ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ
Η Μυστική Ιστορία Ο Μικρός Φίλος
ΝΤΟΝΑ ΤΑΡΤ
Μετάφραση από τα αγγλικά ΧΡΙΣΤΙΑΝΝΑ ΕΛ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ
Σειρά: ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Tίτλος πρωτοτύπου: THE GOLDFINCH Συγγραφέας: DONNA TARTT Γλωσσική επιµέλεια: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥΔΗ Copyright © Tay, Ltd 2013 Copyright © 2014 για την ελληνική γλώσσα: EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABE Σόλωνος 98 – 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Aπαγορεύεται η αναδηµοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, µερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχοµένου του βιβλίου µε οποιονδήποτε τρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Nόµος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Eλλάδα. Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισµός Λιβάνη ISBN 978-960-14-2806-2
Για τη µητέρα. Για τον Κλοντ.
Ι.
Το παράλογο δεν απελευθερώνει, δεσµεύει. –ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ[1]
[1] Από το έργο Ο Μύθος του Σίσυφου – Δοκίµιο Πάνω στο Παράλογο (µετάφραση στα ελληνικά: Βαγγέλης Χατζηδηµητρίου, Αθήνα, Εκδόσεις Μπουκουµάνη, 1973). (Σ.τ.Μ.)
Κεφάλαιο 1
Νέος µε Κρανίο
i.
ΟΣΟ ΗΜΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ,
είδα στον ύπνο µου τη µητέρα µου για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια. Ήµουν κλεισµένος στο ξενοδοχείο µου πάνω από µία εβδοµάδα, υπερβολικά φοβισµένος για να ξεµυτίσω ή να τηλεφωνήσω σε οποιονδήποτε. Η καρδιά µου έτρεµε και σφιγγόταν µε τους πιο αθώους θορύβους: Το κουδούνισµα του ανελκυστήρα, το κροτάλισµα του τρόλεϊ µε τα µπουκαλάκια για τον ανεφοδιασµό των µίνι-µπαρ, ως και αυτά ακόµα τα µελωδικά καµπανίσµατα των ρολογιών που σήµαιναν την ώρα από τα κωδωνοστάσια της Βέστερκερκ και της Κρέιτµπερχ είχαν µια σκοτεινή αιχµή στην κλαγγή τους, µια υποβόσκουσα αίσθηση καταδίκης βγαλµένη από σκοτεινό παραµύθι. Περνούσα τη µέρα µου καθισµένος στα πόδια του κρεβατιού, προσπαθώντας απεγνωσµένα να βγάλω κάποιο νόηµα από τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων (πράγµα εντελώς µάταιο, αφού δεν ήξερα λέξη ολλανδικά), κι όταν τελικά τα παρατούσα, στηνόµουν µπροστά στο παράθυρο και χάζευα πέρα στο κανάλι, µε το καµηλό παλτό µου ριγµένο πάνω µου, αφού, έχοντας φύγει εσπευσµένα από τη Νέα Υόρκη, δεν είχα πάρει µαζί µου ρούχα αρκετά ζεστά ούτε καν για εσωτερικό χώρο. Έξω, πυρετός δραστηριότητας και κέφι. Ήταν Χριστούγεννα και τα φωτάκια αναβόσβηναν χαρωπά στις γέφυρες των καναλιών το βράδυ. Ροδοµάγουλες dames en heren[1], µε τα κασκόλ τους να κυµατίζουν στον παγωµένο άνεµο, κατέβαιναν φασαριόζικα τα λιθόστρωτα σέρνοντας πίσω τους χριστουγεννιάτικα δέντρα δεµένα στις σχάρες των ποδηλάτων τους. Τα απογεύµατα µια ερασιτεχνική µπάντα έπαιζε κάλαντα, που αιωρούνταν µεταλλικά και εύθραυστα στη χειµωνιάτικη ατµόσφαιρα. Μέσα, ένα χάος από δίσκους της υπηρεσίας δωµατίων, βουνά από τσιγάρα και χλιαρή βότκα από τα αδασµολόγητα. Στη διάρκεια εκείνων των ανήσυχων ηµερών του εθελούσιου εγκλεισµού µου ερεύνησα κάθε εκατοστό του δωµατίου µου, όπως γνωρίζει το κελί του ο φυλακισµένος. Ήταν η πρώτη µου επίσκεψη στο Άµστερνταµ, κι ενώ δεν είχα δει σχεδόν τίποτα από την πόλη, το ίδιο το δωµάτιο, µε τη µουντή, ψυχρή, ξέθωρη οµορφιά του, µετέδιδε µια αρκετά ακριβή αίσθηση της Βόρειας Ευρώπης, σαν µια µικρογραφία της Ολλανδίας: λευκό επίχρισµα και προτεσταντική κοσµιότητα σε συνδυασµό µε την απόλυτη χλιδή φερµένη µε καράβια από την Ανατολή. Πέρασα ένα εξωφρενικά µεγάλο διάστηµα παρατηρώντας ένα ζευγάρι µικρές ελαιογραφίες µε επίχρυση κορνίζα που κρέµονταν πάνω από το σεκρετέρ και οι οποίες απεικόνιζαν η µια χωρικούς που έκαναν πατινάζ σε µια παγωµένη λιµνούλα δίπλα σε µια εκκλησία και η άλλη ένα ιστιοφόρο που παράδερνε σε µια τρικυµισµένη χειµωνιάτικη θάλασσα. Δεν ήταν τίποτα αξιόλογο, απλά διακοσµητικά αντίγραφα, κι όµως τα περιεργαζόµουν λες και περιείχαν τον κρυπτογραφηµένο κώδικα που θα µου επέτρεπε να εισχωρήσω στα µύχια της ψυχής των παλιών Φλαµανδών δασκάλων. Έξω, το χιονόνερο κροτάλιζε στα τζάµια και ράντιζε το κανάλι· και, παρά τα πλούσια µπροκάρ και τα παχιά χαλιά, το χειµωνιάτικο φως διατηρούσε την παγερή χλοµάδα του 1943, της λιτότητας και των στερήσεων, του αδύναµου τσαγιού χωρίς ζάχαρη και του ύπνου µε οδυνηρά άδειο στοµάχι. Νωρίς κάθε πρωί, ενώ έξω ήταν ακόµα σκοτεινά, πριν αναλάβουν υπηρεσία οι έκτακτοι υπάλληλοι και αρχίσει να γεµίζει η ρεσεψιόν µε κόσµο, κατέβαινα για τις εφηµερίδες. Το
προσωπικό του ξενοδοχείου περπατούσε στα νύχια και µιλούσε ψιθυριστά, µε το βλέµµα να µε προσπερνάει σαν να µη µε έβλεπε πραγµατικά, εµένα, τον Αµερικανό από το δωµάτιο 27 που δεν κατέβαινε ποτέ στη διάρκεια της µέρας, ενώ εγώ προσπαθούσα να καθησυχάσω τον εαυτό µου ότι ο διευθυντής της νυχτερινής βάρδιας (σκούρο κοστούµι, στρατιωτικό κούρεµα, γυαλιά µε κοκάλινο σκελετό) θα έκανε πιθανότατα ό,τι περνούσε από το χέρι του προκειµένου να αποτρέψει φασαρίες ή να αποφύγει µπλεξίµατα. Η Herald Tribune δεν είχε άρθρα σχετικά µε τη δεινή µου κατάσταση, αλλά η ιστορία κυριαρχούσε στις ολλανδικές εφηµερίδες, µε τα έντονα κεφαλαία γράµµατα ενός ξένου αλφάβητου να αιωρούνται προκλητικά µόλις πέρα από τα όρια της κατανόησής µου. Onopgeloste moord. Onbekende.[2] Ανέβαινα πάνω και ξανάπεφτα στο κρεβάτι (µε όλα µου τα ρούχα, αφού το δωµάτιο ήταν ψυγείο), απλώνοντας τις εφηµερίδες πάνω στο κάλυµµα: φωτογραφίες περιπολικών, αστυνοµική ταινία να αποκλείει τον τόπο του εγκλήµατος – ούτε τις λεζάντες δεν κατάφερνα να αποκρυπτογραφήσω, κι έτσι, παρότι δεν υπήρχε πουθενά καµία αναφορά του ονόµατός µου, δεν µπορούσα να ξέρω αν δινόταν µια λεπτοµερής περιγραφή µου ή αν οι Αρχές σκόπιµα απέκρυπταν πληροφορίες από το κοινό. Το δωµάτιο. Το καλοριφέρ. Een Amerikaan met een strafblad.[3] Τα ανοιχτοπράσινα νερά του καναλιού. Επειδή ήµουν ξεπαγιασµένος και άρρωστος και τις περισσότερες ώρες δεν είχα τι να κάνω (εκτός από πιο ζεστά ρούχα, είχα αµελήσει να πάρω και κανένα βιβλίο), περνούσα τις περισσότερες ώρες της ηµέρας στο κρεβάτι. Όσο για τη νύχτα, αυτή θαρρείς και πλάκωνε από το απόγευµα κιόλας. Συχνά, ανάµεσα στο τρίξιµο των σκόρπιων εφηµερίδων στο κρεβάτι, παρέπαια µεταξύ ύπνου και ξύπνου, µε τα όνειρά µου να σκιάζονται από την ίδια διάχυτη αγωνία που διαπότιζε και τις ώρες που ήµουν ξύπνιος: αίθουσες δικαστηρίων, βαλίτσες ανοιγµένες µε τα ρούχα µου πεταµένα τριγύρω, ατέλειωτοι διάδροµοι σε κτίρια αεροδροµίων όπου έτρεχα φρενιασµένα να προλάβω πτήσεις στις οποίες ήξερα ότι δε θα επιβιβαζόµουν ποτέ. Χάρη στον πυρετό µου, έβλεπα πολλά αλλόκοτα και απίστευτα ζωντανά όνειρα, στριφογυρίζοντας κάθιδρος στο κρεβάτι χωρίς να ξέρω αν ήταν µέρα ή νύχτα. Το τελευταίο και χειρότερο από εκείνα τα βράδια ονειρεύτηκα τη µητέρα µου: ένα σύντοµο, µυστηριώδες όνειρο, που έµοιαζε περισσότερο µε επίσκεψη από τον άλλο κόσµο. Βρισκόµουν στο εργαστήρι του Χόµπι –ή µάλλον σε κάποιο στοιχειωµένο ονειρότοπο που αποτελούσε µια αδρoµερή εκδοχή του εργαστηρίου του–, όταν εµφανίστηκε ξαφνικά πίσω µου εκείνη και είδα το είδωλό της σε έναν καθρέφτη. Παρέλυσα ολόκληρος από ευτυχία στη θέα της. Ήταν εκείνη, µέχρι την παραµικρή λεπτοµέρεια, τις φακίδες στο πρόσωπό της, και µου χαµογελούσε, ακόµα πιο όµορφη αλλά ούτε µία µέρα µεγαλύτερη, µε τα µαύρα της µαλλιά και τo γουστόζικo σούφρωµα των χειλιών της προς τα πάνω, όχι όνειρο, αλλά µια παρουσία που γέµιζε όλο το δωµάτιο: µια αυθύπαρκτη δύναµη, µια ζωντανή ετερότητα. Και, όσο κι αν το ήθελα, ήξερα ότι δεν έπρεπε να γυρίσω προς το µέρος της, ότι, αν την κοίταζα απευθείας, θα παραβίαζα τους νόµους του κόσµου της και του δικού µου. Είχε έρθει σ’ εµένα µε το µοναδικό τρόπο που µπορούσε, και τα µάτια µας συναντήθηκαν µέσα στον καθρέφτη για µια παρατεταµένη, παγωµένη στο χρόνο στιγµή. Αλλά τότε, τη στιγµή ακριβώς που φαινόταν έτοιµη να µιλήσει –µε ένα ύφος που έµοιαζε να συνδυάζει θυµηδία, τρυφερότητα και αγανάκτηση–, καταχνιά έπεσε ανάµεσά µας και ξύπνησα.
[1] Κυρίες και κύριοι (ολλανδικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [2] Ανεξιχνίαστος φόνος. Αγνώστου (ολλανδικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [3] Ένας Αµερικανός µε ποινικό µητρώο (ολλανδικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.)
ii.
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΘΑ ΕΙΧΑΝ ΕΞΕΛΙΧΤΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ αν εκείνη είχε ζήσει. Δυστυχώς, πέθανε όταν ήµουν παιδί, και, παρότι έχω την αποκλειστική ευθύνη για όλα όσα µου συνέβησαν από τότε, η αλήθεια είναι ότι, µαζί µε εκείνη, έχασα κάθε οδοδείκτη που θα µπορούσε να µε κατευθύνει σε έναν πιο ευτυχισµένο τόπο, σε µια πιο γεµάτη µε ανθρώπους, πιο ευχάριστη ζωή. Ο θάνατός της διχοτόµησε τη ζωή µου: Πριν και Μετά. Και, όσο θλιβερή κι αν είναι η παραδοχή τόσα χρόνια µετά, δεν έχω γνωρίσει ακόµα κανέναν που να µε κάνει να νιώσω ότι µ’ αγαπάει όπως εκείνη. Όταν ήµουν µαζί της, όλα έπαιρναν ζωή. Έριχνε γύρω της ένα µαγικό θεατρικό φως, έτσι που, αν µπορούσες να κοιτάξεις µέσα από τα µάτια της, έβλεπες τα πάντα πιο λαµπερά – θυµάµαι, λίγο καιρό πριν πεθάνει, κι ενώ δειπνούσαµε αργά το βράδυ σε ένα ιταλικό εστιατόριο στο Βίλατζ, τον τρόπο που γαντζώθηκε από το µπράτσο µου µπροστά στην ξαφνική, σχεδόν οδυνηρή, οµορφιά µιας τούρτας γενεθλίων µε τα κεράκια αναµµένα που έφερνε από την κουζίνα µια ποµπή σερβιτόρων, ένας αχνός κύκλος φωτός που τρεµόφεγγε στο σκοτεινό ταβάνι, και µετά η τούρτα να καταλαµβάνει ολόφωτη το κέντρο του τραπεζιού µιας οικογένειας, λαµπρύνοντας το πρόσωπο µιας ηλικιωµένης γυναίκας, πλατιά χαµόγελα ολόγυρα, οι σερβιτόροι να υποχωρούν διακριτικά µε τα χέρια πλεγµένα πίσω, ένα συνηθισµένο δείπνο γενεθλίων σαν αυτά που µπορείς να πετύχεις σε οποιοδήποτε φτηνό εστιατόριο του κάτω Μανχάταν, και είµαι σίγουρος ότι δε θα το θυµόµουν καν, αν δεν την έχανα τόσο σύντοµα µετά, όµως το σκεφτόµουν ξανά και ξανά µετά το θάνατό της, και πιθανότατα θα συνεχίσω να το κάνω για όλη την υπόλοιπη ζωή µου: να θυµάµαι εκείνον το φωτεινό κύκλο από κεράκια, ένα ταµπλό βιβάν της καθηµερινής, κοινότοπης ευτυχίας που χάθηκε για µένα όταν έχασα εκείνη. Και ήταν πανέµορφη, επίσης. Αυτό είναι σχεδόν δευτερεύον, αλλά ήταν πραγµατικά όµορφη. Όταν πρωτοήρθε από το Κάνσας στη Νέα Υόρκη, δούλεψε λίγο ως µοντέλο, αν και ένιωθε υπερβολικά άβολα απέναντι στο φακό για να διακριθεί στο χώρο. Ό,τι και να ήταν αυτό που είχε, δεν αποτυπωνόταν στο φιλµ. Κι όµως, ήταν ολωσδιόλου ο εαυτός της: ένα µοναδικό πλάσµα. Δε θυµάµαι να είδα ποτέ µου άλλο πρόσωπο που να της µοιάζει. Είχε µαύρα µαλλιά, ανοιχτόχρωµο δέρµα που γέµιζε φακίδες το καλοκαίρι, γκριζογάλανα µάτια γεµάτα φως, ενώ στο σχήµα των ζυγωµατικών της υπήρχε ένα τόσο εκκεντρικό µείγµα του ινδιάνικου στοιχείου µε το Κέλτικο Λυκόφως[1], ώστε µερικές φορές την περνούσαν για Ισλανδή. Στην πραγµατικότητα, ήταν µισή Ιρλανδέζα και µισή Ινδιάνα Τσερόκι, γεννηµένη σε µια µικρή πόλη του Κάνσας κοντά στα σύνορα µε την Οκλαχόµα. Και της άρεσε να µε κάνει να γελάω αποκαλώντας τον εαυτό της «βλαχαδερό», κι ας ήταν εντυπωσιακή και νευρώδης και στιλάτη σαν καθαρόαιµο άλογο κούρσας. Αυτά τα εξωτικά χαρακτηριστικά, δυστυχώς, αποτυπώνονταν κάπως υπερβολικά άκαµπτα και αυστηρά στις φωτογραφίες –οι φακίδες της καλυµµένες µε µεϊκάπ, τα µαλλιά της τραβηγµένα σε µια αλογοουρά στον αυχένα της σαν να ήταν κανένας ευπατρίδης από τις Ιστορίες του Γκέντζι[2]–, ενώ αυτό που δεν µπορούσε να συλλάβει ο φακός ήταν η ζεστασιά της, η πρόσχαρη και απρόβλεπτη φύση της, ό,τι αγαπούσα περισσότερο πάνω της. Η σχεδόν άκαµπτη στάση του
σώµατός της στις φωτογραφίες προδίδει την καχυποψία της απέναντι στην κάµερα: Αποπνέει ένα είδος τιγρίσιας επιφυλακής, σαν να ατσαλώνεται για να αντιµετωπίσει µια επίθεση. Αλλά στην κανονική της ζωή δεν ήταν καθόλου έτσι. Το βήµα της είχε µια σαγηνευτική σβελτάδα, οι κινήσεις της ήταν απρόβλεπτες και αέρινες, κουρνιασµένη πάντα στην άκρη της καρέκλας της σαν ένα κοµψό υδρόβιο πουλί έτοιµο να φτερουγίσει µακριά µε το παραµικρό ξάφνιασµα. Λάτρευα το άρωµα σανταλόξυλου που φορούσε, τραχύ και απροσδόκητο, όπως και το θρόισµα του κολλαριστού πουκαµίσου της όταν έσκυβε να µου σκάσει ένα φιλί στο µέτωπο. Και το γέλιο της αρκούσε για να σε κάνει να θες να παρατήσεις οτιδήποτε έκανες εκείνη τη στιγµή και να την ακολουθήσεις. Όπου κι αν βρισκόταν, οι άντρες την ακολουθούσαν µε την άκρη του µατιού τους – κοιτάζοντάς τη µερικές φορές µε έναν τρόπο που µε ενοχλούσε κάπως. Εγώ ευθυνόµουν για το θάνατό της. Οι άλλοι έσπευδαν πάντα να µε διαβεβαιώσουν για το αντίθετο – και ναι, µόνο ένα µικρό παιδί, ποιος θα µπορούσε να το προβλέψει, τροµερό δυστύχηµα, η κακιά η ώρα, θα µπορούσε να συµβεί στον καθένα, όλα αυτά είναι αλήθεια, όµως εγώ δεν πιστεύω τίποτα. Συνέβη στη Νέα Υόρκη, στις 10 Απριλίου, δεκατέσσερα χρόνια πριν. (Ως και το χέρι µου διστάζει µπροστά στην ηµεροµηνία. Χρειάστηκε να πιέσω τον εαυτό µου για να τη γράψω, για να αναγκάσω το στιλό να συνεχίσει να κινείται πάνω στο χαρτί. Κάποτε ήταν µια απόλυτα συνηθισµένη µέρα, τώρα όµως εξέχει από το ηµερολόγιο σαν σκουριασµένο καρφί.) Αν είχε κυλήσει σύµφωνα µε το πρόγραµµα, θα είχε δώσει τη θέση της στη νύχτα χωρίς να συµβεί τίποτα αξιόλογο, θα είχε σβηστεί χωρίς να αφήσει πίσω της κανένα ίχνος, µαζί µε όλες τις υπόλοιπες µέρες της χρονιάς µου ως δευτεροετούς µαθητή του γυµνασίου. Τι θα θυµόµουν σήµερα από εκείνη τη µέρα; Ελάχιστα, ή και τίποτα απολύτως. Όµως, φυσικά, η αίσθηση εκείνου του πρωινού είναι πιο σαφής από το παρόν, µέχρι την τελευταία λεπτοµέρεια, τη µουλιασµένη, νοτερή ατµόσφαιρα. Είχε βρέξει το προηγούµενο βράδυ, ένας φοβερός κατακλυσµός που είχε ως αποτέλεσµα να πληµµυρίσουν καταστήµατα και να κλείσουν κάποιοι σταθµοί του µετρό. Εκείνη κι εγώ στεκόµασταν πάνω στο µουσκεµένο χαλάκι της εισόδου της πολυκατοικίας µας, όσο ο Γκόλντι, ο αγαπηµένος της θυρωρός, που της είχε πραγµατική λατρεία, κατηφόριζε οπισθοχωρώντας την 57η Οδό µε το χέρι τεντωµένο, σφυρίζοντας για να σταµατήσει κάποιο ταξί. Τα αµάξια περνούσαν µε ταχύτητα, σηκώνοντας πίδακες βρόµικων νερών. Βαριά σύννεφα φορτωµένα βροχή κρέµονταν πάνω από τους ουρανοξύστες, µετακινούµενα µε τον άνεµο και δίνοντας τη θέση τους σε µπαλώµατα γαλάζιου ουρανού, ενώ κάτω στο δρόµο, αν αγνοούσες τα καυσαέρια από τις εξατµίσεις, ο αέρας ήταν υγρός και απαλός στο δέρµα, θυµίζοντας άνοιξη. «Αχ, µας το πήραν, κυρά µου», φώναξε ο Γκόλντι για να ακουστεί πάνω από το µουγκρητό των οχηµάτων, παραµερίζοντας βιαστικά τη στιγµή που ένα ταξί έπαιρνε τη στροφή τινάζοντας νερά ολόγυρα και κατέβαζε τη σηµαία του. Ήταν ο πιο µικροκαµωµένος από τους θυρωρούς: ένας ωχρός, αδύνατος και γεµάτος ζωντάνια ανθρωπάκος, ένας µιγάς Πορτορικανός, πρώην µποξέρ κατηγορίας φτερού. Αν και το πρόσωπό του ήταν πρησµένο από το ποτό (µερικές φορές αναλάµβανε τη νυχτερινή βάρδια ζέχνοντας ουίσκι), ήταν µυώδης και νευρώδης και αεικίνητος, χωρατεύοντας διαρκώς, κάνοντας διάλειµµα σε κάθε ευκαιρία για να καπνίσει ένα τσιγάρο στη γωνία, µετατοπίζοντας ολοένα το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο, χουχουλιάζοντας τα γαντοφορεµένα χέρια του όταν έκανε κρύο, λέγοντας αστεία στα ισπανικά και κάνοντας τους άλλους θυρωρούς να λύνονται στα γέλια. «Βιάζεστε πολύ σήµερα;» ρώτησε τη µητέρα µου. Το ταµπελάκι στο στήθος του έγραφε ΜΠΕΡΤ ΝΤ., αλλά όλοι τον φώναζαν µε το
παρατσούκλι του, Γκόλντι, το οποίο όφειλε στο χρυσό του δόντι, αλλά και στο επώνυµό του, Ντε Όρο, που θα πει «χρυσός» στα ισπανικά. «Όχι, εντάξει, έχουµε χρόνο». Όµως φαινόταν εξαντληµένη και τα χέρια της έτρεµαν καθώς ξανάδενε στο λαιµό της το φουλάρι της, που πλατάγιζε και ανέµιζε στον αέρα. Μάλλον το παρατήρησε και ο Γκόλντι, γιατί έριξε ένα πλάγιο βλέµµα σ’ εµένα (που είχα λουφάξει κοντά στην τσιµεντένια ζαρντινιέρα στην πρόσοψη του κτιρίου, κοιτάζοντας οπουδήποτε αλλού εκτός από εκείνη) µε µια έκφραση συγκαλυµµένης αποδοκιµασίας. «Δε θα πάρεις το τρένο εσύ;» µε ρώτησε. «Α, έχουµε κάποιες δουλειές µαζί σήµερα», εξήγησε –όχι ιδιαίτερα πειστικά– η µητέρα µου όταν κατάλαβε ότι δεν ήξερα τι να πω. Συνήθως δεν πρόσεχα τι φορούσε, αλλά το ντύσιµό της εκείνο το πρωινό (άσπρη αδιάβροχη καµπαρντίνα, αραχνοΰφαντο ροζ φουλάρι, µαλακά ασπρόµαυρα µοκασίνια) χαράχτηκε τόσο ανεξίτηλα στη µνήµη µου, ώστε δυσκολεύοµαι πλέον να τη θυµηθώ µε άλλα ρούχα. Ήµουν δεκατριών χρονών. Δεν αντέχω να θυµάµαι πόσο αµήχανα αισθανόµασταν µεταξύ µας εκείνο το τελευταίο πρωινό, τόσο σφιγµένοι, ώστε να το προσέξει ακόµα και ο θυρωρός. Οποιαδήποτε άλλη µέρα θα φλυαρούσαµε περί ανέµων και υδάτων, αλλά εκείνο το πρωί δεν είχαµε πολλά να πούµε. Είχα φάει αποβολή από το σχολείο. Της είχαν τηλεφωνήσει στο γραφείο την προηγούµενη µέρα. Είχε γυρίσει στο σπίτι αµίλητη αλλά έξαλλη από θυµό. Και το φοβερό ήταν ότι δεν ήξερα καν για ποιο λόγο είχα φάει την αποβολή, αν και ήµουν κατά εβδοµήντα πέντε τοις εκατό σίγουρος ότι, πηγαίνοντας από το γραφείο του στην αίθουσα των καθηγητών, ο κύριος Μπίµαν είχε κοιτάξει έξω από το παράθυρο στο πλατύσκαλο του πρώτου ορόφου την πιο ακατάλληλη στιγµή και µε είχε δει να καπνίζω εντός των ορίων του σχολικού συγκροτήµατος. (Ή µάλλον, για να είµαστε ακριβείς, µε είχε δει να χαζολογάω µε τον Τοµ Κέιµπλ την ώρα που εκείνος κάπνιζε, γεγονός που στο σχολείο µου ισοδυναµούσε µε την ίδια τη διάπραξη του αδικήµατος.) Η µητέρα µου σιχαινόταν το κάπνισµα. Οι γονείς της –για τους οποίους λάτρευα να ακούω ιστορίες και που είχαν άδικα χαθεί πριν προλάβω να τους γνωρίσω– ήταν δυο καλόκαρδοι εκπαιδευτές αλόγων που ταξίδευαν σε όλη τη Δύση και έβγαζαν τα προς το ζην ως εκτροφείς αλόγων ράτσας Μόργκαν. Υπερδραστήριοι, λάτρεις των δυνατών κοκτέιλ και της κανάστα, δεν είχαν λείψει ούτε µία χρονιά από τους ιππικούς αγώνες Κεντάκι Ντέρµπι και είχαν σε κάθε γωνιά του σπιτιού ασηµένιες ταµπακέρες γεµάτες τσιγάρα. Ώσπου µια ωραία πρωία η γιαγιά µου γύρισε από τους στάβλους και διπλώθηκε στα δύο, βήχοντας και φτύνοντας αίµα. Την υπόλοιπη εφηβεία της µητέρας µου σφράγισαν οι µπουκάλες οξυγόνου στην µπροστινή βεράντα και τα µονίµως κατεβασµένα στόρια στα παράθυρα της κύριας κρεβατοκάµαρας. Αλλά –όπως φοβόµουν, και όχι άδικα, όπως αποδείχτηκε– το τσιγάρο του Τοµ ήταν µόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η αλήθεια είναι ότι είχα από καιρό µπελάδες στο σχολείο. Όλα είχαν αρχίσει, ή µάλλον είχαν πάρει µορφή χιονοστιβάδας, όταν µας παράτησε ο πατέρας µου, τη µητέρα µου κι εµένα, µερικούς µήνες πριν. Ποτέ δεν τον συµπαθούσαµε ιδιαίτερα, και ήµασταν, σε γενικές γραµµές, πιο ευτυχισµένοι οι δυο µας χωρίς εκείνον, αλλά οι άλλοι έδειχναν σοκαρισµένοι και φρικαρισµένοι µε την αιφνιδιαστική φυγή του (µα καλά, να µας παρατήσει έτσι, χωρίς λεφτά, χωρίς µια υποτυπώδη διατροφή για µένα, ή έστω µια διεύθυνση επικοινωνίας;), και οι καθηγητές στο σχολείο µου στο Άπερ Γουέστ Σάιντ ένιωθαν τόσο βαθιά συµπόνια για µένα, έδειχναν τόσο πρόθυµοι να µου εκφράσουν έµπρακτα την κατανόηση και τη συµπαράστασή τους, ώστε, αν και υπότροφος, µου έκαναν κάθε είδους παραχώρηση, ξεχειλώνοντας τις προθεσµίες παράδοσης των εργασιών, δίνοντάς µου δεύτερες και τρίτες
ευκαιρίες, λασκάροντας όλο και περισσότερο το σκοινί, ώστε σε διάστηµα λίγων µόνο µηνών να καταφέρω να βρεθώ σε ένα πολύ βαθύ λάκκο. Κάπως έτσι έγινε και οι δυο µας, η µητέρα µου κι εγώ, κληθήκαµε για µια συνάντηση στο σχολείο. Είχε προγραµµατιστεί για τις έντεκα και µισή, αλλά, αφού η µητέρα µου είχε αναγκαστεί να πάρει άδεια από τη δουλειά της για το πρωί, ξεκινήσαµε νωρίς για το Γουέστ Σάιντ, για να καθίσουµε κάπου για πρωινό –και για µια σοβαρή συζήτηση µεταξύ µας, φαντάζοµαι– και για να αγοράσει ένα δώρο γενεθλίων για κάποια συνάδελφό της. Το προηγούµενο βράδυ είχε µείνει ξάγρυπνη µέχρι τις δύο και µισή, γράφοντας e-mail και προετοιµάζοντας το έδαφος για το πρωινό της εκτός γραφείου, µε το πρόσωπό της γεµάτο ένταση στη γαλαζωπή λάµψη της οθόνης. «Δεν ξέρω για σας», έλεγε εµφατικά ο Γκόλντι στη µητέρα µου, «αλλά εγώ έχω µπουχτίσει πια µ’ αυτή την ανοιξιάτικη υγρασία. Βροχή, βροχή, µουλιάσαµε...» Αναρίγησε και έσφιξε το κολάρο στο λαιµό του µε µια θεατρινίστικη κίνηση, κοιτάζοντας µε απόγνωση το συννεφιασµένο ουρανό. «Νοµίζω ότι αναµένεται βελτίωση από το απόγευµα». «Ναι, το άκουσα, αλλά εγώ θέλω καλοκαίρι». Έτριψε ζωηρά τις παλάµες του. «Οι πιο πολλοί το σιχαίνονται, την κοπανάνε όπως όπως από την πόλη, γκρινιάζουν για τη ζέστη, αλλά εγώ... εγώ είµαι τροπικό πουλί. Όσο πιο ζεστά, τόσο καλύτερα. Aς έρθει, λοιπόν!» Χειροκρότησε και οπισθοχώρησε στο δρόµο ισορροπώντας στα τακούνια του. «Και ξέρετε τι είναι αυτό που µ’ αρέσει περισσότερο; Η ησυχία που επικρατεί εδώ όταν µπει για τα καλά ο Ιούλιος. Το κτίριο άδειο και υπναλέο, όλοι φευγάτοι για διακοπές... Με πιάνετε;» Κροτάλισε τα δάχτυλά του, ενώ άλλο ένα ταξί αποµακρυνόταν µε ταχύτητα. «Αυτές είναι οι δικές µου διακοπές». «Καλά, δεν ψήνεσαι εδώ έξω;» Ο πάντα ψυχρός και απόµακρος µπαµπάς µου σιχαινόταν αυτή της τη συνήθεια να πιάνει κουβέντα µε σερβιτόρες, θυρωρούς, ασθµατικούς γέροντες στο καθαριστήριο. «Θέλω να πω, το χειµώνα µπορείς τουλάχιστον να φορέσεις ένα ρούχο παραπάνω...» «Ξέρετε τι σηµαίνει να στέκεσαι στην πόρτα χειµωνιάτικα; Μιλάµε για κρύο. Δεν έχει σηµασία πόσα ρούχα και σκουφιά φοράς. Κάθεσαι εδώ έξω Γενάρη και Φλεβάρη και σε ξυρίζει ο άνεµος από το ποτάµι. Μπρρρ!» Ταραγµένος, µασουλούσα τον αντίχειρά µου και κοίταζα τα ταξί να περνάνε ολοταχώς δίπλα από το τεντωµένο χέρι του Γκόλντι. Ήξερα ότι θα ήταν σκέτο µαρτύριο η αναµονή µέχρι το ραντεβού στις έντεκα και µισή, και έπρεπε να επιστρατεύσω όλη µου τη θέληση για να καταφέρω να µείνω ακίνητος και να µην ξεστοµίσω καµιά ενοχοποιητική ερώτηση. Δεν είχα ιδέα τι µπορεί να επιφύλασσαν στη µητέρα µου κι εµένα µόλις µας στρίµωχναν στο γραφείο. Και µόνο το γεγονός της κλήσης µας σε «συνάντηση» υποδήλωνε µια επίσηµη σύσκεψη των Αρχών, απαγγελία κατηγοριών και ριγµένα µούτρα, ίσως ακόµα και οριστική αποβολή. Θα ήταν καταστροφή αν έχανα την υποτροφία µου. Ήµασταν ταπί από τότε που µας παράτησε ο µπαµπάς µου, τα λεφτά µόλις που έφταναν για το νοίκι. Όµως πάνω απ’ όλα έτρεµα µήπως ο κύριος Μπίµαν είχε ανακαλύψει µε κάποιον τρόπο ότι ο Τοµ Κέιµπλ κι εγώ µπουκάραµε σε άδεια εξοχικά την περίοδο που µε είχε φιλοξενήσει στα Χάµπτονς. (Λέω «µπουκάραµε» αν και δεν είχαµε παραβιάσει καµία πόρτα ή παράθυρο, ούτε είχαµε κάνει καµιά ζηµιά. Η µητέρα του Τοµ ήταν κτηµατοµεσίτρια, οπότε µπαίναµε µε τα εφεδρικά κλειδιά που δανειζόµασταν από την κλειδοθήκη στον τοίχο του γραφείου της.) Κατά κύριο λόγο, ψαχουλεύαµε στις ντουλάπες και στις σιφονιέρες, ενώ σε µερικές περιπτώσεις είχαµε βουτήξει και κάνα δυο πραγµατάκια: µπίρες από το ψυγείο, παιχνίδια για το Xbox, ένα DVD (το Danny the Dog µε τον
Τζετ Λι) και λεφτά, γύρω στα ενενήντα δύο δολάρια συνολικά – τσαλακωµένα πεντοδόλαρα και δεκαδόλαρα από ένα δοχείο κουζίνας, στοίβες κέρµατα που είχαµε βρει πεσµένα σε πλυσταριά. Όποτε το σκεφτόµουν, το στοµάχι µου ανακατευόταν. Είχαν περάσει µήνες από τότε που είχα φιλοξενηθεί στο σπίτι του Τοµ, αλλά, όσο κι αν προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό µου ότι ήταν αδύνατον ο κύριος Μπίµαν να είχε µάθει ότι εισβάλλαµε σε ξένα σπίτια –από πού θα µπορούσε να το µάθει;–, η φαντασία µου φτεροκοπούσε σε πανικόβλητα ζιγκ ζαγκ. Δεν υπήρχε περίπτωση να καρφώσω τον Τοµ (παρότι δεν ήµουν τόσο σίγουρος για τη δική του αφοσίωση), αλλά αυτό δυσχέραινε ακόµα περισσότερο τη θέση µου. Πώς είχα µπορέσει να φερθώ τόσο ανόητα; Η διάρρηξη είναι ποινικό αδίκηµα, άνθρωποι πηγαίνουν στη φυλακή γι’ αυτό. Είχα περάσει ώρες βασανιστικής αγρύπνιας το προηγούµενο βράδυ, στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι, βλέποντας τη βροχή να µαστιγώνει µε ακανόνιστες ριπές το τζάµι του παραθύρου µου και ψάχνοντας εναγωνίως τρόπους για να αντικρούσω τις κατηγορίες. Αλλά πώς µπορούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό µου, τη στιγµή που δεν είχα ιδέα πόσα ήξεραν; Ο Γκόλντι άφησε ένα βαθύ αναστεναγµό, κατέβασε το χέρι του και επέστρεψε πισωπατώντας στο σηµείο όπου στεκόταν η µητέρα µου. «Απίστευτο», της είπε, κρατώντας πάντα το µάτι του βαριεστηµένα στο δρόµο. «Δε φτάνει που πνίγηκε το Σόχο –θα τα ακούσατε, σίγουρα–, ο Κάρλος είπε ότι µπλοκάρισαν κάποιους δρόµους γύρω από την έδρα των Ηνωµένων Εθνών». Εγώ παρακολουθούσα κατηφής το πλήθος των εργαζοµένων που ξεχύνονταν κακόκεφοι από το λεωφορείο το οποίο διέσχιζε την πόλη σαν σµάρι από σφήκες. Μπορεί να ήµασταν πιο τυχεροί αν περπατούσαµε ένα δυο τετράγωνα προς τα δυτικά, αλλά η µητέρα µου κι εγώ γνωρίζαµε τον Γκόλντι αρκετά καλά ώστε να ξέρουµε ότι θα θιγόταν αν δοκιµάζαµε µόνοι µας την τύχη µας. Και τότε –τόσο ξαφνικά, ώστε τιναχτήκαµε όλοι από την έκπληξη– ένα ταξί µε το καπέλο αναµµένο άλλαξε ξαφνικά λωρίδα για να σταθεί µπροστά µας, σηκώνοντας έναν πίδακα από δύσοσµα νερά. «Σιγά!» φώναξε ο Γκόλντι, πηδώντας στο πλάι τη στιγµή που το ταξί φρέναρε απότοµα µπροστά του. Μετά, προσέχοντας ότι η µητέρα µου δεν κρατούσε οµπρέλα, πέταξε ένα «Μια στιγµή» και όρµησε στον προθάλαµο του κτιρίου, στη συλλογή από χαµένες και ξεχασµένες οµπρέλες που φυλούσε σε ένα τενεκεδένιο δοχείο δίπλα στο τεράστιο τζάκι, για να τις αναδιανέµει στους αφηρηµένους ενοίκους τις βροχερές µέρες. «Γκόλντι, δε χρειάζεται», φώναξε η µητέρα µου, ψαχουλεύοντας µέσα στην τσάντα της για τη µικροσκοπική ριγέ πτυσσόµενη οµπρέλα. «Μην µπαίνεις στον κόπο, είµαι εντάξει...» Εκείνος ξαναβγήκε τρέχοντας στο πεζοδρόµιο, για να κλείσει πίσω της την πόρτα του ταξί. Στη συνέχεια έσκυψε και χτύπησε το κλειστό παράθυρο. «Να έχετε µια ευλογηµένη µέρα», φώναξε.
[1] Διεθνές κίνηµα, κυρίως του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, που στόχευε στην κελτική αναβίωση αντλώντας από τις παραδόσεις της κελτικής λογοτεχνίας και τέχνης. Από τους κυριότερους εκπροσώπους αυτής της τάσης ήταν ο µεγάλος Ιρλανδός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και δοκιµιογράφος Ουίλιαµ Μπάτλερ Γέιτς, που την εξέφρασε γλαφυρά στη συλλογή δοκιµίων του µε τίτλο Το Κέλτικο Λυκόφως (1893). (Σ.τ.Μ.) [2] Το πρώτο σηµαντικό µυθιστόρηµα της Άπω Ανατολής, αριστούργηµα της κλασικής ιαπωνικής και της παγκόσµιας λογοτεχνίας, γράφτηκε από την κυρία της ιαπωνικής αυτοκρατορικής Αυλής Μουρασάκι Σικίµπου τον ενδέκατο αιώνα. (Σ.τ.Μ.)
iii.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΩ (όπως όλοι µας, φαντάζοµαι) ότι είµαι διορατικό άτοµο, και καταγράφοντάς τα όλα αυτά στο χαρτί µπαίνω στον πειρασµό να σκιαγραφήσω ένα µαύρο σύννεφο να βαραίνει πάνω από τα κεφάλια µας. Όµως, στην πραγµατικότητα, όδευα τυφλός και κουφός προς το µέλλον. Η µοναδική µου, συντριπτική, έγνοια ήταν η επικείµενη συνάντηση στο σχολείο. Όταν είχα τηλεφωνήσει στον Τοµ για να τον ενηµερώσω ότι µου είχαν ρίξει αποβολή (µιλώντας ψιθυριστά στο σταθερό, αφού η µητέρα µου µου είχε κατασχέσει το κινητό), δεν είχε ακουστεί ιδιαίτερα έκπληκτος. «Κοίτα, Θίο», µε διέκοψε, «µη γίνεσαι γελοίος. Κανείς δεν ξέρει τίποτα. Φρόντισε µόνο να κρατήσεις το γαµηµένο στόµα σου κλειστό». Και, πριν προλάβω να αρθρώσω κουβέντα, συνέχισε: «Με συγχωρείς τώρα, πρέπει να σ’ αφήσω». Και µου το έκλεισε. Στο ταξί πλέον, προσπάθησα να ανοίξω το παράθυρό µου µια ιδέα για να πάρω λίγο αέρα. Τζάµπα κόπος. Βροµούσε απαίσια εκεί µέσα, λες και κάποιος είχε αλλάξει βρόµικες πάνες ή είχε χεστεί πάνω του και µετά είχε προσπαθήσει να καλύψει την µπόχα µε αποσµητικό χώρου µε άρωµα καρύδα, που µύριζε σαν αντηλιακό. Τα καθίσµατα ήταν λιγδιασµένα, µπαλωµένα µε µονωτική ταινία, ενώ τα αµορτισέρ τα ’χαν φάει τα ψωµιά τους. Όποτε πέφταµε σε λακκούβα, τα δόντια µου κροτάλιζαν, σε συγχρονισµό µε τα διάφορα φυλαχτά που κρέµονταν από τον µπροστινό καθρέφτη: θρησκευτικά µετάλλια, ένα κυρτό σπαθί µινιατούρα που χόρευε κρεµασµένο από ένα πλαστικό κορδόνι και ένα γενειοφόρο γκουρού µε τουρµπάνι που κοίταζε στο πίσω κάθισµα µε διαπεραστικό βλέµµα και µε το χέρι σηκωµένο σε ευλογία. Κατά µήκος της λεωφόρου Παρκ σειρές από κόκκινες τουλίπες στα παρτέρια στέκονταν προσοχή όπως περνούσαµε ολοταχώς. Μουσική Μπόλιγουντ –χαµηλωµένη σε µια σχεδόν παρασυνειδησιακή θρηνωδία– στροβιλιζόταν σπιθίζοντας υπνωτιστικά στα όρια της ακοής µου. Στα κλαδιά είχαν αρχίσει να σκάνε τα πρώτα φύλλα. Σβέλτοι ντελιβεράδες από τα σούπερ µάρκετ D’Agostino και Gristedes έσπρωχναν καροτσάκια φορτωµένα µέχρι πάνω µε ψώνια· φουριόζες µάνατζερ και στελέχη επιχειρήσεων µε ψηλοτάκουνα έσερναν πίσω τους απρόθυµα πιτσιρίκια· ένας εργάτης του δήµου µε πορτοκαλιά στολή µάζευε τα σκουπίδια από το ρείθρο σε ένα φαράσι µε µακρύ κοντάρι· δικηγόροι και χρηµατιστές άπλωναν το χέρι µε την παλάµη αναποδογυρισµένη και κοίταζαν συνοφρυωµένοι τον ουρανό. Καθώς ανεβαίναµε τραµπαλιζόµενοι τη λεωφόρο (η µητέρα µου η προσωποποίηση της δυστυχίας, γαντζωµένη από τη λαβή της πόρτας για να αντέξει τη δοκιµασία), εγώ χάζευα έξω από το παράθυρο τα ξινισµένα καθηµερινά πρόσωπα (αγχωµένους εργαζόµενους µε αδιάβροχα που συνωθούνταν στα πεζοδρόµια σε βλοσυρά πλήθη, ανθρώπους που ρουφούσαν µικρές γουλιές καφέ από πλαστικά κύπελλα και µιλούσαν σε κινητά ρίχνοντας κλεφτές µατιές πάνω από τον ώµο τους), προσπαθώντας σκληρά να µη σκέφτοµαι τη φρικτή µοίρα που µάλλον µε περίµενε – ίσως ακόµα και το δικαστήριο ανηλίκων ή η φυλακή. Το ταξί παραλίγο να ντελαπάρει στρίβοντας απότοµα στην 86η Οδό. Η µητέρα µου έπεσε πάνω µου και µε άδραξε από το µπράτσο, οπότε πρόσεξα ότι ήταν ιδρωµένη και άσπρη σαν πανί. «Ζαλίστηκες;» τη ρώτησα, ξεχνώντας προς στιγµήν τα δικά µου.
Είχε µια αξιολύπητη, παγωµένη έκφραση που ήξερα καλά: σφιγµένα χείλη, µέτωπο που γυάλιζε από τον ιδρώτα, πελώρια µάτια στυλωµένα στο κενό. Έκανε να πει κάτι και µετά κάλυψε το στόµα µε το χέρι της, καθώς το ταξί φρέναρε απότοµα στο φανάρι, τινάζοντάς µας µπροστά, για να µας ρίξει ξανά πίσω στην πλάτη του καθίσµατος µε δύναµη. «Κάνε κουράγιο», της είπα και έσκυψα να χτυπήσω το λιγδιασµένο διαχωριστικό από πλεξιγκλάς για να τραβήξω την προσοχή του τουρµπανοφόρου Σιχ οδηγού, που τινάχτηκε ξαφνιασµένος. «Κοιτάξτε», του φώναξα σκύβοντας µπροστά, «εδώ είναι µια χαρά, θα κατέβουµε τώρα, εντάξει;» Ο Σιχ µε κοίταζε µε σταθερό βλέµµα µέσα από τον πλουµιστό καθρέφτη του οδηγού. «Θέλετε να σταµατήσω εδώ». «Ναι, παρακαλώ». «Μα... άλλη διεύθυνση είπατε µπαίνοντας». «Το ξέρω. Αλλά εδώ είναι καλά», είπα, ρίχνοντας µια πλάγια µατιά στη µητέρα µου, που, χλοµή και µουντζουρωµένη µε µάσκαρα, έψαχνε νευρικά στην τσάντα της για το πορτοφόλι της. «Είναι καλά;» ρώτησε αβέβαια ο ταξιτζής. «Ναι, ναι, εντάξει είναι. Απλώς πρέπει να κατέβουµε, ευχαριστώ». Η µητέρα µου έβγαλε µε τρεµάµενα χέρια ένα µάτσο τσαλακωµένα δολάρια και τα έχωσε στο άνοιγµα του διαχωριστικού. Τη στιγµή που ο Σιχ άπλωνε το χέρι του και τα χούφτωνε (κοιτώντας κάπου πέρα παραιτηµένος), κατέβηκα και της κράτησα την πόρτα ανοιχτή για να βγει. Εκείνη παραπάτησε κατεβαίνοντας στο πεζοδρόµιο, οπότε έσπευσα να την πιάσω από το µπράτσο. «Είσαι καλά;» ρώτησα άτολµα, ενώ το ταξί αποµακρυνόταν. Ήµασταν ψηλά στην Πέµπτη Λεωφόρο, κοντά στα µέγαρα που έβλεπαν στο Σέντραλ Παρκ. Πήρε µια βαθιά ανάσα, σφούγγισε το µέτωπό της και πέρασε το µπράτσο της στο δικό µου. «Ουφ!» ξεφύσηξε, κάνοντας αέρα µε το χέρι της. Το µέτωπό της γυάλιζε, τα µάτια της φαίνονταν ακόµα κάπως απλανή. Είχε την ελαφρώς αναµαλλιασµένη όψη θαλασσοπουλιού που το παρέσυρε εκτός πορείας µια δυνατή πνοή του ανέµου. «Συγνώµη, ακόµα τρέµουν τα πόδια µου. Δόξα τω Θεώ που βγήκαµε από εκείνο το ταξί. Θα µου περάσει µόλις πάρω λίγο αέρα». Ανθρώπινα ποτάµια κυλούσαν γύρω µας στην ανεµόδαρτη γωνία: Μαθήτριες µε σχολικές στολές µάς παρέκαµπταν τρέχοντας και χαχανίζοντας, νταντάδες έσπρωχναν περίτεχνα καροτσάκια µε µωρά καθισµένα ανά δύο ή και τρία. Ένας βιαστικός µπαµπάς που όλα πάνω του φώναζαν «δικηγόρος» µάς σκούντησε για να περάσει, σέρνοντας το µικρό του γιο από το χέρι. «Όχι, Μπρέιντεν», τον άκουσα να λέει στον µικρούλη, που σχεδόν έτρεχε για να ακολουθήσει το ρυθµό του, «δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι, είναι πιο σηµαντικό να κάνεις µια δουλειά που σου αρέσει...» Παραµερίσαµε για να αποφύγουµε τον κουβά µε τα σαπουνόνερα που άδειαζε ο επιστάτης ενός κτιρίου στο πεζοδρόµιο µπροστά στην είσοδο. «Πες µου κάτι», είπε η µητέρα µου πιέζοντας τον κρόταφο µε τα ακροδάχτυλά της, «ήταν ιδέα µου ή αυτό το ταξί ήταν απίστευτα...» «Αποπνικτικό; Ένας συνδυασµός Hawaiian Tropic και βρεφικών σκατών;» «Ειλικρινά, δε θα µε πείραζε τόσο», είπε, κάνοντας ξανά αέρα µε το χέρι της στο πρόσωπό
της, «αν δεν ήταν όλα αυτά τα απότοµα φρεναρίσµατα και ξεκινήµατα. Ήµουν µια χαρά όταν µπήκαµε, αλλά ξαφνικά µε έπιασε ναυτία». «Μα γιατί δε ρωτάς ποτέ αν µπορείς να καθίσεις µπροστά;» «Τώρα ακούγεσαι ακριβώς σαν τον πατέρα σου». Απέστρεψα το βλέµµα αµήχανος – το είχα καταλάβει κι εγώ, είχα διακρίνει τον απόηχο από τον ενοχλητικό πολύξερο τόνο του. «Ας περπατήσουµε µέχρι τη λεωφόρο Μάντισον για να βρούµε κάπου να καθίσεις», είπα. Πεινούσα σαν λύκος, και υπήρχε ένα µικρό καφέ-εστιατόριο που µου άρεσε εκεί. Όµως, µε ένα τρέµουλο, ένα σχεδόν ορατό κύµα ναυτίας, εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Αέρα». Σκούπισε τη µάσκαρα από τα µάτια της. «Αυτό που χρειάζοµαι είναι λίγο αέρα». «Εντάξει», συµφώνησα αµέσως, θέλοντας να φανώ συµβιβαστικός. «Ό,τι πεις εσύ». Ήθελα όσο τίποτα άλλο να της είµαι ευχάριστος, αλλά η µητέρα µου, παρότι ζαλισµένη και ασταθής, είχε διακρίνει κάτι στον τόνο της φωνής µου. Με κοίταξε προσεκτικά, προσπαθώντας να µαντέψει τι σκεφτόµουν. (Άλλη µια κακή συνήθεια που είχαµε αποκτήσει στα χρόνια της συµβίωσης µε τον πατέρα µου: το να προσπαθούµε να διαβάσουµε ο ένας τη σκέψη του άλλου.) «Τι;» ρώτησε. «Είναι κάπου που θέλεις να πάµε;» «Α µπα, όχι», απάντησα, κάνοντας ένα βήµα πίσω και κοιτάζοντας γύρω µέσα στη σύγχυσή µου. Αν και πεινούσα, είχα την αίσθηση ότι δε µ’ έπαιρνε να προβάλλω αξιώσεις. «Θα µου περάσει. Σε λίγο θα είµαι µια χαρά». «Τι θα ’λεγες», πρότεινα βλεφαρίζοντας σπασµωδικά –άραγε τι να ήθελε, τι θα την ευχαριστούσε;–, «να πηγαίναµε να καθίσουµε στο πάρκο;» Έγνεψε καταφατικά, για µεγάλη µου ανακούφιση. «Πολύ καλά, λοιπόν», είπε µε τον τόνο που είχα ταυτίσει µέσα µου µε τη Μέρι Πόπινς. «Ίσα για να πάρω µια ανάσα». Κατηφορίσαµε προς τη διάβαση πεζών στην 79η Οδό, περνώντας µπροστά από περίτεχνα κλαδεµένα φυτά σε µπαρόκ ζαρντινιέρες και επιβλητικές εξώπορτες µε σφυρήλατο διάκοσµο. Στο µεταξύ, το φως είχε ξεθωριάσει σε ένα βιοµηχανικό γκρίζο και η ατµόσφαιρα ήταν βαριά σαν ατµός από τσαγερό. Στην απέναντι πλευρά του δρόµου, δίπλα στο πάρκο, καλλιτέχνες έστηναν τους πάγκους τους, ξετυλίγοντας τους καµβάδες τους και εκθέτοντας υδατογραφίες του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Πατρικίου και της Γέφυρας του Μπρούκλιν. Περπατούσαµε αµίλητοι. Στο µυαλό µου στριφογύριζαν διαρκώς σκέψεις για τα µπλεξίµατά µου (Άραγε είχαν καλέσει και τους γονείς του Τοµ στη συνάντηση; Γιατί δε σκέφτηκα να τον ρωτήσω;), καθώς και για το τι θα παράγγελνα για πρωινό µόλις κατάφερνα να την πάω σ’ εκείνο το ωραίο καφέ-εστιατόριο (οµελέτα µε πατάτες τηγανητές και µπέικον, ενώ εκείνη θα έπαιρνε το κλασικό της: φρυγανισµένο ψωµί σίκαλης µε αβγά ποσέ και ένα φλιτζάνι σκέτο καφέ), και προχωρούσα χωρίς να προσέχω πού πηγαίναµε, όταν συνειδητοποίησα ότι εκείνη µόλις είχε πει κάτι. Δεν κοίταζε εµένα, αλλά ευθεία µπροστά της, στο πάρκο. Η έκφρασή της µ’ έκανε να σκεφτώ µια ξακουστή γαλλική ταινία της οποίας δεν ήξερα τον τίτλο, όπου αφηρηµένοι άνθρωποι περπατάνε πάνω κάτω σε ανεµοδαρµένους δρόµους µιλώντας ασταµάτητα, αν και δε φαίνονται να µιλάνε µεταξύ τους. «Τι είπες;» ρώτησα έπειτα από µερικές στιγµές σαστιµάρας, ταχύνοντας το βήµα µου για να την προλάβω. «Σου τη δίνει...» Φάνηκε ξαφνιασµένη, σαν να είχε ξεχάσει ότι ήµουν εκεί. Ανεµίζοντας στον αέρα, η άσπρη της καµπαρντίνα ενίσχυε την εντύπωση του ψηλόλιγνου ερωδιού που ήταν, λες, έτοιµος να
ανοίξει τις φτερούγες του και να πετάξει µακριά, πέρα από το πάρκο. «Σου τη δίνει τι;» επανέλαβα. «Ω!» Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε µια έκφραση σύγχυσης και στη συνέχεια κούνησε το κεφάλι και ξέσπασε σε γέλια, µε εκείνο τον αυθόρµητο, παιδιάστικο τρόπο που είχε. «Όχι, όχι, εγώ είπα “χρονοδίνη”». Παρότι ήταν µια αλλόκοτη δήλωση, εγώ καταλάβαινα τι ήθελε να πει, ή τουλάχιστον έτσι νόµιζα: αυτό το ρίγος της αποσύνδεσης, οι χαµένες στιγµές στο πεζοδρόµιο σαν ένα είδος λόξιγκα στη ροή του χρόνου ή σαν καρέ που λείπουν από µια ταινία. «Κουταβάκι µου, µιλούσα απλώς γι’ αυτή τη γειτονιά». Το χέρι της ανακάτεψε τα µαλλιά µου, φέρνοντας ένα αµήχανο χαµόγελο στα χείλη µου: «Κουταβάκι» µε φώναζε όταν ήµουν µωρό, και το σιχαινόµουν πλέον, όπως και το ανακάτεµα των µαλλιών, όµως, παρά τη δυσφορία µου, χαιρόµουν που την έβλεπα πιο ευδιάθετη. «Μου συµβαίνει πάντα εδώ πάνω. Όποτε έρχοµαι εδώ πέρα, είναι λες και ξαναγίνοµαι δεκαοχτώ χρονών και πατάω για πρώτη φορά το πόδι µου στη Νέα Υόρκη». «Εδώ;» ρώτησα δύσπιστα, αφήνοντάς τη να µε πιάσει από το χέρι – κάτι που δε θα επέτρεπα υπό κανονικές συνθήκες. «Παράξενο». Ήξερα τα πάντα για τις πρώτες µέρες της µητέρας µου στο Μανχάταν, πολύ µακριά από την Πέµπτη Λεωφόρο, στη Λεωφόρο Β, σε µια γκαρσονιέρα πάνω από ένα µπαρ. Στην είσοδο του κτιρίου κοιµόνταν διάφοροι αλήτες, ο θόρυβος από τους καβγάδες στο µπαρ ακουγόταν µέχρι έξω στο δρόµο, ενώ µια θεοπάλαβη γριά ονόµατι Μο φιλοξενούσε δέκα µε δώδεκα αδέσποτες γάτες σε ένα αποκλεισµένο κλιµακοστάσιο στον τελευταίο όροφο. Ανασήκωσε τους ώµους της. «Ναι, αλλά εδώ πέρα η περιοχή είναι ακριβώς όπως την πρώτη φορά που την αντίκρισα. Είναι λες και µπαίνεις σε µια µηχανή του χρόνου. Στο Λόουερ Ιστ Σάιντ... Ε, καλά, ξέρεις πώς είναι εκεί κάτω, πάντα κάτι καινούριο ξεφυτρώνει, όµως εµένα αυτό µ’ έκανε να νιώθω σαν τον Ριπ βαν Ουίνκλ[1], µια αίσθηση υπερβολικά έντονη, ιλιγγιώδης. Μερικές φορές ξυπνούσα το πρωί και ήταν λες και είχαν πάει και είχαν αλλάξει όλες τις βιτρίνες κατά τη διάρκεια της νύχτας. Παλιά εστιατόρια κατέβαζαν ρολά, κάποιο καινούριο µοδάτο µπαρ ξεφύτρωνε εκεί που βρισκόταν το καθαριστήριο...» Την άκουγα µε προσοχή, παραµένοντας σιωπηλός. Το πέρασµα του χρόνου την απασχολούσε ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, ίσως επειδή πλησίαζαν τα γενέθλιά της. Είµαι πολύ µεγάλη γι’ αυτό, είχε δηλώσει µερικές µέρες πριν, καθώς κάναµε το διαµέρισµα άνω κάτω ψάχνοντας κάτω από µαξιλάρια του καναπέ και µέσα σε τσέπες µπουφάν και παλτών για τα ψιλά που χρειαζόµασταν για φιλοδώρηµα στο νεαρό που είχε φέρει την παραγγελία από το µπακάλικο. Έχωσε τα χέρια της βαθιά µέσα στις τσέπες της καµπαρντίνας της. «Εδώ πάνω τα πράγµατα είναι πιο στάσιµα», είπε. Αν και ο τόνος της ήταν ανάλαφρος, µπορούσα να δω την καταχνιά στα µάτια της. Μάλλον δεν είχε κοιµηθεί καλά, και υπαίτιος ήµουν εγώ. «Η πάνω πλευρά του Σέντραλ Παρκ είναι µια από τις λίγες περιοχές όπου µπορείς ακόµα να δεις πώς ήταν η πόλη στη δεκαετία του 1890. Το Γκράµερσι Παρκ επίσης, όπως και το Βίλατζ, ή τουλάχιστον ένα µέρος του. Όταν πρωτοήρθα στη Νέα Υόρκη, πίστευα ότι αυτή η γειτονιά ήταν η Ίντιθ Γουόρτον, το Φράνι και Ζούι και το Πρόγευµα στο Τίφανις[2] σε συσκευασία ενός». «Το Φράνι και Ζούι διαδραµατιζόταν στο Γουέστ Σάιντ». «Ναι, αλλά εγώ ήµουν πολύ χαζή για να το ξέρω τότε. Το µόνο που µπορώ να πω είναι ότι
δε θύµιζε σε τίποτα το Λόουερ Ιστ Σάιντ, µε τους άστεγους που άναβαν φωτιές σε σκουπιδοτενεκέδες για να ζεσταθούν. Εδώ πάνω περνούσα µαγικά Σαββατοκύριακα, τριγυρίζοντας στο µουσείο, ροβολώντας µονάχη στο Σέντραλ Παρκ...» «Ροβολώντας;» Πολλές από τις εκφράσεις που χρησιµοποιούσε ηχούσαν εξωτικές στα αφτιά µου, κι αυτό το «ροβολώντας» έµοιαζε να προέρχεται από τις εµπειρίες της παιδικής της ηλικίας, παραπέµποντας σε κάτι σαν νωχελικό καλπασµό, ένα βηµατισµό αλόγου ανάµεσα στον τροχασµό και στον τριποδισµό. «Ω, ξέρεις, χοροπηδώντας εδώ κι εκεί όπως κάνω συνήθως. Χωρίς δεκάρα στην τσέπη, µε τρύπιες κάλτσες, ζώντας µόνο µε χυλό βρόµης. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, κάποια Σαββατοκύριακα ερχόµουν µε τα πόδια εδώ πάνω. Φυλούσα τα χρήµατα για να πάρω το µετρό στην επιστροφή. Τότε είχαν ακόµα ειδικές µεταλλικές µάρκες αντί για κάρτες. Και, παρότι υποτίθεται ότι υπάρχει είσοδος για το µουσείο – ξέρεις, η “συνιστώµενη δωρεά”... Ε, πρέπει να είχα µεγάλο θράσος τότε, ή απλώς µε λυπούνταν, γιατί... Οχ, όχι!» αναφώνησε µε αλλαγµένο τόνο, µαρµαρώνοντας στη θέση της, µε αποτέλεσµα να προχωρήσω µερικά βήµατα πριν καταλάβω ότι είχε σταµατήσει. «Τι;» ρώτησα γυρνώντας προς το µέρος της. «Τι έπαθες;» «Ένιωσα κάτι». Τέντωσε την παλάµη της ανεστραµµένη, κοιτάζοντας τον ουρανό. «Εσύ όχι;» Ακριβώς τη στιγµή που το είπε σαν να χάθηκε ξαφνικά το φως. Ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει, µέχρι που µαύρισε τελείως. Ο άνεµος σφύριζε ανάµεσα στα δέντρα του πάρκου, ενώ τα καινούρια φύλλα στα κλαδιά ξεχώριζαν τρυφερά και κιτρινωπά κόντρα στα µαύρα σύννεφα. «Θεέ µου, ήταν ανάγκη τώρα;» µουρµούρισε η µητέρα µου. «Θα κάνει κατακλυσµό». Έγειρε πάνω από το δρόµο κοιτάζοντας βόρεια. Ταξί ούτε για δείγµα. Έπιασα πάλι το χέρι της. «Έλα», είπα, «θα έχουµε περισσότερες ελπίδες στην απέναντι πλευρά». Περιµέναµε ανυπόµονα να σταµατήσει να αναβοσβήνει το απαγορευτικό σήµα για τους πεζούς στη διάβαση. Χαρτάκια στροβιλίζονταν στον αέρα και παρασύρονταν ορµητικά στο δρόµο. «Έι, να ένα ταξί!» είπα κοιτάζοντας προς τα πάνω στην Πέµπτη Λεωφόρο. Πριν προλάβω να το πω, ένας τύπος µε κοστούµι έτρεξε στην άκρη του πεζοδροµίου µε το χέρι προτεταµένο και ο ταξιτζής κατέβασε τη σηµαία. Στο απέναντι πεζοδρόµιο οι καλλιτέχνες έσπευδαν να καλύψουν τα έργα τους µε χοντρό πλαστικό. Ένας πλανόδιος καφετζής κατέβασε τα ρολά στο καρότσι του. Διασχίσαµε βιαστικά το δρόµο και, µε το που φτάσαµε στην άλλη πλευρά, έσκασε στο µάγουλό µου µια χοντρή, βαριά σταγόνα βροχής. Σποραδικοί καφετιοί λεκέδες σε µέγεθος δεκάρας άρχισαν να εµφανίζονται διάσπαρτοι στις πλάκες. «Nα πάρει!» µουρµούρισε η µητέρα µου. Άρχισε να ψαχουλεύει ξανά στην τσάντα για την οµπρέλα της, αν και µόλις έφτανε για να προστατέψει ένα άτοµο – πόσο µάλλον δύο. Και τότε ξέσπασε η καταιγίδα, παγωµένες ριπές βροχής που χτυπούσαν πλαγίως, παρασυρµένες από τις δυνατές σπιλιάδες που έκαναν τις κορυφές των δέντρων να λυγίζουν και τις τέντες απέναντι να πλαταγίζουν. Η µητέρα µου πάλευε να σηκώσει τη σαραβαλιασµένη οµπρέλα της, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Πεζοί στο δρόµο και στο πάρκο προσπαθούσαν να καλυφθούν κρατώντας εφηµερίδες και χαρτοφύλακες πάνω από το κεφάλι τους, σπεύδοντας να αναζητήσουν καταφύγιο στο προστώο του µουσείου, το µόνο µέρος στο δρόµο που πρόσφερε κάλυψη από τη βροχή. Και υπήρχε κάτι χαρωπό, σχεδόν γιορτινό, στον τρόπο µε τον οποίο
ανεβαίναµε φουριόζικα τα σκαλιά κάτω από τη φτενή ριγέ οµπρέλα, γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα, θαρρείς και τρέχαµε να γλιτώσουµε από κάτι τροµερό αντί να πηγαίνουµε ίσια καταπάνω του.
[1] Ήρωας του οµώνυµου διηγήµατος του Αµερικανού συγγραφέα Ουάσινγκτον Ίρβινγκ (1783-1859), που, αφού πιει ένα µαγικό φίλτρο, ξυπνάει είκοσι χρόνια µετά, γέρος και άγνωστος στον τόπο όπου γεννήθηκε και µεγάλωσε. (Σ.τ.Μ.) [2] Η Ίντιθ Γουόρτον (1862-1937) ήταν Αµερικανίδα πεζογράφος που περιέγραψε τη ζωή της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης. Το Φράνι και Ζούι είναι έργο του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ (1919-2010) µε πρωταγωνιστές τα µικρότερα αδέρφια του ήρωα του αξεπέραστου Φύλακα στη Σίκαλη, ενώ το Πρόγευµα στο Τίφανις είναι το πασίγνωστο µυθιστόρηµα του Τρούµαν Καπότε (1924-1984), που το 1961 µεταφέρθηκε στον κινηµατογράφο από τον Μπλέικ Έντουαρντς µε την Όντρεϊ Χέπµπορν στον κεντρικό ρόλο. (Σ.τ.Μ.)
iv.
ΤΡΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ συνέβησαν στη µητέρα µου από τη στιγµή που κατέβηκε από το λεωφορείο το οποίο την έφερε από το Κάνσας στη Νέα Υόρκη, χωρίς φίλους και χωρίς δεκάρα στην τσέπη. Το πρώτο ήταν ότι την πρόσεξε ένας ατζέντης ονόµατι Ντέιβι Τζο Πίκερινγκ να σερβίρει σε µια καφετέρια στο Βίλατζ: µια υποσιτισµένη έφηβη µε µποτάκια Doc Martens, ρούχα από δεύτερο χέρι και µια κοτσίδα τόσο µακριά, ώστε έπρεπε να προσέχει να µην καθίσει πάνω της. Όταν του πήγε τον καφέ του, εκείνος της πρόσφερε στην αρχή εφτακόσια και στη συνέχεια χίλια δολάρια για να αντικαταστήσει µια κοπέλα η οποία δεν είχε εµφανιστεί για µια φωτογράφιση καταλόγου ρούχων ακριβώς απέναντι. Της έδειξε το βαν εξωτερικών λήψεων και τον εξοπλισµό που στηνόταν εκείνη τη στιγµή στο πάρκο της πλατείας Σέρινταν. Της µέτρησε τα χαρτονοµίσµατα και τα άφησε µπροστά της στον πάγκο. «Δώστε µου δέκα λεπτά», του είπε εκείνη. Εξυπηρέτησε όσους πελάτες είχαν παραγγείλει σε εκείνη το πρωινό τους και µετά κρέµασε την ποδιά της και βγήκε από το µαγαζί. «Δε δούλεψα σαν µοντέλο παρά µόνο σε καταλόγους ταχυδροµικών παραγγελιών», δεν κουραζόταν να εξηγεί στους ανθρώπους – εννοώντας ότι δεν είχε φωτογραφηθεί ποτέ για περιοδικά µόδας ή φορώντας επώνυµες δηµιουργίες, αλλά µόνο για διαφηµιστικά αλυσίδων καταστηµάτων ένδυσης, φορώντας φτηνά καθηµερινά ρούχα για ταπεινές κοπελίτσες στο Μισούρι και στη Μοντάνα. Κάποιες φορές ήταν διασκεδαστικό, έλεγε, αλλά τις περισσότερες φορές όχι: φωτογραφίσεις µε µαγιό Γενάρη µήνα, έχοντας ρίγη από τον πυρετό, µε τουίντ και µάλλινα µες στο κατακαλόκαιρο, λιώνοντας για ώρες στο στούντιο κάτω από ψεύτικα φθινοπωρινά φύλλα, ενώ ένας ανεµιστήρας φυσούσε καυτό αέρα και ένας µακιγιέρ έτρεχε µεταξύ λήψεων να πουδράρει το ιδρωµένο της πρόσωπο. Αλλά στη διάρκεια εκείνων των χρόνων που παρίστανε τη φοιτήτρια ποζάροντας σε πλατό σχεδιασµένα έτσι ώστε να θυµίζουν πανεπιστηµιούπολη, σε άκαµπτα ντουέτα ή τρίο, µε την απαραίτητη στοίβα βιβλίων ανά χείρας, κατάφερε να µαζέψει τα απαραίτητα χρήµατα για να γραφτεί πραγµατικά στο κολέγιο: στο Τµήµα Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστηµίου της Νέας Υόρκης. Δεν είχε δει ποτέ της κάποιο αριστούργηµα της ζωγραφικής από κοντά, µέχρι που έκλεισε τα δεκαοχτώ και κατέπλευσε στη Νέα Υόρκη, αδηµονώντας να αναπληρώσει το χαµένο χρόνο – «H απόλυτη ευτυχία, αληθινός παράδεισος», δήλωνε αργότερα για εκείνη την περίοδο της ζωής της που ήταν θαµµένη µέχρι το λαιµό σε βιβλία τέχνης και µελετούσε ακούραστα τις ίδιες παλιές διαφάνειες (Μανέ, Βιγιάρ), µέχρι που τα µάτια της θόλωναν από την κούραση. («Είναι τρελό», έλεγε, «αλλά θα ήµουν απόλυτα ευτυχής αν µπορούσα απλώς να κάθοµαι και να κοιτάζω τους ίδιους έξι πίνακες για όλη την υπόλοιπη ζωή µου. Δεν µπορώ να σκεφτώ καλύτερο τρόπο να παραφρονήσει κανείς».) Το κολέγιο ήταν το δεύτερο σηµαντικό πράγµα που της συνέβη στη Νέα Υόρκη – και, σύµφωνα µε την ίδια, πιθανότατα το πιο αξιόλογο. Κι αν δεν είχε προκύψει το τρίτο (η γνωριµία και ο γάµος της µε τον πατέρα µου – όχι τόσο ευτυχές όσο τα δύο πρώτα), είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είχε ολοκληρώσει το µεταπτυχιακό της και θα είχε συνεχίσει για διδακτορικό. Όποτε είχε λίγο ελεύθερο χρόνο, έσπευδε να επισκεφθεί είτε τη Συλλογή Φρικ
είτε το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης είτε το Μητροπολιτικό Μουσείο, κι αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που, όπως στεκόµασταν στο προστώο του µουσείου που έσταζε, χαζεύοντας τη χαµένη µες στη θολούρα Πέµπτη Λεωφόρο και τις χοντρές άσπρες σταγόνες της βροχής που αναπηδούσαν στο οδόστρωµα, κάθε άλλο παρά ξαφνιάστηκα όταν τίναξε την οµπρέλα της και είπε: «Μια και είµαστε εδώ, ας µπούµε να χαζέψουµε λίγο µέχρι να κοπάσει η βροχή». «Ε...» Αυτό που ήθελα εγώ ήταν ένα καλό πρωινό. «Καλά». Έριξε µια κλεφτή µατιά στο ρολόι της. «Δεν έχουµε να χάσουµε τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να βρούµε ταξί µέσα σ’ αυτόν το χαµό». Είχε δίκιο. Όµως εγώ πέθαινα της πείνας. Και πότε θα φάµε; αναρωτιόµουν φουρκισµένος ακολουθώντας τη στα σκαλοπάτια της εισόδου. Μετά τη συνάντηση φανταζόµουν ότι θα ήταν τόσο θυµωµένη µαζί µου, ώστε δε θα µε έβγαζε έξω για µεσηµεριανό, πράγµα που σήµαινε ότι θα έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι και να αρκεστώ σε ένα µπολ δηµητριακά ή κάτι τέτοιο. Όµως το µουσείο ήταν πάντα κάτι σαν διακοπές για µένα. Έτσι κι αυτή τη φορά, µόλις βρεθήκαµε µέσα, µε το εύθυµο σούσουρο των τουριστών γύρω µας, ένιωσα αλλόκοτα θωρακισµένος από οτιδήποτε δυσάρεστο µπορεί να µου επιφύλασσε η µέρα. Στην Κεντρική Αίθουσα επικρατούσε βαβούρα και η ατµόσφαιρα ήταν βαριά από τη µυρωδιά των βρεγµένων πανωφοριών. Ένα µουσκεµένο πλήθος ηλικιωµένων Ασιατών πέρασε από µπροστά µας σαν φουσκωµένος χείµαρρος, ακολουθώντας µια ατσαλάκωτη ξεναγό µε επαγγελµατικό αέρα. Κακοπαθηµένες προσκοπίνες στριµώχνονταν ψιθυρίζοντας κοντά στο βεστιάριο. Δίπλα στο γραφείο πληροφοριών περίµεναν στοιχηµένοι σπουδαστές κάποιας στρατιωτικής σχολής ντυµένοι µε την γκρίζα στολή τους, µε τα πηλήκια βγαλµένα και τα χέρια πλεγµένα πίσω από την πλάτη σε στάση ηµιανάπαυσης. Για µένα –ένα παιδί της πόλης, πάντα περιορισµένο στους τέσσερις τοίχους ενός διαµερίσµατος– το µουσείο ήταν ενδιαφέρον κυρίως λόγω του τεράστιου µεγέθους του, ένα θεόρατο παλάτι όπου τα δωµάτια φάνταζαν απέραντα και ήταν όλο και πιο έρηµα όσο αποµακρυνόσουν από το κέντρο. Κάποιες από τις παραµεληµένες κρεβατοκάµαρες και τα αποκλεισµένα µε ειδικά κορδόνια σαλόνια στα βάθη του Τµήµατος Ευρωπαϊκής Διακόσµησης έδιναν την αίσθηση ότι ήταν παγωµένα στο χρόνο από κάποιο µαγικό ξόρκι, σαν να µην είχε πατήσει κανείς εκεί για αιώνες. Από τη µέρα που άρχισα να µπαίνω µόνος µου στο µετρό, λάτρευα να πηγαίνω εκεί και να περιπλανιέµαι µέχρι που χανόµουν, παρασυρόµενος όλο και πιο βαθιά στο δαίδαλο των εκθεσιακών χώρων, µέχρι που βρισκόµουν σε ξεχασµένες αίθουσες µε πανοπλίες και πορσελάνες που δεν είχα ξαναδεί ποτέ πριν (και, σε µερικές περιπτώσεις, ήταν αδύνατον να ξαναβρώ). Περιµένοντας πίσω από τη µητέρα µου στην ουρά για την είσοδο, έγειρα πίσω το κεφάλι µου και κάρφωσα το βλέµµα στο σπηλαιώδη θόλο της οροφής δύο ορόφους ψηλότερα. Αν συγκεντρωνόµουν αρκετά, µερικές φορές µπορούσα να νιώσω ότι αιωρούµουν εκεί πάνω σαν πούπουλο, ένα µαγικό τέχνασµα από τα πρώτα χρόνια της ζωής µου, που εξασθενούσε όσο µεγάλωνα. Στο µεταξύ, η µητέρα µου, µε κοκκινισµένη µύτη και ξέπνοη από το τρέξιµο που είχαµε ρίξει στη βροχή, έψαχνε στην τσάντα για το πορτοφόλι της. «Ίσως όταν τελειώσουµε να πεταχτώ στο κατάστηµα δώρων», µουρµούρισε. «Είµαι σίγουρη ότι το τελευταίο πράγµα που θα ήθελε η Ματίλντ είναι ένα βιβλίο τέχνης, αλλά θα είναι δύσκολο να γκρινιάξει χωρίς να ακουστεί ανόητη».
«Αµάν!» βόγκηξα. «Για τη Ματίλντ είναι το δώρο;» Η Ματίλντ ήταν η καλλιτεχνική διευθύντρια της διαφηµιστικής εταιρείας στην οποία εργαζόταν η µητέρα µου. Κόρη ενός ζάπλουτου Γάλλου εισαγωγέα υφασµάτων, ήταν νεότερη από τη µητέρα µου και διάσηµη για τις ιδιοτροπίες της, ικανή να πάθει κρίση υστερίας αν δεν ήταν άψογη η εξυπηρέτηση των αυτοκινήτων ή οι υπηρεσίες κέτερινγκ σε κάποια εκδήλωση. «Ναι». Μου πρόσφερε τσίχλα τείνοντάς µου το πακετάκι και στη συνέχεια το έριξε πάλι στην τσάντα της. «Βλέπεις, αυτό είναι το θέµα µε τη Ματίλντ, ένα καλοδιαλεγµένο δώρο δε χρειάζεται να κοστίζει µια περιουσία, θα αρκούσε το τέλειο φτηνό πρες-παπιέ από το παζάρι. Πράγµα που θα ήταν φανταστικό, υποθέτω, αν υπήρχε χρόνος να κατέβει κάποιος από εµάς στο κάτω Μανχάταν και να ψάξει στις υπαίθριες αγορές. Πέρυσι, που ήταν η σειρά της Πρου... Πανικοβλήθηκε και έσπευσε στο Saks στο µεσηµεριανό της διάλειµµα, όπου κατέληξε να ξοδέψει πενήντα δολάρια από την τσέπη της συν το ποσό που είχαν µαζέψει οι υπόλοιποι για ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου –Tom Ford, αν θυµάµαι καλά–, και, παρ’ όλα αυτά, δε γλίτωσε το κήρυγµα της Ματίλντ περί αµερικανικού καταναλωτισµού. Σηµειωτέον ότι η Πρου δεν είναι καν Αµερικανίδα, Αυστραλή είναι η κοπέλα!» «Το συζητήσατε µε τον Σέρτζιο;» ρώτησα. Ο Σέρτζιο –που βρισκόταν σπάνια στο γραφείο, αν και φιγουράριζε συχνά στις κοσµικές σελίδες παρέα µε επωνύµους κλάσεως Ντονατέλα Βερσάτσε– ήταν ο πολυεκατοµµυριούχος ιδιοκτήτης της εταιρείας όπου δούλευε η µητέρα µου. Η ερώτηση «Το συζητήσατε µε τον Σέρτζιο;» ισοδυναµούσε µε το «Τι λέει ο Θεός γι’ αυτό;». «Για τον Σέρτζιο, βιβλίο τέχνης είναι µια συλλογή του Χέλµουτ Νιούτον ή ίσως εκείνο το λεύκωµα που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό η Μαντόνα». Ήµουν έτοιµος να ρωτήσω ποιος στο καλό είναι ο Χέλµουτ Νιούτον, αλλά είχα µια καλύτερη ιδέα. «Γιατί δεν της παίρνεις µια κάρτα για το µετρό;» Η µητέρα µου γύρισε τα µάτια της προς τα πάνω µε απόγνωση. «Πες το ψέµατα! Θα ’πρεπε να το κάνω». Πρόσφατα είχε γίνει ένας µικρός χαµός στη δουλειά όταν το αυτοκίνητο της Ματίλντ είχε κολλήσει στην κίνηση, καθηλώνοντάς τη σε ένα κοσµηµατοπωλείο στη συνοικία Γουίλιαµσµπεργκ του Μπρούκλιν. «Θα µπορούσε να γίνει... ανώνυµα. Άσε µια στο γραφείο της, µια παλιά χωρίς πιστωτικό υπόλοιπο. Απλώς άσ’ την εκεί να δεις τι θα κάνει». «Μπορώ να σου πω από τώρα τι θα κάνει», απάντησε η µητέρα µου, γλιστρώντας την κάρτα µέλους της µέσα από τη σχισµή του γκισέ εισιτηρίων. «Θα απολύσει τη βοηθό της, µαζί µε το µισό προσωπικό του Τµήµατος Παραγωγής πιθανότατα». Η διαφηµιστική της µητέρας µου ειδικευόταν στην προώθηση γυναικείων αξεσουάρ. Κάτω από το πάντα άγρυπνο και κάπως µοχθηρό βλέµµα της Ματίλντ, είχε καθηµερινά την εποπτεία φωτογραφίσεων όπου κρυστάλλινα σκουλαρίκια στραφτάλιζαν εν µέσω ριπών ψεύτικου χιονιού και τσάντες κροκό –ανεπιτήρητες, παρατηµένες µέσα σε έρηµες λιµουζίνες– έλαµπαν περιβαλλόµενες από µια άλω αιθέριου φωτός. Ήταν καλή σε αυτό που έκανε – σίγουρα προτιµούσε να δουλεύει πίσω από τις κάµερες παρά µπροστά, και ήξερα ότι την έβρισκε να βλέπει τη δουλειά της σε αφίσες στο µετρό και σε τεράστια διαφηµιστικά ταµπλό στην πλατεία Τάιµς. Όµως, παρά την αίγλη και τη λάµψη της δουλειάς (πρωινά γεύµατα µε σαµπάνια και καναπεδάκια, τσάντες µε δώρα από το Bergdorf), έπρεπε να δουλεύει ατέλειωτες ώρες, ενώ στην καρδιά όλου αυτού του πράγµατος υπήρχε µια κενοδοξία που ήξερα ότι της προκαλούσε
µελαγχολία. Αυτό που λαχταρούσε πραγµατικά ήταν να επιστρέψει στο πανεπιστήµιο και να ολοκληρώσει τις σπουδές της, αν και ξέραµε και οι δύο ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολο τώρα που µας είχε παρατήσει ο µπαµπάς µου. «Ωραία», είπε, γυρνώντας προς το µέρος µου για να µου δώσει το ταµπελάκι του επισκέπτη από το γκισέ, «έχε κι εσύ το νου σου να µη χάσουµε την αίσθηση του χρόνου, εντάξει; Είναι τεράστια η έκθεση» –µου έδειξε µια αφίσα, ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΑΙΩΝΑ ΤΗΣ ΟΛΛΑΝΔΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ– «δεν µπορούµε να τα δούµε όλα σε µία επίσκεψη, αλλά υπάρχουν µερικά πράγµατα...» Η φωνή της έσβησε όπως ανέβαινα πίσω της τη Μεγάλη Σκάλα, διχασµένος ανάµεσα στη συνετή επιλογή να µείνω κοντά της και στην έντονη επιθυµία να µείνω πίσω και να παραστήσω ότι δεν την ήξερα. «Απεχθάνοµαι να διασχίζω τις αίθουσες σαν να µας κυνηγάνε», έλεγε όταν την πρόφτασα στο κεφαλόσκαλο, «αλλά, ούτως ή άλλως, είναι από τις εκθέσεις εκείνες που απαιτούν δύο και τρεις επισκέψεις. Υπάρχει το Μάθηµα Ανατοµίας, που πρέπει οπωσδήποτε να το δούµε, αλλά αυτό που καίγοµαι πραγµατικά να δω είναι ένα µικρό, εξαιρετικά σπάνιο έργο ενός ζωγράφου που υπήρξε δάσκαλος του Βερµέερ. Από τους σηµαντικότερους Μεγάλους Δασκάλους, τον οποίο ίσως δεν έχεις καν ακουστά. Τα έργα του Φρανς Χαλς είναι επίσης πολύ σηµαντικά. Τον ξέρεις τον Χαλς, έτσι; Ο Εύθυµος Πότης; Και οι επίτροποι του γηροκοµείου;» «Σωστά», έκανα διστακτικά. Από όλα τα έργα που ανέφερε το Μάθηµα Ανατοµίας ήταν το µόνο που ήξερα. Μια λεπτοµέρειά του φιγουράριζε στην αφίσα της έκθεσης: κάτωχρη σάρκα, πολλαπλές διαβαθµίσεις του µαύρου, χειρουργοί που έµοιαζαν πιωµένοι µε τα ερεθισµένα µάτια και τις κατακόκκινες µύτες τους. «Εισαγωγή στην Ιστορία της Τέχνης», είπε η µητέρα µου. «Εδώ στρίβουµε αριστερά». Ο πάνω όροφος µου φάνηκε ψυγείο, έτσι όπως τα µαλλιά µου ήταν ακόµα βρεγµένα από τη νεροποντή. «Όχι, όχι, από δω», φώναξε η µητέρα µου, πιάνοντάς µε από το µανίκι. Ήταν κάπως δύσκολο να βρεις το χώρο της έκθεσης, κι όπως περιπλανιόµασταν στις κατάµεστες αίθουσες (µπαινοβγαίνοντας σε πλήθη, στρίβοντας άλλοτε δεξιά και άλλοτε αριστερά, πισωγυρίζοντας και διαγράφοντας κύκλους µέσα σε λαβυρίνθους µε σηµατοδότηση και διαρρύθµιση που προκαλούσαν σύγχυση), τεράστιες ζοφερές ανατυπώσεις του Μαθήµατος Ανατοµίας πρόβαλλαν αιφνιδιαστικά σε απρόβλεπτες διασταυρώσεις, ανατριχιαστικά οδόσηµα, το ίδιο γέρικο πτώµα µε τους γυµνωµένους τένοντες και τα κόκαλα του πήχη, και από κάτω κόκκινα τόξα: Αµφιθέατρο Ανατοµίας, από δω. Δεν ήµουν πολύ ενθουσιασµένος µε την προοπτική να δω µαζεµένα ένα σωρό έργα Ολλανδών που ποζάριζαν εδώ κι εκεί µε τα µουντά τους ρούχα, κι όταν περάσαµε τις γυάλινες θύρες –από τους πολύβουους διαδρόµους στη σιγαλιά των παχιών χαλιών–, αρχικά νόµισα ότι είχαµε µπει σε λάθος αίθουσα. Οι τοίχοι εξέπεµπαν µια ζεστή, µουντή αχλή πολυτέλειας, τη διάχυτη µεστότητα του παλιού. Και ξάφνου τα πάντα διερράγησαν σε µια έκρηξη διαύγειας και χρώµατος και ατόφιου φωτός του Βορρά, προσωπογραφίες, εσωτερικοί χώροι και νεκρές φύσεις, κάποια µικροσκοπικά, άλλα µεγαλειώδη: κυρίες µε τους συζύγους τους, δέσποινες µε σκυλάκια σαλονιού, µοναχικές καλλονές µε χρυσοποίκιλτες τουαλέτες και επιβλητικοί µονήρεις έµποροι φορτωµένοι µε κοσµήµατα και γούνες· λεηλατηµένα τραπέζια συµποσίου σπαρµένα µε φλούδια µήλων και τσόφλια καρυδιών· πτυχωτά παραπετάσµατα και ασηµικά· οπτικές ψευδαισθήσεις µε έρποντα έντοµα και ραβδωτά λουλούδια. Κι όσο πιο µέσα
προχωρούσαµε, τόσο πιο παράξενοι και όµορφοι γίνονταν οι πίνακες. Ξεφλουδισµένα λεµόνια, µε το φλοιό ελαφρώς ξεραµένο στην αιχµή του µαχαιριού και µια υποψία πρασινωπής µούχλας. Η αντανάκλαση του φωτός στο χείλος ενός µισοάδειου ποτηριού µε κρασί. «Κι εµένα µου αρέσει αυτός», ψιθύρισε η µητέρα µου πλησιάζοντας για να σταθεί δίπλα µου µπροστά σε µια µικρούτσικη αλλά υπνωτιστική νεκρή φύση: µια άσπρη πεταλούδα σε σκούρο φόντο, να αιωρείται πάνω από κάποιο κόκκινο φρούτο. Το βάθος του πίνακα, σε µια πλούσια απόχρωση µαύρης σοκολάτας, ανέδινε µια περίτεχνη ζεστασιά που υπαινισσόταν ασφυκτικά γεµάτα κελάρια και µακραίωνη ιστορία, το πέρασµα του χρόνου. «Οι Ολλανδοί ζωγράφοι πραγµατικά ήξεραν να αποτυπώνουν αυτό το µεταίχµιο: την ωριµότητα που ολισθαίνει στη σήψη. Το φρούτο είναι τέλειο, αλλά δε θα κρατήσει για πολύ, είναι έτοιµο να σαπίσει. Και κοίτα εδώ», πρόσθεσε, σκύβοντας πάνω από τον ώµο µου για να χαράξει τον αέρα µε το δείκτη της, «αυτή τη µετάβαση, την πεταλούδα». Η πίσω φτερούγα ήταν τόσο εύθραυστη και κονιορτώδης, ώστε σου έδινε την αίσθηση ότι το χρώµα θα µουντζουρωνόταν στο πιο απαλό άγγιγµα. «Πόσο εξαιρετικά το αποδίδει. Ακινησία µε ένα τρέµουλο κίνησης». «Πόσο καιρό χρειάστηκε για να το ζωγραφίσει αυτό;» Η µητέρα µου, που στεκόταν κάπως υπερβολικά κοντά στο έργο, έκανε ένα βήµα πίσω για να περιεργαστεί τον πίνακα, ανυποψίαστη για το γεγονός ότι είχε τραβήξει την προσοχή του φύλακα µε την τσίχλα στο στόµα, που αγριοκοίταζε την πλάτη της. «Ξέρεις, οι Ολλανδοί εφηύραν το µικροσκόπιο», είπε. «Ήταν κοσµηµατοποιοί και οπτικοί. Ήθελαν τη µέγιστη δυνατή λεπτοµέρεια στο καθετί, επειδή και τα πιο µικροσκοπικά πράγµατα έχουν σηµασία. Όποτε βλέπεις µύγες ή ζωύφια σε µια νεκρή φύση –ένα ζαρωµένο πέταλο λουλουδιού, µια µαύρη κηλίδα σε ένα µήλο–, ο ζωγράφος σού µεταφέρει ένα µυστικό µήνυµα. Σου λέει πως τίποτα δεν είναι παντοτινό, όλα είναι πρόσκαιρα. Σου δείχνει το θάνατο µέσα στη ζωή. Εξ ου και ο όρος “νεκρή φύση”. Μέσα σε τόση οµορφιά και ανθοφορία, δε διακρίνεις αµέσως το απειροελάχιστο στίγµα αποσύνθεσης. Αλλά, αν παρατηρήσεις λίγο καλύτερα, θα τo δεις». Έσκυψα πιο κοντά για να διαβάσω το ταµπελάκι στον τοίχο που ενηµέρωνε µε διακριτικά γράµµατα ότι ο ζωγράφος –Άντριααν Κόορτε, µε ανεπιβεβαίωτες χρονολογίες γέννησης και θανάτου– έζησε στην αφάνεια, µε το έργο του να αναγνωρίζεται µόλις τη δεκαετία του 1950. «Έι», είπα. «Το είδες αυτό, µαµά;» Αλλά εκείνη είχε ήδη προχωρήσει. Οι αίθουσες ήταν βουβές και ψυχρές, χαµηλοτάβανες, χωρίς τίποτα από το µεγαλειώδη αχό και τον αντίλαλο της Κεντρικής Αίθουσας. Αν και η έκθεση προσέλκυε αρκετό κόσµο, διατηρούσε µια ασάλευτη, νωχελική αίσθηση νερού που λιµνάζει, µια γαλήνη αεροστεγούς τύπου: βαθιοί αναστεναγµοί και επιτηδευµένα ξεφυσήµατα που θύµιζαν αίθουσα γραπτών εξετάσεων. Σερνόµουν πίσω από τη µητέρα µου, που προχωρούσε ελικοειδώς από πορτρέτο σε πορτρέτο, πολύ πιο βιαστικά απ’ ό,τι κινούνταν συνήθως σε µια έκθεση, από συνθέσεις µε λουλούδια σε τραπέζια χαρτοπαιξίας και από εκεί σε φρούτα, αγνοώντας ένα σωρό έργα (προσπεράσαµε τουλάχιστον τέσσερα ασηµένια κύπελλα ή ψόφιους φασιανούς στο τραπέζι), για να σταθεί µπροστά σε άλλα χωρίς τον παραµικρό δισταγµό. («Ορίστε, δες τον Χαλς. Είναι τόσο κοινότοπος µερικές φορές, µε όλoυς αυτούς τους µπεκρήδες και τις κυράτσες, αλλά όταν το βρίσκει, το βρίσκει. Ούτε ίχνος από αυτή τη λεπτολογία και τη σχολαστικότητα, δουλεύει πάνω σε νωπό χρώµα, κοφτές και σίγουρες κινήσεις, όλα τόσο γοργά. Τα πρόσωπα και τα χέρια αποδίδονται µε εξαντλητική λεπτοµέρεια, ξέρει ότι αυτά είναι που τραβάνε το βλέµµα, αλλά κοίτα τα ρούχα, είναι τόσο αδρά
ζωγραφισµένα, σχεδόν σκαριφήµατα. Δες πόσο αβίαστες και µοντέρνες είναι οι πινελιές του!») Μείναµε κάµποση ώρα µπροστά σε µια προσωπογραφία του Χαλς, έναν νεαρό που κρατούσε ένα κρανίο («Μη µου θυµώσεις, Θίο, αλλά ποιον σου φέρνει στο µυαλό; Κάποιον» –τραβώντας µου τα µαλλιά στον αυχένα– «που µάλλον χρειάζεται κούρεµα...»), αλλά και σε δύο µεγάλες οµαδικές προσωπογραφίες αξιωµατικών της πολιτοφυλακής σε γεύµα, από τα πιο διάσηµα έργα του, όπως µου είπε, που άσκησαν τεράστια επιρροή στον Ρέµπραντ. («Και ο Βαν Γκογκ λάτρευε τον Χαλς. Κάπου γράφει γι’ αυτόν: “Ο Φρανς Χαλς έχει, ούτε λίγο ούτε πολύ, είκοσι εννέα αποχρώσεις του µαύρου!”. Ή µήπως ήταν είκοσι εφτά;») Την ακολουθούσα µε ένα είδος υπναλέας αίσθησης χαµένου χρόνου, χαρούµενος για το πάθος της, για το χρόνο που περνούσε χωρίς εκείνη να δείχνει να το αντιλαµβάνεται. Το µισάωρό µας πρέπει να έφτανε στο τέλος του, αλλά εγώ επιδίωκα να χασοµερήσω αποσπώντας της την προσοχή, µε την ανόητη ελπίδα ότι θα περνούσε η ώρα και θα χάναµε τη συνάντηση στο σχολείο. «Και τώρα ο Ρέµπραντ», είπε η µητέρα µου. «Όλοι ισχυρίζονται πάντα ότι αυτός ο πίνακας έχει να κάνει µε τη λογική και το Διαφωτισµό, µε την αυγή της επιστηµονικής έρευνας και ούτω καθεξής, αλλά, προσωπικά, µε ανατριχιάζει το πόσο τυπικοί κι ευγενικοί είναι όλοι, συγκεντρωµένοι γύρω από το ανατοµικό τραπέζι λες και είναι µπουφές κοσµικής εκδήλωσης. Αν και...» –δείχνοντας– «βλέπεις αυτούς τους δύο σαστισµένους τύπους στο βάθος; Δεν κοιτάζουν το πτώµα, κοιτάζουν εµάς. Εσένα κι εµένα. Λες και µας βλέπουν να στεκόµαστε εδώ µπροστά τους, δύο ανθρώπους από το µέλλον. Άναυδοι. “Τι γυρεύετε εσείς εδώ;” Πολύ νατουραλιστικό. Αλλά, πάλι» –µε το δάχτυλο στον αέρα, ακολούθησε τη γραµµή του πτώµατος– «το σώµα δεν έχει αποδοθεί µε ιδιαίτερα νατουραλιστικό τρόπο, αν το καλοκοιτάξεις. Βλέπεις αυτό το αλλόκοτο φέγγος που αναδίνει; Σαν νεκροψία εξωγήινου σχεδόν. Μπορείς να δεις πώς φωτίζει τα πρόσωπα των αντρών που είναι σκυµµένοι από πάνω του; Σαν να διαθέτει µια αυτόφωτη λάµψη. Ο Ρέµπραντ του προσέδωσε αυτή τη σχεδόν ραδιενεργό ακτινοβολία επειδή θέλει να τραβήξει το βλέµµα µας, να αιχµαλωτίσει την προσοχή µας. Κι εδώ...» –µου έδειξε το γυµνωµένο από τη σάρκα χέρι– «βλέπεις πώς τραβάει την προσοχή σε αυτό ζωγραφίζοντάς το τόσο µεγάλο, εντελώς δυσανάλογο µε το υπόλοιπο σώµα; Μέχρι που το αντιστρέφει, φέρνοντας τον αντίχειρα στη λάθος πλευρά, βλέπεις; Ε λοιπόν, δεν το έκανε από απροσεξία. Το δέρµα έχει αφαιρεθεί από ολόκληρο τον πήχη και την παλάµη –αυτό το βλέπουµε αµέσως, δείχνει εντελώς λάθος–, όµως η αντιµετάθεση του αντίχειρα το κάνει να φαίνεται ακόµα πιο λάθος, υποβάλλοντας υποσυνείδητα, ακόµα κι αν αδυνατούµε να το εντοπίσουµε µε το πρώτο, την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι υπάρχει κάτι άτοπο. Πολύ έξυπνο τέχνασµα». Στεκόµασταν πίσω από µια οµάδα Ασιατών τουριστών, τόσα πολλά κεφάλια, ώστε µετά βίας µπορούσα να δω τον πίνακα, κάτι που δε µε έκανε να χολοσκάω ιδιαίτερα, γιατί είχα δει αυτό το κορίτσι. Και µε είχε προσέξει κι εκείνη. «Κόβαµε» ο ένας τον άλλο καθώς κινούµασταν από αίθουσα σε αίθουσα. Δεν ήµουν καν σίγουρος τι έβρισκα τόσο ενδιαφέρον πάνω της, αφού ήταν µικρότερή µου και έδειχνε κάπως αλλόκοτη – δε θύµιζε σε τίποτα τα κορίτσια που καψουρευόµουν συνήθως, ψυχρές και απόµακρες καλλονές που κοίταζαν περιφρονητικά γύρω τους στους διαδρόµους του σχολείου και έβγαιναν µε µεγαλύτερους. Αυτή η µικρή είχε λαµπερά κόκκινα µαλλιά, οι κινήσεις της ήταν όλο σβελτάδα, τα χαρακτηριστικά της κάπως αδρά και κατεργάρικα και ασυνήθιστα, ενώ τα µάτια της είχαν µια παράξενη χρυσοκάστανη απόχρωση. Αν και ήταν πολύ αδύνατη, κοκαλιάρα θα έλεγα, και υπερβολικά συνηθισµένη από µια άποψη, είχε κάτι που έκανε τα γόνατά µου να λύνονται. Κουβαλούσε µια κακοπαθηµένη θήκη φλάουτου που ταλαντωνόταν και χτυπούσε στο σώµα της µε την κίνησή της. Παιδί της
πόλης; Καθ’ οδόν για µάθηµα µουσικής; Μπορεί και όχι, σκέφτηκα κάνοντας ένα ηµικύκλιο πίσω της όπως ακολουθούσα τη µητέρα µου στην επόµενη αίθουσα. Τα ρούχα της ήταν υπερβολικά άχρωµα και µικροαστικά. Mπα, µάλλον τουρίστρια. Κι όµως, κινούνταν µε µεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από τα περισσότερα κορίτσια που ήξερα. Και η πονηρή, ατάραχη µατιά που µου έριξε περνώντας δίπλα µου µε ξετρέλανε. Συνέχιζα να ακολουθώ τη µητέρα µου, µισοακούγοντας αυτά που έλεγε, όταν σταµάτησε µπροστά σε έναν πίνακα τόσο ξαφνικά, ώστε παραλίγο να πέσω πάνω της. «Ω, συγνώµη!» µου είπε χωρίς να µε κοιτάξει, παραµερίζοντας για να µου κάνει χώρο. Το πρόσωπό της είχε φωτιστεί σαν να είχε ρίξει κάποιος προβολέα πάνω του. «Γι’ αυτόν εδώ σου έλεγα», δήλωσε. «Δεν είναι εκπληκτικός;» Έσκυψα το κεφάλι προς το µέρος της για να της δείξω ότι είχε την αµέριστη προσοχή µου, ενώ το βλέµµα µου λοξοδρόµησε ξανά προς το κορίτσι. Τη συνόδευε ένας αστείος ασπροµάλλης κύριος, που, κρίνοντας από την αδρότητα των χαρακτηριστικών του, συµπέρανα ότι ήταν συγγενής της, ίσως ο παππούς της: παλτό πιε ντε πουλ, µυτερά παπούτσια µε κορδόνια που άστραφταν σαν καθρέφτες. Τα µάτια του ήταν κοντά κοντά, η µύτη του θύµιζε ράµφος πουλιού. Κούτσαινε ελαφρώς, ή µάλλον, για να ακριβολογούµε, έγερνε ολόκληρος µονόπαντα, µε τον ένα ώµο ψηλότερα από τον άλλο – λίγο πιο έντονη να ήταν η κύρτωσή του, θα τον έλεγες και καµπούρη. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε κάτι κοµψό πάνω του. Και ήταν φανερό ότι λάτρευε το κορίτσι, από τον κεφάτο και συντροφικό τρόπο που κούτσαινε δίπλα του, προσέχοντας πού πατούσε και σκύβοντας ελαφρώς προς το µέρος της. «Αυτός πρέπει να είναι ο πρώτος πίνακας που αγάπησα µε όλη τη σηµασία της λέξης», έλεγε τώρα η µητέρα µου. «Δε θα το πιστέψεις, αλλά υπήρχε σ’ ένα βιβλίο που συνήθιζα να παίρνω από τη βιβλιοθήκη όταν ήµουν παιδί. Καθόµουν στο πάτωµα δίπλα στο κρεβάτι µου και τον κοίταζα για ώρες, απόλυτα συνεπαρµένη – αυτό το µικροσκοπικό πλασµατάκι! Είναι στ’ αλήθεια απίστευτο πόσα µπορείς να µάθεις για έναν πίνακα περνώντας τόσο χρόνο µελετώντας ένα φωτοαντίγραφο, έστω και κακής ποιότητας. Ξεκίνησα λατρεύοντας την καρδερίνα, µε τον ίδιο τρόπο που λατρεύεις ένα οικόσιτο ζωάκι ή κάτι τέτοιο, και κατέληξα να λατρεύω τον τρόπο που ήταν ζωγραφισµένη». Γέλασε. «Στο ίδιο βιβλίο υπήρχε και το Μάθηµα Ανατοµίας, αλλά µ’ έκανε να κατουριέµαι πάνω µου από το φόβο! Θυµάµαι ότι έκλεινα κοπανώντας το βιβλίο όποτε άνοιγε κατά λάθος σ’ εκείνη τη σελίδα». Το κορίτσι και ο γέρος είχαν έρθει και στέκονταν δίπλα µας. Αµήχανος, έγειρα µπροστά και προσηλώθηκα στον πίνακα. Ήταν µικρός, ο πιο µικρός στην έκθεση, και ίσως ο πιο απλός: ένα κίτρινο πουλάκι σε ένα γυµνό, άχρωµο φόντο, µε µια αλυσίδα να το κρατάει δεµένο στην κούρνια του από το σαν κλαράκι αδύνατο ποδαράκι. «Ήταν µαθητής του Ρέµπραντ και δάσκαλος του Βερµέερ», εξήγησε η µητέρα µου. «Κι αυτός ο µικρός πίνακας είναι, στην πραγµατικότητα, ο ελλείπων κρίκος ανάµεσα στους δύο – σε αυτό το ατόφιο, διαυγές ηλιόφως βλέπεις από πού πήρε ο Βερµέερ την ποιότητα του φωτός στα έργα του. Βέβαια, όταν ήµουν µικρή, ούτε ήξερα ούτε µ’ ένοιαζε τίποτα απ’ αυτά, η ιστορική σηµασία του. Αλλά είναι εκεί». Έκανα ένα βήµα πίσω για να παρατηρήσω το έργο καλύτερα. Ήταν µια άµεση και ρεαλιστική απεικόνιση, χωρίς ίχνος συναισθηµατισµού, ενώ κάτι στο συγκροτηµένο, συµπαγή τρόπο µε τον οποίο έφερε τον εαυτό του το πουλί –η οξύνοιά του, η γεµάτη εγρήγορση, επιφυλακτική έκφρασή του– µου θύµισε φωτογραφίες της µητέρας µου όταν ήταν µικρή: µια καρδερίνα µε σκουρόχρωµη κόµη και διεισδυτικά µάτια. «Πρόκειται για µια θρυλική καταστροφή στην ιστορία της Ολλανδίας», έλεγε στο µεταξύ η
µητέρα µου. «Ένα τεράστιο κοµµάτι της πόλης ισοπεδώθηκε». «Τι;» «Λέω για την καταστροφή του Ντελφτ. Σ’ αυτή σκοτώθηκε και ο Φαµπρίτσιους. Δεν άκουσες την καθηγήτρια που µιλούσε γι’ αυτή την τραγωδία στα παιδιά λίγο πιο πίσω;» Την είχα ακούσει. Υπήρχε µια τριάδα από µακάβρια τοπία κάποιου Έχµπερτ φαν ντερ Πουλ, διαφορετικές εκδοχές του ίδιου καρβουνιασµένου ερηµότοπου: σπίτια καµένα συθέµελα, ένας ανεµόµυλος µε κουρελιασµένα πτερύγια, κόρακες που πετούσαν σε κύκλους στον καπνισµένο ουρανό. Μια κυρία µε επίσηµο ύφος εξηγούσε µεγαλόφωνα σε µια οµάδα γυµνασιόπαιδων ότι στα µέσα του δέκατου έβδοµου αιώνα είχε σηµειωθεί έκρηξη σε ένα εργοστάσιο πυρίτιδας στο Ντελφτ, και η καταστροφή της πόλης του είχε στοιχειώσει σε τέτοιο βαθµό το συγκεκριµένο ζωγράφο, που τη ζωγράφιζε ξανά και ξανά. «Που λες, ο Έχµπερτ, που ήταν γείτονας του Φαµπρίτσιους, έχασε τα λογικά του µετά την έκρηξη –τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ–, αλλά ο ίδιος ο Φαµπρίτσιους έχασε τη ζωή του και το ατελιέ του καταστράφηκε, µαζί µε όλα σχεδόν τα έργα του, εκτός από αυτό εδώ». Φαινόταν να περιµένει κάποιο σχόλιο από µένα. Βλέποντας ότι δεν είχα πρόθεση να µιλήσω, συνέχισε: «Ήταν ένας από τους σηµαντικότερους ζωγράφους της εποχής του, η οποία ήταν µια από τις πιο λαµπρές περιόδους της ζωγραφικής. Εξαιρετικά διάσηµος στον καιρό του. Όµως µόλις πέντε ή έξι πίνακες διασώθηκαν από το σύνολο του έργου του, πράγµα λυπηρό. Όλοι οι υπόλοιποι χάθηκαν – οτιδήποτε άλλο ζωγράφισε». Το κορίτσι και ο παππούς του χασοµερούσαν λίγο πιο πέρα, ακούγοντας σιωπηλοί αυτά που έλεγε η µητέρα µου, πράγµα που µου προκαλούσε κάποια αµηχανία. Απέστρεψα το βλέµµα µου, όµως αµέσως έριξα πάλι µια κλεφτή µατιά, ανίκανος να αντισταθώ. Στέκονταν πολύ κοντά µας, τόσο, ώστε, αν άπλωνα το χέρι µου, θα τους ακουµπούσα. Εκείνη χτυπούσε το χέρι του γέρου και τον τραβούσε από το µανίκι για να σκύψει προς το µέρος της και να του ψιθυρίσει κάτι στο αφτί. «Όπως κι αν έχει, κατά την ταπεινή µου άποψη», συνέχιζε η µητέρα µου, «αυτός είναι ο πιο αξιόλογος πίνακας σε ολόκληρη την έκθεση. Ο Φαµπρίτσιους παρουσιάζει ξεκάθαρα κάτι που ανακάλυψε εντελώς µόνος του, κάτι που δεν ήξερε κανένας ζωγράφος στον κόσµο πριν από εκείνον, ούτε καν ο Ρέµπραντ». Χαµηλόφωνα –τόσο χαµηλόφωνα, ώστε ο ήχος µόλις να φτάνει στα αφτιά µου–, άκουσα το κορίτσι να ψιθυρίζει: «Ήταν αναγκασµένο να ζήσει έτσι όλη του τη ζωή;». Το ίδιο αναρωτιόµουν κι εγώ. Ο µεταλλικός κρίκος στο πόδι, η αλυσίδα, ήταν φρικτό. Ο παππούς της µουρµούρισε κάποια απάντηση, αλλά η µητέρα µου (που φαινόταν να µην έχει αντιληφθεί καν την παρουσία τους, παρότι στέκονταν ακριβώς δίπλα µας) έκανε ένα βήµα πίσω και είπε: «Τόσο µυστηριώδης εικόνα, τόσο απλή. Πραγµατικά τρυφερή – σε καλεί να πας πιο κοντά, έτσι δεν είναι; Όλοι εκείνοι οι σκοτωµένοι φασιανοί εκεί πίσω, και ξαφνικά αυτό το ολοζώντανο πλασµατάκι». Επέτρεψα στον εαυτό µου να ρίξει άλλη µια κλεφτή µατιά προς το κορίτσι. Στηριζόταν στο ένα πόδι, µε το γοφό προτεταµένο στο πλάι. Και τότε, εντελώς απρόσµενα, γύρισε και µε κοίταξε κατάµατα. Έστρεψα το βλέµµα µου αλλού, µε την καρδιά µου να χάνει µερικούς χτύπους από την ταραχή. Πώς την έλεγαν; Γιατί δεν ήταν στο σχολείο; Αγωνιζόµουν από ώρα να διαβάσω τα ορνιθοσκαλίσµατα στη θήκη του φλάουτου, όµως, ακόµα κι όταν τέντωσα το λαιµό µου όσο
τολµούσα χωρίς να κινδυνεύω να γίνω αντιληπτός, δεν κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω τα σχεδιασµένα µε χοντρό µαρκαδόρο ακιδωτά γράµµατα, που έδειχναν µάλλον ζωγραφισµένα παρά γραµµένα, σαν εκείνα τα γκράφιτι µε σπρέι στα βαγόνια του υπόγειου σιδηρόδροµου. Το όνοµα ήταν σύντοµο, τέσσερα ή πέντε γράµµατα όλα κι όλα. Το πρώτο έµοιαζε µε Π, αλλά µπορεί να ήταν και Τ. «Οι άνθρωποι πεθαίνουν, είναι δεδοµένο», έλεγε η µητέρα µου. «Αλλά είναι τόσο θλιβερός και επιπόλαιος ο τρόπος µε τον οποίο χάνουµε αντικείµενα. Από καθαρή απερισκεψία. Πυρκαγιές, πόλεµοι. Ο Παρθενώνας να µετατρέπεται σε αποθήκη πυροµαχικών![1] Υποθέτουµε πως οτιδήποτε καταφέρνουµε να διασώσουµε από την Ιστορία είναι ένα θαύµα». Ο παππούς είχε αποµακρυνθεί λίγο για να δει µερικούς πίνακες πιο πέρα, αλλά το κορίτσι χασοµερούσε λίγα βήµατα πιο πίσω, ρίχνοντας κάθε τόσο πλάγιες µατιές στη µητέρα µου και σ’ εµένα. Άψογο δέρµα, άσπρο σαν το γάλα, µπράτσα που έµοιαζαν λαξεµένα στο µάρµαρο. Σίγουρα έδειχνε γυµνασµένη, αν και δεν ήταν αρκετά ηλιοκαµένη για να παίζει τένις. Ίσως έκανε µπαλέτο, ή ρυθµική γυµναστική, ή ακόµα και καταδύσεις, προπονούµενη αργά το απόγευµα σε σκοτεινές κλειστές πισίνες –αντίλαλοι και διαθλάσεις, σκουρόχρωµα πλακάκια–, βουτώντας µε καµπυλωµένη πλάτη και τεντωµένα πόδια προς τον πυθµένα της πισίνας, ένα υπόκωφο πλαφ!, γυαλιστερό µαύρο µαγιό, φυσαλίδες να αφρίζουν ολόγυρα από το µικροκαµωµένο, νευρώδες σώµα της. Γιατί αποκτούσα τέτοια εµµονή µε µερικούς ανθρώπους; Ήταν φυσιολογικό να προσηλώνοµαι σε αγνώστους µε αυτό τον τόσο έντονο, πυρετώδη τρόπο; Κάτι µου έλεγε πως όχι. Αδυνατούσα να φανταστώ κάποιον τυχαίο περαστικό στο δρόµο να αναπτύσσει τέτοιο ενδιαφέρον για µένα. Κι όµως, αυτός ήταν ο κύριος λόγος που είχα µπουκάρει σε εκείνα τα σπίτια µε τον Τοµ: Με γοήτευαν οι άγνωστοι, ήθελα να ξέρω τι φαγητά τους άρεσαν και σε τι πιάτα τα έτρωγαν, τι ταινίες παρακολουθούσαν και τι µουσική άκουγαν, ήθελα να κοιτάξω κάτω από τα κρεβάτια τους και µέσα στα µυστικά συρτάρια τους, στα κοµοδίνα και στις τσέπες των σακακιών τους. Συχνά µου συνέβαινε να δω ενδιαφέροντες ανθρώπους στο δρόµο και να κολλήσουν στο µυαλό µου για µέρες µετά: Φανταζόµουν τη ζωή τους, έπλαθα ιστορίες γι’ αυτούς στον υπόγειο σιδηρόδροµο ή στα αστικά λεωφορεία του Μανχάταν. Είχαν περάσει χρόνια, κι ακόµα δεν είχα πάψει να σκέφτοµαι τα µελαχρινά παιδιά µε τις στολές καθολικού σχολείου –αδέρφια, αγόρι και κορίτσι– που είχα δει στο σταθµό Γκραντ Σέντραλ να παλεύουν στην κυριολεξία να σύρουν τον πατέρα τους έξω από ένα άθλιο µπαρ τραβώντας τον από τα µανίκια του σακακιού του. Ούτε είχα ξεχάσει την εύθραυστη κοπέλα µε χαρακτηριστικά τσιγγάνας στο αναπηρικό καροτσάκι στο δρόµο µπροστά από το ξενοδοχείο Carlyle, να µιλάει ξέπνοα στα ιταλικά στο µαλλιαρό σκυλάκι στα γόνατά της, ενώ ένας υπέρκοµψος τύπος µε γυαλιά ηλίου (πατέρας; σωµατοφύλακας;) στεκόταν πίσω από το αµαξίδιο και έκλεινε κάποια επιχειρηµατική συµφωνία στο κινητό του. Επί χρόνια γυρόφερνα αυτούς τους αγνώστους στο µυαλό µου, αναρωτιόµουν ποιοι να ήταν και πώς να ζούσαν τη ζωή τους, και ήξερα ότι το ίδιο θα συνέβαινε και µε αυτό το κορίτσι και τον παππού του όταν θα γύριζα στο σπίτι. Ο γέροντας ήταν ευκατάστατος, φαινόταν από τα ρούχα του. Γιατί ήταν µόνοι οι δυο τους; Από πού έρχονταν; Ίσως να κατάγονταν από κάποια πολυµελή και πολύκλαδη παλιά νεοϋορκέζικη οικογένεια –µουσικών ή ακαδηµαϊκών–, µια από εκείνες τις µεγάλες φιλότεχνες οικογένειες του Γουέστ Σάιντ που µπορούσες να δεις στα πέριξ του Πανεπιστηµίου Κολούµπια ή σε απογευµατινές παραστάσεις του Λίνκολν Σέντερ. Ή ίσως αυτός ο άχαρος, εκλεπτυσµένος γεράκος να µην ήταν καν ο παππούς της. Μπορεί να ήταν ένας δάσκαλος µουσικής και εκείνη το εξαιρετικό ταλέντο στο φλάουτο που είχε ανακαλύψει σε κάποια επαρχιακή πόλη και είχε
φέρει στη Νέα Υόρκη για µια εµφάνιση στο Κάρνεγκι Χολ. «Θίο;» έκανε ξαφνικά η µητέρα µου. «Μ’ ακούς;» Η φωνή της µε έφερε απότοµα πίσω στην πραγµατικότητα. Βρισκόµασταν στην τελευταία αίθουσα της έκθεσης. Ακολουθούσε το κατάστηµα µε τα αναµνηστικά –κάρτες, ταµειακή µηχανή, γυαλιστερές στοίβες από βιβλία τέχνης–, και η µητέρα µου, δυστυχώς, δεν είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. «Πρέπει να δούµε αν σταµάτησε η βροχή», µου είπε. «Έχουµε λίγη ώρα ακόµα» –έλεγξε το ρολόι της και µετά κοίταξε πίσω µου, την ταµπέλα που έδειχνε προς την έξοδο– «αλλά καλύτερα να κατέβουµε, αν είναι να ψάξω κάτι για τη Ματίλντ». Πρόσεξα ότι το κορίτσι παρατηρούσε τη µητέρα µου όσο µιλούσε, κόβοντάς τη µε µάτια που έλαµπαν γεµάτα περιέργεια από την ολόισια µαύρη αλογοουρά της µέχρι τη σφιγµένη µε ζώνη στη µέση άσπρη καµπαρντίνα της, και συγκλονίστηκα βλέποντάς τη για µια στιγµή όπως την έβλεπε το κορίτσι, ως µια άγνωστη. Άραγε µπορούσε να δει την αδιόρατη καµπουρίτσα στην κορυφή της µύτης της µητέρας µου, στο σηµείο που την είχε σπάσει πέφτοντας µικρή από ένα δέντρο; Ή το πώς οι µαύροι δακτύλιοι γύρω από τις γκριζογάλανες ίριδες των µατιών τής προσέδιδαν µια όψη αγριµιού, ενός αρπακτικού µε ακλόνητο βλέµµα που περιφέρεται µονάχο σε µια πεδιάδα; «Ξέρεις...» άρχισε η µητέρα µου, ρίχνοντας µια µατιά πάνω από τον ώµο της, «αν δε σε πειράζει, λέω να πάω πίσω και να ρίξω άλλη µια γρήγορη µατιά στο Μάθηµα Ανατοµίας πριν φύγουµε. Δεν κατάφερα να πλησιάσω αρκετά, και φοβάµαι ότι ίσως δεν καταφέρω να ξανάρθω πριν τελειώσει η έκθεση». Άρχισε να αποµακρύνεται, µε τα τακούνια της να χτυπάνε βιαστικά, και µετά στράφηκε και µου έριξε ένα βλέµµα σαν να µου έλεγε: Δε θα ’ρθεις; Αυτό ήταν τόσο απρόσµενο, ώστε προς στιγµήν δεν ήξερα τι να πω. «Ε...» έκανα για να κερδίσω χρόνο. «Θα συναντηθούµε στο κατάστηµα της έκθεσης». «Καλά», είπε. «Διάλεξέ µου µια δυο κάρτες, σε παρακαλώ. Σε µισό λεπτό θα ’µαι πίσω». Και αποµακρύνθηκε φουριόζα, πριν προλάβω να πω λέξη. Με την καρδιά να χτυπάει δυνατά στο στήθος µου, µην µπορώντας να πιστέψω πόσο τυχερός ήµουν, την παρακολούθησα µε το βλέµµα να αποµακρύνεται από µένα µε την άσπρη αδιάβροχη καµπαρντίνα της. Αυτή ήταν η µεγάλη µου ευκαιρία να µιλήσω στο κορίτσι. Αλλά τι θα µπορούσα να της πω; αναρωτήθηκα, ψάχνοντας φρενιασµένα. Τι να της πω; Έχωσα τα χέρια βαθιά µέσα στις τσέπες µου, πήρα µια δυο ανάσες για να συγκεντρώσω τις δυνάµεις µου και, µε την έξαψη να αφρίζει µέσα στο στοµάχι µου σαν λαµπερό αναψυκτικό µε ανθρακικό, γύρισα να την αντικρίσω. Όµως, για µεγάλη µου απογοήτευση, ήταν άφαντη. Δηλαδή, όχι ακριβώς άφαντη, µπορούσα να δω το κοκκινοµάλλικο κεφάλι της να διασχίζει απρόθυµα (ή έτσι µου φάνηκε) την αίθουσα. Ο παππούς της είχε περάσει το µπράτσο του κάτω από το δικό της και, ψιθυρίζοντάς της µε έκδηλο ενθουσιασµό, την πήγαινε να δουν κάτι πίνακες στον απέναντι τοίχο. Θα µπορούσα να τον σκοτώσω! Έριξα µια νευρική µατιά στο άδειο άνοιγµα της πόρτας και µετά, χώνοντας τα χέρια µου ακόµα πιο βαθιά στις τσέπες µου και µε πρόσωπο που έκαιγε, διέσχισα επιδεικτικά την αίθουσα. Ο χρόνος κυλούσε, η µητέρα µου θα γύριζε από στιγµή σε στιγµή, και, παρότι ήξερα ότι δεν είχα την τόλµη να την πλησιάσω και να της µιλήσω, θα είχα τουλάχιστον την ευκαιρία να της ρίξω µια τελευταία µατιά από κοντά. Λίγο καιρό πριν είχα ξενυχτήσει µε τη µητέρα µου βλέποντας τον Πολίτη Κέιν και µε είχε συνεπάρει η ιδέα ότι µπορεί κάποιος να προσέξει µια ακαταµάχητη άγνωστη που πέρασε κατά τύχη από δίπλα του και να
τη θυµάται για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Κάποια µέρα µπορεί να ήµουν κι εγώ σαν τον ηλικιωµένο άντρα στην ταινία, λέγοντας, γερµένος πίσω στην πολυθρόνα µου και µε µια ονειροπόλα έκφραση: «Ξέρεις, αυτό έγινε πριν από εξήντα χρόνια, και ποτέ δεν ξαναείδα εκείνο το κορίτσι µε τα κόκκινα µαλλιά, όµως να σου πω κάτι; Όλον αυτό τον καιρό δεν πέρασε µήνας που να µην τη σκεφτώ». Είχα διασχίσει περίπου τη µισή αίθουσα, όταν συνέβη κάτι παράξενο. Ένας φύλακας του µουσείου πέρασε τρέχοντας την ανοιχτή πόρτα του καταστήµατος µε τα αναµνηστικά της έκθεσης µπροστά µου. Κρατούσε κάτι στα χέρια του. Το είδε και το κορίτσι. Τα χρυσοκάστανα µάτια του διασταυρώθηκαν µε τα δικά µου – βλέµµα σαστισµένο, ξαφνιασµένο. Ξαφνικά ένας δεύτερος φύλακας βγήκε τρέχοντας από το κατάστηµα. Είχε τα χέρια του τεντωµένα ψηλά και ούρλιαζε. Κεφάλια γύρισαν απότοµα. Κάποιος πίσω µου έκανε µε αλλόκοτα άχρωµη φωνή: Ω! Την επόµενη στιγµή µια τροµερή, εκκωφαντική έκρηξη τράνταξε την αίθουσα. Ο γηραιός κύριος τρέκλισε στο πλάι, µε µια κενή έκφραση στο πρόσωπό του. Το τεντωµένο χέρι του, µε τα ροζιασµένα δάχτυλα απλωµένα, ήταν το τελευταίο πράγµα που θυµάµαι να είδα. Σχεδόν την ίδια στιγµή µια µαύρη λάµψη άστραψε, χαλάσµατα άρχισαν να πέφτουν βροχή και να στροβιλίζονται γύρω µου, ενώ ένα άγριο κύµα καυτού αέρα µε σάρωσε µε ένα βρυχηθµό και µε εκτόξευσε στην άλλη άκρη του δωµατίου. Κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγµα που αντιλήφθηκα για αρκετό διάστηµα.
[1] Σχεδόν ανέπαφος µέχρι το 1687, ο Παρθενώνας γκρεµίστηκε όταν ανατινάχτηκαν τα πυροµαχικά που αποθήκευαν εκεί οι Οθωµανοί από οβίδα του επίδοξου απελευθερωτή των υπόδουλων Ελλήνων διοικητή του ενετικού στόλου Φραντσέσκο Μοροζίνι. (Σ.τ.Μ.)
v.
ΔΕΝ
έµεινα αναίσθητος. Όταν συνήλθα, είχα την αίσθηση ότι κειτόµουν µπρούµυτα µέσα στο σκάµµα µε άµµο κάποιας ζοφερής παιδικής χαράς, σε κάποιο µέρος που δε γνώριζα, στην καρδιά µιας παντέρηµης γειτονιάς. Μια συµµορία από σκληρά µικρόσωµα αγόρια ήταν µαζεµένα γύρω µου και µε κλοτσούσαν στα πλευρά και στο πίσω µέρος του κεφαλιού. Ο αυχένας µου ήταν αλλόκοτα στραµµένος στο πλάι και δυσκολευόµουν να ανασάνω, όµως το χειρότερο ήταν άλλο: Είχα άµµο µέσα στο στόµα µου, ανέπνεα άµµο! Τα αγόρια µουρµούριζαν: Σήκω πάνω, καριόλη. Κοίταξέ τον, κοίταξέ τον. Δεν ξέρει την τύφλα του. Έστρεψα λίγο τον κορµό µου και τέντωσα τα µπράτσα πάνω από το κεφάλι µου, και τότε, µε ένα απόκοσµο, σουρεαλιστικό ξάφνιασµα, ανακάλυψα ότι δεν ήταν κανένας εκεί. Για λίγο έµεινα πετρωµένος, υπερβολικά έκπληκτος για να κουνηθώ. Από κάπου µακριά έφταναν πνιχτά στα αφτιά µου σειρήνες συναγερµού. Όσο αλλόκοτο κι αν φαινόταν, είχα την εντύπωση ότι κειτόµουν στον περιτοιχισµένο περίβολο ενός εγκαταλειµµένου οικιστικού προγράµµατος. Κάποιος µε είχε ξυλοφορτώσει άσχηµα. Πονούσα παντού, τα πλευρά µου ήταν πιασµένα και το κεφάλι µου βαρύ σαν να µε είχε κοπανήσει κάποιος µε µολυβένιο σωλήνα. Κούνησα το σαγόνι µου αριστερά δεξιά και έκανα να ψάξω τις τσέπες µου να δω αν είχα λεφτά για να γυρίσω στο σπίτι, όταν συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ιδέα πού βρισκόµουν. Έµεινα να κείτοµαι εκεί άκαµπτος, συνειδητοποιώντας σταδιακά ότι κάτι πήγαινε εντελώς στραβά. Το φως ήταν εντελώς λάθος, το ίδιο και ο αέρας: αψύς και καυτός, ένα χηµικό νέφος που µου έκαιγε το λαιµό. Η τσίχλα στο στόµα µου ήταν κοκκώδης, κι όταν γύρισα ανάσκελα –νιώθοντας σφυριές στο κεφάλι µου– για να τη φτύσω, βρέθηκα να ατενίζω, ανοιγοκλείνοντας σπασµωδικά τα βλέφαρα µέσα από σύννεφα καπνού, κάτι τόσο παράδοξο, ώστε έµεινα να κοιτάζω άναυδος για αρκετή ώρα. Βρισκόµουν µέσα σε ένα άσπρο σπήλαιο που είχε καταρρεύσει. Από την οροφή κρέµονταν συντρίµµια και κουρέλια. Το δάπεδο δεν ήταν πια επίπεδο, αλλά γεµάτο χάσµατα και σωρούς από κάτι γκρίζες κοτρόνες σαν σεληνιακά πετρώµατα, σπαρµένο µε σπασµένα γυαλιά και χαλίκια και ένα πανδαιµόνιο από σκουπίδια και τούβλα και σαβούρα και χαρτιά, όλα πασπαλισµένα µε στάχτη ψιλή σαν πάχνη. Ψηλά από πάνω ένα ζευγάρι σποτάκια φώτιζαν µέσα από τη σκόνη σαν απορρυθµισµένοι προβολείς αυτοκινήτου στην οµίχλη, αλληθωρίζοντας το ένα προς τα πάνω και το άλλο προς το πλάι, ρίχνοντας επιµηκυµένες σκιές στον τοίχο. Τα αφτιά µου κουδούνιζαν, όπως και ολόκληρο το σώµα µου, µια εξαιρετικά ενοχλητική αίσθηση: οστά, εγκέφαλος και καρδιά, όλα µαζί δονούνταν σαν κρουσµένη καµπάνα. Αµυδρά, από κάπου µακριά, ακουγόταν το µεταλλικό στρίγκλισµα των συναγερµών, ένας ήχος σταθερός και απρόσωπος. Δεν ήµουν σε θέση να διακρίνω αν ο θόρυβος ερχόταν από µέσα µου ή από κάπου έξω. Είχα µια έντονη αίσθηση πως ήµουν ολοµόναχος σε µια παγωµένη ερηµιά. Όπου ΞΕΡΩ ΠΟΣΗ ΩΡΑ
κι αν έστρεφα το βλέµµα µου, τίποτα δεν έβγαζε νόηµα. Στηριζόµενος πάνω σε µια όχι ακριβώς κάθετη επιφάνεια, σηκώθηκα µέσα σε έναν καταρράκτη αµµοχάλικου, µορφάζοντας από τον τροµερό πόνο στο κεφάλι µου. Η κλίση του χώρου στον οποίο βρισκόµουν ενείχε µια βαθιά, εγγενή σφαλερότητα. Από τη µια πλευρά κάπνα και σκόνη αιωρούνταν σε ένα ασάλευτο µαυριδερό στρώµα. Από την άλλη µια µάζα από κουρελιασµένα υλικά κρέµονταν λοξά, ένα κουβάρι, εκεί όπου µάλλον θα έπρεπε να βρίσκεται η οροφή ή το ταβάνι. Το σαγόνι µου πονούσε· το πρόσωπο και τα γόνατά µου ήταν γεµάτα κοψίµατα· το εσωτερικό του στόµατός µου ήταν σαν από γυαλόχαρτο. Ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά µου και κοιτάζοντας το χάος γύρω µου, είδα ένα παπούτσι του τένις· σωρούς από εύθρυπτο υλικό καλυµµένο µε σκουρόχρωµες κηλίδες· ένα στραπατσαρισµένο αλουµινένιο µπαστούνι. Ταλαντευόµουν εκεί, ξέπνοος και παραζαλισµένος, µην ξέροντας πού να στραφώ ή τι να κάνω, όταν άξαφνα µου φάνηκε ότι άκουσα ένα τηλέφωνο να καλεί. Στην αρχή δεν ήµουν σίγουρος. Αφουγκράστηκα, βάζοντας τα δυνατά µου. Και τότε το άκουσα ξανά: ανεπαίσθητο και αργόσυρτο, κάπως αλλόκοτο. Άρχισα να ψαχουλεύω στα τυφλά µέσα στα χαλάσµατα, ξεθάβοντας σκονισµένα παιδικά τσαντάκια και σχολικά σακίδια πλάτης, τραβώντας βιαστικά τα χέρια µου όταν ακουµπούσα καυτά αντικείµενα ή θραύσµατα γυαλιού, όλο και πιο προβληµατισµένος για τον τρόπο που υποχωρούσαν τα συντρίµµια κάτω από τα πόδια µου σε κάποια σηµεία και για τα µαλακά, ασάλευτα εξογκώµατα στα όρια του οπτικού µου πεδίου. Ακόµα κι όταν πείστηκα ότι στην πραγµατικότητα δεν είχα ακούσει κάποιο τηλέφωνο να χτυπάει, ότι το συνεχές κουδούνισµα στα αφτιά µου µε είχε ξεγελάσει, συνέχισα να ψάχνω, καθηλωµένος στις ίδιες µηχανικές κινήσεις της έρευνας µε µια ασυλλόγιστη ένταση ροµπότ. Ανάµεσα σε στιλό, γυναικείες τσάντες, πορτοφόλια, σπασµένα γυαλιά οράσεως, µαγνητικές κάρτες ξενοδοχείων, πουδριέρες, µπουκαλάκια αρώµατος και ιατρικές συνταγές (Ρόιτµαν, Άντρεα, αλπραζολάµη 0,25 mg), ξέθαψα τελικά ένα φακό-µπρελόκ και ένα τηλέφωνο που δε λειτουργούσε (µισογεµάτη µπαταρία, καθόλου σήµα), τα οποία έριξα µέσα σε µια αναδιπλούµενη νάιλον τσάντα για ψώνια που βρήκα µέσα σε µια γυναικεία τσάντα. Άσθµαινα, πνιγµένος από τη σκόνη που εισέπνεα, και το κεφάλι µου πονούσε τόσο, που µε δυσκολία έβλεπα µπροστά µου. Ήθελα να καθίσω, όµως δεν υπήρχε πουθενά χώρος. Τότε είδα ένα µπουκάλι νερό. Τα µάτια µου το προσπέρασαν αρχικά, για να γυρίσουν βιαστικά πίσω µόλις αντιλήφθηκα τι είχα δει και να πλανηθούν µέσα στο πανδαιµόνιο, µέχρι που το εντόπισα ξανά, γύρω στα τρία µέτρα πιο πέρα, µισοθαµµένο σε µια στοίβα από σκουπίδια – µόλις µια υποψία ετικέτας στην οικεία απόχρωση του ψυχρού γαλάζιου. Άρχισα να σέρνω τα πόδια µου µε κόπο και να ελίσσοµαι ανάµεσα στα χαλάσµατα, νιώθοντας τα µέλη µου βαριά και µουδιασµένα σαν να προσπαθούσα να βαδίσω σε βαθύ χιόνι, ακούγοντας διάφορα πράγµατα να σπάνε κάτω από τα πόδια µου µε τον τριζάτο ήχο του πάγου που ραγίζει. Δεν είχα προχωρήσει πολύ, όταν µε την άκρη του µατιού µου διέκρινα κάποια κίνηση στο δάπεδο, ξεκάθαρη µες στην ακινησία, ένα ανασάλεµα άσπρου πάνω σε άσπρο. Κοντοστάθηκα. Και µετά πήγα λίγα βήµατα πιο κοντά. Ήταν ένας άντρας, πεσµένος ανάσκελα και σκεπασµένος από την κορφή µέχρι τα νύχια µε άσπρη σκόνη. Ήταν τόσο τέλειο το καµουφλάζ του µέσα στα καλυµµένα µε τέφρα συντρίµµια, ώστε µου πήρε κάµποσες στιγµές να διακρίνω το περίγραµµά του: άσπρος σαν κιµωλία µέσα σε µια θάλασσα ασπρίλας, αγωνιζόταν να ανακαθίσει, σαν άγαλµα που κάποιος το γκρέµισε από τη βάση του. Πλησιάζοντας, είδα ότι ήταν γέρος και πολύ εύθραυστος, µε σκεβρωµένη όψη σακάτη. Τα
µαλλιά του –όσα είχε, δηλαδή– στέκονταν όρθια στο κεφάλι του, το πλαϊνό µέρος του προσώπου του έστιζε ένα αποτρόπαιο σύνολο εγκαυµάτων, ενώ το κεφάλι του πάνω από το αφτί ήταν µια κολλώδης µαύρη φρίκη. Είχα καταφέρει να φτάσω κοντά του, όταν, µε απροσδόκητη σβελτάδα, τίναξε το κάτασπρο µπράτσο του και µε άρπαξε από το χέρι. Προσπάθησα να οπισθοχωρήσω πανικόβλητος, αλλά εκείνος µε έσφιξε ακόµα πιο δυνατά, πνιγµένος από έναν αρρωστηµένα υγρό βήχα. «Πού...» φαινόταν να ψελλίζει. «Πού...» Αγωνιζόταν να µε κοιτάξει, αλλά το κεφάλι του έγερνε βαρύ µπροστά, µε το πιγούνι κολληµένο στο στήθος του, γεγονός που τον ανάγκαζε να µε λοξοκοιτάζει κάτω από τα φρύδια του, σαν όρνεο. Όµως τα µάτια του, εν µέσω αυτού του ρηµαγµένου τοπίου, ήταν γεµάτα ευφυΐα και απελπισία. «Ω Θεέ µου!» είπα, σκύβοντας για να τον βοηθήσω. «Στάσου, στάσου–» Και τότε σταµάτησα, µην ξέροντας τι να κάνω. Το κάτω µέρος του σώµατός του κείτονταν στο έδαφος σαν ένας µπόγος άπλυτα ρούχα. Στηρίχτηκε στα χέρια του, επιστρατεύοντας όλη τη θέλησή του, µε τα χείλη του να κινούνται καθώς αγωνιζόταν να ανασηκωθεί. Ανέδινε µια µυρωδιά τσουρουφλισµένης τρίχας, καµένου µαλλιού. Αλλά το κάτω µισό του σώµατός του φαινόταν αποσυνδεδεµένο από το πάνω, και τελικά σωριάστηκε αδύναµος πίσω, πνιγµένος στο βήχα. Κοίταξα γύρω µου προσπαθώντας να προσανατολιστώ σε αυτό το άγνωστο περιβάλλον, σε πλήρη σύγχυση από το δυνατό χτύπηµα στο κεφάλι που είχα δεχτεί, χωρίς να έχω καµία αίσθηση του χρόνου, χωρίς καν να ξέρω αν ήταν µέρα ή νύχτα. Η µεγαλοσύνη και η ερηµία του χώρου µού προκαλούσαν δέος – το τεράστιο, ασυνήθιστο ύψος του, γεµάτο στρώµατα καπνού σε χρωµατικές διαβαθµίσεις, µε ένα συγκεχυµένο σύµπλεγµα σαν αντίσκηνο να κυµατίζει εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται η οροφή (ή ο ουρανός). Ωστόσο, αν και δεν είχα ιδέα πού βρισκόµουν και γιατί, υπήρχε κάτι µισογνώριµο σε αυτό το τοπίο της καταστροφής, µια κινηµατογραφική φόρτιση στo ψυχρό φως των λαµπτήρων έκτακτης ανάγκης. Στο διαδίκτυο είχα δει στιγµιότυπα από ένα ξενοδοχείο που είχε ανατιναχτεί στην έρηµο, κυψελοειδή δωµάτια παγωµένα σε µια πανοµοιότυπη φωτεινή έκλαµψη τη στιγµή της κατάρρευσης. Τότε θυµήθηκα το νερό. Πισωπάτησα ψάχνοντας ολόγυρα µε το βλέµµα, µέχρι που διέκρινα τη σκονισµένη µπλε ετικέτα µε ένα σκίρτηµα ανακούφισης. «Κοιτάξτε», είπα οπισθοχωρώντας, «πάω µόνο...» Ο γέρος µε κοίταζε µε µια έκφραση ελπίδας και απελπισίας µαζί, σαν ξενηστικωµένο σκυλί υπερβολικά αδύναµο για να κάνει βήµα. «Όχι – περιµένετε. Θα γυρίσω». Τρεκλίζοντας σαν µεθυσµένος, προχώρησα µε κόπο, άλλοτε κάνοντας ελιγµούς και άλλοτε οργώνοντας τα χαλάσµατα, σηκώνοντας τα γόνατα ψηλά για να περάσω πάνω από διάφορα αντικείµενα, ανοίγοντας όπως όπως δρόµο ανάµεσα από τούβλα και κοµµάτια τσιµέντου και παπούτσια και τσάντες και ένα συνονθύλευµα από καψαλισµένα κοµµάτια που δεν είχα καµία διάθεση να κοιτάξω από κοντά. Το µπουκάλι ήταν γεµάτο κατά τα τρία τέταρτα και ζεστό. Αλλά µε την πρώτη γουλιά η δίψα µου πήρε το πάνω χέρι, και είχα κατεβάσει πάνω από το µισό νερό –µε γεύση πλαστικού και ζεστό σαν απόπλυµα–, ώσπου να συνειδητοποιήσω τι έκανα και να αναγκάσω τον εαυτό µου να το καπακώσει και να το βάλει στην τσάντα για να το πάει πίσω σ’ εκείνον. Γονάτισα δίπλα του. Πέτρες τρυπούσαν τα γόνατά µου. Ο άντρας έτρεµε ολόκληρος, η αναπνοή του τραχιά και ρηχή. Το βλέµµα του δεν κατάφερνε να εστιάσει πάνω µου, αλλά γλιστρούσε κάπου πιο πέρα, καρφωµένο µε τρόµο σε κάτι που δεν έβλεπα.
Ψαχούλεψα στην τσάντα για το νερό, όταν άπλωσε το χέρι του στο πρόσωπό µου. Προσεκτικά, µε τα κοκαλιάρικα, κέρινα, γεροντικά δάχτυλά του, παραµέρισε τα µαλλιά από τα µάτια µου και αφαίρεσε ένα θραύσµα γυαλιού από το φρύδι µου, πριν µε χαϊδέψει τρυφερά στο κεφάλι. «Ησύχασε, ησύχασε». Η φωνή του µόλις που ακουγόταν, υπερβολικά βραχνή, καλοσυνάτη, µε έναν απαίσιο πνευµονικό συριγµό. Κοιταχτήκαµε βαθιά στα µάτια για µια παρατεταµένη, αλλόκοτη στιγµή που δεν ξέχασα ποτέ –σαν δυο ζώα που συναντιούνται στο λυκόφως–, στη διάρκεια της οποίας µια σπίθα φάνηκε στα µάτια του, ξεκάθαρη, γοητευτική, και είδα ποιος ήταν στην πραγµατικότητα – κι εκείνος, πιστεύω, είδε εµένα. Εκείνη την απειροελάχιστη στιγµή συνδεθήκαµε και συντονιστήκαµε απόλυτα, σαν δυο µηχανισµοί στο ίδιο κύκλωµα. Και µετά έγειρε ξανά πίσω, τόσο άτονα, που νόµισα ότι είχε πεθάνει. «Ορίστε», είπα αµήχανα, περνώντας το χέρι µου κάτω από την ωµοπλάτη του. «Έτσι µπράβο». Του ανασήκωσα το κεφάλι όσο καλύτερα µπορούσα και τον βοήθησα να πιει από το µπουκάλι. Ελάχιστο κατάφερε να κατεβάσει, ενώ το περισσότερο χύθηκε στο πιγούνι του. Έγειρε ξανά πίσω. Η προσπάθεια τον είχε καταβάλει. «Πίππα», είπε βραχνά. Μελέτησα προσεκτικά το καµένο, κόκκινο πρόσωπό του, σπρωγµένος από κάτι οικείο στα µάτια του, ανοιχτά καστανά και διαυγή. Τον είχα ξαναδεί. Και είχα δει και το κορίτσι, µια στιγµιαία έκλαµψη, µια παροδική διαύγεια, πρόσκαιρη σαν τα φθινοπωρινά φύλλα: κοκκινωπά φρύδια, χρυσοκάστανα µάτια. Το πρόσωπό της καθρεφτιζόταν στο δικό του. Πού να βρισκόταν; Τώρα προσπαθούσε να πει κάτι. Σκασµένα χείλη που ανασάλευαν. Ήθελε να µάθει πού ήταν η Πίππα. Η φωνή του ένας ρόγχος, η ανάσα του κοπιαστική. «Ελάτε», είπα αναστατωµένος, «προσπαθήστε να µείνετε ακίνητος». «Καλύτερα να πάρει το τρένο, είναι πολύ πιο γρήγορο. Εκτός αν τη φέρουν µε αυτοκίνητο». «Μην ανησυχείτε», του είπα, σκύβοντας πιο κοντά. Εγώ δεν ανησυχούσα. Σύντοµα θα ερχόταν κάποιος να µας βοηθήσει, δεν είχα καµία αµφιβολία. «Θα περιµένω εγώ µέχρι να έρθουν». «Είσαι τόσο καλός». Το χέρι του (κρύο και ξερό σαν κλαδί) έσφιξε το δικό µου. «Δε σ’ έχω δει από τότε που ξανάγινες µικρό παιδί. Ήσουν ολόκληρος άντρας την τελευταία φορά που µιλήσαµε». «Μα εγώ είµαι ο Θίο», εξήγησα ύστερα από µια παύση γεµάτη αµηχανία. «Φυσικά και είσαι». Το βλέµµα του, όπως και η λαβή του, ήταν σταθερό και καλοσυνάτο. «Και είµαι βέβαιος ότι έκανες την καλύτερη δυνατή επιλογή. Ο Μότσαρτ είναι πολύ καλύτερος από τον Γκλουκ, δε συµφωνείς;» Δεν ήξερα τι να απαντήσω. «Θα είναι πιο εύκολα για τους δυο σας µαζί. Είναι τόσο σκληροί στις οντισιόν µ’ εσάς τα παιδιά...» Πνίγηκε στο βήχα. Τα χείλη του γυάλιζαν από το αίµα, παχύρρευστο και άλικο. «Δεν υπάρχουν δεύτερες ευκαιρίες». «Ακούστε...» Δε µου φαινόταν σωστό να τον αφήνω να πιστεύει ότι µιλούσε σε κάποιον άλλο. «Ω, αλλά το παίζετε τόσο όµορφα, χρυσό µου, µαζί οι δυο σας. Σε σολ µατζόρε. Το ακούω συνέχεια µες στο µυαλό µου. Απαλά, απαλά, στιγµιαίο άγγιγµα και απογείωση...» Σιγοµουρµούρισε µερικές άτακτες νότες. Ένα τραγούδι. Ήταν ένα τραγούδι.
«...και σου ’χω πει για τα µαθήµατα πιάνου που έκανα στο σπίτι της ηλικιωµένης Αρµένισσας, έτσι δεν είναι; Υπήρχε µια πράσινη σαύρα που ζούσε στο φοίνικα, πράσινη σαν παστίλια µέντας, τρελαινόµουν να την ψάχνω, θυµάµαι... µια φευγαλέα λάµψη στο περβάζι του παραθύρου... µικροσκοπικά φωτάκια στον κήπο... du pays saint[1]. . . είκοσι λεπτά ποδαρόδροµος, κι όµως ήταν σαν να έκανες χιλιόµετρα...» Προς στιγµήν χάθηκε. Μπορούσα να νιώσω το πνεύµα του να πλανιέται µακριά από µένα, να παρασύρεται στροβιλιζόµενο σαν φύλλο σε ρυάκι. Όµως την επόµενη στιγµή επέστρεψε ορµητικά, κι εκείνος ήταν µαζί µου ξανά. «Κι εσύ! Πόσων χρονών είσαι;» «Δεκατριών». «Πας στο Γαλλικό Γυµνάσιο;» «Όχι, το σχολείο µου είναι στο Γουέστ Σάιντ». «Τόσο το καλύτερο, λέω εγώ. Όλα αυτά τα µαθήµατα γαλλικών! Υπερβολικά µεγάλες απαιτήσεις από ένα παιδί όσον αφορά το λεξιλόγιο. Nom et pronom[2], γένος και φύλο. Είναι σαν να κάνεις συλλογή εντόµων». «Παρακαλώ;» «Πάντα µιλούσαν γαλλικά στο Groppi. Το θυµάσαι το Groppi; Με τη ριγέ οµπρέλα και τα παγωτά φιστίκι;» Ριγέ οµπρέλα. Δυσκολευόµουν να σκεφτώ µ’ αυτό τον ανυπόφορο πονοκέφαλο. Το βλέµµα µου πλανήθηκε στη µακρόστενη πληγή στο κρανίο του, που θύµιζε τσεκουριά µε το σκούρο πηγµένο αίµα. Όσο περνούσε η ώρα, αντιλαµβανόµουν όλο και περισσότερους φρικιαστικούς ανθρώπινους όγκους σωριασµένους µέσα στα χαλάσµατα, σκοτεινές µάζες που µόλις διακρίνονταν, πιέζοντάς µας µε τη βουβή παρουσία τους γύρω µας, σκοτάδι παντού και σώµατα άψυχα σαν πάνινες κούκλες, κι ωστόσο ήταν ένα σκοτάδι στο οποίο µπορούσες να αφεθείς, είχε κάτι το νυσταλέο, σαν τα αφρισµένα απόνερα πλοίου που αναδεύονται και στη συνέχεια χάνονται στον παγωµένο µαύρο ωκεανό. Ξαφνικά κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Είχε επανέλθει και µε ταρακουνούσε. Χέρια που ανέµιζαν ψηλά. Ήθελε κάτι. Πάλευε να ανακαθίσει, µε την ανάσα του να βγαίνει σφυριχτή. «Τι πάθατε;» ρώτησα, αποτινάζοντας τη νωθρότητα που µε είχε κυριέψει. Κοντανάσαινε, φανερά ανάστατος, και µε τραβούσε από το µπράτσο. Ανακάθισα έντροµος και κοίταξα γύρω, περιµένοντας να δω έναν καινούριο κίνδυνο να µας απειλεί: γυµνά καλώδια, µια εστία φωτιάς, το ταβάνι έτοιµο να καταρρεύσει. Αρπάζοντας το χέρι µου, το έσφιξε µε δύναµη. «Όχι εκεί», κατάφερε να πει. «Τι πράγµα;» «Μην το αφήσεις. Όχι». Κοίταζε κάπου πέρα από µένα, προσπαθώντας να µου δείξει κάτι. «Πάρ’ το µακριά από δω». Σας παρακαλώ, ξαπλώστε πίσω... «Όχι! Δεν πρέπει να το δουν». Μάνιαζε τώρα, είχε αρπαχτεί από το µπράτσο µου παλεύοντας να ανασηκωθεί. «Έκλεψαν τα χαλιά, θα το πάνε στο τελωνείο και...» Τότε είδα ότι έδειχνε µια σκονισµένη παραλληλόγραµµη τάβλα, ουσιαστικά αόρατη µέσα στα σπασµένα δοκάρια και τα σκουπίδια, µικρότερη σε µέγεθος από το φορητό υπολογιστή που είχα στο σπίτι. «Αυτό;» ρώτησα, κοιτάζοντας πιο προσεκτικά. Ήταν λεκιασµένο µε στάλες από κερί, καλυµµένο µε ένα ακανόνιστο κολάζ από κουρελιασµένες ετικέτες. «Αυτό θέλετε;»
«Σε ικετεύω». Μάτια σφιχτοκλεισµένα. Ήταν ανάστατος, έβηχε τόσο άγρια, ώστε µετά βίας µπορούσε να µιλήσει. Άπλωσα το χέρι µου και σήκωσα την τάβλα από τις άκρες. Ήταν απρόσµενα βαριά για το µέγεθός της. Μια µακριά σχίζα από τη σπασµένη κορνίζα κρεµόταν από τη γωνία. Σκούπισα τη σκονισµένη επιφάνεια µε το µανίκι µου. Ένα κίτρινο πουλάκι, θολό κάτω από την παχιά στρώση άσπρης σκόνης. Στο ίδιο βιβλίο υπήρχε και το Μάθηµα Ανατοµίας, αλλά µ’ έκανε να κατουριέµαι πάνω µου από το φόβο. Μάλιστα, είπα νυσταλέα. Στράφηκα µε τον πίνακα στο χέρι για να της τον δείξω, και τότε συνειδητοποίησα πως δεν ήταν εκεί. Ή µάλλον... ήταν εκεί και δεν ήταν. Ένα κοµµάτι της ήταν εκεί, αλλά ήταν αόρατο. Το αόρατο κοµµάτι ήταν το πιο σηµαντικό. Αυτό ήταν κάτι που δεν είχα καταλάβει µέχρι τότε. Όµως, όταν επιχείρησα να το πω φωναχτά, οι λέξεις βγήκαν συγκεχυµένες, και τότε ήρθε η συνειδητοποίηση, σαν γερό χαστούκι από ένα παγωµένο αόρατο χέρι, ότι έκανα λάθος. Τα δύο κοµµάτια έπρεπε να είναι µαζί. Δεν µπορούσες να έχεις το ένα χωρίς το άλλο. Έτριψα το µέτωπο µε τον καρπό µου και επιχείρησα να καθαρίσω τα µάτια µου από τη σκόνη ανοιγοκλείνοντάς τα γρήγορα και, µε µια τιτάνια προσπάθεια, σαν να σήκωνα ένα βάρος υπερβολικά µεγάλο για τα κυβικά µου, πίεσα τη σκέψη µου να εστιάσει εκεί που έπρεπε: Πού ήταν η µητέρα µου; Για µια φευγαλέα στιγµή ήµασταν τρεις, και η µία από εµάς –ήµουν σχεδόν βέβαιος γι’ αυτό– ήταν εκείνη. Αλλά τώρα υπήρχαν µόνο δύο. Πίσω µου, ο γεράκος είχε αρχίσει να βήχει πάλι και να τρέµει σύγκορµος µε µια ανεξέλεγκτη αίσθηση επείγοντος, πασχίζοντας να µιλήσει. Γύρισα προς το µέρος του και προσπάθησα να του δώσω τον πίνακα. «Ορίστε», του είπα, και µετά, απευθυνόµενος στη µητέρα µου, στο σηµείο όπου µου είχε φανεί ότι ήταν: «Θα γυρίσω σ’ ένα λεπτό». Αλλά δεν ήταν ο πίνακας αυτό που ήθελε. Τον έσπρωξε νευρικά προς το µέρος µου, ψελλίζοντας κάτι ακατάληπτο. Η δεξιά πλευρά του κεφαλιού του ήταν µια κολλώδης µατωµένη µάζα, έτσι ώστε µετά βίας να διακρίνω το αφτί του. «Τι;» ρώτησα, µε το µυαλό µου ακόµα στη µητέρα µου. Πού να ήταν; «Δεν ακούω». «Πάρ’ το». «Κοιτάξτε, θα ξανάρθω. Πρέπει να...» Δεν µπορούσα να το εκφράσω, όχι ακριβώς, αλλά η µητέρα µου ήθελε να πάω στο σπίτι, αµέσως, θα βρισκόµασταν εκεί, αυτό ήταν το ένα πράγµα που είχε καταστήσει απολύτως σαφές– «Πάρ’ το µαζί σου!» Πιέζοντάς το πάνω µου. «Φύγε!» Προσπαθούσε να ανακαθίσει. Τα µάτια του έλαµπαν άγρια. Το φρένιασµά του µε τρόµαζε. «Αφαίρεσαν όλους τους γλόµπους από τους φανοστάτες, διέλυσαν τα µισά σπίτια στο δρόµο...» Μια σταγόνα αίµα κυλούσε αργά στο πιγούνι του. «Σας παρακαλώ», είπα ανεµίζοντας τα χέρια µου, φοβούµενος να τον αγγίξω. «Σας παρακαλώ, ξαπλώστε πίσω...» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι και έκανε να πει κάτι, αλλά η προσπάθεια τον έκανε να καταρρεύσει µε έναν αξιοθρήνητο παροξυσµό υγρού βήχα. Όταν σκούπισε το στόµα του, είδα µια λαµπερή γραµµή αίµατος στην ανάστροφη του χεριού του. «Κάποιος θα έρθει» – αµφιβάλλοντας κι εγώ ο ίδιος, µη βρίσκοντας κάτι άλλο να πω. Με κοίταξε κατάµατα ψάχνοντας κάποιο σηµάδι κατανόησης, κι όταν δεν το βρήκε, γαντζώθηκε πάνω µου σε µια καινούρια προσπάθεια να ανακαθίσει. «Φωτιά», είπε µε ένα απαίσιο γουργουρητό στη φωνή του. «Η βίλα στο Μαάντι. On a tout
perdu[3]». Νέα κρίση βήχα. Στα ρουθούνια του εµφανίστηκε αχνιστός αφρός γαρνιρισµένος µε κόκκινο. Εν µέσω αυτής της εξωπραγµατικής κατάστασης, ανάµεσα σε τύµβους από πέτρες και σπασµένους µονόλιθους, είχα µια ονειρική αίσθηση ότι τον είχα απογοητεύσει, ότι τα είχα θαλασσώσει σε κάποια µυθική αποστολή ζωτικής σηµασίας από αδεξιότητα και άγνοια. Παρότι δε φαινόταν ούτε υποψία φλόγας ανάµεσα στα πέτρινα συντρίµµια, σύρθηκα και τοποθέτησα τον πίνακα µέσα στη νάιλον τσάντα για τα ψώνια, µόνο και µόνο για να µην τον βλέπει, αφού τον τάραζε τόσο. «Μην ανησυχείτε», είπα. «Θα...» Είχε ήδη ηρεµήσει. Άπλωσε το χέρι στον καρπό µου, τα µάτια του σταθερά και διαυγή, και ένιωσα έναν ψυχρό άνεµο παραλόγου να πνέει πάνω µου. Είχα κάνει αυτό που έπρεπε να κάνω. Όλα θα πήγαιναν καλά πλέον. Κι ενώ αφηνόµουν στην παρηγοριά αυτής της σκέψης, εκείνος µου έσφιξε το χέρι καθησυχαστικά, σαν να είχα εκφράσει φωναχτά τη σκέψη µου. Θα φύγουµε από δω, είπε. «Το ξέρω». «Τύλιξέ το σε εφηµερίδες και παράχωσέ το στον πάτο του µπαούλου, χρυσό µου. Μαζί µε τα άλλα κειµήλια». Ανακουφισµένος που είχε ηρεµήσει, εξαντληµένος από το δικό µου πονοκέφαλο, µε κάθε ανάµνηση της µητέρας µου να ξεθωριάζει σε ένα αδύναµο φτερούγισµα νυχτοπεταλούδας, βολεύτηκα δίπλα του και έκλεισα τα µάτια, νιώθοντας µια ανεξήγητη άνεση και ασφάλεια. Απών, ρεµβάζων. Εκείνος παραµιλούσε ξέπνοα: ξενικά ονόµατα, ποσά και αριθµοί, λίγες γαλλικές λέξεις, αλλά κυρίως αγγλικά. Θα ερχόταν ένας άντρας να δει τα έπιπλα. Ο Αµπντού είχε µπλεξίµατα επειδή είχε πετάξει πέτρες. Κι ωστόσο, µε έναν παράξενο τρόπο, όλα έβγαζαν νόηµα, σε βαθµό που µπορούσα να δω τον περιποιηµένο κήπο µε τους φοίνικες, το πιάνο και την πράσινη σαύρα στον κορµό του δέντρου λες και ήταν σελίδες σε φωτογραφικό άλµπουµ. Θα καταφέρεις να γυρίσεις µόνος σου στο σπίτι, χρυσό µου; θυµάµαι ότι µε ρώτησε κάποια στιγµή. «Φυσικά». Ήµουν ξαπλωµένος πλάι του, µε το κεφάλι µου στο ύψος του ασθενικού γέρικου στέρνου του, οπότε µπορούσα να ακούω κάθε σκάλωµα και σφύριγµα της ανάσας του. «Κάθε µέρα πηγαινοέρχοµαι µόνος µου µε το τρένο». «Και πού είπες ότι µένεις τώρα;» Το χέρι του στο κεφάλι µου, πολύ τρυφερά, όπως ακουµπάς το χέρι σου στο κεφάλι ενός σκύλου που αγαπάς. «Στην Ανατολική 57η Οδό». «Α, ναι! Κοντά στο Le Veau d’Or;» «Ε, µερικά τετράγωνα πιο πέρα». Το Le Veau d’Or ήταν ένα φηµισµένο γαλλικό εστιατόριο στο οποίο άρεσε στη µητέρα µου να πηγαίνουµε τότε που είχαµε λεφτά. Εκεί είχα φάει τα πρώτα µου εσκαργκό και είχα δοκιµάσει το ξακουστό κονιάκ Marc de Bourgogne από το ποτήρι της. «Προς το Σέντραλ Παρκ, δηλαδή;» «Όχι, προς το ποτάµι». «Αρκετά κοντά, χρυσό µου. Μπεζεδάκια και χαβιάρι. Πόσο λάτρεψα αυτή την πόλη από την πρώτη στιγµή που την είδα! Όµως, πάλι, δεν είναι το ίδιο, σωστά; Μου λείπουν τροµερά όλα, εσένα όχι; Η βεράντα και ο...» «Κήπος». Γύρισα να τον κοιτάξω. Αρώµατα και µελωδίες. Μέσα στο βάλτο της παραζάλης µου, είχα την αίσθηση πως ήταν ένας καλός φίλος ή ένα µέλος της οικογένειας που είχα
ξεχάσει, κάποιος χαµένος από καιρό συγγενής της µητέρας µου... «Ω, η µητέρα σου! Η λατρευτή µου! Δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που ήρθε να παίξει. Ήταν το πιο όµορφο κορίτσι που έχω δει στη ζωή µου!» Πώς ήξερε ότι τη σκεφτόµουν; Ήµουν έτοιµος να τον ρωτήσω, όµως είχε αποκοιµηθεί. Τα µάτια του ήταν σφαλιστά, αλλά η ανάσα του γοργή και τραχιά, σαν να έτρεχε να ξεφύγει από κάτι. Είχα αρχίσει να σβήνω κι εγώ –µόνιµο κουδούνισµα στα αφτιά µου, ένα µονότονο βουητό, και στο στόµα µου µια µεταλλική γεύση σαν να ήµουν στον οδοντίατρο–, και µπορεί να είχα βυθιστεί στη λήθη για να µην ξαναβγώ ποτέ, αν δε µε ταρακουνούσε κάποια στιγµή εκείνος, τόσο άγρια µάλιστα, ώστε βγήκα από τη χαύνωσή µου µε ένα τίναγµα πανικού. Μουρµούριζε κάτι, τραβολογώντας το δείκτη του. Έβγαλε το δαχτυλίδι του, ένα βαρύ χρυσό κόσµηµα µε λαξευµένη πέτρα, και προσπάθησε να µου το δώσει. «Σταµατήστε, δεν το θέλω», είπα και τραβήχτηκα πίσω. «Γιατί το κάνετε αυτό;» Αλλά εκείνος το έχωσε στην παλάµη µου. Ματωµένες φυσαλίδες έβγαιναν από το στόµα του µε κάθε εκπνοή. «Χόµπαρτ και Μπλάκγουελ», είπε µε φωνή που ακουγόταν λες και πνιγόταν από µέσα. «Πάτα το πράσινο κουδούνι». «Πράσινο κουδούνι», επανέλαβα δύσπιστα. Κούνησε το κεφάλι µπρος πίσω άτονα, ζαλισµένος σαν να είχε δεχτεί σοβαρά χτυπήµατα, µε τα χείλη του να τρεµουλιάζουν. Τα µάτια του ήταν απλανή. Όταν γλίστρησαν από πάνω µου χωρίς να µε βλέπουν, ένιωσα τις τρίχες στο σβέρκο µου να σηκώνονται. «Πες στον Χόµπι να βγει έξω από το µαγαζί», είπε βαριά. Αδυνατώντας να πιστέψω αυτό που ζούσα, κοίταζα το αίµα να ρέει άλικο και λαµπερό από την άκρη των χειλιών του. Χαλάρωσε τη γραβάτα του µε ένα απότοµο τράβηγµα. «Σταθείτε...» έκανα να βοηθήσω, αλλά απώθησε τα χέρια µου χτυπώντας τα. «Να κλείσει την ταµειακή και να βγει έξω!» είπε τραχιά. «Ο πατέρας του στέλνει κάτι παλικάρια να τον ξυλοφορτώσουν...» Τα µάτια του γύρισαν προς τα πάνω, τα βλέφαρά του πετάρισαν. Και µετά θαρρείς και βούλιαξε προς τα µέσα, καταρρέοντας και χάνοντας κάθε ίχνος δύναµης, σαν να είχε ξεφουσκώσει και να µην είχε µείνει καθόλου αέρας µέσα του, τριάντα δευτερόλεπτα, σαράντα, ένας µπόγος από παλιά ρούχα, όµως τότε –τόσο βίαια, ώστε τινάχτηκα ξαφνιασµένος– το στήθος του φούσκωσε µε έναν τραχύ ήχο φυσερού και εκτόξευσε βήχοντας µια ρουκέτα πηχτού αίµατος που µε κάλυψε ολόκληρο. Ανασηκώθηκε όπως όπως στους αγκώνες του, ασθµαίνοντας σαν λαχανιασµένο σκυλί για µισό λεπτό περίπου, µε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει φρενιασµένα, πάνω κάτω, πάνω κάτω, τα µάτια του στυλωµένα σε κάτι που δεν µπορούσα να δω, ενώ όλη αυτή την ώρα µού έσφιγγε το χέρι λες και, αν κρατιόταν από κάτι αρκετά σφιχτά, θα ήταν εντάξει. «Είστε καλά;» ρώτησα στα πρόθυρα υστερίας, έτοιµος να βάλω τα κλάµατα. «Με ακούτε;» Όπως µε έσφιγγε και σφάδαζε –σαν ψάρι έξω από το νερό–, του ανασήκωσα λίγο το κεφάλι, ή έστω προσπάθησα, µην ξέροντας πώς να το κάνω, τρέµοντας µήπως τον πονέσω, ενώ εκείνος συνέχιζε να µου σφίγγει το χέρι λες και κρεµόταν από ένα ψηλό κτίριο και κινδύνευε να πέσει στο κενό. Κάθε ανάσα ήταν ένας µεµονωµένος επίπονος µόχθος, µια υπερβολικά βαριά πέτρα που σηκωνόταν µε υπεράνθρωπη προσπάθεια, για να πέσει στο έδαφος ξανά και ξανά. Κάποια στιγµή µε κοίταξε ίσια στα µάτια, µε το αίµα να πληµµυρίζει το στόµα του, και φάνηκε να λέει κάτι, αλλά οι λέξεις δεν ήταν πια παρά ένα γουργουρητό που κυλούσε στο σαγόνι του.
Και τότε –για µεγάλη µου ανακούφιση– φάνηκε να ηρεµεί, να γαληνεύει, η λαβή του στο χέρι µου χαλάρωσε, λύθηκε, µια αίσθηση βύθισης και περιδίνησης, σαν να επέπλεε ανάσκελα στο νερό, ξεµακραίνοντας. «Καλύτερα;» ρώτησα, και τότε... Έριξα προσεκτικά λίγο νερό στο στόµα του –τα χείλη του αντέδρασαν, τα είδα να κινούνται–, και µετά, γονατιστός, σαν παραγιός σε παραµύθι, καθάρισα κάπως το αίµα από το πρόσωπό του µε τη φόδρα της τσέπης του. Κι όπως παραδινόταν, βασανιστικά αργά και σταδιακά, στην απόλυτη ακινησία, κάθισα πίσω στις φτέρνες µου και κάρφωσα το βλέµµα στο ρηµαγµένο πρόσωπό του. Κύριε; µουρµούρισα. Ένα χάρτινο βλέφαρο, µισόκλειστο, συσπάστηκε, ένας αδύναµος σπασµός γαλαζωπών φλεβών. «Αν µπορείτε να µ’ ακούσετε, σφίξτε µου το χέρι». Αλλά το χέρι του ήταν παράλυτο µέσα στο δικό µου. Έµεινα εκεί κοιτάζοντάς τον, µην ξέροντας τι να κάνω. Ήταν ώρα να φύγω, είχα αργήσει πάρα πολύ –η µητέρα µου το είχε καταστήσει απόλυτα ξεκάθαρο ότι δεν είχα χρόνο για χάσιµο–, όµως δεν έβλεπα πουθενά κάποια οδό διαφυγής από το χώρο που βρισκόµουν, και µάλιστα από κάποιες απόψεις µού ήταν πάρα πολύ δύσκολο να µε φανταστώ οπουδήποτε αλλού στον κόσµο – ή να φανταστώ ότι υπήρχε άλλος κόσµος πέρα από αυτόν. Ήταν λες και δεν είχα ζήσει ποτέ µου άλλη ζωή. «Μ’ ακούτε;» τον ρώτησα για στερνή φορά, σκύβοντας κοντά του για να ακουµπήσω σχεδόν το αφτί µου στο µατωµένο στόµα του. Αλλά κανένας ήχος δεν ερχόταν πια από εκεί.
[1] Tου αγίου τόπου (γαλλικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [2] Oυσιαστικό και αντωνυµία (γαλλικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [3] Χάσαµε τα πάντα (γαλλικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.)
vi.
ΜΗ ΘΕΛΟΝΤΑΣ ΝΑ ΤΟΝ ΕΝΟΧΛΗΣΩ, σε περίπτωση που απλώς κοιµόταν, έβαλα τα δυνατά µου να σηκωθώ όσο πιο ήσυχα µπορούσα. Πονούσα ολόκληρος. Στάθηκα για λίγο κοιτάζοντάς τον από ψηλά, σκουπίζοντας τα χέρια µου στο σακάκι της σχολικής στολής µου –είχα πασαλειφτεί ολόκληρος µε το αίµα του, ένιωθα τα χέρια µου να κολλάνε από αυτό–, και µετά περιεργάστηκα το σεληνιακό τοπίο της καταστροφής προσπαθώντας να προσανατολιστώ µε κάποιον τρόπο, να διαλέξω τον καλύτερο δρόµο διαφυγής. Όταν έφτασα –µε αρκετή δυσκολία– στο κέντρο του χώρου, ή αυτό που έµοιαζε να είναι το κέντρο του χώρου, είδα ότι µια πόρτα ήταν φρακαρισµένη από χαλάσµατα που κρέµονταν, οπότε έκανα µεταβολή και άρχισα να κινούµαι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εκεί είχε γκρεµιστεί το ανώφλι, σε ένα σωρό από τούβλα που έφτανε σχεδόν στο ύψος µου, αλλά άφηνε ένα καπνισµένο άνοιγµα στην κορυφή, αρκετά µεγάλο για να χωράει ολόκληρο αυτοκίνητο. Αµέσως άρχισα µια επίπονη αναρρίχηση, σκαρφαλώνοντας µε τα τέσσερα, πατώντας πάνω ή παρακάµπτοντας σπασµένους όγκους από µπετόν, αλλά δεν είχα προχωρήσει πολύ, όταν συνειδητοποίησα ότι δε θα µπορούσα να βγω από εκείνη τη µεριά. Μικρές γλώσσες φωτιάς έγλειφαν τους απέναντι τοίχους αυτού που πρέπει να ήταν το κατάστηµα αναµνηστικών από την έκθεση, τσιτσιρίζοντας και σπιθίζοντας στο µισοσκόταδο, κάποιες, µάλιστα, αρκετά χαµηλότερα από το ύψος όπου έπρεπε να βρίσκεται κανονικά το πάτωµα. Δε µου άρεσε το θέαµα στην άλλη πόρτα (αφρώδη πλαστικά µε κόκκινους λεκέδες, η µύτη ενός αντρικού παπουτσιού να εξέχει από ένα σωρό από συντρίµµια), αλλά τουλάχιστον το µεγαλύτερο µέρος του υλικού που την έφραζε δεν ήταν ιδιαίτερα συµπαγές. Αφού ξανάκανα τη διαδροµή προς την αντίθετη κατεύθυνση, αποφεύγοντας κάποια καλώδια που κρέµονταν από το ταβάνι πετώντας σπίθες, κρέµασα την τσάντα στον ώµο µου και πήρα µια βαθιά ανάσα για να βουτήξω µε το κεφάλι στο τροµερό συνονθύλευµα. Ένιωσα στη στιγµή να µε πνίγει η σκόνη και µια αψιά χηµική µυρωδιά. Βήχοντας, προσευχόµενος να µην υπήρχαν άλλα γυµνά καλώδια αιωρούµενα στο κενό, προχώρησα ψαχουλευτά στο σκοτάδι, µε κάθε είδους συντρίµµια να ξεκολλάνε και να πέφτουν βροχή στα µάτια µου: χαλίκια, θρύµµατα γύψου, θραύσµατα και χοντρά κοµµάτια από ένας-Θεός-ξέρειτι. Κάποια οικοδοµικά υλικά ήταν ελαφριά, κάποια άλλα όχι. Όσο περισσότερο προχωρούσα, τόσο πύκνωνε το σκοτάδι και ανέβαινε η θερµοκρασία. Κάθε τόσο ο δρόµος µου στένευε ή µπλόκαρε απρόοπτα, ενώ στα αφτιά µου έφτανε ένας αχός πολύβουου πλήθους, που δεν ήξερα από πού ερχόταν. Αναγκάστηκα πολλές φορές να ζουληχτώ για να παρακάµψω διάφορα πράγµατα. Άλλες φορές περπατούσα και άλλες σερνόµουν, περισσότερο διαισθανόµενος παρά βλέποντας τα κορµιά που υπήρχαν µέσα στα χαλάσµατα, µια ενοχλητικά µαλακή αίσθηση που υποχωρούσε κάτω από το βάρος µου. Αλλά το χειρότερο ήταν η µυρωδιά: καµένα ρούχα, τσουρουφλισµένα µαλλιά και σάρκα και η µεταλλική δυσοσµία του φρέσκου αίµατος, χαλκός και κασσίτερος και αλάτι. Τα χέρια µου είχαν καταγδαρθεί, όπως και τα γόνατά µου. Έσκυβα να περάσω κάτω από
διάφορα πράγµατα και έκανα το γύρο άλλων, ψηλαφίζοντας για να βρω το δρόµο µου, µε το γοφό µου να σέρνεται πάνω σε κάποιου είδους µακρύ τόρνο ή δοκάρι, µέχρι που βρέθηκα εγκλωβισµένος από µια συµπαγή µάζα που έδινε την αίσθηση τοίχου. Με δυσκολία –γιατί το σηµείο ήταν πολύ στενό– κατάφερα να στραφώ και να βάλω το χέρι µου µέσα στην τσάντα που κρεµόταν από τον ώµο µου για να βρω ένα φως. Ήθελα το µπρελόκ µε το φακό –ήταν στον πάτο, κάτω από τον πίνακα–, αλλά τα δάχτυλά µου βρήκαν το τηλέφωνο. Το άνοιξα και σχεδόν αµέσως το άφησα να πέσει, επειδή στο φως του είχα δει ένα αντρικό χέρι που πρόβαλλε ανάµεσα από δύο τσιµεντένιους ογκόλιθους. Παρά τη φρίκη µου, θυµάµαι ότι ένιωσα ευγνώµων που ήταν µόνο ένα χέρι, αν και τα δάχτυλα είχαν µια απαίσια κρεάτινη, µαυριδερή και πρησµένη όψη που δεν κατάφερα ποτέ να ξεχάσω. Ακόµα και τώρα εξακολουθώ πού και πού να τινάζοµαι έντροµος όταν κάποιος ζητιάνος στο δρόµο τείνει ξαφνικά προς το µέρος µου ένα τέτοιο χέρι, πρησµένο και µαυρισµένο από τη βρόµα γύρω από τα νύχια. Υπήρχε ακόµα ο φακός, αλλά ήθελα το τηλέφωνο. Έριχνε µια αχνή λάµψη µέσα στην κοιλότητα όπου βρισκόµουν. Όµως, όταν ανέκτησα αρκετά την ψυχραιµία µου για να µπορέσω να σκύψω να το πιάσω, η οθόνη έσβησε. Ένα τοξικό πράσινο µετείκασµα έµεινε να αιωρείται στη µαυρίλα µπροστά µου. Ρίχτηκα στα γόνατα και άρχισα να µπουσουλάω στο σκοτάδι, ψαχουλεύοντας και µε τα δύο χέρια ανάµεσα σε πέτρες και γυαλιά, αποφασισµένος να το βρω. Νόµιζα ότι ήξερα πού βρισκόταν, ή έστω στο περίπου, και συνέχισα να το ψάχνω ίσως για περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Κι όταν πλέον απελπίστηκα και επιχείρησα να σηκωθώ, συνειδητοποίησα ότι είχα συρθεί µε τα τέσσερα σε ένα πιο χαµηλό κοίλωµα, όπου δε χωρούσα να σταθώ όρθιος, µε µια συµπαγή επιφάνεια γύρω στα δέκα εκατοστά πάνω από το κεφάλι µου. Να κάνω µεταβολή δεν µπορούσα. Ούτε και να οπισθοχωρήσω. Αποφάσισα, λοιπόν, να συρθώ προς τα εµπρός, µε την ελπίδα ότι θα έβρισκα σύντοµα κάποιο άνοιγµα, κι έτσι βρέθηκα να έρπω µε δυσκολία, κυριευµένος από µια βαριά αίσθηση ήττας και απελπισίας, µε το κεφάλι µου αγκυλωµένο στο πλάι. Όταν ήµουν γύρω στα τέσσερα, είχα εγκλωβιστεί µέσα σε ένα εντοιχισµένο κρεβάτι στο παλιό µας διαµέρισµα στην Έβδοµη Λεωφόρο, κάτι που µπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά δεν ήταν καθόλου. Νοµίζω ότι θα είχα πεθάνει από ασφυξία αν η Αλαµέντα, η τότε οικιακή βοηθός µας, δεν είχε ακούσει τις πνιχτές κραυγές µου και δε µε είχε βγάλει. Το να προσπαθώ να ελιχθώ µέσα σ’ εκείνο το ασφυκτικό τούνελ ήταν περίπου το ίδιο, αν και σίγουρα χειρότερο, µε όλα εκείνα τα γυαλιά, το καυτό µέταλλο, τη δυσωδία των καµένων ρούχων και τους µαλακούς όγκους που περιστασιακά ένιωθα πάνω µου και δεν ήθελα ούτε να σκέφτοµαι τι µπορεί να ήταν. Mπάζα συνέχιζαν να πέφτουν σαν βροχή πάνω µου, το στόµα µου είχε γεµίσει σκόνη, πνιγόµουν στο βήχα και ήµουν στο χείλος του πανικού, όταν συνειδητοποίησα ότι µπορούσα να δω, αµυδρά έστω, την τραχιά υφή των σπασµένων τούβλων γύρω µου. Φως –το πιο αχνό φέγγος που θα µπορούσε κανείς να φανταστεί– εισερχόταν αδιόρατα από τα αριστερά, σε ύψος γύρω στα είκοσι εκατοστά από το έδαφος. Χαµήλωσα ακόµα περισσότερο και βρέθηκα να κοιτάζω από ψηλά το αχνοφώτιστο µωσαϊκό της αίθουσας από πίσω. Ένας πρόχειρος σωρός από αντικείµενα που έµοιαζαν µε εξοπλισµό οµάδας διάσωσης (σκοινιά, τσεκούρια, λοστοί, µια φιάλη οξυγόνου µε τα αρχικά του Πυροσβεστικού Σώµατος της Νέας Υόρκης) κείτονταν φύρδην µίγδην στο δάπεδο. «Είναι κανείς εκεί;» φώναξα. Χωρίς να περιµένω απάντηση, βούτηξα και άρχισα να σέρνοµαι µέσα από την τρύπα όσο πιο γρήγορα µπορούσα. Ο χώρος ήταν στενός. Αν ήµουν λίγο µεγαλύτερος σε ηλικία ή µερικά κιλά βαρύτερος, ίσως
να µη χωρούσα να περάσω. Κάπου στα µισά η τσάντα που κουβαλούσα σκάλωσε και προς στιγµήν φοβήθηκα ότι θα αναγκαζόµουν να την παρατήσω για να σωθώ, και σκασίλα µου για τον πίνακα, όπως θυσιάζει η σαύρα την ουρά της. Αλλά, ευτυχώς, µε ένα τελευταίο απότοµο τράβηγµα, κατάφερα να την ξεσκαλώσω, προκαλώντας µια βροχή από θρύµµατα σπασµένου γύψου. Από πάνω µου υπήρχε ένα είδος δοκού που φαινόταν να συγκρατεί έναν τεράστιο όγκο από οικοδοµικά υλικά, κι όπως ελισσόµουν και φιδογύριζα για να περάσω από κάτω, έτρεµα στην ιδέα ότι µπορεί να γλιστρούσε και να µε έκοβε στα δύο, µέχρι που είδα ότι κάποιος την είχε σταθεροποιήσει µε ένα γρύλο. Μόλις βρέθηκα από την άλλη πλευρά, σηκώθηκα στα πόδια µου, µε τα µάτια µου γεµάτα δάκρυα και πληµµυρισµένος από ανακούφιση. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξα άλλη µια φορά, απορώντας γιατί υπήρχε τόσος εξοπλισµός τριγύρω, αλλά ούτε ένας πυροσβέστης. Η αίθουσα ήταν µισοσκότεινη αλλά σχεδόν ανέπαφη, µε αραιά στρώµατα καπνού που πύκνωναν ψηλότερα. Ωστόσο αρκούσε µια µατιά στα φώτα και στις κάµερες ασφαλείας, στραβωµένα όλα ώστε να βλέπουν προς το ταβάνι, για να µαντέψεις την τροµερή δύναµη που είχε σαρώσει µε σφοδρότητα το χώρο. Ήταν τέτοια η χαρά µου που βρισκόµουν ξανά σε σχετικά ανοιχτό χώρο, ώστε κύλησαν µερικές στιγµές πριν συνειδητοποιήσω την παραδοξότητα του να είµαι το µοναδικό άτοµο που στεκόταν όρθιο σε µια αίθουσα γεµάτη κόσµο. Όλοι οι άλλοι ήταν ξαπλωµένοι, εκτός από µένα. Υπήρχαν τουλάχιστον καµιά δεκαριά άνθρωποι στο πάτωµα – όχι όλοι ακέραιοι. Έδιναν την εντύπωση ότι είχαν γκρεµιστεί από µεγάλο ύψος. Τρία ή τέσσερα πτώµατα ήταν εν µέρει καλυµµένα µε πανωφόρια πυροσβεστών, που άφηναν µόνο τα πόδια ακάλυπτα. Άλλα κείτονταν πλήρως εκτεθειµένα, ανάµεσα σε τεράστιες κηλίδες που απλώνονταν ακτινωτά σαν εκρήξεις. Οι πιτσιλιές και οι εκρήξεις έδιναν µια βίαιη αίσθηση, σαν να είχε ψεκάσει κανείς αίµα ολόγυρα, µια υστερική εντύπωση κίνησης µέσα στη γενική ακινησία. Θυµάµαι ιδιαίτερα µια µεσόκοπη κυρία µε µια αιµατοβαµµένη µπλούζα που έφερε µια στάµπα η οποία απεικόνιζε αβγά Φαµπερζέ – ένα ρούχο που θα µπορούσε να είχε αγοράσει από το κατάστηµα του µουσείου. Τα µάτια της, τονισµένα µε µαύρο µολύβι, ατένιζαν απλανώς το ταβάνι. Το ωραίο της µαύρισµα οφειλόταν, προφανώς, σε κάποιο προϊόν οµορφιάς, αφού το δέρµα της διατηρούσε µια υγιή λάµψη ώριµου βερίκοκου, παρότι έλειπε το πάνω µέρος του κεφαλιού της. Αχνά φωτισµένες ελαιογραφίες, θαµπωµένες επιχρυσώσεις. Προχώρησα µε µικρά βήµατα µέχρι τη µέση του δωµατίου, τρεκλίζοντας, καθώς τα πόδια µου δε µε κρατούσαν. Άκουγα την ανάσα µου τραχιά σε κάθε εισπνοή και εκπνοή, και υπήρχε µια αλλόκοτη ρηχότητα σε αυτό τον ήχο, µια εφιαλτική ελαφρότητα. Δεν ήθελα να κοιτάξω, αλλά έπρεπε. Ένας µικρόσωµος Ασιάτης, αξιολύπητος µέσα στο ανοιχτό καφέ αντιανεµικό του, κουλουριασµένος µέσα σε µια λίµνη αίµατος. Ένας φύλακας (η στολή ήταν το µόνο αναγνωρίσιµο πράγµα πάνω του, το πρόσωπό του κατακαµένο) µε το ένα µπράτσο στριµµένο αφύσικα πίσω από την πλάτη του και ένα φρικτό πίδακα αίµατος εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται το πόδι του. Αλλά το πιο βασικό, το πιο σηµαντικό απ’ όλα: Κανείς από τους νεκρούς που κείτονταν εκεί δεν ήταν εκείνη. Ανάγκασα τον εαυτό µου να τους κοιτάξει όλους, έναν προς έναν –ακόµα κι όταν δεν άντεχα να κοιτάξω τα πρόσωπά τους, γνώριζα τα πόδια της µητέρας µου, τα ρούχα της, τα ασπρόµαυρα παπούτσια της–, και, για πολλή ώρα αφότου σιγουρεύτηκα γι’ αυτό, πίεσα τον εαυτό µου να σταθεί ανάµεσά τους, αναδιπλωµένος στον εαυτό µου σαν άρρωστο περιστέρι µε τα µάτια κλειστά.
Στην επόµενη αίθουσα κι άλλοι νεκροί. Τρεις. Χοντρός άντρας µε καρό γιλέκο· παραµορφωµένη γηραιά κυρία· ένα βυζανιάρικο κοριτσάκι, µε µοναδικό σηµάδι πάνω του µια κατακόκκινη αµυχή στον κρόταφό του. Από εκεί και πέρα δεν υπήρχαν άλλοι. Διέσχισα κάµποσες αίθουσες µε διάσπαρτο εξοπλισµό συνεργείων διάσωσης, όµως, παρά τις κηλίδες στο πάτωµα, δεν είδα άλλα πτώµατα. Μπαίνοντας στη φαινοµενικά µακρινή αίθουσα όπου έπρεπε να βρίσκεται εκείνη, στην οποία είχε πει ότι θα πήγαινε, στην αίθουσα µε το Μάθηµα Ανατοµίας –κλείνοντας σφιχτά τα µάτια, ευχόµενος µε όλη µου τη δύναµη–, το µόνο που είδα ήταν τα ίδια φορεία και ο ίδιος εξοπλισµός, κι όταν προχώρησα µέσα στην αλλόκοτα εκκωφαντική σιγαλιά, οι µοναδικοί µάρτυρες της σκηνής ήταν οι ίδιοι δύο σαστισµένοι Ολλανδοί που ατένιζαν τη µητέρα µου κι εµένα από τον πίνακα στον τοίχο: Τι γυρεύετε εσείς εδώ; Και τότε κάτι έσπασε µέσα µου. Δε θυµάµαι καν πώς έγινε, απλώς βρισκόµουν σε ένα διαφορετικό µέρος και έτρεχα, έτρεχα µέσα από αίθουσες που ήταν άδειες, µε µόνη εξαίρεση µια θολούρα κάπνας που έκανε το µεγαλείο να φαντάζει άυλο και εξωπραγµατικό. Νωρίτερα οι αίθουσες µου είχαν φανεί σχετικά προσιτές, µε µια δαιδαλώδη αλλά λογική αλληλουχία, στο πλαίσιο της οποίας όλες οι διακλαδώσεις συνέκλιναν στο κατάστηµα δώρων. Όµως, κάνοντας την ίδια διαδροµή τρέχοντας ξέφρενα προς την αντίθετη κατεύθυνση, συνειδητοποίησα ότι µόνο ευθύγραµµη δεν ήταν η πορεία. Ξανά και ξανά έστριψα σε αδιέξοδα και βρέθηκα σε δωµάτια που δεν οδηγούσαν πουθενά. Πόρτες και είσοδοι δε βρίσκονταν εκεί που περίµενα ότι θα ήταν, ξεκάρφωτες βάσεις αγαλµάτων ξεπρόβαλλαν από το πουθενά. Παίρνοντας πολύ κλειστά τη στροφή σε µια γωνία, έπεσα σχεδόν µε τα µούτρα πάνω σε µια συντροφιά πολιτοφυλάκων του Φρανς Χαλς: µεγαλόσωµοι, γεροδεµένοι κοκκινοµάγουλοι τύποι, θολωµένοι από την πολλή µπίρα, σαν αστυνοµικοί της Νέας Υόρκης σε αποκριάτικο πάρτι. Με κοίταξαν ψυχρά αφ’ υψηλού µε σκληρά, περιγελαστικά µάτια, προτού ξαναβρώ την αυτοκυριαρχία µου, υποχωρήσω και τραπώ πάλι σε άτακτη φυγή. Ακόµα και µια συνηθισµένη µέρα µπορούσα να χαθώ µέσα στο µουσείο (περιπλανώµενος άσκοπα σε αίθουσες µε έργα τέχνης της Ωκεανίας, τοτέµ και µονόξυλα), και µερικές φορές έπρεπε να πλησιάσω κάποιο φύλακα και να του ζητήσω οδηγίες για την έξοδο. Ιδιαίτερα οι αίθουσες εκθέσεων ζωγραφικής µπορούσαν να προκαλέσουν µεγάλη σύγχυση, αφού αναδιατάσσονταν όλη την ώρα. Κι έτσι όπως έτρεχα µέσα στους έρηµους διαδρόµους, µέσα στο απόκοσµο ηµίφως, ένιωθα να µε κυριεύει όλο και µεγαλύτερος τρόµος. Νόµιζα ότι ήξερα το δρόµο για την κεντρική σκάλα, αλλά, µόλις άφησα πίσω µου τις αίθουσες περιοδικών εκθέσεων, τα πάντα γύρω µου φάνταζαν άγνωρα και, ύστερα από δύο τρία λεπτά που έστριβα ζαλισµένος σε διαδρόµους οι οποίοι δεν ήµουν καθόλου σίγουρος πού οδηγούσαν, κατάλαβα ότι δεν είχα ιδέα πού βρισκόµουν. Χωρίς να καταλάβω πώς, είχα διασχίσει τις αίθουσες µε τα ιταλικά αριστουργήµατα (σταυρωµένους Χριστούς και αγίους σε έκσταση, ερπετά και εµπόλεµους αγγέλους) και είχα βρεθεί στην Αγγλία του δέκατου όγδοου αιώνα, ένα τµήµα του µουσείου που είχα επισκεφθεί ελάχιστες φορές και δε γνώριζα καθόλου. Μακριές και κοµψές γραµµές εκτείνονταν µπροστά µου, λαβυρινθώδεις αίθουσες που έδιναν την αίσθηση στοιχειωµένου αρχοντικού: λόρδοι µε περούκες δικαστή, ψυχρές καλλονές του Γκέινσµπορο που παρατηρούσαν περιφρονητικά την αγωνία µου. Οι βασιλικές διαστάσεις ήταν εξοργιστικές, αφού δε φαίνονταν να οδηγούν στη σκάλα ή σε κάποιον από τους κεντρικούς διαδρόµους, αλλά µόνο σε άλλες, πανοµοιότυπες, εξίσου µεγαλοπρεπείς αίθουσες. Ήµουν έτοιµος να µπήξω τα κλάµατα, όταν διέκρινα ξαφνικά µια πόρτα που µπορούσε κάλλιστα να περάσει απαρατήρητη στην άκρη του τοίχου της αίθουσας.
Δεν την έβλεπες µε τη µία αυτή την πόρτα, βαµµένη όπως ήταν στο ίδιο χρώµα µε τους τοίχους, το είδος της πόρτας που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα έµενε κλειδωµένη. Ο µόνος λόγος που µου τράβηξε την προσοχή ήταν επειδή ήταν µια ιδέα ανοιχτή: η αριστερή της πλευρά δεν ευθυγραµµιζόταν µε τον τοίχο, είτε επειδή δεν είχε κλείσει σωστά είτε επειδή δεν µπορούσε να κλειδώσει µε κοµµένο το ρεύµα, δεν ξέρω. Παρ’ όλα αυτά, αποδείχτηκε µπελάς να την ανοίξω – ήταν βαριά, χαλύβδινη, και έπρεπε να βάλω όλη µου τη δύναµη. Ξαφνικά, µε έναν ασθµατικό συριγµό, υποχώρησε τόσο απρόσµενα, ώστε παραλίγο να χάσω την ισορροπία µου. Στριµώχτηκα για να περάσω από το άνοιγµα, για να βρεθώ σε ένα σκοτεινό διάδροµο γραφείων, πολύ πιο χαµηλοτάβανο. Το φως από τους λαµπτήρες έκτακτης ανάγκης ήταν πολύ πιο αδύναµο εδώ απ’ όσο στον κεντρικό διάδροµο, και τα µάτια µου χρειάστηκαν µερικές στιγµές για να προσαρµοστούν. Ο διάδροµος θαρρείς και εκτεινόταν για χιλιόµετρα. Προχώρησα διστακτικά, ρίχνοντας κλεφτές µατιές στα γραφεία πίσω απ’ όσες πόρτες ήταν µισάνοιχτες. Κάµερον Γκάισλερ, Αρχειοφύλακας. Μιγιάκο Φουτζίτα, Βοηθός Αρχειοφύλακα. Είδα συρτάρια ανοιχτά και καρέκλες σπρωγµένες µακριά από γραφεία. Στο κατώφλι ενός δωµατίου είδα µια ψηλοτάκουνη γόβα πεσµένη στο πλάι. Η ατµόσφαιρα εγκατάλειψης ήταν απερίγραπτα απόκοσµη. Μου φαινόταν ότι κάπου µακριά ακούγονταν αστυνοµικές σειρήνες, ίσως και ήχοι ασυρµάτου και σκυλιά, αλλά τα αφτιά µου βούιζαν τόσο από την έκρηξη, ώστε δε θεωρούσα απίθανο να νόµιζα ότι τα άκουγα. Είχε αρχίσει να µε καταρρακώνει το γεγονός ότι ακόµα δεν είχα συναντήσει ούτε έναν αστυνοµικό, πυροσβέστη ή έστω φύλακα ασφαλείας – στην ουσία, δεν είχα δει ψυχή ζώσα. Στο χώρο που ήταν µόνο για το προσωπικό δεν ήταν τόσο σκοτεινά ώστε να χρειάζοµαι το φακό, αλλά ούτε αρκετά φωτεινά για να βλέπω καθαρά. Βρισκόµουν σε κάποιου είδους αρχειοφυλάκιο ή αποθήκη. Τα γραφεία ήταν καλυµµένα µε αρχειοθήκες από το πάτωµα µέχρι το ταβάνι, µεταλλικά ράφια µε πλαστικά κουτιά αλληλογραφίας και χαρτόκουτα. Ο στενός διάδροµος µού προκαλούσε νευρικότητα, µε πλάκωνε, ενώ ο αντίλαλος των βηµάτων µου ήταν τόσο αλλόκοτος, που κοντοστάθηκα κάνα δυο φορές και στράφηκα πίσω µου για να σιγουρευτώ ότι δε µε ακολουθούσε κάποιος. «Είναι κανείς εδώ;» ρωτούσα διστακτικά κοιτάζοντας µέσα σε κάποια από τα δωµάτια. Κάποια γραφεία ήταν µοντέρνα και ευρύχωρα, άλλα φαίνονταν στενόχωρα και βρόµικα, γεµάτα άτακτες στοίβες από βιβλία και χαρτιά. Φλόρενς Κλάουνερ, Τµήµα Μουσικών Οργάνων. Μορίς Οράµπι-Ρουσέλ, Ισλαµική Τέχνη. Βιτόρια Γκαµπέτι, Υφάσµατα. Προσπέρασα ένα σπηλαιώδες σκοτεινό δωµάτιο µε ένα µακρόστενο πάγκο εργασίας καλυµµένο από παράταιρα κοµµάτια υφάσµατος, σαν ψηφίδες παζλ. Στο πίσω µέρος του δωµατίου στριµώχνονταν τροχήλατες κρεµάστρες φορτωµένες ρούχα µέσα σε πλαστικές σακούλες, σαν τα σταντ ρούχων στα µεγάλα πολυκαταστήµατα. Στο σηµείο όπου ο διάδροµος κατέληγε σε µια διακλάδωση κοίταξα δεξιά και αριστερά, µην ξέροντας πού να πάω. Μύριζα κερί πατώµατος, νέφτι και χηµικά, µαζί µε την αψιά µυρωδιά του καπνού. Γραφεία και εργαστήρια εκτείνονταν στο άπειρο προς κάθε κατεύθυνση: ένα κλειστό γεωµετρικό δίκτυο, παγιωµένο και απρόσωπο. Στα αριστερά µου τρεµόπαιζε το φως µιας απλίκας οροφής. Βόµβιζε και αναβόσβηνε, σε µια έξαρση στατικού φορτίου, αλλά η τρεµουλιαστή λάµψη ήταν αρκετή για να δω έναν ψύκτη στο τέρµα του διαδρόµου. Πήγα τρέχοντας µέχρι εκεί –τόσο γρήγορα, ώστε τα πόδια µου παραλίγο να υποχωρήσουν
από κάτω µου– και ήπια αχόρταγα µε το στόµα µου κολληµένο στην κάνουλα, τόσο πολύ κρύο νερό και τόσο γρήγορα, που ένιωσα ένα καρφί πόνου να µπήγεται στον κρόταφό µου. Εν µέσω µιας κρίσης λόξιγκα, ξέπλυνα το αίµα από τα χέρια µου και έριξα µπόλικο νερό στα µάτια µου. Μικροσκοπικά θραύσµατα γυαλιού, σχεδόν αόρατα, άρχισαν να πέφτουν µε ένα σχεδόν µελωδικό κουδούνισµα στη µεταλλική γούρνα του ψύκτη σαν παγοκρύσταλλοι. Αποκαµωµένος, στηρίχτηκα στον τοίχο για να πάρω µια ανάσα. Οι λάµπες φθορίου στην οροφή µού προκαλούσαν ζαλάδα έτσι όπως αναβόσβηναν παλλόµενες. Στάθηκα ξανά στα πόδια µου µε τεράστια προσπάθεια και προχώρησα τρεκλίζοντας µέσα στις στροβοσκοπικές αναλαµπές. Τα πράγµατα γύρω µου είχαν µια σαφώς πιο βιοµηχανική όψη προς αυτή την κατεύθυνση: ξύλινες παλέτες, ένα χειροκίνητο παλετοφόρο, µια αίσθηση µεταφοράς και φύλαξης προσεκτικά συσκευασµένων πραγµάτων. Έφτασα σε άλλη µια διασταύρωση, µε ένα σκιερό στενό διάδροµο που χανόταν στο σκοτάδι, και ήµουν έτοιµος να τον προσπεράσω, όταν πρόσεξα στο τέρµα του µια κόκκινη λάµψη που σχηµάτιζε τη λέξη ΕΞΟΔΟΣ. Μπουρδουκλώθηκα και έπεσα. Σηκώθηκα, µε το λόξιγκα να µε ταλαιπωρεί ακόµα, και άρχισα να τρέχω κατά µήκος αυτού του διαδρόµου. Στο τέρµα του υπήρχε µια πόρτα µε µια µεταλλική µπάρα, σαν τις πόρτες ασφαλείας στο σχολείο µου. Όταν την έσπρωξα, υποχώρησε µε έναν ήχο σαν υλακή. Κατέβηκα τρέχοντας µια σκοτεινή σκάλα µε δώδεκα σκαλιά, καµπή στο πλατύσκαλο, και άλλα δώδεκα µέχρι τη βάση, µε τα ακροδάχτυλά µου να γλιστράνε πάνω στη σιδερένια κουπαστή, τα παπούτσια µου να κροταλίζουν και να αντηχούν τόσο αλλόκοτα στα σκαλοπάτια, ώστε ήταν λες και έτρεχαν µισή ντουζίνα άνθρωποι µαζί µου. Στη βάση της σκάλας ξεκινούσε ένας γυµνός γκρίζος διάδροµος, στο τέρµα του οποίου υπήρχε άλλη µια πόρτα µε µπάρα. Ρίχτηκα πάνω της και την έσπρωξα και µε τα δυο µου χέρια να ανοίξει, για να µε χτυπήσει αµέσως καταπρόσωπο η βροχή και το εκκωφαντικό µοιρολόι των σειρήνων. Δεν αποκλείεται να ούρλιαξα, τόση ήταν η χαρά µου που είχα βρεθεί έξω, αν και δεν υπήρχε περίπτωση να µε ακούσει κανείς µέσα σ’ εκείνο τον ορυµαγδό – όχι περισσότερο απ’ ό,τι αν προσπαθούσα να ακουστώ πάνω από το θόρυβο από τις τουρµπίνες των τζετ στο διάδροµο απογείωσης του Λα Γκουάρντια εν µέσω ηλεκτρικής καταιγίδας. Θα ’λεγε κανείς ότι κάθε πυροσβεστική αντλία, κάθε περιπολικό, ασθενοφόρο και όχηµα έκτακτης ανάγκης από τους πέντε δήµους της πόλης συν το Νιου Τζέρσι έσκουζε και στρίγκλιζε κατά µήκος της Πέµπτης Λεωφόρου, ένα παραληρηµατικά χαρούµενο πανδαιµόνιο, σαν ένας άκαιρος συνδυασµός όλων των επιδείξεων πυροτεχνηµάτων για την Παραµονή της Πρωτοχρονιάς, τα Χριστούγεννα και την 4η Ιουλίου µαζί. Η έξοδος µε είχε ξεράσει στο Σέντραλ Παρκ από µια απόµερη δευτερεύουσα πόρτα ανάµεσα στο χώρο φορτοεκφόρτωσης και στο πάρκινγκ. Στην γκριζοπράσινη άπλα µπροστά µου ανοίγονταν έρηµα µονοπάτια. Oι µουσκεµένες κορφές των δέντρων λικνίζονταν βαριά στον άνεµο, δείχνοντας σαν να άφριζαν. Πιο κάτω, στο γυαλιστερό από τη βροχή οδόστρωµα, η Πέµπτη Λεωφόρος ήταν κλεισµένη µε οδοφράγµατα. Από το σηµείο όπου στεκόµουν µόλις που µπορούσα να διακρίνω µες στη νεροποντή το κατάφωτο σκηνικό της πυρετώδους δραστηριότητας: γερανοί και βαριά µηχανήµατα, αστυνοµικοί που απωθούσαν το συγκεντρωµένο πλήθος, φώτα κόκκινα και κίτρινα και µπλε, αναλαµπές που πάλλονταν και στροβιλίζονταν και άστραφταν στιγµιαία µέσα σε µια χαώδη παραζάλη. Έφερα τον αγκώνα πάνω από το µέτωπό µου για να καλύψω το πρόσωπό µου από τη βροχή και άρχισα να τρέχω µέσα στο άδειο πάρκο. Οι σταγόνες έµπαιναν στα µάτια µου και έρεαν στο µέτωπό µου, συγχέοντας τα φώτα της λεωφόρου σε µια παλλόµενη θολούρα στο βάθος.
Οχήµατα της Αστυνοµίας και της Πυροσβεστικής της Νέας Υόρκης, παρκαρισµένα φορτηγάκια δηµοτικών υπηρεσιών µε τους υαλοκαθαριστήρες να δουλεύουν στο φουλ, µονάδες µε εκπαιδευµένα αστυνοµικά σκυλιά, σωστικά συνεργεία της Ειδικής Μονάδας Αντιµετώπισης Καταστροφών, κλιµάκια µε ειδικές προστατευτικές στολές αντιµετώπισης χηµικών και βιολογικών απειλών. Μουσκεµένα µαύρα αδιάβροχα πλατάγιζαν και φούσκωναν στο δυνατό αέρα. Μια λωρίδα κίτρινης αστυνοµικής ταινίας για τον αποκλεισµό τόπου εγκλήµατος εκτεινόταν κάθετα στην έξοδο του πάρκου στην Πύλη των Μεταλλωρύχων. Χωρίς να διστάσω στιγµή, την ανασήκωσα, πέρασα από κάτω και έτρεξα προς το πλήθος. Κανείς δε µε πρόσεξε µέσα στο πανδαιµόνιο. Για λίγη ώρα έκοβα βόλτες ανώφελα πάνω κάτω στο δρόµο, µε τη βροχή να µαστιγώνει το πρόσωπό µου. Όπου κι αν έστρεφα το βλέµµα µου, αντίκριζα εικόνες που αντικαθρέφτιζαν το δικό µου πανικό. Ανθρώπινα ποτάµια φούσκωναν και κυλούσαν ορµητικά γύρω µου: αστυνοµικοί, πυροσβέστες, άντρες µε κράνη, ένας µεσόκοπος κύριος ο οποίος κρατούσε προστατευτικά το σπασµένο αγκώνα του και µια γυναίκα µε µατωµένη µύτη που απωθούνταν προς την 79η Οδό από έναν αλλόφρονα αστυφύλακα. Δεν είχα δει ποτέ µου τόσα πολλά οχήµατα της Πυροσβεστικής µαζεµένα σε ένα µέρος: αντλίες και υδροφόρες διαφόρων τύπων και µεγεθών, κλιµακοφόρα και βραχιονοφόρα από σχεδόν όλους τους πυροσβεστικούς σταθµούς της πόλης, εθελοντικές µονάδες και σωστικά συνεργεία. Σπρώχνοντας για να ανοίξω δρόµο µέσα στη θάλασσα των παρκαρισµένων οχηµάτων και των µαύρων αδιάβροχων των Αρχών, πρόσεξα ένα ασθενοφόρο της εβραϊκής εθελοντικής οργάνωσης παροχής άµεσης βοήθειας Hatzolah: εβραϊκοί χαρακτήρες στο πίσω µέρος και ένας µικρός φωτισµένος θάλαµος ασθενών να φαίνεται µέσα από τις ανοιχτές πόρτες. Οι νοσηλευτές πάσχιζαν να κρατήσουν ξαπλωµένη µια γυναίκα που αγωνιζόταν πεισµατικά να ανακαθίσει. Ένα ζαρωµένο χέρι µε κόκκινα νύχια άδραχνε σπασµωδικά τον αέρα. Χτύπησα την πόρτα µε τη γροθιά µου. «Πρέπει να επιστρέψετε µέσα», έσκουξα. «Είναι κι άλλοι τραυµατίες εκεί πέρα...» «Υπάρχει κι άλλη βόµβα», φώναξε ο διασώστης χωρίς να µε κοιτάξει. «Μας διέταξαν να εκκενώσουµε το κτίριο». Δεν είχα προλάβει να χωνέψω αυτή την πληροφορία, όταν ένας γιγαντόσωµος αστυνοµικός ρίχτηκε πάνω µου σαν βροντερός κεραυνός: ένας χοντροκέφαλος τύπος σαν µπουλντόγκ µε φουσκωµένα µπράτσα αρσιβαρίστα. Με βούτηξε άγαρµπα από το µπράτσο και άρχισε να µε σπρώχνει και να µε σέρνει προς την άλλη µεριά του δρόµου. «Τι στο διάολο κάνεις εδώ;» ούρλιαξε, πνίγοντας τελείως τις διαµαρτυρίες µου καθώς προσπαθούσα να ελευθερωθώ από τη λαβή του. «Κύριε...» Μια γυναίκα µε µατωµένο πρόσωπο ερχόταν προς το µέρος µας προσπαθώντας να του τραβήξει την προσοχή. «Κύριε, νοµίζω ότι έχει σπάσει το χέρι µου...» «Αποµακρυνθείτε από το κτίριο!» γκάριξε, παραµερίζοντας το χέρι της µε µια απότοµη κίνηση, πριν στραφεί προς το µέρος µου. «Τώρα!» «Μα...» Και τότε µε έπιασε και µε τα δυο του χέρια και µε έσπρωξε τόσο δυνατά, που παραπάτησα και παραλίγο να σωριαστώ χάµω. «ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ!» κραύγασε, ανεµίζοντας τα χέρια του µε το αδιάβροχο να πλαταγίζει. «ΑΜΕΣΩΣ!» Ούτε καν µε κοίταζε. Τα µικρά αρκουδίσια µάτια του ήταν καρφωµένα σε κάτι που συνέβαινε πέρα από το κεφάλι µου, ψηλότερα στο δρόµο, και η
έκφραση που είχε στο πρόσωπό του µου πάγωσε το αίµα. Διέσχισα βιαστικά το τεράστιο πλήθος από διασώστες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί, για να φτάσω στο απέναντι πεζοδρόµιο, µόλις λίγο πιο πέρα από τη συµβολή µε την 79η Οδό, ψάχνοντας συνεχώς µε το βλέµµα τη µητέρα µου, η οποία δε φαινόταν πουθενά. Ένα σωρό ασθενοφόρα και οχήµατα παροχής Πρώτων Βοηθειών ήταν παραταγµένα εδώ: από τα νοσοκοµεία Μπεθ Ίσραελ και Λένοξ Χιλ, από το Πρεσβυτεριανό Νοσοκοµείο, από το Ιατρικό Κέντρο Καµπρίνι. Ένας αιµόφυρτος άντρας µε κοστούµι και γραβάτα κείτονταν ανάσκελα πίσω από ένα θαµνοφράχτη µε πουρνάρια στο περιτειχισµένο κηπάκι µιας έπαυλης της Πέµπτης Λεωφόρου. Την πρόσβαση απέκλειε µια κίτρινη ταινία ασφαλείας που τιναζόταν και πλατάγιζε στον άνεµο, αλλά οι µουσκεµένοι από τη βροχή αστυνοµικοί και πυροσβέστες και διασώστες µε τα κράνη απλώς την ανασήκωναν και περνούσαν από κάτω σαν να µην υπήρχε. Όλα τα µάτια ήταν στραµµένα βόρεια, και µόνο αργότερα θα µάθαινα το λόγο: Στην 84η Οδό (πολύ µακριά από εκεί που βρισκόµουν για να µπορώ να δω) µέλη της Μονάδας Αντιµετώπισης Χηµικών και Βιολογικών Απειλών επιχειρούσαν να εξουδετερώσουν µια βόµβα που δεν είχε εκραγεί βάλλοντάς τη µε εκτοξευτήρα νερού. Αποφασισµένος να µιλήσω σε κάποιον, αγωνιώντας να µάθω τι είχε συµβεί, προσπάθησα να ανοίξω δρόµο προς µια πυροσβεστική αντλία, αλλά αστυνοµικοί απωθούσαν το πλήθος ανεµίζοντας τα µπράτσα, χτυπώντας δυνατά τα χέρια τους, αποµακρύνοντας τον κόσµο. Πρόλαβα να αρπάξω έναν πυροσβέστη από το σακάκι, έναν νεαρό που µασούσε τσίχλα και έδειχνε αρκετά φιλικός. «Είναι και κάποιος άλλος εκεί µέσα!» έσκουξα. «Ναι, ναι, το ξέρουµε», απάντησε φωνάζοντας δυνατά χωρίς να µε κοιτάξει. «Μας διέταξαν να εκκενώσουµε. Είπαν να αποσυρθούµε για κάνα πεντάλεπτο, και µετά θα µας επιτρέψουν να ξαναµπούµε». Μια σπρωξιά στην πλάτη. «Προχώρα, προχώρα!» άκουσα να φωνάζει κάποιος. Μια τραχιά φωνή απάντησε µε έντονη ξενική προφορά: «Πάρε τα ξερά σου από πάνω µου!». «ΤΩΡΑ, λέµε! Αποµακρυνθείτε όλοι από το κτίριο!» Κάποιος µε έσπρωξε ξανά. Πυροσβέστες έσκυβαν πάνω από κλιµακοφόρα οχήµατα, µε το βλέµµα τους στραµµένο προς την πτέρυγα µε το Ναό του Ντεντούρ. Αστυφύλακες στέκονταν άκαµπτοι ώµο µε ώµο, απαθείς κάτω από τη βροχή. Προσπερνώντας τους µε αβέβαιο βήµα, παρασυρµένος από τη ροή του πλήθους, έβλεπα µόνο απλανή µάτια, κεφάλια που κατένευαν µηχανικά, πόδια που χτυπούσαν στο δρόµο µετρώντας αντίστροφα τα δευτερόλεπτα. Μέχρι να ακούσω τον υπόκωφο κρότο της εξουδετερωµένης βόµβας και τη βροντερή θριαµβική ιαχή, σαν από κατάµεστο γήπεδο, από την Πέµπτη Λεωφόρο, είχα ήδη παρασυρθεί κάµποση απόσταση προς τη λεωφόρο Μάντισον. Ένστολοι άντρες, της Τροχαίας αυτή τη φορά, ανέµιζαν τα χέρια τους απωθώντας το χείµαρρο των αλαφιασµένων ανθρώπων. «Εµπρός, κουνηθείτε, κουνηθείτε!» Όργωναν το πλήθος χτυπώντας δυνατά τα χέρια τους. «Ανατολικά πάµε! Όλοι ανατολικά». Ένας αστυφύλακας –τεράστιος, µε µυτερό γενάκι και σκουλαρίκι στο αφτί, σαν επαγγελµατίας παλαιστής– άπλωσε τις χερούκλες του και έσπρωξε έναν ντελιβερά µε κουκούλα που προσπαθούσε να βγάλει φωτογραφίες µε το κινητό του, στέλνοντάς τον µε φόρα πάνω µου, έτσι που παραλίγο να µε ρίξει κάτω. «Έι, πρόσεχε λιγάκι!» τσίριξε θυµωµένα ο ντελιβεράς, και ο αστυφύλακας τον έσπρωξε για δεύτερη φορά, ακόµα πιο δυνατά, σωριάζοντάς τον ανάσκελα στο ρείθρο του δρόµου.
«Κουφός είσαι, φιλάρα;» κραύγασε. «Προχώρα!» «Μη µ’ ακουµπάς!» «Τι θα ’λεγες να σου άνοιγα το κεφάλι στα δύο;» Ανάµεσα στην Πέµπτη και στη Μάντισον επικρατούσε ένα χάος. Ρότορες ελικοπτέρων τερέτιζαν πάνω από τα κεφάλια µας, ένας ακατάληπτος µονόλογος ακουγόταν από έναν τηλεβόα. Αν και η 79η Οδός ήταν κλειστή για τα οχήµατα, ξεχείλιζε από περιπολικά, πυροσβεστικές αντλίες, τσιµεντένια οδοφράγµατα και ορδές από πανικόβλητους, µουσκεµένους από τη βροχή ανθρώπους που ούρλιαζαν. Μερικοί από αυτούς έτρεχαν να φύγουν από την Πέµπτη Λεωφόρο· άλλοι αγωνίζονταν να ανοίξουν δρόµο προς το µουσείο µε σπρωξιές και αγκωνιές· πολλοί κρατούσαν κινητά τηλέφωνα ψηλά πάνω από το κεφάλι τους, προσπαθώντας να απαθανατίσουν τις στιγµές· κάποιοι στέκονταν ακίνητοι σαν πετρωµένοι, µε το σαγόνι κρεµασµένο, αδιαφορώντας για τους ανθρώπους που σπρώχνονταν γύρω τους, κοιτάζοντας το µαύρο καπνό που υψωνόταν µε φόντο τα βαριά γκρίζα σύννεφα πάνω από την Πέµπτη Λεωφόρο σαν να παρακολουθούσαν απόβαση Αρειανών. Σειρήνες. Άσπρος καπνός να βγαίνει σε τολύπες από τους αεραγωγούς του υπόγειου σιδηρόδροµου. Ένας άστεγος µε µια βρόµικη κουβέρτα ριγµένη σαν κάπα στους ώµους του να βηµατίζει πάνω κάτω µε µια έκφραση ανυποµονησίας και σύγχυσης µαζί. Εγώ έψαχνα στο πλήθος γύρω µου µε την ελπίδα ότι θα έβλεπα κάπου τη µητέρα µου, σίγουρος ότι θα την έβρισκα. Για λίγο προσπάθησα να κολυµπήσω κόντρα στο ρεύµα των ανθρώπων που αποµάκρυναν αποφασιστικά οι αστυνοµικοί (πατώντας στις µύτες των ποδιών µου και τεντώνοντας το λαιµό µου για να δω), µέχρι που συνειδητοποίησα ότι ήταν µάταιο να αγωνίζοµαι να γυρίσω στο µουσείο και να προσπαθώ να τη βρω µέσα στην καταρρακτώδη βροχή και το φρενιασµένο όχλο. Θα βρεθούµε στο σπίτι, σκέφτηκα. Το σπίτι ήταν το Σηµείο Συνάντησης, ο προσυµφωνηµένος τόπος συγκέντρωσης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Ασφαλώς, κι εκείνη θα είχε καταλάβει πόσο άσκοπο ήταν να προσπαθεί να µε βρει µέσα σε τέτοιο πανζουρλισµό. Παρ’ όλα αυτά, ένιωθα µια παιδιάστικη, παράλογη σουβλιά απογοήτευσης – κι όπως γύριζα µε τα πόδια στο σπίτι (µε τον πονοκέφαλο σαν τρυπάνι µέσα στο κεφάλι µου, βλέποντας τα πάντα διπλά), συνέχισα να την αναζητάω, σαρώνοντας µε το βλέµµα τα ανώνυµα έντροµα πρόσωπα γύρω µου. Είχε βγει από το µουσείο, αυτό ήταν το σηµαντικό. Βρισκόταν πολλές αίθουσες µακριά από το σηµείο όπου είχε σηµειωθεί η έκρηξη. Κανένα από τα άψυχα κορµιά δεν ήταν εκείνη. Όµως, όποια κι αν ήταν η εκ των προτέρων συµφωνία µας, όσο λογική κι αν ήταν, δυσκολευόµουν να πιστέψω πως εκείνη είχε φύγει από το µουσείο χωρίς εµένα.
Κεφάλαιο 2
Το Μάθηµα Ανατοµίας
ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΜΙΚΡΟΣ, τριών ή τεσσάρων χρονών, ο µεγαλύτερος φόβος µου ήταν ότι µια µέρα µπορεί να µη γύριζε η µητέρα µου στο σπίτι από τη δουλειά. Η πρόσθεση και η αφαίρεση ήταν χρήσιµες γνώσεις, στο βαθµό που µε βοηθούσαν να υπολογίζω τις κινήσεις της (πόσα λεπτά µέχρι να φύγει από το γραφείο; πόσα λεπτά περπάτηµα από το γραφείο µέχρι το σταθµό του µετρό;), ενώ, πριν ακόµα µάθω να µετράω, αγωνιζόµουν να µάθω να διαβάζω την ώρα στο ρολόι, µελετώντας απελπισµένα το µυστικιστικό κύκλο που ήταν ζωγραφισµένος στο χάρτινο καντράν, µε τη σκέψη ότι θα µπορούσα να ξεκλειδώσω το µοτίβο των τακτικών πηγαινέλα της µόλις του έπαιρνα τον αέρα. Συνήθως έφτανε στο σπίτι ακριβώς την ώρα που είχε πει ότι θα ερχόταν, οπότε ένα δεκάλεπτο καθυστέρησης ήταν αρκετό για να αρχίσω να ανησυχώ. Αν παρατεινόταν δε, καθόµουν στο πάτωµα µπροστά στην εξώπορτα του διαµερίσµατος σαν κουτάβι που το άφησαν πολλές ώρες µόνο του, τεντώνοντας τα αφτιά µου για να ακούσω το βόµβο του ασανσέρ που θα σταµατούσε στον όροφό µας. Όσο πήγαινα στο δηµοτικό, άκουγα σχεδόν κάθε µέρα στο Κανάλι 7 ειδήσεις που µε γέµιζαν άγχος. Τι θα γινόταν αν κάποιος αλήτης µε βρόµικο στρατιωτικό αµπέχονο έσπρωχνε τη µητέρα µου στις ράγες ενόσω εκείνη περίµενε το τρένο των έξι; Αν της έπεφτε το πιστολάκι µέσα στη γεµάτη µπανιέρα ή την έριχνε στις ρόδες ενός αυτοκινήτου κάποιος απρόσεκτος ποδηλάτης ή της χορηγούσε λάθος φάρµακο ο οδοντίατρος και πέθαινε, όπως έπαθε η µητέρα ενός συµµαθητή µου; Ένας λόγος που ο φόβος ότι µπορεί να πάθαινε κάτι η µητέρα µου προσλάµβανε τόσο τερατώδεις διαστάσεις ήταν ότι ο πατέρας µου ήταν τόσο αναξιόπιστος. Υποθέτω ότι το «αναξιόπιστος» είναι ο πιο διπλωµατικός τρόπος για να τον περιγράψεις. Ακόµα και στα καλύτερά του µπορούσε να κάνει παλαβά πράγµατα, όπως, ας πούµε, να χάσει την επιταγή της µισθοδοσίας του ή να πέσει για ύπνο ξεχνώντας την εξώπορτα ορθάνοιχτη επειδή ήταν πιωµένος. Αλλά όταν είχε τις κακές του –δηλαδή, τον περισσότερο καιρό– κυκλοφορούσε µε κατακόκκινα µάτια και µονίµως λουσµένος στον ιδρώτα, µε το κοστούµι του ζαρωµένο σαν να κυλιόταν στα πατώµατα και αποπνέοντας µια αίσθηση αφύσικης ακινησίας που έφερνε στο µυαλό αντικείµενο δεχόµενο τέτοια ασφυκτική πίεση, ώστε να είναι έτοιµο να εκραγεί. Αν και δεν καταλάβαινα γιατί ήταν τόσο δυστυχισµένος, µου ήταν απόλυτα σαφές ότι υπαίτιοι της δυστυχίας του ήµασταν εµείς: Η µητέρα µου κι εγώ του τη δίναµε στα νεύρα. Εξαιτίας µας είχε µια δουλειά που του ήταν ανυπόφορη. Ό,τι κι αν κάναµε, τον εξόργιζε. Πάνω απ’ όλα, τον εκνεύριζε το να βρίσκεται στον ίδιο χώρο µαζί µου – όχι ότι αυτό συνέβαινε συχνά. Τα πρωινά, όσο ετοιµαζόµουν για το σχολείο, καθόταν αµίλητος µε πρησµένα µάτια, µε τον καφέ του και την οικονοµική εφηµερίδα ξεδιπλωµένη µπροστά του, µε το µπουρνούζι του ανοιχτό και τα µαλλιά του όρθια σαν καρφάκια. Κάποιες φορές έτρεµε τόσο ανεξέλεγκτα, ώστε έχυνε τον καφέ πάνω του µέχρι να φέρει το φλιτζάνι στα χείλη του. Όταν εµφανιζόµουν, µε κοίταζε βλοσυρά από πάνω µέχρι κάτω, µε τα ρουθούνια του να τρεµοπαίζουν αγριεµένα αν τύχαινε και χτυπούσα το πιρούνι στο πιάτο ή κριτσάνιζα τα δηµητριακά µου. Πέραν αυτής της καθηµερινής δοκιµασίας, δεν τον έβλεπα και πολύ. Δεν έτρωγε µαζί µας, ούτε ερχόταν στις σχολικές εκδηλώσεις· δεν έπαιζε µαζί µου, ούτε καν µου πολυµιλούσε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Για να λέµε την αλήθεια, σπάνια ήταν στο σπίτι πριν από την ώρα που εγώ
πήγαινα στο κρεβάτι, ενώ κάποιες µέρες –ειδικά όταν πληρωνόταν, δηλαδή κάθε δεύτερη Παρασκευή– δε γύριζε πριν από τις τρεις ή τις τέσσερις τα ξηµερώµατα, και πάντα µε τον απαραίτητο πάταγο: κοπανώντας την εξώπορτα, πετώντας το χαρτοφύλακά του στη γωνιά, τρεκλίζοντας και κουτουλώντας πάνω στα έπιπλα τόσο αλλοπρόσαλλα, ώστε πεταγόµουν έντροµος από τον ύπνο, στύλωνα το βλέµµα στο πλανητάριο από φωσφορίζοντα άστρα στο ταβάνι του δωµατίου µου και αναρωτιόµουν αν είχε εισβάλει στο σπίτι κάποιος ψυχοπαθής δολοφόνος. Ευτυχώς, όταν ήταν µεθυσµένος, τα βήµατά του βράδυναν σε έναν άρρυθµο βρόντο που αναγνώριζα από χιλιόµετρα µακριά –σαν του τέρατος του Φρανκενστάιν, σκεφτόµουν, αργά και βαριά, µε ανεξήγητα µακριές παύσεις ανάµεσά τους–, και µόλις συνειδητοποιούσα ότι ήταν αυτός που περιφερόταν σέρνοντας τα πόδια του εκεί έξω στο σκοτάδι και όχι κάποιος κατά συρροήν δολοφόνος ή ψυχοπαθής, παραδινόµουν ξανά σε έναν ανήσυχο ύπνο. Την επόµενη µέρα, Σάββατο, η µητέρα µου κι εγώ φροντίζαµε να την κοπανήσουµε από το διαµέρισµα πριν ξυπνήσει από τον κάθιδρο, ταραγµένο λήθαργό του στον καναπέ. Διαφορετικά, περνούσαµε όλη τη µέρα προσπαθώντας να περάσουµε απαρατήρητοι, τρέµοντας µην τυχόν και κλείσει µε θόρυβο κάποια πόρτα ή τον ενοχλήσουµε µε οποιονδήποτε τρόπο, ενόσω εκείνος καθόταν µπροστά στην τηλεόραση, µε µια κινέζικη µπίρα στο χέρι από το γειτονικό µαγαζί που έδινε φαγητό σε πακέτο, µε παγωµένη έκφραση και γυάλινο βλέµµα, παρακολουθώντας ειδήσεις ή αθλητικά µε τον ήχο στη σίγαση. Κατά συνέπεια, ούτε η µητέρα µου ούτε εγώ προβληµατιστήκαµε ιδιαίτερα όταν ξυπνήσαµε ένα Σάββατο και ανακαλύψαµε ότι δεν είχε γυρίσει καθόλου. Είχε πάει Κυριακή πριν αρχίσουµε να αναρωτιόµαστε, και ακόµα και τότε δεν ανησυχήσαµε όπως θα ανησυχούσαν άλλοι σε µια ανάλογη περίπτωση. Μόλις είχε αρχίσει το κολεγιακό πρωτάθληµα, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι είχε ποντάρει λεφτά σε κάποιους αγώνες, και φανταστήκαµε ότι θα είχε πάρει το λεωφορείο για το Ατλάντικ Σίτι χωρίς να µπει στον κόπο να µας το πει. Μόνο την επόµενη µέρα, όταν τηλεφώνησε η γραµµατέας του, η Λορέτα, επειδή δεν είχε εµφανιστεί στη δουλειά, αρχίσαµε να καταλαβαίνουµε ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε. Η µητέρα µου, φοβούµενη ότι τον είχαν ληστέψει, ή και σκοτώσει ακόµα, καθώς έβγαινε µεθυσµένος από κάποιο µπαρ, τηλεφώνησε στην αστυνοµία. Ακολούθησαν κάµποσες µέρες εναγώνιας αναµονής για ένα τηλεφώνηµα ή ένα κοφτό χτύπηµα στην πόρτα. Και τότε, προς το τέλος της εβδοµάδας, έφτασε ένα σύντοµο σηµείωµα από τον µπαµπά µου (µε σφραγίδα ταχυδροµείου: «Νιούαρκ, Νιου Τζέρσι») στο οποίο µας ενηµέρωνε µε οργισµένα ορνιθοσκαλίσµατα ότι έφευγε για να ξεκινήσει «µια καινούρια ζωή» σε κάποιον τόπο που δεν αποκάλυπτε. Θυµάµαι να κλωθογυρίζω στο µυαλό µου τη φράση «µια καινούρια ζωή» λες και θα µπορούσε να εµπεριέχει κάποια ένδειξη για τον προορισµό του. Γιατί, αφού φαγώθηκα και γκρίνιαξα και ζάλισα τη µητέρα µου για καµιά εβδοµάδα, δέχτηκε τελικά να µε αφήσει να διαβάσω το σηµείωµα ο ίδιος. («Εντάξει, αφού το θες», είπε µε έναν τόνο παραίτησης, βγάζοντάς το από το συρτάρι του γραφείου της. «Δεν ξέρω τι περίµενε να σου πω εγώ, οπότε καλύτερα να το µάθεις απευθείας από τον ίδιο».) Ήταν γραµµένο στο επιστολόχαρτο ενός µοτέλ της αλυσίδας Doubletree Inn κοντά στο αεροδρόµιο. Περίµενα ότι ίσως περιείχε σηµαντικές ενδείξεις για το πού είχε σκοπό να µετοικήσει, κι έτσι σοκαρίστηκα από την υπερβολική συντοµία του (τέσσερις ή πέντε αράδες) και το βιαστικό, αδιάφορο, άντε-στον-αγύριστο γράψιµό του, σαν να ήταν ένα σηµείωµα που είχε αφήσει για να τρέξει να προλάβει το παντοπωλείο πριν κλείσει. Από πολλές απόψεις, ήταν µια ανακούφιση που είχε βγει ο πατέρας µου εκτός κάδρου. Σίγουρα δε µου έλειπε ιδιαίτερα, ούτε και στη µητέρα µου φαινόταν να λείπει, αν και στενοχωρηθήκαµε όλοι όταν εκείνη αναγκάστηκε να πει στην οικιακή βοηθό µας, την
Τσίντσια, να βρει αλλού δουλειά επειδή δεν µπορούσε πια να την πληρώνει. (Η Τσίντσια έκλαψε, και µάλιστα προσφέρθηκε να µείνει και να δουλεύει αµισθί, αλλά η µητέρα µου της βρήκε δουλειά µε µειωµένο ωράριο στην πολυκατοικία µας, για ένα ζευγάρι µε µωρό, κι έτσι περνούσε τουλάχιστον µία φορά την εβδοµάδα να τη δει και να πιει καφέ µαζί της, φορώντας πάντα την ποδιά που έβαζε πάνω από τα ρούχα της όταν καθάριζε.) H φωτογραφία ενός νεότερου, ηλιοκαµένου µπαµπά σε πίστα χιονοδροµικού κατέβηκε χωρίς τυµπανοκρουσίες από τον τοίχο και αντικαταστάθηκε από µια που απεικόνιζε τη µητέρα µου κι εµένα στο παγοδρόµιο του Σέντραλ Παρκ. Τα βράδια η µητέρα µου ξενυχτούσε µε ένα κοµπιουτεράκι και ένα πάκο λογαριασµούς. Παρότι το διαµέρισµα ήταν µε ενοικιοστάσιο, το να τα βγάζουµε πέρα χωρίς το µισθό του πατέρα µου ήταν µια µηνιαία δοκιµασία, αφού, όπως κι αν ήταν η «καινούρια ζωή» που είχε φτιάξει για τον εαυτό του κάπου αλλού, δεν προέβλεπε ούτε δεκάρα ως διατροφή για το παιδί του. Στην πραγµατικότητα, δε µας πείραζε και τόσο να βάζουµε οι ίδιοι την µπουγάδα µας στο υπόγειο, να πηγαίνουµε στις φτηνότερες απογευµατινές κινηµατογραφικές προβολές αντί για τις βραδινές, να τρώµε ψωµί ζυµωµένο την προηγούµενη µέρα και φτηνά κινέζικα φαγητά σε πακέτο (νουντλς και οµελέτα φου γιανγκ) και να µετράµε ακόµα και τα λεφτά για τη συγκοινωνία. Αλλά, καθώς περπατούσα για το σπίτι εκείνη τη µέρα –ξυλιασµένος, µουσκεµένος µέχρι το κόκαλο, σφίγγοντας τα δόντια για να αντέξω το φρικτό πονοκέφαλο–, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι, µε τον µπαµπά µου άφαντο, δεν υπήρχε κανείς στον κόσµο που θα νοιαζόταν για τη µητέρα µου ή εµένα, κανείς δε θα καθόταν σε αναµµένα κάρβουνα ανησυχώντας πού ήµασταν όλο το πρωί ή γιατί δεν είχε νέα µας. Όπου κι αν ήταν, όπου κι αν είχε στήσει την περιβόητη Καινούρια Ζωή του (στους τροπικούς ή σε κάποιο αγρόκτηµα, σε ένα χειµερινό θέρετρο ή σε κάποια αµερικανική µεγαλούπολη), σίγουρα θα ήταν καρφωµένος, ως συνήθως, µπροστά στην τηλεόραση. Και ήταν εύκολο να τον φανταστώ τσιτωµένο και κάπως έξαλλο, όπως γινόταν µερικές φορές όταν άκουγε για τροµερά συµβάντα που δεν είχαν καµία απολύτως σχέση µαζί του, τυφώνες και καταρρεύσεις γεφυρών σε µακρινές Πολιτείες. Αλλά θα ανησυχούσε αρκετά για να πάρει τηλέφωνο να βεβαιωθεί ότι ήµασταν καλά; Μάλλον απίθανο – όπως απίθανο ήταν να τηλεφωνούσε και στο παλιό του γραφείο για να µάθει τι συνέβαινε, αν και σίγουρα θα σκεφτόταν τους πρώην συναδέλφους του στο κεντρικό Μανχάταν και θα αναρωτιόταν πώς να τα πήγαιναν όλοι οι γραφειοκράτες και οι χαρτογιακάδες (όπως αποκαλούσε τους συνεργάτες του) στον αριθµό 101 της λεωφόρου Παρκ. Άραγε οι γραµµατείς θα µάζευαν τροµοκρατηµένες τις φωτογραφίες από τα γραφεία τους, θα άλλαζαν τις γόβες µε τα αθλητικά τους και θα έφευγαν άρον άρον για το σπίτι; Ή η όλη φάση θα εξελισσόταν σε ένα είδος καταθλιπτικής συγκέντρωσης στο δέκατο τέταρτο όροφο, µε τους εργαζόµενους να παραγγέλνουν πρόχειρο φαγητό και να µαζεύονται γύρω από την τηλεόραση στην αίθουσα συσκέψεων; Παρότι ο ποδαρόδροµος µέχρι το σπίτι µού φάνηκε ότι κράτησε µια αιωνιότητα, δε θυµάµαι και πολλά απ’ αυτόν, εκτός από µια γκρίζα, παγωµένη, υγρή µελαγχολία στη λεωφόρο Μάντισον – οµπρέλες να ανεβοκατεβαίνουν στο ρυθµό του βαδίσµατος, πλήθη πεζών να συρρέουν βουβά προς το κέντρο, µια αίσθηση αλληλέγγυας ανωνυµίας, σαν εκείνες τις ασπρόµαυρες φωτογραφίες από τη Μεγάλη Ύφεση του 1930 που είχα δει, µε πτωχευµένες τράπεζες και ουρές για συσσίτια. Ο φρικτός πονοκέφαλος και η βροχή συρρίκνωναν τον κόσµο σε έναν τόσο πνιγηρό, αρρωστηµένο κλοιό, που ελάχιστα έβλεπα γύρω µου πέρα από τις καµπουριασµένες πλάτες των µπροστινών µου στο πεζοδρόµιο. Η αλήθεια είναι ότι µόλις έβλεπα πού πήγαινα από τον πόνο, και µια δυο φορές παραλίγο να µε χτυπήσει αµάξι όταν κατέβηκα στη διάβαση χωρίς να ελέγξω καν το φανάρι. Κανείς δε φαινόταν να ξέρει τι
ακριβώς είχε συµβεί, αν και στο αφτί µου έφτασε κάτι περί «Βόρειας Κορέας» από το ραδιόφωνο ενός παρκαρισµένου ταξί που έπαιζε στη διαπασών, καθώς και µερικά µουρµουρητά περί «Ιράν» και «Αλ Κάιντα» από κάποιους περαστικούς, ενώ ένας αποσκελετωµένος µαύρος µε κοτσιδάκια, µουσκεµένος µέχρι το κόκαλο από τη βροχή, πηγαινοερχόταν όλο φούρια µπροστά στο Μουσείο Χουίτνι σφυροκοπώντας τον αέρα µε τις γροθιές του και φωνάζοντας, χωρίς να απευθύνεται σε κανέναν συγκεκριµένα: «Προσδέσου γερά, Μανχάταν! Ο Οσάµα µπιν Λάντεν µάς χορεύει για άλλη µια φορά!». Παρότι ήµουν έτοιµος να λιποθυµήσω και ήθελα απεγνωσµένα να καθίσω, µε κάποιον τρόπο συνέχιζα να περπατάω, κουτσαίνοντας λίγο, σαν µισοσπασµένο παιχνίδι. Ένστολοι χειρονοµούσαν και σφύριζαν και έγνεφαν. Νερό έσταζε από την άκρη της µύτης µου. Βλεφαρίζοντας σπασµωδικά για να τινάξω τις στάλες της βροχής από τα µάτια µου, προχωρούσα έχοντας µόνο µία σκέψη στο µυαλό µου: Έπρεπε να φτάσω στο σπίτι, στη µητέρα µου, το συντοµότερο δυνατόν. Θα µε περίµενε εκεί σε κατάσταση υστερίας, έτοιµη να ξεριζώσει τα µαλλιά της από την αγωνία, βλαστηµώντας τον εαυτό της που µου είχε πάρει το κινητό. Έτσι κι αλλιώς, ήταν σχεδόν αδύνατον να βγάλεις κλήση, και ένα σωρό διαβάτες σχηµάτιζαν ουρές δέκα και είκοσι ατόµων µπροστά στους λιγοστούς κερµατοδέκτες που υπήρχαν ακόµα στο δρόµο. Μητέρα, σκεφτόµουν, µητέρα, προσπαθώντας να της στείλω ένα τηλεπαθητικό µήνυµα ότι ήµουν ζωντανός. Ήθελα να ξέρει ότι ήµουν καλά, αλλά την ίδια στιγµή θυµάµαι ότι έλεγα στον εαυτό µου πως δεν ήταν και τόσο τροµερό που περπατούσα αντί να τρέχω – εξάλλου δε θα ωφελούσε αν λιποθυµούσα καθ’ οδόν προς το σπίτι. Τι καλά που είχε αποµακρυνθεί ελάχιστες στιγµές πριν από το συµβάν! Ενώ εµένα... µε είχε στείλει κατευθείαν στην καρδιά της έκρηξης. Σίγουρα θα πίστευε ότι ήµουν νεκρός. Κι όταν έφερνα στο νου µου το κορίτσι που µου είχε σώσει τη ζωή, τα µάτια µου γέµιζαν δάκρυα. Πίππα! Ένα παράξενο, στεγνό όνοµα για µια µικρή κοκκινοµάλλα µε αναιδή έκφραση – της ταίριαζε. Όποτε αναλογιζόµουν τη µατιά που µου είχε ρίξει, το κεφάλι µου γύριζε στη σκέψη ότι εκείνη –µια άγνωστη– µε είχε εµποδίσει να αφήσω το χώρο της έκθεσης για να εισέλθω στη µαύρη λάµψη του καταστήµατος αναµνηστικών, όπου καπούτ, χαίρετε κι αντίο σας. Άραγε θα είχα ποτέ την ευκαιρία να της πω ότι µου είχε σώσει τη ζωή; Όσο για το γηραιό κύριο, οι πυροσβέστες και τα σωστικά συνεργεία είχαν εφορµήσει στο κτίριο ελάχιστα λεπτά αφότου βγήκα, άρα µπορούσα να ελπίζω ότι κάποιος θα είχε καταφέρει να φτάσει µέχρι εκεί και να τον σώσει – η δίοδος ήταν υποστυλωµένη, ήξεραν ότι βρισκόταν εκεί. Άραγε θα ξανάβλεπα ποτέ κάποιον από τους δύο; Όταν έφτασα τελικά στο σπίτι, ήµουν παγωµένος µέχρι το µεδούλι, τόσο εξουθενωµένος, ώστε κυριολεκτικά τρέκλιζα. Νερά έσταζαν από τα µουσκεµένα ρούχα µου, σχηµατίζοντας µια ακανόνιστη υδάτινη κλωστή στο πάτωµα του προθαλάµου πίσω µου. Μετά την κοσµοπληµµύρα στους δρόµους, η ερηµιά στην είσοδο ήταν σχεδόν τροµακτική. Παρότι έπαιζε η φορητή τηλεόραση στο δωµατιάκι πίσω από το θυρωρείο και άκουγα κροτάλισµα ασυρµάτου από κάπου µέσα στο κτίριο, δεν υπήρχε σηµείο ζωής από τον Γκόλντι ή τον Κάρλος ή τον Χοσέ ή οποιονδήποτε από τους τακτικούς θυρωρούς µας. Παραµέσα, η φωτισµένη καµπίνα του ασανσέρ στεκόταν άδεια και εν αναµονή, σαν κουβούκλιο σε µαγικό νούµερο εξαφάνισης. Τα γρανάζια τέθηκαν σε λειτουργία µε ένα τρέµουλο, τα µαργαριταρένια νούµερα στον πίνακα σε στιλ αρ ντεκό άρχισαν να ανάβουν διαδοχικά καθώς ανέβαινα µε τριγµούς στον έβδοµο όροφο. Βγαίνοντας στο δικό µου, σκοταδερό διάδροµο, ένιωσα να µε πληµµυρίζει µια απέραντη ανακούφιση, παρά το καφέ ποντικί χρώµα των τοίχων, τη βαριά µυρωδιά του καθαριστικού µοκέτας και τα σχετικά.
Το κλειδί γύρισε µε θόρυβο στην κλειδαριά. «Ήρθα!» φώναξα µπαίνοντας στο µισοσκόταδο. Κατεβασµένα στόρια, απόλυτη ησυχία. Το ψυγείο βόµβιζε µες στη σιωπή. Για το Θεό, σκέφτηκα κατάπληκτος, ακόµα να γυρίσει; «Μητέρα;» έκανα άλλη µια προσπάθεια. Διέσχισα βιαστικά το χολ, µε την καρδιά µου να βουλιάζει στο στήθος µου, και µετά στάθηκα σαστισµένος στη µέση του καθιστικού. Τα κλειδιά της δεν κρέµονταν στο γάντζο δίπλα στην πόρτα, η τσάντα της δεν ήταν στο τραπέζι. Με τα βρεγµένα µου παπούτσια να βγάζουν ένα γλουγλουκιστό ήχο, διέσχισα την κουζίνα – που δεν ήταν καµιά σπουδαία κουζίνα, απλώς µια εσοχή στον τοίχο µε µια εστία µε δύο µάτια φάτσα σε ένα παράθυρο που έβλεπε σε φωταγωγό. Εκεί ήταν αφηµένο το φλιτζάνι του καφέ της, πράσινο γυαλί από παλαιοπωλείο µε το αποτύπωµα από το κραγιόν της στο χείλος. Έµεινα να κοιτάζω το άπλυτο φλιτζάνι µε τα δυο δάχτυλα κρύο καφέ στον πάτο, προσπαθώντας να σκεφτώ τι έπρεπε να κάνω. Τα αφτιά µου βούιζαν και κουδούνιζαν, ο δε πονοκέφαλος δε µε άφηνε να συγκεντρωθώ. Μαύρα πέπλα κυµάτιζαν στην περιφέρεια του οπτικού µου πεδίου. Ήταν τόσο κυρίαρχη στο µυαλό µου η σκέψη ότι θα αγωνιούσε για µένα, τόσο µεγάλη η ανυποµονησία µου να φτάσω στο σπίτι και να την καθησυχάσω, ώστε δε µου είχε περάσει καθόλου από το µυαλό η πιθανότητα να µην ήταν εκείνη στο σπίτι. Μορφάζοντας από τον πόνο σε κάθε βήµα, προχώρησα µέχρι το τέρµα του διαδρόµου και το υπνοδωµάτιο των γονιών µου – χωρίς αξιόλογες αλλαγές από τότε που είχε φύγει ο πατέρας µου, ίσως λίγο πιο ακατάστατο και µε περισσότερες θηλυκές πινελιές, τώρα που ήταν µόνο δικό της. Ο αυτόµατος τηλεφωνητής στο κοµοδίνο πλάι στο άστρωτο κρεβάτι ήταν αδρανής: Δεν υπήρχαν νέα µηνύµατα. Στάθηκα στο κατώφλι παραπαίοντας από τον πόνο και προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Αισθανόµουν το σώµα µου πιασµένο από την ταλαιπωρία ολόκληρης της µέρας, σαν να είχα γυρίσει από πολύωρη διαδροµή µε αυτοκίνητο σε κακοτράχαλο δρόµο. Προσπάθησα να βάλω σε µια σειρά αυτά που έπρεπε να γίνουν. Πρώτα έπρεπε να βρω το κινητό µου, να τσεκάρω για µηνύµατα. Μόνο που δεν ήξερα πού ήταν. Μου το είχε κατασχέσει η µητέρα µου µόλις είχε µάθει ότι είχα φάει αποβολή από το σχολείο. Το προηγούµενο βράδυ, ενόσω εκείνη ήταν στο ντους, είχα προσπαθήσει να το βρω καλώντας το νούµερό µου, αλλά, προφανώς, το είχε απενεργοποιηµένο. Θυµάµαι ότι έχωσα τα χέρια µου στο πρώτο συρτάρι του κοµοδίνου της, ψαχουλεύοντας ανάµεσα σε ένα κουβάρι από φουλάρια: µεταξωτά, βελούδινα και µε ινδιάνικα σχέδια. Έπειτα, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια (παρότι δεν ήταν ιδιαίτερα βαρύ), έσυρα το σκαµπό από τα πόδια του κρεβατιού της και ανέβηκα πάνω του για να ελέγξω το ψηλότερο ράφι της ντουλάπας της. Τελικά, κάθισα σαν αποχαυνωµένος στο χαλί, µε το µάγουλο ακουµπισµένο στο σκαµπό και µε ένα δυσοίωνο βόµβο στα αφτιά µου. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Θυµάµαι ότι σήκωσα το κεφάλι µε ένα ξαφνικό αίσθηµα βεβαιότητας ότι υπήρχε διαρροή αερίου στην κουζίνα, ότι µε κάθε εισπνοή δηλητηριαζόµουν. Μόνο που δε µύριζε καθόλου αέριο. Ίσως να πήγα στο µικρό µπάνιο δίπλα στο υπνοδωµάτιό της και να έψαξα στο φαρµακείο για καµιά ασπιρίνη, κάτι, οτιδήποτε, για τον πονοκέφαλο. Το µόνο που ξέρω µε σιγουριά είναι ότι κάποια στιγµή βρέθηκα στο δωµάτιό µου, χωρίς καµία συναίσθηση του πότε και πώς πήγα εκεί, στηριγµένος µε το ένα χέρι στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι µου, νιώθοντας ότι θα έκανα εµετό. Από εκεί και πέρα έγιναν όλα τόσο συγκεχυµένα, ώστε είναι αδύνατον να τα εξιστορήσω, µέχρι τη στιγµή που ανακάθισα αποπροσανατολισµένος στον καναπέ του σαλονιού, έχοντας
ακούσει ένα θόρυβο που θύµιζε άνοιγµα πόρτας. Αλλά δεν ήταν η εξώπορτα του σπιτιού µου, απλώς κάποιος έξω στο διάδροµο. Το δωµάτιο ήταν σκοτεινό και από το δρόµο κάτω ερχόταν το βουητό της απογευµατινής ώρας αιχµής. Έµεινα εντελώς ακίνητος στο ηµίφως για µερικές αγωνιώδεις στιγµές, καθώς οι ήχοι αποσαφηνίζονταν σταδιακά και τα περιγράµµατα ενός επιτραπέζιου φωτιστικού και των καρεκλών µε πλάτη σε σχήµα λύρας διαγράφονταν ολοένα καθαρότερα στο λυκόφως του παράθυρου. «Μαµά;» φώναξα µε µια ξεκάθαρα πανικόβλητη χροιά στη φωνή µου. Είχα κοιµηθεί φορώντας τα κατασκονισµένα και µουσκεµένα ρούχα µου. Ο καναπές ήταν κι αυτός νοτισµένος, µε ένα κολλώδες βαθούλωµα σε σχήµα ανθρώπινου κορµιού εκεί που µε είχε πάρει ο ύπνος. Ένα τσουχτερό αεράκι έκανε τα βενετσιάνικα στόρια να τρίξουν, εισβάλλοντας από το παράθυρο που είχε αφήσει λίγο ανοιχτό η µητέρα µου το πρωί. Το ρολόι έδειχνε 18:47. Με το φόβο να µεγαλώνει µέσα µου, έκανα µε άκαµπτα βήµατα το γύρο του διαµερίσµατος ανάβοντας όλα τα φώτα, ακόµα και τα φώτα οροφής του σαλονιού, τα οποία γενικά δε χρησιµοποιούσαµε επειδή ήταν τόσο ψυχρά και έντονα. Όρθιος στο κατώφλι του δωµατίου της µητέρας µου, είδα ένα κόκκινο φωτάκι να αναβοσβήνει στο σκοτάδι. Ένα υπέροχο κύµα ανακούφισης µε σάρωσε λυτρωτικά. Έκανα το γύρο του κρεβατιού σαν βολίδα, βρήκα µε σπασµωδικές κινήσεις το κουµπάκι του τηλεφωνητή, και πέρασαν µερικά δευτερόλεπτα µέχρι να συνειδητοποιήσω ότι η φωνή που άκουγα δεν ήταν καθόλου της µητέρας µου, αλλά µιας γυναίκας µε την οποία δούλευαν µαζί. Ακουγόταν ανεξήγητα χαρωπή. «Έλα, Όντρεϊ, εδώ Πρου. Σε πήρα απλώς για να δω τι κάνεις. Τρελή µέρα σήµερα, ε; Κοίτα, ήρθαν τα τυπογραφικά δοκίµια για τον Παρέχα και πρέπει να µιλήσουµε, αλλά πήρε παράταση η προθεσµία, οπότε δεν αγχωνόµαστε, για την ώρα τουλάχιστον. Ελπίζω να είναι όλα καλά, φιλενάδα, πάρε κάνα τηλέφωνο όταν βρεις την ευκαιρία». Στάθηκα εκεί κοιτάζοντας σαν χαζός το µηχάνηµα για ώρα πολλή αφότου τέλειωσε το µήνυµα. Και µετά σήκωσα την άκρη από τα στόρια και έριξα µια µατιά στην κίνηση κάτω. Ήταν πράγµατι αυτή η ώρα: Οι άνθρωποι γύριζαν στα σπίτια τους. Κόρνες ηχούσαν κάτω στο δρόµο. Είχα ακόµα εκείνον το φρικτό πονοκέφαλο, µαζί µε την αίσθηση (πρωτόγνωρη τότε, αν και, δυστυχώς, έµελλε να µου γίνει υπερβολικά οικεία στα χρόνια που ακολούθησαν) ότι ξυπνούσα από ένα τροµερό µεθύσι, έχοντας ξεχάσει σηµαντικά πράγµατα που έπρεπε να γίνουν. Γύρισα ξανά στην κρεβατοκάµαρά της και, µε χέρια που έτρεµαν, πληκτρολόγησα τον αριθµό του κινητού της, τόσο βιαστικά, ώστε έκανα λάθος και χρειάστηκε να ξαναρχίσω από την αρχή. Αλλά δεν απάντησε, η κλήση προωθήθηκε στην υπηρεσία ηχητικών µηνυµάτων. Της άφησα µήνυµα (Μαµά, εγώ είµαι, ανησυχώ, πού είσαι;) και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού της µε το κεφάλι στα χέρια µου. Από τα κάτω πατώµατα ανέβαιναν µυρωδιές φαγητού που ψηνόταν. Δυσδιάκριτες φωνές ακούγονταν από τα γειτονικά διαµερίσµατα: ακαθόριστοι γδούποι, κάποιος να ανοιγοκλείνει ντουλάπια. Είχε περάσει η ώρα. Οι άνθρωποι γύριζαν στα σπίτια τους από τη δουλειά, πετούσαν τους χαρτοφύλακές τους στο πάτωµα, χάιδευαν τις γάτες και τους σκύλους και τα παιδιά τους, άνοιγαν την τηλεόραση για τις ειδήσεις, ετοιµάζονταν να βγουν για δείπνο. Εκείνη πού ήταν; Προσπάθησα να σκεφτώ όλους τους λόγους που ενδεχοµένως να την είχαν καθυστερήσει, µα δε βρήκα κανέναν – αν και, ποιος ξέρει, ίσως είχαν κλείσει κάποιο δρόµο κάπου και δεν µπορούσε να περάσει. Όµως, πάλι, δε θα είχε πάρει ένα τηλέφωνο; Μήπως είχε χάσει το κινητό της; σκέφτηκα. Μήπως της είχε χαλάσει ή της είχε σπάσει;
Μήπως το είχε δώσει σε κάποιον που το χρειαζόταν περισσότερο; Η νέκρα που επικρατούσε στο διαµέρισµα µε εκνεύριζε. Το νερό κελάρυζε στις σωληνώσεις και το αεράκι ανάδευε παιχνιδιάρικα τα στόρια. Επειδή καθόµουν άπρακτος στην άκρη του κρεβατιού της και ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω κάτι, σχηµάτισα ξανά τον αριθµό της και άφησα άλλο ένα µήνυµα, αυτή τη φορά ανίκανος να συγκρατήσω το τρέµουλο της φωνής µου. Μαµά, ξέχασα να σου πω, είµαι στο σπίτι. Σε παρακαλώ, πάρε τηλέφωνο µόλις βρεις ευκαιρία, ναι; Και µετά τηλεφώνησα και άφησα µήνυµα και στην τηλεφωνική της θυρίδα στο γραφείο, για παν ενδεχόµενο. Γύρισα στο σαλόνι νιώθοντας µια αδυσώπητη παγωνιά να απλώνεται στο στέρνο µου. Αφού στάθηκα εκεί για µερικές στιγµές, πήγα στον πίνακα από φελλό στην κουζίνα να δω µήπως µου είχε αφήσει κάποιο σηµείωµα, παρότι ήξερα πολύ καλά ότι δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο. Πίσω στο σαλόνι, έριξα άλλη µια µατιά στον πολυσύχναστο δρόµο. Μήπως είχε πεταχτεί στο παντοπωλείο ή στο ντελικατέσεν απέναντι, µη θέλοντας να µε ξυπνήσει; Ένα κοµµάτι µου ήθελε να βγει στο δρόµο και να την ψάξει, αλλά ήταν εξωφρενικό να ελπίζω ότι θα την ξεχώριζα µέσα στα πλήθη της ώρας αιχµής, κι εξάλλου, αν έβγαινα, φοβόµουν µήπως έχανα κάποιο τηλεφώνηµά της. Είχε περάσει η ώρα που άλλαζαν βάρδια οι θυρωροί στην είσοδο. Όταν τηλεφώνησα στο θυρωρείο, έλπιζα να πετύχω τον Κάρλος (ήταν ο µεγαλύτερος σε ηλικία και πιο αξιοπρεπής από τους θυρωρούς) ή, ακόµα καλύτερα, τον Χοσέ, ένα µεγαλόσωµο πρόσχαρο τύπο από τον Άγιο Δοµίνικο, που ήταν ο αγαπηµένος µου. Αλλά δεν απαντούσε κανείς για ένα διάστηµα που µου φάνηκε ολόκληρη αιωνιότητα, ώσπου κάποτε άκουσα επιτέλους µια χαµηλή, κοµπιαστή φωνή µε βαριά ξενική προφορά στην άλλη άκρη της γραµµής: «Εµπλός;». «Είναι εκεί ο Χοσέ;» «Όκι», είπε η φωνή. «Όκι. Πάλτε αλγότελα». Συνειδητοποίησα ότι ήταν ο Ασιάτης µε τη µόνιµα τροµαγµένη έκφραση, τα προστατευτικά γυαλιά και τα λαστιχένια γάντια που γυάλιζε τα πατώµατα µε την παρκετέζα και µάζευε τα σκουπίδια και έκανε διάφορες άλλες µικροδουλειές στο κτίριο. Οι θυρωροί (ούτε αυτοί πρέπει να ήξεραν το όνοµά του) τον αποκαλούσαν «ο καινούριος» και γκρίνιαζαν που η διαχείριση τους είχε κουβαλήσει έναν επιστάτη που δε µιλούσε ούτε αγγλικά ούτε ισπανικά. Ό,τι και να µην πήγαινε καλά στο κτίριο, έφταιγε πάντα «ο καινούριος»: Δε φτυάριζε σωστά το χιόνι µπροστά στην είσοδο, δεν έβαζε την αλληλογραφία εκεί που έπρεπε, δε διατηρούσε την αυλή όσο καθαρή έπρεπε. «Ξαναπάλτε αλγότελα», επανέλαβε αισιόδοξα ο καινούριος. «Όχι, στάσου!» φώναξα καθώς πήγαινε να το κλείσει. «Είναι ανάγκη να µιλήσω σε κάποιον!» Σαστισµένη παύση. «Σας παρακαλώ, είναι κανείς άλλος εκεί;» ρώτησα. «Είναι επείγον». «Μάλιστα», απάντησε η φωνή µε έναν αµφιταλαντευόµενο τόνο που αναπτέρωσε το ηθικό µου. Τον άκουγα να αναπνέει βαριά στο ακουστικό. «Είµαι ο Θίο Ντέκερ», συστήθηκα. «Από το 7Γ; Σας βλέπω συχνά στο ισόγειο. Η µητέρα µου δε γύρισε ακόµα στο σπίτι και δεν ξέρω τι να κάνω». Παρατεταµένη παύση. «Ε’τά», επανέλαβε, σαν να ήταν αυτό το µόνο πράγµα που είχε καταλάβει απ’ όσα του είχα πει.
«Η µητέρα µου», επανέλαβα. «Πού είναι ο Κάρλος; Δεν είναι κανείς κάτω;» «Συ’νώµη, ευχαλιστώ», µου είπε πανικόβλητος και κατέβασε το ακουστικό. Έκανα το ίδιο, βαθιά αναστατωµένος. Αφού στάθηκα για λίγο σαν στήλη άλατος στη µέση του σαλονιού, πήγα και άναψα την τηλεόραση. Η πόλη ήταν άνω κάτω. Οι γέφυρες που ένωναν το Μανχάταν µε τους γύρω δήµους ήταν κλειστές, πράγµα που εξηγούσε γιατί δεν ήταν στο πόστο τους ο Κάρλος και ο Χοσέ, αλλά δεν έβλεπα τίποτα απολύτως που να δικαιολογεί την καθυστέρηση της µητέρας µου. Έδιναν έναν αριθµό τηλεφώνου για να καλέσει κανείς αν κάποιος αγνοούνταν. Τον αντέγραψα σε ένα απόκοµµα εφηµερίδας και έκανα συµφωνία µε τον εαυτό µου ότι, αν δε γύριζε σε µισή ώρα, θα τον καλούσα. Ένιωσα αυτοµάτως καλύτερα κρατώντας αυτό τον τηλεφωνικό αριθµό. Για κάποιον άγνωστο λόγο, αισθανόµουν σίγουρος ότι η κίνηση και µόνο να τον γράψω στο χαρτί θα την έκανε να εµφανιστεί ως διά µαγείας στην πόρτα. Αλλά, όταν πέρασαν σαράντα πέντε λεπτά, και µετά ολόκληρη ώρα, χωρίς εκείνη να φανεί, λύγισα τελικά και σχηµάτισα τον αριθµό (κόβοντας βόλτες πάνω κάτω, µε το βλέµµα µου καρφωµένο στην τηλεόραση όση ώρα περίµενα να απαντήσει κάποιος, όση ώρα µε είχαν στην αναµονή, παρακολουθώντας διαφηµίσεις για στρώµατα και στερεοφωνικά, άµεση και δωρεάν παράδοση, προνοµιακά πιστωτικά προγράµµατα). Κάποτε βγήκε στη γραµµή µια γυναίκα µε ψυχρό επαγγελµατικό τόνο. Σηµείωσε το όνοµα της µητέρας µου, σηµείωσε τον αριθµό τηλεφώνου µας και κατέληξε ότι εκείνη δεν ήταν στη «λίστα της», αλλά θα µου τηλεφωνούσαν αργότερα αν εµφανιζόταν το όνοµά της. Είχα ήδη κλείσει το τηλέφωνο όταν συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ιδέα για τι είδους λίστα µιλούσε. Έπειτα από ένα απροσδιόριστο διάστηµα δυσοίωνων προαισθηµάτων, το οποίο πέρασα κόβοντας ατέρµονους κύκλους στα τέσσερα δωµάτια του σπιτιού, ανοίγοντας συρτάρια, παίρνοντας στα χέρια µου βιβλία, για να τα παρατήσω πάλι κάτω, ανάβοντας το φορητό υπολογιστή της µητέρας µου και προσπαθώντας να βγάλω άκρη µε µια αναζήτηση στο Google (τζίφος), τηλεφώνησα ξανά για να ρωτήσω. «Το όνοµά της δεν αναγράφεται στη λίστα των νεκρών», είπε η δεύτερη γυναίκα που βγήκε κάποτε στη γραµµή, µε παράδοξα ανάλαφρο τόνο. «Ούτε των τραυµατιών». Το βάρος στο στήθος µου ελάφρυνε αισθητά. «Δηλαδή, είναι καλά;» «Δεν έχουµε καµία πληροφόρηση ακόµα. Αφήσατε νωρίτερα το τηλέφωνό σας, για να µπορέσουµε να σας ενηµερώσουµε αν προκύψει κάτι;» Ναι, της είπα, µε είχαν διαβεβαιώσει ότι θα τηλεφωνούσαν για ενηµέρωση. «Δωρεάν παράδοση και εγκατάσταση», έλεγε η τηλεόραση. «Μην ξεχάσετε να ρωτήσετε σχετικά µε το πρόγραµµα άτοκης εξάµηνης χρηµατοδότησης». «Καλή τύχη, λοιπόν», είπε η γυναίκα και έκλεισε το τηλέφωνο. Η νέκρα που επικρατούσε στο διαµέρισµα ήταν αφύσικη, ούτε καν οι δυνατές οµιλίες στην τηλεόραση δεν κατάφερναν να την ξορκίσουν. Είκοσι ένας άνθρωποι ήταν νεκροί, ενώ υπήρχαν «δεκάδες ακόµα» τραυµατίες. Προσπάθησα µάταια να καθησυχάσω τον εαυτό µου µε αυτό τον αριθµό: Είκοσι ένας νεκροί δεν ήταν τόσο τραγικός απολογισµός, σωστά; Είκοσι ένας άνθρωποι θεωρούνται λίγοι ως θεατές σε µια κινηµατογραφική αίθουσα ή ως επιβάτες σε λεωφορείο. Ήταν τρεις άνθρωποι λιγότεροι από το σύνολο των µαθητών στην τάξη µου. Αλλά πολύ σύντοµα άρχισαν να µε ζώνουν καινούριες αµφιβολίες και φόβοι, και χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλη µου τη θέληση για να µην πεταχτώ έξω από το σπίτι ουρλιάζοντας το όνοµά της. Όσο κι αν λαχταρούσα να βγω στους δρόµους να την ψάξω, ήξερα ότι το σωστό ήταν να
µείνω εκεί που ήµουν. Στο σπίτι θα συναντιόµασταν: Έτσι είχαµε συνεννοηθεί, αυτή ήταν η απαράβατη συµφωνία που είχαµε κάνει ήδη από το δηµοτικό, τότε που µε είχαν στείλει πίσω στο σπίτι µε ένα Βιβλίο Ασκήσεων Ετοιµότητας για την Αντιµετώπιση Καταστροφών που παρουσίαζε σε σκίτσα µυρµήγκια µε προστατευτικές µάσκες να συγκεντρώνουν εφόδια και να ετοιµάζονται για κάποια ακατονόµαστη καταστροφή. Είχα λύσει σταυρόλεξα και είχα απαντήσει σε χαζά ερωτηµατολόγια («Ποια είναι τα καταλληλότερα ρούχα για να βάλεις στο Σακίδιο Ειδών Έκτακτης Ανάγκης; Α. Μαγιό. Β. Ρούχα που φοριούνται το ένα πάνω από το άλλο. Γ. Χορταρένια χαβανέζικη φούστα. Δ. Αλουµινόχαρτο») και µαζί µε τη µητέρα µου είχαµε καταστρώσει ένα Οικογενειακό Σχέδιο Αντιµετώπισης Καταστροφών. Ήταν απλό: Θα βρισκόµασταν στο σπίτι. Κι αν ο ένας από τους δυο µας δεν µπορούσε να φτάσει στο σπίτι, θα τηλεφωνούσε. Αλλά, καθώς η ώρα περνούσε, βασανιστικά αργά, και το τηλέφωνο δεν έλεγε να χτυπήσει, και ο αριθµός των νεκρών ανέβηκε στις ειδήσεις στους είκοσι δύο και µετά στους είκοσι πέντε, κάλεσα ξανά τον αριθµό έκτακτης ανάγκης του δήµου. «Ναι», είπε µε εξοργιστικά ατάραχο τόνο η γυναίκα που απάντησε, «βλέπω ότι έχετε καλέσει ξανά, έχουµε σηµειώσει το όνοµά της στους αγνοούµενους». «Μα... µπορεί να είναι στο νοσοκοµείο, ή κάτι τέτοιο...» «Ναι, µπορεί. Φοβάµαι όµως ότι δεν µπορώ να το επιβεβαιώσω. Πώς είπατε ότι είναι το όνοµά σας; Θα θέλατε να σας συνδέσω µε κάποιον από τους συµβούλους ψυχολόγους µας;» «Σε ποιο νοσοκοµείο µεταφέρουν τους τραυµατίες;» «Λυπάµαι, πραγµατικά δεν µπορώ...» «Στο Μπεθ Ίσραελ; Στο Λένοξ Χιλ;» «Ακούστε, εξαρτάται από το τραύµα. Υπάρχουν άνθρωποι µε τραύµατα στα µάτια, εγκαύµατα, κάθε είδους κακώσεις. Αυτή τη στιγµή που µιλάµε χειρουργούνται τραυµατίες σε κάθε νοσοκοµείο της πόλης...» «Και οι άνθρωποι που αναφέρθηκαν ως νεκροί πριν από λίγο;» «Κοιτάξτε, καταλαβαίνω την αγωνία σας και θέλω να σας βοηθήσω, αλλά δεν υπάρχει Όντρεϊ Ντέκερ στη λίστα µου». Το βλέµµα µου έκανε νευρικά το γύρο του σαλονιού. Το βιβλίο της µητέρας µου (Τζέιν και Προύντενς, της Μπάρµπαρα Πιµ) αφηµένο ανοιχτό στη ράχη του καναπέ, µια από τις λεπτές κασµιρένιες ζακέτες της στο µπράτσο µιας πολυθρόνας. Τις είχε σε όλα τα χρώµατα – η συγκεκριµένη ήταν γαλάζια. «Ίσως πρέπει να κατέβετε µέχρι το Οπλοστάσιο του Έβδοµου Συντάγµατος. Έχουν στήσει ένα κέντρο υποδοχής οικογενειών εκεί – µε φαγητό, άφθονο καφέ και ανθρώπους για να µιλήσετε». «Μα αυτό που θέλω εγώ είναι να µάθω αν υπάρχουν αυτή τη στιγµή νεκροί που δεν ξέρετε την ταυτότητά τους. Ή τραυµατίες». «Ακούστε, κατανοώ την ανησυχία σας. Και θα ήθελα πραγµατικά, πραγµατικά να σας βοηθήσω σ’ αυτό, αλλά ειλικρινά δεν µπορώ. Θα σας καλέσουµε εµείς µόλις έχουµε εξακριβωµένες πληροφορίες». «Σας παρακαλώ, πρέπει να βρω τη µητέρα µου! Ίσως βρίσκεται σε κάποιο νοσοκοµείο! Δεν µπορείτε να µου δώσετε µια ιδέα πού να πάω να την ψάξω;» «Πόσων χρονών είσαι;» ρώτησε υποψιασµένη η γυναίκα. Σοκαρισµένος, έκλεισα το τηλέφωνο έπειτα από µια µακριά παύση. Έµεινα να κοιτάζω τη συσκευή ζαλισµένος, νιώθοντας ανακούφιση ανάµεικτη µε ενοχή, σαν να είχα ρίξει κάτι κατά λάθος, σπάζοντάς το. Όταν χαµήλωσα το βλέµµα στα χέρια µου και τα είδα να τρέµουν,
συνειδητοποίησα αφηρηµένα και αδιάφορα –όπως αν έβλεπα ότι αδειάζει η µπαταρία στο iPod µου– ότι δεν είχα βάλει µπουκιά στο στόµα µου εδώ και κάµποσες ώρες. Ποτέ στη ζωή µου δεν είχα µείνει νηστικός για τόσο µεγάλο διάστηµα, εκτός από µία φορά που είχα γαστρεντερίτιδα. Έτσι, πήγα στο ψυγείο και βρήκα το πακέτο µε ό,τι είχα αφήσει από το λο µέιν της προηγούµενης νύχτας, το οποίο καταβρόχθισα όρθιος στον πάγκο, νιώθοντας ευάλωτος και εκτεθειµένος κάτω από το ψυχρό φως της λάµπας στο ταβάνι. Αν και υπήρχαν και οµελέτα φου γιανγκ και ρύζι, τα άφησα για εκείνη, στην περίπτωση που γύριζε πεινασµένη. Κόντευαν µεσάνυχτα πια, σε λίγο θα ήταν αργά για να παραγγείλει από ντελιβεράδικο. Αφού τέλειωσα, έπλυνα το πιρούνι µου και τα σκεύη του πρωινού καφέ και σφούγγισα τον πάγκο, ώστε να µη βρει δουλειά να την περιµένει όταν θα έφτανε στο σπίτι. Θα χαιρόταν, διαβεβαίωσα τον εαυτό µου, βλέποντας ότι της είχα αφήσει την κουζίνα πεντακάθαρη. Όπως θα χαιρόταν (τουλάχιστον αυτό έλπιζα) βλέποντας ότι είχα σώσει τον πίνακά της. Ή µπορεί και να θύµωνε. Αλλά µπορούσα να της εξηγήσω πώς είχε γίνει. Σύµφωνα µε την τηλεόραση, ήξεραν πλέον ποιος ευθυνόταν για την έκρηξη: εγκληµατικές οµάδες που στα δελτία ειδήσεων αποκαλούνταν εναλλακτικά «εξτρεµιστές της Ακροδεξιάς» ή «ηµεδαποί τροµοκράτες». Είχαν συνεργαστεί µε µια εταιρεία µεταφορών και αποθήκευσης, µε βοήθεια από άγνωστους συνεργούς µέσα στο µουσείο είχαν κρύψει τα εκρηκτικά µέσα στις κούφιες ξύλινες βάσεις στα καταστήµατα όπου εκτίθενται οι καρτ ποστάλ και τα βιβλία τέχνης. Κάποιοι από τους δράστες ήταν νεκροί, κάποιοι άλλοι είχαν συλληφθεί, µερικοί είχαν καταφέρει να διαφύγουν. Οι ρεπόρτερ είχαν συλλέξει αρκετές λεπτοµέρειες γύρω από το συµβάν, αλλά ο σκοτισµένος µου εγκέφαλος αδυνατούσε να τις αφοµοιώσει. Τώρα πάλευα µε το σκεβρωµένο συρτάρι της κουζίνας, που είχε φρακάρει πολύ πριν µας παρατήσει ο πατέρας µου. Τα µόνα πράγµατα εκεί µέσα ήταν φόρµες για µπισκότα, κάτι παλιές σούβλες για φοντί και τρίφτες λεµονιού που δε χρησιµοποιούσαµε ποτέ. Η µητέρα µου προσπαθούσε πάνω από ένα χρόνο να βρει κάποιον από τους συντηρητές να το επιδιορθώσει (µαζί µε ένα σπασµένο πόµολο και µια βρύση που έσταζε και µισή ντουζίνα άλλες εκνευριστικές µικροβλάβες). Πήρα ένα µαχαίρι βουτύρου και το έχωσα στην άκρη του συρταριού, προσέχοντας να µην ξεφλουδίσω την µπογιά περισσότερο απ’ όσο ήταν ήδη γδαρµένη. Η ένταση της έκρηξης έκανε ακόµα τα κόκαλά µου να τρίζουν, ο κρότος αντηχούσε στα αφτιά µου, αλλά το χειρότερο ήταν ότι είχα ακόµα τη µυρωδιά του αίµατος στα ρουθούνια µου, τη µεταλλική, αλµυρή γεύση του στο στόµα µου. (Και, παρότι δεν το ήξερα ακόµα, θα την είχα για µέρες µετά.) Όσο παιδευόµουν και πάλευα µε το συρτάρι, αναρωτιόµουν αν έπρεπε να έρθω σε επαφή µε κάποιον, κι αν ναι, µε ποιον. Η µητέρα µου ήταν µοναχοπαίδι. Και, παρότι θεωρητικά είχα ένα ζευγάρι παππούδων εν ζωή –τον µπαµπά και τη µητριά του πατέρα µου στο Μέριλαντ–, δεν είχα στοιχεία επικοινωνίας µαζί τους. Ο πατέρας µου διατηρούσε µετά βίας πολιτισµένες σχέσεις µε τη µητριά του, την Ντόροθι, µια µετανάστρια από την Ανατολική Γερµανία που καθάριζε κτίρια γραφείων πριν παντρευτεί τον παππού µου. (Με αδιαφιλονίκητο ταλέντο µίµου, ο µπαµπάς µου έκανε µια άσπλαχνα ξεκαρδιστική µίµηση της Ντόροθι, παριστάνοντάς τη σαν ένα είδος κουρδιστής φράου µε µονίµως σουφρωµένα χείλη, κινήσεις νευρόσπαστου και προφορά σαν του Κουρτ Γιούργκενς στην ταινία Η Μάχη της Αγγλίας.) Όµως, παρά την αντιπάθεια του µπαµπά µου για την Ντόροθι, αυτός που πραγµατικά απεχθανόταν ήταν ο παππούς Ντέκερ: ένας ψηλός και χοντρός άντρας µε τροµακτική όψη, κατακόκκινα µάγουλα και κορακίσια µαλλιά (µάλλον βαµµένα), που φορούσε γιλέκα και ζωηρόχρωµα καρό και ήταν οπαδός της παιδαγωγικής µε το ζωνάρι. Χοντρό λούκι: Αυτή ήταν η βασική φράση που είχα
συνδέσει µε τον παππού Ντέκερ – µέσα από δηλώσεις του µπαµπά µου στο στιλ «Η συµβίωση µ’ αυτό το κάθαρµα ήταν χοντρό λούκι» και «Πίστεψέ µε, η ώρα του δείπνου ήταν χοντρό λούκι στο πατρικό µου». Είχα δει τον παππού Ντέκερ και την Ντόροθι µόλις δύο φορές στη ζωή µου, σε τεταµένη ατµόσφαιρα, µε τη µητέρα µου να κάθεται κουρνιασµένη στην άκρη του καναπέ χωρίς να βγάλει το παλτό της, µε την τσάντα ακουµπισµένη στα πόδια της, και όλες τις γενναίες προσπάθειές της να ανοίξει κουβέντα να σκοντάφτουν διαρκώς και να βυθίζονται σε κινούµενη άµµο. Αυτό που κυρίως θυµάµαι είναι τα βεβιασµένα χαµόγελα, η βαριά µυρωδιά αρωµατικού καπνού πίπας και η όχι ιδιαίτερα φιλική προειδοποίηση του παππού Ντέκερ να κρατήσω «τα βρόµικα ξερά µου» µακριά από τη µακέτα µε τα τρενάκια του (ένα αλπικό χωριό µε σιδηροδροµικό δίκτυο που καταλάµβανε ένα ολόκληρο δωµάτιο του σπιτιού τους και, σύµφωνα µε τον ίδιο, άξιζε δεκάδες χιλιάδες δολάρια). Αυτό που κατάφερα ήταν να λυγίσω τη λεπίδα του µαχαιριού χώνοντάς το άγαρµπα στο πλάι του φρακαρισµένου συρταριού – και ήταν ένα από τα λίγα καλά µαχαίρια που είχε η µητέρα µου, ασηµένιο, κληρονοµιά από τη µητέρα της. Έβαλα τα δυνατά µου να το ισιώσω δαγκώνοντας τα χείλη µου και επιστρατεύοντας όλη µου τη θέληση για να συγκεντρωθώ στην προσπάθεια, καθώς φρικιαστικές εικόνες της ηµέρας που είχε περάσει έρχονταν συνέχεια στο µυαλό µου και έσκαγαν µπροστά µου. Το να προσπαθώ να µην το σκέφτοµαι έµοιαζε µε αυτό που συµβαίνει όταν προσπαθείς να µη σκέφτεσαι, για παράδειγµα, µια µοβ αγελάδα: Ξαφνικά η µοβ αγελάδα είναι το µόνο πράγµα που µπορείς να σκεφτείς. Και τότε, εντελώς απροσδόκητα, το συρτάρι άνοιξε. Χαµήλωσα το βλέµµα στο χαµό που επικρατούσε στο εσωτερικό του: σκουριασµένες µπαταρίες, ένας σπασµένος τρίφτης τυριού, η φόρµα για µπισκότα σε σχήµα χιονονιφάδας που η µητέρα µου είχε να χρησιµοποιήσει από τότε που πήγαινα πρώτη δηµοτικού, όλα στριµωγµένα εκεί µέσα µαζί µε κουρελιασµένους παλιούς καταλόγους παραγγελιών από κυριλέ εστιατόρια σαν το Viand, το Shun Lee Palace και το Delmonico’s. Άφησα το συρτάρι ανοιχτό –έτσι ώστε να είναι το πρώτο πράγµα που θα έβλεπε εκείνη µπαίνοντας στο διαµέρισµα– και πήγα σαν υπνοβάτης στον καναπέ, όπου τυλίχτηκα µε µια κουβέρτα και κάθισα έτσι ώστε να µπορώ να βλέπω την εξώπορτα. Το µυαλό µου διέγραφε πυρετώδεις κύκλους. Κάθισα για ώρα πολλή τρέµοντας ολόκληρος και µε µάτια κατακόκκινα στη θαµπή γαλαζωπή λάµψη της τηλεόρασης, παρακολουθώντας εικόνες να εναλλάσσονται τρεµοσβήνοντας. Στην ουσία, δεν υπήρχαν νέα. Στην οθόνη προβάλλονταν ξανά και ξανά νυχτερινά πλάνα από το µουσείο (που έδειχνε απόλυτα φυσιολογικό τώρα, αν παρέβλεπες την κίτρινη αστυνοµική ταινία κατά µήκος του πεζοδροµίου, τους ένοπλους φύλακες που ήταν παραταγµένοι στην πρόσοψη και τα ξέφτια καπνού που υψώνονταν σποραδικά από την οροφή προς έναν καταυγασµένο από δέσµες προβολέων ουρανό). Καλά, πού ήταν τόσες ώρες; Γιατί δεν είχε γυρίσει ακόµα; Θα είχε, σίγουρα, µια πολύ καλή εξήγηση, που θα έκανε το όλο πράγµα να φαντάζει τόσο ασήµαντο, ώστε θα φαινόταν εντελώς γελοίο που είχα ανησυχήσει τόσο. Για να τη βγάλω από το µυαλό µου, εστίασα όλη µου την προσοχή σε µια συνέντευξη που πρόβαλλαν σε επανάληψη από νωρίτερα το ίδιο βράδυ. Ένας διοπτροφόρος έφορος µε τουίντ σακάκι και παπιγιόν, εµφανώς ταραγµένος, διαµαρτυρόταν για το αίσχος να µην επιτρέπεται στους ειδικούς να µπουν στο χώρο του µουσείου για να φροντίσουν τα έργα τέχνης. «Ναι», έλεγε σοβαρά. «Κατανοώ ότι αποτελεί τόπο εγκλήµατος, αλλά αυτοί οι πίνακες είναι εξαιρετικά ευπαθείς σε οποιαδήποτε αλλαγή της ποιότητας και της θερµοκρασίας του αέρα. Μπορεί να έχουν υποστεί ζηµιές από το νερό, τα χηµικά ή τον καπνό. Μπορεί να αλλοιώνονται αυτή τη
στιγµή που µιλάµε. Είναι ζωτικής σηµασίας να επιτραπεί σε συντηρητές και εφόρους η είσοδος στις πληγείσες αίθουσες για να εκτιµήσουν τις ζηµιές το συντοµότερο δυνατόν...» Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο – αφύσικα δυνατά, σαν ξυπνητήρι που µε έβγαζε από το χειρότερο εφιάλτη της ζωής µου. Δεν µπορώ να περιγράψω το κύµα ανακούφισης που µε κατέκλυσε. Σκόνταψα και παραλίγο να τσακιστώ όπως τινάχτηκα για να το πιάσω. Ήµουν σίγουρος ότι ήταν η µητέρα µου, αλλά πάγωσα ολόκληρος όταν κοίταξα µηχανικά την αναγνώριση κλήσεων. NYDoCFS. Υπηρεσία ποιος-ξέρει-τι της Νέας Υόρκης. Ύστερα από στιγµιαίο δισταγµό, άρπαξα το ακουστικό. «Εµπρός;» «Χαίρετε», απάντησε µια φωνή µε χαµηλόφωνη και σχεδόν ανατριχιαστική ευγένεια. «Με ποιον οµιλώ, παρακαλώ;» «Θίοντορ Ντέκερ», απάντησα ξαφνιασµένος. «Ποιος είναι;» «Γεια σου, Θίοντορ. Ονοµάζοµαι Μάρτζορι Μπεθ Γουάινµπεργκ και είµαι κοινωνική λειτουργός στην Υπηρεσία Παιδικής και Οικογενειακής Πρόνοιας». «Τι συµβαίνει; Για τη µητέρα µου παίρνετε;» «Είσαι γιος της Όντρεϊ Ντέκερ, σωστά;» «Η µητέρα µου! Πού είναι; Είναι καλά;» Μια µακριά παύση – µια τροµερή παύση. «Τι συµβαίνει;» έσκουξα. «Πού είναι;» «Είναι εκεί ο πατέρας σου; Μπορώ να µιλήσω µαζί του;» «Δεν µπορεί να έρθει στο τηλέφωνο. Τι συµβαίνει;» «Λυπάµαι, αλλά πρόκειται για επείγουσα ανάγκη. Είναι πραγµατικά πολύ σηµαντικό να µιλήσω στον πατέρα σου αυτή τη στιγµή». «Τι έπαθε η µητέρα µου;» ρώτησα και πετάχτηκα όρθιος. «Σας παρακαλώ! Πείτε µου πού είναι! Τι συνέβη;» «Δεν είσαι µόνος σου, έτσι, Θίοντορ; Είναι κάποιος ενήλικας µαζί σου;» «Όχι, βγήκαν έξω για καφέ», απάντησα κοιτάζοντας φρενιασµένα γύρω µου. Μαλακά παπούτσια µπαλέτου παρατηµένα λοξά κάτω από µια πολυθρόνα. Βαθυκόκκινοι υάκινθοι σε µια γλάστρα τυλιγµένη µε αλουµινόχαρτο. «Κι ο πατέρας σου µαζί;» «Όχι, αυτός κοιµάται. Πού είναι η µητέρα µου; Τραυµατίστηκε; Τι έγινε, πείτε µου!» «Φοβάµαι ότι πρέπει να επιµείνω να ξυπνήσεις τον µπαµπά σου, Θίοντορ». «Όχι! Δεν µπορώ!» «Είναι πολύ σηµαντικό. Πρέπει». «Σας είπα ότι δεν µπορεί να έρθει στο τηλέφωνο! Γιατί δε µου λέτε εµένα τι συµβαίνει;» «Καλά λοιπόν, αν ο πατέρας σου δεν είναι αυτή τη στιγµή διαθέσιµος, ίσως είναι καλύτερα να σου αφήσω έναν αριθµό για να επικοινωνήσει µαζί µου». Η φωνή, παρότι απαλή και συµπονετική, ηχούσε στα αφτιά µου πιο ψυχρή και από του υπερυπολογιστή HAL στην ταινία 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήµατος. «Πες του, σε παρακαλώ, να επικοινωνήσει µαζί µου το συντοµότερο δυνατόν. Είναι εξαιρετικά σηµαντικό να έρθει άµεσα σε επαφή µαζί µου». Αφού έκλεισα το τηλέφωνο, κάθισα εντελώς ακίνητος για πολλή ώρα. Σύµφωνα µε το ρολόι στην κουζίνα, το οποίο έβλεπα από εκεί που καθόµουν, ήταν δύο και σαράντα πέντε τα ξηµερώµατα. Ποτέ πριν δεν είχα βρεθεί µόνος και ξύπνιος τέτοια ώρα. Το σαλόνι, κανονικά τόσο ανοιχτό και ευάερο, φωτεινό από την παρουσία της µητέρας µου, είχε συρρικνωθεί σε
έναν ψυχρό και µουντό χώρο, σαν εξοχική καµπίνα το χειµώνα. Αραχνοΰφαντα υφάσµατα, τραχιά ψάθινα χαλιά, φωτιστικά από ρυζόχαρτο κατευθείαν από την Τσάιναταουν, καρέκλες υπερβολικά µικρές και ελαφριές... Όλα τα έπιπλα έµοιαζαν τσιτωµένα, σαν να βρίσκονταν σε µια κατάσταση νευρικής αναµονής. Μπορούσα να νιώσω την καρδιά µου να σφυροκοπάει στο στήθος µου, να ακούσω τους τριγµούς και τους υπόκωφους κρότους και τους συριγµούς του µεγάλου, γέρικου, παραδοµένου στον ύπνο κτιρίου γύρω µου. Όλοι κοιµόνταν. Ακόµα και τα µακρινά κορναρίσµατα και το περιοδικό µουγκρητό των τριαξονικών πέρα στην 57η Οδό ηχούσαν πνιχτά και αβέβαια, τόσο µοναχικά, σαν να έρχονταν από άλλο πλανήτη. Ήξερα ότι πολύ σύντοµα ο νυχτερινός ουρανός θα έπαιρνε µια σκούρα µπλε απόχρωση. Η πρώτη απαλή, ψυχρή αναλαµπή της απριλιάτικης χαραυγής θα γλιστρούσε λάθρα στο δωµάτιο. Τα απορριµµατοφόρα θα κατέβαιναν ασθµαίνοντας και κροταλίζοντας το δρόµο, ανοιξιάτικα πουλιά θα άρχιζαν να τιτιβίζουν στο πάρκο, ξυπνητήρια θα χτυπούσαν σε υπνοδωµάτια σε ολόκληρη την πόλη. Τύποι µισοκρεµασµένοι έξω από καρότσες φορτηγών θα πετούσαν µε θόρυβο βαριά πάκα εφηµερίδων Τhe New York Times και Daily News στο πεζοδρόµιο µπροστά στους πάγκους των εφηµεριδοπωλών. Μαµάδες και µπαµπάδες σε ολόκληρη την πόλη θα έσερναν τα βήµατά τους αναµαλλιασµένοι, µε τα εσώρουχά τους ή µια ρόµπα, για να ανάψουν την καφετιέρα, να βάλουν ψωµί στην τοστιέρα, να ξυπνήσουν και να ετοιµάσουν τα παιδιά τους για το σχολείο. Κι εγώ; Ένα κοµµάτι µου ήταν πετρωµένο, παραλυµένο από την απελπισία, σαν εκείνα τα ποντίκια στα πειραµατικά εργαστήρια που χάνουν κάθε ελπίδα και απλώς ξαπλώνουν για να πεθάνουν από την πείνα µέσα στο λαβύρινθο. Προσπάθησα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις µου. Για λίγο είχα την αίσθηση πως, αν έµενα αρκετά ακίνητος και περίµενα, ίσως να τακτοποιούνταν όλα µε κάποιο µαγικό τρόπο. Από την κούραση είχα την εντύπωση πως τα αντικείµενα µέσα στο διαµέρισµα τρεµούλιαζαν: Υπήρχε µια άλως φωτός γύρω από την επιτραπέζια λάµπα, ενώ οι λωρίδες της ταπετσαρίας φαίνονταν σαν να πάλλονταν. Πήρα την ατζέντα µε τα τηλέφωνα. Την ξανάφησα κάτω. Η ιδέα να καλέσω την αστυνοµία µε τροµοκρατούσε. Και, όπως και να είχε, τι θα µπορούσε να κάνει η αστυνοµία; Ήξερα πάρα πολύ καλά από την τηλεόραση ότι δεν µπορείς να δηλώσεις εξαφάνιση αν δε λείπει κάποιος είκοσι τέσσερις ώρες. Είχα πείσει σχεδόν τον εαυτό µου ότι έπρεπε να βγω έξω να την ψάξω, κι ας ήταν µαύρα µεσάνυχτα –και το Οικογενειακό Σχέδιο Αντιµετώπισης Καταστροφών µπορούσε να πάει στο διάολο!–, όταν τη σιωπή έσπασε ένα εκκωφαντικό κουδούνισµα (ήταν το κουδούνι της πόρτας!) και η καρδιά µου έκανε ένα σάλτο από χαρά. Μπερδεύοντας τα πόδια µου και γλιστρώντας κακήν κακώς στην πόρτα, άρχισα να παλεύω µε την κλειδαριά. «Μαµά;» φώναξα, τραβώντας τον επάνω σύρτη, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα. Η καρδιά µου βούλιαξε, µια πτώση τουλάχιστον έξι ορόφων. Στο χαλάκι της πόρτας στέκονταν δύο άνθρωποι που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή µου: µια κοντοκουρεµένη παχουλή Κορεάτισσα µε µαλλιά καρφάκια και ένας Λατινοαµερικάνος µε πουκάµισο και γραβάτα ο οποίος θύµιζε τον Λουίς στο Sesame Street. Δεν είχαν τίποτα το απειλητικό πάνω τους, το αντίθετο: Kαθησυχαστικά στρουµπουλοί και µεσόκοποι, είχαν την εµφάνιση αναπληρωτών καθηγητών σε σχολείο. Όµως, παρά την καλοσυνάτη έκφραση στα πρόσωπά τους, κατάλαβα από την πρώτη στιγµή που τους αντίκρισα ότι η ζωή µου όπως την ήξερα είχε πάρει τέλος.
Κεφάλαιο 3
Λεωφόρος Παρκ
i.
ΟΙ
µε έµπασαν στο πίσω κάθισµα του αυτοκινήτου τους και µε οδήγησαν σε ένα µικρό εστιατόριο στο κάτω Μανχάταν, κοντά στη δουλειά τους, ένα ψευτοκυριλέ µαγαζί που στραφτάλιζε γεµάτο µπιζουτέ καθρέφτες και φτηνούς κινέζικους πολυέλαιους. Μόλις καθίσαµε στο σεπαρέ (οι δυο τους στον ένα καναπέ, εγώ µόνος µου απέναντι), έβγαλαν από τους χαρτοφύλακές τους µπλοκ σηµειώσεων και στιλό και µε πίεσαν να φάω πρωινό, ενόσω εκείνοι έπιναν καφέ και µου έκαναν ερωτήσεις. Έξω ήταν ακόµα πίσσα σκοτάδι, η πόλη µόλις άρχιζε να ξυπνάει. Δε θυµάµαι να έκλαψα, ούτε να έφαγα τίποτα, αν και, τόσα χρόνια µετά, έχω ακόµα στα ρουθούνια µου τη µυρωδιά της οµελέτας που µου παρήγγειλαν – και µόνο η θύµηση εκείνου του πιάτου µε το αχνιστό βουνό των χτυπηµένων αβγών στη µέση είναι αρκετή για να κάνει το στοµάχι µου κόµπο. Το εστιατόριο ήταν σχεδόν άδειο. Νυσταγµένοι βοηθοί σερβιτόρων άδειαζαν κουτιά µε µπάγκελ και µάφιν πίσω από τον πάγκο. Μια παρέα κάτωχρων νεαρών κλάµπερ µε µάτια µουντζουρωµένα από το αϊλάινερ είχαν στριµωχτεί σε ένα σεπαρέ λίγο πιο πέρα. Θυµάµαι να τους περιεργάζοµαι σε µια απελπισµένη αναζήτηση περισπασµού –ένα ιδρωµένο αγόρι µε µπουφάν µε γιακά Μάο, ένα αναµαλλιασµένο κορίτσι µε ροζ ανταύγειες στα µαλλιά–, όπως και µια ηλικιωµένη κυρία µακιγιαρισµένη στην εντέλεια και ντυµένη µε γούνινο παλτό υπερβολικά ζεστό για τον καιρό, που καθόταν µόνη της στον πάγκο και έτρωγε ένα κοµµάτι µηλόπιτα. Οι κοινωνικοί λειτουργοί –µόνο που δε µε ταρακούνησαν από τους ώµους και δεν κροτάλισαν τα δάχτυλά τους στη µούρη µου για να µου τραβήξουν την προσοχή– φαίνονταν να αντιλαµβάνονται πόσο απρόθυµος ήµουν να χωνέψω αυτό που προσπαθούσαν να µου πουν. Γέρνοντας εναλλάξ προς το µέρος µου πάνω από το τραπέζι, έλεγαν ξανά και ξανά αυτό που δεν ήθελα να ακούσω. Η µητέρα µου ήταν νεκρή. Ένα κοµµάτι τσιµέντου την είχε βρει στο κεφάλι και την είχε αφήσει στον τόπο. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Τους έθλιβε βαθύτατα που γίνονταν κοµιστές της τραγικής είδησης, αυτή ήταν η χειρότερη πτυχή της δουλειάς τους, αλλά ήταν ζωτικής σηµασίας να καταλάβω τι είχε συµβεί. Η µητέρα µου ήταν νεκρή, και η σορός της βρισκόταν στο Νοσοκοµείο της Νέας Υόρκης. Καταλάβαινα τι µου έλεγαν; «Ναι», έσπασα την παρατεταµένη παύση όταν συνειδητοποίησα ότι περίµεναν να πω κάτι. Η ωµή, επίµονη χρήση των λέξεων θάνατος και νεκρή ήταν εντελώς ασύµβατη µε τη µετρηµένη φωνή τους, την αυστηρή επαγγελµατική τους αµφίεση από συνθετικό ύφασµα, τη λατινοαµερικάνικη ποπ που ακουγόταν από το ραδιόφωνο και τις χτυπητές επιγραφές πίσω από το ταµείο (Σµούθι µε Φρέσκα Φρούτα, Λιχουδιά Διαίτης, Δοκιµάστε το Χάµπουργκερ Γαλοπούλας!). «¿Fritas?» ρώτησε ο σερβιτόρος πλησιάζοντας το τραπέζι µας κρατώντας ψηλά µια τεράστια πιατέλα µε τηγανητές πατάτες. Και οι δύο κοινωνικοί λειτουργοί τινάχτηκαν ξαφνιασµένοι. Ο άντρας (µόνο µικρά ονόµατα: Ενρίκε) είπε κάτι στα ισπανικά και του έδειξε λίγα τραπέζια πιο κάτω, τους κλάµπερ που του έγνεφαν για την παραγγελία τους. Με κατακόκκινα µάτια, σε κατάσταση σοκ, µε τα χτυπηµένα αβγά να κρυώνουν στο πιάτο µπροστά µου, αδυνατούσα να συλλάβω τις πιο πρακτικές πλευρές της κατάστασής µου. Υπό το ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ
πρίσµα αυτού που είχε συµβεί, οι ερωτήσεις τους γύρω από τον πατέρα µου ακούγονταν τόσο άστοχες, ώστε δεν µπορούσα να καταλάβω την εµµονή τους να µάθουν για εκείνον. «Δηλαδή, πότε ήταν η τελευταία φορά που τον είδες;» ρώτησε η κυρία από την Κορέα, η οποία µου είχε ζητήσει επανειληµµένα να τη φωνάζω µε το µικρό της όνοµα – έσπασα το κεφάλι µου, αλλά αδύνατον να το θυµηθώ. Αντίθετα, θυµάµαι πολύ καθαρά τα παχουλά της χέρια σταυρωµένα πάνω στο τραπέζι και το απαίσιο µανό της σε ασηµοσταχτιά απόχρωση, κάτι ανάµεσα στο χρώµα της λεβάντας και το γαλάζιο. «Mια πρόχειρη εκτίµηση;» µε ενθάρρυνε ο Ενρίκε. «Σε σχέση µε τον µπαµπά σου;» «Και κατά προσέγγιση να είναι, µας κάνει», συµπλήρωσε η Κορεάτισσα. «Πότε περίπου τον είδες τελευταία φορά;» «Ε...» έκανα –µου ήταν πραγµατικά δύσκολο να σκεφτώ– «κάποια στιγµή το περασµένο φθινόπωρο;» Ο θάνατος της µητέρας µου εξακολουθούσε να φαντάζει σαν µια παρεξήγηση που ενδεχοµένως θα λυνόταν αν κατάφερνα να συγκεντρώσω το µυαλό µου και να συνεργαστώ µε αυτούς τους ανθρώπους. «Ήταν Οκτώβριος; Σεπτέµβριος;» µε ρώτησε µαλακά εκείνη όταν είδε ότι δεν είχα σκοπό να επεκταθώ. Το κεφάλι µου πονούσε τόσο αβάσταχτα, ώστε µου ερχόταν να βάλω τα κλάµατα κάθε φορά που το έστρεφα, αν και ο πονοκέφαλος ήταν το µικρότερο από τα προβλήµατά µου. «Δεν ξέρω», είπα. «Αφού άρχισαν τα σχολεία». «Άρα θα έλεγες το Σεπτέµβριο;» ρώτησε ο Ενρίκε, σηκώνοντας το βλέµµα από τη σηµείωση που κρατούσε στο µπλοκ του. Φαινόταν σκληρός τύπος –ασφυκτιούσε µέσα στο κοστούµι και τη γραβάτα του, σαν προπονητής που έχει βάλει κιλά–, αλλά ο τόνος της φωνής του µετέδιδε µια καθησυχαστική αίσθηση του εύτακτου κόσµου των εννέα µε πέντε: ερµάρια και αρχειοθήκες, µηχανοποίητες µοκέτες, καθηµερινές υποθέσεις στο δήµο του Μανχάταν. «Καµία συνάντηση ή επικοινωνία από τότε;» «Υπάρχει κάποιος κολλητός ή κάποιος στενός φίλος που να µπορεί να επικοινωνήσει µαζί του;» ρώτησε η Κορεάτισσα κυρία σκύβοντας προς το µέρος µου µε µητρικό ενδιαφέρον. Η ερώτηση µε ξάφνιασε. Δεν ήξερα κανένα άτοµο που θα ταίριαζε στην περιγραφή. Ακόµα και η ιδέα ότι ο πατέρας µου µπορεί να είχε στενούς φίλους (πόσο µάλλον «κολλητούς») εµπεριείχε µια τόσο βαθιά παρανόηση της προσωπικότητάς του, ώστε δεν ήξερα πώς να απαντήσω. Μόνο αφού µαζεύτηκαν τα πιάτα από το τραπέζι, στη γεµάτη αµηχανία ανάπαυλα που ακολουθεί όταν τελειώνει ένα γεύµα αλλά κανείς δε σηκώνεται να φύγει, έπεσε σαν κεραµίδα στο κεφάλι µου η συνειδητοποίηση του πού οδηγούσαν όλες αυτές οι φαινοµενικά ανούσιες ερωτήσεις τους σχετικά µε τον πατέρα µου και τον παππού Ντέκερ και τη γυναίκα του (κάπου στο Μέριλαντ, δε θυµόµουν καν το όνοµα της πόλης, σε κάποια ηµιαγροτική περιοχή πίσω από ένα κατάστηµα Home Depot) και τους ανύπαρκτους θείους και θείες µου. Ήµουν ένα ανήλικο παιδί χωρίς κηδεµόνα. Οι νόµοι επέβαλλαν να αποµακρυνθώ άµεσα από το σπίτι µου (ή «το περιβάλλον», όπως επέµεναν να το αποκαλούν). Μέχρι να εντοπιστούν και να λάβουν γνώση οι γονείς του πατέρα µου, θα µε αναλάµβανε η Πρόνοια. «Όµως τι σκοπεύετε να κάνετε µ’ εµένα;» ρώτησα για δεύτερη φορά, κολλώντας πίσω στην πλάτη του καθίσµατος, µε µια νότα πανικού να αλλοιώνει τη φωνή µου. Όλα φαίνονταν εντελώς άτυπα όταν είχα σβήσει την τηλεόραση και είχα φύγει µαζί τους από το διαµέρισµα «για να τσιµπήσουµε κάτι», όπως το είχαν θέσει. Κανείς δεν είχε πει λέξη για αποµάκρυνση από το σπίτι µου.
Ο Ενρίκε χαµήλωσε το βλέµµα στο µπλοκ µε τις σηµειώσεις του. «Κοίτα, Τέο» –επέµενε να µε λέει «Τέο», όπως και η συνάδελφός του, κι ας ήταν λάθος– «είσαι ένας ανήλικος που χρήζει άµεσης φροντίδας. Θα χρειαστεί να σε θέσουµε υπό προσωρινή κηδεµονία, επειγόντως». «Κηδεµονία;» Η λέξη έκανε το στοµάχι µου να σφιχτεί οδυνηρά – παρέπεµπε σε αίθουσες δικαστηρίων, κλειδωµένους κοιτώνες, γήπεδα µπάσκετ µε περίφραξη από αγκαθωτό συρµατόπλεγµα. «Ας πούµε µέριµνα, καλύτερα. Και µόνο µέχρις ότου ο παππούς και η γιαγιά σου...» «Σταθείτε», έκρωξα, τροµοκρατηµένος από την ανεξέλεγκτη ταχύτητα µε την οποία ξέφευγαν τα πράγµατα, την ολότελα εσφαλµένη υπόνοια στοργής και οικειότητας στις λέξεις παππούς και γιαγιά. «Θα χρειαστεί απλώς να βρούµε µια προσωρινή λύση µέχρι να έρθουµε σ’ επαφή µαζί τους», είπε καθησυχαστικά η Κορεάτισσα κυρία. Η αναπνοή της µύριζε µέντα, αλλά κάτω από αυτή τη µυρωδιά υπήρχε µια αµυδρή υπόνοια σκόρδου. «Ξέρουµε πόσο συντετριµµένος πρέπει να είσαι, αλλά δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς και γι’ αυτό. Η δουλειά µας είναι να φροντίσουµε για την ασφάλειά σου µέχρι να ενηµερωθούν οι άνθρωποι που σ’ αγαπούν και νοιάζονται για σένα, εντάξει;» Αυτό παραήταν φρικτό για να είναι αληθινό. Κοίταζα σαν κεραυνόπληκτος τα δύο παντελώς άγνωστα πρόσωπα απέναντί µου στο σεπαρέ, που φάνταζαν σχεδόν επίπεδα κάτω από τα δυνατά φώτα. Ακόµα και ως υπόθεση, η ιδέα ότι ο παππούς Ντέκερ και η Ντόροθι ήταν άνθρωποι που νοιάζονταν για µένα ανήκε στη σφαίρα του παραλόγου. «Μα τι θα κάνω τώρα, πού θα πάω;» ρώτησα. «To βασικό µας µέληµα για το άµεσο µέλλον», απάντησε ο Ενρίκε, «είναι να τοποθετηθείς σε ένα κατάλληλο περιβάλλον αναδοχής. Με κάποιον που θα συνεργαστεί στενά µε τις κοινωνικές υπηρεσίες για την εφαρµογή του σχεδίου µέριµνάς σου». Οι συνδυασµένες προσπάθειές τους να µε καθησυχάσουν –ο ήπιος τόνος της φωνής και η γεµάτη περίσκεψη και συµπόνια έκφρασή τους– φούντωναν τον πανικό µέσα µου. «Κόφ’ το!» ξέσπασα και τραβήχτηκα όσο πιο µακριά µπορούσα από την Κορεάτισσα κυρία, που είχε απλώσει το χέρι πάνω από το τραπέζι και προσπαθούσε να πιάσει το δικό µου, σε µια υποτιθέµενη εκδήλωση τρυφερότητας. «Κοίτα, Τέο. Άσε µε να σου εξηγήσω. Κανείς δε µίλησε για περιορισµό σε αναµορφωτήριο ή για εισαγωγή σε κέντρο φιλοξενίας ανηλίκων...» «Τότε, για τι µιλάτε;» «Για προσωρινή κηδεµονία. Το µόνο που σηµαίνει αυτό είναι ότι σε µεταφέρουµε σε κάποιο ασφαλές µέρος, µε ανθρώπους που θα αναλάβουν χρέη κηδεµόνα για λογαριασµό της Πολιτείας...» «Κι αν δε θέλω να πάω;» ρώτησα, τόσο µεγαλόφωνα, ώστε κάµποσα κεφάλια στράφηκαν απότοµα προς το µέρος µας. «Άκουσε», πήρε το λόγο ο Ενρίκε, γέρνοντας πίσω στο κάθισµά του και γνέφοντας να του φέρουν κι άλλο καφέ. «Ο δήµος διαθέτει πιστοποιηµένα σπίτια άµεσης υποδοχής παιδιών σε συνθήκες κρίσης. Θαυµάσια σπίτια. Και αυτή είναι απλώς µία από τις επιλογές που ερευνούµε. Επειδή σε πολλές περιπτώσεις σαν τη δική σου...» «Δε θέλω να πάω σε ανάδοχη οικογένεια!» «Και καλά κάνεις, πιτσιρίκο!» συµφώνησε µεγαλόφωνα η κλάµπερ µε τις ροζ ανταύγειες στο γειτονικό τραπέζι.
Πρόσφατα η New York Post είχε παρουσιάσει ένα σωρό άρθρα και αναλύσεις για τους Tζόντε και Κίσον Ντίβενς, τους εντεκάχρονους διδύµους που είχαν βιαστεί από το θετό τους πατέρα και είχαν αφεθεί να λιµοκτονήσουν κάπου στα πέριξ του Μόρνινγκσαϊντ Χάιτς. Ο Ενρίκε προσποιήθηκε ότι δεν την άκουσε. «Κοίτα, για να βοηθήσουµε είµαστε εδώ», είπε, σταυρώνοντας ξανά τα χέρια του πάνω στο τραπέζι. «Και θα εξετάσουµε κι άλλες εναλλακτικές, αν εγγυώνται την ασφάλειά σου και καλύπτουν τις ανάγκες σου». «Δε µου είπατε ποτέ ότι δε θα µε πηγαίνατε πίσω στο σπίτι µου!» «Είναι αλήθεια ότι οι υπηρεσίες πρόνοιας έχουν υπερβολικό φόρτο εργασίας – sί, gracias», ευχαρίστησε το σερβιτόρο που ήρθε να του ξαναγεµίσει το φλιτζάνι. «Αλλά µερικές φορές µπορούν να διευθετηθούν κι αλλιώς τα πράγµατα, µε προσωρινή έγκριση, ειδικά σε περιπτώσεις όπως η δική σου». «Τι προσπαθεί να πει;» Η Κορεάτισσα χτύπησε το νύχι της στη φορµάικα για να µου τραβήξει την προσοχή. «Δεν υπάρχει κάποιος απαράβατος κανόνας που να επιβάλλει να ενταχτείς στο σύστηµα, αν υπάρχει κάποιος που µπορεί να έρθει να µείνει µαζί σου για λίγο καιρό. Ή να σε πάρει κοντά του». «Για λίγο καιρό;» επανέλαβα. Ήταν το µόνο κοµµάτι της φράσης της που κατάφερα να αφοµοιώσω. «Ας πούµε, ίσως υπάρχει κάποιος άλλος που θα µπορούσαµε να καλέσουµε και µε τον οποίο θα αισθανόσουν άνετα να µείνεις µια δυο µέρες... Κάποια δασκάλα ίσως; Ή ένας οικογενειακός φίλος;» Χωρίς καν να το σκεφτώ, τους έδωσα τον αριθµό τηλεφώνου του παλιού µου φίλου Άντι Μπάρµπορ – τον πρώτο αριθµό που µου ήρθε στο νου, ίσως επειδή ήταν ο πρώτος που είχα µάθει απέξω πέρα από εκείνον του σπιτιού µου. Παρότι ο Άντι κι εγώ ήµασταν καλοί φίλοι στο δηµοτικό (βλέπαµε ταινίες, κοιµόµασταν ο ένας στο σπίτι του άλλου, παρακολουθούσαµε θερινά µαθήµατα ανάγνωσης χάρτη και προσανατολισµού στο Σέντραλ Παρκ), ακόµα δεν ξέρω γιατί µου ήρθε πρώτο στο νου το δικό του όνοµα, αφού δεν ήµασταν τόσο κολλητοί πια. Είχαµε αποξενωθεί από τότε που είχαµε πάει στο γυµνάσιο – τους τελευταίους µήνες τον είχα δει ελάχιστα. «Μπάρµπορ είπες, έτσι;» επανέλαβε ο Ενρίκε, σηµειώνοντας το όνοµα. «Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Φίλοι;» Ναι, είπα, ουσιαστικά τους ήξερα όλη µου τη ζωή. Οι Μπάρµπορ ζούσαν στη λεωφόρο Παρκ. Ο Άντι ήταν ο καλύτερός µου φίλος από την πέµπτη δηµοτικού. «Ο µπαµπάς του έχει σηµαντική θέση στη Γουόλ Στριτ», συµπλήρωσα – και µετά το βούλωσα. Μόλις είχα θυµηθεί ότι ο µπαµπάς του Άντι είχε νοσηλευτεί για άγνωστο χρονικό διάστηµα σε νευρολογική κλινική του Κονέκτικατ για «εξάντληση». «Και η µητέρα;» «Με τη µαµά µου είναι καλές φίλες». (Σχεδόν αλήθεια, αν και όχι απόλυτα. Παρότι είχαν πολύ καλές σχέσεις, η µητέρα µου δε διέθετε ούτε την οικονοµική επιφάνεια ούτε τις διασυνδέσεις που απαιτούνταν για την κυρία Μπάρµπορ, η οποία φιγουράριζε συχνά στις κοσµικές σελίδες.) «Όχι, εννοούσα τι δουλειά κάνει». «Ασχολείται µε φιλανθρωπίες», απάντησα ύστερα από µια αµήχανη παύση. «Όπως µε τη Χειµερινή Έκθεση Αντικών στο Οπλοστάσιο». «Δηλαδή, είναι µαµά πλήρους απασχόλησης;»
Έγνεψα καταφατικά, ευγνώµων για τη βολική παρανόηση – µπορεί η περιγραφή να ήταν τυπικά σωστή, αλλά αµφιβάλλω αν θα τη χρησιµοποιούσε κανένας από τους γνωστούς της κυρίας Μπάρµπορ για εκείνη. Ο Ενρίκε συνυπέγραψε µε µια θεαµατική χειρονοµία. «Θα το κοιτάξουµε. Αλλά δεν υπόσχοµαι τίποτα», πρόσθεσε, κλείνοντας το στιλό του και βάζοντάς το στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. «Πάντως, µπορούµε σίγουρα να σ’ αφήσουµε µε αυτούς τους ανθρώπους για τις αµέσως επόµενες ώρες, αν θες πραγµατικά να είσαι µαζί τους». Γλίστρησε από τον καναπέ και βγήκε από το σεπαρέ και από το εστιατόριο. Μπορούσα να τον δω από την τζαµαρία να κόβει βόλτες στο πεζοδρόµιο µιλώντας στο κινητό του, βουλώνοντας το ένα του αφτί µε το χέρι. Μετά κάλεσε ένα δεύτερο νούµερο, για µια πολύ πιο σύντοµη συνδιάλεξη. Ακολούθησε µια σύντοµη στάση στο διαµέρισµα –για λιγότερα από πέντε λεπτά, ίσα για να πάρω τα βιβλία µου και µερικά ρούχα που διάλεξα στα κουτουρού–, και µετά πίσω στο αυτοκίνητό τους («Έβαλες τη ζώνη σου εκεί πίσω;»). Ακούµπησα το µάγουλό µου στο παγωµένο τζάµι του παραθύρου, χαζεύοντας τα φανάρια να πρασινίζουν σε όλο το µήκος της έρηµης στο αχνό φως της αυγής λεωφόρου Παρκ. Ο Άντι έµενε στο κοµµάτι της ανάµεσα στην 65η και στην 69η Οδό, σε ένα από εκείνα τα µεγαλόπρεπα παλιά αρχοντικά κτίρια της Παρκ όπου ο προθάλαµος έµοιαζε βγαλµένος κατευθείαν από ταινία του Ντικ Πάουελ και οι θυρωροί ήταν ακόµα, κατά κύριο λόγο, Ιρλανδοί. Δούλευαν όλοι τους εκεί από κτίσεως κόσµου, κι έτσι θυµόµουν τον τύπο που µας άνοιξε την πόρτα: Κένεθ, ο άνθρωπος του µεσονυχτίου. Ήταν νεότερος από τους περισσότερους συναδέλφους του, κάτωχρος και κακοξυρισµένος, ενώ συχνά αργούσε κάπως να πάρει στροφές από το ξενύχτι. Αν και συµπαθητικός τύπος –είχε δείξει κάποιες έξυπνες µπαλιές στον Άντι κι εµένα και µας είχε δώσει χρήσιµες συµβουλές για το πώς να αντιµετωπίζουµε τους τραµπούκους στο σχολείο–, ήταν γνωστό στο κτίριο ότι είχε πρόβληµα µε το ποτό. Και, όπως παραµέρισε για να µας αφήσει να περάσουµε από την επιβλητική εξώπορτα, ρίχνοντάς µου την πρώτη από τις αµέτρητες Μα-το-Θεό-λυπάµαι-πολύ-µικρέ µατιές που έµελλε να συλλέξω κατά τους επόµενους µήνες, οσµίστηκα την ξινίλα της µπίρας και της νύστας πάνω του. «Σας περιµένουν», είπε στους κοινωνικούς λειτουργούς. «Περάστε πάνω».
ii.
ΗΤΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΑΡΜΠΟΡ που άνοιξε την πόρτα, στην αρχή µόλις µια χαραµάδα και µετά διάπλατα. «Καληµέρα, καληµέρα», είπε οπισθοχωρώντας. Ο κύριος Μπάρµπορ είχε ελαφρώς αλλόκοτη όψη, µε µια ωχρή αργυρόχροη λάµψη πάνω του, θαρρείς και η νοσηλεία του στο «αποβλακωτήριο» του Κονέκτικατ (όπως το ονόµαζε) τον είχε πυρακτώσει κατά κάποιον τρόπο. Τα µάτια του είχαν µια παράξενη, ευµετάβλητη γκρίζα απόχρωση και τα µαλλιά του ήταν κάτασπρα, πράγµα που τον έκανε να φαίνεται µεγαλύτερος από την πραγµατική του ηλικία, µέχρι που πρόσεχες ότι το πρόσωπό του ήταν νεανικό και ροδαλό, αν όχι αγορίστικο. Τα ροδοκόκκινα µάγουλα και η µακριά και ίσια µύτη του, σαν Ρωµαίου πατρίκιου, σε συνδυασµό µε τα πρόωρα ασπρισµένα µαλλιά του του έδιναν την αξιαγάπητη εµφάνιση ενός ελάσσονος Πατέρα του Έθνους, ενός δευτερεύοντος µέλους του Ηπειρωτικού Κογκρέσου που είχε τηλεµεταφερθεί στον εικοστό πρώτο αιώνα αµέσως µετά τη συµµετοχή του στη σύνταξη της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας. Ήταν µάλλον ντυµένος µε τα ίδια ρούχα που φορούσε την προηγουµένη στο γραφείο: τσαλακωµένο επίσηµο πουκάµισο και ακριβό παντελόνι κοστουµιού που έµοιαζε λες και το είχε µόλις µαζέψει στα τυφλά από το πάτωµα της κρεβατοκάµαρας και το είχε φορέσει όπως όπως. «Παρακαλώ, περάστε µέσα», είπε ζωηρά, τρίβοντας τα µάτια µε τις γροθιές του. «Καληµέρα, αγόρι µου», είπε σ’ εµένα – και η τρυφερή προσφώνησή του κατάφερε να µε ξαφνιάσει µέσα στην πλήρη σύγχυση που ήδη βρισκόµουν. Ξυπόλυτος, προπορεύτηκε αθόρυβα στο µαρµάρινο προθάλαµο. Πιο µέσα, στο πολυτελές σαλόνι (όλο γυαλιστερά κρετόν και κινέζικα βάζα), ήταν περισσότερο νύχτα παρά µέρα: χαµηλός φωτισµός από λάµπες µε µεταξωτά αµπαζούρ, µεγάλες σκουρόχρωµες ελαιογραφίες ναυµαχιών και βαριές κουρτίνες που έκλειναν έξω το ηλιόφως. Εκεί, δίπλα στο µικρό πιάνο µε ουρά και µια σύνθεση λουλουδιών σε µέγεθος µπαούλου, στεκόταν η κυρία Μπάρµπορ. Nτυµένη µε µια ρόµπα που σερνόταν στο πάτωµα, σερβίριζε καφέ σε φλιτζάνια πάνω σε έναν ασηµένιο δίσκο. Καθώς στράφηκε να µας χαιρετήσει, µπορούσα να νιώσω τους κοινωνικούς λειτουργούς να παρατηρούν προσεκτικά το διαµέρισµα και την οικοδέσποινα. Η κυρία Μπάρµπορ ήταν γόνος µιας οικογένειας της υψηλής κοινωνίας µε παλιό ολλανδικό όνοµα, τόσο ψυχρή και ξανθιά και άχρωµη, ώστε να σε κάνει να αναρωτιέσαι αν κυλούσε αίµα στις φλέβες της. Ήταν υπόδειγµα αυτοκυριαρχίας: Τίποτα δεν τη σύγχυζε ούτε την αναστάτωνε ποτέ, και, παρότι δεν την έλεγες όµορφη, η ολύµπια αταραξία της είχε το µαγνητισµό του κάλλους – µια ακινησία τόσο υπνωτιστική, ώστε τα µόρια να αναδιατάσσονται γύρω της όταν έµπαινε σε ένα χώρο. Σαν φιγουρίνι που είχε βγει από τις σελίδες περιοδικού µόδας, έκανε τα κεφάλια να γυρίζουν όπου κι αν πήγαινε, γλιστρώντας αέρινα χωρίς να αντιλαµβάνεται την αναστάτωση που προκαλούσε στο διάβα της. Τα µάτια της είχαν µεγάλη απόσταση µεταξύ τους, τα αφτιά της ήταν µικρά, τοποθετηµένα κάπως ψηλά και σχεδόν κολλητά στο κεφάλι της, και είχε ένα ψηλόλιγνο, λεπτόµισχο σώµα κοµψής νυφίτσας. (Τα ίδια χαρακτηριστικά είχε κληρονοµήσει και ο Άντι,
αλλά σε άχαρες αναλογίες, χωρίς τη δική της λικνιστή χάρη που θύµιζε ερµίνα.) Στο παρελθόν αυτή της η αυτοκυριαρχία (ή ψυχρότητα, αναλόγως πώς τo έβλεπε κανείς) µου προκαλούσε αµηχανία, αλλά εκείνο το πρωί ήµουν ευγνώµων για την αταραξία της. «Γεια σου, Θίο. Θα σε τακτοποιήσουµε στο δωµάτιο του Άντι», µου είπε χωρίς περιττούς προλόγους. «Φοβάµαι όµως ότι δεν ξύπνησε ακόµα για το σχολείο. Αν θες να ξαπλώσεις κι εσύ λίγο, είσαι ευπρόσδεκτος να βολευτείς στο δωµάτιο του Πλατ». Ο Πλατ ήταν ο µεγαλύτερος αδερφός του Άντι, που ήταν εσωτερικός σε σχολείο. «Ξέρεις πού είναι, βέβαια». Έγνεψα καταφατικά. «Μήπως πεινάς;» «Όχι». «Εντάξει, τότε. Πες µας αν χρειάζεσαι κάτι». Ένιωθα όλα τα βλέµµατα καρφωµένα πάνω µου, αλλά η κυρίαρχη παρουσία στο δωµάτιο ήταν ο πονοκέφαλός µου. Στο µικροσκοπικό καθρέφτη πάνω από το κεφάλι της κυρίας Μπάρµπορ µπορούσα να δω την όλη σκηνή να αντικατοπτρίζεται σε µια αλλόκοτη µικρογραφία: κινέζικα βάζα, δίσκος µε σερβίτσιο του καφέ, αµήχανοι κοινωνικοί λειτουργοί, τα πάντα. Τελικά, ήταν ο κύριος Μπάρµπορ εκείνος που µε έβγαλε από το λήθαργο. «Ωραία λοιπόν, έλα µαζί µου. Πάµε να σε τακτοποιήσουµε», είπε ακουµπώντας το χέρι του στον ώµο µου και οδηγώντας µε έξω από το δωµάτιο µε σίγουρο βήµα. «Όχι, όχι από κει, προς την αντίθετη µεριά πάµε. Εδώ είµαστε». Τη µοναδική φορά που είχα πατήσει το πόδι µου στο δωµάτιο του Πλατ, αρκετά χρόνια πριν, ο περί ου ο λόγος –πρωταθλητής του λακρός και κάπως σαλεµένος– είχε απειλήσει να τσακίσει στο ξύλο τον Άντι κι εµένα. Όταν ήταν στο σπίτι, έµενε όλη µέρα εκεί µέσα µε κλειδωµένη την πόρτα (καπνίζοντας µαριχουάνα, απ’ ό,τι µου είπε ο Άντι). Τώρα όλες του οι αφίσες είχαν εξαφανιστεί και το δωµάτιο ήταν πεντακάθαρο και έρηµο, αφού εκείνος έλειπε στο Γκρότον, το ξακουστό ιδιωτικό προπαρασκευαστικό σχολείο. Yπήρχαν βαράκια, στοίβες από παλιά τεύχη του National Geographic, ένα άδειο ενυδρείο. Στο µεταξύ, ο κύριος Μπάρµπορ ανοιγόκλεινε ντουλάπες και συρτάρια φλυαρώντας αµήχανα. «Για να δούµε τι έχει εδώ, τι λες; Α, σεντόνια. Κι εδώ; Κι άλλα σεντόνια. Φοβάµαι ότι δεν µπαίνω ποτέ εδώ µέσα, ελπίζω να µε συγχωρείς που... Α! Μαγιό! Δε νοµίζω να µας χρειαστεί σήµερα, ε;» Ψαχουλεύοντας σε ένα τρίτο συρτάρι, ξέθαψε επιτέλους ένα ζευγάρι ολοκαίνουριες πιτζάµες, µε τις ετικέτες ακόµα πάνω – τάρανδοι πάνω σε χτυπητό µπλε φόντο, ήταν απαίσιες, πράγµα που εξηγούσε γιατί είχαν µείνει αφόρετες. «Ωραία λοιπόν», είπε περνώντας τα δάχτυλα µέσα από τα µαλλιά του και ρίχνοντας αγχωµένες µατιές προς την πόρτα. «Εγώ θα σ’ αφήσω τώρα. Θεέ µου, ήταν τροµερό αυτό που συνέβη! Θα πρέπει να είσαι ένα ράκος. Ένας καλός ύπνος είναι το καλύτερο φάρµακο για σένα τώρα. Είσαι κουρασµένος;» µε ρώτησε κοιτάζοντάς µε εξεταστικά. Ήµουν; Βρισκόµουν σε πλήρη εγρήγορση, κι όµως ένα κοµµάτι µου ήταν τόσο αποκοµµένο από το περιβάλλον και µουδιασµένο, ώστε ήταν λες και είχα πέσει σε κώµα. «Μήπως θα προτιµούσες να µη µείνεις µόνος; Θα µπορούσα να ανάψω το τζάκι στο διπλανό δωµάτιο... Πες µου τι θέλεις». Σε αυτή την ερώτηση ένιωσα να µε κυριεύει η απελπισία – γιατί, όσο απαίσια κι αν ένιωθα, δεν υπήρχε τίποτα που να µπορούσε να κάνει για µένα, και, κρίνοντας από την έκφρασή του, προφανώς το ήξερε κι εκείνος.
«Θα είµαστε δίπλα, αν µας χρειαστείς – δηλαδή, εγώ θα φύγω για τη δουλειά σε λίγο, αλλά κάποιος θα είναι εδώ...» Τα ξεθωριασµένα µάτια του φτερούγισαν εδώ κι εκεί στο δωµάτιο, πριν στραφούν και πάλι πάνω µου. «Ίσως δεν είναι σωστό από µέρους µου, αλλά, υπό τις δεδοµένες συνθήκες, δε βλέπω τίποτα κακό στο να σου προσφέρω αυτό που ο πατέρας µου αποκαλούσε, θυµάµαι, “ένα ποτηράκι”. Αν τυχόν ήθελες κάτι τέτοιο. Που, βεβαίως, δε θέλεις», πρόσθεσε βιαστικά, προσέχοντας το σάστισµά µου. «Εντελώς άστοχο. Ξέχασέ το». Έκανε ένα βήµα προς το µέρος µου και για µια στιγµή τροµερής αµηχανίας νόµισα ότι θα µε άγγιζε, ότι θα µε αγκάλιαζε ίσως. Αντί γι’ αυτό, ένωσε τις παλάµες του και τις έτριψε αφηρηµένα. «Τέλος πάντων. Να ξέρεις ότι είµαστε ευτυχείς που βρίσκεσαι εδώ και ελπίζω ότι θα καταφέρεις να βολευτείς όσο καλύτερα µπορείς. Θα µας το πεις αν χρειαστείς κάτι, σύµφωνοι;» Δεν είχε προλάβει καλά καλά να βγει από το δωµάτιο, όταν ακούστηκαν ψίθυροι έξω από την πόρτα. Και µετά ένας χτύπος. «Κάποιος θέλει να σε δει», είπε η κυρία Μπάρµπορ και αποσύρθηκε. Και τότε µπήκε ο Άντι, µε βαριά βήµατα, ανοιγοκλείνοντας τα µάτια και πασπατεύοντας νευρικά τα γυαλιά του. Ήταν φανερό ότι τον είχαν ξυπνήσει και τον είχαν σηκώσει µε το ζόρι από το κρεβάτι. Κάθισε δίπλα µου στο κρεβάτι του Πλατ, κάνοντας το σοµιέ να τρίξει. Δεν κοίταζε εµένα, αλλά τον τοίχο απέναντι. Καθάρισε το λαιµό του, ανέβασε τα γυαλιά πιο πάνω στη µύτη του. Ακολούθησε µια παρατεταµένη σιωπή. Το καλοριφέρ κροτάλιζε και σφύριζε καθώς ζεσταινόταν. Και οι δύο γονείς του είχαν φύγει από το δωµάτιο τόσο βιαστικά, σαν να είχε σηµάνει συναγερµός πυρκαγιάς. «Ουάου!» είπε τελικά ύστερα από αρκετή ώρα, µε µια φωνή αλλόκοτα άχρωµη. «Μανίκι». «Ναι», συµφώνησα. Και καθίσαµε αµίλητοι εκεί, δίπλα δίπλα, κοιτάζοντας τους σκουροπράσινους τοίχους του δωµατίου του Πλατ και τα παραλληλόγραµµα περιγράµµατα εκεί που ήταν κάποτε κολληµένες οι αφίσες του. Τι άλλο υπήρχε να ειπωθεί;
iii.
ΑΚΟΜΑ
κάθε αναδροµή σε εκείνο το πρώτο διάστηµα µε πληµµυρίζει µε µια ασφυκτική αίσθηση ανηµποριάς. Όλα ήταν φρικτά. Άνθρωποι µου πρόσφεραν αναψυκτικά, ρούχα, φαγώσιµα που δεν κατέβαιναν µε τίποτα: µπανάνες, κεκάκια, κλαµπ σάντουιτς, παγωτά. Έλεγα ναι και όχι όταν µου απηύθυναν το λόγο και περνούσα πολλή ώρα µε το βλέµµα καρφωµένο στο χαλί, ώστε να µην µπορεί να δει ο κόσµος τα κλαµένα µάτια µου. Αν και το διαµέρισµα των Μπάρµπορ ήταν τεράστιο για τα δεδοµένα της Νέας Υόρκης, βρισκόταν σε χαµηλό όροφο και ήταν στην ουσία ανήλιαγο, ακόµα και από τη µεριά της λεωφόρου Παρκ. Παρότι δεν ήταν ποτέ εντελώς νύχτα εκεί µέσα –ούτε ακριβώς µέρα–, το αντιφέγγισµα του απαλού φωτός από τα αµπαζούρ στο λουστραρισµένο ξύλο βαλανιδιάς δηµιουργούσε µια ατµόσφαιρα ευθυµίας και ασφάλειας που θύµιζε πριβέ λέσχη. Οι φίλοι του Πλατ περιέγραφαν το χώρο ως «φρικατόριο», ενώ ο πατέρας µου, που είχε έρθει µια δυο φορές να µε πάρει έπειτα από κάποιο βράδυ που είχα κοιµηθεί στου Άντι, αναφερόταν σε αυτόν ως «Φρανκ Ι. Κάµπελ», από το ιστορικό γραφείο τελετών της λεωφόρου Μάντισον. Αλλά εγώ έβρισκα ένα είδος παρηγοριάς σε αυτό το βαρύ, πλούσιο, προπολεµικό µισοσκόταδο, µέσα στο οποίο µπορούσες εύκολα να αποσυρθείς, αν δεν είχες διάθεση να µιλήσεις ή αν δεν επιθυµούσες να είσαι αντικείµενο παρατήρησης. Περνούσαν διάφοροι να µε δουν: οι κοινωνικοί λειτουργοί µου, φυσικά, καθώς και ο ψυχίατρος στον οποίο είχε αναθέσει η Πολιτεία να µε παρακολουθεί –αµισθί–, αλλά και άνθρωποι από τη δουλειά της µητέρας µου (ορισµένους από τους οποίους, όπως τη Ματίλντ, συνήθιζα να µιµούµαι µε εξαιρετική επιτυχία για να την κάνω να γελάει) και άπειροι φίλοι από το Πανεπιστήµιο της Νέας Υόρκης και από τις µέρες που δούλευε ως µοντέλο. Ένας σχεδόν διάσηµος ηθοποιός ονόµατι Τζεντ, που κάποιες φορές περνούσε την Ηµέρα των Ευχαριστιών µαζί µας («Κατά την ταπεινή µου γνώµη, η µητέρα σου άξιζε τον τίτλο της Βασίλισσας του Σύµπαντος»), και µια πάνκι γυναίκα µε πορτοκαλί παλτό που µου συστήθηκε ως Κίκα και µου περιέγραψε το τρελά επιτυχηµένο βραδινό δείπνο για δώδεκα άτοµα που είχαν ετοιµάσει µε τη µητέρα µου στο Ιστ Βίλατζ, αν και άφραγκες, ξοδεύοντας λιγότερα από είκοσι δολάρια (και χρησιµοποιώντας, µεταξύ άλλων, ατοµικές συσκευασίες ζάχαρης και κρέµας γάλακτος που είχαν βουτήξει από ένα καφέ-µπαρ, καθώς και βότανα που είχαν κορφολογήσει κρυφά από τη ζαρντινιέρα ενός γείτονα). Η Ανέτ, χήρα πυροσβέστη, εβδοµηντάρα, παλιά γειτόνισσα της µητέρας µου στο Λόουερ Ιστ Σάιντ, που κατέφτασε µε ένα κουτί µπισκότα από τον ιταλικό φούρνο της γειτονιάς όπου έµεναν τότε, τα ίδια µπισκότα βουτύρου µε κουκουνάρια που µας έφερνε πάντα όταν µας επισκεπτόταν στο Σάτον Πλέις. Και, βέβαια, η Τσίντσια, η παλιά µας οικιακή βοηθός, που ξέσπασε σε κλάµατα µόλις µε είδε και µου ζήτησε µια φωτογραφία της µητέρας µου για να την έχει στο πορτοφόλι της. Η κυρία Μπάρµπορ διέκοπτε αυτές τις επισκέψεις αν παρατραβούσαν, µε τον ισχυρισµό ότι κουραζόµουν εύκολα – αλλά επίσης, υποπτεύοµαι, επειδή δεν άντεχε να µονοπωλούν το σαλόνι της για ακαθόριστο χρονικό διάστηµα άνθρωποι όπως η Τσίντσια και η Κίκα. Έπειτα από σαράντα πέντε λεπτά πάνω κάτω, ερχόταν και στεκόταν σιωπηλή στην πόρτα, κι αν οι ΚΑΙ ΤΩΡΑ
επισκέπτες δεν έπιαναν το υπονοούµενο, αναλάµβανε δράση και τους ευχαριστούσε που είχαν έρθει – µε αδιαφιλονίκητη ευγένεια, αλλά και µε έναν τρόπο που έδινε στον άλλο να καταλάβει ότι ήταν ώρα να πηγαίνει. (Η φωνή της, όπως και του Άντι, ήταν κάπως υπόκωφη και απόκοσµα απόµακρη. Ακόµα κι όταν στεκόταν ακριβώς δίπλα σου, ακουγόταν σαν να µετέδιδε από τον Άλφα Κενταύρου.) Γύρω µου, ερήµην µου, η ζωή του σπιτιού συνεχιζόταν. Το κουδούνι χτυπούσε άπειρες φορές κάθε µέρα: οικιακές βοηθοί, νταντάδες, υπάλληλοι εταιρειών κέτερινγκ, φροντιστές, η δασκάλα του πιάνου, κοσµικές κυρίες και οικονοµικοί σύµβουλοι που συνδέονταν µε το φιλανθρωπικό έργο της κυρίας Μπάρµπορ. Τα µικρότερα αδέρφια του Άντι, ο Τόντι και η Kίτσι, κυνηγιόνταν στα µισοσκότεινα δωµάτια µε φίλους τους από το σχολείο. Τα απογεύµατα περνούσαν συχνά για τσάι ή καφέ παρφουµαρισµένες κυρίες φορτωµένες σακούλες µε ψώνια, ενώ τα βράδια ζευγάρια ντυµένα µε βραδινά ρούχα απολάµβαναν ένα ποτήρι κρασί ή ανθρακούχο νερό στο σαλόνι, µε τις περίτεχνες συνθέσεις λουλουδιών που παραδίδονταν κάθε εβδοµάδα από ένα φανταχτερό και πανάκριβο ανθοπωλείο στη λεωφόρο Μάντισον και τα τελευταία τεύχη του Architectural Digest και του New Yorker τακτοποιηµένα σε σχήµα βεντάλιας σε ένα χαµηλό τραπεζάκι. Αν ο κύριος και η κυρία Μπάρµπορ αναστατώθηκαν από το απροσδόκητο «άδειασµα» ενός επιπλέον παιδιού στο σπίτι τους, και µάλιστα τόσο αιφνιδιαστικά, είχαν την ευγενή καλοσύνη να µην το δείξουν. Η µητέρα του Άντι, µε τα διακριτικά κοσµήµατα και το όχι και τόσο φιλόστοργο χαµόγελο –το είδος της γυναίκας που θα απευθυνόταν απευθείας στο δήµαρχο αν ήθελε µια χάρη–, φαινόταν να είναι σε θέση να παρακάµπτει τη γραφειοκρατία του Δήµου της Νέας Υόρκης. Ακόµα και µέσα στη σύγχυση και τη συντριβή µου, είχα την αίσθηση ότι διευθετούσε τα πράγµατα από το παρασκήνιο, διευκολύνοντας την κατάσταση για µένα από κάθε άποψη, προστατεύοντάς µε από τις σκληρότερες πτυχές του µηχανισµού των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας και –τώρα πια είµαι σχεδόν βέβαιος– από τους δηµοσιογράφους. Οι κλήσεις από το τηλέφωνο που διαρκώς χτυπούσε προωθούνταν κατευθείαν στο κινητό της. «Έπιανα» συζητήσεις σε χαµηλούς τόνους, ρητές εντολές στους θυρωρούς. Όταν µπήκε στο δωµάτιο κατά τη διάρκεια µιας από τις πολλές και ακαταπόνητες ανακρίσεις του Ενρίκε σχετικά µε τον τόπο διαµονής του πατέρα µου –ανακρίσεις που συχνά µε έκαναν να θέλω να βάλω τα κλάµατα, αφού δε γνώριζα πού βρισκόταν ο πατέρας µου περισσότερο απ’ όσο γνώριζα πού βρίσκονταν οι πυραυλικές συστοιχίες του Πακιστάν–, µε έστειλε έξω και στη συνέχεια ξεκαθάρισε άπαξ και διά παντός το ζήτηµα µε τον απόλυτα ελεγχόµενο, επίπεδο τόνο της. («Εντάξει, προφανώς το παιδί δεν ξέρει πού βρίσκεται, όπως δεν ήξερε ούτε η εκλιπούσα... Ναι, ξέρω ότι έχετε καθήκον να τον βρείτε, αλλά είναι σαφές ότι ο κύριος δε θέλει να βρεθεί, έχει λάβει µέτρα για να µη βρεθεί... Δεν πλήρωνε διατροφή για το παιδί, άφησε πίσω του πολλά χρέη, την κοπάνησε, λίγο πολύ, από την πόλη χωρίς να πει κουβέντα, συνεπώς πραγµατικά δυσκολεύοµαι να κατανοήσω τι ελπίζετε να πετύχετε επικοινωνώντας µε αυτό τον εξαίρετο γονιό και υποδειγµατικό πολίτη και... Ναι, ναι, εντάξει, αλλά, αν δεν καταφέρνουν να τον εντοπίσουν ούτε οι πιστωτές του ούτε οι δικές σας υπηρεσίες, ειλικρινά δε βλέπω σε τι µπορεί να ωφελεί ο παρατεινόµενος βασανισµός αυτού του παιδιού, εσείς; Μπορούµε να συµφωνήσουµε να πάρει τέλος αυτή η ιστορία;») Κάποιες πλευρές του στρατιωτικού νόµου που είχε επιβληθεί µετά την άφιξή µου είχαν διαταράξει τη γαλήνη του σπιτιού. Για παράδειγµα, δεν επιτρεπόταν πια στο υπηρετικό προσωπικό να ακούει τον ειδησεογραφικό ραδιοφωνικό σταθµό WINS ενόσω δούλευε («Όχι, όχι», φώναζε η Έτα η µαγείρισσα, ρίχνοντας µια γεµάτη νόηµα µατιά προς το µέρος µου,
όποτε επιχειρούσε κάποια καθαρίστρια να ανοίξει το ραδιόφωνο), και οι Times παραδίδονταν κατευθείαν στα χέρια του κυρίου Μπάρµπορ τα πρωινά, µε αποτέλεσµα να µην έχει η υπόλοιπη οικογένεια την ευκαιρία να ρίξει µια µατιά. Προφανώς, αυτό δε συνηθιζόταν παλιότερα –«Πάλι κάποιος εξαφάνισε την εφηµερίδα!» κλαψούριζε η µικρή αδερφή του Άντι, η Κίτσι, πριν µια εύγλωττη µατιά από τη µητέρα της τη βυθίσει σε µια ένοχη σιωπή–, και δεν άργησα να συµπεράνω ότι η εφηµερίδα είχε αρχίσει να εξαφανίζεται στο γραφείο του κυρίου Μπάρµπορ επειδή περιείχε πράγµατα που κρινόταν σκόπιµο να µη δω εγώ. Ευτυχώς, ο Άντι, που είχε υπάρξει και άλλοτε σύντροφός µου στα δύσκολα, καταλάβαινε ότι το τελευταίο πράγµα που ήθελα ήταν να µιλάω. Εκείνες τις πρώτες µέρες του είχαν επιτρέψει να µην πηγαίνει στο σχολείο για να µου κάνει παρέα. Στο δωµάτιό του µε τη διπλή κουκέτα, τη διακόσµηση µε σκοτσέζικα καρό και τη µυρωδιά κλεισούρας, όπου είχα κοιµηθεί τόσα σαββατόβραδα όταν πηγαίναµε στο δηµοτικό, καθόµασταν πάνω από µια σκακιέρα, µε τον Άντι να παίζει και για τους δυο µας, αφού µες στη θολούρα µου δε θυµόµουν καλά καλά τις κινήσεις που µπορούσαν να κάνουν τα πιόνια. «Κοίτα», έλεγε, ανεβάζοντας τα γυαλιά στη ράχη της µύτης του, «είσαι απόλυτα σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις αυτό;» «Ποιο;» «Εντάξει, καταλαβαίνω», απαντούσε ο Άντι µε την ψιλή, εκνευριστική φωνή του, που είχε γίνει αφορµή να τον ξαπλώσουν αµέτρητες φορές στο πεζοδρόµιο οι τραµπούκοι του σχολείου. «Ο πύργος σου κινδυνεύει, έχεις δίκιο, αλλά θα σε συµβούλευα να ελέγξεις λίγο πιο προσεκτικά τη θέση της βασίλισσάς σου – όχι, όχι, της βασίλισσας είπα! Στο δ5». Χρειαζόταν να φωνάζει το όνοµά µου για να µου τραβήξει την προσοχή. Ξανά και ξανά αναβίωνα τη στιγµή που η µητέρα µου κι εγώ ανεβαίναµε τρέχοντας τα σκαλοπάτια του µουσείου. Ξανάβλεπα τη ριγέ οµπρέλα της. Ένιωθα τη βροχή να ραντίζει τα πρόσωπά µας. Αυτό που είχε συµβεί ήταν αµετάκλητο, το ήξερα, κι ωστόσο την ίδια στιγµή ένιωθα ότι έπρεπε να υπάρχει κάποιος τρόπος να γυρίσω πίσω στο βροχερό δρόµο και να αλλάξω τη ροή των γεγονότων. «Τις προάλλες», έλεγε ο Άντι, «κάποιος –νοµίζω ότι ήταν ο Μάλκολµ πώς-τον-λένε, ή κάποιος άλλος αξιοσέβαστος αρθρογράφος, τέλος πάντων– έκανε ολόκληρο θέµα στο επιστηµονικό ένθετο των Times προσπαθώντας να καταδείξει ότι οι πιθανές παρτίδες σκακιού είναι περισσότερες κι από τους κόκκους της άµµου σε ολόκληρο τον κόσµο. Είναι γελοίο που ο επιστηµονικός συντάκτης µιας από τις µεγαλύτερες εφηµερίδες νιώθει την ανάγκη να αναλύσει ένα τόσο πασίδηλο γεγονός». «Σίγουρα», συµφώνησα, καταβάλλοντας προσπάθεια να γυρίσω στο παρόν. «Δηλαδή, ποιος δεν ξέρει ότι οι κόκκοι της άµµου στον πλανήτη, όσο πολυάριθµοι κι αν είναι, είναι πεπερασµένοι; Είναι παράλογο να παρουσιάζει κανείς κάτι τόσο αυτονόητο µε τυµπανοκρουσίες του τύπου Συναρπαστικά Νέα! Ξέρεις, λες και πρόκειται για το µεγαλύτερο µυστήριο όλων των εποχών». Ο Άντι κι εγώ είχαµε γίνει φίλοι στο δηµοτικό κάτω από µάλλον τραυµατικές συνθήκες: αφού είχαµε πηδήξει µία τάξη λόγω υψηλών επιδόσεων στα τεστ νοηµοσύνης. Όλοι φαίνονταν να συµφωνούν πλέον πως αυτό ήταν ένα τεράστιο λάθος και για τους δυο µας – αν και για διαφορετικούς λόγους. Ολόκληρη εκείνη τη χρονιά (της Βαβυλώνιας Αιχµαλωσίας µας, όπως την αποκαλούσε ο Άντι µε τη χαµηλή, πένθιµη φωνή του), καθώς παραδέρναµε ανάµεσα σε αγόρια που ήταν όλα µεγαλύτερα και ψηλότερα από εµάς, αγόρια που µας έβαζαν τρικλοποδιές και µας έσπρωχναν και µας µάγκωναν τα δάχτυλα στις πόρτες των ντουλαπιών,
µας έσκιζαν τις εργασίες και έφτυναν στο γάλα µας και µας φώναζαν σκουλήκια και αδερφούλες και βλακόµουτρα (που στην περίπτωσή µου, µε το ατυχές επίθετο Ντέκερ, προσαρµοζόταν ως «Βλακ εντ Ντέκερ»), µαχόµασταν πλάι πλάι για να επιβιώσουµε, σαν αδύναµα µυρµήγκια κάτω από µεγεθυντικό φακό: µε µονίµως µελανιασµένα καλάµια από τις κλοτσιές, τουλουµιασµένοι στο ξύλο, απόκληροι, τσιµπολογώντας το µεσηµεριανό µας ζαρωµένοι στην πιο απόµερη γωνιά που µπορούσαµε να βρούµε, µήπως και αποφεύγαµε το βοµβαρδισµό από πλαστικές συσκευασίες κέτσαπ και κοτοµπουκιές. Για δύο περίπου χρόνια ο Άντι ήταν ο µοναδικός µου φίλος, και αντιστρόφως. Κάθε ανάµνηση εκείνης της περιόδου µού προκαλούσε θλίψη και ντροπή: οι πόλεµοί µας µε φιγούρες από τους Τρανσφόρµερ και διαστηµόπλοια Lego, οι ρόλοι που είχαµε κρυφά υιοθετήσει από το κλασικό Σταρ Τρεκ (εγώ ήµουν ο Κάπτεν Κερκ, ο Άντι ο Μίστερ Σποκ) σε µια προσπάθεια να διασκεδάσουµε τα βάσανά µας. Πλοίαρχε, φαίνεται ότι αυτοί οι εξωγήινοι µας κρατούν αιχµαλώτους σε κάποιο προσοµοίωµα των σχολείων για τα ανθρώπινα παιδιά σας πίσω στη Γη. Πριν µου κρεµάσουν στο λαιµό µια ταµπέλα που έλεγε «χαρισµατικός» και µε ρίξουν στην αρένα να αντιµετωπίσω µια σφιχτοδεµένη, ανταγωνιστική οµάδα µεγαλύτερων αγοριών, δεν είχα υποστεί ποτέ ιδιαίτερες λεκτικές επιθέσεις ή ταπεινώσεις στο σχολείο. Αλλά ο φουκαράς ο Άντι αποτελούσε στόχο ανελέητων πειραγµάτων ακόµα και πριν πηδήξει τάξη: κοκαλιάρης, νευρικός, µε δυσανεξία στη λακτόζη, επιδερµίδα τόσο άχρωµη, ώστε να φαντάζει διαφανής, και µια µανία να πετάει λέξεις όπως «επιβλαβής» και «χθόνιος» στην πιο συνηθισµένη κουβέντα. Παρά την ευφυΐα του, ήταν αδέξιος. Η άχρωµη φωνή του και η συνήθειά του να αναπνέει από το στόµα λόγω χρόνιας ρινικής απόφραξης τον έκαναν να δείχνει ελαφρώς βλάκας αντί για εξαιρετικά ευφυής. Ανάµεσα στα υπόλοιπα, χαριτωµένα, µαχητικά και αθλητικά αδέρφια του –που έτρεχαν συνέχεια από τα σπίτια φίλων τους σε προπονήσεις οµαδικών σπορ και από κει στις αγαπηµένες τους εξωσχολικές δραστηριότητες, όπου κατά κανόνα διακρίνονταν– ξεχώριζε σαν σκιάχτρο που βρέθηκε κατά λάθος στο γήπεδο του λακρός. Κι ενώ εγώ είχα κατορθώσει να ανακάµψω κατά κάποιον τρόπο από την πανωλεθρία της πέµπτης δηµοτικού, δεν ίσχυε το ίδιο για τον Άντι. Έµενε µέσα τα βράδια της Παρασκευής και του Σαββάτου, δεν τον καλούσαν ποτέ στα πάρτι ή σε βόλτες στο πάρκο. Απ’ όσο µπορούσα να ξέρω, ήµουν ακόµα ο µοναδικός του φίλος. Και παρότι, χάρη στη µητέρα του, είχε όλα τα σωστά ρούχα και ντυνόταν όπως τα δηµοφιλή παιδιά –µέχρι και φακούς επαφής φορούσε µερικές φορές–, κανείς δε γελιόταν: Γυµνασµένοι αληταράδες που τον θυµούνταν από τις παλιές κακές µέρες συνέχιζαν να τον βασανίζουν σε κάθε ευκαιρία και να τον φωνάζουν «Θρίπιο»[1] εξαιτίας του λάθους που είχε διαπράξει χρόνια πριν να φορέσει στο σχολείο µπλούζα µε στάµπα από τον Πόλεµο των Άστρων. Ο Άντι δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα οµιλητικός, ούτε καν όταν ήταν µικρός, µε εξαίρεση κάποιες περιστασιακές εκτονώσεις πίεσης (η φιλία µας συνίστατο σε µεγάλο βαθµό στη βουβή ανταλλαγή κόµικς). Χρόνια παρενόχλησης στο σχολείο τον είχαν κάνει ακόµα πιο λιγοµίλητο και εσωστρεφή – λιγότερο επιρρεπή στη χρήση εξεζητηµένων λαβκραφτικών λέξεων, περισσότερο πρόθυµο να θαφτεί στα προχωρηµένα µαθηµατικά και στη φυσική. Τα µαθηµατικά δε µε συγκινούσαν ποτέ ιδιαίτερα –εγώ είχα αυτό που αποκαλούν «υψηλό λεκτικό δείκτη»–, αλλά, ενώ είχα διαψεύσει τις πρώιµες προσδοκίες για σπουδαίες σχολικές επιδόσεις σε οποιονδήποτε τοµέα και δε σκοτιζόµουν ιδιαίτερα για καλούς βαθµούς, αν προϋπέθεταν τον ελάχιστο κόπο, ο Άντι ήταν αριστούχος, o καλύτερος µαθητής της τάξης, και ενταγµένος σε ένα πρόγραµµα Προηγµένης Τοποθέτησης[2] σε όλα τα µαθήµατα. (Θα βρισκόταν ήδη στο
Γκρότον, µαζί µε τον Πλατ –µια προοπτική που τον τροµοκρατούσε ήδη από την τρίτη δηµοτικού–, αν οι γονείς του δε δίσταζαν –µάλλον δικαιολογηµένα– να στείλουν οικότροφο ένα γιο τόσο κατατρεγµένο από τους συµµαθητές του, ώστε µια φορά λίγο έλειψε να τον πνίξουν περνώντας του µια πλαστική σακούλα στο κεφάλι. Και είχαν κι άλλους ενδοιασµούς: Ο λόγος που γνώριζα για την παραµονή του κυρίου Μπάρµπορ στο «αποβλακωτήριο» ήταν ότι ο Άντι µου είχε αποκαλύψει, µε πλήρη απάθεια, ότι οι γονείς του φοβόνταν µήπως είχε κληρονοµήσει την ίδια τρωτότητα, όπως το είχε θέσει.) Το διάστηµα που έχανε µαθήµατα στο σχολείο για να µένει µαζί µου ο Άντι δεν έπαυε να απολογείται που έπρεπε να µελετάει, «αλλά, δυστυχώς, είναι απαραίτητο», έλεγε ρουφώντας τη µύτη του, πριν τη σκουπίσει στο µανίκι του. Το πρόγραµµα µελέτης του ήταν απίστευτα απαιτητικό («Προηγµένη Τοποθέτηση στην κόλαση») και δεν είχε περιθώριο να µείνει ούτε µία µέρα πίσω στην ύλη. Κι ενώ εκείνος µελετούσε ώρες ατέλειωτες (Χηµεία και Άλγεβρα, Αµερικανική Ιστορία, Γλώσσα, Αστρονοµία και Ιαπωνικά), εγώ καθόµουν στο πάτωµα µε την πλάτη ακουµπισµένη στο πλαϊνό µέρος της σιφονιέρας του και µετρούσα βουβά: αυτή την ώρα πριν από τρεις µόλις µέρες εκείνη ήταν ζωντανή, αυτή την ώρα πριν από τέσσερις µέρες, πριν από µία εβδοµάδα. Αναθυµόµουν όλα τα γεύµατα που είχαµε µοιραστεί τις µέρες αµέσως πριν από το θάνατό της: την τελευταία µας επίσκεψη στο ελληνικό εστιατόριο, την τελευταία µας επίσκεψη στο Shun Lee Palace, το τελευταίο δείπνο που µου είχε µαγειρέψει µε τα χεράκια της (σπαγγέτι καρµπονάρα) και το τελευταίο δείπνο πριν από αυτό (ένα πιάτο που λεγόταν «ινδιάνικο κοτόπουλο» και το οποίο είχε µάθει να φτιάχνει από τη µητέρα της στο Κάνσας). Μερικές φορές, απλώς για να δείχνω απασχοληµένος, φυλλοµετρούσα παλιά τεύχη του µάνγκα Fullmetal Alchemist ή καµιά εικονογραφηµένη έκδοση βιβλίου του Χ. Τζ. Γουέλς που είχε στο δωµάτιό του, αλλά ούτε καν στις εικόνες δεν µπορούσα να συγκεντρωθώ. Η βασική µου ασχολία ήταν να χαζεύω τα περιστέρια που φτερούγιζαν µέχρι το περβάζι του παραθύρου, ενώ ο Άντι γέµιζε ατέλειωτες καντριγέ σελίδες µε χαρακτήρες του γιαπωνέζικου συλλαβάριου χιραγκάνα, µε το γόνατό του να αναπηδάει νευρικά κάτω από το γραφείο ενόσω δούλευε. Το δωµάτιο του Άντι –αρχικά µια µεγάλη κρεβατοκάµαρα την οποία οι Μπάρµπορ είχαν χωρίσει στα δύο– έβλεπε στη λεωφόρο Παρκ. Τις ώρες αιχµής ακούγονταν διαρκώς κορναρίσµατα από τη διασταύρωση, ενώ το φως πυράκτωνε χρυσαφένιο τις τζαµαρίες στο απέναντι πεζοδρόµιο, για να ξεθωριάσει γύρω στην ώρα που άρχιζε να αραιώνει η κίνηση. Καθώς προχωρούσε η νύχτα (φωσφορίζουσα από τους φανοστάτες, βιολετιά µητροπολιτικά µεσονύχτια που δεν υπέκυπταν ποτέ στο απόλυτο σκοτάδι), εγώ στριφογύριζα ανήσυχος στο κρεβάτι, µε το χαµηλό ταβάνι πάνω από την κουκέτα να µε πιέζει τόσο ασφυκτικά, που µερικές φορές ξυπνούσα πεπεισµένος ότι ήµουν ξαπλωµένος κάτω από το κρεβάτι και όχι πάνω σε αυτό. Πώς είναι δυνατόν να σου λείπει κανείς τόσο πολύ όσο µου έλειπε η µητέρα µου; Μου έλειπε τόσο, που ήθελα να πεθάνω: µια αβάσταχτη, σωµατική λαχτάρα, σαν την απεγνωσµένη ανάγκη για αέρα όταν βρίσκεσαι κάτω από το νερό. Ξάγρυπνος στο κρεβάτι, προσπαθούσα να ανασύρω τις καλύτερες αναµνήσεις µου από εκείνη, να την παγώσω στο µυαλό µου για να µην την ξεχάσω, όµως, αντί για γενέθλια και ευτυχισµένες στιγµές, θυµόµουν συνέχεια πράγµατα όπως το πώς λίγες µέρες πριν σκοτωθεί µε είχε σταµατήσει στο κατώφλι της εξώπορτας για να µου κόψει µια κλωστούλα που κρεµόταν από το σακάκι της σχολικής µου στολής. Για κάποιο λόγο, αυτή ήταν µια από τις διαυγέστερες αναµνήσεις που είχα από εκείνη: Θυµόµουν τα σµιγµένα φρύδια της, την ακρίβεια της κίνησής της όπως άπλωνε το χέρι της σ’ εµένα, τα πάντα. Αρκετές φορές, πάλι, εκεί που παρέπαια ανήσυχος στο κατώφλι του ύπνου,
ανακαθόµουν ξαφνικά στο κρεβάτι µε τον ήχο της φωνής της να αντηχεί καθαρά στο κεφάλι µου, λέγοντας πράγµατα που δεν αποκλείεται να µου είχε πει κάποια στιγµή αλλά δεν τα θυµόµουν συνειδητά, όπως Μου πετάς ένα µήλο, σε παρακαλώ; ή Άραγε αυτό το πράγµα κουµπώνει µπροστά ή πίσω; ή Αυτός ο καναπές βρίσκεται πλέον σε οικτρή κατάσταση! Το φως από το δρόµο έριχνε µαύρες λωρίδες στο πάτωµα. Σκεφτόµουν απελπισµένα το δωµάτιό µου, έρηµο, λίγα µόλις τετράγωνα µακριά. Το στενό µου κρεβάτι µε το φθαρµένο κόκκινο πάπλωµα· τα φωσφορίζοντα στο σκοτάδι άστρα από το πλανητάριο· τη διαφηµιστική κάρτα από την ταινία Φρανκενστάιν του Τζέιµς Γουέιλ. Τα πουλιά είχαν επιστρέψει στο πάρκο, οι νάρκισσοι είχαν ανθίσει. Αυτή την εποχή του χρόνου, όταν γλύκαινε ο καιρός, κάποιες φορές σηκωνόµασταν ακόµα πιο νωρίς το πρωί και διασχίζαµε το πάρκο µε τα πόδια αντί να πάρουµε τη συγκοινωνία για το Γουέστ Σάιντ. Μακάρι να µπορούσα να γυρίσω πίσω στο χρόνο και να αλλάξω αυτό που είχε συµβεί, να το αποτρέψω µε κάποιον τρόπο. Γιατί να µην επιµείνω να πάµε για πρωινό αντί να µπούµε στο µουσείο; Γιατί να µη ζητήσει ο κύριος Μπίµαν να µας δει την Τρίτη ή την Πέµπτη; Το δεύτερο ή το τρίτο βράδυ από το θάνατο της µητέρας µου –ή, τέλος πάντων, κάποια στιγµή µετά που η κυρία Μπάρµπορ µε πήγε στο γιατρό για τον πονοκέφαλό µου– δινόταν στο διαµέρισµα µια µεγάλη δεξίωση η οποία δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για να ακυρωθεί. Θυµάµαι ψιθύρους και έναν πυρετό δραστηριότητας που αδυνατούσα να κατανοήσω. «Νοµίζω», είπε η κυρία Μπάρµπορ όταν ήρθε στο δωµάτιο του Άντι, «ότι εσύ και ο Θίο θα ήταν προτιµότερο να µείνετε εδώ». Παρά τον ανάλαφρο τόνο της, ήταν σαφές ότι δεν επρόκειτο για πρόταση, αλλά για προσταγή. «Θα είναι µάλλον βαρετά και ειλικρινά πιστεύω ότι δε θα διασκεδάζατε καθόλου. Θα πω στην Έτα να σας φέρει µερικά µεζεδάκια από την κουζίνα». Ο Άντι κι εγώ καθίσαµε δίπλα δίπλα στην κάτω κουκέτα και φάγαµε γαρίδες κοκτέιλ και καναπεδάκια µε αγκινάρα από χάρτινα πιάτα – πιο σωστά, εκείνος έφαγε, ενώ εγώ καθόµουν µε το πιάτο ανέγγιχτο πάνω στα πόδια µου. Είχε βάλει στο DVD µια ταινία δράσης µε ροµπότ που εκρήγνυντο σε µια βροχή από σπίθες και πυρωµένα µέταλλα. Από το σαλόνι έφταναν ήχοι από ποτήρια που τσούγκριζαν, µυρωδιές από αρωµατικά κεριά και φίνες κολόνιες, κάπου κάπου µια πιο δυνατή φωνή ή µια έκρηξη γέλιου. Η ζωηρή, αλέγκρο εκτέλεση του «It’s All Over Now, Baby Blue» στο πιάνο έµοιαζε να φτάνει στο δωµάτιο από ένα εναλλακτικό σύµπαν. Όλα είχαν χαθεί, ο κόσµος κατέρρεε γύρω µου. Η αίσθηση αποπροσανατολισµού που µου προκαλούσε το να βρίσκοµαι σε λάθος διαµέρισµα µε τη λάθος οικογένεια µε εξουθένωνε σε τέτοιο βαθµό, που ένιωθα ζαβλακωµένος, συντετριµµένος, έτοιµος να ξεσπάσω σε κλάµατα, σαν αιχµάλωτος που τον κρατάνε για µέρες άγρυπνο οι ανακριτές του. Έπιανα τον εαυτό µου να σκέφτεται ξανά και ξανά: Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι µου. Και µετά, για εκατοµµυριοστή φορά: Δεν µπορώ.
[1] Αναφέρεται στον C-3PO, το δηµοφιλές ανδροειδές που, µαζί µε το ροµπότ R2D2 (Αρ Του-Ντι Του), έκλεψε, για πολλούς, την παράσταση στη σειρά ταινιών Ο Πόλεµος των Άστρων. (Σ.τ.Μ.) [2] Advanced Placement (AP): Στο παιδαγωγικό σύστηµα των ΗΠΑ, ειδικό πρόγραµµα για χαρισµατικούς µαθητές, στο πλαίσιο του οποίου προβλέπεται η τοποθέτηση σε µεγαλύτερη τάξη ή η παρακολούθηση µαθηµάτων πανεπιστηµιακού επιπέδου, η οποία εξασφαλίζει µελλοντικά πρόσβαση σε αξιόλογα πανεπιστηµιακά ιδρύµατα και απαλλαγή από κάποια µαθήµατα. (Σ.τ.Μ.)
iv.
YΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΕΣΣΕΡΙΣ, µπορεί και πέντε, µέρες ο Άντι φόρτωσε τα βιβλία του στο τσιτωµένο στα όρια της αντοχής του σακίδιο πλάτης του και γύρισε στο σχολείο. Όλη εκείνη τη µέρα, και την επόµενη, εγώ καθόµουν στο δωµάτιό του µε την τηλεόραση ανοιχτή στο Turner Classic Movies, το καλωδιακό κανάλι που έβλεπε η µητέρα µου όταν γύριζε από τη δουλειά. Έτυχε να προβάλλει κλασικές ταινίες βασισµένες σε νουβέλες και σενάρια του Γκράχαµ Γκριν: Αγάπη στη Σκιά του Φόβου, Ανθρώπινος Παράγων, Η Αγάπη του Γκάνγκστερ, Πρώτη Απογοήτευση. Εκείνο το δεύτερο βράδυ, ενώ περίµενα να αρχίσει ο Τρίτος Άνθρωπος, µπήκε στο δωµάτιο του Άντι η κυρία Μπάρµπορ (ντυµένη µε τουαλέτα Valentino για µια εκδήλωση στο µέγαρο της Συλλογής Φρικ) και ανακοίνωσε ότι την εποµένη θα γύριζα κι εγώ στο σχολείο. «Οποιοσδήποτε στη θέση σου θα είχε βαριά διάθεση», είπε. «Όµως το να µένεις ολοµόναχος εδώ µέσα... δε σου κάνει καλό». Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Το να κάθοµαι µόνος µου και να βλέπω ταινίες ήταν το µόνο πράγµα από τότε που είχα χάσει τη µητέρα µου το οποίο φάνταζε έστω αόριστα φυσιολογικό. «Είναι καιρός να ξαναµπείς σε κάποιου είδους ρουτίνα. Αύριο. Ξέρω ότι αυτή τη στιγµή δεν µπορείς να το καταλάβεις, Θίο», πρόσθεσε βλέποντας ότι δεν είχα σκοπό να πω τίποτα, «αλλά το να έχεις κάτι να ασχοληθείς είναι το µόνο πράγµα που θα σε βοηθήσει να αισθανθείς καλύτερα». Στύλωσα αποφασιστικά το βλέµµα µου στην τηλεόραση. Είχα να πάω στο σχολείο από την προηγούµενη της έκρηξης, κι όσο έµενα µακριά, ο θάνατος της µητέρας µου φαινόταν ανεπίσηµος, κατά µία έννοια. Από την ώρα που θα γύριζα, το γεγονός θα κοινοποιούνταν. Και, το χειρότερο, η σκέψη και µόνο της επιστροφής σε µια οποιαδήποτε µορφή ρουτίνας φάνταζε σαν προδοσία, σαν κατάφωρη αδικία. Εξακολουθούσε να µε σοκάρει κάθε φορά που το αναλογιζόµουν, ένα ακόµα χαστούκι, ξανά και ξανά: Ήταν νεκρή. Κάθε καινούριο γεγονός, οτιδήποτε έκανα στο εξής, απλώς θα µας χώριζε όλο και περισσότερο – µέρες που εκείνη δε θα αποτελούσε πια µέρος τους, µια απόσταση που διαρκώς θα µεγάλωνε ανάµεσά µας. Κάθε µέρα της υπόλοιπης ζωής µου θα µε οδηγούσε ένα βήµα πιο µακριά από εκείνη. «Θίο». Σήκωσα ξαφνιασµένος το βλέµµα µου. «Στην αρχή βάζεις απλώς το ένα πόδι µπροστά από το άλλο. Είναι ο µόνος τρόπος για να το ξεπεράσεις». Την επόµενη µέρα προβαλλόταν ένας µαραθώνιος κατασκοπικών ταινιών του Βʹ Παγκοσµίου Πολέµου (Κάιρο, Hidden Enemy, Κωδικός Έµεραλντ) που ήθελα πραγµατικά να µείνω στο σπίτι να παρακολουθήσω. Αντί γι’ αυτό, σηκώθηκα µε κόπο από το κρεβάτι όταν ο κύριος Μπάρµπορ έβαλε το κεφάλι του στο άνοιγµα της πόρτας για να µας ξυπνήσει («Ώρα για δράση, οπλίτες!») και πήγα µέχρι τη στάση του λεωφορείου µε τον Άντι. Ήταν µια µέρα βροχερή και αρκετά κρύα ώστε να µε αναγκάσει η κυρία Μπάρµπορ να φορέσω ένα εξευτελιστικά παλιό καµηλό παλτό του Πλατ πάνω από τα ρούχα µου. Η µικρή αδερφή του Άντι, η Κίτσι, χόρευε µπροστά µας µε το ροζ αδιάβροχό της, κάνοντας ελιγµούς για να
αποφύγει τις λακκούβες και παριστάνοντας ότι δε µας γνώριζε. Ήξερα ότι θα ήταν φρικτά, και ήταν, από την πρώτη στιγµή που πάτησα το πόδι µου στον κατάφωτο προθάλαµο και εισέπνευσα την οικεία µυρωδιά του σχολείου: απολυµαντικό µε άρωµα λεµόνι και κάτι που θύµιζε ιδρωµένες κάλτσες. Χειρόγραφες ταµπέλες στο διάδροµο: δελτία δήλωσης συµµετοχής σε µαθήµατα τένις και µαγειρικής, ηµεροµηνίες οντισιόν για την παράσταση Ένα Παράξενο Ζευγάρι του Νιλ Σάιµον, ανακοινώσεις για µια εκπαιδευτική εκδροµή στο νησί Έλις και για τη διάθεση των τελευταίων εισιτηρίων για τη συναυλία Swing into Spring – δυσκολευόµουν να πιστέψω ότι ο κόσµος είχε καταρρεύσει και, παρ’ όλα αυτά, αυτές οι γελοίες δραστηριότητες συνεχίζονταν κανονικά. Το πιο παράξενο ήταν ότι την τελευταία φορά που είχα βρεθεί σε αυτό το κτίριο εκείνη ζούσε. Το µυαλό µου ήταν κολληµένο σε αυτή τη σκέψη, που επέµενε να αναδύεται µε κάθε καινούρια αφορµή: την τελευταία φορά που είχα ανοίξει αυτό το ντουλάπι, την τελευταία φορά που είχα πιάσει στα χέρια µου αυτό το αναθεµατισµένο βιβλίο Γνώσεις Βιολογίας, την τελευταία φορά που είχα δει τη Λίντι Mάισελ να βάζει λιπ γκλος µε εκείνο το πλαστικό πινελάκι... Μου φαινόταν αδιανόητο να µην µπορώ να ακολουθήσω αυτές τις στιγµές για να επιστρέψω σε έναν κόσµο όπου εκείνη δεν ήταν νεκρή. «Λυπάµαι». Το έλεγαν άνθρωποι που ήξερα και άνθρωποι που δε µου είχαν µιλήσει ποτέ πριν. Άλλοι, πάλι, ενώ γελούσαν και φλυαρούσαν στους διαδρόµους, βουβαίνονταν ξαφνικά όταν περνούσα δίπλα τους, ρίχνοντας λυπηµένες ή ερωτηµατικές µατιές προς το µέρος µου. Και υπήρχαν κι εκείνοι που µε αγνοούσαν τελείως, όπως αγνοεί µια αγέλη παιχνιδιάρικων σκυλιών κάποιο άρρωστο ή τραυµατισµένο ανάµεσά τους: αποφεύγοντας ακόµα και να µε κοιτάξουν, σαχλαµαρίζοντας ή χοροπηδώντας γύρω µου στους διαδρόµους λες και ήµουν αόρατος. Ειδικά ο Τοµ Κέιµπλ µε απέφευγε τόσο επιµελώς όσο αν ήµουν κάποιο κορίτσι που είχε παρατήσει. Δε φάνηκε καθόλου στο µεσηµεριανό. Στα Ισπανικά (όπου κατέφτασε µε νωθρό βήµα πολλή ώρα µετά την έναρξη του µαθήµατος, χάνοντας τη γεµάτη αµηχανία σκηνή όπου άπαντες στριµώχτηκαν γύρω από το θρανίο µου για να µου εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους) δεν κάθισε δίπλα µου, όπως συνήθιζε, αλλά σε ένα από τα µπροστινά θρανία, χυµένος στην καρέκλα του, µε τα πόδια του τεντωµένα στον πλαϊνό διάδροµο. Η βροχή µαστίγωνε αλύπητα τα παράθυρα καθώς εµείς µεταφράζαµε µια σειρά από αποσπασµατικές προτάσεις, τόσο αλλόκοτες, που θα έκαναν τον Σαλβαδόρ Νταλί να νιώσει περήφανος – για αστακούς και για οµπρέλες θαλάσσης και για τη Μαρισόλ µε τις µακριές βλεφαρίδες που έπαιρνε το λαχανί ταξί για το σχολείο της. Πριν φύγουµε από την τάξη στο τέλος του µαθήµατος, φρόντισα να πάω εγώ να τον χαιρετήσω ενώ µάζευε τα βιβλία του. «Α, γεια, πώς πάει;» έκανε – απόµακρος, γέρνοντας πίσω και ανασηκώνοντας το φρύδι µε ύφος εξυπνάκια. «Τα ’µαθα». «Ναι». Έτσι φερόµασταν πάντα, προσπαθώντας να δείχνουµε άνετοι µπροστά στους άλλους, σαν να µην τρέχει τίποτα. «Μεγάλη γκαντεµιά. Σπάσιµο». «Ευχαριστώ». «Έπρεπε να το παίξεις άρρωστος. Σ’ τα ’λεγα εγώ! Κι η δική µου η µαµά έγινε πύραυλος µε αυτά τα σκατά. Μιλάµε για έκρηξη µεγατόνων! Ε, ναι, τέλος πάντων», πρόσθεσε µισοανασηκώνοντας τους ώµους στην εµβρόντητη παύση που ακολούθησε αυτή τη δήλωση, κοιτάζοντας πάνω, κοιτάζοντας κάτω, κοιτάζοντας γύρω, µε µια έκφραση τύπου Ποιος; Εγώ;,
σαν να είχε πετάξει χιονόµπαλα µε πέτρα µέσα. «Ναι, που λες», συνέχισε µε έναν αδιάφορο, πάµε-παρακάτω τόνο. «Τι παίζει µε το µασκάρεµα;» «Ορίστε;» «Λοιπόν» –µικρό βήµα πίσω για να επιτρέψει στο βλέµµα του να ανεβοκατέβει µερικές φορές όλο ειρωνεία στο καρό καµηλό παλτό– «σίγουρη πρώτη θέση στο διαγωνισµό Βρείτε το Σωσία του Πλατ Μπάρµπορ». Και τότε, παρά τη θέλησή µου (ήταν αληθινό σοκ για µένα), έπειτα από µέρες απόλυτης φρίκης και µουδιάσµατος, ξέσπασα σε γέλια – ένας εκρηκτικός σπασµός σαν να έπασχα από σύνδροµο Τουρέτ. «Έξοχη κίνηση, Κέιµπλ», απάντησα µιµούµενος την ανυπόφορη συρτή φωνή του Πλατ. Ήµασταν και οι δύο καλοί µίµοι, συχνά κάναµε ολόκληρες συζητήσεις µεταξύ µας µιµούµενοι φωνές άλλων: ηλίθιων εκφωνητών ειδήσεων, γκρινιάρικων κοριτσιών, ανόητων καθηγητών µε ταλέντο στο «γλείψιµο». «Αύριο θα έρθω ντυµένος εσύ». Αλλά ο Τοµ δεν απάντησε στο ίδιο στιλ, ούτε συνέχισε το αστείο. Είχε χάσει το ενδιαφέρον του. «Ε... µάλλον όχι», είπε, ανασηκώνοντας βαριεστηµένα τον ώµο του και χαµογελώντας ανόρεχτα. «Τα λέµε». «Ναι, τα λέµε». Είχα τσατιστεί – τι σκάλωµα είχε φάει τώρα; Ωστόσο ήταν µέρος της µαύρης κωµωδίας που συνηθίζαµε να παίζουµε, προς αποκλειστικά δική µας διασκέδαση, το να βρίζουµε και να προσβάλλουµε ο ένας τον άλλο. Και ήµουν σχεδόν σίγουρος ότι θα ερχόταν να µε βρει µετά το µάθηµα της Γλώσσας ή θα µε προλάβαινε στο δρόµο µετά το σχόλασµα, πλησιάζοντάς µε αιφνιδιαστικά από πίσω και κοπανώντας µου το βιβλίο της Άλγεβρας στο κεφάλι. Αλλά δεν το έκανε. Το επόµενο πρωί ούτε καν µε κοίταξε όταν του είπα γεια, και η παγερή έκφρασή του όταν πέρασε από δίπλα µου ανοίγοντας δρόµο µε τον ώµο του µε άφησε στήλη άλατος. Η Λίντι Μάισελ και η Μάντι Κουέιφ στράφηκαν η µια προς την άλλη µπροστά στα ανοιχτά ντουλάπια τους και αντάλλαξαν µατιές γεµάτες νόηµα, χασκογελώντας σοκαρισµένες, σαν να έλεγαν: Θεούλη µου! Δίπλα µου, ο συνεργάτης µου στο εργαστήριο Σαµ Γουαϊνγκάρτεν κούνησε το κεφάλι του αποδοκιµαστικά. «Τι µαλάκας!» είπε µεγαλόφωνα, τόσο µεγαλόφωνα, ώστε στράφηκαν όλα τα κεφάλια στο διάδροµο. «Είσαι µεγάλος µαλάκας, Κέιµπλ, το ξέρεις;» Αλλά δε µ’ ένοιαξε – ή τουλάχιστον δεν πληγώθηκα, ούτε στενοχωρήθηκα. Απλώς έγινα έξαλλος. Η φιλία µου µε τον Τοµ είχε ανέκαθεν µια άγρια, βίαιη διάσταση, κάτι τρελό και πυρετώδες και κάπως επικίνδυνο, και, παρότι η παλιά καλή υψηλή τάση ήταν ακόµα εκεί, η φορά του ρεύµατος είχε αντιστραφεί, µε την τάση να βοµβίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση, έτσι που τώρα, αντί να σαχλαµαρίζω µαζί του στην αίθουσα µελέτης, να θέλω να του χώσω τα µούτρα στη λεκάνη της τουαλέτας, να του εξαρθρώσω τον ώµο, να κοπανήσω τη µούρη του στο πεζοδρόµιο µέχρι να µατώσει, να τον βάλω να φάει σκατά σκύλου και σκουπίδια από το δρόµο. Όσο περισσότερο το σκεφτόµουν, τόσο φούντωνε µέσα µου η οργή, κάνοντάς µε να κόβω βόλτες µέσα στο µπάνιο παραµιλώντας. Αν ο Κέιµπλ δε µε είχε καρφώσει στον κύριο Μπίµαν («Τώρα πλέον το ξέρω, Θίο, ότι δεν ήταν δικά σου εκείνα τα τσιγάρα»)... αν ο Κέιµπλ δεν είχε γίνει η αιτία να φάω αποβολή... αν η µαµά µου δεν είχε πάρει άδεια από τη δουλειά της εκείνη τη µέρα... αν δε βρισκόµασταν στο µουσείο ακριβώς τη λάθος στιγµή... Ακόµα και ο κύριος Μπίµαν είχε απολογηθεί γι’ αυτό, κατά κάποιον τρόπο. Εντάξει, υπήρχε θέµα µε τους βαθµούς µου (και πολλά άλλα που ο κύριος Μπίµαν δεν ήξερε), αλλά το καταλυτικό γεγονός, το
επεισόδιο που είχε γίνει αφορµή να κληθώ σε απολογία µε τον κηδεµόνα µου, το µοιραίο σκηνικό µε το τσιγάρο στο προαύλιο – ποιος ευθυνόταν γι’ αυτό; Ο Κέιµπλ. Δεν είναι ότι ήθελα να µου ζητήσει συγνώµη. Μάλιστα, ούτε καν είχα σκοπό να του κάνω κουβέντα γι’ αυτό, ποτέ. Μόνο που... τώρα είχα γίνει ξαφνικά παρίας; Ανεπιθύµητο πρόσωπο; Δηλαδή, θα έκανε ότι δε µε έβλεπε στο εξής; Ήµουν πιο µικρόσωµος από εκείνον, αλλά όχι πολύ, κι όποτε πετούσε εξυπνάδες στην τάξη –κάτι που δεν µπορούσε να εµποδίσει τον εαυτό του να κάνει– ή µε προσπερνούσε στο διάδροµο τρέχοντας µε τους καινούριους του κολλητούς, τον Μπίλι Γουάγκνερ και τον Θαντ Ράντολφ (όπως τρέχαµε µαζί κάποτε, πάντα στην τσίτα, ρέποντας προς τον κίνδυνο και την παραφροσύνη), το µόνο που µπορούσα να σκεφτώ ήταν πόσο λαχταρούσα να τον τσακίσω στο ξύλο, µε τα κορίτσια να τον περιγελούν καθώς θα οπισθοχωρούσε τροµαγµένος, κλαψουρίζοντας για έλεος: Ωωω, Τοµ! Μπου χου χου! Κλάµατα είναι αυτά που ακούω; (Βάζοντας τα δυνατά µου να προκαλέσω καβγά, άφησα δήθεν άθελά µου να σκάσει στα µούτρα του η παλινδροµική πόρτα της τουαλέτας, στέλνοντάς τον πάνω στον αυτόµατο πωλητή αναψυκτικών, µε αποτέλεσµα να πέσουν στο πάτωµα οι περιχυµένες µε λιωµένο τυρί τηγανητές πατάτες του, αλλά, αντί να µου την πέσει, όπως ευχόµουν, µου χαµογέλασε ανόητα και έφυγε χωρίς να πει κουβέντα.) Δε µε απέφευγαν όλοι, φυσικά. Πολλοί συµµαθητές µου µου άφηναν σηµειώµατα και δωράκια στο ντουλάπι µου (ανάµεσά τους και η Ιζαµπέλα Κούσινγκ και η Μαρτίνα Λίχτµπλαου, τα πιο δηµοφιλή κορίτσια της τάξης µου), ενώ ο παλιός µου εχθρός από την πέµπτη δηµοτικού, ο Γουίν Τεµπλ, µε αιφνιδίασε πλησιάζοντάς µε ξαφνικά για να µε κλείσει στην τεράστια αγκαλιά του. Αλλά οι περισσότεροι αντιδρούσαν στην παρουσία µου µε µια επιφυλακτική, κάπως έντροµη ευγένεια. Δεν ήταν ότι τριγύριζα σφουγγίζοντας τα δάκρυά µου ή ότι φερόµουν παράξενα, κι όµως εκείνοι έκοβαν µαχαίρι τις κουβέντες τους αν καθόµουν µαζί τους στο µεσηµεριανό γεύµα. Οι ενήλικες, από την άλλη, µε πρόσεχαν σε βαθµό που µου προκαλούσε αµηχανία. Με συµβούλευαν να κρατάω ηµερολόγιο, να µιλάω µε τους φίλους µου, να φτιάξω ένα «κολάζ µνήµης» (συµβουλές για τα µπάζα, κατά τη γνώµη µου, καθώς τα άλλα παιδιά αισθάνονταν άβολα µε την παρουσία µου, όσο φυσιολογικά κι αν φερόµουν, και το τελευταίο πράγµα που χρειαζόµουν ήταν να τραβήξω περισσότερο την προσοχή πάνω µου διατυµπανίζοντας τα συναισθήµατά µου ή κάνοντας θεραπευτικές χειροτεχνίες στην αίθουσα των Καλλιτεχνικών). Περνούσα ασυνήθιστα πολύ χρόνο σε άδειες αίθουσες διδασκαλίας και γραφεία (µε το βλέµµα στυλωµένο στο πάτωµα, κουνώντας το κεφάλι µου ανόητα) µε ανήσυχους καθηγητές που µου ζητούσαν να παραµείνω µετά το τέλος του µαθήµατος ή µε έπαιρναν παράµερα για µια κουβεντούλα. Ο φιλόλογός µου, ο κύριος Νιούσπιλ, αφού µου εξιστόρησε, καθισµένος στην άκρη της έδρας, µε δραµατική φωνή την τραυµατική του εµπειρία από το φρικτό θάνατο της δικής του µητέρας στα χέρια ενός ανίκανου χειρουργού, µε χτύπησε πατρικά στην πλάτη και µου έδωσε ένα άδειο τετράδιο για να γράφω τις σκέψεις µου. Η κυρία Σουάνσον, η σχολική σύµβουλος, µου έδειξε µερικές ασκήσεις αναπνοής και µου πρότεινε να δοκιµάσω να εκτονώσω τη θλίψη µου βγαίνοντας έξω και λιθοβολώντας µε παγάκια ένα δέντρο. Ακόµα και ο κύριος Μπορόφσκι, που δίδασκε Μαθηµατικά (και ήταν πολύ λιγότερο εκδηλωτικός από τους περισσότερους καθηγητές), µε πήρε παράµερα και, µιλώντας εξαιρετικά χαµηλόφωνα, µε το πρόσωπό του γύρω στα πέντε εκατοστά από το δικό µου, µου είπε πόσο ένοχος είχε νιώσει µετά το θάνατο του αδερφού του σε τροχαίο. (Η ενοχή ήταν κάτι που προέκυπτε συχνά σε αυτές τις συζητήσεις. Άραγε πίστευαν και οι καθηγητές µου, όπως κι εγώ, ότι ήµουν υπεύθυνος για το θάνατο της µητέρας µου; Σίγουρα έτσι φαινόταν, πάντως.) Ο κύριος Μπορόφσκι είχε αισθανθεί
τόσο ένοχος που είχε επιτρέψει στον αδερφό του να γυρίσει µε το αµάξι στο σπίτι, παρότι είχε γίνει σκνίπα σ’ εκείνο το πάρτι, ώστε για λίγο καιρό µετά φλέρταρε µε την ιδέα της αυτοκτονίας. Ίσως η σκέψη να είχε περάσει και από το δικό µου µυαλό. Αλλά η αυτοκτονία δεν ήταν η απάντηση. Δεχόµουν µε ευγένεια όλες αυτές τις συµβουλές, µε ένα παγωµένο χαµόγελο και µια καθηλωτική αίσθηση παραλόγου. Πολλοί ενήλικες φαίνονταν να ερµηνεύουν αυτό το µούδιασµα ως θετικό σηµάδι. Θυµάµαι ειδικά τον κύριο Μπίµαν (κλασικό φλεγµατικό Άγγλο µε ένα ηλίθιο τουίντ κασκέτο, τον οποίο είχα καταλήξει να µισώ θεωρώντας τον ηθικό αυτουργό του θανάτου της µητέρας µου, εντελώς αναίτια και παρά το έκδηλο ενδιαφέρον του) να µε συγχαίρει για την ωριµότητά µου και να µε πληροφορεί ότι φαινόµουν να αντεπεξέρχοµαι «εξαιρετικά καλά». Και µπορεί όντως να αντεπεξερχόµουν εξαιρετικά καλά, δεν ξέρω. Σίγουρα δεν ξερίζωνα τα µαλλιά µου ουρλιάζοντας, ούτε έδινα γροθιές σε τζάµια, ούτε έκανα αυτά που φανταζόµουν ότι µπορεί να έκαναν άνθρωποι που ένιωθαν όπως εγώ. Μερικές φορές όµως, εντελώς απροειδοποίητα, η οδύνη µε σάρωνε σε τεράστια παλιρροϊκά κύµατα που µου έκοβαν την ανάσα· κι όταν υποχωρούσαν κάποτε, βρισκόµουν να ατενίζω ένα ρηµαγµένο, ζοφερό τοπίο, λουσµένο σε ένα φως τόσο διαυγές, τόσο θλιβερό και άδειο, ώστε µε δυσκολία θυµόµουν ότι ο κόσµος ήταν ποτέ οτιδήποτε άλλο εκτός από νεκρός.
v.
ΜΕ
ΚΑΘΕ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ,
οι παππούδες Ντέκερ ήταν το τελευταίο που µε απασχολούσε, και καλύτερα, αφού στάθηκε αδύνατον να τους εντοπίσουν άµεσα οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας βασισµένες στις λιγοστές πληροφορίες που τους είχα δώσει. Όµως µια µέρα η κυρία Μπάρµπορ χτύπησε την πόρτα του δωµατίου του Άντι και είπε: «Θίο, µπορώ να σου µιλήσω ένα λεπτό, παρακαλώ;». Κάτι στον τόνο της προµήνυε κακά µαντάτα, αν και, στην κατάσταση που ήµουν, δύσκολα µπορούσα να φανταστώ πώς θα µπορούσαν να χειροτερέψουν τα πράγµατα. Όταν καθίσαµε στο σαλόνι –δίπλα σε µια ανθοσύνθεση ύψους ενενήντα εκατοστών µε ανθισµένα κλαδιά ιτιάς και µηλιάς, άρτι αφιχθείσα από τον ανθοπώλη–, σταύρωσε τα πόδια της και µου είπε: «Μου τηλεφώνησαν από την Πρόνοια. Ήρθαν σε επαφή µε τους παππούδες σου. Δυστυχώς, φαίνεται ότι η γιαγιά σου δεν είναι καλά στην υγεία της». Προς στιγµήν ένιωσα µπερδεµένος. «Η Ντόροθι;» «Αν έτσι τη φωνάζεις, ναι». «Ω! Δεν είναι στ’ αλήθεια η γιαγιά µου». «Μάλιστα», είπε η κυρία Μπάρµπορ, µε έναν τρόπο σαν να µην είχε καταλάβει, ή να µην ήθελε να καταλάβει, τι εννοούσα. «Τέλος πάντων. Φαίνεται ότι δεν είναι καλά –κάποιο πρόβληµα στην πλάτη, απ’ ό,τι κατάλαβα– και τη φροντίζει ο παππούς σου. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, είµαι σίγουρη ότι λυπούνται πολύ, αλλά για την ώρα είναι πρακτικώς αδύνατον να πας εκεί πέρα. Τουλάχιστον όχι για να µείνεις στο σπίτι µαζί τους», πρόσθεσε όταν πέρασε λίγη ώρα χωρίς να πω τίποτα. «Προσφέρθηκαν να πληρώσουν τα έξοδα της διαµονής σου σε ένα Holiday Inn κοντά στο σπίτι τους, για τον πρώτο καιρό δηλαδή, αλλά φαίνεται κάπως παράλογο, δε νοµίζεις κι εσύ;» Είχα ένα δυσάρεστο κουδούνισµα στα αφτιά µου. Καθισµένος εκεί, κάτω από το σταθερό, παγερό γκρίζο βλέµµα της, ένιωσα απίστευτη ντροπή για κάποιο λόγο. Η σκέψη ότι θα µε έστελναν στον παππού Ντέκερ και στην Ντόροθι µου προκαλούσε τέτοια φρίκη, ώστε τους είχα σχεδόν απωθήσει από το µυαλό µου, αλλά το να µαθαίνω ότι δε µε ήθελαν ήταν εντελώς άλλο πράγµα. Μια φευγαλέα σκιά συµπόνιας πέρασε από το πρόσωπό της. «Δεν πρέπει να αισθάνεσαι άσχηµα γι’ αυτό», είπε. «Και δεν πρέπει ν’ ανησυχείς για τίποτα. Έχει κανονιστεί να µείνεις µαζί µας για τις επόµενες εβδοµάδες, τουλάχιστον µέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς. Όλοι συµφωνούν ότι αυτή είναι η καλύτερη λύση. Παρεµπιπτόντως», είπε σκύβοντας προς το µέρος µου, «πολύ ωραίο αυτό το δαχτυλίδι. Είναι οικογενειακό κειµήλιο;» «Ε... ναι», απάντησα. Για λόγους που θα δυσκολευόµουν πολύ να εξηγήσω, είχα αποκτήσει τη συνήθεια να κουβαλάω σχεδόν πάντα µαζί µου το δαχτυλίδι του γηραιού κυρίου. Κυρίως το πασπάτευα µε το χέρι µου µέσα στην τσέπη του σακακιού µου, αλλά πού και πού το περνούσα στο µεσαίο µου δάχτυλο και το φορούσα, παρότι µου έπεφτε τεράστιο και κινδύνευα να το
χάσω. «Ενδιαφέρον. Προέρχεται από την οικογένεια της µητέρας ή του πατέρα σου;» «Της µητέρας µου», αποκρίθηκα έπειτα από µια σύντοµη παύση. Δε µου άρεσε η τροπή που έπαιρνε η κουβέντα. «Μπορώ να το δω;» Το έβγαλα πειθήνια και το απίθωσα στην ανοιχτή παλάµη της. Εκείνη το κράτησε στο φως της λάµπας. «Πολύ ωραίο», είπε. «Η πέτρα είναι κορνεόλιο. Κι αυτό το ανάγλυφο... Ελληνορωµαϊκό σχέδιο; Ή µήπως οικογενειακό οικόσηµο;» «Ε... οικόσηµο, αν δεν κάνω λάθος». Περιεργάστηκε το µυθολογικό τέρας µε τα τροµερά νύχια. «Μοιάζει µε γρύπα. Ή µε φτερωτό λιοντάρι». Το γύρισε στο πλάι κάτω από το φως και κοίταξε την εσωτερική πλευρά του. «Κι αυτή η εγχάραξη εδώ;» Η σαστισµένη έκφρασή µου την έκανε να συνοφρυωθεί. «Μη µου πεις ότι δεν την είχες προσέξει µέχρι τώρα! Στάσου». Σηκώθηκε και πήγε στο σεκρετέρ, ένα έπιπλο µε µια περίπλοκη σύνθεση από συρτάρια και κρύπτες, και επέστρεψε µε ένα µεγεθυντικό φακό. «Μ’ αυτό θα δούµε πολύ καλύτερα απ’ ό,τι µε τα γυαλιά πρεσβυωπίας µου», είπε. «Όµως και πάλι µόλις που διακρίνεται το σχέδιο». Έφερε το µεγεθυντικό φακό πιο κοντά και στη συνέχεια τον αποµάκρυνε ξανά. «Μπλάκγουελ. Σου λέει κάτι;» «Α...» Η αλήθεια είναι ότι κάτι µου έλεγε, κάτι που δεν µπορούσα να συλλάβω και να αποτυπώσω σε λέξεις, αλλά η σκέψη εξανεµίστηκε πριν καν σχηµατιστεί πλήρως. «Βλέπω και κάποια ελληνικά γράµµατα. Πολύ ενδιαφέρον». Μου έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο χέρι. «Είναι παλιό», είπε. «Μπορείς να το καταλάβεις από την πατίνα πάνω στην πέτρα, από τον τρόπο που έχει φαγωθεί, βλέπεις; Παλιά, στην εποχή του Χένρι Τζέιµς, πολλοί Αµερικανοί συνήθιζαν να διαλέγουν ηµιπολύτιµους λίθους µε εγχαράξεις στην Ευρώπη και να τους δένουν σε δαχτυλίδια. Ως αναµνηστικά από τη Μεγάλη τους Περιήγηση στη Γηραιά Ήπειρο». «Αν δε µε θέλουν αυτοί, πού θα πάω;» Η κυρία Μπάρµπορ τα ’χασε προς στιγµήν. Ξαναβρήκε όµως σχεδόν αµέσως την αυτοκυριαρχία της και µου είπε: «Ειλικρινά, δε θα µε ανησυχούσε αυτό τώρα, αν ήµουν στη θέση σου. Ίσως είναι, ούτως ή άλλως, προτιµότερο να µείνεις εδώ λίγο καιρό ακόµα και να τελειώσεις τη χρονιά στο σχολείο σου, δε συµφωνείς; Λοιπόν», συνέχισε κουνώντας το κεφάλι, «να προσέχεις µ’ αυτό το δαχτυλίδι, θα ήταν κρίµα να το χάσεις. Σου είναι πολύ µεγάλο. Θα έκανες καλύτερα να το φύλαγες σε ένα ασφαλές µέρος, αντί να διακινδυνεύεις να το χάσεις φορώντας το».
vi.
ΑΛΛΑ ΕΓΩ ΤΟ ΦΟΡΟΥΣΑ. Ή µάλλον, αγνοώντας τη συµβουλή της να το φυλάξω σε ένα ασφαλές µέρος, συνέχιζα να το κρατάω στην τσέπη µου. Όταν το ζύγιζα στην παλάµη µου, το ένιωθα πολύ βαρύ. Αν το έκλεινα στη χούφτα µου, ο χρυσός ζεσταινόταν από τη θερµότητα του χεριού µου, αλλά η σκαλιστή πέτρα παρέµενε δροσερή. Η βαριά, παλαιική ποιότητά του, αυτός ο συνδυασµός σοβαρότητας και λάµψης είχαν κάτι το ανεξήγητα παρήγορο. Αν συγκέντρωνα την προσοχή µου πάνω του µε αρκετή ένταση, είχε την αλλόκοτη δύναµη να λειτουργεί σαν άγκυρα µέσα στο εφήµερο της κατάστασής µου, αποκόβοντάς µε από τον κόσµο γύρω µου. Όµως δεν ήθελα να σκέφτοµαι πώς είχε καταλήξει στα χέρια µου. Όπως δεν ήθελα να σκέφτοµαι το µέλλον µου – γιατί, αν και κάθε άλλο παρά ονειρευόµουν µια καινούρια ζωή στο αγροτικό Μέριλαντ, στο αµφίβολο έλεος των παππούδων Ντέκερ, άρχιζα πλέον να ανησυχώ σοβαρά για το πού θα κατέληγα. Η ιδέα του ξενοδοχείου είχε σοκάρει βαθύτατα τους πάντες, λες και ο παππούς Ντέκερ και η Ντόροθι είχαν προτείνει να εγκατασταθώ σε ένα παράσπιτο στην πίσω αυλή τους, αλλά εµένα δε µου είχε φανεί τόσο τροµερή. Πάντα ήθελα να ζήσω σε ξενοδοχείο, και, παρότι το Holiday Inn δεν ενέπιπτε στην κατηγορία των ξενοδοχείων που ονειρευόµουν, δε θα περνούσα κι άσχηµα, νοµίζω: χάµπουργκερ από την υπηρεσία δωµατίου, καλωδιακή τηλεόραση µε χρέωση ανά προβολή, πισίνα το καλοκαίρι – ε, δεν το λες και χάλια φάση, σωστά; Όλοι (οι κοινωνικοί λειτουργοί, ο Ντέιβ ο Τρελογιατρός, η κυρία Μπάρµπορ) µου επαναλάµβαναν ξανά και ξανά ότι δε θα µπορούσα να ζήσω µόνος µου σε κάποιο Holiday Inn στο βαρετό Μέριλαντ, ότι, όπως και να είχε, τα πράγµατα δε θα έφταναν ποτέ σε αυτό το σηµείο – χωρίς να συνειδητοποιούν ότι οι δήθεν καθησυχαστικές κουβέντες τους απλώς εκατονταπλασίαζαν το άγχος µου. «Αυτό που πρέπει να θυµάσαι», είπε ο Ντέιβ, ο ψυχίατρος που µου παρείχε η Πρόνοια, «είναι ότι θα έχεις τη δέουσα φροντίδα, ό,τι και να γίνει». Ήταν ένα τριαντάρης που συνήθιζε να φοράει σκούρα χρώµατα και γυαλιά οράσεως σε µοντέρνες γραµµές και έδινε µονίµως την εντύπωση ότι είχε µόλις βγει από εκδήλωση ανάγνωσης ποίησης στο υπόγειο κάποιας εκκλησίας. «Κι αυτό γιατί υπάρχουν ένα σωρό άνθρωποι που µεριµνούν για σένα και θέλουν µόνο το καλό σου». Είχα γίνει καχύποπτος απέναντι σε ξένους που ήθελαν µόνο το καλό µου, αφού τα ίδια ακριβώς είχαν πει και οι κοινωνικοί λειτουργοί πριν θίξουν το θέµα της αναδοχής. «Μα... εγώ δε νοµίζω ότι οι παππούδες µου έχουν τόσο άδικο». «Σχετικά µε τι;» «Με το Holiday Inn. Ίσως δε θα ’ταν κακή ιδέα να µείνω εκεί». «Εννοείς ότι θα ήταν χειρότερα για σένα αν έµενες στο σπίτι των παππούδων σου;» ρώτησε µε ετοιµότητα ο Ντέιβ. «Όχι!» Αυτό ήταν που σιχαινόµουν περισσότερο πάνω του: τη µανία του να µου βάζει στο στόµα λόγια που δεν είχα πει ποτέ. «Ωραία, τότε, ας προσπαθήσουµε να το διατυπώσουµε διαφορετικά». Έπλεξε τα χέρια του
και το σκέφτηκε για λίγο. «Γιατί θα προτιµούσες να µένεις σε ξενοδοχείο παρά µε τους παππούδες σου;» «Δεν είπα αυτό». Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Όχι, αλλά από την επιµονή σου να επαναφέρεις κάθε τόσο το Holiday Inn στη συζήτηση, σαν να πρόκειται για µια βιώσιµη λύση, εγώ συµπεραίνω ότι θα προτιµούσες να µείνεις εκεί». «Σίγουρα είναι προτιµότερο από το να µε στείλουν σε ανάδοχη οικογένεια». «Ναι» –έσκυψε πιο κοντά µου– «αλλά προσπάθησε, σε παρακαλώ, να καταλάβεις αυτό που σου λέω. Είσαι µόλις δεκατριών ετών. Πρόσφατα έχασες το γονιό που είχε την επιµέλειά σου, την αποκλειστική φροντίδα σου. Το να ζήσεις ολοµόναχος αυτή τη στιγµή δεν είναι ανάµεσα στις επιλογές σου. Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι είναι πολύ λυπηρό που οι παππούδες σου αντιµετωπίζουν αυτά τα προβλήµατα υγείας, αλλά, πίστεψέ µε, είµαι σίγουρος ότι όλοι µαζί θα βρούµε µια πολύ καλύτερη λύση, µόλις βελτιωθεί λίγο η κατάσταση της γιαγιάς σου». Δεν είπα τίποτα. Προφανώς, δεν είχε συναντήσει ποτέ τον παππού Ντέκερ και την Ντόροθι. Και, παρότι ούτε εγώ τους είχα ζήσει, αυτό που κυρίως θυµόµουν από εκείνους ήταν η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε συγγενικής στοργής ανάµεσά µας, ο αδιάφορος τρόπος που µε κοίταζαν, λες και ήµουν ένα τυχαίο παιδί που είχε καταλήξει από αφηρηµάδα στο σαλόνι τους ενώ τριγύριζε στο εµπορικό κέντρο. Η προοπτική να πάω να µείνω µαζί τους ήταν σχεδόν αδιανόητη, και έστυβα το µυαλό µου προσπαθώντας να θυµηθώ όσο περισσότερα µπορούσα από την τελευταία επίσκεψή µου στο σπίτι τους – που δεν ήταν και πολλά, αφού ήµουν µόλις εφτά ή οχτώ χρονών. Θυµόµουν κεντηµένα ρητά που κρέµονταν κορνιζαρισµένα στους τοίχους και ένα αλλόκοτο πλαστικό µαραφέτι πάνω στον πάγκο της κουζίνας το οποίο χρησιµοποιούσε η Ντόροθι για να αφυδατώνει τρόφιµα. Κάποια στιγµή –µετά που ο παππούς Ντέκερ µου είχε φωνάξει να κρατήσω τα βρόµικα ξερά µου µακριά από τα τρένα του– ο µπαµπάς µου είχε βγει έξω για ένα τσιγάρο (ήταν χειµώνας) και δεν είχε ξαναγυρίσει. «Κύριε των Δυνάµεων!» είχε σχολιάσει η µητέρα µου όταν βρεθήκαµε επιτέλους στο αµάξι (ήταν δική της ιδέα να γνωρίσω την οικογένεια του πατέρα µου), και από τότε δεν είχαµε ξαναπατήσει εκεί. Αρκετές µέρες µετά την προσφορά τους για το Holiday Inn έφτασε µια κάρτα για µένα στο σπίτι των Μπάρµπορ. (Παρενθετικό σχόλιο: Είναι λάθος να πιστεύω ότι ο Μποµπ και η Ντόροθι, όπως υπέγραφαν την κάρτα, έπρεπε να είχαν σηκώσει το ακουστικό και να µε είχαν πάρει τηλέφωνο; Ή να είχαν µπει στο αυτοκίνητό τους και να είχαν έρθει στην πόλη για να δουν οι ίδιοι τι κάνω; Κι όµως, δεν έκαναν ούτε το ένα ούτε το άλλο – όχι πως περίµενα ότι θα έσπευδαν να µε συντρέξουν σπαράζοντας από την οδύνη, όµως θα ήταν ωραία να µε ξάφνιαζαν µε µια µικρή, έστω και αταίριαστη στην ιδιοσυγκρασία τους, χειρονοµία τρυφερότητας.) Για να είµαστε ακριβείς, η κάρτα ήταν από την Ντόροθι (αφού το «Μποµπ», γραµµένο εµφανώς µε το δικό της γραφικό χαρακτήρα, είχε στριµωχτεί δίπλα στην υπογραφή της σαν µια προσθήκη της τελευταίας στιγµής). Ο φάκελος –πράγµα ενδιαφέρον– φαινόταν να έχει ανοιχτεί µε ατµό και να έχει σφραγιστεί ξανά –από την κυρία Μπάρµπορ; από τους φίλους µου της Πρόνοιας;–, όµως η κάρτα ήταν αναµφίβολα γραµµένη µε τον άκαµπτο, όρθιο, ευρωπαϊκό γραφικό χαρακτήρα της Ντόροθι που είχαµε τη χαρά να βλέπουµε ακριβώς µία φορά το χρόνο στις χριστουγεννιάτικες κάρτες µας, ένα γραφικό χαρακτήρα που, όπως είχε σχολιάσει κάποτε ο πατέρας µου, ταίριαζε περισσότερο στο µαυροπίνακα µε τις θαλασσινές σπεσιαλιτέ της ηµέρας ενός πανάκριβου γαλλικού εστιατορίου. Στην µπροστινή πλευρά της κάρτας υπήρχε το σχέδιο µιας τουλίπας µε γερµένο µίσχο και τυπωµένο από κάτω το µήνυµα: ΔΕΝ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΕΛΟΣ. Από το λίγο που τη θυµόµουν, η Ντόροθι δεν ήταν από τους ανθρώπους που σπαταλούσαν τα λόγια τους, και αυτή η κάρτα δεν αποτελούσε εξαίρεση. Έπειτα από µια απόλυτα εγκάρδια εισαγωγή, στην οποία µε συλλυπούνταν για την τραγική µου απώλεια και µε διαβεβαίωνε ότι η σκέψη της ήταν σ’ εµένα αυτές τις θλιβερές ώρες, προσφερόταν να µου στείλει ένα εισιτήριο λεωφορείου για το Γούντµπραϊαρ του Μέριλαντ, ενώ ταυτόχρονα υπαινισσόταν προβλήµατα υγείας που δεν επέτρεπαν στην ίδια και στον παππού Ντέκερ να «ανταποκριθούν στις απαιτήσεις» της φροντίδας µου. «Απαιτήσεις;» επανέλαβε ο Άντι. «To κάνει ν’ ακούγεται σαν να ζητάς δέκα εκατοµµύρια δολάρια σε µη προσηµειωµένα χαρτονοµίσµατα». Έµεινα σιωπηλός. Παραδόξως, ήταν η εικόνα πάνω στην κάρτα που µε είχε προβληµατίσει. Ήταν το είδος της κάρτας που θα έβλεπες σε κάποιο σταντ µίνι µάρκετ, απόλυτα συνηθισµένη, όµως, πάλι, η φωτογραφία ενός µαραµένου λουλουδιού –όσο καλλιτεχνική κι αν ήταν– δε µου φαινόταν κατάλληλη για να στείλεις σε κάποιον που µόλις έχει χάσει τη µητέρα του. «Είχα µείνει µε την εντύπωση ότι ήταν σοβαρά άρρωστη. Πώς και σου γράφει αυτή, τελικά;» «Μακάρι να ’ξερα». Την ίδια απορία είχα κι εγώ. Φαινόταν όντως παράξενο που ο ίδιος ο κανονικός παππούς µου δεν είχε προσθέσει δυο λέξεις, δεν είχε µπει καν στον κόπο να γράψει το όνοµά του δίπλα στο δικό της. «Μπορεί ο παππούς σου να έχει Αλτσχάιµερ», είπε λυπηµένα ο Άντι, «κι αυτή να τον κρατάει φυλακισµένο µέσα στο ίδιο του το σπίτι. Για να του φάει την περιουσία. Συµβαίνει πολύ συχνά µε τις νεότερες συζύγους, ξέρεις». «Δε νοµίζω ότι έχει ιδιαίτερη περιουσία». «Ίσως όχι», παραδέχτηκε ο Άντι, ξεροβήχοντας για να καθαρίσει το λαιµό του. «Αλλά δεν µπορείς ποτέ να αποκλείσεις τη δίψα για εξουσία. “Φύση µε άλικα δόντια και νύχια”.[1] Ίσως να µη θέλει να διεκδικήσεις µερίδιο της κληρονοµιάς». «Παλιόφιλε», µπήκε ξαφνικά στην κουβέντα ο πατέρας του, αναβλέποντας κάπως απότοµα από τους Financial Times που διάβαζε, «δε νοµίζω ότι είναι ιδιαίτερα αποδοτική αυτή η συζήτηση». «Λοιπόν, ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν µπορεί ο Θίο να συνεχίσει να µένει µαζί µας», είπε ο Άντι, εκφράζοντας µεγαλόφωνα και τη δική µου σκέψη. «Απολαµβάνω την παρέα του, κι εξάλλου υπάρχει άφθονος χώρος στο δωµάτιό µου». «Ασφαλώς και θα µας έδινε χαρά να τον κρατούσαµε όλον δικό µας», αποκρίθηκε ο κύριος Μπάρµπορ µε µια ζέση που δεν ήταν τόσο αυθόρµητη ή πειστική όσο θα ευχόµουν, «αλλά τι θα έλεγαν οι συγγενείς του; Τελευταία φορά που ρώτησα, η απαγωγή ανηλίκου θεωρούνταν ποινικό αδίκηµα». «Ε λοιπόν, µπαµπά, δε νοµίζω ότι είναι αυτή η περίπτωσή µας», παρατήρησε ο Άντι µε την εξοργιστικά απόµακρη φωνή του. Ο κύριος Μπάρµπορ σηκώθηκε ξαφνικά µε ένα ποτήρι σόδα στο χέρι. Του είχαν απαγορεύσει το αλκοόλ εξαιτίας των φαρµάκων που έπαιρνε. «Αλήθεια, Θίο, το είχα ξεχάσει: Ξέρεις ιστιοπλοΐα;» Μου πήρε λίγη ώρα να χωνέψω τι µε ρωτούσε. «Όχι». «Ω, πολύ κρίµα! Ο Άντι πέρασε καταπληκτικά πέρυσι στην κατασκήνωση µαθητευόµενων ιστιοπλόων στο Μέιν. Καλά δε λέω, παλιόφιλε;» Ο Άντι δε µίλησε. Μου είχε πει πάµπολλες φορές ότι ήταν οι δύο χειρότερες εβδοµάδες της
ζωής του. «Ξέρεις να διαβάζεις ναυτικές σηµαίες;» µε ρώτησε ο κύριος Μπάρµπορ. «Παρακαλώ;» έκανα. «Έχω στο γραφείο µου ένα φανταστικό διάγραµµα των σηµάτων του ναυτικού κώδικα που θα ήταν χαρά µου να σου δείξω. Άσε τις γκριµάτσες, Άντι. Πρόκειται για µια πολύτιµη γνώση που µπορεί να φανεί χρήσιµη σε κάθε αγόρι». «Οπωσδήποτε, αν χρειαστεί να κάνει σινιάλο σε κάποιο περαστικό ρυµουλκό». «Αυτές οι εξυπνάδες σου είναι στ’ αλήθεια εκνευριστικές», είπε ο κύριος Μπάρµπορ, αν και περισσότερο αφηρηµένος φαινόταν παρά ενοχληµένος. «Εξάλλου», συνέχισε γυρίζοντας προς το µέρος µου, «νοµίζω ότι θα ξαφνιαζόσουν από το πόσο συχνά εµφανίζονται ναυτικές σηµαίες σε παρελάσεις και σε ταινίες και... δεν ξέρω, στο σανίδι, ας πούµε». Ο Άντι µόρφασε κοροϊδευτικά. «Στο σανίδι», επανέλαβε σαρκαστικά. Ο πατέρας του τον στραβοκοίταξε. «Μάλιστα, στο σανίδι. Βρίσκεις τον όρο διασκεδαστικό;» «Μάλλον ποµπώδη, θα έλεγα». «Λυπάµαι, αλλά δε θα συµφωνήσω. Αν θες να ξέρεις, είναι ακριβώς η λέξη που θα χρησιµοποιούσε και η προγιαγιά σου». (Ο παππούς του κυρίου Μπάρµπορ είχε διαγραφεί από τη «Χρυσή Βίβλο» της αµερικανικής αριστοκρατίας επειδή είχε παντρευτεί την Όλγκα Όσγκουντ, µια ασήµαντη ηθοποιό του σινεµά.) «Στα λόγια µου έρχεσαι». «Και πώς θα έπρεπε να το πω για να σου αρέσει;» «Για να είµαι ειλικρινής, µπαµπά, αυτό που θα ήθελα πραγµατικά να ξέρω είναι πότε ήταν η τελευταία φορά που είδες ναυτικές σηµαίες σε οποιαδήποτε θεατρική παραγωγή!» «Στο µιούζικαλ Νότιος Ειρηνικός», απάντησε µε ετοιµότητα ο κύριος Μπάρµπορ. «Εκτός απ’ αυτό». «Δεν έχω να προσθέσω κάτι». «Δεν πιστεύω καν ότι η µητέρα κι εσύ πήγατε να δείτε το Νότιο Ειρηνικό». «Έλεος πια, Άντι, για το Θεό!» «Οκέι, έστω ότι πήγατε. Μια µεµονωµένη περίπτωση δεν τεκµηριώνει την άποψή σου». «Αρνούµαι να συνεχίσω αυτή την παράλογη συζήτηση. Πάµε, Θίο».
