικότητα από το μυαλό τους, μόνο κορμί και καρδιά είχαν τότε, οι σκέψεις έπλεαν σε ένα πηχτό κόκκινο υγρό, σαν ζουμί από ώριμες φράουλες. Γέλασε καθώς άνοιγε την εξώπορτα της κυρα-Νενέ. Άκου «ζουμί από ώριμες φράουλες»! Πώς της είχε έρθει τώρα αυτό, τώρα που...; Και έφυγε ο νους της, έφυγε και πήγε πίσω, μία ώρα νωρίτερα, σ’ αυτά που είχε αρχίσει να της λέει η γριά, σ’ αυτά που... Σταυροκοπήθηκε. Αν ήταν αλήθεια... αν μόνο ήταν αλήθεια... - Πρέπει να σου πω κάτι..., άρχισε λαχανιασμένη την κουβέντα η Νενέ, ενώ η Ιλαρία συμμάζευε λίγο. Απόρησε, τι να ταν αυτό το τόσο σοβαρό, δίσταζε η Νενέ και επειγόταν, το πιγούνι της έτρεμε, στα μάτια έβλεπε μια δύναμη η Λαρώ, μια αποφασιστικότητα. Έβγαλε τη σκούπα έξω στο μπαλκονάκι και τακτοποίησε πάλι τις καρέκλες, αφού ξανάστρωσε τις κουρελούδες. - Ψήσε καφέ και για τις δυο μας και έλα να καθίσεις... να, εδώ σιμά μου, της έκανε χώρο τραβώντας τα πόδια της. - Μόνο λίγο για σένα. Αχ, είσαι ανυπάκουη, κυρα-Νενέ. «Όχι καφέ!» είπε ο γιατρός..., και γέλασε τάχα ξένοιαστη ένα παράξενο συναίσθημα είχε αρχίσει να την πλημμυρίζει σιγά σιγά. Τι να ταν τάχατες; Κάτι για εκείνον; Μην έπαθε κάτι εκείνος; Μπα, δε θα ταν έτσι η Νενέ, θα έκλαιγε, θα χτυπιόταν... Κάτι για τη Μαρία, τη γυναίκα του; Ούτε, το απέκλεισε αμέσως. Με άλλο τρόπο θα της το έλεγε, θα ζητούσε τη βοήθειά της, τη γνώμη της, όχι, τώρα και την ίδια τη βασάνιζε αυτό που είχε να της πει, δικό της όμως ήταν το βάσανο... δικό της και της Ιλαρίας. - Όταν φύγαμε από τη Σμύρνη, τότες..., ξεκίνησε κάπως απότομα η Νενέ, και η κοπέλα δεν πρόλαβε ούτε τον καφέ να βάλει στο μπρίκι, σ’ τα χω πει κι άλλες φορές βέβαια, άλλοτε για να σε παρηγορήσω που δεν το έζησες αυτό, που γλίτωσες, και άλλοτε για να μνημονεύσω, να τιμήσω το μακαρίτη τον άντρα μου, τον καπετάν Λευτέρη... Σερβίρισε τον καφέ, άστραψε το μούτρο της ηλικιωμένης μόλις τον μύρισε, και πήγε η Ιλαρία και κάθισε στο ντιβανάκι, στα πόδια της, όπως της το είχε ζητήσει. - Εμείς φύγαμε με το καΐκι μας, μεγάλο και δυνατό ήταν, τρεχαντήρι που κάποτες όργωνε το πέλαγο... Ε, ρε, δόξες που είχε γνωρίσει η Ονειροπαρμένη}. Έτσι το βάφτισε ο άντρας μου, του ’λέγαν οι άλλοι πως
είναι ντροπής πράματα αυτά, ψαράς άνθρωπος και να μην έχει το όνομα της Παναγιάς στο πλεούμενό του, του Αί-Ν ι κόλα, κάποιου άγιου τέλος πάντων. Γέλαγε εκείνος, κανείς δεν καταλάβαινε, μόνο εγώ, σ’ εμένα το είχε βγάλει Ονειροπαρμένη, έτσι με φώναζε όταν ήμασταν αρραβωνιασμένοι, το ’λεγε και γελούσαν και τα μουσιάκια τον. Υστερα, βέβαια.,, ύστερα, όταν βγήκανε αληθινά τα όνειρατά μου... ύστερα τρόμαξε, «Μακάρι και να μην ήσουν ονειροπαρμένη...» μου λεγε... Τα είχε ξανακούσει αυτά η Ιλαρία, και για τον καπετάν Λευτέρη, και για την Ονειροπαρμένη, και για τα δύο κοριτσάκια της Νενέ, που είχαν γεννηθεί νεκρά και από τότε δεν έμεινε ποτέ ξανά έγκυος. Είχε ακούσει και για το πώς φύγανε έγκαιρα -να ναι καλά η Νενέ η ονειροπαρμένη, που τα διαισθάνθηκε όλα, πώς κάνανε το μεγάλο ταξίδι. Λεπτομέρειες ακριβώς δε θυμόταν, ήταν χρόνια που είχανε να τα συζητήσουν, αυτά τα λέγανε τότε, στις αρχές, όταν εξαιτίας του Οκάν γίνανε φιλενάδες, κι ας ταίριαζε να ήταν γιαγιά της η Νενέ. Έγινε φίλη της, μάνα και γιαγιά της, συμβουλάτορας και προφήτης της, κράτησε και μυστικά. - Θυμάσαι τι σε είπα; τη ρώτησε, και τα μάτια της έκαιγαν, ίδια κάρβουνα. Θυμάσαι το ταξίδι εκείνο; Θυμάσαι τη σειρά, για; - Θυμάμαι, κυρα-Νενέ..., είπε λίγο κουρασμένα η Λαρώ πολλές δουλειές σήμερα στους Γάλλους, μεγάλο τραπέζωμα πάλι είχε ετοιμάσει, και είχε και τη Ζωίτσα... αχ, η Ζωίτσα της, ξεμυαλισμένη ήτανε, αλλά πού χρόνος να τη φυλάξει... το ’βλεπε, έρχονταν τα βάσανα και για τη Ζωίτσα της, τα βάσανα του έρωτα... - Πες τα! την πρόσταξε σχεδόν η γριά, και η Ιλαρία γέλασε λίγο. Δε θα της χάλαγε τώρα δα το χατίρι, τώρα που τέλειωνε το λαδάκι στο καντήλι της, όχι, δε θα της το χάλαγε. Ας πούμε ότι θα το έκανε για τον Οκάν, που την είχε παρακαλέσει φεύγοντας «Τη Νενέ, Λάρα μου, τη Νενέ και τα μάτια σου...». - Λοιπόν, είπε χαμογελαστή. Για να δούμε, θυμάμαι καλά το μάθημα; Λοιπόν... .Αρχισε να τα διηγείται όπως τα θυμόταν -πολλές φορές τα είχε ακούσει, άλλοτε πρόσεχε, άλλοτε όχι-, η Νενέ τα έλεγε με πάθος κάθε φορά, τόσο μα τόσο ζωντανές οι περιγραφές της, τόσο συνταρακτικά τα γεγονότα, πώς να τα ξεχάσει κανείς; Αρχισε να τα διηγείται λοιπόν η κοπέλα σαν παραμύθι, έτσι τα είχε μέσα στο μυαλό της, σαν μια ιστορία που δεν είχε συμβεί στη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη μπροστά της αλλά σε κάποια άλλη, ξένη. Ακουγε η γριούλα διψασμένη, με μάτια ορθάνοιχτα, διόλου δεν την αποκοίμισε εκείνο το παραμύθι, όπως συμβαίνει συνήθως. Ξεκίνησε η Ιλαρία από κει που φύγανε από την πατρίδα με το καΐκι τους αυτή και ο άντρας της, ο καπετάν Λευτέρης, και βγήκαν πρώτα στη Χίο, απέναντι. Εκεί άρχισαν να ρωτάνε τι γινόταν στη μάναΣμύρνη δεν είχαν νέα οι άνθρωποι, μπερδεμένες έφταναν οι ειδήσεις, είχε και ο καθείς τις δουλειές του, αυτοί έμοιαζαν ασφαλείς, ας έκαναν καλά οι άλλοι, απέναντι, έτσι είναι η ζωή... - Έτσι δεν είναι; Καλά τα λέω; ρώτησε η Λαρώ. Βόγκηξε η γυναίκα από το μαξιλάρι της και «Παρακάτω, παρακάτω» της έγνεψε. Την άλλη μέρα φύγανε, και στο δρόμο, στο θαλάσσιο δρόμο δηλαδή, είδαν από μακριά τα ξένα πολεμικά, τα είδαν να κατευθύνονται: προς τη Σμύρνη, «Μακάρι...» σταυροκοπήθηκαν, «Θα γλιτώσουν
οι άνθρωποι», και, πιο ήσυχοι, τράβηξαν σιγά σιγά -γέρικο ήταν το σκαρί, όπως και το αφεντικό του, και τα κύματα βουνάγια τη Μυτιλήνη. «Ήμουν κι εγώ εκεί τότε!» είχε πει την πρώτη φορά που άκουσε τη διήγηση η Ιλαρία. «Το ξέρεις, κυρα-Νενέ, ότι εκείνη τη μέρα, που φτάσατε εσείς στη Μυτιλήνη, εμείς ζούσαμε εκεί με τον πατέρα μου; Αχ, μακάρι να σε γνώριζα εκείνη την εποχή, μακάρι κι εκείνη τη μέρα...» Κάποτε έπιασαν λιμάνι, «Καίγονται σπίτια!» προφήτεψε η Νενε, βγήκανε για λίγο στην πόλη να πάρουν νερό και προμήθειες, εκεί έμαθαν τα κακά μαντάτα: κάηκε, πάει η Σμύρνη όσο αυτοί ταξίδευαν. Και έκλαιγαν που φύγανε και δεν ήταν εκεί για να βοηθήσουν να πάρουν κόσμο στο καΐκι, να σώσουν ψυχές. Και απ’ την άλλη χαίρονταν που ήταν ζωντανοί, γλυκιά η ρουφιάνα η ζωή, έστω και μέσα στο θάνατο... Με την καρδιά βαριά, χίλια καντάρια σίδερο, άνοιξε πανιά ο καπετάνιος και τράβηξαν για τη Λήμνο. Όσο πιο μακριά, τόσο καλύτερα. Πάλι το ταξίδι ήταν δύσκολο, τρικυμίες και φουρτούνες. Γέλασε βραχνά η Νενέ και: - Μωρή, τρικυμία και φουρτούνα το ίδιο πράγμα είναι! είπε. - Μπα, σε καλό σου, κυρα-Νενέ! γέλασε και η Λαρώ. Καλά που μου το είπες, η φουρτούνα θαρρούσα πως είναι χειρότερη... Για πες, πόσες μέρες; Δε θυμάμαι. Ούτε που θυμόταν πια κι εκείνη -όταν έχεις ζήσει ογδόντα χρόνια, χάνουν οι μέρες την αξία τουςκαι ανασήκωσε τους ώμους. Ταξίδευαν, ταξίδευαν, δύσκολες ώρες, τέλειωσαν νερό και φαΐ, δύσκολες ώρες, και ακόμη δυσκολότερες γίνονταν από αυτά που συνέβαιναν πάνω στο καΐκι. Έτσι της είχε πει τότε της ίλαρίας, δεν την ενδιέφερε αυτήν να ρωτήσει, αλλά και ούτε είχε καταλάβει ακριβώς. Ο δικός της ο νους αλλού.ταξίδευε τότε, στα δικά της πελάγη δυστυχίας, και μόνο το άκουσμα του ονόματος «Μυτιλήνη» χίλιους καημούς τής είχε ξυπνήσει, δεν έκανε ερωτήσεις, την άφηνε να διηγείται, να διηγείται... Θυμήθηκε την περιγραφή που έκανε η Νενέ για τον άντρα της, «Με μάτια τσιτωμένα κουμάνταρε το πλεούμενο ο καπετάν Λευτέρης μέρα νύχτα, κι ας ήταν πια γέρος άνθρωπος...». Το ξημέρωμα βρήκαν απάνεμο λιμανάκι και άραξαν, κι εκεί τότε η Νενέ είχε το χειρότερο όραμα, αλίμονο, είδε τη θάλασσα κατακόκκινη και κόντεψε να λιποθυμήσει απ’ την τρομάρα της, «Αίμα, αίματα είναι...» έλεγε απαρηγόρητη και χτυπούσε τα στήθη της. «Δυστυχοκ;... βγήκα αληθινή λίγες ώρες αργότερα...» είχε πει η Νενέ με μάτια που γυάλιζαν, τρόμαζε η Ιλαρία και δεν τη διέκοπτε, γυάλιζαν τα μάτια λες και έβλεπε εκείνη τη στιγμή τα ματωμένα νερά. Είχε πάει το μυαλό της τότε στις σφαγές της Σμύρνης -εκεί δεν έτρεξαν ποτάμια τα αίματα;-, αυτό σκέφτηκε και δεν έκανε καμία άλλη ερώτηση δε ρωτάς πολλά για κάτι που σε πονάει τόσο... Ύστερα φύγανε με φεγγάρι και καιρό πρίμα, λέει, ταξίδεψαν με θάλασσα μπουνάτσα -είχε ημερώσει θαρρείς το θεριό, ό,τι ήταν να φάει το είχε φάει πέρα, στα παράλια...-, έφτασαν στη Σαμοθράκη. Αρρωστη η Νενέ, και τα οράματα συνεχίζονταν, θρηνούσε και παραπονιόταν πως ούτε μία κόρη δεν είχε απομείνει. Είχε τα παιδάκια της μικρά τότε η Λαρώ, ο Σίμος λίγων μηνών, η Ζωίτσα στα τέσσερα, τα άκουγε και
ανατρίχιαζε, «Ούτε μια κόρη, ούτε μια κόρη...». Πόσο τρομερό μπορεί να είναι για μια μάνα να τα θυμάται σαράντα χρόνια μετά... Γιατί, πάνω κάτω, τόσο υπολόγιζε πως θα ήταν οι κόρες της Νενέ αν ζούσανε... Κοιταζόταν και με τον Οκάν συνωμοτικά, φοβόταν μήπως δεν ήταν και πολύ στα καλά της η γυναίκα, «Όχι, όχι» της έκανε νόημα εκείνος, ήταν στα καλά της, «Πίστεψέ τα». Σ’ εκείνο το νησί, λέει, κάθισαν λίγο, να ξαποστάσουν μόνο, να πάρουν νερό και κανένα κινίνο για την άρρωστη, και μετά συνέχισαν για τη Θάσο, τώρα η μάνα Ελλάδα ήταν πιο κοντά τους, μύριζαν το χνότο της, άκουγαν τα μουρμουρητά της. Εκεί, την πήγε στο γιατρό ο άντρας της... ή μήπως αυτό ήταν στη Σαμοθράκη;... άγνωστα τα μέρη, ούτε και που θυμόταν πια η κοπέλα. - Στη Σαμοθράκη λοιπόν, επανέλαβε όταν τη διόρθωσε με κόπο η Νενέ. Στη Σαμοθράκη σε πήγε στο γιατρό ο άντρας σου, και ο γιατρός είπε ότι όλα, πυρετός, οράματα, παραμιλητά, ήταν από τα νεύρα. «Και ο πυρετός από τα νεύρα;» είχε απορήσει ο καπετάνιος. Και ο γιατρός είχε απαντήσει, το θυμόταν πολύ καλά η Λαρώ, της είχε κάνει πολλή εντύπωση όταν το άκουσε: «Η ψνχή, καπετάνιε, σήκω· νει γίγαντες στον αέρα και τους πετάει στα χώματα να σκάσουν σαν καρπούζια!» Άκου πράγματα... Δεν κατάλαβε καλά ο άνθρωπος, ούτε για τις αρρώστιες της ψυχής είχε ακουστά ούτε για τα νεύρα εκτός κι αν ήταν κάποιος παλαβός, αλλά η δικιά του, η Νενέ, τετρακόσια τα ’χε-, άμμος στα αφτιά του και αρμύρα στα ρουθούνια του, μόνο τη θάλασσα ήξερε απέξω και ανακατωτά, κουμάνταρε το καΐκι με επιδεξιότητα, και φύγανε και από εκεί. Υστερα, λέει, έφτασαν «απέναντι από το Άγιον Όρος», έτσι το είχε πει, επί λέξει, η κυρα-Νενέ, σε ένα μέρος... σε ένα μέρος... - Ιερισσός! πετάχτηκε η γυναίκα, που παρακολουθούσε τη Λαρώ με μεγάλη προσοχή. Ιερισσός, απέναντι από το Άγιον Όρος! Άραξαν, λέει, εκεί και ήταν ωραία μέρα, ίδια καλοκαιριού, συνήλθε από την αρρώστια η Νενέ και είπε στον άντρα της πως όλα είχαν τελειώσει, δεν υπήρχαν ελπίδες πια. Την άκουγε εκείνος σιωπηλός, τι να της έλεγε αφού και ο γιατρός είχε ορίσει ηρεμία και όχι στενοχώριες, πέρασαν οι μέρες, «Είσαι καλύτερα;» τη ρώταγε ο καπετάνιος και περίμενε από εκείνη να πει το πότε, είδαν το πλοίο με τους τραυματίες που έφτασε εκεί, όλοι στρατιώτες Έλληνες ήταν μέσα, από την οπισθοχώρηση, βγήκε ντελάλης και ζήταγε εθελοντές να περιθάλψουν τα παλικάρια, «Τώρα θα φύγουμε...» είπε στον καπετάν Λευτέρη η Νενέ, κι αφού έδωσε το καΐκι κοψοχρονιά σε ένα συγγενή του, έφυγαν με τα κάρα για τη Σαλονίκη. Άλλαξε θέση η Ιλαρία, αισθανόταν λίγο σαν να περνούσε από εξετάσεις για να πιάσει μια δουλειά, ξεφύσηξε. Τα είχε πει καλά άραγε; Είχε ικανοποιήσει την ετοιμοθάνατη ότι την πρόσεχε τότε και ότι δεν την περνούσε για σαλεμένη όταν τα έλεγε αυτά; - Και ο καπετάν Λευτέρης... έσκυψε και... με προσκύνησε σαν άγια... Το ξέχασες αυτό, Λαρίτσα, είπε η Νενέ αγκομαχώντας. «Δε θα σε ξαναπώ ονειροπαρμένη, γυναίκα», μου είπε. «Ύστερα από αυτά που είδαν τα μάτια μου, Κασσάντρα είναι καλύτερα να σε λέγω». Άφησε το φλιτζάνι του καφέ η Λαρώ, ναι, ναι, και αυτό της είχε πει ο γέρος της, «Κασσάντρα είναι
καλύτερα να σε λέγω»... - Δε σας έχω πει την πάσα αλήθεια..., ξεκίνησε η Νενέ, κοιτάζοντας τώρα την Ιλαρία ίσια στα μάτια, όπως μιλούσε πάντα με τους ανθρώπους. Λάρα κόρη μου, θα σε πω όλη την αλήθεια τώρα, και γιατί έτσι πρέπει να γίνεται αλλά και γιατί... νομίζω πως σε νοιάζει... σε αφορά... Και θέλω να ορκιστείς πως, ζήσω πεθάνω, που θα πεθάνω... θα τα πεις και στον Οκάν. Όχι πως δεν την ξέρει την ιστορία, και με τα περιπλέον μάλιστα. Την ξέρει και την παραξέρει... Ποτέ όμως δεν του είπα λεπτομέρειες, ούτε κι εκείνος ζήτησε να μάθει. Δεν τον ένοιαζε... και καλά έκανε. Όμως τώρα, τώρα που φεύγω... όχι, όχι, μη διαμαρτύρεσαι... τώρα που μου φανερώθηκαν όλα, πρέπει να τα μάθεις κι γ σύ, πρέπει κι αυτός να τα μάθει. Όσα χρόνια κι αν περάσουν ακόμα, οι ψυχές πρέπει να αναπαύονται... Για τίποτα δεν είμαι σίγουρη... αλλά και για τίποτα δεν έχει κάνει λάθος η Κασσάντρα ως τα τώρα... Την άκουγε η κοπέλα, τι να πίστευε και τι να μην πίστευε άραγε; Ήταν στα καλά της.η Νενέ; Για ποιες Κασσάνδρες και ποιους σταυρούς την πιλάτευε από το πρωί; Τι ψυχές που πρέπει να αναπαυθούν, τι Οκάν και ονείρατα;... - Ονειρεύτηκα ότι το σπίτι μας βούλιαζε μέσα στη θάλασσα της Σμύρνης... τ αφήκαμε έτσι και φύγαμε με το καΐκι, όπως τα ’πες μια χαρά..., συνέχισε η γυναίκα, και τα μάτια της πάλι άρχισαν να γυαλίζουν. Σα φύγαμε απ’ τη Χίο για να τραβήξουμε βόρεια, πλέαμε δίπλα από την ακτή. «Μην απομακρύνεσαι!» διάταζα τον καπετάνιο, σταυροκοπιόταν, ο χριστιανός, αλλά και χατίρι δε μου χαλούσε, αγνάντευα... παρατηρούσα, να λες... τις έρημες ακρογιαλιές, «Μπα σε καλό σου, τι ψάχνεις;» με ρώταγε, αλλά εγώ ιίποτις, τα μάτια μου καρφωμένα στη στεριά. Κάποια στιγμή, «Εκεί!» του έδειξα, ένα μικρό λιμάνι... ούτε λιμάνι ήταν... έκανε έναν όρμο η θάλασσα, είχε και ωραία αμμούδα... «Εκεί!» φώναξα πάλι, υπάκουσε ο άνθρωπος, τι να έκανε... Πήγαμε παραέξω, όσο μπορούσε να πάει το σκαρί, μην έβρισκε και κάτω, και τότε είδα... είδα πίσω από κάτι τζιτζιφιές, από κάτι λιανά δεντράκια, κίνηση. Φρρρτ, φρρρτ, φρρρτ, έκανε με το στεγνό της στόμα η Νενέ. Πήγε να γελάσει η Ιλαρία, αλλά σταμάτησε, τη λυπήθηκε η ψυχή της, μια γριούλα ήτανε πια η λεβεντογυναίκα η Νενέ, ένα κουβαράκι, και προσπαθούσε, προσπαθούσε να πει κάτι, κάτι σημαντικό. - Κάποιος ή κάποιοι περπάταγαν σκυφτοί, σαν να κρύβονταν, σαν να τους κυνηγούσαν... Κοίταξα καλύτερα, στύλωσα το βλέμμα. Ήταν γυναίκες, φόραγαν φουστάνια, δυο γυναίκες ήτανε... Στο μεταξύ, έβαλε μπροστά τη μηχανή ο άντρας μου, βγήκε μαύρος καπνός απ’ το φουγάρο, και πηγαίναμε σιγά σιγά, δίπλα σχεδόν από την ακτή με τα δεντράκια. «Να τες, Λευτέρη!» είπα στον άντρα μου. «Να τα τα κορίτσια που σου ’λεγα!» Έβαλε εκείνος το χέρι του για σκιά, τα ’χε τα χρονάκια του, τον γελούσαν και τα μάτια καμιά φορά... Οι γυναίκες από απέναντι έκαναν σήματα με τα χέρια τους, αλλά έτσι σκυφτές, μισοκρυμμένες παράξενα πράματα... «Να τες, να τα τα κορίτσια που σου ’λεγα!» σκουντούσα τον άντρα μου συνέχεια, κι εκείνος σταυροκοπήθηκε. «Τι θέλετε;» τους φώναξε, με τα χέρια του χωνί. Ήρθε η μια πιο κοντά, Λαρίτσα μου, βούτηξε τα ποδάρια της στη θάλασσα, μούσκεμα το φουστάνι της, αλλά σημασία δεν έδωκε, τα μαλλιά της ξέπλεκα και αχτένιστα. Την είδα καλύτερα, νέα κοπέλα ήταν, νέα και όμορφη. «Μπορείτε να μας πάρετε μαζί σας;» ρώτησε με παράξενη προφορά και έδειξε προς την ακτή, όπου στεκόταν και η'άλλη. Η ψίονούλα της, όσο κι αν την έπνιγε η αγωνία, σαν κελάηδημα αηδονιού ακούσιηκε στην ησυχία του πρωινού. «Δε θέλουμε κι άλλους μπελάδες, γυναίκα...» γύρισε και μου είπε με μισό στόμα ο καπετάνιος μου. «Αμαρτία, πασά μου!» τον μάλωσα. «Βοήθα δυο δυστυχισμένες... Τι χριστιανός είσαι εσύ, για;» Και, να μη σ’ τα πολυλογώ, Ιλαρία μου, τον έπεισα εύκολα, καλός άνθρωπος ήταν ο σχωρεμένος, όλους τους αγαπούσε και τους βοήθαγε, ας αναπαύεται η ψυχούλα του εκεί που βρίσκεται... Βγήκε πάλι παραέξω αυτή που είχε μιλήσει, πήρε την άλλη -ένα τρομαγμένο αγρίμι-, την πήρε απ’ το χέρι και την τράβηξε προς τα μέσα, προς το καΐκι, τις βοηθήσαμε και ανέβηκαν. Χλομά τα
κορίτσια και ξεμαλλιασμένα, τα μάτια τους κατοικημένα από εφιάλτες. «Αδελφές είμαστε...» είπε η μια, η Ελένη, όμορφη σαν την ανατολή του ήλιου. Η άλλη ήταν αμίλητη, κρατούσε τα μάτια της σφαλιστά και δεν έπινε ούτε νερό. «Τι έχεις, τζιέρι μ’;» τη ρώτησα σαν ξεκινήσαμε, «Φάε κάτι, πιε...». Ακίνητο το κορίτσι, έκανε «Όχι» με το χεράκι του. «Αφήστε, κυρία... Ξέρετε τι έχουμε περάσει;» και βούρκωσε η Ελένη, «Ξέρετε τι έχουν δει τα ματάκια μας;». Της έπιασα το χέρι, Λάρα μου, ενώ η Ονειροπαρμένη ανοιγόταν στο πέλαγο. «Αυτή έχει και κάτι παραπάνω...» ξεφύσηξα, ανάθεμα το μυαλό μου που χωνόταν στα μηνύματα και βασανιζόμουν κι εγώ-με τα ξένα βάσανα... «Την πρόδωσαν, κυρία...» είπε η Ελένη σαν απόφαγε τα παξιμάδια και τη λακέρδα που της έδωκα, «Πείτε της κάτι, σας παρακαλώ, εμένα πια δε μ’ ακούει. Θα πεθάνει νηστικιά και... και...» και δε συνέχισε. Εβηξε η Νενέ, και της έφερε νερό η Ιλαρία. Ήπιε μια στάλα και συνέχισε: - Κατάλαβα.., αμέσως το κατάλαβα, γιατί το ’βλεπα γύρω της το σύννεφο του έρωτα, από έρωτα ήταν χτυπημένη αυτή, Χαϊδούλα τη λέγανε και ήταν χτυπημένη από τον έρωτα, η άλλη, η Ελένη, χτυπημένη από το θάνατο. /Ιδιο πράμα, θα μου πεις... Ο προδομένος έρωτας λάμα κοφτερή στα στήθια του ανθρώπου, ίδιο πράμα άμα υποφέρεις από τον έρωτα, ίδιο και από το θάνατο... Πήγα κονία της και της χάιδεψα τα μαλλιά, «Μην κλαις, κόρη μου, έχεις και το μωρό σου...». Ανοιξε σιγά σιγά δυο μάτια κόκκινα και πρησμένα, «Πώς το ξέρετε, κυρία;» ρώτησε με ξεραμένα χείλη. Η Ελένη γύρισε ξαφνιασμένη, κι εκείνη την ώρα ούρλιαξε ο αέρας, κανένας δεν άκουσε που είπα ότι το ξέρα, ότι μου το ’πε ο Θεός... Στιγμή δεν έφυγα από κοντά της. Την είχα αγκαλιασμένη, της χάιδευα τα μαλλιά, την κούναγα πέρα δώθε σαν να τη νανούριζα, βρήκαμε στο μεταξύ και φουρτούνα, μέχρι πάνω πάλι τα κύματα, ψιχουλάκι ψιχουλάκι την τάιζα στο στόμα... Αχ, Λάρα μου, Λάρα μου, πες πως ήταν το κοριτσάκι μου, το ένα από τα κοριτσάκια μου, θα τ’ άφηνα να πεθάνει απ’ την πείνα;... Η Ελένη βοήθαγε τον καπετάνιο όσο μπορούσε, μετρημένα τα λόγια της και το χείλι αγέλαστο, βαρύ και το δικό της βάσανο, πιο βαρύ όμως ένιωθε της αδελφής της, της φιλενάδας της, πιο πολύ για κείνη υπόφερε, το νου της πάνω της τον είχε. Τις έβλεπα, κόρη μου, που όλο ψου, ψου, ψου και μου, μου, μου ήσανε, είχανε τα δικά τους, το καταλάβαινα, αλίμονο, όλο ξεμοναχιάζονταν... μήπως πόσο να ξεμοναχιαστούν μπορούσαν μες στο καΐκι;... άσε δε τη φουρτούνα... Και φαινότανε, ήτανε φως φανάρι, ότι η μεγάλη, η Ελένη, ντε, παρηγορούσε τη μικρή, λες κι εκείνη ήταν καλύτερα... τι να λέμε τώρα, Λάρα μου... η δε μικρή δεν άφηνε μια εικόνα από τα χέρια της, «Είναι ο πατέρας μου...» είπε όταν τη ρώτησα, παλαβομάρες δηλαδή, ο Άγιος Χαράλαμπος ήτανε... Πάλευε με τα κύματα ο καπετάνιος, τέτοια οργή πού τη βρήκε μά ο Θεός μά ο δαίμονας, χτυπιόταν το σκαρί σαν καρυδότσουφλο, κρατιόνταν τα κορίτσια, με ασπρισμένες τις αρθρώσεις, από τις κουπαστές, η μεγάλη σαν να φοβότανε, η μικρή, πάλι... σαν να παρακάλαγε να τηνε ρουφήξει η θάλασσα, να τελειώνει... Δυο μερόνυχτα θαλασσοδερνόμασταν σαν καταραμένοι, μέχρι που είδα το βουνό από μακριά. «Φτάνουμε, καπετάνιο μου...» του είπα', σκούπισε εκείνος το αλάτι από τα ματοτσίνορα πώς άντεχε άυπνος, γέρος άνθρωπος; Αναψε τη λάμπα η Ιλαρία και φωτίστηκε η κουζίνα. Σκέφτηκε τα παιδιά της. θα πείνασαν; θα διάβασαν τα δυο μεγάλα; θα κοιμήθηκε άραγε το Ελπιδάκι; Και απόψε δε θα την άφηνε μονάχη της την κυραΝενέ, θα πεταγόταν λίγο από το σπίτι και θα ξημερωνόταν εκεί, στο άλλο δωμάτιο, να έχει το νου της. - Σαν είδα τη Μυτιλήνη από λίγο πιο κοντά..., διέκοψε τις σκέψεις της η Νενέ, όχι πως έμοιαζε, μπααα, ούτε στο τόσο, σαν την είδα όμως μου ’ρθε η Σμύρνη μας στο νου -μήπως είχε φύγει και καθόλου; κι ας πάλευα να αναστήσω τη μικρή γκαστρωμένη, που η ίδια ακόμα δεν το πίστευε καλά καλά...-, μου ρθε στο νου και είδα το όραμα: φλόγες νααα, ίσαμε κει πάνω, και καπνοί, πολλοί καπνοί. «Καίγονται σπίτια!» φώναξα, και τα κορίτσια λούφαξαν και άρχισαν να τρέμουν. «Τα χωράφια θα καίνε...» προσπάθησε να μ αλλάξει τα μυαλά ο άντρας μου, «Σώπα, καπετάν Λευτέρη...» του παράγγειλα, «Σώπα
και βλέπω τις φλόγες... Πάει η Σμύρνη... χάθηκε... Δόξα τω θεώ που εμείς γλιτώσαμε... Αχ, και να ’μασταν εκεί, να βοηθούσαμε... μήπως και ποιον να πρωτοβοηθήσεις..,». Δεν ήξερα τι έλεγα, Λάρα κόρη μου. Καλό που σωθήκαμε; Κακό που δε χαθήκαμε μαζί με την πατρίδα μας; Ποιος να το αποφασίσει;... Πήγαμε να φέρουμε νερό και φαΐ από την πόλη, τα κορίτσια περίμεναν πάνω στο καΐκι, ούτε να δούνε κόσμο θέλανε ούτε ν’ ακούσουν. Εκεί στην πόλη μάθαμε τα κακά μαντάτα, τώρα ήταν σίγουρο: ποτέ δε θα γυρνάγαμε πίσω. Τα διηγήθηκα όλα στα κορίτσια, «Ελένη, Χάιδω, ακούτε τι χαλασμός γίνηκε...», παγωμένες και ανέκφραστες εκείνες, θύμωσε ο άντρας μου, «Δεν είστε από πέρα, μπρε; Δε χολοσκάτε;» ρώτησε, ενώ από τα μάτια του δε σταμάταγαν να τρέχουν δάκρυα. «Όχι...» έκαναν και οι δυο με το κεφάλι, «Όχι, δεν είμαστε από κει, καπετάνιο, μας πονάει όμως, πώς δε μας πονάει...» μίλησε για πρώτη q>op0 η μικρή. Το ξέρα, να πεις πως δεν το ξέρα, Λάρα μου; Δεν ήταν δικές μας, αιΓ αλλού ήταν, φάνηκε από την npoVii) οιιγμή, πριν ακόμα μιλήσουν. Πονούσαν για το χαλασμό, άλλο είναι όμως να χεις δικούς σου ανθρώπους, άλλο να πονάς για τους ξένους... Και αυτές είχαν χάσει τους δικούς τους μετά τα έμαθα-, είχαν έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χάροντα, οι διηγήσεις θα τις τρόμαζαν;... Σώπασε και ο κυρ Λευτέρης και δε ρώτησε τίποτ’ άλλο, βαριά τα μυστικά που κουβαλούσαν οι ξενομερίτισσες -μέχρι κι εκείνος το κατάλαβε-, μπορεί και να βούλιαζε το καΐκι αν τα ομολογούσαν εκεί μέσα, άνοιξε πανιά και έβαλε πλώρη για τη Λήμνο. - Ποιες ήταν, καλέ κυρα-Νενέ, οι κοπέλες; Κάποιες από το δικό μας μαχαλά μήπως, που τις ήξερα από μικρή, ή μήπως συγγένισσες καμιάς γειτόνισσας από δω; ρώτησε η Ιλαρία, που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως η γριούλα δεν της τα έλεγε τυχαία αυτά τώρα, τώρα που ήταν άρρωστη, που τέλειωνε το λαδάκι στο καντήλι της. - Κρασί, λίγο κρασί..., ζήτησε εκείνη. Της το έφερε η κοπέλα, πήρε κι αυτή έτσι συνήθιζαν να πίνουν «μάνα» και «γιος» κανένα βραδάκι, τ;ους έβλεπε και τους χαιρόταν τότε η Ιλαρία, ας ήταν, μιας και έλειπε ο Οκάν, ας έμπαινε εκείνη στη σειρά του, ας συντρόφευε αυτή στο πιοτί τη γυναίκα. - Εκείνο το βράδυ αράξαμε σ’ ένα ερημικό νησί, το ήξερε από παλιά ο καπετάνιος, από τότες που έβγαινε για ψάρεμα και έκαναν μέρες να γυρίσουν. Δεν είχε σπίτια, μια δυο ψαροκαλύβες έρημες και ένα απάνεμο λιμανάκι, αμμουδερό μάλιστα. «Κορίτσια, απόψε θα κοιμηθούμε στις καλύβες, να ισιώσει το κορμάκι μας», διάταξε ο καπετάνιος είχε κουραστεί πια. Βούτηξε πρώτος και τράβηξε το καΐκι όσο πιο έξω γινόταν, βούτηξα κι εγώ με τα φουστάνια σηκωμένα, αλλά η Χάιδω τίποτα. «Εδώ θα μείνω», είπε μόνο, «πήγαινε εσύ, Ελένη*. Βρε, μπελάδες... Αδύνατον να ρθει και η Ελένη, «Δεν την αφήνω μόνη της, κυρία...» μου πε. Βρε, αμάν... βρε, ζαμάν... «Ούτε εγώ αφήνω το σκαρί με δυο παλαβές πάνω...» γκρίνιαξε ο καπετάνιος. «Ώρα είναι να σηκώσουν άγκυρα και να μας παρατήσουν εδώ...» Μείναμε με τα πόδια βουτηγμένα σιο δροσερό νερό και δεν ξέραμε τι να κάνουμε ούτε μπρος, ούτε πίσω. «Γιατί δεν έρχεσαι εσύ;» ρώτησα την Ελένη έτσι δε θα φοβόμασταν πως μπορεί να το σκάγανε. «Θέλει να πεθάνει, κυρία...» μου είπε με θλιμμένη φωνή. «Φοβάμαι να την αφήκω μόνη της...» Κι έτσι έγινε, Λαρίτσα μου, και γύρισα κοντά τους -αφού τακτοποίησα τον καπετάνιο μου, να κοιμηθεί σε κρεβάτι, ας πούμε, κανονικό και όχι στα σανίδια της Ονειροπαρμένης-, γύρισα και έμαθα την ιστορία τους. Και ποιος μου την ξιστόρησε; - Ποιος; ρώτησε και η Ιλαρία, αν και ήταν σίγουρη ότι θα τα είχε διηγηθεί η Ελένη, αφού η άλλη δεν ήθελε να μιλήσει, μόνο να πεθάνει ήθελε. - Έβρασα κρασί με κανέλα και γαρίφαλα, πάνω στο καΐκι, γιατρικό που το ’ξερααπό τη μάνα μου κι
εκείνη από τη μάνα της, που το χε μάθει από τη δική της, και πάει λέγοντας. «Καθίστε κοντά μου, κορίτσια...» είπα, είχε ένα αεράκι δροσερό, στα μέσα ο Σεπτέμβρης... ή μήπως και τέλειωνε;... τα χασα, κόρη μου, τα χασα... Καθίσαμε και οι τρεις σιμά, η Χάιδω με το κεφάλι κάτω, μόνο το χέρι της κουνιόταν κάπως, εκείνο που κράταγε το χέρι της Ελένης. «Μεγάλο κακό, ε;» τη ρώτησα. Ήπιε από το κρασί μου και «Το μεγαλύτερο!» μου απάντησε. «Όλα τα χάσαμε, κυρία...» ψιθύρισε η Ελένη. «Ό,τι αγαπούσαμε χάθηκε, πώς να ζήσεις τώρα;» και έκλαψε μπροστά μου για πρώτη φορά. «Πείτε μου, θα σας ακούσω...» είπα εγώ, ήξερα πως ήταν η ώρα, τέτοια βαριά μυστικά σαπίζουν μέσα σου αν δεν τα στείλεις σ’ άλλα αφτιά μακάρι και καρδιές... Θέλανε τα κορίτσια να μιλήσουν, ίσως το νιώθανε και για υποχρέωση, ποιος ξέρει... «Εγώ θα τα πα)», μίλησε η Χάιδω. «Τώρα που ξέρω πο>ς η κυρα-Νενέ μπορεί να καταλάβει, τώρα θέλω να μιλήσω». Και τα είπε. Και τα άκουσα. Και απόρησα πώς δε ράγισαν τα βουνά, όχι πώς άντεξαν εκείνες.
ΑΝ ΞΕΠΕΡΑΣΕΙΣ TO ΣΥΝΟΡΟ... Χάιδω Οταν Η ΧΑΙΔΩ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ TON ΑΜΜΟ, τον αδελφό της Βασιλικής, πάνω σ’ εκείνο το βουνό της Μικρασίας -πέντε ώρες δρόμος από τη Σμύρνη-, ήταν σαν να συνάντησε τον ίδιο το Θεό. Και στις δύσκολες εκείνες μέρες, όταν φαινόταν πως όλα θα χάνονταν, η παρουσία του και μόνο -άσχετα αν ήταν βαριά λαβωμένοςτης έδωσε κουράγιο, το πήρε σαν ένα μήνυμα από τον ουρανό, είχε βρει τις ρίζες και το παρελθόν της -έτσι πίστεψε τότε το κορίτσι-, αναθάρρησε, ξέχασε τις ταλαιπωρίες των τελευταίων χρόνων της ζωής της και άρχισε να ελπίζει ότι τώρα, παρότι ο ελληνικός στρατός οπισθοχωρούσε και ο εχθρός φαινόταν πως δε θα σταματούσε παρά μόνο αν τους ξέκανε όλους, θα σωζόταν. Και ότι θα σώζονταν όλοι τους. - Πού ήσουν αυτά τα χρόνια, Χαϊδούλα μου; τη ρώτησε ο Αδάμος κάποια στιγμή που ένιωσε λίγο καλύτερα, που δεν τον έψηνε ο πυρετός, που δεν τον τρέλαινε ο πόνος. Τότε εκείνη του διηγήθηκε χωρίς πολλές πολλές λεπτομέρειες την περιπέτειά της, του είπε ότι το είχε σκάσει από το σπίτι τους γιατί η Πιπίνα ήθελε να την παντρέψει, του είπε πώς βρέθηκε με τους γύφτους σία πανηγύρια, πώς την πούλησαν στο μπορντέλο, πώς το έσκασε και από εκεί με κίνδυνο της ζωής της και πώς βρέθηκε στη Σμύρνη και σώθηκε χάρη στην αγάπη και στην καλοσύνη των καλογριών, που όχι μόνο της έσωσαν τη ζωή αλλά και της εξασφάλισαν σπίτι και δουλειά. Η Χάιδω έσκυψε πάνω του με ειλικρινή αγάπη και αφοσίωση. Προσπάθησε να απαλύνει τους πόνους του με ό,τι τρόπο είχε, ξενύχτησε στο πλάι του και έδωσε πραγματική μάχη να τον κρατήσει στη ζωή, αφού μια μετακίνηση εκείνη τη μέρα, όπως ήταν προγραμματισμένη, θα τον αποτέλειωνε. - Είμαι ευτυχισμένη..., είπε μια νύχτα στην Ελένη, καθώς κάθονταν κοντά κοντά για να ζεσταθούν καλοκαίρι ήταν, αλλά εκεί πάνω είχε ψυχρά τα βράδια. Είμαι ευτυχισμένη και τον αγαπώ. Τον αγαπούσα από μωρό παιδί, αλλά δεν τολμούσα να σκεφτώ ότι μπορεί κάποτε να τον είχα... Ήταν γιος του αφέντη... καταλαβαίνεις... Καταλάβαινε η άλλη, είχε ακούσει άλλωστε πολλές φορές την ιστορία για την πολυάριθμη οικογένεια
πέρα στην Ελλάδα, στα βουνά της Μακεδονίας, ήξερε πως η ψυχή της Χάιδως είχε μείνει εκεί πίσω, στους ανθρώπους που είχε αγαπήσει σαν δική της οικογένεια - γιατί άλλη, πιο δική της, δεν είχε... - 'Εβγαλε την αλυσίδα με το σταυρό από το στήθος της η Χάιδω και τον έδειξε στη φίλη της. - Κοίτα! της είπε. Έχουμε τους ίδιους σταυρούς με τον Αδάμο και με όλα του τα αδέλφια. Τούτος εδώ ήταν του μικρού τους αδελφού, που πέθανε στα χέρια της Βασιλικής ένα χειμώνα... μπορεί και να ταν άνοιξη... μη νομίζεις ότι διαφέρουν πολύ αυτές οι εποχές πάνω στο βουνό... Άκουγε η Ελένη και ήθελε να γνωρίσει κάποτε εκείνους τους τόπους. Στην πατρίδα της, την Αλεξάνδρεια, σπάνια έκανε κρύο, χιόνι δεν είχε δει ποτέ. Και εδώ, στη Σμύρνη, μαλακός ο καιρός, γλυκός, όπως τα καίσια και τα σταφύλια στο περιβόλι του θείου της του Αγκόπ Ποιος ξέρει τι να έκαναν κι εκείνοι... Και οι γονείς της, που θα πέθαιναν από την αγωνία τους... Η Ελένη και ο Δημητρός, η Χάιδω και ο τραυματίας Αδάμος -το δικό του σωτήρα, τον Τούρκο αξιωματικό Εκρέμ εφέντι, τον είχαν θάψει με όσες τιμές μπορούσαν να του αποδώσουν, κατά παράκλησή του-, ο Μουράτ και η μικρούλα^ Ελισώ έμειναν κάμποσες μέρες ακόμη πάνω στο βουνό. Είχαν συγκεχυμένες πληροφορίες, φυσικά ο Δημητρός δεν τολμούσε να κατέβει στα χωριά, πολύ περισσότερο στη Σμύρνη, ό,τι μάθαιναν ήταν από τον Μουράτ, που, πηγαίνοντας πότε πότε στη στάνη τους, κάτι άκουγε από τον τσομπάνη, αδιευκρίνιστα όλα, τίποτα συγκεκριμένο. Μάλλον το σίγουρο ήταν ότι ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε, είχε χαθεί ο πόλεμος, είχαν σβήσει τα όνειρα... Ψάχνανε τα δυο παλικάρια, ο Δημητρός και ο Μουράτ, γιατί ο Αδάμος δεν ήταν σε θέση να συμμετέχει βασανιζόταν από πόνους και πυρετούς-, ψάχνανε με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να φύγουν, το σχέδιο είχε ανατραπεί, τώρα οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, δύσκολα θα πίστευαν οι Τούρκοι τα ψέματα που είχαν ετοιμάσει, πως τάχα ήταν από ένα άσυλο και τέτοια. Στο μεταξύ, η μικρή Ελισώ αρρώστησε με διάρροια και πυρετό, φάρμακα και γιατροσόφια κανείς τους δε γνώριζε, μέρες είχε το παιδί να βάλει τροφή στο στόμα του -πώς να φάει παξιμάδι και αλάδωτα χόρτα ένα μωρό παιδί;-, απελπισμένος ο Δημητρός τραβούσε τα μαλλιά του όταν ήταν μόνος του, κρυφά από την Ελένη, το μωρό έπεσε σε έναν ανήσυχο λήθαργο και έσβησε με μικρά μικρά βογκητά και έναν κίτρινο αφρό στην άκρη των χειλιών του. Έθαψαν το παιδί με θρήνους και ήταν σαν να έθαβαν τα όνειρά τομς για μια ειρηνική, ελεύθερη ζωή, όπως είχαν φανταστεί και ελπίσει. Εσυρε το λαβωμένο του πόδι ως εκεί ο Αδάμος και είπε όλη τη νεκρώσιμη λειτουργία, κλαίγοντας κι αυτός, απόρησαν οι άλλοι πώς ήξερε όλα τα λόγια απέξω. «Ιερέας ήμουν», τους είπε, «και ήρθα να λειτουργήσω οπήν Αγια-Σοφιά. Τώρα δεν είμαι τίποτα!» Απαρηγόρητος ο Δημητρός, έπεσε για λίγο σε μια απραξία που μπορούσε να στοιχίσει τις ζωές όλων τους, σκεφτόταν την αδελφή του τη Μαλαματένια, που του είχε εμπιστευτεί το παιδί της, τον Πολύδωρα, που ένας θεός ήξερε πού ήταν, αν ήταν... και έκλαιγε κάθε φορά που θυμόταν το χαμόγελο της Ελισώς τους, ίδιο με το χαμόγελο των αδελφάδων του, της Μαλαματένιας και της Ιλαρίας. Πού να ταν άραγε τα κορίτσια του τώρα; «Δε φταις εσύ, κανένας μας δε φταίει...» προσπαθούσε να τον λογικέψει η Ελένη, που υπέφερε διπλά,
μια για το δύστυχο το μωρό, δυο για τον αγαπημένο της, που τον έβλεπε να ξενυχτάει και να κλαίει. Και η Χάιδω τόν παρηγορούσε, αλλά όταν ήταν μόνη δάγκωνε τα χέρια της και έκλαιγε στα κρυφά, ένα κουκλάκι... ένα τόσο δα μικρό κοριτσάκι... που είχε κοιμηθεί τόσες νύχτες στην αγκαλιά της... ένα αγγελούδι... ένα αθώο πλάσμα... αχ, πώς δεν υπήρχε πια... πώς έφυγε από κοντά της, χωρίς να μπορέσει κανείς τους να το βρηθήσει; Και ένα βράδυ που δεν την έπαιρνε ο ύπνος, καθώς τη βασάνιζε η σκέψη του νεκρού* παιδιού, αισθάνθηκε το μπράτσο του Αδάμου να τυλίγεται γύρω από τους ώμους της η πληγή του πήγαινε καλύτερα, ο γερός του οργανισμός είχε αντιδράσει και φαινόταν πως θα έκλεινε. Την αγκάλιασε, και εκείνη κούρνιασε μέσα στη ζεστή φωλιά που σχημάτιζε το σώμα με τα χέρια του, έμεινε εκεί μέσα και έκλαψε στα βουβά για πολ\ή ώρα, ένα κλάμα που δεν ήθελε να το σταματήσει με τίποτα, αφού ποτέ δεν είχε μια τέτοια αγκαλιά για να κατοικήσει, ένα κλάμα που τη λύτρωσε από τους πόνους της, τη γέμισε πάλι με ελπίδες -έτσι είναι τα νιάτακαι έδωσε φτερά σία κο-ριτσίσπκα όνειρό της, που τα είχε προ πολλού θαμμένα, όνειρα για έρωτα, αγάπη, ευτυχία, κανονική ζωή. Η Χάιδω, εκεί πάνω στο βουνό της Μικρασίας, ερωτεύτηκε σαν θεό της τον Αδάμο, που με ένα σφιχτό κόμπο έδεσε γερά, με την παρουσία του και μόνο, και ένωσε πάλι το νήμα της ζωής της, την παιδική της ηλικία με το σήμερα, ένωσε τα παιδικά της χρόνια πάνω στην καταπράσινη Πίνδο, τη θύμηση του αγαπημένου της πατέρα, την ολοζώντανη αγάπη της για τη Βασιλική και τη γλύκα του χαδιού της κυράς της με τις στιγμές που πέρασαν μαζί πάνω στο βουνό, ενώ κάτω καιγόταν ο κάμπος, ρήμαζαν τα χωριά και κινδύνευε και η Σμύρνη η Σμύρνη των Ελλήνων. - Θα ζήσουμε..., του είπε όταν τη φίλησε για πρώτη φορά, και της φάνηκε ότι ο ουρανός γέμισε ξαφνικά με αστέρια. - Μπορεί να ζήσουμε..., είπε εκείνος. Ήταν στρατιώτης και ήξερε, καταλάβαινε ότι τα περιθώρια να σωθούν ήταν ελάχιστα, άσε που ήτανε και τόσα άτομα, ένας μόνος του, άντε δυο, δε θα δίνανε τόσο στόχο... Ετοιμάστηκε η «έξοδος» όταν ο Μουράτ συγκέντρωσε κάποιες πληροφορίες -κανείς δεν μπορούσε να διασταυρώσει αν ήταν σωστές ή όχι-, σύμφωνα με τις οποίες η κατάληψη της Σμύρνης ήταν ζήτημα ημερών, οι Έλληνες στρατιώτες είχαν διασκορπιστεί στην οπισθοχώρηση και ο τουρκικός τακτικός στρατός βάδιζε γρήγορα, καίγοντας όποιο ελληνικό χωριό συναντούσε στο δρόμο του. Έπρεπε να φύγουν, δεν είχαν άλλα περιθώρια ή τώρα ή ποτέ. - Θα φύγουμε απόψε, είπε ο Δημητρός και άρχισε να δίνει οδηγίες βάσει του αρχικού σχεδίου, αφού δεν μπόρεσαν να σκεφτούν κάτι καλύτερο. Οι γυναίκες θα φορούσαν μαντίλες και μακριά γκρίζα φουστάνια -το είχε φροντίσει αυτό ο Μουράτ-, για να μη δίνουν στόχο. Δε θα μιλούσε κανείς, εκτός από τον Μουράτ, στην ανάγκη και τον Δημητρό, που ήξερε καλά τα τούρκικα. Ο Αδάμος θα ήταν ξαπλωμένος, με κλειστά τα μάτια, θα έκανε τον άρρωστο όχι πως δεν ήταν-, θα έλεγαν ότι κι εκείνος ήταν τρόφιμος στο ίδιο άσυλο. - Κορίτσια! Τα μάτια χαμηλά, και να είστε συνέχεια αγκαλιασμένες. Ο Θεός θα μας βοηθήσει και θα φτάσουμε με το καλό. Πρέπει να είμαστε ψύχραιμοι και έτοιμοι για όλα. Καλή τύχη, ευχήθηκε το παλικάρι και σταυροκοπήθηκε.
Νύχτα ασέληνη άφησαν στους τάφους της μικρούλας Ελισώς και του Τούρκου αξιωματικού δυο τρία αγριολούλουδα και αποχαιρέτισαν δακρυσμένοι το κοριτσάκι, που θα έμενε για πάντα εκεί πάνω. Αναλύθηκε σε λυγμούς ο Αδάμος και: - Δεν ξέρεις τι άνθρωπος ήταν ο Εκρέμ..., είπε στη Χάιδω, που τον αγκάλιαζε και του χτυπούσε την πλάτη όπως η μάνα το παιδί της. «Σε θαυμάζω γιατί είσαι παπάς», μου είχε πει. «Διπλή η θυσία σου, πολεμάς για πατρίδα και για Θεό». Θυσιάστηκε για μένα, κι ας ήταν με τους νικητές... Μετά απευθύνθηκε σε όλους: - Έχω στα χέρια μου αυτή τη φωτογραφία της οικογένειάς του. Αν πεθάνω, αν σκοτωθώ, κάποιος... όποιος επιζήσει... θέλω να την πάρει... να βρει τους ανθρώπους αυτούς και να τους πει ότι ο γιος τους ήταν ένας ήρωας. Κοιτάχτηκαν αμήχανοι, δεν είχαν χρόνο για χάσιμο, αλλά ήταν μια στιγμή ξεχωριστή. Το πιο φυσικό θα ήταν να πάρει ο Μουράτ τη φωτογραφία αν επιζούσε κάποιος, θα ήταν εκείνος, γιατί ήταν Τούρκος, άσε που υποτίθεται ότι αυτός θα έμενε στη χώρα, των άλλων ο σκοπός ήταν να φύγουν, να πάνε στην Ελλάδα. Ο Μουράτ άπλωσε το χέρι του για να την πάρει. - Όχι! όρμησε ίδια με θηρίο η Χάιδω. Ο Αδάμος θα ζήσει και θα τη δώσει ο ίδιος στους γονείς ή στον αδελφό του σωτήρα του! Ξεκίνησαν να κατεβαίνουν την πλαγιά ενώ τους συνόδευαν οι κραυγές μιας μοναχικής κουκουβάγιας. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο, από εκείνη την πλευρά το βουνό ήταν πιο άγριο, κοτρόνες, αυλάκια και ξεροί θάμνοι μπερδεύονταν στα πόδια τους και στα μακριά φουστάνια των κοριτσιών. Πώς μπόρεσα και ανέβηκα με το μωρό στην αγκαλιά; αναρωτιόταν κάθε τόσο η Χάιδω. Η εικόνα του Αγίου Χαράλαμπου, δεμένη στην πλάτη της, της έφερνε πόνο, αλλά δεν έπρεπε κανείς να μάθει πως την είχε, κινδύνευαν όλοι, και τους σταυρούς τούς είχαν βγάλει, μέσα στον ποδόγυρο της τους είχε ράψει. Ο Αδάμος στηριζόταν στον ώμο της, οδηγός ο Μουράτ, που ήξερε το βουνό καλύτερα και από το σπίτι του, στα χέρια τους από ένα μικρό μπογαλάκι αλίμονο, κανονικά θα έπρεπε να έχουν τη μικρή ανιψιά του Δημητρού, την κόρη της Μαλαματένιας... Βογκούσε ο πληγωμένος σε κάθε πάτημα, αλλά έσφιγγε τα δόντια και συνέχιζε, δεν ήθελε να τους καθυστερήσει άλλο, για χάρη του είχαν ήδη αργήσει πολύ, είχε στο νου του και τη Χάιδω, όλο έριχνε το βλέμμα του πάνω της: Ήταν καλά; Θα τα κατάφερνε; Θα τα κατάφερναν όλοι τους; Μόνο ο Θεός ήξερε... 'Εφτασαν κάτω, στους πρόποδες του βουνού, και ήταν ακόμα μαύρη νύχτα. - Προχωράμε; ρώτησε ο Αδάμος. Έχει βαθύ σκοτάδι ακόμα. Έδειξε προς μια πυκνή συστάδα θάμνων ο Μουράτ και: - Εκεί κρυφτείτε, είπε. Περπάτησαν προσεκτικά -είχαν τυλίξει τα παπούτσια τους με πανιά, να μην ακούγονται, να μην αφήνουν ίχνη-, σκοτάδι και ψύχρα, ούτε ένα αστέρι σιον ουρανό, κάπου μακριά, πολύ μακριά, ακουγόταν ένα
βραχνό, βιαστικό κοκόρι. Χώθηκαν ανάμεσα στα δέντρα, ψηλές λεύκες και πλατάνια ήταν, διέσχισαν ένα ποτάμι σχεδόν ξερό, που την άνοιξη κατέβαζε πολύ νερό, και κρύφτηκαν πίσω από τους πυκνούς θάμνους. Τι θα κάναμε αν ήταν μαζί μας το παιδί; αναρωτήθηκε ο Δημητρός, και πόνεσε παραπάνω όταν, για κλάσματα του δευτερολέπτου, σκέφτηκε πως ίσως ήταν καλύτερα έτσι... Τραβήχτηκε λίγο πιο πέρα ο Αδάμος με τη Χάιδω, και κρύφτηκε εκείνη μέσα στην αγκαλιά του. - Θα τα καταφέρουμε, λες; τον ρώτησε και κρεμάστηκε από τα χείλη του, που κάθε τόσο τα φιλούσε. - Θα τα καταφέρουμε, της είπε, κι ας μην το πίστευε. - Πεθύμησα το χωριό μας..., και είχε το στόμα της στο λαιμό του. - Θα πάμε και θα πιούμε κρύο νερό από τη βρύση στην πλατεία, έσφιξε τα χείλη του, γιατί το ποδάρι του πάλι πονούσε, πάλι μάτωνε, αλλά δεν ήθελε να της το πει. - Θα γίνεις παπάς κι εκεί; ρώτησε πάλι το κορίτσι. Θα γίνεις παπάς, ή θα πας κι εσύ στο τυροκομείο; Γέλασε ο Αδάμος, και το τράνταγμα τον έκανε να πονέσει περισσότερο. - Θα σε παντρευτώ πρώτα, Χαϊδούλα, και μετά θα γίνω παπάς, της υποσχέθηκε. Θα έρθει και η Βασιλική από την Αμέρικα για τη στέψη.... Σφίχτηκε εκείνη πάνω του, πόσο ευτυχισμένη αισθανόταν, πόσο ωραία είναι η ζωή όταν έχεις κάποιον να αγαπάς τόσο πολύ... Οι πέντε νέοι κινήθηκαν παράλληλα με τη θάλασσα, αλλά σε μεγάλη απόσταση από αυτήν, περπάτησαν σχεδόν για ένα μήνα, μέσα από βουνά και λαγκάδια, πάντα νύχια, ποτέ μέρα. Ο πολυπόθητος αραμπάς, αυτός που θα τους μετέφερε μια ώρα αρχύτερα στο συμφωνημένο μέρος, εγκαταλείφθηκε σαν ιδέα, δεν μπορούσαν πια να ταξιδεύουν από το δρόμο, οπλισμένες ομάδες είχαν στήσει παντού μπλόκα, λήστευαν και σκότωναν όποιον ήθελαν, ούτε ο Μουράτ μπορούσε να τους σώσει σε μια τόσο εύφλεκτη κατάσταση. Πολλές φορές, για να αποφύγουν τους Τσέτες, χρειάστηκε να μείνουν κρυμμένοι μέρες ολόκληρες, κουκουβισμένοι σε δασώδη σημεία. Τα παπούτσια τους έλιωσαν από τα κακοτράχαλα μονοπάτια, μακρύνανε τα γένια των αντρών και γέμισαν με αγκάθια και τσαλιά τα μαλλιά των κοριτσιών. Πίνανε νερό από τα ρυάκια, με φόβο ψυχής μην ήταν δηλητηριασμένα -ακούγονταν πολλά τέτοια-, και τρέφονταν με φρούτα από τα δέντρα, με σκαντζόχοιρους και με χελώνες. Και μεγάλωνε η ελπίδα για σωτηρία όσο πλησίαζαν στο μέρος που είχαν συμφωνήσει -πριν από καιρό, βέβαια-, στο μέρος που τους έλεγε ο Μουράτ ότι θα τους περίμενε μια βάρκα για να τους περάσει απέναντι. Όσο όμως μεγάλωνε η ελπίδα, τόσο μεγάλωνε και η αβεβαιότητα: Θα έβρισκαν την κρυμμένη βάρκα στη θέση της; Θα ήταν όλα όπως τα είχε συμφωνήσει ο Μουράτ, να μπορέσουν να φύγουν, να γλιτώσουν μια για πάντα; Στην ερημική παραλία έφτασαν ξημερώματα, άρχιζε η μέρα να αχνοφέγγει, τη νύχτα που πέρασε είχαν βαδίσει για πάνω από έξι ώρες χωρίς να σταματήσουν λεπτό, όλοι ήταν εξαντλημένοι, τα κορίτσια ακόμη
παραπάνω. Είδαν τα καλάμια που έφταναν σχεδόν ως την ακρογιαλιά, και: - Να κρυφτούμε, διέταξε ο Δημητρός, ενώ τον έπνιγε η αγωνία θα ήταν εκεί η βάρκα; Χώθηκαν ανάμεσα στα καλάμια και τους υποδέχτηκε σμήνος κουνουπιών, βούλιαξαν τα πόδια τους σε μια πρασινωπή λάσπη. - Κουράγιο..., ψιθύρισε στο αφτί της Ελένης ο Δημητρός. Κουράγιο, αγάπη μου, κοντεύουμε... Η Χάιδω, με πρόσωπο άσπρο και χείλη ξερά, ούτε να βογκήξει δεν άντεχε. Κάθισαν τα κορίτσια στις λάσπες -το πρωινό κρύο και η υγρασία τούς τρύπησαν τα κόκαλα-, στριμώχτηκαν μετά και οι άντρες κοντά τους. - Κοιμηθείτε εσείς, πρότεινε ο Δημητρός στους άλλους αυτός έπρεπε να μείνει ξάγρυπνος, να προσέχει μην ακούσει κάποιο θόρυβο, να κοιτάει κάθε τόσο ανάμεσα από τα καλάμια μην και φανεί κανείς. - Νερό..., ψιθύρισε η Χάιδω, που είχε κάνει δύο φορές εμετό εκείνη τη μέρα. «Αργότερα» της έκανε νόημα η άλλη, έκλεισε τα μάτια της η Χάιδω και παρακάλεσε να την πάρει ο ύπνος, για να μη διψάει, να μην πεινάει, να μη σκέφτεται. Επιασε το λαβωμένο του πόδι ο Αδάμος, τούμπανο πρησμένο και η πληγή κακοφορμισμένη, ο πόνος αβάσταχτος, αλλά σιωπούσε. Πάει, χαθήκαμε, αυτό ήταν..., σκέφτηκε προτού βυθιστεί σε έναν ύπνο ανήσυχο από τα τσιμπήματα των κουνουπιών και μολυσμένο από απαισιόδοξες σκέψεις. Ξύπνησε με τον ήλιο να της τρυπάει το κεφάλι η Χάιδω, τα μάτια και τα χέρια της πρησμένα, τα χείλη της ξερά και κομματιασμένα, οι αρθρώσεις όλες να πονάνε φρικτά, το πόδια της ματωμένα από το πολύ περπάτημα. - Διψάω..., βόγκηξε πάλι. Ήταν μόνη, κανείς δεν αποκρίθηκε. Εστρεψε το πονεμένο της βλέμμα και αντίκρισε πέρα ως πέρα μόνο καλάμια. Ένας τεράστιος πανικός τής έσφιξε το λαιμό, ήταν μόνη, την είχαν αφήσει μόνη, μόνη σε ένα άγνωστο μέρος μιας άγνωστης χώρας. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά -ευτυχώςδεν έβγαινε η φωνή της, ήθελε να σηκωθεί και να αρχίσει να τρέχει, αλλά -ευτυχώςτα πόδια της δεν υπάκουγαν. Ένας οξύς πόνος στο στομάχι τής έκοψε το σώμα στα δύο, πάνω και κάτω μέρος, ένας πόνος οξύς και καυτός, έμπηξε τα νύχια της για να μη φωνάξει, τα έμπηξε Οτις λάσπες, που jcopa ήταν ζεστές. Ώστε θα πεθάνω εδώ, σαν σκουλήκι του βάλτου..., μπόρεσε μόνο να σκεφτεί. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της και διπλώθηκε στα δύο, ακουμπώντας το δεξί της μάγουλο στο χώμα, που κολλούσε. Έμεινε ακίνητη -ούτε τα βλέφαρά της δεν μπορούσε να κουνήσει από τον πόνο στο στομάχι-, παρατηρώντας ένα πρασινωπό ζουζούνι να περπατάει λοξά, σε μικρή απόσταση από το πρόσωπό της, μέχρι που χάθηκε πίσω από μια σαπισμένη ρίζα. Κούνησε τα μάτια της, που πονούσαν, και είδε, μισό εκατοστό πιο πέρα, μια λεπτή, μακριό και διχαλωτή γλώσσα να εκτοξεύεται από ένα μεγάλο στόμα μεγάλο για τόσο μικρό κεφάλι, βέβαια. Μια σαύρα την κοιτούσε με μαύρα, γουρλωτά μάτια και της
έδειχνε τη γλώσσα -την κορόιδευε άραγε;-, την κοιτούσε μέχρι που ένα έντομο -σκνίπα μάλλονβρέθηκε τυλιγμένο μέσα σ’ εκείνη την παράξενη θηλιά, και τότε ή σαύρα έστριψε μονοκόμματη και αποχώρησε το ίδιο αθόρυβα όπως είχε έρθει. Προσπάθησε η Χάιδω να καταλάβει τι ήταν ο επόμενος ήχος, τίποτα, το άδειο της μυαλό αναγνώριζε μόνο την αίσθηση της λάσπης κάτω από το μάγουλό της, τίποτα άλλο, κάτι τη σκίασε, κάτι της δρόσισε το κεφάλι, και ένα χέρι -πού το ήξερε αυτό το χέρι;της έπιασε το μουδιασμένο ώμο και τη γύρισε απαλά. Τώρα ήταν ξαπλωμένη Ανάσκελα -τα μαλλιά της, τα μαλλιά της στις λάσπες...-, έβλεπε τις ανθισμένες κορυφές των καλαμιών, έναν άσπρο, καυτό ουρανό -ώστε ψέματα της έλεγαν τόσα χρόνια ότι ο ουρανός είναι γαλάζιος...-, «Εδώ, εδώ...» άκουσε, και κάτι της θύμισε ο ήχος, φωνή ήταν, «Χάιδω, Χαϊδούλα...» έλεγε κάποιος, όχι πάντως η σαύρα, ούτε η σκνίπα, αυτή αποκλειόταν, τώρα κολυμπούσε στα υγρά του στομαχιού του ερπετού, όπως η Χάιδω κολυμπούσε στις ακτές της τρέλας. Ο Δημητρός με τον Μουράτ, όταν είδαν ότι επικρατούσε απόλυτη ησυχία και δεν υπήρχε περίπτωση μέσα σ’ εκείνη την ερημιά να βρίσκεται κι άλλος άνθρωπος εκτός από αυτούς, σύρθηκαν προσεκτικά έξω από τις καλαμιές. Αντίκρισαν πιο πέρα τη θάλασσα, που έσκαγε με λευκούς αφρούς στα βράχια της ακτής, ενώ στον ορίζοντα δε φαινόταν τίποτα. Εκαναν πως σηκώνονται από τη γη, κοίταξαν πίσω και γύρω τους, τίποτα, βρίσκονταν σε μια ελώδη περιοχή που έφτανε σχεδόν ως τη θάλασσα. - Είσαι σίγουρος; ρώτησε το φίλο του ο Δημητρός. Εδώ θα είναι η βάρκα; Τον ησύχασε ο άλλος με μια χειρονομία, το μέρος αυτό το ήξερε από παιδί, ερχόταν με τον πατέρα του μέχρι πριν από ένα δυο χρόνια-, τους περίμενε ένας Ρωμιός εδώ, ανταλλάζανε στα κρυφά κάτι πακέτα, ο Ρωμιός ήταν ενεχυροδανειστής, ο πατέρας του Μουράτ τοκογλύφος, τα είχανε βρει μια χαρά. Ύστερα, αφού άλλαζαν χέρια και τα λεφτά, έφευγε ο Ρωμιός με τη βάρκα, που την έκρυβε στα βράχια, και ανοιγόταν στο πέλαγο. Πήγαινε στη Χίο, το ήξερε καλά αυτό ο Μουράτ, όπως ήξερε και ότι οι βάρκες ήταν δύο, τις είχε δει στο παρελθόν, «Πάντα έχει δύο βάρκες κρυμμένες!» θαύμαζε ο πατέρας του, «Μια ταξιδεύει με τη μια, μια με την άλλη, να μη δίνει στόχο». Έφτασαν στην ακτή και σκαρφάλωσαν, είδαν και την πίσω μεριά, την εξέτασαν από μακριά, εκεί η θάλασσα έμπαινε κάμποσο μέσα στη γη, τα βράχια ήταν απότομα, γλιστρούσαν και έκοβαν. Βούτηξαν στη θάλασσα και κολύμπησαν μέχρι την απέναντι πλευρά -πέντε απλωτές απόσταση, όχι παραπάνω-, έφτασαν στην είσοδο του βαθουλώματος -σπηλιά δεν μπορούσες να το πεις-, έφτασαν μαζί οι δυο φίλοι, ήταν καλοί στο κολύμπι -μπορεί ο Μουράτ να υπολειπόταν στη στεριά, εξαιτίας του κοντού του ποδαριού, αλλά στη θάλασσα ήταν διαφορετικά-, κολυμπούσαν από μικρά παιδιά μαζί, βουτούσαν με όλη την τσακαλοπαρέα ακόμη και το χειμώνα, τους έγλειφαν στην πλάτη το βράδυ οι πατεράδες τους για να καταλάβουν, αν ήταν αλμυροί έβγαινε η ζωστήρα, χώνονταν οι μανάδες στη μέση να τους σώσουν, έτρωγαν κι εκείνες από καμιά αδέσποτη. - Είναι αλήθεια; ρώτησε ο Δημητρός τον Μουράτ σα βρέθηκαν στο έμπα του ανοίγματος. Είναι δυνατόν να είναι αλήθεια; και δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια του. Χτύπησε τα χέρια του στο νερό ο άλλος και έφτασε δίπλα του, 'αγκάλιασε το μουσκεμένο του κεφάλι και άρχισε να τον φιλάει στα μαλλιά, στα μάγουλα, στα μάτια, στο λαιμό σαν τρελός. Στο τέλος του δώσε μια και του βούτηξε το κεφάλι μέσα, έγινε μια μικροπάλη, κι όταν ο Δημητρός βγήκε πάλι ξεφυσώντας, του είπε στο αφτί:
- Θέλω να ξεφωνίσω, μα δεν κάνει... Μουράτ, εδώ είναι οι δυο βάρκες! Είναι και οι δυο βάρκες! Σωθήκαμε! Πήγαν κοντά και τις εξέτασαν προσεκτικά, σε άριστη κατάσταση ήταν και οι δύο, με κουπιά και πανί, άγκυρα και καινούριο τιμόνι, έτσι τουλάχιστον φαινόταν. Σκαρφάλωσε στη μια ο Δημητρός, στην άλλη ο Μουράτ, και, χαρούμενοι σαν μικρά παιδιά, δε χόρταιναν να αγγίζουν το τιμόνι, να χαϊδεύουν το πανί, να μυρίζουν τη λαδομπογιά. Ετη μια βάρκα, σ’ εκείνη όπου ανέβηκε το Τουρκόπουλο, υπήρχε και μια γυάλινη νταμιτζάνα με νερό από πότε ήταν δεν μπορούσαν να ξέρουν-, μια κουλούρα σκοινί και... - Κοίτα δω..., είπε στο φίλο του και του κούνησε ένα τουφέκι που έβγαλε μέσα από μια μουσαμαδιά. Κοίτα, Δημητρό... Τώρα δε φοβάμαι κανέναν... Απόμεινε σκεφτικός ο άλλος. Για καλό τους άραγε υπήρχε αυτό το όπλο εκεί; Έδιωξε όμως τη σκέψη γρήγορα και: - Τι θα κάνουμε; ρώτησε. Λες να φωνάζαμε και τους άλλους και να φεύγαμε τώρα; Ερημιά είναι γύρω, δε βλέπεις; Να φεύγαμε μια ώρα νωρίτερα... Ανοιξε το τουφέκι στη μέση ο Μουράτ, κοίταξε μέσα και: - Γεμάτο είναι, είπε. Όχι, να φύγετε σα νυχτώσει..., μουρμούρισε και έμεινε με το κεφάλι σκυμμένο. Χωρίζουμε, φίλε..., συμπλήρωσε. Πρώτα είδε δάχτυλα, τα δάχτυλα ενός ποδιού, μετά κι άλλα δάχτυλα, έστρεψε λίγο το βλέμμα και είδε όλο το πόδι, το πέλμα, τα πέλματα, μικρά ποδαράκια, που θα ταν άσπρα αν δεν ήταν τόσο πολύ λασπωμένα. - Ελισώ; Εσύ είσαι, κοριτσάκι μου; ρώτησε με φωνή που έτρεμε - ήξερε πως δεν έπρεπε να φωνάζει, δε θυμόταν όμως το λόγο. Δυο χέρια την έπιασαν και τη σήκωσαν, μαλακά χέρια, κουρασμένα. Η Ελένη την κράτησε στην αγκαλιά της και της σκούπισε το πρόσωπο με ένα βρεγμένο μαντίλι. - Είναι αλμυρό..., είπε η Χάιδω. - Το βρεξα στη θάλασσα, απάντησε η άλλη και προσπάθησε να τη συνεφέρει. Ξύπνα, σύνελθε, κουνήσου! Χαϊδούλα, τελειώνουν τα βάσανά μας, να με πιστέψεις. Φτάσαμε στη θάλασσα, το βράδυ φεύγουμε... Χαϊδούλα; Αυτό ήταν το όνομά της; Κάποιος παραμέρισε τα καλάμια στα δεξιά της, είδε άλλα δυο πόδια, μεγάλα πόδια, κοίταξε πιο ψηλά, μπούτια, το ένα είχε μπατζάκι, το από κει, το αριστερό, το άλλο... το άλλο... είχε αίματα, πολλά αίματα... - Ο Αδάμος είναι..., της ψιθύρισε η Ελένη.
Σήκωσε το βλέμμα της ακόμη πιο ψηλά, συνάντησε ένα αντρικό πρόσωπο με γένια απαλά και σχεδόν ξανθά, μαλλιά μακριά ως τους ώμους και δυο μάτια... αχ, τα μάτια του, μέσα σε όλο τον κόσμο θα μπορούσε να ξεχωρίσει αυτά τα μάτια, τα δικά του, τα αγαπημένα... - Αδάμο μου, ήρθες; ρώτησε ξεψυχισμένα και τον είδε να κάνει ένα μορφασμό πόνου. - Ήρθα..., της απάντησε κουρασμένα ήταν χλομός και τσακισμένος. - Πονάς, λάι μπουρμπάτε; τον ρώτησε, αποκαλώντας τον «άντρα της» μήπως δεν είχε γίνει; Δεν απάντησε εκείνος, μόνο χαμήλωσε και κάθισε κάτω, με το πόδι τεντωμένο. Εσκυψε αυτή και το φίλησε, η Ελένη την παρατηρούσε σφιγμένη. - Διψάω..., μουρμούρισε πάλι και γύρισε στις λάσπες της. - Όλοι διψάμε, καλή μου, απάντησε η άλλη. Υπομονή, το βράδυ φεύγουμε... Εσκισε ο Αδάμος τη φούστα της και πήρε τους σταυρούς τους, τους εξέτασε από την πίσω μεριά και φόρεσε τον δικό του, πέρασε και στο λαιμό της Χάιδως τον άλλο. - Να μη χαθούμε..., της ψιθύρισε στο αφτί. Κανείς δεν άκουσε, μόνο η Ελένη είδε την κίνηση, μα δεν κατάλαβε το νόημα, η Χάιδω απαθής, με τα μάτια κλειστά. Ήρθαν κι άλλοι, κάτι της θύμιζαν της Χάιδως, δυο παλικάρια ήταν, ταλαιπωρημένα και με φουντωτά γένια, αλλά τούτοι δω ήταν μελαχρινοί και σγουρομάλληδες, ήταν βρεγμένοι, μούσκεμα, και μίλαγαν μεταξύ τους μια παράξενη γλώσσα. Την είχε ξανακούσει φυσικά, μόνο που... να, δεν τη θυμόταν τώρα... - Είναι δυο βάρκες εκεί πέρα. Μας περιμένουν..., διέκοψε τις σκέψεις της ο ένας ελληνικά μιλούσε τώρα. Σε λίγο σκοτεινιάζει, θα φύγουμε..., συνέχισε, και αυτή αισθάνθηκε την καλή κοπέλα να χαίρεται, το αισθάνθηκε γιατί ακόμα ήταν μέσα στην αγκαλιά της. - Τι έπαθε η Χάιδω; ρώτησε το παλικάρι και της χαμογέλασε. - Νομίζω... νερό, χρειάζεται νερό... Αν πιει νερό, θα συνέλθει..., άκουσε την τρυφερή φωνή πάνω από το κεφάλι της. - Μην πιείτε! πρόσταξε ο άλλος. Είναι έλος εδώ. Μην πιει κανείς, μπορεί να πεθάνουμε! Τους άκουγε να μιλάνε, να λένε κι άλλα, κάποιος είπε «Τώρα, δεν αντέχω άλλο!», μάλλον ο Αδάμος ήταν, ο παιδικός της έρωτας, μόνο αυτόν γνώριζε, μόνο ουτόν θυμόταν, σφύριζε το κεφάλι της, η γλώσ: σα της εκατό οκάδες βάρος, «Λίγο ακόμη...» έλεγε ο άλλος, εκείνος που μια ελληνικά μιλούσε και μια την άλλη γλώσσα, την άγνωστη, την παράξενη, επέμενε ο Αδάμος, «Αφού είδατε... δεν είναι κανείς...», βαρύ το απόγευμα, έλιωνε μέσα στα καλάμια, και ο ήλιος δεν έλεγε να δύσει. - Εγώ πάω! είπε και κίνησε μόνος. Αναδεύτηκαν τα καλάμια, και χάθηκε ξαφνικά από τα μάτια τους.
- Πάμε κι εμείς, είπε ο άλλος, ο μελαχρινός. Ας μη χωρίσουμε τώρα. Πάμε! Τη σήκωσε κάποιος, όχι ο Ελληνας, ο άλλος, εκείνος που μιλούσε την παράξενη γλώσσα. - Σκυφτά..., της είπε ο Έλληνας. Έσκυψε αυτή όσο μπορούσε, και άρχισαν να περπατάνε αργά και προσεκτικά ανάμεσα στα καλάμια, τα πόδια της γλιστρούσαν σ' εκείνη την πράσινη λάσπη -ούτε ήξερε πού πήγαιναν-, κάθε τόσο σταματούσαν λίγο, αφουγκράζονταν και ξεκινούσαν πάλι, ώσπου έφτασαν στο τέλος των καλαμιών, μπορούσε τώρα να δει τη θάλασσα ανάμεσα από τα τελευταία βούρλα, τη θάλασσα και κάτι μαύρα βράχια. - Εκεί! έδειξε ο Ελληνας, και είδαν τον Αδάμο, τον αγαπημένο της, να σκαρφαλώνει. - Περίμενε, Αδάμο, περίμενε! του φώναξε, και οι άλλοι έκαναν «Σσσς». Γύρισε και την κοίταξε, τα μάτια του μισόκλειστα και το πρόσωπο αλλοιωμένο από τον πόνο ας μπορούσε να πάρει τον πόνο από πάνω του... Βγήκε και ο Έλληνας από τα καλάμια. - Πρόσεξε, Δημητρό..., άκουσε την καλή κοπέλα να του λέει προτού φύγει. - Μη φοβάσαι, κορίτσι μου, απάντησε εκείνος και σκαρφάλωσε στα βράχια σκυφτός, κοιτώντας γύρω γύρω, μέχρι που τους έκανε νόημα. Πρώτοι ξεκίνησαν αυτή και ο άλλος, εκείνος με την ακαταλαβίστικη γλώσσα, μπήχτηκαν οι βράχοι στα πόδια της αλλά δε μίλησε, ανέβαινε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, πιανόταν με τα δυο χέρια και ανέβαινε, κομμάτια οι χούφτες της αλλά ανέβαινε, κάθε τόσο γυρνούσε και κοίταζε πίσω, ερχόταν και το άλλο κορίτσι, ο Αδάμος είχε χαθεί πίσω από την κορυφή, μακάρι να έφτανε κι εκείνη γρήγορα, να τον συναντούσε πάλι. Ένιωσε κάτι σαν λιποθυμία, αλλά έσφιξε τα δόντια. Δε θα πέθαινε τώρα, τώρα που... δεν ήξερε τι ήταν αυτό το «που», πάντως καταλάβαινε καλά ότι πλησίαζαν σε κάποιο τέλος, κάποιο καλό τέλος, «Θα σωθούμε...» της είχε ψιθυρίσει στο αφτί η κοπέλα, και ο άλλος, εκείνος που τον φωνάζανε «Δημητρό», τους έδωσε το χέρι και αρχίσανε να κατεβαίνουν. Ήταν ένα λιμάνι, έτσι της φάνηκε της Χάιδως, ένα μικρό λιμάνι που σχηματιζόταν από ψηλά μαύρα βράχια, εκεί η θάλασσα ήταν βαθιά, το καταλάβαινε από το σκούρο της χρώμα -μπορεί, πάλι, να ταν από τα βράχια, ποιος να ’ξερε...-, ο Αδάμος είχε φτάσει κάτω, στεκόταν σε ένα πλάτωμα και το αίμα ξεπηδούσε από το ποδάρι του, ο άλλος, εκείνος που τόση ώρα την τραβούσε, βούτηξε από ψηλά, από την κορυφή σχεδόν, με το κεφάλι στη θάλασσα και βγήκε ύστερα από λίγο. Κατευθύνθηκε κολυμπώντας προς μια σπηλιά -τώρα την πρόσεχε η καλή κοπέλα καθώς κατέβαιναν προσεκτικά, μη γλιστρήσουν-, κατευθύνθηκε και χάθηκε στο άνοιγμά της, ο Δημητρός στην κορυφή να κοιτάει γύρω γύρω. Είδε τον άλλο να βγάζει μια μεγάλη ασπροκόκκινη βάρκα από τη σπηλιά, σε λίγο τραβούσε κουπί βιαστικός και ερχόταν προς αυτούς, πίσω από τη μεγάλη βάρκα ερχόταν λικνιζόμενη Kat μια άλλη, πιο μικρή, ο Αδάμος πήγε προς τα κει, ακόμα ήταν μακριά, δεν μπορούσε να πηδήξει μέσα, ανυπομονούσε όμως, το έβλεπε η Χάιδω, το καταλάβαινε, και κόντευε να πεθάνει από την αφυδάτωση...
- Κάποιος έρχεται! φώναξε ο Δημητρός. Δύο είναι, μπορεί και τρεις... Στη βάρκα γρήγορα, γρήγορα! Κορίτσια, στη βάρκα! Κατέβηκαν βιαστικά, κομματιάζοντας τα πόδια τους, «Έλα!» φώναζε η Ελένη στον άντρα που παρέμενε ψηλά, ο Μουράτ τώρα κωπηλατούσε πιο γρήγορα, «Έλα!» του φώναζε και ο Αδάμος, είδανε το φίλο τους που άφησε τα κουπιά και έπιασε το όπλο, πάνω στην κορυφή ο Δημητρός πάλευε με κάποιον. - Να τον βοηθήσουμε! ούρλιαξε η Ελένη. Ο Αδάμος έπιασε την πλώρη και τράβηξε τη βάρκα, που είχε φτάσει κοντά (πα μαύρα βράχια της ακτής, κατάφερε να μπει μέσα, ενώ το αίμα στο πόδι του ξεπηδούσε σαν από σιντριβάνι, έκλεισε τα αφτιά της η Χάιδω και περισσότερο αισθάνθηκε παρά άκουσε τη σφαίρα να περνάει δίπλα από τον κρόταφό της σφυρίζοντας, τα έκλεισε γιατί δεν μπορούσε να ακούει τις φωνές και τα κλάματα της φιλενάδας της, που την τράβηξε για να κατέβουν. - Πάμε στη βάρκα, θα ρθει και ο Δημητρός, της είπε, και για μια στιγμή χάρηκε που θυμήθηκε πρόσωπα και πράγματα, έπρεπε να φτάσουν στη βάρκα -το κέντρο του κόσμου-, αφού εκεί ήταν ο Αδάμος και ήταν το μέσο για τη ζωή. Άκουσε κι άλλο πυροβολισμό και είδε κάποιον να κατρακυλάει από τα βράχια. Όχι, δεν ήταν ο Δημητρός, ήταν ο άλλος, ο εχθρός, που φορούσε βράκες και γιλέκο. - Τούρκος, Τούρκοι! φώναξε πάλι η Ελένη, και τότε μόνο κατάλαβε η Χάιδω. Ερχονταν οι εχθροί -πώς είχαν βρεθεί άραγε σ’ αυτή την ερημιά;», έρχονταν οι Τούρκοι και έπρεπε να φύγουν, να σωθούν, ας κατέβαινε γρήγορα ο Δημητρός, δεν είχαν χρόνο πια... κραυγές... βογκητά... πυροβολισμοί... δεν είχαν χρόνο... ο Αδάμος... ο Δημητρός... οι Τούρκοι.,, η αγάπη... πυροβολισμοί... η ελπίδα... ο θάνατος... Σαν σε όνειρο είδε τον Δημητρό να παλεύει με έναν άλλο, άστραψε η λάμα του μαχαιριού στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, και το αίμα έβαψε θαρρείς τον ουρανό, που εκείνη την ώρα έπαιρνε ένα κόκκινο χρώμα θα είχαν αέρα αύριο και μεθαύριο και παραμεθαύριο, αλλά δεν το ήξερε εκείνη τη στιγμή, σαν ματωμένος τής φάνηκε. Από την άλλη μεριά, πάλι στην κορυφή των βράχων, εμφανίστηκε και ένας τρίτος, φωνάζοντας «Γκελ, γκελ!»1 σε κάποιους που δεν τους έβλεπε η Χάιδω, δεν πρόλαβε όμως να πει πολλά, τον κανόνισε σ δικός τους, ο φίλος τους ο Μουράτ, πυροβολώντας τον από κάτω, μέσα από τη λικνιζόμενη βάρκα. Είδε ένα τίναγμα του κορμιού και δυο μεθυσμένα βήματα, μετά τον έχασε, έπεσε από την πίσω πλευρά των βράχων, μπορεί και να άκουσε το γδούπο, μπορεί και να της φάνηκε... Οι σφαίρες πλήθαιναν, μάλλον και κάποιος άλλος πυροβολούσε τώρα, που αυτή δεν τον έβλεπε, «Δημητρόοο, έλα, έλααα!» ούρλιαζε η Ελένη και παρακαλούσε. Εστρεψε το τρελαμένο βλέμμα της στον Αδάμο το κορίτσι, τουλάχιστον εκείνος ήταν ασφαλής δίπλα στον Μουράτ, που βαστούσε το όπλο, κι όπως έκανε αυτή τη σκέψη και αισθανόταν τεράστια ευγνωμοσύνη για εκείνο το παλικάρι -αλήθεια, γιατί το έκανε αυτό, Τούρκος άνθρωπος;-, είδε το σώμα του να λυγίζει σαν κλαρί ιτιάς, ούτε φωνή ούτε τίποτα, τα μάτια ανοιχτά και τα χέρια να κρατάνε το τουφέκι, λύγιζε και λύγιζε και λύγιζε, ώσπου κρεμάστηκε μισός μέσα, μισός έξω από τη βάρκα.
Με τα γράμματα να χορεύουν μέσα στο μυαλό της και να σχηματίζουν τη φράση «Ο Μουράτ είναι νεκρός», είδε η Χάιδω τον Αδάμο να λύνει το σκοινί που ένωνε τις δύο βάρκες και να τραβάει κουπί με δύναμη πού τη βρήκε τόση δύναμη;. - Εδώ, εδώ! φώναξε και του έκανε νόημα, αλλά εκείνος δεν την άκουσε. Είδε, με τρόμο μεγαλύτερο από τον τρόμο του θανάτου, τη βάρκα να απομακρύνεται, έκλεισε και άνοιξε πάλι τα μάτια της, δεν μπορεί, κάτι καταλάβαινε λάθος, ξανά, όχι, όχι... - Εδώ, Αδάμο! Εδώ! φώναξε με όση δύναμη είχε και κουνώντας τα χέρια της, μπας και δεν τις είχε προσέξει, μπας και μες στην παραζάλη του τα είχε μπερδέψει. Μάταια. Η βάρκα έφευγε ολοταχώς... - Εδώ... εδώ..., ψιθύρισε τώρα, με το στόμα ξερό, ίδιο έρημος. Α...δά...μο... εδώ... Και ύστερα, η λαχανιασμένη η φωνή του Δημητρού: - Φύγετε εσείς! Ελένη, πάρτε την άλλη βάρκα και φύγετε! Δε θυμόταν η Χάιδω ακριβώς τι έγινε από κει και μετά, τα περισσότερα της τα διηγήθηκε η Ελένη στο νησί, τότε που, κρυμμένες πίσω από τις τζιτζιφιές, προσπαθούσαν να καταλάβουν πού βρίσκονταν, στην Ελλάδα ή στην Τουρκία, ώσπου είδαν ένα καΐκι που άραξε και έπιασε το αφτί τους ελληνικά. Της τα διηγήθηκε η Ελένη γιατί της το ζητούσε συνέχεια, πιο πολύ όμως ήθελε να επιβεβαιώσει ότι όσα της έρχονταν στο μυαλό σαν οχιές φαρμακερές ήταν -αλίμονοαλήθεια... Εκείνη, η Ελένη, της έλεγε «Σώπα, σώπα, όλα πέρασαν τώρα... Ζούμε, δε βλέπεις;», όμως δεν την πίστευε, όχι, δεν την πίστευε καθόλου. Εντάξει, ζούσαν, το ήξερε αυτό, μύριζε την αρμύρα της θάλασσας, βρεχόταν από τα κύματα, διψούσε σαν κολασμένη, τα πλευρά της πονούσαν από τα τραντάγματα πάνω στα σανίδια του πλεούμενου, ζούσαν, εντάξει, αλλά όλα... ποια όλα;... δεν είχαν περάσει, τίποτα δεν είχε περάσει, τίποτα δεν είχε ξεχάσει, κάθε τόσο τα μάτια της φιλενάδας της γέμιζαν δάκρυα και τα σκούπιζε βιαστικά, τις νύχτες στον ύπνο της παραμιλούσε και έλεγε «Δημητρό... Δημητρό... έλα... δεν έπρεπε... έλα... δεν έπρεπε...». Και όσο της τα διηγιόταν η Ελένη, αφού εκείνη επέμενε, τόσο τα θυμόταν η Χάιδω, και όσο τα θυμόταν τόσο το μαχαίρι χωνόταν πιο βαθιά στην καρδιά της, τόσο πονούσε η ψυχή της γιατί ζούσε, Χριστέ μου, γιατί ζούσε; Όταν σκοτώθηκε ο Μουράτ από σφαίρα εχθρική -γιατί οι πατριώτες του ήταν οι εχθροί του, αφού είχε διαλέξει να οίόσει τον Δημητρό, τον παιδικό του φίλο-, σαν ξεψύχησε κοντά στον Αδάμο, χωρίς \(ί προλάβει να βγάλει ούτε ένα «Αχ!», διπλωμένος σία δύο πάνω στη βάρκα, ο Δημητρός προέτρεψε την Ελένη να πάρει την άλλη και να φύγουν με τη Χάιδω. Άκουσε τα λόγια του εκείνη, αλλά ήταν σαν να μην τα έλεγε σ’ αυτήν, σαν να απευθυνόταν σε μια άλλη. θα μείνω να πεθάνω μαζί του, σκέφτηκε, γιατί τον είχε ακολουθήσει ως εκεί από έρωτα, από πίστη και ελπίδα. Αν αυτός πεθάνει, γιατί να ζήσω εγώ; Και, μες στην τρέλα και στην απελπισία της, άρχισε να ανεβαίνει ξανά τα βράχια, πήγαινε να τον σώσει ή να πεθάνει μαζί του. - Φύγε! ούρλιαξε ο Δημητρός, και ο άλλος βρήκε ευκαιρία και του έσκισε το μπράτσο με τη φαλτσέτα.
- Ελένη, μη... Περίμενε..., παρακάλαγε η Χάιδω, που δεν ήξερε τι να κάνει, να μείνει ή να ακολουθήσει. Όμως η Ελένη συνέχιζε, δεν μπορούσε να υπακούσει σε κανέναν και σε τίποτα, δεν ένιωθε τα βράχια κάτω από τα πόδια της, που της τα κομμάτιαζαν, μόνο να πάει κοντά του ήθελε, να πάει και να σώσει τον αγαπημένο της, μόνο αυτό ήθελε, μόνο αυτό αισθανόταν εκείνες τις στιγμές, που ο χρόνος θαρρείς και είχε σταματήσει. Μουδιασμένος και αναποφάσιστος ο ήλιος στεκόταν ανάμεσα στον ουρανό και στη θάλασσα, ακόμη και αυτός απορούσε για την έκβαση εκείνης'της άνισης πάλης, της πάλης που συνεχιζόταν στα βράχια, ενώ οι γδούποι από τα χτυπήματα ξεκούφαιναν την Ελένη και η μυρωδιά από το αίμα έφτανε ως τα ρουθούνια της και της ανακάτωνε το στομάχι. Όμως ανέβαινε και ανέβαινε, ούτε μία φορά δε γύρισε πίσω να κοιτάξει, ένα στόχο είχε, ένα σκοπό: να σώσει τον Δημητρό της. Σαν έφτασε κοντά του, είδε τον Τούρκο να του καρφώνει το μαχαίρι πολλές φορές στο λαιμό, στο στήθος, στο πρόσωπο, στην κοιλιά. - Οχιιι! ούρλιαξε και όρμησε καταπάνω του, θηρίο άγριο και φονικό, είδε όμως τον Δημητρό μισοπεθαμένο και λύγισε. 'Εσκυψε και τον αγκάλιασε, ξεχνώντας τον κόσμο, την πραγματικότητα, τον εχθρό που καραδοκούσε, τον κίνδυνο. Κι όπως τον είχε στην αγκαλιά της και έκλαιγε, ο άλλος -κι αυτός παντού χτυπημένος και ματωμένος ήταντην άρπαξε απ’ τα μαλλιά και την τράβηξε πιο πέρα. - Βοήθεια! φώναξε το κορίτσι ποιος μπορούσε να τη σώσει μήπως; Είδε το βλέμμα του αγαπημένου της γεμάτο απόγνωση, τον είδε που έκανε να σηκωθεί, αλλά έπεσε πάλι και από το στόμα του βγήκε αίμα. Η Ελένη αντιστεκόταν και χτυπούσε με τις γροθιές της το κτήνος που την έσερνε απ’ τα μαλλιά πάνω στα βράχια.''Υστερα από λίγο την έριξε κάτω και της έσκισε το φόρεμα, πετάχτηκαν έξω τα στήθη της, ο Δημητρός προσπαθούσε να φτάσει ως εκεί, το πρόσωπό του αλλοιωμένο από την απόγνωση και τον πόνο. - Άφησέ την! φώναξε στον άλλο. Άφησέ την, θα σε σκοτώσω! Πράγματι την άφησε ο Τούρκος -ένας άντρας ψηλός και βαρύς, ζωσμένος με πιστόλια-, την άφησε και γύρισε προς το μέρος του Δημητρού. Τράβηξε από το.ζωνάρι το ματωμένο μαχαίρι και, μπροστά στα μάτια της Ελένης, έκοψε το λαιμό του παλικαριού πέρα ως πέρα. Δεν πρόλαβε η κραυγή να βγει από το στόμα της, γιατί έχασε τις αισθήσεις της... αίμα... αίμα... αίμα τύλιξε τη χαμένη της συνείδηση, γύρισε ο άλλος κοντά της, σκούπισε το μαχαίρι του στο σκισμένο της φουστάνι, το έβαλε πάλι στη θέση του και της σήκωσε τη φούστα. Τη στιγμή που κατέβαζε τη βράκα του και μουρμούριζε κάτι λαχανιασμένος, η Χάιδω του κοπάνησε το κεφάλι με μια μεγάλη μαύρη πέτρα, με χέρια ματωμένα από την ανάβαση αλλά καθόλου τρεμάμενα, καθόλου διστακτικά. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει εκείνος. Πήγε να σηκωθεί ζαλισμένος, αλλά του ήρθε ακόμη μια, πιο δυνατή, αυτή τη φορά στα μούτρα. Έβρισε και έφτυσε, άπλωσε το χέρι να πιάσει τη Χάιδω και της γράπωσε το λασπωμένο ποδόγυρο, που γλίστρησε όμως ανάμεσα από τα ματωμένα του δάχτυλα.
Τραβήχτηκε η Χάιδω γρήγορα και πήγε από την άλλη πλευρά, στα αριστερά του, του δώσε και μια τρίτη, πιο δυνατή απ’ όλες -όσο τον χτυπούσε, τόσο έπαιρνε δύναμη και θάρρος-, τον βρήκε στη μύτη και ακούστηκε ένα δυνατό κρακ, πισωπάτησε και πήγε να πέσει αυτός, αλλά κρατήθηκε όρθιος, το αίμα στα μάτια του τον στράβωνε. Πήγε από πίσω του τώρα η Χάιδω -μια μαινάδα με ματωμένα χέρια, ξέπλεκα, ανακατωμένα μαλλιά, σκισμένα φουστάνια-, πήγε από πίσω του και του κατάφερε ακόμη μια, γκατι, την πιο δυνατή, στη βάση του κρανίου, έπεσε στα γόνατα βρίζοντας ο Τούρκος... κι άλλη.μια,.γκατι... έβαλε και τα χέρια του κάτω, αλλά άντεχε ακόμα... κι άλλη, γκατι... τίναξε το κεφάλι για να διώξει τα αίματα, να δει, να kc ταλάβει από πού του ερχόταν αυτό... γκατι, κι άλλη... έπεσε κάτω, το σώμα του σπαρταρούσε... γκατι, κι άλλη... τίναξε το αριστερό του χέρι προς τα πάνω... γκατι, κι άλλη... και έμεινε ακίνητος. Η Χάιδω δε σταμάτησε, συνέχισε να χτυπάει με τη δύναμη ενός ζώου και να ουρλιάζει* χτυπούσε και ούρλιαζε, χτυπούσε και ούρλιαζε, γέμισαν τα βράχια αίματα, αλλά αυτή συνέχιζε να χτυπάει, συνέχιζε να ουρλιάζει, είδε το κεφάλι του να θρυμματίζεται σαν το τσόφλι ενός αβγού, αυτή τον χτυπούσε και ούρλιαζε, είδε τα μυαλά του να πετάγονται τριγύρω πιτσιλιές πιτσιλιές, αυτή τον χτυπούσε ακόμα και ούρλιαζε, ούρλιαζε, ούρλιαζε... Η νύχτα έπεφτε γρήγορα, είδε ό,τι είχε να δει ο ήλιος και βούλιαξε απότομα στο πέλαγος, μόνο πέρα στο βάθος ο ουρανός κρατούσε ακόμα λίγο από το φως -στο ίδιο χρώμα με το αίματης μέρας. Έπιασε η Χάιδω την Ελένη να τη σηκώσει, γλίστρησαν τα χέρια τους και χωρίστηκαν για ένα λεπτό, γιατί ήταν γεμάτα αίματα, την τράβηξε πιο δυνατά, την έσφιξε, έπρεπε να βιαστούν. - Πάμε, νυχτώνει, της είπε, και εκείνη σηκώθηκε μισόγυμνη. Δεν κοίταξε ούτε τον Τούρκο με το πολτοποιημένο κεφάλι ούτε τον Δημητρό, που κειτόταν λίγο πιο κει με μάτια ορθάνοιχτα, σαν να έβαζε όλες του τις δυνάμεις να τη δει να φεύγει ζωντανή, και προσπέρασε σαν υπνωτισμένη. Ας τον αναπάψει ο Θεός..., σκέφτηκε η Χάιδω και σταυροκοπήθηκε. Έκανε δυο βήματα να φύγει και ξαναγύρισε, έβαλε το χέρι της πάνω στα μάτια του και του τα έκλεισε, γεμίζοντας το πρόσωπό του με τα αίματα, τα δικά της και του Τούρκου. Ύστερα κράτησε την Ελένη και άρχισαν να κατεβαίνουν σκουντουφλώντας και παραπατώντας, με τα μάτια στυλωμένα στη θάλασσα, τη μεγάλη μάνα, την αρχή του παντός. Φτάνοντας, βούτηξε τα χέρια της, τα ξέπλυνε πρόχειρα από τα αίματα και μπήκε στο νερό. - Μείνε εσύ εκεί! διέταξε την άλλη και έκανε μερικά προσεκτικά βήματα. Η βάρκα είχε σφηνώσει στα βράχια και ήταν σαν να περίμενε, την τράβηξε η Χάιδω μ εκείνη τη θηριώδη δύναμη που ποτέ δεν είχε καταλάβει ότι διέθετε -και δεν τη διέθετε, πράγματι...-, την έφερε κοντά στην ακτή και βοήθησε την Ελένη να ανέβει. Μετά σκούντηξε τη βάρκα να πάει λίγο πιο πέρα, άκουσε από κάτω τα βράχια να χτυπάνε το ξύλινο σκαρί, πήρε φόρα και ανέβηκε, έπιασε τα κουπιά και προσπάθησε να κωπηλατήσει. Η άλλη την κοιτούσε και δεν την έβλεπε, πόνεσαν τα χέρια της Χάιδως, αλλά βρήκε το ρυθμό, απομακρύνθηκαν κάπως από την ακτή. - Δεν τον θάψαμε..., μουρμούρισε η Ελένη σαν να μιλούσε για κάποιον ξένο ή για κανένα μικρό ζωάκι.
Η Χάιδω τραβούσε κουπί, δεν απάντησε. - Δεν τον θάψαμε... και είχε και τα μάτια του ανοιχτά..., ξαναείπε. - Του τα ’κλεισα εγώ, απάντησε λαχανιασμένη η Χάιδω καθώς προσπαθούσε να κουμαντάρει τη βάρκα, που τώρα της φαινόταν βαριά, λες και ήταν σιδερένιο καράβι που προσπαθούσε να το σύρει με τα κουπιά. Έπεσε σιωπή για λίγο, είχε νυχτώσει, τα άστρα ακόμα δεν είχαν φανεί, ησυχία και ερημιά. Τραβούσε κουπί όσο μπορούσε η Χάιδω, δεν ήταν σίγουρη αν το έκανε καλά, τώρα που είχε πέσει το σκοτάδι δεν μπορούσε να καταλάβει αν συνέχιζαν να απομακρύνονται από την ακτή. - Τέλειωσαν όλα..., είπε ύστερα από λίγο η Ελένη και έσκυψε να πάρει νερό από τη θάλασσα και να νίψει το πρόσωπό της. Τέλειωσαν, πάει..., και άρχιζε ένα σιγανό κλάμα. Συνέχισε το λαμνοκόπι η άλλη με μια δύναμη που θα μπορούσε να κουνήσει και βουνό, δεν ακουγόταν τίποτα, μόνο ο ήχος των κουπιών που έσμιγαν με το νερό και ο σιγανός θρήνος της φίλης της σιγανός, μονότονος, συνεχής. - Μην κλαις, της είπε τρυφερά αλλά ασυγκίνητα. Μην κλαις για τον Δημητρό. Σώθηκε, γλίτωσε... Μακάρι να πέθαινε και ο Αδάμος μαζί του... Μακάρι να πέθαινα κι εγώ... Πώς θα ζήσω τώρα, με τόσο μίσος στην καρδιά μου; Δεν απάντησε εκείνη, κράταγε τα μάτια της σφιχτά, μη βγούνε τα δάκρυα και πλημμυρίσει το σκαρί, μην πάρει και τη φιλενάδα της στο λαιμό της καθώς θα πιάνανε πάτο. Αγγιξε το σταυρό στο στήθος της η Χάιδω, εντάξει, εκεί ήτανε, γύρισε πλάτη στην Ελένη. - Αύσε την εικόνα από την πλάτη μου, της ζήτησε. Με χέρια που τρέμανε της άνοιξε τα κουμπιά της πλάτης, ψηλάφισε την εικόνα, την έλυσε και της την έδωσε στα χέρια. Την αγκάλιασε σφιχτά η Χάιδω και έκλεισε τα μάτια της. Τώρα μπορώ να πεθάνω, σκέφτηκε ψύχραιμη. Βγήκε ο σιρόκος και τράβηξε τη βάρκα στα ανοιχτά, προς τα νερά της πατρίδας. Παράδερναν ώρες... μέρες... ποιος μπορεί να βρει την ακριβή διάσταση του χρόνου όταν ο φόβος παραλύει μυαλό και καρδιά, όταν η δίψα και η πείνα σακατεύει το σώμα, όταν ο πόνος είναι μεγαλύτερος και από τη θάλασσα, όταν οι ανατολές του ήλιου διαδέχονται τη νύχτα αλλά δεν υπάρχουν μάτια να δούνε αυτά τα θαύματα, όταν τα κύματα παίρνουν τη θέση των κουπιών, του τιμονιού, των πανιών; Παράδερνε η βάρκα μέχρι που έφτασε σε μια στεριά, απαλά τα κύματα που τόσες μέρες τη βασάνισαν και τη χτύπησαν αλύπητα, τώρα την έβγαλαν στα ρηχά και έμεινε εκεί να κλυδωνίζεται με τις δυο τους μέσα μισοπεθαμένες. Πρώτη συνήλθε η Ελένη. Έκανε κουράγιο και βγήκε στην αμμουδιά, ερημιά και ησυχία, έπρεπε να ζήσουν, να φάνε και να πιούνε νερό, τι σημασία είχε αν ήταν στην πατρίδα ή βρίσκονταν ακόμα εκεί απ’ όπου είχαν ξεκινήσει...
Τράβηξε τη βάρκα και τη σφήνωσε στην άμμο -η Χάιδω μέσα ακίνητη αλλά ζωντανή-, άκουσε τον ήχο τρεχούμενου νερού και δε δίστασε, προχωρησε ανάμεσα σε κάτι ισχνές τζιτζιφιές, τώρα άκουγε καλύτερα, σίγουρα υπήρχε νερό, ήταν σίγουρη. Βάδισε προσεκτικά και είδε κάτι πλατάνια, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ναι, ήταν ένα ποταμάκι, λιγοστό το νερό, κατέβαινε μουρμουρίζοντας από πιο ψηλά, τραβούσε προς τη θάλασσα, πήγαινε να τη συναντήσει. Ήπιε με τις χούφτες της, έπλυνε το πρόσωπό της, έβρεξε τα μαλλιά της, ήπιε πάλι και πάλι και πάλι, η πείνα θέριζε το στομάχι της, αλλά είχε νερό, αυτό ήταν περισσότερο από αρκετό εκείνη την ώρα. Ψυχή δεν υπήρχε γύρω, ούτε σπίτια ούτε δρόμος, κανένας θόρυβος από πουθενά δεν ερχόταν, έσκισε το μανίκι από το πουκάμισό της, το έπλυνε καλά καλά, το έβρεξε και γύρισε πίσω στη βάρκα. Δρόσισε το αναμμένο πρόσωπο της Χάιδως, και εκείνη αναστέναξε. - Ξύπνα! της είπε. Νερό, έχει νερό εκεί. Προσπάθησε να τη σηκώσει, αδύνατον. - Ξύπνα, ξύπνα! Σωθήκαμε! προσπάθησε να τη δελεάσει, κι ας ήξερε πως ούτε η Χάιδω ούτε η ίδια εκτιμούσαν πια τη λέξη «σωθήκαμε», αφού το να επιζούσες δε σήμαινε πια και ότι ζούσες... Την έβγαλε με τα πολλά από τη βάρκα, παραπατούσε με μισάνοιχτα μάτια η Χάιδω, δεν είχε δύναμη, δεν είχε άλλη θέληση, την είχε εξαντλήσει όλη στην προσπάθεια να σώσει τη φίλη της από τα χέρια του εχθρού και να τη βάλει στη βάρκα, τώρα δεν την ενδιέφερε τίποτα άλλο, δεν ήθελε να ζήσει, δεν την ένοιαζε κι αν πέθαινε εκείνη ακριβώς τη στιγμή απορούσε μάλιστα πώς ήταν δυνατόν να ζει ακόμα με τόση λύπη στην καρδιά. Συνήλθαν κάπως τα κορίτσια, ανακάλυψε μια συκιά λίγο πιο πέρα η Αλεξανδρινή και έφαγε με βουλιμία, ύστερα έκοψε τους ώριμους καρπούς και τους έφερε στην άλλη, που καθόταν δίπλα στο ποτάμι και παρατηρούσε με βλέμμα αδειανό το νερό να κυλάει ήρεμο - ποια η βιασύνη για τη μεγάλη συνάντηση με τη θάλασσα; Κοιμήθηκαν ανάμεσα σία δέντρα σφιχταγκαλιασμένες, μπορεί τη μέρα ο ήλιος να έκανε πανηγύρι στον ουρανό, το απόγευμα όμως βιαζόταν και έφευγε γρήγορα, οι νύχτες πια ήταν παραπάνω από δροσερές, άσε που και η θάλασσα δίπλα πολλαπλασίαζε το ψύχος με την υγρασία της. Εμειναν τρεις μέρες εκεί κρυμμένες, κανείς δε φάνηκε, μήτε Ελληνας μήτε Τούρκος, μπορεί να είχαν βγει και σε κάποιο ακατοίκητο νησί, ποιος θα μπορούσε να τους το πει με σιγουριά, αυτό σκεφτόταν συνέχεια η Ελένη και το αν θα έφευγαν ποτέ από εκεί, δεν έλεγε όμως τίποτα στη φίλη της, δεν ήθελε να την κάνει χειρότερα. Η Χάιδω έμενε ακίνητη και αμίλητη, με κόπο κατέβαζε ένα δυο σύκα, μόνο το νερό δε χόρταινε, οι μέρες -πόσες; ποτέ δεν έμαθανπου είχε μείνει χωρίς αυτό την έκαναν να το λαχταράει όλο και περισσότερο, όπως και τον Αδάμο, που από τη μια τον καταριόταν με όλη τη δύναμη της ρημαγμένης της ψυχής και από την άλλη της έλειπε πολύ, όσο κι αν είχε χάσει το φως της ή και τα δυο της τα χέρια... Σα σιγουρεύτηκε η Ελένη ότι ψυχή δεν υπήρχε εκεί και ότι, για να έρθει κάποιος, ή από τη θάλασσα θα ερχόταν, από το απάνεμο λιμανάκι όπου είχε προσαράξει και η δική τους βαρκούλα -και τότε θα τον έβλεπαν από μακριά-, ή από το βουνό -μπορεί και λόφος να ’τανε, αλλά, αν είσαι τόσες μέρες νηστικός, βουνό το βλέπεις-, από το βουνό πιο πίσω, το στολισμένο με λιόδεντρα και κυπαρίσσια, απ’ όπου
κατέβαινε τραγουδώντας και το ποταμάκι -και πάλι όμως θα τον έβλεπε πρώτη, αυτές ήταν καλά προφυλαγμένες μέσα στα δέντρα-, σα σιγουρεύτηκε λοιπόν για όλα αυτά, έβγαλε τα ρούχα της, έβγαλε και της φιλενάδας της και τα έπλυνε στο ποτάμι τρίβοντάς τα πάνω στις σιρογγυλεμένες πέτρες. Ύστερα τα άπλωσε στα χαμηλά κλαδιά των δέντρων, ώστε να μη φαίνονται από μακριά καθώς ανέμιζαν στο αεράκι, ξάπλωσε μέσα στο ποτάμι την άβουλη Χάιδω, της έπλυνε τα μαλλιά και το σώμα -πρόσεξε το πρησμένο της στήθος, που ερχόταν σε αντίθεση με το αδυνατισμένο της κορμάκικαι χτένισε όσο μπορούσε τα μπερδεμένα της μαλλιά. Μετά «περιποιήθηκε» και τον εαυτό της, είχε σκοπό την άλλη μέρα, καθαρές και ευπρεπισμένες, να δρασκελίσουν το βουνό και να δούνε τι βρισκόταν πίσω από εκεί. Πόλη; Χωριό; Ερημιά; Η κόλαση ίσως; Μπα, για την τελευταία δε φοβόταν, την κόλαση την είχανε δει με τα μάτια τους, την είχανε ζήσει πριν από λίγες -αλήθεια, πόσες;μέρες, άλλη κόλαση δεν υπήρχε, μήτε στον κάτω κόσμο μήτε σε τούτον δω. Θα πηγαίνανε, το είχε αποφασίσει πως θα πηγαίνανε εκεί... και ό,τι γινόταν... Σ’ αυτή την ερημιά πάντως δε θα πεθαίνανε. Μίλησε τρυφερά στην αμέτοχη Χάιδω για το σχέδιό της. - Θα ανέβουμε προσεκτικά προσεκτικά μέσα από τα δέντρα, της είπε, θα φτάσουμε... σε κάνα δυο ώρες το υπολογίζω... θα φτάσουμε πάνω, ψηλά, θα κοιτάζουμε από την άλλη μεριά... Να δεις, Χαϊδούλα, που θα ναι μια μεγάααλη ελληνική πολιτεία, να δεις που θα μας αγκαλιάσουν οι άνθρωποι με αγάπη... και... και... τα βάσανά μας θα πάρουν τέλος! Έμενε ακίνητη και ασυγκίνητη η Χάιδω -καμιά φορά δάκρυζε, αλλά όχι από αυτά που άκουγε, ήταν σίγουρη γι’ αυτό η Ελένη-, έμενε ασυγκίνητη αντικρίζοντας το κενό, πού είχε πάει εκείνη η κοπέλα που, μπροστά στον κίνδυνο να χαθεί η φιλενάδα της, δεν υπολόγισε τίποτα, δε φοβήθηκε κανέναν; Κοιμήθηκε ανήσυχα η Ελένη το βράδυ εκείνο, όνειρα είδε πολλά, το σπίτι της το πατρικό και τη γιαγιά της την Ελένη, τη θάλασσα της Αλεξάνδρειας και τους αραπάδες που είχαν στο σπίτι τους, τα σιροπιασιά με τους χουρμάδες που πουλούσε στο μαγαζί του ο θείος της, ο μεσιέ Αγκόπ. Στο τέλος ονειρεύτηκε και τον Δημητρό, τον αγαπημένο της νεκρό. Ερχόταν, λέει, προς το μέρος της πάνω σε μια βάρκα, όχι σ’ εκείνη που είχαν πάρει τα κορίτσια, ούτε σ’ εκείνη που είχε αρπάξει ο Αδάμος, σε μια άλλη βάρκα, μεγάλη, που ούτε καν την ήξερε η Ελένη, ερχόταν προς το μέρος της... τόσο ζωντανό ήταν το όνειρο, που μέχρι και το θόρυβο της μηχανής άκουγε... Ανοιξε τα μάτια της στις πρώτες ακτίνες του ήλιου και κοίταξε προς τη θάλασσα με τη λαχτάρα να δει τον αγαπημένο της. Είδε ένα καΐκι να στέκεται, με ανοιγμένα τα πανιά, στο λιμανάκι τους. Έμεινε ακίνητη για κάμποσο, ούτε ανάσα δεν έπαιρνε, αλλά παρατήρησε ότι κάποιος κουνιόταν στο κατάστρωμα... τα πανιά... μάλιστα... τα πανιά μάζευε κάποιος... άρα; Ξύπνησε γρήγορα τη Χάιδω και της έκλεισε το στόμα με τη χούφτα της, μην και βγάλει καμιά φωνή, την ξύπνησε και την τράβηξε πίσω από τα δέντρα, η καρδιά τους να σπάσει και να πεταχτεί έξω από τα καθαρά φουστάνια. Άκουσαν τη μηχανή να παίρνει μπρος και είδαν να βγαίνει μαύρος καπνός, θα έφευγαν και θα χάνανε τη μοναδική τους ελπίδα να σωθούν, αλλά δεν μπορούσαν ακόμα να καταλάβουν πόσοι ήταν και, κυρίως, τι ήταν, Έλληνες ή Τούρκοι. Γιατί άντρες θα ήταν σίγουρα. Και αυτό η Ελένη το φοβόταν όσο και το να ήταν Τούρκοι, μπορεί και περισσότερο...
Έκανε μια δυο μανούβρες το καΐκι, κι άλλη σιλουέτα στο κατάστρωμα, πιο λεπτή, πιο μικροκαμωμένη όσο επέτρεπε η απόσταση για να καταλάβει η Ελένη-, τώρα το πλεούμενο, στην προσπάθεια του καπετάνιου του να στρίψει, είχε έρθει λίγο πιο κοντά τους. Είδε, ξεχώρισε η κοπέλα, ήταν δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα, και η καρδιά της πέταξε από χαρά. - Σωθήκαμε, Χαϊδούλα μου! είπε στην άλλη, που κοίταγε βέβαια προς τη θάλασσα, δεν ήταν όμως σίγουρο τι έβλεπε και, κυρίως, αν καταλάβαινε τι έβλεπε. Περίμενε λίγο ακόμη, μέχρι να σιγουρευτεί πως δεν ήταν κανένας άλλος μαζί τους, και μετά εμφανίστηκε πίσω από τα δέντρα και άρχισε να τους φωνάζει με απόγνωση: -Εδώωω!... Εδώωω!... Βοήθειααα!... Βοήθειααα!... Από το καΐκι ακούστηκε μια αντρική φωνή, καλοσυνάτη τής φάνηκε είχε ανάγκη να της φανεί έτσι: - Τι θέλετε; Βγείτε να σας δω... Μάζεψε βιαστικά τα φουστάνια της και μπήκε στη θάλασσα, πρωί ήταν και τα νερά παγωμένα. - Μπορείτε να μας πάρετε μαζί σας, σας παρακαλώ; ρώτησε, και η φωνή της έτρεμε απ’ το φόβο, μα και άλλη λύση δεν είχε. Τις πήρανε. Το ηλικιωμένο ζευγάρι τις βοήθησε να ανέβουν στο καΐκι, και η Ελένη έκανε τις συστάσεις. - Είμαι η Ελένη, και αυτή είναι η... αδελφή μου, η Χάιδω. Χαμογέλασαν οι άνθρωποι. - Καλώς ήρθατε, °ίπαν με ένα στόμα. Τίποτα δε ρώτησαν παραπάνω, ούτε πώς ούτε γιατί, σαν κυνηγημένα ζώα ήταν τα κορίτσια, δε χρειάζονταν και πολλά για να καταλάβουν ότι από μεγάλη συμφορά ήταν χτυπημένα. Ενώ η Ονειροπαρμένη ανοιγόταν στο πέλαγος, τράταρε η γυναίκα ψωμί και λακέρδα τα κορίτσια, προσπάθησε να στριμώξει δυο μπουκιές στο στόμα της Χάιδως η Ελένη, αδύνατον, αρνήθηκε εκείνη με σφιχτά τα χείλη. - Σιγά σιγά, έχει κάποιο βάσανο παραπάνω από σένα..., τη νουθέτησε και την ξάφνιασε η ηλικιωμένη γυναίκα. Κατάπιε με το ζόρι τη δική της μπουκιά η Ελένη και: - Ξέρετε τι έχουμε περάσει; της είπε ψιθυριστά, μην ακούσει η Χάιδω, που ακουμπούσε στο ξύλο της κουπαστής με τα μάτια κλεισιά και το κεφάλι γερμένο (πον ώμο. Τη χτύπησε στην πλάτη η γυναίκα, να της δώσει κουράγιο, έδειξε την καρδιά και το μυαλό της. και η Ελένη κατάλαβε, «Σε ακούω με αγάπη» μετέφρασε, γιατί αυτό είχε ανάγκη. Βάδισαν προς τη λικνιζόμενη πρύμνη.
- Την πρόδωσαν, κυρία..., της άνοιξε την καρδιά της κάτι της έλεγε ότι έπρεπε να εμπιστευτεί τους ανθρώπους εκείνους. Πείτε της όμως κι εσείς κάτι, σας παρακαλώ, εμένα πια δε με ακούει... Θέλει να πεθάνει... Θα πεθάνει νηστικιά και... και.... . Δε συνέχισε παρακάτω, ο θάνατος δεν ήταν πια απειλή για τη φίλη της, και η Ελένη το ήξερε καλά. Κούνησε το κεφάλι της στενοχωρημένη η γυναίκα, «Κατάλαβα» σαν να έλεγε, και πήγε κοντά στη Χάιδω. Της χάιδεψε τα μαλλιά και: - Μην κλαις, τζιέρι μ\ Έχεις και το μωρό..., της είπε. Ανοιξε σιγά σιγά δυο μάτια κόκκινα και πρησμένα η Χάιδω και, με ξεραμένα τα χείλη, μίλησε για πρώτη φορά: - Ποιο; Στράφηκε ξαφνιασμένη η Ελένη, αλλά εκείνη την ώρα ούρλιαξε ο αέρας, κανένας δεν άκουσε αν απάντησε κάτι η γυναίκα του καπετάνιου, που τη λέγανε «κυρα-Νενέ». Αρχισε πάλι η φουρτούνα, και το καΐκι πάλευε τώρα με τα στοιχειά της φύσης. Τα δυο κορίτσια χτυπιόνταν πάνω στα ξύλα του καταστρώματος, η Χάιδω άρχισε να ξερνάει κιόλας -δεν της έφτανε το χάλι της, τώρα άδειαζε και τα σωθικά της μέσα στη θάλασσα-, μόλις ησύχαζε λίγο, την έπαιρνε στην αγκαλιά της η κυρα-Νενέ και της χάιδευε τα μαλλιά, στιγμή δεν έφυγε από κοντά της, την κούναγε πέρα δώθε, σαν να τη νανούριζε, και σταγόνα σταγόνα τής έδινε λίγο νεράκι, «Πιε, γιαβρούμ, πιε... Ετσι είχα κι εγώ ένα κοριτσάκι, να, οαν εσένα Bex ταν τίύρα, θα τ’ άφηνα να πεθάνει απ’ την πείνα και απ’ τη δίψα;». Βοήθαγε η Ελένη τον καπετάνιο όσο μπορούσε, μετρημένα τα λόγια της και το χείλι αγέλαστο, βαριά χίλια καντάριακαι η δική της καρδιά, πιο πολύ όμως υπέφερε για τη φιλενάδα της, δεν της φαινόταν καλά, φοβόταν πολύ για εκείνη. Κι άμα την άφηνε για λίγο η κυρα-Νενέ από την αγκαλιά της, την έπιανε η ίδια, της σκούπιζε τα δάκρυα, που έτρεχαν ασταμάτητα, της έσφιγγε τα χέρια, «Εδώ είναι, εδώ...» τη διαβεβαίωνε κάθε φορά που εκείνη αναζητούσε την εικόνα του Αγίου Χαράλαμπου, «Κουράγιο» και «Να δεις, όλα θα περάσουν...» της έλεγε κάθε τόσο αχ, πώς δεν μπορούσε να ζήσει το δικό της το πένθος, από τον καημό της φίλης της! Πάλευε με τα κύματα ο καπετάνιος και χτυπιόταν το σκαρί, ίδιο καρυδότσουφλο, για δύο μερόνυχτα, θαλασσοδάρθηκαν σαν καταραμένοι, ώσπου η γυναίκα είδε το βουνό από μακριά. - Φτάνουμε, καπετάνιο μου! φώναξε, και γέλασαν μαζί. Σαν τη Σμύρνη... σαν τη Σμύρνη μας..., μουρμούρισε όταν αντίκρισαν από μακριά τη Μυτιλήνη. Κοίταξαν και τα κορίτσια, η Ελένη όλο περιέργεια και η άλλη αδιάφορα, κι όσο πλησίαζαν και άρχισαν να ξεχωρίζουν σπίτια και εκκλησίες, άρχισε η κυρα-Νενέ να χτυπάει τα μάγουλά της και «Καίγονται σπίτια!» να φωνάζει. Λούφαξαν τα κορίτσια και άρχισαν να τρέμουν, πουθενά καπνός, πουθενά φλόγες, μήπως ήταν τρελή η σωτήρας τους; Σηκώθηκε εκείνη όρθια και στάθηκε στην πλώρη, κορόνα στο κεφάλι της τα μαλλιά της, που γυάλιζαν
στον πρωινό ήλιο. - Να, βλέπω τις φλόγες... Πάει η Σμύρνη..., είπε με βαθιά φωνή. Πάει η Σμύρνη, χάθηκε... Δόξα τω Θεώ που εμείς γλιτώσαμε... Αχ, και να ’μασταν εκεί, να βοηθούσαμε... μήπως και ποιον να πρωτοβοηθήσεις..., είπε κλαίγοντας. Επιβεβαιώθηκε το όραμα της γυναίκας σα βγήκαν στην πόλη με τον άντρα της να φέρουν τρόφιμα και νερό. Κάνανε βιαστικά τις αγορές και γύρισαν πίσω στα κορίτσια, που δεν εγκατέλειψαν το καΐκι ούτε λεπτό τόσος ήταν ο φόβος τους. - Ελένη, Χάιδω, ακούτε τι χαλασμός γίνηκε..., είπαν μόλις τις συνάντησαν. Έμειναν παγωμένες και ανέκφραστες εκείνες πόσος πόνος να χωρούσε ακόμη σ’ εκείνες τις καρδιές... Θύμωσε ο καπετάνιος και: - Δεν είστε από πέρα, μπρε; Δε χολοσκάτε; ενώ από τα μάτια του δε σταμάταγαν να τρέχουν τα δάκρυα. «Όχι» έκαναν και οι δυο με το κεφάλι. - Όχι, δεν είμαστε από κει, καπετάνιο, χολοσκάμε όμως..., είπε η Χάιδω, με τα χείλη άσπρα και σχεδόν κλειστά. Σώπασε και ο κυρ Λευτέρης, δε ρώτησε τίποτα άλλο, κατάλαβε, βαριά τα μυστικά που κουβαλούσαν τα κορίτσια, κατάλαβε, άνοιξε πανιά και έβαλε πλώρη για τη Λήμνο. Στο ταξίδι για τη Λήμνο, αράξανε σε ένα ξερονήσι που το ήξερε από παλιά ο καπετάνιος, κανείς δεν έμενε εκεί, στάση ήταν για τους ψαράδες που όργωναν το Αιγαίο, είχε και μια δυο καλύβες έρημες, είχε και ένα απάνεμο λιμανάκι, αμμουδερό μάλιστα. - Κορίτσια, απόψε θα κοιμηθούμε στις καλύβες, να ισιώσει το κορμάκι μας, διέταξε ο καπετάν Λευτέρης, που είχε κουραστεί πια. Βούτηξε πρώτος και τράβηξε το καΐκι όσο πιο έξω γινόταν, βούτηξε και η γυναίκα του, με τα φουστάνια σηκωμένα, αλλά η Χάιδω δεν έλεγε να βγει από το καΐκι. - Εδώ θα μείνω, είπε στην Ελένη. Σύρε εσύ... ' Προσπάθησε η άλλη να της αλλάξει τα μυαλά, μα στάθηκε αδύνατο. - Δεν την αφήνω μόνη της, κυρία, είπε στην κυρα-Νενέ. Ανένδοτος ο καπετάνιος, αγρίεψε κάπως: - Κι εγώ δεν αφήνω το σκαρί μου στη θάλασσα μ εσάς!... Ώρα είναι να σηκώσουν άγκυρα και να μας παρατήσουν εδώ..., σιγομουρμούρισε στη γυναίκα του. - Γιατί δεν έρχεσαι εσύ; ρώτησε η ηλικιωμένη την Ελένη. Έλα εσύ τουλάχιστον, για να μαστέ σίγουροι ότι δε θέλετε να μας αφήσετε, αναγκάστηκε να πει.
Γέλασε πικρά η Ελένη πού να πήγαιναν, οι άμοιρες; - Δεν έρχομαι γιατί φοβάμαι να την αφήσω μόνη της, κυρία. Θέλει να πεθάνει..., της εμπιστεύτηκε, και η κυρα-Νενέ πήρε γρήγορα την απόφαση. Γύρισε κι εκείνη στο σκάφος και, αφού έβρασε κρασί με κανέλα και γαρίφαλα, που το ’χε για γιατρικό, κάθισε κοντά στα κορίτσια, και, πίνοντας, κλαίγοντας, βρίζοντας, κουνώντας το κορμί της πίσω μπρος, η Χάιδω της διηγήθηκε την ιστορία της από τα παιδικά της χρόνια μέχρι τη στιγμή που τις βρήκανε στην ερημική παραλία της Χίου. Κάθε τόσο συμπλήρωνε και η Ελένη, κι εκείνη με δάκρυα στα μάτια και με τα χέρια παγωμένα, συμπλήρωνε κάτι από αυτά που λησμονούσε μες στο πόνο και στην ταραχή της η Χάιδω. Έμεινε βουβή η κυρα-Νενέ, το μάντευε ότι μεγάλο κακό τις είχε βρει, τέτοιο κακό ραγίζει και τα βουνά, όχι τους ανθρώπους, τώρα το έβλεπε καθαρά η γυναίκα, τώρα καταλάβαινε το μαύρο σύννεφο που στεκόταν πάνω από το κεφάλι της μικρής, της Χάιδως, η κοπέλα είχε ξεπεράσει το σύνορο, ο πόνος και η δυστυχία της δεν ανήκαν πια σε τούτο τον κόσμο... Συνέχισαν το ταξίδι τους την άλλη μέρα, όλη τη μέρα, είχαν δρόμο ιιολύ μπροίπά τους, κόρα είχε βοριά, τα κύματα πελώρια, μια τους καπάκωναν και μια τους ανέβαζαν στον αφρό, κρύωσε και ο καιρός, η υγρασία τούς τρυπούσε τα κόκαλα. 1 «'Έλα, έλα!»
- Πονάω... πονάω..., άρχισε να βογκάει η Χάιδω, αφού πέρασε δυο ώρες κουλουριασμένη και κίτρινη. Τώρα δεν είχε ναυτία, ο πόνος δεν της επέτρεπε τέτοιες πολυτέλειες, τώρα ήταν σαν να τη σφάζανε, όσο πήγαινε και δυνάμωνε ο πόνος, και δεν μπορούσε να κάνει υπομονή, «Πονάω...» έλεγε σιγανά, μετά όλο και πιο δυνατά, έπιανε την κοιλιά της και κουλουριαζόταν, ύστερα τανιόταν σαν να την είχε χτυπήσει κεραυνός, τα μουγκρητά της έσκιζαν τη νύχτα. Την παρηγορούσαν και προσπαθούσαν να της απαλύνουν τον πόνο με διάφορους τρόπους η κυρα-Νενέ και η Ελένη, την κρατούσαν στην αγκαλιά τους, της έβαζαν επιθέματα με ρακί, της έδιναν ζεστό κρασί, αλλά η κατάσταση συνεχώς χειροτέρευε. - Τι λες να ναι; ρώτησε πανικόβλητη η Ελένη. Ήξερε η κυρα-Νενέ, αλλά πώς να το έλεγε, εδώ το κορίτσι δεν ήξερε καλά-καλά ότι ήταν γκαστρωμένο, πώς να της έλεγε «Χάνεις το παιδί σου»; Από τη θαλασσοταραχή, το ταξίδι κράτησε μία μέρα παραπάνω, η Χάιδω μια λιποθυμούσε από τους πόνους και μια συνερχόταν, βοήθεια καμία να της προσφέρουν δεν είχαν, μόνο την αγκαλιά τους και την αγάπη τους, με μάτια τσιτωμένα κουμάνταρε το πλεούμενο ο καπετάν Λευτέρης μες στη νύχτα, κι ας ήταν γέρος άνθρωπος. Με το που ξημέρωσε, είδε ένα απάνεμο λιμανάκι, πέντ’ έξι σπίτια και ένα ξωκλήσι στην άκρη του βράχου. - Θα σταματήσουμε εδώ, Νενέ, να ρωτήσουμε πού είναι το νοσοκομείο, είπε. Έδεσαν στα ρηχά και κατέβηκε ο καπετάν Λευτέρης με έναν πήδο, κατέβηκε να τρέξει, να ψάξει, να ρωτήσει πώς μπορούσαν να σώσουν ένα κορίτσι πληγωμένο. Έβγαλαν τη Χάιδω οι δυο άλλες από το καΐκι, την κάθισαν στην άμμο μέχρι να βρούνε κάποιον να βοηθήσει, και εκείνη, με χροίμα πιο άσπρο και από νεκρής, απέβαλε το δηλητηριασμένο -από το μίσοςκαρπό της αγάπης της, το απέβαλε στην άκρη της θάλασσας, που εκείνη την ώρα και σ’ εκείνο το σημείο ήταν ήρεμη και φιλική. Πλημμύρα το αίμα της, έβαψε το λιμάνι κόκκινο. - Εσύ είσαι, πατέρα; ρώτησε η ετοιμοθάνατη τον καπετάν Λευτέρη όταν γύρισε άπραγος και απελπισμένος -πού να βρεις νοσοκομείο ή, έστω, γιατρό σ’ εκείνη την ερημιά;και τον αγκάλιασε απ’ το λαιμό καθώς εκείνος έσκυβε από πάνω της δακρυσμένος κρίμα να μην μπορεί να κάνει κάτι για το κορίτσι, κρίμα... - Εγώ είμαι, παιδί μου..., της ψιθύρισε, και η Χάιδω τον έσφιξε στην αγκαλιά της και δεν τον άφηνε να κουνηθεί. - Τι κρίμα, τώρα που σε βρήκα, πατέρα, να πρέπει να πάω να βρω τη μάνα..., είπε με κόπο το κορίτσι και χαλάρωσε το αγκάλιασμα σιγά σιγά, όπως σιγά σιγά και αθόρυβα έβγαινε και η ψυχούλα τηςΛ Η Χάιδω, από τα ψηλά βουνά της Δυτικής Μακεδονίας, ξεψύχησε στην άκρη της θάλασσας της Λήμνου, στην αγκαλιά τριών ανθρώπων -του καπετάν Λευτέρη, της γυναίκας του από τη Σμύρνη και της ωραίας
Ελένης από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου-, τριών ξένων ανθρώπων που έκλαιγαν γοερά και που καμία βοήθεια δεν μπόρεσαν, δεν πρόλαβαν να της προσφέρουν. Όμως πρόλαβαν να της δώσουν την αγάπη τους, και αυτό ήταν το σπουδαιότερο. Την έθαψαν σι ο νεκροταφείο του οικισμού, δυο βήματα πιο πέρα από το καΐκι. Ειδοποιήθηκε ο παπάς από το πλησιέστερο χωριό και ήρθε λαχανιασμένος, οι λιγοστοί κάτοικοι κτηνοτρόφοι ως επί το πλείστονέδειξαν σεβασμό στον πόνο τους, ειδικά όταν έμαθαν πως έρχονταν από απέναντι, από τη Σμύρνη, ειδικά όταν είδαν πεθαμένη μια τόσο νέα κοπέλα. Πήγαν τη νεκρή στο σπίτι μιας ηλικιωμένης χήρας, που έστρωσε το κρεβάτι της με καθαρά σεντόνια για να ακουμπήσουν το άψυχο σώμα, έφερε μια πεντακάθαρη βατιστένια νυχτικιά που την είχε από την προίκα της ακόμα και έντυσαν τη Χάιδω, της χτένισαν τα μαλλιά και τα έπλεξαν σε όμορφες κοτσίδες. Ύστερα έκοψαν λουλούδια από τον μπαξέ -τα πρώτα χρυσάνθεμακαι τα έβαλαν στα χεράκια της μαζί με τη λατρεμένη της εικόνα. Η Χάιδω θάφτηκε σαν κανονική χριστιανή, με την κηδεία που τέλεσε ο παπάς στο ξωκλήσι και με τη μακαριά που πρόσφεραν όλοι οι κάτοικοι του οικισμού, στρώνοντας μετά τραπέζι με ελιές, φασόλια, τουρσιά και ταπεινά ψαράκια. , Η Ελένη ήταν αφόρητα δυστυχισμένη ύστερα από όσα είχαν περάσει. Μετά το χαμό του αγαπημένου της, τώρα έχανε και τη φίλη της. Στην κηδεία θρήνησε και για εκείνον, έκλαψε μέχρι που άδειασαν τα μάτια της από τα δάκρυα, δεν είχε περιθώρια, έπρεπε να κάνει κουράγιο και να σταθεί δυνατή. Ούτε να προσθέσει κι άλλα βάσανα στην κυρα-Νενέ και στον άντρα της ήθελε, τι έφταιγαν κι εκείνοι οι άνθρωποι, που έκλαιγαν με λυγμούς για μια άγνωστη, την οποία όμως πρόλαβαν να αγαπήσουν με την καλή τους την καρδιά, τι έφταιγαν να πικραίνονται τόσο; Θα έκανε κουράγιο και δε θα έκλαιγε ξανά. Το αποφάσισε γρήγορα. Όπως αποφάσισε και το άλλο, με το σταυρό της νεκρής, έναν όμορφο χρυσό σταυρό, στολισμένο με μια μικρή μπλε πέτρα. Γην ήξερε την ιστορία του, της την είχε πει με κάθε λεπτομέρεια η φιλενάδα της. Ο σταυρός ανήκε σε ένα νεκρό παιδί, στον αδελφό της Βασιλικής, στον αδελφό του... προδότη, του Αδάμου, γι αυτό και είχε χαραγμένο το αρχικό του, ένα καλλιγραφικό Γ, στην πίσω μεριά. Αυτό το σταυρό, εκείνου του πεθαμένου μικρού, τον είχε δώσει η Βασιλική στη Χάιδω, χρίζοντάς την αδελφή τους και τυπικά, αφού όλα τα αδέλφια φορούσαν τον ίδιο σιαυρό. Μήπως από αυτό το σταυρό δεν είχε αναγνωρίσει τον Αδάμο πάνω στο βουνό; Και μετά όλα άλλαξαν... Αποφάσισε λοιπόν η Ελένη, όταν νεκροστόλιζε τη φιλενάδα της, να δώσει το σταυρό στον καπετάν Λευτέρη. Τον έβγαλε από τον παγωμένο λαιμό και: - Να τον πάρετε εσείς..., του είπε συγκινημένη, να τον πάρετε γιατί νόμισε ότι ήσασταν ο πατέρας της... Της δώσατε τόση χαρά τις τελευταίες στιγμές της ζωής της... Αρνήθηκε στην αρχή ο ναυτικός και: - Εσύ να τον φορά.,, να θυμάσαι την αδελφή σου..., της είπε, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Παρακάλεσε η Ελένη και:
- Θα χαίρεται από κει πάνω..., του είπε και του κρέμασε το χρυσαφικό. Σταυροκοπήθηκε ο άνθρωπος με χέρια που τρέμανε. - Δεν ήταν, αλλά την αγάπησα σαν αδελφή μου..., εξηγήθηκε η Ελένη -τούτοι οι άνθρωποι είχαν σταθεί κοντά τους, δεν άξιζαν το ψέμακαι χάιδεψε στο στήθος του καπετάν Λευτέρη το σύμβολο της συγγένειας, της συνέχειας... Κάνανε τα τριήμερα και αποφάσισαν να φύγουν, πόσο ακόμη μπορούσαν να μείνουν εκεί; Η Χάιδω είχε πετάξει, ο χρόνος δε μέτραγε το ίδιο για εκείνη πια, έφτιαξε και ο καιρός. - Αν φύγουμε από δω, τώρα πρέπει να φύγουμε, συμβούλεψε ο καπετάνιος. - Δίκιο έχεις, συμφώνησε η κυρα-Νενέ. Βαριά τα προαισθήματα την πλάκωναν πάλι, δεν είχε τελειώσει αυτή η ιστορία, το γνώριζε καλά, αλλά σε ποιον να την έλεγε και να μην την έπαιρναν για τρελή; Ταξίδεψαν για τη Σαμοθράκη με καιρό πρίμα και φεγγάρι, λάδι η θάλασσα -πώς γίνεται και αλλάζει έτσι;-, λες και είχε αποκοιμηθεί κι εκείνη μαζί με τη Χάιδω. Αρρώστησε η κυρα-Νενέ τώρα και έτρεμε από τα ρίγη του πυρετού, ταραγμένος ο ύπνος της, γεμάτος οράματα και θρήνους, «Ούτε μια κόρη... ούτε μια κόρη...» μουρμούριζε μες στο λήθαργό της, «Παραμιλάει, η καημένη...» της σκούπιζε το μέτωπο η Ελένη, ο καπετάν Λευτέρης δεν έλεγε τίποτα, ήταν σίγουρος όμως ότι, για να το λέει η κυρά του, έστω και στον ύπνο της, κάτι ήξερε. Άγριο το νησί, γεμάτο βράχια, και ένα ψηλό βουνό να σου κόβει την ανάσα. - Το Φεγγάρι, εξήγησε ο καπετάνιος. Σιωπηλοί και ντροπαλοί οι κάτοικοι του νησιού, μελαχρινοί και με μισόκλειστα μάτια. -Από τον πολύ αγέρα είναι, διευκρίνισε. Μέρα νύχτα, παιδί μου, τους ζουρλαίνει όλους. Κατέβασαν με ζόρι τη γυναίκα από το καΐκι, βρήκαν ένα γεράκο που επέστρεφε από το χωράφι με τον αραμπά του και: - Γιατρό θέλουμε, τον παρακάλεσαν. Τους φόρτωσε αμίλητος εκείνος και τους ανέβασε στη Χώρα -μία ώρα δρόμος-, όπου τους άφησε στην πόρτα ενός δίπατου αρχοντικού. - Τι χρωστάμε, κουμπάρε; ρώτησε ο καπετάνιος. Σε βγάλαμε και απ’ το δρόμο σου... Χαιρέτησε με ένα νεύμα ο γεράκος, ούτε λεφτά ούτε τίποτα. - Φχαριστώωω! πρόλαβε να φωνάξει ο Σμυρνιός, και άνοιξε η υπηρεσία την πόρτα του αρχοντικού. Μία ώρα την εξέταζε ο άνθρωπος, ένας γλυκύτατος ασπρομάλλης, με χέρια απαλά σαν βαμβάκι.
- Τίποτα δεν έχεις, της χτύπησε την πλάτη. Τα νεύρα της ίσως..., μουρμούρισε στον καπετάνιο. Κούνησε εκείνος το κεφάλι του, δεν ήταν νεύρα, τα μελλούμενα τη βάραιναν, το είχε καταλάβει ο άνθρωπος, αλλά πώς να το ξεστόμιζε αυτό σε ολόκληρο γιατρό, πώς να το ξεστόμιζε και να μην του βάζανε το ζουρλομανδύα; - Η κόρη σας..., παρατήρησε ο άλλος. Και η κόρη σας φαίνεται εξαντλημένη... δηλαδή όλοι είστε ταλαιπωρημένοι... Φυσικά, φυσικά, τόσα που τραβήξατε... τόσα... Δε μίλησε η Ελένη, έμεινε να κοιτάει τα χέρια της, σχεδόν διάφανα από την αδυναμία. - Ούτε μια κόρη... ούτε μια κόρη..., βόγκηξε πάλι η Νενέ, με κλειστά τα μάτια. - Βρανιώ! διέταξε ο γιατρός. Στρώσε να φάνε οι άνθρωποι, βάλε και να πλυθούν, και δώσ’ τους δυο κάμαρες να κοιμηθούνε, να ξεκουραστούν. Καπετάνιο, απευθύνθηκε στον έκπληκτο ναυτικό, να μείνετε όσο θέλετε, να ξαποστάσετε, να παρακολουθήσω και τη σύζυγό σας, μην και δεν .κατάλαβα καλά και έχει κάτι άλλο... Δε θέλησε να φέρει αντίρρηση ο άνθρωπος, τόση ευγένεια και καλοσύνη δεν την περίμενε, άσε που έτρεμε η καρδούλα του σαν φυλλαράκι μην του πάθαινε κάτι η Νενέ του, και μετά τι θα απογινόταν εκείνος; 'Εμειναν κάμποσο στη Σαμοθράκη, έξι εβδομάδες, γιατί στο μεταξύ βγήκαν πάλι οι αέρηδες και δε λέγανε να πέσουν πώς θα σαλπάριζαν; Η Νενέ κοιμήθηκε βαθιά για μέρες, έπεσε ο πυρετός, γιατρευτη-κε το σώμα, όμως τα μάτια της έκαιγαν, έβλεπε να ρχεται ο χωρισμός και δεν ήταν ικανή να τον σταματήσει. Ξεκουράστηκε και η Ελένη, έφαγε, ξεδίψασε, έλαμψε η παράξενη ομορφιά της -από εκείνες που δε σε θαμπώνουν με την πρώτη ματιά-, έλαμψε σιγά σιγά, όπως στολίζεται η αφέγγαρη νύχτα με τα αστέρια όταν ανατέλλουν ένα ένα. Περιδιάβηκαν το νησί όλοι μαζί, το ζευγάρι, η Ελένη και ο γιατρός, πήγανε στην αρχαία πόλη, πήγανε κι εκεί όπου είχε βρεθεί το άγαλμα, τους τα εξήγησε με το νι και με το σίγμα ο γιατρός, σταυροκοπήθηκε η κυρα-Νενέ, σαν να έμπαινε σε εκκλησία, έσκυψε και φίλησε τα στοργικά χώματα που φύλαγαν το άγαλμα τόσους αιώνες. Άκουγαν διψασμένοι το φιλόξενο επιστήμονα να τους λέει για την ιστορία του νησιού, εκεί και η μάνα του Μεγαλέξανδρου, εκεί και η Αρσινόη, η Ελένη μαγεύτηκε πιο πολύ απ’ όλους, γέμισε η ψυχή της από δόξα και μεγαλείο, τώρα δεν την κατοικούσε μόνο ο πόνος για τους χαμένους της... Είδε και τα άλλα θαύματα, της φύσης τώρα, τον Φονιά και τις ακρογιαλιές με τα βότσαλα, σκαρφάλωσε στο βουνό, ήπιε νερό από τους καταρράκτες, πλατσούρισε στις βάθρες, βουτήχτηκε ως το λαιμό στα Θερμά. Τέτοια ομορφιά δεν είχαν συναντήσει άλλη φορά τα μάτια της. - Θα φύγουμε, έπεσε ο αέρας, συμφώνησαν από αποβραδίς. - Μείνετε. Είμαι τόσο μόνος..., είπε ο γιατρός. Παντρέψου με, όλα τούτα θα γίνουν δικά σου..., ικέτευσε την Ελένη με τα μάτια, και όλοι την κοίταξαν.
- Θα πάω μαζί τους..., του απολογήθηκε. Τούς είχε φερθεί σαν συγγενής και καλύτερα ο γιατρός, δεν έφταιγε που ήταν μεγάλος, σχεδόν πατέρας της, έφταιγε που είχε την ανάσα τής αφημένη πάνα) σ’ εκείνα τα μαύρα βράχια της μικρασιατικής ακτής... Κίνησαν με βαριά καρδιά, εκείνος δεν είχε ξεριζωθεί, δεν είχε ορφανέψει, δεν είχε χάσει αγαπημένους, ήταν όμως πιο μόνος και πιο πικραμένος από αυτούς, τους βασανισμένους, τους κατατρεγμένους τι παιχνίδι ήταν η ζωή, ποιος έστηνε τα πιόνια, ποιος όριζε τους κανόνες; Ανοιξε τα πανιά ο καπετάνιος με την αυγή, η Νενέ πάλι ακίνητη, με τα μάτια καρφωμένα στο πέλαγο, άσπρη σαν το πανί, ίδια γερασμένο άγαλμα. -Δεν υπάρχει καμία ελπίδα... και ούτε κόρη θα χουμε ποτέ..., είπε στον άντρα της, που κουμαντάριζε με δεξιοτεχνία το σκαρί. - Μη λες τέτοια! τη μάλωσε τρόμαζε που την άκουγε, θα τους πέθαινε και η Ελένη; Δυο μέρες και δυο νύχτες έπλεαν ήσυχα ήσυχα, την τρίτη άραξαν στην Ιερισσό, απέναντι από το Άγιο Όρος, προτού πιάσουν λιμάνι «Πάει, τέλειωσαν όλα...» είπε η Νενέ και χτενίστηκε, αμίλητος ο άντρας της, πιο βαριά και από τη νύχτα η ψυχή του, κοιτούσε με την άκρη του ματιού του την κοπέλα να περιεργάζεται με το βλέμμα της την ακτή, τα λιγοστά φώτα που άρχισαν να ανάβουν, τα χαμηλά σπίτια και ύστερα το σκοτεινό βουνό Θεέ μου, μη χειρότερα, τι της επιφύλασσε κι αυτηνής η μοίρα; Αλλά ήξερε ο καπετάνιος πως, αν ρώταγε την κυρά του, απάντηση δε θα έπαιρνε, έτσι ήταν η ονειροπαρμένη του, μόνο χρησμούς έδινε, ποτέ δεν εξηγούσε αυτά που «έβλεπε». 'Επιασαν μια κάμαρα σε ένα πανδοχείο, και άρχισε ο καπετάν Λευτέρης να ψάχνει αγοραστή για το καΐκι του -ψαροχώρι μεγάλο ήταν η Ιερισσόςκαι μέσο να τους μεταφέρει στη Σαλονίκη. Οι γυναίκες έμεναν στην κάμαρα, είχε πιάσει ένα υγρό κρύο που σου τρυπούσε τα κόκαλα, τους είχε προμηθεύσει με ζεστά ρούχα ο γιατρός στη Σαμοθράκη, δίσταζαν να κυκλοφορήσουν μήπως και πού είχανε να πάνε σ’ εκείνο το μικρό μέρος; - Κυρα-Νενέ, είπε ένα μεσημέρι η Ελένη στη γυναίκα, ο χανιτζής μού είπε ότι εδώ, λίγο παρακάτω, βρίσκεται ένα μεγάλο σπίτι που το έχουν μετατρέψει σε νοσοκομείο. Φέρνουνε μέ καράβια στρατιώτες... δικούς μας... από τη Μικρασία... τραυματίες... Χρειάζονται βοήθεια... δεν υπάρχουν γιατροί, νοσοκόμες, τίποτα... Λέω να πάω να βοηθήσω... Την κοίταξε σοβαρή η Νενέ, το πεπρωμένο δεν μπορείς να το αποφύγεις όσο κι αν τρέξεις μακριά. - Να πας, κόρη μου, με την ευχή μου, είπε και σιώπησε τώρα ήξερε, εδώ τελείωνε ένα ταξίδι και άρχιζε μια άλλη ζωή. Βγήκε η Ελένη βιαστική, τυλίγοντας ένα σάλι στα μαλλιά της, κάτι την έσπρωχνε να τρέξει, να πάει, ήθελε να προσφέρει βοήθεια, είχε και μια τρελή ελπίδα μήπως... μήπως και... μήπως και έβρισκε τον αγαπημένο της εκεί, πληγωμένο αλλά ζωντανό.
Το σπίτι ήταν τριώροφο, είχε μεγάλα παράθυρα, που έβλεπαν προς τη θάλασσα, και μέσα ήταν ευρύχωρο, ψηλοτάβανο, με ωραία μαρμάρινη σκάλα και βαρύτιμες πόρτες. Στις δόξες του, αυτό το σπίτι φιλοξενούσε την πιο πλούσια οικογένεια της Χαλκιδικής, την πολυπληθή οικογένεια ενός εμπόρου, όμως ο μοναδικός κληρονόμος της μεγάλης οικογένειας, που ξεκινούσε από τα βυζαντινά χρόνια, είχε κληροδοτήσει το σπίτι αυτό σε μια μονή του Αγίου Όρους και τώρα, προσωρινά βέβαια, ο ηγούμενος το είχε παραχωρήσει -όχι εύκολα, είναι η αλήθεια...στον Ερυθρό Σταυρό. Εκεί είχαν μεταφέρει κάμποσους τραυματισμένους στρατιώτες -τους είχαν φέρει καράβια από πέρα-, στρατιώτες που είχαν δει και πάθει πολλά στον άνισο εκείνο πόλεμο στα βάθη της Ανατολής. Οι τραυματίες -θα ταν καμιά διακοσαριάήταν μοιρασμένοι στις με-γαλές κάμαρες του σπιτιού, στη σάλα και στους άλλους χώρους, ακόμη και στους διαδρόμους και στην τεράστια κουζίνα, οι πιο πολλοί ξαπλωμένοι στο πάτωμα, οι πιο τυχεροί πάνω σε φορεία, οι άλλοι σε πρόχειρα στρώματα που είχαν φτιάξει όπως όπως οι κάτοικοι από ξερά χόρτα και τσουβάλια, μερικοί όμως ήταν ξαπλωμένοι στο ξύλινο δάπεδο, που κάποτε το λόγχιζαν μυτερά γυναικεία τακούνια, όταν στριφογυρνούσαν στις νότες του βαλς. Μπήκε διστακτική η Ελένη από την κύρια είσοδο, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια της στο μισοσκόταδο ούτε έξω δεν έφεγγε, σκεπασμένος με μολυβένια σύννεφα ο ουρανόςάκουσε τα βογκητά και έφτασαν στα ρουθούνια της βαριές μυρωδιές. Κρατήθηκε από την πόρτα να μην πέσει, γιατί ανακατεύτηκε το στομάχι της, η μυρωδιά τής ήταν γνωστή, πολύ γνωστή, και της έφερε ζάλη, έκανε δυο βήματα μέσα στο χώρο, προσπαθώντας να μην πατήσει ένα παλικάρι ξαπλωμένο δίπλα από την πόρτα, που είχε το κεφάλι του δεμένο με άσπρους επιδέσμους, και έσφιξε τα δόντια. Είδε δυο νοσοκόμες με άσπρο καπέλο να σκύβουν πάνω από τους πληγωμένους, είδε έναν άντρα -μάλλον γιατρός θα ήτανενα σηκώνει τα ματωμένα χέρια του σε ένδειξη ανημποριάς και παραίτησης, είδε κι άλλους, άντρες και γυναίκες, να προσφέρουν νερό, να ταΐζουν, να περιποιούνται τους τραυματίες, να τους αλλάζουν πληγές, να τους κλείνουν τα μάτια... Έκλεισε και τα δικά της η Ελένη και της ήρθε η εικόνα της Χάιδως να λιανίζει το κεφάλι του Τούρκου, είδε τα χέρια της φιλενάδας της κατακόκκινα ως τους αγκώνες, το φουστάνι της να στάζει αίμα, τον άσπρο της λαιμό, τα μαλλιά της και τις πέτρες ένα γύρο πιτσιλισμένα από μυαλά. Ανοιξε τα μάτια και έκανε ένα βήμα, έπρεπε να συνέλθει, εδώ είχε έρθει να βοηθήσει, όχι να δημιουργήσει πρόβλημα. Σαν αστραπή τής ήρθε η εικόνα μιας λεπτής γραμμής αίματος να κυλάει από το (πόμα του Δημητρού της, «Aqn](^ την, άφησέ την...» της φάνηκε πως άκουσε μια φωνή να λέει, πάλι η ίδια τάση για εμετό, τώρα η μυρωδιά θαρρείς και ήταν πηχτή γύρω της, να, έτσι να ’κανε το χέρι της, θα διέλυε τον πηχτό, ματωμένο αέρα. - Κοπέλα, εσένα λέω..., τη συνέφερε μια φωνή. Είδε το γιατρό, εκείνον με τα ματωμένα χέρια, να την κοιτάει. - Κοπέλα, έλα εδώ, βοήθα με. Έτρεξε κοντά του πρόθυμη, στη στιγμή διαλύθηκαν οι εφιάλτες. - Πιάσε το χέρι του, της είπε, κι εκείνη είδε τον τραυματία να χτυπιέται από τους πόνους αλλά να μη βγάζει ούτε ένα «Οχ!».
Του έπιασε το χέρι με τα δυο δικά της, όπως της υπέδειξε ο γιατρός, και εκείνος, χωρίς φάρμακο, χωρίς ένεση, χωρίς τίποτα, του άνοιξε το μπράτσο με κάτι σαν λεπτό μαχαίρι, έχωσε μέσα μια λαβίδα και έβγαλε, γρήγορα και ψύχραιμα, ένα κομμάτι μέταλλο. - Να τη η σφαίρα! την έδειξε ικανοποιημένος στην Ελένη και στον τραυματία, που είχε ματώσει τα χείλη του από το δάγκωμα αλλά φωνή, όχι, δεν είχε βγάλει. Έδεσε σφιχτά ένα μεγάλο επίδεσμο γύρω από την πληγή ο γιατρός και: - Μείνε εδώ, πρόσταξε την Ελένη. Κι αν δεις ότι δε σταματάει το αίμα και λεκιάζει ο επίδεσμος, θα ρθεις να με φωνάξεις. Θα είμαι..., και κοίταξε γύρω του όλους εκείνους που βογκούσαν ή κείτονταν μισοπεθαμένοι, θα είμαι κάπου εδώ γύρω. Έτσι γνώρισε το παλικάρι από τη Δυτική Μακεδονία, που την αγάπησε και την έκανε γυναίκα του. Πέρασαν δυο τρεις μέρες, η Ελένη εξοικειώθηκε κάπως με τον πόνο και άρχισε να γίνεται πραγματικά χρήσιμη, προσφέροντας τη βοήθειά της σε όσους τη χρειάζονταν, δηλαδή σε όλους, βοήθεια που άλλσιε ήταν κάτω από τις οδηγίες του γιατρού, «Πιάσε...», «Σφίξε...», «Κράτα...», και άλλοτε ήταν ένα χάδι παρηγοριάς, μια αλλαγή πληγής, μια κομπρέσα, ένας γλυκός λόγος. Στις τρεις αυτές μέρες δεν παρέλειπε να περνάει και να βλέπει τον «πρώτο της ασθενή», στην εγχείρηση του οποίου είχε κάπως, ας πούμε, κι εκείνη βοηθήσει όσο μπορείς, βέβαια, να ονομάσεις εγχείρηση το σφάξιμο χωρίς αναισθητικό και χωρίς τα στοιχειώδη εργαλεία, παρά την ικανότητα του γιατρού, που δεν είχε αστοχήσει ούτε χιλιοστό και είχε βρει τη σφαίρα με την πρώτη. Δεν παρέλειψε να επισκέπτεται η Ελένη εκείνο το παλικάρι, που την είχε εντυπωσιάσει τόσο στην «εγχείρηση» με τον ηρωισμό του -κιχ δεν είχε βγάλει, κι ας πονούσε φρικτάκαι που συνέχιζε να την εντυπωσιάζει με την υπομονή και το κουράγιο του. Γιατί, αν και τις δύο πρώτες μέρες ο τραυματίας ψηνόταν στον πυρετό και σπαρταρούσε από τους πόνους, ούτε παραπονέθηκε ποτέ ούτε ζήτησε τίποτα. Στο τέλος της τρίτης μέρας, η γερή του κράση υπερίσχυσε, νίκησε τη μόλυνση, φαινόταν πως είχε αρχίσει να κλείνει η πληγή, και ο νέος άρχισε να συνέρχεται. Έτυχε να είναι κοντά του και να του σκουπίζει τον ιδρώτα όταν ξύπνησε, ύστερα από ένα βαθύ και χωρίς όνειρα ύπνο που μπορεί και να μην ήταν ύπνος, μπορεί να ήταν μια ημικωματώδης κατάσταση. Είδε τα μάτια του να μισανοίγουν και τον άκουσε να ψελλίζει: - Μάνα;... Του χάιδεψε το μέτωπο, που δεν έκαιγε πια τόσο, με το δροσερό της χέρι. - Μάνα μου; είπε πάλι αυτός. - Γεια σου, του χαμογέλασε η Ελένη και μέσα στα ανοιχτόχρωμα μάτια του είδε κάτι που της φάνηκε γνωστό. - Γεια..., ψέλλισε κι εκείνος.
Τα χείλη του ήταν στεγνά, με κόπο τα άνοιγε, του τα έβρεξε αμέσως η κοπέλα. - Έγινες καλά, έπεσε ο πυρετός, του ανακοίνωσε χαμογελώντας. Γέλασε με κόπο ο τραυματίας και: - Ναι, μάλλον... Ποια είσαι; τη ρώτησε, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της. - Είμαι η Ελένη. Βοηθάω εδο>... όλοι βοηθάνε... όπως μπορούμε... - Νόμισα πως..., είπε και σταμάτησε. Ίδια η Παναγιά... ίδια η μάνα μου... Λένη... νερό... Του γέμισε το κύπελλο από μια στάμνα και του έσταξε λίγες δροσερές σταγόνες. - Πολύ... θέλω πολύ..., παρακάλεσε αυτός. Τον έπιασε με προσπάθεια η κοπέλα και τον ανακάθισε, ήταν εύσωμο παιδί, παρά τις κακουχίες του, και εκείνη αδύναμη, παρά τις φροντίδες της Νενέ. Αισθάνθηκε στο αριστερό της χέρι, που ήταν περασμένο κάτω από το λαιμό του, κάτι μεταλλικό, κάΐι ψυχρό να την αγγίζει, με το άλλο χέρι τού έδινε νερό κι εκείνος το έπινε με λαχτάρα, αλλά τούτο δω, το αριστερό, ερχόταν σε επαφή με κάτι... κάτι λεπτό... κάτι που την αναστάτωσε παράξενα. Τον ακούμπησε απαλά στο στρώμα. - Ξεδίψασες; τον ρώτησε, και εκείνος έγνεψε «Ναι». Κοίταξε τον αριστερό της βραχίονα και σιγουρεύτηκε, η αλυσίδα που είχε περασμένη στο λαιμό του ο τραυματίας είχε αφήσει μικρά μικρά ίχνη πάνω σιο δικό της χέρι. - Πάω τώρα και στους άλλους..., είπε ταραγμένη, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι της έφταιγε. - Να ξανάρθεις όμως..., παρακάλεσε εκείνος και χάθηκε πάλι σιον ύπνο του, έναν ύπνο δροσερό και ξεκούραστο αυτή τη φορά, έναν ύπνο στολισμένο από τα μάτια και το άγγιγμά της. Έκανε τη δουλειά της -τόσοι και τόσοι κείτονταν ανήμποροι-, αλλά κάθε τόσο έριχνε ματιές προς το μέρος του. Κάτω από το βρόμικο αμπέχονο με το σκισμένο μανίκι δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, μια σκούρα, χοντρή φανέλα έκρυβε το λαιμό του μέχρι ψηλά, σχεδόν ως τη μέση του λαιμού του. Πάντα υπάκουη στις οδηγίες του γιατρού, πάντα πρόθυμη να κάνει ό,τι της ζητούσε -είναι περίεργο πώς μέσα σε τόσο λίγες μέρες είχε εξοικειωθεί τόσο πολύ με το θάνατο και το αίμα-, καθάρισε πληγές και άλλαξε επιδέσμους, κράτησε -μαζί με μια άλλη γυναίκα, πιο μεγάλη και πιο στιβαρήτα χέρια κάποιου νεαρού που του έκοβαν το σαπισμένο πόδι -της ήρθε λιποθυμία από τη μυρωδιά και το ατέλειωτο αίμα, αλλά κρατήθηκε-, παρηγόρησε κάποιον που έκλαιγε ασταμάτητα και σφάδαζε'απ’ τους πόνους, ακόμη και τα μάτια σφράγισε ενός άλλου, που δεν άντεξε και ξεψύχησε ήσυχα, με τη σηψαιμία να του έχει φάει όλο το κορμί. Και, μέσα σε τόσο πόνο και σε τόση δυστυχία, ο νους της ήταν εκεί, σ’ εκείνο το παλικάρι και σ’ αυτό που κρεμόταν στο λαιμό του... Όταν, αργά το βράδυ, πήρε το τσίγκινο πιάτο με το χυλό και πήγε να τον ταΐσει -τόσές μέρες τού έσταζε
λίγο γάλα ανάμεσα από τα σκασμένα χείλη-, καθώς τον πλησίαζε είδε ότι κι εκείνος την παρακολουθούσε με το βλέμμα του. Μες στο μισοσκόταδο, καθώς ανέβαινε τη μεγάλη σκάλα -ο «δικός της» τραυματίας ήταν στον πρώτο όροφο-, η Ελένη πρώτα αντίκρισε τα γνο>ριμά του μάτια, συναντήθηκαν τα βλέμματά τους ανάμεσα από τα σκαλιστά κάγκελα, και είδε τη χαρά μέσα στα μάτια του - ήταν που είχε γλιτώσει από τον Χάρο, ή ήταν που πήγαινε κοντά του εκείνη; - Θα φας τώρα, του είπε σαν να μη σήκωνε αντιρρήσεις και γονάτισε δίπλα σιο στρώμα, που ήταν στο πάτωμα. - θα φάω..., υπάκουσε εκείνος. Αρχισε να τον ταΐζει σκεφτική, κάτι στριφογύριζε μέσα στο μυαλό της και δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει, αλλά ούτε και να το ελέγξει. - Τι έχεις κρεμασμένο στο λαιμό σου; πετάχτηκε η ερώτηση από τα χείλη της, και τρόμαξε και η ίδια ούτε λεπτό δεν είχε σκεφτεί να κάνει κάτι τέτοιο, δηλαδή να ρωτήσει έτσι, στα καλά του καθουμένου. - Το σταυρό της μάνας μου, απάντησε πρόθυμα ο τραυματίας και χάιδεψε πάνω από το ρούχο το μέρος όπου ήταν ο σταυρός. Αυτός με προστάτεψε και δε σκοτώθηκα, είμαι σίγουρος! συμπλήρωσε. Έβαλε μετά το χέρι του μέσα από την γκρίζα φανέλα, έβγαλε με προσοχή και ευλάβεια το σταυρό του και τον ακούμπησε πάνω στο τραχύ ύφασμα, σκεπάζοντάς τον -σκέπασμα τρυφερό, όπως όταν κρατάς χέρι αγαπημένομε το χέρι του, λες και φοβόταν μήπως κάποιο άλλο, βέβηλο χέρι τού τον αρπάξει, μήπως κάποιο βέβηλο μάτι τον μολύνει. Αφησε σαν υπνωτισμένη το πιάτο στο πάτωμα η Ελένη, έπιασε απαλά το αντρικό χέρι -δεν έφερε εκείνο αντίρρηση, πώς να έφερνε στο θεϊκό της άγγιγμα;και το κράτησε σηκωμένο. Προτού δει το κόσμημα που η έννοια του τη βασάνιζε από το πρωί, ήταν απόλυτα σίγουρη: ήταν ένας μικρός και όμορφος χρυσός σταυρός, με μια μπλε πέτρα στο κέντρο, ένας σταυρός πανομοιότυπος με αυτόν που φορούσε η φιλενάδα της, ο ίδιος σταυρός που κρεμόταν από το λαιμό του Αδάμου, του αγαπημένου της Χάιδως, αυτός ο σταυρός που στάθηκε αιτία να τον αναγνωρίσει και να γίνει... ό,τι έγινε, ο ίδιος σταυρός που είχε βγάλει η Ελένη από τον παγωμένο λαιμό της φίλης της λίγο προτού τη θάψουν και τον είχε κρεμάσει στο λαιμό του καπετάν Λευτέρη. Η τρομάρα της ήταν τόση, που της κόπηκε η ανάσα, κι ας ήταν σχεδόν σίγουρη -ανεξήγητα πώς, ίσως τα μάτια, τα μάτια...-, κι ας ήταν βέβαιη για το τι θα αντίκριζε. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Ποιος ήταν αυτός που σχετιζόταν τόσο άμεσα με τον άλλο, τον Αδάμο, εκείνον που τους είχε κάνει τόσο μεγάλο κακό, εκείνον που βιάστηκε να φύγει από την κρυψώνα τους προτού νυχτώσει, όπως ήταν συμφωνημένο, και αναγκάστηκαν όλοι να τον ακολουθήσουν ενώ είχε ακόμα φως, το φως της μέρας που τέλειωνε, το φως της μέρας που τους πρόδωσε, εκείνον που φρόντισε να γλιτώσει το τομάρι του χωρίς να βοηθήσει κανέναν, κανέναν από αυτούς που του είχαν σώσει τη ζωή, τον Δημητρό και τη Χάιδω, κυρίως τη Χάιδω, που τον αγάπησε με αφοσίωση και του δόθηκε με αυταπάρνηση, τη Χάιδω που είχε μέσα της το παιδί του; Ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο τραυματίας μπροστά της;
Αγγιξε το σταυρό με την άκρη των δαχτύλων της, δεν ήταν ακριβώς χάδι, ήταν εξερεύνηση, ήθελε να βεβαιωθεί, να σιγουρευτεί, μπας και τη γελούσαν τα μάτια της. 'Εμεινε το παλικάρι να την κοιτάει απορημένο και: - Της μάνας μου..., ψιθύρισε πάλι, γιατί δεν ήξερε τι άλλο να πει. Έχει και το αρχικό μου πίσω χαραγμένο... Δάκρυσε η Ελένη, δεν άντεχε άλλο, έπρεπε να μάθει. - Ποιος είσαι; Ο Ζήσης, ή ο Νικόλας; Ο Ζήσης, ο αδελφός του Αδάμου, ερωτεύτηκε την Ελένη, την αγαπημένη του νεκρού Δημητρού, την ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που την είδε, μόλις συνήλθε κάπως από τον υψηλό πυρετό που τον έψησε για τρεις μέρες. Την αγάπησε όμως βαθιά τις επόμενες μέρες -δεν ήταν πάνω από πέντε, αλλά έτσι ήταν η Βασιλική και τα αδέλφια της, τρυπιόνταν από τα βέλη του έρωτα με μια μαιιά...-, την αγά-πίρε βαθιά όταν μιλήσανε λίγο παραπάνω για τις πατρίδες και τις ζωές τους, για τις οικογένειες και τους ανθρώπους που είχαν στην καρδιά τους. Η έκπληξη και το σοκ ήταν μεγάλα για το νέο άντρα όταν του είπε ότι είχε γνωρίσει τον αδελφό του, πέρα στη Μικρασία, όπως είχε γνωρίσει και τη Χάιδω. Χάρηκε, φτερούγισε η καρδιά του, σαν άκουσε για τον αδελφό του, αλλά αυτό κράτησε λίγο, γιατί στην ερώτησή του πού βρισκόταν τώρα ο Αδάμος, ο «αρχιμανδρίτης» τους, δε θέλησε να του πει ψέματα, δεν μπορούσε όμως να του πει και την αλήθεια. Του απέκρυψε την προδοσία και ανασκεύασε κάπως την ιστορία. - Εφυγε... έφυγε με μια βάρκα... Δε γνωρίζω... λυπάμαι... αλλά δε γνωρίζω..., του είπε μήπως και τι έφταιγε εκείνος για την άθλια συμπεριφορά του άλλου; Ύστερα ο Ζήσης ρώτησε και για τη Χαϊδούλα. - Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα συναντηθούμε με τον αδελφό μου..., παρηγορήθηκε. Η Χαϊδούλα όμως; Πού είναι; Δεν ήθελε να τον πληγώσει περισσότερο η Ελένη, τίποτα δεν του είπε για το μωρό, το ανίψι του που πέθανε προτού γεννηθεί, ο Ζήσης ήταν εξαντλημένος. Έκλαψε εκείνος σαν μωρό παιδί όταν του είπε πως η Χάιδω είχε πεθάνει, χτυπούσε το κεφάλι του. - Κρίμα το κορίτσι... τι κρίμα..., έλεγε και ξανάλεγε και δεν μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυά του. - Έχασα κι εγω κάποιον..., του είπε με το κεφάλι σκυμμένο όταν εκείνος ηρέμησε κάπως. Ο θρήνος του την ωθησε να μιλήσει και για το δικό της καημό, να μη νομίζει ότι μόνο εκείνος είχε χάσει αγαπημένους. - Εχασα... αυιόν που αγαπούσα πολύ..., του είπε, και πάλι δεν έκλαψε κόμποι τα δάκρυα, δεν μπορούσαν να λυθούν για να ξεχυθούν από μέσα ιης. Της έσφιξε το χέρι, μακάρι να μπορούσε να την αγκαλιάσει.
- θα σου δώσω όλη μου την αγάπη, της ορκίστηκε μόνο. Βάλσαμο έπεσαν τα λόγια του πάνω στην πληγή της καρδιάς της, την πληγή από αυτά που είχε ζήσει, την πληγή για το θάνατο της Χάιδως. Όμως το τραύμα από το χαμό του Δημητρού ούτε που το άγγιξαν τα γλυκά του λόγια, εκείνο ήθελε χρόνο εκείνο κι αν ήθελε χρόνο... Καθώς πλεκόταν ο ιστός της ζωής, πυκνός και δαιδαλώδης, πότε άσπρος και πότε μαύρος, αποφάσισε η Ελένη, όταν της το ζήτησε ο Ζήσης -δηλαδή σύντομα, πολύ σύντομα, προτού ακόμα βγει από το «νοσοκομείο»-, να τον ακολουθήσει στην πατρίδα του, πέρα στην Κλεισούρα, να τον ακολουθήσει και να τον παντρευτεί. Δεν τολμούσε να γυρίσει πίσω σι^ν Αλεξάνδρεια -αν υποθέσουμε ότι ήταν εφικτό ένα τέτοιο ταξίδι-, θεωρούσε ότι το κακό που είχε κάνει στους γονείς της ήταν τεράστιο, καλύτερα να τη νόμιζαν νεκρή παρά ατιμασμένη, όπως θα τους είχε πει σίγουρα ο θείος της ο Αγκόπ και η γυναίκα του μετά την εξαφάνισή της. Περπάτησε ένα πρωί στην ακροθαλασσιά, παγωνιά και ομίχλη παντού, περπάτησε μέχρι την άκρη του χωριού και ακόμη παραπέρα, στάθηκε μπροστά στην ήρεμη θάλασσα και κοίταξε προς τη μεριά όπου θα ήταν η Μικρασία, η Σμύρνη. Τσίτωσε τα μάτια της μπας και δει τίποτα, μήπως και διαπεράσει την ομίχλη, την απόσταση, τα μίλια, τα εμπόδια όλα, και απευθύνθηκε στον αγαπημένο της, στον λατρεμένο Δημητρό, που τον είχε αφήσει άθαφτο στην κορυφή ενός λόφου γεμάτου μαύρα βράχια, στο λόφο που τον πότισε με το αίμα του για να σώσει τη ζωή τη δική της και των φίλων τους. - Συγχώρα με, αγαπημένε..., είπε ανάμεσα από ιούς λυγμούς της, που επιτέλους βγήκαν από το κορμί της λυτρωτικοί. Συγχώ{κι με, αγάπη μου, γενναία και άτυχη αγάπη μου, παντοτινή και ατέλειωτη... Θα φύγω μαζί του, πρέπει να φύγω μαζί του. Μια φωνή μέσα μου μου λέει ότι πρέπει να τον ακολουθήσω. Δε μου είναι άγνωστος, ξέρω πολλά γι’ αυτόν από τη Χάιδω. Θα πάω μαζί του. Υπάρχει μια οικογένεια εκεί, όλοι είναι καλοί άνθρωποι. Θα πάω να στείλω στη Βασιλική τα μαντάτα της Χάνδως, να της πω ότι ποτέ δεν την ξέχασε, ότι την αγαπούσε πάντα. Και να βρω κι εγώ μια οικογένεια, ένα σπίτι, έτσι όπως μου το περιέγραψε η Χαϊδούλα... Συγχώρα με, αγάπη μου... Εγώ πάντα εσένα θα αγαπώ... Πάνω από τον ουρανό, μέσα από τα άσπρα σύννεφα και την πυκνή ομίχλη, άκουσε ο Δημητρός την ικεσία της και την ευλόγησε, τώρα δεν τον άγγιζαν τα ανθρώπινα συναισθήματα, έρωτας, θυμός, ζήλια, πίκρα, πόνος, τώρα ήταν ολόκληρος καλυμμένος από την αγάπη Του. Κοίταξε κάτω, είδε την Ελένη να κλαίει στην άκρη της θάλασσας και «Στο καλό...» της είπε. Ύστερα κοίταξε και πιο κει, στη Μυτιλήνη, είδε τον πατέρα και την αδελφή του, τη μικρούλα του Ιλαρία, που είχε γίνει κοπέλα ολόκληρη, την είδε να τρέχει να συναντήσει το ριζικό της, ένα παράξενο παλικάρι με ξανθά μαλλιά και γαλάζια ονειροπόλα μάτια, την είδε να πέφτει στην αγκαλιά του Ισίδωρου και να σβήνει εκεί μέσα. Χαμογέλασε ο Δημητρός, είδε τη Ζωή να κεντάει με πολύχρωμες κλωστές τον πίνακά της. - Με τι χρώμα θα κεντήσεις το βίο της αγαπημένης μου; τη ρώτησε. Σκέφτηκε εκείνη λίγο, έκανε πως ψάχνει κάτι να βρει στο πανέρι της, λες και δεν το είχε αποφασίσει, και: - Με το χρώμα του έρωτα, του είπε. , Έγειρε ο Δημητρός ήσυχος και αποκοιμήθηκε πάνω στα σύννεφα. Για την Ελένη του μόνο καλό ήθελε.
ΚΑΙ TO ΝΕΡΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΓΙΝΗΚΕ...
Νενέ ΔΥΝΑΜΩΣΕ ΤΗ ΛΑΜΠΑ η Λαρώ και ανασήκωσε λίγο την άρρωστη, να βήξει πιο εύκολα. - Φτάνει, κουράστηκες..., της είπε, και το μυαλό της έφερνε χιλιάδες, εκατομμύρια στροφές. Ο Δαμιανός... ή ο... αυτός που έλεγε η Νενέ... ο Δημητρός... η Ελένη... το κοριτσάκι η Ελισώ... η Χάιδω... ο... ο Ζήσης... Ποιοι ήταν όλοι αυτοί και ποια σχέση μπορεί να είχαν με τη ζωή της; Τι σημασία είχαν όλα αυτά τα ονόματα; Πόσοι «Δημητροί» υπήρχαν στα μέρη τους; Πολλοί, πάμπολλοι! Και από «Ελισώ»... άλλο τίποτα! Και τι είναι ένας σταυρός, έστω και ίδιος; Όλοι οι σταυροί ίδιοι είναι... άμα θέλεις... και όλοι έχουν κάτι χαραγμένο πάνω τους... πίσω τους... άμα θέλεις... - Όλα... όλα..., βόγκηξε η Νενέ. Θέλω να τα πω όλα... Πρέπει να τα γνωρίζεις όλα! Άλλαξε θέση στα μαξιλάρια η Λαρώ, άλλαξε θέση και στο γερασμένο σώμα. - Νερό, σε παρακαλώ... Ήπιε μια γουλιά. - Και το νερό φαρμάκι γίνηκε... Αχ, Οκάν, Οκάν..., θυμήθηκε μες (Π η ν ιιαραζάλη της. Φτωχέ μου Οκάν, δε σου βγήκαν τα πράγματα όπως τα πρόβλεψα... Έπιασε το στήθος της η Λαρώ, κάθε φορά που ανέφεραν το όνομα του αγαπημένου της πονούσε, τώρα όμως το έπιασε διαφορετικά, σαν να ήθελε να το προφυλάξει, να μην την πετύχει η σφαίρα, φοβόταν πως από το στόμα της Νενέ σφαίρες τα λόγια θα την πλήγωναν, μπορεί και να τη σκότωναν. Πόσο ανίσχυρη ήταν και πάλι μπροστά στην αλήθεια! - Όσο η Ελένη πήγαινε στο σπιτάλι... στο νοσοκομείο..., συνέχισε λαχανιάζοντας η Νενέ, όσο πήγαινε εκεί, ήξερα, μάντευα: εκεί την περίμενε το ριζικό της. Μόνο πόσο γρήγορα θα την έβρισκε δεν ήξερα, μόνο αυτό. Γύρισε μια μέρα και είχε σκιά στα βλέφαρα. «ΚυραΝενέ», μου είπε, «έχω ευχάριστα νέα να σας πω», και έτρεμε το χειλάκι της, εκείνο που δεν το είχα δει μέχρι τότε να χαμογελάει, μόνο να σφίγγεται να μην κλάψει το είχα δει. Πόσο ευχάριστα μπορεί να ήταν αυτά τα νέα που δεν την έκαναν να χαμογελάει; Αλλά τι να της έλεγα... «Γνώρισα έναν νέο...» και απόφευγε να με κοιτάξει, «ένα καλό παλικάρι, αξιωματικό στον πόλεμο στη Μικρασία...» Κάθισα και περίμενα τη συνέχεια, περίμενα την αλήθεια. «Κυρα-Νενέ...» συνέχισε, «μου ζήτησε να τον παντρευτώ, να πάω μαζί του. Είναι από πέρα, από μακριά, από μια μικρή πόλη πάνω στην Πίνδο. Έχει εκεί οικογένεια., σόι... δουλειά... Κυρα-Νενέ, λέω να πάω... Πρέπει κι εγώ κάπως να ζήσω. Πίσω δε γυρνάω, ούτε και θέλω, ούτε και μπορώ, ούτε να είμαι βάρος σ’ εσάς, που τόσα κάνατε για μένα... για μας». Είδα το χειλάκι της πάλι να τρέμει, ήξερα ότι αυτή δεν ήταν όλη η αλήθεια, όπως ήξερα και ότι η ίδια, ακολουθώντας αυτό τον νέο στα μέρη του, δε φανταζόταν τι την περίμενε εκεί, ποιο θα ήταν το πρόσωπο της αγάπης. «Αυτή είναι όλη η αλήθεια, κόρη μου;» τη ρώτησα για να τη βοηθήσω. Δεν ήθελε να μου πει ψέματα, ήταν καλό κορίτσι, χρυσό... - Λες «ήταν», παρατήρησε η Ιλαρία. Θέλεις να πεις ότι δε ζει πια; - Όχι, δε θέλω να πω αυτό. Δεν ξέρω αν ζει, δεν έχω νέα της από τότε, αλλά... αν είχε πεθάνει... αν,
λέω... κάπως θα το μάθαινα, κάποιο πουλί θα γουργούριζε το όνομά της στα κεραμίδια μου, ένα συννεφάκι θα ’στάζε τη βροχή της πάνω στο κεφάλι μου. Άκου όμως, κόρη μου, άκου, Λαρίτσα μου, τελειώνει το πετρέλαιο στη λάμπα, τελειώνει και το λαδάκι μου... πρέπει να προλάβω... Και συνέχισε τη διήγησή της η Νενέ, πότε λαχανιάζοντας και πότε βήχοντας, γρήγορα και ξεκάθαρα, δεν ήθελε να αφήσει απορίες στη Λαρώ, δεν είχαν χρόνο: - Στην αρχή δίστασε λίγο, αλλά μετά μου είπε όλη την αλήθεια, γιατί... σε είπα, δε σε είπα;... ήταν... είναι καλό κορίτσι, δε θα μπορούσε να κρατήσει ένα τόσο βαρύ μυστικό, ήξερε ποιο ήταν το δίκιο, ήξερε και το άδικο. Λοιπόν, Λαρίτσα μου, ο γαμπρός, ο Ζήσης, που τον γνωρίσαμε τη / άλλη μέρα και εγώ και ο καπετάνιος μου, γιατί ήρθε στο πανδοχείο να τη ζητήσει από μας, αφού δεν είχε από πού αλλού να τη ζητήσει..., γέλασε λίγο βραχνά η γριούλα και πνίγηκε anojo ίδιο της το γέλιο, ο Ζήσης, ωραίος και λεβέντης, καλό παιδί και από σπίτι... αυτό έκανε μπαμ από δέκα μίλια μακριά... ήταν αδελφός του άλλου, του Αδάμου, του άντρα... του αγαπητικού, τέλος πάντων, της Χάιδως... Έκανε κρακ κάτι μέσα στο στήθος της Ιλαρίας. Χωρίς λόγο, σκέφτηκε και περίμενε τη συνέχεια, τα όργανα είχαν αρχίσει, είχε κρατήσει το μαντίλι στη Νενέ και την είχε ακολουθήσει στο χορό, τώρα έπρεπε να μείνει ως το τέλος, έπρεπε να πάρει τη θέση της σ’ εκείνο το χορό των αποκαλύψεων. - Άκου, κόρη μου, και βάλ το καλά μέσα στο μυαλό σου. Υπάρχει μια οικογένεια κάπου... στην... Κοζάνη, θαρρώ, το λένε το μέρος... μπορεί και να κάνω λάθος... υπάρχει μια οικογένεια με πολλά παιδιά, ένα κορίτσι και τρία αγόρια... τέσσερα αγόρια, για την ακρίβεια, αλλά ίο ένα, ίο Μικρότερο, απόθανε μικρό, μωρό σχεδόν. Ια δύο από τα αδέλφια λέγονται Ζήσης και Αδάμος, το κορίτσι Βασιλική, το τρίτο αγόρι... τούτο το ξέχασα... «Νικόλας» μου ρχεται... μα δεν είμαι και σίγουρη. Στο σπίτι τους μεγάλωνε και μια Χάιδω, το σκάσε όμως στα δεκατρία, μπορεί και στα δεκατέσσερα, ζήταγαν να την παντρέψουν με κάποιον, ποιον δεν ξέρω, έφυγε το κορίτσι, δεν την ήθελε την παντρειά, και βρέθηκε στα μέρη μας, στη Σμύρνη μας. Πέρασε μεγάλες περιπέτειες, αλλά δεν είναι της στιγμής και σημασία έχει ότι βρέθηκε εκεί. Αγάπησε τον Αδάμο, τον... τον ψυχαδελφό της, ας πούμε... τον αγάπησε και αυτός την πρόδωσε, την εγκατέλειψε αβοήθητη και κοίταξε να σώσει μόνο το τομάρι του ή τη ζωή του, όπως θέλεις πες το. Υπάρχει στην ιστορία κι ένας Δημητρός, με μια ανιψούλα, την Ελισώ. Υπάρχει και η Ελένη, Αρμένισσα στη Σμύρνη... Σε Αρμένη δεν είπες πως δούλευε ο αδελφός σου; Τώρα στριφογύρισε το δωμάτιο ολόκληρο και η Λαρώ βούλιαξε στο ντιβάνι, να μπει μέσα, να πιάσει πάτο, να σωθεί. - Καταλαβαίνεις, Λάρα; τη ρώτησέ κουνώντας την απ’ τους ώμους η Νενέ και απόρησε και η ίδια με τη δύναμή της. Κόρη μου, καταλαβαίνεις ότι το κορίτσι αυτό που σώσαμε στη Χίο, αυτή η Ελένη, ήταν η αγαπημένη του αδελφού σου; - Δεν... δεν... δεν είναι δυνατόν... μόνο ένας Δημητρός......μόνο...ένας Αρμένης... δεν... - Λάρα..., δεν την άφησε να πάρει αναπνοή η γριούλα. Λάρα, τα χειρότερα δεν είναι αυτά... Λαρίτσα μου, το σταυρό αυτόν, αυτόν που φόραγε η Χάιδω και που ήταν ίδιος μ’ εκείνον που φόραγε ο Αδάμος από αυτόν τον αναγνωρισε-, το σταυρό αυτόν τον έχω δει, τον έχω πιάσει, τον έχω εξετάσει, τον έχω φιλήσει. Είναι αυτός που έδωκα στον Οκάν μας όταν θα βάφτιζε τον Σίμο, τον Συμεών μας... Λαρίτσα μου... και κάνε την καρδιά σου πέτρα... τον ίδιο σταυρό είχε και ο Ζήσης, ίδιο και απαράλλαχτο και με
την ίδια ιστορία... ο Ζήσης, αυτός που παντρεύτηκε η Ελένη... η Ελένη μας... - Δεν... δεν καταλαβαίνω..., ήταν έτοιμη να καταρρεύσει η Ιλαρία. - Λαρίτσα κόρη μου, τον ίδιο σταυρό έχει και ο άντρας σου, ο Δαμιανός, και έχει κομμένο το δεξί του ποδάρι... - Θέλεις να πεις..., ψέλλισε κάτωχρη η κοπέλα, θέλεις να πεις...; Πνίγηκε στο βήχα η Νενέ, στέρεψε θαρρείς ο αέρας μέσα στο δωμάτιο, και άρχισε να ρουφάει όσο μπορούσε περισσότερο μικρές, κοφτές ανάσες, πόση παράταση να έδιναν στο ορισμένο τέλος; - Θέλω... να πω... ψάξε... ρώτα... δεν ξέρω πώς... δεν ξέρω τι θα καταφέρεις... ψάξε... Ο άντρας σου... ο Θεός ας τον συγχωρέσει... ο άντρας σου ίσως δε λέγεται Δαμιανός, μάλλον «Αδάμος» είναι το όνομά του... έτσι κι αλλιώς, όταν τον βρήκε ο πατέρας σου χαρτιά δεν είχε πάνω του, τίποτα, λάθος; Ο άντρας σου, κόρη μου, είναι αυτός που... που... γίνηκε η αιτία... ήμαρτον, Κύριε... να χαθούν ο αδελφός σου... και οι άλλοι... όλοι... Κάπου... πού δεν ξέρω... έχει σόι... αδέλφια... ανίψια ίσως... ψάξε... βρες τους... Βρες την Ελένη... εκείνη θα ξέρει.^. Δάκρυα χαράκωναν τα μάγουλα της Ιλαρίας, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Και της ίδιας τής είχε φανεί παράξενη η ομοιότητα του σταυρού του άντρα της με εκείνον που φόρεσε κάποτε -για χάρη τηςο Οκάν, αυτός που είχε πάρει το όνομα του αδελφού της, του αδικοχαμένου, του γενναίου, του ήρωα... Αδύνατον να τα χωρέσει όλα αυτά το μυαλό της, αλλά, αν κατάφερνε να τα χωρέσει κάποτε, μήπως έτσι θα εξηγούνταν όλα; Ή μήπως ο Δαμιανός... Δαμιανός;... έστω, ο άντρας της... μήπως δεν της είχε πει ότι αυτό δεν ήταν το πραγματικό του όνομα; Σαν να ταν χτες θυμόταν τα λόγια του: «Αγάπα εσύ τον Δαμιανό, Λαρίτσα. Αγάπα αυτόν, καλύτερα, και μη ρωτάς το όνομα το κανονικό. Είναι σκάρτος άνθρωπος ο άλλος...» Το θυμόταν πολύ καλά. Ποτέ δεν το είχε ξεχάσει. Αραγε αυτός, ο άντρας της, αν ήταν ο Αδάμος, ήξερε ποια ήταν αυτή,; Ήξερε πως ήταν αδελφή του Δημητρού Μίκρογλου, εκείνου που είχε γνωρίσει, σύμφωνα με τα λεγόμενα της κυρα-Νενέ; Και, αφού είχε γν ωρίσει -αν μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο, έτσι;τον πραγματικό Δημητρό Μίκρογλου, πώς πίστεψε ότι ο Οκάν είχε αυτό το όνομα; Θυμήθηκε πάλι η Ιλαρία, έστυψε το μυαλό της και θυμήθηκε, πως, όταν του είχε συστήσει τον Οκάν με το όνομα «Δημητρός Μίκρογλου», τον είχε δει να ταράζεται, να τα χάνει. «Συνωνυμία...» του είχε πει, γιατί φυσικά και γνώριζε το όνομα του αγνοούμενου αδελφού της, χίλιες φορές τη μέρα ο πατέρας της τον ανέφερε. Ο Δαμιανός όμως... ο άντρας της... το θυμόταν καλά, έτρεμε ολόκληρος, είχε χάσει το χρώμα του. Ζήλια..., είχε σκεφτεί τότε η Ιλαρία. Πόσα και τι να του είχαν πει ο πατέρας της και ο μπαρμπαΘόδωρας τότε που τον φρόντιζαν; Τα πάντα ίσως, ονόματα πάντως σίγουρα, τόπο καταγωγής, τα οικογενειακά τους όλα. Πόσα βράδια δεν είχε ξενυχτήσει ο πατέρας της δίπλα από τον τραυματία... Τι να έλεγαν τότε; Δε θα ’λέγαν τις ιστορίες του; Ο Σίμος, ο πατέρας της, σίγουρα θα έλεγε πως έψαχνε το γιο και την κόρη του, που είχαν μείνει πίσω. Μήπως γι’ αυτό την παντρεύτηκε, λοιπόν; Μήπως δεν ήταν μόνο από ευγνωμοσύνη; Μήπως ήταν και
από τύψεις; Γιατί δε μίλαγε τόσα χρόνια; Γιατί δεν της άνοιγε την καρδιά του, να της πει τι είχε περάσει εκεί στη Μικρασία; Πόσες φορές δεν τον είχε ρωτήσει, πόσες δεν τον είχε παρακαλέσει... «Δε θέλω να θυμάμαι», μόνο αυτό της έλεγε, τίποτα άλλο. Ούτε πώς, ούτε τι. Και τη μία και μοναδική φορά που της είπε για την οικογένειά του, πάλι ήξεις αφήξεις ήταν. Μεγάλη οικογένεια, η μάνα πεθαμένη, ο πατέρας ξαναπαντρεμένος, ούτε το όνομα του χωριού... της πόλης... ούτε καν αυτό δεν της είχε πει. «Θα ’ρθει η ώρα, Λαρίτσα, θα ’ρθει και μην ανυπομονείς. Για καλό δε θα ’ναι...» είχε πει κλείνοντας τη συζήτηση. Κι όταν τον είχε ρωτήσει «Μα καλά, δεν τους αποθύμησες; Δε θέλεις να τους δεις; Δε σκέφτεσαι ότι θα υποφέρουν που σε πιστεύουν για σκοτωμένο;», άναψε εκείνος τσιγάρο, να, σαν να ’ταν μόλις χτες το θυμόταν, ανασηκώθηκε από το κρεβάτι και άναψε τσιγάρο, «'Εννοια σου, και ξέρουν ότι ζω. Αλλά... δεν μπορώ να αντικρίσω τα μάτια τους...» της είπε και to σφράγισε. Ούτε κουβέντα ξανά για την οικογένειά του. - Κι αυτό... αυτό... η φωτογραφία... αυτή η φωτογραφία... Λάρα... η φωτογραφία που ’χε πάνω του... ο Αδάμος... ο Αδάμος... για τον άλλονε... τον Τούρκο..., άκουσε τη Νενέ να της λέει. Κοκάλωσε μεμιάς. Γιατί να τους ένοιαζαν οι Τούρκοι τώρα, και μάλιστα οι νεκροί Τούρκοι; Δεν έφταναν τόσα; Γιατί τη βασάνιζε η κυρα-Νενέ; Γιατί έπρεπε να χωθεί το μαχαίρι τόσο βαθιά; Μήπως και η ίδια δεν είχε ταραχτεί πολύ ακούγοντας τα ονόματα εκείνα; Τα γνωστά ονόματα... καθένα χωρισιά, ένα μικρό στιλέτο στην καρδιά της. «Εκρέμ»... Το πρώτο στιλέτο τής έσκισε το στήθος. «Ομάρ»... Το δεύτερο μπήχτηκε στην καρδιά της. «Οκάν»... Το τρίτο την έκανε να ραγίσει και να ματώσει. «Ελμάς»... Το τελευταίο στιλέτο, το πιο φαρμακερό, έκανε την καρδιά της κομμάτια, από πόνο, από φόβο, από αμφιβολία μεγάλος ο πόνος και ακόμη μεγαλύτερος ο φόβος της αμφιβολίας. - Οφείλω... τώρα οφείλεις εσύ... να το πεις στον Οκάν... Λάρα, ο αξιωματικός που... έσωσε τότε εκείνο τον Αδάμο... ετούτο τον Δαμιανό... αν δεν έχασα ακόμα το χάρισμα που μου δωκε ο Θεός... ήταν ο αδελφός του Οκάν... του δικού μας Οκάν... Ο Εκρέμ... ο αδελφός του Οκάν... έσωσε τότε... έσωσε τον άντρα σου... Τα ονόματα είναι τα ίδια... ψάξε... βρες... Και σιον Οκάν να τα πεις, κυρία; σ’ αυτόν... δεν ξέρει τίποτα... μέσες άκρες... Θυμάσαι; Κάποτε σας τα ειπα... αλλά... όχι όλα... Ο Οκάν δεν ξέρει τίποτα, «Αγνοούμενος», αυτό μόνο μου ’πε για τον αδελφό του, «Αγνοούμενος, και κόντεψε να πεθάνει η μάνα μου. Τώρα την αποτελειώνω εγώ...», έτσι μου ’πε και έκλαιγε. Πρέπει να μάθει... είσαι υποχρεωμένη να του πεις... Έτσι αναπαύονται οι ψυχές, όταν μαθαίνεται η αλήθεια... όσο πικρή και να ναι... Μέχρι τώρα δε χρειαζόταν να ξέρει... όμως... τώρα σιγουρεύτηκα. Ήρθε και στο όνειρό μου... φτερούγισαν και δυο κουρούνες στο παραθύρι μου... τώρα είμαι σίγουρη. Και ο Οκάν μας θα πρέπει... Εγώ πια... Ιλαρία... έχεις ζωή μπροστά σου... εγώ πια... ο Θεός να με συγχωρέσει... Η ψυχή της κυρα-Νενέ βγήκε από το στόμα της μαζί με τα τελευταία της λόγια. Πέταξε στον ουρανό ψηλά και χώθηκε στα σύννεφα, ταξίδεψε σαν αστραπή και γύρισε στη χώρα του τίποτα, εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Όπως είχαν ξεκινήσει και ξαναγυρίσει όλοι, ο καπετάνιος της, τα δυο της μωρουλια, η Χαϊδουλα, πού για μια στιγμή η γυναίκα είχε πιστέψει ότι θα την είχε.κοντά της, κόρη της και συντροφιά της, αλλά δεν το θέλησε ο Πάνσοφος, κι έτσι ποτέ της δεν μπόρεσε να έχει κι αυτή μια κόρη.
Ξαναγύρισε η κυρα-Νενέ, όπως τόσοι και τόσοι, στη χώρα του τίποτα, του α-πόνου, της α-κακίας, του ατέλους.
ΔΕΝ ΠΗΡΑΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ.. Αδάμος Από ΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ θυμάμαι πολλά πράγματα, κι ας ήμουνα μικρός τότε. Θυμάμαι τα όμορφά της μάτια, κανείς μας δεν τα πήρε, ίσως μόνο ο τρίτος... ίσως μόνο*αυτός... Θυμάμαι τα μάτια της να λάμπουν κάθε φορά που έλεγε το όνομα του πατέρα μας -του άντρα της δηλαδή-, θυμάμαι το χρώμα τους -μέλι χυμένο σε ψωμί-, θυμάμαι το δροσερό της χέρι πάνω στο μέτωπό μου που καιγόταν από τον πυρετό, τη θέρμη της αγκαλιάς της και το-μυρωμένο της στήθος καθώς χωνόμουν εκεί για να παρηγορηθώ αν κάποιος με είχε χτυπήσει ή αδικήσει. Ακουμπούσα το κεφάλι μου στο αριστερό της στήθος και άκουγα τους χτύπους της καρδιάς της. «Τι κάνει έτσι, μάνα;» ρωτούσα απορημένος, «Η καρδιά μου, που χτυπάει για όλους σας, καρδούλα μου...» μου έλεγε, αλλά δεν την πίστευα, ο κόσμος μου σταματούσε στο ζεστό, άσπρο της βυζί, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι από κάτω υπήρχε και κάτι άλλο. Θυμάμαι και τα μαλλιά της. Τα χτένιζε σε δυο πλεξούδες, που τις είχε ριγμένες στην πλάτη· αυτές τις ίδιες πλεξούδες τις τύλιγε γύρω από το κεφάλι της όταν έβγαινε έξω, δεν ξέρω πως γινόταν αυτό, αλλά αμέσως μεταμορφωνόταν, άλλαζε πρόσωπο τότε, με τις κοτσίδες πάνω mo κεφάλι -«κότσο» τις έλεγε εκείνη-, γινόταν διαφορετική, σοβαρή, επισημη. «Θέλω τις κοτσίδες σου...» της γκρίνιαζα, και εκείνη γελούσε, «Εδώ είναι!» και έπιανε το κεφάλι της, «Θέλω! Θέλω! Θέλω!» και έκλαιγα. Έκλαιγα και όταν ερχόταν ο αφέντης, ο πατέρας μας. Τότε η μάνα μου με άφηνε από την αγκαλιά της και περιποιόταν κι εκείνον, όλους τους περιποιόταν η μάνα μου, αλλά εγώ ήθελα να μη με αφήνει ποτέ από την αγκαλιά της. Ενα κορίτσι και τέσσερα παιδιά, και καθένα διεκδικούσε τη μάνα μας με τον τρόπο του. Προσπαθούσε εκείνη να μη χαλάσει σε κανέναν χατίρι, αλλά δεν έφταναν τα χέρια της, δε μας χώραγε όλους μαζί η αγκαλιά της, δεν προλάβαιναν τα χείλη της να δίνουν την ίδια ώρα σε όλους φιλιά. Ένα κορίτσι και τέσσερα παιδιά, και ήταν και η άλλη... η... που δεν ήταν αδελφή μας, αλλά θυμάμαι τη μάνα μας να την κανακεύει σαν να ταν δική της γέννα. «Αχ, είναι ορφανό...» την άκουγα να λέει όταν κάποιος απορούσε με την αγάπη που της έδειχνε. Μάνα, γιατί άφησες κι εμάς να γίνουμε ορφανά; Η Βασιλική μας ήταν η μεγαλύτερη: Εκείνη κι αν αγαπούσε τη μάνα μας, εκείνη κι αν δε μας φρόντισε από μικρή, δε μας έντυσε, δε μας έλουσε... Και η μάνα μας όμως «Πριγκίπισσά μου...» την έλεγε, «Ήλιε και φεγγάρι μου, εσένα δυο φορές σ αγαπάω, μια γιατί είσαι το κορίτσι μου, τα γεράματα και το αποκούμπι μου, δυο γιατί είσαι ίδια ο πατέρας σου, ο ήλιος και το φεγγάρι μου». Γελούσε ευτυχισμένη η αδελφή μου, ποιος δε θα ταν με τέτοια λόγια, ειπωμένα με τόση αγάπη;... Υστερα ήταν ο Ζήσης. Αυτός ήταν ο πρώτος γιος, τον καμάρωνε η μάνα μας, «Το προπο μου το παιδί...» έλεγε και γέμιζε το στόμα της μέλι -«παιδιά» εμείς εκεί πάνω λέμε τα αγόρια-, αλλά εκείνος πιο πολύ στην αγάπη του αφέντη έγερνε, μ’ εκείνον μόνο ο πατέρας μας έκανε κάποια παιχνίδια, εκείνον μόνο έδειχνε και έλεγε «Αυτός κι αν είναι Μόκιας! Ζήσης Μόκιας του Αχιλλέα. Όπως εγώ είμαι Αχιλλέα
Μόκιας του Ζήση, όπως ο πατέρας μου είναι Ζήσης Μόκιας του Αχιλλέα, όπως ο ιιαππούς μου ήταν Αχιλλέας Μόκιας του Ζήση, όπως...», και έλεγε, έλεγε, έλεγε, έφτανε πίσω, πολύ πίσω, πάντα η οικογένειά μας είχε έναν Αχιλλέα με ένα γιο Ζήση, μεγάλη δόξα και τιμή αυτή η σειρά των ονομάτων. Μετά ήμουν εγώ. Δεν ξέρω αν χάρηκε κανείς ιδιαίτερα με τη γέννησή μου, η Βασιλική ήταν η πρώτη γέννα, ο Ζήσης ήταν το πρώτο αγόρι, εγώ τι ήμουν; Μου έδωσαν το όνομα του πεθαμένου αδελφού του αφέντη; Του πεθαμένου αδελφού του παππού μου; Δε θυμάμαι πια. Πάντως το όνομα ενός πεθαμένου. «Αδάμ» με είπανε, «Αδάμο» με φωνάζανε. Διεκδίκησα και πήρα σχεδόν μόνιμη θέση στην αγκαλιά της μάνας μου, «Κολλημένος πάνω μου!» γελούσε εκείνη, αν έκανε πως με άφηνε για να νταντέψει κι άλλο παιδί, τον Νικόλα ή το στερνοπαίδι της, τον Γιαννάκη, 'εκείνον που έφυγε μωρό, έκλαιγα ασταμάτητα, μέχρι που αναγκαζόταν να με πάρει πάλι, και αναλάμβανε τότε η Βασιλική τους μικρότερους, «Γκρινιάρης είναι...» έλεγε ο πατέρας, αλλά εμένα δε με ένοιαζε, φτάνει που είχα βγάλει τους άλλους από τη λατρεμένη αγκάλη. Αλλά έφυγε... Μια μέρα ξύπνησα και η μάνα μου δε ζούσε πια. Ήταν εκεί, στο κρεβάτι της, όπως κάθε πρωί, μπορούσα να τη δω, να την πιάσω, να τη' φιλήσω. Είδα τα κλαμένα μάτια της αδελφής μου και της... άλλης, με αγκάλιασε ο Χαρίλης, ο πατέρας της, και μου είπε: «Έλα, εσύ είσαι άντρας, πρέπει να προσέχεις τα κορίτσια τώρα... τώρα που η μάνα σου... έφυγε...» Του σκούντηξα τα χέρια από πάνω μου με λύσσα, δεν τον ήθελα. Ποιος ήταν αυτός; Εγώ είχα μάνα και πατέρα, τι τον ήθελα τον Χαρίλη; Σκαρφάλωσα στο κρεβάτι, όπως έκανα τόσες και τόσες φορές, σκαρφάλωσα και έπεσα πάνω της, «Λέλε, μάικω! Αέλε, μάικω1 φώναζα σαν τρελός, «Μάικω, ξύπνα!», παγωμένοι οι άλλοι με κοιτούσαν και δεν έκαναν τίποτα για να με κατεβάσουν από το κρεβάτι, παγωμένη όμως και η μάνα μου, ούτε τα μάτια άνοιγε ούτε την αγκαλιά της. Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στο βυζί της, όπως έκανα πάντα, ήθελα να ακούσω πάλι τους χτύπους της καρδιάς της, εκείνης που χτυπούσε για όλους εμάς που αγαπούσε. Μα, αλίμονο, εκείνη η καρδούλα πια δεν έκανε ντακ, ντακ, σιωπή κάτω'από το βυζί της μάνας μου, μια σιωπή που μου τρύπησε τα αφτιά. Παγωμένη και η εικόνα στο μυαλό μου τόσα χρόνια τώρα: να προσπαθώ μάταια να ακούσω τους χτύπους της καρδιάς της, ύστερα να σηκώνω το δεξί της χέρι και να το τυλίγω γύρω από τη μικρή μου πλάτη -μια αγκαλιά, μια αγκαλιά γύρευα-, και εκείνο το χέρι να γλιστράει πάλι και να πέφτει, να σπαράζω για μια αγκαλιά που πριν ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο και τώρα είχε γίνει το πιο αδύνατο. Θυμάμαι τα πόδια μου να δίνουν κλοτσιές στον αέρα καθώς ο Χαρίλης με σήκωσε από τις μασχάλες και με απομάκρυνε από τη μάνα μου, θυμάμαι να κλαίω και να ξεφωνίζω που με έπαιρνε από Εκείνη, θυμάμαι τη Βασιλικούλα και την... να με αγκαλιάζουν και να με φιλάνε, να προσπαθούν να με παρηγορήσουν, ενώ και οι ίδιες κλαίγανε με αναφιλητά. Από τις φωνές και τα κλάματά μου ξύπνησαν ο Ζήσης και ο Νικόλας, ο μεγάλος έσφιξε τα χείλη του τόσο που άσπρισαν, «Είσαι άντρας εσύ!» του είπε ο Χαρίλης, και ο αδελφός μου γούρλωσε τα μάτια του ενώ τα δάκρυα τα είχαν πλημμυρίσει, όχι, σταγόνα δεν έτρεξε από εκείνα τα μάτια, μόνο τα κράταγε ορθάνοιχτα, μην και κλείσει τα βλέφαρα και πιεστούν τα δάκρυα και ξεχυθούνε. Έζησα στην ορφάνια όλα μου τα χρόνια, μέσα στο κρύο και στην ερημιά. Μάταια η αδελφή προσπάθησε
να αναπληρώσει τη μάνα μας, με αγαπούσε και την αγαπούσα, και, μάρτυς μου ο Θεός, ίσως δεν υπάρχει άνθρωπος που να αγαπάα) περισσότερο από εκείνη, τη Βασιλική μας την πανέμορφη, που τώρα είναι μακριά. Προσπάθησε, μα άλλη είναι η γλύκα του φιλιού της μάνας, άλλη της αδελφής. Κοντά μου ήταν και η... άλλη> πάντα με παρηγορούσε όταν με έβρισκε να κλαίω, «Κι εγώ δεν έχω μάνα, Αδάμο μου...» μου έλεγε και σκούπιζε τα ματάκια της, «Εγώ δεν έχω και πατέρα...», και δώστου κλάμα οι δυο μας αν θυμάμαι κάτι από αυτήν στα παιδικά μου χρόνια, τα κλάματά μας θυμάμαι και τις μύξες που σκουπίζαμε στα μανίκια. 1 Μετά ήρθε η Πιπίνα στο σπίτι. «Από δω η Δέσποινα», είπε ο αφέντης, «τώρα αυτή θα είναι η μάνα σας». Πώς μπόρεσε και το ξεστόμισε αυτό ο πατέρας μας; Πώς δεν τον σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια εκείνη τη στιγμή, να χω κι άλλο κρίμα στο λαιμό μου τώρα; Θα μου πεις, αν είχα σκοτώσει τότε τον αφέντη, δε θα γινόμουν παπάς, θα σάπιζα στις φυλακές, δε θα πήγαινα στον πόλεμο, δε θα συναντούσα την... άλλη ξανά, δε θα γινόμουν αιτία να γίνει το... να γίνει ό,τι έγινε. Ούτε το ποδάρι μου θα έχανα αλλά τι να τα κάνεις δύο ποδάρια στη φυλακή; Ούτε την Ιλαρία όμως θα συναντούσα... Ποιες τύψεις να ναι άραγε οι χειρότερες; Αυτές που έχω για όσα έκανα... για όσα έγιναν... εκεί; Οι τύψεις για το θάνατο των... ξένων, που όμως έδωσαν τη ζωή τους για μένα; Οι τύψεις για τη μεγάλη προδοσία, την πιο μεγάλη απ’ όλες; Ή οι τύψεις αν σκοτώσεις το γονιό σου; Ποιος θα μπορέσει κάποτε να μου πει;... Μάνα μας λοιπόν, ας πούμε, έγινε η Πιπίνα. Μπροστά της τη λέγαμε «Δέσποινα», σαν ήμασταν μόνοι μας «Πιπίνα» και «χοντροί Ιιπίνα» την κοροϊδεύαμε, μόνο η Βασιλική μας δε δίστασε στιγμή και δεν την αποκάλεσε ποιέ με το βαφτιστικό της, κι ας φώναζε εκείνη, κι ας γίνονταν καβγάδες, που ακόμα τους θυμάμαι. Τότε που άκουγα την 11ιιιίνα να ουρλιάζει σιην αδελφή μου. ιό* τε που έκλεινα τα αφτιά μου γιατί εμείς δεν ήμασταν μαθημένοι στις φωνές -πάντα χαμηλόφωνα και πάντα με το καλό μάς έπαιρνε η μάνα μαςκαι τρόμαζα με την αγριάδα και την κακία της, τότε ήθελα να σηκωθώ και να φύγω από το σπίτι. Πόσες φορές δεν άνοιξα την πόρτα και δεν είπα να φύγω, να χαθώ, να μη γυρίσω στιγμή πίσω... Αλλά ήμουν μικρός και φοβόμουν τα σκοτάδια, φοβόμουν και τα τσακάλια, πού θα πήγαινα και πού θα με έβγαζε ο δρόμος; Στιγμή δε με ένοιαξε τι θα απογίνονταν τα αδέλφια μου, τι θα απογινόταν η... άλλη. Το σκεφτόμουν αυτό τις νύχτες προτού κοιμηθώ και: Εδώ έφυγε η μάνα μας χωρίς να μας σκεφτεί, έλεγα στον εαυτό μου, εμένα θα με νοιάξει για τους άλλους; Αρχισα να διαβάζω με πείσμα, με θυμό. Ήθελα να είμαι πρώτος, για να μην μπορέσει κανείς, ο πατέρας μας δηλαδή, να βρει πάτημα και μου αρνηθεί. Έβλεπα τον Ζήση, το μεγάλο μου αδελφό, να συζητάει με τις ώρες με τον αφέντη, να τον ρωτάει για τις δουλειές, να νοιάζεται για το εμπόριο. Εμένα δε με ενδιέφεραν καθόλου αυτά, να φύγω μόνο ήθελα, να έβρισκα τρόπο να φύγω. Τα βράδια, σαν πέφταμε στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, στην ίδια κάμαρη εγώ και ο Νικόλας, μιλούσαμε με τις ώρες. «Θέλω να φύγω», του έλεγα, «να πάω μακριά, να μην είμαι αναγκασμένος να βλέπω τα μούτρα της Πιπίνας». Σκάγαμε στα γέλια, με το κεφάλι μέσα στα σκεπάσματα, μας άκουγε και η Βασιλική κι ερχόταν κρυφά,
χωνόταν κι αυτή στα κρεβάτια μας -μια στου ένα, μια στου άλλου-, «Θα φύγω...» την προειδοποιούσα, και εκείνη «Δεν έχεις να πας πουθενά!» με μάλωνε, «Αν φύγετε εσείς, ποιον θα χω εγώ;». Και έφυγε εκείνη πρώτη... Και όχι μόνο έφυγε, αλλά και πιο μακριά δε θα μπορούσε να πάει: ύστερα από εκεί, το τέλος του κόσμου. Έτσι νόμιζα τότε. Τώρα ξέρω ότι το «μακριά» και το «τέλος του κόσμου» μπορεί να είναι και δίπλα σου, στο ίδιο σου το κρεβάτι... Έφυγε η Βασιλικούλα μας, αλλά είχε προηγηθεί η... άλλη, εκείνη δραπέτευσε επειδή δεν ήθελε να την παντρέψουν με το ζόρι, επειδή ήθελε να αγαπήσει τον άντρα της, όχι να τον πάρει από υποχρέωση. Αυτό μας το εξήγησε, αφού πρώτα μας όρκισε να μην πούμε τίποτα στους μεγάλους, η αδελφή μας. Τότε την παραδέχτηκα την... άλλη, από τότε νομίζω ότι την αγάπησα, κι ας ήμασταν μικρά παιδιά ακόμα. Την αγάπησα από τότε που έφυγε, που βρήκε τη δύναμη, το θάρρος, το κουράγιο να κάνει ό,τι ονειρευόμουν να κάνω εγώ. Ισωςτότε να πήρα την οριστική απόφαση, αλλά δεν το ήξερα: θα γινόμουν κληρικός, θα έβρισκα παρηγοριά στο Θεό και στην Παναγία, τη μητέρα όλων μας. Αλλά ότι θα έφευγα, θα έφευγα. Πήγα στην Αθήνα, τη μεγάλη την πόλη. Τα κατάφερα. Και εκεί δύσκολα. Όταν βρέθηκα μακριά από το σπίτι μου, μακριά από τα αδέλφια μου, τότε κατάλαβα πόσο πολύ τους αγαπούσα όλους, τότε κατάλαβα πόσο μου έλειπαν τα βουνά και τα χιόνια μας, τα πανηγύρια κδι οι εκκλησιασμοί μας, η διάλεκτος και τα έθιμά μας, η φασαρία και οι φωνές που επικρατούσαν πάντα στο σπίτι μας -με τόσα παιδιά εκεί μέσα, πού να βρισκόταν η ησυχία...-, οι πίτες και τα αναμμένα μας τζάκια. Εκεί, στην Αθήνα, κατάλαβα και πόσο πολύ αγαπούσα τον πατέρα μου, που νόμιζα ότι ήθελα να φύγω μακριά του. Από μικρός, μόνο όταν έχανα κάποιον καταλάβαινα πόσο πολύ τον αγαπούσα... Αγαπούσα, αλλά ποτέ δεν το έλεγα, πάντα κάτι με σταματούσε να πω τη λέξη «αγάπη», ένα αόρατο χέρι σφράγιζε τα χείλη μου, και εγώ έμενα με τα γράμματα σκαλωμένα στα δόντια μου, μόνο ένα «α...» τολμούσε'να ξεμυτίσει, αλλά ήταν τόσο αδύναμο... Τώρα πια, τώ|Κ* που μεγάλωσα, που γέρασα, τώρα ξέρω ότι η αγάπη της μάνας μου. η έλλειψη αυτής της αγάπης δηλαδή, αυτή με κράτησε μακριά της. Φοβόμουν πάντα -ακόμα φοβάμαιμήπως, αν αγαπήσω και αγαπηθώ, τη χάσω πάλι αυτή την αγάπη. Και πώς να το αντέξω ξανά αυτό τώρα που άσπρισαν τα μαλλιά μου; Δυσκολεύτηκα στην Αθήνα, εγώ ήμουν μαθημένος στην ελευθερία των βουνών μου, στα ξένοιαστα παιχνίδια στα ατέλειωτα τσαΐρια2, στους χορούς στην πλατεία του χωριού, στα κοψίδια και στα φρέσκα βούτυρα. Ήμασταν «κάποιοι» στην Κλεισούρα, ήμασταν δακτυλοδεικτούμενοι στη Σαμαρίνα, στη σχολή ήμουν ένα τίποτα, ένας ίδιος με τους άλλους, με τα φτωχόπαιδα που ήρθαν επειδή δεν είχανε να φάνε. Με κράτησε όμως η φιλοδοξία μου, με έκανε δυνατό, ήμουν αποφασισμένος να πετύχω στην Ιερατική Σχολή, ήθελα να διαπρέψω και να γυρίσω πίσω μεγάλος και τρανός. Προόριζα τον εαυτό μου για δεσπότη, μου το είχει πει και ο αφέντης όταν τελικά έδωσε την έγκρισή του: «Να φτάσεις ψηλά. Έτσι μόνο θα ικανοποιηθώ για την υποχώρηση που κάνω!» Αλλά... Ήρθε ο πόλεμος στη Μικρασία και δεν μπορούσα να μείνω απέξω, το είδα ρομαντικά, η ΑγιαΣοφιά και η Πόλη, ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, μπορούσα, μπορούσα να πάω, και ήθελα, ήμουν είκοσι
χρονών και μόλις είχα βάλει το σχήμα, το αίμα μου έβραζε, είδα τον πόλεμο σαν μια ευκαιρία, θα πολεμούσα για τις αλύτρωτες πατρίδες και θα γινόμουν ήρωας, θα με παραδέχονταν όλοι, και κυρίως ο πατέρας μου, θα τους ξεπερνούσα όλους. Έτσι σκέφτηκα, πόσο λάθος όμως... Κατατάχθηκα με το βαθμό του ανθυπολοχαγού και έφυγα με τη Δεύτερη Στρατιά. Δεν πήραμε την Πόλη. Τίποτα δεν κερδίσαμε, χαμένοι πέρα ως πέρα. Μόνο το αίμα των αθώων χύθηκε ποτάμι. Και από τις δύο πλευρές, κυρίως τη δική μας. Δε γυρίσαμε νικητές, ηττημένοι γυρίσαμε. Εγώ γύρισα και προδότης. Και δολοφόνος. Και με το στίγμα του δειλού... Τι σημασία έχει που δεν το ξέρει κανείς, που δε μαθεύτηκε ποτέ ως τώρα τουλάχιστον. Το ξέρω εγώ, και φτάνει. Δειλός! Οπισθοχωρούσαμε σαν τρελοί, είχαμε ξεκοπεί από το τάγμα, γιατί είχε διαταγή ο λόχος μας να μείνει πίσω, να βοηθήσουμε αυτούς που εγκατέλειπαν τα χωριά τους. Κάθε τόσο οι άτακτοι έκαναν επιθέσεις εναντίον μας και μας πετσόκοβαν, σκοτώθηκε ο λοχαγός μας, τον θάψαμε όπως όπως, ανέλαβε ο υπολοχαγός και τον βλέπαμε να τρέμει όταν άκουγε πυροβολισμούς, οπισθοχωρούσαμε και ερχόταν, σε απόσταση αναπνοής, ο τακτικός εχθρικός στρατός, είχε σπάσει το μέτωπο, το τέλος ήταν κοντά. Όποτε μπορούσαμε, σκοτώναμε για να μη μας σκοτώσουν, καίγαμε για να μην καούμε. Τα εγκλήματα πολλά και ανομολόγητα. Και από τις δύο πλευρές. Τρέχαμε για να προλάβουμε να γλιτώσουμε το τομάρι μας, να προλάβουμε να ζήσουμε, τέσσερις μέρες νηστικοί και άυπνοι. - Είναι ένα ελληνικό χωριό πίσω από τους λόφους. Δε θα ’μείνε κανείς, αλλά όλο και κάτι να φάτε θα βρείτε..., μας ενημέρωσε κάποιος σε ένα λεηλατημένο μποστάνι, αλλά δε δέχτηκε να έρθει μαζί μας. Εδώ γεννήθηκα, πού να πάω; Θα ξαναφτιάξω το μποστάνι μου, θα φτιάξω και το τσαρδί μου, και θα ζήσω... Κάναμε κουράγιο και βάλαμε φτερά στα πόδια μας, καβαλήσαμε το λόφο καταμεσήμερο, ανελέητος ο ήλιος μάς βαρούσε σιο κεφάλι, και ο ιδρώτας έκανε λάσπη τη σκόνη μέσα στα άρβυλα. Μπή-κάμε στο χωριό -όμορφο χωριουδάκι, στους πρόποδες ενός κατάφυτου λόφου-, μπήκαμε από τον τούρκικο μαχαλά -το καταλάβαμε αμέσως από τους ψηλούς τοίχους στις αυλές-, φευγάτοι όλοι, λογικό, όποιος μπορούσε να φύγει έφευγε. Κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο, προς τα εκεί όπου υποθέσαμε πως θα ήταν η πλατεία, και όσο προχωρούσαμε μια παράξενη μυρωδιά μάς χτυπούσε στα ρουθούνια και ανακάτευε το στομάχι μας το αδειανό μας στομάχι. Φτάσαμε και είδαμε την εκκλησία στο βάθος, πιο κοντά ένα γεροπλάτανο με ασβεστωμένο τον κορμό του στο κάτω μέρος, δυο τρία μαγαζάκια -καφενεία μάς φάνηκαν εκ πρώτης όψεωςκαι λίγο πιο πέρα μια μαρμάρινη κρήνη με τρεις γούρνες, που έμοιαζε πολύ με τις δικές μας στο χωριό, πάνω στην Πίνδο. Οι βρύσες όμως ήταν στεγνές, τίποτα δεν έτρεχε από τα μαρμάρινα στόματα, το στεκούμενο νερό μέσα στις γούρνες είχε αρχίσει να πρασινίζει. - Διψάω! βόγκηξε ένας τραυματίας που κουβαλούσαμε. - Μην πιείτε! πρόσταξε ο υπολοχαγός. Μπορεί και να ναι δηλητηριασμένο.
Ακίνητος ο χρόνος στεκόταν πάνω από το μουσκεμένο μας κεφάλι, η μυρωδιά... βρόμα να λες καλύτερα... γινόταν πιο έντονη. Κοιταχτήκαμε. - Τ ακούς, πάτερ; με ρώτησε σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά, ο υπολοχαγός «πάτερ» με φωνάζανε, κι ας μη φόραγα τα ράσα. «Ναι» έγνεψα. Ένας παράξενος βόμβος, σαν από εκατομμύρια μέλισσες, ακουγόταν από παντού. - Ει, πατριώτες! φώναξε ο υπολοχαγός. Ο ελληνικός στρατός είμαστε! Είναι κανείς εδώ; ' Ησυχία, κανείς δεν αποκρίθηκε, μόνο από κάπου μακριά ακούστηκε ένα σκυλί να αλυχτάει. - Τι μυρίζει, ρε παιδιά, έτσι; ρώτησε ένας Κεφαλλονίτης, που ήταν συνέχεια με το τραγούδι στο στόμα. Και τι είναι αυτό που ακούγεται; Τα πόδια μας τρέμανε από την κούραση, αλλά δε λέγαμε να καθίσουμε στη σκιά να ξαποστάσουμε, κάτι μας κρατούσε όρθιους, μερικοί φτύνανε με αηδία στο χώμα το λιγοστό τους σάλιο «Γαμώ τη βρόμα τους μέσα...». - Να φύγουμε, είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κανείς, πρότεινε κάποιος. - Να ψάξουμε τα σπίτια, μήπως και βρούμε κάτι να φάμε, είπε ένας άλλος. Φωνάξαμε κάμποσες φορές ακόμη «Ει, πατριώτες! Ο ελληνικός στρατός είμαστε! Είναι κανείς εδώ;», ο βόμβος και η μυρωδιά σε απάντησή μας πώς να ξεχάσω ποτέ εκείνη τη μυρωδιά... - Ας ψάξουμε! έδωσε διαταγή ο υπολοχαγός με τα χίλια ζόρια, καταλάβαινε όμως ότι, αν δε βρίσκαμε κάτι να φάμε, δε θα τα βγάζαμε πέρα. Μοιραστήκαμε στους δύο δρόμους που έτεμναν το χωριό στα τέσσερα'και αρχίσαμε να πλησιάζουμε τα σπίτια, που φαίνονταν ελληνικά, αφού δεν είχαν κλειστές αυλές, δεν είχαν ψηλά ντουβάρια, νοικοκυρεμένα χωριατόσπιτα ήταν, με περιποιημένους μπαξέδες, ασπρισμένες γλάστρες, παντζούρια στα παράθυρα. Σε μερικές αυλές ήταν απλωμένη μπουγάδα στο σύρμα, που το είχαν ανασηκωμένο με ένα κοντάρι, σε κάποια ολάνοιχτα παράθυρα σκεπάσματα ριγμένα αερίζονταν στο βαρύ από τη μυρωδιά εκείνη αέρα, κάπου... δε θυμάμαι τώρα πού... είδαμε και μια σκάφη παρατημένη και το νερό πράσινο. Θα έλιωσε το σαπούνι, πάει..., μου ήρθε η σκέψη, σε ένα μυαλό που υπολειτουργούσε από την κούραση, την πείνα και τη δίψα και υπερλειτουργούσε από το φόβο. - Να πάω μπροστά; ρώτησα. Πήρα την άδεια και ξεκίνησα με άλλους δυο, μεγαλύτεροι από μένα ήταν, ο ένας είχε οικογένεια, παιδιά, ο άλλος μια αρραβωνιάρα, που τον περίμενε να γυρίσει για να τη στεφανωθεί. Μπήκαμε στην πρώτη αυλή, ο βόμβος δυνάμωσε περισσότερο. Ανεβήκαμε προσεκτικά τα λίγα σκαλιά που οδηγούσαν από την αυλή στο σπίτι, μισόκλειστη η πόρτα, την έκανα πέρα και μπήκα, ενώ ο ήχος τώρα ήταν πιο έντονος, εφιαλτικός. Δεν κατάλαβα αμέσως τι έβλεπα. Μόνο στην αρχή, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου, είδα... άκουσα...
μύγες, εκατομμύρια μύγες, σύννεφο μαύρο που στεκόταν στη μέση του δωματίου -μπορεί και να ταν σάλα-, ένα μαύρο, πυκνό σύννεφο που κινιόταν στο χώρο και έκανε εκείνο τον καταραμένο ήχο: Ζζζζζζζζζζζζ. Ύστερα είδα... Ένα, δύο, τρία κεφάλια κομμένα, πεταμένα στο πάτωμα, τρία κεφάλια με τα μάτια βγαλμένα, τρία κεφάλια με ξεραμένα αίματα και τις μύγες πάνω τους να βουίζουν και να τσαλαβουτάνε ξετρελαμένες από το χορταστικό φαγοπότι. 'Εμεινα ξέπνοος στο κατώφλι, με το άδειο στομάχι μου να στέλνει στο στόμα μου ξινά υγρά και με τα πόδια μου παράλυτα. - Κι εμείς, κι εμείς να μπούμε, πάτερ..., με σκούντηξαν οι άλλοι δυο. Έκανα με κόπο λίγο στην άκρη, μπήκανε όλο περιέργεια ο ένας πίσω από τον άλλο και άρχισαν να ουρλιάζουν έντρομοι: - Σφαγμένοι! Σφαγμένοι! Βγήκανε αμέσως έξω να πάρουνε καθαρό αέρα -αν λεγόταν καθαρός εκείνος ο αέρας-, κάποιες μύγες τούς ακολούθησαν βιαστικές -φρέσκο φαΐ, καινούρια σάρκα-, εγώ έμεινα να κοιτάω χωρίς να μπορώ να τραβήξω το βλέμμα μου από το φρικτό θέαμα. Σκοτωμένους είχα δει πολλούς, δεν είχα ξαναδεί όμως έρημα κεφάλια, δεν είχα δει τον άνθρωπο να γίνεται βορά στις μύγες... Με το χέρι μου να κλείνει τη μύτη και το στόμα, πέρασα δίπλα από τα κεφάλια και κατευθύνθηκα προς μια πόρτα που έχασκε ανοιχτή μέσα στη σάλα. Είδα τα κουφάρια πεταμένα στο πάτωμα -μάνα με τα δυο της παιδιά θα πρέπει να ήτανκαι έδωσα εντολή στους σαστισμένους φαντάρους να τα βγάλουν στην αυλή. - Τι θα τους κάνουμε;... Θα ξεράσουμε..., αρνήθηκαν χλιαρά, αλλά πειθάρχησαν και ξαναμπήκανε με επιφυλάξεις στο σπίτι. Όρμησα από διπλανό σπίτι -αυτό ήταν σχεδόν καλύβα-, έσπρωξα την ξύλινη πόρτα και, προτού προλάβω να κάνω δυο βήματα, σχεδόν πάτησα ένα κεφάλι με άσπρα μαλλιά και γένια, που είχε κυλήσει, καθώς φαίνεται, ως την πόρτα. Τράβηξα το πόδι μου τόσο αηδιασμένος όσο και φοβισμένος και είδα το σώμα να κείτεται σε ένα στενό ντιβανάκι -μάλλον στον ύπνο τον είχαν πιάσει το γέρο, μπορεί να ήταν και άρρωστος, κατάκοιτος-, ένα ντιβανάκι με τα στρωσίδια ανάκατα και κοκαλωμένα από τα αίματα. Βγήκα και από εκεί ακολουθούμενος από ένα σύννεφο βρομερέςμύγες, με το βόμβο να μου τρυπάει τα αφτιά. Οι στρατιώτες, με το μαντίλι δεμένο στη μύτη τους, περίμεναν εντολές. - Όλους! ούρλιαξα. Λοχία, όλους στην αυλή! και χωθηκα σε ένα δίπατο σπίτι. Πλούσιοι θα έμεναν εκεί, τώρα μόνο σφαγμένοι, έξι κεφάλια στο πρώτο πάτωμα, σε μια ευρύχωρη σάλα, τρία γυναικεία, με ματωμένα μαλλιά και παραμορφωμένο στόμα, τρία μικρά... παιδάκια μάλλον... κοτσίδες με φιόγκους είχαν... κορίτσια... κοριτσάκια... και... και... Θεέ και Κύριε! Ξέρασα κιτρινοπράσινο υγρό πάνω στα κεφάλια... δεν πρόλαβα... - Ημαρτον, Κύριε! φώναξα.
Δεν πρόλαβα... πετάχτηκαν σι μύγες ανάστατες... δεν πρόλαβα ούτε να (πρέφω το πρόσωπό μου προς άλλη κατεύθυνση... σαν είδα αυτό το... το... το... ένα κομμάτι... όχι κομμάτι... ένα μικρό... τόσο θα... με σφιγμένες γροθιές... ήταν αγέννητο... ήταν ένα μικρό, αγέννητο παιδί, πεταμένο ανάμεσα στα κεφάλια... Πάτησα πάνω στα ξεραμένα, πηχτά αίματα, που από κάτω ήταν ακόμα κάπως υγρά, πάτησα πάνω στα αίματα και στα ξερατά μου και τσακίστηκα να φύγω, να μη βλέπω, να μη σκέφτομαι. Η βρόμα και οι μύγες στο κατόπι μου, στην κουζίνα ένα κουφάρι μισοπεσμένο στο μεγάλο τραπέζι, στον πάνω όροφο ένα γυναικείο σώμα με την κοιλιά ανοιγμένη -από το ύψος του στέρνου μέχρι ανάμεσα στα πόδια-, οι χρυσόμυγες να μπαινοβγαίνουν στο σαπισμένο άνοιγμα, τα έντερα χυμένα στο πάτωμα... Δίπλα της, σχεδόν στην αγκαλιά της, τρία κοριτσίστικα κορμάκια με τα ποδαράκια τους ξυπόλυτα -τι σου είναι ο νους του ανθρώπου... θυμάμαι ότι ήταν ξυπόλυτα...και τα χεράκια τους σαν να προσπαθούσαν να πιάσουν, να αγγίξουν το κορμί της μάνας τους, και πιο κει ένα άλλο γυναικείο σώμα, γυμνό αυτό, γυμνό και μελανιασμένο αυτή δεν την είχαν σφάξει μόνο, την είχαν ατιμάσει κιόλας. Στάθηκα στο παράθυρο να πάρω καθαρό αέρα, εκεί μέσα ήταν η ίδια η κόλαση, αίμα, ζέστη, μύγες, η μυρωδιά της σήψης βαριά, θάνατος... Πήρα δυο τρεις βαθιές εισπνοές, μπορεί και έξω να υπήρχε αυτή η μυρωδιά, αλλά όχι, δεν υπήρχε καμία σχέση με το μέσα, το κεφάλι μου γύριζε και η καρδιά μου χτυπούσε να σπάσει. Είδα από ψηλά τους στρατιώτες που έλεγχαν τον άλλο δρόμο, τους είδα χλομούς και παραζαλισμένους, να τρέχουν δεξιά και αριστερά, να τραβάνε τα μαλλιά τους, να ξερνάνε στις γωνιές των σπιτιών, να παραπατάνε με τα μάτια μισόκλειστα ή να κλαίνε με λυγμούς, άντρες δυο μέτρα που είχαν δει και είχαν δει τα ματάκια τους. Δε χρειαζόταν να μιλήσω με κανέναν, δεν ήθελα να μου πούνε, ήμουν σίγουρος ότι παντού, σε κάθε σπίτι, είχαν βρει την ίδια κατάσταση. Κατέβηκα τρέχοντας, η περαιτέρω παραμονή μέσα στο σπίτι μού ήταν αβάσταχτη, προσπάθησα να αποφύγω να πατήσω στα αίματα -αδύνατον!-, να μην κοιτάξω το μισοσαπισμένο έμβριο -αλλά η εικόνα του ήταν στα μάτια μου μπροστά-, να μη δω τις παιδικές κοτσίδες με τις ματωμένες κορδέλες. Κατευθύνθηκα προς την πλατεία, ανταλλάξαμε δυο κουβέντες με κάποιους άλλους, σε όλο το χωριό η ίδια εικόνα. - Τσέτες ήσανε! αποφάνθηκε ένας από εκείνα τα μέρη, που είχε κρυφτεί και όταν έφτασαν τα ελληνικά στρατεύματα κατατάχθηκε στο στρατό. Τσέτες! Αυτοί κάνουν τέτοιες θηριωδίες! Σε όλα τα σπίτια τα κεφάλια μάς περίμεναν -ήταν σίγουρο πως το είχαν κάνει επίτηδες-, περίμεναν τον ελληνικό στρατό τα κομμένα κεφάλια στο έμπα του σπιτιού και τα κορμιά όπου τα είχε βρει ο Χάρος από το μαχαίρι του Τούρκου. - Να τους θάψουμε, είπα στον υπολοχαγό, που κάπνιζε συννεφιασμένος. Μου πρόσφερε τσιγάρο και το πήρα, ήταν το πρώτο τσιγάρο της ζωής μου, στο σπίτι μας ο πατέρας κάπνιζε ασταμάτητα, ιδίως όταν είχε προβλήματα, όλοι κάπνιζαν στο σόι μας, ακόμη και η αδελφή μας, η Βασιλική, η μοναχοκόρη, ακόμη κι εκείνη κάπνιζε από μικρό κορίτσι. - Δεν προλαβαίνουμε, πάτερ, είπε και φύσηξε με δύναμη τον καπνό από τα πονεμένα του στήθη. Ερχονται από πίσω οι Τούρκοι, το ξέρεις δα... Εκτός κι αν λείπει ένα κεφάλι από το μέτρημα και θέλεις
να προσθέσεις το δικό σου..., γέλασε πικρά. - Είναι αμαρτία..., μουρμούρισα. Δεν πρέπει να μείνουν άθαφτοι... - Τίποτα δεν έπρεπε... Μήπως έπρεπε να τους σφάξουν; Μήπως έπρεπε να σφάξουν τα μωρά παιδιά, που κρέμονταν από τα φουστάνια της μάνας τους, ή να βιάσουν τις γυναίκες; Το να μην τους θάψουμε δεν είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να τους συμβεί... - Δεν είναι έτσι..., μουρμούρισα. Πρέπει να θαφτούνε... Ο Κύριος... Με κοίταξε αγριεμένος. Είχε ήδη αγριέψει από τις σκηνές που είχε αντικρίσει, είχε λυγίσει κι εκείνος, αλλά τώρα άρχιζε ο φόβος και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. - Μάζεψε τους στρατιώτες σου, πάτερ, και 6)ρα να φεύγουμε! - Θα μείνω να τους θάψω εγώ! - Δε θα σαι με τα καλά σου... Δεν έχεις καμία ελπίδα..., με πήρε με το καλό. Έσκυψα το κεφάλι, δεν είχα τι να πω, δεν ξέρω γιατί ήθελα να μείνω. Η εικόνα του μισοσαπισμένου εμβρύου ήρθε μπροστά στα μάτια μου και μου έφερε έντονη ναυτία πάλι. Ξέρασα κάτω από τον κεντρικό πλάτανο, αυτόν που είχε ακούσει τα μυστικά των κοριτσιών στις απογευματινές τους βόλτες, τους αναστεναγμούς των αγοριών στα πανηγύρια, τις σοφές κουβέντες των γερόντων και τις ανησυχίες των γυναικών για την τύχη των παιδιών τους, των αντρών τους, όλων. - Θα μείνω για να τους δώσω, έστω, την ύστατη τιμή..., είπα μόλις συνήλθα. - Θα σε αναφέρω! προσπάθησε να με απειλήσει ο υπολοχαγός, αλλά κατάλαβε πως δεν είχε νόημα. Ήμασταν πια ένας άτακτος στρατός που θέλαμε να φτάσουμε μια ώρα αρχύτερα στη θάλασσα. Κανείς δε θα νοιαζόταν για όσους είχαν μείνει ή θα έμεναν πίσω, γιατί κανείς δεν πίστευε ότι θα προλάβαινε να φτάσει. Ανασήκωσα τους ώμους μου. Ούτε εγώ ήξερα γιατί το έκανα. Όμως αισθανόμουν ότι έπρεπε να το κάνω. - Κράτα τα τσιγάρα μου..., μου έδωσε ένα μισοάδειο πακέτο ο υπολοχαγός. Μπορεί και να σου χρειαστούν. Θα σας προλάβω..., είπα, για να πω κάτι. Τους είδα να αποχωρούν, άλλοι βιαστικοί και άλλοι καθυστερώντας και γυρνώντας πίσω το κεφάλι για να με χαιρετήσουν για τελευταία φορά. Ποιος να ξέρει τι απόγιναν... Μακάρι να είναι τώρα στα σπίτια τους, στις οικογένειες και στις αγάπες τους, στις δουλειές και στο μόχθο τους. Μακάρι... Άναψα τσιγάρο και έφτυσα τον καπνό. «Είναι πενήντα περίπου νοματαίοι», μου είχε πει κάποιος, στην προσπάθειά του να με αποτρέψει από την τρελή μου απόφαση. «Δε θα τα καταφέρεις, πάτερ». Κάπνισα το φαρμάκι, με το μυαλό ναρκωμένο από ένα πένθος που δεν είχα νιώσει ποτέ μέχρι τότε -ούτε
σαν είχε πεθάνει η μάνα μουκαι από μια μυρωδιά που τρύπωνε από τα ρουθούνια μου και σκουλήκιαζε το μυαλό μου, και έμεινα να θάψω τους νεκρούς -που δεν ήταν καν νεκροί «μου»στις αυλές των σπιτιών τους. Δύο μέρες άνοιγα λάκκους στις αυλές -αφράτο, αν και απότιστο, το χώμα, υποχωρούσε αμέσως κάτω από το φτυάρι μουκαι έριχνα μέσα δυο δυο συνήθως τα πτώματα, καμιά φορά και τρία μαζί αν υπήρχε στον μπαξέ ήδη έτοιμο κανένα αυλάκι, το οποίο απλώς διαπλάτυνα. Τους σκέπαζα με το χώμα που είχα βγάλει, έριχνα από πάνω φύλλα και κάτι μαραμένα λουλούδια, κάρφωνα ένα σταυρό που έφτιαχνα από τα κλαδιά των δέντρων και έψαλλα μια σύντομη νεκρώσιμη ακολουθία. Πάλεψα με το θάνατο, τις μύγες, το αίμα και τη βρόμα, δουλεύοντας ασταμάτητα δύο μέρες και μία νύχτα, ούτε να πεινάσω θυμήθηκα, ούτε να διψάσω -τρεις γουλιές σε μια στάμνα που βρήκα μου έφτασαν και μου περίσσεψαν-, τη δεύτερη νύχτα έπεσα και κοιμήθηκα στον μπαξέ όπου έσκαψα τον τελευταίο τάφο, λύγισαν τα πόδια μου, τα μάτια μου έκλεισαν, και έπεσα δίπλα στο φρεσκοσκαμμένο τάφο. Για να μπω ξανά μέσα σε σπίτι, ούτε λόγος... Κοιμήθηκα τόσο βαθιά, που δεν άκουσα τίποτα. Γιατί, αν άκουγα, μπορεί και να γλίτωνα, μπορεί και να προλάβαινα να φύγω μες στη νύχτα. Μπορεί. Πού να ξέρω κι εγώ... Με έπιασαν κυριολεκτικά στον ύπνο. Ξύπνησα από ένα δυνατό πόνο στα πλευρά μου. Κάποιος με χτυπούσε με τον υποκόπανο του όπλου του, ενώ ένας άλλος με κλοτσούσε στα πόδια. Τότε, για πρώτη φορά, με κατέκλυσε ο τρόμος, αυτός που δεν είχα νιώσει όσο έθαβα τους νεκρούς. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, και ένα ρίγος συντάραξε το σώμα μου. Τρόμος... Ο τρόμος που διαλύει το μυαλό, που παγώνει το αίμα, που παραλύει τα μέλη, ο τρόμος που κάνει σκόνη τη λογική και κομματιάζει την ανθρώπινη προσωπικότητα, ο πρωτόγονος τρόμος του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο. Το απόλυτο μαύρο. Με γρονθοκόπησαν και μάτωσαν τη μύτη μου, με κλότσησαν και μούδιασαν τα πόδια μου, μου ξερίζωσαν τα μαλλιά, μου έστριψαν τα δάχτυλα. Δεν αισθάνθηκα πόνο, ο πόνος ήταν ένα αίσθημα ξεχασμένο, κάποτε κάπου θα έπρεπε να είχα πονέσει, αλλά τώρα δεν το θυμόμουν, αυτό που αισθανόμουν ήταν μόνο τρόμος. Σαν ξημέρωσε, με το αίμα να τρέχει αστάματητα από τη μύτη μου, με παρουσίασαν μπροστά στον αξιωματικό τους, ένα λοχαγό. Στεκόταν κάτω από το δέντρο της πλατείας και ήταν νέος, ψηλός και λεπτός, με κατάλευκη επιδερμίδα και μάγουλα σαν μικρού παιδιού, καθόλου δεν έμοιαζε για Τούρκος. Και τώρα που τον φέρνω μπροστά στα μάτια μου, τώρα καταλαβαίνω την ομοιότητά του με τον... Προσπάθησα να σταθώ προσοχή, αλλά με το ζόρι με βαστούσαν τα πόδια μου. Εκτός από τον τρόμο, τώρα και η δίψα ξέσκιζε τα σωθικά μου, τα χέρια μου ήταν δεμένα και δεν είχα καλή ισορροπία, το αίμα μούσκευε το βρομερό πουκάμισο της στολής μου, και η μυρωδιά -που δύο μέρες είχα πει πως την είχα συνηθίσειείχε ξαναγυρίσει πιο βασανιστική από ποτέ. Φώναξαν έναν που ήξερε ελληνικά και έκανε το διερμηνέα. - Ονομάζεσαι; - Ανθυπολοχαγός Μόκιας Αδάμ!
- Είσαι Έλληνας, ή Τούρκος; - Έλληνας. - Ποια είναι η διμοιρία σου; Σε ποιο λόχο ανήκεις; - Σε ποια στρατιά είναι; ·· - Αν δεν απαντήσεις, θα εκτελεστείς. ··· - Πόσοι είστε; - Πού πήγαν οι άλλοι; ··-Έμεινα βουβός και όσο μπορούσα ακίνητος. Στρατιώτες πηγαινοέρχονταν, φωνές από παντού, κάποιοι έβγαζαν πράγματα μέσα από τα σπίτια, από τους στάβλους, από τα κοτέτσια -ποιος μπορεί να λεηλατήσει το θάνατο;-, διαταγές σκόρπιες και «Εκμέκ... εκμέκ...». Στους λίγους μήνες που ήμουν σ’ αυτή την αφιλόξενη χώρα, αυτή τη λέξη την είχα μάθει: «ψωμί». Κι αυτούς τους θέριζε η πείνα... Με χτύπησαν -κι εγώ δε θυμάμαι για πόσοκαι με άφησαν δεμένο, ματωμένο και κομματιασμένο από τους πόνους και τον τρόμο -αχ, εκείνος ο τρόμος... μεγαλύτερος από κάθε κακό...στον πάσσαλο μιας περίφραξης. Θα ’χαν περάσει κάμποσες ώρες, μπορεί και λίγα μόνο λεπτά, όταν κάποιος με σκούντηξε στον ο>μο. Ανοιξα με κόπο τα μάτια μου, κάποιος έσκυβε από πάνω μου, αλλά ο ήλιος ήταν ακριβώς από πίσω του -και ψηλά στον ουρανό, άρα κόντευε μεσημέρι-, οπότε δεν μπορούσα να καταλάβω. - Γκιαούρη, ο λοχαγός θέλει να σου μιλήσει..., είπε με τραχιά ελληνικά. Δούλεψε αργά το μυαλό μου, που θαρρείς κολλούσε από τη δίψα, ο διερμηνέας ήταν αυτός μου μιλούσε. - Ποιος; βρήκα το κουράγιο να ρωτήσω μες στον τρόμο μου. Τραβήχτηκε η «σκιά» από μπροστά μου, τώρα ο ήλιος με τύφλωνε και έκλεισα τα μάτια, κάποιος μου πρόσφερε ένα παγούρι, αυτό το είδα, ήταν μπροστά μου, λίγα εκατοστά από το στόμα μου, σχεδόν μύρισα το νερό. - Ευχαριστώ..., είπα και το άρπαξα. Αισθάνθηκα ένα δροσερό ρυάκι να κυλάει μέσα στο σώμα μου, πρώτα στη γλώσσα, ύστερα στον οισοφάγο, από κει στο στομάχι, στα έντερα... το αίμα μου ξεπήχτωσε, κινήθηκε, τα δάχτυλα των ποδιών μου δροσίστηκαν κι αυτά... φοβήθηκα μη βγει η δροσιά από τα νύχια... μη βγει και χυθεί στα χώματα...
τα χώματα τα ποτισμένα από το αίμα τους και το αίμα μου... μη χυθεί και πάει χαμένη... και μείνω πάλι διψασμένος και τρομαγμένος. - Ευχαριστώ..., μουρμούρισα, ευχαριστώ. Να είσαι καλά, όποιος κι αν είσαι... Η «σκιά» μετακινήθηκε και μου έκρυψε τον ήλιο, δεν ήμουν Διογένης να τον θέλω3, ίσα ίσα που τώρα μπορούσα να ανοίξω καλύτερα τα μάτια μου, και άκουσα να μου λέει κάτι στα τούρκικα. - Ο λοχαγός ρωτάει γιατί έμεινες πίσω, γιατί δεν έφυγες με τους άλλους, είπε ο διερμηνέας. Δε θυμόμουν, δε θυμόμουν ακριβώς. Ζόρισα το κολλημένο μου μυαλό. Γιατί είχα μείνει πίσω; Αυτό έπρεπε να θυμηθώ... Ήρθαν εικόνες από την είσοδό μας στο χωριό, η μικρή πλατεία... να τη, λίγο παραπέρα, την έβλεπα από κει... ο πλάτανος... να τος κι αυτός... τα σπιτάκια... οι μπαξέδες... Σκάλωσε ο νους στην πόρτα ενός σπιτιού, σκάλωσε και δεν έλεγε να πάει παρακάτω. Τι ήταν εκείνο, Θεέ και Κύριε! Τόσοι σφαγμένοι... τόσα γυναικόπαιδα κατακρεουργημένα... Πώς... πώς γίνεται να μένει στο μυαλό ένα μισοσαπισμένο έμβρυο... ένα αγέννητο παιδί που το αρπάξανε από την κοιλιά της μάνας του;... 'Εγειρα στο πλάι και έβγαλα το νερό που μόλις με είχε αναστήσει, πήρα όμως θάρρος και: •· - Έμεινα για να τους θάψω! φώναξα με μια φωνή που έβγαινε από τα βάθη του τρόμου μου, που τον σκέπαζε, τον ξεπερνούσε. Δολοφόνοι! Δολοφόνοι! Μωρά παιδιά σφάξατε! Ούτε τα αγέννητα δε σεβαστήκατε!... Να καίγεστε στις φωτιές της κόλασης αιώνια!... Πες του τα, τι κάθεσαι; Πες του τα! ούρλιαξα στο διερμηνέα, ενώ ένα πηχτό Οάλιο κολλούσε τα χείλη μου, που τα άνοιγα με το ζόρι. Τον είδα να διστάζει λίγο, ύστερα όμως άρχισε να μιλάει. Λέξη δεν καταλάβαινα, βάρβαρη η γλώσσα τους, όπως και οι ίδιοι, μόνο είδα το λοχαγό να σκύβει, να κάθεται σία πόδια του και να φέρνει το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου, εκείνο το καθαρό πρόσωπο, με την απαλή επιδερμίδα, σαν μωρού παιδιού, το πρόσωπό του, τόσο ίδιο με του... Διέκρινα κάτι στα μάτια του... όχι, θυμός δεν ήταν, γι’ αυτό ήμουν σίγουρος... αν δεν ήμασταν ο ένας για τον άλλο ο εχθρός, θα έλεγα Πίος διέκρινα θαυμασμό, πως διέκρινα καμάρι. - Σο-φο-κλής..., συλλάβισε ο Τούρκος, και τα μάτια του -να, μα τον Μεγαλοδύναμο-, τα είδα να δακρύζουν. Εμεινα να τον κοιτάω. Τι ήθελε να πει με αυτό; - Σο-φο-κλέ-ους Α-vn-ftf-vr/..., συλλάβισε πάλι. Ο Εκρέμ εφέντι ήταν ένας μορφωμένος Τούρκος της Κωνσταντινούπολης. Είχε μελετήσει τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και τους τραγωδούς. Με κάμποσες ελληνικές λέξεις και με τη βοήθεια του δύσθυμου διερμηνέα μού έδωσε να καταλάβω ότι είχε συγκινηθεί πολύ από το γεγονός ότι είχα παραμείνει για να θάψω τους νεκρούς. Και αυτό του είχε θυμίαει την Αντιγόνη. -Τρέμω... τρέμει από... συγκίνηση..., είπε ο διερμηνέας.
Είμαι σίγουρος ότι εννοούσε «δέος», φαινόταν στο πρόσωπό του, στα μάτια του, που έκαιγαν, στα χέρια του, που όλο πήγαιναν να με αγγίξουν και όλο τραβιόνταν πίσω. Διέταξε και μου έδωσαν γαλέτα και τσάι, άλλα άρβυλα, όταν είδε ότι τα δικά μου ήταν ξεσκισμένα, περιποιήθηκε ο ίδιος -κάτω από τα αγριεμένα βλέμματα των στρατιωτών του-τις πληγές μου στο πρόσωπο. Γίναμε φίλοι όσο φίλοι μπορούν να γίνουν δυο εχθροί μέσα στον πόλεμο. Στην πραγματικότητα, αυτός έγινε φίλος μου. Πρώτη φορά είδα κάποιον να με θαυμάζει τόσο πολύ, να με σέβεται. Κι ενώ στην αρχή δεν είχα κανένα συναίσθημα γι’ αυτόν -κι ας μου είχε σώσει τη ζωή-, με όλα αυτά που έγιναν τον αγάπησα κι εγώ βαθιά, τον ένιωσα φίλο μου. Όπως δεν ένιωσα ποτέ ξανά κανέναν. Ο Εκρέμ εφέντι αγαπούσε τους αρχαίους Έλληνες, αλλά πολεμούσε τους σύγχρονους, έσφαζε τους αθώους. «Έχουμε διαταγές...» δικαιολογήθηκε όταν του το είπα, «Κι εγώ είχα διαταγές: να φύγω. Αλλά έμεινα...» ήθελα να του πω, αλλά δε μίλαγα. Καταλάβαινα ότι ο διερμηνέας ήταν πολύ θυμωμένος με όλο αυτό που γινόταν, με το ζόρι μετέφραζε, με κοιτούσε με μίσος. Δεν ήθελα να οξύνω τα πράγματα. Φύγαμε προτού νυχτώσει, βιάζονταν να συναντήσουν το τάγμα τους, με σέρνανε μαζί τους αλυσοδεμένο σίγουρα θα με εκτελούσαν, αλλά δεν τους είχε αφήσει ο Εκρέμ, τον άκουσα να μιλάει θυμωμένος στον υπολοχαγό του. Βαδίσαμε πολύ, ούτε θυμάμαι πόσο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες σίγουρα, το ξημέρωμα μπήκαμε σε ένα χωριό. - Γκιούλμπαχτσε4, άκουσα να λένε λίγο προτού φτάσουμε. - Ημέτερο..., μου είπε κάποια στιγμή ο Εκρέμ δείχνοντας το στήθος του. Κατάλαβα ότι ήταν τούρκικο χωριό, έβλεπα και τη χαρά στο πρόσωπό τους, σίγουρα θα έτρωγαν και θα έπιναν εκεί, έβλεπα όμως και την αγωνία τους, ο ελληνικός στρατός είχε προηγηθεί, το τάγμα τους, που θα το συναντούσαν εκεί, δεν είχε φανεί... Δε θέλω να θυμάμαι. Θέλω να ξεχάσω και γα μη θυμάμαι τίποτα. Μπορεί κάποιος, ένας θεός, ένας διάβολος, οποιοσδήποτε, να μου πάρει τις θύμησες αυτές από το μυαλό; Μπορεί να το αφήσει άδειο, για να μη θυμάται και να μην κατακλύζεται από εικόνες; Χρόνια -από τότε το προσπαθώτίποτα δεν κατάφερα. Στιγμές στιγμές ξεχνιέμαι, μια με τα ματάκια ενός παιδιού, μια με το κορμί της γυναίκας μου, μια με τη ρακή. Αλλά ξαναγυρνάει η ανάμνηση απότομα, πιο ωμή και πιο οδυνηρή κάθε φορά, γυρνάει και η μυρωδιά, και τότε χάνομαι, βυθίζομαι. Αυτό είναι μίσος και πόνος μαζί, όποιος το έχει νιώσει θα με καταλάβει. Τώρα ήξερα. Αυτό που ακουγόταν ήξερα τώρα τι ήταν. Ο θάνατος κάνει θόρυβο, η φρίκη κάνει θόρυβο, το έγκλημα κάνει θόρυβο. Αυτό που ακουγόταν ήξερα πως ήταν ο βόμβος από τις μύγες. Ο ίδιος εκείνος σιχαμερός βόμβος.
Και η μυρωδιά. Η ίδια μυρωδιά από το αίμα που ξεραίνεται και σαπίζει. Μόνο που δεν είχε προλάβει να γίνει τόσο έντονη. Την ήξερα όμως, την αναγνώρισα, ήταν εκεί, ήταν το αίμα που σάπιζε, ήταν το αίμα των αθώων που έπηζε και ξεραινόταν ανάμεσα σε δάχτυλα και σε μαλλιά, πάνω σε υφαντά φορέματα και σεντόνια, κάτω από σανίδια και πέτρες. Ηταν πάλι ο θάνατος, και ήταν πάλι γυναίκες και παιδιά. Γκιούλμπαχτσε... Κήπος της φρίκης, όχι κήπος με τριαντάφυλλα. Έπεσαν πάνω μου να με λιντσάρουν, για να εκδικηθούν το θάνατο των συμπατριωτών τους. Εβαλα τα χέρια στο κεφάλι -τι να πρωτοφυλάξεις;και δεχόμουν το μίσος και τον πόνο τους με καρτερία. Τα χτυπήματα ήταν δυνατά και σε όλο μου το σώμα. Αυτό είναι το τέλος..., σκέφτηκα ανάμεσα στις κλοτσιές και στα χτυπήματα με τον υποκόπανο ευχήθηκα να είναι σύντομο. Ο τρόμος είχε δώσει τη θέση του σε μια παράξενη καρτερικότητα. Καλύτερα ο θάνατος, δεν άντεχαν άλλο τα μάτια μου να βλέπουν τα εγκλήματα, τον ανθρώπινο πόνο, το θάνατο. Με έσωσε ο Εκρέμ. Μπήκε μπροστά μου ουρλιάζοντας -πώς είχε κοκκινίσει έτσι το άσπρο του μούτρο, πώς είχαν τιναχτεί οι φλέβες στο λαιμό του...-, μπήκε μπροστά μου και άρχισε να τους διατάζει, να τους σπρώχνει, να τους φωνάζει. Ήταν άγριος, θηρίο σωστό. Κάποιοι έκαναν να αντισταθούν, τους τράβηξαν άλ\οι, φτάνει, είχαν ξεδώσει, υπήρχε και ανώτερος, αυτός αποφάσιζε. Απομακρύνθηκαν φτύνοντας και βρίζοντας. Τώρα ήξερα, ξέραμε: κινδύνευε κι εκείνος όσο κι εγω. Ανοιξα πάλι λάκκους, για ώρες έσκαβα μαζί με κάποιους άλλους, και ύστερα με τράβηξαν στην άκρη, έθαψαν τους νεκρούς τους, και η μοίρα με προφύλαξε, ήμουν μακριά, δεμένος σε ένα φράχτη, δεν είδα τίποτα, μόνο ακαθόριστα σχήματα και χρώματα. Ήμουν καθισμένος στο χώμα, το σώμα μου πονούσε από τα χτυπήματα, τα πόδια μου μελανιασμένα, τα πλευρά μου με εμπόδιζαν να αναπνεύσω κανονικά τόσος πόνος!-, τα δάχτυλά μου πρησμένα από το πολύωρο σκάψιμο, στο πρόσωπο τα αίματα ξεραμένα. Νύχτωσε και έκλεισα τα μάτια, που προσπαθούσα να τα κρατάω ανοιχτά, μην ερχόταν κάποιος και με έτρωγε μπαμπέσικα το ένστικτο της επιβίωσης πιο ισχυρό από οτιδήποτε, λίγες ώρες νωρίτερα παρακαλούσα να με σκοτώσουν... Με έπιανε ένας ύπουλος ύπνος, όταν κάτι πήρε το αφτί μου από δυο στρατιώτες που μίλαγαν λίγο πιο πέρα, κάτι για «Γκιαούρ Ιζμίρ»5 λέγανε. Λύπη με κατέκλυσε, σίγουρα θα πλησιάζαμε στη Σμύρνη, πόσο κοντά ήμασταν δεν ήξερα, αλλά τόσες μέρες που βαδίζαμε... Πόσες; Πάλι δεν ήξερα, είχα χάσει το μέτρημα, τίποτα δε θυμόμουν πια... Το μόνο που ήξερα και δεν ξεχνούσα ήταν πως είχα φύγει από την πατρίδα με όνειρα, να λευτερώσω τις ελληνικές πόλεις των παραλίων και να μπούμε νικητές στην Κωνσταντινούπολη, να χτυπάνε οι καμπάνες στην Αγια-Σοφιά και να λειτουργήσω μπροστά στις μνήμες των αυτοκρατόρων. Βυθίστηκα σε ένα μαύρο ύπνο, μαύρο από το πηχτό σκοτάδι του νου, μαύρο από την έλλειψη ονείρων, μαύρο από την ελπίδα ότι το αύριο που θα ξημέρωνε μπορεί να ήταν καλύτερο από το σήμερα. Με ξύπνησε ο Εκρέμ, αυτός ήταν, με ξύπνησε χαμογελώντας με κόπο. Έκοψε με μια λεπίδα, που άστραψε στο σκοτάδι, τα σκοινιά που με κρατούσαν κολλημένο στο φράχτη, μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω και, πατώντας όσο πιο αθόρυβα μπορούσαμε, χωθήκαμε μέσα σε ένα περιβόλι, όπου
χαμηλά και φουντωτά δεντράκια μάς έκρυψαν ήταν εκατοντάδες καταπράσινες βερικοκιές. Βαδίζαμε σκυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα, και όσο προχωρούσαμε τόσο πιο μακριά ακούγονταν οι λιγοστές ομιλίες αυτών που ξαγρυπνούσαν. Βγήκαμε από το περιβόλι και βρεθήκαμε στο χωμάτινο δρόμο. Τώρα δεν ακούγαμε τίποτα, ησυχία απόλυτη, μόνο οι γρύλοι συνέχιζαν το μονότονο τραγούδι τους. Πηδήξαμε ένα χαντάκι και ξαναβρεθήκαμε ανάμεσα σε δέντρα... όχι δέντρα, αμπέλι ήταν εκείνο, και μάλιστα τεράστιο. Τώρα τρέχαμε, τρέχαμε, πόση ώρα δεν ξέρω, τρέχαμε προς το εσωτερικό και όχι προς τα παράλια, όπως ήταν η πορεία των Τούρκων και του ελληνικού στρατού ίδια ήταν η πορεία. Κάθε τόσο σταματούσαμε να δούμε, να ακούσουμε αν κάποιος μας ακολουθούσε, άλλοτε νομίζαμε πως ναι και τρέχαμε περισσότερο, άλλοτε δεν ακούγαμε τίποτα και στεκόμασταν για λίγο, παίρναμε την ανάσα μας και συνεχίζαμε με όσες δυνάμεις είχαμε. Ξημερώσαμε στους πρόποδες ενός λόφου με χαμηλή βλάστηση, βρήκαμε ένα μέρος που μας φάνηκε καλή κρυψώνα, στριμωχτήκαμε ανάμεσα σε πυκνά πουρνάρια και μείναμε ξέπνοοι και κουρασμένοι. - Ευχαριστώ, είπα στον Εκρέμ χωρίς να τον κοιτάω. Δεν ξέρω τι και αν κατάλαβε, δε μίλησε, μόνο είδα δυο δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του. Δραπέτης. Ημουν δραπέτης, και με είχε βοηθήσει ένας Τούρκος, ένας από τους εχθρούς μου. Κι εκείνος ήταν δραπέτης, και το δικό του κεφάλι τώρα απαιτούσανε, ίσως να το ζητούσαν και από πριν, από τότε που δεν τους άφησε να με λιντσάρουν. Δυο νύχτες περπατούσαμε και δυο μέρες κοιμόμασταν ανάμεσα σε θάμνους και φρύγανα, με κίνδυνο να μας τσιμπήσουν τα φίδια ή να μας κατασπαράξουν τα αγριόσκυλα, που ήταν τρελαμένα κι εκείνα από την πείνα και τα ακούγαμε όλη τη νύχτα να ουρλιάζουν. Συνεννοούμασταν με λιγοστές λέξεις και πολλά νοήματα, ούτε εκείνος γνώριζε την περιοχή, πόσο μάλλον εγώ, πηγαίναμε στα κουτουρού, ο κίνδυνος να πέσουμε πάνω στο λόχο του είχε μάλλον αποκλειστεί, αλλά ακόμα κινδυνεύαμε και κινδυνεύαμε από όλους, από Έλληνες και Τούρκους, από τακτικό στρατό και άτακτο. Ημασταν δραπέτες και κυνηγημένοι, ούτε ξέραμε πού πηγαίναμε, περισσότερο δε γνωρίζαμε τι θα απογίνουμε. Ο Εκρέμ προσπαθούσε κάτι να μου πει, τεράστιο εμπόδιο η γλώσσα ανάμεσά μας, θυμόταν λίγα αρχαία ελληνικά, «Θάλαττα...» μου έλεγε και έδειχνε δυτικά, το ξέραμε και οι δυο μας ότι η θάλασσα ήταν προς τα εκεί, αλλά δεν ξέραμε αν έπρεπε να πάμε, μάλλον δεν ξέραμε ποιος από τους δυο μας θα έπρεπε να προσπαθήσει να πάει προς τα κει... Κι ενώ περιφερόμασταν σαν δυο αγρίμια μέσα στις ερημιές, είδαμε από μακριά ένα καλύβι. «Πάμε» μου έκανε νόημα. - Όχι, του είπα εγώ, γιοκ αυτό το είχα μάθει. Επέμενε, ούτε να χωριστούμε μπορούσαμε ούτε μαζί να είμαστε, τον ακολούθησα. Πλησιάσαμε σιγά σιγά, μήπως και βρίσκαμε κάτι να φάμε, είδαμε στην .αυλή κότες να τσιμπολογάνε, περιφραγμένο με καλάμια ένα μπαξεδάκι, πρασινάδες ως απάνω ψηλά. Ι Ιλησιάσαμε κι άλ\ο, ένας
σκύλος άρχισε να γαβγίζει, αλλά ήταν δεμένος. Περιμέναμε κρυμμένοι, κανείς δε φάνηκε. Είδα κάτι υπέροχες κόκκινες ντομάτες να κρέμονται ανάμεσα στα ανοιχτόχρωμα πράσινα φύλλα και του έκανα νόημα να με ακολουθήσει. «Πήγαινε» μου έκανε αυτός και μου έδειξε το όπλο του, δηλαδή ότι θα με προστάτευε αν... Ο σκύλος κόντευε να σπάσει την αλυσίδα από την προσπάθειά του να μας φτάσει, τα γαβγίσματά του μου έφερναν ανατριχίλα, και κάτι μου έλεγε να φύγω, να μην πλησιάσω, όμως η πείνα θέριζε τα σωθικά μου ούτε και ήξερα πόσες μέρες ήμουν νηστικός. Μπήκα στον μπαξέ τραβώντας απλώς ένα σανίδι από την περίφραξη, σύννεφο τα κουνούπια σηκώθηκαν ανάμεσα από τις ντοματιές, αλλά δε με σταμάτησαν. Άρχισα να κόβω και να ρίχνω τους καρπούς, που μοσχοβολούσαν και μου έφερναν ζάλη, τους έριχνα στο πουκάμισό μου, που το είχα κάνει σαν ντορβά, και κάθε τόσο κοίταζα μια την καλύβα, μια τον Εκρέμ, για να βεβαιωθώ ότι από πουθενά δεν κινδύνευα. Τελείωνα τη «συγκομιδή», όταν το μάτι μου πήρε στην άκρη του μπαξέ, πίσω από το καλύβι, ένα χτιστό φούρνο, που μόλις ξεχώριζε. Στα λίγα δευτερόλεπτα που μου πήρε να καταλάβω τι ήταν εκεί, τι ήταν μέσα στο φούρνο, πέταξα τις ντομάτες κάτω, έκανα μεταβολή φωνάζοντας «Όπλο! Όπλο!» και πρόλαβα να χωθώ πίσω από το καλύβι. Η σφαίρα χτύπησε στον πέτρινο τοίχο, εξοστρακίστηκε και με βρήκε στο δεξί πόδι. Αισθάνθηκα κάψιμο και αμέσως μετά κάτι ζεστό να τρέχει, ο πόνος δεν ήρθε εκείνη την ώρα, είχαμε ραντεβού αργότερα. Είδα τον Εκρέμ να σημαδεύει και να πυροβολεί, άκουσα ένα βογκητό, που ευχήθηκα να μην ήταν του φίλου μου, και σέρνοντας το πόδι μου βγήκα από τον μπαξέ και έπεσα μπρούμυτα στο χώμα. Τ ον άνθρωπο που κρυβόταν στο φούρνο, έναν μικρόσωμο νεαρό -κατά πάσα πιθανότητα λιποτάκτης ήταν, όπως κι εμείς-, τον σκότωσε η σφαίρα του Εκρέμ. Κρυμμένος εκεί μέσα, μάλλον θα φοβήθηκε όταν πλησίασα, πανικοβλήθηκε και πυροβόλησε. Όμως ο στενός χώρος δεν του επέτρεψε να κινηθεί γρήγορα, ήταν εύκολος στόχος για τον Εκρέμ, που τον πέτυχε με την πρώτη. Μου έδεσε το πόδι ψηλά στο μπούτι ο Εκρέμ -η σφαίρα είχε μπει από πίσω και είχε βγει από μπροστά-, πήραμε όσες ντομάτες μπορούσαμε και φύγαμε τρέχοντας προς το δάσος. Οι πυροβολισμοί που είχαν ακουστεί δε θα μας έβγαιναν σε καλό, το αισθανόμασταν αυτό και οι δυο μας. Περάσαμε όλη τη μέρα κρυμμένοι, το αίμα από το πόδι μου είχε σταματήσει να τρέχει, τώρα πονούσα πολύ, αλλά έσφιγγα τα δόντια και δε βογκούσα, δε μιλούσα. - Πάμε, μου είπε ο Εκρέμ σα νύχτωσε. Εσφιξα τα δόντια και σηκώθηκα, ο πόνος ήταν αφόρητος, αλλά περπατούσα, περπατούσα όλη τη νύχτα. Στον ορίζοντα μπροστά μας βλέπαμε ένα βουνό. «Εκεί! Εκεί!» μου έκανε νόημα, δεν ξέρω τι ήταν εκεί, αλλά προς τα εκεί μου έλεγε ότι έπρεπε να πάμε, ποτέ δεν έμαθα αν το θεωρούσε καλή κρυψώνα ή αν εκεί υπήρχε κάποιος που θα μας βοηθούσε. Ο Εκρέμ εφέντι μού στάθηκε σαν αδελφός, σαν δικός μου άνθρωπος. Με φρόντισε, με κουβάλησε στις πλάτες του, με τάισε, με πότισε, με έκρυψε, με έσωσε. Ήμασταν νέοι, όλη η ζωή μπροστά μας, αλλά οι φλόγες του πολέμου έκαψαν τα νιάτα μας, καρβούνιασαν τις καρδιές μας. Θα τον θυμάμαι πάντα, θα τον αγαπώ για πάντα, κι ας μην έχω μιλήσει ποτέ και σε κάνεναν γι’ αυτόν. Βαριά η καρδιά μου από την αγάπη του φίλου μου, βαριά και δεν μπόρεσα να τη σηκώσω, βαριά γιατί δεν μπόρεσα να τον σώσω.
Τριγυρνούσαμε σαν τα αγρίμια, αλλά πια πηγαίναμε αργά, η πληγή στο πόδι μου άρχισε να πρήζεται και να κοκκινίζει, μάτωνε συχνά , δεν είχαμε τίποτα να την περιποιηθούμε, βλέπαμε ότι κακοφόρμιζε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Στη βδομάδα πάνω, άρχισε να με ψήνει ο πυρετός, ρίγη και σύγκρυα τράνταζαν το σώμα μου, το φαΐ ελάχιστο, το νερό δυσεύρετο. «Θα πάω να βρω κάτι να φάμε» μου έκανε νόημα ο Εκρέμ, μέρα ήταν και έκανε φοβερή ζέστη, είχαμε πλησιάσει σε ένα βουνό, αυτό που τις πρώτες μέρες το βλέπαμε γαλάζιο στον ορίζοντα. - Γιοκ! φώναξα. «Σε λίγο φτάνουμε στο βουνό, περίμενε!» ήθελα να του πω, αλλά δεν ήξερα πώς. Κουνούσα τα χέρια μου πέρα δώθε αρνητικά, «Γιοκ, γιοκ!» έλεγα συνέχεια, χαμογέλασε τρυφερά αυτός, αλλά δεν υπάκουσε. Μήπως και τι περίμενα ότι θα συνέβαινε σα φτάναμε στο βουνό; Πώς ήμουν σίγουρος ότι εκεί ήταν η σωτηρία; Ελειψε ώρες, εγώ κάθε τόσο βυθιζόμουν σε έναν εφιαλτικό ύπνο, γεμάτο από ματωμένα όνειρα και έναν υπόκωφο πόνο, που έκανε το σώμα μου σιγά σιγά να μουδιάζει, ύστερα ξυπνούσα -«συνερχόμουν» είναι η σωστή λέξη-, μέχρι που, από τη θέση του ήλιου στον ουρανό στην αρχή και από το φως που άλλαζε αργότερα, κατάλαβα ότι η μέρα τελείωνε και εκείνος δεν είχε φανεί. Νύχτωσε και ακόμα δεν είχε έρθει, τώρα ήμουν σίγουρος ότι κάτι κακό είχε συμβεί και συνειδητοποίησα ότι χωρίς εκείνον ήμουν κι εγώ χαμένος. Η πείνα θέριζε τα σωθικά μου, η πείνα και ο τρόμος, που είχε αρχίσει να εμφανίζεται πάλι τέρας να με κατασπαράξει ολόκληρο. Αποφάσισα να κινήσω να τον βρω, δεν είχα σκοπό να πάω μακριά, εκεί τριγύρω μόνο, γιατί μιιορεί και να γυρνούσε και να μη με έβρισκε, και τότε αυτό θα ήταν το χειρότερο. Ηταν μια νύχτα ασέληνη, το μέρος γεμάτο βάτα, αγκάθια και βράχια, από ένα βράχο έσταζε λίγο νερό, που μας είχε κρατήσει ζωντανούς, κίνησα πατώντας προσεκτικά και σκυφτά, κάθε τόσο η κραυγή ενός πουλιού ή το σύρσιμο μιας χελώνας μού έκοβε το αίμα, έστρεφα το κεφάλι μου προς όλες τις μεριές, μην τύχει και τον δω, μην τύχει και με δούνε. Να, τώρα θα γυρίσω πίσω..., έλεγα συνέχεια και όλο προχωρούσα λίγο ακόμη, μαγνήτης η μοίρα, μπορεί και η προαίσθηση, με τράβαγε προς το άγνωστο, σκούρος ο όγκος του βουνού μπροστά μου, σκούρο το λαγκάδι πίσω μου, σκούρα η νύχτα γύρω μου, σκούρο το μέλλον, η ζωή, η ελπίδα μου. Άκουσα κάτι κραυγές από τη μεριά του βουνού -κουκουβάγια να ταν, ή κάτι άλ\ο;-, πέτρες να κυλάνε, και μετά πάλι ησυχία, τώρα το πόδι μου με έσφαζε στην κυριολεξία και αισθανόμουν τα αίμα να κυλάει στο χώμα. Επιασα το κεφάλι μου, ζεματούσα σαν διάολος, ο πυρετός πάλι με έψηνε, και τώρα ήμουν στο πουθενά, στο απόλυτο άγνωστο. Άκουσα τους πυροβολισμούς. Ένας, δύο, τρεις. Και μετά ησυχία, απόλυτη ησυχία, χειρότερη από πριν. Τότε αισθάνθηκα το θάρρος -το όποιο θάρρος είχα ποτέ...να με εγκαταλείπει, μια ζάλη και ένα μούδιασμα κατέκλυσαν το σώμα μου, αυτό ήταν το τέλος, το κατάλαβα και έπεσα μαλακά στη ξερή γη, τη γη των αρχαίων προγόνων μας, που δε θα ήταν πια δική τους, ούτε και δική μας.
Χέρια με τραβούσαν, αλλά δεν ήμουν σε θέση να αντιδράσω, μαλακό και χωρίς νεύρο το σώμα μου από τον πυρετό, τις κακουχίες και το τραύμα, αφηνόταν σε δυνατά μπράτσα κάποιου και μετά στην πλάτη του, ποιος να ήταν και πού να με πήγαιναν; Γιατί κάπου πηγαίναμε. Αυτό το καταλάβαινα από τον τρόπο με τον οποίο κουνιόμουν ιιάνω (Γι η ν πλάτη του άλλου ποιος ήταν ο άλλος; Ακουγα να μιλάνε τούρκικα... ώστε ήταν ο εχθρός... αλλά άκουγα και μια φωνή, όχι από το σώμα που με κουβαλούσε, από λίγο πιο πέρα, δίπλα σχεδόν, την άκουγα να λέει σε κάποιον... σε ποιον; μήπως σ' εμένα;... «Μη φοβάσαι, θα σας πάρουμε εμείς. Μη φοβάσαι τώρα». Κάποια στιγμή συνήλθα, όχι εντελώς, αλλά θα είχε πέσει ο πυρετός, ίσως η νυχτερινή δροσιά να μου είχε κάνει καλό, συνήλθα και ρώτησα ποιοι ήταν. Σταμάτησε αυτός που με κουβαλούσε και με άφησε κάτω, πάτησα στο γερό μου πόδι και τον κοίταξα στο σκοτάδι, νέος ήταν, σαν εμένα, είχε παχύ μουστάκι και πυκνά μαλλιά. Γύρισα να δω και τον άλλο, εκείνον που μου μίλαγε ελληνικά, ξεφόρτωνε κάποιον από την πλάτη του, τραυματίας κι αυτός, τον είδα καλύτερα, όσο συνήθιζαν τα μάτια τόσο ξεχώριζα... το σχήμα... το μπόι... τα μαλλιά... Ο Εκρέμ! Ο Εκρέμ εφέντι! Ήμουν σίγουρος πως ήταν εκείνος. Πήγα κοντά του, ναι, αυτός ήταν, αναίσθητος και το πουκάμισό του μες στο αίμα αίμα νωπό, μ’ εκείνη τη μυρωδιά... - Εκρέμ φίλε μου! φώναξα και τον αγκάλιασα ίσα που ακουγόταν η αναπνοή του. - Τον βρήκαμε χτυπημένο πριν από καμιά ώρα, μου είπε ο άλλος, εκείνος που μετά έμαθα ότι τον λέγανε Δημητρό. Είχε ακόμα τις αισθήσεις του και μας είπε ότι πιο πίσω ήταν ένας Έλληνας λαβωμένος. Πιστέψαμε πως ήταν ενέδρα, περιμέναμε και... σε είδαμε, ακούσαμε το λαχάνιασμά σου... - Είναι Τούρκος..., ψιθύρισα κλαίγοντας. Τούρκος... και είναι φίλος μου... και μου έσωσε δύο φορές τη ζωή... τη μια τώρα... την άλλη πριν... πριν από μέρες... - Και τούτος είναι Τούρκος, μου είπε ο άντρας και μου έδειξε εκείνον που με κουβαλούσε στην πλάτη του προηγουμένως. Και τούτος είναι φίλος. Πολύ καλός φίλος. Ο καλύτερος! Ο Εκρέμ εφέντι δεν έζησε. Πέθανε από το τραύμα του, μια σφαίρα στο στήθος. «Ληστές», μου είπε ο Δημητρός. «Τον πυροβόλησαν οι ληστές. Είχαμε βγει με τον Μουράτ να πιάσουμε κανένα λαγό, να βρούμε καμιά χελώνα για να φάμε, και ακούσαμε τους πυροβολισμούς. Το βουνό ο φίλος μου το ξέρει καλύτερα και από την παλάμη του. Προσανατολιστήκαμε και, όταν καταλάβαμε πως είχαν φύγει, πήγαμε και βρήκαμε τον τραυματισμένο», και έδειξε τον Εκρέμ. «Φαίνεται πως όταν οι ληστές διαπίστωσαν ότι είχαν χτυπήσει έναν Τούρκο αξιωματικό, τράπηκαν σε φυγή, μην και έρχονταν κι άλλοι ξοπίσω του...» Αυτά μου τα έλεγε την άλλη, την παράλλη μέρα, όταν άρχισα να συνέρχομαι κάπως, χάρη στις περιποιήσεις που μου έκανε η... άλλη, αυτή που πήρα στο λαιμό. μου... η... Αχ, πώς να πω το όνομά της και να μην πέσει φωτιά να με κάψει, πώς να ξεχάσω το βλέμμα της, ίδιο τρελής, όταν με έβλεπα να ξεμακραίνω με τη βάρκα;... Πέθανε ο Εκρέμ, και εγώ κράτησα τη φωτογραφία που είχε πάνω του -φυλαχτό και προσευχή του-, κράτησα τη φωτογραφία της οικογένειάς του και ορκίστηκα κάποτε να την παραδώσω στη μάνα του, στον πατέρα του, σε κάποιον τέλος πάντων, και να τους πω ότι ο γιος τους ήταν ήρωας. Κράτησα τη φωτογραφία και ακόμα εδώ την έχω, τίποτα δεν έκανα για να τους βρω, δεν είχα το κουράγιο. Να όμως που τα φερε έτσι η ζωή -τι σου είναι η ζωή!και δε χρειάζεται να τους ψάξω. Ήρθαν αυτοί σ’ εμένα...
Εκεί στη σπηλιά, εκεί όπου έμεναν οι τέσσερις τους και ένα παιδάκι, ένα μικρό κοριτσάκι, ούτε δύο χρονών, ανίψι του Δημητρού -πάει κι εκείνο, Θεός σχωρέσ’ το... τι να συγχωρέσεις δηλαδή σε ένα μωρό, αλλά, να, έτσι μάθαμε να λέμε-, εκεί λοιπόν, σ’ εκείνη τη σπήλιά, συνάντησα τη... δώο’ μου, Κύριε, τη δύναμη να πω κάποτε το όνομά της... τη... το κορίτσι που μεγάλ(ονε στο σπίτι μας... την ψυχαδελφή μας. Με αναγνώρισε, εκείνη με αναγνώρισε από το σταυρό μου, αυτόν που μας είχε φορέσει η Βασιλική σαν πέθανε η μάνα μας, για να μη χαθούμε ποτέ μεταξύ μας. Αλλά δεν πιάσανε τα τάματα ή οι γητειές -ποιος να ξέρει ποια είναι η αλήθεια...-, δεν πιάσανε, ο Γιαννάκης πέθανε τότε, λίγο καιρό μετά τη μάνα μας, μέρες ή μήνες δε θυμάμαι, αλ\ά δεν έχει σημασία, η Βασιλική μας έφυγε στην ξενιτιά, ο Νικόλας... αχ, σ Νικόλας πάει, τον έφαγε το μαύρο χώμα... και εγώ... εγώ κι αν χάθηκα, γιατί, αν και ζωντανός, είμαι σαν πεθαμένος. Με γνώρισε λοιπόν η... άλλη από το σταυρό, γιατί είχε κι αυτή τον ίδιο, της τον είχε δώσει η Βασιλική «Πάρ’ το εσύ», της είχε πει, σαν να ναι τώρα το θυμάμαι, «οι πεθαμένοι δε χρειάζονται στολίδια». Την ερωτεύτηκα. Δεν ήταν δύσκολο να γίνει, ήταν ένα όμορφο κορίτσι, τρυφερό και αφοσιωμένο. Όταν με συνάντησε, έκανε σαν να είχε βρει το φως του ήλιου, το θεό τον ίδιο. Και εγώ την ερωτεύτηκα, γιατί μετά το θάνατο του φίλου μου -άκου ο μοναδικός μου φίλος να είναι Τούρκος!ήμουν πάλι τελείως μόνος, ήμουν ξένος και χαμένος. Όταν μου είπε ποια ήταν, κρεμάστηκα πάνω της και αφέθηκα στα χέρια της, που με φρόντισαν σαν μάνα και καλύτερα. Την ερωτεύτηκα ή νόμισα ότι την ερωτεύτηκα. Ό,τι είχα νιώσει για τον Εκρέμ, εμπιστοσύνη, ευγνωμοσύνη, φιλία, αγάπη, στο πρόσωπό της έγινε έρωτας έτσι είχα μάθει, με τους άντρες είσαι φίλος, με τις γυναίκες είσαι αγαπητικός, αρραβωνιαστικός, άντρας, αφέντης. Ήμουν παιδί ακόμα, είχα ορκιστεί αγνότητα, δεν είχα πάει ποτέ με γυναίκα μέχρι τότε. Και ούτε θα πήγαινα. Είχα σχέδια, φιλοδοξίες, θα ανέβαινα τα σκαλιά της ιεραρχίας, και δεν ήθελα να βρεθεί κάτι, οτιδήποτε, που να με σταματήσει. Ούτε γυναίκα, ούτε αγάπη. Η αγνότητα ήταν το πρώτο, θα παρέμενα αγνός, αν δεν πήγαινα <πον πόλεμο. Αλλά εκεί, στον πόλεμο, είδα το θάνατο και το φόνο σαν τη μόνη ελπίδα σωτηρίας, είδα τους ανθρώπους να γίνονται σκυλιά, να απαρνιούνται πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια για να σωθούν... Και αμφέβαλα. Είδα και τους αθώους σφαγμένους... τα κομμένα κεφάλια... Και αμφέβαλα. Στον πόλεμο η ψυχή μου λεκιάστηκε από το αίμα, λεκές μεγάλος και ανεξίτηλος. Κατακλύστηκε από τη μυρωδιά, αυτήν που βγαίνει όταν το αίμα σαπίζει... και από το βόμβο που κάνουν οι μύγες πάνω από τα κομμένα κεφάλια... Και λύγισα. Πώς να είσαι αγνός όταν είσαι ήδη λερωμένος; Μέσα στη σπηλιά, με το κορμί της... άλλης -θα μπορέσω ποτέ να πω το όνομά της;-, το κορμί που ήταν αφράτο σαν τσουρέκι και μοσχομύριζε ζωή, νόμισα ότι θα μπορούσα να ξεχάσω, ότι θα μπορούσα να σβήσω τις εικόνες από τα μάτια, τη μυρωδιά από τη μύτη. Αρπάχτηκα απ’ το κορμί και την αγάπη της όπως ο ναυαγός από μια σανίδα. Ζήτησα βοήθεια πάνω της, μέσα της, ξανά και ξανά, αυτό με έκανε να αισθάνομαι ζωντανός, όσο αυτή με αγαπούσε τόσο ζωντάνευα. /Ισως... ίσο:; έτσι να μπορούσα κάποτε να ξεχάσω... Τους καθυστέρησα. Αναβλήθηκε η αναχώρησή τους από τη σπηλιά αρκετές φορές, η πληγή στο πόδι μου δεν έλεγε να κλείσει -όχι μόνο να κλείσει η πληγή, ούτε καν να υποχωρήσει η μόλυνση-, πάλευε ο Μουράτ, ο Τούρκος, με βοτάνια να με γιάνει, αλλά δεν υπήρχε βελτίωση. Πώς να περπατούσα με ένα ποδάρι λειψό; Κάποτε όμως πάρθηκε η απόφαση, «Θα σε κουβαλάω εγώ...» είπε η... άλλη, γέλασα πικρά, πώς
μπορούσε, κορίτσι πράμα, να το κάνει αυτό; Κι όμως, στηριζόμουν πάνω της και περπατούσαμε τις νύχτες, κρυβόμασταν τις μέρες. Καμιά φορά, όταν λύγιζε από την κούραση και την αδυναμία -είχε αρχίσει να κάνει συνέχεια εμετούς, «Δε μου ρθαν τα ρούχα μου...» μου είπε ανήσυχη ένα πρωινό-, με έπιανε ο Μουράτ -τι να ’κανε κι αυτός... κουτσό ήταν το παιδί, τότε το πρόσεξα, τότε που περπατούσαμε μέρες και μέρες™, άλλες φορές με εηαιρ-νε στους ώμους του ο Δημητρός, γενναίο παλικάρι, αλλά εγώ... εγώ δε στάθηκα άξιος... τέλος πάντων, κάμποσες φορές προς το τέλος με κουβάλαγε ο Δημητρός, έχοντας το νου του και στην Ελένη. Πόσο την αγαπούσε την Ελένη! Κι εκείνη όμως το ίδιο. Μόνο εγώ, μόνο εγώ δεν τίμησα την αγάπη... 1 *Αχ, μόνα! Αχ, μόνα!» 2 Λιβάδια. 3 'Οιαν ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης ρωτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο τι χάρη θα ήθελε να του κάνει, του απάντησε: «Μη μου κρύβεις τον ήλιο». 4 Κ ή ι ιός μ» ψιανκίψυλλα. 5 Οι Τούρκοι αποκαλούσαν ι η Σμύρνη «Γκιαούρ Ιζμίρ* (Σμύρνη των Απίστων), ιιι» ιδή ο πληθυσμός της πύλης ήταν κυρίως χριστιανοί και Εβραίοι. Ι α γεγονότα που ουνέβησαν τις μέρες εκείνες στη Θεσσαλονίκη με αφορμή τις κίνητοποιήσεις των καπνεργατοίν έχουν μείνει στην Ιστορία ως «ο Μάης του
'Η6*.
Το τι περάσαμε τότε δε λέγεται. Κούραση, φόβος, πείνα, δίψα. Και η πληγή μου, που όσο πήγαινε και κακοφόρμιζε... Με τα πολλά, φτάσαμε σε ένα βάλτο που απλωνόταν ως τη θάλασσα, ζέστη, κουνούπια και η μυρωδιά των σαπισμένων καλαμιών, μου ερχόταν τρέλα... Μισοκοιμισμένη όλη μέρα η... άλλη, έμεινε μόνη της μέσα στα καλάμια, η δίψα την είχε εξαντλήσει. Από εκεί υποτίθεται ότι θα φεύγαμε, βρέθηκαν οι βάρκες, υπήρχαν, ήταν εκεί και μας περίμεναν, δυο δρασκελιές ήταν η σωτηρία, δυο δρασκελιές και η ελευθερία μας. Δεν άντεξα, δεν άντεξα να περιμένω. Ένα παγωμένο χέρι έσφιξε την καρδιά.μου και τη στράγγισε από αίμα και συναισθήματα. Εκεί που πίστεψα ότι μπορούσα να γλιτώσω, ότι μπορούσα να ζήσω, εκεί ήρθε πάλι ο τρόμος και κατέκλυσε την ύπαρξή μου, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, και ένα ρίγος συντάραξε το σώμα μου. Τρόμος... Ο τρόμος που διαλύει το μυαλό, που παγώνει το αίμα, που παραλύει τα μέλη, ο τρόμος που κάνει σκόνη τη λογική και κομματιάζει την ανθρώπινη προσωπικότητα. Ο πρωτόγονος τρόμος του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο. Έφυγα σαν τρελός και όρμησα προς τα βράχια, να πάω να συναντήσω τη θάλασσα, να βρω τις βάρκες που είχα ακούσει ότι μας περίμεναν. Έφυγα και ανάγκασα και τους άλλους να με ακολουθήσουν, ήταν μέρα ακόμα, απόγιομα, έπρεπε να περιμένουμε να νυχτώσει, έιίρεπε... αχ, βιάστηκα... έπρεπε... δεν άντεξα... Οι φωνές μας και οι κινήσεις μας μάλλον τράβηξαν την προσοχή κάποιων που ήταν εκεί κοντά, κανείς μας δεν τους είχε δει, κρυμμένοι ήταν σίγουρα, και μάλλον για τον ίδιο λόγο, τις βάρκες δηλαδή θα ήθελαν κι εκείνοι λαθρέμποροι ή ληστές, ποιος να ξέρει την αλήθεια... Και, μόλις βρέθηκα μια ανάσα μακριά από τη βάρκα, έγινε το κακό. Όρμησαν σαν τα σκυλιά πάνω μας, πάνω στον Δημητρό δηλαδή, που ήταν ακόμα στην κορυφή και φύλαγε τα κορίτσια, που κατέβαιναν αγκομαχώντας, εγώ είχα ήδη κατέβει -πού την είχα βρει τη δύναμη και την ισορροπία;και ήμουν κάτω, στη θάλασσα. Έφτασε στη θάλασσα και ο Μουράτ, κολύμπησε ως τη σπηλιά και έφερε τις βάρκες. Ήταν οπλισμένος, είχε ένα τουφέκι... μάλλον στη βάρκα θα ήταν κρυμμένο, γιατί μαζί μας όπλα δεν είχαμε... πυροβόλησε μια και αστόχησε, πυροβόλησε δυο και πέτυχε τον έναν, πόσοι ήταν ακριβώς δεν κατάλαβα, όχι πολλοί, δύο ή τρεις... ίσως και τέσσερις... Με όλους τα έβαλε ο Δημητρός τι παλικάρι, αλήθεια! Και εγώ, αντί να μείνω και να βοηθήσω όπως μπορούσα, αντί να προτάξω τα στήθη μου και να βοηθήσω τα κορίτσια, να τα φυγαδεύσω, για να είμαι σίγουρος ότι θα σώζονταν, και μετά να παλέψω με νύχια και με δόντια μαζί με τους άλλους, εγώ... βούτηξα στη θάλασσα, έφτασα στη δεύτερη βάρκα, που την τράβαγε η άλλη, η μπροστινή, σκαρφάλωσα, με το πόδι να μου δίνει χιλιάδες μαχαιριές -ας ήτανε θανατηφόρες, να ψόφαγα τότε, εκείνη τη στιγμή...-, και άρχισα να τραβάω κουπί και να απομακρύνομαι. Πέφτανε τουφεκιές, ακούγονταν γκατι και γκονη από τα κορμιά που πάλευαν, τα κορμιά του Δημητρού και των εχθρών. Αλλά πιο πολύ θυμάμαι τις τσιρίδες των κοριτσιών, «Δημητρόοο. έλα, έλααα!» φώναζε η Ελένη, θυμάμαι τη φωνή του λεβέντη, που τον έβλεπα ματωμένο πάνω (πα μαύρα βράχια, «Φύγετε εσείς! Ελένη, πάριε την άλλη βάρκα και φύγετε!» ούρλιαζε όσο πάλευε με ίον εχθρό. 'Ολα τα θυμάμαι, τίποτα δεν ξέχασα, και πάνω απ' όλα τη φωνή... όχι φωνή... κραυγή... την κραυγή της... άλλης: «Εδώ, Αδάμο! Εδώ! Αδάμοοο!...»
Έφυγα. Τράβηξα κουπί όσο πιο δυνατά μπορούσα και έφυγα. Ευνοϊκός ο αέρας, με οδήγησε γρήγορα, σχεδόν αμέσως, πίσω από τα βράχια, πίσω από τη σπηλιά, και... έφυγα. Είδα το πέλαγος να ανοίγεται μπροστά μου, ούτε ήξερα προς τα πού έπρεπε να πάω, αλλά... έφυγα. Μόνος μου σκοπός να απομακρυνθώ όσο περισσότερο γινόταν από την ακτή, να μη με βλέπουν και να μη βλέπω, να μη βλέπω και να μην ακούω τι γινόταν εκεί. Γι’ αυτό έφυγα. Δραπέτευσα... λιποτάκτησα... έφυγα... Έτσι όμως δραπέτευσα και από τη ζωή, τη ζωή ενός κανονικού ανθρώπου. Πρόδωσα! Λένε ότι ο προδομένος δεν μπορεί να αντέξει αυτό που του έχει συμβεί. Αν ζήσει. Γιατί συνήθως το αποτέλεσμα της προδοσίας είναι ο θάνατος. Δεν πρόδωσα όπως ο Εφιάλτης... ο Ιούδας... ο Σπήλιος Γούσης, όλοι οι άλλοι, οι γνωστοί προδότες. Δεν παρέδωσα τους δικούς μου στον εχθρό. Δεν οδήγησα τον εχθρό σ’ αυτούς. Δεν είχε αντίτιμο η πράξη μου όχι υλικό τουλάχιστον. Μόνο τη ζωή μου κέρδισα με την προδοσία, τη ζωή που τόσο καιρό νόμιζα πως δεν ήθελα. Εγώ πρόδωσα την αγάπη που μου πρόσφεραν όλοι τους απλόχερα, κι ας ήταν ξένοι, κι ας τους έβλεπα πρώτη φορά. Πρόδωσα την εμπιστοσύνη και τη φιλοξενία τους, αφού μου έδωσαν την μπουκιά τους να φάω, τη γουλιά τους να πιω, τον ώμο τους να ακουμπήσω. Πρόδωσα τη γενναιότητα, αφού εκείνοι, οι ξένοι, έκαναν το παν για να με σοχιουν. Πρόδωσα τον έρωτα, γιατί η... άλλη αφέθηκε στα χέρια μου και μου πρόσφερε την καρδιά και το σώμα της χωρίς να ζητήσει τίποτα. Τα πρόδωσα όλα, τους πρόδωσα όλους. Θεό και ανθρώπους. Και έζησα. Δε μετρήθηκα ποτέ μέσα στα θύματα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είμαι επιζών. Αλλά πιο πεθαμένος και από τους πεθαμένους...
ΜΙΑ ΦΑΝΕΡΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Βασιλική Πλησίαζε Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ του ΓΑΜΟΥ τους. Τέτοια γιορτή το κορίτσι από τα βουνά της Πίνδου, προτού έρθει στην Αμερική, ούτε ήξερε πως υπήρχε, ούτε ήξερε πως τη γιόρταζαν τα αντρόγυνα. Εκεί όμως, στη νέα ήπειρο, έμαθε από τον άντρα της να γιορτάζουν την επέτειο του γάμου τους, στην αρχή μόνοι, ρομαντικά και σε υπέροχα μέρη. Αργότερα, όταν απέκτησε έναν κοινωνικό περίγυρο, η Βασιλική έμαθε να τη γιορτάζει και με κοινωνικές εκδηλώσεις. Όπως και να χε όμως, έγινε φανατική της γιορτής και άλλοτε ετοίμαζε κάτι για πολλούς, άλλοτε αφηνόταν σε ό,τι είχε σκεφτεί ο Σωτήρης, άλλοτε του επιφύλασσε η ίδια μια έκπληξη. Γι’ αυτούς τους δυο όμως ο γάμος τους δε γιόρταζε μία φορά τό χρόνο, γιόρταζε κάθε μέρα, και τον γιόρταζαν με εκδηλώσεις της καρδιάς τους, με αγγίγματα και ματιές, με κατανόηση και τρυφερότητα, με νύχτες άλλοτε απαλές σαν μετάξι και άλλοτε καυτές σαν το λίβα της ερήμου.
Η Βασιλική, στα τριάντα περίπου χρόνια που έμεινε παντρεμένη με τον Σωτήρη, κάθε μέρα ξεχωριστά ευχαριστούσε το Θεό που είχε φέρει στο δρόμο της αυτό τον άνθρωπο, αυτή την αγάπη, και ούτε μια σιιγμή δε μετάνιωσε που παντρεύτηκε μαζί του, κι ας έφυγε μακριά από την πατρίδα και τους δικούς της. Αυτό μάλιστα, δηλαδή το ότι έφυγε από το σπίτι και την κηδεμονία του πατέρα της, στην αρχή, στα πρώτα τρία τέσσερα χρόνια του γάμου της, ήταν και μια ανεξάντλητη πηγή χαράς, σταυροκοπιόταν κάθε μέρα και έλεγε μέσα της μπορεί και μεγαλόφωνα: Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ που με απάλλαξες από την παρουσία της Πιπίνας, που με απάλλαξες και από τη σκληρότητα του πατέρα μου. Σιγά σιγά και χωρίς να μειωθεί η αγάπη της για τον άντρα της -το αντίθετο μάλιστα συνέβαινε, όσο ζούσε μαζί του τον αγαπούσε περισσότερο-, με το πέρασμα των χρόνων, όσο αμβλύνονταν οι κακές αναμνήσεις και τράνευαν οι καλές, άρχισε να μεγαλώνει και η νοσταλγία για τα αδέλφια της, η νοσταλγία για την πατρίδα της, με ό,τι σήμαινε η έννοια «πατρίδα»: την κάμαρά της, το σπίτι με τα ξύλινα ταβάνια, τις γιαγιάδές, τα ξαδέλφια, τα βουνά τους, τους χορούς και τα πανηγύρια τους, το χαμόγελο του Ζήση, τα μάτια του πατέρα της, τη σκέψη της Χάιδως τι να είχε απογίνει εκείνο το κορίτσι; τι τύχη μπορεί να είχε; Και με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή σιγά σιγά, άρχισε να διαλύεται η πίκρα που είχε κατακαθίσει στην καρδιά της σαν μολύβι από τη συμπεριφορά του πατέρα της και, κυρίως, από το γεγονός ότι είχε βάλει άλλη γυναίκα στη θέση της μάνας της. Εκεί λοιπόν, στην ίδια θέση όπου άλλοτε ένιωθε το βάρος, δημιουργήθηκε ένα τεράστιο κενό, που μάταια και απεγνωσμένα έψαχνε τρόπους και αρνητικά συναισθήματα να το γεμίσει. Η Βασιλική, μεγαλώνοντας μες στην αγάπη που της πρόσφερε απλόχερα ο Σωτήρης και, κυρίως, πλημμυρισμένη από αυτή την αγάπη και έναν έρωτα θεό παντοδύναμο, άρχισε -διστακτικά σιην αρχή· να συγχωρεί τον πατέρα της και να δικαιολογεί ορισμένες φορές την Πιπίνα. Κι όσο περνούσε ο καιρός και δεν μπορούσε να γίνει μάνα, άρχισε να την καταλαβαίνει και να τη συμπονά. Πώς ήταν δυνα-τον η γυναίκα να αγαπήσει το παιδί, δηλαδή τη Βασιλική, που τη θεωρούσε υπαίτια για το θάνατο της δικής της κόρης, της Μαρούλας; Με την καλή της καρδιά και την απόσταση που τους χώριζε, τους συγχώρησε όλους η Βασιλική και τους έβαλε, έστω και τότε, στη ζωή της σαν θύμησες θετικές. Δεν τους το είπε όμως ποτέ, ούτε το έγραψε, γιατί κάτι, ένα αόρατο, παγωμένο χέρι, της έσφιγγε την καρδιά κάθε φορά που ήθελε να εκφράσει όλα της τα συναισθήματα, ειδικά στον πατέρα της, θαυμασμό για την ομορφιά και τη λεβεντιά του, τρυφερότητα και αγάπη, σεβασμό, καμάρι που ήταν κόρη του, ευγνωμοσύνη γιατί δε στάθηκε εμπόδιο στην ευτυχία της, και να του ζητήσει να την περιμένει να γυρίσει ή να πάει εκείνος κοντά της, να του πει, να του κραυγάσει ότι τον αγαπούσε, ότι τον λάτρευε, και να χωθεί στην αγκαλιά του, κερδίζοντας έτσι είκοσι πέντε χρόνια χαμένης αγάπης. Όλη εκείνη την ανέκφραστη και ανείπωτη αγάπη και αφοσίωση τη διοχέτευσε η κοπέλα στον Τζόνι, το γιο του άντρα της, που τον μεγάλωσε και τον ανάθρεψε σαν δικό της παιδί. Και δε λέμε εδώ ότι διοχέτευσε την αγάπη της και στον άντρα της, γιατί ο έρωτας και η αφοσίωσή της σ’ εκείνον δε σχετίζονταν με καμία έλλειψη, με καμία απουσία. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, έρωτας μοιραίος και ολοκληρωτικός, έρωτας από εκείνους που μπορεί να σε ανεβάσουν στα ουράνια ή να σε ρίξουν στα Τάρταρα. 'Ελαχε να είναι από τους τυχερούς της ζωής η Βασιλική -κάτι της χρωστούσε κι εκείνης ο θεός από τα δύσκολα παιδικά της χρόνια...-, έλαχε να ανήκει σ’ αυτούς τους ανθρώπους, και ο απόλυτος έρωτας την ανέβασε στα ουράνια και ξέχασε να την κατεβάσει από εκεί, μια θέση που η ίδια συνήθισε με μεγάλη
ευκολία, μια θέση που ποτέ δε θέλησε, ποτέ δεν κινδύνευσε να εγκαταλείψει, μια θέση που, αν την έχανε από ευθύνη δική της, του άντρα της ή της μοίρας τους, πολύ θα της στοίχιζε, στην ουσία 0α ήταν και το τέλος της ζωής της. Αυτό σκεφτόταν η Βασιλική καθώς περπατούσε στους μεγάλους δρόμους της πολιτείας, όμορφη και περιποιημένη, μια γυναίκα που ξεχώριζε ανάμεσα στις άλλες, που τίποτα πάνω της δεν ήταν φτιασιδωμένο, μια γυναίκα εκθαμβωτικά όμορφη, που τίποτα δεν είχε κάνει για να διαφέρει από τις άλλες, κι όμως τα κεφάλια γύριζαν στο πέρασμά της με θαυμασμό και απορία, είτε ήταν αντρικά είτε γυναικεία. Θέλεις να ταν η καμαρωτή περπατησιά της, η ίσια πλάτη και το αγέρωχο στήσιμο του κεφαλιού, που κανένας δάσκαλος δεν της τα είχε διδάξει, παρά μόνο η πανέμορφη φύση μέσα στην οποία είχε μεγαλώσει, εκείνη η φύση που της έμαθε να κοιτάει ψηλά για να βλέπει τις κορυφές των βουνών και να περπατάει με ίσια πλάτη γιατί ήταν περήφανη που καταγόταν από εκείνα τα μέρη, που ανήκε ο εκείνη τη φυλή; Θέλεις να ταν η πτράξενή της κόμμωση, που καμία άλλη γυναίκα δεν είχε, εκείνη η πλεγμένη χρυσή κοτσίδα, που έφτανε ως τη μέση της και λίγο παρακάτω και που ακολουθούσε το βάδισμά της, δίνοντας ένα χορευτικό αέρα στην κίνησή της; Μπορεί και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ντυνόταν να προκαλούσε αυτή την εντύπωση. Φορούσε μόνο άσπρα και μπλε φουστάνια, άσπρα το καλοκαίρι -σε ανάμνηση εκείνου του πρώτου άσπρου που είχε δει πάνω στον άντρα της τότε, στην Κλεισούρα, και τον λάτρεψε για πάντακαι σε όλες τις αποχρώσεις του μπλε το χειμώνα σε ανάμνηση της μπλε θάλασσας που της σκλάβωσε την καρδιά όταν την είδε για πρώτη φορά. Δε φόραγε μαύρα η Βασιλική, η πληγή που είχε ανοίξει στην παιδική της καρδιά όταν τη μαυροφόρεσαν για το θάνατο της μάνας της δεν είχε κλείσει ποτέ, και μισούσε αυτό το χρώμα, το απεχθανόταν ακόμη και σιον Σωτήρη γκρίνιαζε «Φτιάξε γκρίζο κουστούμι, όχι μαύρο». Και όχι μόνο είχε, ας το πούμε και έτσι, παραξενιά στα χρώματα. αλ\ά και στα υλικά των ρούχων της δεν έκανε υποχωρήσεις. Φόραγε αποκλειστικά μεταξωτά το καλοκαίρι, μεταξωτά και βελούδα το χειμώνα, δεν ανεχόταν το μαλλί πάνω της, της έφερνε παράξενες αναμνήσεις στο νου, εκείνα τα τραχιά σκεπάσματα με τα οποία τη σκέπαζαν όταν παντρεύτηκε ο πατέρας της την Πιπίνα και τα έφερε προίκα στο δικό της σπίτι, αφού πρώτα μοίρασε στους φτωχούς όλα όσα ήταν προίκα της Αρτέμης. Και μπορεί τα Σκεπάσματα και τα στρωσίδια της μητριάς της να ήταν υφασμένα με τον ίδιο τρόπο και με τα ίδια μαλλιά με τα οποία αιώνες ολόκληρους τα ύφαιναν όλοι οι Βλάχοι ανεξαιρέτως, όμως είχαν γρατσουνίσει ανεπανόρθωτα την παιδική ψυχή και είχαν αφήσει την ευαισθησία εκείνη στο σώμα της κοπέλας. Ήταν άνοιξη και είχε ψυχρά, φόραγε το μπλε βελούδινο της παλτό η Βασιλική, εκείνο που ταίριαζε τόσο με τα μάτια της, φόραγε και ένα γαλάζιο μεταξωτό μαντίλι, τυλιγμένο γύρω από τον ψηλό της λαιμό, και περπατούσε βιαστική έτσι ήταν το βάδισμά της, ποτέ δεν πήγαινε αργά, πάντα σαν να είχε καθυστερήσει πήγαινε, σαν κάποιος να την περίμενε. Και εκείνη τη φορά την περίμενε πράγματι... Πλησίαζε η επέτειος του γάμου τους, ήθελε να αγοράσει ένα δώρο για τον Σωτήρη, έψαχνε πάντα παράξενα και δυσεύρετα πράγματα να του χαρίζει, εκείνος τη στόλιζε με διαμάντια, μαργαριτάρια και γούνες, εκείνη έβρισκε παλιούς χάρτες της Ελλάδας ή των Ηνωμένων Πολιτειών, φιρμάνια ή στρατιωτικές οδηγίες που είχε εκδώσει κάποτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία -ο Σωτήρης λάτρευε την Ιστορία-, αντικείμενα που είχαν φέρει οι πρώτοι άποικοι από τις πατρίδες τους, παλιά ρολόγια και όπλα,
κιάλια και μύλους του καφέ, γκραβούρες και χαρακτικά. Με αυτά τα δώρα της ο Σωτήρης είχε δημιουργήσει εξαίσιες συλλογές, που τις χαιρόταν και τις αγαπούσε, κυρίως επειδή ήταν δείγματα της σπάνιας σχέσης που είχε με τη γυναίκα του -το κορίτσι του, όπως την έλεγε-, που στα μάτια και στην καρδιά του παρέμενε η δεκαεφτάχρονη άβγαλτη χωριατοπούλα, η οποία όμως είχε πάρει τότε την πρωτοβουλία να του μιλήσει και μαζί είχε πάρει στα χέρια της τη ζωή της αλλά και τη δική του, χωρίς να διστάσει ούτε λεπτό, χαράζοντας τη διαδρομή της έτσι όπως αυτή ήθελε. Τα δώρα που έπαιρνε στον Σωτήρη η Βασιλική δεν τα έβρισκε στα μεγάλα εμπορικά καταστήματα, τα έβρισκε σε δρόμους με παλαιοπωλεία στο Ιστ Βίλατζ, μια περιοχή που της άρεσε πολύ να την επισκέπτεται, καμιά φορά τα έβρισκε και σε παζάρια που γίνονταν στο Πάρκο. Τώρα πια ήξερε και πήγαινε κατευθείαν εκεί, στην περιοχή με τα παλαιοπωλεία, είχε εκεί δυο τρία μαγαζιά που τα επισκεπτόταν κάθε τόσο για να δει τι καινούριο «παλιό» είχανε φέρει, έκανε και μια γύρα όμως και πιο πέρα. Της άρεσε να αγγίζει τα παλιά αντικείμενα, τα ένιωθε να τρεμουλιάζουν στα χέρια της, ήξερε πως είχαν κρυμμένη μια ιστορία, κάποια ιστορία, και της φαινόταν ότι ήθελαν να τη διηγηθούν, να την ψιθυρίσουν στο αφτί της. Κι όταν έβρισκε αυτό που ήθελε, το καταλάβαινε αμέσως, κάτι μέσα της χτυπούσε μελωδικά «Αυτό είναι, αυτό είναι», δεν αγόραζε ποτέ τίποτα αν δεν το ερωτευόταν πρώτα, από ένα μεταξωτό σάλι μέχρι μια πορσελάνινη μπάλα για το δέντρο. Η Βασιλική είχε κριτήριο τον έρωτα και στις αγορές της, έπρεπε το αντικείμενο να της κάνει κλικ στην καρδιά για να το φορέσει πάνω της ή στο σπίτι της, πολύ περισσότερο για να το χαρίσει στον άντρα της. Βάδιζε αργά στο δρόμο με τα παλαιοπωλεία, είχε βραδύνει το βήμα της τώρα που είχε φτάσει κοντά στις βιτρίνες και στους εξωτερικούς πάγκους με τα διάφορα ετερόκλητα αντικείμενα, έπιπλα και σερβίτσια τσαγιού, πίνακες και χαλιά, όπλα και ρολόγια, παράσημα και βεντάλιες, βιβλία και μονόκλ, φθαρμένα θεατρικά κουστούμια και σκαλιστά δισκοπότηρα. Αρχισε να παρατηρεί πρώτα τις βιτρίνες της αριστερής πλευράς του δρόμου, πάντα έτσι έκανε, ήξερε ότι συνήθως αυτό που θα έβρισκε θα ήταν στο εσωτερικό του μαγαζιού, αλλά έλεγχε πρώτα τις προθήκες μήπως είχε «παραπέσει» κάτι καλό εκεί. "Υστερα περνούσε απέναντι, έκανε τη βόλτα προς την αντίθεση καίεύθυνση και μετά έμπαινε μέσα, όχι σε όλα τα μαγαζιά, αλλά στα περισσότερα, κρατώντας για τελευταία τα «δικά της», εκείνα στα οποία συνήθως έβρισκε ενδιαφέροντα πράγματα. Τώρα ήταν ήρεμη και ήσυχη, η Θεοδώρα ήταν στο σχολείο και θα περνούσε αργά το μεσημέρι να την πάρει από εκεί, ο Σωτήρης δε θα επέστρεφε παρά το βράδυ, ο Τζόνι δε θα τους επισκεπτόταν νωρίτερα από την Κυριακή, είχαν ήδη γευματίσει μαζί την προηγούμενη μέρα. Αισθανόταν γαλήνια, είχε ψυχρά αλλά λαμπερό ήλιο, στις πόρτες των καταστημάτων οι μαγαζάτορες έπιναν τσάι ή κουβέντιαζαν μεταξύ τους, λιγοστοί οι πελάτες, άντρες κυρίως, περπατούσαν κι εκείνοι χαζεύοντας τα πράγματα που ήταν απλωμένα στους πάγκους. Πρώτα αισθάνθηκε μια παράξενη ζέστη στην πλάτη της, λες και εκείνη την ώρα άναψε ξαφνικά μια μεγάλη μαντεμένια σόμπα ή άλλαξε απόφαση ο ήλιος και, από εκεί που μεσουρανούσε, αποφάσισε να δύσει μια ώρα αρχύτερα, χαμηλώνοντας πάνω στο δικό της κορμί μόνο. Ασυναίσθητα έφερε το χέρι της στην πλάτη, τίποτα, τίποτα από αυτά. Ιδέα μου..., σκέφτηκε και συνέχισε να παρατηρεί τις λεπτομέρειες μιας ασημένιας τσαγέρας, κάτι που σαφώς δεν επρόκειτο να αγοράσει για τον Σωτήρη, αλλά ωστόσο δεν μπορούσε και να μην κοιτάξει ένα τόσο όμορφο και φίνο αντικείμενο. Έκανε μερικά βήματα παρακάτω και σταμάτησε σε έναν πάγκο με βιβλία, χάιδεψε με το γαντοφορεμένο της χέρι -γάντι από γαλάζιο μετάξι με εκρού δαντέλα στο τελείωμα του καρπούτη δερμάτινη ράχη μιας Βίβλου, φυλλομέτρησε τις
κιτρινισμένες σελίδες μιας γερμανικής φυτολογίας, και... κάποιος κοντά της, πίσω και λίγο δεξιά της, ίσως και κάτω από το πεζοδρόμιο, κάποιος... μια ψηλή σιλουέτα, έτσι όπως είδε με την άκρη του ματιού της... κοντοστάθηκε. Αισθάνθηκε το ίδιο κάψιμο στην πλάτη, τώρα κρατήθηκε και δεν έκανε καμία κίνηση να ψάξει και πάλι στην πλάτη της, έμεινε με το χέρι μετέωρο ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου, το χαρτί μύριζε κλεισούρα και κάτι άλλο δεν της ερχόταν τι. Σαχλαμάρες..., σκέφτηκε, τι φλόγες και αηδίες... Έκλεισε το βιβλίο και προχώρησε, τα μάτια της στραμμένα προς τη βιτρίνα του καταστήματος, πολλά και διαφορετικά αντικείμενα, τίποτα δεν είδε ξεκάθαρα, έναν ανακατωμένο σωρό μόνο είδε*, γιατί μέσα στο κάπως βρόμικο τζάμι αντίκρισε μια ψηλή αντρική σιλουέτα λίγο πιο πέρα, ψηλή και λεπτή, με την πλάτη λίγο κυρτωμένη. Τράβηξε τα μάτια της γρήγορα από το τζάμι, τέτοια ξαφνική ταραχή και τόση ζέστη στα καλά του καθουμένου... τράβηξε τα μάτια της και έκανε δυο βήματα... δεν ακουγόταν τίποτα... θαρρείς και δε χτυπούσαν τα τακούνια της στο πλακόστρωτο... κανένας ήχος... νόμισε πως άκουγε μια ανάσα... - Για όνομα του Θεού..., ψιθύρισε. Της ήρθε να κάνει το σταυρό της, αλλά δε φοβόταν παράξενα πράγματα... - Καλημέρα, άκουσε τη φωνή ωραία φωνή, ζεστή, και με κάτι σαν χαμόγελο μέσα της. Σκάλωσε το βήμα της σ’ εκείνη την τελευταία κίνηση και έμεινε με το ένα πόδι σχεδόν να μην πατάει καν στο πεζοδρόμιο. Σ’ αυτήν απευθυνόταν ο χαιρετισμός, ή σε κάποιον από τα γύρω καταστήματα; Τα ’χάσε η γυναίκα, πρώτη φορά αισθάνθηκε τόσο μπερδεμένη. Τι έπρεπε να κάνει τώρα; Να γυρίσει και να τον δει, ή να κάνει πως δεν είχε ακούσει και να συνεχίσει; - Καλημέρα. Με θυμάστε; άκουσε πάλι τη φωνή, και αυτή τη φορά αναγκάστηκε να γυρίσει το κεφάλι. Είδε έναν άντρα νέο -το είδωλό του το είχε δει προηγουμένως μέσα στη βιτρίνα-, έναν άντρα με ωραία, άσπρη επιδερμίδα, μεγάλα σκούρα μάτια που καίγανε σαν κάρβουνα -από αυτά ήταν η ζέστη που είχε αισθανθεί; αναρωτήθηκε αμέσως-, ψηλό, με πυκνά γκρίζα μαλλιά και με μύτη λίγο γαμψή αλλά ταιριαστή με το όμορφο πρόσωπό του. Κάπου τον ήξερε, κάτι της θύμιζε αυτή η βελούδινη επιδερμίδα, τόσο καθαρή και τόσο λαμπερή... και η φωνή κάτι της θύμιζε... μάλλον κάτι της προκαλούσε που το είχε αισθανθεί κι άλλη φορά... ίσως... δεν ήταν γνωστός της, δεν ήταν όμως και άγνωστος... Χαμογέλασε εκείνος, και πρόσεξε τα χείλη του, ωραίο στόμα, με καλοσχηματισμένα χείλη, φιλήδονα. Μη χειρότερα! σκέφτηκε και με κόπο συγκρατήθηκε πάλι και δε σταυροκοπήθηκε. - Τι κάνει η μικρή; τον άκουσε να τη ρωτάει και είδε το χέρι του προτεταμένο σε χειραψία. Ξέρετε... τότε δεν προλάβαμε να συστηθούμε..., της χαμογέλασε πάλι ζεστά. Τώρα αισθάνθηκε και τα μάγουλά της να πετάνε φλόγες, καθώς συνειδητοποιούσε και θυμόταν ότι ήταν ο άντρας που είχε μαζέψει από κάτω την κορδέλα της θεοδώρας... τότε... λίγο πριν από τα περασμένα Χριστούγεννα... τότε που έπεσε ο πολυέλαιος... η απλίκα του τοίχου στην πραγματικότητα... τότε που εκείνη πήρε άρον άρον τη θεοδοίρα και εξαφανίστηκαν -ούτε τα δώρα δεν περίμενε να τους τυλίξουν-, λες και την κυνηγούσε κάποιος το πεπρωμένο της;
Ο άντρας μίλησε με σωστά αγγλικά, χωρίς λάθη, αλλά με προφορά που πρόδιδε ότι δε βρισκόταν πολλά χρόνια σ’ εκείνη τη χώρα. Η Βασιλική, που μιλούσε περίπου έτσι, ίσως με λίγο καλύτερη προφορά -το «σχολείο» του Τζόνι τής είχε μάθει σωστά τη γλώσσα-, έσπασε το μυαλό της να σκεφτεί από πού να ταν αυτός ο ξένος. - Δημητρός Μίκρογλου, συστήθηκε με τη βαθιά του φωνή. Χαίρομαι που σας συναντώ πάλι... - Ελληνας; αναπήδησε με μια παράξενη χαρά η Βασιλική. Είστε Έλληνας, κύριε... κύριε..,; - Μίκρογλου. Δημητρός Μίκρογλου. Μάλιστα,'Ελληνας, επιβεβαίωσε με ένα πλατύ χαμόγελο. Μη μου πείτε ότι... - Κι εγώ, κι εγώ είμαι Ελληνίδα! είπε στα ελληνικά ενθουσιασμένη η Βασιλική, όπως κάθε φορά που συναντούσε ένα συμπατριώτη της. Αμέσως όμως σοβαρεύτηκε κάπως, δε χρειαζόταν να δείχνει τόση χαρά που είχε συναντήσει έναν άγνωστο, έστω και Ελληνα. Αλήθεια, πώς την είχε αναγνωρίσει, αφού προχωρούσε πίσω της; Πόση ώρα ήταν κοντά της και δεν τον είχε αντιληφθεί; Μαζί είχανε μπει σ’ εκείνο το δρόμο, ή συναντήθηκαν εκεί; - Βασιλική Αδάμου, άπλωσε το χέρι της, αφού πρώτα έβγαλε το βελούδινο γάντι, και είδε μέσα στα κάρβουνα... εεε... στα μάτια του... να ανάβει μια σπίθα χαράς ίσως, μακάρι και θαυμασμού. Τι ανόητες σκέψεις! μάλωσε τον εαυτό της. Ο άνθρωπος χαμογέλασε γιατί είναι ευγενικός..., αυτοσυνετίστηκε. Και αυτή; Αυτή γιατί χάρηκε τόσο; Πάντα χαίρομαι όταν είναι κάποιος από την Ελλάδα, απάντησε στο δικό της «κατηγορώ». Όχι όμως, όχι... τώρα χαιρόταν αλλιώς, χρόνια είχε... Ανοησίες! μάλωσε ξανά τον εαυτό της και προσπάθησε να συμμαζέψει το χαμόγελο που απλωνόταν σε όλο της το πρόσωπο. Άτακτο και παιχνιδιάρικο, εκείνο την υπάκουσε για μια στιγμή, ύστερα πήρε πάλι θέση θριαμβευτικά πάνω στο όμορφο της στόμα. Ο άντρας είπε ότι χάρηκε πολύ, δε φανταζόταν ότι θα ήταν Ελληνίδα, θα έλεγε... Γερμανίδα ίσως... μπορεί και... ήταν και η Θεοδώρα -έτσι δεν τη λέγανε τη μικρή της βαφτισιμιά;-, που ήταν... είναι μελαχρινή... μεγάλο μπέρδεμα δηλαδή. - Είναι μιγάδα, τον διευκόλυνε η Βασιλική είχε αποφασίσει να μάθει στη μικρή να μην ντρέπεται για την καταγωγή της, και το δηλώνανε παντού, εδώ όμως, τώρα, δεν υπήρχε και ιδιαίτερος λόγος. Είπε εκείνος ότι δεν το είχε φανταστεί και δε διευκρίνισε τι ήταν εκείνο που δεν είχε φανταστεί... τέλος πάντων, χάρηκε πολύ. - Ιδιο χρώμα με τα μάτια σας, είπε δείχνοντας με το βλέμμα του το γάντι που ήταν σφιγμένο μέσα στην ιδρωμένη της χούφτα, και την έκανε πάλι να χαμογελάσει που δεν έπρεπε να το κάνει. Μείναν για λίγο αμήχανοι στην άκρη του δρόμου, εκείνη πάνω στο πεζοδρόμιο, εκείνος κάτω, το μπόι του ενός ίσο με του άλλου, τα μάτια τους σε μια ευθεία, έπρεπε τώρα να πούνε «Γεια» και ο καθένας να συνεχίσει τη δουλειά του. Πήγε να το πει η Βασιλική, αλλά κάτι τη σταμάτησε, ο άλλος έδειχνε ότι δεν το είχε σκεφτεί καν και συνέχιζε να την κοιτάει χαμογελώντας, έψαχνε να βρει τι να της πει για να την κρατήσει για λίγο κοντά του, όχι, δε θα την έχανε πάλι, ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε συναντήσει ποτέ, τη θυμόταν
συνέχεια από τότε. Έξι μήνες τη θυμόταν συνέχεια, είτε τη μέρα είτε τη νύχτα σαν έπεφτε να κοιμηθεί, όχι συνέχεια βέβαια, αλλά, να, του ερχόταν σαν αστραπή η μορφή της, ένα παράξενο πράγμα, σαν μια οπτασία τη θυμόταν, μια γυναίκα εκτυφλωτική, αλλά από ένα εσωτερικό φως, μια γυναίκα που μπορεί να μην ήταν και στην πρώτη νιότη της αλλά σκόρπιζε γύρω της μια παράξενη γοητεία, έναν αλλιώτικο αέρα - αξιοπρέπειας... περηφάνιας... μπορεί και ερωτισμού... Ερχόταν αυτή η αστραπιαία εικόνα στα μάτια του, όχι, όχι μόνο εικόνα, ερχόταν μαζί και όλη η αίσθηση που περιέγραψε παραπάνω, ερχόταν και αμέσως έφευγε. Και έμενε στη θέση της ένα κενό. Ένα ανεξήγητο κενό. - Από πού είστε; τη ρώτησε αμέσως μόλις αποφάσισε ότι δε θα την άφηνε να του φύγει, γιατί δεύτερη φορά να τη συναντήσει τυχαία στη Νέα Υόρκη ήταν μια μεγάλη εύνοια της τύχης, δεν μπορούσε να την κλοτσήσει και να προσπεράσει, κι ας μην ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που ονόμαζε «τύχη» και πώς είχε σκοπό να τη διαχειριστεί. - Από... την Ελλάδα, φυσικά..., απάντησε πραγματικά αμήχανη η Βασιλική και, βλέποντας ότι εκείνος ετοιμάστηκε να ζητήσει διευκρίνιση, συμπλήρωσε: Από τη Μακεδονία, από την Κλεισούρα. Την ξέρετε; - Όχι... όχι..., είπε ο άντρας με ύφος απολογητικό. Όχι... μα... πάλι... σαν να το έχω ξανακούσει αυτό το όνομα... Ξέρετε, εγώ... εγώ ήρθα... πήγα στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία... Δεν έζησα και πολύ εκεί, περίπου δέκα χρόνια, δεν πρόλαβα... δεν πρόλαβα να μάθω την... την πατρίδα μου... φτώχεια, βλέπετε... πού καιρός για ταξίδια... Όμως γιατί δεν πάμε να πιούμε ένα τσάι και να τα πούμε; Έχω καιρό να δω κάποιον από την... πατρίδα. Έτσι η Βασιλική γνώρισε τον Δημητρό Μίκρογλου -που εμείς ξέρουμε πολύ καλά ποιος ήταν-, Ελληνα από τη Μικρά Ασία, που εγκαταστάθηκε μετά το ’22 στη Θεσσαλονίκη, δούλεψε σκληρά, παντρεύτηκε και ύστερα από λίγα χρόνια, μαζί με τη γυναίκα του, έφυγε και πήγε στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη συγκεκριμένα. Αυτή ήταν η... φανερή του ιστορία.
ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΕΙΟ «Ο ΕΡΩΤΑΣ» Οκάν Ηταν ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΣ με τη Μαρία ο Δημητρός -ο Οκάν της Ιλαρίας και της Νενέ-, δύο χρόνια που πολλοί θα τα χαρακτήριζαν ευτυχισμένα -μεταξύ αυτών και η γυναίκα του, όπως και ο πατέρας της, ο χερ Γκερτ-, ο ίδιος όμως ένιωθε ότι βρισκόταν σε ένα βαθύ πηγάδι, που μπορεί να είχε μέσα δροσερό και καθαρό νερό, όμως από εκεί δεν έβλεπε τον ουρανό παρά μόνο σαν ένα φωτεινό κύκλο, πολλά μέτρα πιο ψηλά από τον ίδιο, και δε θα μπορούσε ποτέ να τον φτάσει και να τον αγγίξει, όπως αισθανόταν όταν άγγιζε τη Λάρα, τον έρωτα των εφηβικών του χρόνων, που συνέχιζε να την αγαπάει με προσήλωση, ίσως και με κάποια εμμονή. Ενα χρόνο μετά το γάμο του με τη Μαρία -την κόρη του διευθυντή του στο μεγάλο εργοστάσιο επεξεργασίας καπνού-, μετακόμισαν στο δικό τους σπίτι, αυτό που ετοίμαζε με τόση χαρά η Μαρία, αυτό που βρισκόταν σε μια κεντρική και πλούσια περιοχή της Θεσσαλονίκης, κοντά στο εργοστάσιο,
δυο βήματα από τη θάλασσα. Το σπίτι διακοσμήθηκε και επιπλώθηκε με ό,τι πιο ακριβό, «Δεν υπάρχει λόγος...» έλεγε ο Δημητρός στη γυναίκα του, εκείνη όμως του έδινε ένα φιλί στο μάγουλο χαρούμενη και του έλεγε «Μα αφού, αγάπη μου, ο μπαμπάς λέει να παίρνω ό,τι θέλω...», δεν του άρεσε αυτό που συνέβαινε του Οκάν-Δημητρού, ο πεθερός είχε τον πρώτο λόγο παντού, στη δουλειά, στο σπίτι τους, στα έξοδα που κάνανε, δεν του άρεσε και δεν το ανεχόταν, όμως ένιωθε τόσο μεγάλες τύψεις απέναντι στη Μαρία που συνέχιζε να είναι ερωτευμένος με τη Λάρα και να την ονειρεύεται την ώρα που έκανε έρωτα με τη γυναίκα του, ώστε υποχωρούσε. Ας χαίρεται τουλάχιστον με αυτά..., σκεφτόταν. Οταν το σπίτι ετοιμάστηκε και άρχισε η σταδιακή τους αποχώρηση από το πατρικό της οικογένειας Ζότερ, η Αμαλία, η μητέρα της Μαρίας και «πολυαγαπημένη» σύζυγος του χερ Γκερτ, άρχισε να εμφανίζει τα πρώτα σημάδια μελαγχολίας, που θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς και σημάδια τρέλας. Σταμάτησε να τρώει και αδυνάτισε γρήγορα και επικίνδυνα, σταμάτησε να κοιμάται τα βράδια και τριγυρνούσε σαν φάντασμα όλη τη νύχτα μέσα στο «άδειο» πια σπίτι, άρχισε να παίρνει διάφορα υπνωτικά και έπεφτε σε ένα βαθύ λήθαργο στη διάρκεια της μέρας και καμιά φορά, όταν και τα χάπια δεν κάνανε τίποτα, έ.ιινε απανωτά κονιάκ μέχρι που να την πάρει ο ύπνος στο σαλόνι σωστό ψυχολογικό ράκος από την αποχώρηση του παιδιού της από το σπίτι τους. Η Μαρία ανησυχούσε πολύ για την κατάσταση της μητέρας της. «Μαμά μου...» προσπαθούσε να τη συνεφέρει, «είμαι πολύ ευτυχισμένη με τον Δημητρό, δε θέλω να στενοχωριέσαι. Μήπως δεν περνάω καθημερινά να σε βλέπω;» Παράδερνε μισομεθυσμένη από τις τύψεις τώρα η Αμαλία, πώς να έλεγε στο παιδί της το ίδιο, που το αγαπούσε και το λάτρευε -μάρτυς της ο θεός-, ότι η στενοχώρια της δεν ήταν για το ότι έφυγε από το σπίτι η κόρη της αλλά ο γαμπρός της; Ο Δημητρός, που τώρα πια σπάνια πατούσε το πόδι του στο σπίτι των πεθερικών -και πάντα με τη γυναίκα του-, δεν μπορούσε, δεν ήθελε να αντικρίζει το βλέμμα της Αμαλίας, κάτι τον έκανε να νιώθει αμήχανα, πίστευε ότι με τον τρόπο της τον κατηγορούσε συνέχεια που αυτός, ένας φτωχός μετανάστης, είχε πάρει για γυναίκα του την πριγκιπέσα της. Η δε Αμαλία έλιωνε από το μαράζι που έχασε από τα μάτια της ό,τί είχε λατρέψει περισσότερο στη ζωή της, δηλαδή τον Δημητρό, που τον ερωτεύτηκε παράφορα και απεγνωσμένα. Βούλιαζε ψυχολογικά από τις ενοχές της, από τη μια να αγαπάει σαν τρελή το γαμπρό της και από την άλλη να θεωρεί τον εαυτό της υπεύθυνο που ο Θεός δε χάριζε ένα παιδάκι στην κόρη της. Το παιδάκι αυτό δεν ερχόταν και έκανε τη Μαρία να ανησυχεί και να φοβάται ότι μπορεί να έχανε τον αγαπημένο της σύζυγο αν αποδεικνυόταν ότι η ίδια είχε κάποιο πρόβλημα και δεν μπορούσε να μείνει έγκυος. Ύστερα από αλλεπάλληλες επισκέψεις στους καλύτερους γιατρούς, και αφού δε διαγνώστηκε κανένα πρόβλημα και όλοι ανεξαιρέτως είπαν στην κοπέλα να ηρεμήσει και θα έμενε σύντομα έγκυος, η Μαρία άρχισε να επισκέπτεται χειροπράκτες, πρακτικούς γιατρούς, μαμές, μέχρι και καφετζούδες και μάγισσες. Αυτές οι τελευταίες διέγνωσαν... μάγια, όπως ήταν άλλωστε φυσικό. «Φύγε μακριά», της συνέστησε κάποια, «φύγε, να μη σε πιάνουν τα μάγια». Πού να έφευγε και πού να πήγαινε; Κι όσο περνούσε ο καιρός και δεν έμενε έγκυος, τόσο άρχισε να αλλάζει συμπεριφορά Kat να ζηλεύει παράφορα τον άντρα της, πιστεύοντας ακράδαντα ότι όπου να ναι θα τη χώριζε, θα παντρευόταν κάποια άλλη και θα γέμιζε το σπίτι -ένα οποιοδήποτε σπίτιμε παιδιά. Επιπλέον, έπαψε να ενδιαφέρεται για τη μητέρα της, που έμεινε πια στο έλεος του σκληρού χερ Γκερτ, δηλαδή έμεινε στην πλήρη αδιαφορία για την κατάσταση της κόρης της και κρεμάστηκε στον άντρα της. Και η Μαρία κρεμάστηκε από την αγάπη της για την Ελπίδα, τη μικρή τους βαφτισιμιά, ένα παιδάκι χάρμα οφθαλμών, πανέξυπνο και γλυκύτατο, που τους αγαπούσε με όλη του την αθώα καρδούλα, όχι επειδή της έφερναν πάντα δώρα αλλά επειδή έτσι ήταν γεννημένη 1 για να αγαπάει όλο τον κόσμο από μωρό παιδί...
Εκείνη την εποχή τα σύννεφα του πολέμου συγκεντρώνονταν πάνω από την Ευρώπη, ο φασισμός, μαύρο αρπακτικό γεράκι, άνοιγε τις φτερούγες του και βίγλιζε τα υποψήφια θύματα, έφταναν τα νέα και στην Ελλάδα, όμως εκεί είχαν άλλα προβλήματα, ο κόσμος ήταν φτωχός, είχε να εξασφαλίσει το σήμερα, ούτε καν το αύριο, τι στο διάτανο θα τους έκανε αυτούς ο Γερμανός; Όσο μακρινό κι αν φαινόταν αυτό, ο Δημητρός και ο πεθερός του έκαναν μεγάλες συζητήσεις στο γραφείο, τα πράγματα ήταν άσχημα, ο χερ Γκερτ αγωνιούσε για την πορεία του εργοστασίου και του εμπορίου, οι δουλειές είχαν δυσκολέψει, από την Ευρώπη δε γίνονταν πια τόσο μακροσκελείς παραγγελίες, αργούσαν και να πληρώσουν, στένευαν τα περιθώρια, τα κέρδη είχαν αρχίσει να ελαχιστοποιούνται. Ο Δημητρός πρόσφατα είχε αρχίσει κάποιες επαφές με τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα μπορούσαν να κάνουν εξαγωγές εκεί, φυσικά υπήρχαν και εκεί καπνά, αλλά την ποικιλία που επεξεργάζονταν αυτοί δεν την καλλιεργούσαν πουθενά αλλού στον κόσμο, όχι ακόμα πάντως, θα ήταν μια καλή κίνηση, αφού φαινόταν ότι η Ευρώπη θα περνούσε μια πενταετία, ίσως και μια δεκαετία, δύσκολη. - Να πας εκεί, πρότεινε μια μέρα ο χερ Γκερτ στο γαμπρό του. Να πας εκεί και να κάνεις τις συζητήσεις από κοντά. Με τους τηλέγραφους και τις επιστολές θα αργήσει το πράγμα. Αποφάσισε ο Δημητρός να πάει, είχε δίκιο ο πεθερός του, έπρεπε να δραστηριοποιηθούν, έρχονταν δύσκολα χρόνια. - Θα πήγαινα εγω..., χαμογέλασε κάτω από τα άσπρα του μουστάκια ο χερ Γκερτ και του ’κλείσε πονηρά το μάτι, αλ\ά είναι αυτή η μικρή... ξέρεις... πού να την αφήσω μόνη της, θα μου τη φάει ο κακός ο λύκος! και γέλασε με το βροντώδες γέλιο του, ένα γέλιο που.φανέρωνε όιι μόνο τον εαυτό του υπολόγιζε. Έκανε πως γελάει και ο Δημητρός, ήξερε καλά τι κουμάσι ήταν ο πεθερός του, άσχετα αν σ’ αυτόν είχε φερθεί άψογα μέχρι τότε. Και τη μικρή την ήξερε, ένα τσουλάκι που κατέφθανε κάθε μεσημέρι στο εργοστάσιο, κλεινόταν στο γραφείο με τον πεθερό και γινόταν μέσα χαμός ούτε τα προσχήματα δεν κρατούσε ο προστυχόγερος. Μετά έβγαινε η κοπέλα, έριχνε λάγνες ματιές προς το μέρος του Δημητρού, που ούτε το κεφάλι του δε σήκωνε να τη δει, μόνρ το μάτσο με τα κατοστάρικα έβλεπε, που τα έχωνε βιαστικά στο πληθωρικό της στήθος ή στη καινούρια λουστρινένια τσάντα της, και ύστερα έβλεπε τη Ροδούλα να μπαίνει σέρνοντας τα ποδάρια της, τη Ροδούλα που του είχαν σφυρίξει όλοι ότι παλιά ήταν γκόμενα του πεθερού και ακόμα τον καψουρευόταν αρρωστημένα. Εμπαινε η Ροδούλα λοιπόν και συμμάζευε τον καναπέ, καμιά φορά και το γραφείο, μάζευε τα σκισμένα εσώρουχα από το πάτωμα, έπιανε το αφτί του Δημητρού και καμιά κουβέντα που λέγανε, γιατί η πόρτα έμενε συνήθως ανοιχτή, «Πάλι...;», «Άλλη...», «Σαν θεό μου...», «Θα φαρμακωθώ...» και κάτι τέτοια, άκουγε, αντί άλλης απάντησης, το γέλιο του χερ Γκερτ σκληρό, και καμιά φορά -σπάνια πια, γιατί η μικρή δεν του απομυζούσε μόνο λεφτά, του απομυζούσε και τις λίγες ορμόνες που του είχαν απομείνει από μια ρέμπελη ζωή εβδομήντα χρόνωνάκουγε πάλι βογκητά και λαχανιάσματα «Σαν το τσιμπούκι της Ροδούλας... καμία!» του είχε υπερηφανευτεί επανειλημμένα ο χερ Γκερτ. - Θα πάω εγώ, αποφάσισε γρήγορα ο Δημητρός. Θα πάρω και τη Μαρία, ένα τέτοιο ταξίδι θα της κάνει καλό... Πέταξε ως τον ουρανό η κοπέλα, «Αμερική!» ξεφώνισε ευτυχισμένη, αλλά και με την προτροπή της
μάγισσας στο πίσω μέρος του μΟαλού της «Φύγε, να μη σε πιάνουν τα μάγια». Διπλό το καλό λοιπόν και, ξεχνωντας στο άψε σβήσε τη μικρή της βαφτισιμιά, για την οποία κάθε τόσο δήλωνε «Αν μου στερήσουν αυτό το παιδί, θα πεθάνω», άρχισε να ράβει μια ολόκληρη καινούρια γκαρνταρόμπα. Πνίγηκε στο κονιάκ και στα δάκρυα η Αμαλία, απορροφημένος από τις γκομενοδουλειές και τις αναδουλειές ο πεθερός, τους πίεζε να φύγουν μια ώρα αρχύτερα. Τους συνόδευσε το ζεύγος Ζότερ ως τον Πειραιά, σε ένα μαρτυρικό ταξίδι με το τρένο, κατά τη διάρκεια του οποίου η Αμαλία έκλαιγε συνέχεια και στο τέλος -επειδή δεν μπορούσε να πιει μπροστά τουςάρχισε να επιτίθεται λεκτικά και με χειρονομίες εναντίον του άντρα της, εκείνου που είχε επιτρέψει σ’ αυτό τον άχρηστο πρόσφυγα να πάρει τη μοναχοκόρη τους τόσο μακριά, να βρίζει και να τον χτυπάει «Δε με νοιάζει για τις γκόμενές σου, μόνο αυτή να μη φύγει!». Είδαν κι έπαθαν να την ησυχάσουν, και η Μαρία παρακάλεσε τον πατέρα της να είναι κοντά στη μαμά της, αφού πρώτα της υποσχέθηκε ότι θα γύριζαν σύντομα. Το ζευγάρι μπήκε στο πλοίο και απόπλευσε με ανακούφιση λίγες μέρες μετά, ίσως άρχιζε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή τους, θα έλειπαν τουλάχιστον έξι με οχτώ μήνες, μπορεί εκεί να γινόταν το θαύμα και να αποκτούσαν κι ένα παιδί. Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη έπειτα από ένα ήρεμο ταξίδι πολλών ημερών, στο οποίο η Μαρία διασκέδασε με την ψυχή της και ο Δημητρός επιδόθηκε στη μελέτη των αγγλικών -γιατί έπρεπε να τα ξαναθυμηθεί-, κατέλυσαν σε ένα ξενοδοχείο της Πέμπτης Λεωφόρου, γιατί η Μαρία μόνο στα καλύτερα ήταν μαθημένη. Την άλλη μέρα πήγαν μαζί στους Αμερικάνους, η Μαρία φοβόταν να μείνει μόνη της στην άγνωστη, μεγάλη πόλη. Εκεί τους περίμενε μια τραγική έκπληξη, ένα τηλεγράφημα που ανακοίνωνε το θάνατο της Αμαλίας: Έπεσε μεθυσμένη και χτύπησε το κεφάλι της. Τη βρήκα αργά το βράδυ, όταν γύρισα από τη δουλειά. Ήδη τη θάψαμε, δε χρειάζεται να αλλάξετε το πρόγραμμά σας. Η Μαρία λιποθύμησε, και ο Δημητρός θυμήθηκε τον καβγά μέσα στο τρένο. Ας αναπαυόταν επιτέλους αυτή η γυναίκα, δε χρειαζόταν να εξευτελίζεται περισσότερο, ίσως η θεία Πρόνοια είχε φροντίσει... ίσως και ο χερ Γκερτ... Και αμέσως έδιωξε από το μυαλό του την κακιά σκέψη. Οι δουλειές ξεκίνησαν πολύ ευνοϊκά, πράγματι υπήρχε έλλειψη από τη συγκεκριμένη ποικιλία καπνού, τα δείγματα που τους πήγε ο Δημητρός ενθουσίασαν τους Αμερικάνους, άρχισαν να κάνουν μαζί δοκιμές και χαρμάνια, οι γνώσεις του Δημητρού ήταν πολύτιμες για εκείνους, ήθελαν να φτιάχνουν τσιγάρα που θα τα έστελναν σε χώρες της ανατολικής Μεσογείου, ο Έλληνας ήταν θεόσταλτος. Την τρίτη εβδομάδα τού έκαναν πρόταση να μείνει, να συνεργαστούν, να αναλάβει το εργοστάσιο στη Βιρτζίνια, να γίνει υπεύθυνος παραγωγής, δίνοντάς του όλες τις εναλλακτικές, ό,τι ήθελε εκείνος, αρκεί να έμενε. Η Μαρία άρχισε να εξοικειώνεται με την πόλη και τις καινούριες συνθήκες, οι γυναίκες των συνεργατών την έμπασαν στην κοινωνική ζωή, πάρτι, μπίνγκο, μπάρμπεκιου και όμορφα, διασκεδαστικά πράγματα κάπνισμα, χορός μέχρι το πρωί, ψώνια, οδήγηση αυτοκινήτου. «Ωραία δεν είναι εδώ;» ρωτούσε κάθε τόσο τον Δημητρό, εκείνος κουνούσε το κεφάλι του και δε μίλαγε, «Να μπορούσαμε να μέναμε...» έλεγε απέξω απέξω αυτή, «Να το ξεχάσεις» την απέτρεπε εκείνος, «Δεν αφήνω μόνο τον ιιατέρα σου τώρα που οι δουλειές δυσκόλεψαν», και κατέβαζε το κεφάλι της η κοπέλα, είχε δίκιο ο άντρας της, και με το
παραπάνω, «Τουλάχιστον μέχρι να μείνω έγκυος...» τον παρακαλούσε, είχε επισκεφθεί τον καλύτερο γυναικολόγο της Νέας Υόρκης, της είχε δώσει ελπίδες και υποβαλλόταν σε θεραπεία, «Τουλάχιστον μέχρι τότε...». Μέσα σε όλα αυτά τα καινούρια πράγματα, η Μαρία ξέχασε σχεδόν τελείως τη ζήλια της -που επανερχόταν όταν εκείνη, σπάνια βέβαια, έπληττε-, ξέχασε τη ζήλια της γιατί τώρα είχε κι αυτή τη δική της ζωή, τη δική της οντότητα και θαυμαστές, οι άνθρωποι εκεί ήταν πολύ διαφορετικοί και πολύ καλύτεροι ούτε συζήτηση δε δεχόταν πάνω σ’ αυτό το θέμα. Έκανε υπομονή ο Δημητρός, είχε στερέψει η χαρά από τη ζωή του, έβρισκε ανούσια όλα όσα συνέβαιναν εκείνη την εποχή, τη δουλειά την είχε εξασφαλίσει, επικοινωνούσε με τον πεθερό του, εκείνος θα άρχιζε άμεσα τις εξαγωγές, ο σκοπός τόυ είχε επιτευχθεί, έπρεπε να γυρίσει πίσω το συντομότερο δυνατόν, του έλειπαν φρικτά η Λάρα, η κυρα-Νενέ αλλά και η μικρή Ελπίδα. Εστειλε ένα γράμμα και αμέσως πήρε απάντηση. «Εμείς καλά είμαστε όλοι», είχε γράψει η Ιλαρία, «Κοίτα να μπορέσετε να κάνετε ένα παιδί Η Ελπίδα κάθε βράδυ στην προσευχή της ζητάει ένα μωρό για το νονό της». Μαχαίρι στην καρδιά του Οκάν η προτροπή της αγαπημένης του, ήθελε, πίστευε, έλπιζε να του έγραφε «Γύρνα πίσω, σε πεθύμησα», κι ας είχαν περάσει έξι χρόνια που δεν είχαν ανταλλάξει ούτε ένα ερωτικό φιλί, ούτε μια ματιά στολισμένη με πόθο. «Σας αγαπώ, Ελπίδα», είχε γράψει με το χεράκι της η μικρούλα, ήταν μικρή αλλά πρώτη μαθήτρια, ένα παιδί όλο χαρίσματα. «Παιδί μου...» δάκρυσε ο Δημητρός και φίλησε το όνομα πάνω στο χαρτί. Πόσο του έλειπε ένα παιδί, αυτό το παιδί... Στη Νέα Υόρκη η Μαρία, ακολουθώντας τη φαρμακευτική αγωγή του γιατρού και τρώγοντας πένιε φορές τη μέρα σε αντίστοιχες κοινωνικές εκδηλο>σεις -χωρίς να υπολογίσουμε τα κοκτέιλ και ία αναψυκτικά-, έβαλε αρκετά κιλά, τα οποία στην αρχή την έδειξαν πολύ πιο όμορφη και της ανέβασαν το ηθικό. Στο μεταξύ στην Ευρώπη άρχισαν διπλωματικά επεισόδια μεταξύ της Γερμανίας και της Πολωνίας, «Δύσκολα τα πράγματα, έπρεπε να-έχουμε ήδη φύγει...» μονολογούσε ο Δημητρός, «Φοβάμαι για τον πατέρα μου...» έκλαιγε η Μαρία. Ήρθε ένα γράμμα από τη Ζωή, την κόρη της Ιλαρίας, που το υπέγραφε μαζί με τον Σίμο, τον αδελφό της, το βαφτισιμιό του Δημητρού. «Νονέ», έγραφε το κορίτσι -έτσι τον αποκαλούσε, κι ας μην την είχε βαφτίσει-, «αποφασίσαμε με τον Συμεών ότι θέλουμε να έρθουμε στην Αμέρικο. Δεν αντέχουμε άλλο εδώ». Δάκρυσε ο Οκάν, τα φτωχά τα παιδιά τι να τραβούσαν άραγε εκεί στη Σαλονίκη; «Αν συμφωνούν και οι γονείς σας, ευχαρίστως», τους έγραψε. Η Μαρία στράβωσε τα χοντρά -πιαμούτρα της. «Μη σκας», της είπε* «η Λάρα δε θα αφήσει ποτέ τα παιδιά της να φύγουν», και από μέσα η καρδιά του λαχταρούσε να έκανε λάθος. Που έκανε... Έγινε η πρόσκληση στα παιδιά μόλις η Λάρα και ο Δαμιανός δέχτηκαν, μεγάλη φτώχεια επικαλέστηκε η μάνα και μια ιστορία της Ζωίτσας που καλά θα ήταν να τελείωνε, «Εγώ λέω να γυρίσω...» είπε η Μαρία, είχε αρχίσει να βαριέται τα πολλά πολλά, την είχε πιάσει μια μεγάλη νοσταλγία για τον πατέρα και την πόλη της, και άρχισε να ετοιμάζεται βιαστικά για την αναχώρηση, πιέζοντας τον άντρα της να πάρει μια απόφαση, δηλαδή την απόφαση που ήθελε αυτή, και βρέθηκε ο Οκάν σε δύσκολη θέση. - Έχετε τηλεγράφημα, κύριε Μίκρογλου, του είπε μπαίνοντας σιο γραφείο μια γραμματέας. 'Το κακό προαίσθημα του έφερε μια ελαφριά ζάλη και ταχυπαλμία, ήταν από την Ελλάδα και δεν ήταν
για καλό. Κάηκε το εργοστάσιο, μαζί και ο χερ Γκερτ. Στο ίδιο μέρος, στο γραφείο, βρέθηκε και η Ροδούλα απανθρακωμένη. Συλλυπητήρια. Πάνος Μεγαλόπουλος. Κάθισε ο Δημητρός στην καρέκλα που του έδωσαν, ο Πάνος ήταν ο λογιστής του εργοστασίου, συνάδελφος και φίλος που αγαπούσε την επιχείρηση και μαζί κάνανε όνειρα για να αναπτύξουν τη δουλειά ακόμη περισσότερο. Ετσι, η έλευση και η παρ’ ολίγον αναχώρηση του Δημητρού και της Μαρίας στην Αμερική συνοδεύτηκαν από δύο τηλεγραφήματα, δύο τηλεγραφήματα-κιβούρια, που το ένα περιείχε το νέο του θανάτου της Αμαλίας και το άλλο του χερ Γκερτ. Και ας πει κανείς ότι η ζωή δεν είναι πιο τολμηρή από την πιο τολμηρή φαντασία στα μυθιστορήματα... Ο γερο-Αυστριακός, όταν πέθανε η γυναίκα του, την οποία είχε αγαπήσει πριν από πολλά χρόνια -αν την είχε αγαπήσει ποτέ-, ξετρελαμένος από τη νεαρή και σχετικά πρόσφατη ερωμένη του, τη Σάσα, έκρινε ότι πια δεν είχε ανάγκη κανέναν, χήρος ήταν, η κόρη του και ο γαμπρός του μακριά, στην Αμερική, ποιον είχε ανάγκη και να μη σπιτώσει το κοριτσάκι, που του τα μασούσε κανονικά. Και χαλάλι της, εδώ που τα λέμε. Θα μπορούσε να ήταν εγγονή του, δε θα μαραινόταν η ομορφιά της κάτω από τα τρεμάμενά του χέρια χωρίς κέρδος. Αυτή του πρόσφερε τα νιάτα της, εκείνος τον παρά του. Καθαρές δουλειές, κι ας ήταν τάχα περιχυμένες με τα σορόπια του έρωτα. Στην πραγματικότητα, η σχέση ήταν περιχυμένη με τις πονηριές της μικρής και με τα σάλια του χερ Γκερτ, που έτρεχαν από το στόμα του σαν αντίκριζε το γυμνό της κορμί. Γην έβαλε στο σπίτι του λοιπόν, κυρία και αφέντρα, κι επειδή η υπηρεσία που είχανε έφυγε και γύρισε στο χωριό της, γιατί δεν μπορούσε να βλέπει στο σπίτι της κυράς της τις ανηθικότητες που συνέβαιναν, έφερε ο χερ Γκερτ τη Ροδούλα να υπηρετεί την τσογλάνα. Εεε, και τι δεν έγινε!... Καβγάδες, προσβολές και βρισιές, κλάματα της μικρής και αποπομπή της υπηρέτριας δύο φορές την εβδομάδα και μετά παρακάλια να ξαναγυρίσει, γιατί η άλλη ήταν ανίκανη να κάνει οτιδήποτε μέσα στο μεγάλο σπίτι. Η Ροδούλα, πιστή στο πάθος της για τον άντρα που αγαπούσε, ξαναγυρνούσε. Και σύντομα ξανάρχιζαν τα ίδια, και περνούσε ο καιρός -πέντε μαρτυρικοί για όλους μήνεςκαι σωτηρία δε βρισκόταν. Ώσπου ένα απόγευμα, που πάλι ήταν διωγμένη η Ροδούλα από το σπίτι στην Καμάρα, πήγε στο εργοστάσιο, όπου τη γύρευε αυτός, πήγε αποφασισμένη ότι αυτή τη φορά δε θά την τουμπάριζαν και δε θα ξαναγύριζε στο σπίτι όπου υπέφερε τόσο να βλέπει τον αγαπημένο της να τρέχει σαν το σκυλάκι πίσω από την τσούλα και εκείνη να μην του δίνει σημασία. Κόντευε τα πενήντα η Ροδούλα και επί τριάντα χρόνια τον αγαπούσε με το ίδιο πάθος, έπρεπε να φύγει από κει μέσα, έπρεπε να γλιτώσει, η κόλαση ήταν προτιμότερη από τα βασανιστήρια τριάντα χρόνων στα οποία είχε υποβάλει τον εαυτό της μόνο και μόνο για να είναι κοντά του, μόνο και μόνο για να έχει τη χαρά κάποια στιγμή -όλο και πιο αραιά, καθόλου τον τελευταίο χρόνονα τον αγγίζει και να ζει μια ακόμη ψευδαίσθηση: ότι έκαναν έρωτα μαζί, όπως παλιά. - Θέλω να γυρίσεις, της είπε βαρύς και δύσθυμος ο χερ.Γκερτ μόλις την είδε. Είχε ένα κακό προαίσθημα, αλλά δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλα τού
πήγαιναν ρολόι, η Αμαλία είχε βγει από τη μέση, η μικρή, η Σάσα, κρεμόταν από πάνω του, αφού δεν είχε στον ήλιο μοίρα, την κόρη του την είχε τακτοποιήσει μια χαρά. Θα μπορούσε να είναι μια ιδανική κατάσταση, όμως... όμως η δουλειά, αυτό που τον έκανε κάποτε να αισθάνεται παντοδύναμος... οι δουλειές είχαν σταματήσει, τώρα ήταν το αφεντικό μιας επιχείρησης που θα έκλεινε αν δε βιαζόταν ο Δημητρός πέρα στην Αμερική, η απειλή του πολέμου είχε παραλύσει τα πάντα στην Ευρώπη. Και στη Θεσσαλονίκη οι καπνεργάτες κατέβαιναν συνέχεια σε απεργίες, ζητώντας μεγαλύτερα μεροκάματα. Αν ήταν ποτέ δυνατόν! - Θέλω να γυρίσεις στο σπίτι, της είπε πάλι. -Αδύνατον! φώναξε η Ροδούλα, αυτή που τόσα χρόνια κουβέντα δεν του είχε γυρίσει, υπάκουε στις επιθυμίες του και σερνόταν στα πόδια του σαν σκυλί. Αδύνατον, δε γυρνάω! Δε θέλω να βλέπω αυτή την αλανιάρα που συμμάζεψες εκεί μέσα και σε κάνει ό,τι θέλει! Ρεζιλεύεσαι, δεν το καταλαβαίνεις; Τώρα αγρίεψε και ο χερ Γκερτ και σηκώθηκε όρθιος. - Να πλένεις το στόμα σου όταν μιλάς για εκείνη. Μόνο αυτή είναι δίπλα μου, όλοι έφυγαν..., είπε και έδειξε με το χέρι τα άδεια γραφεία, την άδεια παραγωγή κάτω - τώρα πια δε γίνονταν υπερωρίες, δεν ξενυχτούσαν -σχεδόν τζάμπα, σχεδόν πάντα...- οι εργάτες και οι εργάτριες. Μια ανατριχίλα σκέπασε το σώμα του, ο χερ Γκερτ για πρώτη φορά αισθάνθηκε θνητός, ένιωσε ότι φοβόταν τη μοναξιά, τα γεράματα, το θάνατο. Έπρεπε από κάτι να κρατηθεί, να γίνει πάλι ο δυνατός, ο αρχηγός, το αφεντικό, και αυτό θα ήταν τα νιάτα της Σάσας, από εκείνη θα κρατιόταν, με όποιο τίμημα τα λεφτά του, το ήξερε πολύ καλά, ακόμη είχε λεφτά, πολλά λεφτά, αυτό ήταν το τίμημα. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε ότι μια μαύρη τρύπα ανοιγόταν στον τοίχο, μπορεί και να τον τραβούσε μέσα, να τον διαλύσει, να τον εξαφανίσει, έπρεπε να σωθεί, να σωθεί μέσα από τα νιάτα της Σάσας. - Θα την παντρευτώ! Θα την παντρευτώ σύντομα! του ήρθε εκείνη τη στιγμή η ιδέα. Θα την παντρευτώ, και θα είναι η γυναίκα μου το αφεντικό εδώ μέσα. Μέθυσε, θαρρείς, από την απόφασή του εκείνη, ψευδαίσθηση δύναμης και ελπίδας -τα νιάτα, τα νιάτα!-, και: - Θα της τα γράψω όλα, και το εργοστάσιο και το σπίτι! Μόνο αυτή θέλω κοντά μου! είπε. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι της Ροδούλας, σκυλί και σκλάβα του τόσα χρόνια, ποτέ δεν απαίτησε τίποτα, μόνο για τον έρωτά του εκλιπαρούσε, ακόμη και τη γυναίκα του αγαπούσε, ακόμη και το παιδί του, σαν δικό της, ποτέ δε ζήτησε, ποτέ δεν πήρε τίποτα από εκείνον. - Θα τα γράψεις σ’ αυτήν και θα ξεχάσεις το παιδί σου; τον ρώτησε, και τα μάτια της έκαιγαν από μίσος. - Ναι, αυτό θα κάνω. Η Μαρία έχει τον άντρα της, είναι άξιο παλικάρι..., δικαιολογήθηκε χαλαρά ο Αυστριακός, που μόλις είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πόσο μεγάλη βλακεία ξεστόμισε, αλλά ήθελε να πάει κόντρα στη Ροδούλα αυτή ήταν η αδύναμη, σ’ αυτήν μπορούσε να κάνει τον καμπόσο, μπορούσε να πει και να κάνει ό,τι ήθελε. Ας παλέψουν κι εκείνοι, όπως πάλεψα κι εγώ..., συμπλήρωσε, μόνο και μόνο για να πει κάτι. Πήγε απειλητικά προς το μέρος του η γυναίκα.
- Κι εσύ όλα έτοιμα τα βρήκες από τον πατέρα σου, τίποτα δεν έφτιαξες μόνος σου! του είπε. Γέλασε σαρκαστικά ο χερ Γκερτ και άναψε ένα πούρο. - Κοίτα, μην τολμήσεις να αδικήσεις το παιδί σου, μην αδικήσεις και τον Δημητρό, τέτοιο χρυσό παιδί, γιατί θα ’χεις να κάνεις μαζί μου! απείλησε η Ροδούλα με μάτια κόκκινα από το μίσος. Κάγχασε τώρα σ χερ Γκερτ, κάγχασε αλλά με το ζόρι, η μαύρη τρύπα μεγάλωνε στον τοίχο. Ποιος θα πέσει μέσα; σκέφτηκε αόριστα, δεν είχε μάθει όμως να δείχνει ότι φοβάται, οπωσδήποτε όχι τις γυναίκες, και κυρίως όχι τις γυναίκες που τον αγαπούσαν. Κάθισε στον καναπέ, κρατώντας τάχα το στομάχι του από τα γέλια, και: - Μαζί σου; τη ρώτησε, θα χω να κάνω μαζί σου; Μα εσύ είσαι ένα τίποτα, ένα σκουπίδι... και πολλά λέω. Τι μπορείς να μου κάνεις εσύ, βρε χαζο-Ροδούλα; Από το δρόμο, από τη Βενιζέλου, ακούγονταν καλπασμοί αλόγων - οι έφιπποι χωροφύλακες έτρεχαν να συναντήστουν τους απεργούς. Γέμισαν δάκρυα τα μάτια της Ροδούλας, το ήξερε πως ήταν ένα τίποτα γι’ αυτόν, της το είχε δείξει πολλές φορές με τη συμπεριφορά του, τριάντα χρόνια τώρα ένα σκουπίδι αισθανόταν, ούτε να φτύσει τα μούτρα της στον καθρέφτη δεν μπορούσε, τέτοια σιχασιά... - Εγώ όμως σ’ αγάπησα τόσο..., τόλμησε να πει, σε μια τελευταία προσπάθεια να στολίσει με την αγάπη την κατάντια της. Εσύ;... Ποτέ;... Ούτε μια στιγμή;... Γέλασε τρανταχτά ο χερ Γκερτ και ξεφύσηξε τον καπνό προς το ταβάνι -εκείνος όμως χάθηκε μέσα στην τρύπα του τοίχου-, σίγουρα το γέλιο του θα ακούστηκε μέχρι κάτω, ως τον κουφό θυρωρό. -"Να σ’ αγαπήσω; τη ρώτησε θεατρικά. Να σ’ αγαπήσω; και έλυσε τη ζώνη του. Με ρωτάς αν σ’ αγάπησα ποτέ; κατέβασε τα παντελόνια. Βρε Ροδούλα..., εμφάνισε ένα ευμέγεθες, παχουλό και άσπρο όργανο, που εκείνη το ήξερε πάρα πολύ καλά. Βρε Ροδούλα, μπορείς να αγαπήσεις τα σκουπίδια; της έδωσε τη μαχαιριά και, ανεβοκατεβάζοντας το χέρι του πάνω στο όργανό του, τη διέταξε: Έλα τώρα να μου τον πάρεις στο στόμα σου. Με άναψε η συζήτηση που κάναμε! Χο, χο, χο! Πήγε στο εργαστήριο μέσα, πήρε το μπιτόνι με το πετρέλαιο που είχανε πάνια εκεί, περιέχυσε το γραφείο, τα έπιπλα, τους τοίχους, και (τιο τέλος έριξε και πάνω mo πτώμα του χερ Γκερτ. Ο αγαιιημένος της κειτόταν νεκρός, με το κεφάλι του ανοιγμένο στα δύο από το χτύπημα που του είχε καταφέρει με το ασημένιο κηροπήγιο, ένα μοιραίο χτύπημα που του το έδωσε τη στιγμή που τον πλησίαζε κι εκείνος σκεφτόταν ότι σύντομα θα γευόταν πάλι την ηδονή, εκείνη που θα τον έκανε να ξεχάσει για λίγο το θάνατο, που θα τον έκανε πάλι παντοδύναμο, αφεντικό, κυρίαρχο της ζωής και των ανθρώπων. Όμως εκείνη τη φορά η ηδονή^ίχε τη γεύση του Χάρου. Υστερα η γυναίκα, χωρίς δάκρυα, χωρίς τύψεις, κατάβρεξε και τα δικά της ρούχα, άναψε το σπίρτο και έπεσε.πάνω του, ενώ έξω, στους γύρω δρόμους ως την πλατεία της Αγίας Σοφίας, μαζευόταν πλήθος λαού για να συμπαρασταθεί στους εργάτες που φώναζαν τα συνθήματά τους για μια καλύτερη ζωή. Την άλλη μέρα οι πυροσβέστες βρήκανε μέσα στα ερείπια του κατεστραμμένου εργοστασίου δύο απανθρακωμένα πτώματα, τα κουφάρια δύο ανθρώπων που φαινόταν σαν να είχαν πεθάνει
αγκαλιασμένοι. Ήταν 8 Μαΐου του 1936... Ο Δημητρός και η Μαρία έμειναν στην Αμερική. «Για λίγο», είπε ο ένας στον άλλον, γνωρίζοντας πολύ καλά και οι δύο ότι θα ήταν για αρκετό καιρό. Εκείνος ασχολήθηκε με τα καπνά στη θέση που του είχαν προσφέρει, ταξιδεύοντας τακτικά στις νοτιοδυτικές Πολιτείες, εκείνη δεν το κούνησε από τη Νέα Υόρκη, πήγαινε σε όποιον γιατρό τής σύστηναν οι καινούριες της φίλες και ζούσε περιμένοντας το μωρό που έλπιζε ότι σύντομα θα ερχόταν. Όταν η υποψία ότι μπορεί και να μην ευθυνόταν αυτή για την ατεκνία τους έγινε πεποίθηση -που δε στηριζόταν όμως ιατρικά-, σύντομα ξεπέρασε τους ηθικούς της δισταγμούς, συνδέθηκε με τον πρώτο που της έκανε ένα χοντροκομμένο κόρτε και άρχισε να τον συναντάει σε διάφορα ξενοδοχεία, ελπίζοντας ότι θα έμενε έγκυος. Τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς υποδέχτηκαν τα σαστισμένα παιδιά, τη Ζωή και τον Σίμο, που έφτασαν ζαλισμένα και ταλαιπωρημένα από το μακρύ ταξίδι, και για λίγο διάστημα η ζωή τους απέκτησε κάποιο ενδιαφέρον. Σύντομα όμως η Μαρία άρχισε να κατεβάζει μούτρα. Θεωρούσε τα δυο αδέλφια εμπόδιο στη ζωή της, γιατί ήταν μαθημένη να μένει στο σπίτι μόνη και να μιλάει με τις ώρες στο τηλέφωνο με τον εραστή της ή να τον συναντάει μόλις αυτός της έδινε το σύνθημα ότι μπορούσε. Η Ζωή, ευαίσθητη και περήφανη, μετά τα γεγονότα που μεσολάβησαν πήρε τον αδελφό της και έφυγαν από το σπίτι, εγκαταλείποντας και τη δουλειά της στον Δημητρό δεν ήθελε να χρωστάει τίποτα πια. Σε αντίθεση με τη γυναίκα του, που αλώνιζε στην κυριολεξία τη Νέα Υόρκη, ο Δημητρός σπάνια κυκλοφορούσε. Δούλευε πολλές ώρες και έλειπε τακτικά, όταν ήταν δε στην πόλη σχεδόν ποτέ δεν είχε χρόνο να κάνει μια βόλτα, να περπατήσει στο Πάρκο ή να πάει για ψώνια. Το έκανε μία φορά, τα τελευταία Χριστούγεννα, όταν βγήκε να αγοράσει τα δώρα για τη γυναίκα του και τα παιδιά, τη Ζωή και τον Σίμο. Το έκανε λοιπόν τα τελευταία Χριστούγεννα, τότε που μπήκε βιαστικός σε ένα μεγάλο κατάστημα -εκεί σίγουρα θα έβρισκε κάτι να αγοράσεικαι έπεσε πάνω σε μια πανώρια γυναίκα που ψώνιζε με τη βαφτισιμιά της όπως διευκρινίστηκε αργότερα βέβαια, γιατί στην «ρχή είχε πιστέψει πως ήταν το παιδί της. Το έκανε ακόμη μια φορά τούτη τη μέρα του Μάη, που, ζαλισμένος από τη δουλειά, είπε να βγει μια βόλτα και να ξεσκάσει λίγο. Πολ\ές οι σκοτούρες και πολλά τα προβλήματα, ο πόλεμος στην Ευρώπη τούς είχε φέρει τα πάνω κάτω στη δουλειά και πάλι, οι αγαπημένοι του άνθρωποι, δηλαδή η Λάρα, το Ελπιδάκι και η κυρα-Νενέ, ήταν στην Ελλάδα, η ζωή του δεν είχε νόημα και ενδιαφέρον, και η Ζωίτσα, για κάποιο λόγο, είχε απομακρυνθεί από κοντά τους. Πολύ περήφανη και μόνιμα θυμωμένη, είχε παρασύρει και τον αδελφό της, «Θα τα καταφέρουμε, νονέ...» του είπε το παλικάρι, και αραίωσαν οι σχέσεις τους. Τι θα έλεγε τώρα στη Λάρα ο Οκάν; Στη Λάρα που από τη θύμησή της με κόπο κρατιόταν, για να λέει ότι κι εκείνος κάτι είχε ζήσει, κάποτε είχε κυλήσει καυτό και το δικό του αίμα στις φλέβες του μέσα. Βγήκε λοιπόν μια βόλτα να ξεσκάσει και έφτασε περπατώντας στο δρόμο με τα παλαιοπωλεία στο Ιστ Βίλατζ, ένα δρόμο που πολύ του άρεσε, πάντα ευχόταν να είχε κάποια στιγμή πολλή ώρα στη διάθεσή του για να μπει και να σκαλίσει όλα τα μαγαζάκια που ήταν εκεί.
Έφτασε λοιπόν εκεί και άρχισε να περπατάει χαζεύοντας, όταν την είδε! Δύο βόλτες είχε κάνει τους τελευταίους μήνες για να ξεφύγει από την καθημερινότητά του, και οι δυο κατέληξαν στη συνάντηση μαζί της... Την είδε από μακριά και την πλησίασε γρήγορα. Τώρα δε θα την έχανε ξανά. Εδώ και έξι μήνες η μορφή της, τα μάτια της και το χαμόγελό της, έστω και συγκρατημένο, έρχονταν κάθε τόσο στον ύπνο του. Αλλά κυρίως στον ξύπνο του...
ΠΙΟ ΚΑΛΑ ΕΤΣΙ... Βασιλική Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΙΣΤΕΥΕ ότι στη ζωή της τα είχε όλα. Η πίκρα της για το ότι δεν απέκτησε ποτέ παιδί είχε σχεδόν εξανεμιστεί μετά την έλευση της θεοδώρας. Με το κοριτσάκι εκείνο είχε συνειδητοποιήσει ότι ο θεός δεν ΐης χαλούσε τελικά χατίρι, μπορεί να μην έκανε δικό της παιδί, αλλά μετά τον Τζόνι, που τώρα είχε μεγαλώσει και είχε φύγει από κοντά τους, ο θεός τής είχε στείλει στη ζωή της αυτή τη μικρή, με την οποία συνδέθηκε σαν μάνα με κόρη. Με τον άντρα της εξακολουθούσαν να είναι αγαπημένοι, όπως τον πρώτο καιρό του γάμου τους. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε γιατί ήταν σπάνιος άνθρωπος, και εκείνος την περιέβαλλε με εμπιστοσύνη, σεβασμό και θαυμασμό. Αποτέλεσμα όλου αυτού ήταν να αποκτήσει η Βασιλική μια λαμπρή προσωπικότητα, τέτοια που μόνο οι άνθρωποι που αγαπιούνται κατορθώνουν να έχουν. Ζούσαν ήρεμα, και το γεγονός ότι δεν είχαν κάνει παιδί τούς έδεσε ακόμη περισσότερο, ίσως και να τους προφύλαξε από τις συνηθισμένες προστριβές. Σιγά σιγά ο καθένας δημιούργησε τις συνήθειές του μέσα σ’ εκείνη τη σχέση, τις μικρές του ιδιοτροπίες και τις μεγάλες απολαύσεις. Η Βασιλική κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι η δουλειά ήταν για τον Σωτήρη ιερή, δεν παραπονέθηκε ποτέ, δεν έβαλε ούτε μία φορά ίον καυτό της σε κόντρα με το επάγγελμά του. Εκείνος χρειάστηκε λίγο περισσότερο χρόνο για να καταλάβει ότι η γυναίκα του πολλές φορές χρειαζόταν να μένει μόνη να «ζει με τις αναμνήσεις της», όπως του το είχε περιγράψει. Υπήρχαν κομμάτια της ζωής της στα οποία, όσο κι αν τον αγαπούσε, δεν ανήκε ο ίδιος. Και κάθε τόσο ήθελε να τα «ζει» μόνη της, να τα θυμάται και να τα ονειρεύεται. Η Βασιλική ήθελε να κοιμάται αποκλειστικά από τη δεξιά πλευρά του κρεβατιού, ενώ ο Σωτήρης ήθελε να κάθεται στη μεγάλη πολυθρόνα της σάλας, μια πολυθρόνα που είχε πάρει το σχήμα του σώματός του, όπως τον κορόιδευε η γυναίκα του. 'Ετρωγαν πάντα στο μεγάλο τραπέζι της σάλας, αλλά δίπλα δίπλα, εκείνος στην κορυφή -όπου τον είχε «τοποθετήσει» η Βασιλική, όπως και στην κορυφή της ζωής της-, εκείνη στα δεξιά του, με τις καρέκλες τους κοντά κοντά. Η Βασιλική έπινε πάντα μια γουλιά από τον καφέ ή το τσάι του, κατά προτίμηση την πρώτη, και, αν καμιά φορά δεν έκανε την κίνηση ή απλώς αργούσε, εκείνος της πρόσφερε το φλιτζάνι με δική του πρωτοβουλία, το είχε μάθει «Είναι ο δοκιμαστής μου», έλεγε στους παρευρισκόμενους, που το έβρισκαν παράξενο και ασυνήθιστο.
Αυτά και άλλα πολλά, τα δικά τους μικρά μικρά σήματα μορς, ήταν ο κώδικας της ζωής και της οικειότητάς τους, ενώ η αγάπη και ο έρωτάς τους εκδηλώνονταν καθημερινά με άλλες πράξεις κατανόησης, μικροζήλιας, πρόκλησης ενδιαφέροντος. Και, φυσικά, η Βασιλική και ο Σωτήρης είχαν μια γεμάτη ερωτική ζωή, αφού έτυχε -μάλλον· να ταιριάζουν απόλυτα και τα σώματά τους, όπως ταίριαζαν και οι ψυχές τους. 'Οιαν συνάντησε τον Δημητρό Μίκρογλου στο Ιστ Βίλατζ, η Βασιλική ήταν ήδη είκοσι χρόνια εκεί, είκοσι χρόνια παντρεμένη και είκοσι χρόνια μακριά από την πατρίδα και την οικογένειά της. Αυτά τα τελευταία, δηλαδή τα «είκοσι χρόνια μακριά από την πατρίδα και την οικογένεια», ήταν το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό όταν αναρωτήθηκε: Μα γιατί δέχομαι να πιω καφέ με έναν άγνωστο; Και βιάστηκε να απαντήσει μόνη της: Γιατί είναι από την πατρίδα, όπου έχω είκοσι χρόνια να πάω! Ο Δημητρός τότε, εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα, στο δρόμο με τα παλαιοπωλεία, είχε κλείσει δέκα χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Για λίγο» είχε υποσχεθεί στη γυναίκα του, «Για λίγο» του είχε πει κι εκείνη, το «λίγο» έγινε δύο χιλιάδες μέρες και παραπάνω. Τώρα, και να ήθελαν, δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω, ο πόλεμος απειλούσε τα πάντα. Όμως ο Δημητρός δεν ήθελε πια να γυρίσει... Μόνο τη Λάρα και τα παιδιά της σκεφτόταν ο Οκάν -όταν τη σκεφτόταν, γινόταν πάλι «Οκάν»-, στις αρχές πιο πολύ αυτήν, τη Λάρα «του», που ποτέ δεν υπήρξε δική του, όσο περνούσε όμως ο καιρός η σκέψη του πήγαινε πιο τακτικά στα τρία παιδιά, κυρίως στο μικρό, την Ελπίδα, που την ένιωθε στο κέντρο της καρδιάς του. Κι επειδή από εκεί μάθαινε άσχημα νέα, φτώχεια, γκρίνιες και αναδουλειές, είχε φροντίσει -μαζί με φίλους του Αμερικάνουςνα στείλουν πρόσκληση στη Ζωή και στον αδελφό της, τον Σίμο. Ηταν το ελάχιστο που μπορούσε να τους προσφέρει σ’ εκείνη τη φάση. - Όμως γιατί δεν πάμε να πιούμε ένα τσάι και να τα πούμε; Έχω καιρό να δω κάποιον από την... πατρίδα..., πρότεινε στη Βασιλική, προσπαθώντας να μείνει κοντά της όσο περισσότερο μπορούσε. Πήγανε. Κάθισαν σε ένα μπαρ, «καφενέ» το ονόμασαν μεταξύ τους, χωρίς να το πει ο ένας στον άλλο, που είχε δύο στρογγυλά τραπεζάκια έξω στον ήλιο, ωραίες δερμάτινες καρέκλες, ένα γλαστράκι με κάτι μιKfxxjKontK0 πορτοκαλί άνθη, μια κίτρινη με άσπρες ρίγες τέντα. - Όχι, μην την κατεβάσετε, ζήτησε η Βασιλική όταν ένας άντρας βγήκε από το κατάστημα και προσπάθησε να τους προστατεύσει από τον ήλιο. Μην την κατεβάσετε, παρακαλώ..., και έστρεψε το πάλλευκο πρόσωπό της, με μισόκλειστα τα μάτια, προς τον ουρανό για να δείξει ότι δεν την πείραζε καθόλου, μια κίνηση και μια έκφραση που έσφαξαν την καρδιά του Δημητρού, λες και ήταν δεκατεσσάρων χρονών, δίπλα στον Βόσπορο, και τον λέγανε πάλι Οκάν... Μια μεσήλικη σερβιτόρα με κολλαριστή ρόμπα και άσπρο γιακά τούς έφερε μια κανάτα γεμάτη καφέ, λεπτά άσπρα φλιτζάνια, πιατελίτσα με σοκολατένια βουτήματα, γάλα και μαύρη ζάχαρη. - Χαριτωμένο..., είπε αόριστα η Βασιλική. Αισθανόταν άβολα και οικεία μαζί, ήθελε να μείνει και να φύγει, κοίταξε το ρολόι της και δεν είδε την ώρα, ρούφηξε τον καφέ και έκαψε τη γλώσσα της. - Κάηκα, είπε χαμογελώντας. Η αμηχανία τής έφερνε ένα γαργαλητό στο στομάχι, ίσως αν ξεσπούσε σε γέλια να της περνούσε, αλλά
δεν έπρεπε. Να γελάσει δεν έπρεπε. - Να προσέχετε, τη συμβούλεψε ο Δημητρός, γυρνώντας πάλι στον πληθυντικό. Το είπε στα ελληνικά, αλλά με μια παράξενη προφορά και πάλι, θαρρείς και δεν ήταν αυτή η γλώσσα που του έμαθε η μάνα του. Κοιτάχτηκαν για λίγα δευτερόλεπτα, τράβηξε το βλέμμα της από το δικό του και: - Έρχεστε τακτικά εδώ; τον ρώτησε, θέλοντας πάλι να γελάσει. - Όχι, αν και μ’ αρέσει. Αλλά η δουλειά... Αρχισε μεταξύ τους η συζήτηση, στριμωγμένη στην αρχή αλλά όμορφη, είχε ωραία πράγματα να της πει αυτός, αλλού γεννήθηκε, αλλού έζησε, αλλού βρέθηκε μήπως και η δική της ζωή διέφερε πολύ; σκέφτηκε εκείνη. Σιγά σιγά βρήκανε το ρυθμό της κουβέντας, έγινε πιο εύκολη, κατέληξε αβίαστη, τόσο που η Βασιλική ξέχασε ότι ήθελε να γελάσει στην αρχή, έπαψε να γαργαλιέται στο στομάχι, τώρα ο άγνωστος -πώς αλλιώς θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει;-της γαργαλούσε το μυαλό με αυτά που της έλεγε. - ...μεγάλες περιπέτειες χωρίς ηρωισμούς, βέβαια. Ένα παιδί ήμουν, ήθελα να φύγω από την Τουρκία, αλλά δεν μπορούσα, περιπλανήθηκα, ταξίδεψα, στο τέλος κολύμπησα και τα κατάφερα. Πρώτα στη Μυτιλήνη, μετά στη Θεσσαλονίκη. - Βρήκατε κάποιον δικό σας εκεί; ενδιαφέρθηκε η Βασιλική. Άκουσα ότι πολλοί άνθρωποι βρήκανε... μετά... αργότερα... τους συγγενείς τους... - Κανέναν δεν... Κόμπιασε λίγο. Κάτι τον έκανε να μη θέλει να της πει ψέματα, να μην της πει το ίδιο παραμύθι, που κόντευε να το πιστέψει και ο ίδιος, να μην κάνει μαζί της μια αρχή βασισμένη στο ψέμα. Αρχή; αναρωτήθηκε, μα έδιωξε τη σκέψη, μετάνιωσε που το σκέφτηκε όχι την «αρχή», όχι, καθόλου, μετάνιωσε που σκέφτηκε ότι ίσως θα έπρεπε να της πει την αλήθεια. Αυτό δε γινόταν, η ψεύτικη ζωή του, το ψεύτικο όνομά του, η ψεύτικη ιστορία, όλα αυτά ήταν θηλιά γύρω από το λαιμό του, αν προσπαθούσε να τη βγάλει θα ήταν χειρότερα, θα έφευγε το σκαμνάκι κάτω από τα πόδια του -όλη η ζωή που είχε χτίσει, βασισμένη σ’ εκείνο το μεγάλο ψέμα-, το σκαμνάκι που τον στήριζε τόσα χρόνια, και θα πνιγόταν, τόσοι και τόσοι τον ήξεραν με αυτό το όνομα, με αυτή την προσωπική ιστορία, η αλήθεια θα γινόταν ντόμινο που θα τους παράσερνε όλους, θα τα κατέστρεφε όλα. Πώς μπορούσε να το κάνει αυτό; - Ποιον να βρω..., αναδιπλώθηκε. Ο ένας και μοναδικός αδελφός μου σκοτώθηκε στον πόλεμο, οι γονείς μου μείνανε πίσω... να τον περιμένουν... καταλαβαίνετε... - Και τότε γιατί θέλατε να φύγετε; τον ρώτησε πάλι περίεργη της φαινόταν η ιστορία, περίεργη και ως εκ τούτου ενδιαφέρουσα. - Δεν ήθελα... ήθελα δηλαδή...
Ο Οκάν-Δημητρός το παραμύθι το είχε μάθει πολύ καλά και το διηγιόταν, εδώ και χρόνια, σχεδόν χωρίς αναστολές. Αλλά το5ρα, εκείνη την όμορφη μέρα στη Νέα Υόρκη, που έπινε καφέ με μια θεσπέσια γυναίκα, μια γυναίκα που αφηνόταν στο χάδι του ήλιου με τόση χάρη... με τόσο... λες και αφηνόταν σε εραστή... τώρα δεν ήθελε να πει ψέματα... δηλητήριο στο στόμα του η ψεύτικη λέξη, φαρμάκι, κόμπος και γλωσσοδέτης μαζί. Κοίταξε τα γαλάζια της μάτια, και εκείνη δεν τράβηξε το βλέμμα της από το δικό του. Μάτια καθαρά, «ξεκάθαρα» θα μπορούσε να πει, ίσως και αθώα, μάτια που περίμεναν να ακούσουν, να καταλάβουν. - Ακολούθησα έναν έρωτα, είπε και άναψε το πούρο που στριφογύριζε εδώ και ώρα στα δάχτυλά του. Αλλαξε θέση στην καρέκλα της η Βασιλική, τη χαροποίησε και τη λύπησε συγχρόνως η δήλωσή του, συναισθήματα αδικαιολόγητα και τα δύο εκείνη τη στιγμή ποιος ο λόγος να χαρεί; ποιος ο λόγος να λυπηθεί; Ανοιξε την τσάντα της και πήρε το σακούλι με τα σύνεργά της, άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο. - Συγνώμη, δε σας πρόσφερα..., απολογήθηκε ο Δημητρός. - Μόνο τέτοια καπνίζω, τον διευκόλυνε. Τελείωσε το τύλιγμα με επιδέξια δάχτυλα, δέχτηκε τη φωτιά που της πρόσφερε. Ας ελπίσουμε ότι θα είναι μόνο αυτή..., σκέφτηκε αστραπιαία και, φυσώντας τον καπνό μακριά, προσπάθησε μαζί του να διώξει κι εκείνη τη σκέψη. Ώστε έναν έρωτα, ε; ρώτησε με μια μεγάλη δόση θαυμασμού στη φωνή της. Γέλασε ντροπαλά ο Δημητρός, σαν να ταν τότε, μόλις είχε περάσει τα είκοσι, παιδί άβγαλτο και απελπισμένο από έρωτα. - Και... πήγαν όλα καλά; ρώτησε η Βασιλική. Ήξερε ότι δεν ήταν σωστό, ήξερε ότι ίσως τον έφερνε σε δύσκολη θέση, αλλά ήθελε να μάθει. - Εννοώ... αυτή είναι; ρώτησε πάλι και έδειξε προς το δεξί του χέρι, όπου, στον παράμεσο, αναπαυόταν μια θαμπή βέρα, θαμπή από το χρόνο και τη συνήθεια. - Ό... όχι, καθόλου..., την κάλυψε ασυναίσθητα με το άλλο του χέρι. Όχι, όχι, δεν είναι αυτή... - Δεν τη βρήκατε; επέμεινε η Βασιλική, με το «όχι, καθόλου» του άντρα να κουδουνίζει στο κεφάλι της «καθόλου» δεν τη βρήκε, ή «καθόλου» δεν ήταν ο έρωτάς του; μακάρι το δεύτερο... - Τη βρήκα..., την κοίταξε στα γαλάζια μάτια που περίμεναν όλο αγωνία -ή μήπως έκανε λάθος;να ακούσουν την απάντηση. Τη βρήκα... αλλά είχε παντρευτεί άλλον. Εμειναν ακίνητοι, χαμένοι ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Έβηξε λίγο κι εκείνη, σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο, κούνησε το κεφάλι τηςΓχαμογέλασε μουδιασμένα. - Αλλον..., είπε χωρίς λόγο, χωρίς νόημα.
Ήθελε μόνο να επαναλάβει εκείνη τη λέξη, «άλλος... άλλος...», η αγαπημένη του άγνωστου άντρα δίπλα της... του Δημητρού Μί... Μίκρογλου ή κάπως έτσι... ήταν παντρεμένη με έναν άλλο, έναν άλ\ο άντρα... Ποιος να ναι αυτός ο άλλος; αναρωτήθηκε και αμέσως μάλωσε τον εαυτό της με τις ανόητες σκέψεις που έκανε. Γιατί να την ενδιέφερε ποιος ήταν ο «άλλος» άντρας; Τι σημασία είχε ο «άλ\ος» στη δική της ζωή; Πάνω στον ουρανό, οι τρεις Μοίρες έσκαγαν σία γέλια, γιατί ο άντρας με το ψεύτικο όνομα και τη qmayui ιστορία, αυτός που καθόταν εκείνη τη στιγμή δίπλα στη Βασιλική και της διηγιόταν τη ζωή του, έστω και διαστρεβλωμένη, είχε βρει την αγαπημένη του στη Θεσσαλονίκη παντρεμένη με τον αδελφό της, τον αδελφό της γυναίκας που δέχτηκε να καθίσει μαζί του και να πιουν έναν καφέ. Μια γυναίκα για την οποία ο Δημητρός-Οκάν ήταν σίγουρος ότι κάτι τέτοιο δεν το συνήθιζε, δηλαδή να μιλάει και να πίνει καφέ με αγνώστους. Γελούσαν λοιπόν οι Μοίρες γιατί αυτή τη φορά τα κατάφεραν να κάνουν τους δύο αυτούς άγνωστους ανθρώπους να γνωριστούν και να μιλήσουν. Όχι όπως τα περασμένα Χριστούγεννα, που το σχέδιο ματαιώθηκε ξαφνικά, εξαιτίας της απρόοπτης πτώσης ενός φωτιστικού στο μεγάλο κατάστημα... Τώρα τα είχαν καταφέρει και είχαν βάλει αυτούς τους δυο μαζί σε ένα τραπέζι, πάνω από δύο φλιτζάνια με αχνιστό καφέ, έναν άντρα και μια γυναίκα που τους χώριζαν πάρα πολλά αλλά και τους συνέδεαν περισσότερα. Πόσα άραγε; Θα αργούσαν πολύ να το μάθουν οι ίδιοι, γιατί τόσο καλοπλεγμένο γαϊτανάκι λίγες φορές είχαν πετύχει οι σκληρές οι Μοίρες... - Θέλεις να μου πεις; ρώτησε απλά, και δεν της φάνηκε καθόλου περίεργο, καθόλου αγενές που του μιλούσε τώρα στον ενικό, υπήρχε κάτι μεταξύ τους που δεν μπορούσε να το εξηγήσει, ένας παράξενος δεσμός, μια μυστήρια έλξη, που θα μπορούσε να είναι ερωτική... ή μάλλον ήταν και ερωτική... αλλά ήταν και κάτι άλλο... αδιευκρίνιστο, αδιόρατο, ανεξήγητο. - Τη βρήκα παντρεμένη με έναν άντρα που δεν τον αγαπούσε... μάλλον... με έναν άντρα που δεν τον παντρεύτηκε από αγάπη... που τον παντρεύτηκε από... από ανάγκη και από... από... - Λύπη μήπως; και περίμενε να ακούσει την απάντησή του, ελπίζοντας να έχει πέσει έξω, γιατί... γιατί αν είχε δίκιο... πού στα κομμάτια τής είχε έρθει αυτό στο νου τώρα; - Πώς το ξέρεις; δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή του. Από λύπη την παντρεύτηκε εκείνος... λύπη και... πώς να το πω... δεν ξέρω τη λέξη... Κοιτάχτηκαν πάλι. «Γιατί δεν ξέρεις; Πό>ς και δεν ξέρεις;» θα ήθελε να του πει, «Δεν ξέρω γιατί μου λείπουν οι λέξεις, δεν είμαι Έλληνας, συγχώρεσέ με, Βασιλική» θα της απαντούσε μετανιωμένος. Αλλά δεν έγινε έτσι. Πάλι η Βασιλική διάβασε στο πρόσωπό του, στο όμορφο του πρόσωπο, τη λέξη, την απάντηση. Της ήταν τόσο εύκολο να διαβάζει το πρόσωπό του... - Από υποχρέωση μήπως; Μήπως την παντρεύτηκε από υποχρέωση; Χωρίς να την αγαπάει ούτε εκείνος; Δίστασε ο Δημητρός -ο Οκάν της Πόλης-, δεν του επιτρεπόταν να συζητάει για τους άλλους, τους ξένους, αυτούς που δεν ήταν παρόντες. Όμως η γυναίκα απέναντί του ήταν σαν να εισχωρούσε στο μυαλό του, σαν να έβλεπε πίσω από τα μάτια του, σαν να ήξερε την ιστορία του.
- Κάπως έτσι..., και γέλασε ψεύτικα. Κάπως έτσι, αλλά... δεν έχει σημασία πια, έτσι δεν είναι; Πέρασαν τα χρόνια, μεγαλώσαμε, άλλαξε^ η ζωή μας. - Και ποια παντρεύτηκες; τον ρώτησε, απορώντας και η ίδια με το θράσος της και δείχνοντας πάλι προς τη βέρα, που εξακολουθούσε να είναι σκεπασμένη από το άσπρο, απαλό του χέρι. - Τη Μαρία, απάντησε χαμογελώντας, όμως η Βασιλική διέγνωσε μια θλίψη. Τη Μαρία, μια καλή κοπέλα, που μ’ αγαπάει πολύ και... - Αλλά εσύ ακόμα αγαπάς την άλλη, τον διέκοψε και δεν ντράπηκε, μόνο έμεινε να τον κοιτάει ανάμεσα στα φρύδια ούτε να τραβήξει το βλέμμα της από το πρόσωπό του μπορούσε, ούτε να χαθεί μέσα στα μάτια του ήθελε. -Όχι... Έγνεψε προς τη σερβιτόρα κουνώντας την άδεια κανάτα, τίναξε με μια κίνηση ένα ψίχουλο πάνω από το τραπέζι και κοίταξε το ρολόι του. - Συγνώμη..., είπε στη Βασιλική, θεωρώντας μεγάλη αγένεια να κοιτάει τι ώρα είναι. Δεν κατάλαβε τίποτα εκείνη, καθόλου δεν είχε προσβληθεί, αισθανόταν να αιωρείται στο κενό ο Οκάν, ένα κενό .πηχτό και αρωματισμένο. Να είναι το δικό της άρωμα; σκέφτηκε. - Την αγαπούσα... πίστευα ότι την αγαπούσα ακόμα... μέχρι... πριν από λίγο... Ένα σφίξιμο στο στομάχι, και οι παλμοί χοροπήδησαν μέσα στο σώμα, βούιξαν τα αφτιά και ξεράθηκε το στόμα της. Τον κοίταζε και δεν πίστευε αυτό που είχε ακούσει. Το είχε πει; Ήταν αλήθεια; Εικόνες πέρασαν μπροστά από τα μάτια της, κορίτσι ήταν πάλι, δεκατεσσάρων δεκαπέντε χρονών, και έτρεχε στις πλαγιές του βουνού, δροσερό το αεράκι εκεί πάνω, της χάιδευε τα μάγουλα, η κοτσίδα της τιναζόταν ψηλά και μετά της χτυπούσε φιλικά την πλάτη. - ...πριν από λίγο καιρό, συμπλήρωσε αυτός, και η Βασιλική γύρισε βίαια πίσω, στον «καφενέ» της Νέας Υόρκης, στο δρόμο με τα παλαιοπωλεία, λίγο πιο πέρα από τα πανεπιστήμια. Της σερβίρισε καυτό καφέ και του ψιθύρισε «Ευχαριστώ...», της άναψε το δεύτερο τσιγάρο, της χαμογέλασε ζεστά. - Έχουμε και τη δική σου ιστορία να πούμε, Βαζιιιλική... Το στόμα του στρογγύλεψε λέγοντας το όνομά της και ύστερα άνοιξε σε ένα πλατύ χαμόγελο. - Έχουμε να μιλήσουμε και για σένα, έτσι δεν είναι; τη ρώτησε απλά. - Έτσι, έτσι..., συγκατένευσε εκείνη. Πόσο παράξενο ακουγόταν το όνομά της από τη φωνή του... όχι ακριβώς «Βασιλική», τραβούσε το ι της δεύτερης συλλαβής, σαν να υπήρχε και ένα ζ στη θέση του σ, «Βαζιιιλική» ή κάπως έτσι... δεν μπορούσε ακριβώς να το αποδώσει και δεν είχε και σημασία.
Ήπιαν σχεδόν αμίλητοι τις τελευταίες γουλιές. Ξαφνικά, εκείνη ήθελε να φύγει γρήγορα, τι δουλειά είχε εκεί με έναν άγνωστο που του έδινε υπόσχεση ότι θα υπήρχε και επόμενη φορά, εφόσον δεχόταν χωρίς αντίρρηση ότι θα του διηγιόταν και τη δική της ιστορία; Και γιατί της άρεσε το όνομά της ειπωμένο με αυτό τον τρόπο; Του έδωσε το χέρι -έτρεμε, αλλά δεν το κατάλαβε-, και εκείνος το έσφιξε κανονικά, ούτε λίγο ούτε πολύ, καθόλου δεν της έδωσε την εντύπωση ότι τη φλέρταρε, ότι ήθελε να της δώσει να καταλάβει κάτι. - Την άλλη εβδομάδα, την ίδια μέρα και ώρα; τη ρώτησε ενώ ερευνούσε τις θάλασσες των ματιών της, που ήταν τρικυμισμένες. - Ναι..., ψιθύρισε εκείνη ούτε που σκέφτηκε να αρνηθεί. Σήκωσε το καπέλο του σε χαιρετισμό και απομακρύνθηκε δυο βήματα από κοντά της. - Έχω αργήσει για μια σύσκεψη, θα με περιμένουν. Να σε συνοδεύσω; Έδειξε εκείνη προς την αντίθετη κατεύθυνση από την οποία είχαν έρθει. - Από εδώ..., μουρμούρισε «Από εδώ θα πάω» εννοούσε. - Καλά τότε, χαμογέλασε εκείνος και χαιρέτησε πάλι με τη βαριά προφορά του. - Δημητρό..., έτρεμε τώρα και η φωνή της, αλλά πάλι δεν το κατάλαβε. Στάθηκε αυτός και περίμενε, δέκα βήματα τους χώριζαν, είδε το χαμόγελο μέσα στα μάτια του. - Δημητρό, ποια είναι η πατρίδα σου; τον ρώτησε, κρατώντας τα γάντια της στο αριστερό χέρι, χωρίς να έχει αποφασίσει αν θα τα φορούσε ή όχι. Ένα σύννεφο κάλυψε εκείνη τη στιγμή τον ήλιο -εδώ και ώ^κτι ει-γαν αρχίσει να μαζεύονται σύννεφα στον ουρανό, αλλά, απορροφημένη καθώς ήταν από αυτό που της συνέβαινε, δεν το είχε προσέξει-, άλ\αξε η θερμοκρασία αμέσως, και ένα ψυχρό αεράκι την έκανε να ανατριχιάσει. - Ιστάμπουλ..., είπε εκείνος χαμηλόφωνα και της χαμογέλασε λυπημένα -ή μήπως έτσι της φάνηκε;-, έκανε έναν ακόμη χαιρετισμό ανασηκώνοντας το καπέλο και συνέχισε το δρόμο του. Έμεινε η Βασιλική στην άκρη του πεζοδρομίου ακίνητη, ψυχρά ξαφνικά και έξω και μέσα της. Είναι Τούρκος; της ήρθε η ερώτηση σαν χαστούκι στο μυαλό. Κοίταξε τον ουρανό, θα έβρεχε σύντομα, θυμήθηκε ότι είχε να πάρει ένα δώρο για τον άντρα της και κατάλαβε ότι είχε χασομερήσει πάρα πολύ. Αύριο..., σκέφτηκε. Τώρα δεν είχε διάθεση για ψώνια, για τίποτα δεν είχε διάθεση, να χωθεί στο κρεβάτι ήθελε μόνο και να αγκαλιάσει τον άντρα της. Είναι Τούρκος; τη χαστούκισε πάλι η ίδια ερώτηση, όχι, τώρα ήταν μαστίγωμα, γιατί ήρθε και ξαναήρθε κάμποσες φορές: Είναι Τούρκος; Είναι Τούρκος; Είναι Τούρκος; Άνοιξε την πόρτα του ήρώτου ταξί που βρήκε μπροστά της και έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού της. - Έχει κίνηση, να ξέρετε..., την προειδοποίησε ο οδηγός.
- Είναι το τελευταίο που με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή, είπε εκείνη απότομα, όχι στον απορημένο οδηγό αλλά στην ερώτηση που στριφογύριζε στο κεφάλι της: Είναι Τούρκος; Είναι Τούρκος; Είναι Τούρκος; Γύρισε στο σπίτι χωρίς κέφι και χωρίς δώρο. Έβγαλε τα παπούτσια της σκεφτική -αλλά δεν είχε και κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό τηςκαι πέταξε το μπλε βελούδινο παλτό στο κάγκελο της σκάλας, κάτι που δε συνήθιζε να κάνει, αφού ήταν τακτική και έβαζε αμέσως τα ρούχα της στις κρεμάστρες. Πέρασε μπροστά από το μεγάλο καθρέφτη της εισόδου χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά, μπήκε στη σάλα και βγήκε αμέσως, κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, άλλαξε γνώμη και γύρισε πάλι στο μεγάλο χολ της εισόδου. Έψαξε την τσάντα της και βρήκε τον καπνό, έστριψε ένα τσιγάρο χωρίς να το ανάψει, το έπαιξε στα νευρικά της δάχτυλα -από τι και γιατί είχε νεύρα;-, ύστερα το έβαλε στο στόμα της, πάλι χωρίς να το ανάψει, και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη σοβαρή και κατηφής, λες και ετοιμαζόταν να κατηγορήσει το είδωλό της για κάτι ή για πολλά. Είδε πρώτα το πρόσωπό της, πρόσωπο καθαρό, με ωραίες γραμμές, καστανά φρύδια, λεπτή μύτη, γεμάτο στόμα, μάτια ζωντανά, αεικίνητα. Δεν της έκανε καμία αίσθηση, ήταν το ίδιο πρόσωπο εδώ και πολλά χρόνια, «όμορφη» την έλεγαν οι άλλοι, κυρίως ο άντρας της, η ίδια ποτέ δεν αισθάνθηκε όμορφη -ούτε και άσχημη, βέβαια-, ποτέ δεν την είχε απασχολήσει αυτό, ίσως επειδή είχε πειστεί από τον άντρα της -από το θαυμασμό και τη λατρεία του-, ίσως επειδή ήταν σίγουρη πως ήταν όμορφη, ποιος ξέρει... Ήταν ήσυχη έτσι, δεν περνούσε από το νου της αν άρεσε στους άλλους, αρκεί που του άρεσε εκείνου, αρκεί που έβλεπε το θαυμασμό στα δικά του τα μάτια. Και στα μάτια άλλων αντρών διάβαζε το ίδιο, καμιά φορά και· τον πόθο, όπως στα μάτια του Ρόμπερτ ας πούμε, του βοηθού του άντρα της, πολλές φορές και στα μάτια άγνωστων αντρών, αλλά δεν την άγγιζε τίποτα, ποτέ δεν έφτασε πάνω της, δίπλα της, κοντά της έστω, ποτέ δεν την ακούμπησε η θέρμη ενός ξένου. Την προσπερνούσαν, θαρρείς, τα γεμάτα θαυμασμό βλέμματα, καυτά από τον πόθο, την προσπερνούσαν χαιρετώντας ανέμελα: «Γειααα. Εδώ είμαστε εμείς, αλλά φεύγουμε. Εσύ, ξέρουμε, δε νοιάζεσαι για μας...» Έτσι είχαν τα πράγματα, μέχρι σήμερα... Πρόσεξε το σώμα της, ψηλή και λεπτή, το ίδιο φουστάνι για δέκα χρόνια, που λέει ο λόγος, αν ήθελε να φοράει, θα της πήγαινε κουτί, το ίδιο στήθος -ούτε μεγάλο ούτε μικρό-, η ίδια λεπτή μέση, η ίδια περιφέρεια, τα ίδια λεπτά μπούτια, τα ίδια σφιχτά μπράτσα. Ανοιξε ένα κουμπάκι από το φουστάνι, που ανέβαινε ως το λαιμό ψηλά, άσπρη η επιδερμίδα της, όπως και στο πρόσωπο, άσπρος και τρυφερός φάνηκε ο λαιμός της, έκανε αντίθεση με το σκούρο βελούδο, ένα χρώμα ανάμεσα στο πράσινο και στο μπλε. Ξεκούμπωσε και δεύτερο κουμπί, και τρίτο, φάνηκε λίγο το ντεκολτέ της. Αστεία λέξη, γέλασε με το ζόρι, προτού έρθει στην Αμερική ούτε που φανταζόταν πως υπήρχε λέξη γι’ αυτό το σημείο του σώματος, λέξη μόνο για τις γυναίκες, «ντεκολτέ», πολύ γελούσε στην αρχή, «Σφίξε τη γραβάτα σου, αγάπη μου...» πείραζε τον άντρα της, «Φαίνεται το ντεκολτέ σου», και ορμούσε να του φιλήσει το στέρνο μέσα από το μισάνοιχτο πουκάμισο, «Δεν το λέμε έτσι!» τη μάλωνε εκείνος ψεύτικα και απολάμβανε το φιλί της, φιλί-πειστήριο ότι κι εκείνη τον ποθούσε. Κοιτάχτηκε πάλι -«γυαλίστηκε», όπως λέγανε στην πατρίδα τηςκαι ξεκούμπωσε άλλο ένα φιλντισένιο κουμπάκι. Φάνηκε το χώρισμα του στήθους της -δε θήλασε μωρό, ποτέ-, ανατρίχιασε χωρίς να αγγιχτεί, ένας άντρας μόνο, ο άντρας της, μόνο αυτός είχε πιάσει το στήθος της, το είχε μαλάξει, φιλήσει, ρουφήξει. Ένας μόνο. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι μπορεί να την άγγιζε άλλος, εκεί ή αλλού, ποτέ, μόνο τώρα... Έπιασε και την κοτσίδα της, εκείνη την ίδια κοτσίδα που είχε από μικρό παιδί, την έπιασε και την έφερε
μπροστά, στο αριστερό της στήθος, όμορφη και καλοπλεγμένη κοτσίδα, σύμβολο της καταγο>γής της, της παιδικής της ηλικίας που κόπηκε απότομα και μιας ατέλειωτης αθωότητας που πίστευε ότι έπρεπε να διατηρήσει, αφού δεν έζησε, δε χάρηκε τα παιδικά της χρόνια, σύμβολο της θηλυκότητάς της έτσι όπως την είχε ορίσει ο άντρας της -από την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους ακόμακαι της άρεσε κι εκείνης, σύμβολο μιας ανεξαρτησίας που δεν έγινε ποτέ τυπική, όπως ήταν το έθιμο στην πατρίδα της όταν τα κορίτσια αρραβωνιάζονταν και -υποτίθε-ταιέφευγαν από την κυριαρχία των πατεράδων τους κάι περνούσαν στην κυριαρχία των συζύγων -αλλά αυτό δεν το σκεφτόταν κανείς και, αν το σκεφτόταν, δεν το ομολογούσε-, σύμβολο της πιο ουσιαστικής ελευθερίας που της πρόσφερε ο άντρας της μέσα από την αγάπη και το σεβασμό του για εκείνη, σύμβολο της σεξουαλικότητάς της έτσι όπως καθιερώθηκε από την πρώτη νύχτα του γάμου τους, όταν ο άντρας της την είχε ξεντύσει και της είχε καλύψει το σώμα με τα μαλλιά της. Είδε την κοτσίδα της, την πυξίδα της όπως τη θεωρούσε η ίδια, μέσα στον καθρέφτη να στολίζει το ωραίο της φουστάνι, την έπιασε και έκανε με το χέρι της ότι την κόβει -ατσαλένιο ψαλίδι τα δάχτυλά τηςκαι για πρώτη φορά στη ζωή της σκέφτηκε πώς θα ήταν με τα μαλλιά κομμένα, με τα μαλλιά όχι πλεγμένα. Την επόμενη εβδομάδα τον συνάντησε, κάτω από καταρρακτώδη βροχή, στο δρόμο με τα παλαιοπωλεία, έξώ από το ίδιο μέρος, που εκείνοι το είχαν ορίσει σαν «καφενέ». 'Ετρεχε γιατί είχε αργήσει, έτρεχε κρατώντας με το χέρι το καπέλο της, από την ταραχή της είχε ξεχάσει να πάρει ομπρέλα, κι ας φαινόταν από το πρωί ότι θα έβρεχε, το παλτό της ήταν μούσκεμα, έσταζε στην κυριολεξία, τα μπορντό της μποτάκια επίσης, αλλά δεν την ενδιέφερε τίποτα, είχε αργήσει πάνω από μισή ώρα, σίγουρα θα είχε φύγει εκείνος, σίγουρα αν είχε πάει, βέβαια... Ηταν ένας από τους φόβους της αυτό, φόβοι πολλοί και διάφοροι την είχαν βασανίσει εκείνη την εβδομάδα, όμως τώρα έτρεχε σαν ανυπόμονο κορίτσι για να τον συναντήσει. Είδε από μακριά την ψηλή σιλουέτα του κάτω από μια μεγάλη μαύρη ομπρέλα, τον αναγνώρισε, κι ας μην έβλεπε το πρόσωπό του, ήταν εκεί -δόξα τω Θεώ!-, ήταν εκεί και την περίμενε. Άστραψε το πρόσωπό του από χαρά μόλις την αντίκρισε, λίγο προτού φτάσει κοντά του. - Γιατί δε με περίμενες μέσα; τον ρώτησε πλησιάζοντας, προτού καν ζητήσει συγνώμη. - Ηθελα να σε δω να έρχεσαι, της είπε απλά, βάζοντάς την κάτω από την ομπρέλα, και την κοίταξε στα μάτια. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, Βαζιιιλική. Πολύ πιο ήρεμη απ’ όσο φανταζόταν ότι θα μπορούσε να είναι μια τέτοια στιγμή, και χωρίς να σκεφτεί τίποτα, του είπε: - Κι εγώ σ’ ευχαριστώ που με περίμενες, και πέρασε στο εσωτερικό του καφενείου καθώς ο Δημητρός τής κρατούσε την πόρτα ανοιχτή και την τύλιγε με το γεμάτο θαυμασμό -αλλά και συστολήβλέμμα του. Βρέθηκαν στη θαλπωρή του μικρού χώρου -ήδη αγαπημένο και οικείο τον αισθάνθηκε η Βασιλική-, μόνοι τους ήταν, αυτοί οι δυο και η γνωστή μεσήλικη σερβιτόρα. Όσο μιλούσε, άκουγε, γελούσε και απαντούσε η Βασιλική, πέρασαν σαν ταινία μπροστά από τα μάτια της όσα είχε ζήσει την προηγούμενη εβδομάδα, μια ολόκληρη εβδομάδα, με εφτά ολόκληρες μέρες --που τις μετρούσε μία μία, χάντρες
αγχωμένου κομπολογιού-, μια εβδομάδα που είχε κυλήσει αργά αργά και με ιλιγγιώδη ταχύτητα, με μακρόσυρτες μέρες και ατέλειωτες νύχτες, με σύντομα μεσημέρια και απογεύματα σαν αστραπή, με ξάγρυπνα ξημερώματα και νυσταγμένα δειλινά. - ΙΙως θα σου φαινόταν αν έκοβα τα μαλλιά μου; ρώτησε τον Σωτήρη προτού καλά καλά μπει στο σπίτι και προτού ακόμα του πάρει το καπέλο από τα χέρια, όπως έκανε είκοσι τόσα χρόνια τώρα. Γην κοίταξε παραξενεμένος και έσκυψε να τη φιλήσει, είδε στα μάτκι της τα αγαπημένα κάτι σαν αντάρα, δε μίλησε, πάντα περίμενε ότι κάτι θα ξεσπούσε κάποτε, τους είχε φυλάξει ο Θεός τόσα χρόνια, μπορεί και να ταν αυτή η στιγμή, ποιος ξέρει... - Θα είσαι όμορφη όπως και να έχεις τα μαλλιά σου, της είπε καθώς καθόταν στην πολυθρόνα του. Στάθηκε η Βασιλική μπροστά του -ακόμα δεν του είχε χαμογελάσει, λες και έφταιγε αυτός που εκείνη βασανιζόταν-, έκανε την ίδια κίνηση που είχε κάνει και προηγουμένως μπροστά στον καθρέφτη, δάχτυλα-ψαλίδι για το σύμβολο της ζωής τους, κραχ έκανε η καρδιά του Σωτήρη, και δεν ήταν επειδή εκείνη σκεφτόταν να κόψει τα μαλλιά της, επειδή εκείνο το «δαχτυλοψάλιδο» θαρρείς και του έκοψε την κεντρική αρτηρία, αυτήν που έστελνε ζωή σε όλο του το σώμα, για λίγο, για μια σταλιά μόνο... - Όχι, όχι, δεν τα κόβω! είπε ξαφνικά η Βασιλική και γέλασε κάπως υστερικά. Πάω να σου φέρω το ποτό σου, αγάπη μου. Θεοδώρα έλα, ήρθε ο νονός! φώναξε από τη βάση της σκάλας προς τα πάνω, προς το δωμάτιο όπου η μικρή διάβαζε τα μαθήματά της, κι ας ήξερε πως ήταν άσκοπο, αφού δεν μπορούσε να την ακούσει, κι ας είχε επιβάλει σε όλους να μην τη φέρνουν σε δύσκολη θέση και να της μιλάνε πάντα και μόνο όταν εκείνη τους κοιτούσε. Τη νύχτα ανέβηκε αργά στην κάμαρά τους, μέχρι εκείνη την ώρα δεν ήθελε να κοιμηθεί, ξενύχτησε διαβάζοντας ένα βιβλίο κάτω στη σάλα, και ξαφνικά, ενώ ετοιμαζόταν να ρίξει κι άλλο ένα κούτσουρο στο τζάκι, να το κρατήσει αναμμένο για πολλή ώρα ακόμη, της ήρθε μια τρελή ιδέα: οραματίστηκε μέσα στις μισοπεθαμένες φλόγες τον άντρα της, τον είδε να πεθαίνει μόνος και αβοήθητος πάνω στα κατάλευκα, παγωμένα σεντόνια. Όρμησε σαν τρελή στις σκάλες και χίμηξε στο δωμάτιο. Τον είδε να κοιμάται ήρεμος και γαλήνιος, πόνεσε η καρδιά της από την τόση αγάπη που είχε για εκείνον, έλυσε την κοτσίδα της, όπως κάθε βράδυ, και ξάπλωσε ολόγυμνη στο πλάι του, κολλώντας το σώμα της πάνω του. Έκαναν έρωτα με εξαιρετικό πάθος εκείνη τη νύχτα. Η Βασιλική, με το κορμί της να φλέγεται από τις επαναλαμβανόμενες εκρήξεις, έδειξε στον Σωτήρη με κάθε τρόπο πόσο τον αγαπούσε και πόσο τον ήθελε αυτόν, τον άντρα της, το μοναδικό άντρα της ζωής της. Ύστερα έμεινε ξάγρυπνη μέ)(ρι που χάραξε, έμεινε ξάγρυπνη με τα μάτια στυλωμένα στο ταβάνι, όπου έστεκε χαμογελαστή, δίπλα ακριβώς από την κρυστάλλινη πλαφονιέρα, η μορφή του Δημητρού. Κοιμήθηκε ως αργά εκείνη τη μέρα, σηκώθηκε λίγο πριν από το μεσημέρι με παράξενη διάθεση. Βρήκε τη Μερσέντες να την περιμένει με αγωνία στην κουζίνα, όπου κατέβηκε, παραπατώντας σχεδόν, για να πιει καφέ. - Κυρία, τι να μαγειρέψω; τη ρώτησε, και τότε κατάλαβε το θέμα του άγχους της η Βασιλική.
Το φαΐ, το φαΐ... Της προκαλούσε αηδία και μόνο η σκέψη του σήμερα. - Τίποτα, είπε άκεφα. - Πώς τίποτα; επέμεινε η άλλη. Σήμερα είναι τα γενέθλια του κυρίου, θα έρθει και ο Τζόνι... Τα ξεχάσατε όλα αυτά; και την κοίταξε πραγματικά απορημένη, αφού πάντα τέτοια μέρα στο σπίτι επικρατούσε αναβρασμός, γιατί η Βασιλική ήθελε για τον Σωτήρη μόνο τα καλύτερα. Έδιωξε από το νου της μάτια, μαλλιά, δάχτυλα, χαμόγελα, καπέλα, τρενσκότ και κάτι σαρκώδη χείλη που στρογγύλευαν όταν έλεγαν το όνομά της και συνήλθε στο λεπτό. Πώς το είχε ξεχάσει, η αχάριστη; Πώς μπόρεσε να το έχει ξεχάσει; Το βράδυ, όταν γύρισε -νωρίτερα απ' ό,τι συνήθωςο Σωτήρης, η Βασιλική ήταν όπως πάντα: χαμογελαστή, τρυφερή, χαρούμενη σαν μικρό παιδί. Το σπίτι έφεγγε από χίλια μέτρα μακριά με όλα τα φώτα αναμμένα, στα βάζα έλαμπαν κατακόκκινα τριαντάφυλλα, από την κουζίνα έρχονταν γαργαλιστικές μυρωδιές. Όρμησε στην αγκαλιά του, τον γέμισε φιλιά και ευχές και δεν έβγαινε από εκεί, με τη γυναίκα του κρεμασμένη στο λαιμό του δέχτηκε τις ευχές και φίλησε το γιο του και τη Θεοδώρα ο Σωτήρης. Ετσι, με τον ίδιο σχηματισμό, μπήκανε στη σάλα και: - Φέρε, αγάπη μου, στο νονό το ποτό του, ζήτησε η Βασιλική από το κορίτσι δεν ήθελε να αφήσει τον άντρα της, δεν ήθελε να τον αποχωριστεί. Ήπιανε γελαστοί το «welcome drink», ο Σωτήρης στη γνωστή του θέση, η Βασιλική καθισμένη στο μπράτσο της πολυθρόνας, ο Τζόνι απέναντι, στον καναπέ, πανέμορφος και καλοντυμένος, καμαρώνοντάς τους όπως τότε, όπως τότε που, μικρό παιδί, αντίκρισε για πρώτη φορά τη Βασιλική στον κήπο του σπιτιού της θείας του της Λένας, στην Κλεισούρα, και δίπλα του, κολλημένη στο καρό του σακάκι, η Θεοδώρα, παιδί ακόμα στο μυαλό και στην ψυχή, αλλά παιδί που παρέμενε κρυμμένο μέσα στο εκτυφλωτικά όμορφο σώμα μιας νεαρής δεσποινίδας, που κοιτούσε τον Τζόνι και τον άκουγε με μια λατρεία απροσδιόριστης μορφής, αδελφός της και αγαπημένος της, καθόλου δεν την απασχολούσε το είδος της αγάπης που έτρεφε γι’ αυτόν ακόμα. Εφαγαν με όρεξη όλα όσα είχε ετοιμάσει η Βασιλική με τη βοήθεια της Μερσέντες, «Άσε με, καλέ κυρία, να ανοίξω κι εγώ μια φορά φύλλο... Έμαθα πια, αφού και μόνη σου το λες...» την παρακάλαγε νωρίτερα μέσα στην κουζίνα, ούτε να το ακούσει εκείνη, έβαλε όλη την τέχνη, τη μαεστρία και την αγάπη της σ’ εκείνη την πίτα, είκοσι φύλλα άνοιξε, δέκα κάτω, δέκα πάνω, έβαλε μπόλικο τυρί και όσα χόρτα πρόλαβε λαχανιασμένος να της φέρει ο μανάβης της, που πάντα έπαιρνε την ειδοποίηση τρεις μέρες νωρίτερα και την προμήθευε σπανάκι και αντίδια, κάτι που η Βασιλική δεν είχε φροντίσει έγκαιρα αυτή τη φορά, όπως δεν είχε θυμηθεί -για πρώτη φοράκαι τα γενέθλια του άντρα της και αυτό δε θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό της. - Καλύτερη από ποτέ, την επιβράβευσε ο Σωτήρης με τη συνηθισμένη του αβρότητα. Ν’ αγιάσουν τα χέρια σου, αγάπη μου. Καλύτερη από ποτέ. Τι χόρτα έβαλες; συνέχισε, ενώ η καρδιά του βούλιαζε σε μια αργή θλίψη. Ήξερε πολύ καλά ότι η γυναίκα του δεν ήταν στις καλές της εκείνη τη μέρα. Ούτε και την προηγούμενη νύχτα, που ζήτησε τον έρωτά του με τόσο πάθος. Ούτε το προηγούμενο απόγευμα, που την απασχολούσε αν θα έπρεπε ή όχι να κόψει τα μαλλιά της...
Κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι σφιχτά, ο Σωτήρης πτώμα από την κούραση όλης της μέρας, εκείνη πτώμα από την υπερδιέγερση που την είχε ταλανίσει σχεδόν δύο εικοσιτετράωρα. Όμως ο ύπνος της ήταν κι αυτός κουραστικός, αγωνιώδη όνειρα συνόδευσαν τη νύχτα της. ...Σε κατάμεστο από κόσμο δικαστήριο βρισκόταν και ήταν κατηγορούμενη και δικαστής συγχρόνως. Μόνο που δικαστής ήταν η Βασιλική των δεκαοχτώ χρόνων, το κορίτσι της Κλεισούρας -με καλοχτενισμένη την κοτσίδα και με το πρόσωπο να λάμπει από αθωότητα και αποφασιστικότητα-, ενώ κατηγορούμενη ήταν η σημερινή Βασιλική, ώριμη γυναίκα και μυαλωμένη με την κοτσίδα πρόχειρα πλεγμένη και με τα χαρακτηριστικά της αλλοιωμένα από την αγωνία. «Κατηγορούμενη», είπε το κορίτσι των βουνών, «έχεις να πεις κάτι που θα σε απαλλάξει από τις κατηγορίες;» Ανασηκώθηκε στη θέση της, κοίταξε γύρω της σαν χαμένη και έμεινε βουβή. «Τον αγα-πας;» ρώτησε πάλι η δικαστίνα. «Ποιον;» της ήρθε να ρωτήσει, αλλά δεν είπε τίποτα. «Τον αγαπάς τον άντρα σου;» ξανά η ερώτηση. «Πιο πολύ και από τον αέρα που αναπνέω», απάντησε χωρίς δισταγμό. «Τον άλλο τον αγαπάς;» ρώτησε πάλι αυστηρά η δικαστίνα, και η ώριμη Βασιλική τα χάσε και έφερε το δάχτυλό της στα χείλη. Πώς έκανε αυτή την ερώτηση μπροστά σε τόσους; Τι θα έλεγε ο κόσμος; 'Εστρεψε τα μάτια της σαν τρελή στην αίθουσα, ψυχή δεν υπήρχε, άδειες οι καρέκλες, ψυχρός ο αέρας έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα, ένα από αυτά ανοιγόκλεινε με ένα μονότονο τρίξιμο, στους τοίχους πίνακες τεράστιοι, ίσαμε το ταβάνι, πίνακες με στιγμές από τη συζυγική της ζωή. Ήξερε ότι αυτή και ο άντρας της ήταν στους πίνακες, κι ας ήταν τα πρόσωπα μουντζουρωμένα, λες και κάποιο βέβηλο χέρι είχε καταστρέψει τις στιγμές της ευτυχίας. Κοίταξε πάλι τη δικαστίνα, που την περίμενε ήρεμη και ατάραχη. «Ισως... ίσως να τον αγαπώ και τον άλλο...» ψιθύρισε και έφερε το χέρι στα μαλλιά της πώς και είχε ξεχάσει να χτενιστεί εκείνη τη μέρα; «Μπορώ να ρωτήσω κάτι;» έτρεμε η φωνή της ώριμης Βασιλικής. «Παρακαλώ, ρωτήστε», έκανε μια κίνηση το κορίτσι που ήταν πάνω στο έδρανο. «Ποιος τα κατέστρεψε αυτά;» ρώτησε η κατηγορούμενη, έτοιμη να βάλει τα κλάματα και δείχνοντας τους πίνακες με τα μουντζουρωμένα πρόσωπα. «Ποιο αμαρτωλό χέρι κατέστρεψε τέτοιες στιγμές ευτυχίας;» επέμεινε. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, μάνα και κόρη θα μπορούσαν να είναι, είκοσι χρόνια είχαν διαφορά, βούλιαξαν οι τρικυμίες από τα μάτια της ώριμης Βασιλικής μέσα στα δροσερά νερά των γαλάζιων ματιών της μικρής. «Εάν!» της είπε και την έδειξε με το δάχτυλο, δάχτυλο-ξίφος που την κάρφωσε στην καρδιά... Ξύπνησε ιδρωμένη, με τα μαλλιά κολλημένα στο πρόσωπό της. Το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας ήταν ανοιχτό και έτριζε από τον αέρα που είχε αρχίσει να φυσάει. Έφερε το χέρι στην κοτσίδα της, εκεί, στη θέση της ήταν, ξεχτένιστη αλλά κοτσίδα. Η Βασιλική είχε ξεχάσει να λύσει εκείνο το βράδυ τα μαλλιά της, και ο Σωτήρης δεν της το είχε ζητήσει, ούτε είχε τολμήσει να τα λύσει μόνος του ίσως να το θεωρούσε πια μεγάλη θυσία... - θέλω να πάμε κάπου οι δυο μας, είπε το μεσημέρι της άλλης μέρας στον άντρα της η Βασιλική, όταν γύρισε από το νοσοκομείο ήταν Σάββατο, το απόγευμα ήταν δικό τους, όπως και η Κυριακή. - Η θεοδώρα; Πού θα μείνει η μικρή; τη ρώτησε εκείνος, γιατί ήξερε πολύ καλά. Τα τελευταία χρόνια δεν πήγαιναν σχεδόν πουθενά αν δεν έπαιρναν το παιδί μαζί τους ή αν δεν είχε εξασφαλίσει η Βασιλική το ότι θα πήγαινε στη μαμά της και οι συνθήκες εκεί θα ήταν άψογες: ζέστη, φαγητό και οικογενειακή γαλήνη. Αυτό το τελευταίο ήταν που της πρόσφεραν μέσα στο δικό τους σπίτι, αφού μόνο αγάπη και ηρεμία επικρατούσε εδώ, οικογενειακή γαλήνη ό,τι δηλαδή κινδύνευαν να χάσουν τώρα. - θα μείνει με τη Μερσέντες, μεγάλη κοπέλα είναι πια, απάντησε βιαστικά η Βασιλική.
Είχε περάσει ένα βασανιστικό πρωινό, κατά τη διάρκεια του οποίου ορκιζόταν συνέχεια στην Παναγία ότι δε θα ξανασυναντούσε τον Δημητρό και αναιρούσε, επίσης συνέχεια, τους όρκους της, με τη δικαιολογία ότι δεν ήταν κάτι κακό, δεν έτρεφε για εκείνον απολύτως κανένα συναίσθημα, μια παρεξήγηση ήταν όλα, έφταιγε που είχε μικροπαντρευτεί και δεν είχε γνωρίσει άλλον άντρα, εδώ στην Αμερική οι άνθρωποι είχαν πολλών ειδών σχέσεις, δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχει κάτι το επιλήψιμο σε μια συνάντηση μιας γυναίκας με έναν άντρα. Ετοιμάστηκαν βιαστικά, καλά καλά δεν πρόλαβαν να φάνε, πέταξε δυο ρούχα μέσα σε μια βαλιτσούλα η Βασιλική -«Στη θάλασσα, αγάπη μου, καλύτερα στη θάλασσα», είχε ανάγκη να τη δει, να τη μυρίσει, να την ακούσει, κι ας μην ήταν εκείνη η θάλασσα, που θυμόταν να της κλέβει την καρδιά από την πρώτη μέρα τους στη Θεσσαλονίκη, από το πρώτο τους ταξίδι προς τον Πειραιά, από εκείνη την έναστρη νύχτα στη μαγεία της Δήλου-, και έφυγαν. Κατά το βραδάκι έφτασαν στο Κολντ Σπρινγκ Χάρμπορ, εκεί όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν όλα τα χρόνια από τότε που ο Τζόνι ήταν μικρός, παραθάλασσιο χωριό χτισμένο πάνω σε ένα λιμανάκι γεμάτο πλεούμενα, τα περισσότερα σκάφη ψαράδων. Κατευθύνθηκαν προς το σπίτι όπου έμεναν πάντα, Μάης ήταν ακόμα, έστω και στο τέλος του, και η σεζόν δεν είχε αρχίσει, έρημοι οι δρόμοι και φυσούσε ψυχρός αέρας, ξαφνιάστηκε η ιδιοκτήτρια που τους είδε, φυσικά και θα χαιρόταν να τους φιλοξενήσει. Ώσπου να πιούνε το τσάι τους στη βεράντα -αυτό ήθελε και η Βασιλική-, με σηκωμένους βέβαια τους γιακάδες, με γάντια και καπέλα, η γυναίκα ετοίμασε και ζέστανε το ένα δωμάτιο, το υπόλοιπο σπίτι δε θα το χρησιμοποιούσαν, δεν είχε νόημα να το ετοιμάσει. Μπήκε φουριόζα η Βασιλική μέσα -τι περίμενε ότι μπορούσε να αναβιώσει άραγε;και τράβηξε τις κουρτίνες. - Μυρίζει κλεισούρα, δε νομίζεις; ρώτησε τον Σωτήρη, αλλά δεν περίμενε την απάντησή του. Το γάμο μας εννοεί; αναρωτήθηκε εκείνος. Ανοιξε την μπαλκονόπορτα η Βασιλική και βγήκε στη βεράντα. - Τρέξε, Σωτήρη, να δεις! φώναξε, και εκείνος ακολούθησε με ένα μικρό αναστεναγμό. Τον αγκάλιασε σφιχτά από το λαιμό και του τον έστρεψε προς τα πίσω και αριστερά, εκεί απ’ όπου το φως του φάρου, δέσμες δέσμες, κάθε τόσο σάρωνε τον ουρανό και έσβηνε τα αστέρια στο πέρασμά του. - Θυμάσαι, αγάπη μου; τον ρώτησε και βολεύτηκε στο πλατύ του στήθος τι απ’ όλα να πρωτοθυμηθεί; είχαν χιλιάδες αναμνήσεις από αυτό το μέρος, τι να πρωτοθυμηθεί; Έφαγε με όρεξη η Βασιλική στο εστιατόριο όπου πήγαν αργότερα, το ίδιο εστιατόριο όπου έτρωγαν συνήθως. - Περισσεύουν οι αστακοί αυτή την εποχή, γιατρέ, τους ενημέρωσε ο ιδιοκτήτης όταν ήρθε κοντά τους, μόλις πληροφορήθηκε από το σερβιτόρο ότι είχαν έρθει πάλι οι Έλληνες. Τον βρήκε πολύ γερασμένο η Βασιλική και μελαγχόλησε. Λίγους μήνες είχε να τον δει, και της φάνηκε τόσο μεγάλος... Έτσι θα του φαινόταν κι αυτή, έτσι απότομα μεγαλωμένη; Και ο... άλλος; Αν την έβλεπε ο άλλος ύστερα από καιρό, πώς θα του φαινόταν;
Χάλασε η διάθεσή της, που έτσι κι αλλιώς ακροβατούσε εκείνο το βράδυ, είδε το κόκκινο κέλυφος του αστακού χιλιοκομματιασμένο και: Αυτό ήταν σώμα του, σπίτι και όπλο του..., σκέφτηκε. Μήπως και ο Σωτήρης δεν ήταν το ίδιο για εκείνη, σώμα της, σπίτι και όπλο της; Πώς θα μπορούσε να τον κομματιάσει ποτέ με αυτό τον τρόπο αν...; Πήρε μια σαμπάνια και ποτήρια από το εστιατόριο, ανέβηκαν στο δωμάτιο, άναψε το τζάκι όσο ο άντρας της έκανε μπάνιο, έβγαλε τα ρούχα της και έλυσε τα μαλλιά της. Τον περίμενε με το ποτήρι στο χέρι. - Δε θα ανοίξεις τη σαμπάνια; του είπε μόλις βγήκε. Γέλασε εκείνος κάπως, άνοιξε τη σαμπάνια και της σερβίρισε. - Στην υγειά μας, αγάπη μου, του είπε, αλλά ο νους της έδωσε ένα σάλτο και βγήκε από το παράθυρο, ανέβηκε στον ουρανό -φορτωμένος αστέρια ήταν-, γραπώθηκε πάνω στη δέσμη του άσπρου φωτός που έριξε εκείνη τη στιγμή ο φάρος και, τσουλώντας στη λαμπερή επιφάνεια, βρέθηκε την ίδια στιγμή απέναντι, στο δικό τους νησάκι1, εκεί όπου ήταν το σπίτι τους και το σπίτι εκείνου... Αλλαξε πάλι διάθεση απότομα, τι συνέβαινε σήμερα και το μυαλό της ήταν σκορπισμένο σε χίλια πράγματα; Χίλια πράγματα που κατέληγαν πάντα σε ένα... σε έναν... Φίλησε τον Σωτήρη. - Και του χρόνου, του είπε, γιατί κάτι ήθελε να πει. - Και του χρόνου θα φιληθούμε ξανά; ρώτησε εκείνος γελώντας - μαύρη η καρδιά του μέσα του, η Βασιλική βασανιζόταν από κάτι, το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή, την ήξερε καλύτερα και από τον εαυτό του. Ερωτοτρόπησε μαζί του με χίλια νάζια και κόλπα όσο έπιναν το ποτό τους, καιγόταν από μια παράξενη δίψα και δεν ήξερε με τι να τη δροσίσει, τα σωθικά της τα θέριζε μια απέραντη πείνα και δεν ήξερε με τι να τη χορτάσει, και στο τέλος, βαριά μεθυσμένη, κοιμήθηκε στην αγκαλιά τόυ. 'Εκαναν ένα μεγάλο περίπατο στους αμμόλοφους με τις θημωνιές την άλλη μέρα, συζητώντας συνέχεια για τον Τζόνι, «Θυμάσαι τότε που...;», «Θυμάσαι εκείνο...;», «Θυμάσαι το άλ\ο...;», το παιδί ήταν πρόσχημα για να μην αρχίσουν κάποια συζήτηση που μπορεί να τους διέλυε. Προς το μεσημέρι, νοίκιασαν βάρκα και διέπλευσαν όλο το λιμάνι, ακτή ακτή, ο Σωτήρης τραβούσε κουπί και εκείνη μισοξαπλωμένη απολάμβανε την ηρεμία και τη γαλήνη της συντροφιάς του, λίγα τα λόγια τους αλλά πολλά τα συναισθήματα. - Δε θέλω να γυρίσω πίσω, του είπε όταν πλησίαζαν στην αποβάθρα. - Δεν μπορώ να τραβάω συνέχεια κουπί! έκανε εκείνος πως δεν κατάλαβε και το γύρισε στην πλάκα, αφού πάντα η Βασιλική ανυπομονούσε να γυρίσει στο σπίτι τους, δεν μπορούσε για πολύ μακριά από τον Τζόνι και τη Θεοδώρα -μήπως αυτός δεν ήταν και ο λόγος που δε γύρισε ποτέ στην Ελλάδα;-, άκου «Δε θέλω να γυρίσω πίσω», από ποιον κρυβόταν άραγε; Η Δευτέρα που ακολούθησε γέμισε βεβιασμένα με διάφορες δραστηριότητες, που η Βασιλική τις έκανε
με τις μηχανές στο φουλ. Πήγε στο σχολείο της Θεοδώρας και έπιασε έναν έναν τους δασκάλους να πληροφορηθεί για την πρόοδό της, πήγε στο σύλλογο και έμεινε ως το μεσημέρι, το απόγευμα επισκέφθηκε εκτάκτως την Αλούρ, τη μάνα της Θεοδώρας, στο σπίτι της, της πήγε ένα σωρό τρόφιμα και ρούχα που είχε αγοράσει από μια υπαίθρια αγορά, παραξενεύτηκε εκείνη, «Το κορίτσι μου;» ρώτησε, φοβούμενη μήπως κάτι συνέβαινε, την καθησύχασε η Βασιλική, οι δάσκαλοι της είπαν ότι είναι καλή μαθήτρια, μέχρι και στο πανεπιστήμιο θα μπορέσει να πάει αν προσπαθήσει λίγο παραπάνω, δάκρυσε η άλλη, της έλειπε το παιδί της, αλλά δεν μπορούσε να του στερήσει τα πλούτη της Βασιλικής, ούτε να αποφασίσει εκείνη για την τύχη τού, μαζί της μόνο φτώχεια και δυσκολίες θα είχε το παιδί, με τους Έλληνες τα πάντα και πάνω απ’ όλα αγάπη. Οι επόμενες μέρες κύλησαν σε ρυθμούς παράξενους, λες και ένα αόρατο θεϊκό χέρι κινούσε τους δείκτες του ρολογιού άλλοτε αστραπιαία και άλλοτε αργά, βασανιστικά. Έδιωχνε συνέχεια από το μυαλό της το θέμα της συνάντησης με τον Δημητρό η Βασιλική. Εχω μέρες ακόμη..., έλεγε συνέχεια στον εαυτό της, θα το σκεφτώ αργότερα, και προσποιούνταν -οτον εαυτό τηςότι δεν την απασχολούσε. Την Τετάρτη το απόγευμα διαπίστωσε ότι είχε πυρετό. Έκαιγε το μέτωπό της, τα μάτια της πετούσαν φλόγες. - Σαράντα..., μουρμούρισε και έβαλε το θερμόμετρο. Στους κροτάφους της ο σφυγμός χτυπούσε ρυθμικά ταμπούρλο, τα αφτιά της βούιζαν. Από τον πυρετό θα ναι... καλύτερα έτσι, καλύτερα άρρωστη... δε θα μπορέσω κιόλας να πάω..., σκέφτηκε. Με το στόμα στεγνό και τα χείλη ξεραμένα, έφερε το θερμόμετρο μπροστά στα μάτια της, σίγουρη πια ότι ήταν άρρωστη. Δεν είχε πυρετό, έχαιρε άκρας σωματικής υγείας, η ψυχική της υγεία ήταν υπό αμφισβήτηση. Έμεινε να κοιτάζει το θερμόμετρο με μίσος, λες και έφταιγε εκείνο που τη δήλωνε υγιή. - Καλύτερα έτσι..., μουρμούρισε πάλι, σε απορία της Μερσέντες, που την παρακολουθούσε από την πόρτα. Η κυρά της τις τελευταίες μέρες ούτε έβλεπε ούτε άκουγε, ό,τι ήθελε μαγείρευε η ίδια, ξεχνούσε να αγοράσει λουλούδια για τα βάζα και ούτε μία φορά δεν τη ρώτησε «Γιατί;», ούτε μία φορά δεν της έκανε παρατήρηση για κάτι. - Καλύτερα έτσι..., είπε πάλι η Βασιλική. Είμαι στα πρόθυρα σοβαρής γρίπης. Θα μείνω μέσα στο σπίτι δυο μέρες, ρούπι δε θα το κουνήσω... Έπεσε στο κρεβάτι και ζήτησε ένα ζεστό. Εκεί τη βρήκε ο Σώτήρης όταν γύρισε. - Χάλια, του είπε ούτε είχε σηκωθεί να τον υποδεχτεί, όπως πάντα. Είμαι χάλια, αλ\ά δεν είχε κανένα σύμπτωμα να του περιγράψει. Ακουγε το «χάλια» εκείνος και πυρωμένο καρφί η αμφιβολία μπηγόταν στην καρδιά του.
- Ξεκουράσου, της συνέστησε. Μάτι δεν έκλεισε εκείνη τη νύχτα η Βασιλική. Ακουγε τη ρυθμική αναπνοή του άντρα της και νανουριζόταν, μόλις όμως πήγαινε να την κυριεύσει ο ύπνος... οπ! να τα μάτια, γαρι-δα, και πάλι τα κάρφωνε στο ταβάνι, ακίνητη. Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς -ο μόνος πυρετός που είχε, κι ας παρακαλούσε για τον άλ\ο-, οι σκέψεις της πηγαινοέρχονταν από το ένα θέμα στο άλλο: η τελευταία πίτα που έφτιαξε -αδύνατον να θυμηθεί πόσα φύλλα είχε ανοίξει-, μια αρρώστια που είχε ταλαιπωρήσει τον πατέρα της όταν ήταν μαθητής και τους το διηγιόταν -να, σα να ταν τώρα το θυμόταν, «χρυσή» τη λέγανε, πολύ της είχε αρέσει τότε που το άκουσε για πρώτη φορά, χρυσή αρρώστια, για φαντάσου...-, ο χαμός του Νικόλα της, η καριέρα του Τζόνι, ένα πηγάδι που είχε στερέψει ξαφνικά και στον πάτο του φάνηκαν τενεκέδες με λίρες, οι χοντράδες της Πιπίνας, γιατί έγραφε ανορθόγραφα η Θεοδώρα -λες και σχημάτιζαν λάθος τις λέξεις τα χείλη των ανθρώπων-, ένα αφηνιασμένο άλογο στην Πέμπτη Λεωφόρο που είχε πετάξει κάτω τον αστυνόμο καβαλάρη του, το μωρό που δεν μπόρεσε ποτέ να γεννήσει, κάτι παπούτσια που έπρεπε να δώσει για στίλβωμα, το όνομα του πλοίου που τους είχε μεταφέρει στον Πειραιά αλλά δεν μπορούσε να το θυμηθεί, ένας λεκές από παγωτό στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου πότε να γίνε;... Άφηνε τις σκέψεις της να βόσκουν ανέμελες στα λιβάδια του παρελθόντος και, μόλις πλησίαζαν το φοβερό θέμα «Τι θα γίνει αύριο;», τις μάζευε με εσωτερικές αγριοφωνάρες και έντονες, ακίνητες χειρονομίες, όπως θυμόταν ότι έκαναν οι τσομπάνηδες στην πατρίδα της όταν κανένα πρόβατο απομακρυνόταν από το κοπάδι. Λίγο προτού ο ήλιος φιλήσει το παράθυρό της με τις ακτίνες του, βυθίστηκε σε έναν ελαφρύ, ευτυχισμένο ύπνο, αφού είχε πάρει την απόφασή της: Δεν πρόκειται να πάω. Δεν πρόκειται να βγω από το σπίτι σήμερα. Νύχι. Μεγάλο, πλατύ, με μια μικρούλα, κάπως ερεθισμένη παρανυχίδα στην άκρη. Αντίχειρας με τρεις βαθιές ρυτίδες στην κλείδωση και παρακάτω, στη φάλαγγα, μερικές τριχούλες. Μια δυο φαντάζουν μαύρες, γιατί η επιδερμίδα είναι πολύ λευκή, τρεις τέσσερις, μικρότερες, μπορεί πραγματικά να είναι μαύρες. Αυτός ο αντίχειρας πηγαινοέρχεται αργά πάνω στη ράχη του άλλου χεριού, από τη βάση του αντίχειρα μέχρι τη βάση του δείκτη, του μέσου, του παράμεσου. Συνέχεια. Καμιά φορά ανεβαίνει και παραπάνω από τη βάση. Ως τα δάχτυλα. Ως τα παγωμένα δάχτυλά της, που έχουν βρει ζεστασιά μέσα στο χέρι του. Της χαϊδεύει το χέρι. Ξύπνησε την ώρα που έφευγε ο άντρας της. - Μη σηκώνεσαι, της είπε. Είναι νωρίς ακόμα, και έσκυψε να τη φιλήσει. Πώς είσαι σήμερα; Τον αγκάλιασε από τό λαιμό και τον κράτησε σφιχτά. - Δε θα βγω, απάντησε. Θα μείνω όλη μέρα στο κρεβάτι, μην και αρρωστήσω... χειρότερα. Έμειναν για λίγο έτσι αγκαλιασμένοι. - Φεύγω, αγάπη μου, της είπε και τη φίλησε στα μαλλιά τρίτη μέρα-που δεν τα είχε λύσει. Τα λέμε το βράδυ, της έκλεισε το μάτι από την πόρτα.
Είδε την πλάτη τσυ κάπως σκυφτή καθώς έφευγε. Δε θα κοιμήθηκε καλά κι αυτός..., σκέφτηκε. Ο Σωτήρης... Εξήντα χρονών σχεδόν, αλλά πάντα όμορφος, τα ξανθά του μαλλιά πυκνά και ασημένια πια, το σώμα του ίδιο και απαράλλαχτο, σφιχτό και γεροδεμένο, τα μάτια του με τις ίδιες γκρίζες λάμψεις, τα χείλη του πάντα έτοιμα να πούνε λόγια αγάπης για εκείνη αλλά και για τους άλλους. Τον αγαπώ, σκέφτεται και χαμογελάει. Τίποτα πιο σπουδαίο από την αγάπη εκείνη, χρόνια το λέει και το πιστεύει, χρόνια τώρα της είναι αρκετό, της φτάνει και της περισσεύει. Βουλιάζει μέσα σιο κατάλευκο πάπλωμα, μακάρι έτσι να βουλιάξει και στον ύπνο, να κοιμηθεί, να κοιμηθεί, να κοιμηθεί, να περάσει η ώρα, να περάσει το μεσημέρι, να περάσει και το απόγευμα. Να βρεθεί με τον άντρα της, να πιούνε το ποτό τους, να συζητήσουν για τη μέρα τους, για τον Τζόνι, για τη Θεοδώρα. Να περάσει η μέρα, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, και εκείνη να είναι εκεί, να μην έχει πάει να βρει τον άλλο... - Νονά, νονά, πού έσαι; ακούει τη φωνή του κοριτσιού πάνω από το σκέπασμα. - «Είσαι», τη διορθώνει και την αγκαλιάζει η Βασιλική. Η μικρή χώνει το προσωπάκι στο λαιμό της, μοσχομυρίζουν κανέλα και βανίλια τα μαλλάκια της οι βάφλες της Μερσέντες. - Μπορείς να με πας εσύ στο σχολείο σήμερα; παρακαλάει η Θεοδώρα. Είναι κάτι που το ζητάει τακτικά, δεν της φαίνεται παράξενο της Βασιλικής. - Μα... είμαι άρρωστη, δεν το βλέπεις; προσπαθεί να πείσει και τη μικρή, όπως τον εαυτό της. - Όχι, όχι, είσαι καλά! φωνάζει και απαιτεί, κάνοντας μια στροφή γύρω από τον εαυτό της. Κοίτα πόσο όμορφη είμαι σήμερα! προσπαθεί να τη δελεάσει. Γελάει η Βασιλική και σηκώνεται, δεν μπορεί να αρνηθεί τίποτα σ’ αυτό το υπέροχο πλάσμα, είναι η χαρά της ζωής προσωποποιημένη, ντύνεται βιαστικά αλλά καθ’ υπόδειξη της βαφτισιμιός της, «Όχι αυτό... Αυτό! Και σκουλαρίκια, νονά μου, και σκουλαρίκια», το μυαλό της είναι μουδιασμένο και δε σκέφτεται καθόλου το... άλλο θέμα, το σχολείο της μικρής είναι σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση από... από το άλλο μέρος, πίνει βιαστικά δυο γουλιές γάλα και κατεβαίνει V* σκαλιά μαζί με τη Θεοδίόρα τρέχοντας, ο Χοσέ εδώ και ώρα ξεσκονίζει το αυτοκίνητο μυστήρια πράγματα... ο κύριος, ολόκληρος γιατρός, και τι γιατρός, πηγαίνει στη δουλειά του με το τραμ, με τον υπόγειο, τη μικρή, της πλύστρας την κόρη, την πηγαίνει αυτός κάθε πρωί με το αμάξι... άκου κάτι πράγματα! 1 Το Μανχάταν.
Σταματάνε έξω από το σχολείο. - Ως την πόρτα, νονά μου, ως την πόρτα..., παρακαλάει η γαλίφα. Βγαίνουν μαζί από το αυτοκίνητο, περήφανη η θεοδώρα κρατάει το χέρι της Βασιλικής, να τη δούνε όλα τα παιδιά, αυτή μάλιστα, αυτή είναι μαμά, όμορφη και αριστοκράτισσα, όχι σαν τη δική της, τη χοντρή και κακοντυμένη, που είχε έρθει τις προάλλες να την πάρει και ντράπηκε -πόσο ντράπηκε!η θεοδώρα... Αποχαιρετιούνται με φιλιά και αγκαλιές. - Μην πεις ότι δεν είσαι η μαμά μου..., της ψιθυρίζει στο αφτί, και εκείνη απορεί. Πιο κει, δυο συμμαθητές -αρκετά μεγαλύτεροι από τη Θεοδώρα φαίνονταιπαρατηρούν με ενδιαφέρον. Η θεοδώρα βαδίζει αγέρωχη προς τη μεγάλη καγκελόπορτα. - Να χεις μια καλή μέρα, μαμά! τη χαιρετάει ενώ κοιτάει τους συμμαθητές της είναι κι εκείνοι κουφοί, πρέπει να σιγουρευτεί η θεοδώρα ότι διάβασαν τα χείλη της, ότι την «άκουσαν». Προτού προλάβει η Βασιλική να πει κάτι, οτιδήποτε, προφταίνει να δει τις αντιδράσεις των αγοριών πιο κει: ο ένας σφυρίζει με θαυμασμό, ο άλλος τον σκουντάει με τον αγκώνα του, σκύβει και λέει κάτι σε ένα κορίτσι που πλησιάζει εκείνη τη στιγμή. Γυρίζει στο αμάξι προβληματισμένη η Βασιλική, ποτέ άλ\οτε η θεοδώρα δεν είπε ψέματα, όχι μπροστά της και όχι τόσο σοβαρό ψέμα, στενοχωριέται γι’ αυτή την εξέλιξη -χωρίς να ομολογεί την κρυφή χαρά που ανθίζει στην καρδιά της-, σκέφτεται τι μπορεί να περνάει το κοριτσάκι της, τι να κρύβει μέσα σιην ψυχούλα του, πόσους φόβους και ποια προβλήματα. - Στο σπίτι, λέει στον Χοσέ, απορροφημένη από αυτό το θέμα. Θα πρέπει να το συζητήσει με τον Σωτήρη, με τον Τζόνι, με τη θεοδώρα, ίσως και με την Αλούρ, ποιος ξέρει... μπορεί η μάνα του κοριτσιού να μην καταλάβει... όχι, όχι, θα καταλάβει, το αγαπάει πολύ το παιδί της... αν το αγαπούσε τόσο, μάλλον δε θα το άφηνε με τέτοια ευκολία... όχι, όχι, η Αλούρ είναι καλή μάνα, όλα τα παιδιά της τα αγαπάει, για όλα προσπάθησε... τι προσπάθησε δηλαδή... μήπως και πόσο μπορούσε να προσπαθήσει;... μια πλύστρα... τι μπορεί να κάνει μια πλύστρα, πόσα μπορεί να προσφέρει;... μόνο παιδιά ήξερε να αραδιάζει... Ημαρτον, θεέ μου, συγχώρα με, τη βλάσφημη! Πάνε κι έρχονται οι σκέψεις, δεν ξέρει, δεν ξέρει τίποτα... Ποια είναι αυτή, που μπορεί να κρίνει τα έργα του θεού; Και πώς να κρίνει μια μάνα, αυτή που... αυτή που δεν αξιώθηκε να χαρίσει ένα παιδί στον άντρα της... στον άντρα της... τον Σωτήρη, το στήριγμα της ζωής της... που για μια στιγμή... μόνο για μια στιγμή... σκέφτηκε... όχι... όχι, τίποτα δε σκέφτηκε... Ανεβαίνει μηχανικά τα σκαλιά του σπιτιού. Ξεκλειδώνει, και το μάτι της πέφτει στον καθρέφτη απέναντι. Ποια είναι αυτή με τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά; Αγνώριστη, μια μεγάλη γυναίκα, άχρωμη, σχεδόν διάφανη. Πίνει τον καφέ που της σερβίρει η Μερσέντες στη σάλα, από το ανοιχτό παράθυρο έρχονται οι ήχοι της πόλης, θα μείνει εκεί, θα μείνει καρφωμένη σ’ αυτή τη θέση μέχρι το βράδυ, δεν έχει να πάει πουθενά, πουθενά δεν την περιμένουν, κανείς δεν την περιμένει, αυτό είναι το σπίτι της και η φωλιά της, εδώ βρίσκεται ό,τι αγαπάει και ό,τι είναι πολύτιμο γι’ αυτήν, τίποτα άλλο και κανείς άλ\ος δεν την περιμένει
εκεί έξω. ' Το ρολόι στο χολ χτυπάει μία, δύο φορές -μεταλλικοί, ψυχροί ήχοι-, τρεις, τέσσερις -ποιος δίνει σημασία σε ένα ρολόι που χτυπάει;-, πέντε, έξι -από το παράθυρο συνεχίζουν να έρχονται οι θόρυβοι της πόλης-, εφτά, οχτώ -της πόλης όπου ζει κι εκείνος-, εννιά, δέκα. Δέκα χτύποι, δέκα καμτσικιές στην απόφασή της, τώρα η αγωνία σφίγγει το λαιμό της, δε θα πάει, δεν έχει να πάει πουθενά, εδώ είναι η θέση της, κανέναν δε θα προδοθεί η Βασιλική. Στριφογυρίζει ένα μαντίλι στην ιδρωμένη της παλάμη -πώς βρέθηκε στο χέρι της;-, ένα Β και ένα Α καλλιγραφικά είναι κεντημένα πάνω του με άσπρη μεταξωτή κλωστή, το πρώτο έργο της Θεοδώρας της, «Τι θέλεις, νονάκα, να σου κεντήσω πάνω στο μαντίλι σου;» την είχε ρωτήσει, «Τα αρχικά μου, αγάπη μου», αυτά ήταν τα αρχικά της, από το «Βασιλική Αδάμου», αυτά θα σκαλίσουν και πάνω στον τάφο της... έτσι άσπρο θα είναι το μάρμαρο, άσπρο σαν το μαντιλάκι αυτό... και έτσι βαριά θα είναι η ταφόπλακα, όπως είναι η καρδιά της τώρα. Ο καφές είναι πικρός και παγωμένος, δεν έχει γεύση, ούτε μυρωδιά έχει, καμία μυρωδιά δεν της τρυπάει τη μύτη, μόνο οι ήχοι της πόλης την τρελαίνουν αυτός είναι ένας ήσυχος δρόμος, πώς γίνεται και σήμερα όλα ακούγονται δυνατά; Πετιέται τρομαγμένη από τον έναν και μοναδικό χτύπο του ρολογιού~που δίνει το σήμα για τη μισή ώρα. Δέκα και μισή, θα σκεφτόταν αν λειτουργούσε το μυαλό της, αλλά δε λειτουργεί, κάτι της θυμίζει όμως... Ένα ρολόι χτυπάει για να μας υπενθυμίζει το χρόνο, το ξέρει αυτό. Ποιο χρόνο όμως; Αυτόν που πέρασε, ή αυτόν που μας απομένει; Ο αντίχειρας πηγαινοέρχεται αργά πάνω στη ράχη του άλλου χεριού, από τη βάση του αντίχειρα μέχρι τη βάση του δείκτη, του μέσου, του παράμεσου. Συνέχεια. Καμιά φορά ανεβαίνει και παραπάνω από τη βάση. Ως τα δάχτυλα. Ως τα παγωμένα δάχτυλά της, που έχουν βρει ζεστασιά μέσα στο χέρι του. Της χαϊδεύει το χέρι. Και είναι ωραία και οικεία, λες και πάντα αυτό το χέρι, το χέρι του, χάιδευε το δικό της. Ακούγεται ένα φρενάρισμα από το δρόμο. Μα τι έπαθαν όλοι σήμερα και είναι απρόσεκτοι και αναστατωμένοι; Όλοι; Ποιοι όλοι; Αυτή δεν είναι αναστατωμένη... Ή μάλλον είναι,'αλλά από το θέμα της Θεοδώρας, όχι από κάτι άλλο. Όταν έχει πάρει κανείς μια απόφαση, τψ απόφαση, δεν είναι αναστατωμένος. Ή, τέλος πάντων, δεν είσαι πολύ αναστατωμένος. Φέρνει το άδειο φλιτζάνι στα χείλη και ξαφνιάζεται που δε σταλάζει ούτε μία σταγόνα στο στόμα της. Πότε τον ήπιε και δεν κατάλαβε; Αχ, αυτή η Μερσέντες! Μισό φλιτζάνι τής γέμισε, πάντα έτσι, πάντα τσιγκούνικα, λες και... Σταματάει τις ανόητες σκέψεις. Τι φταίει η γυναίκα τώρα και τη μαλώνει, έστω και νοερά; Θα πάει να πάρει καφέ, αυτό μπορεί να το κάνει, είπε ότι θα μείνει όλη τη μέρα καθισμένη, καρφωμένη σ’ εκείνη τη θέση, μέχρι να έρθουν όλοι, μέχρι να έρθει η μικρή τουλάχιστον, αλλά όσο για μια βόλτα μέχρι την κουζίνα... Περνάει μπροστά από τον καθρέφτη, που αποφεύγει να τον κοιτάξει, κακός ήταν μαζί της σήμερα, κακός
και δε θα τον ξανακοιτάξει, ούτε το ρολόι κοιτάει, είναι εχθρός της και το ρολόι, δεν ξέρει τι ρόλο παίζει, ποια ώρα τής δείχνει αυτήν που πέρασε, ή αυτήν που απομένει; Ακούγεται το γνωστό γγγρρρ του ρολογιού, αυτό που προηγείται το>ν χτύπων της ώρας, ο ήχος αυτός πάντα της δημιουργεί μια σιγουριά να, τώρα θα μάθουμε τι ώρα είναι, ελέγχουμε το χρόνο, τον εαυτό μας, τη ζωή. Σήμερα όμως ταράζεται, θυμάται, ξέρει ότι θα ακούσει έντεκα χτύπους, έντεκα κεραυνούς στον ουρανό της μέρας της, τα δάκρυά της στάζουν μέσα στο φλιτζάνι με τον καυτό καφέ που κρατάει στις χούφτες. Μία, δύο, τρεις... Οι Ώρες1 διαβαίνουν με τα αέρινα φουστάνια τους μπροστά από τα μάτια της. Τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά... Χορεύουν με παράξενες κινήσεις. Οχτώ, εννιά, δέκα... Κρατάνε το παλτό και το καπέλο της. Εντεκα... Της ανοίγουν την πόρτα του σπιτιού, απ’ όπου ξεχύνεται στο δρόμο με τους ανυπόφορους θορύβους. Τίποτα πια δεν ακούει, θα πάει, θα πάει, δεν ορίζει τα πόδια της, τίποτα δεν είναι δικό της, καμία απόφαση, καμία θέληση. Θα φύγει για το δικό της Όλυμπο. Το δάχτυλό του, εκείνο με το πλατύ νύχι, συνεχίζει να πηγαινοέρχεται πάνω στη ράχη του χεριού της, από τη βάση του αντίχειρα ως τα δάχτυλα. Ως τα παγωμένα δάχτυλά της, που έχουν βρει ζεστασιά μέσα στο χέρι του. Η πόλη είναι μεγάλη και οι αποστάσεις τεράστιες. Η κίνηση στους δρόμους εμποδίζει το ταξί να πάει πιο γρήγορα, αν ήταν στο σπίτι θα άκουγε τον ένα χτύπο του ρολογιού, εκείνον που θα σήμαινε τη μισή ώρα, έντεκα και μισή, δεν τολμάει να κοιτάξει το δικό της ρολόι, δε θέλει να ξέρει τι ώρα είναι και πόσο έχει αργήσει, μόνο το δρόμο κοιτάει, αυτόν που δεν τελειώνει ακόμα, και κάθε τόσο «Γρήγορα, παρακαλώ! Πιο γρήγορα!» λέει στον οδηγό, που δεν ιδρώνει καθόλου το αφτί του, οδηγεί σφυρίζοντας και δεν αλλάζει την ταχύτητά του. Δύο δρόμους πριν από τον «δικό τους», εκείνον με τα παλαιοπωλεία, επικρατεί κυκλοφοριακό κομφούζιο, έφιπποι αστυνομικοί προσπαθούν να ρυθμίσουν την κυκλοφορία, κόρνες και βρισιές από παντού, μια βροχή αρχίζει να πέφτει στα ξαφνικά, πετάει όσα δολάρια έχει στην τσέπη του παλτού της, ανοίγει την πόρτα και αρχίζει να βαδίζει βιαστική. Στρίβει στην πρώτη γωνία, ο δρόμος είναι μακρύς, κι όπως βαδίζει ζεσταίνεται, βγάζει το πράσινο βελούδινο μαντό της και το περνάει στο χέρι της, στρίβει στον άλλο δρόμο, στον «δικό τους», θα έχει φύγει σίγουρα, ποιος περιμένει μια άγνωστη που έχει καθυστερήσει μία ολόκληρη ώρα; Τώρα σχεδόν τρέχει, τα μάτια της αλωνίζουν το δρόμο, κανείς... κάποιος ψηλός κάτω από μια μεγάλη μαύρη ομπρέλα στην άλλη γωνία... μήπως...; όχι, όχι, μέσα στον «καφενέ» είναι το ραντεβού τους, φτάνει ως εκεί, θα έχει φύγει και θα χει δίκιο, καμία κακία δε θα του κρατήσει, θα χει δίκιο, φτάνει ως την πόρτα και κοιτάει μέσα... κανείς, άδειο το μαγαζί, μόνο μια σερβιτόρα, ούτε καν η «δική τους» δεν είναι. Μαρμαρωμένη στέκεται στην πόρτα και συνεχίζει να κοιτάει αδιάκριτα τη σερβιτόρα, που δεν την αναγνωρίζει, ούτε να στρίψει έχει κουράγιο... εκείνος έχει φύγει, και καλά έκανε... κι αυτή θα είχε φύγει, σίγουρα... μάλλον... ίσως... Ο χρόνος έχει ακινητοποιηθεί πάνω στις λαχανιασμένες της ανάσες, κόμποι ιδρώτα στέκουν στο μέτωπό της, νιώθει την κοτσίδα της βαριά, ασήκωτη -να ναι από τη βροχή;-, γιατί δεν την έκοψε τις προάλλες, γιατί;...