[1] Στίχος του πολύ σηµαντικού Άγγλου ποιητή λόρδου Άλφρεντ Τένισον από το µακροσκελές ποίηµά του In Memoriam (1856), και συγκεκριµένα από το Canto 56. (Σ.τ.Μ.)
vii.
ΑΠΟ
και µετά άρχισα να βάζω τα δυνατά µου για να είµαι καλός φιλοξενούµενος: Έστρωνα το κρεβάτι µου τα πρωινά, έλεγα πάντα παρακαλώ και ευχαριστώ, έκανα όλα όσα ήξερα ότι θα ήθελε η µητέρα µου να κάνω. Δυστυχώς, οι Μπάρµπορ δεν είχαν ακριβώς το είδος του σπιτικού στο οποίο µπορούσες να δείξεις έµπρακτα την ευγνωµοσύνη σου προσέχοντας τα µικρότερα αδέρφια για να βγουν έξω οι γονείς ή βοηθώντας στη λάντζα. Από τη γυναίκα που ερχόταν να φροντίσει τα φυτά –αποκαρδιωτική δουλειά, αφού το σπίτι ήταν τόσο ανήλιαγο, ώστε ελάχιστα επιβίωναν– µέχρι την προσωπική βοηθό της κυρίας Μπάρµπορ –το βασικό καθήκον της οποίας ήταν να αναδιοργανώνει τις ντουλάπες και τη συλλογή της από πορσελάνες–, υπήρχαν γύρω στους οχτώ ανθρώπους που δούλευαν γι’ αυτούς. (Όταν ρώτησα την κυρία Μπάρµπορ πού βρισκόταν το πλυντήριο, µε κοίταξε σαν να της είχα ζητήσει λαρδί και αλισίβα για να φτιάξω σαπούνι.) Κι όµως, αν και δεν υπήρχε απολύτως καµία απαίτηση από µένα, η προσπάθεια που κατέβαλλα να ενσωµατωθώ στον απαστράπτοντα και τόσο περίπλοκο κόσµο τους µε εξουθένωνε. Πάλευα απεγνωσµένα να γίνω ένα µε το περιβάλλον –να εξαφανιστώ ανάµεσα στα κινέζικα µοτίβα του φόντου σαν ψάρι σε κοραλλιογενή ύφαλο–, κι όµως κατάφερνα να τραβάω την –εντελώς ανεπιθύµητη– προσοχή πάνω µου εκατοντάδες φορές τη µέρα: µε το να χρειάζεται να ζητάω και το πιο ασήµαντο πράγµα, είτε ήταν σφουγγάρι του µπάνιου είτε τσιρότο είτε ξύστρα µολυβιών· µε το να µην έχω δικό µου κλειδί και να αναγκάζοµαι πάντα να χτυπάω το κουδούνι µπαίνοντας και βγαίνοντας από το σπίτι· ακόµα και µε την καλοπροαίρετη προθυµία µου να στρώνω το κρεβάτι µου το πρωί (ήταν προτιµότερο να αφήνω την Ιρένκα ή την Εσπεράνσα να το κάνει, µου εξήγησε η κυρία Μπάρµπορ, µια και αυτή ήταν η δουλειά τους και δίπλωναν πολύ καλύτερα τις γωνίες). Έσπασα ένα διακοσµητικό οβελίσκο σε έναν καλόγερο αντίκα ανοίγοντας διάπλατα µια πόρτα· δύο φορές κατάφερα να θέσω κατά λάθος σε λειτουργία το συναγερµό ασφαλείας· µέχρι που µπούκαρα άθελά µου στην κρεβατοκάµαρα του κυρίου και της κυρίας Μπάρµπορ µέσα στη νύχτα, ψάχνοντας για το µπάνιο. Ευτυχώς, οι γονείς του Άντι ήταν τόσο σπάνια στο σπίτι, ώστε η παρουσία µου δε φαινόταν να τους προκαλεί ιδιαίτερη αναστάτωση. Με εξαίρεση τις φορές που περίµενε κόσµο, η κυρία Μπάρµπορ έβγαινε γύρω στις έντεκα το πρωί, για να επιστρέψει –µε εξαίρεση µια δυο ώρες πριν από το δείπνο, οπότε πεταγόταν στο σπίτι για ένα τζιν µε λάιµ και για «µια βουτιά στην µπανιέρα», όπως χαρακτηριστικά έλεγε– αφού εµείς είχαµε πέσει για ύπνο. Τον κύριο Μπάρµπορ τον έβλεπα ακόµα λιγότερο, εκτός από τα Σαββατοκύριακα και τις στιγµές της χαλάρωσης µετά τη δουλειά µε ένα ποτήρι σόδα τυλιγµένο σε µια πετσέτα, περιµένοντας να ντυθεί η κυρία Μπάρµπορ για τη βραδινή τους έξοδο. Το µεγαλύτερο πρόβληµα που αντιµετώπιζα ήταν, µακράν, τα αδέρφια του Άντι. Παρότι ο Πλατ βρισκόταν, ευτυχώς, µακριά, τροµοκρατώντας µικρότερους µαθητές στο Γκρότον, η Κίτσι και ο µικρότερος αδερφός, ο Τόντι, µόλις εφτά χρονών, δεν έκρυβαν τη δυσφορία τους που µε είχαν µες στα πόδια τους, να ιδιοποιούµαι τα ψίχουλα ενδιαφέροντος που τους επιφύλασσαν οι γονείς τους. Εκρήξεις οργής, κρεµασµένα µούτρα, µάτια που στρέφονταν ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ
απαυδισµένα ψηλά και ειρωνικά γέλια από την Κίτσι, καθώς και ένα ακατανόητο (για µένα) επεισόδιο –που δε διαλευκάνθηκε ποτέ πλήρως– όταν άρχισε να παραπονιέται στις φίλες της, στο προσωπικό του σπιτιού και σε οποιονδήποτε είχε διάθεση να την ακούσει ότι έµπαινα κρυφά στο δωµάτιό της και πείραζα τη συλλογή της από γουρουνάκια-κουµπαράδες στο ράφι πάνω από το γραφείο της. Όσο για τον Τόντι, εκνευριζόταν όλο και περισσότερο όσο περνούσαν οι εβδοµάδες κι εγώ δεν έλεγα να ξεκουµπιστώ. Κατά τη διάρκεια του πρωινού µε χάζευε ξεδιάντροπα και πετούσε συχνά ερωτήσεις που έκαναν τη µητέρα του να του πατάει τσιµπιές κάτω από το τραπέζι: Πού ήταν το σπίτι µου; Πόσο θα έµενα ακόµα µαζί τους; Δεν είχα µπαµπά; Κι αν ναι, πού ήταν; «Εδώ σε θέλω», απάντησα, προκαλώντας το φρικαρισµένο γέλιο της Κίτσι, που, στα εννιά της, ήταν εξαιρετικά δηµοφιλής στο σχολείο και τόσο όµορφη (µε τα ανοιχτόξανθα µαλλιά και τη χιονάτη επιδερµίδα της) όσο άχρωµος και αδιάφορος ήταν ο Άντι.
viii.
ΑΡΓΑ Ή ΓΡΗΓΟΡΑ, θα πήγαινε µια µεταφορική να µαζέψει τα πράγµατα της µητέρας µου και να τα στοιβάξει σε µια αποθήκη. Πριν γίνει αυτό, έπρεπε να επιστρέψω στο διαµέρισµα και να πάρω ό,τι ήθελα ή χρειαζόµουν από εκεί. Η ύπαρξη του πίνακα µε προβληµάτιζε µεν, αλλά µε ένα µάλλον αόριστο τρόπο, δυσανάλογο της σπουδαιότητάς του, λες και επρόκειτο για µια σχολική εργασία που είχα αφήσει στη µέση. Κάποια στιγµή είχα σκοπό να τον επιστρέψω στο µουσείο, αλλά ακόµα δεν είχα καταφέρει να σκεφτώ πώς θα το έκανα αυτό δίχως να προκαλέσω σάλο. Είχα ήδη χάσει µία ευκαιρία να τον επιστρέψω, όταν η κυρία Μπάρµπορ είχε διώξει κάτι ιδιωτικούς ερευνητές που είχαν καταφτάσει στο διαµέρισµα ζητώντας εµένα. Για να είµαι ακριβής, συµπέρανα ότι ήταν ιδιωτικοί ερευνητές, ή ακόµα και αστυνοµικοί, από αυτά που µου είπε η Κέλιν, η Ουαλή κοπέλα που φρόντιζε τα µικρότερα παιδιά. Είχε µόλις πάρει τον Τόντι από το ολοήµερο σχολείο, όταν εµφανίστηκαν οι άγνωστοι και µε ζήτησαν. «Κοστουµάτοι, ξέρεις τώρα...» είπε ανασηκώνοντας µε νόηµα το φρύδι. Ήταν µια γεµάτη κοπέλα που µιλούσε σαν πολυβόλο και είχε µονίµως αναψοκοκκινισµένα µάγουλα, λες και στεκόταν πολύ κοντά στο τζάκι. «Είχαν εκείνο το ύφος, καταλαβαίνεις...» Ένιωθα υπερβολικά φοβισµένος για να ρωτήσω τι εννοούσε λέγοντας εκείνο το ύφος. Κι όταν πήγα τελικά, όλο επιφυλακτικότητα, να δω τι είχε να µου πει η κυρία Μπάρµπορ σχετικά, εκείνη ήταν απασχοληµένη. «Συγνώµη», είπε χωρίς να µε κοιτάξει, «αλλά γίνεται να το συζητήσουµε αργότερα;» Θα έρχονταν καλεσµένοι σε µισή ώρα, µεταξύ αυτών ένας ξακουστός αρχιτέκτονας και µια διάσηµη χορεύτρια από το Μπαλέτο της Νέας Υόρκης, κι εκείνη είχε εκνευριστεί επειδή το κούµπωµα του κολιέ της είχε λασκάρει κάπως και ανησυχούσε επειδή το κλιµατιστικό δε λειτουργούσε σωστά. «Έχω µπλεξίµατα;» Μου ξέφυγε πριν συνειδητοποιήσω τι έλεγα. Η κυρία Μπάρµπορ σταµάτησε ό,τι έκανε. «Μη λες ανοησίες, Θίο», είπε. «Οι άνθρωποι ήταν ευγενέστατοι, διακριτικότατοι, απλώς δεν µπορούσα να τους έχω µέσα στα πόδια µου αυτή την ώρα. Ας µην έρχονταν έτσι, χωρίς ούτε ένα τηλεφώνηµα πριν. Τέλος πάντων, τους εξήγησα ότι δεν ήταν η καλύτερη στιγµή – πράγµα προφανές άλλωστε». Έδειξε τους υπαλλήλους της εταιρείας τροφοδοσίας που µπαινόβγαιναν όλο φούρια και τον επιστάτη του κτιρίου που, ανεβασµένος πάνω σε µια σκάλα, εξέταζε το εσωτερικό ενός αεραγωγού µε το φακό του. «Άντε, πήγαινε τώρα κι εσύ στις δουλειές σου. Ο Άντι πού είναι;» «Θα γυρίσει σε καµιά ώρα. Η τάξη Αστρονοµίας του πήγε εκπαιδευτική εκδροµή στο Πλανητάριο». «Καλά. Έχει φαγητό στην κουζίνα. Δεν έχω µεγάλο απόθεµα από ταρτάκια, αλλά µπορείς να φας όσες µπόµπες τραβάει η όρεξή σου. Κι όταν κοπεί η τούρτα, πες να σου βάλουν κι εσένα µια µεγάλη µερίδα». Η στάση της ήταν τόσο ανέµελη, ώστε ξέχασα τελείως τους απρόσκλητους επισκέπτες, µέχρι
που εµφανίστηκαν στο σχολείο µου τρεις µέρες αργότερα, την ώρα της Γεωµετρίας, χτυπώντας διακριτικά την ανοιχτή πόρτα. Ήταν ένας νεαρός και ένας µεγαλύτερης ηλικίας άντρας, ντυµένοι µε κοστούµια της σειράς. «Μπορούµε να δούµε τον Θίοντορ Ντέκερ;» ρώτησε τον κύριο Μπορόφσκι ο νεότερος, που έµοιαζε για Ιταλός, ενώ ο µεγαλύτερος σάρωνε µε το βλέµµα τα πρόσωπα στην τάξη. «Θέλουµε απλώς να σου µιλήσουµε, εντάξει;» είπε ο µεγαλύτερος καθώς προχωρούσαµε προς την τροµερή αίθουσα συσκέψεων όπου θα γινόταν εκείνη η περίφηµη συνάντηση µε τον κύριο Μπίµαν τη µέρα που είχε πεθάνει η µητέρα µου. «Μη φοβάσαι». Ήταν ένας έγχρωµος άντρας µε πολύ σκούρο δέρµα και γκρίζο γενάκι – έδειχνε σκληρός αλλά και καλοσυνάτος ταυτόχρονα, σαν κουλ µπάτσος τηλεοπτικής σειράς. «Απλώς προσπαθούµε να ταιριάξουµε διάφορα κοµµάτια από εκείνη τη µέρα, κι ελπίζουµε ότι µπορείς να µας βοηθήσεις». Ήµουν τροµοκρατηµένος στην αρχή, αλλά τον πίστεψα όταν µου είπε Μη φοβάσαι – µέχρι που άνοιξε την πόρτα της αίθουσας συσκέψεων. Εκεί καθόταν η Νέµεσή µου µε το τουίντ κασκέτο, ο κύριος Μπίµαν, πιο ποµπώδης από ποτέ µε το γιλέκο και το ρολόι τσέπης του µε τη χοντρή αλυσίδα· και ο Ενρίκε, ο κοινωνικός λειτουργός µου· και η κυρία Σουάνσον, η σχολική σύµβουλος (το ίδιο άτοµο που µου είχε πει ότι ίσως ένιωθα καλύτερα αν πετούσα παγάκια σε ένα δέντρο)· και ο Ντέιβ, ο ψυχίατρός µου, µε το κλασικό µαύρο Levi’s και το ζιβάγκο του· και –αν ήταν ποτέ δυνατόν!– η κυρία Μπάρµπορ, µε ψηλοτάκουνες γόβες και γκρι περλέ κοστούµι που κόστιζε περισσότερο απ’ όσα έβγαζαν όλοι οι παρευρισκόµενοι σε ένα µήνα. Ο πανικός πρέπει να ζωγραφίστηκε καθαρά στο πρόσωπό µου. Ίσως να µην είχα τροµοκρατηθεί τόσο αν είχα κατανοήσει καλύτερα αυτό που δε µου ήταν ακόµα σαφές τότε: ότι ήµουν ανήλικος, άρα έπρεπε να είναι παρών ο γονιός ή ο κηδεµόνας µου σε µια επίσηµη κατάθεση – γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είχε προσκληθεί οποιοσδήποτε µπορούσε να νοηθεί ως προστάτης µου. Όµως το µόνο που σκέφτηκα εγώ βλέποντας όλα εκείνα τα πρόσωπα και ένα µαγνητοφωνάκι στη µέση του τραπεζιού ήταν ότι είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι επίσηµα ενδιαφερόµενοι για να αποφασίσουν τη µοίρα µου και να µε τακτοποιήσουν όπως έκριναν πρέπον. Κάθισα άκαµπτα και υπέµεινα κάποιες πρώτες ερωτήσεις για ζέσταµα (Eίχα χόµπι; Aσχολιόµουν µε σπορ;), µέχρι που έγινε σαφές σε όλους ότι οι εισαγωγικές κουβεντούλες δε µε χαλάρωναν ούτε στο ελάχιστο. Χτύπησε το κουδούνι για το τέλος του µαθήµατος. Ντουλάπια ανοιγόκλειναν βροντώντας, µουρµουρητά ακούγονταν από το διάδροµο έξω. «Τώρα πέθανες, Τάλχαϊµ», φώναξε µοχθηρά ένα αγόρι. Ο Ιταλός –Ρέι είπε πως τον έλεγαν– τράβηξε µια καρέκλα και κάθισε αντικριστά σ’ εµένα, σχεδόν γόνατο µε γόνατο. Ήταν νέος αλλά κάπως βραδυκίνητος, µε παρουσιαστικό καλόβολου σοφέρ λιµουζίνας, ενώ τα µουντά µάτια του είχαν µια υγρή, νυσταγµένη όψη, σαν να έπινε. «Θέλουµε µόνο να µας πεις τι θυµάσαι», είπε. «Ξέρεις, να σκαλίσουµε λίγο τη µνήµη σου, να σχηµατίσουµε µια γενική εικόνα για εκείνο το πρωί. Ανασύροντας κάποιες ασήµαντες λεπτοµέρειες, ίσως θυµηθείς κάτι που να µας βοηθήσει». Καθόταν τόσο κοντά µου, ώστε µπορούσα να µυρίσω το αποσµητικό του. «Σαν τι, δηλαδή;» «Να, τι έφαγες για πρωινό, ας πούµε. Είναι ένα καλό σηµείο για να αρχίσουµε, θα ’λεγα». «Ε...» Κάρφωσα το βλέµµα µου στη χρυσή ταυτότητα που φορούσε στον καρπό του. Δεν ήταν καθόλου το είδος των ερωτήσεων που περίµενα. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα φάει τίποτα εκείνο το πρωί, επειδή είχα µπλεξίµατα στο σχολείο και η µητέρα µου ήταν έξω φρενών µαζί
µου, αλλά ντρεπόµουν πολύ να το πω µπροστά σε όλους. «Θυµάσαι;» «Τηγανίτες», ξεφούρνισα µε απόγνωση. «Αλήθεια;» Ο Ρέι µε κοίταξε εξεταστικά. «Τις έφτιαξε η µητέρα σου;» «Ναι». «Και τι έβαλε µέσα; Μύρτιλλα, κοµµατάκια σοκολάτας;» Κατένευσα. «Και τα δύο;» Ένιωθα όλα τα βλέµµατα καρφωµένα πάνω µου. «Δεν υπάρχει λόγος να επινοήσεις µια απάντηση, αν δε θυµάσαι», είπε τότε ο κύριος Μπίµαν – τόσο αλαζονικά όσο αν παρέδιδε Κοινωνική Ηθική, το απίστευτα βαρετό µάθηµά του. Ο έγχρωµος τύπος, που καθόταν στη γωνία µε ένα σηµειωµατάριο, τον κεραυνοβόλησε µε µια προειδοποιητική µατιά. «Η αλήθεια είναι ότι έχει παρατηρηθεί µια εξασθένηση της µνήµης», επενέβη χαµηλόφωνα η κυρία Σουάνσον, παίζοντας µε τα γυαλιά που κρέµονταν µε αλυσίδα από το λαιµό της. Ήταν µια γιαγιά που ντυνόταν µε φαρδιές άσπρες πουκαµίσες και µάζευε τα µαλλιά της σε µια µακριά γκρίζα κοτσίδα στην πλάτη της. Τα παιδιά που στέλνονταν στο γραφείο της για συµβουλευτική τής είχαν βγάλει το παρατσούκλι «η Σουάµι»[1]. Στις συµβουλευτικές συνεδρίες µου µαζί της, πέρα από τη συµβουλή µε τα παγάκια, µου είχε διδάξει µια τεχνική αναπνοής σε τρεις χρόνους που θα µε βοηθούσε να αφήσω ελεύθερα τα συναισθήµατά µου και µε είχε βάλει να σχεδιάσω µια βουδιστική µάνταλα που αντιπροσώπευε τη λαβωµένη µου καρδιά. «Χτύπησε στο κεφάλι. Έτσι δεν είναι, Θίο;» «Αληθεύει αυτό;» ρώτησε ο Ρέι κοιτάζοντάς µε κατάµατα. «Ναι». «Σε εξέτασε γιατρός;» «Όχι αµέσως», απάντησε η κυρία Σουάνσον. Η κυρία Μπάρµπορ σταύρωσε τα πόδια της στο ύψος των αστραγάλων. «Τον πήγα στα Επείγοντα στο Πρεσβυτεριανό Νοσοκοµείο», είπε ατάραχα. «Όταν ήρθε στο σπίτι µου, παραπονιόταν για επίµονο πονοκέφαλο. Πέρασε περίπου µία µέρα πριν πάµε να το ελέγξουµε. Κανείς δεν είχε σκεφτεί να τον ρωτήσει µήπως είχε χτυπήσει κάπου». Ο Ενρίκε, ο κοινωνικός λειτουργός, έκανε να πάρει το λόγο, αλλά µια µατιά από το µεγαλύτερο σε ηλικία µαύρο αστυνοµικό (του οποίου µόλις είχα θυµηθεί το όνοµα: Μόρις) τον έκανε να σωπάσει. «Κοίτα, Θίο», είπε ο Ρέι, χτυπώντας µε µαλακά στο γόνατο. «Ξέρω ότι θέλεις να µας βοηθήσεις. Πραγµατικά το θέλεις, έτσι δεν είναι;» Έγνεψα καταφατικά. «Περίφηµα. Αλλά, αν σε ρωτήσουµε κάτι και δεν έχεις απάντηση, πες απλώς ότι δεν ξέρεις, µη διστάσεις». «Αυτό που σκοπεύουµε να κάνουµε είναι να σε βοµβαρδίσουµε µε ερωτήσεις σχεδόν στα κουτουρού, µε την ελπίδα ότι θα ανασύρουµε στην επιφάνεια αναµνήσεις για κάτι σηµαντικό», συµπλήρωσε ο Μόρις. «Είσαι εντάξει µ’ αυτό;» «Μήπως χρειάζεσαι κάτι;» µε ρώτησε ο Ρέι µε γνήσιο ενδιαφέρον. «Θα ήθελες ίσως λίγο νερό; Ένα αναψυκτικό;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι –δεν επιτρέπονταν τα αναψυκτικά εντός του σχολικού
συγκροτήµατος– τη στιγµή ακριβώς που ο κύριος Μπίµαν έλεγε: «Λυπάµαι, δεν επιτρέπονται τα αναψυκτικά εντός του σχολικού συγκροτήµατος». Ο Ρέι έκανε µια γκριµάτσα του τύπου Οχ, παράτα µας επιτέλους, που δεν είµαι σίγουρος αν είδε ο κύριος Μπίµαν. «Συγνώµη, µικρέ, εγώ προσπάθησα, πάντως», είπε στρέφοντας ξανά την προσοχή του σ’ εµένα. «Θα πεταχτώ έξω µετά να σου πάρω ένα αναψυκτικό από κάνα ψιλικατζίδικο εδώ γύρω, αν θες. Σύµφωνοι; Στο θέµα µας τώρα», είπε ενώνοντας τις παλάµες του. «Πόση ώρα λες ότι ήσασταν µέσα στο κτίριο µε τη µητέρα σου πριν από την πρώτη έκρηξη;» «Καµιά ώρα, νοµίζω». «Νοµίζεις ή ξέρεις;» «Νοµίζω». «Πιστεύεις ότι ήταν περισσότερο από µία ώρα; Ή λιγότερο;» «Όχι, δε νοµίζω ότι ήταν περισσότερο από µία ώρα», απάντησα έπειτα από µια µακριά παύση. «Περίγραψέ µας τι θυµάσαι από το συµβάν». «Δεν είδα τι έγινε», είπα. «Όλα ήταν µια χαρά, και ξαφνικά µια βροντερή λάµψη κι ένας κρότος...» «Βροντερή λάµψη;» «Δεν ήθελα να πω αυτό. Εννοούσα ότι ο κρότος ήταν βροντερός». «Είπες κρότος», παρενέβη ο συνεργάτης του ο Μόρις, πλησιάζοντας πιο κοντά µας. «Πιστεύεις ότι θα µπορούσες να µας περιγράψεις λίγο πιο αναλυτικά πώς ακούστηκε αυτός ο κρότος;» «Δεν ξέρω. Απλώς... βροντερός», πρόσθεσα όταν συνέχισαν να µε κοιτάζουν σαν να περίµεναν κάτι παραπάνω. Στη σιωπή που ακολούθησε άκουσα ένα υπόκωφο κλικ κλικ: Η κυρία Μπάρµπορ ήταν σκυµµένη στην οθόνη του BlackBerry της και έλεγχε διακριτικά για µηνύµατα. Ο Μόρις καθάρισε το λαιµό του. «Και η µυρωδιά;» «Παρακαλώ;» «Πρόσεξες κάποια ιδιαίτερη µυρωδιά τις στιγµές πριν απ’ αυτό;» «Δε νοµίζω». «Καµία απολύτως µυρωδιά; Είσαι σίγουρος;» Καθώς η ανάκριση προχωρούσε –τα ίδια πράγµατα ξανά και ξανά, µε µικρές παραλλαγές για να µε µπερδέψουν, µε όλο και κάτι καινούριο να προστίθεται κατά διαστήµατα–, µάζεψα το κουράγιο µου και περίµενα στωικά να φτάσει η κουβέντα στον πίνακα. Θα έπρεπε απλώς να το παραδεχτώ και να αντιµετωπίσω τις συνέπειες, όποιες κι αν ήταν αυτές (µάλλον βαρύτατες, αφού ήταν ήδη θέµα χρόνου να τεθώ υπό την κηδεµονία των Αρχών). Μια δυο φορές, µες στην τροµάρα µου, ήµουν έτοιµος να το ξεφουρνίσω. Αλλά όσο περισσότερες ερωτήσεις µου έκαναν (Πού βρισκόµουν όταν χτύπησα το κεφάλι µου; Ποιον είχα δει ή σε ποιον είχα µιλήσει κατεβαίνοντας τις σκάλες;), τόσο πιο σαφές µού γινόταν πως δεν είχαν ιδέα τι µου είχε συµβεί – σε ποια αίθουσα βρισκόµουν όταν έσκασε η βόµβα, ούτε καν από ποια έξοδο βγήκα από το κτίριο. Είχαν µια κάτοψη του ορόφου. Τα δωµάτια είχαν αριθµούς αντί για ονόµατα, Αίθουσα 19Α και Αίθουσα 19Β, ένα δαιδαλώδες σχεδιάγραµµα µε γράµµατα και αριθµούς που έφταναν µέχρι το νούµερο 27.
«Ήσουν εδώ όταν σηµειώθηκε η πρώτη έκρηξη;» µε ρώτησε ο Ρέι δείχνοντας. «Ή εδώ;» «Δεν ξέρω». «Πάρε το χρόνο σου». «Δεν ξέρω», επανέλαβα ταραγµένος. Το διάγραµµα των εκθεσιακών χώρων, πολύπλοκο, φτιαγµένο σε υπολογιστή, σαν µια εικόνα από βιντεοπαιχνίδι ή µια αναπαράσταση του υπόγειου καταφυγίου του Χίτλερ που είχα δει στο History Channel, δε φαινόταν να έχει απολύτως καµία λογική και δε θύµιζε στο ελάχιστο το χώρο όπως τον ήξερα. Τώρα µου έδειξε ένα διαφορετικό σηµείο. «Μήπως εδώ;» επέµεινε. «Εδώ είναι µια βάση εκθεµάτων µε πίνακες. Ξέρω ότι όλες οι αίθουσες φαίνονται ίδιες, αλλά ίσως µπορείς να θυµηθείς πού βρισκόσουν σε σχέση µε αυτό...» Στύλωσα απελπισµένος το βλέµµα µου στο διάγραµµα χωρίς να απαντήσω. (Ο λόγος –εν µέρει τουλάχιστον– που δεν έβγαζε κανένα νόηµα για µένα ήταν ότι µου έδειχναν την περιοχή όπου είχε βρεθεί το πτώµα της µητέρας µου, αρκετές αίθουσες µακριά από εκεί που βρισκόµουν εγώ όταν εξερράγη η βόµβα, αν και το συνειδητοποίησα πολύ αργότερα.) «Δεν είδες κανέναν ψάχνοντας για την έξοδο», είπε ενθαρρυντικά ο Μόρις, επαναλαµβάνοντας τα λόγια µου. Έγνεψα αρνητικά. «Και δε θυµάσαι απολύτως τίποτα;» «Ε, δηλαδή... θυµάµαι καλυµµένα πτώµατα. Και παρατηµένο εξοπλισµό». «Αλλά κανέναν να µπαίνει ή να βγαίνει από την περιοχή της έκρηξης». «Δεν είδα κανέναν», επανέλαβα πεισµατικά. Τα είχαµε ξαναπεί αυτά. «Ώστε δεν είδες πουθενά πυροσβέστες ή µέλη σωστικών συνεργείων». «Όχι». «Συνεπώς µπορούµε να συµπεράνουµε ότι είχαν λάβει διαταγές να εκκενώσουν το κτίριο όταν εσύ ανέκτησες τις αισθήσεις σου. Άρα µιλάµε για ένα διάστηµα από σαράντα λεπτά έως µιάµιση ώρα µετά την αρχική έκρηξη. Συµφωνείς µε αυτή την εκτίµηση;» Ανασήκωσα άτονα τους ώµους. «Ναι ή όχι σηµαίνει αυτό;» Κοιτάζοντας το πάτωµα. «Δεν ξέρω». «Τι δεν ξέρεις;» «Δεν ξέρω», επανέλαβα ξανά, και η σιωπή που ακολούθησε ήταν τόσο παρατεταµένη και γεµάτη αµηχανία, ώστε µου ερχόταν να βάλω τα κλάµατα. «Θυµάσαι να άκουσες τη δεύτερη έκρηξη;» «Με συγχωρείτε που επεµβαίνω», είπε ο κύριος Μπίµαν, «αλλά είναι πραγµατικά απαραίτητο όλο αυτό;» Ο Ρέι, ο ανακριτής µου, στράφηκε προς το µέρος του. «Παρακαλώ;» «Δυσκολεύοµαι να καταλάβω σε τι ωφελεί να τον υποβάλλετε σε αυτή τη δοκιµασία». «Ερευνούµε ένα έγκληµα», απάντησε µε προσεκτικά µετρηµένο τόνο ο Μόρις. «Είναι η δουλειά µας να ανακαλύψουµε τι συνέβη εκεί µέσα». «Ναι, αλλά σίγουρα έχετε άλλα µέσα για να ξεκαθαρίσετε τόσο δευτερεύουσας σηµασίας θέµατα. Υποθέτω ότι υπήρχαν όλων των ειδών οι κάµερες και τα συστήµατα παρακολούθησης εκεί µέσα». «Ασφαλώς», απάντησε ανυπόµονα ο Ρέι. «Με τη διαφορά ότι οι κάµερες δε βλέπουν µες στη
σκόνη και στον καπνό. Ή αν το ωστικό κύµα τις στρέψει προς το ταβάνι, ας πούµε. Λοιπόν», είπε γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του µε ένα στεναγµό, «ανέφερες καπνό πριν. Τον µύρισες ή τον είδες;» Κατένευσα. «Τι από τα δύο; Είδες ή µύρισες;» «Και τα δύο». «Από ποια κατεύθυνση σου φάνηκε ότι ερχόταν;» Ήµουν έτοιµος να πω για άλλη µια φορά ότι δεν ήξερα, αλλά ο κύριος Μπίµαν δεν είχε τελειώσει. «Με συγχωρείτε, αλλά αδυνατώ να καταλάβω σε τι χρησιµεύουν οι κάµερες ασφαλείας, αν δε λειτουργούν σε µια κατάσταση έκτακτης ανάγκης», είπε απευθυνόµενος στην οµήγυρη. «Με τόσο προηγµένη τεχνολογία, και µε όλα αυτά τα αριστουργήµατα της τέχνης συγκεντρωµένα...» Ο Ρέι στράφηκε απότοµα έτοιµος να ξεσπάσει, αλλά ο Μόρις, που είχε επιστρέψει στη γωνιά του, τον έκοψε µε µια κίνηση του χεριού και πήρε το λόγο. «Το αγόρι είναι σηµαντικός µάρτυρας. Το σύστηµα παρακολούθησης δε σχεδιάστηκε για να αντέξει τέτοιου είδους χτύπηµα. Και τώρα, λυπάµαι, αλλά, αν δεν µπορείτε να κρατήσετε τα σχόλια και τις ενστάσεις σας για τον εαυτό σας, θα αναγκαστούµε να σας ζητήσουµε να αποχωρήσετε, κύριε». «Βρίσκοµαι εδώ ως εκπρόσωπος του παιδιού. Έχω το δικαίωµα να κάνω ερωτήσεις». «Μόνο αν αποσκοπούν στην ασφάλεια και την ευηµερία του παιδιού». «Παραδόξως, αυτή την εντύπωση είχα». Σε αυτό το σηµείο ο Ρέι στράφηκε ολόκληρος πάνω στην καρέκλα του. «Κύριε! Αν συνεχίσετε να παρεµποδίζετε τη διαδικασία, θα αποµακρυνθείτε από αυτό το δωµάτιο». «Δεν έχω καµία πρόθεση να παρεµποδίσω τίποτα», δήλωσε ο κύριος Μπίµαν στην τεταµένη σιωπή που ακολούθησε. «Σας διαβεβαιώ, αυτό είναι το τελευταίο πράγµα που θα επιθυµούσα να κάνω, πιστέψτε µε. Παρακαλώ, συνεχίστε», πρόσθεσε µε ένα οργισµένο τίναγµα του χεριού του. «Αλίµονο, δεν εννοούσα να παρακωλύσω τις προσπάθειές σας». Και ο βοµβαρδισµός των ερωτήσεων συνεχίστηκε βασανιστικά. Από ποια κατεύθυνση ερχόταν ο καπνός; Τι χρώµα είχε η έκρηξη; Ποιος µπήκε και ποιος βγήκε από την περιοχή τις αµέσως προηγούµενες στιγµές; Πρόσεξα κάτι ασυνήθιστο, οτιδήποτε, πριν ή µετά; Κοίταξα τις φωτογραφίες που µου έδειξαν: αθώα πρόσωπα τουριστών, καµία οικεία φυσιογνωµία, Ασιάτες τουρίστες και ηλικιωµένοι, µαµάδες και έφηβοι µε σπυράκια ακµής που χαµογελούσαν µπροστά στο γαλάζιο φόντο του φωτογραφικού στούντιο, συνηθισµένα πρόσωπα, χωρίς τίποτα αξιοµνηµόνευτο, κι ωστόσο όλα τους να αναδίνουν µια αόριστη αίσθηση τραγωδίας. Μετά επιστρέψαµε στο διάγραµµα. Θα µπορούσα ίσως να προσπαθήσω, µόνο για µία ακόµα φορά, να εντοπίσω τη θέση µου σε αυτόν το χάρτη; Εδώ ή εδώ; Ή µήπως εκεί; «Δε θυµάµαι». Το έλεγα ξανά και ξανά, τόσο επειδή στ’ αλήθεια δεν ήµουν σίγουρος όσο και γιατί φοβόµουν και ανυποµονούσα να τελειώσει κάποτε αυτή η ανάκριση, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: επειδή υπήρχε διάχυτη µια ατµόσφαιρα νευρικότητας και ανυποµονησίας στο δωµάτιο. Οι υπόλοιποι ενήλικες είχαν ήδη καταλήξει σε µια βουβή συµφωνία ότι δεν ήξερα τίποτα και έπρεπε να µε αφήσουν στην ησυχία µου. Και τότε, πριν το καταλάβω, το µαρτύριό µου πήρε τέλος. «Θίο», είπε ο Ρέι καθώς σηκωνόταν, βάζοντας το χοντρό χέρι του στον ώµο µου, «θέλω να σ’ ευχαριστήσω, φιλαράκο, που έκανες ό,τι µπορούσες για να µας βοηθήσεις».
«Παρακαλώ», είπα, αιφνιδιασµένος από το πόσο απότοµα είχαν τελειώσει όλα. «Ξέρω πόσο δύσκολο ήταν για σένα όλο αυτό. Κανείς µα κανείς δε θέλει να ξαναζεί τέτοιες στιγµές. Είναι σαν...» –σχεδίασε ένα ορθογώνιο πλαίσιο στον αέρα ανάµεσά µας– «να προσπαθούµε να ενώσουµε τα κοµµάτια ενός παζλ, για να µπορέσουµε να καταλάβουµε τι έγινε εκεί µέσα, κι εσύ ίσως έχεις κάποια κοµµάτια που δεν έχει κανείς άλλος. Μας βοήθησες πολύ µε το να δεχτείς να µιλήσεις µαζί µας». «Αν θυµηθείς οτιδήποτε άλλο», πρόσθεσε ο Μόρις, σκύβοντας για να µου δώσει µια επαγγελµατική κάρτα (την οποία η κυρία Μπάρµπορ πρόλαβε να αρπάξει από το χέρι του και να τη χώσει στην τσάντα της), «θα µας τηλεφωνήσεις, εντάξει; Θα του το θυµίσετε εσείς», είπε στην κυρία Μπάρµπορ, «να µας πάρει τηλέφωνο αν έχει και κάτι άλλο να µας πει; Ο αριθµός του γραφείου υπάρχει σ’ εκείνη την κάρτα, αλλά...» Έβγαλε ένα στιλό από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του. «Αν δε σας πειράζει, µου την ξαναδίνετε µια στιγµή, παρακαλώ;» Χωρίς να πει λέξη, η κυρία Μπάρµπορ άνοιξε την τσάντα της και του έδωσε πίσω την κάρτα του. «Ωραία, ωραία». Άνοιξε το στιλό του και πρόσθεσε έναν αριθµό στο πίσω µέρος. «Σηµείωσα εδώ το κινητό µου. Μπορείτε πάντα να µου αφήσετε µήνυµα στο γραφείο, αλλά, αν δε µε βρείτε εκεί, πάρτε µε σ’ αυτό το κινητό, εντάξει;» Καθώς όλοι προχωρούσαν προς την πόρτα, η κυρία Σουάνσον µε πλησίασε και µε αγκάλιασε από τους ώµους µε τον άνετο τρόπο της. «Έι», είπε συνωµοτικά, σαν να ήταν η καλύτερή µου φίλη. «Πώς τα πας;» Απέστρεψα το βλέµµα µε ένα µορφασµό που έλεγε Καλά, υποθέτω. Εκείνη µου χάιδεψε το µπράτσο σαν να ήµουν η αγαπηµένη της γάτα. «Μπράβο, αγόρι µου. Ξέρω ότι πρέπει να σου ήταν δύσκολο. Θα ήθελες να έρθεις στο γραφείο µου για λίγο;» Πρόσεξα αποκαρδιωµένος τον Ντέιβ τον ψυχίατρο να περιµένει στο βάθος και πίσω του τον Ενρίκε, µε τα χέρια στους γοφούς και ένα χαµόγελο όλο προσδοκία στο πρόσωπό του. «Σας παρακαλώ», είπα, µε την απόγνωση ολοφάνερη στη φωνή µου, «θέλω να γυρίσω στην τάξη µου». Μου έσφιξε το µπράτσο, ρίχνοντας µια κλεφτή µατιά στον Ντέιβ και στον Ενρίκε. «Και βέβαια», είπε. «Τι µάθηµα έχεις αυτή την ώρα; Θα σε συνοδεύσω µέχρι εκεί».
[1] Swami (και Suami): Σανσκριτική λέξη που σηµαίνει γιόγκι ή µοναχός ασκητικού τάγµατος. (Σ.τ.Μ.)
ix.
ΕΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ ΠΙΑ το µάθηµα της Γλώσσας – η τελευταία ώρα της ηµέρας. Μελετούσαµε την ποίηση του Ουόλτ Ουίτµαν: Θα προβάλει ο Δίας, κάνε υποµονή, κοίτα ξανά ένα άλλο βράδυ, οι Πλειάδες θα προβάλουν. Είναι αθάνατα, όλα αυτά τα άστρα, αργυρόχροα κι ολόχρυσα συνάµα, θα λάµψουν πάλι στον ουρανό.[1] Ανέκφραστα πρόσωπα. Η τάξη ζεστή και ναρκωµένη στο αποµεσήµερο, ανοιχτά παράθυρα, βουητό από την κυκλοφορία στη λεωφόρο Γουέστ Εντ. Παιδιά που στήριζαν το κεφάλι στους αγκώνες τους και σκάρωναν σκιτσάκια στο περιθώριο των σπιράλ τετραδίων τους. Στύλωσα το βλέµµα µου έξω από το παράθυρο, στη ρυπαρή δεξαµενή νερού της ταράτσας απέναντι. Η ανάκριση (όπως την έβλεπα εγώ) µε είχε ταράξει βαθιά, ξεσηκώνοντας ένα στρόβιλο από τις κατακερµατισµένες εντυπώσεις που µε κατέκλυζαν τις πιο απροσδόκητες στιγµές: η πνιγηρή αψάδα των χηµικών και του καπνού, σπίθες και καλώδια, η ασπριδερή παγερότητα του φωτισµού έκτακτης ανάγκης – όλα αρκετά συντριπτικά για να µε ρίξουν σε ένα είδος κατατονίας. Μου συνέβαινε τις πιο άσχετες στιγµές, στο σχολείο ή στο δρόµο, κάνοντάς µε να παγώνω µε το βήµα µετέωρο καθώς το ζούσα πάλι από την αρχή, µε το βλέµµα του κοριτσιού αιχµαλωτισµένο στο δικό µου εκείνη την αλλόκοτη στρεβλή στιγµή πριν διαλυθεί ο κόσµος γύρω µας. Κάποιες φορές επανερχόµουν στο παρόν, αβέβαιος για το τι µου είχαν µόλις πει, για να δω το συνεργάτη µου στο εργαστήριο να µε κοιτάζει σαστισµένος ή τον τύπο του οποίου έκλεινα το δρόµο προς το ψυγείο µε τα αναψυκτικά στο κορεάτικο µαγαζί να φωνάζει αγανακτισµένος: «Άντε, τέλειωνε πια, µικρέ, έχουµε κι άλλες δουλειές!». Ώστε, λατρευτή παιδούλα, εσύ µόνο θρηνούσες για τον Δία; Παρακολουθώντας ολοµόναχη την ταφή των αστεριών; Δεν είχα δει το κορίτσι σε καµία από τις φωτογραφίες που µου είχαν δείξει, ούτε και το γηραιό κύριο. Γλίστρησα µε αργές κινήσεις το αριστερό µου χέρι στην τσέπη µου και έκλεισα τα δάχτυλά µου γύρω από το δαχτυλίδι. Στο γλωσσάρι που εµπλουτίζαµε κάθε τόσο µε καινούριες λέξεις είχαµε προσθέσει πρόσφατα τη λέξη οµαιµοσύνη: ο δεσµός εξ αίµατος. Το πρόσωπο του γέροντα ήταν τόσο ρηµαγµένο, ώστε δε θα µπορούσα καν να τον περιγράψω, κι ωστόσο θυµόµουν πολύ καλά τη ζεστή, γλιτσερή αίσθηση του αίµατός του στα χέρια µου – ιδίως αφού το αίµα ήταν, κατά µία έννοια, ακόµα εκεί, µπορούσα ακόµα να το µυρίσω και να το γευτώ στο στόµα µου, και αυτό µε έκανε να καταλάβω γιατί κάποιοι µιλούσαν για αδελφικούς φίλους και πώς συνέδεε το αίµα τους ανθρώπους. Στην τάξη είχαµε µελετήσει τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ, αλλά µόνο τώρα άρχιζα να καταλαβαίνω γιατί η λαίδη Μάκβεθ δεν κατάφερνε µε τίποτα να καθαρίσει το αίµα από τα χέρια της, γιατί έµενε εκεί, ανεξίτηλο,
ακόµα και αφού το είχε ξεπλύνει σχολαστικά.
[1] Το απόσπασµα προέρχεται από το ποίηµα µε τίτλο «Οn the Beach at Night», από τη συλλογή Leaves of Grass (Φύλλα Χλόης, 1855). (Σ.τ.Μ.)
x.
ΕΠΕΙΔΗ, ΠΡΟΦΑΝΩΣ, ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΞΥΠΝΟΥΣΑ τον Άντι στριφογυρίζοντας και φωνάζοντας στον ύπνο µου, η κυρία Μπάρµπορ άρχισε να µου δίνει ένα µικρό πράσινο δισκίο, Elavil, που, όπως µου εξήγησε, θα µε απάλλασσε από τους νυχτερινούς τρόµους. Αυτό ήταν ενοχλητικό, ειδικά τη στιγµή που τα όνειρά µου δεν ήταν καν εφιάλτες µε όλη τη σηµασία της λέξης, αλλά ανήσυχα ιντερλούδια στα οποία η µητέρα µου δούλευε µέχρι αργά –µερικές φορές έξω από την πόλη, σε κάποια καρβουνιασµένη περιοχή µε σαραβαλιασµένα αµάξια και µάντρες µε σκυλιά που τέντωναν τις αλυσίδες τους γαβγίζοντας µανιασµένα– και δεν έβρισκε µεταφορικό µέσο να γυρίσει. Την έψαχνα αγωνιωδώς σε ασανσέρ υπηρεσίας και σε εγκαταλειµµένα κτίρια, την περίµενα µες στο σκοτάδι σε παράξενες στάσεις λεωφορείων, έβλεπα φευγαλέα γυναίκες που της έµοιαζαν στα παράθυρα περαστικών τρένων ή δεν προλάβαινα για κλάσµατα δευτερολέπτου να σηκώσω το τηλέφωνο όταν µε καλούσε στο σπίτι των Μπάρµπορ – απογοητεύσεις και αδικοχαµένες ευκαιρίες που µε τσάκιζαν και µε έκαναν να ξυπνάω ασθµαίνοντας, αφήνοντάς µε ζαλισµένο και λουσµένο στον ιδρώτα µες στο πρωινό φως. Το άσχηµο κοµµάτι αυτών των ονείρων δεν ήταν το να πασχίζω να τη βρω, αλλά το να ξυπνάω και να θυµάµαι ότι ήταν νεκρή. Με τα πράσινα χαπάκια ακόµα κι αυτά τα όνειρα διαλύθηκαν σε έναν πνιγηρό ζόφο. (Συνειδητοποιώ τώρα, αν και τότε δε µου είχε περάσει καν από το µυαλό, ότι η κυρία Μπάρµπορ είχε υπερβεί τα εσκαµµένα δίνοντάς µου φάρµακα χωρίς ιατρική συνταγή, και µάλιστα παράλληλα µε τις κίτρινες κάψουλες και τα πορτοκαλιά χαπάκια που µου είχε συνταγογραφήσει ο Ντέιβ ο Τρελογιατρός.) Ο ύπνος, όταν ερχόταν, ήταν σαν κατρακύλα σε βαθύ λάκκο, ενώ δυσκολευόµουν να ξυπνήσω το πρωί. «Μαύρο τσάι, αυτό σου χρειάζεται», αποφάνθηκε ο κύριος Μπάρµπορ ένα πρωί που σκουντουφλούσα από τη νύστα στο τραπέζι του πρωινού, γεµίζοντάς µου ένα φλιτζάνι από την αχνιστή τσαγιέρα του. «Ινδικό, Assam Supreme, ό,τι πιο δυνατό µπορείς να βρεις. Θα διαλύσει κάθε φαρµακευτική ουσία στον οργανισµό σου στο δευτερόλεπτο. Θυµάσαι την Τζούντι Γκάρλαντ; Ε, η γιαγιά µου έλεγε ότι πριν από τις παραστάσεις ο Σιντ Λουφτ τηλεφωνούσε πάντα στο κινέζικο εστιατόριο και παράγγελνε έναν κουβά µαύρο τσάι για να καθαρίσει τον οργανισµό της από όλα τα βαρβιτουρικά που έπαιρνε – ήταν στο Λονδίνο τότε, αν δεν κάνω λάθος, εµφανιζόταν στο Παλάντιουµ, και το δυνατό τσάι ήταν το µόνο που έκανε τη δουλειά, γιατί κάποιες φορές δυσκολεύονταν να την ξυπνήσουν, ξέρεις, ήταν πραγµατικός µπελάς ακόµα και το να τη σηκώσουν από το κρεβάτι και να την ντύσουν...» «Δεν µπορεί να πιει αυτό το πράγµα, είναι σαν οξύ µπαταρίας», επενέβη η κυρία Μπάρµπορ, ρίχνοντας δύο κύβους ζάχαρης και προσθέτοντας µια γενναία δόση κρέµα γάλακτος πριν µου δώσει τελικά το φλιτζάνι. «Θίο, λυπάµαι που πρέπει να λέω και να ξαναλέω τα ίδια, αλλά πρέπει πραγµατικά να φας κάτι». «Μάλιστα», είπα νυσταγµένα, αλλά χωρίς να κάνω την παραµικρή κίνηση να φάω µια µπουκιά από το µάφιν µε µύρτιλλα που είχα στο πιάτο µου. Το φαγητό είχε γεύση χαρτονιού, είχα εβδοµάδες να νιώσω πείνα.
«Μήπως θα προτιµούσες γλυκό τοστ µε ζάχαρη και κανέλα; Ή κουάκερ;» «Είναι εξωφρενικό να µη µας αφήνετε να πιούµε καφέ», είπε ο Άντι, που συνήθιζε να αγοράζει ένα τεράστιο κύπελλο από το Starbucks πηγαίνοντας στο σχολείο το πρωί και άλλο ένα γυρίζοντας κάθε απόγευµα, κρυφά από τους γονείς του. «Σ’ αυτό τον τοµέα έχετε µείνει αιώνες πίσω». «Δεν πειράζει», είπε ατάραχα η κυρία Μπάρµπορ. «Και µισό φλιτζάνι θα την έκανε τη δουλειά. Είναι παράλογο να έχετε την απαίτηση να παρακολουθήσω Χηµεία πανεπιστηµιακού επιπέδου στις εννέα παρά τέταρτο το πρωί χωρίς καφεΐνη στον οργανισµό µου». «Κλαψ κλαψ!» έκανε ο κύριος Μπάρµπορ, χωρίς να χαµηλώσει την εφηµερίδα του. «Η στάση σας είναι ακατανόητη! Όλοι οι άλλοι επιτρέπεται να πίνουν!» «Τυγχάνει να ξέρω ότι αυτό δεν αληθεύει», είπε η κυρία Μπάρµπορ. «Η Μπέτσι Ίνγκερσολ µου είπε...» «Μπορεί η κυρία Ίνγκερσολ να µην αφήνει την κόρη της να πιει καφέ, αλλά θα χρειάζονταν πολύ περισσότερα από έναν καφέ για να µπει η Σαµπίν Ίνγκερσολ σε οποιαδήποτε τάξη Προηγµένης Τοποθέτησης!» «Αυτό το σχόλιο θα µπορούσε να λείπει, Άντι, ήταν εντελώς αγενές». «Δυστυχώς, είναι η ωµή αλήθεια», αντέτεινε ψυχρά ο Άντι. «Η Σαµπίν είναι χαζή σαν κούτσουρο. Πολύ καλά κάνει και προσέχει την υγεία της, αφού είναι ένα από τα λιγοστά προσόντα της». «Η ευφυΐα δεν είναι το παν, αγάπη µου. Θα έτρωγες ένα αβγό ποσέ, αν έλεγα στην Έτα να σου φτιάξει;» ρώτησε η κυρία Μπάρµπορ γυρνώντας πάλι σ’ εµένα. «Ή τηγανητό ίσως; Μια οµελέτα; Ή ό,τι άλλο θέλεις, τέλος πάντων». «Εµένα µ’ αρέσουν τα αβγά οµελέτα!» αναφώνησε ο Τόντι. «Μπορώ να φάω και τέσσερα!» «Όχι, δεν µπορείς, φιλαράκο», του έκοψε αµέσως τη φόρα ο κύριος Μπάρµπορ. «Μπορώ! Και έξι µπορώ να φάω! Και ολόκληρη δωδεκάδα!» «Επιτέλους, δε σας ζητάω και αµφεταµίνες!» συνέχισε ο Άντι. «Όχι, δηλαδή, πως δε θα ’βρισκα στο σχολείο, αν αποφάσιζα ότι θέλω». «Θίο;» είπε η κυρία Μπάρµπορ. Πρόσεξα ότι η Έτα η µαγείρισσα στεκόταν στην ανοιχτή πόρτα. «Για κείνο το αβγό που λέγαµε;» «Εµάς κανείς δε µας ρωτάει ποτέ τι θέλουµε για πρωινό!» διαµαρτυρήθηκε η Κίτσι. Παρότι το είπε τσιρίζοντας, όλοι προσποιήθηκαν ότι δεν άκουσαν.
xi.
ΕΝΑ ΠΡΩΙ ΚΥΡΙΑΚΗΣ αναρριχήθηκα προς το φως µέσα από ένα αβάσταχτα βαρύ και περίπλοκο όνειρο, από το οποίο δε µου έµεινε παρά ένα κουδούνισµα στα αφτιά και µια απροσδιόριστη οδύνη για κάτι που µου είχε διαφύγει, για να χαθεί ανεπανόρθωτα σε µια ρωγµή όπου δεν υπήρχε περίπτωση να το ξαναβρώ. Εντούτοις, µε κάποιον τρόπο, καταµεσής αυτής της απύθµενης καταπόντισης, των σπασµένων νηµάτων, των κατακερµατισµένων κοµµατιών που είχαν χαθεί χωρίς ελπίδα ανάκτησης, διασωζόταν µια πρόταση, κυλώντας µες στο σκοτάδι σαν κρόουλ ειδήσεων στο κάτω µέρος τηλεοπτικής οθόνης: Χόµπαρτ και Μπλάκγουελ. Πάτα το πράσινο κουδούνι. Έµεινα ξαπλωµένος να κοιτάζω το ταβάνι, χωρίς καµία όρεξη να κουνηθώ. Οι λέξεις ήταν τόσο ευδιάκριτες και κολλαριστές, λες και µου τις είχε δώσει κάποιος τυπωµένες σε χαρτί. Και µαζί τους αναδύθηκε ως διά µαγείας στην επιφάνεια ένα κοµµάτι χαµένης µνήµης, σαν ένα από εκείνα τα χάρτινα σβολαράκια από την Τσάιναταουν που φουσκώνουν και παίρνουν σχήµα λουλουδιού µόλις τα ρίξεις σε ένα ποτήρι νερό. Κι ενώ αρµένιζα σε ένα ρεύµα φορτισµένης σπουδαιότητας, µε κυρίεψε η αµφιβολία: Ήταν αυτή µια πραγµατική ανάµνηση, είχε ξεστοµίσει στ’ αλήθεια αυτές τις λέξεις ή µήπως το είχα ονειρευτεί; Λίγο καιρό πριν πεθάνει η µητέρα µου, είχα ξυπνήσει πεπεισµένος ότι µια (ανύπαρκτη) καθηγήτρια ονόµατι κυρία Μολτ είχε βάλει, λέει, κοπανισµένα γυαλιά στο φαγητό µου επειδή ήµουν απείθαρχος –µια απολύτως λογική αλληλουχία γεγονότων στον κόσµο των ονείρων µου–, και είχα µείνει δυο τρία λεπτά βουλιαγµένος σε ένα τέλµα τρόµου, πριν έρθω στα συγκαλά µου. «Άντι;» είπα και έσκυψα να τσεκάρω την κάτω κουκέτα. Ήταν άδεια. Ύστερα από κάµποσα λεπτά που έµεινα εκεί να κοιτάζω το ταβάνι, εντελώς ξύπνιος πια, κατέβηκα και πήρα το δαχτυλίδι από την τσέπη του σχολικού σακακιού µου, κρατώντας το στο φως για να µελετήσω την εγχάραξη. Μετά το έκρυψα βιαστικά και άρχισα να ντύνοµαι. Ο Άντι ήταν κιόλας µαζί µε τους γονείς και τα αδέρφια του στο τραπέζι του πρωινού – το κυριακάτικο πρωινό γεύµα ήταν πολύ σηµαντικό για τους Μπάρµπορ, µπορούσα να τους ακούσω συγκεντρωµένους όλους στην τραπεζαρία, µε τον κύριο Μπάρµπορ να φλυαρεί ακατάληπτα, όπως έκανε µερικές φορές, πλατειάζοντας ατελείωτα. Έπειτα από µια στιγµιαία στάση στο χολ, προχώρησα προς την αντίθετη κατεύθυνση, πηγαίνοντας στο καθιστικό της οικογένειας, και πήρα τον τηλεφωνικό κατάλογο –µέσα στο χειροποίητο πλεκτό κάλυµµά του– από το ντουλάπι κάτω από το τηλέφωνο. Χόµπαρτ και Μπλάκγουελ. Να που υπήρχε – προφανώς, ήταν η επωνυµία κάποιας επιχείρησης, αν και η καταχώριση δε διευκρίνιζε τι είδους. Ένιωσα το κεφάλι µου να γυρίζει. Βλέποντας το όνοµα τυπωµένο στο χαρτί, µε κυρίεψε µια παράξενη έξαψη, σαν να άνοιγα το φύλλο που χρειαζόµουν για να βγω σε µια παρτίδα χαρτιά. Η διεύθυνση ήταν στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, στη Δυτική 10η Οδό. Έπειτα από αρκετούς δισταγµούς, και πνιγµένος στο άγχος, σχηµάτισα τον αριθµό. Όσο καλούσε το τηλέφωνο, στεκόµουν παίζοντας µε ένα µπρούντζινο επιτραπέζιο ρολόι στο
τραπεζάκι του καθιστικού, δαγκώνοντας το κάτω χείλος µου και χαζεύοντας τις κορνιζαρισµένες γκραβούρες υδρόβιων πουλιών πάνω από το τραπεζάκι του τηλεφώνου: λευκό γλαρόνι (το γένος στέρνα), κορµοράνος, κοινός ψαραετός, νεροκοτσέλα. Δεν είχα αποφασίσει πώς θα εξηγούσα ποιος ήµουν ή πώς θα ρωτούσα αυτό που ήθελα να µάθω. «Θίο;» Τινάχτηκα τροµαγµένος. Η κυρία Μπάρµπορ –µε ανοιχτό γκρι κασµίρι– είχε µπει στο δωµάτιο µε µια κούπα καφέ στο χέρι. «Τι κάνεις;» Στην άλλη άκρη της γραµµής το τηλέφωνο ακόµα χτυπούσε. «Τίποτα», απάντησα ένοχα. «Έλα, τότε, πριν κρυώσει το πρωινό σου. Η Έτα έφτιαξε γαλλικό τοστ». «Ευχαριστώ, έρχοµαι αµέσως», είπα, τη στιγµή ακριβώς που έφτασε στα αφτιά µου η ψηφιακή φωνή της τηλεφωνικής εταιρείας που µου έλεγε να ξαναδοκιµάσω αργότερα. Πήγα να καθίσω µε τους Μπάρµπορ προβληµατισµένος –είχα την ελπίδα ότι θα απαντούσε τουλάχιστον ένας αυτόµατος τηλεφωνητής– και αιφνιδιάστηκα όταν αντίκρισα τον Πλατ Μπάρµπορ (πολύ πιο σωµατώδη και κοκκινοπρόσωπο από την τελευταία φορά που τον είχα δει) στη θέση που συνήθως καταλάµβανα εγώ. «Βρε, βρε!» έκανε ο κύριος Μπάρµπορ, κόβοντας τη φράση του στη µέση και σκουπίζοντας τα χείλη µε την πετσέτα του, για να πεταχτεί στη συνέχεια όρθιος σαν ελατήριο. «Να µαστε όλοι µαζί! Καληµέρα. Θυµάσαι τον Πλατ, σωστά; Πλατ, από δω ο Θίοντορ Ντέκερ, φίλος του Άντι, τον θυµάσαι;» Ενόσω µιλούσε, είχε πάει να φέρει άλλη µια καρέκλα για µένα, σφηνώνοντάς τη αµήχανα στη γωνία του τραπεζιού. Τη στιγµή που έπαιρνα τη θέση µου στις παρυφές της οικογένειας –εφτά µε δέκα εκατοστά χαµηλότερα από τους υπόλοιπους, σε µια ψάθινη καρέκλα µπαµπού που δεν ταίριαζε µε τις άλλες–, ο Πλατ µού έριξε µια µάλλον αδιάφορη µατιά, πριν στραφεί αλλού. Είχε έρθει από το σχολείο του για ένα πάρτι και δε φαινόταν να έχει συνέλθει από την κραιπάλη. Ο κύριος Μπάρµπορ κάθισε ξανά στη θέση του και έπιασε να µιλάει για το αγαπηµένο του θέµα: την ιστιοπλοΐα. «Όπως έλεγα λοιπόν, το βασικό σου πρόβληµα είναι η έλλειψη αυτοπεποίθησης. Κινείσαι διστακτικά πάνω στο ιστιοφόρο, αλλά δεν έχεις κανένα λόγο να αµφισβητείς τον εαυτό σου, Άντι. Απλώς δε διαθέτεις αρκετή πείρα για να ελέγχεις τα πανιά µε το ένα χέρι». «Όχι», διαφώνησε ο Άντι µε τον απόµακρο τόνο του. «Το βασικό µου πρόβληµα είναι ότι απεχθάνοµαι τα σκάφη». «Κουραφέξαλα!» αποφάνθηκε ο κύριος Μπάρµπορ και µου έκλεισε το µάτι συνωµοτικά, λες και συµµετείχα σε αυτό το αστείο – που δε συµµετείχα. «Δε µε πείθει καθόλου αυτή η µπλαζέ συµπεριφορά! Για πήγαινε δες εκείνη τη φωτογραφία εκεί µέσα, αυτήν από το νησί Σάνιµπελ στη Φλόριντα την προπερασµένη άνοιξη! Αυτό το αγόρι κάθε άλλο παρά βαριόταν τη θάλασσα και τον ουρανό και τ’ αστέρια, κι ας λέει ό,τι θέλει τώρα!» Ο Άντι ατένιζε µε προσήλωση τη χειµωνιάτικη σκηνή στην ετικέτα του µπουκαλιού µε το σιρόπι σφένδαµου, ενόσω ο πατέρας του συνέχιζε να παραληρεί για την ιστιοπλοΐα µε τον ιλιγγιώδη τρόπο του που καθιστούσε αδύνατον να παρακολουθήσεις τα λεγόµενά του, για το πώς διδάσκει τα αγόρια πειθαρχία και εγρήγορση, χτίζοντας ισχυρούς χαρακτήρες, όπως των παλιών θαλασσινών. Παλιότερα, µου είχε εκµυστηρευτεί ο Άντι, δεν τον πείραζαν τόσο οι βόλτες µε το σκάφος, επειδή µπορούσε να µένει κάτω στην καµπίνα διαβάζοντας και παίζοντας χαρτιά µε τα µικρότερα αδέρφια του. Αλλά τώρα ήταν αρκετά µεγάλος για να θεωρείται µέλος
του πληρώµατος, πράγµα που σήµαινε ατέλειωτες, γεµάτες άγχος µέρες που καιγόταν από τον ήλιο και ιδροκοπούσε στο κατάστρωµα δίπλα στον τραµπούκο Πλατ, ολότελα αποπροσανατολισµένος, προσπαθώντας να σκύβει έγκαιρα για να µη φάει την µπούµα κατακέφαλα, βάζοντας τα δυνατά του να µην µπουρδουκλωθεί στα σκοινιά ή πέσει στη θάλασσα, ενώ ο πατέρας τους ούρλιαζε ακατανόητα παραγγέλµατα, αναζωογονηµένος από την αλµυρή ψεκάδα των κυµάτων. «Θεέ µου, θυµάστε το φως σ’ εκείνο το ταξίδι στο Σάνιµπελ;» Ο πατέρας του Άντι έγειρε πίσω στην καρέκλα του και έστρεψε το βλέµµα στο ταβάνι αναπολώντας. «Δεν ήταν θεσπέσιο; Εκείνα τα πορτοκαλοκόκκινα ηλιοβασιλέµατα; Σαν πυρωµένα κάρβουνα; Μια φωταύγεια σχεδόν ατοµική; Αγνή φλόγα που ξεχυνόταν, θαρρείς, από τον ουρανό; Και θυµάστε εκείνο το χοντρό φεγγάρι µε τη γαλαζωπή άλω γύρω του που σου έκοβε την ανάσα ανοιχτά του ακρωτηρίου Χάτερας – Μάξφιλντ Πάρις δε θυµίζει αυτό, Σαµάνθα;» «Ορίστε;» «Μάξφιλντ Πάρις; Αυτός δεν είναι ο ζωγράφος που µου αρέσει; Ξέρεις, που ζωγραφίζει αυτούς τους µεγαλειώδεις ουρανούς» –ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του– «µε τα επιβλητικά σύννεφα; Συγνώµη, Θίο, δεν ήθελα να σου χτυπήσω τη µύτη». «Ο Κόνσταµπλ ζωγράφιζε σύννεφα». «Όχι, όχι, δεν εννοώ αυτόν, ο καλλιτέχνης που έχω στο νου µου είναι κλάσεις ανώτερος. Τέλος πάντων... Μα την πίστη µου, τι ουρανούς αντικρίσαµε στα ανοιχτά εκείνο το βράδυ! Μαγικούς. Ειδυλλιακούς!» «Ποιο βράδυ ήταν αυτό;» «Μη µου πεις ότι δε θυµάσαι! Ήταν η καλύτερη στιγµή του ταξιδιού!» Ο Πλατ, σωριασµένος ράθυµα στην καρέκλα του, είπε µοχθηρά: «Η καλύτερη στιγµή του ταξιδιού για τον Άντι ήταν όταν κατεβήκαµε σ’ εκείνο το σνακ µπαρ για µεσηµεριανό». «Ούτε στη µητέρα αρέσει η ιστιοπλοΐα», είπε χαµηλόφωνα ο Άντι. «Όντως, δεν τρελαίνοµαι», επιβεβαίωσε η κυρία Μπάρµπορ, απλώνοντας το χέρι της για να πάρει άλλη µία φράουλα. «Θίο, θα ήθελα πολύ να σε δω να τρως έστω και µια µπουκιά από το πρωινό σου. Δε γίνεται να συνεχίσεις να λιµοκτονείς έτσι. Έχεις µείνει πετσί και κόκαλο». Παρά τα πρόχειρα µαθήµατα που µου έκανε ο κύριος Μπάρµπορ µε βάση το διάγραµµα των ναυτικών σηµάτων στο γραφείο του, ούτε εγώ είχα βρει κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον στην ιστιοπλοΐα. «Γιατί θέλεις να ξέρεις ποιο ήταν το σηµαντικότερο δώρο που µου έκανε ποτέ ο πατέρας µου;» συνέχισε απτόητος ο κύριος Μπάρµπορ. «Η θάλασσα. Η αγάπη γι’ αυτή, η επαφή µαζί της. Ο µπαµπάς µού χάρισε τον ωκεανό. Και θα ήταν τραγική απώλεια για σένα, Άντι –Άντι, κοίτα µε όταν σου µιλάω!–, θα ήταν τεράστια απώλεια αν αποφάσιζες να γυρίσεις την πλάτη σου σε αυτό ακριβώς που µου χάρισε την ελευθερία, τη...» «Προσπάθησα να την αγαπήσω. Αλλά µου προκαλεί µια φυσική απέχθεια». «Απέχθεια;» Κατάπληξη. Εµβροντησία. «Ποιο πράγµα σου προκαλεί απέχθεια; Ο άνεµος και τ’ αστέρια; Ο ουρανός και ο ήλιος; Η ελευθερία;» «Στο βαθµό που συνδέονται µε την ιστιοπλοΐα, ναι». «Τώρα µιλάει η ξεροκεφαλιά του» – απευθύνοντας έκκληση σε όλη την οµήγυρη, συµπεριλαµβανοµένου εµού. «Άντι» –γυρνώντας πάλι στο γιο του– «µπορείς να απαρνιέσαι τη θάλασσα όσο θέλεις, αλλά είναι η πατρογονική σου κληρονοµιά, υπάρχει στο αίµα σου, στην κυτταρική σου µνήµη από την εποχή των Φοινίκων και των αρχαίων Ελλήνων...»
Αλλά, καθώς ο κύριος Μπάρµπορ συνέχιζε να παραµιλάει για τον Μαγγελάνο και την αστρονοµική ναυσιπλοΐα και τον Μπίλι Μπαντ του Μέλβιλ («Θυµάµαι τον Ταφ τον Ουαλό όταν βούλιαξε / Είχε στα µάγουλά του το ρόδινο του ανθού»), άφησα τη σκέψη µου να πλανηθεί στους Χόµπαρτ και Μπλάκγουελ: Ποιοι ήταν άραγε και µε τι ασχολούνταν; Τα ονόµατα παρέπεµπαν σε δίδυµο γηραιών δικηγόρων ή µάγων επί σκηνής, επιχειρηµατικών εταίρων που διεκπεραίωναν τις υποθέσεις τους στο ηµίφως των κεριών. Θεώρησα καλό σηµάδι το γεγονός ότι το τηλέφωνο λειτουργούσε ακόµα. Το τηλέφωνο του σπιτιού µου είχε αποσυνδεθεί. Στην πρώτη ευκαιρία που βρήκα να αποσυρθώ διακριτικά από το τραπέζι του πρωινού και το ανέγγιχτο πιάτο µου, επέστρεψα στο τηλέφωνο στο καθιστικό, όπου η Ιρένκα µοχθούσε µε την ηλεκτρική σκούπα και το ξεσκονόπανο, ενώ η Κίτσι, καθισµένη στο κοµπιούτερ στην απέναντι πλευρά του δωµατίου, απαξίωσε ακόµα και να µε κοιτάξει. «Ποιον παίρνεις;» θέλησε να µάθει ο Άντι, που, κινούµενος το ίδιο αθόρυβα όπως όλα τα µέλη της οικογένειάς του, κατάφερε να έρθει και να σταθεί πίσω µου χωρίς να τον πάρω χαµπάρι. Θα µπορούσα να µην του πω τίποτα, αλλά του είχα εµπιστοσύνη ότι δε θα το έλεγε πουθενά. Ο Άντι δε µιλούσε ποτέ σε κανέναν – και σίγουρα όχι στους γονείς του. «Σ’ αυτούς τους ανθρώπους», απάντησα χαµηλόφωνα, κάνοντας δύο βήµατα πίσω, έτσι ώστε να µη φαίνοµαι αν κάποιος περνούσε απ’ έξω. «Θα σου ακουστεί παράξενο, αλλά... έχεις δει αυτό το δαχτυλίδι που έχω;» Του µίλησα για τον ηλικιωµένο κύριο και προσπαθούσα να σκεφτώ έναν τρόπο να του εξηγήσω και για το κορίτσι, για το δέσιµο που είχα νιώσει µαζί της και για το πόσο πολύ ήθελα να την ξαναδώ. Αλλά, όπως ήταν αναµενόµενο, ο Άντι είχε ήδη κάνει ένα άλµα µπροστά, προσπερνώντας την προσωπική διάσταση και προχωρώντας στα πρακτικά ζητήµατα της κατάστασης. Κοίταξε τον τηλεφωνικό κατάλογο, ανοιχτό πάνω στο τραπεζάκι του τηλεφώνου. «Είναι στην πόλη;» «Στη Δυτική 10η Οδό». Ο Άντι φταρνίστηκε και φύσηξε τη µύτη του – οι ανοιξιάτικες αλλεργίες τον είχαν διαλύσει. «Αν δεν καταφέρνεις να επικοινωνήσεις τηλεφωνικά», είπε, διπλώνοντας το µαντίλι και χώνοντάς το στην τσέπη του, «γιατί δεν πας εκεί;» «Σοβαρά το λες;» ρώτησα. Μου φαινόταν ανάγωγο να εµφανιστώ έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα τηλέφωνο πριν. «Πιστεύεις ότι πρέπει να το κάνω;» «Εγώ αυτό θα έκανα, πάντως». «Δεν ξέρω», είπα. «Μπορεί να µη µε θυµούνται». «Είναι πιο πιθανό να σε θυµηθούν βλέποντάς σε µπροστά τους µε σάρκα και οστά», παρατήρησε εύστοχα ο Άντι. «Αλλιώς, θα µπορούσαν να υποθέσουν ότι είσαι κάποιος τρελάρας που τους παίρνει για να κάνει πλάκα. Μην ανησυχείς», συνέχισε, ρίχνοντας µια κλεφτή µατιά πάνω από τον ώµο του, «δε θα το πω σε κανέναν, αν θες να µείνει µυστικό». «Τρελάρας;» επανέλαβα. «Και γιατί να τους κάνω πλάκα;» «Κοίτα, αυτό που εννοώ είναι ότι κι εδώ παίρνουν τηλέφωνο ένα σωρό απίστευτοι τύποι ζητώντας εσένα», είπε απλά ο Άντι. Έµεινα σιωπηλός, µην ξέροντας πώς να το εκλάβω. «Εξάλλου τι άλλο µπορείς να κάνεις, αφού δεν το σηκώνουν; Δε θα έχεις άλλη ευκαιρία να πας πριν από το επόµενο Σαββατοκύριακο. Από την άλλη, είσαι σίγουρος ότι αυτό είναι κάτι που θα ήθελες να συζητήσεις...» Ένευσε µε νόηµα προς το διάδροµο, όπου ο Τόντι πηδούσε
πάνω κάτω µε κάτι παπούτσια που είχαν ελατήρια στις σόλες και η κυρία Μπάρµπορ ανέκρινε τον Πλατ σχετικά µε το πάρτι στο σπίτι της Μόλι Γουόλτερµπικ. Δε χρειάστηκε να επεκταθεί. «Σωστά», είπα. Ο Άντι ανέβασε τα γυαλιά στη ράχη της µύτης του. «Έρχοµαι µαζί σου, αν θες». «Όχι, εντάξει», απάντησα. Ήξερα ότι ο Άντι είχε «Ιαπωνική Εµπειρία» για πρόσθετους βαθµούς το απόγευµα – πρώτα οµάδα µελέτης στο τεϊοποτείο Toraya και µετά επίσκεψη στο Λίνκολν Σέντερ για να δουν την καινούρια ταινία κινουµένων σχεδίων του Χαγιάο Μιγιαζάκι. Στην πραγµατικότητα, δεν είχε ανάγκη από πρόσθετους βαθµούς, απλώς αυτές οι εκπαιδευτικές εκδροµές ήταν ό,τι είχε από κοινωνική ζωή. «Πάρε αυτό», είπε ψαρεύοντας το κινητό από την τσέπη του. «Έχε το µαζί σου, για παν ενδεχόµενο. Στάσου...» πρόσθεσε, πληκτρολογώντας πυρετωδώς. «Ακύρωσα τον κωδικό ασφαλείας. Είναι στη διάθεσή σου». «Δεν το χρειάζοµαι», είπα, κοιτάζοντας το πανάκριβο κινητό του µε ένα πλάνο της εικονικής ηρωίδας του Final Fantasy Άκι Ρος (γυµνής, µε πρόστυχες µπότες µέχρι τη µέση του µηρού) για φόντο στην οθόνη. «Καλύτερα να το έχεις µαζί σου. Δεν ξέρεις ποτέ. Έλα», είπε βλέποντάς µε να διστάζω. «Πάρ’ το».
xii.
ΚΑΙ ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ βρέθηκα να κατεβαίνω γύρω στις έντεκα και µισή το πρωί µε λεωφορείο την Πέµπτη Λεωφόρο για το Γκρίνουιτς Βίλατζ, µε τη διεύθυνση των Χόµπαρτ και Μπλάκγουελ στην τσέπη µου, γραµµένη σε ένα φύλλο από τα σηµειωµατάρια µε το µονόγραµµα που είχε η κυρία Μπάρµπορ δίπλα στο τηλέφωνο. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο στην πλατεία Ουάσινγκτον, τριγύριζα για τρία τέταρτα περίπου ψάχνοντας τη διεύθυνση. Δε θέλει και πολύ για να χαθεί κανείς στο Βίλατζ µε την αλλόκοτη ρυµοτοµία (τριγωνικά οικοδοµικά συγκροτήµατα, τεθλασµένοι δρόµοι που καταλήγουν σε αδιέξοδα), και χρειάστηκε να σταµατήσω και να ζητήσω οδηγίες τρεις φορές: σε ένα πρακτορείο Τύπου γεµάτο νερόπιπες µπονγκ και γκέι πορνοπεριοδικά, σε ένα φούρνο που έπαιζε όπερα στη διαπασών και ήταν φίσκα στον κόσµο και από ένα κορίτσι µε άσπρο φανελάκι και ολόσωµη φόρµα εργασίας που έπλενε τη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου µε έναν κουβά και ρακλέτα µε τηλεσκοπικό κοντάρι. Όταν βρήκα επιτέλους τη Δυτική 10η Οδό –που ήταν έρηµη–, περπάτησα κατά µήκος της µετρώντας τους αριθµούς. Βρισκόµουν σε ένα κάπως αφρόντιστο κοµµάτι του δρόµου, πλαισιωµένο κυρίως από κατοικίες. Ένα σµήνος περιστέρια περπατούσαν κορδωµένα µπροστά µου στο υγρό πεζοδρόµιο, σε τριάδες, µικροί αυταρχικοί διαβάτες. Πολλοί από τους αριθµούς δε διακρίνονταν πολύ καθαρά, και πάνω που είχα αρχίσει να αναρωτιέµαι µήπως το είχα περάσει αφηρηµένος και έπρεπε να γυρίσω πίσω, βρέθηκα ξαφνικά να κοιτάζω τις λέξεις Χόµπαρτ και Μπλάκγουελ να σχηµατίζουν µια νοικοκυρεµένη, παλιοµοδίτικη αψίδα στη βιτρίνα ενός µαγαζιού. Μέσα από τις σκονισµένες τζαµαρίες του µπορούσα να δω πορσελάνινες φιγούρες σκύλων και γάτες από µαγιόλικα, σκονισµένα κρύσταλλα, µαυρισµένα ασηµικά, καρέκλες αντίκες και καναπέδες ντυµένους µε τριµµένο παλιό µπροκάρ, ένα περίτεχνο κλουβί πουλιού από φαγιάντσα, µικροσκοπικούς µαρµάρινους οβελίσκους πάνω σε ένα µαρµάρινο τραπέζι µε ένα κεντρικό πόδι, καθώς και ένα ζευγάρι αλαβάστρινους παπαγάλους. Ήταν ακριβώς το είδος του µαγαζιού που θα άρεσε στη µητέρα µου: ασφυκτικά γεµάτο πράγµατα, ελαφρώς παραµεληµένο, µε στοίβες από παλιά βιβλία στο πάτωµα. Αλλά τα ρολά ήταν κατεβασµένα και οι πόρτες κλειστές. Τα περισσότερα καταστήµατα δεν άνοιγαν πριν από τις δώδεκα µε µία το µεσηµέρι. Για να περάσει η ώρα, κατέβηκα µέχρι την οδό Γκρίνουιτς, στο εστιατόριο Elephant & Castle, όπου τρώγαµε καµιά φορά µε τη µητέρα µου όταν ήµασταν στο κάτω Μανχάταν. Συνειδητοποίησα το λάθος µου από την πρώτη στιγµή που πάτησα το πόδι µου εκεί. Οι παράταιροι πορσελάνινοι ελέφαντες, ακόµα και η σερβιτόρα µε την αλογοουρά και το µαύρο µακό µπλουζάκι που µε πλησίασε χαµογελώντας... Ήταν ανυπόφορο, µπορούσα να δω το γωνιακό τραπέζι όπου είχαµε φάει µεσηµεριανό µε τη µητέρα µου την τελευταία φορά που είχαµε βρεθεί εκεί, οπότε µουρµούρισα µια απολογία µε σφιγµένα δόντια και οπισθοχώρησα άτακτα. Στάθηκα στο πεζοδρόµιο µε την καρδιά µου να βροντοχτυπάει στο στήθος µου. Περιστέρια πετούσαν χαµηλά στον καπνισµένο ουρανό. Η λεωφόρος Γκρίνουιτς ήταν σχεδόν άδεια: ένα ζευγάρι αντρών µε τσιµπλιασµένα µάτια που φαίνονταν να είχαν ξαγρυπνήσει καβγαδίζοντας·
µια αναµαλλιασµένη γυναίκα µε υπερβολικά φαρδύ ζιβάγκο που έβγαζε βόλτα ένα ντάκσχουντ βαδίζοντας προς την Έκτη Λεωφόρο. Ήταν κάπως αλλόκοτο να βρίσκοµαι µόνος µου στο Βίλατζ, γιατί δεν ήταν από τις συνοικίες όπου έβλεπες πολλά παιδιά στο δρόµο ένα κυριακάτικο πρωινό – έδινε µια αίσθηση ακατάλληλου για ανηλίκους, διανοουµενίστικη, µε µια τάση προς την κραιπάλη. Όλοι έδειχναν σαν να προσπαθούσαν να συνέλθουν από το ξενύχτι της προηγούµενης ή, στην καλύτερη περίπτωση, σαν να είχαν µόλις σηκωθεί από το κρεβάτι. Επειδή δεν είχαν ανοίξει και πολλά µαγαζιά τριγύρω και επειδή ένιωθα κάπως χαµένος και δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, πήρα το δρόµο της επιστροφής στο µαγαζί των Χόµπαρτ και Μπλάκγουελ. Έχοντας µεγαλώσει σε µια µεσοαστική συνοικία, τα πάντα στο Βίλατζ µου φαίνονταν µικρά και πολυκαιρισµένα – κτίρια µε την πρόσοψη καλυµµένη από κισσό και περικοκλάδες, βαρέλια όπου ήταν φυτεµένα διάφορα βοτάνια και ντοµατιές έξω στο δρόµο. Ακόµα και τα µπαρ είχαν χειροποίητες ταµπέλες που θύµιζαν επαρχιώτικες ταβέρνες: ζωγραφισµένα άλογα και κεραµιδόγατους, κόκορες και γίδες και γουρούνια. Αλλά αυτή η αίσθηση οικειότητας, η στενότητα του χώρου, µε έκανε να νιώθω αποκλεισµένος. Έτσι, προσπερνούσα τις χαριτωµένες µικρές εισόδους που λες και σου έγνεφαν φιλόξενα µε γρήγορο βήµα και σκυµµένο το κεφάλι, έχοντας πλήρη συναίσθηση των χαρούµενων κυριακάτικων στιγµών που µοιράζονταν οι άνθρωποι γύρω µου πίσω από τις κλειστές πόρτες. Τα ρολά τού Χόµπαρτ και Μπλάκγουελ ήταν ακόµα κατεβασµένα. Είχα την αίσθηση ότι το µαγαζί είχε αρκετό καιρό να ανοίξει: Παραήταν κρύο και σκοτεινό, δεν ανέδινε καµία αίσθηση πρόσφατης δραστηριότητας ή εσωτερικής ζωής, όπως τα υπόλοιπα µαγαζιά στο δρόµο. Κοίταζα τη βιτρίνα προσπαθώντας να αποφασίσω τι θα έκανα µετά, όταν άξαφνα είδα κίνηση, κάτι µεγάλο να γλιστράει στο βάθος του καταστήµατος. Έµεινα ακίνητος, χωρίς να µπορώ να πάρω τα µάτια µου. Η φιγούρα είχε κινηθεί ανάλαφρα, έτσι όπως λένε ότι κινούνται τα φαντάσµατα, χωρίς να κοιτάζει δεξιά αριστερά, περνώντας βιαστικά µπροστά από µια πόρτα στο σκοτάδι. Και µετά χάθηκε. Με το χέρι στο µέτωπο, προσπαθώντας να διακρίνω κάτι µέσα στα σκοτεινά, στριµωγµένα βάθη του καταστήµατος, κουτούλησα στο τζάµι. Χόµπαρτ και Μπλάκγουελ. Πάτα το πράσινο κουδούνι. Κουδούνι; Δεν υπήρχε κουδούνι. Την είσοδο του µαγαζιού έφραζε µεταλλικό ρολό. Προχώρησα µέχρι την επόµενη είσοδο, µια ταπεινή πολυκατοικία µε τον αριθµό 12, και µετά πισωγύρισα στον αριθµό 8, µια µονοκατοικία µε πρόσοψη από καστανοκόκκινο ψαµµόλιθο. Υπήρχε ένα εξώστεγο που οδηγούσε στο ισόγειο, αλλά αυτή τη φορά είδα κάτι που δεν είχα προσέξει νωρίτερα: µια στενή κόγχη στριµωγµένη ανάµεσα στον αριθµό 8 και στον αριθµό 10, µισοκρυµµένη πίσω από µια σειρά από παλιοµοδίτικους µεταλλικούς σκουπιδοτενεκέδες. Κατεβαίνοντας τέσσερα πέντε σκαλάκια, βρισκόσουν µπροστά σε µια αφανή πόρτα γύρω στο ένα µέτρο χαµηλότερα από το δρόµο. Δεν υπήρχε καµία πινακίδα, κανένα διακριτικό, αλλά αυτό που µου τράβηξε την προσοχή ήταν µια κιτρινοπράσινη λάµψη: ένα κοµµάτι από πράσινη µονωτική ταινία κολληµένη κάτω από ένα κουµπί στον τοίχο. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια και πάτησα το κουµπί, επίµονα, µορφάζοντας στο άκουσµα του υστερικού κουδουνίσµατος (που παραλίγο να µε τρέψει σε άτακτη φυγή) και παίρνοντας βαθιές ανάσες για να µαζέψω το κουράγιο µου. Και τότε –τόσο ξαφνικά ώστε τινάχτηκα πίσω από την έκπληξη– η πόρτα άνοιξε και βρέθηκα να κοιτάζω ένα µεγαλόσωµο, εντελώς απρόσµενο άτοµο. Το ύψος του ήταν ένα ενενήντα µε δύο µέτρα το λιγότερο. Ωχρός, µε αριστοκρατικό πιγούνι, βαρύς, είχε πάνω του κάτι που θύµιζε τις παλιές φωτογραφίες Ιρλανδών ποιητών και πυγµάχων
οι οποίες κρέµονταν στους τοίχους της παµπ όπου άρεσε στον πατέρα µου να πίνει. Τα µαλλιά του ήταν γκριζαρισµένα και χρειάζονταν κόψιµο, το δέρµα του είχε µια νοσηρή απόχρωση του άσπρου, ενώ γύρω από τα µάτια του υπήρχαν τόσο έντονοι µαύροι κύκλοι, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι είχε σπάσει τη µύτη του. Πάνω από τα ρούχα του φορούσε µια φαρδιά ρόµπα µε λαχούρια και σατέν γιακά, η οποία έφτανε σχεδόν µέχρι τους αστραγάλους και έπεφτε πλούσια γύρω του, θυµίζοντας κάτι που θα φορούσε κάποιος πρωταγωνιστής ταινίας της δεκαετίας του 1930, φθαρµένη αλλά ακόµα εντυπωσιακή. Ήταν τέτοια η έκπληξή µου, ώστε έχασα τα λόγια µου. Δεν υπήρχε ίχνος ανυποµονησίας στο ύφος του, κάθε άλλο. Με κοίταζε ανέκφραστα, µε βαριά βλέφαρα, περιµένοντας να µιλήσω. «Με συγχωρείτε...» Ξεροκατάπια. Ο λαιµός µου ήταν κατάστεγνος. «Δε θέλω να σας ενοχλήσω...» Ανοιγόκλεισε αργά τα µάτια στην παύση που ακολούθησε, σαν να µου έλεγε ότι αλίµονο, το ήξερε, ούτε που θα του περνούσε τέτοια σκέψη από το µυαλό. Ψαχούλεψα µέσα στην τσέπη µου και του έτεινα το δαχτυλίδι µέσα στην ανοιχτή παλάµη µου. Το µεγάλο, κάτωχρο πρόσωπό του σαν να κρέµασε. Κοίταξε το δαχτυλίδι και µετά εµένα. «Πού το βρήκες αυτό;» µε ρώτησε. «Εκείνος µου το έδωσε», απάντησα. «Μου είπε να το φέρω εδώ». Στεκόταν στο κατώφλι και µε κοίταζε διαπεραστικά. Προς στιγµήν σκέφτηκα πως θα µου έλεγε ότι δεν ήξερε για ποιο πράγµα µιλούσα. Μετά, χωρίς να πει λέξη, έκανε ένα βήµα πίσω και άνοιξε την πόρτα. «Είµαι ο Χόµπι», µου συστήθηκε βλέποντάς µε να διστάζω. «Πέρασε µέσα».
Κεφάλαιο 4
Γλειφιτζούρι Μορφίνης
i.
ΜΙΑ
που λαµποκοπούσε στο φως το οποίο διαχεόταν λοξά από τις σκονισµένες τζαµαρίες: επίχρυσοι ερωτιδείς, επίχρυσα κοµό και λάµπες δαπέδου, και, κάτω από το άρωµα του παλιού ξύλου, µια δυσοσµία από νέφτι, παλιά µπογιά και λούστρο. Τον ακολούθησα µέσα από το εργαστήριο βαδίζοντας στο στενό µονοπάτι ανάµεσα από τα πριονίδια, προσπερνώντας πάγκους εργασίας γεµάτους εργαλεία, σαραβαλιασµένες καρέκλες και αναποδογυρισµένα τραπέζια µε πόδια που κατέληγαν σε σκαλιστά νύχια αρπακτικών. Παρά τον εντυπωσιακό όγκο του, κινούνταν µε χάρη, µε εκείνη την αβίαστη κίνηση των ανθρώπων που µοιάζουν σχεδόν να ίπτανται στον αέρα και τους οποίους η µητέρα µου ονόµαζε «αερικά». Με το βλέµµα µου στυλωµένο στα πόδια του –ήταν µε τις παντόφλες–, τον ακολούθησα πάνω σε µια στενή σκάλα και από εκεί σε ένα αχνά φωτισµένο δωµάτιο µε παχιά χαλιά, µαύρες υδρίες πάνω σε βάθρα και κροσσωτές κουρτίνες που έκλειναν έξω τον ήλιο. Η σιωπή τύλιξε την καρδιά µου σαν κρύο σάβανο. Μαραµένα λουλούδια σάπιζαν µέσα στα τεράστια κινέζικα βάζα και µια βαριά κλεισούρα έπνιγε το δωµάτιο. O αέρας ήταν µπαγιάτικος, θαρρείς και δεν υπήρχε πια οξυγόνο – η ίδια ασφυκτική αίσθηση του διαµερίσµατός µας στο Σάτον Πλέις όταν µε πήγε η κυρία Μπάρµπορ εκεί για να πάρω µερικά πράγµατα που χρειαζόµουν. Ήταν µια ακινησία που γνώριζα καλά: Έτσι περιχαρακώνεται στον εαυτό του ένα σπίτι όταν έχει πεθάνει κάποιος. Αµέσως ευχήθηκα από µέσα µου να µην είχα έρθει. Αλλά ο άντρας, ο Χόµπι, φάνηκε να διαισθάνεται τους ενδοιασµούς µου, γιατί στράφηκε απότοµα προς το µέρος µου. Παρότι δεν ήταν πια νέος, το πρόσωπό του έδειχνε αγορίστικο: Τα µάτια του, καταγάλανα σαν παιδιού, ήταν καθαρά και έκπληκτα. «Τι συµβαίνει;» ρώτησε, για να προσθέσει αµέσως: «Είσαι καλά;». Η ανησυχία του µε έφερε σε αµηχανία. Στεκόµουν άκαµπτος στο ασάλευτο, φορτωµένο αντίκες µισοσκόταδο, µην ξέροντας τι να πω. Περίπου στην ίδια θέση φαινόταν να βρίσκεται κι εκείνος. Άνοιξε το στόµα του να πει κάτι, αλλά το ξανάκλεισε χωρίς να µιλήσει, κουνώντας το κεφάλι του σαν να ήθελε να καθαρίσει το µυαλό του. Ήταν γύρω στα πενήντα µε εξήντα, κακοξυρισµένος, µε ένα ντροπαλό, ευχάριστο πρόσωπο µε έντονα χαρακτηριστικά, που δεν το έλεγες όµορφο, αλλά ούτε και άσχηµο – ένας άντρας που πάντα θα δέσποζε ανάµεσα στους άλλους άντρες µέσα σε ένα δωµάτιο, παρότι έδειχνε άρρωστος µε έναν αόριστο, αγωνιώδη τρόπο, µε µαύρους κύκλους στα µάτια και µια χλοµάδα που µου έφερνε στο νου τους Ιησουίτες µάρτυρες στις τοιχογραφίες εκκλησιών τις οποίες είχα δει κατά τη διάρκεια της σχολικής εκδροµής µας στο Μόντρεαλ: µεγαλόσωµους, γεροδεµένους Ευρωπαίους ιεραπόστολους µε την πελιδνότητα του θανάτου, δεµένους στους πασσάλους του µαρτυρίου σε καταυλισµούς των Ινδιάνων Χιούρον. «Με συγχωρείς, είµαι σε περίεργη φάση...» Κοίταζε γύρω του µε µια απροσδιόριστη, µη εστιασµένη αίσθηση επείγοντος, όπως έκανε η µητέρα µου όταν είχε χάσει κάτι. Η φωνή του ήταν βραχνή αλλά καλλιεργηµένη, σαν του κυρίου Ο’ Σέι, του καθηγητή µου της Ιστορίας, που είχε µεγαλώσει σε µια άγρια γειτονιά της Βοστόνης και κατέληξε να σπουδάσει στο Χάρβαρντ. ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ ΕΡΗΜΙΑ
«Μπορώ να ξανάρθω. Αν το προτιµάτε». Ακούγοντάς το αυτό, µε κοίταξε θορυβηµένος. «Όχι, όχι», είπε –δεν είχε κουµπώσει τα µανικετόκουµπά του και η µανσέτα κρεµόταν τσαλακωµένη και µάλλον βρόµικη στον καρπό του–, «δώσ’ µου µόνο ένα λεπτό να συγκεντρωθώ, συγνώµη... Να, από δω», πρόσθεσε αφηρηµένα, παραµερίζοντας ένα γκρίζο τσουλούφι που του έπεφτε στο µέτωπο, «από δω πάµε». Με οδήγησε σε ένα στενό, µάλλον άβολο καναπέ µε σκαλιστή πλάτη και µπράτσα που θύµιζαν τυλιγµένο πάπυρο. Αλλά ήταν θαµµένος κάτω από µαξιλάρια και κουβέρτες, και φανήκαµε να συνειδητοποιούµε ταυτόχρονα ότι θα ήταν άβολο να καθίσουµε πάνω σε αυτό το κουβάρι από στρωσίδια. «Αχ, συγνώµη», µουρµούρισε και οπισθοχώρησε τόσο απότοµα, που παραλίγο να µε πατήσει. «Έχω κατασκηνώσει εδώ, όπως βλέπεις... Δεν είναι και ό,τι πιο βολικό, αλλά έπρεπε να συµβιβαστώ, αφού δεν ακούω καλά µε όλα αυτά που συµβαίνουν...» Γυρνώντας από την άλλη (µε αποτέλεσµα να µην καταφέρω να ακούσω το τέλος της φράσης του), παρέκαµψε ένα βιβλίο που ήταν πεσµένο ανοιχτό στο πάτωµα και ένα φλιτζάνι µε καφέ κηλίδες τσαγιού στο εσωτερικό και µε οδήγησε σε µια σκαλιστή καρέκλα µε σουρωτό κροσσωτό µαξιλάρι και περίτεχνο αφράτο κάθισµα µε ένθετα κουµπιά – τούρκικη, απ’ ό,τι έµαθα αργότερα· ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους στη Νέα Υόρκη που ήξερε να τους αλλάζει ταπετσαρία. Μπρούντζινα φτερωτά πλάσµατα, ασηµένια µπιχλιµπίδια, σκονισµένα γκρίζα φτερά στρουθοκαµήλου µέσα σε ένα επάργυρο βάζο. Κάθισα επιφυλακτικά στην άκρη της καρέκλας και κοίταξα γύρω µου. Θα προτιµούσα να είχα µείνει όρθιος, θα ήταν πιο εύκολο να φύγω. Εκείνος έσκυψε µπροστά, σφίγγοντας τα χέρια ανάµεσα στα γόνατά του. Όµως, αντί να πει οτιδήποτε, µε κοίταζε σιωπηλός και περίµενε. «Με λένε Θίο», άρχισα βιαστικά όταν η σιωπή έγινε ανυπόφορη. Ένιωθα το πρόσωπό µου τόσο αναψοκοκκινισµένο, που ήταν λες και είχε πάρει φωτιά. «Θίοντορ Ντέκερ. Όλοι µε φωνάζουν Θίο. Μένω στην πάνω πλευρά της πόλης», πρόσθεσα διστακτικά. «Λοιπόν, εγώ είµαι ο Τζέιµς Χόµπαρτ, αλλά όλοι µε φωνάζουν Χόµπι». Το βλέµµα του ήταν σβησµένο, αφοπλιστικό. «Μένω στην κάτω πλευρά της πόλης». Σαστισµένος, έστρεψα το βλέµµα µου αλλού, αβέβαιος αν το είχε πει γι’ αστείο. «Συγχώρα µε». Έκλεισε τα µάτια για λίγο και τα άνοιξε ξανά. «Μη µε συνερίζεσαι. Ο Γουέλτι» –χαµήλωσε το βλέµµα στο δαχτυλίδι που είχε στην παλάµη του– «ήταν ο συνεταίρος µου». Ήταν; Το ρολόι µε τις φάσεις του φεγγαριού –µε τα περίπλοκα γρανάζια του ίσα που να ακούγονται, µε τις αλυσίδες και τα βαρίδια του, ένα κατασκεύασµα που θα ταίριαζε στην καµπίνα του πλοίαρχου Νέµο– έβγαλε ένα στριγκό ήχο που έσκισε τη σιγαλιά, πριν σηµάνει το τέταρτο της ώρας. «Ω!» έκανα. «Εγώ απλώς... Νόµιζα...» «Όχι. Λυπάµαι. Δεν το ήξερες;» πρόσθεσε, κοιτάζοντάς µε εξεταστικά. Απέστρεψα το βλέµµα. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο έλπιζα να συναντήσω το γηραιό κύριο ξανά. Παρά τα όσα είχα δει –και είχα καταλάβει–, είχα µε κάποιον τρόπο µπορέσει να κρατήσω ζωντανή την παιδιάστικη ελπίδα ότι, σαν από θαύµα, τα είχε καταφέρει, όπως εκείνα τα θύµατα δολοφονικών επιθέσεων στις τηλεοπτικές σειρές που, µετά το διαφηµιστικό διάλειµµα, αποδεικνύεται ότι τελικά ζουν ακόµα και αναρρώνουν γρήγορα στο νοσοκοµείο. «Και πώς έτυχε να φτάσει αυτό στα χέρια σου;»
«Ποιο;» ρώτησα ξαφνιασµένος. Πρόσεξα ότι το ρολόι έδειχνε τελείως λάθος ώρα: δέκα το πρωί ή δέκα το βράδυ – καµία σχέση µε τη σωστή ώρα. «Είπες ότι σ’ το έδωσε εκείνος;» Αναδεύτηκα αµήχανα στην καρέκλα. «Ναι. Εγώ...» Η είδηση του θανάτου του ήταν ένα καινούριο σοκ για µένα, σαν να τον απογοήτευα για δεύτερη φορά και να ξανάρχιζαν όλα από την αρχή, ιδωµένα όµως από εντελώς διαφορετική οπτική γωνία. «Είχε τις αισθήσεις του; Σου µίλησε;» «Ναι...» άρχισα να λέω, και µετά βυθίστηκα στη σιωπή. Αισθανόµουν φρικτά. Το να βρίσκοµαι στον κόσµο του γηραιού κυρίου, ανάµεσα στα πράγµατά του, µου ξανάφερνε ολοζώντανη τη θύµησή του – η ονειρική, σχεδόν υποβρύχια, ατµόσφαιρα του δωµατίου, τα τριµµένα βελούδα, η πολυτέλεια και η ησυχία του. «Χαίροµαι που δεν ήταν µόνος», δήλωσε ο Χόµπι. «Θα το σιχαινόταν». Έκλεισε τα δάχτυλά του γύρω από το δαχτυλίδι και έφερε τη γροθιά του στο στόµα του, κοιτάζοντάς µε κατάµατα. «Αχ Θεέ µου! Mα εσύ είσαι µωρό παιδί», είπε. Χαµογέλασα αβέβαια, µην έχοντας απάντηση σε αυτό. «Συγχώρα µε», είπε µε έναν πιο ψυχρό, επαγγελµατικό τόνο που ήξερα ότι αποσκοπούσε στο να µε καθησυχάσει. «Απλώς... ξέρω πως ήταν άσχηµο. Το είδα. Το σώµα του...» Φαινόταν να µην µπορεί να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Πριν σε καλέσουν, τους σουλουπώνουν όσο καλύτερα γίνεται και σε προειδοποιούν ότι δε θα είναι ευχάριστο, πράγµα που ξέρεις, φυσικά, αλλά... Τέλος πάντων. Δεν µπορείς να προετοιµαστείς για κάτι τέτοιο. Πριν από µερικά χρόνια έτυχε να περάσει από το µαγαζί µια σειρά από φωτογραφίες του Μάθιου Μπρέιντι, υλικό από τον Εµφύλιο, τόσο αποτρόπαιες, που είδαµε και πάθαµε να τις ξεφορτωθούµε». Δεν είπα τίποτα. Δε συνήθιζα να συµµετέχω σε συζητήσεις ενηλίκων, πέρα από ένα «ναι» ή ένα «όχι» όταν δεχόµουν πιέσεις, όµως, παρ’ όλα αυτά, κρεµόµουν από τα χείλη του. Ο Μαρκ, ένας φίλος της µητέρας µου που ήταν γιατρός, είχε αναλάβει την αναγνώριση του πτώµατός της, και κανείς δεν είχε πολυµιλήσει σ’ εµένα γι’ αυτό. «Θυµάµαι µια ιστορία που είχα διαβάσει κάποτε, για ένα στρατιώτη – στο Σάιλο ήταν;» Θεωρητικά, µιλούσε σ’ εµένα, αλλά το µυαλό του φαινόταν να ταξιδεύει κάπου µακριά. «Στο Γκέτισµπεργκ ίσως; Ένα στρατιώτη τόσο σαλταρισµένο από τις φρικαλεότητες που είχε ζήσει, ώστε είχε αρχίσει να θάβει πουλιά και σκίουρους στο πεδίο της µάχης. Γιατί σκοτώνονταν κι ένα σωρό ζωάκια από τα διασταυρούµενα πυρά. Μιλάµε για πολλούς µικροσκοπικούς τάφους». «Στο Σάιλο σκοτώθηκαν είκοσι τέσσερις χιλιάδες άντρες µέσα σε δύο µέρες», είπα χωρίς να το σκεφτώ. Με κοίταξε φρικαρισµένος. «Πενήντα χιλιάδες στο Γκέτισµπεργκ. Έφταιγαν τα καινούρια όπλα. Τα βλήµατα του Μινιέ και οι επαναληπτικές καραµπίνες. Γι’ αυτό είχαµε τόσο βαρύ απολογισµό. Στην Αµερική είχαµε ζήσει πόλεµο των χαρακωµάτων πολύ πριν από τον Αʹ Παγκόσµιο. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το ξέρουν». Ήταν φανερό ότι δεν ήξερε πώς να το ερµηνεύσει αυτό. «Μελετάς τον Εµφύλιο;» µε ρώτησε έπειτα από µια φορτισµένη παύση. «Ε... ναι», απάντησα κοφτά. «Περίπου». Ήξερα πολλά για το πυροβολικό της Ένωσης επειδή είχα γράψει µια εργασία πάνω σε αυτό το θέµα, τόσο γεµάτη τεχνικές λεπτοµέρειες και γεγονότα, ώστε ο καθηγητής µε έβαλε να την ξανακάνω από την αρχή. Ήξερα επίσης για τις
φωτογραφίες των νεκρών της Μάχης του Αντίταµ που είχε τραβήξει ο Μπρέιντι: Τις είχα δει στο διαδίκτυο, αγόρια µε µάτια σαν καρφίτσες και µύτη και στόµα µαύρα από το αίµα. «Η τάξη µας αφιέρωσε έξι εβδοµάδες στον Λίνκολν». «Ο Μπρέιντι είχε ένα φωτογραφικό στούντιο εδώ κοντά. Το έχεις δει ποτέ;» «Όχι». Μια καταχωνιασµένη σκέψη ήταν έτοιµη να βγει στο φως, κάτι θεµελιώδες και ανοµολόγητο που είχε ανακινήσει η αναφορά εκείνων των στρατιωτών µε τα κενά πρόσωπα. Όµως τώρα είχαν χαθεί όλα, εκτός από τη µακάβρια εικόνα: νεκρά παιδιά µε παράλυτα µέλη και γυάλινα µάτια καρφωµένα στον ουρανό. Η σιωπή που ακολούθησε ήταν πραγµατικά βασανιστική. Κανείς µας δε φαινόταν να ξέρει πώς να προχωρήσει παρακάτω. Επιτέλους, ο Χόµπι ξεσταύρωσε και ξανασταύρωσε τα πόδια του. «Ήθελα να πω... µε συγχωρείς. Που σε πιέζω», πρόσθεσε κοµπιάζοντας. Ανακάθισα νευρικά. Κατεβαίνοντας προς τα νότια, είχα τέτοια περιέργεια να δω τι µε περίµενε, ώστε δε µου είχε περάσει καν από το µυαλό το ενδεχόµενο να κληθώ να δώσω εγώ κάποιες απαντήσεις. «Ξέρω ότι πρέπει να σου είναι δύσκολο να το συζητάς. Απλώς... δε φανταζόµουν ποτέ πως...» Τα παπούτσια µου. Ενδιαφέρον το πόσο σπάνια πρόσεχα τα παπούτσια µου. Τα γδαρσίµατα στις µύτες. Τα φαγωµένα κορδόνια. Το Σάββατο θα πάµε στο Bloomingdale’s να σου πάρω ένα καινούριο ζευγάρι. Αλλά δεν έγινε ποτέ αυτό. «Δε θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Αλλά... είχε επίγνωση;» «Ναι. Περίπου. Θέλω να πω...» Η φοβισµένη, αγχωµένη έκφρασή του έκανε ένα µακρινό κοµµάτι του εαυτού µου να θέλει να αραδιάσει κάθε είδους λεπτοµέρειες που δεν είχε ανάγκη να ξέρει και δε θα ήταν σωστό να του αποκαλύψω, λεπτοµέρειες για χυµένα σωθικά, απαίσια στιγµιότυπα που ο εγκέφαλός µου πρόβαλλε ξανά και ξανά, ακόµα και στον ξύπνο µου. Θολά πορτρέτα, πορσελάνινα κόκερ σπάνιελ στο γείσο του τζακιού, χρυσό εκκρεµές σε λειτουργία, τικ τακ, τικ τακ. «Τον άκουσα να φωνάζει». Τρίψιµο του µατιού. «Όταν συνήλθα». Ήταν σαν να προσπαθούσα να εξηγήσω ένα όνειρο. Αδύνατον. «Πήγα κοντά του και έµεινα µαζί του – δεν ήταν τόσο άσχηµα. Ή... όχι όσο θα νοµίζατε», πρόσθεσα, αφού αυτό ακούστηκε ξεκάθαρα σαν το ψέµα που ήταν. «Σου µίλησε;» Ξεροκατάπια και έγνεψα καταφατικά. Βαθύχρωµο µαόνι, φοινικοειδή σε γλάστρες. «Είχε τις αισθήσεις του;» Άλλο ένα καταφατικό νεύµα. Μια δυσάρεστη γεύση στο στόµα µου. Δεν ήταν κάτι που µπορούσες να συνοψίσεις, στιγµές που δεν έβγαζαν νόηµα και δε συνδέονταν για να συγκροτήσουν µια ιστορία, η σκόνη, οι συναγερµοί, ο τρόπος που µου είχε κρατήσει το χέρι, οι δυο µας εκεί µέσα για µια ολόκληρη ζωή, σκόρπιες φράσεις και ονόµατα πόλεων και ανθρώπων που δεν είχα καν ακουστά. Γυµνά καλώδια που έριχναν µια βροχή από σπίθες. Τα µάτια του ήταν καρφωµένα πάνω µου. Ο λαιµός µου είχε ξεραθεί, το στοµάχι µου ανακατευόταν. Η στιγµή δεν παραχωρούσε τη θέση της στην επόµενη, όπως είναι το κανονικό, κι εγώ να περιµένω τις επόµενες ερωτήσεις του, οι οποίες δεν έγιναν ποτέ. Τελικά, τίναξε το κεφάλι του σάµπως για να διώξει κάποιες ενοχλητικές σκέψεις. «Αυτό είναι...» Φαινόταν το ίδιο χαµένος όσο ήµουν κι εγώ. Η ρόµπα και η γκρίζα κόµη τον έκαναν να µοιάζει µε βασιλιά χωρίς στέµµα σε παιδικό πάρτι µεταµφιεσµένων. «Με συγχωρείς», επανέλαβε, κουνώντας αργά το κεφάλι του. «Είναι τόσο καινούριο αυτό, που
δυσκολεύοµαι...» «Παρακαλώ;» «Να, βλέπεις, είναι µόνο που...» Έγειρε µπροστά και βλεφάρισε µερικές φορές, ανίκανος να κρύψει την ταραχή του. «Όλα αυτά απέχουν πολύ απ’ ό,τι µου είπαν. Με διαβεβαίωσαν ότι ο θάνατος επήλθε ακαριαία. Μάλιστα, επέµεναν σ’ αυτό µε ιδιαίτερη έµφαση». «Μα...» έκανα ξαφνιασµένος. Ήταν δυνατόν να νοµίζει ότι τα έβγαζα από το µυαλό µου; «Όχι, όχι», µε διέκοψε βιαστικά, προσπαθώντας να µε καθησυχάσει. «Απλώς... Είµαι σίγουρος ότι το ίδιο λένε σε όλους. Ξέρεις, η κλασική καραµέλα: “Ο θάνατος ήταν ακαριαίος”», εξήγησε άτονα όταν µε είδε να τον κοιτάζω σαν χαζός. «“Δεν ένιωσε καθόλου πόνο”, “Δεν πρόλαβε καν να αντιληφθεί τι συνέβη”». Και τότε ξαφνικά τα µάτια µου άνοιξαν, καθώς οι προεκτάσεις αυτών που έλεγε απλώνονταν µέσα µου σαν ένα κύµα ψύχους. Και η µητέρα µου είχε «πεθάνει ακαριαία». Και ο δικός της θάνατος ήταν «απολύτως ανώδυνος». Οι κοινωνικοί λειτουργοί το είχαν επαναλάβει τόσες φορές, ώστε δεν είχα καν µπει στη διαδικασία να αναρωτηθώ πώς µπορούσαν να είναι τόσο σίγουροι. «Αν και, οφείλω να πω, δυσκολευόµουν να τον φανταστώ να φεύγει µ’ αυτό τον τρόπο», συνέχισε ο Χόµπι στην αιφνίδια βουβαµάρα που είχε πέσει. «Κεραυνόπληκτος. Από ένα απροειδοποίητο συντριπτικό πλήγµα. Κάτι µου έλεγε –συµβαίνει καµιά φορά– ότι δεν ήταν όπως τα έλεγαν, καταλαβαίνεις;» «Συγνώµη;» ρώτησα σηκώνοντας το κεφάλι µου για να τον κοιτάξω, εντελώς αποπροσανατολισµένος από το φρικτό καινούριο ενδεχόµενο πάνω στο οποίο είχα σκοντάψει. «Ένα αντίο στην πύλη», συµπλήρωσε ο Χόµπι σαν να µονολογούσε. «Έτσι θα το ήθελε. Μια αποχαιρετιστήρια µατιά, ένα νεκρικό χαϊκού... Δε θα του άρεσε να φύγει χωρίς να κοντοσταθεί και να πει δυο λόγια σε κάποιον οδεύοντας προς την έξοδο. “Τσάι κάτω από άνθη κερασιάς, στο θάνατο τραβώντας”». Δεν κατάφερνα να τον παρακολουθήσω. Στο γεµάτο σκιές δωµάτιο, µια µοναχική λεπίδα ηλιόφωτος πέρασε ανάµεσα από τις κουρτίνες, κόβοντας το χώρο στα δύο, για να αιχµαλωτιστεί από ένα δίσκο µε σκαλιστές κρυστάλλινες καράφες, κάνοντάς τον να λαµπαδιάσει και δηµιουργώντας άπειρα πρίσµατα που τρεµόπαιζαν και χόρευαν εδώ κι εκεί και πάλλονταν ψηλά στους τοίχους σαν παραµήκια κάτω από µικροσκόπιο. Παρά την έντονη µυρωδιά από κάπνα ξύλου, στο τζάκι υπήρχαν µόνο απανθρακωµένα υπολείµµατα, µε τη σχάρα θαµµένη κάτω από ένα βουνό από στάχτη, σαν να πήγαινε καιρός από την τελευταία φορά που είχε ξεπηδήσει φλόγα εκεί µέσα. «Το κορίτσι», είπα δειλά. Το βλέµµα του εστίασε ξανά πάνω µου. «Υπήρχε κι ένα κορίτσι». Προς στιγµήν φάνηκε να µην καταλαβαίνει. Μετά έγειρε πίσω στην καρέκλα του και ανοιγόκλεισε τα µάτια σπασµωδικά, σαν να του είχαν ρίξει νερό στα µούτρα ξαφνικά. «Τι;» ρώτησα αλαφιασµένος. «Πού είναι; Είναι καλά;» «Όχι», απάντησε τρίβοντας τη ράχη της µύτης του, «όχι». «Αλλά είναι ζωντανή;» Δυσκολευόµουν να το πιστέψω. Ανασήκωσε τα φρύδια του µε έναν τρόπο που ερµήνευσα ως καταφατική απάντηση. «Ήταν τυχερή». Αλλά η φωνή του, ο τρόπος του, έµοιαζε να δηλώνει το αντίθετο. «Είναι εδώ;» «Λοιπόν...»
«Πού είναι; Μπορώ να τη δω;» Αναστέναξε µε έναν τρόπο που έδειχνε αγανάκτηση. «Χρειάζεται ηρεµία, όχι επισκέψεις», είπε σκαλίζοντας τις τσέπες του. «Δεν είναι ο εαυτός της – ποιος ξέρει πώς θα αντιδράσει». «Όµως θα γίνει καλά;» «Ας το ελπίσουµε. Αλλά δεν έχει διαφύγει ακόµα τον κίνδυνο. Για να χρησιµοποιήσω την εντελώς αόριστη απάντηση που επιµένουν να δίνουν οι γιατροί». Είχε βγάλει τσιγάρα από την τσέπη της ρόµπας του. Άναψε ένα µε τρεµάµενα χέρια και µετά, µε µια µεγαλόπρεπη χειρονοµία, πέταξε το πακέτο στο διακοσµηµένο µε ζωγραφιές γιαπωνέζικο τραπέζι ανάµεσά µας. «Τι;» ρώτησε, διώχνοντας µε το χέρι του το σύννεφο του καπνού από το πρόσωπό του, όταν είδε ότι είχα στυλώσει το βλέµµα στο τσαλακωµένο πακέτο – γαλλική µάρκα, σαν αυτά που κάπνιζαν οι πρωταγωνιστές στις παλιές ταινίες. «Μη µου πεις ότι θες κι εσύ!» «Όχι, ευχαριστώ», απάντησα ύστερα από µια παύση γεµάτη αµηχανία. Ήµουν σχεδόν σίγουρος ότι το είχε πει πειρακτικά – αν και όχι εκατό τοις εκατό. Στο µεταξύ, εκείνος µε κοίταζε βλεφαρίζοντας µέσα από τον γκριζογάλανο καπνό του τσιγάρου µε µια ανήσυχη έκφραση, σαν να είχε µόλις συνειδητοποιήσει ένα καίριας σηµασίας γεγονός. «Εσύ είσαι, σωστά;» µε ρώτησε ξαφνικά. «Παρακαλώ;» «Είσαι το αγόρι, έτσι δεν είναι; Που έχασε τη µητέρα του εκεί µέσα...» Έµεινα άναυδος από την έκπληξη. «Τι...» ψέλλισα, εννοώντας Πώς το ξέρετε;, αλλά χωρίς να καταφέρω να αρθρώσω τις λέξεις. Εκείνος έτριψε νευρικά το µάτι του και έγειρε απότοµα στην πλάτη της καρέκλας του µε ταραχή ανθρώπου που µόλις έχυσε το ποτό του στο τραπέζι. «Με συγχωρείς. Δεν ήθελα... Θέλω να πω... δε βγήκε σωστά. Θεέ µου! Είµαι...» Έκανε µια κίνηση σαν να έλεγε Είµαι εξαντληµένος, δε σκέφτοµαι καθαρά. Όχι πολύ ευγενικά, έστρεψα αλλού το βλέµµα, κατακλυσµένος ξαφνικά από ένα σαρωτικό κύµα απρόσδεκτου συναισθήµατος. Από το θάνατο της µητέρας µου ζήτηµα αν είχα κλάψει καθόλου, και σίγουρα όχι µπροστά σε άλλον – ούτε καν στην κηδεία της, όπου άνθρωποι οι οποίοι µόλις που τη γνώριζαν (ανάµεσά τους και κάνα δυο που της έκαναν τη ζωή κόλαση, όπως η Ματίλντ) έκλαιγαν γοερά και φυσούσαν τη µύτη τους γύρω µου. Είδε ότι ήµουν ταραγµένος. Έκανε να πει κάτι. Το µετάνιωσε. «Έχεις φάει;» µε ρώτησε ξαφνικά. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη. Το φαγητό ήταν το τελευταίο που µε απασχολούσε. «Καλά το είχα καταλάβει». Σηκώθηκε όρθιος, µε τις αρθρώσεις του να τρίζουν. «Ας πάµε να σκαρώσουµε κάτι πρόχειρο». «Δεν πεινάω», είπα, νιώθοντας άσχηµα για τον αγενή τόνο µου. Από τη στιγµή που έχασα τη µητέρα µου το µόνο που φαινόταν να απασχολεί τους πάντες γύρω µου ήταν να µε µπουκώνουν µε φαγητό. «Όχι, εννοείται πως όχι». Διέλυσε το σύννεφο καπνού µε το ελεύθερο χέρι του. «Αλλά κάνε µου το χατίρι να έρθεις µαζί µου, σε παρακαλώ. Δεν είσαι χορτοφάγος, ε;» «Όχι!» απάντησα προσβεβληµένος. «Πώς σας ήρθε αυτό;» Γέλασε – ένα σύντοµο, κοφτό γέλιο. «Επειδή, απλούστατα, πολλοί φίλοι της είναι χορτοφάγοι, όπως και αυτή». «Ω!» έκανα ξεψυχισµένα κάτω από το αβίαστα εύθυµο βλέµµα του.
«Πάντως, έτσι για να ξέρεις, ούτε εγώ είµαι χορτοφάγος», µε ενηµέρωσε. «Τρώω ό,τι σαχλαµάρα βρω µπροστά µου. Οπότε φαντάζοµαι ότι κάπως θα τα βολέψουµε». Έσπρωξε µια πόρτα να ανοίξει και τον ακολούθησα σε ένα στενόχωρο διάδροµο πλαισιωµένο από γανιασµένους καθρέφτες και παλιά κάδρα. Αν και προπορευόταν µε γοργό βήµα, εγώ λαχταρούσα να σταθώ να χαζέψω: πολυµελείς οικογένειες σε παράταξη, λευκοί κίονες, σκεπαστές βεράντες και φοινικόδεντρα. Ένα γήπεδο του τένις. Ένα περσικό χαλί απλωµένο σε µια πρασιά. Υπηρέτες µε λευκές πιτζάµες στηµένοι στη σειρά µε σοβαρά πρόσωπα. Το βλέµµα µου στάθηκε στον κύριο Μπλάκγουελ, µε τη γαµψή µύτη και την κοµψή εµφάνιση, ντυµένο στα λευκά, µε πλάτη κυρτή από τα νιάτα του ακόµα. Ήταν γερµένος πάνω σε έναν παράκτιο αναληµµατικό τοίχο σε κάποιο παραθαλάσσιο µέρος µε φοίνικες. Δίπλα του, ανεβασµένη πάνω στον τοίχο, µε το χέρι στον ώµο του, τουλάχιστον ένα κεφάλι ψηλότερή του, χαµογελούσε µια Πίππα σε νηπιακή ηλικία. Αν και ήταν µικροσκοπική, η οµοιότητα µεταξύ τους έβγαζε µάτι: ίδια χρώµατα, ίδια µάτια, κεφάλι γερµένο µε τον ίδιο τρόπο στο πλάι, µαλλιά κόκκινα σαν τα δικά του. «Αυτή είναι, ε;» ρώτησα, όµως την ίδια στιγµή συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Αυτή η φωτογραφία µε τα ξεθωριασµένα χρώµατα και τα παλιοµοδίτικα ρούχα είχε τραβηχτεί πολύ πριν από τη γέννησή της. Ο Χόµπι σταµάτησε και ήρθε κοντά µου για να κοιτάξει. «Όχι», είπε ήρεµα, µε τα χέρια πλεγµένα πίσω από την πλάτη του. «Αυτή είναι η Τζούλιετ, η µητέρα της Πίππα». «Πού βρίσκεται;» «Η Τζούλιετ; Πέθανε. Από καρκίνο. Το Μάιο έκλεισαν έξι χρόνια». Και µετά, συνειδητοποιώντας ότι παραήταν ωµός: «Ο Γουέλτι ήταν ο µεγάλος αδερφός της Τζούλιετ. Ετεροθαλής αδερφός, για την ακρίβεια. Από τον ίδιο πατέρα αλλά άλλη µητέρα, µε διαφορά ηλικίας τριάντα χρόνια. Αλλά τη µεγάλωσε σαν δικό του παιδί». Έσκυψα για να κοιτάξω πιο προσεκτικά. Ο Χόµπι καθάρισε το λαιµό του. «Εκείνη γεννήθηκε όταν ο πατέρας τους είχε περάσει τα εξήντα», συνέχισε. «Παραήταν µεγάλος για να ενδιαφερθεί για ένα πιτσιρίκι – πόσο µάλλον που δεν έτρεφε ποτέ ιδιαίτερη αδυναµία στα παιδιά». Στην άλλη άκρη του διαδρόµου υπήρχε µια µισάνοιχτη πόρτα. Την άνοιξε και στάθηκε ατενίζοντας το σκοτάδι. Πλησίασα στα νύχια των ποδιών µου και τέντωσα το λαιµό µου για να δω πίσω από την πλάτη του, αλλά εκείνος υποχώρησε σχεδόν αµέσως και έκλεισε την πόρτα. «Αυτή είναι;» Αν και παραήταν σκοτεινά για να διακρίνω πολλά πράγµατα, είχα προλάβει να δω µια εχθρική λάµψη µατιών ζώου, µια τροµακτική πρασινωπή γυαλάδα από την άλλη άκρη του δωµατίου. «Όχι τώρα», ψιθύρισε, τόσο σιγανά, ώστε µόλις που τον άκουσα. «Τι είναι εκεί µέσα µαζί της;» ρώτησα, φροντίζοντας να κρατήσω τη φωνή µου χαµηλά, αλλά χασοµερώντας µπροστά στην πόρτα, απρόθυµος να φύγω από εκεί. «Γάτα;» «Σκύλος. Η νοσοκόµα δεν το εγκρίνει, αλλά εκείνη τον θέλει στο κρεβάτι µαζί της, και, ειλικρινά, είναι αδύνατον να τον κρατήσω έξω, γρατσουνίζει την πόρτα και κλαψουρίζει ασταµάτητα. Από δω, έλα». Προχωρώντας αργά, µε τα κόκαλά του να τρίζουν και γερµένος ελαφρώς µπροστά σαν γέρος, πέρασε µια πόρτα που οδηγούσε σε µια στενόχωρη κουζίνα µε φεγγίτη οροφής και µια παλιοµοδίτικη εστία όλο καµπύλες: στο κόκκινο της ντοµάτας, µε τις λυγερές γραµµές
διαστηµόπλοιου της δεκαετίας του 1950. Στοίβες βιβλία στο πάτωµα –οδηγοί µαγειρικής, λεξικά, παλιά µυθιστορήµατα, εγκυκλοπαίδειες–, ράφια φορτωµένα παµπάλαιες πορσελάνες σε τουλάχιστον έξι διαφορετικά σχέδια. Κοντά στο παράθυρο, δίπλα στην έξοδο κινδύνου, ένας ξεθωριασµένος ξύλινος άγιος είχε το δεξί του χέρι σηκωµένο σε ευλογία. Στον µπουφέ, δίπλα σε ένα ασηµένιο σετ σερβιρίσµατος τσαγιού, ζωγραφιστά ζώα ανέβαιναν ανά ζεύγη σε µια Κιβωτό του Νώε. Αλλά ο νεροχύτης ήταν ξέχειλος από άπλυτα πιάτα και όλοι οι πάγκοι και τα περβάζια ήταν καλυµµένα µε µπουκαλάκια φαρµάκων, βρόµικα φλιτζάνια, αλληλογραφία που δεν είχε ανοιχτεί και γλάστρες ανθοπωλείου µε ξεραµένα φυτά. Με έβαλε να καθίσω στο τραπέζι, σπρώχνοντας στην άκρη λογαριασµούς ηλεκτρικού και παλιά τεύχη του περιοδικού Antiques. «Τσάι», είπε, σαν να είχε θυµηθεί κάτι από λίστα για ψώνια. Ενόσω εκείνος ήταν απασχοληµένος στην εστία, εγώ περίµενα µε το βλέµµα καρφωµένο στις στρογγυλές κηλίδες από καφέ πάνω στο τραπεζοµάντιλο. Έγειρα πίσω στην καρέκλα µου και κοίταξα γύρω µου ανυπόµονα. «Ε...» «Ναι;» «Μπορώ να τη δω αργότερα;» «Ίσως», µου απάντησε χωρίς να γυρίσει προς το µέρος µου. Ρυθµικό χτύπηµα κουταλιού στο χείλος µπλε πορσελάνινης τσαγιέρας: ντιν ντιν ντιν. «Αν είναι ξύπνια. Πονάει πάρα πολύ, και το φάρµακο της φέρνει ύπνο». «Τι της συνέβη;» «Να...» Ο τόνος του ήταν ταυτόχρονα ζωηρός και µελαγχολικός, και τον αναγνώρισα αµέσως, αφού στον ίδιο ακριβώς τόνο απαντούσα κι εγώ στις ερωτήσεις για τη µητέρα µου. «Υπέστη ένα σοβαρό τραύµα στο κεφάλι, κρανιακό κάταγµα, και η αλήθεια είναι ότι βρισκόταν σε κώµα για ένα διάστηµα, ενώ το αριστερό της πόδι έσπασε σε τόσα κοµµάτια, που παραλίγο να το χάσει. “Έγινε µπίλιες”», πρόσθεσε, γελώντας χωρίς ίχνος ευθυµίας. «Έτσι είπε ο γιατρός όταν είδε την ακτινογραφία. Δώδεκα κατάγµατα. Πέντε χειρουργεία. Την περασµένη εβδοµάδα», συνέχισε µισογυρίζοντας προς το µέρος µου, «αφαίρεσαν τα καρφιά, και εκλιπαρούσε τόσο να γυρίσει στο σπίτι, ώστε της έδωσαν εξιτήριο. Υπό την προϋπόθεση να έρχεται νοσοκόµα µε µερική απασχόληση». «Έχει αρχίσει να περπατάει;» «Όχι βέβαια!» απάντησε, τραβώντας µια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του – κατά έναν περίεργο τρόπο, κατάφερνε να µαγειρεύει µε το ένα χέρι και να καπνίζει µε το άλλο, σαν κανένας καπετάνιος ρυµουλκού ή µάγειρας σε καταυλισµό υλοτόµων σε παλιά ταινία. «Ζήτηµα αν µπορεί να µείνει καθιστή για περισσότερο από µισή ώρα». «Αλλά θα γίνει καλά». «Αυτό ελπίζουµε τουλάχιστον», απάντησε, αν και ο τόνος του δεν ακουγόταν και τόσο αισιόδοξος. «Ξέρεις», είπε, ρίχνοντάς µου µια φευγαλέα µατιά πάνω από τον ώµο του, «αν ήσουν κι εσύ εκεί µέσα, είναι θαύµα που είσαι καλά». «Ναι, εντάξει». Ποτέ δεν ήξερα τι να απαντήσω όταν οι άνθρωποι σχολίαζαν –όπως έκαναν συχνά– πόσο «καλά» ήµουν. Ο Χόµπι ξερόβηξε και έσβησε το τσιγάρο του. «Μάλιστα». Είδα στην έκφρασή του ότι είχε καταλάβει πως µε είχε στενοχωρήσει και λυπόταν γι’ αυτό. «Να υποθέσω ότι µίλησαν µαζί σου; Οι ερευνητές;» Κάρφωσα το βλέµµα µου στο τραπεζοµάντιλο.
«Ναι». Διαισθανόµουν ότι όσο λιγότερα λέγονταν γι’ αυτό, τόσο το καλύτερο. «Λοιπόν, δεν ξέρω για σένα, αλλά εµένα µου φάνηκαν πολύ άξιοι, πολύ ενηµερωµένοι. Εκείνος ο Ιρλανδός ειδικά... Είχε δει πολλά παρόµοια περιστατικά, µου έλεγε για βόµβες σε βαλίτσες στην Αγγλία και στο αεροδρόµιο του Παρισιού, για µια έκρηξη σε ένα καφενείο σε δρόµο της Ταγγέρης – ξέρεις, δεκάδες νεκροί, και το άτοµο δίπλα ακριβώς στη βόµβα σώο και αβλαβές. Είπε ότι έχουν δει να συµβαίνουν µερικά πολύ περίεργα πράγµατα, ειδικά σε παλιότερα κτίρια. Περίκλειστοι χώροι, ανώµαλες επιφάνειες, ανακλαστικά υλικά – όλα εξαιρετικά απρόβλεπτα. Όπως ακριβώς και στην ακουστική, είπε. Τα ωστικά κύµατα διαδίδονται όπως τα ηχητικά, αναπηδούν και εξοστρακίζονται. Μερικές φορές έχεις σπασµένες τζαµαρίες χιλιόµετρα µακριά. Ή» –παραµερίζοντας τα µαλλιά από τα µάτια του µε την ανάστροφη του χεριού του– «κάποιες φορές δηµιουργείται ένα είδος προστατευτικού θύλακα κοντά στο σηµείο µηδέν. Πράγµατα πολύ κοντά στο σηµείο της έκρηξης µένουν άθικτα – όπως, ας πούµε, ένα ανέπαφο φλιτζάνι τσαγιού σε ένα εξοχικό που εξαΰλωσε ο IRA. Οι περισσότεροι άνθρωποι σκοτώνονται από τα θραύσµατα γυαλιού και τα συντρίµµια, ξέρεις, και µάλιστα συχνά σε µεγάλη ακτίνα. Ένα πετραδάκι ή ένα σπασµένο γυαλί µετατρέπεται σε σφαίρα όταν κινείται µε τέτοια ταχύτητα». Ακολούθησα το σχέδιο των λουλουδιών στο τραπεζοµάντιλο µε τον αντίχειρά µου. «Εγώ...» «Με συγχωρείς. Ίσως δε θα ’πρεπε να µιλάµε γι’ αυτό». «Όχι, όχι», έσπευσα να τον διαβεβαιώσω. Ήταν στ’ αλήθεια µεγάλη ανακούφιση να ακούω κάποιον να µιλάει ανοιχτά, και µάλιστα τεκµηριωµένα, γι’ αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι σκίζονταν να αποφύγουν. «Δεν είναι αυτό. Απλώς...» «Ναι;» «Αναρωτιόµουν: Εκείνη πώς βγήκε;» «Από καθαρή τύχη. Ήταν θαµµένη κάτω από πολλά χαλάσµατα – οι πυροσβέστες δε θα την είχαν βρει αν δεν τη µύριζε ένα από τα σκυλιά. Κατάφεραν να πλησιάσουν αρκετά, ανασήκωσαν µε µοχλό τη δοκό – και, ξέρεις, το εκπληκτικότερο είναι ότι εκείνη είχε πλήρη διαύγεια, τους µιλούσε όλη την ώρα, αν και η ίδια δε θυµάται τίποτα. Το θαύµα είναι ότι κατόρθωσαν να τη βγάλουν πριν δοθεί η διαταγή να εκκενωθεί το κτίριο. Πόση ώρα είπες ότι έµεινες αναίσθητος;» «Δε θυµάµαι». «Τέλος πάντων, ήσασταν τυχεροί. Αν είχαν υποχρεωθεί να αποχωρήσουν αφήνοντάς τη εκεί, εγκλωβισµένη, όπως και έγινε, φοβάµαι, σε κάποιες περιπτώσεις... Α, να µαστε», είπε όταν άρχισε να σφυρίζει η τσαγιέρα. Το πιάτο µε το φαγητό που έβαλε µπροστά µου δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό – µια κίτρινη µάζα πάνω σε φρυγανισµένο ψωµί. Αλλά µύριζε ωραία. Το δοκίµασα επιφυλακτικά. Ήταν λιωµένο τυρί µε ψιλοκοµµένη ντοµάτα, πιπέρι καγιέν και κάποια άλλα συστατικά που δεν αναγνώριζα, και ήταν πεντανόστιµο. «Συγνώµη, τι είναι αυτό;» ρώτησα, κόβοντας άλλη µια µπουκιά. Φάνηκε κάπως αµήχανος. «Εεε, η αλήθεια είναι ότι δεν έχει όνοµα». «Νόστιµο είναι», παρατήρησα, έκπληκτος µε το πόσο πεινούσα πραγµατικά. Κάποια χειµωνιάτικα βράδια Κυριακής η µητέρα µου έφτιαχνε φρυγανισµένο ψωµί µε λιωµένο τυρί, που το θύµιζε πολύ στη γεύση. «Σου αρέσει το τυρί; Ούτε που σκέφτηκα να σε ρωτήσω».
Έγνεψα καταφατικά, υπερβολικά µπουκωµένος για να επιχειρήσω να µιλήσω. Παρότι η κυρία Μπάρµπορ προσπαθούσε συνέχεια να µε δελεάσει µε παγωτά και γλυκά, είχα µια αλλόκοτη αίσθηση ότι δεν είχα φάει ένα κανονικό φαγητό από τότε που είχε πεθάνει η µητέρα µου – ή τουλάχιστον όχι το είδος των φαγητών που θεωρούσαµε εµείς κανονικά: λαχανικά στο γουόκ, αβγά τηγανητά ή µακαρόνια µε τυρί σε πακέτο, µ’ εµένα καθισµένο στη σκαλίτσα της κουζίνας, να της αφηγούµαι πώς είχα περάσει τη µέρα µου. Ενόσω έτρωγα, εκείνος καθόταν απέναντί µου στο τραπέζι µε το πιγούνι στηριγµένο στα µεγάλα κάτασπρα χέρια του. «Σε τι είσαι καλός, αλήθεια;» µε ρώτησε κάπως απρόσµενα. «Από σπορ πώς τα πας;» «Παρακαλώ;» «Ποια είναι τα ενδιαφέροντά σου; Σ’ αρέσουν τα παιχνίδια και τα σχετικά;» «Α... Τα βιντεοπαιχνίδια. Όπως το Age of Conquest... Το Yakuza...» Ήταν φανερό πως βρισκόταν σε σύγχυση. «Και στο σχολείο; Τα αγαπηµένα σου µαθήµατα;» «Η Ιστορία, νοµίζω. Και η Γλώσσα», πρόσθεσα όταν δεν υπήρξε αντίδραση. «Αλλά η Γλώσσα προβλέπεται πολύ βαρετή για τις επόµενες έξι εβδοµάδες: Σταµατήσαµε να µελετάµε λογοτεχνία και γυρίσαµε στο βιβλίο γραµµατικής. Τώρα κάνουµε συντακτική ανάλυση προτάσεων». «Λογοτεχνία είπες; Αγγλική ή αµερικανική;» «Αµερικανική. Για την ώρα. Μέχρι τώρα, δηλαδή. Και Αµερικανική Ιστορία, φέτος. Αν και έγινε κι αυτή πολύ βαρετή τελευταία. Είµαστε στα τελευταία χρόνια του Κραχ, αλλά θα ξαναγίνει ενδιαφέρουσα όταν φτάσουµε στο Βʹ Παγκόσµιο». Ήταν η πιο απολαυστική κουβέντα που είχα εδώ και καιρό. Μου έκανε ένα σωρό ενδιαφέρουσες ερωτήσεις, όπως τι είχα διαβάσει από λογοτεχνία και σε τι διέφερε, κατά τη γνώµη µου, το γυµνάσιο από το δηµοτικό· ποιο µάθηµα µε δυσκόλευε περισσότερο (τα Ισπανικά) και ποια ήταν η αγαπηµένη µου περίοδος στην Ιστορία (δεν ήµουν σίγουρος, µάλλον όποια δεν είχε να κάνει µε τον Γιουτζίν Ντεµπς και την ιστορία του εργατικού κινήµατος, στα οποία είχαµε αφιερώσει ήδη υπερβολικά πολύ χρόνο) και τι ήθελα να γίνω όταν µεγαλώσω (δεν είχα ιδέα). Συνηθισµένα πράγµατα δηλαδή, αλλά, όπως και να είχε, ήταν αναζωογονητικό να κουβεντιάζω µε έναν ενήλικα που φαινόταν να ενδιαφέρεται για µένα πέρα από την κακοτυχία µου, χωρίς να προσπαθεί να αποσπάσει πληροφορίες ή να αραδιάζει ατάκες από τη λίστα µε Αυτά που Πρέπει να Πεις σε ένα Διαταραγµένο Παιδί. H κουβέντα περί συγγραφέων µάς είχε ξεσηκώσει – από τον Τ. Χ. Γουάιτ και τον Τόλκιν µέχρι τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, άλλον έναν αγαπηµένο µου. «Ο µπαµπάς µου θεωρεί τον Πόε δευτεροκλασάτο συγγραφέα», είπα. «Κάτι σαν τον Βίνσεντ Πράις των αµερικανικών γραµµάτων. Αλλά νοµίζω ότι τον αδικεί». «Και πολύ, κατά τη γνώµη µου», συµφώνησε ο Χόµπι µε σοβαρό ύφος, σερβίροντας τσάι για τον εαυτό του. «Ακόµα και να µη σου αρέσει ο Πόε, ήταν εκείνος που επινόησε το αστυνοµικό µυθιστόρηµα. Και την επιστηµονική φαντασία. Ουσιαστικά, θεµελίωσε ένα τεράστιο κοµµάτι της λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Θέλω να πω, εντάξει, κι εµένα δε µ’ αρέσει πια όσο όταν ήµουν µικρός, αλλά, και πάλι, δεν µπορείς να τον απορρίψεις ως λοξό». «Ο µπαµπάς µου το έκανε, πάντως. Συνήθιζε να περιφέρεται απαγγέλλοντας αποσπάσµατα από το “Άναµπελ Λι” µε ηλίθια φωνή για να µε νευριάσει. Επειδή ήξερε ότι µου άρεσε πολύ αυτό το ποίηµα». «Δηλαδή, ο πατέρας σου είναι συγγραφέας».
«Όχι». Δεν ήξερα από πού το έβγαλε αυτό το συµπέρασµα. «Ηθοποιός είναι. Ή ήταν». Πριν γεννηθώ, είχε εµφανιστεί σε ρόλους γκεστ σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές, όπου δεν ήταν ποτέ ο πρωταγωνιστής, αλλά ο ξιπασµένος πλεϊµπόι φίλος ή ο διεφθαρµένος συνεταίρος του πρωταγωνιστή που στο τέλος τρώει το κεφάλι του. «Μπορεί να τον έχω ακουστά;» «Όχι. Τώρα δουλεύει σε γραφείο. Ή δούλευε». «Και τι κάνει τώρα, λοιπόν;» µε ρώτησε. Είχε περάσει το δαχτυλίδι στο µικρό του δάχτυλο και κάθε τόσο το στριφογύριζε µε τον αντίχειρα και το δείκτη του άλλου χεριού, σάµπως για να σιγουρευτεί ότι ήταν στη θέση του. «Ποιος ξέρει; Μας παράτησε». Για µεγάλη µου έκπληξη, έβαλε τα γέλια. «Στα τσακίδια!» «Ναι, τέλος πάντων» –ανασήκωσα τους ώµους– «δεν ξέρω. Ήταν εντάξει κάποιες φορές. Βλέπαµε αθλητικά και αστυνοµικές σειρές και µου εξηγούσε πώς έστηναν τα οπτικά εφέ µε τα αίµατα κι αυτά. Μα είναι ότι... δεν ξέρω. Κάποιες φορές ήταν µεθυσµένος όταν ερχόταν να µε πάρει από το σχολείο...» Ήταν ένα θέµα που δεν είχα θίξει ποτέ µε τον Ντέιβ τον Τρελογιατρό ή την κυρία Σουάνσον ή οποιονδήποτε άλλον. «Φοβόµουν να το πω στη µητέρα µου, αλλά της το σφύριξε µια άλλη µαµά. Και µετά...» Ήταν µεγάλη ιστορία, και µου προκαλούσε τόση αµηχανία, που ήθελα να τη συντοµεύσω όσο γινόταν. «Έσπασε το χέρι του σε ένα µπαρ, πιάστηκε στα χέρια µε κάποιον σε ένα µπαρ, δηλαδή υπήρχε εκείνο το µπαρ που του άρεσε να πηγαίνει κάθε µέρα, µόνο που εµείς δεν το ξέραµε, γιατί έλεγε ότι δούλευε µέχρι αργά, και είχε ένα σωρό φίλους που εµείς δεν είχαµε γνωρίσει ποτέ, και του έστελναν κάρτες όταν πήγαιναν διακοπές σε µέρη όπως οι Παρθένοι Νήσοι... Στη διεύθυνση του σπιτιού µας... Κι έτσι µάθαµε τι γινόταν, δηλαδή. Και η µητέρα µου προσπάθησε να τον πείσει να πάει στους Ανώνυµους Αλκοολικούς, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος. Μερικές φορές οι θυρωροί ανέβαιναν και στέκονταν στο διάδροµο έξω από το διαµέρισµά µας και έκαναν πολλή φασαρία για να τους ακούσει – για να ξέρει ότι ήταν εκεί, καταλάβατε; Για να µην ξεφύγει πολύ». «Να µην ξεφύγει πολύ;» «Ε, είχαµε φωνές και τέτοια. Πιο πολύ από εκείνον, δηλαδή. Όµως» –συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι είχα αποκαλύψει περισσότερα απ’ όσα είχα σκοπό– «συνήθως έκανε απλώς πολύ σαµατά. Όπως... εεε, δεν ξέρω... όπως όταν έπρεπε να µείνει µαζί µου επειδή εκείνη έπρεπε να πάει στη δουλειά. Ήταν πάντα πολύ κακόκεφος. Δεν έπρεπε να βγάλω άχνα όσο παρακολουθούσε τις ειδήσεις ή τα αθλητικά, αυτός ήταν ο κανόνας. Θέλω να πω...» Σώπασα, καταστενοχωρηµένος που το µεγάλο στόµα µου µε είχε φέρει σε αυτή τη δύσκολη θέση. «Τέλος πάντων. Όλα αυτά συνέβαιναν πολύ καιρό πριν». Εκείνος έγειρε πίσω στην καρέκλα του και µε κοίταξε: ένας µεγαλόσωµος, αυτάρκης, επιφυλακτικός άντρας, αν και τα γαλανά µάτια του είχαν µια ανήσυχη αγορίστικη λάµψη. «Και τώρα;» µε ρώτησε. «Είναι συµπαθητικοί οι άνθρωποι µε τους οποίους µένεις;» «Εεε...» Έκανα µια παύση µε το στόµα γεµάτο, µην ξέροντας πώς να περιγράψω τους Μπάρµπορ. «Καλοί είναι, υποθέτω». «Χαίροµαι. Θέλω να πω, δεν µπορώ να πω ότι γνωρίζω τη Σαµάνθα Μπάρµπορ, αν και έκανα κάποιες δουλειές µε την οικογένειά της στο παρελθόν. Έχει καλό µάτι». Σταµάτησα να τρώω. «Γνωρίζετε τους Μπάρµπορ;» «Όχι αυτόν. Τη σύζυγο. Αν και η µητέρα του ήταν σπουδαία συλλέκτρια – υποθέτω όµως ότι
πέρασαν όλα στον αδερφό εξαιτίας κάποιας οικογενειακής διένεξης. Ο Γουέλτι θα µπορούσε να σου πει περισσότερα σχετικά. Όχι πως ήταν κουτσοµπόλης», πρόσθεσε βιαστικά. «Ο Γουέλτι ήταν πολύ διακριτικός, εχέµυθος όσο δεν πάει, αλλά οι άνθρωποι του άνοιγαν την καρδιά τους, ήταν τέτοιος τύπος, ξέρεις. Άγνωστοι του εκµυστηρεύονταν τα µυστικά τους: πελάτες, άνθρωποι που µόλις γνώριζε, του έλεγαν τα βάσανά τους, τον πιο κρυφό πόνο τους. »Αλλά... ναι» –σταύρωσε τα χέρια του– «κάθε έµπορος έργων τέχνης και αντικέρ της Νέας Υόρκης γνωρίζει τη Σαµάνθα Μπάρµπορ. Ήταν µια Φαν ντερ Πλέιν πριν παντρευτεί. Δεν έκανε σπουδαίες αγορές, αν και ο Γουέλτι την έβλεπε κάπου κάπου σε δηµοπρασίες, και σίγουρα έχει κάποια όµορφα κοµµάτια». «Ποιος σας είπε ότι µένω µε τους Μπάρµπορ;» Ανοιγόκλεισε τα µάτια απορηµένος. «Ήταν στην εφηµερίδα», απάντησε. «Εσύ δεν το είδες;» «Στην εφηµερίδα;» «Στους Times. Δεν το διάβασες; Όχι;» «Έγραφε η εφηµερίδα κάτι για µένα;» «Όχι, όχι», βιάστηκε να διορθώσει. «Όχι για σένα. Για τα παιδιά που είχαν χάσει µέλη της οικογένειάς τους στο µουσείο. Τα περισσότερα ήταν τουρίστες. Υπήρχε ένα κοριτσάκι... µωρό, στην ουσία... κόρη διπλωµάτη από τη Νότια Αµερική...» «Τι έλεγαν για µένα στην εφηµερίδα;» Έκανε ένα µορφασµό. «Ω, για τα δεινά ενός ορφανού... Γνωστή για το φιλανθρωπικό της έργο κοσµική κυρία αναλαµβάνει δράση... τέτοια πράγµατα. Μπορείς να φανταστείς». Στύλωσα το βλέµµα στο πιάτο µου, κυριευµένος από πρωτόγνωρη ντροπή. Ορφανό; Φιλανθρωπία; «Ήταν ένα πολύ ωραίο άρθρο. Απ’ ό,τι κατάλαβα, προστάτευες έναν από τους γιους της από τους τραµπούκους», πρόσθεσε χαµηλώνοντας το λιονταρίσιο γκρίζο κεφάλι του για να µπει στο οπτικό µου πεδίο. «Στο σχολείο... Εκείνο το άλλο χαρισµατικό αγόρι που πηδήξατε τάξη µαζί...» Τίναξα το κεφάλι ξαφνιασµένος. «Παρακαλώ;» «Το γιο τής Σαµάνθα... Τον οποίο υπερασπιζόσουν απέναντι σε µια οµάδα µεγαλύτερων αγοριών στο σχολείο... Βγαίνοντας µπροστά και τρώγοντας εσύ το ξύλο στη θέση του και τα λοιπά...» Κούνησα πάλι το κεφάλι, σε πλήρη σύγχυση. Έβαλε τα γέλια. «Τόση µετριοφροσύνη! Δεν έχεις κανένα λόγο να ντρέπεσαι». «Μα... δεν ήταν καθόλου έτσι», είπα σαστισµένος. «Και τους δυο µάς πείραζαν και µας ξυλοφόρτωναν. Κάθε µέρα». «Αυτό έλεγε και το άρθρο. Γεγονός που καθιστά ακόµα πιο αξιοθαύµαστο το ότι όρθωσες το ανάστηµά σου και τον υπερασπίστηκες. Μα... µε σπασµένο µπουκάλι;» συµπλήρωσε βλέποντας ότι δεν υπήρχε καµία αντίδραση από µένα. «Κάποιος επιχείρησε να χαράξει το γιο τής Σαµάνθα Μπάρµπορ µε σπασµένο µπουκάλι κι εσύ...» «Α, αυτό», είπα κοκκινίζοντας. «Δεν ήταν τίποτα». «Αφού κόπηκες εσύ στην προσπάθειά σου να τον βοηθήσεις». «Δεν έγιναν έτσι τα πράγµατα! Ο Κάβανο ρίχτηκε και στους δυο µας! Υπήρχε ένα κοµµάτι
σπασµένο γυαλί στο πεζοδρόµιο». Γέλασε πάλι – το γέλιο ενός γίγαντα, τραχύ και πλούσιο, σε πλήρη αντίθεση µε τον καλλιεργηµένο τόνο της φωνής του. «Τέλος πάντων», είπε, «όπως κι αν έγινε, τελικά βρέθηκες στους κόλπους µιας ενδιαφέρουσας οικογένειας». Σηκώθηκε και πήγε στο ντουλάπι, από όπου έβγαλε ένα µπουκάλι ουίσκι και σερβίρισε ένα δυο δάχτυλα σε ένα όχι και τόσο καθαρό ποτήρι. «Η Σαµάνθα Μπάρµπορ δε φαίνεται να διαθέτει την πιο στοργική και φιλόξενη αγκαλιά – τουλάχιστον δε δίνει αυτή την εντύπωση–, ωστόσο προσφέρει πραγµατικά στον κόσµο µε τα φιλανθρωπικά ιδρύµατα που στηρίζει και τους εράνους που διοργανώνει, έτσι δεν είναι;» Έµεινα αµίλητος παρακολουθώντας τον να επιστρέφει το µπουκάλι στη θέση του. Το φως που διαχεόταν από το φεγγίτη της οροφής είχε µια ιριδίζουσα γκρίζα ποιότητα. Ένα λεπτό ψιλόβροχο ράντιζε τους υαλοπίνακες. «Θα ανοίξετε πάλι το µαγαζί;» ρώτησα. «Να σου πω...» Αναστέναξε. «Ο Γουέλτι χειριζόταν ό,τι αφορούσε τη λειτουργία του: τους πελάτες, τις πωλήσεις. Εγώ... εγώ είµαι επιπλοποιός, όχι επιχειρηµατίας. Brocanteur, bricoleur[1]. Σπανίως ανέβαινα εκεί πάνω – εγώ δουλεύω πάντα στο υπόγειο, τρίβοντας µε γυαλόχαρτο και λουστράροντας. Και τώρα έφυγε, και όλα είναι πολύ πρόσφατα. Τηλεφωνούν άνθρωποι για πράγµατα που πουλούσε, έρχονται παραγγελίες που δεν ήξερα καν ότι περίµενε, δεν ξέρω πού βρίσκεται όλο το χαρτοµάνι, δεν ξέρω για ποιον προορίζεται καθένα από αυτά... Υπάρχουν ένα εκατοµµύρια πράγµατα που θα ήθελα να τον ρωτήσω, θα έδινα τα πάντα για να µπορούσα να του µιλήσω για πέντε λεπτά. Ιδιαίτερα... ιδιαίτερα αναφορικά µε την Πίππα. Την ιατρική της φροντίδα και... τέλος πάντων». «Σωστά», µουρµούρισα ξεψυχισµένα. Οδεύαµε ολοταχώς προς το κακοτράχαλο έδαφος της κηδείας της µητέρας µου, παρατεταµένες σιωπές, άστοχα χαµόγελα, ένας τόπος όπου οι λέξεις ήταν άχρηστες. «Ήταν ωραίος άνθρωπος. Δεν υπάρχουν πολλοί σαν εκείνον. Πράος, γοητευτικός. Οι άλλοι πάντα τον λυπούνταν λόγω της πλάτης του, κι όµως ποτέ στη ζωή µου δε συνάντησα άνθρωπο µε τόσο έµφυτη τάση για ευτυχία... Και, βέβαια, οι πελάτες τον λάτρευαν. Εξωστρεφής, τροµερά κοινωνικός, πάντα... “Δε θα έρθει ο κόσµος σ’ εµένα”, συνήθιζε να λέει, “άρα πρέπει να πάω εγώ σ’ αυτόν”...» Τον διέκοψε ο ξαφνικός ήχος από το iPhone του Άντι: Εισερχόµενο µήνυµα. Ο Χόµπι, µε το ποτήρι στα µισά της απόστασης προς το στόµα του, τινάχτηκε κατατροµαγµένος. «Τι ήταν αυτό;» «Μισό λεπτό», είπα ψαχουλεύοντας στην τσέπη µου. Το µήνυµα ήταν από τον Φιλ Λέφκοου, συµµαθητή του Άντι στο µάθηµα των Ιαπωνικών: Γεια, Θίο, εδώ Άντι, όλα καλά;
Απενεργοποίησα το τηλέφωνο βιαστικά και το ξανάχωσα στην τσέπη µου. «Συγνώµη», απολογήθηκα. «Τι λέγατε;» «Ξεχνάω». Έµεινε µε το βλέµµα στυλωµένο στο κενό για µερικές στιγµές και µετά κούνησε το κεφάλι του. «Δεν περίµενα ότι θα το ξανάβλεπα ποτέ αυτό», είπε χαµηλώνοντας το βλέµµα στο δαχτυλίδι. «Είναι τόσο χαρακτηριστικό του το να σου ζητήσει να το φέρεις εδώ, να µου το βάλεις στο χέρι... Εγώ... Λοιπόν, δεν είπα τίποτα, αλλά το θεώρησα δεδοµένο ότι κάποιος το
είχε τσεπώσει στο νεκροτοµείο». Για άλλη µια φορά ακούστηκε ο εκνευριστικός, διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου. «Χριστέ µου, συγνώµη!» έκρωξα, βγάζοντάς το ενοχληµένος. Το µήνυµα του Άντι έλεγε: Θέλω µόνο να βεβαιωθώ ότι δε σε σφάζουν εκεί πέρα!!!
«Συγνώµη», επανέλαβα, κρατώντας πατηµένο για ώρα το κουµπί της απενεργοποίησης για να είµαι σίγουρος, «αυτή τη φορά έκλεισε στ’ αλήθεια». Αλλά εκείνος αρκέστηκε σε ένα χαµόγελο και βύθισε το βλέµµα στο ποτήρι του. Η βροχή κροτάλιζε υπόκωφα και κυλούσε στο φεγγίτη, ρίχνοντας ρευστές σκιές στον τοίχο. Υπερβολικά ντροπαλός για να µιλήσω, περίµενα να συνεχίσει από το σηµείο όπου είχε σταµατήσει – κι όταν δεν το έκανε, καθίσαµε ήσυχα εκεί, µ’ εµένα να ρουφάω το χλιαρό πια τσάι µου (Lapsang Souchong, µε ελαφρώς περίεργη, καπνιστή γεύση) και να στοχάζοµαι το παράδοξο της ζωής µου και του µέρους όπου µε είχε οδηγήσει. Τελικά, έσπρωξα το πιάτο µου στην άκρη. «Ευχαριστώ», είπα, όπως όφειλα, περιφέροντας το βλέµµα στο δωµάτιο γύρω µου, «ήταν στ’ αλήθεια πολύ καλό» – µου είχε γίνει συνήθεια τον τελευταίο καιρό να µιλάω όπως θα ήθελε η µητέρα µου, για την περίπτωση που εκείνη µε άκουγε από κάπου. «Ω, τι ευγενικός νέος!» είπε γελώντας µαζί µου, όχι κοροϊδευτικά, αλλά µε ένα φιλικό, καλοπροαίρετο τρόπο. «Σου αρέσει;» «Τι πράγµα;» «Η Κιβωτός µου». Έδειξε τον µπουφέ µε ένα νεύµα. «Μου φάνηκε ότι αυτήν κοίταζες». Τα φθαρµένα ξύλινα ζώα (ελέφαντες, τίγρεις, βόδια, ζέβρες, φτάνοντας µέχρι ένα µικροσκοπικό ζευγάρι ποντικών) στέκονταν υποµονετικά στην ουρά για επιβίβαση. «Δική της είναι;» ρώτησα έπειτα από µια παύση γεµάτη θαυµασµό, γιατί τα ζώα ήταν στηµένα µε τόση φροντίδα (τα µεγάλα αιλουροειδή παντελώς αδιάφορα το ένα για το άλλο, το αρσενικό παγόνι να αγνοεί το θηλυκό του ταίρι για να θαυµάσει το είδωλό του στην τοστιέρα), ώστε µπορούσα να τη φανταστώ να περνάει ώρες τακτοποιώντας τα εκεί µέχρι να πετύχει την τέλεια θέση. «Όχι». Έπλεξε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι. «Είναι από τις πρώτες αντίκες που αγόρασα, τριάντα χρόνια πριν. Σε ένα παζάρι αµερικανικής λαϊκής τέχνης. Δεν είµαι από τους λάτρεις της λαϊκής τέχνης, ούτε υπήρξα ποτέ. Αυτό το κοµµάτι, που δεν είναι καν πρώτης ποιότητας, δεν ταιριάζει µε τίποτα άλλο απ’ όσα έχω στην κατοχή µου – αλλά µήπως δεν είναι πάντα το άστοχο, το παράταιρο, που γίνεται, παραδόξως, το πιο αγαπηµένο;» Αναδεύτηκα στην καρέκλα µου, ανίκανος να σταµατήσω να κουνάω τα πόδια µου. «Θα µπορούσα να τη δω τώρα;» «Αν είναι ξύπνια» –σούφρωσε τα χείλη του– «δε βλέπω σε τι θα πείραζε. Αλλά έχε το νου σου, για ένα λεπτό µόνο». Όταν σηκώθηκε, ένιωσα για άλλη µια φορά καθηλωµένος από τον όγκο και το ύψος του, παρά τους κυρτούς του ώµους. «Σε προειδοποιώ όµως, είναι µπερδεµένη. Α!» Σταµάτησε στην πόρτα και στράφηκε να µε αντικρίσει. «Θα ήταν καλύτερα να µην αναφέρεις τον Γουέλτι, αν έχεις την καλοσύνη». «Δεν το ξέρει;» «Ω, ναι», απάντησε εµφατικά, «και βέβαια το ξέρει, αλλά κάποιες φορές ταράζεται σαν να το ακούει για πρώτη φορά. Ρωτάει πότε έγινε και γιατί δεν της το είπε κανείς».
[1] Παλαιοπώλης (ίσως εδώ περισσότερο µε την έννοια του παλιατζή), τεχνίτης (γαλλικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.)
ii.
ΟΤΑΝ ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, τα παντζούρια ήταν κλειστά, και τα µάτια µου χρειάστηκαν λίγη ώρα για να προσαρµοστούν στο σκοτάδι, ένα σκοτάδι που µύριζε κολόνια, ευωδιαστό, µε µια ανεπαίσθητη, υφέρπουσα οσµή αρρώστιας και φαρµάκων. Πάνω από το κρεβάτι κρεµόταν µια κορνιζαρισµένη αφίσα από την ταινία Ο Μάγος του Οζ. Ένα αρωµατικό κερί στάλαζε αργά µέσα σε ένα κόκκινο ποτήρι, ανάµεσα σε µπιχλιµπίδια και ροζάρια, παρτιτούρες, λουλούδια από λεπτό χαρτί και παλιές κάρτες Αγίου Βαλεντίνου, καθώς και εκατοντάδες κάρτες µε ευχές για γρήγορη ανάρρωση, περασµένες σε κορδέλες και κρεµασµένες σαν γιρλάντες, και ένα µάτσο ασηµένια µπαλόνια που αιωρούνταν δυσοίωνα στο ταβάνι, µε τις µεταλιζέ κορδέλες τους να θυµίζουν πλοκάµια µέδουσας. «Πιπ, έχεις έναν επισκέπτη», είπε ο Χόµπι µε δυνατή, χαρωπή φωνή. Είδα τα σκεπάσµατα να αναδεύονται. Ένας αγκώνας εµφανίστηκε. «Μµµ;» έκανε µια φωνή νυσταγµένα. «Είναι τόσο σκοτεινά εδώ, αγάπη µου. Θα µ’ αφήσεις να ανοίξω τις κουρτίνες;» «Μη, σε παρακαλώ, όχι, το φως κάνει τα µάτια µου να πονάνε». Ήταν πιο µικροκαµωµένη απ’ ό,τι θυµόµουν και το πρόσωπό της –µια θολούρα στο σκοτάδι– ήταν κάτασπρο. Κεφάλι ξυρισµένο, εκτός από µία και µοναδική τούφα µπροστά. Πηγαίνοντας πιο κοντά, κάπως φοβισµένα, είδα µια µεταλλική αντανάκλαση στον κρόταφό της – κάποια µπαρέτα ή κοκαλάκι, υπέθεσα, πριν διακρίνω τα ατσάλινα χειρουργικά ελάσµατα που σχηµάτιζαν µια φρικτή σπείρα πάνω από το ένα αφτί της. «Σας άκουσα στο διάδροµο», είπε µε σιγανή, βραχνή φωνή, στρέφοντας το βλέµµα της από µένα στον Χόµπι. «Τι άκουσες, περιστεράκι µου;» τη ρώτησε εκείνος. «Σας άκουσα να µιλάτε. Κι ο Κόσµο σάς άκουσε». Στην αρχή δεν έβλεπα το σκυλί, αλλά εκείνη τη στιγµή το είδα: ένα γκρίζο τεριέ κουλουριασµένο δίπλα της, ανάµεσα στα µαξιλάρια και στα λούτρινα ζωάκια. Όταν σήκωσε το κεφάλι του, κατάλαβα από το γκριζαρισµένο µουσούδι και τα θολά από τον καταρράκτη µάτια του ότι ήταν γέρικο. «Νόµιζα ότι κοιµόσουν, περιστεράκι µου», είπε ο Χόµπι, απλώνοντας το χέρι για να ξύσει τη µουσούδα του σκύλου. «Πάντα έτσι λες, αλλά είµαι πάντα ξύπνια. Γεια», είπε στρέφοντας το βλέµµα σ’ εµένα. «Γεια σου». «Ποιος είσαι;» «Με λένε Θίο». «Ποια είναι η αγαπηµένη σου µουσική;» «Δεν ξέρω», αποκρίθηκα, και µετά, για να µη φανώ εντελώς ηλίθιος, είπα: «Ο Μπετόβεν». «Τέλεια. Φαίνεσαι τύπος που θα του άρεσε ο Μπετόβεν». «Αλήθεια;» ρώτησα µε κοµµένα φτερά. «Με την καλή έννοια το λέω. Εγώ δεν µπορώ ν’ ακούω µουσική. Εξαιτίας του κεφαλιού µου.
Είναι απαίσιο. Όχι», είπε στον Χόµπι, που µάζευε βιβλία και ρολά επίδεσµου και πακέτα χαρτοµάντιλα από την καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, «ας καθίσει εδώ. Μπορείς να καθίσεις εδώ», µου είπε, µετακινούµενη λίγο πιο εκεί στο κρεβάτι για να µου κάνει χώρο. Αφού έριξα µια φευγαλέα µατιά στον Χόµπι για να βεβαιωθώ ότι ήταν εντάξει, κάθισα επιφυλακτικά, στον ένα γοφό, προσέχοντας να µην ενοχλήσω το σκύλο, που σήκωσε το κεφάλι του και µε αγριοκοίταξε. «Μην ανησυχείς, δε δαγκώνει. Ή µάλλον, για να είµαι ειλικρινής, το κάνει µερικές φορές». Με κοίταξε µε νυσταγµένα µάτια. «Σε ξέρω». «Με θυµάσαι;» «Είµαστε φίλοι;» «Ναι», απάντησα χωρίς να το σκεφτώ. Έριξα άλλη µια µατιά στον Χόµπι, ντροπιασµένος για το ψέµα µου. «Ξεχνάω τ’ όνοµά σου, µε συγχωρείς. Αλλά θυµάµαι το πρόσωπό σου». Χαϊδεύοντας το κεφάλι του σκύλου, συνέχισε: «Όταν γύρισα στο σπίτι, δε θυµόµουν το δωµάτιό µου. Θυµόµουν το κρεβάτι και τα πράγµατά µου, αλλά το δωµάτιο ήταν αλλιώτικο». Τώρα που τα µάτια µου είχαν προσαρµοστεί στο σκοτάδι, έβλεπα την αναπηρική καρέκλα στη γωνία, τα µπουκαλάκια µε τα φάρµακα στο τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι της. «Ποια κοµµάτια του Μπετόβεν σου αρέσουν;» «Ε...» Τα µάτια µου ήταν καρφωµένα στο µπράτσο της, αφηµένο χαλαρά πάνω από τα σκεπάσµατα, στο τρυφερό δέρµα στην εσωτερική πλευρά και στο τσιρότο στην εσοχή του αγκώνα της. Εκείνη προσπαθούσε τώρα να ανακαθίσει στο κρεβάτι, κοιτάζοντας τον Χόµπι πίσω µου, που στεκόταν κόντρα στο φωτεινό άνοιγµα της πόρτας. «Δεν κάνει να µιλάω πολύ, ε;» ζήτησε να µάθει. «Σωστά, περιστεράκι». «Δε νοµίζω ότι νιώθω πολύ κουρασµένη, αλλά, πάλι, δεν ξέρω. Εσύ αισθάνεσαι ποτέ κούραση κατά τη διάρκεια της µέρας;» µε ρώτησε. «Μερικές φορές». Μετά το θάνατο της µητέρας µου είχα µια τάση να αποκοιµιέµαι µέσα στην τάξη και να πέφτω ξερός στο δωµάτιο του Άντι µετά το σχολείο. «Αλλά δε µου συνέβαινε ποτέ παλιά». «Κι εγώ το ίδιο. Τελευταία νυστάζω συνέχεια. Γιατί άραγε; Μου φαίνεται τόσο βαρετό». Ο Χόµπι, πρόσεξα ρίχνοντας µια κλεφτή µατιά στο άνοιγµα της πόρτας, είχε αποσυρθεί για λίγο. Αν και δεν ήταν καθόλου του χαρακτήρα µου, για κάποιον ανεξήγητο λόγο λαχταρούσα να της πιάσω το χέρι, και, τώρα που είχαµε µείνει µόνοι, το έκανα. «Δε σε πειράζει, ε;» τη ρώτησα. Όλα φαίνονταν να έχουν επιβραδυνθεί, σαν να σάλευα βαθιά µέσα στο νερό. Ήταν πολύ παράξενη αίσθηση να κρατάω το χέρι κάποιου, το χέρι ενός κοριτσιού, αλλά το ένιωθα και απόλυτα φυσιολογικό συνάµα. Δεν είχα ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο στο παρελθόν. «Καθόλου. Μάλλον µου αρέσει». Και τότε, ύστερα από µια σύντοµη παύση, στη διάρκεια της οποίας µπορούσα να ακούσω καθαρά το ροχαλητό του µικρού τεριέ, µου είπε: «Δε θα σε πείραζε να κλείσω τα µάτια µου για λίγο, ε;» «Όχι», απάντησα, περνώντας απαλά τον αντίχειρά µου πάνω από τους κόµπους των δαχτύλων της, νιώθοντας τα κόκαλά της. «Είναι αγένεια, το ξέρω, αλλά δεν µπορώ να τα κρατήσω ανοιχτά». Χαµήλωσα το βλέµµα µου στα βαριά βλέφαρα και στα σκασµένα χείλη της – ωχρότητα και
µώλωπες, η άσχηµη µεταλλική δίεση πάνω από το αφτί της. Ο αλλόκοτος συνδυασµός αυτών που ήταν συναρπαστικά πάνω της και αυτών που δεν έπρεπε καν να υπάρχουν µου δηµιουργούσε µια κατάσταση πλήρους σύγχυσης. Έριξα µια ένοχη µατιά πίσω µου και είδα τον Χόµπι να στέκεται στο κατώφλι. Βγήκα στο διάδροµο στις µύτες των ποδιών και έκλεισα αθόρυβα την πόρτα πίσω µου, ευγνώµων για τη σκοτεινιά του χώρου. Επιστρέψαµε µαζί στο σαλόνι. «Πώς σου φαίνεται;» µε ρώτησε, µιλώντας τόσο σιγανά, ώστε µόλις που τον άκουσα. Τι θα µπορούσα να απαντήσω σ’ αυτό; «Καλά, υποθέτω». «Δεν είναι ο εαυτός της». Έκανε µια παύση, ανίκανος να κρύψει τη δυστυχία του, µε τα χέρια χωµένα βαθιά στις τσέπες της ρόµπας του. «Θέλω να πω, είναι και δεν είναι. Δεν αναγνωρίζει πολλούς ανθρώπους που της ήταν πολύ οικείοι, τους µιλάει τυπικά, κι ωστόσο κάποιες φορές είναι πολύ ανοιχτή µε ξένους, οµιλητική κι εγκάρδια. Μιλάµε για ανθρώπους που µπορεί να µην έχει ξαναδεί στη ζωή της, κι όµως τους φέρεται σαν να είναι παλιοί φίλοι. Είναι πολύ σύνηθες, µου λένε». «Γιατί δεν κάνει ν’ ακούει µουσική;» Ύψωσε το ένα φρύδι. «Ω, ακούει, µερικές φορές. Όµως υπάρχουν στιγµές, ειδικά προς το τέλος της µέρας, που η µουσική την αναστατώνει – νοµίζει ότι πρέπει να µελετήσει, να ετοιµάσει κάποιο κοµµάτι για το σχολείο, και αγχώνεται υπερβολικά. Είναι πολύ δύσκολο... Το να παίξει σε ερασιτεχνικό επίπεδο, αυτό θα ήταν απολύτως εφικτό κάποια µέρα, ή τουλάχιστον έτσι µου λένε...» Ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι, κάνοντάς µας να τιναχτούµε αλαφιασµένοι. «Α», έκανε λυπηµένα ο Χόµπι, ρίχνοντας µια κλεφτή µατιά σε ένα εκπληκτικά όµορφο παλιό ρολόι χειρός, «αυτή πρέπει να είναι η νοσοκόµα της». Κοιταχτήκαµε. Δεν είχαµε τελειώσει την κουβέντα µας, είχαµε τόσα πολλά ακόµα να πούµε. Το κουδούνι χτύπησε ξανά. Στην άλλη άκρη του διαδρόµου το σκυλί άρχισε να γαβγίζει. «Ήρθε νωρίτερα», εξήγησε ο Χόµπι, πηγαίνοντας φουριόζικα προς την πόρτα µε µια απελπισµένη έκφραση στο πρόσωπό του. «Μπορώ να ξανάρθω; Να τη δω;» Κοντοστάθηκε. Η σοκαρισµένη έκφρασή του έδειχνε ότι δεν έπρεπε καν να το ρωτάω. «Μα και βέβαια µπορείς να ξανάρθεις», είπε. «Σε παρακαλώ να ξανάρθεις...» Το κουδούνι, για τρίτη φορά. «Όποτε θες», συµπλήρωσε ο Χόµπι. «Σε παρακαλώ. Θα είναι πάντα χαρά µας να σε βλέπουµε».
iii.
«ΛΟΙΠΟΝ, ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΕΚΕΙ ΠΕΡΑ;» ρώτησε ο Άντι ενόσω ντυνόµασταν για το δείπνο. «Ήταν αλλόκοτα;» Ο Πλατ είχε φύγει για να προλάβει το τρένο της επιστροφής στο σχολείο του. Η κυρία Μπάρµπορ είχε δείπνο µε το διοικητικό συµβούλιο κάποιου φιλανθρωπικού ιδρύµατος. Και ο κύριος Μπάρµπορ θα πήγαινε εµάς τους υπόλοιπους για φαγητό στον Ιστιοπλοϊκό Όµιλο (όπου πηγαίναµε µόνο τα βράδια που η κυρία Μπάρµπορ είχε κάτι άλλο να κάνει). «Ο τύπος ήξερε τη µητέρα σου». Καθώς έδενε τη γραβάτα του, ο Άντι έκανε µια εύγλωττη γκριµάτσα: Μήπως υπήρχε και κανείς που δεν ήξερε τη µητέρα του; «Ήταν λίγο παράξενα», συνέχισα. «Αλλά έκανα καλά που πήγα. Ορίστε», είπα ψαχουλεύοντας στην τσέπη του σακακιού µου, «σ’ ευχαριστώ για το τηλέφωνο». Ο Άντι το έλεγξε για µηνύµατα και µετά το απενεργοποίησε και το έριξε στη δική του τσέπη. Κοντοστάθηκε, µε το χέρι ακόµα στην τσέπη του, και σήκωσε το βλέµµα, αν και όχι ακριβώς πάνω µου. «Ξέρω ότι είναι χάλια τα πράγµατα», είπε εντελώς απρόσµενα. «Λυπάµαι που η ζωή σου έγινε τόσο σκατά τελευταία». Η φωνή του, άχρωµη και επίπεδη σαν µηχανική φωνή σε αυτόµατο τηλεφωνητή, δε µου επέτρεψε να συνειδητοποιήσω αµέσως τι ακριβώς µου είχε πει. «Ήταν πολύ γλυκιά», συνέχισε, αποφεύγοντας πάντα να µε κοιτάξει. «Θέλω να πω...» «Ναι, ξέρω», µουρµούρισα, προτιµώντας να µη συνεχίσω αυτή την κουβέντα. «Εδώ µου λείπει εµένα», παραδέχτηκε, ρίχνοντάς µου µια φευγαλέα µατιά γνήσιου τρόµου. «Μέχρι τώρα δεν είχε τύχει να πεθάνει κάποιος που ήξερα. Λάθος, πέθανε ο παππούς Φαν ντερ Πλέιν. Κάποιος που να συµπαθούσα, εννοώ». Δεν είπα τίποτα. Η µητέρα µου είχε ανέκαθεν αδυναµία στον Άντι, τον ρωτούσε µε ενδιαφέρον για το µετεωρολογικό σταθµό που είχε στήσει στο σπίτι του, τον πείραζε για το σκορ του στο ηλεκτρονικό στρατηγικό παιχνίδι Galactic Battlegrounds, µέχρι που εκείνος κοκκίνιζε σαν παντζάρι από την ευχαρίστηση. Νεαρή, παιχνιδιάρα, κεφάτη και τρυφερή, ήταν ό,τι δε θα µπορούσε να είναι ποτέ η δική του µητέρα: µια µαµά που έπαιζε φρίσµπι µαζί µας στο πάρκο και συµµετείχε στις κουβέντες µας για ταινίες µε ζόµπι και µας άφηνε να χουζουρεύουµε στο κρεβάτι της τα κυριακάτικα πρωινά ροκανίζοντας πολύχρωµα δηµητριακά και βλέποντας κινούµενα σχέδια στην τηλεόραση. Και δεν αρνούµαι ότι κάποιες φορές µε εκνεύριζε λίγο το πόσο σαχλός και χαζοχαρούµενος γινόταν όταν ήταν κοντά της, τρέχοντας ξοπίσω της σαν το κουτάβι, διαλαλώντας τις επιδόσεις του στο τελευταίο βιντεοπαιχνίδι που του είχε κολλήσει, ανίκανος να ξεκολλήσει το βλέµµα του από τα οπίσθιά της κάθε φορά που εκείνη έσκυβε να πάρει κάτι από το ψυγείο. «Ήταν η πιο φοβερή µαµά», κατέληξε ο Άντι µε την απόµακρη φωνή του. «Θυµάσαι τότε που µας είχε πάει µε το λεωφορείο σ’ εκείνο το συνέδριο των φανατικών µε τις ταινίες τρόµου στο Νιου Τζέρσι; Κι εκείνο το φρικιό, τον Ριπ, που µας ακολουθούσε παντού προσπαθώντας να
την πείσει να παίξει στη δρακουλίστικη ταινία του;» Είχε καλή πρόθεση, το ήξερα. Αλλά µου ήταν αβάσταχτο να µιλάω για οτιδήποτε είχε να κάνει µε τη µητέρα µου ή µε το Πριν, κι έτσι έστρεψα το κεφάλι µου από την άλλη. «Εµένα δε µου είχε φανεί καν λάτρης των ταινιών τρόµου», συνέχισε εκείνος µε τη σιγανή, εκνευριστική φωνή του. «Μάλλον κάποιου είδους φετιχιστής ήταν. Όλα εκείνα τα µπουντρούµια και οι δεµένες πάνω σε χειρουργικά τραπέζια κοπέλες περισσότερο σε σαδοµαζοχιστικό πορνό παρέπεµπαν. Θυµάσαι πώς την ικέτευε να φορέσει τα ψεύτικα δόντια βρικόλακα;» «Ναι. Τότε ήταν που αποφάσισε να πάει να µιλήσει σ’ εκείνο το φύλακα ασφαλείας». «Θυµάσαι το δερµάτινο παντελόνι κι όλα εκείνα τα πίρσινγκ; Ποιος ξέρει, ίσως να γύριζε στ’ αλήθεια ταινία µε βαµπίρ, αλλά, όπως και να έχει, ήταν ανωµαλάρας, δε νοµίζεις κι εσύ; Θυµάσαι εκείνο το ύπουλο χαµόγελο; Και το πώς προσπαθούσε συνέχεια να κρυφοκοιτάξει µέσα στην µπλούζα της;» Του έκανα τη γνωστή χειρονοµία µε το τεντωµένο µεσαίο δάχτυλο. «Άντε, πάµε. Πεινάω», του είπα. «Σοβαρά;» Είχα χάσει τέσσερα µε πέντε κιλά από τότε που είχε πεθάνει η µητέρα µου – αρκετά για να αρχίσει η κυρία Σουάνσον (για µεγάλη µου δυσφορία) να µε ζυγίζει στο γραφείο της, στη ζυγαριά που χρησιµοποιούσε για τα κορίτσια µε διατροφικές διαταραχές. «Τι, θες να πεις ότι εσύ δεν πεινάς;» «Ναι, αλλά νόµιζα ότι πρόσεχες το βάρος σου. Για να σου κάνει το φόρεµα για το χορό της αποφοίτησης». «Άντε πηδήξου!» του είπα χασκογελώντας και άνοιξα την πόρτα, για να πέσω µε τα µούτρα πάνω στον κύριο Μπάρµπορ, που στεκόταν ακριβώς απ’ έξω. Τώρα, αν κρυφάκουγε ή αν ετοιµαζόταν να χτυπήσει, αυτό δε θα το µάθω ποτέ. Μην ξέροντας πού να κρυφτώ, άρχισα να τραυλίζω –οι βωµολοχίες απαγορεύονταν διά ροπάλου στην οικία των Μπάρµπορ–, αλλά ο οικοδεσπότης δε φαινόταν ιδιαίτερα συγχυσµένος. «Λοιπόν, Θίο», είπε στεγνά, εστιάζοντας κάπου πάνω από το κεφάλι µου, «σίγουρα χαίροµαι που σ’ ακούω καλύτερα. Εµπρός, ας ξεκινήσουµε, µήπως και προλάβουµε κανένα τραπέζι».
iv.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ
της επόµενης εβδοµάδας όλοι πρόσεξαν ότι η όρεξή µου είχε βελτιωθεί, ακόµα και ο µικρός Τόντι. «Σταµάτησες την απεργία πείνας;» µε ρώτησε µε ύφος όλο περιέργεια ένα πρωί. «Τόντι, φάε το πρωινό σου». «Μα νόµιζα ότι έτσι το λένε. Όταν δεν τρώνε οι άνθρωποι». «Όχι, η απεργία πείνας είναι για τους φυλακισµένους», είπε ψυχρά η Κίτσι. «Κίτεν!» την επανέφερε στην τάξη ο κύριος Μπάρµπορ. «Ναι, αλλά χτες έφαγε τρεις βάφλες», επέµεινε ο Τόντι, στρέφοντας το βλέµµα του γεµάτος προσµονή µια στον ένα γονιό του και µια στον άλλο. «Εγώ έφαγα µόνο δύο. Και σήµερα το πρωί έφαγε ένα µπολ δηµητριακά και έξι φέτες µπέικον, αλλά είπες ότι πέντε φέτες είναι υπερβολικά πολλές για µένα. Γιατί δεν µπορώ να φάω κι εγώ πέντε φέτες;»
v.
«ΒΡΕ, ΒΡΕ, ΚΑΛΩΣ ΤΟΝ», µε υποδέχτηκε ο ψυχίατρος Ντέιβ καθώς έκλεινε την πόρτα και καθόταν απέναντί µου στο γραφείο του: µικρά κιλίµια, ράφια φορτωµένα µε παλιά εγχειρίδια (Ψυχοτρόποι Ουσίες και Κοινωνία, Παιδική Ψυχολογία: Μια Διαφορετική Προσέγγιση) και µπεζ παραπετάσµατα που χώριζαν µε έναν αµυδρό βόµβο στο πάτηµα ενός κουµπιού. Χαµογέλασα αµήχανα, µε το βλέµµα µου να περιφέρεται στο δωµάτιο, σταµατώντας στο µικρό φοίνικα στη γλάστρα, στο µπρούντζινο άγαλµα του Βούδα, οπουδήποτε εκτός από εκείνον. «Λοιπόν;» Το υπόκωφο βουητό της κυκλοφορίας που έφτανε µέχρι εκεί από την Πρώτη Λεωφόρο έκανε τη σιωπή ανάµεσά µας αχανή, διαγαλαξιακή. «Πώς είµαστε σήµερα;» «Τι να πω...» Έτρεµα τις συνεδρίες µου µε τον Ντέιβ, ένα µαρτύριο δις εβδοµαδιαίως που δε διέφερε και πολύ από επίσκεψη στον οδοντίατρο. Ένιωθα ένοχος που δεν τον συµπαθούσα περισσότερο, αφού έκανε τόσο φιλότιµες προσπάθειες, ρωτώντας µε πάντα ποιες ταινίες και ποια βιβλία µού άρεσαν, γράφοντάς µου CD, κόβοντας άρθρα από το περιοδικό Game Pro που πίστευε ότι θα µ’ ενδιέφεραν – µέχρι και για χάµπουργκερ στο EJ’s Luncheonette στην Τρίτη Λεωφόρο µε πήγαινε µερικές φορές. Κι όµως, όταν άρχιζε τις ερωτήσεις, πάγωνα και βουβαινόµουν, λες και µε είχαν σπρώξει να βγω µε το ζόρι στη σκηνή για µια παράσταση στην οποία δεν ήξερα καν τα λόγια. «Φαίνεσαι λίγο αφηρηµένος σήµερα». «Ε...» Δε θα µπορούσε να έχει διαφύγει της προσοχής µου το γεγονός ότι αρκετά από τα βιβλία στα ράφια του Ντέιβ περιλάµβαναν τη λέξη σεξ στον τίτλο τους: Εφηβική Σεξουαλικότητα, Σεξ και Γνωστική Λειτουργία, Μοτίβα Σεξουαλικά Αποκλίνουσας Συµπεριφοράς και, το αγαπηµένο µου, Φως στο Σκοτάδι: Κατανοώντας το Σεξουαλικό Εθισµό. «Είµαι καλά, υποθέτω». «Υποθέτεις;» «Όχι, είµαι καλά. Τα πράγµατα είναι καλά». «Α, ναι;» Ο Ντέιβ έγειρε πίσω στην καρέκλα του, µε το αθλητικό Converse του να ανεβοκατεβαίνει νευρικά. «Χαίροµαι». Και µετά: «Γιατί δε µ’ ενηµερώνεις λίγο για τις τελευταίες εξελίξεις;». «Ω». Έξυσα το φρύδι µου και κοίταξα αλλού. «Τα Ισπανικά εξακολουθούν να µε ταλαιπωρούν – έχω άλλο ένα τεστ για ν’ ανεβάσω το βαθµό µου, µάλλον την ερχόµενη Δευτέρα. Αλλά πήρα Α στην εργασία µου για το Στάλινγκραντ. Οπότε φαίνεται ότι το Β- που είχα στην Ιστορία θα γίνει Β». Έµεινε αµίλητος, κοιτάζοντάς µε ερευνητικά για τόσο πολλή ώρα, ώστε άρχισα να νιώθω στριµωγµένος και να κοιτάζω πανικόβλητος γύρω µου, ψάχνοντας απεγνωσµένα κάτι να πω. Μετά, επιτέλους: «Κάτι άλλο;». «Ε...» Ξαφνικά τα δάχτυλά µου παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Πώς τα πας από άγχος;» «Όχι και τόσο άσχηµα», απάντησα, ενώ την ίδια στιγµή σκεφτόµουν σε πόσο δυσάρεστη
θέση µε έβαζε το γεγονός ότι εγώ δεν ήξερα απολύτως τίποτα για τον Ντέιβ. Ήταν από εκείνους τους τύπους που φοράνε βέρα η οποία δε µοιάζει ακριβώς µε βέρα – ή ίσως να µην ήταν καν βέρα, αλλά απλώς να ήταν σούπερ περήφανος για την κέλτικη καταγωγή του. Αν έπρεπε να µαντέψω, θα έλεγα ότι ήταν νιόπαντρος και είχε αποκτήσει πρόσφατα µωρό –είχε αυτή τη χαυνωµένη έκφραση του εξουθενωµένου νέου πατέρα, σαν να έπρεπε να σηκώνεται να αλλάζει πάνες µες στη µαύρη νύχτα–, αλλά ποιος να ξέρει; «Και η φαρµακευτική αγωγή σου; Τι γίνεται µε τις παρενέργειες;» «Ε...» Έξυσα τη µύτη µου. «Τα πράγµατα είναι καλύτερα, φαντάζοµαι». Δεν έπαιρνα καν τα χάπια που µου έδινε. Μου προκαλούσαν τέτοια εξάντληση και πονοκέφαλο, ώστε είχα αρχίσει να τα φτύνω στο νιπτήρα του µπάνιου. Ο Ντέιβ µε κοίταξε σιωπηλός για λίγο. «Συνεπώς... θα ήταν άστοχο να πούµε ότι, σε γενικές γραµµές, αισθάνεσαι καλύτερα;» «Μάλλον όχι», απάντησα έπειτα από µια παρατεταµένη σιωπή, µε το βλέµµα µου στυλωµένο σε ένα διακοσµητικό στον τοίχο πίσω από το κεφάλι του. Έµοιαζε µε λοξό άβακα φτιαγµένο από κεραµικές χάντρες και σκοινιά µε κόµπους, και είχα την αίσθηση ότι είχα αφιερώσει ένα τεράστιο κοµµάτι της πρόσφατης ζωής µου στην παρατήρησή του. Ο Ντέιβ χαµογέλασε. «Το λες σαν να είναι κάτι για το οποίο θα ’πρεπε να ντρέπεσαι. Αλλά το να νιώθεις καλύτερα δε σηµαίνει ότι έχεις ξεχάσει τη µητέρα σου. Ούτε ότι δεν την αγαπούσες αρκετά». Χολωµένος από αυτή την υπόθεση, που δε µου είχε περάσει ποτέ από το µυαλό, απέστρεψα το βλέµµα µου και κοίταξα έξω από το παράθυρο, τη θλιβερή θέα του άσπρου πλινθόκτιστου κτιρίου ακριβώς απέναντι. «Έχεις καµιά ιδέα σχετικά µε το γιατί άρχισες να αισθάνεσαι καλύτερα;» «Όχι, δε θα το ’λεγα», απάντησα κοφτά. Το καλύτερα δεν περιέγραφε ακριβώς το πώς ένιωθα. Δε νοµίζω καν ότι υπήρχε λέξη κατάλληλη να το περιγράψει. Θα έλεγα µάλλον ότι ανάξια λόγου µικροπράγµατα –γέλια στο διάδροµο του σχολείου, ένα σαµιαµίδι που έτρεχε βιαστικά µέσα στη γυάλινη δεξαµενή του στο εργαστήριο φυσικής– µε έκαναν να νιώθω ευτυχισµένος τη µια στιγµή και στα πρόθυρα των δακρύων την επόµενη. Μερικές φορές τα βράδια, όταν η κυκλοφορία στους δρόµους αραίωνε και η πόλη άδειαζε για τη νύχτα, εισέβαλλε από τα παράθυρα ένας νοτερός, αψύς άνεµος από τη λεωφόρο Παρκ. Ο καιρός ήταν βροχερός, τα δέντρα πρασίνιζαν, η άνοιξη προχωρούσε για να δώσει τη θέση της στο καλοκαίρι. Υπήρχε κάτι ηλεκτρισµένο στο θρηνητικό κρώξιµο µιας κόρνας στο δρόµο, στην υγρή µυρωδιά που ανέδιναν τα βρεγµένα πεζοδρόµια, µια αίσθηση κοσµοπληµµύρας και στατικού ηλεκτρισµού, µοναχικές γραµµατείς και παχύσαρκοι τύποι µε φαγητά σε πακέτο, και διάχυτη παντού η άκοµψη µελαγχολία πλασµάτων που συνωθούνταν και πάλευαν να ζήσουν. Επί εβδοµάδες ήµουν παγωµένος, αποκοµµένος από όλους και όλα. Τώρα, άνοιγα τέρµα το νερό µέσα στο ντους και ούρλιαζα βουβά. Πόνος παντού, τραχύς και αδυσώπητος, και σύγχυση και µια αίσθηση ανυπόφορου άδικου, κι όµως ήταν λες και είχα βρει µια ρωγµή στον πάγο και είχα ξεµυτίσει από το παγωµένο νερό στον ήλιο και στο αφόρητο κρύο. «Πού ταξιδεύεις;» ρώτησε ο Ντέιβ, προσπαθώντας να µου τραβήξει την προσοχή. «Παρακαλώ;» «Τι σκεφτόσουν τώρα δα;» «Τίποτα». «Αλήθεια; Είναι πολύ δύσκολο να µη σκέφτεσαι τίποτα».
Ανασήκωσα τους ώµους απότοµα. Εκτός από τον Άντι, δεν είχα πει σε κανέναν ότι είχα πάρει το λεωφορείο για το σπίτι της Πίππα, και αυτό το µυστικό χρωµάτιζε τα πάντα, σαν απόηχος ονείρου: λουλούδια από χαρτί, το αχνό φως από ένα κερί που έσταζε, η κολλώδης ζεστασιά του χεριού της µέσα στο δικό µου. Όµως, παρότι ήταν το πιο πραγµατικό, το πιο σηµαδιακό γεγονός που είχα βιώσει εδώ και πολύ καιρό, δεν ήθελα να το ευτελίσω συζητώντας το, και πολύ λιγότερο µαζί του. Καθίσαµε εκεί βουβοί για κάµποση ώρα ακόµα. Μετά ο Ντέιβ έσκυψε προς το µέρος µου µε µια ανήσυχη έκφραση και µου είπε: «Ξέρεις, Θίο, όταν σε ρωτάω πού ταξιδεύεις στη διάρκεια αυτών των σιωπών, δεν προσπαθώ να γίνω σπαστικός ή να σε στριµώξω ή τίποτα τέτοιο». «Ω, εννοείται! Το ξέρω», είπα αµήχανα, τσιµπώντας την τουίντ ταπετσαρία στο µπράτσο του καναπέ. «Είµαι εδώ για να µιλάµε για ό,τι θες εσύ να µιλήσεις. Ή» –δυνατό τρίξιµο καθώς µετακινούνταν στην καρέκλα του– «µπορούµε και να µη µιλάµε καθόλου. Απλώς αναρωτιέµαι αν υπάρχει κάτι που να σε απασχολεί». «Να...» άρχισα ύστερα από άλλη µια παρατεταµένη παύση, παλεύοντας να αντισταθώ στον πειρασµό να ξεκλέψω µια µατιά στο ρολόι µου. «Θέλω να πω, εγώ...» Πόσα λεπτά να µας έµεναν ακόµα; Σαράντα; «Βλέπεις, πληροφορούµαι από κάποιους άλλους ενήλικες στη ζωή σου ότι έχεις παρουσιάσει µια αξιοπρόσεκτη βελτίωση το τελευταίο διάστηµα. Συµµετέχεις περισσότερο στην τάξη σου», πρόσθεσε βλέποντας ότι δε µιλούσα. «Έχεις γίνει κάπως πιο κοινωνικός. Ξανάρχισες να τρως». Ο ήχος από τη σειρήνα ενός ασθενοφόρου κάτω στο δρόµο έσπασε τη σιωπή. «Οπότε αναρωτιέµαι αν θα µπορούσες να µε βοηθήσεις να καταλάβω τι άλλαξε». Ανασήκωσα τους ώµους και έξυσα το µάγουλό µου. Πώς θα µπορούσε κάποιος να εξηγήσει κάτι τέτοιο; Μου φαινόταν ηλίθιο ακόµα και να προσπαθήσω. Κι αυτή ακόµα η ανάµνηση είχε αρχίσει να φαντάζει συγκεχυµένη και εξωπραγµατική, σαν όνειρο του οποίου οι λεπτοµέρειες ξεθωριάζουν όσο περισσότερο προσπαθείς να τις συγκρατήσεις. Αυτό που είχε µεγαλύτερη σηµασία ήταν η αίσθηση, ένα γλυκό υποβρύχιο ρεύµα τόσο πλούσιο και ακαταµάχητο, ώστε στην τάξη ή στο σχολικό ή ξαπλωµένος στο κρεβάτι, καθώς αγωνιζόµουν να µεταφερθώ κάπου όπου θα ένιωθα ασφαλής και χαρούµενος, σε κάποιο περιβάλλον ή µια κατάσταση όπου το στήθος µου δε θα σφιγγόταν από το άγχος, το µόνο που είχα να κάνω ήταν να αφεθώ στο θερµό ποτάµι που θα µε παρέσερνε στροβιλιζόµενο σε εκείνον το µυστικό τόπο όπου όλα ήταν εντάξει. Τοίχοι στο χρώµα της κανέλας, σταγόνες βροχής στα τζάµια, ασάλευτη ησυχία και µια αίσθηση βάθους και απόστασης σαν το βερνίκι στο φόντο ενός πίνακα του δέκατου ένατου αιώνα. Ξεφτισµένα χαλιά, ζωγραφισµένες γιαπωνέζικες βεντάλιες και παλιοµοδίτικες κάρτες Αγίου Βαλεντίνου να τρεµοπαίζουν στο φως των κεριών: πιερότοι και περιστέρια και καρδιές ζωσµένες µε γιρλάντες λουλουδιών. Το πρόσωπο της Πίππα ωχρό στο σκοτάδι.
vi.
«ΚΟΙΤΑ» , ΕΙΠΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙ µερικές µέρες αργότερα, όπως βγαίναµε από το Starbucks µετά το σχολείο, «µπορείς να µε καλύψεις για σήµερα το απόγευµα;» «Εννοείται», µου απάντησε στη στιγµή, κατεβάζοντας µια γενναία γουλιά από τον καφέ του. «Για πόση ώρα;» «Δεν ξέρω». Ανάλογα µε το πόσο θα µου έπαιρνε να αλλάξω τρένα στο σταθµό της 14ης Οδού, µπορεί να έκανα και σαράντα πέντε λεπτά για να φτάσω στο κάτω Μανχάταν – µε το λεωφορείο θα χρειαζόµουν πολύ περισσότερο, καθηµερινή. «Κάνα τρίωρο;» Έκανε µια γκριµάτσα. Αν ήταν στο σπίτι η µητέρα του, θα απαιτούσε απαντήσεις. «Καµιά ιδέα τι να της πω;» «Πες της ότι χρειάστηκε να µείνω στο σχολείο, ή κάτι τέτοιο». «Θα σκεφτεί ότι έχεις µπλεξίµατα». «Και τι έγινε;» «Δε θέλουµε να τηλεφωνήσει στο σχολείο να ρωτήσει τι έκανες!» «Πες της ότι πήγα σινεµά». «Τότε, θα µε ρωτήσει γιατί δεν πήγα µαζί σου. Γιατί να µην πω ότι πήγες στη βιβλιοθήκη;» «Τι χαζή δικαιολογία...» «Α, καλά. Τότε, να της πω ότι έχεις µια τροµερά πιεστική υποχρέωση µε τον επιτηρητή αναστολής της ποινής σου. Ή ότι έκανες µια στάση στο µπαρ τού Four Seasons για µερικά κοκτέιλ Ολντ Φάσιοντ». Μιµούνταν τη φωνή του πατέρα του, και το έκανε τόσο πετυχηµένα, που έβαλα τα γέλια. «Fabelhaft»,[1] απάντησα µε τη φωνή της κυρίας Μπάρµπορ. «Πάρα πολύ αστείο». Ανασήκωσε τους ώµους. «Το κεντρικό παράρτηµα µένει ανοιχτό µέχρι τις εφτά σήµερα», είπε µε τη δική του άνευρη και επίπεδη φωνή. «Αλλά δε χρειάζεται να ξέρω σε ποιο παράρτηµα πήγες, αν ξέχασες να µου το αναφέρεις».
[1] «Έξοχα» (γερµανικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.)
vii.
Η
γρηγορότερα απ’ όσο περίµενα, κι εγώ κοίταζα αφηρηµένος κάτω στο δρόµο. Αυτή τη φορά ήταν φρεσκοξυρισµένος, µύριζε µοσχοσάπουνο, είχε τα µακριά γκρίζα µαλλιά του όµορφα χτενισµένα προς τα πίσω, στερεωµένα πίσω από τα αφτιά του, και ήταν το ίδιο εντυπωσιακά καλοντυµένος όσο ο κύριος Μπλάκγουελ την πρώτη –και τελευταία– φορά που τον είδα. Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν. Ήταν φανερή η έκπληξή του που µε έβλεπε. «Καλώς τον!» «Ήρθα σε ακατάλληλη στιγµή;» ρώτησα, παρατηρώντας τη χιονάτη µανσέτα του πουκαµίσου του, που ήταν κεντηµένη µε µικροσκοπικούς χαρακτήρες µε κατακόκκινη κλωστή, κεφαλαία γράµµατα αλλά τόσο µικρά και στιλιζαρισµένα, ώστε µόλις που διακρίνονταν. «Καθόλου. Αντιθέτως, έλπιζα ότι θα περνούσες». Φορούσε κόκκινη γραβάτα µε ανοιχτό κίτρινο µοτίβο, µαύρα σκαρπίνια και καλοραµµένο σκούρο µπλε κοστούµι. «Παρακαλώ, πέρασε!» «Θα πάτε κάπου;» ρώτησα ντροπαλά. Έδειχνε άλλος άνθρωπος µε το υπέρκοµψο κοστούµι του, λιγότερο συντετριµµένος και χαµένος, πιο ικανός και αποφασιστικός, σε αντίθεση µε τον Χόµπι της πρώτης µου επίσκεψης, που είχε τη στραπατσαρισµένη όψη επιβλητικής αλλά κακοπαθηµένης πολικής αρκούδας. «Ναι, όντως, αλλά όχι τώρα αµέσως. Για να είµαι ειλικρινής, είµαστε κάπως οριακά. Αλλά δεν πειράζει». Τι σήµαινε αυτό; Τον ακολούθησα µέσα, διασχίζοντας το δάσος του εργαστηρίου µε τα σκόρπια πόδια τραπεζιών και τις αναποδογυρισµένες καρέκλες, και µετά πάνω, µέσα από το σκοτεινό σαλόνι, στην κουζίνα, όπου ο Κόσµο το τεριέ έτρεχε αλαφιασµένος πέρα δώθε κλαψουρίζοντας, µε τα νύχια του να ξύνουν τις πλάκες του δαπέδου. Όταν µπήκαµε, έκανε µερικά βήµατα πίσω αγριοκοιτάζοντάς µας. «Τι γυρεύει εδώ;» ρώτησα, σκύβοντας για να του χαϊδέψω το κεφάλι, αλλά τραβώντας το χέρι µου όταν τινάχτηκε πίσω. «Μµµ;» έκανε ο Χόµπι, εµφανώς αλλού. «Για τον Κόσµο λέω. Δεν προτιµάει να είναι µαζί της;» «Α, ναι. Αλλά δεν τον θέλει η θεία της εκεί». Γέµιζε την τσαγιέρα στο νεροχύτη – και πρόσεξα ότι τα χέρια του έτρεµαν. «Θεία;» «Ναι», απάντησε, βάζοντας την τσαγιέρα να βράσει και σκύβοντας στη συνέχεια να ξύσει το λαιµό του µικρόσωµου σκυλιού. «Κακοµοιρούλη µου, προσπαθείς να καταλαβαίνεις τι γίνεται, ε; Δυστυχώς, η Μάργκαρετ είναι κάθετα αρνητική στο θέµα του σκύλου µέσα στο δωµάτιο της ασθενούς. Και µάλλον έχει δίκιο. Και να σε τώρα εδώ», πρόσθεσε, ρίχνοντας µια αλλόκοτη, φωτεινή µατιά πάνω από τον ώµο του. «Κάποιος καλός αέρας σε ξανάφερε στο κατώφλι µας. Η Πίππα µιλάει συνέχεια για σένα από τότε που ήρθες». «Αλήθεια;» ρώτησα περιχαρής. ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΞΕ
«“Πού είναι εκείνο το αγόρι;”, “Ήταν ένα αγόρι εδώ”. Χτες µου είπε ότι θα ξαναρχόσουν, και ιδού», πρόσθεσε µε ένα ζεστό, σχεδόν παιδιάστικο γέλιο, «ήρθες!» Ίσιωσε το σώµα του µε ένα τρίξιµο των αρθρώσεων και πέρασε την ανάστροφη του χεριού του από το γροµπιασµένο άσπρο µέτωπό του. «Αν περιµένεις λίγο, µπορείς να µπεις να τη δεις». «Πώς είναι;» «Πολύ καλύτερα», απάντησε ζωηρά, αλλά χωρίς να µε κοιτάζει. «Έγιναν πολλά τις τελευταίες µέρες. Η θεία της θα την πάρει στο Τέξας». Έµεινα εµβρόντητος. «Στο Τέξας;» επανέλαβα ύστερα από µια µακριά παύση. «Ναι, καλά άκουσες, φοβάµαι». «Πότε;» «Μεθαύριο». «Δεν µπορεί!» Μόρφασε – µια σύσπαση πόνου που µόλις πρόλαβα να διακρίνω. «Ναι, έχω αρχίσει να πακετάρω τα πράγµατά της», είπε µε χαρωπό τόνο ο οποίος δεν ταίριαζε καθόλου µε τη σκιά της θλίψης που είχε σκοτεινιάσει το πρόσωπό του λίγο πριν. «Ένα σωρό άνθρωποι πήγαιναν κι έρχονταν αυτές τις µέρες. Φίλοι από το σχολείο – να φανταστείς, αυτή είναι η πρώτη στιγµή ησυχίας που έχουµε εδώ και µέρες. Ήταν µια πολύ γεµάτη εβδοµάδα». «Πότε θα επιστρέψει;» «Η αλήθεια είναι... όχι πολύ σύντοµα, φοβάµαι. Η Μάργκαρετ την παίρνει να ζήσει µόνιµα µαζί της». «Για πάντα;» «Ε, όχι και για πάντα!» είπε µε τόνο που µου έδωσε να καταλάβω ότι αυτό ακριβώς εννοούσε. «Δεν πάει δα και σε άλλο πλανήτη», πρόσθεσε βλέποντας την έκφρασή µου. «Εγώ σίγουρα θα πηγαίνω να την επισκέπτοµαι. Και θα έρχεται κι εκείνη να µας βλέπει». «Μα...» Ένιωθα σαν να είχε πέσει το ταβάνι στο κεφάλι µου. «Νόµιζα ότι εδώ ήταν το σπίτι της. Μαζί σας». «Και πολύ σωστά νόµιζες, όντως εδώ ήταν το σπίτι της. Μέχρι τώρα. Αν και είµαι βέβαιος ότι θα είναι πολύ καλύτερα εκεί πέρα», πρόσθεσε χωρίς καµία πειστικότητα. «Είναι µεγάλη αλλαγή για όλους µας, αλλά µακροπρόθεσµα είµαι βέβαιος ότι είναι το καλύτερο που θα µπορούσε να γίνει». Καταλάβαινα ότι δεν εννοούσε ούτε λέξη απ’ όσα έλεγε. «Μα... γιατί δεν µπορεί να µείνει εδώ;» Αναστέναξε. «Η Μάργκαρετ είναι η ετεροθαλής αδερφή του Γουέλτι», είπε. «Η άλλη ετεροθαλής αδερφή του. Η πιο κοντινή εν ζωή συγγενής της Πίππα. Εξ αίµατος δηλαδή, πράγµα που εγώ δεν είµαι. Θεωρεί ότι η Πίππα θα είναι πολύ καλύτερα στο Τέξας, τώρα που ανέκτησε αρκετά τις δυνάµεις της για να µπορεί να µετακινηθεί». «Εγώ, πάντως, δε θα ήθελα να ζω στο Τέξας», είπα σαστισµένος. «Έχει φοβερή ζέστη». «Ούτε οι γιατροί είναι τόσο καλοί εκεί, φοβάµαι», παρατήρησε ο Χόµπι, τινάζοντας φανταστικούς κόκκους σκόνης από τα χέρια του. «Αν και σε αυτό διαφωνούµε µε τη Μάργκαρετ». Κάθισε κάτω και µε κοίταξε εξεταστικά. «Με γεια τα γυαλιά», είπε. «Σου πάνε». «Ευχαριστώ». Δεν ήθελα να µιλήσουµε για τα γυαλιά µου, µια δυσάρεστη εξέλιξη, αν και µε βοηθούσαν
όντως να βλέπω καλύτερα. Η κυρία Μπάρµπορ µου είχε διαλέξει το σκελετό από το λονδρέζικο οίκο οπτικών E. B. Meyrowitz όταν πάτωσα στο οφθαλµολογικό τεστ στο οποίο µε υπέβαλε η νοσοκόµα του σχολείου. Ήταν κάτι στρογγυλά γυαλιά από ταρταρούγα, µεγαλίστικα και εµφανώς ακριβά, τα οποία όλοι ανεξαιρέτως οι ενήλικες φρόντιζαν να εκθειάσουν, επιµένοντας –αν και κάπως υπερβολικά– ότι µου πήγαιναν πολύ. «Πώς είναι τα πράγµατα στις αριστοκρατικές συνοικίες;» ρώτησε ο Χόµπι. «Δε φαντάζεσαι το σάλο που προκάλεσε η επίσκεψή σου. Δε σου κρύβω ότι ετοιµαζόµουν να έρθω κι εγώ να σε επισκεφθώ. Ο µόνος λόγος που δεν το έκανα ήταν για να µη χάσω χρόνο µε την Πίππα, αφού πρόκειται να φύγει τόσο σύντοµα. Βλέπεις, όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα. Η ιστορία µε τη Μάργκαρετ. Είναι σαν τον πατέρα της, το γερο-Μπλάκγουελ: Αν της µπει κάτι στο µυαλό, θα το κάνει, ο κόσµος να χαλάσει». «Θα πάει µαζί της στο Τέξας; Ο Κόσµο;» «Μπα, όχι. Αλλά θα είναι µια χαρά εδώ. Αυτό είναι το σπίτι που γνώρισε από τριών µηνών κουτάβι». «Δε θα είναι δυστυχισµένος;» «Ελπίζω πως όχι. Δηλαδή, εντάξει, σίγουρα θα του λείψει. Ο Κόσµο κι εγώ τα πάµε καλά, αν και κατέπεσε πολύ από τότε που χάσαµε τον Γουέλτι. Δικός του ήταν στην πραγµατικότητα, µόλις πρόσφατα προσκολλήθηκε στην Πίππα. Αυτά τα µικρά τεριέ που είχε ανέκαθεν ο Γουέλτι συνήθως δεν τρελαίνονται για τα παιδιά. Η µητέρα του Κόσµο, η Τσέσι, ήταν φόβος και τρόµος». «Μα... δεν καταλαβαίνω, γιατί πρέπει να µετακοµίσει η Πίππα εκεί κάτω;» «Να σου πω», απάντησε τρίβοντας το µάτι του, «είναι όντως η µόνη βιώσιµη λύση. Τυπικά, η Μάργκαρετ είναι η πιο κοντινή συγγενής. Αν και είχε ελάχιστες επαφές µε τον Γουέλτι όσο ήταν ζωντανός – τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια». «Γιατί;» «Να...» Ήταν φανερό ότι δεν ήθελε να µου εξηγήσει. «Τι να πω, είναι πολύ µπερδεµένη ιστορία. Βλέπεις, η Μάργκαρετ δεν τα πήγαινε καθόλου καλά µε τη µητέρα της Πίππα». Εκείνη ακριβώς τη στιγµή µπήκε στο δωµάτιο µια ψηλή και δυναµική γυναίκα µε γαµψή µύτη, σε ηλικία σχετικά νέας γιαγιάς, µε λεπτό, αριστοκρατικό αλλά στρυφνό πρόσωπο και κοκκινωπά µαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Το κοστούµι και τα παπούτσια της µου θύµισαν την κυρία Μπάρµπορ, µε τη διαφορά ότι ήταν σε ένα χρώµα που εκείνη δε θα επέλεγε ποτέ: λαχανί. Κοίταξε εµένα. Κοίταξε τον Χόµπι. «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ψυχρά. Ο Χόµπι ξεφύσηξε ηχηρά – φαινόταν απαυδισµένος. «Είναι εντάξει, Μάργκαρετ. Πρόκειται για το αγόρι που βρισκόταν µε τον Γουέλτι όταν πέθανε». Με κοίταξε ξανά πάνω από τα µισά γυαλιά της και µετά γέλασε στυφά, ένα τσιριχτό, νευρικό γελάκι. «Ω, γεια σου, τότε», είπε όλο γοητεία ξαφνικά, τείνοντας προς το µέρος µου τα λεπτά κόκκινα, καλυµµένα µε διαµάντια, χέρια της. «Είµαι η Μάργκαρετ Μπλάκγουελ Πιρς. Αδερφή του Γουέλτι. Ετεροθαλής αδερφή», διόρθωσε τον εαυτό της, ρίχνοντας µια µατιά στον Χόµπι πίσω µου όταν µε είδε να συνοφρυώνοµαι. «Ο Γουέλτι κι εγώ είχαµε τον ίδιο πατέρα, βλέπεις. Η µητέρα µου ήταν η Σούζι Ντέλαφιλντ». Πρόφερε το όνοµα σαν να έπρεπε να µου λέει κάτι. Κοίταξα τον Χόµπι προσπαθώντας να
µαντέψω τι σκεφτόταν πάνω σ’ αυτό. Εκείνη το πρόσεξε και τον κεραυνοβόλησε µε µια προειδοποιητική µατιά, πριν στρέψει πάλι την προσοχή της –όλο σαγήνη– πάνω µου. «Και τι αξιολάτρευτο αγοράκι που είσαι!» αναφώνησε. Η σουβλερή µύτη της ήταν κάπως ροζ στην άκρη. «Χαίροµαι πάρα πολύ που σε γνωρίζω. Ο Τζέιµς και η Πίππα µού είπαν τα πάντα για την επίσκεψή σου – ήταν εκπληκτικό. Δεν µπορούσαµε να σταµατήσουµε να µιλάµε γι’ αυτό. Επιπλέον» –έκλεισε το χέρι µου στα δικά της– «πρέπει να σε ευχαριστήσω µε όλη µου την καρδιά που µου επέστρεψες το δαχτυλίδι του παππού µου. Είναι πολύ σηµαντικό για µένα». Της επέστρεψα; Έριξα άλλη µια απορηµένη µατιά στον Χόµπι. «Όπως θα ήταν και για τον πατέρα µου, ασφαλώς». Υπήρχε κάτι υπολογιστικό στην εξασκηµένη φιλικότητά της («καντάρια γοητείας», όπως θα έλεγε η κυρία Μπάρµπορ). Από την άλλη όµως, η απαραγνώριστη οµοιότητά της µε τον κύριο Μπλάκγουελ και την Πίππα – µαλλιά στο ίδιο χρώµα του χαλκού– µε έθελγε παρά τη θέλησή µου. «Ξέρεις πώς είχε χαθεί στο παρελθόν, έτσι δεν είναι;» Η τσαγιέρα άρχισε να σφυρίζει. «Θα ήθελες ένα τσάι, Μάργκαρετ;» ρώτησε ο Χόµπι. «Ναι, παρακαλώ», αποκρίθηκε εκείνη κοφτά. «Με λεµόνι και µέλι. Και µια σταλιά ουίσκι». Μετά, γυρνώντας σ’ εµένα, είπε µε πιο φιλικό τόνο: «Λυπάµαι πάρα πολύ, αλλά, δυστυχώς, έχουµε να διευθετήσουµε ορισµένες σοβαρές υποθέσεις. Το ραντεβού µας µε το δικηγόρο είναι σε λίγο. Θα φύγουµε µόλις έρθει η νοσοκόµα». Ο Χόµπι καθάρισε το λαιµό του. «Δε βλέπω τι θα πείραζε αν...» «Μπορώ να τη δω;» πετάχτηκα, υπερβολικά ανυπόµονος για να τον περιµένω να αποσώσει την πρότασή του. «Και βέβαια», απάντησε αµέσως ο Χόµπι, πριν προλάβει να επέµβει η θεία Μάργκαρετ – αποστρέφοντας έντεχνα το βλέµµα για να µη δει την ενοχληµένη γκριµάτσα της. «Θυµάσαι το δρόµο, έτσι δεν είναι; Ευθεία από κει».
viii.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΑΓΜΑ που µου είπε ήταν: «Σβήνεις το φως, σε παρακαλώ;». Ήταν ανακαθισµένη στο κρεβάτι, µε τα ακουστικά του iPod στα αφτιά της. Έδειχνε τυφλωµένη και αποπροσανατολισµένη κάτω από το φως της αναµµένης λάµπας στο ταβάνι. Το έσβησα. Το δωµάτιο ήταν πιο άδειο, µε στοίβες από χαρτόκουτες στηριγµένες στους τοίχους. Ένα ανοιξιάτικο ψιλόβροχο κροτάλιζε στα παράθυρα. Στη σκοτεινή αυλή απ’ έξω, τα αφρώδη λουλουδάκια µιας ανθισµένης αχλαδιάς πρόβαλλαν πάλλευκα κόντρα στους µουσκεµένους τούβλινους τοίχους. «Γεια σου», είπε, σταυρώνοντας τα µπράτσα της λίγο πιο σφιχτά πάνω στο κάλυµµα του κρεβατιού. «Γεια», ανταπέδωσα, ευχόµενος να µην ακουγόµουν τόσο αδέξιος. «Το ήξερα ότι ήσουν εσύ! Σ’ άκουσα να µιλάς στην κουζίνα». «Αλήθεια; Και πώς κατάλαβες ποιος ήταν;» «Μουσικός είµαι! Έχω οξύτατη ακοή». Τώρα που τα µάτια µου είχαν προσαρµοστεί στο ηµίφως, παρατήρησα ότι φαινόταν λιγότερο εύθραυστη απ’ ό,τι στην προηγούµενη επίσκεψή µου. Τα µαλλιά της είχαν µεγαλώσει λίγο και τα µεταλλικά ελάσµατα είχαν αφαιρεθεί, αν και η τραχιά γραµµή του τραύµατος ήταν ακόµα ορατή. «Πώς αισθάνεσαι;» τη ρώτησα. Ένα χαµόγελο. «Νυστάζω». Φαινόταν στον τρόπο που µιλούσε, στη βραχνή φωνή της µε τις µακρόσυρτες καταλήξεις. «Θες να το µοιραστούµε;» «Τι πράγµα;» Γύρισε το κεφάλι της στο πλάι και έβγαλε ένα από τα ακουστικά-ψείρες, τείνοντάς το προς το µέρος µου. «Άκου». Κάθισα δίπλα της στο κρεβάτι και το έβαλα στο αφτί µου: αιθέριες αρµονίες, απρόσωπες, διεισδυτικές, σαν ραδιοφωνική εκποµπή από τον Παράδεισο. Κοιταχτήκαµε. «Τι είναι;» ρώτησα. «Χµ» –χαµήλωσε το βλέµµα στην οθόνη του iPod– «Παλεστρίνα». «Α!» Όµως δε µε ένοιαζε τι ήταν. Ο µόνος λόγος που άκουγα αυτή τη µουσική ήταν το υγρό φως, το άσπρο δέντρο στο παράθυρο, η βροντή, εκείνη. Η σιωπή ανάµεσά µας ήταν ιλαρή και παράξενη, έτσι όπως ήµασταν συνδεδεµένοι µε το καλώδιο και τις απόκοσµες φωνές που αντηχούσαν λες και έρχονταν από µακριά. «Δε χρειάζεται να πεις τίποτα», είπε. «Αν δεν έχεις διάθεση, εννοώ». Τα βλέφαρά της ήταν βαριά, ο τόνος της νυσταγµένος, µυστικοπαθής. «Οι άνθρωποι θέλουν όλο να µιλάνε, αλλά εµένα µου αρέσει η σιωπή».
«Έκλαιγες;» θέλησα να µάθω, κοιτάζοντάς τη πιο προσεκτικά. «Όχι. Τέλος πάντων, λίγο». Καθίσαµε εκεί χωρίς να µιλάµε, και δεν ένιωθα ούτε άβολα ούτε αλλόκοτα. «Πρέπει να φύγω», είπε τελικά. «Το ξέρεις;» «Το ξέρω. Μου το είπε εκείνος». «Είναι τροµερό. Δε θέλω να φύγω». Ανέδινε µια µυρωδιά από αλµύρα και φάρµακο και κάτι άλλο, σαν το χαµοµήλι που άρεσε στη µαµά µου, χλοώδες και γλυκό. «Φαίνεται συµπαθητική», είπα επιφυλακτικά. «Μάλλον». «Μάλλον», επανέλαβε θλιµµένα, ακολουθώντας µε το δάχτυλό της τη ραφή του καλύµµατος του κρεβατιού της. «Κάτι ανέφερε για µια πισίνα. Και άλογα». «Ωραία θα ’ναι». Ανοιγόκλεισε τα µάτια σαστισµένη. «Ίσως». «Ξέρεις ιππασία;» «Όχι». «Ούτε εγώ. Αλλά ήξερε η µαµά µου. Λάτρευε τα άλογα. Πάντα σταµατούσε στη Σέντραλ Παρκ Σάουθ και µιλούσε στα άλογα που ήταν ζεµένα στα αµαξάκια. Και ήταν...» –δεν ήξερα πώς να το περιγράψω– «ήταν σαν να ήθελαν κι αυτά να της µιλήσουν. Ας πούµε, προσπαθούσαν να γυρίσουν το κεφάλι τους, ακόµα κι όταν φορούσαν παρωπίδες, να την ακολουθήσουν µε το βλέµµα». «Πέθανε κι η µητέρα σου;» µε ρώτησε διστακτικά. «Ναι». «Η δική µου η µαµά έχει πεθάνει εδώ και...» Σταµάτησε για να σκεφτεί. «Δε θυµάµαι. Πέθανε αµέσως µετά τις πασχαλινές διακοπές µου στο σχολείο, κι έτσι έλειψα άλλη µία βδοµάδα. Κι ήταν να πάµε µια εκπαιδευτική εκδροµή εκείνες τις µέρες, στο Βοτανικό Κήπο στο Μπρούκλιν, κι εγώ την έχασα. Μου λείπει». «Από τι πέθανε;» «Αρρώστησε. Κι η δική σου η µαµά ήταν άρρωστη;» «Όχι. Σκοτώθηκε σε δυστύχηµα». Και µετά, προκειµένου να αποφύγουµε το επικίνδυνο έδαφος: «Τέλος πάντων, η µητέρα µου λάτρευε τα άλογα. Μεγαλώνοντας είχε ένα, αρσενικό, που έλεγε ότι το έπιαναν κάπου κάπου οι µοναξιές του και του άρεσε να πηγαίνει µέχρι το σπίτι και να χώνει το κεφάλι του µέσα από το παράθυρο για να δει τι γινόταν εκεί». «Πώς τον έλεγαν;» «Πέιντµποξ». Λάτρευα να µου µιλάει η µητέρα µου για τους στάβλους πίσω στο Κάνσας: κουκουβάγιες και νυχτερίδες στα δοκάρια της οροφής, άλογα που χλιµίντριζαν και φρούµαζαν. Ήξερα τα ονόµατα όλων των αλόγων και των σκύλων που είχε µικρή. «Πέιντµποξ! Ήταν παρδαλός;» «Μάλλον πιτσιλωτός, θα έλεγα. Τον έχω δει σε φωτογραφίες. Μερικές φορές το καλοκαίρι πήγαινε και την πρόσεχε όσο εκείνη έπαιρνε το µεσηµεριανό της υπνάκο. Τον καταλάβαινε επειδή άκουγε την ανάσα του πίσω από τις κουρτίνες». «Τι γλυκό! Κι εµένα µου αρέσουν τα άλογα. Απλώς...» «Τι;» «Θα προτιµούσα να µείνω εδώ!» Ξαφνικά φαινόταν έτοιµη να βάλει τα κλάµατα. «Δεν ξέρω γιατί πρέπει να φύγω». «Θα ’πρεπε να τους πεις ότι θέλεις να µείνεις». Πότε άρχισαν να αγγίζονται τα χέρια µας;
Γιατί έκαιγε τόσο πολύ το δικό της; «Τους το είπα! Μόνο που όλοι πιστεύουν ότι θα είναι καλύτερα εκεί». «Γιατί;» «Δεν ξέρω», απάντησε αµήχανα. «Θα είναι πιο ήσυχα, µου λένε. Αλλά δε µου αρέσει η ησυχία, µου αρέσει να υπάρχουν γύρω πολλοί ήχοι». «Κι εµένα θα µ’ αναγκάσουν να φύγω µακριά». Ανασηκώθηκε στον αγκώνα της. «Όχι!» φώναξε, δείχνοντας θορυβηµένη. «Πότε;» «Δεν ξέρω. Σύντοµα, υποθέτω. Πρέπει να πάω να ζήσω µε τους παππούδες µου». «Α!» έκανε όλο λαχτάρα και έγειρε πίσω στα µαξιλάρια. «Εγώ δεν έχω παππούδες». Έπλεξα τα δάχτυλά µου µε τα δικά της. «Οι δικοί µου δεν είναι τόσο καλοί». «Λυπάµαι». «Δεν πειράζει», είπα όσο πιο ουδέτερα µπορούσα, παρότι η καρδιά µου βροντοχτυπούσε τόσο στο στήθος µου, που ένιωθα το σφυγµό µου στα ακροδάχτυλά µου. Το χέρι της µέσα στο δικό µου ήταν βελούδινο και καυτό σαν να είχε πυρετό, ελαφρώς ιδρωµένο. «Δεν έχεις άλλους συγγενείς;» Τα µάτια της ήταν τόσο σκοτεινά στο αχνό φως από το παράθυρο, ώστε φάνταζαν µαύρα. «Όχι. Δηλαδή...» Άραγε µετρούσε ο µπαµπάς µου; «Όχι». Ακολούθησε µια µακριά σιωπή. Μας συνέδεαν ακόµα τα ακουστικά: το ένα στο δικό της αφτί, το άλλο στο δικό µου. Ήχοι σαν από κοχύλια. Αγγελικές χορωδίες και φωνές σαν µαργαριτάρια που κατρακυλάνε. Ξαφνικά όλα σαν να επιβραδύνθηκαν γύρω µου. Ήταν σαν να είχα ξεχάσει πώς να αναπνέω κανονικά: Ξανά και ξανά, έπιανα τον εαυτό µου να κρατάει την ανάσα του, για να εκπνεύσω τραχιά και ηχηρά στη συνέχεια. «Τι είπες ότι είναι αυτή η µουσική;» ρώτησα, περισσότερο για να πω κάτι. Χαµογέλασε νυσταγµένα και άπλωσε το χέρι της σε ένα µυτερό, ελάχιστα θελκτικό γλειφιτζούρι που είχε ακουµπισµένο στο κοµοδίνο της, πάνω σε ένα περιτύλιγµα από αλουµινόχαρτο. «Παλεστρίνα», απάντησε πιπιλίζοντάς το. «Η Μεγάλη Καθολική Λειτουργία. Ή κάτι άλλο. Οι συνθέσεις του µοιάζουν πολύ µεταξύ τους». «Τη βρίσκεις συµπαθητική;» ρώτησα. «Τη θεία σου;» Με κοίταξε κατάµατα για κάµποσες αργόσυρτες στιγµές. Μετά άφησε προσεκτικά το γλειφιτζούρι πάνω στο περιτύλιγµα και είπε: «Καλή φαίνεται. Υποθέτω. Μόνο που, στην πραγµατικότητα, δεν τη γνωρίζω. Είναι παράξενο». «Γιατί όµως; Γιατί πρέπει να φύγεις;» «Έχει να κάνει µε τα λεφτά. Ο Χόµπι δεν µπορεί να κάνει τίποτα – δεν είναι αληθινός θείος µου. Εκείνη τον αποκαλεί “δήθεν θείο”». «Μακάρι να ήταν αληθινός θείος σου», είπα. «Θα ήθελα πολύ να µείνεις». Εκείνη ανακάθισε ξαφνικά, τύλιξε τα χέρια της γύρω µου και µε φίλησε. Όλο το αίµα έφυγε από το κεφάλι µου, µια βουτιά σε αργή κίνηση, σαν να έπεφτα από γκρεµό. «Εγώ...» Πανικός. Σε πλήρη σύγχυση, σήκωσα αυτόµατα το χέρι να σκουπίσω το φιλί – µόνο που δεν ήταν σαλιωµένο, ούτε αηδιαστικό· ένιωθα ακόµα ίχνη του να λαµπυρίζουν στην ανάστροφη του χεριού µου. «Δε θέλω να φύγεις». «Ούτε εγώ θέλω».
«Θυµάσαι ότι µε είδες;» «Πότε;» «Ακριβώς πριν». «Όχι». «Εγώ σε θυµάµαι», είπα. Άγνωστο πώς, το χέρι µου είχε ανέβει στο µάγουλό της. Το τράβηξα άγαρµπα πίσω και το κόλλησα στο πλευρό µου, σφίγγοντάς το σε γροθιά – σχεδόν κάθισα πάνω του. «Ήµουν εκεί». Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι ο Χόµπι στεκόταν στην πόρτα. «Γεια σου, παλιά µου αγάπη». Και, παρότι η ζεστασιά στη φωνή του είχε ως κύριο αποδέκτη εκείνη, ένιωσα ότι ένα µέρος της προοριζόταν και για µένα. «Σ’ το ’χα πει ότι θα ξαναρχόταν». «Ναι, µου το ’χες πει!» φώναξε ανακαθίζοντας. «Και να τος!» «Ορίστε, θα µ’ ακούς άλλη φορά;» «Σε άκουγα θαυµάσια. Απλώς δε σε πίστευα». H άκρη µιας λεπτής κουρτίνας ανασάλεψε ράθυµα στο περβάζι ενός παραθύρου. Μπορούσα να ακούσω αµυδρά το τραγούδισµα της κυκλοφορίας στο δρόµο. Κι όπως καθόµουν εκεί, στην άκρη του κρεβατιού της, ήταν κάπως σαν τη στιγµή που ανοίγεις τα µάτια και µετεωρίζεσαι µεταξύ ονείρου και φωτός της καινούριας µέρας, τότε που όλα αναµειγνύονται και συγχωνεύονται, έτοιµα να αλλάξουν την επόµενη στιγµή µέσα στην ίδια ρευστή, ευφρόσυνη διαφάνεια – υγρό φως, η Πίππα ανακαθισµένη, ο Χόµπι όρθιος στην ανοιχτή πόρτα, το φιλί της (µε την ιδιάζουσα γεύση αυτού που τώρα πιστεύω ότι ήταν ένα γλειφιτζούρι µορφίνης) να κολλάει ακόµα στα χείλη µου. Ωστόσο αµφιβάλλω αν και αυτή ακόµα η µορφίνη ήταν αρκετή για να αιτιολογήσει την παραζάλη µου εκείνη τη στιγµή, όπως χαµογελούσα µακάρια, κλεισµένος σε ένα κουκούλι οµορφιάς και ευδαιµονίας. Αποχαιρετιστήκαµε σχεδόν σε κατάσταση µέθης (δεν υποσχεθήκαµε να αλληλογραφούµε, φαινόταν πολύ αδύναµη ακόµα γι’ αυτό), και την επόµενη στιγµή βρέθηκα στο διάδροµο µαζί µε τη νοσοκόµα, η θεία Μάργκαρετ να µιλάει δυνατά και ακατανόητα, και το χέρι του Χόµπι βαρύ και καθησυχαστικό στον ώµο µου, µια άγκυρα που µε έκανε να αισθάνοµαι πως όλα ήταν εντάξει. Είχα να νιώσω τέτοιο άγγιγµα από τότε που πέθανε η µητέρα µου –φιλικό, σταθερό εν µέσω ενός κυκεώνα γεγονότων–, και, σαν αδέσποτο σκυλί που διψάει για λίγη τρυφερότητα, ένιωσα να συντελείται µέσα µου µια βαθιά, σχεδόν εσώψυχη, µετατόπιση της αφοσίωσης, που αποκρυσταλλώθηκε στην ξαφνική, ταπεινωτική, σπαρακτική πεποίθηση ότι αυτό το σπίτι είναι ασφαλές, αυτός ο άνθρωπος είναι αξιόπιστος, µπορώ να τον εµπιστευτώ, εδώ κανείς δε θα µε πληγώσει. «Αχ!» αναφώνησε η θεία Μάργκαρετ. «Κλαις; Το βλέπεις αυτό;» ρώτησε τη νεαρή νοσοκόµα (που κατένευσε χαµογελώντας, πρόθυµη να την ευχαριστήσει, εµφανώς αιχµάλωτη στη γοητεία της). «Πόσο γλυκός είναι! Θα σου λείψει, έτσι δεν είναι;» Το χαµόγελό της ήταν πλατύ, γεµάτο αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια. «Πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις να µας επισκεφθείς, οπωσδήποτε. Μου δίνει πάντα µεγάλη χαρά να δέχοµαι επισκέπτες. Οι γονείς µου... είχαν ένα από τα µεγαλύτερα αρχοντικά σε στιλ Τιδόρ στο Τέξας...» Και συνέχισε να φλυαρεί, µε το φιλικό τρόπο παπαγάλου. Όµως εγώ είχα ήδη επιλέξει πλευρά, δίνοντας έναν ενδόµυχο όρκο πίστης και αφοσίωσης. Και η γεύση του φιλιού της Πίππα –γλυκόπικρη και παράξενη– έµεινε µαζί µου σε όλη τη διαδροµή της επιστροφής, όπως κλυδωνιζόµουν νυσταγµένος στο λεωφορείο, λιώνοντας από τη µελαγχολία και τη γλύκα, µε έναν πόνο εκστατικό, που µε σήκωνε ψηλά πάνω από την ανεµοδαρµένη πόλη σαν χαρταετό – το κεφάλι µου µέσα στα σύννεφα της βροχής, η καρδιά µου στον ουρανό.
ix.
ΜΙΣΟΥΣΑ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ότι θα έφευγε. Δεν άντεχα ούτε να το σκέφτοµαι. Τη µέρα της αναχώρησής της ξύπνησα συντετριµµένος. Κοιτάζοντας τον ουρανό πάνω από τη λεωφόρο Παρκ, µολυβένιο και απειλητικό, έναν ουρανό ανταριασµένο, κατευθείαν από πίνακα της Σταύρωσης, τη φανταζόµουν να τον ατενίζει µέσα από το παράθυρο του αεροπλάνου. Κι όπως περπατούσαµε µε τον Άντι προς τη στάση του σχολικού λεωφορείου, τα χαµηλωµένα βλέµµατα και η κατήφεια στο δρόµο φαίνονταν να αντικατοπτρίζουν µεγεθυσµένη τη δική µου λύπη για την αναχώρησή της. «Εντάξει, το Τέξας είναι σκέτη πλήξη, το παραδέχοµαι», είπε ο Άντι ανάµεσα σε διαδοχικά φταρνίσµατα – τα µάτια του έτρεχαν, ερεθισµένα από τη γύρη, τόσο κόκκινα, ώστε θύµιζε περισσότερο από ποτέ ποντίκι σε πειραµατικό εργαστήριο. «Έχεις πάει;» «Ναι, στο Ντάλας. Ο θείος Χάρι και η θεία Τες έµειναν εκεί για ένα διάστηµα. Δεν έχεις τίποτα να κάνεις, πέρα από το να δεις ένα σινεµά, ενώ δεν µπορείς να πας πουθενά µε τα πόδια, πρέπει να σε πάει κάποιος µε αµάξι. Επιπλέον, υπάρχουν κροταλίες και ισχύει ακόµα η θανατική ποινή, πράγµα που θεωρώ πρωτόγονο και ανήθικο στο ενενήντα οχτώ τοις εκατό των περιπτώσεων. Αλλά µάλλον θα είναι καλύτερα για κείνη». «Γιατί;» «Καταρχάς, λόγω κλίµατος», απάντησε ο Άντι, σκουπίζοντας τη µύτη του µε ένα από τα σιδερωµένα βαµβακερά µαντίλια που έπαιρνε κάθε πρωί από µια τεράστια στοίβα στο συρτάρι του. «Οι υψηλές θερµοκρασίες είναι ευεργετικές για όσους βρίσκονται σε ανάρρωση. Γι’ αυτό µετακόµισε στο Παλµ Σπρινγκς ο παππούς Φαν ντερ Πλέιν». Έµεινα αµίλητος. Ήξερα ότι ο Άντι ήταν ένας πιστός φίλος. Τον εµπιστευόµουν, εκτιµούσα τη γνώµη του, όµως µερικές φορές οι συζητήσεις που κάναµε µε έκαναν να αισθάνοµαι σαν να προσπαθούσα να επικοινωνήσω µε κάποιο πρόγραµµα τεχνητής νοηµοσύνης, από εκείνα που προσπαθούν να µιµηθούν τις ανθρώπινες αντιδράσεις. «Αν εγκατασταθεί στο Ντάλας, πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφθεί το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Επιστήµης. Αν και νοµίζω ότι θα της φανεί µικρό και κάπως ξεπερασµένο. Να σκεφτείς, είδα προβολή σε αίθουσα IMAX και δεν ήταν καν τρισδιάστατη! Και σε χρεώνουν επιπλέον για να µπεις στο πλανητάριο, πράγµα εντελώς γελοίο, αν σκεφτείς πόσο κατώτερο είναι από το Πλανητάριο Χέιντεν». «Χα!» Μερικές φορές αναρωτιόµουν τι θα χρειαζόταν για να βγάλει τον Άντι από το φρούριο του σπασίκλα: Ένα παλιρροϊκό κύµα; Μια εισβολή Ντισέπτικον; Ο Γκοτζίλα να κατεβαίνει την Πέµπτη Λεωφόρο κατεδαφίζοντας τα πάντα στο πέρασµά του; Φίλος ή όχι, ήταν ένας πλανήτης χωρίς ατµόσφαιρα.
x.
ΕΙΧΕ ΝΙΩΣΕΙ ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΙΣ τόση µοναξιά; Πίσω στο σπίτι των Μπάρµπορ, µέσα στο σαµατά και την πλησµονή µιας οικογένειας που δεν ήταν δική µου, ένιωθα τώρα ακόµα πιο µόνος απ’ όσο συνήθως – ιδίως αφού, παρότι πλησιάζαµε στο τέλος της σχολικής χρονιάς, δεν είχα καταλάβει (ούτε κι ο Άντι, από τη µεριά του) αν θα µε έπαιρναν µαζί στη θερινή κατοικία τους στο Μέιν. Η κυρία Μπάρµπορ κατάφερνε, µε τη χαρακτηριστική της λεπτότητα, να αποφεύγει το θέµα, ακόµα κι όταν γέµισε όλο το σπίτι ανοιχτές χαρτόκουτες και βαλίτσες. Ο κύριος Μπάρµπορ και τα µικρότερα αδέρφια φαίνονταν ενθουσιασµένοι, αλλά ο Άντι δεν έκρυβε τον αποτροπιασµό του στην προοπτική. «Ήλιος και διασκέδαση», είπε περιφρονητικά, ανεβάζοντας τα γυαλιά του (παρόµοια µε τα δικά µου, αν και µε πολύ πιο χοντρούς φακούς) στη ράχη της µύτης του. «Με τους παππούδες σου, θα είσαι τουλάχιστον στην ξηρά. Θα έχεις ζεστό νερό. Σύνδεση στο διαδίκτυο». «Δε σε λυπάµαι». «Καλά, κάτσε να έρθεις µαζί µας, και µετά µου λες. Είναι όπως στον Ξιφοµάχο των 5 Ηπείρων[1], στο σηµείο όπου πουλάνε τον ήρωα για σκλάβο σ’ εκείνο το καράβι». «Γιατί, προτιµάς το σηµείο όπου πρέπει να πάει να βρει εκείνο τον απαίσιο συγγενή του –τον οποίο ούτε καν γνωρίζει– στη µέση του πουθενά;» «Ναι, το σκεφτόµουν αυτό», είπε σοβαρά ο Άντι, γυρνώντας µε την περιστρεφόµενη καρέκλα του γραφείου του για να µε κοιτάξει. «Αν και εσένα τουλάχιστον δε µηχανορραφούν για να σε ξεκάνουν... Δε διακυβεύεται καµία µεγάλη κληρονοµιά». «Όσο γι’ αυτό, σίγουρα όχι». «Ξέρεις ποια συµβουλή θα σου έδινα εγώ;» «Όχι, ποια;» «Η συµβουλή µου», άρχισε, ξύνοντας τη µύτη του µε τη γόµα του µολυβιού του, «είναι να πέσεις µε τα µούτρα στο διάβασµα όταν πας στο καινούριο σου σχολείο στο Μέριλαντ. Έχεις ένα πλεονέκτηµα: Έχεις πηδήξει χρονιά. Αυτό σηµαίνει ότι θ’ αποφοιτήσεις στα δεκαεφτά. Αν το βάλεις σκοπό, µπορείς να έχεις φύγει από κει σε τέσσερα χρόνια, µπορεί και τρία, έχοντας στο τσεπάκι σου µια υποτροφία για όπου θέλεις». «Δεν έχω τόσο καλούς βαθµούς». «Όντως», συµφώνησε ο Άντι, «αλλά µόνο επειδή δεν το παλεύεις. Επίσης, νοµίζω ότι µπορούµε να υποθέσουµε πως το καινούριο σου σχολείο, όπου κι αν είναι τελικά, δε θα είναι το ίδιο απαιτητικό». «Πίστεψέ µε, προσεύχοµαι γι’ αυτό». «Έλα τώρα, µιλάµε για δηµόσιο σχολείο!» είπε εµφατικά ο Άντι. «Στο Μέριλαντ. Χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι το υποτιµώ. Για όνοµα, εκεί βρίσκονται το Εργαστήριο Εφαρµοσµένης Φυσικής και το Ινστιτούτο Διαστηµικών Εφαρµογών και Τηλεσκοπικής του Πανεπιστηµίου Τζον Χόπκινς, για να µη µιλήσουµε για το Κέντρο Διαστηµικών Πτήσεων Γκόνταρντ στο Γκρίνµπελτ. Μιλάµε για µια Πολιτεία µε σοβαρή σχέση µε τη NASA! Τι βαθµούς είχες στις εξετάσεις για το γυµνάσιο;»
«Δε θυµάµαι». «Εντάξει, σεβαστό να µη θες να µου πεις. Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι, αν πάρεις απολυτήριο µε υψηλή βαθµολογία στα δεκαεφτά –ή και ένα χρόνο νωρίτερα, αν βάλεις τα δυνατά σου–, µπορείς να πας όπου θέλεις για σπουδές». «Τρία χρόνια είναι πολύς καιρός». «Σ’ εµάς φαίνεται έτσι, αλλά, αν δεις το ευρύτερο πλαίσιο, είναι µόλις µια στιγµή. Θέλω να πω», συνέχισε πολύ λογικά, «σκέψου να ήσουν κανένα κακόµοιρο κουτορνίθι σαν τη Σαµπίν Ίνγκερσολ ή εκείνον το βλάκα τον Τζέιµς Βίλιερς. Ή τον Φόρεστ γαµηµένο Λόνγκστριτ». «Αυτοί που λες δεν είναι φτωχοί. Είδα τον πατέρα του Βίλιερς στο εξώφυλλο του Economist». «Σύµφωνοι, αλλά έχουν νοηµοσύνη ραδικιού. Θέλω να πω... για τη Σαµπίν ήταν κατόρθωµα που έµαθε να περπατάει! Αν δεν είχαν λεφτά οι δικοί της και έπρεπε να τα βγάλει πέρα µόνη της, θα έπρεπε να γίνει... ξέρω γω; Πόρνη; Ο Λόνγκστριτ... µάλλον θα σερνόταν σε καµιά γωνιά και θα πέθαινε της πείνας, σαν χάµστερ που ξέχασαν να του γεµίσουν την ταΐστρα». «Με καταθλίβεις». «Το µόνο που λέω είναι ότι είσαι έξυπνος. Και οι µεγάλοι σε συµπαθούν». «Τι;» ρώτησα δύσπιστα. «Όπως τ’ ακούς», απάντησε µε όσο στόµφο του επέτρεπε η εξοργιστικά επίπεδη φωνή του. «Συγκρατείς ονόµατα, δεν κωλώνεις στην οπτική επαφή, δίνεις το χέρι σου όπως και όταν πρέπει. Στο σχολείο σκίζονται όλοι για πάρτη σου». «Ναι, µα...» Δεν ήθελα να του επισηµάνω ότι αυτό συνέβαινε επειδή είχα χάσει τη µητέρα µου. «Μην είσαι βλάκας! Θα µπορούσες να τη βγάλεις καθαρή ακόµα και µετά από φόνο! Είσαι αρκετά έξυπνος για να βρεις µόνος σου την άκρη». «Αν είναι θέµα εξυπνάδας, πώς και δεν έχεις βρει κι εσύ την άκρη µε την όλη ιστορία της ιστιοπλοΐας;» «Α, τη βρήκα και την παραβρήκα!» απάντησε βλοσυρά, σκύβοντας στο τετράδιό του µε τα γιαπωνέζικα. «Υπολόγισα ότι έχω µπροστά µου τέσσερα καλοκαίρια στην Κόλαση, στη χείριστη περίπτωση. Τρία αν µ’ αφήσει ο µπαµπάς µου να παρακολουθήσω θερινά µαθήµατα στο κολέγιο στα δεκαέξι. Δύο αν πιω το πικρό ποτήρι και γραφτώ στο θερινό πρόγραµµα ορεινής διαβίωσης και πάω να µάθω τα πάντα περί οργανικής γεωργίας. Ε, ύστερα απ’ αυτό δε θα ξαναπατήσω το πόδι µου σε σκάφος!»
[1] Kidnapped (1960): Ταινία των Στούντιο Ντίσνεϊ, αποτελεί κινηµατογραφική µεταφορά του οµότιτλου µυθιστορήµατος του Άγγλου συγγραφέα Ρόµπερτ Λούις Στίβενσον. (Σ.τ.Μ.)
xi.
«ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΟ να µιλήσεις µαζί της στο τηλέφωνο», είπε ο Χόµπι. «Δεν το είχα προβλέψει αυτό. Δεν πάει καθόλου καλά, φοβάµαι». «Δεν πάει καλά;» επανέλαβα. Ζήτηµα αν είχε περάσει µία εβδοµάδα, και, παρότι δεν είχα σκοπό να ξανακατέβω στο κάτω Μανχάταν να δω τον Χόµπι, µε κάποιον τρόπο βρέθηκα και πάλι εδώ, στρογγυλοκαθισµένος στο τραπέζι της κουζίνας, να τρώω δεύτερη µερίδα από ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε φτιάξει – εκ πρώτης όψεως, έµοιαζε µε µαυριδερό σβόλο φυτοχώµατος, αλλά στην πραγµατικότητα ήταν ένας νοστιµότατος πολτός από πιπερόριζα και σύκα µε κρέµα γάλακτος και πικρούτσικα τρίµµατα φλούδας πορτοκαλιού από πάνω. Ο Χόµπι έτριψε το µάτι του. Επιδιόρθωνε µια καρέκλα στο υπόγειο όταν ήρθα. «Είναι αποκαρδιωτικό», είπε. Τα µαλλιά του ήταν τραβηγµένα και δεµένα πίσω, τα γυαλιά του κρέµονταν από µια αλυσιδίτσα στο λαιµό του. Κάτω από τη µαύρη ποδιά εργασίας του, την οποία έβγαλε και κρέµασε σε έναν καλόγερο, φορούσε παλιό κοτλέ παντελόνι µε λεκέδες από νέφτι και µελισσοκέρι και ένα λιωµένο από το πλύσιµο βαµβακερό πουκάµισο µε µανίκια διπλωµένα µέχρι πάνω από τους αγκώνες. «Η Μάργκαρετ µου είπε ότι έκλαιγε για ώρες µετά που µίλησε µαζί µου στο τηλέφωνο το βράδυ της Κυριακής». «Γιατί δεν µπορεί απλώς να επιστρέψει εδώ;» «Εύχοµαι ειλικρινά να ήξερα έναν τρόπο να διορθώσω τα πράγµατα», είπε ο Χόµπι. Έτσι όπως στηριζόταν µε το ροζιασµένο άσπρο χέρι του στο τραπέζι, έδινε την εντύπωση ανθρώπου γεµάτου αξιοσύνη και κάπως σκυθρωπού, µε τους τετράγωνους ώµους του να θυµίζουν καλόβολο καµατάρικο άλογο, ή ίσως εργάτη στην παµπ έπειτα από µια µέρα σκληρού µόχθου. «Σκέφτηκα να µπω σ’ ένα αεροπλάνο και να πάω να τη δω, αλλά η Μάργκαρετ λέει όχι. Ισχυρίζεται ότι θα της είναι ακόµα πιο δύσκολο να προσαρµοστεί όσο µπλέκοµαι στα πόδια της». «Εγώ νοµίζω ότι πρέπει να πάτε, ούτως ή άλλως». Ο Χόµπι ύψωσε τα φρύδια. «Η Μάργκαρετ προσέλαβε ένα θεραπευτή – κάποιον διάσηµο, απ’ ό,τι κατάλαβα, που χρησιµοποιεί άλογα για να δουλεύει µε τραυµατισµένα παιδιά. Εντάξει, η Πίππα αγαπάει τα ζώα, αλλά, και ολόγερη να ήταν, δε θα ήθελε να είναι στο ύπαιθρο και να κάνει ιππασία όλη µέρα. Έχει περάσει το µεγαλύτερο µέρος της ζωής της σε µαθήµατα µουσικής και αίθουσες πρακτικής εξάσκησης. Η Μάργκαρετ µιλάει όλο ενθουσιασµό για το µουσικό πρόγραµµα της εκκλησίας της, αλλά πόσο ενδιαφέρον να παρουσιάζει για την Πίππα µια ερασιτεχνική παιδική χορωδία;» Παραµέρισα το άδειο γυάλινο πιάτο µου – το οποίο είχα κυριολεκτικά γλείψει. «Πώς και δεν τη γνώριζε από παλιά η Πίππα;» ρώτησα διστακτικά, για να συµπληρώσω, βλέποντας ότι δε θα έπαιρνα απάντηση: «Έχει να κάνει µε τα λεφτά;». «Όχι και τόσο. Ή µάλλον... ναι. Έχεις δίκιο. Όλα έχουν να κάνουν µε τα λεφτά, σε τελική ανάλυση. Βλέπεις», είπε γέρνοντας µπροστά, µε τα µεγάλα εκφραστικά χέρια του στηριγµένα
στο τραπέζι, «ο πατέρας του Γουέλτι απέκτησε τρία παιδιά: τον Γουέλτι, τη Μάργκαρετ και τη µητέρα της Πίππα, την Τζούλιετ. Από διαφορετικές µανάδες το καθένα». «Ω!» «Ο Γουέλτι ήταν ο µεγαλύτερος. Θα περίµενες, λοιπόν, να έχει όλα τα προνόµια του πρωτότοκου, έτσι δεν είναι; Αλλά κόλλησε ένα είδος φυµατίωσης στη σπονδυλική στήλη όταν ήταν γύρω στα έξι, ενόσω οι γονείς του βρίσκονταν στην Ασουάν... Η νταντά του δεν αντιλήφθηκε πόσο σοβαρό ήταν, µε αποτέλεσµα να µεταφερθεί πολύ αργά στο νοσοκοµείο... Ήταν ένα πανέξυπνο παιδί, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, και εξαιρετικά ευχάριστο, αλλά ο γεροΜπλάκγουελ δεν ήταν από τους ανθρώπους που ανέχονται την αδυναµία ή την αναπηρία. Έτσι, τον έστειλε να µείνει µε συγγενείς στην Αµερική και σχεδόν ξέχασε την ύπαρξή του». «Τροµερό!» µουρµούρισα, φρικαρισµένος από την αδικία. «Είναι. Θέλω να πω, παρότι θα σχηµάτιζες τελείως διαφορετική εικόνα ακούγοντας τη Μάργκαρετ, ήταν πολύ σκληρόκαρδος άνθρωπος ο πατέρας του Γουέλτι. Τέλος πάντων, αφού εκδιώχθηκαν οι Μπλάκγουελ από το Κάιρο... Αν και το εκδιώχθηκαν ίσως δεν είναι ο σωστός όρος. Όταν πήρε ο Νάσερ πραξικοπηµατικά την εξουσία, όλοι οι ξένοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το αιγυπτιακό έδαφος. Ο πατέρας του Γουέλτι ασχολιόταν µε τα πετρέλαια. Ευτυχώς γι’ αυτόν, είχε κι αλλού κεφάλαια και ακίνητη περιουσία, γιατί απαγορεύτηκε στους ξένους να βγάλουν από τη χώρα λεφτά ή οτιδήποτε αξίας. »Τέλος πάντων». Άπλωσε το χέρι για να πάρει ένα τσιγάρο. «Μάλλον είµαι κάπως εκτός θέµατος. Το ζήτηµα είναι ότι ο Γουέλτι ελάχιστα γνώριζε τη Μάργκαρετ, που ήταν δώδεκα ολόκληρα χρόνια µικρότερή του. Η µητέρα της ήταν Τεξανή, µια πλούσια κληρονόµος µε σεβαστή περιουσία. Αυτός ήταν ο τελευταίος και µεγαλύτερης διάρκειας γάµος του γεροΜπλάκγουελ, ένας µυθιστορηµατικός έρωτας, αν δεχτούµε τα λεγόµενα της Μάργκαρετ. Επιφανές ζεύγος στην κοινωνία του Χιούστον, µε το αλκοόλ να ρέει άφθονο, µε ναυλωµένα ιδιωτικά αεροπλάνα και σαφάρι στην Αφρική – ο πατέρας του Γουέλτι λάτρευε τη Μαύρη Ήπειρο, δεν µπορούσε να µείνει για πολύ µακριά της, ακόµα και αφού υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το Κάιρο. »Εν πάση περιπτώσει» –άναψε το τσιγάρο µε ένα σπίρτο και φύσηξε βήχοντας ένα σύννεφο καπνού– «η Μάργκαρετ ήταν η πριγκίπισσά του, το φως των µατιών του, το καµάρι του και όλα τα σχετικά. Όµως, παρ’ όλα αυτά, σε όλη τη διάρκεια του γάµου του δε σταµάτησε τις απιστίες µε όµορφες υπαλλήλους βεστιαρίων, σερβιτόρες, ακόµα και κόρες φίλων, ώσπου κάποια στιγµή, ενώ είχε καβατζάρει τα εξήντα, έγινε πατέρας για τρίτη φορά, αφήνοντας έγκυο την κοπέλα που τον κούρευε. Το µωρό που γεννήθηκε ήταν η µητέρα της Πίππα». Δεν είπα τίποτα. Όταν πήγαινα δευτέρα δηµοτικού, είχε ξεσπάσει σάλος (που συντηρούνταν µε καθηµερινά άρθρα στις κοσµικές σελίδες της New York Post) όταν ο πατέρας ενός από τους συµµαθητές µου απέκτησε µωρό µε µια γυναίκα που δεν ήταν η µητέρα του Ιλάι, πράγµα που είχε ως συνέπεια οι µαµάδες να χωριστούν σε στρατόπεδα και να σταµατήσουν να µιλάνε η µια στην άλλη ενόσω περίµεναν έξω από το σχολείο για να µας πάρουν µετά το σχόλασµα. «Η Μάργκαρετ ήταν τότε φοιτήτρια στο Βάσαρ», συνέχισε ο Χόµπι κοµπιάζοντας. Παρότι µου µιλούσε πάντα σαν να απευθυνόταν σε ενήλικα (πράγµα που µου άρεσε), δε φαινόταν να αισθάνεται ιδιαίτερα άνετα κάνοντας αυτή την κουβέντα. «Απ’ όσο ξέρω, έπαψε να µιλάει στον πατέρα της για κάνα δυο χρόνια. Ο γερο-Μπλάκγουελ προσπάθησε να εξαγοράσει την κοµµώτρια, αλλά, σφιχτοχέρης όπως ήταν –τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τις υποχρεώσεις του προς τα εξώγαµα παιδιά του–, τα θαλάσσωσε από την τσιγκουνιά του. Κάπως έτσι έγιναν τα πράγµατα, και η Μάργκαρετ δε συναντήθηκε ποτέ µε την ετεροθαλή αδερφή της, τη µητέρα
της Πίππα, παρά µόνο µέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, όταν η Τζούλιετ ήταν ακόµα µωρό στην αγκαλιά. Ο γερο-Μπλάκγουελ κατέληξε να µισήσει τόσο την κοµµώτρια, ώστε κατέστησε σαφές στη διαθήκη του ότι ούτε αυτή ούτε η Τζούλιετ θα έπαιρναν πεντάρα από την περιουσία του, πέρα από την όποια πενιχρή διατροφή επέβαλλε ο νόµος. Αλλά σε σχέση µε τον Γουέλτι...» Ο Χόµπι έσβησε το τσιγάρο του. «Ο γερο-Μπλάκγουελ, προφανώς, αναθεώρησε σε σχέση µε το γιο του και τον συµπεριέλαβε στη διαθήκη του. Στη διάρκεια όλων των νοµικών διενέξεων που ακολούθησαν, και οι οποίες κράτησαν χρόνια, ο Γουέλτι αγανακτούσε όλο και περισσότερο µε τον τρόπο που όλοι αποκήρυσσαν και παραπετούσαν αυτό το µωρό. Η µαµά τής Τζούλιετ δεν την ήθελε, ούτε και κανείς από τους συγγενείς από τη µεριά της µητέρας της, βέβαια. Ο γερο-Μπλάκγουελ ούτε ζωγραφιστή δεν ήθελε να τη δει, ενώ η Μάργκαρετ και η µητέρα της δε θα σκοτίζονταν αν την έβλεπαν να ζητιανεύει στο δρόµο. Και στο µεταξύ η κοµµώτρια παρατούσε την Τζούλιετ µόνη στο σπίτι για να δουλεύει. Με άλλα λόγια, η κατάσταση ήταν άθλια απ’ όπου κι αν την έπιανες. »Ο Γουέλτι δεν είχε καµία υποχρέωση να εµπλακεί σ’ αυτό τον κυκεώνα, αλλά ήταν καλόψυχος άνθρωπος, χωρίς οικογένεια, και είχε αδυναµία στα παιδιά. Κάλεσε την Τζούλιετ εδώ για διακοπές όταν ήταν έξι χρονών – ή µάλλον την Τζούλιαν, αφού τότε...» «Εδώ; Σ’ αυτό το σπίτι;» «Ναι, εδώ. Κι όταν τέλειωσε το καλοκαίρι και ήρθε η στιγµή να τη στείλει πίσω και εκείνη έκλαιγε που έπρεπε να τον αποχωριστεί και η µητέρα της δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, ο Γουέλτι ακύρωσε τα αεροπορικά εισιτήρια κι άρχισε τα τηλέφωνα για να βρει σχολείο να τη γράψει στην πρώτη δηµοτικού. Το θέµα δε διευθετήθηκε ποτέ επίσηµα –αφού ο Γουέλτι φοβόταν να ταράξει τα νερά, όπως λένε–, αλλά οι περισσότεροι συµπέραναν ότι ήταν δικό του παιδί, χωρίς να το σκαλίσουν ιδιαίτερα. Εξάλλου ήταν κοντά στα τριάντα πέντε τότε, αρκετά µεγάλος για να είναι πατέρας της. Πράγµα που όντως ήταν, από κάθε σηµαντική άποψη. »Έτσι που λες», κατέληξε, σηκώνοντας το κεφάλι. «Είπες ότι ήθελες να χαζέψεις λίγο στο εργαστήριο», πρόσθεσε, αλλάζοντας τόνο. «Τι θα ’λεγες να πηγαίναµε τώρα;» «Ναι, παρακαλώ!» αναφώνησα. «Θα ήταν τέλεια». Όταν, φτάνοντας, τον είχα βρει να µαστορεύει µια αναποδογυρισµένη καρέκλα εκεί κάτω, ο Χόµπι είχε ισιώσει το κορµί του, είχε τεντωθεί και µου είχε πει ότι ήταν ώρα να κάνει ένα διάλειµµα. Όµως εγώ δεν ήθελα καθόλου να πάµε πάνω. Το εργαστήριο ήταν ένα µέρος τόσο πλούσιο, σχεδόν µαγικό, σαν µια παραµυθένια σπηλιά του θησαυρού, µεγαλύτερο από µέσα απ’ ό,τι φαινόταν απ’ έξω – το φως να φιλτράρεται µέσα από τα ψηλά παράθυρα, ξυλόγλυπτα και φιλιγκράν, µυστηριώδη εργαλεία που δεν ήξερα πώς λέγονταν και αψιές, διεγερτικές µυρωδιές στιλβωτικών και φυσικού κεριού. Κι αυτή ακόµα η καρέκλα πάνω στην οποία δούλευε, µε τα µπροστινά πόδια σκαλισµένα έτσι ώστε να σχηµατίζουν διχαλωτές οπλές ποδιών τράγου, στα µάτια µου φάνταζε λιγότερο σαν ένα κοµψό έπιπλο και περισσότερο σαν ένα πλάσµα δεµένο µε κάποιο ξόρκι, που θα µπορούσε από στιγµή σε στιγµή να τιναχτεί όρθιο, να δώσει ένα σάλτο από τον πάγκο του εργαστηρίου και να το σκάσει πιλαλώντας στο δρόµο. Ο Χόµπι έπιασε και φόρεσε την ποδιά του. Παρά την πραότητα και τους ήπιους τρόπους του, είχε τη σωµατική διάπλαση ανθρώπου που βγάζει το ψωµί του µεταφέροντας ψυγεία ή φορτώνοντας εµπορεύµατα. «Λοιπόν», µου είπε οδηγώντας µε κάτω, «αυτό είναι το µαγαζί-πίσω-από-το-µαγαζί». «Παρακαλώ;» Γέλασε. «Το arrière-boutique των Γάλλων. Αυτό που βλέπουν οι πελάτες είναι ένα στηµένο σκηνικό, η
βιτρίνα για το κοινό, αλλά εδώ κάτω είναι που γίνεται όλη η σηµαντική δουλειά». «Κατάλαβα», είπα, επιθεωρώντας το λαβύρινθο που ξεκινούσε από τη βάση της σκάλας, ξύλο ξανθό σαν µέλι, ξύλο σκουρόχρωµο σαν λίµνες µελάσας, αντανακλάσεις από µπρούντζινες και επίχρυσες και ασηµένιες επιφάνειες µες στο αχνό φως. Όπως και µε την Κιβωτό του Νώε, κάθε έπιπλο ήταν τακτοποιηµένο µε τα οµοειδή του: οι καρέκλες µε τις καρέκλες, οι καναπέδες µε τους καναπέδες και τα ανάκλιντρα, τα ρολόγια µε τα ρολόγια, ενώ τα γραφεία και τα κοµό και τα ερµάρια σχηµάτιζαν τακτικές σειρές απέναντι. Τα τραπέζια τραπεζαρίας, στη µέση του χώρου, άφηναν ανάµεσά τους στενά δαιδαλώδη µονοπάτια, τα οποία δεν µπορούσες παρά να ακολουθήσεις. Στο πίσω µέρος της αίθουσας, ένας τοίχος από θαµπούς παλιούς καθρέφτες κρεµασµένους ο ένας δίπλα στον άλλο έλαµπε µε το αργυρόχροο φως παλιών αιθουσών χορού και σαλονιών φωτισµένων µε κεριά. Ο Χόµπι γύρισε και µου έριξε µια µατιά. Είδε την ευχαρίστηση στο πρόσωπό µου. «Σου αρέσουν τα παλιά πράγµατα;» Έγνεψα καταφατικά. Όντως µου άρεσαν τα παλιά πράγµατα, αν και ήταν κάτι που δεν είχα συνειδητοποιήσει µέχρι εκείνη τη στιγµή. «Τότε, θα σου φαίνονται όλα πολύ ενδιαφέροντα στο σπίτι των Μπάρµπορ. Υποθέτω ότι κάποια από τα κοµµάτια σε στιλ Τσίπεντεϊλ και βασίλισσας Άννας που έχουν θα είναι αντάξια συλλογής µουσείων». «Ναι», απάντησα µε κάποιο δισταγµό. «Αλλά εδώ είναι αλλιώτικα. Πιο ευχάριστα», πρόσθεσα εν είδει εξήγησης. «Με ποιον τρόπο;» «Θέλω να πω...» Έκλεισα σφιχτά τα βλέφαρά µου σε µια προσπάθεια να συγκεντρώσω τις σκέψεις µου. «Εδώ κάτω είναι τέλεια, τόσο πολλές καρέκλες µαζί µε τόσο πολλές άλλες καρέκλες... Μπορείς να δεις τις διαφορετικές προσωπικότητες, καταλαβαίνετε; Εννοώ, αυτή εδώ είναι κάπως...» Δεν ήξερα τη λέξη. «Να, κάπως ανόητη, αλλά µε την καλή έννοια, µε έναν αναπαυτικό τρόπο. Κι εκείνη εκεί... φαίνεται πιο νευρική, µ’ αυτά τα µακριά πόδια που θυµίζουν αράχνη...» «Έχεις καλό µάτι στα έπιπλα». «Θέλω να πω...» –οι φιλοφρονήσεις µε τάραζαν, ποτέ δεν ήξερα πώς να ανταποκριθώ, οπότε έκανα ότι δεν τις άκουγα– «...όταν είναι παραταγµένες στη σειρά, µπορείς να δεις πώς είναι φτιαγµένες. Στο σπίτι των Μπάρµπορ...» Δεν ήξερα πώς να το εκφράσω µε λέξεις. «Δεν ξέρω, είναι περισσότερο σαν εκείνα τα σκηνικά µε τα ταριχευµένα ζώα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας». Όταν γέλασε, κάθε ίχνος θλίψης και άγχους εξατµίστηκε. Μπορούσες να νιώσεις την καλοπροαίρετη φύση του, ήταν σαν µια αύρα γύρω του. «Όχι, το εννοώ», είπα, αποφασισµένος να επιµείνω µέχρι να του δώσω να καταλάβει τι είχα στο νου µου. «Ο τρόπος που τα έχει στηµένα η οικοδέσποινα, ένα τραπέζι µονάχο µε ένα λαµπατέρ επάνω του, όλα τα αντικείµενα τοποθετηµένα µε τέτοιον τρόπο ώστε να σε αποτρέπουν να τα αγγίξεις, θυµίζει αυτά τα διοράµατα που φτιάχνουν γύρω από ένα γιακ ή οτιδήποτε άλλο για να δείξουν το φυσικό του περιβάλλον. Δεν είναι άσχηµα, αλλά...» Έδειξα µε µια κίνηση τις καρέκλες που ήταν παραταγµένες µε την πλάτη στον τοίχο. «Αυτή θυµίζει άρπα, η διπλανή κουτάλι, η άλλη...» Μιµήθηκα το σχήµα µε το χέρι µου. «Ασπίδα. Ωστόσο, αν θες τη γνώµη µου, η πιο εντυπωσιακή λεπτοµέρεια στη συγκεκριµένη καρέκλα είναι οι θυσανωτοί άξονες της πλάτης. Ίσως να µην το αντιλαµβάνεσαι», είπε πριν προλάβω καν να ρωτήσω τι ήταν οι θυσανωτοί άξονες, «αλλά είναι από µόνο του ένα είδος
εκπαίδευσης το να βλέπεις τα έπιπλα του σπιτιού της κάθε µέρα, να τα παρατηρείς κάτω από διαφορετικό φωτισµό, να τα αγγίζεις όποτε θες». Χνότισε τα γυαλιά του και τα σκούπισε µε την άκρη της ποδιάς του. «Βιάζεσαι να φύγεις;» «Όχι ιδιαίτερα», απάντησα, παρότι είχε περάσει η ώρα. «Ας µην καθόµαστε, τότε. Ώρα να σε στρώσουµε στη δουλειά», είπε. «Θα το εκτιµούσα αν έβαζες ένα χεράκι σ’ αυτή την καρεκλίτσα εδώ». «Την τραγοπόδαρη;» «Ναι, την τραγοπόδαρη. Θα βρεις µια δεύτερη ποδιά κρεµασµένη σ’ εκείνο τον καλόγερο – θα σου πέφτει µεγάλη, βέβαια, αλλά λίγο πριν έρθεις πέρασα την καρέκλα ένα χέρι λινέλαιο, και θα ήταν κρίµα να λερωθείς».
xii.
Ο ΝΤΕΪΒ Ο ΤΡΕΛΟΓΙΑΤΡΟΣ είχε αναφέρει πολλές φορές πόσο θα τον χαροποιούσε αν αποκτούσα ένα χόµπι – συµβουλή που µου προκαλούσε ανατριχίλες, αφού τα χόµπι που πρότεινε (ράκετµπολ, πινγκ πονγκ, µπόουλινγκ) ακούγονταν το ένα πιο βαρετό από το άλλο. Αν πίστευε ότι µια δυο παρτίδες πινγκ πονγκ θα µε βοηθούσαν να ξεπεράσω την απώλεια της µητέρας µου, δεν ήξερε τι του γινόταν. Αλλά πολλοί ενήλικες συµµερίζονταν την ίδια άποψη, όπως µαρτυρούσαν το λευκό ηµερολόγιο που µου είχε κάνει δώρο ο κύριος Νιούσπιλ, ο φιλόλογός µου, η πρόταση της κυρίας Σουάνσον να αρχίσω µαθήµατα καλλιτεχνικών µετά το σχολείο, η προσφορά του Ενρίκε να µε πηγαίνει να παρακολουθώ µπάσκετ στα γήπεδα της Έκτης Λεωφόρου, ακόµα και οι σποραδικές απόπειρες του κυρίου Μπάρµπορ να µου κεντρίσει το ενδιαφέρον για τους χάρτες ναυσιπλοΐας και τα ναυτικά σήµατα. «Καλά, τι σου αρέσει να κάνεις στον ελεύθερο χρόνο σου;» µε είχε ρωτήσει η κυρία Σουάνσον στο ανατριχιαστικό ανοιχτό γκρι γραφείο της που µύριζε τσάι από βότανα και φασκόµηλο, µε τεύχη των περιοδικών Seventeen και Teen People να σχηµατίζουν πύργους πάνω στο τραπεζάκι και κάποιου είδους καµπανιστή ασιατική µουσική να ακούγεται απόκοσµα στο βάθος. «Δεν ξέρω. Μου αρέσει να διαβάζω. Να βλέπω ταινίες. Να παίζω βιντεοπαιχνίδια, το Age of Conquest ΙΙ ή την πλατινένια έκδοση. Δεν ξέρω», επανέλαβα αµήχανα, καθώς εκείνη επέµενε να µε κοιτάζει ερωτηµατικά. «Πολύ καλά όλα αυτά, Θίο», αποφάνθηκε, χωρίς να κρύβει την ανησυχία της, «αλλά θα ήταν χρήσιµο να σου βρίσκαµε κάποιου είδους οµαδική δραστηριότητα. Κάτι που θα µπορούσες να µοιράζεσαι µε συνοµηλίκους σου. Έχεις σκεφτεί ν’ αρχίσεις κάποιο σπορ;» «Όχι». «Εγώ ασκούµαι σε µια πολεµική τέχνη που ονοµάζεται αϊκίντο. Δεν ξέρω αν την έχεις ακουστά. Είναι µια τεχνική αυτοάµυνας που σου µαθαίνει να χρησιµοποιείς τις κινήσεις του αντιπάλου προς όφελός σου». Ήταν ώρα να εστιάσω την προσοχή µου στην ταλαιπωρηµένη ξύλινη εικόνα της Παναγίας της Γουαδελούπης που κρεµόταν πάνω από το κεφάλι της. «Ή θα µπορούσες ν’ ασχοληθείς µε τη φωτογραφία ίσως». Σταύρωσε τα φορτωµένα µε τιρκουάζ χέρια της στο γραφείο. «Αν δε σε συγκινούν τα µαθήµατα καλλιτεχνικών. Ωστόσο πρέπει να πω ότι η κυρία Σάινκοπφ µου έδειξε κάποια σχέδια που έφτιαξες πέρυσι – ξέρεις, εκείνη τη σειρά των σκίτσων µε τις στέγες και τις δεξαµενές νερού στις ταράτσες, διάφορες απόψεις της θέας από το παράθυρο του στούντιο. Εξαιρετικά διεισδυτική µατιά! Γνωρίζω πολύ καλά αυτή τη θέα, και θεωρώ ότι την αποτύπωσες µε δυναµικές γραµµές και τροµερή ενέργεια –νοµίζω ότι εκείνη έκανε λόγο για κινητική τέχνη, αν θυµάµαι καλά–, υπάρχει µια ωραία αίσθηση εγρήγορσης σε όλο αυτό, µε όλες εκείνες τις τεµνόµενες επίπεδες επιφάνειες και τις αιχµές των κλιµάκων κινδύνου. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι δεν έχει τόση σηµασία το τι κάνεις, απλώς εύχοµαι να βρίσκαµε έναν τρόπο να συνδεθείς περισσότερο». «Να συνδεθώ µε τι;» ρώτησα µε τόνο που ακούστηκε πολύ πιο απότοµος και αναιδής απ’ ό,τι σκόπευα.
Δεν τσίµπησε. «Με άλλους ανθρώπους, φυσικά! Και» –κάνοντας µια κίνηση προς το παράθυρο– «µε τον κόσµο γύρω σου! Κοίτα», πρόσθεσε επιστρατεύοντας την πιο µειλίχια, υπνωτιστικά καθησυχαστική φωνή της, «ξέρω ότι ήσασταν απίστευτα δεµένοι µε τη µητέρα σου. Μιλούσα µαζί της. Έβλεπα πώς ήσασταν µαζί. Και ξέρω πολύ καλά πόσο πρέπει να σου λείπει». Τίποτα δεν ξέρεις, σκέφτηκα, ανταποδίδοντας προκλητικά το βλέµµα της. Με κοίταξε µε µια παράξενη έκφραση. «Θα έµενες κατάπληκτος, Θίο», είπε γέρνοντας στην πλάτη της καρέκλας της, πάνω στην οποία είχε ριγµένο ένα χρωµατιστό σάλι, «αν ήξερες τι δύναµη έχουν τα µικρά καθηµερινά πράγµατα να ανακουφίσουν τη δυστυχία µας. Αλλά δεν µπορεί να το κάνει κανείς άλλος για σένα. Εσύ πρέπει να έχεις το νου σου για την ανοιχτή πόρτα». Αν και δεν αµφισβητούσα τις καλές της προθέσεις, έφυγα από το γραφείο της µε σκυµµένο το κεφάλι και δάκρυα οργής να µου καίνε τα µάτια. Τι στον κόρακα νόµιζε ότι ήξερε η γριά καρακάξα; Η κυρία Σουάνσον είχε µια τεράστια οικογένεια (γύρω στα δέκα παιδιά και καµιά τριανταριά εγγόνια, αν έκρινα από τις φωτογραφίες στον τοίχο πίσω της) και ένα άνετο διαµέρισµα στη Σέντραλ Παρκ Γουέστ και µια σπιταρόνα στο Κονέκτικατ και την παραµικρή ιδέα για το πώς είναι να καταρρέει ένα δοκάρι και να χάνονται όλα µέσα σε δευτερόλεπτα. Για εκείνη ήταν εύκολο να γέρνει αναπαυτικά στη χίπικη καρέκλα της και να κάνει κήρυγµα για εξωσχολικές δραστηριότητες και ανοιχτές πόρτες. Κι όµως, εντελώς απροσδόκητα, άνοιξε και για µένα µια πόρτα, και µάλιστα στο πιο απίθανο µέρος: στο εργαστήρι του Χόµπι. Το «χεράκι» που είχα βάλει για την καρέκλα (και που στην ουσία ισοδυναµούσε µε το να στέκοµαι από πάνω ενόσω ο Χόµπι ξεκοίλιαζε το έπιπλο για να µου δείξει τη ζηµιά που είχε προκαλέσει το σαράκι, τις τσαπατσούλικες επιδιορθώσεις και τα άλλα αίσχη που κρύβονταν κάτω από την ταπετσαρία) σύντοµα εξελίχτηκε σε δύο µε τρία απογεύµατα την εβδοµάδα, τα οποία περίµενα µε απρόσµενη λαχτάρα µετά το σχολείο, για να κολλήσω ετικέτες σε βάζα, να ετοιµάσω την κουνελόκολλα, να τακτοποιήσω τα κουτιά µε τα εξαρτήµατα των συρταριών (τα «ψιλολοΐδια», όπως τα έλεγε) ή, µερικές φορές, απλώς να τον χαζεύω να δουλεύει τα πόδια µιας καρέκλας στον τόρνο. Αν και το επάνω µαγαζί παρέµενε σκοτεινό, µε τα µεταλλικά ρολά κατεβασµένα, στο µαγαζί-πίσω-από-το-µαγαζί τα ρολόγια τοίχου µε το εκκρεµές δεν έχαναν λεπτό, οι επιφάνειες από µαόνι γυάλιζαν, το φως δηµιουργούσε χρυσές λιµνούλες πάνω στα τραπέζια τραπεζαρίας – και η ζωή στον υπόγειο κόσµο των θαυµάτων συνεχιζόταν κανονικά. Τον καλούσαν οίκοι δηµοπρασιών σε ολόκληρη την πόλη, καθώς και ιδιώτες πελάτες. Αναπαλαίωνε έπιπλα για τους µεγαλύτερους οίκους: Sotheby’s, Christie’s, Tepper, Doyle. Μετά το σχολείο, υπό τον υπνωτιστικό ήχο των επιδαπέδιων ρολογιών, µου δίδασκε το πορώδες και τη στιλπνότητα των διαφορετικών ξύλων, τις αποχρώσεις τους, τα νερά και τη γυαλάδα του φλογάτου σφενταµιού και τους σγουρούς κυµατισµούς της ροζιασµένης καρυδιάς, το βάρος του καθενός στο χέρι µου, ως και το ιδιαίτερο άρωµά τους («Kάποιες φορές, όταν δεν είσαι σίγουρος µε τι έχεις να κάνεις, το πιο εύκολο είναι να το µυρίσεις»): την πικάντικη µυρωδιά του µαονιού, την κάπως σκονισµένη µυρωδιά της δρυός, τη χαρακτηριστική αψάδα της µαύρης κερασιάς και τη λουλουδάτη, ρητινώδη µυρωδιά του ροδόξυλου. Πριόνια και σκαρπέλα, ράσπες και λίµες, κυρτές και κοίλες λάµες, σφιγκτήρες και φαλτσοκούτια. Έµαθα για καπλαµάδες και επιχρυσώσεις, τι είναι τόρµος και εντορµία, ποια η διαφορά µεταξύ ξύλου µαυρισµένου µε ειδική κατεργασία και γνήσιου έβενου, πώς να ξεχωρίζω το σκαλιστό προσκέφαλο καρέκλας από το Νιούπορτ, το Κονέκτικατ ή τη Φιλαδέλφεια, πώς το ογκώδες
σχέδιο και το κοφτό πάνω µέρος ενός σεκρετέρ Τσίπεντεϊλ το καθιστούσε κατώτερο από ένα άλλο της ίδιας εποχής µε πόδια σε σχήµα αγκύλης, ραβδωτές κολόνες και «έξοχες», όπως συνήθιζε να τις χαρακτηρίζει, αναλογίες των συρταριών. Το ηµιυπόγειο εργαστήριο –αδύναµο φως, ροκανίδια στο πάτωµα– έδινε µια αίσθηση στάβλου, µεγαλόσωµων ήµερων ζώων να στέκονται υποµονετικά στο ηµίφως. Ο Χόµπι µε έκανε να αντιλαµβάνοµαι τα έπιπλα σχεδόν σαν έµβια όντα, εφόσον µιλούσε για αυτά χρησιµοποιώντας το αρσενικό ή το θηλυκό γένος, τονίζοντας τη ρωµαλέα, σχεδόν ζωώδη, ποιότητα που χαρακτήριζε τα πιο σπουδαία κοµµάτια και η οποία τα έκανε να ξεχωρίζουν από τους άκαµπτους, µονοκόµµατους, πιο στιλιζαρισµένους συγγενείς τους, σέρνοντας µε τρυφεράδα το χέρι του πάνω στα σκουρόχρωµα στιλπνά λαγόνια µπουφέδων και κοµοδίνων, λες και ήταν οικόσιτα ζώα. Ήταν καλός δάσκαλος και πολύ σύντοµα, καθοδηγώντας µε βήµα προς βήµα στη διαδικασία της εξέτασης και της σύγκρισης, µου έµαθε να αναγνωρίζω ένα αντίγραφο: από την οµοιόµορφη φθορά (οι αντίκες δε φθείρονταν ποτέ συµµετρικά), από άκρες κοµµένες µε µηχανικά µέσα αντί να είναι λειασµένες µε την πλάνη (ένα εκπαιδευµένο ακροδάχτυλο µπορούσε να ξεχωρίσει την κοµµένη µε µηχανικά µέσα άκρη ακόµα και σε ελάχιστο φως), αλλά πολύ περισσότερο από την επίπεδη, άψυχη αίσθηση του ξύλου, από την απουσία µιας ιδιαίτερης αίγλης – της µαγείας που του προσέδιδαν αιώνες αγγιγµάτων, χρήσης και µεταβίβασης από γενιά σε γενιά. Το να στοχάζοµαι πάνω στις ζωές αυτών των σεβάσµιων κοµό και των σεκρετέρ –ζωές µε πολύ µεγαλύτερη διάρκεια και ησυχία από τις ανθρώπινες– µε βύθιζε στη γαλήνη όπως µια πέτρα σε βαθιά νερά, σε σηµείο που, όταν έφτανε η ώρα να φύγω, ανοιγόκλεινα σαστισµένος τα µάτια βγαίνοντας στο εκτυφλωτικό φως της Έκτης Λεωφόρου, καταβάλλοντας προσπάθεια να θυµηθώ πού βρισκόµουν και τι γύρευα εκεί. Περισσότερο και από το εργαστήρι (ή «αναρρωτήριο», όπως το αποκαλούσε εκείνος) απολάµβανα τη συντροφιά του Χόµπι: το κουρασµένο χαµόγελό του, το κοµψό αδιόρατο καµπούριασµα του πολύ ψηλού ανθρώπου, τα σηκωµένα µανίκια και το αβίαστο χιούµορ του, τη συνήθειά του –κοινή στους χειρώνακτες– να τρίβει το µέτωπό του µε την εσωτερική πλευρά του καρπού του, την καλόβολη υποµονή και την αδιάσειστη κοινή λογική του. Κι όµως, παρότι οι κουβέντες µας ήταν σποραδικές και τυχαίες, δεν υπήρξαν ποτέ επιπόλαιες. Ακόµα και ένα απλό «Πώς πάει;» είχε αποχρώσεις και προεκτάσεις, παρότι δεν ήταν εµφανείς. Και στη µόνιµη απάντησή µου («Καλά») µπορούσε να διακρίνει το βαθµό αλήθειας χωρίς να χρειάζεται αναλύσεις. Και, παρότι σπάνια έκανε αδιάκριτες ή επίµονες ερωτήσεις, ένιωθα ότι µε καταλάβαινε πολύ καλύτερα από τους διάφορους ενήλικες που η δουλειά τους ήταν «να µπουν µέσα στο κεφάλι µου», όπως συνήθιζε να λέει ο Ενρίκε. Αλλά ο κυριότερος λόγος που τον συµπαθούσα ήταν επειδή µε αντιµετώπιζε ως ισότιµο σύντροφο και συνοµιλητή. Καθόλου δεν πείραζε αν κάποιες φορές ήθελε να µιλήσει για τη γειτόνισσα που είχε κάνει πρόσφατα αρθροσκόπηση γονάτου ή για ένα κονσέρτο αναγεννησιακής µουσικής που είχε παρακολουθήσει. Αν του διηγιόµουν κάτι αστείο που είχε γίνει στο σχολείο, µε άκουγε µε προσοχή και ενθουσιασµό. Σε αντίθεση µε την κυρία Σουάνσον (που πάγωνε και φαινόταν κατάπληκτη όταν πετούσα ένα αστείο) ή τον Ντέιβ (που χαχάνιζε µεν, αλλά αµήχανα και πάντα µια ιδέα καθυστερηµένα), στον Χόµπι άρεσε να γελάει, κι εγώ τρελαινόµουν όταν µου αφηγούνταν ιστορίες από τη ζωή του: για ζωηρούληδες θείους που είχαν ντυθεί γαµπροί στα γεράµατα και για ανακατωσούρες καλόγριες της παιδικής του ηλικίας, για το τριτοκλασάτο οικοτροφείο στα καναδικά σύνορα όπου όλοι οι καθηγητές έπιναν σαν σφουγγάρια, για το αρχοντικό στο βόρειο άκρο της Πολιτείας το οποίο ο πατέρας του άφηνε τόσο κρύο, ώστε τα παράθυρα να πιάνουν πάγο εσωτερικά, για τα γκρίζα
δεκεµβριάτικα απογεύµατα που περνούσε µελετώντας Τάκιτο ή την Άνοδο της Ολλανδικής Δηµοκρατίας του Τζον Μότλεϊ[1] («Ανέκαθεν λάτρευα την Ιστορία. Το µονοπάτι που δεν ακολούθησα! Η µεγαλύτερη παιδική µου φιλοδοξία ήταν να γίνω καθηγητής Ιστορίας στο Νοτρ Νταµ. Αν και αυτό που κάνω τώρα είναι, υποθέτω, ένας διαφορετικός τρόπος δουλειάς µε την Ιστορία».) Μου µίλησε για το µονόφθαλµο καναρίνι του, το οποίο είχε σώσει από ένα πολυκατάστηµα Woolsworth και τον ξυπνούσε κελαηδώντας κάθε πρωί όσο ήταν παιδί· για την κρίση ρευµατικού πυρετού που τον είχε καθηλώσει στο κρεβάτι έξι ολόκληρους µήνες· και για την περίεργη παλιά συνοικιακή βιβλιοθήκη µε τις τοιχογραφίες στο ταβάνι («Κατεδαφίστηκε, δυστυχώς») όπου πήγαινε για να ξεφύγει από το σπίτι του. Για την κυρία Ντε Πέιστερ, τη µοναχική γηραιά κληρονόµο που επισκεπτόταν µετά το σχολείο, µια πρώην καλλονή του Όλµπανι και εµβριθή ερευνήτρια της τοπικής ιστορίας, η οποία τον είχε πάρει υπό την ασφυκτική προστασία της, τον τάιζε σκοτσέζικο κέικ φρούτων που παράγγελνε από την Αγγλία σε τενεκεδένια κουτιά και χαιρόταν να κάθεται επί ώρες να του αναλύει κάθε πορσελάνινο κοµµάτι µέσα στη βιτρίνα της και να του εξηγεί, µεταξύ άλλων, σε ποιον ανήκε ο µαονένιος καναπές (στο στρατηγό του Εµφυλίου Νίκολας Χέρκιµερ, αν ευσταθούσαν οι φήµες) – εκείνη ήταν που τον µπόλιασε αρχικά µε την αγάπη για το έπιπλο. («Αν και δυσκολεύοµαι να φανταστώ το στρατηγό Χέρκιµερ ξαπλωµένο πάνω σ’ εκείνο το παρακµιακό κατασκεύασµα νεοκλασικού στιλ».) Μου µίλησε για τη µητέρα του, που είχε πεθάνει λίγο µετά το θάνατο της µόλις τριών ηµερών αδερφούλας του, αφήνοντας τον Χόµπι ορφανό· και για το νεαρό Ιησουίτη ιερέα, προπονητή του ράγκµπι, που, όταν του τηλεφώνησε µια πανικόβλητη Ιρλανδέζα υπηρέτρια για να του πει ότι ο πατέρας του Χόµπι κόντευε να τον «κάνει κιµά» χτυπώντας τον µε τη ζώνη του, εισέβαλε στο σπίτι, σήκωσε τα µανίκια του και σώριασε τον µπαµπά του στο έδαφος. («Ο πατήρ Κίγκαν! Εκείνος ήταν που είχε έρθει στο σπίτι για να µε κοινωνήσει τότε που είχα πέσει στο κρεβάτι µε ρευµατικό πυρετό. Ήµουν το παπαδάκι του, ήξερε τι συνέβαινε, είχε δει τις αυλακιές στην πλάτη µου. Τελευταία γίνεται µεγάλος ντόρος γύρω από ιερείς που παρεκτρέπονται στη σχέση τους µε µικρά αγόρια, αλλά εκείνος ήταν τόσο καλός µαζί µου. Δεν έχω πάψει να αναρωτιέµαι τι απέγινε, προσπάθησα να τον βρω, αλλά στάθηκε αδύνατον. Ο πατέρας µου πήρε τηλέφωνο τον επίσκοπο και, µέχρι να πεις κύµινο, τον έστειλαν πακέτο στην Ουρουγουάη».) Ήταν εντελώς διαφορετικά από το σπίτι των Μπάρµπορ, όπου, παρά τη γενική ατµόσφαιρα καλοσύνης, είτε χανόµουν µέσα στο πλήθος είτε γινόµουν το αµήχανο αντικείµενο επίµονης παρατήρησης. Ένιωθα καλύτερα ξέροντας πως ήταν µόλις µια διαδροµή µε το λεωφορείο µακριά, ουσιαστικά ευθεία κάτω στην Πέµπτη Λεωφόρο. Και τις νύχτες, όταν ξυπνούσα σε κατάσταση πανικού, µε την έκρηξη να µε συγκλονίζει πάλι από την αρχή, κατάφερνα πολλές φορές να ηρεµήσω και να ξανακοιµηθώ ταξιδεύοντας νοερά στο σπίτι του, όπου, χωρίς καν να το αντιληφθείς, µεταφερόσουν στα µέσα του δέκατου ένατου αιώνα, σε έναν κόσµο µε ρολόγια τοίχου και ξύλινα πατώµατα που έτριζαν, µε µπακιρένια κατσαρόλια και καλάθια µε γογγύλια και κρεµµύδια στην κουζίνα, µε φλόγες κεριών που έγερναν ταυτόχρονα προς τα αριστερά υποκύπτοντας στο ρεύµα µιας ανοιχτής πόρτας, µε φίνες κουρτίνες που φούσκωναν και ανασάλευαν σαν βραδινές τουαλέτες στα ψηλά παράθυρα, έναν κόσµο από δροσερά και βουβά δωµάτια όπου κοιµόνταν παλιά πράγµατα. Ωστόσο γινόταν όλο και πιο δύσκολο να αιτιολογώ τις απουσίες µου (συχνά ακόµα και από το τραπέζι του δείπνου), και η επινοητικότητα του Άντι κόντευε να εξαντληθεί. «Θέλεις να έρθω µαζί σου µέχρι εκεί να της µιλήσω;» προσφέρθηκε ένα απόγευµα ο Χόµπι, ενώ καθόµασταν στην κουζίνα και τρώγαµε µια τάρτα κεράσι που είχε αγοράσει από την υπαίθρια αγορά των παραγωγών. «Θα χαρώ να έρθω να τη γνωρίσω. Ή ίσως θα προτιµούσες
να την καλέσεις εδώ». «Ίσως», απάντησα έπειτα από λίγη σκέψη. «Δεν αποκλείεται να την ενδιαφέρει να δει εκείνο το διπλό κοµό Τσίπεντεϊλ, – ξέρεις, αυτό µε την κυµατιστή µετόπη σε σχήµα κυλίνδρου παπύρου. Όχι να το αγοράσει, απλώς να το δει. Ή µπορούµε, αν θέλεις, να την καλέσουµε να βγούµε έξω, για γεύµα στο γαλλικό εστιατόριο La Grenouille» –γέλασε– «ή και σε κάποιο µικρό στέκι εδώ κάτω που ίσως να της άρεσε». «Αφήστε µε να το σκεφτώ λίγο», είπα. Εκείνη τη φορά πήρα νωρίς το λεωφορείο για το σπίτι, µε βαριά καρδιά. Πέρα από τη συστηµατική ανειλικρίνειά µου απέναντι στην κυρία Μπάρµπορ –για δήθεν πολύωρες επισκέψεις στη βιβλιοθήκη για µια φανταστική εργασία στην Ιστορία–, ντρεπόµουν πολύ να οµολογήσω στον Χόµπι ότι είχα παρουσιάσει το δαχτυλίδι του κυρίου Μπλάκγουελ ως οικογενειακό κειµήλιο. Όµως το ψέµα µου θα αποκαλυπτόταν έτσι κι αλλιώς αν συναντιόνταν η κυρία Μπάρµπορ και ο Χόµπι. Δεν υπήρχε τρόπος να το αποφύγω. «Πού ήσουν;» µε ρώτησε αυστηρά η κυρία Μπάρµπορ, προβάλλοντας από το βάθος του διαµερίσµατος µε το κλασικό της απεριτίφ (τζιν µε λάιµ) ανά χείρας. Ήταν ντυµένη για το δείπνο, αλλά χωρίς τα παπούτσια της. Κάτι στην όλη στάση της µου µύρισε παγίδα. «Είχα κατέβει στο κάτω Μανχάταν», αποκρίθηκα, «για µια επίσκεψη σε ένα φίλο της µητέρας µου». Ο Άντι µου έριξε µια ανέκφραστη µατιά. «Α, ναι;» ρώτησε καχύποπτα η κυρία Μπάρµπορ, στραβοκοιτάζοντας το βλαστάρι της. «Μόλις τώρα µου είπε ο Άντι ότι θα πήγαινες πάλι στη βιβλιοθήκη». «Όχι σήµερα», δήλωσα µε µια άνεση που ξάφνιασε κι εµένα τον ίδιο. «Χαίροµαι που το ακούω», είπε ατάραχα η κυρία Μπάρµπορ, «αφού το κεντρικό παράρτηµα είναι κλειστό τις Δευτέρες». «Εγώ δεν είπα ότι θα επισκεπτόταν το κεντρικό παράρτηµα, µητέρα». «Και µάλιστα δεν αποκλείεται να τον γνωρίζετε», πέταξα, για να αποσπάσω την προσοχή της από τον Άντι. «Ή έστω να τον έχετε ακουστά». «Ποιον;» µε ρώτησε, στρέφοντας το βλέµµα της πάνω µου. «Το φίλο της µητέρας µου που σας έλεγα. Το όνοµά του είναι Τζέιµς Χόµπαρτ. Έχει κατάστηµα επίπλων στο κάτω Μανχάταν. Για την ακρίβεια, δεν είναι δικό του, εκείνος ασχολείται µε τις αναπαλαιώσεις». Έσµιξε τα φρύδια της. «Χόµπαρτ, είπες;» «Συνεργάζεται µε πολλούς ανθρώπους στην πόλη. Ακόµα και µε τον οίκο Sotheby’s µερικές φορές». «Τότε, δε θα σε πείραζε αν τον έπαιρνα τηλέφωνο, φαντάζοµαι...» «Κάθε άλλο», απάντησα µε αµυντικό τόνο. «Είπε ότι θα µπορούσαµε να πάµε όλοι µαζί για φαγητό κάποια φορά. Ή ίσως θα σας άρεσε να επισκεφθείτε το µαγαζί του κάποια µέρα». «Ω!» έκανε, φανερά ξαφνιασµένη. Ήταν η σειρά της να νιώσει στριµωγµένη. Αν η κυρία Μπάρµπορ κατέβαινε ποτέ νοτιότερα της 14ης Οδού για οποιονδήποτε λόγο, δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή µου. «Καλά. Βλέπουµε». «Όχι για ν’ αγοράσετε τίποτα, µόνο για να δείτε. Έχει µερικά πολύ ωραία κοµµάτια». Ανοιγόκλεισε τα µάτια αµήχανα. «Ναι, βέβαια». Έδειχνε αλλόκοτα αποπροσανατολισµένη, µε µια κάπως απλανή και χαµένη
έκφραση. «Ωραία, λοιπόν. Είµαι σίγουρη ότι θα χαιρόµουν να τον γνωρίσω. Ή µήπως τον έχω ήδη γνωρίσει;» «Όχι, δε νοµίζω». «Τέλος πάντων. Άντι, σου χρωστάω µια συγνώµη. Να µε συγχωρείς. Κι εσύ, Θίο». Εγώ; Δεν ήξερα τι να πω. Ο Άντι, που µασουλούσε στα µουλωχτά το νύχι του αντίχειρά του, ανασήκωσε εύγλωττα τον ένα ώµο τη στιγµή που εκείνη έκανε µεταβολή για να αποσυρθεί από το δωµάτιο. «Τι τρέχει;» τον ρώτησα χαµηλόφωνα. «Είναι ταραγµένη. Δεν έχει να κάνει µ’ εσένα. Γύρισε ο Πλατ», πρόσθεσε. Τώρα που το ανέφερε, πρόσεξα τη µουσική που ερχόταν πνιχτά από το βάθος του διαµερίσµατος, ένα βαθύ, παρασυνειδησιακό ρυθµικό γδούπο. «Γιατί;» ρώτησα. «Τι συνέβη;» «Κάτι στο σχολείο του». «Κακό;» «Κύριος οίδε», απάντησε άνευρα. «Έχει µπλεξίµατα;» «Υποθέτω πως ναι. Δεν το συζητάει κανείς». «Καλά, τι έγινε;» Ο Άντι έκανε µια γκριµάτσα του τύπου: Ποιος ξέρει; «Ήταν εδώ όταν γυρίσαµε από το σχολείο – ακούσαµε τη µουσική του. Η Κίτσι καταχάρηκε και πήγε τρέχοντας να τον χαιρετήσει, αλλά αυτός άρχισε να ουρλιάζει και της έκλεισε την πόρτα στα µούτρα». Λυπήθηκα την Κίτσι. Λάτρευε σαν Θεό το µεγάλο της αδερφό. «Μετά γύρισε η µητέρα στο σπίτι. Έµεινε για ώρα στο δωµάτιό του. Έπειτα µίλησε κάµποση ώρα στο τηλέφωνο. Έχω την αµυδρή εντύπωση ότι καταφθάνει κι ο µπαµπάς από στιγµή σε στιγµή. Είχαν κανονίσει να βγουν για δείπνο µε τους Τίκνορ απόψε, αλλά νοµίζω ότι ακυρώθηκε». «Και το βραδινό;» ρώτησα ύστερα από µια σύντοµη παύση. Κανονικά, τις καθηµερινές τρώγαµε µπροστά στην τηλεόραση κάνοντας τα µαθήµατά µας για την εποµένη, αλλά τώρα, µε τον Πλατ στο σπίτι, τον κύριο Μπάρµπορ καθ’ οδόν και τα αποψινά σχέδια του ζεύγους µαταιωµένα, το πράγµα πήγαινε για οικογενειακό δείπνο στην τραπεζαρία. Ο Άντι ανέβασε τα γυαλιά του στη ράχη της µύτης του µε τον εξεζητηµένο τρόπο του που θύµιζε γηραιά κυρία. Αν και εγώ είχα σκούρα µαλλιά, ενώ εκείνος ήταν ξανθός, είχα πλήρη επίγνωση ότι, µε τα πανοµοιότυπα γυαλιά που µας είχε διαλέξει η κυρία Μπάρµπορ, έµοιαζα µε τον κουλτουριάρη δίδυµο αδερφό του Άντι – ιδίως από τη στιγµή που άκουσα ένα κορίτσι στο σχολείο να µας αποκαλεί «Αδελφούς Χαζούς» (ή ίσως «Αδελφούς Φελλούς» – ό,τι και να ’ταν, κολακευτικό δεν το ’λεγες). «Ας πάµε µέχρι την 60ή Οδό να φάµε κάνα χάµπουργκερ στο Serendipity», πρότεινε. «Θα προτιµούσα να µην είµαι εδώ όταν έρθει ο µπαµπάς». «Πάρτε µε κι εµένα µαζί σας!» είπε απροσδόκητα η Κίτσι, µπαίνοντας τρεχάτη στο δωµάτιο και φρενάροντας απότοµα µπροστά µας, αναψοκοκκινισµένη και µε κοµµένη την ανάσα. Κοιταχτήκαµε µε τον Άντι απορηµένοι. Η Κίτσι δεν ήθελε να τη βλέπουν µαζί µας ούτε καν στη στάση που περιµέναµε για το σχολικό. «Σας παρακαλώ!» κλαψούρισε κοιτάζοντάς µας ικετευτικά. «Ο Τόντι έχει προπόνηση στο
ποδόσφαιρο, θ’ αργήσει να γυρίσει, θα πληρώσω η ίδια ό,τι παραγγείλω, δε θέλω να µείνω µόνη µαζί τους, σας παρακαλώ!» «Έλα, µωρέ, τι µας πειράζει;» είπα στον Άντι, κερδίζοντας ένα χαµόγελο ευγνωµοσύνης. Ο Άντι έχωσε τα χέρια βαθιά στις τσέπες του. «Εντάξει», της είπε ανέκφραστα. Σκέφτηκα ότι θύµιζαν λευκά χαµστεράκια – µε τη διαφορά ότι η Κίτσι ήταν σαν µια παραµυθένια ζαχαρένια ποντικοπριγκίπισσα, ενώ ο Άντι παρέπεµπε περισσότερο στο αναιµικό, κακορίζικο χάµστερ που θα αγόραζες για να το ταΐσεις σε ένα βόα σφιγκτήρα. «Άντε, πάρε τα πράγµατά σου. Προχώρα», της είπε όταν εκείνη έµεινε να τον κοιτάζει σαστισµένη. «Δε θα σε περιµένουµε µέχρι αύριο! Και κοίτα να πάρεις τα λεφτά που έλεγες, γιατί δε θα σου κάνω και το τραπέζι».
[1] Τζον Λόθροπ Μότλεϊ (1841-1877): Αµερικανός διπλωµάτης και ιστορικός, κυρίως γνωστός για τη µελέτη των δραµατικών γεγονότων της επανάστασης των Κάτω Χωρών ενάντια στην ισπανική κυριαρχία το δέκατο έκτο αιώνα. Το έργο που αναφέρεται εδώ είναι το τρίτοµο The Rise of the Dutch Republic, που εκδόθηκε το 1856. (Σ.τ.Μ.)
xiii.
ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ
δεν κατέβηκα καθόλου στου Χόµπι, για συµπαράσταση στον Άντι, αν και ο πειρασµός ήταν µεγάλος, έτσι ηλεκτρισµένη που ήταν η ατµόσφαιρα στο σπίτι. Ο Άντι είχε δίκιο: Ήταν αδύνατον να µαντέψει κανείς τι είχε κάνει ο µεγαλύτερος αδερφός του, αφού ο κύριος και η κυρία Μπάρµπορ συµπεριφέρονταν λες και ήταν όλα απολύτως φυσιολογικά (µόνο που ο καθένας θα καταλάβαινε ότι δεν ήταν), ενώ ο ίδιος ο Πλατ εµφανιζόταν µόνο την ώρα του φαγητού, για να καθίσει αµίλητος και βλοσυρός στο τραπέζι, µε τα µαλλιά ριγµένα µπροστά στο πρόσωπό του. «Πίστεψέ µε», είπε ο Άντι, «είναι πολύ καλύτερα όταν είσαι παρών. Τουλάχιστον µιλάνε, κάνουν µια προσπάθεια να φέρονται φυσιολογικά». «Τι λες να έκανε;» «Δεν έχω ιδέα. Και, µε κάθε ειλικρίνεια, ούτε θέλω να µάθω». «Άσ’ τα σάπια». «Εντάξει, σύµφωνοι», αναδιπλώθηκε. «Αλλά πραγµατικά δεν έχω την παραµικρή ιδέα». «Λες να αντέγραψε σε κανένα τεστ; Να έκλεψε; Να µασούσε τσίχλα την ώρα του εκκλησιασµού;» Ο Άντι ανασήκωσε τους ώµους. «Την τελευταία φορά που είχε µπλεξίµατα ήταν επειδή είχε χτυπήσει κάποιον στα µούτρα µε το µπαστούνι του λακρός. Αλλά τότε δεν ήταν όπως τώρα». Και µετά, εντελώς από το πουθενά: «Η µητέρα αγαπάει τον Πλατ περισσότερο απ’ όλους µας». «Έτσι νοµίζεις;» ρώτησα υπεκφεύγοντας, παρότι ήξερα πολύ καλά ότι ήταν αλήθεια. «Ο µπαµπάς έχει αδυναµία στην Κίτσι, η µητέρα στον Πλατ». «Νοµίζω ότι άλλο τόσο αγαπάει τον Τόντι», ξεφούρνισα, πριν συνειδητοποιήσω την γκάφα µου. Ο Άντι µόρφασε. «Θα έλεγα ότι έγινε κάποιο µπέρδεµα στο µαιευτήριο», είπε, «αν δεν έµοιαζα τόσο πολύ στη µητέρα».
xiv.
ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟ ΛΟΓΟ, στη διάρκεια εκείνου του ιδιαίτερα φορτισµένου ιντερλούδιου (ίσως επειδή οι µυστηριώδεις µπελάδες του Πλατ µού θύµισαν τους δικούς µου) µου πέρασε από το µυαλό η σκέψη ότι ίσως έπρεπε να µιλήσω στον Χόµπι για τον πίνακα, ή τουλάχιστον να θίξω το θέµα µε κάποιον αόριστο τρόπο, βολιδοσκοπώντας αντιδράσεις. Η δυσκολία ήταν στο πώς θα άνοιγα την κουβέντα. Ο πίνακας ήταν ακόµα στο διαµέρισµα, εκεί που τον είχα παρατήσει, µέσα στην τσάντα για τα ψώνια που είχα βγάλει από το µουσείο. Όταν τον είδα, ακουµπισµένο κόντρα στον καναπέ στο σαλόνι, εκείνο το τροµερό απόγευµα που είχα γυρίσει για να πάρω κάποια πράγµατα τα οποία χρειαζόµουν για το σχολείο, τον προσπέρασα αδιάφορα, παρακάµπτοντάς τον µε την ίδια επιµέλεια που θα απέφευγα ένα ζητιάνο που προσπαθεί να σε γραπώσει στο πεζοδρόµιο, νιώθοντας διαρκώς τα ψυχρά γρανιτένια µάτια της κυρίας Μπάρµπορ καρφωµένα στην πλάτη µου, στο διαµέρισµά µας, στα πράγµατα της µητέρας µου, όπως στεκόταν στο κατώφλι µε τα µπράτσα της σταυρωµένα στο στήθος. Ήταν περίπλοκο. Κάθε φορά που τον σκεφτόµουν, το στοµάχι µου σφιγγόταν τόσο, που η ενστικτώδης αντίδρασή µου ήταν να τον απωθώ βίαια και να στρέφω τις σκέψεις µου σε κάτι άσχετο. Δυστυχώς, είχα καθυστερήσει υπερβολικά να πω κάτι σε οποιονδήποτε, µε αποτέλεσµα να νιώθω πλέον ότι ήταν πολύ αργά για να το τολµήσω. Κι όσο περισσότερο χρόνο περνούσα µε τον Χόµπι –µε τα σακατεµένα του Χέπλγουαϊτ και Τσίπεντεϊλ, τα παλιά έπιπλα που φρόντιζε τόσο φιλόπονα–, τόσο πιο ένοχος αισθανόµουν που κρατούσα το στόµα µου κλειστό. Τι θα γινόταν αν έβρισκε κάποιος τον πίνακα; Τι θα µου έκαναν; Ο ιδιοκτήτης θα µπορούσε κάλλιστα να επισκεφθεί το διαµέρισµα ανά πάσα στιγµή –είχε κλειδί–, όµως, ακόµα κι έτσι, δεν πίστευα ότι θα τον πρόσεχε. Από την άλλη, ήξερα ότι προκαλούσα τη µοίρα αφήνοντάς τον εκεί και αναβάλλοντας να αποφασίσω τι θα τον έκανα. Δεν ήταν ότι µε πείραζε να τον επιστρέψω. Αν µπορούσα να το κάνω µε κάποιο µαγικό τρόπο –αν κάποιο τζίνι, ας πούµε, πραγµατοποιούσε την ευχή µου–, θα το είχα κάνει στη στιγµή. Το πρόβληµα ήταν ότι δεν µπορούσα να σκεφτώ πώς να τον επιστρέψω µε τρόπο που δε θα έβαζε σε κίνδυνο ούτε εµένα ούτε τον πίνακα. Από τη µέρα της έκρηξης στο µουσείο είχαν αναρτηθεί σε ολόκληρη την πόλη προειδοποιήσεις ότι, αν εντοπίζονταν δέµατα ανεπιτήρητα για οποιονδήποτε λόγο, θα καταστρέφονταν επιτόπου, γεγονός που ακύρωνε όλα τα ευφάνταστα σχέδιά µου να τον επιστρέψω ανώνυµα. Κάθε ύποπτη βαλίτσα ή πακέτο θα ανατιναζόταν χωρίς περαιτέρω διερεύνηση. Από όλους τους ενήλικες που γνώριζα, µόνο σε δύο ένιωθα ότι µπορούσα να εκµυστηρευτώ το µυστικό µου: στον Χόµπι και στην κυρία Μπάρµπορ. Και ο Χόµπι αποτελούσε, µακράν, τη λιγότερο τροµακτική επιλογή, µε την κατανόηση και τον ήπιο χαρακτήρα που διέθετε. Θα µου ήταν πολύ πιο εύκολο να εξηγήσω σ’ εκείνον πώς είχε συµβεί και είχα βγάλει τον πίνακα από το µουσείο. Ότι είχε γίνει ακούσια, υπό µία έννοια. Ότι ακολουθούσα τις εντολές του Γουέλτι. Ότι είχα διάσειση. Ότι δεν είχα κάτσει να σκεφτώ τι έκανα. Ότι δεν είχα την πρόθεση να τον παρατήσω στο διαµέρισµα για τόσο καιρό. Ωστόσο, σε αυτή την κατάσταση ανέστιας αναµονής που βρισκόµουν, φαινόταν παρανοϊκό να πάω και να παραδεχτώ αυτό που ήξερα ότι πάρα
πολλοί άνθρωποι θα έκριναν ως βαρύτατο αδίκηµα. Και τότε, εντελώς συµπτωµατικά, πάνω που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν µπορούσα να µένω άπρακτος για πολύ ακόµα, έτυχε να δω µια µικρή ασπρόµαυρη φωτογραφία του πίνακα στο οικονοµικό ένθετο των Times. Ίσως λόγω της σύγχυσης που είχε προκαλέσει στην οικογένεια και στο περιβάλλον της η πρόσφατη ατίµωση του Πλατ, η εφηµερίδα βρισκόταν καµιά φορά ξέµπαρκη εκτός γραφείου του κυρίου Μπάρµπορ, οπότε γινόταν φύλλο και φτερό και επανεµφανιζόταν ανά δύο ή τρία φύλλα. Αυτά τα φύλλα, πρόχειρα διπλωµένα, βρίσκονταν συνήθως αφηµένα κοντά σε ένα ποτήρι σόδα τυλιγµένο σε πετσέτα (το «επισκεπτήριο» του κυρίου Μπάρµπορ) στο χαµηλό τραπεζάκι του σαλονιού. Ήταν ένα βαρετό, µακροσκελές άρθρο στο τέλος του ένθετου και αναφερόταν γενικά στον ασφαλιστικό κλάδο: στις δυσχέρειες όσον αφορά τη διοργάνωση εκθέσεων µε σπουδαία έργα τέχνης σε µια δύσκολη οικονοµική συγκυρία, και ειδικά στις δυσκολίες ασφάλισης έργων τέχνης σε περιοδεία. Αλλά αυτό που τράβηξε εξαρχής το βλέµµα µου ήταν η λεζάντα κάτω από τη φωτογραφία: Η Καρδερίνα, το αριστούργηµα που φιλοτέχνησε ο Κάρελ Φαµπρίτσιους το 1654, καταστράφηκε.
Χωρίς να το καλοσκεφτώ, κάθισα στην πολυθρόνα του κυρίου Μπάρµπορ και άρχισα να διαβάζω στα πεταχτά το πυκνογραµµένο κείµενο, ψάχνοντας για περισσότερες αναφορές στον πίνακά µου (είχα ήδη αρχίσει να τον σκέφτοµαι ως δικό µου, τόσο φυσικά και αβίαστα, ώστε ήταν λες και µου ανήκε ανέκαθεν). Ζητήµατα διεθνούς δικαίου εγείρονται αναπόφευκτα έπειτα από υποθέσεις πολιτιστικής τροµοκρατίας όπως η συγκεκριµένη, η οποία πάγωσε τόσο την οικονοµική κοινότητα όσο και τον καλλιτεχνικό κόσµο. «Η απώλεια έστω και ενός από αυτά τα µοναδικά έργα είναι αδύνατον να ποσοτικοποιηθεί», δήλωσε ο Μάρεϊ Τουίτσελ, αναλυτής ρίσκου σε ασφαλιστικό κολοσσό µε έδρα το Λονδίνο. «Εκτός των δώδεκα έργων που χάθηκαν και θεωρούνται κατεστραµµένα, άλλα είκοσι εφτά υπέστησαν σοβαρότατες ζηµιές, αν και για ορισµένα υπάρχουν ελπίδες αποκατάστασης». Σε κάτι που για πολλούς ίσως φαντάζει ως µάταιο διάβηµα, το Ηλεκτρονικό Μητρώο Χαµένων Έργων Τέχνης...
Το άρθρο συνεχιζόταν στην επόµενη σελίδα, αλλά εκείνη τη στιγµή µπήκε στο δωµάτιο η κυρία Μπάρµπορ, οπότε αναγκάστηκα να αφήσω την εφηµερίδα. «Θίο», είπε, «έχω να σου κάνω µια πρόταση». «Ναι;» ρώτησα επιφυλακτικά. «Θα ήθελες να έρθεις µαζί µας στο Μέιν φέτος;» Ήταν τέτοια η χαρά µου, ώστε για µια στιγµή έµεινα στήλη άλατος. «Ναι!» απάντησα. «Ουάου! Θα ήταν σπουδαία!» Ούτε καν αυτή κατάφερε να µη σκάσει ένα χαµόγελο, έστω και φευγαλέο. «Λοιπόν», είπε, «ο Τσανς θα χαρεί να σε στρώσει στη δουλειά στο σκάφος. Φαίνεται ότι θα φύγουµε κάπως νωρίτερα φέτος – ο Τσανς και τα παιδιά, για την ακρίβεια. Εγώ θα µείνω στην πόλη για να τακτοποιήσω κάποια θέµατα, αλλά θα έρθω να σας βρω σε µία, το πολύ δύο εβδοµάδες». Ήµουν τόσο ενθουσιασµένος, που είχα χάσει τα λόγια µου, δεν έβρισκα τίποτα να πω. «Θα δούµε πώς θα σου φανεί η ιστιοπλοΐα. Ίσως εσένα σου αρέσει περισσότερο απ’ όσο στον Άντι. Ας το ευχηθούµε τουλάχιστον». «Νοµίζεις ότι θα ’χει πλάκα», µου είπε θλιµµένα ο Άντι όταν πήγα τρέχοντας στο δωµάτιό του (γιατί τρέχοντας πήγα, όχι περπατώντας) να του αναγγείλω τα καλά νέα. «Αλλά πέφτεις έξω. Θα φρίξεις».
Κι όµως, έβλεπα καθαρά πόσο ευχαριστηµένος ήταν. Κι εκείνο το βράδυ, πριν πέσουµε για ύπνο, καθίσαµε µαζί στην άκρη της κάτω κουκέτας και κουβεντιάσαµε ποια βιβλία θα παίρναµε µαζί, ποια παιχνίδια, αλλά και ποια ήταν τα συµπτώµατα της ναυτίας, για να έχω έναν τρόπο να αποφεύγω τις αγγαρείες στο κατάστρωµα, αν και όποτε το ήθελα.
xv.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΙΠΤΥΧΟ ΤΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ –καλών και στις δύο περιπτώσεις– µε άφησε σε µια παραζάλη αγαλλίασης ανάκατης µε ανακούφιση. Αν ο πίνακάς µου είχε καταστραφεί –αν αυτή ήταν η επίσηµη άποψη–, είχα άφθονο χρόνο να αποφασίσω τι θα έκανα. Με τον ίδιο µαγικό τρόπο, η πρόσκληση της κυρίας Μπάρµπορ φαινόταν να επεκτείνεται και πέρα από το καλοκαίρι, στον ορίζοντα του απώτερου µέλλοντος, κι ήταν θαρρείς και µε χώριζε πλέον από τον παππού Ντέκερ ολάκερος ο Ατλαντικός. Η ευφορία µου µου προκαλούσε ίλιγγο, και το µόνο που µπορούσα να κάνω ήταν να αγάλλοµαι µε την αναστολή. Ήξερα ότι είχα καθήκον να παραδώσω τον πίνακα είτε στον Χόµπι είτε στην κυρία Μπάρµπορ, να αφεθώ στο έλεός τους, να προσπαθήσω να τους εξηγήσω και να τους ικετέψω να µε βοηθήσουν –ένα εχέφρον, νηφάλιο κοµµάτι του µυαλού µου µου έλεγε ότι θα µετάνιωνα πικρά αν δεν το έκανα–, αλλά µε είχε συνεπάρει η προοπτική των διακοπών στο Μέιν και της µύησής µου στην ιστιοπλοΐα. Είχα δε αρχίσει να σκέφτοµαι ότι ίσως ήταν έξυπνο από µέρους µου να κρατήσω τον πίνακα για λίγο καιρό, ως ασφαλιστική δικλίδα για την επόµενη τριετία, ώστε να µην υποχρεωθώ να µετοικήσω στον παππού Ντέκερ και στην Ντόροθι. Είναι ενδεικτικό της απύθµενης αφέλειάς µου το γεγονός ότι πίστευα πως ίσως κατάφερνα ακόµα και να τον πουλήσω, στην ανάγκη. Έτσι, σφράγισα το στόµα µου, συνέχισα να µελετάω ναυτικούς χάρτες και διαγράµµατα µαζί µε τον κύριο Μπάρµπορ και άφησα την κυρία Μπάρµπορ να µε πάει στο Brooks Brothers και να µου αγοράσει παπούτσια ιστιοπλοΐας και µερικά ελαφριά βαµβακερά φούτερ για τις δροσερές βραδιές στο σκάφος. Και δεν έβγαλα άχνα.
xvi.
«ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ, αυτό ήταν το πρόβληµά µου», είπε ο Χόµπι. «Ή τουλάχιστον αυτό πίστευε ο πατέρας µου». Ήµουν µαζί του στο εργαστήριο και τον βοηθούσα να ψάξει ανάµεσα σε αµέτρητα κοµµάτια παλιού ξύλου κερασιάς, κάποια πιο κόκκινα, άλλα πιο καστανά, όλα προερχόµενα από παλιά έπιπλα, για εκείνο µε την ακριβή απόχρωση που χρειαζόταν προκειµένου να επιδιορθώσει την ποδιά του ρολογιού κονσόλας πάνω στο οποίο δούλευε. «Ο πατέρας µου είχε µια εταιρεία µε νταλίκες» –αυτό το ήξερα ήδη, το όνοµα ήταν τόσο γνωστό, ώστε ήταν οικείο ακόµα και σ’ εµένα– «και τα καλοκαίρια, όπως και στις χριστουγεννιάτικες διακοπές, µε έβαζε να φορτώνω φορτηγά – έπρεπε να ανέβω ένα ένα τα σκαλιά µέχρι να κάτσω στο τιµόνι κάποιου, έλεγε. Οι άντρες στις πλατφόρµες φορτοεκφόρτωσης βουβαίνονταν τη στιγµή που έκανα την εµφάνισή µου. Ο γιος του αφεντικού, καταλαβαίνεις. Και δεν µπορούσα να τους το καταλογίσω, γιατί ο πατέρας µου ήταν ελεεινός εργοδότης. Τέλος πάντων, µε είχε ζέψει στη δουλειά από τα δεκατέσσερα, µετά το σχολείο και τα Σαββατοκύριακα, να φορτώνω κιβώτια µες στη βροχή. Κάποιες φορές δούλευα και στο γραφείο, ένα θλιβερό µπουντρούµι που ήταν ψυγείο το χειµώνα και καµίνι το καλοκαίρι. Γκαρίζοντας για να ακούγοµαι πάνω από τους ανεµιστήρες εξαερισµού. Στην αρχή ήταν µόνο τα καλοκαίρια και στις διακοπές των Χριστουγέννων. Όµως µετά το δεύτερο έτος στο κολέγιο µου ανακοίνωσε ότι δε θα µου πλήρωνε πλέον τα δίδακτρα». Είχα βρει ένα κοµµάτι ξύλου που φαινόταν ίδιο µε το σπασµένο και του το έβαλα στο χέρι. «Είχατε κακούς βαθµούς;» «Μπα, όχι, καλά τα πήγαινα», απάντησε, παίρνοντας το ξύλο και κρατώντας το στο φως, πριν το ρίξει στη στοίβα µε τα υποψήφια για χρήση στο ρολόι. «Ο συλλογισµός του ήταν απλός: Εκείνος δεν είχε σπουδάσει, αλλά τα είχε καταφέρει περίφηµα, σωστά; Δηλαδή, τι; Εγώ περνιόµουν για καλύτερος; Αλλά το κυριότερο... Να, ήταν ο τύπος του ανθρώπου που πρέπει να τροµοκρατεί τους πάντες γύρω του, ξέρεις, κλασικός τραµπούκος, σίγουρα θα έχεις συναντήσει τέτοια άτοµα, και µάλλον του ’φεξε ξαφνικά: Τι καλύτερος τρόπος υπήρχε για να µ’ έχει υπό τον έλεγχό του και να του δουλεύω και τζάµπα; Στην αρχή...» Περιεργάστηκε για λίγο ένα άλλο κοµµάτι ξύλου, πριν το προσθέσει στη στοίβα. «Στην αρχή µού είπε ότι θα έπρεπε να διακόψω το κολέγιο για ένα χρόνο – ή τέσσερα, ή πέντε, όσα χρειαζόταν για να µαζέψω µε τον ιδρώτα µου τα λεφτά που χρειαζόµουν για να πάρω πτυχίο. Αλλά ποτέ δεν είδα δεκάρα από τα χέρια του. Έτσι κι αλλιώς, έµενα µαζί του, οπότε έβαζε τους µισθούς µου σε έναν ειδικό λογαριασµό – για το καλό µου, υποτίθεται. Σκληρό αλλά δίκαιο, σκεφτόµουν. Όµως µια µέρα, έπειτα από τρία σχεδόν χρόνια που δούλευα γι’ αυτόν κανονικό οχτάωρο, το τροπάρι άλλαξε». Γέλασε. «Μα πώς, δεν το είχα καταλάβει; Τα προηγούµενα χρόνια τού ξεπλήρωνα αυτά που είχε ξοδέψει για τα δύο πρώτα έτη µου στο κολέγιο. Δεν είχα, λοιπόν, δεκάρα στην άκρη». «Αυτό είναι τροµερό!» ξέσπασα έπειτα από µια µακριά παύση, σοκαρισµένος. Δεν καταλάβαινα πώς µπορούσε να γελάει µε κάτι τόσο άδικο. «Αν και άβγαλτος ακόµα», συνέχισε, σηκώνοντας τα µάτια στον ουρανό σε µια εύγλωττη έκφραση, «κατάλαβα ότι, µε αυτόν το ρυθµό, κινδύνευα να γεράσω πριν καταφέρω να φύγω
από κει. Όµως, χωρίς δουλειά και στέγη, τι µπορούσα να κάνω; Προσπαθούσα να βρω µια διέξοδο, όταν, ω του θαύµατος, µπήκε µια µέρα κατά τύχη στο γραφείο ο Γουέλτι, τη στιγµή ακριβώς που ο πατέρας µου µου έψελνε άλλον ένα εξάψαλµο. Η αλήθεια είναι ότι ο πατέρας µου το ευχαριστιόταν να µε ταπεινώνει µπροστά στους άντρες του, να κορδώνεται σαν νονός της µαφίας, λέγοντας ότι του χρωστούσα λεφτά για κείνο και για τ’ άλλο, οπότε θα έπρεπε να τα κρατήσει από τον υποτιθέµενο “µισθό” µου. Επικαλούµενος κάποια φανταστική αθέτηση υποχρεώσεων για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν µπορούσε να µου δώσει την – ανύπαρκτη– επιταγή µισθοδοσίας µου. Τέτοια πράγµατα. »Τον Γουέλτι δεν ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα. Ερχόταν στο γραφείο για να κανονίσει τη µεταφορά αντικών από διάφορες εκποιήσεις περιουσιών. Πάντα έλεγε ότι, µε την παραµορφωµένη πλάτη του, έπρεπε να πασχίζει διπλά για να κάνει καλή εντύπωση, ώστε να καταφέρουν οι άνθρωποι να δουν πέρα από τη δυσµορφία του, αλλά εγώ τον συµπάθησα από την πρώτη στιγµή. Όπως και οι περισσότεροι, συµπεριλαµβανοµένου του πατέρα µου, που δε συµπαθούσε κι εύκολα άνθρωπο. Τέλος πάντων, έχοντας γίνει µάρτυρας σ’ αυτό το ξέσπασµα οργής, ο Γουέλτι τηλεφώνησε την εποµένη στον πατέρα µου και του είπε ότι ήθελε να τον βοηθήσω να πακετάρει τα έπιπλα από ένα παλιό σπίτι τα περιεχόµενα του οποίου είχε αγοράσει. Ήµουν ένα µεγαλόσωµο και δυνατό παιδί, καλός δουλευτής, ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για την περίσταση». Ο Χόµπι έκανε µια παύση, ίσιωσε την πλάτη και τέντωσε τα χέρια πάνω από το κεφάλι του. «Λοιπόν, ο Γουέλτι ήταν καλός πελάτης, οπότε ο πατέρας µου δεν του χάλασε το χατίρι. »Το σπίτι που τον βοήθησα να αδειάσει ήταν το αρχοντικό της κυρίας Ντε Πέιστερ, της γυναίκας που γνώριζα τόσο καλά. Από µικρό παιδί µού άρεσε να την επισκέπτοµαι: Ήταν µια αστεία γριούλα µε πλατινέ περούκα, ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών, µόνιµα περιστοιχισµένη από χαρτιά και εφηµερίδες. Ήξερε τα πάντα για την τοπική ιστορία και ήταν µια πραγµατικά απολαυστική αφηγήτρια. Το σπίτι της ήταν εντυπωσιακό, ξέχειλα γεµάτο από γυαλικά Τίφανι και µερικά εξαιρετικά έπιπλα του δέκατου ένατου αιώνα, και, όπως αποδείχτηκε, εγώ ήξερα για την προέλευση πολλών κοµµατιών της συλλογής της περισσότερα κι από την ίδια την κόρη της, η οποία ποσώς ενδιαφερόταν για την καρέκλα πάνω στην οποία είχε καθίσει ο Πρόεδρος Μακίνλι – ή για οτιδήποτε άλλο, εδώ που τα λέµε. »Τη µέρα που τελειώσαµε το πακετάρισµα των επίπλων –ήταν γύρω στις έξι το απόγευµα κι εγώ ήµουν καλυµµένος µε σκόνη από την κορφή µέχρι τα νύχια– ο Γουέλτι άνοιξε ένα µπουκάλι κρασί και το ήπιαµε καθισµένοι ανάµεσα στα κιβώτια, µέσα στο απογυµνωµένο, γεµάτο αντίλαλους αρχοντικό. Ήµουν ψόφιος στην κούραση, θυµάµαι. Εκείνος µε πλήρωσε – µε µετρητά, επιτόπου, αφήνοντας τον πατέρα µου έξω από την υπόθεση–, κι όταν τον ευχαρίστησα και τον ρώτησα αν υπήρχε περίπτωση να µε ξαναχρειαστεί, µου είπε: “Κοίτα, µόλις άνοιξα ένα µαγαζί στη Νέα Υόρκη. Αν θέλεις δουλειά, την έχεις”. Τσουγκρίσαµε τα ποτήρια µας για να επισφραγίσουµε τη συνεργασία µας κι εγώ πήγα στο πατρικό µου, γέµισα µια βαλίτσα µε βιβλία κυρίως, αποχαιρέτησα την οικονόµο κι ανέβηκα στο φορτηγό που έφευγε για Νέα Υόρκη την επόµενη µέρα. Ούτε που γύρισα να κοιτάξω πίσω µου». Σιωπή επικράτησε στο χώρο. Ξεχωρίζαµε ακόµα κοµµάτια καπλαµά, λεπτές σαν χαρτί φλούδες ξύλου, σαν µάρκες σε κάποιο παµπάλαιο κινέζικο επιτραπέζιο παιχνίδι, που χτυπούσαν µεταξύ τους µε ένα απόκοσµο, αέρινο κροτάλισµα, το οποίο σε έκανε να νιώθεις σαν να έπλεες σε µια απέραντη θάλασσα ησυχίας. «Έι!» αναφώνησα βλέποντας ένα κοµµάτι και αρπάζοντάς το, για να του το δώσω µε ένα θριαµβευτικό χαµόγελο: Η απόχρωσή του ήταν, µακράν, η πιο κοντινή από όλων των
κοµµατιών που είχε ξεχωρίσει στη στοίβα του. Το πήρε και το εξέτασε στο φως της λάµπας. «Δεν πειράζει». «Τι, δε µας κάνει;» «Κοίτα». Έβαλε το κοµµάτι πάνω στην ποδιά του ρολογιού. «Σε τέτοιου είδους κοµµάτια αυτό που πρέπει να ταιριάξεις είναι η υφή του ξύλου. Εκεί είναι το κόλπο. Οι διαφορές στον τόνο είναι πιο εύκολο να συγκαλυφθούν. Ενώ τούτο εδώ...» Σήκωσε στον αέρα ένα διαφορετικό κοµµάτι, που απείχε αρκετούς τόνους από το χρώµα του επίπλου. «Με λίγο κέρωµα και µε την κατάλληλη χρωστική ίσως... Διχρωµικό κάλιο, µε µια στάλα καφέ Βαν Ντάικ. Κάποιες φορές, σε περιπτώσεις ξύλων µε ιδιαίτερη υφή που είναι δύσκολο να τα συνταιριάξεις, όπως, για παράδειγµα, κάποια είδη καρυδιάς, έχω χρησιµοποιήσει αµµωνία για να σκουρύνω λίγο το καινούριο ξύλο. Αλλά µόνο σε περιπτώσεις που ήµουν απελπισµένος. Είναι πάντα προτιµότερο να χρησιµοποιείς ξύλο της ίδιας εποχής µε το κοµµάτι που επισκευάζεις, αν µπορείς να το βρεις». «Και πώς µάθατε να τα κάνετε όλα αυτά;» ρώτησα ντροπαλά. Γέλασε. «Με τον ίδιο τρόπο που µαθαίνεις κι εσύ τώρα! Πηγαίνοντας στο εργαστήρι και παρακολουθώντας. Βοηθώντας όποτε µου το επέτρεπαν». «Ο Γουέλτι σας δίδαξε;» «Ω, όχι. Καταλάβαινε τις τεχνικές, ήξερε πώς εφαρµόζονταν. Αποτελεί βασική προϋπόθεση όταν είσαι σ’ αυτή τη δουλειά. Είχε πολύ καλό µάτι, και πολλές φορές ανέβαινα και του ζητούσα βοήθεια όταν ήθελα µια δεύτερη γνώµη. Αλλά, πριν µπω εγώ στην επιχείρηση, συνήθως προσπερνούσε τα κοµµάτια που χρειάζονταν επιδιόρθωση. Είναι µια χρονοβόρα δουλειά, απαιτεί µια συγκεκριµένη ιδιοσυγκρασία ανθρώπου, και ο Γουέλτι δε διέθετε ούτε το σωστό ταµπεραµέντο ούτε τη σωµατική αντοχή γι’ αυτή. Προτιµούσε το κοµµάτι της απόκτησης –ξέρεις, τη συµµετοχή σε πλειστηριασµούς, ας πούµε– ή το να βρίσκεται στο µαγαζί και να κουβεντιάζει µε υποψήφιους πελάτες. Κάθε απόγευµα γύρω στις πέντε ανέβαινα για ένα φλιτζάνι τσάι. “Σε ξέβρασε το µπουντρούµι σου;” µου έλεγε. Ήταν στ’ αλήθεια αποπνικτικά εδώ κάτω τότε, µε τη µούχλα και την υγρασία. Όταν ήρθα να δουλέψω για τον Γουέλτι», συνέχισε γελώντας, «είχε αυτόν το γεροντάκο ονόµατι Άµπνερ Μόσµπανκ. Σκεβρωµένα πόδια, δάχτυλα παραµορφωµένα από την αρθρίτιδα, ίσα που έβλεπε. Κάποιες φορές τού έπαιρνε µέχρι και ολόκληρο χρόνο για να τελειώσει ένα κοµµάτι. Αλλά στεκόµουν από πίσω του και τον παρακολουθούσα να δουλεύει. Ήταν σαν να παρακολουθούσες χειρουργό επί το έργον. Δεν µπορούσα να κάνω ερωτήσεις –απαιτούσε απόλυτη σιωπή–, αλλά ήξερε τα πάντα, τεχνικές που οι περισσότεροι αγνοούσαν ή δε νοιάζονταν πλέον να µάθουν. Βλέπεις, είναι µια τέχνη που κρέµεται από µια κλωστή, απειλούµενη µε αφανισµό εδώ και γενιές». «Ο µπαµπάς σας δε σας κατέβαλε ποτέ τους µισθούς σας;» Γέλασε µε την καρδιά του. «Ούτε δεκάρα! Ούτε και µου ξαναµίλησε. Ήταν ένας πικρόχολος γερο-λεχρίτης – έµεινε στον τόπο από καρδιά την ώρα που απέλυε έναν από τους παλιότερους υπαλλήλους του. Τόσο λίγο κόσµο σε κηδεία δύσκολα βλέπει κανείς. Τρεις µαύρες οµπρέλες µες στο χιονόνερο. Αναπόφευκτα, το µυαλό σου πήγαινε στον Εµπενίζερ Σκρουτζ». «Και δε γυρίσατε ποτέ στο κολέγιο;» «Όχι. Δεν ήθελα πια. Είχα βρει αυτό που ήθελα να κάνω. Οπότε...» Έφερε και τα δυο του
χέρια στη βάση της σπονδυλικής του στήλης και τεντώθηκε. Με το φαγωµένο στους αγκώνες σακάκι του, φαρδύ και κάπως βρόµικο, έµοιαζε µε καλοσυνάτο σταβλίτη που πάει να ξυστρίσει τα άλογα. «Το επιµύθιο της ιστορίας είναι: Ποιος ξέρει πού θα σε βγάλουν όλα;» «Ποια όλα;» Γέλασε. «Οι διακοπές σου µε το ιστιοπλοϊκό», απάντησε, πηγαίνοντας στο ράφι µε τα δοχεία των χρωστικών, παραταγµένα σαν αποστάγµατα σε εργαστήρι παλιού φαρµακοτρίφτη: γήινα ωχροκίτρινα, δηλητηριώδη πράσινα, σκόνες από άνθρακα και καµένο κόκαλο. «Μπορεί να είναι η καθοριστική στιγµή στη ζωή σου. Η θάλασσα είναι πλανεύτρα, λένε». «Ο Άντι υποφέρει από ναυτία. Κυκλοφορεί στο σκάφος έχοντας µονίµως µια σακούλα πρόχειρη για να ξερνάει µέσα». «Οµολογώ ότι ούτε εµένα µε τράβηξε ποτέ ιδιαίτερα», είπε, παίρνοντας ένα βάζο µε φούµο. «Όταν ήµουν παιδί... Η Μπαλάντα του Γέρου Ναυτικού, εκείνες οι στοιχειωµένες εικονογραφήσεις του Ντορέ... Όχι, η ανοιχτή θάλασσα µου παγώνει το αίµα, αλλά, πάλι, εγώ δεν έζησα ποτέ µια περιπέτεια σαν τη δική σου. Ποτέ δεν ξέρεις. Γιατί κι εγώ» –σµίγοντας τα φρύδια του όπως έριχνε λίγη από τη φίνα µαύρη πούδρα στην παλέτα του– «ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι όλα εκείνα τα παλιά έπιπλα της κυρίας Ντε Πέιστερ θα καθόριζαν το µέλλον µου. Ίσως σε συνεπάρουν τα καβούρια ερηµίτες και αποφασίσεις να σπουδάσεις Υδροβιολογία. Ή να γίνεις ναυπηγός ή θαλασσογράφος ή να γράψεις το απόλυτο βιβλίο για το Λουζιτάνια[1]». «Ίσως», απάντησα, µε τα χέρια πίσω από την πλάτη µου. Δεν τολµούσα να ξεστοµίσω αυτό που κατά βάθος έλπιζα. Και µόνο στη σκέψη του, άρχιζα να τρέµω. Γιατί τα πράγµατα είχαν ως εξής: Η Κίτσι και ο Τόντι µου φέρονταν πολύ καλύτερα τελευταία, σαν να τους είχε πάρει κάποιος παράµερα και να τους το είχε ζητήσει. Και είχαν πέσει στην αντίληψή µου κάποιες µατιές και διακριτικές νύξεις από τον κύριο και την κυρία Μπάρµπορ που µε έκαναν να αισιοδοξώ – και κάτι παραπάνω. Στην πραγµατικότητα, ο Άντι ήταν που είχε φυτέψει την ιδέα στο µυαλό µου. «Θεωρούν ότι η παρουσία σου µου κάνει καλό», µου είχε πετάξει τις προάλλες καθ’ οδόν προς το σχολείο. «Ότι µε βγάζεις από το καβούκι µου, µε κάνεις πιο κοινωνικό. Κάτι µου λέει ότι ετοιµάζουν µια σηµαντική ανακοίνωση όταν φτάσουµε στο Μέιν». «Τι ανακοίνωση;» «Μην είσαι µπουµπούνας! Σ’ έχουν συµπαθήσει πολύ, ειδικά η µητέρα. Αλλά και ο µπαµπάς. Μου φαίνεται ότι ίσως θέλουν να σε κάνουν µέλος της οικογένειας».
[1] Το µεγαλύτερο αγγλικό υπερωκεάνιο. Η βύθισή του από γερµανικό υποβρύχιο το 1915 αποτέλεσε µία από τις αφορµές εισόδου των ΗΠΑ στον Αʹ Παγκόσµιο Πόλεµο. (Σ.τ.Μ.)
xvii.
ΑΝΕΒΑΙΝΑ
προς τις πιο αριστοκρατικές συνοικίες του Μανχάταν κάπως ζαβλακωµένος, ταλαντευόµενος νυσταγµένα µπρος πίσω και χαζεύοντας τους υγρούς σαββατιάτικους δρόµους έξω από το παράθυρο. Όταν µπήκα στο διαµέρισµα –ξυλιασµένος από την πεζοπορία κάτω από τη βροχή–, η Κίτσι έτρεξε στην εξώπορτα και έµεινε να µε κοιτάζει συνεπαρµένη, µε µάτια γουρλωµένα από την έκπληξη, θαρρείς και έβλεπε στρουθοκάµηλο να έχει ξεβραστεί στο χολ του σπιτιού της. Όταν ξεπέρασε την κατάπληξή της, γύρισε βολίδα στο σαλόνι, µε τα σανδάλια της να τρίζουν πάνω στο ξύλινο δάπεδο, τσιρίζοντας λες και την είχαν πιάσει από το λαιµό: «Μαµά! Ήρθε!». Η κυρία Μπάρµπορ εµφανίστηκε στο άνοιγµα της πόρτας. «Γεια σου, Θίο», είπε. Ήταν εντελώς ατάραχη, όπως πάντα, ωστόσο υπήρχε κάτι τεταµένο στη στάση της, παρότι δεν µπορούσα να το προσδιορίσω. «Έλα εδώ λίγο. Σου έχω µια έκπληξη». Την ακολούθησα στο γραφείο του κυρίου Μπάρµπορ, µισοσκότεινο αυτό το συννεφιασµένο απόγευµα, όπου οι κορνιζαρισµένοι ναυτικοί χάρτες και η βροχή που σχηµάτιζε ρυάκια πάνω στα γκρίζα παράθυρα παρέπεµπαν σε θεατρικό σκηνικό καµπίνας πλοίου σε θαλασσοταραχή. Στην άλλη άκρη του δωµατίου µια αντρική φιγούρα σηκώθηκε από µια δερµάτινη πολυθρόνα. «Γεια σου, µικρέ! Χρόνια και ζαµάνια». Στάθηκα στην πόρτα µαρµαρωµένος. Θα αναγνώριζα αυτή τη φωνή οπουδήποτε: Ήταν ο πατέρας µου. Προχώρησε λίγα βήµατα στο αχνό φως που έµπαινε από το παράθυρο. Ήταν πράγµατι αυτός, αν και είχε αλλάξει από την τελευταία φορά που τον είχα δει: Ήταν ηλιοκαµένος, είχε πάρει βάρος, κάτι που φαινόταν στο γεµάτο πρόσωπό του, ενώ, µε το καινούριο κοστούµι και το νέο του κούρεµα, θύµιζε µπάρµαν σε ιν στέκι του κέντρου. Μέσα στην απελπισία µου, στράφηκα προς την κυρία Μπάρµπορ, η οποία µου χάρισε ένα χαµόγελο που δήλωνε κατανόηση µαζί µε ανηµποριά, σαν να µου έλεγε: Σε καταλαβαίνω, αλλά τι µπορώ να κάνω; Κι ενώ στεκόµουν εκεί άναυδος από το σοκ, µια δεύτερη φιγούρα σηκώθηκε και στάθηκε µπροστά από τον πατέρα µου, προσπερνώντας τον µε µια αγκωνιά. «Γεια σου, µε λένε Ζάντρα», είπε µια βραχνή φωνή. Βρέθηκα πρόσωπο µε πρόσωπο µε µια άγνωστη γυναίκα, επίσης ηλιοκαµένη και εξαιρετικά γυµνασµένη: άτονα γκρίζα µάτια, κάπως αφυδατωµένο µπρούντζινο δέρµα, δόντια µε κλίση προς τα µέσα και κενό ανάµεσα στα δύο µπροστινά. Αν και ήταν µεγαλύτερη από τη µητέρα µου –ή, τέλος πάντων, φαινόταν µεγαλύτερη–, το ντύσιµό της θα άρµοζε σε πολύ νεότερη γυναίκα: κόκκινα πέδιλα πλατφόρµες, χαµηλόµεσο τζιν, φαρδιά ζώνη και ένα σωρό χρυσά κοσµήµατα. Τα µαλλιά της, µε καστανοκόκκινες ανταύγειες, ήταν ολόισια και φαίνονταν κατεστραµµένα στις άκρες. Μασουλούσε τσίχλα, αναδίνοντας ολόκληρη µια έντονη φρουτώδη µυρωδιά. «Ζάντρα, µε Ζ», διευκρίνισε πολύ σοβαρά. Τα µάτια της ήταν ανοιχτόχρωµα, σχεδόν ΜΕ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
άχρωµα, τονισµένα µε µαύρη µάσκαρα, το δε βλέµµα της ήταν έντονο, αταλάντευτο, γεµάτο αυτοπεποίθηση. «Όχι Σάντρα. Και, προς Θεού, όχι Σάντι! Το ακούω συχνά, και µου κάνει τα νεύρα κρόσσια». Όσο µιλούσε, τόσο µεγάλωνε η έκπληξή µου. Δεν κατάφερνα να συνδυάσω τη βαριά φωνή χρόνιου πότη µε τα γραµµωµένα µπράτσα, το τατουάζ του κινέζικου χαρακτήρα στο µεγάλο δάχτυλο του ποδιού της, τα µακριά τετράγωνα νύχια µε τις βαµµένες άσπρες άκρες, τα σκουλαρίκια στο σχήµα αστερία. «Εµ... ήρθαµε κατευθείαν από το Λα Γκουάρντια, όπου προσγειωθήκαµε δύο ώρες πριν», είπε ο µπαµπάς µου καθαρίζοντας το λαιµό του, λες και αυτό εξηγούσε τα πάντα. Γι’ αυτή µας είχε παρατήσει; Εµβρόντητος, έστρεψα ξανά το βλέµµα µου στην κυρία Μπάρµπορ, για να ανακαλύψω ότι είχε φύγει. «Θίο, ζω µόνιµα στο Λας Βέγκας πλέον», είπε ο πατέρας µου, µε το βλέµµα εστιασµένο σε κάποιο σηµείο στον τοίχο πίσω µου. Διατηρούσε τον πλήρως ελεγχόµενο, γεµάτο αυτοπεποίθηση τόνο από την εκπαίδευσή του στην υποκριτική, όµως, παρά τη χαρακτηριστική αυταρχικότητά του, ήταν φανερό ότι δεν ένιωθε πιο άνετα απ’ όσο εγώ. «Υποθέτω ότι θα ’πρεπε να έχω τηλεφωνήσει, αλλά σκέφτηκα ότι θα ήταν πιο εύκολο αν ερχόµασταν απλώς να σε πάρουµε». «Να µε πάρετε;» επανέλαβα ύστερα από µια παρατεταµένη σιωπή. «Πες του, Λάρι», είπε η Ζάντρα, για να στραφεί στη συνέχεια προς το µέρος µου: «Πρέπει να είσαι περήφανος για το γέρο σου! Απέχει από το αλκοόλ. Πόσες µέρες νηφαλιότητας µετράς ήδη; Πενήντα µία; Και το ’κανε µονάχος του, χωρίς καµία βοήθεια από οµάδες υποστήριξης και τέτοια. Αποτοξινώθηκε στον καναπέ, µε ένα καλάθι πασχαλινά σοκολατένια αβγά και ένα µπουκαλάκι Valium». Υπερβολικά αµήχανος για να την κοιτάξω κατάµατα, όπως και τον πατέρα µου, στράφηκα ξανά προς την πόρτα – και είδα την Κίτσι Μπάρµπορ να στέκεται στο διάδροµο και να ακούει τα πάντα µε µάτια έτοιµα να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. «Επειδή, εντάξει, εγώ δε θα µπορούσα να το ανεχτώ», είπε η Ζάντρα µε τόνο που υποδήλωνε σαφώς ότι η µητέρα µου παρέβλεπε, αν δεν ενθάρρυνε κιόλας, τον αλκοολισµό του. «Θέλω να πω, η µαµά µου ήταν από κείνες τις µπεκροκανάτες που µπορούν να ξεράσουν µες στο ποτήρι του καναδέζικου ουίσκι τους και µετά να το κατεβάσουν µες στην καλή χαρά. Ένα βράδυ, λοιπόν, του λέω: “Λάρι, δεν πρόκειται να σου πω να µην ξαναβάλεις αλκοόλ στο στόµα σου, και πιστεύω ειλικρινά ότι δεν έχεις τόσο µεγάλο πρόβληµα ώστε να χρειάζεσαι τους Ανώνυµους Αλκοολικούς...”» Ο πατέρας µου ξερόβηξε και στράφηκε προς το µέρος µου µε την προσηνή έκφραση που συνήθως κρατούσε για τους αγνώστους. Μπορεί να είχε όντως σταµατήσει να πίνει, αλλά είχε αυτή την πρησµένη, γυαλιστερή, ελαφρώς αποσβολωµένη φάτσα, λες και τους τελευταίους οχτώ µήνες ζούσε αποκλειστικά µε κοκτέιλ µε ρούµι και µεζεδάκια από µπουφέδες σε πάρτι. «Ε, ξέρεις, γιε µου», άρχισε, «µόλις κατεβήκαµε από το αεροπλάνο και ήρθαµε κατευθείαν εδώ επειδή... θέλαµε, βέβαια, να σε δούµε το συντοµότερο δυνατόν...» Περίµενα. «...και χρειαζόµαστε το κλειδί για το διαµέρισµα». Τα πράγµατα προχωρούσαν υπερβολικά γρήγορα για µένα. «Το κλειδί;» επανέλαβα. «Δεν µπορούµε να µπούµε µόνοι µας», είπε απερίφραστα η Ζάντρα. «Το προσπαθήσαµε ήδη».
«Το θέµα είναι, Θίο», πήρε το λόγο ο µπαµπάς µου, επιστρατεύοντας τον εγκάρδιο τόνο που χρησιµοποιούσε για τους συνεργάτες του, «πρέπει να µπω στο σπίτι τού Σάτον Πλέις να δω τι γίνεται. Σίγουρα τα πράγµατα θα είναι άνω κάτω εκεί πέρα, και κάποιος πρέπει να µπει και ν’ αρχίσει το ξεσκαρτάρισµα». Αν δεν τα παρατούσες όλα άνω κάτω... Αυτά ήταν τα λόγια που τον είχα ακούσει να ξεφωνίζει στη µητέρα µου όταν –περίπου δύο εβδοµάδες πριν γίνει καπνός– είχαν το µεγαλύτερο καβγά στον οποίο έγινα ποτέ µάρτυρας, τότε που είχαν κάνει φτερά τα σκουλαρίκια της µητέρας της, εκείνα µε το διαµάντι και τα σµαράγδια, από το δίσκο πάνω στο κοµοδίνο της. Ο πατέρας µου (κατακόκκινος σαν παντζάρι, σαρκάζοντάς τη µε τσιριχτή φωνή) είχε ισχυριστεί ότι δικό της ήταν το λάθος, ότι µάλλον τα είχε βουτήξει η Τσίντσια ή Κύριος οίδε ποιος, ότι πήγαινε γυρεύοντας, αφού παρατούσε τόσο ακριβά κοσµήµατα όπου λάχαινε, και ίσως αυτό να της γινόταν µάθηµα ώστε να προσέχει περισσότερο τα πράγµατά της. Αλλά η µητέρα µου, πανιασµένη από την οργή, του είχε θυµίσει µε ψυχρή και επίπεδη φωνή ότι είχε βγάλει τα σκουλαρίκια της την Παρασκευή το βράδυ και ότι η Τσίντσια δεν είχε έρθει για δουλειά στο ενδιάµεσο. Τι στο δαίµονα προσπαθείς να πεις; είχε ξεσπάσει ο πατέρας µου σε έξαλλη κατάσταση. Σιωπή. Ώστε είµαι και κλέφτης τώρα; Εκεί φτάσαµε, να κατηγορείς τον ίδιο σου τον άντρα ότι σου κλέβει τα κοσµήµατα; Τι σόι παράνοια είναι πάλι αυτή; Χρειάζεσαι βοήθεια, το ξέρεις; Δεν πας καλά, πρέπει να σε δει ειδικός... Όµως δεν ήταν µόνο τα σκουλαρίκια που είχαν κάνει φτερά. Όταν εξαφανίστηκε και ο ίδιος, αποδείχτηκε ότι µαζί του είχαν χαθεί κι άλλα πράγµατα, όπως µετρητά και κάποια παλιά νοµίσµατα που ανήκαν στον πατέρα της. Τότε ήταν που η µητέρα µου είχε αλλάξει τις κλειδαριές και είχε προειδοποιήσει την Τσίντσια και τους θυρωρούς να µην τον αφήσουν να µπει, σε περίπτωση που εµφανιζόταν ενόσω εκείνη έλειπε. Αλλά, βέβαια, τώρα όλα είχαν αλλάξει. Δεν υπήρχε τίποτα που θα µπορούσε να τον εµποδίσει να µπει στο διαµέρισµα, να ψαχουλέψει τα πράγµατά της και να τα κάνει ό,τι ήθελε. Κι όπως στεκόµουν εκεί κοιτώντας τον και προσπαθώντας να σκεφτώ τι να του πω, στο µυαλό µου στροβιλίζονταν χίλιες δυο έγνοιες, µε βασικότερη τον πίνακα. Κάθε µέρα εδώ και εβδοµάδες έλεγα στον εαυτό µου ότι θα πήγαινα µέχρι εκεί και θα τακτοποιούσα το θέµα, θα έβρισκα µια λύση, όµως όλο το ανέβαλλα και το ανέβαλλα, και να πού είχαµε φτάσει τώρα. Ο µπαµπάς συνέχιζε να µε κοιτάζει µε ένα χαµόγελο παγωµένο στα χείλη του. «Εντάξει, φιλαράκο; Τι λες, θα µας βοηθήσεις;» Μπορεί να είχε κόψει το αλκοόλ, αλλά όλη η απογευµατινή τσίτα της δίψας για ένα ποτό ήταν ακόµα εκεί, πιο τραχιά κι από χοντρό γυαλόχαρτο. «Δεν έχω κλειδί», είπα. «Δεν πειράζει», απάντησε ατάραχα ο µπαµπάς. «Θα καλέσουµε κλειδαρά. Ζάντρα, δώσ’ µου το τηλέφωνο». Έβαλα το µυαλό µου να δουλέψει. Δεν ήθελα µε τίποτα να µπει στο διαµέρισµα χωρίς εµένα. «Μπορεί να µας ανοίξουν ο Χοσέ ή ο Γκόλντι», πρόσθεσα βιαστικά. «Αν έρθω µαζί σας µέχρι εκεί». «Θαυµάσια. Πάµε, τότε», είπε ο µπαµπάς µου. Από τον τόνο του υποπτεύτηκα ότι είχε καταλάβει πως έλεγα ψέµατα για το κλειδί (καταχωνιασµένο σε µια ασφαλή κρυψώνα στο δωµάτιο του Άντι). Επίσης, ήξερα ότι δεν του άρεσε η ιδέα να εµπλακούν οι θυρωροί – οι περισσότεροι από αυτούς που δούλευαν στην
πολυκατοικία µας κάθε άλλο παρά τον συµπαθούσαν, αφού τον είχαν δει ουκ ολίγες φορές να επιστρέφει στο σπίτι τύφλα στο µεθύσι. Ωστόσο ανταπέδωσα το βλέµµα του όσο πιο απαθώς µπορούσα, ώσπου τα παράτησε και µου γύρισε την πλάτη µε ένα κοφτό ανασήκωµα των ώµων.
xviii.
«¡HOLA, JOSÉ!»[1] «¡Bomba!»[2] αναφώνησε ο Χοσέ, αναπηδώντας χαρούµενος προς τα πίσω όταν µε είδε στο πεζοδρόµιο. Ήταν ο νεότερος σε ηλικία και ο πιο πρόσχαρος από τους θυρωρούς – προσπαθούσε µονίµως να την κοπανήσει πριν τελειώσει η βάρδιά του για να παίξει ποδόσφαιρο στο πάρκο. «Τέο! ¿Qué lo que, manito?»[3] Το πλατύ, αβίαστο χαµόγελό του µε εκτόξευσε άγαρµπα πίσω στο παρελθόν. Τα πάντα ήταν όπως τα είχα αφήσει: πράσινη τέντα –συγκεκριµένα, λαχανί– πάνω από την είσοδο, τα ίδια αφριστά καφετιά λασπόνερα στο βαθούλωµα που έκανε το πεζοδρόµιο. Όπως στεκόµουν µπροστά στις αρ ντεκό πόρτες –αστραφτερό νίκελ, αφηρηµένα σχέδια σαν βαρελότα που σκάνε, το είδος της εξώθυρας που θα έσπρωχναν όλο φούρια δηµοσιογράφοι µε τσόχινη ρεπούµπλικα σε ταινία του 1930–, θυµήθηκα όλες τις φορές που είχα περάσει το κατώφλι για να βρω τη µητέρα µου να τσεκάρει την αλληλογραφία περιµένοντας το ασανσέρ. Έχοντας µόλις επιστρέψει από τη δουλειά, µε ψηλοτάκουνα και το χαρτοφύλακα ανά χείρας, κρατώντας τα λουλούδια που της είχα στείλει για τα γενέθλιά της. Για δες! Ο µυστικός θαυµαστής µου ξαναχτύπησε... Ο Χοσέ πρόσεξε τώρα τον πατέρα µου, καθώς και τη Ζάντρα, που στεκόταν λίγο πιο πίσω. «Κύριε Ντέκερ», τον χαιρέτησε µε πιο τυπικό τόνο, απλώνοντας το χέρι του για χειραψία, ευγενικά αλλά µε µηδενική εγκαρδιότητα. «Χαίροµαι που σας βλέπω». Ο πατέρας µου, φορώντας το Γοητευτικό του Χαµόγελο, έκανε να απαντήσει, αλλά τον διέκοψα απότοµα, υπερβολικά νευρικός για να περιµένω. «Χοσέ» –σε όλη τη διαδροµή έστυβα το µυαλό µου για να συντάξω µια κατανοητή πρόταση στα ισπανικά– «mi papά quiere entrar en el apartamento, le necesitamos abrir la puerta». Και, στο καπάκι, κόλλησα την καυτή ερώτηση που προβάριζα από ώρα: «¿Usted puede subir con nosotros?»[4] Ο Χοσέ έριξε µια φευγαλέα µατιά στον πατέρα µου και στη Ζάντρα. Ψηλός και καλοφτιαγµένος, µετανάστης από τη Δοµινικανή Δηµοκρατία, είχε κάτι που θύµιζε τον Μοχάµεντ Άλι στα νιάτα του: παρότι καλοσυνάτος και µέγας πλακατζής, δεν ήθελες να τα βάλεις µαζί του. Κάποτε, µια µέρα που είχε τύχει να έχει διάθεση για εκµυστηρεύσεις, είχε ανασηκώσει το σακάκι της στολής του και µου είχε δείξει µια ουλή από µαχαιριά στην κοιλιά του, την οποία είχε αποκτήσει έπειτα από έναν καβγά στο Μαϊάµι. «Μετά χαράς», απάντησε αβίαστα στα αγγλικά. Κοίταζε τους ενήλικες, αλλά ήξερα ότι απευθυνόταν σ’ εµένα. «Θα σας συνοδεύσω επάνω. Όλα καλά;» «Ναι, είµαστε εντάξει», απάντησε κοφτά ο πατέρας µου. Εκείνος ήταν που είχε επιµείνει να προτιµήσω να µάθω ισπανικά αντί για γερµανικά («Ας µπορεί ένας τουλάχιστον από την οικογένεια να συνεννοείται µ’ αυτούς τους αναθεµατισµένους τους θυρωρούς»). Η Ζάντρα, που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι ήταν εντελώς ζαβή, γέλασε νευρικά και απάντησε µιλώντας σαν πολυβόλο, όπως το συνήθιζε: «Ναι, πώς, µια χαρά είµαστε, αλλά η πτήση µάς ξετίναξε! Το Βέγκας είναι µακριά, και
είµαστε ακόµα κάπως...» Και σε αυτό το σηµείο αλληθώρισε και στριφογύρισε τα δάχτυλά της για να υποδηλώσει τη ζαλάδα. «Α, ναι;» είπε ο Χοσέ. «Σήµερα; Φτάσατε αεροπορικώς στο Λα Γκουάρντια;» Όπως όλοι οι θυρωροί, ήταν µανούλα στην ψιλή κουβέντα, ιδιαίτερα αν αφορούσε την κίνηση στους δρόµους, τον καιρό ή την καλύτερη διαδροµή για το αεροδρόµιο σε ώρες αιχµής. «Κάτι πήρε τ’ αφτί µου για µεγάλες καθυστερήσεις σήµερα, κάτι µε το σωµατείο των αχθοφόρων του αεροδροµίου, σωστά;» Καθώς ανεβαίναµε µε το ασανσέρ, τη Ζάντρα είχε πιάσει ακατάσχετη λογοδιάρροια: Φλυαρούσε νευρικά για το πόσο βρόµικη ήταν η Νέα Υόρκη σε σύγκριση µε το Λας Βέγκας («Ναι, το παραδέχοµαι, όλα είναι πιο καθαρά πέρα στη Δύση, λογικό να έχω κακοµάθει»), για το άθλιο σάντουιτς µε γαλοπούλα που της είχαν σερβίρει στο αεροπλάνο και για την αεροσυνοδό που είχε «ξεχάσει» (η Ζάντρα χρησιµοποίησε τα ακροδάχτυλά της για να σχηµατίσει τα εισαγωγικά) να της φέρει τα πέντε δολάρια ρέστα από το κρασί που είχε παραγγείλει. «Αχ, κυρία µου!» αναφώνησε ο Χοσέ βγαίνοντας στο διάδροµο του έβδοµου ορόφου, κουνώντας το κεφάλι του µε το δήθεν σοβαρό τρόπο που συνήθιζε. «Δεν υπάρχει χειρότερο από το φαγητό αεροπλάνου! Τον δε τελευταίο καιρό είσαι τυχερός αν σου σερβίρουν τίποτα. Θα σας πω ένα πράγµα για τη Νέα Υόρκη ωστόσο: Εδώ θα βρείτε πολύ καλό φαγητό. Υπάρχουν φοβερά βιετναµέζικα, φοβερά κουβανέζικα, φοβερά ινδικά...» «Δεν είµαι τόσο της πικάντικης κουζίνας». «Ό,τι σας αρέσει, τότε. Ό,τι κι αν τραβάει η ψυχή σας, το ’χουµε εδώ. Segundito[5]», είπε, σηκώνοντας ένα δάχτυλο και ψάχνοντας το πασπαρτού στον κρίκο µε τα κλειδιά του. Η κλειδαριά απασφάλισε µε ένα αποφασιστικό κλανκ, µύχιο, µε µια εγγενή ορθότητα. Αν και η ατµόσφαιρα ήταν βαριά από την κλεισούρα, η οικεία µυρωδιά του σπιτιού µε ισοπέδωσε: ένα χαρµάνι από βιβλία, παλιά χαλιά και καθαριστικό µε άρωµα λεµόνι, µαζί µε τα σκούρα κεριά µε αιθέριο έλαιο σµύρνας που αγόραζε από το Barney’s. Η τσάντα από το µουσείο ήταν παρατηµένη στο πάτωµα δίπλα στον καναπέ, ακριβώς στο σηµείο όπου την είχα αφήσει πριν από... Πόσες εβδοµάδες είχαν περάσει; Νιώθοντας κάτι σαν ίλιγγο, ελίχθηκα γύρω από τον Χοσέ και πήγα σφαίρα να την πάρω, ενώ εκείνος στεκόταν ακριβώς µπροστά στην πόρτα και άκουγε τη Ζάντρα µε τα µπράτσα σταυρωµένα στο στήθος, κλείνοντας το δρόµο στον ήδη εκνευρισµένο πατέρα µου, αν και πολύ έντεχνα. Η ατάραχη αλλά κάπως αφηρηµένη έκφρασή του µου θύµισε εκείνη την πολική νύχτα που είχε αναγκαστεί να ανεβάσει τον µπαµπά µου σηκωτό σχεδόν, καθώς είχε γυρίσει τόσο µεθυσµένος, που είχε χάσει το παλτό του χωρίς να το καταλάβει. Συµβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, είχε πει µε ένα απόµακρο χαµόγελο, αρνούµενος να δεχτεί το εικοσαδόλαρο που ο πατέρας µου –µιλώντας ασυνάρτητα, µε λεκέδες από εµετό στο σακάκι του, γδαρµένος και βρόµικος σαν να κυλιόταν στο πεζοδρόµιο– προσπαθούσε να του κολλήσει στα µούτρα. «Στην πραγµατικότητα, κι εγώ από την Ανατολική Ακτή είµαι!» συνέχιζε απτόητη η Ζάντρα. «Από τη Φλόριντα!» Εκείνο το νευρικό γελάκι πάλι, σαν κακάρισµα. «Από το Γουέστ Παλµ Μπιτς, για την ακρίβεια». «Φλόριντα είπατε;» άκουσα τον Χοσέ να παρατηρεί. «Είναι φανταστικά εκεί κάτω». «Ναι, είναι πολύ ωραία. Τουλάχιστον στο Βέγκας έχουµε λιακάδα – δεν ξέρω αν θα άντεχα τους χειµώνες εδώ, µάλλον γρανίτα θα γινόµουν...» Τη στιγµή που σήκωσα την τσάντα συνειδητοποίησα ότι ήταν υπερβολικά ελαφριά, σχεδόν άδεια. Πού στην ευχή ήταν ο πίνακας; Αν και τυφλωµένος σχεδόν από τον πανικό, δε στάθηκα,
αλλά συνέχισα να προχωράω, στον αυτόµατο πιλότο, κατευθυνόµενος προς το δωµάτιό µου µε το µυαλό µου να δουλεύει πυρετωδώς. Ξαφνικά, µέσα από τις ασύνδετες αναµνήσεις µου από εκείνη τη νύχτα, µου έφεξε. Η τσάντα ήταν βρεγµένη. Δεν ήθελα να αφήσω τον πίνακα σε µια υγρή τσάντα, όπου θα µπορούσε να µουχλιάσει ή να λιώσει ή ποιος ξέρει τι άλλο. Έτσι –µα πώς ήταν δυνατόν να το είχα ξεχάσει;–, τον είχα τοποθετήσει πάνω στο σεκρετέρ της µητέρας µου, για να είναι το πρώτο πράγµα που θα έβλεπε όταν έµπαινε. Χωρίς να κοντοσταθώ καθόλου, πέταξα την τσάντα στο διάδροµο έξω από την κλειστή πόρτα του δωµατίου µου και µπήκα βιαστικά στο δωµάτιο της µητέρας µου, αλαλιασµένος, ευχόµενος να µη µε ακολουθούσε ο πατέρας µου, αλλά υπερβολικά φοβισµένος για να γυρίσω να κοιτάξω. Άκουσα τη Ζάντρα να λέει από το σαλόνι: «Βάζω στοίχηµα ότι βλέπετε πολλούς διάσηµους εδώ γύρω, ε;». «Ουου, ένα σωρό! Από τον Λεµπρόν τον µπασκετµπολίστα µέχρι τον Νταν Ακρόιντ, την Τάρα Ριντ, τον Τζέι-Ζ, τη Μαντόνα...» Το δωµάτιο της µητέρας µου ήταν σκοτεινό και δροσερό, ενώ η αµυδρή, µετά βίας αντιληπτή, υποψία του αρώµατός της στον αέρα ήταν κάτι σχεδόν ανυπόφορο για µένα. Εκεί ήταν κι ο πίνακας, στηµένος όρθιος ανάµεσα στις ασηµένιες κορνίζες µε τις φωτογραφίες – οι γονείς της, η ίδια, εγώ σε διάφορες ηλικίες, άλογα και σκυλιά σε αφθονία: η Τσόκµπορντ η φοράδα του πατέρα της, ο Μπρούνο ο µολοσσός, η Πάπι το ντάκσχουντ της, που πέθανε όταν πήγαινα στο νηπιαγωγείο. Επιστρατεύοντας όλη µου τη θέληση για να αγνοήσω τα γυαλιά πρεσβυωπίας της πάνω στο σεκρετέρ και τις µαύρες µεταξωτές κάλτσες της, απλωµένες να στεγνώσουν, και τις χειρόγραφες σηµειώσεις της στο ηµερολόγιο γραφείου της και µυριάδες άλλες σπαρακτικές εικόνες, πήρα τον πίνακα παραµάσχαλα και πήγα βιαστικά στο δικό µου δωµάτιο, στην απέναντι πλευρά του διαδρόµου. Όπως και η κουζίνα, το δωµάτιό µου έβλεπε στο φωταγωγό, συνεπώς ήταν κατασκότεινο, αν δεν άναβες το φως. Μια υγρή πετσέτα του µπάνιου είχε µείνει τσαλακωµένη εκεί που την είχα πετάξει µετά το ντους που είχα κάνει εκείνο το τελευταίο πρωί, πάνω σε µια στοίβα από άπλυτα ρούχα. Τη µάζεψα –µορφάζοντας από τη δυσοσµία– µε σκοπό να καλύψω µε αυτή τον πίνακα µέχρι να σκεφτώ µια καλύτερη κρυψώνα, ίσως µέσα στο... «Τι κάνεις;» Ο πατέρας µου στεκόταν στο κατώφλι, µια σκοτεινή σιλουέτα κόντρα στο φως πίσω του. «Τίποτα». Έσκυψε και µάζεψε την τσάντα που είχα πετάξει στο διάδροµο. «Κι αυτό εδώ τι είναι;» «Η τσάντα για τα βιβλία µου», απάντησα ύστερα από µια παύση – παρότι ήταν καταφανώς µια µαµαδίστικη αναδιπλούµενη τσάντα για τα ψώνια, την οποία δε θα διανοούµουν ούτε εγώ ούτε κανένα άλλο παιδί να πάρει ποτέ στο σχολείο. Την πέταξε µέσα στο δωµάτιο από την ανοιχτή πόρτα, ζαρώνοντας τη µύτη του από τη δυσοσµία. «Πφ!» έκανε, ανεµίζοντας το χέρι µπροστά στο πρόσωπό του. «Βροµάει ιδρωµένες κάλτσες εδώ µέσα». Τη στιγµή που άπλωνε το χέρι του στο διακόπτη κατάφερα, µε µια αριστοτεχνική αν και σπασµωδική κίνηση, να καλύψω τον πίνακα µε την πετσέτα, ώστε να µην µπορεί να τον δει. «Τι έχεις εκεί;» «Μια αφίσα».
«Καλά. Κοίτα, ελπίζω να µη σκοπεύεις να κουβαλήσεις πολλή σαβούρα κάτω στο Βέγκας. Μη µαζέψεις τα χειµωνιάτικα ρούχα σου, δε θα τα χρειαστείς, εκτός ίσως από τον εξοπλισµό του σκι. Δε θα πιστεύεις στα µάτια σου όταν δεις τα χιονοδροµικά κέντρα γύρω από τη λίµνη Τάχο – καµία σχέση µε εκείνα τα βουναλάκια στα βόρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης». Ένιωθα ότι έπρεπε να δώσω κάποια απάντηση, ιδιαίτερα αφού ήταν η πιο εκτενής και φιλική κουβέντα που µου είχε απευθύνει από την ώρα που είχε εµφανιστεί µπροστά µου σαν φάντης µπαστούνι. Αλλά για κάποιο λόγο µού ήταν αδύνατον να βάλω σε µια στοιχειώδη τάξη τις σκέψεις µου. «Ούτε η µητέρα σου ήταν εύκολη στη συµβίωση, ξέρεις», µου πέταξε εριστικά. Πήρε από το γραφείο µου κάτι που έµοιαζε µε παλιό τεστ Μαθηµατικών, το εξέτασε και το ξαναπέταξε πίσω. «Ήταν υπερβολικά κρυψίνους, µυστικοπαθής σχεδόν. Το έχεις ζήσει, ξέρεις πώς κλεινόταν σαν στρείδι και δεν της έπαιρνες λέξη. Πώς κατέβαζε ρολά... Με ακύρωνε, µε αγνοούσε. Ήταν ένα παιχνίδι εξουσίας, ξέρεις, η καταπίεση σε όλο της το µεγαλείο. Με κάθε ειλικρίνεια, και λυπάµαι πολύ που το λέω, έφτανε σε σηµείο που δεν άντεχα ούτε να είµαι στο ίδιο δωµάτιο µαζί της. Δε θέλω να πω ότι ήταν κακιά. Όµως τη µια στιγµή µπορεί να ήταν όλα µέλι γάλα και την επόµενη, τσακ, άντε πάλι αντιµέτωπος µε ένα τείχος σιωπής...» Δε µίλησα, απλώς στεκόµουν άκαµπτος εκεί, µε τη µουχλιασµένη πετσέτα ριγµένη όπως όπως πάνω στον πίνακα, µε τα µάτια µου να τσούζουν από το φως, παρακαλώντας να βρισκόµουν οπουδήποτε αλλού (στο Θιβέτ, στη λίµνη Τάχο, στο φεγγάρι). Δεν εµπιστευόµουν τον εαυτό µου να µιλήσει. Δεν ήταν ψέµα αυτό για τη µητέρα µου: Όντως κατέβαζε ρολά κάποιες φορές, κι όταν ήταν ταραγµένη, δεν µπορούσες ποτέ να µαντέψεις τι σκεφτόταν, αλλά δεν ήµουν σε φάση να συζητήσω µαζί του τα ελαττώµατά της, και, ούτως ή άλλως, ήταν πταίσµατα σε σύγκριση µε τα δικά του. «...γιατί δεν έχω τίποτα να αποδείξω, καταλαβαίνεις;» συνέχιζε στο µεταξύ εκείνος. «Κάθε ιστορία έχει δύο πλευρές. Το θέµα δεν είναι ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Εντάξει, να παραδεχτώ ότι εν µέρει ευθύνοµαι κι εγώ για όσα έγιναν, αν και –θα το πω, παρότι είµαι σίγουρος ότι το ξέρεις ήδη– είχε έναν τρόπο να διαστρεβλώνει τα γεγονότα και να βγαίνει η ίδια από πάνω». Ήταν παράξενο να βρίσκοµαι πάλι µαζί του σε αυτό το δωµάτιο, ειδικά τώρα που ήταν τόσο διαφορετικός – σχεδόν άλλος άνθρωπος, µια παρουσία µε διαφορετική βαρύτητα και κύρος και µε ένα είδος στιλπνότητας, λες και ήταν ολόκληρος καλυµµένος µε µια οµοιόµορφη στρώση λίπους. «Υποθέτω ότι πολλοί γάµοι έχουν προβλήµατα σαν τα δικά µας... Είχε γίνει τόσο πικρόχολη, καταλαβαίνεις; Και εσωστρεφής. Ένιωθα πραγµατικά ότι δεν µπορούσα να ζήσω άλλο µαζί της, αν και, µα το Θεό, αυτό δεν της άξιζε...» Σίγουρα όχι, σκέφτηκα. «Γιατί ξέρεις, φαντάζοµαι, µε τι είχε να κάνει όλο αυτό, έτσι;» είπε ο µπαµπάς µου, γέρνοντας πάνω στην κάσα της πόρτας και κοιτάζοντάς µε εξεταστικά. «Η φυγή µου... Χρειάστηκε να τραβήξω ένα ποσό από τον κοινό µας λογαριασµό για να πληρώσω τους φόρους κι εκείνη φλίπαρε, έγινε έξω φρενών, λες και τα είχα κλέψει». Με κοίταζε πολύ προσεκτικά, περιµένοντας την αντίδρασή µου. «Μιλάµε για κοινό λογαριασµό. Με άλλα λόγια, στα ζόρια, την ώρα της κρίσης, απλούστατα δε µ’ εµπιστευόταν. Τον ίδιο της τον άντρα!» Δεν ήξερα τι να πω. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα για τους φόρους, αν και δεν ήταν δα καµιά αποκάλυψη ότι η µητέρα µου δεν εµπιστευόταν τον µπαµπά µου σε σχέση µε τα λεφτά. «Και, µα το Θεό, δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω», συνέχισε κάνοντας µια µισοαστεία γκριµάτσα, περνώντας το χέρι µπροστά από το πρόσωπό του. «Μία σου και µία µου. Πάντα έτοιµη να σε πληρώσει µε το ίδιο νόµισµα. Δεν ξεχνούσε τίποτα, το εννοώ... Θα έπαιρνε το αίµα
της πίσω ακόµα κι αν έπρεπε να περιµένει είκοσι χρόνια. Και σίγουρα εγώ είµαι αυτός που βγαίνει πάντα ο κακός, και µπορεί να είµαι ο κακός, αλλά...» Ο πίνακας, αν και µικρός, είχε αρχίσει να βαραίνει στο χέρι µου και ένιωθα το πρόσωπό µου να έχει µουδιάσει από την προσπάθεια να κρύβω τη δυσφορία µου. Για να µην ακούω άλλο τη φωνή του, άρχισα να µετράω από µέσα µου στα ισπανικά: uno, dos, tres, cuatro, cinco, seis... Μέχρι να φτάσω στο είκοσι έξι, έκανε την εµφάνισή της η Ζάντρα. «Λάρι», είπε, «είναι πολύ όµορφο το σπίτι που είχατε εδώ µε τη γυναίκα σου». Ο τρόπος που το είπε µε έκανε να τη λυπηθώ, αλλά όχι να τη συµπαθήσω περισσότερο. Ο µπαµπάς µου την αγκάλιασε από τη µέση και την τράβηξε κοντά του – ή µάλλον, για να ακριβολογούµε, τη χούφτωσε, µε έναν τρόπο που µε αηδίασε. «Στην πραγµατικότητα», είπε όλο µετριοφροσύνη, «είναι περισσότερο δικό της σπίτι παρά δικό µου». Αυτό ξαναπές το, σκέφτηκα. «Έλα δω», συνέχισε ο µπαµπάς µου, πιάνοντάς τη από το χέρι και τραβώντας τη στην κρεβατοκάµαρα της µητέρας µου, έχοντας ξεχάσει τελείως την ύπαρξή µου. «Θέλω να δεις κάτι». Στράφηκα για να τους δω να ξεµακραίνουν, φουρκισµένος στην ιδέα ότι θα ψαχούλευαν προσωπικά αντικείµενα της µητέρας µου, αλλά ταυτόχρονα τόσο ευτυχής που µου είχαν αδειάσει τη γωνιά, ώστε να καταπιώ το θυµό µου. Παρακολουθώντας το άνοιγµα της πόρτας µε την άκρη του µατιού µου, πήγα από την άλλη µεριά του κρεβατιού και παράχωσα τον πίνακα σε ένα σηµείο που δε φαινόταν. Ένα παλιό φύλλο της New York Post ήταν πεσµένο στο πάτωµα – η ίδια εφηµερίδα που µου είχε πετάξει η µητέρα µου, διπλωµένη στα δύο, το τελευταίο Σάββατο που θα περνούσαµε µαζί. Ορίστε, πιτσιρίκο, είχε πει βάζοντας το κεφάλι της στο άνοιγµα της πόρτας, διάλεξε εσύ ταινία. Αν και υπήρχαν αρκετές που θα άρεσαν και στους δυο µας, διάλεξα µια απογευµατινή προβολή στο πλαίσιο του φεστιβάλ ταινιών του Μπόρις Κάρλοφ: Η Εκδίκηση του Νεκρού. Δέχτηκε αγόγγυστα την επιλογή µου. Κατεβήκαµε στο Film Forum, είδαµε την ταινία, κι όταν τέλειωσε, πήγαµε µε τα πόδια στο Moondance Diner για χάµπουργκερ – ένα απόλυτα διασκεδαστικό σαββατόβραδο, αν εξαιρούσε κανείς το γεγονός ότι ήταν το τελευταίο της πάνω στη Γη, και τώρα ένιωθα φρικτά όποτε το θυµόµουν, αφού (χάρη σ’ εµένα) η τελευταία ταινία που είχε δει ήταν µια πανάρχαιη µπανάλ ταινία τρόµου µε πτώµατα και τυµβωρύχους. (Αν είχα διαλέξει µια ταινία που ήξερα πως ήθελε να δει, όπως εκείνη µε τα Παριζιανόπουλα στη διάρκεια του Αʹ Παγκοσµίου Πολέµου, που είχε και καλές κριτικές, θα είχε άραγε επιζήσει; Είναι αλήθεια ότι οι σκέψεις µου συχνά χάνονταν σε τέτοια ερεβώδη ρήγµατα δεισιδαιµονίας.) Παρότι ένιωθα την εφηµερίδα σαν κάτι ιερό, ένα έγγραφο ιστορικής σηµασίας, την άνοιξα στη µεσαία σελίδα και την έκανα φύλλο και φτερό. Kατηφής, τύλιξα τον πίνακα σε αλλεπάλληλα φύλλα, χρησιµοποιώντας για να τον πακετάρω το ίδιο σελοτέιπ που είχα χρησιµοποιήσει λίγους µήνες πριν για να τυλίξω το χριστουγεννιάτικο δώρο µου για εκείνη. Τέλειο! είχε πει µέσα σε έναν ανεµοστρόβιλο από πολύχρωµα χαρτιά, σκύβοντας για να µε φιλήσει ντυµένη όπως ήταν µε το µπουρνούζι της: Ήταν ένα σετ ακουαρέλες που δε θα έπαιρνε ποτέ µαζί της στο πάρκο τα σαββατιάτικα πρωινά ενός καλοκαιριού που δε θα ζούσε για να δει. Το κρεβάτι µου, ένα µπρούντζινο ράντζο από τα παλιατζίδικα, στρατιωτικό και στιβαρό, φάνταζε πάντα ως η πιο ασφαλής κρυψώνα στον κόσµο. Κι όµως τώρα, κοιτάζοντας ολόγυρα (το χτυπηµένο γραφείο, την αφίσα από τη γιαπωνέζικη έκδοση του Γκοτζίλα, την κούπα µε τον
πιγκουίνο από το ζωολογικό κήπο που χρησιµοποιούσα για µολυβοθήκη), ένιωσα τη φθαρτότητα όλων αυτών των αντικειµένων που µε περιέβαλλαν σαν µια γροθιά στο στοµάχι. Το κεφάλι µου γύριζε στη σκέψη ότι το διαµέρισµα θα απογυµνωνόταν από τα πράγµατά µας, έπιπλα και ασηµικά κι όλα τα ρούχα της µητέρας µου: φορέµατα από µπαζάρ σχεδιαστών, µε τα ταµπελάκια ακόµα πάνω τους, κι όλα εκείνα τα πολύχρωµα παπούτσια µπαλέτου και τα χειροποίητα πουκάµισα µε τα αρχικά της κεντηµένα στις µανσέτες. Καρέκλες και κινέζικες λάµπες, παλιοί τζαζ δίσκοι βινυλίου που είχε αγοράσει κάτω στο Βίλατζ, βάζα µε µαρµελάδα και ελιές και πικάντικη γερµανική µουστάρδα στο ψυγείο. Στο µπάνιο ένα πανδαιµόνιο από αιθέρια έλαια και κρέµες ενυδάτωσης, χρωµατιστά άλατα µπάνιου, µισοάδεια µπουκάλια υπερτιµηµένων σαµπουάν στριµωγµένα στο πλαίσιο της µπανιέρας (Kiehl’s, Klorane, Kérastase, η µητέρα µου είχε πάντα πέντε έξι που χρησιµοποιούσε εκ περιτροπής). Πώς µπορούσε να φαίνεται πάντα τόσο σταθερό και µόνιµο το διαµέρισµα, ενώ δεν ήταν παρά ένα σκηνικό που περίµενε να λυθεί και να αποµακρυνθεί από µεταφορείς µε οµοιόµορφες φόρµες εργασίας; Μπαίνοντας στο σαλόνι, βρέθηκα αντιµέτωπος µε ένα πουλόβερ της µητέρας µου ακουµπισµένο στην πλάτη µιας καρέκλας, όπως το είχε αφήσει, ένα φάντασµά της στο χρώµα του ουρανού. Κοχύλια που είχαµε µαζέψει στην παραλία του Γουέλφλιτ στη Μασαχουσέτη. Υάκινθοι που είχε αγοράσει στην κορεάτικη αγορά λίγες µέρες πριν πεθάνει, µε τους µίσχους τους να γέρνουν µαυρισµένοι και σάπιοι έξω από το γλαστράκι. Μέσα στο καλάθι των αχρήστων κατάλογοι από τον εκδοτικό οίκο Dover και το κατάστηµα χειροποίητων παπουτσιών Belgian Shoes, το περιτύλιγµα από ένα πακέτο καραµελάκια Necco, τα αγαπηµένα της. Το πήρα στα χέρια µου και το µύρισα µε λαχτάρα. Ήξερα ότι, αν πίεζα το πουλόβερ της στο πρόσωπό µου, θα έβρισκα ακόµα τη µυρωδιά της πάνω του, αλλά µε πονούσε ακόµα και να το κοιτάζω. Γύρισα στο δωµάτιό µου, ανέβηκα πάνω στην καρέκλα του γραφείου µου και κατέβασα τη βαλίτσα µου –µαλακή και όχι ιδιαίτερα µεγάλη–, για να τη γεµίσω φίσκα µε καθαρά εσώρουχα, καθαρά σχολικά ρούχα και διπλωµένα πουκάµισα από το καθαριστήριο. Μετά έβαλα τον πίνακα και από πάνω άλλη µια στρώση ρούχα. Έκλεισα το φερµουάρ της βαλίτσας –δεν είχε λουκέτο, αλλά, έτσι κι αλλιώς, ήταν από ύφασµα– και έµεινα ακίνητος σαν άγαλµα. Έπειτα βγήκα στο διάδροµο. Από την κρεβατοκάµαρα της µητέρας µου άκουγα συρτάρια να ανοιγοκλείνουν. Ένα χαχανητό. «Μπαµπά», είπα δυνατά, «πάω κάτω να µιλήσω στον Χοσέ». Οι φωνές σίγησαν απότοµα. «Και βέβαια να πας», απάντησε ο µπαµπάς µου πίσω από την κλειστή πόρτα, µε αφύσικα εγκάρδιο τόνο. Γύρισα και βγήκα από το διαµέρισµα παίρνοντας µαζί τη βαλίτσα µου, αφήνοντας την εξώπορτα µια χαραµάδα ανοιχτή για να µπορώ να ξαναµπώ επιστρέφοντας. Κατέβηκα µε το ασανσέρ, στυλώνοντας το βλέµµα στο είδωλό µου στον καθρέφτη, καταβάλλοντας φιλότιµη προσπάθεια να µη σκέφτοµαι τη Ζάντρα στο δωµάτιο της µητέρας µου, να ψαχουλεύει τα ρούχα της. Άραγε τα είχανε µε τον µπαµπά µου πριν ακόµα εκείνος φύγει από το σπίτι; Μα δεν του φαινόταν ούτε στο ελάχιστο απρεπές να την αφήνει να σκαλίζει τα πράγµατά της; Κατευθυνόµουν προς την εξώπορτα, όπου είχε βάρδια ο Χοσέ, όταν άκουσα µια φωνή: «Μια στιγµή!». Γυρνώντας, είδα τον Γκόλντι να βγαίνει φουριόζος από το θυρωρείο. «Θίο, Θεέ µου, πόσο λυπάµαι!» είπε.
Σταθήκαµε ο ένας απέναντι στον άλλο αβέβαιοι για το πώς θα έπρεπε να φερθούµε, και τότε, µε µια παρορµητική –σαν να έλεγε Δεν πάει στο καλό;– κίνηση, τόσο άγαρµπη, ώστε ήταν σχεδόν αστεία, άνοιξε την αγκαλιά του και µε έσφιξε πάνω του. «Λυπάµαι τόσο πολύ!» επανέλαβε κουνώντας το κεφάλι. «Θεέ µου, τι τραγικό!» Από τη στιγµή που χώρισε, ο Γκόλντι δούλευε συχνά νύχτες και αργίες. Τον έβλεπες όρθιο µπροστά στην εξώπορτα χωρίς τα γάντια του, µε ένα σβηστό τσιγάρο στο χέρι, να κοιτάζει το δρόµο. Η µητέρα µου µε έστελνε µερικές φορές να του κατεβάσω καφέ και ντόνατς όταν ήταν µόνος του στην είσοδο, χωρίς άλλη παρέα πέρα από το φωταγωγηµένο δέντρο και την ηλεκτρική µενορά, την επτάφωτη λυχνία, τακτοποιώντας τις εφηµερίδες στις πέντε τα ξηµερώµατα ανήµερα τα Χριστούγεννα, και η έκφρασή του τώρα µου θύµισε εκείνα τα γιορτινά πρωινά –κενό βλέµµα, πρόσωπο τεφρό και αβέβαιο– και τις αθωράκιστες στιγµές προτού µε δει και φορέσει το πιο λαµπερό χαµόγελο καλωσορίσµατος. «Σας σκεφτόµουν συνέχεια εσένα και τη µητέρα σου», είπε σκουπίζοντας το µέτωπό του. «¡Ay bendito![6] Δεν ξέρω... δεν µπορώ ούτε να φανταστώ τι πρέπει να περνάς». «Ναι», είπα αποστρέφοντας το βλέµµα, «είναι δύσκολα» – µια φράση που, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, επαναλάµβανα µηχανικά κάθε φορά που κάποιος µου εξέφραζε τα συλλυπητήριά του. Την είχα πει τόσες φορές, ώστε άρχιζε να ακούγεται σχεδόν κούφια. «Χαίροµαι που πέρασες», συνέχισε ο Γκόλντι. «Εκείνο το πρωί... είχα βάρδια, θυµάσαι; Που βρεθήκαµε εδώ µπροστά;» «Και βέβαια το θυµάµαι», απάντησα, απορώντας πώς µπορεί να πίστευε ότι θα το είχα ξεχάσει. «Αχ Θεέ µου!» Πέρασε το χέρι του από το µέτωπό του µε τέτοια ταραχή, που θα ’λεγε κανείς ότι την είχε γλιτώσει και ο ίδιος παρά τρίχα. «Δεν περνάει µέρα να µην το σκέφτοµαι. Βλέπω ακόµα το πρόσωπό της, ξέρεις, την ώρα που έµπαινε στο ταξί. Να µου κουνάει το χέρι σε αποχαιρετισµό, τόσο χαρούµενη». Έσκυψε προς το µέρος µου συνωµοτικά. «Όταν άκουσα ότι σκοτώθηκε...» συνέχισε σαν να µου αποκάλυπτε κρατικό µυστικό. «Τηλεφώνησα στην πρώην γυναίκα µου, τόσο πολύ ταράχτηκα». Έκανε λίγο πίσω και µε κοίταξε µε ανασηκωµένα φρύδια, σαν να µην περίµενε ότι θα τον πίστευα. Οι συγκρούσεις του Γκόλντι µε την πρώην γυναίκα του ήταν οµηρικές. «Θέλω να πω, ζήτηµα αν µιλάµε», συνέχισε, «αλλά σε ποιον να το έλεγα; Σε κάποιον έπρεπε να το πω, σωστά; Την πήρα, λοιπόν, τηλέφωνο και της είπα: “Ρόζα, δε θα το πιστέψεις. Χάσαµε µια τόσο όµορφη κυρία από το κτίριό µας”». Βλέποντάς µε, ο Χοσέ πλησίασε από την εξώπορτα µε το χαρακτηριστικά ελαστικό βήµα του για να µπει στην κουβέντα µας. «Η κυρία Ντέκερ...» είπε, κουνώντας εµφατικά το κεφάλι, σαν να µην είχε υπάρξει ποτέ πλάσµα σαν εκείνη πάνω στη Γη. «Πάντα µε την καληµέρα, πάντα µε το χαµόγελο στα χείλη. Τόσο ευγενική και καλή». «Όχι σαν κάτι άλλους εδώ µέσα», υπερθεµάτισε ο Γκόλντι, ρίχνοντας µια κλεφτή µατιά πάνω από τον ώµο του. «Ξέρεις» –έσκυψε προς το µέρος µου, αν και πάλι χρειάστηκε να διαβάσω στα χείλη του τη λέξη– «σνοµπαρίες. Απ’ αυτούς που, αν και έχουν άδεια τα χέρια, χωρίς να κρατάνε πακέτα ούτε τίποτα άλλο, περιµένουν να τους ανοίξεις εσύ την πόρτα να µπουν, καταλαβαίνεις τι λέω». «Εκείνη δεν ήταν καθόλου έτσι», συµφώνησε ο Χοσέ, κουνώντας ακόµα το κεφάλι του αριστερά δεξιά σαν πεισµωµένο παιδί που λέει όχι. «Η κυρία Ντέκερ ήταν Κυρία µε το κάπα κεφαλαίο».
«Έι, θα µε περιµένεις εδώ µια στιγµή;» έκανε ο Γκόλντι σηκώνοντας το χέρι του. «Επιστρέφω αµέσως. Μη φύγεις. Μην τον αφήσεις να φύγει», είπε επιτακτικά στον Χοσέ. «Θέλεις να σου καλέσω ταξί, manito;» ρώτησε ο Χοσέ βλέποντας τη βαλίτσα στο χέρι µου. «Όχι», απάντησα, ρίχνοντας µια κλεφτή µατιά προς το ασανσέρ. «Κοίτα, Χοσέ, µπορείς να µου τη φυλάξεις µέχρι να ξανάρθω να την πάρω;» «Εννοείται», απάντησε, βουτώντας τη και ζυγίζοντάς τη στο χέρι του. «Ευχαρίστως». «Θα γυρίσω εγώ ο ίδιος να την πάρω. Μην τη δώσεις σε κανέναν άλλο, σύµφωνοι;». «Οκέι, µείνε ήσυχος», είπε πρόθυµα ο Χοσέ. Τον ακολούθησα στο δωµατιάκι πίσω από το θυρωρείο, όπου πέρασε µια ετικέτα στο χερούλι και έβαλε τη βαλίτσα στο ψηλότερο ράφι. «Βλέπεις;» µου είπε. «Δε θα την πειράξει κανείς. Δε βάζουµε τίποτα εκεί πάνω, εκτός από κάποια δέµατα που πρέπει να υπογράψουν οι ένοικοι για να τα πάρουν και προσωπικά µας αντικείµενα. Κανείς δε θα σου δώσει αυτή τη βαλίτσα χωρίς να υπογράψεις, κατάλαβες; Εσύ, ούτε θείος ούτε ξάδερφος, κανείς. Και θα πω στον Κάρλος και στον Γκόλντι και στους υπόλοιπους να µην τη δώσουν σε κανέναν µέχρι να τη ζητήσεις εσύ. Εντάξει;» Έγνεψα καταφατικά, έτοιµος να τον ευχαριστήσω, όταν µε διέκοψε ξεροβήχοντας. «Άκου», άρχισε σιγανά. «Δε θέλω να σ’ ανησυχήσω ή τίποτα τέτοιο, αλλά τελευταία έρχονται κάτι τύποι και ρωτάνε για τον µπαµπά σου». «Τύποι;» επανέλαβα σαστισµένος έπειτα από µια µικρή παύση. Όταν έλεγε «τύποι», ο Χοσέ εννοούσε µόνο ένα πράγµα: άντρες στους οποίους χρωστούσε ο µπαµπάς µου. «Μην ανησυχείς. Δεν τους είπαµε τίποτα. Θέλω να πω, ο µπαµπάς σου λείπει... πόσο καιρό τώρα; Ένα χρόνο; Ο Κάρλος τους είπε ότι κανείς σας δε µένει πια εδώ, κι από τότε δεν ξαναφάνηκαν. Όµως» –έριξε µια πλάγια µατιά στο ασανσέρ– «ίσως θα ήταν καλύτερα ο µπαµπάς σου να µη µένει πολλή ώρα εδώ, ξέρεις τι εννοώ...» Τον ευχαριστούσα τη στιγµή που γύρισε ο Γκόλντι µε κάτι που µου φάνηκε σαν ένα τεράστιο ρολό από χαρτονοµίσµατα. «Αυτό είναι για σένα», είπε µε κάπως µελοδραµατικό τόνο. Προς στιγµήν µου φάνηκε ότι παράκουσα. Ο Χοσέ ξερόβηξε και κοίταξε αλλού. Στη µικρή ασπρόµαυρη τηλεόραση του θυρωρείου (µε οθόνη που δεν ξεπερνούσε το µέγεθος θήκης για CD) µια φαντασµαγορική γυναίκα µε µακριά κρεµαστά σκουλαρίκια έσφιγγε τις γροθιές της και περιέλουζε µε βρισιές στα ισπανικά έναν έντροµο ιερωµένο. «Τι συµβαίνει;» ρώτησα τον Γκόλντι, που έτεινε ακόµα τα χρήµατα προς το µέρος µου. «Δε σ’ το είπε η µητέρα σου;» Δεν καταλάβαινα τίποτα. «Τι να µου πει;» Απ’ ό,τι φαίνεται, µια µέρα λίγο πριν από τα Χριστούγεννα είχαν παραδώσει στο θυρωρείο τον υπολογιστή που είχε παραγγείλει ο Γκόλντι. Προοριζόταν για το γιο του, που τον χρειαζόταν στο σχολείο, αλλά (και σε αυτό το σηµείο τα µάσησε κάπως) δεν τον είχε πληρώσει, ή µάλλον τον είχε πληρώσει εν µέρει, ή είχε αµελήσει η πρώην γυναίκα του να καταβάλει το µερίδιό της. Τέλος πάντων, οι µεταφορείς που έκαναν την παράδοση ήταν έτοιµοι να πάρουν τον υπολογιστή πίσω στο βανάκι τους, όταν κατέβηκε η µητέρα µου και είδε το σκηνικό. «Κι εκείνη η πανέµορφη κυρία έβγαλε και πλήρωσε τη διαφορά», κατέληξε ο Γκόλντι. «Κατάλαβε τι γινόταν και άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε το µπλοκ των επιταγών της. “Γκόλντι”, µου είπε, “ξέρω ότι ο γιος σου χρειάζεται τον υπολογιστή για το σχολείο. Σε παρακαλώ, φίλε µου, άσε µε να το κάνω αυτό για σένα, και µου τα επιστρέφεις όποτε µπορείς”».
«Βλέπεις;» πήρε το λόγο µε απρόσµενη σφοδρότητα ο Χοσέ, αποτραβώντας το βλέµµα του από τον τηλεοπτικό καβγά της ίδιας γυναίκας µε έναν τύπο µε µαύρα γυαλιά ηλίου που έµοιαζε µε µεγιστάνα σε ένα νεκροταφείο. «Τέτοιο άτοµο ήταν η µητέρα σου!» Έγνεψε σχεδόν θυµωµένα προς το ρολό των χρηµάτων. «Sí, es verdad,[7] ήταν Κυρία µε το κάπα κεφαλαίο. Νοιαζόταν αλήθεια για τους ανθρώπους. Οι περισσότερες γυναίκες θα ξόδευαν αυτά τα λεφτά για αρώµατα ή σκουλαρίκια ή άλλα τέτοια για τον εαυτό τους». Ένιωθα παράξενα παίρνοντας τα χρήµατα, για ένα σωρό λόγους. Παρότι µουδιασµένος από την έκπληξη, καταλάβαινα ότι υπήρχε κάτι ύποπτο στην όλη ιστορία. (Τι σόι κατάστηµα θα παρέδιδε έναν υπολογιστή που δεν είχε εξοφληθεί;) Μόνο αργότερα αναρωτήθηκα: Φαινόµουν στ’ αλήθεια τόσο αξιολύπητος, ώστε έκαναν έρανο οι θυρωροί για να µε ενισχύσουν οικονοµικά; Ακόµα δεν ξέρω από πού ήρθαν αυτά τα λεφτά, και εύχοµαι να είχα κάνει περισσότερες ερωτήσεις, αλλά ήµουν τόσο αποσβολωµένος από όλα όσα είχαν συµβεί εκείνη τη µέρα (µε πρώτο και κύριο την ξαφνική εµφάνιση του µπαµπά µου και της Ζάντρα), που θα άνοιγα το χέρι µου και θα δεχόµουν το ίδιο πειθήνια µια µασηµένη τσίχλα που θα ξεκολλούσε µε σπάτουλα ο Γκόλντι από το πεζοδρόµιο. «Δε µου πέφτει λόγος, βέβαια», είπε ο Χοσέ κοιτάζοντας κάπου πάνω από το κεφάλι µου, «αλλά, αν ήµουν στη θέση σου, δε θα µιλούσα σε κανέναν γι’ αυτά τα λεφτά. Με πιάνεις, ε;» «Ναι, βάλ’ τα στην τσέπη σου, καλύτερα», συµφώνησε ο Γκόλντι. «Δεν υπάρχει λόγος να κυκλοφορείς µε τόσα λεφτά στο χέρι. Πολλοί εκεί έξω θα σκότωναν για τέτοιο µασούρι». «Μη σου πω κι εδώ µέσα!» πετάχτηκε ο Χοσέ, ξεσπώντας σε γέλια. «Χα!» έκανε ο Γκόλντι, ανίκανος να µη χαµογελάσει και ο ίδιος, για να προσθέσει στη συνέχεια κάτι στα ισπανικά που δεν κατάλαβα. «Cuidado»,[8] κατέληξε ο Χοσέ, κουνώντας το κεφάλι του κατά την προσφιλή του συνήθεια, µε έναν τρόπο που δεν καταλάβαινες αν ήταν σοβαρός ή περιπαικτικός. «Γι’ αυτό δε µας αφήνουν µε τον Γκόλντι να δουλεύουµε στον ίδιο όροφο», µου είπε. «Πρέπει να µας κρατάνε χωριστά. Τα περνάµε πολύ καλά οι δυο µας».
[1] «Γεια σου, Χοσέ» (ισπανικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [2] «Άτσα!» (Iσπανικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.) [3] «Τι γίνεται, αδερφάκι;» (Iσπανικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.) [4] «Ο µπαµπάς µου θέλει να µπει στο διαµέρισµα, σας χρειαζόµαστε να µας ανοίξετε την πόρτα». Και αµέσως µετά: «Μπορείτε ν’ ανεβείτε µαζί µας;» (ισπανικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [5] Μια στιγµούλα (ισπανικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [6] Αχ Θεέ µου! (Ισπανικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ) [7] Ναι, είναι αλήθεια (ισπανικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [8] «Προσοχή» (ισπανικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.)
xix.
ΑΠΟ
ο µπαµπάς και η Ζάντρα, οι εξελίξεις άρχισαν να επιταχύνονται ιλιγγιωδώς. Κατά την έξοδό µας για δείπνο εκείνο το βράδυ (σε ένα τουριστικό εστιατόριο που απόρησα πώς επέλεξε ο µπαµπάς µου) δέχτηκε ένα τηλεφώνηµα από κάποιον που δούλευε στην ασφαλιστική της µητέρας µου – το οποίο ακόµα και τώρα, τόσα χρόνια µετά, εύχοµαι να είχα καταφέρει να κρυφακούσω. Δυστυχώς, είχε πολλή φασαρία στο εστιατόριο, και η Ζάντρα, ανάµεσα σε γενναίες γουλιές λευκό κρασί (γιατί µπορεί ο µπαµπάς να είχε κόψει το ποτό, αλλά αυτή του έδινε και καταλάβαινε), είτε θα γκρίνιαζε που δεν επιτρεπόταν το κάπνισµα είτε θα µου διηγιόταν µε έναν κάπως συγκεχυµένο τρόπο πώς είχε µάθει να ασκεί τη µαγεία από ένα βιβλίο της δανειστικής βιβλιοθήκης όταν πήγαινε γυµνάσιο κάπου στο Φορτ Λόντερντεϊλ. («Για την ακρίβεια, λέγεται Γουίκα. Είναι µια θρησκεία λατρείας της φύσης».) Αν είχα να κάνω µε οποιονδήποτε άλλο, θα είχα ρωτήσει σε τι ακριβώς συνίστατο η άσκηση της µαγείας (ξόρκια και θυσίες; συµφωνίες µε το διάβολο;), αλλά, πριν προλάβω να ανοίξω το στόµα µου, είχε πηδήξει στο επόµενο θέµα, φλυαρώντας για τη δυνατότητα που της είχε δοθεί να πάει στο κολέγιο και για το πόσο πολύ µετάνιωνε που δεν το είχε κάνει. («Αυτό που µου άρεσε περισσότερο ήταν η Αγγλική Ιστορία: Ερρίκος ο Ηʹ, Μαρία Στιούαρτ της Σκοτίας και τα σχετικά».) Όµως τελικά δεν είχε σπουδάσει τίποτα, αφού είχε πάθει εµµονή µε εκείνο τον τύπο. «Μιλάµε για εµµονή», είπε εµφατικά, καρφώνοντάς µε µε τα διαπεραστικά άχρωµα µάτια της. Δεν έµαθα ποτέ γιατί η εµµονή της Ζάντρα µε τον τύπο την είχε αποτρέψει από τις σπουδές της, επειδή ο µπαµπάς µου έκλεισε εκείνη τη στιγµή το τηλέφωνο. Παρήγγειλε σαµπάνια, προκαλώντας µου ένα συναίσθηµα που αδυνατώ να περιγράψω. «Δεν µπορώ να πιω µόνη µου όλο το αναθεµατισµένο µπουκάλι», εξανέστη η Ζάντρα, που άδειαζε ήδη το δεύτερο ποτήρι κρασί. «Θα µου φέρει πονοκέφαλο». «Κοίτα, αφού δεν µπορώ να πιω εγώ σαµπάνια, πιες τουλάχιστον εσύ για µένα», είπε ο πατέρας µου γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του. Η Ζάντρα έγνεψε προς το µέρος µου. «Ας πιει κι αυτός λίγο», είπε. «Γκαρσόν, φέρτε µας άλλο ένα ποτήρι». «Λυπάµαι», είπε ξερά ο σερβιτόρος, ένας Ιταλός µε τραχιά χαρακτηριστικά που φαινόταν συνηθισµένος να επαναφέρει στην τάξη τουρίστες που είχαν βγει εκτός ελέγχου. «Απαγορεύεται η κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους». Η Ζάντρα άρχισε να ψαχουλεύει στην τσάντα της. Ήταν ντυµένη µε καφετί φόρεµα που έδενε γύρω από το λαιµό και είχε τονίσει τόσο τα ζυγωµατικά της µε ρουζ ή µπρόνζερ ή κάποια καφετιά πούδρα, ώστε κατέβαλλα µεγάλη προσπάθεια να µη σκύψω να σβήσω κάπως το αποτέλεσµα µε τα ακροδάχτυλά µου. «Πάµε έξω να κάνουµε ένα τσιγάρο», είπε στον πατέρα µου. Η παρατεταµένη, γεµάτη νόηµα µατιά που αντάλλαξαν µε έκανε να τρίξω τα δόντια. Μετά η Ζάντρα έσπρωξε πίσω την καρέκλα της, πέταξε την πετσέτα της στο κάθισµα και κοίταξε ολόγυρα για το σερβιτόρο. «Αχ, ωραία, δεν είναι πουθενά εδώ γύρω», µουρµούρισε και πήρε το (σχεδόν άδειο) ποτήρι του νερού µου για να το γεµίσει σαµπάνια. ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ
Μέχρι να επιστρέψουν, είχε έρθει το φαγητό και εγώ είχα καταφέρει να γεµίσω άλλη µια φορά το ποτήρι µου στα µουλωχτά. «Μιαµ!» αναφώνησε η Ζάντρα αναψοκοκκινισµένη και µε µάτια που γυάλιζαν κάπως, κατεβάζοντας την κοντή φούστα της και γλιστρώντας στη θέση της χωρίς να τραβήξει την καρέκλα της µακριά από το τραπέζι. Άπλωσε την πετσέτα στα πόδια της µε ένα τίναγµα και τράβηξε µπροστά της το τεράστιο κόκκινο πιάτο µε τα κανελόνια που είχε παραγγείλει. «Τέλεια φαίνονται!» «Και τα δικά µου», είπε ο µπαµπάς µου, που πάντα έβρισκε κάτι για να γκρινιάξει όταν επρόκειτο για ιταλική κουζίνα και τον οποίο είχα ακούσει πάµπολλες φορές στο παρελθόν να διαµαρτύρεται για τα µακαρόνια µε τα θαλασσινά που κολυµπούσαν στη σάλτσα ακριβώς όπως αυτά που είχε µπροστά του. Πέφτοντας µε τα µούτρα στο φαγητό τους (που πρέπει να είχε παγώσει, τόση ώρα που είχαν λείψει), ξανάπιασαν την κουβέντα τους από εκεί που την είχαν αφήσει. «Τέλος πάντων, δεν πήγε καλά», είπε εκείνος, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του και παίζοντας προκλητικά µε το τσιγάρο που δεν µπορούσε να ανάψει. «Έτσι έχουν τα πράγµατα». «Πάω στοίχηµα ότι ήσουν σπουδαίος». Ένα κοφτό ανασήκωµα των ώµων. «Ακόµα κι όταν είσαι πιτσιρικάς, είναι δύσκολος χώρος», είπε. «Το ταλέντο δε φτάνει. Άλλο τόσο εξαρτάται από την εµφάνιση και από την τύχη». «Και πάλι όµως...» επέµεινε η Ζάντρα, σκουπίζοντας τη γωνία των χειλιών της µε ένα χαρτοµάντιλο που είχε τυλίξει στο δάχτυλό της. «Ηθοποιός. Βρίσκω ότι σου πάει γάντι». Η αδικοχαµένη καριέρα του µπαµπά µου στην υποκριτική ήταν ένα από τα αγαπηµένα του θέµατα συζήτησης και, παρά το ζωηρό ενδιαφέρον στην έκφρασή της, κάτι µου έλεγε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε αυτή την ιστορία η Ζάντρα. «Αν εύχοµαι να το είχα παλέψει περισσότερο;» Ο µπαµπάς µου περιεργάστηκε τη χωρίς αλκοόλ µπίρα του. (Ή µήπως ήταν απλώς λάιτ; Δεν µπορούσα να δω από εκεί που καθόµουν.) «Οµολογώ πως ναι. Είναι από τα λάθη εκείνα για τα οποία µετανιώνει κανείς σε όλη του τη ζωή. Πολύ θα µου άρεσε να κάνω κάτι µε το ταλέντο µου, αλλά δεν είχα την πολυτέλεια. Η ζωή έχει έναν αλλόκοτο τρόπο να παρεµβαίνει και να σου χαλάει τα σχέδια». Ήταν χαµένοι στο δικό τους κόσµο. Τόσο λίγο τους ενδιέφερε η παρουσία µου, που θα µπορούσα να βρίσκοµαι στην άλλη άκρη της ηπείρου, αλλά δε χολόσκαγα. Έτσι κι αλλιώς, την ήξερα την ιστορία. Ο µπαµπάς µου, που είχε αναδειχτεί σε θεατρικό αστέρα στο κολέγιο, έβγαζε για ένα διάστηµα τα προς το ζην δουλεύοντας ως ηθοποιός: κάνοντας το σπικάζ σε διαφηµιστικά σποτ, παίζοντας κάποιους δεύτερους ρόλους (του δολοφονηµένου πλεϊµπόι, του κακοµαθηµένου γιου ενός αρχηγού συµµορίας) σε τηλεοπτικές σειρές και στο σινεµά. Όµως µετά, αφού παντρεύτηκε τη µητέρα µου, όλο αυτό ξεφούσκωσε. Είχε ένα µακρύ κατάλογο µε τους λόγους για τους οποίους δεν είχε καταφέρει να φτάσει στην κορυφή, αν και, όπως τον είχα ακούσει άπειρες φορές να λέει, αν η µητέρα µου ήταν λίγο πιο πετυχηµένη ως µοντέλο ή το κυνηγούσε λίγο περισσότερο, θα υπήρχε η οικονοµική άνεση που θα του επέτρεπε να συγκεντρωθεί στην ηθοποιία, χωρίς να χρειάζεται να δουλεύει όλη µέρα. Ο µπαµπάς µου παραµέρισε το πιάτο του. Πρόσεξα ότι δεν είχε φάει πάρα πολύ – πράγµα που στην περίπτωσή του ήταν σηµάδι ότι έπινε ή ετοιµαζόταν να αρχίσει. «Κάποια στιγµή αναγκάστηκα απλώς να τα βάλω κάτω και αποφάσισα να τα παρατήσω», είπε, τσαλακώνοντας την πετσέτα του και πετώντας τη στο τραπέζι. Αναρωτήθηκα αν είχε µιλήσει ποτέ στη Ζάντρα για τον Μίκι Ρουρκ, τον οποίο θεωρούσε, µαζί µε τη µητέρα µου και
εµένα, το βασικό υπαίτιο για το ναυάγιο της καριέρας του. Η Ζάντρα κατέβασε µια µεγάλη γουλιά από το κρασί της. «Σκέφτεσαι ποτέ να κάνεις άλλη µια προσπάθεια;» « Το σκέφτοµαι, µην έχεις καµία αµφιβολία γι’ αυτό. Όµως...» Κούνησε το κεφάλι σαν να αρνιόταν ένα εξωφρενικό αίτηµα. «Δεν υπάρχει περίπτωση». Η σαµπάνια γαργαλούσε τον ουρανίσκο µου – ένα µακρινό, ξεθυµασµένο σπινθήρισµα, εµφιαλωµένο κάποια πιο ευτυχισµένη χρονιά ενόσω ζούσε ακόµα η µητέρα µου. «Θέλω να πω, ήξερα ότι δεν του άρεσα από την πρώτη στιγµή που µε είδε», εξηγούσε τώρα άχρωµα ο µπαµπάς µου. Άρα της είχε µιλήσει για τον Μίκι Ρουρκ. Ρίχνοντας το κεφάλι της πίσω, στράγγιξε το ποτήρι της. «Τύποι σαν αυτόν δεν αντέχουν τον ανταγωνισµό». «Μου έλεγαν “Ο Μίκι το ένα” και “Ο Μίκι το άλλο” και “Ο Μίκι θέλει να σε γνωρίσει”, αλλά, µε το που πάτησα το πόδι µου εκεί µέσα, κατάλαβα ότι είχαν τελειώσει όλα». «Καλά, ο τύπος είναι φρικιό, φαίνεται από µίλια µακριά». «Όχι, όχι, τότε δεν ήταν. Και, για να πω την αλήθεια, υπήρχε όντως µια οµοιότητα εκείνη την εποχή – όχι µόνο στην εµφάνιση, είχαµε παρόµοιο στιλ υποκριτικής. Ή, για να ακριβολογούµε, εγώ είχα κλασική παιδεία, διέθετα σαφώς ευρύτερη γκάµα, αλλά µπορούσα να αποδώσω την ακινησία του Μίκι, ξέρεις, εκείνη την εκκωφαντική σιωπή, την υφέρπουσα ένταση...» «Ωωω, ανατρίχιασα! Υφέρπουσα ένταση... Ο τρόπος που το λες...» «Ναι, αλλά ο Μίκι ήταν ο σταρ. Δεν υπήρχε χώρος για δύο». Όπως τους κοίταζα να µοιράζονται ένα κοµµάτι τσίζκεϊκ σαν ερωτευµένα πιτσουνάκια σε διαφήµιση, παρασύρθηκα σε µια σφοδρή, αλλόκοτη για µένα, ελεύθερη συνειδησιακή ροή –τα φώτα του εστιατορίου υπερβολικά λαµπερά, το πρόσωπό µου φλογισµένο από τη σαµπάνια–, µε το µυαλό µου να ταξιδεύει χωρίς ειρµό αλλά µε θέρµη στις µέρες που η µητέρα µου είχε αναγκαστεί να πάει να ζήσει µε τη θεία της την Μπες µετά το θάνατο των γονιών της, σε ένα σπίτι πάνω στις γραµµές του τρένου µε καφέ ταπετσαρίες στους τοίχους και πλαστικά καλύµµατα στα έπιπλα. Η θεία Μπες –που τηγάνιζε τα πάντα µε µαργαρίνη και είχε κοµµατιάσει µε το ψαλίδι ένα από τα φορέµατα της µητέρας µου επειδή το ψυχεδελικό του σχέδιο την ενοχλούσε– ήταν µια κοντόχοντρη και στρυφνή Ιρλανδοαµερικανίδα γεροντοκόρη που είχε απαρνηθεί τον καθολικισµό για µια µικρή παρανοϊκή σέκτα η οποία θεωρούσε αµάρτηµα σχεδόν το να πίνεις τσάι ή να παίρνεις ασπιρίνη. Τα µάτια της –στη µοναδική φωτογραφία της που είχα δει– είχαν την ίδια εκπληκτική ασηµογάλαζη απόχρωση µε της µητέρας µου, µε τη διαφορά ότι ήταν κόκκινα και µανιακά, σε µια µούρη που θύµιζε πατάτα. Η µητέρα µου περιέγραφε εκείνους τους δεκαοχτώ µήνες που είχε ζήσει µε τη θεία Μπες ως τους πιο θλιβερούς της ζωής της, σφραγισµένους από την πώληση των αλόγων, το χάρισµα των σκυλιών, ατέλειωτους γοερούς αποχαιρετισµούς στην άκρη του δρόµου µε τα µπράτσα της τυλιγµένα γύρω από τους λαιµούς του Κλόβερ και της Τσόκµπορντ και του Πέιντµποξ και του Μπρούνο. Η θεία Μπες έλεγε συνέχεια στη µητέρα µου ότι ήταν κακοµαθηµένη και ότι οι άνθρωποι που δε φοβούνται το Θεό παίρνουν πάντα αυτό που τους αξίζει. «Βλέπεις, και ο παραγωγός... Θέλω να πω, όλοι ήξεραν πώς ήταν ο Μίκι, όλοι ανεξαιρέτως, είχε ήδη αρχίσει να γίνεται ευρέως γνωστή η ιδιορρυθµία του...» «Δεν της άξιζε», είπα δυνατά, διακόπτοντας την κουβέντα τους. Ο µπαµπάς και η Ζάντρα σώπασαν απότοµα και µε κοίταξαν λες και είχα µεταµορφωθεί σε δηλητηριώδη σαύρα Χίλα µπροστά στα έκπληκτα µάτια τους.
«Θέλω να πω, γιατί να πει κανείς κάτι τέτοιο;» Δεν ήταν σωστό που µιλούσα δυνατά, κι όµως οι λέξεις ξεχύνονταν ασυγκράτητες από το στόµα µου, θαρρείς και κάποιος είχε πατήσει ένα κουµπί. «Εκείνη ήταν τόσο υπέροχη... Γιατί να της φέρονται όλοι τόσο απαίσια; Τίποτα απ’ αυτά που της συνέβησαν δεν της άξιζε, τίποτα!» Ο µπαµπάς µου και η Ζάντρα αντάλλαξαν µια µατιά και µετά εκείνος έγνεψε για το λογαριασµό.
xx.
ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΦΥΓΑΜΕ από το εστιατόριο το πρόσωπό µου ζεµατούσε και στ’ αφτιά µου άκουγα ένα διαπεραστικό µουγκρητό, κι όταν έφτασα στο διαµέρισµα των Μπάρµπορ, δεν ήταν καν ιδιαίτερα αργά, αλλά, µε κάποιον τρόπο, κατάφερα να µπουρδουκλωθώ στην οµπρελοθήκη και να κάνω πάταγο µπαίνοντας, κι όταν µε είδαν ο κύριος και η κυρία Μπάρµπορ, συνειδητοποίησα (από την έκφρασή τους περισσότερο παρά από το πώς αισθανόµουν) ότι ήµουν µεθυσµένος. Ο κύριος Μπάρµπορ έκλεισε την τηλεόραση µε το τηλεχειριστήριο. «Πού ήσουν;» µε ρώτησε µε αυστηρό αλλά καλοπροαίρετο τόνο. Άπλωσα το χέρι µου στην πλάτη του καναπέ. «Είχα βγει µε τον µπαµπά και...» Αλλά το όνοµά της είχε σβηστεί από τη µνήµη µου, µε εξαίρεση το Ζ στην αρχή. Η κυρία Μπάρµπορ κοίταξε µε νόηµα τον άντρα της, ανασηκώνοντας το ένα φρύδι σε στιλ: Τι σου έλεγα; «Λοιπόν, γραµµή στο κρεβάτι σου για να συνέλθεις, φιλαράκο», είπε κεφάτα ο κύριος Μπάρµπορ, και, παρά τη φορτισµένη ατµόσφαιρα, ο τόνος του κατάφερε να µε κάνει να νιώσω λίγο καλύτερα για τη ζωή γενικά. «Κάνε µια προσπάθεια να µην ξυπνήσεις τον Άντι». «Δε νιώθεις το στοµάχι σου ν’ ανακατεύεται, ε;» ρώτησε η κυρία Μπάρµπορ. «Όχι», είπα ψέµατα. Πέρασα το µεγαλύτερο µέρος της νύχτας ξάγρυπνος στην πάνω κουκέτα, να στριφογυρίζω ανήσυχος και δυστυχής καθώς το δωµάτιο περιστρεφόταν γύρω µου. Κάνα δυο φορές πετάχτηκα έντροµος επειδή µου φάνηκε ότι είχε µπει στο δωµάτιο και µου µίλαγε η Ζάντρα – δεν µπορούσα να καταλάβω τι µου έλεγε, αλλά η τραχιά, ρυθµική σαν πολυβόλο φωνή της δε θα µπορούσε να ανήκει σε άλλον.
xxi.
«ΩΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ», είπε το επόµενο πρωί ο κύριος Μπάρµπορ, ακουµπώντας ένα χέρι στον ώµο µου και τραβώντας µου µια καρέκλα στο τραπέζι για να καθίσω, «εορταστικό δείπνο µε τον µπαµπά χτες το βράδυ, ε;» «Μάλιστα». Το κεφάλι µου πήγαινε να σπάσει από τον πόνο και η µυρωδιά του αβγού από τις γαλλικές φρυγανιές έκανε το στοµάχι µου να συσπάται επώδυνα. Η Έτα µού είχε φέρει διακριτικά ένα φλιτζάνι καφέ από την κουζίνα, µαζί µε δυο τρεις ασπιρίνες στο πιατάκι. «Στο Βέγκας είπες, ε;» «Σωστά». «Και πώς γεµίζει το τσουκάλι, αλήθεια;» «Παρακαλώ;» «Πώς περνάει το χρόνο του εκεί κάτω;» «Τσανς», είπε ανέκφραστα η κυρία Μπάρµπορ. Ο κύριος Μπάρµπορ φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι ίσως είχε διατυπώσει την ερώτηση κάπως άκοµψα. «Δηλαδή... αυτό που ήθελα να πω είναι... µε τι ασχολείται επαγγελµατικά;» «Εµ...» άρχισα – και σταµάτησα εκεί. Τι δουλειά έκανε ο µπαµπάς µου; Δεν είχα ιδέα. Η κυρία Μπάρµπορ, εµφανώς προβληµατισµένη από την τροπή που είχε πάρει η κουβέντα, ήταν έτοιµη να πει κάτι, αλλά ο Πλατ, που καθόταν δίπλα µου, δεν της έδωσε την ευκαιρία. «Δηλαδή, ποιον πρέπει να γλείψω εδώ µέσα για να έχω ένα φλιτζάνι καφέ;» ξέσπασε θυµωµένα στη µητέρα του, σπρώχνοντας απότοµα την καρέκλα του προς τα πίσω µε το χέρι κόντρα στο τραπέζι. Ακολούθησε µια µουδιασµένη σιωπή. «Αυτός γιατί πίνει;» συνέχισε ο Πλατ δείχνοντάς µε. «Γυρίζει στο σπίτι µεθυσµένος, κι από πάνω του σερβίρουν και καφέ;» Έπειτα από άλλη µια µουδιασµένη σιωπή, το λόγο πήρε ο κύριος Μπάρµπορ, µε φωνή τόσο παγερή, που έβαζε τα γυαλιά ακόµα και στη σύζυγό του. «Αρκετά, παλιόφιλε». Η κυρία Μπάρµπορ έσµιξε τα σχεδόν άχρωµα φρύδια της. «Τσανς...» «Όχι, δε θα πάρεις το µέρος του αυτή τη φορά. Πήγαινε στο δωµάτιό σου», είπε στον Πλατ. «Τώρα». Μείναµε όλοι να κοιτάµε τα πιάτα µας, ακούγοντας τα βαριά, θυµωµένα βήµατα του Πλατ, το βρόντηµα της πόρτας του δωµατίου του και, ελάχιστα δευτερόλεπτα µετά, τη µουσική του στη διαπασών. Ζήτηµα αν ανταλλάχτηκαν δυο κουβέντες στο υπόλοιπο γεύµα.
xxii.
Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ –που είχε µανία να τα κάνει όλα βιαστικά, πάντα ανυπόµονος «να πάρουµε δρόµο», όπως του άρεσε να λέει– ανακοίνωσε ότι σχεδίαζε να φορτώσει όλα µας τα υπάρχοντα στη Νέα Υόρκη και εµάς τους τρεις και να µας κατεβάσει στο Λας Βέγκας µέσα σε µία µόλις εβδοµάδα. Και δεν ήταν λόγια του αέρα. Στις οχτώ το πρωί εκείνης της Δευτέρας εµφανίστηκαν οι εργάτες της µεταφορικής στο Σάτον Πλέις και άρχισαν να διαλύουν το διαµέρισµα και να το πακετάρουν σε κούτες. Ένας έµπορος µεταχειρισµένων βιβλίων ήρθε να ελέγξει τα βιβλία τέχνης της µητέρας µου, ένας άλλος τα έπιπλά της, και, πριν καλά καλά καταλάβω τι γινόταν, το σπίτι µου άρχισε να εξαφανίζεται µπροστά στα µάτια µου µε ιλιγγιώδη ταχύτητα. Παρακολουθώντας τις κουρτίνες να ξεκρεµιούνται, τα κάδρα να κατεβαίνουν από τους τοίχους και τα χαλιά να µεταφέρονται έξω τυλιγµένα σε ρολά, θυµήθηκα µια ταινία κινουµένων σχεδίων που είχα δει κάποτε µε ένα χαρακτήρα καρτούν που έσβηνε µε µια γοµολάστιχα το γραφείο και τη λάµπα και την καρέκλα και το παράθυρό του µε τη θέα και ολόκληρο το τακτοποιηµένο, καλαίσθητο δωµάτιο γύρω του, ώσπου στο τέλος έµεινε µόνο η γοµολάστιχα να αιωρείται πάνω από µια ανατριχιαστική θάλασσα λευκότητας. Τυραννισµένος από όσα συνέβαιναν, κι ωστόσο ανίκανος να τα εµποδίσω, περιφερόµουν στα δωµάτια και τα παρακολουθούσα να αποσυντίθενται κοµµάτι κοµµάτι, σαν µέλισσα που βλέπει την κυψέλη της να καταστρέφεται. Στον τοίχο πάνω από το γραφείο της µητέρας µου (ανάµεσα σε αµέτρητα ενσταντανέ από διακοπές και παλιές σχολικές φωτογραφίες) κρεµόταν µια ασπρόµαυρη φωτογραφία της από την εποχή που δούλευε ως µοντέλο, τραβηγµένη στο Σέντραλ Παρκ. Τυπωµένη µε υψηλή ευκρίνεια και έντονο κοντράστ, αναδείκνυε και τις πιο µικρές λεπτοµέρειες µε σχεδόν οδυνηρή διαύγεια: τις φακίδες της, την τραχιά ύφανση του παλτού της, το σηµάδι της ευλογιάς πάνω από το αριστερό της φρύδι. Κοίταζε ανέµελα το κοµφούζιο που επικρατούσε στο σαλόνι, τον µπαµπά µου να πετάει τα µπλοκ και τα σύνεργα ζωγραφικής της και να στοιβάζει σε κούτες τα βιβλία της για να τα δώσει στην Πρόνοια – µια σκηνή που µάλλον δεν είχε φανταστεί ποτέ, ή τουλάχιστον το ευχόµουν.
xxiii.
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΟΥ ΜΕΡΕΣ στο σπίτι των Μπάρµπορ πέρασαν τόσο γρήγορα, ώστε ελάχιστα θυµάµαι από αυτές, πέρα από τη φούρια της τελευταίας στιγµής για να πλυθούν και να σταλούν στο καθαριστήριο τα ρούχα µου, καθώς και κάµποσες πανικόβλητες εξορµήσεις στην κάβα της Λέξινγκτον για χαρτόκουτες. Έγραφα µε µαύρο µαρκαδόρο τη διεύθυνση του καινούριου µου σπιτιού, που ακουγόταν τόσο εξωτική: Θίοντορ Ντέκερ / οικία Ζάντρα Τερέλ Οδός Ντέζερτ Εντ 6219 Λας Βέγκας, Νεβάδα Ο Άντι κι εγώ µείναµε να κοιτάζουµε σκυθρωπά τα στοιβαγµένα χαρτόκουτα στο δωµάτιό του. «Είναι σαν να µετακοµίζεις σε άλλο πλανήτη», µου είπε. «Λίγο πολύ». «Όχι, σοβαρά. Αυτή η διεύθυνση, Ντέζερτ Εντ, το Τέλος της Ερήµου... Θυµίζει µεταλλευτική αποικία στον Δία. Αναρωτιέµαι πώς να είναι εκεί το σχολείο». «Ένας Θεός ξέρει». «Θέλω να πω... ίσως είναι σαν αυτά τα µέρη για τα οποία διαβάζουµε, ξέρεις, µε συµµορίες και ανιχνευτές µετάλλου στην είσοδο». Ο Άντι είχε υποστεί τέτοια κακοµεταχείριση στο (θεωρητικά) φιλελεύθερο και προοδευτικό σχολείο µας, ώστε για εκείνον τα δηµόσια εκπαιδευτικά ιδρύµατα δε διέφεραν σε τίποτα από τα σωφρονιστικά καταστήµατα. «Τι θα κάνεις;» «Θα ξυρίσω το κεφάλι µου, υποθέτω. Θα χτυπήσω κανένα τατουάζ...» Το εκτιµούσα που δεν προσπαθούσε να το παίξει κεφάτος ή αισιόδοξος για αυτή τη µετακόµιση, σε αντίθεση µε την κυρία Σουάνσον ή τον Ντέιβ (που δεν µπορούσε να κρύψει την ανακούφισή του για το ότι δε θα χρειαζόταν να συνεχίσει τις διαπραγµατεύσεις µε τους παππούδες µου). Κανείς άλλος στη λεωφόρο Παρκ δεν πολυµιλούσε για την αναχώρησή µου, παρότι έβλεπα στην τεταµένη έκφραση του προσώπου της κυρίας Μπάρµπορ κάθε φορά που προέκυπτε το θέµα του πατέρα µου και της «φίλης» του ότι δεν ήταν όλα αποκυήµατα της φαντασίας µου. Εξάλλου δεν ήταν ότι το µέλλον µε τον µπαµπά και τη Ζάντρα διαγραφόταν τόσο κακό ή τροµακτικό, όσο απροσδιόριστο µάλλον, δυσανάγνωστο, σαν µια µουντζαλιά από µαύρο µελάνι στον ορίζοντα.
xxiv.
«ΤΕΛΙΚΑ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ Σ’ ΩΦΕΛΗΣΕΙ µια αλλαγή παραστάσεων», είπε ο Χόµπι όταν κατέβηκα να τον δω πριν φύγω. «Ακόµα κι αν το καινούριο σκηνικό δεν είναι αυτό που θα διάλεγες». Τρώγαµε στην τραπεζαρία για αλλαγή, καθισµένοι κοντά κοντά στη µια άκρη του τραπεζιού, που ήταν αρκετά µεγάλο για να φάνε άνετα δώδεκα άτοµα, µε ασηµένιες πλατύστοµες κανάτες και λεπτοδουλεµένα διακοσµητικά να απλώνονται µέχρι εκεί που η πολυτέλεια χανόταν στο σκοτάδι. Κι όµως, για κάποιο λόγο, είχα ακριβώς την ίδια αίσθηση όπως την τελευταία µας βραδιά στο παλιό µας διαµέρισµα στην Έβδοµη Λεωφόρο, όταν, καθισµένοι πάνω σε χαρτοκιβώτια µε τη µητέρα και τον πατέρα µου, είχαµε φάει κινέζικο το οποίο είχαµε παραγγείλει να µας φέρουν σε πακέτο. Δε µίλησα. Ήµουν δυστυχισµένος, και η απόφασή µου να υποφέρω κρυφά µε έκανε κλειστό σαν στρείδι. Σε όλη τη διάρκεια της τροµερά αγχώδους προηγούµενης εβδοµάδας, καθώς το διαµέρισµα απογυµνωνόταν και τα πράγµατα της µητέρας µου διπλώνονταν και µαζεύονταν σε κουτιά και έφευγαν για πούληµα, λαχταρούσα απεγνωσµένα το σκοτάδι και τη γαλήνη του σπιτιού του Χόµπι, τα γεµάτα αντικείµενα δωµάτια και τη µυρωδιά του παλιού ξύλου, των φύλλων τσαγιού και του καπνού τσιγάρου, τις φρουτιέρες µε τα πορτοκάλια στον µπουφέ και τα µικρά ασηµένια κηροπήγια µε την περίτεχνη γαρνιτούρα από λιωµένο κερί. «Θέλω να πω, η µητέρα σου...» Μια διακριτική παύση. «Θα είναι µια καινούρια αρχή». Περιεργάστηκα το πιάτο µου. Είχε µαγειρέψει αρνάκι µε κάρι, µε µια κίτρινη σος που περισσότερο σε γαλλική κουζίνα παρέπεµπε παρά σε ινδική. «Δε φοβάσαι, ε;» Ανέβλεψα ξαφνιασµένος. «Τι να φοβάµαι;» «Που πας να ζήσεις µαζί του». Το σκέφτηκα για λίγο, χαζεύοντας τις σκιές πίσω από το κεφάλι του. «Όχι», απάντησα. «Όχι στ’ αλήθεια». Για κάποιο λόγο, από την ώρα που είχε γυρίσει ο µπαµπάς µου φαινόταν πιο χαλαρός, πιο ήρεµος. Δε θα µπορούσα να το αποδώσω στο γεγονός ότι είχε κόψει το ποτό, αφού ήταν ακριβώς στις περιόδους αποχής, όταν βουβαινόταν και φούσκωνε, θαρρείς, από τη δυστυχία σαν µπαλόνι έτοιµο να σκάσει, που έπρεπε να κρατάω αποστάσεις ασφαλείας. «Είπες σε κανέναν άλλο αυτά που είπες σ’ εµένα;» «Σχετικά...» Χαµήλωσα το κεφάλι ντροπιασµένος και έβαλα µια µπουκιά κρέας µε κάρι στο στόµα µου. Ήταν πολύ νόστιµο, µόλις συνήθιζες στην ιδέα ότι δεν έτρωγες κάρι. «Δε νοµίζω ότι πίνει πια», είπα για να βάλω τέλος στη σιωπή που ακολούθησε. «Αν µιλάτε γι’ αυτό, δηλαδή. Φαίνεται καλύτερα, οπότε...» Η φράση έµεινε στον αέρα. «Αυτά». «Και πώς σου φαίνεται η φιλενάδα του;» Ήθελε κι αυτό κάποια σκέψη. «Δεν ξέρω», παραδέχτηκα. Ο Χόµπι δε σκόπευε να µε πιέσει. Πήρε το ποτήρι του κρασιού του και µε κοίταξε γελαστός,
περιµένοντας υποµονετικά την απάντηση. «Θέλω να πω, δεν την ξέρω σχεδόν καθόλου. Είναι εντάξει, υποθέτω. Δεν µπορώ να καταλάβω τι του αρέσει σ’ αυτή». «Γιατί όχι;» «Να...» Δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Ο µπαµπάς µου ήξερε να γοητεύει «τις αιθέριες υπάρξεις», όπως τις αποκαλούσε, ανοίγοντάς τους την πόρτα, αγγίζοντάς τες φευγαλέα στον καρπό για να εστιάσει την προσοχή τους σε κάτι που τους έλεγε. Είχα δει γυναίκες να λιώνουν για χάρη του, ένα θέαµα που παρακολουθούσα µε δυσπιστία, απορώντας πώς ήταν δυνατόν να συγκινείται κανείς από τέτοιο θεατρινίστικο φέρσιµο. Ήταν σαν να έβλεπα πιτσιρίκια να εκστασιάζονται παρακολουθώντας φτηνά ταχυδακτυλουργικά κόλπα. «Δεν ξέρω. Μάλλον περίµενα ότι θα ήταν πιο εµφανίσιµη, ή κάτι τέτοιο». «Η οµορφιά δεν έχει σηµασία, αν είναι συµπαθητική», παρατήρησε ο Χόµπι. «Ναι, αλλά δεν είναι και τόσο συµπαθητική». «Ω!» Και µετά: «Φαίνονται ευτυχισµένοι µαζί;». «Δεν ξέρω. Μάλλον... ναι», παραδέχτηκα. «Δηλαδή... να, αυτός δεν είναι όλη την ώρα θυµωµένος, όπως παλιά». Και µετά, νιώθοντας την άρρητη ερώτηση του Χόµπι να βαραίνει πάνω µου: «Επιπλέον, ήρθε να µε πάρει. Θέλω να πω, δεν τον ανάγκασε κανείς. Μπορούσαν να είχαν µείνει εκεί που βρίσκονταν, αν δε µε ήθελαν». Δεν ειπώθηκε τίποτα παραπάνω επί του θέµατος και τελειώσαµε το βραδινό µας µιλώντας για άλλα πράγµατα. Αλλά την ώρα που έφευγα, ενώ διασχίζαµε το µακρόστενο διάδροµο µε τις κορνιζαρισµένες φωτογραφίες στους τοίχους –προσπερνώντας το δωµάτιο της Πίππα, όπου έφεγγε ένα φωτάκι νυκτός και ο Κόσµο κοιµόταν στα πόδια του κρεβατιού της–, κοντοστάθηκε και είπε τη στιγµή που µου άνοιγε την εξώπορτα: «Θίο». «Ναι;» «Έχεις τη διεύθυνση και το τηλέφωνό µου». «Φυσικά». «Ωραία». Η αµηχανία του συναγωνιζόταν τη δική µου. «Σου εύχοµαι καλό ταξίδι. Πρόσεχε τον εαυτό σου». «Κι εσείς», απάντησα. Μείναµε εκεί να κοιταζόµαστε. «Ωραία. Καληνύχτα, λοιπόν». Άνοιξε την πόρτα και εγώ βγήκα από το σπίτι, για τελευταία φορά, όπως νόµιζα. Αλλά, παρότι δεν είχα ιδέα αν θα τον ξανάβλεπα ποτέ, σε αυτό έπεσα έξω.
ΙΙ.
Όταν γεµίζουµε µε δύναµη – ποιος κάνει πίσω και φοβάται; Και µε χαρά – ποιος σοβαρεύει και λυπάται; Όταν γινόµαστε πολύ κακοί – σαν τι µας περιµένει; –ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠO[1]
[1] Από τη συλλογή Εκλάµψεις (Φράσεις, XII, µετάφραση στα ελληνικά: Στρατής Πασχάλης, Αθήνα, Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2008). (Σ.τ.Μ.)
Κεφάλαιο 5
Μπαντρ αλ-Ντιν
i.
ΑΝ ΚΑΙ ΕΙΧΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ να αφήσω τη βαλίτσα στο θυρωρείο της παλιάς µου πολυκατοικίας, όπου ήµουν ήσυχος ότι θα την είχαν στο νου τους ο Χοσέ και ο Γκόλντι, ένιωθα όλο και µεγαλύτερη νευρικότητα όσο πλησίαζε η ηµεροµηνία της αναχώρησης, οπότε την έσχατη στιγµή αποφάσισα να γυρίσω πίσω, για ένα λόγο που τώρα µου φαίνεται εντελώς άστοχος: Πάνω στη βιασύνη µου να βγάλω τον πίνακα από το διαµέρισµα, είχα πετάξει στη βαλίτσα ένα σωρό άλλα πράγµατα στα κουτουρού, µεταξύ των οποίων και τα περισσότερα καλοκαιρινά µου ρούχα. Έτσι, την παραµονή της ηµέρας που θα ερχόταν να µε πάρει από τους Μπάρµπορ ο µπαµπάς µου κατέβηκα πανικόβλητος στην 57η Οδό, µε σκοπό να ανοίξω το φερµουάρ της βαλίτσας και να βουτήξω κάποια από τα καλύτερα πουκάµισα και µπλουζάκια µου από πάνω πάνω. Ο Χοσέ δεν ήταν εκεί, αλλά ένας καινούριος τύπος µε τετράγωνους ώµους (ονόµατι Μάρκο Β., σύµφωνα µε το ταµπελάκι στο στήθος του) έκανε ένα βήµα µπροστά και µου έκλεισε το δρόµο µε έναν αυστηρό, ανυποχώρητο τρόπο που ταίριαζε περισσότερο σε σεκιουριτά παρά σε θυρωρό. «Συγνώµη, νεαρέ, µπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» είπε. Του εξήγησα για τη βαλίτσα. Αλλά, αφού εξέτασε τον κατάλογο –σέρνοντας το χοντρό δείκτη του πάνω στη στήλη µε τα «Εισερχόµενα»–, δεν έδειξε την παραµικρή διάθεση να πάει να µου την κατεβάσει από το ράφι. «Και για ποιο λόγο την άφησες εδώ;» µε ρώτησε, ξύνοντας καχύποπτα τη µύτη του. «Ο Χοσέ µου είπε ότι µπορούσα». «Έχεις απόδειξη;» «Όχι», απάντησα σαστισµένος. «Τότε, δεν µπορώ να σ’ εξυπηρετήσω. Δεν είναι καταχωρισµένη. Εξάλλου εµείς αναλαµβάνουµε τη φύλαξη δεµάτων µόνο για λογαριασµό ενοίκων». Ζούσα αρκετά χρόνια στο κτίριο για να ξέρω ότι αυτό δεν ίσχυε, αλλά δεν είχα διάθεση για αντεγκλήσεις. «Κοιτάξτε», είπα, «έµενα εδώ µέχρι πρόσφατα. Γνωρίζω τον Γκόλντι και τον Κάρλος και όλους τους άλλους. Θέλω να πω... ελάτε τώρα», ξέσπασα έπειτα από µια αόριστη παύση κατά τη διάρκεια της οποίας ένιωσα την προσοχή του να µετατοπίζεται αλλού. «Αν µε αφήσετε να µπω εκεί µέσα, θα σας δείξω ποια είναι η βαλίτσα µου!» «Λυπάµαι, η είσοδος στο θυρωρείο επιτρέπεται µόνο στο προσωπικό και στους ενοίκους». «Είναι υφασµάτινη, µε µια κορδέλα στο χερούλι. Έχει πάνω το όνοµά µου, Ντέκερ. Να, βλέπετε εκεί;» Του έδειχνα την ταµπελίτσα µε το όνοµά µας που ήταν ακόµα πάνω στο γραµµατοκιβώτιο, όταν επέστρεψε ο Γκόλντι από το διάλειµµά του. «Βρε, βρε! Κοίτα ποιος είναι πάλι εδώ! Σαν παιδί µου το ’χω αυτό!» είπε στον Μάρκο Β. «Από τοσοδά το γνωρίζω!» Έδειξε ένα σηµείο κάπου στο ύψος της µέσης του. «Τι γίνεται, µικρέ µου φίλε;» «Τίποτα. Θέλω να πω... φεύγω από την πόλη».
«Σοβαρά; Φεύγεις κιόλας για το Βέγκας;» Η χροιά της φωνής του, το βάρος του χεριού του στον ώµο µου διέλυσαν την έντασή µου, κάνοντάς τα όλα πιο εύκολα. «Είναι µια τρέλα η ζωή εκεί κάτω, έτσι;» «Μάλλον», απάντησα επιφυλακτικά. Όλοι επέµεναν να µου επισηµαίνουν πόσο τρελή θα ήταν η ζωή µου στο Βέγκας, λες και υπήρχε περίπτωση να µπαινοβγαίνω στα κλαµπ και στα καζίνα. «Μάλλον;» Ο Γκόλντι γύρισε τα µάτια του προς τα πάνω και κούνησε το κεφάλι του µε έναν κωµικό τρόπο τον οποίο η µητέρα µου κατάφερνε να µιµείται πολύ πετυχηµένα όταν είχε τα κέφια της. «Χριστούλη µου! Άκου µε που σου λέω, δεν υπάρχει αυτή η πόλη! Τα σωµατεία που έχουν εκεί... σερβιτόροι, ξενοδοχοϋπάλληλοι, πολύ καλά λεφτά, όπου κι αν γυρίσεις να κοιτάξεις. Και ο καιρός; Λιακάδα χειµώνα καλοκαίρι. Θα ξετρελαθείς εκεί κάτω, φίλε µου. Πότε είπες ότι φεύγεις;» «Εεε... σήµερα. Δηλαδή, αύριο. Γι’ αυτό ήθελα...» «Α, ήρθες για τη βαλίτσα; Αµέσως». Ο Γκόλντι είπε στα ισπανικά κάτι που ακουγόταν αυστηρό στον Μάρκο Β., ο οποίος ανασήκωσε απαθώς τους ώµους του και πήγε στο δωµατιάκι πίσω από το θυρωρείο. «Εντάξει παιδί ο Μάρκο», µου είπε χαµηλώνοντας τη φωνή του. «Αλλά δεν ήξερε τίποτα για την τσάντα σου, επειδή ο Χοσέ κι εγώ δεν τη σηµειώσαµε στο βιβλίο, µε πιάνεις, ε;» Τον «έπιανα» περίφηµα. Κανονικά, έπρεπε να καταχωρίζονται όλα τα δέµατα που έµπαιναν ή έβγαιναν από το κτίριο. Παρακάµπτοντας την τυπική διαδικασία, µε προστάτευαν από την πιθανότητα να εµφανιστεί κάποιος άλλος και να διεκδικήσει για λογαριασµό µου τη βαλίτσα. «Σας ευχαριστώ που φροντίζετε για µένα», είπα αµήχανα. «No problemo»,[1] αποκρίθηκε. «’Φχαριστώ, φίλε», είπε δυνατά γυρίζοντας προς τον Μάρκο και παίρνοντας τη βαλίτσα από τα χέρια του. «Όπως έλεγα», συνέχισε χαµηλώνοντας πάλι τον τόνο της φωνής του, έτσι ώστε να πρέπει να περπατάω κολλητά σ’ εκείνον για να τον ακούω, «ο Μάρκο είναι ξηγηµένο παιδί, αλλά έπεσαν βροχή τα παράπονα για την έλλειψη προσωπικού στη διάρκεια της... ξέρεις», είπε, ρίχνοντας µια πένθιµη µατιά προς το µέρος µου. «Θέλω να πω, ο Κάρλος δεν µπορούσε να έρθει για τη βάρδιά του εκείνη τη µέρα, και τον απέλυσαν, παρότι δεν ήταν δικό του το λάθος...» «Τον Κάρλος;» Ο Κάρλος ήταν ο µεγαλύτερος σε ηλικία και πιο σοβαρός από τους θυρωρούς, σαν ένα γερασµένο είδωλο µεξικανικών ταινιών δράσης, µε το λεπτό µουστακάκι και τους γκρίζους κροτάφους, τα µαύρα παπούτσια του γυαλισµένα σαν καθρέφτη και τα γάντια του πιο λευκά και αστραφτερά από όλων των άλλων. «Απέλυσαν τον Κάρλος;» «Ξέρω, είναι απίστευτο. Τριάντα τέσσερα χρόνια, και...» Ο Γκόλντι τίναξε τον αντίχειρα πάνω από τον ώµο του. «Τον πέταξαν σαν την τρίχα απ’ το ζυµάρι. Και τώρα η διαχείριση ρίχνει το βάρος στην ασφάλεια, καινούριο προσωπικό, καινούριοι κανόνες, πρέπει να σηµειώνουµε ποιος µπαίνει και ποιος βγαίνει και τα σχετικά... Τέλος πάντων», κατέληξε, ανοίγοντας την εξώπορτα σπρώχνοντάς τη µε την πλάτη. «Άσε µε να σου βρω ένα ταξί, µικρέ µου φίλε. Θα πας κατευθείαν στο αεροδρόµιο;» «Όχι», απάντησα, απλώνοντας το χέρι µου για να τον σταµατήσω. Μες στην παραζάλη µου, δεν είχα προσέξει τι έκανε. Όµως εκείνος παραµέρισε το χέρι µου µε µια απορριπτική χειρονοµία. «Όχι, όχι», είπε, βγάζοντας τη βαλίτσα στο πεζοδρόµιο, «µη σε νοιάζει, φίλε µου, θα το κάνω εγώ», οπότε συνειδητοποίησα µε απόγνωση ότι νόµιζε πως προσπαθούσα να του πάρω τη βαλίτσα από το χέρι επειδή δεν είχα λεφτά για να του δώσω φιλοδώρηµα.
«Ένα λεπτό!» έκανα, αλλά την ίδια στιγµή ο Γκόλντι σφύριξε και πετάχτηκε στο δρόµο µε τεντωµένο χέρι. «Ταξί!» έσκουξε. Στάθηκα παγωµένος στο υπόστεγο, τη στιγµή που ένα ταξί ερχόταν να σταθµεύσει δίπλα στο κράσπεδο. «Διάνα!» αναφώνησε ο Γκόλντι, ανοίγοντάς µου την πίσω πόρτα. «Τι λες, µου βγάζεις το καπέλο για το χρόνο µου;» Πριν προλάβω να σκεφτώ έναν τρόπο να τον σταµατήσω χωρίς να φανώ τελείως κόπανος, βρέθηκα σωριασµένος στο πίσω κάθισµα, µε τη βαλίτσα µου φορτωµένη στο πορτµπαγκάζ και τον Γκόλντι να χτυπάει µε το χέρι του τον ουρανό τού ταξί µε το φιλικό τρόπο που το έκανε πάντα. «Καλό ταξίδι, amigo», είπε εγκάρδια, για να στρέψει στη συνέχεια το βλέµµα του στον ουρανό. «Κοίτα να απολαµβάνεις τη λιακάδα και για µένα εκεί κάτω. Ξέρεις πόσο λατρεύω τον ήλιο – είµαι τροπικό πουλί εγώ. Δε βλέπω την ώρα να τα µαζέψω και να γυρίσω στο Πουέρτο Ρίκο να µιλάω στις µέλισσες. Μµµµ...» τραγούδησε, κλείνοντας τα µάτια και γέρνοντας το κεφάλι του στο πλάι. «Η αδερφή µου έχει µια κυψέλη µε ήµερες µέλισσες και τις κοιµίζω µε νανουρίσµατα. Έχουν µέλισσες στο Βέγκας;» «Δεν ξέρω», απάντησα, ψάχνοντας εναγωνίως τις τσέπες µου για να υπολογίσω τι λεφτά είχα πάνω µου. «Ε, αν συναντήσεις τίποτα µέλισσες, δώσ’ τους χαιρετίσµατα από τον Γκόλντι. Πες τους να µε περιµένουν». «¡Hey! ¡Espera!»[2] Ήταν ο Χοσέ, που έσπευδε, µε το χέρι σηκωµένο ψηλά –ντυµένος ακόµα µε τη στολή της ποδοσφαιρικής οµάδας του, καθώς ερχόταν για δουλειά κατευθείαν από έναν αγώνα στο πάρκο–, προς το µέρος µου µε το ελαστικό αθλητικό του βήµα. «Τι έγινε, manito, µας αφήνεις;» ρώτησε, σκύβοντας για να χώσει το κεφάλι του από το ανοιχτό παράθυρο. «Φρόντισε να µας στείλεις καµιά φωτογραφία για κάτω!» Στο υπόγειο του κτιρίου, εκεί όπου οι θυρωροί άλλαζαν τα ρούχα τους και φορούσαν τις στολές τους, υπήρχε ένας τοίχος καλυµµένος µε κάρτες και φωτογραφίες από το Μαϊάµι και το Κανκούν, το Πουέρτο Ρίκο και την Πορτογαλία, τις οποίες είχαν στείλει στην Ανατολική 57η Οδό θυρωροί και ένοικοι στο πέρασµα των χρόνων. «Οπωσδήποτε!» συµφώνησε ο Γκόλντι. «Περιµένουµε φωτογραφία! Μην το ξεχάσεις!» «Εγώ...» Θα µου έλειπαν, αλλά µου φαινόταν γυναικουλίστικο να το παραδεχτώ. «Εντάξει. Να περνάτε καλά», είπα τελικά. «Κι εσύ», ανταπέδωσε ο Χοσέ, οπισθοχωρώντας µε το χέρι υψωµένο σε χαιρετισµό. «Και µακριά από τα τραπέζια του µπλακ τζακ!» «Έι, µικρέ», επενέβη απαυδισµένος ο ταξιτζής, «θες να σε πάω κάπου ή όχι;» «Ήρεµα, φιλάρα, δε µας κυνηγάει κανείς», τον µάλωσε ο Γκόλντι. «Θα είσαι εντάξει, Θίο», µε διαβεβαίωσε µε ένα τελευταίο χτύπηµα στον ουρανό τού ταξί. «Καλή τύχη, µικρέ. Τα λέµε. Ο Θεός να σ’ έχει καλά».
[1] «Κανένα πρόβληµα» (ισπανικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [2] «Έι! Περίµενε!» (Ισπανικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.)
ii.
«ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ», έκρωξε ο µπαµπάς µου το επόµενο πρωί, όταν ήρθε να µε πάρει από το σπίτι των Μπάρµπορ µε ταξί, «ότι θα κουβαλήσεις όλα αυτά τα συµπράγκαλα στο αεροπλάνο!» Γιατί είχα και µια δεύτερη βαλίτσα εκτός από εκείνη µε τον πίνακα, τη βαλίτσα που σκόπευα αρχικά να πάρω µαζί µου. «Φοβάµαι ότι θα υπερβείς το επιτρεπόµενο βάρος για τις αποσκευές», συµφώνησε η Ζάντρα κάπως υστερικά. Μες στην αφόρητη, δηλητηριώδη ζέστη που αναδινόταν από το πεζοδρόµιο, µπορούσα να µυρίσω τη λακ της, παρά την απόσταση που µας χώριζε. «Δε σ’ αφήνουν να κουβαλάς όσες βαλίτσες θες». Η κυρία Μπάρµπορ, που είχε κατέβει για να µε ξεπροβοδίσει, έσπευσε να µε υπερασπιστεί. «Μπα, δε θα έχει πρόβληµα µε αυτές τις δύο», είπε ατάραχα. «Κι εγώ υπερβαίνω συνέχεια το επιτρεπόµενο βάρος». «Μπορεί, αλλά κοστίζει». «Όχι όσο θα φανταζόταν κανείς», την καθησύχασε η κυρία Μπάρµπορ. Παρότι ήταν νωρίς το πρωί και δε φορούσε ούτε µακιγιάζ ούτε κοσµήµατα, κατάφερνε να µοιάζει µε φιγουρίνι ακόµα και µε τα ίσια σανδάλια και το απλό βαµβακερό φόρεµά της. «Μπορεί να επιβαρυνθείτε µε καµιά εικοσαριά δολάρια στο γκισέ, αλλά δε νοµίζω ότι αυτό είναι πρόβληµα, σωστά;» Η κυρία Μπάρµπορ και ο µπαµπάς µου αναµετρήθηκαν µε το βλέµµα µε έναν τρόπο που µου θύµισε γάτες. Τελικά, ο πατέρας µου απέστρεψε το δικό του. Ντρεπόµουν λίγο για το σπορ σακάκι του, που έφερνε στο µυαλό µου τους κατηγορούµενους για διάφορες κοµπίνες οι οποίοι φιγουράριζαν συχνά στις σελίδες της Daily News. «Έπρεπε να µου είχες πει ότι θα έπαιρνες δύο βαλίτσες», µε επέπληξε εκείνος, σπάζοντας την (ευπρόσδεκτη για µένα) σιωπή που ακολούθησε µετά τη διαφωτιστική παρέµβασή της. «Δεν ξέρω αν θα χωρέσουν στο πορτµπαγκάζ όλα αυτά». Όρθιος στο πεζοδρόµιο, µε το πορτµπαγκάζ του ταξί ανοιχτό, µπήκα στον πειρασµό να αφήσω τη βαλίτσα στην κυρία Μπάρµπορ και να της εξηγήσω αργότερα από το τηλέφωνο τι είχε µέσα. Αλλά, πριν προλάβω να πάρω µια απόφαση, ο Ρώσος ταξιτζής µε τις τετράγωνες πλάτες είχε βγάλει µια τσάντα της Ζάντρα από το πορτµπαγκάζ και είχε χώσει µέσα τη βαλίτσα µου, την οποία κατάφερε να χωρέσει µε λίγο σπρώξιµο και ζούληγµα. «Ορίστε, όχι βαριά!» ανακοίνωσε, κοπανώντας το πορτµπαγκάζ για να κλείσει και σφουγγίζοντας το µέτωπό του. «Μαλακά πλαϊνά!» «Κι η δική µου χειραποσκευή;» έκρωξε η Ζάντρα στα πρόθυρα του πανικού. «Κανένα πρόβληµα, κυρία. Ταξιδέψει µπροστινή θέση µαζί µου. Ή πίσω µαζί σας, αν θέλετε καλύτερα». «Έτσι, λύθηκε το πρόβληµα», αποφάνθηκε η κυρία Μπάρµπορ, σκύβοντας για να µου δώσει ένα πεταχτό φιλί που ευωδίαζε µέντα και γαρδένια, το πρώτο από τότε που βρέθηκα στο σπίτι της, το είδος του φιλιού στον αέρα που ανταλλάσσουν κοσµικές κυρίες οι οποίες ανταµώνουν τυχαία σε κυριλέ εστιατόριο. «Αντίο σε όλους», είπε. «Καλό ταξίδι!» Ο Άντι κι εγώ είχαµε αποχαιρετιστεί την προηγούµενη µέρα. Αν και ήξερα ότι
στενοχωριόταν που έφευγα, ένιωθα πληγωµένος που δεν είχε µείνει για να µε ξεπροβοδίσει, αλλά είχε φύγει µαζί µε την υπόλοιπη οικογένεια για το δήθεν απεχθές εξοχικό τους στο Μέιν. Όσο για την κυρία Μπάρµπορ, δε φαινόταν ιδιαίτερα θλιµµένη που µε αποχαιρετούσε, ενώ εγώ ένιωθα άρρωστος από τη στενοχώρια. Τώρα µε κοίταζε κατάµατα µε τα καθάρια και ψυχρά γκρίζα µάτια της. «Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Μπάρµπορ», είπα. «Για όλα. Πείτε γεια στον Άντι από µένα». «Μείνε ήσυχος», είπε. «Ήσουν σπουδαίος φιλοξενούµενος, Θίο». Παρέτεινα όσο περισσότερο µπορούσα αυτή την τελευταία χειραψία µέσα στην αχνιστή, καυτή πρωινή αχλή της λεωφόρου Παρκ, µε την αµυδρή ελπίδα ότι θα µε παρότρυνε να επικοινωνήσω µαζί της, αν χρειαζόµουν κάτι. Όµως το µόνο που µου είπε ήταν «Καλή τύχη, λοιπόν» και µου έσκασε άλλο ένα πεταχτό φιλάκι στον αέρα, πριν αποµακρυνθεί.
iii.
ΔΥΣΚΟΛΕΥΟΜΟΥΝ να χωνέψω ότι εγκατέλειπα τη Νέα Υόρκη. Στη ζωή µου δεν είχα λείψει από την πόλη για περισσότερες από οχτώ µέρες. Στη διαδροµή για το αεροδρόµιο, όπως χάζευα από το παράθυρο γιγαντοαφίσες που διαφήµιζαν στριπτιζάδικα και δικηγορικά γραφεία τα οποία αναλάµβαναν υποθέσεις προσωπικών βλαβών, εικόνες που ήταν απίθανο να ξαναδώ για κάµποσο καιρό, κυριαρχούσε στο µυαλό µου µια τροµακτική σκέψη: Πώς θα περνούσα τον έλεγχο ασφαλείας; Δεν είχα κάνει πολλά ταξίδια µε αεροπλάνο (δύο µόνο, και στο ένα πήγαινα ακόµα νηπιαγωγείο) και δεν ήµουν καν σίγουρος πώς ελέγχονταν οι αποσκευές. Τις περνούσαν από ακτίνες Χ; Τις άνοιγαν και ερευνούσαν το περιεχόµενο; «Ανοίγουν όλες τις βαλίτσες στο αεροδρόµιο;» ρώτησα σιγανά, άτολµα, και επανέλαβα την ερώτησή µου όταν φάνηκε να µη µε ακούει κανείς. Καθόµουν στο µπροστινό κάθισµα, για να µη διαταράσσω τη ροµαντική ατµόσφαιρα ανάµεσα στον µπαµπά και στη Ζάντρα. «Α, βέβαια», αποκρίθηκε ο ταξιτζής. Ήταν ένας σωµατώδης Σοβιετικός µε τετράγωνους ώµους, αδρά χαρακτηριστικά, ψηλά κόκκινα µήλα (όνοµα και πράγµα!) που γυάλιζαν από τον ιδρώτα, σαν αρσιβαρίστας που το είχε ρίξει στο φαΐ. «Κι αν δεν τις ανοίγουν, τις περνάνε από ακτίνες». «Ακόµα κι αν δεν τις πάρεις µαζί σου στην καµπίνα;» «Α, ναι», απάντησε καθησυχαστικά. «Ψάχνουν για εκρηκτικά, τα πάντα. Για ασφάλεια». «Μα...» Προσπάθησα να σκεφτώ κάποιον τρόπο να διατυπώσω την ερώτηση που µε έκαιγε χωρίς να καρφωθώ, αλλά απέτυχα. «Μη φοβάσαι τίποτα», συνέχισε ο ταξιτζής. «Πολλή αστυνοµία στο αεροδρόµιο. Και πριν τρεις τέσσερις µέρες... µέχρι και µπλόκα». «Λοιπόν, το µόνο που έχω να πω εγώ είναι ότι δε βλέπω την αναθεµατισµένη ώρα να φύγω από δω», δήλωσε η Ζάντρα µε τη βραχνή φωνή της. Για µια στιγµή απερίγραπτης σαστιµάρας, νόµισα ότι απευθυνόταν σ’ εµένα, αλλά, ρίχνοντας µια µατιά πίσω, την είδα στραµµένη προς τον πατέρα µου. Εκείνος έβαλε το χέρι στο γόνατό της και κάτι είπε, αλλά υπερβολικά χαµηλόφωνα για να τον ακούσω. Με τα φιµέ γυαλιά ηλίου του και το κεφάλι γερµένο στο προσκεφάλι, είχε κάτι χαλαρό και εφηβικά επιπόλαιο στη χροιά της φωνής του και στο µουλωχτό τρόπο µε τον οποίο έσφιξε µε το χέρι του το γόνατό της. Απέστρεψα το βλέµµα για να χαζέψω τη νεκρή ζώνη που διασχίζαµε µε ταχύτητα: χαµηλά µακρόστενα κτίρια, µίνι µάρκετ και συνεργεία αυτοκινήτων, αχανή πάρκινγκ που έβραζαν από την πρωινή ζέστη. «Κοίτα, δε µε πειράζουν τα εφτάρια στον αριθµό της πτήσης», έλεγε σιγανά η Ζάντρα. «Τα οχτάρια είναι που µε φρικάρουν». «Ναι, αλλά το οχτώ θεωρείται τυχερός αριθµός στην Κίνα. Ρίξε µια µατιά στον πίνακα των πτήσεων στο Διεθνές Αεροδρόµιο του Βέγκας. Όλες οι πτήσεις από Πεκίνο έχουν τρία οχτάρια». «Εσύ και η κινέζικη σοφία σου!» «Αριθµητικά µοτίβα. Καθαρή ενέργεια. Η συνάντηση ουρανού και γης».
«Ουρανού και γης... Το κάνεις ν’ ακούγεται σαν µαγεία». «Είναι». «Ναι, ε;» Είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν. Στον καθρέφτη του οδηγού, τα πρόσωπά τους είχαν µια χαζή έκφραση, σκυµµένα κοντά κοντά το ένα στο άλλο. Όταν συνειδητοποίησα ότι ετοιµάζονταν να φιληθούν (κάτι που εξακολουθούσε να µε σοκάρει, ασχέτως πόσες φορές τους είχα δει να το κάνουν), κάρφωσα το βλέµµα µου ευθεία µπροστά στο δρόµο. Μου πέρασε από το µυαλό ότι, αν δεν ήξερα ήδη πώς είχε πεθάνει η µητέρα µου, δε θα πίστευα µε καµία δύναµη ότι δεν την είχαν σκοτώσει αυτοί οι δύο.
iv.
ΟΣΟ ΣΤΕΚΟΜΑΣΤΑΝ στη σειρά για να πάρουµε τις κάρτες επιβίβασης, ένιωθα παγωµένος από το φόβο, σίγουρος ότι οι άντρες της ασφάλειας θα άνοιγαν τη βαλίτσα µου επιτόπου στην ουρά για την παράδοση των αποσκευών και θα έβρισκαν τον πίνακα. Αλλά η στρυφνή γυναίκα µε την αφάνα, της οποίας το πρόσωπο έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη µνήµη µου (προσευχόµουν να µην πέσουµε σ’ αυτήν όταν θα ερχόταν η σειρά µας), απίθωσε τη βαλίτσα µου στον ιµάντα µεταφοράς χωρίς να ρίξει δεύτερη µατιά. Παρακολουθώντας τη να αποµακρύνεται µε κλυδωνισµούς, οδεύοντας προς άγνωστους υπαλλήλους και µυστήριες διαδικασίες, ένιωσα ασφυκτικά στριµωγµένος ανάµεσα σε ξένους, οι οποίοι είχα την αίσθηση ότι είχαν όλοι το βλέµµα καρφωµένο πάνω µου. Είχα να βρεθώ µέσα σε τόσο πυκνό πλήθος ή να δω τόσους αστυνοµικούς µαζεµένους σε ένα µέρος από τη µέρα που είχα χάσει τη µητέρα µου. Άντρες της Εθνοφυλακής οπλισµένοι µε τουφέκια στέκονταν δίπλα σε ανιχνευτές µετάλλου, εµπνέοντας σιγουριά µε τις στολές υπηρεσίας τους, το ψυχρό βλέµµα τους να σαρώνει το πλήθος. Σακίδια πλάτης, χαρτοφύλακες, σακούλες µε ψώνια και πτυσσόµενα καρότσια µωρών, κεφάλια να ανεβοκατεβαίνουν µέχρι εκεί που µπορούσα να δω στην αίθουσα αναχωρήσεων. Καθώς περνούσα σέρνοντας το βήµα µου από τα συστήµατα ασφαλείας, άκουσα κάποιον να φωνάζει – το όνοµά µου, µου φάνηκε. Πάγωσα. «Έλα, προχώρα, άντε», είπε ο µπαµπάς µου, χοροπηδώντας πίσω µου στο ένα πόδι καθώς προσπαθούσε να βγάλει το παπούτσι του, ενώ ταυτόχρονα µε σκουντούσε µε τον αγκώνα του στην πλάτη. «Μη στέκεσαι έτσι, καθυστερείς όλη την αναθεµατισµένη ουρά...» Περνώντας µέσα από τον ανιχνευτή µετάλλου, είχα το βλέµµα µου καρφωµένο στη µοκέτα, άκαµπτος από το φόβο, περιµένοντας από στιγµή σε στιγµή να πέσει ένα χέρι βαρύ στον ώµο µου. Μωρά έκλαιγαν. Ηλικιωµένοι πηγαινοέρχονταν άσκοπα µε ηλεκτροκίνητα καροτσάκια. Τι θα µου έκαναν; Πώς θα τους έδινα να καταλάβουν ότι τα πράγµατα δεν ήταν όπως φαίνονταν; Φαντάστηκα ένα γυµνό τσιµεντένιο δωµάτιο σαν αυτά που βλέπουµε στις ταινίες, πόρτες να ανοιγοκλείνουν µε βρόντο, θυµωµένους µπάτσους µε ανασηκωµένα τα µανίκια των πουκαµίσων τους: Ξέχνα το, µικρέ, δεν έχεις να πας πουθενά. Μόλις βγήκα από τον έλεγχο και βρέθηκα στον τεράστιο, γεµάτο αντηχήσεις διάδροµο, άκουσα βιαστικά βήµατα να µε πλησιάζουν από πίσω. Σταµάτησα ξανά. «Μη µου πεις!» µουρµούρισε ο µπαµπάς µου και στράφηκε προς το µέρος µου µε µια απαυδισµένη έκφραση. «Κάτι ξέχασες». «Όχι», είπα κοιτάζοντας γύρω µου. «Εγώ...» Δεν ήταν κανείς πίσω µου. Επιβάτες µε παρέκαµπταν για να συνεχίσουν το δρόµο τους. «Για το Θεό, αυτός εδώ είναι άσπρος σαν το χαρτί», µονολόγησε η Ζάντρα. «Είναι καλά;» ρώτησε τον πατέρα µου. «Θα είναι µια χαρά», της απάντησε ανέµελα και συνέχισε να προχωράει στο διάδροµο. «Μόλις βρεθεί στο αεροπλάνο. Ήταν µια δύσκολη εβδοµάδα για όλους µας». «Διάολε, κι εγώ θα φρίκαρα στη θέση του, αν ήταν να µπω σε αεροπλάνο», παρατήρησε
χωρίς περιστροφές. «Έπειτα απ’ ό,τι έχει περάσει...» Ο πατέρας µου, που έσερνε πίσω του µια χειραποσκευή, ένα σακίδιο µε ροδάκια που του είχε κάνει δώρο η µητέρα µου στα γενέθλιά του πριν από µερικά χρόνια, κοντοστάθηκε απότοµα. «Κακόµοιρο παιδί!» έκανε, ρίχνοντάς µου µια συµπονετική µατιά που µε αιφνιδίασε. «Δε φοβάσαι, έτσι;» «Όχι», απάντησα στη στιγµή. Το τελευταίο που ήθελα ήταν να τραβήξω πάνω µου την προσοχή ή να αφήσω να φανεί πόσο φρικαρισµένος ήµουν. Με κοίταξε σµίγοντας ανήσυχος τα φρύδια και µετά στράφηκε στη Ζάντρα. «Έι», της είπε, «δεν του δίνεις ένα από κείνα... Ξέρεις...» «Ελήφθη», απάντησε αµέσως και στάθηκε για να ψαχουλέψει στην τσάντα της, από όπου έβγαλε δύο µακρόστενα άσπρα χάπια. Έβαλε το ένα στην τεντωµένη παλάµη του πατέρα µου και έδωσε το άλλο σ’ εµένα. «Ευχαριστώ», είπε ο µπαµπάς µου και το έχωσε στην τσέπη του σακακιού του. «Πάµε να βρούµε κάτι να µας βοηθήσει να τα κατεβάσουµε. Μην το κρατάς έτσι», πρόσθεσε, βλέποντας ότι κρατούσα ψηλά το χάπι ανάµεσα στο δείκτη και στον αντίχειρά µου, εντυπωσιασµένος από το µέγεθός του. «Δεν το χρειάζεται ολόκληρο», είπε η Ζάντρα και κρεµάστηκε από το µπράτσο του για να γείρει στο πλάι και να διορθώσει το λουράκι στο πέδιλό της. «Καλά λες», συµφώνησε εκείνος. Μου πήρε το χάπι, το έσπασε επιδέξια στη µέση και έριξε το άλλο µισό στην τσέπη του σπορ σακακιού του. Έπειτα συνέχισαν να περπατάνε αµέριµνοι µπροστά µου, σέρνοντας πίσω τους τις χειραποσκευές τους.
v.
ΤΟ
για να µε βγάλει νοκ άουτ, αλλά µε κράτησε αρκετά «φτιαγµένο» ώστε να µπαινοβγαίνω µε ακροβατικά σε χαρούµενα κλιµατιζόµενα όνειρα. Συνταξιδιώτες ψιθύριζαν στις θέσεις γύρω µου, ενώ µια ασώµατη αεροσυνοδός ανακοίνωνε τα αποτελέσµατα της διαφηµιστικής κλήρωσης για τους επιβάτες της πτήσης: δείπνο και ποτά για δύο άτοµα στο ξενοδοχείο Treasure Island. Oι ψιθυριστές υποσχέσεις της µε βύθισαν σε ένα όνειρο όπου κολυµπούσα σε βαθιά γαλαζοπράσινα νερά, συµµετέχοντας σε ένα είδος λαµπαδηδροµίας µε αντιπάλους ένα τσούρµο Γιαπωνεζάκια που βουτούσαν για να βρουν µια µαξιλαροθήκη γεµάτη ροζ µαργαριτάρια. Όσο βρισκόµουν υπό την επήρεια του χαπιού, το αεροπλάνο βρυχιόταν ολόλαµπρο και πάλλευκο και ατέρµονο σαν τη θάλασσα, αν και σε κάποιο αλλόκοτο σηµείο, κουκουλωµένος µε την µπλε ρουά κουβέρτα µου, βλέποντας όνειρα χιλιάδες πόδια πάνω από την έρηµο, οι κινητήρες σαν να έσβησαν και να βουβάθηκαν, και βρέθηκα να αιωρούµαι ανάσκελα σε συνθήκες µηδενικής βαρύτητας, παρότι δεµένος στη θέση µου, που όµως είχε αποσπαστεί µε κάποιον τρόπο από τις άλλες και µετεωριζόταν µέσα στην καµπίνα. Προσγειώθηκα µέσα στο σώµα µου µε ένα τράνταγµα τη στιγµή που οι τροχοί άγγιξαν το διάδροµο προσγείωσης και το αεροπλάνο αναπήδησε, για να σταµατήσει τελικά µε ένα στριγκό ήχο. «Και... καλώς ήλθατε στους Χαµένους Μισθούς[1] της Νεβάδα», έλεγε ο πιλότος από τα µεγάφωνα. «Η τοπική ώρα στην Πόλη της Αµαρτίας είναι 11:47». Σχεδόν τυφλωµένος από το έντονο φως, τις ατέλειωτες τζαµαρίες και όλες τις ανακλαστικές επιφάνειες, διέσχισα το κτίριο του αεροδροµίου σέρνοντας το βήµα µου πίσω από τον µπαµπά και τη Ζάντρα, παραζαλισµένος από το διαρκές τερέτισµα και τις λάµψεις των κουλοχέρηδων και από την εκκωφαντική µουσική, παρότι δεν ήταν ούτε µεσηµέρι ακόµα. Το αεροδρόµιο ήταν σαν µια εκδοχή της πλατείας Τάιµς σε µέγεθος εµπορικού κέντρου: πανύψηλοι φοίνικες, κινηµατογραφικές οθόνες µε πυροτεχνήµατα και γόνδολες και ζουµερές κοπέλες και τραγουδιστές και ακροβάτες. Πέρασε πολλή ώρα µέχρι να εµφανιστεί η δεύτερη βαλίτσα µου στον ιµάντα των αποσκευών. Μασουλώντας τα νύχια µου, κρατούσα καρφωµένο το βλέµµα µου στη γιγαντοαφίσα ενός χαµογελαστού δράκου του Κοµόντο, διαφήµιση της ατραξιόν κάποιου καζίνου: «Σας περιµένουν περισσότερα από 2.000 ερπετά». Οι ταξιδιώτες που περίµεναν τις αποσκευές τους θύµιζαν γραφικούς µοναχικούς πελάτες που περιµένουν µπροστά σε τριτοκλασάτο στριπτιζάδικο: επιδερµίδες καµένες από τον ήλιο, λαµέ πουκάµισα, µικροκαµωµένες µεσόκοπες Ασιάτισσες φορτωµένες κοσµήµατα και τεράστια επώνυµα γυαλιά ηλίου. Ο ιµάντας ολοένα και άδειαζε, και ο µπαµπάς µου (ανυποµονώντας να καπνίσει, δεν είχα καµία αµφιβολία) είχε αρχίσει να τεντώνεται και να κόβει βόλτες και να τρίβει τα µάγουλά του µε τους κόµπους των δαχτύλων του, όπως έκανε όταν ήθελε απεγνωσµένα ένα ποτό, όταν εµφανίστηκε επιτέλους η ρηµάδα η βαλίτσα µου, τελευταία απ’ όλες, χακί καραβόπανο µε κόκκινη ταµπέλα και µε την πολύχρωµη κορδέλα που είχε δέσει στο χερούλι η µητέρα µου. ΧΑΠΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΡΚΕΤΑ ΔΥΝΑΤΟ
Ο µπαµπάς µου βρέθηκε µε µια τεράστια δρασκελιά δίπλα στον ιµάντα και την άρπαξε πριν τον προλάβω. «Καιρός ήταν», είπε, φορτώνοντάς τη στο καρότσι µε τις υπόλοιπες αποσκευές. «Άντε, ας φύγουµε επιτέλους από δω µέσα». Βγαίνοντας από τις αυτόµατες πόρτες, πέσαµε πάνω σε ένα τείχος λάβρας που σου έκοβε την ανάσα. Όπου κι αν έστρεφες το βλέµµα, έβλεπες για χιλιόµετρα προς κάθε κατεύθυνση παρκαρισµένα αυτοκίνητα καλυµµένα µε κουκούλες, ακίνητα. Περπατούσα σαν αυτόµατο, µε το βλέµµα µου στυλωµένο ευθεία µπροστά –αστραφτερές λεπίδες χρωµίου, ορίζοντας τρεµουλιαστός σαν κυµατιστό γυαλί–, θαρρείς και µια πλάγια µατιά ή ο παραµικρός δισταγµός θα γινόταν η αφορµή να µας περικυκλώσει µια διµοιρία ενστόλων. Ωστόσο κανείς δε µε άρπαξε από το σβέρκο, ούτε µας φώναξε να σταθούµε ακίνητοι. Κανείς δε µας έριξε καν δεύτερη µατιά. Ήµουν τόσο αποπροσανατολισµένος από την αδυσώπητη αντηλιά, ώστε, όταν σταµάτησε ο µπαµπάς µου µπροστά σε µια καινούρια ασηµένια Lexus και είπε «Εδώ είµαστε», σκουντούφλησα και παραλίγο να σωριαστώ στο κράσπεδο. «Δικό σας είναι;» ρώτησα, κοιτάζοντας µια τον ένα και µια τον άλλο. «Τι;» έκανε ναζιάρικα η Ζάντρα, πηγαίνοντας στην πόρτα του συνοδηγού, ενώ ο µπαµπάς µου πατούσε ένα κουµπί στο τηλεκοντρόλ και ξεκλείδωνε το αυτοκίνητο. «Δε σ’ αρέσει;» Lexus; Κάθε µέρα έµενα κατάπληκτος µπροστά σε χίλιες δυο αποκαλύψεις, σηµαντικές και ασήµαντες, τις οποίες ήθελα απεγνωσµένα να µπορούσα να µεταφέρω στη µητέρα µου, και τώρα, όπως στεκόµουν σαν χαζός και κοίταζα τον µπαµπά µου να φορτώνει τα πράγµατα στο πορτµπαγκάζ, η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν: Καλά, στάσου να το µάθει εκείνη, και τα λέµε. Πώς να του περισσέψουν λεφτά για να στείλει στο σπίτι του, µετά; Ο µπαµπάς µου πέταξε το µισοκαπνισµένο Viceroy του µε µια θεαµατική κίνηση. «Έτοιµοι», είπε. «Πήδα µέσα». Ο αέρας της ερήµου τον είχε αναζωογονήσει. Πίσω στη Νέα Υόρκη είχε µια ταλαίπωρη, κακοµοιριασµένη όψη, αλλά εδώ έξω στην κυµατιστή αχλή το σπορ άσπρο σακάκι και τα φευγάτα γυαλιά ηλίου του (ιδανικά για λάβρο αρχηγό θρησκευτικής σέκτας) έβρισκαν το νόηµά τους. Το αυτοκίνητο, που έπαιρνε µπροστά µε το πάτηµα ενός κουµπιού, ήταν τόσο αθόρυβο, ώστε στην αρχή δεν κατάλαβα ότι κινούµασταν. Φύγαµε γλιστρώντας, θαρρείς, στο χωροχρόνο. Συνηθισµένος όπως ήµουν στις αναπόφευκτες αναταράξεις στα πίσω καθίσµατα των ταξί της Νέας Υόρκης, έβρισκα την ψυχρή ακινησία της διαδροµής απόκοσµη, σαν να ήµουν αποκλεισµένος από τον έξω κόσµο: καφετιά άµµος, άγρια αντηλιά, χαύνωση και σιωπή, σκουπίδια που πλατάγιζαν πιασµένα στο συρµάτινο φράχτη όπου τα είχε οδηγήσει ο άνεµος. Ένιωθα ακόµα µουδιασµένος και αβαρής από το χάπι, και οι τρελές προσόψεις και υπερκατασκευές του περιβόητου Στριπ[2], η έντονη µαρµαρυγή εκεί όπου οι αµµόλοφοι συναντούσαν τον ουρανό, όλα µου έδιναν την αίσθηση ότι είχα προσγειωθεί σε άλλο πλανήτη. Όλη αυτή την ώρα η Ζάντρα και ο µπαµπάς µου µιλούσαν χαµηλόφωνα µπροστά. Εκείνη γύρισε τώρα προς το µέρος µου – µασουλώντας την τσίχλα της, ακµαία και απαστράπτουσα, µε τα µπιζού της να στραφταλίζουν στο άπλετο φως. «Λοιπόν, πώς σου φαίνεται;» ρώτησε, τυλίγοντάς µε σε ένα σύννεφο αρώµατος φρούτων. «Τρελό», απάντησα, χαζεύοντας µια πυραµίδα να αρµενίζει έξω από το παράθυρο ακολουθούµενη από τον Πύργο του Άιφελ, υπερβολικά σαστισµένος για να καταλαβαίνω τι έβλεπα.
«Σου φαίνεται τρελό τώρα;» µπήκε στην κουβέντα ο µπαµπάς µου, χτυπώντας το δάχτυλό του στο τιµόνι µε έναν τρόπο που είχα συνδέσει µε τσιτωµένα νεύρα και νυχτερινούς καβγάδες όταν γύριζε στο σπίτι από το γραφείο. «Πού να το δεις φωταγωγηµένο τη νύχτα». «Κοίτα εκεί», είπε η Ζάντρα, σκύβοντας για να µου δείξει κάτι έξω από το παράθυρο από τη µεριά του πατέρα µου. «Το ηφαίστειο. Λειτουργεί σαν αληθινό!» «Για την ακρίβεια, αυτό τον καιρό νοµίζω ότι το επισκευάζουν. Αλλά, θεωρητικά, ναι, εκρήγνυται και ξερνάει καυτή λάβα. Κάθε µία ώρα». «Έξοδος αριστερά στα πεντακόσια µέτρα», ακούστηκε µια τεχνητή γυναικεία φωνή. Έντονα χρώµατα καρναβαλιού, θεόρατα κεφάλια κλόουν και τεράστιες επιγραφές µε τα ακατάλληλα διά ανηλίκους τρία Χ. Η παραδοξότητα του όλου πράγµατος µε ξεσήκωνε και ταυτόχρονα µε τρόµαζε. Πίσω στη Νέα Υόρκη όλα µου θύµιζαν τη µητέρα µου, κάθε ταξί, κάθε γωνία δρόµου, κάθε σύννεφο που αρµένιζε στον ουρανό, αλλά εδώ έξω, σε αυτό το καυτό, ανόργανο κενό, ήταν λες και εκείνη δεν είχε υπάρξει ποτέ. Δεν µπορούσα καν να φανταστώ το πνεύµα της να µε κοιτάζει από ψηλά. Ήταν θαρρείς και το τελευταίο ίχνος της είχε εξαερωθεί στον καυτό αέρα της ερήµου. Όσο συνεχίζαµε το δρόµο µας, ο απίστευτος ορίζοντας της πόλης άρχισε να φθίνει σε µια απέραντη ερηµιά από πάρκινγκ και τεράστια στοκατζίδικα, µια ατέρµονη επανάληψη, δίχως τέλος και αρχή, από απρόσωπα εµπορικά συγκροτήµατα, πολυκαταστήµατα ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών, παιχνιδάδικα, σούπερ µάρκετ και φαρµακεία, όλα ανοιχτά είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Ένας ουρανός άσπιλος και ατελεύτητος, όπως είναι ο ουρανός πάνω από τη θάλασσα. Πασχίζοντας να κρατηθώ ξύπνιος, βλεφαρίζοντας κόντρα στο εκτυφλωτικό ηλιόφως, εισέπνεα το άρωµα του καινούριου ακόµα δερµάτινου σαλονιού και αναθυµόµουν µια ιστορία που άκουγα συχνά από τη µητέρα µου, για το πώς την περίοδο του φλερταρίσµατος µε τον µπαµπά µου εκείνος είχε εµφανιστεί µε µια Porsche την οποία είχε δανειστεί από ένα φίλο για να την εντυπωσιάσει. Μόνο αφού είχαν παντρευτεί έµαθε ότι το αµάξι δεν ήταν στ’ αλήθεια δικό του. Έδειχνε να το θεωρεί κωµικό, αν και εγώ, δεδοµένων όλων των υπόλοιπων, λιγότερο διασκεδαστικών, αποκαλύψεων που είχαν έρθει στο φως µετά το γάµο τους (όπως για το βεβαρυµένο ποινικό µητρώο που είχε αποκτήσει ανήλικος ακόµα, όταν είχε συλληφθεί µε αδιευκρίνιστες κατηγορίες), απορούσα πού έβλεπε το αστείο σε αυτή την ιστορία. «Ε... πόσο καιρό το έχετε αυτό το αυτοκίνητο;» ρώτησα αρκετά δυνατά για να µε ακούσουν, παρότι κουβέντιαζαν. «Πόσο είναι... Λίγο πάνω από χρόνο, σωστά, Ζαν;» Ένα χρόνο; Κλωθογύριζα ακόµα στο µυαλό µου αυτή την πληροφορία –που σήµαινε ότι ο µπαµπάς µου είχε αποκτήσει το αυτοκίνητο (και τη Ζάντρα) πριν µας παρατήσει–, όταν έστρεψα το βλέµµα µου στο παράθυρο και είδα ότι η σειρά των εµπορικών κέντρων είχε παραχωρήσει τη θέση της σε ένα φαινοµενικά αχανές πλέγµα από µικρές µονοκατοικίες. Παρότι έµοιαζαν µε πανοµοιότυπα κουτιά ξεθωριασµένα στον ήλιο –σε ατέλειωτες σειρές σαν ταφόπλακες σε νεκροταφείο–, κάποιες ήταν βαµµένες σε χαρούµενες παστέλ αποχρώσεις (στο πράσινο του δυόσµου, στο ροζ της µεξικάνικης χασιέντα και στο γαλακτερό γαλάζιο της ερήµου), ενώ υπήρχε κάτι συναρπαστικά αλλότριο στις έντονες φωτοσκιάσεις και στα αγκαθωτά φυτά της άνυδρης αυτής περιοχής. Για ένα γνήσιο παιδί της πόλης, όπου ο χώρος ήταν πάντα περιορισµένος, η έκπληξη ήταν σαφώς ευχάριστη. Θα ήταν πρωτόγνωρο για µένα να ζω σε σπίτι µε αυλή, έστω κι αν αυτή αποτελούνταν από καφετιούς βράχους και κάκτους. «Είµαστε ακόµα στο Λας Βέγκας;» Σαν να έλυνα σπαζοκεφαλιά, προσπαθούσα να διακρίνω
τις διαφορές του ενός σπιτιού από το άλλο: µια αψιδωτή είσοδος εδώ, µια πισίνα ή ένας φοίνικας εκεί. «Τώρα βλέπεις ένα εντελώς διαφορετικό κοµµάτι του», απάντησε ο µπαµπάς µου, φυσώντας µε θόρυβο τον καπνό πριν σβήσει το τρίτο Viceroy του. «Το κοµµάτι που δε βλέπουν ποτέ οι τουρίστες». Αν και πήγαινε ώρα που είχαµε µπει σε αυτή την οικιστική περιοχή, δεν έβλεπα πουθενά οδόσηµα και ήταν αδύνατον να καταλάβω πού πηγαίναµε ή προς ποια κατεύθυνση. Ο ορίζοντας παρέµενε µονότονα ίδιος και απαράλλαχτος, και είχα αρχίσει να φοβάµαι ότι ίσως τελικά αφήναµε πίσω µας τα παστέλ σπίτια και συνεχίζαµε στην αλκαλική ερηµιά επέκεινα, για να καταλήξουµε σε κάποιον τσουρουφλισµένο από τον ήλιο καταυλισµό τροχόσπιτων σαν εκείνους στις ταινίες. Αντί γι’ αυτό όµως, για µεγάλη µου έκπληξη, τα σπίτια άρχισαν να µεγαλώνουν: Έγιναν δίπατα, µε κήπους γεµάτους κάκτους και φράχτες και πισίνες και γκαράζ πολλαπλών θέσεων. «Εδώ είµαστε», είπε ο µπαµπάς µου, στρίβοντας σε ένα δροµάκι στην αρχή του οποίου υπήρχε µια επιβλητική γρανιτένια επιγραφή µε καλλιγραφικά χάλκινα γράµµατα: Τα Ράντσα
του Φαραγγιού των Σκιών. «Εδώ µένετε;» ρώτησα εντυπωσιασµένος. «Υπάρχει και φαράγγι;» «Όχι, απλώς ένα όνοµα είναι», απάντησε η Ζάντρα. «Βλέπεις, υπάρχουν ένα σωρό αναπτυξιακά έργα σε εξέλιξη εδώ κάτω», είπε ο πατέρας µου, τσιµπώντας τη ράχη της µύτης του. Καταλάβαινα από τον τόνο του –τη γνωστή βραχνάδα που σήµαινε Χρειάζοµαι κατεπειγόντως ένα ποτό– ότι είχε κουραστεί και δεν είχε και πολύ καλή διάθεση. «Κοινότητες ράντσων τα ονοµάζουν», διευκρίνισε η Ζάντρα. «Αυτό, ναι. Oχ, βούλωσέ το κι εσύ!» είπε θυµωµένα ο µπαµπάς µου και χαµήλωσε την ένταση τη στιγµή που η γυναικεία φωνή του συστήµατος πλοήγησης ήταν έτοιµη να τον προειδοποιήσει για την επόµενη στροφή. «Είναι θεµατικά, κατά κάποιον τρόπο», είπε η Ζάντρα, ανανεώνοντας το λιπ γκλος της µε τη ρώγα του µικρού της δαχτύλου. «Υπάρχει η Μεξικάνικη Αύρα, η Φασµατική Κορυφογραµµή, οι Βίλες του Ελαφιού που Χορεύει... Σηµαιάκι του Νικητή δε λέγεται η κοινότητα του γκολφ; Και η Ενκαντάδα, που σηµαίνει Μαγεµένη, είναι η πιο χάι, µε οικόπεδα που θεωρούνται καλή επένδυση... Στρίψε εδώ, µωρό», είπε αρπάζοντας τον µπαµπά µου από το µπράτσο. Εκείνος συνέχισε ευθεία χωρίς να πει τίποτα. «Να πάρει!» Η Ζάντρα γύρισε ολόκληρη πάνω στο κάθισµά της για να παρακολουθήσει τον κάθετο δρόµο να µένει πίσω µας. «Γιατί πρέπει να παίρνεις πάντα τη µακρύτερη διαδροµή;» «Μην αρχίσεις πάλι τα “Θα κόβαµε δρόµο”! Είσαι χειρότερη κι από την εκνευριστική φωνή του συστήµατος πλοήγησης». «Αφού γλιτώνεις χρόνο. Δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά. Τώρα πρέπει να κάνεις όλο το γύρο του Ελαφιού που Χορεύει». Ο µπαµπάς µου ξεφύσηξε αγανακτισµένος. «Κοίτα...» «Πού βλέπεις το δύσκολο να κόψεις προς το Μονοπάτι της Τσιγγάνας και να πάρεις δύο στροφές αριστερά και µία δεξιά; Γιατί αυτό είναι όλο κι όλο! Αν βγεις στην Ντεσατόγια...» «Κοίτα, ή πάρε το τιµόνι ή άσε µε να οδηγήσω το γαµηµένο το αµάξι όπως νοµίζω εγώ!» Η πείρα µε είχε διδάξει να µην κοντράροµαι µε τον µπαµπά µου όταν µιλούσε µε αυτό τον
τόνο, και, προφανώς, η Ζάντρα είχε πάρει επίσης το µάθηµά της. Γύρισε µπροστά στη θέση της και, µε µια επιδεικτική κίνηση που είχε σαφή πρόθεση να τον τσιγκλίσει, άνοιξε το ραδιόφωνο στη διαπασών και άρχισε να πατάει κουµπιά, ξεκουφαίνοντάς µας άλλοτε µε παράσιτα και άλλοτε µε διαφηµίσεις. Το στερεοφωνικό είχε τέτοια ισχύ, ώστε το ένιωθα να πάλλεται µέσα από την άσπρη δερµάτινη πλάτη του καθίσµατός µου. Διακοπές, αυτό που ήθελα πάντα... Ο ήλιος ανέβαινε ψηλά και το φως ξεχυνόταν εκρηκτικό µέσα από τα ξεφτισµένα σύννεφα της ερήµου – ένας ουρανός απέραντος, τόσο εκτυφλωτικά µπλε, που έκανε τα µάτια σου να πονάνε, σαν παιχνίδι στο κοµπιούτερ ή σαν παραίσθηση πιλότου δοκιµαστικής πτήσης. «Ακούτε Βέγκας 99, που σας σερβίρει γεύσεις από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90», είπε η ξαναµµένη φωνή στο ραδιόφωνο. «Στη συνέχεια του αφιερώµατος “Κυρίες που θα Έπινες στο Ποτήρι”, υποδεχτείτε τη ζουµερή Πατ Μπέναταρ». Στο οικιστικό συγκρότηµα µε το όνοµα Ράντσα Ντεσατόγια, στον αριθµό 6219 της οδού Ντέζερτ Εντ, όπου πολλές αυλές φιλοξενούσαν στοίβες ξυλείας και οι δρόµοι ήταν γεµάτοι άµµο, στρίψαµε στο ιδιωτικό δροµάκι µιας µεγάλης µονοκατοικίας σε ισπανικό –ή µπορεί και µαυριτανικό– στιλ: εξωτερικοί τοίχοι στοκαρισµένοι και βαµµένοι µπεζ, κατεβασµένα στόρια, αψιδωτά αετώµατα και κεραµοσκεπή που σχηµάτιζε οξυκόρυφα τόξα στις πιο απίθανες γωνίες. Εντυπωσιάστηκα από το άσκοπο της εµφάνισής του και την έκταση που καταλάµβανε στο χώρο, τις µαρκίζες και τις κολόνες του, την περίτεχνη σφυρήλατη πόρτα του που παρέπεµπε σε κινηµατογραφικό πλατό, ένα σπίτι βγαλµένο από κάποια από τις σαπουνόπερες του ισπανόφωνου καναλιού Telemundo που έπαιζε αδιαλείπτως στη φορητή τηλεόραση του θυρωρείου στο Σάτον Πλέις. Βγήκαµε από το αυτοκίνητο και κάναµε το γύρο για την είσοδο του γκαράζ φορτωµένοι µε τις βαλίτσες µας, όταν άκουσα έναν ανατριχιαστικό, τροµακτικό ήχο: ουρλιαχτά ή οιµωγές... που έρχονταν από το εσωτερικό του σπιτιού. «Χριστέ µου, τι είναι αυτό;» ρώτησα, παγώνοντας στη θέση µου και αφήνοντας τα πράγµατα να µου πέσουν από τα χέρια. Η Ζάντρα, παραπαίοντας πάνω στα ψηλά τακούνια της, ήταν γερµένη στο πλάι και έψαχνε τα κλειδιά στην τσάντα της. «Έλα, βούλωσ’ το, που να πάρει, βούλωσ’ το!» µουρµούρισε µέσα από τα δόντια της. Δεν είχε προλάβει να καλοανοίξει την πόρτα, και πετάχτηκε αλυχτώντας από µέσα ένα υστερικό σφουγγαρόπανο, που άρχισε να χοροπηδάει και να τινάζεται και να κάνει σκέρτσα ολόγυρά µας. «Κάτω! Κάτω!» ούρλιαξε η Ζάντρα. Από τη µισάνοιχτη πόρτα ξεχύθηκε ένας χείµαρρος από ήχους σαφάρι (σαλπίσµατα ελεφάντων, φλυαρίες πιθήκων) σε τέτοια ένταση, που ακούγονταν µέχρι το γκαράζ. «Ουάου!» ψέλλισα, ρίχνοντας µια κλεφτή µατιά στο εσωτερικό. Ο αέρας ήταν ζεστός και µπαγιάτικος: Μύριζε καπνό τσιγάρου, καινούρια µοκέτα και, χωρίς καµία αµφιβολία, ακαθαρσίες σκύλου. «Για το φύλακα του ζωολογικού κήπου, τα αιλουροειδή αποτελούν ένα µοναδικό συνδυασµό προκλήσεων», γκάριξε η φωνή από την τηλεόραση. «Ας ακολουθήσουµε την Αντρέα και τους βοηθούς της στον πρωινό τους γύρο...» «Έι», είπα, σταµατώντας στο κατώφλι µε τη βαλίτσα στο χέρι, «ξεχάσατε την τηλεόραση ανοιχτή». «Όχι», µου εξήγησε η Ζάντρα, στριµώχνοντάς µε για να περάσει, «την άφησα επίτηδες
ανοιχτή στο Animal Planet ειδικά γι’ αυτόν εδώ. Για τον Πόπερ. Κάτσε κάτω, είπα!» κατσάδιασε το σκυλί, που προσπαθούσε να γαντζωθεί στο γόνατό της µε τα νύχια του, ενώ εκείνη πήγαινε τρεκλίζοντας να κλείσει την τηλεόραση. «Μόνος του έµεινε εδώ;» ρώτησα, φωνάζοντας για να ακουστώ πάνω από τα ξέφρενα γαβγίσµατα του σκύλου. Ήταν ένα από εκείνα τα σκυλιά µε το µακρύ τρίχωµα που ξετρελαίνουν τα κορίτσια, που πρέπει να έδειχνε άσπρο και φουντωτό όταν ήταν µπανιαρισµένο και περιποιηµένο. «Α, έχει µια µεγάλη ποτίστρα από το Petco», µου απάντησε, σκουπίζοντας το µέτωπό της µε την ανάστροφη του χεριού, προσπαθώντας να µην πατήσει το σκυλί. «Και µια από εκείνες τις τεράστιες αυτόµατες ταΐστρες». «Τι ράτσα είναι;» «Μαλτέζικο. Καθαρόαιµο. Τον κέρδισα σε µια λοταρία. Θέλω να πω, ξέρω ότι χρειάζεται µπάνιο, είναι µπελαλίδικη δουλειά να τα κρατάς καθαρά. Ναι, ναι, για σένα λέω, κοίτα πώς κατάντησες το παντελόνι µου», είπε στο σκύλο. «Τι το ’θελα το άσπρο τζιν;» Στεκόµασταν σε ένα ευρύχωρο, ανοιχτό, ψηλοτάβανο δωµάτιο, µε µια σκάλα που οδηγούσε σε ένα είδος καγκελόφραχτου ηµιώροφου στη µια πλευρά – ένα δωµάτιο περίπου στα τετραγωνικά ολόκληρου του διαµερίσµατος στο οποίο είχα µεγαλώσει. Αλλά, όταν τα µάτια µου προσαρµόστηκαν µετά το εκτυφλωτικό φως έξω, ξαφνιάστηκα από το πόσο γυµνό ήταν. Τοίχοι στο χρώµα του ξασπρισµένου κόκαλου. Πέτρινο τζάκι που έδινε µια επίπλαστη αίσθηση κυνηγετικού καταφυγίου. Καναπές που παρέπεµπε σε αίθουσα αναµονής νοσοκοµείου. Τον τοίχο απέναντι από τις τζαµένιες πόρτες που έβγαζαν στην πλακόστρωτη αυλή καταλάµβανε µια εντοιχισµένη βιβλιοθήκη, άδεια στο µεγαλύτερο µέρος της. Εκείνη τη στιγµή µπήκε ο µπαµπάς µου και πέταξε τις βαλίτσες στο χαλί. «Για όνοµα, Ζαν, βροµάει σκατά εδώ µέσα!» Η Ζάντρα µόρφασε αηδιασµένη όταν, όπως έσκυβε να αφήσει την τσάντα της, το σκυλί ξανάρχισε να πηδάει και να προσπαθεί να σκαρφαλώσει πάνω της. «Υποτίθεται ότι θα περνούσε η Τζάνετ να τον βγάζει έξω», φώναξε πάνω από τις διαπεραστικές τσιρίδες του. «Και κλειδί τής είχα δώσει και τα πάντα. Αµάν, Πόπερ!» είπε, ζαρώνοντας τη µύτη και αποστρέφοντας το πρόσωπό της. «Βροµάς και ζέχνεις». Στο µεταξύ, εγώ είχα µείνει άναυδος από το πόσο άδειο ήταν το σπίτι. Μέχρι εκείνη τη στιγµή δε µου είχε περάσει καν από το µυαλό ότι ίσως δε χρειαζόταν να πουληθούν τα βιβλία και τα χαλιά και οι αντίκες της µητέρας µου και να καταλήξουν στην Πρόνοια ή στον κάδο των απορριµµάτων όλα τα υπόλοιπα. Είχα µεγαλώσει σε ένα τεσσάρι διαµέρισµα όπου όλες οι ντουλάπες ήταν ξέχειλα γεµάτες, κάτω από κάθε κρεβάτι υπήρχαν µεγάλα κιβώτια αποθήκευσης, ενώ κατσαρόλες και τηγάνια κρέµονταν από το ταβάνι επειδή δεν υπήρχε χώρος να τα φυλάξουµε. Πόσο δύσκολο θα ήταν να µεταφέραµε κάποια από τα πράγµατά της εδώ, όπως την ασηµένια κασετίνα που ανήκε στη µητέρα της, ή την ελαιογραφία µιας κανελιάς φοράδας που θύµιζε έργα του Σταµπς, ή ακόµα και το αντίτυπο της Μαύρης Καλλονής που είχε από κοριτσάκι; Δεν ήταν ότι δε θα είχε τι να κάνει µε µερικούς όµορφους πίνακες ή κάποια από τα έπιπλα που εκείνη είχε κληρονοµήσει από τους γονείς της. Αλλά είχε ξεφορτωθεί όλα της τα πράγµατα επειδή τη µισούσε. «Χριστέ µου!» γρύλισε θυµωµένα ο πατέρας µου, καταφέρνοντας να ακουστεί πάνω από τα εκκωφαντικά γαβγίσµατα. «Το κοπρόσκυλο τα ’κανε όλα σκατά εδώ µέσα! Στην κυριολεξία!» «Τι να πω... Ξέρω ότι είναι µπελάς, αλλά η Τζάνετ είπε...» «Σου ’χα πει να τον πηγαίναµε σε κάποια πανσιόν για σκύλους. Ή, ξέρω γω, να τον αφήναµε
στο κυνοτροφείο. Δε µ’ αρέσει να τον έχω στο σπίτι. Τα σκυλιά ζουν έξω. Δε σ’ το ’λεγα ότι θα έχουµε πρόβληµα; Η Τζάνετ είναι άχρηστη, έτσι κι αλλιώς...» «Ωραία, τα ’κανε µερικές φορές στο χαλί! Και τι έγινε; Και... τι στο διάολο κοιτάς εσύ;» έσκουξε θυµωµένα, δρασκελίζοντας το σκυλί (που εξακολουθούσε να ξελαρυγγιάζεται), οπότε συνειδητοποίησα έκπληκτος ότι η τελευταία ερώτηση απευθυνόταν σ’ εµένα.
[1] Λογοπαίγνιο που δεν µπορεί να µεταφερθεί στα ελληνικά, καθώς βασίζεται στην οµοηχία ανάµεσα στην αµερικανική πρωτεύουσα του τζόγου (το Las Vegas) και στην αναπόφευκτη χασούρα των επισκεπτών της (Lost Wages). (Σ.τ.Μ.) [2] Το τµήµα της Λας Βέγκας Μπούλεβαρντ, της κεντρικής λεωφόρου του Βέγκας, που φιλοξενεί τα µεγαλύτερα και διασηµότερα ξενοδοχεία και καζίνα της πόλης. (Σ.τ.Μ.)
vi.
ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΜΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟ φαινόταν τόσο άδειο και µοναχικό, ώστε, αφού άνοιξα τις βαλίτσες µου, άφησα τη συρόµενη πόρτα της ντουλάπας ανοιχτή για να βλέπω τα ρούχα µου στις κρεµάστρες. Από κάτω έρχονταν ακόµα οι φωνάρες του µπαµπά µου για την κατάσταση της µοκέτας. Δυστυχώς, η Ζάντρα απαντούσε στον ίδιο τόνο, κουρντίζοντάς τον ακόµα περισσότερο, πράγµα που αποτελούσε µέγα λάθος στην περίπτωσή του (και ευχαρίστως θα της το είχα πει, αν µε ρωτούσε). Στο σπίτι µας, η µητέρα µου ήξερε τον τρόπο να πνίγει την οργή του στη σιωπή της – µια χαµηλή, απαρασάλευτη φλόγα περιφρόνησης που ρουφούσε όλο το οξυγόνο από το δωµάτιο και έκανε κάθε του λέξη ή κίνηση να φαντάζει γελοία. Ώσπου εκείνος έφευγε έξαλλος, βροντώντας πίσω του την εξώπορτα µε τέτοιο µένος, που έλεγες πως θα την γκρέµιζε, κι όταν επέστρεφε –ώρες αργότερα, µε ένα ανεπαίσθητο γύρισµα του κλειδιού στην πόρτα–, περιφερόταν στο διαµέρισµα σαν να µην είχε συµβεί τίποτα, παίρνοντας µια µπίρα από το ψυγείο, ρωτώντας σε απόλυτα φυσιολογικό τόνο αν είχε έρθει κάποιο γράµµα για εκείνον. Από τα τρία άδεια δωµάτια του επάνω ορόφου διάλεξα το πιο µεγάλο, που είχε δικό του λουτρό, σαν δωµάτιο ξενοδοχείου. Πάτωµα καλυµµένο από χοντρή µοκέτα σε ψυχρό µπλε. Γυµνό στρώµα, στο κάτω µέρος του οποίου ήταν ακουµπισµένο ένα σετ καινούρια σεντόνια µέσα στη νάιλον συσκευασία τους ακόµα. Περκάλι της Legends, µε έκπτωση είκοσι τοις εκατό. Ένας υπόκωφος µεταλλικός βόµβος σαν από φίλτρο ενυδρείου ακουγόταν από τους τοίχους. Σε γενικές γραµµές, ήταν το είδος του δωµατίου στο οποίο θα ανακάλυπταν το πτώµα ενός κολ γκερλ ή µιας αεροσυνοδού σε αστυνοµικό σίριαλ. Κάθισα στο στρώµα και, µε τα αφτιά τεντωµένα για να ακούσω τον µπαµπά και τη Ζάντρα, πήρα τον τυλιγµένο πίνακα στα γόνατά µου. Ακόµα και µε την πόρτα κλειδωµένη, δίσταζα να βγάλω το περιτύλιγµα από εφηµερίδες, µήπως και διάλεγαν τη στιγµή να ανέβουν. Ωστόσο η λαχτάρα µου να τον κοιτάξω ήταν ακατανίκητη. Πολύ πολύ προσεκτικά, ξεκόλλησα το σελοτέιπ µε το νύχι µου και αφαίρεσα την αυτοσχέδια συσκευασία. Ο πίνακας γλίστρησε έξω πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι περίµενα και ίσα που κατάφερα να συγκρατήσω ένα επιφώνηµα αγαλλίασης. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα στο φως της µέρας. Μέσα στο γυµνό δωµάτιο –γύψος και ατέλειωτη ασπρίλα–, τα καµουφλαρισµένα χρώµατα ξεχείλισαν από ζωντάνια. Και, παρότι την επιφάνεια του πίνακα στοίχειωνε µια λεπτή στρώση σκόνης, η ατµόσφαιρα που απέπνεε ήταν αυτή της αέρινης φωτοχυσίας τοίχου απέναντι σε ανοιχτό παράθυρο. Γι’ αυτό έτρωγαν κόλληµα µε το φως της ερήµου άνθρωποι σαν την κυρία Σουάνσον; Τρελαινόταν να απεραντολογεί γι’ αυτό που αποκαλούσε «διέλευσή» της από το Νέο Μεξικό: για απέραντους ορίζοντες, αµόλυντους ουρανούς, ψυχική και πνευµατική διαύγεια. Πάντως, θαρρείς από κάποιο τερτίπι του φωτός, ο πίνακας σαν να είχε µεταµορφωθεί – όπως η ζοφερή θέα των υπερυψωµένων δεξαµενών νερού στις ταράτσες από το παράθυρο της κρεβατοκάµαρας της µητέρας µου φάνταζε κάποιες φορές στίλβουσα και ηλεκτρισµένη για µερικές αλλόκοτες, φευγαλέες στιγµές στη φωταύγεια του δειλινού, λίγο πριν ξεσπάσει µια σφοδρή καλοκαιρινή µπόρα.
«Θίο;» Ο µπαµπάς µου χτυπούσε κοφτά την πόρτα. «Δεν πείνασες;» Σηκώθηκα, ελπίζοντας ότι δε θα δοκίµαζε να γυρίσει το πόµολο, για να ανακαλύψει ότι είχα κλειδώσει. Το καινούριο µου δωµάτιο ήταν πιο γυµνό κι από κελί φυλακής, αλλά η ντουλάπα είχε ψηλά ράφια, πάνω από το οπτικό πεδίο του µπαµπά µου, και βαθιά. «Πάω να φέρω κινέζικο. Θες κάτι;» Άραγε θα αναγνώριζε τον πίνακα ο µπαµπάς µου, αν τον έβλεπε; Μέχρι εκείνη τη στιγµή δεν το πίστευα. Ωστόσο, κοιτάζοντάς τον στο φως, θαυµάζοντας τη ζεστή λάµψη που ανέδινε, συνειδητοποίησα ότι µόνο τυφλός δε θα καταλάβαινε περί τίνος επρόκειτο. «Ε... έρχοµαι», φώναξα, και η φωνή µου ακούστηκε βραχνή και βεβιασµένη καθώς έχωνα τον πίνακα µέσα σε µία επιπλέον µαξιλαροθήκη και τον έκρυβα κάτω από το κρεβάτι, πριν σπεύσω τρέχοντας στην πόρτα.
vii.
ΤΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ πριν ανοίξουν τα σχολεία στο Λας Βέγκας, περιφερόµενος άσκοπα στο σπίτι µε τα ακουστικά του iPod στα αφτιά µου αλλά µε τον ήχο κλειστό, έµαθα µερικά ενδιαφέροντα πράγµατα. Καταρχάς, η προηγούµενη δουλειά του µπαµπά µου δεν απαιτούσε τόσο συχνά επαγγελµατικά ταξίδια στο Σικάγο και στο Φοίνιξ όσο µας είχε αφήσει να πιστεύουµε. Είχε αρχίσει από µήνες να πηγαινοέρχεται, κρυφά από εµάς, αεροπορικώς στο Βέγκας, και ήταν εδώ, σε ένα µπαρ ασιατικού στιλ στο ξακουστό ξενοδοχείο-καζίνο Bellagio, που είχαν γνωριστεί µε τη Ζάντρα. Συναντιόνταν αρκετό καιρό πριν «εξαφανιστεί» ο µπαµπάς µου – γύρω στον ένα χρόνο, σύµφωνα µε τους υπολογισµούς µου. Φαίνεται ότι είχαν γιορτάσει την «επέτειό» τους λίγο πριν πεθάνει η µητέρα µου, µε δείπνο στο Delmonico και µε εισιτήρια για τη συναυλία του Τζον Μπον Τζόβι στο MGM Grand. (Του Μπον Τζόβι! Από όλα τα πράγµατα που φλεγόµουν να πω στη µητέρα µου –και ήταν χιλιάδες, αν όχι εκατοµµύρια–, µου φαινόταν τροµερό που δε θα πληροφορούνταν ποτέ αυτό το ανεκδιήγητο γεγονός!) Άλλο ένα πράγµα που ανακάλυψα ύστερα από µερικές µέρες στο σπίτι της οδού Ντέζερτ Εντ: αυτό που εννοούσαν στην ουσία η Ζάντρα και ο µπαµπάς µου όταν έλεγαν ότι είχε «κόψει το αλκοόλ» ήταν ότι είχε αντικαταστήσει το ουίσκι (το αγαπηµένο του ποτό) µε λάιτ µπίρες Corona και οπιούχα αναλγητικά χάπια Vicodin. Είχα απορήσει για το πόσο συχνά έκαναν µεταξύ τους το σήµα της ειρήνης –ή της νίκης, το γνωστό V µε τα δύο δάχτυλα του χεριού από τη λέξη Victory– τις πιο άσχετες, αν όχι ακατάλληλες, στιγµές, και µπορεί να είχε παραµείνει µυστήριο για πολύ καιρό ακόµα, αν ο µπαµπάς µου δε ζητούσε ανοιχτά από τη Ζάντρα ένα Vicodin κάποια στιγµή που νόµιζε ότι δεν άκουγα. Το µόνο που ήξερα τότε για το Vicodin ήταν ότι εξαιτίας του φιγουράριζε συχνά πυκνά στις κουτσοµπολίστικες εφηµερίδες µια ατίθαση ηθοποιός που µου άρεσε, συνήθως να βγαίνει τρεκλίζοντας από τη Mercedes της, µε τους φάρους των περιπολικών να τρεµοφέγγουν στο φόντο. Λίγες µέρες µετά πήρε το µάτι µου ένα σακούλι µε καµιά τριακοσαριά χάπια παρατηµένο στον πάγκο της κουζίνας (µαζί µε ένα φιαλίδιο Propecia, τη θεραπεία του µπαµπά µου για την τριχόπτωση, και µια στοίβα απλήρωτους λογαριασµούς), το οποίο άρπαξε βιαστικά η Ζάντρα και έριξε στην τσάντα της. «Τι είναι αυτά;» ρώτησα αθώα. «Ε... βιταµίνες». «Και γιατί είναι έτσι χύµα µες στη σακούλα;» «Τα αγοράζω από έναν µποντιµπιλντερά στη δουλειά». Το πιο παράξενο –και ένα από τα πράγµατα που ποθούσα διακαώς να µπορούσα να συζητήσω µε τη µητέρα µου– ήταν ότι ο καινούριος, «χαπακωµένος» µπαµπάς µου ήταν απείρως πιο ευχάριστος και προβλέψιµος από τον παλιό. Όταν έπινε, ήταν ένα κουβάρι νεύρα –όλο ανάρµοστα αστεία και επιθετικές εκρήξεις ενέργειας, µέχρι τη στιγµή που έπεφτε ξερός–, αλλά σε περιόδους αποχής ήταν ακόµα χειρότερος. Περπατούσε στο πεζοδρόµιο καµιά δεκαριά βήµατα µπροστά από τη µητέρα µου κι εµένα, βλαστηµώντας ή µουρµουρίζοντας µέσα από τα δόντια του και ψηλαφίζοντας τις τσέπες του σακακιού του λες και έψαχνε για
πιστόλι. Έφερνε στο σπίτι πράγµατα που ούτε θέλαµε ούτε µπορούσαµε να πληρώσουµε, όπως κροκό γόβες Manolo για τη µητέρα µου (που, σηµειωτέον, σιχαινόταν τα ψηλοτάκουνα), και µάλιστα σε λάθος νούµερο. Κουβαλούσε στοίβες χαρτιά από το γραφείο του και ξενυχτούσε µέχρι πρωίας πίνοντας καφέ µε παγάκια και εισάγοντας νούµερα σε µια αριθµοµηχανή λουσµένος στον ιδρώτα, λες και έκανε διάδροµο στη µάξιµουµ ταχύτητα. Άλλοτε, πάλι, χαλούσε τον κόσµο για να πάνε σε κάποιο πάρτι στου διαόλου τη µάνα στο Μπρούκλιν («Δηλαδή, τι πάει να πει “Ίσως δεν είναι καλή ιδέα”; Λες να σκοπεύω να ζήσω σαν κανένας αναθεµατισµένος καλόγερος;») και µετά, αφού την έσερνε µέχρι εκεί, τα βροντούσε και έφευγε σαν παλαβός, έχοντας προσβάλει κάποιον καλεσµένο ή κοροϊδέψει κατάµουτρα τον οικοδεσπότη. Ενώ τώρα, µε τα χάπια, είχε µια διαφορετική, πιο ήπια ενέργεια: ένα συνδυασµό νωθρότητας και ευδιαθεσίας, µια ελαφρώς παραζαλισµένη και ανάλαφρη διάθεση. Το βήµα του δεν ήταν τόσο σφιγµένο. Λαγοκοιµόταν συχνά, κατένευε καλόβολα, απέφευγε τις αντεγκλήσεις, αφού δυσκολευόταν να επιχειρηµατολογεί –τουλάχιστον µε ειρµό–, κυκλοφορούσε ξυπόλυτος, συχνά µε τη ζώνη του µπουρνουζιού του λυτή. Με το σαφώς ηπιότερο υβρεολόγιό του, την αξυρισιά του, το χαλαρό τρόπο που µιλούσε µε το τσιγάρο σφηνωµένο στην άκρη των χειλιών του, ήταν σχεδόν σαν να έπαιζε κάποιο ρόλο, υποδυόµενος έναν κουλ τύπο από φιλµ νουάρ της δεκαετίας του 1950 ή ίσως από τη Συµµορία των Έντεκα, κάποιον ράθυµο, χορτασµένο γκάνγκστερ που δεν είχε πολλά να χάσει. Κι όµως, παρά τη νεοαποκτηθείσα χαλαρότητά του, διατηρούσε αυτή την παράτολµη, σχεδόν ηρωική, αναίδεια σχολειαρόπαιδου, ακόµα πιο ερεθιστική καθώς όδευε προς το φθινόπωρο της ζωής του, αυτοκαταστροφικός και µισοκατεστραµµένος. Στο σπίτι της οδού Ντέζερτ Εντ, µε το πανάκριβο πακέτο καλωδιακών καναλιών που η µητέρα µου δε θα επέτρεπε ποτέ να αγοράσουµε, κατέβαζε τα στόρια κόντρα στην αντηλιά και άραζε καπνίζοντας µπροστά στην τηλεόραση, ανέκφραστος σαν οπιοµανής, παρακολουθώντας αθλητικά µε τον ήχο κλειστό – όχι κάποιο συγκεκριµένο αγώνισµα, ό,τι λάχαινε, από κρίκετ και βασκική πελότα µέχρι µπάντµιντον και κροκέ. Η ατµόσφαιρα ήταν υπερβολικά κρύα, µε µια µυρωδιά µπαγιατίλας που θύµιζε ψυγείο. Καθισµένος ακίνητος για ώρες, µε τη λεπτή στήλη καπνού από το Viceroy του να ανεβαίνει κάθετα προς το ταβάνι σαν θυµίαµα, θα µπορούσε κάλλιστα να στοχάζεται τον Βούδα, το Ντάρµα και τη Σάνγκα (τα τρία πετράδια του βουδισµού) αντί για την κατάταξη στο Αµερικανικό Πρωτάθληµα Γκολφ. Αυτό που παρέµενε αδιευκρίνιστο ήταν αν ο µπαµπάς µου είχε κάποια δουλειά, κι αν ναι, τι είδους ήταν. Το τηλέφωνο χτυπούσε οποιαδήποτε ώρα της µέρας και της νύχτας. Ο µπαµπάς µου έπαιρνε το ασύρµατο και µιλούσε στο διάδροµο, µε την πλάτη γυρισµένη σ’ εµένα, µε τον ώµο του ακουµπισµένο στον τοίχο, µε το βλέµµα καρφωµένο στο χαλί και µε την όλη στάση του να παραπέµπει σε προπονητή µετά τη λήξη ενός δύσκολου αγώνα. Συνήθως µιλούσε χαµηλόφωνα, αλλά, ακόµα κι όταν δεν ήταν τόσο προσεκτικός, δεν έβγαζα νόηµα από τα λόγια του: γκανιότα, δεκαδικές και κλασµατικές αποδόσεις, χάντικαπ. Έλειπε τις περισσότερες ώρες για αδιευκρίνιστες δουλειές, ενώ πολλά βράδια δε γύριζαν καν στο σπίτι µε τη Ζάντρα. «Έχουµε συχνά δωρεάν διανυκτερεύσεις στο MGM Grand», εξηγούσε τρίβοντας τα µάτια του και γέρνοντας στα µαξιλάρια του καναπέ µε ένα στεναγµό εξάντλησης – οπότε είχα ξανά αυτή την αίσθηση ότι υποδυόταν κάποιο χαρακτήρα, τον κυκλοθυµικό πλεϊµπόι, κατάλοιπο της δεκαετίας του 1980, που βαριέται τους πάντες και τα πάντα. «Ελπίζω να µη σε χαλάει. Απλώς, όταν εκείνη δουλεύει βραδινή βάρδια, είναι πιο απλό να την πέφτουµε στο Στριπ».
viii.
«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΠΑΝΤΟΥ;» ρώτησα τη Ζάντρα µια µέρα που βρισκόταν στην κουζίνα και ετοίµαζε το καθηµερινό ρόφηµα που υπαγόρευε η «λευκή δίαιτά» της. Δεν έβγαζα άκρη από τις άπειρες προτυπωµένες καρτέλες που έβρισκα σε όλο το σπίτι, πίνακες σε διάταξη πλέγµατος µε µονότονες σειρές αριθµών συµπληρωµένων µε µολύβι. Δείχνοντας αόριστα επιστηµονικές, έδιναν την ανατριχιαστική αίσθηση ακολουθιών DNA ή ίσως κατασκοπικών µεταδόσεων σε δυαδικό κώδικα. Εκείνη σταµάτησε το µπλέντερ και αποµάκρυνε τα τσουλούφια από τα µάτια της. «Ορίστε;» «Αυτά τα φύλλα εργασίας, ή ό,τι άλλο είναι...» «Μπακαρρράς!» µου απάντησε, «τραβώντας» το ρο και κάνοντας µια παράξενη στράκα µε τα δάχτυλά της. «Α», έκανα ύστερα από µια σύντοµη παύση, αν και πρώτη µου φορά άκουγα τη λέξη. Η Ζάντρα βούτηξε το δάχτυλό της στο ρόφηµα και το έγλειψε. «Πάµε συχνά στην αίθουσα του µπακαρά στο MGM Grand», µου είπε. «Στον µπαµπά σου αρέσει να κρατάει αρχείο των παιχνιδιών του». «Μπορώ να έρθω µαζί καµιά φορά;» «Όχι. Δηλαδή... ξέρω γω; Θα µπορούσες, φαντάζοµαι», απάντησε, σαν να είχα ρωτήσει για διακοπές σε κάποιο ασταθές ισλαµικό κράτος. «Αλλά, βλέπεις, δεν καλοδέχονται κιόλας τα παιδιά στα καζίνα. Κανονικά, δεν επιτρέπεται να κάθεσαι και να µας παρακολουθείς να παίζουµε». Και λοιπόν; σκέφτηκα. Ούτε κι εγώ έβρισκα διασκεδαστική την προοπτική να κάθοµαι να βλέπω αυτήν και τον µπαµπά µου να τζογάρουν. Αυτό που είπα όµως ήταν: «Μα... νόµιζα ότι έχουν τίγρεις και πειρατικά καράβια και τέτοια». «Ναι, δεν έχεις άδικο». Όπως τεντώθηκε για να πιάσει ένα ποτήρι από το πάνω ράφι, αποκάλυψε ένα τετράγωνο από κινέζικους χαρακτήρες µε µπλε µελάνι στην περιοχή ανάµεσα στο στρίφωµα της µπλούζας και στη ζώνη του χαµηλόµεσου τζιν της. «Προσπάθησαν να προωθήσουν τα “οικογενειακά πακέτα” πριν από λίγα χρόνια, αλλά δεν έπιασαν».
ix.
ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΣΥΜΠΑΘΟΥΣΑ τη Ζάντρα υπό άλλες συνθήκες – που υποθέτω ότι είναι σαν να λέω πως µπορεί να συµπαθούσα το παιδί που µε είχε πλακώσει στο ξύλο αν δε µε είχε πλακώσει στο ξύλο. Σε εκείνη οφείλω την πρώτη µου υπόνοια ότι γυναίκες άνω των σαράντα –γυναίκες που δε θα τις έλεγες και κουκλάρες– µπορούσαν να είναι σέξι. Παρότι δεν είχε όµορφο πρόσωπο (µάτια σαν κουµπιά, πλακουτσωτή µύτη, πολύ µικρά δόντια), ήταν σίγουρα σε φόρµα, γυµναζόταν εντατικά, και τα µπράτσα και οι µηροί της ήταν τόσο γυαλιστερά και ηλιοκαµένα, ώστε ήταν λες και τα είχε µόλις ψεκάσει, σαν να πασαλειβόταν όλη την ώρα µε κρέµες και λάδια. Tαλαντευόµενη πάνω στα ψηλοτάκουνά της, περπατούσε µε µικρά και γρήγορα βήµατα, τραβώντας κάθε τόσο τη σούπερ µίνι φούστα της, γέρνοντας πάντα ελαφρώς µπροστά – ένα περπάτηµα αλλόκοτα θελκτικό. Κι ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο µε απωθούσε –το ανεπαίσθητο τραύλισµα στη φωνή της, η παχιά στρώση γυαλιστερού λιπ γκλος που έβαζε στα χείλη της από ένα σωληνάριο µε την εµπορική ονοµασία Lip Glass, οι πολυάριθµες τρύπες στα αφτιά της και το κενό ανάµεσα στα µπροστινά της δόντια, το οποίο συνήθιζε να ανιχνεύει µε τη γλώσσα της–, ταυτόχρονα υπήρχε κάτι αισθησιακό και ερεθιστικό και σκληροτράχηλο πάνω της. Εξέπεµπε µια ζωώδη δύναµη, δίνοντας µια αίσθηση αιλουροειδούς που γουργουρίζει υπόκωφα αναζητώντας τη λεία του όταν πετούσε τα τακούνια της και κυκλοφορούσε ξυπόλυτη. Γεύση και άρωµα βανίλιας παντού, από την κόκα κόλα και το βούτυρο κακάο για τα χείλη της µέχρι το διαιτητικό ρόφηµά της και τη βότκα της. Εκτός δουλειάς ντυνόταν σαν µαµά κολληµένη µε το τένις: κοντές άσπρες φουστίτσες και πολλά χρυσά κοσµήµατα. Μέχρι και τα παπούτσια του τένις της ήταν καινούρια και εκθαµβωτικά άσπρα. Όταν έκανε ηλιοθεραπεία δίπλα στην πισίνα, φορούσε πλεχτό άσπρο µπικίνι. Η πλάτη της ήταν φαρδιά αλλά λεπτή, τα πλευρά της διαγράφονταν ένα προς ένα, οι µύες της κοιλιάς της φέτες, σαν άντρα. «Ουπς! Ενδυµατολογικό ατύχηµα», είπε µια φορά που ανακάθισε στην ξαπλώστρα ξεχνώντας να δέσει το πάνω µέρος του µαγιό, οπότε πρόσεξα ότι το στήθος της ήταν το ίδιο µαυρισµένο µε το υπόλοιπο σώµα της. Της άρεσε να παρακολουθεί ριάλιτι σόου: Survivor, American Idol. Της άρεσε να ψωνίζει από το Intermix και το Juicy Couture. Της άρεσε να «εκτονώνεται» µιλώντας στο τηλέφωνο µε τη φίλη της την Κόρτνεϊ – και, δυστυχώς, µεγάλο µέρος αυτής της «εκτόνωσης» είχε να κάνει µ’ εµένα. «Μπορείς να το χωνέψεις;» την άκουσα να λέει στο τηλέφωνο µια µέρα που έλειπε ο µπαµπάς µου. «Εγώ ποτέ δε συµφώνησα σε κάτι τέτοιο. Παιδί; Για όνοµα! Είναι µπελάς, άκου που σου λέω», συνέχισε, τραβώντας νωχελικά µια ρουφηξιά από το Marlboro Light της, ρίχνοντας µια µατιά στην πισίνα από την κλειστή τζαµόπορτα, εξετάζοντας τα φρεσκοβαµµένα ανοιχτοπράσινα νύχια των ποδιών της. «Όχι», συνέχισε έπειτα από µια σύντοµη παύση. «Δεν ξέρω για πόσο. Εντάξει, τι περιµένει, στην τελική; Αν ήθελε τη µάνα κλώσα, ας έψαχνε αλλού!» Η γκρίνια της είχε κάτι το ρουτινιάρικο, χωρίς ιδιαίτερη ζέση ή κάτι προσωπικό. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήξερα πώς να κερδίσω τη συµπάθειά της. Στο παρελθόν θεωρούσα δεδοµένο ότι όλες οι γυναίκες που ηλικιακά µπορούσαν να είναι µαµάδες ικανοποιούνταν όταν τις γυρόφερνες
και προσπαθούσες να τους πιάσεις την κουβέντα, αλλά µε τη Ζάντρα έµαθα γρήγορα ότι ήταν προτιµότερο να αποφεύγω τα πειράγµατα και να µην την πολυρωτάω για τη µέρα της όταν γύριζε κακόκεφη στο σπίτι. Μερικές φορές, όταν ήµασταν µόνοι οι δυο µας, άλλαζε επιτέλους κανάλι από τα αθλητικά και καθόµασταν τρώγοντας φρουτοσαλάτες και παρακολουθώντας ταινίες στο Lifetime ειρηνικά. Αλλά, όταν την ενοχλούσε η παρουσία µου, είχε έναν παγερό τρόπο να απαντάει «Προφανώς» σε ό,τι κι αν έλεγα, κάνοντάς µε να νιώθω τελείως ηλίθιος. «Ε... δε βρίσκω το ανοιχτήρι για τις κονσέρβες». «Προφανώς». «Θα γίνει έκλειψη σελήνης απόψε». «Προφανώς». «Κοίτα, πετάγονται σπίθες από εκείνη την πρίζα». «Προφανώς». Η Ζάντρα δούλευε νυχτερινή βάρδια. Συνήθως έφευγε γύρω στις τρεις και µισή το απόγευµα, ντυµένη µε την εφαρµοστή στολή της δουλειάς της: µαύρο σακάκι, µαύρο παντελόνι από κάποιο ελαστικό ύφασµα που αγκάλιαζε τα πόδια της σαν γάντι, µπλούζα µε κάµποσα κουµπιά ανοιχτά, που άφηναν να φαίνονται οι αραιές φακίδες στο στέρνο της. Η πλαστική ταυτότητα που είχε καρφιτσωµένη στο πέτο της έγραφε ΖΑΝΤΡΑ µε µεγάλα γράµµατα και από κάτω Φλόριντα. Στη Νέα Υόρκη, εκείνο το βράδυ που είχαµε βγει για δείπνο, µου είχε πει ότι προσπαθούσε να µπει στα κτηµατοµεσιτικά, αλλά στην πραγµατικότητα, όπως έµαθα λίγο καιρό µετά, διηύθυνε ένα µπαρ µε την ονοµασία Nickels σε ένα καζίνο στο Στριπ. Μερικές φορές γυρνούσε στο σπίτι µε διάφορα σνακ από αυτά που σερβίριζε το µπαρ σε πλαστικά πιάτα τυλιγµένα µε διάφανη µεµβράνη, κεφτέδες ή µπουκιές κοτόπουλου µε σος τεριγιάκι, τα οποία εκείνη και ο µπαµπάς µου έτρωγαν µπροστά στην τηλεόραση µε τον ήχο χαµηλωµένο. Η ζωή µου µαζί τους ήταν σαν συµβίωση µε συγκατοίκους µε τους οποίους δεν τα πας και πολύ καλά. Όταν βρίσκονταν στο σπίτι, εγώ έµενα στο δωµάτιό µου µε την πόρτα κλειστή. Κι όταν έλειπαν –πράγµα που ίσχυε τις περισσότερες ώρες–, εξερευνούσα τις πιο µακρινές γωνιές του σπιτιού, προσπαθώντας να συνηθίσω την άπλα του. Πολλά από τα δωµάτια ήταν γυµνά από έπιπλα, ή σχεδόν γυµνά, και ο ανοιχτός χώρος, το άπλετο φως από τα δίχως κουρτίνες παράθυρα –µοκέτα στο πάτωµα και παράλληλες επιφάνειες που δε διακόπτονταν από τίποτα– µε έκαναν να αισθάνοµαι σαν καράβι χωρίς άγκυρα. Κι όµως, την ίδια στιγµή ήταν ανακουφιστικό να µη νιώθω µόνιµα εκτεθειµένος ή στο προσκήνιο, όπως στο σπίτι των Μπάρµπορ. Ο ουρανός ήταν ένα έντονο, ανέµελο, ατέλειωτο γαλάζιο, µια υπόσχεση ατέρµονης δόξας που δεν υπήρχε καν εκεί. Κανείς δε σκοτιζόταν αν δεν άλλαζα ποτέ τα ρούχα µου ή αν έχανα το ραντεβού µου µε τον ψυχίατρο. Ήµουν ελεύθερος να χαζολογάω όσο ήθελα, να περνάω όλο το πρωινό στο κρεβάτι ή να παρακολουθώ πέντε ταινίες του Ρόµπετ Μίτσαµ στη σειρά, αν το τραβούσε η όρεξή µου. Ο µπαµπάς και η Ζάντρα κλείδωναν πάντα την πόρτα της κρεβατοκάµαράς τους, γεγονός πολύ δυσάρεστο, αφού ήταν το δωµάτιο όπου είχε η Ζάντρα το φορητό υπολογιστή της, απαγορευµένο σ’ εµένα, εκτός αν εκείνη βρισκόταν στο σπίτι και µου τον έφερνε κάτω για να τον χρησιµοποιήσω στο σαλόνι. Ψαχουλεύοντας τα πάντα όσο έµενα µόνος, βρήκα διαφηµιστικά φυλλάδια ακινήτων, ολοκαίνουρια ποτήρια του κρασιού στο κουτί τους ακόµα, µια στοίβα παλιά τηλεοπτικά περιοδικά, ένα χαρτοκιβώτιο φίσκα γεµάτο µε κακοπαθηµένα χαρτόδετα βιβλία: Το Σεληνιακό σου Ζώδιο, Η Δίαιτα του Σάουθ Μπιτς, Τα Μυστικά του Πόκερ από τον Μάικ Κάρο, Εραστές και Τζογαδόροι της Τζάκι Κόλινς. Τα σπίτια γύρω από το δικό µας ήταν άδεια – δηλαδή, γείτονες µηδέν. Πέντε έξι οικίες πιο
πέρα, στην απέναντι πλευρά του δρόµου, έβλεπα να παρκάρει µια παλιά Pontiac. Ανήκε σε µια κάπως στραπατσαρισµένη γυναίκα µε µεγάλα «µπαλκόνια» και µαλλιά σαν ποντικοουρές, την οποία παρακολουθούσα καµιά φορά αργά το απόγευµα να στέκεται ξυπόλυτη µπροστά στο σπίτι της κρατώντας ένα πακέτο τσιγάρα και µιλώντας στο κινητό της. Μην ξέροντας το όνοµά της, τη σκεφτόµουν ως «Γκόµενα», επειδή την πρώτη φορά που την είχα δει φορούσε ένα κοντοµάνικο µε το λογότυπο ΜΗ ΜΙΣΕΙΣ ΤΗΝ ΓΚΟΜΕΝΑ, ΜΙΣΗΣΕ ΤΟ ΓΚΟΜΕΝΙΛΙΚΙ. Πέρα από την Γκόµενα, το µοναδικό άλλο ζωντανό πλάσµα που είχα δει στο δρόµο µας ήταν ένας άντρας µε σπορ µαύρο πουκάµισο πάνω από µια πελώρια κοιλιά στο τέρµα σχεδόν του αδιεξόδου, να τσουλάει ένα σκουπιδοτενεκέ µέχρι έξω στο πεζοδρόµιο. (Αν µε ρώταγε, θα µπορούσα να τον ενηµερώσω ότι δεν περνούσε σκουπιδιάρικο από το δρόµο µας. Όταν ερχόταν η ώρα να βγάλουµε τα σκουπίδια, η Ζάντρα µού έδινε τη σακούλα και µε έστελνε να τη ρίξω στα µουλωχτά στο µεγάλο κάδο του εγκαταλειµµένου υπό ανέγερση σπιτιού λίγο πιο κάτω.) Τα βράδια επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι στο δρόµο, µε µοναδικές εξαιρέσεις το δικό µας σπίτι και της Γκόµενας. Επικρατούσε η ερηµιά για την οποία είχαµε διαβάσει σε κάποιο βιβλίο στην τρίτη δηµοτικού µε ήρωες παιδιά πιονέρων στα ατέλειωτα λιβάδια της Νεµπράσκα, µε τη διαφορά ότι εδώ δεν υπήρχαν ένα τσούρµο αδέρφια, φιλικά ζώα αγροκτήµατος και ακάµατοι γονείς. Το πιο δύσκολο για µένα ήταν, µακράν, να βρίσκοµαι κολληµένος στη µέση του πουθενά, χωρίς σινεµά και βιβλιοθήκες, χωρίς καν ένα ψιλικατζίδικο στη γωνία. «Δεν υπάρχει λεωφορείο ή κάτι τέτοιο;» ρώτησα τη Ζάντρα ένα απόγευµα που ήταν στην κουζίνα και ξετύλιγε τον πλαστικό δίσκο του έτοιµου βραδινού (πικάντικες φτερούγες κοτόπουλου µε σος µπλε τυριού). «Λεωφορείο;» επανέλαβε, γλείφοντας τη σος από το δάχτυλό της. «Δεν έχετε µέσα µαζικής µεταφοράς εδώ;» «Μπα». «Και πώς κυκλοφορούν οι άνθρωποι;» Η Ζάντρα έκλινε απορηµένη το κεφάλι της στο πλάι. « Με Ι.Χ.;» απάντησε, σαν να ήµουν κανένα καθυστερηµένο που δεν είχε καν ακουστά για αυτοκίνητα. Ένα καλό: η πισίνα. Την πρώτη φορά τσουρουφλίστηκα µέσα σε µία µόλις ώρα, παίρνοντας ένα βαθύ κεραµιδί χρώµα και µένοντας ξάγρυπνος όλο το βράδυ πάνω στα τραχιά καινούρια σεντόνια. Ύστερα απ’ αυτό έβγαινα µόνο όταν έπεφτε ο ήλιος. Τα ηλιοβασιλέµατα εκεί πέρα είχαν κάτι το εξεζητηµένο και µελοδραµατικό, αδρές πινελιές πορτοκαλιού και κόκκινου και βερµιγιόν βγαλµένες, θαρρείς, από σκηνή του Λόρενς της Αραβίας, µε τη νύχτα να ακολουθεί βαριά και σκοτεινή σαν καταπακτή που κλείνει µε βρόντο. Ο σκύλος της Ζάντρα, ο Πόπερ, που ζούσε κατά κύριο λόγο µέσα σε ένα πλαστικό καφέ ιγκλού στη σκιερή µεριά του φράχτη, έτρεχε πάνω κάτω κατά µήκος της πισίνας γαβγίζοντας σαν παλαβός ενόσω εγώ επέπλεα ανάσκελα, προσπαθώντας να ξεχωρίσω µες στο γαλακτερό πανδαιµόνιο από λαµπερές κουκκίδες αστερισµούς που ήξερα: τη Λύρα, τη βασίλισσα Κασσιόπη και τον σε σχήµα µαστιγίου Σκορπιό µε τα δίδυµα κεντριά στην ουρά, όλα τα οικεία και παρηγορητικά σχήµατα των παιδικών µου χρόνων που µε κοίµιζαν τρεµοφέγγοντας στο φωσφορίζον πλανητάριο στο ταβάνι του δωµατίου µου πίσω στη Νέα Υόρκη. Μετουσιωµένα τώρα, ψυχρά και περίλαµπρα σαν θεότητες που αποκαλύπτονται απεκδυόµενες κάθε µεταµφίεση, ήταν λες και είχαν διαπεράσει την οροφή και είχαν εκτοξευτεί στον ουρανό, για να καταλάβουν τις πραγµατικές ουράνιες έδρες τους.
x.
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΟΥ ΑΝΟΙΞΕ τη δεύτερη εβδοµάδα του Αυγούστου. Από µακριά, το περιφραγµένο συγκρότηµα των µακρόστενων κτιρίων στο χρώµα της άµµου που συνδέονταν µεταξύ τους µε σκεπαστούς διαδρόµους µού θύµισε φυλακή χαµηλής ασφάλειας. Αλλά, µε το που πέρασα το κατώφλι, οι πολύχρωµες αφίσες στους τοίχους και ο πολυθόρυβος διάδροµος µε µετέφεραν σε µια οικεία πραγµατικότητα: στριµωξίδι στις σκάλες, λάµπες που βόµβιζαν, αίθουσα Βιολογίας µε το απαραίτητο ιγκουάνα σε µια γυάλινη δεξαµενή σε µέγεθος πιάνου, διάδροµοι πλαισιωµένοι από φωριαµούς αποδυτηρίου, τόσο οικείοι όσο το σκηνικό αγαπηµένης τηλεοπτικής σειράς. Και, παρότι η οµοιότητα µε το παλιό µου σχολείο ήταν µόνο επιφανειακή, σε κάποιο αλλόκοτο µήκος κύµατος ήταν συνάµα παρήγορη και πραγµατική. Το άλλο προχωρηµένο τµήµα της Γλώσσας µελετούσε τις Μεγάλες Προσδοκίες του Ντίκενς. Το δικό µου το Ουόλντεν. Κρυβόµουν µέσα στη δροσιά και στη σιωπή του βιβλίου, ένα λυτρωτικό καταφύγιο από την εκτυφλωτική, µεταλλική αντηλιά της ερήµου. Στη διάρκεια του πρωινού διαλείµµατος (οπότε µας µάζευαν και µας έβγαζαν έξω σε ένα προαύλιο περιφραγµένο µε συρµατόπλεγµα κοντά στους αυτόµατους πωλητές) στεκόµουν στην πιο σκιερή γωνιά που µπορούσα να βρω µε το χαρτόδετο «τούβλο» ανά χείρας, υπογραµµίζοντας µε ένα κόκκινο µολύβι τις πιο διεγερτικές φράσεις: «Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι άνθρωποι ζουν παραδοµένοι στη βουβή απόγνωση». «Στερεότυπη αλλά ασυνείδητη απελπισία υποβόσκει κάτω κι από αυτά ακόµα που αποκαλούνται παιχνίδια και διασκεδάσεις της ανθρωπότητας». Άραγε τι θα σκεφτόταν ο Θόρο για το Λας Βέγκας, για τα φώτα και τη φασαρία του, για τα σκουπίδια και τις χίµαιρές του, για τις πλανερές υποσχέσεις και τις κενόδοξες βιτρίνες του; Η αίσθηση της προσωρινότητας στο σχολείο µου ήταν ανησυχητικά έντονη. Υπήρχαν πολλά παιδιά στρατιωτικών, καθώς και ξένων (κυρίως ανώτερων στελεχών που είχαν έρθει στο Βέγκας για να καλύψουν διοικητικά πόστα σε κατασκευαστικές και εταιρείες παροχής υπηρεσιών). Κάποια µπορεί να είχαν ζήσει σε εννέα και δέκα διαφορετικές Πολιτείες στη διάρκεια άλλων τόσων χρόνων, ενώ πολλά είχαν ζήσει και στο εξωτερικό: Σίντνεϊ, Καράκας, Πεκίνο, Ντουµπάι, Ταϊπέι. Και υπήρχαν, ακόµα, κάµποσα συνεσταλµένα, σχεδόν αόρατα, αγόρια και κορίτσια των οποίων οι γονείς είχαν ανταλλάξει τις κακουχίες της αγροτικής ζωής µε µια θέση βοηθού σερβιτόρου και καµαριέρας σε ξενοδοχείο. Σε αυτό το καινούριο οικοσύστηµα το χρήµα, ή ακόµα και η οµορφιά, δε φαινόταν να εξασφαλίζει τη δηµοτικότητα. Αυτό που µετρούσε περισσότερο, όπως συνειδητοποίησα σταδιακά, ήταν ποιος ζούσε περισσότερο καιρό στο Βέγκας, και κάπως έτσι εξηγιόταν το ότι έβλεπες Μεξικανές θεές και κοσµογυρισµένους κληρονόµους κατασκευαστικών κολοσσών να τρώνε µόνοι τους µεσηµεριανό, ενώ τα άχρωµα, µέτρια από όλες τις απόψεις παιδιά ντόπιων κτηµατοµεσιτών και εµπόρων αυτοκινήτων ήταν µαζορέτες και πρόεδροι των τάξεων, η αδιαφιλονίκητη ελίτ του σχολείου. Οι µέρες ήταν διαυγείς και ηλιόλουστες, και καθώς ο Σεπτέµβρης κυλούσε αργά, η ανυπόφορη αντηλιά παραχωρούσε τη θέση της σε ένα ιδιαίτερο είδος φωτεινότητας, που είχε
µια θαµπόχρυση ποιότητα. Κάποιες φορές έτρωγα µεσηµεριανό στο Ισπανικό Τραπέζι για να κάνω εξάσκηση στα ισπανικά µου, άλλες έτρωγα στο Γερµανικό, παρότι δεν ήξερα γερµανικά, επειδή αρκετά Γερµανόπουλα δεύτερης γενιάς –γιοι και κόρες στελεχών της Deutsche Bank και της Lufthansa– είχαν µεγαλώσει στη Νέα Υόρκη. Από τα µαθήµατα η Γλώσσα ήταν το µόνο που περίµενα µε ανυποµονησία, αν και οµολογώ ότι προβληµατιζόµουν βλέποντας πόσοι από τους συµµαθητές µου αντιπαθούσαν τον Θόρο, µέχρι που ξεσηκώνονταν εναντίον του, λες και εκείνος (που διατεινόταν ότι δεν είχε διδαχτεί ποτέ τίποτα αξιόλογο από κάποιον ηλικιωµένο) ήταν εχθρός αντί για φίλος. Η περιφρόνησή του για το εµπόριο –την οποία, προσωπικά, έβρισκα τονωτική– διαόλιζε πολλούς από τους πιο οµιλητικούς µαθητές στο προχωρηµένο τµήµα της Γλώσσας. «Ναι, καλά!» ξέσπασε ένα εκνευριστικό αγόρι που έβαζε τόνους ζελέ στα µαλλιά του και τα όρθωνε σε στιλ ήρωα του άνιµε Dragon Ball Z, «σπουδαίος θα ήταν ο κόσµος αν τα βροντούσαν όλοι κι έπαιρναν τα όρη και τα βουνά...» «Εγώ, εγώ, εγώ!» χλεύασε µια φωνή από το βάθος. «Είναι αντικοινωνικό», πετάχτηκε η λογού της τάξης, φωνάζοντας για να ακουστεί πάνω από τα γέλια που είχαν ξεσπάσει µετά το προηγούµενο σχόλιο, πηδώντας σχεδόν από τη θέση της και γυρνώντας προς την καθηγήτρια (ένα άνευρο πλάσµα µε µακριά κοκαλιάρικα µέλη ονόµατι κυρία Σπίαρ, που ντυνόταν αποκλειστικά µε καφέ σανδάλια και γήινα χρώµατα και φαινόταν να υποφέρει από βαριά κατάθλιψη). «Το µόνο που κάνει ο Θόρο είναι να κάθεται στα χοντρά του οπίσθια και να µας λέει πόσο καλά τα έχει τακτοποιήσει...» «Γιατί», πήρε πάλι το λόγο ο ήρωας άνιµε –µε τη φωνή του να υψώνεται θριαµβευτικά– «αν τα βροντούσαµε όλοι, όπως µας παρακινεί να κάνουµε... Σε τι είδους κοινωνία θα ζούσαµε, αν ήταν όλοι σαν αυτόν; Δε θα είχαµε νοσοκοµεία και τέτοια. Δε θα είχαµε δρόµους». «Aρχίδια», µουρµούρισε µια ευπρόσδεκτη φωνή – ακριβώς όσο δυνατά χρειαζόταν για να τον ακούσουν όσοι βρίσκονταν γύρω του. Γύρισα να τσεκάρω ποιος το είχε πει: το «καµένο» αγόρι απέναντι από µένα στο διάδροµο, που καθόταν χυµένο στην καρέκλα του, µε τα δάχτυλά του να κροταλίζουν ρυθµικά στο θρανίο. Όταν µε είδε να τον κοιτάζω, ύψωσε το ένα του φρύδι µε απροσδόκητη ζωηρότητα, σαν να µου έλεγε: Μα είναι δυνατόν να υπάρχει τόση βλακεία; «Έχει κάποιος να µας πει κάτι εκεί πίσω;» ρώτησε η κυρία Σπίαρ. «Λες και ο Θόρο έδινε δεκάρα τσακιστή για τους δρόµους», συνέχισε το παιδί. Η προφορά του µε ξάφνιασε: Ήταν έντονα ξενική, αν και δεν κατάφερνα να την προσδιορίσω. «Ο Θόρο ήταν ο πρώτος οικολόγος», είπε η κυρία Σπίαρ. «Και ο πρώτος χορτοφάγος», πρόσθεσε ένα κορίτσι από πίσω. «Λογικό», πετάχτηκε κάποιος άλλος. «Ο κύριος Ξενέρωτος!» «Δεν καταλάβατε καθόλου τι ήθελα να πω», επέµεινε ο ήρωας άνιµε µε το αγκαθωτό κεφάλι. «Πρέπει κανείς ν’ ανοίγει δρόµους, όχι να τεµπελιάζει όλη µέρα στα δάση παρατηρώντας µυρµήγκια και κουνούπια. Αυτό λέγεται πολιτισµός». Ο γείτονάς µου απάντησε µε µια κοφτή υλακή γέλιου που έσταζε περιφρόνηση. Ήταν χλεµπονιάρης και κοκαλιάρης, όχι ιδιαίτερα καθαρός, µε ολόισια λιπαρά µαλλιά που του έπεφταν στα µάτια, µε µια αρρωστιάρικη χλοµάδα φυγόδικου, χέρια γεµάτα κάλους και κατάµαυρα νύχια φαγωµένα µέχρι το κρέας – καµία σχέση µε τους παλιούς µου συµµαθητές στο Άπερ Γουέστ Σάιντ, παιδιά µε γυαλιστερά µαλλιά και µαύρισµα από το σκι, δήθεν µαγκάκια κολληµένα µε το σκέιτµπορντ, µε µπαµπάδες διευθύνοντες συµβούλους ή χειρουργούς µε ιατρεία στη λεωφόρο Παρκ. Αυτό ήταν ένα παιδί που µπορούσες να το
φανταστείς να κάθεται στο πεζοδρόµιο παρέα µε ένα αδέσποτο σκυλί δεµένο µε σκοινί. «Λοιπόν, για να εξετάσουµε κάποια από αυτά τα ερωτήµατα, θα ήθελα να γυρίσετε όλοι στη σελίδα δεκαπέντε», είπε η κυρία Σπίαρ. «Όπου ο Θόρο µιλάει για το πρωτοποριακό του πείραµα». «Ποιο πείραµα;» πετάχτηκε ασυγκράτητος ο ήρωας άνιµε. «Σε τι διαφέρει το να ζεις στα δάση από τον άνθρωπο των σπηλαίων;» Το µαυροµάλλικο αγόρι συνοφρυώθηκε και βούλιαξε πιο χαµηλά στη θέση του. Μου θύµιζε εκείνα τα ρακένδυτα παιδιά που στέκονταν άπρακτα στη Σεντ Μαρκς Πλέις περνώντας τσιγάρα από χέρι σε χέρι, συγκρίνοντας τις ουλές τους, ζητώντας κάνα ψιλό: τα ίδια φθαρµένα ρούχα και λιπόσαρκα ασπρουλιάρικα µπράτσα, τα ίδια µαύρα δερµάτινα βραχιόλια στον καρπό. Η πολυεπίπεδη πολυπλοκότητά τους ήταν αδιαπέραστη για µένα, αν και το γενικό νόηµα ήταν αρκετά σαφές: Ξέχνα το, ανήκουµε σε διαφορετική φυλή, παραείµαι κουλ για ν’ ασχοληθώ µαζί σου, µη διανοηθείς καν να µου απευθύνεις το λόγο. Τέτοια ήταν η εσφαλµένη πρώτη µου εντύπωση από το µοναδικό φίλο που απέκτησα όσο έζησα στο Βέγκας και –όπως αποδείχτηκε στην πορεία– έναν από τους πολυτιµότερους φίλους της ζωής µου. Το όνοµά του ήταν Μπόρις. Άγνωστο πώς, βρεθήκαµε να στεκόµαστε µαζί ανάµεσα στο πλήθος που περίµενε το λεωφορείο µετά το σχόλασµα την ίδια εκείνη µέρα. «Χα! Ο Χάρι Πότερ», είπε, κόβοντάς µε από πάνω µέχρι κάτω. «Άντε πνίξου», πέταξα αδιάφορα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγα το σχόλιο περί Χάρι Πότερ στο Βέγκας. Tα νεοϋορκέζικα ρούχα µου –ίσια χακί παντελόνια, άσπρα πουκάµισα µε κουµπάκι στο γιακά και τα γυαλιά από ταρταρούγα, τα οποία, δυστυχώς, ήµουν αναγκασµένος να φοράω για να βλέπω– µε έκαναν να δείχνω σαν φρικιό σε ένα σχολείο όπου οι περισσότεροι κυκλοφορούσαν µε φανελάκι και σαγιονάρες. «Πού το άφησες το σκουπόξυλό σου;» «Στο Χόγκουαρτς», απάντησα χωρίς δισταγµό. «Κι εσύ; Πού το άφησες το σνόουµπορντ;» «Ε;» έκανε, σκύβοντας προς το µέρος µου και βάζοντας το χέρι του σαν χωνί πίσω από το αφτί του µε τρόπο που θύµιζε βαρήκοο παππού. Ήταν µισό κεφάλι πιο ψηλός από µένα. Πάνω από τα στρατιωτικά άρβυλα και ένα παµπάλαιο παντελόνι αγγαρείας µε σκισµένα γόνατα φορούσε ένα φθαρµένο µαύρο κοντοµάνικο τισέρτ µε το εύστοχο λογότυπο «Ποτέ Καλοκαίρι» της πασίγνωστης µάρκας σνόουµπορντ Never Summer γραµµένο µε άσπρα γοτθικά γράµµατα. «Η µπλούζα σου», εξήγησα δείχνοντας µε ένα κοφτό νεύµα. «Δεν υπάρχουν πολλές πίστες για σνόουµπορντ στην έρηµο». «Μπα!» έκανε ο Μπόρις, παραµερίζοντας τα λιγδωµένα µαύρα µαλλιά από τα µάτια του. «Δεν ξέρω σνόουµπορντ. Απλώς σιχαίνοµαι τον ήλιο». Καταλήξαµε µαζί στο λεωφορείο, στις θέσεις κοντά στην πόρτα – από τις λιγότερο περιζήτητες προφανώς, κρίνοντας από τη φούρια µε την οποία τις προσπερνούσαν τα άλλα παιδιά, σπρώχνοντας για να προωθηθούν όσο πιο πίσω γινόταν. Όµως εγώ δεν είχα πείρα από διαδροµές µε σχολικό, και, καταπώς φαινόταν, ούτε κι εκείνος, αφού θεώρησε φυσιολογικό να καθίσει στην πρώτη άδεια θέση που βρήκε µπροστά του. Δεν πολυµιλούσαµε στην αρχή, αλλά ήταν µεγάλη διαδροµή, οπότε κάποια στιγµή πιάσαµε την κουβέντα. Αποδείχτηκε ότι έµενε κι αυτός στο Φαράγγι των Σκιών, αλλά ακόµα πιο πέρα, στο άκρο που άρχιζε κιόλας να διεκδικεί η έρηµος, εκεί όπου πολλά από τα σπίτια δεν είχαν ολοκληρωθεί και η άµµος κάλυπτε τους δρόµους. «Πόσο καιρό µένεις εδώ;» τον ρώτησα. Ήταν η κλασική ερώτηση που έκαναν όλοι σε όλους
στο καινούριο µου σχολείο, λες και ήµασταν φυλακισµένοι και συγκρίναµε τις ποινές µας. «Ξέρω γω; Να ’ναι δύο µήνες;» Αν και µιλούσε αγγλικά αρκετά καλά, µε µια έντονη αυστραλιανή προφορά, υπήρχε επίσης ένα σκοτεινό, µακρόσυρτο υπόγειο ρεύµα, µια υπόνοια Κόµη Δράκουλα ή πράκτορα της Κα-Γκε-Μπε. «Από πού είσαι;» «Από τη Νέα Υόρκη», απάντησα, σαφώς κολακευµένος από την επιδοκιµαστική µατιά και το χαµήλωµα των φρυδιών που σήµαινε: Πολύ κουλ. «Κι εσύ;» Μια γκριµάτσα. «Χµ... στάσου να δω», είπε, γέρνοντας πίσω στην πλάτη του καθίσµατος και µετρώντας τις χώρες µε τα δάχτυλα του χεριού του. «Έχω ζήσει στη Ρωσία, στη Σκοτία, όπου ίσως ήταν καλά, αλλά δε θυµάµαι καθόλου, στην Αυστραλία, στην Πολωνία, στη Νέα Ζηλανδία, στο Τέξας για δύο µήνες, στην Αλάσκα, στη Νέα Γουινέα, στον Καναδά, στη Σαουδική Αραβία, στη Σουηδία, στην Ουκρανία...» «Χριστούλη µου!» Ανασήκωσε τους ώµους. «Κυρίως όµως στην Αυστραλία, στη Ρωσία και στην Ουκρανία. Σ’ αυτά τα τρία µέρη». «Μιλάς ρωσικά;» Ερµήνευσα τη χειρονοµία του ως λίγο πολύ. «Και ουκρανικά και πολωνέζικα. Αν και έχω ξεχάσει πολλά. Τις προάλλες έσπαγα το κεφάλι µου να θυµηθώ πώς λένε τη λιβελούλα... Τζίφος». «Πες κάτι». Μου έκανε το χατίρι απαντώντας µε µια σειρά λαρυγγικών φθόγγων µέσα σε µια βροχή από σάλια. «Τι θα πει αυτό;» Χαχάνισε. «Θα πει: “Τον παίρνεις από πίσω”». «Αλήθεια; Στα ρωσικά;» Γέλασε, αποκαλύπτοντας κάτι γκρίζα, εντελώς µη αµερικανικά δόντια. «Στα ουκρανικά». «Νόµιζα ότι µιλάνε ρωσικά στην Ουκρανία». «Εξαρτάται από το κοµµάτι της Ουκρανίας. Δε διαφέρουν και τόσο οι δύο γλώσσες. Τέλος πάντων» –πλατάγισµα της γλώσσας, γύρισµα των µατιών προς τα πάνω– «όχι σε όλα. Οι αριθµοί είναι διαφορετικοί, οι µέρες της εβδοµάδας, κάποιες λέξεις. Το όνοµά µου προφέρεται διαφορετικά στα ουκρανικά, αλλά στη Βόρεια Αµερική είναι πιο εύκολο να χρησιµοποιώ τη ρωσική γραφή, Boris αντί για Borys. Στη Δύση όλοι ξέρουν τον Μπόρις Γέλτσιν» –έριξε µια πλάγια µατιά προς το µέρος µου– «τον Μπόρις Μπέκερ...» «Τον Μπόρις Μπάντενοφ...» «Ε;» Γύρισε απότοµα προς το µέρος µου, σαν να τον είχα προσβάλει. «Μπούλγουινκλ; Μπόρις και Νατάσα;» «Α, ναι! Ο πρίγκιπας Μπόρις. Πόλεµος και Ειρήνη. Απ’ αυτόν πήρα το όνοµά µου. Αν και το επίθετο του πρίγκιπα Μπόρις είναι Τρουµπετσκόι, όχι αυτό που είπες...»[1] «Τελικά, ποια είναι η µητρική σου γλώσσα; Τα ουκρανικά;» Ανασήκωσε τους ώµους αδιάφορα. «Τα πολωνέζικα µάλλον», απάντησε, γέρνοντας πίσω στο κάθισµά του και τινάζοντας το κεφάλι του για να ρίξει τα µαλλιά του στο πλάι. Είχε σκληρά µάτια, περιπαικτικά, µαύρα σαν το κάρβουνο. «Η µητέρα µου ήταν Πολωνέζα, από το Ζέσουφ, κοντά στα σύνορα µε την
Ουκρανία. Ρωσικά, ουκρανικά... Όπως ξέρεις, η Ουκρανία ήταν δορυφόρος της ΕΣΣΔ, οπότε µιλάω και τα δυο. Ίσως όχι τόσο τα ρωσικά, αν και είναι καλύτερα όταν θες να βρίσεις. Με τις σλαβικές γλώσσες –ρωσικά, ουκρανικά, πολωνέζικα, τσέχικα–, αν ξέρεις µία, λίγο πολύ τις καταλαβαίνεις όλες. Αλλά για µένα πιο εύκολα είναι τώρα τα αγγλικά. Παλιά δεν ήταν έτσι». «Πώς σου φαίνεται η Αµερική;» «Εδώ πάντα χαµογελάνε όλοι πλατιά! Εντάξει, όχι όλοι, οι πιο πολλοί. Εσύ όχι τόσο, πάντως. Μου φαίνεται χαζό». Ήταν µοναχοπαίδι, όπως κι εγώ. Ο πατέρας του, ουκρανικής καταγωγής αλλά γεννηµένος στη Σιβηρία, στο Νοβοαγκάνσκ, δούλευε στη µεταλλευτική έρευνα και εξόρυξη. «Σπουδαία δουλειά, γυρίζει όλο τον κόσµο». Η µητέρα του Μπόρις, η δεύτερη γυναίκα του πατέρα του, είχε πεθάνει. «Κι η δική µου», είπα. Ανασήκωσε τους ώµους. «Πάνε χρόνια και ζαµάνια που πέθανε», µε πληροφόρησε. «Ήταν µεγάλη αλκοόλα. Μέθυσε ένα βράδυ, έπεσε από το παράθυρο και σκοτώθηκε». «Ουάου!» έκανα, άναυδος από την άνεση µε την οποία το είχε πετάξει. «Ναι, χάλια», είπε αδιάφορα, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. «Και τι εθνικότητα έχεις, τελικά;» ρώτησα έπειτα από µια µικρή παύση. «Ε;» «Αν η µητέρα σου ήταν Πολωνή κι ο µπαµπάς σου Ουκρανός κι εσύ γεννήθηκες στην Αυστραλία, αυτό θα σ’ έκανε...» «Ινδονήσιο», απάντησε µε ένα µοχθηρό χαµόγελο. Είχε κατάµαυρα, σατανικά, πολύ εκφραστικά φρύδια, που κινούνταν συνέχεια όταν µιλούσε. «Πώς γίνεται;» «Κοίτα, το διαβατήριό µου γράφει Ουκρανία. Κι έχω µισή πολωνική υπηκοότητα. Αλλά η Ινδονησία είναι ο τόπος που θέλω να γυρίσω κάποτε», εξήγησε ο Μπόρις, τινάζοντας τα µαλλιά από τα µάτια του. «Στην ΠΝΓ». «Πού;» «Στην επαρχία Παπούα στη Νέα Γουινέα. Απ’ όλα τα µέρη που έζησα, αυτό είναι το αγαπηµένο µου». «Νέα Γουινέα; Νόµιζα ότι υπάρχουν κυνηγοί κεφαλών εκεί». «Όχι πια. Όχι πολλοί, έστω. Από κει είναι αυτό», πρόσθεσε δείχνοντάς µου ένα από τα πολλά µαύρα δερµάτινα βραχιόλια στο χέρι του. «Μου το έφτιαξε ο φίλος µου ο Μπάµι. Ήταν ο µάγειράς µας». «Πώς είναι εκεί;» «Όχι και τόσο άσχηµα», απάντησε, ρίχνοντάς µου µια από τις συλλογισµένες, αυτοσαρκαστικές µατιές του. «Είχα έναν παπαγάλο. Και µια οικόσιτη χήνα. Και µάθαινα σερφ. Αλλά τότε, πριν από έξι µήνες, ο µπαµπάς µου µε έσυρε µαζί του σ’ αυτή την ανήλιαγη πόλη στην Αλάσκα. Στη χερσόνησο Σιούαρντ, ξέρεις, κάτω ακριβώς από τον Αρκτικό Κύκλο. Και µετά, στα µέσα Μαΐου, πετάξαµε µέχρι το Φέρµπανκς µε ένα µικρό ελικοφόρο αεροπλάνο κι από κει βρεθήκαµε εδώ». «Ουάου!» Είχα εντυπωσιαστεί πραγµατικά. «Βαρεµάρα µέχρι θανάτου εκεί πάνω», συνέχισε ο Μπόρις. «Βουνά από ψόφια ψάρια και άθλια σύνδεση στο διαδίκτυο. Έπρεπε να το είχα σκάσει – µετανιώνω που δεν το ’κανα», πρόσθεσε µε πικρία.
«Και θα έκανες τι;» ρώτησα. «Θα έµενα στη Νέα Γουινέα. Θα ζούσα στην παραλία. Δόξα τω Θεώ που δε µείναµε εκεί πάνω όλο το χειµώνα. Πριν από λίγα χρόνια ήµασταν στο βόρειο Καναδά, στην επαρχία Αλµπέρτα, σε µια απ’ αυτές τις πόλεις που αποτελούνται όλο κι όλο από ένα δρόµο στις όχθες του ποταµού Πους Κούπι... Σκοτάδι συνέχεια, από τον Οκτώβρη µέχρι το Μάρτη, κι ανάθεµα αν υπήρχε τίποτα να κάνεις πέρα από το να διαβάζεις και να ακούς τις ραδιοφωνικές εκποµπές του CBC. Έπρεπε να οδηγήσεις πενήντα χιλιόµετρα για να φτάσεις στο κοντινότερο πλυντήριο. Παρ’ όλα αυτά» –γέλασε– «ήταν απείρως καλύτερα από την Ουκρανία. Μαϊάµι Μπιτς, συγκριτικά». «Με τι είπες ότι ασχολείται ο µπαµπάς σου;» «Με το πιοτό κυρίως», απάντησε ξινισµένα. «Τότε, να τον συστήσουµε στον δικό µου». Και πάλι το ξαφνικό, εκρηκτικό γέλιο – σχεδόν σαν να σε ξόρκιζε. «Ναι. Τέλεια. Και πόρνες;» «Δε θα µε παραξένευε», απάντησα σαστισµένος ύστερα από µια σύντοµη παύση. Αν και δε θα µε σοκάριζε ό,τι κι αν έκανε ο µπαµπάς µου, η αλήθεια είναι ότι δεν τον είχα φανταστεί ποτέ να του τρέχουν τα σάλια µπροστά στη σκηνή ενός από τα στριπτιζάδικα που προσπερνούσαµε µερικές φορές στον αυτοκινητόδροµο. Το λεωφορείο άδειαζε σιγά σιγά. Απείχαµε λίγους µόλις δρόµους από το σπίτι µου. «Στην άλλη στάση κατεβαίνω». «Θες να ’ρθεις σπίτι µου να δούµε τηλεόραση;» πρότεινε ο Μπόρις. «Κοίτα...» «Έλα, µωρέ, οι δυο µας θα ’µαστε. Κι έχω το SOS Παγόβουνο σε DVD».
[1] Μιλώντας για τον Μπόρις και τη Νατάσα, ο Θίο αναφέρεται στους χαρακτήρες µιας σειράς κινουµένων σχεδίων µε πρωταγωνιστές τον τάρανδο Μπούλγουινκλ και το σκίουρο Ρόκι (The Rocky and Bullwinkle Show,1959-1964). O Μπόρις, προφανώς, δε γνωρίζει τη σειρά και δηµιουργείται παρανόηση, καθώς, ακούγοντας τα ονόµατα Μπόρις και Νατάσα, το µυαλό του πηγαίνει στο Πόλεµος και Ειρήνη του Τολστόι. (Σ.τ.Μ.)
xi.
ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΔΕΝ ΕΦΤΑΝΕ µέχρι το τέρµα του Φαραγγιού των Σκιών, όπου βρισκόταν το σπίτι του Μπόρις. Έπρεπε να κάνεις κάνα εικοσάλεπτο ποδαρόδροµο από την τελευταία στάση, κάτω από τον καυτό ήλιο, σε δρόµους καλυµµένους µε άµµο. Αν και υπήρχαν πολλές πινακίδες «Υπό Κατάσχεση» και «Πωλείται» στο δρόµο µου (ο ήχος από το ραδιόφωνο ενός αυτοκινήτου ταξίδευε χιλιόµετρα τη νύχτα), δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο απόκοσµο µπορούσε να γίνει το Φαράγγι των Σκιών στις παρυφές του: µια φασµατική πόλη που αργόσβηνε µέσα στην έρηµο, κάτω από έναν απειλητικό ουρανό. Τα περισσότερα σπίτια φαίνονταν να µην έχουν κατοικηθεί ποτέ. Άλλα, ανολοκλήρωτα, είχαν κουφώµατα παραθύρων χωρίς τζάµια, ήταν καλυµµένα µε σκαλωσιές και λερωµένα από άµµο, µε στοίβες οικοδοµικά υλικά στην µπροστινή αυλή. Οι καρφωµένες σανίδες που σφράγιζαν όπως όπως τα παράθυρα τους έδιναν µια τυφλή, ρηµαγµένη όψη στραπατσαρισµένης µούρης καλυµµένης µε επιδέσµους. Όσο προχωρούσαµε η ατµόσφαιρα εγκατάλειψης γινόταν όλο και πιο ψυχοπλακωτική, λες και εξερευνούσαµε πλανήτη στον οποίο οι κάτοικοι είχαν αφανιστεί από ραδιενέργεια ή κάποια επιδηµία. «Παραεξαπλώθηκε αυτή η µαλακία», είπε ο Μπόρις. «Και τώρα η έρηµος τη διεκδικεί πίσω. Και οι τράπεζες». Γέλασε. «Και µετά βρίζουν τον Θόρο, ε;» «Ολόκληρη αυτή η πόλη είναι ένα µεγάλο “Άντε Γαµήσου” στον Θόρο». «Να σου πω εγώ ποιοι γαµήθηκαν; Αυτοί που αγόρασαν αυτά τα σπίτια. Πολλοί δεν έχουν ούτε νερό. Τα παίρνουν όλα πίσω επειδή οι άνθρωποι δεν µπορούν να πληρώσουν – γι’ αυτό και νοικιάζει τόσο φτηνά το σπίτι µας ο µπαµπάς µου». «Α!» έκανα σαστισµένος. Δεν είχα ποτέ αναρωτηθεί πώς κατάφερνε και πλήρωνε ο πατέρας µου για ένα τόσο µεγάλο σπίτι. «Ο µπαµπάς µου ανοίγει ορυχεία», είπε ξαφνικά ο Μπόρις. «Συγνώµη;» Παραµέρισε τα µουσκεµένα τώρα από τον ιδρώτα µαλλιά που του έπεφταν στο πρόσωπο. «Οι άνθρωποι µας µισούν παντού όπου πάµε. Ξέρεις, επειδή υπόσχονται ότι το ορυχείο δε θα βλάψει το περιβάλλον, και µετά του αλλάζει τον αδόξαστο. Αλλά εδώ...» Ένα µοιρολατρικό, χαρακτηριστικά ρωσικό ανασήκωµα των ώµων. «Θεέ µου, σε τούτο τον αναθεµατισµένο αµµόλακκο, ποιος νοιάζεται;» «Χα!» έκανα, ξαφνιασµένος από τον τρόπο που αντηχούσαν οι φωνές µας στον έρηµο δρόµο. «Είναι στ’ αλήθεια ερηµικά εδώ κάτω, έτσι;» «Νεκροταφείο. Μόνο µία ακόµα οικογένεια µένει εδώ – οι άνθρωποι εκεί κάτω, βλέπεις; Εκεί που είναι παρκαρισµένο εκείνο το µεγάλο φορτηγό; Λαθροµετανάστες, νοµίζω». «Εσύ κι ο µπαµπάς σου είστε νόµιµα στη χώρα, ε;» Αυτό ήταν ένα θέµα στο σχολείο: Υπήρχαν παιδιά παράνοµων µεταναστών, και έβλεπες ένα σωρό σχετικές αφίσες στους διαδρόµους. Ξεφύσηξε µε έναν τρόπο σαν να έλεγε: Αηδίες! «Και βέβαια. Αυτά τα κανονίζει το ορυχείο. Ή κάποιος. Αλλά αυτοί που βλέπεις εκεί κάτω; Είναι καµιά εικοσαριά, µπορεί και τριάντα, από δαύτους, όλοι τους άντρες, και µένουν όλοι
µαζί σε ένα σπίτι. Μπορεί να κάνουν κι εµπόριο ναρκωτικών». «Λες;» «Πάντως, σίγουρα παίζει κάτι παράξενο», απάντησε µε µυστηριώδες ύφος. «Αυτό σ’ το υπογράφω». Το σπίτι του Μπόρις, πλαισιωµένο από δύο οικόπεδα γεµάτα σκουπίδια, ήταν σχεδόν πανοµοιότυπο µε του µπαµπά και της Ζάντρα: µοκέτες από τοίχο σε τοίχο, ολοκαίνουρια ηλεκτρικά είδη, παρόµοια διαρρύθµιση, όχι πολλά έπιπλα. Αλλά µέσα η ζέστη ήταν αποπνικτική. Η πισίνα ήταν άδεια, µε µια στρώση άµµου στον πυθµένα, ενώ δεν υπήρχε ούτε ένας κάκτος για να δηµιουργεί τουλάχιστον µια ψευδαίσθηση κήπου. Όλες οι επιφάνειες –οι λευκές συσκευές, οι πάγκοι, το πάτωµα της κουζίνας– ήταν καλυµµένες µε λεπτό αµµοχάλικο. «Θες να πιεις κάτι;» ρώτησε ο Μπόρις, ανοίγοντας ένα ψυγείο γεµάτο απαστράπτουσες σειρές από µπουκάλια γερµανικής µπίρας. «Ουάου! Ευχαριστώ». «Στη Νέα Γουινέα», µου είπε, σκουπίζοντας το µέτωπό του µε την ανάστροφη του χεριού του, «τότε που έµενα εκεί, ναι; Είχαµε µια άσχηµη πληµµύρα. Φίδια, µιλάµε, πολύ επικίνδυνα, να σου φεύγει η µαγκιά... ένα σωρό άσκαστες οβίδες από το Βʹ Παγκόσµιο να επιπλέουν στην αυλή... Πέθαναν ένα σωρό χήνες. Τέλος πάντων», συνέχισε, ανοίγοντας µια µπίρα, «µολύνθηκε το νερό. Τύφος. Το µόνο που είχαµε ήταν µπίρα. Οι Pepsi γρήγορα εξαφανίστηκαν, µαζί µε τα Lucozade και τις ταµπλέτες ιωδίου, κι έτσι επί τρεις ολόκληρες εβδοµάδες ο µπαµπάς µου κι εγώ, κι αυτοί ακόµα οι µουσουλµάνοι, δεν είχαµε τίποτα να πιούµε πέρα από µπίρα! Στο µεσηµεριανό, στο πρωινό, µόνο µπίρα». «Δεν ακούγεται και τόσο χάλια». Έκανε µια γκριµάτσα. «Πήγε να σπάσει το κεφάλι µου από τον πονοκέφαλο. Ντόπια µπίρα, Νέας Γουινέας – µιλάµε για χάλια γεύση. Αυτή µάλιστα! Έχει και βότκα στην κατάψυξη». Ήµουν έτοιµος να δεχτώ για να τον εντυπωσιάσω, αλλά µετά θυµήθηκα την κάψα και τον ποδαρόδροµο που µε περίµενε. «Όχι, ευχαριστώ». Τσούγκρισε το µπουκάλι του µε το δικό µου. «Συµφωνώ. Κάνει υπερβολική ζέστη για να πιεις µέρα. Ο µπαµπάς µου πίνει τόση πολλή, που νεκρώθηκαν τα νεύρα στα πόδια του». «Σοβαρά;» «Λέγεται» –το πρόσωπό του συσπάστηκε στην προσπάθεια να προφέρει σωστά τον ιατρικό όρο– «περιφερική νευροπάθεια» (εκείνος το πρόφερε «περιφέρικη νιουροπάτεια»). «Στον Καναδά, στο νοσοκοµείο, χρειάστηκε να του µάθουν από την αρχή να περπατάει. Πήγαινε να σηκωθεί και σωριαζόταν χάµω, ανοίγει η µύτη του, τρελή φάση». «Πρέπει να ’χει γέλιο», είπα, αναλογιζόµενος εκείνη τη φορά που είχα δει τον δικό µου µπαµπά να πηγαίνει µπουσουλώντας στο ψυγείο για να πάρει πάγο. «Πολύ. Εσένα τι πίνει; Ο µπαµπάς σου;» «Ουίσκι. Όταν πίνει. Υποτίθεται ότι το ’χει κόψει». «Χα!» έκανε ο Μπόρις, µε έναν τρόπο που φανέρωνε ότι το είχε ξανακούσει το ανέκδοτο. «Θα ’πρεπε να το γυρίσει κι ο µπαµπάς µου στο ουίσκι – είναι σχεδόν τζάµπα εδώ. Θες να δεις το δωµάτιό µου;» Περίµενα κάτι στο στιλ του δικού µου δωµατίου, κι έτσι έµεινα εµβρόντητος όταν άνοιξε την πόρτα και αντίκρισα ένα χαώδες αντίσκηνο που βρόµαγε τσιγαρίλα, µε στοίβες βιβλία παντού,
άδεια µπουκάλια µπίρας, σταχτοδοχεία γεµάτα αποτσίγαρα Marlboro και σωρούς από παλιές πετσέτες και άπλυτα ρούχα σκορπισµένα παντού πάνω στη µοκέτα. Τα τοιχώµατα του αντίσκηνου αποτελούνταν από πολύχρωµα σταµπωτά υφάσµατα που κυµάτιζαν –κίτρινο, πράσινο, λουλακί, πορφυρό–, ενώ µια κόκκινη σηµαία µε το σφυροδρέπανο κρεµόταν πάνω από το καλυµµένο µε µπατίκ στρώµα. Ήταν λες και είχε πέσει στη ζούγκλα κάποιος Ρώσος κοσµοναύτης και είχε σκαρώσει ένα πρόχειρο κατάλυµα µε τη σηµαία της χώρας του και όσα σαρόνγκ και υφάσµατα ιθαγενών είχε καταφέρει να µαζέψει. «Εσύ το έφτιαξες αυτό;» ρώτησα. «Το διπλώνω όπως το βλέπεις και το χώνω σε µια βαλίτσα», µου είπε, κάνοντας βουτιά στο πολύχρωµο στρώµα του. «Δε µου παίρνει πάνω από δεκάλεπτο να το ξαναστήσω. Θες να δούµε την ταινία που λέγαµε;» «Μέσα». «Φανταστική ταινία. Την έχω δει έξι φορές. Εκεί που µπαίνει η τύπισσα στο αεροπλάνο της για να τους σώσει...» Ωστόσο, για κάποιο λόγο, δεν καταφέραµε να παρακολουθήσουµε το SOS Παγόβουνο εκείνο το απόγευµα, ίσως επειδή δεν καταφέραµε να σταµατήσουµε την κουβέντα για όσο χρειαζόταν προκειµένου να κατέβουµε στο καθιστικό και να ανάψουµε την τηλεόραση. Ο Μπόρις είχε πολύ πιο ενδιαφέρουσα ζωή απ’ όσους συνοµηλίκους µου είχα γνωρίσει. Απ’ ό,τι κατάλαβα, πήγαινε σχολείο στη χάση και στη φέξη, συνήθως στα πιο άθλια που υπήρχαν – τις περισσότερες φορές στους ερηµότοπους όπου δούλευε ο µπαµπάς του δεν υπήρχαν καν σχολεία για να πάει. «Υπάρχουν κασέτες, ξέρεις», είπε κοιτάζοντάς µε λοξά και πίνοντας µια γουλιά µπίρα. «Και δίνεις εξετάσεις. Αλλά πρέπει να είσαι κάπου όπου υπάρχει ίντερνετ, και µερικές φορές, σε µέρη όπως ο βόρειος Καναδάς ή η Ουκρανία, δεν υπάρχει». «Και τι κάνεις;» Ανασήκωσε τους ώµους. «Διαβάζω πολύ». Ένας καθηγητής στο Τέξας τού είχε κατεβάσει ένα πλάνο της διδακτέας ύλης από το διαδίκτυο, είπε. «Σίγουρα θα είχαν σχολεία στο Άλις Σπρινγκς». Ο Μπόρις γέλασε. «Είχαν, πώς δεν είχαν», είπε, φυσώντας για να αποµακρύνει µια µουσκεµένη τούφα µαλλιά από το µέτωπό του. «Αλλά µετά το θάνατο της µαµάς µου µείναµε για ένα διάστηµα στη Βόρεια Επικράτεια, στη Γη του Άρνεµ, και συγκεκριµένα σε µια κωµόπολη ονόµατι Kαρµεϊγουάλαγκ. Κωµόπολη που λέει ο λόγος, δηλαδή. Στη µέση του πουθενά, χιλιόµετρα από τον πιο κοντινό οικισµό, µερικά τροχόσπιτα για να µένουν οι εργάτες του ορυχείου και ένα βενζινάδικο µε µπαρ στο πίσω µέρος, που σέρβιρε µπίρα, ουίσκι και σάντουιτς. Τέλος πάντων, η γυναίκα του Μικ που διηύθυνε το µπαρ – Τζούντι, αν θυµάµαι καλά; Το µόνο που έκανα» –παύση για να κατεβάσει µια γερή γουλιά από την µπίρα του– «το µόνο που έκανα κάθε µέρα ήταν να παρακολουθώ σαπουνόπερες µε την Τζούντι και να µένω µαζί της πίσω από το µπαρ τα βράδια, όσο ο µπαµπάς µου και το συνεργείο του από το ορυχείο πλακώνονταν στο ξύλο. Ούτε τηλεόραση δεν µπορούσαµε να δούµε στη διάρκεια των µουσώνων. Η Τζούντι φύλαγε τις κασέτες της στο ψυγείο για να µην καταστραφούν». «Από τι θα καταστρέφονταν;» «Από τη µούχλα – µε τέτοια υγρασία... Μούχλα στα παπούτσια, µούχλα στα βιβλία». Ανασήκωσε τους ώµους. «Τότε δε µιλούσα τόσο πολύ όσο τώρα, επειδή δεν ήξερα τόσο καλά
αγγλικά. Πολύ ντροπαλός, καθόµουν πάντα µόνος µου, κλεισµένος στον εαυτό µου. Αλλά η Τζούντι; Μου µιλούσε όπως και να είχε, κι ήταν καλή µαζί µου, αν και δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα απ’ όσα έλεγε. Κάθε πρωί πήγαινα στο µαγαζί κι εκείνη µου ετοίµαζε το ίδιο πρωινό στο τηγάνι. Και βροχή, βροχή, βροχή... Σκούπιζα, έπλενα πιάτα, βοηθούσα να καθαρίσει το µπαρ. Την ακολουθούσα παντού σαν κλωσόπουλο. Αυτό είναι φλιτζάνι, αυτό είναι σκούπα, αυτό είναι σκαµνί, αυτό είναι µολύβι. Αυτό ήταν το σχολείο µου. Τηλεόραση, κασέτες των Duran Duran και του Boy George, όλα στα αγγλικά. Η αγαπηµένη της τηλεοπτική σειρά ήταν Οι Κόρες του Μακ Λέοντ. Τη βλέπαµε πάντα µαζί, κι όταν δεν καταλάβαινα κάτι, δε βαριόταν να µου εξηγεί. Και µιλούσαµε για τις αδερφές, και κλάψαµε όταν η Κλερ σκοτώθηκε στο τροχαίο, και είπε ότι, αν της ανήκε ένα µέρος σαν το Ντρόβερς, θα µ’ έπαιρνε να µείνουµε εκεί και θα ήµασταν ευτυχισµένοι µαζί και θα είχαµε µόνο γυναίκες στη δούλεψή µας, όπως οι Μακ Λέοντ. Ήταν πολύ νέα και όµορφη. Σπαστά ξανθά µαλλιά και µπλε µακιγιάζ στα µάτια. Ο άντρας της τη φώναζε “τσούλα” και “σκατόφατσα”, αλλά εµένα µου θύµιζε την Τζόντι από την αγαπηµένη της σειρά. Όλη µέρα µού µιλούσε και τραγουδούσε – µου έµαθε τα λόγια απ’ όλα τα τραγούδια στο τζουκ µποξ. “Dark in the city, the night is alive...”[1] Πολύ γρήγορα τα µιλούσα σχεδόν φαρσί. “Μίλα αγγλικά, Μπόρις!” Είχα µάθει λίγα αγγλικά στο σχολείο στην Πολωνία –γεια σας, συγνώµη, ευχαριστώ πολύ–, αλλά δύο µήνες µαζί της έλεγα κι έλεγα κι έλεγα! Και δε σταµάτησα να µιλάω από τότε! Ήταν πάντα πολύ καλή κι ευγενική µαζί µου. Κι ας έκλαιγε κάθε µέρα στην κουζίνα επειδή µισούσε τόσο πολύ το Καρµεϊγουάλαγκ». Είχε περάσει η ώρα, αλλά το φως και η λάβρα έξω δεν είχαν υποχωρήσει. «Έι, ψοφάω της πείνας», δήλωσε ο Μπόρις. Σηκώθηκε και τέντωσε τα χέρια του ψηλά, αποκαλύπτοντας µια λωρίδα από το στοµάχι του ανάµεσα στο φθαρµένο τισέρτ και στο παντελόνι αγγαρείας του: βαθουλωµένο και νεκρικά άσπρο, σαν οσιοµάρτυρα που λιµοκτονεί. «Τι έχει για φαΐ;» «Ψωµί και ζάχαρη». «Πλάκα κάνεις!» Ο Μπόρις χασµουρήθηκε και έτριψε τα κατακόκκινα µάτια του. «Θες να πεις ότι δεν έχεις φάει ποτέ ψωµί µε ζάχαρη από πάνω;» «Τίποτ’ άλλο;» Ανασήκωσε βαριεστηµένα τους ώµους. «Έχω ένα κουπόνι για πίτσα. Τι να σου κάνει; Δεν κάνουν διανοµή εδώ πέρα». «Νόµιζα ότι είχατε µάγειρα εκεί που µένατε». «Ναι, είχαµε. Στην Ινδονησία. Και στη Σαουδική Αραβία». Είχε ανάψει τσιγάρο – εγώ είχα αρνηθεί όταν µου πρόσφερε. Φαινόταν κάπως φευγάτος έτσι όπως πηγαινοερχόταν χοροπηδώντας στο δωµάτιο σαν να χόρευε, παρότι δεν υπήρχε µουσική. «Έναν πολύ κουλ τύπο που τον έλεγαν Αµπντούλ Φαταάχ. Θα πει “Υπηρέτης Αυτού που Ανοίγει τις Πύλες της Συντήρησης”». «Πάµε στο δικό µου σπίτι, τότε». Κάθισε βαριά στο κρεβάτι, µε τα χέρια ανάµεσα στα γόνατά του. «Μη µου πεις ότι µαγειρεύει η σουρλουλού». «Όχι, αλλά δουλεύει σ’ ένα µπαρ µε µπουφέ. Μερικές φορές φέρνει φαγώσιµα από κει». «Τέλεια!» είπε ο Μπόρις και σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Είχε κατεβάσει τρεις µπίρες και έπινε την τέταρτη. Στην πόρτα πήρε µια οµπρέλα και µου έδωσε µια δεύτερη. «Τι να την κάνω την οµπρέλα;» Άνοιξε τη δική του βγαίνοντας.
«Είναι πιο δροσερά να περπατάς στη σκιά», είπε, µε το πρόσωπό του να δείχνει µπλαβί κάτω από την οµπρέλα. «Και γλιτώνεις τα εγκαύµατα από τον ήλιο».
[1] Ελαφρώς παραποιηµένοι οι στίχοι της γνωστής επιτυχίας των Duran Duran «Hungry Like the Wolf». (Σ.τ.Μ.)
xii.
ΠΡΙΝ
υπέµενα τη µοναξιά µου µε στωικότητα, χωρίς καλά καλά να συνειδητοποιώ πόσο µόνος ήµουν. Φαντάζοµαι ότι, αν έστω ο ένας από τους δυο µας ζούσε σε ένα υποτυπωδώς κανονικό σπίτι, µε απαγορεύσεις κυκλοφορίας και καθηµερινές αγγαρείες και ενήλικη επιτήρηση, δε θα γινόµασταν αχώριστοι τόσο γρήγορα. Από εκείνη τη µέρα ήµασταν σχεδόν συνέχεια µαζί, µοιραζόµασταν ό,τι φαγώσιµο και λεφτά είχαµε. Στη Νέα Υόρκη είχα µεγαλώσει ανάµεσα σε κοσµογυρισµένα παιδιά που είχαν ζήσει στο εξωτερικό και µιλούσαν τρεις ή τέσσερις γλώσσες, παρακολουθούσαν θερινά σεµινάρια στη Χαϊδελβέργη και περνούσαν τις διακοπές τους στο Ρίο, στο Ίνσµπρουκ ή στο Ακρωτήρι της Αντίµπ. Αλλά ο Μπόρις έβαζε σε όλους τα γυαλιά, πολυταξιδεµένος σαν γερο-θαλασσόλυκος. Είχε καβαλήσει καµήλα, είχε φάει προνύµφες νυχτοπεταλούδας στην Αυστραλία, είχε παίξει κρίκετ, είχε πάθει ελονοσία, είχε ζήσει σαν άστεγος στην Ουκρανία («αλλά µόνο για δύο εβδοµάδες»), είχε ανάψει το φιτίλι σε µια δέσµη δυναµίτη µόνος του, είχε κολυµπήσει σε αυστραλιανά ποτάµια γεµάτα κροκόδειλους. Είχε διαβάσει Τσέχοφ στα ρωσικά και συγγραφείς που δεν είχα καν ακουστά στα ουκρανικά και στα πολωνέζικα. Είχε αντέξει το ζόφο του καταχείµωνου στη Ρωσία, µε το θερµόµετρο να δείχνει σαράντα βαθµούς υπό το µηδέν – ατέλειωτες χιονοθύελλες, χιόνι και µαύρος πάγος, µε µοναδική χαρούµενη πινελιά το πράσινο φοινικόδεντρο από νέον που έκαιγε είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο έξω από το επαρχιακό µπαρ όπου µπεκρούλιαζε ο πατέρας του. Αν και µόλις ένα χρόνο µεγαλύτερος από µένα –στα δεκαπέντε–, είχε κάνει σεξ µε µια κοπέλα στην Αλάσκα την οποία είχε πλευρίσει για να της κάνει τράκα ένα τσιγάρο στο πάρκινγκ έξω από ένα παντοπωλείο. Εκείνη τον είχε ρωτήσει αν ήθελε να καθίσει µαζί της στο αµάξι της, και αυτό ήταν. («Αλλά ξέρεις κάτι;» πρόσθεσε, αφήνοντας τον καπνό να βγει από µια χαραµάδα στη γωνία των χειλιών του. «Δε νοµίζω ότι της πολυάρεσε». «Έτσι λες;» «Α, ναι. Αν και –εσένα θα σ’ το πω– ξέρω ότι δεν το ’κανα σωστά. Νοµίζω ότι παραήταν στριµωγµένα µέσα σ’ εκείνο το αυτοκίνητο».) Κάθε µέρα γυρίζαµε µαζί στο σπίτι µε το λεωφορείο. Στο µισοτελειωµένο Κοινοτικό Κέντρο στην άκρη των Ράντσων Ντεσατόγια, όπου οι πόρτες ήταν κλειδωµένες µε λουκέτα και τα φοινικόδεντρα στέκονταν ξεραµένα στις γλάστρες, υπήρχε µια εγκαταλειµµένη παιδική χαρά, όπου αγοράζαµε αναψυκτικά και λιωµένα ζαχαρωτά από το φθίνον απόθεµα των αυτόµατων πωλητών, αράζαµε έξω στις κούνιες και φλυαρούσαµε καπνίζοντας. Τα ξεσπάσµατα θυµού του και οι µαυρίλες του, που ήταν συχνές, εναλλάσσονταν µε ανεξήγητες εκρήξεις θυµηδίας. Ήταν ατίθασος και µελαγχολικός, µπορούσε να µε κάνει να γελάω µέχρι που πονούσαν τα πλευρά µου, και είχαµε πάντα τόσα πολλά να πούµε, ώστε συχνά χάναµε την αίσθηση του χρόνου και µέναµε έξω να µιλάµε µέχρι που έπεφτε για τα καλά η νύχτα. Στην Ουκρανία είχε δει έναν εκλεγµένο αξιωµατούχο να δέχεται σφαίρα στην κοιλιά καθώς προχωρούσε προς το αµάξι του – απλώς έτυχε να δει τη σκηνή, όχι το δράστη, µόνο τον άντρα µε το στενό πανωφόρι που τσίτωνε στους τετράγωνους ώµους του να πέφτει στα γόνατα µέσα στο σκοτάδι και στο χιόνι. ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΟΡΙΣ
Μου έλεγε για το µικρό σχολείο µε στέγη από ελενίτ κοντά στον καταυλισµό των Τσίπεουα στην Αλµπέρτα, µου τραγουδούσε παιδικά τραγουδάκια στα πολωνέζικα («Στην Πολωνία µας έβαζαν συχνά σαν εργασία στο σπίτι να µαθαίνουµε ένα ποίηµα ή ένα τραγούδι ή µια προσευχή, κάτι τέτοιο, τέλος πάντων») και µου µάθαινε να βρίζω στα ρωσικά («Αυτό είναι γνήσιο mat[1] – κατευθείαν από τα γκουλάγκ»). Και µου διηγήθηκε, ακόµα, πώς είχε προσηλυτιστεί στον ισλαµισµό από το φίλο του τον Μπάµι, το µάγειρά τους στην Ινδονησία: απαρνούµενος το χοιρινό, νηστεύοντας στη διάρκεια του Ραµαζανιού, προσευχόµενος πέντε φορές τη µέρα γονατισµένος προς τη Μέκκα. «Αλλά δεν είµαι µουσουλµάνος πια», εξήγησε, χαράζοντας σχέδια στην άµµο µε το µεγάλο δάχτυλο του ποδιού του. Ήµασταν ξαπλωµένοι ανάσκελα πάνω στο γύρο της παιδικής χαράς, ζαλισµένοι από το στριφογύρισµα. «Εγκατέλειψα το Ισλάµ καιρό τώρα». «Γιατί;» «Επειδή πίνω». (Αυτή ήταν µια άκρως µετριοπαθής δήλωση. Ο Μπόρις έπινε µπίρα µε το ρυθµό που άλλα παιδιά έπιναν Pepsi, ουσιαστικά αρχίζοντας από την ώρα που γυρίζαµε από το σχολείο.) «Και τι έγινε;» απόρησα. «Γιατί πρέπει να το µάθει κάποιος;» Γρύλισε αποδοκιµαστικά. «Επειδή είναι λάθος να παριστάνω τον πιστό, αν δεν τηρώ τους κανόνες του δόγµατος. Θα ήταν ασέβεια στο Ισλάµ». «Μµµ... Παρ’ όλα αυτά... Μπόρις της Αραβίας... Ακούγεται ωραίο!» «Άντε πηδήξου». «Κάτσε, σοβαρά τώρα», είπα γελώντας και ανασηκώθηκα στηριζόµενος στους αγκώνες µου. «Τα πίστευες πραγµατικά όλα αυτά;» «Όλα ποια;» «Ξέρεις... Περί Αλλάχ και Μωάµεθ. “Δεν υπάρχει άλλος Θεός παρά µόνο ο Αλλάχ” και τα σχετικά». «Όχι», απάντησε κάπως πειραγµένος, «αλλά το Ισλάµ ήταν για µένα πολιτικό θέµα». «Δηλαδή, τι εννοείς; “Βοµβιστής των παπουτσιών”[2] κι έτσι;» Γέλασε καγχάζοντας. «Γαµώτο, όχι. Εξάλλου το Ισλάµ δε διδάσκει τη βία». «Τότε, τι;» Ανακάθισε απότοµα και µε κοίταξε καχύποπτα. «Τι εννοείς “τι”; Τι προσπαθείς να πεις;» «Κόφ’ το! Σου έκανα µια απλή ερώτηση». «Η οποία είναι;» «Αν προσηλυτίστηκες στον ισλαµισµό, όπως λες, ποια ήταν τα πιστεύω σου;» Ξάπλωσε πίσω χασκογελώντας. «Πιστεύω; Χα! Εγώ δεν πιστεύω σε τίποτα!» «Τι; Εννοείς τώρα;» «Εννοώ ποτέ. Εντάξει, στην Παναγία µπορεί λίγο. Αλλά στον Αλλάχ και στο Θεό... όχι και τόσο». «Τότε, γιατί στην ευχή ήθελες να γίνεις µουσουλµάνος;» «Επειδή» –άνοιξε τα χέρια του, όπως έκανε µερικές φορές όταν βρισκόταν σε αµηχανία– «ήταν τόσο φανταστικοί άνθρωποι, κι ήταν όλοι φιλικοί µαζί µου». «Είναι µια αρχή».
«Ήταν, πράγµατι. Μου έδωσαν και αραβικό όνοµα: Μπαντρ αλ-Ντιν. Μπαντρ είναι το γεµάτο φεγγάρι, το όνοµα σηµαίνει κάτι σαν “πανσέληνος της πίστης”, αλλά µου είπαν: “Μπόρις, είσαι µπαντρ επειδή φωτίζεις παντού τώρα που έγινες µουσουλµάνος, φωτίζεις τον κόσµο µε την πίστη σου, λάµπεις όπου κι αν πηγαίνεις”. Πολύ µου άρεσε να είµαι µπαντρ. Επίσης, το τζαµί ήταν φανταστικό. Ένα ετοιµόρροπο παλάτι, έβλεπες τα άστρα το βράδυ, πουλιά φώλιαζαν στη σκεπή. Ένας γερο-Ιαβανέζος µας δίδασκε το Κοράνι. Και µε τάιζαν, και ήταν καλοί, και φρόντιζαν να είµαι καθαρός και να έχω καθαρά ρούχα. Μερικές φορές αποκοιµιόµουν πάνω στο χαλάκι της προσευχής µου. Και στη σαλάτ, δηλαδή την προσευχή, την ώρα της αυγής, όταν ξυπνούσαν τα πουλιά, τι φτεροκοπήµατα!» Παρότι η αυστραλοουκρανική προφορά του ήταν πολύ αλλόκοτη, µιλούσε αγγλικά σχεδόν µε τη δική µου ευχέρεια. Και, δεδοµένου του ελάχιστου διαστήµατος που είχε ζήσει στην Αµερική, ήταν πολύ καλός γνώστης των amerikanskii συνηθειών. Δε βαριόταν να µελετάει το φθαρµένο του λεξικό τσέπης (µε το όνοµά του στο κυριλλικό αλφάβητο στο εξώφυλλο και από κάτω, προσεκτικά γραµµένο στα αγγλικά: ΜΠΟΡΙΣ ΒΟΛΟΝΤΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΠΑΒΛΙΚΟΦΣΚΙ), ενώ συνέχεια έβρισκα παλιές χαρτοπετσέτες από το 7-Eleven και χαρτάκια µε λίστες λέξεων και όρων που είχε φτιάξει: χαλιναγωγώ και εξηµερώνω σπουδή τρατορία εξυπνάκιας = kpуmoŭ пaцaн εγγύτητα παράλειψη καθήκοντος Όταν δεν τον κάλυπτε το λεξικό του, συµβουλευόταν εµένα. «Τι σηµαίνει τελειόφοιτος;» µε ρωτούσε, µελετώντας τους πίνακες ανακοινώσεων στους διαδρόµους του σχολείου. «Τι είναι η Οικιακή Οικονοµία; Και τα αρχικά Πολ. Επ.;» Δεν είχε καν ακουστά τα περισσότερα από τα φαγητά που σερβίρονταν στη σχολική καντίνα: φαχίτας, φαλάφελ, γαλοπούλα τετρατσίνι. Αν και ήξερε πολλά για σινεµά και µουσική, είχε µείνει δεκαετίες πίσω. Δεν είχε ιδέα από αθλητικά, παιχνίδια ή τηλεόραση και, πέρα από µερικές µεγάλες ευρωπαϊκές µάρκες, όπως Mercedes και BMW, δεν µπορούσε να ξεχωρίσει το ένα αυτοκίνητο από το άλλο. Μπερδευόταν µε το αµερικανικό νόµισµα, όπως και µε την αµερικανική γεωγραφία µερικές φορές: Σε ποια κοµητεία βρισκόταν η Καλιφόρνια; Μπορούσα να του πω ποια πόλη ήταν η πρωτεύουσα της Νέας Αγγλίας; Αλλά ήταν συνηθισµένος να τα βγάζει πέρα µόνος του. Σηκωνόταν µε χαρά για το σχολείο, κυκλοφορούσε κάνοντας οτοστόπ, υπέγραφε ο ίδιος τους ελέγχους του, έκλεβε από µαγαζιά τα φαγώσιµα και τα σχολικά που χρειαζόταν. Μία φορά την εβδοµάδα περίπου περπατούσαµε χιλιόµετρα µέσα στην αποπνικτική ζέστη, µε µόνη προστασία τον ίσκιο από τις οµπρέλες σαν Ινδονήσιοι ιθαγενείς, για να στριµωχτούµε σαν σαρδέλες στο τοπικό λεωφορείο που ονόµαζαν CAT[3], το οποίο, απ’ όσο µπορούσα να ξέρω, δε χρησιµοποιούσε κανείς εκτός από µεθύστακες, ανθρώπους που παραήταν φτωχοί για να έχουν αυτοκίνητο και παιδιά. Έκανε αραιά δροµολόγια, κι αν το χάναµε, έπρεπε να περιµένουµε κάµποση ώρα για το επόµενο λεωφορείο, αλλά στις στάσεις που έκανε συµπεριλαµβανόταν ένα εµπορικό κέντρο µε ένα απαστράπτον σούπερ µάρκετ µε φουλ κλιµατισµό αλλά ελλιπές προσωπικό, από όπου ο Μπόρις έκλεβε µπριζόλες, βούτυρο, κουτιά τσάι, αγγούρια (τα θεωρούσε τροµερή λιχουδιά),
συσκευασίες µπέικον –ακόµα και σιρόπι για το βήχα, όταν είχα κρυολογήσει µια φορά–, χώνοντάς τα σε ένα άνοιγµα της φόδρας του κακάσχηµου γκρίζου αδιάβροχού του (αντρικού, υπερβολικά µεγάλου πάνω του, µε ώµους που κρέµαγαν και µε µια θλιβερή αίσθηση Ανατολικού Μπλοκ πάνω του, που σε έκανε να σκέφτεσαι φαγητό µε το δελτίο και σοβιετικά εργοστάσια και βιοµηχανικά συγκροτήµατα στη Λβιβ και στην Οδησσό). Ενόσω εκείνος περιφερόταν και φόρτωνε το εσωτερικό της φόδρας του, εγώ κρατούσα τσίλιες στην κορυφή του διαδρόµου, µε τα νεύρα µου τόσο τσιτωµένα, ώστε κάποιες φορές φοβόµουν πως θα λιποθυµούσα. Αλλά σύντοµα άρχισα να γεµίζω κι εγώ τις τσέπες µου µε µήλα και σοκολάτες (άλλη µια κατηγορία τροφίµων που λάτρευε ο Μπόρις), προχωρώντας άφοβα στο ταµείο για να πληρώσω το ψωµί και το γάλα και άλλα είδη που παραήταν ογκώδη για να τα κλέψουµε. Πίσω στη Νέα Υόρκη, όταν ήµουν γύρω στα έντεκα, η µητέρα µου µε είχε γράψει σε µια σειρά µαθηµάτων Παιδιά στην Κουζίνα στο πλαίσιο του θερινού προγράµµατος απασχόλησης, και εκεί έµαθα να φτιάχνω µερικά απλά γεύµατα: χάµπουργκερ, ψητό τυρί (το ετοίµαζα µερικές φορές για βραδινό όταν η µαµά µου δούλευε υπερωρίες) και αυτό που ο Μπόρις αποκαλούσε «αβγά και φρυγανιές». Ο Μπόρις, που καθόταν στον πάγκο κλοτσώντας τα ντουλάπια µε τα τακούνια του και µου µιλούσε ενόσω µαγείρευα, έκανε τη λάντζα µετά. Στην Ουκρανία, µε ενηµέρωσε, κάποιες φορές έκλεβε πορτοφόλια για να αγοράσει κάτι να φάει. «Με κυνήγησαν κάνα δυο φορές», είπε, «αλλά δε µ’ έπιασαν ποτέ». «Ίσως πρέπει να κατέβουµε στο Στριπ καµιά φορά», πρότεινα. Στεκόµασταν όρθιοι στον πάγκο της κουζίνας του σπιτιού µου κρατώντας µαχαίρια και πιρούνια και τρώγαµε τις µπριζόλες µας κατευθείαν από το τηγάνι. «Αν αποφασίζαµε να το δοκιµάσουµε εδώ, θα ήταν το τέλειο πεδίο δράσης. Δεν έχω δει ποτέ τόσους µεθυσµένους ανθρώπους µαζί, κι είναι όλοι τουρίστες». Σταµάτησε να µασάει και µε κοίταξε σοκαρισµένος. «Και γιατί να κάνουµε κάτι τέτοιο; Αφού εδώ είναι παιχνιδάκι να κλέβουµε από τα µαγαζιά, και µάλιστα από τόσο µεγάλα µαγαζιά!» «Λέω...» Τα λεφτά µου από τον έρανο των θυρωρών –που τα ξοδεύαµε µε τον Μπόρις λίγα λίγα, σε αυτόµατους πωλητές και στο 7-Eleven κοντά στο σχολείο µας, το οποίο ο Μπόρις αποκαλούσε «το µαγαζίν»[4]– θα κρατούσαν για λίγο καιρό, αλλά όχι για πάντα. «Χα! Και τι θα κάνεις αν σε συλλάβουν, Πότερ;» ρώτησε, ρίχνοντας ένα µεγάλο κοµµάτι από την µπριζόλα του στο σκύλο, τον οποίο είχε διδάξει να χορεύει στα πισινά του πόδια. «Ποιος θα µαγειρεύει το βραδινό; Και ποιος θα φροντίζει τον Σναπς από δω;» Φώναζε τον Πόπερ, το σκύλο της Ζάντρα, «Άµιλ» και «Νάιτρεϊτ» και «Πόπτσικ» και «Σναπς», ό,τι του ερχόταν εκτός από το κανονικό του όνοµα. Είχα αρχίσει να τον φέρνω µέσα, αν και, θεωρητικά, απαγορευόταν, επειδή σιχαινόµουν να τον βλέπω να τεντώνει την αλυσίδα του προσπαθώντας να δει µέσα από την τζαµαρία και να ξελαρυγγιάζεται στο γάβγισµα. Αλλά µέσα ήταν απρόσµενα ήσυχος. Διψασµένος για λίγη προσοχή, δεν ξεκολλούσε από κοντά µας, ακολουθώντας µας καταπόδας όπου κι αν πηγαίναµε, τρέχοντας πανικόβλητος µαζί µας πάνω κάτω και πέφτοντας στη µοκέτα για έναν υπνάκο όση ώρα ο Μπόρις κι εγώ διαβάζαµε και µαλώναµε κι ακούγαµε µουσική στο δωµάτιό µου. «Σοβαρά τώρα, Μπόρις», είπα, παραµερίζοντας τα µαλλιά από τα µάτια µου (χρειαζόµουν επειγόντως κούρεµα, αλλά δεν ήθελα να ξοδέψω λεφτά), «δε βλέπω καµία διαφορά στο να κλέβει κανείς πορτοφόλια από το να κλέβει µπριζόλες». « Έχει τεράστια διαφορά, Πότερ», διαφώνησε, ανοίγοντας τα χέρια του για να δείξει πόσο
µεγάλη ήταν. «Δεν έχει διαφορά το να κλέψεις έναν εργαζόµενο από το να κλέψεις κάποια µεγάλη πλούσια εταιρεία που καταληστεύει τον κοσµάκη;» «Η Costco δεν καταληστεύει τον κοσµάκη. Είναι εκπτωτικό σούπερ µάρκετ». «Ωραία, τότε. Το να κλέβεις από έναν ιδιώτη αυτά που χρειάζεται για να ζήσει, αυτό είναι το ιδιοφυές σχέδιό σου; Σουτ!» έκανε στο σκύλο, που είχε γαβγίσει κοφτά για να ζητήσει κι άλλη µπριζόλα. «Δε θα έκλεβα από κάποιο φτωχό µεροκαµατιάρη», είπα, ρίχνοντας στον Πόπερ ένα κοµµάτι από τη δική µου µπριζόλα. «Υπάρχουν ένα σωρό λεχρίτες που κυκλοφορούν στο Βέγκας µε τα λεφτά µασούρια». «Λεχρίτες;» «Απατεώνες. Καθάρµατα». «Α!» Το φρύδι του τινάχτηκε ψηλά στο µέτωπό του. «Εντάξει. Όµως, αν κλέψεις λεφτά από κάποιο λεχρίτη, όπως από έναν γκάνγκστερ, για παράδειγµα, αυτός είναι πολύ πιθανό να σου κάνει κακό, όχι;» «Δε φοβόσουν µη σου έκαναν “κακό” στην Ουκρανία;» Ανασήκωσε τους ώµους. «Μπορεί να µε ξυλοφόρτωναν. Αλλά δε θα µε πυροβολούσαν κιόλας». «Να σε πυροβολήσουν;» «Ναι, να µε πυροβολήσουν. Μη µε κοιτάς έτσι απορηµένος. Ποιος ξέρει, σ’ αυτή τη χώρα των καουµπόηδων; Όλοι έχουν όπλο». «Δε σου είπα να κλέψουµε αστυνοµικό, για µεθυσµένους τουρίστες µιλούσα. Τα σαββατόβραδα δε χωράς να περάσεις, τόσοι που είναι». «Χα!» Έβαλε το τηγάνι στο πάτωµα για να αποτελειώσει ο σκύλος ό,τι είχε µείνει. «Το πιο πιθανό είναι να καταλήξεις στη φυλακή, Πότερ. Χαλαρή ηθική, δούλος του χρήµατος. Πολύ κακός πολίτης, φίλε».
[1] Έτσι ονοµάζεται στη Ρωσία η αργκό που περιλαµβάνει πολλές βωµολοχίες και άσεµνες εκφράσεις. (Σ.τ.Μ.) [2] Με αυτό το προσωνύµιο έχει γίνει γνωστός ο Ρίτσαρντ Ριντ, βρετανικής καταγωγής τροµοκράτης που επιχείρησε το 1991 να ανατινάξει επιβατηγό αεροσκάφος της American Airlines µε εκρηκτικά τα οποία είχε κρύψει στα παπούτσια του. (Σ.τ.Μ.) [3] Αρκτικόλεξο για το Citizens Area Transit, κάτι σαν δηµοτική συγκοινωνία. (Σ.τ.Μ.) [4] Έτσι ονοµάζεται το µαγαζί στα ουκρανικά (магазин). (Σ.τ.Μ.)
xiii.
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ –ήταν πια Οκτώβριος, ή κάτι τέτοιο– είχαµε φτάσει να τρώµε µαζί σχεδόν κάθε βράδυ. Ο Μπόρις, που τις περισσότερες φορές είχε κατεβάσει τρεις ή και τέσσερις µπίρες πριν από το δείπνο, συνόδευε το φαγητό του µε καυτό τσάι. Μετά, αφού κατεβάζαµε από ένα σφηνάκι βότκα –µια συνήθεια του Μπόρις που δεν άργησα να υιοθετήσω («Το καλύτερο χωνευτικό», διατεινόταν εκείνος)–, χουζουρεύαµε διαβάζοντας, κάναµε εργασίες για το σχολείο, µαλώναµε κάποιες φορές, ενώ συχνά πίναµε µέχρι να µας πάρει ο ύπνος µπροστά στην τηλεόραση. «Μη φεύγεις!» είπε ο Μπόρις ένα βράδυ στο σπίτι του όταν σηκώθηκα λίγο πριν από το τέλος τού Και οι Εφτά Ήταν Υπέροχοι – στο τελευταίο πιστολίδι, εκεί που ο Γιουλ Μπρίνερ µάζευε τους άντρες του. «Θα χάσεις το καλύτερο!» «Ναι, αλλά κοντεύει έντεκα». Ο Μπόρις, ξαπλωµένος στο πάτωµα, στηρίχτηκε στον αγκώνα του. Με τα µακριά µαλλιά και το στενό στέρνο του, κάτισχνος και καχεκτικός, ήταν, από πολλές απόψεις, το εντελώς αντίθετο του Γιουλ Μπρίνερ, κι όµως υπήρχε µια αλλόκοτη οµοιότητα µεταξύ τους: το ίδιο άγρυπνο, κατεργάρικο βλέµµα, εύθυµο αλλά και κάπως σκληρό ταυτόχρονα, και κάτι µογγολικό ή ταταρικό στο σχήµα των µατιών τους. «Πάρε τηλέφωνο τη Ζάντρα να έρθει να σε πάρει», πρότεινε, πνίγοντας ένα χασµουρητό. «Τι ώρα σχολάει από τη δουλειά της;» «Τη Ζάντρα; Ξέχασέ το». Ο Μπόρις χασµουρήθηκε ξανά και µε κοίταξε µε βλέφαρα βαριά από τη νύστα και το αλκοόλ. «Κοιµήσου εδώ, τότε», είπε, γυρνώντας ανάσκελα για να τρίψει το πρόσωπο µε την ανάστροφη του χεριού του. «Λες να τους λείψεις;» Γιατί, µήπως ήταν σίγουρο ότι θα γύριζαν στο σπίτι; Κάποια βράδια έµεναν έξω. «Αµφιβάλλω», είπα. «Σουτ», έκανε ο Μπόρις και ανακάθισε, παίρνοντας τα τσιγάρα του. «Κοίτα τώρα. Έρχονται οι κακοί». «Την έχεις ξαναδεί την ταινία;» «Ντουµπλαρισµένη στα ρωσικά, αν µπορείς να το πιστέψεις! Αλλά κάτι άθλια ρωσικά. Αδερφίστικα. Αδερφίστικα είναι η λέξη που ψάχνω; Που είναι περισσότερο όπως µιλάνε οι δάσκαλοι παρά οι πιστολάδες, αυτό θέλω να πω».
xiv.
ΑΝ ΚΑΙ
από τη λύπη όσο ζούσα στο σπίτι των Μπάρµπορ, τώρα αναπολούσα το διαµέρισµα της λεωφόρου Παρκ σαν το χαµένο Κήπο της Εδέµ. Και, παρότι είχα πρόσβαση στον υπολογιστή του σχολείου, ο Άντι δεν ήταν ποτέ της αλληλογραφίας και τα µηνύµατα που έπαιρνα σε απάντηση ήταν απελπιστικά απρόσωπα (Γεια σου, Θίο. Ελπίζω να πέρασες καλά στις διακοπές. Ο µπαµπάς αγόρασε καινούριο σκάφος [το Αβεσσαλώµ]. Η µητέρα δε θα πατήσει ούτε το πόδι της, αλλά, δυστυχώς, εγώ δεν έχω περιθώρια επιλογής. Τα γιαπωνέζικα του δεύτερου κύκλου µού προκαλούν πονοκέφαλο, αλλά κατά τ’ άλλα καλά.) Η κυρία Μπάρµπορ απαντούσε φιλότιµα στα γράµµατα που της έστελνα µε το ταχυδροµείο –µια δυο αράδες στις κάρτες αλληλογραφίας µε το µονόγραµµά της, ειδική παραγγελία από το ιστορικό χαρτοπωλείο Dempsey and Carroll–, αλλά δεν υπήρχε ποτέ κάτι προσωπικό. Με ρωτούσε πάντα Πώς είσαι; και έκλεινε µε το Η σκέψη µου είναι µαζί σου, αλλά δεν υπήρξε τίποτα του τύπου Μας λείπεις ή Μακάρι να µπορούσαµε να σε βλέπαµε. Έγραφα στην Πίππα, στο Τέξας, αν και ήταν πολύ άρρωστη για να µου απαντήσει – όµως δεν έτρεχε και τίποτα, αφού τα περισσότερα γράµµατα δεν τα έστειλα ποτέ. ΗΜΟΥΝ ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΟΣ
Αγαπητή Πίππα, Πώς τα πας; Πώς σου φαίνεται το Τέξας; Σε σκέφτοµαι πολύ συχνά. Τελικά, το ίππευσες εκείνο το άλογο που σου αρέσει; Εδώ είναι όλα τέλεια. Αναρωτιέµαι αν κάνει ζέστη εκεί, γιατί εδώ λιώνουµε. Τι χαζοµάρα. Το πέταξα και ξεκίνησα από την αρχή. Αγαπητή Πίππα, Πώς είσαι; Σε σκέφτοµαι πάντα και εύχοµαι να είσαι καλά. Ελπίζω τα πράγµατα να πηγαίνουν καλά είναι άψογα για σένα στο Τέξας. Οµολογώ ότι εδώ είναι µάλλον χάλια, αλλά απέκτησα µερικούς φίλους και έχω αρχίσει να συνηθίζω κάπως. Αναρωτιέµαι, νιώθεις ποτέ νοσταλγία; Εγώ ναι. Μου λείπει πολύ η Νέα Υόρκη. Μακάρι να ζούσαµε πιο κοντά. Πώς είναι το κεφάλι σου τώρα; Καλύτερα, ελπίζω. Λυπάµαι που– «Στο κορίτσι σου γράφεις;» ρώτησε ο Μπόρις, που διάβαζε πάνω από τον ώµο µου ροκανίζοντας ένα µήλο. «Ξεφορτώσου µε». «Τι έπαθε;» θέλησε να µάθει, κι όταν δεν απάντησα: «Τη χτύπησες;». «Ορίστε;» έκανα αφηρηµένα. «Το κεφάλι της... Γι’ αυτό της λες ότι λυπάσαι; Τη χτύπησες ή κάτι τέτοιο;»
«Ναι, πώς», απάντησα ειρωνικά, όµως την επόµενη στιγµή, βλέποντας τη σκοτεινή, γεµάτη ένταση έκφρασή του, κατάλαβα ότι το έλεγε απόλυτα σοβαρά. «Σου φαίνοµαι για τύπος που θα ξυλοφόρτωνε κορίτσια;» Κοφτό ανασήκωµα των ώµων. «Μπορεί να της χρειαζόταν». «Εεε... δε συνηθίζουµε να δέρνουµε τις γυναίκες στην Αµερική». Με κεραυνοβόλησε µε µια αγριεµένη µατιά και έφτυσε ένα κουκούτσι µήλου. «Ναι, σωστά. Οι Αµερικανοί απλώς κατατρέχουν µικρότερες χώρες που έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις». «Κλείσε το στόµα σου κι άσε µε ήσυχο, Μπόρις». Αλλά µε είχε ταράξει µε το σχόλιό του, κι αντί να αρχίσω ένα τρίτο γράµµα προς την Πίππα, προτίµησα να γράψω στον Χόµπι. Αγαπητέ κύριε Χόµπαρτ, Γεια σας, πώς είστε; Καλά, ελπίζω. Δεν έγραψα ποτέ να σας ευχαριστήσω για την καλοσύνη σας τις τελευταίες µου εβδοµάδες στη Νέα Υόρκη. Ελπίζω να είστε καλά, όπως και ο Κόσµο, αν και ξέρω ότι και στους δυο σας λείπει η Πίππα. Πώς είναι; Ελπίζω να κατάφερε να ξαναρχίσει τη µουσική της. Κι ελπίζω ακόµα... Αλλά δεν έστειλα ούτε αυτό. Γι’ αυτό και χάρηκα πάρα πολύ όταν έφτασε ένα γράµµα –ένα µακροσκελές γράµµα, σε αληθινό χαρτί– από... ποιον άλλον από τον Χόµπι; «Τι έχεις εκεί;» µε ρώτησε καχύποπτα ο µπαµπάς µου, αρπάζοντάς το µου από τα χέρια όταν είδε τη σφραγίδα του ταχυδροµείου της Νέας Υόρκης. «Τι...» Πολύ αργά. Είχε ήδη σκίσει το φάκελο. Το διάβασε στα πεταχτά και έχασε κάθε ενδιαφέρον. «Πάρ’ το», είπε, επιστρέφοντάς το µου. «Συγνώµη, µικρέ. Λάθος µου». Το ίδιο το γράµµα ήταν πανέµορφο, ένα πραγµατικό κοµψοτέχνηµα: υπέροχο χαρτί, προσεκτικός γραφικός χαρακτήρας, ένας απόηχος από γαλήνια, πολυτελή δωµάτια. Αγαπητέ Θίο, Θα ήθελα να είχα νέα σου, κι ωστόσο χαίροµαι που δεν είχα, αφού ελπίζω ότι αυτό σηµαίνει πως είσαι πολυάσχολος κι ευτυχισµένος. Εδώ έπεσαν τα φύλλα, η πλατεία Ουάσινγκτον είναι βρεγµένη και κίτρινη, κι έχει αρχίσει να κάνει κρύο. Τα κυριακάτικα πρωινά παίρνω τον Κόσµο και τριγυρίζουµε στο Βίλατζ. Τον παίρνω αγκαλιά και µπαίνουµε στο µαγαζί µε τα τυριά, δεν ξέρω αν είναι νόµιµο, αλλά τα κορίτσια πίσω από τον πάγκο τού φυλάνε πάντα µερικές φλούδες και τρίµµατα από τυρί. Η Πίππα τού λείπει όσο και σ’ εµένα, αλλά δεν του έχει κοπεί η όρεξη – ούτε η δική µου, δυστυχώς. Μερικές φορές τρώµε δίπλα στο τζάκι, τώρα που έρχεται ο χειµώνας. Ελπίζω να έχεις προσαρµοστεί λίγο πολύ εκεί και να έχεις κάνει φίλους. Όταν µιλάω µε την Πίππα στο τηλέφωνο, δεν ακούγεται πολύ ευχαριστηµένη, παρότι η υγεία της παρουσιάζει αισθητή βελτίωση. Θα µπω σ’ ένα αεροπλάνο και θα πάω να τη δω την Ηµέρα των Ευχαριστιών. Δεν ξέρω πόσο θα χαροποιήσει τη Μάργκαρετ η παρουσία µου
εκεί, αλλά η Πίππα µε θέλει, οπότε θα πάω. Αν επιτρέψουν στον Κόσµο να ταξιδέψει µαζί µου στην καµπίνα, µπορεί να τον πάρω µαζί µου. Σου στέλνω µια φωτογραφία που σκέφτηκα ότι µπορεί να σου αρέσει: ένα σεκρετέρ Τσίπεντεϊλ που µόλις έφτασε, έχει πολλή δουλειά, µου είπαν ότι ήταν αποθηκευµένο σε µια καλύβα χωρίς θέρµανση κάπου στο Γουότερβλιτ, στα βόρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, στις όχθες του Χάντσον. Πολύ στραπατσαρισµένο, πολύ γδαρµένο, και το πάνω µέρος σπασµένο στα δύο, αλλά παρατήρησε αυτά τα κυρτά πόδια µε τα πανίσχυρα νύχια, δες πως γαντζώνουν τη σφαίρα! Ίσως τα πόδια να µη φαίνονται τόσο καθαρά στη φωτογραφία, αλλά µπορείς πραγµατικά να δεις την πίεση των νυχιών όπως µπήγονται! Είναι αριστούργηµα και εύχοµαι πραγµατικά να είχε τύχει καλύτερης φροντίδας. Δεν ξέρω αν µπορείς να δεις τα πανέµορφα νερά στο πάνω µέρος – χάρµα οφθαλµών. Όσο για το µαγαζί, το ανοίγω µερικές φορές την εβδοµάδα κατόπιν ραντεβού, αλλά κατά κύριο λόγο απασχολούµαι κάτω στο εργαστήρι, διορθώνοντας πράγµατα που µου στέλνουν διάφοροι πελάτες. Η κυρία Σκόλνικ και κάµποσοι άλλοι στη γειτονιά µε ρωτούσαν για σένα. Εδώ είναι όλα περίπου όπως τα άφησες, µε τη διαφορά ότι η κυρία Τσο στην κορεάτικη αγορά έπαθε ένα ελαφρύ εγκεφαλικό (πολύ ελαφρύ, είναι κιόλας πίσω στη δουλειά). Eπίσης, έκλεισε εκείνο το καφέ στον ποταµό Χάντσον που τόσο µου άρεσε –πολύ λυπηρό. Πέρασα σήµερα το πρωί και φαίνεται ότι θα ξανανοίξει ως... τι να σου πω, δεν ξέρω πώς λέγεται. Κάποιου είδους µαγαζί µε γιαπωνέζικα τεχνολογικά επιτεύγµατα. Βλέπω ότι το ’ριξα στη φλυαρία, όπως πάντα, και µου τελειώνει ο χώρος, αλλά ελπίζω να είσαι γερός κι ευτυχισµένος και να είναι λιγότερο µοναχικά εκεί κάτω απ’ ό,τι ίσως φοβόσουν. Αν υπάρχει κάτι που µπορώ να κάνω για σένα εδώ ή αν µπορώ να σε βοηθήσω µε οποιονδήποτε τρόπο, να είσαι σίγουρος ότι θα το κάνω.
xv.
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΜΠΟΡΙΣ
εκείνο το βράδυ –ξαπλωµένος στη δική µου µεριά του ντυµένου µε µπατίκ στρώµατός του, σκνίπα στο µεθύσι– προσπάθησα να θυµηθώ το πρόσωπο της Πίππα. Αλλά το φεγγάρι φαινόταν τόσο µεγάλο και λαµπερό έξω από το γυµνό παράθυρο, ώστε οδήγησε τη σκέψη µου σε µια ιστορία που µου είχε πει η µητέρα µου από την εποχή που πήγαινε οδικώς µε τη µαµά και τον µπαµπά της σε επιδείξεις αλόγων, βολεµένη στο πίσω κάθισµα της παλιάς τους Buick. Ήταν µακρινές διαδροµές – συχνά µέχρι και δέκα ώρες οδήγησης σε κακοτράχαλες εκτάσεις. Ρόδες λούνα παρκ, πίστες ροντέο στρωµένες µε ροκανίδι, παντού µυρωδιά ποπκόρν και κοπριάς αλόγου. Ένα βράδυ που ήµασταν στο Σαν Αντόνιο και εγώ είχα πάθει νευρική κρίση –ξέρεις, ήθελα το δωµάτιό µου, το σκύλο µου, το κρεβάτι µου–, ο µπαµπάς µε ανέβασε σε µια ρόδα και µου είπε να κοιτάξω το φεγγάρι. «Όταν σε πιάνει νοσταλγία για το σπίτι», µου είπε, «απλώς κοίτα ψηλά. Γιατί το φεγγάρι είναι το ίδιο, όπου κι αν βρίσκεσαι». Έτσι, όταν πέθανε και αναγκάστηκα να πάω στη θεία Μπες, ακόµα και τώρα, να φανταστείς, όταν βλέπω πανσέληνο, είναι σαν να ακούω τον µπαµπά µου να µου λέει να µην κοιτάζω πίσω, ούτε να στενοχωριέµαι, γιατί το σπίτι µου είναι όπου είµαι εγώ. Με φίλησε στη µύτη. Ή µάλλον όπου είσαι εσύ, κουταβάκι µου. Εσύ είσαι πια το κέντρο του κόσµου µου. Ένα θρόισµα δίπλα µου. «Πότερ; Κοιµάσαι;» ρώτησε ο Μπόρις. «Να σε ρωτήσω κάτι;» είπα κατευθείαν. «Πώς φαίνεται το φεγγάρι στην Ινδονησία;» «Τι θες να πεις;» «Ή στη Ρωσία, ας πούµε; Είναι ίδιο όπως εδώ;» Με χτύπησε απαλά µε τους κόµπους των δαχτύλων του στο πλάι του κεφαλιού, µια χειρονοµία που είχα µάθει ότι σήµαινε: χαζούλιακα. «Ίδιο παντού», απάντησε, πνίγοντας ένα χασµουρητό και ανασηκώνοντας τον κορµό του για να στηριχτεί στο φορτωµένο µε δερµάτινα βραχιολάκια καρπό του. «Πώς σου ήρθε;» «Δεν ξέρω», απάντησα, και µετά, ύστερα από µια τεταµένη παύση: «Τ’ άκουσες αυτό;». Μια πόρτα είχε κλείσει µε πάταγο. «Τι είναι;» ρώτησα γυρνώντας προς το µέρος του. Μείναµε να κοιταζόµαστε στα µάτια αφουγκραζόµενοι. Τώρα ακούγονταν φωνές από κάτω: γέλια, άνθρωποι που σκουντουφλούσαν εδώ κι εκεί, ένας κρότος σαν να είχε αναποδογυρίσει κάτι. «Ο µπαµπάς σου;» ρώτησα θορυβηµένος. Και τότε άκουσα µια γυναικεία φωνή, µεθυσµένη και διαπεραστική. Ο Μπόρις ανακάθισε κι αυτός, σκελετωµένος και κάτωχρος στο φως που έµπαινε από το παράθυρο. Ο σαµατάς από κάτω ήταν σαν να πετούσαν πράγµατα και να έσερναν έπιπλα γύρω γύρω. «Τι λένε;» ρώτησα ψιθυριστά. Ο Μπόρις έστησε αφτί. Μπορούσα να δω κάθε προεξοχή και εσοχή στον αυχένα του. «Μαλακίες», είπε. «Τύφλα είναι». Μείναµε καθισµένοι εκεί, να αφουγκραζόµαστε τι γινόταν κάτω – ο Μπόρις µε µεγαλύτερη προσήλωση από µένα. «Ποια είναι αυτή µαζί του;» ρώτησα.
«Κάποια πόρνη». Έστησε αφτί για λίγο, συνοφρυωµένος, µε το προφίλ του να διαγράφεται έντονα κόντρα στο φεγγαρόφωτο, και µετά έγειρε πίσω στο στρώµα του. «Δύο, για την ακρίβεια». Γύρισα από την άλλη και τσέκαρα το iPod µου. Ήταν 03:17 το πρωί. «Γαµώτο!» βόγκηξε ο Μπόρις, ξύνοντας το στοµάχι του. «Γιατί δεν το βουλώνουν;» «Διψάω», είπα διστακτικά έπειτα από µια παύση. «Χα!» ρουθούνισε. «Δε θες να βγεις εκεί έξω τώρα, πίστεψέ µε». «Καλά, τι κάνουν;» ρώτησα. Μια από τις δύο γυναίκες είχε µόλις αφήσει µια στριγκλιά – αν ήταν γέλιο ή κραυγή φόβου, δεν ήξερα. Μείναµε ξαπλωµένοι, άκαµπτοι σαν κούτσουρα, µε το βλέµµα καρφωµένο στο ταβάνι, να ακούµε τους δυσοίωνους ήχους σπασίµατος και κοπανήµατος. «Ουκρανές, σωστά;» ρώτησα λίγο µετά. Αν και δεν καταλάβαινα λέξη απ’ ό,τι έλεγαν, έκανα ήδη αρκετό καιρό παρέα µε τον Μπόρις για να είµαι σε θέση να ξεχωρίσω την προφορά των ουκρανικών από τα ρωσικά. «Άριστα δέκα, Πότερ», απάντησε. «Άναψέ µου ένα τσιγάρο». Το µοιραστήκαµε στο σκοτάδι, µέχρι που ακούσαµε άλλη µια πόρτα να κλείνει παταγωδώς και οι φωνές έσβησαν. Ο Μπόρις άδειασε τον καπνό από τα πνευµόνια του µε ένα ηχηρό ξεφύσηµα και γύρισε στο πλάι για να το σβήσει στο ξέχειλο τασάκι δίπλα στο στρώµα του. «Καληνύχτα», ψιθύρισε. «Καληνύχτα». Αποκοιµήθηκε σχεδόν αµέσως –το κατάλαβα από τη βαθιά ανάσα του–, αλλά εγώ έµεινα ξάγρυπνος για πολλή ώρα, µε ερεθισµένο λαιµό, ζαλισµένος και αναγουλιασµένος από το τσιγάρο. Πώς είχα ξεβραστεί σε αυτή την αλλόκοτη καινούρια ζωή όπου µεθυσµένοι αλλοδαποί γκάριζαν γύρω µου νυχτιάτικα, όλα µου τα ρούχα βροµούσαν κι έζεχναν και δε µ’ αγαπούσε κανείς; Ο Μπόρις ροχάλιζε µακάρια δίπλα µου. Όταν κατάφερα τελικά να κοιµηθώ, κατά το ξηµέρωµα, ονειρεύτηκα τη µητέρα µου: Καθόταν απέναντί µου στο τρένο της Γραµµής 6 του υπόγειου σιδηρόδροµου, ταλαντευόµενη ελαφρώς στη θέση της, µε πρόσωπο γαλήνιο στο τρεµουλιαστό τεχνητό φως. Τι γυρεύεις εδώ; µου είπε. Πήγαινε στο σπίτι! Αµέσως! Θα βρεθούµε στο διαµέρισµα. Με τη διαφορά ότι η φωνή της δεν ήταν ακριβώς σωστή. Κι όταν κοίταξα πιο προσεκτικά, παρατήρησα ότι δεν ήταν καν εκείνη, αλλά κάποια που την παρίστανε. Ξύπνησα µε µια πνιχτή κραυγή και ένα τίναγµα αγωνίας.
xvi.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΜΠΟΡΙΣ ήταν πολύ µυστήρια φιγούρα. Όπως µου εξήγησε ο Μπόρις, έπρεπε να βρίσκεται συχνά στην τοποθεσία του ορυχείου, στη µέση του πουθενά, όπου έµενε µε το συνεργείο του για εβδοµάδες κάθε φορά. «Δεν υποφέρεται», κατέληξε κοφτά. «Είναι συνέχεια τύφλα στο µεθύσι». Το σαραβαλιασµένο αναλογικό ραδιόφωνο στην κουζίνα ανήκε σ’ εκείνον («Από τον καιρό του Μπρέζνιεφ», εξήγησε ο Μπόρις. «Αρνείται να το πετάξει»), όπως και οι ρωσικές εφηµερίδες και οι USA Today που έβρισκα µερικές φορές στο σπίτι. Μια µέρα που µπήκα σε ένα από τα λουτρά (όλα ανεξαιρέτως άθλια, είτε στον επάνω όροφο είτε στον κάτω, χωρίς κουρτίνα στο ντους ή κάλυµµα στη λεκάνη, µε µια µαύρη ουσία να καλύπτει την µπανιέρα), κόντεψα να µείνω στον τόπο βλέποντας ένα από τα κοστούµια του µπαµπά του, µουσκεµένο και δυσώδες, κρεµασµένο σαν κάτι ψόφιο από τη βέργα του ντους. Τραχύ, στραπατσαρισµένο, γεµάτο κόµπους, σε µια καφετιά απόχρωση βολβών που είχαν µόλις βγει από τη γη, έσταζε σχηµατίζοντας µια λασπερή λίµνη στο πάτωµα, σαν κανένα γκόλεµ[1] µε υγρή ανάσα από τα πατρογονικά εδάφη, ή ίσως κάποιο ρούχο που ψάρεψε η αστυνοµία από τα νερά στο πλαίσιο µιας έρευνας. «Τι;» ρώτησε ο Μπόρις βλέποντάς µε να βγαίνω κάτωχρος. «Ο µπαµπάς σου πλένει ο ίδιος τα κοστούµια του;» ρώτησα. «Εδώ στο νιπτήρα;» Γέρνοντας πάνω στον παραστάτη της πόρτας, ο Μπόρις ανασήκωσε διφορούµενα τον ώµο, µασουλώντας το νύχι στον αντίχειρά του. «Πλάκα µου κάνεις!» είπα, κι όταν συνέχισε να µε κοιτάζει απαθής: «Τι; Πες µου τώρα ότι δεν υπάρχουν στεγνοκαθαριστήρια στη Ρωσία!». «Έχει ένα σωρό κοσµήµατα και ακριβά ρούχα», γρύλισε χωρίς να βγάλει το δάχτυλο από το στόµα του. «Ρολόι Rolex, παπούτσια Ferragamo... Μπορεί να πλένει το κοστούµι του όπου θέλει». «Μάλιστα», είπα και άλλαξα θέµα συζήτησης. Πέρασαν αρκετές εβδοµάδες χωρίς να σκεφτώ καθόλου τον πατέρα του Μπόρις, ώσπου έφτασε η µέρα που εκείνος µπήκε καθυστερηµένος στο προχωρηµένο τµήµα Γλώσσας µε µια µεγάλη µελανιά κάτω από το µάτι του. «Α, έφαγα κατάµουτρα µια µπάλα του ράγκµπι», απάντησε ανέµελα όταν η κυρία Σπίαρς (ή «Σπιρσέτσκαγια», όπως την έλεγε εκείνος) τον ρώτησε καχύποπτα τι είχε πάθει. Ήξερα ότι ήταν ψέµα. Ρίχνοντάς του πλάγιες µατιές όπως καθόταν απέναντί µου στο διάδροµο, αναρωτιόµουν σε όλη τη διάρκεια της βαρετής συζήτησής µας για τον Ραλφ Γουάλντο Έµερσον πώς είχε καταφέρει να µαυρίσει το µάτι του αφότου τον είχα αφήσει το προηγούµενο βράδυ για να γυρίσω στο σπίτι και να βγάλω βόλτα τον Πόπερ – η Ζάντρα τον παρατούσε τόσες ώρες δεµένο έξω στην αυλή, που είχα αρχίσει να αισθάνοµαι υπεύθυνος γι’ αυτόν. «Τι έκανες;» τον ρώτησα όταν τον πρόλαβα µετά το µάθηµα. «Ε;» «Πώς µαύρισες το µάτι σου;»
Μου έκλεισε το µάτι. «Ω, έλα τώρα!» απάντησε σκουντώντας µε µε τον ώµο. «Τι; Ήσουν τόσο τύφλα;» «Γύρισε σπίτι ο µπαµπάς µου», απάντησε, και µετά, βλέποντας ότι είχα µείνει κόκαλο: «Τι άλλο, Πότερ; Δηλαδή, τι νόµισες;». «Χριστέ µου, γιατί;» Ανασήκωσε τους ώµους. «Καλά που την είχες κάνει», είπε, τρίβοντας το γερό του µάτι. «Δεν το πίστευα όταν έσκασε µύτη. Κοιµόµουν στον καναπέ κάτω. Στην αρχή νόµισα ότι γύρισες εσύ». «Τι έγινε;» «Αααχ», αναστέναξε θεατρινίστικα ο Μπόρις. Είχε καπνίσει στη διαδροµή για το σχολείο, µπορούσα να το µυρίσω στην ανάσα του. «Είδε τα µπουκάλια της µπίρας στο πάτωµα». «Σε χτύπησε επειδή έπινες;» «Με χτύπησε επειδή είχε πιει τον αναθεµατισµένο Νιαγάρα, γι’ αυτό. Ήταν κόκαλο από το ποτό – νοµίζω ότι δεν ήξερε καν ότι ξυλοφόρτωνε εµένα. Σήµερα το πρωί είδε τη φάτσα µου και µου ζήτησε συγνώµη κλαίγοντας. Τέλος πάντων, θα κάνει καιρό να ξανάρθει». «Πώς έτσι;» «Έχει πολλά να τακτοποιήσει εκεί πέρα, µου είπε. Δε θα φανεί για τρεις εβδοµάδες. Το ορυχείο είναι κοντά σ’ ένα από κείνα τα µέρη µε τα κρατικά µπουρδέλα,[2] ξέρεις τώρα». «Σιγά µην είναι κρατικά», είπα, όµως µετά µπήκα σε σκέψεις: Μήπως ήταν, τελικά; «Τέλος πάντων, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Βγήκε κι ένα καλό όµως: Μου άφησε λεφτούδια». «Πόσα;» «Τέσσερις χιλιάδες». «Πλάκα κάνεις!» «Όχι, όχι». Γέλασε µε την γκάφα του, χτυπώντας το µέτωπό του. «Συγνώµη, σκεφτόµουν σε ρούβλια! Γύρω στα διακόσια δολάρια. Έπρεπε να ζητήσω περισσότερα, αλλά κόµπλαρα». Είχαµε φτάσει σε µια διακλάδωση του διαδρόµου, όπου εγώ έπρεπε να στρίψω για την τάξη της Άλγεβρας και ο Μπόρις για την Αγωγή του Πολίτη – το χειρότερο εφιάλτη του. Ήταν υποχρεωτικό µάθηµα, εύκολο ακόµα και για τα χαλαρά κριτήρια του σχολείου µας, αλλά η προσπάθεια να δώσω στον Μπόρις να καταλάβει τη Διακήρυξη των Δικαιωµάτων και τις σαφώς προσδιορισµένες σε αντιδιαστολή µε τις υπονοούµενες εξουσίες του Αµερικανικού Κογκρέσου µού θύµιζε την τραυµατική εµπειρία µου όταν είχα επιχειρήσει να εξηγήσω στην κυρία Μπάρµπορ τι είναι ο διακοµιστής ίντερνετ. «Λοιπόν, τα λέµε µετά», είπε ο Μπόρις. «Εξήγησέ µου άλλη µια φορά πριν φύγω ποια είναι η διαφορά ανάµεσα στην Οµοσπονδιακή Τράπεζα και στο Οµοσπονδιακό Αποθεµατικό Ταµείο». «Το είπες σε κανέναν;» «Να πω τι;» «Ξέρεις». «Τι, θες να µε καρφώσεις;» ρώτησε γελώντας ο Μπόρις. «Όχι εσένα. Αυτόν». «Και γιατί, παρακαλώ; Εξήγησέ µου γιατί αυτό θα ήταν καλή ιδέα. Για να µε απελάσουν;» «Σωστά», είπα έπειτα από µια αµήχανη παύση. «Λοιπόν, λέω να φάµε έξω σήµερα!» έκανε χαρωπά. «Σε εστιατόριο! Στο µεξικάνικο, ας πούµε». Μετά την αρχική του καχυποψία και κάµποση γκρίνια, ο Μπόρις είχε αρχίσει να
απολαµβάνει το µεξικάνικο φαγητό – άγνωστο στη Ρωσία, όπως µου είπε, αλλά καλούτσικο όταν το συνήθιζες, αν και ούτε που το άγγιζε αν ήταν πολύ καυτερό. «Μπορούµε να πάρουµε το λεωφορείο». «Το κινέζικο είναι πιο κοντά. Κι έχει καλύτερο φαγητό». «Ναι, όµως... θυµάσαι;» «Α, ναι, σωστά», µουρµούρισα. Την τελευταία φορά που είχαµε φάει εκεί την είχαµε κοπανήσει χωρίς να πληρώσουµε το λογαριασµό. «Οπότε το ξεχνάµε».
[1] Στην εβραϊκή παράδοση, το γκόλεµ είναι ένα γλυπτό οµοίωµα ανθρώπου από ξύλο ή πηλό στο οποίο δίνει ζωή µε καβαλιστικά ξόρκια ένας ραβίνος προκειµένου να τον υπηρετεί. (Σ.τ.Μ.) [2] Η πορνεία είναι νόµιµη σε δέκα από τις δεκαεφτά κοµητείες της Πολιτείας της Νεβάδα. (Σ.τ.Μ.)
xvii.
Ο ΜΠΟΡΙΣ ΣΥΜΠΑΘΟΥΣΕ ΤΗ ΖΑΝΤΡΑ πολύ περισσότερο απ’ όσο εγώ: Τσακιζόταν να της ανοίγει τις πόρτες, της έκανε φιλοφρονήσεις για το καινούριο της κούρεµα, προσφερόταν να της κουβαλήσει διάφορα. Άρχισα να τον δουλεύω από τότε που τον τσάκωσα να κρυφοκοιτάζει µέσα στο ντεκολτέ της µια φορά που εκείνη είχε σκύψει να πάρει το κινητό της από τον πάγκο της κουζίνας. «Χριστούλη µου, είναι καυτή!» αποφάνθηκε µόλις ανεβήκαµε στο δωµάτιό µου. «Λες να θυµώσει ο µπαµπάς σου;» «Δε νοµίζω να το πρόσεχε». «Όχι, αλήθεια, τι λες να µου έκανε ο µπαµπάς σου;» «Για ποιο πράγµα;» «Αν µε τσάκωνε µε τη δικιά του». «Ξέρω γω; Μάλλον θα έπαιρνε τους µπάτσους». Ένα κοροϊδευτικό ρουθούνισµα. «Να µε συλλάβουν για τι;» «Όχι εσένα. Αυτή. Για βιασµό ανηλίκου». «Πού τέτοια τύχη!» «Από µένα ελεύθερα, πάντως, πήγαινε πήδα τη», είπα. «Καρφί δε µου καίγεται αν την κλείσουν µέσα». Ο Μπόρις γύρισε µπρούµυτα και µου έριξε µια πονηρή µατιά. «Παίρνει κοκαΐνη, το ξέρεις;» «Τι;» «Κοκαΐνη», επανέλαβε, παριστάνοντας ότι σνιφάρει. «Με δουλεύεις!» είπα, αλλά το αυτάρεσκο χαµόγελό του άλλα έλεγε. «Πώς µπορείς να το ξέρεις;» «Το κατάλαβα. Από τον τρόπο που µιλάει. Και τρίζει τα δόντια της. Παρατήρησέ τη καµιά φορά». Δεν ήξερα τι να παρατηρήσω. Αλλά τότε, ένα απόγευµα που µπήκαµε και έλειπε ο µπαµπάς µου, την είδα να ανασηκώνεται από το τραπεζάκι του σαλονιού µε ένα ρουθούνισµα, κρατώντας πίσω τα µαλλιά της µε το ένα χέρι. Όταν έριξε πίσω το κεφάλι και το βλέµµα της στάθηκε πάνω µας, µεσολάβησε µια στιγµή που µείναµε όλοι βουβοί και µετά η Ζάντρα κοίταξε αλλού, σαν να µην ήµασταν εκεί. Εµείς συνεχίσαµε να προχωράµε, ανεβαίνοντας τις σκάλες για το δωµάτιό µου. Αν και δεν είχα ξαναδεί κανέναν να σνιφάρει ναρκωτικά, δεν είχα καµία αµφιβολία για το τι έκανε. «Σέξι κι όποιος αντέξει», µουρµούρισε ο Μπόρις µόλις έκλεισα την πόρτα. «Πού λες να το κρύβει το πράµα;» «Ξέρω γω;» απάντησα, πέφτοντας βαριά στο κρεβάτι µου. Η Ζάντρα έφευγε – άκουσα το αµάξι της στο χαλικόστρωτο δροµάκι. «Λες να µας έδινε λίγο;»
«Μπορεί και να σου έδινε, εµένα να µου λείπει το βύσσινο». Ο Μπόρις χαµήλωσε και κάθισε στο πάτωµα δίπλα στο κρεβάτι, µε την πλάτη ακουµπισµένη στον τοίχο και τα γόνατα λυγισµένα. «Λες να το πουλάει;» «Αποκλείεται!» αναφώνησα φρίττοντας. «Λες;» «Χα! Τόσο το καλύτερο για σένα, αν πουλάει!» «Με ποια έννοια;» «Μιλάµε για µπόλικο παραδάκι στο σπίτι!» «Ναι, πολύ που µε ωφελεί εµένα αυτό». Κάρφωσε πάνω µου µια πονηρή, υπολογιστική µατιά. «Ποιος πληρώνει τους λογαριασµούς εδώ, Πότερ;» ρώτησε. «Ε...» Ήταν η πρώτη φορά που ερχόµουν αντιµέτωπος µε αυτό το ζωτικής σηµασίας ερώτηµα. «Δεν ξέρω. Ο µπαµπάς µου, νοµίζω. Αν και πρέπει να συνεισφέρει και η Ζάντρα». «Και πού τα βρίσκει τα λεφτά; Ο µπαµπάς σου;» «Μακάρι να ’ξερα. Μιλάει µε διάφορους στο τηλέφωνο και µετά φεύγει από το σπίτι». «Έχει πάρει το µάτι σου κανένα µπλοκ επιταγών εδώ γύρω; Μετρητά;» «Όχι. Ποτέ. Κάποιες µάρκες ίσως». «Που είναι σαν µετρητά», αποφάνθηκε, φτύνοντας ένα φαγωµένο νύχι στη µοκέτα. «Σωστά. Μόνο που δεν µπορείς να τις εξαργυρώσεις στο καζίνο αν είσαι κάτω από δεκαοχτώ». Ο Μπόρις έµπηξε τα γέλια. «Έλα τώρα, στην ανάγκη θα βρίσκαµε τον τρόπο. Σου φοράµε εκείνο το αδερφίστικο σακάκι της σχολικής στολής µε το θυρεό, σε στέλνουµε στο γκισέ, “Με συγχωρείτε, δεσποινίς...”». Τεντώθηκα και του κατάφερα µια γερή γροθιά στο µπράτσο. «Άντε γαµήσου!» είπα, πειραγµένος από τον ξιπασµένο τόνο της φωνής του όπως µε παρίστανε. «Δεν µπορείς να µιλάς έτσι, Πότερ», αντιγύρισε χαιρέκακα ο Μπόρις, τρίβοντας το µπράτσο του. «Δε θα σου δώσουν πεντάρα. Το µόνο που λέω είναι ότι εγώ ξέρω πού είναι το µπλοκ επιταγών του µπαµπά µου, κι αν προκύψει µια έκτακτη ανάγκη...» Τέντωσε τα χέρια του µε τις παλάµες ανοιχτές. «Με πιάνεις;» «Σε πιάνω». «Θέλω να πω, αν χρειαστεί να πλαστογραφήσω µια επιταγή, θα πλαστογραφήσω µια επιταγή», συνέχισε µοιρολατρικά. «Είναι µια παρηγοριά να ξέρω ότι µπορώ. Δε λέω να διαρρήξεις την πόρτα του δωµατίου τους και να ψάξεις τα πράγµατά τους, αλλά, πάλι, καλό θα ήταν να έχεις τα µάτια σου ανοιχτά, γκέγκε;»
xviii.
Ο ΜΠΟΡΙΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ δε γιόρταζαν την Ηµέρα των Ευχαριστιών, ενώ η Ζάντρα και ο µπαµπάς µου είχαν κλείσει τραπέζι για µια Ροµαντική Γιορτινή Απόδραση σε ένα γαλλικό εστιατόριο στο MGM Grand. «Θες να έρθεις µαζί;» µε ρώτησε ο πατέρας µου όταν µε είδε να ξεφυλλίζω το διαφηµιστικό φυλλάδιο στον πάγκο της κουζίνας: καρδούλες και πυροτεχνήµατα και τρικολόρε σηµαίες πάνω από ένα πιάτο µε ψητή γαλοπούλα. «Ή έχεις δικά σου σχέδια για τη γιορτή;» «Όχι, ευχαριστώ». Ήταν καλοσύνη του που µε ρώτησε, αλλά η σκέψη να είµαι µε τον µπαµπά και τη Ζάντρα σε οποιαδήποτε Ροµαντική Γιορτή τους µου προκαλούσε αµηχανία – στην καλύτερη περίπτωση. «Έχω κανονίσει». «Δηλαδή, τι ακριβώς θα κάνεις;» «Θα περάσω τις Ευχαριστίες µε κάποιον άλλο». «Με ποιον;» επέµεινε ο µπαµπάς µου, σε µια σπάνια εκδήλωση γονικού ενδιαφέροντος. «Με κάποιο φίλο;» «Άσε µε να µαντέψω», πετάχτηκε ο Ζάντρα – ξυπόλυτη, µε το µπλουζάκι των Μαϊάµι Ντόλφινς που φορούσε στο κρεβάτι, σκυµµένη µέσα στο ψυγείο. «Με το ίδιο άτοµο που καταβροχθίζει τα µήλα και τα πορτοκάλια που φέρνω στο σπίτι». «Ω, έλα τώρα!» έκανε νυσταγµένα ο µπαµπάς µου, πηγαίνοντας να σταθεί πίσω της για να την αγκαλιάσει από τη µέση, «αφού τον συµπαθείς το Ρώσο µπαγασάκο, τον –πώς τον λένε;– Μπόρις!» «Και βέβαια τον συµπαθώ. Κι ευτυχώς, δηλαδή, γιατί είναι εδώ όλη την ώρα. Γαµώτο!» φώναξε, στρίβοντας για να ξεφύγει από τη λαβή του και χτυπώντας το γυµνό µηρό της. «Ποιος άφησε αυτό το βροµοκούνουπο να µπει µέσα; Θίο, δεν µπορώ να καταλάβω γιατί δε θυµάσαι να κλείνεις την πόρτα για την πισίνα. Σ’ το ’χω πει άπειρες φορές!» «Λοιπόν, ξέρετε, µάλλον θα µπορούσα να περάσω µαζί σας την Ηµέρα των Ευχαριστιών, αν µε θέλετε», είπα στεγνά, ακουµπώντας στον πάγκο της κουζίνας. «Τώρα που το ξανασκέφτοµαι, λέω να ’ρθω». Το πρότεινα µόνο και µόνο για να τσιγκλίσω τη Ζάντρα, και µε µεγάλη µου χαρά είδα ότι το πέτυχα. «Μα η κράτηση είναι για δύο», είπε, τινάζοντας πίσω τα µαλλιά της για να κοιτάξει φουρκισµένη τον µπαµπά µου. «Σίγουρα θα υπάρχει κάποια λύση». «Θα πρέπει να τηλεφωνήσουµε». «Άντε να τηλεφωνήσεις, τότε», της είπε ο µπαµπάς µου και της έριξε µια παιχνιδιάρικη ξυλιά στα οπίσθια, πριν πάει στο σαλόνι να δει τα αποτελέσµατα των αγώνων. Η Ζάντρα κι εγώ µείναµε να κοιταζόµαστε για λίγη ώρα, ώσπου εκείνη απέστρεψε το βλέµµα, λες και µόλις είχε ξεκλέψει µια µατιά σε κάποιο θλιβερό και απαράδεκτο όραµα του µέλλοντος. «Χρειάζοµαι καφέ», είπε άνευρα.
«Δεν ήµουν εγώ που άφησα ανοιχτή την πόρτα». «Δεν ξέρω ποιος το κάνει συνέχεια. Το µόνο που ξέρω είναι ότι αυτοί οι περίεργοι εµπορικοί αντιπρόσωποι της Amway εκεί πέρα δεν άδειασαν το σιντριβάνι τους πριν µετακοµίσουν, και τα κουνούπια έγιναν σύννεφο. Να κι άλλο, να πάρει!» «Κοίτα, µη φορτώνεις. Δε χρειάζεται να έρθω µαζί σας». Άφησε κάτω το κουτί µε τα φίλτρα του καφέ. «Τι θες να πεις;» ρώτησε. «Ν’ αλλάξω την κράτηση, ναι ή ου;» «Τι συνωµοτείτε εσείς οι δύο εκεί πέρα;» φώναξε ο πατέρας µου από το άλλο δωµάτιο, µέσα από τη φωλιά του από λεκιασµένα σουβέρ, άδεια πακέτα τσιγάρων και φύλλα συµπληρωµένα µε τα σκορ του στον µπακαρά. «Τίποτα», φώναξε σε απάντηση η Ζάντρα. Λίγη ώρα µετά, όταν η καφετιέρα άρχισε να βήχει και να φτύνει, έτριψε το µάτι της και είπε µε φωνή βραχνή ακόµα από τον ύπνο: «Δεν είπα ποτέ ότι δεν ήθελα να έρθεις µαζί». «Το ξέρω. Δεν είπα ότι το είπες». Για να συνεχίσω: «Και, για να ξέρεις, δεν αφήνω εγώ ανοιχτή την πόρτα. Ο µπαµπάς την αφήνει, όταν βγαίνει έξω να µιλήσει στο τηλέφωνο». Η Ζάντρα, ανοίγοντας το ντουλάπι για να πάρει την κούπα της µε το λογότυπο της αλυσίδας εστιατορίων Planet Hollywood, µου έριξε µια µατιά πάνω από τον ώµο της. «Δε θα πας στ’ αλήθεια για φαγητό στο σπίτι του, ε;» ρώτησε. «Του µικρού Ρώσου...» «Μπα! Μάλλον θα τη βγάλουµε εδώ χαζεύοντας τηλεόραση». «Θέλεις να σας φέρω κάτι;» «Στον Μπόρις αρέσουν αυτά τα λουκάνικα κοκτέιλ που φέρνεις καµιά φορά. Κι εµένα οι φτερούγες κοτόπουλου. Οι καυτερές». «Τίποτ’ άλλο; Τι λες για κείνα τα µίνι τάκος; Σ’ αρέσουν κι αυτά, έτσι δεν είναι;» «Θα ήταν τέλεια». «Εντάξει. Θα σας βολέψω µια χαρά. Αλλά αφήστε ήσυχα τα τσιγάρα µου, µόνο αυτό σας ζητάω. Δε µε νοιάζει αν καπνίζεις», είπε, σηκώνοντας το χέρι της για να προλάβει τις διαµαρτυρίες µου, «δε σου κάνω κήρυγµα, αλλά κάποιος κλέβει πακέτα από την κούτα µου εδώ, κι έχει φτάσει να µου κοστίζει είκοσι πέντε δολάρια την εβδοµάδα».
xix.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ που είχε εµφανιστεί ο Μπόρις µε µαυρισµένο µάτι είχα πλάσει στη φαντασία µου µια εικόνα του µπαµπά του ως κλασικού σοβιετικού γοµαριού µε κοντόχοντρο λαιµό, γουρουνίσια µάτια και σχεδόν ξυρισµένο κεφάλι. Στην πραγµατικότητα –και για µεγάλη µου έκπληξη, όταν τον συνάντησα τελικά–, ήταν κάτισχνος και ωχρός σαν υποσιτισµένος ποιητής. Ικτερικός, µε βουλιαγµένο στέρνο, κάπνιζε ασταµάτητα, φορούσε φτηνά πουκάµισα που είχαν γαριάσει από το πλύσιµο και έπινε ατέλειωτα φλιτζάνια τσάι µε τόνους ζάχαρη. Αλλά, όταν τον κοίταζες στα µάτια, συνειδητοποιούσες ότι η ασθενικότητά του ήταν απατηλή. Ήταν νευρώδης, παράφορος, πάντα στην τσίτα – µικρόσωµος και µε γωνιώδες πρόσωπο, όπως και ο Μπόρις, αλλά µε κάτι διαβολικό στα φλογισµένα µάτια του και καφετιά πριονωτά δόντια. Μου έφερνε στο νου λυσσασµένη αλεπού. Παρόλο που τον είχα δει στα πεταχτά και τον είχα ακούσει (ή, τέλος πάντων, είχα ακούσει κάποιον που υπέθεσα πως ήταν αυτός) να κάνει φασαρία στο σπίτι του Μπόρις τα βράδια, δεν είχε τύχει να βρεθούµε πρόσωπο µε πρόσωπο µέχρι λίγες µέρες πριν από την Ηµέρα την Ευχαριστιών. Είχαµε µπει στο σπίτι του Μπόρις µετά το σχολείο γελώντας και φλυαρώντας, για να τον βρούµε να κάθεται καµπουριασµένος στο τραπέζι της κουζίνας, µε ένα µπουκάλι και ένα ποτήρι µπροστά του. Παρά τα κουρελιάρικα ρούχα του, φορούσε ακριβά παπούτσια και πολλά χρυσά κοσµήµατα. Κι όταν σήκωσε το κεφάλι και µας κοίταξε µε κατακόκκινα µάτια, κυριολεκτικά µας κόπηκε η λαλιά. Αν και βραχύσωµος και σχεδόν αποστεωµένος, κάτι στο πρόσωπό του σε έκανε να θες να κρατηθείς σε απόσταση. «Γεια σας», είπα διστακτικά. «Γεια σου», ανταπέδωσε µε πέτρινο πρόσωπο και προφορά πολύ βαρύτερη από του γιου του, στον οποίο πέταξε στη συνέχεια κάτι στα ουκρανικά. Ακολούθησε µια σύντοµη στιχοµυθία, την οποία παρακολούθησα σαν υπνωτισµένος. Ήταν πολύ ενδιαφέρον να βλέπω την αλλαγή που συντελούνταν πάνω στον Μπόρις όταν µιλούσε σε άλλη γλώσσα, σαν να ζωντάνευε ξαφνικά ή να έµπαινε σε επιφυλακή, λες και το σώµα του καταλάµβανε ένα διαφορετικό, πιο ικανό άτοµο. Και τότε, εντελώς απροσδόκητα, ο κύριος Παβλικόφσκι µου έτεινε και τα δυο του χέρια. «Ευχαριστώ», είπε βαριά. Αν και φοβόµουν να τον πλησιάσω –ήταν σαν να πλησίαζα ένα αγρίµι–, έκανα µερικά βήµατα και του άπλωσα κι εγώ τα χέρια µου αµήχανα. Τα έκλεισε στα δικά του, που ήταν τραχιά και κρύα. «Είσαι καλό άνθρωπο», µου είπε. Τα µάτια του ήταν κατακόκκινα και σπίθιζαν από την ένταση. Λαχταρούσα να αποστρέψω το βλέµµα, και ντρεπόµουν γι’ αυτό. «Ο Θεός να είναι µαζί σου και να ευλογεί εσένα πάντα», συνέχισε. «Είσαι σαν γιος για µένα. Που άφησες γιο µου να µπει σε οικογένειά σου». Στην οικογένειά µου; Έριξα µια κλεφτή µατιά στον Μπόρις. Ο κύριος Παβλικόφσκι στράφηκε κι αυτός στο γιο του. «Του είπες τι είπα;»
«Είπε ότι είσαι µέλος της οικογένειάς µας», είπε βαριεστηµένα ο Μπόρις, «κι αν υπάρχει κάτι που θα µπορούσε να κάνει για σένα...» Για µεγάλη µου έκπληξη, ο κύριος Παβλικόφσκι µε τράβηξε πάνω του για µια θερµή αγκαλιά, ενώ εγώ έκλεινα τα µάτια και προσπαθούσα να παραβλέψω την παράξενη µυρωδιά του: κρέµα µαλλιών, ιδρωτίλα, αλκοόλ και µια υπερβολικά έντονη, δυσάρεστα βαριά κολόνια. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησα χαµηλόφωνα όταν βρεθήκαµε πια στο δωµάτιο του Μπόρις µε κλειστή την πόρτα. Ο Μπόρις γύρισε τα µάτια του προς τα πάνω. «Άσ’ το, δε θες να ξέρεις». «Καλά, τόσο λιώµα είναι πάντα; Πώς κρατάει τη δουλειά του;» Εκείνος χαχάνισε στεγνά. «Υψηλόβαθµο στέλεχος στην εταιρεία», είπε. «Ή κάτι τέτοιο». Μείναµε στο µισοσκότεινο δωµάτιό του που θύµιζε αντίσκηνο, µέχρι που ακούσαµε το φορτηγάκι του µπαµπά του να βγαίνει από το ιδιωτικό δροµάκι. «Θα κάνει κάµποσο καιρό να γυρίσει», µε πληροφόρησε ο Μπόρις τη στιγµή που άφηνα το σταµπωτό παραπέτασµα να ξαναπέσει στο παράθυρο. «Αισθάνεται άσχηµα που µ’ αφήνει µόνο για τόσο µεγάλα διαστήµατα. Ξέρει ότι πλησιάζει γιορτή και ρώτησε αν θα µπορούσα να µείνω στο σπίτι σου». «Έτσι κι αλλιώς, όλη την ώρα στο σπίτι µου είσαι». «Το ξέρει», απάντησε, τινάζοντας τα µαλλιά από τα µάτια του. «Γι’ αυτό σ’ ευχαρίστησε. Όµως, κι ελπίζω να µη σε πειράζει, του έδωσα λάθος διεύθυνση». «Γιατί;» «Επειδή» –µάζεψε τα πόδια του για να µου κάνει χώρο να καθίσω χωρίς να περιµένει να του το ζητήσω– «µάλλον δε θα χαιρόσουν αν έσκαγε µύτη στο σπίτι σου µες στα µαύρα µεσάνυχτα τύφλα στο µεθύσι. Ξεσηκώνοντας τον πατέρα σου και τη Ζάντρα. Και, κοίτα, αν σε ρωτήσει ποτέ, νοµίζει ότι το επίθετό σου είναι Πότερ». «Γιατί;» «Είναι καλύτερα έτσι», αποκρίθηκε εντελώς ατάραχα. «Άκου µε που σου λέω».
xx.
Ο ΜΠΟΡΙΣ ΚΙ ΕΓΩ ήµασταν ξαπλωµένοι στο πάτωµα µπροστά στην τηλεόραση του σπιτιού µου και χαζεύαµε την παρέλαση της Ηµέρας των Ευχαριστιών που διοργάνωνε το πολυκατάστηµα Macy’s στη Νέα Υόρκη, τραγανίζοντας τσιπς και πίνοντας βότκα. Είχαν περάσει αρκετά από τα γιγάντια µπαλόνια –ο Σνούπι, ο κλόουν των McDonald’s, ο Μποµπ ο Σφουγγαράκης– και µια οµάδα από Χαβανέζους χορευτές µε καλύµµατα των γλουτών και χορταρένιες φούστες έδιναν παράσταση στην πλατεία Χέραλντ. «Χαίροµαι που δεν είµαι στη θέση τους», είπε ο Μπόρις. «Στοίχηµα ότι έχει παγώσει ο πισινός τους». «Ναι», συµφώνησα, αν και δεν είχα µάτια για τα µπαλόνια ή τους χορευτές ή οτιδήποτε είχε να κάνει µε την παρέλαση. Βλέποντας την πλατεία Χέραλντ στην τηλεόραση, ένιωθα λες και ήµουν παγιδευµένος εκατοµµύρια έτη φωτός µακριά από τη Γη και έπιανα σήµατα από τις πρώτες µέρες του ραδιοφώνου, περιγραφές εκφωνητών και χειροκροτήµατα του κοινού από ένα χαµένο πολιτισµό. «Τι βλακόµουτρα! Δεν το πιστεύω ότι ντύθηκαν έτσι. Στο νοσοκοµείο θα καταλήξουν αυτές οι κοπέλες». Όσο κι αν παραπονιόταν για την αφόρητη ζέστη στο Λας Βέγκας, ο Μπόρις πίστευε ακράδαντα ότι καθετί «κρύο» αρρωσταίνει τους ανθρώπους: οι µη θερµαινόµενες πισίνες, το ερκοντίσιον στο σπίτι µου, ακόµα και τα παγάκια στα ποτά. Γύρισε ανάσκελα και µου πάσαρε το µπουκάλι. «Πηγαίνατε σ’ αυτή την παρέλαση µε τη µητέρα σου;» «Μπα». «Γιατί όχι;» µε ρώτησε, δίνοντας στον Πόπερ ένα πατατάκι. «Nekulturny»,[1] απάντησα, χρησιµοποιώντας µια λέξη που είχα µάθει από εκείνον. «Και υπερβολικά πολλοί τουρίστες». Άναψε ένα τσιγάρο και πρόσφερε και σ’ εµένα. «Στενοχωριέσαι;» «Λίγο», παραδέχτηκα, σκύβοντας για να ανάψω από το σπίρτο του. Δεν µπορούσα να βγάλω από το µυαλό µου την περσινή Ηµέρα των Ευχαριστιών. Ήταν σαν ταινία που επαναλαµβανόταν µέσα στο κεφάλι µου χωρίς να µπορώ να τη σταµατήσω: η µητέρα µου να πηγαινοέρχεται ξυπόλυτη, ντυµένη µε το παλιό, σκισµένο στα γόνατα τζιν της, να ανοίγει ένα µπουκάλι κρασί, να µου σερβίρει τζιντζερέιλ σε ποτήρι της σαµπάνιας, να βάζει ελιές σε ένα πιατάκι, να δυναµώνει το στερεοφωνικό, να φοράει για πλάκα τη µαγειρική της ποδιά και να ξετυλίγει το στήθος γαλοπούλας που είχε αγοράσει από την Τσάιναταουν, για να σουφρώσει αµέσως τη µύτη της και να οπισθοχωρήσει αηδιασµένη από τη µυρωδιά, µια µπόχα αµµωνίας που έκανε τα µάτια να δακρύζουν –«Αµάν, Θίο, αυτό το πράγµα είναι χαλασµένο, άνοιξε την πόρτα, σε παρακαλώ!»–, να κατεβαίνει τρέχοντας τη σκάλα κινδύνου κρατώντας το σε απόσταση από το σώµα της, σαν να ήταν άσκαστη χειροβοµβίδα, και να πηγαίνει βολίδα στον κάδο των απορριµµάτων, ενώ εγώ, σκυµµένος έξω από το παράθυρο, έκανα θεατρινίστικους ήχους αναγούλας από ψηλά. Τελικά, είχαµε φάει ένα λιτό γεύµα αποτελούµενο από πράσινα φασόλια κονσέρβας, αποξηραµένα κράνµπερι και αναποφλοίωτο ρύζι µε αµύγδαλα. «Η
Χορτοφαγική Σοσιαλιστική Ηµέρα των Ευχαριστιών µας», είχε σχολιάσει. Δεν είχαµε οργανωθεί σωστά για τη γιορτή, επειδή εκείνη δούλευε εντατικά για να προλάβει µια προθεσµία στη δουλειά. Την επόµενη χρονιά, µου είχε υποσχεθεί (ήµασταν και οι δύο εξαντληµένοι από τα γέλια, για κάποιο λόγο η χαλασµένη γαλοπούλα µάς είχε προκαλέσει ανεξάντλητη θυµηδία), θα νοικιάζαµε αµάξι και θα πηγαίναµε στο φίλο της τον Τζεντ στο Βερµόντ ή θα κάναµε κράτηση σε κάποιο καλό εστιατόριο, όπως το Gramercy Tavern. Μόνο που αυτό το µέλλον δεν είχε έρθει ποτέ, και εγώ γιόρταζα την Ηµέρα των Ευχαριστιών παρέα µε τον Μπόρις µπροστά στην τηλεόραση µε τσιπς και αλκοόλ. «Θα φάµε τίποτα, Πότερ;» µε ρώτησε ο Μπόρις, ξύνοντας το στοµάχι του. «Τι; Πεινάς;» Έγειρε το κεφάλι πρώτα δεξιά και µετά αριστερά: Έτσι κι έτσι. «Εσύ;» «Όχι ιδιαίτερα». Ο ουρανίσκος µου ήταν σαν γυαλόχαρτο από τα πολλά πατατάκια, ενώ είχα αρχίσει να ανακατεύοµαι από τα πολλά τσιγάρα. Ξαφνικά ο Μπόρις διπλώθηκε στα δύο από τα γέλια. «Άκου!» φώναξε, κλοτσώντας µε και δείχνοντας την τηλεόραση. «Το άκουσες αυτό;» «Ποιο;» «Τον ρεπόρτερ. Μόλις ευχήθηκε Χρόνια Πολλά στα παιδιά του. “Τον Μπάσταρδο και την Κέισι”». «Οχ, έλα τώρα!» Ο Μπόρις µονίµως παράκουγε αγγλικές λέξεις, ακουστικές παρανοήσεις που κάποιες φορές είχαν πλάκα, αλλά τις περισσότερες ήταν απλώς εκνευριστικές. «Ακούς εκεί, “τον Μπάσταρδο και την Κέισι”! Άγριο, έτσι; Και καλά το Κέισι, µα να αποκαλεί το ίδιο του το παιδί “µπάσταρδο” σε εθνικό δίκτυο;» «Δεν είπε αυτό». «Α, όχι; Ωραία, και τι είπε, αφού τα ξέρεις όλα;» «Πού θες να ξέρω τι είπε ο µαλάκας;» «Τότε, γιατί διαφωνείς µαζί µου; Γιατί είσαι τόσο σίγουρος πάντα ότι ξέρεις καλύτερα; Τι πρόβληµα έχετε όλοι σ’ αυτή τη χώρα; Πώς κατάφερε αυτό το ηλίθιο έθνος να γίνει τόσο αλαζονικό και πλούσιο; Αµερικανοί... σταρ του σινεµά... άνθρωποι της τηλεόρασης... βαφτίζουν τα παιδιά τους Απλ και Μπλάνκετ[2] και Μπλου και Μπάσταρντ και ό,τι σαχλαµάρα τους περάσει από το µυαλό». «Πού θέλεις να καταλήξεις;» «Ότι η δηµοκρατία δίνει τα περιθώρια για κάθε µαλακία. Βία... απληστία... ηλιθιότητα... όλα επιτρέπονται στους Αµερικανούς, σωστά; Πες µου, τα λέω σωστά;» «Δεν µπορείς να το βουλώσεις, έτσι;» «Εγώ ξέρω τι άκουσα! Είπε “τον Μπάσταρδο”! Να σου πω κάτι; Αν εγώ πίστευα ότι το παιδί µου ήταν µπάσταρδο, σίγουρα θα του έδινα άλλο όνοµα!» Στο ψυγείο υπήρχαν φτερούγες κοτόπουλου και µίνι τάκος και λουκάνικα κοκτέιλ που είχε φέρει η Ζάντρα, καθώς και ντάµπλινγκ από το κινέζικο στο οποίο άρεσε στον µπαµπά µου να τρώει, αλλά, µέχρι να αποφασίσουµε να φάµε κάτι, το µπουκάλι της βότκας (η συνεισφορά του Μπόρις στο γιορτινό τραπέζι) είχε φτάσει στη µέση και νιώθαµε και οι δύο ναυτία. Ο Μπόρις – που κάποιες φορές παρασοβάρευε όταν µεθούσε, υποκύπτοντας σε µια «ρωσίζουσα» τάση να καταπιάνεται µε βαριά θέµατα και αναπάντητα ερωτήµατα– καθόταν πάνω στο µαρµάρινο πάγκο κουνώντας εµφατικά ένα λουκανικάκι καρφωµένο στο πιρούνι του και ρητορεύοντας µανιασµένα περί φτώχειας και καπιταλισµού και κλιµατικής αλλαγής και θλιβερής κατάντιας
του πλανήτη µας. Κάποια στιγµή είπα µες στη θολούρα µου: «Βούλωσ’ το, Μπόρις. Δεν έχω όρεξη να τ’ ακούω όλα αυτά». Είχε ανέβει στο δωµάτιό µου για να πάρει το αντίτυπο του Ουόλντεν που µελετούσαµε στο σχολείο και µου διάβαζε δυνατά ένα µακροσκελές απόσπασµα προς επίρρωσιν κάποιας από τις απόψεις του. Ευτυχώς, ήταν χαρτόδετο, γιατί, όπως το εκσφενδόνισε στο κεφάλι µου, µε βρήκε στο µάγουλο. «Ischézni! Δίνε του!» µου είπε, πρώτα στα ρωσικά και µετά στα αγγλικά. «Αυτό είναι το σπίτι µου, ρε ζώγγολο». Το λουκανικάκι, καρφωµένο ακόµα στο πιρούνι, πέρασε ξυστά πάνω από το κεφάλι µου. Αλλά ήδη γελούσαµε. Μέχρι να έρθει το απόγευµα, ήµασταν τελείως τύφλα: Κυλιόµασταν πάνω στη µοκέτα, βάζαµε τρικλοποδιές ο ένας στον άλλο, γελούσαµε και βριζόµασταν, κυνηγιόµασταν µπουσουλώντας. Η τηλεόραση έδειχνε τώρα έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, και, παρότι µας την έσπαγε η περιγραφή, ήταν τεράστιος κόπος να βρούµε το τηλεχειριστήριο και να αλλάξουµε κανάλι. Ο Μπόρις ήταν τόσο σουρωµένος, που επέµενε να µου µιλάει στα ρωσικά. «Πες τα στ’ αγγλικά ή βούλωσ’ το», είπα, προσπαθώντας να πιαστώ από την κουπαστή της σκάλας και σκύβοντας για να αποφύγω το χτύπηµά του τόσο άτσαλα, που γκρεµοτσακίστηκα και κατέληξα πάνω στο τραπεζάκι του καφέ. «Ty menjá dostál!! Poshël ty!»[3] «Μπλα µπλα µπλα», αντιγύρισα µε κλαψιάρικη κοριτσίστικη φωνή, πεσµένος µπρούµυτα πάνω στη µοκέτα. Το πάτωµα κλυδωνιζόταν και αναπηδούσε σαν κατάστρωµα πλοίου. «Τραγούδα! Ρώσικες αρλούµπες». «Γαµηµένο télik[4]!» έβρισε ο Μπόρις και σωριάστηκε στο πάτωµα δίπλα µου, κλοτσώντας κωµικά προς την τηλεόραση. «Δε θέλω να βλέπω αυτά τα σκατά». «Ε λοιπόν... εννοώ, γαµώτη µου, ούτε εγώ!» είπα, γυρνώντας ανάσκελα και κρατώντας το στοµάχι µου. Δεν κατάφερνα να εστιάσω το βλέµµα, τα πάντα περιβάλλονταν από µια φωτεινή άλω που αλλοίωνε το περίγραµµά τους. «Ας δούµε δελτία καιρού», πρότεινε ο Μπόρις και µπουσούλησε µέχρι την άλλη άκρη του σαλονιού. «Θέλω να δω τον καιρό στη Νέα Γουινέα». «Θα πρέπει να το βρεις, δεν ξέρω το κανάλι». «Στο Ντουµπάι;» ξεφώνισε ο Μπόρις, πέφτοντας στα τέσσερα, για να συνεχίσει µε έναν ορµητικό χείµαρρο στα ρωσικά, από τον οποίο ξεχώρισα µόλις κάνα δυο βρισιές που είχα µάθει. «Angliyski! Μίλα αγγλικά!» «Χιονίζει εκεί κάτω;» – πιάνοντάς µε από τον ώµο και τραντάζοντάς µε. «Αυτός ο βλάκας λέει ότι χιονίζει, ty videsh[5]; Χιονίζει στο Ντουµπάι! Θαύµα, Πότερ, κοίτα!» «Αυτό είναι το Δουβλίνο, χοντροκέφαλε, όχι το Ντουµπάι».[6] «Valí otsyúda! Άντε γαµήσου!» Κάπου εκεί πρέπει να έχασα τις αισθήσεις µου (κλασική περίπτωση όποτε έφερνε βότκα ο Μπόρις), γιατί το επόµενο πράγµα που θυµάµαι είναι το φως να πέφτει από εντελώς διαφορετική γωνία και τον εαυτό µου γονατισµένο κοντά στις συρόµενες τζαµόπορτες, µε µια λίµνη εµετού στη µοκέτα δίπλα µου και µε το µέτωπό µου κολληµένο στο τζάµι. Ο Μπόρις κοιµόταν του καλού καιρού – για την ακρίβεια, ροχάλιζε µακάρια πεσµένος µπρούµυτα στον καναπέ, µε το ένα του µπράτσο να κρέµεται στο πάτωµα. Ο «Πόπτσικ» κοιµόταν επίσης, µε το
µουσούδι του ακουµπισµένο βολικά στο πίσω µέρος του κεφαλιού του Μπόρις. Ήµουνα κοµµάτια. Μια ψόφια πεταλούδα επέπλεε στην επιφάνεια της πισίνας. Αµυδρός µηχανικός βόµβος. Πνιγµένοι γρύλοι και σκαθάρια να στροβιλίζονται στα πλαστικά πλέγµατα των φίλτρων. Από πάνω, ο ήλιος βασίλευε µε µια αδυσώπητη, απάνθρωπη λάµψη, κόκκινες σαν αίµα στιβάδες από σύννεφα, που θύµιζαν σκηνές ερήµωσης και καταστροφής από ταινίες για το τέλος του κόσµου – εκρήξεις ηφαιστειακών νησιών του Ειρηνικού, άγρια ζώα να τρέχουν πανικόβλητα για να ξεφύγουν από κύµατα φωτιάς. Μπορεί και να έκλαιγα, αν δεν ήταν εκεί ο Μπόρις. Αντί γι’ αυτό, πήγα στο λουτρό και ξέρασα ξανά, κι αφού ήπια λίγο νερό από τη βρύση, γύρισα µε ένα µάτσο χάρτινες πετσέτες και προσπάθησα να καθαρίσω το χάλι στη µοκέτα, παρότι δεν έβλεπα µπροστά µου από τον πονοκέφαλο. Ο εµετός είχε µια απαίσια πορτοκαλιά απόχρωση από τις φτερούγες κοτόπουλου µε σος µπάρµπεκιου και δεν έλεγε να καθαρίσει, είχε ποτίσει τη µοκέτα, κι ενόσω την έτριβα µε απορρυπαντικό πιάτων για να βγάλω το λεκέ, προσπαθούσα να βρω παρηγοριά φέρνοντας στο µυαλό µου όµορφες σκηνές από τη Νέα Υόρκη: το διαµέρισµα των Μπάρµπορ µε τις κινέζικες πορσελάνες και τους φιλικούς θυρωρούς, την άχρονη, λιµνάζουσα ατµόσφαιρα του σπιτιού του Χόµπι, µε τα παλιά βιβλία και τα ρολόγια που µετρούσαν θορυβωδώς το χρόνο, τα παλιά έπιπλα, τις βελούδινες κουρτίνες, την πατίνα του παρελθόντος παντού, ήσυχες κάµαρες όπου τα πράγµατα γαλήνευαν και αποκτούσαν νόηµα. Πολλές φορές το βράδυ, όταν ένιωθα να µε πλακώνει η παραδοξότητα του τόπου και της κατάστασης στην οποία είχα βρεθεί, ηρεµούσα τον εαυτό µου ταξιδεύοντας νοερά στο εργαστήρι του, στο πλούσιο άρωµα του µελισσόκερου και του πλανισµένου ροδόξυλου, και από εκεί στη στενή σκάλα που οδηγούσε στο καθιστικό, µε τις σκονισµένες δέσµες φωτός να αναδεικνύουν τα περίτεχνα σχέδια των ανατολίτικων χαλιών. Θα τηλεφωνήσω, σκέφτηκα. Και γιατί όχι; Ήµουν ακόµα αρκετά µεθυσµένος για να το θεωρώ καλή ιδέα. Μόνο που δεν απαντούσε κανείς. Τελικά, ύστερα από δυο τρεις άκαρπες προσπάθειες και ένα µισάωρο απραξίας µπροστά στην τηλεόραση, άρρωστος και κάθιδρος και µε το στοµάχι µου να συσπάται οδυνηρά από τον πόνο καθώς παρακολουθούσα αφηρηµένα το µετεωρολογικό κανάλι –παγετός στους δρόµους, ψυχρά µέτωπα να σαρώνουν τη Μοντάνα–, αποφάσισα να πάρω τηλέφωνο τον Άντι. Πήγα στην κουζίνα, για να µην ξυπνήσω τον Μπόρις. Το σήκωσε η Κίτσι. «Δεν µπορούµε να σου µιλήσουµε», είπε βιαστικά όταν συνειδητοποίησε ότι ήµουν εγώ. «Έχουµε αργήσει. Θα βγούµε έξω για φαγητό». «Πού;» ρώτησα, ανοιγοκλείνοντας τα µάτια. Είχα τέτοιο πονοκέφαλο, που µε το ζόρι στεκόµουν στα πόδια µου. «Στους Βαν Νες, στην Πέµπτη Λεωφόρο. Είναι φίλοι της µαµάς». Στο βάθος µπορούσα να ακούσω τον Τόντι να θρηνεί ακατάληπτα και τον Πλατ να ξεσπάει: «Ξεφορτώσου µε, επιτέλους!». «Μπορώ να πω ένα γεια στον Άντι;» ρώτησα µε το βλέµµα καρφωµένο στο πάτωµα της κουζίνας. «Όχι, αλήθεια, πρέπει να... Έρχοµαι, µαµά!» έσκουξε, αποµακρύνοντας κάπως το ακουστικό. «Ευτυχισµένη Ηµέρα των Ευχαριστιών», µου ευχήθηκε βιαστικά. «Επίσης», ανταπέδωσα. «Και δώσε τους χαιρετισµούς µου σε όλους», συµπλήρωσα, αλλά είχε ήδη κλείσει το τηλέφωνο.
[1] Από τους πιο προσβλητικούς χαρακτηρισµούς στα ρωσικά, σηµαίνει κυρίως «χυδαίος», «ακαλλιέργητος», «φτηνιάρικος», µε κάµποσες ακόµα υποτιµητικές προεκτάσεις. (Σ.τ.Μ.) [2] Blanket (κουβέρτα) ήταν το παρατσούκλι του µικρότερου παιδιού του Μάικλ Τζάκσον, που, όπως είχε εξηγήσει στους δηµοσιογράφους, είχε την έννοια «αυτού που καλύπτει µε αγάπη». (Σ.τ.Μ.) [3] «Μ’ έχεις φέρει µέχρι εδώ! Άντε γαµήσου!» (Ρωσικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.) [4] Χαζοκούτι – εννοώντας την τηλεόραση (ρωσικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [5] Βλέπεις; (Ρωσικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.) [6] Στα αγγλικά οι λέξεις Dublin (Δουβλίνο) και Dubai (Ντουµπάι) ηχούν παρόµοια. (Σ.τ.Μ.)
xxi.
Ο ΦΟΒΟΣ ΜΟΥ για τον πατέρα του Μπόρις είχε καταλαγιάσει σχετικά από τότε που είχε σφίξει τα χέρια µου στα δικά του και µε είχε ευχαριστήσει που φρόντιζα το γιο του. Παρότι ο κύριος Παβλικόφσκι («Κύριος!» επαναλάµβανε χλευαστικά ο Μπόρις και κυλιόταν κάτω από τα γέλια) είχε κάτι το απειλητικό πάνω του, είχα καταλήξει να πιστεύω ότι δεν ήταν τόσο τροµερός όσο φαινόταν. Την εβδοµάδα µετά την Ηµέρα των Ευχαριστιών τον βρήκαµε δύο φορές στην κουζίνα γυρίζοντας από το σχολείο – µασηµένες αβρότητες, τίποτα παραπάνω, όπως καθόταν στο τραπέζι κατεβάζοντας βότκα σαν νεροφίδα και σφουγγίζοντας το υγρό µέτωπό του µε µια χαρτοπετσέτα, µε τα ξανθωπά µαλλιά του να δείχνουν πιο σκούρα από κάποια λαδερή κρέµα µαλλιών, ακούγοντας στη διαπασών ρωσικές ειδήσεις στο σαραβαλιασµένο ραδιόφωνό του. Και µετά ήρθε ένα βράδυ που ήµασταν κάτω στο σαλόνι µαζί µε τον Πόπερ (τον είχα φέρει µε τα πόδια από το σπίτι µου) και βλέπαµε µια παλιά ταινία µε πρωταγωνιστή τον Πίτερ Λόρε και τίτλο Το Τέρας µε τα Πέντε Δάχτυλα, όταν η εξώπορτα έκλεισε µε πάταγο. Ο Μπόρις χτύπησε το χέρι στο µέτωπό του. «Την πατήσαµε!» Πριν καταλάβω τι γινόταν, µου πέταξε τον Πόπερ στην αγκαλιά, µε βούτηξε από το γιακά του πουκαµίσου και µε σήκωσε όρθιο, σπρώχνοντάς µε προς τα πίσω. «Τι...» Ανέµισε κοφτά το χέρι του σαν να έλεγε: Φύγε, φύγε. «Σκύλος», είπε, ξεχνώντας άρθρα και κανόνες του συντακτικού, όπως κάθε φορά που ήταν πολύ πιωµένος ή πολύ ταραγµένος. «Ο µπαµπάς µου θα τον σκοτώσει. Γρήγορα». Διέσχισα τρέχοντας την κουζίνα και βγήκα όσο πιο αθόρυβα µπορούσα από την πίσω πόρτα. Έξω ήταν σκοτάδι πίσσα. Για µία φορά στη ζωή του, ο Πόπερ δεν έβγαλε άχνα. Τον άφησα κάτω, ξέροντας ότι θα έµενε κολληµένος στα πόδια µου, και έκανα το γύρο µέχρι τα παράθυρα του σαλονιού –γυµνά πάντα από κουρτίνες. Ο µπαµπάς του περπατούσε µε µπαστούνι, κάτι που δεν είχα δει µέχρι τότε. Γέρνοντας βαριά πάνω του, µπήκε κουτσαίνοντας στο φωτεινό δωµάτιο, σαν χαρακτήρας θεατρικού έργου. Ο Μπόρις στεκόταν εκεί µε τα µπράτσα σταυρωµένα στο στήθος σαν να αγκάλιαζε τον εαυτό του. Εκείνος και ο πατέρας του τσακώνονταν – ή, πιο σωστά, ο πατέρας του φώναζε θυµωµένα, ενώ ο Μπόρις άκουγε µε σκυµµένο το κεφάλι και µε τα µαλλιά να καλύπτουν το πρόσωπό του, έτσι ώστε το µόνο που µπορούσα να δω ήταν η άκρη της µύτης του. Ξαφνικά, σηκώνοντας το κεφάλι του µε ένα τίναγµα, ο Μπόρις πέταξε κάτι κοφτά και γύρισε να φύγει. Και τότε –µε τέτοια µανιασµένη σβελτάδα, ώστε ίσα που πρόλαβα να δω τι γινόταν– ο κύριος Παβλικόφσκι τινάχτηκε σαν φίδι και κατέβασε το µπαστούνι µε δύναµη στις ωµοπλάτες του Μπόρις, σωριάζοντάς τον κάτω. Πριν εκείνος προλάβει να σηκωθεί –ήταν ακόµα στα τέσσερα–, ο µπαµπάς του τον έριξε πάλι κάτω µε µια κλοτσιά, για να τον βουτήξει στη συνέχεια από το κολάρο του πουκαµίσου και να τον στήσει όρθιο. Ουρλιάζοντας και βρίζοντας στα ρωσικά, τον χαστούκισε άγρια µε την καλή και µε την ανάποδη του κόκκινου, φορτωµένου µε δαχτυλίδια χεριού του. Μετά, στέλνοντάς τον τρεκλίζοντας στη µέση του
δωµατίου, σήκωσε το µπαστούνι του και του κατέβασε τη λαβή στο πρόσωπο. Οπισθοχώρησα από το παράθυρο σοκαρισµένος, τόσο αποπροσανατολισµένος, ώστε σκουντούφλησα και βρέθηκα σωριασµένος φαρδιά πλατιά πάνω σε µια µεγάλη σακούλα σκουπιδιών. Ο Πόπερ, αλαφιασµένος από το σαµατά, έτρεχε πέρα δώθε κλαψουρίζοντας. Κι ενώ πάλευα να σηκωθώ πανικόβλητος, µέσα σε ένα πανδαιµόνιο από κονσέρβες και µπουκάλια, η πόρτα άνοιξε διάπλατα, σχηµατίζοντας ένα φωτεινό κίτρινο παραλληλόγραµµο στο τσιµέντο. Ούτε κι εγώ κατάλαβα για πότε σηκώθηκα, άρπαξα τον Πόπερ στην αγκαλιά µου και άρχισα να τρέχω. Αλλά ήταν µόνο ο Μπόρις. Με πρόλαβε, µε άρπαξε από το µπράτσο και µε έσυρε να συνεχίσουµε το τρέξιµο. «Χριστέ µου!» ψέλλισα, κόβοντας λίγο ταχύτητα σε µια προσπάθεια να κοιτάξω πίσω. «Τι ήταν αυτό;» Πίσω µας, η µπροστινή πόρτα του σπιτιού του Μπόρις άνοιξε διάπλατα. Ο κύριος Παβλικόφσκι ήταν µια σκοτεινή φιγούρα που διαγραφόταν κόντρα στο φως στηριγµένος στην κάσα και ανεµίζοντας απειλητικά τη γροθιά του καθώς έβριζε στα ρωσικά. Ο Μπόρις µε τράβηξε να βιαστώ. «Κουνήσου!» Τρέχαµε σαν τρελοί στο σκοτεινό δρόµο, µε τις σόλες µας να βροντάνε πάνω στην άσφαλτο, ώσπου κάποτε έσβησε η φωνή του µπαµπά του. «Γαµώτο!» βλαστήµησα, βραδύνοντας το βήµα µου σε ρυθµό βαδίσµατος µόλις στρίψαµε στη γωνία. Η καρδιά µου πήγαινε να σπάσει στο στήθος µου, το κεφάλι µου γύριζε. Ο Πόπερ κλαψούριζε και χτυπιόταν για να τον κατεβάσω, οπότε άρχισε να τρέχει σε κύκλους γύρω µας. «Τι συνέβη εκεί πέρα;» «Α, τίποτα», απάντησε ο Μπόρις µε ακατανόητα κεφάτο τόνο, ρουφώντας τη µύτη του πριν τη σκουπίσει µε το χέρι του. «“Τρικυµία σε ποτήρι” λένε οι Πολωνοί. Απλώς ήταν παπόρι». Έσκυψα και στήριξα τα χέρια στα γόνατά µου, παίρνοντας βαθιές ανάσες. «Από την τσατίλα ή από το ποτό;» «Και τα δύο. Ευτυχώς που δεν είδε τον Πόπτσικ, διαφορετικά... δεν ξέρω. Η θέση των ζώων είναι εκτός του σπιτιού. Ορίστε», είπε, σηκώνοντας ψηλά ένα µπουκάλι βότκα σαν τρόπαιο, «κοίτα τι έχω! Το βούτηξα φεύγοντας». Μύρισα το αίµα πάνω του πριν το δω. Το φεγγάρι ήταν στη χάση του –όχι παραπάνω από µια λεπτή φλύδα, όµως φώτιζε αρκετά–, κι όταν σταµάτησα και τον κοίταξα από πάνω µέχρι κάτω, συνειδητοποίησα ότι η µύτη του έτρεχε ποτάµι και το πουκάµισό του είχε µουσκέψει στο αίµα. «Χριστέ µου!» έκανα ασθµαίνοντας. «Είσαι καλά;» «Ας πάµε στην παιδική χαρά να πάρουµε µια ανάσα», πρότεινε ο Μπόρις. Το πρόσωπό του ήταν χάλια: πρησµένο µάτι και ένα άσχηµο αγκυλωτό σκίσιµο στο µέτωπό του, που επίσης αιµορραγούσε ακατάσχετα. «Μπόρις! Πρέπει να πάµε στο σπίτι». Ύψωσε το ένα φρύδι. «Στο σπίτι;» «Στο δικό µου σπίτι. Πού αλλού; Φαίνεσαι άσχηµα». Χαµογέλασε –αποκαλύπτοντας µατωµένα δόντια– και µου έριξε µια αγκωνιά στα πλευρά. «Μπα, χρειάζοµαι ένα ποτό πριν αντικρίσω τη Ζάντρα. Έλα τώρα, Πότερ! Θες να µου πεις ότι εσύ δε χρειάζεσαι κάτι για να καλµάρεις; Ύστερα απ’ όλα αυτά;»
xxii.
ΣΤΟ
οι τσουλήθρες της παιδικής χαράς γυάλιζαν ασηµένιες στο φεγγαρόφωτο. Καθίσαµε στο πεζούλι του άδειου σιντριβανιού, µε τα πόδια µας κρεµασµένα στη στεγνή γούρνα, και αρχίσαµε να πίνουµε, περνώντας το µπουκάλι ο ένας στον άλλο, µέχρι που χάσαµε κάθε αίσθηση του χρόνου. «Ήταν το πιο αλλόκοτο πράγµα που έχω δει ποτέ», είπα, σκουπίζοντας το στόµα µε την ανάστροφη του χεριού µου. Τα άστρα σαν να στροβιλίζονταν στον ουρανό. Ο Μπόρις, µε τα χέρια του για προσκέφαλο και το κεφάλι γερµένο προς τα πίσω ώστε να ατενίζει τον ουρανό, σιγοτραγουδούσε στα πολωνέζικα. ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΜΜΕΝΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
Wszystkie dzieci, nawet źle, Pogrążone są we śnie, A Ty jedna tylko nie. A-a-a, a-a-a...[1] «Γαµώτο µου, είναι τροµακτικός!» είπα. «Ο µπαµπάς σου». «Ναι», συµφώνησε εκείνος ανέµελα, σκουπίζοντας το στόµα του στον ώµο του αιµατοβαµµένου πουκαµίσου του. «Έχει σκοτώσει, ξέρεις. Μια φορά ξυλοκόπησε έναν τύπο µέχρι θανάτου κάτω στο ορυχείο». «Τρίχες!» «Όχι, αλήθεια! Στη Νέα Γουινέα έγινε. Προσπάθησε να το παρουσιάσει ως ατύχηµα, ότι τάχα έπεσαν κάτι βράχια και τον σκότωσαν, αλλά και πάλι χρειάστηκε να φύγουµε από κει άρον άρον». Το στριφογύρισα για λίγο στο µυαλό µου. «Ο µπαµπάς σου δεν είναι... χµ... και πολύ γεροδεµένος», παρατήρησα. «Θέλω να πω, ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πώς...» «Δεν τον σκότωσε µε τις γροθιές του. Με ένα... Να δεις πώς το λέτε;» Έκανε µια κίνηση σαν να χτυπούσε µια επιφάνεια µε τα δυο του χέρια. «Σωληνοκάβουρα!» Έµεινα αµίλητος. Κάτι στην κίνηση του Μπόρις όπως κατέβαζε µε δύναµη το φανταστικό σωληνοκάβουρα προσέδιδε ανατριχιαστική αληθοφάνεια στην ιστορία. Παλεύοντας εδώ και ώρα να ανάψει ένα τσιγάρο, έβγαλε ένα σύννεφο καπνού αναστενάζοντας. «Θες;» Μου το έδωσε και άναψε δεύτερο για τον εαυτό του, τρίβοντας το σαγόνι του µε τους κόµπους των δαχτύλων του. «Αχ!» έκανε σιγανά. «Πονάς;» Γέλασε νυσταγµένα και µου έριξε µια γροθιά στον ώµο. «Εσύ τι λες, µπουµπούνα;» Πριν περάσει πολλή ώρα, χτυπιόµασταν στα γέλια και µπουσουλάγαµε στα χαλίκια, ανίκανοι να σταθούµε στα πόδια µας. Αν και τύφλα στο µεθύσι, ένιωθα το µυαλό µου να
λειτουργεί στο φουλ, ψυχρό και αλλόκοτα νηφάλιο. Κάποια στιγµή ξεκινήσαµε –µες στη βρόµα και οι δύο από το κύλισµα στο έδαφος– τρεκλίζοντας για το σπίτι µέσα σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι, προσπερνώντας σειρές από εγκαταλειµµένα σπίτια, µε τη νύχτα της ερήµου να απλώνεται αχανής γύρω µας, τα αστέρια να τρεµοσβήνουν στον ουρανό και τον Πόπτσικ να τρέχει ξοπίσω µας όπως κάναµε οχτάρια στην άσφαλτο, γελώντας τόσο τρανταχτά, ώστε καταλήξαµε δυο τρεις φορές να σταθούµε στην άκρη του δρόµου µε το στοµάχι µας να συσπάται, έτοιµοι να κάνουµε εµετό. Ο Μπόρις τραγουδούσε µε όλη του τη δύναµη τον ίδιο σκοπό όπως και πριν: A-a-a, a-a-a, Byly sobie kotki dwa. A-a-a, kotki dwa, Szarobure– Του έριξα µια κλοτσιά. «Στ’ αγγλικά!» «Κάτσε να σ’ το µάθω. A-a-a, a-a-a...» «Πες µου µόνο τι λέει». «Καλά, θα σου πω. Ήταν κάποτε δυο µικρά γατιά...» άρχισε να τραγουδάει, ...Ήταν και τα δύο γκριζοκάστανα. Α-α-α– «Δυο µικρά γατιά;» Επιχείρησε να µε χτυπήσει και παραλίγο να σωριαστεί κάτω. «Άντε πηδήξου! Δεν έφτασα ακόµα στο καλύτερο». Σκουπίζοντας το στόµα µε το χέρι του, έριξε πίσω το κεφάλι και τραγούδησε: Ω, κοιµήσου, αγάπη µου γλυκιά, Και θα σου χαρίσω αστέρια λαµπερά. Όλα τα παιδιά κοιµούνται τώρα βαθιά, Όλα τα παιδιά, ακόµα και τα κακά, Εκτός από σένα, όλα τα παιδιά. Α-α-α, α-α-α... Ήταν κάποτε δυο µικρά γατιά... Όταν φτάσαµε τελικά στο σπίτι µου –κάνοντας φοβερό σαµατά, αλλά σκουντώντας ο ένας τον άλλο να κάνει ησυχία–, βρήκαµε το γκαράζ άδειο. Δεν ήταν κανείς στο σπίτι. «Δοξασµένο τ’ όνοµά Του!» αναφώνησε µε θέρµη ο Μπόρις και ξαπλώθηκε στο τσιµέντο για να ευχαριστήσει τον Μεγαλοδύναµο. Τον βούτηξα από το γιακά του πουκαµίσου του. «Σήκω πάνω!» Μέσα, κάτω από τα φώτα, είδα καθαρά πλέον το χάλι του: παντού αίµα, το µάτι του πρησµένο τόσο, ώστε να ανοίγει µόνο µια σχισµή. «Στάσου λίγο», είπα, αδειάζοντάς τον στη µέση της µοκέτας του καθιστικού και πηγαίνοντας
τρεκλίζοντας µέχρι το λουτρό για να βρω κάτι να περιποιηθώ το σκίσιµο στο µέτωπό του. Όµως δεν υπήρχε τίποτα πέρα από σαµπουάν και ένα µπουκάλι πράσινο άρωµα που είχε κερδίσει η Ζάντρα στο πλαίσιο κάποιας διαφηµιστικής καµπάνιας στο καζίνο Wynn. Μέσα στη θολούρα µου, θυµήθηκα τη µητέρα µου να λέει κάποτε ότι το άρωµα µπορεί να χρησιµοποιηθεί εν ανάγκη ως αντισηπτικό, κι έτσι γύρισα στο καθιστικό, όπου ο Μπόρις συνέχιζε να είναι ξαπλωµένος στο πάτωµα, µε τον Πόπερ να οσµίζεται ανήσυχα το µουλιασµένο στο αίµα πουκάµισό του. «Περίµενε», είπα, σπρώχνοντας το σκύλο στην άκρη για να σφουγγίσω το µατωµένο σηµείο στο µέτωπό του µε ένα υγρό πανί. «Μην κουνιέσαι». Ο Μπόρις τραβήχτηκε µακριά µε ένα γρύλισµα. «Τι στην ευχή κάνεις;» «Σκασµός!» τον πρόσταξα, παραµερίζοντας τα µαλλιά από τα µάτια του. Μουρµούρισε κάτι στα ρωσικά. Προσπάθησα να είµαι προσεκτικός, αλλά ήµουν το ίδιο µεθυσµένος µ’ εκείνον, κι όταν ψέκασα την πληγή µε άρωµα, στρίγκλισε και µου έριξε µια γροθιά στο στόµα. «Τι σ’ έπιασε;» φώναξα, αγγίζοντας το χείλι µου. Είχε µατώσει. «Κοίτα τι µου ’κανες!» «Blyad!»[2] φώναξε, βήχοντας και µαστιγώνοντας τον αέρα µε το χέρι του. «Τι είναι αυτό που µε πασάλειψες; Βροµάω σαν πουτάνα!» Έβαλα τα γέλια. Δεν µπορούσα να κρατηθώ. «Μπάσταρδε!» βρυχήθηκε και µε έσπρωξε τόσο δυνατά, που σωριάστηκα κάτω. Αλλά γελούσε κι αυτός. Μου έτεινε το χέρι για να µε βοηθήσει να σηκωθώ, αλλά το κλότσησα. «Άντε πηδήξου!» κατάφερα µε δυσκολία να ψελλίσω, ξεκαρδισµένος στα γέλια. «Μυρίζεις σαν τη Ζάντρα!» «Χριστέ µου, δεν µπορώ να πάρω ανάσα! Πρέπει να το βγάλω από πάνω µου!» Βγήκαµε τρεκλίζοντας έξω, πετώντας τα ρούχα από πάνω µας, πηδώντας στο ένα πόδι για να βγάλουµε το παντελόνι µας, και πηδήξαµε ταυτόχρονα στην πισίνα. Πολύ κακή ιδέα, συνειδητοποίησα –πολύ αργά– στα κλάσµατα του δευτερολέπτου που ήµουν στον αέρα πριν πέσω στο νερό, τύφλα στο µεθύσι και ψόφιος στην κούραση. Το παγωµένο νερό µε τύλιξε τόσο απότοµα, που µου έκοψε εντελώς την ανάσα. Βγήκα στην επιφάνεια παλεύοντας µε νύχια και µε δόντια – τα µάτια µου έτσουζαν, το χλώριο µου έκαιγε τη µύτη. Ένας πίδακας νερού µε χτύπησε στα µούτρα, όµως πρόλαβα να φτύσω κι εγώ µια ρουκέτα καταπάνω του. Ήταν µια άσπρη θολούρα µες στο σκοτάδι, ρουφηγµένα µάγουλα και µαύρα µαλλιά κολληµένα στα πλαϊνά του κεφαλιού του. Γελώντας, αρχίσαµε να παλεύουµε, παρότι τα δόντια µου χτυπούσαν από το κρύο και ένιωθα υπερβολικά µεθυσµένος και αδύναµος για να παιδιαρίζω µέσα σε νερό βάθους δυόµισι µέτρων. Ο Μπόρις βούτηξε. Ένα χέρι τυλίχτηκε στον αστράγαλό µου και µε τράβηξε κάτω από την επιφάνεια, οπότε βρέθηκα να κοιτάζω ένα σκοτεινό τείχος από φυσαλίδες. Τραβήχτηκα απότοµα. Πάλεψα να ελευθερωθώ. Ήταν σαν να είχα βρεθεί πίσω στο µουσείο ξανά, παγιδευµένος µέσα στο σκοτεινό κενό, χωρίς δίοδο διαφυγής πάνω ή κάτω. Χτυπιόµουν και στριφογύριζα, ασφυκτιώντας –εναγώνιες µπουρµπουλήθρες να αιωρούνται µπροστά στα µάτια µου, υποβρύχια καµπανάκια, σκοτάδι... Και τότε, πάνω που ήµουν έτοιµος να γεµίσω τα πνευµόνια µου, κι ας ήταν και µε νερό, κατάφερα να ελευθερωθώ και τινάχτηκα στην επιφάνεια. Παλεύοντας να πάρω ανάσα, γαντζώθηκα στο χείλος της πισίνας ασθµαίνοντας. Όταν καθάρισε η όρασή µου, είδα τον Μπόρις να κατευθύνεται βήχοντας και βλαστηµώντας προς τη
ρηχή πλευρά της πισίνας και τα σκαλοπάτια. Ξεφυσώντας µε οργή, όρµησα ξοπίσω του µε απλωτές και δρασκελιές και κατάφερα να του βάλω τρικλοποδιά. Έσκασε µε τα µούτρα στο νερό. «Μαλάκα!» έσκουξα όταν ξαναβγήκε στην επιφάνεια. Προσπαθούσε να πει κάτι, αλλά του πέταξα νερό στο πρόσωπο, ξανά και ξανά, και µετά τον άρπαξα από τα µαλλιά και του βύθισα το κεφάλι κάτω από την επιφάνεια. «Μαλακισµένο κωλόπαιδο!» ούρλιαξα όταν αναδύθηκε βαριανασαίνοντας, µε το πρόσωπό του να στάζει νερά. «Μη µου το ξανακάνεις ποτέ αυτό!» Είχα και τα δυο µου χέρια στους ώµους του και ήµουν έτοιµος να τον σπρώξω κάτω από το νερό, να τον κρατήσω εκεί µέχρι να του φύγει η µαγκιά, όταν άπλωσε το χέρι του και µε άρπαξε από το µπράτσο, οπότε συνειδητοποίησα ότι ήταν κάτωχρος και έτρεµε σαν το ψάρι. «Σταµάτα», ψέλλισε αδύναµα – και τότε είδα πόσο θολά και παράξενα ήταν τα µάτια του. «Έι!» είπα. «Είσαι καλά;» Αλλά δεν µπορούσε να απαντήσει, πνιγµένος στο βήχα. Η µύτη του αιµορραγούσε ξανά, µε το αίµα να αναβλύζει σκουρόχρωµο ανάµεσα στα δάχτυλά του. Τον βοήθησα να σταθεί στα πόδια του και καταρρεύσαµε µαζί στα σκαλοπάτια της πισίνας, µισοί µέσα και µισοί έξω από το νερό, υπερβολικά εξαντληµένοι για να συρθούµε κάπου στεγνά.
[1] Στίχοι από δηµοφιλές πολωνέζικο παιδικό τραγουδάκι (νανούρισµα) µε τίτλο «Δυο Μικρά Γατιά» («A-a-a, Kotki Dwa»). (Σ.τ.Μ.) [2] Η πόρνη στα ρωσικά. «Γαµώ την πουτάνα µου!» θα λέγαµε στα ελληνικά. (Σ.τ.Μ.)
xxiii.
ΜΕ ΞΥΠΝΗΣΕ το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Ήµασταν στο κρεβάτι µου, µε βρεγµένα µαλλιά, µισοντυµένοι, τρέµοντας από το κρύο του ερκοντίσιον, µε τον Πόπερ να ροχαλίζει ανάµεσά µας. Τα σεντόνια ήταν υγρά και βροµούσαν χλώριο. Το κεφάλι µου πήγαινε να σπάσει από τον πόνο και είχα µια απαίσια µεταλλική γεύση στο στόµα µου, λες και όλη νύχτα πιπίλιζα µια χούφτα κέρµατα. Έµεινα τελείως ακίνητος, σίγουρος ότι θα ξέρναγα τα σωθικά µου αν κουνούσα το κεφάλι µου έστω και ένα χιλιοστό, και µετά ανακάθισα, αργά και προσεκτικά. «Μπόρις;» είπα, τρίβοντας το µάγουλό µου µε την παλάµη µου. Η µαξιλαροθήκη είχε καφετιούς λεκέδες από ξεραµένο αίµα. «Ξύπνησες;» «Οχ, Θεέ µου!» βόγκηξε, κάτωχρος και µουσκεµένος στον ιδρώτα, γυρίζοντας µπρούµυτα και µπήγοντας τα νύχια του στο µαξιλάρι. Ήταν γυµνός, πέρα από τα δερµάτινα βραχιόλια του αλά Σιντ Βίσιους και κάτι που έµοιαζε πολύ µε δικό µου εσώρουχο. «Θα κάνω εµετό». «Όχι εδώ». Τον κλότσησα. «Όρθιος!» Έφυγε τρεκλίζοντας και µουρµουρίζοντας µέσα από τα δόντια του. Τον άκουσα να ξερνάει στο µικρό λουτρό του δωµατίου µου. Οι ήχοι µού προκάλεσαν αναγούλα, αλλά και µια έκρηξη γέλιου, που πρόλαβα να πνίξω στο µαξιλάρι µου. Όταν ξαναγύρισε, παραπαίοντας και κρατώντας το κεφάλι του, σοκαρίστηκα βλέποντας το µαυρισµένο µάτι του, το ξεραµένο αίµα στα ρουθούνια του, το χοντρό κάκαδο στην πληγή του µετώπου του. «Χριστέ µου!» µουρµούρισα. «Φαίνεται άσχηµο. Χρειάζεσαι ράµµατα». «Ξέρεις κάτι;» είπε ο Μπόρις, κάνοντας βουτιά στο στρώµα. «Τι;» «Αργήσαµε για το αναθεµατισµένο το σχολείο!» Γυρίσαµε ανάσκελα και ξεσπάσαµε σε γέλια. Παρά την εξάντληση και τη ναυτία µου, ένιωθα ότι θα γελούσα µέχρι να πεθάνω. Ο Μπόρις κρεµάστηκε στην άκρη του στρώµατος, ψηλαφίζοντας µε το ένα χέρι το πάτωµα δίπλα στο κρεβάτι. Την επόµενη στιγµή το κεφάλι του πρόβαλε ξανά. «Α! Τι έχουµε εδώ;» Ανακάθισα και άπλωσα µε λαχτάρα το χέρι µου για το ποτήρι µε το νερό – ή αυτό που πέρασα για νερό, µέχρι που µου το κόλλησε στη µύτη και µόρφασα µε αηδία. Ο Μπόρις ούρλιαξε. Ούτε που κατάλαβα για πότε βρέθηκε από πάνω µου – όλο αιχµηρά κόκαλα και κολλώδες δέρµα, ζέχνοντας ιδρώτα και εµετό και κάτι άλλο, σάπιο και βροµερό, σαν λιµνάζον νερό σε βάλτο. Με τσίµπησε δυνατά στο µάγουλο και έχυσε το ποτήρι µε τη βότκα στο πρόσωπό µου. «Ώρα για το φάρµακό σου! Ω, έλα τώρα!» µε µάλωσε όταν πέταξα το ποτήρι από το χέρι του και τον χτύπησα στο στόµα – ξώφαλτσα, ευτυχώς. Ο Πόπερ γάβγιζε ενθουσιασµένος. Ο Μπόρις µου έκανε κεφαλοκλείδωµα, µάζεψε τη λερή µπλούζα µου από την προηγούµενη µέρα και προσπάθησε να µου τη χώσει στο στόµα, αλλά εγώ πρόλαβα να στρίψω και να τον πετάξω κάτω από το κρεβάτι, στέλνοντάς τον µε το κεφάλι στον τοίχο. «Άου! Γαµώτο!» έκανε, τρίβοντας
νυσταγµένα τη µούρη µε το χέρι του και χασκογελώντας. Σηκώθηκα παραπαίοντας, καθώς µε έκοβε κρύος ιδρώτας, και πήγα τρεκλίζοντας στο λουτρό, όπου άδειασα τα περιεχόµενα του στοµαχιού µου στη λεκάνη µε µια δυο ασυγκράτητες ρουκέτες, στηριζόµενος στον τοίχο µε το ένα µου χέρι. Μπορούσα να τον ακούσω να γελάει από το διπλανό δωµάτιο. «Δύο δάχτυλα στο λαιµό!» µου φώναξε, προσθέτοντας κάτι που δεν άκουσα, διπλωµένος στα δύο από ένα καινούριο κύµα ναυτίας. Όταν τέλειωσα, έφτυσα µερικές φορές και σκούπισα το στόµα µε την ανάστροφη του χεριού µου. Το λουτρό ήταν σε άθλια κατάσταση: Το ντους έσταζε, η πόρτα έχασκε µισάνοιχτη, µουλιασµένες πετσέτες και µατωµένα πανιά σκόρπια παντού. Τρέµοντας από την αδυναµία, ήπια νερό από τις χούφτες µου στο νιπτήρα και µετά κατάβρεξα το πρόσωπό µου. Κοίταξα το γυµνόστηθο είδωλό µου στον καθρέφτη, καµπουριασµένο και κάτωχρο, µε το κάτω χείλι πρησµένο από τη γροθιά που µου είχε καταφέρει ο Μπόρις το προηγούµενο βράδυ. Βγαίνοντας, βρήκα τον Μπόρις σωριασµένο ακόµα στο πάτωµα σαν άψυχη κούκλα, µε το κεφάλι γερµένο στον τοίχο. Άνοιξε το γερό του µάτι µόλις µε άκουσε να βγαίνω και κάγχασε βλέποντας το χάλι µου. «Καλύτερα τώρα;» «Άντε γαµήσου! Μη µου µιλάς καν». «Καλά να πάθεις! Δε σου είπα να µη σαχλαµαρίζεις µ’ αυτό το ποτήρι;» «Εγώ;» «Δε θυµάσαι τίποτα, έτσι;» Άγγιξε το πάνω χείλι µε τη γλώσσα του για να ελέγξει αν η µύτη του είχε αρχίσει να αιµορραγεί ξανά. Όταν ήταν γυµνός από τη µέση και πάνω, µπορούσες άνετα να µετρήσεις τα παΐδια του, να δεις τις ουλές από παλιούς ξυλοδαρµούς και την κοκκινίλα από την έξαψη ψηλά στο στήθος του. «Αυτό το ποτήρι στο πάτωµα, πολύ κακή ιδέα. Γκαντεµιά! Σου είπα να µην το αφήσεις εκεί! Μεγάλη γρουσουζιά και για τους δυο µας». «Δε χρειαζόταν να µε λούσεις µ’ αυτό», είπα, ψάχνοντας τα γυαλιά µου και πιάνοντας το πρώτο παντελόνι που είδα από την κοινή στοίβα των βρόµικων ρούχων στο πάτωµα. Ο Μπόρις πίεσε τη ράχη της µύτης του και γέλασε. «Εγώ να βοηθήσω ήθελα µόνο. Λίγο αλκοόλ θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα». «Ναι, ευχαριστώ πολύ!» «Είναι αλήθεια. Αν καταφέρεις να µην ξεράσεις, δηλαδή. Θα διώξει τον πονοκέφαλο ως διά µαγείας. Ο µπαµπάς µου δε µου έχει φανεί ιδιαίτερα χρήσιµος, αλλά αυτό είναι το µοναδικό χρήσιµο πράγµα που µου έχει πει. Μια ωραία παγωµένη µπίρα είναι η καλύτερη επιλογή, αν υπάρχει». «Έι, για έλα λίγο!» Στεκόµουν στο παράθυρο κοιτάζοντας κάτω στην πισίνα. «Ε;» «Έλα λίγο δω. Θέλω να το δεις αυτό». «Δε µου το λες εσύ;» µουρµούρισε, ένα µε το πάτωµα. «Δε θέλω να σηκωθώ». «Το καλό που σου θέλω». Κάτω το όλο σκηνικό θύµιζε τόπο εγκλήµατος. Στο πλακόστρωτο µονοπάτι που οδηγούσε στην πισίνα υπήρχε µια ελικοειδής γραµµή από σταγόνες αίµατος. Παπούτσια, τζιν, αιµατοβαµµένο πουκάµισο ήταν σκόρπια ολόγυρα. Ένα από τα σαραβαλιασµένα άρβυλα του Μπόρις κείτονταν στο βυθό της πισίνας από τη βαθιά της πλευρά. Και το χειρότερο: Μια λιγδερή κηλίδα εµετού επέπλεε στη ρηχή µεριά, κοντά στα σκαλοπάτια.
xxiv.
ΑΡΓΟΤΕΡΑ, ύστερα από µερικά ανόρεχτα περάσµατα µε τη σκούπα της πισίνας, καθίσαµε στον πάγκο της κουζίνας καπνίζοντας τα Viceroy του µπαµπά µου και κουβεντιάζοντας. Κόντευε µεσηµέρι, πολύ αργά ακόµα και για να σκεφτούµε να πηγαίναµε στο σχολείο. Ο Μπόρις, ένα σκέτο ερείπιο, µε το πουκάµισο να κρέµεται στον ένα του ώµο, αφού ανοιγόκλεισε κάµποσα ντουλάπια γκρινιάζοντας που δεν είχαµε τσάι, έφτιαξε τελικά έναν απαίσιο καφέ µε τη ρωσική µέθοδο, βράζοντάς τον σε ένα κατσαρολάκι στο µάτι. «Όχι, όχι», είπε όταν µε είδε να σερβίρω σε ένα φλιτζάνι κανονικού µεγέθους για τον εαυτό µου. «Πολύ δυνατός, θέλει µικρή ποσότητα». Όταν τον δοκίµασα, η σύσπαση του προσώπου µου ήταν εντελώς ακούσια. Ο Μπόρις βούτηξε µέσα το δάχτυλό του και το έγλειψε. «Κανένα µπισκότο θα ήταν ό,τι πρέπει». «Πλάκα κάνεις...» «Ψωµί και βούτυρο;» ρώτησε αισιόδοξα. Πήδηξα κάτω από τον πάγκο –πολύ προσεκτικά, λόγω πονοκεφάλου– και έψαξα τριγύρω, µέχρι που βρήκα σε ένα συρτάρι µερικά φακελάκια ζάχαρη και πακέτα µε τραγανά τορτίγιας που είχε φέρει η Ζάντρα από το µπουφέ του µπαρ. «Είναι τελείως τρελό», είπα κοιτάζοντας το πρόσωπό του. «Ποιο;» «Αυτό που σου έκανε ο µπαµπάς σου». «Δεν είναι τίποτα», µουρµούρισε, τραγανίζοντας µια χούφτα τσιπς που έχωσε στο στόµα του. «Κάποτε µου έσπασε ένα πλευρό». Έπειτα από µια παύση που κράτησε πολύ επειδή δεν έβρισκα τι να πω, παρατήρησα: «Ένα σπασµένο πλευρό δεν είναι τόσο σοβαρό». «Όχι, αλλά πόνεσε. Αυτό εδώ», είπε, ανεβάζοντας το πουκάµισό του για να µου δείξει. «Φοβήθηκα ότι θα σε σκότωνε». Με σκούντηξε µε τον ώµο του. «Μπα, η αλήθεια είναι ότι εγώ τον προκάλεσα, επίτηδες. Του αντιµίλησα. Για να προλάβεις να φύγεις µε τον Πόπτσικ. Κοίτα, όλα καλά», είπε συγκαταβατικά βλέποντας ότι συνέχιζα να τον κοιτάζω δύσπιστα. «Χτες βράδυ έβγαζε αφρούς, αλλά θα στενοχωρηθεί όταν µε δει». «Ίσως θα ’πρεπε να µείνεις εδώ για ένα διάστηµα». Ο Μπόρις έγειρε πίσω στηριζόµενος στα χέρια του και κούνησε αρνητικά το κεφάλι χαµογελώντας. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να χολοσκάς. Κάποιες φορές τον πιάνει κατάθλιψη, αυτό είναι όλο». «Χα!» Τις παλιές κακές µέρες του Johnnie Walker Black –µε τους λεκέδες εµετού στις µεταξωτές γραβάτες του και θυµωµένους συναδέλφους να τηλεφωνούν στο σπίτι σε έξαλλη κατάσταση– κι ο δικός µου ο µπαµπάς απέδιδε τις εκρήξεις του σε «κατάθλιψη» (κάποιες φορές µε δάκρυα στα µάτια).
Ο Μπόρις γέλασε µε έναν τρόπο που φανέρωνε απροσποίητη ευθυµία. «Τι, δηλαδή; Εσένα δε σε παίρνει από κάτω κάπου κάπου;» «Θα ’πρεπε να τον κλείσουν στη φυλακή γι’ αυτό». «Οχ, έλα τώρα!» Ο Μπόρις είχε βαρεθεί τον απαίσιο καφέ του, οπότε πήγε στο ψυγείο για µια µπίρα. «Ο πατέρας µου... είναι οξύθυµος, ναι, αλλά µ’ αγαπάει. Θα µπορούσε να µ’ είχε αφήσει σε κάποια γειτόνισσα όταν έφυγε από την Ουκρανία. Αυτό συνέβη στους φίλους µου, τον Μαξ και τον Σεριόζα – ο Μαξ κατέληξε να ζει στο δρόµο. Εξάλλου, αν επιµένεις να το βλέπεις έτσι, εγώ θα έπρεπε να είµαι στη φυλακή». «Παρακαλώ;» «Μια φορά προσπάθησα να τον σκοτώσω. Σοβαρά!» επέµεινε, βλέποντας τον τρόπο που τον κοιτούσα. «Το έκανα». «Δε σε πιστεύω». «Όχι, αλήθεια», απάντησε µοιρολατρικά. «Νιώθω άσχηµα γι’ αυτό. Τον τελευταίο µας χειµώνα στην Ουκρανία τον ξεγέλασα να βγει έξω – και, µες στο µεθύσι του, βγήκε. Μετά κλείδωσα την πόρτα. Νόµιζα σίγουρα ότι θα πέθαινε έξω στο χιόνι. Πάλι καλά που γλίτωσε, ε;» πρόσθεσε γελώντας. «Γιατί θα είχα ξεµείνει στην Ουκρανία. Θεέ µου! Να τρώω από σκουπιδοτενεκέδες και να κοιµάµαι σε σταθµούς τρένων». «Τι συνέβη;» «Ξέρω γω; Δεν ήταν πολύ αργά η ώρα. Κάποιος τον είδε και τον µάζεψε στο αυτοκίνητό του – καµιά γυναίκα µάλλον, ποιος ξέρει; Τέλος πάντων, συνέχισε το πιόµα, γύρισε σπίτι λίγες µέρες µετά... Ευτυχώς για µένα, δε θυµόταν τι είχε γίνει! Μάλιστα, µου έφερε µια µπάλα ποδοσφαίρου και είπε ότι στο εξής θα έπινε µόνο µπίρα. Αυτό κράτησε ένα µήνα ίσως». Έξυσα το µάτι µου κάτω από το φακό των γυαλιών µου. «Τι θα τους πεις στο σχολείο;» Άνοιξε το µπουκάλι της µπίρας. «Ε;» «Τι “ε”;». Ο µώλωπας στο πρόσωπό του είχε το χρώµα ωµού κρέατος. «Θα σε ρωτάει όλος ο κόσµος». Χαµογέλασε και µου έριξε µια αγκωνιά στα πλευρά. «Θα τους πω ότι το ’κανες εσύ», απάντησε. «Όχι, σοβαρά σε ρωτάω». «Κι εγώ σοβαρά απαντάω». «Μπόρις, δεν είναι αστείο». «Οχ, έλα τώρα! Χτύπησα παίζοντας ράγκµπι, κάνοντας σκέιτµπορντ». Τα µαλλιά του έπεσαν στο πρόσωπό του σαν σκιά και τα τίναξε πίσω. «Δε θέλεις να µε πάρουν µακριά, έτσι δεν είναι;» «Και βέβαια όχι», είπα έπειτα από µια αµήχανη παύση. «Γιατί η Πολωνία...» Μου πάσαρε την µπίρα. «Μάλλον εκεί θα µ’ έστελναν. Απέλαση. Αλλά, πάλι» –το γέλιο του ακούστηκε περισσότερο σαν υλακή– «η Πολωνία είναι καλύτερη από την Ουκρανία, Θεέ µου!» «Δεν µπορούν να σε στείλουν εκεί, σωστά;» Κοίταξε συνοφρυωµένος τα χέρια του, που ήταν βρόµικα, µε ξεραµένο αίµα γύρω από τα νύχια. «Όχι», απάντησε κατηγορηµατικά, «γιατί θα έχω αυτοκτονήσει πρώτα». «Άντε πάλι τα µελό». Ο Μπόρις απειλούσε µονίµως ότι θα αυτοκτονούσε, για τον ένα ή τον
άλλο λόγο. «Σοβαρά το λέω! Πάνω από το πτώµα µου! Θα προτιµούσα να σκοτωθώ». «Όχι, δε θα το προτιµούσες». «Θα το προτιµούσα! Ο χειµώνας... δεν ξέρεις πώς είναι. Ακόµα κι ο αέρας είναι κακός. Όλο γκρίζο τσιµέντο, και ο άνεµος...» «Ε, κάποτε θα έχει κι εκεί καλοκαίρι». «Θεούλη µου!» Μου πήρε το τσιγάρο από το χέρι και τράβηξε µια γερή τζούρα. «Κουνούπια. Λασπουριά που βροµάει. Τα πάντα µυρίζουν µούχλα. Δεν άντεχα την πείνα και τη µοναξιά... Θέλω να πω, µερικές φορές πεινούσα τόσο πολύ, σοβαρά σου µιλάω, που περπατούσα στην όχθη του ποταµού και ήθελα να πέσω να πνιγώ». Το κεφάλι µου πήγαινε να σπάσει. Τα ρούχα του Μπόρις (τα ρούχα µου, για να ακριβολογούµε) έφερναν γύρους µέσα στο στεγνωτήριο. Έξω ο ήλιος έλαµπε καυτός και µοχθηρός. «Δεν ξέρω για σένα», είπα παίρνοντας πίσω το τσιγάρο, «αλλά εγώ θα το ’θελα ένα πιάτο αληθινό φαγητό». «Τι λες να κάνουµε;» «Έπρεπε να είχαµε πάει στο σχολείο». «Πφ». Ο Μπόρις είχε ξεκαθαρίσει ότι πήγαινε στο σχολείο µόνο επειδή πήγαινα κι εγώ και δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει. «Όχι, σοβαρά µιλάω. Έπρεπε να είχαµε πάει. Σήµερα είχε πίτσα το µενού». Ο Μπόρις έκανε ένα µορφασµό απογοήτευσης. «Γαµώτο!» Αυτός ήταν ο τρίτος λόγος για να πηγαίνουµε στο σχολείο: Τουλάχιστον µας έδιναν να φάµε. «Πολύ αργά πια».
xxv.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ξυπνούσα τη νύχτα ουρλιάζοντας. Το χειρότερο µε την έκρηξη ήταν το πώς την κουβαλούσα πια µέσα µου, πώς το σώµα µου διατηρούσε την ανάµνηση της κάψας, του βροντερού ήχου που δονούσε τα κόκαλα και του βίαιου ταρακουνήµατος. Στα όνειρά µου υπήρχε πάντα µια φωτεινή έξοδος και µια σκοτεινή έξοδος. Έπρεπε να πάω από τη σκοτεινή, επειδή η φωτεινή έκαιγε και απειλούνταν από γλώσσες φωτιάς. Αλλά στη σκοτεινή υπήρχαν τα πτώµατα. Ευτυχώς, ο Μπόρις δεν έδειχνε ποτέ να ενοχλείται, ούτε καν να ξαφνιάζεται ιδιαίτερα, όταν τον ξυπνούσα µε τις φωνές µου, λες και ερχόταν από έναν κόσµο όπου µια κραυγή οδύνης µέσα στη νύχτα δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Μερικές φορές σήκωνε τον Πόπτσικ, που ροχάλιζε στα πόδια του κρεβατιού µας, και τον απίθωνε πάνω στο στήθος µου σε ένα χαλαρό κοιµισµένο κουβάρι. Γειωµένος έτσι, τυλιγµένος στη ζεστασιά των δυο τους, έµενα ακίνητος και µετρούσα στα ισπανικά ή προσπαθούσα να θυµηθώ όλες τις λέξεις που ήξερα στα ρωσικά (βρισιές κυρίως), µέχρι να µε ξαναπάρει ο ύπνος. Όταν πρωτοήρθα στο Βέγκας, είχα προσπαθήσει να νιώσω καλύτερα σκεφτόµενος ότι η µητέρα µου ήταν ακόµα ζωντανή και συνέχιζε τη ρουτίνα της πίσω στη Νέα Υόρκη – φλυαρώντας µε τους θυρωρούς, παίρνοντας καφέ και µάφιν από την αγαπηµένη της καντίνα, περιµένοντας το τρένο για τη δουλειά της στην αποβάθρα της Γραµµής 6, δίπλα στον πάγκο του εφηµεριδοπώλη. Αλλά αυτό δε µε είχε βοηθήσει πολύ. Τώρα πια, όταν έθαβα το πρόσωπό µου σε κάποιο παράξενο µαξιλάρι που δεν είχε ούτε υποψία της µυρωδιάς της ή της µυρωδιάς του σπιτιού µας, σκεφτόµουν το διαµέρισµα των Μπάρµπορ στη λεωφόρο Παρκ ή, κάποιες φορές, τη µονοκατοικία του Χόµπι στο Βίλατζ. Λυπάµαι που ο πατέρας σου πούλησε τα πράγµατα της µητέρας σου. Αν µου το είχες πει, θα µπορούσα να είχα αγοράσει κάποια από αυτά και να τα είχα φυλάξει για σένα. Όταν είµαστε λυπηµένοι –τουλάχιστον για µένα ισχύει αυτό–, είναι µερικές φορές παρήγορο να γαντζωνόµαστε από οικεία πράγµατα, αντικείµενα σταθερά και αναλλοίωτα στο χρόνο. Οι περιγραφές σου για την έρηµο –αυτή την ωκεάνια, απέραντη αντηλιά– είναι τροµερές µα και πανέµορφες συνάµα. Ίσως έχει και τα καλά της αυτή η τραχύτητα και η κενότητα του τοπίου. Το φως του παρελθόντος είναι διαφορετικό από το φως του σήµερα, ωστόσο εδώ, σ’ αυτό το σπίτι, το παρελθόν ζωντανεύει όπου κι αν γυρίσω να κοιτάξω. Όταν όµως σκέφτοµαι εσένα, είναι σαν να σε βλέπω να ταξιδεύεις µε πλοίο στη θάλασσα – µια ανεξερεύνητη θάλασσα φωτός όπου δεν υπάρχουν γνωστά µονοπάτια, µόνο αστέρια και ουρανός. Αυτό το γράµµα ήρθε διπλωµένο µέσα σε µια παλιά δερµατόδετη έκδοση του βιβλίου Άνεµος, Άµµος και Αστέρια[1] του Σεντ-Εξιπερί, την οποία διάβασα και ξαναδιάβασα. Φύλαξα το γράµµα µέσα στο βιβλίο, τσαλακωµένο και βροµισµένο από το να το διαβάζω ξανά και ξανά. Ο Μπόρις ήταν το µοναδικό άτοµο στο Βέγκας στο οποίο είχα πει πώς είχε πεθάνει η
µητέρα µου – πληροφορία που, προς τιµήν του, άκουσε µε απόλυτη απάθεια. Η δική του ζωή υπήρξε τόσο άστατη και γεµάτη βία, ώστε δε φάνηκε να σοκάρεται και πολύ από την ιστορία µου. Είχε δει µεγάλες εκρήξεις στα ορυχεία του πατέρα του γύρω από το Μπατού Χιτζάου στην Ινδονησία και σε άλλα µέρη που δεν είχα ακούσει ποτέ µου, κι έτσι, χωρίς να γνωρίζει πολλές λεπτοµέρειες, µπόρεσε να µαντέψει αρκετά εύστοχα το είδος των εκρηκτικών που είχαν χρησιµοποιηθεί. Αν και οµιλητικότατος, είχε µια έµφυτη ροπή προς τη µυστικοπάθεια, και τον εµπιστευόµουν ότι δε θα το έλεγε πουθενά, χωρίς να χρειαστεί καν να του το ζητήσω. Ίσως επειδή ήταν και ο ίδιος ορφανός από µητέρα και είχε αναπτύξει στενούς δεσµούς µε ανθρώπους όπως ο Μπάµι, ο Εβγκένι, ο «υπαρχηγός» του πατέρα του, και η Τζούντι, η γυναίκα του ιδιοκτήτη του µπαρ στο Καρµεϊγουάλαγκ, δε φαινόταν να βρίσκει τίποτα το παράξενο στο δικό µου δέσιµο µε τον Χόµπι. «Οι άνθρωποι υπόσχονται ότι θα γράφουν και µετά το ξεχνάνε», είπε όταν καθίσαµε στην κουζίνα διαβάζοντας το τελευταίο γράµµα του Χόµπι. «Αλλά αυτός ο τύπος σού γράφει συχνά πυκνά». «Ναι, είναι φοβερός». Είχα παραιτηθεί από την προσπάθεια να εξηγήσω τον Χόµπι στον Μπόρις: το σπίτι, το εργαστήρι, το στοχαστικό τρόπο µε τον οποίο σε άκουγε, τόσο διαφορετικό από του πατέρα µου, και, πάνω απ’ όλα, τη γαλήνια ιδιοσυγκρασία του, που δηµιουργούσε γύρω του ένα οµιχλώδες φθινοπωρινό µικροκλίµα, ήπιο και ευχάριστο, κάνοντάς µε να νιώθω ήρεµος και ασφαλής κοντά του. Ο Μπόρις βούτηξε το δάχτυλό του στο ανοιχτό βάζο µε το φιστικοβούτυρο στο τραπέζι ανάµεσά µας και το έγλειψε λαίµαργα. Είχε αρχίσει να λατρεύει το φιστικοβούτυρο, που (όπως και η κρέµα µαρσµέλοου, η άλλη αδυναµία του) δεν υπήρχαν στη Ρωσία. «Γερο-µπινές;» µε ρώτησε. Αιφνιδιάστηκα. «Όχι», απάντησα αµέσως. Για να προσθέσω ύστερα από λίγο: «Δεν ξέρω». «Δεν έχει σηµασία», είπε ο Μπόρις, τείνοντάς µου το βάζο. «Έχω γνωρίσει κάποιους συµπαθέστατους πουστόγερους». «Δε νοµίζω ότι είναι», αντέτεινα, κάπως αβέβαιος. Ο Μπόρις ανασήκωσε τους ώµους. «Ποιος νοιάζεται; Αν είναι εντάξει µαζί σου... Κανείς δεν έχει µπουχτίσει από την πολλή καλοσύνη σ’ αυτό τον κόσµο, έτσι δεν είναι;»
[1] Με αυτό τον τίτλο κυκλοφόρησε στα αγγλικά το βιβλίο Terre des hommes (στα ελληνικά: Η Γη των Ανθρώπων) του Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί. (Σ.τ.Μ.)
xxvi.
Ο
να συµπαθεί τον πατέρα µου, και τα αισθήµατα ήταν αµοιβαία. Καταλάβαινε –σαφώς καλύτερα απ’ ό,τι εγώ– πώς έβγαζε τα προς το ζην. Και, παρότι ήξερε, χωρίς να του το έχει υποδείξει κανείς, να κρατιέται µακριά του όταν έχανε, ταυτόχρονα καταλάβαινε ότι ο πατέρας µου χρειαζόταν κάτι που δεν ήµουν πρόθυµος να του δώσω: ένα ακροατήριο πάνω στην έξαψη της νίκης, όταν πηγαινοερχόταν ξαναµµένος και περιχαρής στην κουζίνα και ήθελε κάποιον να ακούσει τις ιστορίες του και να τον εκθειάσει για την εκπληκτική επιτυχία του. Όταν τον ακούγαµε να ζητωκραυγάζει κάτω µεθυσµένος από χαρά για µια νίκη –χοροπηδώντας σαν τρελός, κάνοντας πραγµατικό σαµατά–, ο Μπόρις άφηνε κάτω το βιβλίο του και κατέβαινε στο σαλόνι, όπου στεκόταν και άκουγε υποµονετικά την απίστευτα ανιαρή, φύλλο προς φύλλο περιγραφή της βραδιάς του µπαµπά µου στο τραπέζι του µπακαρά, την οποία συνόδευε πολύ συχνά µε βασανιστικές (για µένα) εξιστορήσεις παρόµοιων θριάµβων που µπορεί να έφταναν µέχρι πίσω στα φοιτητικά του χρόνια και στη ναυαγισµένη καριέρα του ως ηθοποιού. «Δε µου είπες ότι ο µπαµπάς σου έχει παίξει στο σινεµά!» είπε ο Μπόρις, επιστρέφοντας πάνω µε ένα φλιτζάνι τσάι – κρύο πλέον. «Εντάξει, σε δύο ταινίες έπαιξε όλες κι όλες». «Μπορεί, αλλά η µια ήταν πραγµατικά µεγάλη ταινία. Ξέρεις, εκείνη η αστυνοµική µε τον µπάτσο που τα ’παιρνε... Πώς ήταν ο τίτλος;» «Δεν είχε κανένα µεγάλο ρόλο. Ζήτηµα αν εµφανίστηκε για δυο τρία δευτερόλεπτα. Έπαιζε ένα δικηγόρο που πυροβολήθηκε στο δρόµο». Ο Μπόρις ανασήκωσε τους ώµους. «Και τι έγινε; Και πάλι είναι ενδιαφέρον. Αν πήγαινε ποτέ στην Ουκρανία, θα τον αντιµετώπιζαν όλοι σαν σταρ». «Ας πάει, τότε, κι ας πάρει και τη Ζάντρα µαζί του». Ο ενθουσιασµός του Μπόρις για αυτό που αποκαλούσε «κουλτουριάρικες συζητήσεις» βρήκε επίσης µια πρόσφορη διέξοδο στο πρόσωπο του πατέρα µου. Εγώ, παντελώς αδιάφορος για την πολιτική και, ακόµα περισσότερο, για τις πεποιθήσεις του πατέρα µου, δεν είχα καµία διάθεση να εµπλέκοµαι στο είδος των ανούσιων αναλύσεων για τη διεθνή επικαιρότητα που ήξερα ότι απολάµβανε εκείνος. Αλλά ο Μπόρις, είτε µεθυσµένος είτε νηφάλιος, συµµετείχε µε χαρά. Συχνά στη διάρκεια αυτών των συζητήσεων ο πατέρας µου ανέµιζε τα χέρια του και µιµούνταν την προφορά του Μπόρις, µε έναν τρόπο που µε έκανε να τρίζω τα δόντια από τη λύσσα µου. Ωστόσο ο Μπόρις δε φαινόταν να ενοχλείται – ούτε καν να το προσέχει. Μερικές φορές, όταν κατέβαινε να βάλει την τσαγιέρα στη φωτιά και δε γύριζε, τους έβρισκα να ανταλλάσσουν µακάρια τις απόψεις τους στην κουζίνα, σαν ζευγάρι ηθοποιών σε παράσταση, αναλύοντας την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ή κάτι εξίσου κοσµοϊστορικό. «Αχ, Πότερ!» έλεγε όταν κάποτε επέστρεφε πάνω. «Τι συµπαθητικός τύπος που είναι ο µπαµπάς σου!» «Ό,τι πεις», συµφωνούσα, βγάζοντας τα ακουστικά του iPod µου. ΜΠΟΡΙΣ ΕΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ
«Όχι, σοβαρά το λέω», επέµενε ο Μπόρις καθώς βολευόταν στο πάτωµα. «Είναι τόσο οµιλητικός και έξυπνος! Και σ’ αγαπάει». «Δεν ξέρω από πού το συµπεραίνεις αυτό». «Έλα τώρα! Θέλει να τα βρείτε οι δυο σας, αλλά δεν ξέρει τον τρόπο. Εύχεται να ήσουν εσύ µαζί του στην κουζίνα και να τα λέγατε αντί για µένα». «Σου είπε τέτοιο πράγµα;» «Όχι, αλλά είναι αλήθεια, σ’ το υπογράφω». «Παραλίγο να το χάψω». Ο Μπόρις µου έριξε µια διαπεραστική µατιά. «Γιατί τον µισείς τόσο πολύ;» «Δεν τον µισώ». «Ράγισε την καρδιά της µητέρας σου», αποφάνθηκε ο Μπόρις. «Όταν την άφησε. Αλλά πρέπει να τον συγχωρέσεις. Όλα αυτά είναι παρελθόν πια». Έµεινα να τον κοιτάζω αµίλητος. Αυτά τσαµπουνούσε ο µπαµπάς µου στον κόσµο; «Μαλακίες», αποφάνθηκα και ανακάθισα πετώντας πέρα το κόµικ που διάβαζα. «Η µητέρα µου...» Πώς θα µπορούσα ποτέ να του εξηγήσω; «Δεν καταλαβαίνεις, µας φερόταν σαν µαλάκας, χαρήκαµε όταν έφυγε. Θέλω να πω, ξέρω ότι πιστεύεις πως είναι φοβερός τύπος και τα σχετικά...» «Και γιατί είναι τόσο απαίσιος; Επειδή έβλεπε άλλες γυναίκες;» αντέτεινε ο Μπόρις τεντώνοντας τα χέρια του προς τα έξω µε τις παλάµες προς τα πάνω. «Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Ζει τη ζωή του. Τι σχέση έχει µ’ εσένα αυτό;» Κούνησα το κεφάλι µου µε δυσπιστία. «Σε παραµύθιασε για τα καλά, φίλε», µουρµούρισα. Ανέκαθεν µε εξέπληττε η ικανότητα του µπαµπά µου να γοητεύει αγνώστους, να τους τυλίγει σε µια κόλλα χαρτί. Του δάνειζαν χρήµατα, τον πρότειναν για προαγωγή, τον σύστηναν σε σηµαντικά πρόσωπα, τον καλούσαν να παραθερίσει στο εξοχικό τους, γίνονταν τελείως του χεριού του – µέχρι που κάτι έσπαγε τα µάγια και εκείνος προχωρούσε στο επόµενο θύµα. Ο Μπόρις τύλιξε τα µπράτσα γύρω από τα γόνατά του και ακούµπησε το κεφάλι του πίσω στον τοίχο. «Εντάξει, Πότερ», είπε καλόβολα. «Ο εχθρός σου είναι και δικός µου εχθρός. Αν τον µισείς εσύ, τον µισώ κι εγώ. Όµως» –γέρνοντας το κεφάλι του στο πλάι– «να µε τώρα εδώ. Φιλοξενούµενος στο σπίτι του. Τι θα ’πρεπε να κάνω; Να µιλάω µαζί του, να του φέροµαι φιλικά κι ευγενικά; Ή να τον γράφω;» «Δεν είπα τέτοιο πράγµα. Απλώς σε προειδοποιώ να µην πιστεύεις όλα όσα σου λέει». Ο Μπόρις χαχάνισε. «Εγώ δεν πιστεύω ποτέ όλα όσα µου λέει κάποιος», είπε, κλοτσώντας µε παιχνιδιάρικα στο πόδι. «Ούτε καν αν αυτός είσαι εσύ!»
xxvii.
ΟΣΟ ΚΙ ΑΝ ΣΥΜΠΑΘΟΥΣΕ τον Μπόρις ο µπαµπάς µου, προσπαθούσα συνέχεια να του αποσπάω την προσοχή από το γεγονός ότι εκείνος είχε, ουσιαστικά, εγκατασταθεί µόνιµα µαζί µας – πράγµα που δεν ήταν πολύ δύσκολο, αφού, µε τον τζόγο και τα ναρκωτικά, ήταν τόσο πολύ στον κόσµο του, ώστε µπορεί να µην το αντιλαµβανόταν ακόµα κι αν είχα εγκαταστήσει αγριόγατο στο υπνοδωµάτιο επάνω. Η Ζάντρα ήταν πιο δύσκολη περίπτωση, αφού είχε την τάση να γκρινιάζει συνέχεια για τα έξοδα, παρά τις διόλου ευκαταφρόνητες ποσότητες κλεµµένου πρόχειρου φαγητού που κουβαλούσε στο σπίτι ο Μπόρις. Όταν ήταν εκείνη στο σπίτι, ο Μπόρις περιοριζόταν στον επάνω όροφο, αποφεύγοντας να µπλέκεται στα πόδια της, διαβάζοντας σκυθρωπός τον Ηλίθιο του Ντοστογέφσκι στα ρωσικά και ακούγοντας µουσική µε τα φορητά µου ηχεία. Του ανέβαζα µπίρες και φαγητό από την κουζίνα και έµαθα να σερβίρω το τσάι του όπως του άρεσε: καυτό και µε τρεις κύβους ζάχαρη. Πλησίαζαν πλέον τα Χριστούγεννα, παρότι δε θα το καταλάβαινες ποτέ από τον καιρό: Είχε σχετική δροσιά τη νύχτα, αλλά οι µέρες ήταν ηλιόλουστες και ζεστές. Όταν έπιανε αέρας, η οµπρέλα στην πισίνα έκλεινε µε ένα δυνατό κρότο σαν πιστολιά. Το βράδυ έπεφταν αστραπές, αλλά ούτε στάλα βροχής, ενώ κάποιες φορές η άµµος σηκωνόταν και σχηµάτιζε µικρούς στροβίλους που κινούνταν µε ζιγκ ζαγκ στο δρόµο. Ένιωθα κατάθλιψη ενόψει των γιορτών, αν και ο Μπόρις δε φαινόταν να πτοείται. «Αυτά είναι για τα πιτσιρίκια», είπε περιφρονητικά, ξαπλωµένος ανάσκελα και στηριγµένος πίσω στους αγκώνες του στο κρεβάτι µου. «Το δέντρο, τα δώρα... Εµείς θα κάνουµε το δικό µας praznyky την παραµονή των Χριστουγέννων. Τι λες;» «Praznyky;» «Ναι, ξέρεις... Ένα είδος χριστουγεννιάτικου ρεβεγιόν. Όχι κανονικό χριστουγεννιάτικο τραπέζι, απλώς ένα καλό δείπνο. Θα µαγειρέψουµε κάτι νόστιµο, ίσως καλέσουµε τον πατέρα σου και τη Ζάντρα. Θα ήθελαν να φάνε κάτι µαζί µας, λες;» Για µεγάλη µου έκπληξη, ο πατέρας µου, ακόµα και η Ζάντρα, ενθουσιάστηκαν µε την ιδέα (ο πατέρας µου κυρίως επειδή του άρεσε η λέξη praznyky, νοµίζω, και απολάµβανε να ακούει τον Μπόρις να τη λέει). Έτσι, στις είκοσι τρεις του µήνα ο Μπόρις κι εγώ πήγαµε για ψώνια µε λεφτά που µας έδωσε ο µπαµπάς µου (και ήταν ευχής έργο, αφού το κλασικό σούπερ µάρκετ όπου πηγαίναµε συνήθως ήταν υπερβολικά γεµάτο κόσµο για να «σηκώσουµε» ελεύθερα ό,τι χρειαζόµασταν), οπότε γυρίσαµε στο σπίτι µε πατάτες, ένα κοτόπουλο, ένα σωρό παράταιρα υλικά που δε φαίνονταν και τόσο λαχταριστά (ξινολάχανο, µανιτάρια, αρακά, ξινή κρέµα), για κάποιο πολωνέζικο γιορτινό έδεσµα που ο Μπόρις ισχυριζόταν ότι ήξερε να µαγειρεύει, φραντζολάκια µαύρο ψωµί σικάλεως (ο Μπόρις επέµενε για το µαύρο ψωµί, καθώς το άσπρο δεν ταίριαζε καθόλου στο τραπέζι, όπως ισχυρίστηκε), µισό κιλό βούτυρο, πίκλες και τα κλασικά χριστουγεννιάτικα ζαχαρωτά. Ο Μπόρις είχε πει ότι θα τρώγαµε µε την εµφάνιση του πρώτου αστεριού στον ουρανό – του άστρου της Βηθλεέµ. Αλλά δεν είχαµε συνηθίσει να µαγειρεύουµε για κανέναν άλλο πέρα από εµάς τους ίδιους, κι έτσι αργήσαµε. Την παραµονή των Χριστουγέννων, περίπου στις οχτώ το
βράδυ, το πιάτο µε το ξινολάχανο ήταν έτοιµο και το κοτόπουλο (που είδαµε πώς να το ψήσουµε διαβάζοντας τις οδηγίες στη συσκευασία) ήθελε γύρω στα δέκα λεπτά για να βγει από το φούρνο, όταν ο µπαµπάς µου, σφυρίζοντας ένα χριστουγεννιάτικο σκοπό, ήρθε στην κουζίνα και χτύπησε ρυθµικά τα δάχτυλά του στον πάγκο για να µας τραβήξει την προσοχή. «Εµπρός, παιδιά!» είπε. Το πρόσωπό του ήταν ξαναµµένο και γυαλιστερό και µιλούσε γρήγορα και κοφτά, µε έναν τεταµένο τόνο που ήξερα πολύ καλά. Είχε φορέσει ένα από τα κυριλέ παλιά κοστούµια του Dolce and Gabbana από τη Νέα Υόρκη χωρίς γραβάτα, µε το πουκάµισο ριχτό από πάνω και ξεκούµπωτο στο λαιµό. «Άντε να χτενιστείτε και να σουλουπωθείτε λίγο. Θα µας βγάλω έξω. Έχεις τίποτα καλύτερο να φορέσεις, Θίο; Πρέπει να έχεις, δεν µπορεί». «Μα...» Έµεινα να τον κοιτάζω άφωνος από την απόγνωση. Κλασική συµπεριφορά του µπαµπά µου, να έρχεται και να ανατρέπει όλα τα σχέδια την τελευταία στιγµή. «Ω, έλα τώρα! Το κοτόπουλο µπορεί να περιµένει. Δεν µπορεί; Σίγουρα θα µπορεί, γιατί όχι;» Μιλούσε µε ρυθµό πολυβόλου. «Μπορείτε να ξαναβάλετε και τα υπόλοιπα στο ψυγείο. Τα τρώµε αύριο, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι – θα λέγεται ακόµα praznyky; Ή το praznyky είναι µόνο το βράδυ της παραµονής; Τα έχω µπερδέψει τελείως. Τέλος πάντων, όπως και να ’χει, εµείς τότε θα κάνουµε το δικό µας: ανήµερα τα Χριστούγεννα, το µεσηµέρι. Θα αρχίσουµε µια καινούρια παράδοση. Έτσι κι αλλιώς, πάντα είναι καλύτερα τα αποφάγια της προηγούµενης µέρας. Ακούστε, θα περάσουµε φα-ντα-στι-κά. Μπόρις» –οδηγώντας τον ήδη έξω από την κουζίνα– «τι νούµερο πουκάµισο φοράς, σύντροφε; Δεν ξέρεις; Κάποια από τα παλιά µου πουκάµισα Brooks Brothers θα ’πρεπε να σου τα χαρίσω, σπουδαία πουκάµισα, µη νοµίζεις, πιθανότατα θα σου φτάνουν µέχρι το γόνατο, αλλά εµένα µε σφίγγουν κάπως στο λαιµό, κι αν διπλώσεις λίγο τα µανίκια, πάω στοίχηµα ότι θα σου πηγαίνουν θαυµάσια...»
xxviii.
ΑΝ ΚΑΙ ΖΟΥΣΑ ΣΤΟ ΛΑΣ ΒΕΓΚΑΣ κοντά έξι µήνες τώρα, ήταν η τέταρτη ή ίσως η πέµπτη φορά που βρισκόµουν στο Στριπ, ενώ ο Μπόρις (που ένιωθε αρκετά ικανοποιηµένος από τη µικρή µας τροχιά µεταξύ σχολείου, εµπορικού κέντρου και σπιτιού) ήταν αµφίβολο αν είχε πατήσει ποτέ στο κέντρο του Βέγκας. Κοιτάζαµε έκθαµβοι τους καταρράκτες από νέον – ηλεκτρισµός που καταύγαζε και παλλόταν και ξεχυνόταν σε φυσαλίδες παντού γύρω µας, το γυρισµένο προς τα πάνω πρόσωπο του Μπόρις να φεγγίζει κόκκινο και µετά χρυσαφένιο µέσα στον ξέφρενο κατακλυσµό από φώτα. Μέσα στο Venetian γονδολιέροι κατέβαιναν ένα πραγµατικό κανάλι µε πραγµατικό –αν και µε µια χηµική µυρωδιά– νερό, ενώ τραγουδιστές της όπερας µε φανταχτερά κοστούµια έψαλλαν την Άγια Νύχτα και το Άβε Μαρία κάτω από τεχνητούς ουρανούς. Ο Μπόρις και εγώ ακολουθούσαµε αµήχανοι, σέρνοντας τα βήµατά µας σαν φτωχοί συγγενείς, υπερβολικά έκθαµβοι για να χωνέψουµε όλα όσα βλέπαµε. Ο µπαµπάς µου είχε κάνει κράτηση για τέσσερις σε ένα πολυτελές ιταλικό εστιατόριο µε δρύινη επένδυση στους τοίχους – το προκεχωρηµένο φυλάκιο ενός πολύ διασηµότερου εστιατορίου στη Νέα Υόρκη. «Παραγγείλτε ό,τι τραβάει η όρεξή σας, όλοι», είπε, τραβώντας την καρέκλα της Ζάντρα προς τα πίσω για να καθίσει. «Πληρώνω εγώ. Θα το κάψουµε σήµερα!» Δεν του χαλάσαµε το χατίρι. Φάγαµε τάρτα σπαραγγιών µε βινεγκρέτ από ξίδι εσαλότ, καπνιστό σολοµό, καρπάτσιο καπνιστού µαύρου γάδου, περτσιατέλι µε άγριες αγκινάρες και µαύρες τρούφες, παϊδάκια, τραγανή µαύρη πέρκα µε ζαφορά και φάβα, µοσχαρίσιο φιλέτο στα κάρβουνα και, για επιδόρπιο, πανακότα, κολοκυθόπιτα και παγωτό σύκο. Ήταν µακράν το καλύτερο γεύµα που είχα φάει εδώ και µήνες, αν όχι σε όλη µου τη ζωή. Ο Μπόρις, που κατέβασε µόνος του δύο πιατέλες καρπάτσιο µαύρου γάδου, ήταν εκστατικός. « Αχ, εξαίσιο!» είπε για δέκατη πέµπτη φορά, κυριολεκτικά γουργουρίζοντας από ευχαρίστηση, καθώς η όµορφη νεαρή σερβιτόρα έφερνε ένα ακόµα πιάτο µε γλυκίσµατα και µπισκότα µε τον καφέ. «Ευχαριστώ! Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πότερ, Ζάντρα», είπε πάλι. «Όλα ήταν υπέροχα». Ο µπαµπάς µου, που είχε φάει ελάχιστα σε σύγκριση µ’ εµάς (όπως και η Ζάντρα), έσπρωξε το πιάτο του στην άκρη. Τα µαλλιά του είχαν κολλήσει στους κροτάφους του από τον ιδρώτα και το πρόσωπό του ήταν τόσο ξαναµµένο, ώστε θαρρείς και ακτινοβολούσε. «Να ευχαριστείς εκείνο τον κοντούλη Κινέζο µε το κασκέτο του µπέιζµπολ που επέµενε να ποντάρει στην µπάνκα σήµερα το απόγευµα», είπε. «Θεέ µου, ήταν λες και δε γινόταν να χάσουµε!» Μας είχε ήδη δείξει στο αµάξι την απροσδόκητη µπάζα του: ένα χοντρό ρολό από εκατοδόλαρα πιασµένα µε λαστιχάκι. «Τα χαρτιά έρχονταν όλο και καλύτερα. Ανάδροµος Ερµής και η Σελήνη στα µεσούρανα! Θέλω να πω, µιλάµε για µαγεία! Ξέρεις, µερικές φορές είναι σαν να υπάρχει ένα φως στο τραπέζι, µια ορατή αύρα, και αυτό το φως το εκπέµπεις εσύ, καταλαβαίνεις; Εσύ είσαι το φως! Είναι ένας εκπληκτικός κρουπιέρης εκεί, ο Ντιέγκο, τον λατρεύω αυτό τον τύπο! Θέλω να πω, είναι τρελό, µοιάζει µε τον Ντιέγκο Ριβέρα, το Μεξικανό ζωγράφο, µε µόνη διαφορά το αναθεµατισµένο το σµόκιν. Σας έχω πει την ιστορία του
Ντιέγκο; Ζει στο Βέγκας εδώ και σαράντα χρόνια, από την εποχή του Flamingo. Ψηλός, γεροδεµένος, επιβλητικός τύπος. Kλασικός Μεξικανός. Αεικίνητα χέρια και τεράστια δαχτυλίδια». Κούνησε τα δάχτυλά του για έµφαση. «Μα την πίστη µου, τους λατρεύω αυτούς τους παλαιάς κοπής Μεξικανούς στις αίθουσες του µπακαρά, είναι τόσο στιλάτοι, οι άτιµοι! Τέλος πάντων, ήµασταν στο τραπέζι του Ντιέγκο, εγώ κι ο κοντούλης ο Κινέζος, και ήταν περίπτωση ο τύπος, γυαλιά µε κοκάλινο σκελετό και ούτε λέξη αγγλικά –ξέρετε τώρα, µόνο “Τσιν τσαν! Τσιν τσαν!”–, και έπινε αυτό το απίθανο τσάι µε τζίνσενγκ που συνηθίζουν όλοι τους –η γεύση του είναι σαν χώµα, αλλά τρελαίνοµαι για το άρωµά του, είναι σαν το άρωµα της τύχης–, και ήταν απίστευτο, είχαµε τέτοια ρέντα, Θεούλη µου, κι όλες εκείνες οι Κινέζες στριµωγµένες πίσω µας, κι εµείς να ποντάρουµε σε κάθε µοιρασιά... Τι θα ’λεγες» – απευθυνόµενος στη Ζάντρα τώρα– «αν τους πήγαινα πίσω στην αίθουσα του µπακαρά να γνωρίσουν τον Ντιέγκο; Πάω στοίχηµα ότι θα γούσταραν τρελά να τον γνωρίσουν. Άραγε να έχει ακόµα βάρδια; Τι λες κι εσύ;» «Δε θα είναι εκεί». Η Ζάντρα ήταν στις οµορφιές της, απαστράπτουσα και µε µάτια που σπίθιζαν, ντυµένη µε βελούδινο µίνι φόρεµα και σανδάλια διακοσµηµένα µε πετράδια, τα χείλη της σε µια πιο κόκκινη απόχρωση από αυτή που συνήθιζε. «Θα ’χει σχολάσει». «Μερικές φορές δουλεύει διπλοβάρδια στις γιορτές». «Μπα, δε νοµίζω να τους άρεσε να τραβιούνται εκεί πίσω. Είναι τόσος δρόµος. Θα σας πάρει κάνα µισάωρο να φτάσετε εκεί και να γυρίσετε». «Ναι, αλλά ξέρω ότι θα του άρεσε να γνωρίσει τα παιδιά µου». «Υποθέτω πως ναι», είπε η Ζάντρα συγκαταβατικά, γλιστρώντας το ακροδάχτυλό της γύρω από το χείλος του ποτηριού. Το µικροσκοπικό χρυσό περιστέρι στο µενταγιόν της στραφτάλισε στη βάση του λαιµού της. «Είναι πολύ εντάξει τύπος. Όµως, Λάρι, άκουσέ µε, ξέρω ότι δε µε παίρνεις πολύ στα σοβαρά, αλλά, αν αρχίσεις τα κολλητηλίκια µε τους κρουπιέρηδες, κάποια µέρα θα βρεθείς στην αγκαλιά των τύπων της ασφάλειας». Ο πατέρας µου έµπηξε τα γέλια. «Μα το Θεό!» αναφώνησε πρόσχαρα, χτυπώντας την ανοιχτή παλάµη του στο τραπέζι τόσο δυνατά, ώστε τινάχτηκα. «Αν δεν ήξερα καλύτερα, θα πίστευα ότι όντως βοηθούσε ο Ντιέγκο στο τραπέζι σήµερα. Μεταξύ µας, δεν το αποκλείω κιόλας. Τηλεπαθητικός µπακαράς! Να ένα ενδιαφέρον αντικείµενο για τους Σοβιετικούς ερευνητές σου!» είπε στον Μπόρις. «Να δεις για πότε θα στρώσει η οικονοµία σας εκεί πέρα». Ο Μπόρις καθάρισε ευγενικά το λαιµό του και σήκωσε το ποτήρι του µε το νερό. «Με συγχωρείτε, µπορώ να πω κάτι;» «Τι, είναι ώρα να βγάλουµε όλοι λόγο; Έπρεπε να έχουµε ετοιµάσει προπόσεις;» «Σας ευχαριστώ όλους για τη συντροφιά σας. Και εύχοµαι σε όλους µας υγεία και ευτυχία και να είµαστε όλοι ζωντανοί µέχρι την επόµενη ηµέρα των Χριστουγέννων». Τη γεµάτη έκπληξη σιωπή που ακολούθησε έσπασε ο κρότος από το φελλό µιας σαµπάνιας που άνοιγε στην κουζίνα. Είχαν περάσει τα µεσάνυχτα, άρα ήταν Χριστούγεννα εδώ και δύο λεπτά. Τότε ο µπαµπάς µου έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας του και γέλασε. «Ευτυχισµένα Χριστούγεννα!» βρυχήθηκε και έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτάκι κοσµηµατοπωλείου, το οποίο έσπρωξε πάνω στο τραπεζοµάντιλο προς τη µεριά της Ζάντρα, και δύο δεσµίδες εικοσαδόλαρα (από πεντακόσια δολάρια για τον καθένα µας!), που τις πέταξε στον Μπόρις κι εµένα. Και, παρότι στην άχρονη νύχτα του καζίνου µε τον τεχνητό φωτισµό λέξεις όπως ηµέρα και Χριστούγεννα δεν είχαν νόηµα, η ευχή για ευτυχία, υπό τους ήχους των ποτηριών που τσούγκριζαν, δε φάνταζε και τόσο άστοχη ή άπιαστη ιδέα.
Κεφάλαιο 6
Άνεµος, Άµµος και Αστέρια
i.
ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ήµουν τόσο απορροφηµένος στην προσπάθεια να σβήσω από το µυαλό µου τη Νέα Υόρκη και την παλιά µου ζωή, ώστε µόλις που αντιλαµβανόµουν το χρόνο που περνούσε. Οι µέρες κυλούσαν πανοµοιότυπες µέσα στην ίδια καυτή αντηλιά, χειµώνα καλοκαίρι: τρελός πονοκέφαλος από το βραδινό µεθύσι στις πρωινές διαδροµές µε το σχολικό, οι πλάτες µας γδαρµένες και τσουρουφλισµένες επειδή συχνά µας έπαιρνε ο ύπνος δίπλα στην πισίνα, αναθυµιάσεις βότκας και η µόνιµη µυρωδιά χλωρίου και βρεγµένου σκύλου που ανέδινε το τρίχωµα του Πόπερ, ο Μπόρις να µε µαθαίνει να µετράω, να ζητάω οδηγίες, να προσφέρω ποτό στα ρωσικά, µε την ίδια υποµονή µε την οποία µε είχε διδάξει τα µπινελίκια. Ναι, παρακαλώ, θα το ήθελα αυτό. Ευχαριστώ, είστε πολύ ευγενικός. Govorite li vy po-angliyskiy? Μιλάτε αγγλικά; Ya nemnogo govoryu po-russki. Μιλάω λίγα ρωσικά. Είτε χειµώνα είτε καλοκαίρι, οι µέρες ήταν εκτυφλωτικές. Ο αέρας της ερήµου έκαιγε τα ρουθούνια µας και έγδερνε το λαιµό µας. Όλα ήταν αστεία, όλα µας έκαναν να γελάµε. Μερικές φορές, ακριβώς πριν από τη δύση του ήλιου, τη στιγµή που το γαλάζιο του ουρανού άρχιζε να σκουραίνει σε βιολετί, είχαµε εκείνα τα µανιασµένα, ηλεκτρικά φορτισµένα σύννεφα που παρέπεµπαν σε πίνακα του Μάξφιλντ Πάρις να κατρακυλάνε λευκόχρυσα προς την έρηµο, σαν τη θεϊκή αποκάλυψη που οδήγησε τους Μορµόνους στη Δύση. Govorite medlenno, έλεγα, Μιλήστε αργά, και Povtorite, pozhaluysta, Επαναλάβετε, παρακαλώ. Αλλά ήµασταν τόσο συντονισµένοι µεταξύ µας, ώστε δε χρειαζόταν να µιλάµε, αν δεν είχαµε όρεξη. Πνιγµένοι στα γέλια, είχαµε τον τρόπο να συνεννοούµαστε µε ένα ανασήκωµα του φρυδιού ή µια σύσπαση των χειλιών. Τα βράδια τρώγαµε καθισµένοι οκλαδόν στο πάτωµα, αφήνοντας λιγδερές δαχτυλιές στα βιβλία µας. Οι κακές διατροφικές µας συνήθειες µας οδήγησαν στον υποσιτισµό, µε ανοιχτές καφετιές κηλίδες στα µπράτσα και στα πόδια µας – σηµάδια αβιταµίνωσης, αποφάνθηκε η σχολική νοσοκόµα, που µας έκανε από µια οδυνηρή ένεση στον πισινό και µας έδωσε από ένα χρωµατιστό µπουκαλάκι µε µασώµενα δισκία βιταµινών. («Με πονάει ο πισινός µου», διαµαρτυρήθηκε ο Μπόρις, τρίβοντας το επίµαχο σηµείο και βλαστηµώντας τα µεταλλικά καθίσµατα του σχολικού λεωφορείου.) Εγώ ήµουν γεµάτος φακίδες από την κορυφή µέχρι τα νύχια από όλο αυτό το κολύµπι που κάναµε. Τα µαλλιά µου (πιο µακριά από ποτέ άλλοτε στη ζωή µου) είχαν αποκτήσει ανοιχτές ανταύγειες από τα χηµικά της πισίνας και σε γενικές γραµµές ένιωθα καλά, παρότι είχα ακόµα ένα βάρος στο στήθος µου που δεν έφευγε ποτέ και οι τραπεζίτες µου είχαν αρχίσει να σαπίζουν από τα τόσα γλυκά που τρώγαµε. Πέρα απ’ αυτά, πάντως, ήµουν µια χαρά. Και ο χρόνος κυλούσε σχετικά ήσυχα. Όµως τότε, λίγο µετά τα δέκατα πέµπτα γενέθλιά µου, ο Μπόρις γνώρισε ένα κορίτσι ονόµατι Κότκου, και όλα άλλαξαν. Το όνοµα Κότκου (στα ουκρανικά Κότικ) την κάνει να ακούγεται πολύ πιο ενδιαφέρουσα απ’ ό,τι ήταν, µόνο που δεν ήταν το πραγµατικό της όνοµα, αλλά ένα χαϊδευτικό προσωνύµιο που της έδωσε ο Μπόρις (σήµαινε «Γατούλα» στα πολωνικά). Το επίθετό της ήταν Χάτσινς, το βαφτιστικό της κάτι σαν Κάιλι, ή Κέιλι, ή Κίλι, και είχε ζήσει στην Κοµητεία Κλαρκ της Νεβάδα όλη της τη ζωή. Παρότι πήγαινε στο σχολείο µας και µας περνούσε µόνο µία τάξη,
ήταν πολύ µεγαλύτερη – εµένα µε περνούσε τρία ολόκληρα χρόνια. Προφανώς, ο Μπόρις την είχε από καιρό στο µάτι, αλλά εγώ δεν την είχα προσέξει µέχρι εκείνο το απόγευµα που ο φίλος µου σωριάστηκε στα πόδια του κρεβατιού µου και ανακοίνωσε: «Είµαι ερωτευµένος». «Αλήθεια; Με ποια;» «Μ’ αυτό το γκοµενάκι από την Αγωγή του Πολίτη. Που µου πούλησε το χόρτο. Και έχει κλείσει τα δεκαοχτώ, το πιστεύεις; Χριστέ µου, είναι θεά». «Έχεις χόρτο;» Όρµησε µε παιχνιδιάρικη διάθεση και µε άρπαξε από τον ώµο. Ήξερε όλα τα αδύναµα σηµεία µου, όπως εκείνο κάτω από την κλείδα όπου έµπηγε τα δάχτυλά του και µε έκανε να σκούζω από τον πόνο. Αλλά δεν είχα όρεξη για παιχνίδια, οπότε του έσκασα µια γερή. «Άου! Τι µαλάκας!» βόγκηξε ο Μπόρις κατρακυλώντας µακριά µου, τρίβοντας το σαγόνι του µε τα ακροδάχτυλά του. «Γιατί το ’κανες αυτό;» «Ελπίζω να πόνεσε», είπα. «Πού είναι εκείνο το χόρτο;» Δε µιλήσαµε άλλο για το αντικείµενο του πόθου του, τουλάχιστον όχι εκείνη τη µέρα, αλλά λίγες µέρες µετά, βγαίνοντας από την τάξη των Μαθηµατικών, τον είδα να στέκεται δεσπόζοντας κτητικά πάνω από µια κοπέλα στο διάδροµο, µε το χέρι του στηριγµένο στους φωριαµούς πάνω στους οποίους ακουµπούσε εκείνη µε την πλάτη. Κι ενώ ο Μπόρις δεν ήταν και το πρώτο µπόι, η κοπέλα φάνταζε µικροσκοπική, παρά το γεγονός ότι φαινόταν πολύ µεγαλύτερή µας. Είχε στήθος πλάκα, στενούς γοφούς, ψηλά ζυγωµατικά, µέτωπο που γυάλιζε και τριγωνικό πρόσωπο µε έντονα χαρακτηριστικά. Σκουλαρίκι στη µύτη. Μαύρο φανελάκι. Φαγωµένο µαύρο µανό στα νύχια. Μαύρα µαλλιά µε πορτοκαλιές λωρίδες, άδεια, λαµπερά, ανοιχτογάλαζα µάτια µε έντονο µαύρο περίγραµµα. Ήταν αναµφίβολα χαριτωµένη, ίσως και καυτή, αλλά η µατιά που µου έριξε µε τσίτωσε, έχοντας κάτι που θύµιζε στρυφνή υπάλληλο φαστφουντάδικου ή στρίγκλα µπέιµπι σίτερ. «Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;» µε στρίµωξε ο Μπόρις όταν βρεθήκαµε µετά το σχόλασµα. Ανασήκωσα τους ώµους αδιάφορα. «Καλή, υποθέτω». «Υποθέτεις;» «Εντάξει, ρε φίλε, τι να σου πω, αυτή µοιάζει... δεν ξέρω... εικοσιπεντάρα και βάλε». «Το ξέρω! Ψώνιο!» είπε µε εντελώς αποβλακωµένη έκφραση. «Κλεισµένα δεκαοχτώ! Ενήλικη νοµικά! Αγοράζει ποτά στο χαλαρό! Άσε που ζει εδώ όλη της τη ζωή, άρα ξέρει τα µέρη όπου δε ζητάνε ταυτότητα!»
ii.
Η
ΧΑΝΤΛΙ, Η ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΑ ΚΟΠΕΛΙΑ
µε το κολεγιακό σακάκι που καθόταν δίπλα µου στην Αµερικανική Ιστορία, σούφρωσε τη µύτη της όταν τη ρώτησα για την «αγαπηµένη» του Μπόρις. «Αυτή;» είπε. «Ο ορισµός της τσούλας!» Όπως αποδείχτηκε, η µεγάλη αδερφή της Χάντλι, η Τζαν, πήγαινε στην ίδια τάξη µε την Κάιλι, ή Κέιλι, ή όπως αλλιώς την έλεγαν, τέλος πάντων. «Και η µάνα τους, άκουσα, είναι κανονική πόρνη! Πες στο φίλο σου να προσέχει µην κολλήσει καµιά αρρώστια». «Για φαντάσου!» έκανα, αιφνιδιασµένος από τη σφοδρότητά της, αν και µάλλον δε θα έπρεπε. Η Χάντλι, κόρη στρατιωτικού, ήταν στην οµάδα κολύµβησης και στη σχολική χορωδία. Είχε µια κανονική οικογένεια, µε τρία αδέρφια, ένα κυνηγετικό σκυλί Βαϊµάρης ονόµατι Γκρέτσεν, το οποίο είχε φέρει από τη Γερµανία, και έναν µπαµπά που έβαζε τις φωνές αν τολµούσε να γυρίσει αργότερα απ’ ό,τι της είχε πει. «Δεν αστειεύοµαι», συνέχισε η Χάντλι. «Την πέφτει στα αγόρια άλλων κοριτσιών, την πέφτει στα άλλα κορίτσια, θα την έπεφτε στον οποιονδήποτε. Άσε που νοµίζω ότι καπνίζει µαύρο». «Ω!» έκανα. Κατά την ταπεινή µου άποψη, τίποτα από τα προαναφερθέντα δεν αποτελούσε επαρκή λόγο για να αντιπαθήσω την Κάιλι, ή όπως αλλιώς την έλεγαν, ειδικά αφού ο Μπόρις κι εγώ είχαµε πέσει µε τα µούτρα στο µαύρο τους τελευταίους µήνες. Αλλά αυτό που µε ενοχλούσε –και µάλιστα πολύ– ήταν το πώς η Κότκου (θα συνεχίσω αποκαλώντας τη µε το όνοµα που της έδωσε ο Μπόρις, αφού µου είναι αδύνατον πια να θυµηθώ το κανονικό της) εµφανίστηκε από το πουθενά και, στην ουσία, έκανε κτήµα της το φίλο µου. Στην αρχή ήταν απασχοληµένος τα βράδια της Παρασκευής. Μετά άρχισε να χάνεται ολόκληρο το Σαββατοκύριακο – όχι µόνο το βράδυ, όλη µέρα. Πολύ σύντοµα ήταν «Η Κότκου αυτό» και «Η Κότκου το άλλο», και, πριν καλά καλά το καταλάβω, ο Πόπερ κι εγώ βρεθήκαµε να τρώµε βραδινό και να βλέπουµε ταινίες στην τηλεόραση ολοµόναχοι. «Δεν είναι τέλεια;» µε ρώτησε ο Μπόρις µετά την πρώτη φορά που την έφερε στο σπίτι µου – µια βραδιά που εξελίχτηκε σε παταγώδη αποτυχία, µε τους δυο τους να χαµουρεύονται στον καναπέ, ενώ εγώ καθόµουν στο πάτωµα µε την πλάτη γυρισµένη σ’ εκείνους και αγωνιζόµουν να συγκεντρωθώ σε µια επανάληψη της εκπληκτικής σειράς Τα Σύνορα της Φαντασίας. «Πώς σου φάνηκε;» «Εντάξει, τι να πω εγώ τώρα;» Στ’ αλήθεια, τι περίµενε να ακούσει; «Το σίγουρο είναι ότι της αρέσεις». Μετατόπισε το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο ανήσυχα. Στεκόµασταν έξω, κοντά στην πισίνα, παρότι φυσούσε και έκανε αρκετή ψύχρα για να βουτήξουµε. «Όχι, σοβαρά! Εσένα ποια είναι η γνώµη σου για εκείνη; Πες την αλήθεια, Πότερ», πρόσθεσε βλέποντάς µε να διστάζω. «Δεν ξέρω», απάντησα διπλωµατικά, και µετά, βλέποντας ότι µε κοίταζε κατάµατα και περίµενε: «Ειλικρινά; Δεν ξέρω, Μπόρις. Φαίνεται κάπως... απελπισµένη».
«Και; Είναι κακό αυτό;» Ο τόνος του πρόδιδε καθαρή περιέργεια, δεν ήταν ούτε θυµωµένος ούτε σαρκαστικός. «Τι να πω;» µουρµούρισα. «Μπορεί και όχι». Ο Μπόρις, µε µάγουλα ροδοκόκκινα από τη βότκα, έφερε το χέρι πάνω στην καρδιά του. «Την αγαπώ, Πότερ. Το λέω σοβαρά. Είναι το πιο αληθινό πράγµα που µου συνέβη ποτέ σε όλη µου τη ζωή». Ήταν τέτοια η αµηχανία µου, που στράφηκα αυτόµατα αλλού. «Η µικρή κοκαλιάρα µάγισσά µου!» Αναστέναξε µε απερίγραπτη ευδαιµονία. «Είναι τόσο ελαφριά και αδύνατη στην αγκαλιά µου! Σαν πούπουλο». Μυστηριωδώς, ο Μπόρις φαινόταν να λατρεύει την Κότκου για τους λόγους ακριβώς που εγώ την έβρισκα απωθητική: για το ελαστικό, γατίσιο κορµί της, για την αποστεωµένη, απαιτητική ενηλικιότητά της. «Κι όµως τόσο ατρόµητη και έµπειρη, µε τέτοια τεράστια καρδιά! Το µόνο που θέλω είναι να τη φροντίζω και να την προστατεύω από εκείνο τον Μάικ. Ξέρεις ποιον λέω, έτσι;» Έβαλα αµίλητος άλλη µια βότκα για µένα, αν και δεν τη χρειαζόµουν στ’ αλήθεια. Η υπόθεση Κότκου ήταν διπλά µπερδεµένη, αφού –όπως µε ενηµέρωσε ο ίδιος ο Μπόρις µε απροκάλυπτη αυταρέσκεια– εκείνη είχε ήδη γκόµενο: έναν εικοσιεξάχρονο ονόµατι Μάικ Μακ Νατ, που είχε δική του µοτοσικλέτα και δούλευε ως καθαριστής σε πισίνες. «Τέλεια», είπα όταν µου ξεφούρνισε το νέο ο Μπόρις. «Ίσως µας κάνει και καλύτερη τιµή». Είχα σκυλοβαρεθεί να καθαρίζω την πισίνα (µια δουλειά που είχα φορτωθεί σχεδόν αποκλειστικά), ειδικά από τη στιγµή που η Ζάντρα δεν έφερνε ποτέ στο σπίτι τα σωστά χηµικά ή την απαραίτητη ποσότητα. Ο Μπόρις έτριψε τα µάτια του µε την εσωτερική πλευρά των καρπών του. «Μιλάω σοβαρά, Πότερ. Πιστεύω ότι τον φοβάται. Θέλει να τον χωρίσει, αλλά φοβάται. Προσπαθεί να τον πείσει να καταταγεί στο στρατό». «Κοίτα να προσέχεις µη σε βάλει στο µάτι αυτός ο τύπος». «Εµένα;» Ένα σαρκαστικό ρουθούνισµα. «Γι’ αυτήν ανησυχώ! Είναι τόσο εύθραυστη! Με το ζόρι σαράντα κιλά!» «Ναι, ναι». Η Κότκου ισχυριζόταν ότι ήταν «οριακά ανορεξική» και είχε πάντα τον τρόπο της να αρρωσταίνει τον Μπόρις από ανησυχία λέγοντας ότι δεν είχε βάλει µπουκιά στο στόµα της όλη µέρα. Mου έσκασε µια φάπα στο πλάι του κεφαλιού. «Μένεις υπερβολικά πολύ χρόνο µόνος σου εδώ µέσα», είπε και κάθισε δίπλα µου, βουτώντας τα πόδια του στην πισίνα. «Έλα στης Κότκου απόψε. Φέρε κάποια». «Όπως;» Ένα κοφτό ανασήκωµα των ώµων. «Εκείνη την όµορφη ξανθούλα µε το αγορίστικο κούρεµα που κάθεται δίπλα σου στην Ιστορία; Την κολυµβήτρια;» «Τη Χάντλι;» Κούνησα το κεφάλι µου αρνητικά. «Ούτε µε σφαίρες». «Γιατί; Μια χαρά γκοµενάκι είναι! Πάω στοίχηµα ό,τι θες πως θα ερχόταν!» «Πίστεψέ µε, δεν είναι καλή ιδέα». «Θα την καλέσω εγώ για λογαριασµό σου! Άντε! Είναι φιλική µαζί σου, δε χάνει ευκαιρία να σου µιλήσει. Να την πάρω τηλέφωνο;» «Όχι! Δεν είναι αυτό... στάσου!» φώναξα και τον άρπαξα από τα µανίκι καθώς πήγαινε να σηκωθεί. «Χέστη!»
«Μπόρις». Ήταν ήδη µέσα, προχωρώντας προς το τηλέφωνο. «Άσ’ το! Το εννοώ. Δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει». «Και γιατί, παρακαλώ;» Ο περιπαικτικός τόνος του µου την έδωσε στα νεύρα. «Θες πραγµατικά να µάθεις; Επειδή...» Ήµουν έτοιµος να του πω Επειδή η Κότκου είναι ένα τσου– (που ήταν και η προφανής αλήθεια), αλλά προτίµησα να κρατήσω το στόµα µου κλειστό. «Κοίτα, η Χάντλι είναι αριστούχος και τα σχετικά. Δε θα θέλει να έρθει στης Κότκου...» «Τι έκανε λέει;» φώναξε ο Μπόρις και στράφηκε έξαλλος προς το µέρος µου. «Το πορνίδιο! Τι είπε;» «Τίποτα, απλώς...» «Κι όµως, δε µε γελάς εµένα!» Επέστρεφε µε φόρα στην πισίνα. «Πες µου, το καλό που σου θέλω!» «Έλα τώρα, Μπόρις, δεν τρέχει τίποτα», είπα, συνειδητοποιώντας πόσο έξαλλος ήταν. «Χαλάρωσε. Η Κότκου της ρίχνει χρόνια. Δεν είναι καν στην ίδια τάξη». «Η φαντασµένη σκύλα! Πότε την πείραξε η Κότκου;» «Χαλάρωσε». Το βλέµµα µου στάθηκε πάνω στο µπουκάλι της βότκας, που το διαυγές πάλλευκο ηλιόφως το έκανε να λάµπει σαν φωτόσπαθο. Είχε πιει πολύ, και το τελευταίο πράγµα που ήθελα ήταν ένας καβγάς. Αλλά ήµουν υπερβολικά σουρωµένος για να σκεφτώ κανέναν αστείο ή έξυπνο τρόπο να αλλάξω θέµα συζήτησης.
iii.
ΥΠΗΡΧΑΝ ΕΝΑ ΣΩΡΟ ΑΛΛΑ, πολύ
καλύτερα, συνοµήλικά µας κορίτσια που γλυκοκοίταζαν τον Μπόρις, µε πρώτη και καλύτερη τη Σάφι Κάσπερσεν, που ήταν Δανέζα στην καταγωγή, µιλούσε µε εξεζητηµένη βρετανική προφορά, είχε ένα µικρό ρόλο σε κάποια παραγωγή του φηµισµένου Cirque du Soleil και ήταν, µε διαφορά, το πιο όµορφο κορίτσι όλων των τµηµάτων της τάξης µας. Η Σάφι ήταν µαζί µας στο προχωρηµένο τµήµα της Γλώσσας (όπου είχε εκφράσει κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις για το Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη της Κάρσον Μακ Κάλερς) και, παρότι είχε τη φήµη απρόσιτης, δεν έκρυβε τη συµπάθειά της για τον Μπόρις. Γελούσε πάντα µε τα αστεία του, φερόταν χαζά στην οµάδα µελέτης που ήταν µαζί και την είχα πετύχει να του µιλάει όλο ενθουσιασµό στο διάδροµο, µε εκείνον να ανταποκρίνεται εξίσου ένθερµα, χειρονοµώντας ζωηρά µε τον ιδιαίτερο ρωσικό τρόπο του. Κι όµως, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, δε φαινόταν να τον ελκύει ούτε στο ελάχιστο. «Μα γιατί όχι;» τον ρώτησα. «Είναι το πιο όµορφο κορίτσι της τάξης µας». Είχα την εντύπωση ότι όλοι οι Δανοί είναι γεροδεµένοι και ξανθοί, αλλά η Σάφι ήταν λεπτοκαµωµένη και µελαχρινή, µε µια παραµυθένια οµορφιά την οποία αναδείκνυε εξαιρετικά το λαµπερό µακιγιάζ της παράστασης σε µια επαγγελµατική φωτογραφία της που είχα δει. «Είναι χαριτωµένη, ναι. Αλλά δεν είναι καυτή». «Μπόρις, δεν είναι απλά καυτή, είναι πυρηνική βόµβα! Έχεις τρελαθεί;» «Μπα, παραείναι στην πρίζα», αποφάνθηκε ο Μπόρις και κάθισε κάτω δίπλα µου µε µια µπίρα στο ένα χέρι, ενώ µε το ελεύθερο µου ένευε να του δώσω το τσιγάρο µου. «Συνέχεια στο τρέξιµο: Αν δε µελετάει, θα κάνει πρόβες, ή κάτι τέτοιο. Η Κότκου» –έβγαλε ένα σύννεφο καπνού, πριν µου επιστρέψει το τσιγάρο– «είναι σαν εµάς». Έµεινα σιωπηλός. Πώς είχα καταλήξει από µαθητής προγράµµατος Προηγµένης Τοποθέτησης να µπαίνω στο ίδιο τσουβάλι µε ένα χάπατο σαν την Κότκου; Ο Μπόρις µε σκούντηξε. «Κάτι µου λέει ότι σου αρέσει εσένα. Η Σάφι». «Μπα, δε θα το ’λεγα». «Κι όµως. Ζήτησέ της να βγείτε». «Καλά, θα δούµε», είπα, αν και ήξερα ότι δε θα έβρισκα ποτέ το θάρρος. Στο παλιό µου σχολείο, όπου οι αλλοδαποί και οι µαθητές από τα προγράµµατα ανταλλαγής έµεναν διακριτικά στο περιθώριο, κάποια σαν τη Σάφι ίσως ήταν πιο ευπρόσιτη, αλλά στο Βέγκας παραήταν δηµοφιλής, µόνιµα περικυκλωµένη από κόσµο. Και υπήρχε επίσης το µεγάλο ζήτηµα του τι θα µπορούσα να της προτείνω να κάνουµε µαζί. Στη Νέα Υόρκη τα πράγµατα θα ήταν σχετικά απλά: Θα µπορούσα να την πάω στο παγοδρόµιο, να την καλέσω να δούµε κάποια ταινία ή να πάµε στο πλανητάριο. Εδώ, δυσκολευόµουν πολύ να φανταστώ τη Σάφι Κάσπερσεν να σνιφάρει κόλλα, να πίνει µπίρα από µπουκάλι µέσα σε χαρτοσακούλα στην εγκαταλειµµένη παιδική χαρά ή να κάνει οτιδήποτε από αυτά που συνηθίζαµε µε τον Μπόρις.
iv.
ΤΟΝ ΕΒΛΕΠΑ ΑΚΟΜΑ,
αλλά όχι τόσο συχνά. Περνούσε όλο και περισσότερα βράδια µε την Κότκου και τη µητέρα της στο συγκρότηµα διαµερισµάτων 2Π – στην πραγµατικότητα, ένα ξενοδοχείο σύντοµης διαµονής, ένα ερειπωµένο µοτέλ της δεκαετίας του 1950 πάνω στον αυτοκινητόδροµο µεταξύ αεροδροµίου και Στριπ, όπου τύποι που θύµιζαν παράνοµους µετανάστες µαζεύονταν γύρω από την άδεια πισίνα και τσακώνονταν για εξαρτήµατα µοτοσικλετών. («Στο 2Π;» ρώτησε η Χάντλι. «Ξέρεις τι σηµαίνουν τα δύο Π, έτσι; Ποντίκια και Παράσιτα».) Ευτυχώς, η Κότκου δε συνόδευε συχνά τον Μπόρις στο σπίτι µου, αλλά, ακόµα κι όταν δεν ήταν η ίδια εκεί, όλο γι’ αυτήν έπρεπε να ακούω. Η Κότκου είχε τροµερό γούστο στη µουσική και του είχε γράψει ένα CD µε φοβερά χιπ χοπ κοµµάτια που έπρεπε οπωσδήποτε να ακούσω. H Kότκου ήθελε την πίτσα της µε πράσινες πιπεριές και ελιές µόνο. Η Κότκου ήθελε πάρα πολύ ένα κίµπορντ, καθώς και ένα σιαµέζικο γατάκι ή µια νυφίτσα, µόνο που δεν επιτρέπονταν ζωάκια στο 2Π. «Σοβαρά σου µιλάω, πρέπει να περάσεις περισσότερο χρόνο µαζί της, Πότερ», µου είπε σκουντώντας µε στον ώµο. «Θα τη συµπαθήσεις, είµαι σίγουρος». «Οχ, έλα τώρα!» δυσανασχέτησα, αναλογιζόµενος τον αλαζονικό τρόπο µε τον οποίο µου φερόταν – γελώντας πάντα τη λάθος στιγµή, σαν να µε κορόιδευε, διατάζοντάς µε να πάω στο ψυγείο να της φέρω µια µπίρα. «Κάνεις λάθος, εκείνη σε συµπαθεί! Θέλω να πω, σε βλέπει µάλλον σαν το µικρό µου αδερφό. Έτσι είπε». «Ποτέ δε µου µιλάει». «Επειδή κι εσύ δεν της µιλάς». «Αλήθεια, δε µου είπες: Πηδιέστε;» Ο Μπόρις ξεφύσηξε ανυπόµονα, όπως έκανε πάντα όταν τα πράγµατα δεν εξελίσσονταν όπως θα ήθελε. «Τελικά, έχεις πολύ βρόµικο µυαλό», είπε, τινάζοντας τα µαλλιά από τα µάτια του. «Εσύ τι λες;» πρόσθεσε τελικά. «Τι; Θες να σ’ το σκιτσάρω;» «Να σ’ το ζωγραφίσω». «Ε;» «Η έκφραση είναι: “Θες να σ’ το ζωγραφίσω;”». Ο Μπόρις έστρεψε το βλέµµα του προς τα πάνω µε απόγνωση, για να συνεχίσει λέγοντάς µου για άλλη µια φορά, χειρονοµώντας σαν τρελός, πόσο έξυπνη ήταν η Κότκου, πόσο «τρελά ψαγµένη» και ψηµένη στη ζωή, πόσα πράγµατα είχε ζήσει και πόσο άδικος γινόµουν που την έκρινα και τη σνόµπαρα χωρίς καν να µπω στη διαδικασία να τη γνωρίσω. Αλλά, ενώ καθόµουν εκεί µισοακούγοντας αφηρηµένος τη διάλεξή του και µισοβλέποντας ένα κλασικό φιλµ νουάρ στην τηλεόραση (το Άγγελοι στο Βούρκο, µε τον Ντέινα Άντριους), δεν µπορούσα να µη σκέφτοµαι ότι είχε γνωρίσει την Κότκου σε ένα τµήµα ενισχυτικής διδασκαλίας της Αγωγής του Πολίτη, ουσιαστικά ένα τµήµα για µαθητές που δε θεωρούνταν και πολύ έξυπνοι (ακόµα και µε τα υπερβολικά επιεική κριτήρια του σχολείου µας) ώστε να περάσουν την τάξη χωρίς έξτρα
βοήθεια. Ο Μπόρις –άριστος στα Μαθηµατικά χωρίς καν να προσπαθεί και αστέρι στις γλώσσες, καλύτερος από οποιονδήποτε είχα γνωρίσει στη ζωή µου– παρακολουθούσε υποχρεωτικά την Αγωγή του Πολίτη για Βούρλα επειδή ήταν αλλοδαπός, βάσει ενός κανονισµού του σχολείου τον οποίο σιχαινόταν. («Και ποιος ο λόγος, στην τελική; Μήπως µια µέρα θα ψηφίζω για το Κογκρέσο;») Αλλά η Κότκου –δεκαοχτώ χρονών γαϊδούρα, γέννηµα θρέµµα της Κοµητείας Κλαρκ της Νεβάδα, Αµερικανίδα υπήκοος, βγαλµένη λες κατευθείαν από τηλεοπτικό ριάλιτι– δεν είχε καµία δικαιολογία. Έπιανα τον εαυτό µου ξανά και ξανά να επιδίδεται σε τέτοιες κακεντρεχείς σκέψεις, τις οποίες έκανα ό,τι µπορούσα για να απωθήσω. Και τι µ’ ένοιαζε εµένα; Ναι, η «Γατούλα» ήταν µια σκύλα. Ναι, ήταν υπερβολικά βλίτο για να περάσει την Αγωγή του Πολίτη χωρίς βοήθεια, και φορούσε στα αφτιά της κάτι τεράστιους φτηνιάρικους κρίκους που µονίµως κάπου σκάλωναν, και, παρότι ζύγιζε µόλις σαράντα κιλά, εγώ την έτρεµα κυριολεκτικά, θεωρώντας τη ικανή να µε σκοτώσει στις κλοτσιές µε τις µυτερές µπότες της, αν έκανα το λάθος να την τσατίσω αρκετά. («Μιλάµε για τύπα που σπάει κεφάλια, δικέ µου», επιβεβαίωσε όλος καµάρι τις υποψίες µου ο Μπόρις, µιλώντας και χειρονοµώντας σαν µέλος συµµορίας σε γκέτο –ή τουλάχιστον όπως νόµιζε ότι µιλάνε τα µέλη των συµµοριών–, για να µε φιλοδωρήσει τελικά µε µια ιστορία για το πώς η καλή του είχε ξεριζώσει µια τούφα µαλλιά από το κεφάλι ενός κοριτσιού – αυτό ήταν ένα άλλο θέµα µε την Κότκου: Έµπλεκε συνέχεια σε άγριους γυναικοκαβγάδες, συνήθως µε άλλες ασπρουλιάρες αλήτισσες σαν εκείνη, αλλά ενίοτε και µε πραγµατικές συµµορίτισσες, Αφροαµερικάνες και Λατίνες.) Μα γιατί να µε κόφτει εµένα τι είδους προστυχάντζες άρεσαν στον Μπόρις; Δεν εξακολουθούσαµε να είµαστε φίλοι; Κολλητοί; Αδέρφια, στην πράξη; Αλλά, πάλι, δεν υπήρχε ακριβής λέξη γι’ αυτό που είχαµε µε τον Μπόρις. Μέχρι τη στιγµή που εµφανίστηκε στο προσκήνιο η Κότκου δε µε είχε απασχολήσει ποτέ η φύση της σχέσης µας. Συµπυκνωνόταν σε χαυνωµένα απογεύµατα µε το ερκοντίσιον στο φουλ, τεµπέλικα και σουρωµένα – στόρια κατεβασµένα κόντρα στην αντηλιά, άδεια φακελάκια ζάχαρης και ξεραµένες φλούδες πορτοκάλι διάσπαρτα στη µοκέτα ολόγυρά µας, το «Dear Prudence» από το White Album των Beatles (το οποίο λάτρευε ο Μπόρις) στο στερεοφωνικό, ή, αλλιώς, ο ίδιος θρηνητικός σκοπός των Radiohead, ξανά και ξανά: Kαι για ένα λεπτό Χάθηκα, χάθηκα...[1] Η κόλλα που σνιφάραµε µας «έστελνε» µε ένα σκοτεινό, µηχανικό βουητό σαν περιστροφή έλικα: Κινητήρες στο φουλ! Γέρναµε στο κρεβάτι και βυθιζόµασταν στο σκοτάδι σαν αλεξιπτωτιστές που πέφτουν µε την πλάτη από την πόρτα του αεροπλάνου, αν και –σε τέτοιες ιλιγγιώδεις «πτήσεις»– έπρεπε να προσέχεις µε τη σακούλα στη µούρη σου, αλλιώς θα παιδευόσουν ώρες να βγάλεις ξεραµένα γροµπαλάκια κόλλας από τα µαλλιά και την άκρη της µύτης σου, όταν τελικά «προσγειωνόσουν». Ξεραινόµασταν µάλλον παρά κοιµόµασταν, γυρισµένοι πλάτη µε πλάτη µέσα σε βρόµικα σεντόνια που έζεχναν τσιγαρίλα και σκυλίλα, µε τον Πόπτσικ να ροχαλίζει ανάσκελα και ανεπαίσθητους ψιθύρους να έρχονται από τους αεραγωγούς, αν έστηνες αφτί και αφουγκραζόσουν προσεκτικά. Μήνες ολόκληροι που ο άνεµος δεν κόπαζε στιγµή, κόκκοι άµµου να µαστιγώνουν τα τζάµια, η επιφάνεια της πισίνας ρυτιδωµένη, δυσοίωνη, απειλητική. Δυνατό τσάι τα πρωινά, κλεµµένη σοκολάτα. Ο Μπόρις να µου τραβάει τα µαλλιά και να µε κλοτσάει στα πλευρά. Ξύπνα, Πότερ. Καληµερούδια!
Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό µου ότι δε µου έλειπε, αλλά ήταν ψέµα. Μαστούρωνα µόνος, παρακολουθούσα κανάλια αυστηρά για ενηλίκους στην καλωδιακή, διάβαζα τα Σταφύλια της Οργής και το Σπίτι µε τα Εφτά Αετώµατα, που συναγωνίζονταν το ένα το άλλο για τον τίτλο του πιο βαρετού βιβλίου που γράφτηκε ποτέ, και πέρναγα ατέλειωτες ώρες –χρόνο που σίγουρα θα ήταν αρκετός για να µάθω δανέζικα ή κιθάρα, αν το είχα βάλει σκοπό– χαζολογώντας στους δρόµους µε ένα ξεχαρβαλωµένο σκέιτµπορντ που είχαµε βρει µε τον Μπόρις σε ένα από τα κατασχεµένα σπίτια λίγο παρακάτω. Πήγαινα σε πάρτι της οµάδας κολύµβησης µαζί µε τη Χάντλι –πάρτι χωρίς στάλα αλκοόλ και παρουσία γονιών–, ενώ τα Σαββατοκύριακα ξεσάλωνα σε σπίτια παιδιών που ελάχιστα γνώριζα και που οι γονείς τους έλειπαν για το διήµερο, κατεβάζοντας ηρεµιστικά χάπια Xanax και παγωµένα σφηνάκια Jägermeister, και γύριζα στο σπίτι µονάχος µε το θορυβώδες CAT στις δύο τα χαράµατα, τόσο λιώµα, ώστε έπρεπε να κρατιέµαι από το µπροστινό κάθισµα για να µη σωριαστώ στο διάδροµο. Αν βαριόµουν µετά το σχολείο, µπορούσα εύκολα να ανακατευτώ µε τα µεγάλα ζαβλακωµένα πλήθη των µαστούρηδων που σουλατσάριζαν ράθυµα ανάµεσα στο φαστφουντάδικο Del Taco και στα µαγαζιά µε τα ηλεκτρονικά παιχνίδια για παιδιά στο Στριπ. Αλλά και πάλι µε έτρωγε η µοναξιά. Αυτό που µου έλειπε ήταν ο Μπόρις και το κουβάρι παρορµητισµού και τρέλας που κουβαλούσε – αψυχολόγητος, ριψοκίνδυνος, αψίθυµος, απερίσκεπτος µέχρι βλακείας. Ο Μπόρις µε το κάτωχρο έως κιτρινιάρικο δέρµα, µε τα κλεµµένα µήλα του και τα ρωσικά µυθιστορήµατά του –στο πρωτότυπο πάντα–, µε τα νύχια του φαγωµένα µέχρι το κρέας και µε τα κορδόνια των παπουτσιών του να σέρνονται στη σκόνη. Ο Μπόρις ο εκκολαπτόµενος αλκοολικός, που ήξερε να βρίζει άπταιστα σε τέσσερις γλώσσες, που άρπαζε φαγητό από το πιάτο µου όποτε γούσταρε και τον έπαιρνε ο ύπνος στο πάτωµα σκνίπα στο µεθύσι, µε µάγουλα τόσο φλογισµένα, ώστε θαρρείς και τον είχαν χαστουκίσει. Ακόµα κι όταν βούταγε διάφορα χωρίς να ρωτήσει, όπως έκανε συνήθως –συνέχεια έχανα µικροπράγµατα, DVD και διάφορα σχολικά είδη από το ντουλάπι µου, ενώ τον είχα τσακώσει άπειρες φορές να ψάχνει τις τσέπες µου για λεφτά–, ήταν τόσο αδιάφορος για τα δικά του υπάρχοντα, ώστε, κατά µία έννοια, αυτό που έκανε δεν ήταν κλεψιά. Όποτε τύχαινε να βρεθεί µε λεφτά, τα µοιραζόταν µισά µισά µαζί µου, ενώ ευχαρίστως µου παραχωρούσε οτιδήποτε του ανήκε, αν του το ζητούσα (ή και χωρίς να του το ζητήσω, όπως έγινε µε το χρυσό αναπτήρα του κυρίου Παβλικόφσκι, για τον οποίο είχα εκφράσει το θαυµασµό µου κάποια στιγµή και βρέθηκε ως διά µαγείας στην εξωτερική τσέπη του σακιδίου µου). Το αστείο της υπόθεσης: Μέχρι τότε είχα πιάσει τον εαυτό µου να προβληµατίζεται µερικές φορές για το ότι ο Μπόρις ήταν κάπως υπερβολικά εκδηλωτικός απέναντί µου – αν η λέξη εκδηλωτικός είναι η κατάλληλη. Την πρώτη φορά που είχε αλλάξει πλευρό στο κρεβάτι και είχε τυλίξει το µπράτσο του γύρω από τη µέση µου, είχα κοκαλώσει για µερικά δευτερόλεπτα, µετέωρος µεταξύ ύπνου και ξύπνου, µην ξέροντας τι να κάνω, κοιτάζοντας τις βρόµικες κάλτσες µου στο πάτωµα και τα άδεια µπουκάλια µπίρας και το χαρτόδετο αντίτυπο του Κόκκινου Σήµατος του Στίβεν Κρέιν. Τελικά, γεµάτος αµηχανία, έκανα τάχα ότι χασµουρήθηκα και επιχείρησα να αποτραβηχτώ, όµως ο Μπόρις άφησε ένα στεναγµό και µε τράβηξε να φωλιάσω πιο κοντά του µε µια νυσταγµένη κίνηση. Σσσ, Πότερ, ψιθύρισε πάνω στο σβέρκο µου. Εγώ είµαι. Ήταν αλλόκοτο. Ήταν αλλόκοτο; Ήταν – και δεν ήταν. Λίγη ώρα µετά βυθίστηκα στον ύπνο, καλµαρισµένος από την ξινή µυρωδιά µπίρας που ανέδινε και τη ρυθµική αναπνοή του στο αφτί µου. Είχα πλήρη επίγνωση ότι δεν υπήρχε τρόπος να το εξηγήσω χωρίς να του δώσω µεγαλύτερη βαρύτητα απ’ όση έπρεπε. Τις νύχτες που ξυπνούσα µε µια απαίσια θηλιά φόβου
να µου σφίγγει το λαιµό, εκείνος ήταν εκεί, πιάνοντάς µε απαλά όταν πεταγόµουν έντροµος από το κρεβάτι και τραβώντας µε πίσω κάτω από τα σκεπάσµατα, µουρµουρίζοντας ακατάληπτα στα πολωνέζικα µε φωνή βραχνή και αγνώριστη από τον ύπνο. Αποκοιµιόµασταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου ακούγοντας µουσική από το iPod µου (Τελόνιους Μονκ, Velvet Underground, µουσικές που άρεσαν στη µητέρα µου) και κάποιες φορές ξυπνούσαµε σφιχταγκαλιασµένοι σαν ναυαγοί ή σαν πολύ µικρότερα παιδιά. Ωστόσο (και αυτό ήταν το ύποπτο σηµείο, αυτό που µε κατέτρωγε) υπήρχαν κι άλλες, πολύ πιο συγκεχυµένες στο µυαλό µου νύχτες κραιπάλης, όταν πιανόµασταν στα χέρια µισόγυµνοι – αχνό φως από την πόρτα του λουτρού και όλα θαµπά και ακαθόριστα χωρίς τα γυαλιά µου, χέρια πάνω σε κορµιά, τραχιά και ασυγκράτητα, αναποδογυρισµένες µπίρες που άφριζαν πάνω στη µοκέτα, ένα παιχνίδι άνευ σηµασίας την ώρα που συνέβαινε, που όµως άξιζε και µε το παραπάνω για τη στιγµή που µου κοβόταν η ανάσα και τα µάτια µου γύριζαν προς τα πάνω καθώς έχανα τον κόσµο και ξεχνούσα τα πάντα. Όµως όταν ξυπνούσαµε βογκώντας το επόµενο πρωί, ξαπλωµένοι µπρούµυτα στις δύο άκρες του κρεβατιού, τα πάντα είχαν ήδη ξεθωριάσει σε µια σειρά από φευγαλέες εικόνες, αποσπασµατικά και κακοφωτισµένα στιγµιότυπα σαν καρέ πειραµατικής ταινίας, η ασυνήθιστη σύσπαση των χαρακτηριστικών του Μπόρις να χάνεται κιόλας στη λήθη, η όλη φάση να µη βαραίνει στην κανονική µας ζωή περισσότερο από ένα όνειρο. Δε µιλούσαµε ποτέ γι’ αυτό – δεν ήταν εντελώς πραγµατικό. Ετοιµαζόµασταν για το σχολείο, πετώντας παπούτσια ή καταβρέχοντας ο ένας τον άλλο, µασούσαµε ασπιρίνες για να καταπραΰνουµε τον πονοκέφαλο από το πιόµα της προηγούµενης νύχτας, γελούσαµε και πειραζόµασταν σε όλη τη διαδροµή µέχρι τη στάση του σχολικού. Ήξερα ανθρώπους που θα το έπαιρναν στραβά αν το ήξεραν, δεν ήθελα να το µάθει κανείς, και ήµουν βέβαιος ότι το ίδιο ίσχυε και για τον Μπόρις, ο οποίος όµως αντιµετώπιζε την όλη κατάσταση τόσο χαλαρά, ώστε σχεδόν πειθόµουν πως δεν ήταν παρά µια βλακεία, τίποτα που να άξιζε να ασχοληθεί κανείς και να βασανίζεται γι’ αυτό. Παρ’ όλα αυτά, αρκετές φορές αναρωτήθηκα µήπως θα έπρεπε να µαζέψω το κουράγιο µου και να πω κάτι, να θέσω κάποια όρια, να ξεκαθαρίσω τα πράγµατα, έστω και µόνο για να σιγουρευτώ ότι δεν είχε λάθος εντύπωση. Αλλά δεν είχε εµφανιστεί ποτέ η κατάλληλη ευκαιρία. Και τώρα δεν είχε νόηµα πλέον να θίξω το θέµα ή να νιώθω άβολα, αν και καθόλου δε µε παρηγορούσε το γεγονός αυτό. Μισούσα το πόσο πολύ µου έλειπε. Το αλκοόλ έρεε άφθονο στο σπίτι µου, τουλάχιστον προς τη µεριά της Ζάντρα, πόρτες έκλειναν µε βρόντο («Ε λοιπόν, αφού δεν το έκανα εγώ, τότε µάλλον το έκανες εσύ!» την άκουσα να ουρλιάζει), και, χωρίς τον Μπόρις (για κάποιον άγνωστο λόγο, ήταν και οι δύο περισσότερο συγκρατηµένοι µπροστά του), ήταν ανυπόφορα. Μέρος του προβλήµατος ήταν ότι είχαν αλλάξει οι ώρες της Ζάντρα στο µπαρ – ουσιαστικά, όλα είχαν έρθει τα πάνω κάτω, µε αποτέλεσµα να έχει σαλτάρει από το άγχος, καθώς οι άνθρωποι µε τους οποίους δούλευε είτε είχαν φύγει είτε δούλευαν σε διαφορετική βάρδια. Γυρνώντας από το σχολείο τις Δευτέρες και τις Τετάρτες, την έβρισκα συχνά να έχει µόλις έρθει από τη δουλειά και να κάθεται µόνη της µπροστά στην τηλεόραση βλέποντας το αγαπηµένο της πρωινό σόου, υπερβολικά τσιτωµένη για να κοιµηθεί, πίνοντας Pepto-Bismol κατευθείαν από το µπουκάλι. «Εγώ είµαι, το αιώνιο ράκος», µε χαιρετούσε µε µια προσπάθεια να χαµογελάσει. «Θα ’πρεπε να κάνεις µια βουτιά. Θα σε κουράσει και θα σε βοηθήσει να κοιµηθείς, νοµίζω». «Μπα, άσε, λέω να µείνω εδώ µε το θαυµατουργό Pepto µου. Τι προϊόν! Μιλάµε για ένα επίτευγµα της επιστήµης µε γεύση τσιχλόφουσκας!» Όσο για τον µπαµπά µου, περνούσε πολύ περισσότερες ώρες στο σπίτι, κάνοντας παρέα
µαζί µου, κάτι που απολάµβανα, παρότι µε κούραζαν οι συνεχείς µεταπτώσεις του. Η έναρξη των πρωταθληµάτων αµερικανικού ποδοσφαίρου είχε προσδώσει µια ζωηράδα στο βήµα του. Έλεγχε το BlackBerry του και ερχόταν συχνά να «το κολλήσουµε» ή χόρευε γύρω γύρω στο δωµάτιο: «Είµαι διάνοια ή δεν είµαι; Ε; Είµαι;». Συµβουλευόταν πίνακες αποδόσεων, συγκριτικές αναλύσεις και –αραιά και πού– ένα χαρτόδετο βιβλίο µε τον τίτλο Σκορπιός: Προβλέψεις της Αθλητικής σας Χρονιάς. «Πρέπει να ψάχνεις διαρκώς το πλεονέκτηµα, το χάντικαπ», είπε όταν τον βρήκα να µελετάει πίνακες και να πληκτρολογεί σαν τρελός νούµερα στο κοµπιουτεράκι, σαν να ετοίµαζε τη φορολογική του δήλωση. «Αρκεί να έχεις ένα πενήντα τρία µε πενήντα τέσσερα τοις εκατό επιτυχία για να εξασφαλίσεις ένα καλό εισόδηµα – βλέπεις, ο µπακαράς είναι αυστηρά για αναψυχή, δεν απαιτεί ικανότητες, εγώ βάζω όρια στον εαυτό µου και δεν τα ξεπερνάω ποτέ, αλλά στοιχηµατίζοντας σε αγώνες µπορείς να βγάλεις καλά λεφτά, αν έχεις αυτοπειθαρχία. Πρέπει να προσεγγίζεις το θέµα σαν επενδυτής, όχι σαν φίλαθλος, ούτε καν σαν τζογαδόρος, επειδή το µυστικό είναι ότι η καλύτερη οµάδα συνήθως κερδίζει τον αγώνα, και αυτός που ορίζει τις αποδόσεις ξέρει καλά τη δουλειά του. Ωστόσο έχει κι αυτός τους περιορισµούς του, κυρίως από την κοινή γνώµη. Αυτό που προσπαθεί να προβλέψει δεν είναι το ποιος θα νικήσει, αλλά το ποιος πιστεύει το ευρύ κοινό ότι θα νικήσει. Και αυτό το χάσµα µεταξύ συναισθηµατικής προτίµησης και ωµής πραγµατικότητας... Ανάθεµα, βλέπεις εκείνο τον παίκτη στην τελική ζώνη της αντίπαλης οµάδας; Το Πίτσµπεργκ πάει να σκοράρει, κι αυτό είναι το τελευταίο πράγµα που θέλουµε τώρα! Τέλος πάντων, όπως έλεγα, αν στρωθείς κάτω και µελετήσεις σοβαρά, σε αντίθεση µε τον κάθε µαλακοπίτουρα που διαλέγει την οµάδα του µε µια πεταχτή µατιά στη σελίδα µε τα αθλητικά... Ποιος έχει τότε το πλεονέκτηµα; Βλέπεις, δεν είµαι από τα κορόιδα που υποστηρίζουν τους Τζάιαντς βρέξει χιονίσει – να πάρει, αυτό θα µπορούσε να σ’ το πει κι η µάνα σου. Ο Σκορπιός έχει µανία µε τον έλεγχο, αυτός είµ’ εγώ. Είµαι ανταγωνιστικός. Θέλω να κερδίζω πάση θυσία. Εξ ου και το υποκριτικό µου ταλέντο – µιλάω για τότε που έπαιζα. Σκορπιός µε ωροσκόπο Λέοντα. Είναι όλα στον αστρολογικό µου χάρτη. Εσύ, πάλι, είσαι Καρκίνος, κρυψίνους και κλεισµένος στο καβούκι σου, εντελώς διαφορετικός τρόπος λειτουργίας. Δεν είναι ούτε κακό ούτε καλό, απλώς έτσι είναι. Τέλος πάντων, το θέµα είναι ότι εγώ πάντα παίρνω τις αποφάσεις µου µε βάση τη σύνθεση των οµάδων και το προβάδισµα, αλλά δε βλάπτει να ρίχνεις και µια µατιά στις διελεύσεις των πλανητών και στο ηλιακό τόξο για τη µέρα της αναµέτρησης...» «Η Ζάντρα σε τράβηξε στην αστρολογία;» «Η Ζάντρα; Οι µισοί πράκτορες στοιχηµάτων στο Βέγκας έχουν τον προσωπικό τους αστρολόγο σε ταχεία κλήση! Τέλος πάντων, όπως σου έλεγα, όταν η πλάστιγγα ισορροπεί απόλυτα, κάνουν οι πλανήτες τη διαφορά; Εγώ λέω πως ναι. Κατηγορηµατικά ναι. Πολλά εξαρτώνται από το αν ένας παίκτης είναι σε καλή ή κακή µέρα, αν είναι κακόκεφος, όλα αυτά. Σοβαρά, τώρα, βοηθάει να έχεις αυτό το πλεονέκτηµα όταν είσαι κάπως... Πώς να το θέσω; Χα χα, ζορισµένος, ας πούµε, αν και» –δείχνοντάς µου ένα χοντρό πάκο µε χαρτονοµίσµατα που έµοιαζαν µε εκατοδόλαρα πιασµένα µε λαστιχάκι– «η φετινή χρονιά πάει φανταστικά για µένα. Πενήντα τρία τοις εκατό, χίλια πονταρίσµατα το χρόνο. Αυτό είναι το κόλπο». Η Κυριακή ήταν αυτό που αποκαλούσε «η µεγάλη µέρα». Ξυπνώντας, τον έβρισκα κάτω µέσα σε ένα χάος από σκόρπιες εφηµερίδες, να πηγαινοέρχεται γεµάτος κέφι και έξαψη σαν να ήταν πρωί Χριστουγέννων, ανοιγοκλείνοντας ντουλάπια, µιλώντας µε τον «µπούκι» του στο BlackBerry και ροκανίζοντας τσιπς καλαµποκιού κατευθείαν από τη σακούλα. Αν κατέβαινα και παρακολουθούσα µαζί του έστω και για λίγο όταν προβάλλονταν οι σηµαντικοί αγώνες,
µερικές φορές µού έδινε αυτό που αποκαλούσε «µερτικό» (είκοσι δολάρια, ή πενήντα, αν κέρδιζε). «Για να τονώσω το ενδιαφέρον σου», εξηγούσε, γέρνοντας πίσω στον καναπέ και τρίβοντας αγχωµένα τα χέρια του. «Βλέπεις, αυτό που χρειαζόµαστε είναι να σβηστούν οι Κολτς από το χάρτη στο πρώτο µισό του αγώνα. Να συντριβούν. Και µε τους Καουµπόις και τους Νάινερς θέλουµε το σκορ να ξεπεράσει τους τριάντα πόντους στο δεύτερο ηµίχρονο. Έτσι µπράβο!» έσκουζε, πηδώντας όρθιος και κουνώντας τη γροθιά του στον αέρα. «Aπώλεια της µπάλας, που περνάει στους Ρέντσκινς! Εδώ είµαστε!» Αλλά ήταν µεγάλο µπέρδεµα για µένα, γιατί αυτοί που είχαν χάσει την µπάλα ήταν οι Καουµπόις. Και εγώ είχα την εντύπωση ότι θέλαµε οι Καουµπόις να κερδίσουν µε τουλάχιστον δεκαπέντε πόντους διαφορά. Οι ξαφνικές µεταστροφές του στη µέση του παιχνιδιού παραήταν απότοµες για να µπορώ να τις παρακολουθήσω και συχνά ρεζιλευόµουν επευφηµώντας τη λάθος οµάδα. Παρ’ όλα αυτά, καθώς πηδούσαµε από το ένα µατς στο άλλο και από το ένα κουπόνι στοιχήµατος στο άλλο, απολάµβανα το παραλήρηµά του, καθώς και το ολοήµερο όργιο κατανάλωσης λίπους, και µάζευα τα εικοσάρικα και τα πενηντάρικα που µου πετούσε σαν να έπεφταν από τον ουρανό. Άλλες φορές, εκεί που σκαµπανεβάζαµε µε τα κύµατα του ενθουσιασµού του, τον κυρίευε µια αόριστη ανησυχία, που ελάχιστη σχέση είχε –απ’ ό,τι µπορούσα να καταλάβω τουλάχιστον– µε την εξέλιξη των αγώνων. Τότε, για κάποιο λόγο που αδυνατούσα να συλλάβω, άρχιζε να κόβει βόλτες πάνω κάτω µε τα χέρια πλεγµένα πάνω στο κεφάλι του, µε το βλέµµα του στυλωµένο στην τηλεόραση και µε µια έκφραση ανθρώπου που βλέπει να χάνονται οι κόποι µιας ζωής, µιλώντας σε προπονητές και παίκτες, ρωτώντας τους τι στην οργή είχαν πάθει, τι διάολο γινόταν στο γήπεδο. Κάποιες φορές µε ακολουθούσε στην κουζίνα µε έναν αλλόκοτα υποτακτικό τρόπο. «Με σφάζουν εκεί µέσα», βογκούσε θεατρινίστικα και διπλωνόταν πάνω στον πάγκο µε µια κωµική έκφραση, µε την όλη στάση του να θυµίζει ληστή τράπεζας που έχει γαζωθεί από σφαίρες στην κοιλιά. Αποδόσεις φαβορί. Αποδόσεις αουτσάιντερ. Σκορ, επιδόσεις παικτών, στατιστικά αγώνα. Τις µέρες που είχε µατς, και περίπου µέχρι τις πέντε το απόγευµα, το πάλλευκο φως της ερήµου κρατούσε σε απόσταση την αναπόδραστη κυριακάτικη κατήφεια –το φθινόπωρο να χάνει σταδιακά έδαφος έναντι του χειµώνα, η µοναξιά του οκτωβριάτικου σούρουπου να εντείνεται από την αίσθηση της επερχόµενης σχολικής εβδοµάδας–, αλλά έφτανε πάντα προς το τέλος αυτών των αθλητικών απογευµάτων µια παρατεταµένη στιγµή ακινησίας που η διάθεση του πλήθους µεταβαλλόταν και τα πάντα φάνταζαν µίζερα και αβέβαια, τόσο στην οθόνη όσο και εκτός, η µεταλλική λάµψη από την αντανάκλαση του φωτός στις τζαµόπορτες που έβγαζαν στην αυλή µαλάκωνε και γινόταν χρυσαφένια, και µετά γκρίζα, καθώς οι επιµήκεις σκιές και η νύχτα παραδίνονταν στη σιγαλιά της ερήµου, και τότε µε κυρίευε µια θλίψη που δεν κατάφερνα να αποτινάξω, µια αίσθηση σιωπηλών ανθρώπων να προχωράνε αργά προς τις εξόδους σταδίων και παγωµένου ψιλόβροχου να πέφτει στις µεγάλες φοιτητουπόλεις πίσω στα ανατολικά. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσω τον πανικό που µε κυρίευε τότε. Αυτές οι µέρες αγώνων τερµατίζονταν απότοµα, µε µια αίσθηση αιµορραγίας σχεδόν, που µε µετέφερε πίσω στη Νέα Υόρκη τη µέρα που παρακολούθησα το διαµέρισµά µας να διαλύεται σιγά σιγά και να πακετάρεται για να φορτωθεί στα φορτηγά – ανεστιότητα και ρευστότητα, τίποτα να πιαστώ και να γαντζωθώ πάνω του. Ανεβαίνοντας στο δωµάτιό µου και κλείνοντας πίσω µου την πόρτα, άναβα όλα τα φώτα, κάπνιζα χόρτο, αν είχα, άκουγα µουσική από τα φορητά ηχεία µου – µουσική που δεν άκουγα ποτέ στο παρελθόν, όπως Σοστακόβιτς και Ερίκ Σατί που είχα κατεβάσει στο iPod για τη µητέρα µου και µετά δε µου έκανε καρδιά να σβήσω– και ξεφύλλιζα
βιβλία από τη δανειστική βιβλιοθήκη: βιβλία τέχνης κυρίως, επειδή µου θύµιζαν εκείνη. Τα Αριστουργήµατα της Ολλανδικής Ζωγραφικής. Ντελφτ: Η Χρυσή Εποχή. Έργα του Ρέµπραντ, Ανώνυµων Μαθητών και Μιµητών του. Ψάχνοντας στο κοµπιούτερ στο σχολείο µου, είχα δει ότι υπήρχε ένα βιβλίο για τον Κάρελ Φαµπρίτσιους (µικρό, µόλις εκατό σελίδες), αλλά η σχολική βιβλιοθήκη δεν το είχε, κι όταν σερφάραµε στο διαδίκτυο µας επιτηρούσαν τόσο στενά, ώστε δεν τολµούσα να συνεχίσω την έρευνα – ειδικά όταν, κλικάροντας απερίσκεπτα σε ένα σύνδεσµο (Het Puttertje, Η Καρδερίνα, 1654), βρέθηκα σε έναν τροµακτικά επισηµοφανή ιστότοπο µε την ονοµασία Μητρώο Χαµένων Έργων Τέχνης, που µου ζητούσε να καταχωρίσω ονοµατεπώνυµο και διεύθυνση κατοικίας προκειµένου να προχωρήσω. Φρίκαρα τόσο βλέποντας τις λέξεις Ιντερπόλ και Χαµένα, ώστε, πάνω στον πανικό µου, έσβησα τελείως τον υπολογιστή, πράγµα που δεν επιτρεπόταν. «Τι έκανες εδώ;» ρώτησε αυστηρά ο κύριος Όστροου ο βιβλιοθηκάριος πριν καταφέρω να ξανανάψω τον υπολογιστή. Έσκυψε πάνω από τον ώµο µου και άρχισε να πληκτρολογεί τον κωδικό του. «Εγώ...» Οµολογώ ότι ένιωσα ανακούφιση που δεν είχα µπει σε τίποτα πορνοσελίδες όταν άρχισε να ανατρέχει στο «ιστορικό». Είχα σκοπό να πάρω ένα φτηνό λάπτοπ µε τα πεντακόσια δολάρια που µου είχε κάνει δώρο ο µπαµπάς µου για τα Χριστούγεννα, αλλά τα λεφτά είχαν κάνει φτερά µε κάποιον τρόπο. Χαµένα Έργα Τέχνης, επαναλάµβανα στον εαυτό µου. Η λέξη χαµένα δεν αποτελούσε αιτία πανικού, αφού στην ίδια κατηγορία ενέπιπταν και τα κατεστραµµένα, σωστά; Παρότι δεν είχα καταχωρίσει τα στοιχεία µου, µε ανησυχούσε το γεγονός ότι είχα επιχειρήσει να µπω στη συγκεκριµένη ιστοσελίδα από τη διεύθυνση IP του σχολείου µου. Αν οι ερευνητές που είχαν έρθει να µε ανακρίνουν παρακολουθούσαν τα ίχνη µου, θα γνώριζαν ότι είχα εγκατασταθεί µόνιµα στο Λας Βέγκας – η σύνδεση µ’ εµένα, αν και αόριστη, ήταν υπαρκτή. Ο πίνακας ήταν κρυµµένος –πολύ έξυπνα, όπως πίστευα– µέσα σε µια καθαρή βαµβακερή µαξιλαροθήκη και κολληµένος µε µονωτική ταινία πίσω από το κεφαλάρι του κρεβατιού µου. Είχα µάθει από τον Χόµπι πόσο προσεκτική µεταχείριση απαιτούν όλα τα παλιά πράγµατα (µερικές φορές φορούσε άσπρα βαµβακερά γάντια για κάποια ιδιαίτερα ευπαθή αντικείµενα) και δεν τον άγγιξα ποτέ µε γυµνά χέρια, παρά µόνο από τις άκρες. Δεν τον έβγαζα ποτέ έξω, παρά µόνο αν ήξερα ότι ο µπαµπάς και η Ζάντρα θα αργούσαν να γυρίσουν – αν και, ακόµα κι όταν δεν µπορούσα να τον δω, µε γαλήνευε να ξέρω ότι βρισκόταν εκεί, προσδίδοντας στα πράγµατα ένα βάθος και µια σταθερότητα, ενισχύοντας τις θεµελιώδεις δοµές του κόσµου µε την αόρατη σιγουριά του βραχώδους υποστρώµατος, πράγµα που µε καθησύχαζε, µε τον τρόπο που σε καθησυχάζει να ξέρεις ότι κάπου πέρα µακριά φάλαινες κολυµπάνε ανέµελα στα νερά της Βαλτικής και µοναχοί ψάλλουν νυχθηµερόν για τη σωτηρία του κόσµου σε µυστηριώδεις µεσηµβρινούς. Ποτέ δεν τον µεταχειρίστηκα επιπόλαια βγάζοντάς τον για να τον κοιτάξω. Και µόνο µε την κίνηση να απλώσω το χέρι µου για να τον πάρω, µε κατέκλυζε µια αίσθηση διεύρυνσης, ανάδυσης και ανύψωσης. Κι όταν τον κοίταζα για ώρα πολλή µε µάτια κατάστεγνα από τον τεχνητά ψυγµένο αέρα της ερήµου, ερχόταν µια αλλόκοτη στιγµή που θαρρείς και καταργούνταν ο χώρος ανάµεσά µας, κι όταν σήκωνα το βλέµµα µου, η πραγµατικότητα ήταν ο πίνακας και όχι εγώ. 1622-1654. Γιος δασκάλου. Τα έργα που είναι αποδεδειγµένα δικά του δεν ξεπερνάνε τα δώδεκα. Σύµφωνα µε τον Ντιρκ βαν Μπλέισβικ, ιστορικό της πόλης του Ντελφτ, ο Φαµπρίτσιους βρισκόταν στο ατελιέ του ζωγραφίζοντας το νεωκόρο της Άουντε Κερκ, της
Παλαιάς Εκκλησίας του Ντελφτ, όταν, στις δέκα και µισή το πρωί, σηµειώθηκε η έκρηξη στο εργοστάσιο πυρίτιδας. Η σορός του ζωγράφου ανασύρθηκε από τα χαλάσµατα του ατελιέ του από γείτονές του, «µε µεγάλη οδύνη», όπως ανέφεραν τα βιβλία, «και επίµοχθη προσπάθεια». Αυτό που µε καθήλωσε σε αυτές τις σύντοµες αναφορές του βιβλίου της δανειστικής βιβλιοθήκης ήταν το στοιχείο της τύχης: τυχαία καταστροφικά συµβάντα, τόσο το δικό του όσο και το δικό µου, που όµως συνέκλιναν στο ίδιο αόρατο σηµείο, στη µεγάλη έκρηξη, όπως το περιέγραφε ο πατέρας µου χωρίς την παραµικρή διάθεση σαρκασµού ή απαξίωσης, αλλά, αντιθέτως, µε µια γεµάτη σεβασµό αναγνώριση των δυνάµεων της τύχης που εξουσίαζαν και τη δική του ζωή. Θα µπορούσε κανείς να µελετάει όλες τις παραµέτρους και τις κρυφές συνδέσεις για χρόνια, και να µη βγάλει ποτέ νόηµα – πράγµατα που τύχαινε κάποια στιγµή να συναντηθούν και αποµακρύνονταν, χρονοδίνη, η µητέρα µου να στέκεται έξω από το µουσείο τη στιγµή που ο χρόνος τρεµόπαιξε και το φως έγινε αλλόκοτο, αβεβαιότητες που µετεωρίζονταν στα όρια µιας απέραντης θάλασσας φωτός. Το τυχαίο συµβάν που µπορεί να αλλάξει τα πάντα – ή όχι. Επάνω, το νερό από τη βρύση του λουτρού ήταν υπερβολικά χλωριωµένο για να πίνεται. Τα βράδια ένας στεγνός άνεµος παρέσερνε σκουπίδια και κουτάκια µπίρας στο δρόµο. Το νοτερό περιβάλλον και η υγρασία στον αέρα είναι οι χειρότεροι εχθροί των αντικών, µου είχε πει ο Χόµπι, δείχνοντάς µου στο ψηλό επιδαπέδιο ρολόι που επιδιόρθωνε όταν έφυγα πώς είχε σαπίσει το ξύλο της βάσης από την υγρασία («Κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να καθαρίζει το δάπεδο ρίχνοντας το νερό µε τους κουβάδες! Βλέπεις πώς έχει µαλακώσει το ξύλο, πώς σάπισε;»). Χρονοδίνη: Ένας τρόπος να βλέπει κανείς τα πράγµατα δύο ή και περισσότερες φορές. Όπως ακριβώς τα τελετουργικά του µπαµπά µου, τα συστήµατα βάσει των οποίων στοιχηµάτιζε, όλες οι µαντείες και οι µαγγανείες του βασίζονταν σε µια θεµελιώδη επίγνωση της ύπαρξης αθέατων µοτίβων, έτσι και η έκρηξη στο εργοστάσιο πυρίτιδας του Ντελφτ ήταν κοµµάτι ενός σύνθετου πλέγµατος γεγονότων που οι αντηχήσεις τους έφταναν µέχρι το παρόν. Οι πολύπλευρες συνέπειες προκαλούσαν ίλιγγο. «Το σηµαντικό δεν είναι το χρήµα», έλεγε ο µπαµπάς µου. «Το µόνο που αντιπροσωπεύει το χρήµα είναι η ενέργεια του πράγµατος, καταλαβαίνεις; Το θέµα είναι πώς την ανιχνεύεις. Τη ροή της τύχης». Η καρδερίνα µε κοίταζε µε σταθερό βλέµµα, λαµπερά, αναλλοίωτα µάτια. Το ξύλινο πάνελ ήταν µικρό, «ελάχιστα µεγαλύτερο από φύλλο χαρτιού Α4», όπως υπογράµµιζε ένα από τα δανεικά βιβλία τέχνης µου, αν και όλες αυτές οι ηµεροµηνίες και οι διαστάσεις, στείρες πληροφορίες εγχειριδίου, ήταν, κατά κάποιον τρόπο, τόσο άσχετες όσο και τα στατιστικά στη σελίδα των αθλητικών τη στιγµή που οι Πάκερς έπαιρναν προβάδισµα δύο πόντων στο τελευταίο τέταρτο του αγώνα και άρχιζε να πέφτει λεπτό χιονόνερο στο γήπεδο. Ο πίνακας, η µαγεία και η ζωντάνια του, θύµιζε εκείνη την παράξενη, αιθέρια στιγµή που πιάνει να χιονίζει, πρασινωπό φως και νιφάδες να χορεύουν µπροστά στις κάµερες, τότε που δε σε νοιάζει πια ο αγώνας, ποιος κερδίζει ή ποιος χάνει, αλλά θέλεις µόνο να ρουφήξεις την εκστατική, φευγαλέα στιγµή. Όταν κοίταζα τον πίνακα, ένιωθα τα πάντα να συγκλίνουν σε ένα και µοναδικό σηµείο: στη µία, τρεµουλιαστή, ηλιόβλητη στιγµή που υπήρχε τώρα και για πάντα. Μόνο αραιά και πού πρόσεχα την αλυσίδα στο ποδαράκι της καρδερίνας ή σκεφτόµουν πόσο σκληρή πρέπει να ήταν η ζωή για το ζωντανό πλασµατάκι – να χτυπάει για λίγο τα φτερά του, για να προσγειωθεί αναγκαστικά στην ίδια πάντα απελπιστική θέση.
[1] For a minute there / I lost myself, I lost myself: Οι στίχοι είναι από το τραγούδι «Karma Police» των Radiohead. (Σ.τ.Μ.)
v.
ΕΝΑ ΚΑΛΟ: Ο µπαµπάς µου είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Με έβγαζε έξω για φαγητό –κυριλέ δείπνα για δύο σε ωραία εστιατόρια µε άσπρα τραπεζοµάντιλα– το λιγότερο µία φορά την εβδοµάδα. Κάποιες φορές καλούσε και τον Μπόρις, που ποτέ δεν αρνιόταν την πρόσκληση – αφού το δέλεαρ ενός καλού γεύµατος ήταν αρκετά ισχυρό για να υπερνικήσει και αυτήν ακόµα τη βαρυτική έλξη της Κότκου–, όµως, παραδόξως, έπιανα τον εαυτό µου να το απολαµβάνει περισσότερο όταν ήµασταν µόνο ο µπαµπάς µου κι εγώ. «Ξέρεις», µου είπε σε µια τέτοια έξοδο, ενώ παρατείναµε το δείπνο µας καθυστερώντας µε το επιδόρπιο και κουβεντιάζοντας για το σχολείο και για ένα σωρό άλλα θέµατα (από πού είχε προκύψει αυτός ο καινούριος, γεµάτος ενδιαφέρον για µένα µπαµπάς;), «χαίροµαι πραγµατικά που µπόρεσα να σε γνωρίσω καλύτερα από τότε που ήρθες εδώ πέρα, Θίο». «Εµ... ναι, κι εγώ», απάντησα κάπως αµήχανα, αλλά απόλυτα ειλικρινά. «Θέλω να πω» –περνώντας τα δάχτυλα µέσα από τα µαλλιά του– «σ’ ευχαριστώ που µου έδωσες µια ευκαιρία, µικρέ. Γιατί έκανα ένα τεράστιο λάθος: Δεν έπρεπε ποτέ ν’ αφήσω τη σχέση µου µε τη µητέρα σου να επηρεάσει τη σχέση µου µαζί σου. Όχι, όχι» –σηκώνοντας το χέρι του για να προλάβει τυχόν διαµαρτυρίες– «δεν κατηγορώ τη µαµά σου για τίποτα, έχω ξεπεράσει προ πολλού αυτή τη φάση. Απλώς... σε αγαπούσε τόσο πολύ, που ένιωθα πάντα κάπως παρείσακτος όταν ήµουν µαζί σας. Σαν να ήµουν ξένος µέσα στο ίδιο µου το σπίτι. Οι δυο σας ήσασταν τόσο στενά δεµένοι» –γέλασε, αλλά χωρίς πραγµατική ευθυµία– «ώστε δεν έµενε χώρος για τρίτο». «Να σου πω...» Η µητέρα µου κι εγώ κυκλοφορούσαµε στα νύχια των ποδιών µας όταν εκείνος βρισκόταν στο σπίτι, ψιθυρίζοντας και κάνοντας ό,τι ήταν δυνατόν για να τον αποφεύγουµε. Μυστικά, γέλια... «Δηλαδή, εγώ...» «Όχι, όχι, δε σου καταλογίζω τίποτα. Εγώ είµαι ο µπαµπάς, εγώ όφειλα να το έχω χειριστεί πιο σωστά. Απλώς το όλο πράγµα εξελίχτηκε σε φαύλο κύκλο, αν µε καταλαβαίνεις. Ένιωθα αποξενωµένος, µ’ έπαιρνε από κάτω, το ’ριχνα στο ποτό. Κι αυτό δεν έπρεπε να το αφήσω να συµβεί, ποτέ. Έχασα µερικά πολύ σηµαντικά χρόνια της ζωής σου. Και πρέπει να ζήσω µε αυτό». «Ε...» Ένιωθα τόσο φρικτά, που δεν ήξερα τι να πω. «Δεν προσπαθώ να σε στήσω στον τοίχο, φιλαράκο. Απλώς λέω ότι χαίροµαι που είµαστε φίλοι τώρα». «Ναι», είπα, καρφώνοντας το βλέµµα στο σχεδόν γλειµµένο µπολ της κρεµ µπριλέ µου. «Κι εγώ». «Και... εντάξει, θέλω να επανορθώσω. Βλέπεις, τα πάω τόσο καλά στα στοιχήµατα φέτος» – έκανε µια παύση για να πιει µια γουλιά από τον καφέ του– «ώστε λέω να σου ανοίξω ένα λογαριασµό καταθέσεων. Ξέρεις, να βάλω µερικά χρήµατα στην άκρη για σένα. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δε στάθηκα σωστός απέναντί σου όσον αφορά τη µαµά σου και όλους εκείνους τους µήνες που ήµουν άφαντος...» «Μπαµπά», είπα ξαφνιασµένος, «δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό».
«Α, µα το θέλω! Έχεις Αριθµό Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης, σωστά;» «Φυσικά». «Λοιπόν, έχω ήδη στην άκρη δέκα χιλιάδες. Είναι µια καλή αρχή. Αν το θυµηθείς, όταν γυρίσουµε στο σπίτι, δώσ’ µου τον αριθµό σου, και την επόµενη φορά που θα περάσω από την τράπεζα θ’ ανοίξω ένα λογαριασµό στο όνοµά σου, σύµφωνοι;»
vi.
ΕΚΤΟΣ ΣΧΟΛΕΙΟΥ έβλεπα ελάχιστα τον Μπόρις, µε εξαίρεση µια σαββατιάτικη απογευµατινή εκδροµή στο Carnegie Deli του ξενοδοχείου Mirage, όπου µας πήγε ο µπαµπάς µου για καπνιστό µαύρο γάδο Αλάσκας και µπιάλι, τα πολωνέζικα στρογγυλά ψωµάκια µε το κρεµµύδι. Όµως µια µέρα λίγες εβδοµάδες πριν από την Ηµέρα των Ευχαριστιών ανέβηκε µε βαριά βήµατα τη σκάλα εκεί που δεν το περίµενα και µου είπε: «Ο µπαµπάς σου περνάει µεγάλες γκίνιες, το ήξερες;». Άφησα κάτω το αντίτυπο του Σίλας Μάρνερ της Τζορτζ Έλιοτ που µελετούσα για το σχολείο. «Ορίστε;» «Κοίτα, έπαιζε σε τραπέζια των διακοσίων δολαρίων – διακόσια δολάρια το ποντάρισµα», διευκρίνισε. «Χάνεις χιλιάρικο στο πεντάλεπτο, χαλαρά». «Χίλια δολάρια είναι πενταροδεκάρες γι’ αυτόν», είπα. Και µετά, βλέποντας ότι δεν απαντούσε: «Πόσα είπε ότι έχασε;». «Δεν είπε», απάντησε ο Μπόρις. «Αλλά πολλά». «Είσαι σίγουρος ότι δε σε δούλευε;» Ο Μπόρις γέλασε και κάθισε στο κρεβάτι. «Δεν αποκλείεται», απάντησε, γέρνοντας πίσω για να στηριχτεί στους αγκώνες του. «Εσύ δεν ξέρεις τίποτα;» «Να σου πω...» Απ’ όσο ήξερα, ο πατέρας µου είχε κάνει χοντρή µπάζα µε τη νίκη των Μπιλς την προηγούµενη εβδοµάδα. «Δεν καταλαβαίνω πώς θα µπορούσε να είναι τόσο στριµωγµένος. Με πηγαίνει στο Bouchon και σε άλλα τέτοια πανάκριβα εστιατόρια». «Ναι, αλλά ίσως έχει λόγο που το κάνει», είπε µε αινιγµατικό ύφος. «Λόγο; Τι λόγο;» Ο Μπόρις φάνηκε έτοιµος να πει κάτι, αλλά άλλαξε γνώµη. «Ποιος ξέρει;» απάντησε, ανάβοντας ένα τσιγάρο και τραβώντας µια γερή ρουφηξιά. «Ο µπαµπάς σου... είναι εν µέρει Ρώσος, ε;» «Πράγµατι», επιβεβαίωσα, απλώνοντας το χέρι για να πάρω µια τζούρα από το τσιγάρο του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχα ακούσει τον Μπόρις και τον µπαµπά µου, απορροφηµένους στις «κουλτουριάρικες συζητήσεις» τους, να συζητάνε για τους διάσηµους τζογαδόρους της ρωσικής ιστορίας: τον Πούσκιν, τον Ντοστογέφσκι και άλλους που δεν είχα καν ακουστά. «Εντάξει, είναι πολύ ρωσικό να γκρινιάζεις για το πόσο στραβά κι ανάποδα σου πάνε µονίµως όλα! Ακόµα κι αν ζεις µια τέλεια ζωή, το κρατάς για τον εαυτό σου. Δε θέλεις να προκαλέσεις το διάβολο». Φορούσε ένα από τα παλιά πουκάµισα που του είχε δώσει ο πατέρας µου, σχεδόν διάφανο από το πολύ πλύσιµο και τόσο τεράστιο, που έπλεε πάνω του σαν κελεµπία Άραβα. «Αν και µε τον µπαµπά σου είναι πολλές φορές δύσκολο να καταλάβεις αν µιλάει σοβαρά ή αν αστειεύεται». Με κοίταξε εξεταστικά. «Τι σκέφτεσαι;» «Τίποτα». «Ξέρει ότι µιλάµε. Γι’ αυτό µου το είπε. Δε θα µου το ’λεγε, αν δεν ήθελε να το µάθεις εσύ». «Ό,τι πεις». Στην πραγµατικότητα, δε συµµεριζόµουν την άποψή του. Ο µπαµπάς µου ήταν
από τους τύπους που, αν βρίσκονταν στην κατάλληλη ψυχική διάθεση, θα µπορούσαν άνετα να συζητήσουν την προσωπική τους ζωή µε τη γυναίκα του αφεντικού τους ή µε κάποιο άλλο εντελώς ακατάλληλο άτοµο. «Θα σ’ το έλεγε ο ίδιος», επέµεινε ο Μπόρις, «αν πίστευε ότι θα σ’ ενδιέφερε». «Κοίτα. Όπως είπες κι εσύ...» Ο µπαµπάς µου είχε µια δόση µαζοχισµού και µια τάση προς τη δραµατοποίηση. Τις Κυριακές που περνούσαµε µαζί του άρεσε να µεγαλοποιεί τις ατυχίες του, αναστενάζοντας και τραβώντας τα µαλλιά του, γκρινιάζοντας µεγαλόφωνα ότι είχε «καταστραφεί» ή «καταποντιστεί» έπειτα από ένα χαµένο παιχνίδι, ενώ µπορεί να είχε κερδίσει µισή ντουζίνα άλλα και να υπολόγιζε ήδη τα κέρδη του στο κοµπιουτεράκι του. «Συχνά τα παραφουσκώνει...» «Ναι, εντάξει, αυτό είν’ αλήθεια», συµφώνησε. Πήρε πίσω το τσιγάρο του, τράβηξε µια ρουφηξιά και µου το ξανάδωσε συντροφικά. «Κράτα το». «Όχι, ευχαριστώ». Ακολούθησε µια παύση, στη διάρκεια της οποίας ακούγαµε από την τηλεόραση τις ιαχές των φιλάθλων στον αγώνα που παρακολουθούσε ο µπαµπάς µου. Μετά ο Μπόρις έγειρε ξανά πίσω στους αγκώνες του και είπε: «Τι έχει κάτω για φαΐ;». «Ούτε ψίχουλο» «Νόµιζα ότι είχε κάτι υπολείµµατα κινέζικου». «Όχι πια. Κάποιος τα έφαγε». «Γαµώτο! Ίσως πάω στης Κότκου, η µάνα της έχει κατεψυγµένες πίτσες. Θες να ’ρθεις;» «Όχι, ευχαριστώ». Ο Μπόρις γέλασε, αρχίζοντας για άλλη µια φορά τις δήθεν γκάνγκστα χειρονοµίες του. «Ό,τι γουστάρεις, γιο», είπε µε τη «συµµορίτικη» φωνή του (που δε διέφερε σε τίποτα από την κανονική, πέρα από τις χειρονοµίες και την προσθήκη τού «γιο» στο τέλος), καθώς σηκωνόταν και τσουλούσε µάγκικα προς την πόρτα. «Αυτό το αδέρφι πείνασε!»
vii.
ΤΟ
µε τον Μπόρις και την Κότκου ήταν το πόσο γρήγορα η σχέση τους εκφυλίστηκε και άρχισαν να τη δίνουν ο ένας στα νεύρα του άλλου. Εξακολουθούσαν να χαϊδολογιούνται µετά µανίας, µε το ζόρι ξεκολλούσαν, αλλά, µόλις άνοιγαν το στόµα τους, θύµιζαν αντρόγυνο ύστερα από δεκαπέντε χρόνια γάµου. Τσακώνονταν για αστεία πράγµατα, όπως για το ποιος είχε πληρώσει τελευταίος το µεσηµεριανό στην καντίνα, και οι συζητήσεις τους, όταν τις έπαιρνε το αφτί µου, εξελίσσονταν κάπως έτσι: Μπόρις: «Τι! Εγώ προσπαθούσα απλώς να φερθώ ευγενικά». Κότκου: «Ε, δεν το λες κι ευγενικό αυτό». Μπόρις, τρέχοντας να την προλάβει: «Το εννοώ, Κότικ! Λόγω τιµής! Από ευγένεια το έκανα». Κότκου: [Μούτρα]. Μπόρις, προσπαθώντας να τη φιλήσει: «Δεν καταλαβαίνω τι έχεις πάθει. Τι έκανα; Γιατί σ’ ενοχλεί ό,τι κι αν κάνω;». Κότκου: [Σιωπή]. Το πρόβληµα του Μάικ, του αντίζηλου του Μπόρις, είχε λυθεί χάρη στην εξόχως βολική απόφαση του πρώτου να καταταγεί στην Ακτοφυλακή. Προφανώς, η Κότκου περνούσε ακόµα κάµποσο χρόνο µιλώντας µαζί του στο τηλέφωνο κάθε εβδοµάδα, γεγονός που, για κάποιον άγνωστο λόγο, δεν προβληµάτιζε τον Μπόρις («Εντάξει, προσπαθεί µόνο να τον στηρίξει»). Αλλά ήταν ανησυχητικό το πόσο τη ζήλευε στο σχολείο. Ήξερε απέξω το πρόγραµµά της και έτρεχε να τη βρει µόλις τελειώναµε το µάθηµα, σαν να υποψιαζόταν ότι µπορεί να τον απατούσε στην τάξη των πρακτικών ισπανικών για µαθητές µε χαµηλές επιδόσεις, ή κάτι τέτοιο. Μια µέρα µετά το σχολείο, κι ενώ ήµασταν µόνοι στο σπίτι µε τον Πόπερ, µε πήρε τηλέφωνο για να µε ρωτήσει: «Ξέρεις κάποιον τύπο ονόµατι Τάιλερ Ολόφσκα;». «Όχι». «Είναι στο τµήµα σου στην Αµερικανική Ιστορία». «Συγνώµη, έχει πολύ κόσµο αυτό το τµήµα». «Τέλος πάντων, µπορείς να µάθεις γι’ αυτόν; Πού µένει ίσως;» «Πού µένει; Έχει κάποια σχέση µε την Κότκου όλο αυτό;» Εκείνη τη στιγµή χτύπησε το κουδούνι, κάνοντάς µε να τιναχτώ ξαφνιασµένος: τέσσερα αγέρωχα κουδουνίσµατα. Σε όλο το διάστηµα που ζούσα στο Λας Βέγκας κανείς ποτέ δεν είχε χτυπήσει το κουδούνι µας, ούτε µία φορά. Όπως ήταν φυσικό, το άκουσε και ο Μπόρις από την άλλη άκρη της γραµµής. «Τι ήταν αυτό;» Όσο για τον Πόπερ, έτρεχε σε κύκλους γαβγίζοντας µανιασµένα. «Κάποιος είναι στην πόρτα». « Στην πόρτα;» Στον έρηµο δρόµο µας –χωρίς γείτονες, χωρίς απορριµµατοφόρα, χωρίς φανοστάτες καν–, αυτό αποτελούσε τεράστιο γεγονός. «Ποιος λες να είναι;» ΠΙΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ
«Δεν ξέρω. Θα σε πάρω σε λίγο». Πήρα αγκαλιά τον Πόπτσικ, που, σε κατάσταση πραγµατικής υστερίας, σπαρταρούσε και στριφογύριζε και ούρλιαζε παλεύοντας να ελευθερωθεί, και κατάφερα να ανοίξω την εξώπορτα µε το ένα χέρι. «Μπα µπα µπα! Τι έχουµε δω;» ακούστηκε µια ευχάριστη φωνή µε προφορά χαρακτηριστική του Νιου Τζέρσι. «Τι χαριτωµένος τυπάκος». Ανοιγόκλεισα τα µάτια, τυφλωµένος από το δυνατό απογευµατινό φως. Απέναντί µου είχα έναν πολύ ψηλό, πολύ ηλιοκαµένο και πολύ αδύνατο άντρα απροσδιόριστης ηλικίας. Το όλο παρουσιαστικό του θύµιζε κάτι µεταξύ καουµπόη σε ροντέο και ξεπεσµένου διασκεδαστή σε χώρους αναψυχής κυριλέ ξενοδοχείων. Τα γυαλιά ηλίου του –αεροπορικά, µε χρυσό σκελετό– είχαν στο πάνω µέρος µια βαθυπόρφυρη απόχρωση από το φως του ήλιου που έδυε. Ήταν ντυµένος µε άσπρο σπορ σακάκι πάνω από κόκκινο καουµπόικο πουκάµισο µε περλέ κουµπιά και µαύρο τζιν παντελόνι, αλλά αυτό που µου τράβηξε κυρίως την προσοχή ήταν τα µαλλιά του: Φορούσε περουκίνι, ενώ οι υπόλοιπες τρίχες του είχαν προστεθεί είτε µε εµφύτευση είτε µε ειδικό σπρέι, έχοντας µια υφή που θύµιζε µόνωση από υαλόνηµα και ένα γυαλιστερό σκούρο καφέ χρώµα που έφερνε στο µυαλό λούστρο παπουτσιών σε µεταλλικό κουτί. «Άντε, άφησέ τον κάτω», είπε δείχνοντας µε ένα νεύµα τον Πόπερ, που αγωνιζόταν λυσσασµένα να ελευθερωθεί. Η φωνή του ήταν βαθιά, η στάση του χαλαρή και φιλική. Με µοναδική παραφωνία την προφορά του, ήταν ο τέλειος Τεξανός, µε τις µπότες και τα όλα του. «Άσ’ τον ελεύθερο. Εµένα δε µε πειράζει, τ’ αγαπώ τα σκυλιά». Όταν άφησα τον Πόπτσικ κάτω, κάθισε ανακούρκουδα για να του χαϊδέψει το κεφάλι, παίρνοντας µια στάση κρεµανταλά καουµπόη δίπλα σε υπαίθρια φωτιά. Παρά την παράξενη εµφάνισή του –αρχής γενοµένης από τα µαλλιά του–, µου έκανε εντύπωση το πόσο άνετα ένιωθε µες στο πετσί του. «Ναι, ναι», είπε απευθυνόµενος στον ανάστατο Πόπερ. «Είσαι γλυκός τυπάκος. Πολύ γλυκός!» Τα ηλιοκαµένα µάγουλά του ήταν γεµάτα λεπτές γραµµές, θυµίζοντας φλούδα µαραγκιασµένου µήλου. «Έχω κι εγώ τρία στο σπίτι. Μιν πιν». «Παρακαλώ;» Σηκώθηκε. Όταν µου χαµογέλασε, αποκάλυψε κάτι ολόισια και κατάλευκα δόντια. «Πίντσερ µινιατούρες – κάποιοι τα λένε και µίνι ντόµπερµαν», εξήγησε. «Νευρωτικά µπασταρδάκια, µασουλάνε τα πάντα στο σπίτι όταν λείπω, αλλά τ’ αγαπάω, τα µπαγάσικα. Πώς σε λένε, µικρέ;» «Θίοντορ Ντέκερ», απάντησα, διερωτώµενος ποιος ήταν. Χαµογέλασε ξανά. Τα µάτια του πίσω από τα φιµέ γυαλιά του ήταν µικρά και έλαµπαν πονηρά. «Έι! Νεοϋορκέζος κι εσύ, ε; Το ακούω στη φωνή σου! Πέφτω µέσα;» «Ναι». «Γέννηµα θρέµµα του Μανχάταν, σωστά;» «Σωστά», παραδέχτηκα, προσπαθώντας να καταλάβω τι να ήταν αυτό που είχε διακρίνει στην προφορά µου. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που µάντευε πως ήµουν από το Μανχάταν απλώς και µόνο ακούγοντάς µε. «Για δες! Εγώ γεννήθηκα και µεγάλωσα στο Κανάρσι του Μπρούκλιν. Είναι πάντα ωραίο να συναντάς άτοµα από τα ανατολικά. Με λένε Νέιµαν Σίλβερ». Μου έτεινε το χέρι του. «Χαίρω πολύ, κύριε Σίλβερ».
«Κύριε!» Γέλασε στοργικά. «Λατρεύω τα παιδιά που έχουν τρόπους. Αρχίζει να σπανίζει το είδος. Είσαι Εβραίος, Θίοντορ;» «Όχι, κύριε», απάντησα, για να το µετανιώσω αµέσως. «Δεν πειράζει. Όποιος είναι από τη Νέα Υόρκη, για µένα είναι επίτιµος Εβραίος. Έτσι το βλέπω. Έχεις πάει ποτέ στο Κανάρσι;» «Όχι, κύριε». «Λοιπόν, στα χρόνια µου ήταν µια φανταστική κοινότητα, όµως τώρα...» Ανασήκωσε τους ώµους. «Τέσσερις γενιές της οικογένειάς µου έζησαν εκεί. Βλέπεις, ο παππούς µου ο Σαούλ διηύθυνε ένα από τα πρώτα εστιατόρια κόσερ στην Αµερική. Μεγάλο, ξακουστό µαγαζί. Έκλεισε όµως όταν ήµουν παιδί. Κι όταν πέθανε ο πατέρας µου, η µητέρα µου µας πήγε να εγκατασταθούµε στο Τζέρσι, για να είµαστε πιο κοντά στο θείο Χάρι και στην οικογένειά του». Έφερε το χέρι στον κοκαλιάρικο µηρό του και µε κοίταξε. «Ο µπαµπάς σου είναι εδώ, Θίοντορ;» «Όχι». «Όχι;» Έριξε µια µατιά πάνω από τον ώµο µου στο εσωτερικό του σπιτιού. «Κρίµα. Ξέρεις πότε θα γυρίσει;» «Όχι, κύριε». «Κύριε. Μ’ αρέσει αυτό. Είσαι καλό παιδί. Μου θυµίζεις τον εαυτό µου στην ηλικία σου. Φρέσκος από τη γεσίβα, το ιουδαϊκό σχολείο» –σήκωσε τα χέρια του, αποκαλύπτοντας χρυσά βραχιόλια στους µαυρισµένους, τριχωτούς καρπούς του– «τότε που αυτά τα χέρια που βλέπεις ήταν ακόµα άσπρα σαν το γάλα. Σαν τα δικά σου...» «Εεε...» Στεκόµουν ακόµα αµήχανος µπροστά στην εξώπορτα. «Θα θέλατε να περάσετε µέσα;» Δεν ήµουν σίγουρος αν έπρεπε να βάλω έναν άγνωστο µέσα στο σπίτι, αλλά µε έτρωγε η µοναξιά και η ανία. «Μπορείτε να τον περιµένετε, αν θέλετε. Αλλά δεν ξέρω πότε θα επιστρέψει». Άλλο ένα χαµόγελο. «Όχι, ευχαριστώ. Έχω κάµποσες ακόµα στάσεις να κάνω. Αλλά θα σου µιλήσω στα ίσα, επειδή φαίνεσαι καλό παιδί. Ο µπαµπάς σου έχει κάτι βερεσέδια σ’ εµένα. Ξέρεις τι σηµαίνει αυτό;» «Όχι, κύριε». «Καλύτερα για σένα. Δε χρειάζεται να ξέρεις, κι ελπίζω να µη µάθεις ποτέ. Θα σου πω µόνο ότι αυτή δεν είναι σωστή επαγγελµατική στάση». Άπλωσε το χέρι του στο µπράτσο µου φιλικά. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, Θίοντορ, είµαι άνθρωπος µε ευαισθησίες. Δε µ’ αρέσει να πηγαίνω στο σπίτι κάποιου και να νταλαβερίζοµαι µε το παιδί του, όπως κάνω τώρα µαζί σου. Δεν είναι σωστό. Κανονικά, θα πήγαινα στον τόπο εργασίας του µπαµπά σου και θα κάναµε εκεί την κουβεντούλα µας. Με τη διαφορά ότι δύσκολα µπορεί να τον πετύχει κανείς, όπως ήδη γνωρίζεις ίσως». Εκείνη τη στιγµή άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο. Ο Μπόρις, σίγουρα. «Ίσως πρέπει να το σηκώσεις», µου είπε ευγενικά ο κύριος Σίλβερ. «Όχι, δεν πειράζει». «Πάρ’ το, είναι καλύτερα ν’ απαντήσεις. Εγώ θα περιµένω εδώ». Νιώθοντας τα νεύρα µου να τεντώνονται, πήγα να σηκώσω το τηλέφωνο. Ήταν πράγµατι ο Μπόρις. «Ποιος ήταν;» µε ρώτησε αµέσως. «Όχι η Κότκου, έτσι;» «Όχι. Κοίτα...»
«Νοµίζω ότι γύρισε στο σπίτι µ’ εκείνο τον Τάιλερ Ολόφσκα. Έχω αυτό το περίεργο προαίσθηµα. Εντάξει, µπορεί να µην πήγε στο σπίτι µαζί του, αλλά έφυγαν παρέα από το σχολείο, την είδα που του µιλούσε στο πάρκινγκ. Βλέπεις, έχουν το ίδιο µάθηµα την τελευταία ώρα, ξυλουργική ή κάτι τέτοιο...» «Κοίτα, Μπόρις, µε συγχωρείς, αλλά στ’ αλήθεια δεν µπορώ να σου µιλήσω τώρα. Θα σε ξαναπάρω εγώ, εντάξει;» «Θα σε πιστέψω αν µου πεις ότι δεν ήταν ο µπαµπάς σου στο τηλέφωνο», είπε ο κύριος Σίλβερ όταν επέστρεψα στην πόρτα. Κοίταξα πίσω του την άσπρη Cadillac που ήταν παρκαρισµένη στο δροµάκι. Μέσα βρίσκονταν άλλοι δύο άντρες: ο οδηγός και ένας ακόµα στο µπροστινό κάθισµα. «Δεν ήταν εκείνος, έτσι;» «Όχι, κύριε». «Αν ήταν, θα µου το έλεγες, σωστά;» «Μάλιστα, κύριε». «Γιατί δε σε πιστεύω;» Έµεινα αµίλητος, µην ξέροντας τι να πω. «Δεν πειράζει, Θίοντορ». Έσκυψε πάλι για να ξύσει τον Πόπερ πίσω από τα αφτιά. «Αργά ή γρήγορα, θα τον πετύχω. Θα θυµηθείς να του µεταφέρεις αυτό που σου είπα, έτσι; Και να του πεις ότι πέρασα από δω;» «Μάλιστα, κύριε». Τέντωσε ένα µακρύ κοκαλιάρικο δάχτυλο προς το µέρος µου. «Πώς είπαµε ότι µε λένε;» «Κύριο Σίλβερ». «Κύριο Σίλβερ. Ακριβώς. Ήθελα να σιγουρευτώ». «Τι θέλετε να του πω;» «Να του πεις ότι ο τζόγος είναι για τους τουρίστες», απάντησε, «όχι για τους ντόπιους». Πολύ απαλά, ακούµπησε το αδύνατο µαυρισµένο χέρι του στην κορυφή του κεφαλιού µου. «Ο Θεός να σ’ έχει καλά».
viii.
ΟΤΑΝ ΚΑΤΕΦΤΑΣΕ Ο ΜΠΟΡΙΣ,
κάνα µισάωρο αργότερα, προσπάθησα να του µιλήσω για την επίσκεψη του κυρίου Σίλβερ, αλλά, παρά την καλή του θέληση να µε ακούσει, ήταν έξω φρενών µε την Κότκου, που φλέρταρε µε αυτό τον Τάιλερ Ολόφσκα, ή όπως αλλιώς λεγόταν, ένα πλουσιόπαιδο ένα χρόνο µεγαλύτερό µας, που κάπνιζε µαύρο και ήταν µέλος της οµάδας του γκολφ. «Γαµηµένο τσουλί», είπε βραχνά όπως καθόµασταν αραχτοί στο πάτωµα του καθιστικού και καπνίζαµε ένα τσιγαριλίκι από το απόθεµα της Κότκου. «Δεν απαντάει στο κινητό της. Μαζί του είναι, το ξέρω». «Έλα, µωρέ». Και να µην ανησυχούσα για τον κύριο Σίλβερ, είχα σιχαθεί να µιλάω για την Κότκου. «Το πιο πιθανό είναι να του πουλούσε χόρτο, σιγά τα λάχανα». «Ναι, αλλά παίζουν κι άλλα µεταξύ τους, άκου µε που σου λέω. Η Κότκου τελευταία δε θέλει να µένω µαζί της τα βράδια, το παρατήρησες; Όλο έχει διάφορα να κάνει. Δε φοράει καν το κολιέ που της πήρα δώρο!» Ίσιωσα τα γυαλιά µου και τα έσπρωξα πιο ψηλά στη ράχη της µύτης µου. Ήξερα ότι ο Μπόρις δεν είχε αγοράσει καν εκείνο το ηλίθιο κολιέ, αλλά το είχε βουτήξει από το εµπορικό κέντρο, αρπάζοντάς το και κοπανώντας τη τρέχοντας, ενώ εγώ (ένας ευυπόληπτος πολίτης µε σχολικό µπλέιζερ) απασχολούσα την πωλήτρια µε βλακώδεις αλλά ευγενικές ερωτήσεις σχετικά µε το τι θα πρότεινε να αγοράσουµε ο µπαµπάς µου κι εγώ ως δώρο για τη µαµά µου. «Μάλιστα», είπα, προσπαθώντας να δείξω ότι συµπάσχω. Ο Μπόρις σκυθρώπιασε, το πρόσωπό του σκοτείνιασε λες και ερχόταν καταιγίδα. «Μια πόρνη είναι! Ξέρεις τι έκανε τις προάλλες; Έβαλε δήθεν τα κλάµατα στην τάξη, για να κάνει εκείνον το µαλάκα τον Ολόφσκα να τη λυπηθεί. Το µουνί, ούτε ιερό έχει ούτε όσιο!» Ανασήκωσα τους ώµους –δεν είχα τίποτα να πω πάνω σε αυτό– και του πάσαρα το τσιγαριλίκι. «Ο µόνος λόγος που της αρέσει είναι ότι έχει φράγκα. Οι δικοί του έχουν δύο Mercedes. EClass, όχι ό,τι κι ό,τι». «Αυτό είναι αυτοκίνητο για γιαγιάδες!» «Βλακείες. Στη Ρωσία είναι το αµάξι των γκάνγκστερ». Τράβηξε µια βαθιά τζούρα και την κράτησε µέσα του, κουνώντας σπασµωδικά τα χέρια µε µάτια που δάκρυζαν: Περίµενε, τώρα έρχεται το καλύτερο, µια στιγµή, πάρ’ το αυτό, µπορείς; «Και ξέρεις πώς τη φωνάζει;» «Κότκου;» Ο Μπόρις επέµενε τόσο πεισµατικά να τη φωνάζει Κότκου στο σχολείο, ώστε όλο και περισσότεροι άσχετοι την προσφωνούσαν πλέον µε το χαϊδευτικό της, συµπεριλαµβανοµένων κάποιων καθηγητών. «Ακριβώς!» είπε αγανακτισµένος ο Μπόρις µέσα σε ένα πυκνό σύννεφο καπνού. «Με το δικό µου χαϊδευτικό! Το όνοµα που της έδωσα εγώ! Και τι βλέπω, λες, τις προάλλες στο διάδροµο; Τον τύπο να της µπερδεύει το κεφάλι!» Στο τραπεζάκι του σαλονιού υπήρχαν κάνα δυο µισολιωµένες µέντες από την τσέπη του µπαµπά µου, µαζί µε µερικές αποδείξεις και ψιλά. Ξετύλιξα µία και την έριξα στο στόµα µου.
«Πετούσα» ψηλότερα κι από αλεξιπτωτιστή σε ελεύθερη πτώση, και η γλύκα της καραµέλας διαχύθηκε µέσα µου σαν υγρή φωτιά. «Nα κάνει τι;» ρώτησα, πιπιλίζοντας µε θόρυβο την καραµέλα. «Δεν το ’πιασα». «Να, έτσι», απάντησε, κάνοντας µια κίνηση σαν να ανακάτευε τα µαλλιά κάποιου, καθώς τραβούσε µια τελευταία ρουφηξιά πριν σβήσει το τσιγαριλίκι. «Δε µου ’ρχεται η λέξη». «Εγώ στη θέση σου δε θ’ ανησυχούσα», είπα, γέρνοντας το κεφάλι µου πίσω στον καναπέ. «Φίλε, πρέπει να δοκιµάσεις µια απ’ αυτές τις µέντες. Έχουν φοβερή γεύση». Ο Μπόρις έτριψε το πρόσωπό του µε την παλάµη του και µετά τίναξε το κεφάλι του σαν σκύλος που τινάζει νερά. «Ουάου!» έκανε, περνώντας τα δάχτυλά του µέσα από τα µαλλιά του. «Ναι. Κι εγώ το ίδιο», είπα ύστερα από µια παλλόµενη παύση. Οι σκέψεις ανέβαιναν µε δυσκολία στην επιφάνεια του µυαλού µου, ξεχειλωµένες και ιξώδεις. «Τι;» «Είµαι τελείως λιώµα». «Αλήθεια;» Γέλασε. «Δηλαδή, πόσο λιώµα;» «Πετάω στη στρατόσφαιρα, δικέ µου». Ένιωθα τη µέντα πυρωµένη και τεράστια στη γλώσσα µου, βαριά σαν αγκωνάρι, τόσο, που απορούσα πώς κατάφερνα να µιλάω. Μια γαλήνια σιωπή έπεσε ανάµεσά µας. Ήταν γύρω στις πέντε και µισή το απόγευµα, αλλά το φως ήταν ακόµα σκληρό και εκτυφλωτικό. Μερικά άσπρα πουκάµισά µου κρέµονταν έξω, δίπλα στην πισίνα, και ήταν εκθαµβωτικά όπως φούσκωναν και πλατάγιζαν στον αέρα σαν πανιά ιστιοφόρου. Έκλεισα τα µάτια µου –καυτό κόκκινο κάτω από τα βλέφαρα–, έγειρα πίσω στον (ξαφνικά απίστευτα αναπαυτικό) καναπέ σαν να βρισκόµουν σε σκάφος που λικνιζόταν απαλά στο νερό και άφησα τη σκέψη µου να φτερουγίσει στο ποίηµα του Χαρτ Κρέιν που διαβάζαµε στο προχωρηµένο τµήµα της Γλώσσας: «Στη Γέφυρα του Μπρούκλιν». Πώς ήταν δυνατόν να µην το έχω διαβάσει ποτέ όσο ζούσα στη Νέα Υόρκη; Πώς γινόταν να µην έχω παρατηρήσει ποτέ τη γέφυρα, ενώ την έβλεπα σχεδόν κάθε µέρα; Γλάροι και ιλιγγιώδεις βουτιές. Σκέφτοµαι τα σινεµά, τα φανταστικά τεχνάσµατα...[1] «Θα µπορούσα να τη στραγγαλίσω», είπε ξαφνικά ο Μπόρις. «Πώς;» ρώτησα ξαφνιασµένος, έχοντας ακούσει µόνο τη λέξη στραγγαλίσω και το σαφώς δολοφονικό τόνο της φωνής του. «Την παλιοχαµούρα! Με βγάζει από τα ρούχα µου». Ο Μπόρις µε σκούντηξε µε τον ώµο του. «Έλα, Πότερ, παραδέξου το: Δε θα σου άρεσε να σβήσεις αυτό το αυτάρεσκο χαµόγελο από τη φάτσα της;» «Κοίτα...» έκανα ύστερα από µια σαστισµένη παύση. Προφανώς, επρόκειτο για ερώτησηπαγίδα. «Τι είναι η “χαµούρα”;» «Το ίδιο µε την τσούλα, βασικά». «Α!» «Θέλω να πω, για ποια περνιέται, στην τελική;» «Σωστά». Ακολούθησε µια παρατεταµένη, αλλόκοτη σιωπή, που µε έκανε να νιώσω την ανάγκη να σηκωθώ και να βάλω µουσική, µόνο που δεν µπορούσα να αποφασίσω τι να βάλω. Οτιδήποτε ζωηρό φάνταζε αταίριαστο, και το τελευταίο που ήθελα ήταν κάτι σκοτεινό και αγωνιώδες, που
θα τον τσίτωνε ξανά. «Εµ...» έκανα όταν θεώρησα ότι είχε περάσει αρκετή ώρα ώστε να µην υπάρχει κίνδυνος να σκεφτεί πως δεν έδειχνα το δέοντα σεβασµό στα συναισθήµατά του. «Σε κάνα τέταρτο αρχίζει ο Πόλεµος των Κόσµων». «Θα της δείξω εγώ τι θα πει πόλεµος των κόσµων!» είπε βλοσυρά ο Μπόρις και σηκώθηκε. «Πού πας; Στο 2Π;» ρώτησα. Ο Μπόρις στράβωσε. «Καλά, γέλα εσύ», είπε χολωµένα, φορώντας το γκρίζο sovietskoye αδιάβροχό του. «Εσύ τα τρία Π που περιµένουν τον µπαµπά σου να φοβάσαι, αν δε δώσει τα λεφτά που χρωστάει σ’ εκείνο τον τύπο». «Τι θες να πεις;» «Ότι θα καταλήξει Πυροβοληµένος, Πατηµένος στην άσφαλτο ή Πεταµένος από καµιά ταράτσα», απάντησε µε ένα δυσοίωνα σκοτεινό σλάβικο γέλιο.
[1] Το ποίηµα του σηµαντικού Αµερικανού ποιητή Χαρτ Κρέιν µε τίτλο «Στη Γέφυρα του Μπρούκλιν» αποτελεί το προοίµιο του εκτεταµένου ποιήµατός του µε τίτλο The Bridge (1930), που κατατάσσεται ανάµεσα στα αριστουργήµατα του εικοστού αιώνα. Η µετάφραση του συγκεκριµένου στίχου που παρατίθεται εδώ είναι του Γιάννη Λειβαδά (από την Ανθολογία Αµερικανικής Ποίησης του Εικοστού Αιώνα, Αθήνα, Εκδόσεις Ηριδανός, 2007). (Σ.τ.Μ.)
ix.
ΑΠΟ ΤΑΙΝΙΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ; αναρωτιόµουν. Τα τρία Π... Μα πώς του είχε έρθει αυτή η ιδέα; Κι ενώ είχα σχεδόν καταφέρει να σβήσω την απογευµατινή επίσκεψη από το µυαλό µου, ο Μπόρις µε φρίκαρε ξανά µε το αποχαιρετιστήριο σχόλιό του, αφήνοντάς µε να κάθοµαι µουδιασµένος µπροστά στην τηλεόραση για καµιά ώρα, µε τον Πόλεµο των Κόσµων να παίζει µε τον ήχο κλειστό, ακούγοντας τον κρότο από τα παγάκια που έπεφταν στην παγοθήκη και το πλατάγισµα της οµπρέλας για τον ήλιο στο δυνατό αέρα. Ο Πόπερ, διαισθανόµενος τη νευρικότητά µου, ήταν στην τσίτα, γαβγίζοντας διαπεραστικά και πηδώντας κάτω από τον καναπέ στον παραµικρό θόρυβο, κι όταν, λίγο µετά τη δύση του ήλιου, έστριψε ένα αυτοκίνητο στο ιδιωτικό µας δροµάκι, όρµησε στην εξώπορτα κάνοντας τέτοιο σαµατά, που παραλίγο να µείνω στον τόπο από την τροµάρα. Αλλά ήταν ο πατέρας µου. Έδειχνε τσακισµένος και καταπτοηµένος, σίγουρα κακόκεφος. «Μπαµπά;» Ήµουν ακόµα πολύ µαστουρωµένος, και η φωνή µου ήχησε ως και στα δικά µου αφτιά ξεψυχισµένη και αλλόκοτη. Σταµάτησε στη βάση της σκάλας και µου έριξε µια πλάγια µατιά. «Πέρασε νωρίτερα ένας τύπος. Κάποιος κύριος Σίλβερ». «Αλήθεια;» έκανε. Ο τόνος του ήταν ανέµελος, αλλά η στάση του εντελώς άκαµπτη, µε το χέρι του να σφίγγει σπασµωδικά την κουπαστή της σκάλας. «Είπε ότι προσπαθούσε να σε βρει». «Πότε έγινε αυτό;» ρώτησε, επιστρέφοντας στο καθιστικό. «Γύρω στις τέσσερις το απόγευµα, νοµίζω». «Ήταν εδώ η Ζάντρα;» «Δεν την έχω δει καθόλου σήµερα». Ακούµπησε το χέρι του στον ώµο µου και φάνηκε να βυθίζεται σε σκέψεις. «Καλώς», είπε τελικά. «Θα το εκτιµούσα αν δεν της έλεγες τίποτα». Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι η γόπα από το τσιγαριλίκι του Μπόρις ήταν ακόµα στο σταχτοδοχείο. Με είδε να την κοιτάζω, την πήρε και τη µύρισε. «Καλά το κατάλαβα ότι κάτι µύριζε περίεργα», είπε, ρίχνοντάς τη στην τσέπη του σακακιού του. «Μεταξύ µας, Θίο, βροµάς λίγο. Από πού το προµηθεύεστε αυτό;» «Είναι όλα εντάξει, µπαµπά;» άλλαξα το θέµα. Τα µάτια του ήταν ερεθισµένα και δυσκολευόταν να εστιάσει. «Μια χαρά», απάντησε. «Απλώς θα πάω πάνω να κάνω µερικά τηλεφωνήµατα». Ανέδινε µια βαριά µυρωδιά µπαγιάτικου καπνού και του τσαγιού µε τζίνσενγκ που έπινε συνέχεια τελευταία, µια συνήθεια που είχε κολλήσει από τους Κινέζους επιχειρηµατίες στο τραπέζι του µπακαρά και που έδινε στον ιδρώτα του αυτή την αψιά, περίεργη µυρωδιά. Παρακολουθώντας τον να ανεβαίνει τα σκαλιά, τον είδα να κοντοστέκεται στο πλατύσκαλο, να βγάζει τη γόπα από την τσέπη του και να την περνάει κάτω από τη µύτη του συλλογισµένα.
x.
ΜΟΛΙΣ ΑΠΟΣΥΡΘΗΚΑ ΚΙ
στο δωµάτιό µου, µε την πόρτα κλειδωµένη και τον Πόπερ να πηγαινοέρχεται νευρικός πάνω κάτω, οι σκέψεις µου πήγαν στον πίνακα. Ήµουν περήφανος για την καταπληκτική µου ιδέα µε τη µαξιλαροθήκη πίσω από το κεφαλάρι, αλλά τώρα συνειδητοποιούσα πόσο ηλίθιο ήταν να έχω τον πίνακα οπουδήποτε µέσα σ’ αυτό το σπίτι – όχι πως είχα πολλές εναλλακτικές, εκτός κι αν αποφάσιζα να τον κρύψω στον κάδο των απορριµµάτων λίγο παρακάτω (που δεν είχε αδειάσει ποτέ στο διάστηµα που ζούσα στο Βέγκας) ή σε κάποιο από τα εγκαταλειµµένα σπίτια απέναντι. Το σπίτι του Μπόρις δεν ήταν περισσότερο ασφαλές από το δικό µου, και δεν υπήρχε κανείς άλλος τον οποίο να γνωρίζω καλά ή να εµπιστεύοµαι αρκετά. Το µοναδικό άλλο µέρος ήταν το σχολείο – επίσης κάκιστη ιδέα, αλλά, παρότι ήξερα ότι έπρεπε να υπάρχει κάποια καλύτερη λύση, µου ήταν αδύνατον να τη σκεφτώ. Η αλήθεια είναι ότι γίνονταν περιοδικοί έλεγχοι στα ντουλάπια των µαθητών, και τώρα πια, έχοντας συνδεθεί µέσω Μπόρις µε την Κότκου, µάλλον συγκαταλεγόµουν στα υποψήφια για «τυχαίο» έλεγχο ρεµάλια. Παρ’ όλα αυτά, ακόµα κι αν τον έβρισκε κάποιος στο ντουλάπι µου –ο διευθυντής ή ο κύριος Ντέτµαρς, ο φοβερός και τροµερός προπονητής του µπάσκετ, ή κάποιος από τους «νοικιασµένους µπάτσους» της εταιρείας σεκιούριτι που έφερναν κατά καιρούς για εκφοβισµό των µαθητών–, και πάλι θα ήταν καλύτερα από το να τον έβρισκε ο µπαµπάς ή ο κύριος Σίλβερ. Μέσα στη µαξιλαροθήκη, ο πίνακας ήταν τυλιγµένος µε κάµποσες στρώσεις χαρτί ζωγραφικής στερεωµένο µε µονωτική ταινία –υψηλής ποιότητας χαρτί που είχα πάρει από την τάξη των Καλλιτεχνικών στο σχολείο– και επενδυµένος εσωτερικά µε ένα καθαρό άσπρο βαµβακερό πιατόπανο διπλωµένο στη µέση, που προστάτευε την επιφάνεια από τα οξέα του χαρτιού (στην περίπτωση που υπήρχαν). Αλλά ένιωθα τόσο συχνά την ανάγκη να τον κοιτάξω, ξεκολλώντας την ταινία στο πάνω µέρος του προστατευτικού περιβλήµατος για να τον αφήσω να γλιστρήσει έξω, ώστε το χαρτί είχε σκιστεί σε µερικά σηµεία και η ταινία δεν κολλούσε καλά. Αφού έµεινα για λίγη ώρα ξαπλωµένος στο κρεβάτι µε το βλέµµα στυλωµένο στο ταβάνι, σηκώθηκα, πήρα το τεράστιο ρολό της κολλητικής ταινίας που είχε ξεµείνει στα πράγµατά µου από τη µετακόµιση και ξεκόλλησα τη µαξιλαροθήκη από την πίσω µεριά του κεφαλαριού. Μου ήταν αδύνατον να αντισταθώ στον πειρασµό, αδύνατον να τον κρατάω στα χέρια µου και να µην τον κοιτάξω. Τον έβγαλα βιαστικά και σχεδόν την ίδια στιγµή ένιωσα να µε τυλίγει η µαγική του λάµψη, να µε δονεί µια αίσθηση σχεδόν µελωδική, να µε κατακλύζει µια άφατη εσωτερική γλυκύτητα, που δεν µπορούσε να εξηγηθεί, παρά µόνο να βιωθεί ως µια βαθιά αίσθηση ορθότητας, µια παλλόµενη αρµονία, σαν τον αργό, σταθερό χτύπο της καρδιάς σου όταν είσαι µε ένα πρόσωπο που σε κάνει να νιώθεις ασφάλεια και αγάπη. Εξέπεµπε µια δύναµη, µια ακτινοβολία, µια φρεσκάδα σαν το πρωινό φως στο παλιό µου σπίτι στη Νέα Υόρκη, γαλήνιο αλλά ευφρόσυνο, ένα φως που έκανε τα πάντα πιο διαυγή, αλλά ταυτόχρονα και πιο τρυφερά και όµορφα απ’ όσο ήταν στην πραγµατικότητα – κι ακόµα περισσότερο θελκτικά επειδή ανήκαν πλέον στο παρελθόν και δε θα τα ξανάβρισκα ποτέ: την ταπετσαρία λουσµένη στο φως, την παλιά υδρόγειο της εταιρείας Rand McNally µισοκρυµµένη στη σκιά. ΕΓΩ
Μικρό πουλί· κίτρινο πουλί. Τινάζοντας το κεφάλι µου για να βγω από την έκσταση, γλίστρησα τον πίνακα µέσα στο διπλωµένο πιατόπανο και στο περιτύλιγµά του από χαρτιά, για να τον αµπαλάρω στη συνέχεια µέσα σε δυο τρεις (ή τέσσερις; ή πέντε;) σελίδες από τις παλιές αθλητικές εφηµερίδες του µπαµπά µου και να τον τυλίξω –παρορµητικά, µε τον αποφασιστικό, σχεδόν ψυχαναγκαστικό τρόπο µε τον οποίο έκανα τα πάντα όταν ήµουν µαστουρωµένος– ξανά και ξανά µε ταινία, γύρω γύρω, µέχρι που τέλειωσε το ρολό και δε φαινόταν πια ούτε χιλιοστό τυπωµένου χαρτιού. Κανείς δε θα άνοιγε αυτό το δέµα σε ένα καπρίτσιο της στιγµής. Ακόµα και µε µαχαίρι να προσπαθούσε, και µάλιστα ακονισµένο, πόσο µάλλον µε ψαλίδι, θα του έπαιρνε πολλή ώρα για να φτάσει µέχρι τον πίνακα. Όταν τέλειωσα –µε το δέµα να θυµίζει περισσότερο αλλόκοτο κουκούλι σε ταινία επιστηµονικής φαντασίας–, γλίστρησα το µουµιοποιηµένο πίνακα, µε τη µαξιλαροθήκη και όλα, µέσα στην τσάντα για τα βιβλία µου και την έβαλα κάτω από τα σκεπάσµατα δίπλα στα πόδια µου. Ο Πόπερ τραβήχτηκε µε ένα ενοχληµένο γρύλισµα για να µου κάνει χώρο. Παρά τις λιλιπούτειες διαστάσεις του και την αστεία φάτσα του, µπορούσε να σε ξεκουφάνει µε το γάβγισµά του, ενώ υπερασπιζόταν λυσσαλέα τη θέση του δίπλα µου, οπότε ήµουν ήσυχος ότι, αν άνοιγε κάποιος την πόρτα του δωµατίου µου ενόσω κοιµόµουν, ακόµα κι αν ήταν η Ζάντρα ή ο µπαµπάς µου –τους οποίους δε συµπαθούσε ιδιαίτερα, έτσι κι αλλιώς–, θα πηδούσε πάνω και θα σήµαινε συναγερµό. Αυτό που είχε ξεκινήσει ως µια καθησυχαστική σκέψη εκφυλιζόταν για άλλη µια φορά σε εικόνες ξένων εισβολέων και διαρρήξεων. Ο θερµοστάτης του ερκοντίσιον ήταν ρυθµισµένος τόσο χαµηλά, ώστε έτρεµα από το κρύο. Όταν έκλεινα τα µάτια, ένιωθα να βγαίνω από το σώµα µου, να ανυψώνοµαι σαν µπαλόνι ηλίου που έχει ξεφύγει από το χέρι ενός παιδιού, για να επανέλθω βίαια µε ένα σπασµωδικό τίναγµα µόλις ξανάνοιγα τα µάτια. Έτσι, τα κράτησα κλειστά και προσπάθησα να θυµηθώ όσα περισσότερα µπορούσα από το ποίηµα του Χαρτ Κρέιν, που δεν ήταν πολλά, µόνο θραύσµατα, σκόρπιες λέξεις όπως γλάρος και κόσµος αµέτρητος και οπτασίες και ξηµέρωµα, κι ωστόσο κατάφερναν να µεταφέρουν κάτι από τα δυσθεώρητα ύψη και τις ιλιγγιώδεις βουτιές από τα ψηλά στα χαµηλά. Και καθώς µε έπαιρνε ο ύπνος, βυθίστηκα σε ένα είδος ακατανίκητης αισθητηριακής ανάµνησης του στενού, ανεµόδαρτου πάρκου κοντά στο παλιό µας διαµέρισµα, στις όχθες του Ιστ Ρίβερ, µε την αιώνια µυρωδιά από καυσαέρια και τη βουή της κυκλοφορίας να ξεβράζεται συγκεχυµένα µέχρι εκεί, ενώ τα νερά του ποταµού από κάτω κυλούσαν ορµητικά και περιδινίζονταν σχηµατίζοντας αλλοπρόσαλλα ρεύµατα, έτσι ώστε µερικές φορές να δίνουν την εντύπωση ότι έρεαν προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.
xi.
ΔΕΝ ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ ΠΟΛΥ
εκείνο το βράδυ, και ήµουν τόσο εξαντληµένος όταν έφτασα πια στο σχολείο και έχωσα τον πίνακα στο ντουλάπι µου, ώστε δεν πρόσεξα καν ότι η Κότκου (που σαλιάριζε µε τον Μπόρις σαν να µην έτρεχε τίποτα) είχε πρησµένο χείλι. Μόνο όταν άκουσα εκείνο τον τραµπούκο της τρίτης τάξης, τον Έντι Ρίσο, να τη ρωτάει σαρκαστικά: «Τι έγινε, συγκρούστηκες µε κάνα φορτηγό;», πρόσεξα ότι, προφανώς, κάποιος της είχε στραπατσάρει για τα καλά τη φάτσα. Κυκλοφορούσε χασκογελώντας κάπως νευρικά και έλεγε σε όλους ότι είχε χτυπήσει σε πόρτα αυτοκινήτου, αλλά µε έναν ντροπιασµένο τρόπο που (τουλάχιστον σ’ εµένα) δεν ακουγόταν καθόλου πειστικός. «Δικό σου κατόρθωµα;» ρώτησα τον Μπόρις την επόµενη φορά που τον πέτυχα µόνο του (σχετικά, δηλαδή) στην τάξη της Γλώσσας. Ο Μπόρις ανασήκωσε τους ώµους. «Δεν το ήθελα». «Τι πάει να πει “δεν το ήθελα”;» Πήρε µια σοκαρισµένη έκφραση. «Αυτή µ’ ανάγκασε!» «Σε ανάγκασε...» επανέλαβα. «Κοίτα, το ότι τη ζηλεύεις δεν είναι λόγος...» «Άντε γαµήσου», τον έκοψα. «Καρφί δε µου καίγεται για σένα και την Κότκου, έχω τις δικές µου σκοτούρες. Από µένα είσαι ελεύθερος να της ανοίξεις το κεφάλι σαν καρπούζι, αν γουστάρεις». «Χριστέ µου, Πότερ!» έκανε ο Μπόρις, σοβαρεύοντας ξαφνικά. «Ξανάσκασε µύτη; Εκείνος ο τύπος...» «Όχι», απάντησα ύστερα από µια σύντοµη παύση. «Όχι ακόµα. Δηλαδή... εντάξει, γάµα το», κατέληξα βλέποντας ότι συνέχιζε να µε κοιτάζει εξεταστικά. «Του πατέρα µου είναι το πρόβληµα, όχι δικό µου. Θα πρέπει να βρει µια λύση». «Πόσα χρωστάει;» «Δεν έχω ιδέα». «Δεν µπορείς να τον ξελασπώσεις;» «Εγώ;» Ο Μπόρις απέστρεψε το βλέµµα. Τον σκούντηξα στο µπράτσο. «Όπα, Μπόρις, τι θες να πεις; Αν µπορώ εγώ να του βρω τα χρωστούµενα; Εξήγησέ µου τι εννοείς. Τώρα!» επέµεινα όταν δεν πήρα απάντηση. «Άσ’ το», είπε βιαστικά, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του. Δυστυχώς, δεν µπόρεσα να απαιτήσω εξηγήσεις, αφού η «Σπιρσέτσκαγια» βρήκε την ώρα να µπει στην τάξη, ορεξάτη για µια βαρετή ανάλυση του εξίσου βαρετού Σίλας Μάρνερ, οπότε η κουβέντα µας έληξε εκεί.
xii.
ΕΚΕΙΝΟ
ο µπαµπάς µου γύρισε νωρίς στο σπίτι, µε φαγητό σε πακέτο από το αγαπηµένο του κινέζικο και µια έξτρα µερίδα από τα πικάντικα ντάµπλινγκ που ήταν τα αγαπηµένα µου, κι ήταν τόσο ευδιάθετος, ώστε θα µπορούσα να έχω δει σε όνειρο τον κύριο Σίλβερ και ό,τι είχε επακολουθήσει το προηγούµενο βράδυ. «Λοιπόν...» πήγα να πω, αλλά το ’κοψα εκεί. Η Ζάντρα είχε µόλις τελειώσει τα σπρινγκ ρολ της και ξέπλενε κάτι ποτήρια στο νεροχύτη, οπότε δεν τόλµησα να γίνω πιο σαφής. Μου χάρισε το πιο λαµπερό πατρικό του χαµόγελο, αυτό που έκανε αρκετές φορές τις αεροσυνοδούς να τον µεταφέρουν στην πρώτη θέση. «Λοιπόν, τι;» µε ρώτησε, σπρώχνοντας στην άκρη το χάρτινο κουτί µε τις γαρίδες Σετσουάν που είχε φάει, για να πάρει ένα µπισκοτάκι της τύχης. «Ε...» –η Ζάντρα είχε τη βρύση τέρµα ανοιχτή– «τα τακτοποίησες όλα;» «Τι;» έκανε εκείνος χαρωπά. «Εννοείς µε τον Μπόµπο Σίλβερ;» «Μπόµπο;» «Ναι, έτσι τον λέµε.[1] Κοίτα, ελπίζω να µην ανησύχησες γι’ αυτό. Δεν ανησύχησες, έτσι;» «Να σου πω...» «Τον Μπόµπο» –χαχανίζοντας– «τον φωνάζουν όλοι “Σπαθί”. Είναι ωραίος τύπος –όπως θα διαπίστωσες και µόνος σου, αφού µιλήσατε–, απλώς δηµιουργήθηκε µια παρεξήγηση, αυτό είναι όλο». «Τι σηµαίνουν τα “βερεσέδια” που ανέφερε;» «Σου είπα, έγινε ένα µπέρδεµα», επανέλαβε. «Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ένα συγκεκριµένο ρόλο να παίξουν. Μιλάνε τη δική τους γλώσσα, έχουν τις δικές τους µεθόδους. Όµως... Έι, αυτό είναι φοβερό!» Περισσότερα χάχανα. «Όταν τον συνάντησα στο Caesars –εκεί έχει ο Μπόµπο το “γραφείο” του, στην πισίνα του Caesars–, τέλος πάντων, όταν τον συνάντησα, ξέρεις τι έλεγε συνέχεια; “Έχεις σπουδαίο παιδί, Λάρι, έναν πραγµατικό µικρό τζέντλεµαν”. Θέλω να πω, δεν ξέρω τι του είπες, αλλά σου χρωστάω χάρη!» «Μάλιστα», έκανα ουδέτερα, βάζοντας κι άλλο ρύζι στο πιάτο µου. Πάντως, µέσα µου ένιωθα µεθυσµένος από ευτυχία για την αλλαγή της διάθεσής του, πληµµυρισµένος από την ίδια ευφορία που αισθανόµουν µικρός όταν έπαιρναν τέλος τα πολύωρα διαστήµατα βουβαµάρας, αλάφραιναν τα βήµατά του και τον άκουγα να γελάει µε κάτι ή να σιγοτραγουδάει ένα σκοπό στο µπάνιο καθώς ξυριζόταν. Ο µπαµπάς µου έσπασε το µπισκοτάκι της τύχης του και γέλασε πρόσχαρα. «Κοίτα δω», είπε, κάνοντας µπάλα το χαρτάκι και πετώντας το σ’ εµένα. «Είχα πάντα την απορία ποιος κάθεται και τα σκαρφίζεται όλα αυτά στην Τσάιναταουν». Το διάβασα δυνατά: «“Έχετε ασυνήθιστο εξοπλισµό για τη µοίρα, αξιοποιήστε µε σύνεση!”» «Ασυνήθιστο εξοπλισµό;» επανέλαβε η Ζάντρα, πλησιάζοντας από πίσω για να τυλίξει τα µπράτσα της γύρω από το λαιµό του. «Κάπως πρόστυχο µου ακούγεται αυτό». «Αχ!» αναστέναξε ο µπαµπάς µου, γυρνώντας να τη φιλήσει. «Βρόµικο µυαλό... Η πηγή της ΤΟ ΒΡΑΔΥ
νιότης». «Προφανώς».
[1] Η λέξη bobo στα ισπανικά σηµαίνει «χαζούλης», «ανόητος», «χοντροκέφαλος». (Σ.τ.Μ.)
xiii.
«ΚΙ ΕΣΕΝΑ σου είχα πρήξει το χείλι εκείνη τη φορά», είπε ο Μπόρις, νιώθοντας, προφανώς, ένοχος για το όλο θέµα µε την Κότκου, αφού το επανέφερε από το πουθενά, σπάζοντας τη συντροφική σιωπή της πρωινής διαδροµής µας µε το σχολικό την εποµένη. «Ναι, κι εγώ σου βρόντηξα το κεφάλι στον αναθεµατισµένο τον τοίχο». «Δεν το ήθελα!» «Τι πράγµα δεν ήθελες;» «Να σε χτυπήσω στο στόµα». «Γιατί, µ’ εκείνη το ήθελες;» «Από µία άποψη, ναι», προσπάθησε να υπεκφύγει. «Από µία άποψη...» Ο Μπόρις ξεφύσηξε απαυδισµένος. «Της ζήτησα συγνώµη! Όλα είναι µέλι γάλα µεταξύ µας τώρα, κανένα πρόβληµα! Εξάλλου εσένα τι σε κόφτει;» «Εσύ το έθιξες το θέµα, όχι εγώ». Με κοίταξε φουρκισµένος και µετά έβαλε τα γέλια. «Κρατάς µυστικό;» «Τι;» Κόλλησε το κεφάλι του στο δικό µου. «Η Κότκου κι εγώ την ακούσαµε χτες βράδυ», είπε χαµηλόφωνα. «Πήραµε τριπάκι µαζί. Αφασία». «Μιλάµε για LSD τώρα; Καλά, πού το βρήκατε;» Έκσταση έβρισκες σχετικά εύκολα στο σχολείο –µε τον Μπόρις είχαµε πάρει τουλάχιστον καµιά δεκαριά φορές, µαγικές σιωπηλές νύχτες τις οποίες είχαµε περάσει περπατώντας στην έρηµο έκθαµβοι από την οµορφιά του στερεώµατος–, αλλά κανείς µας δεν είχε τριπάρει ποτέ. Ο Μπόρις έτριψε τη µύτη του. «Α, καλά. Η µαµά της γνωρίζει εκείνο το τροµακτικό ραµολί, τον Τζίµι, που δουλεύει σε οπλοπωλείο. Μας βρήκε πέντε χιτάκια – µη µε ρωτήσεις γιατί πέντε, µακάρι να είχα πάρει έξι. Τέλος πάντων, έχω ακόµα. Δεν υπάρχει αυτό το πράγµα!» «Αλήθεια;» Τώρα που τον κοίταζα πιο προσεκτικά, παρατηρούσα ότι οι κόρες του ήταν διεσταλµένες και παράξενες. «Είσαι ακόµα φτιαγµένος;» «Μπορεί, λίγο. Κοιµήθηκα το πολύ κάνα δίωρο. Τέλος πάντων, µε την Κότκου τα ξαναβρήκαµε. Ήταν λες... ακόµα και τα λουλούδια στο κάλυµµα του κρεβατιού της µάνας της φαίνονταν φιλικά. Και ήµασταν φτιαγµένοι από την ίδια ουσία µε τα λουλούδια, και καταλάβαµε πόσο πολύ αγαπιόµαστε και έχουµε ανάγκη ο ένας τον άλλο, ό,τι κι αν γίνει, και πώς όλα τα απαίσια που έγιναν µεταξύ µας έγιναν µόνο από αγάπη». «Ουάου!» έκανα, αλλά ο τόνος µου ήταν µάλλον πιο θλιµµένος απ’ όσο ήθελα, γιατί ο Μπόρις ανασήκωσε τα φρύδια και µε κοίταξε εξεταστικά. «Λοιπόν;» τον τσίγκλισα όταν συνέχισε να µε κοιτάζει βουβός. «Τι τρέχει;»
Ανοιγόκλεισε τα µάτια και κούνησε το κεφάλι. «Όχι, αλήθεια τώρα, το βλέπω: αυτό το σύννεφο θλίψης γύρω από το κεφάλι σου. Είναι λες και είσαι στρατιώτης ή κάτι τέτοιο, ένα άτοµο από την Ιστορία που διασχίζει ένα πεδίο µάχης µε όλα αυτά τα τροµερά συναισθήµατα...» «Μπόρις, είσαι ακόµα κόκαλο, δικέ µου». «Όχι ακριβώς», είπε ονειροπόλα. «Μάλλον µπαινοβγαίνω στη φάση. Αλλά βλέπω ακόµα χρωµατιστές σπίθες να πετάγονται από διάφορα αντικείµενα όταν κοιτάω µε την άκρη του µατιού µου από τη σωστή γωνία».
xiv.
ΕΙΧΕ ΠΕΡΑΣΕΙ
περίπου µία βδοµάδα χωρίς επεισόδια, είτε µε τον µπαµπά µου είτε από το µέτωπο Μπόρις και Κότκου – διάστηµα αρκετό για να νιώσω ότι µπορούσα να πάρω στο σπίτι τη µαξιλαροθήκη. Βγάζοντάς τη από το ντουλάπι, πρόσεξα πόσο ασυνήθιστα ογκώδης (και βαριά) φαινόταν, κι όταν την ανέβασα στο δωµάτιό µου και την άνοιξα, κατάλαβα γιατί. Πρέπει να ήµουν τελείως λιώµα όταν είχα τυλίξει τον πίνακα µε χαρτιά και ταινία: Όλες εκείνες οι διαδοχικές στρώσεις εφηµερίδων, τυλιγµένες µε ένα ολόκληρο, τεράστιο ρολό ενισχυµένης κολλητικής ταινίας, µπορεί να φάνταζαν ένα χρήσιµο προληπτικό µέτρο µες στο φρικάρισµα και τη µαστούρα µου, αλλά πίσω στο δωµάτιό µου, στο διαυγές απογευµατινό φως, το δέµα έµοιαζε να έχει αµπαλαριστεί από κάποιον παράφρονα ή/και άστεγο – µουµιοποιηµένο σχεδόν, περιβεβληµένο µε τόση ταινία, ώστε δεν είχε καν τετράγωνο σχήµα πια, µέχρι και οι γωνίες ήταν στρογγυλεµένες. Πήρα το πιο κοφτερό µαχαίρι που βρήκα στην κουζίνα και άρχισα να πριονίζω µια γωνία – µε προσοχή στην αρχή, ανησυχώντας µήπως περνούσε µέσα η λεπίδα και χάραζε τον πίνακα, πιο ζωηρά όσο περνούσε η ώρα. Είχα καταφέρει να δηµιουργήσω ένα άνοιγµα µόλις έξι εκατοστών, µε τα χέρια µου να έχουν ήδη µουδιάσει από την προσπάθεια, όταν άκουσα τη Ζάντρα να µπαίνει από την εξώπορτα, οπότε ξανάβαλα το δέµα στη µαξιλαροθήκη και την κόλλησα στο πίσω µέρος του κεφαλαριού του κρεβατιού µου, µέχρι την επόµενη φορά που θα έµενα µόνος. Ο Μπόρις µού είχε υποσχεθεί ότι θα παίρναµε µαζί δύο από τα εναποµείναντα τριπάκια µόλις επανερχόταν ο εγκέφαλός του στο φυσιολογικό, για να χρησιµοποιήσω τα λόγια του. Αισθανόταν ακόµα κάπως «χαµένος στο διάστηµα», µου είχε εξοµολογηθεί, βλέποντας κινούµενα σχήµατα στα νερά της αποµίµησης ξύλου στην επιφάνεια του θρανίου του, ενώ τις πρώτες φορές που είχε καπνίσει χόρτο είχε φύγει σούµπιτος για να επαναλάβει την εµπειρία. «Κάπως ζόρικο µου ακούγεται όλο αυτό», παρατήρησα. «Όχι, είναι εντάξει. Μπορώ να σταµατήσω όποτε θέλω. Καλύτερα να τα πάρουµε στην παιδική χαρά», πρόσθεσε. «Στην αργία των Ευχαριστιών ίσως». Στην εγκαταλειµµένη παιδική χαρά πηγαίναµε κάθε φορά για να πάρουµε Έκσταση, εκτός από την πρώτη, τότε που είχε έρθει η Ζάντρα και είχε αρχίσει να κοπανάει την πόρτα του δωµατίου µου ζητώντας να τη βοηθήσουµε να επιδιορθώσει το πλυντήριο – πράγµα που δεν ήµασταν σε θέση να κάνουµε, φυσικά. Ωστόσο τα σαράντα πέντε περίπου λεπτά που είχαµε περάσει ατενίζοντας το κενό κλεισµένοι µαζί της στο πλυσταριό, ενώ τα εγκεφαλικά µας κύτταρα βίωναν µια πρωτόγνωρη εµπειρία, ήταν ο ορισµός τού «τρώω ήττα». «Είναι πολύ πιο δυνατό από το Έκσταση;» «Όχι. Ή µάλλον ναι, αλλά είναι φοβερή φάση, πίστεψέ µε. Ήθελα σαν παλαβός να ήµασταν έξω σε ανοιχτό χώρο µε την Κότκου, όµως ήταν πολύ κοντά στον αυτοκινητόδροµο: φώτα, αυτοκίνητα... Τι λες γι’ αυτό το Σαββατοκύριακο;» Επιτέλους, είχα ξανά κάτι να περιµένω. Ωστόσο, πάνω που είχα αρχίσει να νιώθω καλύτερα, ακόµα και να αισιοδοξώ για το µέλλον –η τηλεόραση είχε µία εβδοµάδα να συντονιστεί στο κανάλι των αθλητικών, και αυτό αποτελούσε σίγουρα ρεκόρ–, γύρισα από το σχολείο για να
βρω τον µπαµπά µου να µε περιµένει. «Θίο, πρέπει να σου µιλήσω», µου είπε µε το που µπήκα στο σπίτι. «Έχεις ένα λεπτό;» Κοντοστάθηκα. «Ναι, φυσικά, αλίµονο». Το καθιστικό ήταν λες και είχαν µπουκάρει διαρρήκτες: εφηµερίδες σκόρπιες παντού, ακόµα και τα µαξιλάρια του καναπέ ήταν πεταµένα από δω κι από κει. Σταµάτησε να κόβει βόλτες – περπατούσε άκαµπτα, σαν να πονούσε το γόνατό του. «Έλα δω», µου είπε µε φιλικό τόνο. «Έλα, κάτσε». Κάθισα. Ο µπαµπάς µου ξεφύσηξε, κάθισε απέναντί µου και έστρωσε τα µαλλιά του µε τα δάχτυλά του. «Ο δικηγόρος...» είπε, σφηνώνοντας τις παλάµες του ανάµεσα στα γόνατά του και σκύβοντας για να µε κοιτάξει κατάµατα. Περίµενα. «Ο δικηγόρος της µαµάς σου... Θέλω να πω, ξέρω ότι είναι ξαφνικό, αλλά θέλω να τον πάρεις τηλέφωνο για χάρη µου». Έξω φυσούσε δαιµονισµένα, κόκκοι άµµου κροτάλιζαν πάνω στις τζαµαρίες, ενώ η τέντα της πλακόστρωτης αυλής πλατάγιζε σαν σηµαία σε ψηλό κοντάρι. «Τι;» ρώτησα έπειτα από µια επιφυλακτική παύση. Η µητέρα µου είχε αναφέρει ένα ραντεβού µε δικηγόρο µετά την εγκατάλειψή µας από τον µπαµπά µου –για το διαζύγιο, είχα υποθέσει–, αλλά δεν είχα ξανακούσει τίποτα σχετικά. «Κοίτα...» Πήρε µια βαθιά ανάσα και έστρεψε το βλέµµα προς το ταβάνι. «Να πώς έχουν τα πράγµατα. Θα πρόσεξες, φαντάζοµαι, ότι σταµάτησα τα στοιχήµατα στους αγώνες, σωστά; Το θέµα είναι» –δραµατική παύση– «ότι θέλω να ξεκόψω τελείως. Τώρα που είµαι στα πάνω µου, για να το θέσω έτσι. Δεν είναι...» Έκανε άλλη µια παύση, σαν να ήθελε να σκεφτεί πώς να το διατυπώσει. «Θέλω να πω, ειλικρινά, έχω γίνει πολύ καλός σ’ αυτό χάρη στη µελέτη και στην αυτοπειθαρχία µου. Προετοιµάζοµαι καλά διαβάζοντας τα στατιστικά, δεν ποντάρω ποτέ παρορµητικά. Και, όπως είπα και πριν, τα πάω πολύ καλά. Μάζεψα ένα γερό κοµπόδεµα τους τελευταίους µήνες. Μόνο που...» «Μάλιστα», είπα αβέβαια µετά τη σιωπή που ακολούθησε, διερωτώµενος πού θα κατέληγε αυτή η κουβέντα. «Θέλω να πω, γιατί να προκαλώ τη µοίρα; Γιατί» –φέρνοντας το χέρι στην καρδιά– «κακά τα ψέµατα, είµαι αλκοολικός. Πρώτος εγώ θα το παραδεχτώ. Δεν µπορώ να πιω ούτε σταγόνα. Ένα ποτό είναι υπερβολικά πολύ, και χίλια δεν αρκούν. Το να κόψω το ποτό ήταν το πιο έξυπνο πράγµα που έκανα στη ζωή µου. Εντάξει, µε τον τζόγο –παρά την τάση µου να εθίζοµαι και τα σχετικά– ήταν πάντα διαφορετικά, δηλαδή, µπορεί να έκανα κάνα δυο παρασπονδίες, αλλά δεν έγινα ποτέ σαν εκείνους τους τύπους που, δεν ξέρω, ξεφεύγουν σε τέτοιο βαθµό, ώστε να καταχρώνται ξένα κλεφτά ή να φαλιρίζουν την οικογενειακή επιχείρηση και τέτοια. Όµως» – γέλασε– «αν δε θες να σε φάνε οι κότες, καλύτερα να µην ανακατεύεσαι µε τα πίτουρα, έτσι δεν είναι;» «Λοιπόν;» τον παρακίνησα διακριτικά να φτάσει επιτέλους στο προκείµενο. «Λοιπόν...» Αµήχανο ξεφύσηµα. Στρώσιµο των µαλλιών µε τα δάχτυλα, η αφοπλιστική, ξαφνιασµένη έκφραση παιδιού που έκανε σκανταλιά. «Άκου πώς έχει η κατάσταση. Θέλω πραγµατικά να κάνω κάποιες µεγάλες αλλαγές άµεσα. Γιατί έχω την ευκαιρία να µπω σε µια επιχείρηση-χρυσωρυχείο. Ένας φίλος µου έχει εστιατόριο. Και νοµίζω ότι θα είναι τέλειο για
όλους µας – µιλάµε για ευκαιρία που παρουσιάζεται µία φορά στη ζωή ενός ανθρώπου, καταλαβαίνεις; Η Ζάντρα περνάει δύσκολα στη δουλειά τελευταία µε τον µαλάκα που έχει γι’ αφεντικό, και, δεν ξέρω, νοµίζω ότι θα έστρωναν τα πράγµατα σε όλους τους τοµείς». Ο µπαµπάς µου; Εστιατόριο; «Ουάου! Αυτό είναι θαυµάσιο. Ουάου!» είπα. «Ναι». Κούνησε το κεφάλι συµφωνώντας. «Είναι πραγµατικά θαυµάσιο. Όµως το θέµα είναι ότι για ν’ ανοίξεις ένα µαγαζί τέτοιου είδους...» «Τι είδους, αλήθεια;» Χασµουρήθηκε και έτριψε τα µάτια του. «Α, ξέρεις, κλασική αµερικανική κουζίνα. Μπριζόλες, χάµπουργκερ και τα σχετικά. Χωρίς φιοριτούρες, αλλά µε σωστή προετοιµασία. Το θέµα είναι όµως ότι για ν’ ανοίξει το µαγαζί ο φίλος µου και να πληρώσει τους φόρους εστιατορίου...» «Φόρους εστιατορίου;» «Χριστέ µου, ναι, είναι απίστευτες οι φορολογικές επιβαρύνσεις εδώ. Πρέπει να πληρώσεις φόρους εστιατορίου, φόρους για την άδεια πώλησης αλκοόλ, ασφάλιση αστικής ευθύνης – χρειάζεσαι ένα κάρο λεφτά για να ξεκινήσεις µια τέτοιου είδους επιχείρηση». «Μάλιστα». Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πού το πήγαινε. «Αν χρειάζεσαι τα χρήµατα από το λογαριασµό µου...» Ο µπαµπάς µου φάνηκε έκπληκτος. «Τι;» «Ξέρεις, εκείνο το λογαριασµό που µου άνοιξες στην τράπεζα. Αν θες τα λεφτά, είναι στη διάθεσή σου». «Α, ναι». Έµεινε σιωπηλός για λίγο. «Ευχαριστώ. Το εκτιµώ πραγµατικά, φιλαράκο». Σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω. «Όµως το θέµα είναι ότι σκέφτηκα έναν πολύ έξυπνο τρόπο να τα βολέψουµε. Μιλάµε για βραχυπρόθεσµη λύση, µέχρι να πάρει µπρος το πράγµα, ξέρεις. Θα κάνουµε απόσβεση σε λίγες εβδοµάδες – χαλαρά, µε τέτοιο µαγαζί και σε τόσο προνοµιακή θέση, είναι σαν να βγάζεις άδεια να κόβεις µονέδα. Τα αρχικά έξοδα µόνο είναι το θέµα. Αυτή η Πολιτεία σού ρουφάει το αίµα µε τους φόρους και τα τέλη και τα σχετικά». Γέλασε, σχεδόν απολογητικά. «Ξέρεις ότι δε θα σ’ το ζητούσα αν δεν επρόκειτο για µια έκτακτη ανάγκη...» «Συγνώµη;» ρώτησα σε πλήρη σύγχυση. «Κοίτα, είναι πραγµατικά µεγάλη ανάγκη να κάνεις αυτό το τηλεφώνηµα που λέγαµε. Αυτό είναι το νούµερο». Μου το έδωσε γραµµένο σε ένα φύλλο χαρτί – το νούµερο άρχιζε µε 212, όπως παρατήρησα, που σήµαινε Νέα Υόρκη. «Πρέπει να τηλεφωνήσεις σ’ αυτό τον τύπο και να µιλήσεις µαζί του ο ίδιος. Το όνοµά του είναι Μπρέισγκερντλ». Κοίταξα το χαρτί και µετά τον µπαµπά µου. «Δεν καταλαβαίνω». «Δε χρειάζεται να καταλάβεις κάτι. Το µόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να του πεις αυτά που θα σου πω». «Μα τι σχέση έχω εγώ;» «Κάνε αυτό που σου λέω. Πες του ποιος είσαι, ότι είναι ανάγκη να µιλήσετε για ένα επαγγελµατικό θέµα, µπλα µπλα µπλα...» «Μα...» Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; «Τι θέλεις να του πω;» Κοντοστάθηκε και πήρε µια βαθιά ανάσα. Έβλεπα ότι προσπαθούσε να ελέγξει την έκφρασή του, πράγµα στο οποίο είχε ταλέντο.
«Είναι δικηγόρος», είπε ξεφυσώντας αργά. «Ο δικηγόρος της µητέρας σου. Πρέπει να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για να εµβάσει αυτό το ποσό» –τα µάτια µου παραλίγο να πεταχτούν από τις κόγχες τους όταν είδα το νούµερο που µου έδειχνε: 65.000 δολάρια!– «σε αυτόν εδώ το λογαριασµό». Τράβηξε λίγο το δάχτυλό του για να αποκαλύψει µια σειρά αριθµών από κάτω. «Πες του ότι αποφάσισα να σε γράψω σε ιδιωτικό σχολείο. Θα χρειαστεί το όνοµά σου και τον Αριθµό Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης. Αυτό είναι όλο». «Ιδιωτικό σχολείο;» επανέλαβα έπειτα από µια σαστισµένη παύση. «Ναι, κοίτα, είναι για φορολογικούς λόγους». «Δε θέλω να πάω σε ιδιωτικό σχολείο». «Στάσου, στάσου, δε µε κατάλαβες, φαίνεται. Από τη στιγµή που αυτά τα λεφτά χρησιµοποιούνται, επισήµως, για δικό σου όφελος, δεν έχουµε πρόβληµα. Κι αυτό το εστιατόριο είναι για όφελος όλων µας. Κυρίως δικό σου, αν το δεις σε βάθος χρόνου. Εντάξει, θα µπορούσα να κάνω κι εγώ το τηλεφώνηµα, απλώς, αν το χειριστούµε έξυπνα, µπορεί να γλιτώσουµε µέχρι και τριάντα χιλιάρικα, που, διαφορετικά, θα έµπαιναν στα ταµεία του κράτους. Διάολε, σε στέλνω και σε ιδιωτικό σχολείο, αν θες. Οικότροφο. Όπως στην Ακαδηµία Φίλιπς στο Άντοβερ της Μασαχουσέτης, για παράδειγµα, µε τα λεφτά που θα γλιτώσουµε. Απλώς δε θέλω το µισό µας κεφάλαιο να καταλήξει στον κρατικό κορβανά, µε πιάνεις; Άσε που, όπως έχουν τώρα τα πράγµατα, όταν έρθει η µέρα να πας στο πανεπιστήµιο, θα σου κοστίσει πολύ ακριβά, επειδή, µε όλα αυτά τα λεφτά στο όνοµά σου, δε θα µπορείς να πάρεις υποτροφία. Τα µέλη της επιτροπής χορήγησης υποτροφιών σε φοιτητές θα ρίξουν µια µατιά σ’ εκείνο το λογαριασµό και θα σε εντάξουν σε διαφορετική κλίµακα εισοδήµατος, ροκανίζοντας το εβδοµήντα πέντε τοις εκατό του ποσού από την πρώτη κιόλας χρονιά. Ενώ έτσι αξιοποιείς εσύ ολόκληρο το ποσό, και µάλιστα τώρα αµέσως, που θα πιάσει και πραγµατικά τόπο». «Μα...» «Μα...» Τσιριχτή φωνή, γλώσσα κρεµασµένη έξω, ηλίθιο βλέµµα. «Επιτέλους, Θίο!» είπε µε την κανονική του φωνή, βλέποντας ότι συνέχιζα να τον κοιτάζω αµίλητος. «Μάρτυς µου ο Θεός, δεν έχω χρόνο για τέτοια. Πρέπει να κάνεις αυτό το τηλεφώνηµα αµέσως τώρα, πριν κλείσουν τα γραφεία στα ανατολικά. Αν πρέπει να υπογράψεις κάτι, πες του να στείλει τα έντυπα µε κούριερ. Ή µε φαξ. Αλλά πρέπει να τελειώνουµε το ταχύτερο δυνατό, εντάξει;» «Μα... δεν καταλαβαίνω, γιατί πρέπει να το κάνω εγώ;» Ο µπαµπάς µου αναστέναξε και έστρεψε απαυδισµένος το βλέµµα του στο ταβάνι. «Να τελειώνουµε κάποτε, Θίο», είπε. «Ξέρω ότι ξέρεις τι παίζει, σ’ έχω δει να ελέγχεις κάθε µέρα την αλληλογραφία... Ναι», έκοψε τις διαµαρτυρίες µου, «την ελέγχεις, σφαίρα πας στο γραµµατοκιβώτιο κάθε φορά!» Με αιφνιδίασε τόσο αυτό το τελευταίο, ώστε έχασα τελείως τα λόγια µου. «Μα...» Χαµήλωσα ξανά το βλέµµα στο χαρτί και στο απίστευτο νούµερο που φιγουράριζε φαρδύ πλατύ εκεί πάνω: 65.000 δολάρια. Τότε, χωρίς την παραµικρή προειδοποίηση, ο µπαµπάς µου τινάχτηκε και µε χτύπησε στο πρόσωπο, τόσο δυνατά και ξαφνικά, ώστε προς στιγµήν δεν κατάλαβα τι είχε συµβεί. Μετά, πριν προλάβω να ανοιγοκλείσω τα µάτια µου, µε χτύπησε ξανά, αυτή τη φορά µε τη γροθιά του, ένα δυνατό, καρτουνίστικο γουάµ! και µια λάµψη σαν φλας φωτογραφικής µηχανής. Καθώς παρέπαια και πήγαινα να πέσω –µου είχαν λυθεί τα γόνατα, όλα είχαν ασπρίσει γύρω µου–, µε άρπαξε από το λαιµό µε µια απότοµη κίνηση από κάτω προς τα πάνω και µε ανάγκασε να σταθώ στις µύτες των ποδιών µου, παλεύοντας να πάρω ανάσα. «Άκου να σου πω!» Ούρλιαζε τώρα µες στη µούρη µου, η µύτη του ελάχιστα εκατοστά από
τη δική µου, αλλά ο Πόπερ χοροπηδούσε και γάβγιζε σαν τρελός, το δε βουητό στα αφτιά µου είχε φτάσει σε τέτοιο κρεσέντο, ώστε ήταν σαν να µου φώναζε από κακοσυντονισµένο ραδιοφωνικό σταθµό µε παράσιτα. «Θα πάρεις τηλέφωνο αυτό τον τύπο» –τινάζοντας το χαρτί στη µούρη µου– «και θα του πεις ό,τι µαλακία σου ζητήσω! Μην το κάνεις πιο δύσκολο απ’ όσο χρειάζεται να είναι, γιατί θα σ’ αναγκάσω να το κάνεις, Θίο, το εννοώ: Θα σου σπάσω το χέρι, θα σε στείλω στο νοσοκοµείο, θα σε στείλω στα θυµαράκια, αν δεν πάρεις τον κώλο σου να πας στο τηλέφωνο αυτή τη στιγµή! Κατάλαβες; Κατάλαβες;» επανέλαβε µέσα στην ιλιγγιώδη, βουερή σιωπή. Το χνότο του έζεχνε τσιγαρίλα. Άφησε το λαιµό µου και έκανε ένα βήµα πίσω. «Μ’ ακούς; Μίλα, γαµώτο!» Πέρασα τον πήχη µου πάνω από το πρόσωπό µου. Δάκρυα κυλούσαν στα µάγουλά µου, αλλά ήταν αυτόµατα, όπως τρέχει το νερό από τη βρύση, χωρίς κανένα συναίσθηµα πίσω τους. Ο µπαµπάς µου έκλεισε τα µάτια και τα ξανάνοιξε λίγες στιγµές µετά. Κούνησε το κεφάλι του. «Κοίτα», είπε µε βραχνή φωνή, βαριανασαίνοντας. «Με συγχωρείς». Δεν ακουγόταν καθόλου µεταµεληµένος, όπως παρατήρησε κάποιο διαυγές, αποκοµµένο τµήµα του µυαλού µου. Ακουγόταν σαν να ήθελε ακόµα να µε σπάσει στο ξύλο. «Αλλά, σ’ τ’ ορκίζοµαι, Θίο, και πρέπει να µε πιστέψεις: Πρέπει να το κάνεις αυτό για µένα». Όλα ήταν θολά, και σήκωσα τα δυο µου χέρια για να ισιώσω τα γυαλιά πάνω στη µύτη µου. Ανάσαινα τόσο βαριά, ώστε ήταν ο δυνατότερος ήχος στο δωµάτιο. Ο µπαµπάς µου έστρεψε απαυδισµένος το βλέµµα στο ταβάνι. «Όχου, έλα τώρα!» βόγκηξε µε τα χέρια στη µέση. «Κόφ’ το πια!» Δεν είπα τίποτα. Μείναµε έτσι για µερικές στιγµές. Ο Πόπερ είχε σταµατήσει να γαβγίζει και µας κοίταζε ανήσυχα, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν. «Είναι απλώς... ξέρεις, έτσι;» Είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του. «Λυπάµαι, Θίο, µάρτυς µου ο Θεός, λυπάµαι, αλλά έχω στριµωχτεί άσχηµα, τα χρειαζόµαστε αυτά τα λεφτά άµεσα, αυτή τη στιγµή, είναι θέµα ζωής και θανάτου». Προσπαθούσε να µε κάνει να τον κοιτάξω στα µάτια. Το βλέµµα του ήταν ειλικρινές. «Ποιος είναι αυτός ο τύπος;» ζήτησα να µάθω, κοιτάζοντας ένα σηµείο στον τοίχο πίσω του. Για κάποιο λόγο, η φωνή µου ακούστηκε τραχιά, ερεθισµένη. «Ο δικηγόρος της µητέρας σου. Πόσες φορές πρέπει να σ’ το πω;» Έτριβε τους κόµπους των δαχτύλων του σαν να είχε πονέσει χτυπώντας µε. «Βλέπεις, Θίο, το θέµα είναι...» Άλλη µια παύση. «Εννοώ, λυπάµαι, αλλά, σου τ’ ορκίζοµαι, δε θα θύµωνα τόσο αν δεν ήταν σηµαντικό. Γιατί έχω µπλέξει πάρα πολύ άσχηµα, σοβαρά. Είναι κάτι προσωρινό, καταλαβαίνεις – µέχρι να στηθεί η όλη επιχείρηση. Γιατί βρίσκεται στο πιο αβέβαιο στάδιο αυτή τη στιγµή, µπορεί να καταρρεύσει στο τσακ» –κροτάλισε τα δάχτυλά του για έµφαση– «εκτός κι αν αρχίσω να ξεπληρώνω κάποιους απ’ αυτούς τους πιστωτές. Και τα υπόλοιπα... στ’ αλήθεια θα σε στείλω σε καλύτερο σχολείο. Μπορεί και σε ιδιωτικό. Θα το ήθελες αυτό, έτσι δεν είναι;» Συνεχίζοντας τη λογοδιάρροια, σχηµάτιζε κιόλας τον αριθµό. Μου πάσαρε το τηλέφωνο και έτρεξε να σηκώσει το ντούµπλεξ στην άλλη άκρη του δωµατίου πριν προλάβει να απαντήσει κανείς. «Χαίρετε», είπα στη γυναίκα που το σήκωσε. «Εµ... µε συγχωρείτε» –η φωνή µου ήταν βραχνή, τρεµάµενη, ενώ ακόµα δεν είχα χωνέψει αυτό που συνέβαινε– «θα µπορούσα, παρακαλώ, να µιλήσω µε τον κύριο... ε...» Ο µπαµπάς µου έδειξε επιτακτικά το χαρτί στο χέρι µου. Μπρέισγκερντλ. «Ε... µε τον κύριο Μπρέισγκερντλ», διάβασα µεγαλόφωνα. «Ποιος να του πω ότι τον ζητάει, παρακαλώ;» Η φωνή της, όπως και η δική µου, ακουγόταν
υπερβολικά δυνατά λόγω της ανοιχτής δεύτερης γραµµής. «Ο Θίοντορ Ντέκερ». «Ω, µα βέβαια», ακούστηκε ύστερα από λίγο µια αντρική φωνή στην άλλη άκρη της γραµµής. «Γεια σου, Θίοντορ! Πώς είσαι;» «Καλά, ευχαριστώ». «Κρυωµένος ακούγεσαι. Για πες µου, την έχεις αρπάξει;» «Ε, µπορεί», είπα αβέβαια. Λαρυγγίτιδα, πρόφερε άηχα ο µπαµπάς µου από την άλλη άκρη του δωµατίου. «Κρίµα». Η φωνή του αντηχούσε τόσο δυνατά, ώστε έπρεπε να κρατάω το ακουστικό σε κάποια απόσταση από το αφτί µου. «Πάντα ξεχνάω ότι οι άνθρωποι µπορεί να κρυολογήσουν κι εκεί που βρίσκεσαι εσύ τώρα, στις ηλιόλουστες Πολιτείες. Τέλος πάντων, χαίροµαι που µου τηλεφώνησες. Δεν είχα τρόπο να έρθω σε άµεση επαφή µαζί σου. Καταλαβαίνω ότι τα πράγµατα πρέπει να είναι ακόµα δύσκολα για σένα, αλλά ελπίζω ότι είναι λίγο καλύτερα από την τελευταία φορά που σε είδα». Δε µίλησα. Πότε είχα συναντηθεί µε αυτό τον άνθρωπο; «Ήταν µια πολύ οδυνηρή περίοδος», είπε ο κύριος Μπρέισγκερντλ, ερµηνεύοντας σωστά τη σιωπή µου. Η βελούδινη, καλλιεργηµένη φωνή άγγιξε µια χορδή µέσα µου. «Ναι, µάλλον...» «Η χιονοθύελλα, θυµάσαι;» «Σωστά». Είχε εµφανιστεί περίπου µία εβδοµάδα µετά το θάνατο της µητέρας µου: προχωρηµένης ηλικίας, µε πλούσια άσπρα µαλλιά, καλοντυµένος, µε ριγέ πουκάµισο και παπιγιόν. Φαίνονταν να γνωρίζονται µε την κυρία Μπάρµπορ – ή, τέλος πάντων, εκείνος τη γνώριζε. Είχε καθίσει απέναντί µου στην πολυθρόνα που ήταν πιο κοντά στον καναπέ και µου είχε µιλήσει για ώρα, ακαταλαβίστικα πράγµατα, και το µόνο που µου έµεινε ήταν η ιστορία που µου είχε αφηγηθεί σχετικά µε το πώς είχε γνωρίσει τη µητέρα µου: Σφοδρή χιονοθύελλα, ταξί ούτε για δείγµα στο δρόµο, και τότε, τινάζοντας ριπές από λιωµένο χιόνι πίσω του, σταµατάει στη συµβολή της 87ης Οδού µε τη λεωφόρο Παρκ ένα ταξί, κατειληµµένο. Το πίσω παράθυρο κατεβαίνει και η µητέρα µου («Όµορφη σαν οπτασία!») του λέει ότι πηγαίνει µέχρι την Ανατολική 77η Οδό, µήπως κινείται κι εκείνος προς την ίδια κατεύθυνση; «Μιλούσε πάντα για εκείνη τη θύελλα», είπα. Ο πατέρας µου, µε το ακουστικό πάντα στο αφτί, µου έριξε µια προειδοποιητική µατιά. «Τότε που είχε παραλύσει όλη η πόλη». Γέλασε. «Τι υπέροχη νεαρή κυρία! Έβγαινα από µια πολύωρη συνάντηση µε µια υπερήλικα –µας άφησε χρόνους πια!– κληρονόµο κάποιας οικογένειας εφοπλιστών στη γωνία της λεωφόρου Παρκ µε την 92η Οδό. Τέλος πάντων, κατεβαίνω από το ρετιρέ, φορτωµένος µε έναν ασήκωτο χαρτοφύλακα, και ανακαλύπτω ότι στο δρόµο έχει τριάντα εκατοστά χιόνι. Απόλυτη σιγή. Πιτσιρίκια κάνουν έλκηθρο στη λεωφόρο Παρκ. Τέλος πάντων, οι σταθµοί του υπόγειου σιδηρόδροµου έχουν κλείσει από την 72η και πάνω, κι εγώ, εγκλωβισµένος, να περπατάω στο χιόνι που µου φτάνει µέχρι το γόνατο, όταν γους! εµφανίζεται ως διά µαγείας ένα κίτρινο ταξί µε τη µαµά σου στο πίσω κάθισµα. Και σταµατάει! Ένιωσα σαν να είχε έρθει οµάδα διάσωσης. “Πηδήξτε µέσα, θα σας πάµε πιο κάτω”. Το κέντρο απόλυτα έρηµο, χιονονιφάδες να χορεύουν στον αέρα και όλα τα φώτα της πόλης αναµµένα. Και να µαστε εκεί, να τσουλάµε µε ούτε πέντε χιλιόµετρα την ώρα –θα µπορούσαµε να κινούµαστε µε έλκηθρο–, περνώντας κόκκινα φανάρια
σε έρηµες διασταυρώσεις. Θυµάµαι ότι στη διαδροµή µιλούσαµε για τον Φέαρφιλντ Πόρτερ – είχε οργανωθεί πρόσφατα µια έκθεση έργων του στη Νέα Υόρκη–, και µετά για τον ποιητή Φρανκ Ο’ Χάρα και για τη Λάνα Τάρνερ και για το ποια χρονιά έκλεισε τελικά το ιστορικό εστιατόριο Horn and Hardart, το πρώτο που σέρβιρε φαγητό από αυτόµατους πωλητές. Κι έπειτα ανακαλύψαµε ότι δουλεύαµε σε αντικριστά κτίρια! Ε, αυτή ήταν η αρχή µιας ωραίας φιλίας, όπως λένε». Έριξα µια κλεφτή µατιά προς το µέρος του µπαµπά µου. Είχε µια παράξενη έκφραση στο πρόσωπό του και έσφιγγε τα χείλη του σαν να ετοιµαζόταν να ξεράσει στη µοκέτα. «Είχαµε κουβεντιάσει λίγο για την ακίνητη περιουσία της µητέρας σου, αν θυµάσαι», είπε η φωνή στην άλλη άκρη της γραµµής. «Όχι πολύ αναλυτικά. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγµή. Αλλά έλπιζα ότι θα ερχόσουν να µε δεις όταν θα ήσουν έτοιµος να συζητήσουµε. Θα είχα τηλεφωνήσει να σ’ το προτείνω, αν ήξερα ότι θα έφευγες από την πόλη». Κοίταξα τον πατέρα µου. Εκείνος µου έκανε νόηµα µε τα µάτια προς το χαρτί στο χέρι µου. «Θέλω να πάω σε ιδιωτικό σχολείο», δήλωσα χωρίς περιστροφές. «Αλήθεια;» είπε ο κύριος Μπρέισγκερντλ. «Έξοχη ιδέα. Σε ποιο σκέφτεσαι να πας; Εδώ στα µέρη µας, στα ανατολικά; Ή κάπου εκεί γύρω;» Δεν το είχαµε σκεφτεί αυτό. Κοίταξα τον πατέρα µου ερωτηµατικά. «Εεε...» έκανα σαν βλάκας, ενώ εκείνος µόρφαζε και ανέµιζε φρενιασµένα το χέρι του. «Μπορεί να υπάρχουν καλά σχολεία εκεί στα δυτικά, αν και δεν τα έχω ακουστά», έλεγε στο µεταξύ ο κύριος Μπρέισγκερντλ. «Εγώ φοίτησα στο Μίλτον, το οποίο συστήνω ανεπιφύλακτα. Εκεί πήγε και ο πρωτότοκός µου, για µία χρονιά δηλαδή, αφού αποδείχτηκε ότι δεν ήταν το κατάλληλο περιβάλλον για εκείνον...» Κι όσο ο δικηγόρος συνέχιζε ανέµελα –για το Μίλτον, το Κεντ και διάφορα άλλα κυριλέ προπαρασκευαστικά σχολεία για τα οποία άκουγε τα καλύτερα από τα παιδιά φίλων και γνωστών–, ο µπαµπάς µου έγραψε ένα σηµείωµα, το τσαλάκωσε και µου το πέταξε. Στείλε τα λεφτά, έγραφε. Προκαταβολή. «Ε...» ψέλλισα. Δεν είχα ιδέα πώς να θίξω το θέµα. «Μου άφησε καθόλου χρήµατα η µητέρα µου;» «Όχι ακριβώς», απάντησε ο κύριος Μπρέισγκερντλ, που έγινε αµέσως κάπως πιο ψυχρός στο άκουσµα της ερώτησης – ή ίσως απλώς να ξαφνιάστηκε από τη διακοπή. «Αντιµετώπιζε κάποια οικονοµικά προβλήµατα προς το τέλος, όπως σίγουρα θα αντιλήφθηκες κι εσύ. Αλλά είσαι δικαιούχος ενός καταπιστεύµατος για το πανεπιστήµιο. Και σου άνοιξε επίσης ένα µικρό ΠΕΣ πριν πεθάνει». «Τι είναι αυτό;» Ένιωθα το βλέµµα του πατέρα µου να µε διαπερνάει καθώς περίµενε όλο αγωνία για την απάντηση. «Πρόγραµµα Εξασφάλισης Σπουδών. Για να το πω απλά, είναι ένα είδος ασφαλιστικού προγράµµατος για ανηλίκους. Με κύριο σκοπό τη χρηµατοδότηση των σπουδών σου. Αλλά δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τίποτα άλλο – όχι όσο είσαι ανήλικος τουλάχιστον». «Γιατί όχι;» ρώτησα έπειτα από µια σύντοµη παύση, θέλοντας να διευκρινίσω το τελευταίο σηµείο, το οποίο είχε υπογραµµίσει µε τόση έµφαση. «Επειδή αυτό ορίζει ο νόµος», απάντησε στεγνά. «Κάποιο παραθυράκι θα βρεθεί όµως, αν θέλεις να πας εσωτερικός σε ιδιωτικό σχολείο. Γνωρίζω µια πελάτισσα που χρησιµοποίησε το καταπίστευµα του µεγαλύτερου γιου της για να γράψει τον µικρότερο σε έναν πανάκριβο παιδικό σταθµό. Όχι πως επικροτώ τη δαπάνη είκοσι χιλιάδων δολαρίων ετησίως σε αυτή την εκπαιδευτική βαθµίδα – µιλάµε σίγουρα για τις ακριβότερες ξυλοµπογιές στο Μανχάταν! Αλλά
σ’ το λέω για να καταλάβεις πώς λειτουργεί το πράγµα». Κοίταξα τον µπαµπά µου. «Δηλαδή, δε θα µπορούσατε µε κανέναν τρόπο να µου στείλετε... ε... ας πούµε, εξήντα πέντε χιλιάδες δολάρια;» ρώτησα. «Αν τα είχα άµεση ανάγκη;» «Όχι! Σε καµία περίπτωση, γι’ αυτό βγάλ’ το απ’ το µυαλό σου». Ο τόνος του είχε αλλάξει τελείως. Προφανώς, δεν ήµουν πια ο γιος της µητέρας µου και Καλό Παιδί, αλλά ένα ρεµάλι µε αρπακτικές τάσεις. «Παρεµπιπτόντως, µπορώ να µάθω πώς έτυχε να καταλήξεις στο συγκεκριµένο ποσό;» «Ε...» Στράφηκα στον µπαµπά µου, που είχε καλύψει τα µάτια µε το χέρι του. Σκατά, σκέφτηκα, και µετά συνειδητοποίησα ότι το είχα πει δυνατά. «Καλά, τέλος πάντων», είπε ο κύριος Μπρέισγκερντλ. «Ούτως ή άλλως, δεν είναι εφικτό». «Με κανέναν τρόπο;» «Απολύτως κανέναν». «Καλώς, εντάξει». Έσπαγα το κεφάλι µου να σκεφτώ κάτι να πω, αλλά το µυαλό µου κάλπαζε σαν αφηνιασµένο άλογο. «Θα µπορούσατε να µου στείλετε ένα µέρος του ποσού ίσως; Τα µισά, ας πούµε;» «Όχι. Έτσι κι αλλιώς, όλες οι συνεννοήσεις θα έπρεπε να γίνουν απευθείας µε το κολέγιο ή το σχολείο της επιλογής σου. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να δω συγκεκριµένες χρεώσεις και να πληρώσω τους λογαριασµούς. Επιπλέον, θα έπρεπε να συµπληρωθούν ένα σωρό χαρτιά. Και, στην απίθανη περίπτωση που αποφάσιζες να µη συνεχίσεις τις σπουδές σου...» Ενόσω εκείνος συνέχιζε να εξηγεί διάφορες –ακατανόητες– λεπτοµέρειες σχετικά µε τα επενδυτικά προγράµµατα που είχε δηµιουργήσει η µητέρα µου για µένα (όλα εξαιρετικά περιοριστικά, µε την έννοια ότι ούτε ο πατέρας µου αλλά ούτε κι εγώ ο ίδιος µπορούσαµε να βάλουµε άµεσα στο χέρι ζεστό παραδάκι), ο µπαµπάς µου, έχοντας αποµακρύνει το ακουστικό από το αφτί του, είχε πάρει µια έκφραση φρίκης σχεδόν. «Ε... καλώς, ευχαριστώ πολύ για την ενηµέρωση, σας είµαι ευγνώµων», είπα, προσπαθώντας να δώσω ένα τέλος στην κουβέντα. «Υπάρχουν φορολογικά πλεονεκτήµατα, βεβαίως, στον τρόπο µε τον οποίο έχει διευθετηθεί το θέµα. Αλλά αυτό που κυρίως ήθελε η εκλιπούσα ήταν να διασφαλίσει πως ο πατέρας σου δε θα µπορούσε σε καµία περίπτωση να βάλει χέρι σε αυτά τα λεφτά». «Αλήθεια;» ψέλλισα αβέβαια στην υπερβολικά παρατεταµένη σιωπή που ακολούθησε. Κάτι στον τόνο του µε έκανε να υποψιαστώ ότι ήξερε πως µάλλον ο πατέρας µου ήταν αυτός που βαριανάσαινε στο τηλέφωνο σαν τον Νταρθ Βέιντερ από τον Πόλεµο των Άστρων (εγώ τον άκουγα καθαρά, αλλά δεν ήξερα αν ακουγόταν και στην άλλη άκρη της γραµµής). «Υπάρχουν κι άλλα θέµατα, πάντως. Θέλω να πω...» Διστακτική παύση. «Δεν ξέρω αν πρέπει να το αναφέρω, αλλά κάποιο άτοµο έκανε δύο µη εξουσιοδοτηµένες απόπειρες να πραγµατοποιήσει µια µεγάλη ανάληψη από αυτόν το λογαριασµό». «Πώς είπατε;» ρώτησα φρικαρισµένος. «Βλέπεις», συνέχισε ο κύριος Μπρέισγκερντλ µε φωνή απόµακρη ξαφνικά, θαρρείς και ερχόταν από το βυθό της θάλασσας, «ορίστηκα θεµατοφύλακας αυτού του λογαριασµού. Και περίπου δύο µήνες µετά το θάνατο της µητέρας σου κάποιος πήγε στην τράπεζα στο Μανχάταν σε ώρα αιχµής και επιχείρησε να πλαστογραφήσει την υπογραφή µου στα σχετικά έγγραφα. Ευτυχώς, τυγχάνει να µε γνωρίζουν προσωπικά στο κεντρικό κατάστηµα και µου τηλεφώνησαν αµέσως, αλλά, ενώ ο υπάλληλος µιλούσε ακόµα µαζί µου στη γραµµή, ο άγνωστος κατάφερε να ξεγλιστρήσει, πριν προφτάσει να τον πλησιάσει ο φρουρός ασφαλείας και να του ζητήσει
ταυτότητα. Αυτό έγινε –Κύριε των Δυνάµεων, πέρασε κιόλας τόσος καιρός;– περίπου δύο χρόνια πριν. Και µετά, µόλις την περασµένη εβδοµάδα... Μα δεν έλαβες το γράµµα που σου έγραψα σχετικά;» «Όχι», απάντησα όταν επιτέλους κατάλαβα ότι έπρεπε να πω κάτι. «Λοιπόν, χωρίς να υπεισέλθω σε λεπτοµέρειες, έλαβα ένα παράδοξο τηλεφώνηµα. Από κάποιον που ισχυρίστηκε ότι ήταν ο δικηγόρος σου εκεί κάτω και ζητούσε µια µεταφορά κεφαλαίων. Κι όταν το ελέγξαµε, ανακαλύψαµε ότι κάποιος που είχε πρόσβαση στον Αριθµό Μητρώου της Κοινωνικής σου Ασφάλισης είχε ζητήσει και εξασφαλίσει την έγκριση υψηλότατης πίστωσης επ’ ονόµατί σου. Τυχαίνει να γνωρίζεις κάτι σχετικά; »Τέλος πάντων, µη σε ανησυχεί», συνέχισε όταν έµεινα σιωπηλός, «έχω εδώ ένα αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησής σου και το έστειλα µε φαξ στην εν λόγω τράπεζα, οπότε κόπηκε αυτόµατα η πίστωση. Και ενηµέρωσα σχετικά την Equifax και όλες τις εταιρείες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας. Παρότι είσαι ανήλικος, άρα νοµικά ανίκανος να συνάψεις µια τέτοια σύµβαση, µόλις ενηλικιωνόσουν θα βρισκόσουν υπόλογος για χρέη που θα δηµιουργούνταν στο όνοµά σου. Όπως κι αν έχει, σε συµβουλεύω να είσαι πολύ προσεκτικός µε τον Αριθµό Μητρώου της Κοινωνικής σου Ασφάλισης στο µέλλον. Και, ενώ θεωρητικά είναι δυνατόν να ζητήσεις την έκδοση νέου, είναι τέτοια η γραφειοκρατία, που δε θα το σύστηνα...» Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, µε είχε λούσει κρύος ιδρώτας – και ήµουν εντελώς απροετοίµαστος για το άγριο ουρλιαχτό που έβγαλε ο πατέρας µου. Νόµιζα ότι ήταν εξαγριωµένος –µαζί µου–, αλλά, όταν τον είδα να στέκεται εκεί µε το τηλέφωνο ακόµα στο χέρι, συνειδητοποίησα ότι έκλαιγε. Ήταν φρικτό. Δεν είχα ιδέα τι να κάνω. Ακουγόταν λες και τον περιέλουζαν µε βραστό νερό ή µεταµορφωνόταν σε λυκάνθρωπο ή τον υπέβαλλαν σε ανυπόφορα βασανιστήρια. Τον άφησα εκεί και –µε τον Πόπτσικ να ανεβαίνει σφαίρα τη σκάλα µπροστά µου, αφού, προφανώς, ούτε εκείνος άντεχε αυτό το τροµερό θέαµα– πήγα στο δωµάτιό µου. Κλείδωσα την πόρτα και κάθισα στο κρεβάτι µε το κεφάλι ανάµεσα στα χέρια µου. Χρειαζόµουν απεγνωσµένα µια ασπιρίνη, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να κατέβω κάτω να πάρω. Ευχήθηκα να γύριζε γρήγορα η Ζάντρα. Τα ουρλιαχτά από κάτω δεν είχαν τίποτα ανθρώπινο – ζωώδεις κραυγές σαν να τον έκαιγαν µε φλόγιστρο οξυγονοκόλλησης. Πήρα το iPod µου, έψαξα να βρω κάτι δυνατό που όµως δε θα µου τσίτωνε τα νεύρα (κατέληξα στην Τέταρτη Συµφωνία του Σοστακόβιτς, που, αν και κλασική, τελικά µε τσίτωσε λίγο) και ξάπλωσα στο κρεβάτι µε τα ακουστικά χωµένα βαθιά µέσα στα αφτιά µου, το βλέµµα µου καρφωµένο στο ταβάνι, ενώ ο Πόπερ στεκόταν µε τα αφτιά τεντωµένα και κοίταζε την κλειστή πόρτα µε τις τρίχες στο σβέρκο του ορθωµένες.
xv.
«ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΗΣΟΥΝ ΖΑΠΛΟΥΤΟΣ», µου εξοµολογήθηκε ο Μπόρις αργότερα εκείνο το βράδυ στην παιδική χαρά, όπως καθόµασταν και περιµέναµε να επιδράσουν τα τριπάκια. Εν µέρει ευχόµουν να διαλέγαµε ένα άλλο βράδυ για να τα πάρουµε, αλλά ο Μπόρις επέµενε ότι θα µε βοηθούσαν να νιώσω καλύτερα. «Και πίστεψες ότι θα ήµουν ζάπλουτος και δε θα σου το ’χα πει;» Καθόµασταν στις κούνιες για ένα διάστηµα που µου φαινόταν αιωνιότητα, περιµένοντας για κάτι που δεν είχα ιδέα τι µπορεί να ήταν. Ο Μπόρις ανασήκωσε απότοµα τους ώµους. «Δεν ξέρω. Υπάρχουν πολλά που δε µου λες. Εγώ θα σ’ το είχα πει. Όχι πως πειράζει, βέβαια». «Δεν ξέρω τι να κάνω». Αν και πολύ αµυδρά, είχα αρχίσει να βλέπω λαµπερά γκρίζα καλειδοσκοπικά σχήµατα να περιστρέφονται νωχελικά στα χαλίκια γύρω από τα πόδια µου – σαν βρόµικος πάγος, διαµάντια, θραύσµατα γυαλιού που στραφτάλιζαν. «Αρχίζει να αγριεύει το πράγµα». Ο Μπόρις µε σκούντηξε. «Υπάρχει κάτι που σου έκρυψα κι εγώ, Πότερ». «Τι πράγµα;» «Ο µπαµπάς µου πρέπει να φύγει. Για τη δουλειά του. Γυρίζει στην Αυστραλία σε µερικούς µήνες. Κι από κει πίσω στη Ρωσία, αν δεν κάνω λάθος». Ακολούθησε µια σιωπή που µπορεί να κράτησε πέντε δευτερόλεπτα, αλλά εµένα µου φάνηκε ότι ξεπέρασε τη µία ώρα. Ο Μπόρις; Θα έφευγε; Όλα πάγωσαν γύρω µου, λες και είχε σταµατήσει ο πλανήτης να περιστρέφεται. «Εγώ, πάντως, δε φεύγω», πρόσθεσε ατάραχα. Το φεγγαρόφωτο προσέδιδε µια παράξενη ηλεκτρική µαρµαρυγή στο πρόσωπό του, σαν ασπρόµαυρη ταινία του βωβού κινηµατογράφου. «Δε γαµιέται. Θα το σκάσω». «Για πού;» «Δεν ξέρω. Έρχεσαι;» «Ναι», απάντησα χωρίς καν να το σκεφτώ, και µετά: «Θα ’ναι κι η Κότκου;». Μόρφασε. «Δεν ξέρω». Το κινηµατογραφικό φέγγος είχε δώσει τη θέση του σε ένα γυµνό, σκληρό φως θεατρικής σκηνής, που σάρωσε κάθε αίσθηση πραγµατικού. Είχαµε ουδετεροποιηθεί, µυθοποιηθεί, επιπεδοποιηθεί. Το οπτικό µου πεδίο περιβαλλόταν από ένα µαύρο ορθογώνιο παραλληλόγραµµο. Μπορούσα να διαβάσω αυτά που έλεγε ο Μπόρις σε υπότιτλους που έτρεχαν χαµηλά στην «οθόνη». Εκείνη ακριβώς τη στιγµή ένιωσα το κάτω µέρος του στοµαχιού µου να ανοίγει σαν καταπακτή. Ω Θεέ µου! σκέφτηκα, περνώντας και τα δυο µου χέρια µέσα από τα µαλλιά µου, υπερβολικά συνεπαρµένος για να επιχειρήσω να περιγράψω πώς ένιωθα. Ο Μπόρις µιλούσε ακόµα, και συνειδητοποίησα ότι, αν δεν ήθελα να χαθώ για πάντα σε αυτό τον κοκκώδη ασπρόµαυρο κόσµο του Νοσφεράτου µε τις αιχµηρές σκιές, ήταν σηµαντικό
να συγκεντρωθώ σε αυτά που έλεγε και να µην αφήσω τον εαυτό µου να παρασυρθεί από την πλασµατική υφή των πραγµάτων γύρω µου. «...και καλά, έως ένα βαθµό το καταλαβαίνω, φαντάζοµαι», έλεγε πένθιµα, ενώ γύρω του χόρευαν στίγµατα και σταγόνες διάβρωσης. «Στην περίπτωσή της δε θεωρείται καν εγκατάλειψη οικογενειακής εστίας, αφού είναι ενήλικη. Αλλά έχει ζήσει µια φορά στο δρόµο και δεν της άρεσε». «Η Κότκου έχει ζήσει στο δρόµο;» Με κατέκλυσε ένα εντελώς απρόσµενο κύµα συµπόνιας – ενορχηστρωµένο κατά κάποιον τρόπο, µε ένα σχεδόν κινηµατογραφικό δραµατικό κρεσέντο, παρότι αυτή καθαυτήν η θλίψη ήταν απόλυτα αληθινή. «Κι εγώ έχω ζήσει στο δρόµο, αν και ήταν στην Ουκρανία. Αλλά ήµουν µε τα φιλαράκια µου, τον Μαξ και τον Σεριόζα, και ήταν µόνο για µερικές µέρες τη φορά. Μερικές φορές είχε πλάκα. Την πέφταµε σε υπόγεια εγκαταλειµµένων κτιρίων: Πίναµε, φτιαχνόµασταν µε βουτορφανόλη, µέχρι και φωτιές ανάβαµε. Αλλά πάντα γύριζα στο σπίτι όταν ξενέρωνε ο µπαµπάς µου. Δεν ήταν το ίδιο µε την Κότκου. Ήταν εκείνος ο γκόµενος της µάνας της... της έκανε διάφορα, αν µε πιάνεις. Γι’ αυτό έφυγε. Κοιµόταν σε κατώφλια κτιρίων. Ζητιάνευε για κάνα ψιλό, καµιά φορά έπαιρνε πίπες για λίγα λεφτά. Παράτησε το σχολείο για ένα διάστηµα – ήθελε πολύ τσαγανό το να ξαναγυρίσει, νοµίζω, το να προσπαθεί να το τελειώσει ύστερα απ’ ό,τι έγινε. Γιατί, ξέρεις, ο κόσµος λέει διάφορα». Μείναµε να αναλογιζόµαστε βουβοί όλη αυτή τη φρίκη, µ’ εµένα να αισθάνοµαι ότι είχα βιώσει µέσα από αυτές τις λίγες λέξεις όλο το βάρος της οδύνης και της αδικίας της ζωής τόσο της Κότκου όσο και του Μπόρις. «Λυπάµαι που δε συµπαθώ την Κότκου!» είπα, εννοώντας το εκατό τοις εκατό. «Κι εγώ λυπάµαι», απάντησε ο Μπόρις. Η φωνή του θαρρείς και κατευθυνόταν κατευθείαν στον εγκέφαλό µου, χωρίς τη διαµεσολάβηση των αφτιών µου. «Αλλά ούτε εκείνη σε συµπαθεί. Σε θεωρεί κακοµαθηµένο. Πιστεύει ότι δεν έχεις περάσει ούτε ξώφαλτσα από καταστάσεις που ζήσαµε εκείνη κι εγώ». Εντάξει, αυτό δεν ήταν ψέµα. «Δεν έχει άδικο», είπα. Ένα διάλειµµα σιωπής, βαρύνον και απροσδιόριστο: τρεµουλιαστοί ίσκιοι, στατικός ηλεκτρισµός, ο βόµβος ενός αόρατου προτζέκτορα. Όταν τέντωσα το χέρι µου και το κοίταξα, ήταν κοκκώδες και λαµπερό σαν διαβρωµένο κοµµάτι φιλµ. «Ουάου! Το βλέπω κι εγώ τώρα», είπε ο Μπόρις γυρνώντας προς το µέρος µου – µε την επιβραδυµένη κίνηση ταινίας από χειροκίνητο προβολέα, δεκατέσσερα καρέ το δευτερόλεπτο. Το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν κιµωλία, οι διεσταλµένες κόρες του κατάµαυρες και τεράστιες. «Το βλέπεις;...» ρώτησα προσεκτικά. «Ξέρεις». Κούνησε σπασµωδικά στον αέρα το καταυγασµένο ασπρόµαυρο χέρι του. «Το πώς είναι όλα επίπεδα, σαν σε ταινία». «Μα εσύ...» Δηλαδή, δεν ήµουν µόνο εγώ; Το έβλεπε κι αυτός; «Φυσικά», είπε ο Μπόρις, ο οποίος κάθε στιγµή που περνούσε έµοιαζε όλο και λιγότερο σαν άτοµο µε σάρκα και οστά, όλο και περισσότερο σαν ξεθωριασµένη επιφάνεια σελιλόιντ της δεκαετίας του 1920, φωτισµένος από πίσω σάµπως από κάποια αθέατη πηγή. «Μακάρι να είχαµε κάτι σε έγχρωµο, πάντως. Σαν τη Μέρι Πόπινς, ας πούµε». Όταν το άκουσα αυτό, λύθηκα στα γέλια, έτσι που παραλίγο να γκρεµοτσακιστώ από την κούνια, γιατί τότε σιγουρεύτηκα ότι έβλεπε ακριβώς ό,τι κι εγώ. Και όχι µόνο βλέπαµε το ίδιο,
αλλά µάλλον το δηµιουργούσαµε. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που µας έκανε το ναρκωτικό να βλέπουµε, το διαµορφώναµε µαζί. Και, µε αυτή τη συνειδητοποίηση, ο προσοµοιωτής εικονικής πραγµατικότητας γύρισε στο έγχρωµο. Έγινε ταυτόχρονα και για τους δυο µας, παπ! Κοιταζόµασταν και γελούσαµε, όλα ήταν ξεκαρδιστικά αστεία, ακόµα και η τσουλήθρα της παιδικής χαράς σαν να µας χαµογελούσε, και κάποια στιγµή, πολύ αργά το βράδυ, ενώ κρεµόµασταν ανάποδα από το σύστηµα αναρρίχησης και από το στόµα µας έβγαιναν πίδακες από σπινθήρες, είχα την επιφοίτηση ότι το γέλιο είναι φως και το φως γέλιο, ότι αυτό είναι το µυστικό του σύµπαντος. Μείναµε εκεί για ώρες παρατηρώντας τα σύννεφα να αναδιατάσσονται σε σχήµατα µε νόηµα. Κυλιστήκαµε στο χώµα πιστεύοντας ότι ήταν φύκια (!) στην ακροθαλασσιά. Ξαπλώσαµε ανάσκελα και τραγουδήσαµε το «Dear Prudence» στο ενθουσιώδες, τόσο εκδηλωτικό κοινό των αστεριών. Ήταν µια φανταστική νύχτα, µια από τις καλύτερες της ζωής µου, για να πω την αλήθεια, παρά το ό,τι ακολούθησε.
xvi.
Ο ΜΠΟΡΙΣ ΕΜΕΙΝΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, αφού ήταν πιο κοντά στην παιδική χαρά και ο ίδιος ήταν (για να χρησιµοποιήσω τη δική του αγαπηµένη λέξη για το «φτιάξιµο») v gavno, δηλαδή «σκατά», ή «κόκαλο», ή κάτι τέτοιο –υπερβολικά διαλυµένος, τέλος πάντων, για να φτάσει µόνος του στο σπίτι του µες στο σκοτάδι. Κι ευτυχώς δηλαδή, αφού έτσι δεν ήµουν µόνος στο σπίτι όταν πέρασε ο κύριος Σίλβερ στις τρεις και µισή το επόµενο απόγευµα. Παρότι είχαµε κοιµηθεί ελάχιστα και ήµασταν µάλλον ετοιµόρροποι, τα πάντα εξακολουθούσαν να µας φαίνονται κάπως µαγικά και λουσµένα στο φως. Πίναµε χυµό πορτοκάλι και παρακολουθούσαµε κινούµενα σχέδια –έξοχη ιδέα, αφού φαινόταν να παρατείνει την ξεκαρδιστική τεχνικολόρ διάθεση της προηγούµενης βραδιάς– και είχαµε µόλις µοιραστεί το δεύτερο τσιγαριλίκι –κάκιστη ιδέα αυτή–, όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ο Πόπτσικ –στην τσίτα όσο ποτέ, αφού διαισθανόταν ότι ήµασταν εντελώς ξεκούρδιστοι και µας γάβγιζε λες και ήµασταν δαιµονισµένοι– άρχισε αµέσως να αλυχτάει, λες και περίµενε µόνο µια αφορµή. Μέσα σε µια στιγµή η πραγµατικότητα µε πλάκωσε σαν χιονοστιβάδα. «Να πάρει και να σηκώσει!» µουρµούρισα. «Πάω εγώ», προσφέρθηκε ο Μπόρις, παίρνοντας και τον Πόπτσικ παραµάσχαλα. Έφυγε σφαίρα, ξυπόλυτος και γυµνός από τη µέση και πάνω, µε ένα ύφος απόλυτης ανεµελιάς, αλλά επέστρεψε λίγα δευτερόλεπτα µετά –τουλάχιστον έτσι µου φάνηκε– µε πρόσωπο σταχτί. Δεν είπε λέξη – δε χρειαζόταν άλλωστε. Σηκώθηκα, φόρεσα τα αθλητικά µου, έδεσα σφιχτά τα κορδόνια (είχα αποκτήσει τη συνήθεια να το κάνω πριν από τις εξορµήσεις µας για σούφρωµα, µήπως και χρειαζόταν να το βάλουµε στα πόδια για να γλιτώσουµε) και πήγα στην πόρτα. Βρέθηκα για άλλη µια φορά πρόσωπο µε πρόσωπο µε τον κύριο Σίλβερ –λευκό σπορ σακάκι, µαλλιά σαν λούστρο παπουτσιών και τα λοιπά–, µε τη διαφορά ότι αυτή τη φορά δίπλα του στεκόταν ένας µεγαλόσωµος τύπος µε συγκεχυµένα µπλε τατουάζ γύρω από τους πήχεις του και ένα αλουµινένιο ρόπαλο του µπέιζµπολ στα χέρια του. «Βρε, βρε, ο Θίοντορ!» αναφώνησε ο κύριος Σίλβερ. Η χαρά του που µε ξανάβλεπε φαινόταν γνήσια. «Πώς τα πας;» «Καλά», απάντησα, απορώντας και ο ίδιος µε το πόσο ξενέρωτος ένιωθα ξαφνικά. «Κι εσείς;» «Δεν παραπονιέµαι. Άσχηµη µελανιά έχεις εκεί, φίλε µου». Σήκωσα µηχανικά το χέρι µου και άγγιξα το µάγουλό µου. «Ε...» «Καλύτερα να το κοιτάξεις. Ο φίλος σου µου είπε ότι ο µπαµπάς σου δεν είναι στο σπίτι». «Ε, όντως δεν είναι». «Όλα εντάξει µ’ εσάς τους δύο; Μήπως είχατε τίποτα µπλεξίµατα;» «Εεε... όχι, τίποτα», είπα. Ο τύπος δεν κράδαινε το ρόπαλο, δεν ήταν µε κανέναν τρόπο απειλητικός, ωστόσο δεν µπορούσα να παραβλέψω το γεγονός ότι το είχε. «Γιατί, αν τύχει και έχετε ποτέ...» συνέχισε ο κύριος Σίλβερ. «Αν έχετε προβλήµατα
οποιασδήποτε φύσεως... Μπορώ να το τακτοποιήσω εγώ το θέµα στο φτερό!» Τι στην ευχή εννοούσε; Κοίταξα πέρα από αυτόν, στο δρόµο, το αµάξι του. Παρά τα φιµέ τζάµια, µπορούσα να δω τους άλλους τύπους που περίµεναν εκεί. Ο κύριος Σίλβερ αναστέναξε. «Χαίροµαι που µαθαίνω ότι δεν έχετε προβλήµατα, Θίοντορ. Μακάρι να µπορούσα να πω κι εγώ το ίδιο». «Παρακαλώ;» «Γιατί κοίτα τώρα πώς έχουν τα πράγµατα», συνέχισε σαν να µη µε είχε ακούσει. «Εγώ έχω ένα πρόβληµα. Μεγάλο. Με τον πατέρα σου». Μην έχοντας κάτι να πω, έµεινα να κοιτάζω τις καουµπόικες µπότες του: από κροκό µαύρο δέρµα µε σφηνοειδές ξύλινο τακούνι, υπερβολικά µυτερές µπροστά και τόσο γυαλισµένες, ώστε µου θύµισαν τις κοριτσίστικες καουµπόικες µπότες που φορούσε παντού και πάντα η Λούσι Λόµπο, µια φευγάτη στιλίστρια στο γραφείο της µητέρας µου. «Βλέπεις, η κατάσταση έχει ως εξής», είπε ο κύριος Σίλβερ. «Έχω ακάλυπτες επιταγές του µπαµπά σου ύψους πενήντα χιλιάδων. Πράγµα που µου δηµιουργεί κάποια πολύ σοβαρά θέµατα». «Προσπαθεί να µαζέψει τα λεφτά», είπα αµήχανα. «Ίσως, δεν ξέρω, αν του δίνατε λίγο παραπάνω χρόνο...» Ο κύριος Σίλβερ µε κοίταξε. Προσάρµοσε τα γυαλιά του. «Άκου», άρχισε πολύ αργά και καθαρά. «Ο µπαµπάς σου γουστάρει να παίζει το κεφάλι του στοιχηµατίζοντας στο πώς θα χειριστούν µερικοί µαντράχαλοι µια γαµηµένη µπάλα – συµπάθα µε για τα γαλλικά, αλλά δυσκολεύοµαι να νιώσω συµπάθεια για έναν τύπο σαν αυτόν. Δεν είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, καθυστερεί τρεις εβδοµάδες την προµήθεια, δεν απαντάει στα τηλεφωνήµατά µου» –µετρούσε τα παραπτώµατα στα δάχτυλά του– «κανονίζει να βρεθούµε σήµερα το µεσηµέρι και δεν εµφανίζεται καν. Ξέρεις πόσο χρόνο έχασα περιµένοντας αυτό τον άχρηστο; Μιάµιση ολόκληρη ώρα. Θαρρείς και δεν έχω άλλα, καλύτερα πράγµατα να κάνω». Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Είναι κάτι τύποι σαν τον πατέρα σου που κρατάνε τον Γιούρκο από δω κι εµένα στη δουλειά. Λες να µου αρέσει να έρχοµαι στο σπίτι σου; Να οδηγώ τόσο δρόµο µέχρι εδώ;» Υπέθεσα ότι επρόκειτο για ρητορική ερώτηση –προφανώς, κανείς λογικός άνθρωπος δε θα γούσταρε να οδηγήσει τόσα χιλιόµετρα για τις ερηµιές όπου µέναµε–, αλλά, βλέποντας ότι περνούσε η ώρα και εκείνος συνέχιζε να µε κοιτάζει σαν να περίµενε απάντηση, τελικά βλεφάρισα αµήχανα µερικές φορές και είπα: «Όχι». «Όχι. Σωστά το µάντεψες, Θίοντορ. Καθόλου δε µ’ ευχαριστεί όλο αυτό. Πίστεψέ µε, έχουµε καλύτερα πράγµατα να κάνουµε ο Γιούρκο κι εγώ από το να χάνουµε ένα ολόκληρο απόγευµα τρέχοντας πίσω από έναν άχρηστο σαν τον πατέρα σου. Κάνε µου, λοιπόν, τη χάρη, σε παρακαλώ, και πες του ότι µπορούµε να το τακτοποιήσουµε το ζήτηµα σαν κύριοι, αρκεί να κάτσει και να βρει την άκρη µαζί µου». «Να βρει την άκρη;» «Πρέπει να µου φέρει αυτά που µου χρωστάει». Χαµογελούσε, αλλά η γκριζωπή απόχρωση του πάνω µέρους των αεροπορικών γυαλιών του προσέδιδε στα µάτια του µια αλλόκοτα στοιχειωµένη έκφραση. «Και θέλω να του πεις να µου κάνει αυτή τη χάρη, Θίοντορ, γιατί την επόµενη φορά που θα έρθω εδώ δε θα είµαι τόσο ευγενικός».
xvii.
ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΑ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ, βρήκα τον Μπόρις να κάθεται ήσυχα και να παρακολουθεί κινούµενα σχέδια µε τον ήχο κλειστό, χαϊδεύοντας τον Πόπερ, που, παρά την προηγούµενη ταραχή του, κοιµόταν τώρα βαθιά πάνω στα γόνατά του. «Γελοίος», είπε κοφτά. Πρόφερε τη λέξη µε τέτοιον τρόπο, που δε συνειδητοποίησα αµέσως τι είχε πει. «Συµφωνώ. Σ’ το είπα ότι είναι φρικιό ο τύπος». Ο Μπόρις κούνησε το κεφάλι του και έγειρε πίσω στον καναπέ. «Δε µιλούσα για το γερο-ξούρα µε την περούκα που µοιάζει µε τον Λέοναρντ Κοέν». «Α, κι εσένα για περούκα σού φάνηκε;» Έκανε µια γκριµάτσα που έλεγε: Ποιος νοιάζεται; «Δηλαδή, κι αυτός γελοίος είναι, αλλά εγώ µιλούσα για τον ψηλό Ρώσο µε το µεταλλικό... πώς το λέτε;» «Ρόπαλο του µπέιζµπολ». «Αυτό ήταν µόνο για επίδειξη», είπε µε τόνο που έσταζε περιφρόνηση. «Προσπαθούσε απλώς να σε τροµάξει, το αρχίδι». «Πώς ξέρεις ότι ήταν Ρώσος;» Ανασήκωσε τους ώµους. «Το ξέρω. Κανείς δεν έχει τέτοια τατουάζ στις ΗΠΑ. Είναι ρωσικής υπηκοότητας, σ’ το υπογράφω. Κι εκείνος κατάλαβε πως είµαι Ρώσος τη στιγµή που άνοιξα το στόµα µου». Κύλησε ένα αδιευκρίνιστο χρονικό διάστηµα πριν συνειδητοποιήσω ότι καθόµουν εκεί ατενίζοντας το κενό. Ο Μπόρις σήκωσε τον Πόπτσικ και τον άφησε δίπλα του στον καναπέ, τόσο µαλακά, ώστε δεν ξύπνησε καν. «Θέλεις να βγούµε για λίγο από δω µέσα;» «Χριστέ µου!» είπα, τινάζοντας απότοµα το κεφάλι µου – για κάποιο λόγο, µόλις τώρα βίωνα τον αντίκτυπο της επίσκεψης, µε θεαµατική καθυστέρηση. «Να πάρει! Μακάρι να ήταν στο σπίτι ο πατέρας µου, καταλαβαίνεις; Μακάρι να τον είχε σαπίσει στο ξύλο αυτός ο τύπος. Το εννοώ απόλυτα. Του αξίζει!» Ο Μπόρις µε κλότσησε στον αστράγαλο. Τα πέλµατά του ήταν µαύρα από τη βρόµα, ενώ τα νύχια των ποδιών του ήταν βαµµένα µε µαύρο µανό –προφανώς, ιδέα της Κότκου. «Ξέρεις τι έφαγα χτες;» µε ρώτησε µε διάθεση για κουβέντα. «Δύο µπάρες Nestlé και µία Pepsi». Όλες οι µπάρες δηµητριακών ήταν «µπάρες Nestlé» για τον Μπόρις, όπως και όλα τα αναψυκτικά ήταν Pepsi. «Και ξέρεις τι έφαγα σήµερα;» Σχηµάτισε έναν κύκλο µε το δείκτη και τον αντίχειρά του. «Nul, τίποτα». «Ούτε εγώ. Αυτό το πράγµα σού κόβει τελείως την όρεξη». «Ναι, αλλά πρέπει να φάω κάτι. Το στοµάχι µου...» Έκανε µια γκριµάτσα. «Θες να πάµε για τηγανίτες;» «Ό,τι να ’ναι, δε µε νοιάζει. Έχεις λεφτά;» «Όλο και κάτι θα βρω εδώ τριγύρω».
«Ωραία. Εγώ πρέπει να ’χω γύρω στα πέντε δολάρια». Ενόσω ο Μπόρις έψαχνε για παπούτσια και κανένα πουκάµισο, εγώ έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό µου, τσέκαρα τις κόρες των µατιών µου και τη µελανιά στο σαγόνι µου, ξανακούµπωσα το πουκάµισό µου, ανακαλύπτοντας ότι ήταν κουµπωµένο στραβά, και µετά πήγα να βγάλω έξω τον Πόπτσικ, πετώντας του για λίγη ώρα το αγαπηµένο του µπαλάκι, αφού δεν είχε βγει κανονικό περίπατο και ήξερα ότι ένιωθε µαντρωµένος. Όταν επιστρέψαµε, ο Μπόρις ήταν κάτω, ντυµένος κανονικά. Κάναµε µια σύντοµη έρευνα στο σαλόνι, γελώντας και ανταλλάσσοντας πειράγµατα. Μετρούσαµε τις σκόρπιες πενταροδεκάρες και προσπαθούσαµε να αποφασίσουµε πού θέλαµε να πάµε και ποια ήταν η συντοµότερη διαδροµή, όταν αντιληφθήκαµε ξαφνικά τη Ζάντρα να στέκεται στο κατώφλι της εξώπορτας µε µια αλλόκοτη έκφραση στο πρόσωπό της. Σωπάσαµε και οι δύο ταυτόχρονα και συνεχίσαµε να µετράµε τα ψιλά σιωπηλά. Δεν ήταν η ώρα που η Ζάντρα θα γύριζε κανονικά στο σπίτι, αλλά τελευταία το πρόγραµµά της ήταν άνω κάτω και δεν ήταν η πρώτη φορά που µας αιφνιδίαζε επιστρέφοντας. Όµως τότε εκείνη ψέλλισε αβέβαια το όνοµά µου. Σταµατήσαµε το µέτρηµα των ψιλών. Η Ζάντρα συνήθως µου απευθυνόταν φωνάζοντας «µικρέ» ή «έι, εσύ», οτιδήποτε εκτός από Θίο. Πρόσεξα ότι φορούσε ακόµα τη στολή της δουλειάς της. «Ο µπαµπάς σου είχε ένα τροχαίο», είπε. Ήταν σαν να απευθυνόταν στον Μπόρις περισσότερο παρά σ’ εµένα. «Πού;» ρώτησα. «Συνέβη πριν από κάνα δίωρο. Μου τηλεφώνησαν από το νοσοκοµείο στη δουλειά». Ο Μπόρις κι εγώ ανταλλάξαµε µια µατιά. «Ουάου!» έκανα βλακωδώς. «Τι έγινε; Το διέλυσε το αυτοκίνητο;» «Το αλκοόλ στο αίµα του ήταν 0,39». Το νούµερο δε µου έλεγε τίποτα, αν και παραξενεύτηκα από το γεγονός ότι είχε πιει. «Ουάου», έκανα ξανά, βάζοντας τα κέρµατα στην τσέπη µου. «Και πότε θα γυρίσει στο σπίτι;» Με κοίταξε µε βλέµµα κενό. «Στο σπίτι;» «Από το νοσοκοµείο». Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Έψαξε γύρω µε το βλέµµα για να βρει κάπου να καθίσει. Κάθισε. «Δεν κατάλαβες». Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, αλλόκοτο. «Σκοτώθηκε. Είναι νεκρός».
xviii.
ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΕΞΙ Ή ΕΦΤΑ ΩΡΕΣ πέρασαν µέσα σε µια παραζάλη. Παρέλασαν κάµποσοι φίλοι της Ζάντρα: πρώτη και καλύτερη η κολλητή της η Κόρτνεϊ, η Τζάνετ από τη δουλειά της και ένα ζευγάρι ονόµατι Στιούαρτ και Λάιζα, πολύ πιο συµπαθητικοί και νορµάλ από τα νούµερα που κουβαλούσε συνήθως στο σπίτι η Ζάντρα. Φύσει γενναιόδωρος, ο Μπόρις έβγαλε το απόθεµά του από το χόρτο της Κότκου, το οποίο τίµησαν δεόντως όλοι οι παρευρισκόµενοι, και, ευτυχώς, κάποιος (µάλλον η Κόρτνεϊ) παρήγγειλε πίτσες. (Τώρα, πώς τους κατάφερε στην Domino’s να παραδώσουν εκεί έξω στις ερηµιές του Θεού, δεν έχω ιδέα, αφού ο Μπόρις κι εγώ αγωνιζόµασταν πάνω από ένα χρόνο µε καλοπιάσµατα και ικεσίες, εξαντλώντας κάθε επιχείρηµα και δικαιολογία που µπορούσαµε να σκεφτούµε, χωρίς κανένα αποτέλεσµα.) Όσο η Τζάνετ καθόταν µε το µπράτσο της τυλιγµένο γύρω από τους ώµους της Ζάντρα και η Λάιζα της χάιδευε τα µαλλιά, ενώ ο Στιούαρτ έφτιαχνε καφέ στην κουζίνα και η Κόρτνεϊ έστριβε ένα τσιγαριλίκι στο τραπεζάκι του σαλονιού –µε την επιδεξιότητα της Κότκου σχεδόν–, ο Μπόρις και εγώ µέναµε στο περιθώριο, αποσβολωµένοι. Δυσκολευόµουν να πιστέψω ότι ο µπαµπάς µου µπορούσε να έχει πεθάνει, όταν τα τσιγάρα του βρίσκονταν ακόµα στον πάγκο της κουζίνας και τα παλιά του άσπρα παπούτσια του τένις ήταν ακόµα δίπλα στην πίσω πόρτα. Προφανώς –οι πληροφορίες ήρθαν ανάκατες, χρειάστηκε να τις βάλω µόνος µου σε χρονική σειρά–, ο µπαµπάς µου είχε τρακάρει µε τη Lexus στον αυτοκινητόδροµο λίγο πριν από τις δύο το µεσηµέρι, ξεφεύγοντας από την πορεία του για να συγκρουστεί µετωπικά µε µια νταλίκα και να βρει ακαριαίο θάνατο (ευτυχώς, δε συνέβη το ίδιο και µε τον οδηγό του φορτηγού, ούτε µε τους επιβάτες του αυτοκινήτου που έπεσε πάνω στο φορτηγό από πίσω, αν και ο οδηγός έσπασε το πόδι του). Το νέο περί ποσοστού αλκοόλ στο αίµα υπήρξε σοκ από µια άποψη, αν και όχι τόσο µεγάλο από µια άλλη –προσωπικά, το υποψιαζόµουν ότι ο µπαµπάς µου µπορεί να είχε ξαναρχίσει να πίνει, παρότι δεν τον είχα δει ποτέ να το κάνει–, όµως αυτό που φάνηκε να προβληµατίζει περισσότερο τη Ζάντρα δεν ήταν το πόσο τύφλα ήταν στο µεθύσι (ουσιαστικά, οδηγούσε ηµιαναίσθητος), αλλά ο τόπος όπου σηµειώθηκε το δυστύχηµα, έξω από το Βέγκας, µε κατεύθυνση δυτικά, προς την έρηµο. «Θα µου το είχε πει, θα µου το είχε πει», ήταν η περίλυπη απάντησή της σε κάποια ερώτηση που της είχε κάνει η Κόρτνεϊ, ενώ εγώ, καθισµένος στο πάτωµα µε τα χέρια στα µάτια µου, αναρωτιόµουν ψυχρά τι την έκανε να πιστεύει ότι ήταν στη φύση του πατέρα µου να λέει την αλήθεια για οτιδήποτε. Ο Μπόρις είχε το µπράτσο του περασµένο γύρω από τους ώµους µου. «Δεν ξέρει, έτσι;» Ήξερα ότι µιλούσε για τον κύριο Σίλβερ. «Θα ’πρεπε, λες...» «Πού πήγαινε;» ρωτούσε η Ζάντρα την Κόρτνεϊ και την Τζάνετ, επιθετικά σχεδόν, σαν να υποπτευόταν ότι της απέκρυπταν σηµαντικές πληροφορίες. «Τι στην ευχή γύρευε εκεί έξω;» Με παραξένευε το ότι την έβλεπα ακόµα µε τη στολή της δουλειάς της, αφού συνήθως άλλαζε µε το που γύριζε στο σπίτι.
«Δεν πήγε στη συνάντηση µ’ εκείνο τον τύπο που τον περίµενε», ψιθύρισε ο Μπόρις. «Ξέρω». Δεν αποκλείεται να είχε σκοπό να πάει να κουβεντιάσει µε τον κύριο Σίλβερ, αλλά – όπως είχαµε µάθει η µητέρα µου κι εγώ τόσο οδυνηρά έπειτα από τόσες επαναλήψεις– µάλλον είχε σταµατήσει σε κάποιο µπαρ για ένα δυο ποτηράκια για να καλµάρει τα νεύρα του, όπως συνήθιζε να λέει. Ποιος ξέρει τι είχε κατά νου να κάνει µετά; Σίγουρα δεν ωφελούσε να το θυµίσω στη Ζάντρα υπό τις δεδοµένες συνθήκες, αλλά δε θα ήταν η πρώτη φορά που γινόταν καπνός για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του. Δεν έκλαψα. Παρότι κάθε τόσο µε σάρωναν παγωµένα κύµατα δυσπιστίας και πανικού, όλα φάνταζαν τελείως εξωπραγµατικά. Τον έψαχνα τριγύρω µε το βλέµµα, ξαφνιαζόµουν κάθε τόσο από την απουσία της φωνής του ανάµεσα στις άλλες, εκείνης της χαλαρής, µετρηµένης φωνής που θύµιζε διαφήµιση ασπιρίνης (Τέσσερις στους πέντε παθολόγους...) και που κατάφερνε να ξεχωρίζει από όλες τις άλλες σε ένα χώρο. Η Ζάντρα περνούσε εκ περιτροπής από φάσεις σχετικής ηρεµίας –οπότε σκούπιζε τα µάτια της, έφερνε πιάτα για την πίτσα, γέµιζε τα ποτήρια όλων µε το κόκκινο κρασί που είχε εµφανιστεί ως διά µαγείας– σε κρίσεις κλαυθµών και οδυρµών. Μόνο ο Πόπτσικ ήταν ευτυχής: Σπάνια είχαµε τόσο κόσµο στο σπίτι, και έτρεχε από τον ένα στον άλλο, απτόητος από τις διαδοχικές απορρίψεις. Σε κάποιο απροσδιόριστο σηµείο ώρες αργότερα, και ενώ η Ζάντρα αναλυόταν για εικοστή φορά σε λυγµούς στην αγκαλιά της Κόρτνεϊ (Ω Θεέ µου, τον έχασα, δεν µπορώ να το πιστέψω!), ο Μπόρις µε τράβηξε παράµερα και µου είπε: «Πότερ, πρέπει να φύγω». «Όχι, σε παρακαλώ, µη φεύγεις». «Η Κότκου θα φρικάρει. Έπρεπε να ήµουν στης µάνας της τώρα που µιλάµε! Πάνε σαράντα οχτώ ώρες που δε µ’ έχει δει». «Κοίτα, πες της να έρθει εκείνη εδώ, αν θέλει, εξήγησέ της τι έγινε. Θα είναι εντελώς ανυπόφορα αν µε παρατήσεις µόνο τώρα». Η Ζάντρα ήταν αρκετά απορροφηµένη µε τους καλεσµένους και τον πόνο της, κι έτσι ο Μπόρις βρήκε την ευκαιρία να πάει πάνω και να πάρει τηλέφωνο από την κρεβατοκάµαρά της – ένα δωµάτιο κλειδωµένο συνήθως, που δεν είχαµε δει ποτέ ούτε εκείνος ούτε εγώ. Κατέβηκε κάνα δεκάλεπτο αργότερα πηδώντας βιαστικά δυο δυο τα σκαλιά. «Η Κότκου είπε να µείνω», είπε, σκύβοντας για να καθίσει δίπλα µου. «Μου ζήτησε να σου δώσω τα συλλυπητήριά της». «Ουάου», µουρµούρισα, νιώθοντας τα µάτια µου να γεµίζουν δάκρυα. Έκρυψα το πρόσωπό µου µε το χέρι µου για να µην τον αφήσω να δει πόσο µε είχε ξαφνιάσει και συγκινήσει αυτό. «Εντάξει, ξέρει πώς είναι. Κι αυτή έχασε τον πατέρα της». «Σοβαρά;» «Ναι, πριν από λίγα χρόνια. Επίσης σε τροχαίο. Δεν ήταν τόσο δεµένοι µεταξύ τους...» «Ποιος πέθανε;» ρώτησε η Τζάνετ, που είχε εµφανιστεί ως διά µαγείας από πάνω µας – κατσαρά µαλλιά, µεταξωτή µπλούζα και µια µυρωδιά από χόρτο και προϊόντα οµορφιάς. «Πέθανε και κάποιος άλλος;» «Όχι», απάντησα κοφτά. Δε συµπαθούσα την Τζάνετ – ήταν η χαζοβιόλα που είχε προσφερθεί να φροντίζει τον Πόπερ και µετά τον είχε παρατήσει ολοµόναχο για µέρες, κλειδωµένο στο σπίτι µε την αυτόµατη ταΐστρα του. «Δε ρώτησα εσένα, αλλά αυτόν», είπε εκείνη, κάνοντας ένα βήµα πίσω και καρφώνοντας τα θολά της µάτια στον Μπόρις. «Πέθανε κάποιος; Δικός σου άνθρωπος;» «Αρκετοί, ναι».
Τώρα βλεφάρισε ξαφνιασµένη. «Από πού είσαι;» «Γιατί;» «Έχεις παράξενη προφορά. Σαν βρετανική, αλλά όχι ακριβώς. Κάτι σαν µείγµα Αγγλίας µε Τρανσιλβανία». Ο Μπόρις δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα ειρωνικό γέλιο. «Τρανσιλβανία!» επανέλαβε, γυµνώνοντας τους κυνόδοντές του. «Θέλεις να σε δαγκώσω;» «Χα χα, τι αστεία παιδάκια», κάγχασε εκείνη και «τσούγκρισε» το ποτήρι της στο κεφάλι του Μπόρις, πριν πάει στην πόρτα για να αποχαιρετήσει τον Στιούαρτ και τη Λάιζα, που έφευγαν. Η Ζάντρα µάλλον είχε πάρει κάποιο χάπι («Μπορεί και πάνω από ένα», µου είπε στο αφτί ο Μπόρις). Φαινόταν στα πρόθυρα της λιποθυµίας. Ο Μπόρις –γαϊδουριά από µέρους µου, αλλά εγώ δεν είχα καµία όρεξη να ασχοληθώ– πήρε το τσιγάρο από τα δάχτυλά της και το έσβησε, βοηθώντας στη συνέχεια την Κόρτνεϊ να τη µεταφέρει πάνω στο δωµάτιό της, όπου κατέληξε µπρούµυτα στο κρεβάτι, µε την πόρτα ανοιχτή. Στεκόµουν στο κατώφλι ενόσω ο Μπόρις και η Κόρτνεϊ της έβγαζαν τα παπούτσια, περίεργος να δω, για πρώτη φορά, το δωµάτιο που αυτή και ο µπαµπάς µου επέµεναν να κρατάνε µονίµως κλειδωµένο. Βρόµικα φλιτζάνια και τασάκια, τεύχη του περιοδικού Glamour σε στοίβες, αφράτο πράσινο κάλυµµα κρεβατιού, ο φορητός υπολογιστής που δεν κατάφερνα ποτέ να χρησιµοποιήσω, στατικό ποδήλατο – ποιος να το ’ξερε ότι είχαν στατικό ποδήλατο εκεί µέσα; Της έβγαλαν τα παπούτσια, αλλά αποφάσισαν να την αφήσουν ντυµένη. «Θέλετε να µείνω απόψε;» άκουσα την Κόρτνεϊ να ρωτάει χαµηλόφωνα τον Μπόρις. Εκείνος χασµουρήθηκε και τεντώθηκε ξεδιάντροπα. Η µπλούζα του ανέβηκε ψηλά, ενώ το τζιν του κρεµόταν τόσο κάτω, ώστε φαινόταν καθαρά ότι δε φορούσε εσώρουχο από µέσα. «Καλοσύνη σου», είπε, «αλλά νοµίζω ότι θα µείνει ξερή για ώρες». «Δε µε πειράζει». Μπορεί να ήµουν λιώµα –που ήµουν, δηλαδή–, αλλά έσκυβε τόσο κοντά του, ώστε φαινόταν λες και του τριβόταν ή κάτι τέτοιο, πράγµα που µου φάνηκε ξεκαρδιστικά αστείο. Θα πρέπει να µου ξέφυγε κάποιος πνιχτός ήχος ή ένα γελάκι, γιατί η Κόρτνεϊ γύρισε πάνω στην ώρα για να µε τσακώσει να γνέφω περιπαικτικά στον Μπόρις, τινάζοντας τον αντίχειρα προς την πόρτα µε τρόπο που έλεγε: Ξαπόστειλέ τη να τελειώνουµε! «Είσαι καλά;» µε ρώτησε ψυχρά, κόβοντάς µε από πάνω µέχρι κάτω. Γελούσε και ο Μπόρις, αλλά πρόλαβε να σοβαρέψει µέχρι να στραφεί ξανά εκείνη προς το µέρος του, παίρνοντας µια έκφραση τόσο καλοσυνάτη και γεµάτη ενδιαφέρον, που µου προκάλεσε µια καινούρια έκρηξη γέλιου.
xix.
ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΟΛΟΙ, η Ζάντρα είχε ξεραθεί σαν κούτσουρο. Κοιµόταν τόσο βαθιά, ώστε ο Μπόρις έβγαλε ένα καθρεφτάκι από την τσάντα της (την οποία ψαχούλεψε κανονικά για χάπια και µετρητά) και το κράτησε κάτω από τη µύτη της για να σιγουρευτεί ότι ανέπνεε. Υπήρχαν διακόσια είκοσι εννέα δολάρια στο πορτοφόλι της, τα οποία δεν ένιωσα και τόσο άσχηµα που βουτήξαµε, αφού είχε ακόµα όλες τις πιστωτικές της κάρτες και µια ανεξαργύρωτη επιταγή για άλλα δύο χιλιάδες είκοσι πέντε δολάρια. «Το ’ξερα ότι το “Ζάντρα” δεν ήταν το αληθινό της όνοµα», είπα πετώντας του το δίπλωµα οδήγησής της: πρόσωπο σε πορτοκαλιά απόχρωση, διαφορετικά, φουντωµένα µαλλιά, όνοµα Σάντρα Τζέι Τερέλ. «Αναρωτιέσαι πού πάνε αυτά τα κλειδιά;» Ο Μπόρις –σαν γιατρός σε παλιοµοδίτικη ταινία, καθισµένος δίπλα της στο κρεβάτι, προσπαθώντας να νιώσει το σφυγµό της µε τα ακροδάχτυλά του– σήκωσε το καθρεφτάκι στο φως. «Da, da», µουρµούρισε, προσθέτοντας κάτι που δεν κατάλαβα. «Ε;» «Έχει κατεβάσει ασφάλειες». Τη σκούντηξε µερικές φορές στον ώµο µε το δάχτυλό του και µετά τεντώθηκε για να κοιτάξει µέσα στο συρτάρι του κοµοδίνου της, όπου είχα αρχίσει να ψαχουλεύω µέσα σε ένα σωρό από τζάντζαλα µάντζαλα: ψιλά, µάρκες, λιπ γκλος, σουβέρ, ψεύτικες βλεφαρίδες, ασετόν, στραπατσαρισµένα χαρτόδετα βιβλία (Οι Περιοχές των Σφαλµάτων Σου του Γουέιν Ντάιερ), δειγµατάκια αρωµάτων, παλιές κασέτες, κάρτες ασφαλιστικών προγραµµάτων που είχαν λήξει προ δεκαετίας και µια χούφτα διαφηµιστικά σπίρτα από µια δικηγορική φίρµα στο Ρίνο της Νεβάδα που διαφήµιζε ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΟΔΗΓΗΣΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΗΡΕΙΑ ΜΕΘΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΚΑΤΟΧΗΣ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ. «Έι, δώσ’ µου τα εµένα αυτά», είπε ο Μπόρις και άπλωσε το χέρι για να πάρει µια σειρά από προφυλακτικά. «Τι ’ν’ αυτό;» Πήρε κάτι που µε µια πρώτη µατιά έµοιαζε µε κουτάκι κόκα κόλα, αλλά κροτάλισε όταν το κούνησε. Το κόλλησε στο αφτί του. «Χα!» έκανε και µου το πέταξε. «Καλή δουλειά». Ξεβίδωσα το πάνω µισό –φαινόταν ψεύτικο από µακριά– και άδειασα το περιεχόµενο πάνω στο κοµοδίνο. «Για δες!» έκανα ύστερα από µερικές στιγµές. Προφανώς, εδώ φυλούσε η Ζάντρα τα φιλοδωρήµατά της – µετρητά και µάρκες. Υπήρχαν και πολλά άλλα πράγµατα, τόσα πολλά, που δυσκολευόµουν να τα καταγράψω, αλλά το βλέµµα µου έπεσε κατευθείαν στα σκουλαρίκια µε το διαµάντι και τα σµαράγδια που είχε χάσει η µητέρα µου λίγο πριν την κοπανήσει ο µπαµπάς µου. «Για δες...» έκανα ξανά, σηκώνοντας το ένα µε το δείκτη και τον αντίχειρά µου. Η µητέρα µου τα φορούσε σχεδόν σε όλα τα κοκτέιλ πάρτι και σε όλες τις περιστάσεις που απαιτούσαν επίσηµο ένδυµα, και η γαλαζοπράσινη διαφάνεια των πολύτιµων λίθων, η παιχνιδιάρικη λάµψη τους στις τρεις τα ξηµερώµατα, ήταν τόσο αδιαφιλονίκητα κοµµάτι της όσο και το χρώµα των µατιών της ή η σκοτεινή µυρωδιά των
µαύρων µαλλιών της. Στο µεταξύ, ο Μπόρις είχε ξεσπάσει σε ένα θριαµβευτικό γέλιο. Ανάµεσα στα µετρητά είχε αµέσως εντοπίσει και αρπάξει στα χέρια του ένα κουτάκι από φιλµ, το οποίο άνοιξε µε τρεµάµενα χέρια. Βούτηξε τη ρώγα του µικρού του δαχτύλου µέσα και δοκίµασε. «Μπίνγκο!» έκανε, σέρνοντας το δάχτυλό του πάνω στα ούλα του. «Βάζω στοίχηµα ότι η Κότκου θα το µετανιώσει πικρά που δεν ήρθε από δω». Του έδειξα τα σκουλαρίκια, από ένα σε κάθε ανοιχτή παλάµη. «Ναι, ωραία», είπε, ρίχνοντάς τους µια µατιά στα πεταχτά. Xτυπούσε το κουτί από το φιλµ προσεκτικά πάνω στο κοµοδίνο, σχηµατίζοντας ένα βουναλάκι από άσπρη σκόνη. «Θα βγάλεις κάνα δυο χιλιάρικα από δαύτα». «Ήταν της µητέρας µου». Ο µπαµπάς µου είχε πουλήσει τα περισσότερα κοσµήµατά της πίσω στη Νέα Υόρκη, συµπεριλαµβανοµένης της βέρας της, αλλά τώρα ανακάλυπτα ότι η Ζάντρα είχε σουφρώσει µερικά για τον εαυτό της, και µου προκαλούσε µια αλλόκοτη θλίψη να βλέπω τι είχε διαλέξει: όχι τα µαργαριτάρια ή την καλή καρφίτσα µε το ρουµπίνι, αλλά κάποια φτηνοπράµατα από τα εφηβικά χρόνια της µητέρας µου, µεταξύ των οποίων και το βραχιόλι µε τα γούρια που φορούσε στο γυµνάσιο, φορτωµένο µε πέταλα και παπουτσάκια µπαλέτου και τετράφυλλα τριφύλλια. Ο Μπόρις ίσιωσε την πλάτη του, τσίµπησε τα ρουθούνια του και µου έδωσε το τυλιγµένο χαρτονόµισµα. «Θες λίγο;» «Όχι». «Έλα τώρα! Θα νιώσεις καλύτερα». «Όχι, ευχαριστώ». «Πρέπει να υπάρχουν καµιά εικοσαριά γραµµάρια εδώ, µπορεί και περισσότερα! Κρατάµε λίγο για µας και πουλάµε το υπόλοιπο». «Έχεις ξαναπάρει απ’ αυτό το πράγµα;» ρώτησα δύσπιστα, ρίχνοντας µια µατιά στη Ζάντρα, που ήταν ξερή στο κρεβάτι. Παρότι δε φαινόταν να έχει καµία επαφή µε το περιβάλλον, ένιωθα άβολα κάνοντας αυτή την κουβέντα παρουσία της. «Ναι. Αρέσει στην Κότκου, αλλά είναι πανάκριβο». Φάνηκε να χάνεται για λίγο και µετά ανοιγόκλεισε κάµποσες φορές τα µάτια. «Ουάου! Έλα», είπε γελώντας. «Δεν ξέρεις τι χάνεις!» «Είµαι ήδη αρκετά λιώµα», απάντησα, µετρώντας τα χαρτονοµίσµατα. «Ναι, αλλά αυτό θα σε ξελαµπικάρει». «Μπόρις, δε µε παίρνει για µαλακίες τώρα», είπα, τσεπώνοντας τα σκουλαρίκια και το βραχιόλι της µητέρας µου. «Αν είναι να φύγουµε, πρέπει να φύγουµε τώρα, πριν αρχίσουν να καταφτάνουν διάφοροι». «Τι διάφοροι, δηλαδή;» ρώτησε δύσπιστα ο Μπόρις, τρίβοντας µηχανικά το δάχτυλο κάτω από τη µύτη του. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, το σύστηµα επεµβαίνει άµεσα. Υπηρεσίες προστασίας των ανηλίκων και τα σχετικά». Είχα τελειώσει µε το µέτρηµα των χρηµάτων: χίλια τριακόσια είκοσι ένα δολάρια συν τα ψιλά. Υπήρχαν πολύ περισσότερα σε µάρκες, κοντά στα πέντε χιλιάρικα, αλλά καλύτερα να της αφήναµε και κάτι. «Μισά δικά σου, µισά δικά µου», είπα, χωρίζοντας τα µετρητά σε δύο ίσα µερίδια. «Είναι αρκετά για δύο εισιτήρια. Ίσως είναι πολύ αργά για να προλάβουµε την τελευταία πτήση, αλλά καλύτερα να φύγουµε για να βρούµε κάνα αυτοκίνητο να µας πάει µέχρι το αεροδρόµιο». «Τι, εννοείς τώρα; Απόψε;»
Σταµάτησα να µετράω και τον κοίταξα κατάµατα. «Δεν έχω κανέναν εδώ πέρα. Κανέναν. Nada.[1] Θα µε βάλουν σε ανάδοχη οικογένεια πριν προλάβεις να πεις κύµινο». Ο Μπόρις ένευσε προς τη Ζάντρα, που, πεσµένη µπρούµυτα στο κρεβάτι, µε το πρόσωπό της χωµένο στο µαξιλάρι και εντελώς ακίνητη, έµοιαζε µε πτώµα. «Κι αυτή;» «Τι στον κόρακα;» ρώτησα έπειτα από µια σύντοµη παύση. «Τι θες να την κάνουµε; Να κάτσουµε να περιµένουµε να ξυπνήσει και ν’ ανακαλύψει ότι την καταληστέψαµε;» «Δεν ξέρω», είπε αναποφάσιστα ο Μπόρις. «Απλώς τη λυπάµαι». «Να µην τη λυπάσαι καθόλου. Αυτή δε µε θέλει. Θα τους καλέσει η ίδια, µόλις συνειδητοποιήσει ότι της έµεινα αµανάτι». «Ποιους θα καλέσει; Δεν καταλαβαίνω για ποιους µιλάς». «Έλα τώρα, Μπόρις, είµαι ανήλικος». Ένιωθα ήδη τον πανικό να φουντώνει µέσα µου µε έναν πολύ οικείο τρόπο. Ίσως να µην επρόκειτο κατά κυριολεξία για ζήτηµα ζωής ή θανάτου, αλλά σίγουρα έτσι φάνταζε – το σπίτι να γεµίζει καπνό, οι έξοδοι όλες µπλοκαρισµένες. «Δεν ξέρω πώς λειτουργεί το πράγµα στην πατρίδα σου, αλλά εγώ δεν έχω κανένα συγγενή, ούτε φίλους εδώ πέρα...» «Έχεις εµένα!» «Και τι θα κάνεις, θα µε υιοθετήσεις;» Σηκώθηκα. «Κοίτα, αν είναι να έρθεις, πρέπει να βιαστούµε. Έχεις το διαβατήριό σου; Θα το χρειαστείς για το αεροπλάνο». Ο Μπόρις σήκωσε τα χέρια του ψηλά στην κλασική ρωσική χειρονοµία που σήµαινε: Όπα! Πάτα λίγο φρένο! «Περίµενε! Γίνονται όλα υπερβολικά γρήγορα!» Κοντοστάθηκα λίγο πριν φτάσω στην πόρτα. «Γαµώτο, Μπόρις, ποιο είναι το πρόβληµά σου, τελικά;» «Το πρόβληµά µου;» «Εσύ ήθελες να το σκάσεις! Εσύ ήσουν αυτός που µου πρότεινε να έρθω µαζί σου! Μόλις χτες βράδυ!» «Και για πού το ’βαλες; Για Νέα Υόρκη;» «Για πού αλλού;» «Εγώ θέλω να πάω κάπου ζεστά», δήλωσε αµέσως. «Προς Καλιφόρνια µεριά». «Αυτό είναι τρελό. Ποιον ξέρουµε...» «Καλιφόρνια!» φώναξε χαρούµενα. «Να σου πω...» Παρότι δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για την Καλιφόρνια, µπορούσα να υποθέσω µε αρκετή ασφάλεια ότι (πέρα από το «California Über Alles» των Dead Kennedys που σιγοτραγουδούσε τώρα) ο Μπόρις ήξερε ακόµα λιγότερα. «Πού στην Καλιφόρνια; Σε ποια πόλη;» «Ποιος νοιάζεται;» «Είναι µεγάλη Πολιτεία». «Τέλεια! Θα ’χει πλάκα! Θα είµαστε φτιαγµένοι όλη την ώρα, θα διαβάζουµε βιβλία, θα ανάβουµε υπαίθριες φωτιές και θα κοιµόµαστε στην παραλία!» Έµεινα να τον κοιτάζω βουβός για µια πραγµατικά οδυνηρή στιγµή. Το πρόσωπό του ήταν φλογισµένο, το στόµα του είχε την πορφυρή απόχρωση του κρασιού που έπινε νωρίτερα. «Εντάξει», είπα, έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι αυτό ήταν το µοιραίο βήµα από την άκρη του γκρεµού, το µεγαλύτερο λάθος της ζωής µου – µικροκλοπές, επαιτεία, αλητεία, µια ζωή
στο δρόµο, χωρίς στέγη και ασφάλεια, το ανεπανόρθωτο θαλάσσωµα από το οποίο δε θα συνερχόµουν ποτέ. Εκείνος µόνο που δε χοροπηδούσε από χαρά. «Δηλαδή, φεύγουµε για τη θάλασσα;» Έτσι απλά παίρνεις λάθος πορεία. Τόσο γρήγορα. «Ό,τι πεις». Παραµέρισα τα µαλλιά από τα µάτια µου. Ήµουν ψόφιος στην κούραση. «Αλλά πρέπει να φύγουµε τώρα. Σε παρακαλώ». «Τι, εννοείς αυτή τη στιγµή;» «Ναι. Χρειάζεσαι κάτι από το σπίτι σου;» «Απόψε;» «Δεν αστειεύοµαι, Μπόρις». Αυτός ο καινούριος γύρος διαφωνιών έκανε τον πανικό να φουντώσει ξανά µέσα µου. «Δεν µπορώ να µείνω εδώ και να περιµένω άπρακτος...» Ο πίνακας ήταν ένα πρόβληµα, δεν ήµουν σίγουρος πώς θα τον βόλευα, αλλά ας αποµάκρυνα πρώτα τον Μπόρις από το σπίτι, και κάτι θα σκεφτόµουν µετά. «Σε παρακαλώ, έλα». «Καλά, τόσο τροµερή είναι η κοινωνική πρόνοια στην Αµερική;» ρώτησε δύσπιστα. «Ούτε για τους µπάτσους να µίλαγες». «Μπόρις, θα έρθεις µαζί µου, ναι ή όχι;» «Χρειάζοµαι λίγο χρόνο. Θέλω να πω», είπε τρέχοντας ξοπίσω µου, «δεν µπορούµε να φύγουµε τώρα αµέσως! Αλήθεια, σ’ τ’ ορκίζοµαι! Περίµενε λίγο. Δώσ’ µου µια µέρα! Μία µέρα!» «Γιατί;» Φάνηκε να τα χάνει. «Ε, να... Δηλαδή... Επειδή...» «Επειδή...» «Επειδή πρέπει να δω την Κότκου! Και... να φροντίσω ένα σωρό άλλα πράγµατα! Σοβαρά τώρα, δεν µπορείς να φύγεις απόψε!» επανέλαβε βλέποντας ότι δε µιλούσα. «Πίστεψέ µε, θα το µετανιώσεις. Αλήθεια σου λέω! Έλα στο σπίτι µου! Περίµενε µέχρι το πρωί, και τότε φεύγεις!» «Δεν µπορώ να περιµένω», είπα κοφτά, παίρνοντας το µερίδιό µου από τα χρήµατα και βγαίνοντας στο διάδροµο για να πάω στο δωµάτιό µου. «Πότερ...» άρχισε, ακολουθώντας µε έξω. «Ναι;» «Υπάρχει κάτι σηµαντικό που πρέπει να σου πω». «Μπόρις», είπα γυρνώντας, «τι διάολο... Τι τρέχει;» ξέσπασα όπως στεκόµασταν και αναµετριόµασταν µε το βλέµµα. «Αν έχεις κάτι να πεις, πες το να ξεµπερδεύουµε κάποτε!» «Φοβάµαι ότι θα θυµώσεις». «Τι τρέχει; Λέγε, τι έκανες;» Ο Μπόρις έµεινε βουβός, µασουλώντας το νύχι του αντίχειρά του. «Λοιπόν, θα περιµένω πολύ;» Απέστρεψε το βλέµµα. «Είναι ανάγκη να µείνεις», είπε αόριστα. «Είναι λάθος να φύγεις τώρα». «Ξέχνα το», είπα γυρνώντας του την πλάτη. «Αν δε θες να ’ρθεις µαζί µου, µην έρχεσαι, εντάξει; Αλλά δε θα κάτσω εδώ να το συζητάω όλη νύχτα». Ο Μπόρις µπορεί να µε ρωτούσε τι είχα µέσα στη µαξιλαροθήκη, σκεφτόµουν, πόσο µάλλον αφού ήταν τόσο χοντρό και ογκώδες µετά το παραληρηµατικό αµπαλάρισµά µου. Αλλά, όταν την ξεκόλλησα από το πίσω µέρος του κεφαλαριού και την έχωσα µέσα στο σακίδιο
πλάτης µου (µαζί µε το iPod, το σηµειωµατάριό µου, το φορτιστή, το Άνεµος, Άµµος και Αστέρια, µερικές φωτογραφίες της µαµάς µου, την οδοντόβουρτσά µου και µια αλλαξιά ρούχα), περιορίστηκε στο να συνοφρυωθεί χωρίς να πει τίποτα. Όταν έβγαλα από το βάθος της ντουλάπας µου το µπλέιζερ της παλιάς σχολικής µου στολής (πολύ µικρό πια, αν και ήταν κάµποσα νούµερα µεγαλύτερό µου όταν µου το είχε αγοράσει η µητέρα µου), κατένευσε στοχαστικά και είπε: «Αυτό είναι καλή ιδέα». «Ποιο;» «Σε κάνει να µοιάζεις λιγότερο µε άστεγο». «Είναι Νοέµβριος», είπα. Είχα φέρει µόνο ένα ζεστό πουλόβερ από τη Νέα Υόρκη. Το έριξα κι αυτό µέσα στο σακίδιο και έκλεισα το φερµουάρ. «Θα κάνει κρύο». Ο Μπόρις έγειρε στον τοίχο στηριγµένος στον ώµο του. «Τι θα κάνεις, λοιπόν; Θα ζεις στο δρόµο, σε σιδηροδροµικό σταθµό, πού;» «Θα πάρω τηλέφωνο το φίλο που µε φιλοξένησε και παλιά». «Αν σε ήθελαν αυτοί οι άνθρωποι, θα σε είχαν ήδη υιοθετήσει». «Δεν µπορούσαν! Πώς θα µπορούσαν να το κάνουν;» Ο Μπόρις σταύρωσε τα µπράτσα στο στήθος του. «Εκείνη η οικογένεια δε σε ήθελε στο σπίτι της. Εσύ ο ίδιος µου το είπες, πολλές φορές. Άσε που δεν είχες ποτέ νέα τους όσο βρίσκεσαι εδώ». «Αυτό δεν είναι αλήθεια!» αντέτεινα έπειτα από µια σαστισµένη παύση. Πριν από λίγους µήνες ο Άντι µού είχε στείλει ένα µεγαλούτσικο (για τα δεδοµένα του έστω) ηλεκτρονικό µήνυµα όπου µου έγραφε διάφορα νέα από το σχολείο, για ένα σκάνδαλο µε το δάσκαλο του τένις που είχε πασπατέψει κορίτσια της τάξης µας, αν και αυτή η ζωή φάνταζε τόσο µακρινή, ώστε ήταν λες και διάβαζα για ανθρώπους που δε γνώριζα καν. «Υπερβολικά πολλά παιδιά...» έκανε ο Μπόρις κάπως αλαζονικά. «Περιορισµένος χώρος... Θυµάσαι που µου τα ’λεγες αυτά; Μου είχες πει ότι οι γονείς χάρηκαν που τους άδειασες τη γωνιά». «Άντε γαµήσου». Το κεφάλι µου κόντευε να σπάσει από τον πόνο. Τι θα έκανα αν έσκαγαν µύτη οι υπάλληλοι της Πρόνοιας και µε έβαζαν στο πίσω κάθισµα ενός αυτοκινήτου; Ποιον θα µπορούσα να πάρω τηλέφωνο στη Νεβάδα; Την κυρία Σπίαρ; Την Γκόµενα; Το χοντρό υπάλληλο του µαγαζιού µε είδη µοντελισµού που µας πουλούσε κόλλα χωρίς τα µοντέλα; Ο Μπόρις µε ακολούθησε κάτω, όπου αναγκαστήκαµε να σταµατήσουµε στη µέση του σαλονιού από έναν κακοµοιριασµένο Πόπερ, ο οποίος ήρθε τρέχοντας να σταθεί στο δρόµο µας και µετά κάθισε και µας κάρφωσε µε ένα περίλυπο βλέµµα, σαν να είχε καταλάβει ακριβώς τι παιζόταν. «Ω, γαµώτο!» βόγκηξα και άφησα κάτω την τσάντα µου. Ακολούθησε µια µουδιασµένη παύση. «Μπόρις, δεν µπορείς να...» «Όχι». «Μήπως θα µπορούσε η Κότκου...» «Όχι». «Ε, δε γαµιέται», είπα και τον πήρα αγκαλιά – παραµάσχαλα, για την ακρίβεια. «Δεν της τον αφήνω εδώ, να τον παρατάει µόνο του µέσα µέχρι να ψοφήσει της πείνας». «Και πού νοµίζεις ότι πας;» µε ρώτησε ο Μπόρις καθώς κατευθυνόµουν αποφασιστικά προς την εξώπορτα. «Ε;»
«Έχεις σκοπό να περπατήσεις µέχρι το αεροδρόµιο;» «Στάσου», είπα, αφήνοντας τον Πόπτσικ κάτω ξανά. Ξαφνικά ένιωσα το στοµάχι µου να ανακατεύεται και ήµουν έτοιµος να ξεράσω στη µοκέτα όλο το κόκκινο κρασί που είχα πιει. «Θα βάλουν το σκύλο στο αεροπλάνο;» «Όχι», απάντησε ξερά ο Μπόρις, φτύνοντας ένα µασουληµένο νύχι. Φερόταν τόσο µαλακισµένα, ώστε ευχαρίστως θα του έσκαγα µια γερή µπουνιά στη µύτη. «Καλά, λοιπόν», είπα. «Μπορεί να τον θέλει κάποιος στο αεροδρόµιο. Ω, δε γαµιέται, θα φύγω µε τρένο». Ετοιµαζόταν να πει κάτι σαρκαστικό, σουφρώνοντας τα χείλη του µε έναν τρόπο που ήξερα πολύ καλά, αλλά τότε, εντελώς ξαφνικά, στο πρόσωπό του σχηµατίστηκε µια σοκαρισµένη έκφραση. Γυρνώντας για να κοιτάξω, είδα τη Ζάντρα, µε βλέµµα παρανοϊκό, πασαλειµµένη µε µάσκαρα, να ταλαντεύεται στην άκρη του κεφαλόσκαλου. Μείναµε να την κοιτάζουµε παγωµένοι. Έπειτα από µια παύση που φάνηκε να κρατάει µια αιωνιότητα, άνοιξε το στόµα της, το ξανάκλεισε, πιάστηκε από την κουπαστή για να διατηρήσει την ισορροπία της και, τελικά, είπε µε βραχνή φωνή: «Άφησε ο Λάρι τα κλειδιά του για την τραπεζική θυρίδα;». Κοιταχτήκαµε έντροµοι για µερικές στιγµές, πριν συνειδητοποιήσουµε ότι περίµενε απάντηση. Τα µαλλιά της ήταν σαν αφάνα και φαινόταν τόσο αποπροσανατολισµένη και ασταθής, που κινδύνευε να γκρεµιστεί στις σκάλες από στιγµή σε στιγµή. «Ε... ναι», της απάντησε ο Μπόρις. «Δηλαδή, όχι». Και µετά, βλέποντάς τη να στέκεται εκεί σαν άγαλµα: «Όλα καλά. Γύρνα στο κρεβάτι σου, καλύτερα». Μουρµούρισε κάτι και στράφηκε να φύγει µε πόδια που έτρεµαν. Εµείς σταθήκαµε εκεί για λίγο, παγωµένοι. Μετά, αθόρυβα, νιώθοντας να ορθώνονται οι τριχούλες στο σβέρκο µου, πήρα το σακίδιό µου και βγήκα από την εξώπορτα (αυτή ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα αυτό το σπίτι κι εκείνη, παρότι δεν µπήκα καν στον κόπο να ρίξω µια µατιά ολόγυρα), µε τον Μπόρις και τον Πόπτσικ να µε ακολουθούν. Οι τρεις µας αποµακρυνθήκαµε µε γοργό βήµα, κατηφορίζοντας µέχρι το τέρµα του ιδιωτικού δροµάκου, ακούγοντας τα νύχια του Πόπτσικ να κροταλίζουν στο πλακόστρωτο. «Εντάξει», είπε ο Μπόρις µε τον εύθυµο τόνο που επιστράτευε όποτε γλιτώναµε παρά τρίχα να µας κάνουν τσακωτούς στο σούπερ µάρκετ. «Ίσως, τελικά, να µην ήταν τόσο κόκαλο όσο νόµιζα». Λουσµένος όπως ήµουν σε κρύο ιδρώτα, καλωσόρισα το νυχτερινό αεράκι, αν και ψυχρό. Πέρα στα δυτικά ο ουρανός σκιζόταν από βουβές αστραπές, σαν σε ταινία µε τον Φρανκενστάιν. «Τουλάχιστον δεν πέθανε, ε;» Γέλασε. «Δε σου κρύβω ότι είχα την έγνοια της. Χριστέ µου!» «Δώσ’ µου λίγο το τηλέφωνό σου», είπα, βάζοντας το σακάκι µου. «Θέλω να καλέσω ταξί». Το ψάρεψε από την τσέπη του και µου το έδωσε. Ήταν το καρτοκινητό που είχε αγοράσει για να επικοινωνεί µε την Κότκου. «Όχι, κράτα το», µου είπε όταν επιχείρησα να του το επιστρέψω αφού έκανα την κλήση στο Τυχερό Ταξί, 777-7777, το νούµερο που έβλεπες κολληµένο σε κάθε πάγκο στάσης λεωφορείου στο Βέγκας. Και µετά έβγαλε το µασούρι µε τα λεφτά –το µερίδιό του από τα χρήµατα της Ζάντρα– και προσπάθησε να µου το πασάρει. «Ξέχασέ το», είπα, ρίχνοντας µια αγχωµένη µατιά προς το σπίτι. Φοβόµουν µήπως ξυπνούσε πάλι και έβγαινε στο δρόµο να µας ψάχνει. «Είναι δικά σου». «Όχι! Μπορεί να τα χρειαστείς!»
«Δεν τα θέλω», επέµεινα, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες µου για να σταµατήσει να προσπαθεί να µου τα δώσει. «Με την ίδια λογική, κι εσύ µπορεί να τα χρειαστείς». «Έλα τώρα, Πότερ! Μακάρι να µην επέµενες να φύγεις αυτή τη στιγµή!» Έδειξε µε ένα νεύµα τις σειρές από άδεια σπίτια στο δρόµο. «Αν δε θες να έρθεις στο σπίτι µου, τρύπωσε εκεί µέσα για κάνα δυο µέρες! Αυτό το τούβλινο σπίτι είναι και επιπλωµένο! Σου φέρνω εγώ φαγητό, αν θες». «Μα τι λες, δε χρειάζεται, παραγγέλνω κι από την Domino’s!» κάγχασα, ρίχνοντας το τηλέφωνο στην τσέπη του σακακιού µου. «Αφού παραδίδουν πια κι εδώ στις ερηµιές, αλίµονο!» Μόρφασε. «Μη θυµώνεις». «Δε θυµώνω». Και πραγµατικά δεν ένιωθα θυµωµένος, απλώς τόσο αποπροσανατολισµένος, που αισθανόµουν ότι από στιγµή σε στιγµή θα ξυπνούσα και θα ανακάλυπτα ότι µε είχε πάρει ο ύπνος µε ένα βιβλίο πάνω στο πρόσωπό µου. Ο Μπόρις, συνειδητοποίησα, κοίταζε τον ουρανό και σιγοτραγουδούσε ένα στίχο από κάποιο τραγούδι των Velvet Underground που αγαπούσε ιδιαίτερα η µητέρα µου: Αν κλείσεις την πόρτα, η νύχτα µπορεί να κρατήσει για πάντα...[2] «Κι εσύ;» ρώτησα, τρίβοντας τα µάτια µου. «Ε;» αντιγύρισε, κοιτώντας µε µε ένα χαζό χαµόγελο. «Τι γίνεται; Θα σε ξαναδώ ποτέ;» «Μπορεί», αποκρίθηκε µε τον ίδιο αισιόδοξο τόνο που µπορούσα να τον φανταστώ να χρησιµοποιεί µε τον Μπάµι και την Τζούντι, τη γυναίκα του µπάρµαν στο Καρµεϊγουάλαγκ, και µε όλους τους άλλους που είχε αποχαιρετήσει στη ζωή του. «Ποιος ξέρει;» «Θα έρθεις να µε βρεις σε µια δυο µέρες;» «Να σου πω...» «Έλα αργότερα. Μπες σ’ ένα αεροπλάνο – έχεις τα λεφτά. Θα σε πάρω τηλέφωνο και θα σου πω πού είµαι. Μην πεις όχι». «Καλά, τότε», είπε ο Μπόρις, µε τον ίδιο κεφάτο τόνο. «Δε θα πω όχι». Όµως εγώ καταλάβαινα από τη φωνή του ότι έλεγε όχι. Έκλεισα τα µάτια. «Ω Θεέ µου!» Κυριολεκτικά τρέκλιζα από την κούραση. Έπρεπε να καταβάλω προσπάθεια για να αντισταθώ στην παρόρµηση να ξαπλώσω κάτω στο δρόµο, να καταπολεµήσω τη φυσική έλξη της βαρύτητας που µε τραβούσε προς το πλακόστρωτο. Όταν ξανάνοιξα τα µάτια µου, είδα τον Μπόρις να µε κοιτάζει ανήσυχα. «Κοίτα χάλι», είπε. «Παραλίγο να σωριαστείς χάµω». Έβαλε το χέρι στην τσέπη του. «Όχι, όχι, όχι», είπα οπισθοχωρώντας όταν είδα τι κρατούσε. «Δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχνα το!» «Θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα!» «Το ίδιο είπες και για το προηγούµενο». Δεν είχα αντοχές για άλλα φύκια ή αστέρια που τραγουδούσαν. «Αλήθεια, δε θέλω». «Μα αυτό είναι διαφορετικό. Τελείως διαφορετικό. Αυτό θα σε ξελαµπικάρει. Θα σου καθαρίσει το µυαλό – στο λόγο µου». «Ναι, καλά!» Ένα ναρκωτικό που σε ξελαµπικάρει και σου καθαρίζει το µυαλό δεν ακουγόταν καθόλου σαν κάτι που θα συγκινούσε τον Μπόρις, αν και όντως φαινόταν πιο νηφάλιος από µένα. «Κοίταξέ µε», µου είπε σοβαρά. «Ναι». Ήξερε ότι είχε αρχίσει να µε µεταπείθει. «Με βλέπεις να παραληρώ; Βλέπεις αφρούς στο στόµα µου; Όχι, σου µιλάω πολύ λογικά και
προσπαθώ να σε βοηθήσω! Άντε», συνέχισε, ρίχνοντας λίγο στην ανάστροφη του χεριού του. «Έλα να σ’ την ταΐσω, να τελειώνουµε». Δεν ήµουν εντελώς πεισµένος πως δεν επρόκειτο για κόλπο, πως δε θα έπεφτα ξερός επιτόπου, για να ξυπνήσω ποιος ξέρει πού – ίσως µέσα σε κάποιο από τα άδεια σπίτια στην απέναντι πλευρά του δρόµου. Αλλά ήµουν υπερβολικά εξουθενωµένος για να µε νοιάζει – άσε που ίσως να ήταν για καλό, στην τελική. Έσκυψα µπροστά και τον άφησα να µου κλείσει το ένα ρουθούνι µε το δάχτυλό του. «Αυτός είσαι!» είπε ενθαρρυντικά. «Και τώρα πάρε βαθιά ανάσα». Ένιωσα όντως καλύτερα, και µάλιστα σχεδόν αµέσως. Ήταν σαν θαύµα. «Ουάου!» έκανα, τσιµπώντας τη ράχη της µύτης µου καθώς ένιωθα το οξύ, ευχάριστο τσούξιµο. «Δε σ’ το ’πα;» Έριχνε ήδη λίγη ακόµα σκόνη στο χέρι του. «Έλα, το άλλο ρουθούνι. Μην ξεφυσήξεις µόνο. Έτοιµος, τώρα». Όλα φαίνονταν πιο ευκρινή και φωτεινά, συµπεριλαµβανοµένου του ίδιου του Μπόρις. «Τι σου έλεγα;» Έπαιρνε κι αυτός λίγο ακόµα τώρα. «Δε µετανιώνεις που δε µε άκουγες νωρίτερα;» «Σου πάει η καρδιά να το πουλήσεις αυτό το πράγµα; Χριστέ µου!» εξανέστην, στρέφοντας το βλέµµα µου στον ουρανό. «Γιατί;» «Γιατί αξίζει πολλά, γι’ αυτό. Μερικές χιλιάδες δολάρια». «Μια σταλίτσα πράµα;» «Ε δεν το λες και σταλίτσα! Είναι πολλά γραµµάρια – είκοσι, µπορεί και περισσότερα. Θα έβγαζα ολόκληρη περιουσία αν το χώριζα σε µικρές µικρές δόσεις και το πουλούσα σε κορίτσια σαν την Κέιτι Μπέαρµαν». «Γνωρίζεις την Κέιτι Μπέαρµαν;» Η Κέιτι Μπέαρµαν, µία τάξη µεγαλύτερη από εµάς, είχε δικό της αµάξι –ένα µαύρο καµπριολέ– και ήταν τόσο απρόσιτη στη δική µας κοινωνική κλίµακα όσο και µια σταρ του σινεµά. «Εννοείται. Και τη Σκάι και την Κέιτι και την Τζέσικα, όλα αυτά τα κορίτσια. Επιτέλους», µου πρόσφερε ξανά το κουτάκι του φιλµ, «θ’ αγοράσω στην Κότκου εκείνο το κίµπορντ που θέλει τόσο πολύ. Τέρµα τα οικονοµικά προβλήµατα». Κάναµε µερικές βόλτες πάνω κάτω, µέχρι που άρχισα να αισθάνοµαι πολύ πιο αισιόδοξος για το µέλλον και για τα πράγµατα γενικώς. Κι όπως στεκόµασταν τρίβοντας τη µύτη µας και φλυαρώντας στο δρόµο, µε τον Πόπερ να µας κοιτάζει όλο περιέργεια, η θαυµαστότητα της Νέας Υόρκης ξαφνικά φάνταζε επικοινωνήσιµη, ακριβώς στην άκρη της γλώσσας µου, κάτι άπιαστο και φευγαλέο που ωστόσο µπορούσε να µεταβιβαστεί. «Θέλω να πω, είναι υπέροχη!» ξέσπασα, οι λέξεις να ξεχύνονται από µέσα µου στροβιλιζόµενες µε ορµή. «Πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις. Μπορούµε να πάµε στη Μικρή Οδησσό, εκεί που συχνάζουν όλοι οι Ρώσοι. Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πάει ποτέ. Αλλά το τρένο φτάνει µέχρι εκεί – είναι ο τερµατικός σταθµός. Μεγάλη ρωσική κοινότητα, εστιατόρια µε καπνιστό ψάρι και χαβιάρι από οξύρρυγχο. Με τη µητέρα µου όλο λέγαµε ότι θα πηγαίναµε για φαγητό µια µέρα –αυτός ο κοσµηµατοπώλης µε τον οποίο συνεργαζόταν της έλεγε όλα τα φοβερά στέκια στην πόλη–, αλλά δεν τα καταφέραµε ποτέ. Βάζω στοίχηµα ότι θα είναι τέλεια. Και, θέλω να πω, έχω λεφτά για τα δίδακτρα, µπορείς να έρθεις στο δικό µου σχολείο. Όχι, σοβαρά µιλάω! Εγώ έχω υποτροφία. Τέλος πάντων, είχα. Αλλά ο τύπος είπε ότι, από τη στιγµή που τα χρήµατα του λογαριασµού µου χρησιµοποιούνται για την εκπαίδευση, δεν έχει σηµασία για ποιου την εκπαίδευση. Τα λεφτά φτάνουν και περισσεύουν και για τους
δυο µας. Αν και, εντάξει, και τα δηµόσια σχολεία είναι καλά στη Νέα Υόρκη, ξέρω κόσµο εκεί, τα δηµόσια σχολεία δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν...» Φλυαρούσα ακόµα ακατάσχετα, όταν µε σταµάτησε ο Μπόρις. «Πότερ». Πριν προλάβω να απαντήσω, µε βούτηξε και µε τα δυο του χέρια και µε φίλησε στο στόµα. Κι ενώ εγώ στεκόµουν εκεί ανοιγοκλείνοντας τα µάτια –το φιλί τέλειωσε πριν καλά καλά καταλάβω τι γινόταν–, σήκωσε τον Πόπερ και τον φίλησε κι αυτόν, στον αέρα, στην άκρη της υγρής µαύρης µύτης του. Και µετά µου τον πάσαρε. «Ήρθε το ταξί σου», µου είπε, αποχαιρετώντας τον µε ένα χάδι. Πράγµατι, γυρνώντας είδα ένα ταξί να ανηφορίζει αργά το δρόµο, ελέγχοντας τους αριθµούς στα σπίτια. Μείναµε να κοιταζόµαστε, εγώ κοντανασαίνοντας, εµβρόντητος ακόµα. «Καλή τύχη», είπε ο Μπόρις. «Δε θα σε ξεχάσω». Μετά χάιδεψε τον Πόπερ στο κεφάλι. «Γεια σου, Πόπτσικ. Θα τον προσέχεις, έτσι δεν είναι;» µου είπε. Αργότερα –µέσα στο ταξί, αλλά και µετά– θα ξανάπαιζα τη σκηνή στο µυαλό µου, απορώντας µε τον εαυτό µου που τον χαιρέτησα ανεµίζοντας χαλαρά το χέρι µου και ξεµακραίνοντας µε τη µεγαλύτερη άνεση. Γιατί δεν τον άρπαξα από το µπράτσο να τον ικετέψω για µια τελευταία φορά να µπει µαζί µου στο ταξί, να έρθει παρέα; Γάµησέ τα όλα, Μπόρις, θα είναι σαν να κάνουµε κοπάνα από το σχολείο, θα παίρνουµε πρωινό πετώντας πάνω από τα καλαµποκοχώραφα την ώρα που θα ανατέλλει ο ήλιος. Τον γνώριζα αρκετά καλά για να ξέρω ότι, αν του το ζητούσες µε το σωστό τρόπο την κατάλληλη στιγµή, µπορούσε να κάνει σχεδόν οτιδήποτε. Την ίδια στιγµή που του γύριζα την πλάτη για να µπω στο ταξί, ήξερα ότι θα είχε τρέξει πίσω µου και θα είχε πηδήξει γελώντας στο αµάξι αν του το είχα ζητήσει µία τελευταία φορά. Αλλά δεν το έκανα. Και, στην πραγµατικότητα, ίσως ήταν καλύτερα που δεν το έκανα – το λέω τώρα αυτό, παρότι µετάνιωνα πικρά για τη συµπεριφορά µου για πολύ καιρό µετά. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ένιωθα ανακούφιση που, µες στην ασυνήθιστη για µένα λογοδιάρροια που µε είχε πιάσει, συγκρατήθηκα και δεν ξεφούρνισα αυτό που είχα στην άκρη της γλώσσας µου, αυτό που δεν είχα ξεστοµίσει ποτέ, παρότι ήταν κάτι που ξέραµε πολύ καλά και οι δύο χωρίς να είναι απαραίτητο να του το πω µεγαλόφωνα εκεί στη µέση του δρόµου. Και αυτό ήταν, βεβαίως, το Σ’ αγαπώ.
[1] Τίποτα (ισπανικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [2] But if you close the door, the night could last forever: Στίχος από το τραγούδι «After Hours» µέσα από το άλµπουµ Velvet Underground (1969) του οµώνυµου γκρουπ. (Σ.τ.Μ.)
xx.
ΗΜΟΥΝ
ΤΟΣΟ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ,
ώστε η επίδραση των ναρκωτικών δεν κράτησε για πολύ – τουλάχιστον όχι το ανεβαστικό της κοµµάτι. Ο ταξιτζής –ένας µέτοικος από τη Νέα Υόρκη, κρίνοντας από την προφορά του– µυρίστηκε αµέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και προσπάθησε να µου πασάρει µια κάρτα της τηλεφωνικής γραµµής υποστήριξης εφήβων που έχουν φύγει από το σπίτι, την οποία αρνήθηκα. Όταν του ζήτησα να µε πάει στο σιδηροδροµικό σταθµό (χωρίς καν να ξέρω αν υπήρχε τρένο στο Βέγκας – αλλά, πάλι, πώς ήταν δυνατόν να µην υπάρχει;), κούνησε εµφατικά το κεφάλι και µου είπε: «Γυαλάκια φίλε µου, ξέρεις, υποθέτω, ότι δεν επιτρέπονται σκυλιά στα τρένα». «Δεν επιτρέπονται;» επανέλαβα, νιώθοντας την καρδιά µου να βουλιάζει στο στήθος µου. «Στο αεροπλάνο µπορεί, δεν ξέρω». Μιλούσε γρήγορα. Σχετικά νέος, ελαφρώς υπέρβαρος, µε µωρουδίστικο πρόσωπο και κοντοµάνικο µπλουζάκι που διαφήµιζε την παράσταση των µάγων ΠΕΝ & ΤΕΛΕΡ: ΖΩΝΤΑΝΑ ΣΤΟ RIO. «Πρέπει να έχεις κάποιου είδους κιβώτιο, ή κάτι τέτοιο. Ίσως µε το λεωφορείο να έχεις περισσότερες ελπίδες, αλλά δεν αφήνουν πιτσιρικάδες κάτω από ένα όριο ηλικίας να ταξιδεύουν χωρίς γονική άδεια». «Αφού σου είπα, ο µπαµπάς µου πέθανε! Η γκόµενά του µε στέλνει στους συγγενείς µου πίσω στα ανατολικά». «Εντάξει, τότε, δεν έχεις λόγο να ταράζεσαι, έτσι δεν είναι;» Κράτησα το στόµα µου κλειστό για την υπόλοιπη διαδροµή. Δεν είχα χωνέψει ακόµα το γεγονός ότι ο πατέρας µου ήταν νεκρός, και τα φώτα που περνούσαν µε ιλιγγιώδη ταχύτητα από δίπλα µας στο αντίθετο ρεύµα του αυτοκινητόδροµου µου το θύµιζαν κάθε τόσο, προκαλώντας µου ένα κύµα ναυτίας. Τροχαίο δυστύχηµα. Τουλάχιστον στη Νέα Υόρκη δεν είχαµε να ανησυχούµε µήπως έπινε και οδηγούσε – ο µεγαλύτερος φόβος µας ήταν µην τυχόν και έπεφτε στις ρόδες κάποιου διερχόµενου αυτοκινήτου ή τον µαχαίρωναν για να τον ληστέψουν τη στιγµή που έβγαινε παραπατώντας από κάποιο καταγώγιο στις τρεις τα ξηµερώµατα. Τι θα απογινόταν η σορός του άραγε; Είχα σκορπίσει την τέφρα της µητέρας µου στο Σέντραλ Παρκ, αν και απαγορευόταν. Ένα απόγευµα, την ώρα που σκοτείνιαζε πια, είχα πάει µαζί µε τον Άντι σε µια ερηµική περιοχή στη δυτική όχθη της Μικρής Λίµνης και, µε το φίλο µου να κρατάει τσίλιες, είχα αδειάσει την τεφροδόχο. Αυτό που µε είχε πειράξει περισσότερο και από το σκόρπισµα της τέφρας ήταν το ότι η τεφροδόχος ήταν τυλιγµένη σε σκισµένες σελίδες ροζ αγγελιών: ΓΛΥΚΟΠΙΟΤΕΣ ΘΕΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΙΑ και ΚΑΥΤΟΙ ΥΓΡΟΙ ΟΡΓΑΣΜΟΙ ήταν δύο τυχαίες φράσεις που τράβηξαν το βλέµµα µου καθώς η γκρίζα πούδρα, στο χρώµα των σεληνιακών πετρωµάτων, στροβιλιζόταν αιωρούµενη στο µαγιάτικο λυκόφως. Το ταξί σταµάτησε σε ένα µέρος λουσµένο στο φως. «Εντάξει, γυαλάκια», είπε ο οδηγός µου και στράφηκε να µε κοιτάξει, µε το µπράτσο του τεντωµένο στην πλάτη της θέσης του συνοδηγού. Βρισκόµασταν στο χώρο στάθµευσης του σταθµού των υπεραστικών λεωφορείων Greyhound. «Πώς είπες ότι σε λένε;» «Θίο», απάντησα χωρίς να το σκεφτώ, για να το µετανιώσω την ίδια κιόλας στιγµή.
«Ωραία, Θίο. Εγώ είµαι ο Τζέι Πι». Τεντώθηκε πάνω από το κάθισµα για να ανταλλάξουµε χειραψία. «Θέλεις να σου δώσω µια συµβουλή;» «Θέλω», απάντησα, δειλιάζοντας λιγάκι. Είχα ένα κάρο λόγους να αγχώνοµαι, αλλά, παραδόξως, αυτό που κυριαρχούσε ήταν η αµηχανία µου στη σκέψη ότι ο ταξιτζής µάλλον είχε δει τον Μπόρις να µε φιλάει στο στόµα. «Εµένα δε µου πέφτει λόγος, αλλά θα χρειαστείς κάτι για να χώσεις µέσα το φιλαράκο σου από δω». «Παρακαλώ;» Έδειξε το σακίδιό µου µε ένα νεύµα. «Χωράει εκεί µέσα;» «Ε...» «Μάλλον θα καταλήξει στο χώρο των αποσκευών, έτσι κι αλλιώς. Μπορεί να θεωρηθεί πολύ ογκώδες για να σου επιτρέψουν να το πάρεις µαζί σου. Θα το βάλουν στις µπαγκαζιέρες. Δεν είναι όπως στο αεροπλάνο». «Εγώ...» Το πρόβληµα παραήταν περίπλοκο για το σκοτισµένο µυαλό µου. «Δεν έχω τίποτα άλλο». «Στάσου να ρίξω µια µατιά στο γραφείο µου εκεί πίσω». Κατέβηκε από το ταξί και άνοιξε το πορτµπαγκάζ του, από όπου επέστρεψε ύστερα από λίγο µε µια µεγάλη υφασµάτινη τσάντα για ψώνια από ένα κατάστηµα προϊόντων υγιεινής διατροφής µε το µότο Πράσινη Αµερική. «Αν ήµουν στη θέση σου», είπε, «θα πήγαινα να βγάλω εισιτήριο χωρίς τον τετράποδο κολλητό από δω. Καλύτερα να τον αφήσεις για λίγο εδώ µαζί µου, εντάξει;» Ο καινούριος µου φίλος είχε δίκιο για την απαγόρευση επιβίβασης στο λεωφορείο παιδιού χωρίς το Έντυπο Ασυνόδευτου Τέκνου υπογεγραµµένο από γονιό – και υπήρχαν κι άλλοι περιορισµοί σε σχέση µε τα παιδιά. Η υπάλληλος στο γκισέ, µια χλοµή Μεξικάνα µε τα µαλλιά τραβηγµένα σφιχτά πίσω, άρχισε µε µονότονη φωνή να απαγγέλλει ένα µακρύ κατάλογο από δαύτους. Όχι αλλαγές λεωφορείου. Όχι διαδροµές διάρκειας άνω των πέντε ωρών. Αν δεν εµφανιζόταν το άτοµο που δηλωνόταν στο Έντυπο Ασυνόδευτου Τέκνου ως εξουσιοδοτηµένο για να µε παραλάβει, µε πλήρη αποδεικτικά ταυτότητας, θα έπρεπε να τεθώ υπό την προστασία των υπηρεσιών προστασίας ανηλίκων ή των τοπικών αστυνοµικών Αρχών του προορισµού µου. «Μα...» «Ισχύει για όλα τα παιδιά κάτω των δεκαπέντε ετών. Χωρίς εξαιρέσεις». «Μα εγώ δεν είµαι κάτω των δεκαπέντε!» αναφώνησα, ψάχνοντας πανικόβλητος την επίσηµη ταυτότητα που µου είχε εκδώσει ο Δήµος της Νέας Υόρκης. «Έχω κλείσει τα δεκαπέντε. Ορίστε, κοιτάξτε!» Ο Ενρίκε ο κοινωνικός λειτουργός –προβλέποντας µάλλον την πιθανότητα να τεθώ τελικά υπό την προστασία αυτού στο οποίο αναφερόταν ως «το σύστηµα»– µε είχε πάει να βγάλω φωτογραφίες για την έκδοση ταυτότητας λίγο µετά το θάνατο της µητέρας µου. Και, παρότι τότε είχα δυσανασχετήσει, νιώθοντας ότι έπεφτα στα νύχια του Μεγάλου Αδελφού («Ουάου, έχεις πλέον το δικό σου γραµµοκωδικό!» είχε πει ο Άντι, κοιτάζοντας εξεταστικά την ταυτότητά µου), τώρα του ήµουν ευγνώµων που είχε την προνοητικότητα να µε κουβαλήσει στο κέντρο και να µε καταχωρίσει σαν αυτοκίνητο αγορασµένο από δεύτερο χέρι. Μουδιασµένος σαν πρόσφυγας, περίµενα κάτω από το τρεµουλιαστό φως των λαµπτήρων φθορίου ενόσω η υπάλληλος έλεγχε την πλαστικοποιηµένη ταυτότητα υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες, µέχρι να σιγουρευτεί ότι ήταν γνήσια.
«Έχεις κλείσει τα δεκαπέντε», αποφάνθηκε βλοσυρά και µου την επέστρεψε. «Ακριβώς». Ήξερα ότι δε µου φαινόταν. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι θα ήταν µάταιος κόπος να αναφέρω τον Πόπερ, αφού µια τεράστια πινακίδα δίπλα στο γκισέ διαλαλούσε µε κόκκινα γράµµατα: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΚΥΛΩΝ, ΓΑΤΩΝ, ΠΟΥΛΙΩΝ, ΤΡΩΚΤΙΚΩΝ, ΕΡΠΕΤΩΝ Ή ΑΛΛΩΝ ΖΩΩΝ. Όσο για το δροµολόγιο, στάθηκα τυχερός: Σε δεκαπέντε λεπτά αναχωρούσε από το σταθµό ένα λεωφορείο µε ανταποκρίσεις για Νέα Υόρκη. Τη στιγµή που το µηχάνηµα έφτυνε το εισιτήριό µου µε ένα µηχανικό βόµβο, στάθηκα παραζαλισµένος προσπαθώντας να αποφασίσω τι θα έκανα µε τον Πόπερ. Βγαίνοντας έξω, σχεδόν ευχόµουν να είχε φύγει ο ταξιτζής, παίρνοντας µαζί του τον Πόπερ σε κάποιο στοργικό και ασφαλές σπιτικό. Όµως, αντί γι’ αυτό, τον βρήκα να πίνει ένα κουτάκι Red Bull και να µιλάει στο κινητό του, µε τον Πόπερ άφαντο. Έκλεισε το τηλέφωνο όταν µε είδε να στέκοµαι εκεί. «Λοιπόν, τι λες;» «Πού ’ν’ τος;» Κοίταξα µπερδεµένος στο πίσω κάθισµα. «Τι τον έκανες;» Γέλασε. «Δεν είναι πουθενά... ή µήπως είναι;» Με µια θεαµατική κίνηση, πήρε το πρόχειρα διπλωµένο φύλλο της USA Today από την πάνινη τσάντα στο κάθισµα του συνοδηγού δίπλα του. Εκεί, βολεµένος µια χαρά µέσα σε ένα χαρτόκουτο στο βάθος της τσάντας, µασουλώντας µακάρια µερικά πατατάκια, ήταν ο Πόπερ. «Παραπλάνηση», είπε ο ταξιτζής, χαµογελώντας πλατιά. «Το χαρτόκουτο γεµίζει την τσάντα όσο χρειάζεται για να µην έχει σχήµα σκύλου και ταυτόχρονα του εξασφαλίζει µια σχετική άνεση κινήσεων. Όσο για την εφηµερίδα, είναι ο τέλειος αντιπερισπασµός. Τον καλύπτει, κάνει την τσάντα να φαίνεται γεµάτη µέχρι πάνω και δεν προσθέτει καθόλου βάρος». «Λες να πιάσει το κόλπο;» «Εντάξει, µικρούλης είναι... Πόσο ζυγίζει; Δυόµισι, τρία κιλά; Είναι ήσυχος;» Έριξα µια δύσπιστη µατιά στον Πόπερ, κουλουριασµένο µέσα στο κουτί. «Όχι πάντα». Ο Τζέι Πι σκούπισε το στόµα µε την ανάστροφη του χεριού του και µετά µου έδωσε το σακούλι µε τα πατατάκια. «Δώσ’ του λίγα απ’ αυτά, αν τον δεις νευρικό. Έτσι κι αλλιώς, θα κάνετε στάσεις κάθε λίγες ώρες. Φρόντισε µόνο να κάτσεις όσο πιο πίσω βρεις θέση στο λεωφορείο και να αποµακρύνεσαι όσο γίνεται περισσότερο από το σταθµό πριν τον βγάλεις για να κάνει τη δουλειά του». Κρέµασα την τσάντα στον ώµο µου και την τύλιξα µε το µπράτσο µου. «Φαίνεται τίποτα;» ρώτησα. «Όχι. Δε θα καταλάβαινα τίποτα, αν δεν ήξερα. Αλλά να σου δώσω άλλη µια συµβουλή; Το µυστικό του µάγου;» «Εννοείται». «Μην κοιτάς την τσάντα. Κοίτα όπου αλλού θες: το τοπίο, το κορδόνι του παπουτσιού σου – αυτός είσαι, έτσι µπράβο. Σιγουριά και φυσικότητα, αυτό είναι το κλειδί. Αν και βοηθάει και η αδεξιότητα ή το ψάξιµο για κανένα χαµένο φακό επαφής, ας πούµε, αν νιώσεις ότι κάποιος σε περιεργάζεται µε καχυποψία. Ρίξε χάµω τα πατατάκια σου, χτύπα το δάχτυλο του ποδιού σου, κάνε πως πνίγεσαι µε το αναψυκτικό σου, οτιδήποτε για να αποσπάσεις την προσοχή του». Ουάου! σκέφτηκα. Προφανώς, δεν το έλεγαν τυχαία Τυχερό Ταξί. Γέλασε πάλι, σαν να το είχα πει δυνατά.
«Έι, είναι ηλίθιος κανόνας να µη δέχονται σκυλιά στο λεωφορείο», είπε, πίνοντας άλλη µια γενναία γουλιά από το ενεργειακό ποτό του. «Θέλω να πω, τι θα ’πρεπε να κάνεις, δηλαδή; Να τον παρατήσεις στην άκρη του δρόµου;» «Είσαι µάγος, ή κάτι τέτοιο;» Γέλασε. «Πώς το κατάλαβες; Κάνω ένα νούµερο µε τραπουλόχαρτα σε ένα µπαρ στο καζίνο Orleans – αν ήσουν αρκετά µεγάλος για να µπορείς να µπεις, θα σου ’λεγα να ερχόσουν να µε δεις κάποια φορά. Τέλος πάντων, το µυστικό είναι να τραβάς την προσοχή τους µακριά από το σηµείο όπου κάνεις το κόλπο. Αυτός είναι ο πρώτος νόµος της µαγείας, γυαλάκια. Η παραπλάνηση. Να το θυµάσαι πάντα».
xxi.
ΓΙΟΥΤΑ. Καθώς ο ήλιος ανέτελλε, η θέα του Σαν Ραφαέλ Σουέλ ξεδιπλώθηκε µπροστά µας µε απόκοσµους σχηµατισµούς που παρέπεµπαν σε αρειανό τοπίο: ψαµµιτικοί σχηµατισµοί και αργιλικοί σχιστόλιθοι, χαράδρες και έρηµα οροπέδια στο κόκκινο της σκουριάς. Δυσκολευόµουν να κοιµηθώ, εν µέρει εξαιτίας των ναρκωτικών, εν µέρει από φόβο ότι µπορεί να εκνευριζόταν ή να κλαψούριζε ο Πόπερ, αλλά, ο κακόµοιρος, δεν έβγαλε άχνα όσο ανεβαίναµε τους ελικοειδείς ορεινούς δρόµους: Καθόταν ήσυχα µέσα στην τσάντα στο κάθισµα δίπλα µου, από τη µεριά του παράθυρου. Όπως αποδείχτηκε, το σακίδιο πλάτης µου ήταν αρκετά µικρό για να το πάρω µαζί µου στην καµπίνα, πράγµα για το οποίο χαιρόµουν για κάµποσους λόγους: για το πουλόβερ µου, για το Άνεµος, Άµµος και Αστέρια και, το κυριότερο, για τον πίνακά µου, τον οποίο ένιωθα ότι έπρεπε να έχω υπό διαρκή επίβλεψη, ακόµα κι έτσι κουκουλωµένος και καλά κρυµµένος από την κοινή θέα όπως ήταν τώρα, σαν τη θαυµατουργή εικόνα που µεταφέρει στη µάχη ένας ιππότης. Δεν υπήρχαν άλλοι επιβάτες στη γαλαρία, πέρα από ένα συνεσταλµένο ισπανόφωνο ζευγάρι, µε κάµποσα πλαστικά δοχεία φαγητού στα γόνατά τους, και έναν µεθυσµένο που διαρκώς µονολογούσε, οπότε τα καταφέραµε µια χαρά στους ελικοειδείς δρόµους που διέσχιζαν τη Γιούτα και οδηγούσαν στο Γκραντ Τζάνκσιον του Κολοράντο, όπου κάναµε µια πενηντάλεπτη στάση. Αφού κλείδωσα τη βαλίτσα µου σε µια θυρίδα µε κερµατοδέκτη, πήγα τον Πόπερ να κάνει την ανάγκη του πίσω από το σταθµό λεωφορείων, πολύ έξω από το οπτικό πεδίο του οδηγού, µας αγόρασα από ένα χάµπουργκερ από το Burger King και του έδωσα νερό στο καπάκι µιας παλιάς πλαστικής συσκευασίας που βρήκα στα σκουπίδια. Τελικά, κοιµήθηκα από το Γκραντ Τζάνκσιον µέχρι τον ενδιάµεσο σταθµό του Ντένβερ (δηλαδή, µία ώρα και δεκαέξι λεπτά), όπου φτάσαµε πάνω που άρχιζε να δύει ο ήλιος. Ανακουφισµένοι που βρισκόµασταν επιτέλους έξω από το λεωφορείο, ο Πόπερ κι εγώ αρχίσαµε να τρέχουµε σαν τρελοί, ξεµακραίνοντας τόσο σε άγνωστους σκιερούς δρόµους, ώστε φοβήθηκα ότι θα χανόµασταν, αν και χάρηκα πολύ όταν βρήκαµε ένα χίπικο καφέ µε νεαρούς και φιλικούς υπαλλήλους («Φέρ’ τον µέσα», είπε η κοπελιά µε τα µοβ µαλλιά πίσω από τον πάγκο όταν είδε τον Πόπερ δεµένο σε µια κολόνα απ’ έξω, «εµείς αγαπάµε τα σκυλιά!»), από όπου αγόρασα δύο σάντουιτς µε γαλοπούλα (ένα για µένα και ένα γι’ αυτόν), αλλά και ένα βίγκαν µπράουνι και µια λιγδερή χαρτοσακούλα µε σπιτικά χορτοφαγικά µπισκότα σκύλου. Διάβασα µέχρι αργά, µε τις υπόλευκες σελίδες να φαίνονται κιτρινωπές κάτω από έναν κύκλο αδύναµου φωτός, ενώ άγνωστα σκοτάδια περνούσαν µε ταχύτητα από δίπλα µας καθώς διασχίζαµε το Ηπειρωτικό Χώρισµα και αφήναµε πίσω µας την κορυφογραµµή των Βραχωδών Ορέων, µε τον Πόπερ ικανοποιηµένο από την ξέφρενη κούρσα του στο Ντένβερ, να κοιµάται µακάρια µέσα στην τσάντα του. Κάποια στιγµή µε πήρε ο ύπνος, κι όταν ξύπνησα, διάβασα λίγο ακόµα. Στις δύο τα ξηµερώµατα, πάνω που ο Σεντ-Εξιπερί εξιστορούσε την πτώση του αεροπλάνου του στην έρηµο, µπήκαµε στη Σαλίνα του Κάνσας («το Σταυροδρόµι της Αµερικής») – εικοσάλεπτη στάση για ξεµούδιασµα στο ικτερικό φως µιας λυχνίας ατµών νατρίου που προσέλκυε αµέτρητες νυχτοπεταλούδες, στη διάρκεια της οποίας έτρεξα µε τον Πόπερ γύρω γύρω στο
έρηµο πάρκινγκ ενός βενζινάδικου µες στο σκοτάδι, µε το κεφάλι µου ακόµα γεµάτο από εικόνες του βιβλίου, κυριευµένος από µια βαθιά αγαλλίαση επειδή βρισκόµουν για πρώτη φορά στην Πολιτεία όπου είχε γεννηθεί η µητέρα µου. Άραγε στις τόσες εξορµήσεις µε τους γονείς της να είχε βρεθεί σε αυτή την πόλη, µε τα αµάξια να περνάνε µε ταχύτητα την έξοδο της Ένατης Οδού προς τον Διαπολιτειακό, µε τις φωταγωγηµένες σιταποθήκες που θύµιζαν διαστηµόπλοια να δεσπόζουν στην ερηµιά µέχρι εκεί που έφτανε το µάτι; Πίσω στο λεωφορείο, νυσταγµένοι, βρόµικοι, κατάκοποι και ξεπαγιασµένοι από το κρύο, ο Πόπτσικ κι εγώ κοιµηθήκαµε από τη Σαλίνα µέχρι την Τοπίκα, και από την Τοπίκα µέχρι το Κάνσας Σίτι του Μισούρι, όπου φτάσαµε ακριβώς την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος. Η µητέρα µου µου είχε περιγράψει πολλές φορές πόσο επίπεδος ήταν ο τόπος όπου είχε µεγαλώσει –σε βαθµό που µπορούσες να δεις τους κυκλώνες να στροβιλίζονται στις πεδιάδες σε απόσταση πολλών χιλιοµέτρων µακριά–, αλλά και πάλι δεν µπορούσα να φανταστώ την απεραντοσύνη του, το µονότονο ουρανό του, τόσο αχανή, ώστε ένιωθες να σε συνθλίβει το άπειρο. Το Σεντ Λούις, όπου φτάσαµε γύρω στο µεσηµέρι, ήταν ο επόµενος ενδιάµεσος σταθµός, όπου µείναµε µιάµιση ώρα (άφθονος χρόνος για τον περίπατο του Πόπερ και ένα απαίσιο σάντουιτς µε βοδινό για µεσηµεριανό, αν και η γειτονιά παραήταν απειλητική για να ξεµακρύνουµε πολύ) και αλλάξαµε λεωφορείο. Δεν ταξιδεύαµε ούτε δύο ώρες, όταν ξύπνησα για να βρω το λεωφορείο σταµατηµένο, τον Πόπερ να κάθεται ήσυχα, µε την άκρη της µύτης του ίσα να ξεπροβάλλει από την τσάντα, και µια µεσόκοπη µαύρη κυρία µε έντονο ροζ κραγιόν να στέκεται από πάνω µου φωνάζοντας: «Δεν επιτρέπεται να έχεις σκύλο µέσα στο λεωφορείο». Έµεινα να την κοιτάζω αποσβολωµένος, χωρίς να καταλαβαίνω τι συνέβαινε. Και τότε, µε µεγάλη µου φρίκη, ανακάλυψα ότι δεν ήταν απλώς µια τυχαία συνεπιβάτισσα, αλλά η οδηγός αυτοπροσώπως, µε πηλήκιο και στολή. «Ακούς τι σου λέω;» επανέλαβε µε ένα τίναγµα του κεφαλιού στο πλάι που πρόδιδε τον εκνευρισµό της. Είχε σωµατική διάπλαση επαγγελµατία πυγµάχου. Το ταµπελάκι στο πληθωρικό στήθος της έγραφε Ντενίζ. «Δεν µπορείς να έχεις το σκύλο µέσα σ’ αυτό το λεωφορείο». Έκανε µια ανυπόµονη, σαρωτική κίνηση µε το χέρι σαν να έλεγε: Βάλ’ τον αµέσως µέσα στην τσάντα! Του κουκούλωσα το κεφάλι –δε φάνηκε να τον πειράζει– και κάθισα εκεί νιώθοντας τα σωθικά µου να συστρέφονται. Είχαµε σταµατήσει σε µια κωµόπολη του Ιλινόις ονόµατι Έφινγκαµ: σπίτια που έµοιαζαν βγαλµένα από πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ, κυβερνητικό µέγαρο που παρέπεµπε σε σκηνικό θεάτρου, ένα χειρόγραφο πανό που έγραφε Σταυροδρόµι Ευκαιριών! Η οδηγός σάρωσε το χώρο µε το δάχτυλό της. «Έχει κάποιος από εσάς εδώ πίσω αντίρρηση για την παρουσία αυτού του ζώου;» Οι υπόλοιποι επιβάτες στο πίσω µέρος (ατηµέλητος τύπος µε τσιγκελωτό µουστάκι, ενήλικη γυναίκα µε σιδεράκια στα δόντια, αγχωµένη έγχρωµη µαµά µε κοριτσάκι νηπιακής ηλικίας, γεράκος σε στιλ Γουίλιαµ Κλοντ Φιλντς[1] µε σωληνάκια στη µύτη και φορητή φιάλη οξυγόνου) φαίνονταν υπερβολικά ξαφνιασµένοι για να πουν οτιδήποτε, αν και το κοριτσάκι γούρλωσε τα µάτια και ένευσε ανεπαίσθητα: Όχι. Η οδηγός περίµενε. Κοίταξε ερευνητικά γύρω. Τελικά, στράφηκε πάλι σ’ εµένα. «Καλώς. Αυτό είναι ευχάριστο για σένα και το φιλαράκο σου, µικρέ. Αλλά αν κάποιος, οποιοσδήποτε», διευκρίνισε κουνώντας αυστηρά το δείκτη της µπροστά στη µύτη µου, «από τους υπόλοιπους επιβάτες εδώ πίσω κάνει το παραµικρό παράπονο για το σκυλάκο, σε οποιοδήποτε
σηµείο της διαδροµής, θα σε κατεβάσω επιτόπου. Με κατάλαβες;» Τι, δηλαδή δε µε πετούσε έξω; Την κοίταζα ανοιγοκλείνοντας ξαφνιασµένος τα µάτια, πολύ τροµαγµένος για να πω κάτι ή έστω να κουνηθώ. «Με κατάλαβες;» επανέλαβε δυσοίωνα. «Σας ευχαριστώ...» Κούνησε το κεφάλι της εριστικά. «Α, όχι, µη µ’ ευχαριστείς καθόλου, µικρέ. Γιατί θα σε κατεβάσω κακήν κακώς απ’ αυτό το λεωφορείο αν ακουστεί έστω και ένα παράπονο. Ένα». Κάθισα τρέµοντας στη θέση µου, ενώ εκείνη διέσχισε µε γοργό βήµα το διάδροµο και έβαλε µπροστά το λεωφορείο. Καθώς βγαίναµε από το πάρκινγκ, φοβόµουν ακόµα και να κοιτάξω προς τους άλλους επιβάτες, παρότι ένιωθα τα µάτια τους καρφωµένα πάνω µου. Δίπλα στο γόνατό µου ο Πόπερ άφησε ένα στεναγµό και άλλαξε θέση. Όσο κι αν τον συµπαθούσα και τον λυπόµουν, ποτέ δεν τον είχα θεωρήσει ιδιαίτερα έξυπνο ή ενδιαφέροντα για σκύλο. Μάλιστα, είχα περάσει πολύ χρόνο ευχόµενος να ήταν ένα πιο κουλ είδος σκυλιού, µπόρντερ κόλεϊ, ας πούµε, ή λαµπραντόρ, ή κάποια κλασική ράτσα διασωστών, ή έστω ένας έξυπνος, απροσδιόριστος συνδυασµός φυλών από το κυνοτροφείο, ένα πιτσιλωτό µπασταρδάκι που θα κυνηγούσε µπάλες και θα δάγκωνε αστραγάλους –σε τελική ανάλυση, οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που ήταν: ένα κοριτσίστικο σκυλί, ένα ζωντανό παιχνίδι, εντελώς αδερφίστικο, ένα ζώο το οποίο ντρεπόµουν να βγάζω βόλτα στο δρόµο. Όχι ότι ο Πόπερ δεν ήταν χαριτωµένος. Ήταν ακριβώς το είδος της µικροσκοπικής, κορδωτής χνουδόµπαλας που αρέσει σε πολύ κόσµο – κι ενώ εγώ µπορεί όχι, σίγουρα κάποιο κοριτσάκι σαν την πιτσιρίκα απέναντί µου στο διάδροµο θα τον περιµάζευε από το δρόµο και θα τον υιοθετούσε, στολίζοντάς τον µε πολύχρωµες κορδελίτσες... Καθόµουν άκαµπτος στη θέση µου, ζώντας τη σκηνή ξανά και ξανά: το σκυθρωπό πρόσωπο της οδηγού, την τροµάρα µου. Αυτό που µε φόβιζε περισσότερο ήταν ότι τώρα ήξερα πως, αν µε ανάγκαζε να κατεβάσω τον Πόπερ από το λεωφορείο, θα κατέβαινα κι εγώ µαζί του (για να κάνω τι;) στη µέση του πουθενά. Βροχή, καλαµποκοχώραφα, κι εγώ όρθιος στην άκρη του δρόµου. Μα πώς είχα καταφέρει να δεθώ µε ένα τέτοιο γελοίο πλάσµα; Ένα σκυλάκι σαλονιού, που ταίριαζε περισσότερο στη Ζάντρα; Σε όλη τη διαδροµή µέσα από το Ιλινόις και την Ιντιάνα καθόµουν στη θέση µου ευθυτενής και σε πλήρη εγρήγορση, υπερβολικά ανήσυχος για να µπορέσω να κοιµηθώ. Τα δέντρα ήταν γυµνά, στις βεράντες φιγουράριζαν σαπισµένες κολοκύθες που είχαν ξεµείνει από το Χάλοουιν. Στις απέναντι θέσεις στο διάδροµο η µητέρα είχε αγκαλιάσει το κοριτσάκι και του τραγουδούσε σιγανά: Είσαι η λιακάδα µου.[2] Δεν είχα τίποτα άλλο για φαγητό πέρα από ό,τι είχε αποµείνει από τα πατατάκια που µου είχε δώσει ο ταξιτζής. Με την απαίσια αλµυρή γεύση τους στο στόµα µου, κι ενώ επίπεδες εκτάσεις µε βιοµηχανικές µονάδες και µικρές πόλεις ανύπαρκτες στο χάρτη κυλούσαν έξω από το παράθυρο, ένιωθα παγωµένος και παντέρηµος. Ατενίζοντας τα έρηµα αγροτικά τοπία, άρχισα να αναπολώ τα τραγούδια που µου έλεγε η µητέρα µου παλιά: Τουτ, τουτ, Tούτσι, έχε γεια, τουτ, τουτ, Tούτσι, όχι κλάµατα πια.[3] Τελικά, στο Οχάιο πια, κι ενώ έπεφτε η νύχτα και είχαν αρχίσει να ανάβουν τα φώτα στα µικρά, θλιβερά, αποµακρυσµένα µεταξύ τους σπιτάκια, ένιωσα αρκετά ασφαλής ώστε να λαγοκοιµηθώ µέχρι το Κλίβελαντ, µια πόλη λουσµένη σε ψυχρό λευκό φως, όπου άλλαξα λεωφορείο στις δύο το πρωί. Δίσταζα να πάω τον Πόπερ το µεγάλο περίπατο που ήξερα ότι είχε ανάγκη, από φόβο µήπως µας έπαιρνε κανένα µάτι. (Και τι θα κάναµε αν µας ανακάλυπταν, θα µέναµε για πάντα στο Κλίβελαντ;) Ευτυχώς, ο Πόπερ φαινόταν να φοβάται επίσης. Έτσι, σταθήκαµε για κάνα
δεκάλεπτο σε µια γωνιά του δρόµου τουρτουρίζοντας, πριν του δώσω τελικά λίγο νερό, τον ξαναβάλω στην τσάντα και γυρίσω στο σταθµό για να µπω στο λεωφορείο. Ήταν µαύρα µεσάνυχτα και όλοι ήταν ζαβλακωµένοι, πράγµα που έκανε πιο εύκολα τα πράγµατα. Αλλάξαµε άλλο ένα λεωφορείο το µεσηµέρι της εποµένης στο Μπάφαλο, από το σταθµό του οποίου βγήκαµε διασχίζοντας µε κρότο µια παγωµένη στρώση χαλαζιού. Ο άνεµος, τσουχτερός και υγρός, περόνιαζε µέχρι το κόκαλο. Ύστερα από δύο χρόνια στην έρηµο, είχα ξεχάσει πώς ήταν ο πραγµατικός χειµώνας σε όλη του την οδυνηρή δριµύτητα. Στο µεταξύ, ο Μπόρις δεν είχε απαντήσει σε κανένα από τα µηνύµατά µου –πράγµα ίσως κατανοητό, αφού τα έστελνα στο κινητό της Κότκου–, όµως, όπως και να είχε, εγώ έγραψα άλλο ένα: ΕΙΜΑΙ ΜΠΑΦΑΛΟ, ΑΦΙΞΗ Ν.Υ. ΑΠΟΨΕ. ΟΛΑ ΚΑΛΑ; ΝΕΑ ΑΠΟ Ζ; Παρότι εντός των συνόρων της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, το Μπάφαλο είναι µακριά από την πόλη της Νέας Υόρκης. Ωστόσο, µε εξαίρεση µια πυρετώδη, σχεδόν ονειρική στάση στο Σίρακιουζ, όπου πήγα µια βόλτα τον Πόπερ, τον πότισα και µας αγόρασα µερικά δανέζικα σφολιατάκια µε τυρί επειδή δε βρήκα τίποτα άλλο, κατάφερα να κοιµηθώ σχεδόν σε όλη τη διαδροµή µέσω Μπατέιβια και Ρότσεστερ και Σίρακιουζ και Μπίνγκαµτον, µε το µάγουλό µου ακουµπισµένο στο παράθυρο και παγωµένο αέρα να µε φυσάει από τη χαραµάδα, µε τους κραδασµούς να µε µεταφέρουν πίσω στο Άνεµος, Άµµος και Αστέρια και σε ένα µοναχικό πιλοτήριο ψηλά πάνω από την έρηµο. Ένιωθα να µε τριγυρίζει κάτι από τη στάση στο Κλίβελαντ και µετά, κι όταν κατέβηκα τελικά στον Κεντρικό Σταθµό Υπεραστικών Λεωφορείων στην Όγδοη Λεωφόρο, είχε βραδιάσει και εγώ καιγόµουν από τον πυρετό. Είχα ρίγη, έτρεµαν τα πόδια µου και η πόλη την οποία νοσταλγούσα τόσο απεγνωσµένα για τόσο καιρό φάνταζε ξένη και θορυβώδης και παγερή, γεµάτη καυσαέρια και σκουπίδια και ξένους που µε προσπερνούσαν βιαστικά προς κάθε κατεύθυνση. Ο κεντρικός σταθµός έβριθε από αστυνοµικούς. Όπου κι αν έστρεφα το βλέµµα, υπήρχαν ταµπέλες για τηλεφωνικές γραµµές υποστήριξης και καταφύγια παιδιών που το είχαν σκάσει από το σπίτι τους. Μια αστυνοµικίνα µε περιεργάστηκε καχύποπτα όπως πήγαινα βιαστικά προς την έξοδο –έπειτα από εξήντα και βάλε ώρες ταξιδιού µε το λεωφορείο, ήµουν βρόµικος και κατάκοπος και ήξερα ότι δε γέµιζα το µάτι–, αλλά κανείς δε µε σταµάτησε, κι εγώ δεν κοίταξα καν πίσω µου, µέχρι που βγήκα από την πόρτα και αποµακρύνθηκα αρκετά. Αρκετοί άντρες διαφόρων ηλικιών και εθνικοτήτων µου φώναξαν έξω στο δρόµο, χαµηλές φωνές που έρχονταν από διάφορες κατευθύνσεις (Έι, αδερφάκι, για πού το ’βαλες; Θες να σε πετάξω κάπου;), αλλά, παρότι ειδικά ένας κοκκινοµάλλης µου φάνηκε αρκετά συµπαθητικός και απόλυτα φυσιολογικός και όχι πολύ µεγαλύτερος από µένα –σχεδόν κάποιος που θα µπορούσε να είναι φίλος µου–, ήµουν αρκετά Νεοϋορκέζος για να αγνοήσω τον πρόσχαρο χαιρετισµό του και να συνεχίσω να προχωράω σαν να ήξερα πού πήγαινα. Περίµενα ότι ο Πόπερ θα ένιωθε πανευτυχής να βγει επιτέλους από την τσάντα και να περπατήσει, αλλά, όταν τον άφησα κάτω στο πεζοδρόµιο, η Όγδοη Λεωφόρος τού έπεσε υπερβολικά χαώδης και φοβήθηκε τόσο, που στάθηκε αδύνατον να προχωρήσει πάνω από ένα τετράγωνο. Δεν είχε βρεθεί ποτέ πριν σε δρόµο µεγαλούπολης, τα πάντα γύρω του τον τρόµαζαν (αυτοκίνητα, κόρνες, πόδια ανθρώπων, άδειες πλαστικές σακούλες που παρασύρονταν από τον άνεµο) και συνέχεια πεταγόταν µπροστά, τιναζόταν προς τη διάβαση, πηδούσε δεξιά κι αριστερά ή κρυβόταν έντροµος πίσω µου, τυλίγοντας το λουρί του γύρω από τα πόδια µου, έτσι που παραλίγο να πέσω στις ρόδες ενός βαν το οποίο είχε γκαζώσει για να προλάβει να περάσει πριν ανάψει κόκκινο.
Τον πήρα αγκαλιά, µε τα πόδια του να τρέχουν ακόµα στον αέρα, τον έβαλα µέσα στην τσάντα (όπου έξυσε τα νύχια του και ξεφύσηξε νευρικά, πριν ησυχάσει τελικά) και στάθηκα στη µέση του πλήθους της ώρας αιχµής, προσπαθώντας να προσανατολιστώ. Όλα φάνταζαν πολύ πιο ρυπαρά και αφιλόξενα απ’ ό,τι τα θυµόµουν – και πιο ψυχρά, δρόµοι γκρίζοι σαν παλιές εφηµερίδες. Que faire?[4] όπως συνήθιζε να σχολιάζει η µητέρα µου. Σχεδόν την άκουσα τώρα να το λέει, µε τον ανάλαφρο, ξένοιαστο τόνο της. Αναρωτιόµουν συχνά, όταν ο πατέρας µου περιφερόταν στην κουζίνα και ανοιγόκλεινε κοπανώντας τα ντουλάπια και γκρινιάζοντας ότι ήθελε ένα ποτό, πώς ήταν αυτή η αίσθηση του να θέλει κανείς ποτό, να θέλει αλκοόλ και τίποτα άλλο, ούτε νερό ούτε αναψυκτικό ούτε τίποτα. Τώρα ξέρω, σκέφτηκα ψυχρά. Πέθαινα για µια µπίρα, αλλά δεν ήµουν τόσο αφελής ώστε να µπω σε κάποια κάβα και να επιχειρήσω να αγοράσω χωρίς ταυτότητα. Αναπόλησα µε λαχτάρα τη βότκα του κυρίου Παβλικόφσκι, την καθηµερινή έκρηξη κάψας που είχα φτάσει να θεωρώ δεδοµένη. Και, το σηµαντικότερο, πέθαινα της πείνας. Απείχα µερικές πόρτες από ένα ονοµαστό µαγαζί µε κεκάκια µε βουτυρόκρεµα, και ήταν τέτοια η πείνα µου, ώστε µπήκα γραµµή µέσα και αγόρασα το πρώτο που µου τράβηξε την προσοχή (µε γεύση πράσινο τσάι, όπως αποδείχτηκε, και κάποιου είδους γέµιση µε άρωµα βανίλια, παράξενο αλλά πεντανόστιµο.) Η ζάχαρη µε έκανε να νιώσω καλύτερα σχεδόν αµέσως. Κι όσο έτρωγα, γλείφοντας την κρέµα από τα δάχτυλά µου, παρατηρούσα έκθαµβος τις φουριόζικες ορδές των περαστικών. Φεύγοντας από το Βέγκας, ήµουν πολύ πιο αισιόδοξος για την έκβαση αυτής της περιπέτειας. Άραγε θα ειδοποιούσε η κυρία Μπάρµπορ τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας ότι είχα γυρίσει; Παλιότερα θα απαντούσα κατηγορηµατικά όχι, αλλά τώρα είχα τις αµφιβολίες µου. Και υπήρχε επίσης το όχι και τόσο επουσιώδες θέµα του Πόπερ, αφού –µαζί µε τα γαλακτοκοµικά και τους ξηρούς καρπούς και το σελοτέιπ και τη µουστάρδα και άλλα είκοσι πέντε περίπου από τα πιο συνηθισµένα πράγµατα που υπάρχουν µέσα σε ένα σπίτι– ο Άντι ήταν αλλεργικός στα σκυλιά, και όχι µόνο σε αυτά, αλλά και στις γάτες και στα άλογα και στα ζώα του τσίρκου και στο ινδικό χοιρίδιο του εργαστηρίου (τον «Νιούτον») που είχαµε πίσω στη δευτέρα δηµοτικού, και ήταν αυτή η αιτία που δεν υπήρχαν κατοικίδια στην οικία Μπάρµπορ. Για κάποιο λόγο, δε µου είχε φανεί τόσο ανυπέρβλητο εµπόδιο πίσω στο Βέγκας, όµως το όλο θέµα, όπως στεκόµουν τώρα στην Όγδοη Λεωφόρο, µε το σκοτάδι να πέφτει –και µαζί του και η θερµοκρασία–, αποκτούσε άλλες διαστάσεις. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνω, άρχισα να περπατάω προς τη λεωφόρο Παρκ. Ο άνεµος µου πάγωνε το πρόσωπο και η µυρωδιά της βροχής στον αέρα µού προκαλούσε νευρικότητα. Ο ουρανός της Νέας Υόρκης φαινόταν πολύ πιο χαµηλός και βαρύς απ’ ό,τι πέρα στα δυτικά – ρυπαρά σύννεφα, σαν µουντζούρες από µολύβι πάνω σε τραχύ χαρτί σβησµένο µε γοµολάστιχα. Ήταν θαρρείς και η έρηµος, η ανοιχτοσύνη της, είχε επαναρυθµίσει τη µακρινή µου όραση. Όλα γύρω µού φαίνονταν τροµερά υγρά και στενόχωρα. Το περπάτηµα µε βοήθησε τουλάχιστον να ξεµουδιάσω τα πόδια µου. Προχώρησα ανατολικά, προς τη βιβλιοθήκη (τα λιοντάρια! Έµεινα ακίνητος για µια στιγµή, σαν στρατιώτης που επιστρέφει από το µέτωπο και βλέπει τα πρώτα γνώριµα σηµάδια της εστίας του), και µετά έστριψα και πήρα να ανηφορίζω την Πέµπτη Λεωφόρο –οι φανοστάτες αναµµένοι, αρκετή κίνηση στο δρόµο ακόµα, παρότι η κυκλοφορία είχε αρχίσει να αραιώνει για τη νύχτα– µέχρι τη Σέντραλ Παρκ Σάουθ. Παρότι κατάκοπος και ξεπαγιασµένος, ένιωσα την καρδιά µου να σφίγγεται στη θέα του πάρκου και διέσχισα τρέχοντας την 57η (την Οδό της Χαράς!), για να χαθώ στο φυλλώδες σκοτάδι. Οι µυρωδιές, οι σκιές, ακόµα και οι πιτσιλωτοί
κάτωχροι κορµοί των πλατάνων µού τόνωσαν το ηθικό, κι ωστόσο ήταν σαν να έβλεπα ένα άλλο πάρκο κάτω από το πραγµατικό, ένα χάρτη του παρελθόντος, ένα φασµατικό Σέντραλ Παρκ φορτισµένο µε αναµνήσεις, σχολικές εκδροµές και επισκέψεις στο ζωολογικό κήπο που είχαν παρέλθει καιρό πριν. Περπατούσα στο πεζοδρόµιο από τη µεριά της Πέµπτης Λεωφόρου κοιτάζοντας προς τα µέσα, και τα µονοπάτια ήταν σκιασµένα από τα δέντρα, µε διάσπαρτες λιµνούλες φωτός από τους φανοστάτες, µυστηριώδη και προκλητικά όπως τα δάση στο παιδικό βιβλίο Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα από τη σειρά Tα Χρονικά της Νάρνια. Αν έστριβα και ακολουθούσα κάποιο από εκείνα τα φωτισµένα µονοπάτια, άραγε βγαίνοντας θα βρισκόµουν σε µια άλλη χρονιά, ίσως σε ένα διαφορετικό µέλλον, στο οποίο η µητέρα µου, έχοντας µόλις σχολάσει από τη δουλειά, θα µε περίµενε, κάπως αναµαλλιασµένη από τον αέρα, στο παγκάκι (το παγκάκι µας!) δίπλα στη Μικρή Λίµνη, χώνοντας το κινητό στην τσάντα της µόλις µε έβλεπε για να σηκωθεί και να µε φιλήσει; Καλώς το κουταβάκι µου. Πώς πήγε το σχολείο; Τι λες να φάµε για βράδυ; Και τότε –ξαφνικά– µαρµάρωσα. Μια οικεία φιγούρα µε κοστούµι µε είχε προσπεράσει σκουντώντας µε ελαφρά και κατηφόριζε τώρα µε µεγάλες δρασκελιές το πεζοδρόµιο µπροστά µου. Μια αφάνα από άσπρα µαλλιά ξεχώριζε στο σκοτάδι, άσπρα µαλλιά που έδιναν την αίσθηση ότι θα έπρεπε να είναι πιο µακριά και πιασµένα πίσω µε κορδέλα. Φαινόταν απορροφηµένος στις σκέψεις του, πιο ατηµέλητος απ’ ό,τι συνήθως, αλλά και πάλι τον αναγνώρισα αµέσως, αυτή τη χαρακτηριστική κλίση του κεφαλιού που θύµιζε αµυδρά τον Άντι: Ήταν ο κύριος Μπάρµπορ, µε το χαρτοφύλακα και τα όλα του, που γύριζε στο σπίτι από τη δουλειά του. Έτρεξα να τον προλάβω. «Κύριε Μπάρµπορ;» φώναξα. Μιλούσε µόνος του, παρότι δεν µπορούσα να ακούσω τι έλεγε. «Κύριε Μπάρµπορ, εγώ είµαι, ο Θίο», είπα δυνατά, πιάνοντάς τον από το µανίκι. Στράφηκε µε απρόσµενη βιαιότητα, τινάζοντας το χέρι µου πέρα. Ναι, ήταν όντως ο κύριος Μπάρµπορ, θα τον αναγνώριζα οπουδήποτε. Αλλά τα µάτια του, όταν διασταυρώθηκαν µε τα δικά µου, ήταν τα µάτια ενός ξένου: σπινθηροβόλα και σκληρά και γεµάτα καταφρόνια. «Τέρµα οι ελεηµοσύνες!» τσίριξε µε διαπεραστική φωνή. «Χάσου από δω!» Μπορούσα να αναγνωρίσω τη µανία όταν την έβλεπα. Ήταν µια πιο τραβηγµένη παραλλαγή της έκφρασης που είχε κάποιες φορές ο µπαµπάς µου τις µέρες των αγώνων – ή εκείνη ειδικά τη µέρα που είχε ξεφύγει τελείως και µε είχε χτυπήσει. Δεν είχα δει ποτέ άλλοτε τον κύριο Μπάρµπορ σε φάση που να µην έχει πάρει τη φαρµακευτική του αγωγή (ο Άντι ήταν –όπως πάντα– φειδωλός όταν µιλούσε για τις «εξάρσεις» του πατέρα του, κι έτσι δεν είχα ιδέα τότε για επεισόδια όπως όταν είχε προσπαθήσει να τηλεφωνήσει στον υπουργό Εξωτερικών ή να πάει στη δουλειά µε τις πιτζάµες του), και αυτή η έκρηξη οργής ήταν τόσο ασύµβατη µε τον καλόβολο και πάντα κάπως αφηρηµένο κύριο Μπάρµπορ που γνώριζα, ώστε µαζεύτηκα ντροπιασµένος. «Ζήτησες λεφτά απ’ αυτό τον άνθρωπο;» ρώτησε ένας άλλος άντρας που είχε βρεθεί ξαφνικά δίπλα µου από το πουθενά όπως στεκόµουν εµβρόντητος στο πεζοδρόµιο. «Λέγε, ζήτησες λεφτά;» επέµεινε µε οργίλο τόνο όταν απέστρεψα το βλέµµα. Ήταν κοντόχοντρος, ντυµένος µε το κλασικό κοστούµι υπαλλήλου πολυεθνικής, σίγουρα οικογενειάρχης και µε τόσο βαριά, καταθλιπτική αύρα, που ένιωσα να µου σηκώνεται η τρίχα. Επιχείρησα να τον παρακάµψω, αλλά µου έκλεισε το δρόµο και κατέβασε βαρύ το χέρι του στον ώµο µου, οπότε του ξέφυγα και έτρεξα πανικόβλητος προς το πάρκο. Έτρεχα προς τη Μικρή Λίµνη, κατηφορίζοντας µονοπάτια κιτρινισµένα και γλιστερά από
τα πεσµένα φύλλα, στρίβοντας ενστικτωδώς προς το Σηµείο Συνάντησης (όπως αποκαλούσαµε το παγκάκι µας η µητέρα µου κι εγώ), όπου κάθισα τρέµοντας. Μου είχε φανεί η πιο απίστευτη, αδιανόητη τύχη το να πέσω πάνω στον κύριο Μπάρµπορ στο δρόµο. Για λίγα δευτερόλεπτα είχα σκεφτεί ότι, µετά την πρώτη σαστιµάρα και απορία, θα µε καλωσόριζε χαρούµενα, θα µου έκανε κάποιες ερωτήσεις –Ω, δεν πειράζει, δεν πειράζει, τα λέµε αργότερα αυτά– και θα µε πήγαινε κατευθείαν στο διαµέρισµά τους. Θεέ µου, τι περιπέτεια. Χαρά που θα κάνει ο Άντι όταν σε δει! Χριστέ µου, σκέφτηκα, περνώντας τα δάχτυλα µέσα από τα µαλλιά µου, σοκαρισµένος ακόµα από την αντίδρασή του. Σε έναν ιδανικό κόσµο, ο κύριος Μπάρµπορ θα ήταν το µέλος της οικογένειας που θα ήθελα να συναντήσω στο δρόµο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, περισσότερο και από τον Άντι, ασφαλώς περισσότερο από τα αδέρφια του, περισσότερο και από την κυρία Μπάρµπορ, µε τις ψαρωτικές της παύσεις, τις κοινωνικές της αβρότητες, τους άγνωστους σ’ εµένα κώδικες συµπεριφοράς, το ψυχρό, ανεξιχνίαστο βλέµµα. Από καθαρή συνήθεια, έλεγξα το κινητό για µηνύµατα για χιλιοστή φορά, και χάρηκα που, επιτέλους, βρήκα ένα. Ήταν από ένα νούµερο που δεν αναγνώρισα, αλλά δεν µπορεί παρά να ερχόταν από τον Μπόρις. ΓΕΙΑ! ΕΛΠΙΖΩ ΚΑΛΑ ΚΙ ΟΙ 2. ΞΕΘΥΜΩΣΕΣ; ΠΑΡΕ ΤΗΛ. ΖΑΝΤΡΑ, Μ’ ΕΧΕΙ ΠΡΗΞΕΙ. Προσπάθησα να του τηλεφωνήσω στο ίδιο νούµερο –του είχα στείλει καµιά πενηνταριά µηνύµατα από το δρόµο–, αλλά δεν απάντησε κανείς, και το τηλέφωνο της Κότκου µε παρέπεµπε κατευθείαν στον τηλεφωνητή. Όσο για τη Ζάντρα, µπορούσε να περιµένει. Γυρίζοντας πίσω στη Σέντραλ Παρκ Σάουθ µαζί µε τον Πόπερ, αγόρασα τρία χοτ ντογκ από έναν υπαίθριο πωλητή που έκλεινε για τη µέρα (ένα για τον Πόπερ, δύο για µένα), κι ενόσω τρώγαµε σε ένα κάπως απόµερο παγκάκι δίπλα στην Πύλη των Λογίων, εξέτασα τις επιλογές µου. Στις ονειροφαντασίες µου σχετικά µε τη Νέα Υόρκη όσο βρισκόµουν πέρα στην έρηµο περιλαµβάνονταν κάποιες φορές σκηνές µε τον Μπόρις κι εµένα να ζούµε στο δρόµο, γύρω από την οδό Σεντ Μαρκς Πλέις ή την πλατεία Τόµπκινς στο Ιστ Βίλατζ, πιθανότατα κουνώντας τα κύπελλά µας για ελεηµοσύνη µαζί µε τους ίδιους κουρελιάρηδες εφήβους µε τα σκέιτµπορντ που κάποτε γιουχάιζαν τον Άντι κι εµένα όταν περνούσαµε µε τις σχολικές µας στολές. Αλλά η πραγµατική προοπτική της διανυκτέρευσης έξω στο δρόµο δεν ήταν καθόλου δελεαστική τώρα που βρισκόµουν µόνος, µε ρίγη από τον πυρετό, µες στην παγωνιά του Νοέµβρη. Το πιο σπαστικό ήταν ότι απείχα µόλις πέντε τετράγωνα από το σπίτι του Άντι. Σκέφτηκα να του τηλεφωνήσω, να του ζητήσω να συναντηθούµε ίσως, αλλά τελικά αποφάσισα να µην το κάνω. Σίγουρα θα µπορούσα να του τηλεφωνήσω αν έφτανα σε σηµείο απόγνωσης, ήξερα ότι ευχαρίστως θα ξεγλιστρούσε από το σπίτι για να µου φέρει µια αλλαξιά ρούχα και όσα λεφτά κατάφερνε να σουφρώσει από το πορτοφόλι της µαµάς του, καθώς και –ποιος ξέρει;– µερικά περισσεύµατα από τα καναπεδάκια µε καβουρόψιχα ή τα φιστίκια που είχαν πάντα ως συνοδευτικά για τα κοκτέιλ τους οι Μπάρµπορ. Αλλά η λέξη ελεηµοσύνες εξακολουθούσε να µε τσούζει. Όσο κι αν συµπαθούσα τον Άντι, είχαν µεσολαβήσει περίπου δύο χρόνια. Και δεν µπορούσα να ξεχάσω τον τρόπο που µε είχε κοιτάξει ο κύριος Μπάρµπορ. Προφανώς, κάτι είχε πάει πολύ στραβά, µόνο που δεν ήξερα τι ακριβώς – ήξερα µόνο ότι ήµουν, κατά κάποιον τρόπο, υπεύθυνος, φέροντας το µίασµα του όνειδους και της αναξιότητας και της αίσθησης ότι ήµουν ένα βάρος για τους άλλους, που ποτέ δε µε άφηνε. Χωρίς να το θέλω, αφού στην ουσία κοίταζα στο κενό, το βλέµµα µου διασταυρώθηκε µε του άντρα που καθόταν στο απέναντι παγκάκι. Απέστρεψα βιαστικά τα µάτια, αλλά ήταν αργά: Ήδη σηκωνόταν και ερχόταν προς το µέρος µου.
«Χαριτωµένο το σκυλάκι σου», είπε, σκύβοντας για να χαϊδέψει τον Πόπερ, για να συνεχίσει όταν δεν πήρε απάντηση: «Πώς σε λένε; Μπορώ να καθίσω;». Ήταν ένας νευρώδης τύπος, κοντός αλλά µάλλον δυνατός. Και βρόµαγε. Σηκώθηκα αποφεύγοντας το βλέµµα του και στράφηκα να φύγω, αλλά µε άρπαξε από τον καρπό. «Τι τρέχει;» ρώτησε µε απαίσιο τόνο. «Δε σου αρέσω;» Του ξέφυγα µε ένα κοφτό τίναγµα και άρχισα να τρέχω, µε τον Πόπερ να µε ακολουθεί έξω στο δρόµο, υπερβολικά γρήγορα, δεν ήταν εξοικειωµένος µε την πυκνή κυκλοφορία της µητρόπολης, αµάξια παντού, και τον άρπαξα στην αγκαλιά µου κυριολεκτικά την τελευταία στιγµή, διασχίζοντας βιαστικά την Πέµπτη Λεωφόρο προς το ξενοδοχείο Pierre. Ο διώκτης µου, καθηλωµένος στο απέναντι πεζοδρόµιο από το φανάρι που είχε κοκκινίσει για τους πεζούς, είχε προσελκύσει καχύποπτες µατιές από κάποιους περαστικούς, κι όταν ξανακοίταξα, νιώθοντας ασφαλής στο φωτεινό κύκλο που σχηµατιζόταν στη ζεστή, κατάφωτη είσοδο του ξενοδοχείου, ανάµεσα σε καλοντυµένα ζευγάρια και πορτιέρηδες που σταµατούσαν ταξί, είδα ότι είχε αποσυρθεί και πάλι στα σκοτάδια του πάρκου. Οι δρόµοι ήταν ακόµα πιο θορυβώδεις απ’ όσο τους θυµόµουν – και πιο δύσοσµοι επίσης. Όπως στεκόµουν στη γωνία της Πέµπτης Λεωφόρου µε την 59η Οδό, µπροστά στην ιστορική αντικερί A La Vieille Russie, ένιωσα να µε πνίγει η οικεία δυσωδία του κέντρου: άλογα που έσερναν αµαξάκια, καυσαέρια πετρελαιοκίνητων λεωφορείων, άρωµα και ούρα. Τόσο καιρό θεωρούσα το Βέγκας κάτι προσωρινό, πιστεύοντας ότι η αληθινή µου ζωή ήταν στη Νέα Υόρκη, αλλά ήταν όντως έτσι; Όχι πια, σκέφτηκα λυπηµένα, επιθεωρώντας το αισθητά αραιότερο πλήθος των πεζών που προσπερνούσε βιαστικά το πολυκατάστηµα Bergdorf. Αν και πονούσα ολόκληρος και είχα ρίγη από τον πυρετό, περπάτησα γύρω στα δέκα οικοδοµικά τετράγωνα, προσπαθώντας να διώξω το τρέµουλο και το µούδιασµα που είχε µείνει στα πόδια µου από τους κραδασµούς του λεωφορείου. Αλλά κάποτε η παγωνιά ξεπέρασε τα όρια της αντοχής µου, οπότε σταµάτησα ένα ταξί. Θα ήταν εύκολο να πάρω λεωφορείο, η διαδροµή δεν ήταν µεγαλύτερη από κάνα µισάωρο, αφού ήταν µια ευθεία κατά µήκος της Πέµπτης Λεωφόρου µέχρι το Ιστ Βίλατζ, µε τη διαφορά ότι, ύστερα από τρεις συνεχόµενες µέρες στο λεωφορείο, δεν άντεχα στη σκέψη να ξαναµπώ έστω και για ένα λεπτό. Δεν ένιωθα και τόσο άνετα µε την προοπτική να σκάσω µύτη στο σπίτι του Χόµπι έτσι ξαφνικά – για την ακρίβεια, δεν ένιωθα καθόλου άνετα, αφού είχαµε χάσει επαφή εδώ και κάµποσο καιρό, και έφταιγα εγώ, όχι εκείνος, αφού κάποια στιγµή απλώς σταµάτησα να του γράφω. Από µια άποψη, αυτή ήταν η φυσική εξέλιξη των πραγµάτων. Από µια άλλη, τα πειρακτικά σχόλια του Μπόρις («Γερο-µπινές;») µε είχαν ψυχράνει απέναντί του, µε αποτέλεσµα να µην απαντήσω ποτέ στα δυο τρία τελευταία γράµµατά του. Ένιωθα άσχηµα. Φρικτά. Παρότι η διαδροµή ήταν σύντοµη, πρέπει να µε πήρε ο ύπνος στο πίσω κάθισµα, γιατί, όταν σταµάτησε ο ταξιτζής και µε ρώτησε «Εδώ καλά;», ξύπνησα µε ένα τίναγµα και έµεινα για λίγη ώρα αποσβολωµένος, προσπαθώντας να θυµηθώ πού στην ευχή βρισκόµουν. Το µαγαζί, πρόσεξα καθώς ξεµάκραινε στο δρόµο το ταξί, ήταν κλειστό και σκοτεινό, σαν να µην είχε ξανανοίξει όλο το διάστηµα που έλειπα από τη Νέα Υόρκη. Οι τζαµαρίες ήταν καλυµµένες µε µουντζούρα και, κοιτώντας µέσα, είδα ότι κάποια από τα έπιπλα ήταν σκεπασµένα µε σεντόνια. Αυτές ήταν οι µοναδικές αλλαγές, µε τη διαφορά ότι όλα τα παλιά βιβλία και τα µικροπράγµατα –οι άσπροι παπαγάλοι, οι οβελίσκοι– ήταν καλυµµένα µε µια παχιά στρώση σκόνης.
Η καρδιά µου βούλιαξε στο στήθος µου. Στάθηκα στο δρόµο για ένα δυο λεπτά αβεβαιότητας, πριν µαζέψω το κουράγιο που χρειαζόµουν για να χτυπήσω το κουδούνι. Μου φάνηκε ότι άκουγα για αιώνες τον αντίλαλό του από το εσωτερικό, αν και µάλλον δεν περίµενα παραπάνω από λίγες στιγµές. Είχα σχεδόν πείσει τον εαυτό µου ότι δεν ήταν κανείς στο σπίτι (και τι θα έκανα; Θα γύριζα µε τα πόδια στην πλατεία Τάιµς και θα προσπαθούσα να βρω κανένα φτηνό ξενοδοχείο για να περάσω τη νύχτα ή θα παραδινόµουν στην αστυνοµία για να µε παραδώσει στην Πρόνοια, να ξεµπερδεύω µια και καλή;), όταν η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και εγώ βρέθηκα µπροστά... όχι στον Χόµπι, αλλά σε ένα κορίτσι στην ηλικία µου. Ήταν αυτή, η Πίππα. Ακόµα µικροσκοπική (ήµουν πολύ ψηλότερος από εκείνη τώρα) και λεπτή, αν και µε πολύ πιο υγιή όψη απ’ ό,τι την τελευταία φορά που την είχα δει, µε πιο γεµάτο πρόσωπο. Είχε πολλές φακίδες και τα µαλλιά της ήταν αλλιώτικα, σάµπως να είχαν ξαναφυτρώσει µε διαφορετικό χρώµα και υφή, όχι πια πυρρόξανθα, αλλά σε µια βαθύτερη απόχρωση της σκουριάς, και πιο άγρια, σαν της θείας της της Μάργκαρετ. Ήταν ντυµένη σαν αγόρι, µε κάλτσες, παλιό κοτλέ παντελόνι και ένα φούτερ που της έπεφτε τεράστιο, µε τη διαφορά ότι φορούσε ένα απίθανο φουλάρι µε ροζ και πορτοκαλιές ρίγες που µόνο µια φευγάτη γιαγιά θα φορούσε. Με ζαρωµένο µέτωπο, ευγενική αλλά επιφυλακτική, µε κοίταζε ανέκφραστα µε τα χρυσοκάστανα µάτια της. Έβλεπε έναν ξένο. «Θέλετε κάτι;» µε ρώτησε. Με ξέχασε, σκέφτηκα συντετριµµένος. Μα πώς περίµενα να µε θυµόταν; Είχε περάσει πολύς καιρός, και ήξερα ότι κι εγώ είχα αλλάξει πολύ. Ήταν σαν να έβλεπα κάποιον που είχα για πεθαµένο. Τότε, κατεβαίνοντας µε βαριά βήµατα τη σκάλα για να έρθει να σταθεί πίσω της, µε χακί παντελόνι λεκιασµένο µε µπογιές και ζακέτα µε µανίκια ανεβασµένα στους αγκώνες, κατέφτασε ο Χόµπι. Έκοψε τα µαλλιά του, αυτή ήταν η πρώτη µου σκέψη: Ήταν κοντοκουρεµένα και πολύ πιο άσπρα απ’ όσο τα θυµόµουν. Η έκφρασή του ήταν ελαφρώς εκνευρισµένη. Για µια τροµερή στιγµή που έκανε την καρδιά µου να σφιχτεί, νόµιζα ότι ούτε αυτός θα µε αναγνώριζε, αλλά τότε έκρωξε «Κύριε των Δυνάµεων!» και έκανε ένα βήµα πίσω. «Εγώ είµαι», έσπευσα να επιβεβαιώσω, τρέµοντας µήπως µου έκλεινε την πόρτα κατάµουτρα. «Ο Θίοντορ Ντέκερ. Με θυµάστε;» Η Πίππα έστρεψε το βλέµµα της πάνω του –προφανώς, είχε αναγνωρίσει το όνοµά µου, µόλο που εγώ της ήµουν άγνωστος– και η φιλική έκφραση χαράς που αποτυπώθηκε στα πρόσωπά τους ήταν µια τόσο ευχάριστη έκπληξη, που άρχισα να κλαίω. «Θίο!» Το αγκάλιασµά του ήταν τόσο στιβαρό και πατρικό και θερµό, που αναλύθηκα σε αληθινά αναφιλητά. Και µετά ένιωσα το χέρι του στον ώµο µου, σίγουρο και βαρύ σαν άγκυρα, η ενσάρκωση της ασφάλειας και του κύρους. Με οδήγησε µέσα, στο εργαστήριο, αχνές αντανακλάσεις σε επιχρυσωµένες επιφάνειες και πλούσιες µυρωδιές ξύλου που συντρόφευαν τα όνειρά µου, και από εκεί στη σκάλα που έβγαζε σε εκείνο το χαµένο στο χρόνο καθιστικό µε τα βελούδα και τις υδρίες και τους µπρούντζους. «Πόσο χαίροµαι που σε βλέπω», έλεγε και ξανάλεγε, και «Φαίνεσαι τσακισµένος», και «Πότε γύρισες;», και «Πεινάς;», και «Θεέ µου, πόσο µεγάλωσες!», και «Τι µαλλί είν’ αυτό; Είσαι σαν τον Μόγλη, το αγόρι της ζούγκλας!», και (µε ανησυχία τώρα) «Μήπως σου φαίνεται πολύ πνιγηρά εδώ µέσα; Θες ν’ ανοίξω κανένα παράθυρο;», κι όταν ο Πόπερ έσκασε µύτη µέσα από την τσάντα που κρατούσα παραµάσχαλα: «Όπα! Ποιος είν’ αυτός;». Η Πίππα τον έβγαλε γελώντας από την τσάντα και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Ένιωθα το κεφάλι µου να γυρίζει από τον πυρετό, να εκπέµπει µια κατακόκκινη ακτινοβολία σαν τις
ράβδους στις σόµπες πυράκτωσης, τόσο ανερµάτιστος, ώστε ούτε καν ντρεπόµουν που έκλαιγα. Το µόνο πράγµα του οποίου είχα συναίσθηση ήταν η απέραντη ανακούφιση που βρισκόµουν εκεί, καθώς και η ξέχειλη από συναισθήµατα πονεµένη καρδιά µου. Στην κουζίνα υπήρχε έτοιµη µανιταρόσουπα, για την οποία δεν είχα όρεξη, αλλά ήταν ζεστή, κι εγώ κρύωνα φοβερά. Κι όση ώρα έτρωγα –µε την Πίππα να παίζει µε τον Πόπτσικ καθισµένη οκλαδόν στο πάτωµα, κουνώντας τα κρόσσια από το γιαγιαδίστικο φουλάρι της µπροστά στη µύτη του (Πόπερ – Πίππα, πώς ήταν δυνατόν να µην είχα παρατηρήσει ποτέ την οµοιότητα στα ονόµατά τους;)–, του µίλησα, µέσες άκρες, µάλλον µπερδεµένα, για το θάνατο του πατέρα µου και για το τι είχε προηγηθεί. Ακούγοντάς µε, µε τα µπράτσα σταυρωµένα στο στήθος του, ο Χόµπι είχε µια εξαιρετικά ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπό του, µε τη ρυτίδα ανάµεσα στα φρύδια του να βαθαίνει όλο και περισσότερο. «Πρέπει να της τηλεφωνήσεις», είπε. «Στη γυναίκα του πατέρα σου». «Μα δεν είναι η γυναίκα του! Φιλενάδα του είναι! Και δε δίνει δεκάρα για µένα!» Κούνησε το κεφάλι του ανένδοτος. «Δεν έχει σηµασία. Πρέπει να της τηλεφωνήσεις και να της πεις ότι είσαι καλά. Ναι, ναι, πρέπει», είπε, ανεβάζοντας τον τόνο του για να καλύψει τις διαµαρτυρίες µου. «Χωρίς µα και ξεµά. Τώρα αµέσως, αυτή τη στιγµή!» Υπήρχε ένα παλιοµοδίτικο τηλέφωνο κρεµασµένο στον τοίχο της κουζίνας. «Πιπς, έλα να τον αφήσουµε µόνο του λίγο». Παρότι η Ζάντρα ήταν ίσως το τελευταίο άτοµο στον κόσµο µε το οποίο ήθελα να µιλήσω – ειδικά µετά την επιδροµή στην κρεβατοκάµαρά της και την κλοπή του κοµποδέµατος από τα φιλοδωρήµατά της–, ένιωθα τέτοια ανακούφιση, ώστε θα έκανα ό,τι κι αν µου ζητούσε ο Χόµπι. Σχηµατίζοντας τον αριθµό, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό µου ότι µάλλον δε θα το σήκωνε (µας τηλεφωνούσαν τόσοι δικηγόροι και εκπρόσωποι εισπρακτικών εταιρειών κάθε τόσο, ώστε σπάνια απαντούσε σε κλήσεις από αριθµούς που δε γνώριζε), γι’ αυτό και ξαφνιάστηκα όταν απάντησε στη στιγµή. «Άφησες ανοιχτή την εξώπορτα», µε κατηγόρησε αµέσως, µε φωνή που έσταζε φαρµάκι. «Τι;» «Άφησες το σκυλί να βγει. Το ’σκασε, δεν τον βρίσκω πουθενά. Θα τον πάτησε κανένα αυτοκίνητο, ή ποιος ξέρει τι...» «Όχι». Κρατούσα το βλέµµα µου καρφωµένο στη µαυρίλα της στρωµένης µε πλίνθους πίσω αυλής. Είχε πιάσει βροχή, χοντρές σταγόνες χτυπούσαν µε δύναµη πάνω στα παράθυρα, η πρώτη πραγµατική βροχή που έβλεπα ύστερα από δύο χρόνια σχεδόν. «Είναι µαζί µου». «Α». Ο τόνος της πρόδιδε ανακούφιση. Και µετά, πιο απότοµα: «Πού είσαι; Μαζί µε τον Μπόρις κάπου;». «Όχι». «Μιλήσαµε. Ακουγόταν τελείως φευγάτος. Δεν ήθελε να µου πει πού είσαι. Ξέρω ότι ξέρει». Παρότι ήταν ακόµα νωρίς εκεί, η φωνή της ηχούσε βραχνή, σαν να έπινε ή να έκλαιγε. «Θα ’πρεπε να σας καταγγείλω στην αστυνοµία, Θίο. Ξέρω ότι εσείς οι δυο κλέψατε εκείνα τα λεφτά και τα υπόλοιπα». «Ναι, όπως έκλεψες κι εσύ τα σκουλαρίκια της µαµάς µου». «Τι...» «Εκείνα µε το διαµάντι και τα σµαράγδια. Ήταν της µητέρας της». «Δεν τα έκλεψα!» Ήταν θυµωµένη τώρα. «Πώς τολµάς; Ο Λάρι µού τα χάρισε, µου τα χάρισε µετά που...» «Ναι. Μετά που τα έκλεψε από τη µητέρα µου».
«Εµ... διόρθωσέ µε αν κάνω λάθος, αλλά η µαµά σου έχει πεθάνει». «Ναι, αλλά ζούσε και βασίλευε όταν της τα έκλεψε εκείνος. Κανένα χρόνο περίπου πριν πεθάνει. Είχε ειδοποιήσει την ασφαλιστική εταιρεία», συµπλήρωσα, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής µου για να καλύψω τη δική της. «Και είχε καταγγείλει την κλοπή στην αστυνοµία». Δεν ήξερα κατά πόσο ίσχυε αυτό το τελευταίο, αλλά δεν αποκλειόταν κιόλας. «Χµ, µάλλον δεν έχεις ακουστά κάτι που λέγεται “κοινή συζυγική ιδιοκτησία”». «Μάλιστα... Κι εσύ µάλλον δεν έχεις ακουστά κάτι που λέγεται “οικογενειακό κειµήλιο”. Εσύ κι ο µπαµπάς µου δεν ήσασταν καν νόµιµα παντρεµένοι. Δεν είχε κανένα δικαίωµα να τα χαρίσει σ’ εσένα». Σιωπή. Άκουσα το κλικ του αναπτήρα της στην άλλη άκρη της γραµµής και µετά µια βαθιά εισπνοή. «Κοίτα, µικρέ, µπορώ να πω κάτι; Δεν είναι για τα λεφτά, αλήθεια. Ούτε για την κόκα. Αν και, σ’ το λέω να το ξέρεις, εγώ δεν έκανα τόσο σκληρά ναρκωτικά στην ηλικία σου. Περνιέσαι για έξυπνος και τα σχετικά, και µπορεί να είσαι, αλλά έχεις πάρει πολύ κακό δρόµο, κι εσύ κι ο κολλητός σου ο πώς-τον-λένε. Ναι, ναι», επέµεινε, διακόπτοντας τις διαµαρτυρίες µου, «τον συµπαθώ κι αυτόν, αλλά είναι κακά µαντάτα αυτό το παιδί». «Κάτι θα ξέρεις εσύ». Γέλασε στεγνά. «Λοιπόν, ξέρεις κάτι, µικρέ; Εγώ είµαι καιρό στο κουρµπέτι, πραγµατικά ξέρω. Ο φιλαράκος σου θα βλέπει τον κόσµο πίσω από κάγκελα πριν κλείσει τα δεκαοχτώ, και βάζω ό,τι στοίχηµα θες πως θα καταλήξεις κι εσύ εκεί µαζί του. Εντάξει, δε σε κατηγορώ», είπε, ανεβάζοντας ξανά τον τόνο της φωνής της, «εγώ αγαπούσα τον µπαµπά σου, αλλά σίγουρα δεν ήταν ο καλύτερος πατέρας στον κόσµο, και, απ’ όσα µου ’λεγε, ούτε και η µάνα σου ήταν καµιά σπουδαία». «Λοιπόν, µέχρι εδώ! Άντε γαµήσου!» Έτρεµα κυριολεκτικά από την οργή. «Σε κλείνω». «Όχι, στάσου. Στάσου! Με συγχωρείς. Δεν έπρεπε να το πω αυτό για τη µητέρα σου. Δεν ήθελα να µιλήσουµε γι’ αυτό. Σε παρακαλώ, θα περιµένεις µια στιγµή;» «Περιµένω». «Καταρχάς, σε περίπτωση που σ’ ενδιαφέρει, ζήτησα να αποτεφρωθεί ο µπαµπάς σου. Έχεις καµιά αντίρρηση;» «Κάνε ό,τι θες». «Ποτέ δε νοιαζόσουν ιδιαίτερα για εκείνον, έτσι;» «Τελειώσαµε;» «Υπάρχει και κάτι άλλο. Δε µε νοιάζει πού είσαι, µε κάθε ειλικρίνεια. Αλλά χρειάζοµαι µια διεύθυνση για να µπορώ να επικοινωνήσω µαζί σου». «Και γιατί;» «Μη µου κάνεις τον έξυπνο. Κάποια στιγµή θα τηλεφωνήσει κάποιος από το σχολείο σου, ή κάτι τέτοιο...» «Λίγο απίθανο µου φαίνεται». «...και θα χρειαστώ, δεν ξέρω, κάποια εξήγηση για το πού βρίσκεσαι. Εκτός αν δε σε νοιάζει να βάλουν οι µπάτσοι τη φωτογραφία σου πάνω σε κάνα µπουκάλι µε γάλα ή σε τίποτα αφίσες». «Επίσης απίθανο, θα έλεγα». «Επίσης απίθανο, θα έλεγα», επανέλαβε σε µια σαρκαστική, κοροϊδευτική µίµηση της φωνής µου. «Μπορεί, αλλά δώσε µου εσύ µια διεύθυνση επικοινωνίας, και είµαστε εντάξει. Θέλω να πω», συνέχισε όταν δεν απάντησα, «για να είµαι ξεκάθαρη, εµένα δε µου καίγεται καρφί πού
βρίσκεσαι. Απλώς δε θέλω να πληρώσω τα σπασµένα σε περίπτωση που προκύψει κανένα θέµα και πρέπει να ενηµερωθείς». «Υπάρχει ένας δικηγόρος στη Νέα Υόρκη. Τον λένε Μπρέισγκερντλ. Τζορτζ Μπρέισγκερντλ». «Έχεις το τηλέφωνό του;» «Βρες το στον κατάλογο», απάντησα. Η Πίππα είχε µπει στην κουζίνα για να πάρει ένα µπολ µε νερό για το σκύλο, οπότε γύρισα αµήχανα προς τον τοίχο για να συνεχίσω την κουβέντα. «Μπρέις Γκερντλ;» ρωτούσε η Ζάντρα. «Έτσι τον λένε; Τι σόι όνοµα είναι αυτό;» «Κοίτα, είµαι σίγουρος ότι δε θα δυσκολευτείς να τον βρεις». Ακολούθησε µια παύση. «Ξέρεις κάτι;» είπε τελικά η Ζάντρα. «Τι;» «Ο πατέρας σου πέθανε. Ο πατέρας που σε γέννησε. Κι εσύ φέρεσαι λες και πέθανε, δεν ξέρω, θα έλεγα ο σκύλος, µα ούτε καν αυτός. Επειδή ξέρω ότι θα στενοχωριόσουν αν είχε χτυπήσει το σκύλο αµάξι – ή τουλάχιστον έτσι νοµίζω». «Ας πούµε ότι νοιαζόµουν γι’ αυτόν όσο νοιαζόταν κι εκείνος για µένα». «Λοιπόν, άκου να σου πω κι εγώ κάτι: Εσύ κι ο µπαµπάς σου µοιάζετε πολύ περισσότερο απ’ όσο θες να πιστεύεις. Είσαι παιδί του εκατό τοις εκατό, και να το ξέρεις». «Κι εσύ είσαι για τα µπάζα», ανταπέδωσα έπειτα από µια σύντοµη παύση γεµάτη περιφρόνηση, µια απάντηση που µου φάνηκε ότι έκλεινε µια χαρά την κουβέντα µας. Όµως για πολλή ώρα αφότου έκλεισα το τηλέφωνο, ενόσω καθόµουν, µε φταρνίσµατα και ρίγη, µέσα σε µια µπανιέρα µε καυτό νερό τρέµοντας, αλλά και µες στη λαµπερή καταχνιά που ακολούθησε (είχα πάρει τις ασπιρίνες που µου είχε δώσει ο Χόµπι και τον είχα ακολουθήσει στο τέρµα του διαδρόµου, στον υγρό ξενώνα, «Εσύ φαίνεσαι ψόφιος από την κούραση, έχει έξτρα κουβέρτες στο σεντούκι, όχι, τέρµα οι κουβέντες, πέφτεις για ύπνο τώρα»), τα αποχαιρετιστήρια λόγια της αντηχούσαν ξανά και ξανά στο µυαλό µου όπως έκρυβα το πρόσωπό µου στο βαρύ µαξιλάρι µε την παράξενη µυρωδιά. Δεν ήταν αλήθεια – όχι περισσότερο από αυτό που είχε πει για τη µητέρα µου. Ακόµα και η τραχιά, βραχνή φωνή της, η θύµησή της όπως ερχόταν από την άλλη άκρη της γραµµής, µε έκανε να νιώθω βρόµικος. Δε γαµιέται, σκέφτηκα νυσταγµένα. Ξέχασέ το. Η τύπισσα ήταν πολλά χιλιόµετρα µακριά. Κι όµως, παρότι ήµουν όντως ψόφιος στην κούραση –και λίγα λέω– και το µπρούντζινο κρεβάτι που έτριζε κάπως ήταν το πιο µαλακό και αναπαυτικό που είχα ξαπλώσει ποτέ στη ζωή µου, τα λόγια της ήταν ένας βρόµικος ιστός που διέτρεχε όλη τη νύχτα τα όνειρά µου.
[1] Αµερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, που δηµιούργησε έναν κωµικό χαρακτήρα µέθυσο, εγωιστή και κυνικό, ο οποίος σιχαινόταν τις γυναίκες, τα παιδιά και τα σκυλιά, και έφτασε να ταυτιστεί µε την κινηµατογραφική αυτή περσόνα. (Σ.τ.Μ.) [2] Πρόκειται, βέβαια, για το πασίγνωστο τραγούδι «You Are My Sunshine» του 1939, που καθιερώθηκε ως ύµνος της Πολιτείας της Λουιζιάνα. (Σ.τ.Μ.) [3] Toot, toot, Tootsie, goodbye, toot, toot, Τootsie, don’t cry: Στίχοι από το τζαζ τραγούδι «Toot, toot, Tootsie», το οποίο πρωτοέκανε γνωστό ο λιθουανικής καταγωγής Αµερικανός τραγουδιστής και ηθοποιός Αλ Τζόλσον. (Σ.τ.Μ.) [4] Τι να κάνουµε; (Γαλλικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.)
ΙΙΙ.
Συνηθίζουµε τόσο να υποκρινόµαστε µπροστά στους άλλους, ώστε καταλήγουµε να υποκρινόµαστε και στον ίδιο µας τον εαυτό. –ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΝΤΕ ΛΑ ΡΟΣΦΟΥΚΟ
Κεφάλαιο 7
Το Μαγαζί-Πίσω-από-το-Μαγαζί
i.
ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΑΜΑΤΑ
των απορριµµατοφόρων του δήµου, ήταν λες και είχα πέσει µε αλεξίπτωτο σε ένα διαφορετικό σύµπαν. Πονούσε ο λαιµός µου. Ξαπλωµένος ακίνητος κάτω από το πουπουλένιο πάπλωµα, ανέπνεα µια σκοτεινή µυρωδιά από ξερά πέταλα λουλουδιών και καµένο ξύλο στο τζάκι και –πολύ αµυδρά– τη µόνιµη αψάδα του νεφτιού, του ρετσινιού και του λούστρου. Έµεινα για λίγο στο κρεβάτι. Ο Πόπερ, που είχε κοιµηθεί κουλουριασµένος στα πόδια µου, δε φαινόταν πουθενά. Είχα πέσει στο κρεβάτι µε τα ρούχα µου, που ήταν βροµερά. Τελικά, έπειτα από έναν παροξυσµό φταρνισµάτων, ανακάθισα, φόρεσα το πουλόβερ πάνω από το πουκάµισό µου και ψαχούλεψα στα τυφλά κάτω από το κρεβάτι για να βεβαιωθώ ότι η µαξιλαροθήκη µε τον πίνακα ήταν ακόµα στη θέση της, πριν περπατήσω στο παγωµένο πάτωµα µέχρι το µπάνιο. Τα µαλλιά µου ήταν γεµάτα κόµπους, υπερβολικά µπερδεµένα για να επιχειρήσω να τα χτενίσω. Ακόµα κι αφού τα µούσκεψα και ξανάρχισα από την αρχή, µια τούφα είχε γίνει τόσο τζίβα, που τελικά εγκατέλειψα την προσπάθεια και την κουτσούρεψα, µε αρκετή δυσκολία, χρησιµοποιώντας ένα σκουριασµένο ψαλιδάκι των νυχιών από το συρτάρι. Χριστέ µου, σκέφτηκα, αποστρέφοντας το πρόσωπό µου από τον καθρέφτη για να φταρνιστώ. Είχα καιρό να εξετάσω το είδωλό µου, και τρόµαξα να αναγνωρίσω τον εαυτό µου: µωλωπισµένο σαγόνι, σπυράκια ακµής στο πιγούνι, πρόσωπο φουσκωµένο και γεµάτο κόκκινες κηλίδες από το κρύωµα, µάτια πρησµένα, υπναλέα, βαριά, προσδίδοντάς µου ένα είδος ηλίθιας, µουλωχτής έκφρασης παιδιού περιορισµένου στο σπίτι. Γενικώς, θύµιζα άτοµο που είχε µεγαλώσει στους κόλπους θρησκευτικής σέκτας και το οποίο µόλις είχαν διασώσει – στραβωµένο από το δυνατό ηλιόφως– οι τοπικές Αρχές από κάποιο υπόγειο καταφύγιο πήχτρα σε αυτόµατα όπλα και κουτιά µε γάλα σε σκόνη. Ήταν αργά: Εννέα η ώρα. Βγαίνοντας από το δωµάτιό µου, άκουσα την πρωινή εκποµπή κλασικής µουσικής του WNYC – µια ονειρική οικειότητα στη φωνή του εκφωνητή καθώς ανήγγελλε την επόµενη σύνθεση του Μότσαρτ από τον κατάλογο του Κέχελ, µια χαυνωµένη γαλήνη, το ίδιο ζεστό γουργούρισµα του δηµόσιου ραδιοφωνικού σταθµού που µε ξυπνούσε αµέτρητα πρωινά πίσω στο διαµέρισµά µας στο Σάτον Πλέις. Στην κουζίνα βρήκα τον Χόµπι καθισµένο στο τραπέζι µε ένα βιβλίο. Αλλά δε διάβαζε. Είχε το βλέµµα του στυλωµένο σε κάποιο σηµείο στην απέναντι µεριά του δωµατίου. Όταν µε είδε, τινάχτηκε ξαφνιασµένος. «Βρε, καλώς τον!» είπε και σηκώθηκε να παραµερίσει µια στοίβα φακέλων και λογαριασµών για να καθίσω. Ήταν ντυµένος για δουλειά στο εργαστήρι, µε προστατευτικές επιγονατίδες πάνω από το κοτλέ παντελόνι του και παλιό καφέ πουλόβερ, ξεφτισµένο και σκοροφαγωµένο, ενώ η γραµµή των µαλλιών του –που είχε υποχωρήσει αισθητά στους κροτάφους– και το καινούριο, κοντό κούρεµά του τον έκαναν να µοιάζει λίγο µε βλοσυρό Ρωµαίο συγκλητικό. «Πώς πάει;» «Καλά, ευχαριστώ». Φωνή τραχιά και βραχνή. Έσµιξε τα φρύδια του και µε περιεργάστηκε επίµονα.
«Θεέ και Κύριε! Σαν κοράκι ακούγεσαι σήµερα!» Τι σήµαινε πάλι αυτό; Κατακόκκινος από ντροπή, γλίστρησα στην καρέκλα που µου είχε τραβήξει από το τραπέζι και, υπερβολικά αµήχανος για να τον κοιτάξω κατάµατα, στύλωσα το βλέµµα στο βιβλίο του: σκασµένο δερµάτινο δέσιµο, Η Ζωή και οι Επιστολές του λόρδου Τάδε, ένας παλιός τόµος που πιθανότατα προερχόταν από την εκποίηση των περιεχοµένων κάποιου παλιού αρχοντικού, της γηραιάς κυρίας Δείνα στο Πουκίπσι – σπασµένος γοφός, άτεκνη, πολύ λυπητερή ιστορία. Μου σέρβιρε τσάι, σπρώχνοντας ταυτόχρονα ένα πιάτο προς το µέρος µου. Σε µια προσπάθεια να κρύψω την αµηχανία µου, έσκυψα το κεφάλι και έπεσα µε τα µούτρα στο τοστ – και παραλίγο να πνιγώ, αφού ο λαιµός µου ήταν τόσο ερεθισµένος, ώστε µου ήταν αδύνατον να καταπιώ. Έκανα µια απότοµη κίνηση να πάρω το τσάι, µε αποτέλεσµα να χύσω κάµποσο στο τραπεζοµάντιλο, και τα έκανα ακόµα χειρότερα στην προσπάθεια να καθαρίσω. «Όχι, όχι, δεν πειράζει, πάρε...» Η πετσέτα µου ήταν µούσκεµα, δεν ήξερα τι να την κάνω. Μέσα στην ταραχή µου, την πέταξα πάνω στο τοστ µου και ανασήκωσα τα γυαλιά µου για να τρίψω τα µάτια µου. «Με συγχωρείτε», ψέλλισα. «Τι πράγµα να σου συγχωρήσω;» Με κοίταζε σαν να του ζητούσα οδηγίες για ένα µέρος που δεν είχε ιδέα πού ήταν. «Ω, έλα τώρα...» «Σας παρακαλώ, µη µε διώξετε». «Τι είναι αυτά που λες; Να σε διώξω; Και να πας πού;» Κατέβασε τα σε σχήµα µισοφέγγαρου γυαλιά του στη µύτη του και µε κοίταξε εξεταστικά από πάνω. «Μη λες ανοησίες», µε µάλωσε σε εύθυµο, αν και κάπως εκνευρισµένο, τόνο. «Αν πρέπει να πας κάπου, αυτό είναι γραµµή στο κρεβάτι σου. Ακούγεσαι λες και κόλλησες το Μαύρο Θάνατο». Ωστόσο δεν κατάφερε να µε καθησυχάσει. Μουδιασµένος από την αµηχανία, αποφασισµένος να µη βάλω τα κλάµατα, βάλθηκα να κοιτάζω έντονα το έρηµο σηµείο δίπλα στην κουζίνα όπου ήταν κάποτε το καλάθι του Κόσµο. «Α», έκανε ο Χόµπι, ακολουθώντας το βλέµµα µου. «Ναι, σωστά. Εντελώς κουφός πλέον, µε τρεις και τέσσερις κρίσεις σπασµών την εβδοµάδα, µα και πάλι θέλαµε να ζήσει για πάντα. Πλάνταξα στο κλάµα όταν επήλθε το µοιραίο. Αν µου έλεγες ότι ο Γουέλτι θα έφευγε πριν από τον Κόσµο... Είχε περάσει τη µισή του ζωή να τον πηγαινοφέρνει στον κτηνίατρο. Κοίτα δω», συνέχισε µε αλλαγµένο τόνο, σκύβοντας µπροστά µου και προσπαθώντας να πετύχει άµεση οπτική επαφή, ενώ εγώ καθόµουν εκεί βουβός και περίλυπος. «Έλα τώρα. Ξέρω ότι πέρασες πολλά, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να τα αναθυµάσαι όλα αυτή τη στιγµή. Φαίνεσαι κλονισµένος. Ναι, ναι, έτσι δείχνεις, κλονισµένος», είπε ζωηρά. «Πραγµατικά κλονισµένος και... γείτσες σου...» –το πρόσωπό του συσπάστηκε στιγµιαία– «...σαν να σου συνέβη κάτι πραγµατικά άσχηµο. Μη φρικάρεις, όλα καλά. Γιατί δεν ξαναπέφτεις στο κρεβάτι; Τα συζητάµε όλα αργότερα». «Ξέρω, µα...» Έστριψα το κεφάλι µου για να πνίξω ένα τρανταχτό φτάρνισµα. «Δεν έχω πουθενά να πάω». Έγειρε πίσω στην καρέκλα του, ευγενικός, προσεκτικός, µε κάτι ελαφρώς σκουριασµένο πάνω του. «Θίο» –χτυπώντας συλλογισµένα το κάτω χείλι µε το δείκτη του– «πόσων ετών είσαι;» «Δεκαπέντε. Και µισό». «Και» –φαινόταν να ψάχνει έναν τρόπο να το σερβίρει µαλακά– «τι γίνεται µε τον παππού σου;»
«Ω...» έκανα ύστερα από µια παύση, νιώθοντας σε απόγνωση. «Μίλησες µαζί του; Ξέρει ότι δεν έχεις πουθενά να πας;» «Δηλαδή... σκατά!» µου ξέφυγε χωρίς να το καταλάβω. Αναψοκοκκίνισα, αλλά ο Χόµπι µου έγνεψε ότι δεν έτρεχε τίποτα. «Δεν καταλαβαίνετε. Θέλω να πω... δεν ξέρω αν έχει Αλτσχάιµερ ή τι µπορεί να παίζει, αλλά, όταν τον πήραν τηλέφωνο για να του πουν τα νέα, δε ζήτησε καν να µου µιλήσει». Ο Χόµπι στήριξε βαριά το πιγούνι στο χέρι του και µε κοίταξε µε σκεπτικισµό γυµνασιάρχη που τα έχει ακούσει όλα. «Εποµένως, δε µίλησες µαζί του». «Όχι – δηλαδή, όχι προσωπικά. Ήταν εκεί εκείνη η κυρία που προσπαθούσε να βοηθήσει...» Μιλούσα για τη φίλη της Ζάντρα, τη Λάιζα, που, αφού µε ακολουθούσε για κάµποση ώρα γύρω γύρω, εκφράζοντας µε ήπιο αλλά όλο και πιο επιτακτικό τόνο την άποψή της ότι ήταν ανάγκη να ενηµερωθεί άµεσα η «οικογένεια», αποτραβήχτηκε κάποια στιγµή σε µια γωνιά για να καλέσει τον αριθµό που της έδωσα, για να κλείσει το τηλέφωνο µε τόσο εµβρόντητη έκφραση, ώστε η Ζάντρα έµπηξε τα γέλια για πρώτη και µοναδική φορά εκείνο το βράδυ. «Εκείνη η κυρία;» µε παρακίνησε ο Χόµπι να συνεχίσω µε τρόπο σαν αυτόν που θα χρησιµοποιούσε για να απευθυνθεί σε κάποιο φρενοβλαβή στο δρόµο. «Ναι. Θέλω να πω...» Έτριψα το πρόσωπό µου µε την παλάµη µου. Τα χρώµατα στην κουζίνα ήταν υπερβολικά έντονα, ένιωθα ίλιγγο, αγωνιζόµουν να διατηρήσω τον αυτοέλεγχό µου. «Υποθέτω ότι σήκωσε το τηλέφωνο η Ντόροθι, και η Λάιζα είπε ότι της απάντησε κάτι στο στιλ “Καλά, περίµενε” – ούτε καν ένα “Αχ, όχι!” ή “Πώς έγινε;” ή “Τροµερό!”, απλώς κάτι σαν “Στάσου να τον φωνάξω”, και µετά ήρθε στη γραµµή ο παππούς µου και εκείνη του είπε για το δυστύχηµα και εκείνος την άκουσε µέχρι τέλους και µετά σχολίασε: “Κρίµα, λυπάµαι που το ακούω”, αλλά µε τόσο αδιάφορο τόνο, είπε η Λάιζα. Ούτε “Τι µπορώ να κάνω;” ούτε “Πότε θα γίνει η κηδεία;” ούτε τίποτα. Όλα σε στιλ “Ευχαριστώ που τηλεφωνήσατε, το εκτιµούµε, αντίο σας”. Θέλω να πω, θα µπορούσα να την έχω προετοιµάσει», πρόσθεσα νευρικά, βλέποντας ότι ο Χόµπι απέφευγε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο. «Γιατί, εντάξει, δεν είχαν καµιά µεγάλη συµπάθεια µε τον µπαµπά µου –το εννοώ πραγµατικά–, η Ντόροθι είναι µητριά του και αλληλοµισήθηκαν µε το που γνωρίστηκαν, αλλά ούτε µε τον παππού Ντέκερ τα πήγαινε ποτέ καλά...» «Εντάξει, εντάξει, ηρέµησε...» «...και, θέλω να πω, ο µπαµπάς µου είχε κάτι µπλεξίµατα όταν ήταν παιδί, µπορεί να είχε να κάνει µ’ αυτό, τον είχαν συλλάβει, αλλά δεν έµαθα ποτέ το γιατί, αλήθεια δεν ξέρω, όµως δεν ήθελαν να έχουν καµία επαφή µαζί του από τότε που θυµάµαι τον εαυτό µου, κι ούτε µ’ εµένα ήθελαν ποτέ καµία σχέση...» «Ησύχασε τώρα! Δεν προσπαθώ να...» «...γιατί, τ’ ορκίζοµαι, ζήτηµα αν τους έχω δει µία ώρα συνολικά στη ζωή µου, δεν τους ξέρω καθόλου, αλλά δεν έχουν κανένα λόγο να µε µισούν – όχι ότι ο παππούς µου είναι κανένα διαµάντι δηλαδή, κι αυτός κακοποιούσε τον µπαµπά µου όταν ήταν µικρός...» «Σσσ, δε χρειάζεται να συνεχίσεις! Δεν έχω σκοπό να σε πιέσω για τίποτα, θέλω µόνο να ξέρω... Όχι, άκουσέ µε», επέµεινε όταν ανέβασα τον τόνο της φωνής µου και συνέχισα ακάθεκτος τη λογοδιάρροια, χωρίς να µε πτοήσουν ούτε καν οι νευρικές αρνητικές κινήσεις του, σαν να προσπαθούσε να διώξει αόρατη µύγα από το τραπέζι. «Ο δικηγόρος της µητέρας µου είναι εδώ. Στην πόλη. Θα έρθετε µαζί µου να τον δούµε;
Όχι», είπα σαστισµένος όταν τον είδα να σµίγει τα φρύδια, «όχι δικηγόρος δικηγόρος, αλλά αυτός που διαχειρίζεται τα λεφτά. Είχα µιλήσει µαζί του στο τηλέφωνο... Πριν φύγω...» «Εντάξει», είπε γελώντας η Πίππα, µπουκάροντας µε µάγουλα ροδοκόκκινα από το κρύο, «τι τρέχει µ’ αυτό το σκυλί; Δεν έχει δει ποτέ του αυτοκίνητο;» Λαµπερά κόκκινα µαλλιά, πλεκτός πράσινος σκούφος. Το σοκ του να τη βλέπω στο λαµπρό φως της µέρας ήταν αντίστοιχο του να είχα φάει έναν κουβά κρύο νερό στα µούτρα. Κούτσαινε ελαφρώς όταν περπατούσε, πιθανότατα εξαιτίας του ατυχήµατος, αλλά η χωλότητά της είχε µια ελαφράδα ακρίδας, σαν να ετοιµαζόταν να κάνει το γεµάτο χάρη πρώτο βήµα ενός περίπλοκου χορού. Ήταν τυλιγµένη µε τόσες στρώσεις ρούχα για προστασία από το κρύο, ώστε φάνταζε σαν µικρό πολύχρωµο κουκούλι µε πόδια. «Έσκουζε σαν γάτα», εξήγησε, ξετυλίγοντας ένα από τα πολλά πολύχρωµα κασκόλ της, ενώ ο Πόπτσικ χοροπηδούσε στα πόδια της µε την άκρη του λουριού του στο στόµα του. «Κάνει πάντα αυτό τον αλλόκοτο ήχο; Θέλω να πω, περνούσε ένα ταξί και... ουπς! τιναζόταν στον αέρα από την τροµάρα! Μιλάµε για χαρταετό, όχι για σκύλο! Οι άνθρωποι γύρω µας ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Ναι» –σκύβοντας για να µιλήσει στον Πόπερ, τρίβοντας την κορυφή του κεφαλιού του µε τους κόµπους των δαχτύλων της– «χρειάζεσαι ένα µπάνιο, φιλαράκο, έτσι δεν είναι; Μαλτέζικο είναι;» ρώτησε, ισιώνοντας την πλάτη της. Κατένευσα κοφτά, µε την ανάστροφη του χεριού κολληµένη στο στόµα µου, παλεύοντας να πνίξω ένα φτάρνισµα. «Λατρεύω τα σκυλιά». Με δυσκολία άκουγα τι έλεγε, τέτοια ζάλη µού προκαλούσε το βλέµµα της καρφωµένο στα µάτια µου. «Έχω ένα βιβλίο για σκύλους κι έχω µάθει απέξω όλες τις ράτσες που υπάρχουν. Αν είχα µεγάλο σκυλί, θα προτιµούσα ένα Νέας Γης, όπως η Νανά η σκυλίτσα στον Πίτερ Παν, κι αν είχα µικρό... χµ, αλλάζω συνέχεια γνώµη πάνω σ’ αυτό. Μου αρέσουν όλα τα µικρόσωµα τεριέ, ειδικά τα Τζακ Ράσελ, είναι πάντα τόσο αστεία και φιλικά στο δρόµο! Αλλά ξέρω κι ένα καταπληκτικό µπασέντζι. Και τις προάλλες συνάντησα ένα πεκινουά σκέτη γλύκα! Μικροσκοπικό και πανέξυπνο. Μόνο οι βασιλιάδες µπορούσαν να έχουν πεκινουά στην Κίνα. Είναι πολύ αρχαία ράτσα». «Και τα µαλτέζικα είναι αρχαία», έκρωξα, χαρούµενος που είχα να προσθέσω ένα ενδιαφέρον στοιχείο. «Υπήρχαν ήδη από την αρχαία Ελλάδα». «Γι’ αυτό διάλεξες µαλτέζικο; Επειδή είναι αρχαία ράτσα;» «Ε...» Εκείνη τη στιγµή µε έπνιξε ο βήχας. Κάτι έλεγε τώρα –στο σκύλο, όχι σ’ εµένα–, αλλά ήταν αδύνατον να ακούσω, εξαιτίας ενός καινούριου παροξυσµού φταρνίσµατος. Ο Χόµπι άρπαξε ό,τι βρήκε –µια πετσέτα φαγητού– και µου την έχωσε στα χέρια. «Εντάξει, αρκετά», είπε. «Πίσω στο κρεβάτι. Όχι, όχι», έκανε όταν επιχείρησα να του επιστρέψω την πετσέτα, «κράτα τη εσύ, καλύτερα. Για πες µου τώρα», συνέχισε, κοιτάζοντας το ρηµαγµένο πιάτο µε το γεύµα µου, το χυµένο τσάι και το µουλιασµένο τοστ, «τι να σου φέρω για πρωινό;» Έχοντας τρελαθεί στο φτάρνισµα, αρκέστηκα σε ένα αµιγώς ρωσικό ανασήκωµα των ώµων, αλά Μπόρις, µε σαφέστατο νόηµα: Ό,τι να ’ναι. «Καλά, τότε, αφού δε σε νοιάζει, θα σου φτιάξω ένα χυλό από βρόµη. Μαλακώνει και το λαιµό. Κάλτσες δεν έχεις;» «Ε...» Εκείνη ασχολιόταν µε το σκυλί. Μουσταρδί πουλόβερ και µαλλιά στο χρώµα των φθινοπωρινών φύλλων, κι όλα αυτά να αναµειγνύονται και να συγχέονται µε τα ζωηρά χρώµατα
της κουζίνας: µήλα που ακτινοβολούσαν σε µια κίτρινη φρουτιέρα, η ασηµένια λάµψη από το µεταλλικό κουτί του καφέ όπου έβαζε ο Χόµπι τα πινέλα του. «Πιτζάµες;» συνέχισε ο Χόµπι. «Όχι; Καλά, θα δω αν µπορώ να βρω τίποτα του Γουέλτι. Κι όταν βγάλεις αυτά τα ρούχα, θα τα ρίξω κατευθείαν στο πλυντήριο. Άντε, πήγαινε τώρα», πρόσθεσε, κατεβάζοντας το χέρι του στον ώµο µου τόσο απότοµα, ώστε τινάχτηκα ξαφνιασµένος. «Εγώ...» «Μπορείς να µείνεις. Για όσο τραβάει η ψυχή σου. Και µην ανησυχείς, θα έρθω µαζί σου στο δικηγόρο της µητέρας σου. Όλα θα τακτοποιηθούν».
ii.
ΖΑΒΛΑΚΩΜΕΝΟΣ,
τρέµοντας σύγκορµος, έσυρα τα βήµατά µου στο σκοτεινό διάδροµο και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσµατα, που ήταν βαριά και παγωµένα. Το δωµάτιο µύριζε υγρασία, και, παρότι υπήρχαν ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγµατα να χαζέψω –ένα ζευγάρι γρύπες από τερακότα, βικτοριανοί πίνακες φτιαγµένοι µε χάντρες, µέχρι και µια κρυστάλλινη σφαίρα–, οι σκούροι καφετιοί τοίχοι, µε µια κατάστεγνη υφή που θύµιζε σκόνη κακάο, µε κατέκλυσαν µε µια αίσθηση της φωνής του Χόµπι, αλλά και του Γουέλτι, µια ζεστή καστανή απόχρωση που µε εµπότισε µέχρι τον πυρήνα της ύπαρξής µου, θερµοί, αναχρονιστικοί ψίθυροι, έτσι που, καθώς έπλεα σε ένα φλογερό ρεύµα πυρετού, ένιωθα προστατευτικά περιβεβληµένος από την παρουσία τους, µε την Πίππα να προσθέτει τη δική της ευµετάβλητη, χρωµατιστή µαρµαρυγή, που µε έκανε να σκέφτοµαι, κάπως συγκεχυµένα, κόκκινα φύλλα και σπίθες υπαίθριας φωτιάς να πετάγονται ψηλά στο σκοτάδι, αλλά και τον πίνακά µου, το πώς θα φαινόταν κόντρα σε ένα τόσο πλούσιο, βαθύχρωµο, φωτοαπορροφητικό φόντο. Κίτρινα πούπουλα. Άλικη λάµψη. Λαµπερά µαύρα µάτια. Ξύπνησα µε ένα τίναγµα –έντροµος, πίσω στο υπεραστικό λεωφορείο, κοπανώντας µάταια τον αέρα ενώ κάποιος άρπαζε τον πίνακα από το σακίδιό µου–, για να δω την Πίππα να παίρνει στην αγκαλιά της το µισοκοιµισµένο σκύλο, τα µαλλιά της το πιο φωτεινό χρώµα στο δωµάτιο. «Με συγχωρείς, αλλά πρέπει να βγει βόλτα», µου είπε. «Μη φταρνιστείς πάνω µου». Ανασηκώθηκα µε δυσκολία στους αγκώνες. «Συγνώµη. Γεια», είπα βλακωδώς. Πέρασα τον πήχη µου πάνω από το πρόσωπό µου. «Αισθάνοµαι καλύτερα». Τα συναρπαστικά χρυσοκάστανα µάτια της σάρωσαν το δωµάτιο γύρω µου. «Βαριέσαι; Θες να σου φέρω χρωµατιστά µολύβια;» «Χρωµατιστά µολύβια;» Τα ’χασα. «Γιατί;» «Ε... για να ζωγραφίσεις». «Δηλαδή...» «Εντάξει, δεν έγινε τίποτα», µου είπε. «Με ένα “όχι” θα ’χε τελειώσει η κουβέντα». Έφυγε φουριόζικα, µε τον Πόπτσικ να τρέχει να την προλάβει, αφήνοντας πίσω της µια µυρωδιά τσίχλας µε άρωµα κανέλα, ενώ εγώ γύριζα να θάψω το πρόσωπό µου στο µαξιλάρι, βλαστηµώντας τη βλακεία µου. Παρότι προτιµούσα να πεθάνω παρά να το παραδεχτώ σε οποιονδήποτε, µε έτρωγε η ανησυχία ότι η αχαλίνωτη χρήση ναρκωτικών στην οποία είχα επιδοθεί τους τελευταίους µήνες είχε προκαλέσει βλάβη στον εγκέφαλο και στο νευρικό µου σύστηµα, ίσως και σε αυτήν ακόµα την ψυχή µου, µε κάποιον ανεπανόρθωτο τρόπο που δεν ήταν άµεσα εµφανής. Καθώς ήµουν ξαπλωµένος εκεί κυριευµένος από ανησυχία, άκουσα ένα µπιπ από το κινητό µου: ΜΑΝΤΕΨΕ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ! ΠΙΣΙΝΑ MGM GRAND! Ανοιγόκλεισα ξαφνιασµένος τα µάτια.
ΜΠΟΡΙΣ; έγραψα σε απάντηση. Ο ΙΔΙΟΣ! Καλά, πώς είχε βρεθεί εκεί; ΟΛΑ OK; πληκτρολόγησα. ΝΑΙ. ΣΟΥΠΕΡ ΚΕΦΑΛΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΑ. ΚΟΛΑΣΗ! :-) Και µετά άλλο ένα µπιπ: ΤΡΕΛΗ ΦΑΣΗ. ΑΤΕΛΕΙΩΤΑ ΠΑΡΤΙ. ΕΣΥ; ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΓΕΦΥΡΕΣ; ΝΥ, απάντησα. ΤΑΒΛΑ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ, ΓΡΙΠΗ. ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΟ MGM; ΜΑΖΙ ΜΕ KΕΪΤΙ & ΑΜΠΕΡ & ΦΙΛΑΡΕΣ! :-) Και ύστερα από µια απειροελάχιστη παύση: ΕΧΕΙΣ ΑΚΟΥΣΤΑ ΚΟΚΤΕΪΛ ΓΟΥΑΪΤ ΡΑΣΙΑΝ; ΟΚ ΓΕΥΣΗ, ΑΛΛΑ ΦΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑ ΓΙΑ ΠΟΤΟ. Χτύπηµα στην πόρτα. «Είσαι καλά;» ρώτησε ο Χόµπι, βάζοντας το κεφάλι του στο άνοιγµα. «Θέλεις να σου φέρω κάτι;» Άφησα το τηλέφωνο στην άκρη. «Όχι, ευχαριστώ». «Κοίτα να µου το πεις όταν πεινάσεις, σε παρακαλώ. Έχει ένα κάρο φαγητά, µε το ζόρι κλείνει η πόρτα του ψυγείου, είχαµε επισκέψεις για την Ηµέρα των Ευχαριστιών. Τι είναι αυτός ο θόρυβος;» ρώτησε, κοιτάζοντας απορηµένος γύρω. «Τίποτα, το κινητό µου». Ο Μπόρις µού είχε γράψει: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ!!! «Καλά, να σ’ αφήσω, τότε. Πες µου αν χρειάζεσαι κάτι». Μόλις έφυγε, γύρισα προς τον τοίχο και πληκτρολόγησα: ΣΤΟ MGM; ΜΕ ΚΕΪΤΙ ΜΠΕΑΡΜΑΝ; Η απάντηση ήρθε σχεδόν αµέσως: ΝΑΙ! & ΑΜΠΕΡ & ΜΙΜΙ & ΤΖΕΣΙΚΑ & ΤΖΟΡΝΤΑΝ, ΑΔΕΡΦΗ ΚΕΪΤΙ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ «ΚΟΛΕΓΙΑΔΑ» :-D ΤΙ ΣΚΑΤΑ; ΛΑΘΟΣ ΣΤΙΓΜΗ ΕΦΥΓΕΣ!!! :-D Kαι στο καπάκι, πριν προλάβω να απαντήσω: Σ’ ΑΦΗΝΩ, ΑΜΠΕΡ ΘΕΛΕΙ ΚΙΝΗΤΟ ΤΗΣ. ΤΗΛ. ΜΕΤΑ, έγραψα. Αλλά δεν έλαβα απάντηση – και θα περνούσε πολύς, πάρα πολύς καιρός µέχρι να ξαναέχω νέα από τον Μπόρις.
iii.
ΕΚΕΙΝΗ Η ΜΕΡΑ,
όπως και οι δυο τρεις επόµενες, µε εµένα να περιφέροµαι φορώντας µια απίστευτα απαλή παλιά πιτζάµα του Γουέλτι, ήταν τόσο χαώδεις και συγκεχυµένες από τον πυρετό, που ούτε ξέρω πόσες φορές ξαναβρέθηκα στο σταθµό των υπεραστικών λεωφορείων, να τρέχω για να ξεφύγω από διάφορους, να ελίσσοµαι ανάµεσα σε ορδές κόσµου ή να διπλώνοµαι στα δύο για να χωρέσω σε σήραγγες, µε λιγδερό νερό να στάζει πάνω µου, ή πίσω στο Λας Βέγκας, µέσα στο δηµοτικό λεωφορείο, να διασχίζω ανεµοδαρµένα συγκροτήµατα βιοµηχανικών κτιρίων, µε την άµµο να µαστιγώνει τα παράθυρα παρασυρµένη από τον άνεµο, χωρίς δεκάρα στην τσέπη µου για να πληρώσω τη διαδροµή. Ο χρόνος γλιστρούσε κάτω από τα πόδια µου σαν αυτοκίνητο που πατινάρει σε λιµνούλες πάγου πάνω στο δρόµο, µε µερικά διαλείµµατα ξαφνικής διαύγειας, οπότε οι τροχοί µου «έπιαναν» στο οδόστρωµα και ξανάµπαινα στην κανονική ροή του χρόνου: ο Χόµπι να µου φέρνει ασπιρίνες και αναψυκτικά µε πάγο, ο Πόπτσικ, φρέσκος από το µπάνιο, φουντωτός και κατάλευκος, να ανεβαίνει µε έναν πήδο στο κάτω µέρος του κρεβατιού και να κόβει βόλτες καµαρωτός στα πόδια µου. «Εδώ είµαστε», είπε η Πίππα, πλησιάζοντας στο κρεβάτι και σκουντώντας µε στα πλευρά για να της κάνω χώρο να καθίσει. «Κάνε πιο πέρα». Ανακάθισα και άρχισα να ψάχνω στα τυφλά για τα γυαλιά µου. Ονειρευόµουν τον πίνακα – τον είχα βγάλει και τον κοίταζα ή µήπως όχι;– και έπιασα τον εαυτό µου να ψάχνει αγωνιωδώς τριγύρω, µην τυχόν και δεν τον είχα µαζέψει πριν πέσω για ύπνο. «Τι έπαθες;» Κατέβαλα προσπάθεια να εστιάσω το βλέµµα µου στο πρόσωπό της. «Τίποτα». Είχα συρθεί κάµποσες φορές κάτω από το κρεβάτι απλώς και µόνο για να ψηλαφίσω τη µαξιλαροθήκη, και τώρα αναρωτιόµουν µήπως την είχα αφήσει να προεξέχει από κάτω. Μην κοιτάξεις, διέταξα τον εαυτό µου. Κοίτα αυτή. «Δες», έλεγε στο µεταξύ η Πίππα, «σου έφτιαξα κάτι. Άνοιξε το χέρι σου». «Ουάου!» έκανα χαζά, περιεργαζόµενος το γωνιώδες πράσινο οριγκάµι στην παλάµη µου. «Σ’ ευχαριστώ». «Ξέρεις τι είναι;» «Ε...» Ελάφι; Κοράκι; Γαζέλα; Την κοίταξα µε µια έκφραση που σίγουρα πρόδιδε τον πανικό µου. «Τι, δεν κατάλαβες; Βάτραχος είναι! Δε µοιάζει; Να, βάλ’ τον στο κοµοδίνο. Υποτίθεται ότι πηδάει όταν τον πιέζεις εδώ, βλέπεις;» Όσο έπαιζα µαζί του αµήχανα, ένιωθα τα µάτια της καρφωµένα πάνω µου, γατίσια µάτια που είχαν µια λάµψη και µια αγριάδα µέσα τους, µια αστόχαστη δύναµη. «Μπορώ να το δω;» Είχε ήδη βουτήξει το iPod µου και τσέκαρε τα κοµµάτια που είχα περασµένα. «Χµµ», έκανε. «Ενδιαφέρον. Magnetic Fields, Mazzy Star, Nico, Nirvana, Όσκαρ Πίτερσον. Καθόλου κλασική;» «Κάτι υπάρχει», απάντησα µαγκωµένα. Η αλήθεια είναι ότι, µε εξαίρεση τους Nirvana –και µάλιστα όχι όλα τα κοµµάτια τους–, ό,τι άλλο είχε κρίνει άξιο να αναφέρει ήταν της µητέρας
µου. «Θα σου έγραφα µερικά CD, αλλά άφησα το κοµπιούτερ µου στο σχολείο. Υποθέτω ότι θα µπορούσα να σου στείλω µε το ταχυδροµείο µερικά. Ακούω πολύ Άρβο Περτ τελευταία, µη µε ρωτήσεις γιατί, αλλά µόνο από τα ακουστικά µου, γιατί οι συγκάτοικοί µου δεν τον αντέχουν». Τρέµοντας µήπως µε τσάκωνε να την τρώω µε τα µάτια, αλλά ανίκανος να ξεκολλήσω το βλέµµα µου, την παρακολουθούσα να εξετάζει τα κοµµάτια στο iPod µου µε σκυµµένο το κεφάλι: ροζ αφτάκια, µια γραµµή ουλώδους ιστού που φαινόταν ελαφρώς ζαρωµένη κάτω από τα φλογάτα µαλλιά. Βλέποντάς τα προφίλ, τα χαµηλωµένα µάτια της είχαν βαριά βλέφαρα, πυκνές µακριές βλεφαρίδες και µια τρυφεράδα που µου θύµιζε τους αγγέλους και τους νεαρούς ακολούθους στα αριστουργήµατα των Βορειοευρωπαίων δασκάλων του δέκατου έβδοµου αιώνα τα οποία θαύµαζα ξανά και ξανά σε βιβλία της βιβλιοθήκης. «Έι...» άρχισα να λέω, όµως οι λέξεις σκάλωσαν στο στόµα µου. «Ναι;» «Εµ...» Γιατί δεν ήταν όπως παλιά; Γιατί δεν µπορούσα να σκεφτώ τίποτα να της πω; «Ω!» Μου έριξε µια πεταχτή µατιά και µετά έµπηξε τα γέλια, κάτι γέλια τόσο τρανταχτά, που δεν µπορούσε να µιλήσει. «Τι έγινε;» «Γιατί µε κοιτάζεις έτσι;» «Πώς έτσι;» ρώτησα ανήσυχα. «Έτσι...» Δεν ήµουν σίγουρος πώς να ερµηνεύσω τη γουρλοµάτικη γκριµάτσα που µου έκανε: Κάποιος που πνιγόταν; Μόγγολο; Ψάρι; «Μη θυµώνεις. Μόνο... να, είσαι τόσο σοβαρός, που...» Χαµήλωσε ξανά το βλέµµα στο iPod και έβαλε για άλλη µια φορά τα γέλια. «Α! Σοστακόβιτς! Βαρύ!» Πόσα να θυµόταν άραγε, αναρωτήθηκα, αναψοκοκκινισµένος από την ντροπή, αλλά και πάλι ανίκανος να πάρω τα µάτια µου από πάνω της. Δεν ήταν από τα πράγµατα που θα µπορούσε κανείς να ρωτήσει έτσι απλά, αλλά φλεγόµουν να µάθω. Έβλεπε κι αυτή εφιάλτες; Είχε κρίσεις αγοραφοβίας; Πάθαινε πανικούς, λουζόταν ξαφνικά στον ιδρώτα; Είχε ποτέ την αίσθηση ότι παρατηρούσε τον εαυτό της από µακριά, όπως συνέβαινε συχνά σ’ εµένα, λες και η έκρηξη είχε διχοτοµήσει την ψυχή και το σώµα µου σε δύο διαφορετικές οντότητες που από τότε παρέµεναν χαλαρά συνδεδεµένες, µε µια απόσταση γύρω στα δύο µέτρα ανάµεσά τους; Οι εκρήξεις γέλιου της είχαν ένα είδος ζορισµένης ανεµελιάς που αναγνώριζα από τις ξέφρενες βραδιές µας µε τον Μπόρις, µια αιχµή υστερίας και ιλίγγου την οποία συνέδεα (τουλάχιστον στον εαυτό µου) µε το γεγονός ότι είχα γλιτώσει παρά τρίχα από βέβαιο θάνατο. Υπήρχαν βραδιές έξω στην έρηµο που υπέφερα τόσο από τα γέλια –να τραντάζοµαι ολόκληρος διπλωµένος στα δύο επί ώρες, µε κοµµένη την ανάσα και το στοµάχι µου να συσπάται αφόρητα–, ώστε ευχαρίστως θα έπεφτα στις ρόδες αυτοκινήτου, αν έτσι κατάφερνα να σταµατήσω.
iv.
ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ, αν και κάθε άλλο παρά καλά ήµουν, απέσπασα µε τη βία τον εαυτό µου από την καταχνιά διάχυτου πόνου και χαύνωσης και σύρθηκα φιλότιµα µέχρι την κουζίνα για να τηλεφωνήσω στο γραφείο του κυρίου Μπρέισγκερντλ. Αλλά, όταν τον ζήτησα, η γραµµατέας του, αφού αρχικά µε έβαλε στην αναµονή, για να επιστρέψει στη γραµµή υπερβολικά σύντοµα, όπως µου φάνηκε, µε ενηµέρωσε ότι ο κύριος Μπρέισγκερντλ έλειπε εκτός γραφείου και, όχι, δεν είχε κάποιο νούµερο στο οποίο θα µπορούσα να τον βρω, ούτε ήξερε, δυστυχώς, περίπου τι ώρα θα επέστρεφε. Ήθελα κάτι άλλο; «Να...» Της έδωσα τον αριθµό τηλεφώνου του Χόµπι και έκλεισα. Πάνω που έβριζα τον εαυτό µου επειδή δε µου είχε κόψει να κλείσω κατευθείαν ένα ραντεβού, χτύπησε το τηλέφωνο. «Τηλεφωνικός κωδικός Νέας Υόρκης, ε;» είπε η πλούσια, πνευµατώδης φωνή. «Έφυγα», απάντησα ηλίθια – αλλά, πάλι, µε τη φωνή µου τόσο ένρινη από το κρυολόγηµα, ό,τι κι αν έλεγα, θα ακουγόµουν σαν ηλίθιος. «Είµαι στην πόλη». «Ναι, το κατάλαβα βλέποντας το νούµερο». Ο τόνος του ήταν ευγενικός, αλλά κάπως ψυχρός. «Τι µπορώ να κάνω για σένα;» Όταν του είπα για τον πατέρα µου, πήρε µια βαθιά ανάσα. «Τι να πω;» έκανε διστακτικά. «Λυπάµαι που το µαθαίνω. Πότε συνέβη;» «Την περασµένη εβδοµάδα». Με άκουσε χωρίς να µε διακόψει ούτε µία φορά. Στο πεντάλεπτο περίπου που χρειάστηκα για να του εξηγήσω πώς είχαν τα πράγµατα τον άκουσα να απορρίπτει τουλάχιστον δύο εισερχόµενες κλήσεις. «Άκουσον άκουσον!» σχολίασε όταν σταµάτησα να µιλάω. «Τροµερή ιστορία, Θίοντορ». Άκουσον άκουσον. Κάποια άλλη στιγµή µπορεί και να χαµογελούσα. Ναι, ήταν σίγουρα ένα άτοµο που θα κέρδιζε τη µητέρα µου. «Πρέπει να ήταν φοβερά εκεί κάτω για σένα», έλεγε στο µεταξύ εκείνος. «Λυπάµαι βαθύτατα για την απώλειά σου, βέβαια. Πολύ θλιβερά όλα αυτά. Αν και, για να είµαι απολύτως ειλικρινής –και αισθάνοµαι πιο άνετα να σου το οµολογήσω τώρα–, κανείς δεν ήξερε τι να κάνει όταν εµφανίστηκε ξαφνικά. Η µητέρα σου, φυσικά, µου είχε εκµυστηρευτεί ορισµένα πράγµατα, ως και η Σαµάνθα µού εξέφρασε κάποιες ανησυχίες της, και, τέλος πάντων, ήταν µάλλον ακανθώδες το πρόβληµα, όπως καταλαβαίνεις. Αλλά δε νοµίζω να είχε προβλέψει κανείς τέτοια σκηνικά. Τραµπούκοι µε ρόπαλα του µπέιζµπολ...» «Ε, εντάξει...» Αυτό το τραµπούκοι µε ρόπαλα του µπέιζµπολ ακουγόταν µάλλον δραµατικό. «Ο τύπος απλώς το κρατούσε στο χέρι του όπως στεκόταν στην πόρτα. Δεν εννοούσα ότι µε χτύπησε ή κάτι τέτοιο». «Τέλος πάντων». Γέλασε, τόσο αβίαστα, ώστε διαλύθηκε αυτόµατα η ένταση. «Τα εξήντα πέντε χιλιάρικα που ζήτησες ήταν πολύ συγκεκριµένο ποσό. Και οφείλω να οµολογήσω σε αυτό το σηµείο ότι µάλλον διέπραξα µια µικρή υπέρβαση καθήκοντος ως δικηγόρος σου όταν µιλήσαµε στο τηλέφωνο – αν και, υπό τις δεδοµένες συνθήκες, ελπίζω ότι θα µου το συγχωρήσεις. Απλώς κάτι µου βρόµαγε, για να το πω απλά».
«Παρακαλώ;» ρώτησα µε ένα κακό προαίσθηµα. «Λέω για την τηλεφωνική µας συνδιάλεξη τις προάλλες. Για τα χρήµατα. Η αλήθεια είναι ότι µπορείς να τα σηκώσεις, τουλάχιστον από το αποταµιευτικό ασφαλιστικό σου πρόγραµµα. Με αρκετά βαριά χρηµατική ποινή, αλλά είναι εφικτό». Εφικτό; Δηλαδή θα µπορούσα να έχω πάρει τα χρήµατα; Ένα εναλλακτικό µέλλον πέρασε αυτόµατα από το µυαλό µου: Ο κύριος Σίλβερ να έχει εισπράξει τα χρωστούµενα, ο µπαµπάς µου να ελέγχει τα σκορ των αγώνων στο BlackBerry του φορώντας το µπουρνούζι του, εγώ στην τάξη της «Σπιρσέτσκαγια», µε τον Μπόρις να χαζολογάει στο θρανίο απέναντι από το δικό µου στο διάδροµο. «Αν και οφείλω να σε ενηµερώσω ότι τα χρήµατα στο λογαριασµό είναι λίγο λιγότερα από αυτά», συνέχιζε στο µεταξύ ο κύριος Μπρέισγκερντλ. «Αβγατίζουν, βέβαια, µέρα µε τη µέρα! Δεδοµένων των συνθηκών, θα µπορούσαµε να βρούµε ένα παραθυράκι για να χρησιµοποιήσεις άµεσα ένα µέρος τους, αλλά η µητέρα σου ήταν ακλόνητη στην απόφασή της να µην αγγίξει αυτά τα χρήµατα, παρά τις οικονοµικές της δυσχέρειες. Το τελευταίο πράγµα που θα ήθελε θα ήταν να τα βάλει στο χέρι ο πατέρας σου. Και, ναι, εντελώς µεταξύ µας, πιστεύω ότι φέρθηκες πολύ έξυπνα που επέστρεψες στην πόλη µε δική σου πρωτοβουλία. Με συγχωρείς» –πνιχτή συζήτηση– «έχω ένα ραντεβού στις έντεκα και πρέπει να τρέξω. Μένεις στο σπίτι της Σαµάνθα, να υποθέσω;» Προς στιγµήν έχασα τα λόγια µου. «Όχι», είπα τελικά, «σε κάτι φίλους στο Βίλατζ». «Καλώς, θαυµάσια. Αρκεί που αισθάνεσαι άνετα. Τέλος πάντων, πρέπει να βιαστώ τώρα. Τι θα έλεγες να συνεχίζαµε αυτή την κουβέντα στο γραφείο µου; Θα περάσω τη γραµµή στην Πάτσι, ώστε να κλείσετε ένα ραντεβού». «Ωραία», είπα, «ευχαριστώ». Αλλά, όταν έκλεισα το τηλέφωνο, ένιωθα φρικτά, λες και κάποιος είχε µπήξει το χέρι του στο θώρακά µου και είχε γεµίσει την καρδιά µου µε άθλια και γλοιώδη πράγµατα. «Όλα εντάξει;» ρώτησε ο Χόµπι, που, περνώντας έξω από την κουζίνα, κοντοστάθηκε στην πόρτα παραξενεµένος από την έκφρασή µου. «Ναι». Ωστόσο η απόσταση µέχρι το δωµάτιό µου µου φάνηκε ατέλειωτη, κι όταν τελικά έκλεισα την πόρτα και έπεσα στο κρεβάτι µου, ξέσπασα σε κλάµατα – ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων, απαίσια τραχιά αγκοµαχητά τα οποία έπνιγα πιέζοντας το πρόσωπό µου στο µαξιλάρι, ενώ ο Πόπτσικ µου έξυνε την πλάτη µε τα ποδαράκια του και έτριβε αγωνιωδώς το µουσούδι του στο σβέρκο µου.
v.
ΠΡΙΝ ΣΥΜΒΕΙ ΑΥΤΟ, είχα αρχίσει να νιώθω καλύτερα, αλλά, για κάποιο λόγο, ακούγοντας αυτά τα νέα ξανακύλησα. Καθώς προχωρούσε η µέρα, µε τον πυρετό µου να ανεβαίνει στα προηγούµενα ιλιγγιώδη ύψη, δεν µπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο πέρα από τον µπαµπά µου: Πρέπει να του τηλεφωνήσω, σκεφτόµουν και τιναζόµουν σαν ελατήριο από το κρεβάτι µόλις πήγαινε να µε πάρει ο ύπνος. Ήταν θαρρείς και ο θάνατός του δεν ήταν αληθινός, µόνο µια πρόβα, µια γενική δοκιµή. Ο πραγµατικός του θάνατος (ο αµετάκλητος) επρόκειτο να επέλθει κάποια στιγµή στο εγγύς µέλλον, και προλάβαινα να τον αποτρέψω, αρκεί να τον έβρισκα, αρκεί να σήκωνε το κινητό του, αρκεί να τον εντόπιζε η Ζάντρα από τη δουλειά, πρέπει να τον βρω, πρέπει οπωσδήποτε να τον ειδοποιήσω. Κάποια στιγµή αργότερα –η µέρα είχε τελειώσει πια, έξω είχε σκοτεινιάσει–, και ενώ ήµουν βυθισµένος σε µια αλλόκοτη ονειρική κατάσταση στην οποία ο πατέρας µου µε περνούσε γενεές δεκατέσσερις επειδή τα είχα θαλασσώσει µε κάτι κρατήσεις αεροπορικών θέσεων, αντιλήφθηκα ξαφνικά ότι τα φώτα στο διάδροµο ήταν αναµµένα και ότι στην πόρτα διαγραφόταν µια µικροκαµωµένη φιγούρα. Η Πίππα, που βρέθηκε αιφνίδια στο δωµάτιο παραπατώντας σχεδόν, λες και κάποιος την είχε σπρώξει, κοίταξε ανήσυχα πίσω της λέγοντας: «Να τον ξυπνήσω;». «Περίµενε», είπα, απευθυνόµενος εν µέρει σ’ εκείνη και εν µέρει στον µπαµπά µου, που υποχωρούσε για να χαθεί στο σκοτάδι, µε ένα πλήθος εξαγριωµένων φιλάθλων από την άλλη πλευρά µιας ψηλής αψιδωτής πύλης. Όταν έβαλα τα γυαλιά µου, είδα ότι φορούσε το παλτό της, σαν να ετοιµαζόταν να βγει. «Συγνώµη;» ψέλλισα, καλύπτοντας τα µάτια µε τον πήχη µου, σε πλήρη σύγχυση κάτω από το δυνατό φως της λάµπας. «Όχι, εγώ ζητώ συγνώµη. Απλώς... να» –παραµερίζοντας µια τούφα µαλλιά από το πρόσωπό της– «φεύγω και ήθελα να σου πω αντίο». «Αντίο;» «Ω». Τα ανοιχτόχρωµα φρύδια της έσµιξαν µε απορία. Αναζήτησε µε το βλέµµα τον Χόµπι στην πόρτα (δεν ήταν εκεί) και µετά στράφηκε ξανά σ’ εµένα. «Ναι. Τέλος πάντων». Υπήρχε µια νότα πανικού στη φωνή της. «Γυρίζω πίσω. Απόψε. Λοιπόν, χάρηκα που σε είδα. Εύχοµαι όλα να σου πάνε καλά από δω και πέρα». «Απόψε;» «Ναι, η πτήση µου είναι σε λίγο. Για το σχολείο όπου µε έχει βάλει εσωτερική η θεία µου...» πρόσθεσε όταν συνέχισα να την κοιτάζω µε µάτια έτοιµα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. «Ήρθα για την Ηµέρα των Ευχαριστιών. Και για να δω το γιατρό... Θυµάσαι;» «Α. Ναι». Συνέχισα να την κοιτάζω µε µάτια γουρλωµένα, γεµάτα ένταση, ενώ από µέσα µου ευχόµουν όλα αυτά να ήταν ένα όνειρο. Αυτό περί εσωτερικής σε σχολείο κάτι µου θύµιζε αόριστα, αλλά νόµιζα ότι το είχα δει στον ύπνο µου. «Ναι». Τώρα φαινόταν το ίδιο αµήχανη όσο κι εγώ. «Κρίµα που δεν έφτασες νωρίτερα, ήταν ωραία. Μαγείρεψε ο Χόµπι και ήρθαν ένα σωρό άνθρωποι. Τέλος πάντων, ήµουν τυχερή που κατάφερα να έρθω, χρειάστηκα άδεια από τον ίδιο το δρα Κάµεντσιντ. Στο σχολείο µου δεν
έχουν αργία για τις Ευχαριστίες». «Τι κάνουν;» «Α, δεν έχουν αυτή τη γιορτή. Τέλος πάντων, ίσως µαγειρεύουν γαλοπούλα ή κάτι τέτοιο για όσους τη γιορτάζουν». «Καλά, τι σχολείο είναι αυτό;» Όταν µου είπε το όνοµα –µε ένα περιπαικτικό µειδίαµα στα χείλη–, σοκαρίστηκα. Το Ινστιτούτο Μον-Χέφελι ήταν ένα σχολείο στην Ελβετία, οριακά διαπιστευµένο κατά τον Άντι, στο οποίο φοιτούσαν µόνο κορίτσια µε βαριά νοητική υστέρηση ή σοβαρή ψυχική διαταραχή. «Στο Μον-Χέφελι; Σοβαρά; Νόµιζα ότι αυτό είναι περισσότερο κάτι σαν...» – ευτυχώς, πρόλαβα να συγκρατήσω τη λέξη ψυχιατρείο. «Ουάου». «Ναι, τέλος πάντων. Η θεία Μάργκαρετ λέει ότι θα το συνηθίσω». Έπαιζε µε το χάρτινο βάτραχο πάνω στο κοµοδίνο, προσπαθώντας να τον κάνει να πηδήξει, µόνο που είχε τσαλακωθεί και έγερνε στο πλάι. «Και η θέα είναι σαν το βουνό στο κουτί µε τις ελβετικές νεροµπογιές Caran d’Ache. Χιονοσκέπαστη κορυφή στο φόντο, ολάνθιστο λιβάδι και τα σχετικά. Κατά τ’ άλλα, είναι σαν µια από εκείνες τις βαρετές ευρωπαϊκές ταινίες τρόµου όπου δε συµβαίνει τίποτα». «Μα...» Ένιωθα σαν κάτι να µου διέφευγε ή σαν να µην είχα ξυπνήσει ακόµα. Το µόνο άτοµο που είχα γνωρίσει και φοιτούσε στο Μον-Χέφελι ήταν η αδερφή του Τζέιµς Βίλιερς, η Ντόριτ Βίλιερς, και οι φήµες έλεγαν ότι την είχαν στείλει εκεί επειδή είχε καρφώσει ένα µαχαίρι στο χέρι του φίλου της. «Ναι, είναι ένα αλλόκοτο µέρος», είπε, ρίχνοντας βαριεστηµένα µια µατιά ολόγυρα στο δωµάτιο. «Κάτι σαν ίδρυµα ψυχοπαθών. Αλλά δεν υπάρχουν πολλά σχολεία όπου θα µπορούσα να πάω µε το τραύµα στο κεφάλι µου. Βλέπεις, στις εγκαταστάσεις τους περιλαµβάνεται µια κανονική κλινική», είπε ανασηκώνοντας τους ώµους. «Μόνιµο ιατρικό προσωπικό. Είναι σηµαντικό, ξέρεις. Θέλω να πω, έχω προβλήµατα από τότε που χτύπησα στο κεφάλι, αλλά δεν είµαι ούτε τρελή ούτε κλεπτοµανής». «Ναι, αλλά...» Ακόµα προσπαθούσα να βγάλω αυτό το ταινίες τρόµου από το µυαλό µου. «Στην Ελβετία, ε; Πολύ πρώτο...» «Αφού το λες εσύ». «Ξέρω αυτό το κορίτσι, τη Λάλι Φουλκς, που πήγε στο Λε Ροζέ. Έλεγε ότι κάθε πρωί είχαν διάλειµµα για σοκολάτα». «Εµάς, πάντως, δε µας δίνουν ούτε µαρµελάδα για τη φρυγανιά µας». Το χέρι της φαινόταν πάλλευκο και γεµάτο φακίδες κόντρα στο µαύρο του παλτού της. «Μόνο στα κορίτσια µε διατροφικές διαταραχές δίνουν. Αν θέλεις ζάχαρη στο τσάι σου, πρέπει να κλέψεις φακελάκια από το γραφείο των νοσοκόµων». «Ε...» Όλο και χειρότερα. «Γνωρίζεις κάποια Ντόριτ Βίλιερς;» «Όχι. Ήταν εκεί, αλλά µετά την έστειλαν αλλού. Νοµίζω ότι προσπάθησε να γδάρει κάποιον στο πρόσωπο. Την είχαν στην αποµόνωση για ένα διάστηµα». «Πώς;» «Καλά, δεν το λένε έτσι», είπε τρίβοντας τη µύτη της. «Είναι ένα κτίριο που µοιάζει µε αγροικία και το έχουν ονοµάσει “Λα Γκρανζ” – δηλαδή “Αχυρώνα”, ξέρεις, γαλατούδες και δήθεν ρουστίκ στιλ. Πιο ωραίο από τα σπίτια των οικότροφων. Αλλά υπάρχουν φύλακες στις πόρτες και συστήµατα συναγερµού και τα σχετικά». «Εντάξει, δηλαδή...» Σκέφτηκα την Ντόριτ Βίλιερς –ξανθά µπουκλάκια, κενά γαλάζια µάτια, σαν παρανοϊκό αγγελούδι στην κορυφή χριστουγεννιάτικου δέντρου– και δεν ήξερα τι
να πω. «Καλά, εκεί βάζουν µόνο τα πραγµατικά σαλεµένα κορίτσια. Λα Γκρανζ. Εγώ είµαι στο Μπεσονέ, µε µια οµάδα από γαλλόφωνα κορίτσια. Υποτίθεται ότι έτσι θα µάθω καλύτερα τα γαλλικά, αλλά στην ουσία αυτό σηµαίνει ότι δε µου µιλάει κανείς». «Θα ’πρεπε να της πεις ότι δε σου αρέσει! Της θείας σου». Μόρφασε. «Της το λέω. Αλλά τότε αρχίζει να µου µιλάει για το πόσο ακριβό είναι. Ή να παραπονιέται ότι πληγώνω τα συναισθήµατά της. Τέλος πάντων», κατέληξε αµήχανα, µε τόνο που σήµαινε Ώρα να πηγαίνω και ρίχνοντας µια µατιά πάνω από τον ώµο της. «Α», έκανα ζαβλακωµένος ύστερα από µια αρκετά µεγάλη παύση. Μερόνυχτα τώρα το παραλήρηµά µου χρωµάτιζε η συναίσθηση της παρουσίας της στο σπίτι, περιοδικά ενεργειακά κύµατα ευτυχίας στο άκουσµα της φωνής της στο διάδροµο, στον ήχο των βηµάτων της. Θα στήναµε αντίσκηνο µε µια πολύχρωµη κουβέρτα, θα µε περίµενε στο παγοδρόµιο, ένα κεφάτο ντελίριο έξαψης ενόψει όλων των πραγµάτων που θα κάναµε µαζί µόλις ανακτούσα κάπως τις δυνάµεις µου – µάλιστα, είχα την αίσθηση ότι ήδη κάναµε πράγµατα µαζί, όπως να φτιάχνουµε κολιέ από πολύχρωµα ζελεδάκια ακούγοντας Belle and Sebastian στο ραδιόφωνο και, αργότερα, να τριγυρνάµε σε ένα ανύπαρκτο ουφάδικο στην πλατεία Ουάσινγκτον. Αντιλήφθηκα τον Χόµπι να στέκεται διακριτικά στο διάδροµο. «Συγνώµη», είπε, κοιτάζοντας το ρολόι στον καρπό του. «Ειλικρινά λυπάµαι που σε βιάζω...» «Δεν πειράζει», τον καθησύχασε, για να στραφεί και πάλι σ’ εµένα. «Αντίο, λοιπόν», είπε. «Ελπίζω να νιώθεις καλύτερα». «Στάσου!» «Τι;» ρώτησε, προχωρώντας ήδη προς την πόρτα. «Θα ξανάρθεις για τα Χριστούγεννα, έτσι;» «Όχι. Θα πάω στης θείας Μάργκαρετ». «Πότε θα ξανάρθεις, τότε;» «Ε...» Κοφτό ανασήκωµα του ενός ώµου. «Δεν ξέρω. Ίσως την άνοιξη, στις πασχαλινές διακοπές». «Πιπς», είπε ο Χόµπι πίσω της, αν και φαινόταν να απευθύνεται περισσότερο σ’ εµένα. «Φύγαµε», του απάντησε, παραµερίζοντας τα µαλλιά από το πρόσωπό της. Περίµενα µέχρι που άκουσα την εξώπορτα να κλείνει. Τότε σηκώθηκα και παραµέρισα την κουρτίνα στο παράθυρο. Τους παρακολούθησα πίσω από το σκονισµένο τζάµι να κατεβαίνουν τα µπροστινά σκαλιά, η Πίππα µε το ροζ φουλάρι και το καπέλο της, να τρέχει σχεδόν για να συµβαδίσει µε την πελώρια, κοµψή φιγούρα του Χόµπι. Όταν έστριψαν στη γωνία, έµεινα για λίγο στο παράθυρο να κοιτάζω τον έρηµο δρόµο. Και µετά, µε το κεφάλι µου να γυρίζει και µε ένα αίσθηµα απερίγραπτης µοναξιάς, πήγα µέχρι το δωµάτιό της και, ανίκανος να αντισταθώ στον πειρασµό, άνοιξα την πόρτα µια χαραµάδα. Ήταν ίδιο όπως δύο χρόνια πριν, µόνο πιο άδειο. Αφίσες µε το Μάγο του Οζ και µε το σλόγκαν «Σώστε το Θιβέτ». Πουθενά αναπηρικό καροτσάκι. Περβάζι παραθύρου καλυµµένο µε κρυστάλλους χαλαζιού µεγάλους σαν βότσαλα. Αλλά είχε ακόµα τη µυρωδιά της, διατηρούσε τη ζεστασιά και τη ζωντάνια της παρουσίας της, κι όπως στεκόµουν εισπνέοντας τον αέρα που ανέπνεε εκείνη µέχρι πριν από λίγο, ένιωσα ένα τεράστιο χαµόγελο ευτυχίας να απλώνεται στο πρόσωπό µου και µόνο επειδή βρισκόµουν εκεί, ανάµεσα στα βιβλία µε τα παραµύθια της, στα µπουκαλάκια µε το άρωµά της, στον αστραφτερό δίσκο µε τα ποικίλα κοκαλάκια και τη συλλογή της µε παλιές κάρτες Αγίου Βαλεντίνου: δαντελωτό χαρτί, ερωτιδείς
και κολοµπίνες, µνηστήρες της εδουαρδιανής εποχής µε µπουκέτα από τριαντάφυλλα πάνω στην καρδιά τους. Πατώντας στις µύτες των ποδιών µου, παρότι ήµουν ξυπόλυτος, πήγα αθόρυβα στην τουαλέτα της για να κοιτάξω από κοντά τις φωτογραφίες στις ασηµένιες κορνίζες: ο Γουέλτι µε τον Κόσµο, ο Γουέλτι µε την Πίππα, η Πίππα µε τη µητέρα της (ίδια µαλλιά, ίδια µάτια) και ένας νεότερος και πιο λεπτός Χόµπι... Ένας χαµηλός ήχος σαν βόµβος µέσα στο δωµάτιο. Στράφηκα ένοχα: Είχε έρθει κάποιος; Όχι, ήταν µόνο ο Πόπτσικ, κάτασπρος σαν τούφα από βαµβάκι µετά το µπάνιο του, βολεµένος ανάµεσα στα µαξιλάρια του ξέστρωτου κρεβατιού της, να ροχαλίζει µακάρια µε έναν ικανοποιηµένο ήχο σαν γουργούρισµα γάτας. Και, παρότι καταλάβαινα ότι υπήρχε κάτι θλιβερό σε όλο αυτό –να ψάχνω παρηγοριά στα πράγµατα που εκείνη είχε αφήσει πίσω σαν κουτάβι κουλουριασµένο µέσα σε ένα παλιό παλτό–, χώθηκα κάτω από τα σεντόνια και βολεύτηκα πλάι του, χαµογελώντας σαν ηλίθιος µε τη µυρωδιά του παπλώµατός της και το µεταξένιο χάδι του στο µάγουλό µου.
vi.
«ΣΑΝ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ!» αναφώνησε ο κύριος Μπρέισγκερντλ, σφίγγοντας πρώτα το χέρι του Χόµπι και µετά το δικό µου. «Θίοντορ, πόσο µεγάλωσες! Η οµοιότητα µε τη µητέρα σου είναι ακόµα πιο εντυπωσιακή. Μακάρι να µπορούσε να σε καµαρώσει». Προσπάθησα να τον κοιτάξω κατάµατα χωρίς να φανερώσω την αµηχανία µου. Η αλήθεια είναι ότι, αν και είχα τα ολόισια µαλλιά της µητέρας µου και, λίγο πολύ, τα χρώµατά της, έµοιαζα περισσότερο στον πατέρα µου, και µάλιστα σε τέτοιο βαθµό, ώστε καµία εξωστρεφής σερβιτόρα ή γυναίκα που τύχαινε να βρεθεί στον ίδιο χώρο µαζί µας για πάνω από ένα λεπτό δεν το άφηνε ασχολίαστο. Κι ενώ ποτέ δε µε χαροποιούσε αυτή µου η οµοιότητα µε το γονιό που δεν άντεχα, το να βλέπω µια νεότερη εκδοχή της χολωµένης, µόνιµα διψασµένης για ποτό φάτσας του στον καθρέφτη µε αναστάτωνε ακόµα περισσότερο τώρα που δε ζούσε. Ο Χόµπι και ο κύριος Μπρέισγκερντλ φλυαρούσαν χαµηλόφωνα – ο δικηγόρος εξηγούσε στον Χόµπι πώς είχε γνωριστεί µε τη µητέρα µου, ενώ ο τελευταίος ανέσυρε τώρα την περίσταση στη µνήµη του: «Ναι! Το θυµάµαι! Είχε ρίξει πάνω από τριάντα εκατοστά χιόνι σε λιγότερο από µία ώρα! Θεέ µου, είχα βγει από µια δηµοπρασία και δεν κουνιόταν τίποτα. Ήµουν στο πάνω Μανχάταν, στο κτίριο που στέγαζε τον παλιό οίκο δηµοπρασιών Parke-Bernet...» «Α, µιλάτε για εκείνο στη λεωφόρο Μάντισον, απέναντι από το ξενοδοχείο Carlyle;» «Ακριβώς – πολύ µακριά από τη γειτονιά µου». «Εµπορεύεστε αντίκες, έτσι δεν είναι; Κάτω στο Βίλατζ, απ’ ό,τι µου έχει πει ο Θίο». Κάνοντας επίδειξη καλών τρόπων, κάθισα παράµερα και τους άκουγα να κουβεντιάζουν για κοινούς φίλους, ιδιοκτήτες γκαλερί και συλλέκτες έργων τέχνης, τους Ρέικερ και τους Ρένµπεργκ, τους Φόσετ και τους Βόγκελ, τους Μιλντεµπέργκερ και τους Ντιπιού, για να περάσουν στη συνέχεια σε χαµένα ορόσηµα της Νέας Υόρκης, στο κλείσιµο των ιστορικών γαλλικών εστιατορίων Lutèce και La Caravelle και Café des Artistes – «Πόσο θα κόστιζε αυτό στη µητέρα σου, Θίοντορ! Λάτρευε το Café des Artistes». (Πώς το ήξερε αυτό; απόρησα.) Κι ενώ δεν πίστευα ούτε για µια στιγµή αυτά που υπαινισσόταν ο µπαµπάς µου σε στιγµές µεγάλης κακίας, τα πράγµατα όντως έδειχναν ότι ο κύριος Μπρέισγκερντλ γνώριζε τη µητέρα µου πολύ καλύτερα απ’ όσο νόµιζα. Ακόµα και τα µη νοµικά βιβλία στη βιβλιοθήκη του φαίνονταν να υποδηλώνουν ένα σύνδεσµο, µια συνάφεια στα ενδιαφέροντά τους. Βιβλία τέχνης: Άγκνες Μάρτιν και Έντουιν Ντίκινσον. Ποίηση, σε πρώτες εκδόσεις µάλιστα: Τεντ Μπέριγκαν, το Στοχασµοί σε Κατάσταση Ανάγκης[1] του Φρανκ Ο’Χάρα. Θυµήθηκα τη µέρα που είχε εµφανιστεί, αναψοκοκκινισµένη και περιχαρής, µε την ίδια ακριβώς έκδοση του Φρανκ Ο’ Χάρα, την οποία είχα υποθέσει ότι πέτυχε στα παλαιοβιβλιοπωλεία του Ιστ Βίλατζ, αφού δεν είχαµε τα χρήµατα για κάτι τέτοιο. Αλλά, τώρα που το καλοσκεφτόµουν, συνειδητοποιούσα ότι δε µου είχε δώσει καµία εξήγηση για το πώς είχε βρεθεί στα χέρια της. «Λοιπόν, Θίοντορ», είπε ο κύριος Μπρέισγκερντλ, φέρνοντάς µε πίσω στο παρόν. Αν και µεγάλος, είχε τη γαλήνια και µαυρισµένη όψη κάποιου που περνάει πολύ χρόνο στα γήπεδα του τένις, ενώ οι µαύροι κύκλοι κάτω από τα µάτια του τον έκαναν να θυµίζει καλοκάγαθο
πάντα. «Είσαι αρκετά µεγάλος ώστε οι επιθυµίες σου να βαραίνουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην κρίση ενός δικαστή, και µάλιστα από τη στιγµή που κανείς άλλος δε θα διεκδικήσει την κηδεµονία σου. Φυσικά», συνέχισε γυρνώντας προς τον Χόµπι, «θα µπορούσαµε να υποβάλουµε αίτηµα προσωρινής κηδεµονίας για το άµεσο µέλλον, αλλά δε νοµίζω ότι είναι αναγκαίο. Αυτή η διευθέτηση είναι καταφανώς προς όφελος του ανηλίκου, και εφόσον δεν έχετε εσείς καµία αντίρρηση...» «Απολύτως καµία», είπε ο Χόµπι. «Αρκεί να είναι εκείνος ευτυχισµένος». «Είστε έτοιµος να αναλάβετε ανεπίσηµα χρέη ενήλικου κηδεµόνα του Θίοντορ επί του παρόντος;» «Και ανεπίσηµα και επίσηµα, ό,τι χρειάζεται». «Υπάρχει επίσης το θέµα του σχολείου που πρέπει να διευθετηθεί. Είχαµε συζητήσει για οικοτροφείο, απ’ ό,τι θυµάµαι. Αλλά µάλλον είναι κάπως νωρίς για να µιλήσουµε γι’ αυτό, ε;» πρόσθεσε όταν είδε την αποσβολωµένη έκφρασή µου. «Να ξεκινήσεις γι’ αλλού τη στιγµή που µόλις έφτασες, και µάλιστα παραµονές εορτών; Όχι, δε νοµίζω ότι επείγει να πάρεις άµεσα κάποια απόφαση», κατέληξε, ρίχνοντας µια ερωτηµατική µατιά στον Χόµπι. «Πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερα να σ’ αφήσουµε να ηρεµήσεις λίγο µέχρι το τέλος της σχολικής περιόδου, και βλέπουµε µε την καινούρια χρονιά. Ξέρεις, φυσικά, ότι µπορείς να µου τηλεφωνήσεις οποιαδήποτε ώρα µε χρειαστείς, µέρα ή νύχτα». Σηµείωσε έναν αριθµό τηλεφώνου σε µια επαγγελµατική κάρτα του. «Αυτό είναι το τηλέφωνο του σπιτιού µου και αυτό το κινητό µου... Ποπό, τι απαίσιος βήχας!» αναφώνησε, σηκώνοντας το βλέµµα ξαφνιασµένος. «Παίρνεις κάτι, φαντάζοµαι, ε; Και αυτός είναι ο αριθµός του εξοχικού µου στο Μπριτζχάµπτον. Ελπίζω να µη διστάσεις να µου τηλεφωνήσεις αν χρειαστείς οτιδήποτε, ναι;» Προσπαθώντας σκληρά, βάζοντας τα δυνατά µου να καταπνίξω άλλη µια κρίση βήχα: «Ευχαριστώ». «Είναι εκατό τοις εκατό αυτό που θέλεις;» Με κοίταζε κατάµατα, τόσο έντονα, ώστε ένιωσα λες και καθόµουν στο εδώλιο του µάρτυρα σε δικαστήριο. «Να µείνεις µε τον κύριο Χόµπαρτ για τις αµέσως επόµενες εβδοµάδες;» Δε µου άρεσε καθόλου όπως ακούστηκε αυτό το για τις αµέσως επόµενες εβδοµάδες. «Ναι», απάντησα µέσα στη γροθιά µου, «αλλά...» «Γιατί... εσωτερικός σε σχολείο...» Σταύρωσε τα χέρια και έγειρε πίσω στην καρέκλα του κοιτώντας µε κατάµατα. «Μακροπρόθεσµα είναι σίγουρα η καλύτερη λύση για σένα, αλλά, δεδοµένων των περιστάσεων, θα µπορούσα ίσως να τηλεφωνήσω στο φίλο µου τον Σαµ Άνγκερερ στο Μπάκφιλντ, µήπως και καταφέρουµε να σε δεχτούν άµεσα. Σίγουρα κάποιος τρόπος θα υπάρχει. Είναι εξαιρετικό σχολείο. Και θα µπορούσαµε να κανονίσουµε να φιλοξενηθείς στο σπίτι του διευθυντή ή κάποιου από τους καθηγητές αντί για τους κοιτώνες των µαθητών, ώστε να βρίσκεσαι σε πιο οικογενειακό περιβάλλον, αν θα το προτιµούσες». Τόσο εκείνος όσο και ο Χόµπι µε κοίταζαν ενθαρρυντικά – ή τουλάχιστον έτσι µου φάνηκε. Χαµήλωσα το βλέµµα στα παπούτσια µου. Δεν ήθελα να φανώ αγνώµων, αλλά ενδόµυχα ευχόµουν να αποκλειόταν εντελώς αυτό το ενδεχόµενο. «Λοιπόν...» Ο κύριος Μπρέισγκερντλ και ο Χόµπι αντάλλαξαν µια µατιά – µου φάνηκε ή είδα όντως µια υποψία παραίτησης και/ή απογοήτευσης στην έκφραση του Χόµπι; «Εφόσον είναι αυτό που θέλεις και ο κύριος Χόµπαρτ δεν έχει αντίρρηση, δε βλέπω κάποιο πρόβληµα σε αυτόν το διακανονισµό προς το παρόν. Αλλά σου συστήνω να σκεφτείς καλά πού θέλεις να πας, Θίοντορ, ώστε να προχωρήσουµε και να πράξουµε τα δέοντα σχετικά µε την εγγραφή σου στο σχολείο για την επόµενη περίοδο, ή ακόµα και για κάποιο θερινό πρόγραµµα, αν το
επιθυµείς».
[1] Πρόκειται για τη συλλογή ποιηµάτων Meditations in an Emergency (1957) του Φρανκ Ο’ Χάρα, Αµερικανού ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και εικαστικού. (Σ.τ.Μ.)
vii.
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΗΔΕΜΟΝΙΑ. Τις επόµενες εβδοµάδες έκανα ό,τι µπορούσα για να είµαι διαρκώς απασχοληµένος και να µη σκέφτοµαι τι σήµαινε αυτό το προσωρινή. Είχα κάνει αίτηση σε ένα προπανεπιστηµιακό πρόγραµµα[1] στην πόλη, µε το σκεπτικό ότι ίσως έτσι δεν κινδύνευα να βρεθώ οικότροφος σε κάποια εξορία του Αδάµ, αν για κάποιο λόγο τα πράγµατα δεν πήγαιναν καλά µε τον Χόµπι. Περνούσα όλη τη µέρα στο δωµάτιό µου, κάτω από το χλοµό φως µιας λάµπας, µε τον Πόπτσικ να λαγοκοιµάται στο χαλί στα πόδια µου, σκυµµένος πάνω σε εγχειρίδια προετοιµασίας για τις εξετάσεις, αποστηθίζοντας ηµεροµηνίες, µαθηµατικές αποδείξεις, θεωρήµατα, λατινικό λεξιλόγιο και τόσα πολλά ανώµαλα ρήµατα στα ισπανικά, ώστε ακόµα και στα όνειρά µου µελετούσα ατέλειωτους πίνακες και αγωνιζόµουν να τους συµπληρώσω σωστά. Ήταν λες και προσπαθούσα να τιµωρήσω τον εαυτό µου –ή ίσως να εξιλεωθώ απέναντι στη µητέρα µου– βάζοντας τον πήχη τόσο ψηλά. Η αλήθεια είναι ότι είχα ξεµάθει να µελετάω και να κάνω εργασίες. Δεν ήµουν δα και ο πιο επιµελής µαθητής στο Βέγκας, ο δε όγκος των πληροφοριών που έπρεπε να αφοµοιώσω µου έδινε µια αίσθηση βασανιστηρίων – δυνατά φώτα στραµµένα στο πρόσωπό µου, εγώ να µην ξέρω τη σωστή απάντηση, ολική καταστροφή αν αποτύγχανα. Τρίβοντας τα µάτια µου, προσπαθώντας να κρατηθώ ξύπνιος µε κρύα ντους και παγωµένο καφέ, πίεζα τον εαυτό µου να επιµείνει υπενθυµίζοντάς µου συνέχεια πόσο καλό ήταν αυτό που έκανα, παρότι αυτό το πέσιµο µε τα µούτρα στη µελέτη φάνταζε περισσότερο αυτοκαταστροφικό από όλο το σνιφάρισµα κόλλας που είχα κάνει στη ζωή µου. Και κάποια απροσδιόριστη στιγµή η ίδια η εντατική µελέτη κατέληξε ένα είδος ναρκωτικού που µε άφηνε τόσο στραγγισµένο, ώστε µετά βίας καταλάβαινα τι γινόταν γύρω µου. Ωστόσο ήµουν ευγνώµων για όλο αυτό το διάβασµα, τόσο εξοντωτικό, που δε µου άφηνε στιγµή ελεύθερη για να σκεφτώ. Η ντροπή που µε ταλάνιζε ήταν ακόµα πιο διαβρωτική επειδή δεν είχε σαφή αιτία: Δεν ήξερα γιατί ένιωθα τόσο µιαρός και ανάξιος και κακός, ήξερα µόνο ότι έτσι ένιωθα, κι όποτε σήκωνα το βλέµµα από τα βιβλία µου, αισθανόµουν να βυθίζοµαι σε ένα βούρκο από βρόµικα νερά που µε περιέβαλλαν από κάθε κατεύθυνση. Μέχρι ένα βαθµό είχε να κάνει µε τον πίνακα. Ήξερα ότι δεν έκανα καθόλου καλά που τον κρατούσα, ενώ συνάµα είχα επίγνωση του γεγονότος ότι τον είχα στην κατοχή µου υπερβολικά πολύ καιρό για να το αποκαλύψω χωρίς συνέπειες. Θα ήταν παράτολµο να το εκµυστηρευόµουν στον κύριο Μπρέισγκερντλ. Η θέση µου ήταν κάτι παραπάνω από επισφαλής – ήδη αδηµονούσε να µε βάλει εσωτερικό σε σχολείο. Κι όταν εξέταζα το ενδεχόµενο να µιλήσω στον Χόµπι –και οµολογώ ότι ήταν µεγάλος ο πειρασµός–, παρασυρόµουν σε διάφορα θεωρητικά σενάρια, κανένα από τα οποία δεν έµοιαζε περισσότερο ή λιγότερο πιθανό από τα υπόλοιπα. Θα έδινα τον πίνακα στον Χόµπι και εκείνος θα έλεγε: «Α, καλά, σπουδαία τα λάχανα» και µε κάποιον τρόπο (είχα πρόβληµα µε το συγκεκριµένο κοµµάτι, τις πρακτικές λεπτοµέρειες του όλου πράγµατος) θα τακτοποιούσε το θέµα, επικοινωνώντας µε κάποιους γνωστούς του ή, τέλος πάντων, βρίσκοντας ο ίδιος µια λύση, και ούτε θα τον πείραζε ούτε θα θύµωνε, και όλα θα
ήταν, ως διά µαγείας, εντάξει. Ή: Θα έδινα τον πίνακα στον Χόµπι και εκείνος θα καλούσε την αστυνοµία. Ή: Θα έδινα τον πίνακα στον Χόµπι και εκείνος θα τον κρατούσε για τον εαυτό του και µετά θα µου έλεγε: «Τι λες τώρα, τρελάθηκες; Ποιον πίνακα; Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγµα µιλάς». Ή: Θα έδινα τον πίνακα στον Χόµπι και εκείνος θα κουνούσε το κεφάλι µε κατανόηση και θα µε κοίταζε µε µια έκφραση όλο συµπόνια και θα µου έλεγε ότι είχα κάνει το σωστό, αλλά µετά, µόλις έβγαινα από το δωµάτιο, θα τηλεφωνούσε στο δικηγόρο του και θα µε έστελνε πακέτο εσωτερικό σε κάποιο σχολείο ή, ακόµα χειρότερα, σε κάποιο αναµορφωτήριο (όπου, ασχέτως πίνακα, κατέληγα στη συντριπτική πλειοψηφία των σεναρίων). Αλλά αυτό το επίµονο αίσθηµα δυσφορίας που µε διακατείχε είχε να κάνει κατά κύριο λόγο µε τον πατέρα µου. Ήξερα ότι δεν ήµουν υπεύθυνος για το θάνατό του, ωστόσο είχα παράλληλα µια µύχια, παράλογη, ακλόνητη πεποίθηση ότι ήµουν. Όταν αναλογιζόµουν πόσο ψυχρά του είχα γυρίσει την πλάτη και τον είχα αφήσει στην απελπισία του, το γεγονός ότι είχε προσπαθήσει να µε εξαπατήσει ερχόταν σε δεύτερη µοίρα. Ίσως ήξερε ότι είχα τη δυνατότητα να τον ξελασπώσω – γεγονός που µε στοίχειωνε από τη στιγµή που το είχε ξεφουρνίσει τόσο ελαφρά τη καρδία ο κύριος Μπρέισγκερντλ. Ανάµεσα από τις σκιές πέρα από τη λάµπα του γραφείου οι γρύπες από τερακότα µε κοίταζαν µε τα γυάλινα µάτια τους. Άραγε να πίστευε ότι τον είχα κρεµάσει επίτηδες; Ότι ήθελα να πεθάνει; Τα βράδια τον έβλεπα στα όνειρά µου ξυλοκοπηµένο και κυνηγηµένο σε τεράστιους χώρους στάθµευσης κατάφωτων καζίνων, ενώ αρκετές φορές ξυπνούσα µε ένα τίναγµα για να τον βρω να κάθεται στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι µου και να µε παρατηρεί ήσυχα, µε την καύτρα του τσιγάρου του να λαµπυρίζει στο σκοτάδι. «Μα... στάσου, µου είπαν ότι πέθανες», έλεγα µεγαλόφωνα, πριν συνειδητοποιήσω ότι δεν ήταν πραγµατικά εκεί. Χωρίς την Πίππα, το σπίτι βυθίστηκε σε µια νεκρική ησυχία. Οι αποκλεισµένοι επίσηµοι χώροι υποδοχής είχαν µια ακαθόριστη µυρωδιά υγρασίας και εγκατάλειψης, σαν νεκρά φύλλα. Σερνόµουν εδώ κι εκεί χαζεύοντας πράγµατά της, προσπαθώντας να µαντέψω πού ήταν και τι έκανε, πασχίζοντας να νιώσω συνδεδεµένος µαζί της µε τόσο επισφαλή νήµατα όσο µια κόκκινη τρίχα στο σιφόνι της µπανιέρας ή µια τυλιγµένη σε µπάλα κάλτσα κάτω από τον καναπέ. Μα, όσο κι αν µου έλειπε η νευρική έξαψη της παρουσίας της, αυτό το σπίτι µε ηρεµούσε µε την αίσθηση ασφάλειας και αποµόνωσης που απέπνεε: παλιά πορτρέτα και κακοφωτισµένοι διάδροµοι, ρολόγια που µετρούσαν ηχηρά τα δευτερόλεπτα. Ήταν λες και είχα προσληφθεί ως καµαρότος στο µπριγκαντίνι Μαρί-Σελέστ[2]. Όπως πηγαινοερχόµουν άσκοπα µέσα σε τέλµατα σιωπής και λίµνες σκιάς και αστραφτερού ηλιόφωτος, οι παλιές σανίδες του πατώµατος έτριζαν κάτω από τα πόδια µου σαν σε κατάστρωµα καραβιού, ενώ ο απόηχος της κίνησης από την Έκτη Λεωφόρο έφτανε υπόκωφος στα αφτιά µου. Ενόσω εγώ πονοκεφάλιαζα επάνω µελετώντας διαφορικές εξισώσεις, το Νόµο της Ψύξης του Νεύτωνα, ανεξάρτητες µεταβλητές –Εφόσον η µεταβλητή ταυ είναι σταθερά, η παράγωγός της ισούται µε µηδέν–, η παρουσία του Χόµπι στο υπόγειο εργαστήρι ήταν µια άγκυρα, µια ευχάριστη γείωση: Αντλούσα παρηγοριά από τους χτύπους του σφυριού του, από τη γνώση ότι ήταν εκεί και µαστόρευε µε τα εργαλεία του και τις επαγγελµατικές κόλλες του και τα ξύλα διαφόρων αποχρώσεων. Με τους Μπάρµπορ, η έλλειψη χαρτζιλικιού ήταν µια µόνιµη έγνοια. Η ανάγκη να πλευρίζω διαρκώς την κυρία Μπάρµπορ για χρήµατα για το µεσηµεριανό, για τα υλικά του εργαστηρίου στο σχολείο και για άλλα µικροέξοδα είχε γίνει µια µόνιµη πηγή φόβου και άγχους εντελώς δυσανάλογου µε τα ποσά που εκείνη δαπανούσε καθηµερινά µε τη µεγαλύτερη
ευκολία. Αλλά τώρα, χάρη στο επίδοµα διαβίωσης που µου είχε εξασφαλίσει ο κύριος Μπρέισγκερντλ, ένιωθα λιγότερο άσχηµα που είχα καταπλεύσει απρόσκλητος στο σπίτι του Χόµπι. Τουλάχιστον µπορούσα να καλύπτω τα έξοδα του κτηνιάτρου για τον Πόπτσικ –µιλάµε για µια µικρή περιουσία, αφού είχε χαλασµένα δόντια και διροφιλαρίωση, το γνωστό «σκουλήκι της καρδιάς» (ευτυχώς, σε πρώιµο στάδιο), και, στο διάστηµα τουλάχιστον που έµεινα εγώ στο Βέγκας, δεν είχα δει ποτέ τη Ζάντρα να του δίνει κάποιο φάρµακο ή να τον πηγαίνει στον κτηνίατρο, έστω και για εµβολιασµό– και το κόστος των δικών µου επισκέψεων στον οδοντίατρο –διόλου αµελητέο επίσης (χρειάστηκα έξι σφραγίσµατα, που ισοδυναµούσαν µε δέκα µαρτυρικές ώρες στην καρέκλα του πόνου) –, αλλά και την αγορά ενός λάπτοπ και ενός iPhone για µένα, καθώς και των παπουτσιών και των χειµωνιάτικων ρούχων που χρειαζόµουν. Και, παρότι ο Χόµπι δε δεχόταν µε τίποτα να συνεισφέρω στα έξοδα του σπιτιού, εγώ πήγαινα και ψώνιζα διάφορα από το παντοπωλείο, πληρώνοντας µε δικά µου λεφτά: γάλα και ζάχαρη και απορρυπαντικά πλυντηρίου από το σούπερ µάρκετ Grand Union, αλλά κυρίως φρέσκα προϊόντα από την υπαίθρια λαχαναγορά των παραγωγών στην πλατεία Γιούνιον, όπως άγρια µανιτάρια και µήλα µε κόκκινη σάρκα και σταφιδόψωµο, µικρές πολυτέλειες που φαίνονταν να τον ευχαριστούν, σε αντίθεση µε τις µεγάλες συσκευασίες Tide, τις οποίες κοίταζε µε θλίψη και πήγαινε στην αποθήκη µε τις προµήθειες χωρίς λέξη. Εδώ ήταν όλα πολύ διαφορετικά από την πολύπλοκη, συνωστισµένη και υπερβολικά τυπική ατµόσφαιρα στους Μπάρµπορ, όπου τα πάντα έπρεπε να προετοιµάζονται και να στήνονται σαν παραγωγή του Μπρόντγουεϊ, µια πνιγηρή τελειοµανία από την οποία ο Άντι ζούσε εντελώς αποτραβηγµένος, τρέχοντας κατευθείαν στο δωµάτιό του σαν πανικόβλητο χταπόδι στο άνοιγµα του βράχου του. Αντίθετα, ο Χόµπι ζούσε και κινούνταν σαν ένα πελώριο θαλάσσιο κήτος στο φυσικό του περιβάλλον, δηµιουργώντας τη δική του, γαλήνια ατµόσφαιρα στο σκούρο καφέ των αποτυπωµάτων από φλιτζάνια τσαγιού και του καπνού, όπου κάθε ρολόι του σπιτιού είχε τη δική του άποψη και ο χρόνος δεν υπάκουε στα καθιερωµένα µέτρα, αλλά προχωρούσε µαιανδρικά στο προσωπικό του υπναλέο τικ τακ, ακολουθώντας µάλλον το ρυθµό του γεµάτου αντίκες άδυτου του Χόµπι, µακριά από τη βιοµηχανική, στερεωµένη µε εποξικές κόλλες σύγχρονη εκδοχή του κόσµου. Αν και του άρεσε να πηγαίνει στο σινεµά, δεν είχε τηλεόραση στο σπίτι. Διάβαζε παλιά δερµατόδετα µυθιστορήµατα µε εσώφυλλα από µαρµαρόκολλα –ένα πανέµορφο είδος χαρτιού µε σχέδια παρόµοια µε τα νερά του µαρµάρου–, δεν είχε κινητό, ο υπολογιστής του, ένας παµπάλαιος IBM, ήταν στο µέγεθος βαλίτσας και παντελώς άχρηστος. Bυθισµένος σε τέλεια σιωπή, αφοσιωνόταν πλήρως στη δουλειά του, µαλακώνοντας καπλαµάδες µε ατµό ή χαράζοντας µε το καλέµι τις σπείρες για να βιδώσει τα πόδια ενός τραπεζιού, και η ευτυχισµένη προσήλωσή του ανέβαινε από το εργαστήρι και διαχεόταν σε όλο το σπίτι σαν τη ζεστασιά ξυλόσοµπας το χειµώνα. Ήταν αφηρηµένος και καλοσυνάτος· ήταν ξεχασιάρης και αιθεροβάµων και αυτοσαρκαστικός και ευγενικός· συχνά δε σε άκουγε την πρώτη φορά που του έλεγες κάτι, ενίοτε ούτε και τη δεύτερη· έχανε τα γυαλιά του, ξεχνούσε πού άφηνε το πορτοφόλι του, τα κλειδιά του, τις αποδείξεις παραλαβής ρούχων από το καθαριστήριο, ενώ µε φώναζε συχνά πυκνά κάτω για να πέσουµε και οι δύο στα τέσσερα και να ψάξουµε κάποιο µικροσκοπικό εξάρτηµα που του είχε πέσει στο πάτωµα. Κατά καιρούς άνοιγε το µαγαζί επάνω «κατόπιν ραντεβού», για µία ή δύο ώρες τη φορά, όµως, όπως το έβλεπα εγώ, αυτό ήταν περισσότερο ένα πρόσχηµα για να βγάλει το µπουκάλι του σέρι και να δεχτεί φίλους και γνωστούς του. Κι αν έδειχνε κάποιο έπιπλο, ανοιγοκλείνοντας συρτάρια µε υπόκρουση επιφωνήµατα δέους και θαυµασµού, το έκανε µάλλον στο πνεύµα µε το οποίο ο Άντι και εγώ βγάζαµε κάποτε τα παιχνίδια µας για χάζι.
Αν πούλησε ποτέ κάποιο κοµµάτι, δεν έτυχε να είµαι παρών. Ο δικός του τοµέας (όπως του άρεσε να λέει) ήταν το εργαστήρι – ή, αλλιώς, το «νοσοκοµείο», όπου στέκονταν στη σειρά σακατεµένες καρέκλες και τραπέζια περιµένοντας να τα φροντίσει. Με την επιµέλεια κηπουρού που αποµακρύνει προσεκτικά µικροσκοπικά ζωύφια από τα φύλλα ενός σπάνιου φυτού θερµοκηπίου, ο Χόµπι επικεντρωνόταν στην υφή και στα νερά µεµονωµένων κοµµατιών, στα κρυφά συρτάρια, στις πιο αδιόρατες ουλές και στις πιο εντυπωσιακές αριστοτεχνίες. Αν και διέθετε κάµποσα από τα σύγχρονα εργαλεία ξυλουργικής –ροκάνι αυλακώσεων, δραπανοκατσάβιδο, δισκοπρίονο–, σπανίως τα χρησιµοποιούσε. («Αν χρειάζεται ωτοασπίδες, µου είναι σχεδόν άχρηστο».) Κατέβαινε νωρίς το πρωί και µερικές φορές, όταν είχε µια ανάθεση, έµενε εκεί και αφού έπεφτε η νύχτα, αλλά συνήθως ανέβαινε στο σπίτι µόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει και, πριν πάει να πλυθεί για το βραδινό γεύµα, έβαζε για τον εαυτό του δύο δάχτυλα καλό ουίσκι, σκέτο, σε χαµηλό κρυστάλλινο ποτήρι: κουρασµένος, ικανοποιηµένος, µε χέρια µαυρισµένα και κάτι τραχύ και στρατιωτικό στην κούρασή του. Σ’ έβγαλε έξω για δείπνο; µου έγραψε η Πίππα σε µήνυµα. Ναι, 3-4 φορές. Λατρεύει κάτι έρηµα ρεστοράν όπου δεν πατάει ψυχή. Ναι! Την περασµένη βδοµάδα µε πήγε κάπου που ήταν σαν τον τάφο του Τουταγχαµών. Πάει µόνο σε µαγαζιά που λυπάται τους ιδιοκτήτες! Φοβάται ότι θα κλείσουν και µετά θα έχει τύψεις. Προτιµώ να µαγειρεύει εκείνος. Πες του να σου φτιάξει κέικ µε πιπερόριζα. Μακάρι να είχα λίγο τώρα.