- Νόμιζα ότι δε θα ερχόσουν... Ακούει τη βελούδινη φωνή πίσω της, δε γυρίζει να δει, είναι σίγουρη και είναι ευτυχισμένη, δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια της, όχι, δεν πρέπει να κλάψει, αυτή είναι μια ευτυχισμένη στιγμή, δεν κάνει να κλάψει. - Κανονικά θα είχα φύγει, αλλά κάτι μου έλεγε πως... ' Είναι εκεί -δόξα τω Θεώ!και την περιμένει, φέγγει το πρόσωπό του από χαρά. - Γιατί δε με περίμενες μέσα; τον ρωτάει, για να πει κάτι, οτιδήποτε ούτε να ζητήσει συγνώμη δε θυμήθηκε. - Ήθελα να σε δω να έρχεσαι, της λέει απαλά, τη βάζει κάτω από την ομπρέλα και την κοιτάζει στα μάτια. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, Βαζιιιλική. Δεν μπορεί να ελέγξει τα δάκρυά της, και κυλάνε πάνω στα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα, ξερό το στόμα της από το τρέξιμο, και το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει. - Βαζιιιλική, είμαι ευτυχισμένος που ήρθες... Την επόμενη στιγμή έχει βρεθεί μέσα στην αγκαλιά του, και αυτός τη σφίγγει πάνω του. Αγκαλιά που μπορεί και να ’ναι αδελφική, σκέφτεται η Βασιλική έτσι δεν την αγκάλιαζε και ο Ζήσης τους; Της σκουπίζει τα δάκρυα μουρμουρίζοντας: - Γιατί, καλή μου; Γιατί κλαις; Εκείνη, αφημένη στην αγκαλιά του, βρίσκει την αναπνοή της, το χαμόγελο και τον έρωτά της πάλι. Πώς μπορεί να είναι αδελφός μου ένας άγνωστος; αναρωτιέται ο έρωτας είναι τόσο εμφανής μπροστά της, που τυφλώνεται, δε βλέπει τι έρχεται, δε βλέπει τι συμβαίνει. Κάθονται μαζί στον «καφενέ τους», τα χέρια ενωμένα πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι, η χούφτα του κλείνει τη δική της σφιχτά ποια είναι η παγίδα, ποιος ο παγιδευμένος; Τα λόγια αγκάθια στο λαιμό, έχουν σταθεί εκεί και τους κόβουν την ανάσα, τίποτα δεν μπορούνε να πουν, αυτή η σιωπή είναι ελαφριά σαν πούπουλο, πλανιέται από μάτια σε μάτια και από χείλη σε χείλη, έρχεται και στέκεται ανάμεσά τους ποιος από τους δύο θα σπάσει πρώτος το φράγμα της; Παγώνουν οι καφέδες στα φλιτζάνια, κάποιοι μπαινοβγαίνουν στο μαγαζί αθόρυβα θαρρείς, οι πόρτες κλείνουν απαλά, τα σκεύη έγιναν από βαμβάκι ξαφνικά, ακουμπάνε κι εκείνα σιωπηλά, χωρίς αντιρρήσεις, στις σκληρές επιφάνειες. Πού βυθίστηκαν όλοι οι ήχοι της πόλης, εκείνοι που την τρέλαιναν προηγουμένως; - Γιατί δεν έφυγες; κάνει θρύψαλα το φράγμα η Βασιλική. Γιατί δεν έφυγες, να γλιτώσω; - Δεν μπορούσα..., απολογείται αυτός. Συγνώμη, δεν ήθελα να γλιτώσεις... δεν ήθελα να γλιτώσω... Σωπαίνουν πάλι, ξέρουν και οι δυο τι σημαίνουν αυτά τα λόγια, και οι σιωπές ξέρουν τι σημαίνουν, ντρέπονται και χαίρονται μαζί, πώς γίνεται για το ίδιο πράγμα να νιωθουν τόσο διαφορετικά συναισθήματα;
- Να πάρουμε άλλον καφέ; δείχνει προς τα φλιτζάνια που δεν άγγιξαν. Σηκώνει το χέρι του, το άλλο χέρι, όχι αυτό που την κρατάει, το δόκανο είναι γερό, κανένας σήμερα δε θα δραπετεύσει ακόμη κι αν το ήθελε... Ο ζεστός καφές λύνει τις γλώσσες, αρχίζουν να συζητάνε, αργά στην αρχή, ψάχνοντας τις λέξεις, λες και τώρα μαθαίνουν να μιλάνε, φτιάχνουν προτάσεις φτωχές, έπειτα καλύτερες, με πιο πολλά λόγια, πλουτίζουν το λεξιλόγιο, αρχίζουν να χαμογελάνε, η ένταση έχει περάσει, αλλά έχει μείνει ένα μούδιασμα, το ξεπερνάνε κι αυτό σιγά σιγά είναι τόσο ενήλικοι και τόσο παιδιά συγχρόνως... Αυτή η συνάντηση έχει κρατήσει ώρες. - Πρέπει να πηγαίνω, σηκώνεται κάποια στιγμή η Βασιλική. Δεν έχεις δουλειά; τον ρωτάει τώρα θυμήθηκε να τον ρωτήσει... - Όχι, της λέει. Σε λίγο φεύγω για ταξίδι, θα λείψω κάμποσο... θα επισκεφθω τις Πολιτείες στο Νότο, θα πάμε για καινούρια καπνά... Το «κάμποσο» την πληγώνει, θέλει να τον ρωτήσει πόσο είναι αυτό το «κάμποσο», θέλει να τον ρωτήσει πότε, πότε θα γυρίσει, πότε θα συναντηθούνε ξανά, πάλι μπαίνει το φράγμα της σιωπής ανάμεσά τους, πάλι οι λέξεις γίνονται πέτρες βαριές και πέφτουν στο στομάχι αντί να βγούνε από τα χείλη της. Σφίγγεται το στομάχι της, πονάει, θα φύγει αυτός, θα φύγει και θα λείψει μέρες, καιρό, μπορεί και να ναι πρόφαση, μπορεί να το κάνει και επίτηδες, η αμφιβολία σαΐτα στο μυαλό της, το τρυπάει πέρα ως πέρα, μάλιστα, να η απόδειξη, της λέει ότι θα λείψει, δεν της λέει πόσο θα λείψει, το στομάχι να την πεθάνει από τον πόνο... Τι ανόητη! Τι ανόητη! Μια γυναίκα που τα έχει όλα μα όλα να κρέμεται από μια κουβέντα του... Τι ανόητη! Σαν μωρό παιδί φέρθηκε, σαν καμιά... Μη χειρότερα, Θεέ μου... - Καλώς, του λέει και δε χαμογελάει. Καλώς, λοιπόν... Της κρατάει την πόρτα να περάσει, καμία κίνηση δεν κάνει για να την αγγίξει -αλήθεια, σαν τι είδους κίνηση θα ήθελε να της κάνει;-, ούτε το χέρι του καλά καλά δε θέλει να της δώσει, έτσι νομίζει και δαγκώνει τα χείλη της, ό,τι όμορφο ένιωθε πριν από λίγο σαν δηλητήριο τρέχει τώρα μέσα στο αίμα της, σηκώνει το βελούδινο γιακά της, ο ήλιος λάμπει αλλά της έχει έρθει ένα τρεμούλιασμα, κομμάτια το κορμί της. - Βαζιιιλική..., πάει να της πει. - Καλό ταξίδι, τον κόβει θυμωμένη. Τον βλέπει που την κοιτάει απορημένος, του κουνάει το χέρι χωρίς να τον κοιτάει. - Γεια σου, της λέει, ανασηκώνοντας το καπέλο του. Καθυστερεί λίγο, πιο αργό το βήμα της, κάνει αυτός να πάει προς το μέρος της, έχει μισό χαμόγελο στο στόμα, κάνει να πάει προς το μέρος της αλλά σταματάει, λες και βρήκε ένα αόρατο εμπόδιο, η Βασιλική περιμένει αλλά δε σταματάει τα αργά της βήματα, ούτε χαμογελάει, εύχεται όμως να έρθει τώρα εκείνος
κοντά της, να τη σφίξει στην αγκαλιά του, μουδιάζουν τα χείλη της από αυτό που περιμένουν, την κοιτάει με ένταση, κάνει να της πει κάτι και μετανιώνει, ανασηκώνει πάλι το καπέλο του και φεύγει. Μένει παγωμένη. Θέλει να τον φωνάξει, μα δε βγαίνει φωνή ant) τα χείλη, κοιτάει γύρω της, όχι, δεν είναι χειμώνας, μπαίνει ο Ιούνιος και λάμπει ο ουρανός -πού χάθηκε η πρωινή βροχή;-, «πρόωρες ζέστες» ανακοίνωσαν, υποσχέθηκαν, απείλησαν οι μετεωρολόγοι στα ραδιόφωνα, το λεπτό βελούδινο μαντό της δεν την προστατεύει από το παγωμένο της αίμα -και πώς θα μπορούσε άλλωστε;-, ψάχνει στην τσάντα της αφηρημένη, μηχανικά, βρίσκει τα γυαλιά ηλίου... να δεις που αυτά θα έψαχνε... τα φοράει, και ο κόσμος αλλάζει χρώμα, πιο καλά έτσι, τώρα ο ήλιος δεν την πονάει, ο ουρανός δεν είναι τόσο γαλάζιος, πιο καλά έτσι, οι άνθρωποι δε φοράνε ανοιχτόχρωμα ρούχα, και ο Δημητρός, που χάνεται στη γωνία με μεγάλα βήματα, πιο σκοτεινός τής φαίνεται, πιο καλά έτσι, δε θα συναντηθούν ξανά, πιο καλά έτσι... Ανοίγει το βήμα της σχεδόν χαρούμενη. Πιο καλά έτσι, πιο καλά έτσι, πιο καλά έτσι..., βουίζει το κεφάλι της. Ήταν ένα όνειρο και πέρασε, μπορεί να ήταν και εφιάλτης μεταμφιεσμένος σε ευτυχισμένες στιγμές, πιο καλά έτσι, τι δουλειά είχε αυτή με έναν άγνωστο, πώς επέτρεψε στον εαυτό της να γοητευτεί από έναν άγνωστο, έναν άνθρωπο για τον οποίο δεν ήξερε τίποτα, πιο καλά έτσι, θα φτάσει στο σπίτι της και θα κάνει μέρες να βγει, αισθάνεται ενοχές που τους εγκατέλειψε όλους τόσο καιρό, ποτέ δεν έπαψε να αγαπάει τον άντρα της... τι να τον αγαπάει... να τον λατρεύει δεν έπαψε ποτέ... Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με φώτισες... δηλαδή τι με φώτισες... σ’ ευχαριστώ που φώτισες... εκείνον... που τέλος πάντων... αυτό που είχαμε... ό,τι είχαμε... αυτό τελείωσε χωρίς να πούμε τίποτα. Πιο καλά έτσι! Μπήκε στο σπίτι και τα μάτια της έπεσαν κατευθείαν στο μεγάλο καθρέφτη απέναντι, σ’ αυτό τον καθρέφτη που τις τελευταίες μέρες απέφευγε να τον κοιτάζει, που την έδειχνε κουρασμένη, μεγάλη, κακιά. Δίπλα του, στο τραπεζάκι με τα χρυσά σκαλίσματα, φιγουράριζε το γράμμα του Ζήση τους πόση χαρά, πόση ευτυχία πάντα από τα γράμματα του Ζήση! Το άρπαξε με λαχτάρα, με λαιμαργία θαρρείς. - Γράμμα! Γράμμα! το έδειξε τάχα χαρούμενη στη γυναίκα που την κοιτούσε μέσα από τον καθρέφτη με σφιγμένα τα χείλη. Γέλα! την πρόσταξε, αλλά η άλλη δεν υπάκουσε. Εδώ είμαστε! φώναξε και στάθηκε μπροστά της, σαν για να αναμετρηθούν. Η γυναίκα απέναντι ήταν έτοιμη να κλάψει. Λυπήθηκε η Βασιλική. - Πιο καλά έτσι..., την παρηγόρησε και άστραψαν τα δάκρυα στα μάτια απέναντί της. Να με ακούς εμένα! επέμεινε. Ακίνητη η γυναίκα, και τα δάκρυα στις άκρες των ματιών να λαμπυρίζουν. - Πιο καλά έτσι..., ψιθύρισε η Βασιλική και με τρόμο είδε τα μάγουλα να χαρακώνονται από μικρά υγρά μονοπάτια. Πιο καλά έτσι! _ ούρλιαξε και κουλουριάστηκε στο πάτωμα, χωρίς να αφήσει από το χέρι το γράμμα του αδελφού της, κουλουριάστηκε για να μη βλέπει την άλλη, που υπέφερε από απογοήτευση και έρωτα, μπορεί και από εγωκ?μρ ποια ήταν αυτή που θα τα ξεχώριζε; «ΝΙΑ0ΥΑ» ΘΑ ΠΕΙ «ΤΖΟΥΙΝ» Ελένη
Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ ήταν μια πόλη γλυκοφιλημένη από τη θάλασσα και χιλιοτραγουδισμένη από τους ποιητές, σε μια χώρα που οι μνήμες της πήγαιναν πίσω, πολύ πίσω, στα βάθη των αιώνων. Βαριές οι σελίδες της ιστορίας της, γεμάτες από ανοιχτόχρωμους στρατηλάτες και Φαραώ με θεϊκή δύναμη, μοιραίες βασίλισσες, ερωτευμένους αυτοκράτορες, αξιωματούχους διψασμένους για δύναμη, για εξουσία. Σ’ εκείνη την πόλη δίπλα στη θάλασσα, οι άνθρωποι, οι ντόπιοι, είχαν επιδερμίδα στο χρώμα του τσαγιού και μάτια φλογερά, μονίμως κόκκινα, λες και μόλις είχαν πάψει να κλαίνε. Την πόλη -και τη χώραόμως την κατοικούσαν κι άλλοι, κι άλλοι, άλλοι πολλοί, που είχαν καταφέρει να γίνουν αφεντικά, αφεντικά σε ξένο βιος. Δεν ήταν από εκεί η Ελένη, δεν ήταν από πουθενά, την πατρίδα του πατέρα της δεν την είχαν χαλαλίσει ποτέ στο έθνος τους, αιώνες τώρα μετανάστευαν και τριγυρνούσαν τον κόσμο, παντού πρόκοβαν, παντού ξεχώριζαν, αλλά παντού ήταν ξένοι. Η Ελένη ήταν Αρμένισσα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, δύο γενιές Αιγυπτιώτισσα από τον πατέρα και τρεις από τη μάνα της, που οι πρόγονοί της βαστούσαν από τη Μυτιλήνη. Εξ ου και το όνομά της. Είχε κλάψει, είχε πλαντάξει η μάνα της, δύο κορίτσια με αρμένικα ονόματα, στο τρίτο είχε δικαίωμα να δο>σει το όνομα της συχωρεμένης της μάνας της, καλός άνθρωπος ήταν ο Αρμένης, τα κανε πλακάκια με τον παπά και τον πατριάρχη, «Ελένη» βγήκε το τρίτο κορίτσι, στο όνομα της πεθεράς του. Πήγε και στο ελληνικό σχολείο το κορίτσι, οι φιλενάδες της όλες Ελληνίδες, ερωτεύτηκε και Ελληνα, όχι εκεί, αλλά στη Σμύρνη, αγάπησε Ρωμιό όταν επισκέφθηκε μαζί με τη μάνα και τις αδελφές της το θειο της, πρωτοξάδελφο του πατέρα της, και τη γυναίκα του το μεσιέ Αγκόπ και τη μαντάμ Βάντα, όπως τους έλεγαν όλοι εκεί. Και όχι μόνο αγάπησε Ρωμιό, αλλά -πάλι στη Σμύρνηέτυχε και να γίνει φίλη με Ελληνίδα -πάλι με Ελληνίδα-, τη Χάιδω. Χάρη σ’ αυτή γέμισε η ψυχή της Ελένης από Ελλάδα, γέμισε και από τα βουνά και τα έλατα, τα βοσκοτόπια και τα εκκλησάκια στις κορυφές των λόφων, τα ποτάμια με τα γάργαρα νερά, τους λεβέντικους χορούς με τα κλαρίνα, την τραγουδιστή ντοπιολαλιά. Έτσι γίνεται συνήθως: όταν απομακρύνεσαι από εκεί όπου γεννήθηκες -για την ακρίβεια, όταν ξεριζώνεσαι-, μόνο τα καλά θυμάσαι πια, ξεθωριάζουν, σβήνουν οι κακές αναμνήσεις και μένουν μόνο οι καλές, οι τρυφερές, οι χαρούμενες. Έτσι, η Ελένη, όπως αγάπησε τη Σμύρνη και τους ανοιχτόκαρδους κατοίκους της μέσα από τον έρωτά της για τον Δημητρό, μέσα από τη φιλία της με τη Χάιδω αγάπησε και την Ελλάδα, αγάπησε και την οικογένεια μέσα στην οποία είχε μεγαλώσει η φιλενάδα της, την οικογένεια της Βασιλικής. Τους είχε μάθει απέξω και ανακατωτά η Ελένη, η Βασιλική ήταν «το καλύτερο κορίτσι του κόσμου», η συχωρεμένη η μάνα της ήταν «η πιο γλυκιά μητέρα του κόσμου», ο αφέντης ήταν «ο πιο όμορφος άντρας του κόσμου, ίδιος θεός του Ολύμπου». Και τα αδέλφια της Βασιλικής τα θυμόταν όλα η Ελένη: ο Ζήσης, ο πρωτοτόκος, ο Νικόλας, ο ρομαντικός, ο Γιαννάκης, που έφυγε νωρίς, και ο άλλος, ο Αδάμος, ο παιδικός έρωτας της Χαϊδούλας. Αν η Ελένη δε συναντούσε τον Δημητρό, το πιο πιθανό είναι ότι τώρα θα ήταν καλοπαντρεμένη με έναν εύπορο Αρμένη ή Ελληνα, θα έμενε στο Καρτιέ Γκρεκ2 της Αλεξάνδρειας, θα είχε δυο τρία παιδιά, και οι αραπάδες θα της έκαναν τεμενάδες όποτε θα έβγαινε για τη βόλτα της στην Κορνίς3. Αυτός που έδωσε στη ζωή της τη μοιραία στροφή ήταν ο Δημητρός Μίκρογλου, ο υπάλληλος του μεσιέ Αγκόπ στη Σμύρνη, ο αδελφός της Ιλαρίας μας. Οι δυο νέοι αγαπήθηκαν πολύ -δεκαπέντε χρονών ήταν η Ελένη όταν γνωρίστηκαν-, αγαπήθηκαν έντιμα και ισότιμα, τους χώρισε ο θάνατος βίαια, αλλά ήταν ένα τέλος που δεν ασχήμυνε την αγάπη τους -μόνο η προδοσία μπορεί να το κάνει αυτό-, ένα τέλος που, αντίθετα, τη δαφνοστεφάνωσε, την ανέδειξε σε αγάπη-ηρωίδα, την τύλιξε για πάντα στις όμορφες
μνήμες. Με την παραμονή της στη Σμύρνη, η Αλεξανδρινή έζησε μια απίστευτα σκληρή περιπέτεια, πέρασε μέσα από τη φωτιά και αντίκρισε πολλές φορές το θάνατο. Το ήθελε όμως ο Θεός και δε χάθηκε, δεν πήγε θυσία στο όνομα της ελευθερίας, ούτε της πατρίδας, ούτε του έρωτα. Είχε χρόνια ακόμη να ζήσει, καθώς φαίνεται. Και τα ’φερε η μοίρα όπως τα ήθελε αυτή, και γνώρισε η Ελένη τον Αδάμο -τότε που βρέθηκαν στο βουνό έξω από τη Σμύρνη, τότε που έγιναν πράματα και θάματα-, εκείνον που τους πήρε όλους στο λαιμό του: τον αγαπημένο της και το φίλο του τον Μουράτ, τον Τούρκο που τους βοήθησε να δραπετεύσουν μέσα από τις φλόγες του πολέμου, κυρίως όμως τη Χάιδω, που όχι μόνο δεν πρόλαβε να γεννήσει το μωρό τους, όχι μόνο έχασε τη ζωή της, αλλά πέθανε και τόσο πικραμένη, τόσο πονεμένη, γιατί βίωσε την έσχατη προδοσία, κάτι που δεν το χώρεσε ο νους της, δεν το άντεξε η καρδιά της, δεν το βάστηξε το κορμί της. Και ήταν γραφτό η Ελένη, μέσα στο κακό και στην καταστροφή, μέσα στο δικό της πένθος και στον πόνο της καρδιάς της, να γνωρίσει έναν ακόμη «αδελφό» της Χάιδως... Στην άκρη της Ελλάδας, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό πάνω στη χερσόνησο με το ιερό βουνό4 απέναντι, το ’φερε έτσι η μοίρα -πού να ’ξερε τι είχε υφάνει με επιμέλεια για την Ελένη η Κλωθώ;και γνώρισε τον Ζήση, ένα παλικάρι όμορφο, καλό και γενναίο, που ήταν αδελφός του Αδάμου, του μοιραίου εκείνου ανθρώπου που άλλαξε τις ζωές όλων, μαζί και τη δική της. Ο Ζήσης έλεγε ότι την αγαπούσε και ότι ήθελε να την κάνει γυναίκα του. Ο Ζήσης ο αδελφός του Αδάμου... Ο Αδάμος ο αγαπητικός της Χάιδως... Ο Ζήσης ο αδελφός της Βασιλικής, της φιλενάδας της Χάιδως, που την αγαπούσε και τη θυμόταν πάντα... Ο Αδάμος ο προδότης... Προσπαθούσε να τα ταιριάξει μέσα στο μυαλό της, αλλά όλο και κάτι κλοτσούσε, δεν έφταιγε σε τίποτα ο Ζήσης, κανένας δεν είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του άλλου. Η Ελένη δεν του είχε πει όλη την αλήθεια για το πώς είχαν συναντηθεί, δεν άντεχε να τη διηγηθεί, όχι ακόμα, για να την εξιστορήσει θα έπρεπε να την αντιμετωπίσει, να την αποδεχτεί, να την ξεπεράσει. Κράτησε το μυστικό, κάποια φωνή μέσα της της έλεγε ότι δε χρειαζόταν να τα φανερώσει όλα όχι ακόμα, πάντως. Μόνο του είπε ότι συναπαντήθηκαν με τον αδελφό του κάπου μέσα στο διωγμό και ότι μετά εκείνος χάθηκε με μια βάρκα... - Μου ζήτησε να παντρευτούμε..., ανακοίνωσε με σκυμμένο το κεφάλι στην κυρα-Νενέ και στον άντρα της ένα βράδυ προτού έρθει στο πανδοχείο ο Ζήσης για να γνωρίσει τους «δικούς της», θέλει να φύγω μαζί του... να πάω στην πατρίδα του... Όμως... όμως δεν ξέρω... Εσείς τι θα κάνετε; Πού θα μείνετε; Αισθανόταν υπεύθυνη η Ελένη γι’ αυτούς τους ηλικιωμένους ανθρώπους που της είχαν σώσει τη ζωή, θα τους όφειλε αιώνια ευγνωμοσύνη. Μήπως θα έπρεπε να μείνει κοντά τους να τους βοηθήσει, γιατί εκτός από ηλικιωμένοι ήταν και άγνωστοι μεταξύ αγνώστων; - Να πας, κόρη μου, χαμογέλασε η Νενέ τα είχε δει τα σημάδια εδώ και καιρό, ήξερε πολύ καλά ότι κι αυτή θα έφευγε, γι’ αυτό παραληρούσε μες στον πυρετό της «Ούτε μια κόρη, ούτε μια κόρη...». Να πας και να κοιτάξεις τη ζωή σου. Εμείς έχουμε ο ένας τον άλλο, εσύ είσαι νέα, θα ακολουθήσεις την αγάπη!
Έμεινε σκεφτική η κοπέλα, μεγάλη η απόφαση που έπρεπε να πάρει, και αυτό που της έλεγε τώρα η Νενέ την έβαζε ακόμη πιο βαθιά στο δίλημμά της. Να ακολουθήσει την αγάπη.;. Όμως τον Ζήση δεν τον αγαπούσε, δεν ήταν αυτό έρωτας, τον αισθανόταν δικό της -παράξενα δικό τηςάνθρωπο, λες και είχαν φυτρώσει μέσα της τα λόγια της Χάιδως, λες και είχαν γίνει μακριά, ευλύγιστα, ανθισμένα κλαδιά και τους είχανε δέσει μαζί. Το ήξερε, το ένιωθε, ο Ζήσης ήταν ένας άντρας πάνω στον οποίο μπορούσε να αφεθεί, είχε ανάγκη να αφεθεί πάνω του έπειτα από όλα όσα είχε τραβήξει. Και δεν ήταν ίδιος με τον αδελφό του... Και αυτό το ένιωθε. - Δεν τον αγαπάω όμως..., προσπάθησε να εξηγήσει. Αλλά... η Χάιδω μου είχε μιλήσει με τόση αγάπη γι’ αυτή την οικογένεια... Ξέρεις, κυρα-Νενέ... καπετάνιο... στο σπίτι μου δεν μπορώ να γυρίσω πια... οι γονείς μου θα ντρέπονται για μένα, ξέρω τι σας λέω, θα προτιμούν να είμαι εξαφανισμένη παρά ατιμασμένη... ξέρετε... μια κοπέλα που το ’σκάσε, που κλέφτηκε με έναν παρακατιανό... δε θα με θέλουν πίσω... Και εγώ άλλους ανθρώπους δεν έχω... μόνο εσάς... μόνο την οικογένεια του Ζήση... την οικογένεια που αγαπούσε πάντα η Χάιδω σαν δική της... Κάτι με σπρώχνει εκεί... κάτι, θαρρείς, με τραβάει απ’ το χέρι. Αλλά δεν τον αγαπώ, όχι ακόμα... Δάκρυσε ο καπετάν Λευτέρης και: - Πάντως... αν θέλεις να μείνεις με τα μας..., είπε, αλλά σταμάτησε. Ήθελε να της πει πως θα ήταν χαρά τους και τιμή τους, ένα κορίτσι κοντά τους θα τους έδινε ζωή, δύναμη, ελπίδα, όμως ήξερε ο άνθρωπος, η ζωή του καθενός παίρνει ένα δρόμο, δεν ήταν γραφτό στην ξηρά να βαδίσουν μαζί της, μόνο στη θάλασσα... - Ώστε έτσι..., περίμενε ακόμη μια φορά την επιβεβαίωση η Ελένη. Λέτε να πάω... «Ναι, ναι» κάνανε και οι δυο συγκινημένοι, έσκυψε η κοπέλα και τους φίλησε το χέρι. Πόση καλοσύνη, πόση καλοσύνη και στήριξη από δυο ξένους, και τι γυναίκα ήταν αυτή η κυρα-Νενέ, πόση δύναμη της δίνανε τα λόγια της, με τι σιγουριά που τα έλεγε, πόσο κουράγιο... Χαμογέλασε πάλι η Νενέ, μαύρη η ώρα που της έλαχε αυτό το «χάρισμα», να τα βλέπει όλα πριν να γίνουν, και τα καλά και τα κακά, μαύρη ώρα... Την καλούσε η μοίρα της την Ελένη, πώς να ξέφευγε; - Εκεί θα πας, κόρη μου, της είπε και έπιασε τον καπετάνιο της απ’ το χέρι. Εκεί θα πας, γιατί εκεί σε περιμένει η αγάπη. Και, όπου κι αν κρυφτείς, δε θα μπορέσεις να ξεφύγεις από αυτήν. Σε λίγες μέρες αποχαιρετίστηκαν, χωρίς κλάματα. - Να η σύσιασή μου, είπε πανευτυχής ο Ζήσης στον καπετάνιο και στη γυναίκα του. Θα μας γράψετε μόλις τακτοποιηθείτε, θα μας γράψετε και θα έρθουμε να σας βρούμε. Το σπίτι μου θα είναι και σπίτι σας. Δεν ήξερε τι να τους πρωτοπεί ο άνθρωπος, ήταν ευγνώμων που όχι μόνο δε στάθηκαν εμπόδιο σιην Ελένη αλλά την προέτρεψαν και να τον ακολουθήσει. Δεν ήταν κανένας ανόητος ο Ζήσης, καταλάβαινε ότι η κοπέλα δεν πέθαινε από αγάπη γι’ αυτόν, έβλεπε, καταλάβαινε το δισταγμό της, σίγουρα ακόμα σκεφτόταν τον άλλο, αλλά, όταν είσαι τόσο ερωτευμένος, αυτά τα βλέπεις μικρά προβλήματα, πιστεύεις ότι όλα θα διορθωθούν.
Τους ξεπροβόδισαν ως την άμαξα που τους περίμενε έξω από το πανδοχείο, είχαν έρθει τα λεφτά που περίμενε, από τον πατέρα του ο Ζήσης, θα ταξίδευαν σχετικά άνετα, μακρύ το ταξίδι και κουραστικό, αλλά ήταν νέοι και θα τα κατάφερναν. Χαιρετούσε η Ελένη από το παραθυράκι τους δυο ηλικιωμένους, μέχρι που έστριψε στη γωνία του δρόμου η άμαξα και τους έχασε πια, έκλεισε τα μάτια της και έκανε μια ευχή: να έρχονταν σε όλους βολικά τα πράγματα, έφτανε τόση ταλαιπωρία και πόνος, τώρα θα ξεκινούσαν μια καινούρια ζωή - όλοι τους. Έμεινε με το χέρι μετέωρο στον αέρα και η κυρα-Νενέ. - Πάει..., είπε στον άντρα της, αυτό ήταν... Δεν ήταν λυπημένη, μπροστά στη μοίρα και στον έρωτα υποκλινόταν. - Από κει, έδειξε τον ουρανό με το δάχτυλό της, από κει όλα κανονίζονται. Την πίστεψε ο καπετάνιος, είχε καιρό πια που δεν αμφέβαλλε για τα ονειράτά της, και: - Πάμε στη Σαλονίκη, γυναίκα, της είπε και έσιαξε το καπέλο του. - Πάμε, καπετάνιο μου. Κι εμάς η μοίρα μας μας περιμένει εκεί. Της έδειξε το σπίτι από μακριά, φαινόταν από το δρόμο, ήταν στην πλαγιά, ένα από τα τελευταία σπίτια της κωμόπολης, πέτρινο, στιβαρό και γκρίζο, με σκεπή καλυμμένη με πέτρινες πλάκες -πόση έκπληξη ένιωσε όταν το είδε αυτό η κοπέλα!και με κλειστά παραθυρόφυλλα. Διέσχισαν τον κεντρικό δρόμο, που ήταν λιθόστρωτος, το ταξίδι τους είχε κρατήσει πέντε μέρες, είχαν αλλάξει άλογα τρεις φορές, είχαν κοιμηθεί στη Σαλονίκη και σε άλλα τρία πανδοχεία στο δρόμο, δεν είχαν σταθεί πουθενά, «Θα σε φέρω εδώ σύντομα...» της είχε πει τρυφερά ο Ζήσης όταν έφευγαν από τη μεγάλη πόλη, δεν είχαν καιρό για χάσιμο, ο νέος ήθελε να γυρίσει στο σπίτι του, ο πατέρας του ήταν πικραμένος, είχε πεθάνει ο Νικόλας, δεν είχαν νέα από τον Αδάμο, η μοναχοκόρη φευγάτη, όχι, όχι, έπρεπε να γυρίσει πίσω, «Γύρνα, κουράστηκα μόνος...» του είχε γράψει. Σε όλη τη διαδρομή τής είχε εξιστορήσει με λεπτομέρειες -μόνο όταν εξαντλιόταν σταματούσε, είχε χάσει πολύ αίμα από το τραύματην ιστορία της οικογένειάς του, αφού πρώτα της ζήτησε να του πει για τον Αδάμο, να μάθει τα πάντα με λεπτομέρειες. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση η κοπέλα, αλλά, αφού είχε αποφασίσει να τον ακολουθήσει, δεν μπορούσε να του κρύβει τις αλήθειες... - Ημασταν έτοιμοι να δραπετεύσουμε, να περάσουμε απέναντι στην Ελλάδα, του είπε προσεκτικά. Έψαχνε τις λέξεις που δε θα τον πλήγωναν, κανείς δεν ευθύνεται για τις πράξεις του άλλου, πόσο μάλλον σε καιρό πολέμου, αλλά την αλήθεια έπρεπε να τη μάθει. Ήταν αδέλφια. Και τώρα αυτή θα γινόταν γυναίκα του. Ξεκίνησε λοιπόν να του λέει την ιστορία από την αρχή, από τότε που συναντήθηκε με τη Χάιδω στο σπίτι του θειου της, του μεσιέ Αγκόπ. - Πώς βρέθηκε η Χαϊδούλα στη Σμύρνη; ρώτησε ο Ζήσης. Αναγκάστηκε να κάνει μια μικρή περίληψη της μεγάλης διαδρομής της φίλης της η κοπέλα, ύστερα του είπε για τη συνάντηση πα-νω στο βουνό, «Ήταν βαριά πληγωμένος ο αδελφός μου;» ρωτούσε κάθε τόσο ο Ζήσης, αυτό το ρωτούσε συνέχεια και όσο ήταν στο νοσοκομείο, «Όχι» του είχε πει τότε η Ελένη, γιατί
και ο ίδιος είχε χάσει πολύ αίμα, δεν ήταν να βασανίζεται κι άλλο. - Τον είχε χτυπήσει σφαίρα στο δεξί του πόδι, του είπε τώρα μέσα στην άμαξα. Πάλι ήταν χλομός ο Ζήσης, και αυτή φοβόταν για την υγεία του, αλλά εκείνος επέμενε να μάθει. Του είπε και για τον έρωτα των δύο νέων. - Αλήθεια; Αγαπήθηκαν οι δυο τους; χάρηκε πραγματικά ο Ζήσης, με τα χείλη πανιασμένα από τον πόνο. Ύστερα του είπε για τη μεγάλη και επίπονη διαδρομή που είχαν κάνει μέχρι να φτάσουν στη θάλασσα, πόσο καταβεβλημένη ήταν η Χάιδω, πόσο υπέφεραν όλοι τους. - Ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε, συνέχισε. Περιμέναμε να νυχτώσει και να φύγουμε... Τα λόγια τώρα είχαν κυριεύσει τον πόνο της, μια παράξενα σαδιστική διάθεση την είχε καταλάβει όσο ξανάφερνε στο νου της εκείνες τις τραγικές στιγμές, ήθελε να του πει την αλήθεια, νόμιζε ότι, τιμωρώντας τον Ζήση που είχε τέτοιο αδελφό, θα τιμωρούσε τον Αδάμο για τη δειλία και την προδοσία του. Τραντάχτηκαν απότομα από μια λακκούβα του δρόμου, και ο Ζήσης βόγκηξε από τον πόνο. Έσκυψε πάνω του ανήσυχη η Ελένη, τα μάγουλά του χλομά, τα χείλη του άσπρα, τα μάτια του βαθουλωμένα. Τον πόνεσε η ψυχή της -τι έφταιγε τούτος ο καλός άνθρωπος;-, και αποφάσισε ότι η αλήθεια ήταν δική της μόνο, δική της και των πεθαμένων εκείνου του απογεύματος αλίμονο, ήταν και του Αδάμου, αν ζούσε, που ήταν όμως απίθανο, θυμόταν η Ελένη το αίμα να πετάγεται σαν σιντριβάνι από το μπούτι του, με τόση αιμορραγία αδύνατον να είχε ζήσει... - Ήρθαν οι Τούρκοι, συντόμευσε την ιστορία της μόλις ο Ζήσης τη διαβεβαίωσε ότι ήταν καλά. Μάλλον άτακτοι ήταν, μπορεί και ληστές. Μπήκαμε σε μια βάρκα με τη Χάιδω και φύγαμε... μας φυγάδεψαν οι άντρες... και ο αδελφός σου μαζί... ύστερα είδαμε τον Δημητρό να βάζει και τον Αδάμο σε μια άλ\η... εκείνος αρνιόταν... ήθελε να μείνει... να αγωνιστεί μαζί με τους άλλους...Ύστερα... χαθήκαμε, μας πήρε το κύμα εμάς κατ’ αλλού, εκείνον δεν τον ξανάδαμε... ούτε και κανέναν άλλο... Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. - Ησύχασε τώρα..., του ψιθύρισε. Μπορεί και να σώθηκε... Εμείς... εγώ πώς τα κατάφερα; αλλά από μέσα της ήταν σίγουρη ότι ο Αδάμος είχε πεθάνει, μεγάλη η αιμορραγία του, αδύνατον να είχε επιζήσει. Έμεινε για λίγο αμίλητος ο Ζήσης και: - Η Χαϊδούλα από τι πέθανε; ρώτησε ξαφνικά. Από τις κακουχίες, μου είχες πει. Αλήθεια είναι; Άλλαξε θέση η κοπέλα πάνω στο κάθισμα, που τώρα το αισθανόταν σκληρό σαν πέτρα. - Ήταν έγκυα... είχε το παιδί του αδελφού σου στα σπλάχνα της... Έχασε το παιδί... έχασε και τη ζωή της μαζί..., του είπε. 'Εκλαψαν για ώρα οι δυο τους.
- Άλλο ένα χαμένο μου ανίψι..., είπε στο τέλος εκείνος και αποκοιμήθηκε για καμιά ώρα. Ήταν καλύτερα όταν ξύπνησε. - Δεν κοιμήθηκες καθόλου, καλή μου; τη ρώτησε με ενδιαφέρον και, όταν εκείνη του έγνεψε «Όχι», γέλασε απαλά και της χάιδεψε τα μαλλιά. Άκου τώρα και για την οικογένειά μου. Θα σ’ τα πω σαν παραμύθι, μήπως και σε πάρει ο ύπνος. Και της μίλησε για όλα, για τον «αιφνίδιο» έρωτα της Βασιλικής με το θείο του υποψήφιου γαμπρού, του μελλοντικού άντρα της, όλοι το ήξεραν ότι οι δυο τους είχαν ερωτευτεί με την πρώτη ματιά, αλλά κανείς στο σπίτι δεν το συζητούσε ανοιχτά, «Εκείνος τη ζήτησε σε γάμο» ισχυριζόταν ο πατέρας τους, όλοι κρύβονταν πίσω από το δάχτυλό τους γι’ αυτό και για άλλα θέματα, έτσι ήταν η οικογένειά του, έτσι ήταν όλοι σ’ εκείνο τον τόπο, αλλά ήταν καλοί άνθρωποι, θα το καταλάβαινε και μόνη της. Ύστερα της διηγήθηκε τον έρωτα του Νικόλα, του μικρότερού τους αδελφού, του μικρότερου από την ίδια μάνα, γιατί από τη μητριά είχαν κι άλλα αδέλφια, της διηγήθηκε λοιπόν τον έρωτα του ευαίσθητου Νικόλα με μια πανέμορφη αλλά αδίστακτη κοπέλα, μια Φραντσέζα -Κορσικάνα, για την ακρίβεια-, που του έδωσε και τη χαριστική βολή, γιατί, ενώ ήταν έγκυος στο παιδί τους, του μήνυσε ότι ούτε να το κρατήσει ήθελε ούτε να τον παντρευτεί και να «θαφτεί» σ’ εκείνη τη μικρή -ο Θεός να την κάνειπόλη. - Μάθαμε ότι τελικά το κράτησε το παιδί και το γέννησε, ποιος ξέρει..., διέκοψε τις σκέψεις της Ελένης ο Ζήσης. Μόνο που όταν το μάθαμε ήταν αργά... ο Νικόλας μας είχε φύγει... Ησύχασε κάπως η Ελένη, είχε μεγάλη πίκρα για τον αδελφό του τον Νικόλα ο Ζήσης, καλά έκανε λοιπόν και δεν του είπε την αλήθεια για τον Αδάμο, τι νόημα θα είχε; - Ελπίζω τώρα που θα γυρίσουμε να έχουμε ευχάριστα νέα και από την αδελφή μου, τη Βασιλικούλα μας, της είπε μετά. Ελπίζω να έχει κάνει κι αυτή ένα μωρό. Για μας στάθηκε και μάνα και αδελφή, δεν είναι δυνατόν να μην έχει δικό της παιδί, τόσο που τα αγαπάει! Άλλαζε κάθε τόσο θέση μέσα στην άμαξα, η πληγή τον πονούσε σε κάθε τράνταγμα, ώρες ώρες νόμιζε ότι θα άνοιγε το τραύμα και το αίμα θα ξεπηδούσε πάλι σαν πίδακας, όπως τότε. - Ελένη, της είπε ξαφνικά, και η κοπέλα τρόμαξε, γιατί τον νόμιζε για κοιμισμένο εδώ και ojpa. Ελένη, σε ικετεύω, αν δεν έχει πάρει νέα ο πατέρας μου από τον Αδάμο μας, θα σε παρακαλέσω να μην αναφέρεις τίποτα, να μην πεις ότι τον συνάντησες κάπου, κάποτε. Αν του πούμε ότι τελευταία φορά τον είδες ζωντανό να φεύγει με μια βάρκα στο πέλαγος... ποιον; τον Αδάμο, που μπορεί να μην είχε ξαναμπεί σε βάρκα στη ζωή του... θα τον περάσει σίγουρα για νεκρό. Ας μην του πούμε τίποτα καλύτερα... Ούτε και για τη Χάιδω να του πούμε... Συμφώνησε η Ελένη να μη μιλήσει, ούτε η ίδια ήθελε να θυμάται κάθε τόσο εκείνη τη φυγή, έστω και παραποιημένη όπως την είχε διηγηθεί στον Ζήση -πίστευε βέβαια ότι κάποτε έπρεπε να μάθει την αλήθεια, αλλά δεν ήξερε πότε θα ήταν η κατάλληλη ευκαιρία και πότε αυτή θα ήταν έτοιμη να του τα πει χωρίς να κατηγορήσει τον αδελφό του-, τίποτα δε θα έλεγε. Και σε ποιον άλλωστε; Στον άγνωστο άντρα, τον πατέρα του Ζήση; Ντρεπόταν και μόνο που το σκεφτόταν, ούτε να μιλήσει ούτε να συναντήσει κανέναν ήθελε, μόνο να ξεχάσει επιθυμούσε, να μανει μόνη και να ξεχάσει. «Θα μείνεις μόνη όσο θέλεις», της είχε υποσχεθεί ο Ζήσης όταν συζητούσαν το ενδεχόμενο να τον
ακολουθήσει ίστην Κλεισούρα. Μέχρι στιγμής είχε σεβαστεί την επιθυμία της, ούτε ένα φιλί δεν της είχε ζητήσέι, κοιμήθηκαν σε χωριστές κάμαρες στα πανδοχεία όπου διανυκτέρευσαν, μόνο το χέρι τής κρατούσε σε όλο το ταξίδι, μια χειρονομία, μια επαφή που αυτός την είχε απόλυτη ανάγκη, όχι μόνο από έρωτα αλλά και γιατί θα είχε να αντιμετωπίσει τον πατέρα του φτάνοντας. Φοβόταν, ήταν σίγουρος πως ήταν τολμηρή η απόφασή του να παρουσιάσει μια άγνωστη για μελλοντική του γυναίκα, άσχετα αν είχε μηνύσει, αν είχε γράψει «Πατέρα, έρχομαι. Φέρνω μαζί μαν και τψ αυριανή οου νύψφ>. Δεν είχε αφήσει περιθώρια στον πατέρα του, ήξερε όμως πολύ καλά τα έθιμα της οικογένειας και της φυλής, δεν αποφάσιζαν μόνα τους τα παιδιά -κι ας ήταν άντρες, κι ας είχαν πολεμήσει με ανδρεία-, αυτές ήταν δουλειές που τις τελείωναν οι γονείς. Φοβόταν και η Ελένη, έτρεμε, μπορεί... τι μπορεί... σίγουρα... οι άνθρωποι εκείνοι θα είχαν άλλα σχέδια για τον πρωτότοκο -νύφη από καλή οικογένεια και προίκα μεγάλη-, λες να τον έπειθαν να τη διώξει, να τη στείλει πίσω; Πίσω πού; Όμως φοβόταν και τον εαυτό της, έτρεμε στην ιδέα ότι μπορεί και να μην της άρεσε εκεί, μπορεί να ήταν όλα διαφορετικά απ’ ό,τι της είχε διηγηθεί τόσες φορές η Χάιδω, μπορεί... Και κρατούσε κι εκείνη το χέρι του Ζήση σφιχτά, στην ουσία εκείνος ήταν πια ο μοναδικός δικός της άνθρωπος. Αυτές οι σκέψεις την είχαν συνοδεύσει σε όλο το ταξίδι, με αυτές τις σκέψεις ήταν φορτωμένο το κεφάλι της και όταν από απέναντι αντίκρισαν την Κλεισούρα. - Να, πέρα εκεί. Βλέπεις; της έδειξε με το δάχτυλο μακριά κάτι σπίτια, κρεμασμένα θαρρείς στο βουνό, που αχνοφαίνονταν μέσα από την ομίχλη. Με αυτές τις σκέψεις αντίκρισε το σπίτι του Ζήση, με αυτές τις σκέψεις, και με τα μάγουλα κόκκινα από ντροπή και αμηχανία, δρασκέλισε το κατώφλι της πόρτας, μιας πόρτας που άνοιξε διάπλατα και ο ένας άντρας χάθηκε στην αγκαλιά του άλλου ο Ζήσης στην αγκαλιά του πατέρα του, ο Αχιλλέας στην αγκαλιά του γιου του. Γύρω τους χοροπηδούσαν χαρούμενα δυο αγοράκια, και πιο πέρα μια χοντρή γυναίκα -η Πιπίνα, δεν είχε καμία αμφιβολία η Ελένησκούπιζε τα δάκρυα από το ένα μάτι της, γιατί το άλλο το είχε στυλωμένο και ακίνητο πάνω στην κοπέλα. Η Ελένη είχε μπει στο μικροσκόπιο της μητριάς. Δεν πρόλαβε να τον δει καλά. Ήταν κλεισμένος στην αγκαλιά του £ήοη, και από την πλάτη του, που κουνιόταν, κατάλαβε ότι έκλαιγε. Είδε όμως τα απαλά του μαλλιά, μαλλιά ακαθόριστου χρώματος, «Είναι κατάξανθος ο αφέντης. Ο αφέντης και η Βασιλική» θυμήθηκε τα λόγια της Χαϊδούλας, όχι, αυτός που έβλεπε τώρα, ο άντρας που είχε τα μαλλιά του πιασμένα σε κοτσίδα, όπως ακριβώς οι παπάδες, αυτός δεν ήταν ξανθός. Από τις πολλές άσπρες τρίχες φαινόταν λες και το κεφάλι του είχε καλυφθεί από στάχτη... Την είχε προειδοποιήσει ο Ζήσης, «Ο πατέρας δεν κουρεύτηκε ξανά από τότε... από τότε που ο Νικόλας μας...», τώρα όμως που το έβλεπε, που έβλεπε την κοτσίδα, της φαινόταν παράξενο παράξενο και ελκυστικό συγχρόνως. Το ένα από τα δύο αγοράκια που χοροπηδούσαν γύρω από τους αγκαλιασμένους άντρες ξεφώνιζε χαρούμενο και τραβούσε το μεγάλο του αδελφό από τα παντελόνια, μέχρι που εκείνος έσκυψε, σήκωσε τον μικρό με κόπο -το πονεμένο του χέρι, βλέπεις...στην αγκαλιά του και αγκάλιασε πάλι τον πατέρα του. Έβαλε και το παιδί τα χεράκια του γύρω από τους άντρες, τους κράτησε έτσι σφιχτά, ίσως δεν καταλάβαινε ακριβώς τη στιγμή, σίγουρα όμως αγαπούσε τον πατέρα του, αγαπούσε και τον αδελφό του, το μεγάλο του αδελφό, αυτόν που έλειπε στον πόλεμο και είχε γίνει ο ήρωάς του, ένας ήρωας μάλιστα με σάρκα και οστά -αφού τον έσφιγγε στην αγκαλιά του-, όχι σαν τον άλλο -αδελφό του και
ήρωα πάλι-, τον Αδάμο, που δεν ξέρανε τίποτα γι’ αυτόν... Το άλλο παιδάκι -θα ταν δε θα ταν τριών-, μόλις ο αδελφός του ανέβηκε στην αγκαλιά του άγνωστου, λούφαξε κοντά στη μάνα του. Ήξερε, τους άκουγε μέρες τώρα, ότι θα ερχόταν ο «Ζήσης τους», αδελφός του ήταν κι αυτός, όπως και ο Αλέξανδρος, αλλά δεν τον ήξερε, ποτέ δεν είχε καθίσει στην αγκαλιά του, ποτέ δεν είχαν παίξει μαζί. Δε θυμόταν το παιδάκι, ήταν μικρό όταν έφυγε ο «Ζήσης τους» για τον πόλεμο, δε θυμόταν τίποτα, ούτε τι είναι πόλεμος ήξερε, την ασφάλεια της μητρικής αγκαλιάς αναζητούσε, μόνο εκεί, κονία στη μάνα του, μόνο εκεί αισθανόταν σιγουριά. Αντάλλαξε ματιές με τη γυναίκα που έστεκε ακίνητη στο κατώφλι η Ελένη, χαμογέλασε δειλά, ήταν πολύ συγκινημένη, ο Ζήσης ήταν με τον πατέρα του, την είχε ξεχάσει, αλλά καταλάβαινε, η άλλη όμως την κοίταξε παράξενα -«ψυχρά» δε θα το έλεγε-, ύστερα έσκυψε στον μικρό, που είχε τυλιχτεί μέσα στα φουστάνια της, τον σήκωσε στη μαλακή αγκαλιά της με τα τεράστια στήθη -πιο μεγάλα δεν είχε ξαναδεί η Ελένη-, και το παιδάκι -ένα αγοράκι σκέτο κουκλί, ξανθές μπούκλες και γαλάζια μάτια κι εκείνοαπό ψηλά, από την αγκαλιά της μάνας του, την κοίταξε και της χαμογέλασε. Επιτέλους! Ένα χαμόγελο και για κείνη... Κάποια στιγμή ο Ζήσης ελευθερώθηκε από το αγκάλιασμα του πατέρα του, την έψαξε με το βλέμμα και τη βρήκε αμέσως -ήταν εκεί όπου την είχε αφήσει, μαρμαρωμένη στο προτελευταίο σκαλί-, πήγε προς το μέρος της και της άπλωσε το χέρι. Τον κράτησε σφιχτά κι εκείνη, αυτός ήταν ο άνθρωπός της, ο μοναδικός δικός της άνθρωπος. Την τράβηξε να ανέβει το σκαλί -τότε μόνο κατάλαβε ότι τα γόνατά της έτρεμαν τόσο...και την έβαλε μπροστά στον πατέρα του, ενώ ακόμα στην αγκαλιά του είχε τον Αλέξανδρο -άλλο όμορφο ‘αγόρι-, τον Αλέξανδρο που την κοιτούσε με τα ίδια γαλάζια μάτια. - Πατέρα..., είπε συγκινημένος, πατέρα... αυτή είναι η Ελένη που σου έγραψα. Είναι η κοπέλα που θα γίνει γυναίκα μου, είναι η κοπέλα που αγαπώ πιο πάνω και από τη ζωή μου. Σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του τα δάκρυα από τα μάτια του ο αφέντης -να τον δει ξένη γυναίκα να κλαίει; ντροπή και κατάντια!και καθάρισε το βλέμμα του. Καθόλου δεν του άρεσε αυτό που γινόταν, πού ακούστηκε να συστήνει ο γιος τη νύφη στον πατέρα, το ανάποδο γίνεται πάντα, .ο πατέρας γνωρίζει στο γιο αυτήν που θα πάρει, αυτό λέει η παράδοση, η τάξη και η συνήθεια, «Έτσι Ια βρήκαμε, έτσι θα τα συνεχίσουμε»... Όμως τώρα ήταν χαρούμενος, είχε γυρίσει ο πρωτότοκος από τον πόλεμο, χαλάλι του όλα, δοξασμένο το όνομα του Κυρίου που άκουσε τις προσευχές του, είχε γυρίσει ο Ζήσης του, θα ’κανε τα πικρά γλυκά και θα τη δεχόταν τη νύφη. Είδε το κορίτσι σαν συνέχεια του γιου του, έτσι όπως την κρατούσε από το τεντωμένο χέρι, είδε τα μαλλάκια της πιασμένα πίσω, τα μάτια της θλιμμένα και φοβισμένα, τα χείλη της άσπρα από τον πανικό και την κούραση, το αδύνατό της στήθος να ανεβοκατεβαίνει σαν λαχανιασμένο, είδε τη μέση της λεπτή -να, τόση δα-, το άλλο της χέρι αφημένο στο πλάι του λεπτού της κορμιού, ένα χεράκι σχεδόν παιδικό, ίδιο τρομαγμένο σπουργίτι μια εικόνα που του έμεινε στην ψυχή σαν κάπου να το ήξερε αυτό το κορίτσι, σαν να το είχε ξαναδεί. Τότε, εκείνη τη στιγμή, ο αφέντης Αχιλλέας δεν είδε, δεν κατάλαβε ότι η Ελένη ήταν* μια όμορφη κοπέλα. Είδε μόνο ότι ήταν ένα τρομαγμένο κορίτσι, ένα κορίτσι που θα μπορούσε να ήταν η ξενιτεμένη
του Βασιλική, ένα κορίτσι που αγαπούσε ο γιος του. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, πιστεύοντας ότι εκείνη θα σωριαζόταν από την αγωνία και το φόβο της, και: - Καλώς ήρθες, κόρη μου, της είπε και άνοιξε την αγκαλιά του. Δίστασε η Ελένη, την έσπρωξε προς το μέρος του πατέρα του ο Ζήσης, την αγκάλιασε εκείνος σφιχτά ήταν πατέρας και ήταν νύφη του, κόρη του δηλαδή. Ακούμπησε με ευγνωμοσύνη πάνω του η Ελένη, ευγνωμοσύνη για την υποδοχή, ευγνωμοσύνη γιατί ήταν ο αφέντης και αν ήθελε μπορούσε να μην τη δεχτεί, ακούμπησε γιατί ήθελε να του δείξει ότι τον ευχαριστούσε, ότι θα τον αγαπούσε σαν δικό της πατέρα. Ο Αχιλλέας, που φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο και ένα ξεκούμπωτο γιλέκο, έτσι όπως κράτησε την κοπέλα στην αγκαλιά του για το καλίοοόρισμα, αισθάνθηκε την τρεμούλα του λεπτού κορμιού της -ίδιο φυλλαράκι στον άνεμο-, αισθάνθηκε όμως και τους χτύπους της τρομαγμένης της καρδιάς, έτσι όπως τραβήχτηκε το γιλέκο από το αγκάλιασμα -μία στο εκατομμύριο να συμβεί, αλλά συνέβη-, και η καρδιά της, που χτυπούσε σαν τρελή, ακούμπησε στο μέρος της δικής του καρδιάς, ενώθηκαν οι χτύποι τους και μπερδεύτηκαν. Την έσπρωξε σχεδόν απότομα από κοντά του, τόσο που ξαφνιάστηκε η κοπέλα τι ήταν τούτο πάλι; - Σαν στο σπίτι σου, και σ’ ευχαριστώ που φρόντισες τόσο το γιο μου, της είπε το ίδιο απότομα. Μετά την έστρεψε προς τη Δέσποινα, τη γυναίκα του, που κοιτούσε με μισόκλειστα μάτια. - Αυτή είναι η πεθερά σου, είπε και έκανε ένα βήμα πίσω. Κοίταξε με τρόπο το άσπρο του πουκάμισο στο αριστερό του στήθος και ξαφνιάστηκε που δεν είδε αίματα. Δε θα αργούσε όμως να τα δει... - Μη στενοχωριέσαι, της είπε ο Ζήσης όταν βρέθηκαν μόνοι στην κάμαρα που τους παραχώρησαν, στη δική του κάμαρα δηλαδή, όπου είχαν μεταφέρει ακόμη ένα κρεβάτι και το είχαν κολλήσει δίπλα στο δικό του. Έμεινε στο κέντρο του δωματίου η Ελένη, ξένη, παντού ξένη αισθανόταν, ναι, ο Ζήσης ήταν ο πιο δικός της άνθρωπος εκεί, αλλά δεν ήθελε να κοιμηθούνε στην ίδια κάμαρα, όχι ότι δεν του είχε εμπιστοσύνη, αλλά εκείνη δεν ένιωθε καλά να σκέφτονται όλοι ότι... τέλος πάντων, ότι κοιμούνται μαζί. - Μη στενοχωριέσαι, συνέχισε αυτός. Σύνιομα θα βρω μια λύση... Δεν της αποκάλυψε όμως ότι δεν ήθελε να καταλάβουν οι άλλοι, ο πατέρας του κυρίως, πως με την Ελένη δεν είχαν την παραμικρή ερωτική σχέση. Φοβόταν ο Ζήσης ότι, αν διαπίστωνε κάτι τέτοιο ο αφένιης, πιθανόν και να προσπαθούσε να του αλλάξει μυαλά, άλλο πράγμα είναι ένα κορίτσι «ατιμασμένο» -όπως θα πίστευαν για την Ελένη-, ένα κορίτσι στο οποίο ο Ζήσης θα έπρεπε να φερθεί σαν άντρας και να το στεφανωθεί, και άλλο πράγμα ένα κορίτσι που δεν το είχε αγγίξει ακόμα... Δεν ήταν σίγουρος πώς θα αντιδρούσε ο πατέρας του αν ήξερε ότι δεν ήταν «ατιμασμένη». Γιατί το όνειρό του να πάρει ο γιος του την «πρώτη Βλάχα», δηλαδή το κορίτσι από την καλύτερη οικογένεια, δεν μπορεί να είχε εγκαταλειφθεί έτσι απλά, μόνο και μόνο με την εμφάνιση της Αλεξανδρινής... Μπήκανε στη σάλα κρατημένοι απ’ το χέρι, το τραπέζι είχε στρωθεί με τα χίλια καλά, μαζεμένοι και δυο
τρεις συγγενείς, ο αδελφός του αφέντη με τη γυναίκα του και η γιαγιά Ζήσαινα, αγέρωχη, με το αετίσιο μάτι πάνω στην κοπέλα. Εσκυψε η Ελένη5 και της φίλησε το χέρι που της πρότεινε η γριά με τρόπο που δε σήκωνε αντιρρήσεις. - Εσύ είσαι που πήρες το καμάρι μου; είπε αγέλαστη. Τη σκούντηξε συνθηματικά ο Ζήσης, «Μη σε νοιάζει» δηλαδή, έκανε προσπάθεια και χαμογέλασε εκείνη. —Δεν τον πήρα... σας τον έφερα..., πήγε να αστειευτεί. Ξέσπασε σε γέλια ο θείος του Ζήση, ο αδελφός του πατέρα του, άνθρωπος ευχάριστος και τόσο καταπιεσμένος από τη μάνα τους πενήντα χρόνια τώρα, χαιρόταν πολύ αν κάποιος της χωνόταν της γριάς, οποιοσδήποτε, εκτός από τη γυναίκα του βέβαια... - Κάνει και χωρατά η ξιάνα*, είπε υποτιμητικά η γιαγιά. -Άσε το κορίτσι, μάνα, μεσολάβησε ο αφέντης. Άσ’τηνε, είναι πολύ κουρασμένη, δεν τη βλέπεις; και ήπιε μονορούφι το τσίπουρο. Τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη η Ελένη, εκείνος κοιτούσε χαμηλά και δεν μπόρεσε να διαβάσει το ευχαριστώ της -δεν μπόρεσε, ή δε θέλησε;-, στριμώχτηκε στο πλάι του άντρα της η χοντρο-Πιπίνα, με τον μικρό στην αγκαλιά, και ζήτησε από την ψυχοκόρη να σερβίρει. Άφαγη από μικρή, η Ελένη είχε εξελιχθεί σε μια λεπτεπίλεπτη δεσποινίδα που έτρωγε επιλεκτικά φρούτα και ξηρούς καρπούς, ζαρζαβάτια και ορισμένα γλυκά, όπως χαλβάδες και κανταΐφια, που τα έφτιαχναν πεντανόστιμα στην πατρίδα της, την Αλεξάνδρεια, και εξίσου καλά στη Σμύρνη, εκεί όπου έζησε τα τελευταία χρόνια. Η Ελένη είχε μεγάλη αδυναμία -αν μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτή τη φράση για κάποιον άφαγομόνο στα θαλασσινά, καραβίδες, γαρίδες, χταπόδια και καλαμάρια -όχι, ούτε τα ψάρια αγαπούσε-, και τρελαινόταν κυριολεκτικά για τα όστρακα πάσης φύσεως, χτένια, πεταλίδες, στρείδια, κυδώνια, πίνες και άλλα, ενώ δεν έτρωγε ποτέ κρέας, ούτε πουλερικά, λυπόταν αφάνταστα τα μικρά αρνάκια, τα χαριτωμένα γουρουνάκια, τα κουνέλια και τους λαγούς, τα αθώα πιτσούνια -φαγητό πολύ συνηθισμένο στην Αίγυπτοκαι τα ορτύκια. Είχε σηκωθεί πολλές φορές με κλάματα από το τραπέζι όταν οι γονείς της την υποχρέωναν να κατεβάσει έστω μια μπουκιά κρέας. Η λιγόφαγη αυτή κοπέλα είχε χάσει τελείως την όρεξή της μετά τα γεγονότα της Σμύρνης και της Χίου, και τις τελευταίες μέρες, χωρίς την επίβλεψη της κυρα-Νενέ, που την τάιζε με το ζόρι σαν μωρό παιδί, τρεφόταν με ελάχιστα πράγματα -ένα δυο καρύδια, μισό μήλο, ένα κομμάτι καλαμποκίσιο ψωμί-, τόσο λίγα πράγματα που ο Ζήσης είχε ανησυχήσει, «θα μου περάσει...» του έλεγε όταν την παρακαλούσε να φάει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, τσιμπούσε ανόρεχτα καμιά ελιά, λίγο λάχανο, μια πληγή η καρδιά της από αυτά που είχε περάσει, κόμπος και το στομάχι της από το μέλλον που απλωνόταν μπροστά της άγνωστο, άπιαστο και ομιχλώδες. Στο τραπέζι των αρχοντόβλαχων, όπου παρακάθισε η Ελένη, το κρέας είχε πάντα τον πρώτο λόγο. Το κρέας και τα γαλακτοκομικά. Και οι πίτες ευτυχώς για εκείνη. Έφερε η ψυχοκόρη τις πιατέλες με το ψητό αρνί, την τηγανητή συκωταριά και τα γλυκάδια, την πιατέλα
με την τσουκνιδόπιτα και μια γαβάθα με ολόπαχο γιαούρτι, γέμισαν τα ποτήρια με κόκκινο, στυφό κρασί και: - Καλώς ήρθες, παιδί μου, είπε ο αφέντης στο γιο του. - Καλώς σας βρήκαμε, πατέρα, καλώς σας βρήκαμε όλους, αντευχήθηκε ο Ζήσης, τονίζοντας το «σας βρήκαμε». - Καλώς ήρθες κι εσύ, κόρη μου, είπε πάλι ο αφέντης στην Ελένη, χωρίς να την κοιτάξει. Ευχαρίστησε εκείνη με κόκκινα μάγουλα, πάλι δεν μπόρεσε να δει τα γαλάζια μάτια του, τα μάτια του «πεθερού», να τα δει για να του δείξει την ευγνωμοσύνη της, πάλι την απέφευγε ο άντρας. Πήρε μαχαίρι και πιρούνι η κοπέλα και άρχισε να τσιμπάει από ένα κομμάτι πίτα. Απορημένη η γιαγιά Ζήσαινα την παρακολουθούσε να αφήνει ανέπαφο το ψαχνό που της είχαν σερβίρει. - Ωραία πίτα, συγχαρητήρια. Εσείς τη φτιάξατε; απευθύνθηκε στην Πιπίνα. - Η Βούλα, έδειξε αυτή προς την ψυχοκόρη. Εγώ δεν προλαβαίνω τίποτα. Καλά που ήρθες να βοηθήσεις κι εσύ λίγο..., της ξεκαθάρισε τη σχέση τους η «πεθερά». Η γιαγιά έσφιξε τα χείλη, αυτή η ακαμάτρα η νύφη της μόνο παιδιά ήξερε να κάνει, και να παχαίνει βέβαια, τι του λάχε του γιόκα της, τέτοιο ομορφόπαιδο να πέσει στα χέρια της... Ας όψεται η άλλη, η προπη, η Αρτέμη, ας όψεται εκείνη που έφυγε νωρίς και τον άφησε μόνο με τέσσερα παιδιά... Ποτέ δεν τη συγχώρεσε την Αρτέμη γι’ αυτό που έκανε στο γιο της! Οι μυρωδιές από τα ψητά κρέατα, το σφίξιμο στο στομάχι και οι ματτές που ένιωθε να βαραίνουν πάνω της -ίσως και η ασιτία των τελευταίων ημερώνέφεραν στην Ελένη μια έντονη ζάλη, μια ζάλη που την έλεγχε όσο ήταν καθιστή αλλά που την έκανε σχεδόν να λιποθυμήσει όταν προσφέρθηκε να βοηθήσει την ψυχοκόρη στο μάζεμα του τραπεζιού. Σκοτείνιασαν όλα γύρω της καθώς μετέφερε μια πιατέλα με παγωμένα λίπη, που της ανακάτωσαν το στομάχι ακόμη περισσότερο, σκοτείνιασε το φως της, και χάθηκε. Βούιξαν απότομα τα αφτιά της, λες και είχε ξεχυθεί μέσα στο κεφάλι της ένας ορμητικός χείμαρρος, και σωριάστηκε απαλά στο άνοιγμα της πόρτας. Άκουσε τρομαγμένες φωνές και θυμάται ότι είδε τον Ζήση να σκύβει όλο λαχτάρα από πάνω της και την Πιπίνα να λέει δυνατά: - Να δείτε που είναι γκράου*! Θυμάται και τα γαλάζια μάτια του αφέντη καρφωμένα πάνω της, μάτια πλημμυρισμένα από μια τεράστια αγωνία, και το στόμα του να συλλαβίζει πικρά: - Γκράτ.,ου; Κοιμήθηκαν στην ίδια κάμαρα εκείνο το βράδυ ο Ζήσης και η Ελένη. Έμεινε κοντά της ο Ζήσης για να την προσέχει -συνήλθε αμέσως η κοπέλα από τη λιποθυμία, από την ντροπή άργησε να συνέλθει και ζητούσε συγνώμη από όλους, που την κοιτούσαν γεμάτοι περιέργεια, και εκείνη έκανε έναν ανήσυχο ύπνο, γεμάτο εφιάλτες, τινάγματα και τρομαγμένα ξυπνήματα.
Όλη τη νύχτα τής άφηνε το χέρι μόνο για να ρίξει ξύλα στο τζάκι και γυρνούσε βιαστικός κοντά της, το κορίτσι αναστέναζε κάθε τόσο, δάκρυα μούσκευαν το μαξιλάρι της, και παράδερνε ανάμεσα σε σκηνές από το πρόσφατο ματωμένο παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον. Τα ξημερώματα πια βυθίστηκε σε ένα λυτρωτικό, σκοτεινό ύπνο και ξύπνησε όταν ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό, ο ήλιος που της έστελνε γαλάζια μηνύματα έξω από το παράθυρο. Μέχρι να θυμηθεί πού ήταν και τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ -μια λιποθυμία μπροστά σε όλο το άγνωστο σόι!-, έμεινε ακίνητη στο κρεβάτι, τα βαριά σκεπάσματα κρατούσαν το σώμα της ζεστό και δεν ήθελε να κουνηθεί, ένιωθε κομματιασμένη από την κούραση, το μυαλό της αποχαυνωμένο από τις εικόνες που είχαν παρελάσει όλη τη νύχτα μπροστά από τα κλειστά της μάτια, η καρδιά της μουδιασμένη από την ολονύχτια πάλη με τις αναμνήσεις και... και το χέρι της... μουδιασμένο, καθώς τεντωμένο τέλειωνε μέσα στο χέρι του Ζήση, του άντρα που κοιμόταν στην καρέκλα, με το κεφάλι του ακουμπισμένο στους φλόκους της άλικης φλοκάτης που κάλυπτε το κρεβάτι της. Τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη καθώς ανέπνεε ελαφριά -όλη νύχτα στο πλάι της, για φαντάσου...-, το σώμα του χαλαρό και παραδομένο στον ύπνο, μόνο το χέρι του, το δεξί του χέρι, είχε νεύρο και έκφραση, καθώς κρατούσε οφιχτά το δικό της. Έμεινε να τον κοιτάει ακίνητη, μην και τον ξυπνήσει, μπερδεμένες θύμησες της ήρθαν στο μυαλό, να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να την καθησυχάζει με γλυκά λόγια όλη τη νύχτα, «Σώπα... Πέρασαν όλα τώρα...», «Ηρέμησε, αγάπη μου...», «Κοιμήσου, κορίτσι μου...», «Εγώ είμαι εδώ, μη φοβάσαι πια...», και το χέρι της πάντα μέσα στο δικό του πόση ασφάλεια και γαλήνη τής είχε δώσει εκείνη τη νύχτα... Και, σαν να έκαναν κάποιο θόρυβο εκείνες οι γαλήνιες σκέψεις της, ξύπνησε απότομα ο Ζήσης και την είδε που τον παρατηρούσε με μισόκλειστα τα μάτια -τι να σκεφτόταν άραγε για εκείνον η αγαπημένη του;-, της χαμογέλασε καθώς σήκωνε το σώμα του, που ήταν πιασμένο από την άβολη στάση, και: -Κοιμήθηκα τελικά κι εγώ..., της είπε ενώ περνούσε το χέρι του, το άλλο, το ελεύθερο, μέσα από τα ανακατωμένα μαλλιά του? Πώς είσαι σήμερα; Τον κοίταζε και δε μιλούσε, τα χέρια τους ενωμένα σφιχτά, δεν μπορούσε να κάνει δυο βήματα παρακεί ο άνθρωπος, δεν τον άφηνε αυτή, ανασηκώθηκε λίγο στο κρεβάτι και: - Ζήση, σ’ ευχαριστώ, του είπε, και το εννοούσε με κάθε κύτταρο του είναι της. Σ’ ευχαριστώ για ό,τι κάνεις για μένα. Γέλασε δυνατά τώρα το παλικάρι, και φωτίστηκε το πρόσωπό του από τον ήλιο του έρωτα. - Αυτό που κάνω εγώ για σένα δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτό που κάνεις εσύ για μένα, της είπε τρυφερά. Δεν τον ρώτησε τι και πώς, καταλάβαινε, το ήξερε αυτό το συναίσθημα, ήταν έρωτας, το είχε νιώσει και η ίδια, τότε που αισθανόταν ότι ο Δημητρός τής χάριζε όλο τον κόσμο κάθε φορά που άγγιζε τα χείλη της, το ήξερε, είχε ερωτευτεί και το καταλάβαινε, τι κρίμα που δεν μπορούσε να πει το ίδιο μια τέτοια στιγμή... - Είπαν ότι είμαι έγκυα; του έκανε την ερώτηση, που του έφερε πάλι γέλια.
Σοβαρεύτηκε όμως αμέσως, της έκανε «Ναι» με το κεφάλι και: - Μη σκας εσύ, θα μιλήσω με τον πατέρα μου, της είπε. Θα του εξηγήσω... θα του πω ότι... ότι... δεν είσαι έγκυα... θα του πω ότι δε σε έχω... δεν είμαστε... καταλαβαίνεις τώρα... Τεντώθηκε στο κρεβάτι η Ελένη, είχε μια παράξενη ηρεμία, κάτι της είχε κάνει πολύ καλό εκείνη τη νύχτα, κάτι την είχε λυτρώσει από τους εφιάλτες της μάλλον το χέρι του, το σφίξιμο του χεριού του θα ταν... - Δε χρειάζεται, του είπε. Εννοώ, δε χρειάζεται να προσπαθήσεις to μη με εκθέσεις. Μπορείς να τους αφήσεις να πιστέψουν ό,τι θέλουν. Όχι βέβαια ότι είμαι έγκυα, αλλά δε χρειάζεται... καταλαβαίνεις... ίσως δεν πρέπει να ξέρουν ότι εσύ... εγώ κι εσύ... ότι δεν... Ζήση, του είπε παίρνοντας σοβαρό, επίσημο ύφος, σ αυτή τη δύσκολη θέση που σε έχω φέρει με την παρουσία μου σε τούτο το σπίτι... Όχι, όχι, μη διαμαρτύρεσαι, φυσικά και ήταν δικό σου θέλημα, αλλά κι εγώ συμφώνησα. Ακουσέ με, Ζήση. Δεν ξέρω τις συνήθειές σας, δεν ξέρω και πώς σκέφτεστε. Αν είναι ντροπή να ζούμε έτσι, μαζί στην ίδια κάμαρα, αν είναι ντροπή για την οικογένειά σου, ας παντρευτούμε αύριο. Της χαμογέλασε ευτυχισμένος, μελωδικές καμπάνες ακούστηκαν οι λεξούλες της «ας παντρευτούμε αύριο» μέσα στα αφτιά του, πόσο ήθελε να την κάνει γυναίκα του, να την κάνει δική του! Όμως δεν είχε ξεχάσει, στιγμή δεν είχαν φύγει από το νου του τα λόγια της, «Δεν μπορώ, όχι ακόμα πάντως... θυμάμαι...», τα λόγια που του είχε πει όταν της ζήτησε να τον ακολουθήσει και να την κάνει γυναίκα του. «Θα σε περιμένω», της είχε πει, «θα σε περιμένω να ξεχάσεις. Νέοι είμαστε, δεν υπάρχει βιασύνη, θα σε περιμένω να μ αγαπήσεις». Και δε θα πατούσε τώρα την υπόσχεσή τού ο Ζήσης, έπρεπε να την περιμένει να ξεχάσει όσο καιρό χρειαζόταν. - Εσύ δε θέλω να στενοχωριέσαι για τίποτα, Ελένη. Θα παντρευτούμε όταν θα είμαστε έτοιμοι και οι δυο. Θα μιλήσω στον πατέρα μου, θα του εξηγήσω, θα καταλάβει. Μη νομίζεις... μπορεί να είναι πιστός στις παραδόσεις του τόπου, στις συνήθειες της οικογένειας... μη νομίζεις... όταν ο Σωτήρης ζήτησε τη Βασιλικούλα μας σε γάμο... πού ακούστηκε αυτό, να έρχεται συνοδεύοντας το γαμπρό, τον ανιψιό του... από αδελφό, ε; συγγένεια, όχι αστεία!... όταν λοιπόν ο πατέρας μας κατάλαβε ότι αυτό θα ήταν για το καλό της κόρης του, που δέχτηκε αμέσως να παντρευτεί τον Σωτήρη, άρα της άρεσε, άρα τον ήθελε κι εκείνη, στιγμή δε δίστασε. Σκέφτηκε το καλό του παιδιού του, της Βασιλικής μας. Τον βοήθησε, βέβαια, και η Πιπίνα... η Δέσποινα, ξέρεις... έτσι θέλει να τη λέμε... τον βοήθησε και η Δέσποινα να πάρει την απόφαση... Πέρασε δύο μέρες μέσα στην κάμαρα, η μόνη της επαφή με την οικογένεια ήταν ο Ζήσης, που ανάρρωνε εκπληκτικά γρήγορα και τώρα δεν πονούσε σχεδόν καθόλου αχ, τι είναι η πατρίδα, τι είναι η εστία! «Είναι εξαντλημένη», έλεγε το παλικάρι για την Ελένη στους δικούς του, «εξαντλημένη και αδύναμη. Να ξέρατε τι έχει περάσει...» Δε συνέχιζε όμως. Τι να έλεγε; Ότι είχε δραπετεύσει από τα παράλια της Σμύρνης με μια βάρκα μες στη φουρτούνα; Και ότι είχε γνωρίσει τον Αδάμο τους, που ούτε καν ήξερε πού βρισκόταν; Και ότι μαζί της ήταν και η Χάιδω, η δικιά τους Χάιδω, του δικού τους Χαρίλη, που πέθανε αποβάλλοντας το παιδί του αδελφού και γιου τους; Δε λέγονται αυτά τα πράγματα... Άσε που για τη Χάιδω αισθανόταν ότι ο πατέρας του -και η Πιπίνα ακόμη περισσότεροείχε μεγάλο, το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης... Σκέψεις πολλές όμως βάραιναν και το νου του αφέντη Αχιλλέα. Μπας και ήταν άρρωστη η κοπέλα; Τη συμπονούσε από τα βάθη της ψυχής του, μπέρδευε τα συναισθήματά του, τόσα χρόνια που ήταν μόνος
και λυπημένος -η Δέσποινα δεν πιανόταν για παρέα, ούτε για χαρά...είχε ξεχάσει να ονοματίζει τα συναισθήματά του, μια συνεχής αγωνία τα κουκούλωνε όλα. Ανέβαζε για την Ελένη στο δωμάτιο ο Ζήσης χλιαρό γάλα και φρέσκο ζυμωτό ψωμί, ολόπαχους τραχανάδες και τυρί, τσιμπούσε ανόρεχτα η κοπέλα, μα εκείνος επέμενε, «Εσύ είσαι ο τραυματίας!» αστειευόταν η Ελένη, «Εγώ θα έπρεπε να σε περιποιούμαι», τη συγκινούσε η αφοσίωση και η φροντίδα του, ένιωθε καλά κοντά του, σχεδόν τον αγαπούσε πια σαν το μεγαλύτερό της αδελφό, αν είχε, ή σαν τον καλύτερό της φίλο, αν επιτρεπόταν κάτι τέτοιο. Την τρίτη μέρα αποφάσισε να ξεκουνηθεί, αισθανόταν καλύτερα, τα νιάτα της ανυπομονούσαν. - Φτάνει τόσο, είπε στον Ζήση. Είμαι καλά. Χρειάζομαι λίγο κρύο αέρα, θέλω να πάμε μια βόλτα. Ντύθηκε με τα ρούχα της Βασιλικής που είχαν μείνει στο σπίτι -υφαντή φούστα και μάλλινη ζακέτα, χοντρό παλτό και πλεχτό σάλι-, η ίδια δεν είχε πολλά ρούχα -οπωσδήποτε όχι τόσο χοντρά, τόσο ζεστά-, κάτι είχε προλάβει να της αγοράσει η Νενέ από την Ιερισσό, ό,τι βρήκανε, ένα φουστάνι και ένα παλτό, μπότες και δυο τρεις αλλαξιές, «Ξεβράκωτη μας την έφερε...» είχε παρατηρήσει η Πιπίνα στον άντρα της όταν δεν είδε τους μπιστικούς να κατεβάζουν τα μπαούλα με τα προικιά από την άμαξα, «Ούτε καν μια βαλίτσα... Μόνο έναν πάνινο μπόγο, κι αυτόν μισοάδειο...». Στάθηκε στην κορυφή της σκάλας, στην ίδια κορυφή από την οποία κάποτε η Βασιλική .είχε γκρεμίσει τη μητριά τους και κόντεψε να τη σκοτώσει, στάθηκε να κοιτάξει το σπίτι, αισθάνθηκε την παρουσία της Χάιδως δίπλα της. Ηρθα..., της είπε από μέσα της, Χαϊδούλα, ήρθα εγώ, αφού εσύ δεν ήταν γραφτό να... Νόμισε ότι αισθάνθηκε μια ζεστή ανάσα στο μάγουλό της, κοίταξε τον Ζήση, όχι, ήταν μακρύτερα, δεν ήταν δυνατόν να τη ζεσταίνει η ανάσα του. Ήρθα, καλή μου. Να είσαι ήσυχη Εκεί Πάνω, να μου προσέχεις και τον Δημητρό μου. Αυτό θα. είναι στο εξής το σπίτι μου, πρέπει να μάθω να το αγαπώ. Βοήθησέ με, σε παρακαλώ... Κάτι, ένα αόρατο χέρι, την τράβηξε λίγο παρακάτω, στο πρώτο σκαλί, και κοίταξε το σπίτι την πρώτη μέρα, από την ντροπή και την αμηχανία της, μόνο κλεφτές ματιές είχε ρίξει, αποσπασματικές εικόνες είχε συγκρατήσει μονάχα. Βρισκόταν στο τελευταίο πάτωμα, εκεί όπου ήταν όλες οι κάμαρες, μπροστά της η ψηλή σκάλα με τη σκαλιστή κουπαστή, ένα, δύο, τρία... έξι σκαλιά παρακάτω, δέξιά και αριστερά ανοιγόταν το χαγιάτι, από τα δεξιά, χωρίς τοίχο μπροστά, ένα μεγάλο, ευρύχωρσ μπαλκόνι στην ουσία, εκεί όπου οι άντρες παλιά δέχονταν τους φίλους, τους καλεσμένους τους, μεγάλο τζάκι και γύρω γύρω ξύλινοι καναπέδες καλυμμένοι με ωραία υφαντά. Αριστερά ο «γυναικωνίτης», το ίδιο ευρύχωρο μπαλκόνι, αλλά με καφασωτό μπροστά, όπου κάθονταν παλιά οι γυναίκες, κυρίως τα ανύπαντρα κορίτσια, που δε θα έπρεπε να τα έχει δει μάτι ανθρώπου. Δεν κατάλαβε αμέσως η κοπέλα περί τίνος επρόκειτο, είδε το μικρό πορτί, πρόσεξε και το καφασωτό, μια ζωή με μουσουλμάνους είχε ζήσει, ήξερε για τα χαρέμια και τις κρυφές κάμαρες, αλλά εδώ στην Ελλάδα δεν περίμενε να αντικρίσει κάτι τέτοιο. Τα σκαλιά συνεχίζονταν και στον κάτω όροφο -στην «κάσα», όπως τον έλεγαν όλοι-, χωρίς πλατύσκαλο, μια ιδιομορφία της παλιάς σκάλας, γι’ αυτό και τότε όλοι -και περισσότερο η Βασιλικήείχαν απορήσει πώς και δε σκοτώθηκε η Πιπίνα από την πτώση, πώς και δεν έχασε το παιδί που κυοφορούσε, τη Μαρούλα, που την έχασε αργότερα, αφού γεννήθηκε «γκλάρου», δηλαδή καθυστερημένη.
Κάτω η κάσα είχε ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο τετράγωνο χολ με τέσσερις πόρτες, εκτός από την εξώπορτα: μια δίφυλλη πόρτα, μισή ξύλο και μισή κρύσταλλο, που έμπαζε στη σάλα, μια πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα, μια πόρτα που οδηγούσε στο «χειμωνιάτικο» δωμάτιο, εκείνο όπου συγκεντρωνόταν η οικογένεια τις καθημερινές, και μια πόρτα που έβγαζε στην πίσω αυλή. Είδε από ψηλά η Ελένη το χώρο, αυτό θα ήταν το σπίτι της, γεμάτο από παλιά ξύλινα έπιπλα, κεντημένες κουρτίνες στα παράθυρα και υφαντά στρωσίδια παντού στις σκάλες, στα μιντέρια, στις καρέκλες, παντού. Οι Βλάχοι είχαν πάντα πρόβατα. Ζούσαν από τα πρόβατα, στην κυριολεξία και μεταφορικά από το κρέας και το γάλα μέχρι το μαλλί. Τα γαλακτομικά προϊόντα τούς έδιναν την ευκαιρία να ασχοληθούν με το εμπόριο, το μαλλί τούς έδινε τη δυνατότητα να ντυθούν, να σκεπαστούν, να στολιστούν. Οι Βλάχες έγνεθαν, έβαφαν, ύφαιναν, έραβαν τα μάλλινα. Αφού -στο πέρασμα των αιώνωνκάλυψαν τις ανάγκες της οικογένειας, σιγά σιγά δημιούργησαν αληθινά αριστουργήματα, μάλλινα αριστουργήματα, και εξελίχθηκαν σε μεγάλες τεχνίτρες της υφαντικής. Μερικά από αυτά στόλιζαν το σπίτι του αφέντη Αχιλλέα. Τα περισσότερα ήταν φτιαγμένα από άξιες υφάντρες -κανένα από την Πιπίνα-, μερικά ήταν καμωμένα από τη μάνα του, τη Ζήσαινα, που, αν και κόρη αρχιτσέλιγκα με προίκα τρανή, ήταν άξια και μερακλού, ύφαινε ασταμάτητα μέχρι τώρα, που κόντευε τα εβδομήντα προίκα για τα εγγόνια και τα δισέγγονά της. - Είναι υπέροχο! είπε έκθαμβη η Ελένη όταν είδε το κιλίμι που στόλιζε το τετράγωνο χολ της εισόδου, ένα μαύρο κιλίμι, στολισμένο με κόκκινα τριαντάφυλλα και χρυσοπράσινα φύλλα κισσού. - Να ’ξερες τι έχουμε τραβήξει γιαυτό! γέλασε ο Ζήσης ευδιάθετος η αγαπημένη του ήταν καλύτερα, και αυτό του έδινε μεγάλη ικανοποίηση. Το ’χει υφαίνει η γιαγιά μας η Ζήσαινα, και ο πατέρας το αγαπάει πάρα πολύ. Όταν πρωτοήρθε η Πιπίνα..., και χαμήλωσε τη φωνή του, μην και ακουστεί, ήθελε να το αλλάξει, να στρώσει χαλί. Γίνανε καβγάδες χοντροί, τα θυμάμαι σαν σε όνειρο... αλλά δεν της πέρασε. Ο αφέντης αρνήθηκε και της έκοψε το βήχα. - Είναι τόσο όμορφο..., είπε πάλι η Ελένη, απορώντας πώς κάποια άλλη γυναίκα μπορεί και να μην το έβρισκε τέτοιο. Σήκωσε το γιακά του παλτού, τύλιξε και το κεφάλι της με το βυσσινί σάλι, έβαλε τα χέρια της στις τσέπες και πέρασε από την πόρτα που της κράτησε ανοιχτή ο Ζήσης. Στάθηκε πάλι έκπληκτη στο κεφαλόσκαλο. Πού βρισκόταν, αλήθεια; Πόσο λίγα πράγματα θυμόταν από τη στιγμή που είχε φτάσει σ’ εκείνο το σπίτι... Πόσο κουρασμένη και ταραγμένη να ήταν μετά το ταξίδι... Τι παιχνίδια παίζει στο μυαλό του ανθρώπου ο φόβος για το άγνωστο, για τους άγνω(πους... Πρώτα χάρηκε που είδε τα πάντα βουτηγμένα σε ένα άσπρο σύννεφο, πηχτό και υγρό, μια ομίχλη μυρωδάτη έλατο και καμένα ξύλα. Αυτή η ομίχλη ήταν ό,τι χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή η Ελένη. Δεν ήταν ακόμα έτοιμη να αντιμετωπίσει τη ζωή, τον κόσμο, την οικογένεια του Ζήση -ούτε και τον εαυτό τηςκάτω από ένα άπλετο φως, μέσα σε μια ηλιόλουστη μέρα, όπως ήταν και οι δύο προηγούμενες, που τις είχε περάσει στο κρεβάτι. Η ομίχλη εκείνη την προστάτευε -έτσι πίστεψε-, την κάλυπτε, την περιέθαλπε. Είδε τα δέντρα του κήπου, γκρίζα και γυμνά, αλλά όμορφα, λεπτά και ψηλά δέντρα, «Λεύκες...» της ψιθύρισε ο άντρας δίπλα της, είδε ανάμεσά τους και τρία έλατα -αυτά τα έμαθε στο ταξίδι, της τα είχε δείξει ο Ζήσης, πρώτη της φορά έβλεπε από κοντά τέτοια δέντρα, μόνο σε εικόνες τα είχε δει μέχρι τότε-,
τρία έλατα τόσο σκούρα πράσινα που έμοιαζαν μαύρα. Είδε τα πεθαμένα παρτέρια με το παγωμένο χώμα, μόνο κάτι μισομαραμένα αϊδημητριάτικα έδιναν λίγο χρώμα, λίγο κίτρινο εδώ, λίγο καφεκόκκινο εκεί, λίγο, ελάχιστο πράσινο. Από το δρόμο δεν περνούσε ψυχή, βασίλευε απόλυτη ησυχία, ανάμεσα από την πυκνή ομίχλη μπορούσε να δει τις στέγες των πιο κοντινών σπιτιών, σκούρες γκρίζες στέγες, καλυμμένες με πλατιές, λεπτές πέτρες που γυάλιζαν από την υγρασία. Πήρε μια βαθιά ανάσα η Ελένη, γέμισε καθαρό, δροσερό, αρωματισμένο αέρα τα πνευμόνια της και: - Τι ωραία που είναι..., είπε μαγεμένη, αυτή, η κόρη της θάλασσας, η γεννημένη στην Κάτω Αίγυπτο των αρχαίων, η μεγαλωμένη με τους θρύλους των καμηλιέρηδων και νανουρισμένη με τις καυτές ανάσες της ερήμου. - Στ’ αλήθεια σ’ αρέσει; ρώτησε απορημένος ο Ζήσης μεγάλος ήχαν ο φόβος του μήπως δεν της άρεσαν τα βουνά τους, μήπως δεν άντεχε το κλίμα, μήπως την κούραζαν τα σκούρα χρώματα. - Ναι, μ’ αρέσει. Μ’ αρέσουν οι μυρωδιές, οι εικόνες, το κρύο, τα χρώματα... Μ’ αρέσει... Σ’ ευχαριστώ, Ζήση, που με έφερες εδώ, σ’ ευχαριστώ. Αυτό... αυτό το... τοπίο ταιριάζει στην καρδιά μου... Καταλαβαίνεις, ε; Καταλάβαινε ο άνθρωπος, πώς δεν καταλάβαινε... Για μια στιγμή πίστεψε ότι θα την έκανε ευτυχισμένη, χαρούμενη. Όμως... όμως της άρεσε γιατί ήταν όλα μουντά, όλα γκρίζα, της άρεσε γιατί όλα ταίριαζαν με τη μαυρισμένη της καρδιά. - Θα πάμε και στη θάλασσα, Ελένη... Θα πάμε όποτε μπορέσουμε... Πήραν με αργά βήματα το δρόμο που έβγαζε στην πλατεία κρατημένοι αγκαζέ. Στην αρχή δε μιλούσαν, την άφηνε ο Ζήσης να παρατηρεί με την ησυχία της το λιθόστρωτο δρόμο, τα σπίτια που ήταν φτιαγμένα από γκρίζα πέτρα, τους φράχτες με τα γυμνά κλαδιά, απομεινάρια αναρριχώμενων φυτών που την άνοιξη -εδώ ο Ιούνιος ήταν άνοιξηπάλι θα γέμιζαν φύλλα, τα στοιβαγμένα ξύλα στις αυλές, στοιβαγμένα σε ψηλές, θεόρατες ντάνες, τα παράθυρα με τα σιδερένια κάγκελα, τις καμινάδες που κάπνιζαν ένα χρώμα με την ομίχλη ο καπνός, χανόταν μέσα της και γίνονταν ένα. Πέρασε με θόρυβο ένας αραμπάς από δίπλα τους, ο άντρας που κρατούσε τα γκέμια τούς κοίταξε και καλημέρισε. - Καλώς ήρθες, Ζήση, χαιρέτησε πιάνοντας το καπέλο του ο τόπος είχε βουίξει, ο γιος του αφέντη Αχιλλέα είχε γυρίσει από τον πόλεμο με μια «ξιάνα» και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι αστεψάνωτοιΐ Όσο πλησίαζαν προς την πλατεία και το εμπορικό κέντρο της κωμόπολης, άρχισε να πυκνώνει ο κόσμος γυναίκες φορτωμένες με ζεμπίλια, άντρες καβάλα σε άλογα ή μουλάρια, ανάλογα με την κοινωνική θέση, γέροι που στηρίζονταν σε γκλίτσες, δυο παιδιά που έτρεχαν με την πάνινη τσάντα στην πλάτη, έτρεχαν προς το σχολειό, ποιος ξέρει ποια δουλειά στο σπίτι τούς είχε καθυστερήσει τόσο. - Όλοι το ξέρουν; ρώτησε η Ελένη, ενοχλημένη κάπως από τις γεμάτες περιέργεια ματιές που καρφώνονταν πάνω της αδιάκριτα. - Όλοι, της χαμογέλασε ο Ζήσης. Όλοι ξέρουν για όλους όλα... Πώς γίνεται, ποτέ δεν κατάλαβα...
- Παντού γίνεται, τον καθησύχασε η κοπέλα. Και στην Αλεξάνδρεια, που είναι μεγάλη πόλη, ατέλειωτη, και στη Σμύρνη, που έχει...είχε τόσους ξένους... τόσους μοντέρνους ανθρώπους..., και σκυθρώπιασε στη θύμηση της Σμύρνης είχε πολλούς ανθρώπους εκεί, είχε και εκείνον. Πλησίαζαν στην πλατεία, φάνηκε το καμπαναριό του Αγίου Νικολάου. - Πάμε στην εκκλησία, της είπε ο Ζήσης και την τράβηξε ελαφρά προς τα εκεί. Πυρωμένες βελόνες τα μάτια των ανθρώπων πάνω τους, άλλους τους γνώριζε ο Ζήσης και τους χαιρετούσε, άλλους όχι. - Είναι περίεργο πόσους ξέχασα:.., της είπε. - Τότε ήσουν μικρός, του απάντησε. - Μα... δύο χρόνια έλειψα, δεν ήταν δα και αιώνας! αντιστάθηκε εκείνος. - Δύο χρόνια, αλλά τι χρόνια..., βυθίστηκε στις σκέψεις της η κοπέλα. Πόσα είχε ζήσει εκείνη μέσα σε δύο χρόνια, πόσα συναισθήματα, πόσοι καινούριοι άνθρωποι, τι χαρά, τι έρωτας, τι πόνος... Πόλεμος, ευτυχία, καταστροφή, η ευλογία να ζεις μαζί με ένα μωρό παιδί, αγωνία, φιλία, αυτοθυσία, φόνος, χαμός, έρωτας... Έρωτας, μοναξιά, ερημιά. Και προδοσία. ΙΙως αντέχεται η προδοσία; Πώς αντέχεται η ερημιά και η ορφάνια από την προδοσία; Δύο χρόνια μόνο, λέει, αλλά τι χρόνια... Πώς να μην ξεχάσεις πρόσωπα και ονόματα, πώς να μη στραγγίσεις αναμνήσεις και όνειρα, πώς να μην αλλάξεις καρδιά και σκέψη... Δύο χρόνια, αλλά τι χρόνια... Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Πότε θα έπαυαν οι λέξεις να είναι μαχαίρια στην καρδιά της; Πότε θα έπαυε να βλέπει πίσω από αυτές; Πότε θα γίνονταν καθρέφτης για το μέλλον και όχι για το παρελθόν; Μπήκανε στην εκκλησία βουβοί. Μισοσκότεινο το εσωτερικό, φωτιζόταν από τα αναμμένα καντήλια μπροστά στο Ιερό, κρύο και υγρασία, κάτι μουρμουρητά έρχονταν από κάπου. Σταυροκοπήθηκε η Ελένη -πόσο καιρό είχε να μπει σε εκκλησία; έξι μήνες; παραπάνω;-, ρίγη τράνταξαν το σώμα της, μπορεί να ήταν και από την υγρασία. - Έχε τους αναπαυμένους..., παρακάλεσε την Παναγία για τους αγαπημένους της νεκρούς και φίλησε το χέρι Της όπως κρατούσε το Βρέφος. Είδε πιο πέρα τον Ζήση με κλειστά τα μάτια, μπροστά στην εικόνα του Αϊ-Νικόλα προς τιμήν του ήταν η εκκλησία. Πονάει κι αυτός... 4σκέφτηκε, και μαλάκωσε κάπως η καρδιά της από το δικό της πόνο. - Φέρε πίσω τον αδελφό μου, άγιε των θαλασσών..., παρακάλεσε το παλικάρι. Φέρε τον Αδάμο, να χαρεί ο πατέρας μας... Κάθισε η κοπέλα σε ένα στασίδι, που έτριξε παραπονεμένα, οξύς ο ήχος, έκανε τον παπά να βγει από την Ωραία Πύλη -από κει, λοιπόν, έρχονταν τα μουρμουρητάκαι να κοιτάξει απορημένος. - Ποιος είναι εκεί; ρώτησε με φωνή τρεμάμενη ήταν ηλικιωμένος, έβλεπε η Ελένη τα άσπρα του μαλλιά,
τα άσπρα του γένια. - Εγώ... εμείς... ο Ζήσης... του Αχιλλέα του Μόκια..., απάντησε το παλικάρι και πήγε κοντά του, έσκυψε και φίλησε το χέρι του. - Γύρισες, παιδί μου, έμαθα, του χάιδεψε τα μαλλιά ο γέροντας. Καλώς ήρθες, παιδί μου. Είσαι ήρωας, έτσι; Γέλασε ο Ζήσης. Τι ήρωας... Είχε πολεμήσει σκληρά βέβαια, στην οπισθοχώρηση σώσανε κόσμο και κοσμάκη με κίνδυνο της ζωής τους, όλοι τους όμως, όχι μόνο αυτός... Και παραλίγο θα ήταν νεκρός τώρα, τελευταία στιγμή τον τράβηξε ένας άλλος στρατιώτης -ώρα του καλήπίσω από ένα φράχτη, τελευταία στιγμή και η σφαίρα τον βρήκε στον ώμο λίγα δευτερόλεπτα να είχε αργήσει ο άλλος, θα είχε πάει κατευθείαν στην καρδιά... Αλλά ήρωας, όχι, δεν το νόμιζε. - Έτσι είναι οι ήρωες, επέμεινε ο παπάς. Δε δέχονται ότι πολέμησαν με γενναιότητα... Είμαστε περήφανοι για σένα, παιδί μου, όλοι. Έκανε δυο βήματα πιο πέρα ο Ζήσης και είδε την Ελένη, που καθόταν στο στασίδι και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, να πάει προς τα κει ή να αφήσει τους δυο άντρες να μιλήσουν αυτή ήταν μια άγνωστη, στο κάτω κάτω. - Αυτή είναι η φιάτα6; ρώτησε ο παπάς, λες και η κοπέλα δεν άκουγε. - Αυτή. - Αβέμ νούμπτα;7 Δεν κάνει να ζείτε έτσι..., πρόσθεσε ο γέροντας στη διάλεκτό τους, και μαζί προστέθηκε και η αμηχανία στο κρύο και στην υγρασία. Γέλασε ψεύτικα ο Ζήσης. - Θα... θα παντρευτούμε, πάτερ..., είπε και πήγε προς το μέρος της. Την αγκάλιασε απ’ τους ώμους, ένιωσε την τρεμούλα της και φαντάστηκε πως ήταν από το κρύο. - Θα παντρευτούμε... μόλις... μόλις ξεπενθήσει η Ελένη, πρόσθεσε στα ελληνικά. Τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω ο παπάς, μην τον πιάσει το πένθος, μην τον πιάσει ο θάνατος -καλά του ξέφευγε χρόνια τώρα-, και: - Ποιον πενθάς, κόρη μου; τη ρώτησε μαλακά, σχεδόν τρυφερά. - Την αδελφή μου, πάτερ, την αδελφή μου και... Σταμάτησε. Κόντεψε να πει «και τον αγαπημένο μου», αλλά δεν μπορούσε να το κάνει αυτό στον Ζήση. Ούτε ψέματα ήθελε όμως να πει, και μάλιστα μέσα στην εκκλησία. - Πενθώ για την αδελφή μου και για όλους εκείνους που έχασαν τη ζωή τους στη Μικρασία..., είπε και έσκυψε το κεφάλι, να μη δουν οι άλλοι τα δάκρυά της.
Τώρα η Ελένη ένιωθε, ότι είχε προδώσει κι εκείνη τον αγαπημένο της. Σιώπησε για λίγο ο παπάς, σοβαρό τον έβρισκε το λόγο, πώς να παντρευόταν το κορίτσι αφού είχε πένθος... την αδελφή της εννοούσε, γιατί για τους άλλους... αλίμονο αν κάθε φορά που χάνονταν ψυχές κράταγε πένθος ο κόσμος... αλίμονο... μόνο πένθος θα είχαμε τότε. - Τότε να παντρευτείτε της Παναγίας πάνω στη Σαμαρίνα, συμβούλεψε τους δυο νέο.υς ο γέροντας. Αφού νηστέψετε και κοινωνήσετε πρώτα. Χαιρέτησε ο Ζήσης λέγοντας «Θα δούμε, θα δούμε...», πήρε την Ελένη απ’ το χέρι και βγήκανε κάνοντας βιαστικά το σταυρό τους. Στάθηκαν έκπληκτοι. Όση ώρα βρίσκονταν μέσα στην εκκλησία -όχι πάνω από ένα τέταρτο, πάντωςείχε αρχίσει να χιονίζει. Ανοιξε διάπλατα τα μάτια της η κοπέλα, πρώτη φορά στη ζωή της έβλεπε χιόνι, το είχε ακούσει τόσες φορές στα παραμύθια και στις διηγήσεις των μεγάλων, το είχε δει σε πίνακες και σε εικόνες, αλ\ά αληθινό, ζωντανό, παγωμένο χιόνι ποτέ! Απλωσε το χέρι της, και έπεσαν πάνω του μερικές νιφάδες, που έλιωσαν αμέσως. Τύλιξε με το βλέμμα τον αυλόγυρο της εκκλησίας, την πλατεία παραπέρα, τις στέγες που άρχιζαν να ασπρίζουν. Μισοάνοιξε το στόμα, ήθελε να το γευτεί το χιόνι και να το μυρίσει, ήθελε να χωθεί μέσα στην άσπιλη λευκότητά του -όπως τη θυμόταν από τους πίνακες-, να βυθιστεί μέσα στο αφράτο στρώμα, μέσα στην παγωνιά του, και να μείνει εκεί. - Νιάουα, άκουσε τον Ζήση στο πλάι της. - Τιιι; ρώτησε ξαφνιασμένη. Τι είπες; - Χιόνι! απάντησε το παλικάρι γελώντας. «Χιόνι» στα βλάχικα. Νιάουα... - Νιάουα; προσπάθησε να επαναλάβει η κοπέλα. Νιάουα; Μα αυτό... αυτό είναι τόσο αστείο!... Και, ύστερα από τόσο καιρό, άρχισε να γελάει δυνατά, σπαρταριστά, να γελάει με την ψυχή της, με δάκρυα στα μάτια, αλλά δάκρυα από τα γέλια, επαλαμβάνοντας κάθε τόσο «Νιάουα, νιάουα, νιάουα!». Χαιρόταν και ο Ζήσης, πόσο πιο όμορφη ήταν η αγάπη του όταν γελούσε, πόσο πιο όμορφη ήταν η ζωή όταν η αγάπη του γελούσε... Εκείνη τη μέρα, που είδε για πρώτη φορά το χιόνι, η Ελένη αποφάσισε ότι ο ουρανός τής έστελνε ένα μήνυμα ο ουρανός και όποιοι ήταν Εκεί Πάνω: οι δικοί της άνθρωποι, εκείνοι που αγαπούσε τόσο πολύ... - Νιάουα; ρώτησε πάλι τον Ζήση, για να βεβαιωθεί. Με συγχωρείς, Ζήση, με συγχωρείς, δεν κοροϊδεύω, αλλά... νιάουα; Έβαλε τα γέλια κι αυτός, φυσικά και ήξερε πως η λέξη ήταν αστεία, είχε ταξιδέψει πολύ, είχε συνεργαστεί με Έλληνες από διάφορα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού, όχι μόνο με βλαχόφωνους -κυρίως όχι με βλαχόφωνους-, ήξερε ότι η διάλεκτός τους ακουγόταν παράξενη, καμιά φορά και αστεία, στους άλλους, με τα συνεχή ταξίδια κόντευε να φαίνεται και στον ίδιο παράξενη. Όμως ήταν η μητρική του γλώσσα, αυτήν έμαθε από το στόμα της μάνας του, με αυτήν επικοινωνούσε με τα αδέλφια του, με αυτήν αποχαιρέτισε τη Βασιλική όταν έφευγε για την Αμερική, με αυτήν αποχαιρέτισε και τον Νικόλα
τους όταν έφυγε για πάντα. Φυσικά και δεν κάκιωνε με την Ελένη -πώς θα μπορούσε ποτέ...-, ίσα ίσα χαιρόταν που την έβλεπε να γελάει τόσο, χαιρόταν που μια λέξη της διαλέκτου τους την έκανε να γελάει. - Γιατί, κυρία μου; της είπε, διώχνοντας από τα μαλλιά της δυο τρεις νιφάδες που έλιωναν αργά. Γιατί σου φαίνεται τόσο αστείο; Δε μου λες, πώς είναι το «χιόνι» στα αρμένικα; Να δούμε ποια λέξη είναι καλύτερη... - Τζούιν! ξεφώνισε σχεδόν αυτή, χαρούμενη σαν μικρό παιδί. - «Τζούιν»; 'Ωστε «τζούιν»! Και τολμάς να γελάς με το «νιάουα»; Έχεις θράσος, κυρία Ελένη, πολύ θράσος! Άκου εκεί «τζούιν»... Τράβηξαν προς το σπίτι γελαστοί και χαρούμενοι. Μια λέξη, μια τόση δα λέξη, ύστερα και μια άλλη, οι ρίζες τους, οι μητρικές τους γλώσσες, παρακλάδια της καταγωγής τους, τόσο μακρινές και διαφορετικές, τόσο κοντινές και όμοιες όμως όταν ήταν να μετρηθούν ως προς την αξία των αναμνήσεων, ως προς το βάρος της αγάπης που κουβαλούσαν μέσα τους. Η Ελένη εκείνη τη μέρα βρήκε το μονοπάτι για τη χαρά της ζωής μέσα από το δάσος της θλίψης και του θανάτου με οδηγό δύο λέξεις, «νιάουα» και «τζούιν», λες και το χιόνι, το νιάουα ή το τζούιν, έπεσε απαλά πάνω στις πληγές της, τις νέκρωσε και τις κάλυψε -μακάρι να μην έλιωνε ποτέ, μακάρι ποτέ να μη ζωντάνευαν τα φαντάσματά της-, τα σκέπασε όλα με ένα κατάλευκο σεντόνι και της έδειξε το δρόμο για μια καινούρια ζωή, μια ζωή που μόνο αυτή και κάποιος άλλος Εκεί Πάνω αποφάσιζαν πως θα ζούσε. Το βρήκε το μονοπάτι για τη ζωή, αλλά δεν το ακολούθησε αμέσως. Έπρεπε να συμβούν κι άλλα πράγματα μέχρι να πει «Τέλος! Τώρα έχω παιδιά και πρέπει να ζήσω χαρούμενη γι’ αυτά!». Πλησίαζαν Χριστούγεννα και το χιόνι μέσα στην Κλεισούρα είχε ξεπεράσει το ένα μέτρο. Αγριεμένος ο χειμώνας είχε εισβάλει στο τέλος του Νοέμβρη, τότε που η Ελένη περπάτησε για πρώτη φορά στα καλντερίμια της πόλης, τότε που αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα να συμβιβαστεί με τη ζωή και να τη ζήσει παρά να την πολεμήσει. Είχε εισβάλει λοιπόν ο χειμώνας άγριος και μανιασμένος, λες και ήθελε να πάρει το παγωμένο αίμα του πίσω για την καθυστέρησή του -συνήθως ερχόταν λίγο νωρίτερα-, παγωμένος φυσούσε ο αέρας από το Μουρίκι8, όταν δε χιόνιζε έβρεχε ασταμάτητα, βούλιαζαν τα πόδια ανθρώπων και ζώων στη λάσπη ως το γόνατο και, μόλις σταματούσε η βροχή, έπιανε πάλι ο αέρας και άρχιζε το χιόνι. Μαθημένη στα ζεστά και εύκρατα κλίματα, η Ελένη παρατηρούσε με περιέργεια τις κλιματικές ιδιοτροπίες της περιοχής, το κρύο ήταν αβάσταχτο για την ίδια, δε γινόταν να κυκλοφορήσει -τις ελάχιστες φορές που το τόλμησε μαζί με τον Ζήσηχωρίς να γυρίσει με συνάχι και πονεμένο λαιμό κρυολογούσε και μόνο που ανέπνεε τον κρύο αέρα. Έτσι, εγκαταστάθηκε μέσα στην κάμαρα του Ζήση, με το τζάκι μόνιμα αναμμένο, έβγαινε σπάνια από εκεί, κυκλοφορούσε στο μεγάλο σπίτι τις νύχτες, όταν όλοι κοιμόνταν, πατούσε στις μύτες των ποδιών της μην και ανησυχήσει κανέναν, μην την ακούσουν, το σπίτι, η κάσα, την τραβούσε παράξενα, της άρεσε να χαϊδεύει τα έπιπλα, τα παραθύρια, τα υφαντά στρωσίδια, να παρατηρεί τις κεντητές κουρτίνες, να πατάει με γυμνά πόδια τα κιλίμια στο παγωμένο πάτωμα. Ήξερε από καλά πράγματα η Ελένη, τα είχαν και στο σπίτι τους, τα είχε και η θεία της η Βάντα -τι να απέγινε άραγε;στη Σμύρνη. Ήξερε καλά την υφή του μεταξιού, το χάδι του βελούδου, τον ήχο του
λινού, τον αέρα που έκαναν οι δαντέλες όταν σείονταν. Αυτά εδώ, όλα αυτά τα υφαντά με τα λιτά σχέδια και τα χρώματα, τα τόσο κοντινά στα χρώματα της φύσης τριγύρω, της έκαναν φοβερή εντύπωση. Μπορεί να μην είχαν την απαλότητα του μεταξιού ή την τρυφεράδα του βελούδου, μπορεί να ήταν πιο τραχιά, πιο χοντροκομμένα, αλλά είχαν θαρρείς ζωή, λες και ανέπνεαν μαζί με τους ανθρώπους, μοσχομύριζαν αέρα από τα ψηλά βουνά. Απέφευγε τις πολλές κουβέντες η Ελένη, στο τραπέζι καθόταν σιωπηλή και, αν δεν της έκανε κάποια ερώτηση ο Ζήσης να αναγκαστεί να απαντήσει, ούτε που έμπαινε στη συζήτηση, καλά καλά δεν άκουγε και τι λέγανε, κι ας τους είχε «επιβάλει» το παλικάρι να μιλάνε ελληνικά, μόνο ελληνικά, για να καταλαβαίνει κι εκείνη. Μετρημένα τα λόγια της και με την Πιπίνα, οι διηγήσεις της Χάιδως ΐην είχαν επηρεάσει άσχημα, φοβόταν ότι κάποια στιγμή, σύντομα, θα της έκανε την επίθεση η Πιπίνα -επίθεση με ζημιά μαζί-, θυμόταν τι είχε τραβήξει η φιλενάδα της και η φιλενάδα της φιλενάδας της, δηλαδή η Βασιλική, μια πονεμένη καρδιά τρέμει και τη σκιά της, πόσο μάλλον τη χοντρο-Πιπίνα, που παρακολουθούσε την Ελένη άγρυπνη και δεν έχανε ευκαιρία να την κατηγορήσει στον άντρα της «Τρελή είναι, αφέντη μου! Χτες μύριζε τις κουρτίνες της σάλας, σου λέω... Να, παρακολούθα την κι εσύ, για να καταλάβεις...» ή «Πλένεται δυο φορές τη μέρα. Ακούω τα νερά από το τάσι που χύνονται, μυρίζει συνέχεια σαπούνι άμα και περάσεις έξω από την κάμαρά της. Μάρτυς μου ο Θεός, ακόμη κι όταν λείπει ο Ζήσης μας...'». Την παρακολούθησε κάνα δυο φορές και ο Αχιλλέας την Ελένη, μακάρι να έβρισκε πάτημα να την κατηγορήσει στο γιο του... ή στον εαυτό του... δεν την αντιπαθούσε την κοπέλα -πώς θα μπορούσε...-, αλ\ά ούτε και τη συμπαθούσε, της είχε συγχωρέσει το ότι για χάρη της ο πρωτότοκός του δεν είχε τηρήσει τα ήθη και τα έθιμα της φυλής, αλ\ά δεν της είχε συγχωρέσει το... το άλλο... αυτό που ένιωσε για εκείνη όταν την αγκάλιασε για πρώτη φορά, για το καλωσόρισμα, τότε που ενώθηκαν οι χτύποι της καρδιάς του με τους χτύπους της δικής της καρδιάς, τότε που πίστεψε ότι είχε αίματα στο αριστερό του στήθος, τόση ήταν η ένταση που είχε αισθανθεί. Την παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα από τη μισάνοιχτη πόρτα ένα βράδυ και την είδε να κατεβαίνει αθόρυβα -μπας και πετούσε;τη σκάλα, την είδε να στέκεται στο χαγιάτι αναποφάσιστη και μετά να μπαίνει στο γυναικωνίτη, την είδε να βγαίνει και να έχει στο πρόσωπό της μια έκφραση απόλυτης γαλήνης. Χριστέ μου! τρόμαξε ο αφέντης. Μες στη νύχτα, για νεράιδα του παραμυθιού τού φάνηκε, τόσο όμορφη και τόσο απροστάτευτη, που με το ζόρι κρατήθηκε να μην τρέξει κοντά της, να μην την πάρει στην άδεια του αγκαλιά. Και το άλλο βράδυ -ακόμα έλειπε στο πρώτο του ταξίδι ο Ζήσηςβρέθηκε εκείνος έξω από την κλειδωμένη της πόρτα και τρύπησαν τα ρουθούνια του από το άρωμα του σαπουνιού της. Πλένονται με νερό άραγε οι νεράιδες; αναρωτήθηκε και έπιασε τη μύτη του, στεγνή ήταν και εκείνος θάρρεψε ότι είχε ματώσει πάλι. Ξημέρωσε με τη σκέψη του μοσχοβολιστού της κορμιού, μοσχοβολιστού και άυλου, το μυαλό του ταξίδεψε σε σκιερά μονοπάτια ανάμεσα σε δάση και δίπλα σε ρυάκια με γάργαρο νερό -μόνο εκεί μπορούσε να τοποθετήσει η σκέψη του την Ελένη-, και, με τους ήχους μιας αόρατης φλογέρας, αποκοιμήθηκε αφού είχε φέξει. Από εκείνη τη νύχτα δεν την παρακολούθησε ξανά, «Μην ξαναπείς τίποτα!» έκοψε απότομα την Πιπίνα όταν πήγε να του πει πάλι για κάποια παραξενιά της τάχα. θα μιλήσω όμως με το γιο μου..., σκέφτηκε, τον εαυτό του φοβόταν μπας και τη συναντούσε κανένα βράδυ στη σκάλα ή κάτω στην κάσα -στα ονείρατα τη συναντούσε κάθε νύχτα-, μπας και τη συναντούσε και... και ούτε που ήθελε να το σκέφτεται...
Ο Ζήσης τη δικαιολόγησε, «Αναρρώνει, πατέρα...», και ζήτησε χρόνο, «Μόνο χρόνο χρειάζεται. Αν ξέρατε τι έχει περάσει...». Το έλεγε και το ξανάλεγε, αλλά ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να φανταστεί τι ήταν στην πραγματικότητα αυτά που είχε περάσει η αγαπημένη του -και πόσο σχετιζόταν με την οικογένειά τους-, ζήτησε από τον πατέρα και τη γυναίκα του να είναι επιεικείς μαζί της, να καταλάβουν ότι είναι από άλλη χώρα και αλλιώς μαθημένη, παρακάλεσε για πίστωση χρόνου. Και, όσες φορές η Πιπίνα ξεκινούσε -όχι παρούσης της Ελένης, φυσικάτη συζήτηση της παράνομης συμβίωσης, ο Ζήσης υποσχόταν ότι θα παντρεύονταν μόλις θα γινόταν η Ελένη καλά. «Μη σκας, Δέσποινα», την καθησύχαζε, «θα εξομολογηθούμε πριν από το γάμο». Q μικρός Αλέξανδρος, ο γιος της Πιπίνας και του Αχιλλέα, ένα παιδάκι όμορφο και χαρούμενο, όπως και τα άλλα αγόρια αυτής της οικογένειας -εκτός από τον Νικόλα ίσως, που ήταν θλιμμένος από μικρός, γι’ αυτό του είχε τόση αδυναμία η Βασιλική-, αυτό το παιδί, ετεροθαλής αδελφός του Ζήση, κατά συνέπεια κουνιάδος της Ελένης, ένα μεσημέρι που ο Ζήσης δεν είχε ακόμα γυρίσει από τη δουλειά, άνοιξε την πόρτα της κάμαρας χωρίς να τη χτυπήσει και μπήκε μέσα. Βρήκε την κοπέλα να κάθεται ακίνητη στο παράθυρο και να κοιτάει έξω τι κοιτούσε; κανείς δε θα μπορούσε να πει, γιατί η αντάρα ήταν τέτοια που ούτε ως το περιβόλι δεν ξεχώριζες τα δέντρα. - Καλημέρα, της είπε θαρρετά. Ήρθα να δω τι κάνεις. Στράφηκε ξαφνιασμένη η Ελένη, ήταν τόσο απορροφημένη από τις σκέψεις της που ούτε είχε ακούσει τα ελαφρά του βηματάκια, τον είδε -ένας μικρός άγγελος, με μάτια γεμάτα προσμονήκαι του χαμογέλασε. - Καλά έκανες, Αλέξανδρε. Χαίρομαι που ήρθες. - Λοιπόν, τι κάνεις; επανέλαβε το παιδί. - Καλά είμαι... - Εννοώ, πώς περνάς την ώρα σου εδώ μέσα; επέμεινε αυτός με την αθωότητα της ηλικίας του. Δε βαρέθηκες ακόμα; - Ό...χι... όχι ακόμα..., προσπάθησε να δικαιολογηθεί η κοπέλα. Λίγο ακόμα... - Καλά, είπε το παιδί. Σε πειράζει να έρχομαι εδώ πού και πού... να σου κάνω συντροφιά... και να μιλάμε; ρώτησε και, χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε: Εγώ βαριέμαι εδώ μέσα, βρε Ελένη! Ο αδελφός μου είναι μικρός και γκρινιάρης, όλο με τη μάνα μας θέλει να είναι, όμως εγώ είμαι μεγάλος πια..., και τέντωσε το κορμάκι του για να δείξει ψηλότερος, εγώ δε θέλω να κάνω παρέα με τα νιάνιαρα... Και... όλοι οι άλλοι άντρες λείπόυν! Έτσι, απέκτησε μια διαφορετική παρέα στις μοναχικές της ώρες η Ελένη, τον μικρό Αλέξανδρο, που καθόταν μαζί της όλο το απόγευμα όταν δεν ήταν ο Ζήσης εκεί -πολλές φορές όμως και όταν ήταν-, διάβαζε μαζί της τα μαθήματά του, εκείνη τον βοηθούσε στην αριθμητική -με αποτέλεσμα μέσα σε λίγο διάστημα να φανεί μεγάλη διαφορά στις επιδόσεις τουκαι άρχισε να του μαθαίνει γαλλικά. Αυτό το τελευταίο έδωσε ξεχωριστή χαρά στον μικρό, «Bonsoir, maciame»9 έλεγε στην έκπληκτη μάνα του καθώς έμπαινε φουριόζος στο σπίτι, προκαλώντας της και ζήλια. «Τι φράγκικα και χαζομάρες... Ο γιος μου είναι Βλάχος. Δύο γλώσσες τού φτάνουν και του περισσεύουν...» έλεγε η Πιπίνα, θεωρώντας
ότι και η βλάχικη διάλεκτος ήταν γλώσσα, και μάλιστα γλώσσα που θα του φαινόταν χρήσιμη στο εμπόριο, για το οποίο προοριζόταν κι εκείνος. Ο αφέντης παρέμενε σιωπηλός, κάτω από άλλες περιστάσεις θα ενθάρρυνε τον μικρό, ήξερε ότι μια ξένη γλώσσα θα του ήταν χρήσιμη, αλλά τώρα... τώρα έβλεπε το γιο του να κοιτάει με λατρεία την Ελένη και να μην ξεκολλάει από το πλάι της, το έβλεπε και καταλάβαινε ότι η σαγήνη που ασκούσε αυτή η κοπέλα στους άντρες του σπιτιού του είχε φτάσει μέχρι τις μικρές ηλικίες. Και η Ελένη όμως, μέσα από τη σχέση της με τον Αλέξανδρο, βρήκε ακόμα ένα μονοπάτι για τη γιατρειά της πληγωμένης της καρδιάς. Τα αγνά και απλά συναισθήματα του παιδιού, οι εκρήξεις χαράς και το μόνιμο γέλιο χου άπλωσαν πάνω στην καρδιά της ένα μαλακό αλλά συμπαγές στρώμα δύναμης και την προετοίμασαν για δύο πράγματα: για την επιστροφή της στους ανθρώπους και για τον ερχομό του έρωτα που τώρα πια, αλίμονο, ήξερε πώς να τον διαχειριστεί και να μην αφήσει να της καταστρέψει τη ζωή, αλίμονο, και πάλι... Γκατι, γκατι, γκατι ακούστηκε ως τις κάμαρες πάνω το χτύπημα στην πόρτα, χτύπημα βιαστικό και απαιτητικό, «Ανοίξτε αμέσως τώρα!» λες και έλεγε. Κόντευαν Χριστούγεννα, έκτη συνεχόμενη μέρα που χιόνιζε ασταμάτητα, ενω ο αέρας ούρλιαζε από τις καμινάδες και έμπαζε κρύο στο σπίτι από την ίδια οδό, κι ας ήταν αναμμένα συνέχεια τα τζάκια, κι ας είχαν κάψει τόνους ξύλα μέσα σε λίγες μέρες. Είχε μόλις σκοτεινιάσει, άρα δε θα ήταν αργότερα από τις πεντε το απόγευμα, αλλά στην πόλη επικρατούσε τόση ερημιά που θα μπορούσε κανείς να φαντα<πεί ότι είχε σταματήσει η ζωή ή ότι όλοι ήταν κλειδαμπαρωμένοι μέσα στα σπίτια τους, αφού είχαν κλείσει απέξω τη χιονοθύελλα. Κάτω στην κάσα, πετάχτηκε τρομαγμένη η Πιπίνα από την κουζίνα -ποιος μπορεί να ερχόταν για καλό με αυτό τον καιρό;-, έκανε έναν υπολογισμό με το μυαλό της, ο άντρας της εδώ, το μικρό μαζί της στην κουζίνα, ο Αλέξανδρος στο σπίτι, πάνω, στης προκομμένης, άρα για όσους αγωνιούσε όλοι ήταν καλά, ήταν σίγουρα εντάξει, και ο Ζήσης ήταν εδώ, ησύχασε και τράβηξε να ανοίξει. Είδε τον Στέργιο, τον ταχυδρόμο, στο άνοιγμα, χιονισμένη η κάπα του, τα μάγουλα κατακόκκινα από το κρύο, η μύτη να στάζει, και στα βλέφαρα κάτι σαν πάχνη. - Με το συμπάθιο, κυρα-Δέσποινα..., απολογήθηκε ο άνθρωπος μόλις την είδε να τον κοιτάει με μάτια γουρλωμένα, με το συμπάθιο, μα..., και κούνησε ένα φάκελο μπροστά στα μάτια της. Έχετε γράμμα από τον Αδάμο, και έπρεπε να σας το φέρω. Ξέρω την αγωνία του αφέντη Αχιλλέα... Τον έμπασε μέσα η Πιπίνα χωρίς να τον αφήσει να βγάλει τα χοντρά παπούτσια, που ήταν γεμάτα παγωμένο χιόνι, τον έμπασε και τον πήγε κατευθείαν στο χειμωνιάτικο δωμάτιο, στον αφέντη, που έκανε τους λογαριασμούς του συννεφιασμένος. - Γράμμα από τον Αδάμο μας! Γράμμα από το παιδί μας! φώναξε ξανά και ξανά, για να την ακούσει ό Ζήσης και η λεγάμενη, που ήταν συνέχεια κλεισμένοι στην κάμαρά τους αυτό δεν μπορούσε να το χωνέψει η Πιπίνα, φτου, αίσχος και ντροπή! Πετάχτηκε όρθιος ο αφέντης και χλόμιασε κατευθείαν.
- Αλήθεια λέει; απευθύνθηκε στον Στέργιο. Έκανε «Ναι» με το κεφάλι του εκείνος, αν και ήξερε ότι η ερώτηση δεν είχε νόημα, αφού στα χέρια του ήδη κρατούσε το φάκελο και τον έδινε στον κυρ Αχιλλέα. Διάβασε ο αφέντης προσεκτικά τον παραλήπτη, αυτός ήταν, πράγ-μάτι, γι’ αυτόν προοριζόταν το γράμμα, διάβασε και τον αποστολέα, «.Αδάμος Μόκιας» έγραφε, τίποτα άλλο. Αρκούσε, ήταν ζωντανός. Αρκούσε, προς το παρόν τουλάχιστον. - Δικά του είναι τα γράμματα! φώναξε και έπειτα έσκισε το φάκελο με χέρια που τρέμανε από την υπερένταση και έβγαλε από μέσα το χαρτί. Ζει, ζει..., μουρμούρισε και άρχισε να διαβάζει από μέσα του δυο δυο, τρεις τρεις τις αράδες. Μπήκε στο δωμάτιο και ο Αλέξανδρος, που είχε κατέβει κουτρουβαλώντας τις σκάλες, ακολούθησε και ο Ζήσης. Τον κοίταγαν και δε μιλούσαν, περίμεναν με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Έστεκε και ο Στέργιος, άπραγος, ούτε να φύγει ούτε να μείνει, καθησυχασμένη στρογγυλοκάθισε σε μια καρέκλα και η Πιπίνα, άντε, όλα καλά είχαν πάει λοιπόν, ζούσε το παιδί -όχι ότι την είχε φάει και η αγωνία τόσο καιρό...-, ίσως τώρα να συνερχόταν και ο άντρος της, να του περνούσαν οι αγωνίες, ίσως να την πλησίαζε και πάλι στο κρεβάτι, κόντευε χρόνος που δεν την είχε αγγίξει. Τον είχαν πνίξει τα βάσανα, βλέπεις, με το δίκιο του δεν είχε όρεξη, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα για τον Νικόλα, πάει το παλικάρι, οι άλλοι δυο γιοι στον πόλεμο, η κόρη στην Αμερική ούτε είχε φανταστεί ότι θα του έλειπε τόσο πολύ η Βασιλική... Πήρε μια χαρά από τον Ζήση, μάλλον μισή χαρά πήρε, εντάξει, ζωντανός ο γιος, αλλά έφερε στο σπίτι μια άγνωστη και ζούσανε μέσα στην αμαρτία. Και τον έτρωγε το σαράκι για τον Αδάμο. Όμως τώρα... τώρα... δόξα τω Θεό) τώρα. Τρέχανε τα δακρυσμένα μάτια του πάνω στις σειρές, στα γράμματα, μια τα έβλεπε καθαρά, μια θολά, αλ\ά συνέχιζε, νόημα δεν έβγαζε και άρχιζε πάλι από την αρχή, ζωντανός, ζωντανός ήταν ό Αδάμος, αυτό σίγουρα. - Τι λέει, πατέρα; ανησύχησε ο Ζήσης, που τον είδε να μην πετάει απ’ τη χαρά του, να μη βάζει τα γέλια, να μη βάζει τα κλάματα. - «Σε μεγάλη πόλη είμαι, πατέρα, μην ανησυχείς. Τώρα είμαι καλά, αλλά πέρασα δύσκολα, κάποτε θα σου εξηγήσω...» είπε αντί άλλης απάντησης ο αφέντης. «Δεν είμαι πια ιερέας, πώς μπορώ ύστερα από αυτά που έκανα; Ούτε συγχώρεση θέλω να ζητήσω από το Θεό, τι Θεός είναι αυτός που με άφησε έτσι να αμαρτάνω...» συνέχισε, και ήταν ολοφάνερο πως ήταν τελείως μπερδεμένος. Σήκωσε τα μάτια από το γράμμα, φουρτουνιασμένα μάτια. - Δεν καταλαβαίνω..., είπε στους συγκεντρωμένους, που κρέμονταν απ’ το στόμα του. Δεν καταλαβαίνω... Τι μυστήρια είναι τούτα; Στον πόλεμο πήγε, δεν πήγε σε παρέλαση... ο θάνατός σου η ζωή μου, το ’πάμε αυτό... σε πόλεμο πήγε... τι περίμενε δηλαδή, να μαζεύει γκόρτσα10 στους μπαξέδες; Μόνο η Ελένη, που είχε στο μεταξύ κατέβει κοντά τους, χλομή και ταραγμένη περισσότερο απ’ όλους ώστε είχε επιζήσει ο φονιάς; κι αν ερχόταν; κι αν τον συναντούσε ξανά;-, μόνο εκείνη μπορούσε να καταλάβει: ο Αδάμος είχε ζήσει και τώρα βασανιζόταν από τις τύψεις αυτή μόνο καταλάβαινε για ποιες
αμαρτίες μιλούσε. - «Λαβώθηκα άσχημα, πατέρα», συνέχισε να διαβάζει ο αφέντης, «αλλά αυτή η λαβωματιά δεν είναι η σπουδαιότερη, άλλη είναι, μπορεί κάποτε να σας τα πω, μπορεί και όχι... Γύρισε ο Ζήσης μας; Είναι καλά; Η Βασιλικούλα μας σας γράφει; Πώς είναι; Να ξέρατε πόσο σας πεθύμησα όλους... Και έχω να σου πω πως παντρεύτηκα...» Σταμάτησε ο αφέντης και κοίταξε τον ταχυδρόμο, που στεκόταν μετέωρος, κανονικά έπρεπε να είχε φύγει, κανείς δεν του είχε πει «Μείνε», τον έτρωγε όμως η περιέργεια κι εκείνον. Ώστε δε θα χουν δεσπότη δικό τους, από το χωριό τους; «Παντρεύτηκα» δεν έγραψε ο Αδάμος; Άρα... πάει, χάθηκε κι αυτή η ελπίδα, να έχουνε, για μια φορά, τα μέσα. - Τράταρε κάτι τον Στέργιο..., είπε ο αφέντης στον Ζήση, και εκείνος έβαλε αμέσως το χέρι στην τσέπη. Ο ταχυδρόμος έκανε πως δεν ήθελε, δεν ήταν ανάγκη, χαρά του που έφερε τα καλά τα νέα, του το έβαλε με το ζόρι στην τσέπη ο Ζήσης το εικοσαράκι. - Ελένη, διέταξε τώρα την κοπέλα ο αφέντης, ξέβγαλε τον άνθρωπο! Κατέβηκε αθόρυβα τις σκάλες, σαν να πετούσε, η Ελένη, αμίλητη και χλομή -ώστε είχε επιζήσει ο φονιάς!-, ακολουθούμενη από το σαστισμένο ταχυδρόμο, του χαμογέλασε την ώρα που άνοιγε την εξώθυρα και τον ευχαρίστησε με ευγένεια. Βγήκε έξω στο χιόνι ο άνθρωπος, ευεργετικό το κρύο, του χαστούκισε τα μάγουλα. Κουκουλώθηκε καλά στην κάπα του και: Χριστέ μου, έτσι θα ταν και η ωραία Ελένη..., αναλογίστηκε. Για τέτοιες γυναίκες γίνονται οι πόλεμοι... Κι εγώ θα την άρπαζα από το αρχοντικό του Αχιλλέα, να την έχω δική μου, κι ας λένε όλοι ότι έχει σκοτεινό παρελθόν και ότι είναι αμαρτωλή, αφού ζει αστεφάνωτη με τον Ζήση... - Ακολούθησε μια κοπέλα στην Ελλάδα..., έμπασε την Ελένη στο θέμα ο Ζήσης και την.κοίταξε με νόημα μόλις γύρισε στο χειμωνιάτικο δωμάτιο, καθώς ο πατέρας του σταμάτησε απότομα το διάβασμα. - Θέλετε να φύγω; ρώτησε ήρεμη εκείνη. - Δεν έχεις να πας πουθενά! πρόσταξε ο Ζήσης προτού προλάβει να απαντήσει ο πεθερός. Γυναίκα μου είσαι! Ό,τι εσύ, κι εγώ! Θα μείνεις! Δε μίλησε κανείς, δεν άφηναν περιθώριο τα λόγια του, μόνο η Πιπίνα αναστέναξε ελαφρά, τα Σόδομα και τα Γόμορρα μέσα στο σπίτι της, κάτω από τη σκέπη της, έβηξε για να καθαρίσει τη φωνή του ο αφέντης και συνέχισε: - «Μια κοπέλα, πατέρα, πολύ βασανισμένος άνθρωπος, και ο πατέρας της το ίδιο, και όλη τους η οικογένεια. Νοικοκυραίοι άνθρωποι ήτανε στη Σμύρνη, πάει, αφανίστηκαν όλοι, κανείς δεν έμεινε...» - Αχ, καλέ μου..., βόγκηξε, χωρίς να το καταλάβει, η Ελένη και αναλύθηκε στα δάκρυα, χωρίς να ξέρει ότι η οικογένεια στην οποία αναφερόταν ο Αδάμος στο γράμμα του περιλάμβανε και τον δικό της αγαπημένο, τον Δημητρό, και μόνο όμως που άκουσε «Σμύρνη» και «πάει, αφανίστηκαν όλοι», ο νους της πήγε σ’ εκείνον, τα χείλη της εκείνον φώναξαν αμέσως.
Την κοίταξαν όλοι περίεργα. Γιατί τόσος πόνος; Από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου δεν είχε πει πως ήταν; Τόσος σπαραγμός για έναν μπάρμπα που είχε στη Σμύρνη; - «Σας ασπάζομαι όλους», συνέχισε την ανάγνωση ο αφέντης. «Θα σας γράψω όταν θα είμαι καλύτερα». Γύρισε και τους κοίταξε έναν έναν. - Ούτε διεύθυνση... ούτε τίποτα..., ψιθύρισε συντετριμμένος. Πήγε κοντά του ο Ζήσης και τον αγκάλιασε βουβός, καθώς είδε ότι ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Ακίνητος, με τα μάτια στυλωμένα, ο αφέντης προσπαθούσε να διώξει από το μυαλό του την παραμορφωμένη εικόνα του γιου του. Να του έλειπαν τα μάτια;... Όχι, όχι αδύνατον, δικά του ήταν εκείνα τα γράμματα... πώς να έγραφε χωρίς το φως του;... Να του έλειπαν τα χέρια;... Όχι, και πάλι όχι, δε γράφεις αν δεν έχεις χέρια... Τα πόδια;... Πιθανόν να μην είχε πόδια... αλλά... πάλι... ποια γυναίκα θα τον έπαιρνε χωρίς πόδια;... μια απελπισμένη ίσως... Τον είδε με το πρόσωπο καμένο και σημαδεμένο ο αφέντης... μπορεί... αλλά... πάλι... Και πάλευε με αυτές τις αποτρόπαιες εικόνες που περνούσαν μπροστά από τα μάτια του και μπερδευόταν συνέχεια με μια άλλη μορφή. - θέλω να μείνω μόνος, ζήτησε απαλά από όλους, και εκείνοι έφυγαν από το δωμάτιο σιωπηλοί. Ήθελε να μείνει μόνος για να σκεφτεί. Τι ήταν τελικά, χαρούμενος ή λυπημένος; Ακόμα δεν ήξερε, δεν μπορούσε να αποφασίσει. Ζούσε το παιδί του, και αυτό ήταν καλό, καλύτερο δε γινόταν. Όμως ήταν δυστυχισμένος ο γιος του, φως φανάρι, χίλιες οκάδες βαρύ το γράμμα, κι ας ήταν δύο λεπτά φύλλα χαρτί, χίλιες οκάδες από τον πόνο του Αδάμου του. Είμαι χαρούμενος γιατί..., πέρασε σαν αστραπή από το νου του Αχιλλέα η σκέψη, γιατί τώρα το μυαλό μου βρήκε άλλο θέμα για να βασανίζεται..., και προσπάθησε -χωρίς επιτυχίανα διώξει από τα μάτια του την εικόνα εκείνης... - Πρέπει να του πούμε την αλήθεια, της είπε κοιτώντας την έντονα στα μάτια. Τώρα που βεβαιώθηκα πως ζει, μπορούμε να του πούμε την αλήθεια, Ελένη. Ότι τον γνώρισες κάποτε, ότι ήταν μαζί με τη Χάιδω, ότι το κορίτσι είναι πεθαμένο... Έκλεισε τα μάτια της, να μην καταλάβει εκείνος πως ήταν γεμάτα πόνο, γεμάτα κλάμα. Ο εφιάλτης ζωντάνευε πάλι, πάνω που πήγαινε να γιατρευτεί η πληγή της και είχε αρχίσει να πιάνει ένα καύκαλο από κάτω η πληγή συνέχιζε να αιμορραγεί...-, ήρθε αυτό το γράμμα και την έξυσε, πάλι μάτωσε, πάλι πόνεσε. Αρχισε να τρέμει η κοπέλα, πώς να του έλεγε του Ζήση την αλήθεια, πώς μπορούσε να αντέξει κι εκείνος; - Σε παρακαλώ..., τον ικέτευσε. Σε παρακαλώ, Ζήση, μη με υποχρεώσεις να το κάνω αυτό, δε θα το αντέξω... Δεν έχω ξεχάσει ακόμα... Πονάω... Δυσανασχέτησε λίγο το παλικάρι, τόση αγάπη, τόση αφοσίωση από μέρους του, και εκείνη ακόμα να σκέφτεται τον... άλλο, δεν τού άρεσε αυτό, αλλά έκανε τα πικρά γλυκά και αποφάσισε να την περιμένει, όπως της είχε υποσχεθεί. Και άρχισε πάλι εκείνη να βλέπει τους εφιάλτες της, τώρα προστέθηκαν και καινούριες σκηνές, τι θα γινόταν αν άλλαζε γνώμη ο Αδάμος και αποφάσιζε να γυρίσει στο σπίτι του; Πώς θα άντεχε να τον
αντικρίσει πάλι; Πέρασαν βουβά τα Χριστούγεννα, το γράμμα του Αδάμου συζητήθηκε δυο τρεις φορές, και μετά ο καθένας συμβούλευε τον άλλο για υπομονή, έλεγε ότι θα αλλάξει γνώμη το παλικάρι, ότι μπορεί και να έχει δικά του θέματα, προσωπικά, που πρέπει να τα επιλύσει πρώτα. Ο αφέντης Αχιλλέας κλείστηκε στον εαυτό του περισσότερο, άλλο πράγμα ο θάνατος, ο χαμός, και άλλο πράγμα να σε απορρίπτει το παιδί σου έτσι το εξέλαβε: ότι ο γιος του δεν ήθελε να τον δει, ότι δεν τον αγαπούσε, ότι κάτι δεν του συγχωρούσε, κάτι παλιό μα όχι ξεχασμένο... Υπέθεσε ότι μπορεί να ήταν η απομάκρυνσή τους από την Κλεισούρα τότε στον πόλεμο, το ότι τους είχε αφήσει τόσους χειμώνες πάνω στη Σαμαρίνα και βίωσαν... όσα βίωσαν, φαντάστηκε ότι έφταιγε ο γάμος του με τη Δέσποινα, ίσως και η σκληρή του συμπεριφορά απέναντί τους -αυτός για το καλό τους ήταν αυστηρός μαζί τους, μόνο για το καλό τους...-, φαντάστηκε ότι τον κατηγορούσε που πάντρεψε τη Βασιλική τους με έναν άντρα τόσο μεγαλύτερό της και την άφησε να φύγει στα ξένα, λες και δεν ήταν αρχοντοκόρη και δε θα μπορούσε να πάρει τον καλύτερο... Ο Αχιλλέας, ύστερα από εκείνο το γράμμα, δεν ήταν πια ο ίδιος. Τώρα ήξερε, και το ήξεραν και οι άλλοι -και ίσως αυτό να του κόστιζε περισσότερο-, ότι τα παιδιά του, τουλάχιστον τα δύο μεγάλα αρσενικά, δεν τον αγαπούσαν όπως του άρμοζε, δεν τον εκτιμούσαν, δεν τον σέβονταν όπως έπρεπε. Απόδειξη ο Ζήσης, που έφερε τη νύφη μαζί του, και μάλιστα αστεφάνωτη, απόδειξη ο Αδάμος, που γύρισε από τον πόλεμο και δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του... και παντρεύτηκε χωρίς την έγκριση, χωρίς τη γνώμη του πατέρα του... Κλείστηκε λοιπόν στον εαυτό του ο αφέντης -μήπως και με ποιον να μιλούσε; με την Πιπίνα, που δε σκάμπαζε τίποτα άλλο από ραδιουργίες και κουτσομπολιά; ή με τον Ζήση, που είχε πέσει με τα μούτρα στη δουλειά τώρα και έλειπε συνέχεια σε ταξίδια;-, κλείστηκε στον εαυτό του και έγινε απόμακρος, περνούσε ώρες στο χειμωνιάτικο δωμάτιο μόνος του, σε κανέναν δεν επέτρεπε να τον ενοχλεί, έμενε βυθισμένος στις σκέψεις του και στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ που κατέβαζε όλη τη νύχτα προσπαθώντας να ξεχάσει πόσο απέτυχε σαν γονιός, προσπαθώντας να ξεχάσει και... εκείνη. Ήρθανε τα χελιδόνια και οι πελαργοί πάλι στην Κλεισούρα, έσκασαν δειλά δειλά τα κεφαλάκια τους τα ζουμπούλια και τα κρινάκια στο μικρό κήπο της Πιπίνος, φόρεσε και τα καινούρια φουστάνια -που την υποχρέωσε ο Ζήσης να ράψειη Ελένη, τα φόρεσε και φωτίστηκε η ομορφιά της, έξι μήνες τώρα με τα αποφόρια της Βασιλικής κυκλοφορούσε. Εμφανίστηκε στην Ανάσταση με βελούδινη πελερίνα και ταφταδένιο φουστάνι, στο πλάι του Ζήση, που ήταν λεβέντης και ομορφόπαιδο, έμεινε άφωνη η πόλη, τόσο όμορφο ζευγάρι σχεδόν τριάντα χρόνια είχανε να δούνε, από τον καιρό που είχε αρραβωνιαστεί την Αρτέμη ο αφέντης Αχιλλέας. Υπέμεινε τα αδιάκριτα βλέμματα η Ελένη, που την εξερευνούσαν κανονικά, σπάνιες οι εμφανίσεις της, και ως εκ τούτου πάντα πολυσυζητημένες, άλλοι έλεγαν πως ήταν περήφανη και δεν τους καταδεχόταν, άλλοι πως ήταν άρρωστη και δεν της επέτρεπαν τα πεθερικά να εμφανίζεται -μάλλον χιικιό είχε, τόσο χλομή που ήταν-, άλλοι, οι 11 ιό καλοπροαίρετοι, πως ήταν ντροπαλή και, αφού ο Ζήσης έλειπε τον περισσότερο καιρό, προτιμούσε να μένει μέσα, να μη δίνει λαβές για σχόλια. Ο γάμος ορίστηκε για την τελευταία Κυριακή του Μαΐου, μετά θα ανέβαιναν στη Σαμαρίνα, τους ήθελε όλους στο γάμο του ο Ζήσης, αφού η Ελένη είχε πει το ναι, μεγάλη θα ήταν η γιορτή για τις χαρές τους, δεν είχαν να ετοιμάσουν τίποτα, σπίτι θα έχτιζαν αργότερα, με τον πατέρα και τα αδέλφια του θα
συνέχιζαν τώρα να ζούνε. «Οι ώρες οι καλές!» ευχήθηκε ο αφέντης εκείνη τη μέρα στο τραπέζι και σήκωσε τα μάτια του πάνω στην Ελένη, τα μάτια του που ποτέ δεν τα σήκωνε πάνω της. 1 Κόρες του Δία και της Θέμιδας (κατ’ άλλους, του Χρόνου και της Γαίας), αδελφές των τριών Μοιρών και των Νυμφών. Οι Ώρες ήταν οι πρώτες που έβγαλαν την Αφροδίτη από τον αφρό της θάλασσας και, αφού την έντυσαν, τη συνόδευσαν (Π ον 'Ολυμπο. 2 Η ελληνική συνοικία της Αλεξάνδρειας. 3 Η παραλία της Αλεξάνδρειας. 4 Το Αγιο Ορος. 5 Ξένη, ξενόφερτη. 6 Κορίτσι. 7 «Έχουμε γόμο;» 8 Το βουνό που βρίσκεται πάνω αιιό την Κλεισούρα. 9 «Καλησπέρα, κυρία». 10 Αγριο αχλάδια.
Έραψε τα προικιά της εκείνη, «Τα καλύτερα θα φτιάξεις» της είχε ζητήσει ο Ζήσης, ήρθαν από την Αμέρικα και τα δώρα της Βασιλικής, ένας διαμαντένιος σταυρός για τη νύφη της, χρυσό ρολόι για τον αδελφό της, τα έφερε άνθρωπος έμπιστος, πατριώτης τους, ως την Αθήνα, φίλος του πατριώτη τους, το ίδιο έμπιστος, ως τη Θεσσαλονίκη, ο μπιστικός του αφέντη από τη Θεσσαλονίκη ως την Κλεισούρα. Πώς δε φοβήθηκε, η αθεόφοβη, να μην τα κλέψουν, τόσο ακριβά πράγματα; απορούσε η Πιπίνα θαυμάζοντάς τα, πραγματικά υπέροχα κοσμήματα, και αδημονώντας να παντρέψει τους γιους της -εννιά και τριών χρονώνκαι να πάρουν κι εκείνοι τέτοια δώρα από την «Αμερικάνα». Της χάρισε μια σειρά φλουριά για το λαιμό η γιαγιά Ζήσαινα της Ελένης, έκλαιγε η γυναίκα όταν της τα κρεμούσε, άλλα όνειρα είχε για τούτα τα φλουριά, μια δικιά τους ήθελε για νύφη, σε ξένης λαιμό τα περνούσε, έκλαιγε όμως και γιατί ξανά δε θα χάριζε τίποτα στα εγγόνια της, του μεγάλου της γιου ήταν εδώ και χρόνια παντρεμένα, η Βασιλική επίσης, ο Νικόλας στο μαύρο χώμα, ο Αδάμος... ποιος να ξερε πού ήταν ο Αδάμος... τα άλλα, τούτα δω τα μικρά, ουουου, μέχρι να παντρεύονταν θα είχε φύγει κι εκείνη, τέλος τα μεγαλεία και οι ρόλοι της σεβάσμιας γιαγιάς, του τιμώμενου προσώπου, πάει, τέλειωσαν όλα τέλειωναν και οι μέρες της, όσο να πεις. Γίναν οι γάμοι με κλαρίνα και βιολιά, δεν είχε συγγενείς η νύφη και τη συνόδευσαν στην εκκλησία οι συμπεθέροι, το σόι του Σωτήρη δηλαδή, η Λένα με το γιο της τον Γιώργη και με τη νυφαδιά της, εκείνην που παντρεύτηκε ο Γιώργης όταν τον «γλίτωσε» ο θειος του που πήρε τη Βασιλική, τρία παιδιά ήδη κι αυτός, όλα αγόρια, όπως ο συχωρεμένος ο πατέρας του, ήταν μαζί και ο δεύτερος γιος της Λένας, κι εκείνος νιόπαντρος, με γκαστρωμένη τη γυναίκα του, ήταν και ο τρίτος, ο πιο όμορφος απ’ όλους, φτυστός ο πατέρας τους ο Τάκης. Είχε προσπαθήσει να βρει την κυρα-Νενέ και τον άντρα της ο Ζήσης, καιρό πριν από το γάμο, ποτέ δεν τους έγραψαν εκείνοι, αν και τους είχε δώσει τη διεύθυνσή του τη μέρα που φεύγανε από την Ιερισσό, πήγε στο δημαρχείο όταν βρέθηκε στη Σαλονίκη, τον έστειλαν σε μια υπηρεσία όπου ήταν καταγραμμένοι οι πρόσφυγες που είχαν έρθει από τη-Μικρά Ασία, δύσκολα τα πράγματα, το όνομα «Λευτέρης Αράπογλου» πουθενά καταχωρισμένο, ούτε το «Νενέ Αράπογλου», μόνο μια Ελένη βρήκαν με αυτό το επίθετο, έδωσαν τη σύσταση στον Ζήση, στην Άνω Πόλη ήταν, πήγε αυτός και βρήκε το σπίτι, «Μετακόμισε αυτή που έμενε εδώ...» του είπε η καινούρια νοικάρισσα, «Ναι, είχε κι έναν άντρα, άρρωστος ήταν. Δεν ξέρω πού πήγανε, έμαθα ότι αγοράσανε δικό τους σπίτι, τα λεφτά πού τα βρήκανε ένας θεός ξέρει, εμείς μ’ αυτά που φορούσαμε φτάσαμε εδώ». Έχασε τα ίχνη τους ο Ζήσης -αν τα είχε βρει ποτέ-, γύρισε άπρα·: κτσς και στενοχωρήθηκε η Ελένη, «Μα να μη μου γράψει ποτέ;» μονολογούσε συνέχεια, αισθανόταν αποκομμένη από τους ανθρώπους* αποκομμένη από τη ζωή, σαν να μην είχε υπάρξει πριν από την Κλεισούρα, λες και μόλις τώρα είχε γεννηθεί, έβλεπε και τον πεθερό της να λιώνει από τον καημό που δεν ερχόταν πίσω ο άλλος του ο γιος, και αποφάσισε να γράψει στους δικούς της. Ντρεπόταν και φοβόταν πολύ, έπρεπε όμως να επικοινωνήσει, πόσο πόνο θα τους προξενούσε η εξαφάνισή της τώρα το καταλάβαινε, τώρα που έβλεπε τον πεθερό της αμίλητο και σκεφτικό. Μούσκεψε με τα δάκρυά.της το χαρτί -ούτε φανταζόταν και η ίδια ότι αυτό το γράμμα θα πονούσε τόσο, από πού να άρχιζε και πού να τελείωνε, πόση αλήθεια και πόσα ψέματα να τους έγραφε, τι ήταν καλύτερο γι’ αυτήν, τι ήταν καλύτερο για εκείνους; Και άρχισε να γράφει στα ελληνικά, γιατί έτσι επικοινωνούσε πάντα μαζί τους:
Σεβαστοί μου πατέρα και μητέρα, αγαπημένες μου αδελφές, Εύχομαι το γράμμα μου αυτό να σας βρει όλους καλά. Μόλις τώρα συνήλθα από μια μεγάλη περιπέτεια της υγείας μου και σας γράφω. Είχα πάθει αμνησία και δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Μια μέρα, στη Σμύρνη, με παρέουρε ένα άλογο που τραβούσε ένα μόνιππο, χτύπησα και δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα. Ευτυχώς, ο επιβάτης του μόνιππου ήταν η γυναίκα του Γάλ\ου πρέσβη στη Σμύρνη, με έβαλαν στο νοσοκομείο και με πήραν μαζί τους, πριν από την καταστροφή. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, έμεινα για λίγο καιρό στο σπίτι τους, και μετά μου γνώρισαν έναν εξαίρετο νέο, τον οποίο και παντρεύομαι στο τέλος του Μαΐου. Σας ζητο^ ουγνοψη για τις αγωνίες που περάσατε για μένα. Δεν αδιαφόρησα για σας, ούτε φυσικά για το θείο Αγκόπ και τη θεία Βάντα στη Σμύρνη. Ελπίζω να έρθετε όλοι σας στο γάμο μου, αλλά πρώτα να μου στείλετε ένα μεγάλο γράμμα και να μου λέτε ότι είστε όλοι καλά και ότι ο θείος και η θεία είναι ζωντανοί και γλίτωσαν από την καταστροφή. Δεν μπόρεσε να συνεχίσει, έσκισε σε χιλιάδες κομματάκια τα ψέματα και πήγε προς το παράθυρο. Τέλειωνε ο Φλεβάρης και τα πάντα ήταν σκεπασμένα από το χιόνι. Παγωνιά και ησυχία βασίλευαν έξω, ούτε όμως και από την κάσα κάτω ακουγόταν τίποτα, κυρίως οι φωνές των παιδιών, που συνήθως σήκωναν το σπίτι στο πόδι. Έμεινε να κοιτάει το χιόνι η κοπέλα με τη στυφή γεύση της κοροϊδίας στα χείλη, όχι, δε γινόταν να γράψει τόσα ψέματα στους δικούς της, ούτε και λιγότερα, δεν ήθελε να τους κοροϊδέψει, μπορεί να τους πίκρανε με την εξαφάνισή της, να τους διέλυσε, να τους πέθανε, αλλά ψέματα, τούτη εδώ τη στιγμή, δεν μπορούσε να τους πει. Είδε τις φαρδιές πλάτες του αφέντη καθώς εκείνος άνοιγε την καγκελόπορτα και έμπαινε στην αυλή, και αισθάνθηκε ένα παράξενο συναίσθημα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν αμίλητος και απόμακρος, όμως ήταν καλός, έβλεπε στα μάτια του -τις σπάνιες φορές που την κοιτούσεμια ζεστασιά και ένα βουβό κλάμα, κάτι άλλο τον βασάνιζε εκτός από την εξαφάνιση του γιου του... Κάθισε πάλι στο τραπέζι και άναψε ένα κερί, απομεσήμερο ήταν, αλλά το σκοτάδι έπεφτε απότομα σ’ αυτό το μέρος, τώρα η βροχή χτυπούσε τις πέτρινες πλάκες της σκεπής, τακ, τακ, τακ, θα θυμηθείς... τακ, τακ, τακ, δε θα ξεχάσεις ποτέ, πήρε πάλι την πένα της και άρχισε: Σεβαστοί μου πατέρα και μητέρα, αγαπημένες μου αδελφές, Εύχομαι το γράμμα μου αυτό να σας βρει όλους καλά. Σας ζητώ συγνώμη που δε σας έγραψα ποτέ, αλλά φοβόμουν την αλήθεια και πίστεψα ότι θα ήταν καλύτερο να με θεωρείτε πεθαμένη. Πέρασα δύσκολα, αλλά είμαι ζωντανή. Αγάπησα πολύ τον Δημητρό. Εσύ, μητέρα, και τα κορίτσια θα τον θυμάστε, ο υπάλληλος του θείου στο μαγαζί, εκείνος ο Ρωμιός, αυτό τον Δημητρό αγάπησα και το ’σκαοα μαζί του, γιατ ί λιποτάκι ησε από τον τούρκικο (πρατό και αν δεν έφευγε θα τον εκτελούσαν. Ανέβηκα μαζί του στο βουνό με σκοπό να φύγουμε για την Ελλάδα. Μαζί μας ήρθε και η Χάιδω, η ψυχοκόρη της θείας Βάντας -πάλι η μητέρα και τα κορίτσια θα τη θυμούνται, πατέρα, εσύ μόνο ονόματα διαβάζεις...-, που έφερε και το ανιψάκι του Δημητρού, για να το γλιτώσει κι εκείνο, αφού ο πατέρας του ήταν αιχμάλωτος στους εχθρούς και η μάνα του, η αδελφή του Δημητρού μου, θα έψαχνε να τον βρει. Μεγάλες ιστορίες, πατέρα, μεγάλες και πονεμένες... Σκέψου τη μάνα να αποχωρίζεται το παιδί της, ούτε δύο χρονών, γιατί έπρεπε να μείνει πίσω μήπως και γυρίσει ζωντανός από την αιχμαλωσία ο άντρας της
και δε βρει κανέναν. Σκέψου μόνο... Πάνω στο βουνό ο Δημητρός, μαζί με ένα φίλο του, μάζεψε και έναν τραυματία, που ήταν Έλληνας. Τον βρήκε σε κακή κατάσταση, το πόδι του αιμορραγούσε ασταμάτητα. Περιπλανηθήκαμε για καιρό μέχρι να φτάσουμε στη θάλασσα, γιατί οι Τούρκοι ήταν παντού και αναγκαζόμασταν να μένουμε πολλές μέρες κρυμμένοι και να βαδίζουμε -όταν πιστεύαμε πως ήμασταν ασφαλείςτη νύχτα. Όταν με τα πολλά φτάσαμε στη θάλασσα, εκεί απ’ όπου θα παίρναμε τη βάρκα για να περάσουμε απέναντι στη Χίο, ήμασταν όλοι εξαντλημένοι και άρρωστοι. Εκεί όμως μας βρήκανε οι μεγάλες οι συμφορές. Λίγο προτού καταφέρουμε να μπούμε στις βάρκες και να ξανοιχτούμε προς τη σωτηρία, μας πρόφτασαν οι Τούρκοι, σκότωσαν τον αγαπημένο μου και το φίλο του, παραλίγο να βιάσουν εμένα και να με σκοτώσουν. Έζησα χάρη στην επέμβαση της Χάιδως, που έβαψε τα χέρια της με αίμα προκειμένου να με σώσει. Ο Έλληνας τραυματίας όμως, εκείνος που ο Δημητρός τού είχε σώσει τη ζωή, εκείνος που η Χάιδω τον συνέφερε με τις περιποιήσεις και την αγάπη της, γιατί τον ήξερε από μικρό και τον αγαπούσε από τότε που να σας τα λέω τώρα και πώς να τα καταλάβετε όλα μέσα σε λίγες αράδες...-, εκείνος ο δειλός, ο άνανδρος, μας εγκατέλειψε -εμένα και τη φιλενάδα μου τη Χάιδωόσο προσπαθούσαμε να φτάσουμε στην ακτή, έφυγε μόνος του, πήρε τη μια βάρκα και έφυγε όχι μόνο δε μας βοήθησε, αλλά και δε μας περίμενε καν. Υστερα οι δυο μας μπορέσαμε να φτάσουμε στη Χίο... τι να φτάσουμε... να ναυαγήσουμε, να λέω καλύτερα... μισοπεθαμένες από την πείνα και τη δίψα, με το σώμα διαλυμένο από τις κακουχίες. Από εκεί μας πήρε στο καΐκι του ένα ηλικιωμένο αντρόγυνο από τη Σμύρνη, που ταξίδευε μέρες μες στη φουρτούνα με προορισμό την Ελλάδα. Μέχρι να πούμε «Δόξα τω Θεώ», μας βρήκανε κι άλλες συμφορές. Η Χαϊδούλα μου, το κορίτσι με τη χρυσή καρδιά, η χιλιοβασανισμένη από τα παιδικά της χρόνια, πέθανε ενώ απέβαλλε το παιδί του προδότη, του εγκληματία. Κανείς δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει, άπραγοι στεκόμασταν και βλέπαμε τη θάλασσα να γίνεται κόκκινη από το αίμα της. Σκούπισε τα δάκρυά της η Ελένη, σφοδρές οι μνήμες, της τράνταξαν το στήθος, νόμισε ότι σφαίρα τη χτύπησε, όχι, δεν ήταν σφαίρα, ο παλιός πόνος ήταν, αυτός που πίστεψε ότι τον είχε θάψει, αυτός πουξαναγύριζε και την έλιωνε, τη διέλυε. Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα για εκείνη, για εκείνη που έγινε θηρίο και σκότωσε με τα χέρια της έναν άντρα δυο μέτρα για να με σώσει. Φτάσαμε στην Ελλάδα με το καΐκι των Σμυρνιών, μεγάλες περιπέτειες, αλλά φτάσαμε, πήγα τότε να βοηθήσω σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο που είχε σιηθεί για τους πληγωμένους Έλληνες στρατιώτες, αυτούς που φέρνανε από το μέτωπο της Μικράς Ασίας. Εκεί γνώρισα τον Ζήση, τον νέο που θα παντρευτώ σε λίγο. Εχουμε έρθει μαζί <πο σπίτι του, στην άκρη της Μακεδονίας, και προσπαθούμε να ενώσουμε το νήμα της ζωής μας από εκεί που έχει σπάσει. Γιατί έχει σπάσει. Και είναι δύσκολο να ενώνεις με σάλιο κάτι που έχει κοπεί με το σπαθί... Σταμάτησε να γράφει, στο χαρτί τα δάκρυα και οι πικρές αλήθειες είχαν γίνει ένα με το υγρό μελάνι, ήξερε ότι αυτό δεν ήταν ένα γράμμα, ήξερε ότι δεν επρόκειτο ποτέ να το στείλει, ούτε θα ήθελε να το
διαβάσουν οι γονείς της, όπως και κανείς άλλος, δε λέγονται αυτά τα πράγματα σε τρίτους, ούτε στον εαυτό σου δε λέγονται, μία φορά τα ζεις ή τα ονειρεύσαι στο χειρότερο, εφιάλτη σου, μετά καλύτερα να πιστέψεις ότι είναι ψέμα για να ζήσεις σαν άνθρωπος και όχι σαν αγρίμι. Σηκώθηκε σαν υπνωτισμένη, τα δάχτυλά της μαύρα από το μελάνι -μακάρι και η καρδιά της να ήταν μαύρη από τον ίδιο λόγο-, τα κοίταξε με φρίκη, της φάνηκαν τόσο άσχημα, σαν χέρια γριάς... Να τα πλύνει, να τα πλύνει αμέσως, έπρεπε αμέσως να πλύνει τα χέρια της! Βγήκε από την κάμαρη τρέχοντας σαν τρελή, τα μάτια της θολά από τα δάκρυα και πλημμυρισμένα από τη φρίκη, όχι επειδή είχε μελάνι στα δάχτυλα αλλά επειδή είχαν ξυπνήσει τα φανυάσματά της... και έβλεπε... έβλεπε... το πρόσωπο της Χάιδως πιτσιλισμένο από το αίμα και τα μυαλά του Τούρκου... τη μικρούλα Ελισώ άψυχη, με το κεφαλάκι της να κρέμεται όπως τη μετέφερε στα χέρια του ο θειος της, ο δικός της αγαπημένος, για να τη θάψει... τον Δημητρό να κρατάει σφιχτά τη μισοανοιγμένη του κοιλιά... αίμα, αίμα, αίμα!... και να προσπαθεί, να σέρνεται να πάει κοντά της, να τη σώσει από τα χέρια του εχθρού, του βιαστή και δολοφόνου... την ήσυχη, διάφανη θάλασσα να αλλάζει χρώμα, να κοκκινίζει από το αίμα της φίλης της, που έχανε παιδί και ζωή μαζί μέσα σε μια καυτή, κατακόκκινη θάλασσα... Έπρεπε να φέρει νερό, έπρεπε να βρει νερό να πλυθεί και να ξεπλύνει αίματα και μυαλά, θάνατο και μνήμη, πόνο, αδικία, προδοσία, έπρεπε να ξεπλυθεί, να γίνει και πάλι άσπρη, σαν το χιόνι που σκέπαζε τα πάντα, να πλυθεί, να ξεπλυθεί στο χιόνι, μακάρι να γινόταν διάφανη και καθαρή σαν τη βροχή... Χίμηξε έξω από την κάμαρα και κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά. Στάθηκε στην είσοδο της κάσας, κρύο και σκοτάδι -σχεδόν σκοτάδι, φυλακισμένο έξω από τους πέτρινους τοίχους παρέμενε το λιγοστό φως-, άνοιξε την πόρτα και ο παγωμένος αέρας τής χαστούκισε τα ξαναμμένα μάγουλα, έστρεψε τα τρελαμένα της μάτια σε όλη την εικόνα που ξετυλιγόταν μπροστά της, τα δέντρα με λυγισμένα τα κλαδιά από το χιόνι, να μη φαίνεται πουθενά ο δρόμος, μόνο το στρώμα του χιονιού παντού, τα απέναντι σπίτια θολά μες στην ομίχλη... Οι σταγόνες της βροχής -μικρές κρυστάλλινες σφαίρεςτη σημάδεψαν στο μέτωπο και, αντί να τη συνεφέρουν, την τάραξαν ακόμη περισσότερο. Ποιος, από πού την πυροβολούσε; Πάγωσαν τα δάκρυα στα μάτια της κσι θόλωσαν οι εικόνες. Να φύγει, να πάει στο^ χιόνι, να χωθεί μέσα του και να εξαγνιστεί, να σβήσει τα αίματα από τα χέρια της... όχι, όχι, δεν ήταν αίματα, μελάνι ήταν... να ξεπλύνει το μελάνι... να ξεπλύνει και τα χυμένα μυαλά... το μελάνι και το αίμα του Δημητρού που απλωνόταν στο πουκάμισό του... Άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας και παραπατώντας, δυο σκαλιά ακόμη και θα βρισκόταν κάτω, στο σωτήριο χιόνι, τυφλή από το κλάμα και τις βασανιστικές εικόνες έτρεξε... και βρέθηκε... στην αγκαλιά του αφέντη, του πεθερού της. Τρόμαξε, τινάχτηκε. Ποιανού ήταν αυτό το ζεστό σώμα που ακουμπούσε; Τι χτυπούσε κάτω από το άσπρο πουκάμισο, άσπρο σαν το χιόνι; Τα χέρια της, έτσι όπως τα κρατούσε ανοιχτά σχεδόν στο ύψος του στήθους της, με τεντωμένα από την αηδία τα μουντζουρωμένα της δάχτυλα, σημάδεψαν το άσπρο του πουκάμισο, και, αντί να τραβηχτεί και να ζητήσει συγνοψη ή έστω να φύγει βιαστικά, όπως είχε κατέβει, τον γράπωσε μ’ εκείνα τα λερωμένα χέρια, έμπηξε τα νύχια της στο στήθος του και: - Βοήθεια..., ψέλλισε σαν τρελή τα φαντάσματά της ήταν ζωντανά, από αυτά έτρεχε να σωθεί.