Το δείπνο ήταν η ώρα της µέρας που περίµενα µε τη µεγαλύτερη λαχτάρα. Στο Βέγκας, και ιδιαίτερα από τότε που τα είχε φτιάξει ο Μπόρις µε την Κότκου, ποτέ δεν είχα καταφέρει να συνηθίσω τη µιζέρια τού να πρέπει να ψάξω για να βρω κάτι να φάω τα βράδια, καθισµένος στο πλάι του κρεβατιού µου µε µια µεγάλη σακούλα πατατάκια ή ίσως µε τα στεγνά υπολείµµατα ρυζιού από το κινέζικο φαγητό σε πακέτο που είχε φέρει κάποια στιγµή ο µπαµπάς µου. Σε πλήρη αντίθεση µε αυτό –για µεγάλη µου χαρά!–, το δείπνο ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν όλη η µέρα στο σπίτι του Χόµπι. Πού θα φάµε; Ποιος θα έρθει για φαγητό; Τι να µαγειρέψω; Σου αρέσει το βραστό; Όχι; Δεν έχεις δοκιµάσει; Ρύζι µε λεµόνι ή µε ζαφορά; Γλυκό του κουταλιού σύκο ή βερίκοκο; Θες να ’ρθεις για παρέα µέχρι τη βιβλιοθήκη; Κάποιες Κυριακές έρχονταν καλεσµένοι: καθηγητές της Νέας Σχολής και του Πανεπιστηµίου Κολούµπια, κυρίες που ανήκαν σε ιστορικούς συλλόγους και είχαν εισιτήρια διαρκείας για τη Μητροπολιτική Όπερα και τη Φιλαρµονική της Νέας Υόρκης, διάφοροι αξιολάτρευτοι ηλικιωµένοι γείτονες, αλλά και όλων των ειδών έµποροι και συλλέκτες αντικών, από τρελαµένες γιαγιάδες µε γάντια χωρίς δάχτυλα που πουλούσαν γεωργιανά κοσµήµατα σε υπαίθριες αγορές µέχρι ζάπλουτους ανθρώπους τους οποίους µπορούσες κάλλιστα να συναντήσεις στο σπίτι των Μπάρµπορ (ο µακαρίτης ο Γουέλτι, όπως έµαθα, είχε βοηθήσει πολλούς από αυτούς να δηµιουργήσουν τις συλλογές τους συµβουλεύοντάς τους ποια κοµµάτια να αγοράσουν). Τις περισσότερες φορές αδυνατούσα να παρακολουθήσω τις συζητήσεις τους. (Σεν-Σιµόν; Φεστιβάλ Όπερας του Μονάχου; Κουµαρασουάµι; Η βίλα στην Πο;) Όµως, ακόµα κι όταν τα δωµάτια ήταν επίσηµα και η συντροφιά η πιο φινετσάτη, τα γεύµατά του ήταν πάντα από αυτά όπου οι καλεσµένοι δεν είχαν κανέναν ενδοιασµό να σερβίρονται µόνοι τους ή να τρώνε µε το πιάτο στα γόνατά τους, σε αντίθεση µε τις άψογα οργανωµένες συνεστιάσεις µε κέτερινγκ που εξελίσσονταν µέσα σε παγερή ατµόσφαιρα στην οικία των Μπάρµπορ. Η αλήθεια είναι ότι, όσο ενδιαφέροντες και ευχάριστοι κι αν ήταν οι καλεσµένοι του Χόµπι, σε αυτά τα δείπνα µε έτρωγε πάντα η ανησυχία µήπως εµφανιζόταν κάποιος που µε γνώριζε µέσω των Μπάρµπορ. Είχα τύψεις που δεν τηλεφωνούσα στον Άντι, ωστόσο µετά το σκηνικό µε
τον µπαµπά του στο δρόµο αισθανόµουν ακόµα πιο άσχηµα στην προοπτική να µάθει ότι είχα ξεβραστεί και πάλι στην πόλη, κι αυτή τη φορά χωρίς να έχω κάπου να µείνω. Και, παρότι ήταν µάλλον επουσιώδες, εξακολουθούσα να νιώθω άσχηµα για τον τρόπο που είχα πρωτοεµφανιστεί στην πόρτα του Χόµπι. Αν και δεν είχε πει ποτέ µπροστά µου την ιστορία, κυρίως επειδή καταλάβαινε πόσο άβολα ένιωθα, σίγουρα την είχε αφηγηθεί σε όλους – όχι πως του το καταλόγιζα, ήταν υπερβολικά καλή για να αποσιωπηθεί. «Είναι τόσο ταιριαστό, για όποιον γνώριζε τον Γουέλτι», έλεγε η κυρία Ντε Φρις, η σπουδαία φίλη του Χόµπι, έµπορος υδατογραφιών του δέκατου ένατου αιώνα, που, παρά τα άκαµπτα ρούχα και τα δυνατά αρώµατα, ήταν πολύ τρυφερή και εκδηλωτική, µε την κλασική συνήθεια των γιαγιάδων να σε πιάνουν από το µπράτσο ή να σου χαϊδεύουν το χέρι όταν σου µιλάνε. «Βλέπεις, καλέ µου, ο Γουέλτι ήταν αγοραµανής – το αντίθετο του αγοραφοβικού! Λάτρευε τον κόσµο, ναι, λάτρευε την αγορά. Τα ατέλειωτα πηγαινέλα της. Τα παζάρια, τις πραµάτειες, τη συζήτηση, τις συναλλαγές. Ήταν ίσως οι µνήµες του Καΐρου από τα παιδικά του χρόνια. Εγώ πάντα έλεγα ότι θα ήταν απόλυτα ευτυχής να περιφέρεται µε πασούµια και να δείχνει υπέροχα χαλιά σε κάποιο σουκ της Ανατολής. Ήταν χαρισµατικός ως αντικέρ –ξέρεις, γνώριζε τι ταίριαζε σε ποιον. Μπορεί να έµπαινε κάποιος στο µαγαζί χωρίς την παραµικρή πρόθεση να ψωνίσει, απλώς και µόνο για να προστατευτεί από τη βροχή. Θα έπινε το τσάι που τόσο ευγενικά του πρόσφερε ο Γουέλτι και θα κατέληγε να παραγγείλει µια τραπεζαρία για το σπίτι του στο Ντε Μόιν. Ή θα έµπαινε κάποιος φοιτητής να θαυµάσει τα έπιπλα και ο Γουέλτι θα του έβρισκε την τέλεια γκραβούρα, και µάλιστα µέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του. Έτσι, ήταν όλοι ευχαριστηµένοι. Ο Γουέλτι ήξερε ότι δεν ήταν οι πάντες σε θέση να µπουν και να αγοράσουν µια πανάκριβη αντίκα – όλα ήταν θέµα συνταιριάσµατος, εύρεσης του τέλειου σπιτικού για το κάθε αντικείµενο». «Γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι τον εµπιστεύονταν», είπε ο Χόµπι, µπαίνοντας µε ένα ποτηράκι σέρι για την κυρία Ντε Φρις και ένα ποτήρι ουίσκι για τον εαυτό του. «Έλεγε πάντα ότι η αναπηρία του τον έκανε καλό πωλητή, και νοµίζω ότι αυτό είχε µια δόση αλήθειας. “Ο καηµένος ο σακάτης”. Kαµία ιδιοτέλεια. Πάντα στο περιθώριο, εκτός, να κοιτάζει µέσα». «Α, ο Γουέλτι δε βρέθηκε ποτέ στο περιθώριο», διαφώνησε η κυρία Ντε Φρις, παίρνοντας το σέρι της και χτυπώντας µαλακά τον Χόµπι στο µανίκι, µε το λεπτό σαν χάρτινο χεράκι της να αστράφτει από τα µπριγιάν. «Τουναντίον, ήταν πάντα στην καρδιά των πάντων, ο ευλογηµένος, µ’ εκείνο το αιώνιο γέλιο του, χωρίς ένα παράπονο, ποτέ. Τέλος πάντων», συνέχισε, στρέφοντας ξανά την προσοχή της σ’ εµένα, «µην αµφιβάλλεις ποτέ γι’ αυτό που θα σου πω, καλό µου: Ο Γουέλτι ήξερε πολύ καλά τι έκανε όταν σου έδωσε εκείνο το δαχτυλίδι. Γιατί, βλέπεις, δίνοντάς το σ’ εσένα, σε οδήγησε κατευθείαν εδώ, στον Χόµπι». «Ναι», συµφώνησα, νιώθοντας την ανάγκη να σηκωθώ και να αποσυρθώ στην κουζίνα, τόσο µε είχε προβληµατίσει αυτή η λεπτοµέρεια. Γιατί, βέβαια, το δαχτυλίδι δεν ήταν το µόνο πράγµα που µου είχε δώσει ο Γουέλτι.
[1] Early-college program: Εκπαιδευτικό πρόγραµµα το οποίο προσφέρουν ορισµένα σχολεία στις ΗΠΑ και συνδυάζει µαθήµατα δευτεροβάθµιας και τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, εξασφαλίζοντας στους αποφοίτους του ένα προβάδισµα (ενός ή δύο ετών) για τις µετέπειτα σπουδές τους. (Σ.τ.Μ.) [2] Ιστιοφόρο πλοίο που απέπλευσε το 1782 από τη Νέα Υόρκη για τη Γένοβα και βρέθηκε να πλέει έρηµο και ακυβέρνητο στη θάλασσα του Γιβραλτάρ περίπου ένα µήνα αργότερα, µε τους επιβάτες του άφαντους. Το µυστήριο του πλοίουφαντάσµατος δε λύθηκε ποτέ, δίνοντας, φυσικά, τροφή για πολλές εικασίες, αλλά και έργα µυθοπλασίας. (Σ.τ.Μ.)
viii.
ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΓΟΥΕΛΤΙ, που
ήταν πλέον το δωµάτιό µου, µε τα γυαλιά πρεσβυωπίας του και τα µελανοδοχεία του ακόµα µέσα στα συρτάρια του γραφείου, ξαγρυπνούσα ακούγοντας τους θορύβους από την κίνηση έξω και βράζοντας στο ζουµί µου. Πίσω στο Βέγκας είχα σκεφτεί κάµποσες φορές ότι, αν ο µπαµπάς µου ή η Ζάντρα έβρισκαν τον πίνακα, ίσως να µην καταλάβαιναν τι ήταν, ή τουλάχιστον όχι αµέσως. Αλλά ο Χόµπι θα τον αναγνώριζε µε τη µία. Το µυαλό µου σκάρωνε άπειρα σενάρια στα οποία επέστρεφα στο σπίτι και τον έβρισκα να µε περιµένει µε τον πίνακα στα χέρια –«Τι είναι αυτό;»–, και δεν υπήρχαν ούτε ψευτιές ούτε δικαιολογίες ούτε προβαρισµένες ατάκες µε τις οποίες θα µπορούσα να αντιµετωπίσω µια τέτοια καταστροφή. Κι όταν έπεφτα στα γόνατα και άπλωνα τα χέρια µου κάτω από το κρεβάτι για να αγγίξω τη µαξιλαροθήκη (όπως έκανα συχνά, ψαχουλεύοντας στα τυφλά για να σιγουρευτώ ότι ήταν ακόµα εκεί), το έκανα πάντα στα γρήγορα και στα κλεφτά, όπως θα ακουµπούσα ένα φαγητό µόλις βγαλµένο από το φούρνο µικροκυµάτων για να δω αν έχει ζεσταθεί. Μια πυρκαγιά στο σπίτι. Μια επιχείρηση απεντόµωσης. Μεγάλο σήµα ΙΝΤΕΡΠΟΛ στην ιστοσελίδα του Μητρώου Χαµένων Έργων Τέχνης. Αν κάποιος είχε την εξυπνάδα να κάνει τη σύνδεση, το δαχτυλίδι του Γουέλτι αποτελούσε αδιάσειστη απόδειξη ότι είχα βρεθεί στην αίθουσα µε τον πίνακα. Η πόρτα του δωµατίου µου ήταν τόσο παλιά, µε τους µεντεσέδες της τόσο ξεχαρβαλωµένους, ώστε δεν έκλεινε καν κανονικά. Έπρεπε να τη µαγκώνω µε µια σιδερένια σφήνα. Κι αν, ωθούµενος από κάποια απρόσµενη παρόρµηση, ο Χόµπι αποφάσιζε να έρθει πάνω να καθαρίσει; Αυτό, οµολογουµένως, φάνταζε µάλλον απίθανο για το µονίµως αφηρηµένο, όχι και τόσο τακτικό Χόµπι που γνώριζα – Όχι, δεν τον νοιάζει αν είσαι ακατάστατος, δεν µπαίνει ποτέ στο δωµάτιό µου παρά µόνο για να αλλάξει σεντόνια ή να ξεσκονίσει, µου είχε γράψει η Πίππα σε µήνυµα, κάνοντάς µε να ξεστρώσω στη στιγµή το κρεβάτι µου και να αφιερώσω σαράντα πέντε ολόκληρα λεπτά για να ξεσκονίσω πανικόβλητος κάθε επιφάνεια του δωµατίου µου, όλους τους γρύπες, την κρυστάλλινη σφαίρα, το κεφαλάρι του κρεβατιού, µε ένα καθαρό µακό µου. Πολύ σύντοµα το ξεσκόνισµα µου έγινε σχεδόν ψυχαναγκαστική συνήθεια – σε βαθµό που έβγαινα και αγόραζα τα δικά µου ξεσκονόπανα, παρότι ο Χόµπι είχε ένα βουνό από δαύτα. Δεν ήθελα να ξέρει ότι ξεσκόνιζα, απλώς πόνταρα στο ότι δε θα του περνούσε καν η λέξη σκόνη από το µυαλό αν τύχαινε να ανοίξει την πόρτα και να κοιτάξει µέσα στο δωµάτιό µου. Γι’ αυτόν το λόγο, επειδή ένιωθα πραγµατικά άνετα να λείπω από το σπίτι µόνο όταν ήµουν µαζί του, περνούσα τις περισσότερες µέρες στο δωµάτιό µου, στο γραφείο µου, κάνοντας µε το ζόρι διάλειµµα για φαγητό. Κι όταν έβγαινε, τον συνόδευα σε γκαλερί, εκποιήσεις επίπλων, χώρους εκθέσεων και αίθουσες δηµοπρασιών, όπου στεκόµουν µαζί του στο βάθος («Όχι, όχι», έλεγε όταν του έδειχνα τις άδειες θέσεις µπροστά, «θέλουµε να είµαστε σε ένα σηµείο απ’ όπου να βλέπουµε τα ταµπελάκια των επίδοξων αγοραστών») – τροµερά συναρπαστικό στην αρχή, όπως στις ταινίες, αν και έπειτα από µια δυο ώρες ήταν το ίδιο ανιαρό όσο η µελέτη τού Λογισµοί: Έννοιες και Συνδέσεις. Όµως, παρότι προσπαθούσα (µε σχετική επιτυχία) να το παίζω µπλαζέ, ακολουθώντας τον
δήθεν αδιάφορα εδώ κι εκεί στις εξόδους του στο Μανχάταν, στην πραγµατικότητα είχα προσκολληθεί πάνω του µε την ίδια εναγώνια επιµονή που ο Πόπτσικ, απελπιστικά µόνος, µας ακολουθούσε παντού και πάντα τον Μπόρις κι εµένα πίσω στο Βέγκας. Πήγαινα µαζί του σε ψηλοµύτικα γεύµατα. Πήγαινα µαζί του σε εκτιµήσεις παλιών επίπλων. Πήγαινα µαζί του στο ράφτη του. Πήγαινα µαζί του σε διαλέξεις µε σχεδόν ανύπαρκτο ακροατήριο και µε θέµα παγκοσµίως άγνωστους κατασκευαστές ερµαρίων στη Φιλαδέλφεια της δεκαετίας του 1770. Πήγαινα µαζί του στην Ορχήστρα της Όπερας της Νέας Υόρκης, παρότι τα προγράµµατα µου φαίνονταν τόσο πληκτικά και ατελείωτα, που φοβόµουν πραγµατικά µήπως µε έπαιρνε ο ύπνος και σωριαζόµουν κάτω στο διάδροµο. Πήγαινα µαζί του για δείπνο στους Άµστις (στη λεωφόρο Παρκ, ανησυχητικά κοντά στους Μπάρµπορ) και στους Βόγκελ και στους Κράσνοου και στους Μιλντεµπέργκερ, όπου οι συζητήσεις ήταν είτε θανάσιµα ανιαρές είτε τόσο πέρα από τη δυνατότητά µου να τις παρακολουθήσω, ώστε το περισσότερο που τόλµησα ποτέ να συνεισφέρω ήταν ένα διφορούµενο χµ. («Καηµένο παιδί, πόσο αφόρητα βαρετοί θα πρέπει να σου φαινόµαστε», έλεγε χαρωπά η κυρία Μιλντεµπέργκερ, χωρίς να φαίνεται να συνειδητοποιεί πόσο δίκιο είχε.) Άλλοι φίλοι, όπως ο κύριος Αµπερνάθι –στην ηλικία του µπαµπά µου, µε κάποιο ακατονόµαστο σκάνδαλο ή ατίµωση να αµαυρώνει το παρελθόν του–, ήταν τόσο αψίθυµοι και ευθείς, τόσο απόλυτα περιφρονητικοί απέναντί µου («Και πού ακριβώς είπες ότι το κονόµησες αυτό το παιδί, Τζέιµς;»), ώστε καθόµουν κεραυνόπληκτος ανάµεσα στις κινέζικες αντίκες και στους ελληνικούς αµφορείς, επιθυµώντας διακαώς να πω κάτι έξυπνο, ενώ την ίδια στιγµή έτρεµα να τραβήξω πάνω µου την προσοχή, έχοντας πάθει γλωσσοδέτη, νιώθοντας τελείως έξω από τα νερά µου. Τουλάχιστον µία µε δύο φορές την εβδοµάδα επισκεπτόµασταν την κυρία Ντε Φρις στην ξέχειλη από αντίκες µονοκατοικία της (το ανάλογο του σπιτιού του Χόµπι στο πάνω Μανχάταν) στην Ανατολική 63η Οδό, όπου καθόµουν άκρη άκρη σε µια ετοιµόρροπη καρέκλα, προσπαθώντας να αγνοήσω τις τροµακτικές γάτες Βεγγάλης που έµπηγαν τα νύχια τους στα γόνατά µου («Είναι ένα κοινωνικά άγρυπνο πλασµατάκι, έτσι δεν είναι;» την άκουγα να σχολιάζει όχι και τόσο χαµηλόφωνα από την άλλη άκρη του δωµατίου όπου στέκονταν και περιεργάζονταν ακουαρέλες του Έντουαρντ Λίαρ.) Κάποιες φορές µας συνόδευε στις παρουσιάσεις των οίκων Christie’s και Sotheby’s, όπου ο Χόµπι περιεργαζόταν ένα ένα τα κοµµάτια, ανοιγόκλεινε συρτάρια, µου έδειχνε όλα τα σηµεία που αποδείκνυαν τη δεξιοτεχνία του κατασκευαστή, σηµειώνοντας στον κατάλογό του µε ένα µολυβάκι, και στη συνέχεια, έπειτα από µια δυο στάσεις σε γκαλερί πιο κάτω, εκείνη επέστρεφε στην 63η και εµείς πηγαίναµε στο Sant Ambrœus, όπου ο Χόµπι, µε το κοµψό κοστούµι του, στεκόταν στον πάγκο και απολάµβανε έναν εσπρέσο, ενώ εγώ έτρωγα ένα κρουασάν σοκολάτας λοξοκοιτάζοντας τα παιδιά που µπαινόβγαιναν φορτωµένα µε τσάντες βιβλίων, ελπίζοντας να µην πέσω πάνω σε κάποιο που ήξερα από το παλιό µου σχολείο. «Θα ήθελε άλλον έναν εσπρέσο ο µπαµπάς σου;» τύχαινε να µε ρωτήσει ο υπάλληλος όταν ο Χόµπι πεταγόταν στην τουαλέτα. «Όχι, ευχαριστώ, θέλουµε µόνο το λογαριασµό». Είναι αξιολύπητο το πόσο µε χαροποιούσε όταν οι άνθρωποι περνούσαν τον Χόµπι για πατέρα µου. Παρότι ήταν αρκετά µεγάλος για να είναι παππούς µου, είχε ένα σφρίγος που συνήθιζες να βλέπεις στους πιο ηλικιωµένους Ευρωπαίους µπαµπάδες τους οποίους συναντούσες στο Ιστ Σάιντ: καλλιεργηµένους, ευτραφείς, συγκροτηµένους πατεράδες που αποκτούσαν παιδιά από δεύτερο γάµο στα πενήντα και στα εξήντα τους. Με τα καλά του κοστούµια για τις επισκέψεις σε γκαλερί, όπως έπινε τον εσπρέσο του και χάζευε γαλήνια την κίνηση στο δρόµο, εύκολα τον περνούσες για Ελβετό βιοµήχανο ή για ιδιοκτήτη εστιατορίου µε
ένα δυο αστέρια Mισλέν, για κάποιον εύπορο και ισχυρό άντρα που παντρεύτηκε µεγάλος. Γιατί, αναρωτιόµουν περίλυπος βλέποντάς τον να επιστρέφει µε το πανωφόρι κρεµασµένο στον πήχη του, γιατί δεν είχε παντρευτεί κάποιον σαν τον Χόµπι η µαµά µου; Ή σαν τον κύριο Μπρέισγκερντλ; Κάποιον µε τον οποίο θα είχε κοινά σηµεία, µεγαλύτερο σε ηλικία ίσως, αλλά ευπαρουσίαστο; Κάποιον που θα απολάµβανε τις γκαλερί και τα κουαρτέτα εγχόρδων και το ατέλειωτο κυνήγι θησαυρού σε παλαιοβιβλιοπωλεία, έναν περιποιητικό, καλλιεργηµένο, καλόκαρδο κύριο; Κάποιον που θα την εκτιµούσε και θα της αγόραζε όµορφα ρούχα και θα την πήγαινε στο Παρίσι για τα γενέθλιά της, κάποιον που θα της πρόσφερε τη ζωή που της άξιζε; Δε θα δυσκολευόταν να βρει έναν τέτοιο άνθρωπο, αν το επιδίωκε. Όλοι οι άντρες την αγαπούσαν: από τους θυρωρούς της πολυκατοικίας µας, τους δασκάλους µου και τους γονείς των φίλων µου µέχρι το αφεντικό της, τον Σέρτζιο (ο οποίος, για αδιευκρίνιστους σ’ εµένα λόγους, την προσφωνούσε «νεράιδα του»), αλλά και αυτόν ακόµα τον κύριο Μπάρµπορ, που πεταγόταν σαν ελατήριο για να την καλωσορίσει όταν ερχόταν να µε πάρει ύστερα από ένα Σαββατοκύριακο στου Άντι, όλο χαµόγελα και µην αφήνοντας να πάει χαµένη καµία ευκαιρία να την αγγίξει απαλά στον αγκώνα όπως την οδηγούσε στον καναπέ, ενώ της µιλούσε χαµηλόφωνα και θερµά: «Δεν κάθεστε; Θα πάρετε ένα ποτό, ένα τσάι, κάτι;». Και δε νοµίζω πως ήταν ιδέα µου –τουλάχιστον όχι εντελώς– το πόσο έντονα µε κοίταζε ο κύριος Μπρέισγκερντλ, σχεδόν σαν να έβλεπε µπροστά του εκείνη ή να έψαχνε κάποια ίχνη της µορφής της πάνω µου. Όµως, ακόµα και πεθαµένος, ο µπαµπάς µου ήταν ανεξάλειπτος, όσο ολόψυχα κι αν ευχόµουν να σβηνόταν από την εικόνα. Ήταν πάντα παρών, στα χέρια µου και στη φωνή µου και στο βήµα µου, στην κλεφτή πλάγια µατιά όπως έβγαινα από το εστιατόριο µε τον Χόµπι, στην κλίση του κεφαλιού που παρέπεµπε στην παλιά αυτάρεσκη συνήθειά του να τσεκάρει το είδωλό του σε κάθε ανακλαστική επιφάνεια.
ix.
ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ είχα τις δύο εξετάσεις µου: την εύκολη και τη δύσκολη. Η εύκολη ήταν στην αίθουσα διδασκαλίας ενός δηµόσιου σχολείου στο Μπρονξ: έγκυες µανάδες, ταξιτζήδες από χίλιους δυο διαφορετικούς τόπους καταγωγής, ένα θορυβώδες τσούρµο από κορίτσια που ήταν γέννηµα θρέµµα της Γκραντ Κόνκορς του Μπρονξ, µε σχεδόν πανοµοιότυπα κοντά γούνινα τζάκετ και µανό µε γκλίτερ. Ωστόσο το τεστ δεν ήταν τόσο εύκολο όσο φανταζόµουν, µε πολύ περισσότερες ερωτήσεις γύρω από σύνθετα ζητήµατα διακυβέρνησης της Πολιτείας της Νέας Υόρκης απ’ ό,τι περίµενα (Πόσους µήνες το χρόνο συνεδρίαζε το νοµοθετικό σώµα στο Όλµπανι; Και γιατί στην οργή να το ξέρω εγώ αυτό;), και γύρισα στο σπίτι µε το τρένο προβληµατισµένος, αν όχι συντετριµµένος. Όσο για τη δύσκολη εξέταση (σε κλειδωµένη αίθουσα, µε νευρικούς γονείς που έκοβαν βόλτες πάνω κάτω στους διαδρόµους, µε την τεταµένη ατµόσφαιρα που συναντάς σε τουρνουά σκακιού), θαρρείς και είχε σχεδιαστεί για κάποιον ακοινώνητο σπασίκλα µε νευρικά τικ και µε όνειρο ζωής να βρεθεί στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, µε πολλές από τις απαντήσεις στα τεστ πολλαπλών επιλογών τόσο συναφείς, ώστε βγήκα από την αίθουσα χωρίς να έχω την παραµικρή ιδέα πώς τα είχα πάει. Και τι έγινε; έλεγα στον εαυτό µου ανεβαίνοντας πεζός την οδό Κανάλ για το σταθµό του µετρό, µε τα χέρια µου θαµµένα βαθιά στις τσέπες και τις µασχάλες µου να ζέχνουν καταϊδρωµένες από το άγχος της εξέτασης. Ίσως να µην περνούσα στο προπανεπιστηµιακό πρόγραµµα – και λοιπόν; Έπρεπε να τα πάω καλά, πολύ καλά, να είµαι στο κορυφαίο τριάντα τοις εκατό, για να έχω έστω µια ελπίδα να µε δεχτούν. Ύβρις: Μια λέξη που κυριαρχούσε στο λεξιλόγιο που µελετούσα κατά τα προπαρασκευαστικά τεστ, αν και δεν εµφανίστηκε τελικά στην εξέταση. Ανταγωνιζόµουν πέντε χιλιάδες υποψήφιους για περίπου τριακόσιες θέσεις. Δεν είχα ιδέα τι θα έκανα αν αποτύγχανα. Δεν πίστευα ότι θα το άντεχα να πάω στη Μασαχουσέτη και να µείνω µε αυτούς τους Άνγκερερ για τους οποίους δε σταµατούσε να µιλάει ο κύριος Μπρέισγκερντλ, τον καλόκαρδο διευθυντή και το «πλήρωµά του», όπως επέµενε να αποκαλεί τη σύζυγο και τους τρεις γιους του – τους οποίους φανταζόµουν τετράγωνους, παραταγµένους καθ’ ύψος, µε απαστράπτοντα χαµόγελα, του ίδιου φυράµατος µε τα καθάρµατα στο ιδιωτικό σχολείο που τις παλιές κακές µέρες ξυλοκοπούσαν τον Άντι κι εµένα µε κεφάτη συνέπεια, ταΐζοντάς µας µπάλες από χνούδια και τρίχες από το πάτωµα. Αλλά, αν αποτύγχανα στις εξετάσεις (ή, πιο σωστά, αν δεν τα πήγαινα όσο καλά έπρεπε για να µπω στο προπανεπιστηµιακό πρόγραµµα), πώς θα κατάφερνα να µείνω στη Νέα Υόρκη; Έπρεπε να έχω θέσει έναν πιο εφικτό στόχο, ένα αξιοπρεπές λύκειο στην πόλη στο οποίο θα είχα ελπίδες να µε δεχτούν. Ωστόσο ο κύριος Μπρέισγκερντλ ήταν τόσο αµετακίνητος για το οικοτροφείο, εξυµνώντας τον καθαρό αέρα και τα χρώµατα του φθινοπώρου και τον έναστρο ουρανό και τις αµέτρητες χαρές της ζωής στην επαρχία («Στάιβεσαντ! Γιατί να µείνεις εδώ και να γραφτείς στο Στάιβεσαντ, όταν µπορείς να φύγεις από τη Νέα Υόρκη; Να τεντωθείς λίγο, να ανασάνεις πιο ελεύθερα; Να ζήσεις σε οικογενειακό περιβάλλον;»), ώστε δεν ασχολήθηκα καθόλου µε τα κανονικά λύκεια, ούτε καν µε τα
καλύτερα. «Ξέρω καλά τι θα ήθελε για σένα η µητέρα σου, Θίοντορ», επέµενε να µου επαναλαµβάνει. «Θα ήθελε µια καινούρια αρχή για σένα. Έξω από την πόλη». Είχε δίκιο. Αλλά πώς µπορούσα να του εξηγήσω ότι, µέσα στο χάος και στον παραλογισµό που ακολούθησαν το θάνατό της, αυτές οι παλιές επιθυµίες είχαν χάσει ολότελα το νόηµά τους; Χαµένος ακόµα στις σκέψεις µου όπως έστριβα στη γωνία για το σταθµό, ψάχνοντας στην τσέπη µου για την κάρτα του µετρό, πέρασα από έναν πάγκο µε εφηµερίδες, όπου µου τράβηξε την προσοχή ένα πρωτοσέλιδο: ΧΑΜΕΝΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΕΝΤΟΠΙΣΤΗΚΑΝ ΣΤΟ ΜΠΡΟΝΞ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΤΕΧΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ
Κοντοστάθηκα στο πεζοδρόµιο, υποχρεώνοντας τους πεζούς γύρω µου να λοξοδροµούν για να µε παρακάµψουν. Και µετά –µουδιασµένα, µε την καρδιά µου να χτυπάει ξέφρενα στο στήθος µου, νιώθοντας όλα τα βλέµµατα καρφωµένα πάνω µου– γύρισα στον πάγκο, αγόρασα ένα φύλλο (σίγουρα η αγορά εφηµερίδας δεν ήταν τόσο ύποπτη κίνηση για ένα παιδί της ηλικίας µου!) και έτρεξα απέναντι για να τη διαβάσω στα παγκάκια της Έκτης Λεωφόρου. Η αστυνοµία, χάρη σε µια ανώνυµη πληροφορία, είχε ανακαλύψει τρεις πίνακες (έναν Zορζ φαν ντερ Μέιν, έναν Βίµπραντ Χέντρικς και έναν Ρέµπραντ, όλους χαµένους µετά την έκρηξη στο µουσείο) σε ένα σπίτι του Μπρονξ. Οι πίνακες είχαν βρεθεί σε µια σοφίτα που χρησίµευε ως αποθηκευτικός χώρος, τυλιγµένοι µε αλουµινόχαρτο και καταχωνιασµένοι ανάµεσα σε µια στοίβα ανταλλακτικά φίλτρα για την κεντρική µονάδα κλιµατισµού του κτιρίου. Ο κλέφτης, ο αδερφός του και η πεθερά του τελευταίου –ιδιοκτήτρια του ακινήτου– είχαν συλληφθεί και κρατούνταν µέχρι να οριστεί εγγύηση. Αν κρίνονταν ένοχοι για όλες τις κατηγορίες, αντιµετώπιζαν ποινές έως και εικοσαετούς φυλάκισης. Το άρθρο εκτεινόταν σε σελίδες ολόκληρες και συνοδευόταν από ένα σχεδιάγραµµα και χρονοδιαγράµµατα. Ο κλέφτης, ένας διασώστης, είχε µείνει πίσω µετά τη διαταγή εκκένωσης, είχε κατεβάσει τους πίνακες από τον τοίχο, τους είχε τυλίξει µε ένα σεντόνι και τους είχε κρύψει κάτω από ένα διπλωµένο πτυσσόµενο φορείο, για να τους βγάλει µε αυτό τον τρόπο απαρατήρητος από το µουσείο. «Δεν τους διάλεξε µε γνώµονα την αξία τους», δήλωσε ο ερευνητής του FBI που είχε δώσει συνέντευξη στον αρθρογράφο. «Πήρε ό,τι βρήκε. Ο τύπος δεν ήξερε τίποτα από τέχνη. Όταν πήγε τους πίνακες στο σπίτι του, δεν ήξερε καν τι να τους κάνει, γι’ αυτό συµβουλεύτηκε τον αδερφό του και οι δυο τους έκρυψαν τα έργα στο σπίτι της πεθεράς του δεύτερου, χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, όπως ισχυρίζεται». Ύστερα από έρευνα στο διαδίκτυο, προφανώς οι αδερφοί συνειδητοποίησαν ότι ο Ρέµπραντ παραήταν διάσηµος για να πουληθεί. Ήταν οι προσπάθειές τους να πουλήσουν ένα από τα λιγότερο ξακουστά έργα που οδήγησε τις Αρχές στα ίχνη τους. Αλλά η τελευταία παράγραφος του άρθρου θαρρείς και πεταγόταν από τη σελίδα, ξεχωρίζοντας σαν να ήταν τυπωµένη µε κόκκινο µελάνι: Όσο για τα υπόλοιπα έργα των οποίων η τύχη αγνοείται ακόµα, οι ελπίδες των ερευνητών έχουν αναπτερωθεί, ενώ οι Αρχές εξετάζουν νέα στοιχεία. «Όσο περισσότερο χτυπάς τα κλαδιά, τόσο περισσότερους καρπούς µαζεύεις», σχολίασε ο Ρίτσαρντ Νάναλι, σύνδεσµος της τοπικής αστυνοµίας µε την οµάδα δίωξης εγκληµάτων κατά της πολιτιστικής κληρονοµιάς του FBI. «Με τις κλοπές έργων τέχνης η συνήθης τακτική είναι τα έργα να µεταφέρονται εκτός των συνόρων το ταχύτερο δυνατόν, αλλά αυτή η ανακάλυψη στο Μπρονξ επιβεβαιώνει την αρχική µας εκτίµηση ότι έχουµε να κάνουµε µε ερασιτέχνες, άπειρους κλέφτες που πήραν ό,τι πήραν από παρόρµηση και δε γνωρίζουν πώς να προωθήσουν ή ακόµα και να κρύψουν αυτά τα έργα». Σύµφωνα µε
τον κύριο Νάναλι, αρκετοί από τους ανθρώπους που ήταν παρόντες τότε στο µουσείο προσεγγίζονται εκ νέου, ανακρίνονται και εξετάζονται ως ύποπτοι: «Όπως είναι φανερό, πιστεύουµε πλέον ότι πολλοί από τους χαµένους πίνακες µπορεί να βρίσκονται ακόµα στην πόλη, κυριολεκτικά κάτω από τη µύτη µας».
Ένιωσα ναυτία. Σηκώθηκα και πέταξα την εφηµερίδα στον πιο κοντινό κάδο και, αντί να µπω στο σταθµό του µετρό, κατηφόρισα ξανά την οδό Κανάλ µέσα στην παγωνιά και τριγύρισα για καµιά ώρα στην Τσάιναταουν, µε τα φτηνά ηλεκτρονικά και τα κατακόκκινα χαλιά στα τεϊοποτεία µε τα µεζεδάκια στον ατµό, κοιτάζοντας µέσα από αχνισµένες βιτρίνες καστανοκόκκινα κοµµάτια ψητής πάπιας Πεκίνου, µε µία µόνο σκέψη στο µυαλό µου: Σκατά, σκατά, σκατά. Κοκκινοµάγουλοι µικροπωλητές, φασκιωµένοι σαν Μογγόλοι, διαλαλούσαν την πραµάτεια τους πάνω από µαγκάλια που κάπνιζαν. Εισαγγελία. FBI. Καινούριες πληροφορίες. «Είµαστε αποφασισµένοι να εξαντλήσουµε την αυστηρότητα του νόµου διώκοντας αυτούς τους δράστες. Πιστεύουµε ακράδαντα ότι και τα υπόλοιπα χαµένα έργα θα εµφανιστούν λίαν συντόµως. Η Ιντερπόλ, η Ουνέσκο και άλλες οµοσπονδιακές και διεθνείς οργανώσεις συνεργάζονται µε τις τοπικές Αρχές για τη συγκεκριµένη υπόθεση». Η είδηση βρισκόταν παντού, κυριαρχούσε σε όλες τις εφηµερίδες. Ακόµα και στις κινέζικες φιγουράριζε η προσωπογραφία του Ρέµπραντ µέσα σε ποταµούς ακατάληπτων χαρακτήρων, κρυφοκοιτάζοντας µέσα από τελάρα µε άγνωστα ζαρζαβατικά και χέλια πάνω σε σπασµένο πάγο. «Πραγµατικά ασύλληπτο», αναφώνησε ο Χόµπι αργότερα το ίδιο βράδυ στο δείπνο µε τους Άµστις, µε βαθιές ρυτίδες αποτροπιασµού στο µέτωπό του. Οι ανακτηµένοι πίνακες ήταν το µόνο θέµα για το οποίο µπορούσε να µιλήσει. «Πληγωµένοι άνθρωποι παντού γύρω, να πεθαίνουν από αιµορραγία, και αυτός ο τύπος να κατεβάζει πίνακες από τους τοίχους και να τους κουβαλάει έξω, και µάλιστα υπό βροχήν». «Για να είµαι ειλικρινής, δεν µπορώ να πω ότι εκπλήσσοµαι», σχολίασε ο κύριος Άµστις, ήδη στο τέταρτο ουίσκι του µε πάγο. «Μετά τη δεύτερη καρδιακή προσβολή της µητέρας, δεν µπορείς να φανταστείς το χάλι που άφησαν πίσω τους αυτοί οι µαντράχαλοι από το Μπεθ Ίσραελ. Μαύρες πατηµασιές παντού στο χαλί! Εβδοµάδες µετά βρίσκαµε πλαστικά καπάκια από σύριγγες στα πιο απίθανα σηµεία, να σκεφτείς ότι λίγο έλειψε να καταπιεί ένα ο σκύλος! Κι έσπασαν και κάτι στη βιτρίνα µε τις πορσελάνες – το θυµάσαι, Μάρθα; Τι ήταν, αλήθεια;» «Κοίτα, εγώ δεν έχω να καταλογίσω τίποτα στους διασώστες», είπε ο Χόµπι. «Εντυπωσιάστηκα πραγµατικά µε εκείνους που είχαν έρθει τότε που ήταν η Τζούλιετ άρρωστη. Απλώς χαίροµαι που βρήκαν τους πίνακες πριν υποστούν ανεπανόρθωτη ζηµιά, αυτό θα ήταν... Θίο;» είπε κάπως απότοµα, κάνοντάς µε να σηκώσω ξαφνιασµένος το βλέµµα από το πιάτο µου. «Είσαι καλά;» «Συγνώµη. Απλώς είµαι πολύ κουρασµένος». «Είναι φυσικό», είπε καλοσυνάτα η κυρία Άµστις. Δίδασκε Αµερικανική Ιστορία στο Κολούµπια. Από το αντρόγυνο, αυτήν συµπαθούσε και θεωρούσε φίλη του ο Χόµπι, µε το σύζυγο να είναι το αναγκαίο κακό που έπρεπε να ανέχεται. «Είχες δύσκολη µέρα. Ανησυχείς για τα αποτελέσµατα;» «Όχι, όχι ιδιαίτερα», απάντησα, για να το µετανιώσω αµέσως. «Ω, είµαι σίγουρος ότι θα τον δεχτούν», πετάχτηκε ο κύριος Άµστις. «Θα σε δεχτούν», µε διαβεβαίωσε µε τόνο που υποδήλωνε ότι και ο τελευταίος κρετίνος θα γινόταν δεκτός, για να συνεχίσει στρέφοντας την προσοχή του ξανά στον Χόµπι: «Τα περισσότερα από αυτά τα προπανεπιστηµιακά προγράµµατα δεν αξίζουν καν τον τίτλο, σωστά δεν τα λέω, Μάρθα; Yπερεκτιµηµένα σχολεία... Οι σπουδαστές φτύνουν αίµα για να εισαχθούν, αλλά στη συνέχεια
όλα είναι παιχνιδάκι. Έτσι είναι στις µέρες µας µε τα παιδιά: Αρκεί να συµµετέχουν, να κάνουν µια εµφάνιση, και θέλουν βραβείο. Όλοι κερδίζουν. Ξέρετε τι είπε στη Μάρθα ένας από τους φοιτητές της τις προάλλες; Πες τους, Μάρθα! Ο νεαρός την περιµένει µετά το τέλος του µαθήµατος, ζητάει να της µιλήσει. Τι νεαρός δηλαδή, µιλάµε για µεταπτυχιακό φοιτητή. Και ξέρετε τι της λέει;» «Χάρολντ!» προσπάθησε να τον σταµατήσει η κυρία Άµστις. «Της λέει ότι ανησυχεί για την απόδοσή του στο τεστ και θέλει τη συµβουλή της. Επειδή δυσκολεύεται να θυµηθεί διάφορα! Πείτε µου, είναι το πιο τρελό πράγµα που έχετε ακούσει ή όχι; Μεταπτυχιακός σπουδαστής Αµερικανικής Ιστορίας; Να δυσκολεύεται να θυµηθεί διάφορα;» «Τι να πω, µάρτυς µου ο Θεός, κι εγώ δυσκολεύοµαι να θυµηθώ διάφορα», είπε καλοσυνάτα ο Χόµπι και, έχοντας σηκωθεί να πάρει τα πιάτα, έστρεψε τη συζήτηση σε άλλα θέµατα. Αλλά αργά εκείνο το βράδυ, αρκετή ώρα αφότου είχαν φύγει οι Άµστις και είχε πέσει για ύπνο ο Χόµπι, εγώ καθόµουν στο δωµάτιό µου και χάζευα το δρόµο από το παράθυρο, στήνοντας αφτί για να αφουγκραστώ τα µακρινά αγκοµαχητά των φορτηγών στην Έκτη Λεωφόρο και παλεύοντας να πείσω τον εαυτό µου ότι ο πανικός που µε έζωνε ήταν αδικαιολόγητος. Όµως, πάλι, τι µπορούσα να κάνω; Είχα περάσει ώρες στο λάπτοπ µου διαβάζοντας στα πεταχτά τουλάχιστον καµιά κατοσταριά άρθρα – ακόµα και των Le Monde, Daily Telegraph, Times of India, La Repubblica, σε γλώσσες που δεν καταλάβαινα, καθώς όλες οι εφηµερίδες στον κόσµο κάλυπταν το θέµα. Πέρα από τις ποινές φυλάκισης, οι χρηµατικές ποινές ήταν εξοντωτικές: διακόσιες χιλιάδες, µισό εκατοµµύριο δολάρια. Και, το χειρότερο, θα απαγγέλλονταν κατηγορίες και στην ιδιοκτήτρια του σπιτιού, επειδή οι πίνακες είχαν βρεθεί στο ακίνητό της. Πράγµα που σήµαινε µάλλον ότι θα βρισκόταν και ο Χόµπι µπλεγµένος – ίσως ακόµα πιο µπλεγµένος κι από µένα τον ίδιο. Η γυναίκα, συνταξιούχος αισθητικός, διατεινόταν ότι δεν είχε ιδέα πως βρίσκονταν στο σπίτι της οι πίνακες. Αλλά ο Χόµπι, ο αντικέρ; Ασχέτως αν µε είχε περιµαζέψει από την καλή του την καρδιά, µε απόλυτη ανιδιοτέλεια. Ποιος θα πίστευε ότι δεν ήξερε τίποτα για τον πίνακα; Το µυαλό µου πεταγόταν σπασµωδικά στο ένα και στο άλλο, επαναλαµβάνοντας αέναα τον ίδιο κύκλο, σαν άθλια διαδροµή σε λούνα παρκ. «Παρότι αυτοί οι κλέφτες ενήργησαν παρορµητικά και έχουν καθαρό ποινικό µητρώο, η απειρία τους δε θα µας αποτρέψει από το να ασκήσουµε τη δίωξη σύµφωνα µε το γράµµα του νόµου». Ένας σχολιαστής στο Λονδίνο ανέφερε τον πίνακά µου µαζί µε τον Ρέµπραντ που είχε βρεθεί: «...εστιάζοντας την προσοχή σε ακόµα πιο πολύτιµα έργα που εξακολουθούν να αγνοούνται, και ειδικά στην Καρδερίνα, τον πίνακα που φιλοτέχνησε το 1654 ο Κάρελ Φαµπρίτσιους, µοναδικό στα χρονικά της τέχνης και, ως εκ τούτου, ανεκτίµητο...». Επανεκκίνησα τον υπολογιστή για τρίτη ή τέταρτη φορά πριν τον σβήσω τελικά, χωθώ σαν αυτόµατο ανάµεσα στα σκεπάσµατα και σβήσω το φως. Είχα ακόµα το σακουλάκι των χαπιών που είχα κλέψει από τη Ζάντρα – εκατοντάδες από δαύτα, σε διάφορα µεγέθη και χρώµατα, όλα παυσίπονα, σύµφωνα µε τον Μπόρις, αλλά, παρότι κάποιες φορές έριχναν τον µπαµπά µου νοκ άουτ, άλλες τον άκουγα να γκρινιάζει πως δεν τον είχαν αφήσει να κλείσει µάτι όλη νύχτα. Αφού έµεινα ξαπλωµένος στο κρεβάτι για καµιά ώρα και βάλε, ανήσυχος και αναποφάσιστος, στριφογυρίζοντας νευρικά, µε το στοµάχι µου να σφίγγεται σπασµωδικά, χαζεύοντας τις δέσµες φωτός από τα φανάρια των περαστικών αυτοκινήτων στο ταβάνι, τελικά άναψα πάλι το φως, έβγαλα το σακούλι από το βάθος του συρταριού του κοµοδίνου και διάλεξα δύο χάπια διαφορετικού χρώµατος, ένα µπλε και ένα κίτρινο, µε το σκεπτικό ότι, αν δε µε κοίµιζε το ένα,
µπορεί να το έκανε το άλλο. Ανεκτίµητο. Γύρισα προς τον τοίχο. Ο πίνακας του Ρέµπραντ που είχε βρεθεί υπολογιζόταν ότι άξιζε γύρω στα σαράντα εκατοµµύρια δολάρια. Όµως ακόµα και τα σαράντα εκατοµµύρια ήταν µια τιµή. Από τη λεωφόρο πιο κάτω ακούστηκε το θρηνητικό ουρλιαχτό µιας πυροσβεστικής αντλίας, προτού χαθεί στο βάθος και σβήσει. Αµάξια, φορτηγά, ηχηρά γέλια από παρέες που ξεχύνονταν από τα µπαρ. Και εγώ ξάγρυπνος, να προσπαθώ να σκέφτοµαι κατευναστικά πράγµατα, όπως το χιόνι, για παράδειγµα, και τα άστρα στην έρηµο, ελπίζοντας να µην έχω καταπιεί λάθος συνδυασµό χαπιών και αποβεί µοιραίος, αγωνιζόµενος να αγκιστρωθώ από το µοναδικό χρήσιµο ή παρήγορο γεγονός που είχα ανακαλύψει κατά την περιήγησή µου στο διαδίκτυο: ότι οι κλεµµένοι πίνακες ήταν σχεδόν αδύνατον να εντοπιστούν, εκτός αν επιχειρούσε κάποιος να τους πουλήσει ή να τους µετακινήσει, και αυτός ήταν ο λόγος που οι κλέφτες έργων τέχνης έπεφταν στα χέρια των Αρχών σε ποσοστό µόλις είκοσι τοις εκατό.
Κεφάλαιο 8
Το Μαγαζί-Πίσω-από-το-Μαγαζί (συνέχεια)
i.
ΗΤΑΝ ΤΕΤΟΙΟΣ Ο ΤΡΟΜΟΣ και το άγχος µου για τον πίνακα, ώστε κατάφεραν να επισκιάσουν την άφιξη της επιστολής: Με είχαν δεχτεί στο προπανεπιστηµιακό πρόγραµµα για το εαρινό εξάµηνο. Τα νέα ήταν τόσο συγκλονιστικά, ώστε έβαλα το φάκελο σε ένα συρτάρι γραφείου, όπου έµεινε κλεισµένος για δύο µέρες, µαζί µε µια στοίβα από τα επιστολόχαρτα µε το µονόγραµµα του Γουέλτι, ώσπου να βρω το κουράγιο να πάω µέχρι το κεφαλόσκαλο (ζωηροί ήχοι πριονίσµατος από το εργαστήρι) και να φωνάξω: «Χόµπι;». Το πριόνισµα σταµάτησε. «Με πήραν». Το πλατύ και ωχρό πρόσωπο του Χόµπι εµφανίστηκε στη βάση της σκάλας. «Τι είπες;» µε ρώτησε –µε το µυαλό του ακόµα στη δουλειά του, όχι εντελώς παρών–, αφήνοντας µεγάλα άσπρα αποτυπώµατα στη µαύρη ποδιά του εκεί που είχε σκουπίσει τα χέρια του. Και τότε είδε το φάκελο στο χέρι µου και η έκφρασή του άλλαξε απότοµα. «Είναι αυτό που νοµίζω;» Του τον έδωσα χωρίς να πω λέξη. Κοίταξε πρώτα το φάκελο, µετά εµένα και στη συνέχεια γέλασε µε αυτό που είχα αρχίσει να σκέφτοµαι ως «το ιρλανδέζικο γέλιο του», τραχύ και ξαφνιασµένο, θαρρείς, µε τον εαυτό του. «Μπράβο σου!» είπε, λύνοντας την ποδιά του και ρίχνοντάς τη στην κουπαστή της σκάλας. «Χαίροµαι πάρα πολύ, δε θα σου πω ψέµατα! Υπέφερα στη σκέψη να σε στείλω εκεί έξω ολοµόναχο. Και πότε σκόπευες να µου το πεις, αλήθεια; Τη µέρα που θα άνοιγαν τα σχολεία;» Η ολοφάνερη χαρά του µε έκανε να νιώσω απαίσια. Στο εορταστικό µας δείπνο –εγώ, ο Χόµπι και η κυρία Ντε Φρις, σε ένα µικρό ιταλικό εστιατόριο της γειτονιάς που αγωνιζόταν να µην κατεβάσει ρολά– κοίταζα το ζευγάρι που έπινε το κρασί του στο µοναδικό άλλο πιασµένο τραπέζι πέρα από το δικό µας και, αντί για ευτυχισµένος, όπως έλπιζα, ένιωθα µόνο ένα µούδιασµα και µεγάλη οργή. «Γεια µας!» είπε ο Χόµπι. «Τα δύσκολα πέρασαν. Τώρα µπορείς να ανασάνεις λίγο πιο ελεύθερα». «Θα πρέπει να είσαι πολύ ευχαριστηµένος», σχολίασε η κυρία Ντε Φρις, που όλο το βράδυ µε κρατούσε αγκαζέ και όλο µου έσφιγγε το µπράτσο και τιτίβιζε χαρούµενα. («Απόψε είσαι bien élégante[1]», της είχε πει ο Χόµπι φιλώντας τη στο µάγουλο: γκρίζα µαλλιά πιασµένα στην κορυφή του κεφαλιού, βελούδινες κορδέλες περασµένες ανάµεσα στους συνδέσµους του βαρύτιµου διαµαντένιου βραχιολιού της.) «Μιλάµε για πρότυπο προσήλωσης στο στόχο!» δήλωσε ο Χόµπι. Με έκανε να νιώθω ακόµα χειρότερα για τον εαυτό µου ακούγοντάς τον να λέει στους φίλους του πόσο σκληρά είχα δουλέψει και πόσο εξαιρετικός µαθητής ήµουν. «Είναι καταπληκτικό! Εσύ δε χαίρεσαι που πέτυχες; Και µάλιστα έχοντας τόσο στενά χρονικά περιθώρια! Προσπάθησε να φαίνεσαι λίγο πιο χαρούµενος, καλό µου. Αλήθεια, πότε αρχίζουν τα µαθήµατα;» ρώτησε τον Χόµπι.
[1] Πολύ κοµψή (γαλλικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.)
ii.
Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΕΚΠΛΗΞΗ ήταν ότι, µετά την τραυµατική εµπειρία των εισαγωγικών εξετάσεων, το προπανεπιστηµιακό πρόγραµµα δεν ήταν τόσο βαρύ όσο φοβόµουν. Από κάποιες απόψεις, ήταν το λιγότερο απαιτητικό σχολείο στο οποίο φοίτησα ποτέ: χωρίς τµήµατα Προηγµένης Τοποθέτησης, χωρίς το άγχος των επιδόσεων στις κατατακτήριες εξετάσεις για την εισαγωγή στα οχτώ κορυφαία πανεπιστήµια της χώρας, χωρίς µαθηµατικά για διάνοιες και φιλολογικά µαθήµατα για ποιητές – χωρίς καθόλου απαιτήσεις, στην ουσία. Η έκπληξή µου µεγάλωνε όσο κοίταζα γύρω µου αυτό τον ακαδηµαϊκό παράδεισο για σπασίκλες στον οποίο είχα µε κάποιον ανεξήγητο τρόπο βρεθεί, και άρχισα να καταλαβαίνω γιατί τόσα πολλά χαρισµατικά παιδιά από τους πέντε δήµους της πόλης σκίζονταν στη µελέτη για να εξασφαλίσουν µια θέση εκεί µέσα. Δεν υπήρχαν ούτε πρόχειρα τεστ ούτε εξετάσεις ούτε βαθµολογίες. Υπήρχαν τάξεις στις οποίες κατασκεύαζες ηλιακά πάνελ και παρακολουθούσες σεµινάρια µε νοµπελίστες οικονοµολόγους, καθώς και τάξεις στις οποίες το µόνο που έκανες ήταν να ακούς δίσκους του ράπερ και ακτιβιστή Τούπακ ή να παρακολουθείς παλιά επεισόδια του Ύποπτου Κόσµου του Τουίν Πικς. Οι µαθητές ήταν ελεύθεροι να οργανώνουν τις δικές τους οµάδες µελέτης Ροµποτικής ή Ιστορίας του Τζόγου. Ήµουν ελεύθερος να επιλέξω ανάµεσα σε πολύ ενδιαφέροντα µαθήµατα που απαιτούσαν µόνο κάποιες µικρές εργασίες στο σπίτι κατά τη διάρκεια του εξαµήνου και µια τελική εργασία στο τέλος. Όµως, παρότι είχα πλήρη συναίσθηση του πόσο τυχερός ήµουν, µου ήταν αδύνατον να χαρώ, ή έστω να νιώσω ευγνώµων για την καλή µου τύχη. Θα έλεγε κανείς ότι είχα υποστεί µια χηµική αλλαγή διάθεσης, σαν να είχε διαταραχθεί ανεπανόρθωτα η οξεοβασική ισορροπία της ψυχής µου, ρουφώντας όλη τη ζωντάνια από µέσα µου, ή, αντίθετα, σαν να είχε ασβεστοποιηθεί ο θαλλός ενός ζωντανού κοραλλιού, αποκτώντας τη σκληρότητα οστού. Μπορούσα να κάνω αυτό που αναµενόταν από µένα. Το είχα κάνει και παλιότερα, κατεβάζοντας τα ρολά, λειτουργώντας στον αυτόµατο πιλότο. Τέσσερα πρωινά την εβδοµάδα σηκωνόµουν στις οχτώ το πρωί και έκανα ντους στην πορσελάνινη µπανιέρα µε τα σκαλιστά ποδαράκια στο µικρό λουτρό δίπλα στο δωµάτιο της Πίππα (πικραλίδες στην κουρτίνα του ντους, η µυρωδιά του σαµπουάν της µε άρωµα φράουλας να µε τυλίγει σαν µια απατηλή οµίχλη µέσα από την οποία η παρουσία της χαµογελούσε παντού γύρω µου). Και µετά –η απότοµη προσγείωση– έβγαινα από το νέφος των ατµών, ντυνόµουν βουβός στο δωµάτιό µου και, αφού έσερνα τον Πόπτσικ ένα γύρο στο τετράγωνο, µε εκείνον να τρέχει έντροµος µπρος πίσω ουρλιάζοντας από την τροµάρα, έχωνα το κεφάλι µου στην πόρτα του εργαστηρίου, αποχαιρετούσα τον Χόµπι, φόρτωνα το σακίδιό µου στον ώµο και έπαιρνα το τρένο για να κατέβω δύο σταθµούς πιο κάτω. Τα περισσότερα παιδιά επέλεγαν πέντε ή έξι µαθήµατα, αλλά εγώ πήρα τα ελάχιστα απαιτούµενα, τέσσερα: Εικαστικά, Γαλλικά, Εισαγωγή στον Ευρωπαϊκό Κινηµατογράφο και Ρωσική Λογοτεχνία σε µετάφραση. Ήθελα να αρχίσω µαθήµατα ρωσικών, αλλά το προκαταρκτικό τµήµα δεν ήταν διαθέσιµο πριν από το ερχόµενο φθινόπωρο. Παρακολουθούσα τα µαθήµατα µηχανικά, απαντούσα όταν µου απηύθυναν το λόγο, έκανα τις
εργασίες µου και γύριζα στο σπίτι. Κάποιες φορές µετά το µάθηµα έτρωγα σε φτηνά µεξικάνικα ή ιταλικά εστιατόρια στα πέριξ του Πανεπιστηµίου της Νέας Υόρκης – φλιπεράκια και πλαστικά φυτά στις γλάστρες και αθλητικά σε τηλεοράσεις µε φορµά ευρείας οθόνης και µπίρα για ένα δολάριο την ώρα των φτηνών ποτών. (Αν και η µπίρα αποκλειόταν για µένα, happy hour ή µη. Ήταν στ’ αλήθεια αλλόκοτο να προσπαθώ να προσαρµοστώ στη ζωή του ανηλίκου, σαν να ξαναγύριζα πίσω στα κραγιόνια και στο νηπιαγωγείο.) Στη συνέχεια, µε το ζάχαρό µου στα ύψη από τις ατέλειωτες Sprite, γύριζα µε τα πόδια στου Χόµπι, διασχίζοντας την πλατεία Ουάσινγκτον µε το κεφάλι σκυφτό και το iPod µου να παίζει στη διαπασών. Λόγω του άγχους (ο ανακτηµένος πίνακας του Ρέµπραντ ήταν ακόµα πρώτο θέµα στις ειδήσεις), δυσκολευόµουν πολύ να κοιµηθώ, κι όποτε χτυπούσε απροσδόκητα το κουδούνι του Χόµπι, πεταγόµουν σαν να είχα ακούσει συναγερµό πυρκαγιάς. «Χάνεις, Θίο», είπε η Σουζάνα, η σύµβουλος σπουδών µου (φιλαράκια όλοι, µόνο στον ενικό και µε τα µικρά µας ονόµατα µιλούσαµε µεταξύ µας), «οι εξωσχολικές δραστηριότητες είναι αυτές που στεριώνουν τους δεσµούς των σπουδαστών σε ένα πανεπιστήµιο εντός αστικού κέντρου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους µικρότερους. Είναι εύκολο να χαθεί κανείς». «Η αλήθεια είναι...» Είχε δίκιο, ήταν µοναχικά στο σχολείο. Οι δεκαοχτάχρονοι και οι δεκαεννιάχρονοι δεν είχαν καθόλου πάρε δώσε µε τα µικρότερα παιδιά και, παρότι υπήρχαν πολλοί σπουδαστές στην ηλικία µου ή και µικρότεροι (µέχρι και ένα ψηλόλιγνο δωδεκάχρονο αγόρι που οι φήµες το ήθελαν να έχει δείκτη νοηµοσύνης που έφτανε στο ιλιγγιώδες 260), η ζωή τους ήταν τόσο προστατευµένη και τα ενδιαφέροντά τους τόσο ηλίθια ή αλλότρια, ώστε ήταν λες και µιλούσαν κάποια χαµένη γυµνασιακή γλώσσα που είχα ξεχάσει. Ζούσαν στο σπίτι µε τους γονείς τους· ανησυχούσαν για πράγµατα όπως οι βαθµοί και τα προγράµµατα εκµάθησης ιταλικών στο εξωτερικό και οι καλοκαιρινές θέσεις πρακτικής σε διάφορα τµήµατα του ΟΗΕ· φρικάριζαν αν άναβες τσιγάρο µπροστά τους· ήταν φιλότιµοι, καλοπροαίρετοι, ακέραιοι, ανύποπτοι. Τόσα λίγα κοινά είχα µε οποιονδήποτε από δαύτους, που δε θα διέφερε και πολύ αν πήγαινα να κάνω παρέα µε τα οχτάχρονα στο γειτονικό δηµόσιο δηµοτικό. «Βλέπω ότι µαθαίνεις γαλλικά. Η Γαλλική Λέσχη συναντιέται µία φορά την εβδοµάδα σε ένα γαλλικό εστιατόριο στη Γιουνιβέρσιτι Πλέις. Και τις Τρίτες ανεβαίνουν στην Αµερικανογαλλική Ένωση και παρακολουθούν γαλλόφωνες ταινίες. Είναι κάτι που θα σου άρεσε, πιστεύω». «Ίσως». Ο διευθυντής του Γαλλικού Τµήµατος, ένας ηλικιωµένος Αλγερινός, µε είχε ήδη προσεγγίσει (κόβοντάς µου, µάλιστα, το αίµα, καθώς πετάχτηκα µέχρι το ταβάνι όταν ένιωσα τη χερούκλα του να προσγειώνεται βαριά στον ώµο µου, λες και µου την έπεφταν για να µε ληστέψουν) και µου είχε πει χωρίς περιστροφές ότι διοργάνωνε ένα σεµινάριο που ίσως να µε ενδιέφερε, µε θέµα τις ρίζες της σύγχρονης τροµοκρατίας στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και στον Πόλεµο της Αλγερίας – µισούσα το πώς όλοι οι καθηγητές του προγράµµατος φαίνονταν να ξέρουν ποιος ήµουν και µου απευθύνονταν γνωρίζοντας πάντα εκ των προτέρων για την «τραγωδία» που είχα βιώσει, όπως το είχε θέσει η κυρία Λίµποβιτς («Λέγε µε Ρούθι»), η καθηγήτριά µου στον κινηµατογράφο. Λίγο πολύ, µου είχε γίνει και αυτή στενός κορσές για να γραφτώ µέλος της Κινηµατογραφικής Λέσχης αφότου είχε διαβάσει την εργασία µου µε θέµα τον Κλέφτη Ποδηλάτων. Μάλιστα, είχε προτείνει να γραφτώ και στη Φιλοσοφική Λέσχη, κάτι που συνεπαγόταν εβδοµαδιαίες συζητήσεις πάνω σε αυτά που εκείνη είχε περιγράψει ως «Μεγάλα Ερωτήµατα». «Εµ... ναι, µπορεί», είπα ευγενικά. «Λοιπόν, κρίνοντας από την εργασία σου, θα έλεγα ότι έλκεσαι από αυτό που, ελλείψει
ορθότερου όρου, θα προσδιόριζα ως “σφαίρα του µεταφυσικού”. Όπως, ας πούµε, το γιατί συµβαίνουν κακά πράγµατα σε καλούς ανθρώπους», πρόσθεσε βλέποντας ότι συνέχιζα να την κοιτάζω απλανώς. «Κι αν είναι τυχαία η µοίρα. Η εργασία σου δεν εστιάζει τόσο στην κινηµατογραφική άποψη του Ντε Σίκα όσο στο θεµελιώδες χάος και στην αβεβαιότητα του κόσµου στον οποίο ζούµε». «Δεν ξέρω», απάντησα στην άβολη σιωπή που ακολούθησε. Εµβάθυνε στ’ αλήθεια τόσο πολύ η έκθεσή µου; Στην πραγµατικότητα, ούτε καν µου άρεσε ο Κλέφτης Ποδηλάτων (όπως δε µου άρεσαν τα φιλµ Κες του Κεν Λόουτς, Ο Γλάρος του Σίντνεϊ Λιούµετ, Επώνυµο: Λακόµπ, όνοµα: Λισιέν του Λουί Μαλ, ούτε και καµία άλλη από τις εξαιρετικά καταθλιπτικές ξένες ταινίες που είχαµε παρακολουθήσει στην τάξη της). Η κυρία Λίµποβιτς µε κοίταζε για τόση ώρα, ώστε τελικά ένιωσα άβολα. Έπειτα ίσιωσε τα γυαλιά µε τον κόκκινο σκελετό στη µύτη της και είπε: «Τέλος πάντων, τα περισσότερα από αυτά που κάνουµε στο µάθηµα του Ευρωπαϊκού Κινηµατογράφου είναι µάλλον βαριά. Γι’ αυτό σκέφτοµαι ότι ίσως θα ήθελες να παρακολουθήσεις κάποιο από τα πανεπιστηµιακά σεµινάριά µου πάνω σε κινηµατογραφικά είδη όπως η κωµωδία σκρούµπολ στη δεκαετία του 1930 ή ακόµα και ο βωβός κινηµατογράφος. Ασχολούµαστε και µε το Εργαστήριο του Δόκτορα Καλιγκάρι, αλλά αφιερώνουµε πολύ χρόνο και στον Μπάστερ Κίτον και στον Τσάρλι Τσάπλιν, φυσικά – ξέρεις, χάος και πάλι, αλλά σε ένα λιγότερο απειλητικό, πιο αισιόδοξο, θετικό προς τη ζωή πλαίσιο». «Ίσως», είπα, παρότι δεν είχα καµία πρόθεση να φορτωθώ την παραµικρή έξτρα δουλειά, όσο αισιόδοξο και θετικό προς τη ζωή κι αν ήταν το νέο αντικείµενο. Γιατί από τη στιγµή που είχα διαβεί την πόρτα του σχολείου η απατηλά υπερχειλίζουσα ενεργητικότητα που µου είχε επιτρέψει να αγωνιστώ µε νύχια και µε δόντια για να γίνω δεκτός στο προπανεπιστηµιακό πρόγραµµα είχε στερέψει. Η πληθώρα των θέλγητρών του µε άφηνε ασυγκίνητο, η πρόθεσή µου ήταν να καταβάλλω την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια και τίποτα παραπάνω. Το µόνο που ήθελα ήταν να κουτσοπορεύοµαι. Κατά συνέπεια, η ενθουσιώδης υποδοχή των καθηγητών µου άρχισε σύντοµα να φθίνει σε παραίτηση και, εντέλει, σε ένα είδος αόριστης, απρόσωπης µεταµέλειας. Δεν ανταποκρινόµουν στις προκλήσεις, δεν ανέπτυσσα τις ικανότητές µου, δε διεύρυνα τους ορίζοντές µου, δεν αξιοποιούσα το πλήθος των ερεθισµάτων που µου παρέχονταν. Δεν προσαρµοζόµουν στο πρόγραµµα, όπως το έθεσε πολύ διακριτικά η Σουζάνα. Στην πραγµατικότητα, όσο προχωρούσε το εξάµηνο και αποστασιοποιούνταν οι καθηγητές µου και άρχιζε να διαφαίνεται µια γενική δυσαρέσκεια («Οι ακαδηµαϊκές ευκαιρίες που προσφέρονται δε φαίνονται να συγκινούν τον Θίοντορ ώστε να καταβάλει µεγαλύτερη προσπάθεια σε κανέναν τοµέα»), τόσο θέριευε µέσα µου η υποψία ότι ο µοναδικός λόγος που είχα γίνει δεκτός στο πρόγραµµα ήταν η περιλάλητη «τραγωδία» µου. Κάποιος είχε προωθήσει την αίτησή µου στο γραφείο εισδοχής και την είχε πασάρει σε κάποιο διαχειριστή των αιτήσεων των υποψηφίων, Θεέ µου, το καηµένο το παιδί, θύµα τροµοκρατικής επίθεσης, µπλα µπλα µπλα, το σχολείο έχει ευθύνη, πόσα κενά µάς έχουν αποµείνει, πιστεύετε ότι µπορούµε να του βρούµε µια θεσούλα; Σχεδόν σίγουρα είχα καταστρέψει τη ζωή κάποιας διάνοιας στο Μπρονξ, ενός δύσµοιρου φτωχόπαιδου µε ταλέντο στο κλαρινέτο που ζούσε στις εργατικές πολυκατοικίες και έτρωγε ακόµα το ξύλο της αρκούδας για την εργασία του στην Άλγεβρα, και το οποίο θα κατέληγε να κόβει αποδείξεις στο κουβούκλιο κάποιου σταθµού διοδίων αντί να διδάσκει Ρευστοµηχανική στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια επειδή εγώ είχα φάει τη θέση που του/της ανήκε δικαιωµατικά. Προφανώς, είχε γίνει κάποιο λάθος. «Ο Θίοντορ συµµετέχει ελάχιστα στην τάξη και
αρνείται να εκδηλώσει το παραµικρό ενδιαφέρον για τις σπουδές του πέραν του απολύτως απαραίτητου», έγραψε ο καθηγητής των Γαλλικών µου σε µια φαρµακερή αναφορά προόδου την οποία, απουσία κάπου ενηλίκου που να παρακολουθεί στενά την ακαδηµαϊκή µου εξέλιξη, ήµουν ο µόνος που θα διάβαζε. «Ευελπιστούµε ότι οι αποτυχίες του θα τον κινητοποιήσουν να αποδείξει την αξία του, έτσι ώστε να επωφεληθεί τουλάχιστον από τη θέση του στο δεύτερο µισό του εξαµήνου». Μόνο που δεν είχα καµία επιθυµία να επωφεληθώ από τη θέση µου, κι ακόµα λιγότερο να αποδείξω την αξία µου. Περιφερόµουν στους δρόµους σαν αµνησιακός και, αντί να µελετάω ή να παρακολουθώ κάποιο σεµινάριο ξένης γλώσσας ή να εγγραφώ σε κάποια από τις λέσχες που µου είχαν απευθύνει πρόσκληση, ταξίδευα µε τον υπόγειο σε αποµακρυσµένες, ξεχασµένες από το Θεό γειτονιές, όπου περιπλανιόµουν µόνος ανάµεσα σε µεξικάνικα καπηλειά και κοµµωτήρια µε εξειδίκευση στην προσθήκη µαλλιών και στα εξτένσιον. Όµως γρήγορα ξεθύµανε το ενδιαφέρον µου και για τη νεοαποκτηθείσα κινητικότητά µου –εκατοντάδες χιλιόµετρα σιδηροδροµικών γραµµών, διαδροµές που γίνονταν απλώς και µόνο για την πλάκα–, και τελικά προτίµησα να πέσω µε τα µούτρα στη χαµαλοδουλειά στο υπόγειο του Χόµπι, βυθιζόµενος στη σιωπή όπως βουλιάζει αθόρυβα µια πέτρα σε βαθιά νερά, µια ευπρόσδεκτη νάρκη κάτω από το επίπεδο του δρόµου, όπου ήµουν εντελώς αποµονωµένος από το σαµατά της πόλης και όλα αυτά τα θεόρατα κτίρια γραφείων και τους ουρανοξύστες που εκτοξεύονταν προς τον ουρανό, όπου ήµουν ευτυχής γυαλίζοντας τραπέζια και ακούγοντας κλασική µουσική στο ραδιόφωνο για ώρες ατέλειωτες. Στο κάτω κάτω της γραφής, τι µε ένοιαζε εµένα για τον passé composé[1] ή για τα έργα του Τουργκένιεφ; Ήταν τόσο κακό να θέλω να κοιµάµαι µέχρι αργά µε τα σκεπάσµατα τραβηγµένα πάνω από το κεφάλι µου και µετά να περιφέροµαι σε ένα βυθισµένο στην ησυχία σπίτι, µε παλιά κοχύλια στα συρτάρια και πλεκτά καλάθια γεµάτα διπλωµένα υφάσµατα ταπετσαρίας στριµωγµένα κάτω από το σεκρετέρ του σαλονιού, ενώ το φως του δειλινού δηµιουργούσε ακτινωτές κοραλλένιες αιχµές όπως διαχεόταν µέσα από τον ηµικυκλικό φεγγίτη πάνω από την εξώπορτα; Κινούµενος ανάµεσα στο σχολείο και στο εργαστήρι, πολύ γρήγορα βυθίστηκα σε ένα είδος αµνήµονος ύπνωσης, µια στρεβλή, ονειρική εκδοχή της προηγούµενης ζωής µου, στην οποία κυκλοφορούσα σε οικείους δρόµους ενώ ζούσα σε ανοίκειες συνθήκες, ανάµεσα σε εντελώς διαφορετικά πρόσωπα. Kαι, παρότι πολλές φορές πηγαίνοντας µε τα πόδια στο σχολείο σκεφτόµουν την παλιά, αµετάκλητα χαµένη ζωή µε τη µητέρα µου –ο σταθµός της οδού Κανάλ, οι φωτισµένες ζαρντινιέρες µε τα λουλούδια στην κορεάτικη αγορά, οτιδήποτε µπορούσε να πυροδοτήσει µια έκρηξη αναµνήσεων–, ήταν θαρρείς και η ζωή µου στο Βέγκας είχε καλυφθεί από ένα βαρύ µαύρο παραπέτασµα. Μόνο κάποιες φορές, σε εντελώς ανύποπτες στιγµές, ξεπηδούσε τόσο αναπάντεχα µπροστά µου, ώστε µαρµάρωνα στο πεζοδρόµιο, εµβρόντητος, µε το ένα πόδι µετέωρο στα µισά ενός διασκελισµού. Με κάποιον τρόπο, το παρόν είχε συρρικνωθεί σε ένα πολύ πιο στενάχωρο και αδιάφορο µέρος. Ίσως ήταν απλώς ότι είχα ξενερώσει πια, βγαίνοντας από το µόνιµο χάσιµο και το θάµπος εκείνων των εκρηκτικών εφηβικών µεθυσιών, µε τη µικρή µας πολεµική φυλή των δύο ατόµων να αφηνιάζει στην έρηµο. Ή µπορεί απλώς έτσι να έχουν τα πράγµατα όταν µεγαλώνεις, αν και µου ήταν αδύνατον να φανταστώ τον Μπόρις (στη Βαρσοβία, στο Καρµεϊγουάλαγκ, στη Νέα Γουινέα ή οπουδήποτε αλλού) να ζει µια συντηρητική ζωήπρελούδιο στην ενηλικίωση, σαν αυτή που έκανα εγώ τελευταία. Ο Άντι κι εγώ –ακόµα και ο Τοµ Κέιµπλ κι εγώ– µιλούσαµε πάντα εµµονοληπτικά για το τι θα γινόµασταν όταν θα µεγαλώναµε, αλλά τον Μπόρις δε φαινόταν ποτέ να τον απασχολεί το µέλλον παραπέρα από το
επόµενο γεύµα του. Δεν µπορούσα να τον φανταστώ να προετοιµάζεται µε οποιονδήποτε τρόπο για να κερδίζει τα προς το ζην ή να προσπαθεί να γίνει ένα παραγωγικό µέλος της κοινωνίας. Κι όµως, η συµβίωσή µου µε τον Μπόρις µού επέτρεψε να συνειδητοποιήσω ότι η ζωή είναι γεµάτη φοβερά, εξωφρενικά ενδεχόµενα, πολύ µεγαλύτερα από οτιδήποτε δίδασκαν στο σχολείο. Είχα παραιτηθεί προ πολλού από την προσπάθεια να επικοινωνήσω µαζί του τηλεφωνικά: Οι κλήσεις στο κινητό της Κότκου έµεναν αναπάντητες, ο αριθµός του σπιτιού του στο Βέγκας είχε αποσυνδεθεί. Δεδοµένου του τεράστιου πεδίου των µετακινήσεών του, δεν µπορούσα να φανταστώ ότι θα τον ξανάβλεπα ποτέ. Κι όµως, τον σκεφτόµουν σχεδόν κάθε µέρα. Μου τον θύµιζαν τα ρωσικά µυθιστορήµατα που έπρεπε να διαβάζω για το σχολείο· τα ρωσικά µυθιστορήµατα και οι Επτά Στύλοι της Σοφίας[2] και το Λόουερ Ιστ Σάιντ – στούντιο τατουάζ και µαγαζιά µε πιροσκί, η µυρωδιά της µαριχουάνας διάχυτη στον αέρα, γηραιές Πολωνέζες κυρίες που ταλαντεύονταν δεξιά αριστερά φορτωµένες µε σακούλες µε ψώνια και παιδιά που κάπνιζαν στις εισόδους των µπαρ κατά µήκος της Δεύτερης Λεωφόρου. Και κάποιες φορές, απροσδόκητα, µε µια οξύτητα σχεδόν οδυνηρή, θυµόµουν τον πατέρα µου. Μου τον έφερνε στο νου η Τσάιναταουν, µε τα φανταχτερά χρώµατα και την αθλιότητα και τις ανεξιχνίαστες, ευµετάβλητες διαθέσεις της – καθρέφτες και ενυδρεία µε ψάρια, βιτρίνες µε πλαστικά λουλούδια και γλάστρες µε δράκαινες, φυτά που οι Κινέζοι θεωρούν ότι φέρνουν τύχη. Μερικές φορές, όταν κατέβαινα την οδό Κανάλ για να αγοράσω τριπολίτη για τη λείανση του ξύλου και βενετσιάνικη τερεβινθίνη από το Pearl Paint για τον Χόµπι, κατέληγα, χωρίς να ξέρω πώς, σε ένα εστιατόριο που άρεσε στον µπαµπά µου στην οδό Μάλµπερι, όχι πολύ µακριά από το σταθµό της Γραµµής Ε του µετρό. Κατεβαίνοντας οχτώ σκαλοπάτια, βρισκόµουν σε ένα υπόγειο µε τραπέζια από λεκιασµένη φορµάικα, όπου αγόραζα τραγανές τηγανίτες µε φρέσκο κρεµµυδάκι, πικάντικο χοιρινό, πιάτα που έπρεπε να δείχνω για να τα παραγγείλω, αφού το µενού ήταν στα κινέζικα. Την πρώτη φορά που εµφανίστηκα στο σπίτι του Χόµπι φορτωµένος µε λιγδερές χαρτοσακούλες η στεγνή έκφρασή του µε έκανε να παγώσω. Έµεινα να στέκοµαι εκεί σαν υπνοβάτης που επανέρχεται απότοµα στην πραγµατικότητα και να αναρωτιέµαι τι στην ευχή σκεφτόµουν – σίγουρα όχι τον Χόµπι πάντως, αφού δεν ήταν καθόλου ο τύπος που λαχταράει κινέζικο οποιαδήποτε ώρα της µέρας και της νύχτας. «Α, µου αρέσει το κινέζικο», έσπευσε να µε διαβεβαιώσει, «µόνο που δεν το σκέφτοµαι ποτέ». Φάγαµε κάτω στο εργαστήρι, κατευθείαν µέσα από τα κουτιά, ο Χόµπι καθισµένος σε ένα σκαµνί, φορώντας τη µαύρη ποδιά του και έχοντας τα µανίκια του σηκωµένα µέχρι τον αγκώνα, µε τα ξυλάκια να φαντάζουν σαν οδοντογλυφίδες ανάµεσα στα τεράστια δάχτυλά του.
[1] Ένας από τους χρόνους των γαλλικών ρηµάτων, ο παρακείµενος (γαλλικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [2] Πρόκειται για το αριστούργηµα του Άγγλου αρχαιολόγου, ακαδηµαϊκού και συγγραφέα Τόµας Έντουαρντ Λόρενς (του «Λόρενς της Αραβίας») που εξιστορεί την αραβική εξέγερση ενάντια στην Οθωµανική Αυτοκρατορία, στην οποία ο συγγραφέας πήρε, βεβαίως, ενεργά µέρος. (Σ.τ.Μ.)
iii.
H
στο σπίτι του Χόµπι ήταν επίσης µια πηγή άγχους. Παρότι ο ίδιος ο Χόµπι, µέσα στην οµιχλώδη µεγαλοψυχία του, δε φαινόταν να ενοχλείται στο ελάχιστο από την παρουσία µου στο σπίτι του, ο κύριος Μπρέισγκερντλ δεν έκρυβε ότι το θεωρούσε µια προσωρινή διευθέτηση και τόσο αυτός όσο και η σύµβουλός µου στο σχολείο επέµεναν να µου εξηγούν ότι, παρότι οι κοιτώνες του κολεγίου µου ήταν για µεγαλύτερους σπουδαστές, µπορούσε να βρεθεί µια λύση για τη δική µου περίπτωση. Αλλά όποτε θιγόταν το ζήτηµα του χώρου διαβίωσής µου, βουβαινόµουν και κάρφωνα το βλέµµα στα παπούτσια µου. Οι διάδροµοι της εστίας ήταν πνιγηροί και σπαρµένοι µε φυλλάδια, το παµπάλαιο ασανσέρ µε τη διακοσµηµένη µε δυσνόητα γκράφιτι καµπίνα-κλωβό κροτάλιζε σαν ανελκυστήρας φυλακής, τοίχοι καλυµµένοι µε αφίσες για ροκ συναυλίες, πατώµατα που κολλούσαν από χυµένες µπίρες, ένας όχλος νεκροζώντανων µαντράχαλων που κείτονταν ηµιαναίσθητοι τυλιγµένοι µε κουβέρτες στους καναπέδες στη σάλα αναψυχής, άχρηστα κορµιά µε γένια στο πρόσωπο, ολόκληροι άντρες στα µάτια µου, τροµακτικοί µεγαλόσωµοι τύποι άνω των είκοσι ετών που πετούσαν άδεια κουτάκια µπίρας ο ένας στον άλλο στο διάδροµο. «Εντάξει, είσαι ακόµα λίγο µικρός», παραδέχτηκε ο κύριος Μπρέισγκερντλ όταν βρέθηκα στριµωγµένος και εξέφρασα τις επιφυλάξεις µου, παρότι ο πραγµατικός λόγος που δίσταζα ήταν κάτι που δεν µπορούσα να αναφέρω: Δεδοµένου του µυστικού φορτίου µου, πώς θα µπορούσα να ζω µε συγκάτοικο; Ποια ήταν τα µέτρα ασφαλείας; Τι γινόταν σε περίπτωση πυρκαγιάς; Και πώς θα µπορούσε να αντιµετωπιστεί το ενδεχόµενο κλοπής; Το σχολείο δεν ευθύνεται για τα προσωπικά αντικείµενα των σπουδαστών, έγραφε το έντυπο που µου είχαν δώσει. Συνιστούµε στους σπουδαστές µας να εξασφαλίζουν ασφαλιστική κάλυψη για αντικείµενα αξίας που τυχόν φέρνουν µαζί τους στους κοιτώνες. Σε µια σχεδόν παραληρηµατική κατάσταση από το άγχος, έπεσα µε τα µούτρα στην προσπάθεια να γίνω απαραίτητος στον Χόµπι, αναλαµβάνοντας πρόθυµα κάθε είδους αγγαρεία, καθαρίζοντας βούρτσες, βοηθώντας τον να απογράψει τα έπιπλα που χρειάζονταν αποκατάσταση και να τακτοποιήσει εξαρτήµατα και παλιά κοµµάτια καπλαµάδων. Όσο εκείνος πελεκούσε πηχάκια πλάτης και έφτιαχνε καινούρια πόδια καρέκλας για να αντικαταστήσει σπασµένα, εγώ έλιωνα µελισσοκέρι και ρητίνη στο µπεν µαρί για το βερνίκι των επίπλων: 16 µέρη µελισσοκέρι, 4 µέρη ρητίνη, 1 µέρος βενετσιάνικη τερεβινθίνη, ένα λούστρο που µοσχοβολούσε σαν καραµέλα βουτύρου, ήταν παχύρρευστο σαν λιωµένη ζάχαρη και σκέτη απόλαυση να το ανακατεύεις µέσα στο ειδικό σκεύος. Σύντοµα άρχισε να µε διδάσκει πώς να περνάω το κόκκινο πάνω από το λευκό για το υπόστρωµα της επιχρύσωσης. Πάντα λίγο χρυσό φαγωνόταν στο σηµείο όπου ακουµπούσε κανονικά το χέρι, και ακολουθούσε ελαφρύ τρίψιµο µε φούµο στις ρωγµατώσεις και στην προστατευτική επικάλυψη. («Η δηµιουργία πατίνας είναι πάντα ένα από τα µεγαλύτερα προβλήµατα σε ένα παλιό κοµµάτι. Αν έχεις ένα καινούριο ξύλο και θέλεις να του δώσεις µια όψη παλαιότητας, είναι πάντα ευκολότερο να σκαρώσεις µια επίχρυση πατίνα».) Κι αν, µετά το πέρασµα µε φούµο, το αποτέλεσµα έδειχνε ακόµα υπερβολικά λαµπερό και αψεγάδιαστο, µου δίδαξε πώς να δηµιουργώ στην επιφάνεια ΑΝΕΠΙΣΗΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΜΟΥ
αδιόρατα γδαρσίµατα µε τη µύτη µιας καρφίτσας –αµυδρές, ακανόνιστες εκδορές διαφορετικού βάθους– και µετά να τη χτυπάω ανάλαφρα µε µια αρµαθιά παλιά κλειδιά, για να τη θαµπώσω στη συνέχεια αντιστρέφοντας την αναρροφητική λειτουργία της ηλεκτρικής σκούπας και φυσώντας πάνω της. «Στα κοµµάτια που έχουν υποστεί εκτεταµένες επεµβάσεις αποκατάστασης, µε αποτέλεσµα να µην υπάρχουν σηµάδια φθοράς ή περιφανείς ουλές, πρέπει να προσδώσεις εσύ µια αίσθηση ιστορίας. Το κόλπο», µου εξήγησε, σκουπίζοντας το µέτωπό του µε την ανάστροφη του χεριού του, «είναι να φροντίζεις να µη δείχνει υπερβολικά καλό». Ήξερα ότι λέγοντας καλό εννοούσε «κανονικό». Η υπερβολικά οµοιόµορφη φθορά στην ουσία δε λέει απολύτως τίποτα για το αντικείµενο. Η πραγµατική φθορά του χρόνου, όπως αντιλήφθηκα σταδιακά παρατηρώντας τα γνήσια κοµµάτια που περνούσαν από τα χέρια µου, είναι απρόβλεπτη, ακανόνιστη, ιδιότροπη, αφήνοντας άθικτα κάποια σηµεία και πλήττοντας σοβαρά άλλα – ασύµµετρες ξεθωριασµένες λωρίδες πάνω στη βιτρίνα από ροδόξυλο εκεί που τη χτυπούσε ο ήλιος, ενώ η άλλη πλευρά ήταν τόσο σκουρόχρωµη όσο τη µέρα που είχε κοπεί το ξύλο. «Τι είναι αυτό που κάνει το ξύλο να γερνάει; Τα πάντα. Η ζέστη και το κρύο, η κάπνα από το τζάκι, οι πολλές γάτες ή... αυτό», κατέληξε, κάνοντας ένα βήµα πίσω καθώς έσερνα το δάχτυλό µου πάνω στην τραχιά, θαµπή επιφάνεια µιας µαονένιας σιφονιέρας. «Τι λες ότι κατέστρεψε αυτή την επιφάνεια;» «Τι να πω...» Κάθισα ανακούρκουδα για να εξετάσω πιο προσεκτικά το σηµείο όπου το φινίρισµα, µαύρο και κολλώδες σαν καµένη κρούστα φαγητού που δεν υπάρχει περίπτωση να βάλεις στο στόµα σου, υποχωρούσε δίνοντας τη θέση του σε µια καθάρια, πλούσια γυαλάδα. Ο Χόµπι γέλασε. «Λακ. Δεκάδες ψεκασµοί µε λακ. Μπορείς να το πιστέψεις;» πρόσθεσε, ξύνοντας µια άκρη µε το δάχτυλό του, µε αποτέλεσµα να ξεκολλήσει µια σγουρή µαύρη φλούδα. «Η γηραιά καλλονή τη χρησιµοποιούσε σαν τουαλέτα. Με τα χρόνια η λακ επικάθεται στην επιφάνεια σαν βερνικόχρωµα. Δεν ξέρω τι βάζουν εκεί µέσα, αλλά είναι εφιάλτης να προσπαθείς να το αφαιρέσεις, ιδιαίτερα αν πρόκειται για προϊόν από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Θα ήταν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κοµµάτι, αν δεν είχε καταστραφεί το φινίρισµα. Το µόνο που µπορούµε να κάνουµε είναι να το καθαρίσουµε ώστε να φαίνεται το ξύλο τουλάχιστον, ίσως και να το περάσουµε ένα χέρι κερί. Παρ’ όλα αυτά, παραµένει ένα πανέµορφο παλιό κοµµάτι, δε συµφωνείς;» µε ρώτησε µε θέρµη, σέρνοντας ένα δάχτυλο κατά µήκος της ακµής του. «Κοίτα την καµπύλη του ποδιού και την υφή του ξύλου, τα νερά του... Βλέπεις αυτούς τους σχηµατισµούς εδώ κι εδώ, πόσο προσεκτικά είναι ταιριασµένοι;» «Θα το διαλύσετε;» Αν και ήξερα ότι ο Χόµπι κατέφευγε σε τέτοια δραστικά µέτρα µόνο ως έσχατη ανάγκη, εγώ λάτρευα τη χειρουργική διαδικασία της αποσυναρµολόγησης µιας αντίκας για να µονταριστεί από την αρχή – δουλεύοντας µε σπουδή, πριν στεγνώσει η κόλλα, σαν γιατροί που βιάζονται να ολοκληρώσουν µια επέµβαση αφαίρεσης σκωληκοειδίτιδας εν πλω. «Όχι», απάντησε, χτυπώντας το µε τους κόµπους των δαχτύλων του, µε το αφτί του κολληµένο στο ξύλο, «φαίνεται αρκετά γερό. Ωστόσο έχουµε κάποιες φθορές στις ράγες», πρόσθεσε, τραβώντας έξω ένα συρτάρι, που στρίγκλισε σε διαµαρτυρία. «Αυτό γίνεται όταν παραγεµίζεις ένα συρτάρι µε διάφορα άχρηστα πράγµατα. Θα επαναπροσαρµόσουµε τούτες εδώ» –αφαίρεσε το συρτάρι από το έπιπλο, κάνοντας ένα µορφασµό πόνου στο άκουσµα της τριβής ξύλου πάνω σε ξύλο– «πλανίζοντας τα σηµεία που βρίσκουν. Βλέπεις το κύρτωµα εδώ;
Ο καλύτερος τρόπος να το διορθώσουµε είναι να τετραγωνίσουµε το αυλάκι – θα φαρδύνει, βέβαια, αλλά δε νοµίζω ότι θα χρειαστεί να βγάλουµε τους παλιούς δροµείς από το ψαλιδωτό µόρσο. Θυµάσαι τι είχαµε κάνει µ’ εκείνο το δρύινο κοµµάτι, έτσι; Όµως», πρόσθεσε, σέρνοντας το δάχτυλό του πάνω στο χείλος του επίπλου, «το µαόνι είναι λίγο διαφορετικό. Όπως και η καρυδιά. Είναι εκπληκτικό το πόσο συχνά αφαιρείται ξύλο από σηµεία που στην πραγµατικότητα δε δηµιουργούν το πρόβληµα. Ειδικά στο µαόνι είναι τόσο πυκνές οι ίνες –και σε µαόνι τόσο παλιό ακόµα περισσότερο–, ώστε πραγµατικά δε θες να πλανίσεις, αν µπορείς να το αποφύγεις. Λίγη παραφίνη στις ράγες, και θα γίνει σαν καινούρια».
iv.
ΚΑΙ ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ
περνούσε ο καιρός. Οι µέρες ήταν τόσο πανοµοιότυπες µεταξύ τους, ώστε µόλις που πρόσεχα τους µήνες που κυλούσαν. Την άνοιξη διαδέχτηκε το καλοκαίρι, υγρασία και δυσοσµία από τα σκουπίδια, οι δρόµοι γεµάτοι κόσµο και οι αείλανθοι φορτωµένοι µε πυκνά σκούρα φύλλα. Και µετά το καλοκαίρι παραχώρησε τη θέση του σε ένα µελαγχολικό, τσουχτερό φθινόπωρο. Περνούσα τα βράδια διαβάζοντας τον Ευγένιο Ονέγκιν του Πούσκιν ή µελετώντας κάποιο από τα πολλά βιβλία του Γουέλτι µε θέµα τα έπιπλα (το αγαπηµένο µου ήταν ένα παµπάλαιο δίτοµο έργο µε τίτλο Έπιπλα Τσίπεντεϊλ: Αυθεντικά και Αποµιµήσεις) ή την ογκώδη και χορταστική Ιστορία της Τέχνης του Γιάνσον. Αν και µερικές φορές δούλευα κάτω στο υπόγειο µαζί µε τον Χόµπι για έξι ή εφτά ώρες τη φορά, στη διάρκεια των οποίων ζήτηµα αν ανταλλάσσαµε δυο λέξεις, δεν αισθανόµουν ποτέ µοναξιά µέσα στη δέσµη φωτός της προσοχής του. Και οµολογώ ότι µε εξέπληττε το γεγονός ότι κάποιος ενήλικας εκτός από τη µητέρα µου µπορούσε να είναι τόσο εναρµονισµένος µαζί µου, τόσο ουσιαστικά παρών και συναισθανόµενος. Η τεράστια διαφορά ηλικίας µεταξύ µας ήταν µια αναπόφευκτη πηγή συστολής –υπήρχε µια τυπικότητα, η επιφυλακτικότητα που γεννάει το χάσµα των γενεών–, κι όµως την ίδια στιγµή είχαµε αναπτύξει ένα είδος τηλεπάθειας µεταξύ µας µέσα στο εργαστήρι, έτσι ώστε να του δίνω τη σωστή πλάνη ή το κατάλληλο κοπίδι προτού καν µου τα ζητήσει. «Εποξικά πασαλείµµατα» ήταν η µόνιµη επωδός του για την κακή δουλειά ή για οτιδήποτε φτηνιάρικο. Μου είχε δείξει αρκετά πρωτότυπα κοµµάτια στα οποία οι αρµοί παρέµεναν γεροί και σταθεροί για διακόσια και βάλε χρόνια, ενώ το πρόβληµα µε τις περισσότερες σύγχρονες εργασίες ήταν ότι παραήταν σφιχτές, προσαρµοσµένες τόσο ασφυκτικά πάνω στο ξύλο, ώστε να το συνθλίβουν και να µην το αφήνουν να αναπνέει. «Να θυµάσαι πάντα ότι στην πραγµατικότητα εµείς δουλεύουµε γι’ αυτόν που θα αναλάβει να επιδιορθώσει το ίδιο κοµµάτι καµιά εκατοστή χρόνια από τώρα. Αυτόν θέλουµε να εντυπωσιάσουµε». Όποτε καταπιανόταν µε κάποια συγκόλληση, η δουλειά µου ήταν να διαλέξω όλους τους απαραίτητους σφιγκτήρες, τον καθένα για το σωστό σηµείο, ενόσω εκείνος συνταίριαζε ένα προς ένα τα κοµµάτια µε ακρίβεια, τόρµο µε εντορµία, µια ιδιαίτερα κοπιαστική προεργασία για αυτή καθαυτήν τη δουλειά της συγκόλλησης, η οποία έπρεπε να γίνει εξαιρετικά γρήγορα, αναγκάζοντάς µας να δουλεύουµε µε φρενήρεις ρυθµούς για να την ολοκληρώσουµε στο ελάχιστο, διάρκειας µόλις µερικών λεπτών, διάστηµα που είχαµε στη διάθεσή µας πριν στεγνώσει η κόλλα, τα χέρια του Χόµπι σίγουρα σαν χειρουργού, να αδράχνουν το σωστό κοµµάτι, ενώ εγώ πήγαινα πάντα αβέβαια και ψαχουλευτά, µε τη δουλειά µου να συνίσταται κυρίως στη συγκράτηση των κοµµατιών µαζί µέχρι εκείνος να τοποθετήσει όλα τα εργαλεία σύσφιξης στη θέση τους (όχι µόνο τους συνήθεις σφιγκτήρες σχήµατος C και F, αλλά και ένα παράξενο συνονθύλευµα από διάφορα µικροπράγµατα που µάζευε γι’ αυτόν το σκοπό, όπως ελατήρια σοµιέδων, µανταλάκια ρούχων, παλιά τελάρα κεντήµατος, σαµπρέλες ποδηλάτου και –για βαρίδια– πολύχρωµα τσουβαλάκια άµµου από κάµποτο, αλλά και διάφορα τυχαία αντικείµενα, όπως παλιά µολυβένια στοπ πόρτας και µεταλλικά γουρουνάκια-κουµπαράδες). Όταν δε χρειαζόταν ένα δεύτερο ζευγάρι χέρια, σκούπιζα πριονίδια και τακτοποιούσα τα εργαλεία στη θέση τους,
κι όταν δεν είχα τίποτα να κάνω, µε γαλήνευε και µε ευχαριστούσε να κάθοµαι και να τον παρακολουθώ να ακονίζει κοπίδια ή να λυγίζει ξύλα στον ατµό µε ένα κατσαρόλι νερό πάνω στο ηλεκτρικό µάτι. OMG[1] βροµάει εκεί κάτω, µου έγραψε η Πίππα σε µήνυµα. Οι αναθυµιάσεις είναι σκέτη αηδία, πώς αντέχεις; Αλλά εγώ λάτρευα τη µυρωδιά, τονωτικά τοξική, και την αίσθηση του παλιού ξύλου στα χέρια µου.
[1] Συντοµογραφία της αγγλικής έκφρασης «Oh My God» (Ω Θεέ µου!), που χρησιµοποιείται κατά κόρον, κυρίως από τους νέους, στην επικοινωνία µέσω διαδικτύου – και όχι µόνο. (Σ.τ.Μ.)
v.
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, όλον αυτό τον καιρό παρακολουθούσα προσεκτικά τις εξελίξεις αναφορικά µε τους «συνενόχους» µου, τους κλέφτες των πινάκων στο Μπρονξ. Οµολόγησαν όλοι την ενοχή τους –συµπεριλαµβανοµένης της πεθεράς– και τους επιβλήθηκαν οι βαρύτερες τιµωρίες που προέβλεπε ο νόµος: χρηµατικές ποινές ύψους εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων και κάθειρξη από πέντε µέχρι δεκαπέντε χρόνια χωρίς δικαίωµα αποφυλάκισης υπό όρους. Η κοινή γνώµη φαινόταν να συµφωνεί ότι οι δράστες θα εξακολουθούσαν να ζουν ευτυχισµένοι στη συνοικία Μόρις Χάιτς του Μπρονξ και να τρώνε πλούσια ιταλικά δείπνα στο σπίτι της µαµάς, αν δεν έκαναν τη βλακεία να επιχειρήσουν να πουλήσουν τον πίνακα του Χέντρικς σε έναν έµπορο, που ειδοποίησε αµέσως τις Αρχές. Αλλά αυτό δεν καταπράυνε το άγχος µου. Γιατί υπήρξε εκείνη η µέρα που, γυρίζοντας από το σχολείο, βρήκα το διαµέρισµα επάνω πνιγµένο στον καπνό και πυροσβέστες να πηγαινοέρχονται στο διάδροµο έξω από το δωµάτιό µου. «Ποντίκια», εξήγησε ο Χόµπι, κάτωχρος και αναστατωµένος, κόβοντας βόλτες στο σπίτι µε την ποδιά εργασίας και µε τα προστατευτικά γυαλιά του στηριγµένα στην κορυφή του κεφαλιού του σαν τρελός επιστήµονας. «Δεν αντέχω τις ποντικοπαγίδες µε κόλλα, είναι απάνθρωπες, και συνεχώς ανέβαλλα την επίσκεψη εξολοθρευτή, όµως, Θεούλη µου, αυτό είναι εξωφρενικό, δεν µπορώ να τ’ αφήνω να µασουλάνε τα ηλεκτρικά καλώδια, αν δεν ήταν ο συναγερµός, το σπίτι θα είχε γίνει παρανάλωµα. Στάσου...» Γυρνώντας προς τον πυροσβέστη: «Μπορώ να τον φέρω από δω;». Παρακάµπτοντας µερικά εργαλεία: «Πρέπει να το δεις αυτό». Τραβήχτηκε όσο πιο πίσω µπορούσε για να µου δείξει ένα κουβάρι καρβουνιασµένους σκελετούς αρουραίων που κάπνιζαν ακόµα µέσα στο σοβατεπί. «Κοίτα χάλια! Ολόκληρη φωλιά είχαν φτιάξει!» Παρότι το σπίτι του Χόµπι ήταν εφοδιασµένο µε την τελευταία λέξη της τεχνολογίας σε συστήµατα ασφάλειας, διαθέτοντας συναγερµό όχι µόνο πυρκαγιάς αλλά και διάρρηξης, και η φωτιά δεν είχε προκαλέσει ζηµιές παρά µόνο σε ένα τµήµα του δαπέδου στο διάδροµο, το συµβάν µε κλόνισε άσχηµα: Τι θα γινόταν αν ο Χόµπι έλειπε από το σπίτι; Ή αν το βραχυκύκλωµα συνέβαινε στο δωµάτιό µου; Επιπλέον, αν υπήρχαν τόσα ποντίκια σε ένα χώρο εξήντα εκατοστών στο σοβατεπί, αυτό σήµαινε ότι θα υπήρχαν περισσότερα ποντίκια –καθώς και περισσότερα µασουληµένα καλώδια– αλλού µέσα στο σπίτι. Αναρωτήθηκα αν, παρά την απέχθεια του Χόµπι για τις ποντικοπαγίδες, θα έπρεπε να τοποθετήσω εγώ µερικές εδώ κι εκεί. Η πρότασή µου να πάρει γάτα, παρότι έγινε αρχικά δεκτή µε ενθουσιασµό τόσο από τον Χόµπι όσο και από τη µεγάλη γατόφιλη κυρία Ντε Φρις, συζητήθηκε για λίγο, αλλά ξεχάστηκε χωρίς να γίνει ποτέ πράξη. Λίγες µόλις εβδοµάδες µετά, κι ενώ αναρωτιόµουν µήπως έπρεπε να θίξω ξανά το θέµα της γάτας, παραλίγο να πάθω καρδιακή προσβολή όταν, µπαίνοντας στο δωµάτιό µου, τον βρήκα γονατισµένο στο χαλάκι δίπλα στο κρεβάτι µου – να τεντώνει το χέρι του κάτω από το κρεβάτι, όπως µου φάνηκε αρχικά, ενώ στην πραγµατικότητα έσκυβε να πάρει τη σπάτουλα από κάτω, καθώς αντικαθιστούσε ένα ραγισµένο τζάµι στην κάτω µεριά του παραθύρου της
κρεβατοκάµαρας. «Α, γεια σου», είπε ο Χόµπι και σηκώθηκε ξεσκονίζοντας το µπατζάκι του παντελονιού του. «Συγνώµη, δεν ήθελα να σε τροµάξω! Από τότε που ήρθες όλο έλεγα ν’ αλλάξω αυτό το τζαµάκι. Βέβαια, µου αρέσει να χρησιµοποιώ ανάγλυφο γυαλί σε αυτά τα παλιά παράθυρα, το κλασικό της Bendheim, αλλά δεν πειράζει να βάλεις κι ένα δυο διαφανή εδώ κι εκεί, οπότε... Έι, πρόσεξε!» έκανε ανήσυχα. «Είσαι καλά;» µε ρώτησε, ενώ εγώ πετούσα την τσάντα µε τα βιβλία µου και σωριαζόµουν στην πολυθρόνα σαν υπολοχαγός που µπαίνει τρεκλίζοντας στο αµπρί σοκαρισµένος από τις εκρήξεις βοµβών τριγύρω. Ήταν να τρελαίνεσαι, όπως θα ’λεγε και η µητέρα µου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Αν και είχα πλήρη συναίσθηση τού πόσο παράξενα µε κοίταζε µερικές φορές ο Χόµπι, πόσο παλαβή πρέπει να του φαινόταν η συµπεριφορά µου, εξακολουθούσα να ζω σε µια άθλια κατάσταση µόνιµου άγχους: Αναπηδούσα κάθε φορά που εµφανιζόταν κάποιος στην πόρτα· πεταγόµουν σαν να είχα αγγίξει κάτι καυτό όταν χτυπούσε το τηλέφωνο· τιναζόµουν από «προαισθήµατα» σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις που, ακόµα και στη µέση του µαθήµατος, µε ωθούσαν να σηκωθώ από το θρανίο µου και να πάω γραµµή στο σπίτι για να σιγουρευτώ ότι ο πίνακας βρισκόταν µέσα στη µαξιλαροθήκη, ότι κανείς δεν είχε πειράξει το περιτύλιγµα, ούτε είχε επιχειρήσει να ξεκολλήσει την ταινία. Στον υπολογιστή µου έκανα έρευνα στο διαδίκτυο για νόµους σχετικά µε την κλοπή έργων τέχνης, αλλά τα άρθρα που έβρισκα ήταν εντελώς αποσπασµατικά, και εγώ δεν ήµουν σε θέση να τα συνθέσω σε ένα κατανοητό όλον. Και τότε, ύστερα από µια κατά τ’ άλλα αδιατάρακτη διαµονή οχτώ µηνών στο σπίτι του Χόµπι, εµφανίστηκε απρόσµενα µια λύση. Τα είχα καλά µε όλους τους υπαλλήλους εταιρειών µεταφορών και αποθήκευσης µε τις οποίες συνεργαζόταν ο Χόµπι. Οι περισσότεροι ήταν Νεοϋορκέζοι ιρλανδικής καταγωγής, αργοκίνητοι, καλόκαρδοι τύποι που δεν είχαν καταφέρει να µπουν στο αστυνοµικό ή στο πυροσβεστικό σώµα: Μάικ, Σον, Πάτρικ, Λιτλ Φρανκ (που, σε αντίθεση µε την εντύπωση που έδινε το όνοµά του, είχε διαστάσεις ψυγειοκαταψύκτη), αλλά και ένας δυο Ισραηλινοί, ονόµατι Ραβίβ και Άβι, και –ο αγαπηµένος µου– ένας Ρωσοεβραίος ονόµατι Γκρίσα. («“Ρωσοεβραίος” είναι δύο αντικρουόµενες έννοιες», µου εξήγησε µέσα σε ένα σύννεφο καπνού µε άρωµα µέντας. «Τουλάχιστον στο ρωσικό µυαλό. Αφού ένας Εβραίος για το αντισηµιτικό µυαλό δεν µπορεί να είναι πραγµατικός Ρώσος – η Ρωσία είναι διαβόητη γι’ αυτές τις πεποιθήσεις της».) Ο Γκρίσα είχε γεννηθεί στη Σεβαστούπολη, την οποία ισχυριζόταν ότι θυµόταν («µαύρο νερό, αλάτι»), παρότι οι γονείς του είχαν µεταναστεύσει όταν ήταν µόλις δύο χρονών. Ξανθός, µε κατακόκκινο πρόσωπο και απίστευτα γαλάζια µάτια στο χρώµα της ακουαµαρίνας, πρησµένος από το ποτό, ήταν τόσο απρόσεκτος µε το ντύσιµό του, που κάποιες φορές άφηνε τα τελευταία κουµπιά του πουκαµίσου του ανοιχτά – κι όµως, κρίνοντας από την άνετη, σχεδόν αλαζονική στάση του, ήταν φανερό ότι θεωρούσε τον εαυτό του καλοφτιαγµένο (και –ποιος ξέρει;– µπορεί και να υπήρξε κάποτε). Σε αντίθεση µε το γρανιτένιο κύριο Παβλικόφσκι, ήταν οµιλητικός, όλο αστεία –anekdoty, όπως τα έλεγε–, τα οποία ξεφούρνιζε µε έναν κωµικά επίπεδο τόνο και ρυθµό πολυβόλου. «Νοµίζεις ότι ξέρεις να βρίζεις, mazhor;» µε ρώτησε µια µέρα κεφάτα, σηκώνοντας το βλέµµα από τη σκακιέρα στη γωνία του εργαστηρίου όπου έπαιζε καµιά παρτίδα µε τον Χόµπι κάποια απογεύµατα. «Εµπρός, λοιπόν. Πάρε µου τ’ αφτιά». Κι εγώ τότε άφησα να ξεχυθεί ένας τόσο ορµητικός χείµαρρος από βωµολοχίες, ώστε ακόµα και ο Χόµπι –που δεν καταλάβαινε λέξη– έγειρε πίσω γελώντας και καλύπτοντας τα αφτιά µε τα χέρια του.
Ένα σκοτεινό απόγευµα, όχι πολύ καιρό αφότου άρχισε το πρώτο µου φθινοπωρινό εξάµηνο στο σχολείο, έτυχε να είµαι µόνος στο σπίτι όταν πέρασε ο Γκρίσα για να αφήσει κάτι έπιπλα. « Άντε, mazhor», είπε, τινάζοντας µακριά τη γόπα του τσιγάρου του κρατώντας τη ανάµεσα στο σηµαδεµένο αντίχειρα και στο δείκτη του. Mazhor –ένα από τα ουκ ολίγα πειρακτικά παρατσούκλια που µου είχε κολλήσει– σήµαινε «ταγµατάρχης» στα ρωσικά. «Κάνε κάτι χρήσιµο. Έλα να βοηθήσεις µ’ αυτή την παλιατσαρία στο φορτηγό» – όλα τα έπιπλα ήταν «παλιατσαρίες» για τον Γκρίσα. Κοίταξα το φορτηγό πίσω του. «Τι έχεις; Είναι βαρύ;» «Αν ήταν βαρύ, εξυπνάκια, θα ζητούσα βοήθεια από σένα;» Κουβαλήσαµε µέσα τα έπιπλα –καθρέφτης µε επίχρυση κορνίζα, τυλιγµένος σε προστατευτικό περίβληµα, ένα κηροπήγιο, ένα σετ καρέκλες τραπεζαρίας– και, αφού τα ξεπακετάραµε, ο Γκρίσα έγειρε πάνω σε µια σερβάντα που επιδιόρθωνε ο Χόµπι (αφού πρώτα την άγγιξε µε το δάχτυλό του για να σιγουρευτεί ότι δεν κολλούσε) και άναψε ένα Kool. «Θες ένα;» «Όχι, ευχαριστώ». Η αλήθεια είναι ότι ήθελα, αλλά φοβόµουν πως θα το µύριζε πάνω µου ο Χόµπι. Ο Γκρίσα διέλυσε το σύννεφο καπνού ανεµίζοντας ένα χέρι µε βρόµικα νύχια. «Και πώς περνάς τη µέρα σου;» είπε. «Θες να βοηθήσεις εµένα το απόγευµα;» «Να σας βοηθήσω πώς;» «Να παρατήσεις για λίγο βιβλίο σου µε γυµνή στο εξώφυλλο» (αναφερόταν στην Ιστορία της Τέχνης του Γιάνσον) «και να έρθεις µαζί µου µέχρι Μπρούκλιν». «Για ποιο λόγο;» «Πρέπει να µεταφέρω κάποιες παλιατσαρίες στην αποθήκη, και θα µου ήταν χρήσιµο ένα χεράκι. Θα βοηθούσε ο Μάικ, αλλά αρρώστησε σήµερα. Χα! Χτες βράδυ έπαιζαν Τζάιαντς, έχασαν, και ποιος ξέρει τι κατέβασε όσο κράτησε αγώνας. Στοίχηµα ότι είναι τάβλα στο κρεβάτι του πέρα στο Ίνγουντ µε πονοκέφαλο από µεθύσι και µαυρισµένο µάτι».
vi.
ΣΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ, µε το φορτηγό γεµάτο έπιπλα, ο Γκρίσα επιδόθηκε σε έναν ατέλειωτο µονόλογο γύρω από τα αναντίρρητα χαρίσµατα του Χόµπι από τη µια και το πώς οδηγούσε την επιχείρηση του Γουέλτι σε βέβαιη καταστροφή από την άλλη. «Τίµιος άνθρωπος σε άτιµο κόσµο; Αποτραβηγµένος από τους ανθρώπους; Με πονάει εδώ, στην καρδιά µου, να τον βλέπω να πετάει το λεφτουδάκι του από το παράθυρο κάθε µέρα. Όχι, όχι», πρόλαβε τις διαµαρτυρίες µου σηκώνοντας απαγορευτικά µια βρόµικη παλάµη, «θέλει χρόνο αυτό που κάνει, οι επιδιορθώσεις, όλα στο χέρι, όπως οι παλιοί µάστορες – αυτό καταλαβαίνω. Είναι καλλιτέχνης, όχι επιχειρηµατίας. Αλλά εξήγησέ µου, παρακαλώ, γιατί πληρώνει για να νοικιάζει αποθήκες στο Ναυπηγείο του Μπρούκλιν αντί να πουλάει εµπόρευµα και να πληρώνει λογαριασµούς; Θέλω να πω... δες µόνο παλιατσαρίες στο υπόγειο! Πράγµατα που αγόρασε ο Γουέλτι σε δηµοπρασία, κι όλο έρχονται κι άλλα κάθε βδοµάδα. Πάνω, µαγαζί είναι φίσκα! Μια περιουσία, θα έπαιρνε εκατό χρόνια να τα πουλήσει όλα! Άνθρωποι κοιτάνε από βιτρίνα, λεφτουδάκι στο χέρι, θέλουν να αγοράσουν – συγνώµη, κυρία! Άι πνίξου! Μαγαζί κλειστό! Κι αυτός εκεί κάτω, µε ξυλουργικά του εργαλεία, να περνάει δέκα ώρες για να σκαλίσει τοσοδούτσικο» (ελάχιστη απόσταση µεταξύ δείκτη και αντίχειρα) «κοµµατάκι ξύλου για τη σκατένια καρέκλα κάποιας µαντάµ!» «Μα αφού δέχεται και πελάτες. Μόλις την περασµένη εβδοµάδα πούλησε ένα σωρό πράγµατα». «Τι;» έκανε θυµωµένα ο Γκρίσα, παίρνοντας απότοµα το βλέµµα του από το δρόµο για να µε κεραυνοβολήσει µε µια οργισµένη µατιά. «Πούλησε; Σε ποιον;» «Στους Βόγκελ. Άνοιξε το µαγαζί γι’ αυτούς και αγόρασαν µια βιβλιοθήκη, ένα τραπέζι χαρτοπαιξίας...» Ο Γκρίσα συνοφρυώθηκε ακόµα περισσότερο. «Αυτοί άνθρωποι! Φίλοι του τάχα! Ξέρεις γιατί αγοράζουν απ’ αυτόν; Ξέρουν ότι µπορούν να τα πάρουν κοψοχρονιά. “Ανοιχτά µετά από ραντεβού”, χα! Κάλλιο να το άφηνε κλειστό γι’ αυτά τα όρνεα! Θέλω να πω, εσύ ξέρεις καρδιά µου». Έφερε τη γροθιά στο στέρνο του. «Βλέπω Χόµπι σαν δικό µου άνθρωπο. Όµως» –έτριψε τα τρία του δάχτυλα µε τον τρόπο που είχα µάθει από τον Μπόρις ότι σήµαινε χρήµα! χρήµα!– «άσχετος από εµπορικές συµφωνίες. Μπορεί να χαρίσει το τελευταίο του σπίρτο, την τελευταία του µπουκιά φαΐ, οτιδήποτε, σε όποιον ψεύτη κι απατεώνα. Κοίτα, και θα δεις τι θα γίνει: Σε λίγο καιρό, τέσσερα πέντε χρόνια, θα είναι ταπί στο δρόµο, εκτός αν βρει κάποιον να διευθύνει το µαγαζί πάνω». «Κάποιον όπως...» «Ε...» Ανασήκωσε τον ώµο. «Κάποιον σαν ξαδέρφη µου Λίντιγια ίσως. Αυτή γυναίκα µπορεί να πουλήσει σε πνιγµένο νερό». «Θα ’πρεπε να του το πεις. Ξέρω ότι θέλει να βρει κάποιον». Ο Γκρίσα γέλασε κυνικά. «Τι, να δουλέψει η Λίντιγια σ’ εκείνο αχούρι; Κοίτα, η Λίντιγια πουλάει χρυσό, Rolex, διαµάντια από Σιέρα Λεόνε. Την παίρνουν από σπίτι της µε λιµουζίνα. Άσπρο δερµάτινο
παντελόνι... γούνα από ζιµπελίνα µέχρι το πάτωµα... νύχια µέχρι εκεί. Δεν υπάρχει περίπτωση να βάλεις αυτή γυναίκα να κάθεται όλη µέρα σε παλιατζίδικο, µες σε σκόνη και σαβούρες». Σταµάτησε το φορτηγό και έσβησε τη µηχανή. Ήµασταν µπροστά σε ένα ογκώδες γκρίζο κτίριο σε µια έρηµη παραθαλάσσια περιοχή µε άδεια οικόπεδα και φαναρτζίδικα, το είδος της γειτονιάς όπου πήγαιναν πάντα για να ξεφορτωθούν το «καρφί» της αστυνοµίας οι γκάνγκστερ στις ταινίες. «Λίντιγια... Λίντιγια είναι σέξι θηλυκό», είπε ονειροπόλα. «Μακριά πόδια, ωραία µπαλκόνια, όµορφη γυναίκα. Μεγάλη αγάπη για ζωή. Αλλά αυτή επιχείρηση... δε θέλει κάτι τόσο φανταχτερό όσο Λίντιγια». «Τότε;» «Θες κάποιον σαν τον Γουέλτι. Ήταν κάτι αθώο πάνω του, ξέρεις; Σαν λόγιος. Ή παπάς. Κάτι σαν παππούς για όλους. Αλλά πολύ έξυπνος επιχειρηµατίας. Σπουδαίο να είσαι καλός και συµπαθητικός και φίλος µε όλους, αλλά, όταν κάνεις πελάτη σου να σ’ εµπιστευτεί και να πιστέψει πως του προσφέρεις την καλύτερη τιµή, πρέπει να βγάλεις κέρδος, χα! Έτσι είναι εµπόριο, mazhor. Έτσι είναι γαµηµένος κόσµος». Μέσα, όταν µας άνοιξαν, υπήρχε ένα γραφείο µε ένα µοναχικό Ιταλό που διάβαζε εφηµερίδα. Όσο ο Γκρίσα υπέγραφε τα έντυπα, εγώ διάβαζα το διαφηµιστικό δίπλα σε κάτι ράφια γεµάτα υλικό συσκευασίας µε φυσαλίδες και κολλητική ταινία:
ΑΠΟΘΗΚΕΣ ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ ΑΡΙΣΤΟΝ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΥΡΑΣΦΑΛΕΙΑΣ, ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΥΓΡΑΣΙΑΣ, 24ΩΡΗ ΦΡΟΥΡΗΣΗ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ – ΠΟΙΟΤΗΤΑ – ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΣΑΣ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΦΥΛΑΞΗΣ ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ ΔΙΑΤΗΡΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ ΣΑΣ ΑΣΦΑΛΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ 1968
Με εξαίρεση τον υπάλληλο στην υποδοχή, ο χώρος ήταν παντελώς έρηµος. Φορτώσαµε το ασανσέρ υπηρεσίας και, µε τη βοήθεια µιας µαγνητικής κάρτας εισόδου και ενός αριθµητικού κωδικού, ανεβήκαµε µέχρι τον έκτο όροφο. Αρχίσαµε να διασχίζουµε τον ένα απρόσωπο διάδροµο µετά τον άλλο, µε κάµερες ασφαλείας στο ταβάνι και ανώνυµες αριθµηµένες πόρτες, Διάδροµος Δ, Διάδροµος Ε, τοίχοι χωρίς παράθυρα που έµοιαζαν να εκτείνονται στο άπειρο και θύµιζαν το Άστρο του Θανάτου, το διαστηµόπλοιο-θανάσιµο όπλο στον Πόλεµο των Άστρων – µια αίσθηση υπόγειων στρατιωτικών εγκαταστάσεων ή ίσως αχανούς τεφροφυλάκιου σε φουτουριστικό νεκροταφείο. Ο Χόµπι είχε στη διάθεσή του έναν από τους µεγαλύτερους χώρους –δίφυλλη πόρτα αρκετά φαρδιά για να χωράει να περάσει ολόκληρο φορτηγό. «Εδώ είµαστε», είπε ο Γκρίσα, εισάγοντας ένα κλειδί στο λουκέτο και σπρώχνοντας τις πόρτες, που υποχώρησαν µε µια βροντερή µεταλλική διαµαρτυρία. «Δες όλες αυτές τις µαλακίες εδώ µέσα». Ο χώρος ήταν τόσο ξέχειλα γεµάτος µε έπιπλα και άλλα αντικείµενα (λάµπες, βιβλία, πορσελάνες, µικρά µπρούντζινα µπιµπελό, παλιές σακούλες του ιστορικού πολυκαταστήµατος B. Altman γεµάτες εφηµερίδες και µουχλιασµένα παπούτσια), που, µε την πρώτη σαστισµένη µατιά, το µόνο που ήθελα ήταν να βγω οπισθοχωρώντας και να κλείσω την πόρτα, όπως αν είχαµε µπει κατά λάθος στο διαµέρισµα κάποιου γηραιού ρακοσυλλέκτη που είχε µόλις
πεθάνει. «Δύο χιλιάρικα το µήνα του κοστίζει αυτό εδώ!» είπε πένθιµα, καθώς αφαιρούσαµε το περιτύλιγµα από τις καρέκλες και τις στοιβάζαµε, όχι και πολύ σταθερά, πάνω σε ένα γραφείο από ξύλο κερασιάς. «Είκοσι τέσσερα χιλιάρικα το χρόνο! Κάλλιο να χρησιµοποιούσε το λεφτουδάκι για ν’ ανάβει τα τσιγάρα του παρά να πληρώνει νοίκι γι’ αυτή τη σκατότρυπα». «Και τι είναι αυτοί οι µικρότεροι χώροι;» Κάποιες από τις πόρτες ήταν πραγµατικά µικροσκοπικές, σε µέγεθος θυρίδας αποσκευών. «Είναι τρελός ο κόσµος», σχολίασε ο Γκρίσα µε τόνο παραίτησης. «Για χώρο σε µέγεθος πορτµπαγκάζ αυτοκινήτου να σκάνε εκατοντάδες δολάρια το µήνα;» «Θέλω να πω» –δεν ήξερα πώς να διατυπώσω την ερώτηση– «τι εµποδίζει κάποιον να κρύψει παράνοµα πράγµατα εδώ;» «Παράνοµα;» Ο Γκρίσα σφούγγισε τον ιδρώτα από το µέτωπό του µε ένα βρόµικο µαντίλι και στη συνέχεια σκούπισε το σβέρκο του κάτω από το πουκάµισο. «Σαν τι, δηλαδή; Όπλα, ας πούµε;» «Ναι. Ή, ξέρεις, κλοπιµαία». «Τι εµποδίζει, ε; Να σου πω εγώ. Τίποτα δεν εµποδίζει! Θάψε κάτι εδώ µέσα, και δε θα το βρει κανείς, εκτός αν ξεπαστρέψουν ή κλείσουν εσένα στη στενή και νοίκι µείνει απλήρωτο. Το ενενήντα τοις εκατό είναι σαχλαµάρες εδώ: παλιές µωρουδιακές φωτογραφίες, σκουπίδια από σοφίτα γιαγιάς. Αχ, να µπορούσαν να µιλήσουν οι τοίχοι... Μπορεί και εκατοµµύρια δολάρια καταχωνιασµένα εδώ, αν ήξερες πού να ψάξεις. Κάθε είδους µυστικά. Όπλα, κοσµήµατα, πτώµατα δολοφονηµένων – τρελά πράγµατα». Έκλεισε την πόρτα µε ένα δυνατό κρότο και άρχισε να παιδεύεται µε το λουκέτο. «Έλα, βοήθα µε µ’ αυτό το ρηµάδι. Θεέ µου, µισώ αυτό µέρος. Είναι σαν θάνατος, ε;» Έδειξε µε ένα νεύµα τον αποστειρωµένο διάδροµο που έδειχνε ατέλειωτος. «Όλα σφραγισµένα, αποκοµµένα από ζωή! Όποτε έρχοµαι, ανάσα µου δυσκολεύει. Χειρότερα κι από γαµηµένη βιβλιοθήκη!»
vii.
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ πήρα το Χρυσό Οδηγό από την κουζίνα του Χόµπι και τον κουβάλησα στο δωµάτιό µου, όπου έψαξα στην κατηγορία: Αποθήκευση Έργων Τέχνης. Υπήρχαν δεκάδες χώροι στο Μανχάταν και τους γύρω δήµους, εκ των οποίων πολλοί διαφηµίζονταν µε κυριλέ γραµµατοσειρές, αναλύοντας λεπτοµερώς τις παρεχόµενες υπηρεσίες: Με άπειρη προσοχή, από την πόρτα µας µέχρι τη δική σας! Ένας µπάτλερ σε σκίτσο πρόσφερε µια επαγγελµατική κάρτα πάνω σε ασηµένιο δίσκο: ΜΠΛΙΝΓΚΕΝ & ΤΑΡΚΓΟΥΕΛ, ΑΠΟ ΤΟ 1928. Προσφέρουµε διακριτικά και εχέµυθα λύσεις προηγµένης τεχνολογίας για τη φύλαξη βαρύτιµων αντικειµένων σε µια ευρεία γκάµα επιχειρήσεων και ιδιωτών. Καταγραφή. Συντήρηση. Φύλαξη. Εγκαταστάσεις υπό διαρκή παρακολούθηση. Διατηρούµε τις συνθήκες υγρασίας και θερµοκρασίας σε επίπεδα ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της Αµερικανικής Ένωσης Μουσείων: θερµοκρασία στους 21 βαθµούς Κελσίου και σχετική υγρασία 50%. Καλά, αυτό παραήταν εξεζητηµένο. Το τελευταίο πράγµα που ήθελα ήταν να τραβήξω την προσοχή στο γεγονός ότι είχα ένα έργο τέχνης φυλαγµένο σε αποθήκη. Όχι, αυτό που χρειαζόµουν ήταν κάτι ασφαλές και διακριτικό. Μια από τις µεγαλύτερες και πιο δηµοφιλείς αλυσίδες είχε είκοσι υποκαταστήµατα στο Μανχάταν, συµπεριλαµβανοµένου ενός στην Ανατολική 60ή Οδό, δίπλα στο ποτάµι, κοντά στην παλιά µου γειτονιά, λίγα µόλις τετράγωνα µακριά από εκεί που µέναµε µε τη µητέρα µου. Οι χώροι µας φυλάσσονται επί 24ώρου βάσεως από προσωπικό ασφαλείας, ενώ διαθέτουν την τελευταία λέξη της τεχνολογίας σε εξοπλισµό ανίχνευσης καπνού και φωτιάς. Ο Χόµπι ήταν έξω στο διάδροµο και µε ρωτούσε κάτι. «Ορίστε;» έκρωξα µε φωνή βραχνή και στριγκιά, κλείνοντας τον τηλεφωνικό κατάλογο πάνω στο δάχτυλό µου. «Ήρθε η Μόιρα. Θες να µας ακολουθήσεις στο γνωστό για κανένα χάµπουργκερ;» Το «γνωστό» ήταν το White Horse, το µπαρ-εστιατόριο. «Τέλεια ιδέα, έρχοµαι σε µισό λεπτό». Ξαναγύρισα στην αγγελία στο Χρυσό Οδηγό. Κάντε χώρο για καλοκαιρινή διασκέδαση! Εύκολες λύσεις για τον εξοπλισµό των αγαπηµένων σας σπορ και χόµπι! Πόσο απλό το παρουσίαζαν! Δε χρειαζόταν πιστωτική κάρτα, απλώς έδινες τα µετρητά και έφευγες. Την εποµένη, αντί να πάω για µάθηµα, ξέθαψα τη µαξιλαροθήκη από την κρυψώνα κάτω από το κρεβάτι µου, τη σφράγισα προσεκτικά µε µονωτική ταινία, την έβαλα σε µια καφέ τσάντα από το Bloomingdale’s και πήρα ταξί για το µαγαζί µε τα αθλητικά στην πλατεία Γιούνιον, όπου, αφού ξεπέρασα την αρχική µου αναποφασιστικότητα, αγόρασα τελικά µια φτηνή σκηνή δύο ατόµων, για να πάρω στη συνέχεια ταξί και να ανηφορίσω προς την 60ή Οδό. Στα διαστηµικά, όλο γυαλί γραφεία της εταιρείας ήµουν ο µοναδικός πελάτης. Και, παρότι είχα σκαρώσει ένα παραµύθι για κάλυψη (παθιασµένος µε το κάµπινγκ εγώ, µια µαµά µανιακή µε την καθαριότητα και την τάξη), οι άντρες της βάρδιας δεν έδειξαν το παραµικρό ενδιαφέρον για την υπερµεγέθη σακούλα µε το λογότυπο του µαγαζιού αθλητικών και την ετικέτα της ολοκαίνουριας σκηνής να κρέµεται επιδεικτικά απ’ έξω. Ούτε φάνηκε να θεωρεί
κανείς αξιοπρόσεκτο ή ασυνήθιστο το γεγονός ότι ήθελα να πληρώσω προκαταβολικά και τοις µετρητοίς το ενοίκιο της θυρίδας για ένα χρόνο – µήπως γινόταν και για δύο; Μπορούσα; «ΑΤΜ µπροστά». Ο Πορτορικανός στο ταµείο µού έδειξε µε ένα νεύµα, χωρίς να πάρει τα µάτια του από το σάντουιτς µε αβγό και µπέικον που έτρωγε. Τόσο εύκολο; σκεφτόµουν κατεβαίνοντας στο ισόγειο µε το ασανσέρ. «Γράψε κάπου το νούµερο της θυρίδας», µου είχε πει ο τύπος στο µητρώο, «και τον κωδικό και φύλαξέ τα προσεκτικά, µην τα χάσεις». Όµως εγώ τα είχα ήδη αποστηθίσει και τα δύο – είχα παρακολουθήσει αρκετές ταινίες Τζέιµς Μποντ για να ξέρω τα κόλπα– και πέταξα το χαρτί στα σκουπίδια µόλις βγήκα στο δρόµο. Εγκαταλείποντας το κτίριο µε τη νεκρική ησυχία υπόγειας κρύπτης και το µονότονο βόµβο των αεραγωγών που ανάδευαν νωθρά την µπαγιάτικη ατµόσφαιρα, ένιωθα ζαλισµένος, απεριόριστος, καθώς οι καταγάλανοι ουρανοί και το εκθαµβωτικό ηλιόφως, η οικεία πρωινή αιθάλη από τις εξατµίσεις και τα µακρινά καλέσµατα και κρωξίµατα από τις κόρνες των αυτοκινήτων κατά µήκος της λεωφόρου, όλα έµοιαζαν να εντάσσονται σε µια ευρύτερη, ορθότερη τάξη πραγµάτων, έναν ηλιόλουστο κόσµο µε πλήθη ανθρώπων και ευκαιρίες. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόµουν κοντά στο Σάτον Πλέις από τότε που είχα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, κι όπως ήταν φυσικό, ένιωθα σαν να είχα γλιστρήσει µέσα σε ένα οικείο παλιό όνειρο, µετέωρος στο µεταίχµιο ανάµεσα στο παρόν και στο παρελθόν –η πορώδης υφή των πεζοδροµίων και οι ίδιες παλιές ρωγµές που πηδούσα πάντα όταν γύριζα τρέχοντας στο σπίτι, µε το βάρος µου ριγµένο µπροστά, να µε φαντάζοµαι να πετάω σαν αεροπλάνο, τα χέρια ανοιχτά σαν φτερά αεροσκάφους, έτοιµος για προσγείωση, η τελική ευθεία, πτήση χαµηλά παράλληλα προς το έδαφος για εντοπισµό του στόχου και άφιξη στη βάση–, πολλά από τα µαγαζιά που ήξερα να λειτουργούν ακόµα, το ντελικατέσεν, το ελληνικό εστιατόριο, η κάβα, όλα τα µισοξεχασµένα πρόσωπα παλιών γειτόνων να αναδύονται στο µυαλό µου, ο Σαλ ο ανθοπώλης και η κυρία Μπαταλίνα από το ιταλικό εστιατόριο και ο Βίνι από το καθαριστήριο, µε τη µεζούρα περασµένη πάντα γύρω από το λαιµό του, να καρφιτσώνει, γονατιστός µπροστά στα πόδια της µητέρας µου, το στρίφωµα της φούστας της στο ύψος που ήθελε να της την κοντύνουν. Απείχα λίγα µόνο τετράγωνα από την παλιά µας πολυκατοικία και, αφήνοντας το βλέµµα µου να πλανηθεί προς την 57η, εκείνο το φωτεινό οικείο δροµάκι που έλουζε ο ήλιος, κάνοντας τα παράθυρα να λάµπουν χρυσαφένια, σκεφτόµουν: Γκόλντι! Χοσέ! Η σκέψη ήταν αρκετή για να ταχύνω το βήµα µου. Ήταν πρωί, σίγουρα κάποιος από τους δύο θα είχε βάρδια, µπορεί και οι δύο. Δεν τους είχα στείλει ποτέ εκείνη την κάρτα από το Βέγκας που τους είχα υποσχεθεί, αλλά θα χαίρονταν να µε δουν, θα µαζεύονταν γύρω µου, θα µε αγκάλιαζαν και θα µε χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη, θα µε παρότρυναν να τους πω όλα όσα είχαν γίνει στο διάστηµα που έλειπα, θα µε ρωτούσαν λεπτοµέρειες για το θάνατο του µπαµπά µου. Θα µε καλούσαν στο δωµατιάκι πίσω από το θυρωρείο, µπορεί να φώναζαν και τον Χέντερσον, το διαχειριστή, και θα µου έκαναν µια πλήρη ενηµέρωση για τα κουτσοµπολιά που κυκλοφορούσαν σχετικά µε τους ενοίκους. Αλλά, όταν έστριψα στη γωνία, ανάµεσα σε αυτοκίνητα καθηλωµένα στην κίνηση και µια κακοφωνία από κόρνες, είδα ότι το κτίριο ήταν ζωσµένο µε σκαλωσιές και τα τζάµια σφραγισµένα µε επίσηµα ειδοποιητήρια. Κοντοστάθηκα σαστισµένος. Και µετά, µην µπορώντας να πιστέψω στα µάτια µου, πλησίασα µερικά βήµατα και έµεινα να κοιτάζω εµβρόντητος. Οι αρ ντεκό πόρτες ήταν άφαντες και στη θέση του δροσερού, µισοσκότεινου προθαλάµου µε τα γυαλισµένα πατώµατα και το διάκοσµο µε σχέδια σαν εκρήξεις πυροτεχνηµάτων έχασκε ένα σπήλαιο γεµάτο
τσουβάλια αµµοχάλικου και τσιµεντόλιθους και εργάτες µε κράνη που έβγαιναν µε καροτσάκια φορτωµένα µε µπάζα. «Τι συνέβη εδώ;» ρώτησα ένα βροµιάρη τύπο µε κράνος που στεκόταν σκυφτός κάπως παράµερα και ρουφούσε ένοχα τον καφέ του. «Τι να συνέβη, δηλαδή;» «Εγώ...» Κάνοντας ένα βήµα πίσω και σηκώνοντας το βλέµµα µου ψηλά, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν µόνο η είσοδος. Είχαν ξεκοιλιάσει ολόκληρο το κτίριο, µε αποτέλεσµα να µπορείς να δεις µέχρι πίσω στην αυλή του ακάλυπτου. Το εφυαλωµένο µωσαϊκό στην πρόσοψη ήταν, ευτυχώς, ανέπαφο, αλλά τα τζάµια ήταν σκονισµένα και άδεια, δίχως τίποτα πίσω τους. «Παλιά έµενα εδώ. Τι έγινε;» «Πούλησαν οι ιδιοκτήτες». Φώναζε για να ακουστεί πάνω από τις βαριοπούλες στον προθάλαµο. «Έδιωξαν τους τελευταίους νοικάρηδες κάτι µήνες πριν». «Μα...» Σήκωσα το βλέµµα στο άδειο κέλυφος και µετά κοίταξα µέσα στο γεµάτο σκόνη, κατάφωτο εργοτάξιο: εργάτες που κραύγαζαν, καλώδια που κρέµονταν από τους τοίχους. «Τι κάνουν;» «Υπερλούξ διαµερίσµατα. Αξίας πέντε εκατοµµυρίων και βάλε, µε πισίνα στην ταράτσα – το πιστεύεις;» «Ω Θεέ µου!» «Ναι, θα περίµενες ότι θα είχε κηρυχθεί διατηρητέο ένα τόσο όµορφο παλιό κτίριο... Χτες έπρεπε να σπάσουµε τα µαρµάρινα σκαλοπάτια στην είσοδο, τα θυµάσαι; Αίσχος, λέω εγώ. Μακάρι να µπορούσαµε να τα βγάλουµε ακέραια, δε βλέπεις συχνά πια τέτοιας ποιότητας µάρµαρο, υπέροχο παλιό µάρµαρο. Όµως από την άλλη...» Ανασήκωσε µοιρολατρικά τους ώµους. «Αυτή είναι η µεγαλούπολη». Άρχισε να φωνάζει σε κάποιον πάνω, έναν άντρα που κατέβαζε έναν κουβά άµµου µε σκοινί, οπότε προχώρησα, µε το στοµάχι µου σφιγµένο, µέχρι το παράθυρο κάτω από το σαλόνι µας – ή, τέλος πάντων, ό,τι είχε µείνει από αυτό–, υπερβολικά αναστατωµένος για να κοιτάξω πάνω. Δε θα την πειράξει κανείς, είχε πει ο Χοσέ, τοποθετώντας τη βαλίτσα µου στο ψηλότερο ράφι του µικρού δωµατίου πίσω από το θυρωρείο. Κάποιοι από τους ενοίκους, όπως ο κύριος Λίοπολντ, έµεναν σε αυτό το κτίριο πάνω από εβδοµήντα χρόνια. Τι να είχαν απογίνει άραγε; Ο Γκόλντι; Ο Χοσέ; Ή, τώρα που το σκεφτόµουν, η Τσίντσια; Η Τσίντσια που είχε ανά πάσα στιγµή πάνω από δώδεκα δουλειές ως καθαρίστρια µε µειωµένο ωράριο και δούλευε λίγες µόνο ώρες τη βδοµάδα στο κτίριο. Δε µου είχε περάσει ποτέ ξανά από το µυαλό µέχρι εκείνη τη στιγµή, όµως τα θεωρούσα όλα τόσο στέρεα, τόσο αµετακίνητα, ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό του κτιρίου, ένα δίκτυο στο οποίο θα µπορούσα πάντα να καταφεύγω και να βλέπω οικείους ανθρώπους, να λέω ένα γεια, να µαθαίνω νέα για κοινούς γνωστούς. Ανθρώπους που γνώριζαν τη µητέρα µου. Ανθρώπους που γνώριζαν τον µπαµπά µου. Όσο περισσότερο προχωρούσα, τόσο µεγάλωνε η ταραχή µου για την απώλεια ενός από τα λιγοστά πράγµατα στον κόσµο που θεωρούσα σταθερά και αναλλοίωτα, ενός καταφυγίου που είχα για δεδοµένο και λειτουργούσε σαν ένα είδος άγκυρας για µένα – οικεία πρόσωπα, χαρούµενα καλωσορίσµατα: Έι, manitο! Γιατί πίστευα ότι αυτός ο έσχατος συνδετικός κρίκος µε το παρελθόν θα βρισκόταν τουλάχιστον εκεί που τον είχα αφήσει. Ήταν αλλόκοτο να σκέφτοµαι ότι δε θα είχα ποτέ την ευκαιρία να ευχαριστήσω τον Χοσέ και τον Γκόλντι για τα λεφτά που µου είχαν δώσει – και ακόµα πιο αλλόκοτο που δε θα είχα ποτέ την ευκαιρία να τους πω ότι είχε πεθάνει ο πατέρας µου: Γιατί ποιον άλλον ήξερα που να τον γνώριζε; Ή που θα σκοτιζόταν; Ακόµα και το πεζοδρόµιο µου έδινε την αίσθηση ότι µπορεί να άνοιγε κάτω από τα
πόδια µου, γκρεµίζοντάς µε από την 57η Οδό σε κάποιο απύθµενο χάσµα.
ΙV.
Δεν είναι η σάρκα και το αίµα, αλλά η καρδιά που µας κάνει πατεράδες και γιους. –ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΣΙΛΕΡ[1]
[1] H φράση προέρχεται από το πρώτο θεατρικό έργο του Σίλερ, µε τίτλο Die Räuber (1781). Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει µε τον τίτλο Οι Ληστές, σε µετάφραση του Παναγιώτη Σκούφη (Αθήνα, Εκδόσεις Δωδώνη, 2013). (Σ.τ.Μ.)
Κεφάλαιο 9
Άπαντα Δυνατά
i.
ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ οχτώ χρόνια αργότερα, αφού είχα παρατήσει πλέον τις σπουδές και δούλευα κανονικά για τον Χόµπι, βγήκα µπουρινιασµένος από την Τράπεζα της Νέας Υόρκης και ανέβαινα τη λεωφόρο Μάντισον, όταν άκουσα το όνοµά µου. Γύρισα. Η φωνή ήταν οικεία, αλλά ο τύπος δε µου θύµιζε τίποτα: Γύρω στα τριάντα, πιο µεγαλόσωµος από µένα, µε σκυθρωπά γκρίζα µάτια και άτονα ξανθά µαλλιά µέχρι τους ώµους. Τα ρούχα του –ταλαιπωρηµένο τουίντ σακάκι, τραχύ µάλλινο πουλόβερ µε γιακά σαν σάλι– ταίριαζαν περισσότερο σε επαρχιακό χωµατόδροµο παρά σε µητροπολιτική λεωφόρο, ενώ ο ίδιος έφερε ένα ακαθόριστο στίγµα χαραµισµένων προνοµίων, σαν κάποιος που έχει κοιµηθεί σε καναπέδες φίλων, έχει κάνει ναρκωτικά και έχει χάσει αξιόλογο µέρος της οικογενειακής περιουσίας. «Ο Πλατ είµαι», µου συστήθηκε. «Ο Πλατ Μπάρµπορ». «Πλατ!» έκανα ύστερα από µια εµβρόντητη παύση. «Χρόνια και ζαµάνια. Θεέ και Κύριε!» Δυσκολευόµουν να αναγνωρίσω το θηριώδη παίκτη του λακρός, τον τραµπούκο του παρελθόντος, στο πρόσωπο αυτού του άχρωµου και επιφυλακτικού διαβάτη. Η προκλητική ιταµότητα είχε κάνει φτερά, όλη η παλιά υπερχειλίζουσα επιθετικότητα. Φαινόταν σχεδόν καταπτοηµένος, µε µια αγωνιώδη έκφραση παραίτησης στα µάτια του. Το όλο παρουσιαστικό του παρέπεµπε σε δυστυχισµένο σύζυγο από τα προάστια που ανησυχεί ότι τον κερατώνει η γυναίκα του, ή ίσως σε ατιµασµένο καθηγητή δευτεροκλασάτου γυµνασίου. «Για φαντάσου! Λοιπόν, τι γίνεσαι, Πλατ;» ρώτησα ύστερα από µια παρατεταµένη σιωπή, κάνοντας ένα βήµα πίσω. «Μένεις πάντα στην πόλη;» «Ναι», απάντησε, τρίβοντας τον αυχένα του, ανίκανος να κρύψει την αµηχανία του. «Μόλις έπιασα καινούρια δουλειά, µάλιστα». Ο χρόνος δεν είχε σταθεί καλός µαζί του. Τότε που τον ήξερα ήταν ο πιο ξανθός και καλοφτιαγµένος από τους αδερφούς Μπάρµπορ, αλλά στο µεταξύ είχε αποκτήσει προγούλι και σωσίβιο στη µέση, ενώ τα τραχιά χαρακτηριστικά του δε διατηρούσαν τίποτα από το κλασικό πρότυπο του κάλλους της χιτλερικής νεολαίας. «Δουλεύω σε έναν εκδοτικό που ειδικεύεται σε ακαδηµαϊκά συγγράµµατα. Blake-Barrows λέγεται. Τα κεντρικά τους είναι στο Κέµπριτζ, αλλά έχουν παράρτηµα εδώ». «Τέλεια», είπα, σαν να είχα ακουστά τον εκδοτικό οίκο –που δεν τον είχα–, κουνώντας το κεφάλι αµήχανα, κουδουνίζοντας τα ψιλά στην τσέπη µου, σχεδιάζοντας ήδη την απόδρασή µου. «Λοιπόν, χάρηκα πολύ που σε συνάντησα. Τι κάνει ο Άντι;» Το πρόσωπό του πάνιασε. «Τι, δηλαδή δεν ξέρεις;» «Ε...» κόµπιασα. «Άκουσα ότι έφυγε στο ΜΙΤ, το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης. Πριν από κάνα δυο χρόνια συνάντησα τυχαία τον Γουίν Τεµπλ στο δρόµο και έµαθα ότι ο Άντι είχε γίνει καθηγητής µε µόνιµη έδρα – στην Αστροφυσική, αν θυµάµαι καλά; Η αλήθεια είναι» –µε κόµπλαρε άσχηµα αυτό το γεµάτο ένταση βλέµµα που µε κάρφωνε κατάµατα– «ότι δεν έχω ιδιαίτερες επαφές µε άτοµα από το παλιό µου σχολείο...» Ο Πλατ συνέχιζε να τρίβει τον αυχένα του.
«Λυπάµαι. Δεν είµαι σίγουρος αν είχαµε τρόπο να σε ειδοποιήσουµε. Είναι όλα πολύ µπερδεµένα ακόµα. Αλλά πίστευα ότι θα το είχες µάθει µέχρι τώρα». «Θα είχα µάθει τι;» «Είναι νεκρός». «Ποιος, ο Άντι;» έκρωξα, και µετά, όταν δεν αντέδρασε: «Όχι!». Στιγµιαία σύσπαση πόνου, χάθηκε το ίδιο ξαφνικά όσο είχε εµφανιστεί. «Ναι. Δυστυχώς, ήταν φρικτό. Χάσαµε τον Άντι και τον µπαµπά». «Τι λες τώρα;» «Πριν από πέντε µήνες. Πνίγηκαν». «Όχι!» Χαµήλωσα το βλέµµα στο πεζοδρόµιο. «Τούµπαρε το σκάφος. Στο Μέιν, λίγο έξω από το Νόρθιστ Χάρµπορ. Δεν είχαµε ανοιχτεί πολύ... δεν ξέρω, ίσως δεν έπρεπε καν να βρισκόµαστε εκεί, αλλά ο µπαµπάς... ξέρεις πώς ήταν...» «Ω Θεέ µου!» Όπως στεκόµουν εκεί, στο αβέβαιο ανοιξιάτικο απόγευµα, µε τα παιδιά που είχαν µόλις σχολάσει από το σχολείο να τρέχουν ολόγυρά µου, ένιωθα κεραυνοβοληµένος, σε πλήρη σύγχυση, σαν να είχα πέσει θύµα µιας πολύ κακής φάρσας. Παρότι τον σκεφτόµουν συχνά όλα αυτά τα χρόνια, και παραλίγο να είχαµε συναντηθεί µια δυο φορές, τελικά δεν είχαµε ξαναβρεθεί, ούτε είχαµε καµία επικοινωνία µε τον Άντι από τότε που είχα γυρίσει στη Νέα Υόρκη. Ήµουν σίγουρος ότι θα συναντιόµασταν κάποια στιγµή, έστω και συµπτωµατικά – όπως είχα πετύχει τον Γουίν και τον Τζέιµς Βίλιερς και τη Μαρτίνα Λίχτµπλαου και κάποια άλλα άτοµα από το παλιό µου σχολείο. Όµως, αν και είχα σκεφτεί αρκετές φορές να σηκώσω το αναθεµατισµένο το τηλέφωνο και να πω ένα γεια, για κάποιον ακατανόητο λόγο, δεν το είχα κάνει ποτέ. «Είσαι καλά;» µε ρώτησε ο Πλατ, εξακολουθώντας να τρίβει τον αυχένα του µε µια αµηχανία που συναγωνιζόταν τη δική µου. «Ε...» Έστρεψα το βλέµµα στη βιτρίνα του διπλανού µαγαζιού σε µια προσπάθεια να ανακτήσω τον αυτοέλεγχό µου, και το ηµιδιαφανές είδωλό µου µου αντιγύρισε το βλέµµα, ενώ πλήθος περαστικοί περνούσαν πίσω µας στην τζαµαρία. «Χριστέ µου!» µουρµούρισα. «Δεν µπορώ να το πιστέψω. Δεν ξέρω τι να πω». «Λυπάµαι που σ’ το ξεφούρνισα έτσι, µες στη µέση του δρόµου», είπε ο Πλατ, τρίβοντας το σαγόνι του τώρα. «Φαίνεσαι έτοιµος να βγάλεις τα σωθικά σου επιτόπου». Φαίνεσαι έτοιµος να βγάλεις τα σωθικά σου επιτόπου: Μια από τις κλασικές ατάκες του κυρίου Μπάρµπορ. Με µια σουβλιά πόνου στο στήθος, θυµήθηκα τον κύριο Μπάρµπορ να ανοιγοκλείνει τα συρτάρια στο δωµάτιο του Πλατ και να προσφέρεται να µου ανάψει το τζάκι. Θεέ µου, ήταν τροµερό αυτό που συνέβη! «Είπες ότι χάσατε και τον µπαµπά σου µαζί;» ρώτησα σαν να µε ταρακουνούσε κάποιος για να ξυπνήσω από βαθύ ύπνο. «Άκουσα καλά;» Κοίταξε ολόγυρα ανασηκώνοντας λίγο το πιγούνι, σε µια κίνηση που µου θύµισε τον παλιό, επηρµένο Πλατ που γνώριζα, και στη συνέχεια έριξε µια µατιά στο ρολόι του. «Έλα, έχεις λίγη ώρα;» µε ρώτησε. «Να σου πω...» «Πάµε να πιούµε ένα ποτό», είπε, χτυπώντας µε φιλικά στην πλάτη – τόσο βαριά, ώστε µόρφασα. «Ξέρω ένα ήσυχο στέκι στην Τρίτη Λεωφόρο. Τι λες;»
ii.
ΚΑΘΙΣΑΜΕ
–ένα κάποτε ξακουστό στέκι µε δρύινη επένδυση, όπου κυριαρχούσε η τσίκνα από τα χάµπουργκερ και σηµαιάκια οµάδων από τα κορυφαία πανεπιστήµια ήταν κρεµασµένα παντού–, µε τον Πλατ να µονολογεί µε έναν αµήχανο, άνευρο τόνο, τόσο χαµηλόφωνα, ώστε έπρεπε να τεντώνω τα αφτιά µου για να τον ακούω. «Ο µπαµπάς...» είπε, καρφώνοντας το βλέµµα στο ποτήρι του – τζιν µε χυµό λάιµ, το ποτό της κυρίας Μπάρµπορ. «Αποφεύγαµε να το συζητάµε, αλλά... “Χηµική ανισορροπία”, έτσι το έλεγε η γιαγιά µας. Διπολική διαταραχή. Είχε το πρώτο του επεισόδιο, ή κρίση, ή όπως αλλιώς θες να το πεις, στη Νοµική Σχολή του Χάρβαρντ – πρωτοετής τότε, δε γράφτηκε καν στο δεύτερο έτος. Όλα εκείνα τα µεγαλεπήβολα σχέδια και οι ενθουσιασµοί... Ανταγωνιστικός στην τάξη, έπαιρνε αυθαίρετα το λόγο, είχε καταπιαστεί µε τη σύνθεση ενός έπους σε µέγεθος τηλεφωνικού κατάλογου µε θέµα ένα φαλαινοθηρικό ονόµατι Έσεξ –ένα µάτσο σαχλαµάρες, στην ουσία–, και τότε ο συγκάτοικός του, που, όπως αποδείχτηκε, ήταν πολύ πιο καθοριστικός εξισορροπητικός παράγοντας απ’ όσο είχε καταλάβει κανείς, έφυγε για ένα εξάµηνο σεµινάριο στη Γερµανία και... Τέλος πάντων. Χρειάστηκε να ανέβει ο παππούς µου αυτοπροσώπως µε τρένο µέχρι τη Βοστόνη για να τον παραλάβει. Τον είχαν θέσει υπό κράτηση επειδή είχε βάλει φωτιά µπροστά στο άγαλµα του ιστορικού Σάµιουελ Έλιοτ Μόρισον στη λεωφόρο Κόµονγουελθ, προβάλλοντας αντίσταση στον αστυφύλακα που είχε πάει να τον συλλάβει». «Ήξερα ότι είχε κάποια προβλήµατα, αλλά ποτέ µε λεπτοµέρειες». «Ναι, τέλος πάντων». Ο Πλατ κοίταξε για λίγο το ποτό του και µετά το κατέβασε µονοκοπανιά. «Αυτά έγιναν πριν γεννηθώ εγώ. Τα πράγµατα άλλαξαν µετά το γάµο του µε τη µαµά. Για ένα διάστηµα έπαιρνε ευλαβικά τα φάρµακά του, αν και δεν ξανακέρδισε ποτέ την εµπιστοσύνη της γιαγιάς µου έπειτα από όσα είχαν γίνει». «Είχαν γίνει κι άλλα;» « Φυσικά, εµείς τα εγγόνια τα πηγαίναµε µια χαρά µαζί της», έσπευσε να µε διαβεβαιώσει. «Αλλά τα προβλήµατα που της είχε δηµιουργήσει όταν ήταν νεότερος ο µπαµπάς... Σπαταλούσε λεφτά µε το τσουβάλι, είχε τροµερές εκρήξεις θυµού και καβγάδες, καθώς και κάποια σοβαρά µπλεξίµατα µε ανήλικα κορίτσια... Ζητούσε συγνώµη κλαίγοντας µε λυγµούς και µετά ξανάρχιζε τα ίδια. Η γιαγιά τον θεωρούσε πάντα υπεύθυνο για την καρδιακή προσβολή του παππού. Οι δυο τους τσακώνονταν στο γραφείο του και... µπαµ, πάρ’ τον κάτω τον παππού! Όταν έπαιρνε τα χάπια του, πάντως, ήταν αρνάκι. Υπέροχος πατέρας – δηλαδή, τέλος πάντων, υπέροχος µ’ εµάς τα παιδιά». «Ήταν αξιαγάπητος. Όσο τον γνώρισα...» «Ναι». Ο Πλατ ανασήκωσε τους ώµους. «Μπορούσε να γίνεται αξιαγάπητος. Μετά το γάµο του µε τη µαµά ήταν καλύτερα για ένα διάστηµα. Και τότε... Δεν ξέρω τι µεσολάβησε. Το πρώτο σηµάδι ήταν κάποιες απίστευτα άστοχες επενδύσεις. Ακολούθησαν ντροπιαστικά µεταµεσονύχτια τηλεφωνήµατα σε γνωστούς, τέτοια πράγµατα. Του έγινε έµµονη ιδέα µια φοιτήτρια κολεγίου που έκανε την πρακτική της στο γραφείο του και την οικογένεια της οποίας γνώριζε προσωπικά η µανούλα. Δεν µπορείς να φανταστείς πόσο άσχηµο ήταν». ΣΤΟ ΣΧΕΔΟΝ ΑΔΕΙΟ ΜΠΑΡ
Για κάποιο λόγο, µου φάνηκε τροµερά συγκινητικό να τον ακούω να αποκαλεί την κυρία Μπάρµπορ «µανούλα». «Δεν ήξερα τίποτα απ’ όλα αυτά», είπα. Ο Πλατ µόρφασε – µια απαισιόδοξη, παραιτηµένη έκφραση που µου θύµισε έντονα τον Άντι. «Εδώ καλά καλά δεν τα ξέραµε εµείς τα παιδιά», είπε µε πικρία, σέρνοντας τον αντίχειρά του πάνω στο τραπεζοµάντιλο. «“Ο µπαµπάς είναι άρρωστος”, µόνο αυτό µας έλεγαν. Βλέπεις, εγώ ήµουν εσωτερικός στο σχολείο όταν τον έστειλαν για νοσηλεία, και δε µ’ άφησαν ποτέ να του µιλήσω στο τηλέφωνο, µου έλεγαν πως ήταν πολύ άρρωστος. Για εβδοµάδες ολόκληρες πίστευα ότι είχε πεθάνει και δεν ήθελαν να µου το πουν». «Τα θυµάµαι όλα αυτά. Ήταν πολύ δύσκολα». «Όλα ποια;» «Ε... τα... νευρολογικά προβλήµατα...» «Ναι, τέλος πάντων». Ξαφνιάστηκα από τη σπίθα οργής που άστραψε στα µάτια του. «Κι εγώ, δηλαδή, πώς έπρεπε να ξέρω αν ήταν “νευρολογικά προβλήµατα” ή καρκίνος σε τελευταίο στάδιο ή οτιδήποτε άλλο, τελικά; “Ο Άντι είναι τόσο ευαίσθητος... Ο Άντι καλύτερα να µείνει στην πόλη... Όχι, δε θα είναι καθόλου εύκολο για τον Άντι να προσαρµοστεί στη ζωή του οικοτροφείου...” Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι η µανούλα κι ο µπαµπάκας δεν είχαν κανέναν ενδοιασµό να στείλουν εµένα εσωτερικό σχεδόν µόλις έµαθα να δένω τα κορδόνια µου, σ’ εκείνη τη γαµηµένη ιππική σχολή oνόµατι Πρινς Τζορτζ – κανονικό µπουρδέλο στην πραγµατικότητα, αλλά, ουάου! τι φοβερή εµπειρία για να στρώσεις χαρακτήρα, η τέλεια προετοιµασία για το Γκρότον, άσε που έπαιρναν παιδιά µικρής ηλικίας, από εφτά µέχρι δεκατριών. Μακάρι να µπορούσα να σου δείξω το διαφηµιστικό τους φυλλάδιο, ειδυλλιακά βοσκοτόπια στη Βιρτζίνια και δε συµµαζεύεται, µόνο που δεν ήταν καθόλου όπως στις φωτογραφίες µε τους καταπράσινους λόφους και τους οικότροφους µε τις στολές ιππασίας. Tσαλαπατήθηκα από ένα άλογο µέσα στο στάβλο και έσπασα τον ώµο µου, µε αποτέλεσµα να βρεθώ τάβλα στο αναρρωτήριο, µε θέα στο γαµηµένο δρόµο που οδηγούσε στο οικοτροφείο, τον οποίο δεν είδα να ανεβαίνει ποτέ ούτε ένα ρηµαδοαµάξι! Ποτέ! Δεν είχα ούτε µία γαµηµένη επίσκεψη, ούτε καν από τη γιαγιά. Άσε που ο γιατρός ήταν ένας µπεκρής του κερατά και έδεσε λάθος ο ώµος µου. Ακόµα µου δηµιουργεί προβλήµατα. Και εννοείται ότι µέχρι σήµερα σιχαίνοµαι τ’ άλογα. »Τέλος πάντων» –ντροπιασµένη αλλαγή τόνου– «όταν τα πράγµατα ξέφυγαν τελείως µε τον µπαµπά και κατέληξε στην κλινική, εµένα µε είχαν πάρει από εκείνο το κολαστήριο και µε είχαν στείλει στο Γκρότον. Απ’ ό,τι κατάλαβα, συνέβη κάποιο επεισόδιο στον υπόγειο... Οι απόψεις διίστανται εδώ, άλλα υποστήριζε ο µπαµπάς, άλλα έλεγαν οι αστυνοµικοί». Ύψωσε τα φρύδια σε µια επιτηδευµένη επίδειξη µαύρου χιούµορ. «Πάντως, η ιστορία τελειώνει µε τον µπαµπά στο περιβόητο “αποβλακωτήριο”! Χωρίς ζώνη, χωρίς κορδόνια παπουτσιών και, βέβαια, χωρίς αιχµηρά αντικείµενα. Του έκαναν θεραπεία µε ηλεκτροσόκ, κι αυτό φάνηκε να αποδίδει, γιατί, όταν τον άφησαν να φύγει, ήταν άλλος άνθρωπος. Ναι, θα πρέπει να το θυµάσαι αυτό. Φαβορί για τον τίτλο του Πατέρα της Χρονιάς». «Και... τι συνέβη;» Αναλογίστηκα την ατυχή συνάντησή µου µε τον κύριο Μπάρµπορ στο δρόµο, αλλά προτίµησα να µην την αναφέρω. «Ποιος ξέρει; Άρχισε να έχει προβλήµατα πάλι πριν από µερικά χρόνια και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην κλινική». «Τι είδους προβλήµατα;»
«Ω» –ηχηρό ξεφύσηµα– «τα κλασικά µάλλον: ντροπιαστικά τηλεφωνήµατα, δηµόσιες εκρήξεις κτλ. Φυσικά, εκείνος δεν είχε κανένα πρόβληµα, ήταν µια χαρά, όλα ξεκίνησαν στη διάρκεια κάποιων εργασιών ανακαίνισης στο κτίριο που τον έβρισκαν αντίθετο, διαρκής φασαρία από σφυροκοπήµατα και πριονίσµατα, όλες αυτές οι κατασκευαστικές που ρηµάζουν την πόλη, τίποτα που να µην ευσταθούσε στην αρχή, όµως σιγά σιγά το πράγµα άρχισε να ξεφεύγει, παίρνοντας διαστάσεις χιονοστιβάδας, σε σηµείο ώστε να πιστεύει πως τον παρακολουθούσαν και τον φωτογράφιζαν και τον κατασκόπευαν όλο το εικοσιτετράωρο. Έγραψε µερικές παρανοϊκές επιστολές σε κάποιους –µεταξύ αυτών και σε πελάτες στην εταιρεία του–, έγινε κακός µπελάς στον Ιστιοπλοϊκό Όµιλο, αρκετά µέλη υπέβαλαν παράπονα εναντίον του, ακόµα και παλιοί του φίλοι, µα ποιος µπορούσε να τους κατηγορήσει; »Όπως και να έχει, όταν επέστρεψε ξανά από την κλινική, ο µπαµπάς δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Οι µεταπτώσεις του ήταν λιγότερο ακραίες, αλλά δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί και ήταν τροµερά ευερέθιστος όλη την ώρα. Πριν από κάνα εξάµηνο περίπου άλλαξε γιατρό, πήρε άδεια από τη δουλειά και ανέβηκε στο Μέιν – ο θείος Χάρι έχει ένα σπίτι σ’ ένα νησάκι εκεί πάνω, δεν ήταν κανείς άλλος εκτός από τον επιστάτη, κι ο µπαµπάς έλεγε ότι ο θαλασσινός αέρας τού έκανε καλό. Πηγαίναµε και µέναµε µαζί του σε βάρδιες... Ο Άντι ήταν στη Βοστόνη τότε, στο ΜΙΤ, το τελευταίο πράγµα που ήθελε ήταν να φορτωθεί τον µπαµπά, αλλά, δυστυχώς, αφού ήταν πιο κοντά απ’ όλους εµάς τους υπόλοιπους, δεν είχε και πολλά περιθώρια επιλογής». «Δε γύρισε πίσω στο... ε...» –δεν ήθελα να πω «αποβλακωτήριο» και προς στιγµήν κόλλησα– «...εκεί που είχε νοσηλευτεί τις προηγούµενες φορές;» «Δεν µπορούσε να του το επιβάλει κανείς. Βλέπεις, δεν είναι εύκολο να κλείσεις κάποιον µέσα ενάντια στη θέλησή του, ιδιαίτερα αν δεν παραδέχεται ότι έχει πρόβληµα – που δεν το παραδεχόταν. Εξάλλου µας είχαν κάνει να πιστεύουµε ότι όλα ήταν θέµα φαρµακευτικής αγωγής, ότι η κατάσταση θα έστρωνε µόλις άρχιζε η επίδραση των καινούριων φαρµάκων. Ο επιστάτης του σπιτιού ήταν σε διαρκή επικοινωνία µαζί µας, φρόντιζε να τρώει καλά και να παίρνει τα φάρµακά του, ο µπαµπάς µιλούσε κάθε µέρα µε τον ψυχίατρό του στο τηλέφωνο – µιλάµε, ο ίδιος ο γιατρός του µας διαβεβαίωσε ότι όλα πήγαιναν καλά», συµπλήρωσε εριστικά. «Ο µπαµπάς ήταν ελεύθερος να οδηγεί, να κολυµπάει, να βγαίνει για ιστιοπλοΐα, αν ένιωθε την επιθυµία. Μάλλον δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα να ξανοιχτούµε µε το σκάφος τόσο αργά, αλλά οι συνθήκες δεν ήταν κακές όταν ξεκινήσαµε, και ξέρεις, τώρα, πώς ήταν ο µπαµπάς: Ατρόµητος θαλασσόλυκος και τα σχετικά. Έτοιµος για ηρωισµούς κι ανδραγαθίες». «Σωστά». Είχα ακούσει πάµπολλες ιστορίες µε τον κύριο Μπάρµπορ να ανοίγεται σε «ταραγµένα νερά» που αποδεικνύονταν σφοδρές κυκλωνικές θύελλες από τον Ατλαντικό – τρεις Πολιτείες σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ολόκληρη η Ανατολική Ακτή χωρίς ηλεκτρικό ρεύµα, ο Άντι να ξερνοβολάει καθώς αγωνιζόταν να βγάλει µε τον κουβά νερά από το σκάφος. Νύχτες µε το ιστιοπλοϊκό πλαγιασµένο πάνω σε αµµούδες, µέσα σε απόλυτο σκοτάδι και υπό καταρρακτώδη βροχή. Ο ίδιος ο κύριος Μπάρµπορ, γελώντας βροντερά πάνω από το Βέρτζιν Μέρι του (αθώο ντοµατοχυµό χωρίς στάλα βότκας) και τα αβγά µε µπέικον που ήταν το συνηθισµένο κυριακάτικο πρωινό του, είχε διηγηθεί πάµπολλες φορές την ιστορία για το πώς εκείνος και τα παιδιά του είχαν παρασυρθεί από τους ανέµους στα ανοιχτά του Πορθµού του Λονγκ Άιλαντ στη διάρκεια µιας καταιγίδας, µε τον ασύρµατο εκτός λειτουργίας, και για το πώς η κυρία Μπάρµπορ είχε τηλεφωνήσει στον εφηµέριο της εκκλησίας του Αγίου Ιγνάτιου Λογιόλα στη συµβολή της λεωφόρου Παρκ µε την 84η Οδό και είχε περάσει όλη τη νύχτα προσευχόµενη
(µάλιστα, η κυρία Μπάρµπορ!), µέχρι που ήρθε η δορυφορική κλήση από το σκάφος τής Ακτοφυλακής. («Ένα γερό µπουρίνι, κι είναι έτοιµη να φτάσει µέχρι το Βατικανό στα γόνατα, έτσι δεν είναι, καλή µου; Χα!») «Ο µπαµπάς...» Ο Πλατ κούνησε λυπηµένα το κεφάλι του. «Η µανούλα έλεγε ότι, αν το Μανχάταν δεν ήταν νησί, δε θα έµενε ούτε για πέντε λεπτά. Ήταν δυστυχισµένος στην ενδοχώρα, ανέκαθεν είχε πάθος µε τη θάλασσα, έπρεπε να τη βλέπει, να τη µυρίζει... Θυµάµαι, παιδί τότε, να διασχίζουµε οδικώς το Κονέκτικατ και, αντί να πάµε ευθεία, παίρνοντας τον αυτοκινητόδροµο 84 για Βοστόνη, να προσθέτουµε ατέλειωτα παραπανίσια χιλιόµετρα προκειµένου να κάνουµε παραθαλάσσια τη διαδροµή. Πάντα µε το βλέµµα στραµµένο στον Ατλαντικό, κι ήταν πραγµατικά ευαίσθητος στην παραµικρή αλλαγή που συνέβαινε, παρατηρώντας πώς µεταβάλλονταν τα σύννεφα όσο πλησίαζες τον ωκεανό». Ο Πλατ έκλεισε για µια στιγµή τα ψυχρά γκρίζα µάτια του –µάτια στην απόχρωση του τσιµέντου–, κι όταν τα άνοιξε ξανά, τα κάρφωσε πάνω µου. «Ήξερες ότι η µικρή αδερφή του µπαµπά µου πνίγηκε, έτσι δεν είναι;» ρώτησε, τόσο σιγανά, ώστε προς στιγµήν νόµισα ότι δεν είχα ακούσει καλά. Ανοιγόκλεισα τα µάτια, µην ξέροντας τι να πω. «Όχι. Δεν το ήξερα αυτό». «Ναι, τέλος πάντων», είπε άτονα ο Πλατ. «Από εκείνη πήρε το όνοµά της η Κίτσι. Πήδηξε από ένα σκάφος στον ποταµό Ιστ στη διάρκεια ενός πάρτι – µια πλάκα µε τραγική κατάληξη, αυτό είπαν όλοι, ένα “ατύχηµα”, αλλά, εντάξει, άπαντες γνωρίζουν ότι πρόκειται για καθαρή αυτοκτονία, υπάρχουν τρελά ρεύµατα στο ποτάµι, την τράβηξαν κατευθείαν στο βυθό. Μαζί της πέθανε άλλο ένα παιδί που βούτηξε για να τη σώσει. Μετά, ήταν και ο Γουέντελ, ο θείος του µπαµπά, πίσω στη δεκαετία του 1960, ο οποίος, τύφλα σχεδόν από το µεθύσι, επιχείρησε να κολυµπήσει µέχρι τη στεριά απέναντι, νύχτα, για να κερδίσει ένα στοίχηµα. Θέλω να πω, ο µπαµπάς συνήθιζε να αγορεύει ότι το νερό ήταν η πηγή της ζωής για εκείνον, η κρήνη της νιότης και όλα τα σχετικά, και όντως ήταν. Αλλά δεν ήταν µόνο ζωή στη δική του περίπτωση. Ήταν και θάνατος». Δεν απάντησα. Οι ναυτικές ιστορίες του κυρίου Μπάρµπορ, που δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα πειστικές ή συγκροτηµένες ή διαφωτιστικές γύρω από το σπορ αυτό καθαυτό, πάλλονταν πάντα από µια ιδιαίτερη αίσθηση επείγοντος, µε την απειλή της επικείµενης καταστροφής να υποβόσκει πάντα επιβλητικά. «Και βέβαια», συνέχισε, σφίγγοντας τα χείλη του σε µια ολόισια γραµµή, «η µαλακία ήταν ότι θεωρούσε τον εαυτό του αθάνατο στο νερό. Ήταν ο γιος του Ποσειδώνα! Αβύθιστος! Κι όσο πιο ανταριασµένα τα νερά, τόσο το καλύτερο για εκείνον. Τον µεθούσε η τρικυµία, ξέρεις. Η χαµηλή βαροµετρική πίεση τον επηρέαζε όπως το αέριο γέλιου όλους εµάς τους υπόλοιπους. Αν και εκείνη τη µέρα ειδικά... Είχε κύµα αλλά και ζέστη, µια από εκείνες τις ηλιόλουστες φθινοπωρινές µέρες που λαχταράει η ψυχή σου να σηκώσεις πανιά και να ανοιχτείς στη θάλασσα. Ο Άντι δεν είχε καµία διάθεση να έρθει, τον τριγύριζε από µέρες κάποια ίωση και ήταν στη µέση ενός περίπλοκου πρότζεκτ στον υπολογιστή του, αλλά κανείς µας δε φαντάστηκε ότι υπήρχε κίνδυνος. Το σχέδιο ήταν να τον βγάλουµε µια βόλτα για να ηρεµήσει και µετά να καθίσουµε σε κάποιο εστιατόριο στη µαρίνα και να τον πιέσουµε να φάει». Σταύρωσε νευρικά τα πόδια του. «Βλέπεις, ήµασταν µόνοι οι δυο µας µαζί του, ο Άντι κι εγώ, και, για να είµαι απόλυτα ειλικρινής, ο µπαµπάς είχε αρχίσει να εκτροχιάζεται. Ήταν κουρντισµένος από την προηγούµενη, µιλούσε ακατάπαυστα, πραγµατικά εν βρασµώ. Ο Άντι είχε τηλεφωνήσει στη µανούλα, επειδή έπρεπε να δουλέψει και ανησυχούσε ότι δε θα µπορούσε να τον κάνει ζάφτι, και η µανούλα πήρε εµένα. Μέχρι να φτάσω εκεί και να περάσω απέναντι µε το φέρι µποτ, ο
µπαµπάς είχε ξεφύγει εντελώς. Παραληρούσε για τις ψεκάδες αρµύρας και τα αφρισµένα κύµατα και τα σχετικά, για τον άγριο πράσινο Ατλαντικό, εντελώς φευγάτος. Ο Άντι, που ποτέ δεν άντεχε τον µπαµπά όταν ήταν έτσι, βρισκόταν πάνω στο δωµάτιό του µε κλειδωµένη την πόρτα. Υποθέτω ότι είχε πάρει υπερβολικά µεγάλη δόση µέχρι να φτάσω εγώ και ένιωθε πια µπουχτισµένος. »Όταν ξαναφέρνω τη φάση στο µυαλό µου, ξέρω ότι φαντάζει καθαρή απερισκεψία, αλλά, βλέπεις, ήξερα ότι µπορούσα να κουµαντάρω το σκάφος άνετα, χωρίς καµία βοήθεια. Ο µπαµπάς έκανε σαν θηρίο στο κλουβί κλεισµένος στο σπίτι, και τι έπρεπε να κάνω; Να τον ακινητοποιήσω και να τον κλειδώσω σε καµιά ντουλάπα; Εκτός αυτού, τον ξέρεις τον Άντι, το φαγητό ήταν το τελευταίο πράγµα που είχε στο µυαλό του... Το ντουλάπι ήταν άδειο, στην κατάψυξη υπήρχαν µόνο µερικές κατεψυγµένες πίτσες, και η µαρίνα ήταν δυο βήµατα, ένα σωρό ωραία ταβερνάκια, φαινόταν καλή ιδέα, καταλαβαίνεις; “Δώστε του να φάει”, έλεγε πάντα η µανούλα όταν ο µπαµπάς άρχιζε να αναστατώνεται υπερβολικά. “Μπουκώστε τον, ακόµα και µε το ζόρι”. Αυτή ήταν ανέκαθεν η πρώτη γραµµή άµυνας. Τον έβαζες κάτω και τον πίεζες να φάει µια µεγάλη µπριζόλα. Παραδόξως, πολλές φορές αυτό αρκούσε για να ξανάρθει στα ίσια του. Και, εντάξει, είχα πάντα στο πίσω µέρος του µυαλού µου τη σκέψη ότι, στην ανάγκη, αν δεν ηρεµούσε όταν ξαναβγαίναµε στη στεριά, µπορούσαµε να ξεχάσουµε ταβέρνες και µπριζόλες και να τον πάµε κατευθείαν στα Επείγοντα. Ο µόνος λόγος που πίεσα τον Άντι να έρθει µαζί ήταν για να έχω το κεφάλι µου ήσυχο. Σκέφτηκα ότι µπορεί να χρειαζόµουν λίγη βοήθεια – η αλήθεια είναι ότι είχα ξενυχτήσει το προηγούµενο βράδυ, δεν αισθανόµουν πως ήταν όλα πρίµα, όπως συνήθιζε να λέει ο µπαµπάς». Έκανε µια παύση και έτριψε τις παλάµες του στο τουίντ παντελόνι του. «Τέλος πάντων. Ο Άντι ποτέ δεν ήταν µεγάλος λάτρης της θάλασσας. Όπως ξέρεις καλά». «Το θυµάµαι». Ο Πλατ µόρφασε. «Για όνοµα, έχω δει γάτες να κολυµπάνε καλύτερα από τον Άντι! Θέλω να πω, για να είµαι απόλυτα ειλικρινής, ο Άντι ήταν το πιο αδέξιο πλάσµα που έχω δει στη ζωή µου – αν εξαιρέσεις τα σπαστικά ή τα διανοητικά καθυστερηµένα... Έπρεπε να τον έβλεπες στο γήπεδο του τένις, λέγαµε για πλάκα ότι θα τον στέλναµε στους Eιδικούς Ολυµπιακούς Αγώνες, εκεί κάτι µπορεί να έκανε. Παρ’ όλα αυτά, ο Θεός ξέρει πόσες ώρες είχε περάσει πάνω στο σκάφος, και, υπό τις δεδοµένες συνθήκες, µε τον µπαµπά ελαφρώς σαλταρισµένο, µου φάνηκε καλή ιδέα να έχω ένα δεύτερο ζευγάρι χέρια για βοήθεια, καταλαβαίνεις... Θα µπορούσαµε άνετα να κουµαντάρουµε το σκάφος, θέλω να πω, όλα ήταν υπό έλεγχο – ή θα µπορούσαν να είναι, µε τη διαφορά ότι δεν παρακολουθούσα τον ουρανό όσο προσεκτικά θα όφειλα, κι ο άνεµος δυνάµωσε, κι εµείς προσπαθούσαµε να µουδάρουµε τη µαΐστρα, ενώ ο µπαµπάς ανέµιζε τα µπράτσα του στον αέρα και φώναζε κάτι για τα κενά ανάµεσα στα άστρα, εντελώς παλαβά πράγµατα, και τότε µας σήκωσε απότοµα ένα κύµα και εκείνος έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στο νερό. Παλεύαµε να τον τραβήξουµε στο κατάστρωµα ο Άντι κι εγώ, όταν µας χτύπησε ένα κύµα, µιλάµε για τεράστιο κύµα, από εκείνα τα µεγαθήρια που θυµίζουν βουνό και εµφανίζονται από το πουθενά και πυργώνονται πάνω σου και σε χτυπάνε εκεί που δεν το περιµένεις, κι αυτό ήταν... Τουµπάραµε. Και δεν µπορείς να πεις ότι έκανε κρύο, αλλά το νερό στους 12 βαθµούς Κελσίου είναι αρκετά παγωµένο για να σου προκαλέσει υποθερµία, αν µείνεις πολλή ώρα εκεί έξω, και, δυστυχώς, αυτό συνέβη σ’ εµάς. Όσο για τον µπαµπά, εκείνος πετούσε πια ψηλά στη στρατόσφαιρα...» Το πρόσχαρο κολεγιοκόριτσο που εκτελούσε χρέη σερβιτόρας µάς πλησίαζε πίσω από την
πλάτη του Πλατ, προφανώς για να ρωτήσει αν θέλαµε κι άλλο γύρο, αλλά πρόλαβα να τραβήξω την προσοχή της και να της γνέψω να µη µας διακόψει. «Η υποθερµία ήταν που κατέβαλε τον µπαµπά. Ήταν τόσο αδύνατος, χωρίς γραµµάριο λίπους πάνω του, ώστε µιάµιση ώρα πλατσουρίσµατος µέσα στο νερό, σε τέτοιες θερµοκρασίες, στάθηκε αρκετή για να παγώσει. Βλέπεις, αν δε µένεις εντελώς ακίνητος, επιταχύνεις την απώλεια θερµότητας. Και ο Άντι...» Διαισθανόµενος, θαρρείς, την παρουσία της σερβιτόρας πίσω του, ο Πλατ στράφηκε και της έκανε σινιάλο δείχνοντας δύο δάχτυλα, ζητώντας τελικά εκείνο το δεύτερο γύρο. «Βρήκαν το σωσίβιο του Άντι να επιπλέει πίσω από το σκάφος, δεµένο ακόµα µε το σκοινί». «Ω Θεέ µου!» «Πρέπει να βγήκε πάνω από το κεφάλι του όταν έπεσε στο νερό. Υπάρχει ένας ιµάντας που περνάει κάτω από τον καβάλο, κάπως ενοχλητικός, κανείς δεν τον ασφαλίζει µε χαρά... Τέλος πάντων, το σωσίβιο του Άντι ήταν ακόµα εκεί, συνδεδεµένο µε το σκάφος µε το σκοινί ασφαλείας, καθώς, προφανώς, δεν το είχε βάλει σωστά, το κωλόπαιδο. Θέλω να πω», συνέχισε ανεβάζοντας αισθητά τον τόνο της φωνής του, «είναι αδιανόητο. Καταλαβαίνεις; Να φορέσει το γαµηµένο το σωσίβιο και να µην το ασφαλίσει; Ο Άντι, τόσο αναθεµατισµένα σχολαστικός σε όλα...» Έριξα µια αµήχανη µατιά στη σερβιτόρα, καθώς ο Πλατ σχεδόν ούρλιαζε τώρα. «Χριστέ µου!» Ρίχτηκε πίσω στην πλάτη της καρέκλας του µε φόρα. «Ήµουν πάντα τόσο φρικτός µε τον Άντι. Σκέτο κάθαρµα!» «Πλατ». Ήθελα να του πω Όχι, δεν ήσουν, αλλά θα ήταν ψέµα. Με κοίταξε κατάµατα κουνώντας το κεφάλι. «Για όνοµα, δηλαδή...» Τα µάτια του ήταν σβησµένα, άδεια, σαν πιλότου ελικοπτέρου Χιούι σε εκείνο το ηλεκτρονικό παιχνίδι (το Air Cav II: Εισβολή στην Καµπότζη) που τρελαινόµασταν να παίζουµε µε τον Άντι. «Όταν σκέφτοµαι κάποια απ’ αυτά που του έκανα... Δε θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό µου, ποτέ». «Ουάου», έκανα ύστερα από µια παύση γεµάτη αµηχανία, κοιτάζοντας τα ακουµπισµένα πάνω στο τραπέζι χέρια του, µεγάλα σαν κουπιά και µε χοντρούς κόµπους, χέρια που, έπειτα από τόσα χρόνια, διατηρούσαν µια σκαιότητα, κάτι σαν υπόλειµµα της παλιάς τους βαναυσότητας. Παρότι είχαµε υποστεί και οι δύο κάµποση βία στο σχολείο, ο τρόπος µε τον οποίο κατέτρεχε τον Άντι ο µεγάλος του αδερφός, τόσο ευρηµατικός, χαιρέκακος, σαδιστικός, ελάχιστα απείχε από βασανισµό: Ο Πλατ έφτυνε µέσα στο φαγητό του, ναι, του διέλυε τα παιχνίδια, αλλά επίσης του άφηνε στο µαξιλάρι ψόφια ψαράκια γκάµπι από το ενυδρείο και φωτογραφίες νεκροτοµών που κατέβαζε από το διαδίκτυο, του πέταγε πέρα τα σκεπάσµατα και κατουρούσε πάνω του ενόσω ο Άντι κοιµόταν (γκαρίζοντας στη συνέχεια: Το ανδροειδές έβρεξε το κρεβάτι του!), του βουτούσε το κεφάλι στη γεµάτη µπανιέρα σαν βασανιστής στο Αµπού Γκράιµπ, του έτριβε τη µούρη στην άµµο του σκάµµατος της παιδικής χαράς, ενώ ο Άντι έγρουζε και αγωνιζόταν να πάρει ανάσα. Κρατούσε ψηλά πάνω από το κεφάλι του τη συσκευή εισπνοών του Άντι, ο οποίος τον ικέτευε ασθµαίνοντας να του τη δώσει. Το θέλεις; Ε; Το θέλεις; Υπήρχε και µια τροµερή ιστορία µε τον Πλατ και µια ζώνη, στη σοφίτα κάποιου εξοχικού, δεµένα χέρια, µια αυτοσχέδια θηλιά – µια φρίκη. Θα µε είχε σκοτώσει, θυµήθηκα τον Άντι να λέει µε τον απόµακρο, απαθή τόνο του, αν δεν άκουγε η µπέιµπι σίτερ τα πόδια µου να χτυπάνε στο πάτωµα. Ένα ανοιξιάτικο ψιλοβρόχι χτυπούσε απαλά τις τζαµαρίες του µπαρ. Ο Πλατ χαµήλωσε το βλέµµα στο άδειο ποτήρι του και µετά ανάβλεψε ξανά. «Έλα να δεις τη µητέρα», είπε. «Ξέρω ότι θέλει πολύ να σε συναντήσει».
«Τώρα;» ρώτησα, συνειδητοποιώντας ότι εννοούσε πως ήθελε να πάω εκείνη κιόλας τη στιγµή. «Αχ, έλα, σε παρακαλώ! Αν όχι τώρα αµέσως, έλα λίγο αργότερα. Μη µου δώσεις απλώς µια αόριστη υπόσχεση, όπως κάνουµε όλοι όταν συναντιόµαστε στο δρόµο. Θα της έκανε µεγάλο καλό». «Κοίτα...» Ήταν η σειρά µου να κοιτάξω το ρολόι µου. Είχα κάποιες δουλειές να τακτοποιήσω ακόµα. Για την ακρίβεια, είχα, γενικώς, πολλά στο κεφάλι µου και κάµποσες πιεστικές δικές µου σκοτούρες, αλλά η ώρα ήταν περασµένη, η βότκα µού είχε θολώσει το µυαλό, το απόγευµα είχε κυλήσει χωρίς να το καταλάβω. «Σε παρακαλώ», επανέλαβε, κάνοντας νόηµα για το λογαριασµό. «Δε θα µε συγχωρήσει ποτέ αν µάθει ότι έπεσα πάνω σου και σ’ άφησα να φύγεις έτσι. Γιατί δεν έρχεσαι µέχρι εκεί, έστω για ένα λεπτό;»
iii.
ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ
ήταν σαν να περνούσα µια χρονοπύλη που µε µετέφερε πίσω στα παιδικά µου χρόνια: κινέζικες πορσελάνες, αριστοτεχνικά φωτισµένες τοπιογραφίες, χαµηλός φωτισµός από λάµπες µε µεταξωτά αµπαζούρ, όλα ακριβώς όπως τότε που ο κύριος Μπάρµπορ είχε ανοίξει την πόρτα και µε είχε δεχτεί στο σπίτι του το πρωί της εποµένης που είχα χάσει τη µητέρα µου. «Όχι, όχι», είπε ο Πλατ όταν κατευθύνθηκα από συνήθεια προς το µικρό στρογγυλό καθρέφτη και από εκεί γραµµή για το καθιστικό. «Από δω πάµε», πρόσθεσε, οδηγώντας µε στο πίσω µέρος του διαµερίσµατος. «Δεν έχουµε επισηµότητες πλέον, εδώ πίσω δέχεται συνήθως τους επισκέπτες η µανούλα, όταν δέχεται κάποιον, δηλαδή...» Τον παλιό καιρό δεν είχα εισέλθει ποτέ στο άδυτο της κυρίας Μπάρµπορ, αλλά, όπως πλησίαζα τώρα, το διάχυτο άρωµά της –απαραγνώριστο, ευωδιά λευκών λουλουδιών µε µια παράξενη νότα πούδρας στον πυρήνα της– ήταν σαν αραχνοΰφαντη κουρτίνα που αναδεύεται µπροστά σε ανοιχτό παράθυρο. «Δε βγαίνει τόσο συχνά όσο άλλοτε», µε ενηµέρωσε χαµηλόφωνα ο Πλατ. «Τέλος τα µεγάλα δείπνα και οι δεξιώσεις. Πού και πού µπορεί να καλέσει κάποιον για τσάι ή να βγει για φαγητό µε µια φίλη, αλλά αυτό είναι όλο». Σταθήκαµε µπροστά σε µια πόρτα, την οποία χτύπησε διακριτικά. «Μανούλα;» φώναξε και, στο άκουσµα µιας απροσδιόριστης απάντησης, άνοιξε την πόρτα µια χαραµάδα. «Σου έφερα έναν επισκέπτη. Δε θα µαντέψεις ποτέ ποιον πέτυχα κατά τύχη στο δρόµο...» Ήταν ένα τεράστιο δωµάτιο, βαµµένο σε γεροντοκορίστικο ροδακινί της δεκαετίας του 1980. Ακριβώς µπροστά στην πόρτα υπήρχε ένα µίνι καθιστικό αποτελούµενο από έναν καναπέ και αναπαυτικές πολυθρόνες χωρίς µπράτσα, καθώς και µια πληθώρα από µπιχλιµπίδια, µαξιλαράκια µε καλύµµατα πλεγµένα µε βελονάκι, εννέα ή δέκα χαρακτικά Μεγάλων Δασκάλων του δέκατου έκτου και του δέκατου έβδοµου αιώνα: η φυγή στην Αίγυπτο, η πάλη του Ιακώβ µε τον άγγελο, της σχολής του Ρέµπραντ κυρίως, αν και υπήρχε και ένα µικρό σκίτσο σε καφέ µελάνι µε πενάκι που απεικόνιζε τον Ιησού να πλένει τα πόδια του απόστολου Πέτρου και ήταν τόσο αριστοτεχνικά φτιαγµένο (το κουρασµένο κύρτωµα και οι πτυχές του χιτώνα στην πλάτη του Ιησού, η κενή, ανεξιχνίαστη θλίψη στο πρόσωπο του αγίου Πέτρου), που θα µπορούσε να είναι έργο του ίδιου του Ρέµπραντ. Έσκυψα µπροστά για να δω καλύτερα, και τότε στο βάθος του δωµατίου άναψε µια λάµπα µε αµπαζούρ σε σχήµα παγόδας. «Θίο;» την άκουσα να λέει, και επιτέλους την είδα, γερµένη σε µια στοίβα µαξιλάρια πάνω σε ένα εξωφρενικά µεγάλο κρεβάτι. «Θίο, εσύ! Δεν µπορώ να το πιστέψω!» αναφώνησε, ανοίγοντάς µου την αγκαλιά της. «Πόσο µεγάλωσες! Πού στην ευχή του Θεού ήσουν; Έχεις επιστρέψει µόνιµα στην πόλη;» «Ναι. Πάει κάµποσος καιρός τώρα. Είστε πανέµορφη, όπως πάντα», πρόσθεσα, ως όφειλα, παρότι δεν ήταν καθόλου αλήθεια. ΣΤΟ ΧΟΛ
«Κι εσύ!» ανταπέδωσε, κλείνοντας τα χέρια µου στα δικά της. «Πώς οµόρφυνες! Μένω άναυδη». Φαινόταν µεγαλύτερη και την ίδια στιγµή νεότερη απ’ ό,τι τη θυµόµουν: εξαιρετικά χλοµή, χωρίς κραγιόν, µε ρυτίδες στις γωνίες των µατιών της, αλλά δέρµα πάλλευκο και λείο. Τα µαλλιά της, ανέκαθεν ασηµόξανθα (ήταν πάντα τόσο αργυρόχρωµα ή είχαν γκριζάρει;), έπεφταν ελεύθερα και αχτένιστα στους ώµους της. Φορούσε γυαλιά σε σχήµα µισοφέγγαρου και µια µεταξωτή λιζέζ πιασµένη µε µια τεράστια διαµαντένια καρφίτσα σε σχήµα χιονονιφάδας. «Και να που µε βρίσκεις στο κρεβάτι, µε το εργόχειρό µου, σαν καµιά γηραλέα χήρα ναυτικού», είπε, γνέφοντας προς το µισοτελειωµένο κέντηµα στα γόνατά της. Ένα ζευγάρι µικροσκοπικά σκυλιά –µίνι Γιόρκσαϊρ τεριέ– κοιµόνταν πάνω σε ένα ανοιχτόχρωµο κασµίρ ριχτάρι στα πόδια της, µέχρι που το πιο µικρό, παίρνοντάς µε είδηση, πετάχτηκε όρθιο και άρχισε να µε γαβγίζει σαν τρελό. Χαµογελούσα αµήχανα ενόσω προσπαθούσε να τα ηρεµήσει –στο µεταξύ είχε µπει και το δεύτερο σκυλί στο χορό–, κοιτάζοντας γύρω µου. Το κρεβάτι ήταν µοντέρνο, υπέρδιπλο, µε κεφαλάρι ντυµένο µε ύφασµα, αλλά υπήρχαν πολλά ενδιαφέροντα παλιά πράγµατα, τα οποία δε θα ήξερα να εκτιµήσω όταν ήµουν πιτσιρίκος. Εδώ ήταν, αναµφίβολα, η Θάλασσα των Σαργασσών του διαµερίσµατος, ο τόπος όπου ξεβράζονταν όσα αντικείµενα εκτοπίζονταν από τους άψογα διακοσµηµένους χώρους υποδοχής: αταίριαστα βοηθητικά τραπεζάκια, ασιατικά µικροτεχνήµατα, µια απίστευτη συλλογή από ασηµένια επιτραπέζια κουδούνια, ένα πτυσσόµενο µαονένιο τραπέζι χαρτοπαιξίας το οποίο, από το σηµείο που το έβλεπα, θα µπορούσε θαυµάσια να είναι ένα γνήσιο Ντάνκαν Φάιφ, κι από πάνω (ανάµεσα σε φτηνά κλουαζονέ σταχτοδοχεία και αµέτρητα σουβέρ) ένας ταριχευµένος λοφιοφόρος καρδινάλιος: σκοροφαγωµένος, ετοιµόρροπος, µε τα φτερά του ξεθωριασµένα σε ένα κόκκινο της σκουριάς, το κεφάλι του γερµένο σε µάλλον αφύσικη κλίση, το µάτι του µια σκονισµένη µαύρη χάντρα καθαρής φρίκης. «Τινγκ-α-Λινγκ, κάνε µου τη χάρη να σωπάσεις, µου πήρες τ’ αφτιά! Από δω ο Τινγκ-αΛινγκ», είπε η κυρία Μπάρµπορ, σηκώνοντας το φρενιασµένο σκυλάκι στην αγκαλιά της. «Είναι κάπως ατακτούλης – δεν είσαι, γλυκέ µου; Στιγµή δεν ησυχάζει! Και η άλλη, µε το ροζ φιόγκο, είναι η Κλέµενταϊν. Πλατ», φώναξε για να ακουστεί πάνω από το σαµατά, «θα µου κάνεις τη χάρη να τον πας στην κουζίνα; Είναι λίγο µπελάς µε τους επισκέπτες», µου εξήγησε. «Θα ’πρεπε να καλέσω έναν εκπαιδευτή...» Όσο η κυρία Μπάρµπορ τύλιγε το κέντηµά της και το φύλαγε σε ένα οβάλ καλάθι µε σκαλιστό χειροτέχνηµα ένθετο στο καπάκι, κάθισα στην πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι της. Η ταπετσαρία ήταν φθαρµένη, όµως στο υποτονικό ριγέ σχέδιό της αναγνώρισα µια πολυθρόνα που παλιότερα ήταν στο σαλόνι και είχε εξοριστεί στην κρεβατοκάµαρα, η ίδια στην οποία είχα βρει τη µητέρα µου να κάθεται πριν από πολλά χρόνια, όταν είχε έρθει να µε πάρει έπειτα από ένα Σαββατοκύριακο µε τον Άντι. Χάιδεψα απαλά το ύφασµα µε το δάχτυλό µου, κι άξαφνα είδα τη µητέρα µου να σηκώνεται για να µε υποδεχτεί, ντυµένη µε το ναυτικό παλτό σε ζωηρή πράσινη απόχρωση που φορούσε εκείνη τη µέρα – τόσο κοµψό, ώστε τη σταµατούσαν στο δρόµο και τη ρωτούσαν από πού το είχε αγοράσει, κι όµως εντελώς αταίριαστο για την οικία των Μπάρµπορ. «Θίο;» είπε η κυρία Μπάρµπορ. «Θέλεις να πιεις κάτι; Ένα τσάι ίσως; Ή κάτι πιο δυνατό;» «Όχι, σας ευχαριστώ». Χτύπησε µε νόηµα το µπροκάρ κάλυµµα του κρεβατιού δίπλα της. «Έλα να καθίσεις κοντά µου, σε παρακαλώ. Θέλω να µπορώ να σε βλέπω».
«Εγώ...» Ο τόνος της φωνής της, ένα µοναδικό κράµα οικειότητας και τυπικότητας, µε βύθισε σε µια απύθµενη θλίψη, κι όταν κοιταχτήκαµε, ήταν θαρρείς και ολόκληρο το παρελθόν επαναπροσδιορίστηκε και αποσαφηνίστηκε µέσα σε µια στιγµή, ευκρινές σαν κρύσταλλο, µια σύνθετη ακινησία την οποία συγκροτούσαν βροχερά ανοιξιάτικα απογεύµατα, µια σκουρόχρωµη πολυθρόνα στο χολ, το αέρινο άγγιγµά της στο πίσω µέρος του κεφαλιού µου. «Πόσο χαίροµαι που ήρθες». «Κυρία Μπάρµπορ», άρχισα να λέω, πηγαίνοντας να καθίσω πλάι της στο κρεβάτι, επιφυλακτικά, στον ένα γοφό. «Θεέ µου... Δεν µπορώ να το πιστέψω. Μόλις τώρα το έµαθα. Λυπάµαι τόσο πολύ...» Σούφρωσε τα χείλη της σαν παιδί που αγωνίζεται να µην κλάψει. «Ναι», είπε, «τι να πεις;» Και τότε έπεσε ανάµεσά µας µια τροµερή, βαριά σιωπή, που θαρρείς και τίποτα δε θα µπορούσε να τη σπάσει. «Λυπάµαι τόσο πολύ», επανέλαβα, πιο έντονα τώρα, καταλαβαίνοντας πόσο άγαρµπα φερόµουν, λες και µιλώντας πιο δυνατά θα πετύχαινα να της µεταφέρω τη δριµύτητα της οδύνης µου. Ανοιγόκλεισε θλιµµένα τα βλέφαρα. Και τότε, µην ξέροντας τι άλλο να κάνω, άπλωσα το χέρι µου και το έβαλα πάνω στο δικό της. Μείναµε έτσι για ένα υπερβολικά παρατεταµένο διάστηµα. Στο τέλος ήταν εκείνη που έσπασε τη σιωπή. «Τέλος πάντων». Σκούπισε αποφασιστικά ένα δάκρυ από το βλέφαρό της, ψάχνοντας απεγνωσµένα κάτι να πει. «Μιλούσε για σένα, ξέρεις, ούτε τρεις µέρες πριν πεθάνει. Είχε αρραβωνιαστεί. Με µια Γιαπωνέζα». «Πλάκα κάνετε! Αλήθεια;» Παρά τη λύπη µου, δεν µπόρεσα να συγκρατήσω ένα φευγαλέο χαµόγελο: Ο Άντι είχε επιλέξει τα γιαπωνέζικα ως δεύτερη γλώσσα ακριβώς επειδή είχε κόλληµα µε τις ιέρειες Σίντο των άνιµε και τα νυµφίδια των µάνγκα µε τις ναυτικές στολές. «Γιαπωνέζα από την Ιαπωνία;» «Ακριβώς. Ένα µικροσκοπικό πλασµατάκι µε τσιριχτή φωνή και πορτοφόλι σε σχήµα λούτρινου ζώου. Α, ναι, τη γνώρισα», είπε υψώνοντας µε νόηµα το ένα φρύδι. «Ο Άντι εκτελούσε χρέη διερµηνέα ενώ πίναµε τσάι και τρώγαµε σαντουιτσάκια στο Pierre. Ήταν στην κηδεία, βέβαια – για το κορίτσι µιλάω, τη Μιγιάκο. Τέλος πάντων. Διαφορετικές κουλτούρες και όλα τα σχετικά, αλλά αυτό που λένε για το πόσο ανέκφραστοι είναι οι Γιαπωνέζοι αληθεύει εκατό τοις εκατό». Το σκυλάκι που είχε µείνει, η Κλέµενταϊν, είχε καταφέρει να τυλιχτεί στους ώµους της κυρίας Μπάρµπορ σαν γούνινος γιακάς. «Δε σου κρύβω ότι σκέφτοµαι να πάρω κι ένα τρίτο», µου είπε, σηκώνοντας το χέρι της για να τη χαϊδέψει. «Εσύ τι λες;» «Δεν ξέρω», απάντησα σαστισµένος. Ήταν τελείως έξω από το χαρακτήρα της κυρίας Μπάρµπορ να ζητάει τη γνώµη άλλων πάνω σε οποιοδήποτε θέµα, πόσο µάλλον τη δική µου. «Οµολογώ ότι αποδείχτηκαν τεράστια παρηγοριά τα δυο τους. Η παλιά µου φίλη Μαρία Μερσέδες ντε λα Περέιρα εµφανίστηκε εντελώς απρόσµενα µία εβδοµάδα µετά την κηδεία κουβαλώντας µια καλαθούνα µε δύο κουτάβια, µε τα φιογκάκια τους και τα σχετικά... Κι ενώ στην αρχή δεν ήµουν καθόλου σίγουρη, τελικά πιστεύω ότι ήταν το πιο τρυφερό, το πιο εύστοχο δώρο που έχω πάρει ποτέ. Στο παρελθόν δεν µπορούσαµε ποτέ να έχουµε σκυλιά στο σπίτι, εξαιτίας του Άντι. Υπέφερε τόσο φρικτά από αλλεργίες. Θυµάσαι...» «Θυµάµαι, ναι». Ο Πλατ –φορώντας ακόµα το κυνηγετικό τουίντ σακάκι του µε τις ξεχειλωµένες µεγάλες
τσέπες για τα σκοτωµένα πουλιά και τα φυσίγγια– είχε επιστρέψει στο δωµάτιο. Έσυρε µια καρέκλα πιο κοντά. «Λοιπόν, µαµά», είπε δαγκώνοντας το κάτω χείλος του. «Λοιπόν, Πλατύποδά µου». Μια κάπως άβολη, τυπική σιωπή. «Είχες καλή µέρα στη δουλειά;» «Θαυµάσια». Κούνησε το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να πείσει και τον εαυτό του γι’ αυτό. «Ναι. Πολύ πολύ γεµάτη». «Χαίροµαι που το ακούω». «Βγαίνουν καινούρια βιβλία. Ένα απ’ αυτά για το Συνέδριο της Βιέννης». «Πάλι το Συνέδριο της Βιέννης;» Στράφηκε προς το µέρος µου. «Κι εσύ, Θίο;» «Παρακαλώ;» Χάζευα το σκάλισµα (ένα φαλαινοθηρικό) που κοσµούσε το καπάκι του καλαθιού µε το εργόχειρό της και σκεφτόµουν τον καηµένο τον Άντι: µαύρα νερά, ο λαιµός να καίει από το αλάτι, ναυτία, ανώφελο χτύπηµα χεριών και ποδιών. Το βασικό µου πρόβληµα είναι ότι απεχθάνοµαι τα σκάφη. «Για πες µου, εσύ µε τι ασχολείσαι αυτό τον καιρό;» «Ε... πουλάω αντίκες. Κυρίως αµερικανικής κατασκευής, για να είµαι ακριβής». «Όχι!» αναφώνησε µε ενθουσιασµό. «Μα είναι τέλειο!» «Εµ, ναι... Στο Βίλατζ. Διευθύνω το µαγαζί και έχω αναλάβει το κοµµάτι των πωλήσεων. Ο συνέταιρός µου» –ήταν τόσο πρόσφατη αυτή η εξέλιξη, που δεν είχα συνηθίσει ακόµα να το λέω– «ο συνέταιρός µου στην επιχείρηση, ο Τζέιµς Χόµπαρτ, είναι ο τεχνίτης, αναλαµβάνει όλες τις επιδιορθώσεις και τις αναπαλαιώσεις. Πρέπει να έρθετε να µας δείτε καµιά φορά». «Ω, υπέροχα! Αντίκες!» Αναστέναξε. «Τι να πω, ξέρεις πόσο λατρεύω τα παλιά πράγµατα. Μακάρι να είχαν κληρονοµήσει τα παιδιά µου λίγη απ’ αυτή την αγάπη. Έτρεφα πάντα την ελπίδα ότι τουλάχιστον το ένα από αυτά θα έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον». «Ε, υπάρχει πάντα η Κίτσι», της θύµισε ο Πλατ. «Είναι παράξενο», συνέχισε η κυρία Μπάρµπορ σαν να µην τον είχε ακούσει. «Ούτε ένα από τα παιδιά µου δεν κληρονόµησε λίγη από την αγάπη µου για τις καλές τέχνες. Δεν είναι αλλόκοτο; Μικροί αφιλότεχνοι, όλοι τους!» «Ω, ελάτε τώρα!» διαφώνησα, προσπαθώντας να δώσω στη φωνή µου έναν κάπως ανάλαφρο, παιχνιδιάρικο τόνο. «Θυµάµαι τον Τόντι και την Κίτσι να κάνουν ατέλειωτα µαθήµατα πιάνου. Και τον Άντι να µαθαίνει από µικρός βιολί µε τη µέθοδο Σουζούκι». Η κίνηση του χεριού της ήταν σαφώς απορριπτική. «Ω, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Κανένα από τα παιδιά µου δεν έχει εικαστική ευαισθησία, την παραµικρή εκτίµηση για έργα ζωγραφικής, αντικείµενα εσωτερικής διακόσµησης ή οτιδήποτε σχετικό. Ενώ» –µου έπιασε ξανά το χέρι– «όταν ήσουν εσύ µικρός, σε έπιανα συχνά στη σάλα να περιεργάζεσαι τους πίνακές µου. Και πήγαινες πάντα κατευθείαν στους καλύτερους: το τοπίο του Φρέντερικ Έντουιν Τσερτς, τον Φιτζ Χένρι Λέιν και τον Ράφαελ Πιλ µου ή τον Τζον Σίνγκλετον Κόπλεϊ – ξέρεις, εκείνο το οβάλ πορτρέτο, το µικρούλι, το κορίτσι µε το µπονέ...» «Ήταν αυθεντικός Κόπλεϊ;» «Εννοείται. Και σε είδα πώς κοίταζες το σκίτσο του Ρέµπραντ πριν από λίγο». «Ώστε είναι όντως Ρέµπραντ;» «Ναι. Μόνο αυτό, το νίψιµο των ποδιών. Όλα τ’ άλλα είναι µαθητών του. Τα παιδιά µου έζησαν όλη τους τη ζωή ανάµεσα σε αυτά τα σκίτσα και δεν εκδήλωσαν ποτέ το ελάχιστο ενδιαφέρον. Έτσι δεν είναι, Πλατ;»
«Θέλω να πιστεύω ότι κάποιοι από εµάς διακριθήκαµε σε άλλους τοµείς». Καθάρισα το λαιµό µου. «Ξέρετε, πέρασα µόνο για ένα γεια», είπα. «Χάρηκα πολύ που σας είδα, και τους δύο», πρόσθεσα, γυρίζοντας για να συµπεριλάβω και τον Πλατ. «Μακάρι να γινόταν κάτω από πιο ευχάριστες συνθήκες». «Δε µένεις να φάµε µαζί;» πρότεινε η κυρία Μπάρµπορ. «Λυπάµαι», είπα, νιώθοντας στριµωγµένος στη γωνία. «Ειδικά απόψε δεν µπορώ. Αλλά ήθελα πραγµατικά να ανέβω να σας δω, έστω για δύο λεπτά». «Τότε, θα έρθεις κάποια άλλη φορά για δείπνο; Ή για µεσηµεριανό γεύµα; Ή για ένα ποτό;» Γέλασε. «Ή ό,τι άλλο θέλεις;» «Για δείπνο, µετά χαράς». Τέντωσε µε χάρη το λαιµό της για να µου προσφέρει το µάγουλό της για φιλί, όπως δεν είχε κάνει ποτέ όταν ήµουν µικρός – ούτε καν µε τα δικά της παιδιά. «Ήταν µεγάλη η χαρά µου που σε είχα ξανά εδώ!» είπε, πιάνοντας το χέρι µου και πιέζοντάς το στο πρόσωπό της. «Όπως τον παλιό καλό καιρό».
iv.
ΣΥΝΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, ο Πλατ έκανε να µε χαιρετήσει µε µια αλλόκοτη χειραψία, κάτι µεταξύ χαιρετισµού µελών συµµορίας ή φοιτητικής αδελφότητας και δήλωσης στη νοηµατική, που δεν είχα ιδέα πώς να ανταποδώσω. Τράβηξα αµήχανα το χέρι µου και, µην ξέροντας τι άλλο να κάνω, χτύπησα τη γροθιά µου στη δική του, νιώθοντας εντελώς ηλίθιος. «Λοιπόν... Χάρηκα πραγµατικά που συναντηθήκαµε», είπα στην αµήχανη σιωπή που ακολούθησε. «Ρίξε κάνα τηλέφωνο». «Για το δείπνο; Ναι, εννοείται. Μάλλον θα φάµε µέσα, αν δε σε πειράζει. Όπως σου είπα, η µανούλα δεν πολυβγαίνει τον τελευταίο καιρό». Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του σακακιού του. Και µετά, ξαφνιάζοντάς µε: «Ξέρεις, βλέπω συχνά το παλιό σου φιλαράκι, τον Κέιµπλ. Ίσως πιο συχνά απ’ όσο θα ήθελα. Θα µε ζαλίσει όταν µάθει ότι σε συνάντησα». «Εννοείς τον Τοµ Κέιµπλ;» Γέλασα µε δυσπιστία, αν και ήταν ένα µάλλον ξινό γέλιο. Η άσχηµη ανάµνηση της αποβολής που είχαµε φάει µαζί, αλλά και του τρόπου που µε είχε αδειάσει όταν επέστρεψα στο σχολείο αφού είχα χάσει τη µητέρα µου, µε έκανε ακόµα να νιώθω αλλόκοτα. «Έχεις επαφές µαζί του;» ρώτησα όταν δεν απάντησε. «Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που τον θυµήθηκα έστω». Ο Πλατ χαµογέλασε. «Δε σου κρύβω ότι τότε, το πάλαι ποτέ, απορούσα που οποιοσδήποτε φίλος ενός παιδιού σαν τον Τοµ µπορούσε να ανέχεται έναν µούχλα σαν τον Άντι», είπε ατάραχα, γέρνοντας στην κάσα της πόρτας. «Όχι ότι θα είχα καµία αντίρρηση, το αντίθετο. Μα το Θεό, ο Άντι είχε τεράστια ανάγκη από κάποιον να τον βγάλει από το καβούκι του, να τον µαστουρώσει, οτιδήποτε». Άντι ο αντικοινωνικός. Άντι το ανδροειδές. Άντι ο Μονάρχιδος, ο Σπυριάρης, ο Μποµπ Σφουγγαράκης ο Τετραγωνο-χεστο-παντελονήηης! «Όχι;» ρώτησε ο Πλατ, παρερµηνεύοντας την κενή έκφρασή µου. «Νόµιζα ότι ήσουν χωµένος σ’ αυτά. Ο Κέιµπλ κάπνιζε φυτείες ολόκληρες “χόρτο”». «Πρέπει ν’ άρχισε µετά που έφυγα». «Εντάξει, δεν αποκλείεται». Ο Πλατ µε κοίταζε µε έναν τρόπο που δεν ήµουν σίγουρος ότι µου άρεσε. «Η µανούλα σίγουρα σ’ έβλεπε σαν το Θείο Βρέφος, αλλά εγώ ήξερα ότι ήσασταν κολλητοί µε τον Κέιµπλ. Και ο Κέιµπλ ήταν ένα κλεφτρόνι». Γέλασε – ένα γέλιο ξερό σαν γάβγισµα, που επανέφερε στην επιφάνεια τον παλιό, απαίσιο Πλατ. «Είχα πει στην Κίτσι και στον Τόντι να κλειδώνουν τα δωµάτιά τους όσο ήσουν εδώ, για να µην µπεις και τους ξαφρίσεις». «Α, έτσι εξηγείται...» Είχα χρόνια να θυµηθώ εκείνο το επεισόδιο µε το γουρουνάκικουµπαρά. «Τέλος πάντων, κοίτα, ο Κέιµπλ...» Σήκωσε τα µάτια του στο ταβάνι. «Βλέπεις, ένα φεγγάρι έβγαινα µε την αδερφή του την Τζόι – γάµησέ τα, άλλο ρετάλι κι αυτή». «Α, ναι». Θυµόµουν καλά την Τζόι Κέιµπλ, ζουµερή δεκαεξάρα, να περνάει ξυστά από το δωδεκάχρονο εαυτό µου στο διάδροµο του σπιτιού τους στα Χάµπτονς φορώντας µόνο ένα µπλουζάκι µέχρι τον αφαλό και µαύρο στρινγκ.
«H τσουλίτσα η Τζόι. Τι κωλάρα ήταν αυτή που είχε. Θυµάσαι πώς συνήθιζε να περιφέρεται τσίτσιδη γύρω από το τζακούζι; Τέλος πάντων, για τον Κέιµπλ µιλούσαµε. Πέρα στα Χάµπτονς τον τσάκωσαν στη λέσχη του µπαµπά να κλέβει από τους φωριαµούς στα αποδυτήρια των αντρών. Δε θα ’ταν πάνω από δώδεκα, βία δεκατριών χρονών. Πρέπει να έγινε µετά που έφυγες, ε;» «Λογικά, ναι». «Και το ίδιο συνέβη σε αρκετές λέσχες εκεί πέρα. Συνήθως στη διάρκεια µεγάλων τουρνουά, οπότε έµπαινε στα αποδυτήρια και βουτούσε ό,τι έβρισκε. Και αργότερα, εγώ πρέπει να ήµουν ήδη στο κολέγιο τότε... Να πάρει, πού ήταν, να δεις; Όχι στο Μέιντστοουν, αλλά... Τέλος πάντων, ο Κέιµπλ είχε πιάσει καλοκαιρινή δουλειά στη λέσχη ως βοηθός στο µπαρ – έπρεπε να πηγαίνει στο σπίτι τους ηλικιωµένους κυρίους που ήταν πολύ λιώµα για να οδηγήσουν. Ευπαρουσίαστος νεαρός, µειλίχιος... ε, µαντεύεις τη συνέχεια. Έβαζε τα γεροντάκια να του λένε ιστορίες από τον πόλεµο και τα σχετικά. Τους άναβε τα τσιγάρα, γελούσε µε τα αστεία τους. Μόνο που µερικές φορές ο γεράκος τον οποίο είχε βοηθήσει να φτάσει µέχρι την πόρτα του σπιτιού του ανακάλυπτε την εποµένη πως το πορτοφόλι του είχε κάνει φτερά». «Λοιπόν, εγώ έχω πάρα πολλά χρόνια να τον δω», τον διέκοψα απότοµα. Δε µου άρεσε καθόλου ο τόνος του. «Και τώρα τι κάνει;» «Εσύ τι λες να κάνει; Συνεχίζει τα παλιά του κόλπα. Για την ακρίβεια, κάπου κάπου βλέπεται µε την αδερφή µου, αν και εύχοµαι να είχα τρόπο να το σταµατήσω αυτό. Τέλος πάντων», κατέληξε, αλλάζοντας ύφος, «να µη σε καθυστερώ άλλο. Ανυποµονώ να πω στην Κίτσι και στον Τόντι ότι σε είδα – ιδιαίτερα στον Τοντ. Δε φαντάζεσαι πόσο τον έχεις εντυπωσιάσει. Όλο για σένα µιλάει. Θα είναι στην πόλη το ερχόµενο Σαββατοκύριακο και είµαι σίγουρος ότι θα θέλει να σε δει».
v.
ΠΡΟΤΙΜΗΣΑ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΩ αντί να πάρω ταξί, για να καθαρίσει το κεφάλι µου. Ήταν µια υγρή ανοιξιάτικη µέρα, µε σύννεφα καταιγίδας τεµαχισµένα από λόγχες φωτός και υπαλλήλους γραφείου να συνωστίζονται στις διαβάσεις πεζών, αλλά η άνοιξη στη Νέα Υόρκη ήταν πάντα φαρµακερή για µένα, ένας εποχιακός αντίλαλος του θανάτου της µητέρας µου που έφτανε µαζί µε τους νάρκισσους, τα µπουµπούκια στα κλαδιά των δέντρων και τις αιµάτινες εκρήξεις παντού, αραιές ψεκάδες παραισθήσεων και τρόµου. (Ψώνιο! που θα ’λεγε και η Ζάντρα.) Με τα νέα για τον Άντι, ήταν θαρρείς και κάποιος είχε πατήσει ένα διακόπτη ακτίνων Χ και είχε µετατρέψει τα πάντα σε αρνητικό φιλµ, έτσι ώστε, παρά τους νάρκισσους και τους ανθρώπους που έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους και τους τροχονόµους που σφύριζαν στις γωνίες, εγώ να βλέπω µόνο θάνατο παντού: πεζοδρόµια γεµάτα νεκρούς, πτώµατα να ξεχύνονται από λεωφορεία και να βιάζονται να γυρίσουν στο σπίτι από τη δουλειά τους, σε εκατό χρόνια να µην έχει αποµείνει τίποτα από αυτούς εκτός ίσως από µερικά σφραγίσµατα, βηµατοδότες και λίγα κουρέλια πάνω σε κόκαλα. Δεν το χωρούσε ο νους µου. Είχα σκεφτεί να τηλεφωνήσω στον Άντι ένα εκατοµµύριο φορές, και το µόνο που µε συγκρατούσε ήταν η αµηχανία. Ήταν αλήθεια ότι δεν είχα διατηρήσει επαφές µε κανέναν από τα παλιά, αλλά κατά διαστήµατα όλο και έπεφτα πάνω σε κάποιον από το σχολείο µας, ενώ η παλιά µας συµµαθήτρια Μαρτίνα Λίχτµπλαου (µε την οποία είχα µια σύντοµη, αποτυχηµένη σχέση την προηγούµενη χρονιά, µια σχέση που συνοψιζόταν σε τρία πηδήµατα στα κλεφτά πάνω σε έναν καναπέ-κρεβάτι) µου είχε µιλήσει για εκείνον: Ο Άντι ζει µόνιµα πλέον στη Μασαχουσέτη –έχεις ακόµα επαφές µε τον Άντι;–, ο ίδιος σπασίκλας που ήταν πάντα, µε τη διαφορά ότι τώρα πια το παρακάνει, σε βαθµό που γίνεται σχεδόν κουλ και ρετρό: γυαλιά-πατοµπούκαλα, πορτοκαλί κοτλέ παντελόνι και κούρεµα σαν κράνος του Νταρθ Βέιντερ. Στην ανάµνησή του, είχα κουνήσει τρυφερά το κεφάλι µου, ενώ τεντωνόµουν πάνω από το γυµνό ώµο της Μαρτίνα για να πάρω ένα από τα τσιγάρα της: Ουάου, ο Άντι! Είχα σκεφτεί, θυµάµαι, πόσο θα χαιρόµουν να τον έβλεπα, κρίµα που δεν ήταν στη Νέα Υόρκη, ίσως του τηλεφωνούσα κάποια στιγµή στη διάρκεια των διακοπών για τις γιορτές, οπότε θα ερχόταν σίγουρα στους δικούς του. Μόνο που δεν το έκανα ποτέ. Η παράνοιά µου δε µου επέτρεπε να έχω λογαριασµό στο Facebook, έβλεπα σπάνια ειδήσεις, και πάλι όµως µου φαινόταν απίστευτο να µην έχω ακούσει τίποτα. Από την άλλη, τον τελευταίο καιρό ανησυχούσα τόσο για το µαγαζί, ώστε δε µου έµενε µυαλό για τίποτα άλλο. Όχι ότι είχαµε οικονοµικές δυσχέρειες. Αντιθέτως, βγάζαµε λεφτά µε το τσουβάλι – και µάλιστα τόσα πολλά, ώστε ο Χόµπι, αποδίδοντας σ’ εµένα τη σωτηρία του (γιατί όντως είχε βρεθεί στο χείλος της χρεοκοπίας), είχε επιµείνει να µε κάνει συνέταιρό του, µια πρόταση που κάθε άλλο παρά µε ενθουσίασε, δεδοµένων των συνθηκών. Αλλά οι προσπάθειές µου να το αποφύγω τον έκαναν ακόµα πιο σταθερό στην απόφασή του να µου παραχωρήσει µερίδιο επί των κερδών. Όσο περισσότερο έψαχνα τρόπο να απορρίψω την πρότασή του, τόσο πιο επίµονος γινόταν. Με τη χαρακτηριστική του γενναιοδωρία, απέδιδε την
απροθυµία µου σε «ταπεινοφροσύνη», ενώ ο πραγµατικός φόβος µου ήταν ότι ένας συνεταιρισµός θα έριχνε φως στις ανεπίσηµες δοσοληψίες που γίνονταν στο µαγαζί: δοσοληψίες που, αν τις γνώριζε, θα συντάρασσαν τον κακόµοιρο τον Χόµπι µέχρι τις σόλες των χειροποίητων John Lobb παπουτσιών του. Ευτυχώς, δεν ήξερε τίποτα. Γιατί είχα συνειδητά πουλήσει ένα κοµµάτι-µαϊµού σε έναν πελάτη και εκείνος το είχε ανακαλύψει και ετοιµαζόταν να κάνει µανούρα. Δεν είχα καµία αντίρρηση να του επιστρέψω τα χρήµατα – ουσιαστικά, το µόνο πράγµα που µπορούσα να κάνω για να βγω από το αδιέξοδο ήταν να αγοράσω ξανά το κοµµάτι σε υψηλότερη τιµή. Αυτό µε είχε ξελασπώσει στο παρελθόν. Πουλούσα αποµιµήσεις για γνήσια κοµµάτια. Αν ο συλλέκτης που διάλεγε κάποιο έπιπλο στο µισοσκόταδο της έκθεσης πρόσεχε κάτι παράξενο όταν το έπαιρνε στο σπίτι του («Να έχεις πάντα ένα φακό τσέπης µαζί σου», µε είχε συµβουλέψει ο Χόµπι από τις πρώτες κιόλας µέρες που είχα µπει στη δουλειά, «δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες αντικερί είναι µισοσκότεινες»), τότε εγώ –συντετριµµένος για το µπέρδεµα, παρότι αµετακίνητος στην πεποίθησή µου ότι επρόκειτο για γνήσιο κοµµάτι– προσφερόµουν µεγαλόψυχα να το αγοράσω ξανά σε τιµή δέκα τοις εκατό υψηλότερη από αυτήν που είχε καταβάλει ο συλλέκτης, µε όλους τους όρους και τους τύπους µιας κανονικής αγοράς. Έτσι, εµφανιζόµουν ως ο καλός της υπόθεσης, αφενός πεπεισµένος για την αυθεντικότητα του εµπορεύµατός µου, αφετέρου πρόθυµος να κάνω τα πάντα προκειµένου να µείνει ικανοποιηµένος ο πελάτης, ο οποίος τις περισσότερες φορές πειθόταν και αποφάσιζε να κρατήσει το κοµµάτι. Όµως, ακόµα και στις ελάχιστες περιπτώσεις που δυσαρεστηµένοι συλλέκτες είχαν δεχτεί την προσφορά µου, υπήρχε κάτι που παρέβλεπαν: ότι, περνώντας από την κυριότητά τους στη δική µου σε τιµή ενδεικτική της προφανούς του αξίας, η αποµίµηση αποκτούσε από τη µια µέρα στην άλλη πιστοποιητικό προέλευσης. Ξαναγυρίζοντας στα χέρια µου, συνοδευόταν πλέον από ένα έγγραφο που πιστοποιούσε ότι προερχόταν από την περίφηµη συλλογή του κυρίου Τάδε. Έτσι, παρά το φουσκωµένο ποσό που είχα σκάσει για να αγοράσω πίσω την αποµίµηση από τον κύριο Τάδε (ιδανικά, κάποιον ηθοποιό ή σχεδιαστή µόδας που συνέλεγε αντίκες για χόµπι, αν όχι κάποιο διαπρεπή συλλέκτη), µπορούσα στη συνέχεια να την πουλήσω ξανά, µερικές φορές στη διπλάσια τιµή, σε κάποιον άσχετο της Γουόλ Στριτ που δεν µπορούσε να ξεχωρίσει ένα αυθεντικό Τσίπεντεϊλ από κάποιο κατασκεύασµα της αλυσίδας Ethan Allen, αλλά ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιηµένος µε τα «επίσηµα έγγραφα» που πιστοποιούσαν ότι το σεκρετέρ Ντάνκαν Φάιφ ή ό,τι άλλο είχε αγοράσει προερχόταν από τη συλλογή του κυρίου Τάδε, διακεκριµένου φιλάνθρωπου, ή πασίγνωστου διακοσµητή εσωτερικών χώρων, ή αστέρα του Μπρόντγουεϊ, ή οτιδήποτε άλλο εξίσου συνταρακτικό. Και –τουλάχιστον µέχρι τώρα– το σύστηµα λειτουργούσε µια χαρά. Μόνο που αυτή τη φορά ο κύριος Τάδε –στην προκειµένη περίπτωση, µια «συκιά» από το Άπερ Ιστ Σάιντ ονόµατι Λούσιους Ριβ– δεν τσίµπησε. Αυτό που µε προβληµάτιζε κυρίως ήταν ότι φαινόταν να πιστεύει πως: α) είχε εξαπατηθεί εσκεµµένα, πράγµα που ήταν αλήθεια, και β) ο Χόµπι ήταν συνεργός, ή, πιο σωστά, ο ιθύνων νους πίσω από την απάτη, πράγµα που δε θα µπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγµατικότητα. Όταν προσπάθησα να σώσω την κατάσταση επιµένοντας ότι το λάθος ήταν όλο δικό µου –«Γκουχ γκουχ, ειλικρινά, κύριε, έγινε παρεξήγηση µε τον Χόµπι, βλέπετε, είµαι πολύ καινούριος σ’ αυτόν το χώρο, κι ελπίζω να µη µου το καταλογίσετε, η δουλειά που κάνει είναι τόσο υψηλής ποιότητας, ώστε είναι εύκολο να γίνουν λάθη, δε συµφωνείτε;»–, ο κύριος Ριβ («Λέγε µε Λούσιους»), µια καλοντυµένη φιγούρα απροσδιόριστης ηλικίας και αδιευκρίνιστης απασχόλησης, ήταν αµείλικτος. «Ώστε δεν αρνείσαι ότι είναι έργο των χεριών του Τζέιµς Χόµπαρτ, σωστά;» είπε στο
µαρτυρικό γεύµα µας στη Λέσχη Χάρβαρντ, γέρνοντας πίσω στην πλάτη της καρέκλας του και σέρνοντας το δάχτυλό του στο χείλος του ποτηριού του µε τη σόδα. «Ακούστε...» Συνειδητοποιούσα πλέον –πολύ αργά– ότι ήταν µέγα λάθος τακτικής να τον συναντήσω στο γήπεδό του, εκεί όπου γνώριζε τους σερβιτόρους, όπου µπορούσε να δώσει γραπτώς την παραγγελία, όπου µου ήταν αδύνατον να το παίξω γαλαντόµος και να του προτείνω να δοκιµάσει την άλφα ή τη βήτα σπεσιαλιτέ. «Ούτε ότι πήρε εσκεµµένα αυτό το σκαλιστό φοίνικα από ένα έπιπλο Τόµας Άφλεκ –ναι, ναι, πιστεύω ότι είναι Άφλεκ, ή σχολή της Φιλαδέλφειας, όπως και να ’χει– και το προσάρτησε στην κορυφή αυτού του διπλού κοµό, που είναι µεν αντίκα της ίδιας περιόδου, αλλά χωρίς τίποτα το ξεχωριστό πάνω του. Για το ίδιο κοµµάτι δε µιλάµε;» «Σας παρακαλώ, αν µε αφήνατε...» Καθόµασταν σε ένα τραπέζι κοντά στην τζαµαρία, ο ήλιος µε χτυπούσε στα µάτια, ίδρωνα και ένιωθα πιο άβολα από ποτέ. «Άρα πώς µπορείς να ισχυρίζεσαι ότι αυτή η απάτη δεν ήταν προσχεδιασµένη; Είτε από εκείνον είτε από εσένα;» «Κοιτάξτε» –ο σερβιτόρος χασοµερούσε από πάνω µας, ενώ εγώ ευχόµουν να ξεκουµπιζόταν επιτέλους– «το λάθος είναι όλο δικό µου. Όπως σας είπα ήδη. Και προσφέροµαι ν’ αγοράσω πίσω το κοµµάτι σε τιµή υψηλότερη από αυτήν που καταβάλατε. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι άλλο θέλετε να κάνω». Παρά τον ατάραχο τόνο µου, πάντως, µέσα µου έλιωνα από το άγχος, ένα άγχος το οποίο κάθε άλλο παρά καταλάγιαζε το γεγονός ότι είχαν περάσει δώδεκα ολόκληρες µέρες από τότε και ο Λούσιους Ριβ ακόµα δεν είχε εξαργυρώσει την επιταγή που του είχα κόψει – αυτό τσέκαρα στην τράπεζα πριν πέσω πάνω στον Πλατ. Δεν είχα ιδέα τι ήθελε τελικά ο Λούσιους Ριβ. Ο Χόµπι κατασκεύαζε αυτά τα υβρίδια, κοµµάτια που είχαν υποστεί εκτεταµένες τροποποιήσεις («νεραϊδοπαίδια» τα έλεγε, από τους ευρωπαϊκούς θρύλους που ήθελαν νεογέννητα να αντικαθίστανται στην κούνια από µωρά ξωτικών), σε όλη του την επαγγελµατική καριέρα. Η τεράστια αποθήκη στο Ναυπηγείο του Μπρούκλιν ξεχείλιζε από κοµµάτια µε ταµπελάκια που έδειχναν ότι είχαν µεταφερθεί εκεί ακόµα και τριάντα χρόνια πριν. Την πρώτη φορά που πήγα µονάχος µου και σκάλισα µε την άνεσή µου, έµεινα εµβρόντητος ανακαλύπτοντας κοµµάτια που έµοιαζαν γνήσια Χέπλγουαϊτ και Σέρατον, µια πραγµατική σπηλιά του Αλί Μπαµπά γεµάτη θησαυρούς. «Αχ Θεέ µου, όχι», είπε ο Χόµπι, µε τη φωνή του να φτάνει διακεκοµµένη στο κινητό –η αποθήκη ήταν σαν πυρηνικό καταφύγιο, δεν είχε σήµα εκεί µέσα, είχα αναγκαστεί να βγω έξω για να του τηλεφωνήσω και στεκόµουν στην ανεµοδαρµένη αποβάθρα φορτοεκφόρτωσης βουλώνοντας το ένα αφτί µου µε το δάχτυλο–, «πίστεψέ µε, αν ήταν γνήσια, θα είχα επικοινωνήσει προ πολλού µε το Τµήµα Αµερικανικού Επίπλου του οίκου Christie’s...» Για χρόνια θαύµαζα τα «νεραϊδοπαίδια» του Χόµπι, και µάλιστα τον είχα βοηθήσει σε µερικά από αυτά, αλλά το σοκ που ένιωσα για το γεγονός ότι είχα κι εγώ ο ίδιος ξεγελαστεί βλέποντας όλα αυτά τα πρωτόφαντα (για να χρησιµοποιήσω µια από τις αγαπηµένες του εκφράσεις) κοµµάτια ήταν αυτό που οδήγησε τη φαντασία µου σε δύσβατα µονοπάτια. Κατά καιρούς περνούσαν από το µαγαζί κοµµάτια µουσειακής αξίας που ήταν υπερβολικά φθαρµένα ή σπασµένα για να διασωθούν. Για τον Χόµπι, που θρηνούσε για αυτά τα αριστοτεχνικά αποµεινάρια του παρελθόντος σαν να ήταν παιδιά που είχαν πεθάνει από ασιτία ή κακοποιηµένα γατιά, αποτελούσε κάτι σαν ιερό καθήκον να περισώσει ό,τι µπορούσε (ένα ζευγάρι διακοσµητικές απολήξεις εδώ, κάποια έξοχα σκαλιστά πόδια εκεί), για να τα συνταιριάξει στη συνέχεια, ως άλλος Φρανκενστάιν, µε το αδιαφιλονίκητο ταλέντο του στην
επιπλοποιία και στην ξυλουργική, σε πανέµορφα τεχνουργήµατα, κοµµάτια που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν απλώς ευφάνταστα, ενώ σε άλλες τόσο πιστά δείγµατα της περιόδου, ώστε ήταν σχεδόν αδύνατον να τα ξεχωρίσεις από τα αυθεντικά. Διάφορα οξέα, βαφές, επιχρυσώσεις και φούµο, µελισσοκέρι και βροµιά και σκόνη. Παλιά καρφιά σκουριασµένα σε αλµυρό νερό. Νιτρικό οξύ πάνω σε καινούριο ξύλο καρυδιάς. Δροµείς φαγωµένοι µε γυαλόχαρτο, καινούριο ξύλο αφηµένο για εβδοµάδες κάτω από λάµπα υπεριώδους ακτινοβολίας για να µοιάζει εκατόχρονο. Από πέντε κατεστραµµένες καρέκλες τραπεζαρίας Χέπλγουαϊτ ο Χόµπι µπορούσε να δηµιουργήσει ένα γερό και φαινοµενικά αυθεντικό σετ οχτώ κοµµατιών, διαµελίζοντας τα πρωτότυπα, αντιγράφοντας τα φθαρµένα τµήµατα (µε ξύλο που είχε περισώσει από άλλα κατεστραµµένα έπιπλα της ίδιας περιόδου) και επανασυναρµολογώντας τα έπιπλα χρησιµοποιώντας µισά γνήσια και µισά καινούρια κοµµάτια. («Ένα πόδι καρέκλας», µου εξηγούσε γλιστρώντας το δάχτυλό του κατά µήκος του, «έχει, κατά κανόνα, γδαρσίµατα και βαθουλώµατα στο κάτω µέρος. Όσο παλιό ξύλο κι αν χρησιµοποιήσεις, πρέπει να σηµαδέψεις το κάτω µέρος των φρεσκοφτιαγµένων ποδιών, αν θες η όλη εντύπωση να είναι πειστική. Χρησιµοποιείς µια αλυσίδα για να χτυπήσεις το ξύλο πολύ πολύ ελαφριά – δεν εννοώ να το τσακίσεις, βέβαια. Πρέπει επίσης να φροντίσεις να διαφέρουν τα σηµάδια από πόδι σε πόδι – βλέπεις πώς τα µπροστινά πόδια είναι συνήθως πιο ταλαιπωρηµένα από τα πίσω;») Τον είχα δει να αναδιαµορφώνει το ξύλο που είχε πάρει από έναν κυριολεκτικά κοµµατιασµένο µπουφέ του δέκατου όγδοου αιώνα σε ένα τραπέζι που θα µπορούσε να έχει φτιαχτεί από τον ίδιο τον Ντάνκαν Φάιφ. («Είναι καλό, λες;» αναρωτιόταν αγχωµένα ο Χόµπι, κάνοντας ένα βήµα πίσω για να ελέγξει το δηµιούργηµά του, σαν να µην είχε καµία επίγνωση του θαύµατος που είχε συντελέσει.) Ή –όπως είχε συµβεί µε το διπλό κοµό «Τσίπεντεϊλ» του Λούσιους Ριβ– ένα αδιάφορο κοµµάτι που έπεφτε στα χέρια του µπορούσε, χάρη στην προσθήκη ενός διακοσµητικού που είχε διασωθεί από κάποιο µεγαλειώδες ερείπιο της ίδιας εποχής, να µην ξεχωρίζει σε τίποτα από ένα αριστούργηµα. Ένας περισσότερο πρακτικός και λιγότερο ευσυνείδητος άνθρωπος θα είχε αξιοποιήσει αυτή του την ικανότητα προς ίδιον όφελος και θα είχε γίνει ζάπλουτος (ή, όπως το είχε θέσει πολύ γλαφυρά ο Γκρίσα, «θα γαµούσε και θα ’δερνε»). Αλλά, απ’ όσο ήξερα, η σκέψη να πουλήσει τα «νεραϊδοπαίδια» του για γνήσια, ή έστω να τα πουλήσει γενικώς, δεν είχε περάσει καν από το µυαλό του Χόµπι. Και ήταν η απόλυτη αδιαφορία του για τις εµπορικές δοσοληψίες στο µαγαζί που µου εξασφάλισε την αναγκαία ελευθερία για να καταπιαστώ µε την προσπάθεια να συγκεντρώσω ρευστό και να εξοφλήσω τους λογαριασµούς. Με έναν και µόνο καναπέ «Σέρατον» και ένα σετ καρέκλες µε σκαλιστή ξύλινη πλάτη σε στιλ «Τσίπεντεϊλ» που είχα πουλήσει σε τιµές Ίζραελ Σακ[1] σε µια εύπιστη νεαρή Καλιφορνέζα σύζυγο κάποιου συµβούλου επενδύσεων είχα καταφέρει να εξοφλήσω ληξιπρόθεσµα τέλη ακινήτου ύψους εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων για τη µονοκατοικία. Με άλλο ένα σετ τραπεζαρίας και ένα σκαλιστό ξύλινο καναπέ «Σέρατον», τα οποία είχα πουλήσει σε έναν πελάτη εκτός πόλης που όφειλε να είναι πιο προσεκτικός, αλλά είχε παρασυρθεί από την άσπιλη υπόληψη του Χόµπι και του Γουέλτι ως εµπόρων, απάλλαξα το µαγαζί από όλα του τα χρέη. «Δεν είναι εξαιρετικά βολικό», είπε µε επιτηδευµένη αβρότητα ο Λούσιους Ριβ, «το ότι αφήνει σ’ εσένα ολόκληρο το κοµµάτι των πωλήσεων; Το ότι έχει ένα εργαστήριο για να φτιάχνει αυτές τις αποµιµήσεις, αλλά νίπτει τας χείρας του όσον αφορά τον τρόπο µε τον οποίο εσύ τις διαθέτεις;» «Σας έκανα την προσφορά µου. Δεν έχω κανένα λόγο να κάθοµαι να σας ακούω». «Τότε, γιατί κάθεσαι;»
Δεν αµφέβαλλα στιγµή για το σοκ που θα πάθαινε ο Χόµπι αν µάθαινε ότι πουλούσα τα «νεραϊδοπαίδια» του για αυθεντικά. Καταρχάς, πολλές από τις πιο δηµιουργικές του απάτες έβριθαν από µικρές ανακρίβειες –κάτι σαν µικρά αστεία αποκλειστικά για τους µυηµένους–, ενώ δεν ήταν πάντα τόσο σχολαστικός στην επιλογή των υλικών του όσο κάποιος που θα κατασκεύαζε σκόπιµα πλαστά εµπορεύµατα. Αλλά είχα ανακαλύψει ότι ήταν πολύ εύκολο να ξεγελάσω ακόµα και σχετικά έµπειρους αγοραστές, αν τα πουλούσα περίπου είκοσι τοις εκατό φτηνότερα από τα αυθεντικά κοµµάτια. Οι άνθρωποι τρελαίνονται να πιστεύουν ότι ψωνίζουν κοψοχρονιά. Τέσσερις στις πέντε φορές απλώς παρέβλεπαν ό,τι δεν ήθελαν να προσέξουν. Εγώ, από την πλευρά µου, ήξερα να εστιάζω την προσοχή τους στα εξαιρετικά σηµεία ενός επίπλου, στον κοµµένο στο χέρι καπλαµά, στην εκπληκτική πατίνα, στα τιµητικά σηµάδια του χρόνου, σέρνοντας νοσταλγικά τα δάχτυλά µου πάνω σε µια εξαίσια κυµατοειδή γραµµή (αυτό που ο ζωγράφος Ουίλιαµ Χόγκαρθ αποκαλούσε «γραµµή της οµορφιάς») προκειµένου να αποσπάσω το βλέµµα από αναδοµηµένα τµήµατα στο πίσω µέρος, όπου κάτω από πιο δυνατό φως ίσως να φαινόταν πως τα νερά δεν ταίριαζαν απόλυτα. Απέφευγα να υποδείξω στους πελάτες να εξετάσουν το κάτω µέρος του επίπλου, όπως συνήθιζε να κάνει ο Χόµπι – πάντα ενθουσιώδης δάσκαλος, ακόµα κι όταν υπονόµευε το ίδιο του το συµφέρον. Και, για το απίθανο ενδεχόµενο να θέλει κάποιος να ρίξει µια µατιά, σιγουρευόµουν ότι το πάτωµα γύρω από το κοµµάτι ήταν τροµερά βρόµικο και ο φακός που τύχαινε να έχω στο χέρι µου εξαιρετικά αδύναµος. Στη Νέα Υόρκη υπήρχαν πολλοί άνθρωποι µε πολλά λεφτά και πλήθος αγχωµένοι διακοσµητές που, αν τους έδειχνες τη φωτογραφία ενός παρόµοιου κοµµατιού σε κατάλογο οίκου δηµοπρασιών, σχεδόν σε παρακαλούσαν για να αγοράσουν στην υποτιθέµενη τιµή ευκαιρίας, ιδίως αν ξόδευαν ξένα λεφτά. Ένα άλλο κόλπο, που στόχευε σε ένα διαφορετικό, πιο εκλεπτυσµένο είδος πελατών, ήταν να θάβεις ένα κοµµάτι στο βάθος του µαγαζιού, να φυσάς πάνω του µε την ηλεκτρική σκούπα στην αντίστροφη λειτουργία (άµεση παλαιότητα!) και να επιτρέπεις στον περίεργο πελάτη να το ξετρυπώσει µόνος του: Κύριε των Δυνάµεων! Κάτω απ’ όλη αυτή τη σκονισµένη σαβούρα υπάρχει ένας καναπές Σέρατον µε σκαλιστά ξύλινα τελειώµατα! Σε αυτού του είδους την απάτη –την οποία απολάµβανα πραγµατικά να στήνω– το κόλπο ήταν να παριστάνω το χαζό, να δείχνω βαριεστηµένος ή απορροφηµένος στο βιβλίο µου, να συµπεριφέροµαι σαν να µην ήξερα τι θησαυρό είχα κάτω από τη µύτη µου και να τους αφήνω να πιστεύουν ότι εκείνοι την έφερναν σ’ εµένα, ακόµα κι αν τα χέρια τους έτρεµαν από την έξαψη και αγωνίζονταν να φαίνονται χαλαροί καθώς έσπευδαν στην τράπεζα για µια παχυλή ανάληψη. Αν ο πελάτης ήταν σηµαντικός ή παλιός καλός γνώριµος του Χόµπι, µπορούσα πάντα να του κόψω την όρεξη λέγοντας ότι το κοµµάτι δεν ήταν προς πώληση. Εξάλλου ένα κοφτό «Δεν πωλείται» ήταν πολύ συχνά το καλύτερο δόλωµα για αγνώστους, αφού όχι µόνο τσιγκλούσε τον πελάτη που είχα βάλει στο µάτι να βιαστεί να κλείσει τη συµφωνία πληρώνοντας τοις µετρητοίς, αλλά ταυτόχρονα έστρωνε το έδαφος για να ακυρώσω τη συναλλαγή στη µέση των διαπραγµατεύσεων σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά. Το χειρότερο που µπορούσε να συµβεί ήταν να ανέβει ο Χόµπι στο µαγαζί τη λάθος στιγµή. Μια απρόσµενη εµφάνιση της κυρίας Ντε Φρις ήταν άλλο ένα πράγµα που θα µπορούσε να πάει στραβά, και είχε όντως συµβεί µία φορά, οπότε είχα αναγκαστεί να διακόψω τις διαπραγµατεύσεις πάνω που θα έκλεινε η συµφωνία, για µεγάλη δυσφορία της συζύγου κάποιου σκηνοθέτη του κινηµατογράφου, η οποία στο τέλος βαρέθηκε να περιµένει και έφυγε, για να µην ξαναπατήσει ποτέ στο µαγαζί. Εκτός κι αν κατέφευγε κανείς σε λάµπες υπεριώδους ακτινοβολίας ή σε εργαστηριακά τεστ, οι επεµβάσεις του Χόµπι ήταν, εν πολλοίς, αόρατες µε γυµνό µάτι. Και, παρότι το µαγαζί του επισκέπτονταν πολλοί σοβαροί συλλέκτες, υπήρχαν άλλοι τόσοι που δε
θα µάθαιναν ότι δεν είχε φτιαχτεί ποτέ επιδαπέδιος καθρέφτης σε στιλ βασίλισσας Άννας, για παράδειγµα. Όµως, ακόµα και σε περιπτώσεις στις οποίες κάποιος είχε την οξυδέρκεια να διακρίνει κάποιο αδιόρατο σφάλµα –ένα στιλ σκαλίσµατος ή ένα είδος ξύλου που αποτελούσε αναχρονισµό σε σχέση µε τον κατασκευαστή ή την περίοδο–, είχα µια δυο φορές το θράσος να ισχυριστώ ότι το κοµµάτι είχε φτιαχτεί κατά παραγγελία για έναν ξεχωριστό πελάτη, συνεπώς, αν θέλαµε να είµαστε δίκαιοι, ήταν πιο πολύτιµο από τα συνηθισµένα παρόµοια κοµµάτια. Στην ταραγµένη, κλονισµένη κατάσταση που βρισκόµουν, έστριψα σχεδόν ασυναίσθητα στην είσοδο του Σέντραλ Παρκ και πήρα το µονοπάτι για τη Μικρή Λίµνη, εκεί όπου, µαθητές του δηµοτικού, καθόµασταν πολλά απογεύµατα µε τον Άντι ντυµένοι ζεστά µε µοντγκόµερι, περιµένοντας τη µητέρα µου να µας πάρει µετά την επίσκεψη στο ζωολογικό κήπο ή να µας πάει στο σινεµά – Στο γνωστό Σηµείο Συνάντησης, ώρα δεκαεννέα ακριβώς! Δυστυχώς, στο ίδιο σηµείο έπιανα συχνά πυκνά τον εαυτό µου να περιµένει τον Τζερόµ, το βαποράκι µε το ποδήλατο που µου προµήθευε ναρκωτικά. Τα χάπια που είχα κλέψει από τη Ζάντρα τόσα χρόνια πριν µε είχαν οδηγήσει σε άσχηµες ατραπούς: οπιούχα αναλγητικά, οξυκωδόνη, µορφίνη και υδροµορφόνη (όταν κατάφερνα να βρω) τα προµηθευόµουν χρόνια τώρα από την πιάτσα. Τους τελευταίους µήνες είχα καταφέρει (περίπου) να επιβάλω στον εαυτό µου ένα πρόγραµµα χρήσης µέρα παρά µέρα (αν και η µέρα «αποχής» στην πραγµατικότητα περιλάµβανε την ελάχιστη δόση για να µην παρουσιάσω σύνδροµο στέρησης), αλλά, παρότι επίσηµα η συγκεκριµένη ήταν µέρα «αποχής», αισθανόµουν όλο και πιο χάλια. Η επήρεια από τις βότκες που είχα κατεβάσει µε τον Πλατ είχε αρχίσει να εξασθενεί και, παρότι ήξερα πολύ καλά ότι δεν είχα τίποτα πάνω µου, συνέχιζα να πασπατεύω τα ρούχα µου, µε τα δάχτυλά µου να γλιστράνε διαρκώς ψαχουλευτά από τις τσέπες του σακακιού µου σε αυτές του πανωφοριού µου. Στο πανεπιστήµιο δεν είχα καταφέρει τίποτα αξιέπαινο ή αξιοµνηµόνευτο. Τα χρόνια που είχα ζήσει στο Βέγκας µε είχαν καταστήσει ανίκανο για κάθε είδους σκληρή προσπάθεια, κι όταν αποφοίτησα επιτέλους, στα είκοσι ένα µου (µου πήρε έξι χρόνια αντί για τα προβλεπόµενα τέσσερα), το έκανα χωρίς καµία τιµητική διάκριση. «Με κάθε ειλικρίνεια, δε βλέπω και πολλά εδώ που θα δελέαζαν ένα µεταπτυχιακό πρόγραµµα να σου παραχωρήσει µια θέση», είπε η σύµβουλος σπουδών µου. «Ειδικά τη στιγµή που χρειάζεσαι οικονοµική ενίσχυση για να καλύψεις τα δίδακτρα». Δε µε πείραξε όµως. Ήξερα τι ήθελα να κάνω. Η καριέρα µου ως εµπόρου αντικών είχε ξεκινήσει από τα δεκαεφτά µου περίπου, όταν έτυχε να βρίσκοµαι στο µαγαζί ένα από τα σπάνια απογεύµατα που ο Χόµπι είχε αποφασίσει να το ανοίξει. Είχα πλέον αρχίσει να µυρίζοµαι τα οικονοµικά του προβλήµατα. Ο Γκρίσα διόλου δεν υπερέβαλλε όταν µιλούσε για «κανόνι» σε περίπτωση που ο Χόµπι συνέχιζε να συσσωρεύει εµπόρευµα χωρίς να κάνει πωλήσεις. («Θα είναι ακόµα κάτω σε εργαστήρι του, βάφοντας και σκαλίζοντας, τη µέρα που θα έρθουν να τοιχοκολλήσουν ειδοποιητήριο έξωσης στην πόρτα!») Όµως, παρά τους φακέλους από την εφορία («Ειδοποίηση Ληξιπρόθεσµης Οφειλής», «Υπενθύµιση Ληξιπρόθεσµης Οφειλής», «Δεύτερη Υπενθύµιση Ληξιπρόθεσµης Οφειλής») που είχαν αρχίσει να µαζεύονται στο τραπέζι του χολ, ανάµεσα σε καταλόγους του οίκου Christie’s και σε παλιά προγράµµατα κονσέρτων, ο Χόµπι δεν άντεχε να ανοίγει το µαγαζί για περισσότερο από µισή ώρα τη φορά, εκτός αν τύχαινε να περάσουν φίλοι. Κι όταν ερχόταν η ώρα να φύγουν οι φίλοι του, συχνά οδηγούσε στην έξοδο τους πραγµατικούς πελάτες και διπλοκλείδωνε. Γυρνώντας από το σχολείο, έβρισκα, κατά κανόνα, την πινακίδα ΚΛΕΙΣΤΟΝ κρεµασµένη στην πόρτα, ενώ υπήρχαν άνθρωποι που προσπαθούσαν να δουν µέσα από τις σκονισµένες τζαµαρίες. Το χειρότερο δε ήταν πως, όταν κατόρθωνε να ανοίξει το µαγαζί για λίγες ώρες, συχνά πήγαινε να
φτιάξει τσάι παρατώντας την πόρτα ανοιχτή και το ταµείο στην τύχη του. Και, παρότι ο Μάικ ο µεταφορέας του είχε την προνοητικότητα να κλειδώνει τις προθήκες µε τα ασηµικά και τα κοσµήµατα, ουκ ολίγες φαγιάντσες και κρύσταλλα είχαν κάνει φτερά. Μάλιστα, την εν λόγω µέρα εγώ ο ίδιος είχα ανέβει απρόσµενα στο µαγαζί για να τσακώσω µια γυµνασµένη, σπορ ντυµένη µαµά που φαινόταν να έχει µόλις βγει από ένα µάθηµα πιλάτες να χώνει στην τσάντα της ένα πρες-παπιέ. «Αυτό κάνει οχτακόσια πενήντα δολάρια», είπα, και στο άκουσµα της φωνής µου εκείνη πάγωσε και στράφηκε να µε κοιτάξει φρικαρισµένη. Στην πραγµατικότητα, το πρες-παπιέ έκανε µόλις διακόσια πενήντα δολάρια, αλλά µου έδωσε την πιστωτική της κάρτα χωρίς να πει λέξη και µε άφησε να χρεώσω το ποσό. Πιθανότατα αυτή ήταν η πρώτη επικερδής πώληση που είχε γίνει στο µαγαζί από τότε που είχε πεθάνει ο Γουέλτι, γιατί οι φίλοι του Χόµπι (και κύριοι πελάτες του) ήξεραν πολύ καλά ότι µπορούσαν να τον πείσουν να κατεβάσει την τιµή σε εξευτελιστικά επίπεδα. Ο Μάικ, που επίσης βοηθούσε κατά καιρούς στο µαγαζί, φούσκωνε συστηµατικά τις τιµές σε όλα τα κοµµάτια, αρνούµενος κατηγορηµατικά να κάνει παζάρια, µε αποτέλεσµα να πετυχαίνει ελάχιστες πωλήσεις. «Μπράβο σου!» αναφώνησε ο Χόµπι, ανοιγοκλείνοντας έκπληκτος τα µάτια στο δυνατό φως της λάµπας εργασίας του όταν κατέβηκα κάτω και τον ενηµέρωσα για τη µεγάλη µου πώληση (µια ασηµένια τσαγιέρα, στην εκδοχή που του σερβίρισα, καθώς δεν ήθελα να φανεί ότι είχα γδάρει τη γυναίκα, κι εξάλλου ήξερα ότι αδιαφορούσε για αυτά που αποκαλούσε «µικροπράγµατα» και τα οποία, όπως είχα ανακαλύψει µελετώντας τα βιβλία, αποτελούσαν τεράστιο µέρος των αποθεµάτων του µαγαζιού). «Αετίσιο µάτι η κυρία, ε; Ο Γουέλτι θα σε λάτρευε που προσέχεις τα ασηµικά του!» Από εκείνη τη στιγµή καθιέρωσα τη συνήθεια να κάθοµαι µε τα βιβλία µου στο µαγαζί τα απογεύµατα, ενόσω ο Χόµπι δούλευε στο εργαστήρι του. Στην αρχή το έκανα απλώς για διασκέδαση – τη διασκέδαση που έλειπε αβάσταχτα από τη φρικτή φοιτητική µου ζωή, όλο καφέδες στο κυλικείο και διαλέξεις για τον Βάλτερ Μπένγιαµιν. Στα χρόνια που είχαν µεσολαβήσει από το θάνατο του Γουέλτι η Χόµπαρτ και Μπλάκγουελ είχε, προφανώς, αποκτήσει τη φήµη του εύκολου στόχου για κλέφτες, και η έξαψη του να τσακώνω αυτούς τους καλοντυµένους ελαφροχέρηδες και να τους αποσπάω τεράστια ποσά για να αποφύγουν την ξεφτίλα ήταν σχεδόν σαν το ξάφρισµα, αλλά από την ανάποδη. Όµως ταυτόχρονα έµαθα και ένα πολύτιµο µάθηµα, που µου αποκαλύφθηκε βαθµιαία, µε τον καιρό, αλλά ήταν η µεγαλύτερη αλήθεια στον πυρήνα αυτής της δουλειάς, το µυστικό που κανείς δε σου έλεγε, αυτό που έπρεπε να µάθεις µόνος σου: ότι στο εµπόριο αντικών δεν υπάρχει αυτό που λέµε «ενδεδειγµένη» τιµή. Η αντικειµενική αξία –η αξία βάσει του καταλόγου– ήταν εντελώς επουσιώδης. Αν ένας πελάτης έµπαινε αδαής αλλά µε τα λεφτά στο χέρι (όπως γινόταν µε τους περισσότερους), δεν είχε σηµασία τι έλεγαν τα βιβλία, τι έλεγαν οι γνώστες, ποια παρόµοια κοµµάτια είχε διακινήσει πρόσφατα ο οίκος Christie’s. Ένα αντικείµενο –οποιοδήποτε αντικείµενο– άξιζε όσα ήταν ο άλλος πρόθυµος να δώσει για να το αποκτήσει. Έτσι, άρχισα να χτενίζω το µαγαζί και να αφαιρώ κάποια ταµπελάκια µε την τιµή (έτσι ώστε οι πελάτες να έρχονται σ’ εµένα για να ρωτήσουν) ή να αλλάζω άλλα – κάποια, όχι όλα. Το κόλπο, όπως ανακάλυψα στην πορεία µε τη µέθοδο της δοκιµής και της πλάνης, ήταν να κρατάς τουλάχιστον το ένα τέταρτο των τιµών χαµηλά και να φουσκώνεις τις υπόλοιπες, κάποιες φορές ακόµα και κατά τετρακόσια µε πεντακόσια τοις εκατό. Όλα αυτά τα χρόνια της διατήρησης των τιµών σε αφύσικα χαµηλά επίπεδα είχαν δηµιουργήσει µια πολυπληθή και
αφοσιωµένη πελατεία. Αφήνοντάς τες στα ίδια επίπεδα για το ένα τέταρτο των εµπορευµάτων, εξασφάλιζα τη συνεχόµενη αφοσίωσή τους, ενώ ταυτόχρονα παρείχα τη δυνατότητα να πετύχει κάποιος µια ευκαιρία, αν είχε το χρόνο και τη διάθεση να ψάξει. Επιπλέον, χάρη σε µια αλλόκοτη αλχηµεία, η διατήρηση των χαµηλών τιµών στο ένα τέταρτο των αντικειµένων «νοµιµοποιούσε» κατά κάποιον τρόπο τις φουσκωµένες τιµές στα υπόλοιπα. Για κάποιον ακατανόητο λόγο, µερικοί άνθρωποι έσκαγαν πιο εύκολα χίλια πεντακόσια δολάρια για µια πορσελάνινη τσαγιέρα Μάισεν αν ήταν τοποθετηµένη δίπλα σε ένα πιο λιτό αλλά εφάµιλλο κοµµάτι που πουλιόταν (δικαίως µεν, αλλά φτηνά) για λίγες µόλις εκατοντάδες. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα, και, έπειτα από χρόνια µαρασµού, η Χόµπαρτ και Μπλάκγουελ άρχισε, υπό το άγρυπνο βλέµµα µου, να παρουσιάζει κέρδη. Ωστόσο το όλο πράγµα δεν είχε τόσο να κάνει µε τα λεφτά. Μου άρεσε το παιχνίδι. Σε αντίθεση µε τον Χόµπι, ο οποίος υπέθετε, εσφαλµένα, ότι όποιος έµπαινε στο µαγαζί του συµµεριζόταν τη δική του λατρεία για τα έπιπλα και επέµενε να επισηµαίνει λεπτοµερώς τις αρετές και τα µειονεκτήµατα κάθε κοµµατιού, είχα ανακαλύψει ότι είχα την ικανότητα να δηµιουργώ ένα κλίµα ασάφειας και µυστηρίου, να µιλάω για κατώτερης αξίας αντικείµενα µε έναν τρόπο που έκανε τους ανθρώπους να τα θέλουν. Όταν πουλούσα ένα κοµµάτι εκθειάζοντάς το (τις φορές που δεν καθόµουν στα αβγά µου αφήνοντας τον ανύποπτο πελάτη να πέσει µόνος του στην παγίδα), ήταν ένα παιχνίδι για µένα το να ζυγίζω τον πελάτη και να µαντεύω τι εικόνα ήθελε να προβάλει προς τα έξω – όχι του ανθρώπου που πράγµατι ήταν (ξερόλας διακοσµητής; νοικοκυρά από το Νιου Τζέρσι; συνεσταλµένος γκέι;), αλλά αυτού που θα ήθελε να είναι. Ακόµα και στα ανώτερα κλιµάκια, ήταν ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο, καπνός και καθρέφτες: Όλοι έστηναν ένα θεατρικό σκηνικό και πρωταγωνιστούσαν στην παράστασή τους. Το κόλπο, λοιπόν, ήταν να απευθύνεσαι στην προβολή, στο φανταστικό εαυτό: το µυηµένο γνώστη, τον ευθύκριτο µπον βιβέρ, σε αντιδιαστολή µε το ανασφαλές άτοµο που στεκόταν µπροστά σου. Ήταν προτιµότερο να κρατάς µια απόσταση, να µην είσαι πολύ άµεσος. Έµαθα γρήγορα πώς να ντύνοµαι (ακριβώς στο όριο µεταξύ συντηρητικού και φανταχτερού) και πώς να χειρίζοµαι από τους πιο καλλιεργηµένους µέχρι τους πλέον ακαλλιέργητους πελάτες, µε διαφορετικές αναλογίες αβρότητας και αδιαφορίας: αντιµετωπίζοντας τον άλλο ως γνώστη και στις δύο περιπτώσεις, έτοιµος να κολακέψω ή να χάσω το ενδιαφέρον µου και να αποσυρθώ ακριβώς την κατάλληλη στιγµή. Ωστόσο µε αυτόν εδώ, τον Λούσιους Ριβ, τα είχα κάνει θάλασσα. Δεν ήξερα τι ήθελε. Φαινόταν, µάλιστα, τόσο αποφασισµένος να αγνοήσει τις απολογίες µου και να εστιάσει όλο του το µένος στον Χόµπι, ώστε είχα αρχίσει να πιστεύω ότι είχα πέσει από κακοτυχία σε κάποια προϋπάρχουσα έχθρα, αν όχι µίσος. Δεν ήθελα να ρισκάρω να αποκαλυφθεί το µυστικό στον Χόµπι αναφέροντας το όνοµα του Ριβ, αν και τρωγόµουν: Ποιος θα µπορούσε να τρέφει τόσο µεγάλη κακία ενάντια στον πιο καλοπροαίρετο και ανιδιοτελή άνθρωπο στον κόσµο; Η έρευνά µου στο διαδίκτυο δεν απέφερε κανένα αποτέλεσµα για τον Λούσιους Ριβ πέρα από µερικές άνευ σηµασίας αναφορές στις κοσµικές σελίδες, ούτε καν σε σχέση µε το Χάρβαρντ ή τη λέσχη των αποφοίτων του, τίποτα άλλο πέρα από µια απόλυτα αξιοσέβαστη διεύθυνση στην Πέµπτη Λεωφόρο. Δε βρήκα στοιχεία για συγγενικά του πρόσωπα, δεν είχε δουλειά, ούτε εµφανείς πόρους. Ήταν ηλίθιο από µέρους µου να του κόψω επιταγή – µε είχε παρασύρει η απληστία µου, αφού αποσκοπούσα στο να τεκµηριώσω µια προέλευση για το κοµµάτι. Από την άλλη, εδώ που είχαµε φτάσει, ούτε ένας φάκελος µε µετρητά κρυµµένος έντεχνα µέσα σε µια πετσέτα και σπρωγµένος προς το µέρος του στο τραπέζι αποτελούσε εγγύηση ότι θα άφηνε το θέµα να ξεχαστεί.
Στεκόµουν µε τα χέρια στις τσέπες του παλτού µου, τα γυαλιά θαµπωµένα από την ανοιξιάτικη υγρασία, να ατενίζω θλιµµένος τα λασπερά νερά της Μικρής Λίµνης: λίγες θλιβερές καφετιές πάπιες, πλαστικές σακούλες σκαλωµένες στις γύρω καλαµιές. Τα περισσότερα παγκάκια έφεραν τα ονόµατα των δωρητών που είχαν πληρώσει για αυτά (Εις µνήµην της κυρίας Ρουθ Κλάιν ή οποιουδήποτε), όµως το παγκάκι της µητέρας µου, το Σηµείο Συνάντησης, ήταν το µόνο σε αυτή τη µεριά του πάρκου στο οποίο ο ανώνυµος δωρητής είχε προτιµήσει να αφήσει ένα πιο µυστηριώδες και αισιόδοξο µήνυµα: ΑΠΑΝΤΑ ΔΥΝΑΤΑ. Ήταν το «παγκάκι της» πριν καν γεννηθώ εγώ. Από τις πρώτες κιόλας µέρες της στην πόλη καθόταν εδώ τα απογεύµατα που είχε ρεπό, µε το βιβλίο της από τη δανειστική βιβλιοθήκη, παραλείποντας ένα γεύµα όταν χρειαζόταν τα λεφτά για την είσοδο στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης ή για µια ταινία στο Paris Theatre στην 58η Οδό. Πιο κάτω, πέρα από τη Μικρή Λίµνη, εκεί που το µονοπάτι ερήµωνε και σκοτείνιαζε, εκτεινόταν η αφρόντιστη και απόµερη περιοχή όπου είχαµε σκορπίσει την τέφρα της µαζί µε τον Άντι. Εκείνος µε είχε πείσει να πάµε κρυφά µέχρι εκεί και να το κάνουµε, να σκορπίσουµε τις στάχτες της σ’ εκείνο ακριβώς το σηµείο, αψηφώντας τη σχετική απαγόρευση: – Θέλω να πω, εδώ ήταν που ερχόταν και µας συναντούσε. – Ναι, αλλά έχουν ρίξει ποντικοφάρµακο – κοίτα αυτές τις πινακίδες! – Άντε, µην αργείς. Κάν’ το τώρα. Δεν έρχεται κανείς. – Και τους θαλάσσιους λέοντες λάτρευε. Έπρεπε οπωσδήποτε να περάσουµε να τους δούµε όποτε ερχόµασταν από δω. – Ναι, αλλά σίγουρα δε θες να σκορπίσεις εκεί την τέφρα της, βροµάει ψαρίλα! Εξάλλου µε ανατριχιάζει να έχω αυτή την τεφροδόχο µέσα στο δωµάτιό µου!
[1] Ο σηµαντικότερος αντικέρ των ΗΠΑ, επιπλοποιός που είχε µεταναστεύσει από τη Λιθουανία, άνοιξε το κατάστηµά του στην Ανατολική 57η Οδό το 1905. Πολύ σύντοµα η υπογραφή του στα πιστοποιητικά γνησιότητας έγινε η απόλυτη εγγύηση. (Σ.τ.Μ.)
vi.
«ΘΕΕ ΜΟΥ!» έκανε ο Χόµπι όταν µε είδε καλά κάτω από τα φώτα. «Είσαι άσπρος σαν το πανί! Μήπως σε τριγυρίζει τίποτα;» «Εµ...» Ήταν έτοιµος να βγει, µε το παλτό ριγµένο στον πήχη του. Πίσω του στέκονταν οι Βόγκελ, απόµακροι, µε ένα φαρµακερό χαµόγελο στα χείλη. Οι σχέσεις µου µε το ζεύγος («τα όρνεα», όπως τους αποκαλούσε ο Γκρίσα) είχαν ψυχράνει ιδιαίτερα από τότε που είχα αναλάβει το µαγαζί. Γνωρίζοντας πόσα πολλά κοµµάτια είχαν σχεδόν κλέψει από τον Χόµπι µπροστά στα µάτια µου, τώρα τσιµπούσα συστηµατικά την τιµή σε οτιδήποτε υποπτευόµουν έστω ότι τους ενδιέφερε. Και ενώ η κυρία Βόγκελ –παµπόνηρη αλεπού!– είχε αρχίσει να τηλεφωνεί απευθείας στον Χόµπι, συνήθως κατάφερνα να ακυρώνω τις προσπάθειές της λέγοντας (µεταξύ άλλων) στο συνέταιρό µου ότι είχα πουλήσει το εν λόγω κοµµάτι και είχα ξεχάσει να βάλω την ένδειξη. «Έφαγες;» Μέσα στην καλοσυνάτη αφηρηµάδα και την αφέλειά του, ο Χόµπι δεν είχε πάρει είδηση ότι οι σχέσεις µου µε τους Βόγκελ ήταν κάθε άλλο παρά αγαστές. «Πάµε εδώ πιο κάτω για δείπνο. Έλα µαζί µας, αν θες». «Όχι, ευχαριστώ», απάντησα, νιώθοντας το διαπεραστικό βλέµµα της κυρίας Βόγκελ να βαραίνει πάνω µου – ψυχρό προσποιητό χαµόγελο, µάτια σαν σχισµές από αχάτη στο αφράτο πρόσωπο γερασµένης γαλατούς. Συνήθως µε ευχαριστούσε να ορθώνω το ανάστηµά µου και να της ανταποδίδω το όλο δόντια χαµόγελο, αλλά κάτω από το αµείλικτο φως του χολ ένιωθα άρρωστος και καταβεβληµένος, υποβιβασµένος κατά κάποιον τρόπο. «Λέω... να τσιµπήσω κάτι µέσα απόψε». «Δε νιώθεις καλά;» ρώτησε στεγνά ο κύριος Βόγκελ – κλασικός κύριος από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες, µε αραιά µαλλιά και γυαλιά χωρίς σκελετό, αψεγάδιαστος µε το µακρύ ναυτικό παλτό του, κι αλίµονό σου αν ήταν ο τραπεζίτης και είχες καθυστερήσει µια δόση της υποθήκης σου. «Τι κρίµα». «Τι καλά που σε συναντήσαµε», είπε η κυρία Βόγκελ, κάνοντας ένα βήµα µπροστά και απλώνοντας το τροφαντό της χέρι στο µανίκι µου. «Αλήθεια, χάρηκες µε την επίσκεψη της Πίππα; Μακάρι να είχα προλάβει να τη δω, αλλά έµαθα ότι ήταν πολύ απασχοληµένη µε το αγόρι της. Εσένα πώς σου φάνηκε ο... πώς τον είπαµε;» ρώτησε τον Χόµπι. «Έλιοτ;» «Έβερετ», απάντησε άνευρα εκείνος. «Καλό παιδί». «Ναι», συµφώνησα, γυρίζοντας από την άλλη για να βγάλω το παλτό µου. Η εµφάνιση της Πίππα, άρτι αφιχθείσας αεροπορικώς από το Λονδίνο, µαζί µε αυτό τον «Έβερετ» ήταν µια από τις χειρότερες ψυχρολουσίες της ζωής µου. Εγώ να µετράω τις µέρες και τις ώρες, να τρέµω ολόκληρος από την αϋπνία και την έξαψη, να ελέγχω το ρολόι µου κάθε πέντε λεπτά, να τινάζοµαι µέχρι το ταβάνι κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι και να πηγαίνω τρέχοντας να ανοίξω, και εκείνη να εµφανίζεται χεράκι χεράκι µε αυτό τον ξενέρωτο Εγγλέζο; «Και µε τι είπες ότι ασχολείται; Είναι κι αυτός µουσικός;» «Μουσικός αρχειοθέτης µάλλον», είπε ο Χόµπι. «Δεν ξέρω τι σηµαίνει αυτό στις µέρες µας, µε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τις βάσεις δεδοµένων και τα σχετικά».
«Ω, είµαι σίγουρη ότι ο Θίο θα ξέρει τα πάντα», παρατήρησε εκείνη. «Όχι, δε θα το έλεγα». «Κυβερνοαρχειοθέτης;» πετάχτηκε ο κύριος Βόγκελ, ξεσπώντας σε ένα ασυνήθιστα τσιριχτό και εύθυµο γέλιο. Στράφηκε προς το µέρος µου. «Αληθεύει αυτό που λένε, ότι οι νέοι σήµερα µπορούν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους χωρίς να πατήσουν ούτε µία φορά σε βιβλιοθήκη;» «Δεν ξέρω να σας απαντήσω». Μουσικός αρχειοθέτης! Είχε χρειαστεί να επιστρατεύσω όλη τη δύναµη της θέλησής µου για να διατηρήσω ανέκφραστο το πρόσωπό µου (καταρρέοντας µέσα µου: όλα είχαν τελειώσει) και να σφίξω αυτό το ιδρωµένο βρετανικό χέρι, Χαίρω πολύ, Έβερετ, Εσύ πρέπει να είσαι ο Θίο, έχω ακούσει τόσα για σένα, µπλα µπλα µπλα, ενώ στεκόµουν µαρµαρωµένος στην πόρτα σαν Γιάνκης που του έχουν καρφώσει την ξιφολόγχη κατάστηθα και ατενίζει τον άγνωστο που τον σκότωσε διαπερνώντας τον πέρα για πέρα. Ήταν ένας λεπτοκαµωµένος αλλά νευρώδης τύπος, µε µάτια γουρλωτά, νερόβραστος, καλόβολος, εξοργιστικά ευδιάθετος, ντυµένος µε τζιν και φούτερ µε κουκούλα, σαν έφηβος. Και το φευγαλέο απολογητικό χαµόγελό του όταν µείναµε µόνοι στο σαλόνι µε έκανε έξαλλο από οργή. Κάθε λεπτό της επίσκεψής τους ήταν ένα µαρτύριο για µένα. Δεν έχω ιδέα πώς κατάφερα να το αντέξω. Παρότι αγωνιζόµουν να µένω µακριά τους όσο περισσότερο µπορούσα (αν και µεγάλος υποκριτής, µετά βίας κατάφερνα να του φέροµαι πολιτισµένα, καθώς το καθετί πάνω του, το ροδαλό δέρµα του, τα νευρικά γελάκια του, οι τρίχες που πετάγονταν από τις µανσέτες του πουκαµίσου του, µε έκαναν να θέλω να του χιµήξω και να του σπάσω τις αλογίσιες εγγλέζικες δοντάρες του – και τι έκπληξη θα ήταν, σκεφτόµουν βλοσυρά ρίχνοντάς του δολοφονικές µατιές, αν ο γυαλάκιας πωλητής αντικών πεταγόταν όρθιος και του άλλαζε τον αδόξαστο!), όσο φιλότιµα κι αν προσπαθούσα, µου ήταν αδύνατον να κρατηθώ σε απόσταση από την Πίππα, τη γυρόφερνα σε ενοχλητικό βαθµό, και σιχαινόµουν τον εαυτό µου γι’ αυτό, τέτοια επώδυνη έξαψη µου δηµιουργούσε η εγγύτητά της: τα ξυπόλυτα πέλµατά της στο πρωινό, τα γυµνά της πόδια, η φωνή της. Το απροσδόκητο δώρο της κλεφτής µατιάς στις πάλλευκες µασχάλες της όπως τέντωνε ψηλά τα χέρια για να βγάλει το πουλόβερ της. Το µαρτύριο της αίσθησης του χεριού της πάνω στο µανίκι µου. «Γεια σου, αγαπούλα», «Γεια σου, καλέ µου». Να µε πλησιάζει από πίσω, κλείνοντάς µου τα µάτια µε τα χέρια της: Έκπληξη! Να θέλει να µάθει τα πάντα για µένα, ό,τι έκανα και δεν έκανα. Να στριµώχνεται δίπλα µου στο διθέσιο καναπέ σε στιλ βασίλισσας Άννας, τόσο κοντά, ώστε να πιέζονται οι µηροί µας. Θεέ Μεγαλοδύναµε! Τι διάβαζα; Μπορούσε να ρίξει µια µατιά στο iPod µου; Πού είχα βρει αυτό το τέλειο ρολόι χειρός; Όποτε µου χαµογελούσε, βρισκόµουν στον παράδεισο. Όµως κάθε φορά που σκαρφιζόµουν κάποιο πρόσχηµα για να βρεθούµε µόνοι οι δυο µας, τσουπ! να σου και ο Έβερετ, ντροπαλό χαµόγελο, το µπράτσο του γύρω από τους ώµους της, να καταστρέφει τα πάντα. Κουβέντες στο διπλανό δωµάτιο, µια έκρηξη γέλιου: Να µιλούσαν για µένα άραγε; Εκείνος να την αγκαλιάζει από τη µέση! Να τη φωνάζει «Πιπς»! Η µοναδική κάπως υποφερτή ή διασκεδαστική στιγµή της επίσκεψής του ήταν όταν ο Πόπτσικ –αφόρητα κτητικός τώρα στα γεράµατα– είχε πηδήξει, εντελώς απρόκλητα, και τον είχε δαγκώσει στον αντίχειρα. «Ω Θεέ µου!» Ο Χόµπι να τρέχει να φέρει οινόπνευµα, η Πίππα ανάστατη, ο Έβερετ να προσπαθεί να παραστήσει τον άνετο, ενώ ήταν ολοφάνερο ότι τα είχε δει όλα: Ναι, τα σκυλιά είναι υπέροχα ζώα! Τα λατρεύω! Απλώς δεν είχαµε ποτέ στο σπίτι, επειδή ήταν αλλεργική η µητέρα µου. Ήταν ο «φτωχός συγγενής» (δική του έκφραση) µιας παλιάς συµµαθήτριας της Πίππα. Αµερικανίδα µητέρα, ένα σωρό αδέρφια, πατέρας που δίδασκε κάποιο δυσνόητο µαθηµατικοφιλοσοφικό µάθηµα
στο Κέµπριτζ. Όπως και η Πίππα, ήταν χορτοφάγος «στα όρια του βίγκαν», απέχοντας αυστηρά από οποιοδήποτε προϊόν ζωικής προέλευσης. Για µεγάλη µου δυσαρέσκεια, αποκαλύφθηκε ότι οι δυο τους µοιράζονταν ένα διαµέρισµα (!) – εννοείται ότι εκείνος κοιµόταν στο δωµάτιό της όσο έµειναν στο σπίτι, και επί πέντε βράδια εγώ ξαγρυπνούσα γεµάτος χολή, λύσσα και θλίψη, µε τα αφτιά µου τεντωµένα για να συλλάβουν το παραµικρό θρόισµα των σεντονιών, τον ελάχιστο ψίθυρο ή στεναγµό από δίπλα. Κι όµως –αποχαιρετώντας τον Χόµπι και τους Βόγκελ (Καλά να περάσετε!) και σέρνοντας τα βήµατά µου στο διάδροµο–, τι θα µπορούσα να περιµένω, αλήθεια; Με είχε εξοργίσει, µε είχε κάνει κοµµάτια ο προσεκτικός, καλοσυνάτος τρόπος που µου µιλούσε όταν ήταν µπροστά αυτός ο «Έβερετ». «Όχι», της απάντησα, µάλλον ψυχρά, όταν µε ρώτησε αν έβγαινα µε κάποια, «ουσιαστικά όχι», παρότι στην πραγµατικότητα (και ήµουν περήφανος γι’ αυτό µε έναν απόλυτα διαυγή, αξιολύπητο τρόπο) κοιµόµουν µε δύο κοπέλες, οι οποίες, µάλιστα, αγνοούσαν η µια την ύπαρξη της άλλης. Η µια είχε γκόµενο σε άλλη πόλη, η άλλη αρραβωνιαστικό τον οποίο είχε βαρεθεί τόσο, ώστε να βάζει φραγή στις κλήσεις του όταν ήµασταν µαζί στο κρεβάτι. Και οι δύο ήταν όµορφες –ειδικά αυτή µε τον κερατά αρραβωνιαστικό την έλεγες και θεά, µια έφηβη Κάρολ Λόµπαρντ–, αλλά καµιά τους δε σήµαινε κάτι για µένα. Δεν ήταν παρά υποκατάστατα της Πίππα. Τα συναισθήµατά µου µε εξόργιζαν. Δεν άντεχα να περιφέροµαι µε την «καρδιά ραγισµένη» (αυτές οι λέξεις, δυστυχώς, ήταν οι πρώτες που µου έρχονταν στο µυαλό), ήταν βλακώδες, ήταν γλυκανάλατο και αξιολύπητο και µίζερο – Μπου χου χου, είναι στο Λονδίνο και τα ’χει µε άλλον, άντε πάρε ένα µπουκάλι κρασί και πήγαινε να πηδήξεις την «Κάρολ Λόµπαρντ», µπας και το ξεπεράσεις. Αλλά η σκέψη της µου προκαλούσε τέτοια οδύνη, ώστε δεν µπορούσα να την ξεχάσω, όπως δεν ξεχνιέται ένα δόντι που πονάει. Ήταν ακούσιο, ανεξέλεγκτο, ψυχαναγκαστικό. Χρόνια τώρα εκείνη ήταν το πρώτο πράγµα που σκεφτόµουν όταν ξυπνούσα, το τελευταίο πράγµα που µου περνούσε από το µυαλό καθώς παραδινόµουν στον ύπνο, ενώ στη διάρκεια της µέρας η θύµησή της µε στοίχειωνε, φορτική, επίµονη, προκαλώντας µου πόνο και αγωνία: Τι ώρα ήταν στο Λονδίνο; Να κάνω διαρκώς προσθαφαιρέσεις για να υπολογίσω τη διαφορά της ώρας, να ελέγχω µανιωδώς τον καιρό στο Λονδίνο στο κινητό µου, 12 βαθµοί Κελσίου, 10:12 µ.µ. και ελαφρύς υετός, εγώ στη συµβολή της Γκρίνουιτς µε την Έβδοµη Λεωφόρο, µπροστά στo σφραγισµένο µε σανίδες φαλιρισµένο Νοσοκοµείο του Αγίου Βικέντιου, καθ’ οδόν προς το κέντρο για να συναντήσω τον προµηθευτή µου, και πού να βρισκόταν άραγε τώρα η Πίππα; Στο πίσω κάθισµα ενός ταξί, για δείπνο σε κάποιο εστιατόριο, για ποτό µε ανθρώπους που δε γνώριζα, κοιµισµένη σε ένα κρεβάτι που δεν είχα δει ποτέ; Λαχταρούσα απεγνωσµένα να δω φωτογραφίες από το διαµέρισµά της για να προσθέσω κάποιες απαραίτητες λεπτοµέρειες στις φαντασιώσεις µου, αλλά ντρεπόµουν πολύ να της ζητήσω. Με µια σουβλιά πόνου, σκέφτηκα τα σεντόνια της, πώς να ήταν, τα φανταζόµουν σκουρόχρωµα, όπως συνηθίζεται στους φοιτητικούς κοιτώνες, κουβαριασµένα, άπλυτα, το σκοτεινό ληµέρι µιας φοιτήτριας, το γεµάτο φακίδες χιονάτο µάγουλό της ακουµπισµένο σε µια σκούρα καφέ ή βαθυκόκκινη µαξιλαροθήκη, η λονδρέζικη βροχή να κροταλίζει µονότονα στο παράθυρό της. Οι φωτογραφίες της που κάλυπταν τον τοίχο του διαδρόµου έξω από το υπνοδωµάτιό µου –πολλές διαφορετικές Πίππες σε πολλές διαφορετικές ηλικίες– ήταν ένα καθηµερινό µαρτύριο, πάντα απρόσµενο, πάντα καινούριο. Αλλά, παρότι προσπαθούσα να κρατάω το βλέµµα µου µακριά τους, ανέβλεπα πάντα, θαρρείς κατά λάθος, και να τη εκεί, να γελάει µε το αστείο κάποιου άλλου ή να χαµογελάει σε κάποιον που δεν ήµουν εγώ, ένας νέος σπαραγµός, µια µαχαιριά κατευθείαν στην καρδιά.
Το περίεργο ήταν πως ήξερα ότι οι περισσότεροι δεν την έβλεπαν όπως εγώ, ότι έβρισκαν το παρουσιαστικό της µάλλον αλλόκοτο, µε το µονόπαντο βήµα και την αφύσικη χλοµάδα της, τονισµένη από τα κατακόκκινα µαλλιά της. Για κάποιον ανόητο λόγο, βαυκαλιζόµουν πάντα µε τη σκέψη ότι ήµουν το µοναδικό πλάσµα στον κόσµο που µπορούσε να εκτιµήσει όλα αυτά που ήταν, ότι θα σοκαριζόταν και θα συγκινιόταν και ίσως έβλεπε τον εαυτό της µέσα από ένα εντελώς καινούριο πρίσµα αν ήξερε πόσο εκπληκτικά όµορφη ήταν στα δικά µου µάτια. Αλλά αυτό δε συνέβη ποτέ. Χολωµένος, εστίαζα την προσοχή µου στα µειονεκτήµατά της, παρατηρώντας πεισµατικά τις φωτογραφίες που την απαθανάτιζαν στις πιο άχαρες ηλικίες και από τις λιγότερο κολακευτικές γωνίες: µακριά µύτη, βαθουλωµένα µάγουλα, µάτια που (παρά το συγκλονιστικό τους χρώµα) έµοιαζαν γυµνά µε τόσο άχρωµες βλεφαρίδες – ένα είδος άχαρου θηλυκού Χακ Φιν. Κι όµως, όλες αυτές οι ατέλειες ήταν για µένα τόσο τρυφερές και ιδιαίτερες, ώστε µε έριχναν σε βαθιά απελπισία. Με ένα πανέµορφο κορίτσι θα είχα τουλάχιστον την παρηγοριά ότι δεν ήταν για τα κυβικά µου. Το γεγονός ότι µε διέγειρε και µε στοίχειωνε κι αυτή ακόµα η κοινοτοπία της υποδήλωνε –µάλλον δυσοίωνα– µια αγάπη πιο δυνατή από οποιαδήποτε σωµατική έλξη, έναν πισσόλακκο της ψυχής στον οποίο µπορεί να βολόδερνα παγιδευµένος ανώφελα για χρόνια. Γιατί στο πιο µύχιο, το πιο αµετακίνητο κοµµάτι του εαυτού µου, η λογική ήταν άχρηστη. Η Πίππα ήταν το χαµένο βασίλειο, η ακέραια, αλώβητη πλευρά µου που είχε χαθεί για πάντα µαζί µε τη µητέρα µου. Όλα πάνω της ήταν µια χιονοθύελλα σαγήνης, από τις συλλεκτικές κάρτες Αγίου Βαλεντίνου και τα κεντηµένα κινέζικα σακάκια που έκανε συλλογή µέχρι τις µινιατούρες αρωµάτων από τα οργανικά καλλυντικά Neal’s Yard Remedies. Υπήρχε πάντα κάτι εκθαµβωτικό, κάτι µαγικό στην άγνωστη µακρινή ζωή της: καντόνι Βο, Ελβετία, οδός Τοµπουκτού 23, Παρίσι, οδός Μπλένεµ Κρέσεντ, Νότινγκ Χιλ, Λονδίνο, επιπλωµένα δωµάτια σε χώρες που δεν είχα δει ποτέ. Προφανώς, αυτός ο «Έβερετ» («πανί µε πανί», κατά τα δικά του λεγόµενα) ζούσε µε τα λεφτά της, ή µάλλον µε τα λεφτά του θείου Γουέλτι, η Γηραιά Ήπειρος που αποµυζά τους χυµούς της νεαρής Αµερικής, για να χρησιµοποιήσω µια φράση που είχα εντάξει στην εργασία µου για τον Χένρι Τζέιµς στο τελευταίο εξάµηνο του σχολείου. Μήπως να του συµπλήρωνα µια επιταγή για να την αφήσει ήσυχη; Μονάχος στο µαγαζί για πολλά νωθρά, δροσερά απογεύµατα, δεν αρνούµαι ότι µου πέρασε η σκέψη από το µυαλό: Πενήντα χιλιάδες αν τα µαζέψεις και φύγεις απόψε, εκατό αν δεν την ξαναδείς ποτέ. Ήταν φανερό ότι ήταν στριµωγµένος οικονοµικά. Όσο είχε µείνει εδώ, ψαχούλευε διαρκώς αγχωµένα τις τσέπες του και έκανε κάθε τόσο στάσεις σε ΑΤΜ, για να σηκώσει είκοσι δολάρια τη φορά – δηλαδή, έλεος! Ήταν σκέτη απελπισία. Απλούστατα, δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε µία στο εκατοµµύριο, να τη νοιάζεται ο κύριος Μουσικός Αρχειοθέτης όσο την αγαπούσα εγώ. Ήµασταν φτιαγµένοι ο ένας για τον άλλο. Υπήρχε µια ονειρική ορθότητα και µαγεία σε αυτό, αδιαφιλονίκητη. Η σκέψη της ήταν αρκετή για να πληµµυρίσει κάθε γωνίτσα του µυαλού µου µε άπλετο φως, να καταυγάσει θαυµαστά υπερώα που δεν ήξερα καν πως ήταν εκεί, να ανοίξει ορίζοντες που δεν υπήρχαν παρά µόνο σε συνάρτηση µαζί της. Άκουγα ξανά και ξανά τον αγαπηµένο της Άρβο Περτ σαν έναν τρόπο να νιώθω κοντά της. Και αρκούσε να αναφέρει ένα µυθιστόρηµα που είχε διαβάσει πρόσφατα για να τσακιστώ να το πάρω και να το διαβάσω ώστε να βρεθώ µέσα στις σκέψεις της. Κάποια αντικείµενα που περνούσαν από το µαγαζί (όπως ένα πιάνο Πλεγέλ ή µια παράξενη µικρή γδαρµένη ρωσική καµέα) φάνταζαν σαν απτά τεχνουργήµατα της ζωής που έπρεπε δικαιωµατικά να µοιραζόµαστε εκείνη κι εγώ. Της έγραφα µακροσκελή e-mail που έσβηνα χωρίς να στείλω ποτέ, προτιµώντας να τηρήσω πιστά το µαθηµατικό τύπο που είχα
επινοήσει για να µη γελοιοποιηθώ εντελώς στα µάτια της: πάντα τρεις αράδες µικρότερο από το δικό της µήνυµα, πάντα µία µέρα καθυστερηµένο σε σχέση µε όσες περίµενα εγώ για την απάντησή της. Κάποιες φορές, ξαπλωµένος στο κρεβάτι, αρµενίζοντας στις σπαρακτικές, ποτισµένες µε όπιο ερωτικές φαντασιώσεις µου, έκανα µαζί της µακροσκελείς συζητήσεις στις οποίες της άνοιγα την καρδιά µου: Είµαστε αχώριστοι, µας φανταζόµουν να λέµε (λιγωµένα) µε το χέρι µας ο ένας στο µάγουλο του άλλου, δε γίνεται να χωριστούµε ποτέ. Σαν εµµονοληπτικός αθέατος διώκτης, φύλαγα σαν θησαυρό µια τούφα µαλλιά στο χρώµα των φθινοπωρινών φύλλων που είχα ανασύρει από το καλάθι του µπάνιου όταν εκείνη ψαλίδισε τις αφέλειές της, καθώς και, πράγµα ακόµα πιο αξιολύπητο, ένα άπλυτο πουκάµισό της το οποίο διατηρούσε το µεθυστικό φυτικό άρωµα του ιδρώτα της. Ναι, ήταν όντως απελπισία. Και ακόµα χειρότερα: Ήταν εξευτελισµός. Να αφήνω πάντα µισάνοιχτη την πόρτα του δωµατίου µου όταν ερχόταν για επίσκεψη, µια όχι και τόσο διακριτική πρόσκληση. Ακόµα και αυτό το αξιολάτρευτο σύρσιµο στο βήµα της (σαν τη Μικρή Γοργόνα, υπερβολικά εύθραυστη για να περπατάει στη στεριά) µε τρέλαινε. Ήταν το χρυσό νήµα που διέτρεχε τα πάντα, ο φακός που µεγέθυνε το κάλλος, έτσι ώστε ο κόσµος ολόκληρος να µεταµορφώνεται σε σχέση µ’ εκείνη και µόνο εκείνη. Είχα επιχειρήσει δύο φορές να τη φιλήσω: τη µια µεθυσµένος µέσα σε ένα ταξί, την άλλη στο αεροδρόµιο, απελπισµένος στη σκέψη ότι δε θα την ξανάβλεπα για µήνες (ή –ποιος ξέρει;– ίσως και χρόνια!). «Συγνώµη», της είπα, µια ιδέα πιο αργά απ’ ό,τι θα έπρεπε για να γίνω πιστευτός. «Δεν πειράζει». «Όχι, αλήθεια, εγώ...» «Κοίτα» –γλυκό απλανές χαµόγελο– «πραγµατικά δεν πειράζει. Αλλά θα καλέσουν την πτήση µου για επιβίβαση από στιγµή σε στιγµή» (αυτό δεν ίσχυε). «Πρέπει να φύγω. Πρόσεχε τον εαυτό σου, εντάξει;» Πρόσεχε τον εαυτό σου. Μα τι στην οργή του έβρισκε αυτού του «Έβερετ»; Μπορούσα να φανταστώ πόσο αφάνταστα πληκτικό πρέπει να µε θεωρούσε, για να προτιµάει έναν τόσο χλιαρό τύπο από µένα. Κάποια µέρα, όταν κάνουµε παιδιά... Παρότι το είχε πει µισοαστειευόµενος, ένιωσα το αίµα να παγώνει στις φλέβες µου. Ήταν ακριβώς το στιλ του αξιολύπητου λαπά που βλέπεις να κυκλοφορεί φορτωµένος σαν γαϊδούρι µε πτυσσόµενες αλλαξιέρες και φορτία από πάνες και µωρουδιακά. Τα έβαζα µε τον εαυτό µου που δεν ήµουν πιο τολµηρός µαζί της, αν και, για να πω την αλήθεια, δε θα µπορούσα να την πολιορκήσω πιο δυναµικά χωρίς µια στοιχειώδη ενθάρρυνση από µέρους της. Αρκετά άβολη ήταν ήδη η κατάσταση: η διακριτικότητα του Χόµπι κάθε φορά που αναφερόταν το όνοµά της, ο επιµελώς αδιάφορος τόνος του. Ο πόθος µου για εκείνη ήταν σαν βαρύ κρυολόγηµα που κρατούσε χρόνια, παρά την πεποίθησή µου ότι µπορούσα να το ξεπεράσω ανά πάσα στιγµή. Ακόµα και µια γελάδα σαν την κυρία Βόγκελ µπορούσε να το δει. Και δεν είναι ότι η Πίππα µου είχε δώσει λάθος εντυπώσεις. Το αντίθετο: Αν νοιαζόταν για µένα έστω και λίγο, θα είχε γυρίσει στη Νέα Υόρκη αντί να µείνει στην Ευρώπη µετά το σχολείο. Όµως εγώ, για κάποιον ακατανόητο, ηλίθιο λόγο, δεν κατάφερνα να βγάλω από το µυαλό µου τον τρόπο που µε είχε κοιτάξει τη µέρα της πρώτης επίσκεψής µου, τότε που είχα καθίσει στο πλάι του κρεβατιού της. Η ανάµνηση εκείνου του απογεύµατος των παιδικών µας χρόνων µε συντηρούσε για χρόνια. Ήταν θαρρείς και, άρρωστος από µοναξιά µετά την απώλεια της µητέρας µου, είχα προσκολληθεί πάνω της σαν ορφανεµένο ζωάκι, ενώ στην πραγµατικότητα –δυνατό χειροκρότηµα στο µαλάκα!– εκείνη ήταν µαστουρωµένη για να µη νιώθει τον πόνο και αποβλακωµένη από το χτύπηµα στο κεφάλι της, έτοιµη να ανοίξει την αγκαλιά της στον πρώτο τυχόντα που θα εµφανιζόταν στην πόρτα.
Τα «όπα» µου, όπως τα αποκαλούσε ο Τζερόµ, ήταν σε ένα παλιό τσίγκινο κουτί καπνού. Κονιορτοποίησα ένα από τα προσεκτικά φυλαγµένα παλιά καλά Oxycontin µου στη µαρµάρινη επιφάνεια της σιφονιέρας µου, χώρισα γραµµές µε την κάρτα µου για τον οίκο Christie’s και, τυλίγοντας σε ρολό το πιο κολλαριστό χαρτονόµισµα στο πορτοφόλι µου, έσκυψα µε µάτια βουρκωµένα από την προσµονή: σηµείο µηδέν, µπαµ!, έντονη πικρίλα στο πίσω µέρος του λαιµού και µετά το σαρωτικό κύµα ανακούφισης που µε στέλνει να ταβλιαστώ στο κρεβάτι τη στιγµή που η οικεία γλυκιά γροθιά µε βρίσκει κατευθείαν στην καρδιά – ατόφια ευχαρίστηση, οδυνηρή και εκτυφλωτική, πολύ µακριά από τον ορυµαγδό της δυστυχίας.
vii.
ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ ΜΟΥ µε τους Μπάρµπορ ήταν θυελλώδες, µε καταρρακτώδη βροχή και ανέµους τόσο ισχυρούς, ώστε µετά βίας κατάφερνα να κρατήσω ανοιχτή την οµπρέλα µου. Ταξί στην Έκτη Λεωφόρο δεν υπήρχε ούτε για δείγµα, οι πεζοί περπατούσαν µε σκυµµένο κεφάλι, κουτουλώντας άθελά τους κάτω από τη νεροποντή. Μέσα στη µουλιασµένη υγρασία της αποβάθρας του µετρό, που θύµιζε υπόγειο καταφύγιο, σταγόνες έπεφταν µονότονα από το τσιµεντένιο ταβάνι. Όταν βγήκα, η λεωφόρος Λέξινγκτον ήταν έρηµη, χοντρές στάλες βροχής αναπηδούσαν σαν να χόρευαν στα πεζοδρόµια, ένας αληθινός κατακλυσµός που θαρρείς και ενίσχυε το θόρυβο του δρόµου. Ταξί προσπερνούσαν ολοταχώς, σηκώνοντας πίδακες από νερό. Λίγο πιο κάτω από το σταθµό µπήκα σε µια σκεπαστή αγορά να πάρω µερικά λουλούδια: κρίνους, τρία µατσάκια, αφού ένα µόνο του φαινόταν υπερβολικά µίζερο. Μέσα στο µικρό, υπερβολικά ζεστό µαγαζί το άρωµά τους µε έκανε να νιώσω δυσάρεστα, και µόνο όταν έφτασα στο ταµείο συνειδητοποίησα το λόγο: Ήταν η ίδια νοσηρή, γλυκερή µυρωδιά που θυµόµουν από την κηδεία της µητέρας µου. Βγαίνοντας ξανά στο δρόµο και διασχίζοντας τρέχοντας το πληµµυρισµένο πεζοδρόµιο προς τη λεωφόρο Παρκ –µε τα πόδια µου να πλατσουρίζουν µέσα στα παπούτσια µου, µε την παγωµένη βροχή να µε τρυπάει σαν χιλιάδες βελόνες στο πρόσωπο–, µετάνιωνα που τους είχα αγοράσει και θα τους είχα πετάξει σε κάποιο καλάθι απορριµµάτων, αλλά έβρεχε τόσο δυνατά, που δεν τολµούσα να βραδύνω το βήµα µου ούτε για µια στιγµή. Όπως στεκόµουν στο διάδροµο έξω από το διαµέρισµα των Μπάρµπορ, µε τα µαλλιά πατικωµένα στο κεφάλι µου, το θεωρητικά αδιάβροχο πανωφόρι µου να κολλάει πάνω µου λες και το είχα µουλιάσει στην µπανιέρα πριν το φορέσω, την πόρτα άνοιξε ξαφνικά ένα πληθωρικό, ανοιχτόκαρδο κολεγιόπαιδο που µου πήρε µερικές στιγµές να αναγνωρίσω. Ο Τόντι. Πριν προλάβω να απολογηθώ για το νερό που έτρεχε από πάνω µου, µε έσφιξε στην αγκαλιά του και µε χτύπησε φιλικά στην πλάτη. «Ω Θεέ µου!» έκανε, οδηγώντας µε στο σαλόνι. «Κάτσε να πάρω το πανωφόρι σου. Όσο για τους κρίνους, σίγουρα θα ξετρελαθεί η µαµά. Είναι φοβερό που σε ξαναβλέπω! Πόσος καιρός πάει;» Ήταν ψηλότερος και πιο ρωµαλέος από τον Πλατ, µε µαλλιά σε έναν ασυνήθιστα για τους Μπάρµπορ σκούρο τόνο του ξανθού και χαµόγελο ασυνήθιστα για τους Μπάρµπορ πλατύ, ειλικρινές και ζεστό, χωρίς ούτε υποψία ειρωνείας. «Τι να πω...» Η εγκαρδιότητά του, η οποία παρουσιαζόταν ως απότοκος µιας παλιάς αµοιβαίας οικειότητας που στην πραγµατικότητα δεν είχαµε µοιραστεί ποτέ, µε είχε φέρει σε αµηχανία. «Πέρασε πολύς καιρός, πράγµατι. Πρέπει να σπουδάζεις πια, σωστά;» «Ναι, στο Πανεπιστήµιο Τζόρτζταουν της Ουάσινγκτον, ήρθα για το Σαββατοκύριακο. Σπουδάζω Πολιτικές Επιστήµες, αλλά το όνειρό µου είναι να ασχοληθώ µε τη διαχείριση κάποιου µη κερδοσκοπικού οργανισµού, ίσως µε κάτι που να έχει σχέση µε τους νέους». Με το άνετο χαµόγελο του πολιτικάντη φοιτητή σε µόνιµη ετοιµότητα, ήταν ολοφάνερα ο γιος που είχε ανταποκριθεί στις υψηλές προσδοκίες που κάποτε είχαν οι γονείς του για τον Πλατ. «Και,
εντάξει, ελπίζω να µην ακουστεί πολύ αλλόκοτο αυτό που θα πω, αλλά έως ένα βαθµό το οφείλω σ’ εσένα». «Ορίστε;» «Να, εννοώ, το ότι θέλω να δουλέψω µε αναξιοπαθούντες νέους. Μου είχες κάνει πολύ µεγάλη εντύπωση, ξέρεις, τότε που έµεινες µαζί µας τόσα χρόνια πριν. Η κατάσταση στην οποία βρέθηκες σαν να µου άνοιξε τα µάτια. Γιατί ακόµα και σε αυτή τη µικρή ηλικία –πόσο ήµουν τότε, να πήγαινα στην τρίτη δηµοτικού;– µ’ έκανες να σκεφτώ ότι... αυτό ήταν που ήθελα να κάνω όταν θα µεγάλωνα, ξέρεις, κάτι που θα είχε σχέση µε τη βοήθεια σε παιδιά». «Ουάου!» έκανα, µάλλον θιγµένος από αυτό το αναξιοπαθούντες. «Για φαντάσου! Σπουδαίο αυτό». «Και είναι στ’ αλήθεια συναρπαστικό, γιατί υπάρχουν τόσοι πολλοί τρόποι να προσφέρεις σε νέους που έχουν ανάγκη. Θέλω να πω, δεν ξέρω πόσο καλά γνωρίζεις την Ουάσινγκτον, αλλά υπάρχουν ένα σωρό υποβαθµισµένες γειτονιές. Συµµετέχω σε ένα πρόγραµµα ενισχυτικής διδασκαλίας (ανάγνωσης και µαθηµατικών) σε παιδιά µε µαθησιακές δυσκολίες, ενώ το καλοκαίρι θα φύγω για Αϊτή µε άλλους εθελοντές της οργάνωσης Κατοικίες για την Ανθρωπότητα[1]...» «Αυτός είναι;» Απαλός ήχος από τακούνια στο παρκέ, ανάλαφρα δάχτυλα στο µανίκι µου, και την επόµενη στιγµή βρέθηκα στην αγκαλιά της Κίτσι, χαµογελώντας σαν χαζός στην κορυφή του ανοιχτόξανθου κεφαλιού της. «Αχ, µα εσύ είσαι µούσκεµα!» είπε, κρατώντας µε σε απόσταση τεντωµένου µπράτσου για να µε περιεργαστεί. «Στάζεις ολόκληρος! Πώς στην ευχή ήρθες, κολυµπώντας;» Είχε τη µακριά και λεπτή µύτη του κυρίου Μπάρµπορ και το καθάριο, σχεδόν αγαθιάρικο, βλέµµα του, ελάχιστα διαφορετική από τότε που ήταν ένα εννιάχρονο µαθητούδι µε ατίθασα µαλλιά και σχολική στολή και χοροπηδούσε αναψοκοκκινισµένη, παρά το ασήκωτο σακίδιο µε τα βιβλία που κουβαλούσε στην πλάτη της, µόνο που τώρα, όταν βύθισε το βλέµµα της στο δικό µου, τα έχασα βλέποντας την ψυχρή, απρόσιτη καλλονή στην οποία είχε εξελιχτεί µεγαλώνοντας. «Εγώ...» Για να κρύψω τη σύγχυσή µου, κοίταξα τον Τόντι πίσω της, που πάλευε µε το µουλιασµένο αδιάβροχο και τα λουλούδια. «Με συγχωρείτε, είναι τόσο αλλόκοτο όλο αυτό. Θέλω να πω... Εσύ, ας πούµε», είπα απευθυνόµενος στον Τόντι, «πόσων χρονών ήσουν την τελευταία φορά που σε είδα; Εφτά; Οχτώ;» «Σ’ αυτό έχεις δίκιο», συµφώνησε η Κίτσι, «το τερατάκι της οικογένειας... Είδες πώς δείχνει για άνθρωπος τώρα που µεγάλωσε; Α, Πλατ...» Ο πρωτότοκος είχε µόλις µπει στο σαλόνι, αξύριστος, µε τουίντ παντελόνι και χοντρό µάλλινο πουλόβερ, σαν κακοπαθηµένος ψαράς σε θεατρικό έργο του Τζον Μίλινγκτον Σινγκ. «Πού µας θέλει η µαµά;» «Μµµµ...» Έξυσε αµήχανα το αξύριστο µάγουλό του. «Στα ιδιαίτερά της. Δε σε πειράζει, ε;» µε ρώτησε. «Η Έτα έστρωσε ήδη το τραπέζι». Η Κίτσι έσµιξε τα φρύδια. «Ω, να πάρει! Τέλος πάντων, ας είναι. Γιατί δεν πας τα σκυλιά στην κουζίνα; Έλα», είπε σ’ εµένα, βουτώντας µε από το χέρι και τραβώντας µε στο διάδροµο µε ενθουσιώδη, σχεδόν µανιασµένη φούρια, ρίχνοντας το βάρος της µπροστά, «πάµε να σου φτιάξουµε ένα ποτό, θα το χρειαστείς». Υπήρχε κάτι από τον Άντι στη σταθερότητα του βλέµµατός της, αλλά και στο ανεπαίσθητο λαχάνιασµά της – µε το ασθµατικό του χάσµηµα να µεταφράζεται στην περίπτωσή της, ακαταµάχητα, σε χείλη θελκτικά µισάνοιχτα και ψιθυριστή φωνή πολλά υποσχόµενης στάρλετ. «Έλπιζα ότι θα µας µάζευε στην τραπεζαρία, άντε στην κουζίνα, είναι τόσο θλιβερά στο δωµάτιό της. Τι πίνεις;» µε ρώτησε, µπαίνοντας στο µπαρ δίπλα στην
οψοθήκη, όπου υπήρχαν έτοιµα µερικά ποτήρια και µια παγωνιέρα. «Λίγη από εκείνη τη Stolichnaya θα ήταν ό,τι πρέπει. Με πάγο, παρακαλώ». «Αλήθεια; Σίγουρα είσαι εντάξει µ’ αυτό; Κανείς µας δεν το πίνει... Βλέπεις, ο µπαµπάς παράγγελνε πάντα αυτή τη µάρκα» –σηκώνοντας το µπουκάλι επιδεικτικά στον αέρα– «επειδή του άρεσε η ετικέτα... πολύ ψυχροπολεµική. Για ξαναπές το...» «Stolichnaya». «Άψογη προφορά. Ούτε που θα δοκιµάσω να την πετύχω. Ξέρεις», είπε, στρέφοντας τα γκριζοπράσινα µάτια της πάνω µου, «φοβόµουν ότι δε θα ερχόσουν». «Εντάξει, βρέχει πολύ, αλλά έχουµε δει και χειρότερα». «Ναι, όµως» –ανοιγοκλείσιµο των µατιών– «νόµιζα ότι µας µισούσες». «Να σας µισώ; Όχι βέβαια!» «Όχι;» Όταν γέλασε, µαγεύτηκα ανακαλύπτοντας τη λευχαιµική ωχρότητα του Άντι µετουσιωµένη και εξωραϊσµένη ώστε να προσεγγίζει τη χιονάτη λάµψη πριγκίπισσας του Ντίσνεϊ. «Μα ήµουν τόσο απαίσια!» «Δε µ’ ένοιαζε». «Καλώς». Ύστερα από µια υπερβολικά παρατεταµένη παύση, έστρεψε και πάλι την προσοχή της στα ποτά. «Σου φερόµασταν ελεεινά», είπε άτονα. «Ο Τοντ κι εγώ». «Έλα τώρα! Πιτσιρίκια ήσασταν». «Ναι, αλλά» –δαγκώνοντας το κάτω χείλι της– «θα µπορούσαµε να σου φερόµαστε πιο ανθρώπινα. Ειδικά έπειτα απ’ ό,τι σου είχε συµβεί. Και τώρα... θέλω να πω, µε τον µπαµπά και τον Άντι...» Περίµενα να συνεχίσει, καθώς έδινε την εντύπωση ότι προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε λέξεις, όµως αντί γι’ αυτό εκείνη ήπιε µια γουλιά από το κρασί της (λευκό – η Πίππα έπινε κόκκινο) και µε άγγιξε στον καρπό. «Η µαµά ανυποµονεί να σε δει», είπε. «Είναι όλο έξαψη από το πρωί. Τι λες, πάµε;» «Βεβαίως». Πολύ πολύ απαλά, πέρασα το χέρι µου µέσα από τον αγκώνα της, όπως είχα δει να κάνει ο κύριος Μπάρµπορ µε τους επισκέπτες του «γένους θηλυκού», και την οδήγησα προς την άλλη άκρη του διαδρόµου.
[1] Habitat for Humanity: Διεθνής µη κυβερνητικός, µη κερδοσκοπικός οργανισµός που ιδρύθηκε το 1976 µε σκοπό την παροχή απλών, προσιτών κατοικιών σε φτωχές οικογένειες σε όλο τον κόσµο. (Σ.τ.Μ.)
viii.
Η ΒΡΑΔΙΑ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΣΥΝΤΗΞΗ παρελθόντος και παρόντος, ένας παιδικός κόσµος ως εκ θαύµατος ανέπαφος από κάποιες απόψεις, ριζικά αλλαγµένος από κάποιες άλλες, θαρρείς και το Πνεύµα των Περασµένων Χριστουγέννων και το Πνεύµα των Μελλοντικών Χριστουγέννων ήταν από κοινού οι οικοδεσπότες της βραδιάς. Όµως, παρά τη µόνιµη, οδυνηρή αιχµή της απουσίας του Άντι (Ο Άντι κι εγώ... Θυµάσαι τότε που ο Άντι...), παρά την παραδοξότητα και τον ξεπεσµό (µα αλµυρές τάρτες σε ένα πτυσσόµενο τραπέζι στο δωµάτιο της κυρίας Μπάρµπορ;), το πιο αλλόκοτο κοµµάτι της βραδιάς ήταν η µύχια, εντελώς παράλογη αίσθηση ότι είχα επιστρέψει στο σπίτι µου. Μέχρι και η Έτα, όταν πήγα στην κουζίνα για να της πω ένα γεια, έλυσε την ποδιά της και έτρεξε να µε αγκαλιάσει: «Είχα ρεπό απόψε, αλλά ζήτησα να µείνω για να σε δω». Ο Τόντι («Τοντ, παρακαλώ, δεν είµαι πια παιδί») είχε καταλάβει τη θέση του πατέρα του στην κεφαλή του τραπεζιού, κατευθύνοντας την κουβέντα µε µια κάπως αυτόµατη αλλά αναντίρρητα ειλικρινή γοητεία, αν και η κυρία Μπάρµπορ δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται να µιλήσει µε κανέναν άλλο εκτός από µένα – λίγο για τον Άντι, αλλά κυρίως για τα έπιπλα της οικογένειάς της, κάποια από τα οποία είχαν αγοραστεί από τον Ίζραελ Σακ πίσω στη δεκαετία του 1940, ενώ τα περισσότερα είχαν κληροδοτηθεί από γενιά σε γενιά από τα χρόνια της αποικιοκρατίας. Κάποια στιγµή, µάλιστα, στα µισά του γεύµατος σηκώθηκε από το τραπέζι και, πιάνοντάς µε από το χέρι, µε πήγε να µου δείξει ένα σετ καρέκλες και µια µαονένια τουαλέτα σε στιλ βασίλισσας Άννας, από το Σέιλεµ της Μασαχουσέτης, η οποία ανήκε στην οικογένεια της µητέρας της από το 1760. (Το Σέιλεµ; σκέφτηκα. Ήταν οι πρόγονοί της οι Φιπ κυνηγοί µαγισσών; Ή είχαν µάγισσες στους κόλπους τους; Εκτός από τον Άντι –µυστικοπαθή, µονήρη, αυτάρκη, ανίκανο για κάθε είδους ανειλικρίνεια, στερηµένο πλήρως τόσο από µοχθηρία όσο και από θελκτικότητα–, όλοι οι υπόλοιποι Μπάρµπορ, συµπεριλαµβανοµένου του Τοντ, είχαν κάτι ελαφρώς απόκοσµο, ένα άγρυπνο, καταχθόνιο αµάλγαµα κοσµιότητας και σκανταλιάς, που σου επέτρεπε κάλλιστα να φανταστείς τους προγόνους τους να συγκεντρώνονται νύχτα στο δάσος, να πετάνε τα συντηρητικά ρούχα τους και να ξεφαντώνουν γύρω από µια φουντωµένη παγανιστική πυρά.) Η Κίτσι κι εγώ δε µιλήσαµε πολύ –δεν είχαµε την ευκαιρία, εξαιτίας της κυρίας Μπάρµπορ–, αλλά κάθε φορά που έριχνα µια µατιά προς το µέρος της την έπιανα να µε κοιτάζει. Ο Πλατ, µε φωνή βαριά ύστερα από πέντε (ή έξι;) γενναιόδωρα τζιν µε λάιµ, µε τράβηξε παράµερα στο µπαρ µετά το δείπνο. «Παίρνει αντικαταθλιπτικά», µου είπε. «Ω;» έκανα ξαφνιασµένος. «Για την Κίτσι µιλάω. Η µαµά ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτά δε θέλει». «Τι να πω...» Ο συνωµοτικός τόνος του µε έκανε να νιώθω άβολα, σαν να ζητούσε τη γνώµη µου ή να ήθελε να εκφέρω άποψη. «Ελπίζω να της κάνουν περισσότερο καλό απ’ όσο έκαναν σ’ εµένα». Ο Πλατ πήγε να πει κάτι, αλλά το ξανασκέφτηκε. Τρέκλισε ελαφρώς προς τα πίσω. «Ω, τα καταφέρνει, φαντάζοµαι. Αλλά ήταν δύσκολα για εκείνη. Η Κιτς ήταν πολύ δεµένη
και µε τους δυο τους – ιδιαίτερα µε τον Άντι ήταν πιο κοντά από οποιονδήποτε από εµάς». «Αλήθεια;» Δε θα χαρακτήριζα ποτέ στενή τη σχέση που είχαν όταν ήταν παιδιά, αν και την έβλεπες να γυροφέρνει τον Άντι πιο συχνά απ’ ό,τι τα αδέρφια τους, έστω και µόνο για να του κλαφτεί ή για να τον πειράξει. Ο Πλατ αναστέναξε, λούζοντάς µε µε το χνότο του που µύριζε τζιν και το οποίο παραλίγο να µε κάνει να λιποθυµήσω. «Τέλος πάντων. Είναι σε άδεια απουσίας από το Γουέλσλι, δεν είναι σίγουρο πότε θα επιστρέψει, ίσως παρακολουθήσει κάποια µαθήµατα στη Νέα Σχολή εδώ, ίσως πιάσει δουλειά κάπου, της είναι πολύ δύσκολο να γυρίσει στη Μασαχουσέτη ύστερα από... καταλαβαίνεις. Βλέπονταν πολύ συχνά στο Κέµπριτζ, και, βέβαια, αισθάνεται φρικτά που δεν πήγε εκείνη να φροντίσει τον µπαµπά. Τα πήγαινε καλύτερα µαζί του από εµάς τους υπόλοιπους, αλλά ήταν καλεσµένη σ’ ένα πάρτι, κι έτσι τηλεφώνησε στον Άντι και τον παρακάλεσε να πάει αυτός στη θέση της... και...» «Ω γαµώτο!» Στεκόµουν εµβρόντητος στο µπαρ, µε την τσιµπίδα για τα παγάκια στο χέρι και µε το στοµάχι µου να συσπάται οδυνηρά στη σκέψη ότι η ζωή ενός ακόµα ανθρώπου δηλητηριαζόταν από τα Αν είχα κάνει το άλφα ή το βήτα... και Γιατί να µην... που είχαν καταστρέψει τη δική µου ζωή. «Ναι», είπε ο Πλατ, βάζοντας άλλη µια γερή δόση τζιν στο ποτήρι του. «Δύσκολη φάση». «Όπως κι αν έχει, δε θα ’πρεπε να κατηγορεί τον εαυτό της, είναι τρελό. Θέλω να πω...» συνέχισα, ενοχληµένος από το υγρό, ανέκφραστο βλέµµα που µου έριχνε ο Πλατ πάνω από το χείλος του ποτηριού του, «αν βρισκόταν στο σκάφος εκείνο το απόγευµα, απλώς θα είχε πνιγεί αυτή στη θέση του». «Όχι, δεν είναι όπως τα λες», διαφώνησε άτονα ο Πλατ. «Η Κιτς είναι αξεπέραστη ιστιοπλόος. Έχει άψογα αντανακλαστικά και πατάει γερά στη γη από µικρή. Ο Άντι... Ο Άντι σκεφτόταν τους τροχιακούς συντονισµούς του ή όποια άλλη υπολογιστική µαλακία δούλευε στο λάπτοπ του, οπότε τα ’χασε και άρχισε τα σπαστικά του την πιο κρίσιµη στιγµή. Όπως ήταν το αναµενόµενο, γαµώτο! Τέλος πάντων», συνέχισε πιο ήρεµα, χωρίς να φαίνεται να προσέχει την κατάπληξή µου για αυτό το σχόλιο, «η Κιτς περνάει πολύ δύσκολη φάση αυτό τον καιρό, όπως καταλαβαίνεις. Αν την καλούσες για δείπνο –ή κάτι, τέλος πάντων–, θα έδινες τη µεγαλύτερη χαρά του κόσµου στη µανούλα...»
ix.
ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΦΥΓΩ, περασµένες έντεκα, είχε κόψει η βροχή, οι δρόµοι γυάλιζαν από το νερό και στην πόρτα βρισκόταν ο Κένεθ ο νυχτερινός θυρωρός (ίδια βαριά βλέφαρα και χνότο που βρόµαγε ουίσκι, µεγαλύτερη κοιλιά, αλλά κατά τ’ άλλα ακριβώς όπως τον θυµόµουν). «Μη χαθείς, έτσι;» µου είπε, την ίδια ατάκα που µου πέταγε πάντα από όταν ήµουν µικρός και ερχόταν να µε πάρει η µητέρα µου ύστερα από ένα διήµερο στους Μπάρµπορ, µε την ίδια αργόσυρτη φωνή, ελάχιστα πιο ληθαργική. Ακόµα και σε ένα παραδοµένο στις φλόγες, ερειπωµένο Μανχάταν του τέλους των ηµερών µπορούσες να τον φανταστείς να ανοιγοκλείνει ευγενικά την εξώπορτα µε την κουρελιασµένη του στολή, ενώ οι Μπάρµπορ θα έκαιγαν παλιά τεύχη National Geographic για να ζεσταθούν στο διαµέρισµά τους, επιβιώνοντας µε τζιν και κονσέρβες καβουρόψιχας. Παρότι είχε διαβρώσει κάθε πτυχή της βραδιάς σαν υφέρπουσα τοξίνη, ο θάνατος του Άντι παρέµενε ένα γεγονός υπερβολικά εξωφρενικό για να το χωνέψω, αν και εξίσου παράδοξο ήταν το πόσο αναπόφευκτος φάνταζε εκ των υστέρων, πόσο αλλόκοτα προβλέψιµος, σαν να είχε γεννηθεί µε µια πάθηση που µείωνε δραµατικά το προσδόκιµο ζωής. Από εξάχρονο παιδί κιόλας –ονειροπόλο, αδέξιο, ασθµατικό, σκέτη απελπισία– ήταν λες και κουβαλούσε το στίγµα της κακοτυχίας και του πρόωρου θανάτου, σαν µια σκοτεινή αύρα που περιέβαλλε τo µικροκαµωµένο, άγαρµπο κορµί του, στοχοποιώντας τον λες και έφερε µια κοσµική επιγραφή Βάρα µε καρφιτσωµένη στην πλάτη του. Κι ωστόσο ήταν αξιοσηµείωτο το πώς ο κόσµος του προχωρούσε χωλαίνοντας χωρίς εκείνον. Παράξενο, αναλογιζόµουν πηδώντας πάνω από µια λακκούβα µε νερά στην άκρη του δρόµου, πώς αρκούν µερικές ώρες για να αλλάξουν τα πάντα – ή µάλλον το παράξενο είναι να ανακαλύπτεις πως το παρόν εµπεριέχει ένα τόσο λαµπερό θραύσµα του ζωντανού παρελθόντος, παραφθαρµένο και διαβρωµένο σίγουρα, αλλά όχι κατεστραµµένο. Ο Άντι είχε σταθεί καλός απέναντί µου όταν δεν είχα κανέναν. Το λιγότερο που µπορούσα να κάνω ήταν να δείξω καλοσύνη στη µητέρα και στην αδερφή του. Δε µου περνούσε καν από το νου τότε –αν και σίγουρα το γνωρίζω τώρα– ότι είχαν µεσολαβήσει χρόνια από τότε που είχα βγει από τη νάρκη της δυστυχίας και του εγωκεντρισµού, και, µεταξύ εξαχρείωσης και έκστασης, αδράνειας και παρενθέσεων και άγριου σπαραγµού, είχαν υπάρξει πολλές µικρές, αβίαστες, καθηµερινές πράξεις καλοσύνης που παρέβλεπα. Μάλιστα, η ίδια η λέξη καλοσύνη δηµιουργούσε µια αίσθηση σαν να συνερχόσουν από το κώµα και από το µονότονο ήχο ψηφιακών µηχανηµάτων για να συνειδητοποιήσεις αόριστα γύρω σου την ύπαρξη συγκεχυµένων φωνών και απροσδιόριστων µορφών ανθρώπων.
x.
ΜΙΑ ΕΞΗ ΣΕ ΒΑΣΗ ΜΕΡΑ-ΠΑΡΑ-ΜΕΡΑ δεν παύει να είναι έξη, όπως µου θύµιζε συχνά ο Τζερόµ, ιδιαίτερα όταν δεν τηρούσα και πολύ πιστά τον κανόνα. Όµως η Νέα Υόρκη ξεχείλιζε από κάθε είδους καθηµερινούς κλειστοφοβικούς τρόµους για µένα, µε τα συνωστισµένα πλήθη και τις αναγκαστικές διαδροµές µε τον υπόγειο. Το αίσθηµα του αιφνιδιασµού από την έκρηξη δε µε είχε εγκαταλείψει ποτέ, διαρκώς περίµενα ότι θα συνέβαινε κάτι, το έψαχνα στην περιφέρεια του οπτικού µου πεδίου. Μια συγκεκριµένη σύνθεση ανθρώπων σε κάποιο δηµόσιο χώρο, µια αίσθηση κατεπείγοντος, κάποιος που µου έκοβε απότοµα το δρόµο ή βάδιζε πολύ βιαστικά σε συγκεκριµένη γωνία µ’ εµένα, οτιδήποτε µπορούσε να πυροδοτήσει τον τρόµο, προκαλώντας µου ξέφρενη ταχυκαρδία και πανικό που παρέλυε τα µέλη µου, στέλνοντάς µε να αναζητήσω το κοντινότερο παγκάκι για να σωριαστώ. Και τα παυσίπονα του µπαµπά µου, που είχαν ξεκινήσει σαν µια ανακούφιση από το σχεδόν µόνιµο άγχος µου, µου παρείχαν µια τόσο εκστατική διαφυγή, ώστε σύντοµα άρχισα να τα παίρνω για ευχαρίστηση: ένα δωράκι που έκανα στον εαυτό µου, πρώτα αποκλειστικά και µόνο τα Σαββατοκύριακα, µετά γυρίζοντας από το σχολείο, για να καταλήξω να βουτάω γουργουρίζοντας από ικανοποίηση σε αυτή την αιθέρια ευδαιµονία κάθε φορά που ήµουν λυπηµένος ή βαριόµουν (κάτι που, δυστυχώς, µου συνέβαινε πολύ συχνά). Περίπου σε αυτό το σηµείο έκανα τη συγκλονιστική ανακάλυψη ότι τα χαπάκια τα οποία αγνοούσα συστηµατικά επειδή δε µου γέµιζαν το µάτι ήταν, στην πραγµατικότητα, δέκα φορές πιο ισχυρά από τα Vicodin και τα Percocet που κατέβαζα µε τις χούφτες: Oxycontin των 80 µιλιγκράµ, αρκετά ισχυρά για να σκοτώσουν έναν παρθένο οργανισµό – πράγµα που σίγουρα εγώ δεν ήµουν πια σε εκείνο το στάδιο. Κι όταν τελικά εξαντλήθηκε ο φαινοµενικά ανεξάντλητος θησαυρός µου από καταπινόµενα οπιούχα, λίγο πριν κλείσω τα δεκαοχτώ, αναγκάστηκα να αρχίσω να αγοράζω στο δρόµο. Ακόµα και οι ντίλερ σχολίαζαν επιτιµητικά τα ποσά που ξόδευα, χιλιάδες δολάρια κάθε λίγες εβδοµάδες. Ο Τζακ (ο προκάτοχος του Τζερόµ) µε είχε κατσαδιάσει επανειληµµένα, αραγµένος στο βρόµικο πουφ από το οποίο διεξήγε τις επιχειρήσεις του, µετρώντας τα κολλαριστά από το γκισέ της τράπεζας εκατοδόλαρά µου. «Κάλλιο να τους έβαζες φωτιά και να τα ’καιγες, αδέρφι». Η ηρωίνη ήταν φτηνότερη, δεκαπέντε δολάρια το σκονάκι. Ακόµα κι αν δεν τη χτυπούσα µε ένεση –ο Τζακ είχε κάνει φιλότιµα όλους τους υπολογισµούς στο εσωτερικό του περιτυλίγµατος ενός χάµπουργκερ–, η δαπάνη θα ήταν πολύ µικρότερη, της τάξης των τετρακοσίων πενήντα δολαρίων το µήνα περίπου. Αλλά ηρωίνη έπαιρνα µόνο όταν µου πρόσφεραν – µια πρέζα εδώ, µια πρέζα εκεί. Όσο κι αν µου άρεσε, και παρότι τη λαχταρούσα συνέχεια, δεν αγόραζα ποτέ. Γιατί, απλούστατα, δε θα είχα κανένα λόγο να σταµατήσω. Με τα φαρµακευτικά σκευάσµατα, από την άλλη, το υψηλό κόστος ήταν ένας θετικός παράγοντας, αφού όχι µόνο κρατούσε τον εθισµό µου υπό έλεγχο, αλλά και µου παρείχε το τέλειο κίνητρο για να κατεβαίνω κάθε µέρα στο µαγαζί και να προσπαθώ να πουλήσω κάποιο κοµµάτι. Είναι µύθος ότι δε λειτουργείς σωστά µε τα οπιούχα. Αυτό µπορεί να ισχύει για όσους χτυπάνε ενέσεις, αλλά για κάποιον σαν εµένα, που πεταγόµουν έντροµος στο φτεροκόπηµα ενός σµήνους περιστεριών από το πεζοδρόµιο και υπέφερα από
µετατραυµατικό στρες σε βαθµό σπαστικότητας και εγκεφαλικής παράλυσης, τα χάπια ήταν το κλειδί για να µπορώ όχι απλώς να λειτουργώ, αλλά να είµαι ιδιαίτερα αποτελεσµατικός. Το αλκοόλ κάνει τους ανθρώπους άτσαλους και απρόσεκτους. Μια µατιά στον Πλατ Μπάρµπορ στο εστιατόριο J. G. Melon στην Τρίτη Λεωφόρο στις τρεις το µεσηµέρι ήταν αρκετή για να σε πείσει γι’ αυτό. Όσο για τον µπαµπά µου, ακόµα και αφού έκοψε το πιόµα, διατήρησε την αδιόρατη αδεξιότητα ενός ζαλισµένου από το µπουνίδι µποξέρ, πάντα άγαρµπος όταν έπρεπε να χειριστεί συσκευές όπως ένα κινητό τηλέφωνο ή ένα χρονοδιακόπτη κουζίνας – σαφή σηµάδια του συνδρόµου Βέρνικε-Κόρσακοφ, της διανοητικής βλάβης από τη συστηµατική κατάχρηση αλκοόλ, µιας διαταραχής νευρολογικής φύσης που δεν αποκαθίσταται ποτέ. Έκανε τους πιο εξωφρενικούς συλλογισµούς, δεν κατόρθωσε ποτέ να στεριώσει σε κάποια δουλειά. Ενώ εγώ... εντάξει, µπορεί να µην είχα σταθερή κοπέλα, ούτε και µη εθισµένους φίλους που θα µπορούσα να αναφέρω, αλλά δούλευα δώδεκα ώρες τη µέρα, τίποτα δε µε ζόριζε υπερβολικά, φορούσα κοστούµια Thom Browne, συγχρωτιζόµουν γελαστός µε ανθρώπους που θεωρούσα ανυπόφορους, κολυµπούσα δύο φορές την εβδοµάδα και περιστασιακά έπαιζα τένις, απείχα από τη ζάχαρη και τις επεξεργασµένες τροφές. Ήµουν χαλαρός και ευπαρουσίαστος, λεπτός σαν στέκα του µπιλιάρδου, δεν ενέδιδα στην αυτολύπηση ή σε αρνητικές σκέψεις οποιουδήποτε είδους, ήµουν εξαιρετικός πωλητής –όλοι συµφωνούσαν σε αυτό– και η δουλειά πήγαινε τόσο καλά, ώστε δε µου έλειπαν τα λεφτά που χαλούσα για τη δόση µου. Όχι ότι δεν είχα κάποιες διαλείψεις – αναπάντεχα ολισθήµατα κατά τα οποία έχανα πλήρως τον έλεγχο για µερικές αλλόκοτες στιγµές, σαν ντελαπάρισµα στον πάγο πάνω σε γέφυρα, οπότε συνειδητοποιούσα πόσο άσχηµα µπορούν να πάνε τα πράγµατα µέσα σε ελάχιστο χρόνο. Δεν ήταν ζήτηµα χρηµάτων, αλλά µάλλον κλιµακούµενων δόσεων, και υπήρχαν φορές που ξεχνούσα ότι είχα πουλήσει κάποια κοµµάτια ή παρέλειπα να στείλω λογαριασµούς, ο Χόµπι να µε κοιτάζει παράξενα όταν κατέβαινα στο εργαστήρι µε γυάλινο βλέµµα και εντελώς στο χάσιµο. Επίσηµα δείπνα, πελάτες... Συγνώµη, σ’ εµένα µιλούσατε; Είπατε κάτι; Όχι, λιγάκι κουρασµένος µόνο, κάποιος ιός ίσως, καλύτερα να πάω για ύπνο λίγο νωρίτερα, φίλοι µου. Είχα κληρονοµήσει τα ανοιχτόχρωµα µάτια της µητέρας µου, γεγονός που καθιστούσε αδύνατον να κρύψω τις συσταλµένες κόρες, εκτός κι αν καλυπτόµουν πίσω από µαύρα γυαλιά ηλίου στα εγκαίνια εκθέσεων σε γκαλερί – όχι πως το πρόσεχαν πολλοί από τον κύκλο του Χόµπι, µε εξαίρεση (ενίοτε) κάποιους από τους νεότερους και πιο περπατηµένους γκέι τύπους. «Είσαι άτακτο παιδί», µου είχε ψιθυρίσει στο αφτί ο µποντιµπιλντεράς συνοδός ενός πελάτη σε κάποιο επίσηµο δείπνο, φρικάροντάς µε εντελώς. Και έτρεµα κυριολεκτικά να ανεβαίνω στο λογιστήριο ενός συγκεκριµένου οίκου δηµοπρασιών, επειδή κάποιος από τους τύπους εκεί – µεγαλύτερος σε ηλικία, Άγγλος και χρήστης ο ίδιος– µου την έπεφτε διαρκώς. Φυσικά, αυτό τύχαινε και µε γυναίκες. Μάλιστα, τη µια από τις δύο κοπέλες µε τις οποίες κοιµόµουν –τη σχεδιάστρια µόδας που έκανε την πρακτική της– την είχα γνωρίσει κατά τη διάρκεια της βόλτας που είχα βγάλει τον Πόπτσικ στην πλατεία Ουάσινγκτον, και τα µόλις τριάντα δευτερόλεπτα που µοιραστήκαµε το ίδιο παγκάκι αποδείχτηκαν αρκετά για να καταλάβουµε ότι ήµασταν σε παρόµοια φάση. Όποτε άρχιζαν να ξεφεύγουν τα πράγµατα, µείωνα τη δοσολογία ή τα έκοβα όλα, εντελώς κάποιες φορές, µε µέγιστο διάστηµα αποχής τις έξι εβδοµάδες. Δεν µπορούν όλοι να το κάνουν αυτό, έλεγα στον εαυτό µου. Ήταν απλώς θέµα πειθαρχίας. Αλλά σε αυτό το σηµείο, την άνοιξη του εικοστού έκτου έτους της ζωής µου, είχα πάνω από τρία χρόνια να µείνω καθαρός για περισσότερες από τρεις συνεχόµενες µέρες. Είχα σκεφτεί πώς θα το έκοβα οριστικά, αν το αποφάσιζα: ραγδαία µείωση των δόσεων µε εφταήµερο χρονοδιάγραµµα, µπόλικη λοπεραµίδη ως υποκατάστατο· συµπληρώµατα
µαγνησίου και αµινοξέων για ανανέωση των καµένων νευροδιαβιβαστών µου· πρωτεΐνη σε σκόνη, ηλεκτρολύτες σε σκόνη, µελατονίνη (και µαριχουάνα) για τον ύπνο, καθώς και διάφορα αφεψήµατα από βότανα και φυτικά σκευάσµατα στα οποία πίστευε ακράδαντα η σχεδιάστρια µόδας µου: γλυκόριζα και γάλα γαϊδουράγκαθου, έλαιο τσουκνίδας και λυκίσκου και µαύρου κύµινου, εκχύλισµα βαλεριάνας και σκουτελλάριας. Είχα µια σακούλα από το µαγαζί µε τις υγιεινές τροφές γεµάτη µε όλα τα απαραίτητα, καταχωνιασµένη στο βάθος της ντουλάπας µου εδώ και ενάµιση χρόνο. Τα περισσότερα ήταν άθικτα, εκτός από τη µαριχουάνα, που είχε γίνει καπνός από καιρό. Το πρόβληµα (όπως ανακάλυψα ξανά και ξανά) ήταν ότι τριάντα έξι ώρες µετά, µε το σώµα σου να επαναστατεί και το υπόλοιπο της στερηµένης από οπιούχα ζωής σου να εκτείνεται ζοφερό µπροστά σου σαν διάδροµος φυλακής, χρειαζόσουν ένα ισχυρό κίνητρο για να συνεχίσεις να πορεύεσαι µες στα σκοτάδια αντί να βουτήξεις πάλι πίσω στο υπέροχο πουπουλένιο στρώµα που τόσο ανόητα είχες εγκαταλείψει. Εκείνο το βράδυ που γύρισα από τους Μπάρµπορ κατάπια µια ταµπλέτα µορφίνης βραδείας αποδέσµευσης, όπως συνήθιζα κάθε φορά που γύριζα στο σπίτι νιώθοντας γεµάτος ενοχές και είχα ανάγκη κάτι να µε φέρει στα ίσα µου: χαµηλή δόση, λιγότερη από τη µισή αυτής που χρειαζόµουν για να νιώσω οτιδήποτε, ακριβώς όση χρειαζόµουν µετά το αλκοόλ για να καταλαγιάσει η υπερδιέγερση και να µπορέσω να κοιµηθώ. Το επόµενο πρωί, υποκύπτοντας (γιατί συνήθως, όταν ξυπνούσα νιώθοντας άρρωστος το πρωί σε αυτή τη φάση του σχεδίου, έχανα την αποφασιστικότητά µου), έλιωσα τριάντα και στη συνέχεια εξήντα µιλιγκράµ Roxicodone πάνω στη µαρµάρινη επιφάνεια του κοµοδίνου, τα εισέπνευσα µε ένα κοµµένο καλαµάκι και µετά, απρόθυµος να πετάξω όσα χάπια είχαν αποµείνει (αξίας άνω των δύο χιλιάδων δολαρίων), σηκώθηκα, ντύθηκα, έπλυνα τη µύτη µου µε φυσιολογικό ορό και, αφού φύλαξα µερικές ακόµα από τις ταµπλέτες µορφίνης βραδείας αποδέσµευσης, για την περίπτωση τα «στερητικά», όπως τα έλεγε ο Τζερόµ, να γίνονταν ανυπόφορα, έριξα το τσίγκινο κουτί καπνού Redbreast Flake στην τσέπη µου και στις έξι τα ξηµερώµατα, πριν ξυπνήσει ο Χόµπι, πήρα ταξί για τις εγκαταστάσεις της εταιρείας φύλαξης πολύτιµων αντικειµένων. Το κτίριο της εταιρείας, ανοιχτό είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, θύµιζε ταφικό συγκρότηµα των Μάγια, αν παρέβλεπες τον υπάλληλο µε το κενό βλέµµα που χάζευε τηλεόραση στο γραφείο υποδοχής. Προχώρησα νευρικά µέχρι τους ανελκυστήρες. Είχα πατήσει το πόδι µου σε αυτόν το χώρο µόλις τρεις φορές µέσα σε εφτά χρόνια, πάντα µε φόβο και χωρίς ποτέ να ανέβω µέχρι τη θυρίδα, σπεύδοντας βιαστικά να πληρώσω το ενοίκιο στο γραφείο υποδοχής στο ισόγειο, πάντα µε µετρητά: ενοίκιο δύο ετών κάθε φορά, το µέγιστο που επιτρεπόταν βάσει νόµου. Ο ανελκυστήρας φορτίου απαιτούσε µαγνητική κάρτα, την οποία, ευτυχώς, είχα θυµηθεί να φέρω. Δυστυχώς, δε λειτουργούσε σωστά. Για κάµποσα λεπτά, τρέφοντας την ελπίδα ότι ο υπάλληλος ήταν υπερβολικά χαυνωµένος για να το προσέξει, στεκόµουν µέσα στο θαλαµίσκο που έχασκε ανοιχτός παλεύοντας να εισαγάγω σωστά την κάρτα στην υποδοχή, ώσπου κάποτε έκλεισαν επιτέλους οι µεταλλικές πόρτες µε έναν υπόκωφο συριγµό. Γεµάτος νευρικότητα και έχοντας την αίσθηση ότι µε παρακολουθούσαν, αποστρέφοντας το πρόσωπό µου από τη θαµπή αντανάκλασή µου στην οθόνη, ανέβηκα στον όγδοο όροφο, 8Δ, 8Ε, 8Ζ, 8Η, τοίχοι από τσιµεντόλιθους και σειρές από πανοµοιότυπες πόρτες, ένα είδος προκάτ Αιωνιότητας όπου δεν υπήρχε άλλο χρώµα πέρα από το µπεζ και δε θα επικαθόταν πουθενά σκόνη στον αιώνα τον άπαντα. 8Ρ, δύο κλειδιά και ένα λουκέτο µε συνδυασµό, 7522, τα τέσσερα τελευταία ψηφία του σταθερού τηλεφώνου του Μπόρις στο Βέγκας. Η πόρτα της θυρίδας άνοιξε µε ένα µεταλλικό
στρίγκλισµα. Και να η σακούλα από το αθλητικό κατάστηµα Paragon, µε το ταµπελάκι της σκηνής να κρέµεται απ’ έξω, King Kanopy, $43,99, άφθαρτη και ατσαλάκωτη όσο τη µέρα που την είχα φέρει, οχτώ χρόνια πριν. Και, παρότι στη θέα της µαξιλαροθήκης όπως εξείχε λίγο από τη σακούλα ένιωσα να βραχυκυκλώνω, σαν να πετάγονταν ηλεκτρικές σπίθες από τους κροτάφους µου, περισσότερο απ’ όλα µε κλόνισε η µυρωδιά, αυτή η µυρωδιά πλαστικού της κολλητικής ταινίας που είχε γίνει υπερβολικά έντονη από την κλεισούρα, µια συναισθηµατικά φορτισµένη µυρωδιά την οποία είχα χρόνια να θυµηθώ ή να σκεφτώ, η χαρακτηριστική δυσοσµία του πολυβινυλίου, που µε εξακόντισε πίσω στα εφηβικά µου χρόνια και στο αγορίστικο δωµάτιό µου στο Βέγκας: χηµικά και καινούρια µοκέτα, να κοιµάµαι και να ξυπνάω κάθε πρωί µε τον πίνακα κολληµένο στο πίσω µέρος του κεφαλαριού του κρεβατιού µου, µε την ίδια µυρωδιά κόλλας στα ρουθούνια µου. Είχα χρόνια να βγάλω τον πίνακα από τη συσκευασία του. Και µόνο για να σκίσω το περιτύλιγµα θα µου έπαιρνε δέκα µε δεκαπέντε λεπτά µε επαγγελµατικό κοπίδι, αλλά, όπως στεκόµουν εκεί συγκλονισµένος (µέσα σε µια θολούρα και σε απόλυτη σύγχυση, όπως εκείνη τη φορά που είχα φτάσει υπνοβατώντας µέχρι την πόρτα του δωµατίου της Πίππα, κι όταν ξύπνησα δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να σκεφτώ ή τι όφειλα να κάνω µετά), καθηλώθηκα από µια παρόρµηση που ελάχιστα απείχε από τη φρενίτιδα. Γιατί το να τον έχω ξανά σε απόσταση αναπνοής έπειτα από τόσο καιρό µε έφερνε ξαφνικά σε µια επικίνδυνη, µοιραία καµπή που δεν ήξερα καν ότι υπήρχε. Μέσα στις σκιές, το µουµιοποιηµένο δέµα –αυτό το λίγο που διακρινόταν– είχε µια κακοπαθηµένη, θλιβερή, αλλόκοτα προσωποποιηµένη όψη, µοιάζοντας όχι τόσο µε άψυχο αντικείµενο όσο µε δύσµοιρο ζωντανό πλάσµα, δεµένο και ανήµπορο στο σκοτάδι, ανίκανο να καλέσει σε βοήθεια και να ονειρευτεί τη λύτρωση. Είχα να βρεθώ τόσο κοντά στον πίνακα από τα δεκαοχτώ µου χρόνια, και προς στιγµήν χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλη µου την αυτοκυριαρχία για να µην τον αρπάξω, τον βάλω παραµάσχαλα και φύγω παίρνοντάς τον µαζί µου. Αλλά ένιωθα τις κάµερες ασφαλείας να βοµβίζουν πίσω µου, και, µε µια σχεδόν σπασµωδική κίνηση, πέταξα το µεταλλικό κουτί µέσα στη σακούλα µε το αντίσκηνο, έκλεισα την πόρτα και γύρισα το κλειδί. «Ρίξ’ τα στη λεκάνη της τουαλέτας και τράβα το καζανάκι, αν θες πραγµατικά να ξεκόψεις», µε είχε συµβουλέψει η Μάια, η θεά γκόµενα του Τζερόµ, «αλλιώς, θα τρέχεις σαν παλαβός σε αυτές τις εγκαταστάσεις φύλαξης που λες στις τρεις τα χαράµατα». Όµως την ώρα που έβγαινα από την πόρτα, µε το κεφάλι µου να γυρίζει και µε ένα συνεχόµενο βόµβο στα αφτιά µου, τα ναρκωτικά ήταν το τελευταίο πράγµα που είχα στο µυαλό µου. Η θέα και µόνο του σαβανωµένου πίνακα, θλιβερού και έρηµου, µε είχε κάνει κοµµάτια, σαν παρεµβολή δορυφορικού σήµατος από το παρελθόν που µπλοκάρει όλες τις άλλες εκποµπές.
xi.
ΑΝ ΚΑΙ ΟΙ (ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΑΚΕΣ ΕΣΤΩ) ΜΕΡΕΣ ΑΠΟΧΗΣ δεν είχαν αφήσει να κλιµακωθεί τροµακτικά η χρήση µου, τα «στερητικά» άρχισαν να εκδηλώνονται νωρίτερα απ’ ό,τι περίµενα και, ακόµα και µε τα χάπια που είχα φυλάξει να µετριάζουν κάπως τις συνέπειες, πέρασα τις επόµενες µέρες νιώθοντας ελεεινά: Ανακατευόµουν υπερβολικά για να φάω, φταρνιζόµουν όλη την ώρα. «Την άρπαξα, φαίνεται», είπα στον Χόµπι. «Θα το ξεπεράσω». «Όχι, αν έχεις και στοµαχικό πρόβληµα, είναι γρίπη», επέµεινε εκείνος, έχοντας µόλις επιστρέψει από το Bigelow φορτωµένος µε αντιισταµινικά και αντιδιαρροϊκά, συν κράκερ και τζιντζερέιλ από το γειτονικό ντελικατέσεν. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος... Γείτσες! Στη θέση σου θα πήγαινα να µε δει γιατρός, χωρίς πολλά πολλά». «Μια ίωση είναι µόνο». Ο Χόµπι είχε ατσάλινη κράση. Όποτε κολλούσε κάτι, έπινε ένα µπουκάλι χωνευτικό λικέρ Fernet-Branca και το περνούσε στο πόδι. «Μπορεί, αλλά είναι ζήτηµα αν έχεις βάλει µπουκιά στο στόµα σου µέρες τώρα. Δε βοηθάει σε τίποτα να προσπαθείς να ξεχαστείς µε τη δουλειά, τη στιγµή που νιώθεις χάλια». Στην πραγµατικότητα, η δουλειά βοηθούσε πολύ, αφού αποσπούσε την προσοχή µου από τα χάλια µου. Κάθε δέκα λεπτά είχα ρίγη, για να γίνω αµέσως µετά µούσκεµα στον ιδρώτα. Η µύτη µου έτρεχε, τα µάτια µου έτρεχαν, τιναζόµουν απότοµα σαν να µε χτυπούσε χαµηλής τάσης ρεύµα. Ο καιρός είχε αλλάξει, το µαγαζί ήταν γεµάτο κόσµο, ψιθύρους και πηγαινέλα, τα δέντρα που άνθιζαν στους γύρω δρόµους ήταν λευκές εκρήξεις παραληρήµατος. Τα χέρια µου ήταν σταθερά στην ταµειακή, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, αλλά µέσα µου σφάδαζα. «Το πρώτο σου “ροντέο” δεν είναι το χειρότερο», µου είχε πει η Μάια. «Γύρω στο τρίτο ή τέταρτο είναι που αρχίζεις να εύχεσαι να πεθάνεις για να ξεµπερδεύεις». Το στοµάχι µου συστρεφόταν και σπαρταρούσε σαν ψάρι στο αγκίστρι. Πόνοι παντού, µυϊκές συσπάσεις, αδύνατον να µείνω ξαπλωµένος ή να βολευτώ στο κρεβάτι, και τα βράδια, αφού έκλεινα το µαγαζί, καθόµουν αναψοκοκκινισµένος και φταρνιζόµουν µέσα σε µια µπανιέρα γεµάτη καυτό νερό, µε ένα ποτήρι τζιντζερέιλ στο ένα χέρι και το άλλο να πιέζει µια νερουλιασµένη παγοκύστη στον κρόταφό µου, ενώ ο Πόπτσικ, υπερβολικά δύσκαµπτος πια για να στέκεται µε τα µπροστινά του ποδαράκια ακουµπισµένα στο χείλος της µπανιέρας, όπως του άρεσε να κάνει παλιά, καθόταν στο χαλάκι του µπάνιου και µε παρακολουθούσε ανήσυχα. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν τόσο τροµερό όσο φοβόµουν. Αυτό που δεν περίµενα να είναι τόσο δύσκολο ήταν το λεγόµενο «ψυχολογικό κοµµάτι», όπως µε είχε προειδοποιήσει η Μάια, πραγµατικά ανυπόφορο, µια µαύρη κουρτίνα που έσταζε τρόµο. Η Μάια, ο Τζερόµ, η σχεδιάστρια µόδας γκόµενά µου, οι περισσότεροι εθισµένοι φίλοι µου έκαναν χρήση περισσότερο καιρό απ’ όσο εγώ. Κι όταν καθόµασταν όλοι «φτιαγµένοι» και συζητούσαµε για τις εµπειρίες τους από τις προσπάθειές τους να το κόψουν (γιατί τότε, προφανώς, ήταν η µόνη φάση που άντεχαν να µιλάνε για το θέµα), µε προειδοποιούσαν όλοι, και µάλιστα επανειληµµένα, ότι το πιο δύσκολο δεν ήταν τα σωµατικά συµπτώµατα, ότι, ακόµα και σε αστείες περιπτώσεις εθισµού, όπως ήταν η δική µου, η κατάθλιψη ξεπερνούσε «και το
χειρότερο εφιάλτη», και τότε εγώ χαµογελούσα ευγενικά καθώς έσκυβα στον καθρέφτη για µια µυτιά και σκεφτόµουν: Πας στοίχηµα; Αλλά η λέξη κατάθλιψη δεν ήταν η σωστή. Αυτό που βίωνα ήταν µια βουτιά στην άβυσσο που εµπεριείχε θλίψη και απέχθεια η οποία εκτεινόταν πολύ πέρα από τον ατοµικό µου µικρόκοσµο, ένα είδος βαθιάς σιχαµάρας και απέχθειας για ολόκληρη την ανθρωπότητα και για κάθε ανθρώπινη προσπάθεια από τις απαρχές του χρόνου. Η βδελυρή αποκρουστικότητα της αναπόδραστης βιολογικής τάξης. Γηρατειά, αρρώστια, θάνατος. Καµία ελπίδα διαφυγής για κανέναν. Ακόµα και οι πιο όµορφοι ήταν απλώς ώριµοι καρποί έτοιµοι να σαπίσουν. Κι όµως, οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να γαµιούνται και να διαιωνίζουν το είδος, να ξεπετάνε καινούριες φουρνιές για τον τάφο, να φέρνουν στον κόσµο όλο και περισσότερα νέα πλάσµατα για να υποφέρουν, λες και επρόκειτο για κάποιου είδους εξιλέωση, κάτι καλό ή, κατά κάποιον τρόπο, ηθικά αξιέπαινο το να σέρνουν µε το έτσι θέλω κι άλλες αθώες υπάρξεις σε αυτό το παιχνίδι από το οποίο µόνο ηττηµένος βγαίνεις. Σφαδάζοντα µωρά και νωχελικές, µακάριες µαµάδες, µαστουρωµένες από τις ορµόνες. Αχ, τι γλυκούλι! Υπέροχο! Παιδιά που τσιρίζουν και τρέχουν σαν αφηνιασµένα στην παιδική χαρά, ανυποψίαστα για τις µελλοντικές Κολάσεις που τα περιµένουν: βαρετές δουλειές και καταστροφικές υποθήκες και κακοί γάµοι και απώλεια µαλλιών και αρθροπλαστικές γοφού και µοναχικά φλιτζάνια καφέ σε ένα άδειο σπίτι και µια σακούλα κολοστοµίας στο νοσοκοµείο. Οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνονταν ικανοποιηµένοι µε το λεπτό στιλβωτικό επίχρισµα και τον έξυπνο φωτισµό της σκηνής που έκανε κάποιες φορές την εγγενή ωµότητα της ανθρώπινης τραγωδίας να φαντάζει κάπως πιο µυστηριώδης ή λιγότερο αποτρόπαιη. Έπαιζαν τζόγο και µάθαιναν γκολφ και καλλιεργούσαν κήπους και είχαν συναλλαγές στο χρηµατιστήριο και έκαναν σεξ και αγόραζαν καινούρια αυτοκίνητα και έκαναν γιόγκα και δούλευαν και προσεύχονταν και άλλαζαν διακόσµηση στα σπίτια τους και συγχύζονταν µε τις ειδήσεις και ανησυχούσαν για τα παιδιά τους και κουτσοµπόλευαν τους γείτονές τους και µελετούσαν κριτικές εστιατορίων και ίδρυαν φιλανθρωπικές οργανώσεις και υποστήριζαν πολιτικούς και παρακολουθούσαν τουρνουά τένις και αθλητικές αναµετρήσεις και δειπνούσαν και ταξίδευαν και διασκέδαζαν µε κάθε είδους ηλεκτρονικά µαραφέτια και γκατζετάκια, κατακλύζοντας ακατάπαυστα τον εαυτό τους µε πληροφορίες και κείµενα και επικοινωνία και ψυχαγωγία από κάθε κατεύθυνση µέσα στο διαρκή αγώνα τους να το ξεχάσουν: να ξεχάσουν πού βρίσκονταν, τι ήταν. Αλλά κάτω από ένα πολύ δυνατό φως δεν υπήρχε τρόπος να ξεγελαστείς. Σαπίλα πέρα για πέρα. Να αφιερώνεις το χρόνο σου στη δουλειά· να συµβάλλεις ευσυνείδητα στην αύξηση του ανθρώπινου πληθυσµού κατά τα δύο κόµµα πέντε παιδιά που σου αναλογούν· να χαµογελάς ευγενικά στο πάρτι για τη συνταξιοδότησή σου· και µετά να µασουλάς µε λύσσα τα σεντόνια σου και να πνίγεσαι µε τα ροδάκινα κοµπόστα που σε µπουκώνουν στο γηροκοµείο. Καλύτερα να µην είχες γεννηθεί ποτέ, να µην είχες επιθυµήσει ποτέ τίποτα, να µην είχες ελπίσει τίποτα. Και όλο αυτό το διανοητικό βασανιστήριο συνοδευόταν από επαναλαµβανόµενες εικόνες, µισοονειρικές, του Πόπτσικ να κείτεται αδύναµος και αποσκελετωµένος στο πλάι, µε τα πλευρά του να ανεβοκατεβαίνουν κοπιαστικά –κάπου τον είχα ξεχάσει, τον είχα εγκαταλείψει µόνο του, για κάποιο λόγο, και είχα αµελήσει να του αφήσω τροφή, πέθαινε–, ξανά και ξανά, ακόµα κι όταν βρισκόταν στο δωµάτιο µαζί µου, φλασιές που µε έκαναν να τινάζοµαι απότοµα για να τσεκάρω ένοχα: Πού είναι ο Πόπτσικ; Και αυτό, µε τη σειρά του, συνοδευόταν από ξαφνικές φλασιές που είχαν σχέση µε τη σαβανωµένη µαξιλαροθήκη κλειδωµένη µέσα στο χαλύβδινο φέρετρό της. Αδυνατούσα να θυµηθώ για ποιο λόγο είχα καταχωνιάσει τον πίνακα τόσα χρόνια πριν ή γιατί τον είχα κρατήσει για µένα, ή ακόµα και γιατί τον είχα βγάλει από το χώρο του
µουσείου. Ο χρόνος τα είχε θολώσει όλα. Ήταν κοµµάτι ενός κόσµου που δεν υπήρχε – ή µάλλον ήταν λες και εγώ ζούσα ταυτόχρονα σε δύο κόσµους, και η θυρίδα σε εκείνη την εταιρεία φύλαξης ανήκε στο φανταστικό κόσµο µάλλον παρά στον πραγµατικό. Ήταν εύκολο να ξεχάσω τη θυρίδα, να υποκριθώ ότι δεν υπήρχε καν. Την είχα ανοίξει εν µέρει προετοιµασµένος για το ενδεχόµενο να µη βρω τον πίνακα στη θέση του, παρότι ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση, πως θα ήταν ακόµα κλειδαµπαρωµένος µες στα σκοτάδια και θα µε περίµενε εσαεί, όσο δεν τον έβγαζα εγώ από κει, σαν το πτώµα κάποιου που είχα δολοφονήσει και θάψει σε κάποιο κελάρι κάπου. Το όγδοο πρωί ξύπνησα µουσκεµένος στον ιδρώτα έπειτα από τέσσερις ώρες άσχηµου ύπνου, νιώθοντας πιο άδειος κι από κολοκύθα παραµονές Χάλοουιν και πιο απελπισµένος απ’ όσο είχα νιώσει ποτέ στη ζωή µου, αλλά αρκετά σταθερός στα πόδια µου για να βγάλω τον Πόπτσικ µια βόλτα γύρω από το τετράγωνο, καταλήγοντας στην κουζίνα για να φάω το πρόγευµα της ανάρρωσης: αβγά ποσέ και αγγλικά µάφιν που ο Χόµπι µε πίεσε να κατεβάσω. «Καιρός ήταν πια». Ο ίδιος είχε τελειώσει το πρωινό του και έπλενε τα πιάτα χωρίς να βιάζεται. «Άσπρος σαν τον κρίνο – κι εγώ έτσι θα ήµουν έπειτα από µία εβδοµάδα τρώγοντας µόνο κράκερ. Αυτό που χρειάζεσαι τώρα είναι λίγος ήλιος και καθαρός αέρας. Να πάρεις το σκυλί και να πάτε για έναν ωραίο µακρινό περίπατο». «Εντάξει». Αλλά το µόνο µέρος που είχα πρόθεση να πάω ήταν κάτω στο µαγαζί, στην ησυχία και στο µισοσκόταδο. «Βλέποντας πόσο άσχηµα ήσουν, είπα να µη σ’ ενοχλήσω» –ο τόνος του σε στιλ αςγυρίσουµε-τώρα-στη-δουλειά, σε συνδυασµό µε την εγκάρδια κλίση του κεφαλιού του στο πλάι, µε έκανε να αποστρέψω αµήχανα το βλέµµα και να το καρφώσω στο πιάτο µπροστά µου– «αλλά όσο ήσουν εκτός λειτουργίας δέχτηκες κάποια τηλεφωνήµατα στο σταθερό του σπιτιού». «Μπα;» Είχα απενεργοποιήσει το κινητό µου και το είχα παρατήσει σε ένα συρτάρι. Δεν το είχα ελέγξει καν, από φόβο ότι θα έβρισκα µηνύµατα του Τζερόµ. «Συµπαθέστατο κορίτσι...» συνέχισε, ρίχνοντας µια µατιά στο µπλοκάκι του και κοιτώντας µε πάνω από τα γυαλιά του. «Ντέιζι Χόρσλι;» (Αυτό ήταν το πραγµατικό όνοµα της «Κάρολ Λόµπαρντ».) «Είπε ότι έχει πήξιµο στη δουλειά» (κωδικοποιηµένα το Κατέφτασε αρραβωνιαστικός, εξαφανίσου προσωρινά) «και να της στείλεις γραπτό µήνυµα, αν θες να επικοινωνήσεις µαζί της». «Ωραία, εντάξει, ευχαριστώ». Ο πολυαναµενόµενος γάµος της Ντέιζι, αν γινόταν τελικά, θα τελούνταν τον Ιούνιο στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου της Ουάσινγκτον, οπότε και θα µετοικούσε µόνιµα στην πρωτεύουσα µε το φίλο της. «Τηλεφώνησε και η κυρία Χίλντεσλι για το ψηλό κοµό από ξύλο κερασιάς, όχι αυτό µε το αέτωµα, το άλλο. Ακούγοντας µια καλή προσφορά –οχτώ χιλιάδες δολάρια–, δέχτηκα, ελπίζω να µη σε πειράζει, αυτό το κοµµάτι δεν αξίζει πάνω από τρεις χιλιάδες, αν θες τη γνώµη µου. Επίσης, πήρε κι αυτός ο τύπος, δύο φορές, να δεις πώς είπε πως τον λένε... Λούσιους Ριβ;» Παραλίγο να πνιγώ µε τον καφέ µου –τον πρώτο που κατάφερνα να πιω εδώ και µέρες–, αλλά ο Χόµπι δε φάνηκε να το προσέχει. «Άφησε έναν αριθµό για να τον πάρεις. Είπε ότι θα ήξερες για τι πράγµα σε θέλει. Α!» Κάθισε κάτω απότοµα, χτυπώντας ρυθµικά τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Πήρε κι ένα από τα παιδιά των Μπάρµπορ!» «Η Κίτσι;» «Όχι». Ήπιε µια γουλιά από το τσάι του. «Ο... Πλατ; Έτσι τον λένε;»
xii.
Η ΣΚΕΨΗ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΩ τον Λούσιους Ριβ χωρίς το δεκανίκι των χαπιών ήταν αρκετή για να µε στείλει πίσω στις εγκαταστάσεις της εταιρείας φύλαξης. Όσο για τους Μπάρµπορ, ούτε µε τον Πλατ ανυποµονούσα να µιλήσω. Για µεγάλη µου ανακούφιση, ήταν η Κίτσι που το σήκωσε. «Ετοιµάζουµε δείπνο για σένα», µου είπε αµέσως. «Παρακαλώ;» «Δε σ’ το είπαµε; Α, µάλλον έπρεπε να έχω τηλεφωνήσει! Τέλος πάντων, η µαµά χάρηκε τόσο πολύ που σε είδε! Θέλει να µάθει πότε θα ξανάρθεις». «Να σου πω...» «Χρειάζεσαι ειδική πρόσκληση;» «Ναι, ας το πούµε κι έτσι». «Ακούγεσαι κάπως». «Συγνώµη, τώρα συνέρχοµαι από... εεε... γρίπη». «Αλήθεια; Αχ, καηµένε µου! Εµείς χαίρουµε όλοι άκρας υγείας, άρα µάλλον δεν το κόλλησες από δω – ορίστε;» είπε σε κάποιον που ήταν µαζί της. «Θα σ’ το δώσω... Ο Πλατ µου τραβάει το ακουστικό. Τα λέµε σύντοµα». «Γεια σου, αδερφέ», είπε ο Πλατ παίρνοντας το τηλέφωνο. «Γεια», ανταπέδωσα, τρίβοντας τον κρόταφό µου, προσπαθώντας να αγνοήσω το παράδοξο τού να µε προσφωνεί ο Πλατ αδερφό. «Εγώ...» Βήµατα, µια πόρτα που έκλεισε µε γδούπο. «Θα µπω κατευθείαν στο ψητό». «Ναι;» «Έχει να κάνει µε κάποια έπιπλα», είπε µε θέρµη. «Υπάρχει περίπτωση να πουλήσεις µερικά για λογαριασµό µας;» «Φυσικά». Κάθισα. «Ποια κοµµάτια σκέφτεται να πουλήσει η µητέρα σου;» «Εδώ είναι το θέµα», έκανε µασώντας τα λόγια του. «Κοίτα, θα προτιµούσα να µη ζαλίσω τη µανούλα µε όλα αυτά, αν γίνεται. Δεν είµαι σίγουρος ότι έχει τις απαιτούµενες αντοχές, αν µε καταλαβαίνεις». «Ω...» «Αυτό που θέλω να πω είναι... έχει µαζέψει τόση σαβούρα... πράγµατα πάνω στο Μέιν και σε διάφορες αποθήκες που είναι αµφίβολο αν θα τα ξαναδεί καν, µε πιάνεις; Και δε µιλάω µόνο για έπιπλα. Υπάρχουν ασηµικά, µια συλλογή νοµισµάτων, κάποια κεραµικά που νοµίζω ότι υποτίθεται πως είναι πολύ ιδιαίτερα, αλλά, µε κάθε ειλικρίνεια, δείχνουν σκατά. Και δεν το λέω µεταφορικά. Εννοώ ότι µοιάζουν στ’ αλήθεια µε σβουνιές αγελάδας». «Καταλαβαίνεις ότι δεν µπορώ να µη ρωτήσω γιατί θέλεις να τα πουλήσεις». «Καλά, µη φανταστείς ότι υπάρχει καµιά ανάγκη», έσπευσε να µε διαβεβαιώσει. «Αλλά... να, γίνεται τόσο κτητική µε όλη αυτή την παλιατσαρία...» Έτριψα το µάτι µου. «Πλατ...»
«Θέλω να πω, απλώς κάθονται εκεί. Ένα σωρό µπαγκατέλες. Πολλές από τις οποίες µου ανήκουν κιόλας, όπως τα νοµίσµατα και κάτι παλιά πυροβόλα και τέτοια που κληροδότησε σ’ εµένα η γιαγιά. Εννοώ...» Επιτέλους, σταράτος τόνος. «Θα σου µιλήσω ανοιχτά. Έχω κι έναν άλλο τύπο µε τον οποίο συνεργάζοµαι, αλλά θα προτιµούσα πραγµατικά να δουλέψω µαζί σου. Εσύ µας ξέρεις, γνωρίζεις τη µανούλα, και σου έχω εµπιστοσύνη ότι δε θα µε ρίξεις». «Μάλιστα...» έκανα αβέβαια. Ακολούθησε µια φαινοµενικά ατέλειωτη παύση γεµάτη προσµονή –λες και διαβάζαµε κάποιο σενάριο και εκείνος περίµενε γεµάτος βεβαιότητα να ολοκληρώσω την ατάκα µου–, κατά τη διάρκεια της οποίας προσπαθούσα να βρω έναν τρόπο να ξεµπλέξω από όλο αυτό, όταν το βλέµµα µου έπεσε στο όνοµα του Λούσιους Ριβ και στον αριθµό τηλεφώνου του, γραµµένα µε τον ελεύθερο, ανεπιτήδευτο γραφικό χαρακτήρα του Χόµπι. «Εµ... κοίτα, είναι αρκετά περίπλοκο», άρχισα. «Θέλω να πω, θα πρέπει να δω τα κοµµάτια από κοντά πριν σου πω οτιδήποτε. Ναι, ξέρω», τον έκοψα όταν άρχισε να µου λέει κάτι για φωτογραφίες, «αλλά οι φωτογραφίες δεν αρκούν. Επίσης, εγώ δεν εµπορεύοµαι νοµίσµατα, ούτε το είδος των κεραµικών που ανέφερες. Ειδικά για τα νοµίσµατα πρέπει να απευθυνθείς σε κάποιον έµπορο που εξειδικεύεται σε αυτά. Στο µεταξύ όµως», κατέληξα δυναµώνοντας τη φωνή µου, καθώς εκείνος ακόµα προσπαθούσε να πει κάτι, «αν το ζήτηµα είναι να βρεθούν άµεσα µερικές χιλιάδες δολάρια, µάλλον είµαι σε θέση να βοηθήσω». Αυτό του έκλεισε το στόµα επιτέλους. «Ναι;» Έτριψα τη ράχη της µύτης µου κάτω από τα γυαλιά. «Κοίτα πώς έχει το πράγµα. Προσπαθώ να τεκµηριώσω την προέλευση ενός κοµµατιού – µιλάµε για πραγµατικό εφιάλτη, ο τύπος δε µ’ αφήνει σε ησυχία. Προσπάθησα να πάρω πίσω το κοµµάτι, και µάλιστα πληρώνοντας αδρά, αλλά φαίνεται αποφασισµένος να κάνει σαµατά. Δεν έχω ιδέα τι λόγο έχει. Τέλος πάντων, θα µε βοηθούσε, πιστεύω, αν µπορούσα να του παρουσιάσω µια απόδειξη που θα αποδείκνυε ότι αγόρασα το συγκεκριµένο κοµµάτι από άλλο συλλέκτη». «Κοίτα, η µανούλα πίνει νερό στ’ όνοµά σου», είπε ξινισµένα. «Δεν αµφιβάλλω ότι θα κάνει ό,τι της ζητήσεις». «Το θέµα είναι...» Χαµήλωσα κι άλλο τον τόνο µου, παρότι ο Χόµπι ήταν κάτω, µε τη φρέζα να δουλεύει. «Μιλάµε απόλυτα εµπιστευτικά, έτσι;» «Εννοείται». «Πραγµατικά δε βλέπω το λόγο να ανακατέψουµε τη µητέρα σου σ’ αυτό. Μπορώ να συµπληρώσω µια απόδειξη αγοράς µε παρελθοντική ηµεροµηνία. Αν όµως ο τύπος έχει κάποιες ερωτήσεις, πράγµα πολύ πιθανό, αυτό που θα ήθελα είναι να µπορώ να τον παραπέµψω σ’ εσένα, να του δώσω το τηλέφωνό σου – ξέρεις, µιλήστε µε τον πρωτότοκο γιο, η µητέρα βαρυπενθούσα, τόσο πρόσφατο το µοιραίο, µπλα µπλα µπλα...» «Ποιος είναι αυτός ο τύπος;» «Τον λένε Λούσιους Ριβ. Τον έχεις ακουστά;» «Όχι». «Τέλος πάντων, απλώς για να είσαι προετοιµασµένος, δεν αποκλείεται να γνωρίζει τη µητέρα σου, ή έστω να έχουν συναντηθεί κάπου». «Αυτό δεν είναι πρόβληµα. Η µανούλα σπάνια δέχεται ή µιλάει πια µε κόσµο». Παύση. Τον άκουσα να ανάβει τσιγάρο. «Λοιπόν, αν µε πάρει αυτός ο τύπος, τι λέω;» Του περιέγραψα το διπλό κοµό.
«Ευχαρίστως να σου στείλω φωτογραφία µε e-mail. Το χαρακτηριστικό γνώρισµα είναι ο σκαλιστός φοίνικας στην κορυφή. Το µόνο που χρειάζεται να πεις εσύ, αν σε πάρει, είναι ότι το κοµµάτι βρισκόταν στο σπίτι σου στο Μέιν, µέχρι που µου το πούλησε η µητέρα σου πριν από µερικά χρόνια. Απ’ όσο µπορείς να θυµηθείς, το είχε αγοράσει από κάποιον αντικέρ ο οποίος έχει πια αποσυρθεί, ένα γηραιό κύριο που πέθανε πριν από µερικά χρόνια, πού να θυµάσαι τ’ όνοµά του, να πάρει, πρέπει να το ψάξεις. Ωστόσο, αν γίνει πολύ φορτικός» –ήταν απίστευτο, όπως είχα µάθει, το πόσο εύκολα µπορούσες, µε λίγες κηλίδες από τσάι και µερικά λεπτά ψησίµατος σε χαµηλή θερµοκρασία στο φούρνο, να δώσεις ακόµα παλαιότερη όψη στις (αχρησιµοποίητες µέχρι στιγµής) αποδείξεις του µπλοκ από τη δεκαετία του 1960 που είχα ξετρυπώσει στα παλιατζίδικα– «είναι εφικτό να σου προµηθεύσω και αυτή την απόδειξη αγοράς». «Το ’πιασα». «Ωραία. Λοιπόν» –ψάχνοντας στα τυφλά γύρω µου για ένα τσιγάρο που, βέβαια, δεν είχα– «αν τακτοποιήσεις το θέµα από τη δική σου πλευρά, θέλω να πω, αν δεσµευτείς ότι θα µε καλύψεις σε περίπτωση που όντως τηλεφωνήσει ο τύπος, θα σου δώσω το δέκα τοις εκατό της τιµής του κοµµατιού». «Ποσό που ανέρχεται σε...» «Εφτά χιλιάδες δολάρια». Ο Πλατ γέλασε – ένα αλλόκοτα χαρωπό, ξέγνοιαστο γέλιο. «Καλά το ’λεγε ο µπαµπάς ότι όλοι εσείς του σιναφιού των αντικέρ είστε κοµπιναδόροι!»
xiii.
ΕΚΛΕΙΣΑ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ νιώθοντας σαν µεθυσµένος από την ανακούφιση. Η κυρία Μπάρµπορ είχε, αναµφίβολα, κάποιες αντίκες δεύτερης και τρίτης διαλογής, αλλά είχε και τόσα πολλά κοµµάτια άριστης ποιότητας, που µε ενοχλούσε η σκέψη ότι ο Πλατ πουλούσε πράγµατα πίσω από την πλάτη της, έχοντας µαύρα µεσάνυχτα για την αξία τους. Ήµουν βέβαιος ότι ήταν στριµωγµένος. Αν υπήρχε κάποιος που βρόµαγε από χιλιόµετρα µακριά ότι µονίµως ήταν µπλεγµένος σε απροσδιόριστες άσχηµες καταστάσεις, αυτός ήταν σίγουρα ο Πλατ. Αν και είχα χρόνια να σκεφτώ την αποβολή του από το σχολείο, το όλο πράγµα είχε αποσιωπηθεί τόσο επιµελώς, ώστε πρέπει να είχε κάνει κάτι πολύ σοβαρό, τόσο, που υπό άλλες, λιγότερο ελεγχόµενες, συνθήκες µπορεί να εµπλεκόταν και η αστυνοµία – γεγονός που, για έναν ανεξήγητο λόγο, µε καθησύχαζε ότι θα τσέπωνε το παραδάκι και θα κρατούσε το στόµα του κλειστό. Εξάλλου –και η καρδιά µου πραγµατικά αναγάλλιαζε στη σκέψη–, αν υπήρχε κάποιος που θα µπορούσε να πτοήσει ή να εκφοβίσει τον Λούσιους Ριβ, αυτός ήταν σίγουρα ο Πλατ: γεννηµένος τραµπούκος και σνοµπ παγκόσµιας κλάσης. «Ο κύριος Ριβ;» ρώτησα ευγενικά όταν σήκωσε το τηλέφωνο. «Παρακαλώ, λέγε µε Λούσιους». «Λούσιους, λοιπόν». Ο ήχος της φωνής του αρκούσε για να µε κυριέψει το µένος, αλλά το ότι είχα έναν άσο σαν τον Πλατ στο µανίκι µου µε έκανε πιο θρασύ απ’ όσο µε έπαιρνε. «Έµαθα ότι µε έψαχνες. Τι έχεις κατά νου;» «Όχι αυτό που πιστεύεις, φοβάµαι», απάντησε στη στιγµή. «Όχι;» Κατάφερα να ακουστώ αρκετά άνετος, παρότι ο τόνος του µε είχε ξαφνιάσει. «Πες µου, είµαι όλος αφτιά». «Θα προτιµούσα να τα πούµε από κοντά». «Πολύ καλά. Τι θα έλεγες να έρθεις στο κάτω Μανχάταν», έσπευσα να προτείνω, «µια και την προηγούµενη φορά είχες την ευγένεια να µε καλέσεις στη λέσχη σου;»
xiv.
ΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΠΟΥ ΔΙΑΛΕΞΑ ήταν στην Τραϊµπέκα – αρκετά µακριά από το Βίλατζ για να µην ανησυχώ µήπως πέσω τυχαία πάνω στον Χόµπι ή σε κάποιον από τους φίλους του, και µε αρκετά νεαρή πελατεία (έλπιζα) για να βρεθεί ο Ριβ έξω από τα νερά του. Φασαρία, φώτα, φωνές, στρίµωγµα: Με τις πρόσφατα φρεσκαρισµένες, αστόµωτες αισθήσεις µου, οι µυρωδιές ήταν σαρωτικές, κρασί και σκόρδο και αρώµατα και ιδρώτας, πιατέλες µε κοτόπουλο µε λεµονόχορτο που τσιτσίριζε ακόµα βγαίνοντας από την κουζίνα, και οι τιρκουάζ καναπέδες, το λαµπερό πορτοκαλί φόρεµα της κοπέλας δίπλα µου ήταν σαν βιοµηχανικά χηµικά που εκτοξεύονταν ίσια στα µάτια µου. Με το στοµάχι µου δεµένο κόµπο από το άγχος, µασουλούσα ένα αντιόξινο από το φιαλίδιο στην τσέπη µου, όταν σήκωσα το βλέµµα και είδα την πανέµορφη γαζέλα µε τα τατουάζ που εκτελούσε χρέη υπαλλήλου υποδοχής –ανέκφραστη και νωχελική– να οδηγεί αδιάφορα τον Λούσιους Ριβ στο τραπέζι µου. «Γεια χαρά», είπα, χωρίς να σηκωθώ να τον υποδεχτώ. «Χαίροµαι που σε βλέπω». Κοίταζε γύρω του µε απέχθεια. «Πρέπει οπωσδήποτε να καθίσουµε εδώ;» «Γιατί όχι;» ρώτησα στεγνά. Είχα διαλέξει επίτηδες ένα τραπέζι µες στη µέση της κίνησης, όπου η βαβούρα δεν ήταν µεν τόση ώστε να πρέπει να φωνάζουµε για να ακουστούµε, αλλά ήταν αρκετά δυνατή ώστε να γίνεται εκνευριστική. Επιπλέον, του είχα αφήσει τη θέση που χτυπούσε ο ήλιος, πέφτοντας στα δικά του µάτια. «Είναι τελείως γελοίο». «Αχ, λυπάµαι! Αν δε σου αρέσει εδώ...» Έκανα νόηµα στη νεαρή γαζέλα, που είχε επιστρέψει στο πόστο της και λικνιζόταν µπρος πίσω αφηρηµένη. Πιάνοντας το νόηµα –το εστιατόριο ήταν ασφυκτικά γεµάτο–, ο Λούσιους κάθισε απέναντί µου. Παρότι ο τρόπος που µιλούσε και κινούνταν ήταν µετρηµένος και καθωσπρέπει, το δε κοστούµι του σούπερ µοντέρνο για άντρα της ηλικίας του, το όλο παρουσιαστικό του µου έφερνε στο µυαλό ψάρι-φούσκα[1] – ή, εναλλακτικά, µασίστα σε κινούµενα σχέδια ή Καναδό έφιππο αστυνοµικό φουσκωµένο µε τρόµπα ποδηλάτου: λακκάκι στο πιγούνι, µύτη θαρρείς από ζυµάρι, στόµα σφιγµένο σε µια σχισµή, και όλα αυτά στριµωγµένα στο κέντρο ενός πλαδαρού προσώπου ξαναµµένου και κατακόκκινου σαν υπερτασικού. Όταν ήρθε το φαγητό –µια ασιατική ποικιλία µε τραγανές αψίδες από γουόν τον και τηγανητές ροδέλες κρεµµυδιού, που, κρίνοντας από την έκφρασή του, κάθε άλλο παρά τον ενθουσίασε–, άφησα να βρει εκείνος τον τρόπο να ανοίξει την κουβέντα. Το αντίγραφο της πλαστής απόδειξης αγοράς, την οποία είχα συµπληρώσει χρησιµοποιώντας µια κενή σελίδα ενός από τα παλιά µπλοκ αποδείξεων του Γουέλτι, βάζοντας ηµεροµηνία πέντε χρόνια παλιά, βρισκόταν στην εσωτερική τσέπη του σακακιού µου, αλλά δε σκόπευα να το εµφανίσω παρά µόνο αν δε µου άφηνε περιθώρια επιλογής. Είχε ζητήσει πιρούνι. Από το κάπως ύποπτο πιάτο του µε γαρίδες τεµπούρα αφαίρεσε µερικές διακοσµητικές τούφες χορταρικών και τις άφησε στην άκρη. Μετά µε κοίταξε κατάµατα. Τα µικρά, διαπεραστικά µάτια του ήταν σαν µπλε χάντρες κόντρα στο ροζ σαν
ζαµπόν πρόσωπό του. «Ξέρω για το µουσείο», είπε. «Τι ξέρεις;» ρώτησα ξαφνιασµένος. «Ω, έλα τώρα! Ξέρεις πολύ καλά για τι πράγµα µιλάω». Ένιωσα µια σουβλιά φόβου στη βάση της σπονδυλικής µου στήλης, αν και κατάφερα να κρατήσω σταθερό το βλέµµα στο πιάτο µου: άσπρο ρύζι και σοταρισµένα λαχανικά, το πιο απλό πράγµα στον κατάλογο. «Ελπίζω να µη σε πειράζει, αλλά προτιµώ να µην το συζητάω. Είναι πολύ οδυνηρό για µένα». «Ναι, το φαντάζοµαι». Το είπε µε τόσο χλευαστικό και προκλητικό τόνο, ώστε αυτή τη φορά ανάβλεψα απότοµα και τον αγριοκοίταξα. «Πέθανε η µητέρα µου, αν αυτό εννοείς». «Ναι, όντως». Παρατεταµένη παύση. «Όπως και ο Γουέλτον Μπλάκγουελ». «Σωστά». «Εντάξει, εννοώ, έγραψαν γι’ αυτό όλες οι εφηµερίδες, για το Θεό! Ένα θέµα δηµόσιου ενδιαφέροντος». Έσυρε την άκρη της γλώσσας του στο πάνω χείλος του. «Όµως αυτό που δεν µπορώ να καταλάβω εγώ είναι το εξής: Τι λόγο είχε να αφηγείται ο Τζέιµς Χόµπαρτ στους πάντες αυτή την ιστορία; Για το πώς εµφανίστηκες στο κατώφλι του µε το δαχτυλίδι του συνεταίρου του; Γιατί, αν είχε κρατήσει το στόµα του κλειστό, κανείς ποτέ δε θα µπορούσε να κάνει τη σύνδεση...» «Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις». «Κι όµως, καταλαβαίνεις θαυµάσια. Έχεις κάτι που θέλω. Κάτι που θέλουν πολλοί άνθρωποι, για την ακρίβεια». Σταµάτησα να τρώω, µε τα ξυλάκια µετέωρα κάπου στα µισά ανάµεσα στο πιάτο και στο στόµα µου. Η πρώτη, ασυλλόγιστη παρόρµησή µου ήταν να σηκωθώ και να φύγω από το εστιατόριο χωρίς λέξη, αλλά, ευτυχώς, συνειδητοποίησα σχεδόν αµέσως πόσο ηλίθιο θα ήταν αυτό. Ο Ριβ έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Δε λες τίποτα». «Επειδή δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ αυτά που λες», αντιγύρισα, παρατώντας απότοµα τα ξυλάκια στο πιάτο µου, και, σε µια στιγµιαία αναλαµπή –ήταν κάτι στη βιαιότητα της κίνησης ίσως;–, το µυαλό µου πήγε στον πατέρα µου: Πώς θα χειριζόταν αυτός τη φάση; «Φαίνεσαι πολύ αναστατωµένος. Αναρωτιέµαι γιατί». «Απλώς δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει αυτή η κουβέντα µε το κοµό. Γιατί είχα την εντύπωση ότι αυτός ήταν ο λόγος της συνάντησής µας εδώ». «Ξέρεις πάρα πολύ καλά για ποιο πράγµα µιλάω». «Όχι» –δύσπιστο γέλιο που κατάφερα να ακουστεί αυθεντικό– «φοβάµαι πως δεν ξέρω». «Θέλεις να σ’ το πω ανοιχτά; Εδώ µέσα; Πολύ καλά, δε θα σου χαλάσω το χατίρι. Βρισκόσουν µαζί µε τον Γουέλτον Μπλάκγουελ και την ανιψιά του, και οι τρεις σας στην Αίθουσα 32, κι εσύ» –αβίαστο χαµόγελο– «ήσουν το µοναδικό άτοµο που βγήκε περπατώντας από κει µέσα. Και ξέρουµε τι άλλο πέταξε επίσης από την Αίθουσα 32, έτσι δεν είναι;» Ξαφνικά ένιωσα σαν να στράγγιζε όλο το αίµα από µέσα µου. Παντού γύρω µας κροτάλισµα σερβίτσιων, γέλια, φωνές που αντηχούσαν στους επενδυµένους µε πλακάκια τοίχους. «Βλέπεις;» είπε αλαζονικά ο Ριβ και ξανάρχισε να τρώει. «Είναι πολύ απλό. Δεν πιστεύω»,
συνέχισε περιπαικτικά, αφήνοντας κάτω το πιρούνι του, «να νόµιζες πως δε θα βρισκόταν κανένας να σκεφτεί ότι ένα κι ένα κάνουν δύο; Πήρες τον πίνακα, κι όταν παρέδωσες το δαχτυλίδι στο συνέταιρο του Μπλάκγουελ, του έδωσες και τον πίνακα µαζί, δεν ξέρω για ποιο λόγο... Ναι, ναι», επέµεινε όταν επιχείρησα να τον διακόψω, µετατοπίζοντας λίγο την καρέκλα του και βάζοντας το χέρι του αντήλιο, «και κατέληξες υπό την κηδεµονία του Τζέιµς Χόµπαρτ, για όνοµα του Θεού, κατέληξες υπό την κηδεµονία του, κι εκείνος πλασάρει από τότε το µικρό σου ενθύµιο από δω κι από κει, χρησιµοποιώντας το για να αρµέγει λεφτά». Να αρµέγει λεφτά; Ο Χόµπι; « Το πλασάρει;» επανέλαβα, και µετά, ερχόµενος στα συγκαλά µου, διόρθωσα: «Πλασάρει τι;». «Κοίτα, αυτό το θέατρο, τάχα µου “δεν ξέρω για ποιο πράγµα µιλάς”, έχει καταντήσει λίγο βαρετό, δε νοµίζεις;» «Όχι, µιλάω πολύ σοβαρά. Τι διάολο θες να πεις;» Ο Ριβ σούφρωσε τα χείλη του. Φαινόταν πολύ ευχαριστηµένος µε τον εαυτό του. «Είναι καταπληκτικός πίνακας», είπε. «Μια πανέµορφη µικρή παρέκκλιση, πέρα για πέρα µοναδικός. Δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που τον είδα στο Μάουριτσχαους... Ήταν εντελώς διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο έργο εκεί – ή από οποιοδήποτε άλλο έργο της εποχής του, κατά τη γνώµη µου. Δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι φιλοτεχνήθηκε το δέκατο έβδοµο αιώνα. Είναι από τους σηµαντικότερους µικρούς πίνακες όλων των εποχών, δε συµφωνείς; Να δεις πώς το είχε πει εκείνος ο συλλέκτης...» Παύση, περιπαικτικό ύφος. «Ξέρεις, ο κριτικός τέχνης, ο Γάλλος, που τον έβγαλε από την αφάνεια... Τον βρήκε θαµµένο στην αποθήκη κάποιου ευγενούς πίσω στη δεκαετία του 1890 και έκτοτε επιδόθηκε σε “απεγνωσµένες προσπάθειες”» –προσθέτοντας τα εισαγωγικά µε την κλασική κίνηση των δαχτύλων των δύο χεριών του– «να τον αποκτήσει. “Μην ξεχνάς, πρέπει να αποκτήσω αυτή τη µικρή Καρδερίνα µε οποιοδήποτε κόστος”. Αλλά, βέβαια, δεν είναι αυτή η ρήση που εννοούσα. Αναφερόµουν στη διάσηµη. Είµαι σίγουρος ότι θα την έχεις ακουστά κι εσύ. Ύστερα από τόσον καιρό, οπωσδήποτε θα έχεις µάθει τα πάντα γύρω από τον πίνακα και την ιστορία του». Άφησα την πετσέτα µου στο τραπέζι. «Δεν ξέρω για ποιο πράγµα µιλάς». Δεν υπήρχε τίποτα άλλο που θα µπορούσα να κάνω πέρα από το να µείνω αµετακίνητος στην αρχική µου θέση. Αρνείσαι, αρνείσαι, αρνείσαι, όπως συµβούλευε ο µπαµπάς µου τον πελάτη του ως δικηγόρος µαφιόζων στο µοναδικό µεγάλο του ρόλο σε ταινία, µία σκηνή πριν τον σκοτώσουν. – Μα... αφού µε είδαν. – Θα πρέπει να ήταν κάποιος που σου έµοιαζε. – Υπάρχουν τρεις αυτόπτες µάρτυρες. – Αδιάφορο. Χρειάζονται όλοι οφθαλµίατρο. Εσύ θα επιµένεις: «Δεν ήµουν εγώ». – Θα φέρνουν ανθρώπους να καταθέσουν εναντίον µου όλη µέρα. – Εντάξει. Άσ’ τους να το κάνουν. Κάποιος είχε κατεβάσει ένα στόρι, ρίχνοντας λωρίδες σκιάς στο τραπέζι µας. Ο Ριβ, κοιτώντας µε αυτάρεσκα, κάρφωσε µια πορτοκαλιά γαρίδα και την έριξε στο στόµα του. «Θέλω να πω, έχω σπάσει το κεφάλι µου...» συνέχισε. «Ίσως µπορείς να µε βοηθήσεις εσύ: Ποιος άλλος πίνακας στις ίδιες διαστάσεις θα µπορούσε να θεωρηθεί εφάµιλλος µε αυτόν; Ίσως εκείνος ο υπέροχος µικρός Βελάσκεθ, ξέρεις, η άποψη του κήπου της έπαυλης των
Μεδίκων. Βέβαια, δεν πιάνουµε καν το θέµα της σπανιότητας». «Πες µου άλλη µια φορά, για ποιο πράγµα µιλάµε; Γιατί πραγµατικά δεν καταλαβαίνω σε τι αποσκοπεί αυτή η κουβέντα». «Καλά, εσύ συνέχισε να παριστάνεις τον ανίδεο», είπε ευγενικά, σκουπίζοντας τα χείλη µε την πετσέτα του. «Να ξέρεις, πάντως, ότι δεν ξεγελάς κανέναν. Αν και οφείλω να πω ότι είναι εξαιρετικά ανεύθυνο από µέρους σου το ότι το έχεις παραδώσει σ’ εκείνους τους άξεστους να το βάζουν ενέχυρο από δω κι από κει». Για µεγάλη µου –και απόλυτα αυθεντική– έκπληξη, είδα να ζωγραφίζεται φευγαλέα στο πρόσωπό του κάτι που θα µπορούσε να είναι απορία, για να χαθεί όµως το ίδιο ξαφνικά όσο είχε εµφανιστεί. «Δεν µπορείς να εµπιστεύεσαι κάτι τόσο πολύτιµο σε τέτοιους ανθρώπους», πρόσθεσε, µασουλώντας άλλη µια γαρίδα. «Μιλάµε για κοινούς εγκληµατίες, αδαείς». «Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ όσα λες», επέµεινα. «Όχι;» Άφησε κάτω το πιρούνι του. «Δεν πειράζει. Αυτό που προτείνω –αν αποφασίσεις ποτέ να “καταλάβεις” αυτά που λέω– είναι να σε απαλλάξω από το κοµµάτι αγοράζοντάς το». Η εµβοή στα αφτιά µου –ενθύµιο από την έκρηξη– είχε επανακάµψει δυναµικά, όπως έκανε συχνά σε στιγµές έντονου άγχους, ένας τσιριχτός βόµβος σαν κινητήρας αεροπλάνου που κατεβαίνει για προσγείωση. «Να αναφερθούµε σε συγκεκριµένο ποσό; Γιατί όχι; Νοµίζω ότι µισό εκατοµµύριο είναι δίκαιο, δεδοµένου ότι µπορώ να κάνω αυτή τη στιγµή ένα τηλεφώνηµα» –βγάζοντας από την τσέπη του το κινητό και αφήνοντάς το στο τραπέζι, κοντά στο ποτήρι του νερού του– «και να δώσω τέλος σε αυτή τη µηχανή που έχετε στήσει». Έκλεισα σφιχτά τα µάτια για µια στιγµή και µετά τα ξανάνοιξα. «Κοίτα. Δεν ξέρω πόσες φορές πρέπει να το επαναλάβω. Πραγµατικά δεν ξέρω τι έχεις στο νου σου, αλλά...» «Θα σου πω αµέσως τι έχω στο νου µου, Θίοντορ. Αυτό που έχω στο νου µου είναι η προστασία και η συντήρηση. Zητήµατα που, προφανώς, δε σηµαίνουν και πολλά για σένα ή για τους συνεργάτες σου. Ασφαλώς θα συνειδητοποιείς ότι αυτή είναι η πιο συνετή κίνηση τόσο για σένα όσο και για τον ίδιο τον πίνακα. Εντάξει, πλούτισες απ’ αυτό, αλλά οφείλεις να συµφωνήσεις ότι είναι ανευθυνότητα να συνεχίσεις να τον περιφέρεις έτσι κάτω από τόσο επισφαλείς συνθήκες». Η εντελώς απροσποίητη σύγχυσή µου στο άκουσµα αυτών των τελευταίων λόγων λειτούργησε προς όφελός µου. Ύστερα από µια µουδιασµένη παύση, έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του... «Όλα εντάξει;» ρώτησε ο κούκλος σερβιτόρος που µας εξυπηρετούσε, εµφανιζόµενος ξαφνικά. «Ναι, ναι, περίφηµα». Ο νεαρός εξαφανίστηκε, πηγαίνοντας να πιάσει κουβέντα µε την καλλονή υπάλληλο της υποδοχής. Στο µεταξύ, ο Ριβ είχε βγάλει από την τσέπη του κάµποσα διπλωµένα χαρτιά, τα οποία έσπρωξε προς το µέρος µου πάνω στο τραπέζι. Ήταν η εκτύπωση ενός άρθρου από το διαδίκτυο. Το διάβασα στα πεταχτά: FBI... διεθνείς οργανώσεις... αποτυχηµένη έφοδος... έρευνα... «Τι µαλακίες είναι αυτές;» ρώτησα, τόσο µεγαλόφωνα, ώστε η γυναίκα στο διπλανό τραπέζι τινάχτηκε ξαφνιασµένη. Ο Ριβ, απασχοληµένος µε το φαγητό του, απαξίωσε να απαντήσει. «Όχι, µιλάω σοβαρά. Τι σχέση έχει αυτό µ’ εµένα;» Σαρώνοντας θυµωµένα τη σελίδα µε το
βλέµµα –µήνυση για ανθρωποκτονία από αµέλεια: η Κάρµεν Ουιντόµπρο, οικιακή βοηθός από πρακτορείο του Μαϊάµι, νεκρή από πυρά πρακτόρων που εισέβαλαν στο σπίτι–, ετοιµαζόµουν να ξαναρωτήσω τι σχέση είχε οτιδήποτε από όλα αυτά µ’ εµένα, όταν έµεινα κάγκελο. Ένας πίνακας Μεγάλου Δασκάλου της ευρωπαϊκής ζωγραφικής που µέχρι πρόσφατα λογιζόταν κατεστραµµένος (Η Καρδερίνα, Κάρελ Φαµπρίτσιους, 1654) φηµολογείται ότι χρησιµοποιήθηκε ως ενέχυρο στη συµφωνία µε τους Κοντρέρας, αλλά, δυστυχώς, δεν ανακτήθηκε κατά την επιδροµή στην ιδιωτική έπαυλη της νότιας Φλόριντα. Αν και κλεµµένα έργα τέχνης χρησιµοποιούνται συχνά ως διαπραγµατεύσιµοι τίτλοι για την εξασφάλιση αρχικού κεφαλαίου για τη διεξαγωγή εµπορίου ναρκωτικών και όπλων, η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών απάντησε στην έντονη κριτική για αυτό που η οµάδα δίωξης εγκληµάτων κατά της πολιτιστικής κληρονοµιάς του FBI χαρακτήρισε «τσαπατσούλικο» και «ερασιτεχνικό» χειρισµό του θέµατος δηµοσιεύοντας µια δηµόσια συγνώµη για τον ατυχή θάνατο της κυρίας Ουιντόµπρο και εξηγώντας ότι οι πράκτορές της δεν είναι εκπαιδευµένοι να αναγνωρίζουν ή να ανακτούν κλεµµένα έργα τέχνης. «Σε κρίσιµες καταστάσεις όπως η δεδοµένη», δήλωσε ο Τέρνερ Σταρκ, εκπρόσωπος Τύπου της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών, «η πρώτη µας προτεραιότητα είναι πάντα η ασφάλεια πρακτόρων και πολιτών στην προσπάθειά µας να διασφαλίσουµε τη δίωξη σοβαρών παραβιάσεων του νόµου περί ελεγχόµενων ουσιών των Ηνωµένων Πολιτειών». Μετά το σάλο που προκλήθηκε, ιδιαίτερα ύστερα από τη µήνυση για τον άδικο χαµό της άτυχης οικιακής βοηθού, κυριάρχησε η απαίτηση για ευρύτερη συνεργασία ανάµεσα στις οµοσπονδιακές υπηρεσίες. «Ένα τηλεφώνηµα θα ήταν αρκετό», δήλωσε ο κύριος Χόφστεντε φον Μόλτκε, εκπρόσωπος του Τµήµατος Δίωξης Εγκληµάτων Κατά της Πολιτιστικής Κληρονοµιάς της Ιντερπόλ στη χτεσινή συνέντευξη Τύπου στη Ζυρίχη. «Αλλά το µόνο που απασχολούσε αυτούς τους ανθρώπους ήταν το πώς θα έκαναν τις συλλήψεις τους και θα πετύχαιναν τις καταδίκες στο δικαστήριο, και αυτό είναι πολύ λυπηρό, γιατί τώρα ο πίνακας εξαφανίστηκε για άλλη µια φορά, και ίσως περάσουν δεκαετίες µέχρι να ξαναεµφανιστεί». Η διακίνηση κλεµµένων πινάκων και γλυπτών είναι µια διεθνής επιχείρηση που αποτιµάται στα έξι δισεκατοµµύρια δολάρια ετησίως. Παρά το γεγονός ότι οι πληροφορίες πως εθεάθη ο πίνακας παραµένουν ανεξακρίβωτες, οι ερευνητές πιστεύουν ότι το µοναδικό στο είδος του αριστούργηµα του Ολλανδού ζωγράφου έχει ήδη φυγαδευτεί εκτός συνόρων, πιθανότατα στο Αµβούργο, όπου δεν αποκλείεται να άλλαξε χέρια για ένα κλάσµα του ανερχόµενου σε πολλά εκατοµµύρια ποσού που θα έπιανε αν έβγαινε σε δηµοπρασία...
Άφησα το χαρτί στο τραπέζι. Ο Ριβ, που είχε σταµατήσει να τρώει, µε παρακολουθούσε µε ένα ύπουλο γατίσιο χαµόγελο. Δεν ξέρω αν έφταιγε το επιτηδευµένο αυτού του αδιόρατου µειδιάµατος στο αχλαδοειδές πρόσωπό του, αλλά ξαφνικά ξέσπασα σε τρανταχτό γέλιο – το είδος του υστερικού γέλιου (τρόµος ανάµεικτος µε ανακούφιση) στο οποίο είχαµε ξεσπάσει µε τον Μπόρις εκείνη τη φορά που ο χοντρός σεκιουριτάς του εµπορικού κέντρου γλίστρησε στα γυαλισµένα πλακάκια του αίθριου καθώς µας κυνηγούσε (και ελάχιστα απείχε από το να µας πιάσει) και έσκασε κάτω σαν καρπούζι. «Πώς;» έκανε ο Ριβ. Είχε έναν πορτοκαλή λεκέ στα χείλη του από τις γαρίδες, ο γεροκαλικάντζαρος. «Βρίσκεις κάτι διασκεδαστικό σ’ όλα αυτά;» Όµως το µόνο που µπορούσα να κάνω ήταν να κουνάω το κεφάλι µου πνιγµένος στα γέλια και να κοιτάζω µε απόγνωση γύρω µου. «Χριστέ µου», έκανα ασθµαίνοντας και σκουπίζοντας τα µάτια µου, «δεν ξέρω τι να πω. Φαίνεται ότι έχεις παρακρούσεις ή... δεν ξέρω πώς αλλιώς να το εξηγήσω». Προς τιµήν του, ο Ριβ δε φάνηκε θιγµένος, αλλά ούτε και ευχαριστηµένος, βέβαια. «Όχι», συνέχισα, κουνώντας το κεφάλι. «Σοβαρά, τώρα, ζητάω συγνώµη. Δεν έπρεπε να γελάσω. Αλλά αυτή ήταν η πιο εξωφρενική µαλακία που έχω δει ποτέ!» Ο Ριβ δίπλωσε την πετσέτα του και την άφησε στο τραπέζι. «Λες ψέµατα», είπε µειλίχια. «Ίσως πιστεύεις ότι µπορείς να ξεφύγεις µπλοφάροντας, αλλά πέφτεις έξω». «Μήνυση για ανθρωποκτονία από αµέλεια; Έπαυλη στη Φλόριντα; Τι, πιστεύεις πραγµατικά πως όλα αυτά έχουν κάποια σχέση µ’ εµένα;» Με κάρφωσε µε τα µικροσκοπικά µπλε µάτια του, που πετούσαν σπίθες οργής. «Λογικέψου. Σου προσφέρω έναν τρόπο διαφυγής».
«Διαφυγής;» Μαϊάµι, Αµβούργο, και µόνο τα τοπωνύµια µε έκαναν να ξεσπάσω σε ένα πνιχτό γέλιο γεµάτο δυσπιστία. «Διαφυγής από τι;» Ο Ριβ σκούπισε τον πορτοκαλή λεκέ από τα χείλη του. «Χαίροµαι που το βρίσκεις τόσο διασκεδαστικό», είπε ατάραχα. «Γιατί είµαι έτοιµος να τηλεφωνήσω σ’ αυτό τον κύριο από την οµάδα δίωξης εγκληµάτων κατά της πολιτιστικής κληρονοµιάς που αναφέρεται εδώ και να του πω όσα ξέρω για σένα και τον Τζέιµς Χόµπαρτ και αυτή την ωραιότατη µηχανή που έχετε στήσει µαζί. Τι λες γι’ αυτό;» Πέταξα την εκτύπωση πάνω στο τραπέζι και έσπρωξα πίσω την καρέκλα µου. «Λέω να τον πάρεις και να του πεις ό,τι σου κατέβει. Από µένα, ελεύθερα. Κι όποτε θελήσεις να µιλήσουµε για το άλλο θέµα, τηλεφώνησέ µου».
[1] Ψάρι της τάξης των πλεκτογνάθων (της οικογένειας των τετραοδοντιδών), από τα πλέον τοξικά σπονδυλωτά στον κόσµο (µια νευροτοξίνη στα εσωτερικά του όργανα είναι θανατηφόρα αν το ψάρι καταναλωθεί χωρίς να έχει µαγειρευτεί σωστά). Λέγεται «ψάρι-φούσκα» επειδή φουσκώνει σε θεαµατικό µέγεθος όταν νιώσει πως απειλείται. (Σ.τ.Μ.)
xv.
ΒΓΗΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ µε τέτοια φόρα, που πήρα τους δρόµους χωρίς καν να προσέχω πού πήγαινα. Είχα αποµακρυνθεί τρία τέσσερα τετράγωνα, όταν άρχισα να τρέµω τόσο βίαια, ώστε χρειάστηκε να σταµατήσω στο µίζερο παρκάκι νότια του σταθµού της οδού Κανάλ και να καθίσω σε ένα παγκάκι κοντανασαίνοντας, βάζοντας το κεφάλι ανάµεσα στα γόνατά µου, µε τις µασχάλες του επώνυµου αγγλικού κοστουµιού µου µούσκεµα στον ιδρώτα, δείχνοντας (ειδικά στα µάτια των ξινισµένων Τζαµαϊκανών νταντάδων και των γηραιών Ιταλών που έκαναν αέρα µε τις εφηµερίδες τους και µε κοίταζαν καχύποπτα) σαν φρικαρισµένος από την κοκαΐνη νεαρός χρηµατιστής που πόνταρε σε λάθος χαρτί και έχασε εκατοµµύρια σε µια στιγµή. Απέναντι ακριβώς υπήρχε ένα µίνι µάρκετ. Μόλις η αναπνοή µου ξαναβρήκε τον κανονικό της ρυθµό, σύρθηκα µέχρι εκεί –νιώθοντας ρυπαρός και παντέρηµος στο γλυκό ανοιξιάτικο αεράκι–, πήρα µια Pepsi από το ψυγείο και έφυγα χωρίς να περιµένω τα ρέστα, για να επιστρέψω στη σκιά των δέντρων του πάρκου, στο ίδιο µαυρισµένο από το καυσαέριο παγκάκι. Φτεροκόπηµα περιστεριών από πάνω µου. Αυτοκίνητα που κατευθύνονταν βρυχώµενα προς το τούνελ, προς άλλες γειτονιές, προς άλλες πόλεις, εµπορικά κέντρα και αυτοκινητόδροµοι ταχείας κυκλοφορίας, αέναα απρόσωπα ρεύµατα διαπολιτειακού εµπορίου. Υπήρχε µια απέραντη, σχεδόν υπνωτιστική µοναξιά στο βόµβο, ένα είδος πρόσκλησης, σαν το κάλεσµα της θάλασσας σχεδόν, και για πρώτη φορά στη ζωή µου κατανόησα την παρόρµηση που είχε ωθήσει τον µπαµπά µου να αδειάσει τους τραπεζικούς λογαριασµούς, να πάρει τα πουκάµισά του από το καθαριστήριο, να φουλάρει το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου και να φύγει από την πόλη χωρίς λέξη. Πυρωµένοι από τον ήλιο αυτοκινητόδροµοι, µπερδεµένες συχνότητες στο ραδιόφωνο, σιλό δηµητριακών και καυσαέρια από τις εξατµίσεις των αυτοκινήτων, αχανείς εκτάσεις γης που αποκαλύπτονται σαν κρυφή διαστροφή. Αναπόφευκτα, η σκέψη µου πέταξε στον Τζερόµ. Έµενε µακριά από κει, στη λεωφόρο Άνταµ Κλέιτον Πάουελ, λίγα τετράγωνα πιο πέρα από τον τερµατικό σταθµό της Γραµµής 3, αλλά υπήρχε ένα µπαρ στην 110η Οδό όπου συναντιόµασταν µερικές φορές, ένα στέκι εργατών µε µπλουζ του Μπιλ Γουίδερς στο τζουκ µποξ, πάτωµα που κολλούσε και αλκοολικούς καριέρας σωριασµένους στο µπαρ πάνω από το τρίτο µπέρµπον τους στις δύο το µεσηµέρι. Αλλά ο Τζερόµ δεν πουλούσε φαρµακευτικά σκευάσµατα αξίας µικρότερης των χιλίων δολαρίων, και, παρότι ήξερα ότι θα µου έδινε ευχαρίστως µερικά φιξάκια ηρωίνης, µου φαινόταν µικρότερος µπελάς να µπω σε ένα ταξί και να κατέβω γραµµή στη Γέφυρα του Μπρούκλιν. Γριά µε τσιουάουα. Πιτσιρίκια που τσακώνονταν για µια γρανίτα σε ξυλάκι. Ψηλά πάνω από την Κανάλ έρεε ένα µακρινό πανδαιµόνιο από σειρήνες, η συνήθης ηχητική υπόκρουση της πόλης, που συγκρουόταν µε το κουδούνισµα στα αφτιά µου, ένα παρατεταµένο υπόκωφο βουητό σαν να δεχόµουν επίθεση µε πυραύλους σε έναν πόλεµο µε µηχανοκίνητες µονάδες. Πιέζοντας τα χέρια πάνω στα αφτιά µου (πράγµα που, αντί να µειώσει την εµβοή, την ενίσχυσε), κάθισα εντελώς ακίνητος και προσπάθησα να σκεφτώ. Οι παιδιάστικες µηχανορραφίες µου γύρω από το διπλό κοµό φάνταζαν τώρα εντελώς γελοίες. Θα έπρεπε
απλώς να πάω στον Χόµπι και να του οµολογήσω τι είχα κάνει: Δε µου άρεσε ιδιαίτερα η ιδέα – για την ακρίβεια, τη µισούσα–, αλλά καλύτερα να το µάθαινε από µένα. Δεν µπορούσα να προβλέψω πώς θα αντιδρούσε. Οι αντίκες ήταν το µόνο πράγµα που ήξερα, κι ενώ θα δυσκολευόµουν να βρω άλλη δουλειά στις πωλήσεις, είχα µαθητεύσει αρκετό καιρό δίπλα του ώστε να µπορώ να δουλέψω σε κάποιο εργαστήρι, αν έφτανε εκεί το πράγµα, επιχρυσώνοντας κορνίζες ή σκαλίζοντας πόδια. Οι αναπαλαιώσεις δεν απέφεραν αρκετά, αλλά ήταν τόσο λίγοι αυτοί που ήξεραν να αποκαταστήσουν µια αντίκα σε αξιοπρεπή κατάσταση, ώστε σίγουρα κάποιος θα βρισκόταν να µε προσλάβει. Όσο για το άρθρο, βρισκόµουν σε πλήρη σύγχυση σχετικά µε αυτά που είχα διαβάσει, σαν να είχα µπει σε αίθουσα κινηµατογράφου στα µισά της προβολής λάθος ταινίας. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ήταν λίγο πολύ σαφές: Κάποιος ευρηµατικός απατεώνας είχε αντιγράψει την Καρδερίνα µου (από πλευράς µεγέθους και τεχνικής, δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο να πλαστογραφηθεί) και η αποµίµηση περιφερόταν ανά την ήπειρο και δινόταν ως ενέχυρο σε αγοραπωλησίες ναρκωτικών, παραπλανώντας µε την ίδια άνεση βαρόνους ναρκωτικών και οµοσπονδιακούς πράκτορες. Όµως, όσο εξωφρενική και αβάσιµη κι αν ήταν η ιστορία, όσο µικρή σχέση κι αν είχε µ’ εµένα ή µε τον πίνακα, η σύνδεση που είχε κάνει ο Ριβ ήταν σωστή. Ποιος ξέρει σε πόσους ανθρώπους είχε εξιστορήσει ο Χόµπι το πώς είχα εµφανιστεί στην πόρτα του και σε πόσους άλλους είχαν µεταφέρει εκείνοι µε τη σειρά τους την ιστορία; Κι όµως, µέχρι εκείνη τη στιγµή κανείς, ούτε καν ο Χόµπι, δεν είχε κάνει τη σύνδεση, κανείς δεν είχε σκεφτεί ότι το δαχτυλίδι του Γουέλτι µε τοποθετούσε µέσα στην αίθουσα µε τον πίνακα. Αυτό ήταν το ρεζουµέ της υπόθεσης, όπως θα έλεγε ο µπαµπάς µου. Αυτή ήταν η λεπτοµέρεια που θα µε οδηγούσε στη στενή. Εκείνος ο Γάλλος κλέφτης έργων τέχνης που είχε πανικοβληθεί και είχε κάψει πολλούς από τους πίνακες που είχε σουφρώσει (Κράναχ, Βατό, Κορό) είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση µόλις είκοσι έξι µηνών. Αλλά αυτό έγινε στη Γαλλία, λίγο καιρό µετά την 11η Σεπτεµβρίου. Και, στο πλαίσιο των καινούριων αντιτροµοκρατικών νόµων, οι κλοπές από µουσεία βαρύνονταν µε την πρόσθετη, σοβαρότερη κατηγορία της «αρπαγής κειµηλίων πολιτιστικής κληρονοµιάς». Οι ποινές είχαν γίνει πολύ πιο αυστηρές, ιδιαίτερα στην Αµερική. Και η προσωπική µου ζωή δεν άντεχε πολύ σχολαστικό ξεσκόνισµα. Θα ήµουν τυχερός αν µε καταδίκαζαν σε πέντε µε δέκα χρόνια φυλάκιση. Πράγµα που, αν ήθελα να είµαι δίκαιος, θα µου άξιζε. Πώς είχα φανταστεί ότι θα µπορούσα να κρατήσω τον πίνακα κρυµµένο; Είχα σκοπό να τακτοποιήσω το θέµα εδώ και χρόνια, να τον επιστρέψω εκεί όπου ανήκε, όµως, για κάποιο λόγο, επινοούσα διαρκώς δικαιολογίες για να µην τον πάω πίσω. Όταν τον σκεφτόµουν τυλιγµένο και κλειδωµένο σε εκείνη τη θυρίδα, αισθανόµουν ακυρωµένος, κούφιος, θαρρείς και καταχωνιάζοντάς τον απλώς είχα ενισχύσει τη δύναµή του, δίνοντάς του µια περισσότερο σφύζουσα και τροµακτική µορφή. Με κάποιον τρόπο, ακόµα και σαβανωµένος και ενταφιασµένος σε εκείνη την τρύπα των εγκαταστάσεων φύλαξης αντικειµένων, είχε καταφέρει όχι µόνο να ελευθερωθεί, αλλά και να εισχωρήσει σε µυθώδεις δηµόσιες αφηγήσεις, µια ακτινοβόλα παρουσία στο συλλογικό νου.
xvi.
«ΧΟΜΠΙ», είπα, «έχω µπλέξει άσχηµα». Εκείνος σήκωσε το βλέµµα από τη γιαπωνέζικη κασέλα που επιδιόρθωνε: πετεινοί και γερανοί, χρυσές παγόδες σε µαύρο φόντο. «Μπορώ να βοηθήσω;» Τόνιζε το περίγραµµα της φτερούγας ενός γερανού µε υδατοδιαλυτή ακρυλική µπογιά – πολύ διαφορετική από την πρωτότυπη, που είχε ως βάση τη γοµαλάκα, αλλά, όπως µε είχε διδάξει από την αρχή, ο πρώτος κανόνας της αποκατάστασης µιας αντίκας είναι να µην κάνεις ποτέ κάτι που δεν µπορείς να αναστρέψεις. «Στην πραγµατικότητα, για να είµαι περισσότερο ακριβής, έχω µπλέξει εσένα. Χωρίς να το θέλω». «Λοιπόν» –η άκρη του πινέλου του δεν τρεµούλιασε στο ελάχιστο– «αν είπες στην Μπάρµπαρα Γκίµπορι ότι θα τη βοηθήσουµε να διακοσµήσει εκείνο το σπίτι στο Ράινµπεκ, είσαι µόνος σου. Ακούς εκεί, “χρώµατα των τσάκρα”! Τι άλλο θ’ ακούσουµε πια!» «Όχι...» Προσπάθησα να σκεφτώ µια αστεία ή ετοιµόλογη απάντηση σε αυτό –η κυρία Γκίµπορι, µε το εύστοχο παρατσούκλι «Ταξιδιάρα», ήταν µια αστείρευτη πηγή χωρατών–, αλλά το µυαλό µου ήταν εντελώς άδειο. «Φοβάµαι πως δεν είναι αυτό». Ο Χόµπι ίσιωσε την πλάτη του, στήριξε το πινέλο της ακρυλικής µπογιάς πίσω από το αφτί του και σφούγγισε το µέτωπό του µε ένα µαντίλι µε παρανοϊκά σχέδια σε ένα ψυχεδελικό λιλά, λες και είχε ξεράσει πάνω του το χρώµα της µια αφρικανική βιολέτα – κάτι που µάλλον είχε ξεθάψει από τα προσωπικά είδη κάποιας θεότρελης γηραιάς κυρίας σε µια από τις εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων στις οποίες έτρεχε. «Τι τρέχει, τότε;» ρώτησε ατάραχα, απλώνοντας το χέρι για να πάρει ένα από τα πιατάκια στα οποία αναµείγνυε τα χρώµατά του. Τώρα που είχα περάσει πια τα είκοσι, η τυπικότητα που επέβαλλε το χάσµα των γενεών είχε εξαφανιστεί. Είχε αναπτυχθεί ανάµεσά µας µια συντροφικότητα τέτοια που δυσκολευόµουν να φανταστώ ότι θα µπορούσα ποτέ να µοιράζοµαι µε τον µπαµπά µου, αν είχε ζήσει – µε εµένα πάντα στην τσίτα, να προσπαθώ να καταλάβω πόσο χάλια ήταν και τι πιθανότητες είχα να αποσπάσω κάποια ειλικρινή απάντηση από µέρους του. «Εγώ...» Άπλωσα το χέρι µου για να σιγουρευτώ ότι η καρέκλα πίσω µου δεν κολλούσε και µετά κάθισα. «Χόµπι, έκανα ένα ηλίθιο λάθος. Όχι, µιλάω για πραγµατικά ηλίθιο», υπογράµµισα βλέποντας την καλοπροαίρετα αποπεµπτική χειρονοµία του. «Λοιπόν» –έριχνε ωµή όµπρα στο πιατάκι µε ένα σταγονόµετρο– «δεν ξέρω τι εννοείς εσύ µιλώντας για ηλίθιο λάθος, πάντως εµένα σίγουρα µου χάλασε η µέρα βλέποντας την άκρη του τρυπανιού να διαπερνάει πέρα για πέρα την επιφάνεια του τραπεζιού της κυρίας Βάσερµαν την περασµένη εβδοµάδα. Μιλάµε για ένα πολύ καλό τραπέζι εποχής Γουλιέλµου και Μαρίας, των τελών του δέκατου έβδοµου αιώνα στην Αγγλία. Ξέρω ότι, ακόµα και να το ήξερε, δε θα διέκρινε το µπάλωµα, αλλά, πίστεψέ µε, ένιωσα απαίσια». Ο αφηρηµένος τρόπος του έκανε τα πράγµατα ακόµα χειρότερα. Βιαστικά, ξεσπώντας σε
ένα είδος σπασµωδικού, σχεδόν ονειρικού µονολόγου, του τα ξεφούρνισα όλα σχετικά µε τον Λούσιους Ριβ και το διπλό κοµό, αφήνοντας απ’ έξω τον Πλατ και την ετεροχρονισµένη απόδειξη στην εσωτερική τσέπη του σακακιού µου. Όταν άρχισα, ήµουν ανίκανος πια να σταµατήσω, λες και το µόνο που µπορούσα να κάνω ήταν να συνεχίσω να µιλάω και να µιλάω, σαν κανένας κατά συρροή δολοφόνος που απαριθµεί µονότονα τα θύµατά του κάτω από το δυνατό φως της αίθουσας ανακρίσεων ενός επαρχιακού αστυνοµικού τµήµατος. Κάποια στιγµή ο Χόµπι σταµάτησε να δουλεύει και στήριξε το πινέλο της µπογιάς στο αφτί του. Με άκουγε προσεκτικά, µε εκείνο το συνοφρυωµένο, παγωµένο, αποτραβηγµένο στον εαυτό του ύφος. Τελικά, πήρε πίσω από το αφτί του το πινέλο µε το οποίο άπλωνε τη µαύρη λάκα και το ξέπλυνε µε νερό, για να το σκουπίσει στη συνέχεια µε ένα κοµµάτι φανέλα. «Θίο», είπε, σηκώνοντας το χέρι του για να µε σταµατήσει και κλείνοντας κουρασµένα τα µάτια – προσπαθούσα να καθυστερήσω το δύσκολο κοµµάτι φλυαρώντας ατελείωτα για την ανεξαργύρωτη επιταγή, το στρίµωγµα, το αδιέξοδο. «Αρκετά. Μου έδωσες την εικόνα». «Λυπάµαι, αν ήξερες µόνο πόσο λυπάµαι». Παραµιλούσα σχεδόν. «Ξέρω ότι δεν έπρεπε να το κάνω. Δεν έπρεπε. Αλλά είναι πραγµατικός εφιάλτης. Ο τύπος είναι έξω φρενών και εκδικητικός και φαίνεται να τα έχει βάλει µαζί µας για κάποιο λόγο – καταλαβαίνεις, για κάποιο άλλο λόγο, άσχετο µε το συγκεκριµένο κοµµάτι». «Τέλος πάντων...» Έβγαλε τα γυαλιά του. Μπορούσα να διακρίνω τη σύγχυσή του στον αγωνιώδη τρόπο µε τον οποίο αναζητούσε τις σωστές λέξεις για να διατυπώσει την απάντησή του, ενώ η παύση παρατεινόταν. «Ό,τι έγινε, έγινε. Δεν έχει νόηµα να χειροτερεύουµε τα πράγµατα. Όµως...» Άλλη µια παύση, συλλογισµένη. «Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο τύπος, αλλά, αν πίστευε ότι το κοµό ήταν του Άφλεκ, έχει περισσότερα λεφτά παρά µυαλό στο κεφάλι του. Να σκάσει εβδοµήντα πέντε χιλιάδες δολάρια... Τόσα είπες ότι σου έδωσε για το έπιπλο;» «Ναι». «Ε, τότε, χρειάζεται γιατρό, µόνο αυτό έχω να πω. Κοµµάτια τέτοιας ποιότητας εµφανίζονται µία ή δύο φορές τη δεκαετία, κι αν! Και ποτέ από το πουθενά, πίστεψέ µε». «Ναι, αλλά...» «Επιπλέον, µέχρι και ο τελευταίος ηλίθιος ξέρει ότι ένα γνήσιο κοµµάτι Άφλεκ αξίζει πολύ περισσότερα. Ποιος αγοράζει τέτοιο κοµµάτι χωρίς να κάνει τη στοιχειώδη έρευνα; Μόνο ένας κρετίνος! Εξάλλου», πρόσθεσε, γυρίζοντας πάλι προς το µέρος µου, «έκανες το σωστό όταν σου ζήτησε εξηγήσεις: Προσπάθησες να του επιστρέψεις τα λεφτά του και αυτός αρνήθηκε, έτσι δεν είπες;» «Δεν προσφέρθηκα ακριβώς να του επιστρέψω τα λεφτά του. Προσπάθησα να αγοράσω πίσω το κοµµάτι». «Σε τιµή υψηλότερη από αυτήν που είχε καταβάλει! Και πώς λες ότι θα φανεί αυτό, αν αποφασίσει να κάνει καταγγελία; Αν και, µεταξύ µας, δε νοµίζω πως θα το κάνει». Στη σιωπή που ακολούθησε, στο έντονο χειρουργικό φως της λάµπας εργασίας του, αντιλήφθηκα πόσο αβέβαιοι ήµασταν και οι δύο για το πώς θα προχωρούσαµε από δω και πέρα. Ο Πόπτσικ, ο οποίος κοιµόταν πάνω στη διπλωµένη πετσέτα που του είχε στρώσει ο Χόµπι ανάµεσα στα σκαλιστά ώστε να µοιάζουν µε νύχια ζώου πόδια µιας κονσόλας, τιναζόταν και γρύλιζε στον ύπνο του. «Τέλος πάντων», συνέχισε ο Χόµπι –είχε σκουπίσει τη µαυρίλα από τα χέρια του και ξανάπιανε το πινέλο µε την απερίσπαστη προσήλωση φαντάσµατος που εκτελεί το τελετουργικό της εµφάνισής του–, «το κοµµάτι των πωλήσεων δεν ήταν ποτέ ο τοµέας µου, το ξέρεις, αλλά είµαι πολλά χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά. Και κάποιες φορές» –νευρικό τίναγµα του
πινέλου– «τα όρια µεταξύ υπερβολής και απάτης είναι πολύ ασαφή». Περίµενα αβέβαιος, µε το βλέµµα στυλωµένο στη γιαπωνέζικη κασέλα. Ήταν ένα κοµψοτέχνηµα, ένα πραγµατικό τρόπαιο που προοριζόταν για το σπίτι κάποιου συνταξιούχου θαλασσόλυκου στη λιµνάζουσα Βοστόνη: σκαλιστό σεντέφι, παροιµιώδεις φράσεις της Παλαιάς Διαθήκης κεντηµένες σταυροβελονιά από ανύπαντρες αδερφές, η µυρωδιά λίπους φάλαινας τα απόβραδα, η ακινησία των επερχόµενων γηρατειών. Ο Χόµπι άφησε ξανά το πινέλο. «Αχ, Θίο!» ξέσπασε µάλλον θυµωµένα, τρίβοντας το µέτωπό του µε την ανάστροφη του χεριού του και αφήνοντας µια µαύρη στάµπα. «Τι περιµένεις από µένα, να σε κατσαδιάσω; Είπες ψέµατα στον τύπο. Προσπάθησες να επανορθώσεις, αλλά εκείνος δε θέλει να πουλήσει. Τι άλλο µπορείς να κάνεις;» «Δεν είναι το µοναδικό κοµµάτι». «Τι;» «Δε θα έπρεπε να το έχω κάνει». Ανίκανος να τον κοιτάξω στα µάτια. «Στην αρχή το έκανα για να πληρώσω τους λογαριασµούς, για να µας βγάλω από τα στενά, και µετά... τι να πω; Κάποια απ’ αυτά τα κοµµάτια είναι φανταστικά, µέχρι κι εγώ ξεγελάστηκα, και απλώς κάθονταν στην αποθήκη...» Υποθέτω ότι περίµενα κάποια έκφραση δυσπιστίας, φωνές, µια έκρηξη αγανάκτησης. Αλλά ήταν χειρότερα. Ένα ξέσπασµα θα µπορούσα να το αντιµετωπίσω. Όµως εκείνος δεν είπε λέξη, απλώς µε κοίταζε µε ένα είδος θλιµµένης παραίτησης, µε το δυνατό φως εργασίας του να τον περιβάλλει σαν αύρα, τα εργαλεία που κρέµονταν πίσω του στους τοίχους σαν µασονικά σύµβολα. Με άφησε να του πω όσα έπρεπε να του πω, ακούγοντάς µε µε προσοχή, κι όταν µίλησε τελικά, η φωνή του ήταν πιο χαµηλή απ’ ό,τι συνήθως και χωρίς ίχνος έντασης. «Εντάξει». Έµοιαζε µε φιγούρα αλληγορίας, ένας µύστης µε µαύρη ποδιά ξυλουργού, ο µισός στη σκιά. «Ωραία. Και πώς προτείνεις να το χειριστούµε;» «Εγώ...» Δεν ήταν καθόλου η αντίδραση που περίµενα. Τρέµοντας την οργή του (γιατί και ο Χόµπι, τόσο καλόβολος και ήπιος πάντα, είχε τα µπουρίνια του κατά καιρούς), είχα ετοιµάσει ένα σωρό δικαιολογίες και προφάσεις, και τώρα, αντιµέτωπος µε την ολύµπια αταραξία του, δεν ήξερα πώς να υπερασπιστώ τον εαυτό µου. «Θα κάνω ό,τι µου πεις». Από παιδί είχα να νιώσω τόσο ντροπιασµένος ή ταπεινωµένος. «Φταίω εκατό τοις εκατό... αναλαµβάνω πλήρως την ευθύνη». «Τέλος πάντων, τα κοµµάτια όµως είναι εκεί έξω...» Φαινόταν συλλογισµένος, σαν να ξεδιάλυνε κι εκείνος τώρα στο µυαλό του τι έπρεπε να γίνει, σχεδόν µιλώντας στον εαυτό του. «Δεν επικοινώνησε κανείς άλλος µαζί σου;» «Όχι». «Εδώ και πόσο καιρό γίνεται αυτό;» «Ε...» –το λιγότερο πέντε χρόνια– «ένα χρόνο, δύο;» Μόρφασε σαν να τον είχα χτυπήσει. «Χριστέ µου! Όχι, όχι», µε πρόλαβε, «χαίροµαι που αποφάσισες να µου το πεις. Αλλά τώρα πρέπει να στρωθείς στη δουλειά, να επικοινωνήσεις µε τους αγοραστές, να τους πεις ότι έχεις αµφιβολίες –δεν υπάρχει λόγος να δώσεις λεπτοµέρειες, πες µόνο ότι προέκυψαν κάποια ερωτηµατικά για την προέλευσή τους– και να προσφερθείς να πάρεις πίσω τα κοµµάτια στην τιµή που τα πλήρωσαν. Αν δε δεχτούν, το κρίµα στο λαιµό τους. Αλλά, αν δεχτούν, θα το κάνεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, µε κατάλαβες;» «Ναι». Αυτό που δεν είχα αναφέρει –που δεν τολµούσα να αναφέρω– ήταν ότι δεν είχαµε
αρκετό ρευστό για να αποζηµιώσουµε ούτε το ένα τέταρτο των πελατών. Θα βαράγαµε κανόνι εν µία νυκτί. «Μίλησες για κοµµάτια... Ποια ακριβώς; Πόσα είναι;» «Δεν ξέρω». «Δεν ξέρεις;» «Ε... δηλαδή, ξέρω, απλώς...» «Θίο, κάνε µου τη χάρη!» Τώρα είχε θυµώσει, και αυτό ήταν µια ανακούφιση για µένα. «Άσε τις παιδιάστικες υπεκφυγές. Μίλα µου ανοιχτά, να τελειώνουµε». «Ε, να... οι συναλλαγές γίνονταν ανεπίσηµα. Με πλήρωναν µε µετρητά. Και, εντάξει, εσύ δε θα µπορούσες να το ξέρεις ακόµα κι αν έλεγχες τα βιβλία...» «Θίο! Μη µε αναγκάζεις να επαναλαµβάνοµαι. Για πόσα κοµµάτια µιλάµε;» «Ω...» Βαθύς αναστεναγµός. «Μια ντουζίνα; Πάνω κάτω;» πρόσθεσα όταν είδα την εµβρόντητη έκφρασή του. Στην πραγµατικότητα, ήταν τρεις φορές τόσα, αλλά ήµουν σχεδόν σίγουρος ότι οι περισσότεροι από τους πελάτες που είχα εξαπατήσει ήταν είτε υπερβολικά άσχετοι για να το ανακαλύψουν είτε υπερβολικά πλούσιοι για να σκοτιστούν. «Για όνοµα του Θεού, Θίο!» ξέσπασε ο Χόµπι ύστερα από µια ανυπόφορη παύση. «Δώδεκα κοµµάτια; Ελπίζω να µην τα έδωσες σε τιµές ανάλογες µε αυτές της αποµίµησης Άφλεκ;» «Όχι, όχι», τον διαβεβαίωσα µε κοµµένη την ανάσα (αν και κάποια από τα κοµµάτια είχαν πουληθεί στη διπλάσια τιµή). «Και σε κανέναν από τους τακτικούς µας πελάτες». Αυτό ήταν αλήθεια τουλάχιστον. «Σε ποιους, τότε;» «Σε τουρίστες από τη Δυτική Ακτή κυρίως. Σε λεφτάδες από το χώρο του κινηµατογράφου, της τεχνολογίας. Και σε κάποιους από τη Γουόλ Στριτ... ξέρεις, νεαρούς διαχειριστές αµοιβαίων υψηλού ρίσκου, αυτούς που βγάζουν το αεριτζίδικο χρήµα». «Έχεις λίστα των πελατών;» «Όχι ακριβώς λίστα, αλλά...» «Μπορείς να έρθεις σ’ επαφή µαζί τους;» «Η αλήθεια είναι... κοίτα, είναι περίπλοκο, επειδή...» Δεν ανησυχούσα για τους ανθρώπους που πίστευαν ότι είχαν πετύχει ένα γνήσιο καναπέ Σέρατον σε τιµή ευκαιρίας και είχαν γίνει καπνός µε τις αποµιµήσεις τους θεωρώντας ότι µου την είχαν φέρει. Εδώ ίσχυε και µε το παραπάνω ο γνωστός κανόνας του Caveat Emptor – ας πρόσεχε ο αγοραστής. Εγώ δεν είχα ισχυριστεί ποτέ ότι τα συγκεκριµένα κοµµάτια ήταν αυθεντικά. Αυτό που µε ανησυχούσε ήταν οι άνθρωποι που είχα κοροϊδέψει συνειδητά, αυτοί στους οποίους είχα πει ψέµατα. «Δεν κράτησες αρχεία». «Όχι». «Αλλά έχεις κάποια ιδέα. Μπορείς να τους ξαναβρείς». «Λίγο ως πολύ». «Λίγο ως πολύ. Δεν καταλαβαίνω τι θα πει αυτό». «Υπάρχουν σηµειώσεις, δελτία αποστολής... Μπορώ να βρω την άκρη». «Οικονοµικά έχουµε τη δυνατότητα να τα πάρουµε πίσω;» «Να σου πω...» «Απάντησέ µου: Ναι ή όχι;» «Ε...» Δεν υπήρχε τρόπος να του πω την αλήθεια, η οποία ήταν ένα ρητό, κατηγορηµατικό «όχι». «Με αρκετό ζόρι».
Ο Χόµπι έτριψε τα µάτια του. «Λοιπόν, µε ζόρι ή χωρίς, πρέπει να γίνει. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Θα σφίξουµε το ζωνάρι. Ακόµα κι αν στριµωχτούµε για ένα διάστηµα, ακόµα κι αν αφήσουµε απλήρωτους φόρους. Κι αυτό γιατί», κατέληξε βλέποντας ότι συνέχιζα να τον κοιτάζω σιωπηλός, «δε µας παίρνει ν’ αφήσουµε ούτε ένα απ’ αυτά τα κοµµάτια εκεί έξω να παριστάνει το γνήσιο. Κύριε των Δυνάµεων!» Κούνησε το κεφάλι του αποδοκιµαστικά. «Πώς στην οργή το έκανες; Δεν είναι καν καλές αποµιµήσεις! Κάποια από τα υλικά που χρησιµοποίησα... ό,τι έβρισκα πρόχειρο... µπαλώµατα τσάτρα πάτρα εδώ κι εκεί...» «Για την ακρίβεια...» Η αλήθεια ήταν ότι η δουλειά του Χόµπι ήταν αρκετά καλή ώστε να ξεγελάσει µερικούς πολύ σοβαρούς συλλέκτες, αν και µάλλον δεν ήταν καλή ιδέα να του το αναφέρω εκείνη τη στιγµή. «...Και το κυριότερο είναι ότι, αν ένα από τα κοµµάτια που πούλησες για γνήσιο είναι αποµίµηση, τότε γίνονται αυτόµατα όλα αποµιµήσεις! Τα πάντα τίθενται υπό αµφισβήτηση, κάθε έπιπλο που βγήκε ποτέ απ’ το µαγαζί! Δεν ξέρω αν το έχεις σκεφτεί αυτό». «Ε...» Το είχα σκεφτεί. Και δεν είχα σταµατήσει στιγµή να το σκέφτοµαι από τη στιγµή που έφυγα από το εστιατόριο µετά το γεύµα µε τον Λούσιους Ριβ. Έµεινε τόσο σιωπηλός για τόση ώρα, ώστε άρχισα να ανησυχώ. Όµως τελικά αναστέναξε, έτριψε τα µάτια και έσκυψε ξανά στη δουλειά του. Παρακολουθούσα βουβός τη γυαλιστερή µαύρη γραµµή του πινέλου του να ακολουθεί το περίγραµµα ενός κλωναριού κερασιάς. Όλα ήταν διαφορετικά τώρα. Ο Χόµπι κι εγώ είχαµε µια εταιρεία µαζί, συµπληρώναµε κοινή φορολογική δήλωση. Ήµουν ο εκτελεστής της διαθήκης του. Αντί να φύγω και να πιάσω ένα δικό µου διαµέρισµα, είχα προτιµήσει να µείνω πάνω και να του πληρώνω ένα συµβολικό ενοίκιο, λίγες εκατοντάδες δολάρια το µήνα. Ο Χόµπι ήταν ό,τι είχα από οικογένεια, ήταν το σπιτικό µου. Όταν κατέβαινα στο εργαστήρι και τον βοηθούσα να κολλήσει κάποιο κοµµάτι, δεν το έκανα τόσο επειδή χρειαζόταν βοήθεια όσο για την ευχαρίστηση να παλεύουµε µε τους διάφορους σφιγκτήρες και να φωνάζουµε ο ένας στον άλλο για να ακουστούµε πάνω από τη µουσική του Μάλερ που οι ίδιοι είχαµε βάλει στη διαπασών. Κι όταν κατεβαίναµε µερικές φορές µαζί στο White Horse τα βραδάκια για ποτό και κλαµπ σάντουιτς, για µένα ήταν η καλύτερη ώρα της ηµέρας. «Ναι;» έκανε ο Χόµπι χωρίς να στραφεί, ξέροντας ότι στεκόµουν ακόµα πίσω του. «Λυπάµαι. Πραγµατικά δεν είχα σκοπό να το αφήσω να φτάσει τόσο µακριά». «Θίο». Το πινέλο του έµεινε ακίνητο στον αέρα. «Ξέρεις πολύ καλά ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα σε συνέχαιραν Και, για να είµαι ειλικρινής µαζί σου, οµολογώ ότι ένα κοµµάτι µου νιώθει ακριβώς το ίδιο, γιατί, µε το χέρι στην καρδιά, δεν ξέρω πώς κατάφερες να φέρεις σε πέρας κάτι τέτοιο. Ακόµα και ο Γουέλτι... Ο Γουέλτι ήταν σαν εσένα, οι πελάτες τον λάτρευαν, µπορούσε να πουλήσει τα πάντα, όµως ακόµα κι εκείνος ίδρωνε για να διώξει τα πιο ακριβά κοµµάτια. Και µιλάω για αυθεντικά Χέπλγουαϊτ, για γνήσια Τσίπεντεϊλ! Έφτυνε αίµα για να τα ξεφορτωθεί! Και να που εσύ κατάφερες να πουλήσεις σαβούρες για µια περιουσία!» «Δεν είναι σαβούρες», δήλωσα, χαρούµενος που επιτέλους µπορούσα να µιλήσω ειλικρινά. «Στα πιο πολλά είχες κάνει καταπληκτική δουλειά. Αφού κι εγώ την πάτησα! Νοµίζω ότι δεν µπορείς να το δεις επειδή είναι δικό σου έργο. Εννοώ, το πόσο πειστικά είναι». «Ναι, όµως...» Έκανε µια παύση, µην ξέροντας πώς να συνεχίσει. «Όταν οι άνθρωποι δεν ξέρουν από έπιπλα, είναι πολύ δύσκολο να τους πείσεις να ξοδέψουν µια περιουσία για αντίκες». «Το ξέρω». Είχαµε ένα εξαιρετικό ψηλό κοµό µε µπροστινά πόδια σε σχήµα οπλής ζώου, σε στιλ βασίλισσας Άννας, το οποίο τις δύσκολες µέρες αγωνιζόµουν απελπισµένα να πουλήσω στη
σωστή τιµή, δηλαδή το λιγότερο διακόσιες χιλιάδες δολάρια. Καθόταν για χρόνια στο µαγαζί. Αλλά, αν και πρόσφατα είχαν πέσει κάποιες καλούτσικες προτάσεις, τις απέρριπτα τη µια µετά την άλλη, επειδή, απλούστατα, ένα τέτοιο άµεµπτο κοµµάτι στην καλά φωτισµένη είσοδο του µαγαζιού έδινε µια κολακευτική λάµψη στις αποµιµήσεις που ήταν θαµµένες στο βάθος. «Θίο, είσαι ένα θαύµα της φύσης. Μια ιδιοφυΐα σ’ αυτό που κάνεις, πέρα από κάθε αµφιβολία. Όµως...» Ο τόνος του έγινε και πάλι αβέβαιος, τον ένιωθα να προσπαθεί να αποφασίσει πώς έπρεπε να προχωρήσει. «Θέλω να πω, το άλφα και το ωµέγα για έναν έµπορο είναι η υπόληψή του. Υπάρχει ένας άγραφος κώδικας τιµής. Ασφαλώς, δε σου λέω κάτι που δεν ξέρεις. Οι φήµες διαδίδονται στο λεπτό. Αυτό που προσπαθώ να πω», συνέχισε, βουτώντας το πινέλο του και κοιτάζοντας µυωπικά το σχέδιο στην κασέλα, «είναι ότι η απάτη αποδεικνύεται δύσκολα, αλλά, αν δεν το τακτοποιήσεις άµεσα, είναι µαθηµατικά εξακριβωµένο ότι θα το βρούµε µπροστά µας στην πορεία». Το χέρι του ήταν σταθερό, οι πινελιές του γεµάτες σιγουριά. «Ένα κοµµάτι που έχει δεχτεί µεγάλες επεµβάσεις... Ξέχνα το υπεριώδες φως... δεν µπορείς να φανταστείς, αρκεί να το µεταφέρει κάποιος σε ένα καλύτερα φωτισµένο δωµάτιο... ακόµα και µια κάµερα µπορεί να αναδείξει διαφορές στα νερά του ξύλου που δε θα παρατηρούσες ποτέ µε γυµνό µάτι. Μόλις φωτογραφίσει κάποιος ένα απ’ αυτά τα κοµµάτια ή, Θεός φυλάξοι, επιχειρήσει να το πουλήσει σε κάποια δηµοπρασία αµερικανικών αντικών των οίκων Christie’s ή Sotheby’s...» Έπεσε σιωπή, που όσο παρατεινόταν γινόταν όλο και πιο βαριά, ακατανίκητη. «Θίο». Το πινέλο σταµάτησε για µια στιγµή και µετά ξανάρχισε τα αέρινα πηγαινέλα του. «Δεν προσπαθώ να σε δικαιολογήσω, αλλά µη νοµίζεις πως δεν ξέρω ότι εγώ είµαι αυτός που σ’ έφερε σ’ αυτή τη θέση από µιας αρχής. Σε άφησα να κάνεις ό,τι ήθελες, χωρίς το στοιχειώδη έλεγχο. Λες και περίµενα από σένα το θαύµα του πολλαπλασιασµού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων. Είσαι πολύ νέος... Ναι, Θίο», επέµεινε εµφατικά, µισογυρίζοντας προς το µέρος µου όταν έκανα να διαµαρτυρηθώ, «είσαι, και επίσης είσαι τροµερά ικανός σε όλες τις πλευρές της επιχείρησης µε τις οποίες εγώ δε νοιάζοµαι ν’ ασχοληθώ, και κατάφερες τόσο αξιοθαύµαστα να µας ξελασπώσεις, ώστε µε βόλευε και µε το παραπάνω να κρατάω το κεφάλι µου θαµµένο στην άµµο. Σε ό,τι αφορά αυτά που συµβαίνουν επάνω, στο µαγαζί. Συνεπώς είµαι εξίσου υπεύθυνος για όλο αυτό όσο εσύ». «Χόµπι, σου ορκίζοµαι, εγώ ποτέ...» «Επειδή...» Πήρε το ανοιχτό µπουκάλι της βαφής, κοίταξε την ετικέτα σαν να είχε ξεχάσει τι ήταν και γιατί το είχε εκεί, το ξανάφησε κάτω. «Εντάξει, παραήταν καλό για να είναι αληθινό, έτσι δεν είναι; Όλος αυτός ο πακτωλός χρηµάτων που εισέρρεε στο ταµείο, ένα θαύµα, έτσι δεν είναι; Και µήπως µπήκα στη διαδικασία να ερευνήσω από πού ερχόταν; Όχι. Μη νοµίζεις πως δεν το ξέρω: Αν δεν είχες αναλάβει εσύ δράση µε τις τολµηρές µπλόφες σου, πιθανότατα θα είχαµε βάλει ενοικιαστήριο και θα τρέχαµε να βρούµε στέγη για να βάλουµε από κάτω τα κεφάλια µας. Κοίτα λοιπόν, θα κάνουµε µια νέα αρχή, θα προσπαθήσουµε να διορθώσουµε τα λάθη, κι ό,τι βγει. Ένα κοµµάτι τη φορά. Μόνο αυτό µπορούµε να κάνουµε». «Χόµπι, θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι». Η στωικότητά του µε συνέθλιβε. «Η ευθύνη είναι όλη δική µου. Αν φτάσουµε ποτέ στην απόδοση ευθυνών. Θέλω µόνο να το ξέρεις». «Εντάξει». Όταν τίναξε το πινέλο του, το έκανε µε µια επιδεξιότητα που ήταν εξασκηµένη και αντανακλαστική µαζί, αλλόκοτα ανησυχαστική. «Παρ’ όλα αυτά, ας το αφήσουµε για την ώρα, εντάξει; Όχι», µε πρόλαβε όταν πήγα να προσθέσω κάτι, «κάνε µου τη χάρη. Θέλω να το φροντίσεις, κι εγώ θα κάνω ό,τι µπορώ για να σε βοηθήσω, αν υπάρχει κάτι συγκεκριµένο που µπορώ να κάνω, αλλά, πέραν αυτού, δε θέλω να το συζητάµε άλλο. Σύµφωνοι;»
Έξω βροχή. Η ατµόσφαιρα ήταν υγρή στο υπόγειο, µια ψύχρα που περόνιαζε το κόκαλο. Στάθηκα εκεί και τον κοίταζα µην ξέροντας τι να πω. «Σε παρακαλώ. Δεν είµαι θυµωµένος, θέλω µόνο να τελειώνουµε µ’ αυτό. Θα τακτοποιηθούν όλα, θα το δεις. Τώρα πήγαινε πάνω, σε παρακαλώ, ναι;» πρόσθεσε βλέποντας ότι συνέχιζα να στέκοµαι εκεί κοιτάζοντάς τον. «Θέλει προσοχή αυτό το κοµµάτι της δουλειάς, πρέπει να συγκεντρωθώ για να µην το χαλάσω αντί να το διορθώσω».
xvii.
ΑΝΕΒΗΚΑ
ΒΟΥΒΟΣ,
µε τα σκαλοπάτια να τρίζουν από το βάρος µου, και προσπέρασα µε χαµηλωµένο βλέµµα την παράταξη των κορνιζαρισµένων φωτογραφιών της Πίππα. Eρχόµενος στο σπίτι, είχα σκοπό να ρίξω πρώτα την κεραµίδα, κι όταν περνούσε η πρώτη κρυάδα, να πυροδοτούσα και τη βόµβα µεγατόνων. Κι όµως, όσο βρόµικος και δόλιος κι αν ένιωθα, δεν µπόρεσα να το κάνω. Όσο λιγότερα ήξερε ο Χόµπι για τον πίνακα, τόσο λιγότερο κινδύνευε. Ήταν λάθος και άδικο, από κάθε άποψη, να τον εµπλέξω σε αυτή την ιστορία. Ωστόσο ευχόµουν να υπήρχε κάποιος στον οποίο θα µπορούσα να µιλήσω, κάποιος που να εµπιστευόµουν. Κάθε λίγα χρόνια φαινόταν να έρχεται στο φως της δηµοσιότητας και κάτι καινούριο σχετικά µε τα χαµένα αριστουργήµατα, στα οποία, εκτός από την Καρδερίνα µου και δύο δανεικά έργα του Φαν ντερ Αστ, περιλαµβάνονταν και κάποια πολύτιµα µεσαιωνικά κοµµάτια και αρκετές αιγυπτιακές αρχαιότητες. Ακαδηµαϊκοί είχαν γράψει εκτενείς πραγµατείες, µέχρι και βιβλία είχαν κυκλοφορήσει. Η συγκεκριµένη φιγουράριζε στη σελίδα του FBI ως µια από τις Δέκα Μεγαλύτερες Κλοπές Έργων Τέχνης. Στο παρελθόν µε παρηγορούσε το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι υπέθεταν πως όποιος την είχε κοπανήσει µε τους πίνακες του Φαν ντερ Αστ από τις Αίθουσες 29 και 30 είχε βουτήξει και το δικό µου πίνακα. Σχεδόν όλοι οι νεκροί στην Αίθουσα 32 είχαν βρεθεί κοντά στην πόρτα που είχε καταρρεύσει. Σύµφωνα µε τους πραγµατογνώµονες, είχαν µεσολαβήσει γύρω στα δέκα, ίσως και τριάντα, δευτερόλεπτα µέχρι να γκρεµιστεί το υπέρθυρο, χρόνος που έφτανε ίσα ίσα για να προλάβουν µερικοί άνθρωποι να βγουν. Τα συντρίµµια της Αίθουσας 32 είχαν κοσκινιστεί µε φανατική σχολαστικότητα από ειδικούς µε χειρουργικά γάντια και µαλακά βουρτσάκια, κι ενώ βρέθηκε η κορνίζα της Καρδερίνας ανέπαφη (και µάλιστα κρεµάστηκε άδεια στον τοίχο του Μάουριτσχαους στη Χάγη, «ως υπενθύµιση της απώλειας ενός αναντικατάστατου κειµηλίου της πολιτιστικής µας κληρονοµιάς»), δεν είχε βρεθεί ούτε ένα θραύσµα από τον ίδιο τον πίνακα, ούτε µία σκλήθρα ή ένα κοµµάτι παλιού καρφιού ή ένα ξύσµα του χαρακτηριστικού κίτρινου µολύβδου-κασσίτερου. Όµως, δεδοµένου ότι ήταν ζωγραφισµένη σε ξύλο, υπήρχε άλλη µια υπόθεση (την υποστήριζε µε ζέση ένας υπερφίαλος διακεκριµένος ιστορικός, στον οποίο ήµουν ευγνώµων): ότι η Καρδερίνα είχε αποσπαστεί από την κορνίζα της και είχε πέσει στη φωτιά που έκαιγε στο κατάστηµα δώρων, το επίκεντρο της έκρηξης. Τον είχα δει σε ένα ντοκιµαντέρ του PBS να πηγαινοέρχεται µε νόηµα µπροστά στην άδεια κορνίζα στο Μάουριτσχαους, καρφώνοντας την κάµερα µε το διαπεραστικό βλέµµα έµπειρης τηλεπερσόνας. «Το να διασωθεί αυτό το µικρό αριστούργηµα από την έκρηξη του εργοστασίου πυρίτιδας του Ντελφτ για να συναντήσει τη µοίρα του αιώνες µετά, σε µια άλλη έκρηξη που προκάλεσε η ανθρώπινη επιπολαιότητα, είναι ένα από εκείνα τα εντελώς απίστευτα παιχνίδια της ζωής που συναντά κανείς στα έργα του Ο. Χένρι ή του Γκι ντε Μοπασάν». Όσο για µένα, η επίσηµη εκδοχή –που είχε αναπαραχθεί από διάφορες πηγές και είχε παγιωθεί ως πραγµατική– ήταν ότι βρισκόµουν αρκετές αίθουσες µακριά από την Καρδερίνα όταν εξερράγη η βόµβα. Στα χρόνια που είχαν µεσολαβήσει αρκετοί συγγραφείς και
δηµοσιογράφοι είχαν προσπαθήσει να µου πάρουν συνέντευξη, αλλά εγώ αρνιόµουν συστηµατικά. Απ’ ό,τι φαίνεται όµως, υπήρχαν αρκετοί αυτόπτες µάρτυρες που είχαν δει τη µητέρα µου στις τελευταίες της στιγµές στην Αίθουσα 24 –την όµορφη µελαχρινή γυναίκα µε την άσπρη αδιάβροχη καµπαρντίνα–, και πολλοί από αυτούς µε τοποθετούσαν στο πλευρό της. Τέσσερις ενήλικες και τρία παιδιά είχαν σκοτωθεί στην Αίθουσα 24, και, σύµφωνα µε την επίσηµη εκδοχή της ιστορίας, αυτή που είχε γίνει γενικώς δεκτή, εγώ ήµουν απλώς άλλο ένα σώµα πεσµένο στο έδαφος, αναίσθητο, αγνοηµένο µέσα στο γενικό πανδαιµόνιο. Αλλά το δαχτυλίδι του Γουέλτι ήταν µια χειροπιαστή απόδειξη της θέσης µου την ώρα της έκρηξης. Ευτυχώς για µένα, στον Χόµπι δεν άρεσε καθόλου να µιλάει για το θάνατο του Γουέλτι, κατά καιρούς όµως –όχι συχνά, και συνήθως αργά το βράδυ, ύστερα από µερικά ποτά– βυθιζόταν στην αναπόληση. «Μπορείτε να φανταστείτε πώς ένιωσα...» «Δεν είναι αληθινό θαύµα που...» Κάποια µέρα, αναπόφευκτα, κάποιος θα έκανε τη σύνδεση. Πάντα το ήξερα, κι ωστόσο, µέσα στη θολούρα της µαστούρας µου, προχωρούσα παραβλέποντας τον κίνδυνο για χρόνια. Ίσως να µην έδινε κανείς σηµασία. Ίσως να µην το µάθαινε ποτέ κανείς. Καθόµουν στο πλάι του κρεβατιού µου και χάζευα τη Δέκατη Λεωφόρο από το παράθυρο, ανθρώπους που έφευγαν από τη δουλειά τους, έβγαιναν για δείπνο, γελούσαν µε κάποιο αστείο. Το ψιλοβρόχι έµοιαζε µε σύννεφο οµίχλης µέσα στον κύκλο λευκού φωτός του φανοστάτη ακριβώς έξω από το παράθυρό µου. Τα πάντα είχαν µια τρεµάµενη, τραχιά αίσθηση. Ήθελα απεγνωσµένα ένα χάπι, και ήµουν έτοιµος να σηκωθώ και να µου φτιάξω ένα ποτό, όταν πρόσεξα, ακριβώς έξω από τον κύκλο φωτός, µια φιγούρα που στεκόταν µονάχη και ακίνητη µες στη βροχή, πράγµα εντελώς ασυνήθιστο για τα µονίµως βιαστικά πηγαινέλα του δρόµου. Αφού πέρασε µισό λεπτό κι εκείνος εξακολουθούσε να στέκεται εκεί, έσβησα τη λάµπα και πήγα στο παράθυρο. Σαν σε απάντηση, η φιγούρα τραβήχτηκε πιο µακριά από το φανοστάτη. Όµως, παρότι τα χαρακτηριστικά δε διακρίνονταν καθαρά µες στο σκοτάδι, πρόλαβα να σχηµατίσω µια αρκετά σαφή εντύπωση: ψηλοί και κυρτοί ώµοι, κοντά πόδια, γεροδεµένος ιρλανδέζικος κορµός, τζιν παντελόνι και φούτερ, χοντρές µπότες. Στάθηκε για λίγη ώρα ακίνητος, µια εκτός τόπου φιγούρα χειρώνακτα στο δρόµο τέτοια ώρα, ανάµεσα σε βοηθούς φωτογράφων και καλοντυµένα ζευγάρια και ενθουσιώδη κολεγιόπαιδα που ξεκινούσαν για πολλά υποσχόµενα δείπνα. Και µετά έκανε µεταβολή. Αποµακρυνόταν µε έκδηλη ανυποµονησία. Κι όταν βρέθηκε στην επόµενη λιµνούλα φωτός, τον είδα να ψαχουλεύει τις τσέπες του και στη συνέχεια να σχηµατίζει έναν αριθµό στο κινητό µε το κεφάλι σκυµµένο, αφηρηµένος. Άφησα την κουρτίνα να πέσει. Ήµουν σίγουρος ότι έβλεπα πράγµατα που δεν υπήρχαν – µου συνέβαινε συχνά άλλωστε, ήταν αναπόσπαστο κοµµάτι τού να ζεις σε µια σύγχρονη µεγαλούπολη, ένα µισοαθέατο σπέρµα τρόµου και καταστροφής, κι εγώ να πετάγοµαι κάθε που χτυπούσε ένας συναγερµός αυτοκινήτου, περιµένοντας πάντα κάτι να συµβεί, τη µυρωδιά του καπνού, τη βροχή από σπασµένα γυαλιά. Όµως... ευχόµουν να ήµουν εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι ήταν απλώς αποκύηµα της φαντασίας µου. Τα πάντα ήταν βυθισµένα στη σιωπή. Το φως του δρόµου µέσα από τις δαντελένιες κουρτίνες δηµιουργούσε αραχνοειδείς παραµορφώσεις στους τοίχους. Ήξερα όλο αυτό το διάστηµα ότι ήταν λάθος να κρατάω τον πίνακα, κι όµως το έκανα. Τίποτα καλό δε θα µπορούσε να βγει από αυτό. Δεν ήταν καν ότι µε είχε ωφελήσει µε κάποιον τρόπο ή µου είχε προσφέρει κάποια ικανοποίηση. Πίσω στο Λας Βέγκας µπορούσα τουλάχιστον να τον κοιτάζω όποτε ήθελα, όταν ήµουν άρρωστος, κουρασµένος ή στενοχωρηµένος, χαράµατα ή µες στα µαύρα µεσάνυχτα, φθινόπωρο ή καλοκαίρι, να τον παρακολουθώ να αλλάζει ανάλογα µε τον
καιρό και τον ήλιο. Ήταν πολύ διαφορετικό να βλέπεις έναν πίνακα σε µουσείο, αλλά το να µπορείς να τον βλέπεις σε τόσο διαφορετικές ποιότητες φωτός και δικές σου ψυχικές διαθέσεις και εποχές του χρόνου σήµαινε ότι τον έβλεπες µε χίλιους διαφορετικούς τρόπους, ενώ το να τον κρατάς κλεισµένο στο σκοτάδι –ένα δηµιούργηµα φτιαγµένο από φως, που ζούσε µόνο στο φως– ήταν λάθος και άδικο µε περισσότερους τρόπους από όσους θα µπορούσα να εκφράσω µε λέξεις. Και ήταν και κάτι ακόµα: παρανοϊκό. Πήρα ένα ποτήρι µε πάγο από την κουζίνα, πήγα στον µπουφέ και µου έβαλα µια βότκα. Έπειτα γύρισα στο δωµάτιό µου και έβγαλα από την τσέπη του σακακιού µου το iPhone, όπου, αφού πληκτρολόγησα µηχανικά τα τρία πρώτα ψηφία του βοµβητή του Τζερόµ, ακύρωσα την κλήση και πήρα στο σπίτι των Μπάρµπορ. Το σήκωσε η Έτα. «Θίο!» είπε όλο χαρά, ενώ στο βάθος ακουγόταν η τηλεόραση της κουζίνας. «Παίρνεις για την Κάθριν;» Μόνο συγγενείς και πολύ κοντινοί φίλοι τη φώναζαν Κίτσι, για όλους τους άλλους ήταν η Κάθριν. «Είναι εκεί;» «Θα γυρίσει µετά το δείπνο. Ξέρω ότι περίµενε τηλεφώνηµά σου». «Μµµ». Αυτό µε χαροποίησε, δεν µπορώ να το αρνηθώ. «Τότε, θα της πεις ότι τη ζήτησα;» «Πότε θα µας ξανάρθεις;» «Σύντοµα, ελπίζω. Είναι εκεί ο Πλατ;» «Όχι, έχει βγει κι αυτός. Θα φροντίσω να του πω ότι πήρες. Να έρθεις να µας δεις σύντοµα, ναι;» Έκλεισα το τηλέφωνο και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού πίνοντας το ποτό µου. Ήταν καθησυχαστικό να ξέρω ότι µπορούσα να τηλεφωνήσω στον Πλατ αν παρίστατο ανάγκη – όχι για τον πίνακα, δεν τον εµπιστευόµουν σε τέτοιο βαθµό, αλλά σίγουρα µπορούσε άνετα να αντιµετωπίσει τον Ριβ σε σχέση µε το κοµό. Αν και ήταν µάλλον δυσοίωνο το γεγονός ότι ο Λούσιους δεν είχε πει λέξη για αυτό το θέµα. Όµως τι µπορούσε να κάνει, στην τελική; Όσο περισσότερο το σκεφτόµουν, τόσο πειθόµουν ότι ο Ριβ είχε παραβιαστεί να ανοίξει τα χαρτιά του προκαλώντας µε τόσο ανοιχτά. Σε τι θα τον ωφελούσε να µε κυνηγήσει για το έπιπλο; Τι είχε να κερδίσει αν µε συλλάµβαναν οι Αρχές και ο πίνακας επέστρεφε εκεί όπου ανήκε, πράγµα που σήµαινε ότι θα έπρεπε να αποχαιρετήσει και την τελευταία του ελπίδα να τον αποκτήσει; Αν τον ήθελε, το µόνο που είχε να κάνει ήταν να καθίσει στ’ αβγά του και να περιµένει να τον οδηγήσω εγώ σε αυτόν. Το µόνο πράγµα υπέρ µου –το µόνο µου ατού– ήταν ότι ο Ριβ δεν ήξερε πού τον είχα. Μπορούσε να προσλάβει όποιον ήθελε να µε παρακολουθεί, αλλά, εφόσον έµενα µακριά από τις εγκαταστάσεις φύλαξης, δεν είχε καµία ελπίδα να τον εντοπίσει.
Κεφάλαιο 10
Ο Ηλίθιος
i.
«Ω, ΘΙΟ!» είπε η Κίτσι µια Παρασκευή απόγευµα λίγο µετά τα Χριστούγεννα, σηκώνοντας ένα από τα σµαραγδένια σκουλαρίκια της µητέρας µου για να το κρατήσει κόντρα στο φως. Τελειώναµε ένα παρατεταµένο γεύµα στο Fred’s έπειτα από ένα ολόκληρο πρωινό που είχαµε περάσει κόβοντας βόλτες στο Tiffany και κοιτάζοντας ασηµικά και πορσελάνες. «Είναι υπέροχα! Απλώς...» Το µέτωπό της ζάρωσε. «Ναι;» Ήταν τρεις το απόγευµα, το εστιατόριο ήταν γεµάτο κόσµο και φασαρία. Έβγαλα τα σκουλαρίκια από την τσέπη µου και τα ακούµπησα πάνω στο τραπεζοµάντιλο όταν εκείνη είχε σηκωθεί για να κάνει ένα τηλεφώνηµα. «Απλώς... να, αναρωτιέµαι». Κοίταζε τα σκουλαρίκια µε σµιγµένα φρύδια, όπως θα κοίταζε ένα ζευγάρι παπούτσια που δεν ήταν σίγουρη ότι ήθελε να αγοράσει. «Θέλω να πω... είναι πανέµορφα! Και σ’ ευχαριστώ! Αλλά... θα ταιριάζουν, λες; Για τη µεγάλη µέρα;» «Τι να σου πω, κάνε όπως νοµίζεις», απάντησα, παίρνοντας το Μπλάντι Μέρι µου και πίνοντας µια γενναία γουλιά για να κρύψω την έκπληξη και την πίκα µου. «Βλέπεις, τα σµαράγδια...» Κράτησε το σκουλαρίκι στο αφτί της, στρέφοντας το βλέµµα της στο πλάι εξεταστικά. «Τα λατρεύω, όµως...» Κρατώντας τα έτσι ώστε να σπιθίσουν στο διάχυτο φως της αίθουσας. «Βλέπεις, τα σµαράγδια δεν είναι τα κατάλληλα πετράδια για µένα. Φοβάµαι ότι θα δείχνουν κάπως σκληρά, καταλαβαίνεις... Κόντρα στο λευκό του νυφικού... Και κόντρα στο δέρµα µου... Eau de Nil![1] Ούτε η µαµά µπορεί να φορέσει πράσινο, δεν της πάει καθόλου». «Σου είπα, κάνε όπως νοµίζεις». «Αχ, τώρα πειράχτηκες!» «Όχι, καθόλου». «Πειράχτηκες, το βλέπω! Σε στενοχώρησα!» «Όχι. Είµαι κουρασµένος, αυτό είν’ όλο». «Φαίνεσαι πολύ κακόκεφος». «Σε παρακαλώ, Κίτσι, σου είπα, είµαι κουρασµένος». Καταβάλλαµε ηρωικές προσπάθειες να βρούµε διαµέρισµα, εγχείρηµα ικανό να σε εξουθενώσει, και µέχρι εκείνη τη στιγµή είχαµε καταφέρει να διατηρήσουµε µια σχετικά καλή διάθεση, παρότι οι γυµνοί χώροι και τα άδεια δωµάτια, στοιχειωµένα από τις εγκαταλειµµένες ζωές των παλιών τους κατοίκων, ζωντάνευαν (για µένα) πολλές άσχηµες αναµνήσεις από τα παιδικά µου χρόνια – κούτες µεταφορικής και µυρωδιές µαγειρικής και σκιερές κρεβατοκάµαρες που δε διατηρούσαν πλέον ούτε ίχνος ζωής, αλλά και, πολύ περισσότερο, ένα είδος δυσοίωνου µεταλλικού βόµβου τον οποίο (προφανώς) ήµουν ο µόνος που άκουγα να πάλλεται ολόγυρά µας, σκοτεινοί φόβοι που έκοβαν την ανάσα µου και τους οποίους οι κεφάτες φωνές των µεσιτών που αντηχούσαν πάνω στις γυαλιστερές επιφάνειες καθώς µπαινόβγαιναν στα δωµάτια ανάβοντας φώτα και επιδεικνύοντας τις απαστράπτουσες inox συσκευές του σπιτιού δεν κατάφερναν να διασκεδάσουν. Όµως γιατί να µου συµβαίνει αυτό; Δεν είχαν αδειάσει λόγω τραγωδίας όλα τα
διαµερίσµατα που βλέπαµε, όπως πίστευα για κάποιον ακατανόητο λόγο. Το γεγονός ότι µυριζόµουν διαζύγιο, χρεοκοπία, αρρώστια και θάνατο σχεδόν σε κάθε χώρο που µπαίναµε ήταν ολοφάνερα µια φρεναπάτη – και, πέραν αυτού, πώς θα µπορούσαν τα προβλήµατα των προγενέστερων κατοίκων, αληθινά ή φανταστικά, να βλάψουν την Κίτσι ή εµένα; «Μη χάνεις την αισιοδοξία σου», έλεγε ο Χόµπι (που, όπως κι εγώ, ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος στην ψυχική ενέργεια δωµατίων και αντικειµένων, ενέργεια συσσωρευµένη µε το χρόνο). «Δες το σαν δουλειά. Σαν να ψάχνεις για κάτι µέσα σε µια κούτα γεµάτη ψιλολοΐδια. Θα βρεις ακριβώς αυτό που θέλεις, αρκεί να σφίξεις τα δόντια και να συνεχίσεις το ψάξιµο». Και είχε δίκιο. Ήµουν απόλυτα συνεργάσιµος όλο το διάστηµα της αναζήτησης, όπως και εκείνη, τρέχοντας από ραντεβού σε ραντεβού για να δούµε πότε ζοφερά προπολεµικά διαµερίσµατα στοιχειωµένα από φαντάσµατα µοναχικών Εβραίων γιαγιάδων και πότε παγερά γυάλινα τερατουργήµατα στα οποία δε θα µπορούσα ποτέ να ζήσω χωρίς να αισθάνοµαι ότι παρακολουθούν κάθε µου κίνηση µέσα από τον τηλεφακό τους ελεύθεροι σκοπευτές ακροβολισµένοι στην απέναντι ταράτσα. Αλλά, πάλι, κανείς δεν είναι τόσο αφελής ώστε να περιµένει ότι το ψάξιµο για σπίτι θα είναι διασκεδαστική υπόθεση. Αντιθέτως, η προοπτική να πάµε µε την Κίτσι στο Tiffany για να διαλέξουµε δώρα για τη λίστα γάµου µού είχε φανεί ένας ευχάριστος περισπασµός. Θα βλέπαµε την ειδική σύµβουλο λίστας γάµου, θα διαλέγαµε ό,τι µας άρεσε και µετά θα πηγαίναµε χεράκι χεράκι για ένα χριστουγεννιάτικο µεσηµεριανό γεύµα – τι το καλύτερο; Αντί γι’ αυτό, βρέθηκα ξαφνικά να παραπατάω κυριευµένος από άγχος σε ένα από τα πιο συνωστισµένα καταστήµατα του Μανχάταν Παρασκευή και παραµονές Χριστουγέννων: στρίµωγµα στους ανελκυστήρες, στρίµωγµα στις κυλιόµενες σκάλες, λεφούσια από τουρίστες να µας παρασέρνουν µαζί τους, πελάτες να διαγκωνίζονται γύρω από προθήκες δώρων για να διαλέξουν ρολόγια χειρός και φουλάρια και τσάντες και ταξιδιωτικά ρολόγια εποχής και θήκες καρτών και κάθε είδους ετερόκλητα αντικείµενα σε συσκευασίες µε το χαρακτηριστικό λουλακί χρώµα της φίρµας. Σερνόµασταν στον πέµπτο όροφο για ώρες, µε τη σύµβουλο λίστας δώρων να µας ακολουθεί καταπόδας και να πασχίζει τόσο πολύ να παράσχει την υπεσχηµένη Άψογη Εξυπηρέτηση και να µας βοηθήσει να κάνουµε τις καλύτερες δυνατές επιλογές, ώστε δεν µπορούσα να µη νιώσω λίγο σαν θύµα ψυχοπαθούς διώκτη («Το σχέδιο ενός πορσελάνινου σερβίτσιου πρέπει να λέει και στους δυο σας: “Αυτοί είµαστε ως ζευγάρι”. Αποτελεί σηµαντική δήλωση του γούστου σας»), ενώ η Κίτσι πήγαινε από το ένα κοµµάτι στο άλλο: «Αχ, η χρυσή µπορντούρα! Όχι, όχι, η µπλε! Μια στιγµή... ποιο ήταν το πρώτο σχέδιο που είδαµε; Μήπως το οκτάγωνο σχήµα είναι υπερβολή;». Και η σύµβουλος να συνεισφέρει ακούραστα µε τις βοηθητικές αναλύσεις της: αστικά γεωµετρικά σχήµατα... ροµαντικό φλοράλ... άχρονη κοµψότητα... εκθαµβωτική λάµψη... Και, παρότι εγώ έλεγα «Ναι, βέβαια, αυτό είναι θαυµάσιο, κι εκείνο επίσης, µου αρέσουν εξίσου και τα δύο, εσύ διαλέγεις, Κιτς», η σύµβουλος επέµενε να µας δείχνει όλο και περισσότερα σχέδια, προφανώς αποσκοπώντας σε µια πιο ενθουσιώδη δήλωση προτίµησης από µένα, εξηγώντας µου ευγενικά τα πλεονεκτήµατα κάθε σχεδίου, την επαργύρωση εδώ, τη ζωγραφισµένη στο χέρι µπορντούρα εκεί, µέχρι που έφτασα στο σηµείο να δαγκώνω τη γλώσσα µου για να µην ξεστοµίσω αυτό που είχα στο µυαλό µου, ότι, παρά την κατασκευαστική τους αρτιότητα, µου ήταν παντελώς αδιάφορο αν η Κίτσι θα διάλεγε το άλφα ή το βήτα, αφού για µένα ήταν όλα ουσιαστικά ίδια, χωρίς ιστορία, χωρίς χάρη και χωρίς ψυχή, για να µην αναφέρω το κόστος – µα οχτακόσια δολάρια για ένα πιάτο που είχε βγει µόλις χτες από το φούρνο; Ένα πιάτο; Υπήρχαν πανέµορφα σερβίτσια του δέκατου όγδοου αιώνα τα οποία µπορούσες να αγοράσεις σε πολύ καλύτερη τιµή από αυτά τα ψυχρά, φανταχτερά,
ολοκαίνουρια κοµµάτια. «Μα δεν µπορεί να σας αρέσουν όλα ακριβώς το ίδιο! Και ναι, σίγουρα επιστρέφω ξανά και ξανά στο αρ ντεκό», είπε η Κίτσι στη σύµβουλο που µας ακολουθούσε υποµονετικά, «αλλά, όσο κι αν αρέσει σ’ εµένα, ίσως δεν είναι αυτό που µας ταιριάζει». Ερωτηµατική µατιά προς το µέρος µου. «Εσύ τι γνώµη έχεις;» «Ό,τι προτιµάς εσύ. Οποιοδήποτε από αυτά. Αλήθεια», τη διαβεβαίωσα, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες µου και αποστρέφοντας το βλέµµα ενώ εκείνη συνέχιζε να µε κοιτάζει µε σεβασµό και προσµονή. «Φαίνεσαι τσιτωµένος. Θα ήθελα πραγµατικά να µου πεις ποιο προτιµάς». «Ναι, αλλά...» Είχα ξεπακετάρει τόσο πολλές πορσελάνες από µεταθανάτιες εκποιήσεις και διαλυµένες οικογένειες, ώστε υπήρχε κάτι απερίγραπτα θλιβερό στα αψεγάδιαστα, απαστράπτοντα εκθέµατα µε τις σιωπηρές υποσχέσεις τους ότι µερικά λαµπερά καινούρια σερβίτσια µπορούσαν να εγγυηθούν ένα εξίσου λαµπερό µέλλον, χωρίς δοκιµασίες και συµφορές. «Προτιµάς σχέδια εµπνευσµένα από την κινέζικη τέχνη ή πουλιά του Νείλου; Πες µου, Θίο, κάποιο από τα δύο πρέπει να σου αρέσει περισσότερο». «Είναι και τα δύο εξαιρετικές επιλογές. Χαρωπά και καλαίσθητα. Και αυτό είναι λιτό, για κάθε µέρα», είπε η σύµβουλος προσπαθώντας να βοηθήσει, αφού, προφανώς, το λιτό ήταν στο µυαλό της η λέξη-κλειδί όταν είχε να κάνει µε µπουχτισµένους και κατσούφηδες γαµπρούς. «Εξαιρετικά λιτό και ουδέτερο». Καταπώς φαινόταν, το πρωτόκολλο όριζε να διαλέγει ο γαµπρός τα καθηµερινά πιάτα (για όλες εκείνες τις συνάξεις µε τους κολλητούς για τους τελικούς των διοργανώσεων αµερικανικού ποδοσφαίρου, υποθέτω, χα χα!), ενώ για τα «καλά σερβίτσια» αποφάσιζαν οι ειδικοί: οι κυρίες του σπιτιού. «Μια χαρά», είπα περισσότερο κοφτά απ’ όσο είχα πρόθεση όταν συνειδητοποίησα ότι περίµεναν κάποιο σχόλιο. Ένα απλό µοντέρνο άσπρο πήλινο πιάτο δεν ήταν κάτι που θα µπορούσε να µου εµπνεύσει κανέναν τροµερό ενθουσιασµό, ιδιαίτερα όταν έφτανε σε κόστος τα τετρακόσια δολάρια το κοµµάτι. Μου έφερνε στο νου τις συµπαθέστατες, πάντα πιστές στα ρούχα της φίρµας Marimekko γηραιές κυρίες που πήγαινα και έβλεπα κάποιες φορές στον ουρανοξύστη Ριτζ Τάουερ: χήρες µε βραχνή φωνή, τουρµπάνι στο κεφάλι και µπρασελέ µε σχέδιο πάνθηρα που ήθελαν να µετακοµίσουν στο Μαϊάµι και πουλούσαν τα φιµέ γυαλικά τους και τα έπιπλα από επιχρωµιωµένο ατσάλι µε τα οποία είχαν γεµίσει, κατόπιν συµβουλών των διακοσµητών τους, τα διαµερίσµατά τους και που πίσω στη δεκαετία του 1970 τους είχαν κοστίσει όσο µερικά καλά κοµµάτια ρυθµού βασίλισσας Άννας, αλλά, όπως αναγκαζόµουν να τους εξηγήσω µε βαριά καρδιά, δεν είχαν διατηρήσει την αξία τους και δεν µπορούσαν να πουληθούν ούτε στη µισή από την αρχική τους τιµή. «Πορσελάνη...» Η σύµβουλος λίστας γάµου χάιδευε την µπορντούρα ενός πιάτου µε ένα δάχτυλο µε διακριτικό µανικιούρ. «Ξέρετε τι επιθυµώ να σκέφτονται οι µελλόνυµφοι όταν διαλέγουν καλά ασηµικά, καλά κρύσταλλα και πορσελάνες για το σπίτι τους; Το τελετουργικό µε το οποίο θα τελειώνει η µέρα τους. Κρασί, ψυχαγωγία, οικογένεια, σύµπνοια. Ένα καλό πορσελάνινο σερβίτσιο είναι ένας σπουδαίος τρόπος για να προσδώσετε αιώνια φινέτσα και ροµαντισµό στο γάµο σας». «Καλώς», είπα τώρα για πολλοστή φορά. Αλλά η διάθεσή µου είχε πιάσει πάτο, και τα δύο Μπλάντι Μέρι που είχα πιει στο Fred’s δεν είχαν καταφέρει να ξεπλύνουν τη δυσάρεστη γεύση. Η Κίτσι κοίταζε ακόµα τα σκουλαρίκια, µάλλον αναποφάσιστη. «Εντάξει. Θα τα φορέσω στο γάµο. Είναι πανέµορφα. Και ξέρω ότι ήταν της µητέρας σου».
«Θέλω να φορέσεις ό,τι θέλεις εσύ». «Να σου πω τι νοµίζω εγώ;» Άπλωσε το χέρι της πάνω από το τραπέζι και έπιασε το δικό µου. «Νοµίζω ότι χρειάζεσαι έναν υπνάκο». «Απολύτως», συµφώνησα, πιέζοντας την παλάµη της στο µάγουλό µου, έχοντας θυµηθεί πόσο τυχερός ήµουν.
[1] Νερά του Νείλου (γαλλικά στο πρωτότυπο). Αναφέρεται σε µια συγκεκριµένη, ανοιχτή και αρκετά χλοµή απόχρωση του πράσινου. (Σ.τ.Μ.)
ii.
ΕΙΧΑΝ ΓΙΝΕΙ ΟΛΑ πολύ γρήγορα. Στο δίµηνο που είχε ακολουθήσει το δείπνο µου στην οικία των Μπάρµπορ η Κίτσι και εγώ βλεπόµασταν ουσιαστικά κάθε µέρα – µακρινές βόλτες και γεύµατα (άλλοτε στο Match 65 ή στο Le Bilboquet, άλλοτε µε σάντουιτς στην κουζίνα) και ατέλειωτες συζητήσεις για τον παλιό καιρό: για τον Άντι και για τις βροχερές Κυριακές που παίζαµε Monopoly («Eσείς οι δυο ήσασταν τόσο αδυσώπητοι... Ήταν λες και τα έβαζε η Σίρλεϊ Τεµπλ µε τους µεγιστάνες Χένρι Φορντ και Τζ. Π. Μόργκαν»), για το βράδυ που είχε κλάψει όταν της είχαµε βάλει να δει το τροµακτικό Hellboy: Ο Ήρωας της Κόλασης αντί για την Ποκαχόντας, για τις ατέλειωτες, βασανιστικές βραδιές µε «επίσηµο ένδυµα» (βασανιστικές για εµάς τα αγόρια τουλάχιστον, που έπρεπε να καθόµαστε άκαµπτοι στον Ιστιοπλοϊκό Όµιλο και να πίνουµε κόκα κόλα µε λάιµ, ενώ ο κύριος Μπάρµπορ έψαχνε µε το βλέµµα τον Αµαντέο, τον αγαπηµένο του σερβιτόρο, µε τον οποίο επέµενε να εξασκεί τα γελοία ισπανικά του), για φίλους από το σχολείο και πάρτι, πάντα υπήρχε κάτι να πούµε, θυµάσαι αυτό και θυµάσαι εκείνο και τότε που, όχι όπως µε την «Κάρολ Λόµπαρντ», που το µόνο που µοιραζόµασταν ήταν το ποτό και το κρεβάτι, και δεν είχαµε τίποτα άλλο να πούµε µεταξύ µας. Όχι ότι η Κίτσι κι εγώ δεν ήµασταν δύο πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, όµως αυτό δεν πείραζε καθόλου – στο κάτω κάτω, όπως πολύ λογικά είχε επισηµάνει ο Χόµπι, ο γάµος δεν υποτίθεται ότι είναι µια ένωση αντιθέτων; Το ζητούµενο δεν ήταν να φέρω εγώ καινούριες προκλήσεις στη ζωή της, όπως και εκείνη στη δική µου; Επιπλέον (έλεγα ο ίδιος στον εαυτό µου), καιρός δεν ήταν πια να Προχωρήσω Μπροστά, να Αφήσω Πίσω το Παρελθόν, να γυρίσω την πλάτη στον Κήπο της Εδέµ που ήταν κλειδαµπαρωµένος για µένα; Δεν όφειλα να αρχίσω να Ζω στο Παρόν, να Εστιάσω στο Τώρα, αντί να ολοφύροµαι για αυτό που δε θα γινόταν ποτέ δικό µου; Για χρόνια βασανιζόµουν σε µια κόλαση άσκοπης οδύνης: Πίππα Πίππα Πίππα, αγαλλίαση και απελπισία, πότε πάνω πότε κάτω, τα πιο ασήµαντα περιστατικά να µε εκτοξεύουν στα άστρα ή να µε καταποντίζουν σε απύθµενες απελπισίες, το όνοµά της σε γραπτό µήνυµα ή σε e-mail συνοδευόµενο από ένα ανέµελο «Με αγάπη» (έτσι έκλεινε, ούτως ή άλλως, όλα της τα µηνύµατα, προς όλους) µε έκανε να πετάω στον έβδοµο ουρανό για µέρες, ενώ αν, τηλεφωνώντας στον Χόµπι, δε ζητούσε να µιλήσει και µαζί µου (και γιατί θα έπρεπε;), σερνόµουν στα πατώµατα σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Οι ελπίδες µου ήταν φρούδες, το ήξερα. Ακόµα χειρότερα, την αγάπη µου για την Πίππα θόλωνε υπογείως η µητέρα µου, ο θάνατος της µητέρας µου, το γεγονός ότι την είχα χάσει και δεν είχα καµία ελπίδα να την ξαναβρώ. Όλη αυτή η τυφλή, παιδιάστικη ανάγκη να σώσω και να σωθώ, να αναβιώσω το παρελθόν και να το αλλάξω, είχε συνδεθεί µε κάποιον παράλογο, απεγνωσµένο τρόπο µαζί της. Υπήρχε µια ανισορροπία σε όλο αυτό, κάτι παθολογικό. Έβλεπα πράγµατα που δεν υπήρχαν. Ελάχιστα απείχα από τον αντικοινωνικό ψυχάκια που γίνεται η σκιά µιας κοπέλας την οποία διάλεξε στο εµπορικό κέντρο. Γιατί η γυµνή αλήθεια ήταν αυτή: Η Πίππα και εγώ βλεπόµασταν ίσως δύο φορές το χρόνο· ανταλλάσσαµε e-mail και µηνύµατα στο κινητό, αν και όχι τόσο τακτικά· όταν βρισκόταν στην πόλη, δανείζαµε βιβλία ο ένας στον άλλο και πηγαίναµε παρέα σινεµά. Ήµασταν φίλοι και τίποτα παραπάνω. Οι ελπίδες µου για µια σχέση µαζί της ανήκαν στη
σφαίρα του φανταστικού, ενώ η παρατεινόµενη δυστυχία µου και η διάψευση των προσδοκιών µου ήταν µια τροµερή πραγµατικότητα. Ήταν αυτή η αβάσιµη, απέλπιδα, µονόπλευρη εµµονή λόγος για να πετάξω στα σκουπίδια την υπόλοιπη ζωή µου; Η απόφασή µου να ελευθερωθώ ήταν απόλυτα συνειδητή. Χρειάστηκα όλες µου τις δυνάµεις για να τα καταφέρω, σαν το αγρίµι που ροκανίζει µε τα δόντια ένα άκρο του προκειµένου να ξεφύγει από το δόκανο. Και, µε κάποιον τρόπο, τα κατάφερα. Και εκεί, στην αντίπερα όχθη, ήταν η Κίτσι που µε κοίταζε µε τα γελαστά γκριζοπράσινα µάτια της να σπιθίζουν πειρακτικά. Σπάγαµε πλάκα µαζί. Τα πηγαίναµε καλά. Ήταν το πρώτο καλοκαίρι που περνούσε στην πόλη –«Το πρώτο της ζωής µου, από τότε που θυµάµαι τον εαυτό µου!» (το σπίτι στο Μέιν ήταν αµπαρωµένο µετά το συµβάν, ο θείος Χάρι και τα ξαδέρφια είχαν φύγει για τα Νησιά της Μαγδαληνής στο Κεµπέκ του Καναδά)–, και «Δεν περνάνε µε τίποτα οι ώρες εδώ µε τη µαµά», και «Αχ, σε παρακαλώ, ας κάνουµε κάτι µαζί! Έρχεσαι να πάµε στην παραλία το Σαββατοκύριακο;». Έτσι, τα Σαββατοκύριακα πηγαίναµε στο Ιστ Χάµπτον, όπου µέναµε στο σπίτι φίλων της που ξεκαλοκαίριαζαν στη Γαλλία, και τις καθηµερινές, αφού τέλειωνα τη δουλειά, συναντιόµασταν στο κάτω Μανχάταν, πίναµε χλιαρό κρασί σε έρηµα καφέ και µπιστρό, ήσυχα απόβραδα στην Τραϊµπέκα σε πεζοδρόµια που είχαν ανάψει από τη ζέστη της ηµέρας, µε τα καυτά ρεύµατα αέρα από τις σχάρες εξαερισµού του µετρό να σκορπάνε αναµµένες σπίθες από το τσιγάρο µου. Οι αίθουσες των σινεµά ήταν απολαυστικά δροσερές, όπως και το King Cole Bar στο ξενοδοχείο St. Regis και το Oyster Bar στο σταθµό Γκραντ Σέντραλ. Δύο απογεύµατα την εβδοµάδα η Κίτσι έβαζε καπέλο, γάντια, πάνινα Converse και αψεγάδιαστη φούστα και, αφού ψεκαζόταν από την κορυφή µέχρι τα νύχια µε φαρµακευτική αντηλιακή (αφού, όπως και ο Άντι, ήταν αλλεργική στον ήλιο), έπαιρνε το µαύρο Mini Cooper της µε την ειδική υποδοχή για τη θήκη µε τα µπαστούνια του γκολφ στο πίσω µέρος και οδηγούσε µέχρι τη λέσχη Σίνεκοκ Χιλς ή Μέιντστοουν. Σε αντίθεση µε τον Άντι, η Κίτσι φλυαρούσε και σαχλαµάριζε και γελούσε νευρικά µε τα δικά της αστεία, µε έναν τρόπο που θύµιζε αµυδρά τη διασπασµένη και διοχετευόµενη προς πολλές κατευθύνσεις ενέργεια του πατέρα της, αν και χωρίς τη δική του αποστασιοποίηση, την ειρωνεία του. Με µια στρώση πούδρας και µια ζωγραφισµένη ελίτσα στο µάγουλο, θα µπορούσε κάλλιστα να είναι µια κυρία επί των τιµών στις Βερσαλλίες, µε το πάλλευκο δέρµα και τα ρόδινα µάγουλα και τη σπασµωδική ευθυµία της. Φορούσε µικροσκοπικά λινά αµάνικα φορεµατάκια, άλλοτε σε χωριάτικο και άλλοτε σε αστικό στιλ, συνοδεύοντάς τα µε κλασικές κροκό τσάντες της γιαγιάς της, και κολλούσε ετικέτες µε το όνοµα και τη διεύθυνσή της µέσα σε όλες ανελλιπώς τις απάνθρωπα ψηλοτάκουνες γόβες Christian Louboutin µε τις οποίες κυκλοφορούσε («Αγαπηµένα βάσανα!»), ώστε να είναι καλυµµένη σε περίπτωση που χρειαζόταν να τις πετάξει για να χορέψει ή να κολυµπήσει και µετά ξεχνούσε πού τις είχε παρατήσει: ασηµένιες γόβες, κεντητές, µε µεταξωτές κορδέλες και στενή µύτη, αξίας χιλίων δολαρίων το ζευγάρι. «Στριµµένε!» µε κατσάδιαζε από την κορυφή της σκάλας όταν –στις τρεις το πρωί, φέσι από τα αµέτρητα ρούµι µε κόκα κόλα– κατέβαινα τρεκλίζοντας για να βρω ταξί, µια και δούλευα την εποµένη. Εκείνη µου είχε προτείνει να παντρευτούµε. Καθ’ οδόν προς ένα πάρτι. Chanel No 19, γαλάζιο φόρεµα. Είχαµε βγει στη λεωφόρο Παρκ –και οι δύο κάπως ζαλισµένοι από τα κοκτέιλ που είχαµε πιει πάνω στο διαµέρισµα– και τα φώτα του δρόµου είχαν ανάψει ακριβώς τη στιγµή που είχαµε πατήσει το πόδι µας στο πεζοδρόµιο. Σταθήκαµε απότοµα και κοιταχτήκαµε ξαφνιασµένοι: Εµείς το κάναµε αυτό; Η στιγµή ήταν τόσο αστεία, ώστε αρχίσαµε
να γελάµε και οι δύο σαν υστερικοί – ήταν λες και εκπέµπαµε εµείς το φως, λες και µπορούσαµε να φωταγωγήσουµε ολόκληρη τη λεωφόρο Παρκ. Κι όταν η Κίτσι έπιασε το χέρι µου και είπε: «Θίο, ξέρεις τι νοµίζω ότι θα ’πρεπε να κάνουµε;», ήξερα τι θα µου έλεγε. «Λες να το κάνουµε;» «Αχ, ναι, σε παρακαλώ! Δε νοµίζεις κι εσύ; Άσε πόσο ευτυχισµένη θα έκανε τη µαµά!» Δεν είχαµε ορίσει καν την ηµεροµηνία. Άλλαζε διαρκώς, ανάλογα µε τη διαθεσιµότητα της εκκλησία ή καλεσµένων που δε γινόταν να λείπουν – ο ένας συµµετείχε στους τελικούς των ιστιοπλοϊκών αγώνων, η άλλη είχε προγραµµατισµένη καισαρική, και πάει λέγοντας. Και κάπως έτσι εξελίχτηκε ο γάµος µας σε ένα τεράστιο γεγονός, µε εκατοντάδες καλεσµένους, ιλιγγιώδες κόστος, σκηνογραφηµένο και χορογραφηµένο σαν παράσταση του Μπρόντγουεϊ, ξεφεύγοντας από κάθε έλεγχο, σε βαθµό που άρχισα να το ξανασκέφτοµαι. Ήξερα ότι σε πολλές περιπτώσεις η ευθύνη για γάµους-υπερπαραγωγές βάραινε τη µητέρα της νύφης, αλλά στη δική µας δεν µπορούσες να προσάψεις το παραµικρό στην κυρία Μπάρµπορ, η οποία µε το ζόρι άφηνε το δωµάτιο και το καλάθι µε το εργόχειρό της, δεν απαντούσε ποτέ στο τηλέφωνο, δε δεχόταν προσκλήσεις και ούτε καν πήγαινε στο κοµµωτήριο – αυτή, που χτενιζόταν µέρα παρά µέρα, µε σταθερό ραντεβού στις έντεκα το πρωί, πριν από την έξοδο για γεύµα σε κάποιο φίνο εστιατόριο της πόλης. «Φαντάζεσαι πόσο θα χαρεί η µαµά;» ψιθύρισε η Κίτσι, σκουντώντας µε στα πλευρά µε τον κοκαλιάρικο αγκώνα της καθώς επιστρέφαµε τρεχάτοι στο δωµάτιο της µητέρας της. Και η ανάµνηση της χαράς της κυρίας Μπάρµπορ όταν άκουσε τα νέα («Πες της το εσύ», είχε πει η Κίτσι, «θα χαρεί ακόµα περισσότερο αν το µάθει από σένα!») ήταν µια στιγµή που έπαιζα και ξανάπαιζα στο µυαλό µου χωρίς να τη βαριέµαι ποτέ: η έκπληξη στα µάτια της, και στη συνέχεια η ευφροσύνη που ξεχύθηκε απροσποίητη, ασυγκράτητη, στο ανέκφραστο, κουρασµένο πρόσωπό της. Το ένα της χέρι απλωµένο προς εµένα, το άλλο προς την κόρη της, αλλά εκείνο το υπέροχο χαµόγελο –που δε θα ξεχνούσα ποτέ– ήταν για µένα και µόνο. Ποιος θα το έλεγε ότι είχα τη δύναµη να κάνω έναν άνθρωπο τόσο ευτυχισµένο; Ή ότι θα ένιωθα ποτέ εγώ τέτοια ευτυχία; Τα νεύρα µου ήταν τεντωµένα σαν λάστιχο. Έπειτα από χρόνια που είχε µείνει κλειδωµένη και ναρκωµένη, η καρδιά µου χτυπιόταν και πετάριζε σαν µια µέλισσα παγιδευµένη σε αναποδογυρισµένο ποτήρι, τα πάντα φωτεινά, ευκρινή, ακατανόητα, εσφαλµένα, όµως αυτός ήταν τουλάχιστον ένας πόνος ξεκάθαρος, σε αντίθεση µε την υφέρπουσα µιζέρια που µε ταλάνιζε για χρόνια µες στη θολούρα των ουσιών – σαν χαλασµένο δόντι, ο βρόµικος και αναγουλιαστικός πόνος από κάτι που σάπιζε. Η καθαρότητα ήταν απολαυστική, θαρρείς και είχα βγάλει ένα ζευγάρι λεκιασµένα γυαλιά που θάµπωναν ό,τι κοίταζα. Πέρασα όλο το καλοκαίρι παραληρώντας σχεδόν από ευτυχία: ηλεκτρισµένος, τρελαµένος, γεµάτος ενέργεια, να συντηρούµαι µε τζιν και γαρίδες κοκτέιλ και το αναζωογονητικό γκουπ! από τα µπαλάκια του τένις. Με το µυαλό µου αποκλειστικά στην Κίτσι, στην Κίτσι, στην Κίτσι! Πέρασαν τέσσερις µήνες και µπήκε ο Δεκέµβριος, παγωµένα πρωινά και χριστουγεννιάτικα καµπανίσµατα στον αέρα, κι εγώ αρραβωνιασµένος µε την Κίτσι – µα πόσο τυχερός ήµουν ο άνθρωπος! Όµως, παρότι ήταν όλα τόσο τέλεια, καρδούλες και λουλούδια, µια µουσικοχορευτική αισθηµατική κοµεντί, είχα αρχίσει να νιώθω µπουχτισµένος. Για άγνωστους λόγους, η έκρηξη ενέργειας που µε έκανε να ίπταµαι στα ουράνια όλο το καλοκαίρι µε άδειασε ανώµαλα γύρω στα µέσα Οκτωβρίου σε µια καταχνιά µελαγχολίας που πότιζε αδυσώπητα τα πάντα, προς κάθε κατεύθυνση. Με ελάχιστες εξαιρέσεις (την Κίτσι, τον Χόµπι, την κυρία Μπάρµπορ), σιχαινόµουν να βρίσκοµαι ανάµεσα σε ανθρώπους, αδυνατούσα να δώσω βάση σε
ό,τι µου έλεγαν, δυσκολευόµουν να µιλήσω µε πελάτες, δεν κατάφερνα να τιµολογήσω το εµπόρευµα, δεν µπορούσα να µπω στο µετρό, κάθε ανθρώπινη ενέργεια µου φαινόταν µάταιη, ακατανόητη, µια µυρµηγκοφωλιά στη µέση του πουθενά που βρίθει από µυστηριώδη δραστηριότητα, ούτε µια αχτίδα φωτός όπου κι αν έστρεφα το βλέµµα, και τα αντικαταθλιπτικά που κατέβαζα φιλότιµα επί οχτώ εβδοµάδες δε βοηθούσαν καθόλου, ούτε και τα άλλα που είχα πάρει πριν από αυτά (τα είχα πλέον δοκιµάσει όλα, προφανώς ανήκα στο είκοσι τοις εκατό των άτυχων που τα αντικαταθλιπτικά δεν τους φιλοδωρούν µε λιβάδια γεµάτα µαργαρίτες και πεταλούδες, αλλά µε ισχυρούς πονοκεφάλους και αυτοκτονικούς ιδεασµούς). Και, παρότι κάποιες φορές διαλυόταν το σκοτάδι όσο χρειαζόταν για να κατανοήσω το περιβάλλον γύρω µου, οικεία σχήµατα που αποσαφηνίζονταν σε έπιπλα κρεβατοκάµαρας το ξηµέρωµα, η ανακούφισή µου ήταν πρόσκαιρη, γιατί, µε κάποιον τρόπο, δεν έφεγγε ποτέ εκατό τοις εκατό, τα πράγµατα σκοτείνιαζαν πάλι πριν προλάβω να προσανατολιστώ, και κατέληγα να ψάχνω ξανά το δρόµο µου στα τυφλά, σαν να µου έχυναν µαύρο µελάνι στα µάτια. Δεν ήξερα για ποιο λόγο ένιωθα τόσο χαµένος. Δεν είχα ξεπεράσει την Πίππα, και δεν έτρεφα αυταπάτες περί αυτού: Ήξερα ότι µπορεί να µην την ξεπερνούσα ποτέ, ότι έπρεπε να µάθω να ζω µε την οδύνη τού να αγαπώ κάποια που δε θα γινόταν ποτέ δική µου. Όµως ήξερα επίσης ότι η πιο άµεση δυσκολία µου ήταν να ανταποκριθώ σε αυτές που φάνταζαν στα µάτια µου –ή όντως ήταν– ως ανησυχητικά κλιµακούµενες κοινωνικές απαιτήσεις. Η Κίτσι και εγώ δεν απολαµβάναµε πια τόσα πολλά τονωτικά τετ-α-τετ πιασµένοι χεράκι χεράκι σε κάποιο µισοσκότεινο σεπαρέ εστιατορίου. Αντί γι’ αυτό, ήµασταν σχεδόν κάθε βράδυ καλεσµένοι σε συνεστιάσεις σε σπίτια γνωστών και δείπνα έξω µε φίλους της, αγχογόνες καταστάσεις όπου (νευρικός, αχαπάκωτος, εξουθενωµένος µέχρι την τελευταία σύναψη του εγκεφάλου µου) δυσκολευόµουν να επιδείξω τη δέουσα κοινωνική ζέση, ιδιαίτερα όταν ήµουν κουρασµένος από τη δουλειά. Έπειτα, είχαµε και τις προετοιµασίες του γάµου, µια χιονοστιβάδα από µικροπράγµατα για τα οποία όφειλα να δείχνω το ίδιο ενδιαφέρον µε την Κίτσι, γυαλιστερoί ανεµοστρόβιλοι από φυλλάδια και δείγµατα. Για εκείνη είχε εξελιχτεί σε πλήρη απασχόληση: Έπρεπε να τρέχει σε τυπογραφεία και ανθοπώλες, να δοκιµάζει εταιρείες κέτερινγκ και προµηθευτές εξοπλισµού, να συγκεντρώνει κοµµάτια υφασµάτων και κουτιά µε πτιφούρ και δείγµατα από τούρτες, να τα παίζει και να µου ζητάει ξανά και ξανά βοήθεια για να διαλέξει ανάµεσα σε σχεδόν πανοµοιότυπες αποχρώσεις του ιβουάρ και του λιλά από ένα δειγµατολόγιο χρωµάτων, να κανονίζει «κοριτσίστικες» βραδιές µε τις παρανύµφους της και ένα «Σαββατοκύριακο εργένηδων» για µένα – οργανωµένο από τον Πλατ (!), τουλάχιστον µπορούσα να ποντάρω ότι θα το περνούσα τύφλα στο µεθύσι. Και µετά ήταν και τα σχέδια για το µήνα του µέλιτος, στοίβες από φυλλάδια σε ιλουστρασιόν χαρτί (Φίτζι ή Ναντάκετ; Μύκονος ή Κάπρι;), εγώ να λέω συνέχεια, µε τον καινούριο µου, όλο αβρότητα τόνο µε τον οποίο απευθυνόµουν στην Κίτσι, «Φανταστικά, όλα φαίνονται τέλεια», αν και, δεδοµένης της ιστορίας που είχε η οικογένειά της µε το νερό, το έβρισκα το λιγότερο παράδοξο που δεν πρότεινε Βιέννη, Παρίσι, Πράγα ή οποιονδήποτε άλλο προορισµό που δεν ήταν νησί στη µέση της αναθεµατισµένης ανοιχτής θάλασσας. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο σίγουρος για το µέλλον. Κι όταν θύµιζα στον εαυτό µου την ορθότητα της πορείας που είχα χαράξει –και είχα συχνά αφορµές να το κάνω–, οι σκέψεις µου δεν πήγαιναν µόνο στην Κίτσι, αλλά και στην κυρία Μπάρµπορ, η ευτυχία της οποίας µε καθησύχαζε και µε ζωογονούσε σαν καθάριο νερό σε κανάλια της καρδιάς µου που είχαν στεγνώσει εδώ και χρόνια. Τα χαρµόσυνα νέα µας της είχαν δώσει µια ευφρόσυνη λάµψη, την είχαν βοηθήσει αισθητά να πάρει τα πάνω της. Είχε αρχίσει να κυκλοφορεί
περισσότερο µέσα στο διαµέρισµα, να περνάει µια λεπτή στρώση ροζ κραγιόν στα χείλη της, ενώ ακόµα και οι πιο ασήµαντες αλληλεπιδράσεις της µαζί µου λαµπρύνονταν από ένα σταθερό, αµείωτο, γαλήνιο φως, που µεγέθυνε το χώρο γύρω µας και γλιστρούσε απαλά και στις πιο σκοτεινές γωνιές µέσα µου. «Ποτέ δε φανταζόµουν ότι θα ένιωθα ξανά τόση ευτυχία», µου εκµυστηρεύτηκε χαµηλόφωνα ένα βράδυ στη διάρκεια του δείπνου, εκµεταλλευόµενη την ευκαιρία όταν η Κίτσι πετάχτηκε όρθια και έτρεξε να απαντήσει στο τηλέφωνο, όπως το συνήθιζε, αφήνοντάς µας µόνους στο πτυσσόµενο τραπέζι χαρτοπαιξίας στο δωµάτιό της, να τσιµπολογάµε αµήχανα τα σπαράγγια και τα φιλέτα σολοµού στα πιάτα µας. «Γιατί... ήσουν πάντα τόσο καλός µε τον Άντι... Τον ενθάρρυνες, του έδινες αυτοπεποίθηση. Ήταν ο καλύτερός του εαυτός όταν βρισκόταν µαζί σου, πάντα. Και... χαίροµαι τόσο που θα γίνεις και επίσηµα µέλος αυτής της οικογένειας, που θα γίνει νόµιµα πλέον, γιατί... Αχ, ίσως δε θα ’πρεπε να σ’ το πω αυτό, κι ελπίζω να µη σε πειράζει που θα σου µιλήσω µέσα από την καρδιά µου, αλλά... το ήξερες ότι σε ένιωθα πάντα σαν ένα από τα παιδιά µου; Από τότε που ήσουν µικρούλης ακόµα». Αυτή η παρατήρηση µε σοκάρισε και µε συγκίνησε τόσο, ώστε αντέδρασα εντελώς αδέξια, τραυλίζοντας κυριολεκτικά από την ταραχή, σε βαθµό που µε λυπήθηκε και έστρεψε την κουβέντα αλλού. Εντούτοις, κάθε φορά που ανέτρεχα σε αυτή τη στιγµή, ένιωθα να µε πληµµυρίζει µια ευχάριστη ζεστασιά. Εξίσου µεγάλη (αν και περισσότερο ποταπή) ήταν η ευχαρίστηση που αντλούσα από την ανάµνηση της σύντοµης σοκαρισµένης παύσης που είχε κάνει η Πίππα στο τηλέφωνο όταν της ανακοίνωσα τα ευχάριστα νέα. Ήταν µια παύση που έπαιζα ξανά και ξανά στο µυαλό µου, απολαµβάνοντας την εµβρόντητη σιωπή της µε όλη µου την ψυχή. «Ω...» Και µετά, ανακτώντας την αυτοκυριαρχία της: «Ω, Θίο, αυτό είναι υπέροχο! Ανυποµονώ να τη γνωρίσω!». «Είναι εκπληκτική κοπέλα», τη διαβεβαίωσα φαρµακερά. «Ήµουν τσιµπηµένος µαζί της από τότε που ήµασταν παιδιά». Γεγονός που –όπως εξακολουθούσα να ανακαλύπτω µε τους πιο απροσδόκητους τρόπους– ανταποκρινόταν απόλυτα στην πραγµατικότητα. Η αλληλοδιείσδυση παρελθόντος και παρόντος ήταν απίστευτα ερωτική: Αντλούσα απύθµενη ικανοποίηση αναλογιζόµενος την καταφρόνια της εννιάχρονης Κίτσι προς το δεκατριάχρονο «φυτό» που ήµουν τότε (να στρέφει µε απόγνωση το βλέµµα της στο ταβάνι, να κατσουφιάζει όποτε υποχρεωνόταν να καθίσει δίπλα µου στο τραπέζι). Και ευχαριστιόµουν ακόµα περισσότερο το σάστισµα ανθρώπων που µας ήξεραν από παιδιά: Εσύ; Και η Κίτσι Μπάρµπορ; Σοβαρά; Λάτρευα το αστείο και το προκλητικό της όλης υπόθεσης, την αίσθηση του απίθανου: Εγώ να γλιστράω στο δωµάτιό της αφού είχε κοιµηθεί η µητέρα της –στο ίδιο δωµάτιο που φρόντιζε να κλειδώνει όταν ήµασταν παιδιά µην τυχόν και της έκλεβα τίποτα, µε την ίδια λινή ροζ ταπετσαρία στους τοίχους, που δεν την είχε αλλάξει από την εποχή που έµενα µε τον Άντι, και τις χειρόγραφες ταµπέλες ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ και ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ–, να τη σπρώχνω προς τα πίσω, η Κίτσι να κλειδώνει πίσω µας την πόρτα, να χαϊδεύει ανεπαίσθητα τα χείλη µου µε το ακροδάχτυλό της, και µετά εκείνη η πρώτη, αλησµόνητη κουτρουβάλα στο κρεβάτι της, Σσσ, θα ξυπνήσουµε τη µανούλα, κάνε ησυχία! Κάθε µέρα είχα αναρίθµητες ευκαιρίες να θυµίζω στον εαυτό µου πόσο τυχερός ήµουν. Η Κίτσι δεν κουραζόταν ποτέ, η Κίτσι δεν ήταν ποτέ δυστυχισµένη. Ήταν αξιολάτρευτη, ενθουσιώδης, τρυφερή. Ήταν όµορφη, µε µια απαστράπτουσα, κρυσταλλένια ποιότητα που έκανε τα κεφάλια να γυρίζουν στο δρόµο. Θαύµαζα την κοινωνικότητά της, την άνεσή της µε
τον κόσµο, το χιούµορ και τον αυθορµητισµό της –«µικρή ξεµυαλισµένη» την αποκαλούσε ο Χόµπι, πάντα µε τη µεγαλύτερη τρυφερότητα–, και ήταν σαν µια πνοή φρεσκάδας σε αυτό τον άχαρο κόσµο! Όλοι την αγαπούσαν. Και, µε όλη τη µεταδοτική της ξεγνοιασιά, ήξερα ότι ήταν ένα ασήµαντο πταίσµα το ότι δε φαινόταν να συγκινείται ιδιαίτερα από τίποτα. Μέχρι κι αυτή ακόµα η παλιά καλή «Κάρολ Λόµπαρντ» είχε βουρκώσει για παλιούς γκόµενους και για κακοποιηµένα ζωάκια για τα οποία είχε ακούσει στα δελτία ειδήσεων ή για το κλείσιµο κάποιων ιστορικών µπαρ στο Σικάγο, από όπου καταγόταν. Η Κίτσι, αντίθετα, δε φαινόταν να βρίσκει τίποτα ιδιαίτερα επείγον, συγκινητικό ή έστω εκπληκτικό. Σε αυτό έµοιαζε πολύ µε τη µητέρα και τον αδερφό της – αν και η αυτοσυγκράτηση της κυρίας Μπάρµπορ και του Άντι είχαν µια διαφορετική χροιά από τον τρόπο που είχε η Κίτσι να πετάει ένα απαξιωτικό ή υποτιµητικό σχόλιο κάθε φορά που κάποιος έθιγε ένα σοβαρό θέµα. («Μηδέν διασκέδαση», την άκουγα να λέει µε ένα σχεδόν περιπαικτικό στεναγµό και ένα σούφρωµα της µύτης όποτε τη ρωτούσαν για τη µητέρα της.) Έπειτα, ήταν και το άλλο – που µε έκανε να νιώθω άρρωστος και αηδιασµένος κάθε φορά που το σκεφτόµουν: Αναζητούσα απεγνωσµένα κάποια ένδειξη θλίψης για τον Άντι και τον µπαµπά της, και είχε αρχίσει να µε προβληµατίζει το γεγονός ότι δεν έβλεπα καµία. Ήταν δυνατόν να µην την είχε επηρεάσει καθόλου η διπλή απώλεια; Δε θα έπρεπε να το συζητήσουµε έστω κάποια στιγµή; Σε ένα επίπεδο, θαύµαζα τη γενναιότητά της: πιγούνι ανασηκωµένο αποφασιστικά, να προχωράει ακάθεκτη αψηφώντας την τραγωδία, και όλα αυτά. Ίσως να ήταν πραγµατικά πάρα πολύ κλειστή, υπερβολικά εσωστρεφής, και απλώς να ξεγελούσε τους πάντες µε το ηρωικό προσωπείο της. Αλλά αυτές οι αστραφτερές γκριζοπράσινες ρηχές λιµνούλες –τόσο γοητευτικές στην πρώτη µατιά– επέµεναν να µην παρουσιάζουν την παραµικρή αλλοίωση που να υποδηλώνει το βάθος, έτσι ώστε κάποιες φορές είχα την ενοχλητική αίσθηση ότι τσαλαβουτούσα σε νερό µέχρι το γόνατο µε την ελπίδα ότι θα ανακάλυπτα τυχαία ένα απότοµο ρήγµα, ένα σηµείο αρκετά βαθύ ώστε να κολυµπήσω. Η Κίτσι µε χτυπούσε στον καρπό. «Τι;» «Λέω για το Barneys! Μια και είµαστε εδώ, δεν πάµε να ρίξουµε µια µατιά στο τµήµα µε τα οικιακά είδη; Ξέρω ότι η µητέρα δε θα ξετρελαθεί αν ανοίξουµε κι εδώ λίστα γάµου, αλλά ίσως έχει πλάκα να δοκιµάσουµε κάτι λιγότερο παραδοσιακό για τα καθηµερινά σκεύη». «Όχι». Πήρα το ποτήρι µου και το άδειασα µονοκοπανιά. «Πρέπει να κατέβω στο µαγαζί, αν δε σε πειράζει. Έχω ραντεβού µε έναν πελάτη». «Θα έρθεις στο σπίτι απόψε;» Η Κίτσι µοιραζόταν ένα διαµέρισµα στην Ανατολική 70ή Οδό µε δύο συγκατοίκους, όχι πολύ µακριά από το γραφείο του καλλιτεχνικού οργανισµού όπου εργαζόταν. «Δεν είµαι σίγουρος. Ίσως χρειαστεί να τον βγάλω έξω για δείπνο. Αν µπορέσω όµως, θα την κοπανήσω». «Για απογευµατινό κοκτέιλ; Σε παρακαλώ! Ή τουλάχιστον για ένα ποτάκι µετά το δείπνο; Θα απογοητευτούν όλοι τόσο πολύ αν δεν εµφανιστείς έστω και για λίγο. Ο Τσαρλς και η Μπέτι...» «Σου δίνω το λόγο µου ότι θα προσπαθήσω. Μην ξεχάσεις αυτά», είπα, γνέφοντας προς τα σκουλαρίκια, που είχαν µείνει πάνω στο τραπεζοµάντιλο. «Ε; Όχι! Αλίµονο, όχι!» είπε ένοχα, βουτώντας τα για να τα ρίξει στην τσάντα της αδιάφορα, σαν να ήταν µια χούφτα ψιλά.
iii.
ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΕΞΩ, για να αναµειχθούµε µε τα πλήθη που είχαν ξεχυθεί στους δρόµους για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια τους, αισθανόµουν µελαγχολικός και κλονισµένος. Και τα στολισµένα κτίρια, η λάµψη από τις βιτρίνες, όλα επιδείνωναν την τυραννική θλίψη: σκοτεινός χειµωνιάτικος ουρανός, ένα γκριζωπό φαράγγι από πετράδια και γούνες και όλη τη δύναµη και τη µελαγχολία του πλούτου. Τι στην ευχή έχω πάθει; αναρωτήθηκα καθώς διασχίζαµε µε την Κίτσι τη λεωφόρο Μάντισον, µε το ροζ Prada πανωφόρι της να αναπηδάει χαρωπά µέσα στο πλήθος. Γιατί την έψεγα ενδόµυχα που δε φαινόταν να στοιχειώνεται από την τραγωδία του Άντι και του µπαµπά της, αλλά συνέχιζε τη ζωή της; Όµως, όταν έσφιξα τον αγκώνα της, για να κερδίσω ένα λαµπερό χαµόγελο σε ανταπόδοση, ένιωσα µια στιγµιαία ανακούφιση που µε απέσπασε από τις ανησυχίες µου. Είχαν περάσει οχτώ µήνες από τότε που είχα παρατήσει τον Ριβ σε εκείνο το εστιατόριο της Τραϊµπέκα. Κανείς δεν είχε επικοινωνήσει ακόµα µαζί µου για κάποιο από τα πλαστά κοµµάτια που είχα πουλήσει, παρότι ήµουν απόλυτα προετοιµασµένος να παραδεχτώ το λάθος µου, αν το έκαναν: Άπειρος, καινούριος στη δουλειά, ευχαρίστως να σας αποζηµιώσω, κύριε, δεχτείτε, παρακαλώ, την ειλικρινή συγνώµη µου. Άγρυπνες νύχτες που καθησύχαζα τον εαυτό µου ότι, ακόµα κι αν τα πράγµατα εξελίσσονταν πολύ άσχηµα, τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ελάχιστα: Είχα µεριµνήσει να µην έχω παρά µόνο τα απολύτως απαραίτητα παραστατικά πωλήσεων, ενώ στα µικρότερα κοµµάτια είχα προσφέρει σηµαντική έκπτωση για αγορά τοις µετρητοίς. Όµως και πάλι... Και πάλι... Ήταν µόνο θέµα χρόνου. Ένας πελάτης να έκανε το πρώτο βήµα, θα ακολουθούσε κανονική χιονοστιβάδα. Και θα ήταν µεν τροµερό αν κατέστρεφα την ακηλίδωτη υπόληψη του Χόµπι, αλλά, από τη στιγµή που θα συσσωρεύονταν τόσες απαιτήσεις αποζηµίωσης ώστε να ξεπεράσουν την οικονοµική µου δυνατότητα να ανταποκριθώ, θα άρχιζαν και οι µηνύσεις. Μηνύσεις στις οποίες, αναπόφευκτα, θα κατονοµαζόταν και ο Χόµπι ως συνιδιοκτήτης της επιχείρησης. Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πειστεί οποιοσδήποτε δικαστής ότι δεν είχε ιδέα για το τι σκάρωνα, ειδικά σε σχέση µε κάποιες από τις πωλήσεις που αφορούσαν σηµαντικές αµερικανικές αντίκες – και, αν έφτανε εκεί το πράγµα, δεν ήµουν καν σίγουρος ότι ο Χόµπι θα υπερασπιζόταν αρκετά σθεναρά την αθωότητά του, επιρρίπτοντας όλη την ευθύνη σ’ εµένα. Το βέβαιο ήταν ότι πολλοί από τους ανθρώπους στους οποίους είχα πουλήσει διέθεταν τόσα πολλά χρήµατα, ώστε αυτά που µου είχαν δώσει ήταν για εκείνους πενταροδεκάρες. Όµως και πάλι... Και πάλι... Δε θα αποφάσιζε κάποιος να κοιτάξει κάποια στιγµή κάτω από εκείνες τις καρέκλες τραπεζαρίας Χέπλγουαϊτ (για παράδειγµα), για να προσέξει πως δεν ήταν ίδιες; Πως τα νερά δεν ταίριαζαν ακριβώς, πως τα πόδια δεν ήταν πανοµοιότυπα; Ή δε θα πήγαινε ένα τραπέζι σε κάποιον ανεξάρτητο εκτιµητή, για να πληροφορηθεί ότι το λούστρο ήταν ενός είδους που δε χρησιµοποιούνταν ή δεν είχε ανακαλυφθεί ακόµα τη δεκαετία του 1770; Κάθε µέρα αναρωτιόµουν πότε και πώς θα έβγαινε στην επιφάνεια η πρώτη απάτη: µια καυστική επιστολή από δικηγόρο, ένα τηλεφώνηµα από το Τµήµα Αµερικανικού Επίπλου του Sotheby’s, ένας διακοσµητής ή συλλέκτης να ορµάει στο
µαγαζί σε έξαλλη κατάσταση, ο Χόµπι να ανεβαίνει ακούγοντας τη φασαρία, Κοίτα, υπάρχει πρόβληµα, έχεις λίγη ώρα; Δεν είχα ιδέα τι θα γινόταν αν η καταστροφική παρελθοντική δραστηριότητά µου ερχόταν στο φως πριν από το γάµο. Δεν ήθελα ούτε να το σκέφτοµαι. Δεν αποκλείεται να ακυρώνονταν τα πάντα. Ωστόσο –τόσο για χάρη της Κίτσι όσο και της µητέρας της– το ενδεχόµενο να αποκαλυφθεί αργότερα φάνταζε ακόµα χειρότερο, ιδίως τη στιγµή που οι Μπάρµπορ δεν ήταν πια τόσο ευκατάστατοι όσο πριν πεθάνει ο πάτερ φαµίλιας. Υπήρχαν προβλήµατα ρευστότητας. Τα µετρητά ήταν δεσµευµένα σε καταπίστευµα. Η µανούλα είχε υποχρεωθεί να περικόψει τις ώρες εργασίας κάποιων µελών του προσωπικού της και να απολύσει κάποια άλλα. Και ο µπαµπάς, όπως µου είχε εκµυστηρευτεί ο Πλατ προσπαθώντας να µου κεντρίσει το ενδιαφέρον για µερικές ακόµα αντίκες από το διαµέρισµα, είχε προβεί σε κάποιες παλαβές κινήσεις προς το τέλος της ζωής του, επενδύοντας πάνω από το πενήντα τοις εκατό του χαρτοφυλακίου του στη VistaBank, µια κολοσσιαία εµπορική τράπεζα, για «συναισθηµατικούς λόγους» (ο προ-προπάππος του κυρίου Μπάρµπορ είχε διατελέσει πρόεδρος µιας από τις ιστορικές ιδρύτριες τράπεζες στη Μασαχουσέτη, πολύ πριν από τη συγχώνευσή της µε άλλες σε αυτό που θα αποτελούσε τη Vista). Δυστυχώς, η VistaBank σταµάτησε να καταβάλλει µέρισµα και τελικά χρεοκόπησε λίγο πριν από το θάνατο του κυρίου Μπάρµπορ. Εξ ου και η δραστικά µειωµένη υποστήριξη της κυρίας Μπάρµπορ σε φιλανθρωπικούς σκοπούς που κάποτε χρηµατοδοτούσε τόσο αφειδώς. Εξ ου και η δουλειά της Κίτσι. Και η θέση του Πλατ ως επιµελητή εκδόσεων στον κοµψό µικρό εκδοτικό οίκο, που, όπως µου θύµιζε συχνά όταν είχε πιει, του απέφερε λιγότερα από όσα πλήρωνε η µανούλα την οικονόµο τους τον παλιό καλό καιρό. Αν πήγαιναν άσχηµα τα πράγµατα, ήµουν σχεδόν σίγουρος ότι η κυρία Μπάρµπορ θα έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να βοηθήσει. Και η Κίτσι, ως σύζυγός µου, θα υποχρεωνόταν να το κάνει, είτε ήθελε είτε όχι. Αλλά ήταν ένα βρόµικο κόλπο σε βάρος τους, ιδιαίτερα από τη στιγµή που οι αφειδώλευτοι έπαινοι του Χόµπι είχαν πείσει τους πάντες (και ιδιαίτερα τον Πλατ, που ασχολιόταν µε τις φθίνουσες οικογενειακές προσόδους) ότι ήµουν κάποιου είδους µάγος που θα απάλλασσε µια και καλή την αδερφή του από κάθε οικονοµική σκοτούρα. «Ξέρεις πώς να βγάζεις λεφτά», µου είχε πει απερίφραστα ο µεγάλος αδερφός, εξηγώντας µου πόσο χαρούµενοι ήταν όλοι που η Κίτσι είχε διαλέξει να παντρευτεί εµένα αντί για κάποιον από τους τεµπέληδες µε τους οποίους κυκλοφορούσε συνήθως. «Εκείνη δεν έχει ιδέα». Αλλά αυτό που µε ανησυχούσε περισσότερο απ’ όλα ήταν ο Λούσιους Ριβ. Παρότι δεν είχα ακούσει λέξη αναφορικά µε το περίφηµο διπλό κοµό, το καλοκαίρι είχα αρχίσει να λαµβάνω µια σειρά από ανησυχητικές επιστολές: χειρόγραφες, ανυπόγραφες, σε χαρτί αλληλογραφίας µε µπλε πλαίσιο και το όνοµά του καλλιγραφικά τυπωµένο στο πάνω µέρος: Λουσιουσ Ριβ. Κοντεύει τρίµηνο από τότε που διατύπωσα µια πρόταση την οποία θεωρώ, αντικειµενικά, δίκαιη και λογική από κάθε άποψη. Είναι δυνατόν να αµφιβάλλεις ότι η προσφορά µου είναι η πλέον συµφέρουσα; Και ύστερα πάλι: Άλλες οχτώ εβδοµάδες πέρασαν. Κατανοείς το δίληµµά µου. Η απογοήτευσή µου µεγαλώνει. Και τρεις εβδοµάδες µετά µία και µοναδική αράδα:
Η σιωπή σου είναι απαράδεκτη. Με γέµιζαν αγωνία αυτές οι λιγόλογες επιστολές, παρότι προσπαθούσα να τις απωθώ από το µυαλό µου. Όποτε τις θυµόµουν –δηλαδή, µάλλον συχνά και εντελώς απρόσµενα, στα µισά ενός γεύµατος, µε το πιρούνι µετέωρο λίγα εκατοστά από το στόµα µου–, ήταν σαν να µε ξυπνούσαν µε χαστούκι από ένα όνειρο. Μάταια αγωνιζόµουν να καθησυχάσω τον εαυτό µου ότι οι ισχυρισµοί του Ριβ στο εστιατόριο απείχαν παρασάγγας από την πραγµατικότητα. Θα ήταν ανοησία να του απαντήσω µε οποιονδήποτε τρόπο. Η µόνη λύση ήταν να τον αγνοώ σαν να ήταν κάποιος επιθετικός επαίτης στο δρόµο. Όµως τότε σηµειώθηκαν δύο άκρως ανησυχητικά γεγονότα, και µάλιστα σχεδόν το ένα πίσω από το άλλο. Είχα κατέβει να ρωτήσω τον Χόµπι αν ήθελε να βγούµε έξω για µεσηµεριανό. «Και βέβαια, περίµενε», µου απάντησε, καθώς εκείνη τη στιγµή έλεγχε την αλληλογραφία του πάνω στον µπουφέ, µε τα γυαλιά κουρνιασµένα στη ράχη της µύτης του. «Χµ», έκανε, γυρνώντας ένα φάκελο από την άλλη για να ελέγξει την µπροστινή µεριά. Τον άνοιξε και έβγαλε την κάρτα, την οποία κράτησε σε απόσταση τεντωµένου χεριού για να τη µελετήσει κοιτώντας πάνω από τα γυαλιά του, πριν την ξαναφέρει κοντά για να τη διαβάσει. «Για δες εδώ», είπε και µου την έδωσε. «Τι είναι αυτό πάλι;» Η κάρτα µε τον οικείο πια γραφικό χαρακτήρα του Ριβ αποτελούνταν από δύο µόνο προτάσεις: ούτε κεφαλίδα ούτε υπογραφή. Για πόσο ακόµα θα αφήσουµε αυτή την υπόθεση να χρονίζει µέχρι να δείτε τον παραλογισµό; Δεν προχωράµε επιτέλους σε αυτό που πρότεινα στο νεαρό συνεταίρο σας, αφού κανέναν σας δεν ωφελεί η συνέχιση αυτής της απραξίας; «Αχ Θεέ µου!» έκανα, αφήνοντας την κάρτα στον µπουφέ και αποστρέφοντας το βλέµµα. «Έλεος πια!» «Τι;» «Αυτός είναι. Με το διπλό κοµό». «Α, αυτός», επανέλαβε ο Χόµπι ισιώνοντας τα γυαλιά του και κοιτώντας µε στα µάτια. «Εξαργύρωσε ποτέ την επιταγή που του έκοψες;» Πέρασα τα δάχτυλα µέσα από τα µαλλιά µου. «Όχι». «Για τι πρόταση λέει εδώ;» «Κοίτα...» Πήγα στο νεροχύτη να βάλω ένα ποτήρι νερό, ένα παλιό τέχνασµα του µπαµπά µου όταν χρειαζόταν λίγο χρόνο για να ανασυγκροτηθεί. «Δεν ήθελα να σε σκοτίσω, αλλά ο τύπος έχει γίνει πραγµατικό τσιµπούρι. Εγώ πετάω πλέον τα γράµµατά του στα σκουπίδια χωρίς να τ’ ανοίγω. Αν λάβεις άλλο, σε συµβουλεύω να κάνεις το ίδιο». «Τι θέλει;» «Λοιπόν, άκου να δεις τι σκέφτηκε». Η βρύση έκανε θόρυβο καθώς γέµιζα το ποτήρι µου. Στράφηκα και σκούπισα το µέτωπό µου. «Είναι τελείως τρελό. Του συµπλήρωσα µια επιταγή για το κοµµάτι, όπως σου είπα. Για µεγαλύτερο ποσό από εκείνο που είχε πληρώσει». «Και τώρα ποιο είναι το πρόβληµα;» «Ε...» Ήπια λίγο νερό. «Δυστυχώς, άλλο έχει αυτός κατά νου. Πιστεύει, εεε... πιστεύει ότι έχουµε στήσει κάτι σαν επιχείρηση πλαστογράφησης εδώ κάτω και προσπαθεί να µπει στο
“κόλπο”. Γι’ αυτό δεν εξαργυρώνει την επιταγή, κατάλαβες; Έχει υπόψη του µια ηλικιωµένη κυρία την οποία φροντίζουν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο αποκλειστικές, κι αυτό που θέλει είναι να χρησιµοποιήσουµε το διαµέρισµά της για...» Τα φρύδια του Χόµπι υψώθηκαν απότοµα. «Φύτεµα;» «Ακριβώς», είπα, ανακουφισµένος που πήγε κατευθείαν εκεί το µυαλό του. «Φύτεµα» λεγόταν στο σινάφι η κοµπίνα στο πλαίσιο της οποίας µεταφέρονταν αποµιµήσεις ή κατώτερης ποιότητας αντίκες σε ιδιωτικές κατοικίες –συνήθως ηλικιωµένων–, µε σκοπό να πουληθούν στα όρνεα που συγκεντρώνονταν γύρω από το νεκροκρέβατο, καιροσκόπους που, ανυποµονώντας να καταληστέψουν τη γιαγιά µε τη συσκευή οξυγόνου, δεν αντιλαµβάνονταν ότι καταληστεύονταν οι ίδιοι. «Όταν προσπάθησα να του δώσω πίσω τα λεφτά του, αυτή ήταν η αντιπρότασή του. Εµείς παρέχουµε τα κοµµάτια, και µοιραζόµαστε τα κέρδη στη µέση. Από τότε δε µ’ έχει αφήσει σε ησυχία». Ο Χόµπι µε κοίταζε άναυδος. «Είναι γελοίο». «Ναι» –κλείνοντας τα µάτια και τρίβοντας τη ράχη της µύτης µου– «αλλά έχει γίνει τροµερά φορτικός. Γι’ αυτό σε συµβούλεψα να...» «Ποια είναι αυτή η γυναίκα;» «Γνωστή, συγγενής του, ιδέα δεν έχω». «Πώς τη λένε;» Πίεσα το δροσερό ποτήρι στον κρόταφό µου. «Δεν ξέρω». «Βρίσκεται εδώ; Στην πόλη;» «Υποθέτω». Αυτή η κουβέντα δεν εξυπηρετούσε σε τίποτα. «Τέλος πάντων, εκεί που ήθελα να καταλήξω ήταν: ό,τι παρόµοιο δεις, πέτα το στα σκουπίδια. Λυπάµαι που δε σ’ το είπα νωρίτερα, αλλά πραγµατικά δεν ήθελα να σ’ ανησυχήσω. Κάποτε θα βαρεθεί, αφού τον αγνοούµε». Ο Χόµπι κοίταξε την κάρτα και µετά πάλι εµένα. «Αυτό θα το κρατήσω. Όχι», µε έκοψε απότοµα όταν πήγα να διαφωνήσω, «αρκεί και µε το παραπάνω για να πάµε στην αστυνοµία, αν αναγκαστούµε. Δε µε νοιάζει το κοµό. Όχι». Σήκωσε το χέρι του απαγορευτικά. «Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να το αφήσουµε έτσι! Προσπάθησες να επανορθώσεις για το λάθος σου, κι αυτός προσπαθεί να σε εµπλέξει σε παρανοµία. Πόσο καιρό τώρα γίνεται αυτό;» «Δεν ξέρω. Κάνα δυο µήνες;» «Ριβ». Περιεργάστηκε συνοφρυωµένος την κάρτα. «Θα ρωτήσω τη Μόιρα». Την κυρία Ντε Φρις. «Να µου το πεις αν σου ξαναγράψει». «Όπως θες». Δεν ήθελα ούτε να σκεφτώ τι θα επακολουθούσε αν τυχόν η κυρία Ντε Φρις γνώριζε τον Λούσιους Ριβ ή τον είχε ακουστά, όµως, ευτυχώς, το θέµα δεν αναφέρθηκε ξανά. Ήταν τροµερή τύχη που το γράµµα προς τον Χόµπι ήταν τόσο ασαφές. Αλλά η απειλή ήταν σαφέστατη. Ήταν χαζό να ανησυχώ ότι ο Ριβ θα πραγµατοποιούσε την απειλή του να απευθυνθεί στις Αρχές, αφού –όπως θύµιζα ξανά και ξανά στον εαυτό µου– η µοναδική του ελπίδα να µου αποσπάσει τον πίνακα ήταν να µου αφήσει αρκετή ελευθερία κινήσεων για να τον οδηγήσω σε αυτόν. Ωστόσο, παραδόξως, αυτή η επίγνωση απλώς ενέτεινε τη λαχτάρα µου να έχω τον πίνακα
κοντά µου, να µπορώ να τον κοιτάζω όποτε ένιωθα την επιθυµία. Παρότι ήξερα πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, δεν έπαυα να το σκέφτοµαι. Όπου και να κοίταζα, σε κάθε διαµέρισµα που πηγαίναµε να δούµε µε την Κίτσι, αναζητούσα κατάλληλες κρυψώνες: ψηλά ντουλάπια, ψεύτικα τζάκια, φαρδιά δοκάρια οροφής στα οποία έφτανε κανείς µόνο µε πολύ ψηλή σκάλα, σανίδες δαπέδου που ήταν εύκολο να αποµακρυνθούν. Τα βράδια ξάπλωνα µε το βλέµµα να ατενίζει το σκοτάδι και φαντασιωνόµουν ένα ειδικά κατασκευασµένο πυράντοχο χρηµατοκιβώτιο στο οποίο θα µπορούσα να τον κλειδώσω για ασφάλεια, ή –ακόµα πιο παράλογα– µια µυστική κρύπτη σε στιλ Κυανοπώγωνα µε ελεγχόµενες συνθήκες υγρασίας και θερµοκρασίας και σύστηµα κλειδώµατος µε συνδυασµό. Δικός µου, δικός µου. Φόβος, ειδωλολατρία, καταχώνιασµα. Η απόλαυση και ο τρόµος του φετιχιστή. Έχοντας πλήρη επίγνωση της ανοησίας µου, κατέβαζα φωτογραφίες του στον υπολογιστή και στο κινητό µου για να µπορώ να καµαρώνω την εικόνα στα κρυφά, ψηφιακά αποτυπωµένες πινελιές, ένα κοµµατάκι λιακάδας του δέκατου έβδοµου αιώνα συµπιεσµένο σε κουκκίδες και εικονοστοιχεία. Όµως, όσο καθαρότερο το χρώµα, όσο πλουσιότερη η αίσθηση του ιµπάστο[1], τόσο µεγαλύτερη η αγωνία µου να δω το πρωτότυπο έργο, το αναντικατάστατο, περίλαµπρο, λουσµένο στο φως αντικείµενο. Περιβάλλον απαλλαγµένο από σκόνη. Ασφάλεια επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Παρότι προσπαθούσα να µη σκέφτοµαι εκείνο τον Αυστριακό που είχε κρατήσει την κοπέλα κλειδωµένη στο υπόγειο για είκοσι χρόνια, δυστυχώς, αυτός ήταν ο παραλληλισµός που µου ερχόταν πρώτος στο νου. Κι αν πέθαινα; Αν µε πατούσε λεωφορείο; Δε θα µπορούσε το άχαρο πακέτο µου να θεωρηθεί κάτι ασήµαντο και να καταλήξει σε κανέναν κλίβανο; Είχα κάνει τρία τέσσερα ανώνυµα τηλεφωνήµατα στην εταιρεία για να επιβεβαιώσω αυτό που είχα ήδη διευκρινίσει ύστερα από αµέτρητες ψυχαναγκαστικές επισκέψεις στην ιστοσελίδα τους: Η θερµοκρασία και η υγρασία διατηρούνταν εγγυηµένα µέσα στα επιτρεπτά για τη φύλαξη έργων τέχνης όρια. Μερικές φορές ξυπνώντας το πρωί η όλη ιστορία µού φαινόταν σαν όνειρο, αν και δεν αργούσα να επανέλθω στην πραγµατικότητα. Ωστόσο ήταν αδιανόητο να πάω εκεί, µε τον Ριβ να παραµονεύει όπως η γάτα έξω από την ποντικότρυπα. Έπρεπε να καθίσω στα αβγά µου. Δυστυχώς, σε τρεις µήνες έπρεπε να πληρωθεί το νοίκι της θυρίδας στην εταιρεία φύλαξης, και, µε όλα αυτά που συνέβαιναν, δεν είχα καµία πρόθεση να πάω να το πληρώσω αυτοπροσώπως. Θα έπρεπε να επιστρατεύσω τον Γκρίσα ή κάποιο άλλο από τα παιδιά για να το τακτοποιήσει για λογαριασµό µου – τοις µετρητοίς, φυσικά. Ευτυχώς, µπορούσα να είµαι ήσυχος ότι θα το έκαναν, και µάλιστα χωρίς ερωτήσεις. Αλλά τότε σηµειώθηκε η δεύτερη κακοτυχία: Μόλις λίγες µέρες πριν ο Γκρίσα µε είχε αφήσει κόκαλο διπλαρώνοντάς µε κάποια στιγµή που ήµουν µόνος στο µαγαζί και έκανα τους λογαριασµούς µου στο τέλος της εβδοµάδας και λέγοντας: «Mazhor, θέλω να κάτσουµε να τα πούµε». «Αλήθεια;» «Είσαι στα στενά;» «Τι;» Μπλέκοντας γίντις και ρωσικά του υποκόσµου, σε ένα σύµφυρµα µε το γλωσσικό ιδίωµα του Μπρούκλιν και τις αργκό εκφράσεις που είχε ξεσηκώσει από ραπ επιτυχίες, η ιδιόλεκτος του Γκρίσα συχνά απείχε πολύ από το να γίνεται κατανοητή, µην έχοντας καµία σχέση µε τα αγγλικά που γνώριζα. Ο Γκρίσα ρουθούνισε ηχηρά. «Δε νοµίζω να µε πιάνεις σωστά, φίλε. Ρωτάω, είναι όλα εντάξει µαζί σου; Με τους νόµους;» «Μια στιγµή», του είπα –ήµουν στα µισά µιας σειράς υπολογισµών– και σήκωσα το βλέµµα
από την αριθµοµηχανή. «Τι θες να πεις;» «Εσύ αδερφός µου, δεν καταδικάζω ούτε κρίνω, θέλω µόνο να ξέρω». «Γιατί; Τι συνέβη;» «Πολύ κόσµος γύρω από το µαγαζί, παρακολουθούν. Ξέρεις κάτι εσύ;» «Ποιοι;» Κοίταξα έξω από την τζαµαρία. «Τι; Πότε έγινε αυτό;» «Ήθελα να σε ρωτήσω. Θέλω να πάω κάτω στο Μπόροου Παρκ να δω ξαδερφάκι µου Γκένκα για µια δουλίτσα που έστρωσε εκεί, και φοβάµαι µη µου φορτωθούν». «Μη σου φορτωθούν;» Ο Γκρίσα ανασήκωσε κοφτά τους ώµους. «Τέσσερις, πέντε φορές ήδη. Χτες, βγαίνοντας από φορτηγό, είδα πάλι έναν να τριγυρίζει µπροστά, αλλά έγινε καπνός απέναντι. Τζιν, µεγαλύτερης ηλικίας, πολύ πρόχειρα ρούχα. Γκένκα όχι ξέρει τίποτα, αλλά έχει φρικάρει, όπως σου είπα, έχουµε στήσει δουλίτσα, είπε να ρωτήσω εσένα τι ξέρεις. Δε µιλάει ποτέ, µόνο στέκεται και περιµένει. Αναρωτιέµαι µήπως είναι καµιά δουλειά σου µε τον Shvatzah», πρόσθεσε διακριτικά. «Όχι». Ο «αράπης» που έλεγε στα γίντις ήταν ο Τζερόµ. Είχα µήνες να τον δω. «Καλά, τέλος πάντων. Δε µ’ αρέσει που το λέω, αλλά εµένα µου κάνουν για µπασκίνες που χώνουν τη µύτη τους. Το πρόσεξε κι ο Μάικ. Νόµιζε τον ψάχνουν για διατροφές παιδιού του. Αλλά αυτός τύπος στέκεται απλά εκεί και δεν κάνει τίποτα». «Εδώ και πόσο καιρό γίνεται αυτό;» «Ποιος ξέρει; Ένα µήνα, το λιγότερο. Ο Μάικ λέει πιο πολύ». «Την επόµενη φορά που θα τον δεις µπορείς να µου τον δείξεις;» «Ίσως είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ». «Γιατί το λες αυτό;» «Γιατί δείχνει κάπως σαν πρώην µπάτσος. Ο Μάικ έτσι λέει –οι Ιρλανδοί ξέρουν από µπασκίνες–, ότι φαίνεται πιο µεγάλος, σαν να έχει σύνταξη». «Κατάλαβα», είπα, φέρνοντας στο µυαλό µου τον τετράγωνο τύπο που είχα δει κάτω από το παράθυρό µου. Έκτοτε τον είχα αντιληφθεί τέσσερις πέντε φορές –ή τουλάχιστον κάποιον που του έµοιαζε– να περιφέρεται στο δρόµο σε εργάσιµες ώρες, πάντα όταν ήµουν µε τον Χόµπι ή κάποιον πελάτη, οπότε ήταν αδύνατον να τον αντιµετωπίσω ανοιχτά, αν και φαινόταν τόσο συνηθισµένος και άκακος, µε το φούτερ και τις χοντροκοµµένες µπότες του, ώστε δεν µπορούσα να είµαι σίγουρος. Μια φορά –που µου έφυγε η ψυχή– είδα έναν τύπο που του έµοιαζε να τριγυρίζει απέναντι από την πολυκατοικία των Μπάρµπορ, αλλά, όταν ξανακοίταξα, κατάλαβα ότι έκανα λάθος. «Όπως έλεγα, είναι καιρό εδώ γύρω. Αλλά» –παύση– «κανονικά δε θα έλεγα τίποτα, µπορεί όχι σπουδαίο, αλλά χτες...» «Ναι; Λέγε, τι έκανε χτες;» τον παρότρυνα βλέποντάς τον να τρίβει αµήχανα το λαιµό του και να κοιτάζει ένοχα αριστερά δεξιά. «Ήρθε άλλος τύπος. Διαφορετικός. Τον είχα δει κι άλλη φορά. Έξω. Αλλά χτες µπήκε σε µαγαζί και ζήτησε εσένα µε τ’ όνοµά σου. Όψη δική του δε µου άρεσε καθόλου». Έγειρα απότοµα πίσω στην πλάτη της καρέκλας µου. Η αλήθεια ήταν ότι αναρωτιόµουν πότε θα αποφάσιζε να σκάσει µύτη ο Ριβ αυτοπροσώπως. «Δε µίλησα µαζί του. Εγώ ήµουν έξω» –νεύµα προς το δρόµο– «φόρτωνα. Αλλά είδα αυτόν να µπαίνει. Τους προσέχεις τέτοιους. Ωραία ντυµένος, αλλά όχι σαν πελάτης. Εσύ έλειπες για φαγητό, ο Μάικ ήταν µονάχος σε µαγαζί. Αυτός τύπος µπαίνει µέσα, ρωτάει: “Ο Θίοντορ Ντέκερ;”. Ε, εσύ λείπεις, αυτό λέει κι ο Μάικ. “Πού είναι;” Πολλές ερωτήσεις για σένα, αν
δουλεύεις εδώ, αν µένεις εδώ, πόσο καιρό, πού είσαι, τέτοια». «Ο Χόµπι πού ήταν;» «Δεν ήθελε Χόµπι. Ήθελε σένα. Και µετά» –χαράζοντας µια γραµµή στο γραφείο µε το δάχτυλό του– «βγαίνει έξω. Φέρνει γύρο µαγαζιού. Κοιτάει εδώ, κοιτάει εκεί. Κοιτάει παντού. Εγώ τον βλέπω από κει που στέκοµαι, απέναντι στο δρόµο. Φαίνεται παράξενο. Και... Ο Μάικ δεν είπε εσένα γι’ αυτήν επίσκεψη γιατί σκέφτηκε ίσως δεν είναι σηµαντικό, ίσως κάτι προσωπικό, καλύτερα όχι ανακατευτούν άλλοι, αλλά τον είδα κι εγώ, σκέφτηκα ότι έπρεπε να µάθεις. Γιατί, εντάξει, ξέρεις αυτό που λένε για κατεργάρηδες και ειλικρίνεια, ε;» «Πώς ήταν;» θέλησα να µάθω. Μην παίρνοντας απάντηση, επέµεινα: «Μεσόκοπος; Γεµάτος; Ασπροµάλλης;». Ο Γκρίσα ξεφύσηξε αποδοκιµαστικά. «Όχι όχι όχι», είπε µε έµφαση, κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά. «Μίλησα γω για κάναν παππού;» «Τότε, πώς ήταν εξωτερικά;» «Σαν τύπος που δε θέλεις να κάνεις καβγά µαζί του, έτσι ήταν». Στη σιωπή που ακολούθησε ο Γκρίσα άναψε ένα Kool και πρόσφερε και σ’ εµένα. «Λοιπόν, τι κάνω τώρα, Mazhor;» «Παρακαλώ;» «Πρέπει ν’ ανησυχούµε εγώ κι ο Γκένκα;» «Δε νοµίζω. Εντάξει», είπα, χτυπώντας κάπως αδέξια την παλάµη που είχε σηκώσει για να κάνουµε «κόλλα το», «όλα καλά, θα µου κάνεις όµως µια χάρη; Θα έρθεις να µε βρεις αν πάρει το µάτι σου κάποιον από τους δύο;» «Έγινε». Έκανε µια παύση και µου έριξε άλλη µια εξεταστική µατιά. «Σίγουρα να µην ανησυχούµε εγώ κι ο Γκένκα;» «Γιατί ν’ ανησυχείτε; Σάµπως ξέρω τι σκαρώνετε;» Ο Γκρίσα έβγαλε ένα βρόµικο µαντίλι από την τσέπη του και έξυσε την κατακόκκινη µύτη του. «Δε µ’ αρέσει αυτή απάντηση από σένα». «Καλά, τότε, προσέχετε, κάντε όπως νοµίζετε. Για παν ενδεχόµενο». «Το ίδιο κι εσύ, Mazhor».
[1] Impasto ονοµάζεται το πυκνό στρώµα αδιαφανούς χρώµατος που διατηρεί τα ίχνη του πινέλου στον καµβά. (Σ.τ.Μ.)
iv.
ΕΙΧΑ ΠΕΙ ΨΕΜΑΤΑ στην Κίτσι, δεν είχα τίποτα να κάνω. Αποχαιρετιστήκαµε µε ένα φιλί µπροστά στο Barneys, στη γωνία της Πέµπτης Λεωφόρου, οπότε εκείνη επέστρεψε στο Tiffany για να δει τα κρύσταλλα –δεν είχαµε καταφέρει να φτάσουµε µαζί µέχρι εκεί– και εγώ πήγα να πάρω το µετρό. Αλλά ένιωθα τόσο άδειος και αποπροσανατολισµένος, τόσο χαµένος και κουρασµένος και άρρωστος, ώστε, αντί να αφήσω να παρασυρθώ από το ρεύµα των φορτωµένων µε πολύχρωµες σακούλες ανθρώπων που κατέβαιναν τις σκάλες για το σταθµό, κοντοστάθηκα και κοίταξα µέσα από τη βρόµικη τζαµαρία του Subway Inn, ακριβώς απέναντι από το χώρο φορτοεκφόρτωσης του Bloomingdale’s, κι αµέσως ένιωσα σαν να µε ρουφούσε µια χρονοδίνη βγαλµένη κατευθείαν από την ταινία Το Χαµένο Σαββατοκύριακο, το µπαρ ίδιο κι απαράλλαχτο από τότε που τα έτσουζε εκεί ο µπαµπάς µου. Έξω, πινακίδες νέον που παρέπεµπαν σε φιλµ νουάρ. Μέσα, οι ίδιοι λιγδεροί κόκκινοι τοίχοι, λιγδερά τραπέζια, σπασµένα πλακάκια στο πάτωµα, µια αψιά µυρωδιά χλωρίνης και ένας καµπουριασµένος µπάρµαν µε ένα κουρέλι στον ώµο, να σερβίρει ποτό σε ένα µοναχικό πότη στο µπαρ. Θυµήθηκα εκείνη τη φορά που µε τη µαµά µου είχαµε χάσει τον µπαµπά µου µέσα στο Bloomingdale’s και το πόσο είχα εντυπωσιαστεί –τότε το είχα αποδώσει σε µαγεία– που εκείνη µε είχε πάρει από το χέρι, είχαµε βγει από το µαγαζί και είχαµε πάει γραµµή απέναντι στο δρόµο, για να τον βρούµε εδώ µέσα, να κατεβάζει σφηνάκια των τεσσάρων δολαρίων παρέα µε έναν ασθµατικό συνδικαλιστή του σωµατείου φορτηγατζήδων και έναν κύριο µε µπαντάνα που έµοιαζε άστεγος. Εγώ περίµενα όρθιος ένα βήµα µέσα από την είσοδο, µουδιασµένος από τη βαριά µυρωδιά της µπαγιάτικης µπίρας και συνάµα γοητευµένος από το ζεστό, µυστηριακό σκοτάδι του µαγαζιού, το φεγγοβόληµα του τζουκ µποξ –βγαλµένο, θαρρείς, από σκηνή της Ζώνης του Λυκόφωτος– και το κλασικό ηλεκτρονικό παιχνίδι Buck Hunter που αναβόσβηνε στο βάθος. «Πφ, η δυσοσµία των γερόντων και της απελπισίας», είχε µουρµουρίσει ξινισµένα η µητέρα µου ζαρώνοντας τη µύτη της, καθώς έβγαινε φορτωµένη µε τις σακούλες της από το µπαρ, τραβώντας µε από το χέρι. Ένα σφηνάκι Johnnie Walker Black, για τον πατέρα µου. Άντε, δύο. Γιατί όχι; Τα σκοτεινά βάθη του µπαρ απέπνεαν ζεστασιά, συντροφικότητα, αυτή τη µεθυσµένη συναισθηµατική ατµόσφαιρα που σε κάνει να ξεχνάς για λίγο ποιος είσαι και πώς βρέθηκες εκεί. Την τελευταία στιγµή όµως, ακριβώς στην είσοδο, µε ένα νευρικό τίναγµα που έκανε τον µπάρµαν να ρίξει µια µατιά προς το µέρος µου, έκανα µεταβολή και συνέχισα να περπατάω. Λεωφόρος Λέξινγκτον. Νοτερός άνεµος. Το απόγευµα ήταν στοιχειωµένο και υγρό. Προσπέρασα το σταθµό του µετρό της 51ης, και µετά της 42ης Οδού, συνεχίζοντας να περπατάω, µήπως και καθάριζε επιτέλους το κεφάλι µου. Συγκροτήµατα από τεφρές πολυκατοικίες. Ορδές ανθρώπων στο δρόµο, φωταγωγηµένα χριστουγεννιάτικα δέντρα που στραφτάλιζαν ψηλά στα µπαλκόνια των ρετιρέ, χαρµόσυνη γιορτινή µουσική από τα µαγαζιά, και εγώ να ελίσσοµαι ανάµεσα στον κόσµο, κυριευµένος από την αλλόκοτη αίσθηση ότι ήµουν ήδη πεθαµένος, ότι κινούµουν σε ένα αχανές γκρίζο περιθώριο έξω από οποιονδήποτε δρόµο, από οποιαδήποτε πόλη, µε την ψυχή µου, αποκοµµένη από το σώµα µου, να παρασύρεται µαζί µε άλλες ψυχές σε µια καταχνιά κάπου ανάµεσα στο παρελθόν και στο παρόν, πράσινο
ανθρωπάκι κόκκινο ανθρωπάκι, µεµονωµένοι διαβάτες να µετεωρίζονται ψηλά, αλλόκοτα ξεκοµµένοι και µοναχικοί στα µάτια µου, κενά πρόσωπα, µάτια καρφωµένα ίσια µπροστά και ακουστικά-ψείρες καρφωµένα στα αφτιά, χείλη που ανασάλευαν άηχα, η βοή της πόλης υπόκωφη και σβησµένη κάτω από ισοπεδωτικούς γρανιτένιους ουρανούς που έπνιγαν τους ήχους του δρόµου, µουσκεµένα σκουπίδια και εφηµερίδες, τσιµέντο και ψιλοβρόχι, µια ρυπαρή χειµωνιάτικη µουντάδα που σε συνέθλιβε σαν µαρµάρινη πλάκα. Αφού κατάφερα να ξεφύγω από τη βαρυτική έλξη του µπαρ, σκέφτηκα µήπως έβλεπα κάνα έργο στο σινεµά, µε την ιδέα ότι ίσως η µοναξιά µιας σκοτεινής, σχεδόν έρηµης αίθουσας στην απογευµατινή προβολή µιας ταινίας που παιζόταν ήδη αρκετές εβδοµάδες θα µε έφερνε στα ίσα µου. Αλλά όταν έφτασα στον κινηµατογράφο στη γωνία της Δεύτερης Λεωφόρου µε την 32η Οδό, ελαφρώς ζαλισµένος και ρουφώντας τη µύτη µου από το κρύο, ανακάλυψα ότι η γαλλική αστυνοµική ταινία που ήθελα να δω είχε ήδη αρχίσει, όπως και το θρίλερ µε την κλεµµένη ταυτότητα. Το µόνο που απέµενε ήταν µερικές χριστουγεννιάτικες ταινίες και ανυπόφορες ροµαντικές κοµεντί – αφίσες µε στραπατσαρισµένες νυφούλες, παρανύµφους που ξεµαλλιάζονταν, έναν αποκαρδιωµένο µπαµπά µε σκούφο του Αϊ-Βασίλη και δύο µωρά που ούρλιαζαν παραµάσχαλα. Τα ταξί είχαν αρχίσει να κατεβάζουν τις σηµαίες για την αλλαγή βάρδιας. Ψηλά πάνω από το δρόµο, στο µουντό σούρουπο, έκαιγαν τα φώτα µοναχικών γραφείων και διαµερισµάτων σε ουρανοξύστες. Άφησα πίσω µου το σινεµά και συνέχισα να κατεβαίνω χαµηλότερα στο Μανχάταν, χωρίς πολύ ξεκάθαρη ιδέα για το πού πήγαινα ή γιατί. Καθώς περπατούσα, είχα την αλλόκοτα σαγηνευτική εντύπωση ότι αποσυνέθετα τον εαυτό µου, τον ξήλωνα νήµα προς νήµα, αφήνοντας να πέφτουν από πάνω µου κοµµάτια και κουρέλια καθώς διέσχιζα την 32η Οδό και παρασυρόµουν από τους διαβάτες την ώρα αιχµής χωρίς να προβάλλω καµία αντίσταση, κυλώντας απλώς από τη µια στιγµή στην επόµενη. Στο επόµενο σινεµά, δέκα ή δώδεκα τετράγωνα πιο κάτω, µία από τα ίδια: Η κατασκοπική ταινία µε τη CIA είχε αρχίσει, όπως και η βιογραφία µιας σταρ της δεκαετίας του 1940 που είχε πάρει εξαιρετικές κριτικές, η δε γαλλική αστυνοµική ταινία θα άρχιζε σε µιάµιση ώρα, κι αν δε διάλεγα το ψυχολογικό θρίλερ ή το σπαρακτικό οικογενειακό δράµα –που δε θα τα διάλεγα µε τίποτα–, οι υπόλοιπες επιλογές ήταν και πάλι νύφες και πάρτι εργένηδων και αγιοβασιλιάτικοι σκούφοι και ταινίες κινουµένων σχεδίων. Όταν έφτασα στο σινεµά της 17ης Οδού, δε στάθηκα καν στο γκισέ, απλώς συνέχισα να περπατάω. Με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, την ώρα που διέσχιζα την πλατεία Γιούνιον, παρασυρµένος σε µια σκοτεινή δίνη που µε άρπαξε από το πουθενά, πήρα την απόφαση να τηλεφωνήσω στον Τζερόµ. Ένιωσα µια µυστικιστική χαρά στην ιδέα, µια σχεδόν εξιλεωτική ταπείνωση. Θα κατάφερνε να βρει τα σκευάσµατα τόσο άµεσα ή θα έπρεπε να βολευτώ µε το κλασικό σκονάκι του δρόµου; Δε µε ένοιαζε. Είχα µήνες να πάρω ναρκωτικά, αλλά, για κάποιον ασαφή λόγο, µια νύχτα την οποία θα περνούσα µουδιασµένος και αποχαυνωµένος στο δωµάτιό µου στο σπίτι του Χόµπι φάνταζε ως µια απόλυτα λογική απάντηση στα χριστουγεννιάτικα φώτα, στα πλήθη που ψώνιζαν για τις γιορτές, στα ακατάπαυστα χριστουγεννιάτικα καµπανάκια µε την αρρωστηµένα πένθιµη χροιά, στο ροζ κουφετί σηµειωµατάριο της Κίτσι, απαραιτήτως από επώνυµο τυπογραφείο, µε σελιδοδείκτες που δήλωναν: ΠΑΡΑΝΥΜΦΟΙ – ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ – ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΘΕΣΕΩΝ – ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ – ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΕΣ – ΛΙΣΤΑ ΕΛΕΓΧΟΥ – ΚΕΤΕΡΙΝΓΚ. Πισωπατώντας βιαστικά –το φανάρι είχε γίνει κόκκινο, λίγο έλειψε να πέσω στις ρόδες ενός διερχόµενου αυτοκινήτου–, τρέκλισα και παραλίγο να γλιστρήσω. Δεν είχε νόηµα να αναλύω
τον παράλογο φόβο µου για ένα µεγάλο, ανοιχτό γάµο – ασφυκτικοί χώροι, κλειστοφοβία, ξαφνικές κινήσεις, παντού εναύσµατα για την εκδήλωση µιας φοβίας, για κάποιο λόγο ο υπόγειος σιδηρόδροµος δε µε ενοχλούσε τόσο, είχε περισσότερο να κάνει µε συνωστισµένα κτίρια, πάντα να περιµένω κάτι να συµβεί, το σύννεφο καπνού, το βιαστικό άντρα στις παρυφές του πλήθους, δεν άντεχα καν να βρίσκοµαι σε αίθουσα κινηµατογράφου µε πάνω από δέκα δεκαπέντε ανθρώπους, έκανα µεταβολή µε το πληρωµένο µου εισιτήριο και έφευγα χωρίς δεύτερη σκέψη. Κι όµως, µε κάποιο µυστηριώδη τρόπο, αυτή η τεράστια θρησκευτική τελετή µε τους εκατοντάδες καλεσµένους ξεφύτρωνε γύρω µου σαν flash mob[1]. Θα κατάπινα, λοιπόν, µερικά Xanax και θα την υπέµενα κάθιδρος. Έπειτα, έτρεφα την ελπίδα ότι η κλιµακούµενη κοινωνική λαίλαπα που µε πετούσε σαν καρυδότσουφλο από τη µια κοσµική εκδήλωση στην άλλη θα κόπαζε µετά το γάµο, αφού το µόνο που ήθελα, στην ουσία, ήταν να επιστρέψω στις αλκυονίδες µέρες του καλοκαιριού, τότε που είχα την Κίτσι όλη δική µου: µεσηµεριανό µόνοι οι δυο µας, ταινίες που βλέπαµε αγκαλιά στο κρεβάτι. Οι απανωτές προσκλήσεις και συγκεντρώσεις είχαν αρχίσει να µε εξουθενώνουν: αστραφτερές παρέες φίλων της που στροβιλίζονταν ιλιγγιωδώς γύρω µου, κοσµοβριθείς βραδιές και ξέφρενα Σαββατοκύριακα τα οποία άντεχα κλείνοντας σφιχτά τα µάτια και ψάχνοντας απεγνωσµένα κάτι για να πιαστώ: Λίντσεϊ; Όχι, Λόλι; Συγνώµη... Κι αυτή είναι η... Φρίντα; Γεια σου, Φρίντα, και... Τρεβ; Τραβ; Χαίροµαι που σας ξαναβλέπω! Στεκόµουν ευγενικά δίπλα στα παλιά ρουστίκ τραπέζια τους και έπινα µέχρι αποβλάκωσης όσο εκείνοι φλυαρούσαν για τα εξοχικά σπίτια τους, τα διοικητικά συµβούλια των εταιρειών τους, τα σχολεία των παιδιών τους, τα προγράµµατά τους στο γυµναστήριο – Ναι, ναι, ήταν οµαλή η µετάβαση από το θηλασµό, αν και είχαµε κάποιες σηµαντικές αλλαγές στο πρόγραµµα του µεσηµεριανού ύπνου τελευταία, ο πρωτότοκός µας ξεκινάει τώρα προνήπιο, καλά, τα φθινοπωρινά χρώµατα στο Κονέκτικατ δεν περιγράφονται, α, ναι, βέβαια, όλοι πάµε το ετήσιο ταξίδι µας µε τα κορίτσια µας, αλλά, ξέρεις, αυτές οι αντρικές εξορµήσεις µας δύο φορές το χρόνο, στο Βέιλ, στην Καραϊβική... πέρυσι πήγαµε για ψάρεµα στη Σκοτία και πετύχαµε κάτι απίστευτα γήπεδα γκολφ, αλλά, αχ, ναι, είπαµε ότι εσύ, Θίο, δεν παίζεις γκολφ, δεν κάνεις σκι, δεν ασχολείσαι µε την ιστιοπλοΐα... «Μάλλον όχι, δυστυχώς». Το οµαδικό πνεύµα ήταν τόσο έντονο (ιδιωτικά αστεία και πειράγµατα, όλοι συγκεντρωµένοι γύρω από την οθόνη του iPhone για να δουν βιντεάκια από τις διακοπές), ώστε δύσκολα θα φανταζόσουν κάποιον από αυτούς να πηγαίνει µόνος στο σινεµά ή να τρώει µόνος στον πάγκο ενός µπαρ. Μερικές φορές η αίσθηση συγκαταβατικής εξεταστικής επιτροπής που µου έδιναν κυρίως οι συντροφιές των αντρών µε έκανε να νιώθω σαν να έδινα συνέντευξη για δουλειά. Και... Χριστέ µου όλες εκείνες οι έγκυες γυναίκες! «Ω, Θίο! Δεν είναι αξιολάτρευτος;» Η Κίτσι να επιχειρεί να µου πασάρει το νεογέννητο µιας φίλης και εγώ να οπισθοχωρώ µε απροσποίητο τρόµο, σαν να µου έτεινε αναµµένο σπίρτο! «Α, εµείς οι άντρες συνήθως χρειαζόµαστε λίγο χρόνο», είπε αυτάρεσκα ο Ρέις Γκόλντφαρµπ βλέποντας την αµηχανία µου, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του για να ακουστεί πάνω από τα ουρλιαχτά και τα κυλίσµατα των µωρών σε µια περιοχή του σαλονιού που είχε κάτω από την εποπτεία της η νταντά. «Αλλά, σ’ το λέω εκ πείρας, Θίο, όταν παίρνεις για πρώτη φορά στην αγκαλιά σου ένα τέτοιο πλασµατάκι» –χτυπώντας τρυφερά την κοιλιά της εγκύου γυναίκας του– «νιώθεις την καρδιά σου να ραγίζει. Όταν πρωτοείδα τον µικρό Μπλέιν» –πασαλειµµένο πρόσωπο, να περπατάει άχαρα στα αβέβαια ποδαράκια του– «όταν αντίκρισα για πρώτη φορά αυτά τα µεγάλα γαλανά µάτια... αυτά τα υπέροχα, αθώα, µωρουδίστικα µατάκια... έγινα άλλος άνθρωπος. Κατάλαβα τι θα πει αγάπη άνευ όρων. Ένιωσα κάτι σαν
“Πιτσιρίκο, ήρθες για να µου διδάξεις τα πάντα!”. Και, πίστεψέ µε, σ’ εκείνο το πρώτο χαµόγελο, έγινα αλοιφή, έλιωσα όπως όλοι εµείς οι χαζοµπαµπάδες, έτσι δεν είναι, Λόρεν;» «Μάλιστα», είπα ευγενικά και πήγα στην κουζίνα να µου σερβίρω ένα µεγάλο ποτήρι βότκα. Κι ο µπαµπάς µου σιχαινόταν να βρίσκεται µαζί µε έγκυες γυναίκες (µάλιστα, σε µια περίπτωση είχε χάσει τη δουλειά του εξαιτίας κάποιων χονδροειδών σχολίων, καθώς τα αστεία περί «επιβήτορα» δεν ήταν ιδιαίτερα δηµοφιλή στον εργασιακό του χώρο) και, απέχοντας πολύ από το να «λιώνει» και να γίνεται «αλοιφή», δεν άντεχε µε τίποτα µωρά και παιδιά, πόσο µάλλον την όλη παράσταση του στοργικού γονιού –γυναίκες να χαµογελάνε µακάρια χαϊδεύοντας την κοιλιά τους και άντρες µε µωρά κρεµασµένα από µάρσιπους στο στήθος τους–, κι όποτε αναγκαζόταν να παρευρεθεί σε κάποια σχολική εκδήλωση ή σε παιδικό πάρτι, είτε θα έβγαινε έξω να καπνίσει είτε θα στεκόταν παράµερα µε δυσοίωνο ύφος, σαν βαποράκι στην άκρη του δρόµου. Μάλλον από αυτόν (ή, ποιος ξέρει, µπορεί και από τον παππού Ντέκερ) είχα κληρονοµήσει αυτή την άγρια απέχθεια που έρεε στο αίµα µου για την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους: Την ένιωθα εγγενή, έµφυτη, εγγεγραµµένη στο γενετικό κώδικά µου. Ναι, θα περνούσα τη νύχτα σε κατάσταση αποχαύνωσης. Μια νύχτα σκοτεινής ευδαιµονίας. Όχι, ευχαριστώ, Χόµπι, έχω φάει, λέω να πάω κατευθείαν στο κρεβάτι να διαβάσω το βιβλίο µου. Τα θέµατα που συζητούσαν αυτοί οι άνθρωποι, ακόµα και οι άντρες... Και µόνο στη σκέψη εκείνης της βραδιάς στους Γκόλντφαρµπ ήθελα να φτιαχτώ τόσο, που να µη βλέπω µπροστά µου. Ζυγώνοντας στην Άστορ Πλέις –αφρικανικά τύµπανα, µεθυσµένοι που καβγάδιζαν, σύννεφα λιβανιού από τον πάγκο ενός µικροπωλητή– ένιωσα τη διάθεσή µου να φτιάχνει. Η ανοχή µου στα ναρκωτικά ήταν πλέον κοντά στο µηδέν ύστερα από τόσο καιρό αποχής, και αυτό ήταν πολύ καλό. Ένα ή το πολύ δύο χάπια την εβδοµάδα θα µε βοηθούσαν να αντεπεξέλθω στο µεγάλο όγκο των κοινωνικών υποχρεώσεων, και αυτό µόνο όταν τα είχα πραγµατικά ανάγκη. Στερηµένος τα χάπια, τελευταία έπινα σαν σφουγγάρι, και αυτό κάθε άλλο παρά µε ωφελούσε. Τουλάχιστον µε τα οπιούχα ήµουν χαλαρός, ανεκτικός, ικανός να αντεπεξέλθω σε κάθε περίσταση, µπορούσα να στέκοµαι χαµογελαστός επί ώρες και να υποµένω εντελώς ανυπόφορες καταστάσεις, να ακούω τις πιο βαρετές µαλακίες χωρίς να χρειάζεται να παλεύω µε την επιθυµία να βγω έξω και να τινάξω τα µυαλά µου στον αέρα. Αλλά δεν είχα τηλεφωνήσει στον Τζερόµ εδώ και πολύ καιρό, κι όταν χώθηκα στη σκεπαστή είσοδο ενός µαγαζιού µε σκέιτµπορντ για να τον πάρω, προωθήθηκα απευθείας στον αυτόµατο τηλεφωνητή, που έπαιζε ένα ηχογραφηµένο µήνυµα στο οποίο δεν αναγνώριζα καν τη φωνή του. Άραγε έχει αλλάξει νούµερο; αναρωτήθηκα µετά τη δεύτερη αποτυχηµένη προσπάθεια. Άνθρωποι σαν τον Τζερόµ µπορούσαν να χαθούν ξαφνικά από προσώπου Γης –το ίδιο είχε συµβεί και µε τον Τζακ, τον προκάτοχό του–, ακόµα κι αν διατηρούσες τακτική επαφή. Μην ξέροντας τι να κάνω, πήρα να κατεβαίνω την οδό Σεντ Μαρκς Πλέις προς την πλατεία Τόµπκινς. Ανοιχτά Όλο το Εικοσιτετράωρο. Είσοδος Μόνο για Όσους Είναι Άνω των 21. Στο κάτω Μανχάταν, µακριά από τους ασφυκτικούς ουρανοξύστες, ο αέρας ήταν µεν πιο τσουχτερός, αλλά ο ορίζοντας πιο ανοιχτός, σου επέτρεπε να αναπνέεις πιο ελεύθερα. Γεροδεµένοι τύποι που έβγαζαν για περίπατο ζευγάρια πίτµπουλ, κοπελιές µε τατουάζ και κολλητά φορέµατα πινάπ γκερλ της δεκαετίας του 1950, αλήτες µε χαλασµένα δόντια, ξεφτισµένα µπατζάκια και παπούτσια τυλιγµένα µε κολλητική ταινία. Έξω από τα µαγαζιά σταντ µε γυαλιά ηλίου και βραχιόλια µε νεκροκεφαλές και πολύχρωµες περούκες τραβεστί. Κάπου υπήρχε µια πιάτσα ναρκωτικών, πιθανότατα περισσότερες, αλλά δεν ήξερα πού ακριβώς. Οι τύποι της Γουόλ Στριτ αγόραζαν συνέχεια από το δρόµο, αν πίστευες τα λεγόµενά
τους, αλλά δεν ήµουν αρκετά µπασµένος στα κόλπα για να ξέρω πού να πάω ή ποιον να πλησιάσω – εξάλλου ποιος θα δεχόταν να πουλήσει σ’ εµένα, έναν άγνωστο µε γυαλιά µε κοκάλινο σκελετό και κυριλέ κούρεµα, ντυµένο κατάλληλα για να διαλέξει τις πορσελάνες για τη λίστα γάµου του; Ξέφρενο καρδιοχτύπι. Η έξαψη της µυστικότητας. Αυτοί οι άνθρωποι γνώριζαν, όπως κι εγώ, τα σκοτεινά σοκάκια της ψυχής – ψίθυροι και σκιές, λεφτά που αλλάζουν λαθραία χέρια, το σύνθηµα, ο κώδικας, ο δεύτερος εαυτός, όλες οι µυστικές παραµυθίες που έβγαζαν τη ζωή από τη ρουτίνα και την έκαναν να αξίζει τον κόπο να τη ζεις. Ο Τζερόµ –κοντοστάθηκα στο πεζοδρόµιο έξω από ένα φτηνό σούσι µπαρ για να προσανατολιστώ–, ο Τζερόµ µού είχε πει για ένα µπαρ µε κόκκινη τέντα κάπου στα πέριξ της οδού Σεντ Μαρκς Πλέις, ίσως στη Λεωφόρο Α. Όταν ερχόταν να µε βρει, είτε ερχόταν από εκεί είτε έκανε µια στάση στο µπαρ καθ’ οδόν. Η µπαργούµαν έδινε πράµα πίσω από τον πάγκο σε πελάτες που δεν τους πείραζε να σκάνε τα διπλά προκειµένου να µη χρειάζεται να κάνουν τα νταλαβέρια τους στο δρόµο. Ο Τζερόµ την προµήθευε. Το όνοµά της... Κι όµως, το θυµήθηκα: Κατρίνα! Μόνο που όλα τα µαγαζιά στη γειτονιά έµοιαζαν µε µπαρ. Ανέβηκα τη Λεωφόρο Α και έστριψα στην 1η Οδό. Μπήκα στο πρώτο µπαρ που είδα µε τέντα η οποία θα µπορούσε, µε λίγη φαντασία, να θεωρηθεί κόκκινη –µάλλον στο κεραµιδί έφερνε, αλλά δεν αποκλείεται να ήταν κόκκινη κάποτε– και ρώτησα: «Εδώ δουλεύει η Κατρίνα;». «Όχι», απάντησε η κοκκινοµάλλα µε το καµένο µαλλί στο µπαρ χωρίς καν να γυρίσει. Άστεγες γυναίκες να κοιµούνται µε το κεφάλι πάνω σε µπόγους µε πράγµατα. Βιτρίνες γεµάτες µε φανταχτερά αγαλµατίδια της Παναγίας και φιγούρες της Ηµέρας των Νεκρών. Γκρίζα σµήνη περιστεριών να φτερουγίζουν αθόρυβα. «Ξέρεις ότι το σκέφτεσαι, ξέρεις ότι το σκέφτεσαι», είπε µια χαµηλή φωνή στο αφτί µου. Γυρνώντας, βρέθηκα µπροστά σε έναν ώριµο, τετράγωνο µαύρο µε τεράστιο χαµόγελο που άφηνε να φανεί ένα χρυσό δόντι µπροστά, ο οποίος µου έχωσε µια κάρτα στο χέρι: ΤΑΤΟΥΑΖ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΠΙΡΣΙΝΓΚ. Γέλασα –µαζί µου γέλασε κι αυτός, ένα βαθύ, πλούσιο γέλιο που τον τράνταξε ολόκληρο, σαν να µοιραζόµασταν το ίδιο αστείο– και έβαλα την κάρτα στην τσέπη µου, συνεχίζοντας το δρόµο µου. Την επόµενη στιγµή µετάνιωσα που δεν τον είχα ρωτήσει πού να βρω αυτό που «ήξερα ότι σκεφτόµουν». Μπορεί να µη µου έλεγε, αλλά σίγουρα φαινόταν να ξέρει την απάντηση. Πίρσινγκ. Πιεσοθεραπεία. Αγοράζουµε Χρυσό, Αγοράζουµε Ασήµι. Κάτωχρα παιδιά και λίγο πιο κάτω, ολοµόναχη, µια χτικιάρα κοπέλα µε τα µαλλιά κοτσιδάκια, ένα βρόµικο κουτάβι στα πόδια της και µια χαρτονένια επιγραφή τόσο φθαρµένη, ώστε δε διαβαζόταν πια. Έψαχνα ένοχα στις τσέπες µου για λίγα χρήµατα –το κλιπ που µου είχε κάνει δώρο η Κίτσι ήταν πολύ σφιχτό, πάλευα να βγάλω ένα χαρτονόµισµα, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι όλα τα βλέµµατα ήταν καρφωµένα πάνω µου–, όταν ξαφνικά... «Έι!» φώναξα και έκανα ένα βήµα πίσω τη στιγµή που το σκυλί χιµούσε γρυλίζοντας πάνω µου και έµπηγε τα λεπτά σαν βελόνες δόντια του στο στρίφωµα του παντελονιού µου. Όλοι έβαλαν τα γέλια: τα παιδιά, ένας µικροπωλητής, ένας µάγειρας µε φιλέ στα µαλλιά που καθόταν ανακούρκουδα και µιλούσε στο κινητό του. Ελευθερώνοντας το µπατζάκι µου από τα δόντια του κουταβιού –περισσότερα γέλια–, έκανα µεταβολή και, για να συνέλθω από το σοκ, µπήκα στο πρώτο µπαρ που συνάντησα µπροστά µου –µαύρη τέντα µε λίγο κόκκινο–, όπου ρώτησα τον µπάρµαν:
«Εδώ δουλεύει η Κατρίνα;». Σταµάτησε να σκουπίζει το ποτήρι που κρατούσε. «Η Κατρίνα;» «Είµαι φίλος του Τζερόµ». «Και θες την Κατρίνα, όχι την Κάτια;» Οι τύποι στο µπαρ –Ανατολικοευρωπαίοι όλοι– είχαν βουβαθεί. «Ίσως, εεε...» «Ξέρεις επίθετο;» «Εεε...» Ένας τύπος µε δερµάτινο σακάκι είχε κολλήσει το πιγούνι στο στέρνο του και είχε γυρίσει ολόκληρος πάνω στο σκαµπό του για να µε καρφώσει µε ένα βλέµµα αλά Μπέλα Λουγκόζι στο ρόλο του Δράκουλα. Στο µεταξύ, ο µπάρµαν µε «έκοβε» από πάνω µέχρι κάτω. «Την κοπέλα που ψάχνεις... τι τη θες;» «Κοίτα, εγώ...» «Τι χρώµα µαλλιά;» «Ε... ξανθά; Ή µάλλον...» Κρίνοντας από την έκφρασή του, ετοιµαζόταν να µε πετάξει έξω, ή και χειρότερα – το βλέµµα µου στάθηκε στο πριονισµένο ρόπαλο του µπέιζπολ πίσω από το µπαρ. «Δικό µου το λάθος, ξεχάστε το...» Είχα βγει από το µπαρ και είχα αποµακρυνθεί αρκετά, όταν άκουσα πίσω µου µια φωνή: «Πότερ!». Τη δεύτερη φορά µαρµάρωσα στη θέση µου. Γύρισα όλο δυσπιστία. Κι όσο στεκόµουν εκεί ανίκανος να πιστέψω στα µάτια µου, µε το ρεύµα των περαστικών να εκτρέπεται και προς τις δύο µεριές για να µας παρακάµψει, εκείνος έµπηξε τα γέλια και όρµησε να µε σφίξει στην αγκαλιά του. «Μπόρις!» Έντονα µαύρα φρύδια, εύθυµα µαύρα µάτια. Ντυµένος µε µακρύ µαύρο παλτό, ήταν ψηλότερος απ’ όσο τον θυµόµουν, το πρόσωπό του πιο σκαµµένο, µε την ίδια παλιά ουλή πάνω από το µάτι του, συν µερικές ακόµα, πιο φρέσκες. «Ουάου!» «Ουάου και για σένα!» Με κράτησε σε απόσταση τεντωµένου µπράτσου. «Χα! Για δες ο κολλητός! Χρόνια και ζαµάνια, ε;» «Εγώ...» Ήµουν τόσο έκπληκτος, ώστε δεν είχα λόγια. «Τι γυρεύεις εδώ;» «Κανονικά, εγώ πρέπει να ρωτήσω». Έκανε ένα βήµα πίσω για να µε κοιτάξει από πάνω µέχρι κάτω και µετά, γνέφοντας προς το δρόµο σαν να ήταν η επικράτειά του: «Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Σε τι οφείλω αυτή την έκπληξη;». «Τι εννοείς;» «Ήρθα από το µαγαζί σου τις προάλλες». Τίναξε το κεφάλι για να αποµακρύνει τα µαλλιά που του έπεφταν στο πρόσωπο. «Για να σε δω». «Εσύ ήσουν ο τύπος που µου είπαν;» «Ποιος άλλος θα ήταν; Αλλά εσύ πώς ήξερες πού να µε βρεις;» «Εγώ...» Κούνησα το κεφάλι µου µην µπορώντας να πιστέψω αυτό που µου συνέβαινε. «Τι, δεν έψαχνες για µένα;» Tινάχτηκε ελαφρώς από την έκπληξη. «Σοβαρά; Τυχαία βρεθήκαµε, δηλαδή; Σαν καράβια που διασταυρώνονται καταµεσής του ωκεανού; Απίστευτο! Και γιατί είσαι τόσο χλοµός;» «Ορίστε;» «Φαίνεσαι χάλια!»
«Άντε γαµήσου». «Αχ!» έκανε τυλίγοντας το µπράτσο του γύρω από το λαιµό µου. «Πότερ, Πότερ! Αυτοί οι µαύροι κύκλοι!» είπε αγγίζοντάς µε κάτω από το ένα µάτι. «Σένιο κοστούµι όµως. Και... απίστευτο!» Με απελευθέρωσε από το κεφαλοκλείδωµά του, χτυπώντας µε ανάλαφρα στον κρόταφο µε τον αντίχειρα και το δείκτη. «Τα ίδια γυαλιά φοράς ακόµα; Δεν τα άλλαξες από τότε;» «Εγώ...» Το µόνο που κατάφερα να κάνω ήταν να κουνήσω το κεφάλι µου αρνητικά. «Τι;» Τέντωσε τα χέρια στο πλάι µε τις παλάµες ανεστραµµένες. «Δεν πιστεύω να µε κατηγορείς που χαίροµαι που σε βλέπω;» Γέλασα. Δεν ήξερα από πού να ξεκινήσω. «Γιατί δεν άφησες ένα τηλέφωνο, κάτι;» ρώτησα. «Δηλαδή, δεν είσαι θυµωµένος µαζί µου; Δε µε µισείς µέχρι θανάτου;» Παρότι δε χαµογελούσε, δάγκωνε το κάτω χείλος του, διασκεδάζοντας µε την όλη κατάσταση. «Δε θέλεις» –τινάζοντας µε νόηµα το κεφάλι προς την άκρη του δρόµου– «να χωθούµε σε κανένα σοκάκι να µε πλακώσεις στο ξύλο;» «Γεια», είπε µια λυγερή γυναίκα µε ψυχρά σαν ατσάλι µάτια και καλλίγραµµους γοφούς µέσα σε εφαρµοστό µαύρο τζιν, σπεύδοντας στο πλευρό του Μπόρις κάπως απότοµα, µε έναν τρόπο που µου έδωσε την αίσθηση ότι ήταν η κοπέλα του ή η γυναίκα του. «Ο διάσηµος Πότερ!» αναφώνησε, τείνοντάς µου ένα πάλλευκο χέρι µε µακριά και λεπτά δάχτυλα φορτωµένα µέχρι τους κόµπους µε ασηµένια δαχτυλίδια. «Χαίροµαι που σε γνωρίζω. Έχω ακούσει τα πάντα για σένα». Ήταν λίγο ψηλότερη από εκείνον, µε µακριά ίσια µαλλιά και ψηλόλιγνο κορµί που είχε κάτι από πύθωνα έτσι όπως ήταν ντυµένο από την κορυφή µέχρι τα νύχια στα µαύρα. «Με λένε Μίριαµ». «Μίριαµ; Χάρηκα! Το κανονικό µου όνοµα είναι Θίο». «Το ξέρω». Το χέρι της ήταν παγωµένο µέσα στο δικό µου. Πρόσεξα το τατουάζ µε την µπλε πεντάλφα στην εσωτερική πλευρά του καρπού της. «Αλλά σε λέει πάντα Πότερ όταν µιλάει για σένα». «Μιλάει για µένα, ε; Και τι λέει;» Κανείς δε µε είχε πει Πότερ εδώ και χρόνια, αλλά η απαλή φωνή της έφερνε στη µνήµη µου µια ξεχασµένη λέξη από εκείνα τα παλιά βιβλία, τη γλώσσα των φιδιών και των σκοτεινών µάγων: Ερπετικά. Ο Μπόρις, που είχε ακόµα το µπράτσο του τυλιγµένο γύρω από τους ώµους µου, µε άφησε µόλις πλησίασε εκείνη, σαν να είχε δοθεί κάποιο σύνθηµα. Οι δυο τους αντάλλαξαν µια µατιά – τη σηµασία της οποίας αναγνώρισα αµέσως από την εποχή που κλέβαµε από τα ράφια του σούπερ µάρκετ και όχι µόνο, τότε που µπορούσαµε να πούµε Την κάνουµε τώρα και Έρχεται ο φύλακας χωρίς να αρθρώσουµε λέξη– και, µε µια αλαφιασµένη έκφραση, ο Μπόρις πέρασε τα δάχτυλα µέσα από τα µαλλιά του και µε κοίταξε µε ένταση. «Θα είσαι εδώ γύρω;» µε ρώτησε, κάνοντας µερικά βήµατα πίσω. «Πού εδώ;» «Εδώ στη γειτονιά». «Μπορεί». «Θέλω να...» Σταµάτησε, ζάρωσε το µέτωπο και κοίταξε το δρόµο πίσω µου. «Θέλω να µιλήσουµε. Αλλά τώρα» –ανήσυχη έκφραση– «όχι καλή στιγµή. Σε µια ώρα ίσως;» Η Μίριαµ µου έριξε µια πλάγια µατιά και του είπε κάτι στα ουκρανικά. Ακολούθησε µια σύντοµη στιχοµυθία και µετά η Μίριαµ τύλιξε το µπράτσο της στο δικό µου µε µια αλλόκοτη οικειότητα και µε τράβηξε να κατηφορίσουµε µαζί το δρόµο.
«Εκεί», µου έδειξε. «Κατέβα τέσσερα πέντε τετράγωνα. Υπάρχει ένα µπαρ λίγο µετά τη Δεύτερη Λεωφόρο, το Old Polack. Θα σε βρει εκεί».
[1] Η οργανωµένη µέσω κοινωνικών δικτύων ξαφνική εµφάνιση ενός πλήθους ανθρώπων σε προκαθορισµένο σηµείο, όπου εκτελούν µια χορογραφία, παίζουν µαξιλαροπόλεµο ή κοκαλώνουν ανάµεσα στους ανύποπτους περαστικούς, για να εξαφανιστούν κατόπιν το ίδιο ξαφνικά όσο είχαν εµφανιστεί. Πρωτοπαρουσιάστηκε ως κοινωνικό πείραµα το 2003 στο Μανχάταν. Στα ελληνικά θα µπορούσε να αποδοθεί ως «συγκέντρωση-αστραπή» ή «αιφνίδια συντονισµένη δράση πλήθους». (Σ.τ.Μ.)
v.
ΣΧΕΔΟΝ
καθόµουν ακόµα σε ένα σεπαρέ µε καναπέδες από κόκκινο βινύλιο στο πολωνέζικο µπαρ, µε χριστουγεννιάτικα φωτάκια να αναβοσβήνουν και µια εκνευριστική µείξη πανκ ροκ µε χριστουγεννιάτικες πόλκες να ακούγεται από το τζουκ µποξ, µπουχτισµένος από την αναµονή, αµφιβάλλοντας ότι θα ερχόταν τελικά, προσπαθώντας να αποφασίσω αν ήταν ώρα πια να φύγω για το σπίτι. Δεν είχα καν στοιχεία επικοινωνίας, είχαν γίνει όλα τόσο γρήγορα. Αν και παλιότερα είχα «γκουγκλάρει» τον Μπόρις –µάταια, βέβαια–, το είχα κάνει περισσότερο για πλάκα, αφού δε θα τον φανταζόµουν ποτέ να έχει το είδος της ζωής που θα µπορούσε να ανιχνεύσει κανείς µέσω διαδικτύου. Μπορεί να βρισκόταν οπουδήποτε κάνοντας οτιδήποτε, από το να σφουγγαρίζει κάποιο διάδροµο νοσοκοµείου µέχρι να διασχίζει µια τροπική ζούγκλα οπλισµένος σαν αστακός ή να µαζεύει πεταµένες γόπες από το δρόµο. Κόντευε το τέλος της ώρας των φτηνών ποτών, λίγοι φοιτητές και µποέµ καλλιτέχνες κάθονταν ανάµεσα στους ηλικιωµένους κοιλαράδες Πολωνούς θαµώνες και τους γκριζαρισµένους πενηντάρηδες πάνκηδες. Είχα µόλις τελειώσει την τρίτη µου βότκα. Οι µεζούρες ήταν γενναιόδωρες, θα ήταν χαζοµάρα να παραγγείλω κι άλλη. Ήξερα ότι έπρεπε να φάω κάτι, αλλά δεν πεινούσα, και η διάθεσή µου γινόταν όλο και πιο µαύρη κι άραχλη κάθε λεπτό που περνούσε. Η σκέψη ότι µε είχε στήσει σαν το µαλάκα ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια ήταν απερίγραπτα θλιβερή. Αν ήθελα να το φιλοσοφήσω, τουλάχιστον µε είχε αποσπάσει από την αποστολή αναζήτησης πρέζας: Δεν είχα πέσει ξερός από υπερβολική δόση, δεν ξερνούσα σε κάναν κάδο απορριµµάτων, δε µε είχαν «γδάρει», ούτε µε είχαν κάνει τσακωτό να προσπαθώ να αγοράσω παράνοµες ουσίες από µυστικό αστυνοµικό... «Πότερ». Και να τος, να γλιστράει στον καναπέ απέναντί µου, αποµακρύνοντας τα µαλλιά από τα µάτια του µε την ίδια κίνηση που είχα δει άπειρες φορές στο παρελθόν. «Ήµουν έτοιµος να φύγω». «Συγνώµη». Το ίδιο µπαµπέσικο, γοητευτικό χαµόγελο. «Είχα µια δουλίτσα. Δε σου εξήγησε η Μίριαµ;» «Δε µου εξήγησε». «Ε, καλά, δε δουλεύω και σε λογιστικό γραφείο, όπως µπορείς να φανταστείς! Κοίτα», είπε και έσκυψε προς το µέρος µου στηρίζοντας τις παλάµες του πάνω στο τραπέζι, «µη θυµώνεις! Δεν το ’χα προγραµµατίσει κιόλας να πέσω πάνω σου στο δρόµο! Ήρθα όσο πιο γρήγορα µπορούσα. Τρέχοντας σχεδόν!» Τεντώθηκε πάνω από το τραπέζι και µε χτύπησε απαλά στο µάγουλο. «Θεέ µου! Πόσος καιρός πάει! Χαίροµαι που σε βλέπω! Δε χαίρεσαι κι εσύ λίγο;» Είχε οµορφύνει µεγαλώνοντας. Ακόµα και στην πιο άχαρη, αποσκελετωµένη φάση του, είχε πάντα µια µακιαβελική γοητεία, ζωηρά µάτια και µια σπινθηροβόλα ευστροφία, αλλά τώρα είχε αποβάλει αυτή την τραχύτητα του πειναλέου και όλα τα άλλα είχαν «δέσει» µε τον καλύτερο τρόπο. Το δέρµα του ήταν αργασµένο, αλλά τα ρούχα του έπεφταν όµορφα πάνω του, τα χαρακτηριστικά του ήταν έντονα και νευρώδη, ένας ήρωας του ιππικού µε ευαισθησία πιανίστα. Και τα γκρίζα και στραβά δόντια του είχαν αντικατασταθεί, όπως είδα, από την ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
κλασική αµερικανική οδοντοστοιχία, ολόισια και απαστράπτουσα. Αντιλήφθηκε πού κοίταζα και χτύπησε έναν ολόλευκο κοπτήρα µε το νύχι του αντίχειρά του. «Καινούριες θήκες». «Το πρόσεξα». «Ένας οδοντίατρος στη Σουηδία το έκανε», είπε ο Μπόρις, γνέφοντας στο σερβιτόρο. «Έσκασα µια αναθεµατισµένη περιουσία. Με είχε πρήξει η γυναίκα µου: “Μπόρια, το στόµα σου είναι µια φρίκη”. “Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω εγώ τέτοιο πράγµα”, φώναζα, αλλά τα λεφτά έπιασαν πραγµατικά τόπο». «Πότε παντρεύτηκες;» «Ε;» «Μπορούσες να τη φέρεις µαζί, αν ήθελες». Ξαφνιασµένη µατιά. «Τι, τη Μίριαµ λες; Όχι, όχι!» Ψάρεψε το κινητό από την τσέπη του και πάτησε µερικά πλήκτρα. «Δεν είναι η Μίριαµ η γυναίκα µου! Αυτή» –δίνοντάς µου το τηλέφωνο– «είναι η γυναίκα µου. Τι πίνεις;» ρώτησε και στράφηκε να µιλήσει στο σερβιτόρο στα πολωνικά. Η φωτογραφία στο iPhone έδειχνε ένα χιονοσκέπαστο σαλέ και µια πανέµορφη ξανθιά µε πέδιλα του σκι να στέκεται µπροστά του. Δίπλα της, επίσης µε πέδιλα, ήταν ένα ζευγάρι φασκιωµένα ξανθά πιτσιρίκια απροσδιόριστου φύλου. Δεν έµοιαζε τόσο µε οικογενειακό στιγµιότυπο όσο µε διαφήµιση ελβετικού προϊόντος υγιεινής διατροφής, όπως γιαούρτι ή µούσλι. Του έριξα µια κατάπληκτη µατιά. Εκείνος απέστρεψε το βλέµµα µε την τυπικά ρωσική αποπεµπτική κίνηση του χεριού που έλεγε: Ναι, τι να πω, έτσι τα ’φερε η ζωή. «Η γυναίκα σου; Σοβαρά;» «Ναι», απάντησε, υψώνοντας τα φρύδια. «Και τα παιδιά µου. Δίδυµα». «Γαµώτο». «Ναι», είπε µε λύπη. «Γεννήθηκαν όταν ήµουν πολύ νέος – πάρα πολύ νέος. Δεν ήταν καλή στιγµή, εκείνη ήθελε να τα κρατήσει, “Μπόρια, πώς θα µπορούσες...”, και τι να ’λεγα εγώ; Για να είµαι ειλικρινής, δεν τα γνωρίζω τόσο καλά. Μάλιστα, τον πιο µικρό –δεν είναι στη φωτογραφία– ούτε τον έχω δει καν. Δε νοµίζω να είναι πάνω από... στάσου... έξι εβδοµάδων;» «Τι;» Κοίταξα πάλι τη φωτογραφία, προσπαθώντας να συνδέσω αυτή την υγιέστατη βορειοευρωπαϊκή οικογένεια µε τον Μπόρις. «Έχεις πάρει διαζύγιο;» «Όχι όχι όχι». Η βότκα είχε έρθει, µια παγωµένη καράφα και δύο µικρά ποτηράκια. Έκανε µια παύση για να σερβίρει από ένα σφηνάκι στον καθένα µας. «Η Άστριντ και τα παιδιά είναι τον περισσότερο καιρό στη Στοκχόλµη. Κάποιες φορές έρχεται στο Άσπεν το χειµώνα για να κάνει σκι – ήταν πρωταθλήτρια του σκι, µπήκε στην ολυµπιακή οµάδα όταν ήταν δεκαεννιά...» «Σοβαρά;» έκανα, καταβάλλοντας φιλότιµες προσπάθειες να κρύψω την έκπληξή µου για όλα αυτά. Τα παιδιά, όπως είδα ζουµάροντας στη φωτογραφία, ήταν υπερβολικά ξανθά και όµορφα για να έχουν οποιαδήποτε συγγένεια µε τον Μπόρις. «Ναι, ναι», είπε πολύ σοβαρά, κουνώντας το κεφάλι εµφατικά. «Πρέπει να βρίσκεται πάντα όπου γίνονται αγωνιστικές χιονοδροµίες, και... καλά, µε ξέρεις εµένα, το µισώ το αναθεµατισµένο το χιόνι, χα! Ο πατέρας της δεξιός του κερατά – πες ναζιστής για να ’σαι µέσα. Νοµίζω, δεν είναι τόσο παράξενο που η Άστριντ έχει προβλήµατα κατάθλιψης, µε µπαµπάκα σαν αυτόν! Σιχαµένος κωλόγερος! Αλλά είναι πολύ δυστυχισµένοι άνθρωποι οι Σουηδοί, µίζεροι όλοι τους. Τη µια στιγµή πίνουν και γελάνε, την επόµενη... µαύρο έρεβος, ούτε λέξη. Dziękuję», ευχαρίστησε στα πολωνικά το σερβιτόρο, που είχε επιστρέψει µε ένα δίσκο
φορτωµένο µε πιάτα: µαύρο ψωµί, πατατοσαλάτα, δύο ειδών ρέγγα, αγγουράκια σε ξινή κρέµα, γεµιστά λαχανόφυλλα και αβγά τουρσί. «Δεν ήξερα ότι σερβίρουν και φαγητό εδώ». «Κανονικά, δε σερβίρουν», είπε ο Μπόρις, βουτυρώνοντας µια φέτα µαύρο ψωµί και πασπαλίζοντάς τη µε αλάτι. «Αλλά ψοφάω της πείνας. Τους ζήτησα να φέρουν κάτι από δίπλα». Τσούγκρισε το ποτήρι του µε το δικό µου. «Sto lat!» είπε – η παλιά του πρόποση, το «γεια µας» στα πολωνικά. «Sto lat!» Η βότκα ήταν αρωµατική, καρυκευµένη µε κάποιο πικρό βοτάνι που δεν αναγνώριζα. «Λοιπόν;» είπα, τσιµπώντας λίγο φαγητό. «Και η Μίριαµ;» «Ε;» Έδειξα τις παλάµες µου στη χειρονοµία που κάναµε µικροί για να πούµε: Εξήγησέ µου. «Α, η Μίριαµ! Δουλεύει για µένα. Είναι το δεξί µου χέρι, θα λέγαµε – και, πίστεψέ µε, είναι σκάλες ανώτερη από το καλύτερο πρωτοπαλίκαρο που θα µπορούσες να φανταστείς. Τι γυναίκα, Θεέ µου! Δεν κυκλοφορούν πολλές σαν αυτή, άκου που σου λέω. Αξίζει το βάρος της σε χρυσό. Στάσου, στάσου!» είπε, γεµίζοντας το σφηνοπότηρό µου µέχρι το χείλος. «Za vstrechu!» έκανε, σηκώνοντας το δικό του. «Στη συνάντησή µας!» «Σειρά µου δεν ήταν να κάνω πρόποση;» «Ήταν», απάντησε τσουγκρίζοντας το ποτήρι µου, «αλλά αργείς πολύ, κι εγώ πεινάω». «Στη συνάντησή µας, λοιπόν». «Στη συνάντησή µας! Και στην τύχη! Που µας ένωσε ξανά!» Μόλις κατεβάσαµε το σφηνάκι, ο Μπόρις ρίχτηκε στο φαγητό. «Και µε τι ακριβώς ασχολείσαι;» τον ρώτησα. «Μ’ εκείνο και µε τ’ άλλο...» Έτρωγε ακόµα µε την αθώα, απροσποίητη λαιµαργία µικρού παιδιού. «Με πολλά και διάφορα. Τα φέρνω βόλτα, κατάλαβες;» «Και πού µένεις; Στη Στοκχόλµη;» ρώτησα όταν κατάλαβα ότι δε θα γινόταν πιο σαφής. Έκανε µια σαρωτική κίνηση µε το χέρι του. «Παντού». «Όπως;» «Α, ξέρεις τώρα: Ευρώπη, Ασία, Βόρεια και Νότια Αµερική...» «Αυτό καλύπτει πάνω από τη µισή υδρόγειο». «Να σου πω», είπε µπουκωµένος µε µια ρέγγα, σκουπίζοντας λίγη ξινή κρέµα που είχε τρέξει στο πιγούνι του, «είµαι και ιδιοκτήτης µιας µικρής επιχείρησης, αν µε πιάνεις». «Δηλαδή;» Κατέβασε το ψάρι µε µια γενναία γουλιά µπίρα. «Ξέρεις πώς είναι αυτά... Η επίσηµη δουλειά µου είναι ένα πρακτορείο οικιακών βοηθών. Με Πολωνούς εργαζόµενους ως επί το πλείστον. Και πού ν’ ακούσεις επωνυµία: Polish Cleaning Services.[1] Άψογο;» Δάγκωσε ένα αβγό τουρσί. «Μπορείς να µαντέψεις ποιο είναι το µότο µας; “Φωνάξτε µας να σας καθαρίσουµε”, χα!» Προτίµησα να µην το σχολιάσω αυτό. «Δηλαδή, είσαι στις ΗΠΑ όλον αυτό τον καιρό;» «Α, όχι!» Είχε σερβίρει άλλον ένα γύρο σφηνάκια και τώρα σήκωνε το ποτήρι του σε πρόποση. «Ταξιδεύω πολύ. Συνολικά, ζήτηµα να είµαι εδώ έξι µε οχτώ εβδοµάδες το χρόνο. Και τον υπόλοιπο καιρό...» «Στη Ρωσία;» ρώτησα, κατεβάζοντας το σφηνάκι µου και σκουπίζοντας τα χείλη µε την ανάστροφη του χεριού µου.
«Όχι τόσο. Βόρεια Ευρώπη µάλλον: Σουηδία. Βέλγιο. Γερµανία κάποιες φορές». «Νόµιζα ότι είχες γυρίσει πίσω». «Ε;» «Επειδή... επειδή δεν είχα ποτέ νέα σου». «Α». Ο Μπόρις έτριψε αµήχανα τη µύτη του. «Ήταν σκέτο τρελοκοµείο για ένα διάστηµα. Θυµάσαι... στο σπίτι σου εκείνο το τελευταίο βράδυ;» «Φυσικά». «Λοιπόν, στη ζωή µου δεν είχα ξαναδεί τόσο πράµα µαζεµένο. Γύρω στα είκοσι γραµµάρια κόκα, και δεν πούλησα ούτε κόκκο, ούτε ένα τέταρτο του γραµµαρίου! Έδωσα πολύ στο τζάµπα, ναι –πρώτη µούρη στο σχολείο ο δικός σου, όλοι µε λάτρευαν!–, αλλά το περισσότερο το σνίφαρα ο ίδιος. Μετά, ήταν και οι σακούλες που βρήκαµε, χάπια κάθε είδους, θυµάσαι; Εκείνα τα µικρά πράσινα; Τροµερά ισχυρά αναλγητικά για καρκινοπαθείς στο τελευταίο στάδιο – ο µπαµπάς σου πρέπει να ήταν τρελά εθισµένος, αν κατάπινε εκείνα τα ρηµάδια». «Ναι, µερικά απ’ αυτά κατέληξαν και σ’ εµένα». «Ε, τότε, ξέρεις! Να φανταστείς, σταµάτησαν να παράγουν τα παλιά καλά πράσινα Oxycontin των ογδόντα µιλιγκράµ! Και προσθέτουν ένα σωρό χηµικές µαλακίες για να τα αχρηστέψουν για ενδοφλέβια χρήση και για σνιφάρισµα! Αλλά ο µπαµπάς σου; Μα καλά, να πάει από το αλκοόλ σ’ αυτά; Χίλιες φορές µεθυσµένος στο δρόµο, σαν τον παλιό καλό καιρό. Με το πρώτο που λιάνισα, έπεσα σέκος πριν καν σνιφάρω τη δεύτερη γραµµή... Κι αν δεν ήταν εκεί η Κότκου...» Η κλασική κίνηση µε τον αντίχειρα από τη µια άκρη του λαιµού µέχρι την άλλη. «Αντίο, κόσµε». «Ναι», είπα, αναλογιζόµενος τη δική µου ναρκωµένη µακαριότητα, πεσµένος µε τα µούτρα πάνω στο γραφείο µου στο σπίτι του Χόµπι. «Τέλος πάντων». Ο Μπόρις στράγγιξε τη βότκα του µονοκοπανιά και ξαναγέµισε τα ποτήρια µας. «Η Ζάντρα πουλούσε. Όχι εκείνα. Εκείνα ήταν του µπαµπά σου, για προσωπική χρήση. Πουλούσε τα άλλα, τα διακινούσε από κει που δούλευε. Θυµάσαι το ζευγάρι, τον Στιούαρτ και τη Λάιζα; Έδειχναν εντελώς φυσιολογικοί, δυο ασήµαντοι µεσοαστοί που ασχολούνταν µε τα κτηµατοµεσιτικά... Ε λοιπόν, αυτοί τη χρηµατοδοτούσαν». Άφησα κάτω το πιρούνι µου. «Κι εσύ πώς το ξέρεις;» «Το ξέρω επειδή µου το ’πε! Και φαίνεται ότι τα πήραν άσχηµα όταν η Ζάντρα παρουσίασε έλλειµµα. Ο κύριος Δικηγορόφατσα και η κυρία Φλοράλ Τσάντα, τόσο καλοσυνάτοι και ευγενικοί στο σπίτι σου, να της χαϊδεύουν τα µαλλιά, και “Τι µπορούµε να κάνουµε για σένα;”, και “Καηµένη Ζάντρα, πόσο λυπόµαστε”... Ε λοιπόν, όταν χάθηκαν τα ναρκωτικά τους, άλλαξαν εντελώς το τροπάρι! Ένιωσα απαίσια γι’ αυτό που κάναµε όταν µου τα είπε. Άσχηµο µπλέξιµο! Αλλά τότε είχαν ήδη καταλήξει όλα εδώ µέσα!» Χτύπησε µε νόηµα τη µύτη του. «Καπούτ!» «Στάσου! Όλα αυτά σ’ τα είπε η ίδια η Ζάντρα;» «Ναι. Μετά που έφυγες. Όταν έµενα εκεί µαζί της». «Πρέπει να το πάρεις από πιο πριν, σ’ έχω χάσει». Ο Μπόρις αναστέναξε. «Είναι µεγάλη ιστορία. Αλλά δε θα ήταν, τόσο καιρό που έχουµε χαθεί;» «Έµενες στο σπίτι µε τη Ζάντρα;» «Περιστασιακά, ναι. Για κάνα πεντάµηνο συνολικά. Πριν γυρίσει πίσω στο Ρίνο. Τότε πια χαθήκαµε. Ο µπαµπάς µου είχε επιστρέψει στην Αυστραλία, βλέπεις, και η Κότκου κι εγώ
περνούσαµε άσχηµη φάση...» «Αυτό είναι τελείως κουφό». «Τι να πω, µπορεί, λίγο», παραδέχτηκε. «Βλέπεις» –γέρνοντας πίσω, γνέφοντας ξανά στο σερβιτόρο– «ήµουν σε πολύ χάλια φάση. Είχα µέρες να κοιµηθώ. Ξέρεις πώς είναι όταν κόβεις απότοµα την κοκαΐνη... Σκέτη κόλαση. Ήµουν µόνος και τροµοκρατηµένος. Καταλαβαίνεις, είναι σαν αρρώστια στην ψυχή: κοφτές ανάσες, τροµεροί φόβοι, λες και θ’ απλώσει το χέρι του ο Χάρος να σ’ αρπάξει. Πετσί και κόκαλο, βρόµικος, τρέµοντας από το φόβο. Σαν µισοπεθαµένο γατί! Και να ’ναι Χριστούγεννα, να έχουν φύγει όλοι! Τηλεφώνησα σε αρκετούς, δεν απαντούσε κανείς. Πέρασα κι από το σπίτι εκείνου του τύπου, του Λι, µε άφηνε να µένω στο σπιτάκι της πισίνας µερικές φορές, αλλά έλειπε κι αυτός, η πόρτα κλειδωµένη. Περπατούσα και περπατούσα – µε τη βία στεκόµουν στα πόδια µου. Παγωµένος και φοβισµένος! Όλα τα σπίτια κλειστά, όλοι κάπου αλλού, µακριά. Έτσι, πέρασα από της Ζάντρα. Στο µεταξύ, ούτε ζωγραφιστό δεν ήθελε να µε δει η Κότκου». «Δικέ µου, έχεις κότσια, σ’ το αναγνωρίζω. Δε θα ξαναγύριζα εκεί ούτε για ένα εκατοµµύριο δολάρια». «Μη νοµίζεις, χεσµένος πάνω µου ήµουν, αλλά ένιωθα τόσο µόνος και άρρωστος. Το στόµα µου όλο τρεµούλα. Σαν... όταν θες µόνο να ξαπλώσεις ακίνητος και να κοιτάς ένα ρολόι και να µετράς τους παλµούς σου; Μόνο που δεν υπάρχει τόπος να ξαπλώσεις; Και δεν έχεις ούτε ρολόι; Μου ’ρχόταν να βάλω κλάµατα! Δεν ήξερα τι να κάνω! Δεν ήξερα ούτε αν ήταν ακόµα εκεί. Αλλά τα φώτα έκαιγαν, τα µόνα φώτα στο δρόµο, κι όταν πήγα κοντά στην τζαµόπορτα, την είδα εκεί, µε το ίδιο µπλουζάκι των Ντόλφινς, στην κουζίνα, να φτιάχνει κοκτέιλ Μαργαρίτα». «Πώς αντέδρασε;» «Χα! Στην αρχή δε µ’ άφηνε να µπω! Στεκόταν στην πόρτα και ούρλιαζε για αρκετή ώρα, µε στόλισε µε όλες τις βρισιές! Αλλά µετά έβαλε τα κλάµατα. Κι όταν τη ρώτησα αν µπορούσα να µείνω µαζί της;» Ανασήκωσε κοφτά τους ώµους. «Είπε ναι». «Τι;» έκανα δύσπιστα, παίρνοντας το σφηνάκι που µου είχε σερβίρει. «Όταν λες µαζί της, εννοείς... µαζί της;» «Ήµουν τροµοκρατηµένος! Μ’ άφησε να κοιµηθώ στο δωµάτιό της! Με την τηλεόραση ανοιχτή σε χριστουγεννιάτικες ταινίες!» «Χµ». Ήταν φανερό ότι ήθελε να τον πιέσω για πικάντικες λεπτοµέρειες, αλλά, κρίνοντας από τη χαιρέκακη έκφρασή του, δεν ήµουν τόσο σίγουρος ότι τον είχε µπάσει καν στο δωµάτιό της. «Τέλος πάντων, υποθέτω πως χαίροµαι που τα πράγµατα εξελίχτηκαν καλά για σένα. Σου είπε τίποτα για µένα;» «Ε, κάτι λίγα». Χαχάνισε. «Ή µάλλον πολλά! Μη µου κρατήσεις κακία, αλλά σου έριξα την ευθύνη για κάµποσα...» «Χαίροµαι που σου χρησίµεψα». «Δε φαντάζεσαι πόσο!» Τσούγκρισε χαρωπά το ποτήρι µου. «Πολύ σ’ ευχαριστώ! Αν έκανες ίδιο, δε θα µε πείραζε. Όµως, ειλικρινά, η κακοµοίρα η Ζάντρα νοµίζω χάρηκε που µε είδε. Θα χαιρόταν όποιον κι αν έβλεπε. Θέλω να πω» –κατεβάζοντας το σφηνάκι του– «ήταν τρελό... Αυτοί οι απαίσιοι δήθεν φίλοι... κι αυτή µόνη κι έρηµη εκεί στις ερηµιές. Έπινε πολύ, φοβόταν να πάει στη δουλειά. Μπορεί να της συνέβαινε οτιδήποτε, εύκολα, ψυχή στη γειτονιά, πραγµατικά τροµερό. Γιατί ο Μπόµπο Σίλβερ... Κοίτα, ο Μπόµπο δεν ήταν τόσο κακός, τελικά. Δεν τον φώναζαν “Σπαθί” χωρίς λόγο. Η Ζάντρα τον έτρεµε, αλλά δεν την κυνήγησε για το χρέος του πατέρα σου, όχι στα σοβαρά τουλάχιστον. Καθόλου. Κι ο µπαµπάς σου ήταν χωµένος
χοντρά. Ίσως να κατάλαβε ότι η Ζάντρα ήταν πανί µε πανί – βλέπεις, ο µπαµπάς σου την είχε γαµήσει κι αυτήν κανονικά. Η αλήθεια να λέγεται. Το πήρε απόφαση ο τύπος, δε βγήκε τζάµπα το “ουκ αν λάβοις”. Αλλά εκείνοι οι άλλοι, οι υποτιθέµενοι φίλοι της, πιο άκαρδοι κι από τραπεζίτες – ξέρεις, τώρα, “Μου χρωστάς”, ξανά και ξανά, ζοριλίκια και αγριάδες, να χέζεσαι πάνω σου. Χειρότεροι απ’ αυτόν! Κι ήταν πολύ µικρότερο το ποσό, αλλά δεν το είχε, κι εκείνοι είχαν αρχίσει να γίνονται απειλητικοί, στο στιλ» –κοροϊδευτικό γέρσιµο του κεφαλιού στο πλάι, δάχτυλο που έδειχνε επιτιµητικά– «“Γαµώτη σου, κόψε το λαιµό σου, δε θα περιµένουµε για πάντα, κοίτα να βρεις τον τρόπο” και τέτοια. Τέλος πάντων, ήταν καλό που γύρισα τότε, γιατί τουλάχιστον µπόρεσα να βοηθήσω». «Να βοηθήσεις πώς;» «Δίνοντάς της πίσω το λεφτό που είχα πάρει». «Τα είχες φυλάξει;» «Σιγά!» απάντησε µε τη µεγαλύτερη άνεση. «Τα είχα ξεκοκαλίσει. Αλλά, βλέπεις, είχα κάτι άλλο στα σκαριά. Γιατί, όταν τέλειωσε η κόκα, τι άλλο θα έκανα; Πήγα τα λεφτά στον Τζίµι στο οπλοπωλείο και αγόρασα κι άλλη. Βλέπεις, αγόραζα για µένα και για την Άµπερ, µόνο για τους δυο µας. Πολύ πολύ ωραίο κορίτσι, πολύ αθώο και ξεχωριστό. Και πολύ µικρό, θα ’ταν δε θα ’ταν δεκατεσσάρων. Αλλά εκείνη τη µία νύχτα στο MGM Grand είχαµε έρθει τόσο κοντά, απλά καθόµασταν όλη νύχτα στο πάτωµα του λουτρού στη σουίτα του µπαµπά της Κέιτι και µιλούσαµε. Ούτε καν φιληθήκαµε! Μόνο κουβέντα, κουβέντα, κουβέντα! Ήθελα να κλάψω. Ανοίξαµε πραγµατικά τις καρδιές µας ο ένας στον άλλο. Και» –µε το χέρι στην καρδιά για έµφαση– «στενοχωρήθηκα τόσο πολύ όταν ξηµέρωσε, δε γινόταν να κρατήσει για πάντα; Γιατί θα µπορούσαµε να καθόµαστε εκεί και να µιλάµε για µια ζωή οι δυο µας, νιώθοντας τόσο τέλεια, τέτοια ευτυχία! Τόσο κοντά ήρθαµε µέσα σε µία και µόνο νύχτα. Τέλος πάντων, αυτός ήταν ο λόγος που πήγα στον Τζίµι. Είχε τη χειρότερη κόκα, καµία σχέση µε του Στιούαρτ και της Λάιζα. Αλλά όλοι ήξεραν, βλέπεις, όλοι είχαν ακούσει για εκείνο το Σαββατοκύριακο στο MGM Grand, για µένα και όλο εκείνο το “χιόνι”. Έτσι, έρχονταν σ’ εµένα. Καµιά δεκαριά άτοµα την πρώτη µέρα που ξαναπήγα στο σχολείο. Παράς µε ουρά. “Θα µου βρεις λίγη...” “Θα µου φέρεις λίγη...” “Θα µου πάρεις λίγη για τον αδερφό µου...” “Έχω σύνδροµο ελλειµµατικής προσοχής, τη χρειάζοµαι για να τα βγάλω πέρα µε το διάβασµα...” Μέχρι να πεις κύµινο, πουλούσα σε τελειόφοιτους της οµάδας ράγκµπι και στη µισή οµάδα µπάσκετ. Και σε κορίτσια... φίλες της Άµπερ και της Κέιτι... και της Τζόρνταν, φοιτητές στο Πανεπιστήµιο του Λας Βέγκας! Έχασα κάµποσα στα πρώτα νταλαβέρια, δεν ήξερα πόσα να χρεώσω, πουλούσα µεγάλες δόσεις σε χαµηλή τιµή, ήθελα να µε συµπαθούν όλοι κτλ. κτλ. Αλλά µόλις ήρθα στα συγκαλά µου, έπιασα την καλή! Ο Τζίµι µού έκανε τεράστια έκπτωση, έβγαζε κι αυτός µπόλικο παραδάκι. Βλέπεις, του έκανα µεγάλη χάρη πουλώντας ναρκωτικά σε παιδιά που φοβόνταν πολύ για να πάνε να τα βρουν µόνα τους – φοβόνταν τύπους σαν τον Τζίµι. Η Κέιτι, η Τζόρνταν, αυτά τα κορίτσια είχαν παρά µε ουρά! Μετά χαράς µε πλήρωναν µπροστά! Η κόκα δεν είναι σαν το Έκσταση, πουλούσα κι απ’ αυτό, αλλά ήταν µια πάνω µια κάτω, µπορεί τη µια µέρα να πουλούσα σαν τρελός και µετά ούτε ένα για καιρό, ενώ µε την κόκα είχα πολλούς τακτικούς που µε ζητούσαν δύο και τρεις φορές την εβδοµάδα. Θέλω να πω, µόνο η Κέιτι...» «Ουάου!» Ακόµα και τόσα χρόνια µετά, το όνοµά της χτυπούσε µια ευαίσθητη χορδή. «Ναι! Στην Κέιτι!» Σηκώσαµε τα ποτήρια µας και τα αδειάσαµε µονοµιάς. «Τι κούκλα!» είπε ο Μπόρις, κοπανώντας κάτω το ποτήρι του. «Γύριζε το κεφάλι µου όποτε βρισκόµουν κοντά της. Και µόνο που ανάσαινα τον ίδιο αέρα».
«Την έριξες στο κρεβάτι;» «Όχι... Όχι ότι δεν προσπάθησα... Όµως µου τον έπαιξε µια φορά, στο δωµάτιο του µικρού της αδερφού, ένα βράδυ που ήταν φτιαγµένη και σε µεγάλα κέφια». «Γαµώτο, πολύ κακή ώρα διάλεξα να φύγω!» «Αυτό ξαναπές το. Μιλάµε, είχα τελειώσει πριν καν προλάβει να µου κατεβάσει το φερµουάρ. Και δε σου λέω για το χαρτζιλίκι της τύπισσας...» Άπλωσε το χέρι για να πάρει το άδειο σφηνάκι µου. «Μιλάµε για δύο χιλιάρικα το µήνα! Κι αυτά ήταν µόνο για ρούχα! Μόνο που η Κέιτι είχε ήδη τόσα πολλά ρούχα, γιατί στην ευχή ν’ αγοράσει κι άλλα; Τέλος πάντων, µέχρι τα Χριστούγεννα ήταν όπως στα κινούµενα σχέδια, κέρµατα που κουδούνιζαν και σύµβολα δολαρίου παντού! Το τηλέφωνο χτυπούσε σαν διαολεµένο. Ήµουν ο καλύτερος φίλος όλων. Κορίτσια που δεν είχα ξαναδεί µε φιλούσαν, µου χάριζαν χρυσά κοσµήµατα που έβγαζαν από το λαιµό τους! Έπαιρνα ναρκωτικά µε τη σέσουλα, µέρα και νύχτα, γραµµές µακριές όσο το χέρι µου, και πάλι τα λεφτά µού έτρεχαν απ’ τα µπατζάκια. Ήµουν ο Τόνι Μοντάνα του σχολείου µας – ξέρεις, από την ταινία Ο Σηµαδεµένος! Ένας τύπος µού χάρισε µια µοτοσικλέτα, ένας άλλος ένα µεταχειρισµένο αµάξι. Έκανα να µαζέψω τα ρούχα µου από το πάτωµα, και έπεφταν εκατοντάδες δολάρια από τις τσέπες, λεφτά που δεν είχα ιδέα πού στην ευχή τα είχα βρει». «Υπερβολικά πολλές πληροφορίες σε πολύ σύντοµο χρονικό διάστηµα». «Εµένα µου λες! Έτσι συµβαίνει συνήθως µ’ εµένα. Λένε ότι η εµπειρία είναι καλός δάσκαλος, και συνήθως ισχύει, αλλά εγώ είµαι πολύ τυχερός που αυτή η εµπειρία δε µε σκότωσε. Αραιά και πού, όταν έχω πιει µερικές µπίρες... µπορεί να “χτυπήσω” µια δυο γραµµές. Αλλά έχει πάψει να µου αρέσει πια. Κάηκα για τα καλά. Αν µε έβλεπες καµιά πενταετία πριν... Ήµουν κάπως» –ρουφώντας τα µάγουλά του– «έτσι. Αλλά» –ο σερβιτόρος είχε επιστρέψει µε περισσότερες ρέγγες και µπίρα– «αρκετά µ’ όλα αυτά. Εσύ;» Έγειρε πίσω και µε κοίταξε από πάνω µέχρι κάτω. «Θα έλεγα ότι τα πας µια χαρά, δίκιο δεν έχω;» «Όχι κι άσχηµα, πάντως». «Χα!» Τέντωσε το µπράτσο του στην πλάτη του καναπέ. «Τελικά, ζούµε σε παράξενο κόσµο! Εµπόριο αντικών; Με το γερο-µπινέ; Αυτός σ’ έβαλε στα κόλπα;» «Ακριβώς». «Σπουδαία επιχείρηση, απ’ ό,τι µου λένε». «Καλά σ’ τα λένε». Με κοίταξε εξεταστικά. «Ευτυχισµένος;» «Όχι πολύ». «Άκου, τότε. Έχω σπουδαία ιδέα! Έλα να δουλέψεις για µένα!» Έµπηξα τα γέλια. «Όχι, δεν κάνω πλάκα! Όχι, όχι», µε έκοψε µε ηγεµονικό ύφος όταν πήγα να µιλήσω, ξαναγεµίζοντάς µου το ποτήρι και σπρώχνοντάς το προς το µέρος µου πάνω στο τραπέζι, «τι σου δίνει αυτός; Σοβαρά µιλάω. Από µένα θα παίρνεις τα διπλά». «Όχι, µου αρέσει η δουλειά µου» –είχα αρχίσει να υπογραµµίζω τις λέξεις µου, ήµουν άραγε τόσο λιώµα όσο ακουγόµουν;– «µου αρέσει αυτό που κάνω». «Α, ναι;» Ύψωσε το ποτήρι του σε πρόποση. «Τότε, γιατί δεν είσαι ευτυχισµένος;» «Δε θέλω να το συζητήσω». «Γιατί όχι;» Ανέµισα το χέρι µου περιφρονητικά.
«Γιατί...» Είχα χάσει τελείως το λογαριασµό: Πόσα σφηνάκια να είχα κατεβάσει; «Έτσι». «Αν δεν είναι η δουλειά, τι είναι;» Είχε ήδη κατεβάσει το δικό του σφηνάκι και τώρα ετοιµαζόταν να εφορµήσει στο πιάτο µε τις ρέγγες. «Οικονοµικά προβλήµατα; Αισθηµατικά;» «Τίποτα από τα δύο». «Άρα αισθηµατικά!» φώναξε θριαµβευτικά. «Το ’ξερα!» «Κοίτα...» Άδειασα το ποτήρι µου και το βρόντηξα µε δύναµη στο τραπέζι – µα ήµουν πραγµατική διάνοια, δεν µπορούσα να σταµατήσω να χαµογελάω, µόλις είχα την πιο φαεινή ιδέα στον κόσµο! «Παράτα τα τώρα αυτά. Έλα µαζί µου, πάµε! Σου έχω µια µεγάλη, πολύ µεγάλη έκπληξη!» «Να πάµε;» ρώτησε καχύποπτα. «Πού να πάµε;» «Έλα, θα δεις». «Εγώ θέλω να µείνω εδώ». «Μπόρις...» Ανακάθισε πάνω στον καναπέ. «Ξέχνα το, Πότερ», είπε, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά για έµφαση. «Κούλαρε!» «Μπόρις!» Κοίταξα ένα γύρο τους πελάτες σαν να περίµενα υποστήριξη και µετά στράφηκα πάλι προς το µέρος του. «Βαρέθηκα να κάθοµαι εδώ µέσα! Κάθοµαι ώρες εδώ µέσα!» «Μα...» Δεν κατάφερνε να κρύψει τη δυσφορία του. «Εγώ ακύρωσα ένα σωρό πράγµατα για χάρη σου! Είχα δουλειές να κάνω! Κι εσύ φεύγεις;» «Ναι! Και θα ’ρθεις µαζί µου. Γιατί πρέπει να δεις την έκπληξη!» συµπλήρωσα, τεντώνοντας τα χέρια µου προς το µέρος του. «Έκπληξη;» Πέταξε την τυλιγµένη σε ένα µπαλάκι πετσέτα του πάνω στο τραπέζι. «Τι σόι έκπληξη;» «Θα δεις». Τι στην ευχή τον είχε πιάσει; Είχε ξεχάσει να διασκεδάζει; «Άντε, σήκω, πάµε να φύγουµε από δω». «Γιατί; Τώρα αµέσως;» «Έτσι!» Η αίθουσα του µπαρ ήταν ένα σκοτεινό βουητό. Πρώτη φορά ένιωθα τόσο σίγουρος για τον εαυτό µου, τόσο περήφανος για την ίδια µου την ευφυΐα. «Άντε, πίνε να φύγουµε!» «Είναι στ’ αλήθεια απαραίτητο;» «Θα χαρείς. Σ’ το υπόσχοµαι! Σήκω!» επέµεινα και τεντώθηκα πάνω από το τραπέζι για να τον τραντάξω από τον ώµο όλο εγκαρδιότητα – ή τουλάχιστον έτσι νόµιζα. «Θέλω να πω, χωρίς πλάκα, είναι µια έκπληξη που δε φαντάζεσαι πόσο θα χαρείς!» Εκείνος τραβήχτηκε πίσω σταυρώνοντας τα µπράτσα στο στήθος και κοιτώντας µε καχύποπτα. «Εγώ νοµίζω ότι είσαι θυµωµένος µαζί µου». «Μπόρις, κόψε τις µαλακίες». Ήµουν τόσο µεθυσµένος, ώστε παραλίγο να σωριαστώ χάµω όταν σηκώθηκα. Ευτυχώς, πρόλαβα να πιαστώ από το τραπέζι. «Τέρµα τα λόγια. Έλα, πάµε». «Νοµίζω ότι είναι λάθος να πάω οπουδήποτε µαζί σου». «Μπα;» Τον κοίταξα µισοκλείνοντας το ένα µου µάτι. «Λοιπόν, θα ’ρθεις ή όχι;» Ο Μπόρις µε κοίταξε παγερά για λίγο. Τελικά, τσίµπησε τη ράχη της µύτης του και είπε: «Δε θα µου πεις πού πάµε». «Όχι». «Άρα δε σε πειράζει αν µας πάει ο οδηγός µου». «Ο οδηγός σου;» «Ναι. Περιµένει δυο τρία τετράγωνα πιο κάτω».
«Γαµώτο!» Απέστρεψα το βλέµµα και έβαλα τα γέλια. «Έχεις οδηγό;» «Δηλαδή, δε σε πειράζει να µας πάει αυτός;» «Τι να µε πειράζει;» είπα απορηµένος ύστερα από µια σύντοµη παύση. Παρότι ήµουν τύφλα στο µεθύσι, ο τρόπος του µε είχε παραξενέψει. Με κοίταζε µε ένα παράξενο, υπολογιστικό, ανέκφραστο ύφος που δεν είχα ξαναδεί ποτέ πριν. Ο Μπόρις ήπιε την υπόλοιπη βότκα του και σηκώθηκε. «Πολύ καλά», είπε, στριφογυρίζοντας στα δάχτυλά του ένα σβηστό τσιγάρο. «Πάµε να ξεµπερδεύουµε µ’ αυτή τη σαχλαµάρα, λοιπόν».
[1] Λογοπαίγνιο που δεν µπορεί να µεταφερθεί στα ελληνικά, καθώς η λέξη «Polish» σηµαίνει «πολωνέζικος», αλλά και «λάµψη», «λούστρο», συνεπώς η επωνυµία µπορεί να αποδοθεί είτε ως «Πολωνέζικη Υπηρεσία Καθαρισµού» είτε ως «Αστραφτερή Υπηρεσία Καθαρισµού». (Σ.τ.Μ.)
vi.
Ο ΜΠΟΡΙΣ ΚΡΑΤΙΟΤΑΝ σε τέτοια απόσταση όσο εγώ ξεκλείδωνα την εξώπορτα του Χόµπι, ώστε ήταν λες και φοβόταν πως το κλειδί µου θα πυροδοτούσε µια βόµβα ικανή να ισοπεδώσει ολόκληρο το οίκηµα. Ο οδηγός του είχε διπλοπαρκάρει µπροστά, µε τη µηχανή αναµµένη, µέσα σε προκλητικά σύννεφα καυσαερίων. Με το που µπήκαµε στο αµάξι, οι δυο τους έπιασαν την κουβέντα στα ουκρανικά. Δεν κατάφερνα να βγάλω κανένα νόηµα, παρά τα δύο εξάµηνα που είχα κάνει µαθήµατα ρωσικών στο κολέγιο. «Έλα µέσα», τον παρότρυνα, µην µπορώντας να καταπνίξω ένα ειρωνικό χαµόγελο. Μα τι φοβόταν, ο ηλίθιος; Μην του την έπεφτα ξαφνικά ή τον απήγα για λύτρα; Κι όµως, στεκόταν ακόµα έξω στο δρόµο, µε τις γροθιές του σφιγµένες µέσα στις τσέπες του παλτού του, ρίχνοντας κλεφτές µατιές πάνω από τον ώµο του στον οδηγό του, τον Γκένκα, ή Γιούρι, ή Γιόργκι, ή όπως τον λέγανε, τέλος πάντων. «Τι τρέχει;» ρώτησα. Αν ήµουν λιγότερο κουρούµπελο, η παράνοιά του µπορεί να µε εξόργιζε, αλλά εκείνη τη στιγµή µού φαινόταν απλώς ξεκαρδιστική. «Πες µου πάλι: Γιατί έπρεπε να έρθουµε εδώ;» µε ρώτησε, φροντίζοντας να παραµείνει σε απόσταση ασφαλείας. «Θα δεις». «Και µένεις εδώ πάνω;» συνέχισε καχύποπτα, ρίχνοντας µια µατιά µέσα από την πόρτα. «Το σπίτι σου είναι αυτό;» Είχα κάνει περισσότερο θόρυβο απ’ όσο ήθελα µε την πόρτα. «Θίο;» φώναξε ο Χόµπι από το βάθος του σπιτιού. «Εσύ είσαι;» «Εγώ!» Ήταν ντυµένος για δείπνο, µε κοστούµι και γραβάτα. Γαµώτο, σκέφτηκα, έχει καλεσµένους; Με έκπληξη συνειδητοποίησα ότι ήταν η ώρα του δείπνου, κι ας µου φαινόταν εµένα σαν να είχε πάει ήδη τρεις το πρωί. Στο µεταξύ, ο Μπόρις µε ακολουθούσε επιφυλακτικά µέσα στο σπίτι, µε τα χέρια πάντα στις τσέπες του παλτού του, την εξώπορτα ανοιχτή πίσω του, το βλέµµα του να καταγράφει τα πάντα γύρω του, από τις µεγάλες υδρίες από βασάλτη µέχρι τον πολυέλαιο. «Χόµπι», είπα – είχε βγει στο διάδροµο, φρύδια υψωµένα, µε την κυρία Ντε Φρις να σπεύδει φοβισµένη ξοπίσω του µε βιαστικά µικρά βηµατάκια. «Γεια, Χόµπι. Σου έχω µιλήσει για...» «Πόπτσικ!» Το άσπρο µπογαλάκι που είχε βγει στο διάδροµο και ερχόταν αργά αλλά ευσυνείδητα να ελέγξει ποιος ήταν στην πόρτα πάγωσε στη θέση του. Και µετά, µε µια διαπεραστική υλακή, άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα µπορούσε (που δεν ήταν πια και τόσο γρήγορα), ενώ ο Μπόρις έπεφτε στα γόνατα γελώντας βροντερά. «Όπα!» έκανε, αρπάζοντάς τον στην αγκαλιά του και σηκώνοντάς τον στον αέρα, ενώ ο Πόπτσικ σπαρταρούσε από ενθουσιασµό. «Χόντρυνες! Χόντρυνε!» µε επέπληξε, ενώ ο Πόπτσικ πηδούσε και τον έγλειφε στο πρόσωπο. «Τον άφησες να παχύνει! Ναι, γεια σου κι εσένα,
poustyshka, µικρή µου χνουδόµπαλα, γεια σου! Με θυµάσαι, έτσι;» Είχε πέσει προς τα πίσω, ξαπλώνοντας ανάσκελα στο πάτωµα, και γελούσε, ενώ ο Πόπτσικ χοροπηδούσε πάνω του χαλώντας τον κόσµο από τη χαρά του. «Με θυµάται!» Ο Χόµπι, ισιώνοντας τα γυαλιά στη µύτη του, παρακολουθούσε τη σκηνή µε ένα εύθυµο χαµόγελο στα χείλη, ενώ η κυρία Ντε Φρις –που δε φαινόταν να βρίσκει τη σκηνή το ίδιο διασκεδαστική– στεκόταν πίσω του και κοίταζε κάπως συνοφρυωµένη τον επισκέπτη µου, που έζεχνε βότκα από µακριά, να κυλιέται στο χαλί αγκαλιά µε το σκύλο. «Μη µου πεις!» είπε ο Χόµπι, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες του σακακιού του. «Δεν µπορεί να είναι άλλος από τον...» «Ακριβώς!»
vii.
ΔΕ ΜΕΙΝΑΜΕ ΠΟΛΥ. Ο Χόµπι είχε ακούσει πολλά για τον Μπόρις όλα αυτά τα χρόνια –Ελάτε µαζί µας να πιούµε ένα ποτό!–, και ο φίλος µου ήταν εξίσου περίεργος για τον Χόµπι όσο θα ήµουν κι εγώ αν βρισκόµουν µπροστά στην Τζούντι από το Καρµεϊγουάλαγκ ή κάποιο άλλο θρυλικό πρόσωπο από το παρελθόν του, αλλά ήµασταν υπερβολικά µεθυσµένοι και θορυβώδεις, και είχα την αίσθηση ότι µάλλον ταράζαµε την κυρία Ντε Φρις, η οποία, αν και χαµογελούσε ευγενικά, καθόταν σε µια καρέκλα του χολ σαν να είχε καταπιεί µπαστούνι, ακίνητη, µε τα λεπτά, φορτωµένα µε δαχτυλίδια χεράκια της σταυρωµένα στην ποδιά της και τα χείλη σφραγισµένα. Έτσι, φύγαµε, µε τον Πόπτσικ κολληµένο στις φτέρνες µας, όλο έξαψη, και τον Μπόρις να ξεφωνίζει περιχαρής, γνέφοντας στο αµάξι να κάνει το γύρο του τετραγώνου για να µας πάρει. «Ναι, poustyshka, ναι!» έλεγε απευθυνόµενος στον Πόπερ. «Αυτοί είµαστε, τσίλικα πράγµατα! Θα πάµε µε αµάξι!» Και τότε αποδείχτηκε ξαφνικά ότι ο οδηγός του Μπόρις µιλούσε αγγλικά το ίδιο καλά όσο το αφεντικό του, και ήµασταν φιλαράκια και οι τρεις – και οι τέσσερις, αν υπολογίζαµε και τον Πόπερ, που στεκόταν στα πισινά του πόδια µε τα µπροστινά ακουµπισµένα στο τζάµι του παραθύρου και παρακολουθούσε πολύ σοβαρά τα φώτα στον αυτοκινητόδροµο Γουέστ Σάιντ, ενώ ο Μπόρις τον κανάκευε και τον χάιδευε και τον φιλούσε στην κορυφή του κεφαλιού, εξηγώντας ταυτόχρονα στον Γιούρι (τον οδηγό), σε αγγλικά ανάµεικτα µε ρωσικά, πόσο φανταστικός ήµουν, ο επιστήθιος παιδικός του φίλος, αίµα της καρδιάς του (οπότε ο Γιούρι έκρινε απαραίτητο να κάνει µισή στροφή στη θέση του οδηγού και να τεντώσει το δεξί του χέρι στο πίσω κάθισµα για να ανταλλάξουµε µια εγκάρδια χειραψία), και πόσο ανεκτίµητη ήταν η ζωή, αφού δυο τέτοιοι φίλοι, σε έναν κόσµο τόσο µεγάλο, µπορούσαν να ξανασµίξουν έπειτα από τόσα χρόνια αποχωρισµού. «Ναι», συµφώνησε λυπηµένα ο Γιούρι, στρίβοντας τόσο απότοµα στην οδό Χιούστον, ώστε έσκασα πάνω στην πόρτα, «όπως ήµουν εγώ µε τον Βαντίµ. Τον θρηνώ κάθε µέρα, τον θρηνώ τόσο πολύ, που ξυπνάω τη νύχτα και κλαίω. Ο Βαντίµ ήταν αδερφός µου» –ρίχνοντάς µου µια πλάγια µατιά, ενώ οι πεζοί σκορπίζονταν έντροµοι καθώς λοξοδροµούσε προς το πεζοδρόµιο, έκπληκτα πρόσωπα πίσω από τα φιµέ τζάµια– «καλύτερος κι από αδερφό. Όπως µε τον Μπόρια εδώ. Αλλά ο Βαντίµ...» «Ήταν τροµερό αυτό που έγινε», µε διαβεβαίωσε χαµηλόφωνα ο Μπόρις, και µετά, απευθυνόµενος στον οδηγό: «Πραγµατικά τροµερό». «...τον χάσαµε πολύ νωρίς τον Βαντίµ. Λέει αλήθεια εκείνο το τραγούδι στο ραδιόφωνο, το ξέρεις; Aυτουνού που τραγουδάει το “Piano Man”; Mόνο οι καλοί πεθαίνουν νέοι[1]». «Θα µας περιµένει εκεί πάνω», είπε παρηγορητικά ο Μπόρις και τεντώθηκε για να χτυπήσει φιλικά τον Γιούρι στον ώµο πάνω από το κάθισµα. «Ναι, αυτό του είπα κι εγώ», µουρµούρισε ο Γιούρι, κάνοντας τόσο ξαφνικά σφήνα σε ένα αµάξι, ώστε ένιωσα τη ζώνη ασφαλείας να µου κόβει την ανάσα, ενώ ο δύστυχος ο Πόπερ βρέθηκε να ίπταται µέσα στο αµάξι. «Αυτά τα πράγµατα πάνε βαθιά, δε λέγονται µε λόγια. Η
ανθρώπινη γλώσσα δεν µπορεί να εκφράσει. Αλλά στο τέλος, βάζοντάς τον να κοιµηθεί µε το φτυάρι, του µίλησα µέσα από την ψυχή µου. “Γεια και χαρά, Βαντίµ. Κράτα µου τις πύλες ανοιχτές, αδερφέ. Φύλα µου κι εµένα µια θέση εκεί πάνω που είσαι”. Μόνο ο Θεός...» (Σε παρακαλώ, σκεφτόµουν, προσπαθώντας ωστόσο να φαίνοµαι ατάραχος ενώ µάζευα τον Πόπτσικ στην αγκαλιά µου, κάνε µου τη χάρη και κοίτα το δρόµο µπροστά σου!) «Πες µου κι εσύ, Φιόντορ, σε παρακαλώ, έχω δύο µεγάλες ερωτήσεις για το Θεό. Εσύ καθηγητής πανεπιστηµίου» (ορίστε;) «άρα ίσως µπορείς να δώσεις εµένα απαντήσεις. Πρώτη ερώτηση» –οι µατιές µας να διασταυρώνονται στον καθρέφτη του οδηγού, ενώ εκείνος τέντωνε ένα δάχτυλο απαριθµώντας– «έχει ο Θεός αίσθηση του χιούµορ; Δεύτερη ερώτηση: Έχει ο Θεός άσπλαχνη αίσθηση του χιούµορ; Θέλω να πω, παίζει ο Θεός µαζί µας και µας βασανίζει για να σπάει πλάκα, όπως κάνει ένα κακόψυχο παιδί µε ζουζούνια του κήπου;» «Εµ...» έκανα, θορυβηµένος από τον τρόπο που εξακολουθούσε να κρατάει το βλέµµα του στυλωµένο σ’ εµένα µέσα στον καθρέφτη αντί να κοιτάζει το δρόµο µπροστά του. «Τι να πω, δεν ξέρω, το σίγουρο είναι ότι ελπίζω πως όχι». «Δεν είναι ο κατάλληλος για να σου απαντήσει αυτές τις ερωτήσεις», πήρε το λόγο ο Μπόρις, προσφέροντάς µου τσιγάρο, για να πασάρει στη συνέχεια ένα και στον Γιούρι µπροστά. «Ο Θεός βασάνισε τον Θίο και µε το παραπάνω. Αν τα βάσανα µας δίνουν µεγαλείο, ο Θίο είναι πρίγκιπας. Και τώρα, Γιούρι», κατέληξε, γέρνοντας πίσω µέσα σε πυκνά σύννεφα καπνού, «θέλω µια χάρη από σένα». «Ό,τι πεις». «Θα προσέχεις το σκυλί αφού µας αφήσεις; Κάν’ τον βόλτες µε το αυτοκίνητο, πήγαινέ τον όπου θέλει να πάει, ναι;» Το κλαµπ ήταν πέρα στο Κουίνς, αλλά πού ακριβώς, δεν έχω ιδέα. Στην µπροστινή, στρωµένη µε κόκκινο τάπητα σάλα, που σου έδινε µια αίσθηση δωµατίου όπου θα πήγαινες για να φιλήσεις τον παππού σου στο µάγουλο µετά την πρόσφατη αποφυλάκισή σου, µεγάλες παρέες από πότες τρωγόπιναν και κάπνιζαν και φώναζαν και κοπανούσαν ο ένας τον άλλο στην πλάτη, σε µια ατµόσφαιρα σχεδόν «οικογενειακή», καθισµένοι αναπαυτικά σε καρέκλες Λουδοβίκου του ΙΣΤʹ, γύρω από τραπέζια στρωµένα µε βαριά χρυσοποίκιλτα υφάσµατα. Πίσω τους, πάνω στους βαθυκόκκινους τοίχους, κρέµονταν φανταχτερές, δήθεν αυτοσχέδιες χριστουγεννιάτικες γιρλάντες και γιορτινές διακοσµήσεις σοβιετικού στιλ: σειρές από πολύχρωµους γλόµπους και χρωµατιστό αλουµινόχαρτο σε σχήµα πετεινών και πουλιών στη φωλιά τους και κόκκινων άστρων και διαστηµόπλοιων και σφυροδρέπανων, συνοδευόµενες µε κιτς σλόγκαν στα κυριλλικά (Ευτυχισµένο το Νέο Έτος, Αγαπηµένε Στάλιν). Ο Μπόρις (επίσης λιώµα από το ποτό, καθώς δεν είχε σταµατήσει να πίνει από ένα µπουκάλι σε όλη τη διαδροµή µε το αµάξι) µε κρατούσε αγκαλιασµένο από τους ώµους και, µιλώντας στα ρωσικά, µε σύστηνε σε νέους και γέρους ως αδερφό του, πράγµα που µάλλον έπαιρναν όλοι κατά γράµµα, αν έκρινα από τον τρόπο που µε αγκάλιαζαν και µε φιλούσαν και προσπαθούσαν να µου σερβίρουν σφηνάκια από τεράστιες µπουκάλες βότκας µέσα σε κρυστάλλινες παγωνιέρες. Τελικά, µε κάποιον τρόπο καταφέραµε να φτάσουµε στο πίσω µέρος. Μαύρες βελούδινες κουρτίνες που φρουρούνταν από ένα γοµάρι µε ξυρισµένο κεφάλι, µάτια οχιάς και ένα τατουάζ µε κυριλλικούς χαρακτήρες στο σαγόνι. Μέσα, το πίσω δωµάτιο παλλόταν από δυνατή µουσική και έζεχνε ιδρώτα, άφτερ σέιβ, χόρτο και καπνό κουβανέζικων πούρων. Κοστούµια Armani, αθλητικές φόρµες, πλατινένια ρολόγια Rolex µε διαµάντια. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ τόσους άντρες µαζί φορτωµένους µε τόσο χρυσό: χρυσά δαχτυλίδια, χρυσές αλυσίδες, χρυσά µπροστινά δόντια. Το όλο σκηνικό ήταν σαν ένα αλλότριο, συγκεχυµένο, απαστράπτον όνειρο,
και εγώ να βρίσκοµαι στο στάδιο εκείνο του µεθυσιού που δε µου επέτρεπε ούτε να εστιάσω καθαρά ούτε να κάνω οτιδήποτε άλλο πέρα από το να κατανεύω και να ελίσσοµαι µέσα στο πλήθος, αφήνοντας τον Μπόρις να µε σέρνει εδώ κι εκεί. Κάποια στιγµή αργά το βράδυ εµφανίστηκε σαν σκιά η Μίριαµ. Αφού µε χαιρέτησε δίνοντάς µου ένα φιλί στο µάγουλο, που µου φάνηκε ζοφερό και απόκοσµο, παγωµένο στο χρόνο σαν µια τελετουργική χειρονοµία, εξαφανίστηκε µαζί µε τον Μπόρις, αφήνοντάς µε σε ένα τραπέζι πήχτρα σε µεθυσµένους Ρώσους που κάπνιζαν ασταµάτητα και φαίνονταν να ξέρουν ποιος ήµουν («Φιόντορ!»), καθώς µε χτυπούσαν κάθε τόσο φιλικά στην πλάτη, µε πότιζαν ατέλειωτα σφηνάκια, µου πρόσφεραν απλόχερα µεζέδες και Marlboro και µου µιλούσαν φιλικά στη γλώσσα τους χωρίς να περιµένουν απάντηση. Ένα χέρι στον ώµο µου. Κάποιος µου έβγαζε τα γυαλιά. «Παρακαλώ;» µουρµούρισα στην παράξενη γυναίκα που βρέθηκε ξαφνικά καθισµένη στα πόδια µου. Ζάνα. Γεια σου, Ζάνα! Τι κάνεις τώρα; Όχι σπουδαία πράγµατα. Εσύ; Πορνοστάρ µε µαύρισµα σολάριουµ και σιλικονούχα στήθη να ξεχύνονται από το ντεκολτέ της. Έχω κληρονοµικό χάρισµα, θα µου δώσεις να διαβάσω το χέρι σου; Αµέ, γιατί όχι; Τα αγγλικά της ήταν αρκετά καλά, παρότι δυσκολευόµουν να την ακούσω µέσα στο σαµατά. «Βλέπω, εσύ φιλοσοφικός τύπος», είπε, σέρνοντας το βαµµένο ροζ νύχι της πάνω σε µια γραµµή του χεριού µου. «Πολύ πολύ έξυπνος. Πολλά σκαµπανεβάσµατα – έχεις κάνει λίγο απ’ όλα στη ζωή. Αλλά είσαι µοναχικός. Ονειρεύεσαι να γνωρίσεις µια κοπέλα και να µείνεις µαζί της για όλη σας τη ζωή, σωστά;» Τότε εµφανίστηκε ο Μπόρις, µονάχος. Έσυρε κοντά µια καρέκλα και κάθισε. Ακολούθησε µια σύντοµη εύθυµη κουβέντα στο ουκρανικά ανάµεσα σ’ εκείνον και στην καινούρια µου φίλη, που έλαβε τέλος µε εκείνη να µου ξαναφοράει τα γυαλιά και να φεύγει, αλλά όχι πριν κάνει τράκα ένα τσιγάρο από τον Μπόρις και τον φιλήσει πεταχτά στο µάγουλο. «Τη γνωρίζεις;» τον ρώτησα. «Δεν την έχω ξαναδεί στη ζωή µου», µου απάντησε, ανάβοντας κι αυτός τσιγάρο. «Μπορούµε να την κάνουµε τώρα, αν θες. Ο Γιούρι περιµένει µπροστά».
[1] Πρόκειται για την επιτυχία του Μπίλι Τζόελ «Only the Good Die Young» από το άλµπουµ του The Stranger, που κυκλοφόρησε το 1977. (Σ.τ.Μ.)
viii.
ΗΤΑΝ
ΠΙΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ Η ΩΡΑ.
Το πίσω κάθισµα του αµαξιού ήταν µια όαση µετά το πανδαιµόνιο του κλαµπ (το καθησυχαστικό φέγγος της κονσόλας, το ραδιόφωνο να παίζει χαµηλά), και γυρνούσαµε άσκοπα επί ώρες, µε τον Πόπτσικ να κοιµάται µακάρια στην αγκαλιά του Μπόρις, ενώ εµείς γελούσαµε και µιλούσαµε, µε τον Γιούρι να συνεισφέρει στην κουβέντα µε ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στο Μπρούκλιν, σε αυτά που αποκαλούσε «τσιµεντόλιθους» (τα άθλια συγκροτήµατα εργατικών κατοικιών), ενώ ο Μπόρις και εγώ πίναµε ζεστή βότκα από το µπουκάλι και σνιφάραµε πρέζες κόκας από το σακουλάκι που είχε βγάλει από την τσέπη του παλτού του και το οποίο κάθε τόσο περνούσε και στον Γιούρι µπροστά. Παρότι ο κλιµατισµός ήταν ανοιχτός, στο αµάξι έκανε ασφυκτική ζέστη. Το πρόσωπο του Μπόρις έσταζε από τον ιδρώτα, τα αφτιά του ήταν κατακόκκινα. «Ξέρεις», έλεγε τώρα –είχε ήδη βγάλει το σακάκι του και ξεκούµπωνε τα µανικετόκουµπά του για να τα ρίξει στην τσέπη του και να διπλώσει στη συνέχεια τα µανίκια του–, «ήταν ο µπαµπάς σου που µου έµαθε να ντύνοµαι, και του χρωστάω ευγνωµοσύνη γι’ αυτό». «Πράγµατι, ο µπαµπάς µου µας δίδαξε και τους δύο πολλά». «Ναι», συµφώνησε µε απόλυτη σοβαρότητα, χωρίς ίχνος ειρωνείας, κουνώντας το κεφάλι ζωηρά και σκουπίζοντας τη µύτη µε την κόψη του χεριού του. «Κυκλοφορούσε πάντα σαν κύριος. Ενώ όλοι εκείνοι οι τύποι στο κλαµπ... δερµάτινα παλτά, βελούδινες φόρµες γυµναστικής, λες και µόλις βγήκαν από το Αλλοδαπών. Πολύ καλύτερα να ντύνεσαι απλά, όπως µπαµπάς σου, ωραίο σακάκι, ωραίο ρολόι, αλλά klássnyy, ξέρεις, στιλάτο, απλό, να µην ξεχωρίζεις σαν τη µύγα µες στο γάλα». «Σωστά». Δεδοµένου ότι ήταν κοµµάτι της δουλειάς µου να παρατηρώ τέτοια πράγµατα, είχα προσέξει ήδη το ρολόι του Μπόρις: ελβετικό, αξίας πενήντα χιλιάδων δολαρίων περίπου, το ρολόι ενός Ευρωπαίου πλεϊµπόι, υπερβολικά φανταχτερό για τα γούστα µου, αλλά διακριτικό σε σχέση µε τις χρυσές και πλατινένιες γκουµούτσες µε τα πετράδια που είχα δει στο κλαµπ του. Εκείνη τη στιγµή πρόσεξα το τατουάζ, ένα µπλε Άστρο του Δαβίδ, στην εσωτερική µεριά του πήχη του. «Τι είναι αυτό;» Κράτησε ψηλά τον καρπό του για να το δω καλύτερα. «IWC. Ένα καλό ρολόι είναι επένδυση. Μπορείς πάντα να το βάλεις ενέχυρο ή να το πουλήσεις σε µια έκτακτη ανάγκη. Αυτό είναι από λευκόχρυσο, αλλά µοιάζει µε ανοξείδωτο ατσάλι. Καλύτερα να φοράς ρολόι που φαίνεται πιο φτηνό απ’ όσο είναι...» «Όχι, για το τατουάζ έλεγα». «Α!» Ανέβασε το µανίκι του πιο ψηλά και το κοίταξε σκυθρωπά – µόνο που εγώ δεν κοίταζα το τατουάζ πια. Μπορεί το φως να ήταν ελάχιστο µέσα στην καµπίνα του αµαξιού, αλλά µπορούσα να αναγνωρίσω τρυπήµατα βελόνας όταν τα έβλεπα. «Για το αστέρι λες; Μεγάλη ιστορία». «Μα...» Είχα τη στοιχειώδη σύνεση να µη σχολιάσω τα άλλα σηµάδια. «Αφού δεν είσαι Εβραίος». «Όχι!» έκραξε µε ιερή αγανάκτηση, κατεβάζοντας το µανίκι του µε µια απότοµη κίνηση.
«Εννοείται ότι δεν είµαι!» «Οπότε το εύλογο ερώτηµα είναι γιατί...» «Επειδή είπα στον Μπόµπο Σίλβερ ότι ήµουν Εβραίος». «Τι;» «Ήθελα να µε πάρει στη δούλεψή του! Κι έτσι είπα ψέµατα». «Πλάκα κάνεις!» «Όχι, αλήθεια! Ερχόταν συχνά πυκνά από της Ζάντρα, κατασκόπευε το δρόµο ψάχνοντας να βγάλει λαγό –ξέρεις, µήπως και ήταν µούφα ο θάνατος του µπαµπά σου–, ώσπου µια µέρα µάζεψα τα κουράγια µου και πήγα και του µίλησα. Προσφέρθηκα να δουλέψω γι’ αυτόν. Τα πράγµατα είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν: Στο σχολείο είχα µπελάδες, κάποια παιδιά χρειάστηκε να µπουν σε πρόγραµµα αποτοξίνωσης, άλλα έφαγαν αποβολή ή διώχτηκαν. Έπρεπε, λοιπόν, να κόψω τα πάρε δώσε µε τον Τζίµι, να κάνω κάτι άλλο για ένα διάστηµα. Και, ναι, το επίθετό µου είναι τελείως λάθος, αλλά το “Μπόρις” στη Ρωσία είναι το µικρό όνοµα πολλών Εβραίων, οπότε σκέφτηκα: Γιατί όχι; Πώς θα µάθει την αλήθεια; Και το τατουάζ θα ήταν ένα καλό επιχείρηµα για να τον πείσω ότι ήµουν βέρος Εβραίος. Έβαλα να µου το κάνει ένας τύπος που µου χρωστούσε καµιά κατοσταριά δολάρια. Επινόησα και µια θλιβερή ιστορία –και καλά, Πολωνοεβραία µάνα, η οικογένειά της σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, µπου χου χου–, δεν ήξερα, ο µαλάκας, ότι τα τατουάζ απαγορεύονται από τον εβραϊκό νόµο! Τι γελάς;» ρώτησε εριστικά. «Κάποιος σαν εµένα θα του ήταν χρήσιµος και µε το παραπάνω, αµφιβάλλεις; Μιλάω αγγλικά, ρωσικά, πολωνικά, ουκρανικά. Είµαι µορφωµένος. Τέλος πάντων, ήξερε πολύ καλά ότι δεν ήµουν Εβραίος, µου το πέταξε στα µούτρα, αλλά µε προσέλαβε έτσι κι αλλιώς, κι αυτό ήταν µεγάλη καλοσύνη του». «Πώς µπόρεσες να πας να δουλέψεις για τον τύπο που ήθελε να σκοτώσει τον µπαµπά µου;» «Δεν ήθελε να σκοτώσει τον µπαµπά σου! Αυτό ούτε αλήθεια ούτε δίκαιο είναι. Να τον τροµάξει ήθελε µόνο. Όµως, ναι, δούλεψα γι’ αυτόν, κοντά ένα χρόνο». «Και τι ακριβώς έκανες;» «Τίποτα βρόµικο, πίστεψε ή όχι! Μόνο βοηθός του ήµουν: Μετέφερα µηνύµατα, έκανα διάφορες αγγαρείες, τέτοια. Έβγαζα βόλτα τα σκυλάκια του. Έπαιρνα ρούχα από το καθαριστήριο. Ο Μπόµπο στάθηκε για µένα καλός και γενναιόδωρος φίλος σε µια πολύ κακή εποχή – σχεδόν πατέρας, µπορώ να σ’ το πω µε χέρι στην καρδιά µου, το εννοώ. Σίγουρα πολύ πιο πατέρας από τον αληθινό µου. Ο Μπόµπο ήταν πάντα δίκαιος µαζί µου. Παραπάνω από δίκαιος. Ήταν καλός. Έµαθα πολλά παρακολουθώντας τον στη δράση. Έτσι, δε µε πειράζει και τόσο που έκανα το άστρο για χάρη του. Κι αυτό» –τράβηξε το µανίκι του µέχρι πάνω από το δικέφαλο, αποκαλύπτοντας ένα αγκαθωτό τριαντάφυλλο µε κυριλλική επιγραφή– «αυτό είναι για την Κάτια, το µεγάλο µου έρωτα. Την αγάπησα περισσότερο από οποιαδήποτε γυναίκα γνώρισα στη ζωή µου». «Για όλες το λες αυτό». «Ναι, αλλά µε την Κάτια είναι αλήθεια! Θα περπατούσα σε σπασµένα γυαλιά για χάρη της! Θα περνούσα µέσα από την Κόλαση, θα έπεφτα στη φωτιά! Θα έδινα τη ζωή µου, µετά χαράς! Δε θ’ αγαπήσω ποτέ άτοµο στη Γη όσο αγάπησα την Κάτια – ούτε κατά διάνοια. Ήταν η γυναίκα της ζωής µου. Θα πέθαινα ευτυχισµένος για µία µόνο µέρα µαζί της. Αλλά» – κατεβάζοντας το µανίκι του µε µια κοφτή κίνηση– «µη χαράξεις ποτέ το όνοµα κάποιου ατόµου µε τατουάζ στο δέρµα σου, γιατί θα χάσεις το άτοµο. Ήµουν πολύ µικρός για να το ξέρω τότε».
ix.
ΕΙΧΑ ΝΑ ΣΝΙΦΑΡΩ
από τότε που έφυγε η «Κάρολ Λόµπαρντ» από την πόλη, και δεν υπήρχε περίπτωση να κλείσω µάτι. Έξι και µισή το πρωί, και ο Γιούρι έκανε τον Πόπτσικ βόλτες µε τη λιµουζίνα στο Λόουερ Ιστ Σάιντ («Θα τον πάω στο ντελικατέσεν! Για αβγά µε µπέικον και τυρί!»), ενώ εµείς, τσιτωµένοι σαν χορδές τόξου, τα λέγαµε σε ένα καταγώγιο της Λεωφόρου C που έµενε ανοιχτό είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο –τοίχοι γεµάτοι γκράφιτι, τζαµαρίες καλυµµένες µε λινάτσες για να µπλοκάρουν το φως του ανατέλλοντος ηλίου, διαφηµιστικές αφίσες του µαγαζιού και ταµπέλες «3 Δολάρια το Σφηνάκι» και «Φτηνά Ποτά 10:00-12:00»–, προσπαθώντας να χαλαρώσουµε κάπως πίνοντας γαλόνια µπίρα. «Ξέρεις τι έκανα στο κολέγιο;» σόλαρα εγώ. «Παρακολούθησα µαθήµατα ρωσικών για ένα χρόνο. Εξαιτίας σου, εννοείται. Πήγα άπατος. Δεν κατάφερα ποτέ να µάθω να τα διαβάζω, ξέρεις, να καταπιαστώ µε τον Ευγένιο Ονέγκιν του Πούσκιν – λένε ότι πρέπει να τον διαβάσεις στο πρωτότυπο, ακόµα και η καλύτερη µετάφραση τον αδικεί. Και... σε σκεφτόµουν τόσο πολύ! Θυµόµουν συνέχεια πράγµατα που έλεγες, κάθε ασήµαντη χαζοµάρα... Α, άκου, παίζει το “Comfy in Nautica”, το ξέρεις; Του Panda Bear![1] Το είχα ξεχάσει τελείως αυτό το άλµπουµ! Τέλος πάντων, έγραψα µια εργασία πάνω στον Ηλίθιο του Ντοστογέφσκι για το µάθηµα της Ρωσικής Λογοτεχνίας – σε µετάφραση, εννοείται. Θέλω να πω, διαβάζοντάς το σκεφτόµουν συνέχεια εσένα να καπνίζεις τα τσιγάρα του µπαµπά µου αραχτός στο δωµάτιό µου. Μου ήταν πολύ πιο εύκολο να συγκρατώ τα ονόµατα αν σε φανταζόµουν να τα λες µέσα στο κεφάλι µου... Για να πω την αλήθεια, ήταν σαν να άκουγα ολόκληρο το βιβλίο µε τη φωνή σου! Πίσω στο Βέγκας διάβαζες τον Ηλίθιο για κάνα εξάµηνο, θυµάσαι; Στα ρωσικά. Ήταν το µόνο πράγµα που έκανες για ένα διάστηµα. Θυµάσαι που για καιρό δεν µπορούσες να κατέβεις κάτω εξαιτίας της Ζάντρα και έπρεπε να σου φέρνω πάνω να φας, λες και ήσουν η Άννα Φρανκ; Τέλος πάντων, εγώ τον διάβασα στα αγγλικά τον Ηλίθιο, αλλά ευχόµουν να βρισκόµουν κάποια στιγµή σε τέτοιο επίπεδο ώστε να µπορώ να τον διαβάσω στο πρωτότυπο. Άλλο που δεν τα κατάφερα ποτέ». «Αυτές οι µαλακίες του σχολείου...» παρατήρησε ο Μπόρις, χωρίς να έχει εντυπωσιαστεί καθόλου. «Αν θες να µιλήσεις ρωσικά, έλα µαζί µου στη Μόσχα. Σε δύο µήνες το πολύ θα τα παίζεις στα δάχτυλα». «Λοιπόν, θα µου πεις µε τι ασχολείσαι;» «Σου είπα, δε σου είπα; Μ’ εκείνο και µε τ’ άλλο. Ό,τι χρειάζεται για να τα φέρνω βόλτα». Και µετά, ρίχνοντάς µου κλοτσιά κάτω από το τραπέζι: «Φαίνεσαι καλύτερα τώρα, ε;». «Τι;» Στον µπροστινό χώρο του µαγαζιού υπήρχαν µόνο δύο ακόµα πελάτες –όµορφοι άνθρωποι, απόκοσµα χλοµοί, αντρόγυνο, µε κοντά σκούρα µαλλιά και οι δύο, κοιτάζονταν κατάµατα, ο άντρας κρατώντας το χέρι της πάνω από το τραπέζι, πιπιλίζοντας και δαγκώνοντας παιχνιδιάρικα το εσωτερικό του καρπού της. Πίππα, σκέφτηκα µε µια σουβλιά αγωνίας. Ήταν σχεδόν µεσηµέρι στο Λονδίνο. Τι να έκανε άραγε; «Όταν συναντηθήκαµε, φαινόσουν να ψάχνεις κάποιο ερηµικό σηµείο για να πέσεις στο
ποτάµι». «Λυπάµαι, ήταν µια απαίσια µέρα». «Μια χαρά τα έχετε τακτοποιήσει, πάντως», συνέχισε ο Μπόρις. Δεν µπορούσε να δει το ζευγάρι από εκεί που καθόταν. «Ώστε εσείς οι δυο είστε τακίµια;» «Όχι! Όχι όπως το εννοείς!» «Δεν υπονοούσα τίποτα!» Ο Μπόρις µου έριξε µια επιτιµητική µατιά. «Χριστέ µου, Πότερ, πότε έγινες τόσο εύθικτος; Στο κάτω κάτω, η γυναίκα του δεν ήταν εκείνη η κυρία;» «Ναι», απάντησα, γέρνοντας πίσω στην πλάτη της καρέκλας µου. «Κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή». Η σχέση του Χόµπι µε την κυρία Ντε Φρις παρέµενε ένα άλυτο µυστήριο, όπως και ο συνεχιζόµενος γάµος της µε τον κύριο Ντε Φρις. «Για χρόνια τη νόµιζα χήρα, αλλά έκανα λάθος. Βλέπεις», συνέχισα, σκύβοντας συνωµοτικά προς το µέρος του και τρίβοντας τη µύτη µου, «εκείνη µένει στο πάνω Μανχάταν κι εκείνος στο Βίλατζ, αλλά είναι συνέχεια µαζί. Εκείνη έχει ένα σπίτι στο Κονέκτικατ, κάποιες φορές πηγαίνουν µαζί εκεί για το Σαββατοκύριακο. Είναι παντρεµένη, αλλά δε βλέπω ποτέ τον άντρα της. Δεν έχω καταλάβει τι παίζει. Να σου πω την αλήθεια, νοµίζω ότι µάλλον καλοί φίλοι είναι. Με συγχωρείς για τη φλυαρία µου, δεν έχω ιδέα γιατί σ’ τα λέω τώρα εσένα όλα αυτά». «Και σου δίδαξε την τέχνη του! Φαίνεται ωραίος τύπος. Αληθινός τζέντλεµαν». «Ε;» «Το αφεντικό σου». «Είπαµε, δεν είναι αφεντικό µου. Συνέταιρός µου είναι». Η αίγλη των ψυχοτρόπων ουσιών είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Μπορούσα να ακούσω το αίµα µου να σφυρίζει στα αφτιά µου, ένας ήχος οξύς και διαπεραστικός σαν το εκνευριστικό τερέτισµα των γρύλων. «Αν θες να ξέρεις, µάλιστα, είµαι αποκλειστικά υπεύθυνος για το κοµµάτι των πωλήσεων». «Συγνώµη!» είπε ο Μπόρις, σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του. «Δεν είναι λόγος αυτός για να τσατίζεσαι! Όµως το εννοούσα όταν σου πρότεινα να συνεργαστείς µαζί µου». «Και πώς θες ν’ απαντήσω τώρα σε αυτό;» «Κοίτα, θέλω να σε ξεπληρώσω. Να σου δώσω µερίδιο απ’ όλα τα καλά που µου συνέβησαν. Γιατί», συνέχισε εµφατικά, διακόπτοντάς µε, «σου χρωστάω τα πάντα. Ό,τι καλό µού συνέβη στη ζωή, Πότερ, έγινε χάρη σ’ εσένα». «Τι; Δηλαδή, εγώ σ’ έµπασα στο εµπόριο των ναρκωτικών; Ουάου, τέλεια!» κάγχασα, ανάβοντας ένα τσιγάρο και πετώντας του πίσω το πακέτο. «Χαίροµαι που το µαθαίνω, ευχαριστώ! Αυτό µε κάνει να νιώθω πολύ περήφανος για τον εαυτό µου!» «Εµπόριο ναρκωτικών; Ποιος µίλησε για εµπόριο ναρκωτικών; Εγώ θέλω µόνο να επανορθώσω απέναντί σου. Γι’ αυτό που έκανα. Σ’ το λέω, είναι µια υπέροχη ζωή. Θα περνούσαµε τέλεια οι δυο µας». «Διευθύνεις κάποιο γραφείο συνοδών; Αυτό είναι;» «Κοίτα, µπορώ να πω κάτι;» «Σ’ ακούω». «Λυπάµαι πολύ γι’ αυτό που σου έκανα». «Ξέχασέ το. Δε µε κόφτει». «Γιατί δε θέλεις να µ’ αφήσεις να µοιραστώ µαζί σου µέρος από τα όσα κέρδισα χάρη σ’ εσένα; Να δρέψεις κι εσύ µερικούς από τους καρπούς, που λένε;» «Μπόρις, πρόσεξέ µε λίγο: Δε θέλω να µπλεχτώ σε τίποτα ύποπτο. Χωρίς παρεξήγηση», πρόσθεσα, «αυτή τη στιγµή αγωνίζοµαι σκληρά να ξεµπλέξω από κάτι µπελάδες, κι όπως σου είπα, είµαι αρραβωνιασµένος, έχουν αλλάξει τα πράγµατα, ειλικρινά δε νοµίζω ότι θέλω να...»
«Τότε, γιατί δε µ’ αφήνεις να σε βοηθήσω;» «Δε µε κατάλαβες. Αυτό που θέλω να πω είναι... Τέλος πάντων, προτιµώ να µην µπω σε λεπτοµέρειες, αλλά έκανα κάποιες κινήσεις που θα ήταν καλύτερα να είχα αποφύγει, και θέλω να διορθώσω τα πράγµατα. Δηλαδή, προσπαθώ να σκεφτώ έναν τρόπο για να τα διορθώσω». «Δύσκολο πράγµα να διορθώνεις. Συχνά δεν είναι εφικτό. Τις περισσότερες φορές µπορείς µόνο να αποφύγεις τις συνέπειες, δηλαδή το να σε τσακώσουν». Το πανέµορφο ζευγάρι ετοιµαζόταν να φύγει. Πιασµένοι χέρι χέρι, παραµέρισαν την κουρτίνα µε τις χάντρες και βγήκαν µαζί στο ψυχρό γκρίζο φως της αυγής. Έµεινα να κοιτάζω τις χάντρες να κροταλίζουν και να κυµατίζουν πίσω τους µε το απαλό λίκνισµα των γοφών ενός νεαρού κοριτσιού. Ο Μπόρις έγειρε πίσω. Τα µάτια του καρφώθηκαν στα δικά µου. «Προσπαθώ να τον πάρω πίσω για σένα», είπε. «Μακάρι να µπορούσα». «Τι πράγµα;» Συνοφρυώθηκε. «Εεε, γι’ αυτό πέρασα τις προάλλες από το µαγαζί. Ξέρεις. Σίγουρα θα άκουσες για τα γεγονότα στο Μαϊάµι. Ανησύχησα τι θα σκεφτόσουν όταν το θέµα βγήκε στα δελτία ειδήσεων και, ειλικρινά, φοβήθηκα λίγο µήπως ακολουθούσαν τα ίχνη µέχρι εσένα – κάνοντας τη σύνδεση µ’ εµένα, καταλαβαίνεις... Τώρα νιώθω κάπως πιο ήσυχος, όµως και πάλι... Ήµουν χωµένος στην υπόθεση µέχρι το λαιµό, αν και ήξερα ότι κάτι στο όλο σχέδιο βροµούσε. Έπρεπε να είχα εµπιστευτεί το ένστικτό µου. Εγώ...» Βούτηξε το κλειδί του στο σακούλι για άλλη µια σύντοµη «µυτιά». Ήµασταν οι µοναδικοί άνθρωποι στο µαγαζί. Η µικροκαµωµένη σερβιτόρα µε τα τατουάζ –ή ιδιοκτήτρια, ή ό,τι άλλο ήταν– είχε εξαφανιστεί στο µισοσκότεινο πίσω δωµάτιο, όπου, από µια κλεφτή µατιά που κατάφερα να ρίξω, διάφοροι τύποι παρακολουθούσαν µαραθώνιο πορνοταινιών της δεκαετίας του 1970 ξαπλωµένοι σε παλιούς καναπέδες. «Τέλος πάντων, όλα πήγαν στραβά. Έπρεπε να το περιµένω. Άνθρωποι τραυµατίστηκαν κι εγώ βγήκα εκτεθειµένος, αλλά πήρα ένα πολύτιµο µάθηµα απ’ όλο αυτό. Είναι πάντα λάθος – στάσου µια στιγµή, µην αφήσω παραπονεµένο το άλλο µισό του εγκεφάλου µου!–, όπως σου έλεγα, είναι πάντα λάθος να συναλλάσσεσαι µε ανθρώπους που δε γνωρίζεις». Τσίµπησε τη µύτη του και µου πάσαρε το σακουλάκι µε τη σκόνη κάτω από το τραπέζι. «Είναι από τα πράγµατα που µαθαίνεις από νωρίς, αλλά επιµένεις να τα ξεχνάς: Μην κάνεις ποτέ µεγάλες δουλειές µε άτοµα που δε γνωρίζεις! Ποτέ! Μπορεί όλοι να σου λένε “Α, αυτός είναι σπαθί”, κι εγώ, είναι η φύση µου τέτοια, θέλω να το πιστέψω. Αλλά έτσι γίνονται στραβές. Βλέπεις, εγώ ξέρω τους φίλους µου. Αλλά τους φίλους των φίλων µου; Όχι τόσο καλά! Στο κάτω κάτω, έτσι κολλάνε AIDS οι άνθρωποι, ψέµατα;» Ήταν λάθος –το ήξερα την ίδια στιγµή που το έκανα–, ήταν τεράστιο λάθος να σνιφάρω κι άλλο. Το είχα ήδη παρακάνει, ένιωθα το σαγόνι µου µαγκωµένο και το αίµα να σφυροκοπάει στους κροτάφους µου, την ίδια στιγµή που άρχιζε να µε κυριεύει η ύπουλη δυσφορία του ξενερώµατος, µια νευρικότητα σαν γυαλικά που τρέµουν. «Τέλος πάντων». Ο Μπόρις συνέχιζε ακάθεκτος. Μιλούσε πολύ γρήγορα, τινάζοντας σπασµωδικά το πόδι του κάτω από το τραπέζι. «Εγώ προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να τον πάρω πίσω. Σπάω το κεφάλι µου. Φυσικά, δεν µπορώ να τον χρησιµοποιήσω πια για λογαριασµό µου. Το έκαψα αυτό το χαρτί µια και καλή». Μετακινήθηκε νευρικά στην καρέκλα του. «Βέβαια, δεν ήταν µόνο γι’ αυτό που ήρθα να σε δω. Από τη µια, ήθελα να σου πω ότι λυπάµαι. Να σταθώ απέναντί σου και να σου ζητήσω συγνώµη πρόσωπο µε πρόσωπο. Γιατί
πραγµατικά λυπάµαι. Όµως, από την άλλη, µ’ όλα αυτά που ακούστηκαν στις ειδήσεις, ήθελα να σου πω να µην ανησυχείς, γιατί ίσως νοµίζεις... Εντάξει, δεν ξέρω τι µπορεί να νοµίζεις. Μα... να, δε µου άρεσε να σε σκέφτοµαι να τ’ ακούς όλα αυτά και να τροµάζεις, να µην καταλαβαίνεις. Ν’ ανησυχείς ότι ίσως ακολουθήσουν τα ίχνη και φτάσουν σ’ εσένα. Ένιωθα πολύ άσχηµα. Και γι’ αυτό ήθελα να σου µιλήσω. Να σου πω ότι σε κράτησα απ’ έξω, ότι κανείς δε γνωρίζει τη σχέση µεταξύ µας. Και να σου πω, ακόµα, ότι παλεύω, αγωνίζοµαι µε νύχια και µε δόντια, να τον πάρω πίσω. Με νύχια και µε δόντια! Γιατί» –τρία δάχτυλα στο µέτωπο, στον κλασικό όρκο της προσκοπικής τιµής– «έβγαλα ολόκληρη περιουσία απ’ αυτόν, και θέλω όσο τίποτα να τον έχεις πάλι όλον δικό σου, ξέρεις, αυτόν καθαυτόν, για χάρη του παλιού καλού καιρού, απλώς να τον έχεις, κατάδικό σου, καταχωνιασµένο στην ντουλάπα σου ή όπου αλλού θέλεις, για να τον βγάζεις κάθε τόσο και να τον κοιτάζεις όπως τότε, καταλαβαίνεις; Γιατί ξέρω πόσο πολύ τον αγαπούσες. Εδώ, έφτασα να τον αγαπήσω κι εγώ στο τέλος». Έµεινα να τον κοιτάζω σαστισµένος. Στη φρέσκια αναλαµπή της καινούριας δόσης, αυτά που µου έλεγε άρχισαν, επιτέλους, να βγάζουν κάποιο νόηµα. «Μπόρις, για ποιο πράγµα µιλάς;» «Ξέρεις». «Όχι, δεν ξέρω». «Μη µ’ αναγκάσεις να το πω ανοιχτά». «Μπόρις...» «Προσπάθησα να σ’ το πω. Σε ικέτεψα να µη φύγεις. Μία µέρα αν περίµενες, θα σ’ τον είχα επιστρέψει». Η κουρτίνα µε τις χάντρες κροτάλιζε και κυµάτιζε από κάποιο ρεύµα. Οφιοειδείς υαλώδεις κυµατισµοί. Κάρφωσα το βλέµµα µου πάνω του, κυριολεκτικά παραλυµένος από τη συγκεχυµένη, ιλιγγιώδη αίσθηση της σύγκρουσης του ενός ονείρου µε το άλλο: µαχαιροπίρουνα να κροταλίζουν στο τραχύ µεσηµεριανό φως του εστιατορίου της Τραϊµπέκα, ο Λούσιους Ριβ να µου χαµογελάει χλευαστικά καθισµένος απέναντί µου στο τραπέζι. «Όχι», είπα, πέφτοντας πίσω στην πλάτη της καρέκλας µου λουσµένος σε κρύο ιδρώτα. Έκρυψα το πρόσωπο στα χέρια µου. «Όχι». «Τι, νόµιζες ότι τον είχε πάρει ο µπαµπάς σου; Να σου πω την αµαρτία µου, ευχόµουν να πήγαινε το µυαλό σου σε κάτι τέτοιο. Επειδή ήταν ήδη χωµένος στα σκατά µέχρι το λαιµό. Και προσπαθούσε να σ’ εκµεταλλευτεί όπως µπορούσε». Κατέβασα τα χέρια µου και τον κοίταξα, ανίκανος να αρθρώσω λέξη. «Εγώ τον άλλαξα. Ναι. Εγώ. Νόµιζα ότι το ήξερες. Κοίτα, λυπάµαι!» έκρωξε βλέποντας ότι συνέχιζα να τον κοιτάζω µε το στόµα ανοιχτό. «Τον είχα στο ντουλάπι µου στο σχολείο. Για πλάκα, ξέρεις. Ή» –διστακτικό χαµόγελο– «µπορεί και όχι. Εν µέρει για πλάκα. Όµως... κοίτα». Χτύπησε το τραπέζι µε το χέρι του για να µου τραβήξει την προσοχή. «Σου τ’ ορκίζοµαι, δεν είχα σκοπό να τον κρατήσω. Δεν ήταν αυτό το σχέδιό µου. Πού να το φανταστώ για τον µπαµπά σου; Αν δεν είχες φύγει εκείνο το βράδυ» –χέρια ψηλά, σαν να επικαλούνταν άνωθεν µαρτυρία– «θα σ’ τον είχα επιστρέψει, σε ό,τι έχω ιερό, θα το είχα κάνει! Αλλά δεν µπορούσα να σε πείσω να το αναβάλεις. Όχι, έπρεπε να φύγεις! Το ίδιο λεπτό, χωρίς καµία αναβολή! “Πρέπει να φύγω! Τώρα, Μπόρις, τώρα!” Ούτε µέχρι το πρωί δεν ήθελες να περιµένεις! Όχι, έπρεπε να φύγεις την ίδια στιγµή, αµέσως! Κι εγώ φοβόµουν να σου πω τι είχα κάνει». Τον κοίταζα άφωνος. Ο λαιµός µου ήταν σαν από γυαλόχαρτο, η καρδιά µου χτυπούσε τόσο τρελά, ώστε το µόνο που µπορούσα να κάνω ήταν να κάθοµαι εκεί σαν στήλη άλατος και να εύχοµαι να ξαναβρεί κάποτε τον κανονικό της ρυθµό.
«Τώρα θύµωσες», είπε µε ύφος παραίτησης. «Θέλεις να µε σκοτώσεις». «Τι προσπαθείς να µου πεις;» «Εγώ...» «Τι εννοείς “τον άλλαξες”;» «Κοίτα» –περιφέροντας το βλέµµα νευρικά γύρω του– «σου είπα ότι λυπάµαι! Το ήξερα ότι δεν ήταν καλή ιδέα να φτιαχτούµε µαζί. Το ήξερα ότι θα έβγαινε στη φόρα µε τον πιο άσχηµο τρόπο! Αλλά» –γέρνοντας προς το µέρος µου µε τις παλάµες στηριγµένες στο τραπέζι– «ένιωθα πάρα πολύ άσχηµα για όλο αυτό, αλήθεια. Θα ερχόµουν να σε βρω αν δεν ήταν έτσι; Θα φώναζα τ’ όνοµά σου στο δρόµο; Κι όταν λέω ότι θέλω να σ’ το ξεπληρώσω, το εννοώ πραγµατικά. Θα επανορθώσω. Γιατί, βλέπεις, αυτός ο πίνακας µου έφτιαξε την τύχη, αυτός µ’ έκανε...» «Τότε, τι υπάρχει µέσα σ’ εκείνο το πακέτο που έχω στη θυρίδα;» «Τι;» έκανε σµίγοντας τα φρύδια και πέφτοντας πίσω στην καρέκλα του µε το σαγόνι κρεµασµένο. «Πλάκα µού κάνεις, έτσι; Όλον αυτό τον καιρό ποτέ δεν...» Δεν µπορούσα να απαντήσω. Ένιωθα τα χείλη µου να κουνιούνται, αλλά δεν έβγαινε κανένας ήχος. Ο Μπόρις βρόντηξε το χέρι του στο τραπέζι. «Τι ηλίθιος! Θες να πεις ότι ούτε καν τον άνοιξες ποτέ; Πώς γίνεται να µην...» Βλέποντάς µε να µη µιλάω, αλλά να κάθοµαι µε το πρόσωπο χωµένο µέσα στις παλάµες µου, άπλωσε το χέρι του στον ώµο µου και µε σκούντηξε. «Αλήθεια;» ρώτησε επιτακτικά, προσπαθώντας να µε κάνει να τον κοιτάξω κατάµατα. «Δεν το έκανες; Δεν άνοιξες ποτέ να τον κοιτάξεις;» Από το πίσω δωµάτιο ακούστηκε µια αδύναµη γυναικεία κραυγή, ανούσια και κούφια, την οποία ακολούθησε µια έκρηξη από εξίσου ανούσια αντρικά γέλια. Την επόµενη στιγµή, µε έναν ήχο εκκωφαντικό σαν δισκοπρίονο, µπήκε σε λειτουργία στο µπαρ ένα µπλέντερ, συνεχίζοντας να χαλάει τον κόσµο για αφύσικα πολλή ώρα. «Δεν το ήξερες;» επέµεινε ο Μπόρις όταν κόπασε κάποτε ο σαµατάς. Στο πίσω δωµάτιο γέλια και χειροκροτήµατα. «Πώς γίνεται να µην...» Αλλά δεν µπορούσα να αρθρώσω λέξη. Πολλαπλά γκράφιτι στον τοίχο, το ένα πάνω στο άλλο: κολάζ µε αυτοκόλλητα στίκερ, συνθήµατα, µεθυσµένοι µε σταυρούς στη θέση των µατιών. Από το πίσω µέρος ερχόταν µια βραχνή ψαλµωδία: ναι ναι ναι. Τόσα πράγµατα κατέκλυζαν ταυτόχρονα το µυαλό µου, σκηνές που αναβόσβηναν αστραπιαία και χάνονταν, ώστε δυσκολευόµουν να πάρω ανάσα. «Όλα αυτά τα χρόνια», έλεγε πάλι ο Μπόρις, «και ούτε µία φορά δεν...» «Ω Θεέ µου!» «Είσαι καλά;» «Εγώ...» Κούνησα το κεφάλι µου. «Πώς ήξερες καν ότι τον είχα; Πώς το ήξερες;» επέµεινα µην παίρνοντας απάντηση. «Έψαξες το δωµάτιό µου; Σκάλισες τα πράγµατά µου;» Ο Μπόρις έµεινε να µε κοιτάζει βουβός. Τελικά, πέρασε τα δάχτυλα µέσα από τα µαλλιά του. «Όταν µεθάς, παθαίνεις µπλακ άουτ, Πότερ, το ξέρεις;» «Έλα τώρα!» έκανα ύστερα από µια παύση δυσπιστίας. «Όχι, µιλάω σοβαρά», είπε συγκαταβατικά. «Αλκοολικός είµαι, ξέρω τι λέω! Ήµουν αλκοολικός από δέκα χρονών, όταν ήπια το πρώτο µου ποτήρι. Αλλά εσύ, Πότερ... εσύ είσαι σαν τον µπαµπά µου. Αυτός πίνει και χάνει επαφή µε τον κόσµο ενώ στέκεται ακόµα όρθιος,
κάνει πράγµατα που δε θυµάται µετά. Διαλύει το αµάξι, µε τσακίζει στο ξύλο, µπλέκει σε καβγάδες, ξυπνάει µε σπασµένη µύτη ή σε άλλη πόλη, ξαπλωµένος στα παγκάκια του σιδηροδροµικού σταθµού...» «Εγώ δεν κάνω τέτοια». Ο Μπόρις αναστέναξε. «Ναι, ναι, αλλά έχεις κενά µνήµης. Μεγάλα κενά. Και δε λέω ότι έκανες τίποτα κακό ή βίαιο, δεν είσαι βίαιος όπως αυτός, αλλά, ξέρεις, είναι όπως... Να, θυµάσαι εκείνη τη φορά που είχαµε πάει στον παιδότοπο του MacDonald’s κι εσύ ήσουν τόσο µεθυσµένος χοροπηδώντας πάνω σ’ εκείνο το φουσκωτό πράγµα, ώστε εκείνη η κυρία πήρε τηλέφωνο τους µπάτσους να σε µαζέψουν, κι εγώ σε πήρα του σκοτωµού από κει και στεκόµασταν µισή ώρα στα χαρτικά του Walmart τάχα ότι κοιτάζαµε µολύβια, και µετά πήγαµε να πάρουµε το λεωφορείο, γυρίσαµε στη στάση, κι εκείνο το βράδυ δε θυµόσουν τίποτα; Μιλάµε, απολύτως τίποτα. “Στο MacDonald’s, Μπόρις; Πότε πήγαµε εµείς στο MacDonald’s;”» Aνέβασε απότοµα τον τόνο του, ρουθουνίζοντας έντονα, για να µε εµποδίσει να τον διακόψω. «Ή εκείνη τη µέρα που έγινες λιώµα, έπιασες πάτο, και µε ανάγκασες να έρθω µαζί σου για “µια βόλτα στην έρηµο”; Εντάξει, πάµε τη βόλτα. Ωραία. Μόνο που είσαι τόσο λιάρδα, ώστε δεν µπορείς να σταθείς στα πόδια σου, και η θερµοκρασία εκεί έξω είναι γύρω στους σαράντα βαθµούς Κελσίου. Κι εσύ κουράζεσαι να περπατάς και ξαπλώνεσαι πάνω στην άµµο. Και µου λες να σ’ αφήσω εκεί να πεθάνεις! “Άσε µε, Μπόρις, παράτα µε”. Το θυµάσαι αυτό;» «Έλα στο θέµα». «Τι άλλο να πω; Ήσουν δυστυχισµένος. Έπινες συνέχεια, µέχρι τελικής πτώσεως». «Κι εσύ το ίδιο». «Πώς, το θυµάµαι. Να πέφτω σέκος στις σκάλες, να σωριάζοµαι µε τα µούτρα, θυµάσαι; Να ξυπνάω ξαπλωµένος στο χώµα χιλιόµετρα µακριά από το σπίτι, µε τα πόδια µου να προεξέχουν από ένα θάµνο, χωρίς να έχω την παραµικρή ιδέα πώς βρέθηκα εκεί. Σκατά! Μέχρι e-mail στη Σπιρσέτσκαγια έστειλα µες στα άγρια µεσάνυχτα –θεοπάλαβο µήνυµα, ήµουν τύφλα στο µεθύσι!– για να της πω ότι είναι πολύ ωραία γυναίκα και την αγαπώ µε όλο µου το είναι, κάτι που ίσχυε εκατό τοις εκατό εκείνη τη στιγµή. Την εποµένη στο σχολείο, κι ενώ το κεφάλι µου πήγαινε να σπάσει: “Μπόρις, Μπόρις, πρέπει να σου µιλήσω”. Για ποιο θέµα; Και να σου τη όλο καλοσύνες και ευγένειες, να προσπαθεί να µε απορρίψει όσο πιο ανώδυνα µπορούσε. E-mail; Ποιο e-mail; Εγώ δε θυµάµαι τίποτα! Εγώ να στέκοµαι εκεί κόκκινος σαν παντζάρι, εκείνη να µου δίνει φωτοτυπίες από κάποιο βιβλίο ποίησης και να µου λέει ότι πρέπει να στρέψω το ερωτικό µου ενδιαφέρον σε κορίτσια της ηλικίας µου! Ναι, σίγουρα έχω κάνει κι εγώ ένα κάρο µαλακίες! Τρισχειρότερες από τις δικές σου! Αλλά εγώ», κατέληξε, στριφογυρίζοντας ένα τσιγάρο στα δάχτυλά του, «προσπαθούσα να περνάω καλά, να είµαι χαρούµενος. Εσύ προσπαθούσες να πεθάνεις. Είναι διαφορετικό». «Γιατί έχω την αίσθηση ότι θες να στρέψεις αλλού την κουβέντα;» «Εγώ δεν κρίνω! Απλώς... κάναµε τρελά πράγµατα τότε! Ένα σωρό πράγµατα που νοµίζω ότι δε θυµάσαι καν. Όχι, όχι!» µε πρόλαβε βλέποντας τη σοκαρισµένη έκφραση στο πρόσωπό µου. «Όχι αυτό. Αν και θα σου αναγνωρίσω ότι είσαι το µοναδικό αγόρι που πήγα ποτέ µαζί του στο κρεβάτι!» Οργισµένη έκρηξη γέλιου, σαν να µε είχε πιάσει βήχας ή να πνίγηκα ξαφνικά. Ο Μπόρις έγειρε πίσω στην καρέκλα του µε µια αλαζονική έκφραση, κλείνοντας σφιχτά τα ρουθούνια του µε τα δάχτυλά του. «Και, στην τελική, τι έγινε; Σιγά, συµβαίνει καµιά φορά σ’ αυτή την ηλικία. Ήµασταν
πιτσιρικάδες, θέλαµε κορίτσια. Νοµίζω ότι εσύ το είχες πάρει λίγο αλλιώς. Όχι, στάσου», πρόσθεσε βιαστικά, αλλάζοντας αµέσως έκφραση – είχα σπρώξει την καρέκλα µου προς τα πίσω, έτοιµος να φύγω. «Περίµενε!» επανέλαβε, τραβώντας µε από το µανίκι. «Σε παρακαλώ, κάτσε ν’ ακούσεις πρώτα τι προσπαθώ να σου πω! Δε θυµάσαι καθόλου εκείνο το βράδυ που βλέπαµε την ταινία Τζέιµς Μποντ Εναντίον Δόκτορος Νο;» Ξεκρεµούσα το σακάκι από την πλάτη της καρέκλας µου, αλλά σταµάτησα απότοµα. «Το θυµάσαι;» επέµεινε. «Θα ’πρεπε; Γιατί;» «Ξέρω ότι δεν το θυµάσαι. Γιατί, ξέρεις, συνήθιζα να σε δοκιµάζω κατά κάποιον τρόπο: Ανέφερα τον Δόκτορα Νο, πέταγα αστεία... Για να δω τι θα έκανες». «Τι παίχτηκε µε τον Δόκτορα Νο;» «Δεν ήταν πολύς καιρός που είχαµε γνωριστεί!» Το γόνατό του ανεβοκατέβαινε σαν κρουστικό τρυπάνι. «Νοµίζω ότι δεν ήσουν συνηθισµένος στη βότκα, και δεν ήξερες ποτέ τι ποσότητα να βάλεις. Έσκασες µύτη µε ένα τεράστιο ποτήρι, ένα τόσο πράγµα, κανονικό νεροπότηρο, κι εγώ σκέφτηκα: Γαµώτο! Την κάτσαµε τώρα! Δε θυµάσαι;» «Πρέπει να ζήσαµε αµέτρητες νύχτες σαν αυτή που λες». «Πού να ’ξερες! Εγώ καθάριζα τους εµετούς σου, έβαζα τα ρούχα σου στο πλυντήριο, κι εσύ δεν έπαιρνες χαµπάρι. Μόνο έκλαιγες και µου έλεγες χίλια δυο πράγµατα». «Τι πράγµατα;» «Όπως» –το πρόσωπό του συσπάστηκε αµήχανα– «να, για παράδειγµα, ότι έφταιγες εσύ που είχε πεθάνει η µητέρα σου... ότι ευχόσουν να βρισκόσουν εσύ στη θέση της... ότι, αν πέθαινες, ίσως πήγαινες κοντά της, οι δυο σας µαζί στο σκοτάδι... Δεν έχει νόηµα να τα σκαλίζουµε τώρα, δε θέλω να σε κάνω να νιώσεις άσχηµα. Ήσουν χάλια, Θίο... Καλή παρέα τον περισσότερο καιρό, µέσα σ’ όλα, αλλά µέσα σου χάλια. Ίσως θα έπρεπε να ήσουν σε κλινική, δεν ξέρω. Θυµάσαι που σκαρφάλωνες στη στέγη και πήδαγες στην πισίνα; Ήταν θεότρελο, µπορούσες να έχεις τσακίσει τον αυχένα σου! Ή που ξάπλωνες ανάσκελα καταµεσής του δρόµου µες στην άγρια νύχτα, φως ούτε για δείγµα, ούτε κουκουβάγια δε θα σ’ έβλεπε, και περίµενες το αµάξι που θα ερχόταν να σε πατήσει; Έπρεπε να παλέψω µαζί σου για να σε σηκώσω και να σε σύρω µέχρι το σπίτι σου...» «Θα χρειαζόταν να µείνω ξαπλωµένος σ’ εκείνο τον αναθεµατισµένο, ξεχασµένο κι απ’ το Θεό δρόµο πολλή ώρα µέχρι να περάσει κάποιο αυτοκίνητο. Θα µπορούσα να έχω πάρει τον υπνόσακό µου και να έχω κοιµηθεί εκεί...» «Δεν είναι αυτό το θέµα τώρα. Ήσουν τρελαµένος. Μπορούσες να µας έχεις σκοτώσει και τους δύο. Ένα βράδυ πήρες τα σπίρτα και προσπάθησες να βάλεις φωτιά στο σπίτι, αυτό το θυµάσαι;» «Πλάκα έκανα», είπα άβολα. «Και το χαλί; Εκείνη η µεγάλη τρύπα στον καναπέ; Κι αυτό πλάκα ήταν; Χρειάστηκε να γυρίσω ανάποδα τα µαξιλάρια, για να µην το δει η Ζάντρα και γίνει χαµός». «Εκείνη η παλιατζούρα ήταν τόσο φτηνή, που το ύφασµα της ταπετσαρίας δεν ήταν καν πυράντοχο!» «Καλά, καλά. Όπως θες. Τέλος πάντων, γυρνάµε σ’ εκείνη τη βραδιά. Βλέπαµε Δόκτορα Νο, εγώ δεν το είχα ξαναδεί, εσύ ναι, κι εµένα µου άρεσε τρελά, κι εσύ ήσουν τελείως v gavno, τελείως σκατά, κι ο τύπος είναι στο νησί του, κι όλα καλά, και τότε πατάει το κουµπί και δείχνει εκείνο τον πίνακα που είχε κλέψει...» «Ω Θεέ µου!»
Ο Μπόρις έβαλε τα γέλια. «Το ’κανες! Μα την πίστη µου, το ’κανες! Δε θα το ξεχάσω. Τρέκλιζες από το µεθύσι και... “Έχω κάτι να σου δείξω! Κάτι τέλειο! Ό,τι πιο όµορφο έχεις δει!” Στέκεσαι µπροστά στην τηλεόραση. “Όχι, σοβαρά!” Εγώ προσπαθώ να δω την ταινία, είναι στο καλύτερο σηµείο, εσύ δε λες να βγάλεις το σκασµό! “Άντε γαµήσου, δίνε του απ’ τη µέση!” Τέλος πάντων, ξεκουµπίζεσαι όλο τσατίλα, “Εσύ να γαµηθείς”, φεύγεις, αλλά κάνεις τρελό σαµατά. Γκαπ, γκουπ, γκαπ! Και µετά σκας µύτη µε τον πίνακα, µε πιάνεις;» Γέλασε. «Το αστείο είναι... νόµιζα ότι µε δούλευες. Διάσηµο έργο µουσείου; Ναι, καλά, σε πιστέψαµε! Αλλά... ήταν αληθινό, κι ο πιο άσχετος µπορούσε να το δει». «Δε σε πιστεύω». «Είναι αλήθεια όµως. Ήξερα. Γιατί, αν µπορούσαν να φτιαχτούν τόσο τέλεια αντίγραφα, το Λας Βέγκας θα ήταν η ωραιότερη πόλη στην ιστορία του πλανήτη! Τέλος πάντων, το όλο πράγµα ήταν πολύ αστείο! Εγώ να κορδώνοµαι που σε µαθαίνω να κλέβεις µήλα και τσίχλες από το ψιλικατζίδικο, κι εσύ να έχεις κλέψει αριστούργηµα της παγκόσµιας ζωγραφικής!» «Δεν το έκλεψα». Ο Μπόρις γέλασε. «Όχι, όχι. Μου το εξήγησες. Το πήρες για να το φυλάξεις µε ασφάλεια. Μεγάλο, σηµαντικό χρέος σου στη ζωή. Μου λες αλήθεια», είπε σκύβοντας ξανά προς το µέρος µου, «ότι δεν το άνοιξες να το κοιτάξεις; Όλα αυτά τα χρόνια; Μα τι έχεις πάθει;» «Δε σε πιστεύω», είπα ξανά. «Πότε το πήρες;» ρώτησα βλέποντάς τον να γυρίζει το βλέµµα προς τα πάνω µε µια απαυδισµένη έκφραση. «Πώς;» «Κοίτα, όπως σου είπα...» «Πώς περιµένεις να πιστέψω έστω και µία λέξη απ’ όλα αυτά;» Άλλη µια απαυδισµένη µατιά στο κενό. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του παλτού του, άνοιξε µια φωτογραφία στο iPhone του και τεντώθηκε πάνω από το τραπέζι για να µου τη δείξει. Ήταν η πίσω πλευρά του πίνακα. Αντίγραφο του έργου µπορούσες να βρεις παντού, αλλά η πίσω πλευρά ήταν µοναδική, σαν δακτυλικό αποτύπωµα: παχιές στάλες από καφέ και κόκκινο βουλοκέρι· άτακτο κολάζ από ευρωπαϊκές ετικέτες (ρωµαϊκoί αριθµοί και αραχνοειδείς υπογραφές µε πένα), που έδιναν µια αίσθηση ταξιδιωτικού µπαούλου ή διεθνούς σύµβασης περασµένου αιώνα. Τα εύθρυπτα κίτρινα και καφέ είχαν µια σχεδόν οργανική ποιότητα, θυµίζοντας ξερά φύλλα. Ξανάριξε το τηλέφωνο στην τσέπη του και µείναµε για πολλή ώρα αµίλητοι. Τελικά, ο Μπόρις άπλωσε το χέρι και πήρε τσιγάρο. «Με πιστεύεις τώρα;» ρώτησε, αφήνοντας ένα σύννεφο καπνού από την άκρη των χειλιών του. Τα άτοµα µέσα στο κεφάλι µου θαρρείς και προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την καθιερωµένη τροχιά τους. Η στίλβη της κόκας ήδη ξεθώριαζε, η ανησυχία και ο φόβος µε έζωναν ύπουλα, µια δυσοίωνη µαυρίλα πριν από την καταιγίδα. Για µια αλλόκοτα παρατεταµένη, ζοφερή στιγµή µείναµε απλώς να κοιταζόµαστε: υψηλή χηµική συγγένεια, µοναξιά αντίκρυ σε µοναξιά, σαν Θιβετιανοί µοναχοί σε απρόσιτη βουνοκορφή. Τελικά, σηκώθηκα χωρίς λέξη και πήρα το σακάκι µου. Ο Μπόρις πετάχτηκε όρθιος. «Στάσου», είπε καθώς τον προσπερνούσα µε µια σκουντιά. «Πότερ; Μη φεύγεις θυµωµένος. Όταν είπα ότι θα επανορθώσω, το εννοούσα... »Πότερ;» φώναξε ξανά τη στιγµή που περνούσα µέσα από τη θορυβώδη κουρτίνα από χάντρες και έβγαινα στο δρόµο, στο βρόµικο γκρίζο φως της αυγής. Η Λεωφόρος C ήταν άδεια
µε εξαίρεση ένα µοναχικό ταξί, ο οδηγός του χάρηκε τόσο που µε είδε όσο χάρηκα κι εγώ που τον είδα. Κοκάλωσε το όχηµα στη στιγµή για να µε πάρει. Επιβιβάστηκα και έφυγα, παρατώντας τον Μπόρις σύξυλο στο πεζοδρόµιο πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη παραπάνω, να στέκεται µε το κυριλέ παλτό του πλάι στους σκουπιδοτενεκέδες.
[1] Κατά κόσµον, Νόα Λένοξ, πρωτοποριακός Αµερικανός µουσικός, ιδρυτικό µέλος του γκρουπ Animal Collective, που κάνει παράλληλα και σόλο καριέρα. (Σ.τ.Μ.)
x.
ΕΙΧΕ ΠΑΕΙ ΟΧΤΩ ΚΑΙ ΜΙΣΗ µέχρι να φτάσω στις εγκαταστάσεις φύλαξης, µε έναν αµβλύ πόνο στα σαγόνια από το σφίξιµο των δοντιών µου και την καρδιά µου έτοιµη να εκραγεί στο στήθος µου. Η έναρξη της µέρας του γραφειοκράτη: ολόλαµπρο πρωινό µε φουριόζους πεζούς, µια εκτυφλωτική απειλή. Γύρω στις δέκα παρά τέταρτο καθόµουν πια στο πάτωµα του δωµατίου µου στο σπίτι του Χόµπι, το µυαλό µου µια σβούρα που η περιστροφή της επιβραδυνόταν και άρχιζε να παραπαίει δεξιά αριστερά. Πεταµένα ολόγυρά µου στο χαλί: δύο σακούλες µαγαζιών· µια αχρησιµοποίητη σκηνή για δύο άτοµα· µια µπεζ µαξιλαροθήκη από περκάλι που διατηρούσε τη µυρωδιά του δωµατίου µου στο Βέγκας· ένα τενεκεδένιο κουτί γεµάτο Roxicodone και υδροµορφόνες που ήξερα ότι, κανονικά, θα έπρεπε να πετάξω στη λεκάνη της τουαλέτας· και ένας κυκεώνας από φαρδιά κολλητική ταινία την οποία είχα ιδρώσει να κόψω µε κοπίδι, είκοσι ολόκληρα λεπτά λεπτοδουλειάς, µε τα ακροδάχτυλά µου να πάλλονται από την ένταση, καθώς φοβόµουν µήπως έκοβα πιο µέσα απ’ ό,τι έπρεπε και έγδερνα κατά λάθος τον πίνακα, µέχρι που κατάφερα επιτέλους να ανοίξω τη µια πλευρά και άρχισα να ξετυλίγω την ταινία µε τρεµάµενα χέρια, λωρίδα προς λωρίδα, πολύ προσεκτικά, µόνο και µόνο για να βρω, πλαισιωµένο µε χαρτόνι και τυλιγµένο σε εφηµερίδες, ένα µουντζουρωµένο βιβλίο Αγωγής του Πολίτη (Η Δηµοκρατία, η Διαφορετικότητα και Εσύ!). Ακτινοβόλο πολυπολιτισµικό πλήθος. Στο εξώφυλλο παιδιά από την Ασία, παιδιά από τη Λατινική Αµερική, παιδιά Αφροαµερικανών, παιδιά αυτόχθονων Αµερικανών, µια µικρή µουσουλµάνα µε χιτζάµπ και ένα λευκό παιδί σε αναπηρικό αµαξίδιο να χαµογελάνε πλατιά πιασµένα χέρι χέρι µπροστά σε µια αστερόεσσα. Στο εσωτερικό, µέσα στον κεφάτο ανιαρό κόσµο του υπεύθυνου πολίτη που διακήρυσσε το βιβλίο, όπου άτοµα διαφορετικής εθνικότητας συνεργάζονταν αρµονικά για το καλό της κοινότητάς τους και παιδιά εργατικών συνοικιών του κέντρου στέκονταν γύρω από τα οικιστικά συγκροτήµατά τους µε ένα ποτιστήρι στο χέρι, φροντίζοντας το δεντράκι µε τα κλωνιά που απεικόνιζαν τους διαφορετικούς κλάδους της διακυβέρνησης, ο Μπόρις είχε σχεδιάσει µαχαίρια µε το όνοµά του στη λεπίδα, τριαντάφυλλα και καρδιές γύρω από τα αρχικά της Κότκου και µια σειρά από καχύποπτα µάτια που λοξοκοίταζαν µοχθηρά πάνω από ένα µερικώς συµπληρωµένο ερωτηµατολόγιο: Γιατί χρειάζεται ο άνθρωπος την κυβέρνηση; Για να επιβάλλει την ιδεολογία της, να τιµωρεί τους παραβάτες και να προάγει την ισότητα και την αδελφοσύνη ανάµεσα στους ανθρώπους. Αναφέρετε κάποια από τα καθήκοντα του Αµερικανού πολίτη: Να ψηφίζει για το Κογκρέσο, να σέβεται τη διαφορετικότητα και να πολεµάει τους εχθρούς της χώρας. Ευτυχώς, ο Χόµπι είχε βγει. Τα χάπια που είχα κατεβάσει δεν είχαν κάνει τίποτα και, έπειτα από δύο ώρες που βολόδερνα στο κρεβάτι µε µια µισοονειρική, βασανιστική αίσθηση πτώσης στο κενό –το µυαλό µου σκόρπιο, η καρδιά µου να χτυπάει φρενιασµένα, η φωνή του Μπόρις να αντηχεί ακόµα µέσα στο κεφάλι µου–, πίεσα τον εαυτό µου να σηκωθεί, να µαζέψει το χαµό από το πάτωµα του δωµατίου µου, να κάνει ντους και να ξυριστεί – πετσοκόβοντας κατά τη
διάρκεια της διαδικασίας το πάνω χείλος, το οποίο ήταν µουδιασµένο σαν από ένεση οδοντιάτρου από τη ρινορραγία που είχε προηγηθεί. Έπειτα µου ετοίµασα ένα φλιτζάνι καφέ, έφαγα µε το ζόρι ένα µπαγιάτικο κουλουράκι που βρήκα και κατά το µεσηµεράκι κατέβηκα να ανοίξω το µαγαζί, πάνω στη στιγµή για να προλάβω την ταχυδρόµο µε την κίτρινη νιτσεράδα (η οποία, θορυβηµένη, έµεινε σε απόσταση από τον τύπο µε τα τσιµπλιασµένα µάτια, το πετσοκοµµένο πάνω χείλος και το µατωµένο χαρτοµάντιλο που στεκόταν µπροστά της), αν και τη στιγµή που µου έδινε την αλληλογραφία –φορώντας λαστιχένια γάντια– σκέφτηκα ξαφνικά: Και τι νόηµα έχει; Ο Ριβ µπορούσε να γράψει στον Χόµπι ό,τι ήθελε. Μπορούσε να πάρει και τηλέφωνο την Ιντερπόλ, δεν έτρεχε κάστανο. Έβρεχε. Οι πεζοί τάχυναν το βήµα τους, σκυφτοί. Η βροχή χτυπούσε µε δύναµη την τζαµαρία, κροτάλιζε πάνω στους πλαστικούς κάδους απορριµµάτων στην άκρη του δρόµου. Προσπάθησα να «γειωθώ» στο γραφείο, χωµένος στη µουχλιασµένη πολυθρόνα µου, ή έστω να βρω κάποια παρηγοριά στα ξεθωριασµένα µετάξια και στο ηµίφως του µαγαζιού, στη γλυκόπικρη µελαγχολία που µου θύµιζε σκοτεινιασµένες από τη βροχή σχολικές τάξεις των παιδικών µου χρόνων, αλλά ο τερµατισµός του ολονύχτιου οργίου ντοπαµίνης µε είχε προσγειώσει πολύ άσχηµα, αφήνοντάς µε σε µια τρεµάµενη κατάσταση που δεν απείχε πολύ από το θάνατο – µια θλίψη που πήγαζε βαθιά µέσα από τα σπλάχνα µου, κάνοντας το εσωτερικό του µετώπου µου να πάλλεται, καθώς όλο το σκοτάδι που είχα καταφέρει να απωθήσω τόσο καιρό χιµούσε µέσα µε ένα θριαµβευτικό βουητό. Σωληνοειδής όραση. Όλα αυτά τα χρόνια περιφερόµουν υπερβολικά θολωµένος και περιχαρακωµένος για να έχω οποιαδήποτε αίσθηση της πραγµατικότητας, παραδοµένος σε ένα ντελίριο που µε στροβίλιζε στον αργό, νωχελικό κυµατισµό του από παιδί ακόµα, όπως κειτόµουν µαστουρωµένος στην άθλια µοκέτα στο Βέγκας και γελούσα µε τον ανεµιστήρα οροφής – µόνο που τώρα δε γελούσα πια, ένας άλλος Ριπ βαν Ουίνκλ που µόρφαζε και αγωνιζόταν να βρει µια άγκυρα για να αγκιστρωθεί στην πραγµατικότητα µε καµιά εκατοστή χρόνια καθυστέρηση. Τι τρόπος υπήρχε να επανορθώσω; Κανένας. Ο Μπόρις µού είχε κάνει χάρη, κατά µία έννοια, παίρνοντας τον πίνακα – τουλάχιστον έτσι θα το έβλεπαν οι περισσότεροι άνθρωποι: Εγώ είχα απεµπλακεί από την όλη υπόθεση, κανείς δεν µπορούσε να µε κατηγορήσει, τα περισσότερα από τα προβλήµατά µου είχαν λυθεί ως διά µαγείας. Ωστόσο, παρότι ήξερα ότι κάθε λογικός άνθρωπος θα ένιωθε ανακούφιση ανακαλύπτοντας ότι ο πίνακας δεν ήταν πλέον στην κυριότητά του, δεν είχα ξανανιώσει τέτοια απελπισία, καταισχύνη, µίσος για τον εαυτό µου, να µε κατακαίνε σαν διαβρωτικό υγρό. Ζεστό, αποπνικτικό µαγαζί. Μου ήταν αδύνατον να µείνω ακίνητος. Σηκωνόµουν και καθόµουν, πήγαινα µέχρι την τζαµαρία και γύριζα πίσω. Όλα ήταν εµποτισµένα µε φρίκη. Ένας Πουλτσινέλα[1] από πορσελάνη µπισκ µε λοξοκοίταζε µε κακεντρέχεια. Μέχρι και τα έπιπλα φαίνονταν µαραζωµένα και δυσανάλογα. Πώς µπορούσα να θεωρώ τον εαυτό µου ανώτερο, σοφότερο, πιο ευγενή και πολύτιµο και άξιο να ζει βάσει του µυστικού µου σε εκείνη την κλειδωµένη θυρίδα; Κι όµως, το έκανα. Ο πίνακας µε έκανε να νιώθω λιγότερο θνητός, λιγότερο συνηθισµένος. Ήταν ένα στήριγµα και µια δικαίωση. Ήταν η κινητήρια δύναµη και η πεµπτουσία της ύπαρξής µου. Ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος που κρατούσε όρθιο ολόκληρο το οικοδόµηµα. Και ήταν τροµερό να συνειδητοποιώ, τώρα που ο πίνακας είχε κάνει φτερά και το χαλί είχε τραβηχτεί ξαφνικά κάτω από τα πόδια µου, ότι όλα αυτά τα χρόνια ενδόµυχα στηριζόµουν σε εκείνη τη µεγαλειώδη, κρυφή, άγρια χαρά: στην πεποίθηση ότι όλη µου η ζωή ισορροπούσε πάνω σε ένα µυστικό που θα µπορούσε ανά πάσα στιγµή να την τινάξει στον
αέρα.
[1] Βασικός χαρακτήρας της κοµέντια ντελ άρτε. (Σ.τ.Μ.)
xi.
ΟΤΑΝ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ Ο ΧΟΜΠΙ, γύρω στις δύο, µπήκε από το δρόµο σαν πελάτης, µε το καµπανάκι της πόρτας να σηµαίνει την άφιξή του. «Αυτή κι αν ήταν έκπληξη χτες!» Αναψοκοκκινισµένος από τη βροχή, έβγαλε το αδιάβροχό του και τίναξε τα νερά. Προφανώς, γύριζε από κάποια δηµοπρασία, ντυµένος µε ένα από τα πιο όµορφα παλιά κοστούµια του και µε τη γραβάτα του δεµένη σε έναν άψογο κόµπο. «Ο Μπόρις!» Τα είχε πάει καλά στη δηµοπρασία, είχε τα κέφια του. Αν και απέφευγε τα µεγάλα «χτυπήµατα», ήξερε τι ήθελε και, αργά αλλά σταθερά, εκµεταλλευόµενος τις κοιλιές που έκανε αναπόφευκτα η διαδικασία, χωρίς ανταγωνιστές απέναντί του, συχνά εξασφάλιζε πραγµατικούς θησαυρούς. «Υποθέτω ότι η χτεσινή βραδιά σας θα γραφτεί στην ιστορία, έτσι;» «Οχ!» Καθόµουν µαζεµένος σε µια γωνιά και έπινα τσάι. Το κεφάλι µου πήγαινε να σπάσει. «Ήταν παράξενο να τον γνωρίζω έπειτα από τόσα που έχω ακούσει γι’ αυτόν. Σαν να συναντάω ήρωα µυθιστορήµατος. Πάντα τον φανταζόµουν σαν τον Ατσίδα στην κινηµατογραφική µεταφορά του Όλιβερ Τουίστ – ξέρεις, εκείνο το χαµίνι που το πραγµατικό του όνοµα ήταν Τζακ Ντόκινς, να δεις ποιος τον υποδυόταν... Τζακ Τάδε.[1] Κουρελιασµένο παλτό. Λεκές από λάσπη στο µάγουλο». «Πίστεψέ µε, κάπως έτσι ήταν τότε». «Ναι, βλέπεις, ο Ντίκενς δε µας λέει τι απέγινε ο Ατσίδας. Ποιος ξέρει, µπορεί µεγαλώνοντας να έγινε αξιοσέβαστος επιχειρηµατίας. Και τι να πει κανείς για τον Πόπερ; Δεν έχω δει ποτέ τόσο ευτυχισµένο σκυλί. »Αχ, περίµενε!» Μισογύρισε προς το µέρος µου, κι όπως ήταν απασχοληµένος µε το σακάκι του, δεν πρόσεξε ότι εγώ είχα κοκαλώσει όταν ανέφερε τον Πόπερ. «Να µην το ξεχάσω: Τηλεφώνησε η Κίτσι». Δεν απάντησα. Δεν µπορούσα. Είχα ξεχάσει µέχρι και την ύπαρξη του Πόπερ! «Αργούτσικα – κατά τις δέκα; Της είπα ότι είχες πέσει τυχαία πάνω στον Μπόρις, ότι είχατε περάσει από δω και είχατε ξαναφύγει, ελπίζω να µην έκανα καµιά γκάφα». «Καθόλου», µουρµούρισα ύστερα από µια µικρή παύση, παλεύοντας να ελέγξω τις σκέψεις µου, που κάλπαζαν προς διάφορες άσχηµες κατευθύνσεις ταυτόχρονα, σαν αφηνιασµένα ζώα. «Και µου ζήτησε να σου θυµίσω κάτι». Έφερε το δάχτυλο στα χείλη του. «Στάσου να σκεφτώ... Δε µου ’ρχεται», παραδέχτηκε κουνώντας νευρικά το κεφάλι του. «Θα πρέπει να της τηλεφωνήσεις ο ίδιος. Κάτι για δείπνο είπε, στο σπίτι κάποιου. Α, δείπνο στις οχτώ! Αυτό είναι. Αλλά το πού δεν το θυµάµαι καθόλου». «Στους Λόνγκστριτ», είπα, νιώθοντας την καρδιά να βουλιάζει στο στήθος µου. «Ναι, κάπως έτσι. Τέλος πάντων... Α, ο Μπόρις! Έξω καρδιά, ακαταµάχητος τύπος! Πόσο θα µείνει στην πόλη; Για πόσο έχει έρθει;» επανέλαβε πρόσχαρα όταν δεν απάντησα – δεν µπορούσε να δει την πετρωµένη από τον τρόµο έκφρασή µου όπως κοίταζα εµβρόντητος το δρόµο. «Πρέπει να τον καλέσουµε για δείπνο, έτσι δεν είναι; Γιατί δεν του ζητάς να µας αφιερώσει κάνα δυο βράδια που δε θα έχει άλλες υποχρεώσεις; Αν το θες κι εσύ, φυσικά», πρόσθεσε στο κενό της σιωπής µου. «Εσύ αποφασίζεις. Μου λες αργότερα».
[1] Αναφέρεται στον Τζακ Γουάιλντ, ο οποίος έπαιξε το ρόλο του κατεργάρη µικρού πορτοφολά στο κινηµατογραφικό µιούζικαλ Όλιβερ του 1968 και προτάθηκε για Όσκαρ δεύτερου αντρικού ρόλου. (Σ.τ.Μ.)
xii.
ΠΕΡΙΠΟΥ ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, εξουθενωµένος, µε τα µάτια µου να τρέχουν από τον πονοκέφαλο, αναρωτιόµουν ακόµα πανικόβλητος πώς θα ξανάβρισκα τον Πόπερ, ενώ ταυτόχρονα επινοούσα και στη συνέχεια απέρριπτα διάφορα σενάρια για να δικαιολογήσω την απουσία του. Τον άφησα δεµένο µπροστά σε κάποιο µαγαζί; Τον βούτηξε κάποιος; Χονδροειδέστατο ψέµα: Πέρα από το γεγονός ότι έξω έριχνε καρέκλες, ο Πόπερ ήταν τόσο γέρος και άκαµπτος από την αρθρίτιδα, ώστε έπρεπε να τον σέρνω σχεδόν µε το λουρί µέχρι τον πιο κοντινό πυροσβεστικό κρουνό. Τον είχα πάει για κούρα οµορφιάς; Η υπεύθυνη για την περιποίησή του, µια φτωχή ηλικιωµένη κυρία ονόµατι Σεσίλια που δούλευε στο διαµέρισµά της, τον έφερνε πάντα πίσω µέχρι τις τρεις. Στον κτηνίατρο; Πέρα από το γεγονός ότι ο Πόπερ δεν ήταν άρρωστος (και γιατί δεν το είχα αναφέρει, αν είχε αρρωστήσει;), πήγαινε στον κτηνίατρο που γνώριζε ο Χόµπι από τον καιρό του Γουέλτι και της Τσέσι. Το ιατρείο του δρα Μακντέρµοτ ήταν λίγο πιο κάτω στο δρόµο. Γιατί θα τον πήγαινα αλλού; Σηκώθηκα βογκώντας και πήγα στην τζαµαρία. Έπεφτα ξανά και ξανά πάνω στο ίδιο αδιέξοδο: Ο Χόµπι να µπαίνει απορηµένος, όπως σίγουρα θα έκανε σε µία, το πολύ δύο ώρες, και να κοιτάζει ολόγυρα στο µαγαζί. «Πού είναι ο Πόπερ; Τον είδες;» Κι αυτό ήταν! Αέναα επαναλαµβανόµενη λούπα, χωρίς επιλογή Escape. Ακόµα κι αν έκλεινες την εφαρµογή, έσβηνες τον υπολογιστή, τον ξανάναβες από την αρχή και εκτελούσες ξανά το πρόγραµµα, πάλι στο ίδιο σηµείο θα κολλούσε το παιχνίδι. «Πού είναι ο Πόπερ;» Κανένας κωδικός ξεκλειδώµατος. Τέλος παιχνιδιού. Δεν υπήρχε τρόπος να παρακάµψω αυτή την κρίσιµη στιγµή. Έξω, η νεροποντή είχε κοπάσει σε αραιές ψιχάλες, γυαλιστερά πεζοδρόµια και νερό να στάζει από υπόστεγα και τέντες, οπότε όλοι άδραξαν, θαρρείς, την ευκαιρία να φορέσουν ένα αδιάβροχο και να βγάλουν το σκυλί τους για µια σύντοµη βόλτα: σκυλιά όπου και να κοίταζα, ασυγκράτητα τσοπανόσκυλα, µαύρα κανίς, µπασταρδεµένα τεριέ και ριτρίβερ, ένα γέρικο γαλλικό µπουλντόγκ και ένα αυτάρεσκο ζευγάρι ντάκσχουντ µε τις µύτες ψηλά, να περπατάνε κορδωµένα το ένα πίσω από το άλλο στο απέναντι πεζοδρόµιο. Γύρισα ανάστατος στην πολυθρόνα µου, κάθισα, πήρα τον κατάλογο πωλήσεων του οίκου Christie’s και άρχισα να τον φυλλοµετράω νευρικά: φρικτές µοντερνίζουσες ακουαρέλες, δύο χιλιάδες δολάρια για ένα κακάσχηµο βικτοριανό µπρούντζινο διακοσµητικό σε σχήµα δύο βούβαλων που συγκρούονταν, ένα αίσχος! Τι θα έλεγα στον Χόµπι; Ο Πόπερ ήταν γέρος και κουφός, µερικές φορές τον έπαιρνε ο ύπνος σε απόµερες γωνιές και δεν άκουγε όταν τον φωνάζαµε, αλλά πλησίαζε η ώρα του φαγητού, και ήδη άκουγα τον Χόµπι να πηγαινοέρχεται πάνω ψάχνοντάς τον πίσω από τον καναπέ και στο δωµάτιο της Πίππα και σε όλες τις συνηθισµένες του γωνιές. «Πόπσκι; Έλα, αγόρι µου, ώρα για φαΐ». Μπορούσα να παραστήσω τον ανήξερο; Να προσποιηθώ ότι έψαχνα κι εγώ από δω κι από κει, να ξύσω απορηµένος το κεφάλι µου; Μυστηριώδης εξαφάνιση; Τρίγωνο των Βερµούδων; Είχα καταλήξει µε βαριά καρδιά στην ιδέα της Σεσίλια, όταν χτύπησε το κουδουνάκι στην είσοδο του µαγαζιού.
«Είπα να τον κρατήσω». Ο Πόπερ, λίγο βρεγµένος, αλλά κατά τ’ άλλα αλώβητος από την περιπέτειά του, στύλωσε για λίγο τα πόδια του όταν τον άφησε κάτω ο Μπόρις και στη συνέχεια έτρεξε προς το µέρος µου µε το κεφάλι ψηλά, δείχνοντάς µου ότι ήθελε να τον ξύσω κάτω από τη µουσούδα. «Δεν του έλειψες καθόλου», συµπλήρωσε ο Μπόρις. «Περάσαµε µια χαρά οι δυο µας». «Τι κάνατε;» ρώτησα ύστερα από µια παρατεταµένη σιωπή, µην καταφέρνοντας να σκεφτώ κάτι πιο έξυπνο. «Κοιµηθήκαµε κυρίως. Ο Γιούρι µάς άφησε» –έτριψε τα µάτια του µε τους έντονους µαύρους κύκλους και χασµουρήθηκε– «και πήραµε έναν ωραίο υπνάκο οι δυο µας. Θυµάσαι πώς είχε µανία να κουλουριάζεται; Σαν γούνινο καπέλο στο κεφάλι µου;» Ποτέ δεν άρεσε στον Πόπερ να κοιµάται µε το σαγόνι του πάνω στο δικό µου κεφάλι, µόνο στου Μπόρις. «Μετά ξυπνήσαµε κι εγώ έκανα ένα ντους και τον πήγα περίπατο –όχι µεγάλο, δεν ήθελε να πάει µακριά– και έκανα µερικά τηλεφωνήµατα και φάγαµε ένα σάντουιτς µε µπέικον και ήρθαµε µε το αµάξι. Κοίτα, λυπάµαι!» είπε παρορµητικά βλέποντας ότι δεν έλεγα τίποτα, περνώντας τα δάχτυλά του µέσα από τα µαλλιά του. «Αλήθεια. Και θα τα διορθώσω τα πράγµατα, έχεις το λόγο µου». Η σιωπή ανάµεσά µας ήταν εξοντωτική. «Πέρασες καλά χτες το βράδυ; Εγώ ναι. Φοβερή έξοδος! Δε νιώθω τόσο φανταστικά σήµερα, πάντως. Σε παρακαλώ, πες κάτι!» ξέσπασε, καθώς εγώ παρέµενα σιωπηλός. «Όλη µέρα αισθάνοµαι απαίσια». Ο Πόπερ είχε διασχίσει µε κόπο το δωµάτιο για να πάει στο µπολ µε το νερό του. Άρχισε να πίνει ατάραχος. Για κάµποση ώρα ο µόνος ήχος µέσα στο µαγαζί ήταν το ρυθµικό πλατάγισµα της γλώσσας του. «Αλήθεια, Θίο» –φέρνοντας το χέρι στην καρδιά– «αισθάνοµαι φρικτά. Τα συναισθήµατά µου, η ντροπή µου... δεν έχω λόγια να τα περιγράψω», πρόσθεσε πιο σοβαρά όταν και πάλι δεν πήρε απάντηση. «Και, ναι, δε σ’ το κρύβω, ένα κοµµάτι µου αναρωτιέται: Γιατί κατέστρεψες τα πάντα, Μπόρις; Γιατί έπρεπε ν’ ανοίξεις το στόµα σου; Αλλά πώς µπορούσα να πω ψέµατα, να σε κοροϊδέψω; Αυτό θα µου το αναγνωρίσεις τουλάχιστον;» είπε, τρίβοντας τα χέρια του φανερά αγχωµένος. «Δεν είµαι δειλός. Σ’ το είπα. Το οµολόγησα. Δεν ήθελα ν’ ανησυχείς, να µην ξέρεις τι συµβαίνει. Και θα βρω τρόπο να σε αποζηµιώσω, σ’ το υπόσχοµαι». «Γιατί...» Μπορούσα να ακούσω τον Χόµπι να παλεύει πάνω µε την ηλεκτρική σκούπα, αλλά χαµήλωσα τον τόνο µου στον ίδιο θυµωµένο ψίθυρο που χρησιµοποιούσαµε στο δωµάτιό µου παλιά όταν δε θέλαµε να µας ακούσει η Ζάντρα να τσακωνόµαστε. «Γιατί...» «Γιατί τι;» «Γιατί στο διάολο τον πήρες;» Ο Μπόρις ανοιγόκλεισε τα µάτια παίρνοντας µια σχεδόν προσβεβληµένη έκφραση. «Επειδή µπαινόβγαινε στο σπίτι σου η εβραϊκή µαφία, γι’ αυτό!» «Όχι, δεν τον πήρες γι’ αυτό». Αναστέναξε. «Εντάξει, σε ένα βαθµό ήταν γι’ αυτό. Μικρό. Μα πες µου: Ήταν ασφαλής στο σπίτι σου; Όχι! Ούτε στο σχολείο. Πήρα το παλιό µου βιβλίο, το τύλιξα µε εφηµερίδες και ταινία για να ’ρθει στο ίδιο πάχος...» «Εγώ σε ρωτάω γιατί τον πήρες». «Τι θες να πω; Είµαι κλέφτης». Ο Πόπερ έπινε ακόµα νερό, µε πραγµατική βουλιµία. Αναρωτήθηκα εκνευρισµένος αν του
είχε κόψει του Μπόρις να του βάλει νερό στη διάρκεια αυτής της τόσο όµορφης µέρας που είχαν περάσει µαζί οι δυο τους. «Και» –ανεπαίσθητο ανασήκωµα των ώµων– «τον ήθελα. Ναι. Ποιος δε θα τον ήθελε;» «Γιατί τον ήθελες; Για τα λεφτά;» τον πίεσα. Ο Μπόρις µόρφασε. «Όχι βέβαια! Δεν µπορείς να πουλήσεις κάτι τέτοιο. Αν και, οφείλω να το οµολογήσω, µια φορά που στριµώχτηκα άγρια, πριν από τέσσερα πέντε χρόνια, λίγο έλειψε να τον πουλήσω σε αστεία τιµή, σχεδόν να τον δώσω χάρισµα, απλώς και µόνο για να τον ξεφορτωθώ. Ευτυχώς που δεν το ’κανα. Ήµουν σε δύσκολη φάση και χρειαζόµουν µετρητά». Ρούφηξε τη µύτη του και τη σκούπισε µε µια κοφτή κίνηση. «Όµως το να προσπαθήσεις να πουλήσεις τέτοιο κοµµάτι είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να σε πιάσουν. Το ξέρεις κι εσύ. Άλλο, τώρα, να τον χρησιµοποιήσεις ως διαπραγµατεύσιµο τίτλο, εκεί αλλάζει το πράγµα. Τον κρατάνε ως ενέχυρο και σου δίνουν το εµπόρευµα. Πουλάς το εµπόρευµα, ό,τι κι αν είναι, επιστρέφεις µε το κεφάλαιο συν το µερίδιο από τα κέρδη, ο πίνακας γυρίζει σ’ εσένα, όλα µέλι γάλα. Κατάλαβες;» Το άφησα ασχολίαστο. Είχα ξαναρχίσει να ξεφυλλίζω τον κατάλογο του Christie’s, που ήταν ακόµα ανοιχτός πάνω στο γραφείο µου. «Ξέρεις τι λένε...» Ο τόνος του πειρακτικός και θλιµµένος συνάµα. «“Η ευκαιρία κάνει τον κλέφτη”. Και τι καλύτερο παράδειγµα από σένα; Άνοιξα το ντουλάπι σου για να βρω λεφτά για µεσηµεριανό, και... όπα; Τι είναι αυτό; Ήταν σκέτο παιχνιδάκι να τον πάρω και να τον κρύψω. Και µετά πήγα το παλιό µου βιβλίο στην τάξη των Καλλιτεχνικών της Κότκου, ίδιο µέγεθος, ίδιο πάχος, ίδια κολλητική ταινία, όλα! Η Κότκου µε βοήθησε. Δεν της είπα γιατί το κάναµε, πάντως. Δεν ήταν να της λες τέτοια πράγµατα». «Ακόµα δεν µπορώ να πιστέψω ότι τον έκλεψες». «Κοίτα, δε θα σου σερβίρω δικαιολογίες. Τον πήρα. Όµως» –αφοπλιστικό χαµόγελο– «είµαι ανέντιµος; Σου είπα ψέµατα;» «Ναι», απάντησα ύστερα από µια παύση. Είχα µείνει άναυδος µε το θράσος του. «Ναι, µου είπες». «Δε µε ρώτησες ποτέ στα ίσα. Αν µε ρωτούσες, θα σου έλεγα!» «Μπόρις, αυτά είναι µαλακίες! Είπες ψέµατα». «Τέλος πάντων, τώρα δε λέω όµως», είπε, κοιτάζοντας γύρω του παραιτηµένος. «Ήµουν σίγουρος ότι θα το είχες ανακαλύψει! Εδώ και χρόνια! Νόµιζα ότι ήξερες πως τον είχα πάρει εγώ!» Προχώρησα προς τη σκάλα, µε τον Πόπτσικ να µε ακολουθεί. O Χόµπι είχε σβήσει τη σκούπα, βυθίζοντάς µας σε µια εκκωφαντική σιωπή, και δεν ήθελα να µας ακούσει. «Χωρίς να ξέρω πού ακριβώς» –ο Μπόρις φύσηξε ηχηρά τη µύτη του και έριξε µια µατιά στο χαρτοµάντιλο µορφάζοντας µε αηδία– «είµαι σχεδόν σίγουρος ότι είναι κάπου στην Ευρώπη». Έχωσε το µαντίλι στην τσέπη του. «Στη Γένοβα δύσκολο. Μαντεύω, κάπου στο Βέλγιο ή στη Γερµανία. Ή στην Ολλανδία ίσως. Θα µπορέσουν να διαπραγµατευτούν καλύτερα, γιατί εκεί οι άνθρωποι τον έχουν σε µεγαλύτερη εκτίµηση». «Αυτό καλύπτει µια αρκετά µεγάλη έκταση». «Λοιπόν, κοίτα: Να χαίρεσαι που δεν είναι στη Νότια Αµερική. Γιατί τότε δε θα υπήρχε καµία πιθανότητα να τον ξαναδείς, αυτό σ’ το εγγυώµαι». «Νόµιζα ότι είπες πως χάθηκε». «Το µόνο που λέω είναι ότι πιστεύω πως ίσως καταφέρω να µάθω πού βρίσκεται. Ίσως. Αυτό διαφέρει πολύ από το να ξέρω πώς θα τον πάρω πίσω. Δεν είχα ποτέ πριν συναλλαγές µε
αυτούς τους ανθρώπους». «Ποιους ανθρώπους;» Εµφανώς αµήχανος, ο Μπόρις προτίµησε να µείνει σιωπηλός, χαµηλώνοντας το βλέµµα: σιδερένια αγαλµατίδια µπουλντόγκ, στοίβες µε βιβλία, χειροποίητα χαλάκια. «Δεν κάνει πιπί πάνω στις αντίκες;» ρώτησε δείχνοντας µε ένα νεύµα τον Πόπτσικ. «Σε όλα αυτά τα ωραία έπιπλα;» «Όχι». «Στο σπίτι σου το έκανε συνέχεια. Η µοκέτα στο σαλόνι σου βροµοκοπούσε κάτουρο. Νοµίζω ότι ήταν επειδή η Ζάντρα δεν τον έβγαζε βόλτα τόσο τακτικά πριν πάµε εµείς». «Ποιους ανθρώπους;» «Ε;» «Με ποιους ανθρώπους δεν είχες άλλοτε συναλλαγές;» «Είναι περίπλοκο. Σ’ το εξηγώ, αν θέλεις», έσπευσε να µε διαβεβαιώσει, «αλλά νοµίζω είµαστε κι οι δύο κουρασµένοι και δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγµή. Αλλά θα κάνω µερικά τηλεφωνήµατα και θα σου πω τι έµαθα, ναι; Και µετά θα έρθω και θα σ’ τα πω όλα, σ’ το υπόσχοµαι. Παρεµπιπτόντως...» Χτύπησε µε νόηµα το πάνω χείλος µε το δείκτη του. «Τι;» ρώτησα ξαφνιασµένος. «Στάλα αίµατος. Κάτω από τη µύτη σου». «Κόπηκα στο ξύρισµα». «Α». Στεκόταν αβέβαιος εκεί σαν να αµφιταλαντευόταν σχετικά µε το κατά πόσο είχε νόηµα να ξεσπάσει σε άλλον ένα χείµαρρο ένθερµων απολογιών, αλλά η παρατεινόµενη σιωπή ανάµεσά µας είχε κάτι το τελεσίδικο. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες του. «Μάλιστα». «Μάλιστα». «Τα λέµε αργότερα, τότε». «Έγινε». Όµως βγαίνοντας από το µαγαζί, µε εµένα να τον παρακολουθώ από το τζάµι της βιτρίνας να σκύβει για να αποφύγει τις στάλες από την τέντα και να ξεµακραίνει χωρίς βιασύνη –το βήµα του αισθητά πιο χαλαρό και ανάλαφρο µόλις πίστεψε ότι είχε βγει από το οπτικό µου πεδίο–, ένιωθα ότι πιθανότατα αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα.
xiii.
ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΠΩΣ ΕΝΙΩΘΑ
–που, στην ουσία, δεν απείχε και πολύ από το θάνατο, µε ένα φρικτό πονοκέφαλο να σφυροκοπάει το κεφάλι µου και µια άφατη δυστυχία να µε κυκλώνει από παντού, έτσι ώστε µετά βίας έβλεπα µπροστά µου–, δεν είχε και πολύ νόηµα να κρατήσω ανοιχτό το µαγαζί. Έτσι, παρότι είχε βγει ο ήλιος και ξεµύτιζαν στο δρόµο οι πρώτοι διαβάτες, γύρισα την πινακίδα στο ΚΛΕΙΣΤΟΝ και, µε τον Πόπερ να µε ακολουθεί ανήσυχος, ανέβηκα στο σπίτι σέρνοντας το βήµα µου, έτοιµος να ξεράσω τα σωθικά µου από τον πόνο που παλλόταν πίσω από τα µάτια µου, για να πέσω ξερός για λίγες ώρες πριν από το δείπνο. Η Κίτσι και εγώ θα βρισκόµασταν στο διαµέρισµα της µητέρας της στις οχτώ παρά τέταρτο για να πάµε µαζί στους Λόνγκστριτ, αλλά έφτασα λίγο νωρίτερα – εν µέρει επειδή ήθελα να µείνουµε λίγο µόνοι πριν πάµε στο δείπνο, αλλά και γιατί είχα κάτι για την κυρία Μπάρµπορ, ένα σπάνιο κατάλογο έκθεσης που είχα ξετρυπώσει για εκείνη σε µια από τις εκποιήσεις του Χόµπι, µε τίτλο Η Χαρακτική την Εποχή του Ρέµπραντ. «Όχι, όχι», είπε η Έτα όταν πήγα στην κουζίνα και της ζήτησα να χτυπήσει εκείνη την πόρτα της κυρίας της και να µε αναγγείλει, «έχει σηκωθεί από το κρεβάτι και έχει ντυθεί. Δεν πάει ένα τέταρτο που της σέρβιρα το τσάι». Για την κυρία Μπάρµπορ, το «έχει ντυθεί» σήµαινε ότι φορούσε τις πιτζάµες της, παντόφλες µασουληµένες από τα σκυλιά και κάτι που έµοιαζε µε παλιά βραδινή κάπα ριγµένη στους ώµους της. «Ω, Θίο!» αναφώνησε και το πρόσωπό της φώτισε µια συγκινητική, ανεπιφύλακτη χαρά, που µου έφερε στο νου τον Άντι στις σπάνιες περιπτώσεις που χαιρόταν πραγµατικά για κάτι – όπως όταν είχε φτάσει µε το ταχυδροµείο ο τηλεσκοπικός φακός Nagler 22 χιλιοστών ή όταν είχε ανακαλύψει την πορνογραφική πλατφόρµα παιχνιδιού ρόλων ζωντανής δράσης, µε τις ζουµερές αµαζόνες που ήταν άσοι στο σπαθί να επιδίδονται σε αχαλίνωτο σεξ µε ιππότες και µάγους και λοιπούς ήρωες. «Είσαι τόσο γλυκός!» «Δεν τον έχετε ήδη, ελπίζω;» «Όχι». Ξεφυλλίζοντάς τον µε εκστατικό ύφος. «Μια τόσο υπέροχη κίνηση από µέρους σου! Δε θα το πιστέψεις, αλλά την είχα δει αυτή την έκθεση στη Βοστόνη, όταν πήγαινα στο πανεπιστήµιο!» «Θα πρέπει να ήταν σπουδαία», είπα, βουλιάζοντας αναπαυτικά σε µια πολυθρόνα. Ένιωθα πολύ καλύτερα απ’ όσο µπορούσα ακόµα και να ελπίζω µία ώρα πριν. Άρρωστος από στενοχώρια για τον πίνακα, άρρωστος από τον πονοκέφαλο, σε απόγνωση όταν σκεφτόµουν το δείπνο µε τους Λόνγκστριτ, απορώντας πώς στην ευχή θα άντεχα µια βραδιά µε καναπεδάκια µε ζεστή σος καβουρόψιχας και τον Φόρεστ να αναλύει τις απόψεις του περί οικονοµίας, όταν το µόνο που ήθελα να κάνω ήταν να φυτέψω µια σφαίρα στο κεφάλι µου, είχα προσπαθήσει να βρω την Κίτσι στο τηλέφωνο για να την εκλιπαρήσω να πει ότι ήµουν άρρωστος, προκειµένου να µαταιώσουµε την επίσκεψη και να περάσουµε τη βραδιά στο κρεβάτι στο διαµέρισµά της. Όµως, όπως συνέβαινε εξοργιστικά συχνά τις µέρες που η Κίτσι έβγαινε µόνη της, οι κλήσεις µου έµεναν αναπάντητες, τα µηνύµατα στο κινητό και στον
υπολογιστή έπεφταν στο κενό, τα φωνητικά µηνύµατα ξεχνιόνταν στον τηλεφωνητή – «Πρέπει ν’ αλλάξω συσκευή», έλεγε αλαφιασµένη όταν παραπονιόµουν για τα πολύ συχνά κενά στην επικοινωνία µας, «αυτή είναι προβληµατική, δεν εξηγείται αλλιώς», όµως, παρότι της είχα ζητήσει αρκετές φορές να πάµε µαζί µέχρι το κατάστηµα της Apple πιο κάτω και να πάρουµε µια καινούρια, είχε πάντα έτοιµη µια δικαιολογία: τη µια τις ουρές στο ταµείο, την άλλη ένα ραντεβού, την τρίτη ότι βαριόταν ή πεινούσε ή διψούσε ή έπρεπε επειγόντως να πάει στην τουαλέτα, να µην το αφήναµε για άλλη φορά, καλύτερα; Καθισµένος στην άκρη του κρεβατιού µου µε τα µάτια κλειστά, φουρκισµένος που δεν µπορούσα να τη βρω (πράγµα που φαινόταν να συµβαίνει κατά κανόνα όταν τη χρειαζόµουν περισσότερο), σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στον Φόρεστ και να του πω ο ίδιος ότι δεν αισθανόµουν καλά. Όµως, όσο άσχηµα κι αν ένιωθα, ήθελα να τη δω, έστω κι αν ήταν σε ένα δείπνο ανάµεσα σε ανθρώπους που δε συµπαθούσα. Έτσι, για να µπορέσω να σηκωθώ, να πάρω τους δρόµους και να αντέξω το πιο θανάσιµα βαρετό κοµµάτι της βραδιάς, κατέβασα µια ελαφριά –για µένα σε παλιότερες εποχές– δόση οπιούχων. Παραδόξως, αν και δεν κατέστειλε τον πονοκέφαλο, µου δηµιούργησε µια απρόσµενα καλή διάθεση. Μήνες είχα να νιώσω τόσο καλά. «Απόψε θα φάτε έξω µε την Κίτσι;» ρώτησε η κυρία Μπάρµπορ, ξεφυλλίζοντας ακόµα το δώρο µου. «Στου Φόρεστ Λόνγκστριτ;» «Ακριβώς». «Πήγαινε στην ίδια τάξη µ’ εσένα και τον Άντι, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Δεν ήταν ένα από εκείνα τα απαίσια αγόρια...» «Να σας πω...» Η ευφορία µε έκανε γενναιόδωρο. «Όχι ακριβώς». Ο Φόρεστ, αργοκίνητος και αργόστροφος («Κύριε, τα δέντρα θεωρούνται φυτά;»), δε διέθετε ποτέ την απαιτούµενη ευφυΐα για να βασανίσει τον Άντι ή εµένα µε συστηµατικό ή ευφάνταστο τρόπο. «Αλλά, ναι, καλά θυµάστε, ήταν µέλος εκείνης της οµάδας, ξέρετε, των Τεµπλ και Θαρπ και Κάβανο και Σέφερναν». «Αχ, ναι, ο Τεµπλ! Αυτόν σίγουρα τον θυµάµαι. Όπως και τον Κέιµπλ». «Ορίστε;» ρώτησα ξαφνιασµένος. «Αυτός κι αν είχε ελεεινή εξέλιξη», είπε χωρίς να µε κοιτάζει. «Ζει µε δανεικά, δεν µπορεί να κρατήσει καµία δουλειά και, απ’ ό,τι ακούω, είχε µπλεξίµατα και µε το νόµο. Έκοψε ακάλυπτες επιταγές και, προφανώς, η µητέρα του δεν κατάφερε να αποτρέψει τους ενδιαφερόµενους να τον µηνύσουν. Και ο Γουίν Τεµπλ...» συνέχισε αναβλέποντας, πριν προφτάσω να της εξηγήσω ότι ο Κέιµπλ δεν ήταν µέλος εκείνης της οµάδας των ανήλικων τραµπούκων. «Ήταν αυτός που είχε χτυπήσει το κεφάλι του Άντι στον τοίχο στα ντους». «Ναι, όντως». Αυτό που θυµόµουν κυρίως από το συµβάν στα ντους δεν ήταν τόσο η διάσειση που είχε πάθει ο Άντι όταν του βρόντηξαν το κεφάλι στον τοίχο, όσο ο Σάφερναν και ο Κάβανο να µε ακινητοποιούν στο πάτωµα και να προσπαθούν να µου χώσουν ένα αποσµητικό στον πρωκτό. Η κυρία Μπάρµπορ, τυλιγµένη στην κάπα της, µε ένα σάλι στα πόδια της σαν να πήγαινε µε έλκηθρο σε χριστουγεννιάτικη δεξίωση, ξεφύλλιζε ακόµα τον κατάλογό της. «Ξέρεις τι είπε εκείνο το αγόρι, ο Τεµπλ;» «Παρακαλώ;» «Ο Τεµπλ, λέω». Το βλέµµα της έµεινε στυλωµένο στο βιβλίο. Ο τόνος της ήταν ανάλαφρος, όπως θα µιλούσε σε έναν γνωστό της σε κάποιο σουαρέ. «Ξέρεις ποια ήταν η εξήγηση που
έδωσε; Όταν τον ρώτησαν γιατί άφησε τον Άντι αναίσθητο;» «Όχι, δεν ξέρω». «“Μου σπάει τα νεύρα αυτό το παιδί”. Δικηγορεί, απ’ ό,τι µαθαίνω. Ελπίζω να διατηρεί καλύτερα την ψυχραιµία του στις δικαστικές αίθουσες». «Ο χειρότερος δεν ήταν ο Γουίν», είπα ύστερα από µια αργόσυρτη παύση. «Ούτε κατά διάνοια. Ο Κάβανο και ο Σέφερναν, από την άλλη...» «Κι η µητέρα του ούτε που άκουγε. Πληκτρολογούσε κάποιο µήνυµα στο κινητό της. Ένα τροµερά επείγον ζήτηµα µε κάποιον πελάτη». Χαµήλωσα το βλέµµα µου στη µανσέτα του πουκαµίσου µου. Είχα φροντίσει να αλλάξω µετά τη δουλειά –αν υπήρχε ένα πράγµα που µου είχαν µάθει τα χρόνια χρήσης οπιούχων (για να µη µιλήσω για τα χρόνια εµπορίας πλαστών αντικών), ήταν ότι τα κολλαριστά πουκάµισα και τα ολόφρεσκα από το καθαριστήριο κοστούµια έκαναν θαύµατα στη συγκάλυψη πλήθους αµαρτιών–, αλλά ήµουν λίγο κουκουρούκου και απρόσεκτος από τα χάπια που είχα πάρει, κόβοντας βόλτες άσκοπα στο δωµάτιο όπως ντυνόµουν και σιγοτραγουδώντας µαζί µε τον Έλιοτ Σµιθ Λιακάδα, µε κρατάς ξύπνιο για µέρες,[1] και τώρα παρατηρούσα ότι δεν είχα διπλώσει σωστά τη µία µανσέτα. Άσε που είχα φορέσει παράταιρα υφασµάτινα µανικετόκουµπα: ένα µοβ, ένα µπλε. «Θα µπορούσαµε να είχαµε υποβάλει µήνυση», συνέχισε αφηρηµένα η κυρία Μπάρµπορ. «Δεν ξέρω καν γιατί δεν το κάναµε. Ο Τσανς είπε ότι έτσι θα χειροτέρευε ακόµα περισσότερο το κλίµα για τον Άντι στο σχολείο». «Η αλήθεια είναι...» Δεν υπήρχε τρόπος να διορθώσω τη µανσέτα µου χωρίς να το προσέξει. Η µόνη λύση ήταν να το αφήσω για το ταξί. «Υπαίτιος για εκείνο το σκηνικό στα ντους ήταν ο Σέφερναν, στην πραγµατικότητα». «Ναι, αυτό είπε κι ο Άντι, όπως και ο νεαρός Τεµπλ, αλλά γι’ αυτό καθαυτό το χτύπηµα και τη διάσειση δεν υπήρχε αµφιβολία...» «Ο Σέφερναν ήταν ένα ύπουλο κάθαρµα. Αυτός έσπρωξε τον Άντι πάνω στον Τεµπλ, και µετά περίµενε απέναντι στα αποδυτήρια, ξεκαρδισµένος στα γέλια µαζί µε τον Κάβανο και τους άλλους, για να δει τον καβγά που ήξερε ότι θα ακολουθούσε». «Τι να πω, δεν ξέρω γι’ αυτό, αλλά ο Ντέιβιντ» –αυτό ήταν το βαφτιστικό του Σέφερναν– «δεν ήταν καθόλου σαν τους άλλους, ήταν πάντα ευγενικός, µαζεµένος, τον καλούσαµε συχνά στο σπίτι, κι εκείνος προσπαθούσε φιλότιµα να βάλει τον Άντι σε παρέες. Ξέρεις πώς ήταν πολλά παιδιά µε τα πάρτι γενεθλίων και τα σχετικά...» «Ναι, αλλά ο Σέφερναν την είχε µονίµως στηµένη στον Άντι. Επειδή τον πίεζε η µητέρα του να συναναστρέφεται τον Άντι. Τον ανάγκαζε να καλεί τον Άντι, τον ανάγκαζε να έρχεται εδώ». Η κυρία Μπάρµπορ αναστέναξε και άφησε το φλιτζάνι της πάνω στο τραπέζι. Τσάι µε άρωµα γιασεµί, µπορούσα να το µυρίσω από εκεί που καθόµουν. «Έτσι κι αλλιώς, εσύ γνώριζες τον Άντι πολύ καλύτερα απ’ όσο εγώ», είπε ξαφνικά, σφίγγοντας πάνω της το κεντηµένο κολάρο της κάπας της. «Δεν κατάφερα ποτέ να τον δω όπως ήταν, αν και, από κάποιες απόψεις, ήταν ο αγαπηµένος µου. Μακάρι να µην προσπαθούσα συνέχεια να τον µεταµορφώσω σε κάτι που δεν ήταν. Αντίθετα, εσύ είχες την ικανότητα να τον δέχεσαι όπως ήταν, πολύ περισσότερο απ’ όσο ο πατέρας του, εγώ ή, ακόµα χειρότερα, ο αδερφός του. Κοίτα», είπε στην κάπως παγωµένη παύση που ακολούθησε, σχεδόν χωρίς να αλλάξει τον τόνο της φωνής της και ξεφυλλίζοντας ακόµα τον κατάλογο. «Εδώ είναι ο απόστολος Πέτρος. Που αποµακρύνει τα παιδιά από τον Ιησού». Σηκώθηκα πειθήνια και πήγα να σταθώ πίσω της. Ήξερα το έργο, ένα από τα
σπουδαιότερα, τα πιο συγκλονιστικά χαρακτικά µε την τεχνική της οξυγραφίας στο Μουσείο Μόργκαν, που έγινε γνωστό ως «Χαλκογραφία των Εκατό Φιορινιών» – αυτό ήταν το ποσό που, σύµφωνα µε το θρύλο, είχε πληρώσει ο ίδιος ο Ρέµπραντ για να το πάρει πίσω. «Είναι τόσο ακριβής στις λεπτοµέρειες ο Ρέµπραντ. Ακόµα και στα θρησκευτικά του θέµατα είναι λες και οι άγιοι κατέβηκαν στη Γη για να του ποζάρουν αυτοπροσώπως. Αυτοί οι δύο άγιοι Πέτροι...» Έδειξε τα σκίτσα µε µελάνι που κρέµονταν στον τοίχο. «Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά έργα, µε απόσταση πολλών χρόνων µεταξύ τους, κι όµως είναι ο ίδιος άνθρωπος, σώµατι και ψυχή, θα µπορούσες να τον ταυτοποιήσεις αν σε καλούσαν σε αστυνοµικό τµήµα για αναγνώριση, δε συµφωνείς; Το ίδιο κεφάλι µε τάσεις φαλάκρας. Το ίδιο πρόσωπο, πειθήνιο, σοβαρό. Η καλοσύνη γραµµένη πάνω του, κι ωστόσο η ίδια πάντα σύσπαση ανησυχίας και έγνοιας. Η αδιόρατη σκιά της προδοσίας». Αν και εκείνη κοίταζε ακόµα το βιβλίο, το βλέµµα µου είχε µαγνητίσει η φωτογραφία του Άντι µε τον πατέρα του στην ασηµένια κορνίζα στο τραπέζι δίπλα µας. Δεν ήταν παρά ένα τυχαίο στιγµιότυπο, αλλά η αίσθηση της φθαρτότητας και της προοιωνιζόµενης καταδίκης ήταν τέτοια, που κανείς δάσκαλος του χρυσού αιώνα της ολλανδικής ζωγραφικής δε θα µπορούσε να συλλάβει και να αποτυπώσει περισσότερο αριστοτεχνικά. Ο Άντι και ο κύριος Μπάρµπορ κόντρα σε σκοτεινό φόντο, σβησµένα κεριά που κάπνιζαν σε κηροστάτες πάνω στον τοίχο, το χέρι του κυρίου Μπάρµπορ πάνω σε ένα µοντέλο πλοίου. Το αποτέλεσµα δε θα µπορούσε να είναι πιο αλληγορικό –αν όχι ανατριχιαστικό–, ακόµα κι αν είχε το χέρι του πάνω σε νεκροκεφαλή. Από πάνω, στη θέση της κλεψύδρας που τόσο λάτρευαν οι Ολλανδοί ζωγράφοι αλληγορικών νεκρών φύσεων µε θέµα τη θνητότητα και τη µαταιότητα της ύπαρξης, ένα άχαρο και κάπως δυσοίωνο ρολόι τοίχου µε ρωµαϊκά αριθµητικά σύµβολα. Μαύροι δείκτες: δώδεκα παρά πέντε. Ο χρόνος τελειώνει... «Μανούλα...» Ο Πλατ είχε εισβάλει ορµητικά, για να σταθεί απότοµα µόλις µε είδε. «Ω, χρυσέ µου, µη σκοτίζεσαι να χτυπάς την πόρτα πριν µπεις», είπε η κυρία Μπάρµπορ χωρίς να σηκώσει το βλέµµα από το βιβλίο της, «είσαι πάντα ευπρόσδεκτος». «Εγώ...» Ο Πλατ µε κοίταζε σαν χαζός. «Η Κίτσι», είπε νευρικά, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες του σακακιού του. «Κόλλησε», ολοκλήρωσε την πρότασή του απευθυνόµενος στη µητέρα του. Η κυρία Μπάρµπορ σήκωσε ξαφνιασµένη το βλέµµα. «Ω!» έκανε. Οι µατιές που αντάλλαξαν εµπεριείχαν σαφώς ένα κρυφό µήνυµα. «Κόλλησε;» ρώτησα χαµογελώντας, κοιτώντας µια τον ένα και µια την άλλη. «Πού;» Δεν έµελλε να πάρω απάντηση. Ο Πλατ, µε το βλέµµα πάντα καρφωµένο στη µητέρα του, πήγε να πει κάτι, αλλά ξανάκλεισε το στόµα του. Ο τρόπος της κυρίας Μπάρµπορ είχε κάτι το επιτηδευµένο όταν άφησε στην άκρη τον κατάλογο και είπε, χωρίς να µε κοιτάζει: «Αν δεν απατώµαι, νοµίζω ότι θα πήγαινε κάπου για γκολφ σήµερα». «Αλήθεια;» ρώτησα ξαφνιασµένος. «Δεν είναι κάπως άσχηµος ο καιρός για γκολφ;» «Κλειστοί δρόµοι», έσπευσε να προσθέσει ο Πλατ, ρίχνοντας ξανά µια πλάγια µατιά στη µητέρα του. «Κόλλησε στο µποτιλιάρισµα. Χαµός στον αυτοκινητόδροµο, λέει. Τηλεφώνησε στον Φόρεστ», συµπλήρωσε κοιτάζοντας εµένα, «θα καθυστερήσουν το δείπνο». «Ίσως», είπε συλλογισµένα έπειτα από µια παύση η κυρία Μπάρµπορ, «ίσως θα ’πρεπε να πάτε κάπου µε τον Θίο για ένα ποτό. Ναι», έκανε απευθυνόµενη στον Πλατ µε τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις, σταυρώνοντας τα χέρια στην ποδιά της, «αυτή είναι µια εξαιρετική ιδέα. Πηγαίνετε για ένα ποτό οι δυο σας. Κι εσύ!» είπε γυρνώντας προς το µέρος µου µε ένα λαµπερό
χαµόγελο. «Είσαι αληθινός άγγελος! Σ’ ευχαριστώ πολύ για το βιβλίο µου!» Τεντώθηκε και έπιασε το χέρι µου. «Μου έκανες το πιο υπέροχο δώρο στον κόσµο!» «Μα...» «Ναι;» «Δε θα χρειαστεί να έρθει από δω για να φρεσκαριστεί;» ρώτησα σαστισµένος. «Ορίστε;» Με κοίταζαν και οι δύο µε απορία. «Αν έχει πάει για γκολφ... Δε θα πρέπει ν’ αλλάξει; Σίγουρα δεν µπορεί να εµφανιστεί στο δείπνο του Φόρεστ µε τα ρούχα του γκολφ», εξήγησα κοιτώντας τους εναλλάξ, και µετά, µην παίρνοντας απάντηση: «Δεν έχω πρόβληµα να την περιµένω εδώ». Η κυρία Μπάρµπορ σούφρωσε τα χείλη σκεφτική, µε τα βλέφαρά της να βαραίνουν, κι εκείνη τη στιγµή, επιτέλους, κατάλαβα. Ήταν κουρασµένη. Δεν περίµενε ότι θα έπρεπε να κάτσει και να υποδυθεί την καλή οικοδέσποινα για χάρη µου, όµως ήταν υπερβολικά ευγενική για να το πει. Πετάχτηκα πάνω κατακόκκινος. «Αν και... η ώρα περνάει, και οµολογώ ότι θα το ’θελα ένα κοκτέιλ...» Εκείνη ακριβώς τη στιγµή το τηλέφωνο στην τσέπη µου, που ήταν βουβό από το πρωί, κουδούνισε. Εισερχόµενο µήνυµα. Το έβγαλα αδέξια – ένιωθα τόσο εξαντληµένος, ώστε µετά βίας κατάφερα να βρω την τσέπη µου. Και βέβαια ήταν από την Κίτσι, γεµάτο εύθυµoυς χαρακτήρες emoji. ♥♥ Γεια σου, αγαπούλα ♥ θα αργήσω καµιά ώρα! U! O!{¯A!!! Ελπίζω να σε πρόλαβα! Φόρεστ και Σίλια καθυστερούν δείπνο, θα βρεθούµε εκεί 9 µ.µ., σ’ αγαπώ τρελά! Κιτς ♥O♥O♥O♥
[1] Sunshine been keeping me up for days: Στίχος από το τραγούδι του Έλιοτ Σµιθ µε τίτλο «Pretty (Ugly Before)», που κυκλοφόρησε το 2003 και αναφέρεται στη διεγερτική ουσία µεφεδρόνη (αυτή είναι η λιακάδα που τον κρατάει ξύπνιο για µέρες). (Σ.τ.Μ.)
xiv.
ΠΕΝΤΕ
δεν είχα συνέλθει ακόµα εντελώς από τη βραδιά µου µε τον Μπόρις, αφενός επειδή ήµουν πνιγµένος µε πελάτες, δηµοπρασίες στις οποίες έπρεπε να παραστώ, αντίκες σε παλιά αρχοντικά που έπρεπε να ελέγξω, αφετέρου επειδή σχεδόν κάθε βράδυ έπρεπε να συνοδέψω την Κίτσι σε διάφορες εξαντλητικές εκδηλώσεις: σε εορταστικά πάρτι, σε επίσηµα δείπνα, στην παράσταση Πελλέας και Μελισσάνθη του Κλοντ Ντεµπισί στη Μητροπολιτική Όπερα – ξύπνηµα κάθε πρωί στις έξι και ξενύχτι τα βράδια, µερικές φορές µέχρι και τις δύο το πρωί, ζήτηµα αν ξέκλεβα δύο λεπτά για να µείνω µόνος ή (ακόµα χειρότερα) για να µείνω µόνος µαζί της, κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα µε τρέλαινε, αλλά στις δεδοµένες περιστάσεις µε κρατούσε τόσο απασχοληµένο και εξουθενωµένο από την κούραση, ώστε δεν προλάβαινα ούτε να το σκεφτώ καλά καλά. Όλη την εβδοµάδα δεν έβλεπα την ώρα να φτάσει η Τρίτη της Κίτσι µε τις φίλες της, όχι επειδή δεν ήθελα να τη δω, αλλά επειδή ο Χόµπι είχε κανονίσει να βγει έξω για δείπνο και εγώ ανυποµονούσα να µείνω µόνος, να τσιµπήσω ό,τι έβρισκα στο ψυγείο και να πέσω νωρίς για ύπνο. Αλλά την ώρα του κλεισίµατος, στις εφτά το απόγευµα, είχα ακόµα κάµποσες εκκρεµότητες να τακτοποιήσω στο µαγαζί. Ένας διακοσµητής είχε –ω του θαύµατος!– σκάσει µύτη στο µαγαζί για να µε ρωτήσει για κάτι πανάκριβα παλιοµοδίτικα µπρούντζινα σκεύη κουζίνας που είχε σταθεί αδύνατον να πουληθούν και απλώς µάζευαν σκόνη πάνω σε ένα σκρίνιο από την εποχή του Γουέλτι. Ήξερα ελάχιστα για αυτά τα πράγµατα και έψαχνα για κάποιο σχετικό άρθρο σε ένα παλιότερο τεύχος του περιοδικού Antiques, όταν εµφανίστηκε ξαφνικά ο Μπόρις και χτύπησε τη γυάλινη πόρτα, ούτε πέντε λεπτά αφού είχα κλειδώσει. Έξω έριχνε καρεκλοπόδαρα. Mέσα στη νεροποντή ήταν απλώς µια σκιά µε πανωφόρι, αδύνατον να τον αναγνωρίσω, αλλά ο χαρακτηριστικός τρόπος µε τον οποίο χτυπούσε µου ήταν οικείος από το παρελθόν, τότε που χτυπούσε την τζαµόπορτα στην πλακόστρωτη αυλή του σπιτιού του µπαµπά µου για να του ανοίξω. Μπήκε φουριόζος και τινάχτηκε δυνατά, πιτσιλίζοντας µε νερά ολόγυρα. «Έρχεσαι µια βόλτα προς τα πάνω µαζί µου;» ρώτησε χωρίς προλόγους. «Έχω δουλειά». «Α, ναι;» είπε µε τόνο τόσο τρυφερό και χολωµένο και καταφανώς, παιδιάστικα προσβεβληµένο, ώστε στράφηκα από το ράφι µε τα βιβλία που έψαχνα για να τον κοιτάξω. «Και δε θα µε ρωτήσεις καν γιατί; Γιατί νοµίζω ότι θα ήθελες να έρθεις». «Όταν λες “προς τα πάνω”, πού εννοείς;» «Πάω να µιλήσω µε κάτι ανθρώπους». «Σχετικά µε...» «Ναι», απάντησε αµέσως, ρουφώντας τη µύτη του και σκουπίζοντάς τη µε την ανάστροφη του χεριού του. «Ακριβώς. Δεν είναι απαραίτητο να έρθεις, θα έπαιρνα µαζί τον δικό µου, τον Τόλι, αλλά σκέφτηκα ότι, για πολλούς λόγους, ίσως θα ήταν καλό να είσαι µαζί... Ναι, Πόπτσικ, ναι!» είπε, σκύβοντας για να πάρει αγκαλιά το σκύλο, που ήρθε να τον καλωσορίσει. «Κι εγώ χαίροµαι που σε βλέπω! Του αρέσει το µπέικον», µου είπε, τρίβοντας τη µύτη του στο ΕΞΙ ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
σβέρκο του Πόπερ και ξύνοντάς τον πίσω από τα αφτιά. «Του ψήνεις ποτέ καµιά φετούλα; Και το ψωµί τού αρέσει, όταν είναι βουτηγµένο στο λίπος». «Να µιλήσεις µε ποιον; Δε µου λες». Ο Μπόρις παραµέρισε το τσουλούφι που έσταζε στα µάτια του. «Με έναν τύπο που ξέρω. Τον λένε Χορστ. Παλιός φίλος της Μίριαµ. Bρέθηκε επίσης ριγµένος σ’ αυτή τη συµφωνία και... Για να είµαι ειλικρινής, δε νοµίζω ότι µπορεί να µας βοηθήσει, αλλά η Μίριαµ είπε ότι δε χάνω τίποτα να του ξαναµιλήσω. Και µάλλον έχει δίκιο».
xv.
ΣΤΗ
έβρεχε τόσο καταρρακτωδώς, ώστε ο Γιούρι έπρεπε να φωνάξει («Τι σκατόκαιρος!») για να τον ακούσουµε πάνω από τον ορυµαγδό στο πίσω κάθισµα της λιµουζίνας. Ο Μπόρις άδραξε την ευκαιρία να µε κατατοπίσει χαµηλόφωνα σχετικά µε τον Χορστ. «Πολύ πολύ θλιβερή ιστορία. Γερµανός. Ενδιαφέρων τύπος, έξυπνος κι ευαίσθητος. Και από τζάκι... Μου τα εξήγησε µια φορά, αλλά πού να θυµάµαι... Ο µπαµπάς του ήταν µισός Αµερικανός και του άφησε ένα βουνό λεφτά, αλλά, όταν ξαναπαντρεύτηκε η µητέρα του...» Σε αυτό το σηµείο ανέφερε το όνοµα ενός µεγιστάνα διεθνούς βεληνεκούς, που συνοδευόταν από κάποιες αόριστες σκοτεινές φήµες περί παρελθοντικών ναζιστικών εγκληµάτων. «Εκατοµµύρια! Θέλω να πω, είναι απίστευτο πόσα λεφτά έχουν αυτοί οι άνθρωποι. Κολυµπάνε στο χρήµα. Μόνο που δε χέζουν χρήµα!» «Ναι, πολύ θλιβερή ιστορία, πραγµατικά». «Αλλά, βλέπεις... ο Χορστ είναι τελειωµένο πρεζάκι. Εσύ µε ξέρεις» –µακρόθυµο ανασήκωµα των ώµων– «δεν κρίνω και δεν καταδικάζω ποτέ. Ας κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, γούστο του και καπέλο του! Αλλά ο Χορστ... πολύ θλιβερή περίπτωση. Ερωτεύτηκε αυτή την τύπισσα που ήταν εξαρτηµένη και τον έµπλεξε κι αυτόν. Του έγινε τσιµπούρι, κι όταν τέλειωσαν τα λεφτά, τον παράτησε. Η οικογένεια του Χορστ τον αποκήρυξε, πολλά χρόνια πριν. Κι αυτός ακόµα λιώνει για εκείνη τη µικρή σκρόφα. Μικρή λέω, αλλά πρέπει να ζυγώνει τα σαράντα. Η Ούλρικα µε τ’ όνοµα! Κάθε φορά που ο Χορστ πιάνει στα χέρια του λίγα λεφτά, εκείνη ξαναγυρίζει για να τα ξεκοκαλίσει. Και µετά τον παρατάει πάλι». «Τι σχέση έχει αυτός µε την υπόθεσή µας;» «Ο συνεργάτης του Χορστ, ο Σάσα, ήταν που έκλεισε τη συµφωνία. Γνώρισα τον τύπο, µου φάνηκε εντάξει, πού να ξέρω; Ο Χορστ µε προειδοποίησε ότι ο ίδιος δεν είχε ποτέ πριν αλισβερίσια µε τον άνθρωπο που ήξερε ο Σάσα, αλλά εγώ βιαζόµουν και δεν το χειρίστηκα όπως θα ’πρεπε και» –χέρια ψηλά σε µια κίνηση παραίτησης– «παφ! Η Μίριαµ είχε δίκιο, πάντα έχει δίκιο, είµαι βλάκας που δεν την άκουσα!» Το νερό κυλούσε στα παράθυρα βαρύ σαν υδράργυρος, αποµονώνοντάς µας από τον έξω κόσµο, κάνοντας τα φώτα να τρεµοπαίζουν και να λιώνουν γύρω µας µέσα σε µια βουή που µου έφερε στο µυαλό τον Μπόρις κι εµένα να καθόµαστε αραχτοί στο πίσω κάθισµα της Lexus στο Βέγκας ενώ ο µπαµπάς µου περνούσε το αυτοκίνητο µέσα από το αυτόµατο πλυντήριο. «Ο Χορστ είναι συνήθως ψείρας όταν διαλέγει συνεργάτες, οπότε σκέφτηκα ότι θα ήταν εντάξει. Όµως... είναι πολύ συγκρατηµένος, αν µε πιάνεις. “Ασυνήθιστος”, µου είπε. “Αντισυµβατικός”. Τι να καταλάβω εγώ, τώρα, απ’ αυτό; Κι όταν πάω εκεί, βρίσκοµαι µπροστά σ’ ένα µάτσο ψυχάκηδες. Του τύπου “πυροβολώ ό,τι κινείται”! Μα να βάλουν στο σηµάδι τις κότες; Ενώ αυτές οι φάσεις πρέπει να τελειώνουν ήσυχα κι αθόρυβα! Μιλάµε, ν’ αναρωτιέσαι: Τι διάολο, στην τηλεόραση τα ’χουν δει αυτά; Και καλά, ότι έτσι πρέπει να γίνονται τα πράγµατα; Κανονικά, σε τέτοιες περιστάσεις όλοι είναι κυριλέ, ευγενικοί, µε το σεις και µε το σας, κρατώντας χαµηλούς τόνους. Έτσι λέει η Μίριαµ, και έχει δίκιο, καµία σχέση µε ΔΙΑΔΡΟΜΗ
πιστολίδια! Και τι τρέλα είναι, πάλι, αυτή να έχουν κοτέτσια στο Μαϊάµι; Και τοσοδά να είναι... µιλάµε για γειτονιά µε τζακούζι και γήπεδα του τένις, καταλαβαίνεις; Ποιος έχει κότες; Πολύ θέλει να σε καταγγείλει ο γείτονας για τα κακαρίσµατα στην αυλή; Όµως όταν τ’ ανακάλυψα όλα αυτά» –άλλο ένα εύγλωττο ανασήκωµα των ώµων– «ήταν πια πολύ αργά. Ήµουν εκεί, δεν υπήρχε επιστροφή. Προσπάθησα να πω στον εαυτό µου να µην ανησυχεί πολύ, αλλά αποδείχτηκε ότι είχα δίκιο που ανησυχούσα». «Τι έγινε;» «Ούτε κι εγώ ξέρω καλά καλά. Πήρα τα µισά από τα καλούδια που µου είχαν υποσχεθεί, τα υπόλοιπα θα έρχονταν σε µία εβδοµάδα. Εντάξει, συµβαίνουν αυτά. Αλλά τότε τους έπιασαν, κι εγώ δεν πήρα τα υπόλοιπα µισά και δεν πήρα ούτε τον πίνακα πίσω. Ο Χορστ... θέλει κι αυτός να τον βρούµε, είχε κι εκείνος µεγάλη χασούρα. Τέλος πάντων, ελπίζω ότι θα ξέρει περισσότερα απ’ όσα την προηγούµενη φορά που µιλήσαµε».
xvi.
Ο ΓΙΟΥΡΙ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ ΚΟΝΤΑ στην 60ή, όχι πολύ µακριά από το διαµέρισµα των Μπάρµπορ. «Εδώ είναι;» ρώτησα, τινάζοντας τη βροχή από την οµπρέλα του Χόµπι. Στεκόµασταν µπροστά σε ένα από τα επιβλητικά µέγαρα µε την πέτρινη πρόσοψη κοντά στην Πέµπτη Λεωφόρο: µαύρες σφυρήλατες πόρτες, βαριά ρόπτρα σε σχήµα λεοντοκεφαλής. «Ναι, είναι το σπίτι του πατέρα του, οι συγγενείς του προσπαθούν να τον πετάξουν έξω µε νοµικά µέσα, αλλά σιγά µην τα καταφέρουν». Σπρώξαµε την πόρτα µόλις ακούσαµε το χαρακτηριστικό βόµβο, µπήκαµε στο παλιό ασανσέρ –µε κλωβό αντί για κλειστή καµπίνα– και ανεβήκαµε στον πρώτο όροφο. Μας τύλιξε αµέσως µια µυρωδιά θυµιάµατος, χόρτου και σάλτσας για µακαρόνια. Την πόρτα άνοιξε µια ψηλόλιγνη ξανθιά: κοντοκουρεµένα µαλλιά, µικρά µάτια, απαθές πρόσωπο που θύµιζε καµήλα. Ήταν ντυµένη σαν χαµίνι άλλης εποχής ή σαν παιδί που διανέµει εφηµερίδες: παντελόνι πιε ντε πουλ, µποτάκια µέχρι τον αστράγαλο, βρόµικη ισοθερµική µπλούζα, τιράντες. Κουρνιασµένο στην άκρη της µύτης της ήταν ένα ζευγάρι στρογγυλά γυαλιά µε συρµάτινο σκελετό. Παραµέρισε χωρίς λέξη για να περάσουµε και αποσύρθηκε, αφήνοντάς µας µόνους σε ένα µισοσκότεινο ρυπαρό σαλόνι σε µέγεθος σάλας χορού – µια ρηµαγµένη παραλλαγή σκηνής από αριστοκρατικό σπίτι σε ταινία του Φρεντ Αστέρ: ψηλά ταβάνια, φαγωµένα γύψινα διακοσµητικά, πιάνο µε ουρά, σκονισµένος πολυέλαιος µε τα µισά κρύσταλλα σπασµένα ή ανύπαρκτα, ελικοειδής σκάλα αλά Χόλιγουντ σπαρµένη µε αποτσίγαρα. Από κάπου στο βάθος ακούγονταν ψαλµωδίες σούφι µοναχών: Allāhu Allāhu Allāhu Haqq. Allāhu Allāhu Allāhu Haqq. Κάποιος είχε σχεδιάσει µε κάρβουνο πάνω στον τοίχο µια σειρά από γυµνά σε φυσικό µέγεθος να ανεβαίνουν τις σκάλες σαν καρέ ταινίας. Υπήρχαν ελάχιστα έπιπλα πέρα από έναν ποντικοφαγωµένο καναπέ-κρεβάτι και κάποιες καρέκλες και τραπέζια που λες και τα είχαν µαζέψει από το δρόµο. Άδειες κορνίζες πινάκων στους τοίχους, ένα κεφάλι κριαριού. Στην τηλεόραση µια ταινία κινουµένων σχεδίων αναβόσβηνε ιλιγγιωδώς, ένα στροβοσκοπικό φαινόµενο ικανό να προκαλέσει κρίση επιληψίας: περιστρεφόµενα γεωµετρικά σχήµατα που εναλλάσσονταν σπασµωδικά µε γράµµατα και εικόνες από αγώνες ταχύτητας αυτοκινήτων. Πέρα απ’ αυτό και την πόρτα πίσω από την οποία είχε αποσυρθεί η ξανθιά, το µοναδικό φως προερχόταν από µια φορητή λάµπα, που έριχνε έναν έντονο άσπρο κύκλο πάνω σε λιωµένα κεριά, καλώδια υπολογιστή, άδεια µπουκάλια µπίρας και φιάλες βουτανίου, λαδοµπογιές σε κασετίνες και εκτός, πλήθος αναλυτικούς καταλόγους έργων τέχνης, βιβλία στα γερµανικά και στα αγγλικά, συµπεριλαµβανοµένων της Απόγνωσης του Ναµπόκοφ και του Είναι και Χρόνος του Χάιντεγκερ µε κοµµένο το εξώφυλλο, µπλοκ σχεδίου, λευκώµατα τέχνης, σταχτοδοχεία, καµένα κοµµάτια αλουµινόχαρτου και µια βροµερή µαξιλάρα πάνω στην οποία κοιµόταν µια γκρίζα τιγρέ γάτα. Πάνω από την πόρτα, σαν τρόπαιο από κάποιο κυνηγετικό περίπτερο στο Μέλανα Δρυµό, µια βάση µε κέρατα ελαφιών έριχνε παραµορφωµένες σκιές που απλώνονταν και διακλαδίζονταν στο ταβάνι, δηµιουργώντας µια αίσθηση τροµακτικού σκανδιναβικού µύθου. Συζητήσεις από το διπλανό δωµάτιο. Τα παράθυρα σαβανωµένα µε πρόχειρα κρεµασµένα
σεντόνια, όσο λεπτά χρειαζόταν για να φιλτράρουν µια διάχυτη ιώδη µαρµαρυγή από το δρόµο. Καθώς κοίταζα γύρω µου, σιλουέτες αναδύονταν από το σκοτάδι και µεταµορφώνονταν µε µια ονειρική παραδοξότητα. Για παράδειγµα, το αυτοσχέδιο διαχωριστικό του δωµατίου, ένα χαλί κρεµασµένο από µια πετονιά στο ταβάνι, αποδείχτηκε µε µια πιο προσεκτική µατιά ότι ήταν ταπισερί, και µάλιστα καλής ποιότητας, του δέκατου όγδοου αιώνα ή και παλιότερη, πανοµοιότυπη σχεδόν µε ένα αριστούργηµα των υφαντουργείων της Αµιένης που είχα δει σε κάποιον κατάλογο δηµοπρασίας µε τιµή εκκίνησης τις σαράντα χιλιάδες λίρες Αγγλίας. Και δεν ήταν όλες οι κορνίζες στους τοίχους άδειες: Κάποιες περιείχαν πίνακες, ένας από τους οποίους –παρά το υποτυπώδες φως– έµοιαζε πολύ µε Κορό. Ήµουν έτοιµος να πάω να τον ελέγξω από κοντά, όταν εµφανίστηκε στην πόρτα ένας άντρας που θα µπορούσε να είναι από τριάντα µέχρι πενήντα χρονών: καταβεβληµένος, µε µακριά και λεπτά άκρα, ίσια µαλλιά στο χρώµα της άµµου τα οποία είχε χτενισµένα προς τα πίσω, ντυµένος µε µαύρο πάνκικο τζιν σκισµένο στα γόνατα, κουρελέ µπλούζα Άγγλου καταδροµέα και εντελώς αταίριαστο σακάκι κοστουµιού από πάνω. «Γεια σου», µε χαιρέτησε µε βρετανικό φλέγµα και µε µια αδιόρατη γερµανική νότα στην προφορά του. «Eσύ πρέπει να είσαι ο Πότερ». Μετά στράφηκε στον Μπόρις: «Χαίροµαι που ήρθατε. Εσείς οι δυο πρέπει να µείνετε να σας δω λιγάκι. Η Κάντι κι ο Νάιαλ ετοιµάζουν δείπνο µαζί µε την Ούλρικα». Μια κίνηση πίσω από την ταπισερί, στα πόδια µου, µε έκανε να υποχωρήσω βιαστικά: κουκουλωµένα σώµατα στο πάτωµα, υπνόσακοι, µυρωδιά άστεγων. «Ευχαριστούµε, δεν µπορούµε να µείνουµε», είπε ο Μπόρις, σηκώνοντας τη γάτα από τη µαξιλάρα και χαϊδεύοντάς τη πίσω από τα αφτιά. «Αλλά λίγο κρασί θα ήταν ό,τι πρέπει, αν δεν είναι µπελάς». Χωρίς λέξη, ο Χορστ έδωσε στον Μπόρις το ποτήρι του και µετά φώναξε κάτι στα γερµανικά προς το πίσω δωµάτιο. «Είσαι έµπορος, σωστά;» ρώτησε γυρνώντας σ’ εµένα. Στο τρεµουλιαστό φως της τηλεόρασης τα ανοιχτόχρωµα µάτια του θύµιζαν µάτια γλάρου, µε ακίνητα βλέφαρα και διεσταλµένες κόρες που γυάλιζαν. «Σωστά», απάντησα αµήχανα. Και µετά: «Α, ευχαριστώ». Μια άλλη γυναίκα –µαύρα καρέ µαλλιά, ψηλές µαύρες µπότες, φούστα ακριβώς στο κατάλληλο µήκος για να αποκαλύπτει το τατουάζ µε τη µαύρη γάτα στο γαλακτερό µηρό της– είχε εµφανιστεί µε ένα µπουκάλι και δύο ποτήρια: ένα για τον Χορστ, ένα για µένα. «Danke, αγάπη µου», είπε ο Χορστ. «Θέλετε να “σουτάρουµε”;» «Όχι τώρα», απάντησε ο Μπόρις, σκύβοντας για να ξεκλέψει ένα φιλί από τη µελαχρινή τη στιγµή που περνούσε από µπροστά του. «Αναρωτιόµουν όµως: Τι νέα από τον Σάσα;» «Ο Σάσα...» Ο Χορστ κάθισε βαριά στον καναπέ-κρεβάτι και άναψε τσιγάρο. Με το σκισµένο τζιν και τα άρβυλα, θύµιζε κακέκτυπο χολιγουντιανού ρολίστα της δεκαετίας του 1940, κάποιον mitteleuropäischer[1] που καθιερώθηκε υποδυόµενος τραγικούς βιολιστές και καλλιεργηµένους πρόσφυγες οι οποίοι περνάνε τα πάνδεινα. «Όλα δείχνουν προς Ιρλανδία. Κι αυτό είναι καλό, αν θες τη γνώµη µου». «Δε µου ακούγεται πειστικό». «Ούτ’ εµένα, αλλά µίλησα µε αρκετούς και, µέχρι στιγµής τουλάχιστον, οι πληροφορίες δείχνουν προς τα εκεί». Μιλούσε µε το χαρακτηριστικό άρρυθµο, ψιθυριστό, άνευρο τρόπο των ηρωινοµανών, αλλά χωρίς να µασάει και να σέρνει τις λέξεις. «Σύντοµα θα ξέρουµε περισσότερα, ελπίζω».
«Φίλοι του Νάιαλ;» «Όχι. Ο Νάιαλ λέει ότι δεν τους ξέρει. Αλλά είναι µια αρχή». Το κρασί ήταν χάλια: φτηνό κόκκινο σιράχ από σούπερ µάρκετ. Θέλοντας να αποµακρυνθώ όσο περισσότερο µπορούσα από τα κουβαριασµένα κορµιά στο πάτωµα, πήγα να επιθεωρήσω µερικά εκµαγεία πάνω σε ένα ξεχαρβαλωµένο τραπέζι: ένας αντρικός κορµός· µια Αφροδίτη µε ριχτό χιτώνα γερµένη πάνω σε ένα βράχο· ένα πόδι µε σανδάλι. Στο λιγοστό φως φάνταζαν σαν τα κλασικά γύψινα εκµαγεία που πουλιούνται σωρηδόν στα καταστήµατα ειδών ζωγραφικής –πρότυπα για µαθητευόµενους ζωγράφους–, αλλά, όταν άγγιξα το πόδι, ένιωσα τη στιλπνότητα του µαρµάρου, λεία και ψυχρή. «Μα γιατί θα τον πήγαιναν στην Ιρλανδία;» ρώτησε ανήσυχα ο Μπόρις. «Σιγά την αγορά συλλεκτών! Είχα την εντύπωση ότι όλοι προσπαθούν να βγάλουν κοµµάτια από τη χώρα, όχι να τα µπάσουν». «Ναι, αλλά ο Σάσα πιστεύει ότι χρησιµοποιεί τον πίνακα για να ξοφλήσει κάποιο χρέος». «Δηλαδή, ο µάγκας έχει δεσµούς εκεί;» «Προφανώς». «Δυσκολεύοµαι να το πιστέψω». «Τι, για τους δεσµούς;» «Όχι, για το χρέος. Αυτός ο τύπος... έδινε την εντύπωση ότι έκλεβε ζάντες µέχρι πριν από έξι µήνες». Ο Χορστ ανασήκωσε τους ώµους ανεπαίσθητα: νυσταγµένα µάτια, ζαρωµένο µέτωπο. «Ποιος ξέρει. Δε θα στοιχηµάτιζα ότι ισχύει, αλλά, πάλι, εγώ δεν ήµουν ποτέ του τζόγου. Αν θα έκοβα το χέρι µου γι’ αυτό;» πρόσθεσε, τινάζοντας τη στάχτη από το τσιγάρο του στο πάτωµα. «Όχι». Ο Μπόρις κοίταξε σκυθρωπός το ποτήρι του. «Ήταν ερασιτέχνης, πίστεψέ µε! Αν τον έβλεπες, θα συµφωνούσες µαζί µου». «Ναι, αλλά είναι και τζογαδόρος, λέει ο Σάσα». «Δεν πιστεύεις ότι ίσως ξέρει περισσότερα ο Σάσα;» «Όχι». Υπήρχε κάτι απόµακρο στον τρόπο του, σαν να µονολογούσε. «“Περίµενε και βλέπουµε”. Αυτό µου λένε όλοι. Πολύ δυσάρεστη απάντηση. Η υπόθεση βροµάει και ζέχνει, αν θες τη γνώµη µου. Αλλά, όπως επιµένω να λέω, δεν έχουµε φτάσει ακόµα στην καρδιά του ζητήµατος». «Και πότε γυρίζει ο Σάσα στην πόλη;» Το µισοσκότεινο δωµάτιο µε µετέφερε πίσω στα εφηβικά µας χρόνια στο Βέγκας, σαν τη ζοφερή αίσθηση ενός ονείρου που συνεχίζει να σε βαραίνει και αφού ξυπνήσεις: ντουµάνι από καπνό τσιγάρου, βρόµικα ρούχα στο πάτωµα, το πρόσωπο του Μπόρις άλλοτε γαλαζωπό και άλλοτε πελιδνό στο τρεµοφέγγισµα της αναµµένης τηλεόρασης. «Την ερχόµενη εβδοµάδα. Θα σε πάρω τηλέφωνο. Θα του µιλήσεις ο ίδιος τότε». «Ναι, αλλά νοµίζω ότι πρέπει να είσαι κι εσύ παρών». «Ναι, κι εγώ το ίδιο. Θα είµαστε και οι δύο πιο έξυπνοι στο µέλλον... Αυτό δε θα έπρεπε να έχει συµβεί... µα, όπως κι αν έχει», είπε ο Χορστ, ξύνοντας αργά το λαιµό του µε µια συλλογισµένη έκφραση, «καταλαβαίνεις ότι προσέχω να µην τον παραζορίσω». «Πράγµα που τον βολεύει µια χαρά». «Έχεις υποψίες. Πες µου». «Νοµίζω...» Ο Μπόρις έριξε µια πλάγια µατιά προς την πόρτα. «Ναι;»
«Νοµίζω», ξανάρχισε χαµηλώνοντας αισθητά τον τόνο της φωνής του, «ότι παραείσαι ελαστικός µαζί του. Ναι, καλά» –σηκώνοντας τα χέρια για να προλάβει τις διαµαρτυρίες του– «ξέρω τι θα πεις. Αλλά... παραείναι βολικό να γίνει καπνός αυτός ο τύπος χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος πίσω του και ο Σάσα να µην ξέρει τίποτα!» «Τι να πω, δεν αποκλείεται», συµφώνησε ο Χορστ. Έδειχνε αδιάφορος και κάπως φευγάτος, σαν ενήλικος σε ένα δωµάτιο µε πιτσιρίκια. «Αυτή η ιστορία µού ’χει γίνει βραχνάς – όπως και σε όλους µας, δηλαδή. Θέλω να ξεκαθαρίσει όσο το θέλεις κι εσύ. Αν και, τόσα λίγα που ξέρουµε, ο τύπος θα µπορούσε να είναι και µπάτσος». «Όχι», διαφώνησε ρητά ο Μπόρις. «Δεν ήταν µπάτσος. Σίγουρα. Το ξέρω». «Λοιπόν, για να είµαι απόλυτα ειλικρινής µαζί σου, ούτε εγώ το πιστεύω. Σ’ αυτή την ιστορία υπάρχουν πολλά ακόµα που δεν ξέρουµε. Παρ’ όλα αυτά, είµαι αισιόδοξος». Είχε πάρει ένα ξύλινο κουτί από το σχεδιαστήριο και έψαχνε κάτι εκεί µέσα. «Κύριοι, σίγουρα δε θα θέλατε να πάρετε κάτι;» Απέστρεψα το βλέµµα. Δεν υπήρχε τίποτα που θα ήθελα περισσότερο από αυτό το «κάτι» που εννοούσε. Επίσης, θα ήθελα να δω από κοντά εκείνο τον Κορό, µόνο που δεν είχα καµία διάθεση να περάσω δίπλα από τα σωριασµένα στο πάτωµα κορµιά για να φτάσω µέχρι εκεί. Στην απέναντι πλευρά του δωµατίου είχα προσέξει αρκετούς ακόµα πίνακες ακουµπισµένους στην ξύλινη επένδυση που κάλυπτε το κάτω µισό του τοίχου: µια νεκρή φύση, µερικά µικρότερα τοπία. «Πήγαινε να τους δεις, αν θέλεις», είπε ο Χορστ. «Ο Λεπίν είναι πλαστός, αλλά ο Κλάας και ο Μπέρχεµ πωλούνται, αν ενδιαφέρεσαι». Ο Μπόρις γέλασε και άπλωσε το χέρι για να πάρει ένα από τα τσιγάρα του Χορστ. «Δεν είναι σ’ αυτή την αγορά». «Όχι;» ρώτησε εγκάρδια ο Χορστ. «Μπορώ να του κάνω καλή τιµή για τα δύο µαζί. Ο πωλητής θέλει να τα ξεφορτωθεί». Πήγα πιο κοντά για να τα περιεργαστώ: νεκρή φύση, κερί και µισογεµάτο ποτήρι κρασιού. «Κλάας Χέντα;» «Όχι, Πίτερ Κλάας. Αν και...» O Χορστ άφησε παράµερα το κουτί και ήρθε να σταθεί δίπλα µου, σηκώνοντας τη φορητή λάµπα για να λούσει και τα δύο έργα στο δυνατό φως. «Αυτό εδώ το σηµείο», είπε δείχνοντας µε τον κόµπο του δαχτύλου του χωρίς να ακουµπήσει το έργο, «η αντανάκλαση της φλόγας... και η άκρη του τραπεζιού µε το ύφασµα που κρέµεται... θα µπορούσε να είναι Χέντα σε άσχηµη µέρα». «Πανέµορφο». «Ναι. Εξαιρετικό στο είδος του». Από τόσο κοντά µύριζε απλυσιά και βρόµα, µια έντονη, βαριά µυρωδιά κλεισούρας, σαν το εσωτερικό κινέζικου κουτιού. «Κάπως ανιαρό για τα σηµερινά γούστα. Κλασικίζουσα τεχνική. Υπερβολικό στήσιµο. Ωστόσο ο Μπέρχεµ είναι καλός». «Κυκλοφορούν πολλά αντίγραφα έργων του Μπέρχεµ εκεί έξω», είπα ουδέτερα. Το φως της λάµπας πάνω στο τοπίο είχε µια γαλαζωπή, απόκοσµη ποιότητα. «Ναι, αλλά αυτό είναι εξαιρετικό... Ιταλία, 1655. Οι ώχρες είναι θεσπέσιες, δε συµφωνείς; Ο Κλάας δεν είναι τόσο καλός, νοµίζω, πολύ πρώιµη περίοδος, αν και η προέλευση και των δύο είναι αδιάσειστα τεκµηριωµένη. Το ιδανικό θα ήταν να τους κρατούσε κανείς µαζί, δεν έχουν χωριστεί ποτέ οι δυο τους. Πατέρας και γιος. Μαζί βρέθηκαν στα χέρια µιας παλιάς ολλανδικής οικογένειας, για να καταλήξουν στην Αυστρία µετά τον πόλεµο. Ο Πίτερ Κλάας...» Ο Χορστ σήκωσε πιο ψηλά το φως. «Ο Κλάας ήταν τόσο άνισος καλλιτέχνης, πραγµατικά.
Υπέροχη τεχνική, άψογη υφή, κι όµως υπάρχει κάτι λάθος σ’ αυτόν εδώ, δε νοµίζεις; Σαν να µη δένει η σύνθεση. Έλλειψη συνοχής. Επίσης...» Έδειξε µε την εσωτερική επιφάνεια του αντίχειρά του την πολύ έντονη αντανάκλαση του φωτός πάνω στον καµβά: υπερβολικό βερνίκι. «Συµφωνώ. Κι εδώ...» Ακολούθησα µε το δάχτυλό µου χωρίς να αγγίζω το άσχηµο τόξο στο σηµείο όπου ένα υπερβολικά σχολαστικό καθάρισµα είχε ξύσει το χρώµα σχεδόν µέχρι το υπόστρωµα του καµβά. «Ναι», συµφώνησε µε ένα εγκάρδιο, κάπως νυσταλέο χαµόγελο. «Πολύ σωστά. Ακετόνη. Θα ’πρεπε να στήσουν στον τοίχο όποιον το έκανε αυτό. Κι όµως, ένας µέτριος πίνακας σαν αυτόν, σε κακή κατάσταση, ακόµα και ανυπόγραφος, αξίζει περισσότερο από ένα αριστούργηµα, αυτή είναι η ειρωνεία του πράγµατος – αξίζει περισσότερο για µένα τουλάχιστον. Ειδικά τα τοπία. Πουλιούνται πολύ εύκολα. Δεν προσελκύουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των Αρχών, αναγνωρίζονται πιο δύσκολα από τις περιγραφές και µπορούν να πιάσουν µερικές εκατοντάδες χιλιάδες. Ο Φαµπρίτσιους, από την άλλη» –µακριά, άνετη παύση– «ανήκει σε εντελώς άλλη σφαίρα. Το πιο αξιόλογο έργο που πέρασε ποτέ από τα χέρια µου, και το λέω χωρίς καµία επιφύλαξη». «Ναι, και αυτός είναι ο λόγος που θα θέλαµε τόσο να τον πάρουµε πίσω», γρύλισε ο Μπόρις από τις σκιές πίσω µας. «Τέλειος από κάθε άποψη», συνέχισε γαλήνια ο Χορστ. «Μια νεκρή φύση σαν αυτή...» Έδειξε τον πίνακα του Κλάας µε ένα νωχελικό κυµάτισµα του χεριού του – νύχια µε βρόµα από κάτω, ένα πλέγµα από ουλές και διογκωµένες φλέβες στην ανάστροφη της παλάµης του. «Πρόκειται για µια τόσο επίµοχθα δουλεµένη οπτική ψευδαίσθηση! Τεχνικά άψογη, αλλά κάπως υπερβολικά εξωραϊσµένη. Ψυχαναγκαστική ακρίβεια στη λεπτοµέρεια. Μια κάπως άψυχη αίσθηση. Δεν τις ονόµασαν τυχαία “νεκρές φύσεις”, σωστά; Ενώ ο Φαµπρίτσιους...» Έκανε ένα βήµα πίσω σε ένδειξη σεβασµού. «Γνωρίζω όλη τη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί γύρω από την Καρδερίνα, όλη τη θεωρία, οι άνθρωποι τη θεωρούν έργο τεχνοτροπίας trompe l’oeil, οφθαλµαπάτη, και µπορεί όντως να ξεγελάσει κάποιον από µακριά. Αλλά αδιαφορώ για τις δηλώσεις των ιστορικών τέχνης. Υπάρχουν όντως σηµεία που δουλεύτηκαν µε αυτή την τεχνοτροπία: ο τοίχος και η κούρνια, η αντανάκλαση του φωτός πάνω στο µέταλλο, και µετά... το φτέρωµα του στήθους, εντελώς ζωντανό, θαρρείς και αναπνέει... Πούπουλα και χνούδι. Απαλότητα, απίστευτη απαλότητα. Ο Κλάας θα τραβούσε αυτή την εντύπωση και την ακρίβεια στη λεπτοµέρεια στα άκρα, σκοτώνοντας το όλο έργο. Ένας ζωγράφος σαν τον Φαν Χόουχστρατεν θα το πήγαινε ακόµα πιο µακριά, µέχρι να καρφώσει και το τελευταίο καρφί στο φέρετρο. Αλλά ο Φαµπρίτσιους... σαν να παίζει µε το είδος, ανατρέποντας αριστοτεχνικά την όλη ιδέα τής trompe l’oeil... επειδή σε άλλα σηµεία του έργου του –στο κεφάλι! στη φτερούγα!– δεν υπάρχει καµία ρεαλιστικότητα, καµία “κυριολεξία”, τουναντίον, η εικόνα σχεδόν ανατέµνεται εσκεµµένα για να µας δείξει πώς τη ζωγράφισε. Πασαλείµµατα και µπαλώµατα, σχηµατική και αδρή δουλειά, ιδιαίτερα στο λαιµό, µια συµπαγής µάζα χρώµατος θαρρείς, πολύ αφαιρετικό. Κι αυτό ακριβώς είναι που τον αναγορεύει σε µεγαλοφυΐα, καθιστώντας τον όχι καλλιτέχνη της εποχής του αλλά διαχρονικό, ενδιαφέροντα και στη δική µας, σύγχρονη εποχή. Υπάρχει µια διττότητα. Βλέπεις την πινελιά, βλέπεις το χρώµα ως χρώµα, αλλά βλέπεις και το ζωντανό πουλί». «Ναι, εντάξει», γρύλισε ο Μπόρις µέσα από τα σκοτάδια πέρα από τον κύκλο φωτός που δηµιουργούσε η φορητή λάµπα, κλείνοντας µε θόρυβο τον αναπτήρα του αφού άναψε τσιγάρο, «αλλά χωρίς χρώµα δε θα υπήρχε τίποτα να δούµε». «Ακριβώς». Ο Χορστ στράφηκε προς το µέρος του, µε το πρόσωπό του να κόβεται στα δύο,
µισό στο φως µισό στη σκιά. «Είναι σαν ένα αστείο του Φαµπρίτσιους. Στον πυρήνα της δηµιουργίας του υπάρχει ένα αστείο. Κι αυτό ακριβώς κάνουν όλοι οι Μεγάλοι Δάσκαλοι. Ο Ρέµπραντ. Ο Βελάσκεθ. Ο Τιτσιάνο της τελευταίας περιόδου. Αστειεύονται. Μας κλείνουν το µάτι. Διασκεδάζουν. Στήνουν περίτεχνα την ψευδαίσθηση, το τέχνασµα, αλλά µόλις πας ένα βήµα πιο κοντά... Τα πάντα καταρρέουν σε µεµονωµένες πινελιές. Αφηρηµένες, απόκοσµες. Ένα εντελώς διαφορετικό και σαφώς βαθύτερο είδος οµορφιάς. Το θέµα, αλλά συνάµα όχι ακριβώς. Οφείλω να πω ότι αυτός ακριβώς ο µικρός πίνακας τοποθετεί τον Φαµπρίτσιους ανάµεσα στις τάξεις των µεγαλύτερων ζωγράφων που έζησαν ποτέ. Μάλιστα, µε την Καρδερίνα τελεί το θαύµα σε τόσο περιορισµένο χώρο... Αν και οµολογώ ότι εξεπλάγην», συνέχισε απευθυνόµενος σ’ εµένα, γυρνώντας για να µε κοιτάξει, «όταν κράτησα αυτό τον πίνακα στα χέρια µου για πρώτη φορά. Το βάρος του...» «Ναι». Δεν µπορούσα να µη νιώσω µια αόριστη ικανοποίηση ακούγοντας ότι είχε προσέξει αυτή τη λεπτοµέρεια, αλλόκοτα σηµαντική για µένα, µε το δικό της ξεχωριστό πλέγµα από ιδιαίτερους συσχετισµούς και παιδικά όνειρα, ένας συναισθηµατικός οµφάλιος λώρος. «Το ξύλο είναι πιο χοντρό απ’ όσο θα περίµενε κανείς. Έχει απρόσµενη βαρύτητα». «Βαρύτητα. Ακριβώς. Η σωστή λέξη. Και το φόντο... πολύ λιγότερο κίτρινο απ’ όσο όταν το είχα δει παιδί. Ο πίνακας υποβλήθηκε σε καθαρισµό στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αν δεν απατώµαι. Μετά τις εργασίες συντήρησης υπάρχει περισσότερο φως». «Δεν µπορώ να εκφέρω γνώµη. Δεν έχω µέτρο σύγκρισης». «Τέλος πάντων», έκανε ο Χορστ. Ο καπνός από το τσιγάρο του Μπόρις, που καθόταν στη σκοτεινή περιφέρεια, προσέδιδε στον κατάφωτο κύκλο στον οποίο στεκόµασταν εµείς µια αίσθηση σκηνής καµπαρέ αργά µέσα στη νύχτα. «Μπορεί και να κάνω λάθος. Ήµουν γύρω στα δώδεκα όταν τον είδα για πρώτη φορά». «Ναι, κι εγώ περίπου σ’ αυτή την ηλικία τον είδα». «Τέλος πάντων», επανέλαβε ο Χορστ µε παραιτηµένο ύφος, ξύνοντας το φρύδι του – ξεθωριασµένοι µώλωπες στην ανάστροφη των χεριών του– «αυτή ήταν η µοναδική φορά που µε είχε πάρει µαζί του ο πατέρας µου σε κάποιο επαγγελµατικό ταξίδι, εκείνη η µία φορά στη Χάγη. Αίθουσες συσκέψεων µε πολικές θερµοκρασίες. Να µην κουνιέται φύλλο. Το απόγευµα που θα είχαµε ελεύθερο για να το περάσουµε µαζί ήθελα να πάµε στο λούνα παρκ Ντρίβλιτ, αλλά εκείνος µε πήγε στο Μάουριτσχαους. Καταπληκτικό µουσείο, πολλοί εξαιρετικοί πίνακες, αλλά ο µόνος που θυµάµαι ότι είδα είναι η Καρδερίνα σου. Ένας πίνακας που ασκεί ιδιαίτερη γοητεία στα παιδιά, ε; Der Distelfink. Έτσι τον έµαθα την πρώτη φορά, µε τη γερµανική του ονοµασία». «Ναι, ναι, ναι», έκανε βαριεστηµένα ο Μπόρις από τη σκοτεινή θέση του. «Είναι λες και βλέπω εκπαιδευτική εκποµπή στην τηλεόραση!» «Εµπορεύεσαι και σύγχρονη τέχνη;» ρώτησα στη µουδιασµένη σιωπή που ακολούθησε. «Μερικές φορές», αποκρίθηκε, καρφώνοντάς µε µε τα κενά, παγερά µάτια του – το εµπορεύεσαι δεν ήταν το σωστό ρήµα, και προφανώς είχε βρει διασκεδαστική την επιλογή των λέξεων. «Είχα έναν Κουρτ Σβίτερς πριν από λίγο καιρό. Και έναν Στάντον Μακντόναλντ-Ράιτ... τον γνωρίζεις; Εξαιρετικός ζωγράφος. Εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από το τι εµφανίζεται µπροστά µου, ουσιαστικά. Αλήθεια, εσύ ασχολείσαι ποτέ µε έργα ζωγραφικής;» «Σπάνια. Οι έµποροι έργων τέχνης φτάνουν συνήθως πριν από µένα». «Πολύ κρίµα. Στη δουλειά µου αυτό που µετράει είναι το να µπορεί να µεταφερθεί το έργο εύκολα. Υπάρχουν πολλά µέτρια κοµµάτια που θα µπορούσα να πουλήσω άνετα, αν είχα πειστικά συνοδευτικά έγγραφα».
Τσιτσίρισµα σκόρδου και θόρυβος από κατσαρόλια που βροντούσαν στην κουζίνα. Μια αµυδρή µυρωδιά που θύµιζε µαροκινό παζάρι: ούρα και λιβάνι. Αέναη και µονότονη, η σουφιστική ψαλµωδία µάς τύλιγε απαλά και στροβιλιζόταν στο σκοτάδι γύρω µας, ατέρµονες επικλήσεις στο Θείο. «Ή αυτός ο Λεπίν... Είναι πολύ καλό αντίγραφο. Είναι αυτός ο τύπος –Καναδός, σκέτη απόλαυση, θα τον συµπαθούσες, πιστεύω– που τους φτιάχνει κατά παραγγελία. Πόλοκ, Μοντιλιάνι... Ευχαρίστως να σας συστήσω, αν θες. Προσωπικά, δε βγάζω πολλά λεφτά απ’ αυτά, αν και θα µπορούσε κανείς να χεστεί στο χρήµα, αν τυχόν εµφανιζόταν κάποιος από αυτούς στο αρχοντικό της σωστής οικογένειας από τζάκι». Στη σιωπή που ακολούθησε άλλαξε θέµα εντέχνως: «Από παλαιότερα έργα βλέπω πολλά ιταλικά, αλλά οι προσωπικές µου προτιµήσεις κλίνουν προς τους Βορειοευρωπαίους, όπως είναι φανερό. Αυτός ο Μπέρχεµ, τώρα, αποτελεί εξαιρετικό δείγµα του είδους του, αλλά, βέβαια, οι τοπιογραφίες µε τις έντονες ιταλικές επιρροές, τους σπασµένους κίονες και τις αθώες γαλατούδες δεν ανταποκρίνονται ιδιαίτερα στο σύγχρονο γούστο, έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό προτιµώ εκείνον εκεί τον Φαν Χόγεν. Που, δυστυχώς, δεν είναι προς πώληση». «Φαν Χόγεν; Θα έπαιρνα όρκο ότι είναι Κορό!» «Από δω, ναι, ξεγελιέται εύκολα κανείς». Δεν έκρυψε την ευαρέσκειά του για τη σύγκριση. «Πολύ συναφείς ζωγράφοι, το παρατήρησε ο ίδιος ο Βίνσεντ... Έχεις υπόψη σου εκείνη την επιστολή; “Ο Κορό των Φλαµανδών”; Η ίδια τρυφερότητα στην καταχνιά, υπάρχει µια ανοιχτοσύνη στην οµίχλη, καταλαβαίνεις τι εννοώ;» «Πού...» Ήµουν έτοιµος να κάνω την κλασική ερώτηση κάθε εµπόρου –Πού τον βρήκες;–, αλλά πρόλαβα να συγκρατηθώ. «Έξοχος ζωγράφος. Και παραγωγικότατος. Κι αυτό εδώ αποτελεί εξαιρετικό δείγµα», πρόσθεσε µε περηφάνια συλλέκτη. «Πολλές διασκεδαστικές λεπτοµέρειες από κοντά: µικρούλικος κυνηγός στο βάθος, σκυλί που γαβγίζει. Επίσης –εξίσου χαρακτηριστικό–, η υπογραφή του στην πρύµνη της βάρκας. Πολύ γοητευτικό. Μπορείς να πας εκεί, αν θες». Έδειξε µε ένα κοφτό νεύµα του κεφαλιού τα κορµιά στο δάπεδο. «Δε θα τους ενοχλήσεις». «Όχι, αλλά...» «Όχι». Σήκωσε το χέρι του διακόπτοντάς µε. «Καταλαβαίνω απόλυτα. Θες να σ’ τον φέρω εδώ;» «Ναι, θα ήθελα πολύ να τον δω». «Οφείλω να οµολογήσω ότι τον αγάπησα τόσο µε τον καιρό, ώστε θα µου στοιχίσει πολύ να τον αποχωριστώ. Ο Φαν Χόγεν εµπορευόταν ο ίδιος τους πίνακές του. Όπως πολλοί Ολλανδοί δάσκαλοι. Ο Γιαν Στέεν. Ο Βερµέερ. Ο Ρέµπραντ. Αλλά ο Γιαν φαν Χόγεν» –πλατύ χαµόγελο– «ήταν όπως ο φίλος µας ο Μπόρις από δω: Έβαζε το χεράκι του παντού. Σε πίνακες, σε ακίνητα, σε συµφωνίες αγοραπωλησιών βολβών τουλίπας». Ο Μπόρις, χωµένος πάντα στις σκιές, αντέδρασε µε ένα οργισµένο επιφώνηµα και ήταν έτοιµος να πει κάτι, όταν βγήκε ξαφνικά τρεκλίζοντας από την κουζίνα ένα αποστεωµένο παλικάρι γύρω στα είκοσι δύο µε αναστατωµένα µαλλιά και ένα παλιοµοδίτικο θερµόµετρο υδραργύρου στο στόµα, καλύπτοντας τα µάτια του κόντρα στην αναµµένη λάµπα. Φορούσε µια αλλόκοτη, γυναικεία πλεκτή ζακέτα από χοντρό µαλλί που του έφτανε µέχρι τα γόνατα, σαν µπουρνούζι. Φαινόταν άρρωστο και αποπροσανατολισµένο, µε το µανίκι του τραβηγµένο ψηλά καθώς έτριβε το εσωτερικό του πήχη του µε δύο δάχτυλα, και, πριν καταλάβω τι συνέβαινε, τα γόνατά του λύγισαν και σωριάστηκε στο πάτωµα, µε το θερµόµετρο να σκάει κάτω µε έναν καµπανιστό ήχο, χωρίς, ευτυχώς, να σπάσει.
«Τι...» έκανε ο Μπόρις και σηκώθηκε σβήνοντας το τσιγάρο του, µε τη γάτα να πέφτει από τα πόδια του και να χάνεται βολίδα µέσα στις σκιές. Σκυθρωπιάζοντας, ο Χορστ έσκυψε και άφησε τη λάµπα στο πάτωµα, δηµιουργώντας τρελές φωτοσκιάσεις στους τοίχους γύρω µας και στο ταβάνι. «Αχ!» έκανε ανήσυχα, παραµερίζοντας τα µαλλιά από τα µάτια του και πέφτοντας στα γόνατα για να ελέγξει πώς ήταν ο νεαρός. «Άντε πίσω!» πρόσταξε ενοχληµένος τις γυναίκες που είχαν εµφανιστεί στην πόρτα µαζί µε έναν ψυχρό µελαχρινό γορίλα, ο οποίος κοίταζε γύρω του σε επιφυλακή, και δύο νεαρούς µε στολές ιδιωτικού σχολείου που δεν µπορεί να ήταν πάνω από δεκάξι χρονών, τεντώνοντας επιτακτικά το χέρι του όταν είδε ότι κανείς δεν κουνιόταν, αλλά όλοι είχαν µείνει να τον κοιτάζουν σαν χαζοί. «Όλοι στην κουζίνα, είπα! Ούλρικα», συνέχισε απευθυνόµενος στην ξανθιά, «halt sie zurück».[2] Η ταπισερί ανασάλευε. Πίσω της κουκουλωµένοι µε κουβέρτες µπόγοι, νυσταγµένες φωνές: Εh? Was ist los?[3] «Ruhe, schlaft weiter!»[4] απάντησε η ξανθιά, για να στραφεί µετά στον Χορστ µιλώντας του στα γερµανικά µε ταχύτητα πολυβόλου. Χασµουρητά, στεναγµοί. Λίγο παραπίσω ένας µπόγος ανακάθισε µε δυσκολία, κλαψουρίζοντας συγκεχυµένα στα αγγλικά: «Ε; Κλάους; Τι είπε;». «Βούλωσ’ το, µωρό, και άντε schlafen». Ο Μπόρις είχε πάρει το παλτό του και το φορούσε όπως όπως. «Πότερ», είπε, και ξανά, πιο επιτακτικά, βλέποντας ότι δεν απαντούσα, αλλά είχα µείνει να κοιτάζω µαρµαρωµένος από τη φρίκη τον νεαρό που ανέπνεε µε δυσκολία στο πάτωµα, βγάζοντας ένα φρικτό ήχο σαν ρόγχο: «Πότερ!». Με έπιασε από το µπράτσο. «Έλα, πάµε». «Ναι, συγνώµη. Θα χρειαστεί να τα πούµε µια άλλη φορά. Schiesse![5]» έκανε λυπηµένα ο Χορστ, τραντάζοντας τον νεαρό από τον ώµο µε τόνο γονιού που τάχα επιπλήττει το βλαστάρι του. «Dummer Wichser! Dummkopf![6] Πόσο πήρε, Νάιαλ;» φώναξε στο µαυροµάλλη γορίλα που είχε εµφανιστεί πάλι στην πόρτα και παρακολουθούσε τη σκηνή µε επιτιµητικό ύφος. «Να µε πάρει ο διάολος αν ξέρω», απάντησε ο Ιρλανδός µε µια δυσοίωνη κίνηση του κεφαλιού. «Έλα, Πότερ», επανέλαβε ο Μπόρις, τραβώντας µε από το µπράτσο. Ο Χορστ είχε κολλήσει το αφτί του στο στήθος του νεαρού και η ξανθιά, που είχε επιστρέψει στο µεταξύ, ήταν γονατισµένη δίπλα του και έλεγχε την αναπνευστική οδό του. Κι όσο αυτοί συσκέπτονταν σε κοφτά γερµανικά, η αναµπουµπούλα µεγάλωνε πίσω από την ταπισερί, που θαρρείς και φούσκωσε ξαφνικά: ξεθωριασµένα ανθάκια, µια υπαίθρια γιορτή, άσωτες νύµφες που ξεφάντωναν ανάµεσα σε πηγές και αµπέλια. Κοίταζα ένα Σάτυρο που τις κρυφοκοίταζε λάγνα πίσω από ένα δέντρο, όταν, εντελώς ξαφνικά, ένιωσα κάτι στο πόδι µου. Άρχισα να οπισθοχωρώ έντροµος, όµως ένα χέρι τινάχτηκε από κάτω και γαντζώθηκε από το µπατζάκι του παντελονιού µου. Ένας από τους βρόµικους µπόγους στο πάτωµα –πρησµένο κόκκινο πρόσωπο που µόλις διακρινόταν κάτω από την ταπισερί– µου είπε µε νυσταγµένη ευγενική φωνή: «Είναι µαργράβος[7], φίλε µου, το ήξερες;». Ελευθέρωσα το µπατζάκι µου µε ένα απότοµο τράβηγµα και πισωπάτησα φρικαρισµένος. Το αγόρι στο πάτωµα τίναζε το κεφάλι του αριστερά δεξιά και έβγαζε κάτι ήχους σαν να πνιγόταν. «Πότερ!» Ο Μπόρις είχε πάρει το σακάκι µου και ουσιαστικά µου το έτριβε στο πρόσωπο.
«Άντε! Φεύγουµε! Τσάο!» πέταξε προς την κουζίνα µε ένα ανασήκωµα του σαγονιού (όµορφo µελαχρινό κεφάλι στο άνοιγµα της πόρτας και ένα χέρι να κουνιέται σε χαιρετισµό: Γεια χαρά, Μπόρις! Γεια!), καθώς µ’ έσπρωχνε µπροστά του και µε ακολουθούσε έξω από την πόρτα. «Τσάο, Χορστ!» φώναξε, κάνοντας την κλασική κίνηση που σήµαινε Τηλεφώνησέ µου αργότερα, µε το χέρι του σαν ακουστικό τηλεφώνου στο αφτί του. «Τσάο, Μπόρις! Λυπάµαι γι’ αυτό! Τα λέµε σύντοµα. Πάνω!» είπε ο Χορστ στον Ιρλανδό, που πήγε και έπιασε τον νεαρό από το άλλο µπράτσο, περνώντας το χέρι του κάτω από τη µασχάλη. Τον σήκωσαν µαζί όρθιο –πόδια παράλυτα, τα δάχτυλα των ποδιών να σέρνονται στο πάτωµα– και τον έσυραν, έπειτα από ένα µικρό πανδαιµόνιο που δηµιουργήθηκε στην πόρτα, µε τους δύο αλαφιασµένους εφήβους να κάνουν άρον άρον στην άκρη για να ανοίξουν χώρο, στο φωτισµένο διπλανό δωµάτιο, όπου η µελαχρινή του Μπόρις γέµιζε µια σύριγγα µε ένα υγρό από ένα διαφανές φιαλίδιο.
[1] Κεντροευρωπαίο (γερµανικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [2] «Kράτησέ τους πίσω» (γερµανικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [3] Ε; Τι γίνεται; (Γερµανικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.) [4] «Hσυχία, κοιµηθείτε ξανά!» (Γερµανικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.) [5] Σκατά! (Γερµανικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.) [6] Ηλίθιε µαλάκα! Πανίβλακα! (Γερµανικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.) [7] Γερµανικός τίτλος ευγενείας που αντιστοιχεί στο µαρκήσιο. (Σ.τ.Μ.)
xvii.
ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΙΣΟΓΕΙΟ µε τον κλωβό του ανελκυστήρα, βρεθήκαµε ξαφνικά τυλιγµένοι σε απόκοσµη σιωπή: τρίξιµο γραναζιών, κροτάλισµα τροχαλιών. Έξω, ο καιρός είχε ανοίξει. «Έλα», µου είπε ο Μπόρις, κοιτάζοντας νευρικά πάνω κάτω στο δρόµο. Είχε ήδη στο χέρι το κινητό του. «Πάµε απέναντι». «Τι;» ρώτησα – µόλις προλαβαίναµε το φανάρι, αν τρέχαµε. «Καλείς ασθενοφόρο;» «Όχι, όχι», απάντησε αφηρηµένα, σκουπίζοντας τη µύτη του, «δε θέλω να περιµένω εδώ µπροστά το αµάξι, τον παίρνω τηλέφωνο να µας παραλάβει από την άλλη πλευρά του πάρκου. Θα πάµε µέχρι εκεί µε τα πόδια. Μερικές φορές κάποιοι πιτσιρικάδες βαράνε ενέσεις µε υπερβολική δόση», είπε όταν µε είδε να κοιτάζω ανήσυχα το κτίριο πίσω µας. «Μην ανησυχείς, θα είναι µια χαρά». «Δε φαινόταν καθόλου καλά». «Όχι, αλλά ανέπνεε, και ο Χορστ έχει Narcan, ναλοξόνη. Αυτό θα τον επαναφέρει στο λεπτό. Φαντάζει µαγικό, το έχεις δει ποτέ; Σε ρίχνει κατευθείαν στο στερητικό σύνδροµο. Νιώθεις χάλια, αλλά δεν πεθαίνεις τουλάχιστον». «Θα ’πρεπε να τον πάνε στα Επείγοντα». «Γιατί;» ρώτησε εύλογα ο Μπόρις. «Τι λες ότι θα κάνουν οι γιατροί στα Επείγοντα; Θα του δώσουν Narcan! Ε, αυτό θα κάνει κι ο Χορστ, και µάλιστα πιο γρήγορα. Και, ναι, θα συνέλθει ξερνοβολώντας και θα νιώθει σαν να τον έχουν µαχαιρώσει στο κεφάλι, αλλά καλύτερα εκεί παρά σε ένα ασθενοφόρο, ΜΠΟΥΜ, ψαλιδισµένο πουκάµισο, µάσκα οξυγόνου στα µούτρα, άνθρωποι να τον χαστουκίζουν άγρια για να ξυπνήσει, µπερδέµατα µε το νόµο, όλοι επικριτικοί και σκληροί απέναντί του – και, πίστεψέ µε, το Narcan είναι µια τροµερά βίαιη εµπειρία, αισθάνεσαι φρικτά και χωρίς να συνέλθεις στο νοσοκοµείο, µε τα δυνατά φώτα και τους πάντες γύρω σου να σου συµπεριφέρονται όλο αποδοκιµασία και έχθρα, αντιµετωπίζοντάς σε σαν σκουπίδι, “εξαρτηµένος” και “υπερβολική δόση” και βλέµµατα περιφρόνησης, και µπορεί να µη σ’ αφήσουν να πας στο σπίτι σου όταν είσαι έτοιµος, αλλά να σε χώσουν στην ψυχιατρική πτέρυγα και ν’ αρχίσει η παρέλαση των κοινωνικών λειτουργών που θα σου κάνουν την κλασική διάλεξη “Είναι Τόσοι οι Λόγοι που Αξίζει να Ζήσεις”, και δεν αποκλείεται, ύστερα απ’ όλα αυτά, να έχεις και µια επισκεψούλα από τους µπάτσους... Συγνώµη µια στιγµή», µου είπε και άρχισε να µιλάει στα ουκρανικά στο κινητό του. Σκοτάδι. Στη θαµπή άλω των φανοστατών, παγκάκια γυαλιστερά από τη βροχή, χοντρές σταλαγµατιές, δέντρα µουλιασµένα και σχεδόν µαύρα. Μουσκεµένα µονοπάτια καλυµµένα µε µια χοντρή στρώση φύλλων, λίγοι υπάλληλοι γραφείου που έτρεχαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Ο Μπόρις, µε το κεφάλι σκυφτό, τα χέρια βαθιά µέσα στις τσέπες, το βλέµµα καρφωµένο στο έδαφος, είχε κλείσει το τηλέφωνο και µονολογούσε θυµωµένα. «Είπες κάτι;» ρώτησα ρίχνοντάς του µια πλάγια µατιά. «Η Ούλρικα», είπε µέσα από σφιγµένα δόντια. «Αυτή η σκύλα! Ήταν αυτή η ξανθιά που µας άνοιξε την πόρτα».
Σκούπισα το µέτωπό µου. Το στοµάχι µου είχε γίνει κόµπος από την ταραχή, ένιωθα λουσµένος σε κρύο ιδρώτα. «Πώς γνώρισες αυτούς τους ανθρώπους;» Κοφτό ανασήκωµα των ώµων. «Τον Χορστ;» Κλότσησε µια µάζα από µουλιασµένα φύλλα. «Γνωριζόµαστε πολλά χρόνια. Απ’ αυτόν γνώρισα τη Μίριαµ, και του είµαι ευγνώµων που µας σύστησε». «Και...» «Τι;» «Στο πάτωµα εκεί πίσω...» «Λες για εκείνον το νεαρό; Που ξεράθηκε;» Έκανε τη γνωστή του γκριµάτσα που σήµαινε Ποιος ξέρει. «Θα τον φροντίσουν, µην ανησυχείς. Συµβαίνει. Πάντα συνέρχονται. Αλήθεια», συµπλήρωσε σοβαρά. «Γιατί, άκου, άκου», είπε, ρίχνοντάς µου µια σκουντιά για να τραβήξει την προσοχή µου. «Ο Χορστ δέχεται συχνά αυτούς τους πιτσιρικάδες στο σπίτι, αλλάζουν κάθε τόσο, πάντα καινούριο µπούγιο, µαθητές, φοιτητές... Κυρίως από πλούσιες οικογένειες, µε καταπιστεύµατα, που ίσως θέλουν να πουλήσουν κάποιο έργο τέχνης ή κάποιον πίνακα που έχουν σουφρώσει από την οικογένειά τους. Ξέρουν ότι είναι ο άνθρωπός τους». Τίναξε το κεφάλι για να αποµακρύνει τα µαλλιά από τα µάτια του. «Βλέπεις, ο ίδιος ο Χορστ, όταν ήταν πιτσιρικάς –µιλάµε για πολύ παλιά, στη δεκαετία του 1980–, είχε πάει για κάνα δυο χρόνια σε ένα από εκείνα τα κυριλέ σχολεία αρρένων που σε υποχρεώνουν να φοράς σακάκι. Όχι πολύ µακριά από δω. Μου το ’δειξε µια φορά που περνούσαµε µε ταξί. Τέλος πάντων» –ρούφηγµα της µύτης– «εκείνο το αγόρι στο πάτωµα δεν είναι κάνα φτωχαδάκι από το δρόµο. Και δε θ’ αφήσουν να πάθει κακό. Ας ελπίσουµε ότι θα πάρει το µάθηµά του. Πολλά το παίρνουν. Μετά την ένεση Narcan θα νιώσει τόσο απαίσια όσο δε θα ξανανιώσει ποτέ στη ζωή του. Εξάλλου η Κάντι είναι νοσοκόµα, θα τον φροντίσει µόλις συνέλθει. Κατάλαβες ποια λέω; Η Κάντι. Η µελαχρινή...» συµπλήρωσε, ρίχνοντάς µου άλλη µια αγκωνιά στα πλευρά όταν δεν απάντησα. «Την πρόσεξες;» Χαχάνισε. «Μιλάµε...» Έδειξε ένα σηµείο πάνω από το γόνατο, εκεί που τέλειωναν οι µπότες της. «Φοβερό µωρό! Θεέ µου, αν µπορούσα να την ξεµοναχιάσω από τον Νάιαλ, τον Ιρλανδό, θα το ’κανα στο φτερό. Πήγαµε µαζί στο Κόνι Άιλαντ µια µέρα, µόνοι οι δυο µας, δεν έχω ξαναπεράσει τόσο καλά στη ζωή µου! Της αρέσει να πλέκει πουλόβερ, φαντάζεσαι;» είπε ρίχνοντάς µου µια πλάγια µατιά. «Μια τέτοια θεά! Θα φανταζόσουν ποτέ ότι είναι από τις γυναίκες που τη βρίσκουν µε το πλέξιµο; Κι όµως! Προσφέρθηκε να µου πλέξει κι εµένα! Και το εννοούσε! “Μπόρις, θα σου πλέξω ένα πουλόβερ όποτε θες. Μόνο πες µου τι χρώµα σ’ αρέσει, και θα σ’ το φτιάξω!”». Προσπαθούσε να µου φτιάξει τη διάθεση, αλλά δεν έλεγα να συνέλθω από την ταραχή. Συνεχίσαµε να περπατάµε, αµίλητοι για λίγο, µε σκυµµένο το κεφάλι, µε µοναδικό ήχο τα βήµατά µας καθώς διασχίζαµε το σκοτεινό µονοπάτι του πάρκου, που ήταν θαρρείς και αντηχούσαν στην αιωνιότητα και σε ολόκληρη την απέραντη νύχτα της πόλης γύρω µας, µε τις κόρνες και τις σειρήνες να ακούγονται σάµπως από χιλιόµετρα µακριά. «Τέλος πάντων», είπε τώρα ο Μπόρις, ρίχνοντάς µου άλλη µια πλάγια µατιά µε την άκρη του µατιού του, «τουλάχιστον αυτό ξεκαθαρίστηκε, έτσι;» «Ποιο αυτό;» ρώτησα απορηµένος. Το µυαλό µου δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το αγόρι και όλες εκείνες τις φορές που παραλίγο να βρεθώ στη θέση του: λιποθυµώντας στο µπάνιο του σπιτιού του Χόµπι, µε το κεφάλι µου µες στα αίµατα από ένα τραύµα που προκλήθηκε χτυπώντας στο νιπτήρα· ξυπνώντας στο πάτωµα της κουζίνας στο σπίτι της «Κάρολ Λόµπαρντ», µε εκείνη να µε τραντάζει ουρλιάζοντας: Ευτυχώς, ήταν µόνο τέσσερα λεπτά, θα έπαιρνα τις Πρώτες
Βοήθειες αν δε συνερχόσουν στα πέντε! «Είµαι σχεδόν σίγουρος: Ο Σάσα βούτηξε τον πίνακα». «Ποιος;» Η έκφραση του Μπόρις σκοτείνιασε. «Ο αδερφός της Ούλρικα, για φαντάσου!» είπε, σταυρώνοντας τα µπράτσα στο στήθος του. «Τάλε κουάλε οι δυο τους, αν µε πιάνεις. Ο Σάσα κι ο Χορστ είναι κολλητοί – ο Χορστ δε θέλει ν’ ακούσει κουβέντα εναντίον του φίλου του. Μεταξύ µας, είναι δύσκολο να µη συµπαθήσεις τον Σάσα, όλοι τον συµπαθούν, είναι σίγουρα πιο φιλικός από την Ούλρικα, αλλά δεν ταίριαξαν ποτέ τα χνότα µας. Ο Χορστ βάδιζε στον ίσιο δρόµο, έτσι λένε όλοι, µέχρι που έπεσε πάνω σ’ αυτούς τους δύο. Σπούδαζε φιλοσοφία... θα έπαιρνε το τιµόνι της εταιρείας του µπαµπά του... και βλέπεις πού είναι τώρα. Παρ’ όλα αυτά, δεν περίµενα ποτέ να κινηθεί ο Σάσα σε βάρος του Χορστ. Ούτε σε χίλια χρόνια! Κατάλαβες τι παίχτηκε πάνω, έτσι;» «Όχι». «Λοιπόν, ο Χορστ θεωρεί ότι ο λόγος του Σάσα είναι συµβόλαιο, αλλά εγώ δεν είµαι τόσο σίγουρος. Και δεν πιστεύω ότι ο πίνακας είναι στην Ιρλανδία. Ούτε κι ο Νάιαλ, ο Ιρλανδός, πιστεύει. Μου τη δίνει που ξαναγύρισε αυτή, η Ούλρικα, δεν µπορώ να µιλήσω ανοιχτά». Έχωσε τα χέρια βαθιά µέσα στις τσέπες. «Γιατί οµολογώ ότι εκπλήσσοµαι που τόλµησε τέτοιο πράγµα ο Σάσα, και δεν τολµώ να πω στον Χορστ, αλλά νοµίζω δεν υπάρχει άλλη εξήγηση: Πιστεύω ότι το όλο φιάσκο µε τη συµφωνία που χάλασε, τη σύλληψη και το πιστολίδι µε τους µπάτσους, όλα αυτά, ήταν αντιπερισπασµός για να την κοπανήσει ο Σάσα µε τον πίνακα. Ο Χορστ ταΐζει κόσµο και ντουνιά, υπερβολικά ευγενικός και ευκολόπιστος, ψυχοπονιάρης, ξέρεις, πιστεύει πάντα το καλύτερο για τους άλλους, δικαίωµά του αν θέλει ν’ αφήνει τον Σάσα και την Ούλρικα να τον κλέβουν, αλλά εγώ δε θα επιτρέψω να τη φέρουν σ’ εµένα!» «Χµ». Δε γνώριζα τόσο καλά τον Χορστ ώστε να µπορώ να εκφέρω γνώµη, αλλά εµένα δε µου είχε φανεί και τόσο «ψυχοπονιάρης». Ο Μπόρις σκυθρώπιασε και κλότσησε άλλον ένα σωρό φύλλων. «Υπάρχει όµως πρόβληµα: Αυτός ο συνεργάτης του Σάσα; Αυτός µε τον οποίο µου κανόνισε τη δουλειά; Δεν έχω ιδέα πώς είναι τ’ αληθινό του όνοµα! Ιδέα! Μου συστήθηκε ως “Τέρι”, αλλά δεν είµαι βλάκας... Ούτ’ εγώ χρησιµοποιώ το αληθινό µου όνοµα, αλλά Καναδός και Τέρι; Μην τρελαθούµε τώρα! Από την Τσεχία ήταν, κι όσο τον λένε αυτόν Τέρι Γουάιτ, άλλο τόσο λένε κι εµένα! Εγώ λέω ότι είναι µικροκακοποιός, βγήκε πρόσφατα από τη στενή, χαϊβάνι, αµόρφωτος, ένας κρετίνος. Νοµίζω ότι ο Σάσα τον πλεύρισε για να τον χρησιµοποιήσει για “κράχτη” και του έταξε µερίδιο για να στήσει τη συµφωνία – πενταροδεκάρες, φυσικά. Αλλά ξέρω καλά τη φάτσα του “Τέρι”, και ξέρω ότι έχει διασυνδέσεις στην Αµβέρσα, και θα βάλω το φιλαράκο µου τον Τσέρι να το κοιτάξει». «Τσέρι;» «Ναι, παρατσούκλι του κολλητού µου του Βίκτορ. Τον φωνάζουµε έτσι επειδή είναι κόκκινη η µύτη του, αλλά και γιατί το ρωσικό του όνοµα, Βίτια, ακούγεται σαν τη ρωσική λέξη για το κεράσι. Κι είναι κι αυτή η δηµοφιλής σαπουνόπερα στη Ρωσία, Χειµωνιάτικο Κεράσι... Τέλος πάντων, δύσκολο να σ’ το εξηγήσω. Τον πειράζω ανελέητα γι’ αυτή τη σειρά, κι εκείνος γίνεται θηρίο. Ε λοιπόν, ο Τσέρι γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα, έχει παντού αφτιά. Ό,τι και να ετοιµάζεται, το µαθαίνεις από τον Βίκτορ δύο βδοµάδες προτού καν συµβεί. Άρα δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς για το πουλάκι σου, εντάξει; Είµαι σχεδόν βέβαιος ότι θα το ρυθµίσουµε το θέµα». «Τι εννοείς “θα το ρυθµίσουµε”;» Ο Μπόρις ξεφύσηξε ηχηρά.
«Μιλάµε για κλειστό κύκλωµα, καταλαβαίνεις; Ο Χορστ έλεγε αλήθεια για τα λεφτά: Κανείς δε θ’ αγοράσει αυτό τον πίνακα. Είναι αδύνατον να πουληθεί. Αλλά ως ενέχυρο στη µαύρη αγορά; Μπορεί ν’ αλλάζει χέρια στον αιώνα τον άπαντα! Και πολύτιµος και εύκολα µεταφερόµενος. Κάθε είδους συναλλαγές γίνονται σε δωµάτια ξενοδοχείων: ναρκωτικά, όπλα, κορίτσια, µετρητά, ό,τι θες». «Κορίτσια;» «Κορίτσια, αγόρια, ό,τι βάλει ο νους σου. Κοίτα, κοίτα», συνέχισε δυναµώνοντας τη φωνή του και σηκώνοντας το χέρι για να µου κόψει τη φόρα, «εγώ δεν είµαι µπλεγµένος σε τίποτα απ’ αυτά. Λίγο έλειψε να µε πουλήσουν κι εµένα όταν ήµουν µικρός, αυτά τα φίδια βρίσκονται παντού στην Ουκρανία –ή τουλάχιστον βρίσκονταν–, σε κάθε γωνιά και κάθε σιδηροδροµικό σταθµό, και, πίστεψέ µε, όταν είσαι µικρός και δυστυχισµένος, µπορεί να σου φανεί καλή διέξοδος. Ένας φαινοµενικά νορµάλ τύπος σού υπόσχεται δουλειά σε εστιατόριο του Λονδίνου ή κάτι τέτοιο, σου βγάζει αεροπορικό εισιτήριο και διαβατήριο – χα! Μέχρι να καταλάβεις τι γίνεται, βρίσκεσαι αλυσοδεµένος από τον καρπό σε κάποιο βροµερό υπόγειο. Δε θα έµπλεκα ποτέ µε τέτοιο αίσχος. Είναι αηδιαστικό! Αλλά συµβαίνει. Και µόλις φύγει ο πίνακας από τα χέρια µου και του Χορστ, ποιος ξέρει σε τι είδους εµπόριο θα χρησιµοποιηθεί; Τον έχει µια οµάδα, τον έχει άλλη οµάδα. Το θέµα είναι» –µε το δείκτη τεντωµένο, σαν δάσκαλος που κάνει κήρυγµα– «ότι ο πίνακάς σου δε θα θαφτεί στη συλλογή κάποιου ψωνισµένου µε την τέχνη ολιγάρχη. Είναι υπερβολικά διάσηµος. Κανείς δε θέλει να τον αγοράσει. Και γιατί θα το ήθελε; Τι να τον κάνει; Τίποτα. Εκτός κι αν τον βρουν οι µπάτσοι – που δεν τον έχουν βρει, απ’ όσο ξέρουµε...» «Εγώ θέλω να τον βρουν οι µπάτσοι». «Ναι, ωραία», είπε τρίβοντας ζωηρά τη µύτη του, «πολύ µεγαλόψυχο από µέρους σου. Αλλά αυτό που µπορώ να σου πω για την ώρα είναι ότι ο πίνακας θα κινηθεί αργά ή γρήγορα, και µάλιστα µέσα στα όρια ενός σχετικά µικρού δικτύου. Και ο Βίκτορ είναι σπουδαίος φίλος και µου χρωστάει πολλά. Οπότε σύνελθε επιτέλους!» είπε, πιάνοντάς µε από το µπράτσο. «Σταµάτα να δείχνεις τόσο χλοµός και άρρωστος! Θα µιλήσουµε σύντοµα, σου δίνω το λόγο µου».
xviii.
OΡΘΙΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΦΑΝΟΣΤΑΤΗ εκεί που µε άδειασε ο Μπόρις («Δεν µπορώ να σε πάω σπίτι. Έχω αργήσει! Πρέπει να πάω κάπου!»), ήµουν τόσο ταραγµένος, ώστε χρειάστηκε να κοιτάξω γύρω µου για να καταλάβω πού βρισκόµουν. Η περίτεχνη γκρίζα πρόσοψη του Όλγουιν Κορτ στη γωνία της Έβδοµης Λεωφόρου µε την 58η Οδό –τροµακτικό µπαρόκ σε κρίση αµόκ!–, οι προβολείς πάνω στο δαντελωτό διάκοσµο από τερακότα και ο χριστουγεννιάτικος στολισµός στην πόρτα του εστιατορίου Petrossian θαρρείς και σήµαναν ένα γκονγκ στα βάθη της µνήµης µου: Δεκέµβριος, η µητέρα µου µε σκουφί για το χιόνι, Στάσου, µωρό µου, να τρέξω µια στιγµή στη γωνία να πάρω λίγα κρουασάν για το πρωινό... Ήµουν τόσο αφηρηµένος, ώστε ένας άντρας που έστριψε φουριόζος στη γωνία έσκασε πάνω µου µε φόρα. «Πρόσεχε πού πας!» «Συγνώµη», ψέλλισα, τινάζοντας το κεφάλι µου για να συνέλθω. Αν και έφταιγε ο άλλος για τη σύγκρουση –υπερβολικά απασχοληµένος φλυαρώντας και κακαρίζοντας στο κινητό του για να βλέπει µπροστά του–, κάµποσοι περαστικοί κοίταξαν εµένα αποδοκιµαστικά. Σε πλήρη σύγχυση και καταπτοηµένος, προσπάθησα να σκεφτώ ποια θα ήταν η επόµενη κίνησή µου. Μπορούσα να πάρω τον υπόγειο για του Χόµπι, αλλά το διαµέρισµα της Κίτσι ήταν πιο κοντά. Μαζί µε τις συγκατοίκους της, τη Φράνσι και την Εµ, θα απολάµβαναν την κοριτσίστικη έξοδό τους (και ήξερα εκ πείρας ότι ήταν ανώφελο να τηλεφωνήσω ή να στείλω µήνυµα, συνήθως πήγαιναν σινεµά), αλλά είχα κλειδί, άρα µπορούσα να µπω, να µου βάλω ένα ποτό και να ξαπλώσω περιµένοντάς τη να γυρίσει. Ο καιρός είχε ανοίξει, το χειµωνιάτικο φεγγάρι διακρινόταν καθάριο µέσα από ένα κενό στα σύννεφα, κι έτσι άρχισα να περπατάω µε κατεύθυνση προς τα ανατολικά, σταµατώντας κάθε τόσο µήπως πετύχαινα κανένα ταξί. Δεν το συνήθιζα να σκάω µύτη στο διαµέρισµα της Κίτσι χωρίς να τηλεφωνήσω, κυρίως επειδή δεν πολυσυµπαθούσα τις συγκατοίκους της, ούτε εκείνες εµένα. Πάντως, παρά τη Φράνσι και την Εµ και τις βεβιασµένες αβρότητες στην κουζίνα, το διαµέρισµα της Κίτσι ήταν ένα από τα λίγα µέρη όπου ένιωθα πραγµατικά ασφαλής στη Νέα Υόρκη. Κανείς δεν µπορούσε να µε βρει εκεί. Παντού ήταν διάχυτη η αίσθηση του προσωρινού. Δεν είχε πολλά πράγµατά της εκεί –βολευόταν µε ρούχα που είχε σε µια βαλίτσα στα πόδια του κρεβατιού–, και, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, µου άρεσε η γαλήνια, ανώνυµη κενότητα του διαµερίσµατος µε τις χαρούµενες αλλά αραιές διακοσµητικές πινελιές: χαλιά µε αφηρηµένα σχέδια και µοντέρνα έπιπλα από µια επώνυµη αλλά προσιτή φίρµα. Το κρεβάτι της ήταν άνετο, το πορτατίφ ιδανικό για διάβασµα και η τεράστια τηλεόραση πλάσµα απέναντι από το κρεβάτι µάς επέτρεπε να χαζεύουµε ξαπλωµένοι ταινίες όποτε είχαµε όρεξη. Όσο για το ανοξείδωτο ψυγείο, ήταν πάντα εφοδιασµένο µε «κοριτσίστικο φαγητό»: χούµους και ελιές, τούρτα και σαµπάνια, πολύχρωµες χορτοφαγικές σαλάτες σε πακέτο και παγωτά σε µισή ντουζίνα διαφορετικές γεύσεις. Ψαχούλεψα στην τσέπη µου για το κλειδί, ξεκλείδωσα αφηρηµένος (σκεφτόµουν αν θα έβρισκα κάτι να τσιµπήσω ή αν θα έπρεπε να παραγγείλω απ’ έξω, καθώς η Κίτσι θα γύριζε
φαγωµένη και δεν είχε νόηµα να την περιµένω) και παραλίγο να σκάσω µε τα µούτρα πάνω στην πόρτα, που µπλόκαρε από την αλυσίδα ασφαλείας. Την έκλεισα πάλι και στάθηκα εµβρόντητος για µερικές στιγµές. Ύστερα την ξανάνοιξα προσεκτικά, κάνοντας την αλυσίδα να κροταλίσει: κόκκινος καναπές, κορνιζαρισµένα αρχιτεκτονικά σχέδια και ένα κερί αναµµένο πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. «Είναι κανείς εδώ;» είπα. Ακούγοντας κίνηση από µέσα, επανέλαβα πιο δυνατά: «Είναι κανείς εδώ;». Κοπανούσα την πόρτα αρκετά δυνατά για να ξεσηκώσω τους γείτονες, όταν η Έµιλι, ύστερα από ένα διάστηµα που µου φάνηκε αφύσικα µεγάλο, ήρθε στην είσοδο και µε κοίταξε από το άνοιγµα. Φορούσε ένα κουρελιασµένο φούτερ και ένα υπερβολικά φανταχτερό κολάν, που έκανε τον πισινό της να φαίνεται τεράστιος. «Η Κίτσι δεν είναι εδώ», είπε στεγνά, χωρίς να βγάλει την αλυσίδα. «Εντάξει, το ξέρω», είπα οργισµένα. «Δεν πειράζει». «Δεν ξέρω πότε θα γυρίσει». Η Έµιλι, την οποία είχα γνωρίσει ως ένα χοντροµούρικο εννιάχρονο που µου έκλεινε την πόρτα κατάµουτρα στο διαµέρισµα των Μπάρµπορ, δεν είχε κρύψει ποτέ το γεγονός ότι µε θεωρούσε πολύ λίγο για τη φιλενάδα της. «Λοιπόν, θα µ’ αφήσεις να µπω, σε παρακαλώ;» ρώτησα ενοχληµένος. «Θέλω να την περιµένω». «Λυπάµαι, αλλά δεν είναι καλή στιγµή». Η Εµ έκοβε ακόµα τα καστανόξανθα µαλλιά της κοντό καρέ µε αφέλειες, όπως όταν ήταν µικρή, και ο τρόπος µε τον οποίο έσφιγγε το πιγούνι της –σαν κακοµαθηµένο της πρώτης δηµοτικού– µου θύµισε τον Άντι και το πόσο τη σιχαινόταν πάντα – την «Έµα Φλέµα», το «Εµιλάιζερ για µύγες και κουνούπια»... «Αυτό είναι γελοίο. Έλα τώρα, άνοιξέ µου!» επανέλαβα θυµωµένα. Όµως εκείνη συνέχισε να στέκεται απαθής στο άνοιγµα της πόρτας, αποφεύγοντας να µε κοιτάξει στα µάτια, µε το βλέµµα της στυλωµένο σε κάποιο σηµείο στο πλάι του προσώπου µου. «Κοίτα, Εµ, θα πάω απλώς στο δωµάτιό της και θα ξαπλώσω µέχρι...» «Αν θες, έλα πάλι αργότερα. Λυπάµαι», είπε στη δύσπιστη σιωπή που ακολούθησε. «Κοίτα, δε µε νοιάζει τι κάνεις» –τουλάχιστον η Φράνσι, η άλλη συγκάτοικος, έκανε προσπάθεια να φέρεται πολιτισµένα– «δεν έχω πρόθεση να σ’ ενοχλήσω, θέλω µόνο...» «Καλύτερα να φύγεις. Λυπάµαι. Γιατί... γιατί... κοίτα, εδώ είναι το σπίτι µου», είπε, ανεβάζοντας τον τόνο της για να καλύψει τη φωνή µου. «Θεέ και Κύριε! Δεν µπορεί να µιλάς σοβαρά». «Εδώ είναι το σπίτι µου», επανέλαβε βλεφαρίζοντας εκνευρισµένη, «και δεν µπορείς να εισβάλλεις όποτε σου τη δίνει». «Τι λες τώρα; Κάνε µου τη χάρη!» «Και... και...» Ήταν ταραγµένη, δεν µπορούσε να το κρύψει. «Κοίτα, δεν µπορώ να σε βοηθήσω, διάλεξες τη χειρότερη στιγµή για να έρθεις, νοµίζω ότι είναι καλύτερα να φύγεις. Εντάξει; Με συγχωρείς». Έσπρωχνε την πόρτα για να κλείσει. «Θα σε δω στη δεξίωση». «Τι;» «Στη δεξίωση των αρραβώνων σου;» διευκρίνισε, ξανανοίγοντας λίγο την πόρτα, έτσι ώστε πρόλαβα να δω ένα ανταριασµένο γαλάζιο µάτι για µια στιγµή, πριν την κλείσει οριστικά.
xix.
EΜΕΙΝΑ ΝΑ ΣΤΕΚΟΜΑΙ αποσβολωµένος στο διάδροµο, στην απόλυτη ησυχία που έπεσε ξαφνικά, κοιτάζοντας το µατάκι της κλειστής πόρτας. Μέσα στη σιγαλιά µού φάνηκε ότι µπορούσα να ακούσω την Εµ, ελάχιστα εκατοστά µακριά, να ανασαίνει το ίδιο βαριά όσο εγώ πίσω από την πόρτα. Λοιπόν, αυτό ήταν, µόλις διαγράφτηκες από τη λίστα των παρανύµφων, σκέφτηκα, κάνοντας µεταβολή και κατεβαίνοντας τα σκαλιά µε επιδεικτικά βαριά βήµατα, έξω φρενών και ταυτόχρονα αλλόκοτα ευχαριστηµένος για το περιστατικό, το οποίο δικαίωνε όλες τις αρνητικές σκέψεις που είχα κάνει ποτέ για την Εµ. Η Κίτσι είχε απολογηθεί ουκ ολίγες φορές για την «αγένεια» της φίλης της, αλλά το αποψινό ήταν, για να χρησιµοποιήσω µια έκφραση του Χόµπι, «από τα άγραφα». Γιατί δεν είχε πάει σινεµά µε τις άλλες; Να ήταν µε κάποιον γκόµενο εκεί µέσα; Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα όµορφη και είχε χοντρές γάµπες, η Εµ είχε δεσµό µε κάποιον ονόµατι Μπιλ, στέλεχος στη Citibank. Γυαλιστεροί µαύροι δρόµοι. Μόλις βγήκα από την πολυκατοικία, χώθηκα στην είσοδο του ανθοπωλείου δίπλα για να τσεκάρω το κινητό µου και να γράψω ένα µήνυµα στην Κίτσι, για παν ενδεχόµενο, πριν πάρω το δρόµο για το Βίλατζ. Αν την πετύχαινα την ώρα που έβγαινε από το σινεµά, µπορεί να κανονίζαµε να βρεθούµε για δείπνο και ποτό (µόνοι µας, χωρίς τις φιλενάδες της, το αλλόκοτο περιστατικό που είχε προηγηθεί δικαιολογούσε την αξίωση), µε µπόλικα κουτσοµπολιά και εικασίες για τις πιθανές εξηγήσεις της συµπεριφοράς της Εµ. Κατάφωτη βιτρίνα. Γκριζωπό φως νεκροθάλαµου από το ψυγείο µε τις γυάλινες πόρτες. Πίσω από το θαµπωµένο από την υγρασία τζάµι που έσταζε νερό, φτερωτά κλαδάκια ορχιδέων ριγούσαν στο αεράκι του ανεµιστήρα: φασµατικά άσπρες, αγγελικές, σεληνιακές. Στην πρώτη σειρά ήταν παραταγµένες οι πιο σπάνιες ποικιλίες, κάποιες από τις οποίες πωλούνταν για χιλιάδες δολάρια: τριχωτές και φλεβώδεις, στικτές και οδοντώδεις, µε αιµάτινες κηλίδες και δαιµονικά πρόσωπα, σε χρώµατα που κάλυπταν όλο το φάσµα από το πράσινο της µούχλας µέχρι το µπλάβο – υπήρχε µέχρι και µια υπέροχη µαύρη ορχιδέα µε γκρίζες ρίζες που φιδογύριζαν έξω από τη µουσκλιασµένη γλάστρα της. («Σε παρακαλώ, αγάπη µου», είχε αναφωνήσει η Κίτσι έχοντας ψυλλιαστεί την ιδέα µου για το χριστουγεννιάτικο δώρο της, «ούτε να το σκέφτεσαι! Είναι χάρµα οφθαλµών, και, µόλις πας να τις ακουµπήσεις, πεθαίνουν!») Κανένα νέο µήνυµα. Της έγραψα βιαστικά (Πάρε µε, πρέπει να σου µιλήσω, µόλις έγινε κάτι απίστευτο, xxxx) και, για να σιγουρευτώ ότι δεν είχε βγει ακόµα από το σινεµά, της έκανα άλλη µία κλήση. Αλλά τη στιγµή που το δίκτυο µε προωθούσε στη θυρίδα φωνητικών µηνυµάτων είδα µια αντανάκλαση στον καθρέφτη στο βάθος του µαγαζιού, µέσα από την καταπράσινη ζούγκλα, και στράφηκα µε µάτια γουρλωµένα από τη δυσπιστία. Ήταν η Κίτσι. Με το ροζ Prada παλτό της και το κεφάλι σκυµµένο, κρατούσε αγκαζέ και ψιθύριζε σε έναν άντρα που δε µου ήταν άγνωστος – αν και είχα να τον δω χρόνια, τον αναγνώρισα αµέσως: οι ίδιοι στητοί ώµοι, το ίδιο λικνιστό, χαλαρό περπάτηµα. Ο Τοµ Κέιµπλ. Τα σπαστά καστανά µαλλιά του ήταν ακόµα µακριά, εξακολουθούσε να ντύνεται στο στιλ που προτιµούσαν οι πλούσιοι µαστούρηδες στο σχολείο µας (µπότες Tretorn, τεράστιο χοντρό
πουλόβερ άραν, χωρίς παλτό από πάνω) και κρατούσε παραµάσχαλα µια τσάντα από την κάβα – την ίδια κάβα στην οποία πεταγόµασταν κι εµείς µε την Κίτσι για προµήθειες καµιά φορά. Αλλά αυτό που µε άφησε εµβρόντητο; Η Κίτσι, που κρατούσε πάντα το δικό µου χέρι σε κάποια απόσταση –τραβώντας µε ξοπίσω της ή ταλαντεύοντας παιχνιδιάρικα το µπράτσο µου όπως θα κάναµε αν ήµασταν παιδιά–, ήταν κολληµένη στο πλευρό του, µε το µπράτσο της χωµένο όλο λαχτάρα µέσα στη µασχάλη του. Κι ενώ εγώ παρακολουθούσα, ανίκανος να χωνέψω αυτό που έβλεπα –εκείνοι περίµεναν να ανάψει το φανάρι, υπερβολικά απορροφηµένοι ο ένας στον άλλο για να µε προσέξουν–, ο Κέιµπλ, που τόση ώρα κάτι της έλεγε χαµηλόφωνα, της ανακάτεψε παιχνιδιάρικα τα µαλλιά και στη συνέχεια γύρισε, την τράβηξε πάνω του και τη φίλησε, ένα φιλί που εκείνη ανταπέδωσε µε πολύ πιο σπαρακτική τρυφερότητα απ’ όση είχε δείξει ποτέ σ’ εµένα. Διέσχιζαν το δρόµο τώρα, οπότε γύρισα βιαστικά την πλάτη µου. Μπορούσα να τους δω πολύ καθαρά στη βιτρίνα του φωταγωγηµένου µαγαζιού καθώς προχωρούσαν προς την πολυκατοικία της Κίτσι ελάχιστα µέτρα πιο πέρα, εκείνη ταραγµένη, να του µιλάει µε χαµηλή φωνή βραχνή από τη συγκίνηση, γέρνοντας πάνω του µε το µάγουλό της ακουµπισµένο στο µανίκι του, καθώς εκείνος την έσφιγγε απαλά από το µπράτσο. Και, παρότι δεν µπορούσα να ακούσω τι του έλεγε, ο τόνος της ήταν σαφέστατος. Γιατί, παρά τη διάχυτη θλίψη, ήταν έκδηλη η χαρά που ένιωθαν ο ένας για την παρουσία του άλλου. Μπορούσε να τη δει και ο τελευταίος περαστικός στο δρόµο. Και τότε, όπως γλιστρούσαν πίσω µου πάνω στη σκοτεινή τζαµαρία, ένα ζευγάρι ερωτευµένα φαντάσµατα που έγερναν στοργικά το ένα πάνω στο άλλο, την είδα να σηκώνει το χέρι για να σκουπίσει βιαστικά ένα δάκρυ από το µάγουλό της, κάτι που µε έκανε να ανοιγοκλείσω τα µάτια κατάπληκτος: Γιατί, για κάποιον άγνωστο λόγο, όσο απίθανο κι αν φαινόταν, ίσως για πρώτη φορά στα χρονικά, η Κίτσι έκλαιγε.
xx.
EΜΕΙΝΑ
το µεγαλύτερο µέρος της νύχτας, και ήµουν τόσο σκοτισµένος όταν κατέβηκα να ανοίξω το µαγαζί την εποµένη, ώστε έµεινα να κοιτάζω το κενό για κανένα µισάωρο πριν συνειδητοποιήσω ότι δεν είχα γυρίσει από την άλλη την επιγραφή ΚΛΕΙΣΤΟΝ στην πόρτα. Οι εβδοµαδιαίες εξορµήσεις της Κίτσι στα Χάµπτονς. Κλήσεις από άγνωστους αριθµούς, βιαστικοί τερµατισµοί συνδιαλέξεων. Εκείνη να κοιτάζει σκυθρωπά το κινητό της στη µέση ενός δείπνου, να το σβήνει µε µια κοφτή κίνηση: «Ουφ, πάλι η Εµ!», «Αχ, η µαµά είναι», «Αµάν, πάλι αυτή η εταιρεία πωλήσεων, ήθελα να ’ξερα πού βρήκαν τον αριθµό µου». Μηνύµατα που έφταναν µες στα µαύρα µεσάνυχτα, απόκοσµα µπλιπ µπλιπ που θύµιζαν κέντρο ελέγχου υποβρυχίου, γαλαζωπά σήµατα σόναρ να πάλλονται στους τοίχους, η Κίτσι να πετάγεται γυµνή από το κρεβάτι για να το σβήσει το ρηµάδι, πάλλευκα πόδια που θαρρείς και φωσφόριζαν στο σκοτάδι. «Αχ, λάθος αριθµός!», «Αυτός ο Τόντι, κάπου θα τα ’τσουζε πάλι και έχασε την αίσθηση του χρόνου!» Και, σχεδόν εξίσου επώδυνο πλήγµα, η στάση της κυρίας Μπάρµπορ στην όλη ιστορία. Γνώριζα πολύ καλά πόσο ικανή ήταν να διατηρεί λεπτές ισορροπίες, να διαχειρίζεται ευαίσθητες καταστάσεις από το παρασκήνιο, εντελώς αθέατη, και, ενώ δε µου είχε πει ούτε ένα ψέµα –τουλάχιστον απ’ όσο µπορούσα να ξέρω–, σίγουρα είχε κοσκινίσει και συγκαλύψει πληροφορίες. Έφερνα στη µνήµη µου ένα σωρό µικροπράγµατα, τα οποία τώρα, υπό το φως των νέων αποκαλύψεων, αποκτούσαν εντελώς άλλο νόηµα, όπως εκείνη η φορά µερικούς µήνες πριν που την είχα τσακώσει να µιλάει στο θυροτηλέφωνο λέγοντας χαµηλόφωνα αλλά επιτακτικά στο θυρωρό: «Όχι! Αδιαφορώ, µην τον αφήσεις ν’ ανέβει, κράτα τον κάτω!». Κι όταν, δευτερόλεπτα µετά, η Κίτσι έλεγξε τα µηνύµατα στο κινητό της και πετάχτηκε όρθια ανακοινώνοντας απροσδόκητα ότι θα έβγαζε τον Τινγκ-α-Λινγκ και την Κλέµε µια µικρή βόλτα γύρω από το τετράγωνο, δεν είχα προβληµατιστεί ιδιαίτερα, παρά την ολοφάνερη δυσαρέσκεια στην έκφραση της κυρίας Μπάρµπορ και την ανανεωµένη θέρµη µε την οποία είχε στραφεί προς το µέρος µου και είχε πάρει το χέρι µου στα δικά της όταν έκλεισε η εξώπορτα πίσω από την κόρη της. Είχαµε κανονίσει να βρεθούµε εκείνο το βράδυ. Θα τη συνόδευα στο πάρτι γενεθλίων µιας από τις φίλες της και µετά, πιο αργά, θα περνούσαµε από το πάρτι ενός άλλου φίλου. Παρότι δεν είχε τηλεφωνήσει, η Κίτσι µού είχε στείλει ένα διστακτικό µήνυµα: Θίο, τι γίνεται; Είµαι στη δουλειά. Πάρε µε. Κοίταζα ακόµα αποσβολωµένος το µήνυµα, µην ξέροντας αν άξιζε να της απαντήσω ή όχι –και τι να της έλεγα;–, όταν µπήκε σαν σίφουνας στο µαγαζί ο Μπόρις. «Έχω νέα!» «Α, ναι;» ρώτησα ύστερα από µια στιγµιαία παύση. Σκούπισε το µέτωπό του. «Μπορούµε να µιλήσουµε εδώ;» έκανε, σαρώνοντας εξεταστικά το χώρο γύρω του. «Ε...» Τίναξα το κεφάλι για να καθαρίσω το µυαλό µου. «Ναι, βέβαια». «Έχω ένα κεφάλι καζάνι σήµερα», είπε, τρίβοντας το µάτι του. Τα µαλλιά του πετούσαν ΑΓΡΥΠΝΟΣ
προς κάθε κατεύθυνση. «Χρειάζοµαι καφέ. Όχι, δεν προλαβαίνω», συµπλήρωσε υπναλέα, σηκώνοντας το χέρι του για να µε αποτρέψει. «Ούτε να κάτσω µπορώ. Θα µείνω ένα λεπτό µόνο. Αλλά έχω ευχάριστα νέα: Βρήκα µια άκρη για τον πίνακά σου». «Δηλαδή;» ρώτησα, βγαίνοντας επιτέλους από τη ζοφερή καταχνιά της σχέσης µου µε την Κίτσι. «Σύντοµα θα µπορέσω να σου πω λεπτοµέρειες», απάντησε αόριστα. «Πού...» Προσπάθησα να συγκεντρωθώ. «Είναι εντάξει; Πού τον έχουν;» «Δεν έχω απάντηση σ’ αυτές τις ερωτήσεις». «Χρειάζεται...» Δυσκολευόµουν να βάλω σε µια σειρά τις σκέψεις µου. Πήρα µια βαθιά ανάσα, χάραξα µια γραµµή στο γραφείο µε τον αντίχειρά µου για να κερδίσω λίγο χρόνο, ανάβλεψα... «Ναι;» «Χρειάζεται σταθερή θερµοκρασία και υγρασία, το ξέρεις αυτό, έτσι;» Άγνωστη φωνή, καµία σχέση µε τη δική µου. «Δεν µπορούν να τον έχουν παραπεταµένο σε κάποιο υγρό γκαράζ ή όπου λάχει». Ο Μπόρις σούφρωσε τα χείλη µε τον οικείο χλευαστικό του τρόπο. «Πίστεψέ µε, ο Χορστ πρόσεχε αυτό τον πίνακα σαν να ήταν το µωρό του». Έκλεισε τα µάτια για µερικές στιγµές. «Βέβαια, δε θα µπορούσα να εγγυηθώ γι’ αυτούς τους τύπους. Λυπάµαι που το λέω, αλλά δεν είναι και πολύ τζιµάνια. Ας ευχηθούµε να τους έκοψε τουλάχιστον να µην τον παραχώσουν πίσω από το φούρνο καµιάς πιτσαρίας ή κάτι τέτοιο. Πλάκα κάνω!» βιάστηκε να προσθέσει σαρκαστικά βλέποντας την έντροµη έκφρασή µου. «Αν και, απ’ ό,τι µαθαίνω, τον φυλάνε σε κάποιο εστιατόριο, ή κοντά σε κάποιο εστιατόριο. Στο ίδιο κτίριο, τέλος πάντων. Θα το συζητήσουµε άλλη ώρα», κατέληξε, σηκώνοντας το χέρι για να αποτρέψει περισσότερες ερωτήσεις. «Εδώ;» ρώτησα δύσπιστα ύστερα από άλλη µια παύση. «Στην πόλη;» «Τα λέµε άλλη ώρα. Αυτό µπορεί να περιµένει. Άκου τώρα αυτό που πρωτεύει», συνέχισε µε επιτακτικό τόνο, ελέγχοντας ξανά την περίµετρο για αθέατους ωτακουστές. «Άκου, άκου µε. Περισσότερο γι’ αυτό ήρθα µέχρι εδώ. Ο Χορστ... δεν είχε ιδέα ότι το επίθετό σου είναι Ντέκερ, µέχρι σήµερα που µε ρώτησε στο τηλέφωνο. Γνωρίζεις κάποιον Λούσιους Ριβ;» Κάθισα βαριά. «Γιατί;» «Ο Χορστ λέει να µείνεις µακριά του. Ξέρει ότι είσαι έµπορος αντικών, αλλά δεν είχε κάνει τη σύνδεση µ’ εκείνο το άλλο ζήτηµα, µέχρι που έµαθε τ’ όνοµά σου». «Ποιο άλλο ζήτηµα;» «Δεν ήθελε να µου πει λεπτοµέρειες. Δεν ξέρω τι πάρε δώσε έχεις µ’ αυτό τον Λούσιους, αλλά ο Χορστ λέει να τον κρατήσεις σε απόσταση, και µου φάνηκε σηµαντικό να σου το µεταφέρω αµέσως. Του την έφερε άσχηµα σε µια άλλη, άσχετη υπόθεση, κι εκείνος είπε στον Μάρτιν να τον τακτοποιήσει». «Στον Μάρτιν;» Ο Μπόρις ανέµισε το χέρι του στον αέρα. «Δεν έτυχε να τον δεις. Αν τον είχες δει, θα τον θυµόσουν, πίστεψέ µε. Τέλος πάντων, αυτός ο Λούσιους είναι λάθος άτοµο για να έχει νταλαβέρια µαζί του κάποιος από το δικό σου επαγγελµατικό χώρο». «Το ξέρω». «Τι πάρε δώσε έχεις µαζί του; Αν µου επιτρέπεις να ρωτήσω...»
«Εγώ...» Κούνησα το κεφάλι µου αρνητικά. Δεν είχα το κουράγιο να το αναλύσω. «Είναι περίπλοκο». «Τέλος πάντων, δεν έχω ιδέα µε τι σε κρατάει στο χέρι. Αν χρειάζεσαι βοήθεια, εννοείται ότι µπορείς να στηρίζεσαι πάνω µου, χωρίς δεύτερη κουβέντα, όπως και στον Χορστ, θα τολµούσα να πω, γιατί σε συµπάθησε. Δεν τον βλέπεις συχνά τόσο οµιλητικό και φιλικό όσο χτες! Δε νοµίζω να γνωρίζει πολλά άτοµα µε τα οποία να µπορεί να είναι ο εαυτός του και να µοιράζεται τα ενδιαφέροντά του. Πολύ κρίµα γι’ αυτόν! Είναι τροµερά ευφυής ο Χορστ. Έχει πολλά να δώσει. Όµως» –βιαστική µατιά στο ρολόι του– «συµπάθα µε, δε θέλω να φανώ αγενής, αλλά πρέπει να πάω κάπου. Είµαι πολύ αισιόδοξος για τον πίνακα! Πιστεύω, έχουµε καλές ελπίδες να τον πάρουµε πίσω!» Σηκώθηκε και χτύπησε τη γροθιά στο στέρνο του. «Λοιπόν, κουράγιο! Θα τα πούµε σύντοµα». «Μπόρις;» «Τι;» «Τι θα έκανες αν σε απατούσε το κορίτσι σου;» Ο Μπόρις, που είχε φτάσει σχεδόν στην πόρτα, κοντοστάθηκε απότοµα. «Πώς το ’πες αυτό;» «Αν πίστευες ότι σε απατάει το κορίτσι σου;» Σκυθρώπιασε. «Δεν είσαι βέβαιος; Δεν έχεις αποδείξεις;» «Όχι», απάντησα, συνειδητοποιώντας την ίδια στιγµή ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγµατα. «Τότε, να τη ρωτήσεις στα ίσα», απάντησε κατηγορηµατικά. «Μια ανύποπτη, χαλαρή στιγµή που δε θα το περιµένει. Στο κρεβάτι ίσως. Αν την πιάσεις απροετοίµαστη, και ψέµατα να σου πει, θα το καταλάβεις. Θα χάσει την ψυχραιµία της». «Η συγκεκριµένη µε τίποτα». Ο Μπόρις γέλασε. «Τότε, έχεις πετύχει κελεπούρι! Σπάνια περίπτωση. Είναι και όµορφη;» «Ναι». «Πλούσια;» «Ναι». «Έξυπνη;» «Οι περισσότεροι αυτό θα έλεγαν, άρα ναι». «Άκαρδη;» «Λίγο». Ο Μπόρις γέλασε. «Και την αγαπάς, ναι. Αλλά όχι πολύ». «Γιατί το λες αυτό;» «Επειδή δε σε βλέπω τρελαµένο, ούτε έξω φρενών, ούτε σε µαύρα πανιά! Δεν απειλείς ότι θα της στρίψεις το λαρύγγι. Κι αυτό είναι καλό. Άκου τι λέει η πείρα µου: Κρατήσου µακριά από τις γυναίκες που αγαπάς πάρα πολύ. Είναι αυτές που θα σε στείλουν στον άλλο κόσµο. Αυτό που χρειάζεσαι για να ζήσεις ευτυχισµένος στον κόσµο είναι µια γυναίκα που θα έχει τη δική της ζωή και θα σε αφήνει κι εσένα να έχεις τη δική σου». Με χτύπησε φιλικά στον ώµο και αποχώρησε, αφήνοντάς µε να χαζεύω την προθήκη µε τα ασηµικά µε ένα ανανεωµένο αίσθηµα απόγνωσης για τη µαυρισµένη ζωή µου.
xxi.
OΤΑΝ ΜΟΥ ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ εκείνο το βράδυ, η Κίτσι δεν ήταν ακριβώς όσο συγκροτηµένη περίµενα να τη βρω: Πεταγόταν από το ένα θέµα στο άλλο χωρίς ειρµό, από το καινούριο φόρεµα που ήθελε να αγοράσει –το είχε δοκιµάσει, δεν µπορούσε να αποφασίσει, είχε ζητήσει να της το κρατήσουν– στη σφοδρή καταιγίδα στο Μέιν –είχαν πέσει ένα σωρό δέντρα στο νησί, γέρικα δέντρα, είχε τηλεφωνήσει ο θείος Χάρι, τι θλιβερό!–, και «Αχ, αγάπη µου» – φτεροκοπώντας εδώ κι εκεί σαν σπουργιτάκι, πατώντας στις µύτες των ποδιών της για να φτάσει τα ποτήρια του κρασιού– «µε βοηθάς, σε παρακαλώ;». Η Εµ και η Φράνσι, οι συγκάτοικοι, είχαν πάρει τους καλούς τους και είχαν γίνει µπουχός πριν έρθω. «Α, εντάξει, τα ’πιασα. Κοίτα, έχω µια καταπληκτική ιδέα. Πάµε για κάρι πριν περάσουµε από της Σίνθια; Έχω τρελή όρεξη για κάρι. Τι λες για κείνο το µαγαζάκι στη Λεξ που µε είχες πάει µια φορά, εκείνο που σου αρέσει; Πώς το έλεγαν... Μαχάλ κάτι;» «Μιλάς για εκείνο το καταγώγιο;» ρώτησα παγερά. Δεν είχα µπει καν στον κόπο να βγάλω το παλτό µου. «Παρακαλώ;» «Με το λιγδερό αρνάκι µε κάρι; Και τα γερόντια που σου προκαλούσαν κατάθλιψη; Και τους φτηνιάρηδες που ψωνίζουν στο ξεπούληµα του Bloomingdale’s;». Το Jal Mahal Restaruant (sic) ήταν ένα θλιβερό απόµερο ινδικό εστιατόριο στον επάνω όροφο ενός εµπορικού συγκροτήµατος στη λεωφόρο Λέξινγκτον, όπου δεν είχε αλλάξει απολύτως τίποτα από τότε που ήµουν παιδί: ούτε οι τραγανές πίτες παπαντάµ ούτε οι τιµές ούτε το χαλί, το οποίο είχε ξεθωριάσει σε ένα αχνό ροζ από τα νερά που έµπαζαν οι τζαµαρίες όταν έβρεχε, ούτε καν οι σερβιτόροι – τα ίδια στρογγυλά, µακάρια, ευγενικά πρόσωπα που θυµόµουν από όταν πηγαίναµε εκεί µε τη µητέρα µου µετά το σινεµά για πικάντικα σαµόζα και παγωτό µάνγκο. «Και βέβαια να πάµε, γιατί όχι; Στο “πιο άθλιο εστιατόριο σε ολόκληρο το Μανχάταν”. Έξοχη ιδέα». Στράφηκε προς το µέρος µου σκυθρωπιάζοντας. «Τέλος πάντων. Το Baluchi’s είναι πιο κοντά. Ή... κάνουµε ό,τι θες εσύ». «Σοβαρά;» Στηρίχτηκα ακουµπώντας µε τον ώµο στην κάσα της πόρτας, χώνοντας τα χέρια βαθιά στις τσέπες µου. Χρόνια συµβίωσης µε έναν ψεύτη παγκόσµιας κλάσης µε είχαν κάνει ανελέητο. «Ό,τι θέλω εγώ; Καλό κι αυτό, πάλι!» «Συγνώµη. Έλεγα ότι ίσως ήθελες να πάµε για κάρι. Ξέχνα το». «Εντάξει, παράτα τα. Δεν έχει νόηµα να συνεχίζεις». Με κοίταξε χαµογελώντας αµήχανα. «Παρακαλώ;» «Άσ’ τα αυτά. Ξέρεις πάρα πολύ καλά για ποιο πράγµα µιλάω». Δεν είπε τίποτα. Στο µέτωπό της εµφανίστηκε µια λεπτή ζάρα. «Ίσως αυτό σου γίνει µάθηµα να κρατάς ανοιχτό το τηλέφωνό σου όταν είσαι µαζί του. Σίγουρα η κολλητή σου θα προσπαθούσε απεγνωσµένα να σε ειδοποιήσει στο δρόµο». «Συγνώµη, δεν ξέρω για ποιο πράγµα...»
«Κίτσι, σε είδα». «Οχ, σε παρακαλώ!» έκανε ύστερα από µια σαστισµένη παύση, πεταρίζοντας αθώα τα βλέφαρά της. «Δεν µπορεί να µιλάς σοβαρά! Δεν εννοείς τον Τοµ, έτσι;» Νεκρική σιγή. «Αλήθεια, Θίο, ο Τοµ είναι ένας παλιός φίλος, τον ξέρω χρόνια, και είµαστε πολύ κοντά...» «Ναι, αυτό φάνηκε». «...είναι φίλος και µε την Εµ, και... και... θέλω να πω...» Βλεφάριζε φρενιασµένα τώρα, έχοντας πάρει ύφος ανθρώπου που κατηγορείται άδικα. «Ξέρω πώς µπορεί να φάνηκε, όπως ξέρω κι ότι δε συµπαθείς τον Τοµ, και έχεις απόλυτο δίκιο να τον αντιπαθείς. Γνωρίζω τι έγινε τότε που έχασες τη µητέρα σου, ξέρω πως συµπεριφέρθηκε σαν κτήνος, αλλά ήταν παιδί τότε, κι αισθάνεται φρικτά για τη στάση του...» «Αισθάνεται φρικτά;» «...όµως... όµως έµαθε κάτι πολύ άσχηµα νέα χτες βράδυ», συνέχισε βιαστικά, σαν ηθοποιός που την είχαν διακόψει στη µέση του µονολόγου της, «κάτι πολύ άσχηµα νέα που τον αφορούν άµεσα...» «Καλά, µε συζητάς µαζί του; Κάθεστε οι δυο σας και µιλάτε για µένα και µε λυπάστε;» «...και ο Τοµ ήρθε να δει εµάς, την Εµ κι εµένα, και τις δύο, εµφανίστηκε ξαφνικά λίγο πριν φύγουµε για το σινεµά, γι’ αυτό µείναµε µέσα και δε βγήκαµε µε τους άλλους, ρώτα την Εµ αν δε µε πιστεύεις, δεν είχε πού αλλού να πάει, ήταν πολύ αναστατωµένος, κάτι προσωπικό, ήθελε µόνο κάποιον για να µιλήσει, και πού να...» «Δεν περιµένεις να το πιστέψω αυτό, έτσι;» «Κοίτα, δεν ξέρω τι σου είπε η Εµ...» «Πες µου αυτό: Η µητέρα του Κέιµπλ έχει ακόµα εκείνο το σπίτι στο Ιστ Χάµπτον; Θυµάµαι που τον “πάρκαρε” συστηµατικά στη λέσχη, για ώρες κάθε φορά, αφότου απέλυσε την µπέιµπι σίτερ – ή, για να ακριβολογούµε, αφότου παραιτήθηκε η κοπέλα. Μαθήµατα τένις, µαθήµατα γκολφ... Θα έχει γίνει αστέρι στο γκολφ, µε τόσο χρόνο που περνούσε εκεί µέσα, ε;» «Ναι», απάντησε ψυχρά, «ναι, είναι πολύ καλός». «Θα µπορούσα να πω κάτι φτηνό εδώ, αλλά θα συγκρατηθώ». «Θίο, ας µην το κάνουµε αυτό...» «Άσε µε να σου πω τη θεωρία µου, και µου λες τη γνώµη σου µετά, σε πειράζει; Κάποιες ανακρίβειες θα υπάρχουν, αναπόφευκτα, αλλά νοµίζω ότι είναι σωστή σε γενικές γραµµές. Επειδή ξέρω ότι τα είχατε µε τον Τοµ, µου το είπε ο Πλατ την πρώτη φορά που συναντηθήκαµε τυχαία, και δεν ήταν καθόλου χαρούµενος γι’ αυτό. Και εντάξει», συνέχισα βιαστικά όταν επιχείρησε να µε διακόψει, µε τόνο τόσο στεγνό και παγερό όσο ένιωθα µέσα µου, «δε χρειάζεται να ψάχνεις για δικαιολογίες. Τα κορίτσια πάντα την πατούσαν µε τον Κέιµπλ. Ευχάριστος τύπος, ακαταµάχητος όταν το θέλει. Παρά τις ακάλυπτες επιταγές που µοιράζει τον τελευταίο καιρό και τις συστηµατικές κλοπές στη λέσχη και τα διάφορα άλλα κατορθώµατά του που φτάνουν στ’ αφτιά µου...» «Δεν είναι αλήθεια! Ψέµατα! Ο Τοµ δεν έκλεψε ποτέ τίποτα από κανέναν!» «...Και η µανούλα και ο µπαµπάκας δε συµπάθησαν ποτέ ιδιαίτερα τον Τοµ, για να µην πω καθόλου, κι όταν πέθαναν ο µπαµπάς και ο Άντι, δεν µπορούσες να συνεχίσεις να τον βλέπεις, όχι στα φανερά τουλάχιστον. Με τι καρδιά να συνεχίσεις να στενοχωρείς τη µανούλα; Και, όπως µου τόνισε επανειληµµένα ο Πλατ...» «Δεν πρόκειται να τον ξαναδώ». «Το παραδέχεσαι, λοιπόν». «Θεωρούσα ότι δεν πείραζε µέχρι να παντρευτούµε».
«Γιατί αυτό;» Παραµέρισε τα µαλλιά από τα µάτια της, αλλά δε µίλησε. «Γιατί πίστευες ότι δεν πείραζε; Γιατί; Δεν περίµενες να το ανακαλύψω, αυτό είναι;» Μου έριξε µια οργισµένη µατιά. «Δε σε είχα για τόσο ψυχρό και αναίσθητο». «Εγώ;» Απέστρεψα το βλέµµα και έβαλα τα γέλια. «Εγώ είµαι ο ψυχρός;» «Ω, αλίµονο! Ο “αδικηµένος” της υπόθεσης. Ο αµέµπτου ηθικής και υψηλών αρχών». «Υψηλότερων από κάποιους άλλους, προφανώς». «Τελικά, µάλλον το απολαµβάνεις αυτό, έτσι δεν είναι;» «Κάθε άλλο, πίστεψέ µε». «Όχι; Αυτό το µειδίαµα άλλα λέει». «Και τι θα ’πρεπε να κάνω; Να το καταπιώ χωρίς να πω λέξη;» «Σου είπα ότι δε θα τον ξαναδώ. Μάλιστα, του το ξέκοψα αρκετό καιρό τώρα». «Αλλά εκείνος επιµένει. Σ’ αγαπάει. Δεν µπορεί να ζήσει µακριά σου». Για µεγάλη µου έκπληξη, η Κίτσι κοκκίνισε. «Ακριβώς». «Κακοµοιρούλα Κιτς». «Μη γίνεσαι κακεντρεχής». «Κακοµοιρούλα», επανέλαβα σαρκαστικά, µην µπορώντας να σκεφτώ κάτι άλλο να πω. Ψαχούλευε στο συρτάρι της κουζίνας για να βρει το ανοιχτήρι, όµως ξαφνικά στράφηκε για να µε κοιτάξει κατάµατα. «Κοίτα», είπε στεγνά, «δεν περιµένω να καταλάβεις, αλλά είναι άγριο πράγµα το να ερωτεύεσαι λάθος άτοµο». Έµεινα βουβός. Μπαίνοντας στο διαµέρισµα, είχα νιώσει τόσο παγωµένος από οργή στη θέα της, ώστε είχα προσπαθήσει να πείσω τον εαυτό µου πως δεν µπορούσε να µε πληγώσει ή – Θεός φυλάξοι!– να µε τουµπάρει. Αλλά ποιος ήταν σε θέση να γνωρίζει καλύτερα από µένα πόσο αλήθεια ήταν αυτό που µόλις είχε πει; «Κοίτα...» ξανάρχισε, παρατώντας το ανοιχτήρι. Είχε διακρίνει την ευκαιρία που της παρουσιαζόταν και δε θα την άφηνε να χαθεί. Όπως ακριβώς στο γήπεδο του τένις, αδίστακτη, πανέτοιµη να εκµεταλλευτεί την παραµικρή αδυναµία του αντιπάλου... «Μη µε πλησιάζεις». Υπερβολικά έντονη αντίδραση. Λάθος τόνος. Τα πράγµατα ξέφευγαν. Ήθελα να µείνω ψυχρός, να διατηρήσω τον έλεγχο της κατάστασης. «Θίο, σε παρακαλώ!» Και να τη, µε το χέρι της στο µπράτσο µου. Μύτη κόκκινη, µάτια βουρκωµένα – σαν το δύστυχο τον Άντι µε τις εποχικές αλλεργίες του, σαν οποιονδήποτε κανονικό άνθρωπο για τον οποίο θα αισθανόσουν συµπόνια και οίκτο. «Λυπάµαι. Αληθινά. Με όλη µου την ψυχή. Δεν ξέρω τι να πω». «Δεν ξέρεις, ε;» «Όχι. Ξέρω ότι σε αδίκησα». «Με αδίκησες... Είναι κι αυτός ένας τρόπος να το θέσεις». «Και, θέλω να πω, ξέρω ότι δε συµπαθείς τον Τοµ...» «Τι σχέση έχει αυτό µε την όλη υπόθεση;» «Θίο, πες µου ειλικρινά, σε πειράζει τόσο πολύ όσο θες να δείξεις; Όχι, το ξέρεις», απάντησε βιαστικά. «Όχι, αν κάτσεις να το καλοσκεφτείς. Εξάλλου...» Έκανε µια µικρή παύση πριν τεντώσει πραγµατικά το σκοινί. «Χωρίς να θέλω να σε στριµώξω, κι εγώ ξέρω τα δικά σου,
αλλά δε µε νοιάζει». «Τα δικά µου;» «Έλα τώρα», είπε βαριεστηµένα. «Γύρνα όσο θες µε τα ύποπτα φιλαράκια σου, πάρε όσα ναρκωτικά θες. Δε µε νοιάζει». Από κάπου στο βάθος ακούστηκε να κροταλίζει ένα καλοριφέρ που µόλις άρχιζε να ζεσταίνεται. «Κοίτα. Εµείς οι δυο ταιριάζουµε. Αυτός ο γάµος είναι ό,τι καλύτερο µπορεί να µας συµβεί. Το ξέρεις και το ξέρω. Γιατί... θέλω να πω, κοίτα, ξέρω. Δε χρειάζεται να µου πεις. Και, επίσης, τα πράγµατα είναι καλύτερα για σένα από τότε που αρχίσαµε να βγαίνουµε, δεν είναι; Έχεις συµµαζευτεί αρκετά». «Αλήθεια; Έχω “συµµαζευτεί”; Και τι ακριβώς εννοείς µ’ αυτό;» «Κοίτα...» Αναστέναξε µε απόγνωση. «Δεν ωφελεί το θέατρο, Θίο. Η Μαρτίνα... Η Εµ... Θυµάσαι την Τέσα Μαργκόλις;» «Γαµώτο». Νόµιζα ότι κανείς δεν ήξερε για την Τέσα. «Όλοι προσπάθησαν να µε προειδοποιήσουν: “Μείνε µακριά του. Είναι γλύκας, αλλά είναι ναρκοµανής”. Η Τέσα είπε στην Εµ ότι σταµάτησε να σε βλέπει όταν σ’ έπιασε να σνιφάρεις ηρωίνη στο τραπέζι της κουζίνας της». «Δεν ήταν ηρωίνη», είπα µε ζέση. Ήταν κονιορτοποιηµένα χάπια µορφίνης και ήταν τροµερή βλακεία από µέρους µου να τα σνιφάρω, αφού έτσι πήγαινε στράφι το χάπι. «Εξάλλου δε θυµάµαι να είχε η Τέσα κανέναν ενδοιασµό µε την κόκα, µ’ έπρηζε συνέχεια να της βρω...» «Ε λοιπόν, αυτό είναι διαφορετικό, και το ξέρεις. Η µαµά...» είπε, µιλώντας ταυτόχρονα µ’ εµένα. «Α, ναι; Διαφορετικό;» συνέχισα εγώ ακάθεκτος, ανεβάζοντας τον τόνο για να καλύψω τη φωνή της. «Διαφορετικό πώς; Πώς;» «Η µαµά... Άκουσέ µε, Θίο, κάνε µου τη χάρη! Δεν ξέρεις πόσο σ’ αγαπάει! Της έσωσες τη ζωή όταν εµφανίστηκες ξανά. Μιλάει, τρώει, ενδιαφέρεται, βγαίνει για περπάτηµα στο πάρκο, ανυποµονεί να σε δει... Δεν µπορείς να φανταστείς πώς ήταν πριν. Είσαι µέλος αυτής της οικογένειας». Επιστράτευε τα µεγάλα της όπλα τώρα. «Αληθινά. Γιατί, ξέρεις, ο Άντι...» «Ο Άντι;» Γέλασα χωρίς την παραµικρή ευθυµία. Ο Άντι δεν έτρεφε την παραµικρή αυταπάτη για την ψυχοπαθολογία της οικογένειάς του. «Κοίτα, Θίο, µην είσαι έτσι». Είχε ανακτήσει πλήρως την αυτοκυριαρχία της: φιλική και λογική, µε κάτι από την αµεσότητα του πατέρα της. «Είναι το σωστό και για τους δυο µας. Αυτός ο γάµος. Είµαστε ταιριαστοί. Βγαίνουµε όλοι κερδισµένοι, µε πρώτους και καλύτερους εµάς». «Όλοι, λες, ε;» «Ναι». Απολύτως ατάραχη τώρα. «Μην κάνεις έτσι, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Γιατί ν’ αφήσουµε κάτι ασήµαντο να καταστρέψει αυτό που έχουµε; Στο κάτω κάτω, είµαστε και οι δύο καλύτεροι άνθρωποι όταν είµαστε µαζί, δε νοµίζεις;» Αχνό χαµόγελο – αυτή τη φορά έβλεπα τη µητέρα της στο πρόσωπό της. «Εξάλλου είµαστε ωραίο ζευγάρι. Συµπαθούµε ο ένας τον άλλο. Τα πάµε καλά». «Άρα προχωράµε µε το µυαλό, όχι µε την καρδιά, αυτό µου λες». «Αν θες να το θέσεις έτσι, ναι», απάντησε, κοιτώντας µε µε τόσο απροκάλυπτο οίκτο ανάµεικτο µε τρυφερότητα, ώστε, εντελώς απροσδόκητα, ένιωσα όλο το θυµό να στραγγίζει από µέσα µου, να υποχωρεί µπροστά στην ψυχρή ευφυΐα της, άνευ προηγουµένου στην οικογένειά της, καθάρια σαν ήχο ασηµένιου κουδουνιού. «Και τώρα» –πατώντας στις µύτες των
ποδιών της για να µε φιλήσει στο µάγουλο– «έλα να τα ξαναβρούµε, κι ας είµαστε ειλικρινείς και καλοί ο ένας µε τον άλλο. Έλα να γίνουµε ευτυχισµένοι µαζί και να φροντίσουµε να περνάµε όσο πιο καλά µπορούµε».
xxii.
EΤΣΙ, ΕΜΕΙΝΑ ΕΚΕΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
– παραγγείλαµε απ’ έξω αργότερα και µετά ξαναγυρίσαµε στο κρεβάτι. Όµως, παρότι σε ένα πρώτο επίπεδο µου ήταν µάλλον εύκολο να προσποιηθώ πως δεν είχε αλλάξει τίποτα (επειδή, κατά κάποιον τρόπο, και οι δύο προσποιούµασταν ευθύς εξαρχής), σε ένα βαθύτερο ένιωθα να µε πνίγουν όλα όσα παρέµεναν άγνωστα και ανείπωτα, βαραίνοντας συντριπτικά ανάµεσά µας, κι όταν αργότερα την πήρε ο ύπνος κουλουριασµένη στην αγκαλιά µου, εγώ έµεινα ξάγρυπνος και κοίταζα έξω από το παράθυρο νιώθοντας εντελώς µόνος. Οι σιωπές της βραδιάς (για τις οποίες εγώ ήµουν υπεύθυνος, όχι η Κίτσι, η οποία ακόµα και στις χειρότερες περιστάσεις δεν ξέµενε ποτέ από λέξεις) και η φαινοµενικά αγεφύρωτη απόσταση ανάµεσά µας µου θύµιζαν πολύ έντονα την εποχή που ήµουν δεκαέξι χρονών και δεν είχα ποτέ την παραµικρή ιδέα τι να πω ή τι να κάνω µε την Τζούλι, η οποία, αν και σίγουρα δεν µπορούσε να θεωρηθεί το «κορίτσι µου», ήταν η πρώτη γυναίκα που είχα δει έτσι. Είχαµε συναντηθεί έξω από την κάβα στην οδό Χάντσον, όπου στεκόµουν µε τα λεφτά στο χέρι και περίµενα να µπει κάποιος για να µου αγοράσει ένα µπουκάλι αλκοόλ, όταν ξεπρόβαλε από τη γωνία – φουτουριστική αµφίεση που ανέµιζε παραπέµποντας σε νυχτερίδα, µάλλον παράταιρη µε το βαρύ βήµα και το παρουσιαστικό αγρότισσας, το αδιάφορο αλλά όχι άσχηµο πρόσωπο επαρχιώτισσας της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα. «Έι, µικρέ» –βγάζοντας το δικό της µπουκάλι κρασί από τη χαρτοσακούλα– «πάρε τα ρέστα σου. Έλα τώρα, µην το συζητάς. Δε µου λες, θα κάτσεις εδώ έξω στο κρύο να το πιεις;» Ήταν είκοσι εφτά χρονών, κοντά δώδεκα χρόνια µεγαλύτερη από µένα, µε ένα φίλο που είχε µόλις τελειώσει σπουδές Οικονοµικών στην Καλιφόρνια, και ήταν σαφές από την αρχή ότι, όταν επέστρεφε ο καλός της, ούτε θα ξαναπερνούσα από το σπίτι της ούτε θα επιχειρούσα να επικοινωνήσω µαζί της. Το ξέραµε και οι δύο. Δε χρειαζόταν καν να το πει. Ανεβαίνοντας τρεχάτος τις πέντε σκάλες µέχρι το στούντιό της, τα σπάνια (για µένα) απογεύµατα που µου επιτρεπόταν να έρθω να τη δω ξεχείλιζα πάντα από λέξεις και συναισθήµατα υπερβολικά έντονα για να τα συγκρατήσω. Κι όµως, όλα όσα ήθελα να της πω χάνονταν πάντα τη στιγµή που µου άνοιγε την πόρτα, κι αντί να µπορέσω να κουβεντιάσω µαζί της έστω για δύο λεπτά σαν πολιτισµένος άνθρωπος, περιφερόµουν άφωνος και απελπισµένος τρία βήµατα πίσω της, µε τα χέρια βαθιά µέσα στις τσέπες, µισώντας τον εαυτό µου, ενώ εκείνη πηγαινοερχόταν ξυπόλυτη στο στούντιό της, απόλυτα χαλαρή, µιλώντας αβίαστα, ζητώντας µου συγνώµη για τα άπλυτα ρούχα στο πάτωµα και για τις µπίρες που είχε ξεχάσει να αγοράσει –µπορούσε να πεταχτεί, αν ήθελα–, ώσπου κάποια ανύποπτη στιγµή σχεδόν ορµούσα πάνω της, διακόπτοντάς τη στα µισά µιας φράσης, και την έριχνα στον καναπέ-κρεβάτι, κάποιες φορές τόσο βίαια, που κινδύνευα να σπάσω τα γυαλιά µου. Ήταν όλα τόσο υπέροχα, που νόµιζα ότι θα πέθαινα, αλλά µετά, όπως κειτόµουν ξύπνιος πλάι της, µε το λευκό µπράτσο της πάνω από τα σκεπάσµατα, τους φανοστάτες να ανάβουν στο δρόµο, ένιωθα εντελώς άδειος µέσα µου και έτρεµα κυριολεκτικά την ώρα που το ρολόι θα έδειχνε οχτώ, οπότε θα έπρεπε να σηκωθεί και να ντυθεί για τη δουλειά της, ένα µπαρ στο Γουίλιαµσµπεργκ, πέρα στο Μπρούκλιν, όπου ήµουν πολύ µικρός για να µπορώ να πάω να τη δω καµιά φορά. Και ούτε καν την αγαπούσα την Τζούλι. Τη θαύµαζα, ναι, και είχα εµµονή µαζί της, και ζήλευα
την αυτοπεποίθησή της, και ίσως να τη φοβόµουν κιόλας λίγο, αλλά δεν την είχα αγαπήσει, όπως δε µε αγαπούσε κι εκείνη, βέβαια. Ούτε για την Κίτσι ήµουν τόσο σίγουρος ότι την αγαπούσα (τουλάχιστον όχι µε τον τρόπο που ευχόµουν κάποτε), κι όµως, παρ’ όλα αυτά, ήταν εκπληκτικό το πόσο άσχηµα ένιωθα, δεδοµένου ότι το είχα ξαναδεί το έργο.
xxiii.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΜΕ
είχαν εκτοπίσει προσωρινά την επίσκεψη του Μπόρις από τις σκέψεις µου, αλλά, µε το που έκλεισα τα µάτια µου, ζωντάνεψαν όλα µέσα σε συγκεχυµένα όνειρα. Δύο φορές ξύπνησα µε ένα τίναγµα και ανακάθισα απότοµα: τη µία από µια πόρτα που άνοιξε µε έναν εφιαλτικό στριγκό ήχο στη θυρίδα που είχα στις εγκαταστάσεις φύλαξης, ενώ απ’ έξω τσακώνονταν τσεµπεροφόρες γυναίκες πάνω από µια στοίβα µεταχειρισµένα ρούχα, την άλλη –αφού βούλιαξα πάλι στον ύπνο, για να βρεθώ σε µια παραλλαγή του ίδιου ονείρου– µε το κτίριο να έχει µεταµορφωθεί σε ένα χώρο µε ανοιχτή οροφή που σου επέτρεπε να βλέπεις τον ουρανό και αραχνοΰφαντα πέπλα που κυµάτιζαν για τοίχους, τα οποία δεν ήταν αρκετά µακριά ώστε να φτάνουν µέχρι κάτω στο χορτάρι. Πίσω από τους τοίχους διακρίνονταν καταπράσινα λιβάδια και κορίτσια µε µακριά λευκά φορέµατα, µια εικόνα µπολιασµένη (µυστηριωδώς) µε τέτοιο θανατερό και τελετουργικό τρόµο, ώστε ξύπνησα µε κοµµένη την ανάσα. Έλεγξα το τηλέφωνό µου: 04:00. Ύστερα από ένα µισάωρο που κειτόµουν στο κρεβάτι νιώθοντας εντελώς δυστυχισµένος, σηκώθηκα µες στο σκοτάδι, γυµνός από τη µέση και πάνω, και, νιώθοντας σαν κλασικό ρεµάλι σε γαλλική ταινία, άναψα τσιγάρο και στάθηκα να χαζέψω τη λεωφόρο Λέξινγκτον, ουσιαστικά άδεια αυτή την ώρα – µόνο ταξί που άρχιζαν τη βάρδιά τους ή την τέλειωναν, ποιος ξέρει τι από τα δύο. Αλλά το όνειρο, που µου είχε φανεί προφητικό, αρνιόταν να ξεθωριάσει στη µνήµη µου, µετεωριζόµενο στην ατµόσφαιρα σαν νέφος από τοξικά αέρια, ενώ η καρδιά µου εξακολουθούσε να βροντοχτυπάει στο στήθος µου από την αέρινη απειλή του, αυτή την αίσθηση ανοιχτωσιάς και κινδύνου. Θα ’πρεπε να στήσουν στον τοίχο όποιον το έκανε αυτό. Ήδη ανησυχούσα αρκετά για τον πίνακα τότε που νόµιζα ότι βρισκόταν σε ασφαλές περιβάλλον, µε ιδανικές συνθήκες συντήρησης σταθερές όλο το χρόνο (όπως διαβεβαίωνε µε στόµφο το φυλλάδιο της εταιρείας φύλαξης) στους 21 βαθµούς Κελσίου και στο 50% υγρασία. Δεν µπορούσες να φυλάς ένα τέτοιο έργο οπουδήποτε. Δεν έπρεπε να εκτεθεί σε υπερβολικό ψύχος ή θερµότητα, σε υγρασία ή σε άµεση ηλιακή ακτινοβολία. Απαιτούσε ελεγχόµενο περιβάλλον, όπως οι ορχιδέες στο ανθοπωλείο. Η εικόνα του ανεκτίµητου έργου στριµωγµένου πίσω από κάποιο φούρνο πιτσαρίας ήταν αρκετή για να κάνει την ειδωλολατρική καρδιά στο στήθος µου να βροντοχτυπάει µε µια διαφορετική, κι ωστόσο συγγενή, εκδοχή του τρόµου που µε είχε κατακλύσει όταν πίστεψα ότι η οδηγός του υπεραστικού λεωφορείου θα πετούσε τον κακόµοιρο τον Πόπερ έξω στη βροχή, στη µέση του πουθενά, ολοµόναχο στην άκρη του δρόµου. Αναρωτιόµουν: Πόσο καιρό είχε στην κατοχή του ο Μπόρις τον πίνακα; Ο Μπόρις... Ακόµα κι ο Χορστ, ορκισµένος λάτρης της τέχνης, δε µου φάνηκε, µε αυτό το αχούρι στο οποίο ζούσε, να χολοσκάει ιδιαίτερα για σωστές συνθήκες συντήρησης. Τα σενάρια καταστροφής δεν είχαν τέλος: Η Καταιγίδα στη Θάλασσα της Γαλιλαίας του Ρέµπραντ, η µοναδική του θαλασσογραφία, φηµολογούνταν ότι είχε σχεδόν καταστραφεί λόγω πληµµελούς φύλαξης. Το αριστούργηµα του Βερµέερ Ερωτικό Γράµµα είχε αποσπαστεί από την κορνίζα του από ένα σερβιτόρο ξενοδοχείου, o οποίος θεώρησε σκόπιµο να το κρύψει κάτω από ένα στρώµα κρεβατιού, µε ΤΗΝ ΚΙΤΣΙ
αποτέλεσµα αυτό να ξεφλουδίσει και να τσαλακωθεί. Τα έργα Η Πενία του Πικάσο και Τοπίο της Ταϊτής του Γκογκέν είχαν υποστεί σοβαρές ζηµιές όταν κάποιος κρετίνος είχε τη φαεινή ιδέα να τα κρύψει σε δηµόσια τουαλέτα. Σε όλη τη διάρκεια της ψυχαναγκαστικής έρευνάς µου αυτό που µε κατέτρεχε περισσότερο ήταν η Προσκύνηση µε τον άγιο Φραγκίσκο και τον άγιο Λαυρέντιο του Καραβάτζιο, πίνακας που είχε κλαπεί από το προσευχητήριο της εκκλησίας του Αγίου Λαυρεντίου στο Παλέρµο και είχε αποκοπεί τόσο απρόσεκτα από το τελάρο, ώστε ο συλλέκτης που είχε δώσει την εντολή για την κλοπή είχε ξεσπάσει σε κλάµατα µόλις τον είδε και είχε αρνηθεί να τον παραλάβει. Παρατήρησα ότι το τηλέφωνο της Κίτσι έλειπε από τη συνηθισµένη του θέση, το φορτιστή πάνω στο περβάζι, από όπου το άρπαζε µε το που άνοιγε το µάτι της το πρωί. Υπήρχαν φορές που ξυπνούσα µες στην καρδιά της νύχτας και έβλεπα τη γαλαζωπή λάµψη στο σκοτάδι από τη δική της πλευρά του κρεβατιού, κάτω από τα σκεπάσµατα, µέσα σε µια µυστική φωλιά από κουβαριασµένα σεντόνια. «Α, απλώς τσέκαρα την ώρα», έλεγε αν γύριζα µισοκοιµισµένος πλευρό και τη ρωτούσα τι έκανε. Το φαντάστηκα απενεργοποιηµένο και θαµµένο βαθιά στην τσάντα της από δέρµα κροκό, ανάµεσα στο µόνιµο χάος από λιπ γκλος και επαγγελµατικές κάρτες και δείγµατα αρωµάτων και πεταµένα όπως όπως χαρτονοµίσµατα, ζαρωµένα εικοσαδόλαρα που ξεχύνονταν από µέσα κάθε φορά που έψαχνε τη βούρτσα των µαλλιών της. Εκεί, µέσα σε εκείνο το αρωµατικό συνονθύλευµα, ο Κέιµπλ θα της τηλεφωνούσε ξανά και ξανά µέσα στη νύχτα, αφήνοντας αµέτρητα γραπτά και φωνητικά µηνύµατα για να τα βρει όταν θα ξυπνούσε το πρωί. Για τι πράγµα να µιλούσαν άραγε; Τι να κουβέντιαζαν οι δυο τους; Παραδόξως, δε δυσκολευόµουν καθόλου να φανταστώ τις στιχοµυθίες τους. Χαρούµενες φλυαρίες, µια αίσθηση κατεργάρικης συµπαιγνίας. Ο Κέιµπλ να την προσφωνεί µε διάφορα γελοία χαϊδευτικά στο κρεβάτι και να τη γαργαλάει µέχρι εκείνη να τον ικετέψει τσιρίζοντας να σταµατήσει. Έσβησα το τσιγάρο µου λιώνοντάς το µε οργή. Κανένα σχήµα, κανένα νόηµα, καµία ουσία. Η Κίτσι το σιχαινόταν όταν κάπνιζα στο υπνοδωµάτιό της, αλλά αµφέβαλλα αν θα είχε κάτι να πει όταν θα έβρισκε τη λιωµένη γόπα µέσα στην µπιζουτιέρα από πορσελάνη Λιµόζ πάνω στην τουαλέτα της. Για να κατανοήσει κανείς αυτό τον κόσµο, το µόνο που µπορεί να κάνει µερικές φορές είναι να εστιάσει σε ένα τοσοδά µικρό κοµµάτι του, να παρατηρήσει πολύ προσεκτικά αυτό που έχει µπροστά στα µάτια του και να το αναγάγει στο όλον. Αλλά από τότε που έχασα το στήριγµα του πίνακα ήταν σαν να είχα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια µου, ασφυκτιούσα εκµηδενισµένος από την απεραντοσύνη –όχι απλώς την (προβλέψιµη) απεραντοσύνη του χρόνου και του χώρου, αλλά και την απεραντοσύνη των αγεφύρωτων αποστάσεων µεταξύ των ανθρώπων ακόµα κι αν βρίσκονταν σε απόσταση αγκαλιάς–, και, µε µια τροµερή αίσθηση ιλίγγου, αναλογίστηκα όλα τα µέρη στα οποία είχα βρεθεί και όλα τα µέρη όπου δεν είχα πατήσει ποτέ το πόδι µου, έναν κόσµο χαµένο και αχανή και παντελώς άγνωστο, ένα µουντό λαβύρινθο από πόλεις και σοκάκια, στάχτες παρασυρµένες σε τεράστιες εχθρικές εκτάσεις, συνδέσεις που δεν έγιναν ποτέ αντιληπτές, αντικείµενα που χάθηκαν και δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ, και ο πίνακάς µου παρασυρµένος από εκείνο το πανίσχυρο ρεύµα, να παραδέρνει κάπου εκεί έξω, ένα µικροσκοπικό θραύσµα πνεύµατος, µια αχνή σπίθα φωτός κλυδωνιζόµενη σε σκοτεινά νερά.
xxiv.
ΜΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ να ξανακοιµηθώ, έφυγα χωρίς να ξυπνήσω την Κίτσι, την πιο παγερή και µαύρη ώρα πριν από το χάραµα, ανατριχιάζοντας από το κρύο όπως ντυνόµουν στα σκοτεινά. Κάποια από τις συγκατοίκους της είχε µόλις επιστρέψει και βρισκόταν στο ντους, αλλά µια συνάντηση µε οποιαδήποτε από τις δύο ήταν το τελευταίο πράγµα που είχα διάθεση να µου συµβεί φεύγοντας. Όταν κατέβηκα από το τρένο της Γραµµής F, ο ουρανός είχε αρχίσει πια να ξανοίγει σε ένα βαθύ µπλε. Σέρνοντας τα πόδια µου προς το σπίτι µέσα στο διαπεραστικό κρύο –µε άθλια ψυχολογία, σκοτωµένος από την κούραση–, άνοιξα αθόρυβα την εξώπορτα και προχώρησα προς το δωµάτιό µου στις µύτες των ποδιών µου, µε τους φακούς των γυαλιών µου θαµπωµένους, αποπνέοντας µια βαριά µυρωδιά καπνού και σεξ και κάρι και Chanel No. 19 της Κίτσι, σταµατώντας για να χαιρετήσω τον Πόπτσικ, που είχε ορµήσει κουτρουβαλώντας στο διάδροµο και γυρόφερνε στα πόδια µου κάνοντας τρελές χαρές, κι ετοιµαζόµουν να βγάλω την τυλιγµένη σε ρολό γραβάτα από την τσέπη µου για να την κρεµάσω στο γάντζο στο πίσω µέρος της πόρτας, όταν άκουσα µια φωνή από την κουζίνα που έκανε το αίµα να παγώσει στις φλέβες µου: «Θίο; Εσύ είσαι;». Ένα κοκκινοµάλλικο κεφάλι ξεπρόβαλε στη γωνία του διαδρόµου. Ήταν εκείνη, µε ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι. «Συγνώµη, σε τρόµαξα; Δεν το ήθελα». Στεκόµουν αποσβολωµένος, κεραυνόπληκτος, ενώ εκείνη µου άνοιγε την αγκαλιά της µε ένα τρυφερό µελωδικό γουργούρισµα, µε τον Πόπτσικ να γρυλίζει παραπονιάρικα και να χοροπηδάει αλλόφρων στα πόδια µας. Φορούσε ακόµα τα ρούχα του ύπνου, ριγέ παντελόνι φανελένιας πιτζάµας, µακρυµάνικο µακό και ένα παλιό πουλόβερ του Χόµπι από πάνω, και µοσχοµύριζε ύπνο και κουβαριασµένα σεντόνια. Ω Θεέ µου! σκέφτηκα, κλείνοντας τα µάτια και πιέζοντας το πρόσωπό µου στον ώµο της, πληµµυρισµένος ξαφνικά από ευτυχία και φόβο – µια πνοή αέρα κατευθείαν από τον Παράδεισο, Μεγαλοδύναµε! «Πόσο χαίροµαι που σε βλέπω!» Ναι, ήταν εκεί, µπροστά µου. Τα µαλλιά της, τα µάτια της... Ολόκληρη εκείνη. Φαγωµένα νύχια όπως του Μπόρις, ελαφρώς προτεταµένο κάτω χείλος, σαν παιδιού που πιπίλιζε επίµονα και για πολύ καιρό τον αντίχειρά του, τα µπερδεµένα κόκκινα µαλλιά της σαν ανοιχτή ντάλια. «Πώς είσαι; Μου έλειψες!» «Εγώ...» Όλες µου οι αποφάσεις είχαν ανατραπεί στο λεπτό. «Πώς βρέθηκες εδώ;» «Πετούσα για Μόντρεαλ!» Γάργαρο γέλιο πολύ νεαρότερου κοριτσιού, αν όχι πιτσιρίκας σε παιδική χαρά. «Θα έκανα µια στάση για να δω το φίλο µου τον Σαµ για λίγες µέρες και µετά θα πήγαινα να συναντήσω τον Έβερετ στην Καλιφόρνια». (Ποιος είναι ο Σαµ; αναρωτήθηκα.) «Τέλος πάντων, η πτήση µου αναγκάστηκε να αλλάξει προορισµό» –ήπιε µια γουλιά από τον καφέ της, µου έτεινε το φλιτζάνι σε µια βουβή ερώτηση (Θες λίγο; Όχι;) και κατέβασε άλλη µια γουλιά– «και, µια και βρέθηκα καθηλωµένη στο Νιούαρκ, είπα: Δεν καθυστερώ λίγο το ταξίδι για να περάσω να δω κι εσάς;»
«Χα! Τέλεια!» Κι εσάς. Συµπεριλάµβανε κι εµένα! «Σκέφτηκα ότι θα είχε πλάκα να σκάσω µύτη ξαφνικά, αφού δε θα έρθω τα Χριστούγεννα. Μια και είναι και η δεξίωσή σου αύριο... Παντρεύεσαι! Συγχαρητήρια!» Με άγγιζε µε τα ακροδάχτυλά της στο µπράτσο, κι όταν ανασηκώθηκε στις µύτες των ποδιών για να µε φιλήσει στο µάγουλο, ένιωσα το φιλί της να µε διαπερνάει ολόκληρο. «Πότε θα τη γνωρίσω; Ο Χόµπι λέει ότι είναι θεά. Πες µου, ανυποµονείς;» «Εγώ...» Ήµουν τόσο σαστισµένος, που έφερα τα δάχτυλά µου πάνω στο σηµείο όπου µε είχαν αγγίξει τα χείλη της, εκεί που ένιωθα ακόµα την υγρή ζεστασιά τους, και µετά, συνειδητοποιώντας τι εντύπωση θα έδινε η κίνηση αυτή, κατέβασα απότοµα το χέρι µου. «Ναι. Ευχαριστώ». «Χαίροµαι που σε ξαναβλέπω. Φαίνεσαι καλά». Δε φαινόταν να έχει αντιληφθεί πόσο κατάπληκτος, πόσο άναυδος, πόσο απόλυτα συγκλονισµένος ήµουν βλέποντάς τη ξαφνικά µπροστά µου. Ή µπορεί και να το είχε αντιληφθεί, αλλά να µην ήθελε να µε πληγώσει. «Πού είναι ο Χόµπι;» ρώτησα – όχι επειδή νοιαζόµουν πραγµατικά, αλλά επειδή το να βρεθώ µόνος στο σπίτι µαζί της µου φαινόταν υπερβολικά καλό για να είναι αληθινό, και ταυτόχρονα κάπως τροµακτικό. «Ω!» Απαυδισµένο βλέµµα στο ταβάνι. «Επέµενε να πάει στο φούρνο. Του είπα ότι δεν υπήρχε λόγος, αλλά ξέρεις πώς είναι. Του αρέσει να µου παίρνει αυτά τα µπισκότα µε µύρτιλλα που µου αγόραζαν η µαµά µου και ο Γουέλτι όταν ήµουν µικρή. Μου φαίνεται απίστευτο που εξακολουθούν να τα φτιάχνουν – αν και δεν τα ψήνουν πια κάθε µέρα, µου είπε. Σίγουρα δε θες καφέ;» πρόσθεσε, προχωρώντας προς την εστία µε την οικεία ανεπαίσθητη χωλότητα στο βήµα της. Ήταν απίστευτο! Μετά βίας µπορούσα να παρακολουθήσω αυτά που έλεγε. Πάντα έτσι ήταν όταν βρισκόµουν στο ίδιο δωµάτιο µαζί της, η παρουσία της επισκίαζε τα πάντα: το δέρµα της, τα µάτια της, η βραχνή φωνή της, τα φλογάτα µαλλιά της, το ελαφρύ γέρσιµο του κεφαλιού που κάποιες φορές σού έδινε την αίσθηση ότι σιγοτραγουδούσε στον εαυτό της... Και το φως στην κουζίνα συγχεόταν µε τη λάµψη της παρουσίας της, όλο χρώµα και φρεσκάδα και οµορφιά. «Σου έχω γράψει µερικά CD!» µου είπε στρέφοντας το κεφάλι για να µε κοιτάξει πάνω από τον ώµο της. «Μακάρι να µου είχε κόψει να τα φέρω µαζί! Αλλά, βλέπεις, δεν ήταν στο πρόγραµµα να έρθω. Θα φροντίσω να σ’ τα στείλω ταχυδροµικώς µόλις γυρίσω στο σπίτι». «Κι εγώ έχω µερικά CD για σένα». Υπήρχε ολόκληρη στοίβα στο δωµάτιό µου, πράγµατα που είχα αγοράσει επειδή µου τη θύµιζαν, τόσα πολλά, ώστε δίσταζα να της τα στείλω. «Και βιβλία». Και κοσµήµατα, τα οποία παρέλειψα να αναφέρω. Και φουλάρια και αφίσες και αρώµατα και δίσκους βινυλίου και ένα κουτί µε όλα τα απαραίτητα για να Μπορείς να Φτιάξεις το Δικό Σου Χαρταετό και µια µικρογραφία παγόδας. Ένα κολιέ µε τοπάζια του δέκατου όγδοου αιώνα. Μια πρώτη έκδοση της Πριγκίπισσας Όζµα του Οζ.[1] Η αγορά όλων αυτών των πραγµάτων ήταν ένας τρόπος να τη σκέφτοµαι, να νιώθω κοντά της. Κάποια από αυτά τα είχα χαρίσει στην Κίτσι, και πάλι όµως ήταν αδύνατον να βγω από το δωµάτιό µου κουβαλώντας την τεράστια στοίβα των αντικειµένων που είχα αγοράσει για εκείνη όλα αυτά τα χρόνια, γιατί σίγουρα θα µε περνούσε για κλινική περίπτωση. «Βιβλία; Αχ, τέλεια! Τέλειωσα το βιβλίο µου στο αεροπλάνο και χρειάζοµαι καινούριο. Κάνουµε ανταλλαγή, αν θες». «Έγινε». Γυµνά πέλµατα. Ροδόχρωµα αφτιά. Αλαβάστρινο λευκό δέρµα στην ξεχειλωµένη
λαιµόκοψη της µπλούζας της. «Οι Δακτύλιοι του Κρόνου του Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέµπαλντ. Ο Έβερετ είπε ότι µπορεί να σου άρεσε. Με την ευκαιρία, έχεις χαιρετίσµατα». «Α, καλά, επίσης». Σιχαινόµουν αυτή την εµµονή της να υποκρίνεται ότι ο Έβερετ κι εγώ ήµασταν φίλοι. «Εγώ, ε...» «Τι;» «Λέω να...» Τα χέρια µου έτρεµαν ανεξέλεγκτα, και δεν ήταν από το ποτό. Έλπιζα µόνο να µην το πρόσεχε. «Θα πάω στο δωµάτιό µου για µια στιγµή, εντάξει;» Σαστισµένη, έφερε τα δάχτυλά της στο µέτωπο: Τι ανόητο εκ µέρους µου! «Αχ, µα βέβαια, µε συγχωρείς! Εδώ θα ’µαι εγώ». Δεν κατάφερα να αναπνεύσω ελεύθερα παρά µόνο αφού βρέθηκα στο δωµάτιό µου µε την πόρτα κλειστή. Το κοστούµι µου ήταν εντάξει για ρούχο φορεµένο από την προηγούµενη µέρα, αλλά τα µαλλιά µου ήταν άλουστα και χρειαζόµουν κατεπειγόντως ένα ντους. Να ξυριζόµουν; Να άλλαζα πουκάµισο; Ή θα το πρόσεχε; Θα της χτυπούσε περίεργα που είχα τρέξει στο δωµάτιο να σενιαριστώ για χάρη της; Μπορούσα να µπω στο λουτρό και να πλύνω τα δόντια µου χωρίς να µε πάρει χαµπάρι; Όµως εκείνη τη στιγµή µε πληµµύρισε ξαφνικά ένα κύµα αντίστροφου πανικού, συνειδητοποιώντας ότι καθόµουν στο δωµάτιό µου µε κλειστή την πόρτα και χαράµιζα πολύτιµες στιγµές που θα µπορούσα να περάσω µαζί της. Σηκώθηκα και ξανάνοιξα την πόρτα. «Έι!» φώναξα στον άδειο διάδροµο. Το κεφάλι της πρόβαλε πάλι από τη γωνία. «Ναι;» «Θες να πάµε σινεµά απόψε;» Μικρή παύση έκπληξης. «Ναι, αµέ! Σε ποια ταινία;» «Στο ντοκιµαντέρ για τον Γκλεν Γκουλντ. Ψοφάω να το δω». Η αλήθεια ήταν ότι το είχα δει ήδη, κι όλη την ώρα που καθόµουν στην αίθουσα προσποιούµουν ότι εκείνη βρισκόταν δίπλα µου, προσπαθούσα να προβλέψω τις αντιδράσεις της σε διάφορα σηµεία, φανταζόµουν την εκπληκτική συζήτηση που θα κάναµε µετά. «Τέλεια ιδέα! Τι ώρα;» «Γύρω στις εφτά. Θα το τσεκάρω για σιγουριά».
[1] Πρόκειται για το τρίτο βιβλίο της γνωστής σειράς βιβλίων του Φρανκ Μπάουµ, µε τον τίτλο Οzma of Oz. Η πριγκίπισσα Όζµα είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας της Χώρας του Οζ, που εµφανίζεται σε όλα τα βιβλία της σειράς εκτός από το πρώτο, τον Μάγο του Οζ. (Σ.τ.Μ.)
xxv.
ΟΛΗ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ πετούσα στα σύννεφα από την έξαψη που ένιωθα στην προοπτική της βραδιάς που µε περίµενε. Στο µαγαζί (όπου ήµουν πάρα πολύ απασχοληµένος µε τη χριστουγεννιάτικη πελατεία για να αφοσιωθώ απερίσπαστος στα σχέδιά µου) σκεφτόµουν τι θα φορούσα (κάτι σπορ, όχι κοστούµι, τίποτα επιτηδευµένο) και πού θα την πήγαινα για δείπνο (σίγουρα όχι σε κάποιο εξεζητηµένο στέκι που θα την έβαζε σε επιφυλακή ή θα µε εµφάνιζε πολύ αγχωµένο, αβέβαιο για τον εαυτό µου, αλλά σε κάποιο µέρος που θα έπρεπε να είναι ξεχωριστό, ιδιαίτερο και γοητευτικό, αρκετά ήσυχο για να µπορούµε να κουβεντιάσουµε και όχι πολύ µακριά από το Film Forum). Εκτός αυτού, εκείνη έλειπε καιρό από την πόλη, άρα µάλλον θα της άρεσε να δει κάτι καινούριο. (Α, λες γι’ αυτό το µαγαζάκι; Ναι, είναι τέλειο, χαίροµαι που σ’ αρέσει, είναι πραγµατική ανακάλυψη!) Όµως, πέρα απ’ όλα τα παραπάνω (το πρώτο µου µέληµα ήταν η ησυχία, περισσότερο κι από το φαγητό ή την τοποθεσία, δεν ήθελα να πάµε κάπου όπου θα χρειαζόταν να ουρλιάζουµε για να πούµε µια κουβέντα), έπρεπε να βρω ένα µέρος όπου θα µπορούσα να κλείσω τραπέζι για το ίδιο βράδυ. Και, επιπλέον, ήταν και το ζήτηµα της χορτοφαγίας. Ήθελα έναν όµορφο χώρο. Όχι υπερβολικά ακριβό για να χτυπήσει καµπανάκια. Δεν έπρεπε να δίνει την αίσθηση ότι είχα σπάσει το κεφάλι µου να το βρω· έπρεπε να δίνει την εντύπωση της αυθόρµητης, απροσχεδίαστης επιλογής. Επιτέλους, πώς στην ευχή µπορούσε να συζεί µ’ αυτό τον ηλίθιο τον Έβερετ; Με τα ασουλούπωτα ρούχα του και τα κουνελίσια δόντια του και αυτά τα χαζά, µονίµως έκπληκτα µάτια του; Που θεωρούσε διασκέδαση το να τρως αναποφλοίωτο ρύζι και φύκια όρθιος στον πάγκο στο βάθος του καταστήµατος υγιεινής διατροφής; Η µέρα περνούσε τροµερά αργά. Ώσπου κάποτε έφτασε έξι η ώρα και ο Χόµπι, επιστρέφοντας από την έξοδό του µε την Πίππα, έχωσε το κεφάλι του στην πόρτα του µαγαζιού. «Λοιπόν!» είπε ύστερα από µια µικρή παύση, µε έναν πρόσχαρο αλλά επιφυλακτικό τόνο, που µου θύµισε (δυσοίωνα) τον τόνο που έπαιρνε η µητέρα µου όταν γύριζε στο σπίτι και έβρισκε τον µπαµπά µου να πηγαινοέρχεται νευρικός, στα πρόθυρα µιας έκρηξης. Ο Χόµπι γνώριζε τα συναισθήµατά µου για την Πίππα – δεν του είχα µιλήσει ποτέ, δεν του είχα πει λέξη σχετικά, αλλά γνώριζε. Όµως, ακόµα και να µην τα ήξερε ήδη, σίγουρα θα έβλεπε (όπως και οποιοσδήποτε άγνωστος διαβάτης στο δρόµο) ότι σχεδόν πετούσα σπίθες από την ένταση. «Πώς πάει;» «Μια χαρά! Και η δική σας µέρα πώς ήταν;» «Ω, υπέροχη!» έκανε ανακουφισµένος. «Κατάφερα να µας βάλω στο Union Square για φαγητό, καθίσαµε στο µπαρ, µακάρι να ήσουν κι εσύ µαζί µας. Μετά ανεβήκαµε στης Μόιρα, και οι τρεις µας περπατήσαµε µέχρι την Ασιατική Εταιρεία[1], και τώρα κάνει µερικά χριστουγεννιάτικα ψώνια. Λέει ότι ε... θα βρεθείτε αργότερα σήµερα;» Άνετος τόνος, αλλά µε τη συγκαλυµµένη ανησυχία γονιού που προβληµατίζεται κατά πόσο είναι συνετό να δώσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου στον ξαναµµένο έφηβο γιο του. «Στο Film Forum;» «Ακριβώς», απάντησα νευρικά. Δεν ήθελα να µάθει ότι θα την πήγαινα στην ταινία για τον
Γκλεν Γκουλντ, αφού ήξερε ότι την είχα δει ήδη. «Είπε ότι θα δείτε τον Γκλεν Γκουλντ;» «Ε, ναι, ήθελα πολύ να την ξαναδώ αυτή την ταινία. Μην της πεις ότι την είδα», ξεφούρνισα χωρίς να το σκεφτώ. «Μήπως... της το είπες;» «Όχι, όχι!» µε διαβεβαίωσε βιαστικά, ισιώνοντας το κορµί του νευρικά. «Δεν είπα τίποτα». «Εντάξει, ε...» Ο Χόµπι έτριψε τη µύτη του. «Εντάξει, σίγουρα είναι σπουδαία ταινία. Κι εγώ θέλω να τη δω. Όχι απόψε, βέβαια», έσπευσε να µε διαβεβαιώσει. «Κάποια άλλη µέρα». «Ω...» Η προσπάθεια να ακουστώ απογοητευµένος απέτυχε παταγωδώς. «Τέλος πάντων. Θέλεις να µείνω εγώ στο µαγαζί; Για να προλάβεις να πλυθείς και να ντυθείς; Ξέρεις, πρέπει να φύγεις το αργότερο στις έξι και µισή, αν σκοπεύεις να πας µέχρι εκεί µε τα πόδια».
[1] Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1956 από τον Τζον Ντ. Ροκφέλερ για την προώθηση της ασιατικής κουλτούρας στις ΗΠΑ, φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις έργων ασιατικής τέχνης, ενώ διαθέτει επίσης χώρους διαλέξεων, συναυλιών, προβολών και κατάστηµα βιβλίων. (Σ.τ.Μ.)
xxvi.
ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ,
µου ήταν αδύνατον να σταµατήσω να σιγοτραγουδάω και να χαµογελάω. Κι όταν έστριψα στη γωνία και την είδα να στέκεται µπροστά στο σινεµά, ένιωσα τέτοια νευρικότητα, ώστε έπρεπε να σταθώ µια στιγµή να ανασυγκροτηθώ, πριν σπεύσω να τη χαιρετήσω και να τη βοηθήσω µε τις σακούλες της (ενώ εκείνη, φορτωµένη µε ψώνια, φλυαρούσε χαρωπά για τη µέρα της). Τι τέλεια, ανυπέρβλητη ευτυχία να στέκοµαι µαζί της στην ουρά, εκείνη στριµωγµένη κοντά µου γιατί έκανε ψύχρα, και µετά µέσα, µε το κόκκινο χαλί και ολόκληρη τη βραδιά µπροστά µας, η Πίππα να χτυπάει τα γαντοφορεµένα χέρια της, «Α, τι λες για ποπκόρν;» «Εννοείται» –εγώ να τσακίζοµαι να πάω στο κυλικείο– «το ποπκόρν είναι φανταστικό εδώ», και στη συνέχεια να µπαίνουµε στην αίθουσα µαζί, εγώ αγγίζοντάς τη δήθεν ανέµελα στη βάση της ραχοκοκαλιάς, νιώθοντας το µαλακό βελούδο στο παλτό της, ένα τέλειο καφέ παλτό µε τέλειο πράσινο σκουφί και το πιο όµορφο, το πιο εξαίσιο κοκκινοµάλλικο κεφάλι, «Πώς σου φαίνεται εδώ, κοντά στο διάδροµο; Προτιµάς να κάτσεις απ’ έξω;», είχαµε πάει αρκετές φορές σινεµά µαζί (πέντε, για την ακρίβεια) ώστε να έχω παρατηρήσει πού της άρεσε να κάθεται, και, επιπλέον, το είχα διασταυρώσει µε τον Χόµπι ύστερα από χρόνια έµµεσων ερωτήσεων σχετικά µε τα γούστα της, τι της άρεσε και τι σιχαινόταν, τις συνήθειές της, πετώντας δήθεν αδιάφορα τις ερωτήσεις, µία τη φορά, σε ένα διάστηµα δεκαετίας σχεδόν –Της αρέσει αυτό; Της αρέσει εκείνο;–, και να τη τώρα, να γυρίζει και να µου χαµογελάει –σ’ εµένα!–, και υπήρχε αρκετός κόσµος στην αίθουσα, επειδή ήταν η προβολή των εφτά, υπερβολικά πολύς κόσµος για να αισθάνοµαι άνετα, δεδοµένου του γενικευµένου άγχους και της απέχθειάς µου για τα πολυσύχναστα µέρη, και συνέχιζαν να µπαίνουν κι άλλοι, ακόµα κι αφού είχε αρχίσει η ταινία, αλλά εµένα δε µε ένοιαζε, θα µπορούσα να βρίσκοµαι σε χαράκωµα στον ποταµό Σοµ κάτω από βροχή γερµανικών οβίδων, και το µόνο που θα είχε σηµασία θα ήταν εκείνη στο πλάι µου, το µπράτσο της δίπλα στο δικό µου. Και η µουσική! Ο Γκλεν Γκουλντ στο πιάνο, αναµαλλιασµένος, χειµαρρώδης, µε το κεφάλι ριγµένο προς τα πίσω, ένας αγγελιαφόρος από τον κόσµο των αγγέλων, εκστατικός και ταγµένος στο Θείο! Της έριχνα συνέχεια κλεφτές µατιές, ανίκανος να αντισταθώ, αλλά πέρασε τουλάχιστον µισή ώρα προτού βρω το θάρρος να γυρίσω και να την κοιτάξω κανονικά –το προφίλ της λευκό στο φέγγος της οθόνης–, για να συνειδητοποιήσω, µε µεγάλη µου φρίκη, ότι δεν απολάµβανε την ταινία. Έπληττε. Όχι, λάθος, δεν έπληττε. Ήταν θλιµµένη. Πέρασα την υπόλοιπη ώρα βυθισµένος στη µαύρη δυστυχία, ανίκανος να παρακολουθήσω την ταινία – ή µάλλον την παρακολουθούσα, αλλά από τελείως διαφορετική οπτική γωνία τώρα, βλέποντας όχι πια τον εκστατικό χαρισµατικό πιανίστα, όχι το µύστη, τη µοναχική διάνοια που είχε εγκαταλείψει µε ηρωισµό τις αίθουσες συναυλιών στο απόγειο της καριέρας του για να αποµονωθεί στις χιονισµένες εκτάσεις του Καναδά, αλλά τον υποχονδριακό, τον ερηµίτη, τον ακοινώνητο. Τον παρανοϊκό. Τον χαπάκια... όχι, το ναρκοµανή. Τον εµµονοληπτικό, το µικροβιοφοβικό, που κυκλοφορούσε µονίµως µε γάντια, κουκουλωµένος χειµώνα καλοκαίρι µε µάλλινα κασκόλ, όλο τικ και ανεξέλεγκτες συσπάσεις. Τον καµπουριασµένο νυχτόβιο ψυχάκια, τόσο αβέβαιο και ανασφαλή ακόµα και στις πλέον
στοιχειώδεις επαφές του µε τους ανθρώπους, ώστε (σε µια συνέντευξη που ξαφνικά έβρισκα µαρτυρική) είχε ρωτήσει έναν από τους ηχολήπτες αν ήθελε να πάνε σε δικηγόρο και να δηλωθούν επίσηµα αδελφοποιτοί – σε µια τραγική παραλλαγή του ανόητου τρόπου µε τον οποίο ο Τοµ Κέιµπλ κι εγώ είχαµε ενώσει τους χαραγµένους µας αντίχειρες στην πίσω αυλή του σπιτιού του ή, ακόµα πιο αλλόκοτα, του τρόπου µε τον οποίο ο Μπόρις είχε πάρει το χέρι µου, µατωµένο στους κόµπους των δαχτύλων από την µπουνιά που του είχα ρίξει στην παιδική χαρά, και το είχε πιέσει στο επίσης µατωµένο στόµα του.
xxvii.
«ΣΕ ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΕ», είπα παρορµητικά την ώρα που βγαίναµε από το σινεµά. «Λυπάµαι». Μου έριξε µια πλάγια µατιά, σάµπως σοκαρισµένη που το είχα προσέξει. Είχαµε βγει σε ένα γαλαζωπό, ονειρικό κόσµο – το πρώτο χιόνι της χρονιάς, το είχε στρώσει δεκαπέντε εκατοστά. «Θα µπορούσαµε να είχαµε φύγει νωρίτερα, αν ήθελες». Το µόνο που έκανε ήταν να γνέψει αρνητικά σε απάντηση, χωρίς να κρύψει την έκπληξή της. Το χιόνι στροβιλιζόταν ανάλαφρο γύρω µας, σαν µια εξιδανικευµένη ιδέα του Βορρά, του αγνού Βορρά της ταινίας. «Αχ, όχι!» έκανε απρόθυµα. «Θέλω να πω, δεν είναι ότι δε µου άρεσε...» Προχωρούσαµε άχαρα στο γλιστερό πεζοδρόµιο. Κανείς µας δε φορούσε κατάλληλα παπούτσια. Το κριτσάνισµα κάτω από τις σόλες µας ηχούσε στα αφτιά µου εκκωφαντικό, καθώς περίµενα τη συνέχεια µε αγωνία, σε πλήρη ετοιµότητα να την πιάσω από τον αγκώνα αν τυχόν γλιστρούσε. Όµως το µόνο που είπε όταν γύρισε προς το µέρος µου ήταν: «Ω Θεέ µου! Δε θα βρούµε ποτέ ταξί, έτσι δεν είναι;». Το µυαλό µου δούλευε πυρετωδώς. Και το δείπνο; Τι να έκανα τώρα; Ήθελε να γυρίσουµε κατευθείαν στο σπίτι; Γαµώτο! «Δεν είναι και τόσο µακριά». «Ω, το ξέρω, όµως... α, να ένα!» φώναξε, και η καρδιά µου βούλιαξε στο στήθος µου, ώσπου είδα, γεµάτος ευγνωµοσύνη, ότι µας το είχε πάρει άλλος. «Έι», είπα διστακτικά. Ήµασταν κοντά στην οδό Μπέντφορντ – φώτα, µικρά καφέ. «Γιατί δε δοκιµάζουµε την τύχη µας εκεί πέρα;» «Για να βρούµε ταξί;» «Όχι, για να φάµε κάτι». (Να πεινούσε άραγε; Σε παρακαλώ, Θεούλη µου, κάνε να πεινάει!) «Ή έστω για ένα ποτό».
xxviii.
ΜΕ
–µε την παρέµβαση, θαρρείς, ενός από µηχανής θεού–, το µισοάδειο wine bar στο οποίο µπήκαµε κατά τύχη ήταν ζεστό και χρυσαφένιο στο φως των κεριών και πολύ πολύ καλύτερο από τα εστιατόρια που είχα κατά νου να την πάω. Μικρό τραπέζι. Το γόνατό µου να αγγίζει το δικό της – το αισθανόταν κι εκείνη άραγε; Την ηλέκτριζε όσο εµένα; Το αντιφέγγισµα της φλόγας του κεριού στο πρόσωπό της, η σχεδόν µεταλλική αντανάκλαση στα µαλλιά της, µαλλιά τόσο λαµπερά, ώστε έµοιαζαν πυρακτωµένα. Έπαιζαν παλιά κοµµάτια του Μποµπ Ντίλαν, ιδανική µουσική υπόκρουση για τα στενά δροµάκια του Βίλατζ Δεκέµβρη µήνα, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, µε το χιόνι να στροβιλίζεται σε χοντρές πουπουλένιες νιφάδες, το είδος του χειµώνα που σε κάνει να εύχεσαι να κατηφόριζες ένα δρόµο της πόλης µε το µπράτσο σου τυλιγµένο στη µέση µιας κοπέλας, όπως στο εξώφυλλο του παλιού εκείνου δίσκου[1] – γιατί η Πίππα ήταν ακριβώς εκείνη η κοπέλα, όχι η πιο όµορφη, αλλά η άβαφη και κάπως συνηθισµένη κοπελίτσα που είχε διαλέξει για να βρουν µαζί την ευτυχία, και εκείνη η φωτογραφία ήταν πράγµατι ένα ιδεώδες ευτυχίας µε τον τρόπο της, οι ανασηκωµένοι ώµοι του και το κάπως αµήχανο χαµόγελό της, αυτή η αίσθηση ότι όλα τα ενδεχόµενα είναι ανοιχτά, ότι θα µπορούσαν απλώς να συνεχίσουν να περπατάνε, κι όπου τους βγάλει ο δρόµος... Και να τη τώρα εκεί µαζί µου! Να µου µιλάει για τον εαυτό της, τρυφερή και άνετη, να µε ρωτάει για µένα και για τον Χόµπι και για το µαγαζί και για τη διάθεσή µου και για το τι διάβαζα και τι άκουγα, ατέλειωτες ερωτήσεις, ενώ ταυτόχρονα φαινόταν να αδηµονεί να µοιραστεί και τη δική της ζωή µαζί µου, µιλώντας µου για το κρύο διαµέρισµά της που χρειαζόταν µια περιουσία για να ζεσταθεί, ψυχοπλακωτικό ηµίφως και µυρωδιά κλεισούρας και υγρασίας, για τα φτηνιάρικα ρούχα από µαγαζιά στο κέντρο και για τις αµερικανικές αλυσίδες καταστηµάτων που είχαν αυξηθεί τόσο πολύ στο Λονδίνο, ώστε να έχει καταντήσει να θυµίζει τεράστιο εµπορικό κέντρο, για τα φάρµακα που παίρναµε κι οι δυο µας (υποφέραµε αµφότεροι από Διαταραχή Μετατραυµατικού Στρες, µια ασθένεια που στην Ευρώπη είχε, προφανώς, διαφορετική βαρύτητα και, αν δεν πρόσεχες, µπορεί να σε έστελνε σε νοσοκοµείο για βετεράνους πολέµου), για το κηπάκι της, το οποίο µοιραζόταν µε µισή ντουζίνα ανθρώπους, και για την ηλίθια Αγγλίδα που το είχε γεµίσει χελώνες τις οποίες σίγουρα είχε φέρει λαθραία από το γαλλικό Νότο («Πεθαίνουν η µια µετά την άλλη από το κρύο και την ασιτία, είναι τροµερό, δεν τις ταΐζει καν κανονικά, τους ρίχνει ψωµί –στο Θεό που πιστεύεις!–, τους αγοράζω εγώ τροφή χελώνας από το pet shop χωρίς να της λέω τίποτα»), για το πόσο πολύ ήθελε ένα σκύλο, αλλά, βέβαια, αυτό ήταν δύσκολο µε την καραντίνα στο Λονδίνο, που ίσχυε και στην Ελβετία –µα πώς κατέληγε πάντα να ζει σε τόσο εχθρικούς προς τα σκυλιά τόπους;–, και, ουάου, φαινόµουν καλύτερα απ’ όσο είχε να µε δει χρόνια, και της έλειπα, της έλειπα τροµερά, τι υπέροχη βραδιά! Μείναµε εκεί ώρες, γελώντας για µικροπράγµατα, αλλά και σοβαρεύοντας απότοµα –αν όχι ζοφερά–, εκείνη γενναιόδωρη και δεκτική συνάµα (αυτό ήταν άλλο ένα χαρακτηριστικό της που µε τρέλαινε, ήξερε να ακούει, η προσοχή της σε µεθούσε, ποτέ δεν είχα νιώσει να µε ακούει άλλος ούτε µε το µισό από το δικό της ενδιαφέρον, γινόµουν άλλος άνθρωπος όταν ήµουν µαζί της, καλύτερος ΚΑΠΟΙΟ ΜΑΓΙΚΟ ΤΡΟΠΟ
άνθρωπος, µπορούσα να της λέω πράγµατα που δε θα µπορούσα να πω σε κανέναν, και σίγουρα όχι στην Κίτσι, η οποία είχε έναν ανάλγητο τρόπο να βάζει τέλος σε κάθε σοβαρή κουβέντα πετώντας κάποιο αστείο ή αλλάζοντας θέµα συζήτησης ή διακόπτοντας ή, σε µερικές περιπτώσεις, παριστάνοντας ότι δεν άκουγε καν), και ήταν η απόλυτη ευτυχία να βρίσκοµαι εκεί µαζί της, την αγαπούσα κάθε λεπτό της κάθε µέρας της ζωής µου, ψυχή τε και σώµατι, και η ώρα περνούσε, κι εγώ ευχόµουν να µην έκλεινε ποτέ, ποτέ αυτό το υπέροχο µπαράκι. «Όχι, όχι», έλεγε η Πίππα, σέρνοντας το δείκτη της στο χείλος του ποτηριού µε το κρασί της – το σχήµα των χεριών της µε µάγευε, µε το σφραγιδόλιθο του Γουέλτι στο δείκτη της, και, ευτυχώς, µπορούσα να καρφώνοµαι στα χέρια της µε τον τρόπο που δε θα µπορούσα ποτέ να κοιτάζω το πρόσωπό της χωρίς να την κατατροµάξω. «Μου άρεσε η ταινία, αλήθεια. Και η µουσική...» –γέλασε, και ο ήχος αυτός εµπεριείχε στα αφτιά µου όλη τη χαρά της µουσικής– «...µου έκοψε την ανάσα. Ο Γουέλτι τον είχε δει να παίζει κάποτε, στο Κάρνεγκι Χολ. Ήταν µια από τις ωραιότερες βραδιές της ζωής του, έλεγε. Απλώς...» «Ναι;» Το άρωµα από το κρασί της. Μικρή κηλίδα από κόκκινο κρασί στα χείλη της. Αυτή ήταν µια από τις ωραιότερες βραδιές της δικής µου ζωής. «Να...» Κούνησε το κεφάλι. «Οι σκηνές µε τα κονσέρτα... Η θέα όλων εκείνων των χώρων πρόβας... Γιατί, ξέρεις» –τρίβοντας τα µπράτσα της– «ήταν πραγµατικά πολύ, πάρα πολύ δύσκολα. Εξάσκηση, εξάσκηση, εξάσκηση, έξι ώρες τη µέρα –να σκεφτείς, πιάνονταν τα µπράτσα µου από το να κρατάω το φλάουτο–, και σίγουρα θα τα έχεις ακούσει κι εσύ, όλες αυτές τις βλακείες περί θετικής σκέψης που είναι τόσο εύκολο για δασκάλους και φυσιοθεραπευτές να αναµασάνε, “Ω, ναι, µπορείς να το κάνεις!” και “Όλοι πιστεύουµε σ’ εσένα, µην το βάζεις κάτω!”, κι εσύ να το χάφτεις και να πασχίζεις και να αγωνίζεσαι και να σιχαίνεσαι τον εαυτό σου που δεν προσπαθείς όσο χρειάζεται, να νοµίζεις ότι φταις εσύ που δεν τα καταφέρνεις καλύτερα, να τα δίνεις όλα, και τότε... τέλος πάντων». Την άκουγα σιωπηλός. Τα ήξερα όλα αυτά από τον Χόµπι, που µου τα µετέφερε µε µεγάλη λύπη και µε πολλές λεπτοµέρειες. Προφανώς, είχε δίκιο η θεία Μάργκαρετ που την είχε στείλει στο ελβετικό σχολείο για τρελούς µε όλους εκείνους τους ειδικούς και τις θεραπείες. Αν και, βάσει των τυπικών κριτηρίων, είχε αναρρώσει πλήρως από τον τραυµατισµό της, υπήρχε µια ανεπαίσθητη νευρική βλάβη η οποία επηρέαζε αδιόρατα τις λεπτότερες κινητικές δεξιότητες, στα ανώτερα επίπεδα λειτουργίας. Ήταν ασήµαντη, αλλά υπαρκτή. Για οποιαδήποτε άλλη επαγγελµατική ή ερασιτεχνική ενασχόληση –αν ήθελε να γίνει τραγουδίστρια, αγγειοπλάστης, φύλακας σε ζωολογικό κήπο ή γιατρός οποιασδήποτε ειδικότητας πέραν αυτής του χειρουργού–, δε θα είχε απολύτως καµία σηµασία. Αλλά για εκείνη είχε. «Και, δεν ξέρω, ακούω πολλή µουσική στο σπίτι, κοιµάµαι µε το iPod στα αφτιά κάθε βράδυ, αλλά... πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγα σε κονσέρτο;» Κοιµόταν µε το iPod στα αφτιά; Αυτό σήµαινε ότι µε τον πώς-τον-λένε δεν έκαναν σεξ; «Και γιατί δεν πηγαίνεις σε κονσέρτα;» ρώτησα, καταχωρίζοντας αυτή την πληροφορία για πιο ενδελεχή επεξεργασία αργότερα. «Σ’ ενοχλεί το ακροατήριο; Η πολυκοσµία;» «Το ’ξερα ότι θα καταλάβαινες». «Σίγουρα θα σου το σύστησαν κι εσένα, αφού το σύστησαν σ’ εµένα, και µάλιστα πολύ εµφατικά...» «Τι απ’ όλα;» Σε τι συνίστατο η σαγήνη αυτού του µελαγχολικού χαµόγελου; Πώς µπορούσες να την αναλύσεις; «Xanax; Βήτα-αναστολείς; Ύπνωση;» «Όλα τα παραπάνω».
«Κοίτα, αν ήταν κρίση πανικού, µπορεί. Αλλά δεν είναι. Είναι µάλλον τύψεις. Οδύνη. Ζήλια – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα. Θέλω να πω, αυτό το κορίτσι, η Μπέτα –µα πες µου, έχεις ακούσει πιο ηλίθιο όνοµα από το Μπέτα;–, µιλάµε για πολύ µέτρια µουσικό, δε θέλω να περιαυτολογήσω, αλλά µετά βίας κατάφερνε να παρακολουθήσει τα µαθήµατα όταν ήµασταν παιδιά, και τώρα παίζει στη Φιλαρµονική του Κλίβελαντ, κι αυτό µε τρελαίνει περισσότερο απ’ όσο θα τολµούσα ποτέ να παραδεχτώ σε κάποιον. Μόνο που δεν υπάρχει φάρµακο γι’ αυτό, υπάρχει;» «Εεε...» Στην πραγµατικότητα, υπήρχε, και ο Τζερόµ, πάνω στη λεωφόρο Άνταµ Κλέιτον Πάουελ, είχε γίνει πλούσιος διακινώντας το. «Η ακουστική µιας αίθουσας συναυλιών, το κοινό, είναι λες και πυροδοτούν µια αντίδραση... Γυρίζω στο σπίτι και µισώ τους πάντες, µιλάω µόνη µου, τσακώνοµαι µε τον εαυτό µου µε διαφορετικές φωνές, είµαι ανάστατη για µέρες. Και... τέλος πάντων, σου το είπα, δοκίµασα τη διδασκαλία, αλλά δεν κάνει για µένα». Η Πίππα δεν είχε ανάγκη να εργάζεται, χάρη στην περιουσία της θείας Μάργκαρετ και του θείου Γουέλτι (ούτε ο Έβερετ δούλευε, χάρη στους ίδιους ανθρώπους – ο τίτλος του «µουσικού αρχειοθέτη», απ’ ό,τι είχα καταλάβει, παρότι αρχικά είχε παρουσιαστεί ως µια εκπληκτική επιλογή καριέρας, ήταν στην πραγµατικότητα κάτι σαν άµισθη πρακτική, µε την Πίππα να καλύπτει όλα τα έξοδα διαβίωσης). «Οι έφηβοι... δε θα προσπαθήσω καν να περιγράψω το µαρτύριο να τους βλέπω να φεύγουν για ανώτερες σπουδές στο ωδείο ή για την Πόλη του Μεξικού το καλοκαίρι µε τη συµφωνική ορχήστρα. Και τα µικρότερα παιδιά δεν έχουν την απαιτούµενη σοβαρότητα. Μ’ εκνευρίζουν που είναι παιδιά. Νιώθω ότι αντιµετωπίζουν πολύ επιπόλαια τη µουσική, ότι χαραµίζουν το ταλέντο που τους δόθηκε». «Η διδασκαλία είναι απαίσια δουλειά. Ούτ’ εγώ θα ήθελα να ασχοληθώ». «Ναι, αλλά» –µια γουλιά κρασί– «αφού δεν µπορώ να παίξω, τι άλλο µου µένει; Θέλω να πω, είµαι κάπως µέσα στη µουσική µέσω του Έβερετ και συνεχίζω να πηγαίνω στη σχολή και να κάνω µαθήµατα, αλλά, µε κάθε ειλικρίνεια, δεν τρελαίνοµαι πια και τόσο για το Λονδίνο, είναι σκοτεινό και βροχερό και δεν έχω τόσους φίλους εκεί, και στο διαµέρισµά µου είναι φορές που ακούω κλάµατα, έναν ανατριχιαστικό γοερό θρήνο από το διπλανό σπίτι, και τότε... Θέλω να πω, εσύ βρήκες κάτι που σ’ αρέσει να κάνεις, και χαίροµαι πολύ γι’ αυτό, γιατί µερικές φορές αναρωτιέµαι τι στην ευχή κάνω εγώ µε τη ζωή µου». «Εγώ...» Αγωνιζόµουν απελπισµένα να βρω το σωστό πράγµα να πω. «Γύρνα στο σπίτι». «Στο σπίτι; Εννοείς εδώ;» «Φυσικά». «Και ο Έβερετ;» Δεν είχα τίποτα να πω περί αυτού. Μου έριξε µια τάχα επικριτική µατιά. «Δεν τον συµπαθείς, έτσι δεν είναι;» «Ε...» Τι νόηµα είχε να πω ψέµατα; «Όχι». «Νοµίζω ότι, αν τον γνώριζες καλύτερα, ίσως άλλαζες γνώµη. Είναι καλό παιδί. Πολύ πράος και ήρεµος, πολύ σταθερός». Ούτε γι’ αυτό είχα να πω κάτι. Εγώ δεν ήµουν τίποτα απ’ αυτά. «Και το Λονδίνο... Θέλω να πω, έχω σκεφτεί να γυρίσω στη Νέα Υόρκη...» «Το έχεις σκεφτεί;» «Φυσικά! Μου λείπει ο Χόµπι. Πολύ. Λέει αστειευόµενος ότι θα µπορούσε να µου νοικιάσει διαµέρισµα εδώ µε τόσα λεφτά που σκάµε στο τηλέφωνο – αλλά, βέβαια, ζει ακόµα στην εποχή
που οι υπερατλαντικές συνδιαλέξεις µε Λονδίνο χρεώνονταν πέντε δολάρια το λεπτό, ή κάτι τέτοιο... Σχεδόν κάθε φορά που µιλάµε προσπαθεί να µε πείσει να γυρίσω εδώ... Εντάξει, τον έχεις µάθει τον Χόµπι, δεν το λέει ποτέ ευθέως, αλλά πετάει συνεχώς σπόντες, όλο µου µιλάει για θέσεις εργασίας που ανοίγονται στο Κολούµπια ή όπου αλλού...» «Αλήθεια;» «Τι να πω... Σε κάποιο επίπεδο, απορώ κι εγώ πώς ζω τόσο µακριά. Ο Γουέλτι ήταν αυτός που µε πήγαινε στα µαθήµατα µουσικής και στη συµφωνική, αλλά τον Χόµπι έβρισκα πάντα στο σπίτι – ξέρεις, εκείνος ήταν που ανέβαινε στην κουζίνα και µου ετοίµαζε ένα σνακ µετά το σχολείο και µε βοηθούσε να φυτέψω κατιφέδες για την εργασία της Φυσικής Ιστορίας. Ακόµα και τώρα, όταν κρυολογώ, όταν δε θυµάµαι πώς να φτιάξω τις αγκινάρες ή πώς να βγάλω το κερί που έσταξε στο τραπεζοµάντιλο, ποιον παίρνω τηλέφωνο; Τον Χόµπι. Όµως...» –ήταν της φαντασίας µου ή το κρασί την είχε ξανάψει κάπως;– «θέλεις να σου πω την αλήθεια; Ξέρεις γιατί δεν έρχοµαι πιο συχνά; Στο Λονδίνο» –ήταν στ’ αλήθεια έτοιµη να βάλει τα κλάµατα;– «δε θα το έλεγα σε κανέναν αυτό, αλλά τουλάχιστον στο Λονδίνο δεν το σκέφτοµαι κάθε ώρα και στιγµή: Αυτή τη διαδροµή έκανα γυρίζοντας στο σπίτι την προηγούµενη µέρα. Εδώ είχαµε βγει για φαγητό µε τον Γουέλτι και τον Χόµπι την προ-προηγούµενη µέρα. Τουλάχιστον εκεί δε σκέφτοµαι τόσο συχνά: Να στρίψω αριστερά εδώ; Να στρίψω δεξιά; Ολόκληρο το µέλλον µου να εξαρτάται από το αν θα πάρω τη Γραµµή F ή την 6. Τροµερά προαισθήµατα. Όλα πετρωµένα. Όταν γυρίζω εδώ, γίνοµαι πάλι δεκατριών χρονών – και όχι µε την καλή έννοια. Όλα σταµάτησαν εκείνη τη µέρα, κυριολεκτικά. Μέχρι που σταµάτησα να ψηλώνω. Γιατί –σοβαρά τώρα, το ήξερες;– δεν πήρα ούτε ένα εκατοστό από τότε που συνέβη, ούτε µισό!» «Το ύψος σου είναι µια χαρά». «Ξέρεις, είναι αρκετά συνηθισµένο», συνέχισε, αγνοώντας το αδέξιο κοµπλιµέντο µου. «Τα σωµατικά και ψυχικά τραυµατισµένα παιδιά συχνά σταµατάνε ν’ αναπτύσσονται και δε φτάνουν ποτέ στο αναµενόµενο κανονικό ύψος τους». Προφανώς ασυναίσθητα, υιοθετούσε τον τόνο του δρα Κάµεντσιντ – παρότι δεν τον είχα συναντήσει προσωπικά, µπορούσα να καταλάβω πότε µιλούσε αυτός µέσα από το στόµα της, ένα είδος µηχανισµού ψυχρής αποστασιοποίησης. «Το δυναµικό αναπροσδιορίζεται. Η ανάπτυξη διακόπτεται. Υπήρχε ένα κορίτσι στο σχολείο µου, µια πριγκίπισσα της Σαουδικής Αραβίας, που είχε πέσει θύµα απαγωγής όταν ήταν γύρω στα δώδεκα. Οι ένοχοι εκτελέστηκαν, αλλά... Ήταν δεκαεννιά όταν τη γνώρισα, όµορφο κορίτσι, αν και µικροσκοπικό, µε ύψος γύρω στο ένα µέτρο και είκοσι εκατοστά, και ήταν τόσο φοβερό το τραύµα, ώστε δεν είχε πάρει χιλιοστό από τη µέρα που την είχαν αρπάξει». «Ουάου! Μιλάς για εκείνο το κορίτσι στο υπόγειο κελί; Ήταν στο σχολείο σου;» «Το Μον-Χέφελι ήταν παράξενο. Υπήρχαν κορίτσια που είχαν δεχτεί πυρά ενώ έτρεχαν να φύγουν από το προεδρικό µέγαρο και υπήρχαν κορίτσια που είχαν σταλεί εκεί επειδή οι γονείς τους ήθελαν να χάσουν βάρος ή να προπονηθούν για τους Χειµερινούς Ολυµπιακούς». Με άφησε χωρίς λέξη να πάρω το χέρι της στο δικό µου – καθόταν κουκουλωµένη, δεν τους είχε επιτρέψει να πάρουν το παλτό της. Μακριά µανίκια το καλοκαίρι, πάντα τυλιγµένη µε µισή ντουζίνα φουλάρια, σαν έντοµο µέσα σε κουκούλι µε πολλαπλές στρώσεις, η προστατευτική πανοπλία ενός κοριτσιού που είχε διαλυθεί και ραφτεί και συναρµολογηθεί για να ξαναγίνει ολόκληρο. Πώς είχα µπορέσει να φανώ τόσο ηλίθιος; Ασφαλώς και θα την αναστάτωνε η ταινία: ο Γκλεν Γκουλντ κουκουλωµένος χειµώνα καλοκαίρι µε χοντρά πανωφόρια, µπουκαλάκια χαπιών να υψώνονται σε σωρούς ολόγυρά του, οι αίθουσες συναυλιών οριστικά παρελθόν, το χιόνι να συσσωρεύεται όλο και πιο ψηλά γύρω του χρόνο µε το χρόνο.
«Γιατί... θέλω να πω, σ’ έχω ακούσει να το συζητάς, ξέρω ότι σου έχει γίνει έµµονη ιδέα όσο και σ’ εµένα. Αλλά κι εγώ γυρίζω σ’ εκείνες τις στιγµές ξανά και ξανά». Η σερβιτόρα τής είχε ξαναγεµίσει διακριτικά το ποτήρι µε κρασί, χωρίς η Πίππα να το έχει ζητήσει, αλλά ούτε και να το έχει αντιληφθεί. Καλή µου κοπέλα, σκέφτηκα, ο Θεός να σ’ έχει καλά, θα σου αφήσω τέτοιο φιλοδώρηµα, που θα τρίβεις τα µάτια σου! «Αν είχα δηλώσει συµµετοχή στην οντισιόν της Τρίτης ή της Πέµπτης... Αν είχα αφήσει τον Γουέλτι να µε πάει στο µουσείο όταν ήθελε... Γιατί, βλέπεις, µε παρακαλούσε βδοµάδες να πάµε στην έκθεση, ήταν αποφασισµένος να µε πάει να τη δω πριν τελειώσει. Αλλά εγώ είχα πάντα κάτι καλύτερο να κάνω. Όπως να πάω σινεµά µε τη φίλη µου τη Λι Αν. Η οποία, παρεµπιπτόντως, έγινε άφαντη από το ατύχηµα και µετά, δεν την ξαναείδα µετά το απόγευµα που πήγαµε σ’ εκείνη την ηλίθια ταινία της Pixar. Όλα εκείνα τα αδιόρατα σηµάδια που παρέβλεψα ή δεν αναγνώρισα... Όλα θα ήταν αλλιώς αν ήµουν λίγο πιο προσεκτική. Να, για παράδειγµα, ο Γουέλτι επέµενε τόσο όταν µου ζητούσε να πάµε στο µουσείο νωρίτερα, πρέπει να το είχε προτείνει πάνω από δέκα φορές, ήταν σαν να προαισθανόταν ότι κάτι κακό θα συνέβαινε, και ήταν κατάδικό µου το λάθος που βρεθήκαµε εκεί τη συγκεκριµένη µέρα...» «Τουλάχιστον εσύ δεν είχες φάει αποβολή από το σχολείο». «Είχες φάει αποβολή;» «Εκκρεµούσε. Είχαν καλέσει τη µητέρα µου για συζήτηση». «Είναι παράξενο να σκέφτεσαι: Αν δεν είχε γίνει ποτέ αυτό... Αν δεν ήµασταν εκεί και οι δύο τη συγκεκριµένη µέρα... Ίσως να µην είχαµε συναντηθεί ποτέ. Τι πιστεύεις ότι θα έκανες τώρα;» «Δεν ξέρω», απάντησα ξαφνιασµένος. «Δεν µπορώ καν να φανταστώ». «Ναι, αλλά σίγουρα θα έχεις κάποια γενική ιδέα». «Εγώ δεν ήµουν σαν εσένα. Δεν είχα κάποιο ταλέντο». «Τι έκανες για διασκέδαση;» «Τίποτα αξιόλογο. Τα κλασικά. Παιχνίδια στο κοµπιούτερ, είχα κόλληµα µε την επιστηµονική φαντασία. Όταν µε ρωτούσαν τι ήθελα να γίνω, συνήθως έκανα τον έξυπνο και απαντούσα ότι ήθελα να γίνω µπλέιντ ράνερ –ξέρεις, κυνηγός ανδροειδών–, ή κάτι τέτοιο». «Χριστέ µου, µ’ έχει στοιχειώσει αυτή η ταινία![2] Σκέφτοµαι συνέχεια την ανιψιά του Ταϊρέλ». «Τι θες να πεις;» «Εκείνη τη σκηνή όπου κοιτάζει τις φωτογραφίες πάνω στο πιάνο. Όταν προσπαθεί να καταλάβει αν οι αναµνήσεις της ανήκουν στην ίδια ή στην ανιψιά του Ταϊρέλ. Ανατρέχω κι εγώ στο παρελθόν συχνά, µε τη µόνη διαφορά ότι ψάχνω για σηµάδια, καταλαβαίνεις; Πράγµατα που έπρεπε να έχω παρατηρήσει αλλά αγνόησα...» «Κοίτα, έχεις δίκιο, κι εγώ σκέφτοµαι έτσι, όµως... οιωνοί, σηµάδια, µερική γνώση... δεν υπάρχει τρόπος που θα µπορούσες...» Μα να µην µπορώ ποτέ να συντάξω µια ολοκληρωµένη πρόταση όταν ήµουν µαζί της; «Άσε µε µόνο να σου πω πόσο τρελό ακούγεται, ιδιαίτερα όταν το ακούς από άλλον. Να κατηγορείς τον εαυτό σου που δεν πρόβλεψες το µέλλον...» «Ναι, µπορεί, αλλά ο δρ. Κάµεντσιντ λέει ότι όλοι το κάνουµε. Ατυχήµατα, θεοµηνίες... Το ποσοστό των θυµάτων καταστροφής που είναι πεπεισµένα ότι υπήρχαν προµηνύµατα τα οποία παρέβλεψαν ή δεν ερµήνευσαν σωστά αγγίζει το εβδοµήντα πέντε τοις εκατό, στα δε παιδιά κάτω των δεκαοχτώ το ποσοστό είναι ακόµα µεγαλύτερο. Όµως αυτό δε σηµαίνει ότι δεν υπήρχαν σηµάδια, έτσι δεν είναι;» «Δε νοµίζω ότι πάει έτσι... Εκ των υστέρων, ναι, ασφαλώς έτσι φαίνεται. Αλλά νοµίζω ότι το όλο πράγµα µοιάζει µε την πρόσθεση µιας στήλης αριθµών, όπου ένα λάθος στην αρχή
καταλήγει σε λάθος άθροισµα στο τέλος. Αν ανατρέξεις προς τα πίσω, µπορείς να εντοπίσεις εύκολα το σφάλµα, το σηµείο από το οποίο και µετά θα είχες διαφορετικό αποτέλεσµα». «Ναι, αλλά αυτό είναι το ίδιο επώδυνο, δε νοµίζεις; Να βλέπεις το “λάθος”, το σηµείο όπου όλα πήγαν στραβά, και να µην µπορείς να γυρίσεις για να το διορθώσεις; Η οντισιόν µου» – µεγάλη γουλιά κρασί– «για την προπανεπιστηµιακή ορχήστρα του Τζούλιαρντ... Ο δάσκαλος του σολφέζ µού είχε πει ότι είχα σίγουρη τη δεύτερη θέση, αλλά, αν έπαιζα πραγµατικά καλά, είχα πιθανότητες και για την πρώτη. Και... υποθέτω ότι ήταν σηµαντικό, κατά κάποιον τρόπο. Αλλά ο Γουέλτι...» – ναι, αναµφίβολα υπήρχαν δάκρυα στα µάτια της, που γυάλιζαν στη λάµψη της φωτιάς από το τζάκι. «Ήξερα ότι δεν έκανα καλά που τον ζάλιζα να έρθει µαζί µου, δεν υπήρχε κανένας λόγος να είναι εκεί... Ο Γουέλτι µε κακοµάθαινε ακόµα κι ενόσω ζούσε η µητέρα µου, κι από τότε που τη χάσαµε µε κακοµάθαινε ακόµα περισσότερο, και, εντάξει, ήταν µεγάλη µέρα για µένα, αλλά ήταν τόσο σηµαντική όσο ήθελα να την παρουσιάσω; Όχι». Τώρα έκλαιγε µε σιγανούς λυγµούς. «Βλέπεις, δεν ήθελα καν να πάω στο µουσείο, ήθελα µόνο να έρθει µαζί µου στο πάνω Μανχάταν επειδή ήξερα ότι θα µε έβγαζε έξω για φαγητό πριν από την οντισιόν, όπου ήθελα εγώ, αλλά έπρεπε να είχε µείνει στο σπίτι εκείνη τη µέρα, είχε ένα σωρό άλλες δουλειές να κάνει, και δεν επέτρεπαν καν σε συγγενείς να παρευρίσκονται στις οντισιόν, θα έπρεπε να µε περιµένει στην άλλη άκρη του διαδρόµου...» «Ήξερε τι έκανε». Μου έριξε µια µατιά σαν να είχα πει ό,τι πιο άστοχο µπορούσε να ειπωθεί εκείνη τη στιγµή. Αλλά εγώ ήξερα ότι ήταν το σωστό, αρκεί να κατάφερνα να το εκφράσω σωστά. «Κι όλη την ώρα που ήµασταν µαζί µιλούσε για σένα. Και...» «Και τι;» «Τίποτα!» Έκλεισα τα µάτια, ζαλισµένος προς στιγµήν από το κρασί, από την παρουσία της, από το ανέφικτο της προσπάθειάς µου να της δώσω να καταλάβει αυτό που εννοούσα. «Απλώς... ήταν... ήταν οι τελευταίες του στιγµές στον κόσµο, ξέρεις... Και η απόσταση ανάµεσα στη ζωή µου και στη δική του ήταν ελάχιστη, µηδαµινή. Στην ουσία, δεν υπήρχε απόσταση. Ήταν θαρρείς και ειπώθηκαν όλα ανάµεσά µας. Λες και µια τεράστια αστραπή φώτισε µόνο ό,τι ήταν πραγµατικό, ό,τι είχε σηµασία. Δεν υπήρχε “εγώ”, δεν υπήρχε “αυτός”. Ήµασταν το ίδιο άτοµο. Κάναµε τις ίδιες σκέψεις, δε χρειαζόταν να µιλάµε. Κράτησε µόλις λίγα λεπτά, αλλά θα µπορούσε να ήταν και χρόνια, θα µπορούσαµε να είµαστε ακόµα εκεί. Και... χµ... ξέρω ότι θα ακουστεί αλλόκοτο» –στην πραγµατικότητα, ήταν ένας πέρα για πέρα παρανοϊκός ισχυρισµός, παρατραβηγµένος, θεοπάλαβος, αλλά δεν ήξερα πώς αλλιώς να φτάσω σε αυτό που ήθελα να της πω– «αλλά γνωρίζεις την Μπάρµπαρα Γκίµπορι, που κάνει εκείνα τα σεµινάρια πάνω στο Ράινµπεκ, τις συνεδρίες αναδροµής σε προηγούµενες ζωές; Ξέρεις, µετενσάρκωση, καρµικοί δεσµοί και τα σχετικά... Ψυχές που συµπορεύονται για πολλές ζωές... Ξέρω, ξέρω», την πρόλαβα βλέποντας το έκπληκτο (και ελαφρώς θορυβηµένο) ύφος της, «κάθε φορά που βλέπω την Μπάρµπαρα, µου λέει ότι πρέπει να ψάλλω το Οµ ή το Ραµ ή δεν ξέρω κι εγώ ποιο µάντρα για να θεραπεύσω, υποτίθεται, µπλοκαρισµένα τσάκρα – δε σου κάνω πλάκα, “µη ισορροπηµένο µουλαντάρα τσάκρα”, αυτή ήταν η διάγνωσή της για µένα, “αρρίζωτος”, “συναισθηµατικά περιορισµένος”, “µε κατακερµατισµένο ενεργειακό πεδίο”. Εγώ στεκόµουν αµέριµνος κι έπινα ένα κοκτέιλ κοιτάζοντας τη δουλειά µου, οπότε µε πλησιάζει και αρχίζει να µου µιλάει για όλα τα φαγητά που πρέπει να καταναλώνω προκειµένου να γειωθώ...» Την έχανα, ήταν προφανές. «Με συγχωρείς, πλατειάζω και ξεφεύγω από το θέµα, αλλά... να, την κάναµε αυτή την κουβέντα, κι όλα αυτά µε βγάζουν απ’ τα ρούχα µου. Ο Χόµπι στεκόταν επίσης εκεί, πίνοντας ένα µεγάλο ποτήρι µε παλιό καλό σκοτσέζικο ουίσκι, και της είπε: “Κι
εγώ, Μπάρµπαρα; Εγώ να µη φάω βολβούς και ρίζες; Να µη σταθώ µε το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω;”. Οπότε εκείνη τον χτύπησε απαλά στο µπράτσο και του είπε: “Α, µην ανησυχείς, Τζέιµς, εσύ ΕΙΣΑΙ Εξελιγµένο Ον”». Αυτό την έκανε να γελάσει τουλάχιστον. «Αλλά ο Γουέλτι ήταν κι αυτός, πιστεύω, Εξελιγµένο Ον. Δηλαδή, χωρίς πλάκα. Το εννοώ. Ήταν ξεχωριστός. Όλες αυτές οι ιστορίες που λέει η Μπάρµπαρα, για τον γκουρού πώς-τονλένε που έβαλε το χέρι του στο κεφάλι της στην Μπούρµα και µέσα σ’ εκείνη τη µία και µοναδική στιγµή τής εµφύσησε τη γνώση, κάνοντάς τη έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο...» «Ναι, ξέρεις, ο Έβερετ... όχι ότι συνάντησε τον Κρισναµούρτι, αλλά...» «Καλά, ναι». Ο Έβερετ –δεν είχα ιδέα γιατί µε ενοχλούσε τόσο πολύ αυτό– είχε πάει σε κάποιο ιδρυµένο από γκουρού οικοτροφείο στη νότια Αγγλία, όπου είχε παρακολουθήσει µαθήµατα µε ονοµασίες όπως Νοιάζοµαι για τη Γη και Σκέφτοµαι τους Άλλους. «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι... η ενέργεια του Γουέλτι, ή το δυναµικό του πεδίο –Θεέ µου, ακούγεται τόσο σαχλό, αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω–, είναι µαζί µου από εκείνη τη στιγµή. Ήµουν εκεί για εκείνον, κι εκείνος ήταν εκεί για µένα. Αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει, µόνιµο και αµετάκλητο». Δεν το είχα εξοµολογηθεί ποτέ πριν αυτό, σε κανέναν, παρότι ήταν κάτι που ένιωθα πολύ βαθιά µέσα µου. «Σαν να λέµε... τον σκέφτοµαι, είναι παρών, η προσωπικότητά του είναι εδώ, µαζί µου. Θέλω να πω, από την πρώτη στιγµή σχεδόν που πήγα να µείνω µε τον Χόµπι, κάθε φορά που βρισκόµουν στο µαγαζί, ήταν σαν να µε τραβούσε κάτι, µια ενστικτώδης παρόρµηση που δεν µπορώ να εξηγήσω. Νοµίζεις ότι µ’ ενδιέφεραν πάντα οι αντίκες; Όχι. Από πού κι ως πού; Κι όµως, να µε εκεί, να εξετάζω το στοκ του, να διαβάζω τις σηµειώσεις του στα περιθώρια καταλόγων από δηµοπρασίες. Μέσα στον κόσµο του, ανάµεσα στα πράγµατά του. Τα πάντα εκεί µέσα µε προσέλκυαν όπως η φλόγα την πεταλούδα. Και δεν είναι ότι έψαχνα για κάτι τέτοιο, περισσότερο ήταν σαν αυτό να ήρθε και να µε βρήκε... Κι αν το καλοεξετάσεις, πριν καν κλείσω τα δεκαοχτώ, χωρίς να µε διδάξει κανείς, λες και κατείχα ήδη όλες τις απαραίτητες γνώσεις, ήµουν εκεί πάνω και έκανα τη δουλειά του Γουέλτι». Σταύρωσα αµήχανα τα πόδια µου. «Σου πέρασε ποτέ από το µυαλό πόσο αλλόκοτο ήταν που µε έστειλε στο σπίτι σας; Τυχαίο; Ίσως. Αλλά εµένα δε µου φάνηκε τυχαίο. Ήταν σαν να είδε ποιος ήµουν και να µε έστειλε εκεί ακριβώς που είχα ανάγκη να βρεθώ, σε αυτούς µε τους οποίους είχα ανάγκη να βρεθώ. Οπότε ναι...» Επανέφερα τον εαυτό µου στην τάξη, συνειδητοποιώντας ότι πρέπει να µιλούσα κάπως υπερβολικά γρήγορα. «Ναι, µε συγχωρείς. Δεν ήθελα να σε πιάσω µονότερµα». «Δεν πειράζει». Σιωπή. Τα µάτια της στυλωµένα στα δικά µου. Αλλά, σε αντίθεση µε την Κίτσι –που πάντα ήταν εν µέρει κάπου αλλού, που απεχθανόταν κάθε είδους σοβαρή συζήτηση, που σε ανάλογη περίπτωση θα έψαχνε γύρω για τη σερβιτόρα ή θα ξεστόµιζε ό,τι ελαφρύ και/ή αστείο σχόλιο θα µπορούσε να σκεφτεί για να εκτονώσει την ένταση, για να ελαφρύνει την ατµόσφαιρα–, η Πίππα άκουγε, ήταν εκεί, µαζί µου, και µπορούσα να δω πόσο πολύ την έθλιβε η κατάστασή µου, µια θλίψη την οποία επιδείνωνε το γεγονός ότι µε συµπαθούσε πραγµατικά: Είχαµε πολλά κοινά, υπήρχε ανάµεσά µας µια έντονη πνευµατική αλλά και ψυχική σύνδεση, απολάµβανε τη συντροφιά µου, µε εµπιστευόταν, ήθελε το καλό µου, λαχταρούσε πάνω απ’ όλα να είναι φίλη µου. Κι ενώ κάποιες γυναίκες µπορεί να κολακεύονταν ή να αντλούσαν ικανοποίηση από τη δυστυχία µου, της Πίππα δεν της ήταν καθόλου ευχάριστο να µε βλέπει να υποφέρω τόσο για εκείνη.
[1] Αναφέρεται στο (εµβληµατικό) εξώφυλλο του ιστορικού δεύτερου στούντιο άλµπουµ του Μποµπ Ντίλαν, µε τίτλο The Freewheelin’ Bob Dylan, που κυκλοφόρησε το 1963. (Σ.τ.Μ.) [2] Εννοεί την κλασική ταινία Blade Runner του 1982, την οποία σκηνοθέτησε ο Ρίντλεϊ Σκοτ και βασίστηκε στο µυθιστόρηµα Το Ηλεκτρικό Πρόβατο (Do Androids Dream of Electric Sheep?) του Φίλιπ Ντικ. (Σ.τ.Μ.)
xxix.
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ, που ήταν η
µέρα της δεξίωσης των αρραβώνων µου, όλη η οικειότητα της προηγούµενης βραδιάς είχε χαθεί. Tο µόνο που απέµενε (στο πρόγευµα, στις σύντοµες καληµέρες που ανταλλάξαµε στο διάδροµο) ήταν η απελπισία της επίγνωσης ότι δεν επρόκειτο να την έχω ξανά όλη δική µου. Yπήρχε αµηχανία ανάµεσά µας, πέφταµε αδέξια ο ένας πάνω στον άλλο, µιλούσαµε λίγο πιο δυνατά και πιο πρόσχαρα απ’ όσο ήταν φυσιολογικό, και αυτό µου θύµισε την (πολύ στενόχωρη για µένα) επίσκεψή της το περασµένο καλοκαίρι, τέσσερις µήνες πριν εµφανιστεί µε τον «Έβερετ», και τη ζωηρή, παθιασµένη συζήτηση που είχαµε κάνει στα σκαλιά της εισόδου, µόνοι οι δυο µας, κοντά στο σούρουπο, στριµωγµένοι κοντά κοντά («σαν ένα ζευγάρι άστεγα γεροντάκια»), µε τα γόνατά µας να ακουµπάνε, το µπράτσο µου να πιέζεται στο δικό της, χαζεύοντας τους διαβάτες στο δρόµο και κουβεντιάζοντας για κάθε πιθανό και απίθανο θέµα: για τα παιδικά µας χρόνια, για τις εξορµήσεις στο Σέντραλ Παρκ για παιχνίδι και πατινάζ στο Παγοδρόµιο Γούλµαν, πάνω από τη Μικρή Λίµνη (άραγε να είχαν διασταυρωθεί τότε οι δρόµοι µας, να είχαµε σκουντήσει ο ένας τον άλλο πάνω στον πάγο;), για την ταινία Οι Αταίριαστοι του Τζον Χιούστον, την οποία µόλις είχαµε δει στην τηλεόραση µε τον Χόµπι, για τη Μέριλιν Μονρόε, την οποία λατρεύαµε και οι δύο («ένα µικρό ανοιξιάτικο φάντασµα»), και για το δύστυχο κατεστραµµένο Μοντγκόµερι Κλιφτ, που κυκλοφορούσε µε τις τσέπες του γεµάτες χάπια χύµα (µια λεπτοµέρεια που δεν ήξερα και, φυσικά, απέφυγα να σχολιάσω), και για το θάνατο του Κλαρκ Γκέιµπλ και το πόσο ένοχη είχε νιώσει η Μέριλιν γι’ αυτόν, πόσο άµεσα είχε θεωρήσει τον εαυτό της υπεύθυνο, κάτι που, µε κάποιον άγνωστο, παράδοξο τρόπο, οδήγησε σε µια συζήτηση σχετικά µε τη µοίρα και το απόκρυφο και τη µαντεία. Συνδέονται τα γενέθλια µε την τύχη ή την κακοτυχία ενός ανθρώπου; Δυσµενείς διελεύσεις, ατυχείς συναστρίες... Τι θα έλεγε µια χειροµάντισσα; Πήγες ποτέ να σου διαβάσουν το χέρι; Όχι, εσύ; Ίσως θα ’πρεπε να κάνουµε µια βόλτα µέχρι την Πνευµατιστική Θεραπεία, εκείνο το µαγαζί στην Έκτη Λεωφόρο µε τις ιώδεις λάµπες και τις κρυστάλλινες σφαίρες στη βιτρίνα, φαίνεται να µένει ανοιχτό είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Α, στάσου, λες για εκείνο µε τη λάµπα λάβας, µε τη θεότρελη Ρουµάνα που στέκεται στο κατώφλι και ρεύεται; Μιλούσαµε µέχρι που σκοτείνιασε τόσο, ώστε µετά βίας διακρίναµε ο ένας τον άλλο, ψιθυρίζοντας, παρότι δεν υπήρχε λόγος: Θέλεις να πάµε µέσα; Όχι, όχι ακόµα, και το τεράστιο καλοκαιρινό φεγγάρι να λάµπει άσπρο και άσπιλο από πάνω µας, και η αγάπη µου γι’ αυτήν το ίδιο αγνή, το ίδιο απλή και σταθερή όσο η Σελήνη στον ουρανό. Αλλά, τελικά, αναγκαστήκαµε να πάµε µέσα, και η µαγεία διαλύθηκε στη στιγµή. Στο έντονο φως του διαδρόµου γίναµε αµήχανοι µεταξύ µας και άκαµπτοι, θαρρείς και τα φώτα του σπιτιού σηµατοδοτούσαν το τέλος µιας θεατρικής παράστασης και όλη η οικειότητα που είχαµε µοιραστεί είχε απογυµνωθεί και αποκαλυφθεί για αυτό που ήταν: φτιαχτή. Επί µήνες αγωνιζόµουν απελπισµένα να ξαναζήσω εκείνη την ατµόσφαιρα. Και σ’ εκείνο το µπαρ, για µια δυο ώρες, το πέτυχα. Μόνο που αποδείχτηκε και πάλι µη πραγµατική, επιστρέψαµε ξανά πίσω στο σηµείο από όπου είχαµε ξεκινήσει, κι εγώ προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό µου πως ήταν αρκετό που την είχα αποκλειστικά δική µου έστω για µερικές ώρες. Μόνο που δεν ήταν.
xxx.
Η
ΑΝ ΝΤΕ ΛΑΡΜΕΣΕΝ,
νονά της Κίτσι, ανέλαβε χρέη οικοδέσποινας στη δεξίωσή µας σε µια ιδιωτική λέσχη για την οποία ο Χόµπι ήξερε τα πάντα, παρότι δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του εκεί: την ιστορία της (άµεµπτη), τους αρχιτέκτονες που την έχτισαν (περιώνυµοι) και τον κατάλογο των µελών της (επιφανείς προσωπικότητες που κάλυπταν όλο το φάσµα από το σκανδαλώδη πολιτικό Άαρον Μπερ[1] µέχρι τους γαλαζοαίµατους Γουόρτον). «Υποτίθεται πως διαθέτει από τις καλύτερες εσωτερικές διακοσµήσεις πρώιµου νεοκλασικού ύφους σε ολόκληρη την Πολιτεία της Νέας Υόρκης», µας είχε πληροφορήσει µε απροσποίητη ευφροσύνη. «Οι σκάλες, τα γείσα των τζακιών... Άραγε θα µας επιτρέψουν την είσοδο στο αναγνωστήριο; Η πρωτότυπη γυψοτεχνία της αίθουσας είναι πραγµατικά µοναδική, µου έχουν πει». «Πόσους καλεσµένους περιµένετε;» ρώτησε η Πίππα. Είχε υποχρεωθεί να κατέβει στην µπουτίκ Morgane Le Fay στο Σόχο για να αγοράσει βραδινό φόρεµα, αφού δεν είχε έρθει προετοιµασµένη για τη δεξίωση. «Καµιά διακοσαριά». Από αυτούς το πολύ δεκαπέντε να ήταν δικοί µου καλεσµένοι (ανάµεσα στους οποίους η Πίππα και ο Χόµπι, ο κύριος Μπρέισγκερντλ και η κυρία Ντε Φρις), οι εκατό ήταν της Κίτσι και οι υπόλοιποι άνθρωποι που ακόµα κι εκείνη ισχυριζόταν ότι δε γνώριζε. «Συµπεριλαµβανοµένου», συµπλήρωσε ο Χόµπι, «του δηµάρχου. Και δύο γερουσιαστών. Και του πρίγκιπα Αλβέρτου του Μονακό, σωστά;» «Ξέρω ότι προσκάλεσαν τον πρίγκιπα Αλβέρτο, αλλά πολύ αµφιβάλλω ότι θα έρθει». «Α, δηλαδή µιλάµε για µια απλή οικογενειακή σύναξη». «Κοίτα, εγώ απλώς εµφανίζοµαι και εκτελώ άνωθεν εντολές». Ήταν η Αν ντε Λαρµεσέν που είχε αναλάβει τα ηνία στη διοργάνωση αυτού του γάµου, εν µέσω της «κρίσης» (όπως τη χαρακτήρισε) αδιαφορίας της κυρίας Μπάρµπορ. Ήταν η Αν ντε Λαρµεσέν που είχε επωµιστεί τις διαπραγµατεύσεις για την κατάλληλη εκκλησία και το σωστό εφηµέριο. Ήταν η Αν ντε Λαρµεσέν που θα ετοίµαζε τις λίστες των καλεσµένων (ατελείωτες) και τα σχεδιαγράµµατα µε τις θέσεις (απίστευτος πονοκέφαλος), και ήταν εκείνη, όπως όλα έδειχναν, που θα είχε την τελευταία λέξη για τα πάντα, από το µαξιλαράκι για τις βέρες µέχρι τη γαµήλια τούρτα. Ήταν η Αν ντε Λαρµεσέν που είχε καταφέρει να κλείσει τον ιδανικό σχεδιαστή για το νυφικό και είχε προσφέρει το κτήµα της στο νησί του Αγίου Βαρθολοµαίου στην Καραϊβική για το µήνα του µέλιτος. Σε αυτήν τηλεφωνούσε η Κίτσι για κάθε θέµα που προέκυπτε (δηλαδή, αρκετές φορές τη µέρα). Ήταν εκείνη που (όπως τόνισε εξαιρετικά εύστοχα ο Τόντι) είχε αυτοανακηρυχτεί ο αδιαφιλονίκητος Obergruppenführer[2] του γάµου. Αυτό που έκανε ακόµα πιο αστεία και παράλογη την όλη ιστορία ήταν ότι η Αν ντε Λαρµεσέν δεν άντεχε ούτε να µε βλέπει στα µάτια της! Απείχα έτη φωτός από το ταίρι που είχε οραµατιστεί για την πνευµατική θυγατέρα της. Και αυτό ακόµα το όνοµά µου παραήταν λαϊκό για να το ξεστοµίζει. «Και ποια είναι η γνώµη του γαµπρού σχετικά;» «Θα µου στείλει κάποτε ο γαµπρός τη λίστα των καλεσµένων του ή θα περιµένω για πολύ ακόµα;» Προφανώς, ο γάµος µε κάποιον σαν εµένα (έναν έµπορο επίπλων!)
δεν απείχε πολύ από την τραγωδία, εξ ου και η ποµπώδης µεγαλοπρέπεια των προετοιµασιών, η βαριά τελετουργική αίσθηση, θαρρείς και η Κίτσι ήταν κάποια χαµένη πριγκίπισσα της Ουρ την οποία θα τιµούσαν µε συµπόσια και θα έντυναν µε υπέροχα ενδύµατα και, συνοδεύοντάς τη µε πολυπληθή ποµπή τυµπανιστών και θεραπαινίδων, θα παρέδιδαν µε µεγαλοπρέπεια στον Κάτω Κόσµο.
[1] Ο τρίτος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ (στη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τόµας Τζέφερσον), σκότωσε σε µονοµαχία τον πολιτικό του αντίπαλο Αλεξάντερ Χάµιλτον το 1804, ενώ η πολιτική του καριέρα έληξε οριστικά το 1807, όταν κατηγορήθηκε για προδοσία (παρά την αθωωτική ετυµηγορία). (Σ.τ.Μ.) [2] Tίτλος ανώτατου αξιωµατούχου στα Τάγµατα Εφόδου της ναζιστικής Γερµανίας. (Σ.τ.Μ.)
xxxi.
ΜΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΒΛΕΠΑ κανέναν ιδιαίτερο λόγο να είµαι σε εγρήγορση στη δεξίωση, φρόντισα να γίνω τύφλα πριν ξεκινήσω, µε ένα Oxycontin έκτακτης ανάγκης στην τσέπη του καλύτερου Turnbull and Asser κοστουµιού µου, για παν ενδεχόµενο. Η λέσχη ήταν πράγµατι τόσο υπέροχη, ώστε λυπήθηκα για το συνωστισµό των καλεσµένων, που δεν επέτρεπε να θαυµάσεις τις µεγαλειώδεις αρχιτεκτονικές λεπτοµέρειες, τα πορτρέτα που κρέµονταν σχεδόν κολλητά το ένα µε το άλλο –µερικά από αυτά εξαιρετικά– και τα σπάνια βιβλία στα ράφια. Κόκκινα βελούδινα παραπετάσµατα, γιρλάντες από ευωδιαστά κλαδιά ελάτης... Μα καλά, ήταν αληθινά τα κεράκια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο; Στεκόµουν θαµπωµένος στο κεφαλόσκαλο, µη θέλοντας ούτε να χαιρετήσω ούτε να µιλήσω µε τους ανθρώπους, µη θέλοντας καν να βρίσκοµαι εκεί... Ένα χέρι στο µανίκι µου. «Τι έπαθες;» µε ρώτησε η Πίππα. «Τι;» Δεν µπορούσα να την κοιτάξω κατάµατα. «Φαίνεσαι τόσο λυπηµένος». «Είµαι», είπα, αλλά δεν ήµουν σίγουρος αν µε άκουσε, εδώ σχεδόν δεν άκουσα εγώ τη φωνή µου, επειδή εκείνη ακριβώς τη στιγµή ο Χόµπι, ξέροντας σαν από ένστικτο ότι είχαµε µείνει πίσω, γύρισε να µας αναζητήσει µέσα στο πλήθος, φωνάζοντας χαρωπά: « Α, εδώ είστε εσείς... Άντε, πήγαινε να µιλήσεις στους καλεσµένους σου», πρόσθεσε µε µια τρυφερή πατρική σπρωξιά, «εσένα ψάχνουν όλοι». Ανάµεσα στους αγνώστους ο ίδιος και η Πίππα ήταν τα µόνα πραγµατικά ξεχωριστά ή ενδιαφέροντα άτοµα εκεί µέσα: εκείνη σαν νεράιδα µέσα στο αραχνοΰφαντο πράσινο φόρεµά της µε τα διάφανα µανίκια, εκείνος κοµψός και ακαταµάχητος µε το σκούρο µπλε σταυρωτό σακάκι του και τα αξεπέραστα χειροποίητα παπούτσια του Peal and Co. «Εγώ...» Κοίταξα γύρω µου µε απόγνωση. «Μην ανησυχείς για µας. Θα σε βρούµε αργότερα». «Καλώς», είπα, ατσαλώνοντας τον εαυτό µου. Όµως, αφήνοντάς τους να περιεργάζονται µια προσωπογραφία του Τζον Άνταµς κοντά στο βεστιάριο ενόσω περίµεναν να αφήσει η κυρία Ντε Φρις τη µινκ της και προχωρώντας αργά µέσα στα κατάµεστα δωµάτια, δεν αναγνώριζα απολύτως κανέναν εκτός από την κυρία Μπάρµπορ, την οποία πραγµατικά δεν ένιωθα ότι µπορούσα να αντικρίσω. Δυστυχώς, µε είδε πριν προλάβω να στρίψω και µε βούτηξε από το µανίκι. Στεκόταν στο άνοιγµα µιας πόρτας, µε το κλασικό τζιν µε λάιµ στο χέρι της, δίνοντας την εντύπωση ότι την είχε στριµώξει εκεί ένας βαρύς και ζωηρός γηραιός κύριος µε σκληρό κόκκινο πρόσωπο, στεντόρεια φωνή και µια φούντα γκρίζα µαλλιά πάνω από κάθε αφτί. «Ω, η Μεντόρα...» έλεγε, παραπαίοντας κάπως. «Είναι ακόµα χάρµα οφθαλµών. Αξιολάτρευτη, κι ας κοντεύει τα ενενήντα! Σπάνια και εντυπωσιακή. Προέρχεται, βέβαια, από τις πιο παλιές αριστοκρατικές ολλανδικές οικογένειες της Νέας Υόρκης, όπως δεν παραλείπει ποτέ να θυµίσει στους συνοµιλητές της... Αχ, έπρεπε να τη δεις, τι νεύρο µε τους υπηρέτες!» Σε αυτό το σηµείο επέτρεψε στον εαυτό του ένα σκανταλιάρικο γελάκι. «Είναι φοβερό, αγαπητή
µου, αλλά και τόσο αστείο συνάµα, τουλάχιστον νοµίζω πως θα το βρεις αστείο... Δεν µπορούν πια να προσλάβουν έγχρωµους υπηρέτες – έτσι δεν πρέπει να τους λέµε τώρα, έγχρωµους; Βλέπεις, η Μεντόρα παρουσιάζει µια τόσο έντονη ροπή προς τη χρήση –ας το θέσω έτσι– του γλωσσικού ιδιώµατος των νεανικών της χρόνων... Ειδικά όταν προσπαθούν να την περιορίσουν ή να τη βάλουν στην µπανιέρα. Απ’ ό,τι ακούω, γίνεται θηρίο ανήµερο όταν την πιάνουν τα νεύρα της! Να σκεφτείς, κυνήγησε έναν από τους Αφροαµερικανούς νοσοκόµους µε τη µασιά από το τζάκι! Χα χα χα! Ε λοιπόν, καταλαβαίνεις... ευχαριστώ το Θεό που δεν ήµουν στη θέση του! Η καλή µας η Μεντόρα, ανήκει σε αυτήν που θα µπορούσαµε ίσως να ονοµάσουµε γενιά τού Καταφυγίου στους Αιθέρες.[1] Και η αλήθεια είναι πως το πατρικό της σπίτι ήταν στη συντηρητική Βιρτζίνια – στην Κοµητεία Γκούτσλαντ, αν δεν κάνω λάθος. Γάµος συµφέροντος – από τις πιο ξεκάθαρες περιπτώσεις που έχω δει. Ωστόσο ο γιος –τον έχεις γνωρίσει, έτσι δεν είναι;– ήταν µάλλον σκέτη απογοήτευση. Ξέρεις, µε το ποτό και τα σχετικά. Όσο για την κόρη... Κοινωνικά αποτυχηµένη, για να το θέσουµε ευγενικά. Υπέρβαρη. Kάνει συλλογή από γάτες, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Όσο για τον αδερφό της Μεντόρα, τον Όουεν... Ο Όουεν ήταν ένας πολύ πολύ αγαπητός άνθρωπος, πέθανε από καρδιακή προσβολή στα αποδυτήρια της Αθλητικής Λέσχης... στη διάρκεια µιας µάλλον πολύ προσωπικής στιγµής, αν µε καταλαβαίνεις... Υπέροχος άνθρωπος ο Όουεν, αλλά ήταν πάντα κάτι σαν χαµένη ψυχή, έφυγε από τη ζωή χωρίς να βρει τον αληθινό του εαυτό, φοβάµαι». «Θίο», είπε η κυρία Μπάρµπορ, πιάνοντάς µε από το µπράτσο τη στιγµή που επιχειρούσα να ξεγλιστρήσω, µια κίνηση που µου έδωσε την αίσθηση ανθρώπου παγιδευµένου σε φλεγόµενο αυτοκίνητο ο οποίος γαντζώνεται από κάποιο διασώστη. «Θίο, θα ήθελα να σου συστήσω τον Χάβιστοκ Ίρβινγκ». Ο Χάβιστοκ Ίρβινγκ γύρισε και µε κάρφωσε µε ένα διαπεραστικό –και διόλου ευχάριστο για µένα– βλέµµα γεµάτο ενδιαφέρον. «Ο Θίοντορ Ντέκερ». «Φοβάµαι πως ναι», παραδέχτηκα αιφνιδιασµένος. «Μάλιστα». Το ύφος του µου άρεσε όλο και λιγότερο. «Εκπλήσσεσαι που σε γνωρίζω, νεαρέ! Αλλά, βλέπεις, τυγχάνει να γνωρίζω τον αξιότιµο συνέταιρό σου, τον κύριο Χόµπαρτ. Καθώς και το µακαρίτη προκάτοχό σου στο συνεταιρισµό, τον κύριο Μπλάκγουελ». «Αλήθεια», πέταξα µε απροκάλυπτη αδιαφορία. Στον επαγγελµατικό µου χώρο τύχαινε συχνά πυκνά να έρχοµαι αντιµέτωπος µε βρόµικα υπονοούµενα γηραιών κυρίων του είδους του, και η κυρία Μπάρµπορ, που δεν είχε αφήσει όλη αυτή την ώρα το χέρι µου, το έσφιξε τώρα µε νόηµα. «Ξέρεις, ο Χάβιστοκ είναι άµεσος απόγονος του Ουάσινγκτον Ίρβινγκ», έσπευσε να µε ενηµερώσει. «Γράφει, µάλιστα, τη βιογραφία του». «Ενδιαφέρον». «Ναι, αρκούντως», είπε ατάραχα εκείνος. «Αν και ο Ουάσινγκτον Ίρβινγκ έχει περιπέσει σε κάποια δυσµένεια από τη σύγχρονη διανόηση. Περιθωριοποιήθηκε», είπε, ευτυχής που θυµήθηκε τη σωστή λέξη. «Δεν είναι µια γνήσια αµερικανική φωνή, λένε οι ακαδηµαϊκοί. Περισσότερο κοσµοπολίτης απ’ όσο θα έπρεπε, µε υπερβολικά έντονες ευρωπαϊκές επιρροές. Πράγµα απολύτως αναµενόµενο, θα έλεγα, αφού ο Ίρβινγκ διδάχτηκε την τέχνη της συγγραφής κυρίως από τους Τζόζεφ Άντισον και σερ Ρίτσαρντ Στιλ. Όπως κι αν έχει, ο επιφανής πρόγονός µου ασφαλώς θα επικροτούσε τις καθηµερινές µου συνήθειες». «Οι οποίες είναι...» «Πολύωρες επισκέψεις σε βιβλιοθήκες, µελέτη παλιών εφηµερίδων, αλλά και κυβερνητικών
αρχείων». «Γιατί κυβερνητικών αρχείων;» Μια αέρινη κίνηση του χεριού. «Ω, τα βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Ένα µικρόβιο που κόλλησα από κάποιο στενό συνεργάτη µου, ο οποίος µερικές φορές κατορθώνει να ξεθάψει τις πιο ενδιαφέρουσες πληροφορίες στην πορεία των ερευνών του. Πρέπει να έχετε γνωριστεί, µάλιστα, αν δεν απατώµαι...» «Για ποιον µιλάτε;» «Για τον Λούσιους Ριβ». Στη σιωπή που ακολούθησε ο κελαρυστός ήχος των συζητήσεων και των ποτηριών που τσούγκριζαν δυνάµωσε σε ένα άγριο µουγκρητό, θαρρείς και η αίθουσα σαρώθηκε ξαφνικά από µανιασµένο άνεµο. «Ναι, ναι, ο Λούσιους». Ειρωνικό ανασήκωµα του φρυδιού. Σούφρωµα των χειλιών. «Ακριβώς! Ήξερα ότι θα σου ήταν οικείο το όνοµά του. Του πούλησες ένα πολύ ενδιαφέρον διπλό κοµό, όπως σίγουρα θα θυµάσαι». «Ακριβώς. Και θα ήθελα πολύ να το αγοράσω πίσω, αν κατάφερνα να τον πείσω». «Ω, δεν αµφιβάλλω καθόλου. Με τη διαφορά ότι δεν είναι διατεθειµένος να το πουλήσει, όπως... όπως», επανέλαβε δυνατότερα, πνίγοντας τις διαµαρτυρίες µου χαιρέκακα, «δε θα ήµουν κι εγώ στη θέση του. Με εκείνο το άλλο, πολύ πιο ενδιαφέρον κοµµάτι στον ορίζοντα». «Λοιπόν, φοβάµαι ότι θα πρέπει να το ξεχάσει εντελώς», είπα ευγενικά. Το ξάφνιασµά µου στο άκουσµα του ονόµατος του Ριβ ήταν εντελώς αντανακλαστικό, µια ασυλλόγιστη κίνηση έντροµης υποχώρησης µπροστά σε µια κουλουριασµένη µπαλαντέζα ή ένα κοµµάτι σπάγκο στο πάτωµα που µπορεί µε την πρώτη µατιά να δίνει την εντύπωση αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να είναι φίδι. «Να το ξεχάσει;» Ο Χάβιστοκ επέτρεψε άλλο ένα γελάκι στον εαυτό του. «Ω, δε νοµίζω ότι θα το ξεχάσει ποτέ». Η απάντησή µου ήταν ένα πλατύ χαµόγελο. Αλλά το ύφος του έγινε ακόµα πιο αυτάρεσκο. «Είναι στ’ αλήθεια εκπληκτικά τα πράγµατα που µπορεί να βρει κανείς στον υπολογιστή στις µέρες µας», είπε. «Σοβαρά;» «Να, ξέρεις, ο Λούσιους κατάφερε πρόσφατα να συλλέξει πληροφορίες για κάποια άλλα πολύ ενδιαφέροντα κοµµάτια που πούλησες. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω αν οι αγοραστές έχουν ιδέα πόσο ενδιαφέροντα είναι. Δώδεκα καρέκλες τραπεζαρίας Ντάνκαν Φάιφ στο Ντάλας, αν θυµάµαι καλά...» είπε, πίνοντας µια γουλιά σαµπάνια. «Κι εκείνος ο εξαιρετικός καναπές Σέρατον στον αγοραστή από το Χιούστον... Και πόσα ακόµα κοµµάτια στο Λος Άντζελες;» Έκανα αγώνα για να κρατήσω ανέκφραστο το πρόσωπό µου. «“Κοµµάτια µουσειακής αξίας”. Βέβαια», συνέχισε, γυρίζοντας για να συµπεριλάβει την κυρία Μπάρµπορ στη συζήτηση, «όλοι ξέρουµε ότι η “µουσειακή αξία” προσδιορίζεται από το είδος του µουσείου για το οποίο µιλά κανείς. Χα χα! Αλλά ο Λούσιους έκανε πραγµατικά σπουδαία δουλειά παρακολουθώντας κάποιες από τις πιο σηµαντικές πρόσφατες πωλήσεις σου. Και, µόλις τελειώσουν οι γιορτές, σκέφτεται να κάνει ένα ταξίδι µέχρι το Τέξας για να... Ω!» έκανε, γυρίζοντας µε ένα σχεδόν χορευτικό βήµα για να υποδεχτεί την ντυµένη µε ανοιχτό γαλάζιο µετάξι Κίτσι, που ερχόταν προς το µέρος µας. «Μια ευπρόσδεκτη και πανέµορφη προσθήκη στη συντροφιά µας! Είσαι χάρµα οφθαλµών, καλή µου», είπε και τεντώθηκε να τη φιλήσει. «Τώρα δα µιλούσα µε το µέλλοντα σύζυγό σου. Πολύ γοητευτικός. Και είναι στ’
αλήθεια να εκπλήσσεσαι µε τους κοινούς φίλους που ανακαλύψαµε πως έχουµε!» «Ω;» Μόνο όταν στράφηκε προς το µέρος µου –για να µε κοιτάξει βαθιά µέσα στα µάτια και να µε φιλήσει πεταχτά στο µάγουλο– συνειδητοποίησα ότι η Κίτσι δεν ήταν εκατό τοις εκατό βέβαιη πως θα εµφανιζόµουν τελικά. Η ανακούφισή της ήταν σχεδόν απτή. «Και πρόλαβες να µεταφέρεις στον Θίο και στη µαµά όλα τα σκανδαλώδη κουτσοµπολιά;» ρώτησε, γυρίζοντας ξανά προς τον Χάβιστοκ. «Ντροπή σου, Ψιψίνα!» Πέρασε επιδέξια το µπράτσο του στο δικό της, ενώ µε το άλλο χέρι τη χτυπούσε χαϊδευτικά στο πάνω µέρος της παλάµης – ένας δαίµονας µε πουριτανική εµφάνιση, κοτσονάτος, γελαστός, ευγενικός. «Λοιπόν, αγαπητή µου, νοµίζω ότι χρειάζεσαι ένα ποτό, όπως κι εγώ. Τι θα έλεγες να πηγαίναµε να γεµίσουµε τα ποτήρια µας» –ρίχνοντας µια πλάγια µατιά προς το µέρος µου– «και να βρούµε µια ήσυχη γωνιά για να κουτσοµπολέψουµε το µνηστήρα σου;»
[1] Cabin in the Sky: Μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ (1940) το οποίο µετά τη θεατρική του επιτυχία µεταφέρθηκε στο σινεµά από τον Βιντσέντε Μινέλι (1943), που έκανε έτσι το χολιγουντιανό ντεµπούτο του. Το ιδιαίτερο για την εποχή της στοιχείο αυτής της παραγωγής ήταν ότι το καστ αποτελούνταν εξολοκλήρου από Αφροαµερικανούς ηθοποιούς. Παρ’ όλα αυτά, προκάλεσε µεγάλες συζητήσεις γύρω από το θέµα του ρατσισµού, καθώς κάποιοι ισχυρίζονταν ότι προσέγγιζε τους έγχρωµους και την κουλτούρα τους µε ιδιαίτερο σεβασµό, ενώ άλλοι αντέτειναν πως αναπαρήγε παλιά στερεότυπα και παρουσίαζε τους έγχρωµους ως καρικατούρες. (Σ.τ.Μ.)
xxxii.
«ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ που έφυγε επιτέλους!» µουρµούρισε η κυρία Μπάρµπορ όταν αποµακρύνθηκαν προς το τραπέζι µε τα ποτά. «Με κουράζει αφόρητα η ψιλοκουβέντα αυτού του είδους». «Παροµοίως». Έσταζα ολόκληρος από τον ιδρώτα. Πώς το είχε ανακαλύψει; Όλα τα κοµµάτια που είχε αναφέρει είχαν σταλεί µε την ίδια µεταφορική. Παρ’ όλα αυτά – χρειαζόµουν απελπισµένα ένα ποτό–, πώς είχε καταφέρει να το ανακαλύψει; Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι η κυρία Μπάρµπορ είχε προσθέσει κάτι ακόµα. «Παρακαλώ;» «Είπα, δεν είναι απίστευτο; Μένω άναυδη από το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί εδώ». Ήταν ντυµένη πολύ απλά: µαύρο φόρεµα, µαύρες γόβες και µια υπέροχη καρφίτσα σε σχήµα χιονονιφάδας. Όµως το µαύρο δεν ήταν το χρώµα της, της έδινε µια παραιτηµένη όψη αρρώστιας και πένθους. «Πρέπει να συγχρωτιστώ µε όλον αυτό τον κόσµο; Υποθέτω πως ναι. Ω Θεέ µου, ο άντρας της Αν! Χριστέ µου, τι βαρετός άνθρωπος! Είναι πολύ άσχηµο εκ µέρους µου να οµολογήσω ότι θα προτιµούσα να βρισκόµουν στο σπίτι τώρα;» «Ποιος ήταν αυτός ο τύπος µε τον οποίο µιλούσατε πριν;» τη ρώτησα. «Ο Χάβιστοκ;» Πέρασε το χέρι από το µέτωπό της. «Πάλι καλά που επιµένει να επαναλαµβάνει το όνοµά του, διαφορετικά θα δυσκολευόµουν να κάνω τις συστάσεις». «Όπως φερόταν, θα έλεγα ότι είναι καλός σας φίλος». «Να σου πω», άρχισε, «είναι πολύ διαχυτικός. Συµπεριφέρεται µε µεγάλη οικειότητα σε όλους». «Από πού γνωρίζεστε;» «Α, ο Χάβιστοκ εργάζεται εθελοντικά στην Ιστορική Εταιρεία της Νέας Υόρκης. Γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα. Αν και, µεταξύ µας, δε νοµίζω ότι έχει οποιαδήποτε συγγένεια µε τον Ουάσινγκτον Ίρβινγκ». «Όχι;» «Τι να πω... Η γοητεία του είναι αναµφισβήτητη. Η αλήθεια είναι ότι γνωρίζει τους πάντες... Λέει ότι συνδέεται και µε την οικογένεια Άστορ, εκτός από τον Ουάσινγκτον Ίρβινγκ, και ποιος µπορεί να πει µε βεβαιότητα ότι δεν ισχύει; Κάποιοι βρίσκουµε ενδιαφέρον το γεγονός ότι δεν υπάρχει άλλος επιζήσας στις οικογένειες από τις οποίες υποτίθεται ότι έλκει την καταγωγή του. Πέραν αυτού, ο Χάβιστοκ είναι γοητευτικός – ή µπορεί να γίνει, όταν το θέλει. Είναι ένας άγιος που επισκέπτεται τις γηραιές κυρίες, τον άκουσες και µόνος σου πριν. Ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για την ιστορία της Νέας Υόρκης, θυµάται τα πάντα: ηµεροµηνίες, ονόµατα, γενεαλογικά δέντρα. Πριν έρθεις, µε διαφώτιζε σχετικά µε την ιστορία όλων των κτιρίων σε αυτόν το δρόµο, συµπεριλαµβανοµένων των σκανδάλων που έλαβαν χώρα µέσα στους τοίχους τους –µέχρι φόνος κοσµικού έγινε στο διπλανό µέγαρο στη δεκαετία του 1870–, γνωρίζει τα πάντα. Από την άλλη, σε ένα γεύµα πριν από λίγους µήνες διασκέδαζε την οµήγυρη µε µια εξωφρενικά αισχρή ιστορία µε πρωταγωνιστή τον Φρεντ Αστέρ που αισθάνοµαι ότι αποκλείεται να συνέβη στην πραγµατικότητα. Ο Φρεντ Αστέρ! Να βρίζει σαν λιµενεργάτης σε µια κρίση υστερίας! Δε σου κρύβω ότι, απλούστατα, δεν τον πίστεψα, κανείς µας δεν τον πίστεψε. Η γιαγιά του Τσανς γνώριζε προσωπικά τον Φρεντ Αστέρ από τότε που δούλευε ακόµα στο
Χόλιγουντ, και έλεγε πως ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος που έζησε ποτέ σε αυτό τον κόσµο. Και ποτέ δεν ακούστηκε ούτε ψίθυρος για το αντίθετο. Κάποιοι από τους παλιούς σταρ, βέβαια, ήταν όντως τροµεροί, όλοι έχουµε ακούσει σχετικές ιστορίες. Αχ!» αναστέναξε µε απόγνωση, συνεχίζοντας µε την ίδια ανάσα: «Πόσο κουρασµένη και πεινασµένη αισθάνοµαι!». «Ελάτε». Συµπονώντας τη µε όλη µου την καρδιά, την οδήγησα σε µια άδεια πολυθρόνα. «Καθίστε λίγο. Να σας φέρω κάτι να φάτε;» «Όχι, σ’ ευχαριστώ. Θα προτιµούσα να µείνεις να µου κρατήσεις συντροφιά. Αν και µάλλον δεν είναι σωστό να µονοπωλώ το χρόνο σου», πρόσθεσε, αν και όχι ιδιαίτερα πειστικά. «Είσαι το τιµώµενο πρόσωπο». «Αλήθεια, δε θα λείψω περισσότερο από ένα λεπτό». Ήδη σάρωνα τη σάλα µε το βλέµµα. Δίσκοι µε ορντέβρ πηγαινοέρχονταν ανάµεσα στους καλεσµένους, ενώ υπήρχε και ένα τραπέζι φορτωµένο µε πιατέλες στο διπλανό δωµάτιο, αλλά εγώ έπρεπε να µιλήσω στον Χόµπι. Κατεπειγόντως. «Θα γυρίσω το συντοµότερο δυνατόν». Ευτυχώς, ο Χόµπι ήταν τόσο ψηλός –ψηλότερος απ’ όλους τους παρευρισκόµενους–, ώστε δε δυσκολεύτηκα να τον εντοπίσω: ένας φάρος ασφάλειας µέσα στο πλήθος. «Έι», είπε κάποιος, πιάνοντάς µε από το µπράτσο τη στιγµή που κόντευα να τον φτάσω. Ήταν ο Πλατ, µε πράσινο βελούδινο σακάκι που µύριζε ναφθαλίνη. Φαινόταν στραπατσαρισµένος, ήδη σουρωµένος και πολύ αγχωµένος, παρότι η βραδιά µόλις άρχιζε. «Όλα εντάξει µε τους δυο σας;» «Τι;» «Λέω, τα ξεκαθαρίσατε τα πράγµατα µε την Κιτς;» Δεν ήξερα πώς έπρεπε να απαντήσω σε αυτό. Ύστερα από µερικές στιγµές σιωπής, έσπρωξε ένα ασηµόξανθο τσουλούφι πίσω από το αφτί του. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο και πρησµένο, το πρόσωπο ενός πρόωρα γερασµένου ανθρώπου, και –όχι για πρώτη φορά– σκέφτηκα πόσο ελάχιστη ελευθερία υπήρχε στην άρνηση του Πλατ να µεγαλώσει, πώς µε την υπερβολικά παρατεταµένη του φυγοπονία είχε καταφέρει τελικά να χαραµίσει τα κληρονοµικά του προνόµια, µε αποτέλεσµα να περιοριστεί για πάντα στο περιθώριο των κοσµικών συγκεντρώσεων µε το τζιν και λάιµ του, ενώ ο µικρός του αδερφός ο Τόντι, φοιτητής ακόµα, µιλούσε γεµάτος αυτοπεποίθηση σε µια οµάδα ανθρώπων που περιλάµβανε τον πρόεδρο του διοικητικού συµβουλίου ενός από τα σηµαντικότερα πανεπιστήµια της πόλης, ένα δισεκατοµµυριούχο οικονοµολόγο και τον εκδότη ενός σηµαντικού περιοδικού. Ο Πλατ µε κοίταζε ακόµα όλο αγωνία. «Άκου», είπε. «Ξέρω ότι δε µου πέφτει λόγος για σένα και την Κιτς...» Ανασήκωσα τους ώµους. «Ο Τοµ δεν την αγαπάει», πρόσθεσε παρορµητικά. «Όταν εµφανίστηκες στη ζωή της, ήταν το καλύτερο πράγµα που συνέβη στην Κίτσι, και το ξέρει πολύ καλά και η ίδια. Θέλω να πω, ο τρόπος που της συµπεριφέρεται! Ήταν µαζί του, ξέρεις, το Σαββατοκύριακο που πέθανε ο Άντι. Αυτός ήταν ο τόσο σηµαντικός λόγος για τον οποίο έστειλε τον Άντι να φροντίσει τον µπαµπά, παρότι δεν είχε, ο δύστυχος, καµία ελπίδα να τα βγάλει πέρα. Γι’ αυτό δεν πήγε εκείνη. Ο Τοµ, ο Τοµ, ο Τοµ. Πάντα ο Τοµ. Και, ναι, προφανώς το παίζει καψούρης µαζί της, “Είσαι η µοναδική µου αγάπη” και όλα τα σχετικά –ή τουλάχιστον έτσι λέει εκείνη–, αλλά, πίστεψέ µε, άλλα γίνονται πίσω από την πλάτη της». Έκανε µια παύση, ανίκανος να κρύψει την απόγνωσή του. «Ο τρόπος που την έπαιζε, που της αποµυζούσε διαρκώς χρήµατα, που γύριζε µε άλλες και τη φλόµωνε στο ψέµα, όλα αυτά µε αρρώσταιναν, όπως και τη µανούλα και τον µπαµπά. Γιατί, στην ουσία, τη βλέπει σαν την κότα µε τα χρυσά αβγά. Αυτό είναι για εκείνον.
Όµως –και µη µε ρωτήσεις γιατί!– η Κίτσι ήταν τρελή και παλαβή µαζί του. Δεν καταλάβαινε τίποτα». «Και εξακολουθεί, προφανώς». Ο Πλατ έκανε µια γκριµάτσα. «Ω, έλα τώρα! Εσένα παντρεύεται». «Ο Κέιµπλ δε µου κάνει και τόσο για τύπος που παντρεύεται». «Να σου πω...» Κατέβασε µια γενναία γουλιά από το ποτό του. «Λυπάµαι πραγµατικά τη γυναίκα που θα παντρευτεί τελικά ο Τοµ. Η Κιτς µπορεί να είναι παρορµητική, αλλά χαζή δεν είναι». «Σίγουρα όχι». Η Κίτσι κάθε άλλο παρά χαζή ήταν. Όχι µόνο είχε στήσει το γάµο που θα χαροποιούσε περισσότερο τη µητέρα της, αλλά παράλληλα κοιµόταν ελεύθερα µε τον άντρα που αγαπούσε. «Δε θα είχε καλή κατάληξη. Όπως λέει και η µανούλα, πρόκειται απλώς για µια “µοιραία εµµονή”, για καταστροφικές αυταπάτες και “κάστρα χτισµένα στην άµµο”». «Μου είπε ότι τον αγαπάει». «Ε, τα κορίτσια πάντα ρεµάλια αγαπάνε», είπε ο Πλατ, χωρίς να µπει στον κόπο ούτε καν να προσπαθήσει να το αρνηθεί. «Δεν το έχεις προσέξει;» Όχι, σκέφτηκα θλιµµένα, δεν είναι αλήθεια αυτό. Αλλιώς, γιατί δε µ’ αγαπάει η Πίππα; «Μου φαίνεται ότι χρειάζεσαι ένα ποτό, φίλε µου. Τώρα που το σκέφτοµαι» –αδειάζοντας µονορούφι το υπόλοιπο του δικού του– «µάλλον θα πάρω κι εγώ άλλο ένα». «Κοίτα, πρέπει να πάω να µιλήσω σε κάποιον. Επίσης, χρειάζεται και η µητέρα σου» – στράφηκα και του έδειξα προς το σηµείο όπου την είχα αφήσει να κάθεται– «ένα ποτό και κάτι να βάλει στο στόµα της». «Μανούλα!» έκρωξε ο Πλατ, παίρνοντας ένα ύφος σαν να του είχα µόλις θυµίσει την τσαγιέρα που είχε ξεχάσει πάνω στο αναµµένο µάτι της κουζίνας, και έφυγε βιαστικά.
xxxiii.
«ΧΟΜΠΙ;» Ξαφνιάστηκε νιώθοντας το χέρι µου στο µανίκι του και στράφηκε απότοµα. «Όλα καλά;» µε ρώτησε αµέσως. Και µόνο που στάθηκα δίπλα του, ένιωσα καλύτερα αναπνέοντας τον καθαρό αέρα γύρω του. «Κοίτα», είπα, περιφέροντας νευρικά το βλέµµα µου ολόγυρα, «µήπως µπορούµε να έχουµε µια σύντοµη...» «Αχ, ο γαµπρός δεν είναι;» πετάχτηκε µια γυναίκα από τη συντροφιά του. «Ναι, συγχαρητήρια!» Κι άλλοι άγνωστοι συνωστίζονταν γύρω µας. «Πόσο νέος φαίνεται! Μα είναι ακόµα παιδί!» Ξανθιά κυρία στα πενήντα και κάτι, σφίγγοντας το χέρι µου. «Και τι όµορφος!» συνέχισε γυρνώντας προς τη φιλενάδα της. «Σαν πριγκιπόπουλο του παραµυθιού! Δεν µπορεί να είναι πάνω από είκοσι δύο!» Πάντα αβρός, ο Χόµπι µε σύστησε στην οµήγυρη – ευγενικός, διακριτικός, χαλαρός, ένας ιππότης αλλοτινών εποχών. «Εµ...» έκανα, σαρώνοντας τη σάλα γύρω µας. «Λυπάµαι που σε παίρνω από την παρέα σου, Χόµπι, ελπίζω να µη µε θεωρήσεις αγενή αν...» «Θέλεις να µιλήσουµε κατ’ ιδίαν; Βεβαίως. Θα µε συγχωρήσετε για λίγο;» «Χόµπι», είπα µόλις βρεθήκαµε σε µια σχετικά αποµονωµένη γωνιά. Τα µαλλιά κολλούσαν στους κροτάφους µου από τον ιδρώτα. «Γνωρίζεις κάποιον τύπο ονόµατι Χάβιστοκ Ίρβινγκ;» Τα ανοιχτόχρωµα φρύδια έσµιξαν µε απορία. «Ποιον;» ρώτησε, κοιτώντας µε πιο εξεταστικά. «Σίγουρα είσαι καλά;» Ο τόνος του και η ανήσυχη έκφρασή του µε έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι γνώριζε περισσότερα για τη διανοητική µου κατάσταση απ’ ό,τι άφηνε να εννοηθεί. «Και βέβαια», απάντησα, σπρώχνοντας τα γυαλιά πιο ψηλά στη ράχη της µύτης µου. «Μια χαρά είµαι. Αλλά δε µου απάντησες: Το όνοµα Χάβιστοκ Ίρβινγκ σου λέει κάτι;» «Όχι. Θα ’πρεπε;» Κάπως ασυνάρτητα µάλλον –η αλήθεια είναι ότι πέθαινα για ένα ποτό, ήταν µεγάλη παράλειψη να µην κάνω µια στάση στο µπαρ πριν έρθω να τον πιάσω–, του εξήγησα. Όση ώρα µιλούσα το πρόσωπο του Χόµπι γινόταν όλο και πιο ψυχρό και ανέκφραστο. «Για δείξε µου», είπε, κοιτώντας πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. «Τον βλέπεις;» «Χµ...» –πλήθος κόσµου γύρω από τον µπουφέ, δίσκοι µε σπασµένο πάγο, σερβιτόροι µε γάντια να αδειάζουν στρείδια µε τους κουβάδες– «...εκεί!» Ο Χόµπι, που δεν έβλεπε πολύ καλά µακριά χωρίς τα γυαλιά του, ανοιγόκλεισε µυωπικά τα µάτια του. «Τι;» είπε κοφτά. «Εννοείς αυτόν µε...» Έφερε τα χέρια στα πλαϊνά του κεφαλιού του σαν να έδειχνε δυο φουντωτές τούφες µαλλιά. «Ναι, αυτός είναι». «Χµ». Σταύρωσε τα µπράτσα στο στήθος µε µια αυθόρµητη τραχιά κίνηση που µου
επέτρεψε να δω φευγαλέα έναν άλλο Χόµπι: όχι τον κοµψό αντικέρ µε τα χειροποίητα κοστούµια, αλλά τον µπάτσο ή το δραστήριο πάστορα που µπορεί να είχε γίνει αν είχε µείνει στην παλιά του ζωή στο Όλµπανι. «Τον γνωρίζεις; Ποιος είναι;» «Ε...» Ο Χόµπι πασπάτεψε αµήχανα την εσωτερική τσέπη του σακακιού του, ψάχνοντας για το τσιγάρο που δεν επιτρεπόταν να καπνίσει. «Τον γνωρίζεις;» ξαναρώτησα πιο επιτακτικά, υποκύπτοντας στον πειρασµό να ρίξω κι εγώ µια µατιά προς τον Χάβιστοκ. Μερικές φορές ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να εκµαιεύσεις πληροφορίες από τον Χόµπι – έτεινε να αλλάζει θέµα συζήτησης, να κλείνεται στον εαυτό του, να υπεκφεύγει, και το χειρότερο µέρος για να τον ρωτήσεις οτιδήποτε ήταν ένας χώρος γεµάτος κόσµο, όπου ήταν απλώς θέµα χρόνου να µας διακόψουν. «Δε θα ’λεγα ότι τον γνωρίζω. Είχαµε κάποιες δοσοληψίες. Τι γυρεύει εδώ;» «Φίλος της νύφης», είπα, και κάτι στον τόνο µου τον έκανε να µε κοιτάξει έκπληκτος. «Από πού τον ξέρεις;» Ανοιγόκλεισε τα µάτια. «Κοίτα», άρχισε µάλλον απρόθυµα, «δεν ξέρω το αληθινό του όνοµα. Ο Γουέλτι κι εγώ τον γνωρίζαµε ως Σλόουν Γκρίσκαµ. Αλλά το αληθινό του όνοµα... ακούγεται εντελώς διαφορετικό». «Ποιος είναι;» «Βδέλλα», ήρθε η κοφτή απάντηση. «Μάλιστα», έκανα ύστερα από µια σαστισµένη παύση. Στη γλώσσα του σιναφιού «βδέλλες» ήταν εκείνοι που επιστράτευαν τη γοητεία τους για να µπουν σε σπίτια ηλικιωµένων, µε απώτερο σκοπό, φυσικά, να τους αποσπάσουν πολύτιµα αντικείµενα ή και να τους ληστέψουν κανονικά. «Εγώ...» Ο Χόµπι ταλαντεύτηκε λίγο µπρος πίσω στις φτέρνες του, αποστρέφοντας αµήχανος το βλέµµα. «Εδώ υπάρχουν πολλά πιθανά θύµατα, αυτό είναι βέβαιο. Απατεώνας ολκής, και αυτός και ο συνεταίρος του. Πιο δαιµόνιοι κι από τον ίδιο το σατανά». Ένας φαλακρός µε κολάρο κληρικού κατέπλεε προς το µέρος µας διασχίζοντας το πλήθος µε ένα αστραφτερό χαµόγελο. Σταύρωσα αµυντικά τα µπράτσα στο στήθος µου και προσπάθησα να στρίψω προς την αντίθετη κατεύθυνση, να του γυρίσω την πλάτη, κόβοντάς του τη φόρα, ελπίζοντας ότι ο Χόµπι δε θα τον πρόσεχε, ότι δε θα άφηνε την ιστορία στη µέση για να τον καλωσορίσει στην παρέα. «Λούσιαν Ρέις τον έλεγαν. Ή τουλάχιστον έτσι συστηνόταν. Α, ναι, σπουδαίο ζευγάρι αυτοί οι δύο! Βλέπεις, ο Χάβιστοκ, ή Σλόουν, ή όπως αλλιώς αυτοαποκαλείται τώρα, εκµαίευε χίλιες δυο πληροφορίες από ανθρώπους προχωρηµένης ηλικίας, µάθαινε πού έµεναν, τους έκανε επισκέψεις... Τους διπλάρωνε σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, σε κηδείες, σε δηµοπρασίες αµερικανικών αντικών, παντού όπου µπορούσε να τους ξετρυπώσει. Και κάποια στιγµή» – βυθίζοντας σκεφτικός το βλέµµα στο ποτό του– «πήγαινε να τους επισκεφθεί παρέα µε τον αξιαγάπητο φίλο του κύριο Ρέις, κι όσο οι καηµένοι οι γέροντες ήταν απασχοληµένοι... Ήταν στ’ αλήθεια απαίσιο. Κοσµήµατα, πίνακες, ρολόγια, ασηµικά, σήκωναν ό,τι µπορούσαν να βάλουν στο χέρι. Τέλος πάντων», κατέληξε, αλλάζοντας τόνο. «Πάει καιρός από τότε». Ήθελα σαν τρελός ένα ποτό, µε το ζόρι κρατιόµουν να µη ρίχνω κλεφτές µατιές στο µπαρ. Έβλεπα ήδη τον Τόντι να µε δείχνει σε ένα ηλικιωµένο αντρόγυνο που µου χαµογελούσε όλο προσµονή, έτοιµο να έρθει να µου συστηθεί. Αψηφώντας τους κανόνες καλής συµπεριφοράς,
γύρισα την πλάτη µου. «Γέροντες;» επανέλαβα στον Χόµπι, ελπίζοντας να του αποσπούσα λίγες ακόµα πληροφορίες. «Ναι. Λυπάµαι που το λέω, αλλά εκµεταλλεύτηκαν κάποιους πολύ ανήµπορους ανθρώπους. Όποιον έκανε το λάθος να τους µπάσει στο σπίτι του. Κι όσους δεν είχαν σπουδαία περιουσία, τους έγδυναν µια κι έξω, αλλά αν υπήρχαν πολλά να σηκώσουν... Αχ, τότε τα καλάθια µε τα φρούτα και οι εµπιστευτικές συζητήσεις και τα χειροφιλήµατα ή τα στοργικά χάδια στο χέρι τραβούσαν για βδοµάδες...» Ο ιερέας, ή πάστορας, ή ό,τι άλλο ήταν, είχε προσέξει ότι ήµουν απασχοληµένος και µου κούνησε φιλικά το χέρι –Τα λέµε αργότερα!–, λοξοδροµώντας µέσα στο πλήθος και κερδίζοντας ένα χαµόγελο ευγνωµοσύνης από µέρους µου. Ήταν ο επίσκοπος, ο πατήρ πώς-τον-λένε που υποτίθεται ότι θα τελούσε το µυστήριο; Ή κάποιος από τους καθολικούς ιερείς από τον Άγιο Ιγνάτιο, µε τους οποίους είχε συχνές επαφές η κυρία Μπάρµπορ µετά το θάνατο του άντρα και του γιου της; «Το “επιτήδειοι” δεν αρκεί για να τους περιγράψει. Μερικές φορές παρίσταναν τους εκτιµητές επίπλων και πρόσφεραν αµισθί τις υπηρεσίες τους, καταφέρνοντας έτσι να αποκτήσουν πρόσβαση. Ή, µε τις πραγµατικά δύσκολες περιπτώσεις, τους κατάκοιτους, τους ανοϊκούς, εξαπατούσαν τις αποκλειστικές νοσοκόµες που τους περιποιούνταν στο σπίτι ισχυριζόµενοι ότι τάχα ήταν συγγενείς. Παρ’ όλα αυτά...» Ο Χόµπι κούνησε το κεφάλι του. «Έχεις φάει τίποτα;» ρώτησε, αλλάζοντας θέµα µε τον κλασικό του τρόπο. «Ναι», είπα ψέµατα, «σ’ ευχαριστώ, αλλά πες µου...» «Αχ, τέλεια!» – µε ανακούφιση αυτό. «Σέρβιραν στρείδια... και χαβιάρι! Και αυτά τα καναπεδάκια µε καβουρόψιχα ήταν καλά. Δε φάνηκες για µεσηµεριανό σήµερα. Σου είχα αφήσει ένα πιάτο βραστό βοδινό µε πράσινα φασόλια και σαλάτα, αλλά ήταν ακόµα στο ψυγείο όταν φύγαµε, και κατάλαβα ότι δεν είχες φάει...» «Τι πάρε δώσε είχατε εσύ κι ο Γουέλτι µαζί του;» Ο Χόµπι βλεφάρισε σαστισµένος. «Παρακαλώ;» έκανε µε τον αφηρηµένο τρόπο του. «Ααα...» Γνέφοντας προς την κατεύθυνση του Γκρίσκαµ. «Λες γι’ αυτόν». «Ναι». Η γιορτινή φωτοχυσία της σάλας –φώτα, καθρέφτες, τζάκια φουντωµένα και πολυέλαιοι να ρίχνουν παντού αντανακλάσεις– µου έδινε την εφιαλτική αίσθηση ότι µε πίεζαν από όλες τις κατευθύνσεις και µε παρατηρούσαν από παντού. «Που λες, λοιπόν...» Είχε κάνει ένα δυο βήµατα προς τον µπουφέ, όπου µόλις είχαν φέρει ένα καινούριο µπολ µε χαβιάρι, αλλά φάνηκε να το ξανασκέφτεται. «Κάποια στιγµή εµφανίστηκε στο µαγαζί φορτωµένος µε κοσµήµατα και ασηµικά για πώληση, πάνε χρόνια τώρα. Οικογενειακά κειµήλια, ισχυρίστηκε. Μόνο που µια αλατιέρα, πολύ παλιά και πολύ ξεχωριστή, ο Γουέλτι την αναγνώρισε, επειδή γνώριζε την κυρία στην οποία την είχε πουλήσει. Και ήξερε ότι την είχαν διπλαρώσει δύο “βδέλλες” που παρίσταναν ότι τάχα συνέλεγαν παλιά βιβλία για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Τέλος πάντων, ο Γουέλτι πήρε τα κοµµάτια επί παρακαταθήκη και τηλεφώνησε στη γηραιά κυρία και στην αστυνοµία. Όσο για µένα...» Σφούγγισε το µέτωπό του µε το εµπριµέ µεταξωτό µαντίλι από την τσέπη του σακακιού του, µιλώντας τόσο χαµηλόφωνα, ώστε έπρεπε να γέρνω προς το µέρος του για να τον ακούω, αλλά χωρίς να τολµάω να του ζητήσω να ανεβάσει τον τόνο του. «Δεκαοχτώ µήνες νωρίτερα είχα αγοράσει κάποια έπιπλα από τον τύπο σε µια εκποίηση περιουσίας, έπρεπε να καταλάβω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν υπήρχε κάτι χειροπιαστό, όχι ακριβώς. Ολοκαίνουριο κτίριο
στην Ανατολική 80ή Οδό, µια παράξενη συλλογή από κλασικά αµερικανικά έπιπλα στοιβαγµένα κακήν κακώς στη µέση του δωµατίου, κινέζικα µπαούλα, ρολόγια τοίχου σε σχήµα µπάντζο, αγαλµατίδια από οστό φάλαινας, αρκετές καρέκλες Ουίνδσορ για να εξοπλίσεις σχολική τάξη, αλλά ούτε χαλιά ούτε καναπές, τίποτα από το οποίο θα µπορούσες να φας, τίποτα για να πέσεις να κοιµηθείς... Τι να πω, σίγουρα εσύ θα είχες µυριστεί νωρίτερα από µένα τι έτρεχε. Δεν υπήρχε αρχοντικό, δεν υπήρχε θείτσα. Απλώς ένα διαµέρισµα το οποίο είχε νοικιάσει στο φτερό για να αποθηκεύσει τα κλεψιµαίικα. Και το θέµα ήταν –και αυτό, οµολογώ, µου είχε προξενήσει κατάπληξη– ότι τον είχα ακουστά, επειδή µόλις είχε ανοίξει το δικό του µαγαζάκι, ένα µικροσκοπικό χώρο µε βιτρίνα στη λεωφόρο Μάντισον, όχι πολύ µακριά από την ιστορική έδρα του οίκου δηµοπρασιών Parke-Burnet, ένα πολύ όµορφο κατάστηµα που δεχόταν µόνο µε ραντεβού. Αντίκες Chevallet. Μερικά πραγµατικά πρώτης τάξεως γαλλικά κοµµάτια, εντελώς έξω από τον τοµέα µου. Όσες φορές είχα περάσει από κει, το έβρισκα πάντα κλειστό, όµως πάντα έριχνα µια µατιά στη βιτρίνα. Δεν ήξερα σε ποιον ανήκε, µέχρι που ήρθε σ’ επαφή µαζί µου γι’ αυτή την εκποίηση». «Και;» τον ρώτησα, γυρνώντας για άλλη µια φορά την πλάτη, ενώ έστελνα τηλεπαθητικά µηνύµατα στον Πλατ να αναβάλει λίγο ακόµα τις συστάσεις µε το διευθυντή του εκδοτικού οίκου όπου δούλευε και τον οποίο οδηγούσε τώρα µε θριαµβευτικό ύφος προς το µέρος µου. Βαθύς στεναγµός από τον Χόµπι. «Για να µη µακρηγορούµε, η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, µε τον Γουέλτι κι εµένα ως µάρτυρες κατηγορίες. Ο Σλόουν –ο “καταχραστής”, όπως τον αποκαλούσε ο Γουέλτι– πρόλαβε να γίνει καπνός, το µαγαζί άδειασε από τη µια στιγµή στην άλλη, µια πινακίδα “Κλειστό Λόγω Ανακαίνισης” αναρτήθηκε στην πόρτα, αλλά, φυσικά, το κατάστηµα δεν ξανάνοιξε ποτέ. Όσο για τον Ρέις, νοµίζω ότι κατέληξε στη φυλακή». «Πότε συνέβη αυτό;» Ο Χόµπι δάγκωσε το νύχι του δείκτη του και το σκέφτηκε για λίγο. «Ω, τι να πω, πρέπει να πέρασαν... τριάντα χρόνια; Τριάντα πέντε ίσως;» «Και ο Ρέις;» Έσµιξε καχύποπτα τα φρύδια του. «Τι, είναι κι αυτός εδώ;» Το βλέµµα του σάρωνε κιόλας το πλήθος. «Εγώ δεν τον είδα, πάντως». «Μαλλιά σε αυτό το στιλ», µου είπε δείχνοντας ένα σηµείο αρκετά πιο χαµηλά από τον αυχένα του. «Όπως τα έχουν συνήθως οι Άγγλοι. Άγγλος και ο ίδιος, όχι στην πρώτη νιότη του». «Ασπροµάλλης;» «Τότε όχι. Ίσως τώρα να έχει ασπρίσει. Και κάπως... ξινισµένο στόµα». Zάρωσε τα χείλη του σε µια λεπτή γραµµή. «Έτσι». «Αυτός είναι». «Λοιπόν...» Ψαχούλεψε µέσα στην τσέπη του για το µεγεθυντικό του φακό, πριν συνειδητοποιήσει ότι δεν του χρησίµευε στη συγκεκριµένη περίσταση. «Εσύ προσφέρθηκες να του επιστρέψεις τα χρήµατά του. Άρα, αν είναι όντως ο Ρέις, δεν καταλαβαίνω γιατί εξακολουθεί να πιέζει, δεδοµένου ότι δεν είναι καθόλου σε θέση να δηµιουργήσει προβλήµατα ή να εγείρει απαιτήσεις, σωστά;» «Σωστά», απάντησα ύστερα από µια παρατεταµένη παύση, παρότι ήταν τόσο χονδροειδές το ψέµα, που δυσκολεύτηκα πολύ να το ξεστοµίσω. «Ε, τότε, σταµάτα να φαίνεσαι τόσο ανήσυχος», κατέληξε ο Χόµπι, χωρίς να κρύβει την ανακούφισή του που το θέµα έπαιρνε τέλος. «Αυτό είναι το τελευταίο πράγµα που θα έπρεπε να
σ’ απασχολεί απόψε». Με χτύπησε πατρικά στον ώµο, µε το βλέµµα του να σαρώνει τη σάλα ψάχνοντας την κυρία Μπάρµπορ. «Όµως πρέπει οπωσδήποτε να προειδοποιήσεις τη Σαµάνθα να µη δεχτεί ποτέ αυτό το ρεµάλι στο σπίτι της. Για κανέναν απολύτως λόγο. Γεια σας!» συµπλήρωσε, γυρνώντας για να κοιτάξει το ηλικιωµένο αντρόγυνο, που είχε κατορθώσει επιτέλους να φτάσει κοντά µας και µας χαµογελούσε όλο προσµονή. «Είµαι ο Τζέιµς Χόµπαρτ. Θα µου επιτρέψετε να σας συστήσω το γαµπρό;»
xxxiv.
Η ΔΕΞΙΩΣΗ ήταν προγραµµατισµένο να διαρκέσει από τις έξι µέχρι τις εννέα. Χαµογελούσα, ίδρωνα, αγωνιζόµουν να φτάσω µέχρι το µπαρ, κι όλο µου έκλειναν το δρόµο, µε ανάγκαζαν να παρεκκλίνω από την πορεία µου, σέρνοντάς µε µερικές φορές προς την αντίθετη κατεύθυνση – ένας σύγχρονος κακορίζικος Τάνταλος που πέθαινε από τη δίψα, µε τη λύτρωση µόλις λίγα µέτρα µακριά του. «Να τος λοιπόν ο τιµώµενος της βραδιάς!» «Ο τυχερός θνητός!» «Συγχαρητήρια!» «Ω, Θίοντορ, πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίσεις τον Φράνσις, τον ξάδερφο του Χάρι... Οι Λόνγκστριτ και οι Αµπερνάθι έχουν συγγένεια από την πλευρά του πατέρα, από το παρακλάδι της οικογένειας στη Βοστόνη. Βλέπεις, ο παππούς του Τσανς ήταν ο πρώτος ξάδερφος του... Πώς είπες, Φράνσις; Αλήθεια γνωρίζεστε εσείς οι δύο; Θαυµάσια! Κι από δω... Ω, Ελίζαµπεθ, εδώ είσαι, µπορώ να σε κλέψω για δύο λεπτά; Είσαι ένα όνειρο, αυτό το µπλε κοστούµι σού πηγαίνει υπέροχα, πολύ θα ήθελα να σε συστήσω...» Τελικά, παραιτήθηκα από κάθε ελπίδα να πιω (ή να φάω) οτιδήποτε και, στριµωγµένος ανάµεσα σε ένα πλήθος αγνώστων που διαρκώς εναλλάσσονταν, αρκέστηκα στο να βουτάω ποτήρια σαµπάνιας και κανένα ορντέβρ από όποιον σερβιτόρο τύχαινε να περάσει από δίπλα µου, µικροσκοπικά κις λορέν ή καναπεδάκια µε χαβιάρι. Άγνωστοι έρχονταν κι έφευγαν, κι εγώ εκεί, καθηλωµένος, να κατανεύω ευγενικά ανάµεσα στα πλήθη των καλοαναθρεµµένων, των πλουσίων και των ισχυρών... (Μην ξεχνάς ποτέ ότι δεν είσαι ένας απ’ αυτούς, µου είχε ψιθυρίσει στο αφτί ο ναρκοµανής φίλος µου από το λογιστήριο βλέποντάς µε να συγχρωτίζοµαι µε σηµαντικούς πελάτες σε µια δηµοπρασία ιµπρεσιονιστικών και έργων σύγχρονης τέχνης.) ...να στέκοµαι σαν άγαλµα και να ποζάρω χαµογελαστός ανάµεσα σε τυχαίες οµάδες ανθρώπων όταν εµφανιζόταν ο φωτογράφος, εγκλωβισµένος σε ανούσιες συζητήσεις για συναρπαστικές παρτίδες γκολφ, πολιτική, παιδικές αθλητικές δραστηριότητες, σχολεία, τρίτες και τέταρτες και πέµπτες κατοικίες στην Ιέρ της Προβηγκίας και στο Χαϊάνις της Μασαχουσέτης και στο Παρίσι και στο Λονδίνο και στο Τζάκσον Χόουλ και στον Δία και... Δεν είναι εντελώς θλιβερός όλος αυτός ο οικοδοµικός οργασµός στο Βέιλ; Θυµάσαι τότε που ήταν απλώς ένα αξιολάτρευτο χωριουδάκι; Εσύ πού πηγαίνεις για σκι, Θίο; Κάνεις σκι; Α, µα, τότε, πρέπει οπωσδήποτε εσύ και η Κίτσι να έρθετε στο σπίτι µας πάνω στο... Παρότι είχα διαρκώς το νου µου στον Χόµπι και στην Πίππα, τους είδα ελάχιστα. Η Κίτσι µου κουβαλούσε ανέµελα διάφορους ανθρώπους για να µου τους συστήσει και στη συνέχεια εξαφανιζόταν το ίδιο γρήγορα όπως ένα πουλάκι που φτερουγίζει από κάποιο περβάζι παραθύρου. Ο Χάβιστοκ, ευτυχώς, δε φαινόταν πουθενά. Επιτέλους, ο κόσµος άρχισε να αραιώνει, αν και όχι θεαµατικά. Κάποιοι άνθρωποι κινούνταν προς το βεστιάριο, ενώ οι σερβιτόροι µάζευαν σιγά σιγά την τούρτα και τα πιάτα του γλυκού από τον µπουφέ, όταν, παγιδευµένος από µια οµάδα από ξαδέρφια της Κίτσι, αναζήτησα µε το βλέµµα στη σάλα την Πίππα (όπως έκανα σχεδόν ψυχαναγκαστικά όλο το βράδυ, προσπαθώντας να διακρίνω κάπου το κοκκινοµάλλικο κεφάλι της, το µόνο ενδιαφέρον ή σηµαντικό για µένα πράγµα εκεί µέσα) και, για µεγάλη µου έκπληξη, την είδα µαζί µε τον Μπόρις. Να κουβεντιάζουν ζωηρά. Εκείνος
της την έπεφτε κανονικότατα, έχοντας το µπράτσο του περασµένο χαλαρά στους ώµους της, µε ένα σβηστό τσιγάρο ανάµεσα στα δάχτυλά του. Της ψιθύριζε. Γελούσε. Σίγουρα δεν της δάγκωνε το αφτί, έτσι; «Με συγχωρείτε», είπα, για να διασχίσω φουριόζος τη σάλα και να βρεθώ κοντά τους δίπλα στο τζάκι, οπότε γύρισαν και οι δύο, µε άψογο συγχρονισµό, και µου άνοιξαν την αγκαλιά τους. «Καλώς τον!» είπε η Πίππα. «Για σένα µιλούσαµε τώρα!» «Πότερ!» έκανε ο Μπόρις και µε αγκάλιασε από τους ώµους. Αν και ήταν ντυµένος όπως απαιτούσε η περίσταση, µε µπλε ριγέ κοστούµι (απορούσα συχνά µε τις ορδές των ζάπλουτων Ρώσων στην µπουτίκ του Ralph Lauren στη λεωφόρο Μάντισον), αυτό δεν αρκούσε για να του προσδώσει µια πιο αξιοσέβαστη όψη: Οι µαύροι κύκλοι στα µάτια του τον έκαναν να δείχνει θυελλώδης και αναξιόπιστος και, παρότι τα µαλλιά του δεν ήταν άλουστα, έδιναν µια αίσθηση ρυπαρότητας. «Πόσο χαίροµαι που σε βλέπω!» «Κι εγώ». Τον είχα καλέσει, αλλά το θεωρούσα απίθανο να ερχόταν – δεν ήταν στη φύση του να συγκρατεί µικροπράγµατα όπως ηµεροµηνίες, διευθύνσεις ή ώρες συνάντησης. «Ξέρεις ποιος είναι αυτός εδώ, σωστά;» ρώτησα γυρνώντας προς την Πίππα. «Και βέβαια µε ξέρει! Ξέρει τα πάντα για µένα! Έχουµε γίνει πια καρδιακοί φίλοι! Αλλά τώρα» –απευθυνόµενος σ’ εµένα, µε τάχα επίσηµο ύφος– «θέλω να κάνουµε µια κουβεντούλα οι δυο µας. Θα µας συγχωρήσεις για λίγο;» ρώτησε την Πίππα. «Κι άλλες κατ’ ιδίαν συζητήσεις;» γκρίνιαξε εκείνη και κλότσησε παιχνιδιάρικα το παπούτσι µου µε τη λεπτεπίλεπτη µπαλαρίνα της. «Μην ανησυχείς, θα σ’ τον φέρω πίσω! Γεια σου!» Της έστειλε ένα φιλί στον αέρα. Και µετά, µιλώντας µου στο αφτί καθώς ξεµακραίναµε: «Πολύ νόστιµη. Οι κοκκινοµάλλες είναι η µεγάλη µου αδυναµία». «Κι εµένα, αλλά δεν είναι αυτή η µέλλουσα σύζυγός µου». «Όχι;» Φάνηκε κατάπληκτος. «Μα αυτή µε υποδέχτηκε! Ήρθε και µου µίλησε λέγοντας τ’ όνοµά µου! Αχ!» έκανε, κοιτάζοντάς µε εξεταστικά. «Κοκκίνισες; Πότερ, κοκκίνισες, το βλέπω!» µε πείραξε. «Κοκκίνισες σαν µαθητριούλα!» «Σκάσε!» σφύριξα µέσα από τα δόντια µου, ρίχνοντας µια κλεφτή µατιά πάνω από τον ώµο µου για να σιγουρευτώ ότι δεν τον είχε ακούσει η Πίππα. «Ώστε δεν παντρεύεσαι τη µικρή κοκκινοµάλλα, ε; Τι κρίµα!» Σάρωνε µε το βλέµµα του τον κόσµο στη σάλα. «Ποια είναι η τυχερή, τότε;» Του την έδειξα. «Εκεί». «Τι; Αυτή µε το γαλάζιο;» Με τσίµπησε παιχνιδιάρικα στο µπράτσο. «Χριστέ µου, Πότερ, αυτή; Είναι η πιο όµορφη γυναίκα στο δωµάτιο! Καλλονή! Θεά!» πρόσθεσε, κάνοντας µια κίνηση σαν να σκόπευε να προσκυνήσει γονυπετής. «Όχι, όχι...» Τον άδραξα από το µπράτσο για να τον συγκρατήσω. «Ένας άγγελος! Κατευθείαν από τον Παράδεισο! Πιο αγνή κι από δάκρυ µωρού! Υπερβολικά καλή για σένα και τους οµοίους σου...» «Ναι, νοµίζω ότι εδώ θα συµφωνούσαν πολλοί µαζί σου». «...αν και» –πήρε το ποτήρι µου και κατέβασε µια γενναία γουλιά, πριν µου το επιστρέψει µε απόλυτη φυσικότητα– «δείχνει κάπως ψυχρή, όχι; Εµένα µου αρέσουν οι πιο θερµές. Αυτή είναι... σαν κρίνος, σαν νιφάδα χιονιού! Λιγότερο ψυχρή στις πιο προσωπικές στιγµές, ελπίζω;» «Θα ξαφνιαζόσουν». Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν.
«Α! Και... είναι αυτή που...» «Ναι». «Το παραδέχτηκε;» «Ναι». «Και τώρα κρατιέσαι µακριά της. Πειράχτηκες». «Λίγο πολύ». «Λοιπόν» –περνώντας το χέρι µέσα από τα µαλλιά του– «πρέπει να πας να της µιλήσεις αυτή τη στιγµή». «Γιατί;» «Γιατί πρέπει να φύγουµε». «Να φύγουµε; Γιατί;» «Επειδή πρέπει να πάµε έναν περίπατο µαζί». «Γιατί;» ξαναρώτησα, ψάχνοντας γύρω για την Πίππα, µετανιώνοντας που τον είχα αφήσει να µε τραβήξει µακριά της. Τα κεριά, η πορτοκαλιά λάµψη του τζακιού εκεί που στεκόταν έφερναν στο µυαλό µου τη ζεστασιά του wine bar, θαρρείς και το ίδιο το φως ήταν µια δίοδος για να µε µεταφέρει πίσω στην προηγούµενη νύχτα και στο µικρό ξύλινο τραπέζι όπου καθόµασταν µε τα γόνατά µας να ακουµπάνε, το πρόσωπό της λουσµένο στο ίδιο χρυσοκόκκινο φέγγος. Κάποιος τρόπος έπρεπε να υπάρχει για να διασχίσω την αίθουσα, να την πάρω από το χέρι και να την τραβήξω µαζί µου πίσω σ’ εκείνη τη στιγµή. Ο Μπόρις τίναξε τα µαλλιά από τα µάτια του. «Έλα. Θα νιώσεις φανταστικά όταν ακούσεις τι έχω να σου πω! Αλλά θα χρειαστεί να πας από το σπίτι. Να πάρεις το διαβατήριό σου. Και υπάρχει και θέµα µετρητών, βεβαίως». Πάνω από τον ώµο του Μπόρις: Αδιαπέραστα πρόσωπα άγνωστων ψυχρών γυναικών. Η κυρία Μπάρµπορ προφίλ, ελαφρώς στραµµένη προς τον τοίχο, σφίγγοντας το χέρι του εύθυµου κληρικού, που δε φαινόταν τόσο εύθυµος πια. «Τι; Μ’ ακούς;» Τραντάζοντάς µε από το µπράτσο. Η ίδια φωνή που µε είχε προσγειώσει αµέτρητες φορές από τους µορφοκλασµατικούς ουρανούς των εισπνεόµενων, όταν κειτόµουν µε τα µάτια ανοιχτά αλλά χωρίς επαφή µε το περιβάλλον, ατενίζοντας εντυπωσιακές κυανόλευκες εκρήξεις στο ταβάνι. «Άντε! Θα τα πούµε στ’ αυτοκίνητο. Φεύγουµε. Σου έχω βγάλει εισιτήριο...» Φεύγουµε; Τον κοίταξα σαστισµένος. Ήταν το µόνο πράγµα που είχα ακούσει. «Θα σου εξηγήσω. Μη µε κοιτάς έτσι! Όλα είναι εντάξει. Κανένα πρόβληµα. Όµως, πρώτα πρώτα, πρέπει να κανονίσεις να λείψεις για κάνα δυο µέρες. Το πολύ τρεις. Οπότε» –µε ένα τίναγµα του χεριού– «πήγαινε να συνεννοηθείς µε τη Χιονονιφάδα, κι άντε να φεύγουµε. Δεν µπορώ να καπνίσω εδώ µέσα, µπορώ;» ρώτησε κοιτάζοντας ένα γύρο. «Καλά, κανείς δεν καπνίζει;» Άντε να φεύγουµε. Αυτές ήταν οι µόνες λέξεις που είχα ακούσει από την αρχή της βραδιάς και είχαν κάποιο νόηµα. «Γιατί πρέπει να πας στο σπίτι σου αµέσως». Αγωνιζόταν να µου τραβήξει την προσοχή µε έναν πολύ οικείο τρόπο. «Να πάρεις το διαβατήριό σου. Και λεφτά. Πόσα µετρητά έχεις διαθέσιµα;» «Έχω, στην τράπεζα», είπα, ανεβάζοντας τα γυαλιά πιο ψηλά στη ράχη της µύτης µου, ελαφρώς θορυβηµένος από τον τόνο του. «Δε µιλάω για την τράπεζα. Ούτε για αύριο. Μιλάω για ζεστό χρήµα. Διαθέσιµο. Τώρα, άµεσα».
«Μα...» «Μπορώ να τον πάρω πίσω, άκου µε που σου λέω. Αλλά δε γίνεται να χασοµεράµε άλλο εδώ. Πρέπει να φύγουµε τώρα. Αυτή τη στιγµή. Άντε, τέλειωνε», µε παρότρυνε να βιαστώ, ρίχνοντάς µου µια φιλική κλοτσιά στη γάµπα.
xxxv.
«HΡΘΕΣ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, αγάπη µου!» είπε η Κίτσι, γλιστρώντας το µπράτσο της µέσα από τον αγκώνα µου και πατώντας στις µύτες των ποδιών της για να µε φιλήσει στο µάγουλο – ένα φιλί το οποίο απαθανάτισαν οι φωτογράφοι που στέκονταν ολόγυρά της: ο ένας από τις κοσµικές στήλες, ο άλλος επαγγελµατίας που είχε προσλάβει η Αν για τη βραδιά. «Δεν είναι υπέροχα; Κουράστηκες; Ελπίζω να µη σε εξουθένωσαν οι συγγενείς µου! Άνι, καλή µου!» Άπλωσε το χέρι της στην Αν ντε Λαρµεσέν – κοκαλωµένο ξανθό µαλλί, κοκαλωµένο φόρεµα από ταφτά, ρυτιδιασµένος λαιµός που διέψευδε πανηγυρικά το ατσαλάκωτο, σµιλεµένο πρόσωπό της. «Ήταν όλα καταπληκτικά... Τι θα ’λεγες να βγάζαµε µια οικογενειακή φωτογραφία; Μόνο εσύ, εγώ κι ο Θίο; Οι τρεις µας;» «Άκου», της είπα ανυπόµονα µόλις τέλειωσε και το κάπως αµήχανο φωτογραφικό µας ενσταντανέ και η Αν ντε Λαρµεσέν (που, προφανώς, δε µε θεωρούσε ούτε κατά διάνοια µέλος της επιφανούς οικογένειάς της) αποµακρύνθηκε βιαστικά για να αποχαιρετήσει κάποιους άλλους, σηµαντικότερους καλεσµένους. «Εγώ φεύγω». «Μα...» Η Κίτσι φάνηκε σαστισµένη. «Νοµίζω ότι η Αν έχει κλείσει τραπέζι κάπου...» «Θα χρειαστεί να βρεις µια δικαιολογία για να µε καλύψεις. Δε φαντάζοµαι να δυσκολευτείς...» «Θίο, σε παρακαλώ, µη γίνεσαι κακός». «Γιατί είµαι σίγουρος ότι η µητέρα σου δεν πρόκειται να ακολουθήσει». Ήταν σχεδόν αδύνατον να πείσεις την κυρία Μπάρµπορ να πάει σε εστιατόριο για δείπνο, εκτός κι αν ήταν κάπου όπου ήταν σίγουρη πως δε θα συναντούσε κανένα γνωστό της. «Πες ότι τη συνόδεψα στο σπίτι. Πες ότι ένιωσε µια αδιαθεσία. Πες ότι ένιωσα εγώ µια αδιαθεσία. Επιστράτευσε τη φαντασία σου. Κάτι θα σκεφτείς». «Είσαι χολωµένος µαζί µου;» Οικογενειακή ιδιόλεκτος: χολωµένος. Μια λέξη που χρησιµοποιούσε ο Άντι όταν ήµασταν παιδιά. «Χολωµένος; Όχι». Τώρα που είχε περάσει το πρώτο σοκ και είχα χωνέψει την ιδέα (ο Κέιµπλ και η Κίτσι!), ήταν σχεδόν σαν αισχρό κουτσοµπολιό που ποσώς µε αφορούσε. Φορούσε τα σκουλαρίκια της µητέρας µου, παρατήρησα –πράγµα αλλόκοτα συγκινητικό, αφού, όπως είχε πει η ίδια ευθύς εξαρχής, δεν της πήγαιναν καθόλου–, και, µε έναν οξύ πόνο στο στήθος, άπλωσα το χέρι και άγγιξα φευγαλέα το ένα, πριν τη χαϊδέψω στο µάγουλο. «Αααα!» αναφώνησαν κάποιοι καλεσµένοι τριγύρω, ολοφάνερα ευχαριστηµένοι που έβλεπαν επιτέλους µια χειρονοµία τρυφερότητας ανάµεσα στους µελλόνυµφους. Η Κίτσι, ανταποκρινόµενη αµέσως στις απαιτήσεις του κοινού, έπιασε το χέρι µου και φίλησε πεταχτά την παλάµη µου, προκαλώντας µια καινούρια έκρηξη ενθουσιασµού. «Εντάξει;» τη ρώτησα στο αφτί όπως έσκυβε προς το µέρος µου. «Αν ρωτήσει κανείς, λείπω για δουλειά. Με κάλεσε µια σεβάσµια κυρία να δω τα έπιπλα στην εξοχική της έπαυλη». «Καλώς». Έπρεπε να της το αναγνωρίσω, δεν έδειξε να ταράζεται στο ελάχιστο. «Πότε θα επιστρέψεις;» «Α, σύντοµα», είπα, αν και όχι ιδιαίτερα πειστικά. Με µεγάλη µου χαρά θα έβγαινα από
αυτή την πολυτελή σάλα και θα περπατούσα χωρίς σταµατηµό για µέρες και µήνες, µέχρι να φτάσω σε κάποια παραλία στο Μεξικό, σε µια αποµονωµένη ακρογιαλιά όπου θα µπορούσα να περιπλανιέµαι µονάχος φορώντας τα ίδια ρούχα µέχρι να πέσουν από πάνω µου σε κουρέλια, ο τρελός γκρίνγκο µε τα γυαλιά µε τον κοκάλινο σκελετό που επιδιορθώνει καρέκλες και τραπέζια για να ζήσει. «Πρόσεχε τον εαυτό σου. Και κράτα αυτό τον Χάβιστοκ µακριά από το σπίτι της µητέρας σου». «Η αλήθεια είναι», είπε µιλώντας τόσο σιγανά, ώστε κι εγώ µετά βίας την άκουγα, «ότι έχει γίνει πολύ φορτικός τελευταία. Τηλεφωνάει συνέχεια και ρωτάει αν µπορεί να περάσει, φέρνει λουλούδια, σοκολατάκια. Τον καηµένο, τον λυπάµαι! Η µαµά αρνείται να τον δεχτεί. Νιώθω άσχηµα που τον ξαποστέλνω συνέχεια». «Να µη νιώθεις καθόλου άσχηµα. Κράτα τον µακριά. Είναι παλιόµουτρο. Και τώρα γεια σου», είπα µεγαλόφωνα, φιλώντας τη πεταχτά στο µάγουλο (κι άλλα φλας, αυτή ήταν η φωτογραφία που περίµεναν όλη τη βραδιά), για να πάω στη συνέχεια κοντά στον Χόµπι (που επιθεωρούσε σαγηνεµένος µια προσωπογραφία γερµένος ελαφρώς µπροστά, µε τη µύτη του λίγα µόνο εκατοστά από τον καµβά) να τον ενηµερώσω ότι θα έλειπα για λίγες µέρες. «Καλά», είπε συλλογισµένα. Όλο τον καιρό που δουλεύαµε µαζί δεν είχα πάρει ποτέ άδεια, και σίγουρα όχι για να ταξιδέψω εκτός πόλης. «Εσύ και...» Έδειξε την Κίτσι µε ένα νεύµα. «Όχι». «Είναι όλα καλά;» «Και βέβαια». Στράφηκε και µε κοίταξε εξεταστικά, έπειτα γύρισε και κοίταξε τον Μπόρις στην άλλη άκρη της σάλας. «Οτιδήποτε κι αν χρειαστείς», µου είπε ξαφνικά, «αρκεί να µου το ζητήσεις, το ξέρεις». «Ναι, το ξέρω», είπα, ξαφνιασµένος και κάπως αβέβαιος για το τι ακριβώς εννοούσε ή πώς θα έπρεπε να απαντήσω. «Σ’ ευχαριστώ». Ανασήκωσε τους ώµους κάπως αµήχανα και στράφηκε ντροπαλά προς το πορτρέτο. Ο Μπόρις, όρθιος στο µπαρ, έπινε ένα ποτήρι σαµπάνια και κατέβαζε καναπεδάκια µε χαβιάρι. Όταν µε είδε, στράγγιξε το ποτήρι του και µου έγνεψε προς την πόρτα µε µια κοφτή κίνηση του κεφαλιού. «Θα τα ξαναπούµε», είπα στον Χόµπι, σφίγγοντάς του το χέρι (κάτι που δεν έκανα υπό κανονικές συνθήκες) και αφήνοντάς τον να µε παρακολουθεί απορηµένος να αποµακρύνοµαι. Ήθελα να αποχαιρετήσω την Πίππα, αλλά δεν την έβλεπα πουθενά. Πού να ήταν; Στη βιβλιοθήκη; Στην τουαλέτα; Φλεγόµουν από την επιθυµία να τη δω για µια τελευταία φορά, µόνο µία, πριν φύγω. «Μήπως ξέρεις πού είναι;» ρώτησα τον Χόµπι, επιστρέφοντας από έναν ανώφελο γύρο στα δωµάτια. Όµως εκείνος αρκέστηκε στο να γνέψει αρνητικά. Στάθηκα αγχωµένος στο βεστιάριο για µερικά λεπτά, περιµένοντάς τη να γυρίσει, ώσπου ο Μπόρις, µπουκωµένος µε ορντέβρ, µε άρπαξε από το µπράτσο και µε τράβηξε κάτω στη σκάλα και έξω στο δρόµο.
V.
Έχουµε την τέχνη για να µην πεθάνουµε από την αλήθεια. –ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ
Κεφάλαιο 11
Το Κανάλι των Κυρίων
i.
Η
έκανε κύκλους γύρω από το τετράγωνο, όµως, όταν σταµάτησε τελικά µπροστά µας, στο τιµόνι δεν καθόταν ο Γιούρι, αλλά ένας τύπος που δεν είχα ξαναδεί, µε κούρεµα που έµοιαζε σαν να του το είχαν κάνει µεθύστακες στο κρατητήριο και διαπεραστικά µάτια στο γαλάζιο των παγετώνων. Ο Μπόρις έκανε τις συστάσεις στα ρωσικά. «Privet! Myenya zovut Anatoly!»[1] είπε ο τύπος και µου έτεινε ένα χέρι καλυµµένο µε λουλακιά στεφάνια και εκρήξεις αστεριών, όπως τα σχέδια στα ουκρανικά πασχαλινά αβγά. «Ανατόλι;» επανέλαβα επιφυλακτικά. «Ochyen’ priyatno».[2] Ακολούθησε ένας χείµαρρος ρωσικών, από τον οποίο δεν κατάλαβα τίποτα, οπότε στράφηκα στον Μπόρις µε απόγνωση. «Ο Ανατόλι», µου εξήγησε χαρωπά εκείνος, «δε µιλάει λέξη αγγλικά. Καλά δε λέω, Τόλι;» Αντί για απάντηση, ο Ανατόλι µάς κοίταξε σοβαρά µέσα από τον καθρέφτη του οδηγού και άρχισε πάλι να µιλάει σαν πολυβόλο. Δεν αµφέβαλλα στο ελάχιστο ότι τα τατουάζ στους κόµπους των δαχτύλων του ήταν ένα είδος κώδικα στη γλώσσα της φυλακής: ταινίες από µελάνι που δήλωναν τα χρόνια της ποινής, τα χρόνια που είχε εκτίσει – χρόνος που µετριέται σε δακτυλίους, όπως η ανάπτυξη ενός δέντρου. «Λέει ότι τα λες ωραία», είπε ειρωνικά ο Μπόρις. «Από ευγένεια σκίζεις». «Πού είναι ο Γιούρι;» «Α, πέταξε χτες», απάντησε ο Μπόρις, ψάχνοντας κάτι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. «Πέταξε; Και πού πήγε;» «Στην Αµβέρσα». «Εκεί είναι ο πίνακάς µου;» «Όχι». Έβγαλε δύο φύλλα χαρτί από την τσέπη του, τα έλεγξε στο αχνό φως και µου πάσαρε το ένα. «Αλλά στην Αµβέρσα είναι το διαµέρισµά µου και το αµάξι µου. Ο Γιούρι θα πάρει το αµάξι και µερικά πράγµατα και θα ’ρθει να µας βρει». Κρατώντας το χαρτί στο φως, είδα ότι ήταν η εκτύπωση ενός αεροπορικού εισιτηρίου κλεισµένου µέσω διαδικτύου: ΛΙΜΟΥΖΙΝΑ ΤΟΥ ΜΠΟΡΙΣ
ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΘΗΚΕ ΝΤΕΚΕΡ / ΘΙΟΝΤΟΡ DL2334 ΑΠΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΑΕΡ. ΝΙΟΥΑΡΚ ΛΙΜΠΕΡΤΙ (EWR) ΓΙΑ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ, ΟΛΛΑΝΔΙΑ (AMS) ΩΡΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ: 00:45 ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΠΤΗΣΗΣ: 7h 44 min
«Aπό την Αµβέρσα µέχρι το Άµστερνταµ είναι µόλις τρεις ώρες οδικώς», είπε ο Μπόρις. «Θα φτάσουµε στο Σχίπχολ περίπου την ίδια ώρα – εγώ µπορεί καµιά ώρα αργότερα από σένα, είπα στη Μίριαµ να µας κλείσει σε διαφορετικές πτήσεις. Η δική µου είναι µε ανταπόκριση µέσω Φρανκφούρτης, η δική σου απευθείας».
«Απόψε;» «Ναι – όπως βλέπεις, δε µας αφήνει πολύ χρόνο...» «Και γιατί ακριβώς πρέπει να έρθω εγώ;» «Επειδή ίσως χρειαστώ λίγη βοήθεια, και δε θέλω να µπάσω άλλον σ’ αυτή την υπόθεση. Εντάξει, είναι κι ο Γιούρι... Αλλά ούτε καν στη Μίριαµ δεν είπα το λόγο του ταξιδιού µας. Στάσου, στάσου, µπορούσα να της τον πω», πρόλαβε τις διαµαρτυρίες µου. «Απλώς, όσο λιγότεροι ξέρουν τόσο το καλύτερο. Τέλος πάντων, πρέπει να πας τρέχοντας στο σπίτι και να πάρεις το διαβατήριο και όλα τα µετρητά που µπορείς να βρεις. Ο Τόλι θα µας πάει στο Νιούαρκ. Εγώ...» Χτύπησε ένα σακίδιο που δεν είχα προσέξει µέχρι εκείνη τη στιγµή στο κάθισµα δίπλα του. «Είµαι ήδη έτοιµος. Θα σε περιµένω στο αµάξι». «Και τα λεφτά;» «Όσα έχεις». «Έπρεπε να µου το είχες πει νωρίτερα». «Δεν υπήρχε λόγος. Τα µετρητά...» Άρχισε να ψάχνεται για τσιγάρο. «Ε, δε θα σ’ έβαζα να τρέχεις γι’ αυτά. Ό,τι έχεις, ό,τι είναι εύκολο... Γιατί δεν είναι σηµαντικό, τα θέλουµε κυρίως για µόστρα». Έβγαλα τα γυαλιά µου και τα καθάρισα τρίβοντάς τα στο µανίκι µου. «Ορίστε;» «Γιατί» –χτυπώντας το πλαϊνό µέρος του κεφαλιού µε τους κόµπους των δαχτύλων του, σε µια οικεία χειρονοµία του που σήµαινε: Πόσο µπουµπούνας είσαι;– «εντάξει, να τους τα σκάσω, αλλά όχι και όλο το ποσό που απαιτείται! Λες να τους αντάµειβα από πάνω που µ’ έκλεψαν; Αµ, τότε, γιατί να µη µε γδύνουν όποτε τους καπνίσει; Τι θα τους έλεγε αυτό; “Ο τύπος είναι χαλβάς. Τον παίζουµε όπως θέλουµε”. Το θέµα είναι» –σταυρώνοντας σπασµωδικά τα πόδια του και ψάχνοντας πάλι τις τσέπες του, αυτή τη φορά για φωτιά– «να πιστέψουν ότι είµαστε πρόθυµοι να τους σκάσουµε όλο το παραδάκι. Ίσως θα µπορούσες να σταµατήσεις σε κάποιο αυτόµατο µηχάνηµα αναλήψεων και να σηκώσεις λεφτά – γίνεται και στη διαδροµή ή στο αεροδρόµιο αυτό. Θα κάνουν ωραία εντύπωση τα κολλαριστά χαρτονοµίσµατα. Νοµίζω ότι επιτρέπεται να µπάσεις στην Ευρώπη µόνο µέχρι δέκα χιλιάρικα, σωστά; Τα υπόλοιπα θα τα κάνω µασούρι και θα τα πάρω στη βαλίτσα µου». Πρόσφερε και σ’ εµένα τσιγάρο. «Επίσης, δεν πιστεύω ότι είναι δίκαιο να βάλεις εσύ όλο το παραδάκι. Θα προσθέσω κι εγώ µετρητά µόλις φτάσουµε. Το δώρο µου για σένα. Και συναλλαγµατικές, όπως και µια απόδειξη κατάθεσης και επιταγές – όλα ψεύτικα, φυσικά. Από εικονική τράπεζα στην Καραϊβική. Φαίνονται όλα άψογα, απόλυτα νόµιµα. Δεν ξέρω πόσο καλά θα πάει αυτό το κοµµάτι της συναλλαγής. Βλέποντας και κάνοντας... Κανένας άνθρωπος µε µυαλό στο κεφάλι του δε θα δεχόταν τραπεζικά παλιόχαρτα για κάτι τέτοιο! Αλλά πρέπει να είναι ζωντόβολα, άπειροι και απελπισµένοι, άρα» –σταυρώνοντας τα δάχτυλά του– «είµαι αισιόδοξος. Θα δείξει!»
[1] «Γεια! Με λένε Ανατόλι!» (Ρωσικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.) [2] «Χαίρω πολύ» (ρωσικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.)
ii.
MΕ ΤΟΝ ΑΝΑΤΟΛΙ
να κάνει κύκλους γύρω από το τετράγωνο, έτρεξα πρώτα στο µαγαζί και πήρα όλα τα λεφτά που υπήρχαν στο ταµείο χωρίς να τα µετρήσω, γύρω στα δεκαέξι χιλιάδες δολάρια. Μετά ανέβηκα τρέχοντας στο σπίτι –µε τον Πόπερ να µπλέκεται στα πόδια µου κλαψουρίζοντας αγχωµένος– και έριξα µερικά πράγµατα σε µια τσάντα: διαβατήριο, οδοντόβουρτσα, ξυραφάκι, κάλτσες και εσώρουχα, το πρώτο παντελόνι κοστουµιού που βρήκα µπροστά µου, µερικά πουκάµισα, ένα πουλόβερ. Το τσίγκινο κουτί καπνού Redbreast Flake ήταν πίσω πίσω στο συρτάρι µε τις κάλτσες. Το πήρα, αλλά το ξανάριξα µέσα και έκλεισα το συρτάρι, πριν αλλάξω ξανά γνώµη. Όπως έτρεχα στο διάδροµο µε τον Πόπερ ξοπίσω µου, οι γαλότσες Hunter της Πίππα έξω από την πόρτα του δωµατίου της µε έκαναν να σταµατήσω απότοµα: Η φωτεινή απόχρωσή τους, στο πράσινο του καλοκαιρινού φυλλώµατος, µε κατέκλυσε µε την παρουσία της και µε ένα αίσθηµα βαθιάς ευδαιµονίας. Κοντοστάθηκα εκεί αναποφάσιστος. Μετά γύρισα στο δωµάτιό µου, πήρα την πρώτη έκδοση της Πριγκίπισσας Όζµα του Οζ και έγραψα ένα σηµείωµα, τόσο βιαστικά, ώστε δεν πρόλαβα να το πολυσκεφτώ: Καλό ταξίδι. Σ’ αγαπώ. Χωρίς πλάκα. Το φύσηξα για να στεγνώσει το µελάνι και το έχωσα µέσα στο βιβλίο, το οποίο άφησα στο πάτωµα δίπλα στις µπότες της. Η σύνθεση πάνω στο χαλί (η Σµαραγδένια Πόλη, πράσινες γαλότσες, το χρώµα της Όζµα) ήταν σχεδόν λες και είχα σκαρώσει τυχαία ένα χαϊκού ή κάποιον άλλο τέλειο συνδυασµό λέξεων που µαρτυρούσε πόσα σήµαινε για µένα. Στάθηκα εκεί ακίνητος για µια στιγµή –µονότονο τικ τακ ρολογιού τοίχου, καταποντισµένες θύµησες παιδικών χρόνων, θυρόφυλλα που άνοιγαν διάπλατα σε ονειροφαντασίες όπου βαδίζαµε µαζί σε καλοκαιρινά λιβάδια–, πριν ξαναµπώ αποφασιστικά στο δωµάτιό µου για το περιδέραιο που θαρρείς και µου είχε φωνάξει το όνοµά της από το εκθετήριο ενός οίκου δηµοπρασιών. Tο έβγαλα από τη βελούδινη θήκη του –βαθύ µπλε της νύχτας– και το κρέµασα στη µία γαλότσα της, έτσι ώστε το χρυσό να αντανακλά το φως. Ήταν µε τοπάζια, του δέκατου όγδοου αιώνα, ένα περιδέραιο για βασίλισσα παραµυθιού, µε ένα κεντρικό διαµάντινο στέλεχος και τρεις τεράστιες διαφανείς πέτρες στο χρώµα του µελιού, ακριβώς στο χρώµα των µατιών της, να κρέµονται σε σχήµα τρίαινας. Όπως γύρισα να φύγω, αποφεύγοντας να κοιτάξω τον τοίχο µε τις φωτογραφίες της απέναντι στο διάδροµο και κατεβαίνοντας βιαστικά τη σκάλα, ήµουν πληµµυρισµένος µε εκείνο το µείγµα τρόµου και έξαψης που νιώθει ένα παιδί το οποίο έχει σπάσει ένα τζάµι πετώντας µια πέτρα. Ο Χόµπι θα ήξερε ακριβώς πόσο κόστιζε το περιδέραιο. Αλλά µέχρι να το βρει η Πίππα, µαζί µε το βιβλίο και το σηµείωµα, εγώ θα βρισκόµουν ήδη µακριά.
iii.
ΦΕΥΓΑΜΕ
οπότε αποχαιρετιστήκαµε στο πεζοδρόµιο, εκεί που µε άφησε ο Ανατόλι. Οι γυάλινες πόρτες άνοιξαν µε ένα ξέπνοο ξεφύσηµα. Μετά τον έλεγχο ασφαλείας µπήκα στην απαστράπτουσα κεντρική αίθουσα του αεροδροµίου, σχετικά ήσυχη µέσα στη νύχτα, συµβουλεύτηκα τις οθόνες µε τo χρονοδιάγραµµα των αναχωρήσεων και µετά άρχισα να περπατάω, προσπερνώντας σκοτεινές βιτρίνες µε κατεβασµένα ρολά –υποκαταστήµατα της Brookstone και της Tie Rack µε τα αντρικά αξεσουάρ, το φαστφουντάδικο Nathan’s µε τα φοβερά χοτ ντογκ και την κεφάτη µουσική της δεκαετίας του 1970 (Η αγάπη... η αγάπη θα µας κρατήσει µαζί. Να µε σκέφτεσαι, µωρό µου, όποτε...[1])–, φασµατικά ψυχρές πύλες επιβίβασης αποκλεισµένες µε κορδόνια –άδειες µε εξαίρεση κάποια κολεγιόπαιδα που διανυκτέρευαν στο αεροδρόµιο, τα πιο τυχερά από αυτά ξαπλωµένα σε πλαστικά καθίσµατα στη σειρά, άλλα καθισµένα στο πάτωµα µε την πλάτη στον τοίχο και πόδια τεντωµένα µπροστά–, το έρηµο µπαρ, που ήταν ακόµα ανοιχτό, το έρηµο περίπτερο για γιαούρτι παγωτό, το έρηµο κατάστηµα αδασµολόγητων, από όπου, όπως µε είχε συµβουλέψει επανειληµµένα και κάπως επιτακτικά ο Μπόρις, αγόρασα ένα µπουκάλι βότκα («Κάλλιο γαϊδουρόδενε... Τα ποτά πωλούνται µόνο από καταστήµατα που ελέγχονται από το κράτος... Μήπως να ’παιρνες δύο;»), για να ξανακάνω στη συνέχεια όλη τη διαδροµή προς τα πίσω, µέχρι την άλλη άκρη του διαδρόµου και τη δική µου (γεµάτη κόσµο) πύλη επιβίβασης: οικογένειες διαφόρων εθνικοτήτων µε σβησµένα µάτια, τουρίστες µε σακίδια αραχτοί στο πάτωµα και επιχειρηµατίες απορροφηµένοι στα λάπτοπ τους µε πρόσωπα που γυάλιζαν από τη λιπαρότητα και µε την µπουχτισµένη έκφραση αυτού που έχει κάνει άπειρες φορές το ίδιο ταξίδι. Το αεροπλάνο ήταν κατάµεστο. Σέρνοντας τα πόδια µου, ανοίγοντας µε κόπο δρόµο ανάµεσα στα πλήθη που συνωστίζονταν στο διάδροµο (οικονοµική θέση, στο κέντρο της µεσαίας πτέρυγας, µε πέντε καθίσµατα στη σειρά), απόρησα πώς είχε καταφέρει καν να µου βρει θέση η Μίριαµ. Ευτυχώς, ήµουν υπερβολικά κουρασµένος για να αναρωτηθώ για οτιδήποτε άλλο: Κοιµήθηκα πριν καλά καλά σβήσουν οι επιγραφές για τις ζώνες ασφαλείας – χάνοντας τα κερασµένα ποτά, το βραδινό φαγητό και τις προβαλλόµενες κατά τη διάρκεια της πτήσης ταινίες–, για να ξυπνήσω όταν πια είχαν ανασηκωθεί τα σκίαστρα των παραθύρων και η καµπίνα λουζόταν στο φως. Η αεροσυνοδός κατέφτασε σπρώχνοντας ένα καρότσι φορτωµένο δίσκους µε προσυσκευασµένο πρωινό: κρύα σταφύλια, κρύο χυµό, λιγδερό χρυσοκίτρινο κρουασάν τυλιγµένο σε διάφανη µεµβράνη και καφέ ή τσάι. Είχαµε συµφωνήσει να βρεθούµε στο χώρο παραλαβής των αποσκευών. Οι επιχειρηµατίες άρπαζαν βουβοί τις βαλίτσες τους και έφευγαν βιαστικά – για τις συσκέψεις, τις αναλύσεις αγοράς, τις ερωµένες τους, ποιος ξέρει τι απ’ όλα. Φωνακλάδες νεαροί χασικλήδες µε αυτοκόλλητα ουράνια τόξα πάνω στα σακίδια πλάτης τους σπρώχνονταν και προσπαθούσαν να βουτήξουν πάνινες τσάντες που δεν ήταν δικές τους, διαφωνώντας για το ποιο ήταν το καλύτερο καφέ που διέθετε και κάνναβη µαζί µε πρωινό. «Όχι, ρε παιδιά, το Bluebird, µακράν!» ΑΠΟ
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥΣ
ΤΕΡΜΑΤΙΚΟΥΣ
ΣΤΑΘΜΟΥΣ,
«Όχι, σταθείτε, εκείνο στη Χάαρλεµερστραατ; Σοβαρά σας µιλάω, το ’χω γραµµένο! Σ’ αυτό το χαρτί είναι; Όχι, περιµένετε... Ακούστε, παιδιά, θα ’πρεπε να πάµε κατευθείαν εκεί. Γιατί δε θυµάµαι πώς λέγεται, αλλά ανοίγει νωρίς και έχει τέλειο πρωινό. Μαζί µε τις τηγανίτες και το χυµό πορτοκάλι παραγγέλνεις και τις αγαπηµένες σου ποικιλίες (µαριχουάνα Απόλλων 13 για µένα, ευχαριστώ!) και τις φουµάρεις επιτόπου». Έφυγαν αγεληδόν, δεκαπέντε µε είκοσι νεαροί µε γυαλιστερά µαλλιά, ζαλωµένοι τα σακίδιά τους, γελώντας ανέµελα και µαλώνοντας για το ποιο ήταν το φτηνότερο µέσο προκειµένου να φτάσουν στο κέντρο της πόλης. Παρά το γεγονός ότι δεν είχα αποσκευές, έµεινα πάνω από µία ώρα δίπλα στον ιµάντα, παρακολουθώντας µια βαλίτσα τυλιγµένη πολλές φορές µε κολλητική ταινία να φέρνει βόλτες ξεχασµένη γύρω γύρω, µέχρι που µε πλησίασε ξαφνικά από πίσω ο Μπόρις και µου έκανε κεφαλοκλείδωµα, πατώντας µου ταυτόχρονα το πίσω µέρος των παπουτσιών. «Άντε, φύγαµε», είπε, «τα χάλια σου έχεις. Πάµε να φάµε κάτι και να τα πούµε! Ο Γιούρι έχει το αµάξι έξω!»
[1] Love… love will keep us together. Think of me babe whenever […]: Στίχοι από το οµώνυµο τραγούδι «Love Will Keep Us Together» του Νιλ Σεντάκα. (Σ.τ.Μ.)
iv.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ
–για κάποιον ανεξήγητο λόγο– δεν περίµενα ήταν µια πόλη φτιασιδωµένη για τα Χριστούγεννα: κλωνάρια έλατου και γυαλιστερά στολίδια, άστρα από χρυσόχαρτο στις βιτρίνες και ένας παγωµένος άνεµος να φυσάει από τα κανάλια και φωτιές και εορταστικοί πάγκοι και άνθρωποι µε ποδήλατα, παιχνίδια και χρώµατα και ζαχαρωτά, γιορταστική φούρια και λάµψη. Σκυλάκια, παιδάκια, κουτσοµπόληδες και παρατηρητές και άνθρωποι φορτωµένοι µε πακέτα, κλόουν µε ψηλά καπέλα και βαριές στρατιωτικές χλαίνες και ένας νάνος χορευτής µε αµφίεση ξωτικού των Χριστουγέννων που έµοιαζε βγαλµένος κατευθείαν από πίνακα του Άβερκαµπ. Ακόµα δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, και τίποτα από όλα αυτά δε µου φαινόταν πιο αληθινό από εκείνο το όνειρο µε την Πίππα που είχα δει στο αεροπλάνο – την είχα πετύχει, λέει, σε ένα πάρκο µε πολλά ψηλά σιντριβάνια και ένα µεγαλειώδη πλανήτη σαν τον Κρόνο, µε τους δακτυλίους και τα όλα του, να κρέµεται χαµηλά στον ουρανό. «Η Νιούµαρκτ», ανακοίνωσε ο Γιούρι µόλις βγήκαµε σε µια µεγάλη κυκλική πλατεία µε ένα παραµυθένιο κάστρο µε πολεµίστρες στο κέντρο της και µια υπαίθρια αγορά ολόγυρά του – έλατα διαφόρων ποικιλιών και µεγεθών καλυµµένα µε µια λεπτή στρώση χιονιού, πωλητές µε χοντρά πλεχτά γάντια (όλα τα δάχτυλα µαζί και µόνο ο αντίχειρας χώρια) που χτυπούσαν τα πόδια τους για να ζεσταθούν, το όλο σκηνικό σαν εικονογράφηση από παιδικό βιβλίο που ζωντάνεψε ξαφνικά. «Χο χο χο!» «Εδώ έχει πάντα πολλή αστυνοµία», είπε βλοσυρά ο Μπόρις, πέφτοντας πάνω στην πόρτα καθώς ο Γιούρι έπαιρνε τη στροφή απότοµα. Είχα αρκετούς λόγους να ανησυχώ για το κατάλυµά µας, και ήµουν έτοιµος να ασκήσω βέτο σε περίπτωση που βρισκόµασταν σε κανέναν άθλιο χώρο όπου θα έπρεπε να τρώµε ή να κοιµόµαστε στα πατώµατα. Ευτυχώς, αποδείχτηκε ότι η Μίριαµ µου είχε κλείσει δωµάτιο σε ένα κλασικό ξενοδοχείο πάνω σε κάποιο κανάλι στο παλιό τµήµα της πόλης. Άφησα τα πράγµατά µου, κλείδωσα τα µετρητά στο χρηµατοκιβώτιο και ξαναβγήκα στο δρόµο για να συναντήσω τον Μπόρις. Ο Γιούρι είχε πάει να παρκάρει το αµάξι. Πέταξε το τσιγάρο του στο πλακόστρωτο και το έλιωσε µε το τακούνι του. «Πάει καιρός από την τελευταία φορά που ήµουν εδώ», είπε, µε το χνότο του να σχηµατίζει λευκές τολύπες στον αέρα καθώς κοίταζε εξεταστικά τους καθωσπρέπει ντυµένους διαβάτες γύρω µας. «Το διαµέρισµά µου είναι στην Αµβέρσα, εκεί έχω τη βάση µου, για επαγγελµατικούς λόγους. Αλλά είναι και ωραία πόλη – ίδια σύννεφα, ίδιο φως. Θα πάµε µια µέρα. Όµως πάντα ξεχνάω πόσο πολύ µ’ αρέσει κι εδώ. Εγώ ψοφάω της πείνας, εσύ;» µε ρώτησε, ρίχνοντάς µου µια παιχνιδιάρικη µπουνιά στο µπράτσο. «Τι θα ’λεγες να περπατούσαµε λίγο;» Περιπλανηθήκαµε σε στενούς δρόµους και µουλιασµένα σοκάκια όπου δε χωρούσε να περάσει αυτοκίνητο, πλαισιωµένα από µουντά µαγαζάκια στους τόνους της ώχρας, ξέχειλα γεµάτα µε παλιά χαρακτικά και σκονισµένες πορσελάνες. Γέφυρα πεζών πάνω από το κανάλι: καφετί νερό, µοναχική καφέ πάπια, µισοβουλιαγµένο πλαστικό ποτηράκι παρασυρµένο από το ρεύµα. Ο άνεµος ήταν παγωµένος και υγρός, φέρνοντας ριπές από χιονόνερο που µας
περόνιαζαν τα κόκαλα, η ατµόσφαιρα γύρω µας βαριά και πηχτή. Δεν πάγωναν τα κανάλια το χειµώνα; ρώτησα. «Ναι, αλλά» –σκουπίζοντας τη µύτη του– «φταίει το φαινόµενο του θερµοκηπίου, υποθέτω». Φορώντας ακόµα το πανωφόρι και το κοστούµι του από τη δεξίωση της προηγούµενης βραδιάς, έδειχνε εντελώς εκτός τόπου και συνάµα σαν στο σπίτι του. «Τι σκατόκαιρος! Να µπούµε εδώ; Τι λες;» Το βρόµικο µπαρ, ή καφέ, ή ό,τι άλλο ήταν το µαγαζί πάνω στο κανάλι είχε επένδυση από σκούρο ξύλο και ναυτικό θέµα: κουπιά και σωσίβια, κόκκινα κεριά που έκαιγαν ασθενικά, κι ας ήταν µέρα, και µια βαριά, θλιβερή ατµόσφαιρα. Κατάλογος ούτε για δείγµα. Στο βάθος υπήρχε ένας µαυροπίνακας µε προτάσεις εντελώς ακατανόητες για µένα: dagsoep, draadjesvlees, kapucijnerschotel, zuurkoolstamppot. «Άσε, θα παραγγείλω εγώ», είπε ο Μπόρις, και αυτό ακριβώς έκανε, µιλώντας, µάλιστα, ολλανδικά. Τα πιάτα που κατέφτασαν λίγη ώρα µετά συνιστούσαν το κλασικό γεύµα του Μπόρις: µπίρα, ψωµί, λουκάνικα και πατάτες µε χοιρινό και λάχανο τουρσί. Χλαπακιάζοντας µακάρια, βάλθηκε να αναθυµάται την πρώτη και µοναδική του απόπειρα να καβαλήσει ποδήλατο στην πόλη («Πανωλεθρία, καταστροφή!»), αλλά και το πόσο απολάµβανε τη φρέσκια ρέγγα στο Άµστερνταµ –ευτυχώς, δεν ήταν η εποχή της, γιατί, απ’ ό,τι κατάλαβα, την έτρωγαν ωµή, πιάνοντάς τη από την ουρά και ρίχνοντάς τη κατευθείαν στο στόµα τους–, όµως εγώ ήµουν υπερβολικά σαστισµένος από τα όσα καινούρια έβλεπα γύρω µου για να δίνω ιδιαίτερη προσοχή στα λεγόµενά του και, µε τις αισθήσεις µου σχεδόν οδυνηρά τεντωµένες, ανακάτευα ανόρεχτα τον πουρέ µε το πιρούνι µου, νιώθοντας την αλλοκοτιά της πόλης να µε ζώνει από παντού: µυρωδιές καπνού και βύνης και µοσχοκάρυδου, τοίχοι καφενείων στο θλιβερό καφέ παλιού δερµατόδετου τόµου, σκοτεινές στοές και φλοίσβισµα υφάλµυρων νερών, µολυβένιος ουρανός και παλιά κτίρια που θαρρείς και έγερναν το ένα πάνω στο άλλο µε µια βαρύθυµη, τραγική αίσθηση επικείµενης καταστροφής, η λιθόστρωτη µοναξιά µιας πόλης που έδινε την αίσθηση –σ’ εµένα τουλάχιστον– ενός τόπου όπου θα αφηνόσουν να σε καταπιούν τα νερά. Ο Γιούρι δεν άργησε να έρθει να µας βρει, µε µάγουλα ξαναµµένα και ανάσα κοµµένη. «Το παρκάρισµα είναι µπελάς εδώ, συγνώµη», απολογήθηκε. Μετά στράφηκε σ’ εµένα. «Πολύ χαίροµαι που σε ξαναβλέπω», είπε και µε ξάφνιασε αγκαλιάζοντάς µε µε τέτοια αυθόρµητη ζεστασιά, λες και ήµασταν παλιοί φίλοι που είχαµε καιρό να βρεθούµε. «Όλα εντάξει;» Ο Μπόρις, ήδη στο δεύτερο ποτήρι µπίρας, είχε αρχίσει να φλυαρεί σχετικά µε τον Χορστ. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δε µετακοµίζει εδώ», είπε µασουλώντας ένα µεγάλο κοµµάτι λουκάνικο. «Γκρινιάζει συνέχεια για τη Νέα Υόρκη! Σιχαίνεται το ένα και το άλλο! Ενώ ταυτόχρονα όλα όσα αγαπάει» –γνέφοντας προς το κανάλι έξω από τη θολωµένη τζαµαρία– «βρίσκονται εδώ. Μέχρι και η γλώσσα είναι πιο κοντά στη µητρική του. Αν ήθελε να είναι ευτυχισµένος, να έχει µια χαρούµενη, γεµάτη ζωή, θα έσκαγε τα είκοσι χιλιαρικάκια στη συνηθισµένη του κλινική ταχείας αποτοξίνωσης και µετά θα ερχόταν εδώ, να φουµάρει το χόρτο του και να χαζεύει όλη µέρα στα µουσεία!» «Ο Χορστ...» άρχισα, κοιτάζοντάς τους ερωτηµατικά. «Ναι;» «Ξέρει ότι είστε εδώ;» Ο Μπόρις στράγγιξε την µπίρα του. «Ο Χορστ; Όχι, δεν το ξέρει. Θα είναι πολύ πιο εύκολα τα πράγµατα αν τα µάθει αφού
έχουν τελειώσει όλα». Έγλειψε λίγη µουστάρδα από τα δάχτυλά του. «Βλέπεις, οι υποψίες µου αποδείχτηκαν σωστές. Ο γαµηµένος ο Σάσα το έστησε το κόλπο! Ο αδερφός της Ούλρικα», υπογράµµισε µε νόηµα. «Με την Ούλρικα εκεί, ο Χορστ είναι σε δύσκολη θέση, όχι; Άρα καλύτερα να το ρυθµίσω µόνος µου. Στην τελική, χάρη του κάνω, µια χάρη που ελπίζω να µην ξεχάσει». «Τι ακριβώς εννοείς λέγοντας ότι θα το ρυθµίσεις;» Ο Μπόρις αναστέναξε. «Είναι...» Έριξε µια µατιά γύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν άκουγε κανείς, παρότι ήµασταν οι µόνοι πελάτες στο µαγαζί. «Κοίτα, είναι περίπλοκο, θα µας έπαιρνε µέρες να σου εξηγήσω αναλυτικά, αλλά µπορώ να σου πω µε δυο λόγια τι έγινε». «Η Ούλρικα ξέρει ότι τον πήρε αυτός;» Έστρεψε το βλέµµα του µε απόγνωση προς τα πάνω. «Έλα µου ντε!» Μια έκφραση που του είχα µάθει πριν από χρόνια, όταν χαζολογούσαµε στο σπίτι µου µετά το σχολείο. Έλα µου ντε! Κόφ’ το. Θαµπό λυκόφως της ερήµου, κατεβασµένα στόρια. Πάρ’ το απόφαση. Ας µην κρυβόµαστε πίσω απ’ το δάχτυλό µας. Ούτε κατά διάνοια. Οι ίδιες σκιές στο πρόσωπό του. Χρυσαφένιο φως να διαχέεται από την τζαµόπορτα που έβγαζε στην πισίνα. «Δε νοµίζω ότι ο Σάσα είναι τόσο χαζός ώστε να το πει στην Ούλρικα», σχολίασε ο Γιούρι µε ανήσυχη έκφραση. «Δεν ξέρω τι ξέρει ή τι δεν ξέρει η Ούλρικα. Και ούτε έχει σηµασία. Είναι πιο αφοσιωµένη στον αδερφό της παρά στον Χορστ, και το έχει αποδείξει ένα κάρο φορές µέχρι τώρα. Θα έλεγες» –µε ένα ζωηρό νεύµα στη σερβιτόρα να φέρει µπίρα στον Γιούρι– «ότι ο Σάσα θα είχε τη σύνεση ν’ αφήσει να καταλαγιάσει το πράγµα, ότι θα περίµενε, έστω και λίγο! Αλλά όχι. Δεν µπορεί να τον αφήσει ενέχυρο στο Αµβούργο ή στη Φρανκφούρτη εξαιτίας του Χορστ – θα έφτανε στ’ αφτιά του πριν πεις κύµινο. Έτσι, τον έφερε εδώ». «Λοιπόν, κοίτα, αν ξέρεις ποιος τον έχει, ίσως θα ’πρεπε να καλέσουµε την αστυνοµία». Η εµβρόντητη σιωπή και οι σοκαρισµένες µατιές που προκάλεσε η πρότασή µου δε θα ήταν πιο έντονες αν έβγαζα ένα µπιτόνι βενζίνη και πρότεινα να αυτοπυρποληθούµε για να δούµε πώς είναι. «Θέλω να πω», συνέχισα αµυντικά αφού ήρθε η σερβιτόρα, άφησε την µπίρα του Γιούρι και έφυγε, µε τους δυο τους να συνεχίζουν να µε κοιτάζουν άλαλοι, «δεν είναι αυτή η πιο ασφαλής λύση; Και η πιο απλή; Θα τον πάρουν οι µπάτσοι, και ούτε γάτα ούτε ζηµιά για εµάς». Κουδουνάκι ποδηλάτου, µια γυναίκα να κατεβαίνει ολοταχώς το πεζοδρόµιο, ρόδες να κροταλίζουν στο λιθόστρωτο, µαύρη κάπα µάγισσας να ανεµίζει πίσω της. Το βλέµµα µου πήγε και ήρθε αβέβαια από τον ένα στον άλλο. «Γιατί, αν σκεφτείτε τι έχει περάσει αυτός ο πίνακας, τι πρέπει να έχει περάσει... Μπόρις, δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις πόση προσοχή απαιτείται και µόνο για να ταξιδέψει ένα τέτοιο έργο... Για να συσκευαστεί σωστά... Γιατί να το ρισκάρουµε;» «Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ». «Ένα ανώνυµο τηλεφώνηµα. Στην υπηρεσία που είναι αρµόδια για την πολιτιστική κληρονοµιά... Δεν είναι κανονικοί µπάτσοι, καλά καλά δε συνεργάζονται µαζί τους, το µόνο που τους νοιάζει είναι ο πίνακας. Αυτοί θα ξέρουν πώς να το χειριστούν». Ο Μπόρις έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Κοίταξε γύρω. Τελικά, γύρισε προς το µέρος µου. «Όχι», δήλωσε. «Δεν είναι καλή ιδέα». Σαν να απευθυνόταν σε πεντάχρονο. «Και θες να µάθεις γιατί;» «Σκέψου το! Είναι ο πιο εύκολος τρόπος. Εσύ δε θα χρειαστεί να κάνεις τίποτα».
Ο Μπόρις άφησε προσεκτικά στο τραπέζι το ποτήρι της µπίρας του. «Αυτοί έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να τον πάρουν πίσω σώο και αβλαβή. Θα µπορούσα να τους τηλεφωνήσω εγώ. Διάολε, θα µπορούσα να ζητήσω από τον Χόµπι να τους πάρει». Έφερα τα χέρια στο κεφάλι µου. «Απ’ όποια σκοπιά και να το δεις, εσείς δε θα διατρέχατε κανέναν κίνδυνο. Θέλω να πω...» Ήµουν ψόφιος στην κούραση, εντελώς αποπροσανατολισµένος, δύο ζευγάρια µάτια σαν τρυπάνια απέναντί µου, το µυαλό µου σκοτισµένο. «Αν το έκανα εγώ ή κάποιος τελείως άσχετος µε την... ε... οργάνωσή σου...» Ο Μπόρις έµπηξε τα γέλια. «Οργάνωση; Ναι» –κουνώντας τόσο ζωηρά το κεφάλι, ώστε του έπεσαν µερικά τσουλούφια στα µάτια– «υποθέτω ότι µπορείς να το πεις κι έτσι, αφού είµαστε πάνω από τρεις! Όµως, όπως βλέπεις, ούτε πολλοί είµαστε ούτε ιδιαίτερα οργανωµένοι...» «Πρέπει να φας κάτι», µου είπε ο Γιούρι στην ηλεκτρισµένη παύση που ακολούθησε, κοιτώντας το ανέγγιχτο πιάτο µου µε το χοιρινό και τον πουρέ πατάτας. «Πρέπει να φάει», είπε στον Μπόρις. «Πες του να φάει». «Άµα θέλει να ψοφήσει της πείνας, από µένα ελεύθερα», απάντησε ο Μπόρις, παίρνοντας επιδεικτικά ένα κοµµάτι χοιρινό από το πιάτο µου για να το χώσει στο στόµα του. «Ένα τηλεφώνηµα. Θα το κάνω εγώ». «Όχι», είπε ο Μπόρις, σκοτεινιάζοντας ξαφνικά και σπρώχνοντας πίσω την καρέκλα του. «Τίποτα δε θα κάνεις, άκουσες; Βούλωσ’ το, γαµώτο, τίποτα», είπε, προτάσσοντας απειλητικά το πιγούνι του όταν προσπάθησα να τον διακόψω. Το χέρι του Γιούρι στον καρπό µου ξαφνικά, ένα άγγιγµα που ήξερα πολύ καλά, η παλιά, ξεχασµένη σωµατική γλώσσα του πατέρα µου πίσω στο Βέγκας, όταν γκάριζε σαν τρελός στην κουζίνα απαιτώντας να µάθει ποιανού ήταν το σπίτι και ποιος πλήρωνε τους λογαριασµούς... Εκµεταλλευόµενος την απροσδόκητη σιωπή, ο Μπόρις συνέχισε µε ηγεµονικό ύφος: «Θέλω να σταµατήσεις τώρα αµέσως να µιλάς γι’ αυτό το ηλίθιο “τηλεφώνηµα”. Όλο “ένα τηλεφώνηµα” και “ένα τηλεφώνηµα”...» έκανε χλευαστικά όταν δεν πήρε απάντηση από µένα, τινάζοντας το χέρι του πέρα δώθε αποδοκιµαστικά, λες και το «τηλεφώνηµα» ήταν καµιά εξωφρενική παιδιάστικη ονειροφαντασία, κάτι σαν τους µονόκερους ή τη νεραϊδοχώρα. «Ξέρω ότι θες µόνο να βοηθήσεις, αλλά η πρότασή σου δε βοηθάει καθόλου. Ξέχασέ το! Το θέµα έκλεισε. Που λες, λοιπόν», συνέχισε φιλικά, σερβίροντας τη µισή από την µπίρα του στο δικό µου µισοάδειο ποτήρι, «όπως σου εξηγούσα πριν: Αφού ο Σάσα έχει τέτοια φούρια, είναι δυνατόν να σκέφτεται καθαρά; Θα µπορεί, νοµίζεις, να βλέπει πάνω από µία, άντε δύο κινήσεις µπροστά; Όχι. Ο Σάσα είναι έξω απ’ τα νερά του. Οι διασυνδέσεις του εδώ είναι όλες τοξικές. Χρειάζεται λεφτά. Και έχει τέτοια πρεµούρα να αποφύγει τον Χορστ, ώστε οδηγήθηκε γραµµή στην αγκαλιά µου». Δεν είπα τίποτα. Μπορούσα κάλλιστα να τηλεφωνήσω ο ίδιος στην αστυνοµία. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να εµπλέξω τον Μπόρις ή τον Γιούρι. «Αυτό θα πει τύχη, ε; Και ο φίλος µας ο Γεωργιανός... Ζάπλουτος τύπος, αλλά τόσο άσχετος µε τον κόσµο του Χορστ και της τέχνης, που δεν ήξερε καν τον πίνακα µε τ’ όνοµά του. “Το µικρό κίτρινο πουλί”, έτσι τον αποκαλεί. Αλλά ο Τσέρι πιστεύει ότι λέει αλήθεια πως τον είδε. Πανίσχυρος στα µεσιτικά, ξέρεις. Και εδώ και στην Αµβέρσα. Έχει χοντρό χρήµα και είναι σαν πατέρας για τον Τσέρι, αλλά όχι πολύ µορφωµένος, αν µε πιάνεις». «Πού είναι τώρα ο πίνακας;» Ο Μπόρις έτριψε τη µύτη του. «Δεν ξέρω. Δεν είναι χαζοί ν’ αφήσουν αυτή την πληροφορία να µαθευτεί, σωστά; Αλλά ο
Βίτια επικοινώνησε για να τους πει ότι βρέθηκε αγοραστής. Έχει κανονιστεί συνάντηση». «Πού;» «Δεν έχει διευκρινιστεί ακόµα. Ήδη έχουν αλλάξει το σηµείο συνάντησης καµιά δεκαριά φορές. Σκέτη παράνοια», σχολίασε, κάνοντας την κλασική χειρονοµία στον κρόταφο που δήλωνε λασκαρισµένη βίδα. «Δεν αποκλείεται να µας αφήσουν στο περίµενε κάνα δυο µέρες. Και να µας ειδοποιήσουν µόλις µία ώρα πριν από το ραντεβού». «Τσέρι...» µουρµούρισα συλλογισµένος. Βίτια ήταν το χαϊδευτικό του ρωσικού ονόµατος Βίκτορ, του πραγµατικού ονόµατος του Τσέρι, το οποίο ήταν µόνο ένα παρατσούκλι, ενώ δεν ήξερα απολύτως τίποτα για τον Σάσα: ούτε επίθετο ούτε ηλικία ούτε πώς ήταν εξωτερικά, τίποτ’ άλλο πέρα από το ότι ήταν αδερφός της Ούλρικα, πράγµα που µπορεί και να µην ίσχυε καν στην πραγµατικότητα, δεδοµένου του πόσο συχνά και καταχρηστικά χρησιµοποιούσε τον όρο ο Μπόρις. Ο οποίος έγλειφε τώρα µε απόλαυση το λίπος από τον αντίχειρά του. «Εγώ είχα σκεφτεί να το κανονίσω στο ξενοδοχείο σου. Ξέρεις, εσύ ο λεφτάς Αµερικανός που και καλά ενδιαφέρεται για τον πίνακα». Χαµήλωσε ξαφνικά τον τόνο της φωνής του βλέποντας τη σερβιτόρα που ερχόταν να αντικαταστήσει το άδειο ποτήρι της µπίρας του µε ένα γεµάτο, µε τον Γιούρι να την ευχαριστεί µε µια ελαφριά κλίση του κεφαλιού. «Εκείνοι θα έρχονταν στο δωµάτιό σου. Έτσι γίνεται συνήθως. Όλα πολύ επαγγελµατικά. Αλλά, βλέπεις» –αδιόρατο ανασήκωµα των ώµων– «είναι καινούριοι σ’ αυτό και τους έχει πιάσει παράνοια. Θέλουν να ορίσουν εκείνοι τον τόπο συνάντησης». «Ο οποίος είναι...» «Δεν ξέρω ακόµα! Καλά, τώρα δεν το είπα; Αλλάζουν συνέχεια γνώµη. Αν θέλουν να περιµένουµε, θα περιµένουµε. Μας βολεύει να τους αφήσουµε να νοµίζουν ότι έχουν το πάνω χέρι. Και τώρα θα µε συγχωρήσεις», είπε, τρίβοντας τα µαυρισµένα από την κούραση µάτια του, τεντώνοντας το κορµί του και αφήνοντας ένα µεγαλόπρεπο χασµουρητό. «Είµαι κουρασµένος. Θέλω να πάρω έναν υπνάκο». Γύρισε και είπε κάτι στον Γιούρι στα ουκρανικά, πριν στραφεί πάλι σ’ εµένα. «Συγχώρα µε», ξανάπε, σκύβοντας για να µε αγκαλιάσει από τους ώµους. «Θυµάσαι να γυρίσεις στο ξενοδοχείο σου, έτσι;» Προσπάθησα να ελευθερωθώ από τη λαβή του διακριτικά. «Ναι, θα το βρω. Εσύ πού µένεις;» «Στο διαµέρισµα µιας φίλης στο Ζέενταϊκ». «Κοντά στο Ζέενταϊκ», διόρθωσε ο Γιούρι και τινάχτηκε όρθιος µε στρατιωτική ετοιµότητα. «Την παλιά κινέζικη συνοικία». «Η διεύθυνση;» «Δε θυµάµαι. Με ξέρεις εµένα, δε συγκρατώ διευθύνσεις και τέτοια. Αλλά» –χτύπησε µε νόηµα την εσωτερική τσέπη του σακακιού του– «έχω κάρτα του ξενοδοχείου σου». «Σωστά». Πίσω στο Βέγκας, αν τύχαινε να χωριστούµε όπως τρέχαµε να ξεφύγουµε από σεκιουριτάδες εµπορικών κέντρων µε τις τσέπες γεµάτες κλεµµένες δωροκάρτες, το Σηµείο Συνάντησης ήταν πάντα το σπίτι µου. «Άρα βρισκόµαστε εκεί. Κι έχεις το τηλέφωνό µου, όπως έχω εγώ το δικό σου. Θα σε πάρω µόλις µάθω κάτι καινούριο. Και τώρα...» –ρίχνοντάς µου µια παιχνιδιάρικη καρπαζιά– «σταµάτα ν’ ανησυχείς, Πότερ! Μη στέκεσαι εκεί µ’ αυτό το λυπηµένο ύφος! Χάσουµε κερδίσουµε, κερδισµένοι είµαστε! Όλα καλά! Ξέρεις να γυρίσεις, έτσι; Πας ευθεία από δω και στρίβεις αριστερά όταν φτάσεις στο κανάλι Σίνγκελ. Ναι, εκεί. Τα λέµε σύντοµα!»
v.
ΚΑΠΟΥ ΕΣΤΡΙΨΑ ΛΑΘΟΣ γυρίζοντας στο ξενοδοχείο και κατέληξα να περιπλανιέµαι άσκοπα για ώρες – µαγαζιά στολισµένα µε γυάλινες µπάλες και ονειρικά γκρίζα δροµάκια µε δυσπρόφερτα ονόµατα, επιχρυσωµένοι Βούδες και ασιατικά κεντήµατα, παλιοί χάρτες, αρπίχορδα, µουντά καφετιά καταστήµατα µε κεραµικά και κολονάτα κρυστάλλινα ποτήρια και παµπάλαιες πορσελάνες Δρέσδης. Είχε προβάλει ο ήλιος και τα κανάλια είχαν κάτι τραχύ και λαµπερό, µια ανακουφιστική στιλπνάδα που σαν να αλάφραινε κάπως την ατµόσφαιρα, κάνοντας την αναπνοή πιο εύκολη. Γλάροι βουτούσαν κρώζοντας. Ένας σκύλος έτρεχε µε ένα ζωντανό καβούρι στο στόµα του. Μες στην παραζάλη και την κούρασή µου, που µε έκαναν να αισθάνοµαι εντελώς αποκοµµένος από τον εαυτό µου και σαν να παρακολουθούσα τα πάντα από απόσταση, περνούσα µπροστά από ζαχαροπλαστεία, καφενεία και µαγαζιά µε αρχαία παιχνίδια και πλακίδια του Ντελφτ από το δέκατο ένατο αιώνα, µε παλιούς καθρέφτες και ασηµικά που γυαλοκοπούσαν στο πλούσιο και βαθύ, στο χρώµα του κονιάκ, φως, µε γαλλικά ερµάρια µε µαρκετερί και τραπέζια σε στιλ Λουδοβίκου του ΙΓʹ µε δαντελωτά σκαλίσµατα και πατινάρισµα που θα έκοβε την ανάσα του Χόµπι – στην πραγµατικότητα, ολόκληρη η τυλιγµένη στην οµίχλη, φιλική, καλλιεργηµένη πόλη, µε τα ανθοπωλεία και τους φούρνους και τα παλαιοπωλεία της, µου έφερνε στο µυαλό τον Χόµπι, όχι µόνο για τον πλούτο της σε αντίκες, αλλά επειδή ανέδινε κάτι από την κοσµιότητα του Χόµπι, σαν µια εικόνα από εικονογραφηµένο παιδικό βιβλίο όπου έµποροι µε ποδιές σκουπίζουν τα νοικοκυρεµένα µαγαζάκια τους και τιγρέ γάτες λαγοκοιµούναι σε ηλιόλουστες βιτρίνες. Αλλά υπήρχαν υπερβολικά πολλά πράγµατα να δω, κι εγώ ήµουν ήδη πελαγωµένος και εξουθενωµένος και παγωµένος από το κρύο. Προσφεύγοντας τελικά στην καλοσύνη των ξένων για οδηγίες (ροδοµάγουλες νοικοκυρές µε αγκαλιές λουλούδια, χίπηδες µε γυαλιά µε συρµάτινο σκελετό και δάχτυλα κιτρινισµένα από τη νικοτίνη), έκανα την ίδια διαδροµή προς τα πίσω, διασχίζοντας γεφυράκια και στενά σοκάκια φωτισµένα µε φαναράκια, ώσπου έφτασα κάποτε στο ξενοδοχείο µου. Εκεί άλλαξα αµέσως µερικά δολάρια στη ρεσεψιόν, ανέβηκα για ένα ντους στο µπάνιο, που ήταν όλο καµπύλες γυάλινες επιφάνειες και πολυτελή είδη υγιεινής – ένα υβρίδιο αρ νουβό και ψυχρού κυψελοειδούς φουτουριστικού στιλ–, και αποκοιµήθηκα πεσµένος µπρούµυτα στο κρεβάτι, µέχρι που, ώρες αργότερα, µε ξύπνησε το κινητό µου δονούµενο πάνω στο κοµοδίνο, µε το οικείο του τιτίβισµα να µου δηµιουργεί στιγµιαία την ψευδαίσθηση ότι βρισκόµουν στο σπίτι µου. «Πότερ;» Ανακάθισα και άπλωσα το χέρι για τα γυαλιά µου. «Ε...» Δεν είχα κλείσει τις κουρτίνες πριν πέσω για ύπνο, και οι αντανακλάσεις από το κανάλι κυµάτιζαν τώρα στο ταβάνι µες στο σκοτάδι. «Τι τρέχει; Είσαι µαστουρωµένος; Μη µου πεις ότι πήγες σε coffee shop». «Όχι, εγώ...» Ζαλισµένος, έριξα µια µατιά γύρω µου: φεγγίτες και δοκάρια, ντουλάπια και επικλινείς οροφές και –έξω από το παράθυρο, όταν σηκώθηκα και στάθηκα εκεί τρίβοντας το µέτωπό µου– µια δαντέλα από χριστουγεννιάτικα φωταγωγηµένες γέφυρες πάνω από τα
κανάλια, τοξωτές αντανακλάσεις πάνω σε µαύρα νερά. «Ανεβαίνω. Δεν έχεις καµιά γκοµενίτσα εκεί πάνω, έτσι;»
vi.
ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙΣ από τη ρεσεψιόν στο δωµάτιό µου, έπρεπε να πάρεις δύο ανελκυστήρες και να περπατήσεις λίγο, γι’ αυτό απόρησα µε το πόσο γρήγορα ακούστηκε το χτύπηµα στην πόρτα µου. Ο Γιούρι πήγε στο παράθυρο και στάθηκε µε την πλάτη διακριτικά γυρισµένη προς το µέρος µας ενόσω ο Μπόρις µε έκοβε από πάνω µέχρι κάτω. «Ντύσου», είπε. Ήµουν ξυπόλυτος, µε το µπουρνούζι του ξενοδοχείου και τα µαλλιά µου να πετάνε προς όλες τις κατευθύνσεις, αφού είχα κάνει το λάθος να πέσω για ύπνο αµέσως µόλις είχα βγει από το ντους. «Πρέπει να σουλουπωθείς. Θες ξύρισµα και χτένισµα». Όταν βγήκα τελικά από το µπάνιο (όπου είχα κρεµάσει το κοστούµι µου για να ισιώσουν κάπως οι ζάρες), σούφρωσε αποδοκιµαστικά τα χείλη. «Δεν έχεις τίποτα καλύτερο να βάλεις;» µε ρώτησε. «Πλάκα κάνεις; Είναι κοστούµι Turnbull and Asser». «Μπορεί, αλλά είναι λες και κοιµήθηκες φορώντας το». «Ε, δεν το φορούσα και λίγες ώρες. Έχω καλύτερο πουκάµισο, πάντως». «Φόρα το, τότε». Άνοιξε ένα χαρτοφύλακα στα πόδια του κρεβατιού. «Και φέρε και τα λεφτά σου εδώ». Όταν επέστρεψα, κουµπώνοντας τις µανσέτες µου αφηρηµένα, µαρµάρωσα στη µέση του δωµατίου βλέποντάς τον να στέκεται σκυφτός δίπλα στο κρεβάτι και να συναρµολογεί ένα πιστόλι µε την ακρίβεια και την επιδεξιότητα του Χόµπι στο εργαστήρι του, «κουµπώνοντας» τον επικρουστήρα και τραβώντας πίσω τον ολισθητήρα µε ένα τελεσίδικο, απόλυτα ρεαλιστικό κλικ. «Μπόρις», είπα, «τι στο διάολο;» «Ηρέµησε», µου απάντησε, ρίχνοντάς µου µια πλάγια µατιά. Πασπάτεψε τις τσέπες του, βρήκε το γεµιστήρα και τον έβαλε στη θέση του. «Δεν είναι αυτό που νοµίζεις. Το παίρνω µόνο για µόστρα!» Κοίταξα την τετράγωνη πλάτη του Γιούρι, που στεκόταν απολύτως απαθής στο παράθυρο, µε την ίδια επαγγελµατική κωφότητα που επιδείκνυα κι εγώ –τάχα ότι τακτοποιούσα κάτι στο µαγαζί– όταν διαφωνούσε ένα αντρόγυνο για το αν έπρεπε να αγοράσει κάποιο έπιπλο ή όχι. «Απλώς...» Ανεβοκατέβασε κάτι στο πιστόλι µε µια εξασκηµένη κίνηση, δοκιµάζοντας τη λειτουργία του, και στη συνέχεια το έφερε στην ευθεία του µατιού του για να το τσεκάρει – σουρεαλιστικές κινήσεις που πήγαζαν από κάποια βαθιά δοµή του εγκεφάλου όπου προβάλλονταν ακατάπαυστα ασπρόµαυρες ταινίες δράσης. «Θα τους συναντήσουµε στο δικό τους έδαφος, και θα είναι τρεις, ή µάλλον δύο – δύο που µετράνε, δηλαδή. Ξέρεις –τώρα µπορώ να σ’ το πω–, ανησυχούσα λίγο µήπως ήταν κι ο Σάσα στη συνάντηση. Γιατί τότε δε θα µπορούσα να έρθω. Αλλά όλα πήγαν καλά, οπότε να µε κι εγώ!» «Μπόρις...» Κι όπως στεκόµουν µουδιασµένος εκεί, συνειδητοποίησα ξαφνικά σε τι µαλακία είχα πάει και είχα µπλέξει. «Χαλάρωσε! Έχω φροντίσει για όλα εγώ. Γιατί, βλέπεις» –χτυπώντας µε ενθαρρυντικά στον ώµο– «ο Σάσα κάθεται σ’ αναµµένα κάρβουνα. Φοβάται να κυκλοφορήσει στο Άµστερνταµ,
τρέµει µήπως το σφυρίξει κανείς στον Χορστ. Κι έχει δίκιο να φοβάται. Πράγµα που είναι πολύ καλό για µας. Οπότε...» Κατέβασε την ασφάλεια του πιστολιού. Γυαλιστερό χρώµιο και ιριδίζον µαύρο, µε µια λεία πυκνότητα που παραµόρφωνε το χώρο γύρω του όπως µια στάλα ορυκτέλαιο σε ένα ποτήρι νερό. «Μη µου πεις ότι θα το πάρεις µαζί σου!» αναφώνησα µε δυσπιστία στη σιωπή που ακολούθησε. «Και βέβαια! Στη θήκη – σου υπόσχοµαι ότι θα παραµείνει στη θήκη του. Μα... στάσου, στάσου!» είπε, σηκώνοντας το χέρι για να µου κόψει τη φόρα. «Πριν αρχίσεις» –αν και εγώ δεν είχα πει λέξη, απλώς στεκόµουν εκεί απολιθωµένος από τη φρίκη– «πόσες φορές πρέπει να το ξαναπώ; Είναι µόνο για µόστρα». «Πρέπει ν’ αστειεύεσαι». «Παραπλάνηση», συνέχισε ζωηρά, σαν να µην είχα µιλήσει καθόλου. «Καθαρή προσποίηση. Για να τους κοπεί η όρεξη για µαλακίες, αν το δουν πάνω µου, εντάξει;» πρόσθεσε βλέποντάς µε να τον κοιτάζω σαν χάννος. «Μέτρο ασφαλείας! Γιατί... γιατί», επανέλαβε κοφτά όταν πήγα να ανοίξω το στόµα µου, «εσύ είσαι ο λεφτάς κι εµείς οι σωµατοφύλακές σου, έτσι είναι τα πράγµατα. Αυτό θα περιµένουν να δουν. Όλα πολιτισµένα. Κι αν ανοίξουµε λίγο το σακάκι µας έτσι» –είχε µια αριστοτεχνικά κρυµµένη θήκη όπλου στη ζώνη του παντελονιού του– «θα δείξουν σεβασµό και δε θα τολµήσουν τίποτα. Πολύ πιο επικίνδυνο να πηγαίναµε σεινάµενοι κουνάµενοι σαν...» Πήρε µια αποβλακωµένη έκφραση και βάλθηκε να κοιτάζει γύρω του µε µάτια γουρλωµένα σαν καµιά χαζογκόµενα. «Μπόρις». Το κεφάλι µου γύριζε, ένιωθα όλο το αίµα να στραγγίζει από µέσα µου. «Δεν µπορώ να το κάνω αυτό». «Τι δεν µπορείς να κάνεις;» Με κάρφωσε µε µια παγερή µατιά. «Δεν µπορείς να κατέβεις από το αµάξι και να σταθείς δίπλα µου για πέντε λεπτά, όσο χρειάζεται για να πάρω πίσω το γαµηµένο τον πίνακά σου; Τι;» «Το εννοώ». Το όπλο ήταν παρατηµένο πάνω στο κάλυµµα του κρεβατιού, µαγνητίζοντας το βλέµµα µου, συµπυκνώνοντας και ενισχύοντας όλη την κακή ενέργεια που φόρτιζε την ατµόσφαιρα στο δωµάτιο. «Δεν µπορώ. Μιλάω σοβαρά. Ας το ξεχάσουµε». «Να το ξεχάσουµε;» Το πρόσωπό του συσπάστηκε σε µια γκριµάτσα. «Μην το κάνεις αυτό! Με κουβάλησες µέχρι εδώ για το τίποτα, και τώρα είµαι στριµωγµένος. Κι εσύ» –σαρωτική κίνηση του χεριού– «τελευταία στιγµή αρχίζεις να βάζεις όρους και να σκούζεις “Άπαπα, επικίνδυνο, επικίνδυνο!” και να µου λες πώς πρέπει να κάνω τη δουλειά; Δε µ’ εµπιστεύεσαι;» «Ναι, όµως...» «Ε, τότε, άσε µε να το χειριστώ όπως ξέρω, εντάξει; Εσύ είσαι ο αγοραστής», συνέχισε ανυπόµονα όταν δεν απάντησα. «Έτσι πάει το πράγµα. Είναι όλα κανονισµένα». «Έπρεπε να το είχαµε συζητήσει νωρίτερα». «Όχου, έλα τώρα!» ξέσπασε, παίρνοντας το όπλο και τοποθετώντας το στη θήκη του. «Κάνε µου τη χάρη κι άσε το κουβεντολόι, θ’ αργήσουµε στο ραντεβού. Ούτε που θα το ’χες πάρει χαµπάρι, αν έµενες ένα λεπτό παραπάνω στο µπάνιο! Δε θα είχες την παραµικρή ιδέα ότι οπλοφορώ! Γιατί... Όχι, άκουσέ µε, Πότερ! Θα µου κάνεις τη χάρη να µ’ ακούσεις; Άκου πώς θα γίνει. Πάµε εκεί, µένουµε κάνα πεντάλεπτο, στο όρθιο, εµείς κάνουµε όλο το µπλα µπλα – και εννοώ µόνο µπλα µπλα–, εσύ παίρνεις τον πίνακά σου, κι όλοι είναι ευχαριστηµένοι, φεύγουµε και πάµε να φάµε κάτι. Εντάξει;» Ο Γιούρι, που είχε ξεκολλήσει επιτέλους από το παράθυρο, µε κοίταζε από πάνω µέχρι
κάτω συνοφρυωµένος. Είπε κάτι στον Μπόρις στα ουκρανικά. Ακολούθησε µια σύντοµη στιχοµυθία. Μετά ο Μπόρις έφερε το χέρι στον καρπό του και άρχισε να ξεκουµπώνει το ρολόι του. Ο Γιούρι είπε κάτι ακόµα, κουνώντας εµφατικά το κεφάλι του. «Σωστά», είπε ο Μπόρις. «Έχεις δίκιο». Ύστερα, µε ένα νεύµα σ’ εµένα: «Πάρε αυτό». Πλατινένιο Rolex President. Διαµαντένιο καντράν. Προσπαθούσα να σκεφτώ έναν ευγενικό τρόπο να το αρνηθώ, όταν ο Γιούρι τράβηξε το τεράστιο µονόπετρο από το µικρό του δάχτυλο και, ακτινοβολώντας σαν παιδί που παρουσιάζει ένα δώρο το οποίο έφτιαξε µόνο του, µου τα έτεινε µαζί πάνω στις ανοιχτές παλάµες του. «Ναι», είπε ο Μπόρις βλέποντάς µε να διστάζω. «Έχει δίκιο. Δε φαίνεσαι αρκετά πλούσιος. Μακάρι να είχαµε και κάνα ζευγάρι παπούτσια να σου δώσουµε», είπε, κοιτώντας αποδοκιµαστικά τα δερµάτινα µαύρα παπούτσια µου µε τις αγκράφες, «αλλά θα βολευτούµε µ’ αυτά. Λοιπόν, θα βάλουµε τα λεφτά σ’ αυτόν εδώ το χαρτοφύλακα» –δερµάτινο χερούλι, φίσκα γεµάτος µε χαρτονοµίσµατα– «και φύγαµε». Δουλεύοντας βιαστικά, επιδέξια, σαν καµαριέρα ξενοδοχείου που στρώνει το κρεβάτι. «Τα µεγαλύτερα χαρτονοµίσµατα πάνω πάνω. Όµορφα, κολλαριστά εκατοδόλαρα. Χάρµα οφθαλµών».
vii.
ΕΞΩ, ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΙΑ και παραλήρηµα. Αντανακλάσεις χόρευαν και τρεµόπαιζαν πάνω στα µαύρα νερά: δαντελωτές αψίδες πάνω από το δρόµο, φωτεινές γιρλάντες στα καραβάκια των καναλιών. «Θα δεις πόσο εύκολα και άνετα θα γίνουν όλα», είπε ο Μπόρις, ενώ την ίδια στιγµή έψαχνε τους σταθµούς στο ραδιόφωνο, προσπερνώντας µια επιτυχία των Bee Gees, ειδήσεις στα ολλανδικά, ειδήσεις στα γαλλικά, ψάχνοντας να βρει κανένα τραγούδι. «Ποντάρω στο ότι θέλουν άµεσα αυτά τα λεφτά. Όσο πιο γρήγορα ξεφορτωθούν τον πίνακα, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να πέσουν πάνω στον Χορστ. Δε θα κάτσουν να καλοεξετάσουν τη χαρτούρα από την τράπεζα. Το µόνο που θα βλέπουν µπροστά τους θα είναι η συνολική µπάζα: εξακόσια χιλιάρικα». Καθόµουν µονάχος στο πίσω κάθισµα µε το χαρτοφύλακα µε τα λεφτά. («Πρέπει να συνηθίσετε, κύριε, το ρόλο του διακεκριµένου επιβάτη!» είχε πει ο Γιούρι όταν έκανε το γύρο του αµαξιού και µου άνοιξε την πίσω πόρτα για να µπω.) «Βλέπεις –κι αυτό ελπίζω ότι θα τον ξεγελάσει– οι επιταγές είναι απόλυτα γνήσιες», συνέχιζε ακάθεκτος ο Μπόρις. «Όπως και οι συναλλαγµατικές. Απλώς είναι από εικονική τράπεζα. Στη νήσο Ανγκουίλα στην Καραϊβική. Πολλοί Ρώσοι, στην Αµβέρσα κυρίως, αλλά και εδώ, στη Χόουφστραατ, πάνε εκεί για να επενδύσουν, να ξεπλύνουν µαύρο χρήµα, να αγοράσουν έργα τέχνης, χα! Αυτή η τράπεζα λειτουργούσε κανονικότατα µέχρι πριν από έξι εβδοµάδες, αλλά όχι πια». Είχαµε αφήσει πίσω τα κανάλια, το νερό γενικά. Στους δρόµους περιγράµµατα αγγέλων από νέον έσκυβαν, θαρρείς, από τις κορυφές των κτιρίων σαν ακρόπρωρα ιστιοφόρων. Γαλάζιες πούλιες, λευκές πούλιες, λέιζερ, καταρράκτες από λευκά φώτα και χριστουγεννιάτικα αστέρια, ολόλαµπρα, ανεξιχνίαστα, το ίδιο ξένα σ’ εµένα όσο το αδιανόητο µπιζουτέ διαµάντι που γυάλιζε στο µικρό µου δάχτυλο. «Αυτό που προσπαθώ να σου πω, τελικά», είπε ο Μπόρις, παρατώντας το ραδιόφωνο και γυρνώντας να µε κοιτάξει κατάµατα, «είναι ότι δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς. Το εννοώ µε όλη µου την καρδιά», πρόσθεσε, σµίγοντας τα φρύδια και τεντώνοντας το χέρι του για να µου σφίξει ενθαρρυντικά τον ώµο. «Όλα πάνε πρίµα». «Παιχνιδάκι!» υπερθεµάτισε ο Γιούρι µε ένα τεράστιο χαµόγελο µέσα από τον καθρέφτη του οδηγού, περήφανος για τη συνεισφορά του στην κουβέντα. «Άκου το σχέδιο. Σ’ ενδιαφέρει να ξέρεις το σχέδιο;» «Υποθέτω ότι πρέπει να πω ναι τώρα». «Αφήνουµε το αµάξι. Κάπου έξω από την πόλη. Ο Τσέρι θα µας συναντήσει εκεί και θα µας πάει στο ραντεβού µε το δικό του αµάξι». «Κι όλα αυτά θα γίνουν ήρεµα και πολιτισµένα». «Να ’σαι σίγουρος! Και ξέρεις γιατί; Επειδή έχεις το παραδάκι! Μόνο αυτό θέλουν. Ακόµα και µε τις ψεύτικες συναλλαγµατικές, πάλι κερδισµένοι θα βγουν. Σαράντα χιλιάδες δολάρια χωρίς καθόλου κόπο, ε, δεν τα λες και τίποτα! Μετά ο Τσέρι θα µας πάει πίσω στο γκαράζ µε
τον πίνακα και στη συνέχεια... θα βγούµε έξω να το γλεντήσουµε!» Ο Γιούρι µουρµούρισε κάτι. «Γκρινιάζει για το γκαράζ. Για να ξέρεις, δηλαδή, το θεωρεί κακή ιδέα. Αλλά δε θέλω να πάµε µε το αυτοκίνητό µου, και το τελευταίο πράγµα που χρειαζόµαστε είναι καµιά κλήση για παράνοµο παρκάρισµα!» «Πού θα γίνει η συνάντηση;» «Αυτό είναι λίγο µπελάς. Πρέπει να βγούµε εκτός πόλης και µετά να ξαναγυρίσουµε στο κέντρο. Αλλά επέµεναν να βρεθούµε στο δικό τους χώρο, και ο Τσέρι συµφώνησε γιατί... ε, µας βολεύει, στην τελική! Τουλάχιστον, αν συναντηθούµε στο έδαφός τους, δε θα χρειάζεται ν’ ανησυχούµε µήπως κάνει κάνα ντου η αστυνοµία». Είχαµε φτάσει σε ένα λιγότερο πολυσύχναστο δρόµο, κάπως απόµερο, µε σποραδική κίνηση και φανοστάτες σε πολύ πιο αραιά διαστήµατα, όπου η καθησυχαστική βουή και η λάµψη της παλιάς πόλης, τα φωτεινά αραβουργήµατά της, το κρυφό της πλάνο –ασηµένια πατίνια, γελαστά παιδάκια κάτω από το δέντρο–, είχαν αντικατασταθεί από ένα περισσότερο οικείο, άχρωµο αστικό τοπίο: φωτογραφείο, είδη κιγκαλερίας Sleutelkluis, επιγραφές στα αραβικά (Αραβικός γύρος, Ταντούρι κεµπάπ), ρολά κατεβασµένα, όλα τα µαγαζιά κλειστά. «Αυτή είναι η Όβερτοουµ», είπε ο Γιούρι. «Όχι πολύ ενδιαφέρων, ούτε όµορφος δρόµος». «Εδώ είναι το γκαράζ του κολλητού µου του Ντίµα. Έχει κρεµάσει ένα ωραίο ΠΛΗΡΕΣ µπροστά, για να µη µας ενοχλήσει κανείς. Θα πάµε στο χώρο πολύωρης στάθµευσης... Έι! Βlyad![1]» φώναξε, καθώς ένα βανάκι πετάχτηκε µπροστά µας από το πουθενά, αναγκάζοντας τον Γιούρι να κόψει απότοµα το τιµόνι και να σανιδώσει το φρένο. «Μερικές φορές οι άνθρωποι εδώ είναι λίγο επιθετικοί χωρίς λόγο», σχολίασε βλοσυρά ο Γιούρι, ανάβοντας τα αλάρµ και στρίβοντας στο γκαράζ. «Δώσ’ µου το διαβατήριό σου», µε πρόσταξε ο Μπόρις. «Γιατί;» «Για να το κλειδώσω στο ντουλαπάκι µέχρι να γυρίσουµε. Καλύτερα να µην το έχεις πάνω σου, για παν ενδεχόµενο. Θ’ αφήσω και το δικό µου εδώ», πρόσθεσε, κρατώντας το διαβατήριό του ψηλά για να το δω. «Και ο Γιούρι το ίδιο. Ο Γιούρι είναι Αµερικανός πολίτης. Γέννηµα θρέµµα Αµερικανάκι. Ναι, γέλα!» πρόσθεσε, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του για να καλύψει την έκρηξη γέλιου από τον περί ου ο λόγος. «Εσύ καλά την έχεις, αλλά εγώ; Έφτυσα αίµα για να βγάλω αµερικανικό διαβατήριο, και δε θέλω µε τίποτα να το χάσω. Το ’ξερες εσύ, Πότερ», συνέχισε γυρνώντας σ’ εµένα, «ότι επιβάλλεται διά νόµου πλέον στην Ολλανδία να έχεις πάντα πάνω σου στοιχεία ταυτότητας; Γίνονται τυχαίοι έλεγχοι στο δρόµο και η µη συµµόρφωση τιµωρείται. Δηλαδή, έλεος! Στο Άµστερνταµ! Τι σόι αστυνοµοκρατία είν’ αυτή; Ποιος θα το πίστευε; Εδώ; Εγώ δεν µπορώ να το χωνέψω µε τίποτα! Τέλος πάντων», κατέληξε, κλείνοντας και κλειδώνοντας το ντουλαπάκι στο ταµπλό του αυτοκινήτου, «καλύτερα ένα πρόστιµο και κάµποσο γλείψιµο για να µας αφήσουν ήσυχους παρά να βρουν τα πραγµατικά µας στοιχεία, αν µας σταµατήσουν για έλεγχο».
[1] Γαµώ την πουτάνα µου! (Ρωσικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.)
viii.
ΜΕΣΑ
ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΠΑΡΚΙΝΓΚ,
µε τα ψυχοπλακωτικά λαδοπράσινα φώτα που τρεµόπαιζαν, υπήρχαν αρκετές κενές θέσεις στο χώρο πολύωρης στάθµευσης, παρά την πινακίδα που δήλωνε ΠΛΗΡΕΣ. Όπως µπαίναµε µε τη µούρη σε µια ελεύθερη θέση, ένας άντρας µε σπορ µπουφάν που στεκόταν στηριγµένος σε ένα άσπρο Range Rover πέταξε το τσιγάρο του µέσα σε µια βροχή από κιτρινοκόκκινες σπίθες και κίνησε προς το µέρος µας. Τα αραιά µαλλιά του, τα φιµέ γυαλιά ηλίου µε το µεταλλικό σκελετό και το πλατύ στρατιωτικό στέρνο του, όλα µαζί τού έδιναν µια ανεµόδαρτη όψη πρώην πιλότου, ενός άντρα που χειριζόταν ευαίσθητα όργανα σε κάποιο µυστικό χώρο πυρηνικών δοκιµών στα Ουράλια. «Βίκτορ», συστήθηκε όταν κατεβήκαµε από το αµάξι, συνθλίβοντας το χέρι µου στο δικό του. Ο Γιούρι και ο Μπόρις τη γλίτωσαν µε ένα κοφτό χτύπηµα στην πλάτη. Ύστερα από µερικές τεταµένες κουβέντες στα ρωσικά, κατέβηκε από τη θέση του οδηγού ένας ροδοµάγουλος σγουροµάλλης έφηβος, τον οποίο ο Μπόρις καλωσόρισε µε ένα χαστουκάκι στο µάγουλο, σφυρίζοντας µελωδικά το «On the Good Ship Lollipop»[1]. «Από δω ο Σίρλεϊ Τι», µου είπε, ανακατεύοντας τα σφιχτά µπουκλάκια. «Σίρλεϊ Τεµπλ, όλοι έτσι τον φωνάζουµε – φαντάζοµαι ότι µαντεύεις το λόγο, έτσι δεν είναι;» πρόσθεσε γελώντας µε την καρδιά του όταν ο νεαρός, ανίκανος να συγκρατήσει ένα αµήχανο χαµόγελο, επέδειξε δυο βαθιά, αξιολάτρευτα λακκάκια στα µάγουλά του. «Αλλά µην αφήνεις να σε ξεγελάει αυτή η µωρουδίστικη φατσούλα», µου είπε σοβαρά ο Γιούρι. «Ο Σίρλεϊ µοιάζει µε µωρό, αλλά έχει τα ίδια “καρύδια” όσο όλοι οι υπόλοιποι εδώ µέσα». Ο Σίρλεϊ µε χαιρέτησε µε ένα ευγενικό νεύµα –µάλλον δε µιλούσε αγγλικά– και άνοιξε την πίσω πόρτα του Range Rover για να µπούµε οι τρεις µας, ο Μπόρις, ο Γιούρι κι εγώ, ενώ ο Βίκτορ-Τσέρι κάθισε µπροστά και µας µιλούσε από τη θέση του συνοδηγού. «Λογικά, το όλο πράγµα θα είναι εύκολο», µου είπε µε επισηµότητα καθώς βγαίναµε από το πάρκινγκ στην Όβερτοουµ. «Παιχνιδάκι, σαν παρτίδα σκάκι για αρχάριους». Από κοντά το πρόσωπό του έδειχνε πλατύ και πολύπειρο, µε µικρό, κάπως σφιγµένο στόµα και µια πικρόχολη εγρήγορση, που, κατά έναν περίεργο τρόπο, µε βοηθούσε κάπως να αποδεχτώ τη λογική της όλης βραδιάς – ή την πλήρη έλλειψή της: τις αλλαγές αυτοκινήτων, την αποσιώπηση πληροφοριών, την εφιαλτική αίσθηση του ανοίκειου. «Χάρη κάνουµε στον Σάσα, κι αυτός είναι αρκετός λόγος για να µας φερθεί σωστά!» Μακρόστενα χαµηλά κτίρια. Φώτα σε άτακτα διαστήµατα. Μια έντονη αίσθηση ότι όλο αυτό δε συνέβαινε, ή ότι συνέβαινε σε κάποιον άλλο. «Μπορεί τάχα ο Σάσα να µπει σε µια τράπεζα και να πάρει δάνειο µε εγγύηση τον πίνακα;» εξηγούσε τώρα µε δασκαλίστικο τόνο ο Βίκτορ. «Όχι. Μπορεί να µπει σε κάποιο ενεχυροδανειστήριο και να τον βάλει αµανάτι για λεφτά; Όχι. Μπορεί να απευθυνθεί σε κάποιον από το δίκτυο των συνεργατών του Χορστ και να ζητήσει λεφτά αφήνοντάς τον ενέχυρο; Όχι! Άρα ο Σάσα πηδάει από τη χαρά του που εµφανίστηκε ο µυστηριώδης Αµερικανός –εσύ–, µε τον οποίο έκανα εγώ όλα τα απαραίτητα κονέ».
«Ο Σάσα σουτάρει ηρωίνη όπως αναπνέουµε εσύ κι εγώ», µου είπε ατάραχα ο Γιούρι. «Μόλις πιάσει µερικά λεφτά στα χέρια του, πάει γραµµή να τ’ ανταλλάξει µε σκόνες...» Ο Βίκτορ-Τσέρι ίσιωσε τα γυαλιά στη µύτη του. «Ακριβώς. Δεν είναι λάτρης της τέχνης και δεν είναι λεπτολόγος. Χρησιµοποιεί τον πίνακα σαν πιστωτική κάρτα µε τσιµπηµένο επιτόκιο, ή τουλάχιστον έτσι νοµίζει. Επένδυση για σένα, ρευστό για εκείνον. Του δίνεις τα λεφτά µπροστά, κρατάς τον πίνακα για ασφάλεια, αγοράζει πρέζα, φυλάει για πάρτη του τη µισή, αραιώνει την υπόλοιπη και τη σπρώχνει στην αγορά, οπότε γυρίζει έχοντας διπλασιάσει τα λεφτά σου σε ένα µήνα και παίρνει πίσω τον πίνακα. Κι αν κάτι στραβώσει; Αν δε σου φέρει το κεφάλαιό σου διπλασιασµένο σε ένα µήνα; Ο πίνακας γίνεται δικός σου. Όπως σου είπα και πριν, παιχνιδάκι, απλό σκάκι για αρχάριους». «Μόνο που δεν είναι τόσο απλό», παρενέβη ο Μπόρις, τεντώνοντας το κορµί του και πνίγοντας ένα χασµουρητό. «Γιατί όταν εξαφανιστείς εσύ... Και οι τραπεζικές συναλλαγµατικές δεν κάνουν ούτε για προσάναµµα... Τι µπορεί να κάνει; Αν πάει στον Χορστ για βοήθεια, θα καταλήξει µε σπασµένο λαιµό». «Εγώ χαίροµαι που άλλαξαν τόσες φορές το σηµείο συνάντησης. Είναι κάπως γελοίο, αλλά µας βολεύει, γιατί, µε το ’να και µε τ’ άλλο, πήγε Παρασκευή», είπε ο Βίκτορ, βγάζοντας τα γυαλιά του για να τα καθαρίσει στο πουκάµισό του. «Τους έκανα να πιστέψουν ότι ετοιµαζόσουν να µαταιώσεις τη συµφωνία. Επειδή ακύρωναν διαρκώς το ραντεβού και άλλαζαν το σχέδιο. Εσείς φτάσατε µόλις σήµερα, αλλά αυτοί δεν το ξέρουν. Άλλαζαν κάθε τόσο το σχέδιο, κι εγώ τους είπα ότι βαρέθηκες και σ’ την έχει δώσει στα νεύρα να κάθεσαι στο Άµστερνταµ µε µια βαλίτσα λεφτά περιµένοντας τηλεφώνηµά τους, οπότε τα έβαλες πάλι στην τράπεζα και ετοιµάζεσαι να πάρεις το πρώτο αεροπλάνο για ΗΠΑ. Ούτε να τ’ ακούσουν! Και να µαστε, µε ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο µπροστά µας». Κοίταξε το χαρτοφύλακα µε νόηµα. «Οι τράπεζες έχουν κλείσει, φέρνεις µαζί όσα µετρητά έχεις διαθέσιµα και... Ε λοιπόν, έχουµε ήδη µιλήσει άπειρες φορές στο τηλέφωνο, ενώ συναντηθήκαµε και µία φορά σ’ ένα µπαρ στα Κόκκινα Φανάρια, αλλά συµφώνησαν να φέρουν τον πίνακα και να κάνουν την ανταλλαγή απόψε, χωρίς να σ’ έχουν συναντήσει πριν, επειδή τους είπα ότι το αεροπλάνο σου φεύγει αύριο και επειδή από την πλευρά τους τα έχουν σκατώσει εντελώς, οπότε δεν έχουν άλλη επιλογή: ή θα δεχτούν τις συναλλαγµατικές και τις επιταγές για τη διαφορά ή τίποτα. Πράγµα που, εντάξει, δεν τους άρεσε, αλλά το έχαψαν σαν εξήγηση. Κι έτσι είναι πιο απλά τα πράγµατα». «Πολύ πιο απλά», συµφώνησε ο Μπόρις. «Μια ανησυχία την είχα για το πώς θα αντιδρούσαν για τις συναλλαγµατικές, οφείλω να το παραδεχτώ. Καλύτερα να πιστεύουν ότι αυτοί το προκάλεσαν, µε τις µαλακίες τους». «Και πού είναι η συνάντηση;» «Σ’ ένα σνάκµπαρ». Το πρόφερε σαν µία λέξη. «De Paarse Koe». «Στα ολλανδικά θα πει “Η Μοβ Αγελάδα”», θεώρησε σκόπιµο να µε διαφωτίσει ο Μπόρις. «Χίπικο µαγαζί. Κοντά στη συνοικία µε τα Κόκκινα Φανάρια». Μακρύς µοναχικός δρόµος: κλειστά καταστήµατα σιδηρικών, στοίβες από τούβλα στην άκρη του δρόµου, όλα ουσιώδη και βαρυσήµαντα µε κάποιον τρόπο, παρότι κινούµασταν πολύ γρήγορα µες στο σκοτάδι για να βλέπω καθαρά. «Το φαγητό είναι σκέτη αηδία», είπε ο Μπόρις. «Βλαστοί και κάτι µπαγιάτικα παξιµάδια ολικής άλεσης. Θα περίµενες να είναι γεµάτο καυτά κορίτσια, αλλά βλέπεις µόνο κάτι χοντρές γκριζοµάλλες...» «Και γιατί εκεί;»
«Επειδή είναι ήσυχος δρόµος τη νύχτα», απάντησε ο Βίκτορ. «Το µαγαζί είναι κλειστό αργά το βράδυ, αλλά, επειδή είναι ηµιδηµόσιος χώρος, δεν µπορεί να πάει κάτι πολύ στραβά, καταλαβαίνεις;» Όλα αλλόκοτα, όπου κι αν στρεφόµουν. Χωρίς να το καταλάβω, είχα αφήσει την πραγµατικότητα και είχα περάσει το σύνορο για να βρεθώ σε κάποια νεκρή ζώνη όπου τίποτα δεν είχε νόηµα. Ονειρικές, κατακερµατισµένες εικόνες. Σύρµα τυλιγµένο σε κουλούρες και σωροί από οικοδοµικά υλικά µε τους προστατευτικούς µουσαµάδες ανασηκωµένους από τη µια µεριά, να πλαταγίζουν στον αέρα. Ο Μπόρις µιλούσε µε τον Βίκτορ στα ρωσικά. Όταν συνειδητοποίησε ότι τον κοίταζα, γύρισε να µου δώσει εξηγήσεις. «Λέγαµε απλώς ότι ο Σάσα είναι στη Φρανκφούρτη απόψε», είπε, «κάνοντας τον οικοδεσπότη σε ένα δείπνο σε εστιατόριο προς τιµήν κάποιου φίλου που µόλις βγήκε από τη φυλακή, κι έχουµε διασταυρώσει όλοι αυτή την πληροφορία από τρεις διαφορετικές πηγές, συµπεριλαµβανοµένου του Σίρλεϊ. Νοµίζει ότι είναι πολύ έξυπνος που µένει εκτός πόλης. Αν φτάσει το αποψινό στ’ αφτιά του Χορστ, θέλει να µπορεί να σηκώσει τα χέρια ψηλά και να φωνάξει: “Ποιος, εγώ; Δεν είχα καµία σχέση µε όλο αυτό”». «Εσύ», είπε ο Βίκτορ απευθυνόµενος σ’ εµένα, «έχεις τη βάση σου στη Νέα Υόρκη. Τους είπα ότι είσαι έµπορος έργων τέχνης που συνελήφθη για πλαστογραφία και ότι τώρα έχεις µια επιχείρηση σαν του Χορστ – πολύ µικρότερης κλίµακας σε ό,τι αφορά τους πίνακες ζωγραφικής, αλλά πολύ µεγαλύτερη σε χρήµα». «Ο Χορστ... Ο Θεός να τον έχει καλά», πήρε το λόγο ο Μπόρις, «ο Χορστ θα ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Νέα Υόρκη, αλλά τα δίνει όλα, µέχρι πεντάρας. Πάντα αυτό έκανε. Εκτός από τον εαυτό του, συντηρεί ένα σωρό κόσµο». «Κακή επιχειρηµατική τακτική». «Ναι. Αλλά απολαµβάνει τη συντροφιά». «Το πρεζόνι φιλανθρώπος, χα!» έκανε ο Βίκτορ, παρατονίζοντας τη λέξη. «Πάλι καλά που πεθαίνουν κάπου κάπου, αλλιώς ποιος ξέρει πόσοι κουφιοκέφαλοι θα ζούσαν µαζί του σ’ εκείνη τη χωµατερή... Τέλος πάντων, όσο λιγότερα πεις εκεί µέσα, τόσο το καλύτερο. Δε σε κάλεσαν για ευγενική συζήτηση. Δουλειά είναι. Θα τελειώσει γρήγορα. Δώσ’ του τα χαρτιά, Μπόρια». Ο Μπόρις είπε κάτι στα ουκρανικά. Κοφτά. «Όχι, ο ίδιος πρέπει να τα δώσει. Από το δικό του χέρι θα πρέπει να τα πάρουν». Τόσο οι συναλλαγµατικές όσο και η απόδειξη κατάθεσης και οι επιταγές είχαν τυπωµένες πάνω τις λέξεις Φαρούκο Φράντισεκ, Citizen Bank, Ανγκουίλα, πράγµα που απλώς ενέτεινε αυτή την αίσθηση της ονειρικής τροχιάς, της ολοένα επιταχυνόµενης κίνησης που είναι πια πολύ αργά για να ανακοπεί. «Φαρούκο Φράντισεκ; Εγώ είµαι αυτός;» Υπό τις δεδοµένες συνθήκες, η ερώτηση φάνταζε µάλλον ουσιώδης – ένιωθα λες και είχα αποκοπεί µε κάποιον τρόπο από το σώµα µου ή σαν να είχα διασχίσει ένα αόρατο σύνορο πέρα από το οποίο ήµουν απαλλαγµένος από βασικά στοιχεία όπως η ταυτότητά µου. «Δεν επέλεξα το όνοµα. Έπρεπε να πάρω ό,τι υπήρχε διαθέσιµο». «Έτσι υποτίθεται ότι θα συστηθώ;» Κάτι δεν πήγαινε καλά µε τα χαρτιά, σαν να ήταν υπερβολικά φτενά, και το γεγονός ότι η επωνυµία της τράπεζας ήταν Citizen Bank και όχι Citizen’s Bank τα έκανε να δείχνουν εντελώς λάθος. «Όχι. Θα σε συστήσει ο Τσέρι». Φαρούκο Φράντισεκ. Δοκίµασα νοερά το όνοµα, το στριφογύρισα στη γλώσσα µου. Παρότι
δύσκολα το συγκρατούσες, ήταν ακριβώς όσο έντονο και ξενικό χρειαζόταν για να κουβαλάει την αλλόκοσµη υπερπυκνότητα των µαύρων δρόµων, των σιδηροτροχιών του τραµ, των λιθόστρωτων και των αγγέλων από νέον – ξαναµπαίναµε στην παλιά πόλη τώρα, ιστορική και άγνωρη, µε κανάλια και ποδηλατόδροµους και χριστουγεννιάτικα φώτα που τρεµούλιαζαν πάνω στα σκοτεινά νερά. «Καλά, πότε θα του το έλεγες;» ρώτησε ο Βίκτορ τον Μπόρις. «Δε χρειάζεται να ξέρει τ’ όνοµά του, λες;» «Ωραία, τώρα το ’µαθε». Άγνωστοι δρόµοι, απρόσµενες στροφές, απροσδιόριστες αποστάσεις. Είχα εγκαταλείψει την προσπάθεια να διαβάσω τις πινακίδες των οδών ή να συγκρατήσω τη διαδροµή έστω στο περίπου. Από όλα όσα υπήρχαν γύρω µου, από όσα µπορούσα να δω, το µοναδικό σηµείο αναφοράς ήταν το φεγγάρι, ψηλά πάνω από τα σύννεφα, το οποίο, αν και φωτεινό και ολόγιοµο, είχε µια αλλόκοτη αστάθεια, κάτι το αβαρές, έτσι ώστε, αντί να δηµιουργεί τη σίγουρη και ακλόνητη αίσθηση της άγκυρας που πρόσφερε το φεγγάρι της ερήµου, να θυµίζει µάλλον µαγικό τρικ που µπορούσε να σκάσει ανά πάσα στιγµή µε το κλείσιµο του µατιού ενός ταχυδακτυλουργού ή να αρµενίσει µακριά µες στο σκοτάδι µέχρι να χαθεί εντελώς από τα µάτια όλων.
[1] Το τραγούδι που έγινε το σήµα κατατεθέν του παιδιού-θαύµατος του αµερικανικού κινηµατογράφου Σίρλεϊ Τεµπλ, έχοντας ακουστεί για πρώτη φορά το 1934 στην ταινία Bright Eyes (γνωστή στην Ελλάδα µε τον τίτλο Μονάχη στη Ζωή). (Σ.τ.Μ.)
ix.
Η ΜΟΒ ΑΓΕΛΑΔΑ βρισκόταν σε έναν απόµερο δρόµο µονής κατεύθυνσης που µετά βίας χωρούσε ένα αυτοκίνητο. Όλες οι γειτονικές επιχειρήσεις (φαρµακείο, φούρνος, ποδηλατάδικο) είχαν κατεβασµένα τα ρολά, µε εξαίρεση ένα εστιατόριο µε ινδονησιακή κουζίνα στο τέρµα του δρόµου. Ο Σίρλεϊ Τεµπλ µας κατέβασε ακριβώς µπροστά. Γκράφιτι στον απέναντι τοίχο: χαµογελαστές φατσούλες και βέλη, το προειδοποιητικό σήµα των ραδιενεργών υλικών, στιλιζαρισµένος κεραυνός µε τη λέξη Σαζάµ[1] γραµµένη πάνω του, µακάβρια γράµµατα που έσταζαν αίµα, σαν από αφίσα ταινίας τρόµου: Φρόνιµα! Κοίταξα από την τζαµαρία στο εσωτερικό του σνακ µπαρ. Η σάλα ήταν στενόµακρη και, εκ πρώτης όψεως, άδεια. Μοβ τοίχοι· φωτιστικό οροφής από χρωµατισµένο γυαλί· αταίριαστα τραπέζια και καρέκλες, βαµµένα σε έντονα χρώµατα νηπιαγωγείου· φωτισµός χαµηλός παντού, εκτός από ένα χώρο µε πάγκο για όρθιους και ένα φωτισµένο ψυγείο µε γυάλινες πόρτες στο βάθος. Καχεκτικά φυτά εσωτερικού χώρου· υπογεγραµµένη ασπρόµαυρη φωτογραφία του Τζον Λένον και της Γιόκο Όνο· πίνακας ανακοινώσεων θαµµένος κάτω από διαφηµιστικά φυλλάδια και αφίσες για σεµινάρια αυτογνωσίας, µαθήµατα γιόγκα και διάφορες ολιστικές θεραπείες. Απέναντι µια τοιχογραφία που απεικόνιζε τις φιγούρες της τράπουλας ταρό και στην τζαµαρία ένας κατάλογος µε το µενού τυπωµένος από κοµπιούτερ, που περιλάµβανε διάφορα υγιεινά πιάτα τα οποία σίγουρα θα ενθουσίαζαν τον Έβερετ: σούπα καρότου, σούπα τσουκνίδας, πουρέ τσουκνίδας, πίτα µε φακές και κουκουνάρια – τίποτα ιδιαίτερα ορεκτικό, αλλά αρκετό για να µου θυµίσει ότι το τελευταίο πραγµατικό και πλήρες (δηλαδή, αποτελούµενο από περισσότερες των δύο µπουκιές) γεύµα που είχα βάλει στο στόµα µου ήταν το κάρι σε πακέτο που είχαµε φάει στο κρεβάτι µε την Κίτσι. Ο Μπόρις µε είδε να το κοιτάζω. «Κι εγώ πεινάω», είπε µε κάπως τυπικό τόνο. «Θα πάµε για ένα ωραίο δείπνο µετά. Στο Blake’s. Σε είκοσι λεπτά». «Δε θα ’ρθεις µέσα;» «Όχι ακόµα». Στεκόταν κάπως στην άκρη, έτσι ώστε να µη φαίνεται από τη γυάλινη πόρτα, και σάρωνε το δρόµο µε το βλέµµα του. Ο Σίρλεϊ Τεµπλ έκανε το γύρο του τετραγώνου. «Μην κάθεσαι εδώ και µιλάς µαζί µου. Πήγαινε µε τον Βίκτορ και τον Γιούρι». Αυτός που ήρθε µέχρι τη γυάλινη πόρτα του σνακ µπαρ για να µας υποδεχτεί ήταν ένας λιπόσαρκος, ασουλούπωτος, νευρικός τύπος που είχε πατήσει τα εξήντα, µε µακρόστενο πρόσωπο, χίπικα µαλλιά που κρέµονταν µέχρι κάτω από τους ώµους του και ένα τζιν κασκέτο κατευθείαν από τη µουσική εκποµπή Soul Train του 1973. Στάθηκε εκεί κρατώντας τον κρίκο µε τα κλειδιά του στο χέρι και κοιτάζοντας όλο ένταση τον Γιούρι κι εµένα πίσω από τον Βίκτορ, προσπαθώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να µας αφήσει να µπούµε. Με τα µάτια του πολύ κοντά το ένα στο άλλο, τα δασιά γκρίζα φρύδια και το φουντωτό µουστάκι, θύµιζε καχύποπτο γέρικο σκυλί σνάουζερ. Εκείνη τη στιγµή εµφανίστηκε ένας δεύτερος τύπος, πολύ νεότερος και πολύ πιο µεγαλόσωµος – ακόµα και στον Γιούρι έριχνε µισό κεφάλι! Μαλαισιανός ή Ινδονήσιος, µε τατουάζ στο πρόσωπο, τεράστια διαµαντένια σκουλαρίκια στα
αφτιά και ένα µαύρο κότσο στην κορυφή του κεφαλιού, που έφερνε στο νου τους ατρόµητους καµακιστές στο Μόµπι Ντικ – αν κάποιος από δαύτους µπορούσε ποτέ να φοράει βελούδινο παντελόνι φόρµας και ροδακινί σατέν τζάκετ οµάδας µπέιζµπολ! Ο γερο-σπιντάκιας (αναµφίβολα εξαρτηµένος από τη µεθαµφεταµίνη) έκανε ένα τηλεφώνηµα από το κινητό του. Περίµενε χωρίς να τραβάει στιγµή το βλέµµα του από πάνω µας. Μετά έκανε µια δεύτερη κλήση, οπότε µας γύρισε την πλάτη και αποµακρύνθηκε στο βάθος του µαγαζιού, µιλώντας µε την παλάµη κολληµένη στο µάγουλο και στο αφτί του σε στιλ υστερικής νοικοκυράς, ενώ ο Ινδονήσιος στεκόταν µπροστά στη γυάλινη πόρτα και µας παρακολουθούσε αφύσικα ακίνητος. Ακολούθησε µια σύντοµη στιχοµυθία και τελικά ο γεροσπιντάκιας γύρισε στην πόρτα και, µε ζαρωµένο µέτωπο και πρόδηλη απροθυµία, έψαξε λίγο τα κλειδιά και έβαλε ένα στην κλειδαριά. Δεν προλάβαµε να µπούµε, και άρχισε να κραυγάζει κάτι στον Βίκτορ χειρονοµώντας σαν τρελός, ενώ ο Ινδονήσιος παρακολουθούσε στηριγµένος νωχελικά στον τοίχο και µε τα µπράτσα σταυρωµένα στο στήθος. Προφανώς, είχε προκύψει κάποιο θέµα. Πρόβληµα. Σε τι γλώσσα µιλούσαν; Ρουµάνικα; Τσέχικα; Δεν είχα ιδέα τι έλεγαν, αλλά ο Βίκτορ-Τσέρι είχε µια παγερή και ενοχληµένη έκφραση, ενώ ο γκριζοµάλλης σπιντάκιας φαινόταν όλο και πιο ταραγµένος. Θυµωµένος; Όχι. Εκνευρισµένος, απογοητευµένος ίσως, µιλούσε γαλίφικα, µε ένα ολοένα εντεινόµενο κλαψούρισµα στον τόνο του, ενώ όλη αυτή την ώρα ο Ινδονήσιος είχε το βλέµµα του καρφωµένο πάνω µας µε την ανατριχιαστική ακινησία ανακόντα. Εγώ στεκόµουν γύρω στα τρία µέτρα µακριά και –παρότι ο Γιούρι, κρατώντας το χαρτοφύλακα µε τα λεφτά, ήταν ενοχλητικά κοντά µου, παραβιάζοντας το ζωτικό µου χώρο– είχα πάρει µια συνειδητά απαθή έκφραση και προσποιόµουν ότι χάζευα τις επιγραφές και τα σλόγκαν στους τοίχους: Greenpeace, Όχι στις Γούνες, Φιλικό στους Βίγκαν, Ζώνη Αγγελικής Προστασίας! Έχοντας αγοράσει κάµποσες φορές ναρκωτικά σε αρκετά ζόρικες συνθήκες (άθλια διαµερίσµατα γεµάτα κατσαρίδες στο Ισπανόφωνο Χάρλεµ, σκάλες που έζεχναν ούρα στις εργατικές κατοικίες του Σεντ Νίκολας), είχα δει αρκετά για να ξέρω ότι δεν έπρεπε να δείξω το παραµικρό ενδιαφέρον, αφού –από την προσωπική µου πείρα τουλάχιστον– οι συναλλαγές αυτού του είδους ακολουθούσαν όλες το ίδιο σενάριο: Το ’παιζες άνετος κι αδιάφορος, δε µιλούσες παρά µόνο αν ήταν απαραίτητο, και τότε µε εντελώς άχρωµη, µονότονη φωνή, και, µε το που έπαιρνες αυτό που ήθελες, έφευγες σφαίρα. «Αγγελική προστασία του κώλου», είπε ο Μπόρις στο αφτί µου, έχοντας φτάσει δίπλα µου χωρίς να τον πάρω χαµπάρι. Δεν απάντησα. Αν και είχαν περάσει τόσα χρόνια, µας ήταν πολύ εύκολο να γλιστρήσουµε στην παλιά συνήθεια να ψιθυρίζουµε ο ένας στο αφτί του άλλου µε τα κεφάλια ενωµένα, όπως κάναµε όταν ήµασταν µαθητές στην τάξη της «Σπιρτσέσκαγια», και αυτό δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα για τις συγκεκριµένες περιστάσεις. «Εµείς ήρθαµε στην ώρα µας», µε ενηµέρωσε ο Μπόρις, «αλλά ένας από τους δικούς τους δε φάνηκε. Γι’ αυτό σάλταρε ο γερο-ροκάς από δω. Θέλει να τον περιµένουµε. Αυτοί φταίνε, που άλλαξαν τόσες φορές το ραντεβού». «Και τώρα τι γίνεται;» «Άσε τον Βίτια να το χειριστεί», είπε, σκουντώντας µε τη µύτη του παπουτσιού του µια ξερή χνουδόµπαλα στο πάτωµα – Ψόφιο ποντίκι; αναρωτήθηκα φρικαρισµένος, πριν συνειδητοποιήσω ότι ήταν απλώς κάποιο µασουληµένο παιχνίδι γάτας, ένα από τα πολλά που ήταν σπαρµένα δίπλα σε µια λεκάνη µε άµµο γάτας η οποία έζεχνε γεµάτη ακαθαρσίες, µισοκρυµµένη κάτω από ένα τραπέζι για τέσσερις.
Αναρωτιόµουν µε ποια λογική είχε κριθεί σκόπιµο (για να µην πω καλαίσθητο, υγιεινό ή και νόµιµο, σε τελική ανάλυση) να τοποθετηθεί ένα δοχείο γάτας σε ένα χώρο όπου υποτίθεται ότι θα κάθονταν πελάτες για να φάνε, όταν αντιλήφθηκα ότι η κουβέντα είχε πάρει τέλος και ότι οι δύο άντρες είχαν στραφεί στον Γιούρι και σ’ εµένα, ο γερο-σπιντάκιας µε µια έκφραση γεµάτη προσµονή, προπορευόµενος, µε το βλέµµα του να πηγαινοέρχεται από µένα στο χαρτοφύλακα που κρατούσε ο Γιούρι. Ο τελευταίος έκανε ένα βήµα µπροστά, τον άνοιξε και τον άφησε στο πάτωµα µε µια ενθαρρυντική κίνηση του κεφαλιού, πριν υποχωρήσει µερικά βήµατα για να αφήσει τον ενδιαφερόµενο να ελέγξει το περιεχόµενο. Ο τύπος πλησίασε και κοίταξε µυωπικά µέσα στο χαρτοφύλακα, ζαρώνοντας τη µύτη του. Αφήνοντας µια κραυγή αγανάκτησης, κοίταξε τον Τσέρι, αλλά εκείνος έµεινε ανέκφραστος. Ακολούθησε άλλη µια ακατανόητη στιχοµυθία. Ο γκριζοµάλλης φαινόταν σε πλήρη σύγχυση. Τελικά, έκλεισε την τσάντα και ίσιωσε την πλάτη του, ρίχνοντάς µου µια ανήσυχη µατιά. «Φαρούκο», είπα νευρικά, έχοντας ξεχάσει το «επίθετό µου» και ελπίζοντας ότι δε θα το χρειαζόµουν άµεσα. Ο Τσέρι µου έριξε µια µατιά µε νόηµα: Τα χαρτιά! «Ναι, ναι», έκανα, βάζοντας το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού µου για να βγάλω τις τραπεζικές συναλλαγµατικές και την απόδειξη κατάθεσης, ξεδιπλώνοντάς τες µε έναν τρόπο που έλπιζα ότι φαινόταν χαλαρός, ρίχνοντάς τους µια µατιά πριν τις παραδώσω... Α, ναι, Φράντισεκ. Όµως τη στιγµή που έτεινα το χέρι µου... µπαµ, σαν µια ξαφνική ριπή ανέµου που διαπερνάει το σπίτι και κάνει µια πόρτα να κοπανήσει σε κάποιο σηµείο που δεν το περίµενες καθόλου, ο Βίκτορ-Τσέρι πέρασε βιαστικά πίσω από τον γκριζοµάλλη και τον κοπάνησε στο πίσω µέρος του κεφαλιού µε τη λαβή του πιστολιού του, τόσο δυνατά, ώστε το κασκέτο έφυγε από το κεφάλι του και τα γόνατά του λύγισαν και σωριάστηκε χάµω µε ένα πνιχτό γρύλισµα. Ο Ινδονήσιος, ακουµπισµένος ακόµα χαλαρά στον τοίχο, φάνηκε το ίδιο εµβρόντητος µ’ εµένα. Το σώµα του σφίχτηκε και τα βλέµµατά µας συναντήθηκαν µε την ίδια έντονη απορία –Τι έγινε µόλις τώρα, ρε γαµώτο;–, που καθιστούσε τη µατιά που ανταλλάξαµε σχεδόν συντροφική, κι εγώ δεν καταλάβαινα γιατί δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τον τοίχο, µέχρι που κοίταξα πίσω µου και είδα µε φρίκη ότι ο Μπόρις και ο Γιούρι τον στόχευαν µε τα όπλα τους: ο Μπόρις στηρίζοντας έµπειρα την κάννη πάνω στον αριστερό του πήχη, ο Γιούρι µε το ένα χέρι προτεταµένο, έχοντας πάρει το χαρτοφύλακα µε τα λεφτά και υποχωρώντας ήδη προς την πόρτα. Τυχαίος αντιπερισπασµός, µια αστραπιαία κίνηση από την κουζίνα στο βάθος. Νεαρή Ασιάτισσα – λάθος, αγόρι! Άσπρο δέρµα, µάτια που σάρωσαν έντροµα το δωµάτιο, πολύχρωµο µαντίλι σε στιλ µπατίκ, µακριά µαλλιά που ανέµισαν, χάθηκε το ίδιο γρήγορα όπως εµφανίστηκε. «Κάποιος είναι εκεί πίσω», είπα αµέσως, στρέφοντας το βλέµµα µου προς κάθε κατεύθυνση, το δωµάτιο να γυρίζει σαν να βρέθηκα ξαφνικά σε ρόδα λούνα παρκ, η καρδιά µου να χτυπάει τόσο ξέφρενα, ώστε δεν µπορούσα να αρθρώσω σωστά τις λέξεις, δεν ήµουν καν σίγουρος αν µε άκουσε κανείς – ή αν µε άκουσε ο Τσέρι, εν πάση περιπτώσει, που τώρα σήκωνε τον γκριζοµάλλη τραβώντας τον από το πίσω µέρος του τζιν µπουφάν του, τύλιγε το µπράτσο γύρω από το λαιµό του σε κεφαλοκλείδωµα και, κολλώντας του το πιστόλι στον κρόταφο, του µιλούσε ουρλιάζοντας σε όποια ανατολικοευρωπαϊκή γλώσσα συνεννοούνταν, σέρνοντάς τον προς το βάθος της σάλας, την ίδια στιγµή που ο Ινδονήσιος ξεκόλλαγε επιτέλους από τον τοίχο µε την επιφυλακτικότητα και τη χάρη αίλουρου, κρατώντας το βλέµµα του στυλωµένο πάνω στον Μπόρις και σ’ εµένα για ένα διάστηµα που µου φάνηκε ατέλειωτο.
«Κουφάλες, θα µετανιώσετε πολύ πικρά γι’ αυτό», είπε ατάραχα. «Χέρια, χέρια», είπε ξερά ο Μπόρις. «Έλα, να τα βλέπω». «Δεν έχω όπλο». «Σήκωσ’ τα ψηλά, που σου λέω!» «Ό,τι πεις», έκανε ο Ινδονήσιος αεράτα. Με κοίταξε από πάνω µέχρι κάτω µε τα χέρια του ψηλά, καταγράφοντας τα χαρακτηριστικά µου στη µνήµη του, όπως συνειδητοποίησα έντροµος, αποθηκεύοντας την εικόνα µου στη βάση δεδοµένων του, και µετά είπε γυρνώντας προς τον Μπόρις: «Ξέρω ποιος είσαι». Τρεµουλιαστό φως υποβρύχιου πλάνου από το ψυγείο µε τους χυµούς. Μπορούσα να ακούσω την ανάσα µου: εισπνοή εκπνοή, εισπνοή εκπνοή. Μεταλλικοί κρότοι στην κουζίνα. Απροσδιόριστες κραυγές. «Κάτω, παρακαλώ», είπε ο Μπόρις, γνέφοντας προς το πάτωµα. Ο Ινδονήσιος γονάτισε χωρίς λέξη και µετά, πολύ αργά, ξάπλωσε µπρούµυτα. Αλλά δε φαινόταν φοβισµένος, ούτε καν σοκαρισµένος. «Σε ξέρω», είπε ξανά, µε φωνή κάπως πνιχτή τώρα. Αστραπιαία κίνηση µε την άκρη του µατιού µου, τόσο ξαφνική, ώστε τινάχτηκα τροµαγµένος: Αυτή τη φορά ήταν µια γάτα, µαύρη σαν δαίµονας, µια ζωντανή σκιά, σκοτάδι που βούτηξε στο σκοτάδι. «Και ποιος είµαι;» «Ο Μπόρια από την Αµβέρσα, σωστά;» Δεν ήταν αλήθεια ότι δεν είχε όπλο. Μέχρι κι εγώ µπορούσα να το δω να εξέχει κάτω από τη µασχάλη του. «Ο Μπόρια ο Πολωνός. Ο Μαστούρης Μπόρια. Το συντρόφι του Χορστ». «Και τι έγινε αν είµαι;» ρώτησε ανέµελα ο Μπόρις. Ο άντρας δεν απάντησε. Ο Μπόρις κάγχασε, τινάζοντας τα µαλλιά από τα µάτια του, και ήταν έτοιµος να πει κάτι σαρκαστικό, αλλά τότε βγήκε από την κουζίνα ο Βίκτορ-Τσέρι, µονάχος, παίρνοντας κάτι που έµοιαζε µε πλαστικές χειροπέδες από την τσέπη του, και η καρδιά µου άρχισε τα ακροβατικά όταν πρόσεξα ότι κρατούσε παραµάσχαλα ένα δέµα στο σωστό µέγεθος και πάχος, τυλιγµένο µέσα σε άσπρη τσόχα και δεµένο µε βαµβακερό σπάγκο. Γονάτισε πάνω στην πλάτη του Ινδονήσιου και άρχισε να παλεύει να του περάσει τις χειροπέδες. «Βγες έξω», µε πρόσταξε ο Μπόρις, επαναλαµβάνοντάς το δυνατότερα όταν δεν υπάκουσα. Αδύνατον να κουνηθώ, όλοι µου οι µύες είχαν παραλύσει. Μου έδωσε µια σπρωξιά. «Άντε στο αµάξι». Κοίταξα γύρω σαν χαµένος, δεν έβλεπα την πόρτα, δεν υπήρχε πόρτα, και τότε την είδα, και προχώρησα προς τα εκεί τόσο βιαστικά, που σκόνταψα πάνω σε ένα παιχνίδι γάτας και παραλίγο να πέσω, και την επόµενη στιγµή ήµουν έξω, µπροστά στο Range Rover, που περίµενε εκεί µε τη µηχανή στο ρελαντί. Ο Γιούρι φυλούσε σκοπιά έξω στο πεζοδρόµιο, κάτω από το ψιλόβροχο που είχε αρχίσει στο µεταξύ να πέφτει. «Μέσα, µέσα!» µου σφύριξε µέσα από τα δόντια του και γλίστρησε στο πίσω κάθισµα, γνέφοντάς µου να τον ακολουθήσω, ακριβώς τη στιγµή που ο Μπόρις και ο Βίκτορ-Τσέρι έβγαιναν τρέχοντας από το σνακ µπαρ και σάλταραν µέσα και το αµάξι ξεκινούσε µε µια εντελώς απογοητευτική, σχεδόν κοιµισµένη ταχύτητα.
[1] Η µαγική λέξη που λέει ο Κάπτεν Μάρβελ της οµώνυµης σειράς κόµικ της DC Comics, επικαλούµενος το µαγικό κεραυνό που θα τον µεταµορφώσει σε σούπερ ήρωα. (Σ.τ.Μ.)
x.
ΣΤΟ ΑΜΑΞΙ, αφού ξαναβγήκαµε στον κεντρικό δρόµο, η διάθεση ήταν πανηγυρική: γέλια και θριαµβευτικά «κόλλα το» και ανταλλαγή συγχαρητηρίων, ενώ εµένα η καρδιά µου χτυπούσε ακόµα τόσο δυνατά, που δυσκολευόµουν να αναπνεύσω. «Τι γίνεται;» ρώτησα κάµποσες φορές, ξέπνοος από την αγωνία και κοιτώντας από τον ένα στον άλλο, κι όταν συνέχισαν να µε αγνοούν, φλυαρώντας σε ένα πυρετώδες µείγµα ουκρανικών και ρωσικών, όλοι µαζί, συµπεριλαµβανοµένου του Σίρλεϊ Τεµπλ, ούρλιαξα ξεσπώντας: «Angliyski!». Ο Μπόρις στράφηκε προς το µέρος µου σκουπίζοντας τα µάτια του και τύλιξε το µπράτσο του στο λαιµό µου. «Αλλαγή σχεδίου», είπε. «Όλα έγιναν στο φτερό, αυτοσχεδιασµός της στιγµής. Σταθήκαµε πολύ τυχεροί. Ο τρίτος της παρέας δεν εµφανίστηκε». «Κατέβασαν λειψή οµάδα!» «Κι αυτή σακάτικη!» «Τους τσακώσαµε µε τα βρακιά κατεβασµένα!» «Είχες» –µε το ζόρι κατάφερνα να αρθρώσω τις λέξεις– «είχες πει ότι δε θα έβγαιναν όπλα». «Ε, αφού δε χτύπησε κανείς, ούτε γάτα ούτε ζηµιά! Τι διαφορά έχει;» «Γιατί δεν πληρώσαµε απλώς;» «Επειδή µας το επέτρεψε η τύχη!» Απαυδισµένος που χρειαζόταν να µου εξηγεί το προφανές. «Αυτή ήταν µοναδική ευκαιρία! Και δεν τις κλοτσάς αυτές τις ευκαιρίες! Ήταν δύο, ήµασταν τέσσερις! Λίγο αν τους έκοβε, δε θα µας άνοιγαν να µπούµε! Και, ναι, ξέρω, είναι µόνο σαράντα χιλιάρικα, αλλά γιατί να τους δώσω έστω και µία δεκάρα, αν δεν είµαι αναγκασµένος; Επειδή µε λήστεψαν;» Ο Μπόρις γέλασε. «Είδατε την έκφραση στο πρόσωπό του; Του γεροροκά; Όταν τον κοπάνησε ο Τσέρι στο κεφάλι;» «Ξέρεις για τι παραπονιόταν, ο γερο-τράγος;» είπε ο Βίκτορ, γυρνώντας χαρωπά προς το µέρος µου. «Που δεν ήταν σε ευρώ! “Τι, δολάρια;”» έκανε µιµούµενος την τσατισµένη έκφρασή του. «“Τι µου φέρατε δολάρια;”» «Στοίχηµα ότι τώρα θα εύχεται να τα είχε!» «Θα τα βάζει µε τον εαυτό του που δε βούλωσε το στόµα του!» «Αχ, να ’µουν από καµιά µεριά ν’ ακούσω το τηλεφώνηµα στον Σάσα!» «Εγώ θα ’θελα να ’ξερα το όνοµα του τύπου! Εκείνου που τους έστησε! Θα τον κερνούσα µερικά ποτηράκια!» «Αναρωτιέσαι πού είναι;» «Εγώ λέω ότι βρίσκεται στο σπίτι του, στο ντους». «Μπα, µάλλον θα µελετάει τη Βίβλο!» «Θα βλέπει τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίσνεϊ στην τηλεόραση!» «Εγώ λέω ότι περιµένει ακόµα σε λάθος µέρος!» «Εγώ...» Ο λαιµός µου ήταν τόσο ξερός, ώστε η φωνή µου µε το ζόρι έβγαινε. «Κι εκείνο το παιδί;»
«Ε;» Έβρεχε, ψιλή βροχή που κροτάλιζε ρυθµικά στο παρµπρίζ. Δρόµοι µαύροι και γυαλιστεροί. «Ποιο παιδί;» «Αγόρι; Κορίτσι; Για τη λάντζα. Ξέρω γω;» «Τι;» Ο Τσέρι γύρισε, µε την ανάσα του κοµµένη από τα γέλια. «Δεν είδα κανέναν». «Ούτ’ εγώ». «Εγώ είδα». «Μπορείς να την περιγράψεις;» «Στην εφηβεία». Μπορούσα ακόµα να δω, σαν σε παγωµένο καρέ, το κάτωχρο νεανικό πρόσωπο µε το στόµα µισάνοιχτο. «Άσπρο σακάκι. Γιαπωνέζικα χαρακτηριστικά». «Αλήθεια;» µε ρώτησε εντυπωσιασµένος ο Μπόρις. «Μπορείς να τους ξεχωρίσεις; Αν είναι από την Ιαπωνία, την Κίνα ή το Βιετνάµ;» «Δεν πρόλαβα να δω καλά. Άπω Ανατολή, πάντως». «Αγόρι ή κορίτσι;» «Νοµίζω ότι µόνο κορίτσια δουλεύουν στην κουζίνα», είπε ο Γιούρι. «Με όλα αυτά τα µακροβιοτικά και τις συνταγές µε καστανό ρύζι». «Εγώ...» Τώρα δεν ήµουν καθόλου σίγουρος. «Τέλος πάντων», έκανε ο Τσέρι, περνώντας το χέρι πάνω από τα κοντοκουρεµένα µαλλιά του, «πάλι καλά που την κοπάνησε, γιατί ξέρετε τι άλλο βρήκα εκεί πίσω; Μια επαναληπτική Mossberg 500 µε πριονισµένη κάννη». Γέλια και σφυρίγµατα. «Σκατά!» «Πού ήταν; Ο Γκρόζνταν δεν...» «Όχι. Σε µια...» Έκανε µια κίνηση που θύµιζε αιώρα. «Πώς το λένε; Κρεµόταν κάτω από το τραπέζι, µέσα σε ένα ύφασµα. Τυχαία την είδα, όταν έσκυψα στο πάτωµα. Κοίταξα προς τα πάνω, και να τη εκεί, να κρέµεται πάνω απ’ το κεφάλι µου». «Δεν την άφησες εκεί, έτσι;» «Όχι! Ευχαρίστως θα την έπαιρνα, αλλά ήταν πολύ µεγάλη, και ήµουν ήδη φορτωµένος. Την έλυσα, έβγαλα τον επικρουστήρα και τον πέταξα έξω στο σοκάκι. Και» –βγάζοντας ένα ασηµένιο κοντόκαννο περίστροφο από την τσέπη του και δίνοντάς το στον Μπόρις– «βρήκα κι αυτό!» Εκείνος το περιεργάστηκε στο φως. «Από τα ωραιότερα µικρά όπλα συγκαλυµµένης µεταφοράς της Smith & Wesson. Ό,τι πρέπει για θήκη αστραγάλου µέσα από εκείνα τα τζιν µε τα φαρδιά µπατζάκια, αλλά, για µεγάλη του ατυχία, δεν ήταν όσο γρήγορος έπρεπε». «Πλαστικές χειροπέδες», µου είπε ο Γιούρι, γέρνοντας το κεφάλι ελαφρώς στο πλάι. «Ο Βίτια είναι πάντα µερικά βήµατα µπροστά απ’ όλους». «Εντάξει», έκανε ο Τσέρι αµήχανα, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το πλατύ µέτωπό του, «είναι ελαφριές και δεν πιάνουν καθόλου χώρο και µε έχουν γλιτώσει πολλές φορές από το να πυροβολήσω ανθρώπους. Αποφεύγω να κάνω κακό, αν έχω επιλογή». Μεσαιωνική πόλη. Φιδογυριστά δροµάκια, γιρλάντες φωτός στις γέφυρες, να καθρεφτίζονται σε κανάλια στικτά από τη βροχή, συγκεχυµένα µέσα στην υγρασία. Άπειρο πλήθος ανώνυµων µαγαζιών, βιτρίνες ξέχειλες µε αντικείµενα που λαµπύριζαν, φίνα γυναικεία εσώρουχα και ζαρτιέρες, µαγειρικά σκεύη παραταγµένα σαν χειρουργικά εργαλεία, ξένες λέξεις παντού: Snel bestellen, Retro-stijl, Showgirl-Sexboetiek.
«Η πίσω πόρτα ήταν ανοιχτή και έβγαζε στο σοκάκι», είπε ο Τσέρι, βγάζοντας µε άκαµπτες κινήσεις το σπορ µπουφάν του και πίνοντας µια γερή γουλιά από το µπουκάλι µε τη βότκα που έβγαλε ο Σίρλεϊ Τι από το χώρο κάτω από το κάθισµά του – µε χέρια που έτρεµαν κάπως και µε το πρόσωπο, ειδικά τη µύτη, στην ίδια ζωηρή, έντονη απόχρωση του κόκκινου που είχε η µύτη του τάρανδου Ρούντολφ. «Πρέπει να την είχαν αφήσει ανοιχτή για τον τρίτο συνεργάτη τους. Την έκλεισα και την κλείδωσα, ή µάλλον ανάγκασα τον Γκρόζνταν να την κλείσει και να την κλειδώσει πιέζοντας το πιστόλι στον κρόταφό του. Έτρεµε ολόκληρος και έκλαιγε σαν µωρό...» «Εκείνο το Mossberg...» είπε ο Μπόρις απευθυνόµενος σ’ εµένα και παίρνοντας το µπουκάλι που του έδωσαν από µπροστά. «Άγριο πράµα. Με πριονισµένη κάννη; Βροχή από φυσίγγια µέχρι το Αµβούργο! Ακόµα κι αν σκοπεύσεις όσο πιο µακριά µπορείς απ’ όλους µέσα σε ένα χώρο, πάλι θα ξαπλώσεις κάτω τουλάχιστον τους µισούς εκεί µέσα!» «Ωραίο κόλπο, ε;» είπε φιλοσοφικά ο Βίκτορ-Τσέρι. «Να πεις και καλά ότι ο τρίτος της παρέας δεν έχει έρθει ακόµα... “Σας παρακαλώ, περιµένετε πέντε λεπτά” και “Συγνώµη, έγινε µπέρδεµα” και “Έρχεται, δώστε µας λίγο χρόνο”, και όλη αυτή την ώρα ο άλλος να είναι κρυµµένος πίσω µε την κυνηγετική καραµπίνα! Kαθόλου κακό τέχνασµα, αν το είχαν σκεφτεί...» «Μπορεί και να το σκέφτηκαν. Αλλιώς, τι γύρευε τέτοιο κανόνι εκεί πίσω;» «Εγώ λέω ότι παρά τρίχα τη γλιτώσαµε, αν θέλετε τη γνώµη µου...» «Κάποια στιγµή, όσο εσείς ήσασταν ακόµα µέσα, σταµάτησε ένα αµάξι µπροστά... Μας έκοψε τη χολή του Σίρλεϊ κι εµένα», είπε ο Γιούρι, «ήταν δύο τύποι, και πάνω που σκεφτόµασταν Την κάτσαµε τη βάρκα, αποδείχτηκε ότι ήταν µόνο ζευγαράκι Γάλλων γκέι που έψαχναν εστιατόριο...» «...αλλά δεν υπήρχε κανείς στο πίσω µέρος, δόξα τω Θεώ! Ξάπλωσα τον Γκρόζνταν χάµω και τον έδεσα µε τις χειροπέδες στο καλοριφέρ», συνέχιζε στο µεταξύ ο Τσέρι. «Α, µα πρώτα...» –κράτησε ψηλά το τυλιγµένο στην άσπρη τσόχα δέµα– «...αυτό. Για σένα». Το πέρασε πάνω από το κάθισµα στον Γιούρι, ο οποίος, πολύ προσεκτικά, κρατώντας το µε τα ακροδάχτυλα σχεδόν, σαν να ήταν ένας δίσκος µε ξέχειλα ποτήρια, το έδωσε σ’ εµένα. Ο Μπόρις κατέβασε τη γουλιά του, σκούπισε το στόµα του µε την ανάστροφη του χεριού του και «τσούγκρισε» γελώντας το µπουκάλι στο µπράτσο µου, σιγοτραγουδώντας µου ευχές για τα Χριστούγεννα: We wish you a merry Christmas... Το δέµα στα γόνατά µου. Ψηλάφισα την περίµετρό του µε τα χέρια µου. Η τσόχα ήταν τόσο λεπτή, ώστε µπόρεσα αµέσως να καταλάβω µε την αφή ότι ήταν το σωστό αντικείµενο, η υφή και το βάρος ήταν τέλεια. «Εµπρός, άντε!» έκανε ο Μπόρις γνέφοντας ενθαρρυντικά. «Άνοιξέ το, σιγουρέψου ότι δεν είναι κι αυτή τη φορά κανένα βιβλίο της Αγωγής του Πολίτη! Πού το βρήκες;» ρώτησε τον Τσέρι καθώς εγώ πάλευα µε το σπάγκο. «Σε µια βρόµικη αποθήκη µε κουβάδες και σκούπες. Μέσα σε έναν πλαστικό χαρτοφύλακα της πλάκας. Ο Γκρόζνταν µε πήγε κατευθείαν εκεί. Περίµενα ότι θα µου έκανε τσαλίµια, αλλά το πιστόλι στον κρόταφο ήταν αρκετά πειστικό, φαίνεται. Γιατί να καταλήξει ο εγκέφαλός του ταπετσαρία τοίχου, τη στιγµή που κυκλοφορούν τόσα πεντανόστιµα κεκάκια µαριχουάνας τριγύρω;» «Πότερ», είπε ο Μπόρις, προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή µου. «Πότερ». «Ναι;» Σηκώνοντας το χαρτοφύλακα µε τα λεφτά:
«Αυτά τα σαράντα χιλιάρικα πάνε στον Γιούρι και στον Σίρλεϊ Τι. Σε ένδειξη ευγνωµοσύνης. Για τις προσφερόµενες υπηρεσίες τους. Γιατί χάρη σ’ αυτούς τους δύο δε σκάσαµε δεκάρα στον Σάσα για τη βροµιά που έκανε να κλέψει κάτι που σου ανήκε. Και, Βίτια» –σκύβοντας για να του σφίξει το χέρι σε µια εγκάρδια χειραψία– «εµείς πατσίσαµε και µε το παραπάνω! Τώρα σου είµαι εγώ υποχρεωµένος». «Όχι. Δε θα µπορέσω ποτέ να σου ξεπληρώσω αυτό που σου χρωστάω, Μπόρια». «Ξέχασέ το. Δεν ήταν τίποτα». «Δεν ήταν τίποτα; Δεν είναι αλήθεια, Μπόρια, και το ξέρεις, γιατί, αν είµαι εδώ σήµερα και συνεχίζω τη ζωή µου, το χρωστάω σ’ εσένα, και όλα τα βράδια της ζωής µου, µέχρι το τελευταίο...» Ήταν ενδιαφέρουσα η ιστορία που διηγιόταν, αν είχα µυαλό να την ακούσω. Κάποιος είχε κατηγορήσει τον Τσέρι για ένα αδιευκρίνιστο αλλά, προφανώς, πολύ σοβαρό έγκληµα που όχι µόνο δεν είχε διαπράξει, αλλά δεν είχε και την παραµικρή ανάµειξη σε αυτό, όχι, ήταν εντελώς αθώος, ο τύπος απέβλεπε σε κάποια συµφωνία για µειωµένη ποινή, κι αν, µε τη σειρά του, ο Τσέρι δεν προχωρούσε σε µια παρόµοια συµφωνία, «δίνοντας» τους ανωτέρους του στην ιεραρχία («Μεγάλο λάθος, αν ήθελα να συνεχίσω να αναπνέω»), πήγαινε για δέκα χρόνια, αλλά ο Μπόρις –τι φίλος!–, ο Μπόρις τον είχε ξελασπώσει, γιατί ο Μπόρις είχε ξετρυπώσει το λεχρίτη στην Αµβέρσα, όπου είχε αφεθεί ελεύθερος µε εγγύηση, αλλά η εξιστόρηση για το πώς έφερε σε πέρας αυτό το κατόρθωµα ήταν υπερβολικά µπερδεµένη και ενθουσιώδης, και ο Τσέρι τόσο συγκινηµένος, ώστε όλο έσπαγε η φωνή του και ρουφούσε τη µύτη του, και υπήρχαν κι άλλα, ανάµεσα στα οποία κάτι πήρε το αφτί µου για εµπρησµό και για µακελειό και για ένα δισκοπρίονο που δεν κατάλαβα πού κόλλαγε στην όλη υπόθεση, καθώς εγώ δεν άκουγα πια λέξη, γιατί στο µεταξύ είχα λύσει το σπάγκο, και το φως από τους φανοστάτες και οι αντανακλάσεις από το νερό της βροχής στα τζάµια έρεαν τώρα στην επιφάνεια του πίνακά µου, πάνω στην καρδερίνα µου, η οποία –το ήξερα πέρα από κάθε αµφιβολία, πριν καν την αναποδογυρίσω για να δω την πίσω µεριά– ήταν η αυθεντική. «Βλέπεις;» είπε ο Μπόρις, διακόπτοντας τον Βίτια στο καλύτερο σηµείο της ιστορίας του. «Καλό το zolotaia ptitsa[1] σου, όχι; Σ’ το ’πα ότι θα το τακτοποιούσα, δε σ’ το ’πα;» Έσερνα δύσπιστα τα δάχτυλά µου στο περίγραµµα του ξύλινου πίνακα, όπως ο Άπιστος Θωµάς έψαυε τις παλάµες του Χριστού. Όπως ήξερε κάθε έµπορος επίπλων, καθώς και ο άγιος Θωµάς, φυσικά, πολύ πιο δύσκολα ξεγελάς την αίσθηση της αφής παρά αυτήν της όρασης, και, ακόµα και ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, τα χέρια µου διατηρούσαν τόσο ζωντανή την ανάµνηση του πίνακα, ώστε τα δάχτυλά µου πήγαν αµέσως στα σηµάδια από τα καρφιά στη βάση του, στις µικρές τρύπες από όπου ήταν κάποτε στερεωµένος (µια φορά κι έναν καιρό, σύµφωνα µε τις φήµες) ως ταµπέλα ταβέρνας ή ως µέρος κάποιου ζωγραφισµένου µπουφέ, κανείς δεν ήξερε. «Ζει ακόµα ο δικός σου;» ρώτησε ο Βίκτορ-Τσέρι. «Έτσι νοµίζω!» Αγκωνιά στα πλευρά. «Πες κάτι». Αλλά δεν µπορούσα. Ήταν αληθινός. Το ήξερα, ακόµα και µες στο µαύρο σκοτάδι. Ανάγλυφη πινελιά µε κίτρινη µπογιά στη φτερούγα και πούπουλα χαραγµένα µε το πίσω µέρος του πινέλου. Ένα σπάσιµο στην πάνω αριστερή γωνία που δεν υπήρχε πριν, αµελητέα ζηµιά το πολύ δύο χιλιοστών, αλλά κατά τα άλλα αψεγάδιαστο. Εγώ είχα αλλάξει, αλλά ο πίνακας ούτε στο ελάχιστο. Κι όπως τρεµόπαιζαν πάνω του σε λωρίδες τα φώτα, είχα την αλλόκοτη αίσθηση ότι η δική µου ζωή ήταν, συγκριτικά, µια απροσχεδίαστη και εφήµερη έκρηξη ενέργειας, ένας συριγµός βιολογικού στατικού ηλεκτρισµού το ίδιο τυχαίος όσο και οι φανοστάτες που
προσπερνούσαµε µε ταχύτητα. «Α, πολύ ωραίος», είπε φιλικά ο Γιούρι, στα δεξιά µου, σκύβοντας για να τον δει καλύτερα. «Τόσο αγνός! Σαν µια µαργαρίτα! Καταλαβαίνεις τι προσπαθώ να πω;» ρώτησε, σκουντώντας µε απαλά όταν δεν απάντησα. «Ένα απλό αγριολούλουδο, µονάχο στο χωράφι... Είναι...» Προσπάθησε να εκδηλώσει τον ενθουσιασµό του µε έντονες χειρονοµίες. Εκθαµβωτικό; «Με καταλαβαίνεις, έτσι;» επέµεινε, σκουντώντας µε ξανά, µόνο που ήµουν υπερβολικά συνεπαρµένος για να απαντήσω. Στο µεταξύ, ο Μπόρις µουρµούριζε κάτι στον Βίτια σε µισά αγγλικά και µισά ρωσικά, για το ptitsa και για κάτι άλλο που δεν κατάφερνα να πιάσω, κάτι που σχετιζόταν µε τη µάνα και το παιδί, µε την απόλυτη αγάπη. «Εύχεσαι ακόµα να είχες τηλεφωνήσει στους µπάτσους, ε;» ρώτησε, αγκαλιάζοντάς µε από τους ώµους και γέρνοντας το κεφάλι του στο δικό µου, όπως τότε που ήµασταν παιδιά. «Και τώρα µπορούµε να τους πάρουµε!» είπε ο Γιούρι και λύθηκε στα γέλια, σκουντώντας µε από την άλλη πλευρά. «Πολύ σωστά, Πότερ! Τι λες, να τους πάρουµε; Όχι; Τελικά, ίσως δεν είναι και τόσο καλή ιδέα τώρα πια, ε;» είπε απευθυνόµενος στον Γιούρι µε ένα εύγλωττα ανασηκωµένο φρύδι.
[1] Χρυσαφένιο πουλί (ρωσικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.)
xi.
ΟΤΑΝ ΜΠΗΚΑΜΕ ΣΤΟ ΓΚΑΡΑΖ και κατεβήκαµε από το αυτοκίνητο, όλοι ήταν ακόµα ξεσηκωµένοι και γελούσαν και αναθυµόνταν σκηνικά από τη συνάντηση σε διάφορες γλώσσες – όλοι εκτός από µένα δηλαδή, ένα κενό αντηχείο από το σοκ, ξαφνικές ανατροπές και αστραπιαίες κινήσεις να στοιχειώνουν ακόµα το σκοτάδι γύρω µου, υπερβολικά εµβρόντητος για να µπορώ να αρθρώσω λέξη. «Δείτε τον», είπε ο Μπόρις, διακόπτοντας τη φράση του στα µισά και χτυπώντας µε στο µπράτσο. «Έχει µια έκφραση... λες και µόλις του πήραν την καλύτερη πίπα της ζωής του». Αυτό προκάλεσε την αναµενόµενη έκρηξη γέλιου από την οµήγυρη, ακόµα κι από τον Σίρλεϊ Τεµπλ, κι ήταν θαρρείς και τα πάντα ήταν ένα γέλιο που αντηχούσε, κατακερµατισµένο και µεταλλικό, πάνω στους ντυµένους µε πλακάκια τοίχους, ντελίριο και φαντασµαγορία, µια αίσθηση ότι ο κόσµος µεγάλωνε και διογκωνόταν σαν υπέροχο φουσκωµένο µπαλόνι που ζυγιάζεται στον αέρα και ανεβαίνει στα άστρα, και µαζί γελούσα κι εγώ, κι ας µην ήξερα καν για ποιο λόγο, αφού έτρεµα ακόµα από το σοκ. Ο Μπόρις άναψε τσιγάρο. Το πρόσωπό του είχε την πρασινωπή χροιά των λαµπτήρων οροφής. «Κουκούλωσέ τον τώρα», µε συµβούλεψε δείχνοντας τον πίνακα, «και µετά τον βάζουµε στο χρηµατοκιβώτιο του ξενοδοχείου και σε πάµε για µια πραγµατική πίπα». Ο Γιούρι σκυθρώπιασε. «Δε θα πηγαίναµε για φαγητό πρώτα;» «Καλά λες! Πεθαίνω της πείνας. Πρώτα δείπνο, µετά πίπα». «Στο Blake’s;» ρώτησε ο Τσέρι, ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού στο Range Rover. «Σε µία ώρα;» «Κλείστηκε!» «Σιχαίνοµαι που πρέπει να πάω έτσι», είπε ο Τσέρι, τραβώντας το κολάρο του πουκαµίσου του, που είχε ποτίσει από τον ιδρώτα. «Αλλά, πάλι, χρειάζοµαι επειγόντως ένα κονιάκ. Από εκείνο των εκατό ευρώ το µπουκάλι. Ευχαρίστως κατέβαζα δυο τρία ποτηράκια αυτή τη στιγµή. Σίρλεϊ... Γιούρι...» Είπε κάτι στα ουκρανικά. «Λέει», ανέλαβε να µεταφράσει ο Μπόρις µέσα στα βροντερά γέλια που ακολούθησαν, «στον Σίρλεϊ και στον Γιούρι ότι θα κεράσουν αυτοί το δείπνο απόψε. Με...» Έδειξε µε νόηµα τον Γιούρι που έπαιρνε το χαρτοφύλακα µε τα λεφτά. Ακολούθησε µια παύση. Ο Γιούρι φάνηκε προβληµατισµένος. Είπε κάτι στον Σίρλεϊ Τεµπλ, και αυτός –γελώντας πάλι, µε τα λακκάκια του να προβάλλουν ακαταµάχητα– έκανε µια απορριπτική κίνηση προς την τσάντα που προσπάθησε να του δώσει ο Γιούρι και έστρεψε απαυδισµένος τα µάτια του στο ταβάνι όταν εκείνος επέµεινε. «Ne syeiychas», είπε θυµωµένα ο Βίκτορ-Τσέρι. «Όχι τώρα», επανέλαβε στα αγγλικά. «Αργότερα η µοιρασιά». «Σε παρακαλώ», είπε ο Γιούρι, προτείνοντας άλλη µια φορά την τσάντα. «Όχου, έλα τώρα! Μοιραστείτε τα αργότερα, αλλιώς θα µείνουµε εδώ µέσα όλο το βράδυ!»
«Ya khochu chtoby Shirli prinyala eto», είπε ο Γιούρι, µια φράση τόσο απλή και τόσο καθαρά διατυπωµένη, ώστε την κατάλαβα ακόµα κι εγώ, µε τα πενιχρά µου Russki: Θέλω να την πάρει ο Σίρλεϊ. «Αποκλείεται!» είπε ο Σίρλεϊ στα αγγλικά, και, µην µπορώντας να αντισταθεί, έριξε µια κλεφτή µατιά προς το µέρος µου για να βεβαιωθεί ότι τον είχα ακούσει, σαν µαθητούδι που νιώθει περήφανο για το ότι ξέρει την απάντηση στην τάξη. «Ελάτε τώρα!» φώναξε απαυδισµένος ο Μπόρις, µε τα χέρια στη µέση. «Έχει τόση σηµασία σε ποιανού το αµάξι θα πάει; Μήπως θα τη βουτήξει και θα κάνει φτερά κάποιος από τους δυο σας; Όχι! Είµαστε όλοι φίλοι εδώ! Λοιπόν, τι θα γίνει;» είπε όταν κανείς από τους δύο δεν έκανε κάποια κίνηση. «Θα την αφήσετε εδώ στο πάτωµα να τη βρει ο Ντίµα; Εµπρός, αποφασίστε». Ακολούθησε µια ατέλειωτη παύση. Ο Σίρλεϊ, µε τα χέρια σταυρωµένα στο στήθος, κουνούσε πεισµατικά το κεφάλι του αρνητικά, ενώ ο Γιούρι εξακολουθούσε να τον πιέζει, ώσπου τελικά γύρισε στον Μπόρις και του έκανε µια ερώτηση. «Ναι, ναι, καµία αντίρρηση από µένα», απάντησε ανυπόµονα εκείνος. «Προχώρα», είπε στον Γιούρι. «Φύγετε µαζί οι τρεις σας». «Είσαι σίγουρος;» «Σιγουρότατος. Αρκετά δούλεψες απόψε». «Θα τα καταφέρετε;» «Όχι», απάντησε, «εµείς οι δυο θα πάµε µε τα πόδια! Φυσικά, φυσικά», πρόλαβε τις διαµαρτυρίες του Γιούρι, «µια χαρά θα ’µαστε! Άντε!» Γελούσαµε όλοι καθώς ο Βίτια και ο Σίρλεϊ και ο Γιούρι µαζί µας αποχαιρετούσαν χαρωπά (Davaye!) και πηδούσαν στο Range Rover, ανεβαίνοντας τη ράµπα και βγαίνοντας στην Όβερτοουµ.
xii.
«ΑΧ, ΤΙ ΒΡΑΔΥ ΚΙ ΑΥΤΟ!» είπε ο Μπόρις, ξύνοντας το στοµάχι του. «Ψοφάω της πείνας! Πάµε κι εµείς. Αν και...» Έριξε µια σκυθρωπή µατιά στο Range Rover που έφευγε. «Μπα, δεν τρέχει τίποτα. Όλα θα πάνε καλά. Αστείες αποστάσεις. Το Blake’s είναι δυο βήµατα από το ξενοδοχείο σου. Κι εσύ», µου είπε, δείχνοντας µε ένα νεύµα το πολύτιµο φορτίο µου, «µην είσαι τόσο απρόσεκτος! Έπρεπε να έχεις δέσει ξανά το σπάγκο! Δε θα τον κυκλοφορήσουµε και χύµα στους δρόµους...» «Σωστά», συµφώνησα, «σωστά». Και πήγα στο µπροστινό µέρος του αµαξιού για να τον ακουµπήσω στο καπό και να ψάξω στις τσέπες µου για το σπάγκο. Ο Μπόρις ήρθε να σταθεί πίσω µου. «Μπορώ να τον δω;» Παραµέρισα την τσόχα και οι δυο µας σταθήκαµε εκεί αµήχανοι για µια στιγµή, σαν Φλαµανδοί κατώτεροι ευγενείς που στέκονται στις παρυφές ενός πίνακα της Θείας Γέννησης. «Πολύ τρέξιµο» –ο Μπόρις άναψε τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό στο πλάι, µακριά από τον πίνακα– «αλλά άξιζε τον κόπο, ε;» «Ναι», είπα. Ο τόνος µας ήταν χωρατατζίδικος αλλά χαµηλός, σαν δυο πιτσιρικάδων που κοµπλάρουν µέσα σε εκκλησία. «Εγώ τον είχα για περισσότερο καιρό από οποιονδήποτε», είπε ο Μπόρις. «Αν µετρήσεις τις µέρες». Και µετά, σε διαφορετικό τόνο: «Να θυµάσαι ότι, αν το θελήσεις ποτέ, µπορώ πάντα να κανονίσω να πουληθεί. Μία συµφωνία, και θα µπορούσες να µην ξαναδουλέψεις ποτέ». Αλλά εγώ αρκέστηκα µόνο να κουνήσω το κεφάλι µου. Δεν µπορούσα να περιγράψω µε λέξεις αυτό που ένιωθα, αν και ήταν κάτι βαθύ και πρωτόγονο που είχε µοιραστεί µαζί µου ο Γουέλτι, κι εγώ µαζί του, µέσα στο µουσείο τόσα χρόνια πριν. «Αστειευόµουν. Δηλαδή, περίπου. Αλλά όχι, σοβαρά τώρα», είπε, τρίβοντας τους κόµπους των δαχτύλων του στο µανίκι µου, «είναι δικός σου. Ξεκάθαρα, χωρίς δεσµεύσεις. Γιατί δεν τον κρατάς να τον χαρείς λίγο, πριν τον επιστρέψεις στους υπεύθυνους του µουσείου;» Έµεινα σιωπηλός. Αναρωτιόµουν ήδη πώς θα κατάφερνα να τον βγάλω από τη χώρα. «Άντε, τύλιξέ τον τώρα. Πρέπει να την κάνουµε από δω. Τον κοιτάς αργότερα για όσο θες. Οχ, δώσ’ το µου εδώ!» είπε, βουτώντας το σπάγκο από τα άτσαλα χέρια µου, που τον παίδευαν τόση ώρα ψάχνοντας για τις άκρες. «Άσε να το κάνω εγώ, γιατί δε θα φύγουµε ούτε αύριο, τελικά!»
xiii.
ΑΦΟΥ ΤΟΝ ΤΥΛΙΞΕ ΩΡΑΙΑ ΩΡΑΙΑ και τον έδεσε µε το σπάγκο, ο Μπόρις τον πήρε παραµάσχαλα και, τραβώντας µια χορταστική τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο του, πήγε στην πόρτα του οδηγού. Ήταν έτοιµος να µπει, όταν ακούσαµε πίσω µας µια φωνή: «Καλά Χριστούγεννα». Άνετος, φιλικός τόνος, αµερικάνικη προφορά. Γύρισα. Ήταν τρεις: δύο µεσόκοποι άντρες, που έρχονταν προς το µέρος µας µε νωχελικό, αβίαστο βήµα και ύφος σαν να µας έκαναν χάρη που ήταν εκεί –είχαν απευθυνθεί στον Μπόρις, όχι σ’ εµένα, και φαίνονταν να χαίρονται που τον έβλεπαν– και, δυο βήµατα πιο µπροστά, τρέµοντας από την ταραχή, ο µικρός Ασιάτης. Το άσπρο σακάκι του δεν ήταν καθόλου στολή λαντζέρη ή βοηθού µάγειρα, αλλά κάποιου είδους ασύµµετρο πράγµα φτιαγµένο από λευκό µαλλί µε πάχος γύρω στα δυόµισι εκατοστά. Έτρεµε ανεξέλεγκτα, ενώ τα χείλη του είχαν µελανιάσει από τον τρόµο. Ήταν άοπλος, ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση έδινε, πράγµα που ήταν καλό, γιατί αυτό που πρόσεξα αµέσως στους άλλους δύο –µεγαλόσωµους τύπους, επαγγελµατίες– ήταν τα σιδερικά που γυάλιζαν γκριζογάλανα στο γλιτσερό φως των λαµπτήρων φθορίου. Αλλά και πάλι δεν το έπιασα αµέσως –µε είχε ξεγελάσει ο φιλικός τόνος–, νόµιζα ότι είχαν πιάσει τον νεαρό και µας τον έφερναν, µέχρι που κοίταξα τον Μπόρις και τον είδα πετρωµένο και άσπρο σαν κιµωλία. «Λυπάµαι που σ’ το κάνουµε αυτό», του είπε ο Αµερικανός, αν και δεν ακουγόταν καθόλου λυπηµένος – αντιθέτως, µάλλον χαρωπός ήταν ο τόνος του. Ντυµένος µε µακρύ γκρίζο παλτό, είχε τετράγωνους ώµους και βαριεστηµένη έκφραση. Παρά την ηλικία του, υπήρχε µια παιδιάστικη αφρατάδα στο παρουσιαστικό του, παχουλά άσπρα χέρια και η εξασκηµένη πραότητα ενός µάνατζερ. Ο Μπόρις, µε το τσιγάρο ακόµα στο στόµα, στεκόταν εκεί µαρµαρωµένος. «Μάρτιν». «Γεια σου κι εσένα!» έκανε πρόσχαρα εκείνος, ενώ ο δεύτερος τύπος, ένα γοµάρι µε κοντό ναυτικό παλτό, γκριζόξανθα µαλλιά και τραχιά χαρακτηριστικά ήρωα σκανδιναβικών µύθων, πήγε κατευθείαν στον Μπόρις και, αφού ψαχούλεψε τη ζώνη του, του πήρε το όπλο και το έδωσε στον Μάρτιν. Μέσα στη σύγχυσή µου, κοίταξα το αγόρι µε το άσπρο σακάκι, αλλά ήταν λες και το είχαν κοπανήσει στο κεφάλι µε σφυρί: Δε φαινόταν ούτε να καταλαβαίνει ούτε να διασκεδάζει µε όλο αυτό το σκηνικό περισσότερο από µένα. «Καταλαβαίνω ότι θα σ’ τη σπάσει άσχηµα αυτό», είπε ο Μάρτιν, «αλλά... τι να πω». Η βαθιά φωνή του βρισκόταν σε πλήρη ασυµφωνία µε τα µάτια του, που ήταν σαν οχιάς. «Μη νοµίζεις, κι εγώ λυπάµαι. Ο Φριτς κι εγώ ήµασταν στο Pim’s για µπόουλινγκ, δεν περιµέναµε να βγούµε. Απαίσιος καιρός, ε; Πού πήγαν τα Λευκά µας Χριστούγεννα;» «Τι γυρεύεις εδώ;» ρώτησε ο Μπόρις, που, παρά την απόλυτη ακινησία του, φαινόταν πιο φοβισµένος απ’ όσο τον είχα δει ποτέ. «Εσύ τι λες;» Χαλαρό ανασήκωµα των ώµων. «Ξαφνιάστηκα όσο κι εσύ, αν αυτό αλλάζει κάτι. Δε φανταζόµουν ποτέ ότι ο Σάσα θα είχε τα κότσια να στραφεί στον Χορστ γι’ αυτή την υπόθεση, αλλά, έτσι που τα σκάτωσε, τι εναλλακτική είχε; Άντε, έλα να τελειώνουµε», είπε µε
ένα αδιόρατο τίναγµα του όπλου στο χέρι του, οπότε ένιωσα να µε σαρώνει σαν τσουνάµι η συνειδητοποίηση ότι: πρώτον, σκόπευε τον Μπόρις και, δεύτερον, έδειχνε το τυλιγµένο δέµα στα χέρια του. «Εµπρός, δώσ’ το µου». «Όχι», είπε κοφτά ο Μπόρις, τινάζοντας τα µαλλιά από τα µάτια του. Ο Μάρτιν ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα µε µια αστεία έκπληκτη έκφραση. «Πώς είπες;» «Όχι». «Τι;» Ο Μάρτιν έβαλε τα γέλια. «Όχι; Πλάκα κάνεις;» «Μπόρις! Δώσ’ τους τον πίνακα!» τραύλισα σχεδόν όταν ο δεύτερος τύπος, ο Φριτς, έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο του φίλου µου και µετά τον άρπαξε από τα µαλλιά και τράβηξε το κεφάλι του πίσω τόσο άγρια, ώστε του ξέφυγε ένα µουγκρητό πόνου. «Ξέρω», είπε ο Μάρτιν, ρίχνοντας µια φιλική µατιά προς το µέρος µου σαν να έλεγε: Απίστευτοι αυτοί οι Ρώσοι, θεοπάλαβοι όλοι τους, έτσι; «Άντε, λοιπόν», είπε στον Μπόρις. «Δώσ’ τον, να φύγουµε». Ο Μπόρις, από την άλλη πλευρά του αµαξιού, βόγκηξε ξανά όταν ο τύπος τού τράβηξε για δεύτερη φορά τα µαλλιά και µου έριξε µια εύγλωττη µατιά, το νόηµα της οποίας κατάλαβα τόσο ξεκάθαρα όσο αν είχε προφέρει τις λέξεις δυνατά, µε όλη τη σαφήνεια και την αίσθηση του επείγοντος από τις µέρες που κάναµε καριέρα ως κλεφτρόνια: Τρέχα να γλιτώσεις, Πότερ, φύγε. «Μπόρις», είπα έπειτα από µια παύση γεµάτη δυσπιστία, «σε παρακαλώ, δώσ’ τους τον, να τελειώνουµε». Όµως εκείνος απλώς βόγκηξε ξανά, απελπισµένα, όταν ο Φριτς του κοπάνησε µε δύναµη το όπλο στο πιγούνι, ενώ ο Μάρτιν πλησίασε για να πάρει τον πίνακα. «Θαυµάσια. Ευχαριστώ γι’ αυτό», είπε ικανοποιηµένος, τοποθετώντας το όπλο στη θήκη κάτω από τη µασχάλη του και αρχίζοντας να παλεύει µε το σπάγκο, τον οποίο ο Μπόρις είχε δέσει σε έναν πεισµατάρικο µικρό κόµπο. «Όλα καλά». Τα δάχτυλά του δεν ήταν και τόσο επιδέξια, και, βλέποντάς τον από πιο κοντά τη στιγµή που πλησίασε για να πάρει τον πίνακα, κατάλαβα γιατί: Ήταν φτιαγµένος µέχρι τα µπούνια. «Τέλος πάντων». Ο Μάρτιν έριξε µια µατιά πάνω από τον ώµο του σαν να ήθελε να συµπεριλάβει απόντες φίλους στο αστείο και στη συνέχεια στράφηκε πάλι µπροστά. «Λυπάµαι. Πήγαινέ τους εκεί, Φριτς», είπε, απασχοληµένος πάντα µε τον πίνακα, γνέφοντας προς µια βυθισµένη στη σκιά γωνιά του γκαράζ που θύµιζε µπουντρούµι, πιο σκοτεινή από τον υπόλοιπο χώρο, κι όταν ο Φριτς έστρεψε ελαφρώς τον κορµό του µακριά από τον Μπόρις για να µε απειλήσει µε το όπλο –Έλα, τον άκουσες, κι εσύ µαζί–, συνειδητοποίησα, παγώνοντας από τη φρίκη, αυτό που ο Μπόρις ήξερε ότι θα συνέβαινε από την πρώτη στιγµή που τους είχε δει, το λόγο που µε είχε παρακινήσει βουβά να το βάλω στα πόδια, ή έστω να κάνω µια προσπάθεια να σωθώ. Αλλά στον απειροελάχιστο χρόνο που χρειάστηκε ο Φριτς για να µου γνέψει µε το όπλο, ο Μπόρις άδραξε την ευκαιρία και πέταξε το τσιγάρο του, µέσα σε µια βροχή από σπίθες. Ο Φριτς έδωσε µια στο µάγουλό του κραυγάζοντας πονεµένα, για να υποχωρήσει στη συνέχεια παραπατώντας και χτυπώντας µανιασµένα το κολάρο του πουκαµίσου του, εκεί όπου είχε πέσει η καύτρα. Την ίδια στιγµή ο Μάρτιν, απασχοληµένος µε τον πίνακα, ακριβώς απέναντί µου, σήκωσε το βλέµµα, κι εγώ τον κοίταζα ακόµα αποσβολωµένος πάνω από τον ουρανό του αµαξιού, όταν το άκουσα, στα δεξιά µου, τρεις εκκωφαντικούς κρότους που µας έκαναν να στραφούµε ταυτόχρονα στο πλάι. Με τον τέταρτο (µορφάζοντας έντροµος, µε τα µάτια κλειστά), ένας ζεστός πίδακας αίµατος τινάχτηκε πάνω από τον ουρανό του αυτοκινήτου και µε
χτύπησε καταπρόσωπο, κι όταν άνοιξα πάλι τα µάτια, ο µικρός Ασιάτης οπισθοχωρούσε τροµοκρατηµένος και σκούπιζε το χέρι του πάνω στο πανωφόρι του, αφήνοντας µια µατωµένη µουντζούρα που το έκανε να µοιάζει µε ποδιά χασάπη, ενώ εγώ κοίταζα τη φωτεινή επιγραφή Beetaalautomaat op εκεί όπου µέχρι πριν από µερικά δευτερόλεπτα βρισκόταν το κεφάλι του Μπόρις. Ένα ποτάµι αίµατος κυλούσε κάτω από το αυτοκίνητο, και ο Μπόρις ήταν πεσµένος µπρούµυτα κάτω, στηριγµένος στους αγκώνες, µε τα πόδια του να κινούνται σπασµωδικά καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί, κι εγώ δεν µπορούσα να δω αν ήταν χτυπηµένος, και πρέπει να έτρεξα κοντά του, γιατί ξαφνικά βρισκόµουν από την άλλη µεριά του αµαξιού και αγωνιζόµουν να τον σηκώσω όρθιο, αίµα παντού, ο Φριτς ένα µάτσο χάλια, σωριασµένος µε την πλάτη στην πόρτα του αυτοκινήτου µε µια τρύπα σε µέγεθος µπάλας του µπέιζµπολ στο πλαϊνό µέρος του κεφαλιού του, και µόλις είχα προσέξει το όπλο του Φριτς πεσµένο λίγο πιο κει, όταν άκουσα µια επιτακτική κραυγή από τον Μπόρις και είδα τον Μάρτιν, µε τα µάτια µισόκλειστα σε δυο σχισµές και το µανίκι µουλιασµένο στο αίµα, να έχει το χέρι του κάτω από τη µασχάλη και να προσπαθεί να βγάλει το όπλο του. Είχε συµβεί προτού καν συµβεί, σαν να «πήδηξε» κάποιο DVD µεταφέροντάς µε πιο µπροστά στο χρόνο, γιατί δε θυµάµαι καθόλου να παίρνω το πιστόλι από το πάτωµα, θυµάµαι µόνο ένα κλότσηµα τόσο δυνατό, ώστε τίναξε το µπράτσο µου ψηλά στον αέρα, δεν άκουσα καν την εκπυρσοκρότηση παρά µόνο αφού ένιωσα το κλότσηµα και πετάχτηκε προς τα πίσω ο κάλυκας και µε χτύπησε στο πρόσωπο, και πυροβόλησα ξανά, µε τα µάτια µισόκλειστα από τον κρότο, το µπράτσο µου να τινάζεται σε κάθε πυροβολισµό, η σκανδάλη σκληρή, είχε κάτι το άκαµπτο, σαν να τραβούσα το µάνταλο µιας πολύ βαριάς πόρτας, παράθυρα αυτοκινήτων να γίνονται θρύψαλα και ο Μάρτιν να υψώνει το ένα χέρι, γυαλί ασφαλείας να θρυµµατίζεται και θραύσµατα τσιµέντου να πετάγονται από µια κολόνα, είχα πετύχει τον Μάρτιν στον ώµο, το µαλακό γκρίζο ύφασµα του παλτού του µουλιασµένο και σκούρο, ένας σκουρόχρωµος λεκές που άπλωνε, µυρωδιά κορδίτιδας και εκκωφαντικός αντίλαλος που µε έστειλε να ζαρώσω τόσο βαθιά µέσα στο κρανίο µου, ώστε ήταν λιγότερο σαν ήχος που δονούσε τα τύµπανα των αφτιών µου και περισσότερο σαν τοίχος που γκρεµιζόταν µε πάταγο µέσα στο µυαλό µου και µε πήγαινε πίσω σε κάποια ανελέητη εσωτερική σκοτεινιά από τα παιδικά µου χρόνια, και τα φιδίσια µάτια του Μάρτιν καρφωµένα στα δικά µου καθώς βουτούσε µπροστά και στήριζε το όπλο του στον ουρανό του αµαξιού, οπότε πυροβόλησα ξανά και τον πέτυχα πάνω από το µάτι, µια κόκκινη έκρηξη που µε έκανε να µορφάσω, και τότε άκουσα κάπου πίσω µου ήχο ποδιών που έτρεχαν πάνω στο τσιµέντο, ήταν το αγόρι, ένα άσπρο σακάκι που κινούνταν προς την έξοδο µε τον πίνακα στερεωµένο κάτω από τη µασχάλη, ανεβαίνοντας τη ράµπα προς το δρόµο, βήµατα που αντηχούσαν στον επενδυµένο µε πλακάκια χώρο, και παραλίγο να το πυροβολήσω κι αυτό, µόνο που ξαφνικά ήταν µια τελείως διαφορετική στιγµή, και εγώ είχα την πλάτη µου γυρισµένη στο αυτοκίνητο και είχα διπλωθεί στα δύο µε τα χέρια στηριγµένα στα γόνατά µου, και το όπλο είχε πέσει στο έδαφος, δε θυµόµουν να το αφήνω να µου πέφτει από τα χέρια, παρότι ο κρότος είχε καταγραφεί, και µάλιστα επαναλαµβανόταν ανούσια, ενώ εγώ άκουγα ακόµα τους αντίλαλους και αισθανόµουν τον κραδασµό του όπλου σε ολόκληρο το µπράτσο µου, µε το στοµάχι µου να συσπάται οδυνηρά καθώς ένιωθα το αίµα του Φριτς να σέρνεται και να κουλουριάζεται πάνω στη γλώσσα µου. Μες στο σκοτάδι ήχος ποδιών που έτρεχαν, αλλά δεν µπορούσα να δω τίποτα, δεν µπορούσα να κουνηθώ, όλα µαύρα στην περιφέρεια της όρασής µου, κι εγώ να πέφτω παρότι δεν έπεφτα, γιατί µε κάποιον τρόπο βρέθηκα καθισµένος σε ένα χαµηλό τοιχάκι, µε το κεφάλι ανάµεσα στα γόνατά µου, να ατενίζω µια κηλίδα από κόκκινο σάλιο ή εµετό που λέκιαζε το
γυαλιστερό, περασµένο µε εποξική βαφή τσιµέντο ανάµεσα στα παπούτσια µου, και ο Μπόρις, να και ο Μπόρις, λαχανιασµένος και ξέπνοος και µατωµένος, να γυρίζει τρέχοντας, η φωνή του από χιλιάδες χιλιόµετρα µακριά: Είσαι καλά, Πότερ; Ξέφυγε, δεν τον πρόλαβα, την κοπάνησε. Έτριψα το πρόσωπο µε την παλάµη µου και κοίταξα την κόκκινη κηλίδα στο χέρι µου. Ο Μπόρις µου µιλούσε ακόµα µε επιτακτικό τόνο, αλλά, παρότι µε ταρακουνούσε από τον αγκώνα, το µόνο που αντιλαµβανόµουν ήταν η κίνηση στο στόµα του και άναρθροι φθόγγοι που έφταναν σ’ εµένα µέσα από ηχοµονωτικό γυαλί. Ο καπνός από την κάννη του όπλου είχε, παραδόξως, την ίδια αψάδα της αµµωνίας µε τις πιο βίαιες καταιγίδες στο Μανχάταν και τα µουλιασµένα πλακόστρωτα της πόλης. Λουλακιές κουκκίδες στην πόρτα ενός ανοιχτογάλαζου Mini. Πιο κοντά, σαν έρπον σκοτάδι κάτω από το αµάξι του Μπόρις, µια γυαλιστερή µεταξένια λίµνη πλάτους περίπου εξήντα εκατοστών απλωνόταν και κοντοζύγωνε σαν αµοιβάδα, και αναρωτήθηκα µηχανικά σε πόσο χρόνο θα έφτανε στο παπούτσι µου και τι θα έκανα τότε. Ο Μπόρις µου κατάφερε µια γερή κατραπακιά στο πλάι του κεφαλιού, δυνατή αλλά χωρίς ένταση από πίσω της: ένα απρόσωπο χτύπηµα, σαν να έκανε ανάνηψη. «Έλα», είπε. «Τα γυαλιά σου», πρόσθεσε µε ένα νεύµα. Τα γυαλιά µου, πασαλειµµένα µε αίµα αλλά αλώβητα, ήταν πεσµένα δίπλα στο πόδι µου. Δεν είχα πάρει χαµπάρι πότε έπεσαν. Ο Μπόρις έσκυψε και τα µάζεψε ο ίδιος, τα σκούπισε στο µανίκι του και µου τα έδωσε. «Έλα», είπε, πιάνοντάς µε από το µπράτσο για να µε τραβήξει όρθιο. Η φωνή του ήταν ατάραχη και καθησυχαστική, παρότι ήταν πιτσιλισµένος µε αίµα και ένιωθα τα χέρια του να τρέµουν. «Τέλειωσε τώρα. Μας έσωσες». Οι πυροβολισµοί είχαν πυροδοτήσει την παλιά εµβοή, ήταν λες και ένα ολόκληρο σµήνος από ακρίδες βόµβιζε µέσα στα αφτιά µου. «Τα κατάφερες σπουδαία. Έλα από δω τώρα. Βιάσου». Με οδήγησε πίσω από το γυάλινο κουβούκλιο του γραφείου, σκοτεινό και κλειδωµένο. Το χοντρό καµηλό παλτό µου ήταν λεκιασµένο µε αίµα και ο Μπόρις µού το έβγαλε σαν υπάλληλος βεστιαρίου, το γύρισε το µέσα έξω και το κρέµασε πάνω σε ένα τσιµεντένιο κολονάκι. «Θ’ αναγκαστείς να το ξεφορτωθείς», είπε, ριγώντας ολόκληρος. «Και το πουκάµισο. Όχι τώρα, µετά. Τώρα» –ανοίγοντας µια πόρτα, σπρώχνοντάς µε να µπω πρώτος και ανάβοντας ένα φως– «έλα δω». Υγρό αποχωρητήριο, µυρωδιά αποσµητικού λεκάνης και ούρων. Πουθενά νιπτήρας, µια σκέτη βρύση και η τρύπα της αποχέτευσης στο πάτωµα. «Γρήγορα, γρήγορα», µε παρότρυνε ο Μπόρις, ανοίγοντας τέρµα τη βρύση. «Δε µας ενδιαφέρει η τελειότητα. Μόνο... Οχ!» έκρωξε όταν έσκυψε και έβαλε το κεφάλι του κάτω από τη βρύση, ρίχνοντας άφθονο νερό στο πρόσωπό του και τρίβοντάς το ζωηρά µε την παλάµη του. «Το µπράτσο σου», είπα, χωρίς να καταλάβω ότι µιλούσα. Είχε µια παράξενη κλίση. «Ναι, ναι» –πιτσιλίζοντας κρύο νερό παντού, αποτραβώντας για λίγο το κεφάλι για να πάρει µια ανάσα– «µε πήρε ξώφαλτσα, δεν είναι σοβαρό, µια γρατσουνιά µόνο. Ω Θεέ µου!» Μιλώντας γρήγορα και φτύνοντας το νερό που κυλούσε στο στόµα του. «Έπρεπε να είχα ακούσει εσένα. Προσπάθησες να πεις! Μπόρις, είπες, κάποιος εκεί πίσω. Στην κουζίνα. Αλλά σ’ άκουσα; Σου ’δωσα σηµασία; Όχι. Εκείνο το αρχίδι το Κινεζάκι ήταν το αγόρι του Σάσα! Γου, Γκου, ούτε που θυµάµαι τ’ όνοµά του. Εγώ...» Έβαλε πάλι το κεφάλι του κάτω από τη βρύση, λέγοντας κάτι ακατάληπτο µέσα στο νερό, πριν τραβηχτεί ξανά πίσω. «Έσωσες τα τοµάρια µας, Πότερ! Μας είχα για χαµένους από χέρι...» Υποχώρησε ένα βήµα και έτριψε το πρόσωπό
του, αναψοκοκκινισµένο, µουσκεµένο. «Ωραία», είπε, σκουπίζοντας το νερό από τα µάτια του. Ύστερα παραµέρισε και µε τράβηξε µπροστά στην ανοιχτή βρύση. «Σειρά σου τώρα. Το κεφάλι από κάτω – ναι, ναι, µπούζι!» Κρατώντας µε εκεί όταν προσπάθησα να τραβηχτώ. «Συγνώµη! Ξέρω! Χέρια, πρόσωπο...» Νερό κρύο σαν πάγος, πνιγόµουν, έµπαινε στη µύτη µου, δεν είχα νιώσει ποτέ µου τόσο ξεπαγιασµένος, αλλά σίγουρα µε συνέφερε κάπως. «Βιάσου, βιάσου», µε παρότρυνε ο Μπόρις, τραβώντας µε να ισιώσω την πλάτη µου. «Το κοστούµι σου είναι σκούρο, δε φαίνεται. Για το πουκάµισο δε γίνεται τίποτα, σηκώνουµε το γιακά... Άσε, το κάνω εγώ. Έχεις κασκόλ στο αµάξι, ναι; Μπορείς να το τυλίξεις στο λαιµό σου; Όχι, όχι, ξέχνα το». Τρέµοντας ολόκληρος, έψαχνα στα τυφλά για το παλτό µου. Τα δόντια µου χτυπούσαν από το κρύο, όλο το πάνω µισό του σώµατός µου ήταν µουσκεµένο µέχρι το κόκαλο. «Τέλος πάντων, φόρα το πριν παγώσεις, αλλά όπως είναι, το µέσα έξω». «Το µπράτσο σου». Παρότι το δικό του παλτό ήταν σκουρόχρωµο και ο φωτισµός άθλιος, µπορούσα να δω το καµένο αποτύπωµα στο ύψος του δικεφάλου του, όπου το µαύρο µάλλινο ύφασµα κολλούσε από το αίµα. «Ξέχνα το, δεν είναι τίποτα. Θεέ µου, Πότερ!» Έβαλε πλώρη για το αυτοκίνητο σχεδόν τρέχοντας, µ’ εµένα να ταχύνω το βήµα για να τον προφτάσω, έντροµος µήπως τον έχανα, µήπως µε άφηνε εκεί. «Ο Μάρτιν! Αυτός ο µπάσταρδος ήταν διαβητικός, χρόνια έλπιζα ότι θα πέθαινε. Γερο-ροκά, σου χρωστάω χάρη!» πρόσθεσε, κρύβοντας στην τσέπη του το περίστροφο και βγάζοντας ένα σακουλάκι µε άσπρη σκόνη, το οποίο άνοιξε και άρχισε να τη σκορπίζει τριγύρω. «Αυτό ήταν», είπε, τινάζοντας τα χέρια του και κάνοντας ένα βήµα πίσω. Ήταν κάτωχρος, το βλέµµα του πυρετώδες, κι ακόµα κι όταν µε κοίταζε, ήταν σαν να µη µε έβλεπε. «Δε θα ψάξουν παραπάνω. Σίγουρα θα ’χει κι ο Μάρτιν πάνω του, ήταν εντελώς µαστουρωµένος, το είδες κι εσύ, έτσι; Γι’ αυτό ήταν τόσο αργοκίνητος, και αυτός και ο Φριτς. Δεν περίµεναν το τηλεφώνηµα, δεν περίµεναν ότι θα χρειαζόταν να βγουν απόψε. Θεέ µου» –κλείνοντας τα µάτια σφιχτά– «ήµασταν τυχεροί». Κάθιδρος, άσπρος σαν το πανί, σκουπίζοντας το µέτωπό του. «Ο Μάρτιν µε ξέρει, ξέρει τι κουβαλάω, δεν περίµενε πως θα είχα και δεύτερο πιστόλι, κι εσένα... εσένα δε σε υπολόγισαν καθόλου στην εξίσωση. Μπες στο αµάξι», είπε. «Όχι, όχι». Με έπιασε από το µπράτσο, καθώς τον είχα ακολουθήσει στη µεριά του οδηγού περπατώντας σαν υπνοβάτης. «Όχι από δω, είναι χάλια». Σταµάτησε απότοµα, αφήνοντας να κυλήσει µια ολόκληρη αιωνιότητα στο πράσινο τρεµουλιαστό φως, πριν σκύψει να µαζέψει το δικό του όπλο από το πάτωµα, το οποίο, αφού πρώτα καθάρισε µε ένα µαντίλι από την τσέπη του, άφησε να πέσει κάτω, κρατώντας το προσεκτικά πάνω από το ύφασµα. «Ουφ!» έκανε, παίρνοντας µερικές ανάσες. «Αυτό θα τους µπερδέψει αρκετά. Θα φάνε χρόνια προσπαθώντας να ανακαλύψουν την προέλευσή του». Σταµάτησε κρατώντας το λαβωµένο µπράτσο του µε το ένα χέρι και µε κοίταξε εξεταστικά από πάνω µέχρι κάτω. «Μπορείς να οδηγήσεις;» Δεν µπορούσα ούτε να απαντήσω. Έτρεµα από το σοκ, το κεφάλι µου γύριζε. Η καρδιά µου, µετά τη σύγκρουση και το πάγωµα της στιγµής, είχε αρχίσει να χτυπάει µε δυνατούς, κοφτούς, σχεδόν οδυνηρούς παλµούς, λες και µου έριχναν γροθιές στη µέση του στέρνου. Ο Μπόρις κούνησε το κεφάλι και πλατάγισε τη γλώσσα του αποδοκιµαστικά. «Άντε από την άλλη», είπε όταν τον ακολούθησα ξανά, µε πόδια που θαρρείς και είχαν αποκτήσει ανεξάρτητη βούληση. «Όχι, όχι», συνέχισε, οδηγώντας µε στη µεριά του συνοδηγού, ανοίγοντας την πόρτα και σπρώχνοντάς µε να µπω.