Βοήθεια..., είπε πάλι στον άντρα που στεκόταν μαρμαρωμένος και πάλευε με τα δικά του συναισθήματα. Είδε η Ελένη το πουκάμισο να ματώνει σιγά σιγά, με τόση δύναμη είχε μπήξει τα νύχια στο στήθός του, αίμα και μελάνι να γίνονται ένα. - Βοήθεια..., είπε πάλι και λιποθύμησε, αυτή τη φορά μέσα στην αγκαλιά του, αφού ο άντρας την κράτησε με τα δυο του χέρια και δεν την άφησε να πέσει. Έγινε ο γάμος του Ζήση και της Ελένης με όλη τη μεγαλοπρέπεια που άρμοζε στην οικογένεια, ενωμένοι και περήφανοι δεν έδωσαν δικαίωμα σε κανέναν να πει κάτι για τη νύφη -για την καταγωγή της, την έλλειψη συγγενικών της προσώπων, οτιδήποτε-, την πανώρια νύφη, την Ελένη, που τους έκανε όλους να μείνουν βουβοί μπροστά στην τόση ομορφιά της, μια ομορφιά που δεν είχε τίποτα το έντονο, μια καστανή κοπέλα ήταν, με ίσια μαλλιά και μεγάλα μάτια, άλλες γυναίκες με αυτά τα χαρακτηριστικά περνούσαν τελείως απαρατήρητες, τούτη εδώ όμως, με το αχνό της χαμόγελο, το βελούδινο βλέμμα και τις αέρινες κινήσεις, σκλάβωνε τη ματιά, δεν μπορούσες να πας παρακάτω, έμενες και περίμενες... κάτι... οτιδήποτε... ίσως να σηκωθεί από τη γη και να αρχίσει να πετάει... ή να σε κοιτάξει και να αρχίσεις να μεταμορφώνεσαι... σε θεό... σε άγγελο... ποιος ξέρει σε τι... Βρέθηκαν στην κάμαρά τους μετά το γάμο, τώρα είχαν βγάλει τα δυο (πενά σιδερένια κρεβάτια και είχαν τοποθετήσει την παλιά καριόλα των γονιών του Ζήση, εκείνη που είχε εξαφανίσει με το που πάτησε το πόδι της σιο σπίτι η Πιπίνα. Το είχε δει το κρεβάτι η Ελένη στην αποθήκη, όπου την είχε πάει ο Ζήσης, και ξετρελάθηκε, «Αριστούργημα!» του είπε, «Ας το πάρουμε εμείς», χάρηκε εκείνος, της μάνας του το κρεβάτι, να μια γυναίκα που το ήθελε -ακόμα θυμόταν τους καβγάδες του πατέρα του με την Πιπίνα, την πίκρα της Βασιλικής και το θυμό της-, το έφτιαξαν οι σιδεράδες, γυάλισαν τα μπρούντζο, αντικατέστησαν κάτι μικρά καθρεφτάκια που συνέθεταν ένα δικέφαλο αετό στο πάνω μέρος και το ανέβασαν από τη σκάλα, κάτω από το βαρύ βλέμμα του αφέντη και με τη νοικοκυρά, τυχαία τάχα, κλεισμένη μέσα στην κουζίνα της. Και ήρθαν οι νιόπαντροι τώρα, μετά το γάμο, και έμειναν ακίνητοι κοιτάζοντας την καριόλα, που έλαμπε από το φρεσκάρισμα και τα κάτασπρα υφαντά στρωσίδια. Πέλαγος άγνωστο αλλά όχι επικίνδυνο της φάνηκε της κοπέλας το κρεβάτι, δεν ήξερε ποιο θα ήταν το ταξίδι, αλλά θα το έκανε, αφού στο τιμόνι ήταν ο Ζήσης, ο άντρας της, που μπορεί να μην τον αγαπούσε όπως τον Δημητρό, μπορεί να μην κοβόταν η ανάσα της όταν τον έβλεπε, όπως πάθαινε με τον... Όχι, όχι, αυτό θα το έδιωχνε για πάντα από το μυαλό της, δε θα το σκεφτόταν άλλη φορά, τον εκτιμούσε τον Ζήση και τον σεβόταν, της είχε χαρίσει μια καινούρια ζωή και ήταν ένας καλός άνθρωπος, χαρούμενος και έντιμος, μήνες κοιμόνταν στην ίδια κάμαρα και ούτε είχε απλώσει χέρι πάνω της, μόνο της φιλούσε τα ακροδάχτυλα κάθε τόσο προτού κοιμηθούν. Γενναίος και ειλικρινής, την είχε υπερασπιστεί όπου χρειάστηκε, στους συγγενείς, στην Πιπίνα, στα κουτσομπολιά της κλειστής κοινωνίας, καμία σχέση δεν είχε με τον άλλο, τον προδότη Αδάμο, του άξιζε η αγάπη και η αφοσίωσή της, τίποτα άλλο δεν ήθελε στη ζωή της, μόνο να τον τιμήσει όπως την τίμησε και να ξεχάσει, να ξεφύγει. Και θα ξεχνούσε, θα τα κατάφερνε... Είδε και ο Ζήσης το κρεβάτι με τα μεγάλα μαξιλάρια και τις δαντέλες, καράβι τού φάνηκε, υπερωκεάνιο, που θα τον έβγαζε μακριά, πέρα, στη γη της ευτυχίας, ό,τι είχε ονειρευτεί για την κοπέλα εκείνη τώρα θα γινόταν πραγματικότητα, χαλάλι οι άγρυπνες νύχτες και οι άσβεστοι πόθοι του, τώρα θα ήταν δική του,
γυναίκα του και μάνα των παιδιών του. Ενώθηκαν με τρυφερότητα και αγάπη, πράγματι η καριόλα της Αρτέμης έγινε πλεούμενο στο πέλαγος του γάμου τους, ενώθηκαν και ταξίδεψαν στις θάλασσες του πόθου, άλλοτε τρικυμιώδεις, άλλοτε γαλήνιες, απαλές. Σιωπηλή και ντροπαλή τού δόθηκε στα σκοτεινά, δεν αισθάνθηκε ότι έγινε ένα μαζί του, πιο πολύ από ευγνωμοσύνη τον αγκάλιαζε, θεωρούσε ότι του το χρωστούσε, όπως του χρωστούσε και όλα τα άλλα. Εκείνος, απ’ την άλλη, προσπάθησε να μη δείξει το πραγματικό του πάθος και την τρομάξει, εισέπραξε όμως την ευγνωμοσύνη της για έρωτα, επιτέλους την είχε κατακτήσει, θα ζούσαν καλά, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Και όπως κάθε βράδυ ξενυχτούσε ο αφέντης στο χειμωνιάτικο δωμάτιο, μπροστά στα ανοιγμένα κατάστιχά του -άλλοτε ανοιγμένα και αφημένα στην τύχη τους, άλλοτε φρεσκογραμμένα από το χέρι του-, όπως ξενυχτούσε και άκουγε -ή μήπως φανταζόταν;περπατησιές και ψίθυρους από την κάμαρα του Ζήση και της Ελένης, έτσι κι εκείνο το βράδυ, το βράδυ του γάμου, ξαγρύπνησε και άκουσε όλους τους ήχους της σιδερένιας καριόλας, που ήταν ήχοι από το μακρινό παρελθόν -απαλούς τούς θυμόταν, στριγκοί τού φάνηκαν-, ήχοι που βούιζαν όλη τη νύχτα στα αφτιά του και έσφιγγαν την καρδιά του με το σιδερένιο τους χέρι. Και δεν ήταν μόνο αυτό, είχε και τα άλλα, αυτά που είχε μάθει λίγο καιρό νωρίτερα για τον άλλο του γιο, τον Αδάμο... Κύλησαν οι μήνες και ήρθε πάλι το φθινόπωρο, ήρθε και ο χειμώνας, πιο βαρύς από ποτέ, έλειπε σε ταξίδι ο Ζήσης και η Ελένη είχε μείνει πίσω, εφτά μηνών γκαστρωμένη ήταν τώρα και βούλιαζε σε μια παράξενη απελπισία, το παιδί μέσα της κλοτσούσε ζωηρά κάθε τόσο, και αυτό της έδινε μια ελπίδα ότι σύντομα θα είχε κάποιον δικό της, αποκλειστικά δικό της, θα είχε κοντά της το παιδί της, ο άντρας της έλειπε πολύ, δούλευε σκληρά και πάσχιζε να πετύχει, είχε ανάγκη να πετύχει. Και όχι μόνο δούλευε σκληρά και δεν είχε μυαλό για τίποτα άλλο -πάνε οι κουβέντες τους, τα γέλια και τα αστεία τους, πάνε τόσο γρήγορα...-, αλλά και άλλαζε γρήγορα, το παρατηρούσε αυτό η Ελένη, την αγαπούσε βέβαια και τη νοιαζόταν, δεν αμφέβαλλε γι’ αυτό, της το έδειχνε με κάθε τρόπο, με κάθε κουβέντα του, αλλά... αλλά είχε αρχίσει να αποκτά παράξενα χούγια, ακόμη και όταν δεν ήταν στις δουλειές του αργούσε να γυρίσει στο σπίτι, περνούσε από το χάνι1 και έμενε εκεί ώρες, «Κι αυτή δουλειά είναι», την είχε αποστομώσει τη μία και μοναδική φορά που του έκανε παράπονο, «Και εκεί βγάζω λεφτά, βλέπω κόσμο, βρίσκω εργάτες, πελάτες». Υστερα, δεν ήταν μόνο οι μεγάλες απουσίες, ήταν και οι μεγάλες σιωπές, πιο βαριές αυτές, «Μιλάω όλη μέρα...» της έλεγε, «Τώρα θέλοΓηρεμία», ήταν σίγουρος πια ο Ζήσης πως η Ελένη ήταν δική του, δική του και μόνη της, τώρα ήταν και γκαστρωμένη τι άλλο να θελήσει μια γυναίκα στη ζωή της; Αποκτούσε τα αντρικά «χαρίσματα» της κοινωνίας και της εποχής τους ο Ζήσης: δεν απηύθυνε το λόγο στη γυναίκα του όταν ήταν μπροστά ξένοι άνθρωποι, προτιμούσε να μιλάει με άντρες και με τις γηραιότερες γυναίκες παρά με την ίδια, μια δυο φορές τής έκανε παρατήρηση που δε φίλησε το χέρι κάποιων μπαρμπάδων του που εκείνη τους έβλεπε για πρώτη φορά. Αποκτούσε λοιπόν τα «χαρίσματα» εκείνα των οποίων την απουσία είχε εκτιμήσει σ’ αυτόν η Ελένη, και στάλαζε μέσα της η πίκρα αργά και βαριά, το μυαλό της στεκόταν με τις ώρες σ εκείνη τη μέρα -μέρα ήταν, ή νύχτα; δε θυμόταν πια...-, σ’ εκείνες τις στιγμές που με τα μελάνια στα χέρια... Και όχι μόνο στεκόταν το μυαλό της εκεί, αλλά και η καρδιά της έκανε ένα παράξενο φουρφούρισμα κάθε φορά που...
Ήρθαν και πέρασαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά, μόνο τα μικρά χάρηκαν, οι μεγάλοι απομονωμένοι, ο καθένας στις σκέψεις του και στα καθήκοντά του βουλιαγμένος, κανείς δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες, η Πιπίνα ζαλιζόταν και κοκκίνιζε στα καλά του καθουμένου, «Θα μου ρθει κανένας νταμπλάς, και να δω τι θα απογίνετε!» απειλούσε τους πάντες, ο αφέντης διάβαζε και ξαναδιάβαζε το τελευταίο γράμμα του Αδάμου -«Αποστολέας άγνωστος» συνέχιζε να γράφει ο φάκελος-, η γιαγιά Ζήσαινα περίμενε με λαχτάρα το δισέγγονο, που δεν ήταν το πρώτο της, αλλά ήταν το πρώτο δισέγγονο από το πρώτο παιδί του μικρότερού της γιου πάντα υπάρχει μια πρωτιά αν θέλεις να υπάρχει... Μέσα σ’ εκείνα τα Χριστούγεννα, η Λένα, η νύφη του Σωτήρη, έκανε μερικές προσπάθειες να βγάλει την Ελένη από την απομόνωσή της, και εκείνη ανταποκρίθηκε. Πήγε μια φορά επίσκεψη μες στα χιόνια, πήγε και δεύτερη, την τρίτη τσίνησε η Πιπίνα, «Θα πάθεις τίποτα μοναχή σου με τόσο πάγο...», και της φορτώθηκε είχε σκάσει από τη ζήλια της. Ξέκοψε η Λένα, δεν άντεχε λεπτό τα κουτσομπολιά της χοντρο-Δέσποινας, ούτε τα καρφιά της ότι τάχα μου η Βασιλική ήταν εκείνη που είχε επιλέξει τότε, κατά συνέπεια η Βασιλική είχε απορρίψει τον Γιοίργη της... πράγμα αδύνατον να το παραδεχτεί, κι ας πίίπευε το ίδιο κι αυτή... ξέκοψε με τρόπο λοιπόν, και έμεινε πάλι μέσα η Ελένη, περιμένοντας τον Ζήση, περιμένοντας και το μωρό της, που όμως αργούσε κάμποσο ακόμη έτσι πίστευε και έτσι θα έπρεπε να γίνει... Τελείωνε ο Γενάρης και οι δρόμοι ήταν από παντού κλειστοί, «Έξι μέρες κάνανε να ’ρθουν...» άκουγε η κοπέλα τον πεθερό της να λέει για κάποιους που αποτόλμησαν το ταξίδι, κάποιο ταξίδι, με προορισμό την Κλεισούρα, δε συγκρατούσε τα τοπωνύμια, της ήταν άγνωστα όλα εκείνα τα ονόματα που αντιστοιχούσαν σε πόλεις και χωριά, ο άντρας της είχε φύγει για μεγάλο ταξίδι, θα έφτανε και μέχρι την Οδησσό, από στιγμή σε στιγμή περίμεναν να γυρίσει πρώτος θα έφτανε αυτός και μετά τα γράμματά του, σκεφτόταν η Ελένη καθώς καθόταν μόνη τα ατέλειωτα απογεύματα ή δίδασκε στον Αλέξανδρο τα «Merci beaucoup»2 και τα «Βοή appetit»3. Τέλη του Φλεβάρη περίμενε το μωρό της, η αγωνία την έτρωγε, και αναρωτιόταν ποιος θα στεκόταν κοντά της, ο Ζήσης βέβαια της είχε υποσχεθεί ότι θα γυρνούσε «Πολύ πριν γεννήσεις, αγάπη μου», αλλά... αλλά αν έσπαγε ο διάολος το ποδάρι του; Και έσπασε ο διάολος το ποδάρι του, και γέννησε ένα μήνα νωρίτερα η Ελένη, την πρώτη Κυριακή του Φεβρουαρίου, μια Κυριακή που κανείς δεν κατάλαβε αν είχε ξημερώσει ή όχι, τόσο σκοτεινή ήταν από το μολυβένιο ουρανό και την πυκνή χιονόπτωση. - Δέσποινα! Δέσποινα! Νομίζω ότι γεννάω! φώναξε με τον πρώτο πόνο η κοπέλα βγαίνοντας στη σκάλα. Έτρεξε εκείνη, έτρεξε και ο αφέντης, στάλθηκε ένας μπιστικός με δυο μουλάρια να φέρει αμέσως τη μαμή, η Ελένη μες στους φρικτούς πόνους δήλωνε ότι δε θα γεννούσε, ότι θα περίμενε τον Ζήση. Ετοιμάστηκαν στα άψε σβήσε ζεστά νερά και καθαρές πετσέτες -η παρακόρη είχε εμπειρία στους τοκετούς πια, το μικρότερο γιο της Πιπίνος εκείνη τον ξεγέννησε, προτού καλά καλά φτάσει η μαμή-, τους τρόμαξε όμως κάπως το γεγονός ότι, αντί να σπάσουν τα νερά της Ελένης, έτρεχαν αίματα από τα πόδια της. Έφτασε η μαμή, ενημερώθηκε με ύφος για την κατάσταση και: - Στρίντζε! είπε στην Ελένη στα βλάχικα, μα εκείνη δεν κατάλαβε.
- Δε μιλάει ελληνικά η μαμή, της εξήγησε η Πιπίνα επιτέλους είχε βρει ένα ρόλο για να είναι κοντά στην παράξενη κοπέλα, που από τη μια τη θαύμαζε, τέτοια αριστοκρατική ομορφιά δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της, και από την άλλη τη ζήλευε παράφορα για όλα και για τις κρυφές ματιές που έπιανε τον άντρα της να της ρίχνει. Σφίξου! τη διέταξε, κάνοντας τη διερμηνέα. Το μωρό, ένα ισχνό αγοράκι, γεννήθηκε νεκρό δύο ώρες αργότερα, νεκρό και μελανιασμένο, ένα μακρύ έντερο είχε τυλιχτεί πολλές φορές γύρω από το λαιμό του. - Τουλάχιστον σώθηκε η νυφαδιά σ’..., παρηγόρησε τον αφέντη η μαμή. Λίγο ακόμη και θα σάπιζε το άχαρο μέσα της. Ουουου, θα τη χάνατε την κοπέλα! Αρνήθηκε να δει το παιδί της η Ελένη, και οι άλλοι το έθαψαν άρον άρον, αρνήθηκε και έμεινε στο κρεβάτι για μία εβδομάδα, ακόμη και από τον Αλέξανδρο ζήτησε να διακόψουν για λίγο τα μαθήματα, μέχρι να συνέλθει. Το κατάλαβε το παιδάκι, έβλεπε τον πατέρα του να κλαίει στα κρυφά και κατάλαβε ότι κάτι φοβερό ήταν αυτό που είχανε πάθει, τσιμουδιά δεν έβγαλε, ούτε ποτέ μαρτύρησε ότι τον είδε να κλαίει μοναχός του. "Γην έκτη μέρα το μεσημέρι, την ώρα που συνήθως ανέβαζε αγκομαχώντας το φαγητό η Ι Ιιπίνα στην Ελένη, βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που, ενώ έλπιζε ότι θα τη βοηθούσε στις δουλειές, η άλλη την είχε για υπηρέτρια, άκουσε η κοπέλα διαφορετικό ήχο βημάτων, πιο ελαφρύ και πιο γρήγορο. Ανοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε ο Ζήσης με τα μάτια κλαμένα, έπεσε στην αγκαλιά της και προσπάθησε να την παρηγορήσει με λόγια αγάπης γεμάτα ελπίδες και όνειρα «Θα δεις, κορίτσι μου, θα δεις... Θα κάνουμε άλλα, πολλά παιδιά... Μη μου είσαι λυπημένη...». Και, περνώντας οι μέρες, διαπίστωσαν ότι εκείνος που ήταν περισσότερο πληγωμένος απ’ όλους -ακόμη και από τη μάνα, που παρέμενε αδάκρυτη και αμίλητηήταν ο αφέντης, που δεν μπορούσε να το χωνέψει, δε μιλούσε πια σχεδόν καθόλου στο σπίτι, μόνο τον άκουγαν να μονολογεί «Αμαρτία... αμαρτία... Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα...». Και κανείς δεν καταλάβαινε ακριβώς αν εννοούσε την αμαρτία που όλοι θεωρούσαν πως ήταντης συγκατοίκησης του ζευγαριού πριν από το γάμο ή κάποια άλλη, κάποια αμαρτία όπου δεν πήγαινε ο νους τους όχι όλων ο νους... Η άνοιξη, που ήρθε με ανατριχίλες και χελιδόνια, τους βρήκε αγαπημένους όσο ποτέ. Όποτε δεν ήταν στις δουλειές του, ο Ζήσης ήταν συνέχεια κοντά στην Ελένη και κάνανε μεγάλους περιπάτους, αισθανόταν ένοχος που έλειπε όταν η γυναίκα του επρόκειτο να γεννήσει και, μόλις καλυτέρεψε η υγεία της και έσβησαν οι φωτιές στα τζάκια, την πήρε μαζί του στη Θεσσαλονίκη, συνδυάζοντας τη δουλειά με τη διασκέδαση. Εκεί, στην πόλη που αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς, κατέλυσαν σε ένα ξενοδοχείο της παραλίας -στο ίδιο όπου είχε μείνει η Βασιλική με τον Σωτήρη τις πρώτες μέρες του γάμου τους-, μπρο(πά (πη θάλασσα, που η Ελένη την αντίκρισε με μεγάλη συγκίνηση ύίπερα από δύο χρόνια. Διασκέδασαν σε ευρωπαϊκά κέντρα που ει-χαν ανοίξει πάνω στην παραλία, γευμάτισαν σε ωραία εστιατόρια και δείπνησαν σε αίθουσες χορού φωτισμένες από μεγάλους πολυελαίους. Ο Ζήσης πρότεινε στην Ελένη να κάνει όσα ψώνια ήθελε, και η κοπέλα αγόρασε δώρα για όλους, από τα παιδιά μέχρι και τον αφέντη Αχιλλέα, όπως και για τον άντρα της και για την ίδια, και έκαναν μεγάλες, ατέλειωτες βόλτες κοιτώντας κατάματα τους περαστικούς, ο μεν Ζήσης με την ελπίδα να συναντήσει τον αδελφό του τον Αδάμο, η δε Ελένη με φόβο για τον ίδιο ακριβώς λόγο και με λαχτάρα μήπως και
ξαναβρεί την κυρα-Νενέ και τον άντρα της, τον καπετάν Λευτέρη. Επέστρεψαν στην Κλεισούρα στα τέλη Μαΐου, φορτωμένοι δώρα και όμορφες στιγμές, με την πεποίθηση ότι αυτό το ταξίδι τούς είχε κάνει μεγάλο καλό στη σχέση τους και στη διάθεσή τους. Και πράγματι, δύο μήνες αργότερα η Ελένη ανακοίνωσε στον άντρα της πως ήταν έγκυος. - Θα κόψω τα μαλλιά μου, ανακοίνωσε ο αφέντης όταν ο Ζήσης ανακοίνωσε χαρούμενος την εγκυμοσύνη της γυναίκας του. Θα κόψω τα μαλλιά μου, που είχα τάμα να μην τα κόψω ποτέ μετά το χαμό του παιδιού μου... Όμως εκείνος πάει πια... έφυγε..., προσπάθησε να είναι η φωνή του σταθερή όσο αναφερόταν στον Νικόλα, ενώ τούτος δω..., και έδειξε προς την κοιλιά της Ελένης, που τον άκουγε χωρίς να τον κοιτάει, τούτος δω έχει δικαίωμα στη ζωή. - Θα σε πάω και στην Παναγία, στο ξωκλήσι, πρότεινε η Πιπίνα, γιατί κάπως έπρεπε να συνεισφέρει στην οικογενειακή ευτυχία. Θα σε πάω να προσκυνήσεις, να κάνεις τα τάματά σου... Έξω από τη λογική αυτήν -η οικογένειά της δεν ήταν ποτέ θρησκόληπτη, η θρησκεία είχε απολύτως κοσμικό χαρακτήρα για εκείνους τους μπον βιβέρ της Αλεξάνδρειας-, η Ελένη ευχαρίστησε ευγενικά, αλλά ζήτησε να μην αλλάξουν τις συνήθειές τους γι αυτήν, αναφερόμενη σαφώς και κυρίως στον αφέντη. Την κοίταξαν όλοι αποσβολωμένοι, είδε τον πεθερό της να χαμογελάει αμήχανα, την Πιπίνα χαιρέκακα αλλά μπορεί και να έκανε λάθος...-, είδε και τον Ζήση να κοκκινίζει και να βιάζεται να απαντήσει: - θα χαρούμε πολύ, πατέρα. Ευχαριστούμε κι εσένα, Δέσποινα, για τις συμβουλές σου. Ας λέει η Ελένη, δεν ξέρω τι την έπιασε... Πήγε να διαμαρτυρηθεί ότι λάθος είχαν καταλάβει, τη σταμάτησε με μια άγρια ματιά ο άντρας της, τσίμπησε ανόρεχτα, τίποτα δεν κρατούσε μέσα στο στομάχι της και δεν είχε όρεξη για φαγητό, ειδικά με αυτό το κοκκινιστό κρέας που κολυμπούσε στο λίπος -έτσι της φάνηκε-, και κυρίως ύστερα από αυτό που είπε ο Ζήσης, έφαγε δυο τρεις πατάτες και περίμενε καρτερικά να τελειώσουν όλοι. - Πρόσβαλες τον πατέρα! της είπε θυμωμένος όταν γύρισαν στο δωμάτιό τους. Ξέρεις τι σήμαινε αυτό το τάμα για εκείνον; Να κόψει τα μαλλιά του, που τα είχε πένθος για το γιο του... Καταλαβαίνεις πόσο ψηλά έβαλε αυτή τη στιγμή το παιδί σου; Έμεινε να τον ακούει και να μην πιστεύει στα αφτιά της, ειδικά εκείνο το «παιδί σου» της ήρθε πετριά στο κεφάλι. Ακριβώς επειδή καταλάβαινε πόσο σημαντικό ήταν το πένθος για το γιο του, ακριβώς γι’ αυτό είχε ζητήσει από τον πεθερό της να μην κάνει κάτι. Προσπάθησε να το εξηγήσει στον Ζήση, αλλά εκείνος ήταν έξω φρενών. - Είσαι αχάριστη! της είπε και άνοιξε την πόρτα να φύγει. Είσαι αχάριστη και ψηλομύτα! Σκέφτηκε για πολύ η κοπέλα, σκέφτηκε ότι μπορεί και να είχε δίκιο ο άντρας της, ίσως να μην έπρεπε να το είχε πει έτσι, να ήταν πιο προσεκτική -και θα ήταν στο μέλλον-, αλλά έπρεπε ο Ζήσης να την είχε καταλάβει αν δεν την καταλάβαινε αυτός, ποιος άλλος θα μπορούσε μέσα σ’ εκείνο το σπίτι; Ούτε ήταν ψηλομύτα, ποτέ δεν τους θεώρησε κατώτερους της -και θα ήταν λάθος της-, όχι ψηλομύτα, διστακτική ήταν και αλλιώς μαθημένη, δεν είχε ζήσει και πολύ μέσα στη δική της οικογένεια, είχε φύγει
όταν άρχισε να μεγαλώνει, να καταλαβαίνει, οι αδελφές της, αν και μεγαλύτερες, ήταν ανύπαντρες, δεν είχε άκουσει ποτέ κάτι για σχέσεις με πεθερικά, ούτε με συζύγους, η μητέρα της ήταν η αρχηγός του σπιτιού, ο πατέρας τους σιωπηλός και ήσυχος, η Αρμένισσα γιαγιά διακριτική, ποτέ δεν ανακατεύτηκε στη ζωή της οικογένειας, η Ελληνίδα γιαγιά πεθαμένη, ούτε τη γνώρισε ποτέ. Μπορεί κάτι να έκανε στραβά, μπορεί... αλλά δεν της άρεσε ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούσε ο άντρας της όταν ήταν μπροστά ο πατέρας του, ούτε η προθυμία του να συμφωνεί πάντα μαζί του. Άκου «το παιδί σου»... Δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Δίπλα στη θυμωμένη πλάτη του Ζήση, μια λέξη στριφογύριζε συνέχεια στο μυαλό της: «ξιάνα». Αυτό θα ήταν για πάντα μέσα στην οικογένεια του άντρα της: μια ξένη, μια ξιάνα...
ΥΠΑΡΧΕΙ «ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ» ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ; Βασιλική ΠΥΡΠΟΛΗΘΗΚΑΝ οι ΚΕΡΑΣΙΕΣ από τους κατακόκκινους καρπούς τους, και ο αέρας έγινε χλιαρός, γεμάτος μυρωδιές και θορυβώδη ζουζούνια. Η θάλασσα γαλήνεψε -όσο μπορούσε να γαληνέψει αυτή η συγκεκριμένη θάλασσα, η δίδυμη του ωκεανού-, βγαίνανε τα βαρκάκια κάθε πρωί από το λιμάνι και γυρνούσανε το μεσημέρι αργά, καμιά φορά και απόγευμα, πάντως προτού ανάψει ο φάρος. Τα σπίτια άνοιξαν τα παραθυρόφυλλα διάπλατα, να φύγει η υγρασία του χειμώνα, βάφτηκαν τα παγκάκια στις αυλές, γυαλίστηκαν οι κάβοι στο λιμάνι, στρώθηκαν καινούρια τραπεζομάντιλα στα παραλιακά εστιατόρια, γέμισαν οι δρόμοι νταντάδες με καρότσια, παιδάκια με ποδήλατα, ηλικιωμένα ζευγάρια με μπαστούνια, στολίστηκαν οι αμμόλοφοι με ριγέ τέντες, πάνινες πολυθρόνες, ανοιχτόχρωμες καμπίνες και ασπριδερά κορμιά μισοκαλυμμένα από σκούρα μαγιό. Μέσα Ιουνίου και η Βασιλική πήρε άρον άρον τη Θεοδώρα και έφυγαν για το Κολντ Σπρινγκ Χάρμπορ, το μικρό ψαροχώρι απέναντι από το Μανχάταν. Μέσα Ιουνίου και η θάλασσα ήταν ακόμα παγωμένη, λίγοι οι τολμηροί που βουτούσαν, οι περισσότεροι απέξω, πάνω στη ατέλειωτη άμμο έκαναν παιχνίδια με τον ήλιο, μια γυμνώνονταν για να μαυρίσουν, μια σκεπάζονταν γιατί κρύωναν. Δεν τη χωρούσε ο τόπος στην πόλη, ύστερα από δύο εβδομάδες αρρωστημένης αναμονής -τι περίμενε άραγε; μήπως να την αναζητήσει στο σπίτι της ο Δημητρός, ή να τον δει πάλι τυχαία στο δρόμο; τι ανόητη! πόσο ανόητη!-, δύο εβδομάδες στις οποίες προσπαθούσε συνέχεια να πείσει τον εαυτό της πως ήταν καλύτερα έτσι -και όσο το έλεγε, τόσο χειρότερα γινόταν-, αποφάσισε να αλλάξει περιβάλλον, εκεί όπου πήγαιναν με τον Τζόνι μικρό ίσως ήταν το καλύτερο μέρος, μόνο ωραία πράγματα είχε να θυμάται, μόνο γλυκές ήταν οι αναμνήσεις της. Και πράγματι, το μέρος, η θάλασσα, η παρέα της Θεοδώρας και η απομάκρυνση από τη Νέα Υόρκη τής έκαναν καλό. Στο σπίτι που νοίκιαζαν χρόνια τώρα, μια δίπατη ξύλινη βιλίτσα με τέσσερις κάμαρες επάνω, σοφίτα στη στέγη, μεγάλη σάλα κάτω και μια θεόρατη, φωτεινή κουζίνα που είχε γύρω γύρω παράθυρα, η Βασιλική ξυπνούσε από τα χαράματα, έβγαινε στο μπαλκόνι της κάμαράς της -εκείνης που έβλεπε στη θάλασσακαι, μέχρι να σηκωθεί η μικρή, κάρφωνε το βλέμμα της -τόσο ίδιο με το χρώμα της θάλασσας εκείνη την ώρα...στο απέραντο γαλάζιο, άδειαζε το μυαλό της και την καρδιά της από τα συναισθήματα που την είχαν συνταράξει τον τελευταίο καιρό και σιγά σιγά έβρισκε το συγχρονισμό των σκέψεων με τους παλμούς της. Ύστερα ξυπνούσε και το κορίτσι και έπαιρναν πρωινό στη βεράντα του κάτω ορόφου, στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, μια βεράντα κρυμμένη ανάμεσα σε ψηλά δέντρα και ανθισμένες γλάστρες.
Στην ίδια βεράντα η Βασιλική διάβαζε με τις ώρες μέχρι το μεσημεράκι, ενώ η Θεοδώρα κεντούσε πολύχρωμα πουλιά πάνω σε ανθισμένα κλαδιά ζωγράφιζε πρώτα στο πανί αυτό που ήθελε να κεντήσει και μετά έκανε υπέροχους χρωματικούς συνδυασμούς και αφοσκονόταν σιωπηλή σ’ αυτή την πρωτόγνωρη για τους Αμερικάνους τέχνη. Προς το μεσημέρι, κατέβαιναν στην παραλία, άνοιγαν τη δική τους καμπίνα, έβγαζαν στον ήλιο -ή στη συννεφιά, ανάλογα με τα κέφια του καιρούμεγάλες σεζλόνγκ και λιάζονταν δίπλα δίπλα, συζητώντας, γελώντας ασταμάτητα και κολατσίζοντας με σάντουιτς και φρούτα. Ήταν ένα πρόωρα ζεστό καλοκαίρι, αλλά όχι τόσο ζεστό ώστε να τολμήσει η Βασιλική να κολυμπήσει στον ωκεανό, η μικρή όμως, ατρόμητη και λάτρης του νερού, όπως τρυπούσε με τη βελόνα το ύφασμα, έτσι τρυπούσε και με το κεφάλι της, με ανάλαφρες χορευτικές κινήσεις, τα αφρισμένα κύματα, μια μέσα, μια έξω, μια πάνω, μια κάτω, ίδια με ελεύθερο και ανέμελο δελφίνι. Ο Σωτήρης ερχόταν κάθε Σάββατο λίγο πριν από το μεσημέρι και έμενε ως τη Δευτέρα το απόγευμα, και τότε η Βασιλική μαγείρευε περίτεχνα φαγητά που τού άρεσαν αρνάκι γάλακτος με μελιτζάνες, μοσχοβολισιά γιουβέτσια, πιπεριές και ντομάτες γεμιστές, πολύχρωμα τουρλού λαχανικών. Είχε έρθει και ο Τζόνι δύο φορές, του έκαναν μεγάλες χαρές τα «κορίτσια του», πήγανε όλοι μαζί για ψάρεμα με νοικιασμένο σκάφος -αλλά δεν κατάφεραν να πιάσουν τίποτα, προς μεγάλη απογοήτευση της Θεοδώρας-, έκαναν μακρινές βόλτες με τα ποδήλατα στα απέραντα αμπέλια, σπάσανε κατακόκκινους αστακούς και καβούρια, έφαγαν τεράστια παγωτά. Ήταν μια ευτυχισμένη οικογένεια, ζήλευε ο κόσμος, τόσα χρόνια που τους θυμόταν, έτσι ήταν «αυτοί οι Ελληνες»... Ξαναβρήκε τους ρυθμούς της καρδιάς της, αγωνιούσε και για τους δικούς της στην Ελλάδα, είχε καιρό να πάρει νέα τους, η Γαλλία είχε πέσει, το ίδιο και το Βέλγιο και η Ολλανδία, αφού είχαν προηγηθεί η Δανία και η Νορβηγία, ετοιμάζονταν οι Γερμανοί να εισβάλουν στην Πολωνία, έτρεμε το φυλλοκάρδι της για τους δικούς της, «1 ους μεγάλους θέλουνε...» την καθησύχαζε ο Σονιήρης, «Η Ελλάδα μας είναι μικρή χώρα...», έτρεμε για τον Ζήση -δεύτερη φορά στον πόλεμο;-, παρακαλούσε την Παναγιά να τον προστατεύσει αν... αν, έλεγε... γινόταν το κακό... Ο άλλος όμως; Πού να ’ταν ο Αδάμος τους; Πώς να τα βγάζε πέρα; Ξεσπούσε στον Σωτήρη όλες τις αγωνίες της, αγωνίες ανακατεμένες με τύψεις, τον μάλωνε τηλεφωνικά και του ζητούσε να κάνει ένα διάλειμμα, να πάει κοντά τους και να ξεκουραστεί. Φιλοξένησε για λίγες μέρες και δύο συμμαθήτριες της Θεοδώρας, και στα μέσα Ιουλίου κατέφθασαν, κατόπιν δικής της πρόσκλησης, η Αλούρ και η Μερσέντες, εγκαταστάθηκαν για μία εβδομάδα στη σοφίτα, αφού ο Σωτήρης είχε υποσχεθεί ότι σε μια δυο μέρες θα ερχόταν κι εκείνος για κάμποσο, άρα δε χρειαζόταν την κοπέλα στο σπίτι για να τον φροντίζει. Γέμισε το εξοχικό με κουβέντες και γέλια, χαρούμενη η Αλούρ που για πρώτη φορά στη ζωή της θα έκανε διακοπές, δεν έπαυε να φλυαρεί και να γελάει, την παρατηρούσε η Βασιλική και ντρεπόταν, πόσα αυτονόητα για την ίδια πράγματα ήταν πολυτέλεια για κάποιους, ίσως για τους πιο πολλούς... Παρατηρούσε όμως και τη μικρή της Θεοδώρα -στα δεκαπέντε το κορίτσι, όχι και τόσο μικρή πια-, έβλεπε την αλλαγή στη συμπεριφορά της από τη μέρα που εμφανίστηκε η μάνα της, κλείστηκε το παιδί και δε μιλούσε τόσο, δεν ήθελε να πάει στη θάλασσα ούτε να κολυμπήσει, κεντούσε αμίλητο, έτρωγε αμίλητο και έμενε πολλές ώρες κλεισμένο στην κάμαρά του.
- Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας; ρώτησε η Βασιλική τη Θεοδώρα το τρίτο κατά σειρά μεσημέρι που αρνήθηκε να τους ακολουθήσει στην παραλία. - Σήμερα νυστάζω..., μουρμούρισε εκείνη με το ζόρι, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, και κουκουλωθηκε με το σεντόνι από το κεφάλι. - Έλα, άσε τα νάζια! την ψευτομάλωσε η Βασιλική και την ξεσκέπασε. - Όχι, όχι! διαμαρτυρήθηκε το κορίτσι. Όχι, σου λέω, νονά! Δε θέλω να έρθω στη θάλασσα! - Θεοδώρα! προσπάθησε να κάνει τη φωνή της αυστηρή η Βασιλική. Είναι η μητέρα σου εδώ, για λίγες μόνο μέρες, και ξέρεις πολύ καλά ότι έχει ανάγκη να ζήσει λίγο μαζί σου, όπως και να κάνει μερικά πράγματα, ίσως και για πρώτη φορά... Δεν πρέπει να χαρεί κι αυτή μια φορά στη ζωή της; - Όχι! φώναξε θυμωμένη η μικρή. Όχι, δεν πρέπει! Καθόλου μάλιστα! Χάρηκε, και χάρηκε πολύ, όταν... γεννούσε παιδιά με διάφορους! σφύριξε με κακία, που ξάφνιασε την άλλη, και τράβηξε πάλι το σεντόνι στο πρόσωπό της. - Δεν μπορείς εσύ· να κρίνεις τους μεγάλους! της φώναξε η Βασιλική, κατεβάζοντας πάλι το σεντόνι με δύναμη. Είναι η μάνα σου! - Όχι, όχι..., αναλύθηκε σε κλάματα το κορίτσι. Εσύ είσαι η μάνα μου! Εσύ θέλω να είσαι η μάνα μου, νονά! Έμεινε βουβή για λίγο η Βασιλική, ταλαντευόμενη ανάμεσα στη χαρά της^να την αγαπάει η Θεοδώρα περισσότερο από τη μάνα της και στην αλήθεια. Η μάνα είναι μόνο και πάντα μία: αυτή που βγάζει από τα σπλάχνα της το παιδί, αυτή που το τρέφει με το αίμα και το γάλα της. Υπάρχουν αγάπες πολλών λογιών, μπορεί και πιο δυνατές από τη μητρική, αλλά αυτό δεν αλλάζει τα πράγματα. Η σχέση της μάνας με το παιδί είναι μία και μοναδική. Αυτό πίστευε από μικρή η Βασιλική, από την ώρα που έχασε τη δική της μάνα, με αυτό έζησε τη ζωή της, αυτό θα υπερασπιζόταν και τώρα. Κι ας λάτρευε τη Θεοδώρα, κι ας είχε ζηλέψει πολ\ές φορές την Αλούρ που είχε αυτό το υπέροχο πλάσμα. - Σ’ αγαπάω τόσο πολύ..., της είπε τρυφερά ενώ της σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάγουλά της. Σ’ αγαιιάω όσο αγαπώ τον Τζόνι, όσο αγαπώ τον Σωτήρη, όσο αγαπώ τα ανίψια μου. τα αδέλφια μου... Πέρασε μια αστραπή από το μυαλό της -«όσο αγαπώ και τον... άλλο»-, μα την έδιωξε την ίδια στιγμή. Καλύτερα έτσι, το είπαμε αυτό. - Σ’ αγαπάω σαν παιδί μου και καλύτερα, αλλά ξέρω πολύ καλά, Θεοδώρα μου, δεν είμαι εγώ η μητέρα σου. Πρέπει να αγαπάς και τη μητέρα σου, είπε και -σχεδόντο μετάνιωσε αμέσως. Υπάρχει «πρέπει» στην αγάπη; Και, το κυριότερο, υπάρχει «δεν πρέπει» στην αγάπη; Προσπάθησε να λογικέψει τη μικρή ενώ εκείνη έκλαιγε βουβά και αναρωτιόταν κάθε τόσο «Εσύ δε μ’ αγαπάς;... Εσύ δε μ’ αγαπάς;...», τη διαβεβαίωνε ότι την αγαπούσε πολύ, πάρα πολύ, τόσο όσο δεν μπορούσε να φανταστεί, τη διαβεβαίωνε ότι δεν ήταν αυτό το θέμα τους, της τόνιζε ότι, ζητώντας της να αγαπάει και να αναγνωρίζει τη μητέρα της, δεν της αρνιόταν τη δική της αγάπη. Η Θεοδώρα ησύχασε σιγά σιγά. Με τα σμαραγδί της μάτια κόκκινα από το κλάμα και με τα βλέφαρά της
πρησμένα, αγκάλιασε τη νονά της από το λαιμό και της ψιθύρισε στο αφτί: - Ξέρεις γιατί σ’ αγαπώ τόσο πολύ; Γιατί εσύ είχες πάντα μια μαμά, έναν μπαμπά, ένα .σύζυγο, ένα γιο... Η μαμά μου είχε πολλούς άντρες, πολλά παιδιά, και ποτέ δεν ακούσαμε κάτι για τους δικούς της γονείς... Μαζί σου νιώθω σίγουρη. Είμαι το μοναδικό κορίτσι στη ζωή σου... τουλάχιστον εδώ, στις Πολιτείες..., και γέλασε πικρά είχε τόση ανάγκη να αισθανθεί μοναδική, σίγουρη και μοναδική... Την κράτησε στην αγκαλιά της η Βασιλική, και άθελά της ο νους της ταξίδεψε στον... άλλο. Τι θα έλεγε άραγε η μικρή αν ποτέ μάθαινε, αν περνούσε από το μυαλό της ότι η τόσο σταθερή, η ακλόνητη νονά της, αυτή που την πίστευε για βράχο σιγουριάς, είχε περάσει από τόσες αμφιβολίες και ήταν έτοιμη να...; Φτου, φτου, φτου, και ξανά φτου! Πο>ς βοήθησες, Θεέ μου, και τον ξεπέρασε και δε συνέβη... τίποτα... Φτου, φτου, qmw! Καλύτερα έτσι... - Βάλε το μαγιό σου γρήγορα, της χτύπησε το σφιχτό κωλαράκι με την τέλεια επιδερμίδα και πήγε προς την πόρτα. - Νονά! της φώναξε το κορίτσι ενώ σηκωνόταν από το κρεβάτι. Ξέρεις και γιατί άλλο σ’ αγαπώ; - Λέγε, της είπε ξανακλείνοντας την πόρτα, μην και άκουγε κάτι η Αλούρ και πληγωνόταν όπως ότι η ίδια ήταν όμορφη, ενώ εκείνη χοντρή και μεγάλη. - Επειδή αγαπάς τόσο πολύ και το νονό μου, είπε η μικρή και βύθισε τα πράσινό της μάτια μέσα στα μάτια της Βασιλικής, σαν να περίμενε μια αντίδραση. Γιατί δε θα αγαπήσεις ηοτέ κανέναν άλλο\ και χτύπησε το πόδι με πείσμα στο πάτωμα. Μόνο το νονό μου! - Φυσικά, φυσικά..., είπε η Βασιλική και βιάστηκε να βγει από το δωμάτιο. Εκλεισε την πόρτα και έμεινε άπνοη από πίσω της. Είχε καταλάβει κάτι η μικρή, ή το έλεγε έτσι, τυχαία; Την έκοψε κρύος ιδρώτας. Κι αν είχε καταλάβει η μικρή, τι να είχε σκεφτεί για την αλλοπρόσαλλή της συμπεριφορά ο Σωτήρης; Κατά παρέκκλιση από τις συνήθειές τους, γύρισαν στο σπίτι τους στις αρχές του Σεπτέμβρη, όλο τον Αύγουστο οι Γερμανοί βομβάρδιζαν την Αγγλία, χωρίς αποτέλεσμα ακόμα, παγωμένοι παρακολουθούσαν την εξέλιξη του πολέμου στην Ευρώπη, έτρεμε η Βασιλική για την Ελλάδα, «Μην ανησυχείς...» της έλεγε ο άντρας της πάλι, «Οι Γερμανοί έχουν στο μάτι τις μεγάλες χώρες, τη Ρωσία ονειρεύονται», σταυροκοπιόταν εκείνη, ήρθε άλ\ο ένα γράμμα, το τελευταίο πριν από τον πόλεμο, «Μη στενοχωριέσαι, αδελφή» της έγραφε και ο Ζήσης, απαντώντας στις αγωνίες της,«Εμάς εδώ ιιάνω στα κατσάβραχα ηοιος να θέλει να μας κατακτήσει; Αν έρθουν οι Γερμανοί...» το ίδιο «αν» παντού. Γύρισε λοιπόν mo σπίτι της το Σεπτέμβρη η Βασιλική, στην αρχή σαν ξένο τής φάνηκε, σταυροκοπήθηκε κρυφά, πόσο πολύ είχε δηλητηριαστεί τους τελευταίους μήνες, τι καλά που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα και είχε γλιτώσει... Καλύτερα, καλύτερα έτσι, ούτε λόγος! Έβαλε να καθαρίσουν το σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη, να το ξετινάξουν στην κυριολεξία, «Πώς κάνεις έτσι;» τη ρωτούσε γελώντας ο Σωτήρης, «Μια χαρά είναι το σπίτι μας, γιατί το γδέρνεις;». Και ξαναβρίσκανε τη χαρά της σχέσης τους. Όταν η αγάπη είναι μεγάλη, είναι μεγάλο και το βάρος της, αμέσως φαίνεται το πρόβλημα, χαλαρώνει το σκοινί, ξεσφίγγουν οι κόμποι, χάνονται εύκολα, χάνονται γρήγορα οι ισορροπίες. Το είχανε νιώσει και οι δυο, έψαχναν το χώμα κάτω από τα πόδια τους,
ακροβατούσαν στο χείλος της αβύσσου. Μπήκανε στον Οκτώβρη, η Θεοδώρα στο σχολείο της, η Βασιλική στο σύλλογό της, ο Σωτήρης πάντα πολύ απασχολημένος, ο Χοσέ πήρε σύνταξη αλλά παρακάλεσε να μείνει στο σπίτι, «Δεν έχω πού να πάω, κυρία...» είπε στη Βασιλική, που ακόμα δεν του είχε συγχωρήσει το φέρσιμό του στην Ελβίρα, τη γυναίκα που τον περίμενε χίλια χρόνια να την παντρευτεί, η Μερσέντες ανένδοτη στη συγκατοίκηση μαζί του, του είχε φάει κάμποσα λεφτά, τι να τον έκανε τώρα το γέρο, αυτός της έλειπε! Αλλάξανε πάλι τη διαρρύθμιση στο πίσω μέρος του σπιτιού, μείωσαν το χώρο του πλυσταριού -είχαν πάρει ηλεκτρικό πλυντήριο, δε χρειάζονταν πια οι σκάφες στη σειρά και τα μεγάλα καζάνια-, ανέθεσε ο Σωτήρης σε εργάτες να χτίσουν μια κάμαρα, «Δεν είναι γηροκομείο εδώ, κυρία...» διαμαρτυρόταν η Μερσέντες, που όχι μόνο δεν ήθελε τον Χοσέ μες στα πόδια της, ούτε κοντά της δεν τον ήθελε, γελούσαν τα βράδια η Βασιλική και ο Σωτήρης με τον αιώνια ερωτευμένο Χοσέ, αλλά δεν τον άφησαν στην τύχη του. Τριάντα χρόνια ήτανε στο σπίτι, είχε δει τον Τζόνι να γεννιέται, είχε υπηρετήσει με αφοσίωση τον κύριό του, ήταν άψογος συνοδός και για τις δύο γυναίκες του, πρώτα -και για λίγο καιρόγια την όμορφη Ιρλανδέζα, τη μαμά του Τζόνι, και μετά για την ακόμα πιο όμορφη Ελληνίδα, τη Βασιλική, που μπορεί να μην ήταν και ιδιαίτερα πρόσχαρη και προσηνής μαζί του, ήταν όμως δίκαιη και καλή εργοδότρια. Έβρεχε από το πρωί εκείνης της μέρας, 20 Οκτωβρίου του 1940, και ο ήλιος, κρυμμένος πίσω από βαριά, μολυβένια σύννεφα, δεν τόλμησε να ξεμυτίσει μια μέρα σκοτεινή και κρύα, συνηθισμένη όμως για το κλίμα εκείνης της πόλης. Χτύπησε το ρολόι δέκα φορές, και η Βασιλική ανέβηκε στην κάμαρά της, στραγγίζοντας το φλιτζάνι του καφέ, είχε να ετοιμάσει ένα μεγάλο δέμα για την πατρίδα, τρεις μέρες ψώνιζε, ήθελε να το στείλει προτού πιάσουν τα μεγάλα κρύα πέρα στην Κλεισούρα, ήδη είχε καθυστερήσει πολύ. Έκλεισε το παράθυρο, εντάξει ήταν τώρα το δωμάτιο, είχε αεριστεί για πολλή ώρα, ανατρίχιασε, η υγρασία είχε τρυπώσει για τα καλά στο χώρο, άφησε τις κουρτίνες τραβηγμένες, να μπει όσο το δυνατόν περισσότερο φως -τίποτα, μόνο το γκρίζο του ουρανού έμπαινε-, επιθεώρησε με μία ματιά τα στοιβαγμένα στην άκρη πακέτα, ναι, χωρούσαν όλα σ’ εκείνο το κουτί που είχε ζητήσει από τον Χοσέ να της φέρει από την γκροσερία. Από το κάτω πάτωμα ακούστηκε ο ήχος του τηλεφώνου. Τρόμαξε, αναπήδησε με το πρώτο κουδούνισμα -τόσο απορροφημένη ήταν-, συνέχισε να τακτοποιεί τα πακέτα, αλλά και το τηλέφωνο συνέχισε να κουδουνίζει. Παράξενο... Η Μερσέντες, σε όποιο σημείο του σπιτιού και να βρισκόταν, συνήθως στο τρίτο χτύπημα προλάβαινε να σηκώσει το ακουστικό. Στάθηκε στην κορυφή της σκάλας και κοίταξε κάτω, πουθενά δε φαινόταν η κοπέλα. - Μερσέντες; φώναξε αδύναμα. Ένας κόμπος άρχισε να ανεβαίνει από το στομάχι της προς το λαιμό όσο η ίδια άρχισε να κατεβαίνει αργά -γιατί αργά άραγε;τα φαρδιά σκαλιά, παρακαλώντας ενδόμυχα να έκλεινε το τηλέφωνο όποιος τηλεφωνούσε, ήδη είχε χτυπήσει πολλές φορές, φως φανάρι ότι δεν ήταν κανένας στο σπίτι, γιατί να
επιμένουν τόσο; Εφτασε δίπλα από το τηλέφωνο και έκανε μια ύστατη προσπάθεια. - Μερσέντες; φώναξε πάλι. Σιωπή. Πού να ταν, το παλιοκόριτσο; - Μερσέντες; και σήκωσε το ακουστικό με χέρι που έτρεμε από μια παράξενη, αδικαιολόγητη ανησυχία. Παρακαλώ; - Βαζιιιλική; Αισθάνθηκε την καρδιά της να πέφτει στα πόδια της και να μένει εκεί κάτω, χαμηλά. Πώς να ανασάνεις με την καρδιά στα πόδια; Πώς να κρατηθείς όρθια; Ακόμη περισσότερο, πώς να συντάξεις δυο λέξεις, πώς να μιλήσεις; - Βαζιιιλική; Εσύ είσαι; Εσύ... δεν είσαι; Κράτησε το στήθος της με το άλλο χέρι, η καρδιά της σπαρταρούσε να σπάσει, πότε είχε ανέβει πάλι στη θέση της και χαμπάρι δεν είχε πάρει; Τι γινόταν στο σώμα της ερήμην της; - Ναι;... Ναι; ρώτησε ξεψυχισμένα. Ένα «Ναι;» που έδινε την εντύπωση ότι δεν άκουγε καλά; Ναι, ήταν αυτή; Ναι, δεν ήταν αυτή; - Είμαι ο Δημητρός, ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής, λες και χρειαζόταν διευκρίνιση. Δημητρός Μίκρογλου... Κοίταξε γύρω της. Μαύρο σκοτάδι στο σπίτι, σχεδόν νύχτα, η βροχή ράπιζε τα παράθυρα με ορμή. - Γιατί; ψέλλισε αδύναμα. Γιατί...; - Θα σου εξηγήσω, της είπε. Θα σου εξηγήσω αν... αν μου δώσεις την ευκαιρία... Θα σου εξηγήσω γιατί χάθηκα... «Δε σε ρωτάω αυτό» ήθελε να του πει, αν μπορούσε να μιλήσει, «Ρωτάω γιατί εμφανίστηκες πάλι». Αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει... Έμεινε με το ακουστικό στο χέρι και με την καρδιά της να κάνει τη διαδρομή στήθος πόδια σαν τρελαμένο ασανσέρ. Γιατί, Χριστέ μου, φάνηκε πάλι; αναρωτήθηκε. Δεν είχαμε συμφωνήσει πως είναι καλύτερα έτσι;... - Βαζιιιλική, είσαι εκεί; Τώρα πρόσεξε πόσο ζεστή ήταν η φωνή του, πόσο της άρεσε που τον άκουγε. - Ναι..., είπε ξεψυχισμένα. Ναι, εδώ...
- Γιατί δε μου μιλάς; Δεν μπορείς να μου μιλήσεις; επέμεινε εκείνος. - Μπορώ... πώς... πώς... - Είσαι καλά; Όλα καλά; - Ναι... ναι... Κάποιος κεραυνός μάλλον θα έπεσε εκεί κοντά, γιατί ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, σείστηκε το σπίτι, έτριξαν τα τζάμια, και η τηλεφωνική σύνδεση έκανε κάτι κρακ, κρακ που ακόμη και η Βασιλική κατάλαβε ότι δεν ήταν από την καρδιά της. - Τι έγινε; τη ρώτησε ανήσυχος. Τι γίνεται εκεί; Τι είναι αυτός ο θόρυβος; «Κρότος», σκέφτηκε η γυναίκα. Δεν ξέρει τη σωστή λέξη. Δεν είναι Έλληνας..., και έμεινε αμίλητη, με τη σκέψη εκείνη στο μυαλό, μια σκέψη-παρηγοριά, που την αποσπούσε από άλλες, πιο ανησυχητικές σκέψεις. - Τίποτα..., είπε πάλι σιγανά. Δεν είναι τίποτα... η καταιγίδα... μόνο... Η συνάντηση τους έγινε το απόγευμα της ίδιας μέρας, κάτω από καταρρακτώδη βροχή, στον ίδιο «καφενέ», στο δρόμο με τα παλαιοπωλεία. Το ραντεβού είχε κλειστεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, «Πρέπει να σε δω...» της είχε πει, ένα) η συνδιάλεξή τους είχε πολλά προβλήματα εξαιτίας της κακοκαιρίας, «Το απόγευμα στις τέσσερις, εκεί...» είχε απαντήσει σαν υπνωτισμένη, το ναρκωμένο της μυαλό δούλευε θαρρείς στο πίσω μέρος του, η Θεοδώρα θα κοιμόταν στο σπίτι της μεγάλης της αδελφής, που μόλις είχε παντρευτεί, το είχαν συμφωνήσει την προηγούμενη μέρα, θα την έπαιρνε η αδελφή της από το σχολείο πόσο βολικό τής φάνηκε ξαφνικά αυτό που την προηγούμενη μέρα την είχε αναστατώσει τόσο, δηλαδή το ότι θα έμενε σε άλλο σπίτι το κορίτσι... Εφτασε πέντε λεπτά νωρίτερα από την καθορισμένη ώρα, εκείνος ήταν ήδη μέσα και την περίμενε όρθιος μπροστά στην πόρτα. Τον είδε να της κουνάει το χέρι καθώς πλησίαζε, αλλά δεν ανταπέδωσε το χαιρετισμό, μυαλό και σώμα παράλυτα, μηχανικά τα πόδια της την είχαν οδηγήσει εκεί, πολλές εντολές δε δεχόταν ο εγκέφαλος, μόνο «Πήγαινε! Πήγαινε!» τη.διέταζε λίγες ώρες νωρίτερα, όσο μιλούσαν -ας πούμε ότι μιλούσανστο τηλέφωνο, «Πήγαινε! Πήγαινε!» της έλεγε και όση ώρα διάλεγε τι θα φορέσει όχι αυτό, το άλλο φόρεμα, το γκρι βελούδο με τις δαντέλες, όχι το πράσινο παλτό, το άλλο, το μπλε, μπλε της λίμνης, «Πήγαινε! Πήγαινε!» άκουγε μέσα στα αφτιά της και σε όλη τη διαδρομή, που την έκανε με ένα αργοκίνητο -πάλιταξί. Της άνοιξε την πόρτα και πέρασε μέσα, ούτε εκείνος χαμογελούσε, αλλά και την ίδια μόνο χαρούμενη δε θα μπορούσες να την πεις, απέφυγαν να κοιταχτούν στα μάτια. - Καλως ήρθες, τη χαιρέτησε, και η χειραψία κράτησε λίγο. - Καλο'χ; σε βρήκα..., απάντησε τελείως χαμένα εκείνη ποιος ο οικοδεσπότης, ποιος ο καλεσμένος; Κάθισαν αμήχανοι και σαστισμένοι σε ένα τραπέζι, πιο πρόσχαρη απ’ όλους η σερβιτόρα, η σερβιτόρα «τους», χαιρέτησε τη Βασιλική και τη ρώτησε πώς ήταν, απάντησε ότι ήταν καλά και χαμογέλασε με
κόπο. Παρατήρησε το εσωτερικό του καφενείου για πρώτη φορά τόσο λεπτομερώς -πόσος καιρός είχε περάσει από την προηγούμενη φορά; μια φευγαλέα ματιά είχε ρίξει μόνο-, ωραίο ήταν λοιπόν, ζεστό, με ξύλινα έπιπλα και κεραμιδί ύφασμα στις καρέκλες, πάνω σε κάθε τραπέζι ένα μικρό βαζάκι με άσπρα κυκλάμινα, στο παράθυρο καφετιές κουρτίνες κρεμασμένες από ξύλινους χαλκάδες, έισι να ’κανε με το χέρι της και τις τραβούσε τίποτα δε θα έβλεπε έξφ, τόσο χοντρές ήταν, τίποτα δε θα φαινόταν μέσα, αφού το μοναδικό φωτάκι έκαιγε κοντά στις καφετιέρες και το σαλονάκι ήταν μισοσκότεινο. Είδε τον πάγκο με το μεγάλο βάζο της ζάχαρης, μία, δύο, τρεις γυάλινες γαλατιέρες στη σειρά, μπισκότα σε ένα δίσκο σκεπασμένο με σήτα, ένα μεταλλικό κουτί με άσπρες χαρτοπετσέτες -«Annys» έγραφαν πάνω τους με μαύρα καλλιγραφικά γράμματα, πρώτη φορά συνειδητοποιούσε ότι έτσι ονομαζόταν ο «καφενές», λες αυτή η σερβιτόρα να ήταν η Άνι;-, ποτήρια, φλιτζάνια, τσαγερά, όλα τακτοποιημένα σε ράφια όμορφα και νοικοκυρεμένα, μια βιτρίνα με φωτογραφίες, η Άνι(;) χαμογελαστή, με την κάτασπρη ποδιά της, η Άνι(;) αγκαλιασμένη με ένα φαλακρό άντρα μπροστά στο μαγαζί, η Άνι(;) πίσω από τον πάγκο σερβίροντας καφέ, πάντα χαμογελαστή. Και κάτω από τον πάγκο το ψυγείο, μεγάλο, με αστραφτερά από την καθαριότητα τζάμια, ψυγείο με δύο σοκολατένιες τούρτες -η μια μισή, η άλλη ανέπαφη-, λίγα κομμάτια μηλόπιτα σε ένα δίσκο, δυο τρία φραντζολάκια ψωμί με κάτι μέσα, ίσως τυρί, ίσως σαλάμι, ένα καλάθι με φρούτα -μπανάνες, αχλάδια, μήλα, ένα καταπράσινο μάνγκοκαι λίγα μπουκάλια μπίρα. Περιπλανήθηκε το βλέμμα της -πόση ώρα: ούτε κατάλαβε-, γυ-ρισε στο τραπέζι τους, κοντά της, απέναντι και κοντά της, και στάθηκε στο πρόσωπο του Δημητρού, στο όμορφο πρόσωπο του Δημητρού, με τα υγρά, καστανά μάτια, τις μακριές βλεφαρίδες, τη λίγο γαμψή μύτη, τα απαλά, σχεδόν χωρίς γένια μάγουλα, τα σαρκώδη χείλη. Έμεινε να τον κοιτάει σαν μαγνητισμένη, τώρα δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα της από το πρόσωπό του, εκείνος της χαμογέλασε αχνά τι ήταν εκείνη η σκιά που πέρασε βιαστική από πάνω του; - Είσαι πολύ όμορφη, της είπε καθώς γέμιζε το φλιτζάνι της με καφέ. Είσαι... πιο όμορφη απ’ ό,τι σε θυμόμουν... Χαμήλωσε βιαστική τα μάτια, «Κι εσύ» ήθελε να του πει, αλλά: - Ευχαριστώ..., ψιθύρισε. Ευχαριστώ για τον καφέ..., διευκρίνισε, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων τι να έκανε τώρα, χαιρόταν τόσο πολύ που ήταν κοντά του, ώστε ήθελε να το βάλει στα πόδια και να εξαφανιστεί. - Πάλεψα..., άρχισε να της μιλάει χωρίς εισαγωγή, ένας θεός ξέρει πόσο πάλεψα... 'Ηξερα ότι δεν είναι... ότι δεν έπρεπε... ότι οι συναντήσεις μας ήταν... Προσπάθησα, Βαζιιιλική, σου δίνω το λόγο μου ότι προσπάθησα, αλλά... Δε συνέχισε, τα είχε χαμένα, περισσότερο χαμένα και από ένα αγόρι δεκάξι χρονών που αποχαιρετάει την αγαπημένη του δίπλα σε ένα σιντριβάνι στον Βόσπορο και αισθάνεται ότι τελειώνει ο κόσμος εκεί, ότι μετά δεν υπάρχει τίποτα. - Βαζιιιλική... αυτός δεν είναι ένας καφές που πίνουμε σαν φίλοι... όχι για μένα, πάντως... Την τελευταία φορά...
«Το ταξίδι;» ήθελε να τον ρωτήσει, μα σιωπούσε. «Το ταξίδι ήταν πρόσχημα;» σχημάτιζε την πρόταση στο μυαλό της και την άφηνε εκεί, συνειδητοποιώντας πόσο την είχε βασανίσει εκείνο το ερώτημα όλο το καλοκαίρι. - Έφυγα... έπρεπε να φύγω... αλλά... την τελευταία φορά, όταν είδα... όταν αισθάνθηκα όιι... ξέφευγε, ότι μου ξέφευγε... θα μου πεις, και μήπως αυτό δεν ήθελα;... τι ήθελα;... Και εσύ θύμωσες... σε στενοχώρησα και θύμωσες... και πάγωσες... Ήθελα να φύγω... ήθελα να μείνω..., δεν ήξερε ακριβώς τι της έλεγε. Έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό του δεν ήταν χάδι, σταμάτημα ήταν, αλλά σταμάτημα τρυφερό, απαλό. Έπαψε να μιλάει ο Δημητρός και την κοίταξε ερωτηματικά. - Όταν με σταμάτησες για πρώτη φορά, Δημητρό, στο δρόμο, τι ήθελες, τι περίμενες από μένα και από σένα; τον ρώτησε και δεν καταλάβαινε πού είχε βρει τόσο θάρρος να κάνει μια τέτοια ερώτηση. Αλλά δε θυμόταν -εκείνη τη στιγμή, γιατί πάντα το θυμόταν η Βασιλικήπως όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών, αθώα και άβγαλτη κοπελούδα, είχε πει στο θείο του αρραβωνιαστικού της ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του. - Ηθελα να σου μιλήσω... να βρεθώ για λίγο μαζί σου... γιατί... γιατί από τότε που σε είχα δει... στο κατάστημα... θυμάσαι;... από τότε... δε σε έβγαλα από το μυαλό μου... Κοιτάχτηκαν έντονα. Ήταν δυο μεγάλοι άνθρωποι, προσπάθησαν αλλά δεν κατάφεραν να κρατήσουν τα προσχήματα, μπορεί και να μην-ήθελαν, ποιος να ξέρει... - Στην αρχή..., συνέχισε αυτός με πιο πολλή ένταση, στην αρχή, στην πρώτη μας συνάντηση, ακόμη και στη δεύτερη, στην αρχή της δεύτερης ίσως... νόμισα ότι μου αρκούσε αυτό... αυτό εδώ..., και έδειξε αόριστα γύρω του, να πίνουμε έναν καφέ και να σε βλέπω... να μιλάμε, να... να κοιταζόμαστε... /Υστερα όμως... ύστερα, όσο περνούσε η ώρα... τη δεύτερη φορά... ή τη... χίλια... πόσες φορές βρεθήκαμε;... σαν να ταν χιλιάδες νομίζω... Δε σχολίασε από μέσα της τη λάθος λέξη η γυναίκα, όπως θα έκανε σε άλλη περίπτωση, ούτε αναρωτήθηκε για μια ακόμη φορά αν ήιαν Έλληνας ή όχι. 'Εμεινε να ακούει και να μην καταλαβαίνει... ή να καταλαβαίνει χωρίς να ακούει διαλέγετε και παίρνετε. Σηκώθηκε αυτός, της γύρισε την πλάτη και πήγε ως το παράθυρο. Είδε τις φαρδιές του πλάτες με το τουίντ σακάκι, τα μακριά του πόδια, έπιασε τον εαυτό της να χαϊδεύει τα καστανά του μαλλιά με το βλέμμα της. Στάθηκε για λίγο εκείνος με τα χέρια στις τσέπες, κοιτώντας έξω, το δρόμο, ή μέσα, την ψυχή του, ποιος να ξέρει... γύρισε και της χαμογέλασε μετά, ένα ακόμη τραπέζι ανάμεσά τους, δυο ή τρεις καρέκλες, έλαμψε το πρόσωπό του από το χαμόγελο, την αγκάλιασαν ζεστά τα μάτια του. - Βαζιιιλική... δε θέλω να είμαστε χώρια, σου ορκίζομαι στη μάνα μου τη διαμαντένια4. Το πάλεψα πολύ... αλλά δε θέλω και δεν μπορώ να είμαστε χώρια. Εσύ; Γύρισε βιαστικά στο τραπέζι τους, κάθισε δίπλα της, της έπιασε τα δυο χέρια και τα έκλεισε μέσα στα δικά του. Έσκυψε το κεφάλι του κοντά της -ενώθηκαν τα μέτωπά τους-, και εκείνη κάτι του ψιθύρισε στο αφτί, που τον έκανε να χαμογελάσει συγκινημένος. Αλλά δεν ακούστηκε κουβέντα, χαμηλόφωνα η γυναίκα έστειλε την απάντησή της κατευθείαν στον ακουστικό του πόρο.
Γύρισε και κοίταξε προς το μέρος τους η Άνι, που τόση ώρα, χωρίς καμία προσπάθεια, άκουγε όλη τη συζήτηση πίσω από τον πάγκο της, αλλά φυσικά δεν καταλάβαινε λέξη, αφού γινόταν στα ελληνικά, γύρισε και κοίταξε προς το μέρος τους λοιπόν, αυτοί οι δυο άνθρωποι από την πρώτη στιγμή που τους είχε δει της φάνηκαν τόσο παθιασμένοι, είχε φανταστεί πως ήταν χρόνια μαζί -το έκανε αυτό στη δουλειά της η Άνι, έπλαθε ιστορίες με ήρωες τους πελάτες της-, ήταν σίγουρη πως είχαν ζήσει ένα μεγάλο έρωτα και τώρα, υπέθετε πάντα, είχαν φτάσει σε ένα αδιέξοδο. Είχε δει τα μάτια τούς να σμίγουν με λαχτάρα, είχε δει την προσπάθεια που κάνανε να μην ακουμπήσει ο ένας το κορμί του άλλου, ούτε καν να αγγίξει το χέρι του, καταλάβαινε την ένταση που υπήρχε μεταξύ τους. Δε θυμόταν πόσες φορές τούς είχε δει, πόσες φορές είχαν έρθει, δυο τρεις, όχι περισσότερες, δεν τους είχε δει να αγκαλιάζονται σαν τρελοί στη συνάντησή τους και να χωρίζουν τυπικά, σχεδόν παρεξηγημένα, με δυο άστοχες κουβέντες. Και σήμερα, που τους έβλεπε ύστερα από πολύ καιρό, αισθάνθηκε ότι ακόμη και την ίδια δονούσε το ηλεκτρικό ρεύμα που περνούσε ανάμεσά τους. Τι να του απάντησε, αλήθεια, στο αφτί η όμορφη εκείνη γυναίκα με το παράξενο όνομα «Βαζιιιλική»;... «Η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα», έγραφε με πηχυαίους τίτλους η εφημερίδα Ατλαντίς. Το είχε διαβάσει και στους Times η Βασιλική, αλλά ήθελε να βεβαιωθεί, να το διαβάσει και στη γλώσσα της, ό,τι αφορούσε την πατρίδα ήθελε να το μαθαίνει και από τις ελληνικές εφημερίδες. Άρπαξε σαν τρελή και την άλλη, τον Εθνικό Κήρυκα, μήπως και είχε γίνει λάθος -πώς μπορούσε να έχει γίνει τέτοιο λάθος;-, και διάβασε με γουρλωμένα μάτια το ίδιο. Πόλεμος! Η πατρίδα της πάλι σε πόλεμο! Οι δικοί της πάλι σε κίνδυνο! Προσπάθησε να διαβάσει παρακάτω, αλλά στάθηκε αδύνατον. Τα μάτια της, γεμάτα δάκρυα, δεν μπορούσαν να διακρίνουν παρά μόνο τα μεγάλα γράμματα, τα χέρια της έτρεμαν καθώς κρατούσε την εφημερίδα, αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα, ήταν σίγουρη πως δε θα το άντεχε, εδώ και τόσες μέρες αλήθεια, πόσες ακριβώς;-, βδομάδα και παραπάνω, η Βασιλική για μια ακόμη φορά, σαν το κύμα της θάλασσας, μια έγλειφε τα παράλια της τρέλας και του θανάτου, μια τραβιόταν μέσα, στην αγκαλιά του άντρα της, του Σωτήρη και σωτήρα της. Αφησε την εφημερίδα να πέσει πάνω στο άσπρο πάπλωμα και παρατήρησε για κάμποσο τα μαυρισμένα της δάχτυλα. - Μερσέντες..., είπε αδύναμα. Πες στη Μερσέντες να μου φέρει κάτι να σκουπίσω τα χέρια μου, αγάπη μου... Σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα του μπάνιου εκείνος. - Μείνε... φοβάμαι..., του είπε και σφούγγιξε με τα μαυρισμένα χέρια τα δάκρυά της. Της σκούπισε πρόσωπο και δάχτυλα με την κατάλευκη πετσέτα, ενώ αυτή συνέχιζε να κλαίει βουβά μόνο δάκρυα, τίποτα άλλο. - Μη φοβάσαι..., την παρηγόρησε, όπως την είχε παρηγορήσει και εκείνο το βράδυ, το βράδυ που... - Τι θα γίνει τώρα; ρώτησε μέσα από τα δάκρυά της. Τι θα γίνουν όλα τώρα, αγάπη μου; Της χάιδεψε τα μαλλιά τρυφερά και:
- Ησύχασε..., της ψιθύρισε. Ησύχασε, κορίτσι μου... Όλα θα πάνε καλά, ησύχασε... Όπως της είχε πει κι εκείνο το βράδυ, το βράδυ που γύρισε στο σπίτι της μια ζωντανή-νέκρή, το βράδυ που ζήτησε να πεθάνει, να μη ζει, να μη θυμάται, ήταν μια τιποτένια, που ο Θεός την είχε τιμωρήσει με το χειρότερο τρόπο και της άξιζε τόσο... Ό,τι είχε περάσει από μικρό παιδί μέχρι σήμερα -ορφάνια, συμβίωση με μια σκληρή μητριά, έλλειψη πατρικής αγάπης, ο θάνατος του αδελφού της, η αποβολή του μοναδικού παιδιού που είχε ριζώσει στα σωθικά τηςήταν μια προκαταβολή, μια πρώτη γεύση αυτού που θα ζούσε εκείνο το βράδυ, εκείνο το απόγευμα και της άξιζε τόσο... - Βαζιιιλική... δε θέλω να είμαστε χώρια, σου ορκίζομαι στη μάνα μου τη διαμαντένια. Το πάλεψα πολύ... αλλά δε θέλω και δεν μπορώ να είμαστε χίόρια. Εσύ; Τι περίμενε όταν έτρεχε να τον συναντήσει με την ψυχή στο στόμα, με την αίσθηση ότι αν τον έχανε και εκείνη τη μέρα, εκείνο το απόγευμα, δε θα είχε νόημα η ζωή της από κει και πέρα; Αυτό δεν την είχε βασανίσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι που έπαιζε κρυφτό με τα αισθήματα και τις σκέψεις της; Αυτό δεν ονειρευόταν να ακούσει τα άγρυπνα βράδια της; Τα μάτια του να τη χαϊδέψουν δεν ήθελε; Τα χέρια του να την αγγίξουν δεν ποθούσε; Τη γεύση του φιλιού του δε λαχταρούσε να νιώσει στο στόμα της; Γιατί τώρα ξαφνιαζόταν; Το είχε πει ο άνθρωπος καθαρά, δεν το είχε πει; Προσπάθησε, αλλά δεν μπόρεσε να κρατηθεί μακριά της τέσσερις μήνες σχεδόν. Το πάλεψε τόσο καιρό, αλλά ήταν πιο δυνατό από αυτόν, υπέκυψε στον έρωτά του, όπως άλλος υποκύπτει στα τραύματά του... Και τώρα της έθετε το ερώτημα: «Εσύ;» Εσύ μπορείς; Εσύ αντέχεις; Εσύ αποφασίζεις; Της τα είπε από απέναντι, από μια μικρή απόσταση αλλά με χίλια εμπόδια -έτσι της φαινόταν εκείνη τη στγμήανάμεσά τους. Κάθισε πάλι δίπλα της, έσκυψε και ενώθηκαν τα μέτωπά τους. - Εσύ; τη ρώτησε μέσα στο αφτί, και σαν κύματα λάβας η ανάσα του την έκανε να ανατριχιάσει από το κεφάλι ως τα νύχια των ποδιών και να καεί, να λιώσει σαν χιονάνθρωπος. - Κι εγώ..., του είπε με φωνή βραχνή από τη συνειδητοποίηση που τη συντάραζε ολόκληρη. Κι εγώ δεν μπορώ να είμαι μακριά σου... Της έσφιξε το χέρι δυνατά, σχεδόν την πόνεσε. - Σε ονειρεύομαι..., της είπε τώρα τα μάτια του στα μάτια της, το στόμα του λίγα εκατοστά από το δικό της. Είσαι σε όλα τα όνειρά μου, αλλά ξυπνάω και είσαι πάλι εκεί, στο... στο... ξύπνημά μου... στο... στο... πραγματικότητα... Δεν είναι 'Ελληνας, πέρασε η σκέψη σαν α<πραπή από το μυαλό της, που όμως εξαφανίστηκε, ούτε την άγγιξε καθόλου τι σημασία είχε τι ήταν αυτός ο άντρας που της τρέλαινε τη λογική και της πυροδοτούσε τις αισθήσεις; Αφησε βιαστικά ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι και: - Πάμε, της είπε. Θέλω να είμαστε μόνοι.
Ρημάχτηκε να χαιρετάει η σερβιτόρα με την ατσαλάκωτη ποδιά. - Σας περιμένουμε ξανά. Να προσέχετε, τους είπε, μαζί με χίλιες ευχές και αποχαιρετισμούς. Βγήκανε σαν κυνηγημένοι έξω στη βροχή -πώς το είχε ξεχάσει ότι έβρεχε τόσο πολύ;-, μαύρος ο ουρανός, και σχεδόν είχε σκοτεινιάσει. Στάθηκαν αναποφάσιστοι για ένα λεπτό, η βροχή τούς μούσκεψε αμέσως, μπροστά ο δρόμος με τα μαγαζιά, που κλείνανε σιγά σιγά, ερημιά, μόνοι, από πάνω τους μαύρα σύννεφα, βαριά από τους τόνους της βροχής, κοιτάχτηκαν, τα μαλλιά του κολλημένα στο μέτωπο, το σακάκι του να έχει αλλάξει χρώμα από το νερό που έπεφτε με μανία, να έχει γίνει μονόχρωμο στους ώμους και να συνεχίζει να είναι τουίντ παρακάτω -τι σου είναι ο νους του ανθρώπου!-, τα χέρια του στο πλάι, να προδίδουν αναμονή. Ποιος θα έκανε την πρώτη κίνηση; Ποιος θα έπαιρνε την ευθύνη; Τον κοίταγε και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, τρέμανε τα χείλη της από το κρύο που αισθάνθηκε ξαφνικά, παγωμένα τα δικά της χέρια μόλις βγήκανε από τη ζεστή του τη φωλιά, χαρακώνονταν τα ξαναμμένα της μάγουλα από τις σταγόνες, που έπεφταν πυκνές και δροσερές. Ακολούθησε με το δάχτυλό του τη διαδρομή μιας σταγόνας -μήπως ήταν δάκρμ;που ξεκίνησε κάτω από το μάτι, κατέβηκε ως το σαγόνι της και πήγε και στάθηκε στη μικρή λακκουβίτσα που έκανε το πιγούνι. Η Βασιλική ακίνητη, χωρίς ανάσα, χωρίς αντίδραση. / Υστερα, το δάχτυλό του ανέβηκε λίγο, στο κάτω χείλος του κλειστού της στόματος. Το έσυρε απαλά πέρα ως πέρα, μισάνοιξε αυτή το στόμα για να πάρει περισσότερο αέρα, να βρει την αναπνοή που της κοβόταν. /Υστερα ανέβηκε το δάχτυλο στο πάνω χείλος -άσπρο από την αγωνία-, της το χάιδεψε κι εκείνο ακολουθώντας το σχήμα του και γύρισε πάλι στο κάτω. 'Εκλεισε το στόμα της η Βασιλική και του φυλάκισε το δάχτυλο, τα μάτια της στα μάτια του, κορμιά παγωμένα από το κρύο και τη βροχή, καμένα από αυτό που συνέβαινε, το ήξεραν τι είναι μεγάλοι άνθρωποι και οι δυο-, αλλά δεν τολμούσαν να το ονοματίσουν. Του φίλησε απαλά το δάχτυλο και μια και δυο φορές. Δεν το τράβηξε εκείνος, φιλί μικρό και απαλό, ένιωσε τη γλώσσα της που έκαιγε, έσπρωξε λίγο το δάχτυλο, ελάχιστα πιο μέσα. Η Βασιλική το κράτησε ανάμεσα στα χείλη της χωρίς να πάρει τα μάτια της από τα μάτια του, τώρα το δάχτυλο έτρεμε, όλη η λαχτάρα και ο πόθος του είχαν μαζευτεί σ’ εκείνα τα ελάχιστα εκατοστά της επιδερμίδας του, του το έσπρωξε μέσα έξω δυο τρεις φορές με τη γλώσσα της, του το δάγκωσε απαλά. Βόγκηξε ο Δημητρός, δεν ήταν από τον πόνο. Την έφερε κοντά του με το ελεύθερο χέρι του, της πίεσε τη βρεγμένη πλάτη και την έφερε κοντά του, αισθάνθηκε την τρεμούλα του κορμιού της, διαστάλθηκαν οι εικόνες, τα μάτια τους ήταν τόσο κοντά, μόνο μάτια έβλεπαν πια, μόνο ίριδες -μπλε βαθύ εκείνη τη στιγμή οι δικές της, με πιτσιλωτά καφέ στίγματα, στο χρώμα του κάστανου οι δικές του-, του έσπρωξε το δάχτυλο έξω με τη γλώσσα της και το ελευθέρωσε, έσκυψε ακόμη πιο κοντά της εκείνος, ακούμπησαν οι μύτες τους, που δεν ήταν παγωμένες, της χάιδεψε τη μύτη με τη δική του, ύστερα σήκωσε το κεφάλι του, έφερε τα χείλη του στο μέτωπό της, το μουσκεμένο από τη βροχή και τον ιδρώτα, και της το φίλησε απαλά. Έμειναν για λίγο έτσι, με τα σώματα έτοιμα να κολλήσουν -μια τρίχα απόσταση το ένα από το άλλοκαι με τα χείλη του στο μέτωπό της φιλί-σφραγίδα ότι ήθελε να είναι δική του. Ύστερα έσκυψε και διάβασε την προσμονή στα μάτια της. - Κι εγώ..., ψιθύρισε, γιατί ήθελε να την ακούσει να του λέει «Σε θέλω».
Ξεχειλωμένος ο χρόνος, μάζευε τα ξεφτίδια του όπως όπως και πίστευε ότι αυτό το αγκάλιασμα θα τον ξεπερνούσε, θα έμενε για πάντα ή για καθόλου. Νύχτωνε, αλλά κάπου αλλού χάραζε, μια σταγόνα βροχής κρεμόταν από τη μύτη του άντρα και δεν έλεγε να πέσει, θρύψαλα τα ρολόγια όλου του κόσμου, μόνο ανάσες και βλέμματα, τα κορμιά σκληρά από την προσμονή, «Θα φύγω!» είπε ο χρόνος στο ναρκωμένο από τον έρωτα μυαλό του άντρα, «Θα φύγω!», αλλά το άκουσε η γυναίκα, όρθιες οι τρίχες που ξέφευγαν από την πλεξούδα της, ηλεκτρισμένες κεραίες. - Φίλα με..., του ζήτησε με φωνή που μόλις έβγαινε. Φίλα με! παρακάλεσε, πρόσταξε, απαγόρευσε. Την έσφιξε να τη λιώσει στην αγκαλιά του και ρούφηξε τα χείλη της, που αιώνες τώρα περίμεναν αυτό το φιλί. Έγειρε στα μαξιλάρια η Βασιλική και έκλεισε τα μάτια. Πώς θα ξεχνούσε; Πώς θα γινόταν ποτέ να ξεχάσει; Και πώς θα γινόταν ποτέ να μην ξεχάσει; Γιατί... γιατί, αν ξεχνούσε αυτή, ποιος θα τιμωρούσε τους ένοχους, τους ένοχους που σίγουρα υπήρχαν; Έπρεπε να βρει τους ένοχους και να τους τιμωρήσει. Σκληρά! Η Βασιλική θα τιμωρούσε σκληρά του ένοχους, αφού τους ξεχώριζε από τους αθώους, τους αθώους που ήταν πολλοί... και ήταν ίδιοι με τους ένοχους... Ποιος θα ξεχώριζε τους αθώους από τους ένοχους, για να τους τιμωρήσει ή για να τους αγαπήσει;... Χτύπησε στα τοιχώματα της τρέλας -πουλί που μπήκε κατά λάθος σε δωμάτιο από ανοιχτό παράθυρογια άλλη μια φορά η Βασιλική, μακάρι, μακάρι να είχε χάσει τα λογικά της τότε που πέθανε η μάνα της, με το όνομα του άντρα της στο στόμα, και απόμειναν με τον Χαρίλη, τον πατέρα της Χάιδως, έξι παιδιά στην άκρη του κόσμου, σε ένα έρημο χωριό στα δύο χιλιάδες μέτρα υψόμετρο και με το χιόνι να καλύπτει σχεδόν όλο το σπίτι. Μακάρι να είχε χάσει τα λογικά της τότε, πάλι εκείνο τον ίδιο χειμώνα -τόσο λευκός από τα χιόνια και τόσο μαύρος από το πένθος-, τότε που ξύπνησε και βρήκε το αδελφάκι της παγωμένο στην αγκαλιά της είχε πετάξει η ψυχούλα του όταν εκείνη αποκοιμήθηκε νηστική και εξαντλημένη, δεν μπόρεσε να το σώσει με την παιδική της αγάπη, δε στάθηκε αρκετή η δική της παγωμένη ανάσα να του δώσει πνοή. Μακάρι να είχε τρελαθεί εκείνη τη νύχτα που, μικρό κορίτσι μόνο του, κοιμήθηκε ξεπαγιασμένη και αιμορραγούσα στο ξωκλήσι, στην ψευδαίσθηση της ζεστασιάς των κεριών που είχε ανάψει, κάτω από το βλέμμα της Παναγίας, τότε που οι σκιές από τα μανουάλια πάνω στους άσπρους τοίχους, άγιοι και δράκοι μαζί, της γέμιζαν την καρδιά με γαλήνη και τρόμο. Μακάρι να είχε βουλιάξει για πάντα στην άβυσσο της τρέλας όταν, με το γράμμα από την Ελλάδα στα χέρια της, συνειδητοποίησε ότι μέσα στην ίδια μέρα είχε χάσει το μωρό που με τόση λαχτάρα περίμενε χρόνια και τον αδελφό της, τον ποιητή της, τον Νικόλα της, το πληγωμένο της αγόρι. Μακάρι χίλιες φορές τότε, να γλίτωνε το τωρινό... - Συγνώμη, είπε πάλι στον Σωτήρη. Θα με συγχωρήσεις ποτέ; Γέλασε πικρά εκείνος και: - Μα... σε έχω ήδη συγχωρήσει... Εξάλλου... ούτε μια στιγμή δε σε κατηγόρησα για τίποτα. Λατρεμένη μου Βασιλική, μη μου ζητάς να σε συγχωρήσω, γιατί είσαι άνθρωπος...
Έμεινε μέσα στην αγκαλιά του. Πόλεμος! Το κεφάλι της στο στήθος του, να ακούει τους χτύπους της καρδιάς του, της μεγάλης του καρδιάς. Πόλεμος! Αυτή η ζωή είναι ένας πόλεμος! Μέχρι πριν από λίγα λεπτά έκλαιγε για όλα... για όλα αυτά που είχαν γίνει. Πόλεμος! Τώρα έκλαιγε και για τον πόλεμο. Φτερούγισε πάλι το μυαλό της έξω από το δωμάτιο, φτερούγισε και έφυγε ξανά σ’ εκείνο το απόγευμα... Φιλήθηκαν για ώρα μέσα στη βροχή, φιλί-καταιγίδα, που παρέσυρε στο πέρασμά του τις προηγούμενες αγάπες τους και γκρέμισε όλες τους τις αντιστάσεις. Το γαλάζιο φως από τις αστραπές τούς τύλιγε κάθε τόσο, άλλοτε οι κρότοι τους έκαναν τη Βασιλική να σφίγγεται περισσότερο πάνω του, άλλοτε ούτε που τους άκουγαν γιατί περίσσευαν τα βογκητά και τα λαχανιάσματά τους. - Είσαι μούσκεμα..., της είπε ανάμεσα στα φιλιά τους. - Κι εσύ..., του ψιθύρισε. - Πάμε..., και την αγκάλιασε να την προστατεύσει από τη βροχή και από τους ανθρώπους. Τον ακολούθησε, πού πήγαιναν δεν ήξεραν, παντού βροχή, παντού αστραπές, παντού έρωτας. Περπάτησαν κατά μήκος του δρόμου, λιγοστοί οι διαβάτες, φεύγαν βιαστικοί κάτω από μεγάλες ομπρέλες και σφιγμένοι μέσα σε μακριές καμπαρντίνες. Σβήναν τα φώτα των μαγαζιών και ακούγονταν τα κλειδιά να στρίβουν μέσα σε σκουριασμένα σίδερα, ερημιά, καταιγίδα και έρωτας, βήμα και φιλί, λέξεις ασύνδετες και χαμόγελα, μπροστά το άγνωστο και το τίποτα αυτού του έρωτα, πίσω τους τα πάντα. Στάθηκαν κάτω από ένα φουντωτό δέντρο, λιγόστεψε εκεί η βροχή, αλλά δε σταμάτησε. - Κρυώνω..., διαπίστωσε η Βασιλική, μούσκεμα ως το κόκαλο. - Να φύγεις..., την προέτρεψε και την έσφιξε πιο πολύ. Να φύγεις... θα αρρωστήσεις αν... - Με διώχνεις πάλι; - θα αρρωστήσεις..., αμύνθηκε εκείνος. Δε θέλω να αρρωστήσεις... ούτε να φύγεις θέλω... Τον κοίταξε στο τελευταίο φως του απογεύματος, έλαμπαν όλα πάνω του -μαλλιά, μάτια, μάγουλα, χείλη-, έλαμπαν από τον έρωτα και τη βροχή, δεν ήξερε τίποτα για εκείνον, αλλά τον αισθανόταν τόσο κοντά της, ούτε ήξερε ούτε ήθελε να μάθει, της αρκούσε που είχε γευτεί το στόμα του, που είχε νιώσει τα χείλη του στο λαιμό της, που τα χέρια της είχαν φωλιάσει στα δικά του. Δε σκεφτόταν τίποτα άλλο, δεν υπήρχε τίποτα άλλο. - Τι θέλεις τότε; έκανε πως γελάει, αλλά το σώμα της πυρπολήθηκε στη σκέψη και μόνο πως... Έλαμψαν περισσότερο τα μάτια του, τώρα ήταν πόθος, μπορούσε να το διαβάσει ξεκάθαρα η Βασιλική αναλφάβητη του σχολείου, πτυχιούχος του έρωτα. - θέλω να είσαι δική μου, της δάγκωσε το αφτί. Από αυτή τη στιγμή και για πάντα. - Πάμε, τον τράβηξε απ’ το χέρι. Πάμε όπου θέλεις.
Την αγκάλιασε πάλι και τη φίλησε. - Σίγουρα; τη ρώτησε ψιθυριστά τρόμος το ναι, καταστροφή το όχι. Κούνησε το κεφάλι της, δεν είχε άλλα περιθώρια όταν είσαι μέσα στις φλόγες θα γίνεις στάχτη, δεν έχεις άλλο δρόμο. Βάδισαν αμίλητοι, με κατεβασμένο το κεφάλι, ακολουθούσε τα βήματά του πρόθυμα, όπου ήθελε εκείνος θα πήγαινε κι αυτή, όλη της η ύπαρξη στην επιθυμία να είναι μαζί του είχε επικεντρωθεί. Μπήκανε σε ένα ταξί χωρίς να χωρίσουν τα χέρια τους, που ήταν κρατημένα σφιχτά, κάτι είπε αυτός στον οδηγό, αλλά δεν την ενδιέφερε να ακούσει τι, μόνο μια σκέψη έκανε: Για φαντάσου, πόσο κοντά ζούμε!... Σύντομη της φάνηκε η διαδρομή, σύντομη και ατέλειωτη μαζί, δεν είχε εικόνες έξω από τα παράθυρα, εικόνα ήταν η μορφή του, έφτανε και περίσσευε. Σταμάτησαν και την τράβηξε απαλά να κατέβει, ήταν ένας δρόμος δίπλα στο ποτάμι, αυτό ναι, αυτό το κατάλαβε, άκουσε τα πλοία να σφυρίζουν, είδε μια φωτισμένη γέφυρα στο βάθος. Στάθηκαν μπροστά στη σιδερένια πόρτα μιας πολυκατοικίας, ξεκλείδωσε με χέρι σταθερό εκείνος, ανέβηκαν έξι εφτά σκαλιά, φωτεινός και καλόγουστος διάδρομος, με μεγάλες γλάστρες και φυτά, άνετο και αργό το ασανσέρ, της κράτησε την πόρτα να περάσει, δύο πόρτες στον πέμπτο όροφο, κατευθύνθηκαν στην πιο απομακρυσμένη από το ασανσέρ, «.Mikroglou» πήρε το μάτι της δίπλα από το κουδούνι στα λίγα δευτερόλεπτα που του πήρε να ξεκλειδώσει. Μυρωδιά από λεμόνι και ξύλο... Την έσπρωξε απαλά μέσα και άναψε το φως. Σπίτι, σαλόνι με καναπέδες και ζέστη -είχε βρεθεί εκεί ακολουθώντας τον τυφλά-, την έβαλε να καθίσει. - Θα σου φέρω ένα πεσκίρι5 να σκουπιστείς, της είπε. Έμεινε μόνη. Φωτογραφίες στο τραπέζι, λουλούδια σε ένα βάζο - σπίτι του; Σε ένα κρυστάλλινο μπολ σοκολατάκια, μπουκάλια και ποτήρια σπίτι του; - Τι είναι εδώ; ρώτησε ενώ σκούπιζε το πρόσωπό της και σφούγγιζε τα μαλλιά της. - Το σπίτι μου, της είπε απλά και της πήρε την πετσέτα από τα χέρια, να της σκουπίσει καλύτερα τα μαλλιά. - Πού είναι; τον ρώτησε και εννοούσε τη γυναίκα του, αλλά δεν ήθελε να το ξεστομίσει αυτή, η Βασιλική, δεν ήταν η γυναίκα του; - Λείπει. Μη φοβάσαι... λείπει μακριά..., της απάντησε, σκουπίζοντάς της τρυφερά το κεφάλι. - Δε φοβάμαι. Πώς δε φοβόταν έναν άγνωστο άντρα; Πώς μπορούσε να έχει τόση εμπιστοσύνη σε κάποιον που δεν ήξερε;
- Θέλεις να αλλάξεις; Να σου δώσω κάτι να αλλάξεις; Θα πουντιάσεις... Κοιτάχτηκαν πάλι με ένταση. Κόμποι τα λόγια, σκάλωναν στο λαιμό πώς να έφταναν στο στόμα; - Θα σου φέρω να πιεις κάτι, να ζεσταθείς..., και κατευθύνθηκε προς ένα έπιπλο με μπουκάλια. Αγγιξε το δέρμα της στο ντεκολτέ -καμία ανάμνηση δεν της έφερε εκείνη την ώρα η λέξη που της θύμιζε πάντα τον άντρα της-, παγωμένη ήταν και καυτή απέξω, στο δέρμα, παγωμένη, αλλά το μέσα της έκαιγε... φωτιά!... φωτιά!... Σάρωσε με το βλέμμα το χώρο, όποιος είχε διακοσμήσει αυτό το σαλόνι είχε γούστο, αυτό μόνο, σαν γενική αίσθηση, όσο εκείνος, με χέρια ασταθή -το καταλάβαινε αυτό η Βασιλική από τα κρύσταλλα που ακούγονταν να χτυπιούνται-, σερβίριζε κάτι... από κάπου... Σκάλωσε η ματιά της σε μια φωτογραφία, μια από τις πολλές. Δύο παιδιά, έφηβοι, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, και ανάμεσά τους ένα τρίτο, κορίτσι κι αυτό, αλλά μικρότερο, αρκετά μικρότερο. Όμορφα παιδιά, το καθένα διαφορετικό, αλλά με κάτι κοινό: ένα τρυφερό και συνεσταλμένο χαμόγελο στα χείλη. - Μου είχες πει ότι δεν έχεις παιδιά..., μουρμούρισε παρατηρώντας τη φωτογραφία. - Δεν έχω, της είπε και σφράγισε πάλι το μπουκάλι. Είναι τα βαφτιστήρια μου... είναι τα παιδιά... της... Αστραψαν τα μάτια της Βασιλικής. Ήταν τα παιδιά εκείνης, της άλ\ης, της κοπέλας που αυτός αγαπούσε από πάντα... - Όμορφα παιδιά..., έκανε κουράγιο να πει. «Είναι και η μάνα τους όμορφη;» σκέφτηκε να ρωτήσει, αλλά έδιωξε τη σκέψη της μακριά, δεν ήθελε τη σκιά εκείνης εκεί μέσα τούτη τη στιγμή, που ήταν μόνο δικός της. Κάθισε δίπλα της και της πρόσφερε το ποτήρι με το χρυσαφένιο ποτό. - Μπράντι, της διευκρίνισε. Ήπιε μια γουλιά, της έτσουξε το λαιμό αλλά τη ζέστανε αμέσως. - Κονιάκ είναι..., του ψιθύρισε τα γόνατά τους ενωμένα, τα σώματα σε θέση αναμονής. Της τσούγκρισε το ποτήρι. - Στην υγειά μας. Φιλήθηκαν, γεύση σταφυλιού τα χείλη του, φιλί μεθυσμένο από πόθο, όχι από αλκοόλ. Τα χέρια του την τράβηξαν πιο κοντά, καμία αντίσταση από εκείνη, όσο άσπρα και απαλά ήταν τα χέρια του τόσο δυνατά την έσφιγγαν. - Πάγωσες..., της ψιθύρισε. - Ζέστανέ με..., του είπε και κόλλησε πάνω στο άσπρο του πουκάμισο, που αμέσως μούσκεψε από το
φουστάνι της. - Σε θέλω..., και κατέβασε το κεφάλι του στο ντεκολτέ της δεν ήταν μεγάλο, αλλά της έγλειψε το λακκουβάκι στο λαιμό και το χέρι του άγγιξε το στήθος της πάνω από το ύφασμα. Βόγκηξε η Βασιλική, λες και είχε μπει μέσα της, το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του, το βογκητό της ήταν κάλεσμα και σύνθημα μαζί, τον ήθελε, όπως αυτός, την ξάπλωσε και έπεσε πάνω της, γλίόσσες, δόντια, ψιθυρίσματα, χείλη, βογκητά, χέρια, εικόνες αποσπασματικές από έναν κρυστάλλινο πολυέλαιο, τα μαλλιά του στο μέτωπο, τα χέρια του πίσω από την πλάτη της, να προσπαθούν να ξεκουμπώσουν τα εμπόδια που κρατούσαν το κορμί της ντυμένο, ακόμα δεν είχε αγγίξει τη σάρκα της, όπως ήθελε, όπως ονειρευόταν μήνες τώρα, ακόμα δεν είχε πάρει στα δόντια του τις μικρές της ρώγες -κι αυτό το ονειρευόταν, το φανταζόταν-, να τις μασήσει και να τις γλείψει μέχρι να την κάνει να λιποθυμήσει από έρωτα. Της κατέβασε το φόρεμα ως τη μέση, μεταξωτό, στο χρώμα της βιολέτας, το κομπινεζόν της τον τρέλανε με την υφή και τη δροσιά του, έμεινε με το μάγουλο πάνω στο στήθος της, μετάξι, άρωμα, και οι παλμοί της καρδιάς της από κάτω, πόση ευτυχία μπορεί να υπάρχει στον έρωτα το είχε ξεχάσει ο Οκάν, έμεινε να τρίβει το μάγουλό του πάνω στο μεταξένιο στήθος, ας μην τελείωνε αυτή η στιγμή, ήταν έτοιμη να γίνει δική του, ήταν έτοιμος να της αφοσιωθεί, δε χρειαζόταν να βιάζεται, ο χρόνος εκείνη τη μέρα δεν είχε σημασία ούτε και στο εξής θα είχε... Ανασηκώθηκε λίγο, να γυμνωθεί, να γυμνωθεί κι αυτός για να τη νιώσει καλύτερα, να αισθανθεί το μετάξι να χαϊδεύει και το δικό του στήθος, ξεκούμπωσε το πουκάμισό του, η Βασιλική στην ίδια θέση, περίμενε με κομμένη την ανάσα, τον έβλεπε να βγάζει το πουκάμισο, στιβαρά και άτριχα τα μπράτσα του. Είναι από ευγενική γενιά..., σκέφτηκε και κάπως γέλασε, ήταν εδώ, ήταν έτοιμη... τι έτοιμη;... ήθελε σαν τρελή να κάνει έρωτα μαζί του και διαπίστωνε, συμπέραινε από το σχήμα των μπράτσων του ότι ο Δημητρός -για τον οποίο ήξερε μόνο πως ήταν από την Κωνσταντινούπολη και ακολουθώντας την αγαπημένη του είχε βρεθεί στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, και από εκεί στην Αμερική, παντρεμένος με μια άλλη, που αυτό ήταν και δικό της σπίτιήταν από ευγενική γενιά. Τον είδε να βγάζει το φανελάκι που φορούσε από μέσα, άσπρη και απαλή η επιδερμίδα του, σαν μικρού παιδιού, το διαπίστωσε αμέσως η Βασιλική, γιατί του χάιδεψε το στήθος, ήθελε να τον φιλήσει εκεί, κατά μήκος του στέρνου, ως την άκρη του ξίφους6. Ερεθισμένος ακόμη περισσότερο από το χάδι της και τη σκέψη ότι τώρα θα την ακουμπούσε γυμνός, έσκυψε και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. - Γίνε δική μου..., την παρακάλεσε. - Είμαι..., του ψιθύρισε και τον αγκάλιασε σφιχτά από το λαιμό, έτσι όπως έπεφτε πάνω της τρέμοντας από τον πόθο. Το χέρι της άγγιξε την αλυσίδα στο λαιμό του, μπλέχτηκαν τα δάχτυλά της και έμειναν για λίγο, για μια σταλιά χρόνο, ακίνητα, μην και κόψει την αλυσίδα του. Ύστερα τα λευτέρωσε, ο νους της στα φιλιά και στα χάδια του, στο πυρωμένο του κορμί, στα χέρια του, που της κατέβαζαν, το κομπινεζόν, στα χείλη του, που έρχονταν σε επαφή με το ερεθισμένο της στήθος.
Μούγκρισε από ηδονή και είδε φλόγες να γλείφουν τους τοίχους όσο εκείνος κρατούσε με τα δόντια του τη μικρή της ρώγα και την άγγιζε με την άκρη της γλώσσας του, έμπηξε τα νύχια της στην πλάτη του, δεν άντεχε άλλο, τον ήθελε μέσα της και τον τράβηξε προς τα πάνω φτάνει τόσο! φτάνει! δεν άντεχε άλλο, έπρεπε να του το πει, να το ξέρει. Με τα στήθη τους παράλληλα, κοιτάχτηκαν πάλι. - Έλα, τον διέταξε και τον είδε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Άστραψε στο ιδρωμένο του στήθος κάτι... χρυσό ήταν και κρεμόταν από την αλυσίδα εκείνη που... η επιδερμίδα στην κοιλιά του άσπρη, στολισμένη με μαύρες τρίχες... είχε μπλεχτεί το δάχτυλό της εκεί, στο λαιμό του... σφιχτή κοιλιά... τον ήθελε... ήθελε να την αγγίξει... την κοιλιά του... άπλωσε το χέρι της... τώρα θα την άγγιζε... την κοιλιά του... αλλά το χέρι της κατευθύνθηκε μόνο του, σαν μαγεμένο, προς το στήθος του. Έπιασε το σταυρό... το ήξερε η Βασιλική προτού τον αγγίξει ότι ήταν σταυρός... τον ψαχούλεψε με τα τρία της δάχτυλα... δάχτυλαφονιάδεςτης στιγμής εκείνης... ο Δημητρός στα πόδια της ημίγυμνος, ανήμπορο, ανυπεράσπιστο αγόρι, δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Ψαχούλεψε σαν τρελή το σταυρό και ύστερα τον γύρισε από την πίσω μεριά, δεν μπορούσε να δει, δεν μπορούσε να καταλάβει με την αφή, μισοσκόταδο, με δύναμη θηρίου έσπρωξε ορμητικά τον Δημητρό προς τα πίσω και, δείχνοντας το σταυρό από την κομμένη -πιααλυσίδα στη χούφτα της, ούρλιαξε: - Ποιος είσαι; Πού το βρήκες αυτό; Έμεινε να την κοιτάει σαν χαμένος. Τι συνέβαινε τώρα; Γιατί τον έδιωχνε μακριά της; Νόμιζε ότι κι εκείνη ήθελε το ίδιο... Ετσι δεν του είχε πει; Έτσι δεν του είχε δείξει με το πάθος της, με τα φιλιά της, με τα λόγια της; Τ ι του έλεγε τώρα; Τι ήταν αυτά που του έλεγε; «Ποιος είσαι;» και «Πού βρήκες το σταυρό;»... Άκουγε καλά; Πράγματι τον ρωτούσε, ή μήπως ήταν μια παραίσθηση από το μεγάλο του πόθο;^ Πετάχτηκε όρθια η Βασιλική, στο ένα χέρι η αλυσίδα με το σταυρό, με το άλλο να προσπαθεί να ανεβάσει τα ρούχα για να σκεπάσει το σώμα της -πρωτόπλαστη Εύα, που μόλις εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε τι είναι ντροπή-, και στάθηκε μπροστά του ημίγυμνη, σκεπασμένη όπως όπως, χλομή και με τις κόρες των ματιών της διεσταλμένες. - Ποιος είσαι και πού βρήκες αυτό το σταυρό; Λέγε μου, γιατί θα σε σκοτώσω! 1 Το κκνηχ) ίου χωριού. 2 «Ευχαρκπώ πολύ». 3 «Καλή όρεξη»*.
4 Ο Οκάν («Δημητρός» από την έλευοή του <πην Ελλάδα και μετά) αναφέρεται στη μητέρα του, την κυρα-Ελμάς, που το όνομά της στα τουρκικά σημαίνει «διαμάντι*. 5 Πετσέτα. 6 Η ξιφοειδής απόφυση (η κατάληξη του στέρνου).
Ο,ΤΙ ΠΕΡΝΑΕΙ ΔΕ ΧΑΝΕΤΑΙ Ελένη ΠΕΡΑΣΕ ΤΟΥΣ ΜΗΝΕΣ εκείνης της εγκυμοσύνης της ήρεμη, ο Ζήσης ήταν όσο πιο πολύ μπορούσε κοντά της, της φερόταν με αγάπη και καλοσύνη, ήταν σίγουρο πως είχε μετανιώσει για τη συμπεριφορά του και για εκείνο το σκληρό «παιδί σου» που της είχε πει τότε, όταν ο πατέρας του τους ανακοίνωσε ότι θα έκοβε τα μαλλιά του -τάμα, υπόσχεση και θυσίααν το παιδί τους γεννιόταν γερό. Δεν του κρατούσε κακία η Ελένη του άντρα της, καθόλου μάλιστα, τον είχε καταλάβει αρκετά πια, ο Ζήσης ήταν ένας καλός άνθρωπος, παραπάνω και από καλός μάλιστα, αλλά εγκλωβισμένος σε κάποια ανδρικά πρότυπα που του επέβαλλε η οικογένεια, η κοινωνία και η φυλή του. Η συγκατοίκηση με τον πατέρα και τη γυναίκα του τον υποχρέωναν -κατά τη γνώμη τουνα ζει όλες τις ώρες σύμφωνα με αυτά τα πρότυπα. Τις λίγες ώρες που ήταν αποκλειστικά οι δυο τους, ο Ζήσης ήταν ένας τρυφερός, ερωτευμένος άντρας, που έδινε μεγάλη σημασία στη γνώμη της γυναίκας του για όλα τα θέματα, είτε αυτά ήταν της δουλειάς είτε της ζωής του. Η Ελένη πέρασε τους μήνες της δεύτερης εγκυμοσύνης της ήρεμη, γιατί είχε συνειδητοποιήσει πλήρως ότι έτσι ήταν εκείνη η οικογένεια -πιθανόν και όλη η τοπική κοινωνία, αλλά δεν μπορούσε να είναι σίγουρη γι' αυτό-, ήταν μια οικογένεια δεμένη, όπου ο ένας νοιαζόταν πολύ για τους άλλους και υπήρχε σεβασμός στην ιεραρχία, σεβασμός που δεν πήγαζε απαραιτήτως από αγάπη. Αυτό ήταν όμως, το είχε πάρει απόφαση, μέσα σ’ αυτή την οικογένεια θα ζούσε, ας ζούσαν ήρεμα και αγαπημένα τουλάχιστον, αν ήθελε ο Θεός θα έκανε κι αυτή τη δική τους οικογένεια και μπορεί να κατόρθωνε να τους εμπνεύσει για πιο ουσιαστικές σχέσεις. Το ότι θα ήταν για πάντα μια ξένη μέσα στην οικογένεια του άντρα της δεν το σκέφτηκε ποτέ ξανά. Ήταν δεδομένο. Η μικρούλα Αρτέμη γεννήθηκε κι εκείνη Φλεβάρη μήνα. Κοντά στην Ελένη ήταν τώρα ο Ζήσης, που είχε κανονίσει τα ταξίδια του έτσι ώστε να έχει γυρίσει πριν από τα Χριστούγεννα, ενώ τις τελευταίες μέρες δεν την άφηνε καθόλου μόνη. Το παιδάκι, όμορφο και μικροσκοπικό, γεννήθηκε σχετικά εύκολα και, μόλις έβγαλε το πρώτο του κλάμα, κοιμήθηκε αμέσως ήρεμο στην αγκαλιά της μαμάς του. Τότε, με το μωρό στην αγκαλιά της -δηλαδή με όλα τα πλούτη του κόσμου-, η Ελένη για πρώτη φορά στη ζωή της έκλαψε από ευτυχίας για πρώτη φορά έκλαψε και για το άλλο της το παιδί, το δύστυχο αγοράκι, που είχε γεννηθεί νεκρό. Τη φίλησε στο μέτωπο, αποφεύγοντας το βλέμμα της, ο αφέντης, με τα μαλλιά κοντοκουρεμένα -της φάνταξε πολύ πιο νέος τώρα-, και: - Να μας ζήσει η Αρτέμη! είπε δυνατά. Η Πιπίνα είχε θέσει βέτο, «Μπροστά μου δε θα πεις αυτό το όνομα!», την αγνόησε όμως ο αφέντης, κρέμασε τα μούτρα της η άλ\η, το παιδί θα ονομαζόταν «Αρτέμη», το θέμα δε σήκωνε συζήτηση, ούτε από την ίδια τη μάνα που το γέννησε.
Ευτυχισμένος όσο ποτέ, ο Ζήσης κέρασε όλο τον κόσμο, ένα παιδί -έστω και κορίτσιζωντανό είναι πολύ καλύτερο από ένα νεκρό, τώρα είχε οικογένεια, τώρα γινόταν άντρας κανονικός, τώρα άρχιζε να μοιάζει κάπως στον πατέρα του, που τον είχε για πρότυπό του σε όλα. Οι γιοι της Πιπίνας είδαν τη μικρούλα Αρτέμη σαν κάτι το εντελώς ξεχωριστό. Ειδικά ο Αλέξανδρος περνούσε πολλές ώρες δίπλα της, την πρόσεχε και την κανάκευε, η ανιψούλα του ήταν όμορφη και ήσυχη, γελούσε όταν τον έβλεπε να πλησιάζει, χτυπούσε τα χεράκια της και έβγαζε ευτυχισμένες φωνούλες. Στη βάφτιση του παιδιού, το καλοκαίρι, πάνω σΐο χωριό στην Πίνδο -στο μεταξύ είχαν φτάσει και τα δώρα της Βασιλικής από την Αμέρικο, μαζί με τις χιλιάδες ευχές της-, έντυσε το μωρό της η Ελένη με το ροζ μεταξωτό φουστανάκι που όμοιό του δεν είχε δει ξανά, του φόρεσε και το ροζ βελούδινο παλτουδάκι -δεν έκανε ποτέ ζέστη σ’ εκείνο το υψόμετρο-, παπουτσάκια με μικρά τριανταφυλλάκια και καπελάκι ασορτί η νεοφώτιστη Αρτέμη ήταν μια κουκλίτσα σαν εκείνες ποι>της είχε στείλει η ξενιτεμένη θεία της, θαύμασαν όλοι το καλοντυμένο μωρό, που δεν έκλαψε καθόλου όσο το τσαλαβουτούσε ο παπάς στην κολυμπήθρα αλλά τσίριζε από τη χαρά του όσο ο θείος ο Αλέξανδρος του έκανε διάφορα αστεία. Και στο γλέντι που ακολούθησε το μυστήριο, στην πλατεία με το γεροπλάτανο, όλο το χωριό ήταν προσκαλεσμένο, έφαγαν, ήπιαν και γλέντησαν όλοι, ευχόμενοι στον αφέντη και στο γιο του να τους ζήσει η μικρή Αρτέμη, που κοιμόταν εξαντλημένη στην αγκαλιά της ήδη γκαστρωμένης μητέρας της. Στο χρόνο πάνω ακριβώς από τη γέννηση της πρώτης της κόρης, η Ελένη γέννησε και το δεύτερο κοριτσάκι της, κι εκείνο όμορφο, ίδιο με την αδελφούλα του, όλη η Κλεισούρα έλεγε ότι έμοιαζαν στη γιαγιά τους την Αρτέμη, μόνο στον αφέντη θύμιζαν τη νύφη του -/Ιδια η μάνα τους..., έλεγε από μέσα του όταν τα έβλεπε-, λεπτεπίλεπτα κοριτσάκια, με ίσια καστανά μαλλάκια και μεγάλα καστανά μάτια. Βέβαια, η Ελένη, όσο να πεις, είχε κοινά χαρακτηριστικά με τη συχωρεμένη την πεθερά της, αυτή την ομοιότητα την έβλεπαν πολλοί, αυτήν είχε δει και ο Ζήσης όταν την πρωτοαντίκρισε, τότε στην Ιερισσό, που έστεκε στο προσκεφάλι του, και για μια στιγμή φαντάστηκε πως ήταν η μάνα του ύστερα κατάλαβε πως ήταν η Παναγία... Αυτή η ομοιότητα βασάνιζε και τον Αχιλλέα, που του θύμιζε τόσο την πρώτη του αγάπη... Το δεύτερο κοριτσάκι ονομάστηκε Ροζαλία, στο όνομα της μητέρας της Ελένης. Παρεξηγήθηκε βαριά η Πιπίνα και: - Εγώ δεν είμαι μάνα; ρώτησε τον άντρα της όταν ακόμα διαπραγματεύονταν το όνομα της μικρής. Δε μεγάλωσα εγώ τα παιδιά σου σαν δικά μου; Είχε πολλά να της πει εκείνος, είχε αργήσει αλλά στο τέλος κατάλαβε, όμως τώρα δε χρειαζόταν πάλι μπαρούτια, η καρδιά του ήταν ψαριά από όσα είχαν συμβεί, δε χρειαζόταν πάλι να βάζει φωτιές, δεν άντεχε. - 'Εχεις τους γιους σου, της είπε μόνο. Θα σε βγάλουν εκείνοι, τι σκας; Η βάφτιση έγινε την άνοιξη στην Κλεισούρα, ήρθαν και συνεργάτες του Ζήση από τις πόλεις, από την Καστοριά, από την Κοζάνη, από τη Σαλονίκη, ακόμη και από το Μοναστήρι ήρθαν κάνας δυο, γεγονός μεγάλο για την πόλη και για την οικογένεια, ο Ζήσης είχε επεκτείνει πολύ τη δουλειά του, έβγαζε πολλά λεφτά, είχε γίνει μεγάλος και τρανός έμπορος, είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον πατέρα του.
Παρατηρούσε από μακριά η Ελένη τον άντρα της, αυτό τον ισχυρό και ευδιάθετο άντρα, που γυρνούσε στα τραπέζια και μιλούσε δυνατά με όλους και τσούγκριζε το ποτήρι του, τον παρατηρούσε και αναρωτιόταν ποιος να ήταν αυτός ο άγνωστος και πού στην ευχή πήγαινε ο ευαίσθητος και τρυφερός άντρας των δικών τους στιγμών, πώς ήταν δυνατόν να αλλάζει τόσο πολύ όταν ήταν παρόντες τρίτοι. Αποβραδίς είχαν κάπως τσακωθεί, η συζήτηση είχε έρθει πάλι στο θέμα του σπιτιού, όταν είχαν πρωτοπαντρευτεί ο Ζήσης τής ζήτησε να κάνει λίγη υπομονή και σύντομα θα έφευγαν από το σπίτι του πατέρα του και θα έχτιζαν ένα δικό τους, ενώ τώρα, όσο περνούσε ο καιρός, δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα για άλλο σπίτι «Λείπω καιρό», της έλεγε, «καλύτερα να είσαι μαζί με τον πατέρα και τη Δέσποινα, δεν μπορώ να σε σκέφτομαι μόνη με δυο μωρά». Φίλησε το κεφαλάκι του μωρού της η Ελένη σκεφτική, τον αγαπούσε τον Ζήση, αυτός και τα παιδιά τους ήταν ο κόσμος της, η οικογένειά της, η πατρίδα της. Η οικογένειά της και η πατρίδα της... Πώς τους είχε αφήσει όλους, πώς τους είχε ξεγράψει αφήνοντάς τους στην πλάνη τους, να πιστεύουν ότι η κόρη τους, το κοριτσάκι τους το αγαπημένο ήταν νεκρό, ότι είχε χαθεί, όπως τόσοι και τόσοι στην Καταστροφή.,. Ήπιε μια γουλιά από το κρασί, στυφό τής φάνηκε, στυφό όπως η νοσταλγία για τον πατέρα της -σ’ αυτόν είχε πάντα αδυναμία, αυτόν αγαπούσε περισσότερο-, ήσυχο και καλό ανθρωπάκι, τη δουλίτσα του και κανένα σκάκι στον καφενέ με τους φίλους του, ύστερα στο σπίτι, να ακούει την γκρίνια της γυναίκας του, ποτέ τα λεφτά του δεν της ήταν αρκετά. Γύρισε να δει πού βρισκόταν η μεγάλη της κόρη, και τα μάτια της συνάντησαν πάνω από το κεφαλάκι της Αρτεμούλας, που την κρατούσε στην αγκαλιά του ο ιιεθερός της, τα μάτια του, ίδια φουρτουνιασμένες θάλασσες, στυλωμένα σ’ αυτήν. Τραβήχτηκαν αλαφιασμένα τα βλέμματα, εκείνου γιατί τον έπιασε να την κοιτάει, όπως έκανε πάντα στα κρυφά -ή νομίζοντας πως ήταν στα κρυφά...-, και εκείνης γιατί δεν ήθελε να τον φέρει σε δύσκολη θέση που τον είχε συλλάβει για μια ακόμη φορά να την κοιτάει ο πεθερός της, ο πατέρας του άντρα της. Επέστρεψε πάλι στις σκέψεις της και έφερε στο νου της τον Αδάμο, τον άγνωστο-γνωστό κουνιάδο, αυτόν που σημάδεψε τη ζωή της με θάνατο και πόνο, αυτόν που περίμενε -μάταια, απ’ ό,τι φαινότανο πεθερός της με τόση λαχτάρα και η ίδια έτρεμε τη στιγμή που θα τον συναντούσε πάλι. Σε πόσους ανθρώπους να έδινε ακόμη πίκρα ο Αδάμος άραγε; Και αμέσως μετάνιωσε για τη σκέψη της αυτήν. Μήπως και η ίδια τι είχε κάνει; Δεν είχε ξεγράψει γονείς και οικογένεια, δεν τους είχε αφήσει μέσα στην αγωνία τους, χωρίς να σκεφτεί κανέναν παρά μόνο τον εαυτό της; Γιατί πίστευε ότι δε θα άντεχε να τους αντιμετωπίσει, δε θα μπορούσε να αντικρίσει το υποτιμητικό τους βλέμμα που είχε κλεφτεί με έναν παρακατιανό, όπως ήταν σίγουρη ότι εκείνοι θα θεωρούσαν τον άντρα που είχε αγαπήσει. Φίλησε πάλι το κεφαλάκι της μικρής Ροζαλίας, τώρα ήταν μάνα και ήξερε την αγάπη και τη λαχτάρα, σκέψου να έχανε ποτέ τα κοριτσάκια της... - Θα γράψω στους γονείς μου, είπε στον Ζήση όταν εκείνος κάθισε δίπλα της, ύστερα από αρκετή ώρα. Θα τους στείλω γράμμα, το αποφάσισα. Λάλησε εκείνη τη στιγμή το κλαρίνο.
- Πάμε, της είπε. 'Ολοι εσένα να χορέψεις περιμένουν, και την η>άβηξε απαλά απ’ το χέρι ενώ εκείνη άφηνε το μωρό στην ψυχοκόρη. Τον ακολούθησε χωρίς αντίρρηση, με τα μάγουλα κόκκινα, είχε μάθει κουτσά στραβά να χορεύει, αλλά δεν της άρεσε, αυτή είχε μεγαλώσει με βαλς και ήχους από πιάνο, τα ίδια συνέχισε να ακούει και στη Σμύρνη -δε σταματούσε να παίζει όταν ήταν στο σπίτι του θειου της-, όπου κάποιες φορές άκουγε και ήχους από μπουζούκι και κρόταλα, όταν, αγκαζέ με τη θεία της τη Βάντα, περνούσαν έξω από κανένα καφέ σαντάν. Τότε άστραφτε το μάτι της ξινής θείας, «Πόσο θα ’θελα να χόρευα μια φορά έναν καρσιλαμά εδώ μέσα, με το γαρίφαλο στο αφτί και τα κουτάλια στα χέρια...» της εξομολογιόταν, «Χόρεψε, θεία!» την προέτρεπε εκείνη με την ανεμελιά της δεκαεφτάχρονης και τη μόνιμη χαρά της ερωτευμένης, «Τι λες, καλέ;» εξανίστατο η μαντάμ Βάντα, «Τι είμαι εγώ, καμιά παρακατιανή;». Και ούτε η θεία Βάντα χόρεψε ποτέ, όχι τουλάχιστον απ’ όσο ήξερε η Ελένη, ούτε η ίδια, ενώ της άρεσαν τα παραπονιάρικα σμυρναίικα τραγούδια, δε χόρεψε με πάθος, μόνη της, με τη θεία της ή με τον αγαπημένο της τον Δημητρό, που ήταν χορευταράς και της διηγιόταν ότι στο σπίτι του, με τα τραγούδια της Ιλαρίτσας τους, χόρευαν όλη την ώρα... Αυτά θυμόταν η Ελένη όσο κατευθυνόταν προς τον κύκλο που είχαν σχηματίσει οι χορευτές -έναν κύκλο οι γυναίκες, έναν κύκλο οι άντρες, ποτέ δεν ανακατώνονταν-, θυμόταν και τη Χάιδω που της είχε μιλήσει με λατρεία για το κλαρίνο, «Πες ότι περνάει ο αέρας μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων...» της είχε πει για να της περιγράψει τον ήχο του, δεν είχε καταλάβει η Ελένη, «Πες ότι τρέχει το νερό στο ρυάκι...», πάλι δεν μπόρεσε να φανταστεί εκείνη, «Πες ότι κελαηδάει το αηδόνι!» της είπε αναψοκοκκινισμένη η Χάιδα), δεν είχε τελειώσει παρά δύο μόνο τάξεις στο σχολείο, η φιλία της με την Ελένη την έκανε περήφανη και, όσες φορές μπορούσε να της μάθει κι αυτή κάτι, το προσπαθούσε με όλη της την ψυχή. Τη βάλανε γι ροπή, ακολουθούσε η Πιπίνα με τα εκατό της κιλά, μετά ήταν η νυφαδιά του Αχιλλέα από του αδελφού του, ακολουθούσαν οι ανιψιές. Ήταν ένας χορός επίσημος, χόρευε το σόι, κανείς άλλος δεν μπορούσε να μπει στον κύκλο. Σχηματίστηκε και των αντρών ο χορός από πίσω τους και: - Πήγαινε, πατέρα, εσύ πρώτος, παραχώρησε τη θέση του ο Ζήσης στον Αχιλλέα από σεβασμό. Επιασε το χέρι του αδελφού του εκείνος, μετά ο Ζήσης του, μετά ο Ζήσης του αδελφού, έπειτα ο γαμπρός του, τα άλλα τα ανίψια, και ο χορός κατέληγε στον Αλέξανδρο, που κανονικά θα έπρεπε να είναι μετά τον Ζήση -αφού ήταν αδέλφια-, αλλά το παιδάκι επίτηδες πήγε στο τέλος, στην ουρά, από εκεί έβλεπε φάτσα κάρτα την Ελένη, ήθελε να τη θαυμάσει όσο θα χόρευε, μαγεμένος κι εκείνος, όπως και οι υπόλοιποι άντρες της οικογένειας, από την παράξενη, σιωπηλή ομορφιά της. Για σένα, Χαϊδούλα μου, είπε από μέσα της η Ελένη και έσυρε το χορό απαλά και αέρινα όπως ήταν η κάθε της κίνηση. Το τραγούδι αργό και μακρόσυρτο -κι ας ήταν χαρούμενο-, ο κλαρινοπαίκτης αντικριστά της, να ακολουθεί το αβέβαιο βήμα της, το νταούλι να χτυπάει μέσα στο στομάχι της, μηαμ, μπαμ, τα μάτια του κόσμου πάνω της, άφωνοι όλοι από τη χάρη της, κι ας ήταν μια ξιάνα, άλλοι καμάρωναν και άλλοι έβρισκαν λόγους να κουτσομπολέψουν, να ρίξουν το φαρμάκι τους γιατί δεν εμφανιζόταν τακτικά στο χάνι, γιατί μίλαγε με τον μικρό Αλέξανδρο γαλλικά, γιατί χόρευε σπάνια, γιατί μετά την εκκλησία δε δεχόταν επισκέψεις, όπως κάνανε όλες οι νοικοκυρές... Κι όσο χόρευε η Ελένη με την ψυχή ανάλαφρη από την απόφαση που είχε πάρει, την απόφαση να
επικοινωνήσει με τους δικούς της, ανάμεσα από τα ξεσπάσματα του κλαρίνου και το ρυθμό του νταουλιού βρήκε το δρόμο το μυαλό της και ταξίδεψε στα γαλάζια νερά της Αλεξάνδρειας, στους σκονισμένους δρόμους με τα χνάρια των στ^κι-τιωτών του Μεγαλέξανδρου, στους περιστερώνες με τα γεωμετρικά σχήματα, στους αμμώδεις λόφους και στον κάτασπρο ουρανό. Μύρισε λιβάνι και κανέλα, φούλια και γιασεμί, ιδρώτα καμήλας και σαφράν, άκουσε το κάλεσμα του ιμάμη, τα φρένα του τραμ, τις καμπάνες της Αγίας Τριάδας1, το τραγούδι-λυγμό της Ου μ2 από πλάκα γραμμοφώνου με χαραγματιές, γέλια γυμνών μελαψών παιδιών στο σοκάκι. 'Ελαμψε το πρόσωπό της από τη χαρά που της έδωσαν οι γνώριμες εικόνες, τα χρώματα, οι ήχοι, τώρα ήξερε ότι ήθελε πίσω το παρελθόν της, ήταν δικό της και θα το διεκδικούσε από τον εαυτό της, θα το απαιτούσε από τις προκαταλήψεις όλων, ό,τι περνάει δε χάνεται, είναι δικό σου, προίκα και περιουσία σου, το πληρώνεις με αναμνήσεις, το εξαργυρώνεις σε παρόν. Το γράμμα από την Αλεξάνδρεια έφτασε ύστερα από πολλούς μήνες. «Αγαηψοίμου γονείς και αδελφές, δεν ξέρω πως θα με συγχωρέσετε...» είχε αρχίσει το δικό της γράμμα η Ελένη με χέρια τρεμάμενα. Ελπίζω να είστε όλοι καλά στην υγεία σας, όπως είμαι κι εγώ. Μετά τη Σμύρνη βρέθηκα στην Ελλάδα, όπου γνώρισα έναν νέο, το σημερινό άντρα μου, και τον ακολούθησα στην Κλεισούρα, σε μια μικρή πόλη ψηλά στα βουνά. Είμαστε παντρεμένοι και έχουμε δυο πανέμορφα κοριτσάκια. Το ένα το βγάλαμε Ροζαλία, μανούλα μου, στο δικό σου το όνομα. Πατερούλη μου, γράψε μου πως με συγχωρείτε για τη σιωπή μου όλα αυτά τα χρόνια και πως με την πρώτη ρυκαιρία θα έρθετε να με δείτε. Αυτά τους είχε γράψει πάνω κάτω, την είχε ενθαρρύνει και ο Ζήσης στην απόφασή της αυτή, δε σχολίασε τίποτα ο πεθερός της όταν εκείνη του έδειξε τον κατάλευκο φάκελο -μήπως πάλι γράμμα δεν έγραφε τότε, εκείνο το βράδυ, που μελάνι και αίμα έγιναν ένα;-, το φάκελο που ετοιμαζόταν να πετάξει, όπως και ο νους της, πέρα από τη στεριά, πέρα και από τη θάλασσα, στη χώρα των Φαραώ και των Πυραμίδων, «Με το καλό...» της ευχήθηκε και δεν είπε τίποτα άλλο, καταλάβαινε την αγωνία της, καταλάβαινε και τον καημό της, η οικογένεια είναι το πιο σπουδαίο πράγμα για έναν άνθρωπο, χωρίς οικογένεια είσαι δέντρο χωρίς ρίζες, άμαξα χωρίς τροχούς.Ύστερα βυθίστηκε πάλι στη σιωπή και στη μοναξιά του αυτός, που θεοποιούσε την οικογένεια, αυτός... Όταν το γράμμα έφτασε από την Αλεξάνδρεια, η Ελένη ήταν πάλι ετοιμόγεννη και ο χειμώνας πάλι βαρύς. Στάθηκε ο Στέργιος, ο ταχυδρόμος, ξεπαγιασμένος στο άνοιγμα της πόρτας και: - Καλησπέρα, Αλέξανδρε, είπε στο παλικαράκι που άνοιξε. Είναι μέσα ο πατέρας σου; Εεε... έχετε γράμμα..., και έδειξε το φάκελο με τα πολλά γραμματόσημα και τα ξένα γράμματα στη μεριά του αποστολέα. - Δεν είναι για τον πατέρα, είναι για την Ελένη! φώναξε το παιδί, που ήξερε το θέμα, όπως ήξερε και την αγωνία και τις κρυφές ελπίδες της νύφης του στην πραγματικότητα, αδελφής του όμως στην κυριολεξία. - Δεν ξέρω..., ψιθύρισε ο άλλος τα γράμματα τα έδινε πάντα στον αφέντη Αχιλλέα, τι κι αν έγραφε «Ελένη Μόκια» πάνω πάνω, από πότε οι γυναίκες παίρνανε γράμματα σ’ αυτό το σπίτι, και σε όλα τα
σπίτια δηλαδή; Μπήκε στο χειμωνιάτικο δωμάτιο ο Αλέξανδρος κρατώντας ψηλά το φάκελο και, με ένα πλατύ χαμόγελο, είπε θριαμβευτικά στην Ελένη, που έπλεκε δίπλα στο τζάκι, με τα μωρά της να παίζουν στα πόδια της, την ωραιότερη και σωστότερη πρόταση που είχε πει ποτέ στα γαλλικά: - Voila! C’est moi qui t’ai apporte cette lettre, ne loublie jamais!3 To κλάμα του νεογέννητου φανέρωνε ένα δυνατό και ζωηρό μωράκι. Ταλαιπωρημένη από τις ατέλειωτες ώρες που πονοκοιλούσε, η Ελένη, μόλις άκουσε τη φωνούλα του και προτού χάσει τις αισθήσεις της από την εξάντληση, ευχήθηκε να ήταν αγόρι, για το χατίρι του άντρα της, που ήξερε πόσο πολύ ήθελε ένα γιο, και για το χατίρι του πεθερού της, που -χωρίς να της έχει πει ποτέ τίποταπερίμενε να βγει ο γιος και να πάρει το όνομά του: Αχιλλέας ο μεγάλος ήρωας της μυθολογίας. - Κορίτσι, είναι κορίτσι πάλι, άκουσε τη φωνή της μαμής να λέει στα βλάχικα -που τώρα τα καταλάβαινε σχεδόν όλα η κοπέλα-, φωνή από την οποία δεν προσπάθησε να κρύψει την απογοήτευσή της και μια μικρή καταφρόνια γυναίκες που γεννοβολάνε συνέχεια θηλυκά και δεν είναι ικανές να κάνουν ούτε ένα παιδί... Συνήλθε από τα φιλιά του άντρα της και: - Κοριτσάκι, αγάπη μου! Κοριτσάκι! τον άκουσε να της λέει ευτυχισμένος, τόσο που πίστεψε πως ονειρευόταν μα ήταν αληθινή αυτή η χαρά του. - Συγνώμη, Ζήση..., ψέλλισε μες στη ζάλη της. Συγνώμη... - Όχι, όχι! γέλασε εκείνος. Μη ζητάς συγνώμη. Τι χαζό... Χαίρομαι που είναι κορίτσι! Έτσι, θα μπορέσω να βγάλω την αδελφή μου, τη Βαοιλικούλα μας! Κι έτσι γεννήθηκε η Βασιλική η δεύτερη, η «Βου», η ανιψιό της Βασιλικής της «Α», όπως για πάντα θα τις έλεγε στο εξής ο Ζήσης χαριτολογώντας, η Βασιλική που έμοιαζε στη θεία της λες και ήταν κόρη της και ακόμη παραπάνω, ένα τυχερό κοριτσάκι που ο πατέρας του το λάτρεψε με όλη την αγάπη που δεν είχε προλάβει να δείξει στην αδελφή του. Γιατί τώρα που είχε μεγαλώσει και ωριμάσει ο Ζήσης, τώρα καταλάβαινε ότι στην αδελφή του όφειλε πολλά, πάρα πολλά, και κυρίως αυτό: το χάδι το μητρικό, που είχε λείψει από όλα τα αδέλφια και εκείνη τους το είχε δώσει σαν μάνα τους και σαν αδελφή τους, από το περίσσευμα της καρδιάς της. Γεννήθηκε η Βασιλική η Βου λοιπόν, ένα κοριτσάκι γλύκισμα, με όλα τα χαρακτηριστικά της βλάχικης φυλής, ξανθό και γαλανό, όπως η θεία της και ο παππούς της, ο παππούς Αχιλλέας, που στο πρόσωπό της ξαναέζησε τα παιδικά χρόνια της θυγατέρας του, εκείνα που είχε χάσει, εκείνα που δε χάρηκε, μια από τους πολέμους και τα βάσανα και μια από τις δικές του προκαταλήψεις και τα ταμπού, ο παππούς που με το παιδάκι αυτό τα ξεπέρασε όλα, του έδωσε απίστευτη αγάπη και έκανε μαζί του ό,τι δεν είχε κάνει με κανένα του παιδί, αλλά ούτ^και με εγγόνι: έπαιξε, σαν μικρό παιδί! Με το νεογέννητο στην αγκαλιά της, η Ελένη διάβασε για χιλιοστή φορά το γράμμα της αδελφής της, της δεύτερης κατά σειρά η ίδια ήταν η τρίτη, η μικρότερη. Από εκείνη τη μέρα που της το έφερε περιχαρής ο Αλέξανδρος, το διάβαζε κάθε πρωί μόλις ξυπνούσε και κάθε βράδυ προτού σβήσει τη λάμπα. Καμιά φορά το διάβαζε και μέσα στη μέρα, όταν την έπιανε εκείνη η απίστευτη νοσταλγία για
την οικογένειά της και την Αλεξάνδρεια, μια νοσταλγία που τους τελευταίους μήνες πλάκωνε σαν ταφόπλακα την ψυχή της, το διάβαζε και έκανε σχέδια: να τους ξαναδεί, όσους είχαν απομείνει, να πάει αυτή εκεί, αφού πια... Η δεύτερη αδελφή της λοιπόν, η Βεργκινέ, της έγραφε: Αγαπημένη μου Ελένη, Η χαρά μου δεν περιγράφεται που σε ξαναβρίσκω έπειτα από τόσα χρόνια. Πίστευα ότι δε ζούσες πια, ότι χάθηκες για πάντα. Μας έκανες πολύ κακό που χάθηκες, μεγάλος ο καημός για τους γονείς μας. Προσπαθώ να καταλάβω τι ήταν αυτό που σε εμπόδισε τόσο καιρό να μη μας στείλεις ένα γράμμα, μία ειδοποίηση, ένα σήμα... Και της εξιστορούσε με κάθε λεπτομέρεια ό,τι είχε συμβεί μέσα σ’ εκείνα τα πέντε χρόνια, πέντε χρόνια που ήταν αρκετά για να έρθουν τα πάνω κάτω στην οικογένεια. Όταν ειδοποιήθηκαν από το θειο τους τον Αγκόπ ότι η Ελένη είχε εξαφανιστεί και ότι μάλλον το είχε σκάσει με κάποιον αγαπητικό, ο πατέρας τους, φρόνιμος και έντιμος άνθρωπος, έπεσε να πεθάνει από τον καημό του. Η μητέρα τους, πιο καπάτσα και σκληρή γυναίκα, τον συμβούλεψε να πάψει να σκέφτεται την κόρη τους, αφού έτσι είχε αποφασίσει και δε σεβάστηκε μήτε το όνομά τους μήτε την τιμή της οικογένειας μήτε το θειο της, που τη φιλοξενούσε τόσα χρόνια και την είχε σαν παιδί του, και θα την καλοπάντρευε σίγουρα με κάποιον πλούσιο Σμυρνιό, αυτός ήταν ο πόθος και το όνειρο της γυναίκας, γι’ αυτό συναινούσε να παραμένει η μικρή εκεί. Όταν καταστράφηκε η Σμύρνη, η μάνα τους σχεδόν χάρηκε. «Έτσι, δε θα χουμε να απολογηθούμε σε κανέναν πια για την Ελένη...» ορμήνεψε τον άντρα της. «Έχει χαθεί στην καταστροφή, θα λέμε, και δε θα κοστίσει η δική της απερισκεψία στα άλλα μας τα κορίτσια, να μην μπορέσουν ποτέ να παντρευτούν...» Όμως αυτό το δεύτερο χτύπημα ήταν μεγάλο για τον άνθρωπο, που του έλειπε η μικρή του κόρη και δεν ενδιαφερόταν τόσο για τον κόσμο όσο για το αν εκείνη ήταν ζωντανή ή όχι, χτύπημα βαρύ και ασήκωτο. Στενοχωριόταν και έπαψε σιγά σιγά να τρώει, κόπηκε θαρρείς και η μιλιά του, με νεύματα έλεγε πια τι ήθελε, τίποτα δηλαδή, τίποτα δεν ήθελε πια, έσερνε τα πόδια του και δύσκολα περπατούσε, «Νευρική κατάπτωση» διέγνωσαν οι γιατροί, «Τα νεύρα τα δικά μου ποιος θα τα δει;» αναρωτιόταν ξεφωνίζοντας η μάνα, τώρα πήγαινε και στο μαγαζί, έτρεχε και στα προξενιά για να αποκαταστήσει τις κόρες της, κι ενώ όλοι περίμεναν ότι ο Αράμ θα πέθαινε σύντομα, ένα πρωί η Ροζαλία δεν ξύπνησε, τη βρήκαν πεθαμένη οι κόρες στο κρεβάτι, αίμα είχε τρέξει από τη μύτη της, «Εγκεφαλική συμφόρηση» είπαν γι’ αυτήν οι ίδιοι γιατροί, αυτοί που είχαν ξεγραμμένο τον Αράμ. Έμειναν τα δυο κορίτσια να πρέπει να δούνε τι θα κάνουν με το μαγαζί, και να έχουν και τη φροντίδα του ανήμπορου πατέρα, οπότε η μεγάλη αδελφή, η πρωτότοκη, που στα ζόρια δεν ερχόταν -δεν είχε μάθει έτσι-, αποφάσισε ότι, αν ήθελαν να κρατήσουν το μαγαζί τους και να μην πεθάνουν της πείνας, θα έπρεπε να παντρευτεί τον ηλικιωμένο έμπιστο υπάλληλο του πατέρα τους, που δούλευε εκεί από μικρό παιδί και ήξερε την πελατεία και τους προμηθευτές, κι επιπλέον ήταν από χρόνια ερωτευμένος βαθιά μαζί της, αυτό το ξέρανε ακόμη και οι αραπάδες που κάνανε τα θελήματά τους, γιατί οι δυο κοπέλες, με τα μυαλά πάνω από το κεφάλι -και υπαίτια ήταν γι’ αυτό η μάνα τους-, δεν είχαν ποτέ τους δουλέψει και ούτε ποτέ είχαν πατήσει το γοβάκι τους στο μαγαζί εκείνο, που τόσα χρόνια τούς έδινε τα προς το ζην με μεγάλη ευκολία. 'Etoi, η Αναΐτ παντρεύτηκε τον ηλικιωμένο υπάλληλο του πατέρα τους -στην ουσία, του φορτώθηκεκαι, ξεχνώντας τους δικούς της, καρπώθηκε μόνη της τα εισοδήματα που της απέφερε η οικογενειακή επιχείρηση, δίνοντας κάτι ψίχουλα στην αδελφή της, να συντηρηθεί η ίδια, να συντηρήσει και τον
άρροκττο. «Ντρέπομαι που σου ι ο Λέω», τελείωνε το γράμμα, «αλλά, αν μηορκ να μα κ fiat (Οψης μι κάποιον τρόπο, tvnpooficKio...» Έκλαψε πικρά με εκείνο το γράμμα η Ελένη, ούτε φανταζόταν ποτέ ότι μπορούσε να συμβεί τέτοιο πράγμα στην οικογένειά της και λυπήθηκε αφάνταστα που δεν ήταν εκεί να ,τους βοηθήσει. Το να έρθουν λοιπόν στην Κλεισούρα αποκλειόταν μια για πάντα, το μόνο που απέμενε ήταν να μεγαλώσουν λίγο τα παιδιά της και να πάει εκείνη... αν της το επέτρεπε ποτέ αυτό ο Ζήσης... αν ζούσε μέχρι τότε ο πατέρας της... αν δε γινόταν κανένας πόλεμος*και τους έκανε πάλι να χαθούνε... Έβαλε στην μπάντα την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια της -ποτέ δεν είχε ζητήσει λεφτά από τον άντρα της, μόνος του της έδινε, και με το παραπάνωκαι για πρώτη φορά στα πέντε χρόνια της κοινής τους ζωής, αφού πρώτα του έδωσε το γράμμα να το διαβάσει, ζήτησε χρήματα για τον πατέρα και την αδελφή της. Ο Ζήσης συντήρησε, πέρα στην Αλεξάνδρεια, τον πεθερό και την κουνιάδα του για πολλά χρόνια, μέχρι το τέλος. Κύλησαν δύο χρόνια με τις χαρές που δίνουν τα παιδιά -τα πρώτα βήματα, οι πρώτες λεξούλες, μια σκέψη «σοφή» από ένα παιδάκι μια στάλα, ένα γέλιο γάργαρο από την καρδούλα του μέσα βγαλμένο, ένα μουτράκι που λάμπει από ευτυχία μόνο και μόνο επειδή του έδωσες ένα κομμάτι γλυκό, τέτοιες χαρές, άμεσες, εύκολες, ανέξοδες-, κύλησαν τα χρόνια και με τις χαρές που προσφέρει η υγεία, όλοι γεροί, όλοι με κόκκινα μάγουλα -ακόμη και η χλομή Ελένη απέκτησε λίγο χρώμα εκεί στα ψηλά βουνά-, οι άντρες δυνατοί και δραστήριοι, τα αγόρια της Πιπίνας ζωηρά και φωνακλάδικα, τα κοριτσάκια λεπτεπίλεπτα αλλά γερά, ούτε συνάχι δεν πάθαιναν. Είχε και κάποιες δυσκολίες η ζωή τους, ο αφέντης Αχιλλέας κλεινόταν πολύ στον εαυτό του και ώρες ώρες πίστευες ότι μισούσε τον κόσμο όλο. Μόνο όταν έβλκιιε τη μικρή Βασιλική, τη Βασιλική τη Βου, μόνο τότε άλλαζε η κακή του διάθεση. Του τράβαγε εκείνη τα ξανθά μουστάκια, που τώρα ήταν στολισμένα με ασημένιες τρίχες, του τα τράβαγε και τσίριζε από χαρά, έκανε εκείνος πως πονάει, σταυροκοπιόταν η Πιπίνα και ζήλευε αφόρητα, μια φορά γιατί με τους δικούς της γιους δεν είχε παίξει ποτέ έτσι ο άντρας της, δυο φορές γιατί καταλάβαινε ότι η αγάπη του για εκείνο το κοριτσάκι αντικατόπτριζε την αγάπη του για τη μεγάλη Βασιλική, την προγονή της, που, αν και φευγάτη χρόνια στην Αμερική, ακόμα, πίστευε, επηρέαζε τη ζωή τους. Η μεγαλύτερη χαρά απ’ όλες θα μπορούσε να είναι η γέννηση του τρίτου γιου της Πιπίνος και του Αχιλλέα, ενός αγοριού που γεννήθηκε όταν η μάνα του ήταν πενήντα χρονών σχεδόν, κάτι που την έκανε να ντρέπεται και να περηφανεύεται μαζί, μια γέννηση που προξένησε στον Αλέξανδρο μίσος για τη μάνα του -μάταια προσπάθησε να τον λογικέψει η Ελένη-, ένα μίσος που οφειλόταν στον εφηβικό του εγωισμό -κανένα παιδί δε θέλει να σκέφτεται ότι οι γονείς του έχουν ερωτική ζωή...αλλά και στην παντελή έλλειψη επικοινωνίας που είχανε και οι δύο γονείς με το μεγάλο τους γιο. Όμως και ο μεγαλύτερος -ο κατά πολύ μεγαλύτεροςΖήσης, κι αυτός παράξενα αντιμετώπισε το γεγονός, κορόιδευε πίσω από την πλάτη της την Πιπίνα και δεν έχανε ευκαιρία να την αποκαλεί «Σάρα» όταν ήταν οι δυο τους με την Ελένη. Υστερα από αυτό το παιδί, που καμία χαρά δεν προξένησε τελικά σε κανέναν, ο Αχιλλέας δεν
ξανασήκωσε ποτέ τα μάτια του στην Ελένη, σχεδόν δεν της έλεγε πια καλημέρα -και εκείνη καταλάβαινε-, ούτε γύρισε στο συζυγικό κρεβάτι ξανά, με αφορμή τα κλάματα του νεογέννητου, αλλά εγκαταστάθηκε στο χειμωνιάτικο δωμάτιο και δεν ανέβηκε ποτέ πιο πάνω, στον όροφο με τις κάμαρες. «Λήρεφε η αδελφή μας», έγραφε στο νέο γράμμα της η Βεργκινέ, «και ψθε σ εμένα να τη βοηθήσω. Σε λίγο ούτε το μαγαζί θα υπάρχει, φύγαν και οι Άγγλοι, που ήταν οι καλύτεροί μας πελάτες, η Αναΐτ τα \χει χαμένα, διπλοί οι φόροι που έβαλε ο Φαρούκ...» Χάιδεψε τη φουσκωμένη της κοιλιά η Ελένη, καλοκαίρι και εκείνη ετοιμόγεννη πάνω στη Σαμαρίνα, καθόταν κάτω από τη μεγάλη καρυδιά της αυλής, μεσημέρι, με ζέστη μεγάλη, μετά, αργότερα, το βραδάκι, μόλις θα χανόταν ο ήλιος πίσω από το βουνό, θα έπιανε ψύχρα, θα φόραγαν τις ζακέτες, καμιά φορά και πανωφόρι μέσα στον Αύγουστο, τώρα όμως είχε ζέστη, έκανε αέρα η κοπέλα με το φάκελο και προσπαθούσε να βρει λύση για τις αδελφές της και για τον πατέρα της, που ζούσε χωρίς να ζει. Τα κορίτσια της έπαιζαν πιο πέρα μαζί με το μικρό Φίλιππο ο πατέρας του, ο αφέντης Αχιλλέας, του είχε δώσει αυτό το όνομα προς τιμήν του αρχηγού της Μακεδονικής Δυναστείας. Ο Φίλιππος ήταν θείος των κοριτσιών, κι ας ήταν μικρότερος τους, έτσι το θέλησε ο θεός, και ήταν και ο παραχαϊδεμένος τους, οι κόρες της Ελένης λάτρευαν το μικρό αγόρι. Η Πιπίνα είχε πάει στο σπίτι κάποιου υπερήλικα θειου της, που ξεψυχούσε ένα μήνα τώρα και όλες οι συγγένισσες κάνανε βάρδιες συμπαράστασης στην κόρη του, υποψήφια ορφανή στα εβδομήντα της, συμπαράσταση γιατί αργούσε τόσο να γίνει ενεργά ορφανή... Είδε η Ελένη τον αφέντη να βγαίνει από το σπίτι του. Δύο χρόνια νωρίτερα είχαν χτίσει κι εκείνοι το δικό τους, μέσα στην ίδια αυλή βέβαια, στην Κλεισούρα όμως η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη, τα παιδιά είχαν πληθύνει, η Πιπίνα είχε στην κάμαρή της τα δυο μικρότερα αγόρια, ο αφέντης κοιμόταν στο χειμωνιάτικο δωμάτιο, τα τρία κορίτσια της Ελένης σε ένα δωμάτιο -όπως κάποτε τα τρία αδέλφια της Βασιλικής-, μόνο ο Αλέξανδρος είχε δική του κάμαρα και δε δεχόταν ούτε τον Νικόλα μαζί του -που δεν ήταν δα μωρό, ήταν τρία χρόνια μικρότερος του-, έγραφε και διάβαζε εκεί, «Τούτον έπρεπε να λένε Νικόλα...» μουρμούριζε η μάνα του, καθώς θυμόταν τον άλλο Νικόλα, τον λατρεμένο της Βασιλικής, που όλη μέρα και όλη νύχτα ήταν σκυμμένος πάνω από τα βιβλία και τα τετράδιά του μέχρι που γνώρισε τη Γαλλίδα βέβαια, «Φτου, φτου!» έφτυνε τον κόρφο της η γυναίκα, μην είχε τέτοια μοίρα το παιδάκι της... - Τι λένε οι αδερφάδες σου; τη ρώτησε ο πεθερός της, έπειτα από μια διετή σχεδόν αποχή στην επικοινωνία τους, καθώς την πλησίαζε και τα γαλάζια του μάτια την έλουζαν θαρρείς με ένα παράξενο φως. Ηξερε ο αφέντης Αχιλλέας τα πάντα σχετικά με την οικογένειά της, φυσικά. Εννοείται ότι του τα είχε πει ο γιος του ο Ζήσης, εννοείται ότι είχε συμφωνήσει κι αυτός στη στήριξή τους. Δεν ήταν σίγουρη η Ελένη τι θα συνέβαινε αν ο πεθερός της είχε διαφορετική γνώμη, αλλά δεν το έψαχνε περισσότερο, είχε παραιτηθεί από πολλά πράγματα, ζούσανε αρμονικά με τον άντρα της, αλλά με την αρμονία της σιωπής και της παραδοχής ότι εκείνος μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε και εκείνη δεν έπρεπε να μιλάει. Είχε καταλάβει ο αφέντης ότι το γράμμα ήταν από εκεί, από την οικογένειά της. Ποιος θα της έγραφε αυτηνής; Κανέναν άλλο δεν είχε στον κόσμο. Ακόμη και οι θειοι της στη Σμύρνη, ακόμη κι εκείνοι, όπως την είχε πληροφορήσει η αδελφή της η Βεργκινέ, είχαν χαθεί, ποτέ ξανά δεν πήρανε νέα τους στην Αλεξάνδρεια.
Ήρθε και στάθηκε κοντά της. - Πώς είσαι; τη ρώτησε, και η φωνή του ακούστηκε παράξενη. - Καλά, απάντησε εκείνη -ούτε «αφέντη» μπορούσε να τον αποκαλέσει, πολύ περισσότερο ούτε «πατέρα»και έδειξε το χαρτί που κρατούσε. - Τι λένε; Καλά; Ο πατέρας σου; Χαμογέλασε πικρά. Ο πατέρας της ζούσε, αλλά δεν καταλάβαινε. δεν αντιδρούσε, όπου τον έβαζε η Βεργκινέ καθόταν, αν τον τάιζε έτρωγε, αν τον έβαζε να ξαπλώσει ξάπλωνε «καλά» ήταν άραγε αυτό; Και η Αναΐτ; Σαν να μην έφτανε που ο πεθερός και ο άντρας της τάιζαν τη μια της αδελφή και τον πατέρα της, τώρα θα έμπαινε στο λογαριασμό και η άλλη. - Καλά, του απάντησε. Λέω «καλά» για να μην πάθουμε και τίποτα χειρότερο..., και του εξιστόρησε πώς είχε διαμορφωθεί η κατάσταση. - Να πεις στην αδελφή σου, στις δυο σου αδελφές να έρθουν εδώ, της είπε, πάλι με εκείνη την παράξενη φωνή. Με τον πατέρα σου, φυσικά. Να έχεις κι εσύ παρέα, να γνωρίσουν και τα παιδιά σου, να χαρείς και τον πατέρα σου... αφού δε χάρηκες τη μάνα σου... Εμεινε να τον κοιτάει η κοπέλα, ήταν καλός, τόσο καλός, μόνο αυτή ήξερε πόσο καλός ήταν, κρίμα που... - Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ. Ήδη έχετε κάνει τόσα για τους δικούς μου... και για μένα... Τη χαιρέτησε ανασηκώνοντας απαλά το καπέλο του και ξαναφορώντας το. Κάτι μουρμούρισαν τα χείλη του, που εκείνη δεν το άκουσε, και της γύρισε την πλάτη, αφού πρώτα έκανε κάτι σαν... σαν μια μικρή υπόκλιση, βάζοντας το χέρι στο στομάχι και γέρνοντας ελαφρά προς τα μπρος. Πονάει..., σκέφτηκε αυτή, αλλά έδιωξε μακριά τούτη τη σκέψη. Καθ6)ς έβλεπε τη φαρδιά του πλάτη να απομακρύνεται με βήμα όχι και τόσο σίγουρο, αισθάνθηκε μια τεράστια τρυφερότητα γι’ αυτό τον άνθρωπο, όπως τότε που... Βγήκε με φόρα από το δωμάτιο όπου τόσες ώρες παιδευόταν να γράψει μια επιστολή (πους δικούς της, ένα γράμμα με το οποίο θα έξη-γούσε γιατί είχε χαθεί, γιατί δεν τους είχε στείλει ποτέ σημάδια ζωής, ήταν σαν μεθυσμένη, σαν υπνωτισμένη, τα τραγικά γεγονότα της ζωής της, που ώρες ώρες τής φαίνονταν μακρινά, κι ας είχαν περάσει μόνο έξι μήνες -μακρινά γιατί είχε φύγει, είχε ταξιδέψει μέσα από θάλασσες και βουνά, είχε βρεθεί σε τελείως διαφορετικό περιβάλλον, με άλλους, άγνωστους ανθρώπους, που δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτήν ούτε για τους δικούς της ούτε γι’ αυτούς που αγαπούσε, γι’ αυτούς που ήταν κάποτε, μόλις χτες, στη ζωή της, που ήταν η ζωή της-, τα τόσο μακρινά λοιπόν και τόσο κοντινά μαζί γεγονότα είχαν ξαναγυρίσει μέσα στην κάμαρα με τις σκιές σαν φαντάσματα που ούρλιαζαν στο μυαλό της και αντηχούσαν στους πέτρινους τοίχους, έπρεπε να φύγει και να γλιτώσει, μα πιο πολύ έπρεπε να πλύνει τα χέρια της, να ξεπλύνει τις αναμνήσεις, να σβηστούν οι εικόνες από τα μάτια της. Το σπίτι ήταν μισοσκότεινο, κανείς δεν είχε ανάψει κάποια λάμπα ακόμα, ο Ζήσης έλειπε, ο Αλέξανδρος θα ήταν στο σχολειό, η Δέσποινα με τον μικρό εξαφανισμένοι, ούτε τσικ δεν ακουγόταν, έπρεπε να
συνηθίσουν τα μάτια της στο μισοσκόταδο προτού κατέβει, αλλά δεν άντεχε, βιαζόταν... νερό!... νερό!... και η βροχή έξω να πέφτει με το τουλούμι -γρήγορα θα έλιωναν τα χιόνια-, ναι, η βροχή ήταν αυτή που θα της ξέπλενε τις πληγές, η βροχή και το χιόνι, το χιόνι... Όρμησε έξω από το σπίτι, κοίταξε γύρω της, τίποτα δεν έβλεπε, και έπεσε στην αγκαλιά του πεθερού της, που μάλλον εκείνη την ώρα θα ανέβαινε τις σκάλες. Έντρομη παρατήρησε το άσπρο του πουκάμισο να γεμίζει αίμα σιγά σιγά, αίμα και μελάνι... Αυτή το είχε λερώσει έτσι; Αυτή, που έπεσε πάνω του με τα δάχτυλά της πασαλειμμέ: να με μελάνι... αυτή, που έμπηξε τα νύχια της στο μέρος της καρδιάς του; Να κρατηθεί ήθελε, να σωθεί... Ποιος άλλος φορούσε ματωμένο πουκάμισο;... Κ κρίνος... εκείνος... πάνω στα βράχια... με το ματωμένο πουκάμισο... Ματωμένη θάλασσα;... Ποιος φορούσε μια ματωμένη θάλασσα; Όχι ποιος... κάποια... η Χάιδω, που τάιζε τη θάλασσα με το αίμα της... η Χάιδω, που την τάιζε και με το... αγέννητο μωρό της... Βοήθεια!... Λευκό. Θαμπό. Τίποτα. Το θαμπό τίποτα. Κίνηση. Ματιών. Μάτια... Αυτά είναι μάτια. Κίνηση ματιών... Το θαμπό λευκό πάλι. Το θαμπό λευκό που απλώνεται πάνω της. Αυτό... βλέπουν τα μάτια. Πάνω. Μπορεί και να ναι... κάτω... Ήχος. Κάποιος ήχος. Κρακ. Όχι, όχι κρακ. Κάπως αλλιώς... όχι κρακ... σαν... σαν... δεν ξέρει... Άγνοια. Κάποιος ήχος, πάντως... Αίσθηση. Μυρωδιά. Γνώση. Γνωστή μυρωδιά. Χωρίς όνομα. Τίποτα δεν έχει όνομα σήμερα. Σήμερα... Μέρα. Όχι. Νύχτα. Όχι... /Ισως... Σήμερα. Μυρωδιά... Κίνηση. Ματιών. Μάτια... Κίνηση. Πέτρες. Γνώση. Αυτές είναι πέτρες... Αίσθηση. Μυρωδιά γνωστή... σαν... σαν... Άγνοια. Μόνο πέτρες. Πέτρες και γνωστή μυρωδιά. Αίσθηση. Φως. Δίπλα. Γνώση. Το «δίπλα» είναι κοντά. Κοντά. Γνώση. Αίσθηση. Φως. Λάμπα. Γνώση. Λάμπ,α. Μυρωδιά. Από τη λάμπα. Πετρέλαιο. Από τη λάμπα πάνω στον πέτρινο τοίχο. Γνώση. Εγώ... εγώ... η... η... Άγνοια. Εγώ... - Ελένη... Ήχος. Φωνή. Αγάπη. Πώς αγάπη; Γνώση... Άγνοια... Πώς αγάπη; - Ελένη... κορίτσι μου... Αγάπη. Γνώση. Αγάπη. Γυρνάει τα μάτια της, που είναι τόση ώρα στραμμένα στο ξύλινο ταβάνι. Πονάνε. Τα μάτια της πονάνε. Στρέφει μόνο τα μάτια της, που πονάνε, και... Γνώση. Γαλάζιο. Θάλασσα. Αγάπη. Χάνομαι μέσα στη θάλασσα, χάνομαι μέσα στην αγάπη. Αίσθηση. Αφή. Άγγιγμα. Χέρι. Αίσθηση. Ζεστό χέρι. Γνώση. Χάδι. Ζεστό χάδι. Αγάπη. - Ελένη... κορίτσι μου όμορφο... Γνώση. Αγάπη. Χάδι από ζεσιό χέρι. Αγάπη. Θάλασσα. Χάδι. Απλώνει το χέρι της. Πονάει. Απλώνει το χέρι της, που πονάει, και πιάνει το ζεστό χέρι που χαϊδεύει το μάγουλό της... γνώση... το μέτωπο... γνώση... το πρόσωπό της. Το πιάνει με το πονεμένο χέρι και το φέρνει στο στόμα της... γνώση... έχει στόμα, όχι μόνο πόνο... Φιλάει το ζεστό χέρι και το κρατάει εκεί. Γνώση. Ξέρει να φιλάει. Αγάπη. Γνώση. Ξέρει να αγαπάει. Άπλωσε τα δυο της χέρια και τον αγκάλιασε από το λαιμό. Εκείνος έμεινε ακίνητος -ούτε μπρος ούτε
πίσωόσο τον τραβούσε κοντά της και τον έσφιγγε. - Πονάω..., ψιθύρισε η κοπέλα μες στον πυρετό της. Πονάω... Φοβάμαι... Τη φίλησε στο μάγουλο απαλά, να την καθησυχάσει, να μη φοβάται πια, να της περάσει και ο πόνος. Μικρό κορίτσι είναι, μόνο του, μικρό και μόνο του... * Τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, το στόμα της στο αφτί του. - Φοβάμαι... φοβάμαι... Πονάω... Το φιλί του στο λαιμό της. Πώς κατηφόρισαν τα χείλη του από το μάγουλο στο λαιμό; Πώς γλίστρησαν πάνω στο μετάξι του; - Φοβάμαι... Κι εγώ φοβάμαι... Κι άλλο φιλί, πάλι στο λαιμό -απαλό και καυτό το δέρμα της-, φιλί, ο λαιμός της, φιλί και πιο εκεί, πάλι γλίστρησε, φιλί στη λακκούβα που σχηματίζει ο λαιμός πριν από το στέρνο. Φιλί στη λακκούβα με τη φωτιά. Τα χέρια της λίγο χαλάρωσαν. - Φοβάμαι, αγάπη μου... Φιλί στο λαιμό, από την άλλη μεριά τώρα, ανηφορίζουν τα χείλη, ανηφορίζουν προς το άλλο μάγουλο, αλλά καθυστερούν, φιλάνε και ανηφορίζουν, και εδώ είναι απαλό το δέρμα, και εδω καίει. Κι εγώ φοβάμαι... Τώρα τα χείλη του είναι στα χείλη της δίπλα, έτσι να κάνει θα ακουμπήσουν πάνω τους, γλιστράει, πώς γλιστράει το στόμα του πάνω στο μετάξι... δε φταίει αυτός, το μετάξι φταίει... - Φοβάμαι, αγάπη μου..., ψιθυρίζει εκείνη. Τα βλέπει, χλομά και απαλά τα χείλη της, τώρα τα φιλάει. Κι εγώ φοβάμαι... Τα χέρια της στην πλάτη του, τον αγκαλιάζει και τον σφίγγει, δικός της, αγάπη της, αυτός είναι η αγάπη της, δικός της, τα σώματά τους ακουμπούν και σφίγγονται, δικός της, δεν ξέρει ότι στο πουκάμισο έχει μελάνι, έχει και αίματα, δικό της το μελάνι, δικό της και το αίμα, κι ας έτρεξε από τη σάρκα του, γι’ αυτή μάτωσε, γι’ αυτή θα ματώνει, το ξέρει, όπως ξέρει ότι το χάδι του είναι ζεστό και τα χείλη του καίνε, δικός της, θάλασσα. - Φοβάμαι... Τη σφίγγει γιατί την αγαπάει, την αγαπάει από την πρώτη στιγμή που την είδε, δικιά του, η αγάπη του από τότε, από τώρα, από πάντα, δικιά του, τα νιάτα που φύγανε... Κι εγώ φοβάμαι... Την τραβάει και ανασηκώνεται, η λάμπα κάνει τις σκιές να φαίνονται τεράστιες πάνω στους πέτρινους
τοίχους, δεν την αφήνει από την αγκαλιά του, αγάπη του, κολλημένη πάνω του, με τα μάτια της μέσα στα δικά του, θάλασσα. - Σ’ αγαπώ..., ψιθυρίζει. Ποιος ψιθυρίζει; Τα χέρια είναι ανήσυχα, το στήθος της, το στήθος κάτω από τη μάλλινη μπλούζα, μικρό και πετρωμένο, με τις θηλές όρθιες, αυτές τον χαράκωσαν σαν ξυράφι και την πρώτη φορά, παιδί του και αγάπη του. - Σ’ αγαπώ..., ψιθυρίζει. Πιάνει το στήθος της, φτερουγίζει η καρδούλα της από κάτω, σπαρταράει. - Φοβάμαι, αγάπη μου..., του λέει. Το στήθος της λίκνο και φονικό όπλο, να πεθάνει, να πεθάνει τώρα πάνω της, με το στήθος της στη χούφτα του. Οι σκιές δράκοι πάνω στους τοίχους, δράκοι και πολεμιστές, να τους σκοτώσει όλους, να μην υπάρχουν, παιδί μου, τον αγαπάει όπως πρώτα, όπως πάντα, αγάπη μου, δε φοβάται πια, αφήνεται στα χέρια του, είναι δικός της και είναι δικιά του. - Μη φύγεις..., του ψιθυρίζει, και το στόμα της δε φεύγει από το δικό του. - Δεν μπορώ..., λέει εκείνος, και δεν ξέρει αν δεν μπορεί να μείνει ή αν δεν μπορεί να φύγει. Γαλάζιο, προσκυνάει το στήθος της και το ασπάζεται, ματώνουν τα χείλη από τον πόθο, σπαρταράει ολόκληρος από έρωτα, είναι εκείνη η αγαπημένη. - Δε θα φύγεις, ε; βογκάει κι αυτή. Να μη φύγει τώρα, τώρα που είναι δικός της, θέλει να τον κρατήσει πάνω της, μέσα της, δικός της, δικός της! Κι εγώ φοβάμαι... Χτυπάνε οι σταγόνες της βροχής στα παράθυρα, καταιγίδα, νυχτώνει, τα χείλη περίεργα και διψασμένα, δεν πίνουν νερό, πίνουν και γεύονται σάρκα, μια λάμψη φωτίζει το σκοτεινό δωμάτιο, λάμψη και κρότος... υπέροχα!... είναι ο έρωτας αυτό που πέφτει από τον ουρανό και κάνει θόρυβο. - Μη φύγεις τώρα, αγάπη μου... Το δωμάτιο γίνεται γαλάζιο, τα μάτια του, η θάλασσα, το στήθος της, η θάλασσα, γαλάζιο φως... Πετιέται όρθιος ο Αχιλλέας. - Τι κάνω, Χριστέ μου! βογκάει. Τι κάνω... Το παιδί μου... Σιάχνει τα ρούχα του, το λεκιασμένο πουκάμισο, τα μαλλιά του, που έχουν λυθεί και είναι πάνω στο πρόσωπό του.
- Τι κάνω... Εκείνη ανάστατη ακόμα, ακόμα υπό την επήρεια του φιλιού, των φιλιών, σιάζει τα ρούχα της... πώς είναι έτσι τα ρούχα της;... συνειδητοποίηση... ποιος είναι αυτός που αγαπάει;... ποιον αγαπάει;... δεν ξέρει πια. - Φύγε..., του λέει μαλακά, αλλά θέλει να του ζητήσει να μείνει. Φύγε..., αλλά θέλει να του ζητήσει να την πάρει μαζί του. Φύγε... Μακριά, να πάει μαζί του μακριά... Πού; Πού έχει να πάει αυτή;... Εκεί στη Σμύρνη θάνατος, εκεί στην Αλεξάνδρεια εγκατάλειψη, εδώ προδοσία... προδοσία... Χτυπάει η λέξη στους τοίχους και γυρνάει πάλι πίσω, «προδοσία, προδοσία», πόσο εύκολο είναι να προδώσεις, ο μεγαλύτερος προδότης η καρδιά του ανθρώπου... Προτού βγει από την κάμαρη, ο αφέντης, με την αστραπή μέσα στα μαλλιά, δείχνει προς τη μεριά του τραπεζιού, εκεί όπου ακόμα είναι αφημένο το γράμμα, ακόμα ανοιχτό το μελανοδοχείο, ακόμα παρατημένος ο κονδυλοφόρος. - Είναι η... η... δικιά μας Χάιδω; ρωτάει και δεν την κοιτάει πώς να κοιτάξεις κατάματα την αμαρτωλή αγάπη χωρίς να στραβωθείς; Είναι η δικιά μας Χάιδω...; «Αγάπη μου» θέλει να την πει, μα... - Αυτή είναι, Ελένη; την ονομάζει. Γνέφει «Ναι» εκείνη, είναι η αγάπη της, πώς να πει ψέματα στην αγάπη της, εκείνος με το χέρι στην πόρτα, να φύγει και να γλιτώσει από την καταστροφή, να μείνει και να ζήσει, κι ας καταστραφεί. - Και εκείνος... εκείνος ο δειλός... εκείνος... είναι... ο... Αδάμος... ο Αδάμος μου; Κι εγω φοβάμαι... Ο αφέντης Αχιλλέας έμαθε το μυστικό πολύ νωρίς. Και το κράτησε έτσι. Μυστικό. Βαρύ και ματωμένο. Αχώρετο στο μυαλό του. Αχώρετο και στην καρδιά του. Το παιδί του... Δειλός... Δολοφόνος... Ψεύτης... Άνανδρος... Προδότης... Άτιμος... Ο γιος του! Ο αφέντης Αχιλλέας έμαθε και για τον έρωτα. Τον δικό του. Τον άνομο, τον αμαρτωλό, τον απαγορευμένο, τον κρυφό, τον καταραμένο. Αχώρετος στο μυαλό του. Αχώρετος και στην καρδιά του. Αυτός, ο αφέντης... Δειλός... Που δεν την πήρε να φύγουνε, δεν την άρπαξε να την κάνει δική του, να την έχει δική του... Δειλός... Δολοφόνος... Που σκότωσε ό,τι πιο ωραίο είχε νιώσει ποτέ, που το έπνιξε μέσα στην ψυχή του. Δολοφόνος... Ψεύτης... Που έμαθε να ζει έτσι, να την αποκαλεί «κόρη μου» και «παιδί μου», ενώ ήθελε να τη λέει «γυναίκα μου»... Ψεύτης... Άνανδρος... Που εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία και το παραλήρημά της, την τρέλα της, που εκμεταλλεύτηκε τις παραισθήσεις της... Άνανδρος... Άτιμος... Που τσαλαπάτησε όλα τα ιερά και τα όσια και ερωτεύτηκε τη νύφη του, τη γυναίκα του γιου του... Άτιμος... Προδότης... Που πρόδωσε το παιδί του, το γιο του... Προδότης... Που πρόδωσε τον έρωτά του... Προδότης...
Ο πολυαναμενόμενος γιος της Ελένης και του Ζήση γεννήθηκε στις αρχές του Αυγούστου. Ήταν μια εύκολη γέννα, όπως εύκολη και ανάλαφρη ήταν και η εγκυμοσύνη, σαν όλες τις εγκυμοσύνες και τις γέννες εκείνης της λεπτεπίλεπτης κοπέλας -ίδιας με μίσχο λουλουδιού-, της σιωπηλής, ευαίσθητης κοπέλας που κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσε να γεννάει τόσο εύκολα τα μωρά της τύφλα να χαν οι σκληραγωγημένες Βλάχες. Το κλάμα του μωρού, που ήρθε στον κόσμο μόλις χάραζε μια όμορφη, διάφανη μέρα, ακούστηκε δυνατά και χαρμόσυνα μέσα στο σπίτι, χτύπησε πάνω σιους πέτρινους τοίχους και πετάχτηκε έξω στον καθαρό αέρα, διέσχισε τη μικρή αυλή με τα λιανολούλουδα στα παρτέρια -εκστασιασμένοι το άκουσαν οι κάτοικοι του άλλου σπιτιού, του πρώτου, του παλιότερουκαι μετά έδωσε έναν πήδο και στάθηκε στην κορυφή της μεγάλης καρυδιάς, που στη σκιά της συνήθιζε να κάθεται η Ελένη, εκείνο ειδικά το καλοκαίρι. Έμεινε η φωνούλα λίγο εκεί πάνω, ατένισε με θαυμασμό τα ψηλά, κατάφυτα βουνά και τον ήλιο που άρχιζε να χρυσίζει και ύστερα πήρε να κατεβαίνει την κακοτράχαλη πλαγιά. Φωνούλα-κλάμα που όσο πήγαινε και έσβηνε, ενώθηκε με τους ήχους από τα κουδουνάκια των προβάτων που ακολουθούσαν την αντίστροφη πορεία -ανέβαιναν στο βουνό-, πέρασε την Παναγία4 και έφτασε κάτω, στο ποτάμι με τους στρογγυλεμένους βράχους, ανακατεύτηκε με τη βουή του νερού και έγινε γουργούρισμα, κελάρυσμα. Γιατί ο μικρός Αχιλλέας κοιμήθηκε ήρεμος πάνω στο βυζί της μάνας του, που του χάιδευε τρυφερά το κεφαλάκι με το ξανθό χνούδι, κάτω από το δακρυσμένο βλέμμα του Ζήση. Επιτέλους, και δοξασμένο το όνομα του Θεού, είχε αποκτήσει τον πολυπόθητο γιο. Τώρα ήταν ένας πλήρης άντρας ο Ζήσης, υγιής, πλούσιος, όμορφος, από μεγάλο τζάκι, είχε όμορφη γυναίκα και όμορφα κορίτσια, είχε και παιδί, δηλαδή γιο. Ο Ζήσης είχε πια τον κληρονόμο. Τι να φοβόταν λοιπόν από δω και πέρα; Ο Αχιλλάκος, όπως συνήθισαν να τον λένε, αφού «Αχιλλέας» ήταν ο αφέντης και παππούς του, έγινε το λατρεμένο παιδί της Ελένης. Δεν τον αποχωρίστηκε λεπτό από το πλευρό της από τη στιγμή που γεννήθηκε, του έδειξε υπερβολική αδυναμία -μεγαλύτερη από αυτήν που του είχε ο άντρας της-, τον φώναζε «φως μου» και του έκανε όλα τα χατίρια. Ο Αχιλλάκος αγαπήθηκε πολύ και από τις τρεις αδελφές του, που τον κανάκεψαν και τον παραχάιδεψαν κι αυτές με τη σειρά τους. Ακόμη και η Πιπίνα, χορτάτη από αγόρια, ζωηράδες και φωνάρες, γοητεύτηκε από τη σπάνια ομορφιά του -το μωρό έμοιαζε καταπληκτικά στον άντρα της, τον αφέντη Αχιλλέακαι του χάρισε απλόχερα την αγάπη της, γιατί πίστεψε ότι έτσι θα έφερνε ξανά κοντά της τον άντρα της, που -λογικάσ’ αυτό το εγγόνι θα έπρεπε να έχει στο εξής μεγάλη αδυναμία, στο συνεχιστή του ονόματος και της οικογένειας. Μόνο ο αφέντης ήταν διστακτικός απέναντι σ’ αυτό το παιδάκι, που μεγαλώνοντας του έμοιαζε όλο και περισσότερο -όχι μόνο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, αλλά και στο χαρακτήρα-, το αγαπούσε, πώς δεν το αγαπούσε, μόνο που... μόνο που τώρα, με το παιδί αυτό, το πρώτο εγγόνι με το όνομά του, πίστευε ότι τελείωνε η δική του κυριαρχία, ότι περνούσε στο περιθώριο, ότι σε λίγο δε θα είχε δύναμη, δε θα είχε ισχύ, και θα έπρεπε να παραδώσει τα σκήπτρα. Ο αφέντης μεγάλωνε και μαράζωνε. Όχι μόνο επειδή δε θα ήταν πια σ αρχηγός, αλλά και επειδή δε χάρηκε τη ζωή του. Μόνο δύναμη και σεβασμό απέκτησε, μόνο με αυτά πορεύτηκε. Ο αφέντης μαράζωνε που δε χάρηκε τον έρωτα. Την πρώτη φορά, ανίσχυρος μπροστά στον Χάρο, έχασε
την αγάπη του. Τη δεύτερη, το ίδιο ανίσχυρος, την έχασε από το γιο του. Ας ήταν τουλάχιστον εδώ η Βασιλικούλα του... 1 Ορθόδοξη ελληνική εκκλησία της Αλεξάνδρειας στο Καρτιέ Γκρεκ. 2 Η Ουμ Καροοΰμ ήταν τραγουδιοιρια-ίνδαλμα των Αράβων. 3 «Opum;! Εγώ οου έφερα αυτό το γράμμα, μην το ξεχάσεις ποτέ!» 4 Η εκκλησία της Μικρής Παναγίας.
ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Εξω η ΒΡΟΧΗ ΕΠΕΦΤΕ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΑ και τα δέντρα κάτω από το σπίτι του Δημητρού χτυπούσαν οργισμένα τα κλαδιά τους δεν ήταν μόνο η βροχή, ήταν κι αυτός ο τρελός αέρας... Κρατώντας στο ένα χέρι την αλυσίδα με το σταυρό και προσπαθώντας με το άλλο να ανεβάσει τα ρούχα για να σκεπάσει το σώμα της -πρωτόπλαστη Εύα, που μόλις εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε τι είναι ντροπή-, στάθηκε μπροστά του ημίγυμνη, σκεπασμένη όπως όπως, χλομή και με τις κόρες των ματιών της διεσταλμένες. - Ποιος είσαι και πού βρήκες αυτό το σταυρό; Λέγε μου, γιατί θα σε σκοτώσω! Εκανε ένα βήμα προς τα πίσω από ένστικτο αυτός. Με τι θα μπορούσε να τον σκοτώσει αν όχι με αυτά και μόνο τα λόγια της, το ύφος της, το μίσος που άστραφτε μέσα στα μάτια της; Σήκωσε τις τιράντες του εσώρουχού της, ανέβασε και το φόρεμά της, το>ρα ένιωθε καλύτερα, τώρα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει καλύτερα. Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος, ο ξένος; Από ποιον αδελφό της είχε αρπάξει αυτό το σταυρό; Από τον Αδάμο, ή από τον Ζήση; Ή μήπως... είχε φτάσει στα χέρια του ο σταυρός του Νικόλα της; Και δε θυμόταν ότι ένα λεπτό νωρίτερα πέθαινε για το φιλί του και ήταν έτοιμη να γκρεμίσει όλη της τη ζωή και να τη χτίσει από την αρχή για τον έρωτά του. Ντύθηκε κι αυτός και άναψε ένα φως. - Ηρέμησε..., την παρακάλεσε, αλλά αυτή δεν άλλαζε στάση, ούτε ύφος, μόνο, αναμαλλιασμένη και χλομή, προσπαθούσε να διαβάσει το γράμμα πίσω από το σταυρό τη γέλαγαν τα μάτια της, της έπαιζαν βρόμικο παιχνίδι. Ηρέμησε, καλή μου..., προσπάθησε πάλι και πήγε να την πιάσει από το μπράτσο. Τινάχτηκε εκείνη και: - Φως! πρόσταξε. Δυνατό φως! Βρήκε μια λάμπα σε ένα τραπεζάκι και την άναψε με χέρια που τρέμανε, θόλωσαν τα μάτια της από τη λαχτάρα και τα σκούπισε -άι σιχτίρ, δεν μπορούσε να διαβάσει!-, τα σκούπισε πάλι, και μέσα στη χούφτα της, στο πίσω μέρος του χρυσού σταυρού με την μπλε πετρούλα, άστραψε ένα αγωνιώδες Γ. Ο σταυρός του Γιαννάκης τους! Ο σταυρός της φιλενάδας της της Χάιδως! - Ποιος είσαι; ξεφώνισε, με το μυαλό της να φέρνει χιλιάδες στροφές αλλά να μην μπορεί να σκεφτεί τίποτα. Ποιος είσαι, που έχεις το σταυρό του Γιαννάκη, του αδελφού μου, το σταυρό της Χάιδως, της φιλενάδας μου; Την είδε απέναντί του με γουρλωμένα μάτια και με τα χείλη της να τρέμουν από αγωνία αυτή τη φορά. Ποια ήταν η Βασιλική; Τι σχέση να είχε με το σταυρό του άντρα της κυρα-Νενέ και με όλη την ιστορία που κουβαλούσε αυτός ο σταυρός από τη Μικρασία και πέρα; Το θάνατο μιας αθώας και το δικό του ψέμα, το μεγάλο, βαρύ του ψέμα... Ποιος να ξέρει τι άλλα μυστικά υπήρχαν, που δεν τα είχε υποψιαστεί ούτε αυτός ούτε η κυρα-Νενέ, η Ελληνίδα μάνα του... Ποια ευχή και ποια κατάρα κουβαλούσε αυτός ο
σταυρός τελικά; Πρόσφερε τσιγάρο στη Βασιλική, και εκείνη αρνήθηκε με ένα τίναγμα του κεφαλιού. Άναψε αυτός ένα. Μήπως είχε έρθει η μεγάλη ώρα που θα έβγαζε από πάνω του το ξένο όνομα, την ξένη ιστορία, τα ξένα παιδικά χρόνια, τους ξένους γονείς, την ξένη πατρίδα, να βρει κι αυτός τη γαλήνη του, να τη βρει και ο αθώος νεκρός από τον οποίο είχε αρπάξει το παρελθόν με το έτσι θέλω; Μήπως είχε έρθει η ώρα να μπει ο Οκάν και πάλι στη ζωή του, στη ζωή που απαρνήθηκε τόσα χρόνια; Μήπως είχε έρθει η ώρα να ατενίσει το μέλλον, αναγνωρίζοντας το παρελθόν του; Η Βασιλική... Η Βασιλική ήταν αυτή που όρισε η μοίρα να γνωρίσει πρώτη τον ενήλικο Οκάν. Τώρα ήταν σίγουρος: την παρουσία της στη ζωή του μόνο σύμπτωση δε θα μπορούσε να την πει. Κισμέτ! Αόρατα τα νήματα που τους είχαν φέρει κοντά, εδώ στην άλλη άκρη του κόσμου, και τους έκαναν να αισθανθούν ο ένας για τον άλλο αυτό το θείο συναίσθημα. Κισμέτ! Άγνωστα τα μονοπάτια τους μέχρι χτες, συναντήθηκαν και έσμιξαν πάνω από τούτο το σταυρό, ένα τόσο δα μικρό, απειροελάχιστο σημείο πάνω στον απέραντο κόσμο, λες και σε όλη τους τη ζωή βάδιζε ο καθένας τους πάνω σε ένα διαφορετικό μεσημβρινό της Γης, σε διαφορετικό μήκος και πλάτος, και συναντήθηκαν τώρα εδώ, σ’ αυτό το μικρό κομματάκι χρυσού με το χαραγμένο γράμμα. - The meridians... of our lives...1, ψιθύρισε και ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι που ήταν αφημένο πάνω στο τραπεζάκι, απόλυτα δυστυχής, γιατί ήξερε, διαισθανόταν ότι εδώ θα τέλειωναν όλα. Τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. - Ποιοι; τον ρώτησε, επιμένοντας στη μητρική τους γλώσσα τουλάχιστον στη δική της μητρική γλώσσα. - Ξέρεις τι είναι οι... meridians, Βαζιιιλική; - Οι... μεσημβρινοί; - Ναι, ναι. Αυτοί οι... ψεύτικοι... δεν υπάρχουν... υποθετικοί; κα-λα το λέω;... κύκλοι, πολλοί, πάρα πολλοί... τριακόσιοι εξήντα, για την ακρίβεια... - Μεσημβρινοί..., επανέλαβε εκείνη, προσπαθώντας να καταλάβει. Οι ουράνιοι κύκλοι που ενώνονται σε ένα μικρό... απειροελάχιστο σημείο; Αυτό θέλεις να μου πεις; Οι μεσημβρινοί της ζωής μας; /Οτι οι ζωές μας ενώθηκαν... ενοίνονται κάπου; Αυτό; Την κοίταξε προβληματισμένος, ίσως και λυπημένος. Δεν ήταν σίγουρος, για τίποτα δεν ήταν σίγουρος πια, εκτός από ένα: στη Βασιλική θα έλεγε όλη την αλήθεια, χωρίς να κρύψει τίποτα, όλη την αλήθεια που γνώριζε αυτός, γιατί δεν ήταν σίγουρος πως γνώριζε τα πάντα... - Κάθισε, Βαζιιιλική. Θα σου πω μια μεγάλη ιστορία, που ξεκινάει σχεδόν τριάντα χρόνια πριν... Μες στη θολούρα και στην ταραχή της, κατάφερε να συγκεντρώσει κάπως το μυαλό της. - Θα αργήσω να γυρίσω απόψε στο σπίτι, είπε, με ξένη θαρρείς φωνή, στο τηλέφωνο. Μη... μη με ρωτάς, Σωτήρη, σε ικετεύω, μη με ρωτάς-τίποτα... Ναι, είμαι καλά. Θα αργήσω να γυρίσω, γιατί πρέπει να μάθω την αλήθεια, αυτήν που θα με αναστήσει... ή θα με σκοτώσει...
Υστερα έκλεισε το τηλέφωνο απαλά και σκούπισε ένα δάκρυ που είχε σταθεί στη μέση του μάγουλού της, λίγο πιο πάνω από το λακκάκι, εκεί όπου λίγη ώρα νωρίτερα την είχε χιλιοφιλήσει ο Δημητρός. Χάιδεψε ανεπαίσθητα το ακουστικό, ήξερε ότι όφειλε στον άντρα της μια εξήγηση, και θα το έκανε ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Το κεφάλαιο που μόλις πριν από λίγο είχε ανοίξει με τόσο έρωτα αλλά είχε κλείσει βιαστικά, το κεφάλαιο αυτό με τις σκισμένες σελίδες και τις μουντζούρες από τα δάκρυα, αυτό που είχε τον τίτ^ρ «Απιστία», θα το εξέταζε αργότερα, τώρα ο Δημητρός την περίμενε ήρεμος -έτσι φαινόταν τουλάχιστον...-, ήρεμος και λυπημένος, να της διηγηθεί μια «μεγάλη ιστορία». - Σ’ ακούω, του είπε παγωμένη, ενώ έστριβε τσιγάρο. Κάτι μέσα της της έλεγε ότι δεν έπρεπε πια να τον αγαπάει όπως πριν από λίγα λεπτά, κάτι της έλεγε ότι ο άντρας αυτός ανήκε στην απέναντι μεριά, ότι ήταν αντίπαλος, μπορεί και εχθρός της. - Το όνομά μου είναι Οκάν και το αμάρτημά μου μεγάλο. Αγάπησα πολύ, και ήταν Ρωμιά..., άρχισε να μιλάει εκείνος με σιγανή φωνή. Και όσο ο Οκάν-Δημητρός διηγιόταν στη Βασιλική την ιστορία της ζωής του από την αρχή, δηλαδή από τη μέρα που συνάντησε τη Λάρα, μια σταλιά κοριτσάκι, στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, όση ώρα ξεκούκιζε στιγμή στιγμή τη μεγάλη του περιπέτεια, αλλά και το μεγάλο του πάθος να βρει την κοπέλα εκείνη και να την κάνει επιτέλους γυναίκα του, όπως ήταν το δικό του εφηβικό όνειρο, η Βασιλική άκουγε κατάπληκτη αλλά και ανυπόμονη, άκουγε την πιο απίστευτη ιστορία που μπορεί να έχει ζήσει άνθρωπος. Η βροχή, ασταμάτητη, μαστίγωνε τα τζάμια και κάθε τόσο γαλάζιες αστραπές έσκιζαν τον ουρανό με εκκωφαντικό θόρυβο και μεταμόρφωναν το σκοτάδι σε φτιασιδωμένη μέρα. - Έκανες το χαμάλη στο λιμάνι προκειμένου να τη βρεις; τον ρώτησε, μην μπορώντας να κρύψει έναν τόνο αγανάκτησης στη φωνή της, τόνο που εγκαίρως συνειδητοποίησε ότι μπορεί και να ήταν από ζήλια. - Δεν είχα άλλο τρόπο... Έπρεπε να τη βρω. Ξέρεις, Βαζιιιλική, μερικά πράγματα είναι κισμέτ... γραμμένο... πώς το λένε; - «Πεπρωμένο» το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες..., μουρμούρισε εξουθενωμένη το έβλεπε καθαρά τώρα, την «άλλη» την είχε αγαπήσει πολύ, πιο πολύ από την ίδια. Συνέχισε, τον προέτρεψε. - Όταν γεννήθηκε το παιδί της, το δεύτερο παιδί της, το αγοράκι της, πρότεινα να το βαφτίσω, να γίνω νονός, να μπορώ να έχω πάρε δώσε μαζί της, να τη βλέπω, να την ακούω, να την αγγίζω... Είχα πάντα την ελπίδα ότι θα μπορούσα να την κερδίσω, να την κάνω δική μου. Η κυρα-Νενέ θύμωσε, φώναξε, μου είπε ότι θα ήταν μεγάλη αμαρτία εγώ, ένας μουσουλμάνος, να βαφτίσω ένα χριστιανόπουλο. Όμως αυτό δεν το ήξερε κανείς, κι εφόσον η Λάρα δεν είχε αντίρρηση, το βάφτισα το παιδί. Προτού πάμε στην εκκλησία, η κυρα-Νενέ, που δεν μπορούσε να το χωνέψει με τίποτα αυτό, μου κρέμασε στο λαιμό το σταυρό..., και έδειξε προς το μέρος της Βασιλικής, που κρατούσε στη χούφτα της το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο, αυτό το σταυρό, που μου είπε πως ήταν του άντρα της... - Και γιατί συνέχισες να τον φοράς; τον ρώτησε, αλλά ήξερε και η ίδια ότι αυτό δεν είχε σημασία στη δική της ιστορία.
- Τον αγαπήσα... με έκ'τνε να αισθάνομαι καλά... πιστεύω ότι με έφερε και πιο κοντά στη Λάρα... δεν είχα κανένα λόγο να μην τον φοράω. Βαζιιιλική, για εκείνη την κοπέλα είχα απαρνηθεί τα πάντα, η θρησκεία ήταν το λιγότερο... Σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει, έφτασε ως το παράθυρο και γύρισε πίσω. - Δεν ξέρω την ιστορία αυτού του σταυρού. Μέσες άκρες, μου είχε πει κάποτε η κυρα-Νενέ ότι στην καταστροφή... της Σμύρνης, εννοώ... περιμάζεψαν δυο κοπέλες από ένα νησί... από τη Χίο, θαρρώ... δυο νέες κοπέλες, που είχανε φύγει κι αυτές από τη θάλασσα... με μια βάρκα... - Ονόματα! πρόσταξε η Βασιλική, ενώ η καρδιά της είχε βουτήξει πάλι στα πόδια της. θυμάσαι ονόματα; Δεν μπορεί, δε γίνεται, πρέπει να θυμάσαι τα ονόματα! - Ακου, κορίτσι μου, της είπε τρυφερά και προσπάθησε να χαμογελάσει. Εμένα εκείνη την εποχή μόνο η Λάρα με ενδιέφερε. Κι αν μου είπε ονόματα η κυρα-Νενέ, ούτε που τα πρόσεξα. Αχ, δεν μπορείς να καταλάβεις πώς ήμουν... δεν είχα μυαλό για τίποτα... Όμως... για στάσου... θαρρώ... «Ελένη» ήταν το όνομα της μιας... μα και πάλι... - Το όνομα «Χάιδω» σου λέει τίποτα; περίσσευε τώρα η αγωνία της. Την κοίταξε λυπημένος. Πόσο θα ’θελε να .τη βοηθήσει, να την κάνει να αισθανθεί καλύτερα... - Μπορεί..., ψιθύρισε. Μπορεί και όχι... Λυπάμαι... δεν ξέρω... Ύστερα, Βαζιιιλική, μην ξεχνάς... τότε μιλούσα τη γλώσσα λίγο, τα ελληνικά μου ήταν φτωχά, πολλά πράγματα δεν τα καταλάβαινα κιόλας... Ένα τέτοιο όνομα... Πώς το είπες; - Χάιδω! βιάστηκε να απαντήσει, γεμάτη ελπίδες. - Ένα τέτοιο όνομα μπορεί και να μην το συγκρατούσα καν... - Αλλά μπορεί και να μην το ξεχνούσες ποτέ! του είπε με ελπίδα - μακάρι αλλιώς να είχε βρεθεί στα χέρια του ο σταυρός της Χάιδως και όχι από την ίδια... μακάρι... μπορεί... Πήρε μια βαθιά ανάσα, ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει, έπρεπε όμως να αντέξει, αισθανόταν σαν τυφλή που ψαχούλευε στο απόλυτο σκοτάδι για να πιάσει την άκρη ενός νήματος, να ξετυλίξει το κουβάρι. Το ήξερε, το κουβάρι ήταν εκεί, να, να το, το έσφιγγε στη χούφτα της, την άκρη δεν μπορούσε να αγγίξει. - Τι απόγιναν αυτές οι κοπέλες, σου είπε; Πώς βρέθηκε ο σταυρός στα χέρια τα δικά της, στου άντρα της; - Μου είπε..., άναψε ένα πουράκι και φύσηξε τον καπνό προς το ταβάνι, μου είπε πως... Μία μόνο φορά μού είπε εκείνη την ιστορία... ήταν ο πόλεμος... η καταστροφή... ο ξεριζωμός... κι εγώ ήμουν Τούρκος... ο εχθρός... δεν ήθελε η Νενέ να με στενοχωρεί... ούτε για τους δικούς μου εχθρικά να μιλάει ήθελε... με... σκεφτόταν... Δεν της έδωσα και πολλή προσοχή όταν μου τα εξιστόρησε, να σου πω και τη μαύρη μου αλήθεια, δεν πίστευα ότι ήταν πέρα ως πέρα αλήθεια, σαν παραμύθι μού φαίνονταν... - Τι σου είπε δηλαδή;
- Να, μου είπε ότι τα κορίτσια ήταν μικρά, ούτε είκοσι χρονών, και πολύ ταλαιπωρημένα, φιλενάδες ήτανε, καμία συγγένεια δεν είχαν μεταξύ τους. Η μια, η μεγαλύτερη θαρρώ, ήταν άνθρωπος που μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί του. Η άλλη, η μικρότερη, ήταν χαμένη σε ένα δικό της κόσμο -όνειρο ή τρέλα, δε μου ξεκαθάρισε-, ούτε μιλούσε ούτε έτρωγε ούτε ήθελε να ζήσει. Αυτό ήταν φανερό, το είχε καταλάβει από την αρχή η κυρα-Νενέ. Της είπε η άλλη, που κι εκείνη είχε χάσει τον αγαπημένο της, τον είχαν σκοτώσει οι... δικοί μας... πικραμένη, σακατεμένη ήταν κι εκείνη, αλλά έκανε κουράγιο, προσπαθούσε... της είπε λοιπόν ότι η μικρή είχε προδοθεί με το χειρότερο τρόπο, την παράτησε ο αγαπημένος της... το ’σκάσε και δεν τη βοήθησε... θα σε γελάσω Βαζιιιλική, δε θυμάμαι ακριβώς... γι’ αυτό ήθελε να πεθάνει, γι’ αυτό δεν είχε νόημα η ζωή της. Αυτό το θυμάμαι καλά. «Προδοσία!» έλεγε κάθε τόσο η Νενέ και στένευαν τα μάτια της, άστραφταν. «Ο φταίχτης πρέπει να πληρώσει, και όχι μόνο εκεί...» και έδειχνε τον ουρανό με το δάχτυλό της, «αλλά και εδώ, γρήγορα, πριν να .ναι αργά για όλους...» Έτσι έλεγε και έδειχνε να μισεί το φταίχτη, το έβλεπα, το καταλάβαινα, ήταν σαν να τον ήξερε, σαν να τον γνώριζε... - Και τι έγινε μετά; Πώς βρέθηκε ο σταυρός στα χέρια της; Αυτό έχει σημασία! - Το κορίτσι, η κοπέλα εκείνη, η αμίλητη, ήταν έγκυος, ούτε και η ί§ια δεν το ήξερε καλά καλά. Πρώτη η Νενέ το κατάλαβε, είχε χάρισμα η γυναίκα, «ονειροπαρμένη» την έλεγε ο άντρας της, ό,τι ήταν να γίνει πρώτα στον ύπνο της το έβλεπε και μετά γινόταν. Ηταν έγκυος, που λες, από εκείνον που την πρόδωσε... και πέθανε... τέλειωσε μια μέρα, αφού πέρασε φρικτούς πόνους, δεν πρόλαβαν, δεν κατάφεραν να την πάνε σε νοσοκομείο, σε γιατρό, κάπου. Μέχρι να πιάσουν στεριά και να τη βγάλουν από το καΐκι, πάει η κοπέλα, πέθανε, ενώ έχανε το παιδί της, εκεί, στην άκρη της θάλασσας. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά, γέμισαν δάκρυα τα μάτια της Νενέ όταν μου το είπε, ήταν και η Λάρα παρούσα. «Κόκκινη η θάλασσα...» μονολογούσε. «Έχετε δει κόκκινη θάλασσα;» μας ρωτούσε, αλλά εμείς, συγκινημένοι βέβαια, κοιτούσαμε πώς να αγγιχτούμε κάτω από το τραπέζι, δεν προσέχαμε... τουλάχιστον εγώ δεν πρόσεχα τα λεγόμενά της. Μαχαίρι τα τελευταία αυτά λόγια στην καρδιά της Βασιλικής, μαχαίρι που μπήχτηκε με δύναμη. Ήταν αυτή; αναρωτήθηκε. Ήταν η δική της Χάιδω; Είχε τέτοια μαύρη τύχη η Χαϊδούλα της; Και ο... Δημητρός... ο Οκάν; Πόσο πολύ μπορεί να είχε αγαπήσει εκείνη τη Λάρα, για να υποδυθεί όλους αυτούς τους παράταιρους ρόλους; - Η άλλη, η φίλη της, συνέχισε αυτός, έδωσε το σταυρό στον άντρα της κυρα-Νενέ. «Οι πεθαμένοι δε χρειάζονται στολίδια», του είπε, τη θυμάμαι καλά αυτή την κουβέντα, γιατί μου είχε κάνει εντύπωση. «Οι πεθαμένοι δε χρειάζονται στολίδια»... Του τον έδωσε, που λες, το σταυρό, γιατί μες .στο παραμιλητό της η γκαστρωμένη τον φώναζε «πατέρα», τον πέρναγε για τον πατέρα της... Αρπάχτηκε απ’ το μαξιλάρι του καναπέ η Βασιλική, γιατί νόμισε ότι θα έπεφτε κάτω από τη ζάλη που της ήρθε. Οι λέξεις στροβιλίστηκαν στο μυαλό της σαν νιφάδες σε χιονοθύελλα, κάτι αόριστο, μια σκέψη ξεχασμένη μπήκε στο μυαλό της, κάτι της θύμιζε αυτό που μόλις είχε πει ο Δη... ο Οκάν... κάτι της θύμιζε... αλλά μεγάλο εμπόδιο η χιονοθύελλα και δεν έβλεπε καθαρά. - Πώς το είπε; Αυτό, αυτό για τους νεκρούς και τα στολίδια; - Μου το ’πε και μου το ξανάπε εκείνη τη φορά η κυρα-Νενέ, το θυμάμαι σαν χώρα. «Οκάν γιε μου, μικρή κοπέλα ήτανε, αλλά σοφή σαν γερόντισσα!» Αχ, Βαζιιιλική, μακάρι να θυμόμουν το όνομά της... κρίμα... κρίμα... «Σοφή, σου λέω. Άκου τι μεγάλη κουβέντα είχε πει αυτή η Ελένη!» Ναι, ναι, «Ελένη» μου έλεγε, γι’ αυτό το όνομα είμαι σίγουρος. Το ήξερα αυτό το όνομα, είχαμε και στην Πόλη τέτοιο, της
αλληνής... λυπάμαι, Βαζιιιλική, δεν το είχα ξανακούσει. «Οι πεθαμένοι δε χρειάζονται στολίδια. Τι σοφή κουβέντα...» έλεγε και ξανάλεγε η Νενέ. «Ρώτησα, Οκάν γιε μου, να μάθω. “Καλέ, πού τη βρήκες αυτή την κουβέντα;” τη ρώτησα τη στιγμή που περνούσε τη χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του καπετάν Λευτέρη, του άντρα μου. Και τι μου είπε; Οτι έτσι είχε ξεπροβοδίσει την πεθαμένη η δικιά της η φιλενάδα κάποτε, όταν αυτή το έσκασε από το σπίτι της, πέεερα, στην πατρίδα της... Της το είχε πει και της είχε δώσει τούτο δω το σταυρό, που τον είχε βγάλει από το λαιμό του νεκρού της αδελφού, ένα μωράκι τόσο δα...» Αυτό μου είπε, το θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα... Θόλωσε το μυαλό της Βασιλικής και της ήρθε λιποθυμία. Αυτή ήταν, ώστε αυτή ήταν... Βγήκε ο ήλιος και φώτισε τη μνήμη της, είδε μπροστά της ξανά τη σκηνή από τα παιδικά τους χρόνια, ο Γιαννάκης άψυχος, τυλιγμένος στο χρωματιστό χράμι, έξω το χιόνι πάνω από δύο μέτρα, μπορεί και τρία, μπορεί και λιγότερο, τι σημασία είχε πια... και εκείνη, η μικρή Βασιλική, μικρή αλλά γενναία, όσο και δυστυχισμένη, να βγάζει το σταυρό από το άψυχο παιδάκι και να τον φοράει στο λαιμό της Χάιδως. «Δικός σου. Οι πεθαμένοι δε χρειάζονται στολίδια...» - Αυτή ήταν..., είπε ανάμεσα από τα δάκρυά της. Αυτή ήταν, η Χαϊδούλα μου, η αδελφή μου... Θα εκδικηθώ! Θα βρω τον ένοχο και θα τον τιμωρήσω! Αυτόν που της πήρε τη ζωή, μαζί με το παιδί της! Θα εκδικηθώ με τα ίδια μου τα χέρια! Τώρα πια δεν έκανε καμία προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυά της, τώρα έκλαιγε για τη μαύρη μοίρα της Χάιδως, της φιλενάδας της, έκλαιγε και για τη δική της την πικρή ζωή, που της ήρθε μεμιάς μπροσιά της, έκλαιγε γιατί δεν μπορούσε να αγαπάει πια τον Δημητρό... τον Οκάν, έκλαιγε γιατί είχε προδώσει τον άντρα υης, έκλαιγε γιατί τίποτα άλλο δεν μπορούσε να κάνει πια παρά μόνο να ποτίζει με τα δάκρυά της το παρελθόν. Πήγε κοντά της διστακτικά αυτός, αλλά δεν τόλμησε να της χαϊδέψει το σκυμμένο κεφάλι, όπως ήταν ο αρχικός του σκοπός, δεν τόλμησε. - Λυπάμαι..., της είπε μόνο. Λυπάμαι πολύ... Ούτε που τον άκουσε η Βασιλική, η ψυχή της βούλιαζε από ανείπωτο πόνο, πάντα έλπιζε ότι η Χάιδω θα γυρνούσε μια μέρα στην Κλεισούρα, με τον άντρα και τα παιδιά της, «Περασμένα ξεχασμένα...» θα έλεγε σε όλους και θα της έγραφε ένα μεγάλο γράμμα, όπου θα της έλεγε πως την περίμενε πίσω στην πατρίδα και να μην αργήσει... Σκούπισε τα μάτια της, άνοιξε την παλάμη και είδε πάλι το σταυρό, έφερε τη χούφτα στο στόμα της και τον φίλησε, είδε τον... Οκάν να την κοιτάει και να μην ξέρει τι να κάνει, τον είδε και απόρησε. Πώς ήταν δυνατόν; .Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή; Πώς ήταν δυνατόν στην άλλη άκρη του κόσμου να έχει βρεθεί με έναν άντρα που φόραγε το οικογενειακό τους κειμήλιο; - Η... η Ελένη τι απέγινε; έβαλε όλη της τη δύναμη για να κάνει αυτή την τελευταία ερώτηση. - Έφυγε, είπε με σιγουριά ο άντρας. Παντρεύτηκε και έφυγε... κάπου... - Πού; τον ρώτησε, θυμήσου πού. Μόνο από αυτήν μπορώ να βρω άκρη... τόσα χρόνια μετά... - Κάπου..., είπε σκεφτικός, κάπου... σε μια πόλη μικρή... στην Κοζάνη, νομίζω... υπάρχει Κοζάνη;
Έστριψε κι άλλο τσιγάρο η Βασιλική και: - Υπάρχει, είπε ύστερα από λίγη ώρα. Παράξενο... Και η άλλη, η Ελένη, η νυφαδιά της, ακολούθησε τον Ζήση, χωρίς να τον γνωρίζει καλά καλά... Αλλά σι η ν Κλεισούρα; Τι παιχνίδι ήταν πάλι αυτό; Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε την ύστατη προσπάθεια. - Σε ικετεύω, Δημητρό..., ψιθύρισε. Οκάν, σε ικετεύω, πες μου, είναι αλήθεια όλα όσα μου είπες; - Δε θα μπορούσα να σου πω ψέματα. - Ορκίσου! τον πρόσταξε άγρια. Ορκίσου ότι είναι αλήθεια! Σε όποιο θεό θέλεις εσύ! - Ορκίζομαι στον έρωτα..., είπε αυτός κουρασμένος. Άλλο θεό δεν έχω... - θα εκδικηθώ με τα ίδια μου τα χέρια! φώναξε και φόρεσε το παλτό της. Έμεινε να την κοιτάει, ήξερε ότι όλα είχαν τελειώσει -πώς τέλειωναν τόσο γρήγορα όλα όσα είχε θελήσει στη ζωή του...-, δεν είχε κουράγιο να σηκωθεί, πονούσε που την έβλεπε έτοιμη να φύγει, «Μείνε!» ήθελε να την παρακαλέσει, «Μείνε, γιατί δεν έχω καμία αγάπη στη ζωή μου», αλλά δεν είπε τίποτα, έκανε προσπάθεια να της χαμογελάσει, αδύνατον, δεν μπόρεσε. Εφτασε ως την πόρτα η Βασιλική, την άνοιξε, και το σπίτι φωτίστηκε από το κίτρινο φως του διαδρόμου. Τα μάτια της σκούρα -μαύρα φάνταζαν-, τα φρύδια της σμιγμένα, οι ώμοι της πεσμένοι. - Δε θέλω να σε ξαναδώ. Σε παρακαλώ, να μη σε ξαναδώ. Σηκώθηκε με κόπο κίχι πήγε κοντά της. Τα μάτια του πυρωμένα κάρβουνα, τα δικά της παγωμένες θάλασσες. - Δεν εξαρτάται μόνο από μας αυτό... - Από ποιον άλλο εξαρτάται; - Συναντηθήκαμε μια φορά στο ναδίρ, Βαζιιιλική, θα ξανασυναντηθούμε και στο ζενίθ, είπε απλά. Δεν κατάλαβε, δεν ήθελε να καταλάβει, τράβηξε απαλά την πόρτα και την έκλεισε πίσω της. Πυροβολισμός ο ήχος της πόρτας που έκλεινε, λάβωσε ταν Οκάν και τον μάτωσε. Και προσευχήθηκε να γίνει κάποτε δική του αυτή η γυναίκα. Σκοτεινό το σπίτι, της έσφιξε την καρδιά -σάμπως και δεν ήταν σφιγμένη;-, σκοτεινό και μαρτυρούσε ερημιά. - Πού είστε, αγαπημένοι μου; ψιθύρισε όσο ξεκλείδωνε, και δεν εννοούσε μόνο τους ένοικους του σπιτιού, αναφερόταν και στην πατρική της οικογένεια αλλά και στη Χάιδω κυρίως σ’ αυτήν. Πού πήγες, Χαϊδούλα μου; μονολόγησε θλιμμένη και έκλεισε πίσω της την πόρτα.
Έκανε δυο βήματα στο μεγάλο χολ και κατάλαβε ότι το τζάκι έκαιγε ακόμα μέσα στη σάλα -τι ώρα να ταν άραγε;-, είδε τον Σωτήρη να κάθεται στα σκοτεινά ακίνητος. Έτσι καθόταν και τότε που πενθούσε την Κέρι, της το είχε πει κι αυτός, της το είχε πει και η Ελβίρα, ακόμη και ο Τζόνι, κι ας ήταν μια σταλιά παιδάκι: «Μαμά Βασιλική, προτού έρθεις εσύ εδώ, ο μπαμπάς καθόταν ώρες μέσα στη σκοτεινή σάλα». Έτσι και τώρα... θάνατος στην ψυχή του. Τον πλησίασε λυπημένη αλλά καθόλου φοβισμένη, όποια τιμωρία θα ήταν δίκαιη τιμωρία, πονούσε το στήθος της από την αγάπη που του είχε, τον αγαπούσε μέχρι θανάτου, ήθελε να του πει τον πόνο της, τρελά πουλιά μέσα στο μυαλό της τα λόγια του... άλλον. - Συγχώρα με..., του είπε και γονάτισε μπροστά του. Ακίνητος εκείνος, το πρόσωπό του μια μάσκα πετρωμένη. - Συγχώρα με, αγάπη μου..., είπε πάλι και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τις γάμπες του. Δεν μπορούσα, αγάπη μου... δεν μπορούσα να πάω κόντρα στον εαυτό μου... Τώρα τα δάκρυά της μούσκευαν το παντελόνι του, έκλαιγε αυτή με το μάγουλό της πάνα) στο μπούτι του, δάκρυα ατέλειωτα, έκλαιγε για το θάνατο, έκλαιγε για τον έρωτα, για την αγάπη, για τη φιλία, έκλαιγε για την ορφάνια, για τον ξεριζωμό, για τα χαμένα όνειρα, για την προδοσία. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε το χέρι του πάνω στα μαλλιά της -τη χάιδευε;-, πήγε και ήρθε πάνω στο κεφάλι της, ύστερα κατέβηκε παρακάτω και έπιασε την πλεξούδα της, τη χάιδεψε κι εκείνη, την έφερε στο στόμα του ο Σωτήρης και τη φίλησε. - Σ’ αγαπώ, Βασιλική..., μουρμούρισε με φωνή βραχνή. Σ’ αγαπώ όσο τίποτα στον κόσμο. Ας με συγχωρέσει ο Θεός, σ’ αγαπώ περισσότερο και από το παιδί μου... - Μη βλασφημάς, Σωτήρη! τρόμαξε εκείνη και τον αγκάλιασε από το στήθος τώρα. Συγχώρα με... δεν μπορούσα... Να με λυπηθείς σου ζητώ, μόνο για τη λύπη σου είμαι άξια. Σε παρακαλώ όμως, μη βλασφημάς, εσύ να μη βλασφημάς, άσ’ τα αυτά για μας... τους αμαρτωλούς... Έβαλε το δάχτυλό του πάνω στα χείλη της. - Σσσς..., ψιθύρισε και την έκανε να σωπάσει. Κατάλαβε το χέρι του να τρέμει πόσος πόνος και πόση δύναμη! - Να σου πω..., του ζήτησε. Θέλω να σου πω, να ξέρεις..., προσπάθησε να μιλήσει. - Σσσς..., έκανε πάλι εκείνος. - Θέλω όμως... πρέπει να σου πω την αλήθεια, επέμεινε. - Δε θέλω όμως εγώ, την ξάφνιασε. Δε θέλω να ακούσω τίποτα. Κράτα το για σένα, είναι δικό σου, λύτρωση και τιμωρία σου. Είσαι εδώ, και αυτό μου φτάνει.. Ποιος είπε ότι είμαι παντοδύναμος; Ένα μυρμήγκι είμαι και έχω ανάγκη την ύπαρξή σου, το χαμόγελο και τα μάτια σου, το σχήμα του κορμιού σου στο πλάι μου...
Μείναν αγκαλιασμένοι ώρες, με τις ανάσες τους να υγραίνονται από τα δάκρυά τους, μέχρι που έσβησε η φωτιά στο τζάκι και άρχισε να χαράζει. - Μείνε εδώ σήμερα, του ζήτησε. Πρέπει να σου μιλήσω. Σηκώθηκε εκείνος, με πουκάμισο και παντελόνι κουρελιασμένα. - Να αλλάξεις, αγάπη μου, να βάλεις καθαρό πουκάμισο, θέλω να σου πω... Την αγκάλιασε σφιχτά και τη σήκωσε όρθια. - Ποιος άλλος μπορεί να ανεχτεί τις ιδιοτροπίες σου; της χαμογέλασε. - Κανείς, αγάπη μου, κανείς. Μόνο εσύ. Θέλω να σου πω... Ανασήκωσε τους ώμους του. - Λέγε τα μάγουλά του ρουφηγμένα, τα μάτια του κατακόκκινα, «Λέγε και στείλε με στον τάφο!» θα ’θελε να φωνάξει, αλλά η αγάπη του ήταν τεράστια. Κάθισε εκείνη, σαράντα ο πυρετός που την έκαιγε, πόνος και ντροπή, το Απίστευτο πανηγύριζε στη ζωή της, «Εδώ σε έχω, στο χέρι μου» ήταν σαν να της έλεγε, «Ό,τι και να κάνεις, όπου και να είσαι, απίστευτα όλα όσα θα σου συμβαίνουν». Πήρε βαθιά ανάσα η Βασιλική και του μίλησε για τη Χάιδω και για το σταυρό, του μίλησε και για τον κάτοχο του σταυρού. - Να συνεχίσω; τον ρώτησε όταν έφτασε στο σημείο όπου έπρεπε να πει πώς ανακάλυψε το σταυρό πάνω στον Δημητρό, που τώρα ήξερε ότι τον λέγανε Οκάν. Δεν την άφησε. - Υπάρχει ένας ξένος..., είπε φτύνοντας τη λέξη μέσα από το στόμα του, που έχει έναν από τους σταυρούς της οικογένειάς σου. Αυτό φτάνει, Βασιλική, αυτό είναι το στοιχείο. Συνέχισε εκείνη, τώρα πια η κούραση, η λύπη και η ένταση ήταν τεράστιες, πονούσε όλο της το κορμί και τα μάτια της έκαιγαν. - Κάποιος σκότωσε τη Χάιδω, Σωτήρη, κάποιος που εκείνη τον εμπιστεύτηκε, τον αγάπησε, έγινε γυναίκα του. Δεν ξέρω πώς, αλλά κάτι μου λέει ότι ήταν γνωστός της, ότι δεν ήταν ένας τυχαίος άντρας. Η Χάιδω ήταν έξυπνο κορίτσι, «κωλοπετσωμένη» την έλεγε συνέχεια η Πιπίνα, δε θα είχε εμπιστευτεί αυτό τον άντρα αν δεν ήταν... Προσπαθούσε, βασάνιζε το μυαλό της, η σκέψη αυτή την τριγύριζε από την πρώτη στιγμή που της τα είπε ο Δημητρός. - Δε συμφωνώ, αντέδρασε ο Σωτήρης. Εσύ τη θυμάσαι από τότε που ήταν ένα μικρό κορίτσι. Είχε φύγει στα... δεκατέσσερα;
Έγνεψε «Ναι» με το κεφάλι της, κεφάλι που νόμιζε ότι έκανε χιλιάδες στροφές, σαν σβούρα. - Από τότε ποιος ξέρει τι να πέρασε, τι να είδαν τα μάτια της..., συνέχισε εκείνος. Στεκόταν και τον άκουγε ντροπιασμένη, προβληματισμένη, δεν τον κοιτούσε στα μάτια, το απέφευγε, ήθελε να πέσει στα πόδια του και να ζητήσει συγχώρεση.· Πώς το είχε κάνει αυτό σ’ εκείνο τον υπέροχο άντρα; Ποια δύναμη την είχε σπρώξει στον άλλο; Ποια θέληση είχε λυγίσει όλες τις αντιστάσεις της; Μήπως όλα ήταν γραμμένα από Εκεί Πάνω, για να πιάσει, να αγγίξει την αρχή του νήματος της ζωής της φιλενάδας της; Μήπως ήταν γραμμένα για να βρει το δικό της ναδίρ, ακολουθώντας τον δικό της μεσημβρινό της ζωής; - Είμαι το ναδίρ..., πρόλαβε να ψιθυρίσει και έχασε ,τις αισθήσεις της. Θυμόταν τα χαστούκια του Σωτήρη στα μάγουλά της και μαζί θυμόταν την Πιπίνα να ξυλοφορτώνει το αδελφάκι της. Αλήθεια, ποιον είχε δείρει η μητριά της κι εκείνη κόντεψε να τη σκοτώσει ρίχνοντάς την από τη σκάλα; Ανάμεσα σε δάκρυα, μίσος, έρωτα και τύψεις, η Βασιλική μια θυμόταν και μια ξεχνούσε τι της συνέβαινε, έσπαγε το κεφάλι της να θυμηθεί ποιος αδελφός της ήταν εκείνος που ήθελε να γράψει ένα έπος. Ο Ζήσης; Όχι, ο Νικόλας... ίσως. Μήπως ο Γιαννάκης; Κι όταν θυμόταν τον Γιαννάκη, θυμόταν και το σταυρό, ερχόταν στο νου της η Χάιδω, ο Οκάν, η αμαρτία, αλλά και η αλήθεια, η τραγική αλήθεια: η Χάιδω ήταν νεκρή, την είχαν προδώσει και ήταν νεκρή, και το σταυρό της τον φορούσε ένας ξένος άντρας. Μια στυφή γεύση στο στόμα της, μια πίκρα. Ένιωθε ότι ο ξένος... εκείνος ο ξένος άντρας που παραλίγο θα γινόταν δικός της... κι εκείνη δική του... εκείνος ο ξένος ήταν σαν να είχε πάρει την ψυχή της φιλενάδας της μαζί με το σταυρό, γι’ αυτό είχε νιώσει τόση έλξη. Πικρή και η γεύση της αμαρτίας στα χείλη της, που έκαιγαν ακόμα από τα φιλιά του... άλλου, του ξένου. Είχε απατήσει τον άντρα της και έπρεπε να ξεχάσει, για να μπορέσει να ζήσει. Αλλά δεν έπρεπε να ξεχάσει το άλλο, είχε ορκιστεί, όφειλε να βρει το δολοφόνο της Χάιδως και να πάρει εκδίκηση. Πώς θα γινόταν να μην ξεχάσει ποτέ; Γιατί... αν ξεχνούσε αυτή, ποιος θα τιμωρούσε τους ένοχους; Έπρεπε να βρει τους ένοχους και να τους τιμωρήσει. Σκληρά! Η Βασιλική θα τιμωρούσε σκληρά του ένοχους, αφού πρώτα τούς ξεχώριζε από τους αθώους. Τους αθώους, που ήταν πολλοί... και ήταν τόσοι όσοι και οι άλλοι,' οι ένοχοι. Ποιος θα ξεχώριζε τους άθολους από τους ένοχους; Για να τους τιμωρήσει ή για να τους αγαπήσει... Χτύπησε στα τοιχώματα της τρέλας πουλί που μπήκε κατά λάθος σε δωμάτιο από ανοιχτό παράθυρο. Πέρασε νύχτες αγρύπνιας, με τον πυρετό να της κατατροώει το κορμί, πυρετός και τύψεις ο χειρότερος συνδυασμός, συνέχεια κοντά της ο άντρας της πόσο ντρεπόταν να τον αντικρίσει... Και, μόλις πήρε να συνέρχεται, μόλις άρχισε να συνηθίζει στην ιδέα ότι στο εξής θα ζούσε έτσι, με ντροπή, με μίσος, με πάθος για εκδίκηση, μόλις είπε να μαζέψει την κομματισμένη της αξιοπρέπεια και να συρθεί στα πόδια του Σωτήρη ζητώντας για χιλιοστή φορά συγνώμη, έγινε κι αυτό: πόλεμος! Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο! Συνήλθε βίαια πάλι η Βασιλική, αναγκάστηκε να μαζέψει τις δυνάμεις της, τα γεγονότα ήρθαν και παρέσυραν τη ζωή της, που δεν ήταν πια το κέντρο του κόσμου, ή αγωνία της άλλαξε προσανατολισμό, τώρα φοβόταν, έτρεμε για την οικογένειά της, τι να γινόταν άραγε εκεί πέρα, στην άλλη άκρη του
κόσμου, πώς θα άντεχαν πάλι; Φοβερές οι μνήμες, την κατέκλυσαν, θυμήθηκε την πείνα και το κρύο, το θάνατο και την ερημιά, βρήκε ο πόνος της διέξοδο, τώρα είχε κάθε λόγο να κλαίει και να είναι δυστυχισμένη. Η ντροπή μπήκε σε δεύτερη μοίρα, αλλά ακόμα τον άντρα της δεν μπορούσε να τον αντικρίσει στα μάτια -θα τα κατάφερνε άραγε ποτέ;-, τώρα άλλα είχαν προτεραιότητα, πώς θα μπορούσε να μαθαίνει αν ήταν καλά όλοι τους; Δεν πέρασαν πάνω από σαράντα μέρες που είχε ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ελλάδα, και έφτασαν τα άλλα τα μαντάτα, αυτή τη φορά για τη νέα της πατρίδα: και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπήκανε στον πόλεμο, μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ. Τώρα της περίσσευε η αγωνία, έτρεμε για τον Τζόνι της, «Θα πάω, μαμά Βασιλική, μην το συζητάς!» της απαντούσε κάθε φορά που γινόταν κουβέντα, έκλαιγε εκείνη κρυφά απ’ όλους, το παιδί της, το παιδί της - Παναγιά μου, έχε το παιδί της καλά... Αυτή η κοινή αγωνία έφερε τον Σωτήρη και πάλι κοντά της. Όχι ότι δε ζούσανε μέσα σε πολιτισμένη ατμόσφαιρα, αλλά, να, όταν είσαι μαθημένος στο απόλυτο, το «πολιτισμένο» σού φαίνεται λίγο, στερημένο. - Μην κλαις, κορίτσι μου..., της είπε ένα βράδυ, όταν, γυρισμένοι ο ένας με την πλάτη στον άλλο συνήθεια εντελώς καινούρια στο κρεβάτι τους... από τη στιγμή που η Βασιλική κάπως συνήλθε. Ο Σωτήρης έγινε πιο απόμακρος, κλείστηκε στον εαυτό του, δεν ήταν διαχυτικός μαζί της-, κατάλαβε πως δεν κοιμόταν. Μην κλαις, αγάπη μου... Ρούφηξε αυτή όσο πιο σιγανά μπορούσε τη μύτη της και αναγνώρισε στη φωνή του εκείνη τη βραχνάδα που είχε τις στιγμές του απόλυτου έρωτα. Γύρισε προς το μέρος τού, τόσο καιρό τον ντρεπόταν και δεν έπεφτε γυμνή, όπως πάντα, στο κρεβάτι τους, τον ντρεπόταν και δεν τον αγκάλιαζε, φοβόταν κιόλας την άρνηση, την απόρριψή του, τώρα δεν την ένοιαζε, τον είχε ανάγκη και τον ήθελε, χρειαζόταν τη ζεστή του αγκαλιά όσο ποτέ άλλοτε -φωλιά και καταφύγιό της-, χρειαζόταν να τη σφίξει και να μη φοβάται πια, πάντα αυτός ήταν τα πάντα για εκείνη, γύρισε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από την πλάτη και το στήθος του. Αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά -καρδιά που ποτέ δε λυπήθηκε να της την προσφέρει ολόκληρη και: - Φοβάμαι..., του ψιθύρισε στο αφτί, νιώθοντας την ανατριχίλα που του προκάλεσε η αναπνοή της. Φοβάμαι, αγάπη μου..., και τον φίλησε πίσω από το αφτί του. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα, που τα μέτρησε ένα ένα σε αιώνες, το κορμί του, που έστεκε άκαμπτο μέχρι εκείνη τη στιγμή, μαλάκωσε σιγά σιγά, ήξερε η Βασιλική, ήξερε ότι αυτό ήταν η αρχή, προσευχήθηκε για μια καινούρια αρχή. Γύρισε ο Σωτήρης αργά προς το μέρος της, είδε εκείνη μες στο σκοτάδι τις λίμνες των ματιών του να λαμπυρίζουν από αγάπη και πόθο. - Κι εγώ φοβάμαι, αγάπη μου..., της είπε, με πιο βραχνή φωνή τώρα. Φοβάμαι τόσο πολύ...
Σμίξανε τα χείλη τους σε φιλί ατέλειωτου έρωτα, τίποτα δεν μπορούσε να τον κάνει να πάψει να υπάρχει -κάποια πράγματα στη ζωή είναι για να ναι και δεν αλλάζουν-, τα χέρια του, ανυπόμονα και στερημένα, άγγιξαν την καυτή της σάρκα, ήξερε κάθε χιλιοστό του κορμιού της, κάθε τριχούλα και κάθε αδένα της, έσφιξε το στήθος της στη χούφτα του και το ένιωσε να σκληραίνει, εκείνη έτρεμε από λαχτάρα και προσμονή και κόλλησε το σώμα της πάνω του πάντα το έκανε αυτό, ήταν μια κίνηση σχεδόν απελπισμένη, τώρα το καταλάβαινε, ήθελε να παίρνει τη θέρμη και τους σφυγμούς του, ήθελε να ενώνεται μαζί του, να μην έχουν τίποτα διαφορετικό. Την ξέντυσε με χέρια ασταθή αλλά τρυφερά. - Πόσα χρόνια έχω να το κάνω αυτό; τη ρώτησε ενώ φιλούσε κάθε κομμάτι του κορμιού της που αποκάλυπτε. - Από την πρώτη νύχτα του γάμου μας..., βόγκηξε η Βασιλική, που πάντα έπεφτε γυμνή στο κρεβάτι έτσι εξέφραζε τον πόθο της για εκείνον, όπως και μια αδιευκρίνιστη ελευθερία, που την ερέθιζε ακόμη περισσότερο. Την ξέντυσε και τη γύρισε μπρούμυτα, έπιασε την κοτσίδα της και την ξέπλεξε βιαστικά, τραβώντας και λύνοντας την κορδέλα που τη συγκρατούσε. - Πβνάω! γκρίνιαξε, ξετρελαμένη από τον πόθο. Πήρε τα μαλλιά της στις χούφτες του και άρχισε να τα φιλάει, να τα δαγκώνει και να τα ανακατεύει, ύστερα τη γύρισε μπροστά και τη σκέπασε όπως τότε -μαλλιά ολόξανθα, πυκνά, που έφταναν μέχρι κάτω από την κοιλιά της, εκεί όπου άρχιζε η ήβη-, άνοιξε με τα δάχτυλά του δυο τρύπες στο σημείο όπου ήταν οι θηλές της, εκείνες πετάχτηκαν έξω κατακόκκινες και ερεθισμένες, κι αυτός τις θαύμασε και τις φίλησε. Καθηλωμένη κάτω από τα δυνατά του χέρια, η Βασιλική απολάμβανε και αδημονούσε για τη στιγμή της μεγάλης ευτυχίας, για εκείνη που ήξερε ότι πάντα ερχόταν mo σμίξιμό τους. Ύσιερα κατέβηκε σιην κοιλιά της, άνοιξε μια τρύπα σι ο μέ^κκ όπου ήξερε με απόλυτη ακρίβεια πως ήταν ο αφαλός της και τον βρήκε με τη γλώσσα του μικρό, στριφογυριστό τρόπαιο, το κέντρο του λατρεμένου κορμιού της, το κέντρο του κόσμου, το κέντρο του δικού του ηλιακού συστήματος. Μετά κατέβηκε πιο κάτω, περνώντας από τη γνωστή διαδρομή που πάντα την έκανε σαν να ήταν η πρώτη του φορά, διαδρομή μέσα από ολόξανθο, μυρωμένο δάσος που έκαιγε και σπαρταρούσε. Το σμίξιμό τους, λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1940, έπειτα από είκοσι και πλέον χρόνια έγγαμου βίου, που οι βιογράφοι θα τον παρουσίαζαν «ευτυχή», «ανέφελο», «ονειρικό» ή όπως αλλιώς, τους έκανε να συνειδητοποιήσουν, να κατανοήσουν απόλυτα ότι ο τρίτος άνθρωπος, αν και εφόσον υπήρξε -ο Σωτήρης δεν ήξερε ούτε ήθελε να φανταστεί τις λεπτομέρειες, η Βασιλική το είχε απωθήσει από το μυαλό της τόσο πολύ, ώστε ώρες ώρες αναρωτιόταν αν ήταν όλα αλήθεια, και μόνο ο σταυρός της Χάιδως, φυλαγμένος μέσα σε ένα λευκό μαντίλι, την επανέφερε στην ανάμνηση εκείνης της βραδιάς με την καταιγίδα-, τουλάχιστον στο ερωτικό κομμάτι τούς είχε κάνει καλό. Ξεκίνησαν να κάνουν έρωτα με την ορμή εφήβων και συνέχισαν με την επίγνωση των ώριμων ανθρώπων, αυτών που ξέρουν τι θα τους φέρει κάθε καινούριο άγγιγμα, σε ποιο φωτεινό μονοπάτι θα τους οδηγήσει, και γι’ αυτό απόλαυσαν λεπτό λεπτό τη διαδρομή, καθυστερώντας και επιταχύνοντας, ανάλογα με το σημείο και το ζητούμενο αποτέλεσμα.
Η μυωπία που είχε από μικρό παιδί ο Τζόνι, η οποία είχε επιδεινωθεί από το συνεχές διάβασμα που απαιτούσε η ιατρική, εκτός από το «συννεφιασμένο» βλέμμα που του είχε αποδώσει, βλέμμα που έκαιγε ιις καρδιές του γυναικείου πληθυσμού, τον απέτρεψε και από τη στράτευση, αφού κρίθηκε «μερικώς ανίκανος» και τον κράτησαν στα μετόπισθεν, δηλαδή στο νοσοκομείο όπου έκανε την άσκησή του, για να προσφέρει -αχρείαστος να ταν...στους τραυματίες που θα γυρνούσαν από το μέτωπο της Ευρώπης ή του Ειρηνικού Ωκεανού, γεγονός που έφερε απογοήτευση μεγάλη στον ίδιο, ανακούφιση στον πατέρα του και τρελή χαρά στα «κορίτσια του», τη Βασιλική και τη Θεοδώρα. Εμειναν στις θέσεις τους λοιπόν όλοι τα δύσκολα εκείνα χρόνια, υπερασπιζόμενοι την οικογένεια και τις δουλειές τους, τα καθήκοντα και τις αγάπες τους, αγωνιώντας για τους άλλους, δικούς και ξένους, και προσφέροντας μέσα από τα αποθέματα της αγάπης τους όπου μπορούσαν. Η Βασιλική συνέχισε να προσφέρει στον άντρα της και στα παιδιά τους, αλλά και στο σύλλογο και στη δύστυχη Αλούρ, που σύντομα έχασε στις Φιλιππίνες το μονάκριβο γιο της, εκείνον που είχε αποκτήσει από τον Πορτορικάνο. Η Θεοδώρα τότε, εκείνο τον καιρό, ήρθε πιο κοντά στην οικογένειά της, συντετριμμένη και η ίδια από την απώλεια του αδελφού της, αισθάνθηκε ότι έπρεπε να σταθεί δίπλα στη μητέρα της, την οποία θεωρούσε κατά κάποιο τρόπο ένοχη για το χαμό του νεαρού πώς εκείνη δεν είχε κάνει το παν για να μην πάει στον πόλεμο ο γιος, όπως είχε κάνει η Βασιλική για τον Τζόνι; Η κοπέλα στάθηκε κοντά στη μάνα της, αλλά στάθηκε σαν ανώτερη. Μπορεί νοητικά, ίσως και σωματικά, να υπολειπόταν κάπως από τα παιδιά της ηλικίας της, είχε όμως αναπτυγμένο ένα αίσθημα ανωτερότητας ίσως να οφειλόταν και στη γερμανική καταγωγή της, από την πλευρά του πατέρα της, τον οποίο δε γνώρισε ποτέ. Την παρατηρούσε και η Βασιλική, που τώρα, μαθαίνοντας περισσότερα πράγματα για την πεποίθηση των Γερμανών ότι ήταν ανώτεροι απ’ όλους, μπορούσε ίσως να εξηγήσει και τη σιάση της αγαπημένης της. Η θεοδώρα όμως την ανωτερότητά της τη χειριζόταν μόνο θετικά. Και, στην προκειμένη περίπτωση, στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η μικρή συμπαραστάθηκε σαν μεγάλη γυναίκα στη μητέρα της, που τη θεωρούσε και αδύναμη, εκτός από ένοχη για πολ\ά πράγματα. Ο Σωτήρης συνέχισε να ζει και να λατρεύει τη Βασιλική, με ένα μικρό φόβο καλά κρυμμένο στην ψυχή του, ήξερε, ήταν σίγουρος ότι όλα είχαν τελειώσει -αν είχαν αρχίσει ποτέ...τότε, εκείνη τη νύχτα, ήταν σίγουρος ότι η Βασιλική τον αγαπούσε και τον θεωρούσε το παν, όπως του είχε πει τόσες φορές. Και, όπως πρέσβευε πάντα, ήταν ευτυχισμένος γιατί ο θεός τού είχε χαρίσει τόσα χρόνια κοντά σ’ αυτή την κοπέλα. Κάθε μέρα κοντά της κέρδος είναι..., συνήθιζε να σκέφτεται από την πρώτη μέρα του γάμου τους, αλλά τώρα μεγάλωνε, και αυτό του δημιουργούσε άλλες ανασφάλειες. Και ο Τζόνι, το γλυκό εκείνο αγόρι με τα ιρλανδέζικα χαρακτηριστικά και την ελληνική ψυχή, συνέχισε με ζήλο -περισσότερο τώρατη δουλειά του, παρακολουθώντας την εξέλιξη του πολέμου με ανάμεικτα συναισθήματα: πίκρα που ο ίδιος δε στάθηκε ικανός να πάει στο μέτωπο και μια μικρή, τοσοδούλα ανακούφιση στο μέτωπο οι νεκροί ήταν χιλιάδες, και ο ίδιος ήταν ζωντανός, δεν ήταν λίγο πράγμα αυτό... 1 «Οι μεσημβρινοί ., της ζωής μας...»
ΜΙΑ ΞΑΝΘΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΗ ΚΟΤΣΙΔΑ Ιλαρία Ηταν ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ που δε δίστασε ποτέ να μπει στις φλόγες, στη δίνη του έρωτα, ένα κορίτσι φλόγα και το ίδιο, που όσες φορές -δύο, όχι πολλέςαγάπησε, τόσες φόρες έγινε ολοκαύτωμα. Γιατί δεν υπολόγισε τους νόμους των ανθρώπων, δεν υπολόγισε και του Θεού, αφού θεός της ήταν πάντα ο αγαπημένος της. Όμως η Ιλαρία, η Λαρώ, ήταν γεννημένη για την αγάπη, ήταν γεννημένη να δίνει και να μην απαιτεί, ήταν γεννημένη μάνα, όλους -τα παιδιά της πρώτα πρώτα, αλλά αυτά δεν πιάνονται, έτσι είναι οι μάνες, έτσι είναι οι περισσότερες μάνεςτους λάτρεψε, σε όλους αφοσιώθηκε, όλους τονς φρόντισε, σε όλους στάθηκε, για όλους υπήρξε η απόλυτη αγκαλιά: για τη μάνα της, που την περιέθαλψε όπως μπορούσε όταν ήταν μικρό κορίτσι, για τον πατέρα της, που τον στήριξε στα δύσκολα χρόνια της ανεργίας και του χαμού των δικών τους, για τον Ισίδωρο, που τον έκανε να αισθανθεί αξιαγάπητος και τον βοήθησε να βγει -άσχετα αν εκείνος δε θέλησε τελικάαπό το μονοπάτι της τρέλας, για τον Δαμιανό, τον άντρα της, που του χάρισε τη ζωή της από υποχρέωση και ευγνωμοσύνη, για την κυραΝενέ, που την κοίταξε στα γεράματά της καλύτερα και από κόρη. Μόνο τον Οκάν πίκρανε στη ζωή της, μόνο εκείνον πλήγωσε, και τον πλήγωσε βαθιά, κι ας ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που δε θα ήθελε ποτέ να του κάνει κακό, ο μόνος που δεν άξιζε τις πληγές του, αυτός που έκανε τη μεγαλύτερη θυσία για χάρη της. Αλλά έτσι είναι η αγάπη, έτσι και ο έρωτας. Αλίμονο αν μπαίνανε στη ζυγαριά, αλίμονο αν μετριόνταν με την οκά, αλίμονο αν ίσχυε κι εδώ το «Ό,τι δίνεις, εκείνο παίρνεις». Γιατί και οι δύο έδωσαν στον έρωτά τους, έδωσαν πολλά, βαθιά και ανυπέρβλητα συναισθήματα, αλλά και οι δύο πληγώθηκαν βαθιά. Εκείνος επειδή τον έδιωξε, εκείνη επειδή τον έδιωξε... Άβυσσος... Με τη γέννηση του τρίτου της παιδιού, η Ιλαρία άρχισε σιγά σιγά να βάζει κατά μέρος τον πόνο της για το χωρισμό από τον αγαπημένο της. Όχι ότι είχε πάψει να τον αγαπάει, καθόλου, ίσα ίσα τώρα είχε προστεθεί και το βασανιστικό αίσθημα της ζήλιας, τώρα που αυτός ήταν παντρεμένος, ένα αίσθημα που παλιά, όσο δεν υπήρχε άλλη γυναίκα, δεν το είχε νιώσει ποτέ η Λαρώ. Ο έρωτας, εμπλουτισμένος με τη ζήλια, έγινε ανυπόφορος, αλλά τη λυπήθηκε ο θεός την Ιλαρία και το Ελπιδάκι γεννήθηκε τη μέρα του γάμου του Οκάν. Έτσι, με το νεογέννητο στο βυζί και με τα άλλα δύο παιδιά γύρω από τα φουστάνια της, πολλές στιγμές ξεχνούσε τον έρωτα και τη ζήλια της, πολλές φορές χαιρόταν με το άσπρο δερματάκι του μωρού της, με τις σφιχτές γροθίτσες του, με τα ηχηρά του κλάματα, με τα λογάκια αγάπης που της έλεγε ο Σίμος, με την όλο αυταπάρνηση στοργή της Ζωίτσας. Το μωρό της τη βύθισε και πάλι στο θαύμα της καινούριας ζωής και απάλυνε τη θλίψη της. Όμως υπήρχαν στιγμές -κυρίως τα βράδιαπου η καρδιά της βούλιαζε στη λύπη και στην απόγνωση. Ηταν η ώρα που έκανε την κριτική της, η ώρα που είχε τις αμφιβολίες της, που έκρινε τον εαυτό της αυστηρά και τον έβρισκε πάντα φταίχτη. Ηταν φταίχτρα που είχε δεχτεί να παντρευτεί τον Δαμιανό για να γλιτώσει τον πατέρα της, αλλά και την ίδια, από την ντροπή, φταίχτρα που είχε δεχτεί στην αγκαλιά της τον Οκάν, φταίχτρα που δεν είχε φύγει μαζί του, όπως της το ζήτησε τόσες φορές, φταίχτρα που είχε αφήσει τον άντρα της να ξαναμπεί στο κορμί της, φταίχτρα που δεν είχε πει την αλήθεια -τις αμφιβολίες της, έστωστον Οκάν για το ποιος ήταν ο πατέρας της Ελπίδας, φταίχτρα τέλος, χίλιες φορές φταίχτρα, που είχε πει ψέματα στον Δαμιανό ότι αυτό το παιδί ήταν δικό του και ότι τον αγαπούσε και δεν ήθελε
να τον αφήσει να φύγει. Ερχόταν όμως το ξημέρωμα και έπρεπε να τρέξει να τα προλάβει όλα -όλα με βαριά καρδιά, αλλά τα προλάβαινε-, να φροντίσει, να ταΐσει, να πλύνει, να μαγειρέψει, να σιδερώσει, να κοιμίσει, να χαϊδέψει, να νταχταρίσει, και έφευγε ο νους της από εκείνον και μοιραζόταν, κομματιαζόταν σε χίλια πρόσωπα και πράγματα, και ο πόνος τότε ήταν μικρότερος, κομματιασμένος κι εκείνος. Υστερα γύρισε στη δουλειά της, πώς και πώς την περίμεναν οι Γάλλοι, καμία διαφορά στις ώρες όμως, μεγάλες οι απαιτήσεις τους, όπως πάντα, μεγάλη και η απολαβή της μεγάλη γι’ αυτά που είχε συνηθίσει η κοπέλα... ΚαΓέτρεχε λαχανιασμένη στην κατηφόρα κάθε πρωί, έφτανε στην Εγνατία, έπαιρνε το τραμ και ταξίδευε ως την άλλη άκρη της πόλης, ως εκεί όπου ήταν το σπίτι των Γάλλων, για να αφιερώσει σ’ εκείνους τη ζωντάνια, την ενέργεια και την τέχνη της, να τους υπηρετήσει πιστά και με τον καλύτερο τρόπο, να τους γεμίσει γεύσεις και αρώματα, να πει και δυο λόγια παρηγοριάς στον μικρό Νικολά, το γιο του ζευγαριού, που ήταν πολλές ώρες μόνος του μετά το σχολείο, αφού οι γονείς του ή λείπανε από το σπίτι ή ήταν κλεισμένοι ο καθένας στην κάμαρά του και ξεκουράζονταν -από τι άραγε;-, διάβαζαν, έγραφαν, άκουγαν πλάκες στο γραμμόφωνο. Μιλούσε η Ιλαρία στο παιδάκι εκείνο, που ήταν πάνω κάτω στην ηλικία της κόρης της της Ζωής, ένα αγόρι όμορφο σαν ζωγραφιά, με τα ωραιότερα πράσινα μάτια του κόσμου, που όταν τα αντίκριζε, εκτός από θαυμασμό, αισθανόταν ότι την κοιτούσαν με έναν τρόπο που δεν της ήταν άγνωστος. Αλλά δεν μπορούσε να το εξηγήσει, ούτε είχε χρόνο να το αναλύσει παραπάνω. Μόνο προσπαθούσε να είναι πολύ καλή μαζί του, το παιδί ήταν παράξενο, και πώς να μην ήταν με τέτοιους γονείς... Γυρνούσε στο σπίτι της αργά το απόγευμα, περνούσε πρώτα από της κυρα-Νενέ, πάντα με αγωνία μήπως και τον συναντήσει -σπάνια γινόταν αυτό, δεν ταίριαζαν οι ώρες τους-, και, «μαζεύοντας» τα παιδιά της από εκεί, συνήθως το μωρό, μερικές φορές και τον Συμεών, άλλες και τη Ζωίτσα, που πήγαινε πια σχολείο, έφτανε στο σπίτι της κατάκοπη αλλά ευτυχισμένη, το μωρό στην αγκαλιά της, το χεράκι του Σίμου μέσα στο δικό της, το συνεχές τιτίβισμα της Ζωίτσας της, όλα αυτά της έδιναν χαρά, ήταν τα παιδιά της, ο πλούτος και η δόξα της. Η Μαρία, η γυναίκα του Οκάν, ήταν ένα καλό κορίτσι, ένας άνθρωπος πολύ διαφορετικά μαθημένος βέβαια, αλλά κανείς δε θα μπορούσε να πει ότι δεΥ είχε καλή ψυχή. Κι αν λάβει κανείς υπόψη του τις ιδιαιτερότητες του πατέρα της και τα ιδιαιτέρως ευαίσθητα νεύρα της μαμάς της, ήταν ισορροπημένη και καθόλου φαντασμένη. Επιπλέον, αγαπούσε τον άντρα της -«Δημητρός» σ’ εκείνη την αγάπη...-, τον αγαπούσε πολύ, και το μόνο που ήθελε ήταν να τον κάνει ευτυχισμένο και να του χαρίσει παιδιά. Βλέποντας την ιδιαίτερη σχέση που είχε ο Δημητρός με τη Λάρα -όπως την έλεγε μόνο εκείνος... α, και η κυρα-Νενέ καμιά φορά-, χωρίς ποτέ να περάσει από το νου της κάτι πονηρό, η Μαρία θεωρούσε πως υπερτερούσε σε όλα τα σημεία έναντι της άλλης, ομορφιά, μόρφωση, καταγωγή, πλούτο, οικογένεια, σπίτι -θέλετε κι άλλα;-, άρα πώς ήταν δυνατόν κάποιος, ο οποιοσδήποτε, πόσο μάλλον ο άντρας της, ο δικός της άντρας, να σαγηνευτεί από μια κοπέλα τόσο ταπεινή και τόσο... τέλος πάντων... που τα είχε όλα τόσο λίγα -εκτός ίσως... από ομορφιά-, και πίστευε πως ο Δημητρός αγαπούσε την κουμπάρα του που τώρα ήταν «τους»επειδή αγαπούσε πολύ τα παιδιά της. Τα αγαπούσε βέβαια κι αυτή τα παιδιά, ειδικά τη μικρή, τη βαφτιστήρα τους, όμως με κάποια επιφυλακτικότητα, σαν να μην ήθελε να δοθεί πολύ σ’ εκείνο το συναίσθημα, λες και, αν φανέρωνε την
αγάπη που είχε στο παιδί, κάποιος θα τη λυπόταν, «Η καημένη, δεν έχει δικά της παιδιά, γι’ αυτό τόσο...», ή λες και ο Θεός θα μπορούσε να αλλάξει άποψη -αν πούμε ότι η Μαρία ήξερε την άποψη του Θεού...και θα έλεγε μια μέρα: «Τιιι; Θέλει δικό της παιδί η Μαρία; Μα αυτή έχει την Ελπίδα, τη βαφτισιμιά της!» Κι ενώ στην αρχή έκανε κάποιες προσπάθειες να γίνουν φίλες με τη Λάρα, σύντομα τις εγκατέλειψε, της φάνταζε απόμακρη -μπορεί να ταν όμως και από την κούραση...-, της φαινόταν πάντα προβληματισμένη -κι ας της έλεγε ο Δημητρός ότι η Λάρα ήταν πάντα ένα χαρούμενο κορίτσικαι, το κυριότερο, είχε πάντα ένα παιδί στην αγκαλιά της. Αυτό το τελευταίο η Μαρία, μετά τον πρώτο χρόνο του γάμου της, δεν μπορσύσε να το αντέξει, και με διάφορες προφάσεις αραίωσε τις επισκέψεις της στην «πάνω γειτονιά», όπως έλεγε ο Δημητρός την παλιά του γειτονιά, αραίωσε τις επισκέψεις μέχρι που τις σταμάτησε τελείως, τώρα είχε δικά της βάσανα, η κοιλιά της παρέμενε άδεια, δεν ήθελε να καταθλίβεται και από τη φτώχεια και την αναπηρία του κουμπάρου. Έτσι, η Ιλαρία συνέχισε να ζει χωρίς καμία φίλη, όχι ότι θα ήθελε να γίνουν φίλες με τη Μαρία, ήταν η γυναίκα του Οκάν και, όσο και να μην ήταν αυτό κάτι για το οποίο θα μπορούσε να την κατηγσ: ρήσει, δε θα μπορούσαν να είναι φιλενάδες. Ευχόταν να μπορέσει να χαρίσει ένα παιδί στον Οκάν, αφού η ίδια του είχε στερήσει ένα άλλο. Και ευχόταν να γίνει ευτυχισμένος κοντά στη γυναίκα του, δεν ήθελε να τον σκέφτεται δυστυχισμένο ή να υποφέρει. Όταν όμως έφτανε στο «διά ταύτα», όταν έφτανε να σκεφτεί ότι θα έπαυε να την αγαπάει κάποτε -για να μπορεί και να είναι ευτυχισμένος, εδώ που τα λέμε-, τότε πάγωνε, το έδιωχνε από το μυαλό της και δεν έδινε απάντηση στον εαυτό της, που της έβαζε το ερώτημα: «Τι προτιμάς; Να είναι ευτυχισμένος με μια άλλη γυναίκα και να σε έχει ξεχάσει, ή να σε αγαπάει πάντα, άρα να είναι δυστυχισμένος;» Ποιος είπε πως ο έρωτας δεν είναι εγωισμός; Η Λαρώ δεν ήταν ευτυχισμένη. Είχε τα παιδιά της και τα χαιρόταν, αλλά με τον άντρα της ποτέ δεν αισθάνθηκε το μεγαλείο του έρωτα. Και εκείνη ήταν μια γυναίκα που ο έρωτας της δονούσε το κορμί, της πύρωνε τις αισθήσεις, της διέλυε τις αντιστάσεις. Όμως ήθελε να ξεκινάει ο έρωτας από την καρδιά και να περνάει στο κορμί, ήθελε εκείνο το υπέροχο συναίσθημα του να καίγεσαι και από αγάπη πάνω στο σώμα του άλλου, όχι από πόθο μόνο. Έτσι αγάπησε και τον Ισίδωρο και τον Οκάν. Και ίσως γι’ αυτό ποτέ δεν αισθάνθηκε ενοχές. Γιατί αγαπούσε, δεν απατούσε τον εαυτό της, ούτε τον άντρα της, ούτε κανέναν άλλο. Ό,τι έκανε το έκανε από έρωτα, από αγάπη. Με τον Δαμιανό τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Στην αρχή η Λαρώ αισθάνθηκε μια τεράστια ευγνωμοσύνη για εκείνο το παλικάρι που την έβγαλε από τη δύσκολη θέση, ευγνωμοσύνη και βέβαια απέραντο οίκτο, ήταν είκοσι χρονών παιδί και θα ήταν για πάντα ανάπηρος... Τον πόνεσε και του πρόσφερε πολλές φορές την καρδιά της, ειδικά αφότου γεννήθηκε η Ζωίτσα και εκείνος αφοσιώθηκε στο παιδί. Όμως η αγάπη της γι’ αυτόν σκόνταφτε πάνω στον ίδιο. Εκείνος αρνιόταν να πάρει κάτι παραπάνω, αρνιόταν και να δώσει. Μόνο στο κρεβάτι τελικά, έπειτα από μεγάλα διαστήματα που ήτανε «χοίρια», μόνο εκεί λειτούργησαν καλά, μόνο εκεί τα κατάφεραν, συγχρονίστηκαν, απελευθερώθηκαν, ειδικά αφότου ομολόγησε η Λαρώ ότι το παιδί, το τρίτο παιδί που κυοφορούσε, ήταν δικό του, αφότου του είπε ότι τον ήθελε κοντά της και δεν τον άφησε να φύγει όταν της πρότεινε να βγει από τη ζωή της. Άλλαξε ο Δαμιανός, γλύκανε κάπως, έπαψε να βλέπει όλους τους άλλους σαν εχθρούς, ξέχασε προσωρινά ότι αυτός τους είχε κάνει εχθρούς του, ακόμη και το κομμένο του ποδάρι συμπάθησε κάπως. Τώρα δεν του ήταν εμπόδιο, η Λαρίτσα του τον αγαπούσε, τα παιδιά του τον λάτρευαν, ο Δημητρός είχε παντρευτεί, τι είχε να φοβάται πια; Εκτός από το παρελθόν και τις τύψεις του...
Άρχισε να βγαίνει από το σπίτι ύστερα από πολλά χρόνια, απέκτησε ένα δυο φίλους, και αυτό του έκανε καλό, βρήκε μια δουλειά και αισθάνθηκε χρήσιμος. Η αλλαγή του αυτή άρεσε περισσότερο στη Ζωή, που του είχε φοβερή αδυναμία, τώρα τον αγαπούσε ακόμη περισσότερο και τον διεκδικούσε σκληρά από τα αδελφάκια της, και μόνο ο Σίμος, προσκολλημένος στη μαμά του, δεν απέκτησε ποτέ στενή σχέση με τον πατέρα του. - Θα φύγω... θα φύγουμε στην Αμερική, Λάρα, της ανακοίνωσε μια μέρα στο σπίτι της κυρα-Νενέ, μια από τις σπάνιες φορές που τον έβλεπε πια, ο Οκάν. Έμεινε το χέρι της -αυτό που κρατούσε το φλιτζάνι του καφέμετέωρο λίγο προτού ακουμπήσει στα χείλη της για την πρώτη ρουφηξιά, λίγο αφότου άφησε τη θέση του στο πιατάκι με τη χρυσή μπορντούρα. Δεν πήρε το βλέμμα της από τον καφέ. Ωραίος, μερακλίδικος καφές, με το καϊμάκι και το χρυσοκάστανο χρώμα του. Δύο φουσκάλες, η μια μεγάλη, η άλλη λίγο μικρότερη, γυάλιζαν, στα δεξιά, εκεί απ’ όπου ξεφύτρωνε το χερούλι. Στο κέντρο διάσπαρτες πολλές πολλές φουσκάλες... να, μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε. έξι... αχ, βαριόταν να μετράει... πολλές και εκεί που θα ακουμπούσε τα χείλη της ένα λεπτό νωρίτερα, προτού πει τη βαριά αυτή κουβέντα ο Οκάν της... ουουου, ναι, ήταν κάμποσες στο κέντρο... - Λόγια..., είπε μισογελώντας. Ποπό λόγια, κυρα-Νενέ!... Σηκώθηκε εκείνη από τη θέση της. - Γύρνα το μετά..., της συνέστησε και, παίρνοντας από το χέρι την Ελπίδα, που έκλεινε τα τρία, την τράβηξε προς την κουζίνα, δίνοντάς της υπόσχεση για κόκκινες καραμελίτσες, από αυτές που της άρεσαν. Μείνανε μόνοι, όπως τόσες και τόσες φορές, όπως τότε που το επιδίωκαν και απορούσαν πώς τύχαινε κάθε φορά που λιγώνονταν με τις ματιές και τα αγγίγματα να αποχωρεί η Νενέ, που είχε μια ξαφνική δουλειά. - Στην Αμερική..., ψιθύρισε με παραίτηση, ρούφηξε μια γουλιά καφέ και ζεματίστηκε. Στην Αμερική..., και είχε μια μικρή ελπίδα πως λάθος είχε ακούσει. - Ναι..., είπε ο Οκάν λυπημένος. Ήταν δύσκολη στιγμή, τώρα που το ξεστόμισε καταλάβαινε ότι αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο ταξίδι, ότι η Αμερική ήταν μια πολύ μακρινή χώρα, ότι μπορεί και να μην ξανάβλεπε ποτέ τη μικρή του Λάρα. - Πώς... πώς...; μπόρεσε να αρθρώσει, χωρίς ακόμα να τον κοιτάει. - Πρέπει. Για τη δουλειά. - Α, για τη δουλειά... Πού πέταξαν τα λόγια τους; Πώς στέρεψε το στόμα τους; Γιατί τυφλίόθηκαν τα μάτια τους και πια δεν κοιτάζονταν; Τριάμισι χρόνια μακριά ο ένας από την αγκαλιά του άλλου... Πού χάθηκαν οι χαρές, πού οι μοιρασμένες τους λύπες; Ποιος γελούσε με τα αστεία τους; Ποιος βρεχόταν από τα δάκρυά τους; - Δε θα λείψω καιρό...
- Καλά... - Θα σε σκέφτομαι, Λάρα. Πάντα θα σε σκέφτομαι... - Ναι... - Εσύ; - Δεν έχεις να μου πεις τίποτα; Οτιδήποτε; Κάτι; τη ρώτησε με μια μικρή, αμυδρή ελπίδα ότι μπορεί να του έλεγε «Μείνε», ότι μπορεί και να του έλεγε «Θα έρθω μαζί σου». Μεγάλωνε ο Οκάν, αλλά συνέχιζε να είναι αθεράπευτα ρομαντικός. Και αθεράπευτα ερωτευμένος. Κοιτάχτηκαν για πρώτη φορά από τη στιγμή που είπε ότι θα έφευγε. Σπίθες έβγαλαν τα μάτια της, «Μη φύγεις!» ήθελε να ουρλιάξει, «Μη μ’ αφήσεις να φύγω, άσκουμ» ήθελε να την παρακαλέσει και να την πάρει στην αγκαλιά του, να ξεχάσουν τα πάντα. - Καλό ταξίδι, Οκάν... - Καλή αντάμωση... Έμεινε ξάγρυπνη όλη εκείνη τη νύχτα, με τα μάτια στυλωμένα στο ταβάνι. Ανέπνεε σιγά, μην και την καταλάβει ο Δαμιανός, δε θα άντεχε τις κουβέντες, δεν ήθελέ κουβέντες. Στο ταβάνι έβλεπε να προβάλλεται η κοινή τους ζωή από τα παλιά, τα παιχνίδια και οι τρέλες τους όταν ήταν παιδιά, ο τρελός τους έρωτας και τα παιχνίδια τους όταν ήταν μεγάλοι. Έπιασε τα χείλη της και τα βρήκε στεγνά και πώς να μην ήταν, πού ήταν τα φιλιά του; Έπιασε το στήθος της, και εκείνο πέτρωσε αμέσως, λες και το είχε πιάσει το δικό του, το τρυφερό και κατακτητικό συγχρόνως χέρι. Ύσιερα έπιασε το φύλο της και το ένιωσε υγρό από τον έρωτά της για εκείνο το αγόρι του Βόσπορου. Σε χάνω, αγάπη μου..., είπε βουβά ήξερε ότι τώρα έχανε τον Οκάν της. Και δεν ήταν η θάλασσα που θα έμπαινε ανάμεσά τους. Δεν ήταν το καινούριο περιβάλλον, οι καινούριοι άνθρωποι, οι διαφορετικές εμπειρίες εκεί πέρα μακριά. Ούτε τη Μαρία φοβόταν η Λαρώ, δε θα μπορούσε από δω και μπρος να την ερωτευτεί ο Οκάν, αφού αυτό δεν είχε συμβεί μέχρι τώρα. Ούτε και το χρόνο φοβόταν. Είχε αντέξει η αγάπη τους στο χρόνο, είχε περάσει και από πιο δύσκολα, κι όμως είχε αντέξει. Το ήξερε, το αισθανόταν ότι τώρα τον έχανε. Και η κυρα-Νενέ είχε κοιτάξει το φλιτζάνι και είχε σκοτεινιάσει το πρόσωπό της, «Μπορεί και να ναι για καλό σου...» είπε μόνο και το σταύρωσε, ήξερε η Λαρώ, δε ρωτούσε, αν ήθελε να πει κάτι η Νενέ θα το έλεγε, εκείνη τη στιγμή έπρεπε να σωπάσει, το ήξερε αυτό... Κι όπως παρατηρούσε το ταβάνι με μάτια ορθάνοιχτα, ταβάνιπίνακας ζωγραφικής με τίτλο Η αγάπη μας, όπου το πινέλο της ξαγρύπνιας και του ύπνου ζωγράφιζε τον Βόσπορο, τον κήπο του σπιτιού του, την οδό Επαμεινώνδα, το αποθηκάκι, την παραλία του Θερμαϊκού, τα κάστρα της Άνω Πόλης και αυτούς τους δυο, μικρούς ή μεγάλους δεν είχε σημασία, ξαφνικά ένα γαλάζιο χρώμα έβαψε το ταβάνι και χάθηκαν όλα, είδε η Ιλαρία -στον ύπνο, ή στον ξύπνο της; ποτέ δε θα μπορούσε να πει με σιγουριάνα επιπλέει εκεί πάνω, σαν πάνω σε ήρεμη θάλασσα, μια ξανθιά πλεγμένη κοτσίδα, μια κοριτσίστικη πλεξούδα, που τέτοια δεν είχε ποτέ η ίδια.
Πετάχτηκε τρομαγμένη και ανακάθισε στο κρεβάτι, έσταζε στον ιδρώτα, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, λες και είχε δει τον πιο τρομακτικό εφιάλτη. - Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά..., ψιθύρισε και σταυροκοπήθηκε. Μπα, σε καλό της... Γιατί να τρομάξει τόσο πολύ από αυτό το όνειρο; Τι στην ευχή ήταν; Μια κοριτσίστικη κοτσίδα που επέπλεε πάνω στο κύμα της θάλασσας. Μια ξανθιά κοριτσίστικη κοτσίδα... Έφυγε ο Οκάν-Δημητρός, έφυγε με τη γυναίκα του, δεν πήγε η Λαρώ στο σταθμό του τρένου να τους αποχαιρετίσει -μαζεύτηκε κόσμος και κοσμάκης, συγγενείς, φίλοι, συνάδελφοι, γείτονες-, προφασίστηκε ότι δεν της έδιναν άδεια οι «Γάλλοι της», δε θα άντεχε αποχαιρετισμό κάτω από τα βλέμματα τόσου κόσμου, πήγε όμως ο Δαμιανός με την κυρα-Νενέ και τα τρία παιδιά, «Θα σας φέρω του κόσμου τα δώρα...» τους έλεγε κάθε τόσο ο αποχωρών, σηκώνοντας ένα ένα τα παιδιά στην αγκαλιά του, ακόμη και τη Ζωίτσα, που ντρεπόταν γιατί είχε μεγαλώσει πια. Τον αγκάλιασε σφιχτά ο Δαμιανός, τώρα που έφευγε θα ησύχαζε για πάντα, αλλά διαπίστωνε συγχρόνως ότι, όπως και να χε, ο Δημητρός ήταν ένα κομμάτι από τη ζωή του, φτωχαδάκι και ταλαίπωρο παιδί, που όμως είχε πιάσει την καλή. Βούρκωσε η κυρα-Νενέ, αλλά κρατήθηκε, δε θα έδινε πίκρα στο παιδί της μια τέτοια ώρα. - Θα τα πούμε..., της είπε τρυφερά. - Ναι, τσελεμπή μ’..., του χαμογέλασε εκείνη, κι ας ήξερε ότι δε θα τον ξανάβλεπε, και τον σταύρωσε όπως στεκόταν στο παράθυρο μαζί με τη Μαρία και κουνούσαν τα χέρια τους. Η Παναγιά μαζί σας! φώναξε καθώς ξεμάκραιναν και αυτό δεν ήταν απλώς ευχή, ήταν διαβεβαίωση, η κυρα-Νενέ τούς καθησύχαζε ότι η Παναγιά θα ήταν μαζί τους, ό,τι και να γινόταν. Ανέβαινε την ανηφόρα για το σπίτι η Λαρώ σέρνοντας τα πόδια της το απόγευμα της αναχώρησης, άδεια η γειτονιά, άδειοι οι δρόμοι, άδεια η πόλη τής φαινόταν, κάθε στροφή του δρόμου και μια ανάμνηση, κάθε κλείσιμο πόρτας και μια λαχτάρα, κάθε σκιά στο δρόμο και μια ελπίδα λες να ταν εκείνος-, Πέρασε και από τη Νενέ, «Τη μάνα μου και τα μάτια σου...της είχε ζητήσει ο Οκάν, «Έννοια σου, και δε θα την αφήσω. Και δική μου μάνα είναι...» του είχε υποσχεθεί. Άνοιξε το πορτί, και εκείνο έτριξε με παράπονο -πού οι καιροί που δεν έβγαζε τσιμουδιά, όταν ήθελαν να μπούνε κρυφά και να πάνε στο αποθηκάκι...-, μπήκε μέσα με σκυμμένο το κεφάλι και ανέβηκε τα λίγα σκαλάκια, η κυραΝενέ ήδη είχε ανοίξει και την περίμενε στην εξώπορτα, έπεσε εκείνη στην αγκαλιά της, λες και είχε χρόνια να τη δει, και αναλύθηκε σε λυγμούς. - Κλάψε, κορίτσι μου..., την πήρε μέσα. Κλάψε εσύ, που είσαι νέα... Εγώ, άμα κλάψω, θαρρώ πως θα διαλυθώ... Έψησε καφέ και κάθισαν αντικριστά, δεν είχε κουράγιο να ρωτήσει τίποτα η νέα, δεν είχε κουράγιο να διηγηθεί τίποτα η γριά. - Πώς και τον έκανες πικρό; είπε για να πει κάτι. - Δεν είναι η πίκρα από τον καφέ, γιαβρούμ...
Γύρισαν τα κουπάκια, και: - Έχω συνάντηση; αστειεύτηκε η μικρή. - Έχεις, μα... αργάει ακόμα, είπε σοβαρά η μεγάλη. Και κύλησαν οι καιροί, μέχρι που έφτασε το πρώτο γράμμα. - Διάβασέ το μου, παρακάλεσε η Νενέ την Ιλαρία και της έχωσε στη χούφτα το άλλο, εκείνο που ήταν μέσα στο φύλλο του δικού της. Κάηκε η χούφτα της, σαν να της είχε βάλει μέσα κάρβουνο, διάβασε γρήγορα στη γυναίκα, που άκουγε με λαχτάρα, όλα καλά και άγια τα βρήκανε εκεί πέρα . δουλειά, σπίτι, λεφτά, φίλους, η Μαρία προσαρμόστηκε γρήγορα και βρήκε φιλενάδες, κάνει ψώνια, «Να δεις η σου έχει πάρει, μάνα...», αυτός τα πάει καλά, έκλεισε συμφωνίες, φαίνεται ότι όλα θα εξελιχθούν όπως τα είχαν ελπίσει, σύντομα θα ξαναγυρίσουν, με τις καινούριες συμφωνίες το εργοστάσιο θα πάρει πάλι μπρος. Χάρηκε η Νενέ και: - Ευλογημένο το όνομά Σου, Κύριε..., σταυροκοπήθηκε μια αγωνία για το ταξίδι την είχε, θυμόταν τα δικά της από τη Σμύρνη, πώς αυτοί θα διέσχιζαν κοτζάμ ωκεανό! θέλω να το ξανακούσω, είπε στην Ιλαρία, που κρατούσε το κάρβουνο σφιχτά στη χούφτα της, να μην της φύγει, και τότε ποιος θα την έκαιγε; θέλω να το ξανακούσω, κόρη μου, αφού διαβάσεις όμως το μερτικό σου..., και βγήκε στην αυλή, τάχα να ποτίσει τις γλάστρες της, χωρίς να σέρνει τις παντόφλες της, σημάδι μεγάλης χαράς και αγαλλίασης. Η Αμερική είναι μια χώρα μακρινή, πολύ πιο μακρινή από τη δικιά μου, εκεί όπου ήμουν τότε και σε σκεφτόμουν και σ’ αγαπούσα ενώ δεν ήξερα πού βρισκόσουν και τι είχες απογίνει. Όμως δεν αισθάνομαι πιο μακριά σου απ’ ό,τι με έκανες να αισθανθώ τότε που είπες ότι το παιδί είναι του Δαμιανού και ότι εγώ θα είμαι για πάντα ο αγαπημένος σου φίλος. Τότε ήταν, Λάρα μου, που απομακρύνθηκαν οι ζωές μας, τότε που μου ζήτησες να απομακρυνθούν και οι καρδιές μας. Και εδώ σ’ αγαπώ, Λάρα. Αλλά τώρα είναι ξένη η θάλασσα αναμέσά μας... Αλλάχ σενί κορουσούν1 Το «ραβασάκι» έφυγε απ’ το χέρι της, και εκείνη δεν έκανε καμία προσπάθεια να το συγκρατήσει. Δεν την έκαψε και δεν το έριξε όπως θα πετούσε ένα αναμμένο κάρβουνο, έφυγε γιατί άνοιξαν τα δάχτυλά της από την παραίτηση, γιατί παρέλυσαν τα νεύρα της από τη στενοχώρια. Τι περίμενα να λέει τούτο το γράμμα; αναρωτήθηκε και είδε το άψυχο χαρτί στο πάτωμα, μάτωσε η καρδιά της πώς είχαν γίνει έτσι τα πράγματα; Τι περίμενα να μου γράψει; Ότι μ αγαπάει και με σκέφτεται; Ότι δεν μπορεί μακριά μου; Είδε τα γράμματά του και φαντάστηκε το χέρι του να τα σχεδιάζει ένα ένα. Ήταν θυμωμένος άραγε όταν το έγραφε; Θυμωμένος, ή λυπημένος; Έσκυψε με κόπο και το μάζεψε, τώρα δεν έκαιγε, τώρα ήταν ένα απλό χαρτί που μετέφερε ένα μήνυμα, όπως εκατομμύρια άλλα χαρτιά σε όλο τον κόσμο.
- Είναι καλά τουλάχιστον..., απάντησε στο ερωτηματικό βλέμμα της Νενέ, που έμπαινε εκείνη τη στιγμή από την πόρτα της κουζίνας. Έχει την υγειά του, και αυτό μου φτάνει... Πήγε στο καντήλι και το άναψε η ηλικιωμένη. - Ας απαλύνουν επιτέλους οι πόνοι..., ζήτησε. Παναγιά μου, ας απαλύνουν οι πόνοι αυτού του κοριτσιού..., παρακάλεσε. Δεν είχε ακούσει τι έγραφε το γράμμα, αλλά ήταν σίγουρη: ο Οκάν άνοιγε τα φτερά του σε νέους κόσμους, δεν μπορεί, θα άνοιγε και την καρδιά του κάποια στιγμή σε νέες αγάπες. Αποτέλειωσαν τον καφέ βουβές, αφού προηγήθηκε η ανάγνωση της επιστολής άλλες δύο φορές. «Συγχώρα με, κόρη μου...» παρακαλούσε η Νενέ, «αλλά θέλω ν’ ακούσω ξανά και ξανά πώς περνάει, να είμαι ήσυχη για εκείνον». Ύστερα έφυγε η Ιλαρία, στο σπίτι την περίμενε «κόσμος και λαός», έτσι τους έλεγε πάντα σαν έμπαινε, όλοι εκεί, στριμωγμένοι σε δύο κάμαρες. «Μαμά, πεινάω!» φώναζε ο Σίμος μόλις την έβλεπε, το Ελπιδάκι χωνόταν στην αγκαλιά της και δεν έλεγε να βγει, η Ζωή έκανε πως διαβάζει αλλά της έστελνε θερμές ματιές, μπορεί να αγαπούσε τον πατέρα της περισσότερο, να του είχε αδυναμία, αλλά τη μάνα της την πονούσε αλλιώτικα, καταλάβαινε -κι ας ήταν μικρό παιδίότι σκιζόταν για την οικογένειά της, ότι δούλευε σαν δύο άντρες, να μην τους λείψει τίποτα. Ήταν τρυφερή γυναίκα η μάνα της, σπάνια τους μάλωνε, το χέρι της μόνο στα χάδια το ήξερε αντίθετα με ό,τι συνηθιζόταν, ποτέ δεν είχε δείρει τα παιδιά της. - Εστειλε ο... νονός σας γράμμα, ανακοίνωσε η Ιλαρία. Αρχισε να φωνάζει ο Σίμος και να πανηγυρίζει, ακολούθησε και το Ελπιδάκι, χωρίς να ξέρει καλά καλά τι συνέβαινε, την κοίταξε γεμάτη περιέργεια και η Ζωίτσα. - Τι λέει; ρώτησε ο Δαμιανός δένοντας το κορδόνι του παπουτσιού του. Πώς είναι η Αμέρικα; Μεγάλη, όπως μας λένε, ή παραμύθια της Χαλιμάς; Και φόρεσε το σακάκι και την τραγιάσκα του, φίλησε ένα ένα τα παιδιά του, τσίμπησε το μάγουλο της γυναίκας του και έφυγε χωρίς να ακούσει την απάντησή .της σχετικά με το αν ήταν μικρή ή μεγάλη χώρα η Αμέρικα. Το σίγουρο ήταν πως η Αμέρικα ήταν μια χώρα μακρινή. Και αυτό του έφτανε και του περίσσευε. Βιάστηκε ο καιρός να ανηφορίσει τρέχοντας το μονοπάτι της ζωής, νεράκι ία χρόνια και κύλησαν μαζί με τα γέλια, τα δάκρυα, τα φιλιά και τα χαστούκια, βιάστηκε μέχρι που έφτασε σε ένα λοφάκι να ξαποστάσει κάπως, κοπελίτσα η Ζωή και ομορφοκόριτσο, άρχισε να πηγαίνει μαζί με τη μάνα της στους Γάλλους, έπρεπε να δουλέψει, γιατί τον πατέρα πάλι τον σχόλασαν, και, από το να τρέχει δεξιά και αριστερά και να κινδυνεύει να την γκαστρώσουν, η Ιλαρία αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα να την πάρει κοντά της, λίγο να τη βοηθάει, λίγο να μαθαίνει τέλος πάντων. Μαύρη τύχη και άραχλη φαινόταν ότι θα είχε και η κόρη της, και πολύ στενοχωριόταν η μάνα, αλ\ά η φτώχεια χτυπούσε επιτακτικά την πόρτα τους, τι άλλο μπορούσαν να κάνουν; Τότε ήταν που άρχισε σ Σίμος -μια σταλιό παιδάκινα μιλάει για τα καράβια, είχε ένα φίλο από τη γειτονιά που ο αδελφός του είχε μπαρκάρει και του είχε φουσκώσει τα μυαλά, «Να μην ακούω!»
βούλωνε τα αφτιά της η Ιλαρία όταν της έλεγε «Να δεις, μανούλα, χρήματα που θα σου στέλνω...», ο Δαμιανός αμέτοχος, μόνο «Είσαι μικρός...» μια φορά τού είπε και μετά μούγκα, η Λαρώ τρελαινόταν όσο το σκεφτόταν αυτό, το αγοράκι της να θαλασσοδέρνεται, «Όχι! Χίλια όχι!» του φώναζε, λούφαζε το παιδί, αλλά ύστερα από λίγο επανερχόταν. Εφταναν και οι επιστολές από την Αμέρικα και διάβαζε ο Σίμος γοητευμένος, τα ’παίρνε τα γράμματα και θα μπορούσε να σπουδάσει αν υπήρχε χρήμα, «Μη σε νοιάζει» του έγραφε ο νονός του, «Εγώ είμαι εδώ, θα σε βοηθήσω», αλλά το παιδί δεν άντεχε να βλέπει τη μάνα του να γυρνάει πτώμα κάθε απόγευμα, στένευαν τα περιθώρια, ήθελε να δουλέψει, να φέρει λεφτά στο σπίτι. Και, πάνω στα μεγαλώματα, στα μαλώματα και στα προβλήματα, αρρώστησε και η κυρα-Νενέ, αρρώστησε και κρεβατώθηκε για κάμποσο καιρό. Έβραζε τις σύριγγες η Ιλαρία και την τσιμπούσε πρωί βράδυ, «Μην το κάνεις αυτό στη νενέ2 μου...» παραπονιόταν η Ελπίδα, που της έκανε συντροφιά πολλές ώρες, εκεί έγραφε, εκεί διάβαζε, έπλενε και κανένα πιατάκι στον πέτρινο νεροχύτη, χωρίς να τον φτάνει καλά καλά, την καμάρωνε τρυφερά η άρρωστη γυναίκα και: Του παιδιού μου το παιδί..., συνήθιζε να σκέφτεται, άγνωστο αν ήξερε κάτι παραπάνω από τους άλλους ανθρώπους... Ο γιατρός την προειδοποίησε: - Δεν έχει ζωή η Νενέ. Η καρδιά της είναι εξασθενημένη. - Πόσο; ρώτησε η Ιλαρία δηλαδή πόσο καιρό ακόμη. - Μόνο Εκείνος, απάντησε ο γιατρός και έδειξε ψηλά, τον ουρανό. - Μην και γράψεις τίποτα, κακομοίρα μου, στο γιο μου, αλίμονό σου! την απείλησε από το κρεβάτι η γριά. Έγραψε αυτή «Δεν πάει καλά η κυρα-Νενέ, Δημητρό», και έτρεμε το χέρι της όταν τον ονόμασε με άλλο όνομα, έστω και όχι ξένο στα αφτιά και στη γλώσσα της, «Δύσκολα, λέει ο γιατρός, και αυτός ξέρει», ήθελε να γράψει όλη την αλήθεια, να ξέρει ο άνθρωπος την πραγματικότητα. Βέβαια, τίποτα δε θα μπορούσε να της προσφέρει από κει, από τόσο μακριά, αλλά... το έγραψε η Λαρώ με την τρελή ελπίδα ότι θα τα παρατούσε όλα και θα γύρναγε πίσω, θα γύρναγε και θα προλάβαινε τη Νενέ ζωντανή, θα προλάβαινε και την ίδια ζωντανή... Αλήθεια, τι θα έκανε άμα βρίσκονταν ξανά μαζί; Θα τον κρατούσε κοντά της; Θα τον συναντούσε στο αποθηκάκι και πίσω από τις πόρτες; Ή θα έφευγε μαζί του, όπως τόσες φορές τής είχε ζητήσει εκείνος; Τώρα που είχε τρία παιδιά και ο Οκάν της ήταν παντρεμένος, μπορεί να περίμενε και παιδί αραιά έρχονταν τα γράμματα, μέσα σε τέσσερις μήνες... ουουου... μπορεί και να ταν γκαστρωμένη η Μαρία. «Αλλά ο Θεός είναι μεγάλος, μη στενοχωριέσαι. Θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμη η μάνα σου...» τέλειωσε το γράμμα, το έδωσε στη γριά, και εκείνη το φίλησε με άσπρα χείλη και το σταύρωσε. Ο Οκάν έπρεπε να μείνει απερίσπαστος στη δουλειά του, στη ζωή του, στα όνειρά του. 'Υστερα ήρθαν τα χειρότερα, βάρυνε η κυρα-Νενέ, βάρυνε και... κατάλαβε;... προείδε;... το τέλος της, μάζεψε τα κουράγια της, το σώμα αδύναμο, εγκατέλειπε τον κόσμο τούτο, μια πονούσε, μια δε λειτουργούσαν καλά τα έντερα, πότε δε χώνευε το φαΐ της, πότε δεν ήθελε να φάει, ένας χαμηλός και επίμονος πυρετός τής έλιωνε τα μέσα της, όλα δύσκολα, αλλά πιο δύσκολα απ’ όλα η καρδιά, ξεχνούσε να χτυπήσει κάμποσες φορές τη μέρα, της κοβόταν η αναπνοή της κυρα-Νενέ και μετά όλα ξανάρχιζαν
γρήγορα, λαχανιασμένα, λες και έπρεπε να στείλουν εσπευσμένα οι γέρικες αρτηρίες το θολό αίμα σε όλα τα όργανα. Και πρόλαβε να πει στην Ιλαρία την ιστορία, την ιστορία του σταυρού που είχε φορέσει κάποτε στον Οκάν για να βαφτίσει τον Σίμο. Είπε την ιστορία η κυρα-Νενέ και ξεψύχησε. Και το μυστικό, θηλιά στο λαιμό της κοπέλας, την έκανε να χάσει την όποια ευτυχία είχε. , Αν τα λόγια της Νενέ ήταν σωστά, ο άντρας της δε λεγόταν Δαμιανός, αλλά Αδάμος, και ήταν ο υπαίτιος για το θάνατο του αδελφού της, του πραγματικού Δημητρού Μίκρογλου. Αν τα λόγια της Νενέ ήταν σωστά, ο άντρας της ήταν ένας τιποτένιος, που δεν είχε υπολογίσει φιλία, έρωτα και καθήκον προκειμένου να σώσει το τομάρι του. Αν τα λόγια της Νενέ ήταν σωστά, ο άντρας της δεν την είχε παντρευτεί από τη μεγάλη του καρδιά και από ευγνωμοσύνη προς τον πατέρα της, την είχε παντρευτεί από τύψεις, μπας και εξιλεωνόταν για το κακό που τους είχε κάνει. Αν τα λόγια της Νενέ ήταν σωστά, ο άντρας της είχε γνωρίσει στον πόλεμο τον αδελφό του Οκάν. Κι αν τα λόγια της Νενέ ήταν σωστά, ο αδελφός του άντρα της, κάποιος με το όνομα «Ζήσης», είχε παντρευτεί την αγαπημένη του αδελφού της, κάποια Ελένη. Πέρασε το πένθος της -η κυρα-Νενέ τής έλειψε περισσότερο απ’ όσο φανταζόταν ότι θα συνέβαινε-, το πέρασε με σκέψεις που την κρατούσαν ξύπνια τις νύχτες και ζαλισμένη τις μέρες. Της κόπηκε η όρεξη και έχασε πολλά κιλά, ακόμη και η Γαλλίδα, ψυχρή και ψηλομύτα αφεντικίνα, ανησύχησε και, κάποια μέρα που η Ιλαρία λιποθύμησε στο ξένο σπίτι, κάλεσε το γιατρό, που συνέστησε ξεκούραση και καλή διατροφή. 'Εμεινε ξαπλωμένη στο σπίτι για κάμποσες μέρες και κατέστρωσε το σχέδιό της. Έπρεπε να καταφέρει τον Δαμιανό... ή μήπως «Αδάμο»;... να της πει την αλήθεια. Και μετά έπρεπε να βρει εκείνη την Ελένη, να μάθει για το τέλος του αδελφού της. Αν όλα ήταν αλήθεια -κι όσο τα σκεφτόταν, τόσο πιο πιθανά τής φαίνονταν, πέρα από το γεγονός ότι η συχωρεμένη πάντα «έβλεπε» αυτά που θα γίνονταν, ορμήνευε και το παρελθόν με τα σημάδια του-, κάποιος έπρεπε να αποδώσει δικαιοσύνη. Και ο κλήρος έπεφτε σ’ αυτήν, γιατί ήταν η μοναδική ζωντανή από την οικογένειά της.
ΠΟΝΟΣ-ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Αδάμος και Δαμιανός Οταν «ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣΑ» παρατώντας στος έλεος του εχθρού τους ευεργέτες μου και το κορίτσι που μου χάρισε την πνοή και την αγάπη της, λιποτάκτησα και από τη ζωή ενός κανονικού ανθρώπου. Ήμουν ο προδότης! Πρόδωσα την αγάπη που μου πρόσφεραν όλοι τους απλόχερα αν και ήταν ξένοι και τους έβλεπα πρώτη
φορά. Πρόδωσα την εμπιστοσύνη και τη φιλοξενία τους, αφού μου έδωσαν την μπουκιά τους να φάω, τη γουλιά τους να πιω και τον ώμο τους να ακουμπήσω. Πρόδωσα τη γενναιότητα, αφού οι άλλοι, οι ξένοι, έκαναν το παν για να με σώσουν. Πρόδωσα τον έρωτα, γιατί η... άλλη αφέθηκε στα χέρια μου και μου πρόσφερε την καρδιά και το σώμα της χωρίς να ζητήσει τίποτα. Πρόδωσα τα πάντα, ιερά και όσια, Θεό και ανθρώπους. Έζησα. Έπειτα από αυτή την πράξη μου, έζησα. Δε μετρήθηκα ποτέ μέσα στα θύματα της καταστροφής στη Μικρασία. Είμαι επιζών. Αλλά πιο πεθαμένος και από τους πεθαμένους... Ήταν απόγευμα όταν μπήκα στη βάρκα, την ώρα που οι άλλοι σφάζονταν στα βράχια της ακτής, απόγευμα στα μέσα του Σεπτέμβρη. Το πόδι μου με πέθαινε στον πόνο, αλλά, θηρίο ο άνθρωπος όταν θέλει να ζήσει, τράβηξα κουπί με όλη μου τη δύναμη και ανοίχτηκα στο πέλαγος. Σύντομα δεν τους έβλεπα πια, καλύτερα έτσι, είπα πως θηρίο είναι ο άνθρωπος και τον οδηγεί ο φόβος, χάνεται η λογική, σβήνει η θέληση για οτιδήποτε άλλο, μόνο το τομάρι σου κοιτάς να σώσεις. Και το έσωσα... Κάποτε βράδιασε. Δεν ξέρω αν είχε περάσει λίγη ή πολλή ώρα, τίποτα δεν ήξερα, μόνο κουπί τραβούσα και κοίταγα την ακτή να ξεμακραίνει. Την κοίταγα με άδεια μάτια και άδεια καρδιά. Τίποτα δεν έβλεπα και τίποτα δεν αισθανόμουν. Τα μάτια μου είχαν αδειάσει πριν από καιρό, τότε που είδα το σαπισμένο μωρό έξω από την κοιλιά της μάνας του. Τότε είχε ανοίξει, θαρρείς, και μια τρύπα στην καρδιά μου και άρχισε να χύνεται η ψυχή μου έξω λίγο λίγο. Η τρύπα μεγάλωσε όταν πέθανε ο Εκρέμ, άρχισε να κλείνει όταν αγκάλιασα την... άλλη αλλά ο τρόμος μεγάλη, τεράστια καπλαντοβελόνα που μπαινόβγαινε στην τρύπαδεν την άφησε να γιάνει. Και τη στιγμή που ανέβαινα στη βάρκα αποφασίζοντας να φύγω, να μην ενδιαφερθώ για τους άλλους, τότε, εκείνη τη στιγμή, άδειασε η ψυχή μου,^τίποτα δεν είχα εκεί, ένα τρομαγμένο πουλί που χτυπούσε σαν τρελό τα φτερά του στη θέση της καρδιάς μου είχα. Βράδιασε λοιπόν και τράβηξα μέσα τα κουπιά, μην πέσουν στο νερό και τα χάσω. Βούτηξα πρώτα τα χέρια μου στη θάλασσα, έτσουξαν οι πληγές -είχαν ματώσει οι χούφτες από την προσπάθεια-, και έγειρα λίγο στο πλάι, ψόφιος από την κούραση. Προτού κλείσω τα μάτια μου, που τα ένιωθα βαριά και πυρωμένα, έβαλα το χέρι μου στο τσεπάκι στο μέρος της καρδιάς και έπιασα τη φωτογραφία. Ηταν εκεί. Η φωτογραφία του Εκρέμ ήταν εκεί, και δεν έπρεπε ποτέ να τη χάσω. Όφειλα να την παραδώσω στην οικογένειά του, ό,τι και να γινόταν. Έτσι, δε θα ήμουν πια θηρίο. /Ισως γινόμουν άνθρωπος και πάλι. Ξύπνησα όταν ή βάρκα χτύπησε σε ξέρα. Τρόμαξα και πετάχτηκα. Ήταν νύχτα, ο ουρανός κατάσπαρτος με λαμπερά αστέρια, γύρω γύρω σκοτάδι, και μόνο ο ήχος της θάλασσας ακουγόταν. Προσπάθησα να καταλάβω πού βρισκόμουν -δεν ήξερα...-, προσπάθησα να μαντέψω την ώρα -αργούσε να ξημερώσει ακόμα, ήταν πολ\ά τα αστέρια...-, προσπάθησα να σκεφτώ γιατί δεν είχε τρικυμία, γιατί δε χτυπούσαν το όκαρί τα λυσσασμένα κύματα, όπως τόσες -πόσες;ώρες πριν, όταν φυσούσε δυνατά ο δυτικός άνεμος και νόμιζα ότι θα με κατάπινε η μαύρη θάλασσα. Βρισκόμουν σε ένα αμμουδερό λιμανάκι, στα δεξιά λίγα βράχια, όπου ήταν αραγμένες τρεις βαρκούλες. Στην αντίθετη πλευρά υπήρχαν μερικά σπίτια -ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, τα μέτρησα-, θεοσκότεινα, από κάπου μακριά ακουγόταν ένας σκύλος να γαβγίζει και από λίγο πιο πέρα ένα κοκοράκι να λαλεί.
Μια διάχυτη μυρωδιά μού ενεργοποίησε τις αισθήσεις, κάτι ξινό και γλυκό μαζί, ανάκατο με ξύλα που καίγονταν... Ψωμί! Ψωμί ψηνόταν κάπου, σε ένα φούρνο ίσως, πήδηξε το στομάχι μου, ψωμί φρέσκο, ναι, αυτό ήταν! Θυμήθηκα το σπίτι μου και την πατρίδα μου, τη μάνα μου -σαν σε όνειρονα μεταφέρει το καυτό καρβέλι τυλιγμένο σε μια ριγέ πετσέτα και να το αφήνει με ευλάβεια στο τραπέζι, τον πατέρα μου να το κόβει σε μεγάλες, πλατιές φέτες αμέσως μετά την προσευχή, θυμήθηκα και την... άλλη, που μόλις είχε μεγαλώσει λίγο, να ζυμώνει σαν έμπειρη γυναίκα, με τα μανίκια σηκωμένα και με τα μαλλιά της τυλιγμένα σε άσπρο τουλπάνι... Πρέπει να πάρω το ψωμί... να πάρω το ψωμί και να μπω στη βάρκα για να φύγω πάλι..., σκέφτηκα. Κατέβηκα, και το κρύο νερό έφτασε ως το ύψος της πληγής μου, που ήταν μουδιασμένη και είχε σταματήσει να αιμορραγεί. Βγήκα στη στεριά, ψυχή δε φαινόταν γύρω, τα βότσαλα έτριξαν κάτω από τα πόδια μου και προσεκτικά κατευθύνθηκα προς τα κει όπου φανταζόμουν ότι θα έβρισκα ένα τραπέζι με ένα αχνιστό καρβέλι και μια κανάτα με δροσερό νερό. Ο σκύλος δυνάμωσε τα γαβγίσματα, αλλά ακόμα δεν τον έβλεπα, κλειστά τα παραθυρόφυλλα, ακίνητη η νύχτα πάνω από τα χαμόσπιτα, δροσερό το αεράκι που ερχόταν από τη μεριά της θάλασσας, άλλες δύο βάρκες, αυτές τραβηγμένες στο χώμα, ούτε καν στην άμμο, ποτισμένα τα μπαξεδάκια, όχι όμως πολύ φροντισμένα. Ούτε εγκατάλειψη, αλλά ούτε και ζωή. Είδα το σκύλο. Ήταν ένα μικρόσωμο μαύρο ζώο. Το τρίχωμα και τα μάτια του γυάλιζαν μες στο σκοτάδι, πήγαινε κι ερχόταν και κόντευε να πνιγεί καθώς προσπαθούσε να λυθεί και να ορμήσει προς το μέρος μου. Εκανε σαν τρελός, και από το στόμα του έτρεχαν σάλια. Μόλις βεβαιώθηκα ότι δεν κινδύνευα, τουλάχιστον προς το παρόν και τουλάχιστον από το σκύλο, έστριψα με προσοχή πίσω από το σπιτάκι, από εκεί ήμουν σίγουρος ότι ερχόταν η μυρωδιά, εκεί θα _ ήταν ο φούρνος και το ψωμί, εκεί το νερό, εκεί και η σωτηρία.. Και βρέθηκα με μια κάννη μες στα μούτρα μου. Στο Γκιζλί Σου3 έζησα σχεδόν ένα χρόνο έντεκα μήνες, για την ακρίβεια. Ήταν ένας μικρός οικισμός σε μια αποκομμένη και απομακρυσμένη παραλία. Για να τη φτάσεις έπρεπε να κάνεις μια δύσκολη αναρρίχηση, που ξεπερνούσε τις δύο ώρες, αναρρίχηση σε μαύρα βράχια -ίδια με εκείνα της ακτής όπου είχε γίνει το δικό μας μακελειό...-, και μετά να κάνεις άλλες δύο ώρες επικίνδυνη κατάβαση, αφού τα βράχια ήταν κοφτερά και αφιλόξενα -δύσκολα μπορούσες να πατήσεις πάνω τους, όσο γερά στιβάνια κι αν φορούσες-, ή έπρεπε να πάρεις την κοίτη ενός μικρού ποταμού που περνούσε από βουνό και από λαγκάδια και κατέληγε στην άκρη του μικρού κόλπου. Όπως έμαθα αργότερα, δεν ήταν μακριά από εκεί όπου είχε χυθεί το αίμα του Δημητρού και του Μουράτ, μπορεί και των κοριτσιών -πού να το ξέρω, ο προδότης;-, φαίνεται ότι άδικα κωπηλατούσα τόσες ώρες, στην πραγματικότητα είχα απομακρυνθεί ελάχιστα. Η πρόσβαση στο Γκιζλί Σου γινόταν μόνο από τη θάλασσα, τέσσερις ώρες με καΐκι έφτανες στο πρώτο παραθαλάσσιο χωριό, λίγες ώρες παραπάνω και ήταν και η Χίος απέναντι, η Σμύρνη ήταν μακριά, «Ουουου...» είχε πει η Αϊσέ, «τρεις μέρες θάλασσα, μπορεί και περισσότερο». Δεν είχε άλλους κατοίκους εκεί, όλα τα σπίτια ήταν δικά της, δικά της και του άντρα της, κατά καιρούς σ’ αυτά κοιμόνταν οι ψαράδες που δούλευαν στα καΐκια τους, άλλοι ξένοι, άλλοι Τούρκοι, «Μπορεί και να μην είναι μόνο ψαράδες...» μου εκμυστηρεύτηκε αργότερα, όταν είχαμε ξεχάσει το περιστατικό με
την κάννη στα μούτρα μου, «Μπορεί και να ναι κλέφτες, πειρατές... τι να σου πω... Πάνω τους έχουν πιστόλια, και τα καΐκια είναι τίγκα στην μπαρούτη». Η Αϊσέ ήταν «Γιωργίτσα», δικιά μας, Ελληνίδα -Ρωμιά, όπως έλεγε για τον εαυτό της-, αλλά αγάπησε έναν Τούρκο όταν ήταν μικρό κορίτσι, ούτε δεκατρία ακόμα, ένα παλικάρι που δούλευε για τον πατέρα της, ο οποίος είχε μεγάλα καΐκια και ψάρευαν σε όλο το πέλαγος. Σαν τη ζήτησε σε γάμο, και φυσικά δεν του την έδωσαν, έφυγε αυτός κλέβοντας ένα καΐκι. Πέρασαν δυο τρία χρόνια, μεγάλωσε η Γιωργίτσα και έγινε όμορφη κοπέλα, πήγαιναν κι έρχονταν τα προξενιά, αλλά εκείνη πατούσε ποδάρι ο νους της ακόμα σ’ εκείνο τον αλλόθρησκο, τον φευγάτο. Κι όταν ένα βράδυ που όλοι έλειπαν από το σπίτι της, το σπίτι εκείνο που το έγλειφαν τα κύματα της θάλασσας, όρμησε ο αλλόθρησκος μαζί με πέντ' έξι οπλισμένους και της ζήτησε να τον ακολουθήσει με το καλό, γιατί αλλιώς θα έκαιγε το χωριό, η Γιωργίτσα πέταξε τη σκούφια της και έφυγε μαζί του. Την πήγε σ’ εκείνη την ερημική ακτή -στο Γκιζλί Σου, όπως ήδη το είχε ονομάσει-, όπου είχε χτίσει ένα όμορφο σπιτάκι, ταπεινό αλλά όμορφο, το δικό τους, τη βάφτισε στη θάλασσα «Αϊσέ», με μια τελετή που ήταν κράμα της χριστιανικής και της μουσουλμανικής θρησκείας, ύστερα την έντυσε με φλουριά και χρυσαφικά, την παντρεύτηκε ενώπιον των ανθρώπων -οχτώ άλλα παλικάρια, όλα πάνω κάτω στη δική του ηλικία-, επιφυλασσόμενος και για ένα γάμο ενώπιον του θεού, και μετά την έκανε γυναίκα και γυναίκα του. Ζήσανε δέκα χρόνια έτσι, ευτυχισμένοι και χωρίς παιδιά, αυτός έφευγε και την άφηνε πότε μόνη και πότε με κάποιον από τους έμπιστούς του, έλειπε λίγες μέρες -ποτέ πάνω από τρειςκαι ξαναγύρναγε κοντά της, φέρνοντάς της πολύτιμα δώρα, βελούδα και μετάξια, κοσμήματα και πορσελάνες, που στόλιζαν το σπίτι τους, "πράγματα που δεν ταίριαζαν καθόλου στο ταπεινό κτίσμα αλλά άρεσαν πολύ και στους δυο τους. Σιγά σιγά χτίστηκαν και τα άλλα σπιτάκια, για το «τσούρμο», παλικάρια στο άνθος της ηλικίας τους, που τις μέρες που έμεναν στη στεριά κοιτούσαν όλο τη θάλασσα, κάπνιζαν μεγάλα τσιμπούκια και παίζανε με τα μαχαίρια τους. Με αυτούς, με το «τσούρμο» του, ο άντρας της Αϊσέ τής έλεγε ότι ρίχνανε δίχτυα και βγάζανε πολλά ψάρια, ότι βουτούσαν για κοράλλια και τα μοσχοπουλούσαν, δεν έψαξε ποτέ την αλήθεια η Αϊσέ, τι να την έκανε εκεί στην ερημιά, τώρα η αλήθεια της ήταν ο άντρας της, άντε και οι φίλοι του, που δεν τον αποκαλούσαν «καπετάνιο», όπως συνήθιζαν οι πατριώτες της οι Ρωμιοί, αλλά «αρχηγέ». Ούτε για το θεό της ποτέ την ένοιαξε τη Γιωργίτσα ή Αϊσέ, όταν είχε φουρτούνα έκανε το σταυρό της και παρακαλούσε τον Αϊ-Νικόλα να τους φέρει πίσω όλους ζωντανούς, όταν ήτανε Ραμαζάνι νήστευε μαζί με τον καλό της, μίλαγε ελληνικά μαζί του, τούρκικα με τους υπόλοιπους, είχε συγκεράσει τις δύο θρησκείες και τις δύο γλώσσες, ποτέ δε μάλωσαν αυτά τα πράγματα μέσα της, μπορεί να μην ήξερε τι ήταν ακριβώς, αλλά όλους τους αγαπούσε και τον άντρα που ακολούθησε, και τους γονείς και τα αδέλφια της, που τους εγκατέλειψε. Όμως πέντε μήνες νωρίτερα είχε χαθεί ο άντρας της, έφυγαν μια μέρα με τα τρία σκαριά και δεν ξαναγύρισαν, κανείς δεν ήρθε να της πει τίποτα, ούτε καλό ούτε κακό, και έμεινε εκείνη μόνη στο Γκιζλί Σου, να καρτεράει την επιστροφή του και να μην έχει περάσει ούτε στιγμή από το μυαλό της ότι, αν δεν έπαιρνε σύντομα την απόφαση να φύγει από εκεί, μπορεί σε λίγους μήνες να πέθαινε από την πείνα ή από κάποια αρρώστια που πιθανόν να την έβρισκε.
Μέχρι που περιμάζεψε εμένα, τον Αδάμο, αφού με «ανέκρινε» επί μία ώρα, με το τουφέκι να σημαδεύει την καρδιά μου, αφού εξέτασε τη βάρκα μου και είδε πως δεν είχα μαζί μου όπλο, αφού άκουσε από απόσταση ασφαλείας την ιστορία μου, αφού σκίρτησε η καρδιά της με τα ελληνικά, που είχε δέκα χρόνια να τα ακούσει από στόμα Έλληνα, αφού πίστεψε την ιστορία μου και αποφάσισε να με περιθάλψει. Παρά τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες μου, πάντα ήμουν τυχερός μέσα στις διαρκείς ατυχίες μου, αφέθηκα στα χέρια της Αϊσέ-Γιωργίτσας, όπως κάποτε είχα αφεθεί στα χέρια του Εκρέμ, όπως και στης... άλλης... Το πόδι μου ήταν σε άσχημη κατάσταση, η πληγή είχε κακοφορμίσει, ήταν μόνιμα ερεθισμένη και κάθε τόσο μάζευε πύον, καμιά φορά μάτωνε κιόλας. Μου έβαλε βότανα και γιατροσόφια η Αϊσέ, προσπαθήσαμε να αποστειρώσουμε την πληγή με καμένα σίδερα και ρακές, αλλά δεν έλεγε να κλείσει, δεν έλεγε να γιάνει. Ειδικά στην επαφή με το νερό, η πληγή πάντα αιμορραγούσε και μου έφερνε φρικτούς πόνους, οπότε αναγκαζόμουν να περνάω πολλές ώρες καθηλωμένος στο ίδιο μέρος. Κάπου εκεί ήταν που έχασα και την αίσθηση του χρόνου, οι μέρες δεν είχαν κανένα νόημα για μένα, ξημέρωνε και νύχτωνε μέσα σε ένα ακίνητο τοπίο, σε ένα μέρος όπου ούτε την αλλαγή της εποχής δεν μπορούσε κανείς να αντιληφθεί καλά καλά πόσο να αλλάξουν τα μαύρα βράχια από το φθινόπωρο ως την άνοιξη; Σα χειμώνιασε για τα καλά και ο ήλιος -όταν έβγαινεδεν έλεγε να μας ζεστάνει, περιοριστήκαμε στην κουζίνα του σπιτιού της, τα ξύλα λιγοστά -κυρίως όσα έφερνε η θάλασσα ή κατέβαζε το ποταμάκι, αλλά μόνο έπειτα από δυνατή βροχή-, το ψωμί λιγοστό, μόνο ψάρια άφθονα είχαμε, που τα ψάρευε η Γιωργίτσα με μεγάλη δεξιοτεχνία, και κάτι λάχανα που καλλιεργούσε στο μικρό της κήπο. Κυριακή παρά Κυριακή έσφαζε και μια κότα από το πολυπληθές -ευτυχώςκοτέτσι της, και τότε είχαμε γλέντια, γλείφαμε και τα δάχτυλά μας, και μαζί μας χαιρόταν και ο Σελτζούκ, ο μαύρος σκύλος. Με τη Γιωργίτσα -που ήθελε να τη φωνάζω «Αΐσέ», αλλά εγώ τη σκεφτόμουν με το χριστιανικό της όνομα-, που ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερη από μένα, δε μείναμε ποτέ κάτω από την ίδια στέγη. Μου άνοιξε το πιο κοντινό, στο δικό της, σπιτάκι, αλλά μέχρι να κοιμηθούμε καθόμασταν δίπλα στη φωτιά και μιλούσαμε, δηλαδή αυτή μιλούσε, λίγα τα δικά μου λόγια, πιο πολλά τα δικά της. Μου είπε για τα παιδικά της χρόνια και την οικογένειά της, μου μίλησε και για την αγάπη που της είχε ο άντρας της. Γης έλειπε η μάνα και ο πατέρας της, αλλά πιο πολύ σπάραζε για τον άντρα της. όλο έκανε το σταυρό της και όλο «Αλλάχ, φέρ’ τον πίσω...» μουρμούραγε, σ’ εκείνη τη δική της, ανάμεικτη θρησκεία, που με παραξένευε τόσο. Ήμουν μονίμως κουρασμένος και αδιάθετος, κάθε τόσο έκλεινα τα μάτια μου και λαγοκοιμόμουν, λίγες οι βόλτες μου ως τη θάλασσα, λίγες και κοπιαστικές, μαλακός ο καιρός ακόμη και το χειμώνα, απάνεμο το λιμανάκι, που μας προστάτευε από τους μεγάλους αέρηδες που ακούγαμε να λυσσομανάνε έξω στο πέλαγος αλλά δεν έφταναν ως εμάς. Τις νύχτες ξαγρυπνούσα με τη μορφή της... άλλης στα μάτια μου, με την ανάμνηση του χαμόγελου του Εκρέμ, με την εικόνα του Δημητρού να παλεύει πάνω στα βράχια, με τις κραυγές της Ελένης και με το σιωπηλό θάνατο του Μουράτ. Τότε έβγαζα τη φωτογραφία από το τσεπάκι μου και την κοίταγα, κι ας ήταν όλοι ξένοι για μένα, ήταν ό,τι πιο αγνό είχα εκείνο τον καιρό, όλα τα άλλα ήταν δηλητηριασμένα από την προδοσία.