Ήµουν µουσκίδι. Έτρεµα ολόκληρος. Ήθελα να ξεράσω. Στο πάτωµα: πακετάκι τσίχλες Stimorol. Οδικός χάρτης: Φρανκφούρτη Όφενµπαχ Χάναου. Ο Μπόρις έκανε τρεις φορές τον κύκλο του αυτοκινήτου, ελέγχοντας τα πάντα. Τελικά, ήρθε προσεκτικά στην πλευρά του οδηγού –περπατώντας κάπως άτσαλα, µέχρι που συνειδητοποίησα ότι προσπαθούσε να µην πατήσει στο αίµα– και κάθισε πίσω από το τιµόνι. Το έπιασε µε τα δυο του χέρια και πήρε µια βαθιά ανάσα. «Ωραία», είπε, αδειάζοντας αργά τα πνευµόνια του, µονολογώντας σαν πιλότος που ελέγχει τα όργανα πριν φύγει για αποστολή. «Ζώνη ασφαλείας. Κι εσύ, έτσι; Τα πίσω φανάρια λειτουργούν; Τα φώτα των φρένων;» Πασπάτεψε τις τσέπες του για κάτι, ίσιωσε περισσότερο την πλάτη του καθίσµατος, άναψε το καλοριφέρ στο φουλ. «Ρεζερβουάρ γεµάτο, ωραία. Θερµαινόµενα καθίσµατα σε λειτουργία – θα ζεσταθούµε µια ώρα αρχύτερα. Δεν πρέπει να µας σταµατήσουν», µου εξήγησε. «Επειδή δεν µπορώ να οδηγώ». Κάθε είδους υπόκωφοι ήχοι: τρίξιµο δερµάτινου καθίσµατος, νερό που στάλαζε από το µουλιασµένο µανίκι µου. «Δεν µπορείς να οδηγείς;» ρώτησα στην εκκωφαντική σιωπή. «Δηλαδή, φυσικά και µπορώ». Αµυντικός τόνος. «Οδηγούσα. Εγώ...» Έβαλε µπροστά το αυτοκίνητο και βγήκε µε την όπισθεν, µε το µπράτσο του στην πλάτη του καθίσµατός µου. «Καλά, εσύ γιατί νοµίζεις ότι έχω οδηγό; Για τόσο ψώνιο µ’ έχεις; Όχι, έχω µία» –τεντωµένος δείκτης– «µία καταδίκη για οδήγηση σε κατάσταση µέθης». Έκλεισα τα µάτια µου για να µη δω το άψυχο, αιµόφυρτο πτώµα καθώς περνούσαµε από δίπλα. «Αν, λοιπόν, µε σταµατήσουν, θα µε στείλουν πακέτο στο Τµήµα, κι αυτό δε θέλουµε καθόλου να συµβεί». Μόλις που άκουγα τη φωνή του και ξεχώριζα τις λέξεις πάνω από το δυνατό βόµβο µέσα στο κεφάλι µου. «Θα χρειαστεί να µε βοηθήσεις όµως. Όπως να προσέχεις για οδικά σήµατα και να µου λες αν πάω να µπω σε λεωφορειολωρίδα. Οι ποδηλατόδροµοι είναι βαµµένοι κόκκινοι εδώ, απαγορεύεται να οδηγείς σ’ αυτούς, γι’ αυτό βοήθα µε να τους αποφεύγω». Είχαµε βγει στην Όβερτοουµ και κατευθυνόµασταν πάλι πίσω προς το κέντρο του Άµστερνταµ. Eπιγραφές: De Sleutelkluis, Vacatures, Digitaal Printen, Haji Telecom, Onbeperkt Genieten, αραβικά γράµµατα, φωτάκια που έρεαν, ήταν σαν εφιάλτης, δε θα ξέφευγα ποτέ από αυτόν το δρόµο. «Χριστέ µου, καλύτερα να κόψω ταχύτητα», είπε ανήσυχος ο Μπόρις. Έδειχνε παγωµένος και εξουθενωµένος. «Trajectcontrole. Βοήθα µε να προσέχω τα σήµατα». Λεκές αίµατος στη µανσέτα µου. Μεγάλες, χοντρές σταγόνες. «Trajectcontrole: Ένα µηχάνηµα που λέει στην αστυνοµία αν παραβιάζεις το όριο ταχύτητας. Οδηγούν συµβατικά αυτοκίνητα, δε φαντάζεσαι πόσα, και µερικές φορές απλώς σε ακολουθούν για ώρα πριν σε σταµατήσουν... Αν και είµαστε τυχεροί, δεν έχει και πολλή κίνηση σ’ αυτά τα µέρη απόψε. Επειδή είναι Σαββατοκύριακο, υποθέτω, και γιορτές. Αυτή δεν είναι από τις γειτονιές όπου συρρέει ο κόσµος τα Χριστούγεννα, αν µε πιάνεις... Κατάλαβες τι έγινε εκεί πίσω, έτσι;» είπε ο Μπόρις, παίρνοντας µια βαθιά ανάσα και τρίβοντας δυνατά τη µύτη του. «Όχι». Κάποιος άλλος απάντησε, όχι εγώ. «Είναι απλό: ο Χορστ. Εκείνοι οι δύο τύποι ήταν τσιράκια του Χορστ. Ο Φριτς είναι ίσως το µόνο άτοµο στο Άµστερνταµ που ήξερε ότι µπορούσε να στείλει τόσο άµεσα, αλλά ο Μάρτιν... γαµώτο!» Μιλούσε πολύ γρήγορα και ασύνδετα, τόσο γρήγορα, ώστε µόλις που ξεχώριζα τις
λέξεις, ενώ τα µάτια του ήταν σαν γυάλινα. «Ποιος ήξερε ότι ήταν στο Άµστερνταµ ο Μάρτιν; Ξέρεις πώς γνωρίστηκαν ο Χορστ και ο Μάρτιν;» µε ρώτησε, ρίχνοντάς µου µια πλάγια µατιά. «Σε ψυχιατρική κλινική! Κυριλέ ψυχιατρική κλινική στην Καλιφόρνια! “Hotel California”, έτσι την έλεγε ο Χορστ! Τότε που του µιλούσαν ακόµα οι συγγενείς του. Ο Χορστ είχε µπει για απεξάρτηση, αλλά ο Μάρτιν ήταν εκεί επειδή είναι πραγµατικός ψυχάκιας, µε τη βούλα. Απ’ αυτούς που µπορούν να σου καρφώσουν µαχαίρι στο µάτι. Έχω δει τον Μάρτιν να κάνει πράγµατα που δε θέλω ούτε να θυµάµαι. Εγώ...» «Το µπράτσο σου». Τον πονούσε. Έβλεπα τα δάκρυα που ανάβλυζαν από τα µάτια του. Ο Μπόρις µόρφασε. «Μπα! Αστείο πράγµα. Δεν είναι τίποτα. Αχ!» έκανε και σήκωσε λίγο τον αγκώνα του για να µε αφήσει να περάσω το καλώδιο του φορτιστή γύρω από το µπράτσο του – αφού το τράβηξα από το ταµπλό, το τύλιξα δύο φορές πάνω από την πληγή και το έδεσα όσο πιο σφιχτά µπορούσα. «Έξυπνο! Καλό µέσο προφύλαξης. Ευχαριστώ. Αν και δεν ήταν και τόσο ανάγκη. Μια γρατσουνιά είναι, µε πήρε τελείως ξώφαλτσα. Καλά που είναι τόσο χοντρό το παλτό µου! Θα το καθαρίσω, θα πάρω κανένα αντιβιοτικό και κάτι για τον πόνο, και θα ’µαι πάλι του κουτιού. Πρέπει» –βαθιά, τρεµουλιαστή ανάσα– «πρέπει να βρω τον Γιούρι και τον Τσέρι. Ελπίζω να πήγαν κατευθείαν στο Blake’s. Κι ο Ντίµα... Πρέπει να µάθει κι ο Ντίµα για το χαµό στο γκαράζ του. Δε θα χαρεί –θα πλακώσουν οι µπάτσοι, µεγάλος µπελάς–, αλλά θα φανεί τυχαίο. Δεν υπάρχει τίποτα που να τον συνδέει µε την υπόθεση». Φανάρια αυτοκινήτων µπροστά µας. Το αίµα να µουγκρίζει στα αφτιά µου. Δεν κυκλοφορούσαν πολλά αµάξια στο δρόµο, αλλά καθένα που περνούσε µε έκανε να τινάζοµαι έντροµος. Ο Μπόρις βόγκηξε και έσυρε την παλάµη στο πρόσωπό του. Έλεγε κάτι, ακατανόητο µες στη βιασύνη και στην ταραχή του. «Τι;» «Λέω, είναι µεγάλο µπλέξιµο. Ακόµα προσπαθώ να βγάλω άκρη». Φωνή κοφτή που έσπαγε κάπου κάπου. «Γιατί άκου τι αναρωτιέµαι τώρα: Μπορεί να κάνω λάθος, µπορεί να γίνοµαι παρανοϊκός, αλλά µήπως ο Χορστ ήξερε από την αρχή; Ότι πήρε ο Σάσα τον πίνακα; Αλλά, πάλι, ο Σάσα έβγαλε τον πίνακα από τη Γερµανία και προσπάθησε να τον βάλει ενέχυρο για να δανειστεί λεφτά πίσω από την πλάτη του Χορστ. Και τότε, όταν στράβωσε η φάση, ο Σάσα πανικοβάλλεται και... σε ποιον άλλο µπορεί να τηλεφωνήσει; Βέβαια, απλώς σκέφτοµαι µεγαλόφωνα τώρα, ίσως ο Χορστ να µην ήξερε ότι ο Σάσα είχε βουτήξει τον πίνακα, ίσως να µην το µάθαινε ποτέ αν ο Σάσα δεν ήταν τόσο µαλάκας ώστε... Ανάθεµά τον το γαµηµένο περιφερειακό!» ξέσπασε ξαφνικά. Είχαµε βγει από την Όβερτοουµ και κάναµε γύρους. «Πού πρέπει να στρίψω; Άναψε τον πλοηγό». «Εγώ...» Άρχισα να πατάω κουµπιά στην τύχη, ακατανόητες λέξεις, µενού που δεν έβγαζε νόηµα, Geheugen, Plaats, επιλογές στα κουτουρού, άλλο µενού, Gevarieerd, Achtergrond. «Δεν πάει στο διάολο! Ας πάµε από δω. Αµάν, παρά τρίχα!» βόγκηξε ο Μπόρις, παίρνοντας πολύ κλειστά και άγαρµπα τη στροφή. «Έχεις κότσια, Πότερ. Ο Φριτς... ο Φριτς ήταν εντελώς φευγάτος, κοιµόταν όρθιος, αλλά ο Μάρτιν... Θεέ µου! Και τότε εσύ... Πού το ’κρυβες τόσο τσαγανό; Προσκυνώ! Δε σε υπολόγιζα καν. Αλλά εσύ ήσουν εκεί! Και λες ότι δεν έχεις ξαναπιάσει όπλο στη ζωή σου;» «Όχι». Υγροί µαύροι δρόµοι. «Λοιπόν, θα σου πω κάτι που ίσως ακουστεί κάπως, αλλά το λέω σαν κοµπλιµέντο.
Πυροβολείς σαν κορίτσι. Και ξέρεις γιατί είναι κοµπλιµέντο; Επειδή», συνέχισε µε µια γεµάτη έξαψη, πυρετώδη ένταση στη φωνή του, «σε κατάσταση κινδύνου, ανάµεσα σε έναν άντρα που δεν έχει πυροβολήσει ποτέ και σε µια γυναίκα που δεν έχει πυροβολήσει ποτέ, η γυναίκα –έτσι έλεγε ο Μπόµπο– είναι πολύ πιθανότερο να σκοτώσει το στόχο της. Ενώ οι περισσότεροι άντρες... Θέλουν να φανούν σκληροί, έχουν δει πολλές ταινίες, γίνονται ανυπόµονοι και πατάνε τη σκανδάλη πριν στοχεύσουν... Γαµώτο!» έκρωξε, πατώντας απότοµα φρένο. «Τι;» «Δεν το θέλουµε αυτό». «Ποιο αυτό;» «Είναι κλειστός ο δρόµος». Πισωγύρισε µε την όπισθεν µέχρι την πρώτη διασταύρωση. Οδικά έργα. Οδοφράγµατα µε µπουλντόζες από πίσω, άδεια κτίρια µε µπλε µουσαµάδες να καλύπτουν τα παράθυρα. Στοίβες σωληνώσεων, τσιµεντόλιθοι, γκράφιτι στα ολλανδικά. «Τι θα κάνουµε;» ρώτησα στη µουδιασµένη σιωπή που ακολούθησε όταν στρίψαµε σε ένα δρόµο που φαινόταν να µην έχει καθόλου φανοστάτες. «Ε... δε βλέπω καµία γέφυρα εδώ για να περάσουµε απέναντι. Και µάλλον είναι αδιέξοδο, συνεπώς...» «Όχι, εννοούσα τι θα κάνουµε». «Για ποιο πράγµα;» «Εγώ...» Τα δόντια µου χτυπούσαν τόσο ανεξέλεγκτα, ώστε ήθελε προσπάθεια για να αρθρώσω τις λέξεις. «Μπόρις, είµαστε χαµένοι». «Όχι! Δεν είµαστε. Το όπλο του Γκρόζνταν» –χτύπησε νευρικά την τσέπη του σακακιού του– «θα το ρίξω στο κανάλι. Πώς θα το συνδέσουν µ’ εµένα, αφού δε θα µπορούν να το συνδέσουν ούτε µ’ εκείνον; Και... δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να µας ενοχοποιεί. Το όπλο µου; Καθαρό. Χωρίς σειριακό αριθµό. Μέχρι και τα λάστιχα του αυτοκινήτου είναι καινούρια! Θα δώσω το αµάξι στον Γιούρι και θα τ’ αλλάξει απόψε κιόλας. Κοίτα», µου είπε επιτακτικά όταν δεν απάντησα, «µην ανησυχείς! Είµαστε ασφαλείς! Θες να το ξαναπώ; Α-ΣΦΑ-ΛΕΙΣ!» (συλλαβίζοντάς το, και µάλιστα µετρώντας τις συλλαβές στα δάχτυλά του). Πέφτοντας σε µια λακκούβα, ζάρωσα έντροµος σε µια αντανακλαστική αντίδραση, κρύβοντας το πρόσωπο στα χέρια µου. «Και θες να σου πω και τον πιο σηµαντικό λόγο; Είµαστε ασφαλείς επειδή είµαστε παλιοί φίλοι, επειδή εµπιστευόµαστε ο ένας τον άλλο. Και επειδή... Χριστέ µου, µπάτσος, στάσου να κόψω!» Το βλέµµα καρφωµένο στα παπούτσια µου. Παπούτσια, παπούτσια, παπούτσια. Το µόνο που µπορούσα να σκεφτώ ήταν η στιγµή που τα φορούσα λίγες ώρες νωρίτερα, τότε που δεν είχα σκοτώσει ακόµα κανέναν. «Γιατί, Πότερ, Πότερ, σκέψου λίγο. Άκουσέ µε λίγο, σε παρακαλώ. Αν ήµουν ένας ξένος, κάποιος που δεν ήξερες ή δεν εµπιστευόσουν... Αν έφευγες τώρα από το γκαράζ µε έναν ξένο, τότε η ζωή σου θα ήταν δεµένη µε αυτήν ενός ξένου για πάντα. Θα έπρεπε να είσαι πολύ πολύ προσεκτικός µ’ αυτό το άτοµο για όλη σου τη ζωή». Παγωµένα χέρια, παγωµένα πόδια. Σνακ µπαρ, σούπερ µάρκετ, φωταγωγηµένες πυραµίδες από φρούτα και γλυκά, Verkoop Gestart! «Η ζωή σου, η ελευθερία σου, να εξαρτώνται από την αφοσίωση ενός ξένου; Τότε µάλιστα, ν’ ανησυχείς! Κι εγώ µαζί! Θα ήσουν σε πολύ πολύ άσχηµη θέση. Αλλά... κανείς δεν ξέρει τι έγινε εκεί κάτω εκτός από εµάς. Ούτε καν ο Γιούρι!» Ανίκανος να µιλήσω, κούνησα αρνητικά το κεφάλι µου, κοφτά, επίµονα.
«Ποιος άλλος; Το Κινεζάκι;» Κραυγή απέχθειας. «Σε ποιον θα το πει; Είναι ανήλικος και δεν είναι καν νόµιµος στη χώρα. Εδώ δε µιλάει ούτε µία γλώσσα σωστά!» «Μπόρις...» Έγειρα λίγο µπροστά· ένιωθα στα πρόθυρα της λιποθυµίας. «Έχει τον πίνακα». «Αχ!» Ο Μπόρις µόρφασε από τον πόνο. «Πάει αυτός, φοβάµαι». «Τι;» «Μπορεί και για τα καλά. Αρρωσταίνω που το σκέφτοµαι, πονάει η καρδιά µου. Γιατί, σιχαίνοµαι που το λέω, αλλά ο Γου, Γκου ή όπως αλλιώς τον λένε... Μετά απ’ ό,τι είδε; Το µόνο που θα σκεφτεί είναι ο εαυτός του. Θα έχει τρελαθεί από το φόβο. Άνθρωποι πεθαµένοι! Απέλαση! Δε θέλει να µπλέξει µ’ όλα αυτά. Ξέχνα τον πίνακα. Δεν έχει ιδέα για την πραγµατική του αξία. Κι αν βρεθεί πουθενά αντιµέτωπος µε τους µπάτσους; Προκειµένου να πάει έστω και µία µέρα φυλακή... Το µόνο που θα τον νοιάζει θα είναι πώς να τον ξεφορτωθεί. Άρα» – ανασήκωσε κάπως άνευρα τους ώµους– «ας ευχόµαστε να τη σκαπουλάρει, το αρχίδι! Διαφορετικά, πολύ µεγάλη πιθανότητα το ptitsa σου να καταλήξει πεταµένο σε κανένα κανάλι ή να γίνει προσάναµµα...» Το φως από τους φανοστάτες γυάλιζε πάνω στα καπό των παρκαρισµένων αυτοκινήτων. Ένιωθα ασώµατος, αποκοµµένος από τον εαυτό µου. Δεν µπορούσα ούτε να φανταστώ πώς θα ήταν να ξαναγύριζα µέσα στο σώµα µου. Στο µεταξύ, ήµασταν πίσω στην παλιά πόλη, κροτάλισµα τροχών στο καλντερίµι, νυχτερινό ασπρόµαυρο τοπίο βγαλµένο κατευθείαν από πίνακα του Αρτ φαν ντερ Νέερ, µε το δέκατο έβδοµο αιώνα να πιέζει ασφυκτικά από όλες τις πλευρές και ασηµένια νοµίσµατα να χορεύουν πάνω στα µαύρα νερά του καναλιού. «Οχ, κλειστός κι αυτός!» βόγκηξε ο Μπόρις φρενάροντας πάλι, «πρέπει να βρούµε άλλο δρόµο». «Ξέρεις πού είµαστε;» «Και βέβαια ξέρω», απάντησε µε µια µάλλον ανησυχαστική, άτοπη ανεµελιά. «Αυτό εκεί είναι το κανάλι σου. Χέρενχραχτ, το Κανάλι των Κυρίων!» «Ποιο κανάλι;» «Το Άµστερνταµ είναι από τις πιο εύκολες πόλεις για να κυκλοφορείς», συνέχισε σαν να µην είχα µιλήσει. «Στην παλιά πόλη το µόνο που έχεις να κάνεις είναι ν’ ακολουθείς τα κανάλια, ώσπου... Ω, που να πάρει! Κι αυτός κλειστός!» Τονικές διαβαθµίσεις. Απόκοσµα ζωηρά σκοτεινά χρώµατα. Το κάτωχρο φεγγάρι πάνω από τις τριγωνικές κωδωνοειδείς στέγες φάνταζε τόσο µικροσκοπικό, ώστε έµοιαζε µε δορυφόρο άλλου πλανήτη, θαµπό και µυστηριώδες, περιβεβληµένο από φασµατικά σύννεφα φωτισµένα µε πινελιές ανεπαίσθητου γαλάζιου και φαιού. «Μην ανησυχείς, συµβαίνει συνέχεια. Μονίµως κάτι χτίζουν εδώ. Χαµός από εργοτάξια. Όλα αυτά... νοµίζω ότι είναι για µια καινούρια γραµµή του υπογείου, ή κάτι τέτοιο. Όλοι βρίζουν. Ακούγονται πολλές κατηγορίες για καταχρήσεις, µπλα µπλα µπλα. Τα ίδια σε κάθε πόλη, ψέµατα;» Μασούσε τόσο τους φθόγγους, που ακουγόταν σαν µεθυσµένος. «Οδικά έργα παντού, πολιτικοί που πλουτίζουν... Γι’ αυτό κυκλοφορούν όλοι µε ποδήλατο, φτάνεις πιο γρήγορα, µόνο που, µε συγχωρείτε, εγώ δεν καβαλάω ποδήλατο για να πάω πουθενά µία βδοµάδα πριν από τα Χριστούγεννα! Οχ, όχι!» Στενή γέφυρα, απότοµο φρενάρισµα πίσω από µια σειρά αυτοκινήτων. «Τι γίνεται, θα προχωρήσουµε καµιά φορά;» «Εγώ...» Είχαµε ακινητοποιηθεί µπροστά σε µια πεζογέφυρα. Ροζ πιτσιλιές έρεαν µαζί µε τις στάλες της βροχής στα παράθυρα. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν πεζοί ούτε ένα µέτρο µακριά. «Κατέβα απ’ το αµάξι και πήγαινε να δεις. Ή µάλλον περίµενε», πρόσθεσε ανυπόµονα πριν
καν προλάβω να ανασκουµπωθώ. Άναψε τα αλάρµ και κατέβηκε ο ίδιος. Έβλεπα την πλάτη του λουσµένη στο φως των φαναριών, στητή και σαν σκηνοθετηµένη µέσα στα σύννεφα των εξατµίσεων. «Φορτηγάκι», είπε όταν ξαναβρέθηκε πίσω από το τιµόνι, κοπανώντας την πόρτα του οδηγού. Πήρε βαθιά ανάσα και κρέµασε τα µπράτσα του στο τιµόνι. «Τι κάνει;» ρώτησα, κοιτάζοντας δεξιά αριστερά, έντροµος στη σκέψη ότι κάποιος περαστικός µπορεί να πρόσεχε τις στάλες του αίµατος, να ριχνόταν πάνω στο αµάξι, να σφυροκοπούσε τα παράθυρα µε τις γροθιές του, να άνοιγε την πόρτα. «Πού θες να ξέρω; Υπάρχουν υπερβολικά πολλά αυτοκίνητα σ’ αυτή τη γαµηµένη πόλη. Κοίτα», είπε ο Μπόρις, στάζοντας από τον ιδρώτα και κάτωχρος στο ανοιχτό κόκκινο φως των φαναριών του µπροστινού αµαξιού –στο µεταξύ είχαν καταφτάσει κι άλλα οχήµατα πίσω µας, ήµασταν παγιδευµένοι–, «ποιος ξέρει πόσο θα κάτσουµε εδώ. Απέχουµε λίγα τετράγωνα από το ξενοδοχείο σου. Καλύτερα να κατέβεις και να πας µε τα πόδια». «Εγώ...» Ήταν τα φώτα του µπροστινού αµαξιού που έκαναν τις σταγόνες της βροχής στο παρµπρίζ να φαίνονται τόσο κόκκινες; Έκανε µια ανυπόµονη αποπεµπτική κίνηση µε το χέρι. «Πότερ, κατέβα», είπε. «Δεν ξέρω τι τρέχει µε το φορτηγάκι µπροστά. Κάτι µου λέει ότι θα σκάσει µύτη η Τροχαία. Καλύτερα να µην είµαστε µαζί αυτή τη στιγµή. Το Χέρενχραχτ... και να θέλεις, δεν µπορείς να το χάσεις. Τα κανάλια είναι κυκλικά εδώ, το ξέρεις αυτό, έτσι; Πήγαινε προς τα κει» –δείχνοντας– «και θα το βρεις». «Και το µπράτσο σου;» «Δεν είναι τίποτα! Θα έβγαζα το παλτό µου να σου δείξω, αλλά είναι πολύ µπελάς. Άντε, πήγαινε. Εγώ πρέπει να µιλήσω στον Τσέρι». Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του. «Ίσως χρειαστεί να φύγω από την πόλη για λίγο καιρό...» «Τι;» «...αλλά, αν δε µιλήσουµε για ένα διάστηµα, µην ανησυχείς, ξέρω πού είσαι. Καλύτερα να µην προσπαθήσεις να µου τηλεφωνήσεις ή να έρθεις σ’ επαφή. Θα επιστρέψω το γρηγορότερο. Όλα θα πάνε καλά. Πήγαινε, κοίτα να καθαριστείς, το κασκόλ ψηλά στο λαιµό, πιο πάνω! Θα µιλήσουµε σύντοµα. Μη φαίνεσαι έτσι χλοµός και άρρωστος! Έχεις τίποτα πάνω σου; Χρειάζεσαι κάτι;» «Τι;» Ψαχούλεψε στις τσέπες του. «Να, πάρε αυτό». Πλαστικός φάκελος µε πασαλειµµένη σφραγίδα. «Όχι πολύ, είναι τροµερά καθαρό. Ίσα µε το κεφάλι του σπίρτου φτάνει και περισσεύει. Όχι παραπάνω. Κι όταν ξυπνήσεις, δε θα είσαι τόσο χάλια». Πληκτρολόγησε µερικά νούµερα στο κινητό του, ενώ εγώ άκουγα ανήσυχος τη βαριά αναπνοή του. «Να θυµάσαι, κράτα το κασκόλ ψηλά στο σαγόνι σου και περπάτα όσο µπορείς στη σκοτεινή πλευρά του δρόµου. Έφυγες!» φώναξε βλέποντάς µε να κάθοµαι άπρακτος εκεί, τόσο δυνατά, ώστε είδα έναν άντρα στο πεζοδρόµιο της γέφυρας να γυρίζει ξαφνιασµένος. «Βιάσου! Τσέρι», είπε, γέρνοντας πίσω στο κάθισµά του µε σχεδόν απτή ανακούφιση, και άρχισε µια ακατάσχετη πολυλογία στα ρωσικά, ενώ εγώ κατέβαινα από το αµάξι, νιώθοντας διάφανος και εκτεθειµένος στο άπλετο φως των φαναριών από τα καθηλωµένα αυτοκίνητα, και διέσχιζα τη γέφυρα προς τα πίσω, από εκεί που είχαµε έρθει. Η τελευταία εικόνα που είχα από τον Μπόρις ήταν να µιλάει στο τηλέφωνο σκυµµένος έξω από το παράθυρό του µέσα στο απόκοσµο νέφος από εξατµίσεις, προσπαθώντας να δει τι στην ευχή γινόταν µε το φορτηγάκι µπροστά.
xiv.
Η
–ή και ώρες– της περιπλάνησής µου στους δακτυλίους των καναλιών ψάχνοντας για το ξενοδοχείο µου ήταν από τις πιο ελεεινές της ζωής µου, και αυτό λέει αρκετά. Η θερµοκρασία είχε κάνει βουτιά προς τα κάτω, τα µαλλιά µου έσταζαν, τα ρούχα µου επίσης, τα δόντια µου κροτάλιζαν ανεξέλεγκτα από το κρύο. Οι δρόµοι ήταν αρκετά σκοτεινοί ώστε να µοιάζουν ολόιδιοι και συνάµα όχι αρκετά σκοτεινοί για να µου προσφέρουν κάλυψη, όπως περιφερόµουν µε ρούχα λεκιασµένα από το αίµα του άντρα που µόλις είχα σκοτώσει. Περπατούσα βιαστικά στους µαύρους δρόµους, µε τα τακούνια µου να βροντάνε στο πλακόστρωτο µε αλλόκοτη αυτοπεποίθηση, νιώθοντας τόσο άβολα όσο ένας άνθρωπος που ονειρεύεται ότι κυκλοφορεί γυµνός σε εφιάλτη τραβώντας πάνω του την προσοχή, προσπαθώντας να µένω όσο πιο µακριά µπορούσα από τις φωτεινές λίµνες των φανοστατών και πασχίζοντας να καθησυχάσω τον εαυτό µου, µε µικρή επιτυχία, ότι το ανάποδα φορεµένο παλτό µου έδειχνε απόλυτα φυσιολογικό – αλίµονο, σιγά το σπουδαίο πράγµα! Υπήρχαν διαβάτες στο δρόµο, αλλά όχι πολλοί. Από φόβο µη µε αναγνωρίσουν, είχα βγάλει τα γυαλιά µου, γνωρίζοντας εκ πείρας ότι ήταν το πιο «ιδιαίτερο χαρακτηριστικό» µου, αυτό που πρόσεχαν πρώτο οι άλλοι και αποτύπωναν στη µνήµη τους, και, παρότι αυτό καθόλου δε µε διευκόλυνε να βρω το δρόµο µου, ταυτόχρονα µου έδινε µια εντελώς παράλογη αίσθηση ασφάλειας και κάλυψης: ακατανόητες πινακίδες δρόµων και θολά φωτεινά στεφάνια γύρω από τους φανοστάτες να µετεωρίζονται µες στο σκοτάδι, θαµπά φώτα αυτοκινήτων και χριστουγεννιάτικα σχήµατα µε φωτάκια νέον, µια αίσθηση ότι µε παρακολουθούσαν διώκτες µέσα από φλουταρισµένους φακούς. Αυτό που είχε συµβεί ήταν το εξής: Είχα χάσει το ξενοδοχείο µου για ένα δυο τετράγωνα. Επιπλέον, δεν ήµουν εξοικειωµένος µε τα ευρωπαϊκά ξενοδοχεία, στα οποία έπρεπε να χτυπήσεις το κουδούνι για να σου ανοίξουν ύστερα από µια συγκεκριµένη ώρα, οπότε, όταν έφτασα επιτέλους πλατσουρίζοντας, τρελαµένος στο φτάρνισµα και παγωµένος µέχρι το κόκαλο, και βρήκα τη γυάλινη πόρτα κλειδωµένη, στάθηκα εκεί για ένα απροσδιόριστο διάστηµα ανεβοκατεβάζοντας το χερούλι σαν ζόµπι, ξανά και ξανά, πάνω κάτω, µε τη ρυθµική µαταιότητα µετρονόµου, καθηλωµένος στην ίδια κίνηση, υπερβολικά µουδιασµένος από το κρύο για να κατανοήσω γιατί δεν κατάφερνα να µπω. Κοίταζα περίλυπος από την τζαµαρία τη γυαλιστερή µαύρη ρεσεψιόν στο βάθος του προθάλαµου: άδεια. Ώσπου κάποτε εµφανίστηκε τρέχοντας από το βάθος –φρύδια υψωµένα από την έκπληξη– ένας µελαχρινός άντρας µε σκουρόχρωµο σακάκι. Μια απαίσια αστραπή πέρασε από τα µάτια του τη στιγµή που συνάντησαν τα δικά µου, οπότε συνειδητοποίησα τι θέαµα παρουσίαζα, όµως την επόµενη στιγµή χαµήλωσε το βλέµµα, παλεύοντας µε το κλειδί. «Συγνώµη, κύριε, κλειδώνουµε την πόρτα µετά τις έντεκα», εξήγησε, αποφεύγοντας το βλέµµα µου. «Κυρίως για την ασφάλεια των πελατών µας». «Μ’ έπιασε η βροχή». «Φυσικά, κύριε». Συνειδητοποίησα ότι κοίταζε τη µανσέτα του πουκαµίσου µου, πιτσιλισµένη µε µια καφετιά σταγόνα αίµατος σε µέγεθος κέρµατος. «Έχουµε οµπρέλες στη ΕΠΟΜΕΝΗ ΩΡΑ
ρεσεψιόν, ευχαρίστως θα σας δανείζαµε». «Ευχαριστώ». Και µετά, εντελώς άστοχα: «Πασαλείφτηκα µε σιρόπι σοκολάτας». «Λυπάµαι γι’ αυτό, κύριε. Μετά χαράς να προσπαθήσουµε να σας το καθαρίσουµε στο καθαριστήριό µας, αν θέλετε». «Θα ήταν σπουδαίο». Καλά, δεν το µύριζε πάνω µου το αίµα; Μέσα στη ζεστασιά του προθάλαµου ένιωθα να ζέχνω ολόκληρος, µια µπόχα σκουριάς ανάκατης µε αλµύρα. «Κι είναι το αγαπηµένο µου πουκάµισο... Αχ, αυτά τα προφιτερόλ!» Βούλωσ’ το! Βούλωσ’ το! «Πεντανόστιµα, πάντως». «Χαίροµαι γι’ αυτό, κύριε. Θα είναι χαρά µας να σας κλείσουµε τραπέζι σε κάποιο εστιατόριο αύριο, αν το επιθυµείτε». «Ευχαριστώ». Αίµα στο στόµα µου, η µυρωδιά και η γεύση του παντού, µπορούσα µόνο να ελπίζω ότι δεν το µύριζε το ίδιο έντονα όσο εγώ. «Θα ήταν σπουδαίο». «Κύριε;» µου είπε καθώς προχωρούσα προς το ασανσέρ. «Ναι;» «Θα χρειαστείτε το κλειδί σας, πιστεύω». Πήγε µέχρι τη ρεσεψιόν και διάλεξε ένα κλειδί από τη γραµµατοθυρίδα στον τοίχο. «Είκοσι εφτά, αν δεν κάνω λάθος;» «Ακριβώς», είπα, ευγνώµων που µου θύµισε τον αριθµό του δωµατίου µου και την ίδια στιγµή θορυβηµένος από το γεγονός ότι το είχε τόσο πρόχειρο στη µνήµη του. «Καλή σας νύχτα, κύριε. Καλή διαµονή». Δύο διαφορετικά ασανσέρ. Ατέλειωτος διάδροµος, ντυµένος µε κόκκινη µοκέτα. Μπαίνοντας, άναψα όλα τα φώτα –πορτατίφ γραφείου, απλίκες κρεβατιού, πολύφωτο οροφής–, πέταξα το παλτό µου στο πάτωµα και πήγα κατευθείαν στο ντους, ξεκουµπώνοντας το µατωµένο πουκάµισό µου, τρεκλίζοντας σαν το τέρας του Φρανκενστάιν αντιµέτωπο µε τα δικράνια. Πέταξα το κολλώδες ύφασµα σε έναν µπόγο στην µπανιέρα και άνοιξα τέρµα το νερό, στη µέγιστη ένταση και θερµοκρασία, ροζ ρυάκια να κυλάνε γύρω από τα πόδια µου, τρίβοντας τόσο επίµονα το δέρµα µου µε το αφρόλουτρο µε άρωµα κρίνων, ώστε στο τέλος µύριζα σαν στεφάνι κηδείας και το δέρµα µου είχε πάρει φωτιά. Το πουκάµισο ήταν για πέταµα: Καφετιοί λεκέδες είχαν µείνει απλωµένοι στο γιακά ακόµα κι όταν το νερό καθάρισε και έγινε διαυγές. Αφήνοντάς το να µουλιάσει στην µπανιέρα, έστρεψα την προσοχή µου στο κασκόλ, µετά στο σακάκι –επίσης πασαλειµµένο µε αίµα, αν και ήταν πολύ σκουρόχρωµο για να φαίνεται– και τελικά, γυρνώντας το από την καλή όσο πιο προσεκτικά µπορούσα, στο παλτό. (Γιατί στην οργή είχα φορέσει το καµηλό παλτό µου στο πάρτι; Γιατί δεν είχα προτιµήσει το σκούρο µπλε;) Το ένα πέτο δεν ήταν τόσο χάλια όσο το άλλο. Η κηλίδα στο χρώµα του κόκκινου κρασιού είχε µια ιλιγγιώδη ζωντάνια, που µε εκτόξευσε κατευθείαν πίσω στη στιγµή του πυροβολισµού και σε όλη την ενέργεια που τη φόρτιζε: το κλότσηµα, την έκρηξη, την τροχιά των σταγόνων αίµατος. Το έχωσα κάτω από τη βρύση του νιπτήρα, έριξα άφθονο σαµπουάν και άρχισα να το τρίβω µανιωδώς µε µια βούρτσα παπουτσιών που βρήκα στο ντουλαπάκι. Κι όταν τέλειωσε το σαµπουάν και το αφρόλουτρο, πήρα την πλάκα του σαπουνιού και το έτριψα λίγο ακόµα, σαν απελπισµένος υπηρέτης σε παραµύθι που πρέπει να φέρει σε πέρας µια ακατόρθωτη αποστολή πριν χαράξει, αλλιώς θα χάσει το κεφάλι του. Στο τέλος, µε χέρια που έτρεµαν από την κούραση, κατέφυγα στην οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεµα κατευθείαν από το σωληνάριο, πράγµα που, παραδόξως, είχε καλύτερα αποτελέσµατα από οτιδήποτε είχα δοκιµάσει νωρίτερα, χωρίς όµως να κάνει τη δουλειά. Κάποτε παραιτήθηκα από τη µάταιη προσπάθεια και κρέµασα το παλτό να στάζει µέσα
στην µπανιέρα – το µουλιασµένο φάντασµα του κυρίου Παβλικόφσκι. Είχα πάρει όλες τις προφυλάξεις για να µη λεκιάσω τις πετσέτες µε αίµα, και καθάρισα µε µεγάλη προσοχή όλες τις κηλίδες και τις στάλες από τα πλακάκια µε χαρτί τουαλέτας, το οποίο µούσκευα και πετούσα στη λεκάνη µε ψυχαναγκαστική ακρίβεια κάθε λίγα λεπτά. Έξυσα τους αρµούς στα πλακάκια µε την οδοντόβουρτσά µου. Κλινική λευκότητα. Απαστράπτοντες καθρέφτες στους τοίχους. Πολλαπλοί αντικατοπτρισµοί µοναξιάς. Ακόµα κι όταν είχε χαθεί και η τελευταία υποψία ροζ, εγώ συνέχιζα να τρίβω, πλένοντας και ξαναπλένοντας τις πετσέτες χεριών που είχα λερώσει, οι οποίες διατηρούσαν ακόµα µια ύποπτη απόχρωση, και µετά, παραπαίοντας από την κούραση, µπήκα στο ντους µε νερό τόσο καυτό, ώστε µόλις που το άντεχα, και σαπουνίστηκα για δεύτερη φορά από πάνω µέχρι κάτω, από την κορυφή µέχρι τα νύχια, τρίβοντας την πλάκα του σαπουνιού στο κεφάλι µου και κλαίγοντας γοερά µε τις σαπουνάδες που έτρεχαν στα µάτια µου.
xv.
ΚΑΠΟΙΑ
µε ξύπνησε ένα διαπεραστικό κουδούνισµα στην πόρτα µου. Πετάχτηκα από τον ύπνο σαν να µε περιέχυσαν µε ζεµατιστό λάδι. Τα σεντόνια ήταν ένα κουβάρι, µουλιασµένα στον ιδρώτα, οι κουρτίνες συσκότισης κλειστές, έτσι ώστε δεν είχα ιδέα ούτε τι ώρα ήταν ούτε καν αν ήταν µέρα ή νύχτα. Το µυαλό µου µισοκοιµόταν ακόµα. Φόρεσα το µπουρνούζι, πέρασα την αλυσίδα ασφαλείας στην πόρτα και την άνοιξα µια χαραµάδα. «Μπόρις;» Γυναίκα µε στολή καµαριέρας και πρόσωπο που γυάλιζε από τον ιδρώτα. «Από το καθαριστήριο, κύριε». «Παρακαλώ;» «Από τη ρεσεψιόν, κύριε. Είπαν ότι ζητήσατε να παραλάβουµε ρούχα σας για το καθαριστήριο σήµερα». «Ε...» Έριξα µια κλεφτή µατιά στο χερούλι στην εξωτερική πλευρά της πόρτας. Πώς στην ευχή είχα ξεχάσει να βάλω την πινακίδα Μην Ενοχλείτε έπειτα από όλα όσα είχαν συµβεί; «Μια στιγµή». Πήρα από τη βαλίτσα µου το πουκάµισο που φορούσα στη δεξίωση της Αν, εκείνο που ο Μπόρις είχε βρει ακατάλληλο για τη συνάντηση µε τον Γκρόζνταν. «Ορίστε», είπα, δίνοντάς της το από το άνοιγµα. «Μια στιγµή». Σακάκι κοστουµιού. Κασκόλ. Και τα δύο µαύρα. Να το ρίσκαρα; Ήταν σε ελεεινή κατάσταση, νωπά ακόµα, αλλά, όταν άναψα τη λάµπα του γραφείου και τα έλεγξα προσεκτικά –φορώντας τα γυαλιά µου, µε το εξασκηµένο από τη δουλειά στου Χόµπι µάτι και τη µύτη µου λίγα µόλις εκατοστά από το ύφασµα–, δεν είδα πουθενά αίµα. Έτριψα διάφορα σηµεία µε ένα άσπρο χαρτοµάντιλο για να δω µήπως έβγαινε ροζ χρώµα. Και βγήκε, αλλά ήταν αδιόρατο. Με εκείνη να περιµένει στην πόρτα, ήταν, από µία άποψη, ανακουφιστικό το ότι έπρεπε να βιαστώ: γρήγορη απόφαση, χωρίς δισταγµούς. Έβγαλα από τις τσέπες το πορτοφόλι µου, το µουσκεµένο αλλά απροσδόκητα αλώβητο Oxycontin που είχα χώσει στην τσέπη µου πριν από τη δεξίωση της Ντε Λαρµεσέν (πού να το φανταζόµουν ότι θα ένιωθα ποτέ ευγνώµων για την ειδική σκληρή επικάλυψη που επέτρεπε την αργή αποδέσµευση της ουσίας!) και το χοντρό πλαστικό φάκελο του Μπόρις, πριν της δώσω και το κοστούµι και το κασκόλ. Κλείνοντας την πόρτα, ένιωσα να µε κατακλύζει η ανακούφιση. Αλλά δεν είχαν περάσει ούτε τριάντα δευτερόλεπτα, όταν µε κυρίεψε η ανησυχία, αρχικά σαν ψίθυρος, που όµως δυνάµωσε σε ένα εκκωφαντικό κρεσέντο µέσα σε ελάχιστα λεπτά. Τερατώδες λάθος. Παράνοια. Τι στην οργή σκεφτόµουν; Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Σηκώθηκα. Ξάπλωσα ξανά και προσπάθησα να κοιµηθώ. Ανακάθισα ξανά και, κυριευµένος από τροµερή ένταση, ανίκανος να ελέγξω τις πράξεις µου, βρέθηκα να καλώ τη ρεσεψιόν. «Μάλιστα, κύριε Ντέκερ, τι θα θέλατε;» «Ε...» Κλείνοντας σφιχτά τα µάτια µου. Γιατί στην ευχή είχα χρεώσει το δωµάτιο στην πιστωτική µου; «Να, ήθελα να µάθω... Μόλις έδωσα ένα κοστούµι για καθάρισµα και... ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΗ ΣΤΙΓΜΗ
αναρωτιόµουν αν βρίσκεται ακόµα εδώ». «Παρακαλώ;» «Τα ρούχα που παίρνετε για καθάρισµα τα στέλνετε σε καθαριστήριο εκτός του ξενοδοχείου ή έχετε εδώ τον απαραίτητο εξοπλισµό;» «Τα στέλνουµε εκτός, κύριε. Η εταιρεία µε την οποία συνεργαζόµαστε είναι εξαιρετικά αξιόπιστη». «Υπάρχει τρόπος να ελέγξετε αν έφυγαν ήδη; Μόλις συνειδητοποίησα ότι θα το χρειαστώ για µια εκδήλωση απόψε». «Μια στιγµή να το ελέγξω, κύριε». Περίµενα απελπισµένος, µε το βλέµµα µου στυλωµένο στον πλαστικό φάκελο µε την ηρωίνη πάνω στο κοµοδίνο, που ήταν σφραγισµένος µε µια νεκροκεφαλή στα χρώµατα του ουράνιου τόξου και τη λέξη AFTERPARTY. Ο υπάλληλος επέστρεψε στη γραµµή σχεδόν αµέσως. «Τι ώρα θα χρειαστείτε το κοστούµι σας, κύριε;» «Νωρίς». «Φοβάµαι ότι δεν το πρόλαβα. Μόλις έφυγε το φορτηγάκι. Αλλά τα ρούχα παραδίνονται από το καθαριστήριο αυθηµερόν. Θα το έχετε πίσω σήµερα στις πέντε το απόγευµα, εγγυηµένα. Θα θέλατε κάτι άλλο, κύριε;» µε ρώτησε στη σιωπή που ακολούθησε.
xvi.
Ο ΜΠΟΡΙΣ ΕΛΕΓΕ ΑΛΗΘΕΙΑ για την «άσπρη» του, για το πόσο αγνή ήταν – άσπιλη σαν το χιόνι, µια συνηθισµένη πρέζα µε έστειλε αδιάβαστο, έτσι ώστε για ένα απροσδιόριστο διάστηµα χανόµουν και επανερχόµουν, ισορροπώντας µεθυστικά στο κατώφλι του θανάτου. Πόλεις, αιώνες. Μπαινόβγαινα γλιστρώντας αργά, φιλήδονα, σε αργόσυρτες στιγµές, τραβηγµένες κουρτίνες, άδεια νεφελώδη όνειρα και ίσκιοι που πύκνωναν, µια ακινησία σαν τους εκπληκτικούς πίνακες µε τα τρόπαια κυνηγιού του Γιαν Βέενιξ, νεκρά πουλιά µε αιµατοβαµµένα πούπουλα να κρέµονται από το ένα πόδι, και, µε όποιο ελάχιστο ψήγµα συνείδησης διατηρούσα, ένιωθα ότι κατανοούσα το απόκρυφο µεγαλείο του θανάτου, όλη τη γνώση που παρέµενε κρυµµένη από την ανθρωπότητα µέχρι την έσχατη στιγµή: καθόλου πόνος, καθόλου φόβος, µεγαλειώδης αποστασιοποίηση, ξαπλωµένος µε µεγαλοπρέπεια πάνω στη νεκρική λέµβο, να χάνοµαι στην αχανή απεραντοσύνη σαν αυτοκράτορας, µακριά, µακριά, παρατηρώντας τους δύσµοιρους ανθρώπους να πηγαινοέρχονται άσκοπα στην ακτή, ελεύθερος από όλες τις ανθρώπινες µικροαγωνίες της αγάπης και του φόβου και της λύπης και του θανάτου. Όταν ο ήχος του κουδουνιού διαπέρασε ξανά τις ονειροφαντασίες µου, ώρες αργότερα –ή µπορεί και χρόνια, εκατοντάδες χρόνια–, δε δίστασα καθόλου. Σηκώθηκα πρόθυµα –νιώθοντας να ίπταµαι στον αέρα, φροντίζοντας να στηρίζοµαι στα έπιπλα όπως περπατούσα– και χαµογέλασα πλατιά στην κοπέλα στην πόρτα: ξανθιά, ντροπαλή, µου πρόσφερε τα ρούχα µου µέσα σε πλαστική θήκη. «Τα ρούχα σας, κύριε Ντέκερ». Όπως έκαναν –ή µου φαινόταν ότι έκαναν– όλοι οι Ολλανδοί, πρόφερε το επίθετό µου «Ντέκα», σαν την Ντέκα Μίτφορντ, µια παλιά φίλη της κυρίας Ντε Φρις. «Σας ζητάµε ταπεινά συγνώµη». «Τι;» «Ελπίζω να µη δηµιουργήσαµε πρόβληµα». Αξιολάτρευτη! Κι αυτά τα γαλάζια µάτια! Η προφορά της ήταν γοητευτική! «Παρακαλώ;» «Σας είχαµε υποσχεθεί πως θα τα είχατε µέχρι τις πέντε το απόγευµα. Από τη ρεσεψιόν µάς είπαν να µη χρεώσουµε την υπηρεσία». «Ω, δεν πειράζει», απάντησα. Αναρωτιόµουν αν έπρεπε να της δώσω πουρµπουάρ, όµως τότε συνειδητοποίησα ότι τα λεφτά και οι υπολογισµοί ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις δυνάµεις µου. Κλείνοντας την πόρτα, πέταξα τα ρούχα πάνω στο κρεβάτι και έλεγξα το ρολόι του Γιούρι: Ήταν έξι και είκοσι, και αυτό µε έκανε να χαµογελάσω µακάρια στη σκέψη των βασανιστικών ωρών αγωνίας –να µασουλάω µέχρι αιµορραγίας το εσωτερικό των χειλιών µου– από τις οποίες µε είχε γλιτώσει η «άσπρη»... Μία ώρα και είκοσι λεπτά αγωνίας! Να καλώ τη ρεσεψιόν σε κανονική φρενίτιδα! Να φαντάζοµαι τον προθάλαµο γεµάτο µπάτσους! Ενώ τώρα ήµουν πληµµυρισµένος µε βεδική γαλήνη. Ανησυχία: Τι χάσιµο χρόνου! Όλα τα ιερά κείµενα είχαν δίκιο. Προφανώς, το άγχος και η ανησυχία ήταν σηµάδια ενός πρωτόγονου και πνευµατικά καθηλωµένου ανθρώπου. Πώς
ήταν εκείνος ο στίχος του Γέιτς για τους σαστισµένους Κινέζους σοφούς; Tα πάντα καταρρέουν και χτίζονται ξανά.[1] Αρχαία αστραποβόλα µάτια. Αυτό ήταν σοφία. Οι άνθρωποι µαίνονταν και θρηνούσαν και κατέστρεφαν πράγµατα επί αιώνες και ολοφύρονταν για τις ανούσιες προσωπικές τους ζωούλες, όταν... τι νόηµα είχε; Όλη αυτή η άσκοπη λύπη; Καταµάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ.[2] Γιατί να ανησυχεί ποτέ κανείς για οτιδήποτε; Σάµπως δεν ήρθαµε στη Γη, ως έλλογα πλάσµατα, για να είµαστε ευτυχισµένοι στο σύντοµο χρόνο που µας δόθηκε; Απολύτως. Και αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που δε φρικάρισα βλέποντας το σύντοµο προτυπωµένο σηµείωµα που µου είχε ρίξει κάτω από την πόρτα η υπηρεσία καθαριότητας (Αγαπητέ πελάτη, επιχειρήσαµε να καθαρίσουµε το δωµάτιό σας, αλλά, δυστυχώς, δεν µπορέσαµε να έχουµε πρόσβαση), αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχα κανέναν ενδοιασµό να βγω στο διάδροµο µε το µπουρνούζι και να στήσω καρτέρι στην καµαριέρα µε µια σκανδαλώδη αγκαλιά µουσκεµένες πετσέτες –όλες οι πετσέτες του δωµατίου ήταν βρεγµένες, είχα τυλίξει µε αυτές το παλτό µου σε µια προσπάθεια να το στεγνώσω, ενώ σε κάποιες από αυτές υπήρχαν ροζ κηλίδες που δεν είχα προσέξει και... Αχ, καθαρές πετσέτες; Βεβαίως! Ω, ξεχάσατε το κλειδί του δωµατίου σας, κύριε; Κλειστήκατε έξω; Μια στιγµή, θα σας ανοίξω εγώ για να µπείτε– και, εντέλει, αυτός ήταν ο λόγος που, ακόµα και ύστερα από αυτό το συµβάν, δε δίστασα καθόλου να παραγγείλω από την υπηρεσία δωµατίου, επιτρέποντας, µάλιστα, στο νεαρό γκρουµ να µπει στο δωµάτιο και να σύρει το τρόλεϊ µέχρι τα πόδια του κρεβατιού (ντοµατόσουπα, σαλάτα, κλαµπ σάντουιτς, τσιπς, τα περισσότερα από τα οποία κατάφερα να ξαναβγάλω µισή ώρα αργότερα, ο πιο διασκεδαστικός εµετός της ζωής µου, τόσο, που µε έκανε να ξεραθώ στα γέλια: Ουπς! Η καλύτερη «άσπρη» όλων των εποχών!). Ήµουν άρρωστος, το ήξερα, έπειτα από τόσες ώρες που περιφερόµουν µε µουσκεµένα ρούχα στους δεκαοχτώ βαθµούς υπό το µηδέν. Είχα υψηλό πυρετό και ρίγη, ωστόσο ένιωθα υπερβολικά αποστασιοποιηµένος για να σκοτίζοµαι. Έτσι είναι το σώµα: µονίµως επιρρεπές σε δυσλειτουργίες, υποκείµενο σε χίλια δυο δεινά. Αρρώστια, πόνος... Και γιατί χολόσκαγαν τόσο πολύ οι άνθρωποι γι’ αυτά; Φόρεσα ό,τι ρούχο βρήκα στη βαλίτσα µου (δύο πουκάµισα, πουλόβερ, έξτρα παντελόνι, δύο ζευγάρια κάλτσες) και κάθισα ρουφώντας κόκα κόλα από το ψυγειάκι, χαµένος –µαστουρωµένος ακόµα, ξενερώνοντας σταδιακά– σε ασύνδετες και εξαιρετικά ζωντανές ονειροφαντασίες: άκοπα διαµάντια, γυαλιστερά µαύρα έντοµα, ένα ιδιαίτερα ζωντανό όνειρο µε τον Άντι να στάζει ολόκληρος, φορώντας παπούτσια του τένις που έκαναν ρουφηχτούς ήχους αφήνοντας λίµνες νερού πίσω του στο δωµάτιο, και κάτι να µην πηγαίνει καλά µε αυτόν, κάτι ανεξήγητο, αλλόκοτο, και... τι γίνεται Θίο; τα ίδια εσύ; κι εγώ τα ίδια έι άκουσα ότι παντρεύεστε εσύ κι η Κιτς µου το ’πε ο µπαµπάς ψώνιο ναι ψώνιο αλλά εµείς δε θα ’ρθουµε, ο µπαµπάς έχει µια εκδήλωση στον Ιστιοπλοϊκό Όµιλο. έι αυτό είναι πολύ κρίµα ...και µετά πηγαίναµε κάπου µαζί ο Άντι κι εγώ, κουβαλώντας βαριές βαλίτσες, θα πηγαίναµε µε σκάφος, στο κανάλι, µόνο που ο Άντι άρχισε δεν υπάρχει περίπτωση να µπω εγώ στο σκάφος, κι εγώ έλεγα ναι ρε φίλε, σε καταλαβαίνω, κι έτσι διέλυσα το ιστιοπλοϊκό, το έκανα βίδες και έβαλα τα κοµµάτια µέσα στη βαλίτσα µου, θα το µεταφέραµε διά ξηράς, µε τα ιστία του και τα όλα του, αυτό ήταν το σχέδιο, το µόνο που είχες να κάνεις ήταν να ακολουθείς τα κανάλια, θα σε πήγαιναν εκεί που ήθελες να πας –ή και κατευθείαν πίσω από εκεί που
ξεκίνησες–, αλλά ήταν δυσκολότερη δουλειά απ’ ό,τι περίµενα το λύσιµο του σκάφους, ήταν διαφορετικό από το να λύνεις ένα τραπέζι ή µια καρέκλα, και τα κοµµάτια ήταν πάρα πολύ µεγάλα για να χωρέσουν στη βαλίτσα, και υπήρχε µια τεράστια προπέλα που προσπαθούσα να στριµώξω µέσα στα ρούχα µου, και ο Άντι βαρέθηκε και πήγε πιο πέρα να παίξει σκάκι µε κάποιον που η φάτσα του δε µου άρεσε καθόλου, και είπε ε λοιπόν, αν δεν έχεις καταστρώσει κάποιο σχέδιο εκ των προτέρων, θα χρειαστεί να βρεις έναν τρόπο να αντεπεξέλθεις στην πορεία...
[1] Πρόκειται για στίχο από το ποίηµα του Γέιτς µε τίτλο «Lapis Lazuli», το οποίο γράφτηκε το 1936 και δηµοσιεύτηκε το 1938 στο πλαίσιο της συλλογής ποιηµάτων του µε τίτλο New Poems. (Σ.τ.Μ.) [2] Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, στʹ, στ. 28. (Σ.τ.Μ.)
xvii.
ΞΥΠΝΗΣΑ
ΜΕ ΕΝΑ ΤΙΝΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΙΟΥ,
νιώθοντας ναυτία και µια ανυπόφορη φαγούρα παντού, λες και περπατούσαν µυριάδες µυρµήγκια κάτω από το δέρµα µου. Με το ναρκωτικό να διαλύεται στον οργανισµό µου, ο πανικός επανέκαµψε µε διπλάσιο µένος, αφού, προφανώς, ήµουν άρρωστος, κάθιδρος και εµπύρετος, δεν υπήρχε καµία αµφιβολία γι’ αυτό. Αφού πήγα τρεκλίζοντας µέχρι το µπάνιο και έκανα ξανά εµετό (καµία σχέση µε τις εορταστικές «ρουκέτες» του πρεζονιού, αυτή τη φορά ήταν η κλασική µιζέρια), γύρισα στο δωµάτιό µου και κοίταξα το κοστούµι και το κασκόλ µου µέσα στην πλαστική θήκη στα πόδια του κρεβατιού και σκέφτηκα µε ένα ρίγος πόσο τυχερός ήµουν. Είχαν πάει όλα καλά (ή µήπως όχι;), παρότι υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να συµβεί αυτό. Έβγαλα αµήχανα το κοστούµι και το κασκόλ από το πλαστικό –το πάτωµα κάτω από τα πόδια µου σκαµπανέβαζε, προκαλώντας µου ναυτία και αναγκάζοντάς µε να στηριχτώ στον τοίχο–, πήρα τα γυαλιά µου και κάθισα στο κρεβάτι για να τα περιεργαστώ κάτω από το φως. Το ύφασµα έδειχνε κάπως φθαρµένο, αλλά κατά τ’ άλλα µια χαρά. Βέβαια, δεν ήµουν σε θέση να πω µε σιγουριά. Το ύφασµα ήταν µαύρο. Τη µια στιγµή έβλεπα κηλίδες, την άλλη όχι. Τα µάτια µου δε λειτουργούσαν ακόµα κανονικά. Ίσως ήταν κόλπο, ίσως, αν κατέβαινα στη ρεσεψιόν, να έβρισκα µπάτσους να µε περιµένουν, αλλά όχι –απωθώντας αποφασιστικά αυτή τη σκέψη–, ήταν γελοίο! Θα κρατούσαν τα ρούχα, αν είχαν βρει κάτι ύποπτο, σωστά; Σίγουρα δε θα µου τα επέστρεφαν πλυµένα και σιδερωµένα. Δεν είχα συνέλθει ακόµα εντελώς, σίγουρα δεν ήµουν ο εαυτός µου. Με κάποιον τρόπο, το όνειρό µου µε το ιστιοπλοϊκό είχε εµποτίσει και διαβρώσει το δωµάτιο του ξενοδοχείου, µε αποτέλεσµα να είναι δωµάτιο ξενοδοχείου και καµπίνα σκάφους ταυτόχρονα: εντοιχισµένα ντουλάπια (πάνω από το κεφαλάρι του κρεβατιού και κάτω από τα διαγώνια αντιστηρίγµατα της οροφής) στερεωµένα µε µπρούντζινες βίδες και αστραφτερά από το λουστράρισµα· ξυλεπένδυση σκάφους, κατάστρωµα που σκαµπανέβαζε και απ’ έξω το φλοίσβισµα των µαύρων νερών του καναλιού. Κανονικό παραλήρηµα: Ακυβέρνητος και ανερµάτιστος. Έξω η οµίχλη ήταν πυκνή, ούτε πνοή ανέµου, το φως από τους φανοστάτες διάχυτο, ωχρό, τεφρό, ασάλευτο, µε µια ακινησία που µαλάκωνε και θάµπωνε σε αχλή. Αφόρητη φαγούρα. Φλογισµένο δέρµα. Ναυτία και πονοκέφαλος που έσκιζε το κεφάλι µου στα δύο. Όσο πιο καθαρή η «άσπρη», τόσο βαθύτερη η αγωνία –πνευµατική και σωµατική– όταν ξεθύµαινε. Ήµουν πίσω στη σκηνή όπου ένα κοµµάτι από το µέτωπο του Μάρτιν τιναζόταν µακριά, µόνο που την ξαναζούσα έχοντας πολύ πιο στενή επαφή, όντας σχεδόν µέσα στο συµβάν, νιώθοντας κάθε παλµό και πίδακα αίµατος, και –το χειρότερο, παγώνοντάς µε µέχρι τα τρίσβαθα του είναι µου– ο πίνακας χαµένος. Σακάκι πιτσιλισµένο µε αίµα, τα πόδια ενός παιδιού που το σκάει. Όλα γύρω µαύρα. Καταστροφή. Για τους ανθρώπους – εγκλωβισµένους στη βιολογία– δεν υπήρχε έλεος: Ζούσαµε για λίγο, τρωγόµασταν µε το ένα και το άλλο και πεθαίναµε, σαπίζοντας µέσα στη γη σαν τα σκουπίδια. Ο χρόνος µάς αφάνιζε όλους αργά ή γρήγορα – µάλλον γρήγορα. Αλλά το να καταστρέφεται ή να χάνεται ένα αθάνατο αντικείµενο, να διαρρηγνύονται δεσµοί ισχυρότεροι από τους εφήµερους δικούς µας,
ήταν µια πέρα για πέρα διαφορετική µεταφυσική ρήξη, µια απρόσµενη καινούρια γεύση απελπισίας. Ο µπαµπάς µου στο τραπέζι του µπακαρά, µεσάνυχτα σε κλιµατιζόµενη ατµόσφαιρα. Πάντα υπάρχουν περισσότερα από αυτά που φαίνονται, ένα κρυµµένο επίπεδο. Η τύχη στις πιο µαύρες διαθέσεις και εκδηλώσεις της. Μελέτη των άστρων, αναµονή του ανάδροµου Ερµή για το µεγάλο στοίχηµα, αναζήτηση µιας γνώσης λίγο πέρα από τα γνωστά. Μαύρο το τυχερό του χρώµα, εννέα ο τυχερός του αριθµός. Άλλο ένα φύλλο, παλιόφιλε. Υπάρχει ένα ευρύτερο σχέδιο, και είµαστε κοµµάτι του. Κι όµως, αν σκάλιζες πολύ την ιδέα του σχεδίου (πράγµα που, προφανώς, δεν µπήκε ποτέ στον κόπο να κάνει), έπεφτες σε ένα κενό τόσο σκοτεινό, ώστε αφάνιζε άπαξ και διά παντός ό,τι κι αν έβλεπες ή πίστευες κάποτε για φως.
Κεφάλαιο 12
Το Σηµείο Συνάντησης
i.
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ πέρασαν σε µια απόλυτη θολούρα, αφού, εξαιτίας της αρρώστιας και της εκούσιας αποµόνωσής µου, έχασα τελείως την αίσθηση του χρόνου. Έµενα κλεισµένος στο δωµάτιο. Η επιγραφή Μην Ενοχλείτε ήταν µονίµως κρεµασµένη στην πόρτα. Και η τηλεόραση, αντί να παρέχει έναν πλασµατικό έστω βόµβο κανονικότητας, απλώς ενέτεινε την ποικιλόµορφη σύγχυση και την αίσθηση εκτοπισµού: Καµία λογική, καµία συγκρότηση, καµία ιδέα περί του τι έµελλε να ακολουθήσει, µπορεί να ήταν οτιδήποτε, η σειρά Sesame Street µεταγλωττισµένη στα ολλανδικά, Ολλανδοί που µιλούσαν γύρω από ένα γραφείο, κι άλλοι Ολλανδοί που µιλούσαν γύρω από ένα άλλο γραφείο, και, παρότι υπήρχαν το Sky News και το CNN και το BBC, κανένα από τα τοπικά δελτία ειδήσεων δεν ήταν στα αγγλικά (κανένα που να είχε σηµασία τουλάχιστον, κανένα που να σχετιζόταν µε εµένα ή µε το συµβάν στο γκαράζ), αν και κάποια στιγµή έπαθα µεγάλο σοκ όταν, κάνοντας ζάπινγκ, έπεσα πάνω σε ένα παλιό αστυνοµικό σίριαλ και αντίκρισα κατάπληκτος τον εικοσιπεντάχρονο πατέρα µου σε έναν από τους πολλούς βωβούς ρόλους του, του λακέ που στεκόταν πίσω από έναν πολιτικό υποψήφιο σε µια συνέντευξη Τύπου, συγκατανεύοντας σοβαρά στις προγραµµατικές υποσχέσεις του πολιτικού και, για µια ανατριχιαστική στιγµή, κοιτάζοντας κατευθείαν µέσα στην κάµερα από την αντίπερα ακτή του ωκεανού και ίσια στο µέλλον: εµένα. Η ειρωνεία του όλου πράγµατος ήταν τόσο πολυεπίπεδη και απίθανη, ώστε έµεινα να τον κοιτάζω µε στόµα που έχασκε ανοιχτό από την έκπληξη. Αν παρέβλεπες το κούρεµα και το σαφώς πιο γεροδεµένο σώµα (ήταν τακτικός θαµώνας του γυµναστηρίου εκείνα τα χρόνια, σηκώνοντας βάρη για όγκο), θα µπορούσε να ήταν ο δίδυµος αδερφός µου. Αλλά το µεγαλύτερο σοκ ήταν το πόσο έντιµος φαινόταν ο ήδη (γύρω στο 1985) εγκληµατικά ανέντιµος και ολισθαίνων στον αλκοολισµό πατέρας µου. Στο πρόσωπό του δε διαφαινόταν το παραµικρό από το χαρακτήρα ή το µέλλον του. Αντίθετα, φαινόταν αποφασιστικός, εξυπηρετικός, έµπλεος αυτοπεποίθησης και υποσχέσεων. Ύστερα από αυτό έσβησα τελείως την τηλεόραση. Ολοένα και περισσότερο, η βασική µου επαφή µε την πραγµατικότητα ήταν η υπηρεσία δωµατίου, την οποία καλούσα µόνο τις πιο µαύρες ώρες πριν από το χάραµα, όταν οι γκρουµ ήταν κατάκοποι και νυσταλέοι. «Όχι, θα ήθελα τις ολλανδικές εφηµερίδες, παρακαλώ», έλεγα (στα αγγλικά) στον ολλανδόφωνο γκρουµ που ανέβαζε την International Herald Tribune µαζί µε τα κλασικά στρογγυλά ψωµάκια και τον καφέ µου, το ζαµπόν και τα αβγά και την ποικιλία από ολλανδικά τυριά. Αλλά, αφού επέµενε να µου κουβαλάει την Tribune ό,τι κι αν έκανα, καθιέρωσα να κατεβαίνω από τη σκάλα υπηρεσίας κάθε πρωί πριν από την ανατολή για τις τοπικές εφηµερίδες, που απλώνονταν, πολύ βολικά, σε σχήµα βεντάλιας πάνω σε ένα τραπέζι δίπλα στη βάση της σκάλας, οπότε δε χρειαζόταν καν να περάσω από τη ρεσεψιόν. Bloedend. Moord.[1] Ο ήλιος δε φαινόταν να ανατέλλει πριν από τις εννέα το πρωί, κι ακόµα και τότε ήταν θλιβερός και µουντός, ρίχνοντας ένα χαµηλό, ασθενικό φως καθαρτηρίου, που έφερνε στο νου οπτικό εφέ γερµανικής όπερας. Προφανώς, η οδοντόπαστα που είχα χρησιµοποιήσει στο πέτο του παλτού µου περιείχε υπεροξείδιο του υδρογόνου ή κάποια άλλη
λευκαντική ουσία, αφού το επίµαχο σηµείο είχε ξεθωριάσει σε µια φασµατική άσπρη άλω σε µέγεθος παλάµης, µε έντονο λευκό περίγραµµα σαν να ήταν τονισµένο µε κιµωλία, ένα µόλις ορατό φάντασµα της εγκεφαλικής ουσίας του Φριτς. Περίπου στις τρεις το απόγευµα το φως άρχιζε να ξεθωριάζει και στις πέντε ήταν ήδη νύχτα έξω. Τότε, αν δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσµος στους δρόµους, σήκωνα τα πέτα του παλτού µου, έδενα το κασκόλ ψηλά στο λαιµό µου και, πάντα µε σκυµµένο το κεφάλι, αποτολµούσα µια έξοδο στο σκοτάδι µέχρι ένα µικρό εµπορικό µε Ασιάτες ιδιοκτήτες λίγα µέτρα µακριά από το ξενοδοχείο, από όπου ψώνιζα µε τα εναποµείναντα ευρώ µου προσυσκευασµένα σάντουιτς, µήλα, µια καινούρια οδοντόβουρτσα, καραµέλες για το βήχα, ασπιρίνες και µπίρα. Is alles? ρωτούσε η ηλικιωµένη κυρία σε σπαστά –από όσο µπορούσα να κρίνω εγώ– ολλανδικά, µετρώντας τα κέρµατα που της έδινα µε εξοργιστική βραδύτητα. Ντιν, ντιν, ντιν. Παρότι είχα πιστωτικές κάρτες, ήµουν αποφασισµένος να µην τις χρησιµοποιήσω (άλλος ένας αυθαίρετος κανόνας στο παιχνίδι που είχα επινοήσει για τον εαυτό µου, µια εντελώς άσκοπη προφύλαξη, αφού –εντάξει, ποιον κορόιδευα;– τι σηµασία είχαν µερικά σάντουιτς σε ένα παντοπωλείο, τη στιγµή που είχαν ήδη την κάρτα µου στο ξενοδοχείο;) Ήταν εν µέρει ο φόβος και εν µέρει η αρρώστια που θόλωναν την κρίση µου, αφού ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχα, ίωση ή κρυολόγηµα, δεν έλεγε να περάσει. Κάθε ώρα που κυλούσε, ο βήχας µου γινόταν πιο βαθύς και το στήθος µου πονούσε περισσότερο. Ήταν αλήθεια οι φήµες για τους Ολλανδούς και την καθαριότητα, τα ολλανδικά καθαριστικά προϊόντα: Η αγορά διέθετε µια απίστευτη ποικιλία από είδη που έβλεπα για πρώτη φορά, οπότε επέστρεψα στο δωµάτιό µου µε ένα µπουκάλι που είχε στην ετικέτα ένα χιονάτο κύκνο µε φόντο ένα χιονοσκέπαστο βουνό και το σήµα µε τη νεκροκεφαλή και τα χιαστί κόκαλα στο πίσω µέρος. Όµως, παρότι ήταν αρκετά ισχυρό για να ξεβάψει τις ρίγες στο πουκάµισό µου, δεν κατάφερε να αφαιρέσει τους λεκέδες από το γιακά του, οι οποίοι είχαν ξεθωριάσει από µπλάβες άµορφες κηλίδες σε κάτι δυσοίωνα, αλληλεπικαλυπτόµενα περιγράµµατα που θύµιζαν γανόδερµα, το «µανιτάρι της αθανασίας». Το ξέπλυνα για τέταρτη ή πέµπτη φορά, µε τα µάτια µου να τρέχουν ποτάµι, και τελικά το έστυψα, το έκλεισα µέσα σε πλαστικές σακούλες και το καταχώνιασα στο βάθος ενός ψηλού ντουλαπιού. Χωρίς κάτι για βαρίδι, σίγουρα θα επέπλεε αν το έριχνα στο κανάλι, και φοβόµουν να το πάρω µαζί µου έξω για να το πετάξω σε κάποιον κάδο – σίγουρα κάποιος θα µε έβλεπε, θα µε έπιαναν, αυτό θα συνέβαινε, το ήξερα βαθιά µέσα µου, µε µια παράλογη αλλά ακλόνητη βεβαιότητα, σαν τη γνώση σε ένα όνειρο. Για ένα διάστηµα. Πόσος χρόνος είναι το «ένα διάστηµα»; Το πολύ τρεις µέρες, είχε πει ο Μπόρις στη δεξίωση της Αν ντε Λαρµεσέν. Αλλά τότε δεν είχαν προκύψει ακόµα ο Φριτς και ο Μάρτιν. Καµπανάκια και γιρλάντες. Αστέρια της Βηθλεέµ στις βιτρίνες των καταστηµάτων, κορδέλες και καρύδια βαµµένα χρυσά. Τα βράδια κοιµόµουν κάτω από τα σκεπάσµατα φορώντας τις κάλτσες, το πουλόβερ ζιβάγκο και το λεκιασµένο παλτό µου, αφού το αριστερόστροφο γύρισµα του διακόπτη που διαφήµιζε το δερµατόδετο ενηµερωτικό έντυπο του ξενοδοχείου δεν ανέβαζε τη θερµοκρασία όσο χρειαζόταν για να µετριάσει τα ρίγη και τους πόνους µου από τον πυρετό. Άσπρο πούπουλο χήνας, άσπροι κύκνοι. Το δωµάτιο έζεχνε λευκαντικό σαν φτηνό τζακούζι. Άραγε να το µύριζαν οι καµαριέρες από το διάδροµο; Η κλοπή έργου τέχνης δεν επέσυρε ποινή µεγαλύτερη της δεκαετούς κάθειρξης, αλλά µε τον Μάρτιν είχα διαβεί τα σύνορα για µια άλλη χώρα, σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Ωστόσο, µε κάποιον τρόπο, είχα επινοήσει ένα βολικό τρόπο να σκέφτοµαι το θάνατο του Μάρτιν – ή µάλλον να τον παρακάµπτω. Η πράξη µου, ο αµετάκλητος χαρακτήρας της, µε είχε
µεταφέρει σε έναν τόσο διαφορετικό κόσµο, ώστε, από κάθε πρακτική άποψη, ήµουν ήδη νεκρός. Είχα µια αίσθηση ότι βρισκόµουν ήδη πέρα από τα πάντα, ότι κοίταζα πίσω µου την ξηρά από ένα σπασµένο στρώµα πάγου που παρασυρόταν στα ανοιχτά. Ό,τι είχε γίνει δεν άλλαζε. Ήµουν χαµένος. Όµως, εντάξει, αυτό δεν ήταν δα και τόσο τροµερό. Εγώ δεν ήµουν ιδιαίτερα σηµαντικός µέσα στο γενικό σχέδιο των πραγµάτων, ούτε και ο Μάρτιν. Μπορούσαµε µια χαρά να ξεχαστούµε. Αν µη τι άλλο, αυτό ήταν ένα κοινωνικό και ηθικό δίδαγµα. Αλλά για όλο το χρόνο που έµελλε να ακολουθήσει, για όσο καιρό θα γραφόταν ακόµα ιστορία, µέχρι να λιώσουν οι παγετώνες και να βουλιάξουν οι δρόµοι του Άµστερνταµ, ο πίνακας θα µνηµονευόταν και θα θρηνούνταν. Ποιος ήξερε ή νοιαζόταν να µάθει τα ονόµατα των Τούρκων που είχαν ανατινάξει την οροφή του Παρθενώνα ή των µουλάδων που είχαν διατάξει την καταστροφή των αγαλµάτων του Βούδα στην κοιλάδα του Μπαµιγιάν[2]; Είτε ζούσαν είτε είχαν πεθάνει, οι πράξεις τους παρέµεναν. Ήταν το χειρότερο είδος αθανασίας. Σκόπιµα ή όχι, είχα σβήσει ένα φως στην καρδιά του κόσµου. Θεοµηνία: Έτσι το αποκαλούσαν οι ασφαλιστικές εταιρείες, µια καταστροφή τόσο τυχαία ή ανεξήγητη, ώστε δεν έβρισκαν άλλον τρόπο να τη χαρακτηρίσουν. Οι πιθανότητες αποτελούσαν πλέον ολόκληρο κλάδο της επιστήµης, όµως κάποια πράγµατα ξέφευγαν σε τέτοιο βαθµό από τους αναλογιστικούς πίνακες, ώστε ακόµα και οι ασφαλιστές υποχρεώνονταν να καταφύγουν στο υπερφυσικό για να τα εξηγήσουν – αναθεµατισµένη ατυχία, όπως είχε αποφανθεί πένθιµα ο πατέρας µου ένα ψυχοπλακωτικό σούρουπο δίπλα στην πισίνα, καπνίζοντας το ένα Viceroy πίσω από το άλλο για να διώχνει τα κουνούπια, µια από τις ελάχιστες φορές που είχε επιχειρήσει να µου µιλήσει για το θάνατο της µητέρας µου, γιατί να συµβαίνουν άσχηµα πράγµατα, γιατί εγώ, γιατί αυτή, λάθος τόπος τη λάθος στιγµή, καθαρή σύµπτωση, µικρέ, µία πιθανότητα στο εκατοµµύριο, και δεν επρόκειτο για υπεκφυγή ή για κάποιου είδους φτηνή δικαιολογία, αλλά –το κατάλαβα αµέσως, δεδοµένου ότι προερχόταν από εκείνον– για µια οµολογία πίστης και για την καλύτερη απάντηση που είχε να µου προτείνει, κάτι ανάλογο µε το θέληµα του Αλλάχ ή τις βουλές του Κυρίου, κλίνοντας µε σεβασµό το κεφάλι στον ισχυρότερο θεό που ήξερε, την Τύχη. Αν ήταν εκείνος στη θέση µου... Παραλίγο να βάλω τα γέλια. Μπορούσα να τον δω πολύ καθαρά, στριµωγµένο, να περπατάει πάνω κάτω νευρικά, παγιδευµένος και σε επιφυλακή, απολαµβάνoντας στο έπακρο το δράµα της δοκιµασίας που του έλαχε, ο αδέκαστος αστυνοµικός που του την έστησαν και τον έριξαν σε ένα κελί φυλακής όπως τον ενσάρκωσε ο Φάρλεϊ Γκρέιντζερ. Αλλά µπορούσα το ίδιο εύκολα να φανταστώ τη γοητεία που θα του ασκούσε, έστω και από δεύτερο χέρι, η δική µου συµφορά, µε τις καµπές και τις ανατροπές της το ίδιο τυχαίες όσο οποιαδήποτε απρόσµενη έκβαση σε µια παρτίδα χαρτιά, σχεδόν µπορούσα να δω τον περίλυπο τρόπο που θα κουνούσε το κεφάλι του. Κακή συναστρία. Υπάρχει ένα µοτίβο σ’ αυτή την ιστορία, ένα ευρύτερο σχέδιο. Eντελώς µεταξύ µας, µικρέ, είναι φανερό. Θα έκανε τους υπολογισµούς του µε βάση την αριθµολογία του ή ό,τι άλλο, θα µελετούσε το βιβλίο του για το Σκορπιό, θα έριχνε κορόνα γράµµατα, θα συµβουλευόταν τα άστρα. Μπορούσες να πεις ό,τι ήθελες για τον µπαµπά µου, αλλά όχι ότι δεν είχε µια συνεπή θεώρηση του κόσµου. Το ξενοδοχείο γέµιζε σιγά σιγά για τις γιορτές. Ζευγάρια. Αµερικανοί στρατιωτικοί που µιλούσαν στους διαδρόµους µε τον επίπεδο τόνο των γαλονάδων, ο βαθµός και η εξουσία πρόδηλα στον τόνο της φωνής τους. Στο κρεβάτι, µέσα στα οπιούχα παραληρήµατά µου, ονειρευόµουν χιονοσκέπαστα βουνά, αγνά και τροµερά αλπικά τοπία βγαλµένα από ταινίες επίκαιρων µε τον Χίτλερ στη χειµερινή έπαυλή του στο Μπέρχτεσγκαντεν, σαρωτικές ριπές
ανέµων που έσβηναν σταδιακά για να δώσουν τη θέση τους στην επόµενη σπιλιάδα, κάνοντας την τρικυµισµένη θάλασσα στην ελαιογραφία πάνω από το γραφείο µου να µανιάζει και το µικρό ιστιοφόρο να κλυδωνίζεται ολοµόναχο µέσα στα µαύρα νερά. Ο πατέρας µου: Παράτα το τηλεκοντρόλ όταν σου µιλάω. Ο πατέρας µου: Τέλος πάντων, δε θα ’λεγα ότι είναι καταστροφή, αλλά αποτυχία σίγουρα. Ο πατέρας µου: Πρέπει να τρώει µαζί µας, Όντρεϊ; Πρέπει να κάθεται µαζί µας στο τραπέζι κάθε αναθεµατισµένο βράδυ; Γιατί δε λες στην Αλαµέντα να τον ταΐζει πριν επιστρέψω στο σπίτι; Επιτραπέζια παιχνίδια: Uno, Ναυµαχία, Μαγική Οθόνη, Σκορ 4. Πράσινα στρατιωτάκια και απαίσια λαστιχένια ζωύφια που είχα βρει για δώρο µέσα στη χριστουγεννιάτικη κάλτσα µου. Ο κύριος Μπάρµπορ: Σινιάλο µε δύο σηµαιάκια. Victor: Έκκληση για βοήθεια. Εcho: Αλλαγή πορείας προς τα δεξιά. Το διαµέρισµα στην Έβδοµη Λεωφόρο. Γκρίζο χρώµα βροχερής µέρας. Αµέτρητες ώρες που κύλησαν φυσώντας και ρουφώντας µονότονα στο στόµιο µιας παιδικής µελόντικα, φύσηµα ρούφηγµα, φύσηµα ρούφηγµα. Τη Δευτέρα, ή µπορεί να ήταν και Τρίτη, όταν βρήκα τελικά το κουράγιο να τραβήξω τις κουρτίνες συσκότισης, τόσο αργά το απόγευµα, ώστε το φως χανόταν πια, υπήρχε στο δρόµο έξω από το ξενοδοχείο µου ένα τηλεοπτικό συνεργείο που πλεύριζε τουρίστες για τα Χριστούγεννα. Αγγλικές φωνές, αµερικάνικες φωνές. Χριστουγεννιάτικα κονσέρτα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου και υπαίθριοι πάγκοι µε εποχιακά oliebollen – την ολλανδική εκδοχή των λουκουµάδων. «Παραλίγο να µε πατήσει ένας ποδηλάτης, αλλά κατά τ’ άλλα περνάω θαυµάσια». Το στήθος µου πονούσε. Έκλεισα πάλι τις κουρτίνες και στάθηκα κάτω από το ντους, µε το νερό τόσο καυτό, ώστε το δέρµα µου κοκκίνισε. Ολόκληρη η γειτονιά στραφτάλιζε, θαρρείς, από τα κατάφωτα εστιατόρια και τα όµορφα καταστήµατα µε τα κασµιρένια πανωφόρια και τα χοντρά πλεχτά πουλόβερ και όλα τα ζεστά ρούχα που δεν είχα προνοήσει να πάρω µαζί µου. Αλλά δεν τολµούσα ούτε καν να τηλεφωνήσω στη ρεσεψιόν για να µου στείλουν µια µεγάλη κανάτα µε καφέ, λόγω των ολλανδικών εφηµερίδων που είχα ξεφυλλίσει πολύ πριν ανατείλει η µέρα, η µία εκ των οποίων είχε πρωτοσέλιδο µια φωτογραφία του πάρκινγκ αποκλεισµένου µε αστυνοµική ταινία στην είσοδο. Οι εφηµερίδες ήταν απλωµένες στο πάτωµα από την άλλη πλευρά του κρεβατιού, σαν χάρτης για ένα απαίσιο µέρος όπου δεν ήθελα να βρεθώ. Ξανά και ξανά, υποκύπτοντας σε µια δύναµη ανώτερη από µένα, ανάµεσα σε ανήσυχους ύπνους και έντονες φανταστικές στιχοµυθίες µε ανθρώπους που δεν ήταν εκεί, επέστρεφα σε αυτές και τις χτένιζα σχολαστικά ψάχνοντας για ολλανδικές λέξεις που έµοιαζαν µε αντίστοιχες αγγλικές, οι οποίες όµως ήταν λιγοστές και πολύ µακριά η µια από την άλλη. Amerikaan dood aangetroffen: Αµερικανός (βρέθηκε;) νεκρός. Heroïne, cocaïne: Ηρωίνη, κοκαΐνη. Moord: Φόνος. Drugsgerelateerde criminaliteit: Εγκληµατικότητα σχετική µε ναρκωτικά. Frits Aaltink afkomstig uit Amsterdam en Martin Mackay Fiedler uit Los Angeles: Ο Φριτς Άαλτινκ από το Άµστερνταµ και ο Μάρτιν Μακέι Φίντλερ από το Λος Άντζελες. Bloedig: Αιµατηρός. Schotenwisseling: Ένας Θεός ξέρει τι ήταν αυτό, αν και το schoten µάλλον είχε σχέση µε πυροβολισµούς. Deze moorden kwamen als en schok voor – τι έγινε λέει; Ο Μπόρις. Πήγα µέχρι το παράθυρο και στάθηκα για λίγο εκεί, µετά γύρισα πάλι πίσω. Ακόµα και µες στην αναµπουµπούλα που επικρατούσε στην µπλοκαρισµένη γέφυρα, τον θυµόµουν να µου δίνει ρητά εντολή να µην του τηλεφωνήσω – ήταν πολύ κατηγορηµατικός σε
αυτό, αν και είχαµε χωρίσει τόσο βιαστικά, που δεν ήµουν σίγουρος αν µου είχε εξηγήσει γιατί έπρεπε να περιµένω να έρθει εκείνος σε επαφή µαζί µου, και, όπως και να είχε, µάλλον δεν είχε καµία σηµασία πια. Άλλο τόσο κατηγορηµατικός ήταν στον ισχυρισµό του ότι δεν είχε τραυµατιστεί σοβαρά, ή τουλάχιστον αυτό επέµενα να λέω στον εαυτό µου, αν και, παγιδευµένος στο σκοτεινό έλος των δυσάρεστων αναµνήσεων που επέµεναν να µε βοµβαρδίζουν από εκείνη τη βραδιά, έβλεπα συνέχεια µπροστά µου την καµένη τρύπα στο µανίκι του παλτού του, κολλώδες µαύρο µάλλινο ύφασµα στο τραχύ φως των λαµπτήρων φθορίου. Θα µπορούσε κάλλιστα να τον είχε τσακώσει η Τροχαία στη γέφυρα και να τον είχε συλλάβει επειδή οδηγούσε χωρίς δίπλωµα – µια οµολογουµένως ατυχής συγκυρία, αν ίσχυε, αλλά πολύ προτιµότερη από τις άλλες πιθανότητες που µου περνούσαν από το µυαλό. Twee doden bij bloedige... Η ιστορία δεν είχε τέλος. Συνεχιζόταν. Την επόµενη µέρα, όπως και τη µεθεπόµενη, µαζί µε το Παραδοσιακό Ολλανδικό Πρωινό µου, υπήρχαν νεότερα στοιχεία αναφορικά µε τους φόνους στην Όβερτοουµ: µικρότερες στήλες, αλλά πιο συµπυκνωµένες πληροφορίες. Twee dodelijke slachtoffers. Nog een of meer betrokkenen. Wapengeweld in Nederland. Η φωτογραφία του Φριτς µαζί µε τις φωτογραφίες κάποιων ακόµα τύπων µε ολλανδικά ονόµατα και ένα αρκετά µακροσκελές άρθρο που δεν είχα καµία ελπίδα να διαβάσω. Dodelijke schietpartij nog onopgehelderd... Με ανησυχούσε που είχαν σταµατήσει να µιλάνε για ναρκωτικά – η στάχτη στα µάτια που τους είχε ρίξει ο Μπόρις– και εξέταζαν την υπόθεση από άλλες οπτικές γωνίες. Εγώ είχα ξεκινήσει αυτή την ιστορία, και τώρα κυκλοφορούσε έξω στον κόσµο, οι άνθρωποι διάβαζαν για αυτή σε ολόκληρη την πόλη, τη συζητούσαν σε µια γλώσσα που δεν µπορούσα να καταλάβω. Τεράστια διαφήµιση του Tiffany µέσα στη Herald Tribune. Άχρονη Οµορφιά και Δηµιουργία. Ευτυχισµένες Γιορτές από την Tiffany & Co. Η τύχη παίζει παιχνίδια, έλεγε συχνά ο µπαµπάς µου. Συστήµατα, πίνακες αποδόσεων. Πού ήταν ο Μπόρις; Μέσα στη θολούρα του πυρετού προσπαθούσα –ανεπιτυχώς– να διασκεδάσω, ή τουλάχιστον να ξεγελάσω, τον εαυτό µου µε τη σκέψη ότι πάντα εµφανιζόταν τη στιγµή που περίµενες λιγότερο να τον δεις. Κροταλίζοντας τις κλειδώσεις των δαχτύλων του, έτσι που όλα τα κορίτσια να τινάζονται ξαφνιασµένα. Φτάνοντας καθυστερηµένος κατά µισή ώρα για το πολιτειακό τεστ αξιολόγησης µαθητών, µε ολόκληρη την τάξη να σκάει στα γέλια βλέποντας την απορηµένη έκφρασή του πίσω από το ενισχυµένο µε σύρµα άθραυστο γυαλί της πόρτας. (Χα, το λαµπρό µέλλον µας, είχε πει απαξιωτικά όταν, καθ’ οδόν προς το σπίτι, είχα προσπαθήσει να του εξηγήσω τη λογική των σταθµισµένων εξετάσεων αυτού του είδους.) Στα όνειρά µου δεν κατάφερνα να φτάσω εκεί όπου έπρεπε να βρίσκοµαι. Υπήρχε πάντα κάτι που µε εµπόδιζε να φτάσω εκεί όπου έπρεπε να πάω. Μου είχε στείλει µε µήνυµα το τηλέφωνό του πριν φύγουµε από τις ΗΠΑ, και, παρόλο που φοβόµουν να του στείλω SMS (αφού δεν ήξερα σε τι κατάσταση ήταν ή κατά πόσο ένα µήνυµα µπορούσε να θεωρηθεί ίχνος που θα οδηγούσε σ’ εµένα), θύµιζα διαρκώς στον εαυτό µου ότι µπορούσα να επικοινωνήσω µαζί του εν ανάγκη. Ήξερε πού βρισκόµουν. Κι ωστόσο έµενα ώρες ξάγρυπνος µέσα στη νύχτα παλεύοντας µε τον εαυτό µου – αφόρητη ανία, αέναες βόλτες πάνω κάτω, κι άµα, άµα, τι θα πείραζε; Τελικά, κάποια στιγµή πλήρους σύγχυσης –µε αναµµένο το φωτάκι νυχτός, παραπαίοντας µεταξύ ύπνου και ξύπνου– έσπασα: Πήρα το κινητό µου από το κοµοδίνο και του έγραψα ένα σύντοµο µήνυµα, το οποίο έστειλα πριν προλάβω να το καλοσκεφτώ: Πού είσαι; Τις επόµενες δυο τρεις ώρες έµεινα ξάγρυπνος, σε µια κατάσταση άγχους που µετά βίας κρατούσα υπό έλεγχο, ξαπλωµένος µε τον πήχη πάνω στα µάτια µου, κι ας µε περιέβαλλε
µαύρο σκοτάδι. Δυστυχώς, όταν ξύπνησα, λουσµένος στον ιδρώτα, λίγο πριν από το ξηµέρωµα, το τηλέφωνο ήταν νεκρό, επειδή είχα ξεχάσει να το σβήσω. Απρόθυµος να αποταθώ στη ρεσεψιόν για να ρωτήσω αν είχαν διαθέσιµους φορτιστές, αµφιταλαντευόµουν για ώρες, µέχρι που αργά το απόγευµα αποφάσισα τελικά να το ρισκάρω. «Και βέβαια, κύριε», απάντησε ο υπάλληλος, µόλις και µετά βίας ρίχνοντάς µου µια µατιά. «Ηνωµένων Πολιτειών;» Δόξα τω Θεώ! σκέφτηκα, προσπαθώντας να µη δείχνω πολύ βιαστικός, κάνοντας µεταβολή για να γυρίσω στο δωµάτιό µου. Η συσκευή µου ήταν παλιά και αργοκίνητη, κι αφού τη συνέδεσα στο ρεύµα, έµεινα να την κοιτάζω για λίγο, ώσπου βαρέθηκα να περιµένω να εµφανιστεί το σήµα της Apple και πήγα στο µίνι-µπαρ να πάρω ένα ποτό. Έπειτα ξαναγύρισα και την κοίταξα για λίγο ακόµα, ώσπου επιτέλους κάποτε άναψε η οθόνη και εµφανίστηκε το φόντο που είχα επιλέξει για τη λειτουργία κλειδώµατος, µια παλιά σχολική φωτογραφία την οποία είχα σκανάρει για πλάκα – πρώτη µου φορά χάρηκα τόσο πολύ βλέποντας µια φωτογραφία: τη δεκάχρονη Κίτσι να πετάει κυριολεκτικά στον αέρα χτυπώντας ένα πέναλτι. Όµως, πάνω που ήµουν έτοιµος να εισαγάγω το PIN, η οθόνη κόλλησε, αναβόσβησε µερικές φορές, ασπρόµαυρες γραµµές άρχισαν να ξετυλίγονται νωχελικά και στη συνέχεια εξερράγησαν θαρρείς, οπότε εµφανίστηκε η λυπηµένη φατσούλα και η συσκευή έσβησε µε ένα ασθενικό βούισµα. Τέσσερις και δεκαπέντε το απόγευµα. Ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει µια σκούρα µπλε απόχρωση πάνω από τις κωδωνόσχηµες στέγες στην απέναντι όχθη του καναλιού. Καθόµουν στη µοκέτα µε την πλάτη µου ακουµπισµένη στο κρεβάτι και το καλώδιο του φορτιστή στο χέρι, αφού είχα δοκιµάσει µεθοδικά, από δύο φορές, όλες τις πρίζες του δωµατίου, είχα σβήσει και ανάψει το τηλέφωνο εκατό φορές, το είχα κρατήσει πάνω από τη λάµπα για να ελέγξω µήπως ήταν ενεργοποιηµένο και απλώς είχε µαυρίσει η οθόνη, είχα βγάλει και βάλει την µπαταρία σε µια προσπάθεια να το επανεκκινήσω µήπως πάρει µπρος. Όµως το τηλέφωνο τα είχε τινάξει: καµία ανταπόκριση, νεκρή µαύρη οθόνη, καπούτ. Προφανώς, το είχα βραχυκυκλώσει. Εκείνη τη νύχτα µετά το πάρκινγκ είχε βραχεί –υπήρχαν στάλες νερού στην οθόνη όταν το είχα βγάλει από την τσέπη µου–, αλλά, παρότι είχα περάσει κάνα δυο λεπτά αγωνίας περιµένοντας να ανάψει, τελικά φάνηκε να λειτουργεί κανονικά, µέχρι τη στιγµή που επιχείρησα να το φορτίσω. Είχα τα πάντα σε αντίγραφα στο λάπτοπ µου στο σπίτι, εκτός από το µοναδικό πράγµα που χρειαζόµουν: τον αριθµό του Μπόρις, τον οποίο µου είχε στείλει µε µήνυµα καθ’ οδόν προς το διεθνές αεροδρόµιο της Νέας Υόρκης. Υδάτινες αντανακλάσεις να τρεµοπαίζουν στο ταβάνι. Από κάπου έξω µελωδικά χριστουγεννιάτικα καµπανίσµατα και φάλτσοι υµνωδοί που τραγουδούσαν µε πάθος: O Tannenbaum, O Tannenbaum, wie treu sind deine Blätter.[3] Δεν είχα εισιτήριο επιστροφής, αλλά είχα πιστωτική κάρτα. Μπορούσα να πάρω ταξί για το αεροδρόµιο. Μπορείς να πάρεις ταξί για το αεροδρόµιο, είπα στον εαυτό µου. Σχίπχολ. Πρώτη πτήση για αεροδρόµιο Κένεντι ή Νιούαρκ. Είχα λεφτά. Μιλούσα στον εαυτό µου σαν παιδί. Ποιος ξέρει πού να ήταν η Κίτσι –πέρα στα Χάµπτονς πιθανότατα–, όµως η βοηθός της κυρίας Μπάρµπορ, η Τζάνετ (που διατηρούσε τη θέση της, παρά το γεγονός ότι η κυρία Μπάρµπορ δεν έκανε πλέον τόσα πολλά πράγµατα ώστε να χρειάζεται και βοήθεια), ήταν το είδος του ανθρώπου που µπορούσε να σου βρει τη µοναδική διαθέσιµη θέση για να ταξιδέψεις από οπουδήποτε στον ελάχιστο δυνατό χρόνο, ακόµα και παραµονή Χριστουγέννων. Η Τζάνετ. Η σκέψη της Τζάνετ ήταν ανεξήγητα καθησυχαστική. Η Τζάνετ, που αποτελούσε ένα αποτελεσµατικό εγκλιτικό σύστηµα από µόνη της, η εύσωµη και ροδοµάγουλη Τζάνετ µε
τα εφαρµοστά ροζ πουλόβερ και τα πολύχρωµα καρό πουκάµισα, σαν νύµφη του Μπουσέ όπως θα την έντυναν οι σχεδιαστές του οίκου J.Crew, η Τζάνετ, που απαντούσε Έξοχα! ό,τι κι αν της έλεγες και έπινε καφέ από ένα ροζ φλιτζάνι που έγραφε πάνω Τζάνετ. Ήταν µια ανακούφιση να σκέφτοµαι καθαρά. Σε τι ωφελούσε τον Μπόρις, ή οποιονδήποτε τελικά, να κάθοµαι και να περιµένω εδώ; Η παγωνιά και η υγρασία, η ακατάληπτη γλώσσα. Βήχας και πυρετός. Η εφιαλτική αίσθηση εγκλεισµού. Δεν ήθελα να φύγω χωρίς τον Μπόρις, χωρίς να ξέρω αν ήταν καλά, βίωνα τη σύγχυση ήρωα πολεµικής ταινίας που πρέπει να συνεχίσει να τρέχει αφήνοντας πίσω ένα χτυπηµένο φίλο, χωρίς να γνωρίζει καν προς πόσο χειρότερη κόλαση τρέχει, αλλά την ίδια στιγµή ήθελα τόσο απελπισµένα να φύγω από το Άµστερνταµ, ώστε µπορούσα να µε φανταστώ να πέφτω στα γόνατα στο Νιούαρκ και να φιλάω το γυαλιστερό πάτωµα της αίθουσας αφίξεων. Τηλεφωνικός κατάλογος. Μολύβι και χαρτί. Με είχαν δει µόνο τρεις άνθρωποι: ο Ινδονήσιος, ο Γκρόζνταν και ο µικρός Ασιάτης. Κι ενώ το πιο πιθανό ήταν να είχαν ο Μάρτιν και ο Φριτς συνεργάτες στο Άµστερνταµ που θα µε έψαχναν (άλλο ένα ισχυρό κίνητρο για να φύγω από την πόλη), δεν υπήρχε κανένας λόγος να πιστεύω ότι µε έψαχνε και η αστυνοµία. Κανένας λόγος να έχει δοθεί σήµα για το διαβατήριό µου. Και τότε, σαν κάποιος να µου έσκασε ένα ξαφνικό χαστούκι στη µούρη, µόρφασα µε οδύνη. Για κάποιον άγνωστο λόγο, είχα µείνει µε την εντύπωση ότι το διαβατήριό µου ήταν κάτω, ότι το είχαν κρατήσει στη ρεσεψιόν κατά την άφιξή µου. Στην πραγµατικότητα, δεν το είχα σκεφτεί καθόλου, ούτε µία φορά, από τότε που το είχε πάρει ο Μπόρις και το είχε κλειδώσει στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του. Πολύ πολύ ήρεµα, άφησα κάτω τον τηλεφωνικό κατάλογο, καταβάλλοντας προσπάθεια να το κάνω µε τρόπο που θα φαινόταν ατάραχος και φυσικός σε κάποιον ουδέτερο παρατηρητή. Υπό κανονικές συνθήκες, θα ήταν µάλλον απλό. Θα έβρισκα τη διεύθυνση και θα πήγαινα στην αρµόδια υπηρεσία. Θα στηνόµουν στην ουρά. Θα περίµενα τη σειρά µου. Θα µιλούσα ευγενικά και υποµονετικά. Είχα πιστωτικές κάρτες, ταυτότητα µε φωτογραφία. Ο Χόµπι µπορούσε να µου στείλει µε φαξ το πιστοποιητικό γέννησής µου. Ζωσµένος από ανησυχία, προσπάθησα να απωθήσω από το µυαλό µου µια ιστορία που είχε διηγηθεί ο Τόντι Μπάρµπορ κατά τη διάρκεια του δείπνου ένα βράδυ για το πώς, έχοντας χάσει το διαβατήριό του (στην Ιταλία; στην Ισπανία;), είχε υποχρεωθεί να τους παρουσιάσει ένα µάρτυρα µε σάρκα και οστά για να πιστοποιήσει την ταυτότητά του. Μελανός ουρανός. Ήταν νωρίς στην Αµερική. Ο Χόµπι θα σταµατούσε τη δουλειά για να φάει µεσηµεριανό, ίσως πεταγόταν µε τα πόδια µέχρι την υπαίθρια αγορά της πλατείας Τζέφερσον προκειµένου να διαλέξει τα φρέσκα ζαρζαβατικά του για το γεύµα που θα ετοίµαζε ανήµερα τα Χριστούγεννα. Η Πίππα να ήταν ακόµα στην Καλιφόρνια άραγε; Τη φανταζόµουν να στριφογυρίζει σε ένα κρεβάτι ξενοδοχείου και να απλώνει νυσταγµένα το χέρι στο τηλέφωνό της µε βλέφαρα βαριά από τον ύπνο: Θίο, εσύ είσαι, έγινε κάτι; Καλύτερα ένα πρόστιµο και κάµποσο γλείψιµο για να µας αφήσουν ήσυχους. Ένιωθα ράκος. Η προοπτική να παρουσιαστώ στο προξενείο (ή όπου αλλού έπρεπε) για ένα γύρο συνεντεύξεων και γραφειοκρατικών διαδικασιών ήταν υπερβολικά παρακινδυνευµένη για τα γούστα µου. Δεν είχα θέσει χρονικό όριο για την αναµονή, για το µέχρι πότε θα περίµενα, όµως οποιαδήποτε κίνηση –τυχαία κίνηση, άσκοπη κίνηση, σαν του εντόµου που ζουζουνίζει µάταια µέσα στο κλειστό γυάλινο βάζο– µου φαινόταν προτιµότερη από το να µείνω εγκλωβισµένος σε αυτό το δωµάτιο έστω και για ένα λεπτό ακόµα, βλέποντας σκιώδεις ανθρώπους µε την άκρη του µατιού µου.
Άλλη µια τεράστια διαφήµιση του Tiffany στην Tribune µε ευχές για τα Χριστούγεννα. Και στην απέναντι σελίδα µια διαφορετική διαφήµιση, για ψηφιακές κάµερες αυτή τη φορά, µε ένα απόφθεγµα τυπωµένο µε καλλιγραφικούς χαρακτήρες και υπογεγραµµένο από τον Χουάν Μιρό:
Μπορεί να κοιτάζεις µια εικόνα επί µία εβδοµάδα και να µην την ξαναφέρεις ποτέ στο νου σου. Αλλά µπορεί επίσης να κοιτάξεις µια εικόνα για ένα δευτερόλεπτο και να τη σκέφτεσαι για όλη σου τη ζωή. Κεντρικός Σταθµός. Ευρωπαϊκή Ένωση, άρα πέρασµα των συνόρων χωρίς έλεγχο διαβατηρίων. Μπορούσα να πάρω οποιοδήποτε τρένο για όπου ήθελα! Οραµατίστηκα τον εαυτό µου να κάνει άσκοπους γύρους ανά την Ευρώπη: καταρράκτες στον Ρήνο και ορεινά περάσµατα στο Τιρόλο, κινηµατογραφικές σήραγγες και αλπικές χιονοθύελλες. Μερικές φορές όλα εξαρτώνται από το πόσο καλά µπορείς να παίξεις το µέτριο χαρτί σου, θυµήθηκα να λέει νυσταλέα ο µπαµπάς µου µισοκοιµισµένος στον καναπέ. Με το βλέµµα στυλωµένο στο τηλέφωνο και το κεφάλι µου να γυρίζει από τον πυρετό, κάθισα εντελώς ακίνητος και προσπάθησα να σκεφτώ. Ο Μπόρις είχε πει στο µεσηµεριανό ότι συχνά ταξίδευε µε τρένο από το Άµστερνταµ στην Αµβέρσα (και στη Φρανκφούρτη, αλλά εγώ δεν ήθελα ούτε να πλησιάσω στη Γερµανία), αλλά και στο Παρίσι. Αν πήγαινα στην πρεσβεία στο Παρίσι και υπέβαλλα εκεί αίτηση για έκδοση νέου διαβατηρίου, µειώνονταν δραστικά οι πιθανότητες να µε συνέδεαν µε το θέµα του Μάρτιν. Από την άλλη, τίποτα δεν άλλαζε το γεγονός ότι ο µικρός Ασιάτης ήταν αυτόπτης µάρτυρας. Δεν αποκλείεται τα στοιχεία µου να φιγουράριζαν ήδη στη λίστα των καταζητούµενων στους υπολογιστές όλων των αστυνοµιών της Ευρώπης. Πήγα στο µπάνιο και έριξα µπόλικο νερό στο πρόσωπό µου. Υπερβολικά πολλοί καθρέφτες ολόγυρα. Έκλεισα τη βρύση και πήρα µια πετσέτα για να σκουπιστώ. Μεθοδικές κινήσεις, η µια µετά την άλλη. Όταν σουρούπωνε, η διάθεσή µου πάντα έπεφτε και µε έζωναν οι φόβοι. Ποτήρι νερό. Ασπιρίνη για τον πυρετό – ο οποίος, αντίθετα, ανέβαινε µε το που νύχτωνε. Απλές ενέργειες. Ένα είδος προπόνησης για τα πιο απαιτητικά. Δεν ήξερα τι εντάλµατα µπορεί να εκκρεµούσαν σε βάρος του Μπόρις, αλλά, παρότι ήταν αρκετά ανησυχητική η πιθανότητα να τον είχαν συλλάβει, µε φόβιζε πολύ περισσότερο η πιθανότητα να είχαν περάσει σε αντίποινα ο Σάσα και οι δικοί του. Όµως δεν τολµούσα να αφήσω τις σκέψεις µου να προχωρήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.
[1] Αιµατηρός. Φόνος (ολλανδικά στο πρωτότυπο). Oι συγκεκριµένες ολλανδικές λέξεις µοιάζουν µε τις αντίστοιχες αγγλικές, οπότε ο Θίο µάλλον καταλαβαίνει, µέσες άκρες, το νόηµά τους. (Σ.τ.Μ.) [2] Τα αγάλµατα του Βούδα στην κοιλάδα του Μπαµιγιάν στο Αφγανιστάν, λαξευµένα στο βράχο σε υψόµετρο δυόµισι χιλιάδων µέτρων, ήταν µοναδικά πολιτιστικά κειµήλια, που ανατινάχτηκαν µε δυναµίτη το Μάρτιο του 2001 από την κυβέρνηση των Ταλιµπάν. (Σ.τ.Μ.) [3] Πρόκειται για το χριστουγεννιάτικο τραγούδι που έχει γίνει γνωστό και στην Ελλάδα ως «Ω Έλατο». (Σ.τ.Μ.)
ii.
ΤΗΝ
–παραµονή Χριστουγέννων– πίεσα τον εαυτό µου να κατεβάσει ένα τεράστιο πρωινό που µου έφερε η υπηρεσία δωµατίου, παρόλο που δεν είχα όρεξη να φάω, και πέταξα την εφηµερίδα χωρίς να της ρίξω ούτε µια µατιά, αφού φοβόµουν ότι, αν έβλεπα τις λέξεις Overtoom ή Moord άλλη µία φορά, δε θα έβρισκα ποτέ το κουράγιο να κάνω αυτό που έπρεπε. Αφού έφαγα, µηχανικά, µάζεψα τις σκόρπιες εφηµερίδες µίας εβδοµάδας και τις πέταξα ρολό στο καλάθι των αχρήστων. Πήρα από το ντουλάπι το ξεθωριασµένο από το λευκαντικό αλλά πάντα λεκιασµένο πουκάµισό µου και, αφού σιγουρεύτηκα ότι ήταν καλά δεµένη η σακούλα, το έχωσα µέσα σε µια άλλη σακούλα από το ασιατικό παντοπωλείο (αυτή την άφησα άδετη, τόσο για ευκολία στη µεταφορά όσο και για το ενδεχόµενο να έβρισκα κανένα ξέµπαρκο τούβλο στο δρόµο). Μετά, αφού σήκωσα το γιακά του παλτού µου και έδεσα από πάνω το κασκόλ µου, γύρισα την πινακίδα στο χερούλι, επιτρέποντας την είσοδο στην καµαριέρα, και βγήκα. Ο καιρός ήταν απαίσιος, πράγµα που βοηθούσε. Τσουχτερό χιονόνερο που έπεφτε πλαγίως µε τον αέρα, µαστιγώνοντας το κανάλι. Περπάτησα για καµιά εικοσαριά λεπτά –πνίγοντας φταρνίσµατα, µες στη µαύρη δυστυχία, παγωµένος µέχρι το κόκαλο–, µέχρι που πέτυχα έναν κάδο σκουπιδιών σε µια ιδιαίτερα απόµερη γωνιά, όπου δεν υπήρχε µεγάλη κίνηση αυτοκινήτων ή πεζών, δεν υπήρχαν καταστήµατα, µόνο σπίτια που φάνταζαν τυφλά, µε τα παντζούρια τους κλειδαµπαρωµένα για προστασία από τον άνεµο. Έχωσα βιαστικά µέσα το πουκάµισο και συνέχισα να περπατάω, µε µια έκρηξη ευδαιµονίας που µε προώθησε τέσσερα πέντε τετράγωνα σε χρόνο-ρεκόρ, κι ας χτυπούσαν τα δόντια µου. Τα πόδια µου ήταν βρεγµένα, οι σόλες των παπουτσιών µου υπερβολικά λεπτές για τα µουσκεµένα λιθόστρωτα, κυριολεκτικά τουρτούριζα από το κρύο. Άραγε πότε άδειαζαν τους κάδους; Αδιάφορο! Εκτός... Τίναξα δεξιά αριστερά το κεφάλι µου, λες και έτσι θα καθάριζε το µυαλό µου. Το ασιατικό µαγαζάκι... Η πλαστική σακούλα είχε τυπωµένη την επωνυµία της επιχείρησης! Ούτε δυο βήµατα από το ξενοδοχείο µου! Όχι, ήταν γελοίο να σκέφτοµαι έτσι, και προσπάθησα να συνετίσω τον εαυτό µου. Ποιος µε είχε δει να την πετάω; Κανείς. Σινιάλα σηµατωρού. Charlie: Κατάφαση. Delta: Πρόοδος µε δυσκολία. Σταµάτα! Σταµάτα! Δε γυρνάς πίσω, ξέχνα το! Μην ξέροντας πού υπήρχε πιάτσα ταξί, περιπλανήθηκα άσκοπα για ένα εικοσάλεπτο περίπου, µέχρι που κατάφερα τελικά να σταµατήσω ένα ελεύθερο στο δρόµο. «Στον Κεντρικό Σταθµό», είπα στον Τούρκο οδηγό. Αλλά, όταν µε άφησε τελικά µπροστά στο σταθµό –αφού ελισσόµασταν για κάµποση ώρα µέσα σε στοιχειωµένους γκρίζους δρόµους που θύµιζαν επίκαιρα της δεκαετίας του 1930–, προς στιγµήν σκέφτηκα ότι δεν είχε καταλάβει πού του είχα ζητήσει να µε πάει, αφού το κτίριο έµοιαζε περισσότερο µε µουσείο: φαντασµαγορική αναγεννησιακή πρόσοψη µε κόκκινα τούβλα, όλο αετώµατα και πύργους, η αποθέωση του βικτοριανού στιλ στην Ολλανδία. Πέρασα σαστισµένος την είσοδο, ανάµεσα σε πλήθη τουριστών, βάζοντας τα δυνατά µου να φαίνοµαι ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
χαλαρός, αγνοώντας όσο καλύτερα µπορούσα τους αστυνοµικούς που έβλεπα όπου κι αν έστρεφα το βλέµµα, σαστισµένος και αµήχανος καθώς ο υπέροχος δηµοκρατικός κόσµος µε κύκλωνε για άλλη µια φορά από παντού, παρακάµπτοντάς µε και προσπερνώντας µε: παππούδες, φοιτητές, ταλαιπωρηµένα νεαρά αντρόγυνα µε πιτσιρίκια που έσερναν πίσω τους τα πολύχρωµα σακίδια πλάτης τους, σακούλες µε ψώνια και κυπελλάκια Starbucks, ροδάκια αποσκευών που έτριζαν, έφηβοι που συγκέντρωναν υπογραφές για την Greenpeace – πίσω στο βόµβο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Υπήρχε ένα απογευµατινό τρένο για Παρίσι, αλλά εγώ ήθελα θέση στο τελευταίο που αναχωρούσε. Οι ουρές ήταν ατέλειωτες, φτάνοντας µέχρι το κιόσκι µε τις εφηµερίδες. «Για απόψε;» µε ρώτησε η υπάλληλος όταν έφτασα τελικά στο γκισέ, µια ξανθιά, τετράγωνη, µεσόκοπη γυναίκα µε πληθωρικό µπούστο και µε την απρόσωπη προσήνεια πατρόνας σε δευτεροκλασάτο ηθογραφικό πίνακα. «Ακριβώς», απάντησα, ελπίζοντας ότι δε φαινόµουν τόσο άρρωστος όσο αισθανόµουν. «Πόσα;» µε ρώτησε, ρίχνοντάς µου µια πεταχτή µατιά. «Ένα». «Μάλιστα. Διαβατήριο, παρακαλώ». «Μισό...» Φωνή βραχνή από το κρύωµα, εµφατικό χτύπηµα στις τσέπες µου. Ερχόµενος εδώ, έλπιζα ότι δε θα το ζητούσαν. «Αχ, συγνώµη, δεν το έχω µαζί µου, το άφησα στο χρηµατοκιβώτιο του ξενοδοχείου, αλλά» –βγάζοντας την εκδοθείσα από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης ταυτότητά µου, τις πιστωτικές µου κάρτες, την κάρτα της κοινωνικής µου ασφάλισης και σπρώχνοντάς τα κάτω από το διαχωριστικό για να τα ελέγξει– «έχω αυτά». «Χρειάζεστε διαβατήριο για να ταξιδέψετε». «Ω, εννοείται». Βάζοντας τα δυνατά µου να ακούγοµαι λογικός, ενήµερος. «Αλλά θα ταξιδέψω το βράδυ. Βλέπετε;» Δείχνοντας τον άδειο χώρο γύρω από τα πόδια µου, πουθενά αποσκευές. «Ήρθα να ξεπροβοδίσω την κοπέλα µου και, µια και ήµουν εδώ, σκέφτηκα να µπω στην ουρά και να αγοράσω το εισιτήριο για το βράδυ». «Απ’ ό,τι βλέπω» –µια µατιά στον πίνακα των αναχωρήσεων στην οθόνη της– «έχετε άφθονο χρόνο. Μπορείτε να βγάλετε το εισιτήριό σας όταν ξανάρθετε απόψε για να ταξιδέψετε». «Ναι» –κλείνοντας τη µύτη µου για να αναχαιτίσω το φτάρνισµα που ερχόταν– «αλλά θα προτιµούσα να το έχω από τώρα». «Φοβάµαι ότι δε γίνεται αυτό». «Σας παρακαλώ. Θα µου κάνατε τεράστια χάρη. Στέκοµαι στην ουρά πάνω από τρία τέταρτα, και δεν ξέρω τι ουρές θα βρω το βράδυ». Ήµουν σίγουρος ότι είχα ακούσει από την Πίππα, που είχε γυρίσει όλη την Ευρώπη σιδηροδροµικώς, ότι δεν έλεγχαν ποτέ τα διαβατήρια στο τρένο. «Το µόνο που σας ζητάω είναι να το αγοράσω τώρα, ώστε να προλάβω να κάνω τις υπόλοιπες δουλειές µου πριν έρθω το βράδυ για να ταξιδέψω». Η υπάλληλος µου έριξε µια γεµάτη ένταση µατιά. Μετά πήρε την ταυτότητα και κοίταξε πρώτα τη φωτογραφία και µετά εµένα. «Κοιτάξτε», της είπα βλέποντάς τη να διστάζει – τουλάχιστον µου φάνηκε να διστάζει. «Βλέπετε ότι είµαι εγώ. Έχετε τ’ όνοµά µου, την κάρτα κοινωνικής ασφάλισης. Ορίστε», πρόσθεσα, βγάζοντας χαρτί και µολύβι από την τσέπη µου, «ευχαρίστως να υπογράψω για να πιστοποιήσετε το γνήσιο της υπογραφής». Σύγκρινε τις υπογραφές βάζοντάς τες δίπλα δίπλα. Κοίταξα ξανά εµένα και µετά την ταυτότητα. Και τότε ξαφνικά φάνηκε να παίρνει την απόφασή της. «Δεν µπορώ να δεχτώ αυτά τα δικαιολογητικά». Έσπρωξε τα χαρτιά µου έξω από το
διαχωριστικό του γκισέ. «Γιατί όχι;» Η ουρά πίσω µου µεγάλωνε. «Γιατί;» επανέλαβα. «Είναι απολύτως νόµιµα. Είναι τα ίδια που χρησιµοποιώ αντί διαβατηρίου για να ταξιδέψω αεροπορικώς εντός ΗΠΑ. Οι υπογραφές είναι ολόιδιες», πρόσθεσα όταν δεν απάντησε, «δεν το βλέπετε;» «Λυπάµαι». «Δηλαδή, θέλετε να µου πείτε...» Τώρα µπορούσα να ακούσω την απελπισία στη φωνή µου. Η έκφρασή της είχε γίνει εριστική, σαν να µε προκαλούσε σε καβγά. «Θέλετε να µου πείτε ότι πρέπει να ξανάρθω το βράδυ και να ξαναστηθώ από την αρχή στην ουρά;» «Λυπάµαι, κύριε, δεν µπορώ να σας εξυπηρετήσω. Ο επόµενος», είπε η υπάλληλος απευθυνόµενη σε κάποιον πάνω από τον ώµο µου. Όπως αποµακρυνόµουν από το γκισέ, σπρώχνοντας και σκουντώντας το πλήθος για να περάσω, κάποιος είπε πίσω µου: «Έι, φίλε!». Στην αρχή, θολωµένος από την άκαρπη συζήτηση στο γκισέ των εισιτηρίων, νόµισα ότι η φωνή ήταν αποκύηµα της φαντασίας µου. Αλλά, όταν γύρισα αµήχανα, είδα έναν έφηβο µε κουναβίσιο πρόσωπο, κόκκινα µάτια και ξυρισµένο κεφάλι να χοροπηδάει στις µύτες των τεράστιων πάνινων αθλητικών του. Από τις ύπουλες, κλεφτές µατιές που έριχνε δεξιά αριστερά, σκέφτηκα ότι θα προσφερόταν να µου πουλήσει πλαστό διαβατήριο, αλλά αντί γι’ αυτό έσκυψε συνωµοτικά προς το µέρος µου και είπε: «Μην το επιχειρήσεις». «Τι;» ρώτησα αβέβαια, σηκώνοντας το βλέµµα στην αστυνοµικίνα που στεκόταν γύρω στο ενάµισι µέτρο πίσω του. «Κοίτα, φίλε. Έκανα καµιά εκατοστή ταξίδια πέρα δώθε έχοντάς το µαζί µου, το ρηµάδι, και δεν το έλεγξαν ούτε µία φορά! Τη µία και µοναδική που δεν το πήρα; Ήταν στα σύνορα της Γαλλίας... Με χώσανε µέσα σούµπιτο, στο κελί του Αλλοδαπών της Γαλλίας, δώδεκα ώρες µε τα σκατοφαγιά και τη σκατοσυµπεριφορά τους, σκέτη φρίκη! Αηδιαστικά βροµερό κελί. Πίστεψέ µε, θες όλα σου τα χαρτιά στην εντέλεια. Και τίποτα ύποπτο στη βαλίτσα σου...» «Οκέι, ελήφθη», είπα. Έσταζα µέσα στο παλτό µου, αλλά δεν τολµούσα να το ξεκουµπώσω. Ούτε καν να λύσω το κασκόλ στο λαιµό µου. Ζεσταινόµουν. Το κεφάλι µου κόντευε να σπάσει. Αφήνοντάς τον πίσω, ένιωθα το διαπεραστικό βλέµµα µιας κάµερας ασφαλείας να µου καίει την πλάτη. Προσπαθούσα να µη φαίνοµαι πολύ ταραγµένος όπως ελισσόµουν µέσα στον κόσµο, ζαλισµένος και θολωµένος από τον πυρετό, ψάχνοντας το τηλέφωνο του αµερικανικού προξενείου στην τσέπη µου. Μου πήρε κάµποση ώρα να βρω τηλέφωνο για το κοινό –χρειάστηκε να φτάσω στην άλλη άκρη του σταθµού, σε µια περιοχή πήχτρα σε έφηβους που κάθονταν οκλαδόν στο πάτωµα, σε ένα αυτοσχέδιο συµβούλιο της φυλής–, και µου πήρε ακόµα περισσότερο να καταλάβω πώς στην ευχή να κάνω το αναθεµατισµένο τηλεφώνηµα. Χαρωπή λογοδιάρροια στα ολλανδικά. Και µετά µια ευχάριστη αµερικάνικη φωνή: Σας καλωσορίζουµε στο Γενικό Προξενείο των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής στην Ολλανδία, θα θέλατε να συνεχίσετε στα αγγλικά; Κι άλλα µενού, κι άλλες επιλογές. Πατήστε 1 για αυτό, 2 για εκείνο, παρακαλώ περιµένετε να σας συνδέσουµε. Ακολουθώντας πειθήνια τις οδηγίες, στεκόµουν χαζεύοντας το πλήθος, µέχρι που συνειδητοποίησα ότι ίσως να µην ήταν τόσο έξυπνο να επιδεικνύω έτσι το πρόσωπό µου, οπότε ξαναγύρισα προς τον τοίχο.
Το τηλέφωνο καλούσε για τόση πολλή ώρα, ώστε είχα αρχίσει να βυθίζοµαι σε µια οµίχλη αποστασιοποίησης, όταν άξαφνα άνοιξε η γραµµή και από την άλλη άκρη της έφτασε στα αφτιά µου µια καθαρή αµερικάνικη φωνή που λες και µου µιλούσε από την παραλία Σάντα Κρουζ της Καλιφόρνια: «Αµερικανικό προξενείο της Ολλανδίας, καληµέρα σας. Πώς µπορώ να σας εξυπηρετήσω;» «Γεια», είπα ανακουφισµένος. «Εγώ...» Είχα σκεφτεί να δώσω ψεύτικο όνοµα, απλώς και µόνο για να πάρω τις πληροφορίες που χρειαζόµουν, αλλά ήµουν υπερβολικά καταβεβληµένος για να µπω στον κόπο. «Φοβάµαι ότι έχω ένα πρόβληµα. Ονοµάζοµαι Θίοντορ Ντέκερ και µου έκλεψαν το διαβατήριο». «Ω, λυπάµαι που το ακούω». Πληκτρολογούσε κάτι, το άκουγα καθαρά στην άλλη άκρη της γραµµής, µαζί µε µακρινές χριστουγεννιάτικες µελωδίες. «Δύσκολη περίοδος, όλοι πάνε ταξίδια, καταλαβαίνετε... Το δηλώσατε στις Αρχές;» «Ποιο πράγµα;» «Την κλοπή του διαβατηρίου σας. Γιατί πρέπει να δηλωθεί αµέσως στις αστυνοµικές Αρχές». «Εγώ...» Βλαστηµώντας βουβά τον εαυτό µου – πώς στην οργή µού είχε έρθει να µιλήσω για κλοπή; «Όχι, συγνώµη, µόλις συνέβη. Στον Κεντρικό Σταθµό» –κοιτάζοντας γύρω µου– «σας τηλεφωνώ από κερµατοδέκτη. Για να είµαι ειλικρινής, δεν είµαι σίγουρος ότι µου το έκλεψαν, µπορεί και να µου έπεσε απλώς». «Όπως και να έχει» –περισσότερα κλικ κλικ στο πληκτρολόγιο– «θα πρέπει να το δηλώσετε στις Αρχές, είτε πρόκειται για απώλεια είτε για κλοπή». «Ναι, αλλά µόλις ετοιµαζόµουν να επιβιβαστώ στο τρένο, και τώρα δε µου το επιτρέπουν. Και πρέπει να βρίσκοµαι στο Παρίσι απόψε». «Δώστε µου ένα λεπτό». Υπήρχε πάρα πολύς κόσµος στο σταθµό, µυρωδιές νοτισµένου µάλλινου υφάσµατος και ανθρώπινου συρφετού, που ενισχύονταν από τη δυνατή θέρµανση. Επέστρεψε στη γραµµή την επόµενη κιόλας στιγµή. «Λοιπόν, θα χρειαστώ κάποιες πληροφορίες, παρακαλώ». Όνοµα. Ηµεροµηνία γέννησης. Ηµεροµηνία και τόπος έκδοσης του διαβατηρίου. Εγώ να στάζω µέσα στο παλτό µου. Αποφορά σωµάτων παντού γύρω µου. «Έχετε έγγραφα που να πιστοποιούν την ιθαγένειά σας;» µε ρώτησε. «Παρακαλώ;» «Ληγµένο διαβατήριο; Πιστοποιητικό γέννησης ή πολιτογράφησης;» «Έχω κάρτα κοινωνικής ασφάλισης. Και ταυτότητα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Μπορώ να κανονίσω να µου στείλουν µε φαξ το πιστοποιητικό γέννησής µου». «Α, περίφηµα. Αυτό αρκεί». Αλήθεια; Έµεινα εκεί σαν στήλη άλατος. Αυτό ήταν όλο; «Έχετε πρόσβαση σε υπολογιστή;» «Εµ...» Υπήρχε υπολογιστής στο ξενοδοχείο; «Βεβαίως». «Λοιπόν» –δίνοντάς µου µια ηλεκτρονική διεύθυνση– «θα πρέπει να κατεβάσετε, να τυπώσετε και να συµπληρώσετε µια έγγραφη µαρτυρική κατάθεση σχετικά µε την κλοπή ή την απώλεια του διαβατηρίου σας και να τη φέρετε εδώ στα γραφεία µας. Είναι κοντά στο Ρέικσµουζεουµ. Ξέρετε πού;» Ήταν τέτοια η ανακούφισή µου, που στάθηκα εκεί εκστατικός, απολαµβάνοντας τη σχεδόν ψυχεδελική αναµπουµπούλα γύρω µου. «Λοιπόν, να σας πω τι χρειάζοµαι από εσάς», έλεγε τώρα η νεαρή Καλιφορνέζα, µε τον
κοφτό τόνο της να µε προσγειώνει από τους πολύχρωµους ρεµβασµούς του πυρετού. «Την έγγραφη κατάθεση. Τα πιστοποιητικά µέσω φαξ. Δύο αντίγραφα µιας φωτογραφίας 5x5 εκατοστών µε λευκό φόντο. Και, ακόµα, µην ξεχάσετε το αντίγραφο της δήλωσης στην αστυνοµία». «Ορίστε;» ρώτησα µε ένα κρώξιµο. «Όπως σας εξήγησα πριν, σε περίπτωση κλοπής ή απώλειας διαβατηρίου, απαιτείται δήλωση στις κατά τόπους αστυνοµικές Αρχές...» «Μα...» Παρακολουθώντας µια απόκοσµη ποµπή από µπαµπουλωµένες µουσουλµάνες να περνάνε αθόρυβα, µαυροντυµένες από την κορυφή µέχρι τα νύχια. «Δε θα προλάβω». «Τι θέλετε να πείτε;» «Κοιτάξτε, δε σκοπεύω να πετάξω για Αµερική σήµερα. Εγώ απλώς...» Μου πήρε µερικές στιγµές να ξαναβρώ την ανάσα µου, καθώς o παροξυσµός βήχα είχε φέρει δάκρυα στα µάτια µου. «Το τρένο µου για Παρίσι φεύγει σε δύο ώρες. Οπότε... να, δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν είµαι σίγουρος ότι µπορώ να µαζέψω όλο αυτό το χαρτοµάνι και να πάω και στο αστυνοµικό τµήµα». «Τι να σας πω», έκανε εκείνη λυπηµένα, «δυστυχώς, ξέρετε, τα γραφεία µας θα µείνουν ανοιχτά µόνο για σαράντα πέντε λεπτά ακόµα». «Πώς;» «Κλείνουµε νωρίτερα σήµερα. Παραµονή Χριστουγέννων, καταλαβαίνετε. Και θα είµαστε κλειστά αύριο, όπως και το Σαββατοκύριακο. Αλλά θα ξανανοίξουµε στις οχτώ και µισή ακριβώς την ερχόµενη Δευτέρα». «Τη Δευτέρα;» «Τι να πω, λυπάµαι». Με τόνο παραίτησης. «Είναι η τυπική διαδικασία». «Μα πρόκειται για επείγουσα ανάγκη!» Φωνή ραγισµένη από την αρρώστια. «Επείγουσα ανάγκη; Οικογενειακή ή ιατρική;» «Ε...» «Γιατί σε κάποιες πολύ σπάνιες περιπτώσεις παρέχουµε επείγουσες υπηρεσίες και εκτός ωραρίου λειτουργίας των γραφείων». Δεν ήταν τόσο φιλική πια, βιαζόταν, µιλούσε µηχανικά, ενώ ήδη ακούγονταν κι άλλες γραµµές να καλούν στο βάθος. «Δυστυχώς, αυτό ισχύει µόνο για κατεπείγουσες καταστάσεις ζωής ή θανάτου, και ο προϊστάµενός µας πρέπει να εξακριβώσει το επείγον της υπόθεσης προτού χορηγήσουµε βεβαίωση ότι δικαιούται κάποιος να ταξιδέψει χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα. Άρα, αν δεν είναι κάποιος θάνατος ή κάποια κρίσιµη ασθένεια που σας επιβάλλει να φύγετε σήµερα για Παρίσι και δεν είστε σε θέση να αποδείξετε το επείγον της περίστασης µε γραπτή κατάθεση από κάποιο γιατρό, για παράδειγµα, ή κληρικό ή διευθυντή γραφείου τελετών...» «Εγώ...» Τη Δευτέρα; Γαµώτο! Δεν ήθελα ούτε να σκεφτώ τη δήλωση απώλειας στην αστυνοµία. «Ε... συγνώµη, ακούστε...» Προσπαθούσε να κλείσει το τηλέφωνο, το ένιωθα. «Ακριβώς. Συγκεντρώστε αυτά τα έγγραφα µέχρι τη Δευτέρα είκοσι οκτώ του µήνα. Και τότε, ναι, µόλις λάβουµε την αίτηση, θα επισπεύσουµε όσο γίνεται τη διαδικασία... Συγνώµη, µου επιτρέπετε µισό λεπτό;» Κλικ. Η φωνή της από απόσταση. «Αµερικανικό προξενείο, καληµέρα σας. Περιµένετε µια στιγµή, παρακαλώ;» Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε αµέσως. «Αµερικανικό προξενείο, καληµέρα σας. Περιµένετε µια στιγµή, παρακαλώ;» «Πόσο σύντοµα µπορώ να το έχω, δηλαδή;» ρώτησα µόλις γύρισε πάλι στη γραµµή µ’ εµένα. «Ω, από τη στιγµή που θα έχουµε τα έγγραφα στα χέρια µας, θα σας το ετοιµάσουµε σε δέκα µέρες το πολύ. Εργάσιµες. Θα έκανα ό,τι περνάει από το χέρι µου για να το έχετε σε επτά,
αλλά, καταλαβαίνετε, µε τις γιορτές... Μέχρι την Πρωτοχρονιά όλα τα τµήµατα λίγο πολύ υπολειτουργούν. Οπότε... Λυπάµαι πολύ», πρόσθεσε στην εµβρόντητη σιωπή που ακολούθησε, «αλλά θα πάρει λίγο χρόνο. Σας έκανα την καρδιά περιβόλι, καταλαβαίνω...» «Τι θα κάνω τώρα;» «Χρειάζεστε ταξιδιωτική βοήθεια;» «Δεν ξέρω καν τι σηµαίνει αυτό». Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάµι από τους πόρους µου. Πνιγηρή ατµόσφαιρα, υπερβολικά ζεστός και δύσοσµος αέρας. «Έµβασµα χρηµάτων; Προσωρινό κατάλυµα;» «Πώς θα γυρίσω στο σπίτι µου;» «Είστε µόνιµος κάτοικος Παρισίων;» «Όχι, Ηνωµένων Πολιτειών». «Λοιπόν, µε ένα προσωρινό διαβατήριο... Το προσωρινό διαβατήριο δεν έχει καν το µικροτσίπ που χρειάζεστε για να µπείτε στις Ηνωµένες Πολιτείες, συνεπώς δεν είµαι σίγουρη ότι υπάρχει συντοµότερος τρόπος από αυτόν που σας προτείνω...» Ντριν. Ντριν. Ντριν. «Με συγχωρείτε, κύριε, µπορείτε να περιµένετε ένα λεπτό, παρακαλώ; »Λοιπόν, το όνοµά µου είναι Χόλι. Θα σας δώσω το εσωτερικό τηλέφωνο του γραφείου µου, για την περίπτωση που θα αντιµετωπίσετε κάποιο πρόβληµα ή θα χρειαστείτε τη συνδροµή µας κατά τη διαµονή σας...»
iii.
ΓΙΑ
ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΟ ΛΟΓΟ,
ο πυρετός µου επέµενε να χτυπάει κόκκινο µόλις σουρούπωνε. Αλλά, ύστερα από τόσες ώρες στο πόδι έξω στην παγωνιά, είχε αρχίσει να ανεβαίνει µε τα σπασµωδικά τινάγµατα βαριού αντικειµένου που ανυψώνεται µε τραντάγµατα και απότοµα σταµατήµατα παράλληλα προς την επιφάνεια ενός ουρανοξύστη, έτσι που, περπατώντας για να γυρίσω στο ξενοδοχείο, µετά βίας καταλάβαινα γιατί κινιόµουν, γιατί δεν έπεφτα ή πώς κατάφερνα να προχωράω καν, παραδοµένος σε ένα είδος αβαρούς ασυναισθησίας που µε έκανε να αιωρούµαι πάνω από το σώµα µου όπως περπατούσα σε υγρά σοκάκια δίπλα στα κανάλια, να υψώνοµαι σε µυστηριώδεις σοφίτες και καµινάδες, από όπου θαρρείς και παρακολουθούσα τον εαυτό µου αφ’ υψηλού. Τελικά, ήταν µεγάλο λάθος να µην πάρω ταξί µπροστά από το σταθµό. Έβλεπα συνέχεια την πλαστική σακούλα που είχα πετάξει στον κάδο απορριµµάτων και το γυαλιστερό ροζ πρόσωπο της υπαλλήλου στο γκισέ των εισιτηρίων και τον Μπόρις, µε δάκρυα στα µάτια και µατωµένο χέρι, να σφίγγει το καµένο σηµείο στο µανίκι του. Και ο άνεµος να ουρλιάζει, και το κεφάλι µου να καίει, και σε άτακτα διαστήµατα να τινάζοµαι τροµαγµένος από ανεξήγητα σκοτεινά πεταρίσµατα σε απόσταση αναπνοής: µαύρες αστραπές, κι όµως κανείς εκεί – στην πραγµατικότητα, δεν υπήρχε ψυχή στο δρόµο, εκτός από κανέναν ποδηλάτη αραιά και πού, ακαθόριστο και κυρτό µέσα στο χιονόνερο. Κεφάλι βαρύ, λαιµός ερεθισµένος. Όταν επιτέλους κατάφερα να σταµατήσω ένα ταξί στο δρόµο, απείχα ελάχιστα από το ξενοδοχείο. Το µόνο καλό όταν ανέβηκα πάνω –παγωµένος µέχρι το κόκαλο, τουρτουρίζοντας από το κρύο– ήταν ότι είχαν καθαρίσει το δωµάτιο και είχαν ξαναγεµίσει το µίνι-µπαρ, το οποίο είχα αδειάσει, πίνοντας ακόµα και το Cointreau. Πήρα και τα δύο µπουκαλάκια τζιν και τα ανακάτεψα µε ζεστό νερό από τη βρύση, για να καθίσω στη συνέχεια στην µπροκάρ πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο µε το ποτήρι να κρέµεται από τα ακροδάχτυλά µου, αφήνοντας τις ώρες να κυλάνε, περίπου ξύπνιος, σε µια µισοονειρική κατάσταση, µε το βαρύ χειµωνιάτικο φως να κινείται από τοίχο σε τοίχο σε παραλληλόγραµµα που ολίσθαιναν προς το χαλί και στένευαν, µέχρι που έσβησαν τελείως, και ήταν πια η ώρα του δείπνου, και µε πονούσε το στοµάχι µου, ο λαιµός µου έκαιγε από τη χολή, αλλά έµενα καθισµένος εκεί, άπρακτος, στο σκοτάδι. Δεν ήταν κάτι που δεν είχα σκεφτεί, πολλές φορές, και µάλιστα σε απείρως πιο ανώδυνες περιστάσεις. Η παρόρµηση µε κατέκλυζε απρόσµενα, συγκλονίζοντάς µε συθέµελα, ένας φαρµακερός ψίθυρος που δεν έσβηνε ποτέ εντελώς, που κάποιες φορές παραµόνευε στα όρια µόλις της ακοής µου, ενώ άλλες δυνάµωνε ανεξέλεγκτα, οδηγώντας µε σε ένα είδος µακάβριας οπτικής φρενίτιδας, δεν κατάλαβα ποτέ ακριβώς γιατί, κάποιες φορές αρκούσε µια κακή ταινία ή ένα πληκτικό επίσηµο δείπνο για να την πυροδοτήσει, βραχυπρόθεσµη ανία και µακροπρόθεσµο άλγος, πρόσκαιρος πανικός και µόνιµη απελπισία να µε πληµµυρίζουν ταυτόχρονα και να κορώνουν σε ένα τέτοιο τεφρό, πένθιµο φως, ώστε έβλεπα, έβλεπα στ’ αλήθεια κοιτώντας πίσω στο χρόνο, µε απόλυτα διαυγή και έλλογη απόγνωση, ότι ο κόσµος και τα πάντα µέσα σε αυτόν ήταν ανυπόφορα και ανεπανόρθωτα καταδικασµένα, ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ τίποτα καλό ή υποφερτό, αβάσταχτη
κλειστοφοβία της ψυχής, δωµάτιο χωρίς παράθυρα, καµία διέξοδος, κύµατα ντροπής και φρίκης, αφήστε µε ήσυχο, η µητέρα µου νεκρή σε ένα µαρµάρινο πάτωµα, σταµατήστε, σταµατήστε, να µονολογώ µέσα από τα δόντια µου κλεισµένος σε ανελκυστήρες και ταξί, αφήστε µε ήσυχο, θέλω να πεθάνω, µια ψυχρή, διαυγής, αυτοαναφλεγόµενη µανία που µε είχε σπρώξει περισσότερες από µία φορές να ανέβω τρέχοντας τη σκάλα συγκεχυµένα αποφασισµένος να κατεβάσω όποιο συνδυασµό ποτού και χαπιών είχα διαθέσιµο, και ήταν µόνο λόγω ανοχής στις ουσίες και ανικανότητας που είχα αποτύχει, νιώθοντας δυσάρεστη έκπληξη όταν ξυπνούσα ώρες µετά, αλλά και ανακούφιση που δεν είχε χρειαστεί να µε βρει ο Χόµπι έτσι. Μαύρα πουλιά. Ολέθριοι µολυβένιοι ουρανοί βγαλµένοι κατευθείαν από έργα του Έχµπερτ φαν ντερ Πουλ. Σηκώθηκα και άναψα τη λάµπα στο γραφείο, τρεκλίζοντας στο κιτρινιάρικο σαν κάτουρο φως της. Υπήρχε η λύση της αναµονής. Υπήρχε η λύση της φυγής. Αλλά και οι δύο δεν ήταν τόσο επιλογές όσο δοκιµασίες αντοχής, σαν τα µάταια τρεχαλητά και τους ελιγµούς ενός ποντικού µέσα σε ένα τεράριουµ φιδιών, που κατάφερναν µόνο να παρατείνουν την οδύνη και την αγωνία. Υπήρχε και µια τρίτη επιλογή, αφού, για πολλούς λόγους, ήµουν σίγουρος ότι κάποιος υπάλληλος του προξενείου θα ανταποκρινόταν, και µάλιστα άµεσα, αν άφηνα µήνυµα ότι ήµουν Αµερικανός πολίτης και ήθελα να παραδοθώ για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Μια πράξη εξέγερσης. Ζωή: κενή, µάταιη, αβάσταχτη. Γιατί να της είµαι αφοσιωµένος; Δεν είχα κανέναν απολύτως λόγο. Γιατί να µην την έφερνα στη Μοίρα, πριν µου τη φέρει αυτή; Να πετάξω το «γραµµένο µου» στη φωτιά, να ξεµπερδεύω; Πουθενά δε διαφαινόταν ένα τέλος στη φρίκη, µόνο άφθονη εξωτερική βιωµατική φρίκη που ερχόταν να προστεθεί στο δικό µου εσωτερικό απόθεµα. Κι αν είχα αρκετή ηρωίνη (επιθεωρώντας το φακελάκι, είδα ότι είχε µείνει λιγότερη από τη µισή), ευχαρίστως θα έφτιαχνα µια χοντρή γραµµή και θα τη ρούφαγα επιτόπου: µεγαλόψυχο σκοτάδι, έκρηξη αστεριών. Αλλά δεν είχα αρκετή ώστε να είµαι σίγουρος ότι θα µε έστελνε µια και καλή. Και δεν ήθελα να σπαταλήσω αυτήν που είχα για λίγες ώρες λήθης, µετά τις οποίες θα ξυπνούσα ξανά στο κλουβί µου (ή, ακόµα χειρότερα, σε κανένα ολλανδικό νοσοκοµείο, χωρίς διαβατήριο). Αλλά, πάλι, η ανοχή µου ήταν χαµηλή και ήµουν σχεδόν σίγουρος ότι θα ήταν αρκετή για να κάνει τη δουλειά, αν πρώτα κατέβαζα µπόλικο αλκοόλ και τη συνόδευα µε το χάπι έκτακτης ανάγκης µου. Μπουκάλι παγωµένο άσπρο κρασί στο µίνι-µπαρ. Γιατί όχι; Στράγγιξα το υπόλοιπο τζιν µου και το άνοιξα, αποφασισµένος και χαρούµενος. Πεινούσα. Και ενώ είχαν ανεφοδιάσει, βέβαια, το µίνι-µπαρ µε τα απαραίτητα συνοδευτικά κράκερ και τα ξηροκάρπια, το όλο εγχείρηµα θα είχε πολύ πιο σίγουρη έκβαση µε άδειο στοµάχι. Ήταν απέραντη η ανακούφισή µου. Σιωπηλή παραίτηση. Η απόλυτη, απόλυτη χαρά τού να τα πετάξω όλα στα σκουπίδια. Βρήκα ένα σταθµό µε κλασική µουσική στο ραδιόφωνο – χριστουγεννιάτικες εκκλησιαστικές µονωδίες, µελαγχολικές και τελετουργικές, λιγότερο µελωδία και περισσότερο ο φασµατικός σχολιασµός της– και σκέφτηκα να κάνω ένα ζεστό µπάνιο. Όχι, µπορούσε να περιµένει. Αντί γι’ αυτό, άνοιξα το γραφείο και βρήκα ένα ντοσιέ µε επιστολόχαρτα του ξενοδοχείου. Γκρίζα πέτρα καθεδρικού ναού, ελάσσονες εξάφθογγες κλίµακες, ο µεσαιωνικός ύµνος Rex Virginum Amator. Με τον πυρετό και το φλοίσβισµα των νερών του καναλιού έξω, ο χώρος γύρω µου είχε ολισθήσει αθόρυβα σε µια στοιχειωµένη διττότητα, µια συνοριακή ζώνη που ήταν ταυτόχρονα δωµάτιο ξενοδοχείου και καµπίνα σκάφους λικνιζόµενου απαλά. Ζωή στις ανοιχτές θάλασσες. Θάνατος στο νερό. Ο Άντι όταν
ήµασταν παιδιά, να µου λέει µε την παράξενα τσιριχτή, σαν Αρειανού, φωνούλα του ότι είχε ακούσει στην εκπαιδευτική τηλεόραση πως η Παναγία ήταν η προστάτιδα των ναυτικών και πως µια από τις προσευχές του ροζάριου προστάτευε από το θάνατο από πνιγµό. Mary Stella Maris: Μαρία το Άστρο της Θάλασσας. Ο Χόµπι στη µεσονύχτια λειτουργία, γονατισµένος στο στασίδι µε το µαύρο κοστούµι του. Η επιχρύσωση φθείρεται φυσικά. Στην πόρτα ενός ερµαρίου, στο κάλυµµα ενός σεκρετέρ υπάρχουν συχνά ένα σωρό αδιόρατες αµυχές. Αντικείµενα που αναζητούσαν τους νόµιµους ιδιοκτήτες τους. Είχαν ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Ήταν κατεργάρικα ή ντόµπρα ή καχύποπτα ή εκλεπτυσµένα. Τα πραγµατικά σηµαντικά κοµµάτια δεν εµφανίζονται ποτέ από το πουθενά. Το στιλό του ξενοδοχείου δεν ήταν σπουδαίο, ευχόµουν να είχα ένα καλύτερο, αλλά το χαρτί ήταν χοντρό και υπόλευκο. Τέσσερις επιστολές. Του Χόµπι και της κυρίας Μπάρµπορ θα έπρεπε να είναι οι πιο µακροσκελείς, αφού ήταν αυτοί που άξιζαν περισσότερο µια εξήγηση, αλλά και οι µόνοι που θα λυπούνταν πραγµατικά αν πέθαινα. Όµως θα έπρεπε να γράψω και στην Κίτσι, να τη διαβεβαιώσω ότι δεν έφταιγε εκείνη. Το γράµµα στην Πίππα θα ήταν το πιο σύντοµο. Ήθελα να ξέρει πόσο πολύ την αγαπούσα, αλλά την ίδια στιγµή ότι δεν έφερε την παραµικρή ευθύνη για το ότι δεν ανταπέδιδε τα συναισθήµατά µου. Αλλά, βέβαια, δε θα το έλεγα αυτό. Ροδοπέταλα ήθελα να ρίξω, όχι σαΐτα ποτισµένη µε δηλητήριο. Το ζητούµενο ήταν να της πω, µε λίγα λόγια, πόσο ευτυχισµένο µε είχε κάνει, αποσιωπώντας το προφανές. Μόλις έκλεισα τα µάτια µου, µε κατέκλυσαν κλινικά αιχµηρές αναλαµπές µνήµης τις οποίες ο πυρετός ανέσυρε από το πουθενά, σαν ριπές τροχιοδεικτικών που εκτοξεύονται ξαφνικά από τη ζούγκλα, φρικιαστικές εκλάµψεις εξαιρετικά λεπτοµερούς και συναισθηµατικά περίπλοκου υλικού. Άρπες από φως µέσα από τα σιδερόφρακτα παράθυρα του παλιού µας διαµερίσµατος στην Έβδοµη Λεωφόρο, τραχύ χαλί από ίνες αγαύης και τα κόκκινα αποτυπώµατα που άφηνε στα χέρια και στα γόνατά µου όταν καθόµουν να παίξω στο πάτωµα. Ένα βραδινό πορτοκαλί φόρεµα της µητέρας µου µε κάτι γυαλιστερά πράγµατα στη φούστα που πάντα ήθελα να αγγίξω. Η Αλαµέντα, η παλιά µας οικιακή βοηθός, να λιώνει µπανάνες Αντιλλών µέσα σε ένα γυάλινο µπολ. Ο Άντι να µε χαιρετάει στρατιωτικά καθώς προχωρούσε σκουντουφλώντας στο σκοτεινό διάδροµο του διαµερίσµατος των γονιών του: Στις διαταγές σας, καπετάνιε! Μεσαιωνικές φωνές, αυστηρές και αλλόκοσµες. Η βαρύτητα της αποίκιλτης υµνωδίας. Δεν ένιωθα πραγµατικά ταραγµένος, αυτό ήταν το θέµα. Αντίθετα, ήταν περισσότερο σαν την τελευταία και χειρότερη απονεύρωση που χρειάστηκε να κάνω, όταν ο οδοντίατρος έσκυψε κάτω από τα δυνατά φώτα χειρουργείου και µου είπε: Κοντεύουµε. 24 Δεκεµβρίου Αγαπητή Κίτσι, Λυπάµαι πολύ γι’ αυτό, αλλά θέλω να ξέρεις ότι δε φέρεις την παραµικρή ευθύνη, ούτε εσύ ούτε κανένα µέλος της οικογένειάς σου. Η µητέρα σου θα λάβει ξεχωριστό γράµµα µε περισσότερες λεπτοµέρειες, αλλά στο µεταξύ θέλω να σε διαβεβαιώσω προσωπικά ότι οι αποφάσεις και οι πράξεις µου δε συνδέονται καθόλου µε κάτι που συνέβη ανάµεσά µας, ιδίως µε τα πιο πρόσφατα γεγονότα.
Δεν είχα ιδέα από πού προερχόταν αυτή η ψυχρή φωνή και ο αφύσικα άκαµπτος γραφικός χαρακτήρας – τελείως παράταιρος µε τις µανιασµένες θύελλες αναµνήσεων και παραισθήσεων που µε σάρωναν από παντού. Το ψιλό αλλά πυκνό χιονόνερο που χτυπούσε µανιασµένα τα τζάµια είχε ένα είδος ιστορικής βαρύτητας – λιµός, στρατοί που προέλαυναν, ένα ατέλειωτο ψιλοβρόχι µελαγχολίας. Όπως ξέρεις πολύ καλά, και επισήµανες και σ’ εµένα, έχω πολλά προβλήµατα, τα οποία άρχισαν πολύ πριν σε γνωρίσω, και βέβαια για κανένα δεν είσαι υπεύθυνη. Αν η µητέρα σου σου κάνει ερωτήσεις σχετικά µε το ρόλο σου στα πρόσφατα γεγονότα, σου συνιστώ να την παραπέµψεις στην Τέσα Μαργκόλις ή, ακόµα καλύτερα, στην Εµ, η οποία θα χαρεί να µοιραστεί τις απόψεις της για το ποιόν µου. Επιπλέον –εντελώς άσχετο µε τα προηγούµενα–, σε συµβουλεύω να µην επιτρέψεις στον Χάβιστοκ Ίρβινγκ να ξαναπατήσει το πόδι του στο διαµέρισµά σας ποτέ µα ποτέ. Η Κίτσι µικρούλα. Ξανθά µαλλιά που έπεφταν στα µάτια της. Κόφτε το, βλαµµένα! Κόφτε το, αλλιώς θα το πω! Το τελευταίο, αν και όχι λιγότερο σηµαντικό... (µε το στιλό να αιωρείται για µερικές στιγµές λίγα εκατοστά πάνω από το χαρτί) το τελευταίο, αν και όχι λιγότερο σηµαντικό, πράγµα που ήθελα να σου πω ήταν πόσο όµορφη ήσουν στο πάρτι και πόσο βαθιά µε συγκίνησες που φόρεσες τα σκουλαρίκια της µητέρας µου. Είχε µεγάλη αδυναµία στον Άντι, και σίγουρα θα σε αγαπούσε κι εσένα και θα χαιρόταν αν µας έβλεπε µαζί. Λυπάµαι που δεν πήγαν όλα κατ’ ευχήν. Αλλά ελπίζω να σου πάνε καλά τα πράγµατα στο εξής. Ειλικρινά. Με όλη µου την αγάπη, Θίο Το έβαλα στο φάκελο, τον έκλεισα, έγραψα τη διεύθυνση. Σίγουρα θα είχαν γραµµατόσηµα στη ρεσεψιόν. Αγαπητέ Χόµπι, Μου είναι πολύ δύσκολο να γράψω αυτό το γράµµα και λυπάµαι ειλικρινά που πρέπει να το κάνω. Μια να ιδρώνω και µια να τρέµω από το κρύο. Πράσινες κουκκίδες στο οπτικό µου πεδίο. Μου είχε ανέβει τόσο ο πυρετός, ώστε ήταν λες και συρρικνώνονταν γύρω µου οι τοίχοι. Αυτό δεν έχει να κάνει µε τα πλαστά κοµµάτια που πούλησα. Υποθέτω ότι θα µάθεις σύντοµα µε τι έχει να κάνει. Νιτρικό οξύ. Φούµο. Τα έπιπλα, όπως όλα τα έµβια όντα, αποκτούσαν σηµάδια και ουλές
µε το πέρασµα του χρόνου. Οι επιπτώσεις του χρόνου, ορατές και αόρατες. ...και δεν ξέρω πώς ακριβώς να το πω, αλλά αυτό που µου έρχεται τώρα στο µυαλό είναι εκείνο το άρρωστο θηλυκό σκυλάκι που είχαµε βρει µε τη µητέρα µου εγκαταλειµµένο στο δρόµο στην Τσάιναταουν. Ήταν ξαπλωµένο στο κενό ανάµεσα σε δύο σκουπιδοτενεκέδες. Κουταβάκι πίτµπουλ. Βρόµικο. Έζεχνε. Πετσί και κόκαλο. Δεν µπορούσε ούτε να σταθεί στα πόδια του. Οι άνθρωποι απλώς το προσπερνούσαν. Εγώ είχα ταραχτεί πολύ, και η µητέρα µου µου υποσχέθηκε ότι θα το παίρναµε στο σπίτι, αν ήταν ακόµα εκεί όταν τελειώναµε το δείπνο µας. Κι όταν βγήκαµε τελικά από το εστιατόριο, ήταν ακόµα εκεί. Έτσι, σταµατήσαµε ταξί και εγώ το πήρα στην αγκαλιά µου, κι όταν το πήγαµε στο σπίτι µας, η µητέρα µου του έβαλε ένα ωραίο χαρτοκιβώτιο στην κουζίνα, κι ήταν τόσο ευτυχισµένο, µας έγλειφε το πρόσωπο, και ήπιε έναν τόνο νερό και έφαγε τη σκυλοτροφή που του αγοράσαµε – για να τα ξαναβγάλει όλα σχεδόν αµέσως. Τέλος πάντων, για να µη µακρηγορώ, το σκυλάκι πέθανε. Δε φταίγαµε εµείς. Κι ας νιώθαµε έτσι. Το πήγαµε στον κτηνίατρο και του αγοράσαµε ειδική τροφή, αλλά η κατάστασή του χειροτέρευε µέρα µε τη µέρα. Στο µεταξύ, το είχαµε αγαπήσει πολύ και οι δύο. Και η µητέρα µου το πήγε ξανά σε έναν ειδικό στην κτηνιατρική κλινική. Και ο ειδικός είπε: Αυτό το κουτάβι έχει µια ασθένεια –δε θυµάµαι καν πώς λεγόταν–, και την είχε από τότε που το περιµαζέψατε, και ξέρω ότι δεν είναι αυτό που θέλετε να ακούσετε, αλλά θα ήταν πολύ πιο σπλαχνικό αν της κάνατε ευθανασία αµέσως Το χέρι µου πετούσε πάνω στο χαρτί µε απότοµες κινήσεις και κοφτά σταµατήµατα. Όµως στο τέλος της σελίδας, όπως έκανα να πάρω µια δεύτερη, σταµάτησα φρικαρισµένος. Αυτό που είχα βιώσει ως αέρινη ελαφρότητα, ως ένα είδος σαρωτικής έσχατης νοερής πτήσης, δεν ήταν καθόλου το ευφραδές και συγκινητικό αντίο που είχα φανταστεί. Το χειρόγραφο έγερνε από δω κι από κει, το κείµενο δεν ήταν ούτε πνευµατώδες ούτε συγκροτηµένο ούτε καν ευανάγνωστο. Έπρεπε να υπάρχει κάποιος συντοµότερος και απλούστερος τρόπος να ευχαριστήσω τον Χόµπι και να του πω αυτό που είχα να του πω: ότι δεν έπρεπε να νιώθει άσχηµα, ότι ήταν πάντα καλός µαζί µου και ότι είχε κάνει ό,τι µπορούσε για να µε βοηθήσει, όπως ακριβώς η µητέρα µου κι εγώ είχαµε κάνει ό,τι µπορούσαµε για να βοηθήσουµε εκείνο το δύσµοιρο κουταβάκι που –αν και ήταν σηµαντικό αυτό, δεν ήθελα να µακρολογώ–, παρά το γλυκό του χαρακτήρα, υπήρξε απίστευτα καταστροφικό τις µέρες πριν από το θάνατό του – δε θα ήταν υπερβολή να πω ότι ρήµαξε όλο το σπίτι και ξεκοίλιασε τον καναπέ. Μεµψίµοιρο, συβαριτικό, κακόγουστο. Ένιωθα το λαιµό µου σαν να είχα καταπιεί ξυραφάκια. Αφαιρούµε την ταπετσαρία. Για δες εδώ: Σαράκι. Πρέπει οπωσδήποτε να το περάσουµε µε Cuprinol. Το βράδυ που είχα πάρει υπερβολική δόση στο µπάνιο του σπιτιού του Χόµπι, στον επάνω όροφο, όταν περίµενα ότι δε θα ξυπνούσα, αλλά τελικά είχα ξυπνήσει µε το µάγουλό µου κολληµένο πάνω στα ψυχεδελικά εξάγωνα σχέδια στα πλακάκια του πατώµατος, είχα µείνει έκθαµβος από το πόσο περίλαµπρο µπορούσε να φαίνεται ένα προπολεµικό µπάνιο µε απλά άσπρα είδη υγιεινής όταν το κοίταζες από το επέκεινα. Η αρχή του τέλους; Ή το τέλος του τέλους; Fabelhaft.[1] Η καλύτερη φάση της ζωής µου.
Ένα ένα τα βήµατα. Ασπιρίνες. Κρύο νερό από το µίνι-µπαρ. Οι ασπιρίνες ξέγδερναν το λαιµό µου και κολλούσαν σαν να κατάπινα γαρµπίλι, και κατέληξα να κοπανάω το στέρνο µου για να τις κατεβάσω, το ποτό µε είχε κάνει να νιώθω ακόµα πιο άρρωστος, µεγαλώνοντας τη δίψα και τη σύγχυσή µου, αγκίστρια στο λαιµό µου, το νερό να κυλάει ανεξήγητα στα µάγουλά µου, και εγώ να πνίγοµαι και να ασθµαίνω, κι ενώ είχα ανοίξει το κρασί ως δώρο στον εαυτό µου (θεωρητικά), κατέβαινε σαν διαλυτικό, καίγοντας και ξυραφίζοντας το στοµάχι µου, µήπως έπρεπε να κάνω ένα ζεστό µπάνιο, µήπως να ζητούσα από την υπηρεσία δωµατίου ένα ζεστό, κάτι απλό, ζωµό ή τσάι; Όχι, το θέµα ήταν να τελειώσω το κρασί ή να το παρατήσω και να περάσω κατευθείαν στη βότκα. Είχα διαβάσει κάπου στο διαδίκτυο ότι οι απόπειρες αυτοκτονίας µε υπερδοσολογία είχαν µόλις δύο τοις εκατό επιτυχία, ποσοστό που φάνταζε εξωφρενικά χαµηλό, παρότι, δυστυχώς, επιβεβαιωνόταν εµπειρικά. Δε θα βρέξει άλλη φορά.[2] Το σηµείωµα αυτοκτονίας κάποιου που δε θυµόµουν. Ήταν µόνο µια φάρσα. Από τον άντρα της Τζιν Χάρλοου, που είχε αυτοκτονήσει δύο µήνες µετά το γάµο τους. Το καλύτερο ήταν του Τζορτζ Σάντερς, παλιού αστέρα του Χόλιγουντ, ο πατέρας µου το ήξερε απέξω και συνήθιζε να το πετάει συχνά πυκνά. Αγαπητέ κόσµε, φεύγω γιατί βαριέµαι. Και, τέλος, ο Χαρτ Κρέιν. Περιστροφή στον αέρα και βουτιά, το πουκάµισό του να φουσκώνει όπως έπεφτε. Γεια χαρά σε όλους! Ένας προφορικός αποχαιρετισµός καθώς πηδούσε από την κουπαστή. Δεν ένιωθα πια το σώµα µου δικό µου. Είχε πάψει να µου ανήκει. Τα χέρια µου, όπως κινούνταν, τα αισθανόµουν αποκοµµένα, αιωρούµενα από δική τους θέληση. Κι όταν σηκώθηκα, ήταν σαν να χειριζόµουν µαριονέτα, µέλη που ξεδιπλώνονταν οδηγούµενα από νήµατα. Ο Χόµπι µου είχε πει ότι νέος έπινε Cutty Sark επειδή ήταν το αγαπηµένο ουίσκι του Χαρτ Κρέιν. Cutty Sark σηµαίνει Κοντή Φούστα. Ανοιχτοπράσινοι τοίχοι στο δωµάτιο του πιάνου, φοινικόδεντρα και παγωτό φιστίκι. Παράθυρα καλυµµένα µε πάγο. Δωµάτια χωρίς θέρµανση της παιδικής ηλικίας του Χόµπι. Οι Μεγάλοι Δάσκαλοι δεν έκαναν ποτέ λάθος. Τι σκεφτόµουν, τι ένιωθα; Πονούσα και µόνο που ανέπνεα. Ο φάκελος µε την ηρωίνη ήταν µέσα στο κοµοδίνο από την άλλη µεριά του κρεβατιού. Αλλά, παρόλο που ο µπαµπάς µου, µε την άσβεστη αγάπη του για την κόλαση της σόουµπιζ, θα λάτρευε το όλο σκηνικό –πρέζα, ξέχειλο σταχτοδοχείο, ποτό και τα σχετικά–, εγώ επαναστατούσα στην ιδέα να µε βρουν νεκρό µε το µπουρνούζι του ξενοδοχείου σαν κανέναν ξεπεσµένο διασκεδαστή αιθουσών αναψυχής. Αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να συγυρίσω, να κάνω ένα ντους, να ξυριστώ και να φορέσω το κοστούµι µου, έτσι ώστε να µη δείχνω υπερβολικά αξιολύπητος όταν θα µε έβρισκαν, και µόνο την τελευταία στιγµή, αφού τέλειωνε και η βάρδια των νυχτερινών καµαριέρων, θα έβγαζα την πινακίδα Μην Ενοχλείτε από την πόρτα: Καλύτερα να µε έβρισκαν το συντοµότερο δυνατόν, δεν ήθελα να αναγκαστούν να ανοίξουν την πόρτα λόγω µυρωδιάς. Μου φαινόταν ότι είχε µεσολαβήσει ολόκληρη ζωή από τη βραδιά µου µε την Πίππα και σκεφτόµουν πόσο ευτυχισµένος ένιωθα όπως έτρεχα να τη συναντήσω µέσα στο τσουχτερό χειµωνιάτικο σκοτάδι, την αγαλλίασή µου όταν την είχα δει κάτω από ένα φανοστάτη µπροστά στο Film Forum και πώς είχα κοντοσταθεί για λίγο στη γωνία για να την απολαύσω – να απολαύσω τη χαρά τού να τη βλέπω να ψάχνει τριγύρω για µένα. Με µια έκφραση προσµονής στο πρόσωπό της καθώς σάρωνε µε το βλέµµα τον κόσµο γύρω της. Για µένα, έψαχνε για µένα. Και το καρδιοχτύπι τού να πιστεύεις, έστω και µόνο για µια στιγµή, ότι µπορεί τελικά να αποκτήσεις αυτό που ποτέ δε θα µπορούσε να γίνει δικό σου.
Κοστούµι από την ντουλάπα. Όλα τα πουκάµισα βρόµικα. Γιατί δε σκέφτηκα να στείλω ένα για καθάρισµα; Τα παπούτσια µου είχαν µουλιάσει στο νερό και στραπατσαριστεί, πράγµα που πρόσθετε άλλη µια θλιβερή πινελιά στην εικόνα. Μα... για ένα λεπτό (σταµατώντας σαστισµένος στη µέση του δωµατίου), θα ξάπλωνα στο κρεβάτι ντυµένος κανονικά, φορώντας ακόµα και τα παπούτσια, σαν πτώµα στο τραπέζι του ιατροδικαστή; Κρύος ιδρώτας µε έκοψε, ρίγη και ανατριχίλες ξανά, όλη η ρουτίνα από την αρχή. Έπρεπε να καθίσω. Ίσως έπρεπε να ξανασκεφτώ την όλη παρουσίαση. Να σκίσω τα γράµµατα. Να το κάνω να φανεί σαν ατύχηµα. Θα ήταν πολύ καλύτερα αν φαινόταν ότι ετοιµαζόµουν για κάποια µυστηριώδη επίσηµη δεξίωση και απλώς είχα σνιφάρει µια «µυτιά» πριν φύγω, καθισµένος στην άκρη του κρεβατιού, λίγο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, µαύρες σπίθες και εκρήξεις φυσαλίδων, απώλεια αισθήσεων. Ουπς, την πατήσαµε! Λευκές φτερούγες θορύβου. Φόρα για το άλµα στο άπειρο. Ξαφνικά τινάχτηκα απότοµα ακούγοντας σάλπιγγες. Οι λειτουργικές ψαλµωδίες είχαν παραχωρήσει τη θέση τους σε µια έκρηξη ανάρµοστα πανηγυρικής ενορχήστρωσης. Μελωδικά χάλκινα πνευστά. Η απόγνωση µε κατέκλυσε σαν παλιρροϊκό κύµα. Η σουίτα Καρυοθραύστης. Εντελώς αταίριαστο. Εντελώς. Μια καθαρόαιµη χριστουγεννιάτικη υπερπαραγωγή δεν ήταν καθόλου κατάλληλη υπόκρουση για να αποχαιρετήσει κανείς το µάταιο τούτο κόσµο, ζωηρό ορχηστρικό κοµµάτι, το Εµβατήριο της πορείας των τάδε ενάντια στους δείνα, και την ίδια στιγµή ένιωσα το στοµάχι µου να συσπάται, βίαιη εκτίναξη ίσια µέσα στο λαιµό µου, ήταν λες και είχα κατεβάσει ένα λίτρο χυµό λεµόνι, και πριν καλά καλά το καταλάβω, σχεδόν πριν προλάβω να ορµήξω στον κάδο των σκουπιδιών, όλα ανέβηκαν σε ένα διαυγή καυστικό πίδακα, κύµα µετά το κύµα µετά το ικτερικό κύµα. Όταν τέλειωσε, κάθισα στο χαλί µε το µέτωπό µου ακουµπισµένο στην κοφτερή µεταλλική άκρη του κάδου και τη µουσική που παρέπεµπε σε παιδικό µπαλέτο να σπινθηρίζει εξοργιστικά χαρούµενα στο βάθος. Και δεν ήµουν καν µεθυσµένος, αυτή ήταν η µεγαλύτερη µαλακία, µόνο άρρωστος. Στο διάδροµο µπορούσα να ακούσω ζωηρά χάχανα Αµερικανών, αντρόγυνα που αποχαιρετιόνταν γελώντας πριν αποσυρθούν το καθένα στο δωµάτιό του – παλιοί φίλοι από το κολέγιο, θέσεις εργασίας στα οικονοµικά, πέντε και βάλε χρόνια σπουδών στο Εταιρικό Δίκαιο, και η Φιόνα θα πάει πρώτη δηµοτικού το φθινόπωρο, όλα µια χαρά στην Οκλάντια, ωραία, καληνύχτα, λοιπόν, αχ, πόσο σας αγαπάµε, παιδιά: µια ζωή που θα µπορούσα να έχω κι εγώ, µόνο που δεν την ήθελα. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγµα που θυµάµαι να σκέφτοµαι πριν σηκωθώ τρεκλίζοντας για να κλείσω την εξοργιστική µουσική και –µε το στοµάχι µου να βρυχάται– βουτήξω µε τα µούτρα στο κρεβάτι όπως θα ριχνόµουν από το στηθαίο µιας γέφυρας, µε όλες τις λάµπες στο δωµάτιο αναµµένες καθώς εγώ βούλιαζα µακριά από το φως, µε τη µαυρίλα να κλείνει πάνω από το κεφάλι µου καταπίνοντάς µε.
[1] Έξοχα (γερµανικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) [2] Αυτό ήταν το σηµείωµα που είχε γράψει η Αµερικανίδα σταρ Ταλούλα Μπάνκχεντ πριν από τη µάλλον απρόθυµη απόπειρα αυτοκτονίας µε ασπιρίνες το 1925, όταν ο θεατρικός συγγραφέας Σόµερσετ Μοµ δεν την επέλεξε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο θεατρικό έργο του Η Βροχή. (Σ.τ.Μ.)
iv.
ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΑΙΔΙ, αφού πέθανε η µητέρα µου, έβαζα πάντα τα δυνατά µου να τη σκέφτοµαι όταν έπεφτα για ύπνο, µήπως έτσι κατάφερνα να τη δω στα όνειρά µου. Αλλά δε γινόταν ποτέ. Ή µάλλον εκείνη βρισκόταν πάντα στα όνειρά µου, ως απουσία όµως, όχι ως παρουσία: το αεράκι που φυσούσε µέσα από ένα σπίτι που µόλις είχε αδειάσει, ο γραφικός της χαρακτήρας σε ένα τετράδιο, η µυρωδιά του αρώµατός της, δρόµοι σε παράξενες χαµένες πόλεις από όπου ήξερα ότι είχε περάσει ελάχιστες στιγµές πριν, αλλά τώρα είχε πια χαθεί, ένας ίσκιος που ξεµάκραινε πάνω σε έναν τοίχο λουσµένο στο φως. Κάποιες φορές την ξεχώριζα µέσα στο πλήθος ή σε ένα ταξί που ξεκινούσε, και αυτές τις φευγαλέες εικόνες της τις κρατούσα µέσα µου σαν θησαυρό, παρόλο που δεν είχα καταφέρει ποτέ να την προλάβω. Πάντα µου ξέφευγε στο τέλος: Έχανα την κλήση της για δευτερόλεπτα ή δεν ήξερα πού είχα φυλάξει τον αριθµό του τηλεφώνου της ή έτρεχα σαν τρελός, µε κοµµένη την ανάσα, στο µέρος όπου υποτίθεται πως ήταν, µόνο για να ανακαλύψω ότι είχε µόλις φύγει. Στην ενήλικη ζωή µου αυτές οι χρόνιες παρά τρίχα συναντήσεις δονούνταν από µια περισσότερο δριµεία και πολύ πιο οδυνηρή αγωνία: Κατακλυζόµουν από πανικό µαθαίνοντας ή φέρνοντας στη µνήµη µου ή πληροφορούµενος από κάποια απίθανη πηγή ότι εκείνη ζούσε σε κάποιο άθλιο διαµέρισµα στην άλλη µεριά της πόλης, στο οποίο, για ανεξήγητους λόγους, δεν είχα πάει να τη δω, ούτε είχα επικοινωνήσει µαζί της για χρόνια. Συνήθως τη στιγµή που ξυπνούσα αγωνιζόµουν απεγνωσµένα να σταµατήσω ταξί ή να βρω έναν τρόπο να φτάσω εκεί. Αυτά τα επίµονα σενάρια είχαν µια επαναλαµβανόµενη και βάναυση ποιότητα µεταιχµιακής διαταραχής, φέρνοντάς µου στο µυαλό το µόνιµα κουρντισµένο σύζυγο µιας από τις πελάτισσες του Χόµπι, µεγαλοπαράγοντα της Γουόλ Στριτ, που, όταν βρισκόταν σε µια συγκεκριµένη ψυχολογική διάθεση, επέµενε να αφηγείται τις ίδιες τρεις ιστορίες από την πολεµική θητεία του στο Βιετνάµ, ξανά και ξανά, µε την ίδια µηχανιστική διατύπωση και τις ίδιες χειρονοµίες: το ίδιο ρατ τατ τατ πολυβόλου, το ίδιο κατακρεουργηµένο χέρι, στο ίδιο πάντα σηµείο. Τα πρόσωπα όλων πάγωναν πάνω από το χωνευτικό λικέρ µετά το δείπνο όταν έπιανε την αγαπηµένη του εξιστόρηση, που την είχαµε ακούσει όλοι ένα εκατοµµύριο φορές και ήταν (όπως και ο δικός µου ανελέητος βρόχος αναζήτησης της µητέρας µου τη µια νύχτα µετά την άλλη, τον ένα χρόνο µετά τον άλλο, στο ένα όνειρο µετά το άλλο) αυστηρά αµετάβλητη. Εκείνος πάντα θα σκουντουφλούσε και θα έπεφτε στην ίδια ρίζα δέντρου και δε θα προλάβαινε ποτέ να φτάσει έγκαιρα στο φίλο του τον Γκέιτζ, όπως κι εγώ δε θα κατάφερνα ποτέ να βρω τη µητέρα µου. Αλλά εκείνη τη νύχτα, επιτέλους, τη βρήκα. Ή, για να είµαι πιο ακριβής, µε βρήκε εκείνη. Είχε την αίσθηση της µοναδικότητας, παρότι µπορεί να ξανάρθει σ’ εµένα κάποιο άλλο βράδυ, σε κάποιο άλλο όνειρο – όταν θα πεθαίνω ίσως, αν και µου φαίνεται υπερβολική προσδοκία. Σίγουρα θα µε τρόµαζε λιγότερο ο θάνατος (όχι µόνο ο δικός µου, αλλά και του Γουέλτι και του Άντι, ο Θάνατος γενικώς), αν πίστευα ότι θα ερχόταν να µας προϋπαντήσει στην πύλη ένα οικείο πρόσωπο, γιατί –τα µάτια µου γεµίζουν δάκρυα όπως το γράφω τώρα αυτό– σκέφτοµαι τον καηµένο τον Άντι, µε πρόσωπο αλλοιωµένο από τον τρόµο, να µου λέει ότι η µητέρα µου ήταν το µοναδικό άτοµο που γνώριζε και συµπαθούσε και το οποίο είχε πεθάνει. Έτσι, όταν ο
Άντι ξεβράστηκε βήχοντας και φτύνοντας στην αντίπερα όχθη, ίσως ήταν ακριβώς η µητέρα µου εκείνη που γονάτισε δίπλα του και τον υποδέχτηκε στην άγνωστη ακτή. Ίσως είναι γελοίο ακόµα και να εκφράζω τέτοιες ελπίδες. Αλλά, πάλι, ίσως είναι πιο γελοίο να µην το κάνω. Όπως κι αν είχε –είτε επρόκειτο για µια µοναδική περίσταση είτε όχι–, ήταν ένα ανεκτίµητο δώρο. Κι αν είχε µόνο µία επίσκεψη, αν ήταν η µόνη που της επιτρεπόταν, τη φύλαξε για όταν είχε µεγαλύτερη αξία. Γιατί να τη εκεί ξαφνικά. Εγώ στεκόµουν µπροστά σε έναν καθρέφτη και κοίταζα το δωµάτιο που κατοπτριζόταν πίσω µου – και ήταν ένας εσωτερικός χώρος µε αρκετά κοινά µε το εργαστήρι του Χόµπι, ή µάλλον µια πιο ευρύχωρη και άχρονη παραλλαγή του: γυαλιστεροί ξυλεπένδυτοι τοίχοι στο καφέ του τσέλου και ένα ανοιχτό παράθυρο που ήταν σαν σηµείο εισόδου σε κάποιο πολύ ευρύτερο, ασύλληπτο θέατρο ηλιόφωτος. Ο χώρος πίσω µου µέσα στην κορνίζα δεν ήταν τόσο χώρος µε τη συµβατική έννοια του όρου, όσο µια τέλεια αρµονική σύνθεση, µια ευρύτερη, πιο αληθοφανής πραγµατικότητα, που περιβαλλόταν από βαθιά σιωπή, πέρα από κάθε ήχο και οµιλία, όπου όλα ήταν ακινησία και διαύγεια, και την ίδια στιγµή, σαν σε ταινία που γυρίζει προς τα πίσω, µπορούσες να φανταστείς το χυµένο γάλα να ρέει πίσω στην κανάτα και τη γάτα στη µέση ενός άλµατος να αντιστρέφει την πορεία της και να βρίσκεται ξανά πάνω στο τραπέζι, ένας σταθµός αναµονής όπου δεν υπήρχε ο χρόνος, ή µάλλον υπήρχε ταυτόχρονα προς κάθε κατεύθυνση, όλες οι ιστορίες και όλες οι κινήσεις ταυτόχρονα σε εξέλιξη. Κι όταν απέστρεψα το βλέµµα µου για ένα δευτερόλεπτο και κοίταξα ξανά, είδα το είδωλό της πίσω µου στον καθρέφτη. Έµεινα άφωνος. Με κάποιον τρόπο, ήξερα ότι δεν επιτρεπόταν να γυρίσω –ήταν ενάντια στους κανόνες, τους όποιους κανόνες του συγκεκριµένου τόπου–, αλλά βλέπαµε ο ένας τον άλλο, τα µάτια µας διασταυρώνονταν µέσα στον καθρέφτη, κι εκείνη χαιρόταν που µε έβλεπε όσο χαιρόµουν κι εγώ. Ήταν ο εαυτός της. Μια ενσαρκωµένη παρουσία. Υπήρχε µια υπερφυσική πραγµατικότητα σ’ εκείνη, υπήρχε βάθος και περιεχόµενο. Βρισκόταν ανάµεσα σ’ εµένα και σε όποιον τόπο είχε αφήσει πίσω για να έρθει, οποιοδήποτε τοπίο στο επέκεινα. Και όλα είχαν να κάνουν µε τη στιγµή που συναντήθηκαν τα µάτια µας στον καθρέφτη, έκπληξη και ευθυµία, τα πανέµορφα γαλανά της µάτια µε τους σκούρους δακτυλίους γύρω από τις ίριδες, ανοιχτόχρωµα γαλανά µάτια µε πολύ φως µέσα τους: Γεια σου! Τρυφερότητα, ευφυΐα, µελαγχολία, σκωπτική διάθεση. Υπήρχε κίνηση και ακινησία µαζί, ακινησία και διακύµανση και όλη η φόρτιση και η µαγεία ενός αριστοτεχνικού πίνακα. Δέκα δευτερόλεπτα, µια αιωνιότητα. Ένας πλήρης κύκλος πίσω σ’ εκείνη. Μπορούσες να το συλλάβεις µέσα σε µια στιγµή, µπορούσες να ζεις µέσα του για πάντα: Εκείνη υπήρχε µόνο στον καθρέφτη, µέσα στο χώρο που όριζε η κορνίζα, και, παρότι δεν ήταν ζωντανή, όχι ακριβώς, δεν ήταν ούτε πεθαµένη, γιατί δεν είχε γεννηθεί ακόµα, κι ωστόσο δεν ήταν ούτε αγέννητη – όπως, παραδόξως, µε κάποιον τρόπο, ούτε εγώ. Και ήξερα ότι µπορούσε να µου πει ό,τι ήθελα να µάθω (για τη ζωή, για το θάνατο, για το παρελθόν και το µέλλον), αν και η απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις ήταν ήδη εκεί, στο χαµόγελό της, το χαµόγελο κάποιας που παραµονή Χριστουγέννων ετοιµάζει µια υπέροχη έκπληξη, φυλάει ένα µυστικό πολύ ιδιαίτερο για να το αφήσει να της ξεφύγει – όχι ακόµα τουλάχιστον: Λοιπόν, θα χρειαστεί να κάνεις λίγη υποµονή και να το δεις µόνος σου, έτσι δεν είναι; Αλλά ακριβώς τη στιγµή που ήταν έτοιµη να µιλήσει –παίρνοντας µια βαθιά ανάσα γεµάτη τρυφερότητα ανάκατη µε αγανάκτηση, ανάσα που ήξερα τόσο καλά, που τον ήχο της ακούω ακόµα και τώρα–, ξύπνησα.
v.
ΗΤΑΝ ΠΡΩΙ ΟΤΑΝ ΑΝΟΙΞΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ. Όλα τα φώτα του δωµατίου ήταν αναµµένα και εγώ ήµουν κάτω από τα σκεπάσµατα χωρίς να θυµάµαι καθόλου πώς βρέθηκα εκεί. Τα πάντα γύρω µου ήταν ακόµα λουσµένα και διαποτισµένα από την παρουσία της – ψηλότερα, ευρύτερα, βαθύτερα απ’ ό,τι στην πραγµατικότητα, µια αλλαγή στην προοπτική που έφερνε µια ποιότητα ουράνιου τόξου, και θυµάµαι να σκέφτοµαι ότι κάπως έτσι πρέπει να νιώθουν οι άνθρωποι όταν έχουν δει αγίους σε οράµατα – δεν εννοώ µε αυτό πως η µητέρα µου ήταν αγία, αλλά η εµφάνισή της ήταν τόσο εκπληκτική και αναπάντεχη όσο µια φλόγα που ανάβει ως διά µαγείας σε ένα σκοτεινό δωµάτιο. Μισοκοιµισµένος ακόµα, στριφογύρισα µέσα στα σκεπάσµατα επιπλέοντας στα γλυκά απόνερα του ονείρου που έσβηναν αθόρυβα γύρω µου. Κι αυτοί ακόµα οι χαρούµενοι πρωινοί ήχοι στο διάδροµο είχαν απορροφήσει κάτι από την αύρα και το χρώµα της παρουσίας της, γιατί, αν έστηνα αφτί, στη χαυνωµένη κατάστασή µου, µου φαινόταν ότι µπορούσα να ακούσω τον ιδιαίτερα ελαφρύ και πρόσχαρο ήχο των βηµάτων της να συγχέεται µε το κροτάλισµα των καροτσιών της υπηρεσίας δωµατίου που πηγαινοέρχονταν στο διάδροµο και τους τριγµούς του συρµατόσκοινου του ανελκυστήρα, το άνοιγµα και το κλείσιµο των θυρών του: ένας πολύ αστικός ήχος, ένας ήχος που πάντα συνέδεα µε το σπίτι του Σάτον Πλέις και µε εκείνη. Και τότε ξαφνικά, διαλύοντας τις τελευταίες σερπαντίνες βιοφωταύγειας που είχε αφήσει πίσω του το όνειρο, άρχισαν να σηµαίνουν οι καµπάνες της κοντινής εκκλησίας, µια κλαγγή τόσο βίαιη, ώστε ανακάθισα πανικόβλητος και έψαξα τροµοκρατηµένος για τα γυαλιά µου. Είχα ξεχάσει τι µέρα ήταν: Χριστούγεννα. Σηκώθηκα και πήγα µε αβέβαιο βήµα στο παράθυρο. Καµπάνες, καµπάνες. Οι δρόµοι κάτασπροι και έρηµοι. Οι κεραµοσκεπές ολόγυρα στραφτάλιζαν καλυµµένες από µια λεπτή στρώση πάγου. Πιο πέρα, στο Χέρενχραχτ, το χιόνι χόρευε και πετούσε. Ένα σµήνος από µαύρα πουλιά ρέκαζαν και έκαναν κάθετες εφόδους πάνω από το κανάλι, ανταριάζοντας τον ουρανό µε σαρωτικούς ελιγµούς και κυµατισµούς τους οποίους πραγµατοποιούσαν σαν να ήταν ένα σώµα µια ψυχή, περιδινούµενα εδώ κι εκεί, µε τις κινήσεις τους να εισχωρούν µέσα µου σε κυτταρικό, θαρρείς, επίπεδο, λευκός ουρανός και στροβιλιζόµενο χιόνι και ο µανιασµένος άνεµος των ποιητών. Πρώτος κανόνας αποκατάστασης µιας αντίκας: Μην κάνεις ποτέ κάτι που δεν µπορείς να αναστρέψεις. Έκανα ντους, ξυρίστηκα και ντύθηκα. Μετά συγύρισα και µάζεψα τα πράγµατά µου. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να επιστρέψω στον Γιούρι το ρολόι και το δαχτυλίδι του – αν υποθέσουµε ότι ήταν ζωντανός, πράγµα για το οποίο είχα αρχίσει να αµφιβάλλω. Μόνο το ρολόι κόστιζε µια περιουσία, όσο µια BMW της σειράς 7 ή η προκαταβολή για ένα διαµέρισµα. Θα τα έστελνα στον Χόµπι µε τη FedEx και θα άφηνα τα στοιχεία του στη ρεσεψιόν για να τα δώσουν στον Γιούρι, αν εµφανιζόταν ποτέ. Υαλοπίνακες καλυµµένοι µε πάγο, χιόνι που έκανε τα λιθόστρωτα να φαντάζουν στοιχειωµένα, βαθύ και βουβό, ανύπαρκτη κίνηση στους δρόµους, ένα παλίµψηστο από αιώνες,
η δεκαετία του 1940 και η δεκαετία του 1640 ανάµεικτες. Δεν έπρεπε να αφήσω τον εαυτό µου να παρασυρθεί σε βαθείς συλλογισµούς. Ήταν σηµαντικό να παραµείνω στη ράχη του κύµατος ενέργειας του ονείρου που µε είχε ακολουθήσει και στον ξύπνο µου. Μια και δε µιλούσα ολλανδικά, θα πήγαινα στο αµερικανικό προξενείο και θα έβαζα τον πρόξενο να καλέσει την ολλανδική αστυνοµία. Αναπόφευκτα, θα κατέστρεφα τα Χριστούγεννα κάποιων µελών του διπλωµατικού σώµατος, το οικογενειακό εορταστικό τραπέζι τους, αλλά δεν εµπιστευόµουν τον εαυτό µου να το αναβάλω. Ίσως ήταν καλή ιδέα να κατέβω στη ρεσεψιόν και να ρίξω µια µατιά στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών για να είµαι ενήµερος για τα δικαιώµατά µου ως Αµερικανού πολίτη – υπήρχαν σίγουρα πολύ χειρότερα µέρη από την Ολλανδία για να βρεθεί κανείς στη φυλακή, και ίσως κατάφερναν να εντοπίσουν τον πίνακα πριν να είναι πολύ αργά, αν τους έλεγα όλα όσα ήξερα (για τον Χορστ και τον Σάσα, για τον Μάρτιν και τον Φριτς, για τη Φρανκφούρτη και το Άµστερνταµ). Αλλά ποιος µπορούσε να γνωρίζει την τελική έκβαση των πραγµάτων; Για το µόνο που ήµουν σίγουρος ήταν ότι οι µέρες που απέφευγα τα προβλήµατά µου είχαν πάρει τέλος. Ό,τι και να γινόταν, δε θα φερόµουν πια σαν τον πατέρα µου, να υπεκφεύγω και να µηχανορραφώ µέχρι την έσχατη στιγµή που θα ντελαπάριζα το αµάξι και θα γινόµουν παρανάλωµα του πυρός. Θα έβγαινα µπροστά και θα αντιµετώπιζα τις συνέπειες των πράξεών µου. Σε αυτό το σηµείο πήγα στο µπάνιο και άδειασα τον πλαστικό φάκελο στη λεκάνη, τραβώντας το καζανάκι. Αυτό ήταν. Το ίδιο ακαριαία όπως µε τον Μάρτιν, και άλλο τόσο ανεπανόρθωτα. Τι ήταν αυτό που έλεγε ο πατέρας µου; Όπως έστρωσες, κοιµήσου. Όχι πως το είχε κάνει ποτέ ο ίδιος, δηλαδή. Είχα ψάξει κάθε γωνία του δωµατίου, είχα µαζέψει ό,τι έπρεπε να µαζευτεί, εκτός από τα γράµµατα. Μέχρι και ο γραφικός χαρακτήρας µε έκανε να µορφάσω. Όµως –και η συνειδητοποίηση µε έκανε να σταθώ απότοµα– στον Χόµπι έπρεπε να γράψω: όχι τις γεµάτες αυτολύπηση µεθυσµένες αρλούµπες µου, αλλά µερικές σοβαρές αράδες, πληροφορίες για το πού βρίσκονταν το µπλοκ των επιταγών, τα κατάστιχα του µαγαζιού, το κλειδί της τραπεζικής θυρίδας. Πιθανότατα θα ήταν εξίσου καλό αν παραδεχόµουν εγγράφως την απάτη µε τις αντίκες και καθιστούσα απόλυτα σαφές ότι εκείνος δεν είχε την παραµικρή ιδέα. Ίσως θα µπορούσα να το καταθέσω επισήµως, ακόµα και ενόρκως, παρουσία µάρτυρα, στο αµερικανικό προξενείο. Μπορεί η Χόλι (ή όποιος άλλος) να µε λυπόταν και να έφερνε κάποιον αρµόδιο για να το κάνουµε πριν καλέσουν την αστυνοµία. Ο Γκρίσα θα µπορούσε να επιβεβαιώσει πολλά από αυτά χωρίς να ενοχοποιηθεί ο ίδιος: Δεν το είχαµε συζητήσει ποτέ ανοιχτά, δε µε είχε ρωτήσει ποτέ ευθέως, αλλά ήξερε ότι όλες εκείνες οι διακριτικές επιδροµές στην αποθήκη του µαγαζιού δεν ήταν απόλυτα καθαρές. Έτσι, έµεναν µόνο η Πίππα και η κυρία Μπάρµπορ. Χριστέ µου, τα γράµµατα που είχα γράψει στην Πίππα και δεν είχα στείλει ποτέ! Η καλύτερη προσπάθειά µου, η πιο δηµιουργική, µετά την καταστροφική της επίσκεψη µε τον Έβερετ, άρχιζε –και τέλειωνε– µε κάτι που ένιωθα πως ήταν µια ανέµελη αλλά συγκινητική ατάκα: Φεύγω για λίγο. Γραµµένο έτσι ώστε να ηχεί αόριστα σαν σηµείωµα αυτοκτονίας, ήταν, από πλευράς συνοπτικότητας τουλάχιστον, ένα µικρό αριστούργηµα. Δυστυχώς, είχα υπολογίσει λάθος τη δόση και είχα ξυπνήσει δώδεκα ώρες αργότερα µε το κάλυµµα του κρεβατιού µου γεµάτο εµετούς, αναγκασµένος να κατέβω τρεκλίζοντας, σαν άρρωστο σκυλί, για την προγραµµατισµένη για τις δέκα η ώρα ακριβώς συνάντηση µε τους εφοριακούς για έλεγχο των βιβλίων.
Όµως ένα σηµείωµα µέλλοντα κατάδικου ήταν διαφορετικό πράγµα, και καλύτερα να έµενε άγραφο. Η Πίππα δε γελιόταν στην εκτίµησή της για µένα. Δεν είχα τίποτα να της προσφέρω. Νοσηρότητα, ανασφάλεια, όλα εκείνα από τα οποία ήθελε να ξεφύγει. Η φυλάκισή µου απλώς θα επιβεβαίωνε αυτά που ήξερε ήδη. Το καλύτερο που µπορούσα να κάνω ήταν να κόψω τις επαφές. Αν ο πατέρας µου αγαπούσε τη µητέρα µου –την αγαπούσε αληθινά, όπως ισχυριζόταν κάποτε–, το ίδιο δε θα είχε κάνει; Και, τέλος, η κυρία Μπάρµπορ. Ήταν από αυτά τα πράγµατα που δεν ξέρεις για τον εαυτό σου παρά µόνο όταν βρίσκεσαι αντιµέτωπος µε µια ανεπανόρθωτη καταστροφή, το είδος της γνώσης που δε συνειδητοποιείς παρά µόνο κυριολεκτικά την τελευταία στιγµή, όταν κατεβαίνουν οι σωσίβιες λέµβοι και το καταδικασµένο πλοίο τυλίγεται στις φλόγες, αλλά στο τέλος, όταν σκεφτόµουν την αυτοκτονία, ήταν η µόνη στην οποία δεν είχα το σθένος να καταφέρω το πλήγµα. Βγαίνοντας από το δωµάτιο –θα κατέβαινα στη ρεσεψιόν να ρωτήσω για τη FedEx και να κοιτάξω τη σελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών, πριν πάρω τηλέφωνο στο προξενείο– σταµάτησα. Σακουλάκι µε ζαχαρωτά και φιόγκο κρεµασµένο στο χερούλι, ένα χειρόγραφο σηµείωµα: Ευτυχισµένα Χριστούγεννα! Ακούγονταν γέλια από κάπου και σε ολόκληρο το διάδροµο υπήρχε διάχυτη µια υπέροχη µυρωδιά δυνατού καφέ και καµένης ζάχαρης και φρεσκοψηµένου ψωµιού από τους δίσκους της υπηρεσίας δωµατίου. Κάθε πρωί παράγγελνα να µου φέρουν στο δωµάτιο το πρωινό του ξενοδοχείου και το κατέβαζα ανόρεχτα – η Ολλανδία φηµίζεται για τον καφέ της, κι όµως εγώ τον έπινα κάθε µέρα χωρίς καν να τον γεύοµαι. Έριξα το σακούλι µε τα ζαχαρωτά στην τσέπη του σακακιού µου και στάθηκα στο διάδροµο παίρνοντας µερικές βαθιές ανάσες. Μέχρι και στους θανατοποινίτες επιτρεπόταν να επιλέξουν το τελευταίο τους γεύµα, ένα θέµα συζήτησης που ο Χόµπι (ακάµατος µάγειρας και ενθουσιώδης καλοφαγάς) έθιγε συχνά στο τέλος ενός δείπνου, πίνοντας µπράντι Armagnac και ψάχνοντας γύρω για άδεια κουτιά καπνού και έξτρα πιατάκια που θα χρησιµοποιούσαν οι καλεσµένοι του ως αυτοσχέδια σταχτοδοχεία. Για εκείνον αποτελούσε µεταφυσικό ερώτηµα, το οποίο εξέταζε καλύτερα κανείς µε γεµάτο στοµάχι, αφού είχαν φαγωθεί όλα τα επιδόρπια και έκανε το γύρο του τραπεζιού η τελευταία πιατέλα µε καραµέλες µε άρωµα γιασεµί: Αντιµέτωπος µε το τέλος, λίγο πριν κλείσεις τα µάτια αποχαιρετώντας για πάντα τον κόσµο, τι φαγητό θα επέλεγες; Μια παρήγορη γεύση του παρελθόντος; Ένα απλό γεύµα µε κοτόπουλο στο φούρνο κάποιας χαµένης Κυριακής των παιδικών σου χρόνων; Ή –τελευταία ευκαιρία για λίγη πολυτέλεια ατενίζοντας το τέλος του ορίζοντα– φασιανό και άγρια βατόµουρα και άσπρες τρούφες της Άλµπα; Όσο για µένα, δεν ήξερα καν ότι πεινούσα µέχρι που βγήκα στο διάδροµο, αλλά εκείνη τη στιγµή, όρθιος εκεί µε το ταλαιπωρηµένο στοµάχι µου να διαµαρτύρεται και µε µια φρικτή γεύση στο στόµα µου και µε την προοπτική αυτού που θα ήταν το τελευταίο ελεύθερα επιλεγµένο γεύµα µου, ένιωσα ότι δεν είχα µυρίσει ποτέ κάτι τόσο ορεκτικό όσο αυτή η αχνιστή γλύκα: καφές και κανέλα και βουτυρωµένα ζεστά ψωµάκια ενός κλασικού πρωινού της ηπειρωτικής Ευρώπης. Περίεργο, σκέφτηκα, επιστρέφοντας στο δωµάτιο και παίρνοντας το µενού της υπηρεσίας δωµατίου, να λαχταράς κάτι τόσο εύκολο, να νιώθεις τόση όρεξη για την ίδια την όρεξη. Vrolijk Kerstfeest![1] µου ευχήθηκε ο βοηθός κουζίνας µισή ώρα αργότερα, ένας εύσωµος, αναµαλλιασµένος νεαρός βγαλµένος, θαρρείς, κατευθείαν από πίνακα του Γιαν Στέεν, µε ένα στεφάνι από αλουµινόχαρτο στο κεφάλι και ένα κλαράκι γκι πίσω από το αφτί. Άρχισε να σηκώνει ένα ένα τα ασηµένια καπάκια από τις πιατέλες, επιδεικνύοντας το περιεχόµενο µε µια
µεγαλόπρεπη χειρονοµία. «Παραδοσιακό ολλανδικό χριστουγεννιάτικο ψωµί», είπε εµφατικά, «ειδικά για σήµερα». Είχα παραγγείλει το Εορταστικό Πρόγευµα Σαµπάνιας, που περιλάµβανε ένα µικρό µπουκάλι σαµπάνια, οµελέτα µε τρούφα και χαβιάρι, φρουτοσαλάτα, καπνιστό σολοµό, πατέ και µισή ντουζίνα πιατάκια µε σάλτσες, καρυκεύµατα, αγγουράκια και κρεµµυδάκια τουρσί και κάππαρη. Άνοιξε τη σαµπάνια και έφυγε (τσεπώνοντας ως φιλοδώρηµα τα περισσότερα από τα εναποµείναντα ευρώ µου). Είχα µόλις σερβίρει λίγο καφέ και ετοιµαζόµουν να τον δοκιµάσω, ελπίζοντας ότι το στοµάχι µου θα τον δεχόταν (ανακατευόµουν ακόµα, και από κοντά δεν είχε την ίδια ακαταµάχητη ευωδιά), όταν χτύπησε το τηλέφωνο του δωµατίου. Ήταν ο υπάλληλος της ρεσεψιόν. «Καλά Χριστούγεννα, κύριε Ντέκερ», είπε βιαστικά. «Λυπάµαι, αλλά φοβάµαι ότι έχετε επισκέψεις, είναι ήδη καθ’ οδόν προς το δωµάτιό σας. Προσπαθήσαµε να το εµποδίσουµε στη ρεσεψιόν...» «Πώς;» Πάγωσα. Το φλιτζάνι µετέωρο λίγα εκατοστά από το στόµα µου. «Ανεβαίνει ήδη. Σας εξηγούσα ότι προσπάθησα να το εµποδίσω. Του ζήτησα να περιµένει, αλλά δε µου έδωσε σηµασία. Δηλαδή... ο συνάδελφός µου του ζήτησε να περιµένει. Αλλά ανέβαινε ήδη τις σκάλες πριν προλάβω να τηλεφωνήσω...» «Α». Σάρωσα µε το βλέµµα µου το δωµάτιο. Όλη µου η αποφασιστικότητα είχε εξατµιστεί µέσα σε µια στιγµή. «Ο συνάδελφός µου» –ψιθυριστά λόγια σε κάποιον δίπλα του– «ο συνάδελφός µου µόλις ξεκίνησε να τον προλάβει στις σκάλες... Έγιναν όλα πολύ ξαφνικά, θεώρησα ότι έπρεπε να...» «Έδωσε όνοµα;» ρώτησα, πηγαίνοντας στο παράθυρο και φλερτάροντας µε την ιδέα να επιχειρήσω να το σπάσω µε µια καρέκλα. Το δωµάτιό µου δεν ήταν ψηλά, η πτώση δε θα ξεπερνούσε τα τρία µε τέσσερα µέτρα. «Όχι, κύριε». Αγχωµένος τόνος φωνής. «Δεν µπορούσαµε... Θέλω να πω, ήταν πολύ αποφασισµένος, προσπέρασε τον πάγκο της ρεσεψιόν πριν καν προλάβουµε...» Σαµατάς στο διάδροµο. Κάποιος φώναζε κάτι στα ολλανδικά. «...λείπουν και πολλοί συνάδελφοι σήµερα, λόγω της ηµέρας, καταλαβαίνετε...» Αποφασιστικά σφυροκοπήµατα στην πόρτα. Νευρικό τίναγµα –σαν την αέναη εκτόξευση του πίδακα αίµατος από το µέτωπο του Μάρτιν–, που έστειλε το φλιτζάνι του καφέ µου στον αέρα. Να πάρει! Κοίταξα το σακάκι και το πουκάµισό µου. Χάλια. Επιτέλους, δεν µπορούσαν τουλάχιστον να έρθουν µετά το πρωινό; Αλλά, πάλι, σκέφτηκα, σκουπίζοντας το πουκάµισο µε τη λινή πετσέτα και κοιτάζοντας βλοσυρά την πόρτα, µπορεί να ήταν οι κολλητοί του Μάρτιν. Μπορεί όλα να τέλειωναν πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο περίµενα. Όµως, αντί γι’ αυτό, όταν άνοιξα διάπλατα την πόρτα –δεν µπορούσα να το πιστέψω!–, βρέθηκα µπροστά στον Μπόρις. Ταλαιπωρηµένος, µε κόκκινα µάτια, καταπονηµένος. Με χιόνι στα µαλλιά και στους ώµους του παλτού του. Ήµουν υπερβολικά έκπληκτος για να νιώσω ανακούφιση. «Τι;» έκανα τη στιγµή που ριχνόταν στην αγκαλιά µου. «Όχι, όλα εντάξει», είπα απευθυνόµενος στον εξαγριωµένο υπάλληλο που ερχόταν φουριόζος προς το µέρος µας στο διάδροµο. «Τα βλέπεις; Γιατί να περιµένω, ε; Γιατί;» φώναζε θυµωµένα ο Μπόρις, ανεµίζοντας το χέρι του στον υπάλληλο, που είχε µαρµαρώσει στη θέση του και µας κοίταζε µε γουρλωµένα µάτια. «Δε σας το είπα; Σας είπα ότι ήξερα πού είναι το δωµάτιό του! Πώς θα το ήξερα αν δεν ήµουν
φίλος του;» Και µετά, γυρνώντας προς το µέρος µου: «Δεν καταλαβαίνω γιατί έγινε όλος αυτός ο σαµατάς. Είναι γελοίο! Στεκόµουν εκεί δεν ξέρω κι εγώ για πόση ώρα και δεν υπήρχε ψυχή στη ρεσεψιόν! Κανείς! Ούτε στη Σαχάρα τέτοια ερηµιά!». Οργίλα µατιά στον υπάλληλο. «Περίµενα, περίµενα! Χτύπησα το κουδούνι! Και τότε, τη στιγµή ακριβώς που πήγαινα να ανέβω, “Σταθείτε, σταθείτε, κύριε”» –µε κλαψιάρικη φωνή παιδιού– «“γυρίστε πίσω”, και αρχίζει να µε κυνηγάει ετούτος εδώ...» «Σας ευχαριστώ», είπα στον υπάλληλο, ή µάλλον στην πλάτη του, αφού, ύστερα από αρκετά λεπτά που κοίταζε από τον ένα στον άλλο µε ένα µείγµα έκπληξης και θυµού, είχε κάνει µεταβολή και αποµακρυνόταν διακριτικά. «Σας ευχαριστώ πολύ. Το εννοώ», φώναξα ξοπίσω του – ήταν παρήγορο να ανακαλύπτω ότι δεν επέτρεπαν σε άσχετους να αλωνίζουν στους διαδρόµους του ξενοδοχείου τους. «Αλίµονο, κύριε». Χωρίς να γυρίσει. «Καλά Χριστούγεννα». «Θα µ’ αφήσεις να µπω;» είπε ο Μπόρις όταν έκλεισαν τελικά οι πόρτες του ασανσέρ και µείναµε µόνοι. «Ή θα συνεχίσουµε να στεκόµαστε εδώ και να κοιταζόµαστε τρυφερά στα µάτια;» Έζεχνε ολόκληρος, σαν να είχε µέρες να πλυθεί, και έδειχνε ταυτόχρονα αδιόρατα περιφρονητικός και πολύ ευχαριστηµένος µε τον εαυτό του. «Εγώ...» Η καρδιά µου πήγαινε να σπάσει, το στοµάχι µου είχε δεθεί κόµπος. «Και βέβαια µπορείς να µπεις για λίγο». «Για λίγο;» Περιφρονητική µατιά από πάνω µέχρι κάτω. «Έχεις να πας κάπου;» «Αν πρέπει να ξέρεις, ναι». «Πότερ, φαίνεσαι χάλια». Με πειρακτικό τόνο, ακουµπώντας κάτω την τσάντα του για να αγγίξει το µέτωπό µου µε την ανάστροφη της παλάµης του. «Έχεις πυρετό. Δείχνεις σαν να έσκαψες µόνος σου τη Διώρυγα του Παναµά». «Αισθάνοµαι περίφηµα», αντέτεινα χολωµένα. «Δε φαίνεσαι περίφηµα, πάντως. Είσαι πιο άσπρος κι από ψάρι. Γιατί έβαλες τα καλά σου; Γιατί δεν απαντούσες στις κλήσεις µου; Τι είναι αυτό;» ρώτησε, κοιτάζοντας πέρα από µένα, στο τρόλεϊ της υπηρεσίας δωµατίου. «Σερβιρίσου, ελεύθερα». «Λοιπόν, αυτό ακριβώς θα κάνω, αν δε σε πειράζει. Τι εβδοµάδα! Ήµουν στο δρόµο ολόκληρη την αναθεµατισµένη νύχτα! Σκατά τρόπος να περάσεις την παραµονή των Χριστουγέννων» –αφήνοντας το παλτό να πέσει από τους ώµους του στο πάτωµα, χωρίς να µπει στον κόπο να το σηκώσει– «αν και, για να πω την αλήθεια, έχω περάσει και πολύ χειρότερες. Τουλάχιστον ήταν άδειοι οι δρόµοι. Σταµατήσαµε σε ένα άθλιο µαγαζί στο δρόµο, το µόνο που ήταν ανοιχτό, πρατήριο βενζίνης, πήρα λουκάνικα Φρανκφούρτης µε µουστάρδα, κανονικά µ’ αρέσουν, αλλά, Χριστέ µου, το στοµάχι µου...» Είχε πάρει ένα ποτήρι από το µπαρ και σερβίριζε σαµπάνια για τον εαυτό του. «Ενώ εσύ... εδώ». Aνεµίζοντας το χέρι του. «Ζωή και κότα!» Είχε πετάξει τα παπούτσια και κουνούσε τα δάχτυλα µέσα στις µουλιασµένες κάλτσες του. «Χριστέ µου, τα πόδια µου έχουν ξυλιάσει. Οι δρόµοι είναι λίµνες – λιωµένο χιόνι». Φέρνοντας κοντά µια καρέκλα. «Έλα να κάτσεις µαζί µου. Φάε κάτι. Τέλειος συγχρονισµός!» Είχε σηκώσει το καπάκι της πιατέλας που διατηρούνταν ζεστή πάνω στο ειδικό καµινέτο και µύριζε το πιάτο µε την οµελέτα µε τρούφα. «Έξοχο! Και µάλιστα ζεστό! Τι είν’ αυτό;» µε ρώτησε όταν έβαλα το χέρι στην τσέπη του παλτού µου και του έδωσα το ρολόι και το δαχτυλίδι του Γιούρι. «Α, ναι! Τα είχα ξεχάσει. Καλά, µη σκοτίζεσαι, του τα δίνεις ο ίδιος».
«Όχι, δώσ’ του τα εσύ». «Ε, να τον πάρουµε τηλέφωνο. Αυτό είναι τσιµπούσι για πέντε! Γιατί δεν παίρνουµε στη ρεσεψιόν» –κράτησε ψηλά το µπουκαλάκι της σαµπάνιας και έλεγξε το υπόλοιπο σαν να εξέταζε έναν προβληµατικό ισολογισµό εταιρείας– «να ζητήσουµε άλλον ένα γύρο απ’ αυτά, άλλο ένα µπουκάλι, ή και δύο, και µπόλικο καφέ ακόµα, ή ίσως τσάι; Εγώ» –τραβώντας πιο κοντά την καρέκλα του– «πεινάω σαν λύκος! Θα του πω» –παίρνοντας ένα κοµµάτι καπνιστό σολοµό και ρίχνοντάς το στο στόµα του, ενώ έβγαζε ήδη το κινητό από την τσέπη του– «να παρατήσει κάπου το αµάξι και να έρθει µε τα πόδια, τι λες;» «Κάνε ό,τι θες». Κάτι µέσα µου είχε παγώσει όταν τον είδα, σχεδόν όπως συνέβαινε µε τον µπαµπά µου τότε που ήµουν µικρός και, έπειτα από ατέλειωτες ώρες µοναξιάς στο σπίτι, ένιωθα ένα αθέλητο κύµα ανακούφισης όταν άκουγα το κλειδί του να γυρίζει στην κλειδαριά, για να βουλιάξει όµως αµέσως η καρδιά µου στο στήθος µου µόλις περνούσε το κατώφλι. «Τι;» Πιπιλίζοντας ηχηρά τα δάχτυλά του. «Δηλαδή, εσύ δε θες να έρθει ο Γιούρι; Που οδηγούσε όλη νύχτα για να µε φέρει; Που δεν έχει κλείσει µάτι; Κέρασέ τον ένα πρωινό τουλάχιστον». Είχε πέσει ήδη µε τα µούτρα στην οµελέτα. «Συνέβησαν πολλά». «Και σ’ εµένα συνέβησαν πολλά». «Πού πας;» «Παράγγειλε ό,τι θες». Ψάρεψα τη µαγνητική κάρτα εισόδου από την τσέπη µου και του την έδωσα. «Θ’ αφήσω ανοιχτό το υπόλοιπο. Χρέωσέ τα στο δωµάτιο». «Πότερ...» Πέταξε την πετσέτα του και σηκώθηκε να µε ακολουθήσει, αλλά, για µεγάλη µου έκπληξη, σταµάτησε απότοµα και έβαλε τα γέλια. «Άντε, φύγε, τότε. Πήγαινε στους καινούριους σου φίλους ή σε όποια δραστηριότητα είναι τόσο σηµαντική!» «Και σ’ εµένα συνέβησαν πολλά», επανέλαβα. «Λοιπόν» –σχεδόν υπεροπτικά– «δεν ξέρω τι συνέβη σ’ εσένα, αλλά µπορώ να σου πω ότι αυτό που συνέβη σ’ εµένα είναι τουλάχιστον πέντε χιλιάδες φορές πιο κουλό. Μιλάµε για απίστευτη εβδοµάδα. Αξίζει να γραφτεί σε βιβλίο! Όσο εσύ καλοπερνούσες στο ξενοδοχείο, εγώ...» Ένα βήµα προς το µέρος µου, το χέρι του στο µανίκι µου. «Περίµενε». Χτυπούσε το τηλέφωνό του. Στράφηκε λίγο στο πλάι και είπε κάτι στα ουκρανικά, αλλά διέκοψε απότοµα και έκλεισε τη γραµµή όταν µε είδε να βγαίνω στο διάδροµο. «Πότερ». Με βούτηξε από τους ώµους και βύθισε το βλέµµα στα µάτια µου ελέγχοντας τις ίριδες, ενώ έκλεινε την πόρτα µε µια κλοτσιά. «Τι στο διάολο; Είσαι σαν να έχεις βγει από τη Νύχτα των Ζόµπι. Πώς τη λέγανε εκείνη την ταινία που µας άρεσε; Την ασπρόµαυρη; Όχι τη Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών, εκείνη την πιο ποιητική...» «Περπάτησα µε ένα Ζόµπι. Με παραγωγό τον Βαλ Λιούτον». «Αυτή, µπράβο! Κάτσε κάτω. Το χόρτο είναι πολύ δυνατό εδώ, ακόµα κι αν είσαι συνηθισµένος, θα έπρεπε να σ’ έχω προειδοποιήσει...» «Δεν έχω καπνίσει χόρτο». «...γιατί, σου λέω, όταν πρωτοήρθα εδώ, γύρω στα είκοσι, τότε κάπνιζα ολόκληρα δέντρα κάθε µέρα, νόµιζα ότι δε µάσαγα µε τίποτα, και –Θεούλη µου, όλο το λάθος δικό µου!– τα πήρα άσχηµα µ’ έναν τύπο στο καφέ. “Δώσ’ µου το πιο δυνατό που έχεις”. Ε, µου το ’δωσε! Τρεις τζούρες, και δε µε σήκωναν τα πόδια µου! Ήταν λες και είχα ξεχάσει να περπατάω. Σωληνοειδής όραση, κανένας έλεγχος των µυών. Καµία επαφή µε την πραγµατικότητα!» Με είχε οδηγήσει πίσω στο κρεβάτι και είχε καθίσει δίπλα µου µε το µπράτσο πάντα τυλιγµένο γύρω από τους ώµους µου. «Και, εντάξει, εσύ µε ξέρεις, αλλά... τέτοιο πράγµα... ποτέ! Η καρδιά µου να χτυπάει σαν τρελή, λες και τρέχω και τρέχω, ενώ κάθοµαι εκεί σαν το άγαλµα,
καµία επαφή µε το περιβάλλον, σκοτάδι πίσσα! Μόνος κι έρηµος, να µε έχουν πάρει τα κλάµατα και να µιλάω στο Θεό µέσα στο κεφάλι µου, ξέρεις, “Τι έκανα;” και “Γιατί να µου αξίζει κάτι τέτοιο;”. Δε θυµάµαι πώς έφυγα από το µαγαζί! Ήταν σαν απαίσιος εφιάλτης. Και, φαντάσου, µιλάµε για µαύρο! Χόρτο, µαριχουάνα! Βγήκα στο δρόµο µε πόδια σαν ζελέ και πιάστηκα από µια σχάρα για ποδήλατα κοντά στην πλατεία Νταµ. Νόµιζα ότι τα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν πάνω στο πεζοδρόµιο και θα µε έλιωναν. Τελικά, κατάφερα να φτάσω στο διαµέρισµα της κοπέλας µου στο Γιορντάαν και έµεινα ξαπλωµένος για ώρες µέσα σε µια µπανιέρα χωρίς στάλα νερό µέσα. Οπότε...» Κοίταζε καχύποπτα το λεκιασµένο µε καφέ πουκάµισο και το σακάκι µου. «Δεν κάπνισα καθόλου χόρτο». «Ξέρω, το είπες! Απλώς σου αφηγήθηκα µια ιστορία. Σκέφτηκα ότι ίσως σου φαινόταν λίγο ενδιαφέρουσα. Τέλος πάντων, εντάξει», πρόσθεσε στη σιωπή που ακολούθησε και δεν έλεγε να τελειώσει. «Α, ξέχασα να σου πω, δε σου τέλειωσα...» Σέρβιρε ένα ποτήρι νερό για µένα. «Ύστερα από εκείνη τη φορά που σου έλεγα; Που τριγύριζα στην Νταµ; Είχα τα χάλια µου για τρεις µέρες. Το κορίτσι µου έλεγε: “Έλα να βγούµε, Μπόρις, δεν µπορείς να κάθεσαι έτσι εδώ και να χαραµίζεις όλο το Σαββατοκύριακο”. Έκανα εµετό µέσα στο Μουσείο Βαν Γκογκ. Πολύ αριστοκρατικό, δε σου λέω τίποτα!» Μόλις το κρύο νερό χτύπησε τον ερεθισµένο λαιµό µου, µε έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρος, αναβιώνοντας µια σωµατική ανάµνηση από την εφηβεία: αβάσταχτο ηλιόφως της ερήµου, αβάσταχτος απογευµατινός πονοκέφαλος από το µεθύσι, δόντια να κροταλίζουν στην παγωνιά από το ερκοντίσιον. Ο Μπόρις κι εγώ τόσο χάλια, ώστε να ρευόµαστε συνέχεια, και να γελάµε που ρευόµασταν, και µετά να ρευόµαστε ακόµα χειρότερα. Και να µπουκωνόµαστε µε µπαγιάτικα κράκερ από ένα κουτί στο δωµάτιό µου. «Που λες» –ρίχνοντάς µου µια πλάγια µατιά– «µπορεί να κυκλοφορεί κανένας ιός. Αν δεν ήταν Χριστούγεννα, θα έτρεχα κάτω να σου φέρω κάτι για να στρώσει το στοµάχι σου. Για να τα δούµε λίγο αυτά». Έβαλε λίγο φαγητό σε ένα πιάτο και µου το κόλλησε κάτω από τη µύτη. Πήρε το µπουκάλι µε τη σαµπάνια από την παγωνιέρα, έλεγξε ξανά τη στάθµη και άδειασε όση απέµενε στο µισοάδειο ποτήρι µου µε το χυµό πορτοκάλι (µισοάδειο επειδή το είχε πιει εκείνος, δηλαδή). «Έλα», είπε, σηκώνοντας το ποτήρι της σαµπάνιας του σε πρόποση. «Καλά Χριστούγεννα! Χρόνια πολλά και στους δυο µας! Σαν σήµερα γεννήθηκε ο Χριστός, ας αγαλλιάσουµε! Και τώρα...» Κατεβάζοντας µονοκοπανιά το ποτήρι του, άδειασε τα ψωµάκια στο τραπεζοµάντιλο και άρχισε να γεµίζει το σκεύος για το ψωµί µε διάφορες λιχουδιές. «Συµπάθα µε, ξέρω ότι καίγεσαι να µάθεις τι συνέβη, αλλά πεινάω σαν λύκος και πρέπει να φάω πρώτα». Πατέ. Χαβιάρι. Χριστουγεννιάτικα ψωµάκια. Σε πείσµα όλων, πεινούσα κι εγώ. Αποφασίζοντας να φανώ ευγνώµων για τη στιγµή και για το φαγητό που είχα µπροστά µου, άρχισα να τρώω, και για κάµποση ώρα κανείς µας δεν είπε λέξη. «Καλύτερα;» µε ρώτησε τελικά, ρίχνοντάς µου µια διερευνητική µατιά. «Είσαι διαλυµένος». Βάζοντας κι άλλο σολοµό στο πιάτο του. «Κυκλοφορεί µια βαριά ίωση. Την έχει και ο Σίρλεϊ». Δεν είπα τίποτα. Μόλις εκείνη τη στιγµή είχα αρχίσει να χωνεύω το γεγονός ότι βρισκόταν εκεί στο δωµάτιο µαζί µου. «Σκέφτηκα ότι θα γύριζες µε καµιά κοπέλα. Τέλος πάντων, θα σου πω πού ήµασταν ο Γιούρι κι εγώ», συνέχισε όταν δεν πήρε απάντηση. «Στη Φρανκφούρτη, εκεί ήµασταν. Ε, αυτό το ξέρεις. Μιλάµε για θεότρελη φάση. Αλλά...» Αδειάζοντας τη σαµπάνια του, πήγε στο µίνιµπαρ και έσκυψε να τσεκάρει το περιεχόµενο.
«Έχεις το διαβατήριό µου;» «Ναι, το έχω. Ουάου, ωραία ποτά έχεις εδώ, βλέπω! Κι όλες αυτές οι Absolut, σκέτος πειρασµός!» «Πού είναι το διαβατήριο;» «Ε...» Επέστρεψε στο τραπέζι µε ένα µπουκάλι κόκκινο κρασί παραµάσχαλα και τρία µπουκαλάκια βότκας, τα οποία έχωσε στην παγωνιέρα. «Εδώ είµαστε». Το ψάρεψε από την τσέπη του και το πέταξε ανέµελα πάνω στο τραπέζι. Έπειτα κάθισε δίπλα µου. «Τι λες, θα κάνουµε πρόποση;» Καθόµουν στην άκρη του κρεβατιού ακίνητος, µε το µισογεµάτο πιάτο ακόµα στα γόνατά µου. Το διαβατήριό µου. Στην παρατεταµένη σιωπή που ακολούθησε ο Μπόρις άπλωσε το χέρι του πάνω από το τραπέζι και χτύπησε το χείλος του ποτηριού µου µε το νύχι του µεσαίου του δάχτυλου, παράγοντας έναν καµπανιστό κρυστάλλινο ήχο. «Μπορώ να έχω την προσοχή σου, παρακαλώ;» ρώτησε ειρωνικά. «Τι;» «Πρόποση;» Τείνοντας το ποτήρι του. Έτριψα το µέτωπό µου. «Τι, που είσαι εδώ, δηλαδή;» «Ε;» «Για τι να κάνουµε πρόποση;» «Για τα Χριστούγεννα; Για τη µακροθυµία του Θεού; Πώς σου φαίνεται αυτό;» Η σιωπή ανάµεσά µας, αν και όχι ακριβώς εχθρική, βάραινε καθώς περνούσαν τα δευτερόλεπτα, αποκτώντας µια ένταση που έτεινε να γίνει ανυπόφορη. Τελικά, ο Μπόρις έγειρε πίσω στην καρέκλα του και έδειξε το πιάτο µου µε ένα νεύµα. «Συγνώµη που σε ρωτάω ξανά και ξανά, αλλά, όταν βαρεθείς πια να µε αγριοκοιτάζεις, µπορούµε λες να...» «Κάποια στιγµή πρέπει να το ξεκαθαρίσω όλο αυτό». «Ποιο;» «Υποθέτω ότι πρέπει να το ξεκαθαρίσω µες στο κεφάλι µου κάποια στιγµή. Μιλάµε για κοπιαστική δουλειά. Δηλαδή, αυτό πάει εδώ... εκείνο εκεί. Δύο διαφορετικές στοίβες. Μπορεί και τρεις». «Αχ, Πότερ, Πότερ, Πότερ» –µισοτρυφερά µισοεπικριτικά, γέρνοντας λίγο προς το µέρος µου– «είσαι χοντροκέφαλος. Δεν έχεις κανένα αίσθηµα ευγνωµοσύνης και οµορφιάς». «“Αίσθηµα ευγνωµοσύνης”. Θα πιω σ’ αυτό, υποθέτω». «Τι; Δε θυµάσαι τα ευτυχισµένα Χριστούγεννα που είχαµε µοιραστεί εκείνη τη µία φορά; Χαρούµενες µέρες που πέρασαν και έφυγαν. Ο µπαµπάς σου» –µεγαλόπρεπη σαρωτική κίνηση του χεριού– «στο τραπέζι του εστιατορίου... Το τσιµπούσι και η χαρά µας... Το είχαµε γιορτάσει τότε, µε όλη τη σηµασία της λέξης! Δεν τιµάς αυτή την ανάµνηση µέσα στην καρδιά σου;» «Προς Θεού, αλίµονο!» «Πότερ» –κοφτή εισπνοή– «είσαι το κάτι άλλο! Χειρότερος κι από γυναίκα. “Βιάσου, άντε!” “Σήκω, κουνήσου!” Δε διάβασες τα µηνύµατά µου;» «Τι;» Ο Μπόρις, που εκείνη τη στιγµή έκανε να απλώσει το χέρι για να πάρει το ποτήρι του, ξαφνικά πάγωσε. Έριξε µια γεµάτη νόηµα µατιά στην τσάντα που είχε παρατήσει στο πάτωµα
δίπλα στην καρέκλα του, υποχρεώνοντάς µε σχεδόν να ακολουθήσω το βλέµµα του. Μου χαµογελούσε σαρδόνια, καθαρίζοντας τα µπροστινά του δόντια µε το νύχι του αντίχειρά του. «Άντε, τι περιµένεις;» Τα λόγια µετέωρα πάνω από το ρηµαγµένο τραπέζι του εορταστικού πρωινού. Λοξές αντανακλάσεις από το θολωτό καπάκι της ασηµένιας πιατέλας. Πήρα την τσάντα και σηκώθηκα. Το χαµόγελό του έσβησε µόλις ξεκίνησα για την πόρτα. «Έι, περίµενε!» «Τι να περιµένω;» «Δε θα την ανοίξεις;» «Κοίτα...» Ήξερα πολύ καλά τον εαυτό µου, δε µε έπαιρνε να το αναβάλω άλλο. Και δε θα επέτρεπα να συµβεί το ίδιο πράγµα δύο φορές... «Τι κάνεις; Πού πας;» «Το πηγαίνω κάτω. Για να το κλειδώσουν στο χρηµατοκιβώτιο». Δεν ήξερα καν αν υπήρχε χρηµατοκιβώτιο, ήξερα µόνο ότι δεν ήθελα τον πίνακα στον ίδιο χώρο µ’ εµένα. Ήταν χίλιες φορές πιο ασφαλής σε χέρια ξένων, σε κάποιο βεστιάριο, οπουδήποτε. Επίσης, σκόπευα να τηλεφωνήσω στην αστυνοµία τη στιγµή που θα έβγαινε ο Μπόρις από την πόρτα, αλλά όχι πριν. Δεν είχα καµία πρόθεση να τον µπλέξω. «Ούτε καν την άνοιξες! Δεν ξέρεις τι έχει µέσα!» «Ελήφθη». «Τι στο δαίµονα σηµαίνει αυτό τώρα;» «Ίσως δε χρειάζεται να ξέρω τι έχει µέσα». «Μπα; Κι εγώ σου λέω ότι χρειάζεται! Δεν είναι αυτό που νοµίζεις», πρόσθεσε αυτάρεσκα. «Όχι;» «Όχι». «Και πού ξέρεις τι νοµίζω;» «Και βέβαια ξέρω τι νοµίζεις! Και κάνεις λάθος. Συγνώµη, αλλά» –σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του– «είναι κάτι πολύ µα πολύ καλύτερο». «Καλύτερο;» «Ναι». «Πώς γίνεται να υπάρχει καλύτερο;» «Είναι, είναι. Πολύ καλύτερο! Άκου εµένα που σου λέω! Άνοιξε να δεις κι εσύ», κατέληξε µε ένα κοφτό νεύµα. «Τι είναι αυτά;» ρώτησα ύστερα από αρκετά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής. Είχα µείνει κάγκελο. Έβγαλα µια δεσµίδα εκατοδόλαρα και µετά µια δεύτερη. «Δεν είναι καν όλα». Τρίβοντας το πίσω µέρος του κεφαλιού του. «Ένα µέρος µόνο». Κοίταξα τα λεφτά και µετά εκείνον. «Μέρος από τι;» Πονηρό µειδίαµα. «Ε, σκέφτηκα ότι το αποτέλεσµα θα ήταν πιο θεαµατικό σε “τούβλα”, ψέµατα;» Πνιχτές κωµικές ατάκες από το διπλανό δωµάτιο, γέλια κοινού σε κονσέρβα. «Θα ήταν ακόµα πιο ωραία η έκπληξη για σένα! Και, πρόσεξε, δεν είναι όλα! Σε δολάρια Αµερικής, πιο βολικό να γυρίσεις µ’ αυτά, σκέφτηκα. Με όσα ήρθες και λίγα παραπάνω. Για την ακρίβεια, δεν πλήρωσαν ακόµα, δεν κινήθηκε ακόµα το χρήµα. Αλλά θα γίνει κι αυτό, σύντοµα, ελπίζω». «Ποιοι δεν πλήρωσαν; Για ποιο πράγµα θα πληρώσουν;»
«Αυτά τα λεφτά είναι δικά µου. Προσωπική µου περιουσία. Από το χρηµατοκιβώτιο του σπιτιού µου. Πέρασα από την Αµβέρσα για να τα πάρω. Καλύτερα έτσι, πιο ωραία ν’ ανοίξεις και να τα δεις µπροστά σου, όχι; Πρωί πρωί, ανήµερα τα Χριστούγεννα; Χο χο χο! Αλλά έχεις να περιµένεις πολύ περισσότερα!» Αναποδογύρισα τη δεσµίδα µε τα χρήµατα και την κοίταξα εξεταστικά, από πάνω κι από κάτω. Δεµένα µε ταινία της Citibank. «“Ευχαριστώ, Μπόρις”. “Ω, µην το συζητάς”», απάντησε ειρωνικά µε τη δική του φωνή. «“Αλίµονο, ευχαρίστησή µου”». Ένα βουνό λεφτά. Ουρανοκατέβατα. Κολλαριστά, τριζάτα. Υπήρχε κάποιου είδους πρόδηλο νόηµα στην όλη υπόθεση που αδυνατούσα να συλλάβω. «Όπως είπα, ένα µέρος µόνο. Δύο εκατοµµύρια ευρώ. Πολύ περισσότερα σε δολάρια. Οπότε... Καλά Χριστούγεννα! Το δώρο µου σ’ εσένα! Μπορώ να σου ανοίξω ένα λογαριασµό στην Ελβετία για τα υπόλοιπα, και σου δίνω το βιβλιάριο καταθέσεων κι έτσι... Τι;» έκανε µε ένα τίναγµα έκπληξης όταν έριξα τη δέσµη µέσα στην τσάντα, την έκλεισα και του την έδωσα πίσω. «Όχι, δικά σου είναι!» «Δεν τα θέλω». «Δε νοµίζω ότι κατάλαβες! Άσε µε να σου εξηγήσω, σε παρακαλώ!» «Είπα ότι δεν τα θέλω». «Πότερ...» Σταύρωσε τα µπράτσα στο στήθος του και µε κοίταξε ψυχρά, µε την ίδια έκφραση που µε κοίταζε στο µπαρ του Πολωνού. «Αν δεν ήµουν αυτός που είµαι, θα έφευγα τώρα γελώντας και δε θα ξαναγύριζα ποτέ». «Και γιατί δεν το κάνεις;» «Εγώ...» Κοίταξε ολόγυρά του στο δωµάτιο, σαν να µην ήξερε ούτε κι αυτός το γιατί. «Θα σου πω γιατί δεν το κάνω! Για χάρη του παλιού καλού καιρού. Παρόλο που µου φέρεσαι σαν να είµαι κανένας εγκληµατίας! Κι επειδή θέλω να επανορθώσω απέναντί σου...» «Για ποιο πράγµα να επανορθώσεις;» «Συγνώµη;» «Να επανορθώσεις για τι ακριβώς, λέω; Μπορείς να µου το εξηγήσεις; Από πού στην ευχή έρχονται αυτά τα λεφτά; Πώς µπορούν να διορθώσουν οτιδήποτε;» «Λοιπόν, κοίτα, δε θα ’πρεπε να βγάζεις τόσο βιαστικά συµπεράσµατα...» «Δε µε νοιάζουν τα λεφτά!» Σχεδόν ούρλιαζα τώρα. «Με νοιάζει ο πίνακας! Πού είναι ο πίνακας;» «Αν µου έδινες δυο λεπτά να σου εξηγήσω, πριν αρχίσεις να ξεφωνίζεις σαν...» «Για τι είναι αυτά τα λεφτά; Από πού έρχονται; Από ποια πηγή ακριβώς θέλω να µου πεις. Από τον Μπιλ Γκέιτς; Από τον Αϊ-Βασίλη; Από τη Νεράιδα των Δοντιών;» «Σε παρακαλώ. Τελικά, το ’χεις πάρει από τον µπαµπά σου το δράµα!» «Πού είναι ο πίνακας; Τι τον έκανες; Πάει, έτσι δεν είναι; Τον αντάλλαξες, τον πούλησες, τι;» «Όχι, και βέβαια δεν... Έι!» Σπρώχνοντας αποφασιστικά πίσω την καρέκλα του. «Ηρέµησε, Πότερ, Χριστέ µου! Εννοείται ότι δεν τον πούλησα! Γιατί θα έκανα τέτοιο πράγµα;» «Δεν ξέρω! Πώς να ξέρω! Γιατί έγιναν όλα αυτά; Τι νόηµα είχε οτιδήποτε; Γιατί κουβαλήθηκα µέχρι εδώ µαζί σου; Γιατί µ’ έµπλεξες σ’ αυτή την ιστορία; Είπες να µε φέρεις εδώ να σε βοηθήσω να σκοτώσεις κάνα δυο ανθρώπους; Αυτό ήταν;» «Δεν έχω σκοτώσει ποτέ στη ζωή µου», είπε υπεροπτικά ο Μπόρις. «Θεέ και Κύριε! Μιλάς σοβαρά; Να γελάσω τώρα; Έχω παρακρούσεις ή σε άκουσα
πραγµατικά να λες ότι δεν έχεις...» «Ήταν αυτοάµυνα, και το ξέρεις! Δεν κυκλοφορώ κάνοντας κακό σε ανθρώπους για την πλάκα µου, αλλά δε θα κάτσω και µε σταυρωµένα τα χέρια να µε σκοτώσουν! Κι εσύ», πρόσθεσε, ανεβάζοντας αγέρωχα τον τόνο του για να καλύψει τη φωνή µου, «µε τον Μάρτιν, πέρα από το γεγονός ότι δε θα ήµουν εδώ τώρα, και πιθανότατα δε θα ήσουν κι εσύ...» «Θα µου κάνεις µια χάρη; Θα το βουλώσεις, σε παρακαλώ; Τι θα ’λεγες να πας να σταθείς εκεί για λίγο; Γιατί πραγµατικά δε θέλω να σε βλέπω αυτή τη στιγµή». «...µε τον Μάρτιν, αν ήξεραν, οι αστυνοµικοί θα σου έδιναν µετάλλιο, όπως και πολλοί άλλοι, αθώοι άνθρωποι που δε ζουν πια εξαιτίας του. Ο Μάρτιν ήταν...» «Ή µάλλον καλύτερα να φύγεις. Ναι, µάλλον είναι το καλύτερο αυτή τη στιγµή». «Ο Μάρτιν ήταν δαίµονας, όχι άνθρωπος. Δεν έφταιγε µόνο αυτός. Γεννήθηκε έτσι. Χωρίς αισθήµατα, ξέρεις... Έχει κάνει πολύ πολύ χειρότερα πράγµατα σε ανθρώπους από το να τους φυτέψει µια σφαίρα. Όχι σ’ εµάς», πρόσθεσε, κουνώντας εµφατικά το χέρι του σαν να φοβόταν ότι θα παρερµήνευα τα λεγόµενά του. «Μ’ εµάς θα φαινόταν ευγενικός και θα µας σκότωνε µια κι έξω, χωρίς τα υπόλοιπα κόλπα του τα σατανικά. Όµως ήταν, νοµίζεις, καλός άνθρωπος ο Μάρτιν; Ένα φυσιολογικό ανθρώπινο πλάσµα; Όχι, δεν ήταν. Ούτε ο Φριτς ήταν κανένα λουλούδι. Άρα όλες αυτές οι τύψεις και η οδύνη σου... Πρέπει να το δεις αλλιώς το πράγµα. Ήταν µια πράξη ηρωισµού, στην υπηρεσία του ευρύτερου καλού. Δεν µπορείς να βλέπεις πάντα τη σκοτεινή πλευρά της ζωής, ξέρεις, σου κάνει πολύ κακό». «Μπορώ να σε ρωτήσω ένα πράγµα;» «Ό,τι θες». «Πού είναι ο πίνακας;» «Κοίτα...» Ο Μπόρις αναστέναξε και απέστρεψε το βλέµµα. «Ήταν το καλύτερο που µπορούσα να κάνω. Ξέρω πόσο πολύ τον ήθελες. Δε φαντάστηκα ότι θα ταραζόσουν τόσο πολύ που δε θα τον είχες». «Μπορείς να µου πεις απλώς πού είναι;» «Πότερ» –µε το χέρι στην καρδιά– «λυπάµαι που είσαι τόσο θυµωµένος. Δεν το περίµενα, το οµολογώ. Αλλά έλεγες συνέχεια ότι δεν είχες σκοπό να τον κρατήσεις έτσι κι αλλιώς. Θα τον έδινες πίσω. Έτσι δεν έλεγες;» πρόσθεσε, βλέποντας ότι συνέχιζα να τον καρφώνω µε το βλέµµα. «Πώς διάολο µπορεί να είναι αυτό το σωστό;» «Ε, θα σου πω! Μόλις κλείσεις το στόµα σου και µ’ αφήσεις να µιλήσω! Αντί να πηγαινοέρχεσαι βγάζοντας αφρούς και καταστρέφοντας τα Χριστούγεννά µας!» «Τι θες να πεις;» «Ηλίθιε!» Έκανε τη χαρακτηριστική χειρονοµία χτυπώντας µε νόηµα τον κρόταφό του µε τους κόµπους των δαχτύλων του. «Από πού νοµίζεις ότι ήρθαν αυτά τα λεφτά;» «Για γαµηµένο µάντη µε περνάς;» «Είναι τα λεφτά της αµοιβής!» «Της αµοιβής;» «Ναι! Για την ασφαλή επιστροφή του». Μου πήρε µερικές στιγµές να συνειδητοποιήσω τι έλεγε. Στεκόµουν, αλλά ήταν ώρα να καθίσω. «Θύµωσες;» µε ρώτησε επιφυλακτικά ο Μπόρις. Φωνές στο διάδροµο. Μουντό χειµωνιάτικο φως που το µπρούντζινο λαµπατέρ αντανακλούσε στο δωµάτιο.
«Νόµιζα ότι θα χαιρόσουν, όχι;» Αλλά δεν είχα συνέλθει ακόµα αρκετά για να µπορώ να µιλήσω. Το µόνο που µπορούσα να κάνω ήταν να τον κοιτάζω αποσβολωµένος. Βλέποντας την έκφρασή µου, ο Μπόρις τίναξε τα µαλλιά από τα µάτια του και γέλασε. «Εσύ µου έδωσες την ιδέα, ξέρεις. Δε νοµίζω ότι έχεις καταλάβει πόσο έξυπνη ήταν! Ιδιοφυής! Τόσο, που εύχοµαι να την είχα σκεφτεί ο ίδιος! “Να πάρουµε τους µπάτσους, να ειδοποιήσουµε το αρµόδιο τµήµα για την πολιτιστική κληρονοµιά”. Τρελή ιδέα, έτσι πίστευα τότε. Σε είχα για τα σίδερα, για να είµαι ειλικρινής. Αλλά µετά...» Κοφτό ανασήκωµα των ώµων. «Συνέβησαν πολλά στραβά κι ανάποδα, όπως ξέρεις από πρώτο χέρι, κι όταν χωρίσαµε στη γέφυρα, µίλησα µε τον Τσέρι, τι να κάνουµε, τι να κάνουµε, σπάγαµε το κεφάλι µας, και µετά το ψάξαµε λίγο και» –σηκώνοντας το ποτήρι του στην υγειά µου– «αποδείχτηκε φανταστική η ιδέα σου! Μα γιατί να σε αµφισβητήσω, ο βλάκας; Δεν έπρεπε ποτέ να το κάνω. Εσύ ήσουν ο εγκέφαλος πίσω απ’ όλο αυτό από την πρώτη στιγµή! Όσο εγώ βρισκόµουν στην Αλάσκα και περπατούσα εφτάµισι χιλιόµετρα µέχρι το βενζινάδικο για να βουτήξω µια σοκολάτα Nestlé, εσύ µεγαλουργούσες! Θεός! Πώς µου ήρθε να σ’ αµφισβητήσω; Γιατί το έψαξα λίγο και» – χέρια ψηλά, θριαµβευτικά– «είχες δίκιο! Ποιος να το φανταζόταν; Πάνω από εκατοµµύριο δολάρια για τον πίνακά σου εκεί έξω, λεφτά αµοιβής! Ούτε καν για πίνακα! Για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στον πίνακα! Χωρίς ερωτήσεις! Ζεστό παραδάκι, καθαρό και σπαρταριστό!» Έξω, νιφάδες χιονιού στροβιλίζονταν και παρασύρονταν µέχρι το παράθυρό µου. Κάποιος πνιγόταν στο διπλανό δωµάτιο, αν και δεν µπορούσα να ξεχωρίσω αν ήταν από βήχα ή από γέλιο. «Πέρα δώθε, πέρα δώθε, όλα αυτά τα χρόνια. Ένα παιχνίδι για βλάκες. Μπελαλίδικο, ριψοκίνδυνο. Και –η ερώτηση που κάνω τώρα στον εαυτό µου– γιατί µπήκα σε όλον αυτό τον κόπο; Με τόσα νόµιµα λεφτά άµεσα διαθέσιµα; Βλέπεις, είχες δίκιο, τους τύπους τους ενδιέφερε µόνο να γίνει η δουλειά! Ούτε µία ερώτηση. Το µόνο που τους ένοιαζε ήταν να πάρουν πίσω τον πίνακα». Ο Μπόρις άναψε τσιγάρο και έριξε το σπίρτο στο ποτήρι µε το νερό του, όπου έσβησε τσιτσιρίζοντας. «Δεν το είδα µε τα µάτια µου, αν και εύχοµαι να ήµουν από καµιά µεριά να το ’βλεπα. Όχι πως θα ήταν τόσο καλή ιδέα, αν µε πιάνεις. Γερµανική µονάδα ειδικών αποστολών! Αλεξίσφαιρα, όπλα! Πετάξτε αµέσως ό,τι κρατάτε στα χέρια σας! Όλοι κάτω! Τρελός σαµατάς, πλήθος κόσµου να συγκεντρώνεται στο δρόµο! Αχ, πώς θα ’θελα να έβλεπα την έκφραση του Σάσα...» «Τηλεφώνησες στην αστυνοµία;» «Εντάξει, όχι εγώ ο ίδιος! Ο κολλητός µου ο Ντίµα. Ο οποίος έγινε έξω φρενών µε τους Γερµανούς που άρχισαν το πιστολίδι µέσα στο γκαράζ του. Τελείως άστοχο και µεγάλος µπελάς γι’ αυτόν». Σταύρωσε νευρικά τα πόδια του και φύσηξε ένα µεγάλο σύννεφο καπνού. «Βλέπεις, είχα κάποια αόριστη ιδέα για το πού θα φύλαγαν τον πίνακα. Υπάρχει ένα διαµέρισµα στη Φρανκφούρτη. Κάποτε ανήκε σε µια παλιά φιλενάδα του Σάσα. Διάφοροι φυλάνε διάφορα εκεί. Αλλά δεν είχα καµία πιθανότητα να καταφέρω να µπω εκεί µέσα, ούτε µε µισή ντουζίνα άντρες. Κλειδιά, συναγερµοί, κάµερες, κωδικοί ασφαλείας...» Χασµουρήθηκε και σκούπισε το στόµα µε την ανάστροφη του χεριού του. «Το µόνο πρόβληµα, ή µάλλον δύο προβλήµατα, ήταν τα εξής: Πρώτον, οι αστυνοµικοί θα χρειάζονταν επαρκείς ενδείξεις για να µπουκάρουν στο διαµέρισµα. Δεν µπορείς απλώς να τους δώσεις το όνοµα του κλέφτη – ανώνυµος πολίτης που θέλει να βοηθήσει, αν µε πιάνεις. Και, δεύτερον, δε θυµόµουν τη διεύθυνση του σπιτιού. Μιλάµε για επτασφράγιστο µυστικό. Μία φορά µόνο βρέθηκα εκεί,
αργά το βράδυ, και δεν ήµουν και στα καλύτερά µου. Ήξερα στο περίπου τη γειτονιά – παλιότερα ήταν µόνο µια χούφτα άθλια χαµηλά κτίρια, τώρα είναι πολύ καλύτερη–, και έβαλα τον Γιούρι να κόβει βόλτες στους δρόµους. Μας πήρε αιώνες. Τελικά, περιόρισα την αναζήτηση σε µια σειρά από σπίτια που µου θύµιζαν κάτι, αλλά δεν ήµουν εκατό τοις εκατό σίγουρος ποιο ακριβώς ήταν. Έτσι, κατέβηκα και άρχισα να περπατάω µπροστά τους. Όσο κι αν φοβόµουν που βρισκόµουν σ’ εκείνο το δρόµο –έτρεµα µη µε πάρει κάνα µάτι–, κατέβηκα από το αµάξι και τον διέσχισα περπατώντας. Με τα πόδια. Και µε µισόκλειστα µάτια. Σε µια κατάσταση υπνοβάτη σχεδόν, προσπαθώντας να θυµηθώ: Πόσα βήµατα; Να κάνω το σώµα µου να ξαναζήσει την εµπειρία. Τέλος πάντων, στο θέµα µας. Ο Ντίµα...» Άρχισε να τσιµπολογάει αχόρταγα τα ψίχουλα από τα ψωµάκια πάνω στο τραπεζοµάντιλο. «Η κουνιάδα του ξαδέρφου του Ντίµα –πρώην κουνιάδα, για την ακρίβεια– παντρεύτηκε Ολλανδό και έχουν ένα γιο ονόµατι Άντον, στα είκοσι ένα, είκοσι δύο... Κατάλευκο µητρώο, επίθετο Φαν ντεν Μπρινκ. Ο Άντον είναι Ολλανδός πολίτης και έχει µεγαλώσει µε µητρική του γλώσσα τα ολλανδικά, κι αυτό µας είναι πολύ χρήσιµο, αν µε καταλαβαίνεις». Έκοψε µια δαγκωνιά από ένα ψωµάκι και, µορφάζοντας ενοχληµένος, έφτυσε ένα σπόρο σίκαλης. «Ο Άντον δουλεύει σ’ ένα µπαρ όπου συχνάζουν πολλοί πλούσιοι, έξω από τη Χόοφστραατ, στο πιο κυριλέ κοµµάτι του Άµστερνταµ – ξέρεις, δρόµοι µε µαγαζιά Gucci, Cartier... Καλό παιδί. Μιλάει αγγλικά, ολλανδικά, κάνα δυο λέξεις ρωσικά. Τέλος πάντων, ο Ντίµα έβαλε τον Άντον να τηλεφωνήσει στην αστυνοµία και να αναφέρει ότι είχε δει δύο Γερµανούς, η περιγραφή του ενός ταίριαζε απόλυτα στον Σάσα: γιαγιαδίστικα γυαλιά, πουκάµισο σε στιλ Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι, φυλετικό τατουάζ στο χέρι, το οποίο, µάλιστα, µπόρεσε να σκιτσάρει µε ακρίβεια από µια φωτογραφία που του προωθήσαµε. Τέλος πάντων, ο Άντον τηλεφώνησε στην αστυνοµία και τους είπε ότι είχε δει αυτούς τους Γερµανούς να τσακώνονται στην µπάρα του τύφλα στο µεθύσι, κι ήταν τόσο θυµωµένοι και ταραγµένοι, ώστε άφησαν πίσω τους... τι νοµίζεις; Ένα φάκελο! Μαγειρεµένο, όπως καταλαβαίνεις! Σκοπεύαµε να το κάνουµε µε κινητό, ξέρεις, πειραγµένο κινητό, αλλά κανείς µας δεν ήταν αρκετά σπασίκλας ώστε να είµαστε σίγουροι ότι δε θ’ αφήναµε ίχνη. Έτσι, τυπώσαµε µερικές φωτογραφίες... αυτήν που σου έδειξα συν κάποιες ακόµα που έτυχε να έχω στο κινητό µου... η Καρδερίνα και ένα σχετικά πρόσφατο φύλλο εφηµερίδας – ξέρεις, για να προσδιοριστεί η χρονική στιγµή. Η εφηµερίδα ήταν δύο χρονών, αλλά έκανε τη δουλειά. Ο Άντον βρήκε τυχαία αυτό το φάκελο, που λες, κάτω από µια καρέκλα, µαζί µε κάτι άλλα χαρτιά από την υπόθεση στο Μαϊάµι – καταλαβαίνεις, για να γίνει η σύνδεση µε την τελευταία φορά που εθεάθη ο πίνακας. Όλως τυχαίως, ο φάκελος περιείχε τη διεύθυνση του διαµερίσµατος στη Φρανκφούρτη µαζί µε το όνοµα του Σάσα. Όλο αυτό ήταν ιδέα της Μίριαµ, της αξίζει χειροκρότηµα, της χρωστάς ένα καλό κέρασµα όταν γυρίσεις πίσω. Έστειλε µε FedEx κάποια πράγµατα από Αµερική, πολύ πολύ πειστικά. Ο φάκελος, που λες, περιείχε το όνοµα του Σάσα, περιείχε...» «Ο Σάσα είναι στη φυλακή;» «Όπως το λες!» Ο Μπόρις έβαλε τα γέλια. «Εµείς παίρνουµε τα λύτρα, το µουσείο παίρνει τον πίνακα, οι µπάτσοι κλείνουν την υπόθεση, η ασφαλιστική εταιρεία παίρνει πίσω την αποζηµίωση, το κοινό συνεχίζει να απολαµβάνει την πολιτιστική του κληρονοµιά, όλοι είναι κερδισµένοι». «Λύτρα;» «Λύτρα, αµοιβή, όπως θες πες το». «Από πού προέρχονται αυτά τα λεφτά;» «Δεν ξέρω». Με µια εκνευρισµένη κίνηση. «Από το µουσείο, από την κυβέρνηση, από
κάποιον ιδιώτη; Τι σηµασία έχει;» «Για µένα έχει». «Κακώς. Θα ’πρεπε να το βουλώσεις και να είσαι ευγνώµων. Γιατί», συνέχισε ανασηκώνοντας αλαζονικά το πιγούνι του, «ξέρεις κάτι, Θίο; Ξέρεις κάτι; Μάντεψε! Μάντεψε πόσο τυχεροί ήµασταν! Δε βρήκαν µόνο το πουλί σου εκεί µέσα, αλλά –ποιος θα το περίµενε;– και πολλούς άλλους κλεµµένους πίνακες!» «Πώς;» «Δυο ντουζίνες, µπορεί και περισσότερους! Κάποιους χαµένους χρόνια! Και δεν είναι όλοι τόσο όµορφοι ή ξεχωριστοί όσο ο δικός σου –στην πραγµατικότητα, οι περισσότεροι δεν είναι, αλλά αυτή είναι η δική µου ταπεινή άποψη–, ωστόσο προσφέρονταν και για τέσσερις πέντε ακόµα από δαύτους µεγάλες αµοιβές, µεγαλύτερες από του δικού σου! Κι ακόµα και κάποιοι από τους λιγότερο γνωστούς –µια σκοτωµένη πάπια, ένα βαρετό πορτρέτο κάποιου χοντροµούρη που δεν τον πιάνει το µάτι σου–, ακόµα κι αυτοί είχαν κάποιες µικρές αµοιβές, πενήντα χιλιάδες ο ένας, εκατό ο άλλος. Ποιος θα το φανταζόταν; “Πληροφορίες που οδηγούν στην ανάκτηση”. Κάνε τη σούµα. Και ελπίζω», συνέχισε µε πιο αυστηρό τόνο, «ότι θα µπορέσεις να µε συγχωρήσεις γι’ αυτό...» «Ποιο;» «Γιατί λένε “µια από τις µεγαλύτερες ανακτήσεις κλεµµένων έργων τέχνης στην ιστορία”. Κι αυτό ήταν το κοµµάτι που έλπιζα ότι θα σ’ ευχαριστούσε περισσότερο – ή µπορεί και όχι, ποιος να ξέρει, µόνο να ελπίζω µπορούσα. Μουσειακά αριστουργήµατα που επανέρχονται σε καθεστώς δηµόσιας ιδιοκτησίας! Πολιτιστικοί θησαυροί που παραδίνονται πάλι στο ευρύ κοινό! Χαράς Ευαγγέλια! Οι άγγελοι ηχούν τις σάλπιγγές τους! Αλλά δε θα είχε συµβεί ποτέ αν δεν ήσουν εσύ». Είχα µείνει άφωνος από την έκπληξη. «Βέβαια», πρόσθεσε ο Μπόρις, γνέφοντας προς την τσάντα που είχε ανοίξει πάνω στο κρεβάτι, «δεν είναι µόνο αυτά. Ωραίο χριστουγεννιάτικο δώρο για τη Μίριαµ και για τον Τσέρι και για τον Γιούρι. Και έταξα από την αρχή στον Άντον και στον Ντίµα ένα µερίδιο τριάντα τοις εκατό. Από δεκαπέντε στον καθένα. Ο Άντον έκανε όλη τη δουλειά, άρα, κατά τη γνώµη µου, εκείνος άξιζε το είκοσι τοις εκατό και ο Ντίµα το δέκα, αλλά για τον Άντον είναι πάρα πολλά λεφτά, οπότε είναι πανευτυχής». «Λες ότι ανακτήθηκαν κι άλλοι πίνακες. Πέρα από τον δικό µου». «Ναι, δε µε άκουσες που είπα...» «Ποιοι άλλοι πίνακες;» «Ω, κάποιοι τροµερά ξακουστοί και διάσηµοι! Χαµένοι από χρόνια!» «Όπως;» Ο Μπόρις δεν έκρυψε τη δυσφορία του. «Οχ, πού να ξέρω τα ονόµατα, βρήκες άνθρωπο να ρωτήσεις! Μερικά µοντέρνα πράγµατα, πολύ σηµαντικά και ακριβά, όλοι ήταν καταχαρούµενοι που βρέθηκαν, αν και, για να είµαι ειλικρινής, δεν καταλαβαίνω γιατί γίνεται τόσος ντόρος για κάποια από δαύτα. Γιατί να σκάσει κανείς ένα κάρο λεφτά για κάτι που θυµίζει ζωγραφιά νηπιαγωγείου; “Άσχηµο Σβωλαράκι”. “Μαύρη Βέργα µε Μουντζούρες”. Αλλά και πολλοί πίνακες µε ιστορική βαρύτητα. Ένας ήταν του Ρέµπραντ». «Όχι µια θαλασσογραφία...» «Όχι, κάτι άνθρωποι σε ένα σκοτεινό δωµάτιο. Λίγο βαρετό. Ένας ωραίος Βαν Γκογκ, πάντως, µια παραλία. Και µετά... ω, δεν ξέρω, τα κλασικά, η Μαρία, ο Χριστός, πολλοί
άγγελοι. Και κάποια γλυπτά. Και ασιατικά έργα. Εµένα δε µου φάνηκαν να αξίζουν µία, αλλά πρέπει ν’ αξίζουν πολλά». Ο Μπόρις έσβησε το τσιγάρο του µε µια ζωηρή κίνηση. «Α, και µια και τον θυµήθηκα... Κατάφερε να τη σκαπουλάρει, ο µπαγάσας». «Ποιος;» «Ο Κινεζάκος του Σάσα». Είχε πάει στο µίνι-µπαρ και επέστρεφε µε ένα ανοιχτήρι και δύο ποτήρια. «Δεν ήταν στο διαµέρισµα όταν µπούκαραν οι αστυνοµικοί, ο τυχεράκιας. Κι αν είναι έξυπνος –που είναι–, δε θα ξαναγυρίσει ποτέ». Σταυρώνοντας τα δάχτυλα σε ευχή. «Θα βρει κάποιον άλλο πλούσιο να του τα µασάει. Αυτό κάνει. Καλή δουλειά, αν µπορείς να τη βρεις. Τέλος πάντων» –δαγκώνοντας τα χείλη καθώς τραβούσε το ανοιχτήρι προς τα πάνω, ποπ!– «µακάρι να το είχα σκεφτεί χρόνια πριν! Μια παχουλή επιταγή στο πιάτο! Νόµιµο χρήµα! Αντί για όλο αυτό το πινγκ πονγκ τόσα χρόνια! Πέρα δώθε» –κουνώντας το ανοιχτήρι για έµφαση µπρος πίσω– «πέρα δώθε! Σκέτος µπελάς! Τόση αγωνία, τόσο χάσιµο χρόνου, κι όλα αυτά τα εύκολα κρατικά λεφτά κυριολεκτικά κάτω απ’ τη µύτη µου τόσον καιρό! Σ’ το λέω» –γεµίζοντας µε κόκκινο κρασί το ένα ποτήρι για να µου το δώσει– «από κάποιες απόψεις, ο Χορστ ίσως να χάρηκε όσο κι εσύ που ήρθαν έτσι τα πράγµατα. Του αρέσει να βγάζει λεφτά όσο στον καθένα, αλλά βασανίζεται από τύψεις – βλέπεις, έχετε παρόµοιες ιδέες για το κοινό καλό, την πολιτιστική κληρονοµιά, και µπλα µπλα µπλα». «Δεν καταλαβαίνω τι ρόλο έπαιξε ο Χορστ σε όλο αυτό». «Όχι, ούτ’ εγώ, και δε νοµίζω ότι θα µάθουµε ποτέ», απάντησε ο Μπόρις. «Όλα υπερβολικά προσεκτικά και πολιτισµένα... Και, ναι, ναι» –ανυπόµονα, πίνοντας µια κλεφτή γουλιά από το κρασί του– «σίγουρα είµαι θυµωµένος µε τον Χορστ, λιγάκι, µπορεί να µην τον εµπιστεύοµαι τόσο πολύ όσο άλλοτε, µπορεί να µην τον εµπιστεύοµαι και καθόλου, στην τελική όµως... ο Χορστ λέει ότι δε θα έστελνε τον Μάρτιν αν ήξερε ότι ήµασταν εµείς. Και δεν αποκλείεται να λέει αλήθεια. “Ποτέ, Μπόρις, δε θα το έκανα ποτέ”. Ποιος ξέρει; Για να είµαι απόλυτα ειλικρινής, εντελώς µεταξύ µας, πιστεύω ότι µάλλον το λέει µόνο για να σώσει τα προσχήµατα. Γιατί, εφόσον η όλη φάση µε τον Μάρτιν και τον Φριτς πήγε κατά διαόλου, τι άλλο µπορούσε να κάνει; Πέρα από το να το στρίψει διακριτικά; Να κάνει τον ανήξερο; Πρόσεξε, δε λέω ότι το ξέρω µε σιγουριά», υπογράµµισε. «Είναι απλώς η δική µου θεωρία. Ο Χορστ έχει τη δική του εκδοχή». «Η οποία είναι...» Αναστέναξε. «Ο Χορστ λέει ότι δεν ήξερε πως τον πίνακα τον είχε ο Σάσα, ότι το έµαθε όταν τον αρπάξαµε εµείς και ο Σάσα του τηλεφώνησε ξαφνικά από το πουθενά και του ζήτησε να τον βοηθήσει να τον πάρει πίσω. Καθαρή σύµπτωση που βρισκόταν στην πόλη ο Μάρτιν, είχε έρθει από το Λος Άντζελες για τις γιορτές. Για τα πρεζόνια το Άµστερνταµ είναι από τους πιο δηµοφιλείς προορισµούς διακοπών. Και, ναι, ειδικά σ’ αυτό» –τρίβοντας το µάτι του– «είµαι σχεδόν σίγουρος ότι ο Χορστ λέει την αλήθεια. Εκείνο το τηλεφώνηµα από τον Σάσα ήταν έκπληξη. Έπεσε στα πόδια του ικετεύοντας για βοήθεια. Δεν υπήρχε χρόνος για κουβέντες. Απαιτούνταν άµεση δράση. Πώς θα µπορούσε να ξέρει ο Χορστ ότι από πίσω κρυβόµασταν εµείς; Ο Σάσα δεν ήταν καν στο Άµστερνταµ, τα µάθαινε όλα από δεύτερο χέρι, από τον Κιτρινιάρη, που δε µιλάει και τόσο καλά τα γερµανικά, µη νοµίζεις, και ο Χορστ από τρίτο. Από µια άποψη, στέκει η ιστορία. Αν και...» Ανασήκωσε τους ώµους. «Τι;» «Εντάξει, ο Χορστ σίγουρα δεν ήξερε ότι ο πίνακας ήταν στο Άµστερνταµ, ούτε ότι ο Σάσα προσπαθούσε να εξασφαλίσει δάνειο δίνοντάς τον για εγγύηση, όχι µέχρι τη στιγµή που τον
πήρε τηλέφωνο ο Σάσα για να πει ότι του τον άρπαξαν. Γι’ αυτό είµαι σχετικά σίγουρος. Θα µπορούσαν όµως να είχαν συνωµοτήσει εξαρχής ο Χορστ και ο Σάσα για να βουτήξουν τον πίνακα από τους µαλάκες στο Μαϊάµι και να τον εξαφανίσουν στη Φρανκφούρτη; Πιθανό. Ο Χορστ τον λάτρευε αυτό τον πίνακα. Τον λάτρευε. Σ’ το είπα ότι τον αναγνώρισε µε την πρώτη µατιά; Ήξερε τίτλο, ζωγράφο, µε τη µία, µιλάµε!» «Κοίτα, είναι από τους πιο διάσηµους πίνακες στον κόσµο». «Εντάξει» –κοφτό ανασήκωµα των ώµων– «όπως σου είπα, ο τύπος είναι µορφωµένος. Μεγάλωσε µέσα στην οµορφιά. Πέρα απ’ αυτό, ο Χορστ δεν ξέρει ότι εγώ κρύβοµαι πίσω από το φάκελο. Μπορεί να µη χαιρόταν και πολύ αν το µάθαινε. Ωστόσο αναρωτιέµαι...» Τρανταχτό γέλιο. «Θα του περνούσε ποτέ από το νου; Όλο εκείνο το ζεστό παραδάκι της αµοιβής... Καθαρό και νόµιµο... Μοστραρισµένο σε κοινή θέα, όπως ο ήλιος στον ουρανό... Ξέρω ότι εγώ δεν το σκέφτηκα ποτέ – µέχρι τώρα, δηλαδή. Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη! Ξαναβρίσκονται χαµένα αριστουργήµατα της τέχνης! Άντον ο µεγάλος ήρωας, να ποζάρει παντού, να µιλάει στο Sky News! Καταχειροκροτήθηκε στη χτεσινοβραδινή συνέντευξη Τύπου! Όλοι τον αγαπούν, όπως τον πιλότο που προσγείωσε το αεροπλάνο στον παγωµένο ποταµό Χάντσον πριν από λίγα χρόνια, σώζοντας τόσους επιβάτες, τον θυµάσαι; Όµως στο µυαλό µου δεν είναι ο Άντον αυτός που ζητωκραυγάζει ο κόσµος, αλλά εσύ». Ήταν τόσα πολλά αυτά που ήθελα να πω στον Μπόρις, ώστε δεν µπορούσα να πω τίποτα. Ωστόσο µπορούσα να νιώσω µόνο µια αόριστη ευγνωµοσύνη. Ίσως, σκέφτηκα απλώνοντας το χέρι στην τσάντα και παίρνοντας µια δεσµίδα από τα κολλαριστά χαρτονοµίσµατα, ίσως η καλοτυχία να είναι σαν την κακοτυχία, µε την έννοια ότι χρειάζεσαι χρόνο για να τη χωνέψεις. Στην αρχή δε νιώθεις τίποτα. Το συναίσθηµα έρχεται στην πορεία. «Όλα καλά, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Μπόρις, εµφανώς ανακουφισµένος που είχα αλλάξει στάση. «Είσαι ευχαριστηµένος;» «Μπόρις, πρέπει να κρατήσεις τα µισά από αυτά». «Πίστεψέ µε, φρόντισα και για µένα. Έχω πια όσα λεφτά χρειάζοµαι για να µην κάνω τίποτα που δε θέλω πραγµατικά να κάνω, για λίγο καιρό έστω. Ποιος ξέρει, µπορεί ν’ ανοίξω κανένα µπαρ – στη Στοκχόλµη, ας πούµε. Ή µπορεί και όχι. Είναι λίγο βαρετά εκεί. Αλλά εσύ... Είναι όλα δικά σου! Κι έρχονται κι άλλα! Θυµάσαι εκείνη τη φορά που ο µπαµπάς σου µας έδωσε από πεντακόσια δολάρια στον καθένα; Πετούσαµε στα ουράνια! Πολύ µεγαλόψυχο και γενναιόδωρο! Ξέρεις τι ήταν τότε αυτό για µένα; Που τον περισσότερο καιρό ήµουν πεινασµένος; Μόνος και λυπηµένος; Χωρίς τίποτα δικό µου; Ήταν κανονική περιουσία! Περισσότερα λεφτά απ’ όσα είχα δει ποτέ µου! Κι εσύ...» –η µύτη του είχε αρχίσει να κοκκινίζει, νόµιζα ότι θα φταρνιζόταν– «...πάντα τίµιος και καλός, να µοιράζεσαι µαζί µου ό,τι είχες... κι εγώ τι πήγα κι έκανα;» «Ω, έλα τώρα, Μπόρις», είπα αµήχανα. «Σ’ έκλεψα, αυτό έκανα!» Η γυαλάδα του αλκοόλ στα µάτια του. «Άρπαξα το πιο αγαπηµένο σου πράγµα. Πώς µπόρεσα να σου φερθώ τόσο απαίσια, όταν το µόνο που ήθελες πάντα ήταν το καλύτερο για µένα;» «Σταµάτα. Όχι, σοβαρά, σταµάτα τώρα», είπα όταν τον είδα να κλαίει. «Τι µπορώ να πω; Με ρώτησες γιατί τον πήρα... Και τι µπορώ ν’ απαντήσω; Μόνο ότι... δεν είναι ποτέ όπως φαίνεται, µόνο καλό ή µόνο κακό. Θα ήταν τόσο ευκολότερα όλα αν ήταν. Ακόµα κι ο µπαµπάς σου... Μου έδινε να φάω, µιλούσε µαζί µου, αφιέρωνε χρόνο σ’ εµένα, µε δεχόταν κάτω από τη στέγη του, µου έδινε ρούχα του... Μισούσες τόσο πολύ τον µπαµπά σου, αλλά ήταν καλός άνθρωπος, από κάποιες πλευρές».
«Δε θα έλεγα “καλός”». «Εγώ θα το έλεγα». «Ε, τότε, θα ήσουν ο µόνος. Και θα έπεφτες έξω». «Κοίτα, είµαι πιο ανεκτικός από σένα», είπε ο Μπόρις, στυλωµένος από την προοπτική µιας διαφωνίας, καταπίνοντας τα δάκρυά του µαζί µε µια γενναία γουλιά κρασί. «Τη Ζάντρα, τον µπαµπά σου... εσύ ήθελες πάντα να τους παρουσιάζεις τόσο κακούς και άχρηστους. Και ναι, ο µπαµπάς σου ήταν καταστροφικός... και ανεύθυνος... σαν παιδί. Είχε έναν ασυγκράτητο ενθουσιασµό. Παίδευε και τον ίδιο! Αλλά έβλαπτε τον εαυτό του χειρότερα απ’ όσο έβλαψε ποτέ άλλον. Και ναι», συνέχισε µε δραµατικό ύφος, αγνοώντας την προσπάθειά µου να διαµαρτυρηθώ, «ναι, σε έκλεψε, ή τουλάχιστον προσπάθησε να σε κλέψει, το ξέρω, όµως ξέρεις κάτι; Κι εγώ σε έκλεψα, αλλά την έβγαλα καθαρή. Ποιο είναι χειρότερο; Γιατί σ’ το λέω και πίστεψέ µε» –δείχνοντας την τσάντα µε τα λεφτά µε ένα κοφτό νεύµα– «ο κόσµος είναι πολύ πιο παράξενος απ’ όσο ξέρουµε ή µπορούµε να φανταστούµε. Κι εγώ ξέρω πώς σκέφτεσαι, ή πώς σου αρέσει να σκέφτεσαι, αλλά ίσως αυτή να είναι µια από εκείνες τις περιπτώσεις που δεν µπορείς να αποφανθείς µε απόλυτη βεβαιότητα για το “καλό” και το “κακό”, όπως θες να κάνεις πάντα... Τακτοποιώντας τα όλα στις δυο ξεχωριστές στοίβες σου: από δω τα καλά, από κει τα κακά... Ίσως να µην είναι τόσο απλό. Γιατί σε όλη τη διαδροµή µέχρι εδώ, οδηγώντας όλη νύχτα, µε όλα αυτά τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια στο δρόµο, δεν ντρέποµαι να σ’ το πω, είχα έναν κόµπο στο λαιµό, γιατί σκεφτόµουν, δεν µπορούσα να το αποφύγω, εκείνη την ιστορία της Βίβλου... Ξέρεις, αυτή µε το δούλο που έκλεψε τον οβολό της χήρας, αλλά µετά πήγε σε µια µακρινή χώρα και επένδυσε τον οβολό και γύρισε αφού χιλιαπλασίασε το ποσό που είχε κλέψει από τη χήρα... Και τότε αυτή τον συγχώρεσε µε χαρά και έσφαξαν το µόσχο το σιτευτό για να γιορτάσουν;» «Μου φαίνεται ότι δεν είναι όλα αυτά στην ίδια ιστορία».[2] «Τέλος πάντων, πάνε πολλά χρόνια από τότε που πήγαινα κατηχητικό στην Πολωνία. Ωστόσο αυτό που θέλω να πω, αυτό που σκεφτόµουν στο αµάξι σε όλη τη διαδροµή από την Αµβέρσα χτες βράδυ, είναι ότι το καλό δε βγαίνει πάντα από καλές πράξεις, ούτε το κακό βγαίνει πάντα από κακές, έτσι δεν είναι; Ούτε οι πιο σοφοί και καλοί δεν µπορούν να δουν την τελική έκβαση των πραγµάτων. Τροµακτική ιδέα! Θυµάσαι τον πρίγκιπα Μίσκιν στον Ηλίθιο;» «Δεν είµαι σε φάση για λογοτεχνική ανάλυση τώρα». «Ξέρω, ξέρω, αλλά άκου µε λίγο. Διάβασες τον Ηλίθιο, έτσι δεν είναι; Ναι. Λοιπόν, ο Ηλίθιος ήταν ένα πολύ ενοχλητικό βιβλίο για µένα. Τόσο ενοχλητικό, ώστε δε διάβασα πολλά µυθιστορήµατα ύστερα απ’ αυτό, µε εξαίρεση βιβλία σαν το Κορίτσι µε το Τατουάζ του Στιγκ Λάρσον. Γιατί» –µάταια προσπαθούσα να τον διακόψω– «εντάξει, µου λες µετά πώς σου φάνηκε εσένα, αλλά άσε πρώτα εµένα να σου πω γιατί µε τάραξε. Επειδή το µόνο που έκανε ποτέ του ο Μίσκιν ήταν καλοσύνες... Ήταν ανιδιοτελής, αντιµετώπιζε όλους τους ανθρώπους µε κατανόηση και συµπόνια, και τι βγήκε από την καλοσύνη του; Φόνος! Καταστροφή! Θυµάµαι πόσο µε είχε κλονίσει αυτό. Έµενα ξάγρυπνος τα βράδια στριφογυρίζοντάς το στο µυαλό µου! Θέλω να πω... γιατί; Πώς θα µπορούσε να είναι έτσι; Διάβασα τρεις φορές το βιβλίο, νοµίζοντας ότι εγώ δεν καταλάβαινα κάτι σωστά. Ο Μίσκιν ήταν καλός, αγαπούσε τους πάντες, ήταν τρυφερός, πάντα συγχωρούσε, δεν έκανε ποτέ κακό, όµως εµπιστευόταν όλους τους λάθος ανθρώπους, έπαιρνε όλες τις λάθος αποφάσεις, πλήγωνε τους πάντες γύρω του. Πολύ σκοτεινό µήνυµα σε αυτό το βιβλίο! “Γιατί να είσαι καλός;” Όµως –και αυτό ήταν που βασάνιζε το µυαλό µου χτες βράδυ σε όλη τη διαδροµή µε το αµάξι– τι γίνεται αν... αν είναι ακόµα πιο περίπλοκο; Αν ισχύει και το αντίθετο; Γιατί, αν µερικές φορές από καλές πράξεις προκύπτει κακό... πού
υπάρχει γραµµένο ότι µόνο κακό µπορεί να προκύψει από κακές πράξεις; Κι αν µερικές φορές... ο λάθος δρόµος είναι ο σωστός; Είναι δυνατόν να πάρεις το λάθος µονοπάτι και πάλι να φτάσεις εκεί που ήθελες να πας; Ή, για να το πάµε αλλού, είναι δυνατόν µερικές φορές να τα κάνεις όλα λάθος και στο τέλος να πάνε όλα καλά;» «Δεν είµαι σίγουρος ότι σε παρακολουθώ». «Λοιπόν, πρέπει να πω ότι, προσωπικά, δεν τράβηξα ποτέ τόσο ξεκάθαρα τη διαχωριστική γραµµή ανάµεσα στο “καλό” και στο “κακό” όπως εσύ. Για µένα, αυτή η γραµµή είναι συχνά απατηλή. Τα δυο τους δεν είναι ποτέ τόσο πολύ µακριά. Το ένα δεν µπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο. Στο βαθµό που κάνω κάτι από αγάπη, αισθάνοµαι ότι κάνω το καλύτερο που µπορώ. Αλλά εσύ, πάντα επικριτικός, πάντα γεµάτος τύψεις για το παρελθόν, βλαστηµώντας τον εαυτό σου, κατηγορώντας τον εαυτό σου, επαναλαµβάνοντας διαρκώς “Κι αν αυτό;”, “Κι αν εκείνο;”, “Η ζωή είναι άπονη”, “Μακάρι να είχα πεθάνει εγώ αντί... ” Λοιπόν, για σκέψου αυτό: Τι γίνεται αν όλες σου οι πράξεις και οι επιλογές, καλές και κακές, δεν αλλάζουν τίποτα στα µάτια του Θεού; Αν το σχέδιο είναι προδιαγεγραµµένο; Όχι, όχι, στάσου, αυτό είναι ένα ερώτηµα που αξίζει να το ακούσεις και να το σκεφτείς: Τι γίνεται αν η κακία µας και τα λάθη µας είναι αυτά ακριβώς που ορίζουν τη µοίρα µας και µας οδηγούν τελικά στο καλό; Τι γίνεται αν κάποιοι από εµάς δεν µπορούµε να φτάσουµε εκεί από κανέναν άλλο δρόµο;» «Να φτάσουµε πού;» «Κατάλαβε ότι µιλώντας για “Θεό” εννοώ απλώς το ευρύτερο σχέδιο που δεν µπορούµε να αποκρυπτογραφήσουµε. Ένα πελώριο, αργοκίνητο βαροµετρικό σύστηµα που έρχεται καταπάνω µας από µακριά, πλήττοντάς µας στην τύχη, σαν...» Εύγλωττη χειρονοµία που θύµιζε φύλλο δέντρου το οποίο παρασύρεται από µια ριπή ανέµου. «Όµως ίσως τελικά να µην είναι τόσο τυχαίο και απρόσωπο, αν µε καταλαβαίνεις». «Συγνώµη, αλλά δε νοµίζω ότι κατανοώ το νόηµα όλου αυτού». «Δε χρειάζεται να κατανοήσεις το νόηµα. Ή µπορεί το νόηµα να είναι ότι το νόηµα παραείναι µεγάλο για να το δούµε ή να το κατανοήσουµε µόνοι µας». Εκφραστικό ανασήκωµα του κατάµαυρου φρυδιού. «Ας πούµε, αν δεν είχες πάρει τον πίνακα από το µουσείο, κι αν ο Σάσα δεν τον είχε κλέψει, κι αν εγώ δεν είχα σκεφτεί να διεκδικήσω την αµοιβή, δε θα συνέχιζαν να αγνοούνται όλοι εκείνοι οι άλλοι κλεµµένοι πίνακες; Ίσως και για πάντα; Τυλιγµένοι µε χαρτί περιτυλίγµατος, καταχωνιασµένοι σ’ εκείνο το διαµέρισµα, χωρίς να τους βλέπει κανείς; Μόνοι, χαµένοι για τον κόσµο; Κι αν έπρεπε να χαθεί ο ένας για να βρεθούν οι άλλοι;» «Νοµίζω ότι αυτό πλησιάζει περισσότερο στην ιδέα της “αδυσώπητης ειρωνείας” παρά της “θείας πρόνοιας”». «Ναι, αλλά γιατί να του δώσεις όνοµα; Δεν µπορούν να είναι και τα δυο το ίδιο πράγµα;» Ανταλλάξαµε µια µατιά γεµάτη νόηµα. Και τότε µου πέρασε από το µυαλό η σκέψη ότι, παρά τα ελαττώµατά του, πολλά και θεαµατικά, ο λόγος που συµπαθούσα τον Μπόρις και ένιωθα ευτυχισµένος που τον είχα κοντά µου σχεδόν από την πρώτη στιγµή που τον είχα γνωρίσει ήταν η αψηφισιά του. Δε συναντούσες πολλούς ανθρώπους που να κινούνται τόσο ελεύθερα στον κόσµο, µε τέτοια σθεναρή περιφρόνηση απέναντί του, και την ίδια στιγµή µε µια τόσο παράδοξη και ακλόνητη πίστη σε αυτό που στα άγουρα χρόνια της εφηβείας µας συνήθιζε να αποκαλεί «ο πλανήτης Γη». «Λοιπόν» –στραγγίζοντας το υπόλοιπο κρασί από το ποτήρι του και ξαναγεµίζοντάς το αµέσως– «ποια είναι τα µεγάλα σου σχέδια;» «Σε σχέση µε τι;»
«Πριν από δύο λεπτά ήσουν έτοιµος να φύγεις. Γιατί δε µένεις λίγο εδώ;» «Εδώ;» «Όχι, δεν εννοούσα εδώ στο Άµστερνταµ. Συµφωνώ ότι η καλύτερη ιδέα είναι να φύγουµε από την πόλη, κι όσο για µένα, µάλλον θα αποφύγω να ξανάρθω για αρκετό καιρό. Αυτό που εννοούσα ήταν: Γιατί δε χαλαρώνεις λίγο, να διασκεδάσεις, πριν µπεις στο αεροπλάνο για Αµερική; Έλα στην Αµβέρσα µαζί µου. Να δεις το σπίτι µου! Να γνωρίσεις τους φίλους µου! Να ξεφύγεις λίγο από τα προβλήµατα µε το κορίτσι σου...» «Όχι, φεύγω για Νέα Υόρκη». «Πότε;» «Σήµερα, αν µπορώ». «Τόσο σύντοµα; Όχι! Έλα στην Αµβέρσα! Υπάρχει αυτή η τέλεια υπηρεσία, όχι όπως τα Κόκκινα Φανάρια: Δύο κορίτσια δύο χιλιάδες ευρώ, και πρέπει να τηλεφωνήσεις δύο µέρες πριν. Όλα ανά δύο. Μπορεί να µας πάει ο Γιούρι µε το αµάξι – εγώ βολεύοµαι µπροστά, εσύ πέφτεις και κοιµάσαι στο πίσω κάθισµα. Τι λες;» «Λέω ότι θα µου έκανες µεγάλη εξυπηρέτηση αν µε πετούσες µέχρι το αεροδρόµιο». «Για να πω την αλήθεια, νοµίζω ότι είναι προτιµότερο να το αναβάλεις. Γιατί να µην πουλήσω το εισιτήριό σου; Προσωπικά, δε θα σ’ άφηνα καν να µπεις σε αεροπλάνο. Φαίνεσαι σαν να έχεις τη γρίπη των πτηνών ή SARS[3]». Είχε λύσει τα κορδόνια των µουσκεµένων παπουτσιών του και αγωνιζόταν να τα φορέσει. «Μπλιαχ! Θα µου απαντήσεις σε µια ερώτηση;» Κράτησε ψηλά το διαλυµένο παπούτσι για να το δούµε καλύτερα. «Γιατί πάω κι αγοράζω αυτά τα πανάκριβα ιταλικά παπούτσια, όταν τα διαλύω µέσα σε µία εβδοµάδα; Ενώ τα παλιά µου άρβυλα... Τα θυµάσαι; Τέλεια για να το βάζεις στα πόδια! Να πηδάς από παράθυρα! Άντεξαν χρόνια! Σκασίλα µου αν δεν ταιριάζουν καθόλου µε τα κοστούµια µου! Εγώ θα πάω να βρω κι άλλα ζευγάρια και δε θα τα ξαναβγάλω για την υπόλοιπη ζωή µου! Καλά», πρόσθεσε, κοιτάζοντας συνοφρυωµένος το ρολόι του, «πού στην ευχή πήγε ο Γιούρι; Πόσο δύσκολο να είναι πια να παρκάρει ανήµερα Χριστούγεννα;» «Του τηλεφώνησες;» Ο Μπόρις χτύπησε την παλάµη στο µέτωπό του. «Αµάν, το ξέχασα! Γαµώτο! Μάλλον θα έφαγε ήδη πρωινό. Αλλιώς, είναι ακόµα στο αµάξι και ξεπαγιάζει στο δρόµο!» Ήπιε το υπόλοιπο κρασί του και τσέπωσε τα µπουκαλάκια της βότκας. «Τα ’χεις µαζέψει όλα; Ναι; Τέλεια. Τότε, φύγαµε». Παρατήρησα ότι τύλιγε το υπόλοιπο ψωµί και τυρί σε µια υφασµάτινη πετσέτα. «Άντε κάτω να πληρώσεις. Αν και» – κοιτάζοντας αποδοκιµαστικά το λεκιασµένο παλτό που ήταν ριγµένο πάνω στο κρεβάτι– «αυτό πρέπει στ’ αλήθεια να το ξεφορτωθείς!» «Πώς όµως;» Έδειξε µε ένα κοφτό νεύµα το λασπερό κανάλι έξω από το παράθυρο. «Σοβαρά...» «Γιατί όχι; Δεν υπάρχει νόµος που να απαγορεύει να πετάξεις ένα παλτό στο κανάλι, υπάρχει;» «Θα ’λεγα ότι µάλλον υπάρχει». «Ε, ποιος ξέρει; Δε βλέπω να εφαρµόζεται πολύ αυστηρά, πάντως. Πού να δεις τι σκατά επιπλέουν εκεί µέσα όταν κάνουν απεργία οι σκουπιδιάρηδες! Μεθυσµένοι Αµερικανοί ξερνάνε όλη την ώρα στα κανάλια, άνθρωποι πετάνε ό,τι µπορείς να φανταστείς! Αν και» –ρίχνοντας µια φευγαλέα µατιά έξω από το παράθυρο– «µάλλον συµφωνώ µαζί σου, καλύτερα να µην το κάνεις µέρα µεσηµέρι. Το παίρνουµε µέχρι την Αµβέρσα στο πορτµπαγκάζ και το πετάµε στον
αποτεφρωτή! Θα σ’ αρέσει πολύ το διαµέρισµά µου». Ψάρεψε το κινητό του και κάλεσε ένα νούµερο. «Καλλιτεχνικό λοφτ – αλλά χωρίς τον καλλιτέχνη! Και µόλις ανοίξουν τα µαγαζιά, πάµε και σου αγοράζουµε καινούριο παλτό!»
[1] Ευτυχισµένα Χριστούγεννα! (Ολλανδικά στο πρωτότυπο.) (Σ.τ.Μ.) [2] Πραγµατικά, ο Μπόρις συνδυάζει εδώ στοιχεία από διαφορετικές παραβολές: από την παραβολή του οβολού της χήρας (Κατά Μάρκον, ιβʹ, στ. 41-44, και Κατά Λουκάν, καʹ, στ. 1-4), από την παραβολή των ταλάντων (Κατά Ματθαίον, κεʹ, στ. 1430) και, βέβαια, από την παραβολή του ασώτου (Κατά Λουκάν, ιεʹ, στ. 11-32). (Σ.τ.Μ.) [3] Στα ελληνικά ΣΟΑΣ: Σοβαρό Οξύ Αναπνευστικό Σύνδροµο, µια ασθένεια που προκαλείται από κοροναϊό και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Κίνα το 2002, για να εξαπλωθεί πολύ γρήγορα και να προκαλέσει αρκετούς θανάτους, θέτοντας σε συναγερµό τις υπηρεσίες υγείας. (Σ.τ.Μ.)
vi.
ΓΥΡΙΣΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ µε τη νυχτερινή πτήση δύο βράδια αργότερα (έχοντας περάσει στην Αµβέρσα την αργία της δεύτερης µέρας των Χριστουγέννων, η οποία δεν περιλάµβανε ούτε πάρτι ούτε υπηρεσία συνοδών, αλλά σούπα από κονσέρβα, µια ένεση πενικιλίνης και µερικές παλιές ταινίες στον καναπέ του Μπόρις) και έφτασα στο σπίτι του Χόµπι γύρω στις οχτώ το πρωί, µε την ανάσα µου να σχηµατίζει άσπρα συννεφάκια. Μπήκα από τη στολισµένη µε στεφάνι από κλαδιά έλατου εξώπορτα, διέσχισα το σαλόνι µε το σβηστό χριστουγεννιάτικο δέντρο –άδειο σχεδόν από δώρα– και έφτασα στο βάθος του σπιτιού, όπου βρήκα έναν Χόµπι µε πρησµένο πρόσωπο και βλέφαρα βαριά από τον ύπνο, µε το µπουρνούζι και τις παντόφλες, σκαρφαλωµένο πάνω σε µια σκάλα στην κουζίνα, να φυλάει ψηλά στο ντουλάπι τη σουπιέρα και το µπολ του ποντς που χρησιµοποιούσε κατά παράδοση στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι του. «Γεια», είπα, αφήνοντας τη βαλίτσα µου στο πάτωµα, απασχοληµένος µε τον Πόπτσικ, που έδειχνε τη χαρά του διαγράφοντας άκαµπτα γέρικα οχτάρια γύρω από τα πόδια µου, και µόνο όταν σήκωσα το βλέµµα και τον είδα να κατεβαίνει από τη σκάλα πρόσεξα την έκφρασή του: Φαινόταν προβληµατισµένος, αλλά µε ένα σθεναρό αµυντικό χαµόγελο στα χείλη. «Κι εσύ;» ρώτησα, ισιώνοντας την πλάτη µου και βγάζοντας το καινούριο πανωφόρι µου για να το κρεµάσω στην πλάτη µιας καρέκλας της κουζίνας. «Τι νέα;» «Τίποτα σπουδαίο». Χωρίς να µε κοιτάζει. «Καλά Χριστούγεννα! Αν και λίγο καθυστερηµένα. Αλήθεια, πώς ήταν τα Χριστούγεννα;» «Μια χαρά. Τα δικά σου;» ανταπέδωσε άκαµπτα έπειτα από µια σύντοµη παύση. «Εδώ που τα λέµε, όχι και τόσο άσχηµα. Ήµουν στο Άµστερνταµ», πρόσθεσα βλέποντας ότι δεν είχε πρόθεση να µιλήσει. «Αλήθεια; Ωραία θα ήταν». Αφηρηµένα, απόµακρα. «Πώς πήγε το εορταστικό σου γεύµα;» «Ω, καλά. Είχαµε λίγο χιονόνερο, αλλά κατά τ’ άλλα ήταν µια ωραία σύναξη». Προσπαθούσε να κλείσει τη σκάλα, αλλά δυσκολευόταν. «Λίγα δώρα για σένα περιµένουν ακόµα κάτω από το δέντρο, αν έχεις διάθεση να τ’ ανοίξεις». «Ευχαριστώ. Θα τ’ ανοίξω το βράδυ. Είµαι πτώµα στην κούραση. Θες να σε βοηθήσω µ’ αυτό;» ρώτησα, κάνοντας ένα βήµα προς το µέρος του. «Όχι, όχι. Όχι, ευχαριστώ». Ότι κάτι πήγαινε στραβά ήταν εµφανές στη φωνή του. «Τα καταφέρνω». «Καλά», είπα, απορώντας γιατί δεν είχε αναφέρει το δικό του δώρο, ένα καταπληκτικό δείγµα παιδικού κεντήµατος, περίτεχνα γράµµατα και αριθµοί όλο κουλουρίτσες, στιλιζαρισµένα ζώα φάρµας σε καµβά, Mέρρι Στούρτεβαντ Το Δείγµα Της 11 Ετών 1779. Δεν το είχε ανοίξει; Το είχα ξεθάψει µέσα σε ένα κουτί µε γιαγιαδίστικες νάιλον κιλότες στην υπαίθρια αγορά µεταχειρισµένων – καθόλου φτηνό για το παζάρι, τετρακόσια δολάρια, αλλά είχα δει παρόµοια κοµµάτια σε δηµοπρασίες κλασικών αµερικανικών αντικών στη δεκαπλάσια τιµή. Έµεινα εκεί να τον παρακολουθώ για λίγο να πηγαινοέρχεται στην κουζίνα εντελώς µηχανικά, κάνοντας κύκλους, ανοίγοντας το ψυγείο και κλείνοντάς το χωρίς να βγάλει τίποτα,
γεµίζοντας την τσαγιέρα για να βράσει νερό, όλη την ώρα κλεισµένος στον εαυτό του, αποφεύγοντας να µε κοιτάξει. «Χόµπι, τι συµβαίνει;» ρώτησα τελικά. «Τίποτα». Έψαχνε για κουτάλι, αλλά σε λάθος συρτάρι. «Δε θέλεις να µου πεις;» Γύρισε για να µε κοιτάξει µε µια λάµψη αβεβαιότητας στα µάτια, πριν στραφεί ξανά στην κουζίνα του. «Ήταν πολύ άπρεπο να χαρίσεις στην Πίππα εκείνο το κολιέ», ξεφούρνισε ξαφνικά. «Τι;» ρώτησα ξαφνιασµένος. «Την πείραξε;» «Εγώ...» Βλέµµα στυλωµένο στο πάτωµα, κεφάλι που ταλαντευόταν δεξιά αριστερά. «Δεν ξέρω τι έχεις πάθει», είπε. «Δεν ξέρω τι να υποθέσω πια. Κοίτα, δε θέλω να φανώ επικριτικός», συµπλήρωσε όταν έµεινα να τον κοιτάζω αµίλητος. «Ειλικρινά δεν το θέλω. Στην πραγµατικότητα, θα προτιµούσα να µη µιλήσω καθόλου γι’ αυτό. Όµως...» Φαινόταν να ψάχνει τις κατάλληλες λέξεις. «Δε βλέπεις ότι είναι ενοχλητικό και ανάρµοστο; Να χαρίζεις στην Πίππα κολιέ τριάντα χιλιάδων δολαρίων; Το βράδυ της δεξίωσης για τον αρραβώνα σου; Να το αφήνεις έτσι απλά µέσα στο παπούτσι της; Έξω από την πόρτα του δωµατίου της;» «Δεν το αγόρασα τριάντα χιλιάδες». «Όχι, θα υπολόγιζα γύρω στα εβδοµήντα πέντε, αν το είχες πάρει από κοσµηµατοπωλείο. Όσο για το άλλο...» Τράβηξε µια καρέκλα από το τραπέζι και κάθισε βαριά. «Οχ, δεν ξέρω τι να κάνω», είπε συντετριµµένος. «Δεν έχω ιδέα από πού ν’ αρχίσω». «Παρακαλώ;» «Πες µου, σε παρακαλώ, ότι εκείνη η άλλη υπόθεση δεν είχε καµία σχέση µαζί σου». «Ποια υπόθεση;» ρώτησα υποψιασµένα. «Λοιπόν». Πρωινή εκποµπή κλασικής µουσικής στο ραδιόφωνο της κουζίνας, στοχαστική σονάτα για πιάνο. «Δύο µέρες πριν από τα Χριστούγεννα δέχτηκα µια απίστευτη επίσκεψη από το φίλο σου τον Λούσιους Ριβ». Ένιωσα να γκρεµίζοµαι στο κενό, η πτώση ιλιγγιώδης και ατέρµονη. «Ο οποίος είχε κάποιες εντελώς απρόσµενες κατηγορίες να εξαπολύσει. Πολύ πάνω και πέρα από τα αναµενόµενα». Ο Χόµπι έκλεισε τα µάτια µε τον αντίχειρα και το δείκτη του, σωπαίνοντας για µερικές στιγµές. «Ας αφήσουµε για λίγο στην άκρη το άλλο ζήτηµα. Όχι, όχι», µε σταµάτησε µε µια αποτρεπτική κίνηση του χεριού όταν πήγα να µιλήσω, «καλύτερα ένα ένα. Ας αρχίσουµε από τα έπιπλα». Η δυσοίωνη σιωπή που ακολούθησε ήταν εκκωφαντική. «Καταλαβαίνω ότι δε σε διευκόλυνα και τόσο να έρθεις να µου µιλήσεις. Όπως καταλαβαίνω και ότι εξαιτίας µου βρέθηκες σε αυτή τη θέση. Όµως...» Αποκαρδιωµένη µατιά τριγύρω. «Δύο εκατοµµύρια δολάρια, Θίο;» «Χόµπι, άσε µε να πω κάτι...» «Έπρεπε να κρατάω σηµειώσεις... Είχε φωτοτυπίες, δελτία αποστολής, στοιχεία για κοµµάτια που δεν πουλήσαµε και δεν έπρεπε να πουλήσουµε ποτέ, κοµµάτια επιπέδου κλασικών αµερικανικών αντικών, κοµµάτια ανύπαρκτα, έχασα το λογαριασµό, κάποια στιγµή απλώς έπαψα να µετράω. Δεκάδες! Δεν είχα ιδέα για την έκταση του πράγµατος. Και µου είπες ψέµατα για το “φύτεµα”. Δεν είναι καθόλου αυτό που θέλει!» «Χόµπι; Χόµπι, άκουσέ µε». Με κοίταζε χωρίς να µε κοιτάζει ακριβώς. «Λυπάµαι που έπρεπε να το µάθεις µ’ αυτό τον τρόπο, έλπιζα ότι θα προλάβαινα να το διευθετήσω εγώ, αλλά... τακτοποιήθηκε, εντάξει; Μπορώ να τ’ αγοράσω όλα πίσω, µέχρι το τελευταίο χερούλι».
Όµως, αντί να φανεί ανακουφισµένος, κούνησε απλώς το κεφάλι του. «Είναι τροµερό, Θίο. Πώς µπόρεσα να επιτρέψω να συµβεί;» Αν ήµουν λιγότερο σοκαρισµένος, θα του τόνιζα πως το µόνο λάθος που είχε κάνει εκείνος ήταν ότι µε είχε εµπιστευτεί και είχε πιστέψει τα λεγόµενά µου, αλλά φαινόταν τόσο συντετριµµένος, ώστε δεν κατάφερα να αρθρώσω λέξη. «Πώς ξέφυγε τόσο; Πώς είναι δυνατόν να µην πήρα χαµπάρι τίποτα; Είχε...» Απέστρεψε το βλέµµα, κουνώντας πάλι το κεφάλι του µε δυσπιστία. «Είχε το γραφικό σου χαρακτήρα, Θίο. Την υπογραφή σου. Τραπέζι Ντάνκαν Φάιφ... Καρέκλες τραπεζαρίας Σέρατον... Καναπές Σέρατον στην Καλιφόρνια... Εγώ τον έφτιαξα αυτό τον καναπέ, Θίο, µε τα δυο µου τα χέρια, κι εσύ µε έβλεπες να τον φτιάχνω, δεν έχει µεγαλύτερη σχέση µε τον Σέρατον από εκείνη εκεί τη σακούλα του σούπερ µάρκετ! Ο σκελετός ήταν ολοκαίνουριος. Ακόµα και τα µπράτσα ήταν καινούρια. Μόνο δύο από τα πόδια ήταν γνήσια – στεκόσουν εκεί και µ’ έβλεπες να κόβω τα καινούρια στη φρέζα...» «Χόµπι, λυπάµαι... Οι εφοριακοί τηλεφωνούσαν κάθε µέρα, δεν ήξερα τι να κάνω...» «Το ξέρω», παραδέχτηκε, αν και υπήρχε ένα ερωτηµατικό στα µάτια του την ώρα που το έλεγε. «Επιδόθηκες σε κάτι ανάλογο µε τη Σταυροφορία των Παιδιών[1] εκεί κάτω, όµως» – σπρώχνοντας πίσω την καρέκλα του και στρέφοντας το βλέµµα του µε απόγνωση στο ταβάνι– «γιατί δε σταµάτησες; Γιατί συνέχισες να πουλάς; Ξοδεύαµε χρήµατα που δεν είχαµε! Μας έθαψες τόσο βαθιά, που κοντεύουµε να βγούµε στην Κίνα! Συνεχίζεται χρόνια αυτή η ιστορία! Αν µπορούσαµε να τα καλύψουµε όλα, που σίγουρα δεν µπορούµε, και το ξέρεις...» «Χόµπι, καταρχάς, µπορώ να τα καλύψω, και, δεύτερον...» Χρειαζόµουν επειγόντως καφέ, δεν ήµουν εντελώς ξύπνιος, αλλά δεν υπήρχε έτοιµος, και, προφανώς, δεν ήταν η κατάλληλη στιγµή να σηκωθώ για να φτιάξω. «Δεύτερον, δε θέλω να πω ότι είναι εντάξει, γιατί σίγουρα δεν είναι, απλώς προσπαθούσα να µας βάλω σε µια σειρά και να ξοφλήσω κάποιες παλιές οφειλές, δεν ξέρω πώς το άφησα να ξεφύγει έτσι. Αλλά... Όχι, όχι, άσε µε να τελειώσω», είπα επιτακτικά, βλέποντάς τον να αφαιρείται, να ταξιδεύει αλλού, όπως συνήθιζε να κάνει η µητέρα µου όταν ήταν αναγκασµένη να κάθεται εκεί και να ακούει άλλη µια απίθανη και περίπλοκη ψευτιά του πατέρα µου. «Ό,τι κι αν σου είπε, και δεν ξέρω τι είναι, τώρα έχω τα χρήµατα. Θα το τακτοποιήσω. Εντάξει;» «Υποθέτω ότι δε θέλω να σε ρωτήσω πού τα βρήκες». Και µετά, θλιµµένα, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του: «Πού τα βρήκες, αλήθεια; Αν δε σε πειράζει που ρωτάω...» Σταύρωσα και ξεσταύρωσα τα πόδια µου, έτριψα το πρόσωπο µε τις παλάµες µου. «Στο Άµστερνταµ». «Γιατί στο Άµστερνταµ;» Και τότε, ενώ έψαχνα αγωνιωδώς για µια απάντηση, συµπλήρωσε: «Δεν περίµενα ότι θα γύριζες πίσω». «Χόµπι...» Τα µάγουλά µου φλέγονταν από ντροπή. Πάσχιζα πάντα τόσο σκληρά να του κρύβω το διπρόσωπο χαρακτήρα µου, να του δείχνω µόνο την άψογη, καλογυαλισµένη πλευρά µου, ποτέ τον επονείδιστα ευτελή εαυτό που αγωνιζόµουν τόσο απελπισµένα να συγκαλύψω, απατεώνα και δειλό, ψεύτη και κλέφτη... «Γιατί γύρισες;» Μιλούσε γρήγορα τώρα, µελαγχολικά, θαρρείς και το µόνο που ήθελε ήταν να βγάλει τις λέξεις από µέσα του. Μέσα στην ταραχή του, σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες γύρω γύρω, µε τις παντόφλες του να πλαταγίζουν υπόκωφα στο πάτωµα. «Νόµιζα ότι δε θα σε ξαναβλέπαµε ποτέ. Ολόκληρη τη χτεσινή νύχτα –όλες τις τελευταίες νύχτες, για την ακρίβεια– να ξαγρυπνάω προσπαθώντας να σκεφτώ τι να κάνω. Ναυάγιο. Καταστροφή. Οι ειδήσεις για τους κλεµµένους πίνακες πρώτο θέµα στις ειδήσεις. Σπουδαία Χριστούγεννα! Κι
εσύ άφαντος. Να µην απαντάς στο τηλέφωνο, κανείς να µην ξέρει πού βρίσκεσαι...» «Ω Θεέ µου!» βόγκηξα, ειλικρινά συντετριµµένος. «Λυπάµαι! Μα άκου, άκου», φώναξα –το στόµα του µια σφιχτή ίσια γραµµή, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι σαν να είχε απορρίψει εκ προοιµίου ό,τι είχα να πω, σαν να µην ήθελε καν να µε ακούσει– «αν είναι για τα έπιπλα που ανησυχείς...» «Τα έπιπλα;» Ο πράος, ανεκτικός, διαλλακτικός Χόµπι έτρεµε τώρα σύγκορµος σαν λέβητας έτοιµος να εκραγεί. «Ποιος µίλησε για έπιπλα; Ο Ριβ είπε ότι την κοπάνησες, ότι έγινες καπνός, αλλά» –τινάχτηκε όρθιος ανοιγοκλείνοντας σπασµωδικά τα βλέφαρα, προσπαθώντας να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχό του– «δεν το πίστεψα για σένα, δεν µπορούσα να το πιστέψω, φοβόµουν πως συνέβαινε κάτι πολύ πολύ χειρότερο. Ω, ξέρεις πολύ καλά για ποιο πράγµα µιλάω!» συµπλήρωσε οργισµένα όταν δεν απάντησα. «Τι µπορούσα να υποθέσω; Ο τρόπος που έφυγες από το πάρτι... Η Πίππα κι εγώ, δε φαντάζεσαι, έγινε ένας σαµατάς µε την οικοδέσποινα, “Πού είναι ο γαµπρός;”, κλαψ κλαψ, έφυγες τόσο ξαφνικά, δεν ήµασταν καλεσµένοι στο πάρτι µετά τη δεξίωση, οπότε φύγαµε µε τα πόδια, και µετά... Φαντάζεσαι πώς ένιωσα όταν γύρισα στο σπίτι και το βρήκα ξεκλείδωτο, η εξώπορτα σχεδόν να χάσκει ορθάνοιχτη, µε το συρτάρι της ταµειακής λεηλατηµένο... Για να µη µιλήσω για το περιδέραιο... Κι εκείνο το σηµείωµα που άφησες στην Πίππα ήταν τόσο αλλόκοτο, ανησύχησε όσο κι εγώ...» «Ανησύχησε;» «Και βέβαια ανησύχησε!» Ξεφώνιζε τώρα, ανεµίζοντας τα µπράτσα για να εκτονώσει λίγη από την ένταση. «Τι περίµενες να υποθέσουµε; Και στο καπάκι σχεδόν εκείνη η τροµερή επίσκεψη από τον Ριβ! Ήµουν απασχοληµένος στην κουζίνα φτιάχνοντας τάρτα, δεν έπρεπε να πάω να ανοίξω, αλλά νόµιζα ότι ήταν η Μόιρα, εννιά το πρωί, κι εγώ στέκοµαι και να τον κοιτάζω εµβρόντητος, πασαλειµµένος µε αλεύρια... Θίο, γιατί το έκανες;» ρώτησε απελπισµένα. Μην ξέροντας τι ακριβώς εννοούσε –είχα κάνει τόσα πολλά–, δεν είχα άλλη επιλογή από το να κουνήσω το κεφάλι και να χαµηλώσω το βλέµµα. «Ήταν τόσο εξωφρενικό... Πώς µπορούσα να το πιστέψω; Και, για να πω την αλήθεια, δεν το πίστεψα! Γιατί καταλαβαίνω», συνέχισε όταν δεν είπα τίποτα, «κοίτα, καταλαβαίνω για τα έπιπλα, έκανες αυτό που έπρεπε να κάνεις, και, πίστεψέ µε, σου είµαι ευγνώµων, αν δεν ήσουν εσύ, τώρα θα δούλευα υπάλληλος κάπου και θα ζούσα σε καµιά άθλια τρύπα. Όµως» – θάβοντας τις γροθιές του στις τσέπες του µπουρνουζιού του– «όλες εκείνες οι άλλες ανοησίες; Αναπόφευκτα, δεν µπορώ να µην αναρωτηθώ πού κολλάς εσύ σε όλο αυτό. Ιδιαίτερα από τη στιγµή που εξαφανίστηκες χωρίς λέξη σχεδόν, µ’ εκείνο το φιλαράκο σου, ο οποίος, λυπάµαι που το λέω, είναι γοητευτικός τύπος, αλλά φαίνεται να έχει γνωρίσει µερικά κελιά φυλακής εκ των έσω...» «Χόµπι...» «Ο Ριβ... Έπρεπε να τον άκουγες». Όλη η ενέργεια θαρρείς και είχε στραγγίξει από µέσα του, φαινόταν παραιτηµένος, καταπτοηµένος. «Το φίδι! Και θέλω να ξέρεις, όσον αφορά το θέµα αυτό... Μα κλοπή έργων τέχνης; Σε υπερασπίστηκα σθεναρά, και το έκανα µε απόλυτη πεποίθηση! Ό,τι άλλο κι αν είχες κάνει, ήµουν σίγουρος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να είχες κάνει αυτό! Και τότε, ούτε τρεις µέρες µετά, τι θέµα σκάει στις ειδήσεις; Ποιος πίνακας ανακαλύπτεται, µαζί µε ένα σωρό άλλους; Έλεγε την αλήθεια;» ρώτησε, καθώς εγώ επέµενα να µη µιλάω. «Εσύ κρυβόσουν από πίσω;» «Ναι. Δηλαδή, πρακτικά όχι». «Θίο».
«Μπορώ να σου εξηγήσω». «Κάνε µου τη χάρη», είπε, τρίβοντας το µάτι του µε τη βάση της παλάµης του. «Κάθισε». «Εγώ...» Κοίταξε γύρω του σαν χαµένος, σαν να φοβόταν ότι θα έχανε όλη του την αποφασιστικότητα, θα λύγιζε αν καθόταν απέναντί µου στο τραπέζι. «Όχι, σοβαρά µιλάω, κάθισε. Είναι µεγάλη ιστορία. Θα προσπαθήσω να τη συντοµεύσω όσο µπορώ».
[1] Ιστορικά αµφισβητούµενη Σταυροφορία, η οποία υποτίθεται ότι έλαβε χώρα την άνοιξη του 1212 (ανάµεσα στην Τέταρτη και στην Πέµπτη Σταυροφορία), όταν χιλιάδες παιδιά από τη Γαλλία και τη Γερµανία ξεκίνησαν για να µεταβούν στους Αγίους Τόπους, µόνο για να χάσουν τη ζωή τους από τις κακουχίες ή να πουληθούν ως σκλάβοι. (Σ.τ.Μ.)
vii.
ΔΕΝ ΕΙΠΕ ΛΕΞΗ. Δε σηκώθηκε καν να απαντήσει στο τηλέφωνο όταν άρχισε κάποια στιγµή να χτυπάει. Ήµουν τσακισµένος στην κούραση και πιασµένος από το αεροπλάνο και, παρόλο που αποσιώπησα τους δύο νεκρούς, του εξιστόρησα όλα τα υπόλοιπα όσο καλύτερα µπορούσα: µικρές προτάσεις, καθαρή παράθεση γεγονότων, χωρίς εξηγήσεις και δικαιολογίες. Όταν τέλειωσα, έµεινε καθισµένος στην καρέκλα του, κάνοντάς µε να νιώθω άβολα µε τη σιωπή του – κανένας ήχος στην κουζίνα πέρα από τον ακύµαντο βόµβο του παλιού ψυγείου. Τελικά, µετακινήθηκε λίγο στην καρέκλα του και σταύρωσε τα µπράτσα στο στήθος του. «Είναι παράξενο πώς έρχονται µερικές φορές τα πράγµατα, ε;» παρατήρησε. Δεν ήξερα τι να πω, οπότε έµεινα αµίλητος. «Θέλω να πω» –τρίβοντας πάλι το µάτι του– «το βλέπω όλο και πιο καθαρά όσο µεγαλώνω. Πόσο αλλόκοτο πράγµα είναι ο χρόνος. Πόσες κασκαρίκες και εκπλήξεις µάς επιφυλάσσει». Η λέξη κασκαρίκες ήταν το µόνο που άκουσα ή κατάλαβα. Και τότε σηκώθηκε απότοµα, ξεδιπλώνοντας όλο το σχεδόν δύο µέτρων ύψος του, µε κάτι βλοσυρό και θλιµµένο στη στάση του, ή έτσι µου φάνηκε, το προγονικό φάντασµα του αστυφύλακα σε πεζή περιπολία, ή ίσως το αντίστοιχο του µπράβου που ετοιµάζεται να σε πετάξει κλοτσηδόν από την παµπ. «Θα φύγω», είπα. Ανοιγόκλεισε τα µάτια απορηµένος. «Τι;» «Θα σου γράψω µια επιταγή για όλο το ποσό. Θα ήθελα µόνο να την κρατήσεις µέχρι να σου πω ότι µπορείς να την εξαργυρώσεις. Δεν ήθελα ποτέ να σου δηµιουργήσω µπελάδες, σ’ τ’ ορκίζοµαι». Απέρριψε τα λεγόµενά µου µε την οικεία από παλιά σαρωτική κίνηση του χεριού του. «Όχι, όχι. Περίµενε µια στιγµή. Θέλω να σου δείξω κάτι». Σηκώθηκε και βγήκε στο σαλόνι. Έλειψε κάµποση ώρα. Όταν γύρισε, κρατούσε ένα µισοδιαλυµένο άλµπουµ µε φωτογραφίες. Κάθισε στο τραπέζι και το φυλλοµέτρησε προσεκτικά. Όταν έφτασε σε µια συγκεκριµένη σελίδα, το έσπρωξε προς το µέρος µου πάνω στο τραπέζι. «Κοίτα». Ξεθωριασµένο στιγµιότυπο. Ένα µικροκαµωµένο αγόρι µε µύτη γαµψή σαν ράµφος πουλιού χαµογελούσε δίπλα σε ένα πιάνο µέσα σε ένα πολυτελές δωµάτιο σε στιλ µπελ επόκ, όχι ακριβώς παριζιάνικο, περισσότερο Κάιρο θύµιζε, µε δίδυµες ζαρντινιέρες, γαλλικά µπρούντζινα µπιµπελό, πολλούς µικρούς πίνακες στον τοίχο. Έναν από αυτούς –λουλούδια σε βάζο– τον αναγνώρισα ως έργο του Μανέ. Αλλά το βλέµµα µου τράβηξε το αντίγραφο ενός πολύ πιο οικείου θέµατος, κάνα δυο έργα πιο ψηλά. Ήταν ρεπροντιξιόν φυσικά, αλλά, ακόµα και στην κιτρινισµένη παλιά φωτογραφία, εξέπεµπε το δικό του, µοναδικό, αλλόκοτα σύγχρονο φως. «Ζωγραφισµένο αντίγραφο», είπε ο Χόµπι. «Και του Μανέ επίσης. Τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά» –πλέκοντας τα χέρια του πάνω στο τραπέζι– «αυτοί οι πίνακες αντιπροσώπευαν ένα τεράστιο κοµµάτι των παιδικών του χρόνων, το πιο ευτυχισµένο κοµµάτι, προτού αρρωστήσει... Μοναχοπαίδι, παραχαϊδεµένος από τους υπηρέτες, που δεν του χαλούσαν χατίρι, σύκα και
µανταρίνια και ανθισµένα γιασεµιά στο µπαλκόνι... Μιλούσε και αραβικά εκτός από γαλλικά, το ήξερες;» Σταύρωσε σφιχτά τα µπράτσα στο στήθος του τώρα, χτυπώντας συλλογισµένα τα χείλη µε το δείκτη του. «Έλεγε συχνά ότι τους πολύ σπουδαίους πίνακες µπορείς να τους γνωρίσεις σε βάθος, σχεδόν να ζεις µέσα τους, ακόµα κι αν πρόκειται για αντίγραφα. Στον Προυστ υπάρχει ένα ξακουστό απόσπασµα όπου η Οντέτ ανοίγει την πόρτα, είναι κρυωµένη, κατσουφιασµένη, τα µαλλιά της κρέµονται αχτένιστα και απεριποίητα, το δέρµα της ερεθισµένο, και ο Σουάν, που δεν της είχε δώσει καµία σηµασία µέχρι τότε, την ερωτεύεται απελπισµένα επειδή µοιάζει µε κάποιο κορίτσι του Μποτιτσέλι σε µια ελαφρώς κατεστραµµένη τοιχογραφία. Την οποία ο ίδιος ο Προυστ ήξερε µόνο από ρεπροντιξιόν. Δεν είδε ποτέ το πρωτότυπο, στην Καπέλα Σιστίνα. Ακόµα κι έτσι όµως, ολόκληρο το µυθιστόρηµα περιστρέφεται, κατά µία έννοια, γύρω από αυτή τη στιγµή. Και η φθορά είναι µέρος της έλξης, τα σαν βλογιοκοµµένα µάγουλα της ζωγραφιάς. Ακόµα και µέσα από ένα αντίγραφο, ο Προυστ µπόρεσε να αναβιώσει εκείνη την εικόνα, να αναπλάσει την πραγµατικότητα µέσα από αυτή, να ανασύρει από µέσα της κάτι κατάδικό του στον κόσµο. Γιατί... η γραµµή της οµορφιάς είναι η γραµµή της οµορφιάς.[1] Δε χάνεται, ακόµα κι αν περάσει εκατό φορές από ένα φωτοτυπικό µηχάνηµα». «Όχι», συµφώνησα, παρότι εγώ δε σκεφτόµουν τον πίνακα, αλλά τα «νεραϊδοπαίδια» του Χόµπι, κοµµάτια που είχαν ζωντανέψει χάρη στο άγγιγµά του, λουστραρισµένα και πατιναρισµένα έτσι ώστε να φαίνονται επιχρισµένα µε το ατόφιο χρυσάφι του Χρόνου, αντίγραφα που σε έκαναν να αγαπάς τον Χέπλγουαϊτ ή τον Σέρατον, ακόµα κι αν δεν είχες δει ή µελετήσει έργα τους ποτέ στη ζωή σου. «Ε λοιπόν, µιλάω κι εγώ σαν παλιός αντιγραφέας τώρα. Ξέρεις τι λέει ο Πικάσο: “Οι κακοί καλλιτέχνες µιµούνται, οι καλοί κλέβουν”. Όµως στο πραγµατικό µεγαλείο υπάρχει πάντα ηλεκτρισµός στην άκρη του σύρµατος. Δεν έχει σηµασία πόσο συχνά χρησιµοποιείς τη γραµµή ή πόσοι άνθρωποι την έχουν χρησιµοποιήσει πριν από σένα. Είναι πάντα η ίδια γραµµή. Προερχόµενη από ένα ανώτερο επίπεδο, κουβαλώντας πάντα ένα µέρος από το αρχικό φορτίο. Κι αυτά εδώ τα αντίγραφα» –γέρνοντας µπροστά, πλέκοντας τα χέρια του πάνω στο τραπέζι– «αυτά τα αντίγραφα των έργων τέχνης µε τα οποία µεγάλωσε χάθηκαν όταν κάηκε το σπίτι στο Κάιρο, αν και, για να πω την αλήθεια, για εκείνον είχαν χαθεί νωρίτερα, όταν προέκυψε η αναπηρία και τον ξαπόστειλαν στην Αµερική, όµως... εκείνος ήταν όπως εσύ κι εγώ, δενόταν µε τα πράγµατα, ένιωθε ότι είχαν χαρακτήρα και ψυχή, και, παρότι έχασε σχεδόν τα πάντα από τη ζωή του σ’ αυτή τη φωτογραφία, δεν έχασε ποτέ εκείνους τους πίνακες, επειδή τα πρωτότυπα βρίσκονταν ακόµα κάπου εκεί έξω στον κόσµο. Έκανε αρκετά ταξίδια για να τα δει. Για την ακρίβεια, είχε ταξιδέψει µε το τρένο µέχρι τη Βαλτιµόρη για να δει το πρωτότυπο του Μανέ όταν είχε περιληφθεί σε µια έκθεση εκεί, χρόνια πριν, τότε που ζούσε ακόµα η µητέρα της Πίππα. Πολύ µεγάλο ταξίδι για τον Γουέλτι. Αλλά ήξερε ότι δε θα κατάφερνε να πάει στο Μουσείο Ορσέ του Παρισιού. Και τη µέρα που επισκέφθηκε µε την Πίππα την έκθεση των Ολλανδών δασκάλων... Ποιον πίνακα ειδικά λες ότι την πήγαινε να δει;» Το πιο ενδιαφέρον στη φωτογραφία ήταν πώς το εύθραυστο, στραβοκάνικο αγόρι µε το αξιολάτρευτο χαµόγελο και το άψογο ναυτικό κοστούµι ήταν την ίδια στιγµή ο γηραιός κύριος που είχε αδράξει σφιχτά το χέρι µου ξεψυχώντας: δύο χωριστά καρέ της ίδιας ψυχής, τοποθετηµένα το ένα πάνω στο άλλο. Και ο πίνακας πάνω από το κεφάλι του ήταν ο σταθερός σύνδεσµος γύρω από τον οποίο περιστρέφονταν τα πάντα: όνειρα και οιωνοί, παρελθόν και µέλλον, τύχη και µοίρα. Δεν υπήρχε ένα µοναδικό νόηµα. Υπήρχαν πολλά νοήµατα. Ένας γρίφος που διαστελλόταν στο άπειρο.
Ο Χόµπι καθάρισε το λαιµό του. «Να σε ρωτήσω κάτι;» «Φυσικά». «Πώς τον είχες φυλαγµένο;» «Μέσα σε µια µαξιλαροθήκη». «Βαµβακερή;» «Τι να πω... Είναι βαµβάκι το περκάλι;» «Χωρίς άλλη επένδυση; Τίποτα προστατευτικό;» «Μόνο χαρτί και κολλητική ταινία. Ξέρω», βιάστηκα να προσθέσω βλέποντας µια σπίθα ανησυχίας στα µάτια του. «Έπρεπε να είχες χρησιµοποιήσει αδιαβροχοποιηµένο χαρτί και περιτύλιγµα µε φυσαλίδες!» «Τώρα το ξέρω». «Συγνώµη». Μόρφασε και έτριψε τον κρόταφο µε τα δάχτυλά του. «Ακόµα προσπαθώ να το χωνέψω. Πέταξες µ’ εκείνο τον πίνακα στις αποσκευές σου µε την Continental Airlines;» «Θα σου ξαναθυµίσω ότι ήµουν δεκατριών». «Γιατί δε µου το είπες; Θα µπορούσες να µου το έχεις πει», επέµεινε όταν κούνησα αρνητικά το κεφάλι. «Ω, σίγουρα», έσπευσα να συµφωνήσω, παρότι θυµόµουν την αποµόνωση και τον τρόµο εκείνης της εποχής: το µόνιµο φόβο µου για τις υπηρεσίες παιδικής πρόνοιας· τη βαριά µυρωδιά σαπουνιού του υπνοδωµατίου µου µε την πόρτα που δεν κλείδωνε, την παγωνιά που µε περόνιαζε µέχρι το κόκαλο στο χώρο υποδοχής –γυαλιστερό γκρίζο µάρµαρο– όπου περίµενα να µε δεχτεί ο κύριος Μπρέισγκερντλ, τον πανικό µου ότι θα µε έστελναν ποιος ξέρει πού. «Κάτι θα είχα σκεφτεί. Αν και όταν εµφανίστηκες εδώ σαν άστεγος... Ελπίζω να µη σε πειράζει που το λέω, αλλά κι αυτός ακόµα ο δικηγόρος σου... Εντάξει, το ξέρεις το ίδιο καλά όσο κι εγώ, του προκαλούσε νευρικότητα η όλη κατάσταση, ανυποµονούσε να σε πάρει από δω. Όµως κι από τη δική µου µεριά, ήταν αρκετοί οι παλιοί φίλοι που µου έλεγαν: “Τζέιµς, είναι υπερβολικά µεγάλο το βάρος για σένα”, φαντάζοµαι ότι καταλαβαίνεις γιατί το έβλεπαν έτσι», πρόσθεσε βιαστικά όταν είδε την έκφρασή µου. «Α, ναι, αλίµονο». Οι Βόγκελ, οι Γκρόσµαν, οι Μιλντεµπέργκερ, παρότι φρόντιζαν να είναι ευγενικοί, κατάφερναν πάντα να µεταφέρουν (σ’ εµένα τουλάχιστον) την έγνοια τους: Μεγάλο µπελά έβαλε ο Χόµπι στο κεφάλι του... «Και ήταν τρελό, σε ένα επίπεδο. Ξέρω πώς φαινόταν. Ωστόσο το µήνυµα ήταν µάλλον ξεκάθαρο, ο τρόπος µε τον οποίο σε είχε στείλει ο Γουέλτι εδώ, και µετά εσύ, σαν ένα µικρό επίµονο ζωύφιο, να επιστρέφεις σ’ εµένα ξανά και ξανά...» Το σκέφτηκε για λίγο µε µέτωπο ζαρωµένο, µια βαθύτερη παραλλαγή της µόνιµα ανήσυχης έκφρασής του. «Θα σου πω τι προσπαθώ τόσο άτσαλα να σου εξηγήσω: Όταν πέθανε η µητέρα µου, περπατούσα συνέχεια, όλο εκείνο το τροµερό ατέλειωτο καλοκαίρι. Μερικές φορές έκανα µε τα πόδια όλο το δρόµο από το Όλµπανι µέχρι την Τρόι. Χωνόµουν κάτω από τέντες σιδεράδικων όταν έβρεχε. Οτιδήποτε ήταν προτιµότερο από το να γυρίσω σε ένα σπίτι χωρίς εκείνη. Περιπλανιόµουν σαν το φάντασµα. Έµενα στη βιβλιοθήκη µέχρι που µε έδιωχναν κλοτσηδόν και µετά έπαιρνα το λεωφορείο για το Γουότερβλιτ και περιφερόµουν λίγο ακόµα. Ήµουν µεγαλόσωµο παιδί, µόλις δώδεκα χρονών αλλά έδειχνα ολόκληρος άντρας. Οι άνθρωποι µε περνούσαν για αλήτη, οι νοικοκυρές µε κυνηγούσαν από τα σκαλιά τους µε τη σκούπα. Αλλά έτσι κατέληξα στο σπίτι της κυρίας Ντε Πέιστερ. Άνοιξε την πόρτα µια φορά που καθόµουν στη βεράντα της και µου
είπε: “Θα πρέπει να διψάς, θες να έρθεις µέσα;”. Πορτρέτα, µινιατούρες, δαγκεροτυπίες, η γηραιά θεία Τάδε και ο γηραιός θείος Δείνα και πάει λέγοντας. Εκείνη η µεγαλειώδης σπειροειδής σκάλα για το επάνω πάτωµα. Και να τη η σωσίβια λέµβος µου. Την είχα βρει. Έπρεπε να τσιµπιέσαι σ’ εκείνο το σπίτι, να θυµίζεις στον εαυτό σου ότι δε βρισκόσουν στα 1909. Είχε κάποια από τα ωραιότερα κλασικά κοµµάτια Αµερικανών επιπλοποιών που έχω δει µέχρι σήµερα. Και... Θεέ µου, τα γυαλικά Τίφανι – και µιλάµε για µια εποχή πριν γίνει τόσο σπουδαίο το κατάστηµα Tiffany, τότε που οι άνθρωποι δεν έδιναν τόση σηµασία, δεν ήταν της µόδας, ίσως έπιαναν ήδη υψηλές τιµές πώλησης στην πόλη, αλλά τότε µπορούσες ακόµα να ξετρυπώσεις εκπληκτικά κοµµάτια σε παλιατζίδικα στην επαρχία για πενταροδεκάρες. Σύντοµα άρχισα να κάνω κι εγώ επιδροµές στα παλαιοπωλεία. Αλλά εκείνα, όλα εκείνα, ανήκαν στην οικογένειά της από γενεές πριν. Κάθε κοµµάτι είχε µια ιστορία. Και χαιρόταν να σου δείχνει πού ήταν καλύτερα να στέκεσαι και ποια ακριβώς ώρα της ηµέρας για να δεις κάθε κοµµάτι µε τον καλύτερο φωτισµό. Αργά το απόγευµα, όταν έγερνε ο ήλιος και οι αχτίδες του έπεφταν λοξά στο δωµάτιο» –άνοιξε απότοµα τα δάχτυλά του σε βεντάλια, ποπ ποπ!– «ήταν θαρρείς και κόρωναν το ένα µετά το άλλο, σαν βεγγαλικά συνδεδεµένα µε το ίδιο φιτίλι». Από τη θέση µου στο τραπέζι έβλεπα καθαρά την Κιβωτό του Νώε του Χόµπι: ζευγάρια από ελέφαντες και ζέβρες, σκαλιστά ζώα που περπατούσαν ανά δύο, µέχρι την κοτούλα µε το κοκοράκι και τα λαγουδάκια και τα ποντίκια που έκλειναν την ποµπή. Και η µνήµη εδραζόταν εκεί, πέρα από τις λέξεις, ένα κωδικοποιηµένο µήνυµα από εκείνη την πρώτη απογευµατινή µου επίσκεψη, µε τη βροχή να σχηµατίζει ρυάκια στους φεγγίτες, την ταπεινή ποµπή των ζώων πάνω στον µπουφέ της κουζίνας να περιµένουν για να σωθούν. Ο Νώε, ο µεγάλος συντηρητής, ο σπουδαίος προστάτης. Είχε σηκωθεί τώρα για να φτιάξει καφέ. «Όµως, πάλι, υποθέτω ότι είναι µικροπρεπές να περνάει κανείς τη ζωή του ασχολούµενος τόσο πολύ µε αντικείµενα...» «Ποιος το λέει αυτό;» «Ε καλά», είπε, γυρίζοντας για να µου ρίξει µια µατιά, «δε διευθύνουµε και κανένα νοσοκοµείο για άρρωστα παιδάκια εδώ κάτω. Τι το υψηλόφρον υπάρχει στο να επιδιορθώνεις ένα µάτσο παλιά τραπέζια και καρέκλες; Μάλλον διαβρωτικό είναι για την ψυχή. Έχω δει υπερβολικά πολλές εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων για να παραστήσω ότι δεν το καταλαβαίνω. Καταντάει ειδωλολατρία! Η υπερβολική αγάπη για τα αντικείµενα µπορεί να σε καταστρέψει. Με τη διαφορά ότι, αν νοιάζεσαι αρκετά για ένα πράγµα, αυτό αποκτάει δική του ζωή, έτσι δεν είναι; Και σάµπως σ’ αυτό δεν έγκειται το νόηµα των πραγµάτων – των όµορφων πραγµάτων; Στο ότι σε συνδέουν µε την ευρύτερη έννοια της οµορφιάς; Εκείνες οι πρώτες εικόνες που ανοίγουν διάπλατα την καρδιά σου, µε αποτέλεσµα να περνάς την υπόλοιπη ζωή σου αναζητώντας τες ή προσπαθώντας να τις αναβιώσεις µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο... Θέλω να πω, το να επιδιορθώνεις παλιά πράγµατα, να τα συντηρείς, να τα φροντίζεις... δεν έχει λογική βάση σε κάποιο επίπεδο...» «“Λογική βάση” δεν έχει τίποτα απ’ ό,τι µε συγκινεί». «Ναι, σωστά, ούτ’ εµένα», συµφώνησε. «Όµως» –κοιτάζοντας µυωπικά µέσα στο βάζο του καφέ, πριν αρχίσει να µετράει τις κουταλιές– «και να µε συγχωρείς που επιµένω, όµως, όπως το βλέπω εγώ, από τη δική µου οπτική γωνία, φαντάζει κάπως σαν εµµονή, έτσι δεν είναι;» «Ποιο πράγµα;» Γέλασε. «Τι να πω; Οι σπουδαίοι πίνακες... Οι άνθρωποι συρρέουν για να τους δουν, προσελκύουν
πλήθη κόσµου, αντιγράφονται ασταµάτητα πάνω σε φλιτζάνια του καφέ και σε mouse pads και σε ό,τι µπορεί να βάλει ο νους. Και –χωρίς να βγάζω τον εαυτό µου απ’ έξω– µπορείς να περάσεις µια ολόκληρη ζωή πηγαίνοντας σε µουσεία και απολαµβάνοντας ειλικρινά την τέχνη, για να συνεχίσεις τη µέρα σου µε ένα ωραιότατο γεύµα». Επέστρεψε στη θέση του στο τραπέζι. «Όµως, αν ένας πίνακας καταφέρει να σε αγγίξει βαθιά µέσα σου, αλλάζοντας τον τρόπο που βλέπεις και αντιλαµβάνεσαι και νιώθεις, δε λες “Α, αγαπώ αυτό τον πίνακα επειδή είναι διαχρονικός” ή “Αγαπώ αυτό τον πίνακα επειδή αγγίζει όλη την ανθρωπότητα”. Δεν είναι αυτός ο λόγος που αγαπάει κανείς ένα έργο τέχνης. Είναι µάλλον ένας κρυφός ψίθυρος από ένα σκοτεινό σοκάκι. Ψιτ, εσύ! Μικρέ! Ναι, εσύ». Το δάχτυλό του να γλιστράει ανάλαφρα πάνω στην ξεθωριασµένη φωτογραφία – το άγγιγµα του συντηρητή, ένα άγγιγµα χωρίς να αγγίζει, σαν να παρεµβάλλεται κάτι ιερό ανάµεσα στην επιφάνεια και στο δείκτη. «Ένα εντελώς ιδιωτικό σκίρτηµα. Το όνειρό σου, το όνειρο του Γουέλτι, το όνειρο του Βερµέερ. Εσύ βλέπεις έναν πίνακα, εγώ βλέπω έναν άλλο, το βιβλίο τέχνης τον τοποθετεί σε άλλη διάσταση, η κυρία που αγοράζει την κάρτα από το κατάστηµα δώρων του µουσείου βλέπει κάτι εντελώς διαφορετικό, για να µην αναφέρουµε τους ανθρώπους από τους οποίους µας χωρίζει ο χρόνος, αυτούς που έζησαν τετρακόσια χρόνια πριν από εµάς και αυτούς που θα ζήσουν τετρακόσια χρόνια ύστερα από εµάς, κι όµως σε κανέναν δε θα κάνει ακριβώς την ίδια εντύπωση, και στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι άνθρωποι δε θα συγκλονιστούν καν τόσο βαθιά, αλλά... ένας πραγµατικά σπουδαίος πίνακας είναι αρκετά ρευστός για να εισχωρεί στο νου και στην καρδιά από χίλιες διαφορετικές διόδους, µε τρόπους που είναι µοναδικοί και πολύ ιδιαίτεροι. Δικός σου, δικός σου. Με ζωγράφισαν για σένα. Και... αχ, δεν ξέρω, σταµάτησέ µε αν λέω ασυναρτησίες» –τρίβοντας το µέτωπό του– «αλλά ο ίδιος ο Γουέλτι συνήθιζε να µιλάει για µοιραία αντικείµενα. Κάθε έµπορος επίπλων και αντικέρ τα αναγνωρίζει: κοµµάτια που εµφανίζονται και επανεµφανίζονται. Ίσως για κάποιον άλλο, κάποιον εκτός του χώρου, αντί για αντικείµενο να ήταν µια πόλη, ένα χρώµα, µια ώρα της ηµέρας. Το καρφί στο οποίο είναι πιθανό να σκαλώσει η µοίρα σου και να γίνει κοµµάτια». «Σαν τον µπαµπά µου µιλάς». «Ας το θέσω διαφορετικά, τότε. Ποιος είπε ότι η σύµπτωση είναι απλώς ο τρόπος του Θεού να διατηρήσει την ανωνυµία Του;»[2] «Τώρα µιλάς στ’ αλήθεια σαν τον µπαµπά µου». «Και ποιος µπορεί να πει ότι οι τζογαδόροι δεν το καταλαβαίνουν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο; Μήπως καθετί σηµαντικό δεν είναι ένα είδος τζόγου; Μερικές φορές το καλό δεν προκύπτει από τις πιο απροσδόκητες παράπλευρες εισόδους;»
[1] Αναφορά στον Άγγλο ζωγράφο και συγγραφέα Ουίλιαµ Χόγκαρθ και στην πραγµατεία του Η Ανάλυση της Οµορφιάς (The Analysis of Beauty, 1753). (Σ.τ.Μ.) [2] Πρόκειται για ρήση του Άλµπερτ Αϊνστάιν. (Σ.τ.Μ.)
viii.
ΚΑΙ, ΝΑΙ, ΥΠΟΘΕΤΩ ΠΩΣ ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ. Ή –για να παραθέσω άλλο ένα διαµάντι παραδοξολογίας του πατέρα µου– κάποιες φορές πρέπει να χάσεις για να κερδίσεις. Γιατί έχει περάσει κοντά ένας χρόνος πια, κι εγώ ταξιδεύω σχεδόν όλο αυτό το διάστηµα, έντεκα µήνες τους οποίους πέρασα κατά κύριο λόγο σε αίθουσες αναµονής αεροδροµίων και σε δωµάτια ξενοδοχείων και σε άλλα µέρη προσωρινής διέλευσης, στην ουρά για ταξί, απογείωση και προσγείωση, µε πλαστικούς δίσκους φαγητού και µπαγιάτικο αέρα από αεραγωγούς καµπίνας που θυµίζουν βράγχια καρχαρία, και, παρότι δεν έχει έρθει ακόµα η Ηµέρα των Ευχαριστιών, στα Starbucks του αεροδροµίου έχουν κρεµάσει ήδη φωτάκια και έχουν αρχίσει να παίζουν κλασικά χριστουγεννιάτικα κοµµάτια, όπως το «Ο Tannenbaum» στην τζαζ εκτέλεση µε τον Βινς Γκουαράλντι στο πιάνο και το παραδοσιακό «Greensleeves» µε τον Τζον Κολτρέιν στο σαξόφωνο. Kαι, ανάµεσα στα πολλά πολλά πράγµατα που είχα το χρόνο να σκεφτώ (όπως, ας πούµε, για ποια πράγµατα αξίζει να ζει κανείς, για ποια αξίζει να πεθάνει και τι είναι απόλυτα βλακώδες να επιζητάς), σκεφτόµουν πολύ αυτό που είχε πει ο Χόµπι: για εκείνες τις εικόνες που αγγίζουν την καρδιά και την κάνουν να ανοίγει σαν λουλούδι, εικόνες που αποκαλύπτουν µια πολύ ευρύτερη οµορφιά, την οποία µπορεί να ξοδέψεις ολόκληρη τη ζωή σου αναζητώντας και να µην τη βρεις ποτέ. Και µε ωφέλησε πολύ όλος αυτός ο χρόνος που πέρασα µονάχος, σε διαρκή κίνηση. Ένας χρόνος ήταν το διάστηµα που µου πήρε να γυρίσω αθόρυβα τις ΗΠΑ ξαναγοράζοντας όσες αποµιµήσεις βρίσκονταν ακόµα εκεί έξω, µια διαδικασία που απαιτούσε εξαιρετικά λεπτούς χειρισµούς και την οποία ανακάλυψα ότι ήταν καλύτερα να χειριστώ εκ του σύνεγγυς. Έκανα τρία ή τέσσερα ταξίδια το µήνα, στο Νιου Τζέρσι και στο Όιστερ Μπέι και στην Πρόβιντενς και στη Νιου Κάνααν, αλλά και πιο µακριά, στο Μαϊάµι και στο Χιούστον και στο Ντάλας και στο Σάρλοτσβιλ και στην Ατλάντα, όπου, κατόπιν πρόσκλησης της πανέµορφης πελάτισσάς µου ονόµατι Μίντι, συζύγου ενός µεγιστάνα ανταλλακτικών αυτοκινήτων ονόµατι Ερλ, πέρασα ένα ευχάριστο τριήµερο στον ξενώνα µιας εντυπωσιακής ολοκαίνουριας έπαυλης ντυµένης µε πλάκες από κοράλλι, που διέθετε την κατάδική της αίθουσα µπιλιάρδου, µια «παµπ κυρίων» (µε αυθεντικό εισαγόµενο αγγλοτραφή µπάρµαν) και εσωτερικό σκοπευτήριο µε τις απαραίτητες εγκαταστάσεις σταθερού στόχου. Κάποιοι από τους πελάτες µου που είναι ιδιοκτήτες εταιρειών υψηλής τεχνολογίας και διαχειριστές αµοιβαίων κεφαλαίων διέθεταν εξοχικές κατοικίες σε εξωτικά µέρη –ή έστω εξωτικά για µένα– όπως η Αντίγκουα και το Μεξικό και οι Μπαχάµες, το Μόντε Κάρλο και το Ζουάν-Λε-Πεν στην Κυανή Ακτή και η Σίντρα στην Πορτογαλία, ενδιαφέροντα τοπικά κρασιά και κοκτέιλ σε βαθµιδωτούς κήπους µε φοινικόδεντρα και αγαύες και λευκές οµπρέλες που πλατάγιζαν δίπλα σε πισίνες σαν ανοιχτά πανιά ιστιοπλοϊκού. Και στα µεσοδιαστήµατα βρισκόµουν σε µια µεταβατική κατάσταση, πετώντας πέρα δώθε µέσα σε µια γκρίζα βουή, ανεβαίνοντας προς το διαχεόµενο µέσα από τα σύννεφα ηλιόφως µε παράθυρα αυλακωµένα από ρυάκια νερού, κατεβαίνοντας σε µαύρα σύννεφα και βροχή και κυλιόµενες σκάλες, µέσα σε ένα συνονθύλευµα προσώπων στους χώρους παραλαβής των αποσκευών, µια απόκοσµη αίσθηση επέκεινα, µια περιοχή ανάµεσα
στο γήινο και στο µη γήινο, στον κόσµο και στο αλλόκοσµο, απαστράπτοντα πατώµατα και αντηχήσεις καθεδρικών ναών µε γυάλινους θόλους και όλη η ανώνυµη λάµψη των κεντρικών αιθουσών αεροδροµίων, µια µαζική ταυτότητα της οποίας δε θέλω να είµαι κοµµάτι, και πραγµατικά δεν είµαι, µόνο που είναι σχεδόν σαν να έχω πεθάνει, νιώθω διαφορετικός, είµαι διαφορετικός, και υπάρχει µια κάπως µαργωµένη ευχαρίστηση στο να είµαι µια εντός και µια εκτός της οµαδικής συνείδησης, να λαγοκοιµάµαι σε πλαστικά καθίσµατα και να τριγυρίζω στους λαµπερούς διαδρόµους των ντιούτι φρι, και, φυσικά, όλοι ευγενέστατοι µετά την προσγείωση, κλειστά γήπεδα του τένις και ιδιωτικές παραλίες, και µετά την υποχρεωτική ξενάγηση –όλα καταπληκτικά, στάσεις γεµάτες θαυµασµό µπροστά σε πίνακες του Μπονάρ και του Βιγιάρ, ελαφρύ γεύµα δίπλα στην πισίνα–, να επιστρέφω στο ξενοδοχείο φτωχότερος κατά µια παχυλή επιταγή και όσο είχε γράψει το ταξί για τη διαδροµή. Είναι µεγάλη αλλαγή. Δεν ξέρω πώς να την περιγράψω. Ανάµεσα στο να θες και να µη θες, να νοιάζεσαι και να µη νοιάζεσαι. Βέβαια, είναι πολύ περισσότερα από αυτό. Σοκ και αύρα. Όλα είναι πιο έντονα και λαµπερά, και εγώ αισθάνοµαι στο χείλος ενός πράγµατος που αδυνατώ να εκφράσω. Κωδικοποιηµένα µηνύµατα σε περιοδικά που κυκλοφορούν µόνο µέσα στα αεροπλάνα. Ενεργειακή Ασπίδα. Αδιαφιλονίκητη Φροντίδα. Ηλεκτρισµός, χρώµατα, ακτινοβολία. Το καθετί ένας οδοδείκτης που δείχνει προς κάτι άλλο. Και, ξαπλωµένος στο κρεβάτι µου σε κάποιο ψυχρό παστέλ δωµάτιο ξενοδοχείου στη Νίκαια, µε θέα στη φοινικόφυτη Προµενάντ ντεζ Ανγκλέ, παρακολουθώ τα σύννεφα να αντικαθρεφτίζονται πάνω σε συρόµενες µπαλκονόπορτες και απορώ πώς είναι δυνατόν ακόµα και η µελαγχολία µου να µε κάνει ευτυχισµένο, πώς γίνεται το στρωµένο από τοίχο σε τοίχο µε µοκέτα δάπεδο και τα έπιπλα αποµιµήσεις Μπίντερµαϊερ και ο Γάλλος εκφωνητής που µουρµουρίζει σιγανά στο Canal Plus να φαντάζουν µε κάποιον τρόπο τόσο αναγκαία και ταιριαστά. Ευχαρίστως θα ξεχνούσα, αλλά δεν µπορώ. Είναι κάπως σαν τον επίµονο βόµβο ενός διαπασών. Είναι εκεί. Είναι εκεί, µαζί µου, όλη την ώρα. Λευκός θόρυβος, απρόσωπο µουγκρητό. Εξουθενωτική φωτοχυσία των σταθµών επιβίβασης. Αλλά ακόµα κι αυτοί οι άψυχοι, στεγανοί χώροι είναι διαποτισµένοι µε νόηµα, το εκπέµπουν και το διαλαλούν. Κατάλογος αγορών Sky Mall. Φορητά στερεοφωνικά. Aντικαθρεφτιζόµενες νησίδες Drambuie και Tanqueray και Channel No 5. Κοιτάζω τα ανέκφραστα πρόσωπα των άλλων επιβατών καθώς φορτώνονται τους χαρτοφύλακες ή τα σακίδια πλάτης τους και σέρνουν τα πόδια τους για να αποβιβαστούν, και σκέφτοµαι τα λόγια του Χόµπι: Η οµορφιά αλλάζει την υφή της πραγµατικότητας. Στο µυαλό µου έρχεται επίσης επίµονα η πιο συµβατική σοφία: ότι η επιδίωξη της απόλυτης οµορφιάς είναι παγίδα, ο πιο σύντοµος δρόµος για την πίκρα και τη θλίψη, ότι η οµορφιά πρέπει να συνδέεται µε κάτι πιο ουσιώδες. Αλλά ποιο είναι αυτό το πράγµα; Γιατί είµαι φτιαγµένος έτσι; Γιατί νοιάζοµαι για τα λάθος πράγµατα και δε δίνω δεκάρα για τα σωστά; Ή, για να το θέσω αλλιώς: Πώς γίνεται να βλέπω τόσο καθαρά ότι όλα όσα αγαπώ ή µε αγγίζουν είναι µια ψευδαίσθηση, κι ωστόσο –για µένα τουλάχιστον– σ’ αυτήν ακριβώς τη σαγήνη να κρύβονται όλα αυτά για τα οποία αξίζει να ζω; Ένα πολύ λυπηρό γεγονός, το οποίο αρχίζω µόλις να συνειδητοποιώ: Δεν επιλέγουµε οι ίδιοι την καρδιά µας. Δεν µπορούµε να αναγκάσουµε τον εαυτό µας να επιθυµεί αυτό που είναι καλό για εµάς ή ευεργετικό για τους άλλους. Δε διαλέγουµε εµείς τι είδους άνθρωποι είµαστε. Γιατί µήπως δεν αγωνίζονται όλοι να µας χώσουν στο κεφάλι, ήδη από την παιδική µας ηλικία, την αδιαµφισβήτητη κοινοτοπία; Από τον Ουίλιαµ Μπλέικ µέχρι τη Lady Gaga, από τον
Ζαν-Ζακ Ρουσό µέχρι το σούφι ποιητή Τζελαλεντίν Ρουµί και την Τόσκα και τον τηλεοπτικό ιεροκήρυκα Μίστερ Ρότζερς, το µήνυµα είναι παράδοξα πανοµοιότυπο, παγκοίνως αποδεκτό: Όταν αµφιβάλλουµε, τι κάνουµε; Πώς ξέρουµε ποιο είναι το σωστό για εµάς; Κάθε ψυχίατρος, κάθε σύµβουλος σπουδών, κάθε πριγκίπισσα του Ντίσνεϊ ξέρει την απάντηση: «Να είσαι ο εαυτός σου». «Ακολούθησε την καρδιά σου». Έτσι, φτάνουµε σε αυτό που θα ήθελα να βρισκόταν κάποιος να µου εξηγήσει: Τι γίνεται αν κάποιος έχει µια καρδιά την οποία δεν µπορεί να εµπιστευτεί; Τι γίνεται αν η καρδιά, για τους δικούς της άγνωστους λόγους, τον οδηγεί εσκεµµένα, µέσα σε ένα σύννεφο απερίγραπτης αίγλης, µακριά από οτιδήποτε υγιές και αγαπηµένο, µακριά από πολιτικές ευθύνες και ισχυρούς κοινωνικούς δεσµούς και όλες τις καθολικά αποδεκτές αρετές, ωθώντας τον κατευθείαν προς την ακαταµάχητη σαγήνη του όλεθρου, της αυτοπυρπόλησης, της καταστροφής; Έχει δίκιο η Κίτσι; Αν ο βαθύτερος εαυτός σου σε οδηγεί µε τραγούδια και τερτίπια ίσια προς την πυρά, είναι προτιµότερο να του γυρίσεις την πλάτη; Να βουλώσεις τα αφτιά σου µε κερί; Να αγνοήσεις το τραγούδι των Σειρήνων που ψάλλει εκκωφαντικά η καρδιά σου; Να ακολουθήσεις πειθήνια το µονοπάτι που θα σε βγάλει στη νόρµα, λογικά ωράρια και τακτικά τσεκάπ, σταθερές σχέσεις και προδιαγεγραµµένη επαγγελµατική εξέλιξη, New York Times και έξοδος για κυριακάτικο πρόγευµα, και όλα αυτά µε την υπόσχεση ότι, κατά µία έννοια, θα είσαι καλύτερο άτοµο; Ή είναι προτιµότερο να βουτήξεις –όπως ο Μπόρις– µε το κεφάλι και γελώντας στην ιερή µανία που σε καλεί µε το όνοµά σου; Δεν έχει να κάνει µε το φαίνεσθαι, µε την εξωτερική όψη των πραγµάτων, αλλά µε την εσωτερική σηµασία. Με ένα µεγαλείο εντός του κόσµου, αλλά όχι του κόσµου, µια µεγαλοσύνη που ο κόσµος δεν κατανοεί. Με αυτή την πρώτη αναλαµπή της απόλυτης ετερότητας, µέσα στην οποία αναπτύσσεσαι διαρκώς και θάλλεις. Ένας εαυτός που δεν τον θες. Μια καρδιά που δεν µπορείς να την αλλάξεις. Παρότι ο αρραβώνας µου δεν έχει λυθεί –όχι επίσηµα τουλάχιστον–, µου δόθηκε να καταλάβω –µε όλη τη χάρη και την αβρότητα των Μπάρµπορ– ότι κανείς δε µε θεωρεί υποχρεωµένο να προχωρήσω σε τίποτα. Τόσο το καλύτερο. Ούτε ειπώθηκε ούτε λέγεται τίποτα. Όταν µε καλούν σε δείπνο (πράγµα που συµβαίνει συχνά όταν βρίσκοµαι στην πόλη), η ατµόσφαιρα είναι κεφάτη και ανάλαφρη. Οµιλητικοί, διακριτικοί και θερµοί, αν και αποφεύγοντας προσεκτικά την πολύ προσωπική επαφή, όλοι µε αντιµετωπίζουν ως ένα µέλος της οικογένειας (σχεδόν), του οποίου οι επισκέψεις είναι πάντα ευπρόσδεκτες. Κατάφερα, µάλιστα, να πείσω την κυρία Μπάρµπορ να βγει λίγο από το διαµέρισµα για να περάσουµε µερικά ευχάριστα απογεύµατα έξω οι δυο µας – µεσηµεριανό στο Pierre και µια δυο δηµοπρασίες. Και ο Τόντι, σε µια αριστοτεχνική επίδειξη διπλωµατίας, κατάφερε να πετάξει σχεδόν τυχαία το όνοµα ενός πολύ καλού γιατρού, χωρίς, βέβαια, να υπαινιχτεί ούτε κατά διάνοια ότι θα µπορούσε να µου φανεί χρήσιµος. [Όσο για την Πίππα: Παρότι πήρε το βιβλίο του Οζ, άφησε το περιδέραιο, µαζί µε ένα γράµµα που άνοιξα τόσο βιαστικά, ώστε κυριολεκτικά το έσκισα στα δύο. Η κεντρική ιδέα – µόλις γονάτισα στο πάτωµα και ένωσα τα δύο κοµµάτια– είχε ως εξής: Είχε χαρεί που µε είδε, ο χρόνος που είχαµε µοιραστεί στην πόλη σήµαινε πολλά, ποιος άλλος στον κόσµο θα µπορούσε να έχει διαλέξει ένα τόσο υπέροχο περιδέραιο για εκείνη; Ήταν τέλειο, παραπάνω από τέλειο, µόνο που δεν µπορούσε να το κρατήσει, ήταν πάρα πολύ, και λυπόταν, και ίσως παρερµήνευε τα λόγια µου –οπότε ζητούσε προκαταβολικά συγνώµη–, αλλά δεν έπρεπε να σκεφτώ ότι δε µε αγαπούσε κι εκείνη, γιατί µε αγαπούσε, ναι, αναµφίβολα. (Μ’ αγαπάς; αναρωτήθηκα συγκλονισµένος.) Αλλά ήταν περίπλοκο, δε σκεφτόταν µόνο τον εαυτό της, αλλά
κι εµένα, αφού είχαµε περάσει σχεδόν τα ίδια και µοιάζαµε τόσο πολύ – ίσως υπερβολικά πολύ. Κι επειδή είχαµε πληγωθεί και οι δύο τόσο βαθιά και τόσο νωρίς στη ζωή µας, µε τόσο βίαιους και ανεπανόρθωτους τρόπους, που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν µπορούσαν ούτε καν να διανοηθούν, δεν ήταν κάπως... παρακινδυνευµένο; Δεν πήγαινε κόντρα στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης; Δύο ασταθή άτοµα µε τάσεις αυτοκαταστροφής, που θα είχαν συχνά ανάγκη να στηρίζονται το ένα στο άλλο; Χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι δεν ήταν καλά επί του παρόντος, γιατί ήταν, όµως αυτό µπορούσε να αλλάξει από τη µια στιγµή στην άλλη και για τους δυο µας, έτσι δεν είναι; Η ανατροπή, η απότοµη κατρακύλα – εκεί ακριβώς δεν ελλόχευε ο κίνδυνος, αφού τα κουσούρια και οι αδυναµίες µας ήταν τόσο παρεµφερή και ο ένας µπορούσε τόσο εύκολα να ρίξει τον άλλο; Κι ενώ αυτό έµεινε να αιωρείται στην ατµόσφαιρα, κατάλαβα αµέσως, και µάλιστα µε µεγάλη µου έκπληξη, πού το πήγαινε. (Τι βλάκας να µην το έχω καταλάβει νωρίτερα, ύστερα από όλα τα τραύµατα, το τσακισµένο πόδι, τα απανωτά χειρουργεία. Η αξιολάτρευτη βραδύτητά της στην εκφορά του λόγου, η ακαταµάχητη χωλότητα στο βήµα της, η ανάγκη να στηρίζεται στο µπράτσο και η χλοµάδα, τα φουλάρια και τα πουλόβερ και οι διαδοχικές στρώσεις ρούχων, αργό νυσταλέο χαµόγελο: εκείνη η ίδια, η ονειρική παιδούλα που υπήρξε, ήταν µεγαλείο και καταστροφή, το γλειφιτζούρι µορφίνης που έψαχνα όλα αυτά τα χρόνια.) Αλλά, όπως θα έχει διαπιστώσει ήδη ο αναγνώστης αυτού εδώ (αν υπάρξει ποτέ αναγνώστης), καθόλου δεν τροµάζω στην ιδέα να µε «ψυχοπλακώσει» κάποιος. Όχι ότι θέλω να σύρω κανέναν στην κατάθλιψη µαζί µου, αλλά, µια στιγµή, δεν µπορώ να αλλάξω; Δεν µπορώ να είµαι εγώ ο δυνατός; Γιατί όχι;] [Μπορείς να έχεις όποια από τις δύο θες, είπε ο Μπόρις καθισµένος δίπλα µου στον καναπέ του διαµερίσµατός του στην Αµβέρσα, σπάζοντας φιστίκια µε τα πίσω δόντια του ενώ παρακολουθούσαµε Ταραντίνο – το Kill Bill. Όχι, δεν µπορώ. Και γιατί, παρακαλώ; Στη θέση σου, εγώ θα διάλεγα τη Χιονονιφάδα, αλλά, αν θες την άλλη, γιατί όχι; Μήπως επειδή έχει σύντροφο; Ε, και; ρώτησε ο Μπόρις. Και µένουν µαζί; Ε, και; Αυτό σκέφτοµαι κι εγώ: Ε, και; Γιατί να µην πεταχτώ µια βόλτα µέχρι το Λονδίνο; Κι αυτό πρέπει να είναι το πλέον καταστροφικό ή το πιο λογικό ερώτηµα που έθεσα ποτέ στον εαυτό µου στα χρόνια που ζω.] Τα έγραψα όλα αυτά, παραδόξως, µε τη σκέψη ότι θα τα διαβάσει κάποτε η Πίππα – πράγµα που δεν πρόκειται να συµβεί, φυσικά. Κανείς δε θα τα διαβάσει, για ευνόητους λόγους. Δεν τα έγραψα από µνήµης. Εκείνο το άδειο τετράδιο που µου είχε δώσει ο φιλόλογός µου τόσα χρόνια πριν ήταν το πρώτο από πολλά, η απαρχή µιας άτακτης αλλά ισόβιας συνήθειας από τότε που ήµουν δεκατριάχρονο αγόρι, µιας συνήθειας που ξεκίνησε µε µια σειρά από επίσηµες αλλά αλλόκοτες προσωπικές επιστολές µε παραλήπτρια τη µητέρα µου: µακροσκελή, εµµονικά, νοσταλγικά γράµµατα που δίνουν την αίσθηση ότι απευθύνονται σε µια µητέρα η οποία ζει και περιµένει εναγωνίως νέα µου, γράµµατα που περιγράφουν πού «έµενα» (ποτέ ζούσα) και τους ανθρώπους µε τους οποίους «έµενα», γράµµατα που αναλύουν διεξοδικά τι έτρωγα και τι έπινα και τι φορούσα και τι έβλεπα στην τηλεόραση, τι βιβλία διάβαζα, τι παιχνίδια έπαιζα, τι ταινίες παρακολουθούσα, πράγµατα που έλεγαν και έκαναν οι Μπάρµπορ,
πράγµατα που έλεγαν και έκαναν ο µπαµπάς και η Ζάντρα. Και όλες αυτές οι επιστολές (χρονολογηµένες και υπογεγραµµένες, καθαρογραµµένες, έτοιµες να κοπούν από το σπιράλ και να ταχυδροµηθούν) εναλλάσσονταν µε θλιβερές εκρήξεις σε στιλ Τους Μισώ Όλους και Μακάρι Να Είχα Πεθάνει, µήνες που κυλούσαν µε ένα δυο ακατανόητα χειρόγραφα όλο µουντζούρες, στο σπίτι του Μπ., τρεις µέρες κοπάνα από το σχολείο και είναι ήδη Παρασκευή, η ζωή µου σε χαϊκού, είµαι σχεδόν σε κατάσταση νεκροζώντανου, Θεέ µου γίναµε τόσο λιώµα χτες βράδυ ώστε σχεδόν έχασα κάθε επαφή, παίξαµε ένα παιχνίδι που το λένε Μπλόφα και φάγαµε για βραδινό κορνφλέικς µε καραµέλες µέντα για καθαρή αναπνοή. Κι όµως, συνέχισα να γράφω και αφού γύρισα πίσω στη Νέα Υόρκη. «Γιατί στην οργή είναι τόσο πιο κρύα απ’ όσο θυµάµαι, και γιατί µου προκαλεί τέτοια θλίψη αυτό το ηλίθιο γαµηµένο λαµπατέρ;» Περιέγραφα επίσηµα δείπνα που µε συνέθλιβαν· κατέγραφα συζητήσεις και µετέφερα στο χαρτί τα όνειρά µου· κρατούσα πολλές και σχολαστικές σηµειώσεις από όσα µε µάθαινε ο Χόµπι στο εργαστήρι κάτω από το µαγαζί. Τα νερά στο µαόνι του δέκατου όγδοου αιώνα είναι πιο εύκολο να συνδυαστούν µε καινούριο ξύλο απ’ ό,τι στην καρυδιά – το σκουρόχρωµο ξύλο ξεγελάει το µάτι Την αποµίµηση την προδίδει η υπερβολική οµαλότητα! 1. Μια βιβλιοθήκη θα έχει σηµάδια φθοράς στα κάτω ράφια, εκεί που την αγγίζουν και την ξεσκονίζουν, αλλά όχι στα πιο ψηλά. 2. Σε έπιπλα που κλειδώνουν ψάξε για αµυχές και χτυπήµατα κάτω από την κλειδαριά, εκεί που θα έχει χτυπηθεί το ξύλο όταν ξεκλειδώνεται η πόρτα µε κλειδί σε αρµαθιά.
Διάσπαρτo ανάµεσα σε αυτές και σε σηµειώσεις από δηµοπρασίες κλασικών αµερικανικών αντικών («Τεµ. 77, εν µέρει εβένινος οβάλ κυρτός καθρέφτης $7.500») και σε –ολοένα και πιο δυσοίωνα– διαγράµµατα και πίνακες που, για κάποιον άγνωστο λόγο, θεωρούσα πως θα ήταν ακατανόητα για κάποιον που θα άνοιγε τυχαία το τετράδιο, αλλά στην πραγµατικότητα είναι κάτι παραπάνω από σαφή... 1-8 Δεκ. 9-15 Δεκ. 16-22 Δεκ. 23-30 Δεκ.
320,5 mg 202,5 mg 171,5 mg 420,5 mg
...διάχυτο σε αυτές τις καθηµερινές καταγραφές, καθιστώντας τες περισσότερο πολύτιµες απ’ ό,τι φαίνονται, είναι το µυστικό που βλέπω µόνο εγώ, µπουµπουκιάζοντας στο σκοτάδι, χωρίς να κατονοµάζεται ποτέ. Γιατί αν τα µυστικά µας µας προσδιορίζουν, σε αντιδιαστολή µε το πρόσωπο που προβάλλουµε στον κόσµο, τότε ο πίνακας ήταν το µυστικό που µε υπερύψωνε πάνω από την επιφάνεια της ζωής και µου επέτρεπε να ξέρω ποιος ήµουν. Και βρίσκεται εκεί, µέσα στα τετράδιά µου, σε κάθε σελίδα, κι ας µην αναφέρεται. Όνειρο και µαγεία, µαγεία και παραλήρηµα. Η Θεωρία Ενοποιηµένου Πεδίου. Ένα µυστικό σχετικά µε ένα µυστικό. [Εκείνο τον τυπάκο, είπε ο Μπόρις µέσα στο αµάξι καθ’ οδόν προς την Αµβέρσα, να ξέρεις, ο ζωγράφος τον έβλεπε, δε ζωγράφιζε από το µυαλό του εκείνο το πουλί, µε πιάνεις; Είναι αληθινός ο τυπάκος, δεµένος µε την αλυσίδα του εκεί στον τοίχο. Αν τον έβλεπα ανάµεσα σε µια
ντουζίνα άλλα πουλιά του είδους του, θα τον ξεχώριζα – άνετα.] Και έχει δίκιο. Κι εγώ το ίδιο. Κι αν µπορούσα να γυρίσω πίσω στο χρόνο, θα έκοβα στη στιγµή την αλυσίδα, και δεκάρα δε θα ’δινα αν δε ζωγραφιζόταν ποτέ ο πίνακας. Όµως είναι πιο περίπλοκο από αυτό. Ποιος ξέρει γιατί ζωγράφισε ο Φαµπρίτσιους την καρδερίνα; Ένα µικρούτσικο αλλά αυτόνοµο αριστούργηµα, µοναδικό στο είδος του; Ήταν νέος, αναγνωρισµένος. Είχε πελάτες ισχυρούς µαικήνες των τεχνών (αν και, δυστυχώς, δε διασώζεται σχεδόν κανένα από τα έργα που φιλοτέχνησε για εκείνους). Θα τον φανταζόσουν σαν έναν νεαρό Ρέµπραντ, πνιγµένο στις παραγγελίες, µε το ατελιέ του να ξεχειλίζει από κοσµήµατα και πολεµικούς πελέκεις, κύπελλα και γούνες, τοµάρια λεοπάρδαλης και πανοπλίες – όλη η δύναµη και η µελαγχολία των γήινων πραγµάτων. Γιατί, λοιπόν, αυτό το θέµα; Γιατί ένα µοναχικό ωδικό πουλί; Το οποίο δεν ήταν καθόλου χαρακτηριστικό της εποχής και των ηθών της, που ήθελαν τα ζώα να απεικονίζονται ως επί το πλείστον νεκρά, ως πολυτελή τρόπαια, σκοτωµένοι λαγοί και ψάρια και πουλιά σε µεγάλες στοίβες, προοριζόµενα για ένα λουκούλλειο γεύµα; Γιατί µου φαίνεται τόσο σηµαντικό το ότι ο τοίχος πίσω του είναι άδειος – χωρίς ταπετσαρία ή κυνηγετικά κέρατα, χωρίς θεαµατική σκηνογραφία– και το ότι φρόντισε τόσο σχολαστικά να σηµειώσει το όνοµά του και τη χρονιά σε τόσο περίοπτη θέση, αφού δε θα µπορούσε να ξέρει (ή µήπως θα µπορούσε;) ότι το 1654, η χρονιά που έφτιαξε τον πίνακα, θα ήταν επίσης η χρονιά που θα πέθαινε; Υπάρχει κάτι σαν προαίσθηµα σε όλο αυτό, θαρρείς και είχε ψυχανεµιστεί ότι το µυστηριώδες µικρό έργο θα ήταν ένα από τα ελάχιστα που θα επιβίωναν µετά το δικό του χαµό. Η παραδοξότητά του µε στοιχειώνει σχεδόν σε κάθε επίπεδο. Γιατί όχι κάτι πιο συνηθισµένο; Γιατί όχι µια θαλασσογραφία, ένα τοπίο, ένα ιστορικό θέµα, το κατά παραγγελία πορτρέτο κάποιου επιφανούς δηµότη του Ντελφτ, µια συντροφιά χυδαίων γλεντοκόπων σε κάποιο καπηλειό, ένα µάτσο τουλίπες, για το Θεό, αντί γι’ αυτόν το µοναχικό µικρό αιχµάλωτο; Αλυσοδεµένο στην κούρνια του; Ποιος ξέρει τι προσπαθούσε να µας πει ο Φαµπρίτσιους επιλέγοντας αυτό το τοσοδούλικο θέµα; Επιλέγοντας τον τρόπο µε τον οποίο το παρουσίασε; Κι αν ισχύει αυτό που λένε, αν κάθε σπουδαίος πίνακας είναι στην πραγµατικότητα µια αυτοπροσωπογραφία, τι µας λέει τελικά ο Φαµπρίτσιους για τον εαυτό του; Ένας ζωγράφος που θεωρούνταν τόσο σπουδαίος από τους µεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής του, που πέθανε τόσο νέος, πριν από τόσο πολύ καιρό, για τον οποίο δεν ξέρουµε σχεδόν τίποτα; Για τον εαυτό του ως ζωγράφο λέει πολλά. Οι γραµµές του µιλάνε από µόνες τους. Νευρώδεις φτερούγες, λεπτοχαραγµένα καινούρια πούπουλα. Η ταχύτητα των πινελιών είναι εµφανής, η σιγουριά του χεριού, το χρώµα σε παχιά στρώση. Ωστόσο υπάρχουν δίπλα στις τολµηρές παχύρρευστες πινελιές και ηµιδιαφανή σηµεία που αποδίδονται µε τέτοια λεπτότητα, ώστε διακρίνεις τρυφερότητα στην αντίθεση, ακόµα και χιούµορ. Το υπόστρωµα του χρώµατος είναι εµφανές κάτω από τις τρίχες του πινέλου του. Θέλει να νιώσουµε το βελούδινο χνούδι του στήθους, την υφή και την απαλότητά του, την τραχύτητα του µικρού νυχιού που κυρτώνει γύρω από την µπρούντζινη κούρνια. Αλλά τι λέει ο πίνακας για τον ίδιο τον Φαµπρίτσιους; Τίποτα περί θρησκευτικών ή ροµαντικών ή οικογενειακών αισθηµάτων. Τίποτα για πολιτικά πιστεύω, επαγγελµατικές φιλοδοξίες ή σεβασµό στον πλούτο και στη δύναµη. Υπάρχει µόνο ένα τρεµουλιαστό καρδιοχτύπι και µια µοναξιά, ανοιχτόχρωµος τοίχος λουσµένος στο ηλιόφως και µια αίσθηση αδυναµίας διαφυγής. Χρόνος ασάλευτος, χρόνος που δε θα µπορούσε να λέγεται χρόνος. Και παγιδευµένος στην καρδιά του φωτός: ο µικρός αιχµάλωτος, ατρόµητος. Θυµάµαι κάτι που διάβασα για τον Σάρτζεντ: πώς στις προσωπογραφίες του έψαχνε πάντα το ζώο στο µοντέλο του (µια τάση που, µόλις έµαθα να την αναζητώ, τη διέκρινα σε όλα του τα έργα: στις µακριές
αλεπουδίσιες µύτες και στα µυτερά αφτιά των επίδοξων κληρονόµων του, στους διανοούµενους µε τα κουνελόδοντα και στους λεοντόµορφους βιοµηχάνους και στα παχουλά παιδιά µε πρόσωπα σαν κουκουβάγιας). Και σε αυτό το τόσο πιστό µικρό πορτρέτο δύσκολο να µη δεις τον άνθρωπο µέσα στην καρδερίνα. Αξιοπρεπή, ευάλωτο. Ένας αιχµάλωτος που κοιτάζει έναν άλλο. Αλλά ποιος ξέρει ποια ήταν η πρόθεση του Φαµπρίτσιους; Δεν έχουν διασωθεί αρκετά έργα του για να αποτολµήσει κανείς έστω µια εικασία. Το πουλί κοιτάζει εµάς απέναντί του. Δεν είναι εξιδανικευµένο, ούτε ανθρωποποιηµένο. Είναι ένα πουλί µε τα όλα του. Επιφυλακτικό, παραιτηµένο. Δεν υπάρχει ιστορία ή ηθικό δίδαγµα. Δεν υπάρχει σαφής βούληση. Υπάρχει µόνο µια διπλή άβυσσος: ανάµεσα στο ζωγράφο και στο αιχµάλωτο πουλί· ανάµεσα στην απεικόνιση του πουλιού που άφησε εκείνος και στον τρόπο που τη βιώνουµε εµείς αιώνες αργότερα. Εντάξει, οι ιστορικοί τέχνης µπορούν να ασχολούνται µε τις πρωτοποριακές πινελιές και τη χρήση του φωτός, την ιστορική επιρροή και τη µοναδική του σπουδαιότητα στην ολλανδική τέχνη. Αλλά όχι εγώ. Όπως είπε η µητέρα µου πριν από τόσα χρόνια, η µητέρα µου που λάτρεψε τον πίνακα, παιδάκι ακόµα, βλέποντάς τον απλώς σε ένα βιβλίο δανεικό από τη Βιβλιοθήκη της Κοµητείας Κοµάντσι του Κάνσας: Η σπουδαιότητα δεν έχει σηµασία. Η ιστορική σπουδαιότητα το αποδυναµώνει. Πάνω από αυτές τις αγεφύρωτες αποστάσεις – µεταξύ πουλιού και ζωγράφου, µεταξύ πίνακα και θεατή–, ακούω καθαρότατα αυτό που έχει να πει σ’ εµένα, το ψιτ από το σοκάκι, όπως το έθεσε ο Χόµπι, που έρχεται µέσα από µια περίοδο τετρακοσίων χρόνων, και είναι στ’ αλήθεια πολύ προσωπικό και συγκεκριµένο. Υπάρχει στην ηλιόλουστη ατµόσφαιρα, στις πινελιές που µας επιτρέπει να τις δούµε, αν κοιτάξουµε από κοντά, όπως είναι –κοφτές κινήσεις του χεριού που µεταφέρουν χρώµα, ίχνη που αφήνει πίσω του το πινέλο καθώς περνάει πάνω από την επιφάνεια–, και µετά, ιδωµένο από κάποια απόσταση, το θαύµα ή το αστείο, όπως το αποκάλεσε ο Χορστ, αν και είναι και τα δύο µαζί στην πραγµατικότητα, το θαύµα της µετουσίωσης που επιτρέπει στην µπογιά να είναι µπογιά, αλλά ταυτόχρονα τη µεταµορφώνει σε φτερά και κόκαλα. Είναι το σηµείο στο οποίο η πραγµατικότητα αγγίζει το ιδανικό, το αστείο γίνεται σοβαρό, και καθετί σοβαρό είναι αστείο. Το µαγικό σηµείο όπου κάθε ιδέα και το αντίθετό της είναι εξίσου αληθινά. Και ελπίζω πραγµατικά να υπάρχει εδώ µια ευρύτερη αλήθεια για την οδύνη, ή τουλάχιστον για τον τρόπο που την καταλαβαίνω εγώ – αν και έχω συνειδητοποιήσει ότι οι µόνες αλήθειες που έχουν σηµασία για µένα είναι αυτές που δεν καταλαβαίνω και ούτε µπορώ να καταλάβω. Το µυστηριώδες, το διφορούµενο, το ανεξήγητο. Αυτό που δεν κολλάει σε µια ιστορία, αυτό που δεν έχει ιστορία. Φευγαλέα λάµψη σε µια αλυσίδα που µόλις διακρίνεται. Κηλίδα ηλιόφωτος σε έναν κίτρινο τοίχο. Η µοναξιά που χωρίζει κάθε ζωντανό πλάσµα από κάθε άλλο ζωντανό πλάσµα. Λύπη αδιαχώριστη από τη χαρά. Γιατί... τι θα γινόταν αν εκείνη η συγκεκριµένη καρδερίνα (και είναι πολύ συγκεκριµένη) δεν είχε αιχµαλωτιστεί ποτέ, ούτε είχε γεννηθεί σε αιχµαλωσία, για να εκτεθεί σε κάποιο σπίτι, ώστε να µπορέσει να την παρατηρήσει ο Φαµπρίτσιους; Σίγουρα ποτέ δε θα µπόρεσε να καταλάβει γιατί ήταν υποχρεωµένη να ζει σε τόση δυστυχία: σκιαγµένη από θορύβους (φαντάζοµαι), πνιγµένη στον καπνό, µε σκυλιά να γαβγίζουν, µυρωδιές από φαγητά που µαγειρεύονταν, µεθύστακες και παιδιά να την πιλατεύουν, το µήκος της αλυσίδας ελάχιστο. Εντούτοις, ακόµα και ένα παιδί µπορεί να δει την αξιοπρέπειά της: Η ενσάρκωση του σθένους σε λεπτά φτερά και εύθραυστα κόκαλα. Όχι φοβισµένη, ούτε καν απελπισµένη, αλλά σταθερή και ακλόνητη στη θέση της. Αρνούµενη πεισµατικά να αποτραβηχτεί από τον κόσµο.
Έπιανα όλο και περισσότερο τον εαυτό µου να εστιάζει σε αυτή την άρνηση να αποτραβηχτεί. Γιατί δε µε νοιάζει τι λένε ή πόσο συχνά ή πειστικά το λένε: Κανείς ποτέ δε θα µπορέσει να µε πείσει ότι η ζωή είναι ένα εκπληκτικό, υπέροχο δώρο. Να ποια είναι η αλήθεια: Η ζωή είναι καταστροφή. Το βασικό στοιχείο της ύπαρξης –της προσπάθειάς µας να εξασφαλίσουµε τροφή, να βρούµε φίλους ή ό,τι άλλο κάνουµε– είναι η καταστροφή. Ξεχάστε όλες τις διδακτικές ανοησίες τύπου Η Μικρή µας Πόλη[1] που συνηθίζουν να αναµασάνε όλοι: περί του θαύµατος ενός νεογέννητου βρέφους, περί της χαράς ενός και µοναδικού λουλουδιού που ανοίγει, Ζωή, Είσαι Υπερβολικά Υπέροχη για να Σε Κατανοήσουµε κτλ. κτλ. Για µένα –και θα συνεχίσω να το επαναλαµβάνω πεισµατικά µέχρι να πεθάνω, µέχρι να σπάσω τα αχάριστα µηδενιστικά µούτρα µου και να µην έχω πια τη δύναµη να το λέω– θα ήταν καλύτερα να µην είχα γεννηθεί ποτέ παρά να γεννηθώ µέσα σε αυτόν το βόθρο. Αυτή την καταβόθρα µε τα κρεβάτια νοσοκοµείου, τα φέρετρα και τις ραγισµένες καρδιές. Καµία λύτρωση, κανένα δικαίωµα για έφεση, καµία «δεύτερη ευκαιρία», για να χρησιµοποιήσω µια προσφιλή έκφραση της Ζάντρα, κανένας δρόµος µπροστά εκτός από τα γηρατειά και την απώλεια, καµία διέξοδος πέρα από το θάνατο. [«Γραφείο παραπόνων!» θυµάµαι τον Μπόρις να κλαψουρίζει σαν παιδί ένα απόγευµα στο σπίτι του που είχαµε εµπλακεί σε µια κάπως µεταφυσική συζήτηση για τις µανάδες µας: Γιατί να πρέπει εκείνες –άγγελοι, θεές– να πεθάνουν, ενώ οι φρικτοί πατεράδες µας ζούσαν και βασίλευαν, µπεκροπίνοντας αραχτοί και βολεµένοι µια χαρά, συνεχίζοντας να σκουντουφλάνε δεξιά αριστερά και να σπέρνουν τον όλεθρο, σφύζοντες φαινοµενικά από υγεία; «Πήραν τους λάθος ανθρώπους! Έγινε λάθος! Όλα είναι άδικα! Σε ποιον να υποβάλουµε τα παράπονά µας γι’ αυτό το ελεεινό µέρος; Ποιος είναι ο αρµόδιος, επιτέλους;»] Και τελικά –ίσως είναι γελοίο να συνεχίζω σε αυτό το πνεύµα, αλλά δεν πειράζει, αφού κανείς δε θα το δει έτσι κι αλλιώς– έχει κανένα νόηµα να ξέρουµε ότι τελειώνει άσχηµα για όλους µας, ακόµα και για τους πιο ευτυχισµένους, ότι όλοι χάνουµε κάτι σηµαντικό στο τέλος, και ταυτόχρονα να ξέρουµε επίσης, σε πείσµα όλων των προηγούµενων, ότι, όσο άσπλαχνα κι αν είναι στηµένο το παιχνίδι, µπορούµε να το παίξουµε µε κάποια χαρά; Το να προσπαθείς να βγάλεις κάποιο νόηµα από όλα αυτά φαντάζει απίστευτα εκκεντρικό. Ίσως ο µόνος λόγος που διαβλέπω ένα σχέδιο είναι ότι το ψάχνω για πάρα πολύ καιρό. Αλλά, πάλι, για να παραφράσω τον Μπόρις, ίσως βλέπω ένα σχέδιο επειδή απλώς είναι εκεί. Σε ένα επίπεδο, έγραψα αυτές τις σελίδες προσπαθώντας να καταλάβω. Όµως, σε ένα άλλο επίπεδο, δε θέλω να καταλάβω, δε θέλω να προσπαθήσω να καταλάβω, γιατί έτσι θα καταφέρω µόνο να διαστρεβλώσω την πραγµατικότητα. Το µόνο που µπορώ να δηλώσω µε βεβαιότητα είναι ότι εµένα προσωπικά δε µε απασχόλησε ποτέ ιδιαίτερα το µυστήριο του µέλλοντος – η αίσθηση της κλεψύδρας που αδειάζει, το πυρετώδες πέρασµα του χρόνου. Δυνάµεις άγνωστες, µη επιλεγµένες, αθέλητες. Κι εγώ ταξιδεύω τόσο καιρό, ξενοδοχεία σε παράξενες πόλεις πριν ο ήλιος ανατείλει, είµαι τόσο καιρό στο δρόµο, ώστε νιώθω στα κόκαλά µου τους κραδασµούς της ταχύτητας του αεριωθούµενου, έχω στο σώµα µου µια αίσθηση διαρκούς κίνησης µεταξύ ηπείρων και ζωνών ώρας, η οποία συνεχίζεται για µεγάλο διάστηµα αφότου έχω κατέβει από το αεροπλάνο και παρουσιάζοµαι σε άλλη µια ρεσεψιόν, Γεια σας, µε λένε Έµα/Σελίνα/Τσάρλι/Ντοµινίκ, καλώς ήλθατε στο Τάδε-Τάδε, εξουθενωµένα χαµόγελα, υπογραφές σε έντυπα µε τρεµάµενο χέρι, κουρτίνες συσκότισης που τραβιούνται, ξαπλωµένος σε άλλο ένα άγνωστο κρεβάτι, µε άλλο ένα άγνωστο δωµάτιο να κλυδωνίζεται γύρω µου, σύννεφα και σκιές, ένας ίλιγγος που είναι σχεδόν µακαριότητα, µια αίσθηση ότι πέθανα και είµαι στον ουρανό.
Γιατί... µόλις χτες βράδυ ονειρεύτηκα ένα ταξίδι και φίδια – ραβδωτά, φαρµακερά φίδια µε τριγωνικά κεφάλια, και, παρότι ήταν πολύ κοντά, δεν τα φοβόµουν, καθόλου µάλιστα. Και µες στο κεφάλι µου άκουσα µια ατάκα από κάπου: Όντας κοντά σας, λησµονήσαµε να πεθάνουµε.[2] Αυτά είναι τα µαθήµατα που µου έρχονται µέσα σε µισοσκότεινα δωµάτια ξενοδοχείων µε κατάφωτα µίνι-µπαρ και φωνές που µιλάνε σε ξένες γλώσσες στο διάδροµο, όπου γίνονται δυσδιάκριτα τα σύνορα ανάµεσα στους κόσµους. Και, σε µια παρατεινόµενη αλλαγή οπτικής µετά το Άµστερνταµ, που στην πραγµατικότητα υπήρξε η δική µου Δαµασκός, ο ενδιάµεσος σταθµός και το απόγειο της Μεταστροφής µου, όπως υποθέτω ότι θα µπορούσε να το περιγράψει κανείς, συνεχίζω να συγκινούµαι βαθύτατα από την προσωρινότητα των ξενοδοχείων: όχι µε την κοσµική έννοια των ταξιδιωτικών οδηγών, αλλά µε µια παραφορά που αγγίζει το υπερβατικό. Κάποια στιγµή τον Οκτώβριο, κοντά στην Ηµέρα των Νεκρών µάλιστα, έµενα σε ένα παραθαλάσσιο µεξικάνικο ξενοδοχείο µε κουρτίνες που ανέµιζαν και δωµάτια που είχαν όλα ονόµατα λουλουδιών. Το Δωµάτιο της Αζαλέας, το Δωµάτιο της Καµέλιας, το Δωµάτιο της Ροδοδάφνης. Λαµπρότητα και πολυτέλεια, διάδροµοι όπου το ελαφρύ αεράκι µύριζε σαν την αιωνιότητα, κάθε δωµάτιο µε διαφορετικού χρώµατος πόρτα. Παιωνία, Γλυσίνα, Τριαντάφυλλο, Πασιφλόρα. Ποιος ξέρει, ίσως είναι κάτι τέτοιο που µας περιµένει στο τέλος του ταξιδιού, µια µεγαλοπρέπεια που είναι αδύνατον να τη φανταστούµε µέχρι τη στιγµή που δρασκελίζουµε το κατώφλι της, αυτό που αντικρίζουµε εµβρόντητοι όταν ο Θεός τραβάει τελικά τα χέρια Του από τα µάτια µας και λέει: Κοίτα! [Σκέφτεσαι ποτέ να το κόψεις; ρώτησα στην Αµβέρσα, στη διάρκεια του βαρετού κοµµατιού της ταινίας Μια Υπέροχη Ζωή, του περιπάτου της Ντόνα Ριντ υπό το σεληνόφως, καθώς παρακολουθούσα τον Μπόρις µε ένα κουτάλι και νερό από ένα σταγονόµετρο, να αναµειγνύει ένα «φιξάκι», όπως το ονόµαζε, για τον εαυτό του. Μη µε ζαλίζεις κι εσύ τώρα! Πονάει το µπράτσο µου! Μου είχε δείξει ήδη τη µατωµένη ουλή από τη σφαίρα, µαυρισµένη στις άκρες και σκαµµένη αρκετά βαθιά στο δικέφαλό του. Φάε εσύ σφαίρα χριστουγεννιάτικα, και θα δεις αν θα θες να τη βγάλεις µε ασπιρίνες! Ναι, αλλά είσαι τρελός που το κάνεις έτσι. Ε, είτε το πιστεύεις είτε όχι, για µένα δεν είναι τόσο µεγάλο πρόβληµα. Το κάνω µόνο σε ειδικές περιστάσεις. Αυτό το έχω ξανακούσει. Ε, είναι αλήθεια! Δεν είµαι εξαρτηµένος, τουλάχιστον όχι ακόµα. Ξέρω ανθρώπους που έπαιρναν τρία τέσσερα χρόνια και ήταν οκέι, αρκεί να µην ξεπερνούσαν τις δύο µε τρεις φορές το µήνα. Παρ’ όλα αυτά, πρόσθεσε σοβαρά ο Μπόρις –γαλάζιες αντανακλάσεις κινηµατογραφικού φωτός πάνω στο κουτάλι– είµαι αλκοολικός. Εκεί, η ζηµιά έχει γίνει, και είναι ανεπανόρθωτη. Αν κάτι µε σκοτώσει –γνέφοντας προς τη γνήσια ρωσική βότκα στο τραπέζι µπροστά µας–, θα είναι αυτό. Λες ότι δεν έχεις σουτάρει ποτέ µέχρι τώρα; Πίστεψέ µε, είχα ήδη αρκετά προβλήµατα και µε τον άλλο τρόπο. Ναι, καταλαβαίνω, µεγάλο στίγµα και φόβος. Εγώ, είναι η αλήθεια, προτιµώ να σνιφάρω τις περισσότερες φορές – σε κλαµπ, εστιατόρια, µπήκες βγήκες, είναι πιο εύκολο και γρήγορο να µπεις µια στιγµή στην τουαλέτα και να τραβήξεις µια µυτιά. Έτσι, το ζητάς συνέχεια. Θα το ζητάω και στο νεκροκρέβατό µου. Καλύτερα να µην το συνηθίσεις ποτέ. Αν και είναι στ’ αλήθεια πολύ εξοργιστικό να βλέπεις ένα µαλάκα να κάθεται και να καπνίζει κρακ, και να σου λέει µετά πόσο βρόµικο και ανασφαλές είναι και ότι εκείνος δε θα έχωνε ποτέ βελόνα στο σώµα του. Καταλαβαίνεις τι λέω; Να σου κάνει κήρυγµα λες και είναι πιο έξυπνος από σένα... Γιατί το άρχισες;
Γιατί το αρχίζει κανείς; Με παράτησε η δικιά µου! Η τότε δικιά µου. Ήθελα να είµαι κακός και αυτοκαταστροφικός, χα. Και έγινα. Ο Τζίµι Στιούαρτ µε την κολεγιακή του µπλούζα. Ασηµένιο φεγγάρι, τρεµουλιαστές φωνές στο κλασικό τραγούδι «Buffalo Gals Won’t Come Out Tonight». Τότε, γιατί δε σταµατάς; ρώτησα. Γιατί να σταµατήσω; Χρειάζεται να σου απαντήσω; Ναι, αλλά τι γίνεται αν δε µου ’ρχεται να το κάνω; Αν µπορείς να σταµατήσεις, γιατί δεν το κάνεις; Όταν ζεις µε το σπαθί, πεθαίνεις µε το σπαθί, αποφάνθηκε πρόσχαρα, πιέζοντας την πολύ επαγγελµατική αιµοστατική του περίδεση µε το σαγόνι του, ενώ την ίδια στιγµή ανέβαζε το µανίκι του.] Και, όσο τροµερό κι αν ακούγεται, εγώ το καταλαβαίνω. Δεν µπορούµε να επιλέξουµε τι θέλουµε και τι δε θέλουµε, και αυτή είναι η πικρή µοναχική αλήθεια. Κάποιες φορές θέλουµε αυτό που θέλουµε ακόµα κι αν ξέρουµε ότι θα µας σκοτώσει. Δεν µπορούµε να ξεφύγουµε από αυτό που είµαστε. (Ένα πράγµα που οφείλω να αναγνωρίσω στον µπαµπά µου: Τουλάχιστον εκείνος είχε προσπαθήσει να κάνει τη λογική επιλογή –τη µητέρα µου, τη δουλειά µε ωράριο εννέα µε πέντε, εµένα–, πριν τα τινάξει όλα στον αέρα και γίνει µπουχός.) Όσο κι αν θα ήθελα να πιστέψω πως υπάρχει µια αλήθεια πέρα από την ψευδαίσθηση, κατέληξα να πιστεύω ότι δεν υπάρχει. Γιατί ανάµεσα στην «πραγµατικότητα» από τη µια πλευρά και στην αντίληψη της πραγµατικότητας από το µυαλό υπάρχει µια ενδιάµεση ζώνη, µια άκρη του ουράνιου τόξου όπου γεννιέται η οµορφιά, όπου δύο πολύ διαφορετικές επιφάνειες εφάπτονται και συγχωνεύονται για να προσφέρουν αυτό που δεν προσφέρει η ζωή: Και αυτός είναι ο χώρος όπου υπάρχει όλη η τέχνη και όλη η µαγεία. Και, θα πρόσθετα επίσης, όλη η αγάπη. Ή, ακριβέστερα, αυτή η ενδιάµεση ζώνη αντικατοπτρίζει τη θεµελιώδη ανακολουθία της αγάπης. Όταν την κοιτάς από κοντά: ένα φακιδιάρικο χέρι πάνω σε ένα µαύρο παλτό, ένας βάτραχος οριγκάµι πεσµένος στο πλάι. Υποχωρείς λίγο, και η ψευδαίσθηση προβάλλει ξανά µεγαλοπρεπής: ζωή πέρα από τη ζωή, αθάνατη. Η ίδια η Πίππα είναι το παιχνίδισµα ανάµεσα σε αυτά, αγάπη και µη αγάπη ταυτόχρονα, παρούσα και απούσα. Φωτογραφίες στον τοίχο, µια ζαρωµένη κάλτσα κάτω από τον καναπέ. Η στιγµή που άπλωσα το χέρι µου για να αφαιρέσω ένα χνούδι από τα µαλλιά της και εκείνη γέλασε και αποτραβήχτηκε από το άγγιγµά µου. Κι όπως ακριβώς µουσική είναι ο χώρος ανάµεσα στις νότες, όπως ακριβώς τα άστρα είναι όµορφα ακριβώς λόγω του χώρου ανάµεσά τους, όπως ακριβώς ο ήλιος χτυπάει τις σταγόνες της βροχής υπό συγκεκριµένη γωνία και δηµιουργεί ένα πολύχρωµο πρίσµα στον ουρανό, έτσι και ο χώρος στον οποίο υπάρχω και θέλω να συνεχίσω να υπάρχω –και, για να είµαι απόλυτα ειλικρινής, εύχοµαι να πεθάνω µέσα σε αυτόν– είναι αυτή ακριβώς η ενδιάµεση ζώνη: Εκεί όπου η απελπισία συναντάει την απόλυτη ετερότητα και δηµιουργεί κάτι θεσπέσιο. Και αυτός είναι ο λόγος που επέλεξα να γράψω αυτές τις σελίδες όπως τις έγραψα. Γιατί µόνο όταν στέκοµαι στην ενδιάµεση ζώνη, στην πολύχρωµη ακµή µεταξύ αλήθειας και αναλήθειας, είναι υποφερτό να βρίσκοµαι εδώ και να τα γράφω όλα αυτά. Ό,τι µας διδάσκει να µιλάµε στον εαυτό µας είναι σηµαντικό· ό,τι µας διδάσκει να τραγουδάµε στον εαυτό µας για να αντέξουµε την απόγνωση. Αλλά ο πίνακας µε δίδαξε επίσης ότι µπορούµε να µιλάµε ο ένας στον άλλο µέσα από το χρόνο. Και αισθάνοµαι ότι έχω κάτι πολύ σοβαρό και επείγον να σου πω, ανύπαρκτε αναγνώστη µου, και νιώθω ότι θα έπρεπε να το
πω τόσο βιαστικά όσο αν στεκόµουν µαζί σου στο δωµάτιο. Ότι η ζωή –ασχέτως του τι άλλο είναι– είναι µικρή. Ότι η µοίρα είναι σκληρή, αλλά ίσως δεν είναι τυχαία. Ότι η Φύση (βλέπε: Θάνατος) πάντα νικάει, αλλά αυτό δε σηµαίνει ότι πρέπει να σκύβουµε το κεφάλι και να σερνόµαστε ενώπιόν του. Ότι, ακόµα κι αν δεν είµαστε πάντα τόσο χαρούµενοι που βρισκόµαστε εδώ, είναι καθήκον µας να βουτήξουµε έτσι κι αλλιώς, να προχωρήσουµε πλατσουρίζοντας µέσα στο βόρβορο και να διασχίσουµε το βόθρο έχοντας πάντα τα µάτια και την καρδιά µας ανοιχτά. Και την ώρα που πεθαίνουµε, καθώς αποδεσµευόµαστε από το οργανικό και ξαναβουλιάζουµε ατιµωτικά σε αυτό, είναι τιµή και δόξα και προνόµιο να αγαπάµε αυτό που δεν αγγίζει ο Θάνατος. Γιατί, αν τον πίνακα ακολούθησαν µέσα στο χρόνο η λήθη και η καταστροφή, τον ακολούθησε και η αγάπη. Στο βαθµό που είναι αθάνατος (και είναι), έχω ένα µικρό, λαµπερό, ακατάλυτο µερίδιο σε αυτή την αθανασία. Υπάρχει· και συνεχίζει να υπάρχει. Και εγώ προσθέτω και τη δική µου αγάπη στην ιστορία των ανθρώπων που αγάπησαν όµορφα πράγµατα και τα φρόντισαν και τα έσωσαν από τη φωτιά και τα αναζήτησαν όταν χάθηκαν και προσπάθησαν να τα διατηρήσουν και να τα διασώσουν, µεταβιβάζοντάς τα κυριολεκτικά από χέρι σε χέρι, στέλνοντας το λαµπρό τραγούδι τους από τα ερείπια του χρόνου στην επόµενη γενιά των εραστών, και στην επόµενη.
[1] Εµβληµατικό θεατρικό έργο του Αµερικανού συγγραφέα Θόρντον Νίβεν Ουάιλντερ, που καταπιάνεται µε τις καθολικές αλήθειες της ανθρώπινης φύσης. Γραµµένο το 1938, έφερνε την καινοτοµία των ηθοποιών που απευθύνονται απευθείας στο κοινό. (Σ.τ.Μ.) [2] Στίχος από το ποίηµα «Spirits of Fuji Mountain» (1903) του Ιάπωνα ποιητή και συγγραφέα Γιονέ Νογκούτσι. (Σ.τ.Μ.)
Ευχαριστίες
Ευχαριστώ τους: Robbert Ammerlaan, Ivan Nabokov, Sam Pace, Neal Guma. Δε θα µπορούσα να είχα γράψει αυτό το µυθιστόρηµα χωρίς κάποιον από εσάς. Επίσης, τον επιµελητή µου Michael Pietsch, τις λογοτεχνικές πράκτορές µου Amanda Urban και Gill Coleridge και τους Wayne Furman, David Smith και Jay Barksdale της Δηµόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης. Ευχαριστίες οφείλω επίσης στους: Michelle Aielli, Hanan Al-Shaykh, Molly Atlas, Kate Bernheimer, Richard Beswick, Paul Bogaards, Pauline Bonnefoi, Skye Campbell, Kevin Carty, Alfred Cavallero, Rowan Cope, Simon Costin, Sjaak de Jong, Doris Day, Alice Doyle, Matt Dubov, Greta Edwards-Anthony, Phillip Feneaux, Edna Golding, Alan Guma, Matthew Guma, Marc Harrington, Dirk Johnson, Cara Jones, James Lord, Bjorn Linnell, Lucy Luck, Louise McGloin, Jay McInerney, Malcolm Mabry, Victoria Matsui, Hope Mell, Antonio Monda, Claire Nozieres, Ann Patchett, Jeanine Pepler, Alexandra Pringle, Rebecca Quinlan, Tom Quinlan, Eve Rabinovits, Marius Radieski, Peter Reydon, Georg Reuchlein, Laura Robinson, Tracy Roe, Jose Rosada, Rainer Schmidt, Elizabeth Seelig, Susan de Soissons, George Sheanshang, Jody Shields, Louis Silbert, Jennifer Smith, Maggie Southard, Daniel Starer, Synthia Starkey, Hector Tello, Mary Tondorf-Dick, Robyn Tucker, Karl van Devender, Paul van der Lecq, Arjaan van Nimwegen, Leland Weissinger, Judy Williams, Jayne Yaffe Kemp, καθώς και στο προσωπικό του ξενοδοχείου Ambassade και του πρώην Helmsley Carlton House.