Και πέρναγε ο χειμώνας με δυσκολίες, το πόδι μου ήταν ξερό και πολύ δύσκολα πια το κουνούσα, η πληγή μια έδειχνε ότι θα έκλεινε, μια ξερνούσε αίμα και πύον, τίποτα, κανένα από τα γιατροσόφια της Γιωργίτσας δεν έκανε δουλειά. Κάπου κατά το Φλεβάρη έπιασαν τα δυνατά κρύα, και τότε ένιω σα τι θα πει να ζεις δίπλα στη θάλασσα. Τα κύματα έφταναν ως τα σπίτια, παγωμένες σταγόνες μούσκευαν τον αέρα, ξηλώσαμε όλους τους φράχτες για να τους κάψουμε, ύστερα βάλαμε χέρι και στα παραθυρόφυλλα των σπιτιών. Είχα αφόρητους πόνους, που με έκαναν να ουρλιάζω, κάθε τόσο ψηνόμουν στον πυρετό, είδε κι απόειδε η Γιωργίτσα και μου έφερε μια σκούρα σκόνη, «Πιες το, μπας και περάσουν οι πόνοι σου...», κάτι έγινε με αυτό. Το σώμα μου πονούσε, αλλά το μυαλό μου δεν ανήκε στο σώμα, έβγαινε έξω από το κεφάλι μου, πετούσε πάνω, στο ταβάνι, καμιά φορά έβγαινε και έξω από το παγωμένο σπιτάκι -μία η εστία, εκείνη που έκαιγε στο σπίτι της κοπέλας-, έβγαινε και ταξίδευε σε καταπράσινα τσαΐρια, σε ποτάμια με γάργαρα νερά και στρογγυλεμένες άσπρες πέτρες, σε έλατα ψηλά ως τα σύννεφα και σε λιθόστρωτους δρόμους γεμάτους από λεβέντες φουστανελοφόρους και γυναίκες με το μαντίλι δεμένο ψηλά στο κεφάλι. Αχ, αργούσε η άνοιξη και την περίμενα με λαχτάρα όταν δεν ήμουν υπό την επήρεια του όπιου. - Θέλω να φύγω, Αϊσέ, της είπα μια μέρα που κόπασε κάπως ο αέρας και οι ζεστές ακτίνες του ήλιου έφτασαν ως τα παγωμένα μας κορμιά. Σα φτιάξει κάπως ο καιρός, θέλω να φύγω. Να έρθεις κι εσύ..., της πρότεινα δειλά. Σήκωσε το κεφάλι της και φύσηξε μια τούφα από τα μαύρα της μαλλιά που έπεφτε κάθε τόσο στο πρόσωπό της, καθώς προσπαθούσε να βγάλει πατάτες από το μπαξεδάκι. Με κοίταξε ήρεμη και άφησε κάτω την τσάπα. - Εγώ δεν έχω να πάω πουθενά, μου είπε. Αν οι γονιοί μου είναι ζωντανοί και δεν τους έκοψαν οι Τσέτες, δε θα με δεχτούν πίσω, θα με διώξουν που κλέφτηκα με Τούρκο. Αν είναι νεκροί, πού να πάω, πού να σταθώ;... Όχι, Αδάμο, εγώ θα μείνω εδώ, να περιμένω τον άντρα μου. Ή το θάνατο... Προσπάθησα πολλές φορές να της αλλάξω γνώμη, αλλά ήταν αμετάπειστη, «Δεν έχω κανέναν.μου έλεγε σαν μόνιμη επωδό στις παροτρύνσεις μου, «Εσύ έχεις οικογένεια πίσω στην πατρίδα σου, κάποιοι σε περιμένουν. Να πας στην ευχή του Θεού και του Αλλάχ μαζί, που θα προστατέψουν κι εμένα...». Πέρασαν άλλοι δύο μήνες, σύμφωνα με το μέτρημα που έκανε η Γιωργίτσα -«Από τα ρούχα μου», μου είχε απαντήσει κοκκινίζοντας όταν τη ρώτησα πώς καταλάβαινε ότι περνούσε ένας μήνας, πού το κατέγραφε-, γλύκανε ο καιρός, και εγώ κάθε τόσο προσπαθούσα και οκάρφαλωνα με το πληγωμένο μου πόδι σιην άκρη των βράχω\\ Αγνάντευα το πέλαγος από κει, άγριο ακόμα και δεν ήταν για ταξίδια, όχι με μια μικρή βάρκα πάντως, όχι με εμένα λαμνοκόπο οπωσδήποτε, εμένα, που μόνο την γκλίτσα των τσομπαναραίων ήξερα να κρατάω από μικρός, το Ευαγγέλιο και το θυμιατό μεγαλώνοντας. Ούτε όπλο κράτησα ποτέ στα χέρια μου, παπάς στη ζωή, παπάς και στον πόλεμο ήμουν, μου έδωσαν ένα τουφέκι και το κρέμασα στον ώμο, ποτέ δεν το χρησιμοποίησα. Αλλά ας είναι. Έτσι και θελήσεις να κάνεις το φονικό, βρίσκεις τους τρόπους... Πιάσαν οι ζεστούλες, και η κοπέλα «Δεν είναι καιρός ακόμα...» μου έλεγε, «Ξέρω εγώ από τούτη τη θάλασσα. Έχει αγέρηδες τώρα και βράχια στις ακτές, θα σε σακατέψει το αντιμάμαλο. Άσε να μπει ο
Ιούνης, τότε κοπάζουν. Αν βγεις εκεί έξω, δεν ξέρω πού θα βρεθείς». Και πέρασε ο Μάης έτσι, με εμένα να παρατηρώ τον ουρανό, τη θάλασσα και το πέταγμα των γλάρων, «Όχι ακόμα...» έλεγε η Γιωργίτσα κάθε τόσο, άτολμος εγώ, την παρακαλούσα να φύγουμε μαζί, άγνωστο θηρίο -πιο θηρίο και από εμένα ακόμη!μου φαινόταν η θάλασσα, δύο μαζί καλύτερα θα το παλεύαμε. Σαν μπήκε ο Ιούνιος, δεν κρατιόμουν με τίποτα. «Φεύγω!» ανακοίνωνα κάθε μέρα, «Αδύνατον!» απαντούσε, «θα σε πιάσουν μεσοπέλαγα τα μελτέμια και θα πνιγείς», φοβόμουν και υποχωρούσα, ήθελα να φύγω από εκεί, έβλεπα ότι το Γκιζλί Σου σύντομα θα γινόταν ο τάφος μου, ήθελα να γυρίσω πίσω στην πατρίδα, να ανέβω στα βουνά μου και να κρυφτώ από τον κόσμο. Θα πέρασαν κάμποσες μέρες, «Ήρθαν τα ρούχα σου;» τη ρωτούσα χωρίς να ντρέπομαι, αυτό ήταν το ημερολόγιό μας και δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, ζέστη και ο ουρανός άσπρος από τον πολύ ήλιο, «Όχι» απαντούσε αυτή συνέχεια, φοβόμουν ότι μου έλεγε ψέματα, ότι προσπαθούσε να με κρατήσει κοντά της, έβλεπα παράξενα ρυτιδιασμένη τη θάλασσα ώρες ώρες, ακόμη και εκεί, μέσα στο προστατευμένο λιμανάκι μας, «Μην και βγήκαν τα μελτέμια, Αϊσέ;» τη ρώταγα, «Μην ανησυχείς...» απαντούσε, αλλά το βλέμμα της δεν άγγιζε το δικό μου, ήταν φως φανάρι πια ότι μου έκρυβε τον καιρό που περνούσε. Έφυγα στα κρυφά, μόνος, νύχτα και στα κρυφά, με μια στάμνα νερό και ένα ξεροκόμματο ψωμί, που μέρες πριν το είχα κρύψει προσεκτικά μέσα στην τσέπη του παντελονιού μου του παντελονιού του άντρα της, που ποτέ δεν έμαθα το όνομά του, μόνο σαν άντρα της τον ανέφερε εκείνη χίλιες φορές τη μέρα, ούτε μία δε ρώτησα εγώ για να το μάθω. Έφυγα νύχτα, με το ποδάρι να με θανατώνει σε κάθε κίνηση μέσα στο νερό, αφού τράβηξα τ'] βάρκα μέχρι μέσα, μέχρι εκεί που δεν πάτωνα, μην και κάνω τον οποιονδήποτε θόρυβο και με μυριστεί. Καθώς προσπαθούσα να σκαρφαλώσω στη βάρκα, χτύπησα άσχημα την πληγή μου και μάτωσα τα χείλη μου από την προσπάθειά μου να μην ξεφωνίσω απ’ τον πόνο που με έσφαξε και θαρρείς έκοψε το πόδι μου στα δύο. Πόνος-αγγελιοφόρος... Τράβηξα κουπί μέχρι που ξημέρωσε, ήρεμη η θάλασσα και ο αέρας είχε κοπάσει. Μακάρι έτσι να ναι συνέχεια..., παρακάλεσα. Απέναντι ήταν η Χίος, λίγο ακόμη να ξανοιγόμουν στο πέλαγος υπήρχε ελπίδα να με βρει κάποιο πλοίο και να με περιμαζέψει, όμως προς το μεσημέρι βγήκε πάλι αέρας, άγριος και σφυριχτός αυτή τη φορά, βγήκε αέρας δυνατός και η μικρή μου βάρκα έγινε έρμαιο στις διαθέσεις του. Μάταια προσπαθούσα να την κουμαντάρω, την ανέβαζε ψηλά και την έριχνε μετά με δύναμη σία μαύρα νερά ο αέρας, που θαρρείς και δε φύσαγε από το Βορρά,
Δεν καταλάβαινε όμως η Λαρώ πόσο σημαντικό ήταν για μένα αυτό το παιδί. Γιατί, μέσα στην ατμόσφαιρα που μάταια προσπαθούσε να γίνει γιορτινή, μια λέξη ήρθε και καρφώθηκε στο μυαλό μου. Ορφάνια! Ορφάνια! Ορφάνια! Αν υπήρχε μέσα της αυτό το παιδί, θα ήταν η απόδειξη ότι δεν πήγε χαράμι η ζωή μου, ότι δεν έζησα ορφανός και μέσα στον τρόμο, τον τρόμο ότι δεν είχα μάνα παρά μητριά, τον τρόμο που με συνόδευε μέχρι εκείνη τη στιγμή, τον τρόμο που γέμιζε την καρδιά μου και είχε γίνει αιτία να χαθούν άνθρωποι. Ορφάνια! Πώς μου είχε έρθει εκείνο το βράδυ, που η ομίχλη μούσκευε τα μαλ\ιά, τα ρούχα, την αυλή μας και μπούκωνε τις καρδιές; Ορφάνια! Λέξη πικρή και στερημένη από οποιαδήποτε χαρά, στερημένη από το γλυκό φιλί και το χάδι, τη ζεστή αγκαλιά και τα τρυφερά λόγια. Ορφάνια! Μια πληγή που δεν κλείνει, γιατί οι πεθαμένοι δε γυρίζουν ποτέ. Τσα ίσα, πάντα θα υπάρχουν άλλοι, πολλοί, που θα πηγαίνουν να τους συναντήσουν. Ορφάνια και θάνατος είχαν σημαδέψει τη ζωή μου. Και πίστεψα ότι ένα παιδί θα με ζωντάνευε. Την είδα να σκέφτεται, μετέωρη η απόφαση στα χείλη της, δεν έλεγε να την ξεστομίσει, ούτε και να την καταπιεί όμως. Πέρασαν κάμποσα λεπτά, πόσα δεν μπορώ να υπολογίσω. Τα νεύρα μου είχαν τεντώσει, οι παλμοί της καρδιάς μου σφυροκοπούσαν μέσα στα αφτιά μου, ήθελα μια απάντηση και εκείνη δε μου την έδινε, ήθελα μια ελπίδα και μου τη στερούσε. - Θα μου πεις επιτέλους; φώναξα. 'Ηξερα, ήταν σαν να τις έβλεπα, οι φλέβες είχαν φουσκώσει στο λαιμό μου πάντα φουσκώνουν στην ένταση. Δάκρυα άρχισαν να·τρέχουν από τα μάτια της, δάκρυα σιωπηλά, κανένας λυγμός, κανένας ήχος. Ηταν όρθια, σιωπηλή, και τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Μπορούσα και να τη σκοτώσω, μπορούσα και να πέσω στα πόδια της και να μείνω εκεί για πάντα. Σαν να διάβασε τις σκέψεις μου, σαν να ήταν μέσα στο μυαλό μου, έστρεψε τα μάτια της πάνω μου και μου φάνηκε ότι ετοιμαζόταν να με φτύσει. Έτσι μου φάνηκε τότε, το>ρα ξέρω πως η Ιλαρία ποτέ δε θα έκανε κάτι τέτοιο όχι μόνο σ’ εμένα, σε κανέναν δε θα το έκανε. - Με λυπάσαι; Με σιχαίνεσαι; Σιχαίνεσαι την αναπηρία μου, την κατάντια μου, τον εξευτελισμό μου που σε παρακαλάω να μου πεις αν υπάρχει παιδί, το παιδί μου; Τι σιχαίνεσαι περισσότερο, την αδυναμία μου να φύγω μακριά σου, ή τον τρόπο που αποφασίζω να μείνω κονιά σου; Πες μου! Σιχαίνεσαι τις αμφιβολίες μου, τη ζήλια μου, την ατίμωσή μου; Ποιο απ’ όλα μισείς; Μήπως όλα μαζί; τη ρώτησα και πραγματικά ήθελα να τη σκοτώσω. Ξεκρέμασε ένα στολίδι από το δέντρο και ήρθε προς_το μέρος μου. - Κοίτα, είπε δείχνοντάς το μου. Κοίτα πόσο όμορφο είναι... Μου ήρθε τρέλα. Εγώ πέθαινα, τέλειωνα από τους φόβους μου... κι αυτή... Μόνο ένα παιδί... ένα παιδί και μια απάντηση... μόνο αυτά θα με γλίτωναν. Σήκωσα το χέρι μου και άφησα την πατερίτσα να πέσει με θόρυβο στο πάτωμα, το σήκωσα όχι για να τη χτυπήσω, ποτέ δε θα το έκανα αυτό στην Ιλαρία, ούτε σε άλλη γυναίκα -να τη στραγγαλίσω ναι, όχι όμως να τη χτυπήσω!-, και έδωσα μια στο era λίδι που μου
έδειχνε. Μια μικρή τσαγερά ήταν, που της ξέφυγε από το χέρι, έπεσε και κομματιάστηκε πάνω στο τραπέζι. Της το έσπασα το στολίδι της και την είδα να χάνει το χρώμα της. Μετάνιωσα, τη λυπήθηκε η ψυχή μου. Μήπως τι είχε αυτή παραπάνω από μένα; Όλοι όσους αγαπούσε και την αγαπούσαν είχαν πεθάνει - η μάνα της, τα αδέλφια της, ο πατέρας της, ο Ισίδωρος. Τι είχε παραπάνω αυτή από μένα; Μετάνιωσα πικρά. - Συγνώμη... με συγχωρείς..., της ψιθύρισα - ήθελα να την πάρω στην αγκαλιά μου, αλλά κρατήθηκα. Συγνώμη... Χαμογέλασε κάπως, η παραίτηση τώρα την έκανε να γέρνει σαν δέντρο στο βοριά. - Δεν πειράζει..., μου είπε. Δεν πειράζει..., και πήγε λίγο πιο πέρα, πάντα με τα σπασμένα κομμάτια στη χούφτα. Είμαι έγκυος... τρεις μήνες... στους τέσσερις... το... το παιδί... μας θα γεννηθεί το καλοκαίρι... Το παιδάκι γεννήθηκε την ίδια μέρα που ο Δημητρός παντρευόταν την κόρη του αφεντικού του. Τυχερός ο Δημητρός, μπήκε εργάτης στο καπνομάγαζο και κατέληξε αφεντικό. Βέβαια, είχε τις γνώσεις και τη δουλειά την ήξερε από τον πατέρα του, τα έλεγε και καμάρωνε η γριά, η κυρα-Νενέ, εκείνη που σκιζόταν πάντα να με διαβεβαιώσει ότι ο Δημητρός δε μιλούσε καλά τα ελληνικά επειδή ο πατέρας του τον προετοίμαζε για τις δουλειές του με τους Τούρκους. Ο ίδιος ήταν σοβαρός και μετρημένος, ποτέ του δεν παινεύτηκε, ποτέ δεν έκανε τον «κάποιο», τον σπουδαίο που θα μπορούσε, μορφωμένος ήταν και από καλή γενιά, φαινόταν αυτό από μια ώρα μακριά. Αλλά κι εγώ... μήπως κι εγώ τι ήμουν; Δεν ήμουν από μεγάλο τζάκι, ή μήπως δεν είχα μορφωθεί; Αλλά ας όψεται η μοίρα, που με έκανε παιχνίδι στα χέρια της και με ανάγκασε να ζω με άλλο όνομα, με άλλη ιστορία, με άλλη ζωή... Ζήτησα να τη βγάλουμε «Ελπίδα». Αυτή θα σήκωνε στις πλατούλες της ολωνών μας τα όνειρα για το μέλλον. Ελπίδα... Ποιο ταιριαστό όνομα δε θα μπορούσε να πάρει αυτό το παιδί. Τούτη δω η κόρη ίδια η αδελφή μου η Βασιλική είναι, ψηλή και λιανή, ξανθομαλλούσα και γαλανομάτα. Και έξυπνη και βολική και μυαλωμένη. Μεγάλωσε στα όπα όπα το Ελπιδάκι, αλλά ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε την αγάπη κανενός. Όλο χαμόγελα, και το στόμα ροδάνι σε τούτο στη μάνα της θα έμοιασε. Και τραγούδι... τραγούδι ασταμάτητο, κυρίως τις νύχτες... και αμανέδες... σπαρακτικούς αμανέδες, που τους τραγουδούσε βάζοντας το χέρι στο μάγουλο. Άμα περνούσε κανένας έξω από το σπίτι μας και ήταν από εκείνα τα μέρη, κοντοστεκόταν και «Ποιος τραγουδάει;» ρώταγε να μάθει, «Ποιος άγγελος τραγουδάει;». Γελούσε η μάνα της ευτυχισμένη, ειδικά από τότε που έφυγαν τα άλλα δυο παιδιά, «Αηδόνι μου...» της έλεγε και έπαιρνε ονειροπόλο ύφος τι να σκεφτόταν άραγε; «Ποιος σου τα μαθαίνει αυτά, παιδάκι μου;» τη ρωτούσα εγώ, «Έλληνες είμαστε εμείς...», χαμογελούσε το κοριτσάκι μου, «Η γιαγιά Νενέ, καλέ πατέρα...» μου έλεγε και μου έσκαγε ένα φιλί στο μάγουλο. Δεν ξέρω αν με αγάπησε ποτέ αληθινά η γυναίκα μου, αλλά από τις κόρες μου χόρτασα αγάπη δοξασμένο το όνομά Του. Πέρασαν κάμποσα χρόνια, άρχισα εγώ κουτσά στραβά -στην κυριολεξία όμως...να κάνω κάποιες ψευτοδουλειές, ψίχουλα τα λεφτά, αλλά η αίσθηση ότι έφερνα χρήματα στο σπίτι τεράστια, σπουδαία. Η
Λαρώ δούλευε χρόνια στους Γάλλους, είχε αρχίσει να παίρνει και τη Ζωίτσα εκεί, μεγάλωνε το κορίτσι, μεγάλωνε και έπαιρνε το σχήμα της γυναίκας, ίδια η μάνα της, μόνο τα μάτια γαλάζια σκούρα, σχεδόν μπλε, απαλές οι κινήσεις της, διστακτικές, φευγάτο το βλέμμα της, λες και πάντα κάτι άλλο σκεφτόταν, χαμογελαστό το στόμα της, αλλά το γέλιο της σπάνιο. Αρχισε να πηγαίνει με τη Ααρώ, «Έχω και βοηθό τώρα...» έλεγε εκείνη με καμάρι και με λύπη συγχρόνως, δεν ήθελε το παιδί της να γίνει υπηρέτρια, «Υπηρέτρια η μάνα μου, υπηρέτρια εγώ, όχι και η κόρη μου υπηρέτρια!» αγανακτούσε, αλλά τα χρόνια δύσκολα, δε μας έφταναν τα λεφτά, στο γυμνάσιο δεν πήγε το κορίτσι, κι ας ήταν έξυπνο, κι ας αγαπούσε τα γράμματα. Πέθανε και η κυρα-Νενέ, ο Θεός να τη συγχωρέσει. Ότι αγάπησε τον Δημητρό σαν παιδί της πάντως, τον αγάπησε. Ότι αγάπησε τα παιδιά μας σαν πραγματικά της εγγόνια, τα αγάπησε. Ότι βοήθησε τη Λαρώ με όλες τις δυνάμεις της, τη βοήθησε. Αλλιώς, να πέσει φωτιά να με κάψει, θα λέω ψέματα. Μέχρι να έρθει σ Δημητρός και να εγκατασταθεί στο σπίτι της, εγώ τη γυναίκα αυτή δεν την ήξερα. Μου είχε πει κάνα δυο φορές η Λαρώ, στην προσπάθειά της να πιάσουμε κουβέντα, για μια γυναίκα, Σμυρνιά κι εκείνη, όπως και η ίδια, που έμενε λίγα σπίτια παρακάτω και καθόταν ώρες ατέλειωτες στην πόρτα και καλημέριζε τον κόσμο. Πιο πολύ με τον κυρ Σίμο κουβέντιαζαν, τον πεθερό μου, μόνος κι εκείνος και χαροκαμένος, μόνη και η γυναίκα από τη Σμύρνη, τα μετέφερε αυτός στην Ιλαρία, «Λέγε της κανένα λόγο παραπάνω, κόρη μου...» τη συμβούλευε, «Κρίμα είναι, την πονάει η ψυχή μου, κανέναν δεν έχει». Γι’ αυτό και χάρηκε τόσο όταν ήρθε ο Δημητρός και εγκαταστάθηκε στο σπίτι της. Σαν αρχίσαμε να έχουμε κάποια πάρε δώσε -κυρίως αυτή ερχόταν, η κυρα-Νενέ, ειδικά απ’ όταν γεννήθηκε ο Σίμος και μετά-, η γυναίκα αυτή μου δημιούργησε ένα περίεργο συναίσθημα, που, αν εγώ δεν είχα ζήσει το Μεγάλο Τρόμο, αν δεν είχα βασανιστεί τόσο πολύ από αυτόν, μπορεί και να ονόμαζα το συναίσθημα εκείνο «φόβο»... Αλλά όχι, δεν ήταν ακριβώς φόβος, ήταν κάτι δυσάρεστο, ασφυκτικό... σαν να ήθελα να κρυφτώ από τα μάτια της... αλ\ά φόβος όχι. Η κυρα-Νενέ είχε ένα παράξενο βλέμμα, διεισδυτικό, περνούσε κάτω από τα ρούχα σου, βούλιαζε στο αίμα σου, καρφωνόταν στο μυαλό σου, τρύπωνε στην καρδιά σου, «Βλέπει το μέλλον!» έλεγε με δέος η Λαρώ, πράγμα που φυσικά δεν το πίστεψα ποτέ. - Για να διω το σταυρό σου, μου είπε ένα καλοκαιρινό βραδάκι που ήμουν μισόγυμνος. Αυθόρμητα έβαλα το χέρι πάνω του και τον κάλυψα. Καθόταν απέναντί μου, έλαμπαν παράξενα τα μάτια της καθώς τα είχε καρφωμένα στο λαιμό μου. - Για να διω, βρε πασά μου. Από πού τον έχεις; Δεν απάντησα. Κανείς δεν ήξερε την ιστορία και τη σημασία που είχε για μένα τούτος ο σταυρός. Αυτός με ένωνε για πάντα με τα αδέλφια μου, έτσι το είχε ορίσει η συχωρεμένη η μάνα μας, μετά το θάνάτο όμως του Γιαννάκη μας, όταν πέρασε ο σταυρός -κατά τη θέληση της Βασιλικής μαςστην... άλλη -πότε θα μπορέσω να πω το όνομά της; πόσα χρόνια πρέπει να περάσουν;-, ο σταυρός αυτός με... μας έδενε και με εκείνη. Τότε δεν το είχα καταλάβει, από τη στιγμή που τη συνάντησα όμως, και καθώς τούτος ο σταυρός έγινε αφορμή να με αναγνωρίσει παρά τα γένια, τα μαλλιά, τη βρόμα και τα ξεραμένα αίματα, πάντα θα με ένωνε και με εκείνη, εκείνη που πρόδωσα και παράτησα. Και μπορεί να χάθηκε ο Νικόλας, ο αδελφός μου, και να έσπασε ο ένας κρίκος της αόρατης αλυσίδας -έτσι το είχα στο μυαλό μου μέσα, μια αλυσίδα ήταν για μένα οι πέντε σταυροί, μπορεί ο κρίκος της... άλλης να αγνοείται, γιατί ποτέ δεν έμαθα,
και μάλλον ποτέ δε θα μάθαινα, τι είχε απογίνει-, αλλά ήμασταν οι υπόλοιποι, οι τρεις μας, κι αν έχανα το σταυρό μου θα έχανα το παρελθόν μου, τις ρίζες μου. Τον έδειξα στην κυρα-Νενέ από μακριά, μίκρυνε τα μάτια της εκείνη για να μπορέσει να δει καλύτερα, μια σταλιά τα έκανε, και σαν κάρφωσε το βλέμμα της πάνω στο σταυρό τον ένιωσα να καίγεται, να πυρώνει, λες και είχε μπει στο αμόνι. Πέρασε καιρός χωρίς να γίνει καμία κουβέντα ξανά, περισσότερο από δύο μήνες, όταν ένα απογευματάκι που ήρθε να πάρει τον Σίμο, καθώς έσκυβε στην κούνια του, χωρίς να με κοιτάει, μόνο γελώντας στο παιδάκι, που χτυπούσε τα χεράκια του μόλις την είδε, είπε με μια παράξενη, αυστηρή φωνή: - Είχε το παιδί σου... ξέρεις... Αισθάνθηκα μια ξαφνική ζέστη να ανεβαίνει από το λαιμό προς το κεφάλι μου και: - Για τι πράγμα μιλάς; τη ρώτησα. Πήρε τον μικρό στην αγκαλιά της, έκανε ένα νόημα με τα φρύδια προς εμένα, σαν να έδειχνε κάτι πάνω μου, και έφυγε αργά αργά. - Τρελόγρια! μουρμούρισα. Έφερα ασυναίσθητα το χέρι στο λαιμό μου και ακούμπησα το σταυρό. Ζεματούσε! Την άλλη μέρα, είπα στην Ιλαρία: - Είναι παράξενη γυναίκα. Δε θέλω να μπαινοβγαίνει εδώ μέσα. Και δε θέλω να παίρνει το παιδί! Χαμογέλασε εκείνη και μου είπε απαλά ότι η Νενέ φρόντιζε πολύ καλά τον Σίμο, ότι κι εκείνος την αγαπούσε και ότι, στο κάτω κάτω, πού θα έμενε το μωρό όταν η ίδια πήγαινε στη δουλειά; Αραίωσε όμως η γριά από τότε, το πήγαινε και το έφερνε το παιδί η Λαρώ στο σπίτι της, σπάνια πατούσε το πόδι της στην αυλίτσα μας. Κι όσες φορές συναντιόμασταν, το πρώτο πράγμα που κοιτούσε πάνω μου ήταν ο λαιμός μου και μετά με ρώταγε τι κάνω. Ώσπου έφυγε ο Δημητρός με τη Μαρία στην Αμέρικα και έμεινε τελείως μόνη πια. «Κρίμα είναι...» μου έλεγε κάθε τόσο η Λαρώ και πήγαινε τακτικά στης Νενέ, καθόταν με τις ώρες, και το Ελπιδάκι εκεί, και σ Σίμος, εκεί έτρωγαν, εκεί έπιναν, καμιά φορά κοιμόταν κιόλας κάποιο από τα παιδιά μαζί της, «Κρίμα είναι...» έλεγε η Λαρώ, «Έμεινε πάλι μόνη...». Μόνο η Ζωίτσα στο πλάι μου, αχώριστη μαζί μου, λίγα τα λόγια μας, μη νομίζετε, αλλά δε με άφηνε έρημο, «Πήγαινε εσύ...» έλεγε της μάνας της όταν της πρότεινε καμιά βόλτα τις Κυριακές, «θα μείνω με τον πατέρα...». Καθόμασταν στην αυλίτσα τότε πλάι πλάι, με θέα την πόλη κάτω και τη θάλασσα, κοιτούσαμε και δε μιλούσαμε, το έβλεπα εγώ, προβληματισμένο ήταν το κορίτσι μου, τα ματάκια του βαριά, το στόμα του σφιγμένο. Δεν τόλμησα τότε -ποτέ δεν τόλμησανα ρωτήσω το γιατί, μόνο την Ιλαρία προειδοποίησα: «Τα μάτια σου δεκατέσσερα εκεί που πάτε, σεκλετισμένο το βλέπω το κορίτσι». Γέλασε ψεύτικα εκείνη, σαν να μου έλεγε «Όχι. Τι σου ήρθε τώρα;», και μου επιβεβαίωσε τις υποψίες. Κάτι έτρεχε με τη μικρή,
ήμουν σίγουρος, ο Θεός να τη βοηθούσε, οι άντρες εκεί έξω ήταν φονιάδες -πρώτος και καλύτερος εγώ-, το κορίτσι μου και τα μάτια μου... Έφταναν τα γράμματα από την Αμέρικα, όλα καλά και άγια, φούσκωσαν τα μυαλά του Σίμου και άρχισε να μιλάει για να μπαρκάρει, «Μα ζωή είναι εδώ, πατέρα;» μου είπε μια μέρα χωρίς να με κοιτάει, ποτέ δε με κοιτούσε, ποτέ δε χώθηκε στην αγκαλιά μου από τότε που ήταν μικρό αγοράκι, σαν κατάλαβε τον κόσμο άρχισε σιγά σιγά να με αποφεύγει, όπως τον απέφευγα κι εγώ. Κι ενώ η Ιλαρία ήταν ανένδοτη, «Πού θα πας, τζιέρι μ’; Πού θα μας αφήσεις;», κι ενώ κένταγε και έπλεκε την προίκα της Ζωής και όλο μου έκανε συζήτηση για εκείνο το κτήμα πέρα στη Μυτιλήνη, «Να πάμε, Δαμιανέ, να το πουλήσουμε, να προικίσουμε το κορίτσι», και ευχόταν να βρεθεί γαμπρός και να την παντρέψει μικρή μικρή, «να φύγει από το κεφάλι μας», όπως έλεγε, ξαφνικά άλλαξε μυαλά, άλλαξε και η Ζωίτσα. «Να πάνε τα παιδιά στην Αμέρικα», μου πρότεινε, σχεδόν μου ανακοίνωσε, μια μέρα. «Να πάνε τώρα που είναι ο Δημητρός εκεί και μπορεί να τους κάνει πρόσκληση». Τρεις νύχτες δεν μπήκα μέσα στο σπίτι, παρά μόνο έμεινα έξω και κάπνιζα. Ακου να φύγουνε τα παιδιά στην Αμέρικα! Ποτέ δε θα έδινα την άδειά μου, ανήλικα ήταν και τα δυο, ποτέ και με τίποτα. Την τρίτη νύχτα βγήκε η Ζωίτσα στο αγιάζι, κάθισε σιμά μου, έπιασε το χέρι μου με το δικό της, που έκαιγε, «Αν μείνω, θα χαθώ, πατέρα...» μου είπε, και είδα τον γκρεμό στα μάτια της και μάτωσε η καρδιά μου. Την άλλη μέρα έγραψαν στον Δημητρό να κανονίσει τα δέοντα, τα παιδιά θα πήγαιναν πέρα... Και μείναμε οι τρεις μας, το Ελπιδάκι, η Λαρώ και εγώ. Μουγκοί τις πρώτες μέρες, μπουκιά δεν πήγαινε κάτω, το μικρό μόνιμα δακρυσμένο, αλλά κρυβόταν για να μη μας πικράνει κι άλλο, «Πάει και κλαίει στης γιαγιάς της...» μου είπε η Ιλαρία -«γιαγιά» ήταν η μάγισσα η Νενέ-, έπρεπε κάτι να κάνουμε για να αλλάξουμε κι εμείς τη ζωή μας, δε γινόταν διαφορετικά. Πήρα το Ελπιδάκι και πήγαμε σε γιατρό, ύστερα πήγαμε στο ειδικό κατάστημα στην Εγνατία, έβαλα ξύλινο ποδάρι και δεν κρεμόμουν πια από την πατερίτσα σαν άδειο ρούχο. Χαρά που έκανε το μικρό μου! Σαν να έβλεπε μπροστά της το μεγαλύτερο θαύμα... Καμάρωσε και η Ιλαρία, «Καιρό πριν έπρεπε να το είχες κάνει...» μου είπε.Ύστερα πήγαμε σινεμά και μετά βόλτα στην παραλία. Κι έτσι άρχισα να γίνομαι άνθρωπος, να αποκτώ εαυτό, να αποκτώ και την οικογένειά μου.
ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Χθ ΣΠΙΤΙ ΗΤΑΝ ΠΛΟΥΣΙΟ, αρχοντόσπιτο, και πάντα υπήρχε κόσμος. Οι ένοικοί του από βεγγέρα σε βεγγέρα το πηγαίνανε, από τσάι σε δείπνο και από δείπνο σε χαρτοπαίγνιο, γέμιζαν οι βεράντες που βλέπανε προς τη θάλασσα, γέμιζαν σχεδόν κάθε βράδυ από κάλεσμένους, πολλές φορές ξένοι ήταν, ξένες φυλές, όπως και τα αφεντικά άλλωστε, ξένες γλώσσες, άλλες ακαταλαβίστικες, άλλες που με το πέρασμα των χρόνων είχαν αρχίσει σιγά σιγά να ακούγονται στη Ζωή οικείες -τουλάχιστον-, αφού είχε αρχίσει να πιάνει λέξεις, να πιάνει νοήματα.
Στις αρχές βοηθούσε στο στρώσιμο του τραπεζιού και περίμενε στην άκρη οδηγίες, αλλά αργότερα, όσο μεγάλωνε και ομόρφαινε, πάντα αυτήν έβαζε η μαντάμ Σαρλότ να σερβίρει στα δεκάξι ήταν τότε. Σερβίριζε σιωπηλή εκείνη, με ένα μικρό μειδίαμα, άκουγε λέξεις ακαταλαβίστικες, άλλες τραγουδιστές, άλλες βαριές, με πολλά σύμφωνα, άκουγε γέλια γυναικεία, καμιά φορά έβλεπε και μάτια να την καρφώνουν με ενδιαφέρον -αντρικά κυρίως-, και τότε ήταν που κατέβαζε τα δικά της, κοντεύοντας να χαντακωθεί από την ντροπή της. Είχε πάει και η Ζωίτσα στο σπίτι όπου δούλευε κάμποσα χρονιά η μάνα της, «Σας χρειάζομαι και τις δυο», είπε η αφεντικίνα όταν ρωτήθηκε, το σπίτι ήταν μεγάλο, ατέλειωτο. Έτσι άρχισε να δουλεύει το κορίτσι εκεί, αφού παράτησε το γυμνάσιο στην αρχή αρχή, οι ανάγκες της οικογένειας είχαν αυξηθεί, τα γράμματα ήταν πολυτέλεια. Άφησε με μισή καρδιά το σχολείο, δεν τα αγαπούσε ιδιαίτερα τα γράμματα και πώς να τα αγαπήσει, όταν ντάντευε τα αδελφάκια της και είχε τόσες ευθύνες από μικρή στους ώμους της...-, αλλά είχε πιστέψει ότι αν μορφωνόταν θα μπορούσε να έχει μια διαφορετική ζωή. Δούλεψε για λίγο σε ένα καφενείο και, όταν η ομορφιά της και η ανηθικότητα των ανθρώπων άρχισαν να της βάζουν τρικλοποδιές, ακολούθησε τη μάνα της στο σπίτι των Γάλλων. Και μαζί με εκείνη ακολούθησε και τη μοίρα των γυναικών της οικογένειας «Τρεις γενιές υπηρέτριες...» μονολογούσε η Λαρώ, που για την κόρη της ονειρευόταν ένα καλύτερο μέλλον. Στο σπίτι εκείνο όλο το πρωινό βασίλευε ησυχία, το αφεντικό συνήθως έλειπε, η κυρία, αν δεν ήταν στις φίλες της, αν δεν ήταν στη ράφτρα της, αν δεν ήταν στο κομμωτήριο, καθόταν συνήθως στην κάμαρά της, το ίδιο και ο γιος των Γάλλων, που, αν δεν έλειπε από το σπίτι, ήταν στη δική του κάμαρα και διάβαζε τα μαθήματά του. Η Ζωή με τη μάνα της έκαναν τις δουλειές με την ησυχία τους, χωρίς άγχος, χωρίς άλλους μες στα πόδια τους. Τα αφεντικά ήταν ευγενικοί και, κυρίως, καθωσπρέπει άνθρωποι, μόνο όταν περίμεναν κόσμο ανέβαζε η κυρία τον τόνο της φωνής της και αυτό από άγχος, όχι από νεύρα. Υπήρχε η βασική υπηρέτρια για τις χοντρές δουλειές, έβαζε και κανένα χεράκι η Ιλαρία, κι ας ήταν επισήμως η μαγείρισσα, έκανε και το κορίτσι ό,τι μπορούσε, μάζευε την μπουγάδα και την έβαζε στο τεράστιο κοφίνι, άναβε τα κάρβουνα για να σιδερώσει η Μαρίκα, η υπηρεσία, γυάλιζε τα ασημικά και έτριβε τους κρυστάλλινους πολυελαίους, παρακολουθούσε και τη μάνα της στην κουζίνα, όπου μαγείρευε με τις ώρες -την έτρωγε η ορθοστασία-, έφτιαχνε πίτες, πολύπλοκες τούρτες και ποτα από φρούτα, πάστωνε χοιρινά και ψάρια, ξέραινε λαχανικά και αρωματικά βότανα, άλεθε κρέατα και γέμιζε λουκάνικα, σφράγιζε βάζα με κομπόστες και μαρμελάδες. Ήταν χαρούμενη σ’ εκείνο το σπίτι η Ζωίτσα, μπορεί το χειμώνα η υγρασία να τρυπούσε τα κόκαλά τους και οι κουρτίνες να κουνιόνταν πέρα δώθε από τον αέρα που σφύριζε σαν τρελός από τη θάλασσα, αλλά είχανε τόσο τακτικά καλεσμένους, ώστε σχεδόν κάθε μέρα άναβαν τη μεγάλη σόμπα που είχε φέρει από την Ευρώπη το αφεντικό -ώρες ατέλειωτες χρειάζονταν για να ζεσταθεί εκείνο το χάος-, μια σόμπα αριστούργημα, όλο ανάγλυφα τριαντάφυλλα και περικοκλάδες. Εκτός από το τζάκι λοιπόν, άναβαν καθημερινά και τη μεγάλη σόμπα, και το σπίτι -τι σπίτι, παλάτι να λέμε καλύτερα για τα δεδομένα της Ζωήςθερμαινόταν τόσο πολύ, που οι καλεσμένες έρχονταν ξεμπράτσωτες για να μη σκάσουν από τη ζέστη. Έτσι νόμιζε τότε το κορίτσι, που δ°ν είχε δει στη ζωή του πλούσια και καλοντυμένη γυναίκα εκτός από τη γυναίκα του νονού της, αλλά και πάλι όχι με τουαλέτες...και δεν ήξερε τι θα πει «μόδα». Ήταν χαρούμενη λοιπόν, σε αντίθεση με τη μάνα της, που ήταν συνέχεια στενοχωρημένη -έτσι της φαινόταν, γιατί την είχε συνηθίσει πάντα με το χαμόγελο και το τραγούδι στα χείλη-, «Καλά είμαι εδώ, μανούλα...» της έδινε κουράγιο, «Τδια μοίρα, ίδια μοίρα...» μουρμούριζε εκείνη και δεν απαντούσε ευθέως, καλά ήταν, ναι, αυτό το ήξερε, από το καφενείο της γειτονιάς με τους γέρους που
ξερογλείφονταν μόλις έβλεπαν την κόρη της, φυσικά και ήταν καλά εκεί, δεν έπαυε όμως να είναι μια υπηρέτρια... Η Ζωίτσα πάντως, παιδί ακόμα στο μυαλό, έτρωγε ό,τι ήθελε στο σπίτι εκείνο, η κυρά δεν έκανε τσιγκουνιές, ήταν γαλαντόμο, και με το παραπάνω, στρίμωχνε το κορίτσι και κανένα κουλουράκι με βανίλια στις τσέπες, να το δώσει στα αδέλφια της, καμιά πλάκα σοκολάτα για το Ελπιδάκι, άσχετα αν η μαντάμ Σαρλότ τούς έδινε ατόφια τα ταψιά με τους μπακλαβάδες ή τα ρεβανί όποτε δεν τα τιμούσαν οι καλεσμένοι άλλη γλύκα έχει το κρυφό, όσο να πεις. Μέσα στον επόμενο χρόνο η Ζωή ψήλωσε πολύ και ομόρφυνε περισσότερο, «Εσύ, κορίτσι μου, μοιάζεις να ανήκεις αλλού...» της είπε μια μέρα η κυρά της, η Γαλλίδα, «Τόση ομορφιά... τόση αρχοντιά...» τη θαύμασε από πάνω μέχρι κάτω, πράγματι είχε γίνει πολύ όμορφη και είχε ευγενικούς τρόπους, αλλά, το κυριότερο, είχε και μια υπέροχη κορμοστασιά, ένα αρχοντικό παράστημα, περπατούσε με το κεφάλι ψηλά και την πλάτη ίσια, πράγμα που δεν της συγχωρούσαν εύκολα οι γείτονές τους στην Άνω Πόλη. «Για δες ύφος η κόρη της παραδουλεύτρας! Ποια νομίζει πως είναι; Ξέχασε ότι η μάνα της...;» έλεγαν, και οι άλλοι, που δεν τους αρκούσαν τα κουτσομπολιά, έπρεπε να το επεκτείνουν: «Ποιος ξέρει τι κάνει εκεί που χάνεται όλη μέρα και πήραν τα μυαλά της αέρα...» Βλέπεις, δεν της συγχωρούσαν το ότι δεν είχε καθίσει να τη χουφτώσουν και να επιβεβαιωθεί ο κανόνας, δεν άντεχαν να τη βλέπουν με το κεφάλι ψηλά, έπρεπε να το σκύβει, η φτώχεια όλα τα διαλύει, η αξιοπρέπεια δεν είχε θέση στο πλάι της. Κοιτάχτηκε και η Ζωή στον καθρέφτη τότε με διαφορετικό μάτι. Πού ανήκε; Τι της έλεγε τώρα η μαντάμ Σαρλότ; Ναι, είχε ψηλώσει πολύ, είχε περάσει προ πολλού τη μάνα της, που δεν ήταν και πρώτο μπόι βέβαια, είχε γίνει σχεδόν όσο ο πατέρας της, που μπορεί να έσκυβε κάπως για να περπατήσει με τη ρημάδα την πατερίτσα, αλλά θα ήταν λεβέντης αν βάδιζε μόνος του, τα κανιά του ήταν μακριά και λεπτά, τέτοια ήταν και τα δικά της... Κοίταξε το είδωλό της πιο προσεκτικά τώρα, πράγματι είχε ομορφύνει, το έβλεπε κάθε μέρα στα βλέμματα των ανθρώπων, τα καστανά της μαλλιά μακριά και όλο μπούκλες, το δέρμα της λείο και σταρένιο, τα μάτια της γαλάζια, σαν τη θάλασσα μπροστά της. Από ποιον να πήρε τόσο γαλάζια μάτια; Γιατί όσο για μαλλιά και επιδερμίδα... ε, ίδια της μάνας της ήταν, «μαυροτσούκαλο» δεν τη φώναζαν στην αυλή όταν ήταν μικρή; Και περνώντας ο καιρός, άλλοτε αργά αργά και άλλοτε γρήγορα και λαχανιασμένα, η Ζωή, εκτός από όμορφη, εξελίχθηκε και σε καλή μαγείρισσα. Παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή -με δέος σχεδόν· τη μητέρα της να μεγαλουργεί στην άνετη κουζίνα του αρχοντόσπιτου, την έβλεπε να αυτοσχεδιάζει με τα άφθονα υλικά που είχε στη διάθεσή της και με τα υπέροχα μαγειρικά σκεύη και αισθανόταν χαρά όταν εκείνη έδρεπε δάφνες από τα αφεντικά, που μπορεί να ήταν πια ηλικιωμένοι άνθρωποι -γέροι στα μάτια του κοριτσιού-, τιμούσαν όμως ιδιαίτερα το φαγητό και το κρασί, απολάμβαναν τις ξεχωριστές γεύσεις και ήταν γενναιόδωροι στις φιλοφρονήσεις όταν έμεναν ευχαριστημένοι οι καλεσμένοι τους, οι οποίοι ήταν όλη η αφρόκρεμα της πόλης -κυρίως Γάλλοι και Γερμανοί, που λίγο πριν από τον πόλεμο1 ήταν ακόμα εκεί εγκατεστημένοι και έκαναν εμπόριο· και γεύονταν τα φαγητά της Λαρώς στα συχνά πυκνά τραπεζώματα των αφεντικών της. Έβλεπε η Ζωή, έβλεπε και σημείωνε στο μυαλό της, και σιγά σιγά, υπό την επιτήρηση της μάνας της, άρχισε να μαγειρεύει με την ίδια ακρίβεια και λεπτομέρεια στα υλικά, με την ίδια φαντασία σιους συνδυασμούς. Η μαγειρική τής έδινε χαρά, σχεδόν ποτέ δεν έτρωγε από αυτά που έφτιαχνε, της αρκούσε μια
μπουκίτσα, «Να πάρω γεύση...» έλεγε, έτρωγε μια μπουκιά και έκανε βελτιώσεις, πρόσθετε ή αφαιρούσε, έμενε ικανοποιημένη, λιγότερο ή περισσότερο. Κουνούσε η Λαρώ ικανοποιημένη το κεφάλι της, η κόρη της είχε πάρει αυτή την αγάπη από την ίδια, αλλά, σαν την κοίταζε να πλάθει ζύμη ή να στολίζει τα πιάτα με μεράκι και γούστο, «'Ιδια μοίρα, ίδια μοίρα...» μουρμούριζε και: Αλίμονο, ίδια μοίρα..., συμπλήρωνε από μέσα της. Δεν έδινε όμως σημασία η Ζωή, αλλού πια είχε τα μυαλά της... Τα αφεντικά, που ήταν, καθώς είπαμε, μεγάλοι άνθρωποι, πώς γινόταν και είχαν τόσο μικρό παιδί; «Σαν να ναι παππούς και γιαγιά του...» έλεγε στη μάνα της η Ζωή, συμφωνούσε κι εκείνη μαζί της. Ο γιος, ο Νικολά, ήταν ένα όμορφο αγόρι στην ηλικία της Ζωής, όμορφο και κακομαθημένο, χατίρι δε του χάλαγε κανείς, είτε γονείς είτε δάσκαλοι, είτε αυτές βέβαια, μάνα και κόρη, «οι βοηθοί μου» τις αποκαλούσε η μαντάμ Σαρλότ, υπηρέτριες ήταν, και με το παραπάνω, ίδιες κι αυτές σαν τη Μαρίκα. Ήταν ένα κλειστό παιδί ο Νικολά, που είχε μεγαλώσει στον κόσμο των ενηλίκων, χωρίς αδέλφια και ξαδέλφια, μόνο με παραμάνες και υπηρέτριες, όλες μεγάλες, ακόμη μεγαλύτερες και από τη μητέρα του, που τον αγαπούσε μεν -και ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί στην ομορφιά και στη γοητεία αυτού του παιδιού;-, αλλά τον κρατούσε σε μια απόσταση, πράγμα περίεργο αλλά όχι απολύτως παράξενο, γιατί στη δική τους κοινωνική τάξη, στο δικό τους κόσμο, οι μανάδες... όχι, όχι οι μανάδες... αυτές δεν τις έλεγε κανείς έτσι... οι «υψηλές μητέρες» δε δένονταν ιδιαίτερα με τα παιδιά τους, αφού ούτε τα ξενυχτούσαν ούτε τα θήλαζαν ούτε τα άγγιζαν καλά καλά. Και ως εδώ εντάξει, αν μπορούμε βέβαια να το πούμε αυτό, αλλά οι πραγματικές αιτίες δεν ήταν τόσο αθώες ή, καλύτερα, αυτό δεν οφειλόταν μόνο σε κοινωνικούς λόγους. Η μαντάμ Σαρλότ κρατούσε μια σχετική απόσταση από το παιδί για να μην παραδεχτεί ποτέ στον άντρα της ότι και η ίδια είχε μερίδιο ευθύνης για την ύπαρξη αυτού του αγοριού, αλλά πολύ περισσότερο για να μην του δώσει ποτέ την εντύπωση ότι τον είχε συγχωρέσει για το «συμβάν», δηλαδή για μια απιστία, που δεν την είχε πληγώσει και πολύ, έως καθόλου, και οπωσδήποτε όχι μετά τον πρώτο χρόνο, όταν συνήθισε στην ιδέα και στο παιδί. Η μαντάμ Σαρλότ λοιπόν, που δεν είχε ασχοληθεί ποτέ ιδιαίτερα με τον Νικολά -εκτός από την περίπτωση της πραγματοποίησης κάθε χατιριού και κάθε ιδιοτροπίας του-, ήταν πάντα πολύ απασχολημένη, καθώς είχε έντονη κοινωνική ζωή. Κι ενώ ισχυριζόταν ότι συμμετείχε σ’ αυτήν, την κοινωνική ζωή, εξαιτίας του επαγγέλματος του συζύγου της, στην πραγματικότητα η κοσμική ζωή ήταν ο αέρας που ανέπνεε. Οπωσδήποτε, βέβαια, η μη ανάμειξή της στην ανατροφή του παιδιού είχε να κάνει και με τη βαθιά ριζωμένη πεποίθησή της ότι δεν ήταν πρέπον και αντάξιο της τάξης και της θέσης της το γεγονός ότι στα σαράντα... κάτι της είχε βρεθεί με ένα μωρό από το πουθενά, ένα μωρό όμως που το θεωρούσε απαραίτητο αξεσουάρ για τη συμπλήρωση του κάδρου μιας καθωσπρέπει ζωής. Δε θεωρούσε αντάξιό της, και ποτέ δεν το προσπάθησε, ούτε να αλλάξει πάνες ούτε να ξενυχτήσει στο προσκεφάλι του μικρού όταν αυτός ήταν άρρωστος και άπλωνε τα χεράκια του προς το μέρος της, αλλά προτίμησε να τον εμπιστευτεί στα χέρια μιας πολύ έμπειρης παραμάνας -έτσι εξηγείται και η δική της προχωρημένη ηλικία-, μιας παραμάνας που θα αναλάμβανε να διεκπεραιώσει εξολοκλήρου τις μητρικές ευθύνες των πρώτων χρόνων, και μετά τον παρέδωσε στα χέρια «άξιων» παιδαγωγών. Τον παρακολουθούσε από απόσταση ασφαλείας να γίνεται ένα ωραίο αγόρι, ένας ζηλευτός έφηβος, ένας
υπέροχος μικρός κύριος, αντάξιος των προσδοκιών του κόσμου για το βλαστό της δικής της οικογένειας. Έπρεπε να φτάσει ο Νικολά σ’ αυτό το στάδιο, το στάδιο του «υπέροχου μικρού κυρίου», έπρεπε αυτή να συνειδητοποιήσει ότι κάποια (πιγμή οι κοινωνικές επαφές θα άρχιζαν να χάνονται σιγά σιγά, όσο θα γερνούσε ο άντρας της, όσο θα έχανε την ισχύ που του έδινε η θέση του, και ότι στο τέλος δε θα της έμενε τίποτα στον κόσμο πέρα από αυτό το «γιο», που μπορεί να μην ήταν δικός της, είχε μεγαλώσει όμως μέσα στο σπίτι τους. Αρχισε τότε να φανερώνει τα πραγματικά της αισθήματα προς τον έφηβο Νικολά, που, στερημένος από τη μητρική αγάπη, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε μια λατρεία. Την εκμεταλλεύτηκε τη λατρεία αυτήν, και με το παραπάνω, το αγόρι, έγινε ένας μικρός σατράπης, και κανείς -ούτε καν ο πατέρας τουδεν τολμούσε να του πει μια κουβέντα, να του κάνει μια παρατήρηση ή έστω υπόδειξη, γιατί έβαζε τις φωνές, άνοιγε την εξώπορτα και έφευγε από το σπίτι, ενώ η μαντάμ Σαρλότ, τρελαμένη από την αγωνία της, έβαζε τις υπηρέτριες και τον αμαξά να τον ψάχνουν και κατσάδιαζε άγρια τον άντρα της, τον «πατέρα» του παιδιού... Αυτός, ο «πατέρας», ήταν μια άλλη περίπτωση ανθρώπου. Πλούσιος από οικογένεια και πετυχημένος από εξασφαλισμένες προϋποθέσεις και τύχη, έζησε και δούλεψε σε πολλές χώρες με ζήλο και επιτυχία, επιστρέφοντας στη βόρεια Γαλλία, όπου ήταν το πατρικό του, πόντο» πλουσιότερος σε χρήμα και εμπειρίες. Η σχέση που είχε με τις γυναίκες, τις πολλές, τις αναρίθμητες πριν από τη σύζυγό του, αλλά και με τις χώρες όπου ζούσε και δούλευε ήταν σαν τα ταξίδια των αποδημητικών πουλιών: καλοκαιρινοί έρωτες γεμάτοι πάθος, φθινοπωρινοί δακρύβρεχτοι αποχωρισμοί και αποφασιστικές αναχωρήσεις για άλλα μέρη, άλλες επιτυχίες, περισσότερα χρήματα, μεγαλύτερη δύναμη. Κάποια στιγμή, στη μέση περίπου του ταξιδιού της ζωής του, παντρεύτηκε τη Σαρλότ, όχι γιατί την αγάπησε, όχι γιατί ήταν όμορφη και από ευκατάστατη οικογένεια, αλλά γιατί έτσι έπρεπε να κάνει ώσιε να ολοκληρωθεί η εικόνα του επιτυχημένου πρόξενου και εμπόρου. Για τον ίδιο περίπου λόγο οδηγήθηκε στο γάμο κι εκείνη μαζί του, αφού ήταν ένας γαμπρός που πληρούσε όλες τις προδιαγραφές της, και έφυγαν για την Ελλάδα και την πρόσφατα απελευθερωμένη από τους Τούρκους Μακεδονία. Έπειτα από μια αποτυχημένη δεκαετή συμβίωση, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εγωισμοί, οι διαφορετικοί χαρακτήρες και η έλλειψη διάθεσης για προσπάθεια μαύρισαν τις αισιόδοξες προοπτικές αυτού του γάμου, έπειτα από αυτή τη συμβίωση, που όμως κρατήθηκε σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο και δε βγήκαν ποτέ τα μαχαίρια, λεκτικά ή συναισθηματικά, ο «πατέρας» του Νικολά ξαναγύρισε στις ερωτικές του δραστηριότητες με μεγαλύτερο πάθος και πείνα, γιατί η γυναίκα του, μην κατορθώνοντας να αποκτήσει ένα παιδί -που ήταν η μοναδική δικαιολογία για να κάνει έρωτα με έναν άνθρωπο ο οποίος δεν της προκαλούσε την παραμικρή έλξη-, έπαψε να τον δέχεται στο κρεβάτι της, χωρίς να μπορεί να φανταστεί ότι αυτό πιθανόν να ήταν αδιανόητο για έναν άντρα. Τότε, σ’ εκείνες τις νέες εξορμήσεις του προς το άλλο φύλο, τότε ήταν που ο μεσιέ Τιμπό -και να λάβουμε υπόψη ότι βρισκόταν στις τελευταίες εκλάμψεις του ανδρισμού τουβρέθηκε μπλεγμένος στην πιο αμαρτωλή ερωτική ιστορία απ’ όσες είχε ζήσει μέχρι τότε. Με απόλυτη γνώση της κατάστασης, σχηματίστηκε ένα τρίγωνο, με μια εκρηκτική νεαρή συμπατριώτισσά του στην κορυφή, τον ίδιο στη μια πλευρά και έναν όμορφο και ευαίσθητο Έλληνα από την Κλεισούρα στην άλλη, ενώ στο κέντρο του τριγώνου ο έρωτας και το πάθος διέλυαν κάθε λογική του αντίσταση. Η νεαρή καλλονή, με το παράξενο όνομα «Σανσόν»2, που ο μεσιέ Τιμπό τη γνώρισε στα τακτικά του ταξίδια στην ελληνική ύπαιθρο, του πήρε τα μυαλά από την πρώτη στιγμή, όπως ακριβώς γινό
ταν με το τραγούδι των Σειρήνων, και αυτός προσπάθησε να τη δελεάσει με τα πλούτη και τη μεγάλη ζωή, τα μοναδικά του πλεονεκτήματα. Η Σανσόν τού εκμυστηρεύτηκε από την αρχή ότι ήταν ερωτευμένη με ένα παλικάρι του τόπου, ότι μαζί του περνούσε γλυκά και τρυφερά και ότι θα μπορούσε κάλλιστα να τον παντρευτεί αφού αυτός της το ζητούσε επίμονα. Όμως εκείνο το μέρος -μια μικρή επαρχιακή πόλητην έπνιγε και την καταπίεζε, ο χειμώνας ήταν μακρύς και γεμάτος χιόνια, οι άνθρωποι κλειστοί και απομονωμένοι, οι γυναίκες στα σπίτια τους, χωρίς καμία κοινωνική ζωή. Όχι, όχι, η Σανσόν, μεγαλωμένη στον ήλιο της Κορσικής, με την αλμύρα της θάλασσας στο πετσί της, που είδε και απόειδε και την κοπάνησε από τους θειους της γιατί δεν την αγαπούσαν και την καταπίεζαν, δε θα περνούσε με τα χέρια της τη θηλιά στο λαιμό της, όσο κι αν αγαπούσε τον νέο, τον ποιητή της. Έτσι, μπλέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη με τον ευκατάστατο ηλικιωμένο, το «ηλικιωμένος» δεν της έκανε και ιδιαίτερη εντύπωση, ήταν μαθημένη, ηλικιωμένος ήταν και ο προηγούμενός της εραστής, ένας πλούσιος Εβραίος έμπορος της Θεσσαλονίκης, που την είχε αγοράσει από ένα μπορντέλο της πόλης. Τα πολυτελή φουστάνια, τα κοσμήματα και οι σαμπάνιες του Τιμπό ήταν αρκετό δέλεαρ για την κοπέλα, που τα είχε ήδη ονειρευτεί τον τελευταίο χρόνο, σε μια απέλπιδα προσπάθεια που έκανε να μπει στον «ίσιο δρόμο», σ’ εκείνη την άχαρη κατά τη γνώμη της πόλη. Βρέθηκε στην Κλεισούρα μετά το θάνατο του γερο-Εβραίου, με την προτροπή και τη βοήθεια του μικρού του γιου, που, στην προσπάθειά του να τη συνετίσει, συνέταξε συστατική επιστολή -εξολοκλήρου ψευδή-, στην οποία έγραφε ότι τάχα η κοπέλα ήταν γκουβερνάντα στο σπίτι τους, άριστη, σεμνή και εχέφρων, και με την επιστολή αυτήν η Σανσόν είχε ξεκινήσει τη νέα, αλλά σύντομη, καριέρα της ως έντιμης κοπέλας. Μπλέχτηκε λοιπόν χωρίς περαιτέρω ενδοιασμούς με το μεσιέ Τιμπό, και εκείνος, παρασυρμένος από τα νιάτα και τη γοητεία της, οδηγήθηκε σε ένα πάθος πρωτόγνωρο. Αυτός ο έμπειρος και κοσμογυρισμένος, αυτός που είχε παίξει τις γυναίκες σαν τις μάρκες στη ρουλέτα χωρίς να τον νοιάζει αν θα τις έχανε, αυτός τώρα είχε χάσει τα μυαλά και τη γνώση του. Χρύσωσε την κοπέλα από την κορυφή ως τα νύχια και την έπεισε να τον ακολουθήσει στην πόλη, να τη σπιτώσει και να της προσφέρει τα πάντα. Τη γυναίκα του, βέβαια, δεν μπορούσε να τη χωρίσει, της το ξεκαθάρισε. Το ήξερε αυτό η Σανσόν, ήταν και η ίδια καθολική, μπορεί να πήγαινε με έναν παντρεμένο, αλλά από τις ίδιες θρησκευτικές τύψεις βασανιζόταν κι αυτή, από τύψεις που δε στάθηκαν όμως ικανές να τη γυρίσουν πίσω, να μη θυσιάσει τον έρωτα, να μη σκοτώσει μια ψυχή. Ήθελε λεφτά, πλούτη, ήθελε μεγάλη ζωή, κι αν δεν μπορούσε να τα έχει μέσα από ένα γάμο, θα τα είχε με οποιονδήποτε τρόπο, δεν την ενδιέφερε, ήταν νέα και όμορφη, θα αγαπούσε πάλι όταν θα είχε αυτά που ήθελε, θα βρισκόταν ξανά ένας τρυφερός και ευαίσθητος νέος, ένας όμορφος άντρας, και θα ερωτευόταν πάλι, θα τη λάτρευε κι εκείνος, θα ζούσαν ευτυχισμένοι... Ακολούθησε το μεσιέ Τιμπό η Σανσόν εγκαταλείποντας άσπλαχνα τον άλλο, πήγε στη μεγάλη πόλη, απέκτησε σπίτι, υπηρέτρια, λούσα, τσάρκες με άμαξα και άσπρα άλογα, είχε ό,τι ζητούσε. Αυτός, ο εραστής της, έζησε κοντά της ένα σύντομο αλλά μεγάλο έρωτα, κι όταν εκείνη, πολύ σύντομα, του είπε ότι ήταν έγκυος, χάρηκε, πέταξε από ευτυχία -ώστε η γυναίκα του έφταιγε τελικά, εκείν η η ψυχρή σκύλα, αυτός ακόμη και σία πενήντα οχτώ του ήταν καρπερός...-, χάρηκε τόσο, που της έταξε παλάτια και (ίλη την περιουσία του για εκείνη και το παιδί τους. Δεν ήθελε να έρθουν έτσι τα πράγματα η Σανσόν, ένα μωρό εκείνη τη στιγμή τής έκοβε τη ζωή στη μέση, ο ποιητής της αντίθετα είχε χαρεί πολύ όταν του το ανακοίνωσε, όχι, όχι, εκείνη δεν ήθελε παιδί. Και πάλι καλά, δε λες, που είχε βρεθεί ο γερο-Τιμπό και το ’χάψε το παραμύθι ολόκληρο; Την πήρε από
τη μιζέρια εκείνης της κωμόπολης, της πρόσφερε πλούτη και μεγαλεία και πίστεψε ακράδαντα ότι το παιδί ήταν δικό του μια πίστη που πρώτα απ’ όλα το δικό του εγώ έθρεψε, στην ηλικία αυτήν ερωτευμένος και υποψήφιος πατέρας από το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου... ε, τι άλλο να ζητούσε ο άνθρωπος; Αρχισε να χοντραίνει επικίνδυνα η κοπέλα, «Και έτσι μου αρέσεις...» της έλεγε αυτός και τη γέμιζε δώρα, προχωρούσε η εγκυμοσύνη, προχωρούσε η χαρά και η ευτυχία του άντρα, προχωρούσαν και κάτι καθυστερημένες Ερινύες της νεαρής. Γεννήθηκε «πρόωρα» -και αυτό το πίστεψε ο άντραςτο αγοράκι, ο Νικολά της -εκείνη διάλεξε το όνομα, ας είχε τουλάχιστον κάτι από το φυσικό του πατέρα το παιδί...-, όμορφο και γερό παιδάκι, σάλεψε σχεδόν το μυαλό της κοπέλας, το μητρικό ένστικτο πάλεψε άγρια με τη φιλαρέσκεια και τη φιλαυτία της, έτρεμε στην ιδέα ότι μπορεί να αγαπούσε το παιδί της και να θυσίαζε την ελευθερία της, και δεν το άγγιζε παρά μόνο αν ήταν απαραίτητο. Νίκησε στο τέλος το δικό της καταπιεσμένο εγώ -όταν μεγαλώνεις χωρίς γονείς και μέσα στη φτώχεια, χωρίς ίχνος στοργής, δεν περιμένει κανείς από σένα και τις καλύτερες συμπεριφορές...και μετά το δεύτερο μήνα, όταν έπαψε να θηλάζει το μωρό, πήρε όλα όσα της ανήκαν, εκτός από το παιδί της, πήρε και πολλά από αυτά που δεν ήταν δικά της -ο Τιμπό τής είχε δώσει πρόσβαση σε μεγάλο μέρος των καταθέσεών του και εξαφανίστηκε, αφήνοντας ένα μακροσκελές γράμμα και ένα χρυσό σταυρό με μπλε πετρούλα. Στο γράμμα εκείνο έγραφε ότι είχε κάνει λάθος και τώρα ετοιμαζόταν να κάνει ένα άλλο, ακόμη μεγαλύτερο, αυτή δεν ήταν γεννημένη για παιδιά και σπίτι, θα έφευγε να πάει να βρει τη μάνα της, αυτήν έψαχνε, γι’ αυτήν είχε έρθει στην Ελλάδα, αν δεν την έβρισκε και δε μάθαινε την αλήθεια δε θα μπορούσε να ζήσει, και παρακαλούσε τον καταρρακωμένο Τιμπό να δώσει το σταυρό στο γιο της σα θα μεγάλωνε κάπως και να του πει όλη την αλήθεια για τον πραγματικό του πατέρα και την οικογένειά του. Έπεσε να πεθάνει ο Γάλλος από το σοκ -ώστε δεν ήταν δικό του το παιδί και ήταν του Ελληνα;αλλά και από την έλλειψη της αγαπημένης του. Ειδικά τον πρώτο καιρό μάλιστα, έφτασε στο σημείο να παραφρονήσει δύο διαψεύσεις μαζί όταν πιστεύεις ότι ζεις το ιδανικό είναι πολύ για να το αντέξεις. Φρόντισε να μη λείψει τίποτα στο μωρό, τίποτα υλικό εννοείται, γιατί για την αγάπη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, αλλά κράτησε κι εκείνος αποστάσεις από το μεγάλωμά του και το παρακολουθούσε να μεγαλώνει στις αρριές επισκέψεις που έκανε στη «φωλιά της Σανσόν», όπως είχε ονομάσει το σπιτικό που είχε στήσει για εκείνη, προσπαθώντας να μην το αγαπήσει. Κι όταν, με το πέρασμα του καιρού, η ζωή του άρχισε να παίρνει πάλι χρώμα -αυτή είναι η μοίρα των ζωντανών, τελικά ξαναζούνε-, ο Τιμπό έφερε το παιδί στο σπίτι του, βρήκε η Σαρλότ έναν καλό λόγο να τον απειλεί και να τον εκβιάζει στο εξής χωρίς εκείνος να μπορεί να κάνει τίποτα, και.έγινε ο μικρός αντικείμενο συμφωνίας «θα το κρατήσουμε αν μου δώσεις... αν μου κάνεις...». Κι ενώ το παιδί γεννήθηκε με την προοπτική να είναι ο λατρεμένος του πατέρα του, σαν το μοναδικό του παιδί, και μάλιστα καρπός του μεγάλου, του τελευταίου του έρωτα, με το γράμμα της η Σανσόν, η ίδια του η μάνα -εν αγνοία της, υποθέτουμε-, το απέκλεισε από αυτή την αγάπη. Σοκαρισμένος από την αποκάλυψη της αλήθειας και ρημαγμένος από την εγκατάλειψη, ο άντρας είδε στο θεϊκό πρόσωπο του μικρού την αιτία της προσωπικής του δυστυχίας, την αιτία της φυγής της αγαπημένης του, θεώρησε ότι η απόρριψή του προκλήθηκε από το ίδιο το αθώο μωρό, και έμεινε σε ένα επίπεδο ψυχρών και τυπικών σχέσεων με το «γιο του», σχέσεων που δεν ταιριάζουν στους στερημένους από παιδιά ανθρώπους, ταιριάζουν όμως πολύ καλά στους ανθρώπους που έχουν για θεό το χρήμα και την επιτυχία.
Αλ\ά, ενώ θα έπρεπε να πει την αλήθεια στον Νικολά όταν άρχισε να καταλαβαίνει, φοβούμενος μη μάθει ποτέ την αλήθεια η γυναίκα του και τον χλευάσει για την κατάντια του, την απέκρυψε και από το παιδί. Η μόνη υποχώρηση που έκανε στην επιθυμία της Σανσόν ήταν να του φορέσει το σταυρό όταν έγινε έξι χρονών, με την πεποίθηση ότι, αν κάποιος αναζητούσε τον μικρό, θα μπορούσε κάλλιστα να τον βρει εφόσον θα φορούσε αυτό το κόσμημα. Όσον αφορά δε τη συμβολή του στην ανατροφή του Νικολά, με σύνθημά του το «Έτσι πρέπει να είσαι σ’ αυτή τη ζωή», τον προέτρεπε με κάθε ευκαιρία να είναι απαιτητικός και μερικές φορές αρπακτικός και του έμαθε να πιστεύει ότι όλα τού ανήκαν. Μπορεί να μην ήταν .γνήσιος γιος του, αλλά, εφόσον του είχε δώσει το όνομά του, έπρεπε να γίνει καλύτερος και δυνατότερος από αυτόν, έπρεπε να στοχεύσει ψηλότερα. Μέσα σ’ αυτό το περίεργο «οικογενειακό» κλίμα, ο Νικολά, μεγαλώνοντας, έμαθε ότι η δύναμη είναι το κυριότερο πράγμα, η δύναμη και το χρήμα βέβαια, αλλά, επειδή υπήρχε και μια «πνευματική» επίφαση στο σπίτι, κάτι παγκόσμιες λογοτεχνίες, κάποιοι κλασικοί συνθέτες στις παρτιτούρες στο πιάγο, μια Γαλλική Επανάσταση στο παρελθόν με υψηλά ιδανικά, ένας ανθρωπιστής Αμερικανός πρόεδρος, επειδή λοιπόν όλα αυτά υπήρχαν και προβάλλονταν ως ανώτερα του χρήματος, έμαθε το παιδί ότι το κυριότερο πράγμα είναι η δύναμη -αυτή δεν μπορούσε κανείς να την κατηγορήσει-, κι ας προερχόταν απ’ όπου και να ταν. Αφού δεν είχε δει, δεν είχε νιώσει γύρω του την αγάπη, παρά μόνο κάτι περίεργες εκφάνσεις της, όπως ένα καινούριο ναυτικό κουστουμάκι, ένα γυαλιστερό τρενάκι, ένα κουτί κατακίτρινες, μυρωδάτες καραμέλες πριν από το μεσημεριανό φαγητό, δυο γυναίκες να του μαγειρεύουν ό,τι τραβούσε η ψυχή του και αυτός μόλις να αγγίζει το φαγητό βαριεστημένος, βιβλία καινούρια και βιβλία παλιά ανοιγμένα στην ίδια σελίδα για μήνες, δάσκαλοι που τον παραχάιδευαν και ενδιαφέρονταν μόνο για τη γνώση, όχι για την ψυχή του, έφτιαξε και ο ίδιος, με όσες εμπειρίες είχε, το νήμα της αγάπης, το έκανε ένα κουβάρι σφιχτό, και άρχισε με αυτό να πλέκει τη ζωή του με δυο μεγάλες βελόνες -την ομορφιά και τη δύναμή του-, να πλέκει και να μη νοιάζεται σε ποιον θα ανοίξει τρύπες, πόσο αίμα θα χυθεί από κει μέσα. Βγαίνοντας από μια δύσκολη εφηβεία, με μοναδική παρέα του μέσα στο σπίτι την κόρη της υπηρέτριάς τους, τη συμπαθητική Ζωή, που τον λάτρευε όπως ακριβώς και οι άλλοι, δηλαδή με απόλυτη υποταγή,"χωρίς ίχνος αντίστασης στις παραξενιές του, μετρούσε τις φορές που κάποιοι, η μητέρα και ο πατέρας του κυρίως, τον φίλησαν, τον χάιδεψαν, του μίλησαν τρυφερά, κάνοντάς του όμως όλα τα χατίρια, όπως έκαναν και μεταξύ τους άλλωστε «Τι θέλεις, αγάπη μου; Ταξίδι στο Παρίσι; Θα το έχεις!», «Πώς είπατε, αγαπητέ; Θα λείψετε τρεις ημέρας εις τας Αθήνας; Να υπάγετε εις το καλόν!». Μετρούσε λοιπόν ο Νικολά τα χάδια και τα φιλιά, μετρούσε και τα χατίρια, κι επειδή τα πρώτα τα έβγαζε σαφώς λιγότερα από τα δεύτερα, κατέληξε ότι τα φιλιά και τα χάδια είναι ψεύτικα και άχρηστα, αφού δε δείχνουν την πραγματική αγάπη γιατί είχε μεγάλη ανάγκη να ιπ(πεύει ότι τον αγαπούσαν. Τα θεώρησε λοιπόν άχρηστα σε σχέση με τα χατίρια, που αποδεικνύουν περίτρανα ότι κάποιος σε νοιάζεται και σ’ αγαπάει, και, αφού κατέληξε σ’ αυτό, έπνιξε τα όποια ευαίσθητα συναισθήματα είχε για τους άλλους και έμεινε με την πεποίθηση ότι σ αυτή τη ζωή ή σε φιλάνε και σε κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη σου ή σου κάνουν τα χατίρια. Τελεία και παύλα. Και, με ένα κράμα εφηβικής συστολής και πρόωρης αντρικής σκληράδας, κατέληξε να μην αγγίζει τη μητέρα του παρά μόνο διά χειραψίας, να προσφέρει αηδιασμένος το μάγουλό του στη γηραιά τροφό για να του κάνει το συνηθισμένο τους «χάδι» -ένα ελαφρύ χαστουκάκι στα αριστεράκαι να μην αγγίζει καθόλου τον πατέρα του. Μόνο τον εαυτό του άγγιζε με αυταρέσκεια, διαπιστώνοντας ότι το δέρμα του
ήταν λείο σαν μετάξι, ότι οι μύες ήταν σφιχτοί και ότι ο ανδρισμός του, σε αντίθεση με τον ίδιο, επιζητούσε συνεχώς το χάδι και το άγγιγμά του. Η μοναδική περίπτωση που μια επαφή με άλλο άνθρωπο προκαλούσε στον Νικολά αλλιώτικες συγκινήσεις ήταν όταν άγγιζε τη Ζωή. Την πρώτη φορά έγινε τυχαία,,κανείς δεν το προκάλεσε -καλά, όταν ήταν και οι δύο μικρότεροι, αγγίζονταν χωρίς πρόβλημα-, εκείνη πήγε να πιάσει το στρατιώτη από το σκάκι, και εκείνος, θέλοντας να τη σταματήσει, της χάιδεψε το χέρι άθελά του. Τρόμαξε από αυτό το άγγιγμα, το χέρι της Ζωής ήταν απαλό και ζεστό, του ήρθε να της το κρατήσει, να το κρατήσει και να το περιεργαστεί, αλλά εκείνη το τράβηξε ταραγμένη, είδε ο Νικολά στο πρόσωπό της χίλια σύννεφα και χίλιους ήλιους. Την άλλη μέρα επανέλαβε -σκόπιμα πιατην ίδια κίνηση, αλλά αυτή τη φορά τής κράτησε το δάχτυλο μέσα στα τρία δικά του, δεν την άφησε να το τραβήξει, είδε την ίδια συννεφιά και την ίδια λιακάδα στα μάτια της, είδε και ένα κόκκινο χρώμα στα μάγουλά της. Το κορίτσι έχασε την παρτίδα κατά κράτος, και ο Νικολά ξέσπασε σε γέλια ικανοποίησης. Μετά εξαφανίστηκε για δύο μέρες. Αν και ήταν τέλος καλοκαιριού, δε βγήκε από την κάμαρά του ούτε για μπάνιο στη θάλασσα -τα συνήθιζε, βέβαια, κάτι τέτοιακαι έκανε τη Ζωή να θέλει να κρεμαστεί από το παράθυρό του για να δει τι έκανε εκεί μέσα. Εμφανίστηκε ξανά την τρίτη μέρα, φανερά αδυνατισμένος, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Κανείς δεν πρόσεξε την κατάστασή του, η μάνα της Ζωής ήταν πολύ απασχολημένη με τις δουλειές, η δική του μητέρα ακόμη περισσότερο με τη δεξίωση που σχεδίαζε για να υποδεχτεί τους ξένους εμπορικούς ακόλουθους που θα έρχονταν για τη Διεθνή Έκθεση, και μόνο η Ζωή είδε το χάλι του. Τον ρώτησε τι είχε, αλλά δεν πήρε απάντηση. Τον ρώτησε τι θα ήθελε να του ετοιμάσει για να φάει, «Θέλω να σου πιάσω το χέρι τώρα!» της είπε αντί άλλης απάντησης, κοιτώντας την κατάματα, και το κορίτσι ήξερε ότι δεν είχε άλλο δρόμο, οι επιθυμίες του ήταν διαταγές - χώρια που αυτό ήταν και δική της επιθυμία. Ετσι ξεκίνησαν αυτά τα αΛλιώτικα «παιχνίδια» μεταξύ τους, αυτά που ξύπνησαν τις αισθήσεις της Ζωής -κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να της πει τι γίνεται ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα, πού οδηγούσαν τα πρώτα «παιχνίδια», μόνο «Μην γκαστρωθείς» της έλεγε η μάνα της, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, όχι ότι δεν ήξερε βέβαια και τίποτα, από μισόλογα και κουτσομπολιά τα είχε μάθει όλα, ολόκληρη γυναίκα ήταν πια-, αυτά που συνεχίζονταν για καιρό αλλά δεν είχαν καμία εξέλιξη. Αφού της έπιασε το χέρι για δέκα ολόκληρα λεπτά τότε, αφού το περιεργάστηκε στην κάθε του λεπτομέρεια -είδε τα κοντοκομμένα νύχια της, τα μακριά της δάχτυλα, μια πετσούλα που πεταγόταν στο μεσαίο δάχτυλο από κάποιο χτύπημα-, αφού μέτρησε μια μια όλες τις γραμμούλες της παλάμης της, αφού είδε τις ζάρες στη βάση του καρπού της, στο τέλος τής το φίλησε τρυφερά και έβαλε τη γλώσσα του μέσα σε κάθε καμπύλη που σχημάτιζαν τα δάχτυλα μεταξύ τους, εκεί όπου άφηναν την παλάμη και απλώνονταν πιο πέρα, μικρές χερσόνησοι της αφής. Τον παρατηρούσε βουβή η Ζωή, το σάλιο κόμπος στο λαιμό της από τη συγκίνηση -ώστε την αγαπούσε λοιπόν κι αυτός...-, κοιτούσε τα μαλλιά του με λατρεία, έτσι όπως γυάλιζαν μπροστά στα μάτια της, όσο έσκυβε για να της φιλήσει -να της γλείψει, για την ακρίβειατα δάχτυλα. Μετά έφυγε βιαστικός και κλειδώθηκε στην κάμαρά του, λέγοντας «Έχω μελέτη τώρα», έφυγε αυτός και το κορίτσι έμεινε να τρέμει ολόκληρο από χαρά και από κάτι άλλο., που δεν ήξερε τι ήταν. Τότε άρχισε να καταλαβαίνει ότι
απλώς δεν μπορούσε να ζήσει μακριά του. Τα «παιχνίδια» τους συνεχίστηκαν, με μεγάλα διαλείμματα όμως, ο Νικολά μέρες μέρες δεν εμφανιζόταν καν μπροστά της ή, ακόμη κι αν συναντιόνταν και η Ζωή κρεμόταν από τα μάτια και τα χείλη του -μια ματιά, μια λέξη θα της ήταν αρκετή-, φαινόταν σαν να μην τη γνώριζε ή, καλύτερα, σαν να μην την έβλεπε. Ήξερε όμως η Ζωή και περίμενε, έτσι ήταν αυτός, σαν τη θάλασσα μπροστά στο σπίτι τους, ποτέ δεν ήταν σίγουρη πώς θα ήταν το επόμενο λεπτό γαλήνια, ή με κύματα; Άλλες μέρες, όταν ο Νικολά είχε κέφια, κρυβόταν πίσω από τις πόρτες και παρουσιαζόταν ξαφνικά μπροστά της -πιο σωστά, παρουσιαζόταν από πίσω της-, έκανε εκείνη ότι τάχα τρόμαζε, έπιανε την καρδιά της γελώντας για να του δείξει πόσο, στην πραγματικότητα την έπιανε για να μην πεταχτεί έξω από το στήθος της, τόση ήταν η λαχτάρα και η χαρά της μόλις τον έβλεπε. Άλλες φορές ερχόταν από πίσω της στους υγρούς διαδρόμους του σπιτιού ή ακόμη και στη σάλα, όιίου η κοπέλα συμμάζευε, ερχόταν αθόρυβα και της τραβούσε απαλά τα μαλλιά. Έκανε την ξαφνιασμένη η Ζωή -ήξερε πως ήιαν πίσω της, τον μύριζε, άκουγε την αναπνοή του, τη δονούσε η αύρα του-, μπιμπίκιαζε ολόκληρη με το άγγιγμά του, αλλά προσπαθούσε να μην το δείξει, ήθελε να του πει πολλά, αλλά δεν τολμούσε, ώρες ώρες αμφέβαλλε. Μήπως πράγματι ήταν γι’ αυτόν ένα παιχνίδι καθυστερημένο από την εφηβεία; Πότε επιτέλους θα της έλεγε κάτι; Γιατί το άγγιγμα δεν κρατούσε παραπάνω από αυτό το τόσο, το ελάχιστο, το φευγαλέο; Άσε δε που αυτό το οποίο μετέφραζε σε άγγιγμα ήταν στην πραγματικότητα μια αδέξια κίνηση, κάτι μεταξύ τρυφερότητας και αστείου, συνοδευόμενο όμως από μεγάλη αδεξιότητα. Γιατί δεν την έπαιρνε στην αγκαλιά του να την κρατήσει και να μην τη βγάλει ποτέ ξανά από κει μέσα; Και μια δυο φορές που την τράβηξε απότομα κοντά του -τυχαία ή επίτηδες, δεν ήξερε το κορίτσικαι βρέθηκε κατά κάποιο τρόπο στην αγκαλιά του, ακούμπησε το στήθος της στο στέρνο του και της ήρθε τρέλα και σκοτοδίνη, το στόμα της κοντά στο λαιμό του, έτσι να ’κανε θα τον φίλαγε, αλλά αν άρχιζε αυτό το φιλί δε θα τελείωνε ποτέ, τόσος ήταν ο έρωτάς της, άλλαξε όμως εκείνος απότομα διάθεση, στένεψαν τα μάτια του και έφυγε βιαστικός, σαν θυμωμένος, σαν να έφταιγε η Ζωή που είχαν έρθει κοντά τα κορμιά τους, που είχαν ενωθεί, έστω και πάνω από τα ρούχα, οι σάρκες τους. Δεν ήθελε και πολύ η μάνα της, που την παρακολουθούσε άγρυπνα και της έδινε συνέχεια συμβουλές. Πήρε χαμπάρι τι συνέβαινε, μια μέρα μάλιστα παρακολούθησε και είδε, εντάξει, δεν ήταν και το τέλος του κόσμου, αυτός της έπιανε το μπράτσο, πιο πολύ το εξερευνούσε παρά το χάιδευε, και η δική της, το χαϊβάνι, έστεκε με ένα χαζό χαμόγελο και με το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει. «Δεν είναι για σένα αυτός, παίζει και θα σε κάψει. Άκου κι εμένα, που κάτι παραπάνω ξέρω!» της είπε αγριεμένη, τρόμαξε η Ζωή, η μάνα της δεν τη μάλωνε ποτέ, τόσο θυμό δεν είχε ξαναδεί στην όψη της. Από εκείνο το απόγευμα η Λαρώ δεν άφησε την κόρη της σε χλωρό κλαρί. Μόλις την έχανε από τα μάτια της, «Πού είσαι Ζωή;» φώναζε, έπρεπε να δώσει αμέσως το «παρών» η κοπέλα, ενοχλήθηκε κάποια στιγμή από τις φωνές ο κύριος, «Δεν είναι δρόμος εδώ. Βρες άλλο κώδικα με τη θυγατέρα σου» της είπε ανασηκώνοντας τα φρύδια, δεν το πιάσε αυτή, τι κώδικας και πράσινα άλογα, δεν έφτανε που ήταν σαν μεθυσμένη από τον έρωτα η κόρη της, να ψαχναν και για κώδικες τώρα; Χαλάρωσε λίγο την επιτήρηση η Λαρώ, κυρίως όταν ήταν και τα αφεντικά στο σπίτι, δηλαδή αργά το απόγευμα, λίγο προτού αυτή και η κόρη της φύγουν τσακισμένες από την κούραση. Χαλάρωσε την επιτήρηση, αλλά στη διαδρομή από το σπίτι στη θάλασσα μέχρι την Άνω Πόλη τη συμβούλευε συνέχεια. «Η δυστυχία έχει πολλά πρόσωπα», της έλεγε. «Το χειρότερο είναι η ατίμωση, άκου κι εμένα...»
'Εσκυβε το κεφάλι το κορίτσι, συμφωνούσε και ορκιζόταν ότι δε συνέβαινε τίποτα, από μέσα της όμως προσευχόταν να ξημερώσει νωρίτερα και να βρεθεί πάλι κοντά του. Και ούτε μία φορά δε ρώτησε τη μάνα της τι σήμαινε αυτό το «άκου κι εμένα», γιατί πίστευε ότι αφορούσε αυτό που της είχε πετάξει κάποτε η συμμαθήτριά της, εκείνο το φαρμακερό «Τράβα στη μάνα σου με τους δύο άντρες!». Μυρίστηκε και ο Νικολά την κατάσταση, σ’ αυτόν δεν τολμούσε τίποτα να πει η μάνα της Ζωής, αλλά την έβλεπε να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα, την έβρισκε φάντη μπαστούνι συχνά πυκνά μπροστά του, και άλλαξε τακτική, όλη μέρα στην κάμαρά του όταν ήταν στο σπίτι -προς μεγάλη απογοήτευση της Ζωήςκαι, μόλις κατέφθανε ο πατέ[χχς του και άρχιζε τις παραγγελίες, «Καφέ, παρακαλώ» ή «Θα μου ετοιμάσεις να φάω στη βεράντα», κατέβαινε στο υπόγειο επιδεικτικά, σαν υπνοπισμένη τον ακολουθούσε η Ζωή, την περίμενε στο τελευταίο σκαλί, πάλι έκανε πως τρόμαζε εκείνη, έχωνε το χέρι του στα μαλλιά της, τα ανακάτευε και την κοιτούσε βαθιά σία μάτια, χωρίς να βγάζει τσιμουδιά. Πέθαινε από έρωτα η Ζωή, μια δυο φορές τόλμησε να του πιάσει το χέρι, αλλά εκείνος τραβήχτηκε και έφυγε λαχανιασμένος. Αυτό που συνέβαινε, αυτό που η κοπελίτσα δεν ήξερε πώς να το ονομάσει, ήθελε να το πει «έρωτα», αλλά υποψιαζόταν ότι ο έρωτας ήταν κάτι πιο μεγάλο, πιο όμορφο, ήθελε να το πει «δυστυχία», αλλά φοβήθηκε ότι θα ήταν βλάσφημη, τις ελάχιστες στιγμές που βρισκόταν κοντά του ήταν απόλυτα ευτυχισμένη, στο τέλος το ονόμασε «τρέλα», το είπε έτσι για να το ξορκίσει, γιατί ώρες ώρες πίστευε ότι έχανε τα μυαλά της από την αγωνία και την προσμονή. Αυτό που συνέβαινε λοιπόν, αυτή η τρέλα, κράτησε περίπου ένα χρόνο, ένα βασανιστικό χρόνο, χωρίς να πηγαίνει ούτε μπρος ούτε πίσω. Ο Νικολά συνέχισε να αποφεύγει κάθε δικό της άγγιγμα, λες και το σώμα του ήταν κάτι ιερό που αυτή θα το βεβήλωνε μόλις το άγγιζε, ενώ αντίθετα ο ίδιος είχε πάνω της, πάνω στο σώμα της -και τελικά πάνω στην ψυχή της-, κάθε δικαίωμα, μπορούσε να το πιάσει, να το ψηλαφίσει, να το εξερευνήσει. Τότε ήταν, εκείνο το διάστημα, που η Λαρώ φύλαγε τσίλιες για να προφυλάξει την κόρη της μην και πέσει στη φωτιά και καεί, όπως και η ίδια, τότε ήταν που, γυρνώντας ένα απόγευμα από τη δουλειά τους, μάνα και κόρη βρήκαν τους «άντρες τους» στη συνηθισμένη τους θέση. Ο πατέρας ήταν καθισμένος στο τοιχάκι της αυλής, και ο αδελφός διάβαζε δίπλα στο παράθυρο, αξιοποιώντας το τελευταίο φως της μέρας. - Μανούλα, είπε ο Σίμος και κάρφωσε τα όμορφά του μάτια -μάτια ίδια με του πατέρα τουπάνω της παρακλητικά, γιατί να μην πάμε στην Αμερική; και κούνησε μπροστά στο πρόσωπό της το γράμμα του Δημητρού. Μου γράφεις, Λάρα, ότι δεν πάνε τα πράγματα καλά στην Ελλάδα φτώχεια και αναδουλειά. Σκεφτείτε το σοβαρά με τον Δαμιανό, κι αν θέλετε, υπάρχουν άνθρωποι εδώ, φίλοι μου, συνεργάτες, που μπορούν να σας κάνουν πρόσκληση. Μπορείτε να έρθετε να βρείτε μια καλύτερη τύχη. Κι αν, πάλι, δεν μπορείτε, ας έρθουν τα παιδιά, να δουλέψουν ή να σπουδάσουν. Εγώ και η Μαρία κοντά τους θα είμαστε. Είδε το γιο της η Λαρώ να την κοιτάει με λαχτάρα, με αγωνία. Έσκυψε πάλι στο χαρτί, τα γράμματα σχηματισμένα από το λατρεμένο χέρι, «Θα έχουμε πόλεμο, να μου το θυμηθείτε...» προειδοποιούσε ο Δημητρός, «Να φύγετε όσο είναι καιρός».
Δίπλωσε το γράμμα αποφασιστικά. Δεν ήταν δυνατόν να αποχωριστεί τα παιδιά της, αυτό ήταν πάνω από τις δυνάμεις της. - Είμαστε εδώ... όλοι μαζί... αυτό είναι το σπίτι μας... αυτή είναι η οικογένειά μας... θα μείνουμε εδώ, θα κάνουμε ό,τι όλοι οι άνθρωποι..., είπε και κοίταξε προς το μέρος του άντρα της. Αμίλητος εκείνος στην αρχή, δεν τοποθετήθηκε ακριβώς επί του θέματος μετά, γέλασε μόνο πικρά και είπε: - Αν ήξερες, Συμεών, τι είναι η ξενιτιά, τότε δε θα το ζητούσες.. Μες στον ύπνο της, τον στολισμένο από την αγωνία που την έπιανε όποτε πίστευε ή έλπιζε ότι θα έβλεπε τον Νικολά, η Ζωή άκουσε τους λυγμούς του αδελφού της. Χωθηκε στο κρεβάτι του και του σκούπισε τα δάκρυα. - Σώπα, και είσαι μικρός ακόμα... - Αν δεν πάμε στην Αμερική... εγώ θα πάω στα καράβια, Ζωίτσα. Με το γράμμα εκείνο να μην παίζει κανένα ρόλο στη ζωή της, Κυριακή ξημέρωμα κίνησε με τη μάνα της για το σπίτι των Γάλλων. Έτυχε να έχουν έκτακτο τραπέζωμα, και μάλιστα μεγάλο, πήγαν μάνα και κόρη να μαγειρέψουν κατ να σερβίρουν, μια έξτρα πληρωμή δε θα τους έπεφτε άσχημα, αλλά και το κορίτσι μια επιπλέον μέρα κοντά στον αγαπημένο της σαν δώρο Θεού το είδε. Γύρισαν τα αφεντικά από την καθολική εκκλησία, κορωμένοι από το όψιμο καλοκαίρι -τελείωνε ο Σεπτέμβρης, και ο τζίτζικας ακόμα φώναζε μέσα στις φυλλωσιές-, και άρχισε η κυρία να δίνει οδηγίες -η Λάρα τα κατάφερνε και μιλούσε στα γαλλικά, κάτι οι λέξεις και οι φράσεις που ήξερε από παλιά, κάτι τα χρόνια που είχε δουλέψει κοντά τους, μια χαρά τα κατάφερνε-, να δίνει οδηγίες γεμάτη άγχος και βιασύνη, μόνο οδηγίες όμως και μόνο άγχος, τίποτα δεν πιάναν τα άσπρα της χεράκια, στα σκασμένα χέρια της μαγείρισσας είχε εναποθέσει τις ελπίδες της \ ία ένα λαμπρό δείπνο και στα χεράκια της Μαρίκας για ένα σπίτι στρωμένο στην εντέλεια. Ο Νικολά ακόμα δεν είχε εμφανιστεί από την κάμαρά του, έφτιαξε καφέ η κοπέλα, σερβίρισε μουστοκούλουρα και μπουγάτσα, που την είχε ψήσει πρωί πρωί, η μάνα της πνιγόταν μέσα στην κουζίνα, δεν ασχολήθηκε καθόλου με αυτά, τα καθημερινά. - Πήγαινε το πρωινό στον κύριό σου και ξύπνα τον, της είπε η Γαλλίδα με σπαστά -ρημαγμένα σχεδόνελληνικά. Γρήγορα, γρήγορα! πρόσταξε είχε άγχος και κάπου έπρεπε να ξεσπάσει, ποτέ δεν τολμούσε να ξυπνήσει το γιο της πριν από το μεσημέρι, και έφυγε για την κουζίνα, να παρακολουθήσει με μια δόση αηδίαςτη μαγείρισσα που πάλευε με τα λέπια και τα βράγχια των ψαριών. Έβαλε στο δίσκο καφέ και μπουγάτσα η Ζωή, ανέβηκε τα σκαλιά αργά αργά, μέχρι να ηρεμήσει η καρδιά της, και χτύπησε την πόρτα του Νικολά και μια και δυο φορές. Καμία απάντηση, και χτύπησε πάλι. Τίποτα, κανένας ήχος, ησυχία. Περίμενε λίγο. έτρεμε η καρδιά της, έτρεμαν και τα χέρια της, κουνιόταν ο καφές πάνω στο δίσκο -ώρα ήταν να της πέσει, να έβρισκε ευκαιρία η κυρά της να ξεσπάσει τα νεύρα πάνω της, να ρεζιλευτεί τελείως στα μάτια του Νικολά...-, χτύπησε πιο δυνατά αυτή τη φορά, τίποτα. Από κάτω άκουγε τη γλώσσα της Γαλλίδας να πηγαίνει ροδάνι -πώς τα καταλάβαινε η μάνα της όλα όσα της έλεγε;-, άκουγε τις κατσαρόλες να βροντάνε, είδε και τον κύριο να πηγαίνει ανήσυχος προς
την κουζίνα, όλοι σήμερα ήθελαν να πετύχει το φαγητό, είχαν εμπιστοσύνη στις ικανότητες της μαγείρισσας, αλλά ίσως λίγο άγχος ακόμη να νοστίμευε περισσότερο τις συνταγές. Ανοιξε η κοπέλα την πόρτα και μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο, είδε τα σκεπάσματα να κινούνται στο κρεβάτι. Ξύπνησε..., σκέφτηκε, και η καρδιά της έκανε ένα απότομο κρακ. Πλησίασε περισσότερο, τον είδε στο μισοσκόταδο, το παλικάρι -όμορφο σαν άγγελοςκοιμόταν του καλού καιρού. Άφησε το δίσκο στο τραπέζι και πήγε πιο κοντά. Σίγουρα κοιμόταν; Είδε την ήρεμη όψη του, άκουσε την αναπνοή του, απαλή και ρυθμική, και έμεινε να τον κοιτάει, να τον θαυμάζει. Επιτέλους και μια φορά που μπορούσε να τον παρατηρήσει με την ησυχία της, χωρίς να το ξέρει αυτός. Έσκυψε πιο κοντά, είδε τα ίσια του μαλλιά να σκεπάζουν το πλατύ μέτωπο, είδε τα τοξωτά του φρύδια πάνω από τα μεγάλα μάτια, την ίσια μύτη, το στόμα το μισάνοιχτο. Αισθάνθηκε την αγάπη να την κατακλύζει, αυτή ήταν η στιγμή, τώρα ήταν αδύναμος, τώρα μπορούσε να τον αγγίξει. Άπλωσε το χέρι της και του πήρε τα μαλλιά από το μέτωπο, του χάιδεψε απαλά, πολύ απαλά, το αφτί. Εκείνος αναστέναξε και γύρισε στο πλάι, γλίστρησε το σεντόνι, είδε το κορίτσι τη γυμνή του πλάτη -τη στολισμένη με ένα χρυσό σταυρό, που είχε πέσει προς τα πίσω-, λεία και σταρένια πλάτη, πήρε με το χέρι της το κόσμημα, το έφερε προσεκτικά μπροστά, στο στήθος του, και χάθηκε από τα μάτια της. Μοιάζει τόσο με του πατέρα το σταυρό..., της ήρθε η σκέψη, αλλά το μυαλό της μαγνητίστηκε από ένα όμορφο, καλοσχηματισμένο αυλάκι που ξεκινούσε από τον αυχένα και χώριζε την πλάτη του στα δύο. Χωρίς να το καταλάβει, σαν να πήγε μόνο του το χέρι της, έσυρε ένα δάχτυλο, ελαφρύ σαν πούπουλο, σ’ εκείνο το αυλάκι από πάνω μέχρι κάτω, μέχρι εκεί όπου άρχιζε το σκέπασμα, τον χάιδεψε μ’ εκείνο το ελαφρύ δάχτυλο από τη ρίζα των μαλλιών μέχρι τη μέση του περίπου. Ανατρίχιασε εκείνος, πιο πολύ το αισθάνθηκε παρά το είδε το κορίτσι, ανατρίχιασε και βόγκηξε κάπως, γύρισε απότομα ανάσκελα, πάντα με τα μάτια κλειστά, πάντα κοιμισμένος. Τρόμαξε η κοπέλα στη θέα του αφαλού του, μια υπέροχη μικρή και σκοτεινή τρύπα, με αραιές ίσιες τρίχες γύρω γύρω, που συνεχίζονταν, το ίδιο αραιές, προς τα πάνω, προς το στήθος του, πλατύ και όμορφο, όπως και η πλάτη του. Έμεινε να τον θαυμάζει, ένας κοιμισμένος άγγελος που δεν είχε καταλάβει τίποτα, δεν είχε νιώσει το χάδι της. Τι να κρυβόταν κάτω από τον αφαλό του; Σαν πύρινη φλόγα την έζωσε ή περιέργεια, και τα μάτια της φλογίστηκαν. Πώς ήταν παρακάτω το...; Ήξερε ποιο, ήξερε πώς το λέγανε, είχε μεγαλώσει ένα αγόρι, τον αδελφό της, και ήξερε. Πώς να ήταν άραγε το... «αυτό» του Νικολά; Το μυαλό της σκοτείνιασε σ’ εκείνη τη σκέψη, και έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας. Με χέρι που έτρεμε, κατέβασε απαλά το σεντόνι -ούτε που σκέφτηκε μήπως τον ξυπνούσε, μήπως ερχόταν η μάνα της ή η κυρά της, μήπως ερχόταν η Μαρίκα, κάποιος...-, το κατέβασε με κομμένη την ανάσα, και τότε είδε. Ανάμεσα στις αραιές και ίσιες τρίχες, ίδιες με αυτές που κάλυπταν το (πήθος και τον αφαλό του, παλλόταν, τεράστιο και σκληρό -και μόνο που το έβλεπε, καταλάβαινε πως ήταν σκληρό-, το «αυτό» του, όρθιο και περήφανο -έτσι της φάνηκε, περήφανο-, και έμεινε να το κοιτάει χωρίς να αναπνέει, χωρίς να κουνιέται, με το σάλιο να στέκεται μετέωρο ανάμεσα στα χείλη της και με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή, να σπάσει με κρότο, να ξυπνήσει και το γυμνό Απόλλωνα. Πόσο έμεινε να κοιτάει έτσι, αποχαυνωμένη από έρωτα και έναν αδιαμόρφωτο πόθο, κανείς δε θα μας
πει ποτέ κάτι τέτοιες στιγμές ο χρόνος διαστέλλεται και μικραίνει αλλοπρόσαλλα. Μπορεί να ήταν και δυο τρία δευτερόλεπτα, μπορεί και να ήταν πέντε λεπτά... Μέσα σ’ αυτό το ατέλειωτο ελάχιστο, ο νεαρός, πάντα με τα μάτια κλειστά, αναζήτησε το χέρι της, το βρήκε εύκολα στην άκρη του ανασηκωμένου σεντονιού, της το έπιασε δυνατά και το οδήγησε πάνω στο παλλόμενο «αυτό» με μια κίνηση πολύ σίγουρη και πολύ αποφασιστική για άνθρωπο που κοιμόταν. Μόλις το χέρι ήρθε σε επαφή με το ζεστό και σκληρό -δεν είχε κάνει λάθος, λοιπόν...όργανο, το κορίτσι δεν είχε πια καμία αμφιβολία, από ένστικτο ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Και το έκανε, σαν να ήταν κάτι πολύτιμο και λατρεμένο και σαν να μην ήταν η πρώτη φορά που έκανε τέτοιες κινήσεις. Βόγκηξε εκείνος με απόλαυση, βόγκηξε κι αυτή η φλόγα τώρα από τα μάγουλά της είχε κατέβει στην κοιλιά, μια φλόγα που είχε ανάψει απότομα και την έκαψε ολόκληρη. Όση ώρα χάιδευε το όργανό του απαλά, παρατηρούσε έκπληκτη τις αλλαγές του, όπως παρατηρούσε όταν ήταν μικρή τα σαλιγκάρια που μπαινόβγαιναν στο καβούκι τους. Ύστερα ο Νικολά την τράβηξε δυνατά και την έριξε στο κρεβάτι, η πόρτα του δωματίου ήταν ανοιχτή και οι ομιλίες εξακολουθούσαν να ακούγονται από κάτω, την έριξε παράλυτη στο πλάι του, κι ενώ εκείνη, χωρίς να αφήσει από το χέρι της το υπέροχο «αυτό», αισθανόταν να καίγεται από χίλιες φωτιές, ανέβηκε από πάνω της -πάντα με τα μάτια κλειστά-, την πλάκωσε με το βάρος του, βάρος γλυκό και καυτό, και άρχισε να τρίβεται στο σώμα της, που έκαιγε όσο και αυτό που κρατούσε στη χούφτα της. Τριβόταν και βογκούσε σιγανά ο νεαρός, βογκούσε και τριβόταν, και μετά ανέβηκε λίγο πιο πάνω, πιο ψηλά, της έφυγε το αγαπημένο όργανο από το χέρι και, σπαράζοντας από ηδονή και αγωνία για την απώλεια, το είδε, μεγάλο, σκληρό και περήφανο -όπως της είχε φανεί από την αρχή-, μπροστά στα μάτια της, τώρα ήταν εκεί, σπαρταρούσε μπροστά στο πρόσωπό της, στα χείλη της, που είχαν στεγνώσει από τη φωτιά. Πάλι ήξερε τι να κάνει το κορίτσι, πάλι δεν είχε καμία αμφιβολία, ένα σκοτεινό, μυστηριώδες ένστικτο την έκανε να ξέρει τι να κάνει, σαν να διψούσε αιώνες και μόνο αυτό θα την ξεδιψούσε. Τώρα τα βογκητά του ήταν συνεχόμενα, αλλά πάντα σιγανά, πάντα προσεκτικά, κουνιόταν ολόκληρος από πάνω της, τα χέρια του της τραβούσαν απαλά τα μαλλιά, και το κορίτσι δεν μπορούσε ακόμα να ξεδιψάσει. Οι κινήσεις του εντάθηκαν, το κορμί του έτρεμε και σφάδαζε τώρα, τα χέρια του είχαν μπερδευτεί μέσα στα μαλλιά της και τα τραβούσαν με δύναμη, το σπαρτάρισμα έγινε πιο έντονο, μέχρι που έβγαλε μια κραυγή -την έπνιξε σοφά με το χέρι τουκαι το κορίτσι γεύτηκε την αλμύρα της θάλασσας. Έμεινε για λίγο ακίνητος και λαχανιασμένος, το ίδιο ακίνητη κι εκείνη, αλλά και μαγεμένη... τι ήταν αυτό;... τι σήμαινε;... προσπαθούσε να καταλάβει, μέχρι που εκείνος τραβήχτηκε απαλά, κατέβηκε από πάνω της, έγειρε στο πλάι, σκεπάστηκε, κουκουλώθηκε και συνέχισε να κοιμάται ή να κάνει πως κοιμάται. Παραλυμένη από τον έρωτα και από μια τρεμούλα που αν ήξερε θα την ονόμαζε «ηδονή», μάταια περίμενε μια λέξη, ένα νεύμα, κάτι που θα της έδειχνε ότι αυτό που είχε συμβεί δεν ήταν μέσα στο όνειρό του, ότι το είχε κάνει από αγάπη, ότι του άρεσε όπως κι εκείνης. Περίμενε και δεν τολμούσε νατού μιλήσει, περίμενε κοιτώντας τον με λατρεία, από κάτω κάποιος -ο κύριος ήτανμιλούσε δυνατά, πήγματα σέρνονταν στο πάτωμα, περίμενε και τίποτα δε γινόταν. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της, αλλά τα σταμάτησε, ακόμα έλπιζε, ακόμα περίμενε ότι θα γινόταν ένα θαύμα, ότι εκείνος θα άνοιγε τα μάτια του και θα της χαμογελούσε, θα την αγκάλιαζε και θα τη φιλούσε ούτε μια στιγμή δεν είχε γευτεί το φιλί του.
Είδε και απόειδε, σηκώθηκε αθόρυβα από την ερημιά του κρεβατιού του και έφυγε με σκοτεινιασμένα τα μάτια και μουντζουρωμένη την καρδιά, έφυγε αθόρυβα όπως είχε μπει. Πέρασε όλη τη μέρα σαν υπνωτισμένη η Ζωή, το μυαλό της γύριζε και ξαναγύριζε σ’ αυτό που είχε συμβεί, μια της ερχόταν να κάνει εμετό και μια λιγωνόταν από έναν έρωτα που τη συντάραζε και την έκανε να τρέμει σύγκορμη, ενώ η μάνα της την παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού της πάνω από καβούρια γεμιστά και χταπόδια κρασάτα. Τον Νικολά τον συνάντησε μόνο μία φορά, την ώρα που σερβίριζε το μεσημεριανό. Δεν μπήκε στον κόπο να τη χαιρετήσει καν, και τον είδε να τρώει ανόρεχτα, ούτε ένα βλέμμα, ένα νεύμα, κάτι, σαν να κοιμόταν πράγματι, σαν να ήταν υπνοβάτης εκείνες τις στιγμές. Να φύγω, να φύγω να σωθώ! φώτισε σαν αστραπή το μυαλό της η φράση. Αργά τη νύχτα μετέφερε η άμαξα του αφεντικού μάνα και κόρη στην Άνω Πόλη -διέλυσε τη βουβαμάρα των στενών ανηφορικών δρόμων ο ήχος από τα πέταλα των αλόγων πάνω στο λιθόστρωτο-, βουβές μπήκαν στο σπίτι και πατώντας στα νύχια, έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι η Ζωή και κουκουλώθηκε από το κεφάλι με το σεντόνι. Ήθελε να μείνει μόνη και ήθελε να κλάψει πολύ. - Να φύγεις να σωθείς! της είπε προτού πάει στη δική της κάμαρα η μάνα της της το είπε πάνω από το σεντόνι που σκέπαζε το μουσκεμένο από τα δάκρυα πρόσωπό της. Πέρασαν σχεδόν δύο εβδομάδες, και η Ζωή, περιφερόμενη σαν φάντασμα στο μεγάλο σπίτι, παρακαλούσε για δύο πράγματα: ή να ξυπνούσε εκείνη τη στιγμή και να καταλάβαινε ότι όλα ήταν ένα κακό όνειρο ή -και αυτή ήταν η καλύτερη εκδοχήνα άνοιγε η πόρτα και να εμφανιζόταν ο Νικολά που θα της έλεγε ότι την αγαπούσε ή, έστω, ότι αυτό που είχε συμβεί ήταν ένα λάθος. Αυτή η σιωπή και η αδιαφορία του τη σκότωνε. Και δεν ήταν ούτε δεκαοχτώ χρονών... Μέσα σ’ εκείνες τις δεκαπέντε μέρες πάνω κάτω, ο Νικολά δεν της είπε κουβέντα, ούτε επιδίωξε ξανά να την αγγίξει, να τη φιλήσει, να την κυνηγήσει, όπως παλιά. Δεν το βαστούσε η ψυχή της, ήθελε να πεθάνει, να πεθάνει ή να φύγει. Βρήκε μια ευκαιρία και το ξεφούρνισε κάποια στιγμή στον αγαπημένο, αμίλητο νεαρό, «θα πάω στην Αμερική... μάλλον. Μου έστειλε πρόσκληση ο νονός μου...» του είπε, ανασήκωσε εκείνος τους ώμους του αδιάφορα, χωρίς , α την κοιτάει, σαν να της έλεγε «Δε με νοιάζει...» ή «Και τι μου το λες εμένα;», σφάχτηκε από έναν πόνο στο στομάχι η κοπέλα, δεν την αγαπούσε, τίποτα δεν ήταν γι* αυτόν. Και δεν ήταν ούτε δεκαοχτώ χρονών... «θέλω να φύγω!» είπε στη μάνα της το ίδιο βράδυ, «θέλω να φύγω να σωθώ!» Και η Λαρώ αναστέναξε ανακουφισμένη και-σταυροκοπήθηκε. Και έφυγε η κοπέλα όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έφυγε μαζί με τον αδελφό της, αφήνοντας την καρδιά της στο σπίτι στη θάλασσα, στο σπίτι με τις καταπράσινες βεράντες. Και δεν ήταν ούτε δεκαοχτώ χρονών... 1 Αναφορά mo Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. 2
«Τραγούδι».
ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ ΣΥΚΟ Ιλαρία Εχω ΤΟΣΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ σ’ αυτό το γράμμα, που φοβάμαι ότι δε θα φτάσει ούτε το καινούριο τετράδιο της Ελπίδας, που το έραβα1 χτες το βράδυ. Φύγανε τα παιδιά μου μακριά, και δεν ξέρω πότε και αν θα τα δω πάλι. Ο πόλεμος έξω φουντώνει, πότε θα φτάσει εδώ δεν ξέρω, αλλά όλοι λένε ότι θα μας ανακατέψουν κι εμάς. Μακριά δεν είναι η Πολωνία; Πώς είναι δυνατόν να φτάσει ως εδώ; Αρκετά βουτηγμένοι είμαστε στα αίματα, πόσο ακόμη να θρηνήσει αυτή η χώρα; Περιμένουμε, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;... Θυμάμαι... Προσπαθώ να κρατηθώ από τις αναμνήσεις, γιατί έτσι μένω ζωντανή. Ό,τι πιο δικό μου έχω αυτή τη στιγμή είναι οι θύμησές μου, αυτές ανήκουν σ’ εμένα και μόνο σ’ εμένα, κανείς δεν μπορεί να μου τις πάρει, να τις αλλάξει, να τις καταργήσει. Με αυτό έμαθα να ζω με αυτό τον τρόπο, εννοώ. Μέσα από τις αναμνήσεις μου έμαθα να στολίζω την αλήθεια μου, έμαθα να κρατάω ζωντανούς τους αγαπημένους μου, να τριγυρίζομαι από αγάπη, να κλείνω τα μάτια και να βρίσκομαι σε οικείους χώρους, αγαπημένους, με πρόσωπα χαμογελαστά και με τα αισθήματά μου δυνατά. Η ανάμνηση μιας μυρωδιάς, μιας κίνησης, ενός νεύματος, μιας λέξης, μιας ματιάς, ενός χαδιού, μιας γεύσης, ενός αγγίγματος με ταξίδευαν χρόνια τώρα, με πήγαιναν εκεί όπου ήθελα να είμαι όταν δεν άντεχα την πραγματικότητά μου. Γνωστός ο χώρος, οι άνθρωποι, ο ουρανός, η θάλασσα, τα γέλια, τα δάκρυα... και εγώ, με μια μου σκέψη, τσουπ! πήγαινα εκεί, εκεί όπου κατοικούσαν οι δικοί μου άνθρωποι, τα δικά μου όνειρα, τα δικά μου συναισθήματα. Πάντα έτσι ήμουν. Από μικρό παιδί. Από τότε που φύγαμε από τη Σμύρνη μέχρι σήμερα αυτό κάνω. Προσπαθώ να κρατηθώ, να βρω δύναμη από κάτι έξω μου, μακριά μου. Ή μήπως αυτά τα τόσο μακρινά μέσα στο χρόνο -που όμως δεν τα θάμπωσε το παρελθόνείναι τελικά «εγώ»; Αρώματα και γεύσεις αξέχαστα... 'Οταν φύγαμε από τη Σμύρνη, θυμόμουν πολύ καλά πώς μοσχοβολούσε ο Δημητρός σαν έμπαινε στο σπίτι, «Καβούρντιζα καφέ όλη μέρα, Ζουζού» μου έλεγε όταν ρωτούσα. Και τις γλυκόξινες καραμέλες λεμόνι που μου έφερνε θυμάμαι, και τη σπιρτάδα της κανέλας πάνω στο χαλβά που έφτιαχνε η μάνα μου, και την πίκρα της πρώτης σοκολάτας του «εργοστασίου» του θείου Αντώνη -έκπληκτοι όλοι με άκουσαν να λέω «Δε μου αρέσει, είναι πικρή!», και προσπάθησε ο πατέρας μου να με δικαιολογήσει-, και τα κεράσια που τρώγαμε με τον Ισίδωρο... ένα τεράστιο, τραγανό κεράσι, που το κρατούσα στην άκρη της γλώσσας μου και μετά... κρακ... το δάγκωνα και πλημμύριζε το στόμα μου από το γλυκό χυμό, μάτωνε η γλώσσα και τα χείλη μου, κόκκινο αίμα, μυρωδάτο. Αρώματα αγαπημένα, που κάνουν την καρδιά μου να βουλιάζει σε μια γλυκιά θλίψη, μυρωδιές που γεμίζουν το μυαλό μου και είναι σαν να τις έχω κοντά μου, σαν να τους έχω όλους κοντά μου... Η μοσχοβολιά των βασιλικών που ήταν φυτεμένοι στους ασπρισμένους τενεκέδες της αυλής μας, η αγκαλιά της Μαλαματένιας μας -«Πώς μυρίζεις έτσι; Πού τον έχεις κρυμμένο;», και εκείνη, γλυκιά και καλοσυνάτη, έσκυβε προς το μέρος μου και μου έδειχνε το μπούστο της, «Να, Ζουζού, έχω πάντα ένα ματσάκι ανάμεσα στο στήθος μου*-, η βανίλια και η κανέλα, το πορτοκάλι, η μέντα και η καμένη ζάχαρη, έτσι μύριζε πάντα η κουζίνα του σπιτιού σας, πάντα κάτι ψηνόταν και άχνιζε στο φούρνο, πάντα κάτι μυρωδάτο έπλαθαν τα άσπρα χέρια της μάνας σου, ζάχαρη και ροδόνερο, αμύγδαλα σπασμένα... Αρώματα αγαπημένα, αγάπη μου...
Θυμάμαι τα φρύδια της Μαλαματένιας να ανασηκώνονται ανήσυχα για να μου πει στα βουβά «Όχι, όχι» όταν μου ξέφευγε καμιά κουβέντα και κινδύνευε να φανερωθεί στη μάνα μας ότι στην παρακάτω γωνιά από το σπίτι μας την περίμενε ο Πολύδωρας. Θυμάμαι τα χέρια της μάνας μου όλο χάρη, μια δεξιά, μια αριστερά, κοντά στους γοφούς της, σα χόρευε τον καρσιλαμά στα οικογενειακά γλέντια μας, τα χέρια του πατέρα μου, με τις φουσκωμένες φλέβες πάνω στις παλάμες του, να χτυπάνε παλαμάκια, να πετάει μακριά το αποτσίγαρό του με μια κίνηση που έκανε με το μεγάλο του δάχτυλο και το μεσαίο... να, έτσι... Και της δικής σου μάνας τα χέρια θυμάμαι. Να μιλάει καθισμένη δίπλα στο τραπέζι, και κάθε της κουβέντα -πιο γλυκά τούρκικα από αυτά που έβγαιναν από το στόμα της δεν έχω ακούσει!να συνοδεύεται με κινήσεις των* χεριών της, κινήσεις αέρινες, λες και αυτά τα χέρια ήταν τα φτερά ενός πελαργού. Και άστραφταν τα διαμάντια σε κάθε της κίνηση, μαγικές λάμψεις σε μαγικά δάχτυλα. Αλλά πιο μαγικά ήταν τα δάχτυλα του Ισίδωρου όταν έτρεχαν πάνω στα πλήκτρα του πιάνου, όταν έπαιζε λες και κρατιόταν από τη μουσική για να ζήσει, να κρατήσει την ισορροπία του, να βρει τη λύση στο πρόβλημά του: Ποιος ήταν τελικά. Και τα νερά στον Βόσπορο θυμάμαι, τις σκοτεινές κινήσεις τους, «Μη εκεί!» με προφύλασσες, «Έχει ρεύματα!», έβλεπα τη δίνη και ούτε φοβόμουν να πάω, φτάνει που ήσουν εσύ κοντά μου και ήξερα ότι θα με προστάτευες. Και τα νερά στη Μυτιλήνη θυμάμαι, ήρεμα νερά, λαμπερά και διάφανα, μικρός ο κυματισμός τους, πήγαιναν κι έρχονταν μουρμουρίζοντας τα κύματα στο μικρό όρμο που ήταν έξω από το σπίτι του Ισίδωρου. «Όρμος;» είχα ρωτήσει απορημένη, πρώτη φορά άκουγα αυτή τη λέξη, «Μικρό λιμάνι, Ιλαρία» μου εξήγησε δάσκαλός μου στη μουσική, στα γαλλικά, στα πολύπλοκα ξενικά φαγητά, στο ντύσιμο, στο χτένισμα, και εγώ δασκάλα του στο φιλί, στο χάδι, στον έρωτα, δασκάλα που δεν είχε πάει στο σχολείο, πρώτο μάθημα και πρώτη μαθήτρια μαζί του. Και το άγγιγμα του καθενός θυμάμαι. Της μάνας μου το άγγιγμα, που ήτανε πάντα χάδι ζεστό, του αδελφού μου το χαρούμενο χάδι, της Μαλαματένιας το άγγιγμα, που ήτανε σκεφτικό και αφηρημένο αλλού ήταν πάντα ο νους της, για άλλον το προόριζε-, του πατέρα μου, που ήταν αδέξιο και φοβισμένο οι πατεράδες δεν ήταν σωστό να χαϊδεύουν τα παιδιά τους, τα κακομάθαιναν... Και του θείου Αντωνάκη το άγγιγμα θυμάμαι. Το θυμάμαι και αηδιάζω και θυμώνω. Δεν ξέρω ποιο είναι μεγαλύτερο, ο θυμός ή η αηδία, αλλά τέτοιο άγγιγμα που μπορεί να σου σκοτώσει την ψυχή, τέτοιο να μην υπάρξει ποτέ ξανά, όχι μόνο σ’ εμένα, όχι μόνο στις κόρες μου, σε όλο τον κόσμο να μην υπάρξει. Αγγιγμα ίδιο με του Χάρου... Υστερα ήταν το άγγιγμα του Ισίδωρου, γλυκό και άτολμο, άγγιγμα-χάδι φυλακισμένο, που έψαχνε θαρρείς -αιώνες ολόκληρουςνα .βρει τον παραλήπτη που θα το καλοδεχόταν. Εγώ το επιζήτησα, και ήταν η πρώτη φορά που κάποιος το καλοδεχόταν από αυτόν έτσι όπως ήταν: ένας πραγματικός άντρας. Και το χάδι του άντρα μου φέρνω στο νου μου, κατακτητικό και ανυπόμονο, όμως χάδι που ήξερε τον προορισμό του, που μάντευε τα μυστικά του κορμιού μου. Και το δικό σου το χάδι, αγάπη μου, αυτό που έβγαινε από την ψυχή σου και έμπαινε στη δική μου κανείς ανάμεσα σ’ εσένα και σ' εμένα, κι ας ήταν βουνά ολόκληρα.
Θυμάμαι κι άλλα πράγματα, που δεν ξέρω πώς να τα ονομάσω. Το τραγούδι της μάνας μου, τον ήχο από τα ζάρια όταν ο πατέρας μου έπαιζε τάβλι, τη σκιά που έπεφτε στα μάγουλά σου όταν έκλεινες τα μάτια σου, σκιά από τις πυκνές, τις βελούδινες βλεφαρίδες σου, το γέλιο του Ισίδωρου όταν κολυμπούσε στη θάλασσα και με φώναζε να πάω κοντά του, αλλά και τα δάκρυά του, το πώς ζάρωνε -ίδιο τρομαγμένο παιδίόταν τον χτυπούσε η καταιγίδα των αναμνήσεων από τα παιδικά του χρόνια, όταν γυρνούσε πίσω, τότε που έπρεπε να ξεχνάει το φύλο του, που έπρεπε να είναι ό,τι θέλανε οι άλλοι για να τον αγαπάνε. Θυμάμαι τον καπνό από το τσιγάρο του πατέρα μου να γεμίζει τη μικρή κάμαρα, οι δικοί μας είχαν χαθεί'απέναντι, ανίκανοι να αντιδράσουμε περιμέναμε τα νέα, που δεν ήρθαν ποτέ, τυχεροί άτυχοι που φύγαμε, προδομένοι προδότες που επιζήσαμε. Και το μουρμουρητό της κυρα-Νενέ θυμάμαι όταν νανούριζε τον Σίμο μου, το αγκομαχητό της όταν μου έλεγε την ιστορία, μια ιστορία που πρέπει κι εσύ να τη μάθεις, αγαπημένε... Όταν ήρθες, τότε που με βρήκες ξανά, ήμουν γεμάτη με αναμνήσεις, η ζωή μου κυλούσε ανάμεσα σε αυτές και στην πραγματικότητα, καμιά φορά τα μπέρδευα, ήθελα να τον αγαπάω τον άντρα μου αλλά δε με άφηνε, ήθελα να θυμάμαι τον άλλο μα δεν έπρεπε. Είχα τις αναμνήσεις, εκείνες ήταν καταφύγιο και σωτηρία μου, με εκείνες περνούσα τον καιρό μου, έτσι ξεχνιόμουν και προσπαθούσα να χτίσω το μέλλον, το δικό μου και της Ζωίτσας μου και του παιδιού που είχα μέσα στην κοιλιά. Κοντά σου, αγάπη μου, οι αναμνήσεις πήγανε πίσω, στη δεύτερη σειρά, στην τρίτη, πρώτη φορά είχα το τώρα, πρώτη φορά ξεχνούσα το τότε, πρώτη φορά ζούσα για το σήμερα. Μεγάλο, σπουδαίο πράγμα το σήμερα, άλλη σημασία έχει, άλλο παλμό, στο σήμερα πιάνεις το σφυγμό της ζωής, ακούς το αίμα που κυλάει, στο χτες μόνο το άρωμα αυτών που έζησες βρίσκεις. Όμως το τώρα το δικό μας ήρθε αργά. Πώς γίνεται και συμβαίνει καμιά φορά στη ζωή αυτό; Πώς γίνεται το τώρα να είναι ήδη αργά; Πώς γίνεται και μερικές φορές το τώρα είναι πεντάρφανο, δεν έχει αύριο, δεν έχει ελπίδα, δεν έχει όραμα; Είχα και έχω χρέος μεγάλο σ’ αυτή τη ζωή, ποτέ δεν το ξόφλησα, μπορεί και ποτέ να μην το ξοφλήσω. Όφειλα κάποια πράγματα, έπρεπε να τα τηρήσω, δεν ήταν δυνατόν να τα ξεχάσω. Και έγινε ό,τι έγινε, κανείς δεν έχει την ευθύνη εκτός από μένα, κανείς δεν έφταιγε παραπάνω από μένα, η ενοχή δε μοιράζεται μισή μισή, ή φταις ή δε φταις, δεν έχει λίγο, περισσότερο, πολύ. Και, αφού εγώ είχα την ευθύνη, κανένας δεν έπρεπε να τιμωρηθεί εκτός από μένα. Σε πίκρανα και σε πόνεσα, αλλά δε γινόταν αλλιώς. Τιμωρώντας το φταίχτη εαυτό, τιμώρησα κι εσένα. Γιατί ήσουν ο εαυτός μου, ήμασταν ένα. Δεν το ήθελα όμως να συμβεί, να το πιστέψεις αυτό, μόνο να σε πονέσω δεν ήθελα, έκρινα ότι ίσως έτσι ήταν καλύτερα, ότι ίσως έτσι θα πονούσες λιγότερο. Έχει λίγο και πολύ στον πόνο του έρωτα; Ποτέ δεν το απάντησα κι αυτό. Όταν παντρεύτηκες, βρέθηκα πάλι σ’ αυτό που ήξερα τόσο καλά: στη χώρα των αναμνήσεων. Μπορούσα πάλι να ζω με το τότε, μπορούσα να κολυμπάω στο πέλαγος των αναμνήσεών μου. Και ο καημός, ξέρεις, όταν είναι οικείος, είναι μια μορφή ευτυχίας. Η φυγή σου όμως άλλαξε τα πάντα, αυτή τη φορά οι αναμνήσεις μου βρέθηκαν χωρίς πατρίδα, δεν είχαν τόπο, πώς να στέκονταν κάτω από άγνωστο ουρανό, πώς να μη βυθίζονταν στον άγνωστο ωκεανό; Άστεγες αναμνήσεις, φίλε μου. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν και τέτοιες...
Πρώτη φορά που έμαθα να ζω χωρίς αναμνήσεις. Μήπως αυτό ήταν τελικά η ζωή; Ποιος να ξέρει... Πρώτη φορά είχα το σήμερα και το αύριο, είχα τα τρία μου παιδιά να γεμίζουν με τις μορφές τους το αύριο, το μεθαύριο, τον άλλο χρόνο, τον παράλλο. Και, όσο το μέλλον ερχόταν πιο κοντά, μέσα από τα παιδιά μου μπόρεσα... μπορέσαμε... κάπως να κοιταχτούμε στα μάτια και με τον Δαμιανό. Τελικά ο Δαμιανός, ό,τι κι αν έγινε μεταξύ μας, όσο κι αν υποφέραμε στη συμβίωσή μας, όσο λίγο κι αν αγαπηθήκαμε, αυτός ανήκει στο μέλλον το δικό μου και των παιδιών μας. Ξέρω ότι με αυτό που σου γράφω μπορεί να σε πληγώνω πάλι. Συγχώρεσέ με, αγάπη μου, εσύ στολίζεις το παρελθόν μου, τα παΐδια στολίζουν το μέλλον μου αν έχω μέλλον, αν με αξιώσει ο θεός και ζήσω. Και μη θυμώνεις που γράφω «τα παιδιά μας» και εννοώ τον Δαμιανό και εμένα, το δικό μας παιδί είναι η ιστορία μας, η αγάπη μας, το πάθος μας, αυτό λατρεύω εγώ σαν «παιδί μας», αυτό το μεγαλείο που ζήσαμε. Όμως τώρα... τώρα περνάω δύσκολα, αγαπημένε μου. Στέγνωσαν τα μάτια μου και πια δεν μπορώ να κλάψω, άδειασε θαρρείς η ψυχή μου και δεν μπορώ να είμαι θλιμμένη, πάω κι έρχομαι αμίλητη και πικραμένη, τώρα άδειασε η ζωή μου πραγματικά. Αν ζούσε η κυρα-Νενέ, θα μου έλεγε σοφές κουβέντες, θα με συμβούλευε να μην γκρινιάζω, να μην τα βλέπω όλα μαύρα, θα μου έδινε κουράγιο. Στερήθηκα, φίλε μου, τη συμβουλή της μάνας, τη σκέψη και τις νουθεσίες της, στερήθηκα και τις προστατευτικές της φτερούγες, πάντα έκθετη ήμουν, τι να σου κάνει και ο πατέρας όταν είναι τόσο πληγωμένος, όπως ήταν ο δικός μου; Μάνα στάθηκε για μένα η κυρα-Νενέ, μάνα και συμβουλάτορας, την έχασα όμως κι αυτήν, ορφάνεψα για δεύτερη φορά. Τώρα που φύγανε τα παιδιά μου και ήρθανε κοντά σου -και παρηγοριέμαι γιατί ξέρω πόσο τα αγαπάς, πόσο θα τα φροντίσεις-, τώρα με ποιες αναμνήσεις να συνηθίσω να ζω; Με πόσα γέλια τους να ξεχαστώ; Σε πόσα δάκρυά τους να ξεπλυθώ; Σε ποια όνειρά τους να αποκοιμηθώ; Σε ποιο σοκάκι να βγω να τα περιμένω; Ποιο ρολόι να κοιτάξω για να μετρήσω το χρόνο; Δύσκολη αυτή η εποχή για μένα. Εχω βέβαια το Ελπιδάκι, τη «δική σου» Εμέλ, αλλά άδειασε η αγκαλιά μου, άλλαξε και η ισορροπία μου, λες και με τα παιδιά, με τα τρία μου παιδιά, είχα μάθει να περπατάω κρατώντας τα απ’ το χέρι και τώρα κάτι μου λείπει. «Θα γυρίσουν...» προσπαθεί να με παρηγορήσει ο Δαμιανός, «Η ξενιτιά είναι πλάνα...» του απαντάω, στέκεται αυτός λίγο και δε λέει κουβέντα, «Όχι, μαμά, θα δεις πως θα γυρίσουν όλοι\» τονίζει το Ελπιδάκι. Κάνω τότε το σταυρό μου και λέω ότι αυτό το παιδί έχει καθαρή ψυχή, θα το ακούσει ο θεός. Οκάν λατρεμένε μου, φίλε μου, αδελφέ μου, πρόσεχέ μου το κορίτσι μου, τη Ζωίτσα μου, το φως των ματιών μου. Έφυγε πικραμένη από εδώ, πώς και τι ακριβώς δε γνωρίζω, αλλά στην ηλικία της η πίκρα μόνο ερωτική μπορεί να είναι, αφού έχει την οικογένειά της, που όλοι μας την αγαπάμε τόσο. Έρωτας, αγάπη μου, και εσύ θα καταλάβεις, θα το διαβάσεις μέσα στα μάτια της, θα το δεις στην άκρη των χειλιών της, στις ρίζες των μαλλιών της, στον τρόπο που βαδίζει, που πιάνει, που δε γελάει, που βουρκώνει. Μίλα της, περπάτησέ την, τραγούδησε, χόρεψε, συζήτησε μαζί της. Γίνε ο πατέρας που δεν έχει εκεί... συγνώμη που σου ζητώ τόσο πολλά... γίνε ο Δαμιανός για τη Ζωή μου, αυτόν ξέρει για πατέρα της, αυτόν λατρεύει πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλο. Και το γιο μου πρόσεξε, τον μικρό μου Σίμο. Είναι καλό και φιλότιμο παιδί, τον αγαπάς πολύ, το ξέρω, κι εκείνος σε αγαπάει, κοντά σου ίσως βρει τον πατέρα που δε χάρηκε. Λαχταράει η ψυχή του Δαμιανού
για τον Σίμο μου, αλλά το κρύβει, ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί, αυστηρός απέναντί του, λίγα τα καλά του λόγια, λιγότερα τα χάδια. Γίνε πατέρας του, σε παρακαλώ, Οκάν. Βαρύ το φορτίο, και το ξέρω, δεν έχω από πού αλλού να ζητήσω ^βοήθεια, στήριγμά μου και προστάτης των παιδιών μου τώρα εσύ, ξέρω ότι και χωρίς να σου τα έλεγα αυτά εσύ έτσι θα έκανες, πατέρας τους θα γινόσουν, γίνε δυο φορές, αγαπημένε, τώρα που σου το ζητάω. Οκάν αδελφέ μου, φίλε μου, λατρεμένε μου, ο πατέρας μου διάλεξε για μένα το όνομα «Ιλαρία» για να είμαι πάντα χαρούμενη, να δίνω χαρές και στους άλλους. Το προσπαθώ. Ό,τι κι αν μου έχει συμβεί, εγώ προσπαθώ να βρίσκω το κέφι μου και να είμαι χαρούμενη. Θυμάσαι πώς τραγουδούσα; Βουβάθηκαν τώρα τα χείλη μου, αλ\ά, μόλις φύγει αυτό το γράμμα από τα χέρια μου και πετάξει για σένα, θα βρω πάλι τις νότες, θα βρω τη μελωδία. Θα προσπαθήσω, καλέ μου, και θα τα καταφέρω, θα περιμένω να γυρίσουν, θα περιμένω να γυρίσετε όλοι σας. Η ζωή μού χρωστάει ακόμη πολλά, δε θα της χαλαλίσω ούτε μιας μέρας ευτυχία που δικαιούμαι. Θα χαμογελάω και θα περιμένω. Θα σας περιμένω. Μόνο να μου το πείτε έγκαιρα, να ράψω καινούριο φουστάνι και να φτιάξω γλυκό του κουταλιού σύκο, που τόσο σου αρέσει. Σε φιλώ γλυκά, Λάρα
ΥΓ. Φύλαξε το σταυρό που σου χάρισε η Νενέ σαν τα μάτια σου. Κι εγώ κρατάω για σένα μια φωτογραφία και ένα μεγάλο μυστικό. Οι ζωές μας δε συναντήθηκαν μόνο στα κορμιά και στις ψυχές μας. Συναντήθηκαν και με τους ανθρώπους, τους δικούς μας ανθρώπους. Θα σ’ τα πω όταν έρθεις, καθισμένοι στο τοιχάκι θα είμαστε και θα πίνουμε καφέ, έτσι όπως τον έφτιαχνε η κυρα-Νενέ: σε αναμμένα κάρβουνα...
ΤΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΛΗΣ2 Ελένη ΜΕΓΑΛΩΝΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΤΗΣ, μεγάλωνε και η ίδια και μέστωνε, μόνη περνούσε τη ζωή της η Ελένη, μόνη μέσα στο πλήθος των ανθρώπων που κατοικούσαν εκείνο το σπίτι, ο πεθερός και η πεθερά της, τα τρία αδέλφια του άντρα της -όλα παιδιά, δηλαδή αγόρια-, _ τα τέσσερα δικά της, η Αρτέμη, η Ροζαλία, η Βασιλική η Βου και ο Αχιλλάκος της, αυτή και ο Ζήσης. Έντεκα άνθρωποι μέσα στο ίδιο σπίτι, της κακοφαινόταν της κοπέλας,"καμία στιγμή δεν είχε δική της, πάντα με κόσμο, πάντα με τα παιδιά να της παίρνουν το κεφάλι, αν δεν ήταν κάποιο δικό της να της ζητάει πράγματα -παιχνίδια, χάρες, βοήθεια στα μαθήματα, χάδια, ψωμοτύρι, ένα μολύβι, μια κάλτσα, μια βόλτα-, θα ήταν κάποιο από τα κουνιάδια της, τα μικρά αδέλφια του άντρα της, παιδιά έξυπνα και ζωηρά, με τις απαιτήσεις και τα καμώματα του φύλου τους. Μόνο ο Αλέξανδρος, ο «μεγάλος», που είχε μπει στην εφηβεία και ήταν σοβαρός και μετρημένος, μόνο αυτός δεν της ζητούσε τίποτα. Την αγαπούσε, τη λάτρευε στα βουβά, ήταν ο πρώτος του έρωτας -κρίμα
να είναι γυναίκα του μεγάλου του αδελφού...-, ένας-έρωτας ανάμεικτος με αγάπη που έμοιαζε με αυτήν που είχε στη μάνα του και με αφοσίωση που ταίριαζε σε πιστό φίλο. Η Ελένη για τον Αλέξανδρο ήταν ο πρώτος έρωτας, η πρώτη αδελφή, η πρώτη φίλη και η δεύτερη μάνα μια σχέση που, αν προσπαθούσε κανείς να την αθροίσει σε αγάπη, ήταν πολλά, ήταν σχεδόν τα πάντα. Η Πιπίνα, η πεθερά της, βαριά από τα κιλά και τα χρόνια, που μετρούσαν θαρρείς διπλά σ’ εκείνη, είχε παραιτηθεί πια από το σπίτι, ακόμη και από την ανατροφή του μικρότερου γιου της, ο οποίος χωνόταν κάθε τόσο στην αγκαλιά της Ελένης με μπερδεμένη την εικόνα τού ποια ήταν η μάνα του τελικά: η Δέσποινα, που έμοιαζε με γιαγιά του, ή η Ελένη, που τα κοριτσάκια της ήταν λίγο μεγαλύτερα από εκείνον και ο γιος της, δηλαδή ο ανιψιός του ο Αχιλλέας, ήταν λίγο μικρότερος του; Με την αποχή της Πιπίνας από τα καθημερινά, η Ελένη ανέλαβε και το ρόλο της νοικοκυράς, ρόλο που τον κρατούσε ζηλόφθονα η άλλη μέχρι τότε, γιατί έπρεπε να έ^ει τον πρώτο λόγο στις δουλειές, στα ψώνια, στο μαγείρεμα, στην αλλαγή κάποιων πραγμάτων στο σπίτι, τον πρώτο λόγο στην απόφαση για τα καλέσματα, για το πότε θα ανέβαιναν στη Σαμαρίνα, για το πότε θα έστρωναν τα χάλια. Γιατί, αν δεν έχεις την πρώτη θέση στην καρδιά του ανθρώπου σου, του συντρόφου σου, ρημάζεσαι να την έχεις κάπου αλλού, μήπως και έτσι σου αναγνωρίσει αυτός το τι αξίζεις... Κι έτσι η δόλια η Πιπίνα, από τη φύση της βαριά και τεμπέλα, είχε επωμιστεί την «αρχηγία» του σπιτιού -διατάζοντας συνέχεια την παρακόρη, αργότερα και την Ελένη, όπως πιο παλιά τη Βασιλική και τη Χάιδωφορώντας το φωτοστέφανο της οσιομάρτυρος, με την ελπίδα να ακούσει έναν καλό λόγο από το στόμα του άντρα της. Τον τελευταίο χρόνο όμως, έπειτα από μια σοβαρή πνευμονία που την έριξε στο κρεβάτιι -πώς τρύπησε τόσο λίπος το κρύο και βρήκε τα πνευμόνια, αυτό παραμένει μυστήριο...-, δήλωσε ασθενής και κάθισε στην πολυθρόνα μέσα στην κάμαρά της, και από τότε πια σπάνια έβγαινε, σπάνια ανακατευόταν σε οτιδήποτε, μόνο «Φέρτε μου το φαΐ» αδημονούσε και έτρωγε πολύ περισσότερο από παλιά. Η κατάσταση αυτή της Πιπίνας -μια μορφή βαριάς κατάθλιψης, όπως θα λέγαμε σήμεραείχε αρχίσει από τότε που ο άντρας της, ο αφέντης Αχιλλέας, γοητευτικός και κοτσονάτος, έπαψε να κοιμάται μαζί της. Ερωτευμένη καθώς ήταν -τελικάπολύ με τον άντρα της, αυτόν που ούτε στα όνειρά της είχε πιστέψει ποτέ ότι θα αποκτούσε, όταν εκείνος, μετά τη γέννηση του τέταρτου παιδιού τους -τρίτου εν ζωή-, αποφάσισε να κοιμάται στο χειμωνιάτικο δωμάτιο και δεν ξαναγύρισε ποτέ στο κρεβάτι τους, άρχισε να έχει τα πρώτα σημάδια της μελαγχολίας, σημάδια που κανείς δεν τα πρόσεξε εξαρχής -μήπως, κι αν τα πρόσεχε., τι θα μπορούσε να κάνει;-, γιατί, προσπαθώντας να μην παραδεχτεί την ήττα της, η Πιπίνα δε μίλησε ποτέ σε κανέναν, δεν άνοιξε την καρδιά της, δε ζήτησε και δεν πήρε καμία συμβουλή, μόνο βυθιζόταν σε μια ακίνητη λίμνη γεμάτη από τα παράπονα που είχε από τον άντρα της: Μήπως δεν του είχε σταθεί σε όλα τα δύσκολα της ζωής του; Στον ξενιτεμό της Βασιλικής, στο θάνατο του Νικόλα, στην απόφαση του Αδάμου να γίνει ιερέας... Μήπως δεν είχε σεβαστεί τη μάνα του, εκείνη την αυστηρή γυναίκα που ποτέ δεν την είδε με καλό μάτι; Μήπως δεν τον είχε πάντα ντυμένο και ποδεμένο του κουτιού; Μήπως δεν είχε ανεχτεί την αμαρτία μέσα στο ίδιο της το σπίτι, όταν δέχτηκε να μένει στο ίδιο δωμάτιο το ανύπαντρο ζευγάρι, ο γιος του και η σημερινή του γυναίκα; Τι άλλο ήθελε λοιπόν αυτός, που ποτέ δεν της είπε μια γλυκιά κουβέντα, ποτέ δεν την επιβράβευσε για κάτι, οτιδήποτε; Ή μήπως ποτέ γεύτηκε το χάδι του ή μια ματιά του ενθαρρυντική; Θύμωσε λοιπόν η Πιπίνα σιγά σιγά, θύμωσε με εκείνον, αλ\ά θύμωσε και με την ίδια τη ζωή, θύμωσε και με τη νύφη της την Ελένη και τα παιδιά της, θύμωσε και με την ψυχοκόρη και τους μπιστικούς.
θύμωσε ακόμη και με τα παιδιά της, εκείνα τα όμορφα αγόρια, που -ευτυχώςδεν της μοιάζανε καθόλου και είχανε φανερή προτίμηση στην Ελένη, που την αγαπούσαν σαν αδελφή τους αλλά ποτέ δεν τη συνέκριναν με τη μάνα τους εκείνη είχε τη δική της θέση στην καρδιά τους, την ίδια θέση που έχουν όλες οι μάνες του κόσμου. Αλλά πού να την αφήσει η ζήλια την Πιπίνα να τα σκεφτεί αυτά; Με το θυμό της σημαία και με την απειλή «Τώρα θα σας δείξω εγώ τι αξίζω!», καταδίκασε τον εαυτό της σε μια φυλακή, που κανέναν δεν έβλαψε ιδιαίτερα -και αναφέρομαι στα παιδιά της, όχι στους μεγάλους-, παρά μόνο την ίδια, αφού έζησε στην απομόνωση. Και έζησε πολλά χρόνια έτσι, γιατί, κόντρα στις συμβουλές των γιατρών και των οικείων ότι τάχα αυτό θα έβλαπτε την υγεία της, αυτή μακροημέρευσε περισσότερο απ’ όλους. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό ζωής που είχε διαμορφωθεί στο μεγάλο σπίτι με το πέρασμα των χρόνων, η Ελένη ζούσε τις στιγμές της μόνη, άσχετα αν η οικογένεια ήταν τόσο πολυμελής. Γιατί η μοναξιά της ξεκινούσε από την έλλειψη ψυχικής επαφής που είχε με τον Ζήση τον αγαπούσε σαν πιστό σκυλί τον άντρα της, αλλά οι ψυχές τους, όχι, δεν είχαν ταυτιστεί, όπως ρομαντικά θυμόταν η κοπέλα ότι είχε συμβεί με τον Δημητρό, τον οποίο με το πέρασμα των χρόνων είχε εξιδανικεύσει μέσα της. Αραιά και πού θυμόταν και το απόγευμα εκείνο που είχε βρεθεί στην αγκαλιά του πεθερού της, μια αγκαλιά σημαδεμένη με αίμα και μελάνι, μια αγκαλιά που την κράτησε μέσα της σφιχτά και απόλυτα. Τότε, τις λίγες εκείνες στιγμές, η Ελένη είχε νιώσει το ίδιο μεγαλείο που αισθανόταν και όταν βρισκόταν στην αγκαλιά του Δημητρού: βασίλισσα, κυρίαρχος του κόσμου. Το αίσθημα εκείνο τη συγκλόνισε, και μες στην πμραζάλη της ευχήθηκε να γινόταν εκείνος ο άντρας της, εκείνος ο πατέρας ίων παιδιών της. Ύστερα ήρθε η αλήθεια σκληρή, μαζί με τη συνειδητοποίηση με όλες τις παραμέτρους της, εκείνος την έβγαλε αποφασιστικά από την αγκαλιά του -αποφασιστικά αλλά με πόνο ψυχής, το είδε η Ελένη μες στις παραισθήσεις της, το είδε και δεν έπαψε ποτέ να το θυμάται-, δεν έμεινε κοντά της, όπως του ζήτησε, όπως είχε ανάγκη, γέρασε απότομα και έφυγε με σκυφτή την πλάτη. Από τότε ο αφέντης Αχιλλέας τής μιλούσε σπάνια και δεν ανακατεύτηκε ποτέ στη ζωή τους, ήταν πάντα απόμακρος και έλειπε τακτικά από το σπίτι. Όταν γεννήθηκε η Βασιλική η Βου, άλλαξε κάπως, αγαπούσε φανερά περισσότερο αυτή του την εγγονή, μαζί της προσπάθησε να κερδίσει τα χαμένα χρόνια, αυτά που είχε χάσει «μακριά» από τη δική του Βασιλική. Κι ενώ η γέννηση και το μεγάλωμα της Βασιλικούλας έδωσαν καινούρια πνοή και ελπίδες σΐον αφέντη Αχιλλέα, με τη γέννηση του εγγονού του, που πήρε φυσικά το δικό του όνομα -ύψιστη ολοκλήρωση της προσωπικότητας ενός άντρα για τα ήθη και τα έθιμα της κοινωνίας εκείνης-, αισθάνθηκε ότι τελείωνε πια ο «ένδοξος βίος» του, τώρα υπήρχε ο διάδοχος, αυτό το ευλογημένο παιδάκι που έμοιαζε τόσο σιον παππού του όσο και στη θεία του τη Βασιλική την Α, αλλά και στους θειους του, δηλαδή στους γιους της Πιπίνας. Τώρα ο αφέντης περνούσε σε δεύτερη μοίρα «στην εφεδρεία», όπως μονολογούσε πικρά. Και γέρασε πρόωρα, μένοντας στο περιθώριο της ζωής και παρατηρώντας από μακριά, όταν οι άλλοι δεν τον έβλεπαν, τη νυφαδιά του, εκείνη την αέρινη νεράιδα που δεν έπαψε στιγμή να είναι ερωτευμένος μαζί της και που του θύμιζε, παράλογα πολύ, τη λατρεμένη του Αρτέμη. Η Ελένη ανασκουμπώθηκε στη δουλειά. Μια τόσο μεγάλη οικογένεια απαιτούσε τεράστια φροντίδα, οργάνωση και καλή διάθεση. Τα είχε η κοπέλα τα «προσόντα» αυτά, είχε και μεγάλη αγάπη στην καρδιά της για τα παιδιά, για όλα τα παιδιά, προσπάθησε, πάσχισε, αφιερώθηκε στη μεγάλη αυτήν οικογένεια και κατάφερε να τους έχει όλους ευχαριστημένους και νοικοκυρεμένους. Κουραζόταν πολύ, αλλά έτσι
ξεχνιόταν και δεν είχε συνέχεια στο νου της ότι η καρδιά της δε φούσκωσε ποτέ ξανά από την πλημμύρα του έρωτα καλός, χρυσός ο Ζήσης, αλλά ώρες ώρες η Ελένη πίστευε ότι τους χώριζαν πολλά πράγματα. Πέθανε ο πατέρας της και τον έκλαψε με μαύρο δάκρυ όταν το πληροφορήθηκε, μήνες πολλούς αργότερα, οι αδελφές μόνες στην Αλεξάνδρεια, αντιμέτωπες με τη φτώχεια και τον πόλεμο, «Να τις φέρεις εδώ» της πρότεινε ο Ζήσης, φιλόξενος και γενναιόδωρος πολύ, τους το πρότεινε δειλά η κοπέλα, «Γιατί δεν έρχεστε στην Ελλάδα; Γιατί δεν έρχεστε σ εμάς;» τους έγραψε, αν και ήξερε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο για εκείνες να συνηθίσουν σε τέτοιο τρόπο ζωής. Η οικογένεια ήταν πλούσια, αλλά ζούσαν λιτά, έτσι ζούσε όλη η φυλή, όλη η πόλη, δε χωρούσε η πολυτέλεια και η σπατάλη στο σπίτι τους, η Ελένη δεν είχε κανένα πρόβλημα να ιϊροσαρμοστεί σ’ αυτή τη ζωή, της αρκούσαν και της περίσσευαν όσα είχε, αμύθητος θησαυρός ήταν τα παιδάκια της, όλα τα άλλα ήταν υπεραρκετά, δε ζητούσε τίποτα υλικό. Μόνο να σκιρτήσει η καρδιά της στο χάδι του άντρα της επιζητούσε, όπως και τη θαλπωρή μιας μάνας, μιας αδελφής, μιας φίλης - μιας φίλης σαν τη Χάιδω. 'Ωσπου να αποφασίσουν οι αδελφές της αν θα πήγαιναν ή όχι, κηρύχτηκε ο πόλεμος. Και πάγωσαν τα ταξίδια, οι καρδιές και ο χρόνος. Έφυγε ο Ζήσης και πάλι για τον πόλεμο και άδειασε το σπίτι. Μάθαιναν τα νέα, ο ελληνικός στρατός είχε πετσοκόψει την «Τζούλια*, την ιταλική μεραρχία αλπινιστών που είχε φτάσει μέχρι τα άγια χώματα του χωριού τους, τα χώματα της Σαμαρίνας. Τους νίκησαν και τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν πανικόβλητοι. Ύστερα ο ελληνικός στρατός κυνήγησε τους Ιταλούς στην Αλβανία. Τον αποχαιρέτισε πάλι ψύχραιμη η Ελένη, ενώ από μέσα η καρδιά της σπάραζε, «Θέλω να σε θυμάμαι χαμογελαστή...» της ζήτησε, και έκανε εκείνη κουράγιο και του χαμογέλασε, τον είδε να απομακρύνεται με μεγάλα βήματα, ήξερε ότι αυτή δεν ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε και «Μην κλαις...» παρηγόρησε τη Βασιλική τη Βου, που όλη νύχτα ρουφούσε τη μύτη της, «Ο πατερούλης θα γυρίσει σύντομα κοντά μας». Με κομμένη την ανάσα μάθαιναν για τις νικηφόρες μάχες του ελληνικού στρατού, πανηγύριζαν ενθουσιασμένοι κάθε φορά που έφτανε η είδηση μιας νίκης ή ένα γράμμα του Ζήση, «Χιόνι και λάσπη, αγαπημένοι μου...» έγραφε στα γράμματά του, «Τόσο κρύο δεν έχω αισθανθεί ποτέ, κι ας λέμε ότι είμαστε βουνίσιοι», κοιτάζονταν αμίλητοι ο αφέντης και η Ελένη τι να πρώτο πρόσεξε ο αγαπημένος τους, τις βόμβες, τις σφαίρες, ή τα κρυοπαγήματα και τις κακουχίες;... «Θα έρθει!» τους διαβεβαίωνε όλους η κοπέλα, παιδιά και γονείς, που είχαν την ίδια ανάγκη να το ακούσουν. Δεν είναι δίκαιο να χάσω δύο άντρες στον πόλεμο..., ανέπτυξε τους δικούς της μηχανισμούς και παρηγοριόταν τις νύχτες, όταν οι φόβοι της ούρλιαζαν σαν λυσσασμένα φαντάσματα. Την άνοιξη του 1941 ο Ζήσης πολέμησε στα στενά της Κλεισούρας με τον ελληνικό στρατό, ενώ ήδη στην πόλη του είχαν μπει οι Ιταλοί και οι Ρουμάνοι. Η οπισθοχο')ρηση των ελληνικών δυνάμεων σήμανε και την κατάληψη της Κοσμόπολης, της χιλιοτραγουδισμένης. Κι όταν, λίγες μέρες αργότερα, κοινοποιήθηκε η διαταγή συνθηκολόγησης, ο Ζήσης γύρισε σε κακιά χάλια, αλλά ζωντανός. Αδυνατισμένος και με τα νύχια των ποδιών του όλα σαπισμένα, έφτασε οκ; την πόρτα του σπιτιού του και έπεσε λιπόθυμος πάνω από δύο εβδομάδες περπατούσε μέρα νύχτα, όπως τους είπε αργότερα, από το Μπέλες μέχρι το σπίτι τους.
Για πολύ καιρό ήταν αδύνατον να κάνει έστω και ένα βήμα, και παρέμεινε κάτω στην κάσα, στη σάλα μέσα, όπου τον φρόντιζε με αυταπάρνηση η Ελένη, τον τάιζε στο στόμα και περιποιόταν τα πληγιασμένα του πόδια. «Από κει που ξεκινήσαμε...» αστειευόταν όταν έβρισκε λίγο τα κέφια του, «σαν να μη πέρασε ούτε μία μέρα από τότε που σε γνώρισα...», εννοώντας τη μέρα που τη συνάντησε στην Ιερισσό ουουου, αιώνες πρινκαι που πάλι τραυματίας ήταν, «Μόνο που τώρα είσαι ακόμη πιο όμορφη...». Προτού αρχίσουν οι Ρουμάνοι στρατιώτες να πιέζουν τους κατοίκους να στείλουν τα παιδιά τους στο ρουμανικό σχολείο και οι Βούλγαροι τις γνωστές τους αγριότητες, ο Ζήσης, όπως είχε κάνει ο πατέρας του πολλά χρόνια πριν, αποφάσισε να ανέβουν πιο νωρίς εκείνη τη χρονιά στο χωριό πάνω στην Πίνδο, για να γλιτώσουν έστω λίγη από την ντροπή που τους έκανε να νιώθουν ο κατακτητής. - Θέλω να σου πω κάτι..., ψιθύρισε στο αφτί της γυναίκας του ένα βράδυ που, αν και Ιούνιος, η καταιγίδα έξω μαινόταν και το κρύο ήταν τσουχτερό. Ανασηκώθηκε ανήσυχη εκείνη, οι καιροί ήταν πονηροί και δύσκολοι, τι ήθελε άραγε να της πει ο Ζήσης; - Σ’ ακούω, και του έσφιξε το χέρι καταλάβαινε ότι δε θα άκουγε ευχάριστα. - Θα φύγω, Ελένη, και να με συμπαθάς. θα πάω με τον καπετάνιο... Εσείς να μείνετε εδώ και το χειμώνα. Καλύτερα το κρύο παρά ο κατακτητής. Ελένη, θα φύγω. Μόνο μη μάθει ο πατέρας τίποτα, γιατί θα προσπαθήσει να με εμποδίσει. Έμεινε ακίνητη, ο «καπετάνιος» που έλεγε ο άντρας της ήταν ο καπετάν Υψηλάνιης, που έκανε αντίσταση σιους Γερμανούς με το σώμα που είχε συγκροτήσει. «Εμείς;» ήθελε να τον ρωτήσει, «Εμείς τι θα απογίνουμε;», αλλά δεν είπε τίποτα, ήξερε ότι δε θα του άλλαζε γνώμη, ούτε και ήθελε άλλωστε, η μοίρα της ήταν να δένει τη ζωή της με τολμηρούς ανθρώπους. - Καλά..., μουρμούρισε και κατάπιε τα δάκρυά της. - Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, καταλαβαίνεις... - Καταλαβαίνω. Ζήσανε τρία χρόνια πάνω στη Σαμαρίνα. Η ιστορία της οικογένειας επαναλαμβανόταν με φόντο έναν άλλο πόλεμο, το ίδιο φονικό, το ίδιο απάνθρωπο. Ο αφέντης Αχιλλέας δεν πίστεψε την ιστορία του γιου του, ότι τάχα είχε πάρει άδεια από τον κατακτητή και θα έφευγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα έστηνε μια καινούρια επιχείρηση. «Πού πας;» είχε αγριέψει όταν εκείνος του ανακοίνωσε την απόφασή του να φύγει. «Αυτή δεν τη σκέφτεσαι; Τα παιδιά σου έστω; Ξεχνάς τι συνέβη στη μάνα σου, στον αδελφό σου;» «Θα έχουν εσένα, πατέρα. Είμαι ήσυχος που θα έχουν εσένα». Οταν έφυγε ο Ζήσης, η ζωή πήρε άλλη μορφή. Η οικογένεια συγκατοίκησε στο παλιό σπίτι, το πατρικό, δεν υπήρχε λόγος να μένουν χωριστά, ο φόβος και οι καιρικές συνθήκες απαιτούσαν να είναι όλοι μαζί. Η Ελένη στάθηκε μάνα και πατέρας για τα παιδιά της και για τα παιδιά της Πιπίλ ας, ακόμη και για την Πιπίνα στάθηκε μάνα. Ανίκανη να κάνει οτιδήποτε, η γυναίκα περίμενε να τη λούσουν, να την ντύσουν, να της πάνε φαγητό, όμως εκείνα τα τρία χρόνια τα πέρασε περισσότερο ευτυχισμένη από ποτέ, αφού ο αφέντης ξαναγύρισε στην κάμαρά τους, λόγω έλλειψης χώρου, και εκείνη ήταν ευτυχής μόνο και μόνο επειδή τα βράδια άκουγε την αναπνοή του από το διπλανό κρεβάτι.
Το σπίτι γέμισε σκιές και σιωπή, όλοι βάδιζαν στα νύχια των ποδιών τους, και κανένας θόρυβος δε διατάρασσε τη νεκρική σιγή, που ήταν γεμάτη από φόβο και αγωνία. Ακόμη και τα παιδιά, συναισθανόμενα τη σοβαρότητα της απουσίας του πατέρα και μεγάλου τους αδελφού, έπαιζαν χαμηλόφωνα, μάλωναν χαμηλόφωνα, γελούσαν μόνο με τα χείλη. Μέσα στα δύσκολα εκείνα χρόνια -δύσκολα αλλά ευτυχώς όχι τραγικάη Ελένη άκουσε από το στόμα του π,εθερού της με κάθε λεπτομέρεια το τέλος της πρώτης του γυναίκας και του μικρότερού του παιδιού -από εκείνηκαι ήρθε σε επαφή, κατά κάποιο τρόπο, με την προσωπικότητα της Βασιλικής, της κουνιάδας της, την οποία αγάπησε και θαύμασε πολύ, επηρεασμένη και από τις διηγήσεις της Χάιδως, κυρίως όμως από τα λόγια του πεθερού της, που μες στη μοναξιά και στην πίκρα του -ο πρωτότοκός του στην Αντίσταση, κι ας μην του το είχαν πει, και ο άλλος γιος αγνοούμενος-, προσπαθώντας να κρατηθεί από κάπου, από κάποιον, «έφερε» τη Βασιλική κοντά του και άρχισε να μιλάει για εκείνη σαν να ήταν παρούσα και να την εκθειάζει, όπως δεν το είχε κάνει ποτέ τόσα χρόνια. Τότε ήταν που δημιουργήθηκε στο σιωπηλό σπίτι μια παράξενη ατμόσφαιρα και κανένας δεν μπορούσε να πει αν οι απόντες ήταν λιγότερο παρόντες από όσους γέμιζαν το σπίτι. Ο Ζήσης ήρθε δύο φορές όλες κι όλες μέσα σ’ αυτά τα τρία χρόνια. Την πρώτη φορά, δώδεκα μήνες μετά το φευγιό του, χτύπησε την εξώθυρα ένα βράδυ που λυσσομανούσε ο χιονιάς, κι όταν στο άνοιγμα της πόρτας ο αφέντης Αχιλλέας είδε έναν αγριάνθρωπο με γένια, ζοχίμένο με φυσεκλίκια, το πρώτο που σκέφτηκε ήταν ότι σε λίγο η Ελένη θα πλάγιαζε μαζί με τον άντρα της και γιο του. Έμεινε μία νύχτα στο σπίτι ο Ζήσης, είδε τα παιδιά του χωρίς να τα ξυπνήσει, γιατί δεν έπρεπε να γνωρίζουν τίποτα, κοιμήθηκε με λαχτάρα με τη γυναίκα του και έφυγε προτού ακόμα φέξει. Την επόμενη φορά, λίγο πριν από την καταστροφή της Κλεισούρας, τότε που οι Γερμανοί από αντίποινα έσφαξαν αμάχους, κυρίως γυναικόπαιδα και γέροντες, ο Ζήσης συνάντησε την Ελένη στο μικρό μπαξεδάκι μόλις έπιασε να νυχτώνει. Από νωρίς ένα παιδί, από τα ελάχιστα που ήταν ήδη στη Σαμαρίνα, γιατί ακόμα είχε κρύα, της έφερε ένα χαρτάκι που έγραφε «Στον μπαξέ», της το έβαλε στη χούφτα και έφυγε τρέχοντας. - Θέλω κι εγώ να του μιλήσω, της είπε ο πεθερός της. Πού θα τον συναντήσεις; Δεν αποκάλυψε το μυστικό εκείνη, ήξερε από την άλλη φορά ότι όσο λιγότεροι γνώριζαν τόσο λιγότεροι θα πλήρωναν αν... ο μη γένοιτο... Έδωσε παραγγελία στον Αλέξανδρο να φυλάει τα μικρά και έφυγε από νωρίς από το σπίτι. Αφού έκανε μια μεγάλη βόλτα μέσα στους λασπωμένους δρόμους, προσέχοντας να δει αν κάποιος την ακολουθούσε -ελάχιστοι οι κάτοικοι στο χωριό εκείνη την εποχή, οι άντρες στο καφενείο στο χάνι, οι γυναίκες στα σπίτια με τις ασχολίες τους-, ξαναγύρισε κρυφά στην αυλή τους. Χώθηκε στο κηπάκι, η λάσπη ως το γόνατο, και κρύφτηκε πίσω από μια γέρικη βελανιδιά, που ήταν στην άκρη από κάτω ο γκρεμός. Περίμενε ώρες, πάγωσε το κορμί της από το κρύο, και την έπιασε κάτι σαν ύπνος, σαν λήθαργος, σαν θάνατος. Ξύπνησε από ένα τραχύ χέρι στο στόμα της. Ο Ζήσης την τράβηξε κοντά του και της ζήτησε να μη φωνάξει. - Θα χτυπήσουμε τους Γερμανούς..., της είπε αργότερα, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά, που της τα είχε
ανακατώσει όταν την πήρε με πάθος. Ο Θεός να μας βοηθήσει... Να προσέχεις τα παιδιά σαν τα μάτια σου. Σύντομα θα τους διο')ξουμε τους φρίισηδες. - Να προσέχεις, άντρα μου..., ψιθύρισε δακρυσμένη η Ελένη καθώς εκείνος έφευγε βιαστικός, καβάλα στο άλογό του. Το νέο για το μακελειό στην Κλεισούρα έφτασε με κάποιες μέρες καθυστέρηση πάνω στην Πίνδο. Ο αδελφός του αφέντη και η οικογένειά του, γυναίκα, νύφη και εγγόνια, όπως και η οικογένεια της κόρης του, είχαν όλοι σφαγιαστεί. Μόνο ο ανιψιός του αφέντη, ο Ζήσης ο πρεσβύτερος, και ο άντρας της ανιψιάς του σώθηκαν, καθώς ήταν φευγάτοι, όπως οι περισσότεροι άντρες, στο βουνό. Οι άνθρωποι, φιλήσυχοι και ειρηνικοί, πιστεύοντας στους ντελάληδες του εχθρού ότι δεν είχαν σκοπό να πειράξουν τους αμάχους -τους άλλους τάχα, τους αντιστασιακούς, έψαχναν-, είχαν μείνει στα σπίτια τους και περίμεναν να περάσει κι αυτό το κακό. Όμως οι Γερμανοί μπήκαν στην πόλη πάνοπλοι, έσφαξαν όσους βρήκαν μπροστά τους και ύστερα, με κλοτσιές και πυροβολισμούς, άρχισαν να ανοίγουν τις πόρτες των σπιτιών και να τραβάνε τους ανθρώπους -οι πιο πολλοί γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοιέξω στις αυλές, όπου τους εκτελούσαν εν ψυχρώ, ενώ όσους αντιστάθηκαν πιο σθεναρά μέσα στα σπίτια τους τους εκτέλεσαν εκεί. Η αγριότητά τους ήταν απίστευτη για έναν τέτοιο «υπερούσιο» λαό: έκαψαν σπίτια και εκκλησίες σκότωσαν ακόμη και τον παπά, που με το σταυρό στο χέρι τούς εκλιπαρούσε να αφήσουν τουλάχιστον τα παιδιά. Τα αντίποινα των Γερμανών για το χτύπημα των ανταρτών ήταν απάνθρωπο. Αφού σκότωσαν, έκαψαν και ρήμαξαν, έφυγαν όπως είχαν έρθει, πάνοπλοι, ματωμένοι και στυγνοί, χαρίζοντας τη ζωή στις οχτώ γυναίκες που είχαν στήσει στην πλατεία για το σκοπό αυτόν. Ανάμεσα ο αυτές τις γυναίκες ήταν και η μάνα του αφέντη, η Ζήσαινα, που όταν μπήκαν οι στρατιώτες στο σπίτι, προκειμένου να σώσει τη ζωή του γιου της, όρμησε πάνω τους βρίζοντας και χτυπώντας με τις γροθιές της. Γέλασε τότε ο αξιωματικός -πού ακούστηκε μια μισότρελη γρια να τους σταθεί εμπόδιο;και δεν τη σκότωσε αμέσως, αλλά την έριξε σε μια καρέκλα, κι όταν «τελείωσαν» με εκείνο το σπίτι, την πήραν μαζί τους στι]ν πλατεία και την άφησαν με τους άλλους αιχμάλωτους, μέχρι να ανασυνταχθούν για την αποχώρηση. Ύστερα από λίγο, με ολοκληρωμένο το έργο τους, δηλαδή τη σφαγή και την πλήρη σχεδόν καταστροφή της πόλης, αποφάσισαν να εκτελέσουν και τους τελευταίους που είχαν στα χέρια τους: οχτώ άοπλες και αδύναμες γυναίκες, που τις έστησαν στη σειρά και όπλισαν. Τη στιγμή εκείνη, προτού ακουστεί το τελεσίδικο «Feuer!»3, από την απέναντι πλαγιά του Μουρικίου έπεσε μια φωτοβολίδα που σήμανε τη λήξη της επιχείρησης. Οι γυναίκες εκείνες έζησαν. Κανείς δεν ξέρει αν πρέπει να τις πει τυχερές. Τη δική μας πάντως, τη μάνα του αφέντη Αχιλλέα, με τον έναν κλάδο της οικογένειάς της -αυτόν του μεγαλύτερού της γιουσχεδόν ολότελα αφανισμένο, θα μου επιτρέψετε να την πω άτυχη. Άτυχη που επέζησε. Το πένθος στην οικογένεια ήταν βαρύ. Εκτός από αυτούς τους πολύ στενούς συγγενείς τους -αδέλφια και πρωτοξάδελφα-, πολλοί άλλοι συγγενείς, φίλοι και γείτονες ήταν ανάμεσα στα θύματα και, καθώς δεν είχαν κανένα νέο από τον Ζήση, έτρεμε το φυλλοκάρδι τους μην έρθει και το δικό του μαντάτο... Παρέμενε άφαντος, οι φήμες που έφταναν κάθε τόσο από τα βουνά τον θέλανε ζωντανό, να μάχεται μαζί με τους συμπολεμιστές του, αλλά από τον ίδιο κανένα μήνυμα -προφορικό ή γραπτό-, πολύ περισσότερο καμία εμφάνισή του.
Συνέχισε φυσικά να είναι πάνω στο χωριό, μόνο ο αφέντης κατέβηκε μια φορά στην Κλεισούρα, κι όταν ξαναγύρισε έφερε μαζί του, εκτός από τις εικόνες της ανείπωτης τραγωδίας, και τη μάνα του ένα ψυχικό ράκος η γριούλα, που ούτε έτρωγε ούτε κοιμόταν πια. Τώρα η Ελένη είχε να φροντίσει και τη γιαγιά του άντρα της, την υπέργηρη Ζήσαινα, που το κανονικό της όνομσ ήταν «Βασιλική», άρα αυτή ήταν η Α, η αδελφή του Ζήση ήταν η Βου και η κορούλα τους ήταν η Γου, αλλά, καθώς η γιαγιά από την επομένη του γάμου της κιόλας είχε αποποιηθεί το όνομά της και είχε υιοθετήσει το «Ζήσαινα», δηλαδή «η γυναίκα του Ζήση», άλλαξε και η σειρά στις επόμενες Βασιλικές. Με την αρχή του καλοκαιριού οι κατακτητές γίνονταν όλο και πιο σκληροί, γιατί καταλάβαιναν ότι είχαν χάσει τον πόλεμο. Τον Ιούλιο έφτασε το μαντάτο ότι και στα Γρεβενά είχε γίνει το ίδιο μακελειό, και προς στιγμήν σκάλωσαν οι καρδιές λες να ανέβαναν και πιο πάνω; Μέχρι τον Αύγουστο η οικογένεια δεν είχε πάρει κανένα νέο από τον Ζήση, ούτε όμως και από το συνονόματο ξάδελφό του, ούτε από το γαμπρό τους, και η αγωνία τους είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. - Θα κινήσω να τον βρω! είπε μια μέρα στην Ελένη ο πεθερός της. Άφησε τα χόρτα που καθάριζε εκείνη και τον κοίταξε προσπαθώντας να κρύψει την αγωνία της. Αν θα πήγαινε και ο αφέντης στο βουνό, τότε ποιος θα έμενε κοντά τους; Ποιος θα προστάτευε τα παιδιά της, όπως και τα άλλα παιδιά, αν έφευγε κι αυτός; Οι καιροί ήταν δύσκολοι, σκληροί, δεν ήξερες τι σου ξημέρωνε... - Θα μας αφήσετε..., είπε μόνο, ενώ θα ήθελε να τον παρακαλέσει να μείνει. - Πρέπει να τον βρω. Διαφορετικά... κι εγώ δεν ξέρω τι θα πάθω... Νομίζω ότι αυτή την αγωνία δεν την αντέχω άλλο... Συμπάθα με, Ελένη, που θα σ’ αφήσω με όλο αυτό το ασκέρι... αλλά δε γίνεται αλλιώς. Θα πάρω λίγο ψωμοτύρι και θα κινήσω... Αύριο κιόλας. Κανείς δεν έμαθε πού πήγε ο αφέντης. Η Ελένη, εκείνη η λεπτεπίλεπτη κοπέλα, που όλοι την παρομοίαζαν με το μίσχο ενός λουλουδιού και τα πεθερικά της τη θεωρούσαν νεράιδα του δάσους, αποδείχτηκε γενναία και δυνατή όσο δυο και τρεις άντρες μαζί. Κράτησε το στόμα της κλειστό, κανείς δεν της πήρε λόγια, «Στα κοπάδια» έλεγε μονότονα σε όποιον τη ρωτούσε πού είχε πάει ο αφέντης, είτε ήταν η γυναίκα του είτε κάποιο από τα παιδιά είτε κάποιος συγχωριανός τους. Συνέχισε να δουλεύει ακούραστα στο σπίτι και στον μπαξέ, πλήθυνε τις επισκέψεις της στις στάνες, γιατί έπρεπε να έχει τον έλεγχο στην κατάσταση, από εκεί ζούσαν, από την κτηνοτροφία, το τυροκομείο μόλις δυο τρεις μήνες ήταν που το είχανε βάλει πάλι μπρος. Μαζί με τον Αλέξανδρο, ένα πρόωρα μεγαλωμένο από τις συνθήκες παιδί, μοιραζόταν τις εξωτερικές δουλειές εκείνος πλήρωνε τους μπιστικούς και πούλαγε το γάλα και το κρέας, εκείνη ψώνιζε ό,τι μπορούσε να βρει στο χάνι, αντάλλασσε τυρί με αβγά, ζύμωνε ψωμί και αγόραζε ξύλα. Στο τέλος του Σεπτέμβρη, με τον αφέντη φευγάτο πάνω από είκοσι μέρες, πήρε την απόφαση και οργάνωσε την επιστροφή της οικογένειας στην Κλεισούρα. Αν δεν ξαναγυρνούσε κανένας από τους δύο άντρες, δεν μπορούσε να κρατάει τα παιδιά εκεί πάνω, οι προηγούμενοι χειμώνες υπήρξαν εφιαλτικοί, κανείς τους δε θα άντεχε άλλον έναν, όλοι έλεγαν ότι οι Γερμανοί σύντομα θα έφευγαν από την Ελλάδα. Τα χειρότερα είχαν περάσει. Ο Αλέξανδρος με τους μπιστι-. κούς και τους τσομπαναραίους θα
κατέβαζαν τα πρόβατα, η Ελένη, με ναυλωμένο ένα ετοιμόρροπο φορτηγό, θα κατέβαζε τα έξι παιδιά και τις δύο ανίκανες γυναίκες. Δεν της κολλούσε ο ύπνος εκείνη τη νύχτα. Εκτός από το ταξίδι, που θα ήταν πολύωρο και εξαντλητικό, την έτρωγε και η αγωνία του σπιτιού. Άραγε σε ποια κατάσταση θα το έβρισκε; Πώς θα το κατοικούσαν όλοι αυτοί οι μικροί ή ανήμποροι άνθρωποι των οποίων είχε την ευθύνη; Γιατί τώρα είχε προστεθεί στην οικογένεια και η γιαγιά Ζήσαινα, που ήταν σχεδόν μισότρελη, και καλύτερα μιλούσε με τον Αχιλ\άκο της η Ελένη και καταλαβαινόταν παρά με τη γυναίκα. Κι αν δε ξαναγύριζε ποτέ ο Ζήσης; Αν χανόταν και ο πεθερός της; Πώς θα μπορούσε εκείνη, μόνη γυναίκα, κλεισμένη στο σπίτι μέχρι πρότινος, να πάρει τις επιχειρήσεις στα χέρια της; Θα μπορούσε να τα καταφέρει; * Στριφογύριζε ανήσυχη, προχωρημένος ο Σεπτέμβρης, αλλά ο καιρός δεν είχε χαλάσει ακόμα, ούτε μια βροχή δεν είχε ρίξει, πράγμα παράξενο για τον τόπο εκείνο, στο σπίτι ησυχία, από τη γειτονιά γύρω δεν ακουγόταν τίποτα -μήτε ήχος, μήτε λαλιά ανθρώπινη, μήτε γάβγισμα σκύλου-, οι μισοί και παραπάνω κάτοικοι είχαν φύγει για τη χειμερινή τους διαβίωση -στα Γρεβενά, στη Λάρισα, στην Κοζάνη, στην Καστοριά, στο Άργος Ορεστικό, στην Κλεισούρα και σε τόσα άλλα μέρη-, νομάδες από την αρχαιότητα, μοιράζανε τη ζωή τους ανάμεσα στον κάμπο και στα ψηλά βουνά. Τι ησυχία απόψε..., σκέφτηκε ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο της. Το σώμα της, αποκαμωμένο από την κούραση της μέρας, μισοκοιμόταν, το μυαλό όμως ξαγρυπνούσε και άλεθε τις σκέψεις, καλές και κακές: Αύριο επιτέλους φεύγουμε!... Κι αν δεν τον ξαναδώ;... θα ανοίξω όλα τα παράθυρα στο σπίτι... Κι αν είναι και οι δυο τους νετ κροί; Θα την είχε πάρει ο ύπνος μάλλον, γιατί το γρατσούνισμα στο ξύλινο παραθυρόφυλλο την τρόμαξε, την έκανε να πεταχτεί τρέμοντας. Φίλος, ή εχθρός; της ήρθε η πρώτη σκέψη. Σηκώθηκε αθόρυβα και κόλλησε το αφτί της στο παράθυρο. Μήπως είχε κάνει λάθος; Περίμενε. Σε λίγο άκουσε πάλι τον ήχο, δεν ήταν χτύπημα κανονικό, κανείς δε χτυπούσε με το δάχτυλο, ή έστω με κάποιο αντικείμενο, το παντζούρι. Μετά, ησυχία πάλι. Σκέφτηκε να ανέβει στο πάνω πάτωμα και να προσπαθήσει να δει από κάποιο παράθυρο τι συνέβαινε έξω στην αυλή. Έπιασε την κουπαστή της σκάλας ψηλαφιστά -πηχτό το σκοτάδι-, η ξύλινη σκάλα έτριξε μόλις την πάτησε, και από μια κάμαρα, εκείνη όπου κοιμόταν ο Αλέξανδρος με τα αδέλφια του, άκουσε έναν αναστεναγμό. Κάποιος μες στον ύπνο του είχε φέρει μια στροφή και είχε αναστενάξει. - Βοήθα μας, Παναγιά μου..., παρακάλεσε, και ο νους της ταξίδεψε πίσω. Θυμήθηκε τις διηγήσεις της Χάιδως για εκείνο το σπίτι και για όσα είχαν συμβεί τον τελευταίο χειμώνα, τότε με το θάνατο της κυράς της, της Αρτέμης, και τοο Γιαννάκη. Σταυροκοπήθηκε η κοπέλα και: - Βασιλική..., ψιθύρισε μες στην απόγνωσή της. Βοήθησέ με.'.., επικαλέστηκε την άγνωστη κουνιάδα, που ήταν τόσο μακριά πιο μακριά δε γινόταν. Μπήκε στην κάμαρα όπου κοιμόνταν οι δυο γυναίκες, η Δέσποινα και η γιαγιά, και κατευθύνθηκε
αθόρυβα προς το παράθυρο. Τα μάτια της είχαν συνηθίσει τώρα στο σκοτάδι, είδε τον όγκο της πεθεράς της να αναπνέει ήρεμα, είδε και τα μάτια της γιαγιάς ορθάνοιχτα, να φέγγουν σαν αναμμένα κάρβουνα. - Δεν κοιμάσαι, μάικω4; τη ρώτησε τρυφερά. Την είχε αγαπήσει κι εκείνη την ανήμπορη πια γριούλα, σκεφτόταν με τρόμο αυτά που είχε ζήσει και αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν να συνεχίζει να ζει με όσα τραγικά είχαν δει τα μάτια της: να σκοτώνουν μπροστά στα μάτια της το γιο της σαν σκυλί, τη νυφαδιά της, την εγγονή της και τα παιδάκια της, την άλλη της τη νύφη, του εγγονού της τη γυναίκα, τα δισέγγονά της όλα. Όλα και όλους. - Καρ ιάστε ουπόρου;5 ρώτησε χαμηλόφωνα η γριά. - Το άκουσες κι εσύ; χάρηκε κάπως η Ελένη μπορεί η γυναίκα να ήταν τελείως ανήμπορη, αλλά, όσο να πεις, ήταν μια παρηγοριά εκείνη τη στιγμή. Δεν ξέρω, μάικω... Σσσς, μη μιλάς... Σώπα, σε παρακαλώ... Είπα να κοιτάξω από δω πάνω, από το παράθυρο... Της έσφιξε το μπράτσο με τα ροζιασμένα, ξερά της δάχτυλα η γριά και: - Μην ανοίξεις, α λάι φιάτα6, παρακάλεσε, μην και είναι ο Χάρος και ήρθε για μένα... Δεν είδε τίποτα κάτω στην αυλή η Ελένη, μάταια τα μάτια της προσπάθησαν να σκίσουν το σκοτάδι, να δούνε τα χνάρια πάνω στα χώματα και στις πλάκες, να διαβάσουν τους σκοτεινούς όγκους που σχημάτιζαν τα στοιβαγμένα ξύλα, τα σαμάρια από τα άλογα, μια αναποδογυρισμένη ξύλινη σκάφη όπου πλένανε τα ρούχα, ένα καρβουνιασμένο καζάνι, κι εκείνο αναποδογυρισμένο, όπου βράζανε το νερό. Τίποτα δεν είδε και τίποτα δεν κατάλαβε. - Μείνε εδώ, παγώνω..., της είπε η γιαγιά, και η κοπέλα στριμώχτηκε δίπλα της καλύτερα έτσι, δυο μαζί ήταν καλύτερα, δεν τολμούσε να κατέβει κάτω, εκεί όπου κοιμόταν σαν φύλακας της οικογένειας. Ξημερο5θηκε στο πλάι της γριάς -κι αυτή δεν είχε κλείσει μάτι-, ξημερο>θηκε προσπαθώντας να τη ζεστάνει. Αμίλητες και ακίνητες, γιαγιά και εγγονή περίμεναν την ανατολή του ήλιου, την αρχή μιας νέας μέρας, που έλπιζαν να μην είναι τόσο σκληρή όπως οι προηγούμενες. Ξημέρωνε η Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου του 1944. Ο Ζήσης γύρισε στο σπίτι τους στην Κλεισούρα μόλις οι Γερμανοί έφυγαν από την Αθήνα, τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς. Για τρεις μέρες οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και ασταμάτητα, ο κόσμος είχε βγει στους δρόμους και πανηγύριζε, ο πόλεμος είχε τελειώσει, και μπροστά τους απλωνόταν το μέλλον. Κανείς δεν ξεχνούσε το αίμα που είχε χυθεί και αυτούς που είχαν ποτίσει το δέντρο της λευτεριάς με τη θυσία τους, αλλά η ζωή είναι ποτάμι πολύβουο που τρέχει και παρασέρνει στο πέρασμά του τα πάντα. Την προηγούμενη μέρα είχε ακούσει η Ελένη ότι το σώμα του καπετάν Υψηλάντη είχε χωριστεί στα δύο, οι μισοί θα συνέχιζαν τον ένοπλο αγώνα στα βουνά, οι άλλοι θα γυρνούσαν στα σπίτια τους, είχαν δει, λέει, άντρες με γένια να ροβολάνε από την Πίνδο, κανείς δεν ήξερε πού τελείωνε ο μύθος και πού άρχιζε η αλήθεια. Έλουσε τα μαλλιά της και τα πέρασε με ροδόνερο, φόρεσε στα κορίτσια της τα καλά τους φουστανάκια, που τους ήταν πια κοντά και στενά, έκανε χωρίστρα στα ξανθά μαλλάκια του Αχιλλέα της, μαγείρεψε ζυγούρι με το πρώτο, το τρυφερό λάχανο του μπαξέ τους και περίμενε. Ηταν σίγουρη ότι ο Ζήσης θα γυρνούσε εκείνη τη μέρα.
Όταν χτύπησε η πόρτα τους, τους πρόλαβε όλους ο Φίλιππος, ο γιος της Πιπίνας και του αφέντη, που έτρεξε πρώτος και άνοιξε. - Ο Ζήσης! Ο Ζήσης μας! άκουσε τις φωνές του η Ελένη και έτρεξε με λαχτάρα στις σκάλες. Χώθηκε στην αγκαλιά του άντρα της, που έκλαιγε σαν μικρό παιδί, ενώ γύρω γύρω χοροπηδούσαν οι κόρες τους με τα ροζ φουστανάκια και ο Αχιλλάκος. Πιο πέρα, παγωμένοι σχεδόν, περίμεναν οι γιοι του αφέντη. Ήταν χαρούμενοι που είχε γυρίσει ο Ζήσης τους, άλλοι... πού ήταν ο δικός τους πατέρας; Στο άνοιγμα της μέσα πόρτας στάθηκε η γιαγιά Ζήσαινα, στηριγμένη στο μπαστούνι της. - Ου ιάστε λάι φιτσόρλο;7 ρώτησε με φωνή που έτρεμε. Ο Ζήσης έβγαλε την Ελένη από την αγκαλιά του απαλά και πήγε και γονάτισε με το κεφάλι σκυμμένο μπροστά στη γερόντισσα, ενώ τα δάκρυά του έσταζαν πάνω στο μαύρο κιλίμι, εκείνο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα, που τόσο άρεσε στην Ελένη και στον αφέντη, εκείνο που είχε υφάνει στον αργαλειό με τα άσπρα, αφράτα χεράκια της η Ζήσαινα όταν ακόμα τη φωνάζανε «Βασιλική» και έφτιαχνε την προίκα της με το νου της σε μια ρόδινη, γλυκιά ζωή, χωρίς βάσανα και πίκρες. Τα αγόρια, χλομά και με σφιγμένα χείλη -για να μην κλάψουν-, συνειδητοποιούσαν ότι ο πατέρας τους δε ζούσε. - Χάθηκε κι αυτό το παιδί μου; ύψωσε όσο μπορούσε τη φωνή της -τραγική φιγούραη γιαγιά Ζήσαινα η ίδια φιγούρα από την αρχαιότητα μέχρι τότε’ Εκάβη, Θέτιδα και Κλυταιμνήστρα. Χάθηκε; Πάει; Ο αφέντης Αχιλλέας είχε πιαστεί από τους αντιστασιακούς όταν κίνησε να βρει το γιο του. /Υστερα από μεγάλες περιπέτειες, και αφού τελικά τους έπεισε ότι ήταν ο πατέρας του Ζήση, τον συνάντησε και πολέμησε στο πλάι του. Το σώμα του καπετάν Υψηλάντη είχε κινηθεί προς τη Θεσσαλία, και εκεί, στην τελευταία μάχη με τους Γερμανούς που υποχωρούσαν, ο Αχιλλέας τραυματίστηκε από μια χειροβομβίδα που έσκασε κοντά του. Τον μετέφεραν στο «στρατηγείο», όπου είχε στηθεί ένα πρόχειρο νοσοκομείο, αλλά δε στάθηκε δυνατόν να του σώσουν τη ζωή. Ο πατέρας της Βασιλικής ξεψύχησε το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου, ένα βράδυ ζεστό και γλυκό, από εκείνα που μόνο ο Σεπτέμβρης ξέρει να κάνει. - Προτού ξεψυχήσει ο πατέρας, είπε ο Ζήσης στη γυναίκα του τη νύχτα, κρατώντας τη στην αγκαλιά του, ζήτησε να σ’ αγαπώ πολύ και να σε προσέχω σαν τα μάτια μου, γιατί στάθηκες κερί αναμμένο για την οικογένειά μας όλα αυτά τα χρόνια. Ξεψύχησε με το όνομά σου στα χείλη του, Ελένη... Και τότε εκείνη συνειδητοποίησε ότι το γρατσούνισμα στο παντζούρι που είχε ακούσει στο σπίτι στη Σαμαρίνα τότε που η γιαγιά φοβήθηκε μήπως ήταν ο Χάρος, που είχε έρθει να την πάρει, ήταν η ψυχή του πεθερού της, που είχε γυρίσει για να της πει το στερνό αντίο. 1 Τα χρόνια εκείνα, ράβανε φύλλα χαρτιού με καπλαντοβελόνα και σπάγκο και έφτιαχναν τετράδια. 2
Έτσι ονόμασε την Κλεισούρα της Δυτικής Μακεδονίας ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ το 18(Μ>. 3 «Πυρ!» 4 Γιαγιά (ή μάνα). 5 «Ποιος είναι στην αυλή;» 6 Κόμη μου. 7 «Πού είναι ο γιος μου;»
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟΥΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΥΣ Ηταν ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ που ο Τζόνι ζούσε μόνος του, σε ένα κομψό και μικρό διαμέρισμα στο Τσέλσι. Οι επαφές του με τους γονείς του, τον Σωτήρη και τη Βασιλική, ήταν πια αραιές -για τα δεδομένα της δικής τους οικογένειας, όχι για τα δεδομένα της Νέας Υόρκης-, γιατί ο νέος ήταν πολύ απασχολημένος με τη δουλειά του, στην οποία αφιέρωνε ατέλειωτες ώρες. Παρ’ όλα αυτά, γευμάτιζε μαζί με τη Βασιλική μία φορά την εβδομάδα και έτρωγε κάθε Κυριακή μεσημέρι στο πατρικό του, όπου η μάνα του του ετοίμαζε πάντα χορτόπιτα και εναλλάξ όλα τα αγαπημένα του φαγητά: ζουμερό γιουβέτσι με κόκκινη σάλτσα και κριθαράκι, μυρωδάτη τραχανόσουπα με τριμμένη φέτα, τρυφερό χοιρινό με πρασοσέλινο, σαρμάδες με λάχανο τουρσί, αρνάκι στο φούρνο με λεμονάτες πατάτες, σπανακόρυζο με μπόλικο ελαιόλαδο, φασόλια φούρνου με φρέσκια ντομάτα. Κάθε φορά που πήγαινε στο πατρικό του, ο Τζόνι θυμόταν με νοσταλγία την Ελβίρα, τη Μεξικάνα που τον είχε μεγαλώσει και είχε μείνει σχεδόν τριάντα χρόνια μαζί τους, τη γυναίκα που τον είχε αναλάβει όταν ήταν ένας όμορφος κοκκινομάλλης μπόμπιρας μόλις δύο χρονων και που τον άφησε κοτζάμ άντρα, σοβαρό και σπουδαίο γιατρό. Του άρεσε να κάνει μια σύντομη συζήτηση για την Ελβίρα -έτσι, σαν μνημόσυνομε τον πατέρα του και τη μαμά Βασιλική, συμμετείχε και η Θεοδώρα σε αυτή τη συζήτηση, κι εκείνης της είχε λείψει, κι ας μην είχε συνδεθεί μαζί της τόσο πολύ όσο ο Τζόνι. Κάθε Κυριακή η συζήτηση αυτή ξεκινούσε από το ίδιο σημείο, τις νόστιμες τηγανίτες της Ελβίράς, και μνημονεύανε με αγάπη την ιστορία της, πώς δηλαδή, μικρό και αδύνατο παιδάκι, είχε περάσει τα σύνορα περπατώντας και είχε υπηρετήσει, μαγειρέψει και παστρέψει πλούσια σπίτια και οικογένειες και πώς στο τέλος, δύο χρόνια πριν, γύρισε στην πατρίδα της κουρασμένη και απογοητευμένη που η τριανταπεντάχρονη περίπου σχέση της με τον Χοσέ δεν κατέληξε ποτέ σε γάμο. Τότε ο Τζόνι έδινε για μία ακόμη φορά συγχαρητήρια στη Βασιλική που είχε προτρέψει τη γυναίκα -άσχετα αν δεν ήθελε να τη χάσει, γιατί σαν μάνα της την ένιωθε πιανα γυρίσει στην πατρίδα Ίης υπέφερε φρικτά από ρευματισμούς, το ξερό και ζεστό κλίμα στο Μεξικό θα της έκανε σίγουρα καλό. Εκεί η Ελβίρα βρήκε κάτι ανίψια από αδελφούς, που δεν την είχαν γνωρίσει ποτέ, βρήκε όμως και τον παιδικό της έρωτα, που την περίμενε αιώνια, καλλιεργώντας καλαμπόκια και τραγουδώντας με την κιθάρα του. Στο σημείο αυτό ο Τζόνι πάντα τσούγκριζε το πρώτο ποτηράκι με τους γονείς του, «Viva!» έλεγαν, προς τιμήν της γυναίκας που είχε σταθεί σαν δικός τους άνθρωπος, και μετά κάθονταν στο τραπέζι. Μετά το γεύμα -«πλούσιο σε λιπαρά», όπως τους πείραζε ο Τζόνι-, περνούσαν στη μεγάλη σάλα, όπως παλιά, όπως τότε που ο Τζόνι ήταν μικρός, και συζητούσαν κάμποσο -στα ελληνικά τώρα, τα αγγλικά τελείωναν μαζί με το θέμα της Ελβίρας-, κυρίως για τη δουλειά του νεαρού γιατρού, συζητούσαν όμως και για όλα τα νέα των κοινών τους γνωστών και φίλων, όπως και των συγγενών τους στην πατρίδα. Η Θεοδώρα άκουγε λαίμαργα τις παλιές και τις καινούριες ιστό-ρίες, έκανε διευκρινιστικές ερωτήσεις και ζητούσε να επαναλάβουν ό,τι δεν είχε προλάβει να διαβάσει στα χείλη τους. Ο Τζόνι λάτρευε το κορίτσι, «Να μου προσέχεις την αδελφούλα μου...» έλεγε στη Βασιλική όταν εκείνη, στα κρυφά, του έκανε κάποιο παράπονο για την οικογένεια της μικρής. Ο Σωτήρης καμάρωνε για την πρόοδο του γιου του, του έδινε συνέχεια συμβουλές για την επιστήμη του, τη συμπεριφορά και την ιατρική δεοντολογία. Κι όταν τελείωναν αυτά τα· θέματα, άρχιζε δειλά δειλά να
του κάνει νύξη και για το θέμα του γάμου. Στο σημείο αυτό ο Τζόνι σηκωνόταν και έλεγε πως ήταν ώρα να πάει στις δουλειές του. Τον ξεπροβόδιζαν ως την πόρτα, τον παρακολουθούσαν να κατεβαίνει βιαστικός τις σκάλες -όπως όταν ήταν μικρόςκαι να τους κουνάει το χέρι προτού μπει στο αυτοκίνητό του, ύστερα έκλειναν αργά την πόρτα πίσω τους, ο Σωτήρης, κάπως πικραμένος, αναπαυόταν στην πολυθρόνα «του», στη σάλα, η θεοδώρα ανέβαινε στο δωμάτιό της για μελέτη, όπως έλεγε, και η Βασιλική ετοιμαζόταν για το απογευματινό της τσάι, που το έπινε με διάφορες φίλες, εναλλάξ στα σπίτια τους. «Να του μιλήσεις κι εσύ...» της έλεγε ο Σωτήρης όταν εκείνη στεκόταν στην πόρτα για να δει αν κοιμόταν ή όχι και, ανάλογα, να τον χαιρετήσει ή να φύγει αθόρυβα, «Να του μιλήσεις κι εσύ...», και ήξερε πολύ καλά η Βασιλική ποιον και τι εννοούσε ο άντρας της. Ο Σωτήρης τελευταία είχε την εμμονή ότι δε θα ζούσε πολύ και ότι έπρεπε οπωσδήποτε ο Τζόνι να παντρευτεί και να του κάνει ένα εγγονάκι, «θα του μιλήσω, αγάπη μου...» δεν του χαλούσε χατίρι η Βασιλική και έφευγε σιάχνοντας το καπέλο της ή ισιώνοντας την καρφίτσα στο πέτο της βελούδινης ζακέτας της. Βγαίνοντας μετά από το σπίτι, έριχνε μια ματιά στο δρόμο, συνήθεια που την είχε αποκτήσει από τότε που είδε τον Οκάν-Δημητρό να την κοιτάει μέσα από ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο και είχε ξαναγυρίσει στο σπίτι αλαλιασμένη. Ποτέ δεν τον είχε εντοπίσει ξανά, ούτε φυσικά τον είχε συναντήσει, κι ας ήταν η σκέψη της τακτικά κοντά του, ας αναρωτιόταν πού να ήταν και τι να έκανε, τώρα που είχε τελειώσει ο πόλεμος φανταζόταν ότι εκείνος θα είχε γυρίσει πίσω. Έτσι δεν της είχε πει από την αρχή; Ότι είχαν έρθει στην Αμερική για λίγο. Κατάλαβε αμέσως τη διαφορά στην όψη του, στη συμπεριφορά του, στην αφηρημάδα του. Το χαμόγελο ήταν πια μόνιμο στα χείλη του, τα μάτια του έλαμπαν και είχαν γίνει καταπράσινα, ήταν περισσότερο διαχυτικός και τρυφερός από ποτέ, ξεκινούσε μια πρόταση και την άφηνε στη μέση, κοιτούσε γύρω γύρω λες και έψαχνε απεγνωσμένα να τη βρει. - Θα μου πεις, λοιπόν, τι συμβαίνει; τον ρώτησε την ώρα που της σερβίριζε το παγωμένο άσπρο κρασί στο καθιερωμένο τους εβδομαδιαίο ραντεβού. - Όλα καλά, μαμά Βασιλική! είπε εκείνος χαμογελώντας πλατιά αλλά αποφεύγοντας το βλέμμα της. - Μήπως καλύτερα από καλά; επέμεινε η Βασιλική. Γέλασε ο Τζόνι. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν πάντα μεταξύ τους ήταν παράξενη για τους άλλους, όχι για τους ίδιους: ελληνικά κατά βάση και τα υπόλοιπα εγγλέζικα. Του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε μαζί της, μόνο μαζί της. Με τον πατέρα του πάνια μιλούσαν αγγλικά, τα ελληνικά τα είχαν καθιερώσει για τις φορές που ήταν παρούσα η Βασιλική, αλλά με τη μητέρα του και την Ελβίρα -καλή της ώραείχαν φτιάξει δική τους διάλεκτο, ένα κράμα αγγλικοί, ισπανικών και ελληνικών. Από τότε όμίος που η Μεξικάνα έφυγε από το σπίτι, αφαιρέθηκαν εύκολα τα ισπανικά από τη διάλεκτο τους, «βλαχοεγγλέζικα» κορόιδευε η Βασιλική, «βασιλικοτζόνικα» αστειευόταν αυτός. - Ναι, είμαι καλύτερα από καλά... Κάτι έκανε ένα ανεπαίσθητο κρακ μέσα στην καρδιά της, αλλά το αγνόησε. Μπροστά από τα μάτια της
πέρασαν χιλιάδες, εκατομμύρια εικόνες με το πρόσωπο του γιου της: μικρού, μεγαλύτερου, μεγάλου, να γελάει, να κοροϊδεύει, να κλαίει, να· σοβαρεύεται, να παρακαλάει, να αυθαδιάζει. Μεγάλωσε το παιδάκι μου, είναι πια ολόκληρος άντρας..., σκέφτηκε και αμέσως μετά θεώρησε αναίτια αυτή τη σκέψη. Ακόμα δεν της είχε πει τίποτα. Τίποτα. Πώς όμως ήταν τόσο σίγουρη για το τι θα άκουγε; Για να ροκανίσει θαρρείς το χρόνο που θα την έφερνε αντιμέτωπη με την πραγματικότητα, έκοψε αργά αργά ένα κομμάτι από το φιλέτο της και του το έδωσε, όπως πάντα από τότε που ήταν μικρό αγόρι, του έδωσε το πρώτο κομμάτι, «της καρδιάς μου» του έλεγε τότε, τώρα δε χρειαζόταν να πει κάτι, το ήξερε αυτός και άνοιγε το στόμα του όπου και να ήταν, χωρίς να ντρέπεται, χωρίς να τον ενδιαφέρουν τα περίεργα βλέμματα της συντηρητικής κοινωνίας του Κόσμου που ήθελε να λέγεται Νέος αλλά κουβαλούσε όλες τις παλιές προκαταλήψεις. Ποιον θα έβαζε ο Τζόνι κριτή του τρόπου με τον οποίο θα αγαπιόταν με τη μάνα του; - Μαμά Βασιλική,.., είπε μόλις κατάπιε το πρώτο κομμάτι, εκείνο της καρδιάς της, έχω βρει μια Αάκρ1. - Τι εννοείς; δεν κατάλαβε λέξη εκείνη. - Και όχι μόνο τη βρήκα τη Λάιφ, αλλά την ερωτεύτηκα κιόλας! συνέχισε το λογοπαίγνιο ο νεαρός γιατρός, καθώς συνήθιζαν να αμέρικανοποιούν ή να ελληνοποιούν, ανάλογα, τα ονόματα με τη Βασιλική. - Χαίρομαι..., του είπε κάπου το πήγαινε ο γιος της, αλλά της ήταν αδύνατον να φανταστεί ότι είχε βρει, στη Νέα Υόρκη ειδικά, μια γυναίκα με το όνομα «Ζωή». Χαίρομαι... Όμως, αγόρι μου, νομίζω ότι πάντα ήσουν ερωτευμένος μαζί της. Ή κάνω λάθος; - Δεν κάνεις λάθος, σωστά το λες. Όμως το>ρα είναι διαφορετικό... - Λοιπόν, μπορούμε να αφήσουμε τα puzzles και να μιλήσουμε καθαρά; του είπε αποφασιστικά. - Μπράβο, μαμά Βασιλική! χειροκρότησε ο Τζόνι, ενθουσιασμένος που την άκουσε να χρησιμοποιεί τη λέξη «puzzle» για να πει «γρίφος». Μπράβο, έχεις κάνει εντυπωσιακή πρόοδο! - Καλά, κορόιδευε όσο θέλεις! γέλασε κι αυτή. Στην πραγματικότητα, δε γνώριζε καν τη λέξη στα ελληνικά. Οι γρίφοι στα παιδικά της χρόνια ήταν οι φόβοι μήπως χάσει και κάποιο άλλο αγαπημένο προ τωπο, μήπως δε φτάσει το ψωμί για όλους, μήπως της βάλει τιμωρία η Πιπίνα. Εδώ στην Αμερική, με το στομάχι χορτάτο, με την καρδιά γεμάτη από έρωτα και αγάπη και με το κορμί χορτασμένο από χάδια και φιλιά, η Βασιλική ασχολήθηκε και με άλλα θέματα, εδώ προσπάθησε να λύσει πιο δύσκολα προβλήματα, πιο υπαρξιακά θέματα, εδώ έμαθε για τη λέξη «puzzle». Γέμισε ξανά τα ποτήρια τους ο Τζόνι, τσούγκρισαν και ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο με την παραδοσιακή τους ευχή, «Σπολλάτη!»*, κι αυτή κατάλοιπο από τα παιδικά της χρόνια. - Άκου, μαμά Βασιλική. Δεν έχω γνωρίσει και πολλές κοπέλες... Κούνησε αυτή το κεφάλι της, σαν να του έλεγε «Εμένα μου λες;».
- Καλά, καλά... Δεν έχω γνωρίσει τόσες κοπέλες όσες πιστεύεις εσύ, και οπωσδήποτε δεν έχω ερωτευτεί καμία. - Ούτε την Τζένιφερ, εκείνη για την οποία μέχρι και ποίημα έγραψες; - Όχι, όχι, ούτε εκείνη. Ή, για να σ’ το πω διαφορετικά, δεν ερωτεύτηκα καμία με τον τρόπο που έχει ερωτευτεί ο μπαμπάς εσένα. Κολακεύτηκε προς στιγμήν η Βασιλική, αλλά αμέσως άλλαξε διάθεση, κατάπιε στραβά το κρασί και έβηξε, δεν ήταν σίγουρη, δεν ήταν καθόλου σίγουρη αν αυτή η σύγκριση ήταν για καλό του Τζόνι ή για κακό του. Ήξερε η γυναίκα πια, είχε ζήσει, είχαν δει τα ματάκια της, δεν υπήρχαν γύρω της τέτοιοι έρωτες και τόση αφοσίωση όση της έδειχνε ο Σωτήρης -και το καμουτσίκι των τύψεων τη χτύπησε πάλι στο πρόσωπο-, δεν τύχαιναν στον καθένα, ούτε κάθε μέρα. Ή, καλύτερα, δε βίωναν τον έρωτα όλοι με τον ίδιο τρόπο. Μήπως όμως, περιμένοντας το μεγάλο έρωτα ο γιος της, έχανε την ουσία του; Την ουσία του έρωτα, που δεν είναι... σίγουρα δεν είναι η διάρκεια, αλλά η ένταση... Και, κάνοντας αυτή τη σκέψη, πάλι χάθηκε η Βασιλική σ’ εκείνο το βράδυ με τη βροχή στο σπίτι του Δημητρού... του Οκάν, τότε που ήταν έτοιμη για όλα χωρίς να τη νοιάζει τίποτα. Και το καμουτσίκι τής χαράκωσε το πρόσωπο ακόμη μια φορά. - Έκανες μια ρυτίδα εδώ... στα ξαφνικά, της είπε ο νεαρός και χάιδεψε με το δάχτυλό του το μέτωπό της ανάμεσα στα φρύδια. Επανέρχομαι. Σου έλεγα, λοιπόν, ότι δεν έχω... δεν είχα ερωτευτεί καμία κοπέλα με τον τρόπο που ερωτεύτηκε ο μπαμπάς εσένα, ναι; «Ναι» έκανε με το κεφάλι της η Βασιλική και ρούφηξε λίγο από το κρασί της. - Θα μου πεις ότι δεν αγαπάνε όλοι με τον ίδιο τρόπο..., ήταν σαν να διάβασε τη σκέψη της ο Τζόνι, και ότι δεν είμαστε ίδιοι με τον πατέρα... αλλά εγώ όφειλα να περιμένω... μέχρι σήμερα που... - Ώστε λοιπόν ερωτεύτηκες! τον διέκοψε, γιατί ένιωσε πάλι εκείνο το ανεπαίσθητο κρακ, αυτή τη φορά περισσότερο σαν ένα μικρό δαγκωματάκι. - Ναι, ερωτεύτηκα, και ερωτεύτηκα τη Ζωή! είπε ο Τζόνι, και ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιούσε το όνομα της αγαπημένης του κανονικά. - Δικιά μας; τον ρώτησε ψύχραιμα αυτό ήταν κάτι που την έκανε να αισθάνεται καλύτερα, αλλά ένα άγνωστο μέχρι εκείνη τη στιγμή συναίσθημα δεν την άφηνε να χαρεί όπως θα ήθελε και όπως όφειλε στο γιο της. - Δικιά μας! επιβεβαίωσε αυτός, και τα πράσινό του μάτια γελούσαν, γελούσαν και γεννούσαν ελπίδες. - Θέλω να μου τα πεις όλα! απαίτησε κι αυτή γελαστή. Το κέφι του γιου της ήταν μεταδοτικό, πάντα η διάθεσή του άλλαζε και τη δική της. Ακόμη και τώρα που... που... α, στο καλό... που τίποτα. Το παιδί της ήταν ερωτευμένο. Αυτό έφτανε και περίσσευε. - Άκου τότε! την απείλησε με το πιρούνι του. Έμειναν νηστικοί εκείνη τη μέρα. Πάγωσε το φιλέτο στο πιάτο της Βασιλικής, έπιασε μια αντιαισθητική
σκουρόχρωμη κρούστα η σάλτσα εστραγκόν στο ψάρι του Τζόνι, ζεστάθηκε το κρασί και έδυσε ο ήλιος. Ο νεαρός ήταν χείμαρρος. Μιλούσε, μιλούσε, μιλούσε για εκείνη, και πάλι πίστευε ότι δεν είχε περιγράψει στο ελάχιστο την ομορφιά της, τη δύναμη του χαρακτήρα της, τη γλύκα της φωνής της, τον ήχο του γέλιου της, το φως των ματιών της. «Πόσο μοιάζουν τα μάτια σας, μαμά Βασιλική!» είπε πολλές φορές, τίποτα, τίποτα δεν είχε κατορθώσει να μεταφέρει στη μητέρα του από όλα όσα είχε να της πει. Εκείνη άκουγε γοητευμένη, ναι, πράγματι, το παιδί της ήταν ερωτευμένο, γι* αυτό υπέγραφε και υπεύθυνη δήλωση, και πήγαινε φυλακή αν ήταν αλλιώς, ο έρωτας φωνάζει από μακριά, και ο Τζόνι την είχε ξεκουφάνει τόση ώρα. Όμως... όμως ήταν μπερδεμένη, ανάκατα τα συναισθήματά της, δεν μπορούσε να βρει κάτι ιδιαίτερα θετικό στην ιστορία -εντάξει, ήταν πολύ όμορφη η κοπέλα, ας πούμε ότι αυτό ήταν ένα θετικό-, δεν της ήρθε ούτε για ένα λεπτό να σηκωθεί και να του δώσει δυο σβουριχτά φιλιά στα μάγουλα, έτσι όπως έκανε πάντα όταν τον επιβράβευε. Έκανε μεγάλη προσπάθεια για να μην καταλάβει αυτός τα... τα κρατήματά της, ναι, ναι, κάτι κρατούσε τη Βασιλική, που έκανε ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια να μη φανεί και κόψει τη χαρά του γιου της. Στο τέλος γέμισε τα ποτήρια τους με κρασί, τσούγκρισε το δικό του και του είπε: - Σπολλάτη! Στην υγειά της! - Στην υγειά όλων μας..., απάντησε ο Τζόνι, ενώ οι νοητικές του κεραίες είχαν πιάσει το δισταγμό της και τη χαρά της, που δεν ήταν ασυννέφιαστη. Μαμά Βασιλική, έχεις να κάνεις κάποιο σχόλιο; - Μάλιστα..., απάντησε αμέσως το είχε καταλάβει, λοιπόν. Χαίρομαι, παιδί μου... για σένα... - Αλλά...; ρώτησε ανυπόμονος. Αλλά... τι; Τι δε σου κολλάει; Άντε, μην κρύβεσαι από μένα... - Δεν τη γνωρίζεις πολύ καιρό... θέλω να πω, πώς είσαι τόσο σίγουρος; Μήπως θα έπρεπε...; Γέλασε δυνατά και αμέσως της ζήτησε συγνώμη. - Εσύ και ο μπαμπάς θα έπρεπε να είστε οι τελευταίοι πάνω στον κόσμο που θα έκαναν ποτέ αυτό το σχόλιο. «Δεν τη γνωρίζεις πολύ καιρό», μιμήθηκε χαμογελαστός τον τρόπο με τον οποίο το είχε πει η Βασιλική. - Σωσιά, σωστά! γέλασε τώρα κι εκείνη. Έχεις δίκιο, σωστά... Αλλά να μην κάνω κι εγώ κάποια ερώτηση σαν... σαν μέλλουσα πεθερά που είμαι; - Συμφωνείς, λοιπόν; ενθουσιάστηκε ο νεαρός. Θα το δεις, μαμά Βασιλική, θα το δεις! Η Ζωή είναι αξιολάτρευτη! Ετοιμάσου, θα γεμίσουμε το σπίτι με παιδιά! - Πότε είπες ότι θα μας τη φέρεις; Για να προετοιμάσω τον πατέρα σου που θα χαρεί πολύ, φυσικά. - Όποτε... όποτε δεχτεί η Ζωή... Το δάγκωμα στην καρδιά της έγινε λίγο πιο έντονο, αλλά προσπάθησε να φανεί λογική. Ήταν η μάνα του, εντάξει. Και, σαν μάνα, και μάλιστα σαν Ελληνίδα μάνα, θεωρούσε ότι το παιδί της ήταν το
καλύτερο του κόσμου. Πάλι εντάξει, το ήξερε ότι ίσως και να υπερέβαλλε κάπως. Σαν μάνα, ήθελε να έχει ο Τζόνι λαμπρή τύχη, λαμπρή ζωή, λαμπρό μέλλον. Όπως όλες οι μάνες ποια δε θα ήθελε το καλύτερο για το παιδί της; Από την άλλη πλευρά, στην κοπέλα αυτήν, τη Ζωή -αν και δεν ήταν το όνειρο του κάθε γονιού, πάντως όχι το δικό της για το γιο της-, δεν μπορούσε να μην αναγνωρίσει το γεγονός ότι ήταν ένα κορίτσι εργατικό, άξιο και οπωσδήποτε αυτοδημιούργητο, πράγμα που την κατέτασσε στις ηρωίδες της ζωής. Της το αναγνώριζε αυτό βασιζόμενη, βέβαια, στα λόγια του Τζόνι, για τον οποίο είχε βάσιμες ελπίδες ότι έκρινε σωστά. Το κύριο προσόν της κοπέλας όμως ήταν ένα: Ελληνίδα! Αυτό ήταν ένα προσόν που δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει η Βασιλική. Δικιά τους! Στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, στο χωνευτήρι αυτό των πατρίδων και των ανθρώπων, ο Τζόνι είχε βρει μια δικιά τους. Δεν ήταν λίγο... Τι ήταν, λοιπόν, αυτό που την ενοχλούσε ακριβώς; Η κοπέλα ήταν ταπεινής καταγωγής και μετανάστρια, μπορούσε να το παραβλέψει κι αυτό η Βασιλική όχι με ευκολία, αλλά μπορούσε, το προσπαθούσε ήδη. Μαζί με τον αδελφό της είχαν μια δική τους μικρή επιχείρηση, κάτι σαν εστιατόριο ας πούμε, τίποτα το ιδιαίτερο βέβαια, όμως, ήταν περήφανοι για τη δουλειά τους, άσε που τα είχαν καταφέρει μια χαρά μια χαρά για μετανάστες φυσικά, όχι για τη δική τους τάξη. Μαγείρισσα... κακά τα ψέματα, αυτή ήταν η σωστή λέξη... μαγείρισσα που είχε μαζέψει λίγα δολάρια και είχε κάνει μια μικρή επιχείρηση. Μαγείρισσα... Πώς θα το χώνευε αυτό σαν μάνα; Θα το παρέβλεπε όμως, γιατί ο άνθρωπος κρίνεται από τα έργα του, όχι από την καταγωγή του, όχι από τη δουλειά που κάνει. Ούτε έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες. Ποιος ξέρει ποια θα ήταν η τύχη της αν δε γεννιόταν σε πλούσιο σόι; Ποιος μπορεί να μας πει πού θα βρισκόταν τώρα; Όπου και η φιλενάδα της η Χάιδω, που μάλλον την είχε φάει το μαύρο σκοτάδι και το μαύρο χώμα μόνο και μόνο επειδή ήταν φτωχή. Θα το παρέβλεπε λοιπόν το επάγγελμα η Βασιλική, γιατί τελικά μπορεί η Ζωή να ήταν ένα άξιο και τίμιο κορίτσι που αγωνίστηκε και κέρδισε. Θα το παρέβλεπε. Τελεία και παύλα. Όπως θα παρέβλεπε και το ότι δε γνώριζε κανείς από πού κρατούσε η σκούφια της. Και λέγοντας, ή μάλλον σκεπτόμενη, «κανείς», εννοούσε κανείς από αυτούς, από την οικογένειά τους, εννοούσε την ίδια, τον Τζόνι και τον Σωτήρη. Γιατί έλπιζε -και το δάγκωμα στην καρδιά της επανήλθεότι η ίδια η Ζωή θα γνώριζε... Μα τι στην ευχή τής ερχόταν τώρα στο νου; Από πού κι ως πού ξεπηδούσαν τέτοιες παράξενες σκέψεις στο ταραγμένο της μυαλό; Μήπως έφταιγε το κρασί; Κοίταξε την ετικέτα πάνω στο μπουκάλι για αρκετή ώρα. - Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; τη ρώτησε ο νεαρός. «Όχι, όχι» έγνεψε εκείνη. Κοίταξαν συγχρόνως τα ρολόγια τους, ο Τζόνι έπρεπε να φύγει, να γυρίσει στο νοσοκομείο. Της τράβηξε την καρέκλα, άνοιξε την πόρτα πριν προλάβει ο πορτιέρης και: - Να σταματήσω ένα ταξί; τη ρώτησε, και φιλήθηκαν σταυρωτά.
- Θα περπατήσω λίγο, είπε η Βασιλική και στερέωσε καλύτερα το καπελάκι της. Είμαι χαρούμενη για σένα, αγόρι μου. Θα μιλήσω στον πατέρα σου. Όποτε είστε έτοιμοι... όποτε η κοπέλα είναι έτοιμη... σας περιμένουμε. Ανοιξε το βήμα της πάνω στο πεζοδρόμιο, έπρεπε να απομακρυνθεί μια ώρα νωρίτερα, να μη δει ο Τζόνι την έκφρασή της, αρκετά τον είχε πληγώσει, ήταν σίγουρη γι' αυτό, ντροπή της και πάλι ντροπή της. Ανοιξε το βήμα και έστριψε στη γωνία, μάλλον κατάλαβε τι της έφταιγε, μάλλον βρήκε την αιτία και έπρεπε να μείνει μόνη το συντομότερο δυνατόν, να παλέψει με τον εαυτό της και με τον εγωισμό της. Το μυαλό της δε χωρούσε το γεγονός ότι η Ζωή αρνιόταν -«Προς το παρόν...» είχε διευκρινίσει ο Τζόνινα προχωρήσει μαζί του σε κάτι πιο μόνιμο, πιο επίσημο. Τα τακούνια έκαναν ένα εκνευρισμένο τακ, τακ, τακ πάνω στις γκρίζες πλάκες, η κοτσίδα πήγαινε πέρα δώθε, σημάδι μεγάλου θυμού, ενώ το μυαλό της έκανε τούμπες, μια πίσω, μια μπρος. Εκείνη τη στιγμή βασανιζόταν από ένα έντονο συναίσθημα, θυμός πίστεψε πως ήταν, γιατί η κοπέλα, αυτή η Ζωή, δεν είχε αποφασίσει ακόμα να πει ναι στην πρόταση γάμου που της είχε κάνει ο γιος της. - Είμαι πολύ θυμωμένη! φώναξε σχεδόν και σταμάτησε σε ένα κιόσκι να πάρει εφημερίδα. Έριξε μια ματιά στους τίτλους, είχε τελειώσει ο πόλεμος -''δοξασμένο το όνομά Του. «Τόσα φονικά... ακόμα είναι νωπό το αίμα ωοχκ δρόμους... Οχι, εμείς δεν πεινάσαμε», της είχε γράψει ο Ζήσης όταν του ζήτησε να μάθει, «αλλά στις πόλεις πέθαναν χιλιάδες, Βασιλικούλα μου». Και τι να είχε απογίνει άραγε ο Αδάμος τους, που λέγανε ότι ζούσε στη Σαλονίκη; Και ο πατέρας της... Πάει ο αφέντης Αχιλλέας... έπεσε ηρωικώς μαχόμενος... Επεσε. Ο πατέρας της. Αυτός που εκείνη θεωρούσε ότι θα ζούσε για πάντα και πίστευε πως όταν θα γυρνούσε πίσω -όποτε γυρνούσε στην πατρίδαδύο πράγματα θα έβρισκε ανέπαφα από το χρόνο: το Μουρίκι, το βουνό τους, και τον αφέντη. Αλίμονο όμως... Ανοιξε το βήμα και έδιωξε τη σκέψη του νεκρού της πατέρα. Αυτό ήταν ένα θέμα με το οποίο δεν είχε έρθει ακόμα αντιμέτωπη, ήξερε, ήξερε πως κάποια μέρα -σύντομα ή αργότεραθα έπρεπε να τον θρηνήσει και να τον πενθήσει, για να μπορέσει να πάει η ζωή της παρακάτω. Τώρα όμως όχι, ακόμα δεν ήταν έτοιμη. Άλλαξε θέμα στο μυαλό της, «Εμφύλιος», αυτό τη βασάνιζε πάλι, από αυτό ρήμαζε τώρα η πατρίδα της, αυτό είχαν μηχανευτεί οι ξένοι για να τους κάνουν πάλι μαλλιά κουβάρια. Μπήκε σε ένα ταξί και έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού τους. Ο οδηγός την κοίταξε περίεργα μέσα από το καθρεφτάκι, κι εκείνη συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να μιλάει μόνη της. - Κρίμα... κρίμα... Του λέει ότι τον αγαπάει, αλλά δε θέλει να τον παντρευτεί... Για στάσου..., και έκανε μια κίνηση που ανάγκασε τον οδηγό να πατήσει φρένο, κι ας μην είχε καταλάβει τι είχε πει η γυναίκα. Τι γλώσσα ήταν αυτή; Αλλά η χειρονομία... ααα, όλα κι όλα, η χειρονομία αυτή στη δική τους τη γλώσσα «Stop» σήμαινε! Στύλωσε το βλέμμα της πέρα, στο κενό, και προσπάθησε να μην κλάψει. Της είχε πει ο γιος της αν η κοπέλα... αυτή η Ζωή... ήταν ερωτευμένη μαζί του; Όχι! Ούτε μία φορά δεν το είχε πει αυτό. Είναι δυνατόν να συζητούσε για γάμο ο Τζόνι της και να μην ήταν ερωτευμένη και η κοπέλα μαζί του; Μα δεν
ήταν κανένα παιδάκι ο γιος της, κοτζάμ γιατρός ήταν, άγγιζε και τα τριάντα, τι στην ευχή... Μήπως αυτή δεν είχε καταλάβει καλά; Αλλά, πάλι... Τώρα η Βασιλική ήξερε ότι δεν ήταν θυμωμένη. Ούτε επρόκειτο για τον εγωισμό της. Είχε ένα κακό προαίσθημα, ο έρωτας έγερνε από τη μια μεριά, έτσι νόμιζε, έτσι τον φανταζόταν πάνω στη ζυγαριά. Ερωτας μονόμπαντος... Είχε ένα προαίσθημα η Βασιλική, που... αλίμονο... Ο οδηγός κούνησε το κεφάλι του σκεφτικός. Τελικά δεν είχαν μόνο οι φτωχοί βάσανα. Να, αυτή η ωραία κυρία... σίγουρα πλούσια, αφού την πήγαινε στον πιο αριστοκρατικό δρόμο της πόλης, σίγουρα, σίγουρα, το φώναζε και το παράστημά της από δέκα μίλια μακριά, τι αέρας, τι ύφος, το φώναζε και η όμορφη γούνα της... πώς έκλαιγε, αλήθεια! - Ξεκινήστε, κύριε! διέταξε η Βασιλική μόλις κατάλαβε ότι το ταξί ήταν σταματημένο και ότι ο οδηγός, για κάποιο λόγο, περίμενε εντολές. Μπήκε ή άνοιξη όπως έμπαινε πάντα σ’ εκείνο τον τόπο: με βροχές και καταιγίδες και με λίγα διαλείμματα, στα οποία ο ήλιος έλαμπε και τα σύννεφα έτρεχαν σαν κυνηγημένα στον ουρανό άγνωστοι οι λόγοι της βιασύνης τους, άγνωστος και ο προορισμός τους. Η σχέση του Τζόνι αριθμούσε τέσσερις μήνες, «Είμαι ευτυχισμένος...» δήλωνε στο αφτί της Θεοδώρας όταν τον ρωτούσε «Πώς πάει ο έρωτας;». Το κορίτσι είχε τελειώσει το σχολείο και είχε αρχίσει να σπουδάζει ζωγραφική στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών. Ο νονός και η νονά της ήταν ιδιαίτερα περήφανοι για εκείνη, το ίδιο φυσικά και η μητέρα της, η Αλούρ, που μπορεί να μην καταλάβαινε ακριβώς από πού θα έβγαζε λεφτά η κόρη της, είχε δει όμως και είχε εκτιμήσει τους καταπληκτικούς χρωματικούς συνδυασμούς που έκανε στα κεντήματα της, άρα και με τη ζωγραφική καλά θα τα πήγαινε. «Πες μου, πες μου γι’ αυτήν...» παρακαλούσε η θεοδώρα τον Τζόνι όταν βρίσκονταν μόνοι οι δυο τους, συνήθως το απομεσήμερο της Κυριακής, όταν η Βασιλική ετοίμαζε τους καφέδες και ο Σωτήρης λαγοκοιμόταν στον καναπέ, «Πες μου, πότε θα τη γνωρίσουμε;», «Είναι νωρίς ακόμα, δε νομίζεις;» έλεγε αυτός και χαμογελούσε αμήχανα, «Όχι, όχι, καθόλου!» ξεφώνιζε η μικρή, «Ή νονά λέει ότι το νονό τον είδε μόνο μια στιγμή και αυτό έφτανε! Το ίδιο κι εκείνος!». Παρασυρμένη όλη η οικογένεια από έναν κεραυνοβόλο έρωτα που κρατούσε μια ζωή, συνέκρινε την ιστορία του Τζόνι με του Σωτήρη και της Βασιλικής χρησιμοποιώντας τα ίδια σταθμά και -δυστυχώς-την έβγαζε ελλιπή... «Να τη φέρεις έστω για ένα φαγητό», είπε μια μέρα ο Σωτήρης στο γιο του την ώρα που έφευγε. Και εκείνος περπάτησε ως το σπίτι του με τα πόδια, μια τεράστια απόσταση δηλαδή, προκειμένου να σκεφτεί. Κι όσο σκεφτόταν, θυμόταν. Και χαμογελούσε... Εκείνο το γιορτινό βράδυ ή, καλύτερα, εκείνο το ξημέρωμα του καινούριου χρόνου, γυρνούσαν με ένα φίλο από το τελευταίο πάρτι αποβραδίς στους γονείς του, για να αλλάξουν το χρόνο όλοι μαζί, και μετά σε δύο σπίτια και σε ένα καμπαρέ. Ήταν το ξημέρωμα μιας μέρας παγωμένης, κρυστάλλιαζαν οι ανάσες έτσι κι έκαναν να βγουν έξω από το σώμα για να ξεφύγουν, και το χιονόνερο δεν είχε σταματήσει λεπτό εδώ και τρεις μέρες. Μακάρι να ήταν χιόνι, θα ήταν καλύτερα τα πράγματα και, το πιο πιθανό, θα έκανε λιγότερη παγωνιά.
Η Νέα Υόρκη γιόρταζε τον καινούριο χρόνο. Ο κόσμος στις πλατ πες άνοιγε σαμπάνιες ή μπίρες, ανάλογα με το βαλάντιο, φώτα άναβαν κι έσβηναν στα παράθυρα και στις βιτρίνες, λαμπάκια πολύχρωμα στόλιζαν τους δρόμους, φιλιά στο στόμα και φιλιά στα μάγουλα επισφράγιζαν τη χαρά του νέου, του άγνωστου, του ελπιδοφόρου, καπελάκια χρωματιστά άλλαζαν τις ηλικίες για να γυρίσουν πίσω και να γίνουν όλοι παιδιά, ενώ ο χρόνος πήγαινε μπροστά, αμείλικτα ασταμάτητος, βραδινές τουαλέτες θρόιζαν δίπλα από ιδρωμένες φόρμες εργασίας, ταπεινές τραγιάσκες γειτόνευαν με περήφανα ημίψηλα, κοσμικά πάρτι δίνονταν σε ζεστές αίθουσες γεμάτες μυρωδάτο καπνό και μουσικές νότες, υπαίθριες μαζώξεις καμάρωναν για τον καθαρό αέρα και το ψοφόκρυο. Γυρνούσε ο Τζόνι μαζί με τον Σάιμον -φίλο παιδικό και συνένοχο σε πολλές ανήλικες και ενήλικες ζαβολιέςαπό το καμπαρέ όπου είχαν περάσει την πρώτη νύχτα του χρόνου, σιγομουρμούριζαν ένα τραγουδάκι της μόδας για να ξορκίσουν το παγωμένο χιονόνερο -αυτό το αναποφάσιστο καιρικό φαινόμενο, ούτε χιόνι ούτε βροχή-, που συνέχιζε να πέφτει ασταμάτητο, και τα ζαλισμένα τους βήματα τους έβγαλαν από την κεντρική πλατεία -όχι τόσο ακούσια όμως, όπως του φάνηκε του Τζόνι, ο φίλος του ήξερε καλά πού πήγαιναν, αυτός ακολουθούσε-, τους έβγαλαν και τους οδήγησαν σε ένα στενό δρομάκι. Λίγο πιο κάτω είδε κόσμο μαζεμένο, κόσμο ανακατωμένο, άλλοι με το φράκο και άλλοι με την εργατική φόρμα -κάποιοι δούλευαν ακόμη κι εκείνη τη μέρα, τουλάχιστον αυτή θα ήταν διπλοπληρωμένη-, επέστρεφαν ή ξεκινούσαν από γλέντια και δουλειά, όλοι έξω από ένα μαγαζάκι, μια τρύπα τόση δα, με ένα φωτισμένο παράθυρο κάτω από μια πινακίδα που έλαμπε στο μισοσκόταδο, «Lucky Star» έγραφε, και ο κόσμος σερβιριζόταν από το παραθυράκι. Χαμογέλασε ο Τζόνι, βρήκε συμβολικό το όνομα μια τέτοια μέρα και ροΥιησε το φίλο του: - Το έχεις ξαναδεί αυτό το μαγαζάκι; - Δυο τρεις φορές, ανασήκωσε ο άλλος τους ώμους του. Πάντα έτσι το λέγανε... δεν είναι λόγω της μέρας..., συνέχιζαν το πάρτι στο στομάχι του οι φυσαλίδες της σαμπάνιας. Να βάλουμε κάτι στο στόμα μας... Ερχεται πολύς κόσμος τώρα τελευταία, είναι σικ αυτή τη στιγμή... Βάδισαν βιαστικά προς τα εκεί -κάτι η πείνα, κάτι ο κόσμος, ήθελαν φτάσουν γρήγορα-, είδαν απέξω να έχουν στήσει πηγαδάκια χαρούμενοι δανδήδες με τα μακριά τους παλτά και τις ρεμπούπλικες, χαριτωμένες κοσμικές δεσποινίδες με παχιές γούνες και από κάτω σιφόν και λεπτεπίλεπτα πέδιλα, είδαν και μια δυο παρέες εργατών που ακόμα δεν είχαν εξοστρακιστεί από τους άλλους, τους πλούσιους, το «Lucky Star» μπορούσε ακόμα να τους συγκεντρώνει όλους, όπως η ίδια η Αμερική. Πλησίασαν στο αχνισμένο άνοιγμα, μέσα δυο νέοι άνθρωποι, ένας νεαρός και μια κοπέλα, δούλευαν ασταμάτητα, μικρά πιάτα έβγαιναν από το παράθυρο ευωδιάζοντας, ο κόσμος έτρωγε με όρεξη, αφήνοντας επιφωνήματα απόλαυσης. Στο μαγαζάκι εκείνο, ένα χρόνο τώρα, μετά τον πόλεμο, που είχε αλλάξει πολλά πράγματα, οι κοσμικοί, που είχαν βαρεθεί τα χαβιάρια και τα πατέ τις προχωρημένες βραδινές ή τις πρώτες πρωινές ώρες, είχαν αρχίσει να βρίσκουν πολύ ενδιαφέρον το γεγονός να τσιμπάνε κάτι στο πόδι. Το θεωρούσαν εξωτικό και, το κυριότερο, τρώγοντας στο πόδι μια διαφορετική τροφή αισθάνονταν ότι κατακτούσαν γευστικά τη Νέα Υόρκη, την Αμερική ολόκληρη, όπως οι μακρινοί τους πρόγονοι είχαν κατακτήσει εδαφικά αυτή τη χώρα, όπως οι άμεσοί τους πρόγονοι την είχαν κατακτήσει οικονομικά θα είχαν κάτι να λένε και γι’ αυτούς, λοιπόν, οι επόμενες γενιές...
Είδε ο Τζόνι την κοπέλα να ανακατεύει κάτι μέσα σε μια μεγάλη κατσαρόλα και να κόβει με τέχνη ένα μεγάλο κομμάτι... κρέας;... που έστεκε κατακόρυφα, περασμένο σε μια όρθια σούβλα, μπροστά από μια αυτοσχέδια, επίσης όρθια, σχάρα με κάρβουνα, την είδε να το κόβει με κινήσεις αέρινες, σαν να χόρευε μπαλέτο μπορεί, πάλι, και να του φάνηκε έτσι... Ο άλλος, ο νεαρός, σερβίριζε χαμογελαστός, μοιράζοντας ευχές, «Happy new year», και μικρά πιάτα μαζί με χαρούμενες κόκκινες χαρτοπετσέτες. Έμειναν εκστατικοί οι δυο φίλοι στη γεύση αυτού που δοκίμασαν ύστερα από λίγο -καταπληκτικό πιλάφι με σταφίδες, μικρά κομμάτια αρνίσιας συκωταριάς και κάτι μικρά άσπρα σποράκια, που αργότερα πληροφορήθηκαν ότι ήταν κουκουνάρια, και ψιλοκομμένες φέτες ενός περίεργου, καυτερού και μυρωδάτου κρέατος-, και ο Τζόνι, σκύβοντας από το παράθυρο, κοίταξε στο εσωτερικό του μαγαζιού. - Ποιος μαγειρεύει; ρώτησε σαν μαγεμένος τον νεαρό με τη μακριά άσπρη ποδιά. - Η αδελφή μου, κύριε, είπε σεμνά το παιδί και με μια κίνηση του κεφαλιού έδειξε προς το μέρος της κοπέλας. - Και πού έμαθε αυτά τα φαγητά; - Από τη μητέρα μας, κύριε, που είναι από τη Μικρά Ασία. - Τούρκοι; λυπήθηκε ο Τζόνι, αλλά προσπάθησε να το κρύψει. - 'Ελληνες, κύριε! είπε ο νεαρός περήφανα. Χτύπησε παράξενα η καρδιά του. Η χαμογελαστή κοπέλα στο εσωτερικό είναι Ελληνίδα, για φαντάσου... πατριώτισσα..., είπε και ξανάπε στον εαυτό του και δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ελληνίδα και όμορφη σαν θεά του Ολύμπου... Σκέφτηκε να ρωτήσει και κάτι παραπάνω, να συστηθεί, να πει «Κι εγώ Έλληνας είμαι, τουλάχιστον κατά το ήμισυ...» ή κάτι τέτοιο, αλλά συναντήθηκαν τα βλέμματά τους πάνω από τον πάγκο του παραθύρου, και ο Τζόνι, μορφωμένος, πλούσιος και πετυχημένος, ένιωσε τα πόδια του να λιώνουν, λες και ήταν από παγωτό, κάτι που δεν ήταν δικαιολογημένο έτσι κι αλ\ιώς, αφού εκείνο το βράδυ έκανε ψοφόκρυο και κανένα παγωτό δε θα έλιωνε ιόσο εύκολα, μόνο τα πόδια του... Έφαγαν με το φίλο του χωρίς να ρωτήσει τίποτα παραπάνω. - Φανταστικό φαγητό, αποφάνθηκε ο Σάιμον αυτό άραγε, το να έχει ο φίλος του το ίδιο όνομα με τον αδελφό της ωραίας μαγείρισσας, κι ας μην το ήξερε ακόμα ο νεαρός γιατρός, λεγόταν σύμπτωση ή πεπρωμένο; Να ξανάρθουμε, να φέρουμε και τα κορίτσια, και μπήκε νυσταγμένος στο αυτοκίνητο. Τα «κορίτσια» ήταν δυο αδελφές, πλούσιες και ψωριάρες, που έκαναν κρα να παντρευτούν τους δύο φίλους.’ Ο Σάιμον κόντευε να υποκύψει, ο Τζόνι όχι, ούτε του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να παντρευτεί τη μικρότερη -η μεγάλη ήταν εκείνη που μάρκαρε στενά τον Σάιμον-, έβγαινε μαζί της, για να κάνει το χατίρι του φίλου του, εντάξει, είχαν ανταλλάξει και κάνα δυο φιλιά, τίποτα παραπάνω, η κοπέλα ήταν έτοιμη για όλα, εκείνος αποτραβιόταν, τον πάγωνε αυτή η γυναίκα, την πρώτη φορά που φιλήθηκαν έβγαλε αμέσως το καθρεφτάκι και διόρθωσε το κραγιόν της!
ΖΩΗ ΣΑΝ ΑΣΤΕΡΙ
Το ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ κράτησε μέρες, μέρες ατέλειωτες, βαρετές, μέρες που άλλοτε στάλαζαν δάκρυα και άλλοτε ήταν χαρούμενες και γεμάτες ελπίδα. Τα δυο αδέλφια, συνεπαρμένο στην αρχή από αυτό που τους συνέβαινε -μια άλλη ήπειρος, ένας άλλος κόσμος, μια άλλη ζωή ανοιγόταν μπροστά τους-, μιλούσαν με τις ώρες, έκαναν όνειρα, σχεδίαζαν τη ζωή τους λες και όλα εξαρτιόνταν από αυτούς, μόνο από αυτούς. Κοιμόνταν λίγο τα βράδια, δεν τους κολλούσε ο ύπνος, «Θα κάνουμε και τούτο...», «Θα κάνουμε και το άλλο...», ο κόσμος τούς ανήκε, τον κρατούσαν σφιχτά στη χούφτα τους και, σα θα έφταναν στην Αμερική, θα την άνοιγαν Και θα τα έβρισκαν όλα εκεί μέσα: δουλειά, ελευθερία, χρήμα, αξιοπρέπεια, δύναμη, αγάπη. Όσο όμως περνούσαν οι μέρες, και ειδικά όταν βγήκαν στο μεγάλο ωκεανό, άρχισαν σιγά σιγά να χάνουν το κουράγιο τους, ήδη η νοσταλγία τρυπούσε σαν σφαίρα το μυαλό τους. Πού πήγαιναν μόνοι τους στα ξένα, αυτοί που ούτε από τη γειτονιά τους καλά καλά δεν είχαν φύγει; Πώς άφησαν τη ζεστή μητρική αγκαλιά, το σπάνιο μα τόσο ουσιαστικό χάδι του πατέρα; Πώς θα περπατούσαν σε άλλους, άγνωστους δρόμους, φαρδείς και τεράστιους, οπως είχαν ακούσει, αυτοί που γνώριζαν πέτρα πέτρα το κάθε σοκάκι ως το σπίτι τους. ήχο ήχο το κάθε κλείσιμο εξώπορτας στο στενό τους, μυρωδιά μυρωδιά της κάθε γειτόνισσας το φαγητό, ακτίνα ακτίνα το φως του ήλιου όπως περνούσε από τις γρίλιες των κλειστών παντζουριών του σπιτιού τους; Λιγόστεψαν τα λόγια τους, γίνανε πιο προσεκτικές οι κουβέντες, τα «Θα κάνουμε...», «Θα δείξουμε...» γίνανε «Ισως κάνουμε...», « Ισως καταφέρουμε...», άρχισαν να σκέφτονται και να σχεδιάζουν την επιστροφή, «Πέντε χρόνια» έλεγε το κορίτσι, «Πέντε χρόνια, και πίσω!», γελούσε με το ζόρι το παλικάρι, «Σε πέντε χρόνια ούτε σέντσι δε θα έχεις μαζέψει, Ζωίτσα!» έκανε πως κορόιδευε. Και μένανε τις νύχτες με τα μάτια ανοιχτά και αμίλητοι, ήτανε βέβαια ο νονός τους εκεί -δηλαδή ο νονός του Σίμου, όχι και των δυο τους...-, αυτός θα τους φιλοξενούσε, αυτός θα τους έβρισκε δουλειά, αυτός... αυτός... για όλα αυτός. Ηταν σίγουροι πως θα τους βοηθούσε -με αυτή την προϋπόθεση μήπως δεν τους είχε καλέσει;-, αλλά, όσο να πεις, τα ξένα είναι ξένα* αλλιώς, θα ήταν πατρίδα και δε θα έκλαιγε η μάνα τους όταν τους αποχαιρετούσε, δε θα γράφονταν μεγάλα, ατέλειωτα γράμματα, δε θα υπήρχαν τα τραγούδια για την ξενιτιά. Κι όταν άκουγε η Ζωή μες στη μαύρη νύχτα την αναπνοή του αδελφού της ήρεμη και παραδομένη, τον σκέπαζε τρυφερά και άφηνε το σκοτάδι να τη γεμίσει με τη σκέψη εκείνον: τη μορφή και το γέλιο του, τα μάτια του και το στραβό του χαμόγελο, τις ατέλειωτες σιωπές του και τα ξεσπάσματά του, τα χέρια του τα βελούδινα και τα μαλλιά του τα μεταξένια. Θυμόταν το σώμα του, ίδιο αγγέλου, γυμνό πάνω στα σεντόνια, θυμόταν τρέμοντας το απαλό του δέρμα, το αυλάκι κατά μήκος της πλάτης του, τον παλλόμενο ανδρισμό του, θυμόταν το άγγιγμα και τη φορτωμένη αναστεναγμούς σιωπή τους, τη θέρμη και τη γεύση του κορμιού του. Κοκκίνιζαν τότε τα μάγουλά της και έκαιγαν, τα έπιανε με τα κρύα της χέρια να τα δροσίσει, σπαρταρούσε η καρδιά της, και μια φλόγα ανεβοκατέβαινε στο σώμα της, από το λαιμό μέχρι ανάμεσα στα πόδια και πάλι πάνω. Εκείνες τις στιγμές η Ζωή μεταφερόταν στο μισοσκότεινο δωμάτιο, με την μπουγάτσα να κρυώνει στο πιάτο και με τις φωνές από το κάτω σπίτι, και έλιωνε από έρωτα και πόθο για εκείνο το αγόρι. Ύστερα θυμόταν τη σιωπή του και το πώς απέφευγε να την κοιτάξει, την αδιαφορία του, το ανασήκωμα των ώμων του -«Και τι με νοιάζει εμένα;»όταν του ανακοίνωσε ότι θα έφευγε στην Αμερική, το κρύο που έμπαινε από παντού μέσα σ’ εκείνο το σπίτι, τα κύματα της θάλασσας, που ώρες ώρες πίστευε ότι θα κατάπιναν τις καταπράσινες βεράντες. Εκείνες τις στιγμές μισούσε τον έρωτα, μισούσε και το σώμα της, που είχε ανταποκριθεί αμέσως στο κάλεσμά του.
Την έβρισκε ο ύπνος στο τέλος, με τα βλέφαρα υγρά από τα δάκρυα, τα μάγουλα ακόμα φλογισμένα, τα χείλη μισάνοιχτα, να περιμένουν το φιλί που ποτέ δεν εί;;ε δοθεί, τα στήθη πρησμένα και την ήβη της ανατριχιασμένη. Άκουγε μες στον ύπνο του το κορίτσι τον αχό των κυμάτων που χτυπούσαν στα σιδερένια τοιχώματα, αισθανόταν τους κλυδωνισμούς του πλοίου, και η ψυχή της μια βουτούσε στο βυθό, στα μαύρα άγρια νερά, μια ανέβαινε στα πυρπολημένα σύννεφα. Γιατί έπιανε να χαράζει και σε λιγότερο από ένα μήνα θα γινόταν δεκαοχτώ χρονών... Μόλις τελείωσαν τις εξευτελιστικές «διατυπώσεις» στη νήσο Έλις, χωρίς να κοιτάζονται στα μάτια και με τα χέρια τους σφιχτά δεμένα, τα δυο αδέλφια βάδισαν προς την έξοδο. Είχαν πλήρη συναίσθηση του πού πήγαιναν, πόσο άλλαζε από εκείνη τη στιγμή η ζωή τους, ήξεραν πολύ καλά τι είχαν αφήσει πίσω. Η Νέα Υόρκη και νέα πατρίδα τους τους υποδέχτηκε με ένα διαπεραίπικό κρύο και ένα χιονόνερο, αυτό που θα θυμόταν για πάντα -για πάντα;η Ζωή όποτε θα έφερνε στο νου της εκείνη την πόλη. Κρύο και χιονόνερο... Είδαν την ψηλή σιλουέτα του Δημητρού, του νονού τους, να τους κουνάει το χέρι από μακριά και το πρόσωπό του στολισμένο με ένα πλατύ χαμόγελο. Χώθηκαν στην αγκαλιά του κλαίγοντας, γιατί εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσαν ότι, αν εκείνος δεν είχε έρθει να τους παραλάβει, όπως είχε υποσχεθεί σε όλα του τα γράμματα μέχρι την τελευταία στιγμή, εκείνοι τι θα απογίνονταν; Κρεμασμένη η κοπέλα από το λαιμό τού και ο Σίμος κρατώντας τον αγκαζέ, έφτασαν στην έξοδο του λιμανιού, εκεί όπου τους περίμενε, μέσα στο αυτοκίνητο, μουτρωμένη η νονά Μαρία. Χαρούμενα τα παιδιά που συναντούσαν κι άλλο «δικό τους« άνθρωπο, έπεσαν και στη δική της αγκαλιά και τη γέμισαν φιλιά. Παρασύρθηκε και η Μαρία από το γενικό ενθουσιασμό -είχε πολλές αντιρρήσεις, που τις είχε εκφράσει στον άντρα της, για το πώς θα ζούσανε με δυο μεγάλα παιδιά στο σπίτι και άλλες τόσες, που τις κράτησε για τον εαυτό της, για το πώς θα έβλεπε τον εραστή της με τα παιδιά μες στα πόδια της-, παρασύρθηκε και αγκάλιασε τα παιδιά θερμά, λέγοντας «Welcome2, welcome. Από δω και στο εξής θα σας μιλάω αγγλικά, πρέπει να μάθετε τη γλώσσα». Εκστασιασμένοι κοίταζαν τους στολισμένους δρόμους -έφταναν τα Χριστούγεννα και η Αμερική προσπαθούσε να ξεχάσει ότι σε λίγο θα ξεσπούσε πόλεμος-, τους δρόμους με τα τεράστια κτίρια, απαντούσαν μηχανικά στις ερωτήσεις, «Τι κάνουν οι γονείς σας;», «Πώς είναι όλοι στη γειτονιά;», «Πού δουλεύει ο πατέρας τώρα;», και πετάγονταν κάθε τόσο δείχνοντας κάτι, «Αυτό! Αυτό! Τι είναι αυτό;», δε χόρταιναν τα μάτια τους, βρίσκονταν πράγματι σε μια άλλη γη, όλα διαφορετικά, το χρώμα του ουρανού, το είδος των δέντρων, το μέγεθος των κτιρίων, η ποιότητα των δρόμων, ο αριθμός των αυτοκινήτων, οι χιλιάδες άνθρωποι που περπατούσαν στους δρόμους, η θάλασσα που ανακατωνόταν με ένα ποτάμι και δεν ήξερες πού άρχιζε και πού τελείωνε, οι γειτονιές με τους μαύρους -μόνο μία φορά στο σινεμά είχανε δει νέγρους-, τα καταστήματα με τις φορτωμένες βιτρίνες, οι τεράστιοι κήποι και τα πάρκα, ακόμη και μπροστά από κάθε σπίτι. Ο Δημητρός και η Μαρία έμεναν σε μια ήσυχη γειτονιά, σε ένα προάστιο απέναντι από το Μανχάταν. Τα σπίτια ήταν σχεδόν ομοιόμορφα, με μεγάλα παράθυρα, αυλή μπροστά και γκαράζ. - Εκείνο είναι το σπίτι μας, το άσπρο, δεύτερο από δεξιά, είπε ο Δημητρός καθώς έστριβε και έμπαινε στο δρόμο.
- Είναι θαυμάσια εδώ! είπαν και τα δυο παιδιά με ανοιχτό το στόμα. - Μμμ..., έκανε υποτιμητικά η Μαρία. Εμένα δε μου αρέσει, it’s too boring είναι πολύ βαρετό..., και έβαλε τα γέλια. Βαριέμαι σ’ αυτή τη γειτονιά. Μακάρι να με άκουγε ο νονός σας και να αλλάζαμε σπίτι... Μείναν εφτά μήνες με εκείνους τους ανθρώπους -τους πιο προσφιλείς που μπορούσαν να έχουν τη δεδομένη στιγμή στη ζωή τους-, σ’ εκείνο το σπίτι, σ’ εκείνη τη γειτονιά. Τις πρώτες μέρες ξεκουράστηκαν, τις επόμενες, δηλαδή κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, έκαναν τις βασικές βόλτες για να γνωρίσουν την πόλη αν μπορούσαν να γνωρίσουν εκείνο το χάος με λίγες βόλτες. Αναγκάστηκε η Μαρία να τραπεζώσει φίλους και γνωστούς, γιατί είχε «τα καημένα τα παιδιά» στο σπίτι, άρα δε θα μπορούσε να πάει στα διάφορα καλέσματα, και η Ζωίισα ιιροθυ-μοποιήθηκε να τη βοηθήσει στις ετοιμασίες. Δέχτηκε ευχαρίστως εκείνη, ποτέ δεν είχε μάθει να μαγειρεύει κανονικά, δεν ήξερε να φτιάχνει τίποτα άλλο από ευφάνταστα σάντουιτς, όπου αναμείγνυε διάφορα ετερόκλητα υλικά, συνήθως απολύτως αταίριαστα μεταξύ τους. Ο Δημητρός, ο Οκάν της Πόλης, με τη σπουδαία μαγείρισσα για μάνα, ο μαθημένος στις καλύτερες γεύσεις και στους πιο φίνους συνδυασμούς, ποτέ δε διαμαρτυρήθηκε στη γυναίκα του, ποτέ δεν απαίτησε να του φτιάξει ένα φαγητό που είχε λαχταρήσει. Στη Θεσσαλονίκη η κατάσταση βολευόταν γιατί μαγείρευε η Αμαλία, η πεθερά του, που μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα νόστιμα τα φαγητά της, ήταν όμως τουλάχιστον... φαγητά. Όταν αναπολούσε μια ωραία γεύση, ο Οκάν ζητούσε από τη Νενέ να του μαγειρέψει, και εκείνη, ευτυχισμένη, του έφτιαχνε ντολμάδες με αμπελόφυλλα και μπόλικο δυόσμο, του παραγέμιζε με σταφίδες και κουκουνάρια κοτόπουλο, του ετοίμαζε λαχταριστά λαχματζούν με τυρί και κιμά. Το τραπέζι των Χριστουγέννων, που γύρω του συγκέντρωσε τις επαγγελματικές γνωριμίες του Οκάν και τις κοινωνικές της Μαρίας, σαγήνευσε τους πάντες, καλεσμένους και οικοδεσπότες, που με έκπληξη έφαγαν το ωραιότερο ίσως φαγητό της ζωής τους, μαγειρεμένο από τη νεότερη ίσως μαγείρισσα που είχαν δει ποτέ και την ομορφότερη επίσης, πράγμα που δε σήκωνε καμία αντίρρηση και αμφιβολία, αφού η Ζωή άστραφτε από ομορφιά και χάρη. Με την έλευση του καινούριου χρόνου, τα δυο παιδιά άρχισαν να δουλεύουν στην αποθήκη της εταιρείας του Δημητρού, εκεί όπου συσκευάζονταν τα κουτιά των τσιγάρων σε κιβώτια και γινόταν η διανομή. Η Ζωή εργαζόταν στη συσκευασία, δέκα ώρες τη μέρα όρθια και ακίνητη μπροστά σε έναν πάγκο, ο Σίμος στη μεταφορά, φορτώνοντας κιβώτια, αναρίθμητα κιβώτια, σε κάτι τροχήλατες πλατφόρμες, από τις οποίες ξεφορτώνονταν μέσα σε μεγάλες καρότσες φορτηγών. «Θα είναι προσωρινό», τους διαβεβαίωνε ο νονός τους και προσπαθούσε να βρει κάποια καλύτερη δουλειά, που δυστυχώς δεν υπήρχε, αφού τα παιδιά δε γνώριζαν καν τη γλώσσα. «Αγράμματα είναι», έριχνε το φαρμάκι της τις νύχτες η Μαρία, «γιατί υποχρεώνεσαι να τους βρεις καλύτερη δουλειά; Τι παραπάνω θα γίνουν δηλαδή από χαμάλης και εργάτρια;» Θύμωνε ο Δημητρός, αλλά δε μιλούσε, απέναντι στη γυναίκα του αισθανόταν μια μόνιμη ενοχή επειδή δεν την ερωτεύτηκε ποτέ και επειδή το μυαλό του ήταν πάντα στη Λάρα. Την ενοχή αυτήν την εξαργύρωνε κάνοντάς της όλα τα χατίρια, χωρίς να της φέρνει αντίρρηση σε οτιδήποτε, γεγονός που έκανε τη Μαρία να παρεξηγήσει την κατάσταση και -μαθημένη όπως ήταν και από τους γονείς τηςνα αλλάξει τελείως χαρακτήρα ή, καλύτερα, να εμφανίσει ένα χαρακτήρα που ο Δημητρός δε γνώριζε ότι είχε η γυναίκα του. Έγινε λοιπόν ψηλομύτα και ψωροπερήφανη, σκληρή και απαιτητική, ψεύτρα και
άπιστη. Αλλά τη συγκεκριμένη απιστία δεν τη θεωρούσε «αμαρτωλή απιστία» η Μαρία, είχε πείσει τον εαυτό της ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και, με την έμμονη ιδέα της τεκνοποίησης -το γεγονός ότι δεν είχε παιδιά τής χαλούσε την τέλεια εικόνα που είχε για τον εαυτό της-, επιδιδόταν στο συγκριμένο σπορ με τον εραστή της όσο πιο τακτικά μπορούσε, γιατί ο... εν λόγω είχε τρία παιδιά -και μάλιστα όλα αγόρια-, άρα γονιμότητα εξασφαλισμένη. Όταν και ο εραστής δεν κατάφερε το πολυπόθητο αποτέλεσμα, η Μαρία προχώρησε παρακάτω. Βρήκε έναν άντρα πολύ νεότερό της -που στο μυαλό της σήμαινε πολλά για το θέμα της σύλληψηςκαι άρχισε να έχει σχέσεις μαζί του, αγαπώντας πάντα τον Δημητρό σαν απόκτημά της και σαν ένα προσωπικό της τρόπαιο, κόντρα στη θέληση της μάνας της, της μακαρίτισσας της Αμαλίας. Σ' αυτό το στάδιο της ζωής της η Μαρία συγκατοίκησε με τον Σίμο και τη Ζωίτσα, τα παιδιά της κουμπάρας της της ϊλαρίας της Αάρας, όπως την έλεγε ο άντρας της και άλλαζε σχήμα το στόμα του. Τα παιδιά, που δεν ήταν πια μωρά -η Ζωή είχε κλείσει τα δεκαοχτώ, ο Σίμος στα δεκάξι-, έφευγαν στα νύχια των ποδιών τους για να μην τους ενοχλήσουν, έφευγαν από το σπίτι αξημέρωτα και δε γυρνούσαν ποτέ πριν από τις έξι το απόγευμα. Η Μαρία είχε στη διάθεσή της ατέλειωτες ώρες να βγει για ψώνια, να πάει στο κομμωτήριο, να πιει ένα ποτό με τις φίλες της, να συναντήσει τον εραστή της, να περάσει και από τη δουλειά του Δημητρού για να μοστράρει το καινούριο της παλτό και τα τέλεια αγγλικά της, για τα οποία όλοι οι συνεργάτες του τη θαύμαζαν, αλλά και για να ελέγξει την κατάσταση μήπως είχε έρθει καμιά καινούρια όμορφη υπάλληλος στην εταιρεία; Και θα είχε πολύ περισσότερες ώρες στη διάθεσή της -αφού ο Δημητρός γυρνούσε πάντα γύρω στις οχτώαν είχε δεχτεί από την αρχή, όπως της είχε προτέίνει ο άντρας της, να δώσει κλειδιά στη Ζωή και στον Σίμο, ώστε να μην είναι υποχρεωμένη να βρίσκεται στο σπίτι την ώρα της επιστροφής τους. Με ένα ανόητο όμως πείσμα, που στηριζόταν στο ότι το σπίτι ήταν δικό τους και όχι του «καθενός» και ότι αν έλειπε η οικοδέσποινα δε γινόταν να υπάρχουν μέσα «ξένοι» -λέξεις που πίκραιναν πολύ τον Δημητρό, και τη Ζωή επίσης, μια φορά που έτυχε να το ακούσει παρά τη θέλησή της-, είχε αρνηθεί η Μαρία να «παραδώσει» τα κλειδιά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την -αναγκαστικήεπιστροφή της κάθε μέρα στο σπίτι λίγο πριν από τις έξι, τον εκνευρισμό της αν καμιά φορά τα παιδιά αργούσαν πέρα από το συνηθισμένο -«Κάθομαι σαν τη δούλα και τους περιμένω!»και, σίγουρα, την όλο και πιο μουτρωμένη υποδοχή που τους έκανε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά το βράδυ, γύρω στις οχτώ, που επέστρεφε και ο Δημητρός, η «οικογένεια» έτρωγε όλη μαζί. Τώρα πια η Μαρία δεν μπορούσε να παραγγέλνει ένα δείπνο στο διπλανό εστιατόριο, να κάνει ατμόσφαιρα και να τρώνε ρομαντικά με τον άντρα της -που περισσότερο τον ζήλευε παρά τον ποθούσεκαι μετά να τον οδηγεί με φιλιά και τσαλίμια στην κρεβατοκάμαρα, πάντα με τους ίδιους στόχους: να μείνει επιτέλους έγκυος και να τσεκάρει -άγνωστο πώςαν την είχε απατήσει εκείνη τη μέρα. Βέβαια, όλη αυτή η κατάσταση αντισταθμιζόταν από τη γενναία προσπάθεια που έκανε η Ζωή και ετοίμαζε κάθε βράδυ, παρά την κούραση και τη νύστα της, ένα ωραίο δείπνο, που το σερβίριζε όμορφα, και από το συγύρισμα που έκανε μαζί με τον αδελφό της αφού τελείωναν το φαγητό. Η Ζωή είχε μετατραπεί σε υπηρέτρια της Μαρίας, και αυτό δεν άρεσε καθόλου στον αδελφό της/ - θέλεις να φύγουμε από δω; τη ρώτησε ένα βράδυ μόλις ξάπλωσαν και προτού προλάβει το κορίτσι να κοιμηθεί που κοιμόταν αμέσως, αφού ήταν σκοτωμένο στην κούραση. - Να φύγουμε; απόρησε η Ζωή. Και πού να πάμε, βρε Σίμο;
- Να νοικιάσουμε μόνοι μας ένα σπίτι, μια κάμαρα, κάτι! Δε μου αρέσει να σε βλέπω να σκοτώνεσαι στη δουλειά και όταν γυρνάς στο σπίτι! θύμωσε εκείνος. · - Σσσς! τρόμαξε η Ζωή. Σσσς, μη μας ακούσουν! - Σιγά μη μας ακούσουν! είπε πολύ θυμωμένος τώρα ο Σίμος. Δεν την είδες τη νονά; Τύφλα σηκώθηκε από το τραπέζι... - Έλα, μωρέ, ήπιε λίγο παραπάνω..., τη δικαιολόγησε η Ζωή, που δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι η γυναίκα του νονού τους τα κοπανούσε κανονικά και σχεδόν καθημερινά. Και προς θεού, Σίμο, μη γράψεις τίποτα στη μαμά! Φοβόταν η Ζωή. Φοβόταν μήπως πρόσβαλλα ν τον Δημητρό και τη Μαρία, φοβόταν μήπως μάθαινε η μάνα της ότι και στην Αμερική την υπηρέτρια έκανε. «Αντε, παιδάκι μου, στην ευχή του θεού, της είχε πει όταν την αποχαιρετούσε, «άντε, να ξεφύγεις από αυτή τη ζωή...» Το ήξερε η κοπέλα, η μάνα τους δεν άντεχε να τη σκέφτεται υπηρέτρια. Το είχε βραχνά από τα δικά της μικράτα, κάλλιο στο εργοστάσιο παρά υπηρέτρια. Έτσι το ένιωθε καλύτερα... Λίγο καιρό ύστερα από αυτή τη συζήτηση, κι ενώ τα παιδιά γυρνούσαν στο σπίτι ένα απόγευμα που πια είχε μπει η άνοιξη αλλά το χιονόνερο συνέχιζε να πέφτει και να τους παγώνει -σώματα και ψυχές-, γλίστρησε η Ζωή, γλίστρησε και χτύπησε τον αστράγαλό της, με φρικτούς πόνους την κουβάλησε σχεδόν ο αδελφός της ως το σπίτι, μουτρωμένη, όπως πάντα, τους άνοιξε η Μαρία και έφυγε αμέσως προς το εσωτερικό του σπιτιού ούτε τι ούτε πώς που είδε τη Ζωή να χοροπηδάει στο ένα πόδι, με το πρόσωπο παραμορφωμένο από τον πόνο. - Τι τον θέλεις τον πάγο; ρώτησε ξινά όταν είδε τον Σίμο να ανοίγει το ψυγείο. Εκανε εκείνος στην αδελφή του όσα πρακτικά ήξερε, της έδεσε το πόδι σφιχτά, και περίμεναν αμίλητοι στο δωμάτιό τους τουλάχιστον να ερχόταν ο νονός, να του έλεγαν τι συνέβη. Ανοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει η Μαρία -το έβρισκε φυσικό, καθώς ήταν στο σπίτι τηςκαι με ασταθή φωνή ρώτησε τη Ζωή: - Τι θα φάει ο νονός σου σήμερα; - Η Ζωή, νονά, έχει χτυπήσει το πόδι της, βιάστηκε να απαντήσει ο Σίμος, γιατί είχε ικανή την αδελφή του να φιλοτιμηθεί και να σηκωθεί παρά το πρήξιμο και το μελάνιασμα στο πόδι της. - Κόλπο; Αρχίσαμε τα κόλπα; ρώτησε χωρίς ντροπή η Μαρία. Μια υποχρέωση είχατε μέσα σ’ αυτό το σπίτι, που σας φιλοξενεί, σας ταΐζει, σας ποτίζει, κι αυτή δε θέλετε να την τηρήσετε! Άφωνα τα παιδιά παρακολουθούσαν την επίθεση που τους γινόταν και δεν ήξεραν τι να απαντήσουν. -Πες μου πώς γίνεται, είπε στη Ζωή ο Σίμος όταν η Μαρία από-χώρησε σχεδόν τρεκλίζοντας. Πες μου πώς, και θα μαγειρέψω εγώ. Ετσι ξεκίνησε να μαγειρεύει και ο Σίμος, πράγμα που του βγήκε σε καλό λίγο αργότερα. Βέβαια, ύστερα από λίγο, η Μαρία, μετανιωμένη ή φοβούμενη μήπως τα δυο παιδιά πούνε κάτι στον
άντρα της, ενδιαφέρθηκε για το πόδι της Ζωής, και την επομένη, που η κοπέλα φυσικά δεν μπορούσε να πάει στη δουλειά της, την πήγε στο γιατρό. Εκείνος διέγνωσε διάστρεμμα και διέταξε ανάπαυση. Η Ζωή έχασε τη δουλειά της. Αυτό τη βύθισε σε μελαγχολία, και έκλαιγε όλη μέρα. Μάταια ο Δημητρός και ο Σίμος προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν, ο μεν Δημητρός για το οικονομικό θέμα, που το έφερε βαρέως η κοπέλα, ο-δε Σίμος για τη συμπεριφορά της Μαρίας, που, μένοντας κι εκείνη μέσα στο σπίτι -από μια διεστραμμένη αντίληψη περί φιλοξενίας-, είχε συνέχεια νεύρα και μούτρα και μιλούσε άσχημα στο κορίτσι. - θα φύγουμε, είπε ο Σίμος ένα βράδυ στην αδελφή του, που την άκουσε πάλι να κλαίει. Μόλις μπορέσεις να το πατήσεις και να περπατήσεις κανονικά, θα σε πάρω και θα φύγουμε. Ο Δημητρός ξαφνιάστηκε όταν ο βαφτισιμιός του του ανακοίνωσε την απόφασή τους να φύγουν. - Δεν έχετε να πάτε πουθενά! Υποσχέθηκα στη μάνα σας... και στον πατέρα σας... Δεν έχετε να πάτε πουθενά! και ρώτησε αν συνέβαινε κάτι άλλο. - Μην του πεις, ψιθύρισε η Ζωή στο Σίμο. - Δε θα του πω, υποσχέθηκε εκείνος. Και, εγκλωβισμένα τα δυο αδέλφια ανάμεσα στην υποχρέωση, στην ανάγκη, στην αγάπη και στο φιλότιμο, παρέμειναν σιο σπίτι για άλλους δύο μήνες. Έγινε το πόδι της Ζωής καλό, υποχρεώθηκε ο Δημητρός, παρακάλεσε, και γύρισε πάλι στη δουλειά της, έπιανε να καλοκαιριάζει στην καινούρια πατρίδα, στην πόλη εκείνη όπου ούτε μια στιγμή δεν την αισθάνθηκαν οικεία, δεν την ένιωσαν κοντινή τους τα δυο παιδιά. Την πρώτη μέρα που ξανάπιασε δουλειά η Ζωή, έγινε ένα μικρό ατύχημα στη γραμμή παραγωγής όπου δούλευε και σχόλασαν τις εργάτριες τέσσερις ώρες νωρίτερα. «Φεύγω» έκανε νόημα από μακριά στον αδελφό της, δεν είχε πού να πάει, θα γυρνούσε στο σπίτι, και ευχόταν να έβρισκε τη Μαρία εκεί, είχε και τα ρούχα της και ήταν χάλια, κομμένη, πονούσε και η μέση της, μακάρι να την έβρισκε στο σπίτι τη νονά της, μακάρι να μπορούσε να μπει μέσα, να ξαπλώσει λίγο, να ισιώσει το κορμί της. Ξεκίνησε με σιγουριά, είχε μάθει να μετακινείται από το σπίτι στη δουλειά και αντίστροφα με ασφάλεια, τα κατάφερνε και με τα αγγλικά μια χαρά, «Μπράβο, Ζωή!» της έλεγε ο Δημητρός, έκπληκτος που το κορίτσι είχε ιδιαίτερη έφεση στη μάθηση της γλώσσας - αποτύπωνε τις λέξεις με τη μια και, κυρίως, αντιλαμβανόταν αμέσως τη γραμματική και δεν έκανε σοβαρά λάθη. Κατέβηκε από το τρένο και περπάτησε, της έκανε εντύπωση που η γειτονιά ήταν τόσο έρημη εκείνη την ώρα, φανταζόταν ότι θα είχε περισσότερη κίνηση, πιο πολλά τα αυτοκίνητα στους δρόμους παρά οι άνθρωποι. Προτού στρίψει στο δρόμο όπου ήταν το σπίτι «τους», είδε ένα αυτοκίνητο σταματημένο κοντά στο πάρκο, στην αντίθετη πλευρά από εκείνη όπου περπατούσε. Μέσα, ένα αγκαλιασμένο ζευγάρι φιλιόταν έτσι τουλάχιστον της φάνηκε της Ζωής από εκείνη την απόσταση. Τράβηξε το βλέμμα της από τη σκηνή, με την καρδιά της να σκιρτάει επειδή θυμήθηκε ότι αυτή ποτέ δεν είχε φιληθεί με τον Νικολά, και ασυναίσθητα βράδυνε το βήμα της και έστρεψε πάλι, χωρίς να το θέλει, το βλέμμα της προς τα εκεί.
Το ζευγάρι εκείνη τη στιγμή χωριζόταν από το αγκάλιασμα, κάτι έκανε ντιν, ντιν μέσα στο μυαλό της Ζωής, είδε τα ξανθά μαλλιά και το πορτοκαλί φόρεμα, το άσπρο μαντίλι στο λαιμό, στάθηκε σαν χαζή, αλλά ήταν ένα δέντρο μπροστά της και δε φαινόταν από απέναντι, είδε πάλι τον άντρα και τη γυναίκα να σμίγουν και να φιλιούνται, αυτή τη φορά αναστατώθηκε περισσότερο, και όχι επειδή θυμήθηκε πάλι τον Νικολά -που έτσι κι αλλιώς τον είχε πάντα μέσα στο μυαλό της-, και μετά... είδε έντρομη τη Μαρία να κοιτάει προσεκτικά γύρω γύρω τον έρημο δρόμο, να φοράει τα μαύρα της γυαλιά και να πετάγεται από το αυτοκίνητο προτού φανεί κανείς στο πεζοδρόμιο. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε χτυπώντας την κόρνα πνιχτά και συνωμοτικά -έτσι της φάνηκε της Ζωής-, σε έναν τελευταίο αγαπησιάρικο χαιρετισμό, η Μαρία πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο και, μόλις πάτησε το πόδι της εκεί, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τη Ζωή. Ντροπιασμένη λες και είχ^ κάνει κάτι κακό, μ? μάγουλα κατακόκκινα και με ταχυπαλμία, κοιτούσε τη «νονά» της και δεν μπορούσε να σταυρώσει λέξη, ανοιγόκλεινε το στόμα και μιλιά δεν έβγαινε από μέσα. Κιτρίνισε και η Μαρία, έγινε το πρόσωπό της ίδιο χρώμα με τα μαλλιά της. - Τι γυρεύεις εσύ εδώ;· ρώτησε άγρια. Πάλι έφυγες από τη δουλειά σου; Δεν αποκρίθηκε η Ζωή και έκανε να φύγει -να φύγει, να πάει πού;-, την άρπαξε απ’ το χέρι η άλλη και την ανάγκασε να σταματήσει. - Τι είδες; τη ρώτησε. - Τίποτα..., ψιθύρισε το κορίτσι, με τα πόδια να τρέμουν και με τον πόνο στη μέση να τη χωρίζει στα δύο. Έσιαξε λίγο τα μαλλιά της η άλλη ενώ σκεφτόταν τι ψέμα να ξεφουρνίσει, έλυσε το μαντίλι από το λαιμό της, έκανε λίγο αέρα στο πρόοωπο και: - Πάμε στο σπίτι! διέταξε. Η κουζίνα είχε όμορφα ξύλινα ντουλάπια σε ένα ασπριδερό χρώμα, μεγάλο ηλεκτρικό ψυγείο, φούρνο με γκάζι και μάτια για μαγείρεμα, μια συμπαθητική ξύλινη τραπεζαρία σε πράσινο χρώμα και ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στην πλαϊνή αυλή, εκεί όπου τα πρωινά της Κυριακής η Μαρία και ο Δημητρός έπιναν τον καφέ τους, όταν ο καιρός ήταν καλός, και τα μεσημέρια -πάλι της Κυριακής και όταν είχαν φίλουςέψηναν τις μπριζόλες και τα λουκάνικα. Ξέσφιξε τη ζώνη από το κομψό πορτοκαλί της φουστάνι η Μαρία και πήρε μια βαθιά αναπνοή. - Κάθισε, έδειξε την καρέκλα στη Ζωή, που παρέμενε όρθια και σαστισμένη το τσογλάνι, την είχε δει, ήταν σίγουρη η Μαρία, και δεν είχε άλλο τρόπο να της βουλώσει το στόμα παρά να της πει... Συμβαίνει καμιά φορά..., ξεκίνησε την κουβέντα, ενώ η Ζωή ήθελε να πεθάνει από ντροπή και πόνο, και οι άνθρωποι αγαπάνε κι άλλον εκτός από τον άντρα ή τη γυναίκα τους... Δεν κούνησε ούτε τα βλέφαρά της η Ζωή. Απέφυγε το βλέμμα της άλλης κατ κάρφωσε το δικό της σε ένα μπολ με ψεύτικα φρούτα που υπήρχε πάνω στο τραπέζι. - Δεν πρέπει όμως να τους κατηγορούμε προτού... προτού μάθουμε όλη την αλήθεια... Η Μαρία είχε μεγαλώσει με τη λατρεία και την αφοσίωση της μάνας της, που, όπως και η ίδια, ήθελε
απεγνωσμένα ένα παιδί και, όταν το απέκτησε, θεώρησε ότι είχε εκπληρώσει την αποστολή της πάνω στη Γη. Ο πατέρας της, αντίθετα, ήθελε ένα γιο για να του κληροδοτήσει το εργοστάσιο, να του μάθει και όλα τα «αντρικά» κόλπα, αυτά που ήξερε πολύ καλά, δηλαδή τις απατεωνιές, τα γκομενιλίκια και τον αυταρχισμό στο σπίτι. Τα παιδικά της χρόνια ήταν όμορφα και ανέμελα, λατρεμένο παιδί δύο ώριμων γονέων, που κοντά της συμφιλιώνονταν και μακριά της -έστω και στο διπλανό δωμάτιοξέσκιζαν τις σάρκες τους λίγη η αγάπη τους για να τους κρατήσει μαζί. Καλό κοριτσάκι και αγαθό η Μαρία, μεγάλωνε σαν μικρή πριγκίπισσα και πολύ σύντομα αντιλήφθηκε ότι το αθώο και αγαθό της ύφος είχε πέραση τόσο στη μαμά της -που της έκανε σχεδόν όλα τα χατίριαόσο και στον μπαμπά της που της έκανε τα υπόλοιπα. Με σαφή προτίμηση στον πατέρα της, που τον έβρισκε πιο έξυπνο και δημιουργικό, κατέληξε, μεγαλώνοντας, ότι αυτός ήξερε ποιο ακριβώς ήταν το καλό της και, επειδή το αυστριακό γονίδιο είχε αρχίσει να υπερτερεί του ελληνικού, ακολούθησε πιστά και τυφλά τις οδηγίες του. Στο μεταξύ, είχε ακούσει, μάθει, εξακριβώσει ότι ο πατέρας της γκομένιζε ξεδιάντροπα με γυναίκες διαφόρων ηλικιών και ότι ήταν βουτηγμένος στις απολαύσεις της σάρκας. Φοβούμενη μήπως κάποια γυναίκα τού πάρει τα μυαλά κο ι ξεχάσει τις υποχρεώσεις του -για τις οικονομικές ενδιαφερόταν το κορίτσιαπέναντι στην κόρη του, αποφάσισε να κάνει ό,τι ήθελε εκείνος. Έτσι προέκυψε και ο γάμος της με τον Δημητρό. «Έχει λαμπρό μέλλον», την ενημέρωσε ο πατέρας της, «είναι μορφωμένος και ξέρει τη δουλειά. Επιπλέον, θα είναι “δούλος” σου πάντα, γιατί εσύ θα είσαι για πάντα η κόρη μον\» Ήταν και όμορφος ο Δημητρός, της άρεσε πολύ με την πρώτη που τον είδε, δεν τον ήθελε και η μάνα της, ο «έρωτας» αυτός είχε όλα τα εχέγγυα να κάνει το κέφι του πατέρα της, να τον κολακεύσει και να κερδίσει όσο το δυνατόν πιο πολλά. Παντρεύτηκαν με τον Δημητρό και -γενικάπερνούσαν καλά, μπορεί να μην πέθαινε από έρωτα γι’ αυτόν, αλλά ήταν ωραίος άντρας και τραβούσε τα μάτια των γυναικών, έβλεπε το θαυμασμό τους για εκείνον και ήξερε ότι μόνο η ίδια τον απολάμβανε. Επιπλέον, ο άντρας της ήταν ευγενικός και καλόβολος, ποτέ δεν της έφερε αντίρρηση, ίσα ίσα που συνέχισε το ρόλο του πατέρα και ιης μάνας της, προστάτης και φύλακάς της ήτανε, Κυρία με κεφαλαίο το κάπα την είχε, όπως εκείνη ήθελε και όπως, φυσικά, της άρμοζε. Όταν πέρασε ο καιρός και στην κοιλιά της μέσα δεν είχε ανθίσει ακόμα ο καρπός αυτής της ένωσης, η Μαρία το έβαλε πείσμα: θα αποκτούσε οπωσδήποτε παιδί, δεν είχε σκοπό με τίποτα να μην έχει μια ωραία οικογένεια, τέτοια που έτιρεηε. Από γιατρό σε γιατρό, από πρακτικό σε πρακτικό και στο τέλος από μάγισσα σε μάγισσα, κατέληξε στο συμπέρασμα, με τη βοήθεια της τελευταίας και πιο σατανικής μάγισσας, που της είχε «εγγυηθεί» το αποτέλεσμα αν έκανε ό,τι της έλεγε, πως δεν έμενε έγκυος επειδή ο άντρας της ήταν ερωτευμένος με άλλη γυναίκα, η οποία, αν και δεν είχαν πια τίποτα μαζί, δηλαδή καμία ερωτική σχέση, είχε κάνει μάγια να μην καρπίσει ποτέ το σπέρμα του μέσα στη δική της κοιλιά. Ξετρελαμένη από τις υποψίες και το θυμό, έστρεψε τα βέλη της προς την κουμπάρα του άντρα της, τη Λάρα, εκείνη την όμορφη -και καρπερή...κοπέλα που ο Δημητρός αγαπούσε πολύ, αυτό ήταν φως φανάρι, μόνο που η Μαρία πίστευε ότι την αγαπούσε αγνά, αδελφικά... πώς να το έλεγε;..·, γιατί φυσικά δε φανταζόταν ποτέ ότι εκείνος μπορεί να προτιμούσε τη Λάρα, μια φτωχιά, κακόμοιρη μαγείρισσα, από την ίδια, την κόρη του χερ Ζότερ με το όνομα. Δεν μπόρεσε να μάθει από το στόμα του Δημητρού την αλήθεια. Όσες φορές τού έκανε κάποιες ερωτήσεις απέξω απέξω, εκείνος δεν έπεσε ποτέ στην παγίδα. Για να ρωτήσει την ίδια τη Λάρα, ούτε καν
της πέρασε από το μυαλό. Μόνο καμιά φορά, όταν έπαιρναν στο σπίτι τους το Ελπιδάκι, το μικρότερο παιδί της Λάρας, που το είχαν βαφτίσει, του έκανε «αθώες» ερωτήσεις, «Αγαπάει η μανούλα σου το νονό;» ή «Όταν έρχεται ο νονός, φιλάει τη μανούλα;», και, στην ενθουσιώδη απάντηση του παιδιού «Ναι!», κιτρίνιζε από τη ζήλια της, μια ζήλια ανάκατη με τη λατρεία που είχε στο παιδί αυτό, συναισθήματα αλληλοσυγκρουόμενα και περίεργα, αν δε θυμόμαστε ότι και η μάνα της, η δύστυχη Αμαλία, πολλές φορές φερόταν σαν τρελή... Φύγανε στην Αμερική με τον Δημητρό. Θεώρησε το ταξίδι τους εκείνο βάλσαμο στην περίπτωσή τους: και τη Λάρα θα ξεχνούσε ο άντρας της, και παιδί -επιτέλους και μακριά της!θα αποκτούσαν. Τίποτα από αυτά δεν έγινε, μόνο τους γονείς της έχασε, έναν έναν, από μυστηριώδη θάνατο και τους δυο, τίποτα δεν έγινε από όσα ονειρεύτηκε και πίστεψε ότι θα κατάφερνε, πάχυνε και κινδύνευε να καταντήσει αλκοολική, έκανε απιστίες με την ελπίδα να μείνει έγκυος και βασανιζόταν από μια ζήλια κοφτερή σαν μαχαίρι, ό,τι της είχε απομείνει σ’ αυτό τον κόσμο ήταν ο Δημητρός, τον αγαπούσε και τον ζήλευε, δεν ήξερε ποιο από τα δυο ήταν πιο έντονο, πιο δυνατό, αλλά δεν εννοούσε να τον χάσει, αυτή θα ήταν η πλήρης ήττα της, η πλήρης αποτυχία της. Και, με το μυαλό της ανάμεσα στην τρέλα και στη λογική, είχε εραστές που δεν έπιαναν φράγκο μπροστά στον άντρα της, θεωρούσε δικαίωμά της να τον απατάει, αφού κι αυτός είχε «ακυρώσει» το σπέρμα του αγαπώντας τη Λάρα η παράνοια δηλαδή. - Δε... δε σε κατηγορώ για τίποτα..., ψέλλισε η Ζωή τα είχε τόσο χαμένα, ώστε το μόνο που δεν είχε σκεφτεί ήταν να την κατηγορήσει. - Ξέρεις, Ζωίτσα..., την καλόπιασε, η έγγαμη ζωή δεν είναι πάντα όπως τη βλέπουν οι άλλοι, οι απέξω... Δεν καταλάβαινε το κορίτσι πού μπορεί να το πήγαινε και τι ήθελε επιτέλους να της πει, ετοιμαζόταν να ορκιστεί ότι δεν την είχε κατηγορήσει και ότι θα κρατούσε το στόμα της κλειστό, μόνο να την αφήσει ήθελε, να την αφήσει να πάει να ξαπλώσει πόσο υπέφερε από τη μέση της εκείνη τη στιγμή... - Και ο νονός σου... μη νομίζεις ότι ο νονός σου είναι κανένας αθώος..., είπε η Μαρία με μάτια που γυάλιζαν -από τη ζήλια, σκέφτηκε η Ζωήαπό το δεύτερο ποτήρι που κατέβασε μονοκοπανιά με ένα κοκκινωπό υγρό που δεν το είχε ξαναδεί το κορίτσι. Όχι μόνο δεν είναι αθώος... αλλά είναι και ένοχος... γιατί... γιατί... αγαπάει μια άλλη γυναίκα, μια γυναίκα που εσύ την ξέρεις πάρα πολύ κα\ά\ Πήγε να φύγει η Ζωή, δεν ήθελε να ακούσει λέξη παραπάνω, είδε τον εαυτό της να σχολάει και να απομακρύνεται τρέχοντας για το σπίτι τότε που ήταν μικρή, θυμήθηκε τα σκληρά λόγια της συμμαθήτριάς της «Άντε, βρε, στη μάνα σου με τους δύο άντρες!», γιατί ήταν τόσο σίγουρη ότι η Μαρία θα της έλεγε πως ο Δημητρός τη μάνα της αγαπούσε; - Στάσου! Πού πας; ούρλιαξε η Μαρία. Πού νομίζεις ότι μπορείς να πας μέσα στο σπίτι μου; Έμεινε ακίνητη η κοπέλα και έφερε τα χέρια της στα αφτιά της, να τα βουλώσει, να μην ακούσει τίποτα, έβλεπε τα χείλη της άλλης να σχηματίζουν λέξεις, αλλά δεν τις άκουγε, δεν ήθελε να τις ακούσει. - Η μάνα σου είνατ η αγαπητικιά του άντρα μου, του Δημητρού μου, του δικού μου\ Την αγαπάει και τον αγαπάει. Γι’ αυτό εγώ δεν μπορώ να κάνω παιδί! Γιατί του έχει μαγέψει το σπέρμα! Τώρα η Ζωή ήταν έτοιμη να σωριαστεί. Σφαίρες οι λέξεις που δεν άκουσε, τη γάζωσαν σε όλο της το
σώμα, κόντευε να σωριαστεί κάτω. - Αν πεις οτιδήποτε στον Δημητρό, ούρλιαξε πάλι η Μαρία, να ξέρεις ότι θα στείλω ένα γράμμα στον πατέρα σου και θα του τα λέω όλα! Όλα! Η Ζωή και ο Σίμος έφυγαν από το σπίτι εκείνο ύστερα από λίγες μέρες, μόλις μπόρεσαν να βρουν μια τρύπα για να χωθούν, παρά τις αντιρρήσεις του Δημητρού, που στην αρχή τούς πήρε με το καλό και ζήτησε να μάθει το λόγο της ξαφνικής τους απόφασης, μετά θύμωσε και στο θυμό του απάνω τούς «απείλησε» πως αν έφευγαν δε θα έπρεπε να περιμένουν τίποτα από αυτόν ξανά, ύστερα μετάνιωσε και, αφού τους είδε να μην αλλάζουν την απόφασή τους, τους υποσχέθηκε ότι θα τους βοηθούσε ό,τι κι αν χρειάζονταν. Έφυγαν μια Κυριακή πρωί, η Μαρία τούς χαιρέτησε δακρυσμένη και ο Δημητρός τούς είπε ότι θα τους πήγαινε με το αυτοκίνητό του. Προτού ανοίξουν την πόρτα του σπιτιού και βγούνε, πρόλαβε η Ζωή να ακούσει τη «νονά» της να λέει στον άντρα της: - Και μετά σε περιμένω να πάμε να δούμε εκείνο το σπίτι που σου είπα, στο Μιντ-τάουν Ιστ, δίπλα στο ποτάμι. Ένα σπίτι κομψοτέχνημα -σύμφωνα και με την κριτική της Βασιλικής, που έγινε λίγο αργότερα-, σε μια πολύ καλή κεντρική περιοχή -είχε μπουχτίσει το προάστιο η Μαρίακαι με λιγότερα δωμάτια, που θα απέτρεπαν τον άντρα της από οποιαδήποτε μελλοντική διάθεση φιλοξενίας. Τα παΐδια της Ιλαρίας είχαν φτάσει στη Νέα Υόρκη Δεκέμβρη μήνα. Τόσο κρύο δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά το κορίτσι, που από την αρχή διαπίστωσε ότι αυτή η πόλη -η πόλη την οποία δε θα συνήθιζε ποτέταίριαζε γάντι στη διάθεσή της. Όσο κρύο έκανε στην πόλη, τόσο είχε κι αυτή μέσα στην καρδιά της, οι άνθρωποι προχωρούσαν χωρίς να βλέπουν, χωρίς να δείχνουν ότι αντιλαμβάνονται τους διπλανούς τους, της ταίριαζε λοιπόν η πόλη αυτή, έτσι ήθελε να ζήσει, να χαθεί και να ξεχάσει, να χωνευτεί ανάμεσα στους άλλους, τους χιλιάδες, τους ανώνυμους. Κι όταν έγινε ό,τι έγινε με τη γυναίκα του νονού της και τα φαρμακερά βέλη της άλλης τρύπησαν την καρδιά της, η Ζωή προτίμησε να μείνει μακριά, να μη βλέπει και να μην ακούει, όπως έλεγε κάθε τόσο στον αδελφό της. Το ίδιο έλεγε και στον Δημητρό, που, όσες φορές συναντιόνταν -ελάχιστες δηλαδή-, δεν έπαυε να τη ρωτάει «Γιατί;». Το άθλιο δωμάτιο που νοίκιασαν βρισκόταν σε ένα άθλιο σπίτι μιας άθλιας γειτονιάς, ένα σπίτι με τρεις χώρους, ας τους ονομάσουμε δωμάτια, όπου έμεναν πολλοί μαζί μετανάστες κανένας από αυτούς Έλληνας. Όμως ήταν το μόνο που μπορούσαν να νοικιάσουν με τα λεφτά του Σίμου, τα κάπως σίγουρα δηλαδή, γιατί η Ζωή ήταν αποφασισμένη να παραιτηθεί από τη δουλειά. Δεν ήθελε να χρωστάει στον Δημητρό τίποτα. Ούτε να τον δει ξανά ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να στερήσει και από τον αδελφό της το νονό του. Κι επίσης, αν αποφάσιζε να το κάνει, θα έπρεπε να του πει την αλήθεια, η οποία για τον μικρό, που είχε σαν θεό του τον Δημητρό, θα ήταν καταστροφική. «Μα τι σε έπιασε ξαφνικά;» την είχε ρωτήσει πολλές φορές ο Σίμος, «Μύγα σε τσίμπησε;», απέφευγε να του απαντήσει, κάτι περί ανεξαρτησίας και ελευθερίας τού έλεγε, καθόλου δεν πείστηκε εκείνος, καλή η ελευθερία και η ανεξαρτησία, αλλά όταν αυτός της είχε προτείνει να φύγουν για να μην κουράζεται, τότε δεν την ενδιέφερε η ανεξαρτησία τους;
Συμφώνησε όμως μαζί της, πάντα συμφωνούσε, ας αφήσουμε δε το γεγονός ότι κι εκείνου η συμβίωση με τη νονά του του φαινόταν δύσκολη. Ρώτησε κάποιους άλλους στη δουλειά, του συνέστησαν τη συγκεκριμένη γειτονιά, «Μόνο εκεί θα μπορέσετε να βρείτε κάτι οικονομικό», και έτσι βρέθηκε το ερείπιο. - Αδύνατον! είπε ο Δημητρός όταν είδε τη γειτονιά. Αδύνατον να σας αφήσω να μείνετε εδώ! Αλλά έμειναν. Το πρώτο βράδυ, έβαλε το στρώμα ίου μπροστά στην πόρτα ο Σίμος και δεν κοιμήθηκε όλη νύχια, μήπως και κανένας από τους συγκάτοικους πειράξει την αδελφή του, που την αγαπούσε πιο πολύ και από τη μάνα τους και τώρα εδώ, μακριά από το σπίτι και την οικογένειά τους, αισθανόταν προστάτης της, κι ας ήταν μικρότερος της. Θα τα καταφέρουμε, Σίμο, θα το δεις! του είπε η Ζωή και του έσφιξε το χέρι έτσι όπως ήταν ξαπλωμένοι στο δωμάτιο, που βρομούσε μούχλα. Θα τα καταφέρουμε. Εδώ υπάρχουν ευκαιρίες, όλοι είναι στην ίδια μοίρα, να δεις, θα τα καταφέρουμε και θα προκόψουμε. Γιατί έχουμε ένα τυχερό αστέρι εκεί ψηλά! Κοίταξε και το παιδί ψηλά, μπας και δει το αστέρι, μόνο το βρόμικο ταβάνι, το φωτισμένο από τις λάμπες του δρόμου, είδε, αλλά, αφού του το έλεγε η αδελφή του, η Ζωή του, το πίστεψε, κάτι άστραψε μέσα στις βρο]μιές, μπορεί και να ταν η ιδέα του, μακάρι να ήταν το τυχερό τους αστέρι... Δεν άφησε τη δουλειά του στο καπνεργοστάσιο ο Σίμος, «Φτάνει ένας γενναίος...» του είχε πει η Ζωή, και εκείνος δεν κατάλαβε, δεν είχε σκοπό να αφήσει τη δουλειά έτσι κι αλλιώς, «Μου κολλάει άσχημα κάποιος εκεί...» του έφερε σαν δικαιολογία η αδελφή του για το λόγο που έφευγε εκείνη, δεν άφησε τη δουλειά λοιπόν ο Σίμος, και κάθε απόγευμα, αφού σχολούσε, έπαιρναν τους δρόμους μαζί πιασμένοι χέρι χέρι, όπως τότε στο Κουλέ Καφέ, έπαιρναν τους δρόμους και έψαχναν, για να βρει δουλειά το κορίτσι. Δεν άργησε να βρεθεί δουλειά -η χώρα είχε ανάγκη από ανειδίκευτους εργάτες-, και άρχισε να δουλεύει η Ζωή σε έναν Κινέζο που λειτουργούσε πρωτόγονα πλυντήρια. Ζέστη και υγρασία, σαπουνάδες και γλίστρα, έβαζε και έβγαζε ρούχα σε καυτά καζάνια -τίποτα καινούριο, έτσι έπλενε και στης Γαλλίδας-, κινούσε μια βαριά μανιβέλα και τα ρούχα περνούσαν ανάμεσα από δυο ξύλινους κυλίνδρους -τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναδεί-, μετά τα περνούσε από άλλους κυλίνδρους, πιο φαρδείς, τα περνούσε και τα στράγγιζε. Παρακάτω, άλλες γυναίκες, το ίδιο μουσκεμένες με αυτήν, το ίδιο αναμαλλιασμένες και κοψομεσιασμένες, επαναλάμβαναν τις ίδιες κινήσεις με τη δική τους στοίβα ρούχων, με τους δικούς τους κυλίνδρους, στα δικά τους καζάνια. Και πιο έξω, στην άλλη αίθουσα, που δεν ήταν τόσο υγρή και δε γλιστρούσε καθόλου, αλλά είχε κι εκεί αφόρητη ζέστη, υπήρχαν οι σιδερώτριες, οι πιο παλιές και έμπειρες εργαζόμενες, που, αφού είχαν περάσει από το κολαστήριο του πλυντηρίου, είχαν πάρει «προαγωγή» και είχαν αναδειχθεί σε σιδερώτριες, θέση περιζήτητη και αξιοζήλευτη σ’ εκείνο το υγρό κάτεργο. «Δε θα γράψεις τίποτα στον πατέρα και στη μάνα μου!» άρπαξε απ’ τα μούτρα τον Δημητρό όταν αρνήθηκε να φύγει από το πλυντήριο, όπως της πρότεινε επίμονα εκείνος μόλις είδε πού είχε βρει δουλειά. «Ξαναγύρισε στο εργοστάσιο, σε παρακαλώ», της έλεγε κάθε τόσο, «ξαναγύρισε και... έστω, ας ζήσετε μόνοι σας». «Θα μείνω εδώ μέχρι να βρω άλλη δουλειά», απαντούσε σταθερά το κορίτσι. Το είπε και το έκανε. Δούλεψε ασταμάτητα, χωρίς βλέψεις για μια θέση σιδερώτριας -είχε άλλα όνειρα
αυτή, δε θα έμενε για πολύ εκεί, θα έκανε δική της δουλειά, είχε δει πώς τρελαίνονταν όλοι για τη μαγειρική της, δεν ήταν καμιά χαζή η Ζωή, φτωχή ήταν, αλλά χαζή όχι!-, δούλεψε σκληρά, άνοιγαν τα χέρια της από την ποτάσα και το καυτό νερό, αλλά, όσο θλιβερό κι αν ήταν το περιβάλλον, εκεί μέσα έκανε τις πρώτες της φιλίες, εκεί άκουσε για πρώτη φορά τόσο χαρούμενα γέλια, εκεί αντάλλαξε κουβέντες και νοήματα συμπάθειας -μπορεί οι γλώσσες να ήταν πολλές και άγνωστες, η συνεννόηση όμως γινόταν μια χαρά-, εκεί γέλασε και το δικό της χείλι, ιδίως όταν πήρε τα πρώτα της λεφτά, που, αν και ήταν λίγα, ψίχουλα, ήταν τα πρώτα λεφτά που έβγαλε μόνη της, δηλαδή κερδισμένα μόνο με το δικό της ιδρώτα. Στο υγρό υπόγειο του Κινέζου, όσες ώρες γυρνούσε μηχανικά τη μανιβέλα, το μυαλό της δούλευε αόταμάτητα, διέλυε και ξανασυνέθετε τους ανθρώπους -κυρίως τον Νικολά, εκείνος ήταν ο μεγάλος καημός-, τους ανθρώπους και τις καταστάσεις, τους άλλαζε θέση και πρόσωπο, αισθήματα και συμπεριφορές, μπας και έβρισκε τη λύση, μπας και η καινούρια κατάσταση που διαμόρφωνε από μόνη της ήταν καλύτερη, βολικότερη, πιο εύκολη να τη δεχτεί. Έσβηνε -ή νόμιζε ότι έσβηνεαπό το μυαλό της με ένα υγρό πανί όλα όσα είχε ζήσει, όσα θυμόταν και όσα είχε καταλάβει, τα έσβηνε βιαστικά, άσπρο, κάτασπρο το μυαλό της τώρα εδώ στα ξένα, μπορούσε να δεχτεί ό,τι θα έγραφε εκείνη και όπως θα το έγραφε. Έπαιρνε το πρώτο χρώμα που συναντούσε μπροστά της, το χρώμα του ρούχου που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή πάνω στον κύλινδρο, το έπαιρνε και άρχιζε να ζωγραφίζει, ενώ ένα σύννεφο -μήπως ήταν οι υδρατμοί;σκέπαζε τα μάτια της. Κόκκινο χρώμα. Κόκκινο ζωηρό, της φωτιάς, της χαράς, του φρέσκου αίματος. Η μάνα της'. Όταν έβλεπε κόκκινο χρώμα, σκεφτόταν τη μάνα της, που ήταν όμορφη με έναν περίεργο τρόπο, όμορφη και ζωηρή, το χαμόγελο μόνιμα σκαλωμένο στο στόμα της -οχ, αυτό το στόμα, που θα έπρεπε μόνο τραγούδια να λέει, μόνο φιλιά να δίνει...-, και μια ξαφνική λάμψη να σκίζει κάθε τόσο τα μάτια της, όπως η αστραπή τον ουρανό λίγο πριν από την καταιγίδα. Στο όνειρό της η Ζωή, στο κόκκινο όνειρό της, άρπαζε τη μάνα της από το χαμόσπιτο, έσβηνε από το σκηνικό τον πατέρα της, τη γιαγιά Νενέ, τους γείτονες, όλους -να φύγουν, να φύγουν απ’ τη μέση του ονείρου... όταν τους κοιτούσε η μάνα της, τότε έχανε τη λάμψη της, τότε έσμιγε τα φρύδια...-, την έπαιρνε και την κατέβαζε στη θάλασσα, την έντυνε στα κόκκινα, μόνο στα κόκκινα. Πόσο της πήγαινε αυτό το χρώμα της μάνας της, πόσο φώτιζε τα μάγουλά της, πόσο ταίριαζε με εκείνη την άλλη γυναίκα που υποψιαζόταν η Ζωή ότι είχε κρυμμένη μέσα της... Ποτέ δεν την είχε δει να φοράει κόκκινα, αλλά αυτή, μέσα στο όνειρο του υγρού υπογείου, το τολμούσε, της φορούσε μια μακριά κόκκινη βελούδινη ρόμπα, κυρά και αφέντρα σε ένα σπίτι στη θάλασσα, που μπορεί να ήταν το σπίτι των Γάλλων με τις μεγάλες βεράντες, μπορεί και όχι, δε χρειαζόταν να είναι τόσο σαφές το όνειρο σ’ εκείνο το σημείο. Την έβαζε μετά να κάθεται σε ένα καναπεδάκι έξω στη βεράντα, να κάθεται και να απολαμβάνει το ηλιοβασίλεμα. Τη φανταζόταν να παρακολουθεί τον ήλιο που χαροπάλευε με μεγαλείο και αξιοπρέπεια, να χαϊδεύει το βελούδο με χέρι άσπρο, απαλό και στολισμένο με ένα χρυσό δαχτυλίδι, να τεντώνει τα πόδια της σαν γάτα, και καμία πρησμένη φλέβα να μη λεκιάζει την ασπράδα τους. Και στο όνειρο εκείνο, το υγρό και θαμπό, η μάνα της δε μάζευε τα παιδιά της γύρω της, τα έδιωχνε με μια κίνηση του χεριού της επιτέλους, ήθελε να μείνει για λίγο μόνη κι εκείνη, μόνη και άπραγη! Εκεί, στο υπόγειο του Κινέζου, όπου ποτέ δεν ήξερες αν τα ρούχα σου ήταν βρεγμένα από τον ιδρώτα ή
από τα νερά, έφτιαχνε η Ζωή με αγάπη και πίκρα -πώς να ξεχνούσε τα λόγια της συμμαθήτριάς της αλλά και τα λόγια της Μαρίας;το όνειρο για τη μάνα της, την ξεκούραζε από όλα και από όλους, της χάριζε πάλι το χαμόγελο και τη χαμένη της χαρά, την απάλλασσε από τους πόνους που η ίδια δεν ήξερε αλλά μάντευε, την απάλλασσε και από τις φροντίδες που την έβλεπε να έχει. Και μέσα από τους υδρατμούς τής έγνεφε ερωτηματικά: Ήταν ευχαριστημένη έτσι; Της άρεσε; Κουνούσε εκείνη αργά αργά το κεφάλι της -άρνηση ήταν, ή συγκατάβαση; δεν καταλάβαινε το κορίτσι-, κουνούσε το κεφάλι της διφορούμενα και έκανε νόημα «Μακριά, μακριά! Φύγε μακριά!» αχ, τίποτα δεν μπορούσε να κάνει για εκείνη ούτε στα όνειρά της... Ένα σκούρο χρώμα, ακαθόριστο, κάτι ανάμεσα σε καφέ και σε μαύρο. Έπεφταν πού και πού και τέτοια ρούχα στα χέρια της Ζωής, σπάνια βέβαια, συνήθως ασπρόρουχα έπλεναν, αλλά όσο μεγάλη φτώχεια υπήρχε εδώ, στην πόλη των ελπίδων, άλλος τόσος πλούτος την πλημμύριζε, βαριόνταν οι κυρίες, μερικές φορές βαριόνταν και οι υπηρέτριες «Γιατί να χάνουμε την ώρα μας, όταν υπάρχουν λεφτά και πλυντήρια;». Και τα ασπρόρουχα λοιπόν εκεί, και τα σκούρα. Αυτό το ακαθόριστο μουντό χρώμα τύλιγε τη θύμηση του πατέρα της, του Δαμιανού. Στιγμές στιγμές μπορεί και να γινόταν λίγο πιο ανοιχτό, λίγο πιο φωτεινό αν έπεφτε πάνω του μια ακτίνα χαράς, ας πούμε, ή ελπίδας-, αλλά κατά βάση ήταν πάντα έτσι σκούρο και στενόχωρο, όπως εκείνος ο αμίλητος, σχεδόν βουβός, άνθρωπος, με τα συννεφιασμένα μάτια που έκρυβαν χιλιάδες μυστικά. Τον ξέντυνε στο όνειρό της η Ζωή και του φορούσε άλλα χρώματα, άσπρα πουκάμισα, ναι, ναι, αυτά κυρίως, άσπρα, κάτασπρα πουκάμισα, και ασημί γιλέκα. Γινόταν στη στιγμή άλλος άνθρωπος, και τότε ήταν που άρπαζε αυτή μια φιλντισένια χτένα και του χτένιζε τα απαλά, τα μεταξένια του ακούρευτα μαλλιά, τα έπιανε σε μια σφιχτή κοτσίδα, ωραίος άντρας ήταν τελικά, θεόρατος, ίδιος Λεωνίδας στις Θερμοπύλες. Ετσι τον έκανε μέσα στο όνειρό της η Ζωίτσα το λατρεμένο της πατέρα και μετά του έδινε ένα ολοκαίνουριο ποδάρι, γερό και δυνατό, όπως το άλλο του, το χαμένο, εκείνο που είχε αφήσει σε ένα νοσοκομείο στη Μυτιλήνη όλη την ιστορία την ήξερε, της την είχε διηγηθεί στο τέλος από τις τόσες φορές που τον είχε ρωτήσει. Τον ξε-κουνούσε μετά από τη στενόχωρη αυλίτσα τους, την κολλημένη στα κάστρα, και τον έβαζε να καθίσει στο γραφείο του Γάλλου, ανάμεσα σε βιβλία, χαρτιά, μεγεθυντικούς φακούς και κοντυλοφόρους. Εκεί τον έβαζε τον πατέρα της, τον γέμιζε ισχύ και αποφασιστικότητα, του έδινε εξουσία και αξιώματα. Κι όμως εκείνος, στο λαμπρό γραφείο της δόξας του, δε χρησιμοποιούσε κανένα από τα όπλα που του έδινε η κόρη του, μόνο έσκυβε πάνω στα γράμματα, έσκυβε με λατρεία, λάμψεις πετάγονταν από τα μάτια του, φως -εκεί να δεις φως!-, και τίποτα δεν ήταν όπως πρώτα. Μα πιο πολύ, πάνω απ’ όλους και απ’ όλα, έπαιζε στα φορτωμένα σαπούνι και υγρασία όνειρά της μ’ εκείνο το αγόρι, τον πρώτο και μοναδικό τής έρωτα, το διώχτη και τον κράχτη της. Τον κουβαλούσε πάνω της σαν ρούχο κολλημένο σε πληγή, που δεν το πειράζεις γιατί ξέρεις ότι θα πονέσεις πολύ και θα ματώσεις αν προσπαθήσεις να το βγάλεις, κι έτσι περιμένεις υποφέροντας να θρέψει η πληγή, να ξεραθεί, να πέσει από πάνω σου και να μείνεις να κοιτάς το σημάδι και να απορείς: Γι’ αυτό το πράγμα σπάραξες κάποτε τόσο πολύ; Στον Νικολά τα πείραζε όλα, του άλλαζε τα φώτα, τις σκέψεις, τα αισθήματα, τις συμπεριφορές, τη ζωή
του, την ιστορία του. Μόνο το πρόσωπό του δεν άγγιζε, τίποτα δεν άλλαζε εκεί πώς να τολμήσεις να σηκώσεις χέρι σε μια άγια εικόνα; Τον έβαζε να τρέχει στα σοκάκια της πόλης, φτωχό λουστράκι με μουντζουρωμένο πρόσωπο, ορφανό και πεινασμένο. Τον έβρισκε κάπου ο πατέρας της, κάτω στο λιμάνι ας πούμε, τον έβρισκε τον μικρό και τον έφερνε στο σπίτι τους, εκεί όπου μεγάλωνε αυτή μαζί με τον Σίμο. Ετσι, ήταν δικός της, αδελφός και παιχνίδι της, μοιράζονταν την μπουκιά τους, τραγουδούσαν τα τραγούδια τους, στριμώχνονταν σιο κρεβάτι ιούς. Κι αφού το θεϊκό του πρόσωπο, που είχε λάμψει από την πρώτη στιγμή μόλις πλύθηκαν οι μουντζούρες, δεν της προκαλούσε πόνο και ταραχή πια, ήταν αδέλφια, έστω και με άλλο αίμα. Τώρα μπορούσε να τον αγαπάει χωρίς βάσανα, ο έρωτας δεν είχε θέση εκεί, τον λάτρευε αγνά σαν θεό της, ποτέ δεν πέρασε άλλη σκέψη από το μυαλό της. Άλλη φορά τον έκανε παλικαράκι, όπως τον άφησε, λίγο πριν από τα είκοσι, παλικαράκι και εργατόπαιδο στη γειτονιά τους πάνω στα κάστρα. Είχε λεπτό μουστάκι και φόραγε ένα τριμμένο κασκέτο. Περνούσε σφυρίζοντας έξω από το σπίτι της, έβγαινε εκείνη τρέχοντας -προτού ακούσει το τραγούδι του, είχε δει το φως του-, έτρεχε κοντά του με κομμένη την ανάσα και του έδινε ένα φιλί και ένα γαρίφαλο από τη γλάστρα της. Το έβαζε εκείνος στο αφτί του και τράβαγε για τις οικοδομές, μεροδούλι μεροφάι, αλλά την αγαπούσε, ήταν φτωχοί και σίγουροι ότι θα τα κατάφερναν, θα παντρεύονταν, θα έκαναν ένα τσούρμο παιδιά, εκείνος θα έπινε ρακί και θα έλεγε αμανέδες -τα πιάνα και οι Μότσαρτ θα του ήταν άγνωστα πράγματακαι αυτή θα τον καμάρωνε μπαλώνοντας βρακιά και κάλτσες. Μέσα στα όνειρα αυτά για τον Νικολά, η κοπέλα άμβλυνε τα αισθήματα που είχε νιώσει για εκείνον, τον αγαπούσε και τον λάτρευε σαν παιδί και σαν άντρα της, δεν ήξερε ποιο από τα δύο ήταν περισσότερο, ούτε μπορούσε να τα απομονώσει, αλλά κατάφερε σιγά σιγά, εκεί, ανάμεσα στους υδρατμούς και στις σαπουνάδες, να πείσει τον εαυτό της ότι όλα ήταν στη φαντασία της -τίποτα παραπάνω από ό,τι συνέβαινε τώρα που ταξίδευε κάτω από το άγρυπνο, σκιστό μάτι του Κινέζου-, όλα ήταν ένα όνειρο, μια λαχτάρα, κι ας θυμόταν την ένταση, το πάθος και την ηδονή που είχε νιώσει τότε, κι ας γκρεμιζόταν κάθε φορά στον Καιάδα των αναμνήσεων. Και σφυρηλάτησε την καρδιά της η Ζωή τόσο, (όσιε ποτέ δεν της δημιουργήθηκε η επιθυμία να ξαναζήσει τέτοιες στιγμές, ούτε έ^κοτα ούτε ηδονή ούτε ντροπή ήθελε ξανά να νιώσει, δεν ερωτεύτηκε κανέναν, ούτε καν πλατωνικά, δεν κοίταξε άντρα, δεν επιδίωξε καμία σχέση, δε δέχτηκε να βγει ποτέ ραντεβού. Μόνο όταν μαγείρευε, όταν ετοίμαζε τις νοστιμιές της μάνας της, μόνο τότε ήταν ήρεμη, αισθανόταν ότι δημιουργούσε, ότι άφηνε έργο πίσω της, μόνο τότε δεν επέτρεπε σε κανένα φάντασμα άνθρωπο, σκέψη, συναίσθημα, κατάστασηνα μπει ανάμεσα στην ίδια και σε αυτά που έφτιαχνε, μόνο τότε ήταν ελεύθερη. Κι όταν το ρούχο ήταν γαλάζιο, γαλάζιο ή μπλε, ο νους της πήγαινε αμέσως στον Δημητρό, τον άνθρωπο που αγαπούσε πολύ και τον απέφευγε άλλο τόσο. Τον αποφεύγω γιατί δεν πρέπει να τον αγαπάω..., σκεφτόταν καθώς έπιανε στα χέρια της το μπλε ρούχο, μπλε της θάλασσας, του βασιλιά, του παντελονιού που περνούσε εκείνη τη στιγμή από τον κύλινδρο, το μπλε του Δημητρού, του βασιλιά της γειτονιάς τους, που ξεχώριζε ανάμεσά στους άλλους σαν τη μύγα μες στο γάλα. «Είχα ένα μπλε πανωφόρι στην Πόλη...» τον είχε ακούσει να λέει κάποτε στη μάνα της και στη Νενέ, «και η μάνα μου με καμάρωνε...» Και τότε είδε το πρόσωπο της δικής της μάνας, της Λαρώς, το είδε να φέγγει λες και μόλις είχε καταπιεί τον ήλιο, εκείνον που έδυε πέρα, στο βάθος της θάλασσας, δεξιά από τον Όλυμπο. Το λατρευτό εκείνον άντρα, που δεν άντεχε να τον βλέπει επειδή της θύμιζε πόσο δεν έπρεπε να τον
αγαπάει, τον έντυνε η Ζωή στα υγρά όνειρα του υπόγειου πλυντηρίου, όπου περνούσε τις περισσότερες ώρες της μέρας της, τον έντυνε στα μπλε, του φόραγε από πάνω κι εκείνο το μπλε πανωφόρι της δικής του ονειροπόλησης, που τον έκανε ψηλό, λιγνό, πανέμορφο σαν αυτοκράτορα, και τον σεργιανούσε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, στα τείχη και σία κάστρα, στις γέφυρες και στα παλάτια. Κοιτούσε εκείνος με το βελούδινο βλέμμα του τη θάλασσα, τη λατρεμένη του, έβλεπε και η Ζωή το αριστοκρατικό του προφίλ, τις σκιές από τα ματοτσίνορά του, τα ευγενικά του χέρια, ακουμπισμένα ήρεμα στα γόνατά του, άσπρη γαλέρα το μυαλό του, ταξίδευε απαλλαγμένο από σκέψεις και έννοιες, μόνο κάτι σβησμένα όνειρα στόλιζαν τα κατάρτια του, και στα πανιά εκείνα πάνω ζωγραφισμένη η μορφή της μάνας της... Έτσι, μ’ αυτά και μ αυτά, περνούσε η ώρα της Ζωής μέσα στο υπόγειο πλυντήριο, πότε μεσημέριαζε και πότε νύχτωνε ούτε καταλάβαινε, έτσι κι αλλιώς το φως της μέρας δεν κατόρθωνε να φτάσει ως εκεί κάτω. Δεν πειράζει..., σκεφτόταν, ο σκοπός μου δεν είναι να περνάω καλά, να περνάει γρήγορα ο χρόνος είναι ο σκοπός μου. Και μάζευε τα λεφτά της σέντσι σέντσι, δολάριο δολάριο, στην αρχή κάτω από το στρώμα, αργότερα στην τράπεζα, «Θα τα κατάφερουμε...» έλεγε κάθε τόσο στον αδελφό της, «Θα τα καταφέρουμε και θα γυρίσουμε πίσω πλούσιοι». Δεν ήταν όμως μόνο τα δικά της λεφτά, ήταν και του Σίμου, εκείνος πληρωνόταν καλύτερα, μέσα σε ένα μήνα πήρε και αύξηση, «Να δεις που ο νονός θα μεσολάβησε, μη σου πω ότι τα δίνει και από την τσέπη του. Λέω να μην το δεχτώ...» είπε το αγόρι όταν της το ανακοίνωσε, στροφάριζε κι εκείνου το μυαλό, είχε ξυπνήσει απότομα, «Είναι περισσότερα αυτά που μας χρωστάει και δεν αποτιμώνται σε δολάρια...» είπε στρυφνά η Ζωή, «Να τα πάρεις, δεν τα ζήτησες, δουλεύεις και με το παραπάνω». Δούλευαν τα παιδιά και έκαναν αιματηρές οικονομίες, άρχισαν να τα κουτσοκαταφέρνουν, τους περίσσευαν κάποια ψιλά. Νοίκιασαν ένα άλλο δωματιάκι, σε ένα σπίτι το ίδιο παλιό και σκοτεινό με το προηγούμενο, αλλά τώρα έμεναν μόνο σι δυο τους στον όροφο, είχαν και μια τουαλέτα κονία στις σκάλες, όπου πήγαιναν μονάχα οι ίδιοι, από μόνο του το γεγονός αυτό ήταν πρόοδος, άσε που το χαρακτήρισαν και μεγάλη πολυτέλεια. Έτσι κύλησε ο πρώτος χρόνος, χωρίς θέρμανση τον πέρασαν το χειμώνα -και τι χειμώνα!-, πουθενά δεν πήγαν, τίποτα δεν αγόρασαν, στους δεκατρείς μήνες πάνω ετοίμασαν να στείλουν και τα πρώτα λεφτά στους γονείς τους, «Πόλεμος...» τους προειδοποίησε ο Δημητρός, που τους είχε από κοντά, «Θα τα χάσετε τα λεφτά σας, να τα βάλετε στην τράπεζα και να τα στείλετε όταν θα ναι η ώρα». Και τα έβαλαν. Δύο χρόνια μετά την άφιξή τους στην Αμερική, ενώ η Ελλάδα ήταν υπόδουλη κάτω από την μπότα των Γερμαναράδων, η Ζωή και ο Σίμος, δουλεύοντας από το πρωί ως το βράδυ σε διπλές και τριπλές βάρδιες, με ματωμένες χούφτες, πονεμένα πόδια και τσακισμένη πλάτη, ήταν σε θέση να μιλάνε σχετικά καλά τη γλώσσα -η Ζωή σαφώς καλύτερα απ’ ό,τι ο αδελφός τηςκαι άρχισαν να συμβουλεύονται τον Δημητρό πώς θα μπορούσαν με τα λίγα λεφτά που είχαν στην άκρη να πάρουν ένα δάνειο. Δάκρυσε από συγκίνηση εκείνος, ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος τον τελευταίο καιρό, είχε -με πόνοσυνειδητοποιήσει ότι δε ζούσε πια για τη Λάρα, τη μάνα τους, κι ενώ κανονικά θα έλεγε πως πια δεν είχε λόγο ύπαρξης, τώρα, με τα παιδιά αυτά στη ζωή του, τα παιδιά της, αποκτούσαν ένα διαφορετικό μήνυμα οι μέρες του και δόξαζε το Θεό που του είχε στείλει κοντά του τα παιδιά της και που είχε συναντήσει δυο μάτια -ίδια άγριες θάλασσες-, κι ας τα είχε χάσει την ίδια στιγμή...
Το όνειρό τους άρχισε τώρα να αποκτά σχήμα και μορφή: ένα μικρό εστιατόριο, όσο πιο μικρό γινόταν, ένα εστιατοράκι όπου θα μαγείρευαν φαγητά της πατρίδας τους. Ήταν σίγουροι ότι θέλανε αυιό, έμενε μόνο να βρούνε τα λεφτά, να βρούνε και το χώρο. Αρχισαν να αλωνίζουν τα βράδια τις συνοικίες, είχαν σοβαρή διαφωνία μεταξύ τους, «Κάπου φθηνά» έλεγε ο Σίμος, πιο άτολμος καθώς ήταν, «Κάπου κεντρικά» έλπιζε η Ζωή, «Έτσι θα δουλέψουμε καλύτερα». Και περπατούσαν ώρες ολόκληρες, περιδιάβαιναν, αλώνιζαν την πόλη -και δεν ήταν μια μικρή πόλη...και ονειρεύονταν, «Άσπρες και γαλάζιες κουρτίνες», σχεδίαζαν, «Εσύ δε θα αφήσεις τη δουλειά σου, μόνο εγώ», έλπιζαν, «Ο νονός είπε ότι σε πέντε χρόνια θα μπορέσουμε να ξεχρεώσουμε». Όταν γυρνούσαν, αργά το βράδυ, στο παγωμένο τους δωμάτιο, ξάπλωναν στα κρεβάτια τους και συνέχιζαν να βλέπουν όνειρα ξυπνητοί. «Να δεις που θα τα καταφέρουμε», επέμενε η Ζωή. «Να δεις που έχουμε ένα τυχερό αστέρι πάνω από το κεφάλι μας και θα φέξει, θα μας δείξει το δρόμο». Αποκοιμιόταν το αγόρι πρώτο, είχε και μια νιότη να ζήσει και έπρεπε να έχει δυνάμεις, αποκοιμιόταν πρώτο και γυρνούσε πίσω, στην πόλη όπου γεννήθηκε, στο σπίτι στη σκιά του κάστρου, στην αυλίτσα με τους ασπρισμένους τενεκέδες και τη «βασιλική» θέα: την πόλη, τη θάλασσα, το βουνό των θεών. Χωνόταν στη λατρεμένη αγκαλιά της μάνας του, μύριζε το στήθος της, όπως όταν ήταν μικρός, έτριβε το κεφάλι του στην κοιλιά της, έβαζε το χέρι της, με το έτσι θέλω, πάνω στη γάμπα του, να του την τρίψει αυτό του άρεσε-, ύστερα έπαιρνε στην αγκαλιά του τη μικρή του αδελφούλα, το Ελπιδάκι τους, χτένιζε τα ξανθά της μαλλάκια με τα δάχτυλά του, τα έκανε μπουκλίτσες και της φιλούσε τα ροδαλά μαγουλάκια. Μετά άφηνε ένα ζουμπούλι, από εκείνα που της άρεσαν, στον τάφο της γιαγιάς Νενέ, περνούσε έξω από το σχολειό του και σφύριζε στους συμμαθητές του, κατέβαινε τρέχοντας το σοκάκι και έφτανε στη βρύση, σήκωνε τη στάμνα που κουβαλούσε η αδελφή του και έτρεχε, πετούσε σχεδόν, ως το σπίτι. Και εκεί, στην αυλίτσα με τη «βασιλική» θέα, συνανιούσε πάντα τον πατέρα του, που καθόταν ακίνητος και αμίλητος. δίσταζε πάλι, ακόμη και στο όνειρο δίσταζε να πάει κοντά του. Αχ, πόσο αγαπούσε τον πατέρα του, πόσο θα ’θελε μια φορά να τον πάρει στην αγκαλιά του, να παλέψει μαζί του, να παίξουνε μποξ, να του ανακατέψει τα μαλλιά, να αισθανθεί το φιλί του... Και έμενε με την πίκρα εκείνη κολλημένη στο σάλιο του, δεν το κατάπινε, γιατί θα φαρμακωνόταν, κοιμόταν και έλπιζε να είχε δίκιο η αδελφή του, να είχανε εκείνο το τυχερό αστέρι, να τους φώτιζε και να τα κατάφερναν, και να γυρνούσανε σύντομα πίσω, είχε μια μεγάλη συζήτηση να κάνει με τον πατέρα του, σαν άντρας με άντρα πια, όταν θα γυρνούσε θα την έκανε εκείνη τη συζήτηση, σ κόσμος να χαλούσε. Έκλεινε τα μάτια της και η Ζωή, αλλά ύπνος δεν την έπαιρνε, ζούσε σε μια υπερένταση και για να ηρεμήσει έπρεπε να περάσουν ώρες, λίγος ο ύπνος της και πιο λίγη η ξεκούραση, αλλά κάτι μέσα της την έτρεφε, τη συντηρούσε και της έκανε καλό: η ελπίδα της για ένα καλύτερο αύριο. Προσπαθούσε να ξεχάσει το αγόρι εκείνο που την είχε πληγώσει τόσο -άθελά του, ή ηθελημένα; δεν μπόρεσε να δώσει ποτέ απάντηση-, να ξεχάσει τα πά,ντα γύρω από αυτόν, όλα όσα την είχαν τρέψει σε φυγή και θέλησε να φύγει, να φύγει για να γλιτώσει, όπως της το είχε πει και η μάνα της. Προσπαθούσε να ξεχάσει και την ντροπή, αυτό το βασανιστικό αίσθημα που της μασούσε τα σωθικά, ντρεπόταν για τον εαυτό της, δεν είχε τρόπο να κρυφτεί πώς κρύβεσαι, αλήθεια, από σένα; Κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες να ξεπεράσει αυτό τον παράξενο έρωτα, που ίσως και να μην της έφταιγε, ίσως και να μην είχε συμβεί μεταξύ τους τίποτα, ίσως και να μην ήταν καν έρωτας. Και όσες
φορές τον έφερνε στο νου της, ήταν σαν να τον έβλεπε μέσα από ένα σπασμένο καθρέφτη. Έβλεπε τη μορφή του πολλές, χιλιάδες επαναλαμβανόμενες φορές, αλλά ποτέ ολόκληρο. Από κάθε είδωλο έλειπε και ένα κομμάτι, άλλοτε μάτι, άλλοτε χέρι, άλλοτε πόδι, πάντα κάτι έλειπε για να είναι πλήρης η εικόνα. Και αυτή τη λειψή εικόνα προσπάθησε να την ξεχάσει, να τη σβήσει από τη μνήμη της. Μαζί με τον Νικολά όμως η Ζωή προσπάθησε να ξεχάσει και τη μίζερη ζωή στην Ελλάδα, το βυθισμένο στη σιωπή πατέρα της, τη μάνα της, που είχε τη χαρά της ζωής μέσα της αλλά η φτώχεια και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να το διευκρινίσει το κορίτσι, ίσως ήταν αυτό που της είχε πει η Μαρία για τον Δημητρό...-την έριχναν κάτω και την ποδοπατούσαν. Θύμωνε μαζί τους γιατί μάταια προσπαθούσε να τους θυμηθεί μαζί και γελαστούς, θύμωνε γιατί τους καταλόγιζε το ότι δεν πάλεψαν ποτέ για την ευτυχία, λες και το έβρισκαν φυσικό να είναι δυστυχισμένοι, λες και δε θεωρούσαν ότι τους άξιζε κάτι καλύτερο, ότι κάποιος -μοίρα, ζωή, Θεόςδεν τους όφειλε τίποτα άλλο. Και ορκιζόταν σ’ εκείνο το τυχερό της αστέρι που πίστευε ότι είχε εκεί, στη νέα πατρίδα, αυτή να γίνει ευτυχισμένη. Και ονειρευόταν να γυρίσει κάποτε στην πατρίδα της πλούσια, να χτίσει ένα ωραίο, ηλιόλουστο σπίτι, με μεγάλα παράθυρα που θα έβλεπαν στη θάλασσα, και να εγκαταστήσει εκεί τους γονείς και την αδελφούλα της, να κάνει έναν περίπατο στην παραλία και να μυρίσει και πάλι την αλμύρα της θάλασσας, να ανοίξει ένα εστιατόριο πολυτελείας ψηλά στα κάστρα, με θέα σε όλο τον κόλπο και στον Όλυμπο. Τίποτα άλ\ο δεν την απασχολούσε, καμία σκέψη, καμία αγωνία για έρωτα, γάμο, αποκατάσταση, παιδιά. Όλα αυτά μέχρι το χάραμα της καινούριας χρονιάς, μιας χρονιάς που μόλις είχε τελειώσει ο μεγάλος πόλεμος, της χρονιάς που γνώρισε τον Τζόνι. Και τότε αναβόσβησε μέσα της το αστέρι, αναβόσβησε σαν να της έκανε σινιάλο, σαν να της έλεγε «Αυτός είναι! Αυτός είναι! Αυτός είναι!». 1 Στα αγγλικά: life = ζωή, Zoe = Ζωή (κύριο όνομα). Παραφθορά της φράσης «Εις πολλά έτη*. 2 Καλώς ήρθατε.
ΝΑ ΝΤΥΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Τα ΠΟΤΗΡΙΑ ΤΟΥΣ είχαν αδειάσει εδώ και ώρα. Είχαν πιει πολ\ά τσίπουρα, περισσότερα απ’ όσα συνήθιζαν και σι δυο. Το τασάκι ήταν γεμάτο αποτσίγαρα. - Δεν μπάφιασες; τη ρώτησε κλείνοντας το παράθυρο. Πόσο μου θυμίζεις τον... άντρα μου... - Γιατί σου τον θυμίζω; τινάχτηκε ως απάνω η άλλη κάτι κουδούνισε μέσα της, αλλά το έπνιξε, όχι, δε θα άντεχε κι άλλα. - Γιατί κι εκείνος καπνίζει πολύ. Με ένα τσιγάρο στο χέρι συνέχεια. Τον μαλώνω εγώ, τον συμβουλεύει και η μικρή. Εκείνη την ακούει περισσότερο... Σηκώθηκε η οικοδέσποινα και άναψε ακόμη μια λάμπα, μια βενετσιάνικη λάμπα που έστεκε πάνω στο πλαϊνό τραπέζι. - Αυτή η λάμπα ήταν πάντα εδώ..., είπε η άλλη και τη χάιδεψε με το βλέμμα της. Και πιο κει ήταν... τότε... εκείνο το τεράστιο έλατο... με τα στολίδια... εκείνα τα στολίδια που της είχαν κλέψει την καρδιά... ειδικά η μικροσκοπική χρυσοκόκκινη τσαγέρα... η τσαγέρα που είχε γίνει αφορμή να αλλάξει η ζωή της... - Γι ώρα να ναι; διέκοψε τις σκέψεις της η φωνή της οικοδέσποινας. Κοίταξαν συγχρόνως τα ρολόγια, η μια του χεριού της, η άλλη του τοίχου. Ήταν αργά, πολύ αργά. Ήταν η ώρα της μεγάλης αλήθειας. Τσως... - Νυστάζεις; - Καθόλου! είπε η Ιλαρία. Πώς να κλείσεις μάτι μια τέτοια νύχτα... - Όλοι καπνίζαμε στην οικογένειά μας..., είπε η Βασιλική, λες και η συζήτησή τους είχε σταματήσει σ’ εκείνο το σημείο. Ψυχανεμιζόταν πια την αλήθεια. Λες και είχε διαβάσει το βιβλίο πυρετωδώς, έμπαινε στα σκαριά η ιστορία στο πρώτο μέρος, έπαιρνε μορφή και σχήμα, ο μεγάλος έρωτας, το μεγάλο δράμα, οι μεγάλες χαρές στο δεύτερο, και τώρα έπρεπε να μελετήσει το τρίτο μέρος, να γδύσει τους ανθρώπους και να ντύσει την ιστορία. Αλλά κυρίως να αποκαταστήσετ την αλήθεια. Μια αλήθεια που θα την πονούσε πολύ. Και είχε ορκιστεί εκδίκηση...